Βιβλία του ίδιου συγγραφέα που κυκλοφόρησαν στη σειρά Bell Best Seller: Φωνή απ* το Σκοτάδι (με το ψευδώνυμο Leigh Nichols) Ο Εφιάλτης Παραφυλάει Αστραπή Εφιάλτες του Μεσονυχτίου Νύχτες Τρόμου Το Κρησφύγετο Ψυχρή Φωτιά
Το βιβλίο αυτό το αφιερώνω σε δυο ξεχωριστούς ανθρώπους που ζουν πολύ μακριά στον Εντ και την Κάρολ Γκόρμαν με την ευχή να είχε όντως συρρικνωθεί ο σύγχρονος κόσμος μας σε μια μικρή πολιτεία, όπως επιμένουν ότι συμβαίνει οι φιλόσοφοι των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Τότε, θα μπορούσαμε να βρεθούμε στο μικρό καφέ της Μέιν Στρητ, στη Μαπλ Αβενιου, να φάμε, να τα πούμε και να γελάσουμε.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Το Γνωστό Στέκι των Ηλιθίων Κάθε όνειρο είναι σαν ένα ποτάμι Που αλλάζει συνεχώς καθώς κυλάει. Κι αυτός που ονειρεύεται είναι το πλοίο Που πρέπει να ακολουθεί τη ροή του, όπου κι αν πάει. Πασχίζοντας να διδαχτείς από τα περασμένα Και αγνοώντας πάντα το αύριο τι θα φέρει Κάθε σου μέρα είναι ένας αγώνας Να παραμείνεις μέσα στο ποτάμι. — Το Ποτάμι Γκαρθ Μπρουκς, Βικτόρια Σόου Όρμησε με τα μούτρα καταπάνω σιη ζωή Ή μείνε σπίτι σου να περιμένεις. Όσα καλά ή κακά είναι να σε βρουν Θα έρθουν: έτσι είναι γραμμένο. Άκου τη μουσική, χόρεψε αν το μπορείς. Ντύσου στα κουρέλια ή τα διαμαντικά σου βάλε. Ρούφα ως τον πάτο την επιλογή σου, κανάκεψε το φόβο σου Σ' αυτό το παλιό, γνωστό στέκι των ηλιθίων. — Το Βιβλίο που Μετράει τους Καημούς
ΕΝΑ ι Εκείνη η Τρίτη στην Καλιφόρνια ήταν μια όμορφη μέρα, ηλιόλουστη και γεμάτη υποσχέσεις, ως τη στιγμή που ο Χάρι Λάιον αναγκάστηκε να σκοτώσει κάποιον την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Για πρωινό, ο Χάρι είχε φάει φρεσκοψη μένα εγγλέζικα φραντζολάκια με μαρμελάδα λεμόνι κι είχε πιει δυνατό,τζαμαϊκανό καφέ καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας του. Μια πρέζα κανέλα στο ρόφημα του του πρόσθετε ευχάριστα πικάντικη γεύση. Το παράθυρο της κουζίνας έβλεπε στη ζώνη του πράσινου που περιέβαλλε το Λος Κάμπος, ένα εκτεταμένο συγκρότημα ανεξάρτητων διαμερισμάτων στο προάστιο Ίρβιν. Ο Χάρι, που ήταν πρόεδρος του συλλόγου ιδιοκτητών, δεν άφηνε τους κηπουρούς σε χλωρό κλαρί. Επιστατούσε σχολαστικά τη δουλειά τους και φρόντιζε να είναι τα δέντρα, οι καλλωπιστικοί θάμνοι και το γρασίδι κούρε μένα τόσο τέλεια, που να θυμίζουν τα τοπία στις εικόνες των παραμυθιών, λες και τα φρόντιζαν ταξιαρχίες από λιλιπούτεια ξωτικά με αμέτρητα μικροσκοπικά δρεπάνια. Όταν ήταν μικρός, ο Χάρι γοητευόταν από τα παραμύθια πολύ περισσότερο απ' όσο γοητεύονται συνήθως τα παιδιά. Στον κόσμο των αδελφών Γκριμ και του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, οι ανοιξιάτικοι λόφοι και τα λιβάδια ήταν πάντα καταπράσινα και λεία σαν βελούδο. Επικρατούσε η Τάξη. Οι κακοί
πάντα θα πλήρωναν στο τέλος κι οι καλοί θα ανταμείβονταν — ε'στω, αφού θα είχαν περάσει από φοβερές δοκιμασίες καμιά φορά. Ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ δεν πέθαιναν τελικά στο φούρνο της μάγισσας· αυτή η κακούργα ψηνόταν ζωντανή όπως της άξιζε. Κι ο μοχθηρός νάνος Ραμπλστίλτσκιν, αντί να πάρει τη νεογέννητη κορούλα της βασίλισσας, έπεφτε στην ίδια του την παγίδα κι έσκαγε από το κακό του. Δυστυχώς, στην πραγματική ζωή κι ειδικά στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, ο Ραμπλστίλτσκιν θα είχε αρπάξει σίγουρα τη μικρή βασιλοπούλα. Θα τη μυούσε στα ναρκωτικά, θα την έβγαζε στο πεζοδρόμιο, θα την έκοβε κομματάκια ένα ωραίο βράδυ και, τελικά, θα γλίτωνε τη φυλακή με τον ισχυρισμό ότι η μισαλλοδοξία της κοινωνίας προς τους οξύθυμους, μοχθηρούς νάνους σαν αυτόν τον είχε εξωθήσει σε μια πράξη στιγμιαίας παραφροσύνης. Ο Χάρι ρούφηξε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του κι αναστέναξε. Όπως πολλοί άνθρωποι, ποθούσε κι αυτός να ζει σ' έναν καλύτερο κόσμο. Πριν φύγει για τη δουλειά του, έπλυνε τα πιάτα, τα σκούπισε και τα έβαλε στη θέση τους, στο ντουλάπι. Σιχαινόταν να γυρίζει στο σπίτι και να το βρίσκει ακατάστατο. Στο χολ της εισόδου στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και διόρθωσε τον κόμπο της γραβάτας του. Ύστερα πήρε από την κρεμάστρα ένα μπλε, ναυτικό σακάκι, το φόρεσε και κοιτάχτηκε καλά καλά για να σιγουρευτεί ότι δε φαινόταν κανένα φούσκωμα στο πλευρό του που να προδίδει ότι φορούσε θήκη με περίστροφο. Όπως έκανε κάθε εργάσιμη μέρα τους τελευταίους έξι μήνες, αντί να πάρει τον μποτιλιαρισμένο αυτοκινητόδρομο προς το Διαπρακτορικό Κέντρο Ειδικών Αποστολών στη Λαγκούνα Νάιγκελ, ακολούθησε μια άλλη διαδρομή που ο ίδιος είχε επιλέξει και ήταν σαφώς συντομότερη. Το νωρίτερο που είχε φτάσει στο γραφείο ήταν 8:15 και το αργότερο 8:28, αλλά ποτέ δεν είχε αργήσει. Εκείνη την Τρίτη, όταν πάρκαρε το Χόντατου στο υπόστεγο, στη δυτική πλευρά του διώροφου κτιρίου, το ρολόι του αυτοκίνητου έδειχνε 8:21. Το ίδιο και το ρολόι που φορούσε στο χέρι
του. Ο Χάρι συγχρόνιζε όλα τα ρολόγια του δυο φορές τη βδομάδα. Μόλις βγήκε από το αυτοκίνητότου, κοντοστάθηκε και πήρε μερικές βαθιές εισπνοές. Η νυχτερινή βροχή είχε καθαρίσει τον αέρα κι η μαρτιάτικη λιακάδα έδινε στην πρωινή ατμόσφαιρα μια χρυσαφένια λάμψη, ζεστή σαν τη φλούδα του ώριμου ροδάκινου. Για να εναρμονίζεται με την αρχιτεκτονική της Λαγκοΰνα Νάιγκελ, το Κέντρο Ειδικών Αποστολών στεγαζόταν σ' ένα κτίριο μεσογειακού ρυθμού. Με τη φαρδιά, κολονάτη βεράντα του, τις φουντωτές αζαλέες καιτις λεύκες που το περιστοίχιζαν, δε θύμιζε καθόλου κτίριο της αστυνομίας. Μερικοί συνάδελφοι, από άλλα τμήματα της Υπηρεσίας, το έβρισκαν πολύ κουκλίστικο, αλλά του Χάρι του άρεσε. Ο αυστηρός, υπηρεσιακός διάκοσμος του εσωτερικού δεν είχε καμιά σχέση με την ειδυλλιακή εξωτερική όψη του κτιρίου. Γκρίζοι τοίχοι. Γκρίζα πλαστικά πλακάκια στο δάπεδο. Ηχομόνωση στα ταβάνια. Τετράγωνα, μεταλλικά έπιπλα. Παρ' όλα αυτά, η αυστηρή λιτότητα κι η ατμόσφαιρα τάξης και πειθαρχίας που επικρατούσε εκεί δημιουργούσαν αίσθηση επάρκειας και ασφάλειας. Μόλο που ήταν ακόμα πρωί, υπήρχε αρκετή κίνηση στους διαδρόμους και στο μεγάλο χολ της εισόδου. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν βιαστικοί, κυρίως σωματώδεις άντρες με γυμνασμένα κορμιά και βαρύ, σίγουρο βάδισμα, που πρόδιδε ικανούς αστυνομικούς, με πολύχρονη πείρα. Ελάχιστοι φορούσαν στολή. Οι Ειδικές Αποστολές χρησιμοποιούσαν ντετέκτιβ του Εγκληματολογικού με πολιτικά και μυστικούς πράκτορες από τα ομοσπονδιακά, πολιτειακά, περιφερειακά και δημοτικά γραφεία για να επανδρώνουν αστυνομικές έρευνες που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα εγκλημάτων. Οι ομάδες των Ειδικών Αποστολών —συχνά ολόκληρα αστυνομικά αποσπάσματα— είχαν να αντιμετωπίσουν βεντέτες ανάμεσα σε συμμορίες, καθ' έξιν δολοφόνους, συστηματικούς βιαστές και μεγάλης κλίμακας παράνομες δραστηριότητες του κυκλώματος ναρκωτικών. Ο Χάρι μοιραζόταν ένα γραφείο του δεύτερου ορόφου με την ντετέκτιβ Κόνι Γκάλιβερ. Το κομμάτι του δωματίου που ανήκε στον Χάρι το διακοσμούσαν αρκετά αειθαλή τροπικά
φυτά, ένα χαριτωμένο φοινικοειδές κι ένας υγιέστατος φίκος, ψηλός ως το ταβάνι. Το δικό της κομμάτι δεν είχε ούτε έναν κάκτο. Στο γραφείοτσυ Χάρι υπήρχαν μόνο ένα μικρό μπρούντζινο ρολόι, στυλχ5, μολύβι και διορθωτικό. Στοίβες από φακέλους, σκόρπια χαρτιά και φωτογραφίες γέμιζαν το γραφείο της Κόνι. Κατά περίεργο τρόπο, η Κόνι είχε φτάσει πρώτη στη δουλειά εκείνο το πρωί. Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο κι είχε γυρισμένη την πλάτη της στην πόρτα. «Καλημέρα», είπε ο Χάρι. «Πού την είδες;» απάντησε στρυφνά η Κόνι. Στράφηκε προς το μέρος του. Φορούσε κάτι παλιά, γδαρμένα Ρίμποκ, μπλουτζίν, καφεκόκκινο καρό πουκάμισο και καφέ κοτλέ σακάκι. Το σακάκι ήταν το αγαπημένο της. Το φορούσε τόσο συχνά, που οι βελούδινες ρίγες είχαν λιώσει εντελώς σία σημεία τριβής, τα μανίκια ήταν ξεφτισμένα κι οι ζάρες στις μασχάλες ήταν τόσο βαθιές και μόνιμες, που θύμιζαν ρεματιές σε βραχώδη βουνοπλαγιά, σμιλεμένες από αιώνες βροχοπτώσεων. Στο χέρι της κρατούσε ένα άδειο πλαστικό κύπελλο απ' όπου είχε πιει καφέ. Το τσαλάκωσε φουρκισμένη και το πέταξε στο πάτωμα. Το πλαστικό σκουπίδι αναπήδησε και κατέληξε στο μισό του πατώματος που ανήκε στον Χάρι. «Πάμε να οργώσουμε τους δρόμους», είπε η Κόνι και τράβηξε προς την πόρτα. «Προς τι τόση βιασύνη;» ρώτησε ο Χάρι, με το βλέμμα του στυλωμένο στο πλαστικό κύπελλο, στο πάτωμα. «Αστυνομικοί δεν είμαστε; Πάμε λοιπόν να κάνουμε τη δουλειά μας αντί να καθόμαστε να ξύνουμε τον κώλο μας όλη μέρα εδώ μέσα». Ενώ η Κόνι εξαφανίστηκε από την ανοιχτή πόρτα, ο Χάρι απέμεινε να κοιτάζει το κύπελλο στο δικό του πάτωμα. Το κλότσησε με το πόδι και το έστειλε πέρα από τη φανταστική γραμμή που χώριζε το δωμάτιο σε δύο μισά. 'Υστερα ακολούθησε την Κόνι, αλλά, μόλις πήγε να περάσει την πόρτα, κοντοστάθηκε, στράφηκε και κοίταξε πάλι το κύπελλο. Η Κόνι θα είχε φτάσει στη σκάλα, μπορεί και να κατέβαινε ήδη. Ο Χάρι δίστασε για μια στιγμή, αλλά τελικά ξαναμπήκε στο γραφείο, μάζεψε το πεταμένο κύπελλο καιτο πέταξε στο καλάθι
των αχρήστων. Με την ευκαιρία, πέταξε κι άλλα δυο που βρήκε παραδίπλα. Πρόφτασε την Κόνι στο πάρκινγκ τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα του οδηγού στο υπηρεσιακό, αλλά χωρίς διακριτικά αυτοκίνητο με το οποίο περιπολούσαν τους δρόμους. Με το που κάθισε στη θέση του, η Κόνι έβαλε μπρος στρίβοντας το κλειδί τόσο απότομα, που λίγο έλειψε να της μείνει το μισό στο χέρι. «Στραβοκοιμήθηκες απόψε;» τη ρώτησε ο Χάρι. Η Κόνι τράβηξε το μοχλό των ταχυτήτων σαν να ήθελε να τον ξεκολλήσει από τη βάση του. «Πονοκέφαλος;» ξαναρώτησε ο Χάρι, Το αυτοκίνητο τινάχτηκε προς τα πίσω με την όπισθεν. «Κάνα αγκαθάκι στην πατούσα;» Το αυτοκίνητο όρμησε στο δρόμο με ταχύτητα πυραύλου σε εκκίνηση. Ο Χάρι πήρε στάση ετοιμότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμπιστευόταν την Κόνι στο τιμόνι του αυτοκινήτου. Στην πραγματικότητα, η Κόνι ήταν πολύ πιο φιλική με το αυτοκίνητο απ' ό,τι με τους ανθρώπους. «Δε θέλεις να μου πεις τι έχεις;» «Όχι». Για γυναίκα που ζούσε συνεχώς στην κόψη του ξυραφιού, που ήταν ατρόμητη στις στιγμές του μεγαλύτερου κινδύνου και που είχε για χόμπι της την ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο και το πέταγμα με αετό από βουνοκορφές, η Κόνι Γκάλιβερ ήταν εκνευριστικά φειδωλή σε αποκαλύψεις προσωπικής φύσης. Ή ταν έξι μήνες συνεργάτες και παρ' όλο που ο Χάρι την ήξερε πια πολύ καλά, είχε συχνά την υποψία ότι δε γνώριζε τίποτε σημαντικό γι' αυτή. «Μπορεί να νιώσεις καλύτερα αν μου μιλήσεις», της είπε. «Αποκλείεται». Ο Χάρι την παρατηρούσε στα κλεφτά κι αναρωτήθηκε αν η αιτιατής κακοκεφιάςτης ήταν κάποιο ερωτικό καβγαδάκι. Στα δεκαπέντε χρόνια που ήταν αστυνομικός, είχε διαπιστώσει ότι οι άντρες ήταν η πηγή των περισσοτέρων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες. Δεν ήξερε ωστόσο τίποτε για την ερωτική ζωή της Κόνι, ούτε καν αν είχε η Κόνι ερωτική ζωή. «Έχει σχέση με την υπόθεσή μας;» τη ρώτησε. «Όχι».
Την πίστεψε. Η Κόνι κατάφερνε με μεγάλη επιτυχία να βγαίνει αμόλυντη από το βούρκο στον οποίο την ανάγκαζε το επάγγελμά τους να κολυμπάει. «Όχι δηλαδή πως δε βλέπω την ώρα να τσακώσουμε αυτό το κάθαρμα τον Ντέρνερ», πρόσθεσε η Κόνι. «Νομίζω ότι τον έχουμε στριμώξει πια για τα καλά». Ο Ντόιλ Ντέρνερ, ένα ρεμάλι του υποκόσμου των σέρφερ της περιοχής, ήταν ο κύριος ύποπτος για μια σειρά βιασμών. Κάθε περιστατικό ήταν βιαιότερο από το προηγούμενο, με αποκορύφωμα το θάνατο από κακομεταχείριση του τελευταίου θύματος: μιας δεκαεξάχρονης μαθήτριας. Ο Ντέρνερ ήταν ο βασικός ύποπτος, γιατί ήταν γνωστό ότι ε ίχε υποβληθεί σε εγχε ίριση αύξησης της περιμέτρου του πέους του. Ένας πλαστικός χειρούργος στο Νιούπορτ Μπιτς είχε αφαιρέσει μέρος του λιπώδους ιστού από την κοιλιά του Ντέρνερ και το είχε μεταμοσχεύσει με ένεση στην περιφέρεια του πέους για να αυξήσει το πάχος του. Ήταν απόλυτα βέβαιο ότι τη συγκεκριμένη επέμβαση δεν την ενέκρινε ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύνδεσμος, αλλά, αν ο χειρούργος είχε να εξοφλήσει κάποιο μεγάλο στεγαστικό δάνειο κι ο ασθενής είχε έμμονη ιδέα με την περίμετρό του, οι νόμοι της αγοράς νικούσαν τις όποιες ανησυχίες για μετεγχειρητικές επιπλοκές. Η περίμετρος του ανδρισμού του Ντέρνερ είχε αυξηθεί κατά πενήντα τοις εκατό, μια αύξηση τόσο εντυπωσιακή, που το αποτέλεσμα λογικά θα έπρεπε να του προξενεί δυσφορία. Κατά τα λεγόμενα όλων, όμως, ο Ντέρνερ ήταν πανευτυχής από το αποτέλεσμα, όχι επειδή θα εντυπωσίαζε τις γυναίκες, αλλά κυρίως επειδή θα τους προκαλούσε πόνο, πράγμα που ήταν εξαρχής ο στόχος του. Οι περιγραφές των θυμάτων σχετικά με την αφύσικη αυτή λεπτομέρεια της ανατομίας του δράστη είχαν βοηθήσει την αστυνομία να αποκλείσει άλλους υπόπτους, θεωρώντας ως πιθανότερο ένοχο τον Ντέρνερ. Επιπλέον, τρία από τα θύματα είχαν προσέξει το τατουάζ ενός φιδιού πάνω στο βουβώνατου, στοιχείο που αναφερόταν στο φάκελο του Ντέρνερ με αφορμή την καταδίκη του για δυο βιασμούς στη Σάντα Μπάρμπαρα πριν από οχτώ χρόνια. Εκείνη την Τρίτη, μέχρι να κάνουν διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό, ο Χάρι κι η Κόνι είχαν ήδη μιλήσει με μια
ντουζίναυπαλλήλους και θαμώνες στα τρία δημοφιλέστερα στέκια των σέρφερ καιτων άλλων αργόσχολων που τριγύριζαν στην πλαζ της Ααγκούνα: ένα μαγαζί που πουλούσε και νοίκιαζε σανίδες και εξοπλισμό για σέρφινγκ, ένα κατάστημα με υγιεινές τροφές κι ένα μισοφωτισμένο μπαρ, όπου καμιά δεκαριά πελάτες έπιναν μεξικάνικη μπίρα στις έντεκα το πρωί. Αν πίστευε κανείς τα λεγόμενά τους —που κανείς δεν τα πίστευε— δεν είχαν ακούσει ποτέ το όνομα Ντέρνερ κι έβλεπαν για πρώτη φορά το πρόσωπο στη φωτογραφία που τους έδειχναν. Στο αυτοκίνητο, μεταξύ διαδοχικών στάσεων, η Κόνι σέρβιρε στον Χάρι τα καινούρια καλούδια της συλλογής της από φρικαλεστητες: «Ακουσες γι' αυτή τη γυναίκα στη Φιλαδέλφεια, που βρήκαν στο διαμέρισμά της δυο μωρά νεκρά από υποσιτισμό και ντουζίνες από σύριγγες με κρακ και κοκαΐνη;' Ηταν τόσο μαστουρωμένη, που άφησε τα παιδιά της να πεθάνουν από την πείνα Και ξέρεις με τι κατηγορία θα δικαστεί; Ανθρωποκτονία εξ αμελείας». Ο Χάρι απλώς αναστέναξε. 'Οταν την Κόνι την έπιανε η διάθεση να μιλήσει γι' αυτό που η ίδια αποκαλούσε «παρατεταμένη χρίση» — ή, όταν η διάθεση της ήταν περισσότερο σαρκαστική, «κρίση της ανθρωπότητας προ των πυλών της νέας χιλιετίας», ή, στις πιο ζοφερές στιγμές της, «Σύγχρονο Μεσαίωνα» — δεν περίμενε απάντηση από τον Χάρι. Της αρκούσε ο μονόλογος. «Κι ένας τύπος στη Νέα Υόρκη σκότωσε το κοριτσάκι της φιλενάδας του, δυο χρονών παιδάκι —το πλάκωσε στις κλοτσιές και στις μπουνιές και το σκότωσε— επειδή η μικρή χόρευε μπροστά στην τηλεόραση και δεν τον άφηνε να δει. Ο μάγκας θα έβλεπε φαίνεται τον Τροχό της Τύχης και δεν άντεχε να χάσει ούτε ένα γκρο πλαν από τα περίφημα πόδια της Βάνα Γουάιτ». Όπως οι περισσότεροι αστυνομικοί, έτσι κιη Κόνι Γκάλιβερ διέθετε μεγάλη δόση μαύρου χιούμορ. Στην ουσία, το χιούμορ ήταν ένας μηχανισμός άμυνας. Χωρίς αυτόν κινδύνευες να τρελαθείς ή να πάθεις χρόνια κατάθλιψη από την αδιάκοπη επαφή με την ανθρώπινη διαστροφή και το κακό, που ήταν ο πυρήνας της δουλειάς τους. Γι' αυτούς που όσα ξέρουν για τους αστυνομικούς προέρχονται από τις κακοφτιαγμένες τηλεταινίες, το χιούμορ της πραγματικής ζωής των αστυνομικών μπορεί να φαίνεται υπερβολικά κυνικό και μαύρο. Βέβαια, κανένας αστυνομικός που σέβεται τον εαυτό του δε δίνει πεντάρα για το
τι σκέφτονται γι' αυτόν όλοι οι άλλοι εκτός από τους συναδέλφους του. «Στο Σακραμέντο υπάρχει ένα Κέντρο Πρόληψης Αυτοκτονιών», συνέχισε η Κόνι, φρενάροντας απότομα σ" ένα κόκκινο φανάρι «Ένας από τους συμβούλους βαρέθηκε να απαντάει στα τηλεφωνήματα ενός συγκεκριμένου, απελπισμένου πολίτη, οπότε πήγε μ' ένα φίλο του στο διαμέρισμα του τύπου, τον έβαλαν κάτω, τον έδεσαν, του έκοψαν τις φλέβες στους καρπούς των χεριών και τον διευκόλυναν αφάνταστα να πεθάνει από αιμορραγία». Συχνά, πίσω από το μαύρο χιούμορ της Κόνι, ο Χάρι διέκρινε μια βαθιά πίκρα που σπάνια συναντάει κανείς σε αστυνομικό. Μπορεί να ήταν και χειρότερο από πίκρα - απελπισία. Αλλά η Κόνι ήταν τόσο κλειστός χαρακτήρας, που ήταν σχεδόν αδύνατον να την ψυχολογήσει κανείς. Σε αντίθεση με την Κόνι, ο Χάρι ήταν αισιόδοξος. Για να παραμείνει αισιόδοξος, όμως, θεωρούσε αναγκαία προϋπόθεση να μην εμβαθύνει στην ανθρώπινη κακία και βλακεία με τον τρόπο που το έκανε η συνάδελφος του. Σε μια προσπάθεια ν' αλλάξει το κλίμα, της πρότεινε να κάνουν στάση για μεσημεριανό. «Πάμε για φαγητό σε μια ιταλική τρατορία που ξέρω εδώ κοντά, με χάρτινα τραπεζομάντιλα, μπουκάλια κρασιού για κηροπήγια, πολύ καλά νιόκι και υπέροχα μανικστι;» Η Κόνι μόρφασε. «Μπα! Ας πάρουμε καλύτερα σάντουιτς από καμιά καντίνα να τα φάμε στο δρόμο». Συμβιβάστηκαν μ' ένα φτηνό εστιατόριο κοντά στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο. Στο μαγαζί υπήρχαν καμιά δεκαριά πελάτες εκείνη την ώρα. Η διακόσμηση θύμιζε Νιου Μεξικό. Ξύλινα τραπέζια σκεπασμένα με καρό τραπεζομάντιλα από συνθετικό ύφασμα. Ταπετσαρία με αφηρημένα σχέδια σε παστέλ αποχρώσεις για τα καθίσματα. Πιάστρες με κακτοειδή. Λιθογραφίες του Γκόρμαν και του Πάρκισον. Λογικά θα έπρεπε να σερβίρουν κόκκινα φασόλια και μπιφτέκι ψημένο στα κάρβουνα, αντί για χάμπουργκερ και τηγανητές πατάτες. Ο Χάρι κι η Κόνι έτρωγαν σ' ένα τραπεζάκι που ακουμπούσε στον τοίχο — σάντουιτς με κρύο ψητό κοτόπουλο ο Χάρι και τσίζμπσυργκερ με πατατάκια η Κόνι— όταν μπήκε 0 τύπος με το στρογγυλό, αγαθό πρόσωπο. Καθώς άνοιξε η πόρτα, το τζάμι
της έστειλε μια δυνατή αντανάκλαση ταυ ήλιου που τους τύφλωσε στιγμιαία. Ο άντρας στάθηκε στο χώρο μπροστά στην είσοδο και κοίταξε γύρω του. Παρ' όλο που φαινόταν ευπρεπής καικαλοντυμένος — ανοιχτόχρωμο γκρι παντελόνι, άσπρο πουκάμισο κάισκούρο γκρι σουέτ σακάκι — υπήρχε κάτι στο παρουσιαστικό του που έκανε τον Χάρι να τον προσέξει. Το ακαθόριστο μειδίαμα και το ελαφρά αφηρημένο ΰφος του θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν πολυάσχολο επαγγελματία. Το πρόσωπο του ήταν κοινό, χωρίς έντονες γραμμές, με λεπτά χείλη και μικρό πιγούνι. Φαινόταν μάλλον συνεσταλμένος παρά απειλητικός. Παρ' όλα αυτά, ο Χάρι ένιωσε το γνώριμο σφίξιμο στο στομάχι του. Το ένστικτο του αστυνομικού.
2 Ο Σάμι Σάμρο ήταν γνωστός σαν «ο Σάμι το Σαΐνι» τον καιρό που ζούσε στο Λος Άντζελες. Τότε ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός διαφημιστής, που ο Θεός τον είχε προικίσει με σπάνιο δημιουργικό ταλέντο κι ο διάβολος με το πάθος της κοκαΐνης. Αυτά, πριν από τρία χρόνια. Μια αιωνιότητα. Τώρα ο Σάμι σύρθηκε με τα τέσσερα έξω από το μεγάλο ξύλινο κιβώτιο συσκευασίας που ήταν το «σπίτι» του, παρασέρνοντας στην πορεία τα κουρέλια και τις στρωμένες εφημερίδες που του χρησίμευαν για στρώμα. Σταμάτησε κάτω από τα γερτά κλαδιά μιας ψηλής, φουντωτής πικροδάφνης που φύτρωνε παραδίπλα κι έκρυβε το μεγαλύτερο μέρος του κιβωτίου. Έμεινε για λίγες στιγμές στα τέσσερα, με το κεφάλι πεσμένο και το βλέμμα στυλωμένο στις πλάκες του πεζοδρομίου. Εδώ και πολύ καιρό δεν ήταν πλέον σε θέση να εξασφαλίσει τα ακριβά ναρκωτικά που τον είχαν καταστρέψει Τώρα υπέφερε από πονοκέφαλο μετά από μεθύσι με φτηνό κρασί. 'Ενιωθε σαν να του είχαν ανοίξει το κεφάλι στα δύο την ώρα που κοιμόταν κι ο αέρας που έμπαινε από το άνοιγμα να είχε αποθέσει σκόνες και σκουπιδάκια στον εκτεθειμένο εγκέφαλο του. Δεν είχε χάσει καθόλου την αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Επειδή το φως του ήλιου έπεφτε κάθετα στο δρομάκι,
δημιουργώντας μόνο μικρές σκιές κατά μήκος της βορινής πλευράς των κτιρίων, ο Σάμι κατάλαβε ότι ήταν σχεδόν μεσημέρι. Μόλο που δε φορούσε ρολόι, δεν είχε ημερολόγιο, δε δούλευε και δεν είχε δώσει ούτε ένα ραντεβού επί τρία χρόνια, ήξερε πάντα την εποχή, το μήνα και τη μέρα. Ήταν Τρίτη. Είχε απόλυτη συνείδηση τσυ πού ακριβώς βρισκόταν —στη Ααγκούνα Μπιτς - πώς είχε φτάσει ως εκεί — κάθε λάθος, κάθε στιγμή αδυναμίας, κάθε ανόητη αυτοκαταστροφική ενέργειά του— και τι.του επιφύλασσε το μέλλον —ντροπή, εξαθλίωση, αγώνα για την επιβίωση, κατάθλιψη. Το χειρότερο απ' όλα στην κατάντια του ήταν αυτή η διαύγεια πνεύματος, την οποία οι τεράστιες ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωνε μπορούσαν να εξαλείψουν μόνο προσωρινά. Και οι οδυνηρές σουβλιές στο κεφάλι του ήταν ασήμαντη ενόχληση συγκριτικά με τα χτυπήματα της μνήμης και της συνείδησης που καραδοκούσαν κάτω από το προσωρινό μούδιασμα που προκαλούσε στο μυαλό του το αλκοόλ. Ακουσε κάποιον να πλησιάζει. Βαριά βήματα. Κάποιος που κούτσαινε ελαφρά- το ένα πόδι σερνόταν στο πεζοδρόμιο σε κάθε βήμα. Το γνώριζε αυτό το βάδισμα. Ο Σαμ άρχισε να τρέμε ι. Κράτησε το κεφάλι του σκυφτό και σφάλισε τα μάτια, παρακαλώντας ν' ακούσει τα βήματα ν' απομακρύνονται και να χάνονται. Όμως αυτά δυνάμωναν, γίνονταν όλο και πιο κοντινά... ώσπου σταμάτησαν ακριβώς μπροστά του. «Αποφάσισες τελικά;» Ήταν η βαθιά, σπηλαιώδης φωνή που τον τελευταίο καιρό είχε στοιχειώσει τα όνειρα του Σάμι. Μόνο που τώρα δεν ήταν κοιμισμένος. Δεν επρόκειτο για το τέρας που έβλεπε στους εφιάλτες του. Τώρα είχε μπροστά του το πραγματικό πλάσμα που δημιουργούσε τους εφιάλτες του. Ο Σάμι άνοιξε απρόθυμα τα πονεμένα μάτια τσυ και κοίταξε προς τα πάνω. Ο ποντικάνθρωπος στεκόταν εκεί και χαμογελούσε. «Δεν αποφάσισες ακόμη;» Ψηλός, γεροδεμένος, με πλούσια αχτένιστα μαλλιά, πυκνή, μπερδεμένη γενειάδα, γεμάτη με κομματάκια και ψίχουλα από κάτι τόσο αηδιαστικό που δεν άντεχε κανείς ούτε να το βλέπει,
ο ποντικάνθρωπος ήταν μια φρικιαστική μορφή. Το τμήμα του προσώπου του που δεν το σκέπαζαν τα γένια το αυλάκωναν απαίσιες ουλές, σαν να είχε ακουμπήσει στο δέρμα του καυτό σίδερο. Η μακριά, γαμψή μύτη του ήταν στραβή και σπασμένη, τα χείλη του πληγιασμένα από σκισίματα που έσταζαν υγρό. Από τα μελανόχρωμα, άρρωστα ούλα του ξεφύτρωναν κάτι σαπιόδοντα, κιτρινισμένα από τα χρόνια σαν ταφόπετρες. Η σπηλαιώδης φωνή δυνάμωσε. «Μπορεί να είσαι ήδη νεκρός». Το μόνο πράγμα που ήταν κανονικό στον ποντικάνθρωπο ήταν τα ρούχα του: αθλητικά παπούτσια, χακί στρατιωτικό παντελόνι, βαμβακερό πουκάμισο και μια πολυφορεμένη μαύρη καμπαρντίνα, λεκιασμένα όλα και χιλιοζαρωμένα. Ήταν το είδος των ρούχων που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους του δρόμου, αυτούς που, είτε από δικό τους φταίξιμο είτε όχι, έχουν γλιστρήσει από τις χαραμάδες του λουστραρισμένου πατώματος της σύγχρονης κοινωνίας κι έχουν πέσει στο ζοφερό υπόγειο από κάτω. Η φωνή γλύκανε εντυπωσιακά καθώς ο ποντικάνθρωπος έσκυψε και τεντώθηκε προς το μέρος του Σάμι. «Νεκρός και να βρίσκεσαι στην κόλαση, ε; Λες να είναι έτσι;» Απ' όλα τα αλλόκοτα που είχε πάνω του ο ποντικάνθρωπος, το πιο φρικιαστικό ήταν τα μάτια του. Ή τ α ν καταπράσινα, αφύσικα πράσινα. Και το πιο περίεργο ήταν ότι οι κόρες είχαν ελλειπτικό σχήμα, όπως της γάτας ή των ερπετών. Τα μάτια έκαναν την υπόλοιπη φιγούρα του να μοιάζει με μεταμφίεση, με στολή από καουτσούκ που έκρυβε από κάτω ένα πλάσμα απερίγραπτο, που δεν ανήκε σ' αυτό τον κόσμο, αλλά προσπαθούσε να κρυφτεί μέσα του. Ο ποντικάνθρωπος χαμήλωσε κι άλλο τη φωνή τσυ, μέχρι που έγινε ανατριχιαστικός ψίθυρος: «Νεκρός στην κόλαση κι εγώ να είμαι ο δαίμονας που θα σε βασανίζει;» Ξέροντας τι θ' ακολουθούσε, έχοντας ξαναζήσει τη σκηνή, ο Σάμι προσπάθησε να πιαστεί από κάπου και να σταθεί στα πόδια του. Αλλά ο ποντικάνθρωπος, γρήγορος σαν αστραπή, τον κλότσησε δυνατά πριν προλάβει ν' ανασηκωθεί. Η κλοτσιά βρήκε τον Σάμι στον αριστερό ώμο, περνώντας ξυστά από το πρόσωπο του. Είχε την αίσθηση ότι τον χτύπησε βαριά μπότα κι όχι αθλητικό παπούτσι ή ότι το πόδι που το φορούσε ήταν φτιαγμένο από σκληρό κεράτινο ιστό, όπως των εντόμων. Ο
Σάμι κουλουριάστηκε, καλύπτοντας το κεφάλι του με τα χέρια άσο καλύτερα μπορούσε. Ο ποντικάνθρωπος άρχισε να τον κλοτσάει ξανά και ξανά, μια με το δεξί, μια με το αριστερό, σαν να χόρευε σε κάποιο μυστήριο ρυθμό, χωρίς να βγάζει τον παραμικρό ήχο, ούτε να γρυλίζει οργισμένα, ούτε να γελάει σαρκαστικά, ούτε έστω να αγκομαχάει από την προσπάθεια. Το κλοτσοπάτημα σταμάτησε. Ο Σάμι διπλώθηκε ακόμη περισσότερο, σαν πληγωμένο σκαθάρι. Ο δρόμος ήταν αφύσικα σιωπηλός, εκτός από τους μικρούς, πνιχτούς λυγμούςπου άφηνε άθελάτου οΣάμικαι γιατους οποίους μισούσε τον εαυτό του. Ο θόρυβος της κυκλοφορίας από τους κοντινούς δρόμους είχε σταματήσει εντελώς. Τα φύλλα της πικροδάφνης δε θρόιζαν πια στο φύσημα του αέρα. Κι όταν ο Σάμι είπε θυμωμένα στον εαυτό του να φερθεί σαν άντρας κι έπνιξε τους λυγμούς του, η σιωπή έγινε απόλυτη, σαν θάνατος. Τόλμησε ν' ανοίξει τα μάτια και να κρυφοκοιτάξει πάνω από τα διπλωμένα χέρια του προς το βάθος του δρόμου. Αφού τ' ανοιγόκλεισε μερικές φορές για να καθαρίσουν από τα δάκρυα, διέκρινε δυο αυτοκίνητα ακινητοποιημένα στον κάθετο δρόμο. Οι οδηγοί, ορατοί μόνο σαν σκούρες σιλουέτες από τόση απόσταση, περίμεναν ασάλευτοι. Πολύ πιο κοντά, λίγα μόλις εκατοστά μακριά από το πρόσωπο του, ένα μικρό καφετί έντομο, μια ψαλίδα, που είχε βρεθεί κατά περίεργο τρόπο μακριά από τα υγρά, σκοτεινά μέρη με τα σάπια ξύλα όπου φωλιάζει συνήθως, είχε κοκαλώσει στην προσπάθειά της να διασχίσει το πεζοδρόμιο. Οι δυο άκρες της ουράς της φάνταζαν αφύσικα σουβλερές κι επικίνδυνες κι ήταν ανασηκωμε'νες σαν τη φαρμακερή ουρά του σκορπιού που ετοιμάζεται να επιτεθεί, μόνο που στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ακίνδυνες. Μερικά από τα έξι πόδια του εντόμου άγγιζαν τις πλάκες και τα υπόλοιπα είχαν πετρώσει σηκωμένα στον αέρα. Δε σάλευε ούτε τις κεραίες τον, λες κι είχε παγώσει από φόβο ή είχε πάρει στάση επίθεσης. Ο Σάμι σήκωσε ξανά το βλέμμα του προς το βάθος του δρόμου.. Τα ίδια αυτοκίνητα ήταν ακινητοποιημένα στα ίδια σημεία όπως και πριν. Και οι οδηγοί τους κάθονταν στο τιμόνι, ασάλευτοι σαν κούκλες βιτρίνας.
Ξανά το έντομο. Πετρωμένο. Απόλυτα ακίνητο, σαν να ήταν νεκρό και καρφιτσωμένο στο ταμπλό κάποιου εντομολόγου. Ο Σάμι κατέβασε κουρασμένα τα χέρια από το πρόσωπό του, άφησε ένα βογκητό απελπισίας και γύρισε ανάσκελα για ν' αντικρίσει το διώκτη του. Ο ποντικάνθρωπος φάνταζε πελώριος σαν γίγαντας έτσι όπως στεκόταν όρθιος από πάνω του και τον παρατηρούσε σοβαρά, με μεγάλο ενδιαφέρον. «Θέλεις να ζήσεις;» τον ρώτησε. Ο Σάμι δεν ξαφνιάστηκε τόσο από την ερώτηση, όσο από την ανικανότητά του να απαντήσει. Βρέθηκε άξαφνα εγκλωβισμένος ανάμεσα στο φόβο του θανάτου και στην ανάγκη του να πεθάνει. Ένιωθε απέραντη απογοήτευση κάθε πρωί που ξυπνούσε και διαπίστωνε ότι βρισκόταν ακόμη ανάμεσα στους ζωντανούς και κάθε βράδυ, όταν κουλουριαζόταν πάνω στα κουρέλια και στα χαρτιά που είχε για στρώμα, ήλπιζε ότι θα βυθιζόταν στον αιώνιο ύπνο. Ωστόσο, μέρα τη μέρα, αγωνιζόταν να εξασφαλίσει τροφή, να βρει ένα ζεστό κατάλυμα τις κρύες νύχτες, που ευτυχώς ήταν σπάνιες στο ευλογημένο, ήπιο κλίμα της Καλιφόρνιας, να μείνει στεγνός όταν έπιανε βροχή, για να μην αρπάξει πνευμονία, και πάντα κοιτούσε και προς τις δυο κατευθύνσεις πριν διασχίσει ένα δρόμο. Ίσως να μην ήθελε να ζει, αλλά να επιδίωκε μόνο την τιμωρία τού να ζει. «Εγώ το προτιμώ αν δε θέλεις να πεθάνεις», είπε ήσυχα ο ποντικάνθρωπος. «Έτσι θα το γλεντήσω περισσότερο». Η καρδιά του Σάμι βροντοχτυπούσε. Ο κάθε χτύπος ήταν και μια σουβλιά στο κρανίο του, ένας δυνατός πόνος στα μωλωπισμένα σημεία του κορμιού του, όπου είχαν αφήσει τα σημάδια τους οι θηριώδεις κλοτσιές του πσντικάνθρωπου. «Έχεις τριάντα έξι ώρες ζωής. Τι θα κάνεις; Δε θα τρέξεις να σωθείς; Το ρολόι τρέχει. Τικτάκ, τικτάκ». «Γιατί μου το κάνεις αυτό;» ρώτησε ικετευτικά ο Σάμι. «Αύριο τα μεσάνυχτα τα ποντίκια θα έρθουν να σε βρουν...» είπε ο ποντικάνθρωπος αντί γι' απάντηση. «Δε σου έχω κάνει τίποτε». Οι ουλές στο απαίσιο πρόσωπο του βασανιστή έγιναν άσπρες. «...και θα σου φάνε τα μάτια...» «Σε παρακαλώ».
Τα άχρωμα χε ίλη του τέρατος τεντώθηκαν σ' ένα μορφασμό μίσους που αποκάλυψε όλα τα σάπια δόντια του. «...θα σου μασήσουν τα χείλη, ενώ θα ουρλιάζεις, θα σου κομματιάσουν τη γλώσσα...» Ό σ ο ερεθιζόταν ο ποντικάνθρωπος, τόσο η οργή του μετατρεπόταν σε παγερή απειλή αντί για φρενιασμένο ξέσπασμα. Τα φιδίσια μάτια έμοιαζαν να ακτινοβολούν παγερά, αόρατα κύματα, που διαπερνούσαν τη σάρκα του Σάμι κι έφταναν ως τα κατάβαθα του μυαλού τσυ. «Ποιος είσαι;» ρώτησε ξέπνοα ο Σάμι, όχι για πρώτη φορά. Ο ποντικάνθρωπος δεν απάντησε. Φαινόταν έτοιμος να εκραγεί από θυμό. Τα χοντρά, βρόμικα δάχτυλά του έκλειναν σε γροθιές, άνοιγαν, ξανάκλειναν, άνοιγαν και πάλι. Ήταν σαν να άρμεγε βίαια τον αέρα, σαν να προσπαθούσε να στραγγίζει απ' αυτόν αίμα. Τι είσαι, αναρωτήθηκε ο Σάμι, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει. «Τα ποντίκια», είπε ο ποντικάνθρωπος με φωνή σαν σφύριγμα φιδιού. Τρέμοντας αυτό που επρόκειτο να συμβεί, μόλο που είχε ξανασυμβεί και το ήξερε, ο Σάμι σύρθηκε με τα τέσσερα προς τα πίσω, προς τον κορμό της πικροδάφνης που τα κλαδιά της μισόκρυβαν το ξύλινο κιβώτιο. Ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να απομακρυνθεί όσο μπορούσε από τον τερατώδη αλήτη. «Τα ποντίκια», επανέλαβε ο ποντικάνθρωπος κι άρχισε να τρέμει. Ο εφιάλτης άρχιζε. Ο Σάμι πάγωσε από τον τρόμο και κοκάλωσε, ανίκανος έστω και να σαλέψει. Το τρέμουλο του ποντικάνθρωπου έγινε δυνατό ρίγος. Το ρίγος κλιμακώθηκε σε βίαιους σπασμούς. Τα λιγδιασμένα μαλλιά μαστίγωναν το πρόσωπο του, τα χέρια του τινάζονταν σπασμωδικά, τα πόδια του κλοτσούσαν το έδαφος σαν να πατούσε σε αναμμένα κάρβουνα κι η μαύρη καμπαρντίνα του πλατάγιζε σαν να ήταν έρμαιο ενός κυκλώνα, μόνο που δε φυσούσε ούτε η παραμικρή αύρα. Ο μαρτιάτικος αέρας ήταν τόσο αφύσικα ακίνητος από τη στιγμή που είχε κάνει την εμφάνισή του ο ποντικάνθρωπος, που ο κόσμος έμοιαζε με σκηνικό θεάτρου κι οι δυο τους με ηθοποιούς. Εγκλωβισμένος σ' έναν ύφαλο, καταμεσής στον ωκεανό του
απόλυτου τρόμου, ο Σάμι Σάμρο κατάφερε επιτέλους να σηκωθεί. Τον έστησε στα πόδια του ο φόβος ότι σε λίγες στιγμές θα βρισκόταν ανάμεσα σε μυριάδες μουσούδες, μικρά σουβλερά δόντια, ουρές και κόκκινα μάτια. Κάτω από τα ρούχα, το κορμί του ποντικάνθρωπου αναταραζόταν σαν σακί γεμάτο κροταλίες. Άρχισε να α/Ιάζει. Το πρόσωπο του έλιωσε και ξανάπηξε σαν να χυνόταν στο καλούπι κάποιου παράφρονα θεού που είχε αποφασίσει να παίξει, δημιουργώντας μια σειρά από τέρατα, το καθένα πιο φριχτό στην όψη από το προηγούμενο. Χάθηκαν οι πελιδνές ουλές, χάθηκαν τα ελλειψοειδή μάτια, τα σιχαμερά γένια και τα λαδωμένα μαλλιά, χάθηκε το απαίσιο σάπιο στόμα. Για μια στιγμή, το πρόσωπο του δεν ήταν παρά μια άμορφη σάρκινη μάζα, ένας όγκος από γλοιώδες, ρευστό υλικό, κόκκινο από το αίμα, καφεκόκκινο ύστερα, μια μάζα που θύμιζε σκυλστροφή σε κονσέρβα. Και ξαφνικά η μάζα στερεοποιήθηκε και σχηματίστηκε ένα κεφάλι που το αποτελούσαν ποντίκια κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, μια σφαίρα από ποντίκια που οι ουρές τους κρέμονταν στην περιφέρεια σαν ζωντανά μαλλιά, ποντίκια με μάτια κόκκινα σαν άλικο αίμα. Εκεί όπου θα έπρεπε να προβάλλουν τα χέρια του από τα μανίκια, ποντίκια στριμώχνονταν μέσα στις φθαρμένες μανσέτες. Αλλα κεφάλια τρωκτικών πρόβαλαν από το άνοιγμα του πουκαμίσου του. Αν και τα είχε ξαναδεί όλα αυτά, ο Σάμι δοκίμασε να ουρλιάξει. Η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο κι από το κατάστεγνο στόμα του βγήκε μόνο ένας πνιχτός, παραπονεμένος ήχος. Έτσι κι αλλιώς, ένα ουρλιαχτό δε θα τον βοηθούσε σε τίποτε. Είχε ουρλιάξει τις άλλες φορές, στις προηγούμενες συναντήσεις του με το βασανιστή του, και κανένας δεν είχε έρθει να τον βοηθήσει. Ο ποντικάνθρωπος αυτοδιαλύθηκε σαν σκιάχτρο που το χτυπάει κυκλώνας και τα κομμάτια του κορμιού του πετάχτηκαν ολόγυρα. Κάθε κομμάτι που έπεφτε στη γη μεταμορφωνόταν αυτόματα σε ποντίκια. Μικρά τρωκτικά με μακριά μουστάκια, υγρά, αεικίνητα μουσούδια και σουβλερά δόντια σέρνονταν τρεχαλίζοντας το ένα πάνω στο άλλο, βγάζοντας μικρές κραυγές, κουνώντας δεξιά κι αριστερά τις μακριές, γκρίζες ουρές τους. Κι άλλα ποντίκια ξεχύθηκαν από το πουκάμισο, τα μπα-
τζάκια, τα μανίκια, πολύ περισσότερα απ' όσα λογικά θα μπορούσαν να χωρέσουν μέσα στα ρούχα: μια ντουζίνα, δυο, είκοσι, εκατό και πάνω. Σαν τρύπιο μπαλόνι με σχήμα ανθρώπου, τα ρούχα ξεφούσκωσαν αργά και έπεσαν σχηματίζοντας έναν άμορφο σωρό στο πεζοδρόμιο. Αμέσως μεταμορφώθηκαν κι αυτά. Το ρυπαρό, χιλιοζαρωμένο πανί γέννησε πόδια, ουρές και μουσούδες, δημιουργώντας συνεχώς νέα τρωκτικά, μέχρι που ο ποντικάνθρωπος κι η στολή του μετατράπηκαν σε μια κινούμενη θάλασσα από ποντίκια, που «λληλοπατιάνταν στριγκλίζοντας μ' εκείνη τη χαρακτηριστική νευρική ευκινησία που κάνει τη ράτσα τους τόσο απεχθή. Ο Σάμι δεν μπορούσε πια ούτε να πάρει ανάσα. Ο αέρας ήταν στάσιμος και βαρύς, θανατηφόρος. Τη θέση της ανοιξιάτικης αύρας που είχε κοπεί απότομα είχε πάρει μια εξωπραγματική ακινησία που έμοιαζε να εισχωρεί ως τον πυρήνα του υπαρκτού κόσμου, σαν να είχαν παγώσειτα μόριατσυ οξυγόνου στην ατμόσφαιρα κι αυτή να είχε γίνει σώμα στερεό που δεν μπορούσαν να το ρουφήξουν οι ανθρώπινοι πνεύμονες. Τοίρα που το σώμα του ποντικάνθρωπου είχε πια μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά σε ορδές τρωκτικών, τα ίδια τα προϊόντα της μεταμόρφωσης ξαφνικά ανατινάχτηκαν. Ο σωρός των γκρίζων ποντικών εξερράγη σαν ηφαίστειο, σκορπίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, κυλώντας σαν ζωντανή σάρκινη λάβα ανάμεσα στα πόδια του Σάμι. Το σιχαμερό, γκρίζο κύμα από πλάσματα που στρίγκλιζαν και ποδοπατιόνταν μεταξύ τους κύλησε στις σκιές στη βάση των τοίχων και σκέπασε την έρημη πρασιά μπροστά στο εγκαταλειμμένο κτίριο, απ' όπου είτε χώθηκε σε αόρατες τρύπες των τοίχων του και της γης ή απλώς εξαφανίστηκε. Μια ξαφνική πνοή ανέμου ξεσήκωσε ξερά φύλλα και πεταμένα χαρτιά του δρόμου. Από τον κεντρικό δρόμο στην έξοδο του μικρού στενού, ακούστηκε θόρυβος από μηχανές αυτοκινήτων και τροχούς που κυλούν στην άσφαλτο. Το βουητό μιας μέλισσας ανάμεσα στα λουλούδια της πικροδάφνης. Ο Σάμι μπόρεσε ν' αναπνεύσει ξανά. Έμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές, κοντανασαίνοντας κάτω από το δυνατό, μεσημεριανό φως. Το χειρότερο ήταν πως όλα αυτά είχαν γίνει στο φως της μέρας, χωρίς καπνούς, κρυμμένους καθρέφτες, ειδικό φωτισμό,
αόρατες μεταξωτές κλωστές, κρυφές καταπακτές ή όποιο άλλο από τα κόλπα των μάγων και των ταχυδακτυλουργών. Ο Σάμι είχε συρθεί έξω από το κασόνιτου με την καλή πρόθεση ν' αρχίσει τη μέρα του, παρά τον πονοκέφαλο, κι ίσως να μαζέψει πεταμένα κουτιά από αλουμίνιο για να τα παραδώσει στο Κέντρο Ανακύκλωσης και να βγάλει καμιά δεκάρα ή, στη χειρότερη περίπτωση, να ζητιανέψει στον εμπορικό πεζόδρομο. Τώρα ο πονοκέφαλος από το μεθύσι τού είχε περάσει, αλλά δεν είχε την παραμικρή διάθεση ν' αντιμετωπίσει τον κόσμο. Με τρεμάμενα βήματα, επέστρεψε στην πικροδάφνη. Τα κλαδιά της έγερναν από το βάρος των λουλουδιών. Τα παραμέρισε και κοίταξε αφηρημένα το άνοιγμα του μεγάλου, ξύλινου κιβωτίου από κάτω. Μάζεψε έπειτα ένα ξερόκλαδο και σκάλισε μ' αυτό τα κουρέλια και τις εφημερίδες στο εσωτερικό του κουτιού, σαν να περίμενε ότι υπήρχαν κρυμμένα ποντίκια και να ήθελε να τα τρομάξει. Αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Ο Σάμι έπεσε στα τέσσερα και τρύπωσε στο καταφύγιο του, αφήνοντας τα κλαδιά να ξαναπέσουν, κρύβοντας το άνοιγμα. Από τον πενιχρό σωρό με τα υπάρχοντά του, που ήταν στοιβαγμένα στο βάθος του κασονιού, τράβηξε ένα κλειστό μπουκάλι με φτηνό κόκκινο κρασί και ξεβίδωσε το πώμα. Ύ στερα ήπιε μια γερή ποσότητα, κατεβάζοντας τη στάθμη αρκετά εκατοστά μονοκοπανιά. Καθιστός, με την πλάτη του ακουμπισμένη στο ξύλινο τοίχωμα, σφίγγοντας την μπουκάλα με τα δυο του χέρια, προσπάθησε να ξεχάσει αυτά που είχε δει. Προς το παρόν, η λησμονιά ήταν η μοναδική του ελπίδα να τα βγάλει πέρα με την παράνοια. Μετά βίας άντεχε πια το βάρος των προβλημάτων της καθημερινής ζωής. Πώς να αντιμετωπίσει κάτι τόσο εξωφρενικό σαν τον ποντικάνθρωπο; Έ ν α ς εγκέφαλος πασπαλισμένος με τόσα γραμμάρια κοκαΐνης, γαρνιρισμένος με τόσες πολλές άλλες ναρκωτικές ουσίες και μαριναρισμένος σε τόσα λίτρα αλκοόλ ήταν ικανός να σκαρώσει τις πιο απίθανες παραισθήσεις. Κι όταν η συνείδηση έπαιρνε λίγο τα πάνω της και τον ωθούσε να αγωνιστεί να παραμείνει νηφάλιος, το σύνδρομο της στέρησης τον οδηγούσε σε τρομώδες παραλήρημα, που με τη σειρά του δημιουργούσε
έναν ολόκληρο κόσμο από κάθε λογής φριχτά και τερατώδη αποκυήματα της φαντασίας του. Όμως, κανένας απ' όλους αυτούς τους εφιάλτες δεν ήταν τόσο ζωντανός και τόσο τρομακτικός σαν τον ποντικάνθρωπο. Ο Σάμι κατέβασε άλλη μια ποσότητα κρασιού κι έγειρε πίσω το κεφάλι του, πάνω στο κασόνι, με τα χέρια του πάντα σφιχτά δεμένα γύρω από την μπουκάλα. Χρόνο το χρόνο, μέρα τη μέρα, ο Σάμι δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία. Από καιρό είχε πάψει να εμπιστεύεται τις αισθήσεις και την αντίληψή του. Ωστόσο, ένα πράγμα παρέμενε βασανιστικά βέβαιο στο μυαλό του: ο ποντικάνθρωπος ήταν πραγματικός. Ανεξήγητος, εξωφρενικός, αδιανόητος ναι, αλλά πραγματικός. Ο Σάμι δεν ήλπιζε να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον ταλαιπωρούσαν. Αλλά του ήταν αδύνατον να πάψει ν' αναρωτιέται. Τι ήταν αυτό το πλάσμα; Από πού προερχόταν; Και γιατί ήθελε να σκοτώσει έναν κακομοίρη σαν κι αυτόν, που ο θάνατος του - ή η συνεχιζόμενη ύπαρξή του— δεν είχε καμιά απολύτως συνέπεια για τον κόσμο; Ή π ι ε κι άλλο κρασί. Τριάντα έξι ώρες. Τικτάκ, τικτάκ.
3 Το ένστικτο του αστυνομικού. Όταν ο τύπος με το γκρι παντελόνι, το άσπρο πουκάμισο και το σουέτ σακάκι μπήκε στο μαγαζί, η Κόνι τον πρόσεξε και σκέφτηκε αμέσως ότι ήταν λιγάκι περίεργος. Κι όταν είδε ότι τον είχε προσέξει κι ο Χάρι, η περιέργεια της γι* αυτόν δεκαπλασιάστηκε, επειδή ο Χάρι είχε μια μύτη που θα τη ζήλευε ακόμα και καθαρόαιμο λαγωνικό. Το ένστικτο του αστυνομικού δεν είναι ακριβώς ένστικτο, αλλά ένα καλλιεργημένο, οξύτατο χάρισμα παρατηρητικότητας σε συνδυασμό με την ικανότητα να ερμηνεύει κανείς σωστά ό,τι παρατηρεί. Στην περίπτωση της Κόνι ήταν μάλλον μια υποσυνείδητη ακατέργαστη γνώση, παρά η προσεκτική ανάλυση κι εκτίμηση της συμπεριφοράς του κάθε ύποπτου που τύχαινε να βρεθεί μπροστά της.
Ο τύπος που είχε τραβήξει την προσοχή της είχε σταθεί δίπλα στην είσοδο, κοντά στο ταμείο, και περίμενε τη σερβιτόρα, πσυ οδηγούσε ένα νεαρό ζευγάρι στο τραπέζι του, μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία. Με την πρώτη ματιά φαινόταν εντελώς συνηθισμένος, ακίνδυνος. Αλλά με προσεκτικότερη παρατήρηση θα εντόπιζε κανείς τις μικρές δυσαρμονίες στο παρουσιαστικό του. Στο μάλλον ανέκφραστο πρόσωπό του δεν υπήρχε κανένα σημάδι έντασης κι η στάση του ήταν χαλαρή. Τα χέρια του, όμως, ήταν σφιγμένα σε γροθιές στα πλευρά του, σαν να συγκρατούσε με μεγάλη δυσκολία μια πιεστική ανάγκη να χτυπήσει κάποιον. Το ακαθόριστο χαμόγελο του του έδινε μια έκφραση αφηρημάδας, μόνο που δεν ήταν σταθερό, προδίδοντας έτσι κάποια κρυφή εσωτερική ένταση. Το σακάκι του ήταν κουμπωμένο, πράγμα περίεργο γιατί δε φορούσε γραβάτα και η μέρα ήταν ζεστή. Ακόμη πιο περίεργος ήταν ο τρόπος που κρεμούσαν οι τσέπες, σαν να ήταν γεμάτες από βαριά αντικείμενα, καθώς κι ένα φούσκωμα στο ΰψος της μέσης, που θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει περίστροφο περασμένο στη ζώνη του παντελονιού. Φυσικά, το ένστικτο του αστυνομικού δεν είναι πάντα αξιόπιστο. Το σακάκι μπορεί να ήταν παλιό και να είχε χάσει τη φόρμα του. Ο τύπος μπορεί να ήταν όντως ο αφηρημένος καθηγητής που φαινόταν να είναι με πρώτη ματιά, οπότε οι τσέπες του θα ήταν γεμάτες με εντελώς αθώα αντικείμενα, όπως μια πίπα, πουγκί για τον καπνό, κομπιουτεράκι τσέπης, μολύβια, γομολάστιχες κι ένα σωρό παρόμοιου είδους πράγματα που δε θυμόταν καν ότι τα κουβαλούσε μάζί του. Ο Χάρι, που η φωνή του έσβησε στη μέση μιας φράσης, άφησε κάτω το σάντουιτς που έτρωγε κι απέμεινε να κοιτάζε ι τον τύπο με το κουμπωμένο σακάκι και το στρογγυλό, αγαθό πρόσωπο. Η Κόνι κρατούσε δυο τρίατηγανητά πατατάκια κι ήταν έτοιμη να τα χώσει στο στόμα της. Αντί γι' αυτό, τα άφησε να ξαναπέσουν στο πιάτο και σφούγγισε τα δάχτυλά της με την πετσέτα, παρατηρώντας ταυτόχρονα τον ύποπτο χωρίς να το δείχνει. Η σερβιτόρα, μια όμορφη ξανθιά γύρω στα είκοσι, αφού τακτοποίησε το ζευγάρι, επέστρεψε στο χώρο της ρεσεψιόν κι ο άντρας με το γκρίζο σακάκι της χαμογέλασε. Η κοπέλα του
μίλησε, αυτός απάντησε κι η ξανθιά γέλασε ευγενικά σαν να είχε ακούσει κάτι αστείο. 'Οταν ο άντρας ξαναμίλησε και η ξανθιά σερβιτόρα γέλασε πάλι, η Κόνι χαλάρωσε κι άπλωσε το χέρι της στο πιάτο με τις πατάτες για να συνεχίσει το φαγητό της. Ο νεοφερμένος άρπαξε τη σερβιτόρα από τη ζώνη, την τράβηξε βίαια πάνω του και με το άλλο χέρι χούφτωσε την μπλούζα της. Η επίθεση του ήταν τόσο ξαφνική κι απρόβλεπτη και οι κινήσεις του τόσο γοργές, που την είχε ήδη σηκώσει στον αέρα όταν η κοπέλα άρχισε να ουρλιάζει. Κρατώντας τη με το ένα χέρι, σαν να μη ζύγιζε περισσότερο από μια πλαστική κούκλα, την πέταξε στα κοντινά τραπέζια. «Να πάρει». Η Κόνι πετάχτηκε όρθια, ρίχνοντας την καρέκλα της στο πάτωμα, ενώ ταυτόχρονα τραβούσε από την εσωτερική θήκη το υπηρεσιακό της περίστροφο. Ο Χάρι βρέθηκε επίσης όρθιος, με το όπλο του στο χέρι. «Αστυνομία!» φώναξε. Η προειδοποίηση πνίγηκε από τον πάταγο που προκάλεσε η πτώση της κοπέλας πάνω σ' ένα τραπέζι, που αμέσως αναποδογύρισε. Οι πελάτες πετάχτηκαν αλαφιασμένοι κι ένας έπεσε μαζί με την καρέκλα του. Ποτήρια έσπασαν στο πάτωμα. Σε όλο το μαγαζί, οι πελάτες σήκωναν ξαφνιασμένοι τα κεφάλια και γούρλωναν τα μάτια τους από κατάπληξη. Αυτή η βίαιη κι επιδεικτική πράξη του άντρα μπορεί να σήμαινε απλώς ότι βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, αλλά ήταν εξίσου πιθανό να ήταν ένας επικίνδυνος παράφρονας. Η Κόνι δεν το διακινδύνευσε. Γονάτισε σε στάση επίθεσης και τον σημάδεψε με το όπλο της. «Αστυνομία!» Ο τύπος ή είχε ακούσει την προειδοποίηση του Χάρι, ή τους είχε διακρίνει με την άκρη του ματιού του, γιατί οπισθοχωρούσε ήδη προς το βάθος της αίθουσας, τρέχοντας σκυφτός ανάμεσα στα τραπέζια. Κρατούσε πιστόλι — μάλλον Μπράουνινγκτων εννέα χιλιοστών, απ' ό,τι πρόλαβε να δει η Κόνι— με το οποίο άρχισε να πυροβολεί στα τυφλά. Κάθε πυροβολισμός αντηχούσε σαν κανονιά στον περιορισμένο χώρο του εστιατορίου. Μια μεγάλη πήλινη γλάστρα, ακριβώς δίπλα στην Κόνι, δέχτηκε μια από τις σφαίρες κι έγινε κομμάτια. Το ψηλό φυτό
με το πλούσιο φύλλωμα έπεσε πάνω στην Κόνι, που έσκυψε ακόμα περισσότερο κι αναζήτησε κάλυψη πίσω από το κοντινότερο τραπέζι. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να φυτέψει μια σφαίρα σ' αυτό το κάθαρμα, αλλά ο κίνδυνος να χτυπήσει κάποιον από τους πελάτες ήταν μεγάλος. 'Οταν έριξε μια ματιά στην πλευρά του αντίπαλου από το ύψος που βρισκόταν, με πρόθεση να του κάνει τα πόδια κόσκινο από τις σφαίρες, τον είδε να τρέχει σκυφτός κατά μήκος της αίθουσας. Το πρόβλημα ήταν ότι ανάμεσά τους υπήρχαν τουλάχιστον δέκα πανικόβλητοι άοπλοι άνθρωποι που είχαν βρει καταφύγιο κάτω από τα τραπέζια. Ήταν αδύνατον να του ρίξει. «Σκατά». Η Κόνι άρχισε να καταδιώκει τον οπλοφόρο προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην του δώσει στόχο και ξέροντας ότι ο Χάρι τον πλησίαζε από άλλη κατεύθυνση. Άνθρωποι ούρλιαζαν, είτε γιατί είχαν πανικοβληθεί είτε γιατί είχαν χτυπηθεί και πονούσαν. Ο μανιακός συνέχιζε να πυροβολεί. Ή ξαναγέμιζε το περίστροφο του με αστραπιαία ταχύτητα, ή είχε και δεύτερο, ίσως και τρίτο. Μια από τις σφαίρες βρήκε το ένα από τα δυο μεγάλα παράθυρα που κομματιάστηκε μέσα σ' ένα φοβερό πάταγο. Έ ν α σιντριβάνι από σπασμένα γυαλιά σκόρπισε πάνω στα κεραμικά πλακάκια του πατώματος. Καθώς η Κόνι έτρεχε σκυφτή από τραπέζι σε τραπέζι, κολλούσαν στα παπούτσια της τηγανητές πατάτες, κέτσαπ, κομμάτια από σπασμένους κάκτους και κοφτερά γυαλιά. Κι όταν προσπερνούσε τους πληγωμένους, εκείνοι φώναζαν ή την τραβούσαν από το σακάκι ικετεύοντας βοήθεια. Ό σ ο κι αν σιχαινόταν αυτό που έκανε, ήταν αναγκασμένη να τους αγνοεί, να συνεχίζει την καταδίωξη, να προσπαθεί να χτυπήσει το ανθρωπόμορφο τέρας με το γκρίζο σακάκι. Άλλωστε οι ελάχιστες πρώτες βοήθειες που θα μπορούσε να προσφέρει στους πληγωμένους δε θα τους ωφελούσαν σε τίποτε. Όμως, αν δεν μπορούσε να απαλύνει τον πόνο και τον τρόμο που είχε σκορπίσει αυτός ο παλιάνθρωπος, μπορούσε τουλάχιστον να τον σταματήσει πριν προκαλέσει περισσότερο κακό. Σήκωσε το κεφάλι της διακινδυνεύοντας μια σφαίρα στο κρανίο κι είδε ότι ο κακοποιός είχε φτάσει στο βάθος της αίθουσας και στεκόταν μπροστά από μια παλινδρομική πόρτα
που στο κέντρο της είχε ένα γυάλινο κυκλικό παραθυράκι. Χαμογελώντας ηλίθια, πυροβολούσε οτιδήποτε του τραβούσε την προσοχή, αντλώντας προφανώς την ίδια ευχαρίστηση είτε χτυπούσε φυτό σε γλάστρα είτε άνθρωπο. Εξακολουθούσε να είναι ένας τρομερά συνηθισμένος τύπος, με αγαθό πρόσωπο, φαλακρίτσα και ήρεμη έκφραση. Ακόμη και το χαμόγελο του, όσο παράταιρο κι αν ήταν με την ατμόσφαιρα, δεν αρκούσε για να τον χαρακτηρίσει κανείς τρελό δολοφόνο. Ήταν το αυθόρμητο, άκακο χαμόγελο ενός απλοϊκού ανθρώπου που βλέπει έναν κλόουν να κάνει μια αδέξια τούμπα. Αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν επικίνδυνος παράφρονας, γιατί ενώ χαμογελούσε, πυροβόλησε έναν ψηλό κάκτο, ύστερα έναν κύριο με καρό πουκάμισο και ξανά τον κάκτο και είχε όντως δύο περίστροφα, από ένα σε κάθε χέρι. Ζήτω η δεκαετία του 1990. Η Κόνι σηκώθηκε όσο χρειάστηκε για να σημαδέψει και να πυροβολήσει. Ο Χάρι εκμεταλλεύτηκε επίσης την προσωρινή μανία του τρελού για τον κάκτο. Σηκώθηκε κι αυτός και πυροβόλησε από ένα άλλο σημείο της αίθουσας. Η Κόνι έριξε δυο σφαίρες. Κομμάτια ξύλου τινάχτηκαν από την πόρτα ακριβώς δίπλα στο κεφάλι του κακοποιού και το γυάλινο παραθυράκι έσπασε σχεδόν ταυτόχρονα. Οι πρώτες βολές τους είχαν αστοχήσει παρά τρίχα. Ο τύπος έκανε βουτιά κι εξαφανίστηκε πίσω από την παλινδρομική πόρτα που δέχτηκε τις επόμενες σφαίρες του Χάρι και της Κόνι και συνέχισε να πηγαινοέρχεται στους μεντεσέδεςτης. Κρίνοντας από το μέγεθος της τρύπας που είχαν ανοίξει οι σφαίρες τους, η πόρτα δεν ήταν από μασίφ ξύλο κι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να είχαν βγει από την πίσω πλευρά και να είχαν χτυπήσει το κάθαρμα. Η Κόνι έτρεξε ακάλυπτη προς την κουζίνα, γλιστρώντας πάνω στα πεσμένα φαγητά που γέμιζαν το πάτωμα. Δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο τυχεροί ώστε να βρουν αυτό το σκουλήκι να σφαδάζει με μια σφαίρα καρφωμένη στο ψαχνό, πεσμένο στο δάπεδο από την πίσω πλευρά εκείνης της πόρτας. Το πιθανότερο ήταν ότι θα τους περίμενε. Αλλά η Κόνι δεν μπορούσε να κρατηθεί. Αψήφησε ακόμη και τον κίνδυνο να βγει ο μανιακός από την πόρτα και να την πυροβολήσει καθώς θα πλησίαζε. Αλλά της είχαν ανάψει τα αίματα, είχε μπει στο χορό. Κι όταν
της άναβαντα αίματα, τα έπαιζε όλα για όλα και δεντην απασχολούσε καν το γεγονός ότι σχεδόν μόνιμα πήγαινε γυρεύοντας. Χριστέ μου, τη λάτρευε αυτή τη δουλειά.
Ο Χάρι τα μισούσε αυτά τα καουμποϊλίκια. 'Οταν γίνεται κανείς αστυνομικός, ξέρει ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπος με τη βία. Μπορεί να βρεθεί ξαφνικά ανάμεσα σ' ένα κοπάδι με λύκους πολύ πιο τρομερούς απ' αυτόν που συνάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα. Αλλά, ακόμη κι αν η βία είναι μέρος της δουλειάς, δεν είναι δυνατόν να την απολαμβάνεις. Εκτός αν είσαι σαν την Κόνι Γκάλιβερ. Καθώς έτρεχε σκυφτός προς την πόρτα της κουζίνας, με το περίστροφο στο χέρι, ο Χάρι άκουγε πίσω του τα δυνατά πατήματα της Κόνι πάνω στα σπασμένα γυαλιά, τα χυμένα φαγητά και τα κάθε λογής συντρίμμια. Ήξερε πως αν γύριζε το κεφάλι του θα την έβλεπε να τρέχει ακάλυπτη, μ' ένα χαμόγελο στα χείλη που δε θα διέφερε και πολύ από του μανιακού που καταδίωκαν. Μόλο που ήξερε ότι η Κόνι ήταν με τη μεριά των καλών, το χαμόγελο της πάντα τον τρόμαζε σε κάτι τέτοιες στιγμές. Ο Χάρι σταμάτησε απότομα μπροστά στην πόρτα, την κλότσησε κι αμέσως πήδησε στο πλάι για ν' αποφύγει μια πιθανή βροχή από σφαίρες. Αλλά η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα και ξαναγύρισε προς τα έξω χωρίς να ακολουθήσει την κίνησή της κανένας πυροβολισμός. Έτσι, στην επόμενη ταλάντευση, η Κόνι όρμησε στο εσωτερικό προσπερνώντας τον Χάρι και μπήκε στην κουζίνα. Εκείνος την ακολούθησε βλάστημώντας μέσα από τα δόντια του, που ήταν και ο μοναδικός τρόπος που βλάστη μούσε. Στη βαριά, γεμάτη υδρατμούς ατμόσφαιρα της κουζίνας, μπιφτέκια ψήνονταν
φιά στο κεφάλι, στέκονταν παγωμένοι από τρόμό και κατάχλομοι πίσω από τους πάγκους εργασίας. Έτσι που τους τύλιγαν η τσίκνα κι οι αχνοί των φαγητών έμοιαζαν περισσότερο με φαντάσματα παρά με ανθρώπους. Όλοι στράφηκαν σχεδόν μονομιάς, σαν κουρντισμένοι, προς τη μεριά της Κόνι και του Χάρι. «Πού πήγε;» ρώτησε ψιθυριστά ο Χάρι. Ένας από τους υπαλλήλους έδειξε μια μισάνοιχτη πόρτα στο βάθος της κουζίνας. Ο Χάρι έτρεξε πρώτος κατά μήκος ενός μακρύ διαδρόμου που η αριστερή πλευρά του ήταν γεμάτη ράφια με στοίβες από πιατικά και μαχαιροπίρουνα. Η δεξιά πλευρά φιλοξενούσε μια σειρά από συσκευές που κόβουν κρέας, πατάτες και σαλατικά. Ο διάδρομος φάρδαινε σ' ένα χώρο με βαθιούς νεροχύτες και μια σειρά από επαγγελματικά πλυντήρια πιάτων στον αριστερό του τοίχο. Η μισάνοιχτη πόρτα βρισκόταν, γύρω στα είκοσι βήματα μπροστά, μετά τους νεροχύτες. Η Κόνι έφτασε δίπλα στον Χάρι και μαζί πλησίασαν την πόρτα. Κράτησαν όμως μια απόσταση ο ένας από τον άλλο, για να μη χτυπηθούν και οι δυο σε πιθανό καταιγισμό πυρών. Το σκοτάδι από την άλλη μεριά της μισάνοιχτης πόρτας ανησυχούσε τον Χάρι. Κατά πάσα πιθανότητα, η πόρτα θα οδηγούσε σε έναν τυφλό αποθηκευτικό χώρο. Κι ο φεγγαροπρόσωπος μανιακός με το αγαθό χαμόγελο θα ήταν δέκα φορές πιο επικίνδυνος έτσι και τον στρίμωχναν εκεί μέσα. Πήραν θέσεις δεξιά κι αριστερά από την πόρτα και στάθηκαν μερικές στιγμές να σκεφτούν. Ο Χάρι ευχαρίστως θα έμενε εκεί ώρες ολόκληρες, δίνοντας άφθονο χρόνο στον κακοποιό να βράσει στο ζουμί του και να κάνει τη μοιραία απερισκεψία. Αλλά δεν ήταν αυτός ο ενδεδειγμένος τρόπος. Οι αστυνομικοί πρέπει να δρουν κι όχι να αντιδρούν. Αν υπήρχε κι άλλη έξοδος από την αποθήκη, κάθε καθυστέρηση από την πλευρά τους έδινε την ευκαιρία στο δολοφόνο να το σκάσει. Επιπλέον, όταν ο συνεργάτης σου σε μια τέτοια περίπτωση είναι η Κόνι Γκάλιβερ, δεν έχεις την πολυτέλεια να καθίσεις να σκεφτείς. Ό χ ι πως η Κόνι ήταν απερίσκεπτη. Ήταν άψογη επαγγελματίας και πολύ προσεκτική, αλλά τόσο επιθετική και γρήγορη, που δε σου άφηνε περιθώρια για διλήμματα. Η Κόνι άρπαξε μια σκούπα που ήταν ακουμπισμένη στον
τοίχο. Κρατώντας την ανάποδα, έσπρωξε με το χερούλι τη μισάνοιχτη πόρτα που άνοιξε προς το εσωτερικό μ' ένα μακρόσυρτο τρίξιμο. Όταν έφτασε στο τέρμα, η Κόνι πέταξε τη σκούπα, που χτύπησε τα πλακάκια αφήνοντας ένα θόρυβο σαν κόκαλα που σπάνε. Ο Χάρι κι η Κόνι αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές, έχοντας ανάμεσάτους την ορθάνοιχτη πόρτα. Απόλυτη σιωπή στο εσωτερικό. Χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του, ο Χάρι μπορούσε να διακρίνει ένα κομμάτι από τη σ/ίοτεινή αποθήκη. Οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονταν ήταν το κόχλασμα και το τσιτσίρισμα του λαδιού από το χώρο της κουζίνας και το βουητό από τους απορροφητήρες. Όταν τα μάτια του Χάρι προσαρμόστηκαν στο σκοτάδι, διέκρινε γεωμετρικά σχήματα, σκούρες γκρίζες επιφάνειες στο απειλητικό μαύρο φόντο. Ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για αποθήκη. Ήταν η βάση μιας σκάλας. Βλαστήμησε πάλι μέσα από τα δόντια του. «Τι είναι;» ρώτησε ψιθυριστά η Κόνι. «Σκάλα». Ο Χάρι πέρασε το κατώφλι, αδιαφορώντας για την ασφάλειά του. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Οι σκάλες είναι στενές, θανατηφόρες παγίδες, όπου δύσκολα μπορείς να καλυφθείς για ν' αποφύγεις μια σφαίρα, κι οι σκοτεινές σκάλες είναι ακόμα χειρότερες. Ήταν τόσο πυκνό το σκοτάδι επάνω, που ήταν αδύνατον να διακρίνει αν ο δολοφόνος περίμενε στην κορυφή. Αντίθετα, ήξερε ότι ο ίδιος πρόσφερε τέλειο στόχο έτσι όπως διαγραφόταν η σιλουέτα του με φόντο τη φωτισμένη κουζίνα. Θα προτιμούσε να μπλοκάρει την πόρτα και ν' αναζητήσει άλλη άνοδο προς το δεύτερο όροφο, αλλά στο μεταξύ ο κακοποιός ή θα το είχε σκάσει ή θα είχε οχυρωθεί τόσο καλά, που η προσπάθεια να τον ξετρυπώσουν μπορεί να κόστιζε τις ζωές κι άλλων αστυνομικών. Αφού είχε κάνει το μεγάλο βήμα, ο Χάρι ανέβηκε τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα τολμούσε, καθυστερώντας μόνο από την αναγκαιότητα να κινείται με την πλάτη στον τοίχο και να πατάει στην άκρη των σκαλοπατιών για να κάνει το λιγότερο δυνατό θόρυβο. Έφτασε σ' ένα μικρό πλατύσκαλο και σταμάτησε κολλώντας την πλάτη του στον τοίχο. Πασχίζοντας να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι, ο Χάρι ανα-
ρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν ο όροφος να είναι τόσο σκοτεινός όσο ένα υπόγειο. Από πάνω ακούστηκε ένα σιγανό γέλιο. Ο Χάρι κοκάλωσε. Ήταν σίγουρος ότι εκεί πσυ βρισκόταν η σιλουέτα του δε φωτιζόταν από πίσω. Κόλλησε ακόμα περισσότερο στον τοίχο. Η Κόνι, που τον ακολουθούσε, έπεσε πάνω του και σταμάτησε κι αυτή. Ο Χάρι περίμενε να ξανακουστεί το παράξενο γέλιο. Ή λ πιζε ότι θα τον βοηθούσε να εντοπίσει με ακρίβεια την πηγή του ήχου, ώστε ν' αξίζει τον κόπο να διακινδυνεύσει μια βολή προδίδοντας έτσι και τη δική του θέση. Τίποτε. Ο Χάρι κράτησε την ανάσα του. Ακούστηκε κάτι να πέφτει. Να κυλάει. Να πέφτει ξανά. Να κυλάει. Να ξαναπέφτει. Κάποιο αντικείμενο έπεφτε κατρακυλώντας στη σκάλα προς το μέρος τους. Τι να ήταν; Ο Χάρι δεν είχε ιδέα. Η φαντασία του τον είχε εγκαταλείψει. Το αντικείμενο κύλησε. Έπεσε. Ξανακύλησε. Ο Χάρι καταλάβαινε από ένστικτο πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που έπεφτε, δεν ήταν καλό. Γι' αυτό είχε γελάσει ο δολοφόνος πριν το πετάξει. Κρίνοντας από το θόρυβο, ήταν μικρό σε όγκο, αλλά επικίνδυνο, παρά το μέγεθος του. Ο Χάρι τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν μπορούσε να μαντέψει, να κρίνει. Αισθανόταν ηλίθιος, άχρηστος. Ξαφνικά τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Το αντικείμενο έπεσε στο πλατύσκαλο, κύλησε και σταμάτησε δίπλα στο αριστερό πόδι του Χάρι. Το ένιωσε που άγγιξε το παπούτσι του. Τινάχτηκε στο πλάι κι αμέσως μετά έσκυψε, ψαχούλεψε το σκαλοπάτι κι έπιασε το καταραμένο πράγμα. Είχε σχήμα αβγού, αλλά ήταν μεγαλύτερο σε μέγεθος. Με ανάγλυφη, σκληρή επιφάνεια που θύμιζε κουκουνάρι. Πολύ βαρύτερο από κουκουνάρι όμως. Με έναν κρίκο στην κορυφή. «Κάτω!» φώναξε ο Χάρι, πετώντας ταυτόχρονα τη χειροβομβίδα προς την κορυφή της σκάλας απ' όπου είχε κυλήσει. Την επόμενη στιγμή ακολούθησε την ίδια του την εντολή κι έπεσε μπρούμυτα στο πλατύσκαλο. Άκουσε τη χειροβομβίδα να πέφτει κάπου ψηλά. Κι ευχήθη-
κε η ριξιά του να την είχε στείλει οριστικά στον πάνω όροφο και να μην ξανακυλούσε στη σκάλα. Αν όμως είχε χτυπήσει στον τοίχο κι ερχόταν πάλι καταπάνω τους, με το χρονοδιακόπτη να μετράει τα τελευταία δευτερόλεπτα; Αν ο τρελός την ξανάστελνε κάτω με μια κλοτσιά; Η έκρηξη ήταν τεράστια, θεαματική και τρομακτική. Τ' αυτιά του Χάρι πόνεσαν από τον εκκωφαντικό θόρυβο κι είχε την αίσθηση ότι δονήθηκαν όλα του τα κόκαλα καθώς τον διαπέρασε το ωστικό κύμα. Κομμάτια από ξύλα, σοβάδες κι άλλα υλικά έπεφταν βροχή πάνω του κι ο χώρος γέμισε από τη διαπεραστική, πνιγηρή μυρωδιά της εκρηκτικής ουσίας. Ο Χάρι είδε με τα μάτια της φαντασίας του και με εκπληκτική διαύγεια τι θα είχε συμβεί έτσι κι είχε καθυστερήσει δυο δευτερόλεπτα: το χέρι του να εκρήγνυται μέσα σ' ένα σιντριβάνι από αίμα καθώς άρπαζε τη χειροβομβίδα τη στιγμή που έσκαγε, το μπράτσο του ν' αποκόβεται από τον ώμο, το πρόσωπο του να λιώνει... «Τι διάβολο;» είπε η Κόνι. Η φωνή της ήταν πολύ κοντά και συνάμα απόμακρη, σαν να έφτανε από το βάθος ενός τούνελ, γιατί τ' αυτιά του κουδούνιζαν ακόμη από την έκρηξη. «Χειροβομβίδα», της απάντησε καθώς σηκωνόταν. «Χειροβομβίδα; Τι είναι αυτός 0 τύπος;» Ο Χάρι δεν είχε την παραμικρή ιδέα σχετικά με την ταυτότητα ή τις προθέσεις του κακοποιού, αλλά ήξερε πια γιατί κρεμούσαν έτσι οι τσέπες του σακακιού του. Κι εφόσον είχε πάνω του τουλάχιστον μια χειροβομβίδα, γιατί να μην έχει και δεύτερη; Ή τρίτη; Μετά τη στιγμιαία λάμψη της έκρηξης, η σκάλα βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι όπως πριν. Ο Χάρι αγνόησε κάθε προφύλαξη και, με την Κόνι ξοπίσω του, όρμησε στο δεύτερο κομμάτι της σκάλας που κατέληγε σιον όροφο. Η προσοχή ήταν άχρηστη σε κάτι τέτοιες περιστάσεις. Υπάρχουν τρόποι να προφυλαχτεί κανείς από τις σφαίρες σε μια σκάλα, αλλά, αν αυτός ο τρελός κουβαλούσε χειροβομβίδες, όλες οι προφυλάξεις του κόσμου δεν έφταναν να τους γλιτώσουν. Επιπλέον, δεν είχαν καμιά εμπειρία από συμπλοκή με χειροβομβίδες. Ετούτη ήταν η πρώτη φορά. Ο Χάρι ήλπιζε ότι ο δολοφόνος θα περίμενε να πέσουν νεκροί όταν τους πέταξε τη χειροβομβίδα κι ότι θα είχε αιφνι-
διαστεί όταν του την έστειλαν πίσω. Κάθε φορά που ένας αστυνομικός αναγκάζεται να σκοτώσει έναν κακοποιό, η αναφορά που πρέπει να υποβάλει μετά είναι σκέτο μαρτύριο. Ο Χάρι σκέφτηκε ότι μετά χαράς θα καθόταν να γράφει ακόμα και μέρες ολόκληρες, αρκεί να έβλεπε νεκρό αυτό τον τύπο με το στρογγυλό πρόσωπο και το αγαθό χαμόγελο. Ο μακρύς διάδρομος του ορόφου δεν είχε παράθυρα και θα πρέπει να ήταν πίσσα σκοτάδι εκεί πάνω πριν σκάσει η χειροβομβίδα Αλλά η έκρηξη είχε ρίξει μια πόρτα, που τώρα κρεμόταν από τους μεντεσέδεςτης, κι είχε ανοίξειτρύπες σε μια δεύτερη. Το φως της μέρας που έμπαινε στα αθέατα δωμάτια τρύπωνε τώρα από τα ανοίγματα και διέλυε το σ/.οτάδι του διαδρόμου. Οι καταστροφές από την έκρηξη ήταν εκτεταμένες. Το κτίριο ήταν παλιό και οι εσωτερικοί του τοίχοι φτιαγμένοι από σοβά και ξύλινα πηχάκια. Σε αρκετά σημεία ο σοβάς είχε πέσει και τα ξύλα πρόβαλλαν σαν παλιά, κιτρινισμένα κόκαλα. Οι σανίδες του πατώματος είχαν τιναχτεί προς τα πάνω αποκαλύπτοντας τα δοκάρια που τις στήριζαν. Ευτυχώς δεν είχε πιάσει πουθενά φωτιά. Κι ο αραιός καπνόςίπου ήταν αποτέλεσμα της έκρηξης δεν εμπόδιζε την ορατότητα, απλώς τους έφερνε τσούξιμο στα μάτια και δάκρυα. Ο παλαβός δε φαινόταν πουθενά. Ο Χάρι ανάσανε και κράτησε τον αέρα στα πνευμόνια του για να πνίξει ένα φτάρνισμα. Ήταν πικρός και του έκαψε τη γλώσσα. Ο διάδρομος είχε οχτώ πόρτες, τέσσερις από κάθε πλευρά. Μια απ' αυτές ήταν κι εκείνη που είχε ξεκολλήσει από τους μεντεσέδες της. Ανταλλάσσοντας μόνο μια ματιά, ο Χάρι κι η Κόνι συνεννοήθηκαν απόλυτα και κατευθύνθηκαν προς την ανοιχτή πόρτα προσέχοντας να μη σκοντάψουν στο μισοκατεστραμμένο πάτωμα. 'Επρεπε να ψάξουν προσεκτικά αλλά γρήγορα όλο τον όροφο. Κάθε παράθυρο ήταν μια πιθανή έξοδος, γιατί το κτίριο μπορεί να διέθετε εξωτερική σκάλα υπηρεσίας. Η φωνή ακούστηκε από το δωμάτιο με την ξεκολλημένη πόρτα, όπου κατευθύνονταν ο Χάρι και η Κόνι. Σταμάτησαν αμέσως και κοιτάχτηκαν. Υπήρχε κάτι αλλόκοτο σ' αυτή τη σκηνή, που τους τρόμαζε.
Αν και δεν ήταν απίθανο να βρισκόταν και κάποιος άλλος στον όροφο πριν φτάσει εκεί ο κακοποιός, ο Χάρι ήταν απόλυτα βέβαιος ότι άκουγε τη φωνή εκείνου. «Ο βασιλιάς! Ο Άρχοντας του Μέμφις!» Ο Χάρι κι η Κόνι πήραν θέσεις δεξιά κι αριστερά από την πόρτα, όπως είχαν κάνει και στην είσοδο της σκάλας. Και τότε ο δολοφόνος άρχισε ν' απαγγέλλει δυνατά τίτλους από επιτυχίες του Πρίσλεϊ: «Ξενοδοχείο Η Ραγισμένη Καρδιά, Μπ/£ Καστόρινα Παπούτσια, Λαγωνικό, Το Ροκ της Φυλακής...» Ο Χάρι κοίταξε απορημένος την Κόνι κι εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «. Κολλημένος σ' Εσένα, Αδερφού/Μ, Τυχερό Φυλαχτό...» Ο Χάρι έκανε νόημα στην Κόνι ότι θα ορμούσε πρώτος κι ότι αυτή έπρεπε να τον καλύψει, ρίχνοντας πάνω από το κεφάλι του καθώς θα περνούσε το κατώφλι σκυφτός. «...Νιώθεις Μοναξιά Απόψε, Μαύρο Μπλέξιμο, Στο Γκέτο!» Τη στιγμή που ο Χάρι ήταν έτοιμος να ορμήσει, μια χειροβομβίδα πέρασε ανάμεσά τους, χτύπησε στο πάτωμα του διαδρόμου, κύλησε κι εξαφανίστηκε σε μια από τις τρύπες που είχαν ανοίξει από την πρώτη έκρηξη. Δεν προλάβαιναν να ψάξουν να τη βρουν κάτω από τα σανίδια· ούτε να γυρίσουν πίσω στη σκάλα. Από στιγμή σε στιγμή ο διάδρομος όπου βρίσκονταν θα τιναζόταν στον αέρα. Αντίθετα προς το σχέδιο του Χάρι, η Κόνι όρμησε πρώτη στο δωμάτιο που βρισκόταν ο δολοφόνος. Διπλωμένη στα δυο, έριξε δυο απανωτούς πυροβολισμούς. Ο Χάρι την ακολούθησε πυροβολώντας πάνω από το κεφάλι της. Το δωμάτιο όπου βρέθηκαν ήταν γεμάτο χαρτοκούτια με εφόδια για το εστιατόριο από κάτω. Κουτιά παντού. Κι ο τύπος πουθενά. Έπεσαν και οι δυο στο πάτωμα, κάνοντας βουτιά ανάμεσα στις στοίβες με τα χαρτοκιβώτια. Σέρνονταν ακόμη στα τέσσερα, όταν ο διάδρομος πίσω τους τινάχτηκε στον αέρα μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη. Ο Χάρι έχωσε ενστικτωδώς το κεφάλι κάτω από το διπλωμένο μπράτσο του για να προστατευτεί. Μια στιγμιαία, καυτή ριπή ανέμου μπήκε από την ανοιχτή πόρτα και σάρωσε το δωμάτιο φέρνοντας μαζί της μια βροχή από χαλάσματα. Έ ν α φωτιστικό που κρεμόταν από το ταβάνι θρυμματίστηκε κι έγινε γυάλινο χαλάζι.
Ο Χάρι σήκωσε το κεφάλι του κι ανε'πνευσε γι' άλλη μια φορά αναθυμιάσεις εκρηκτικής ουσίας. Έ ν α τρομακτικό στην όψη πελεκούδι, μεγάλο σαν λάμα χασαπομάχαιρου κι εξίσου κοφτερό, είχε περάσει ξυστά από το αυτί του κι είχε καρφωθεί σ' ε'να μεγάλο πάκο με χαρτοπετσέτες. Ο ιδρώτας που τον έλουσε ξαφνικά ήταν σαν λεπτό στρώμα πάγου πάνω στο πρόσωπο του. Ο Χάρι άνοιξε τον κύλινδρο και ξαναγέμισε το περίστροφο του με πυρετώδεις κινήσεις. «Επιστρέφεται στον Αποστολέα, Καχύποπτα Μυαλά, Παραδώσου!» Τον Χάρι τον κυρίεψε ξαφνικά μια απέραντη νοσταλγία για τους απλούς, ευθείς και απόλυτα κατανοητούς κακούς των Αδερφών Γκριμ, σαν την κακιά βασίλισσα που έφαγε την καρδιά του αγριογούρουνου νομίζοντας ότι ήταν η καρδιά της προγονής της, της Χιονάτης, που είχε βάλει να τη σκοτώσουν επε ιδή ζήλευε την ομορφιά της.
5 Η Κόνι σήκωσε το κεφάλι κι έριξε μια ματιά στον Χάρι που ήταν πεσμένος δίπλα της. Ήταν γεμάτος σκόνες, πελεκούδια και σπασμένα γυαλιά, όπως κι αυτή. Διέκρινε όμως ότι ο Χάρι αισθανόταν διαφορετικά. Του άρεσε η δουλειά του, αλλά «αστυνομικός» σήμαινε γι' αυτόν σύμβολο τάξης και δικαιοσύνης. Τον Χάρι τον στενοχωρούσαν κάτι τέτοιες υποθέσεις, όπου η τάξη μπορούσε να επιβληθεί μόνο με χρήση βίας, εξίσου ωμής μ' αυτή που χρησιμοποιούσε ο κακοποιός. Όσο για τη δικαιοσύνη, αυτή θα ήταν αδύνατον να θριαμβεύσει όταν ο φταίχτης ήταν μια διαταραγμένη προσωπικότητα, ολότελα ανίκανη πλέον να αισθανθεί φόβο ή μεταμέλεια. Ο κακοποιός φώναξε πάλι: «Κορίτσι με τα Μακριά Πόδια, Όλα Ταρακουνήθηκαν, Μωρό μου, Μη μον Κο)1άς!» «Το Μωρό μου, Μη μου Κο/Ιάς δεν είναι του Πρίσλεϊ», ψιθύρισε η Κόνι. Ο Χάρι την κοίταξε σαστισμένος. «Τι είπες;» «Είναι του Μακ Ντέιβις, γαμώ το!»
«Κούνα τη Μέση σον, Μωρό μου, Βροχή του Κεντάκι, Φλεγόμενο Άστοο, Νιώθω τόσο Χάλια!» Η φωνή ακουγόταν από κάπου ψηλότερα. Η Κόνι ανασηκώθηκε προσεκτικά, με το περίστροφο στο χέρι της. Κοίταξε πρώτα ανάμεσα από τις στοίβες με τα χαρτοκιβώτια κι έπειτα από πάνω τους. Στο βάθος του δωματίου, κοντά στη γωνία, μια πτυσσόμενη μεταλλική σκάλα έδινε πρόσβαση σε μια καταπακτή που είχε ανοίξει στο ταβάνι. «Μια Διπλή Μερίδα Αγάπης, Φίλ.α με στα Πεταχτά, Ο Άντρας με την Κιθάρα!» Το σιχαμερό σκουλήκι είχε ανεβεί τη σκάλα και τους μιλούσε κρυμμένος στη σκοτεινή σοφίτα από πάνω. Η Κόνι ήθελε να τον αρπάξει και να του κάνει τα μούτρα κιμά, αντίδραση διόλου ψύχραιμη και μετρημένη για αστυνομικό, αλλά αυθόρμητη κι ειλικρινής. Ο Χάρι είδε τη σκάλα ταυτόχρονα με την Κόνι και σηκώθηκε κι αυτός από το πάτωμα. Η Κόνι ήταν σε υπερένταση, πανέτοιμη να ξανακάνει βουτιά έτσι κι έπεφτε καινούρια χειροβομβίδα «Όπως κι Αν με Θέλεις, Καημένο Αγόρι, Κυνηγημένος Παλιάνθρωττος». «Διάβολε, ούτε αυτό είναι του Έλβις», είπε η Κόνι χωρίς να ψιθυρίζει πια. «Το Κυνηγημένος Παλιάνθρωπος το έχει τραγουδήσει ο Τζόνι Πρέστον». «Τι σημασία έχει;» «Ο τύπος είναι μαλάκας», απάντησε φουρκισμένη η Κόνι, πράγμα που δεν ήταν απάντηση. Στην ουσία, δεν ήξερε ούτε η ίδια γιατί νευρίαζε που ο παλαβός δεν μπορούσε να πει σωστά τις επιτυχίες του Πρίσλεϊ, «Είσαι ο Διάβολος Μεταμορφωμένος, Μην Κ).αις, Πατερούλη, Κάνε Μόκο!» «'Κάνε Μόκο';» αναρωτήθηκε ο Χάρι. Η Κόνι μόρφασε. «Ναι, δυστυχώς αυτό είναι του Πρίσλεϊ». Τα γυμνά καλώδια του κατεστραμμένου φωτιστικού που κρέμονταν από το ταβάνι τίναζαν ολόγυρα ηλεκτρικές σπίθες. Ο Χάρι και η Κόνι χωρίστηκαν και, τρέχοντας από δυο παράλληλους τοίχους, έφτασαν στη μεταλλική σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα. Από τον έξω κόσμο, πέρα από το κατασκονισμένο παράθυ-
ρο, ακούστηκαν μακρινές σειρήνες από περιπολικά κι ασθενοφόρα. Οι ενισχύσεις. Η Κόνι δίστασε. Τώρα που ο παλαβός είχε κλειστεί στη σοφίτα, το πιο σωστό θα ήταν να τον φλομώσουν στα δακρυγόνα, να του πετάξουν και καμιά χειροβομβίδα με αναισθητικό αέριο, να τον αφήσουν τέζα και να περιμένουν τις ενισχύσεις. Ωστόσο, απέρριψε την εκδοχή της συνετής δράσης. Ενώ ήταν η ασφαλέστερη για τον Χάρι και γι' αυτή, ίσως να ήταν η πλέον επικίνδυνη για όλους τους κατοίκους της Λαγκούνα Μπιτς. Μπορεί η σοφίτα να μην ήταν αδιέξοδη. Αν υπήρχε πόρτα υπηρεσίας προς τη στέγη, ο κακοποιός θα έβρισκε τρόπο να διαφύγει. Προφανώς κι ο Χάρι έκανε τις ίδιες σκέψεις. Δίστασε μόνο κλάσματα του δευτερολέπτου λιγότερο από την Κόνι, πριν αρχίσει ν' ανεβαίνει πρώτος τη σκάλα. Η Κόνι δεν έφερε αντίρρηση γιατί ήξερε πως ο συνάδελφος της δεν το έκανε από προστατευτισμό προς το γυναικείο φύλο. Αυτή είχε μπει πρώτη στο δωμάτιο λίγο πριν, άρα ήταν η σειράτουΧάρι. Πάντα μοιράζονταν ισότιμα τον κίνδυνο, γεγονός που τους έκανε ταιριαστό ζευγάρι στη δουλειά, παρά τις τόσες διαφορές τους. Βέβαια, μόλο που η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την ένταση, η Κόνι θα προτιμούσε να πάει μπροστά. Η μεγάλη ικανοποίηση δεν είναι να περνάς μια σταθερή γέφυρα, αλλά να περπατάς σε τεντωμένο σκοινί. Η Κόνι ακολούθησε τον Χάρι στη σκάλα. Στην κορυφή, εκείνος στάθηκε μόνο μια στιγμή πριν εξαφανιστεί στο μισοσκόταδο τη; σοφίτας. Δεν έπεσε πυροβολισμός· ούτε άλλη χειροβομβίδα. Έτσι, η Κόνι τρύπωσε κι αύτη στη σοφίτα. Ο Χάρι είχε απομακρυνθεί από την γκριζωπή στήλη φωτός που δημιουργούσε η καταπακτή. Ή τ α ν σκυμμένος πάνω από μια γυμνή, νεκρή γυναίκα. Με τη δεύτερη ματιά, η Κόνι αντιλήφθηκε αμέσως ότι επρόκειτο για μια κούκλα βιτρίνας, με γυάλινα, σκονισμένα μάτια κι ένα μόνιμο χαμόγελο γαλήνης στα πλαστικά χείλη. Το κεφάλι δεν είχε μαλλιά και το κρανίο ήταν λεκιασμένο από τα σταξίματα του νερού από τη στέγη. Η σοφίτα ήταν σκοτεινή, αλλά μπορούσε κανείς να διακρίνει το χώρο. Λίγο από το φως της μέρας τρύπωνε από τα μεταλλικά πλέγματα που κάλυπταν μια σειρά από στενά ανοίγ-
ματα εξαερισμού, ακριβώς κάτω από τη μαρκίζα της στέγης, κι αποκάλυπτε τα αραχνιασμένα καδρόνια μιας επικλινούς οροφής. Το κέγτρο ήταν αρκετά ψηλό ώστε να μπορεί να σταθεί όρθιος ένας σωματώδης άντρας, αλλά για να πλησιάσει κανείς τους τοίχους έπρεπε να σκύψει. Πυκνές σκιές υπήρχαν παντού, ενώ στοίβες από ξύλινα κιβώτια και χαρτοκούτια πρόσφεραν άφθονους κρυψώνες. Ήταν σαν να είχαν εισχωρήσει σε κάποιο μυστικό άντρο, όπου συγκεντρώνονταν πιστοί του Σατανά για να εκτελέσουν ανόσιες τελετουργίες. Παντού τριγύρω ήταν στη μένα γυναικεία κι αντρικά σώματα σε παράξενες, στυλιζαρισμένες πόζες. Άλλα φωτίζονταν από το πλάι, άλλα διαγράφονταν στο φως και τα περισσότερα ήταν βυθισμένα στο μισοσκόταδο, όρθια, μισοσκυμμένα ή ξαπλωμένα, όλα ακίνητα και βουβά. Ήταν κούκλες βιτρίνας, σαν κι αυτή στο πάτωμα δίπλα στον Χάρι. Κούκλες ξε-κούκλες, πάντως, η Κόνι ένιωθε τα βλέμματά τους πάνω της και ανατρίχιασε ολόκληρη. Γιατί μια απ' αυτές ίσως να μπορούσε πράγματι να τη δει, μια που δεν ήταν φτιαγμένη από πλαστικό, αλλά από σάρκα, αίμα και οστά.
6 Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει εκεί ψηλά, στο παράξενο βασίλειο των πλαστικών μορφών. Ο αέρας ήταν υγρός και βαρύς. Μύριζε σ/.όνη και παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες, σαπισμένα χαρτοκιβώτια και υγρό πριονίδι. Και παντού ολόγυρα, οι κούκλες παρακολουθούσαν με τα γυάλινα μάτια τους. Ο Χάρι πάσχισε να θυμηθεί ποια άλλη επιχείρηση στεγαζόταν στο κτίριο εκτός από το ρεστοράν, αλλά δεν κατάφερε να προσδιορίσει σε ποιον μπορεί να ανήκαν όλες αυτές οι κούκλες. Από την ανατολική πλευρά της μακρόστενης σοφίτας άρχισε ν' αντηχεί ξαφνικά ένα έξαλλο σφυροκόπημα· μέταλλο που χτυπούσε σε μέταλλο. Ο κακοποιός μάλλον κοπανούσε τον έναν από τους δυο μεγαλύτερους εξαεριστήρες, προσπαθώντας να βρει άνοιγμα, αποφασισμένος να επιχειρήσει μια έξοδο στο δρόμο από την εξωτερική σκάλα υπηρεσίας ή από τη στέγη.
Έ ν α μπουλούκι νυχτερίδες, αλαφιασμένες από το θόρυβο, πετάχτηκαν από τις κούρνιες τους κι άρχισαν να φτεροκοπάνε μπρος πίσω αναζητώντας καταφύγιο, αλλά απρόθυμες να εγκαταλείψουν το βολικό σκοτάδι και να βγουν στο φως της ημέρας. Τα κρωξίματά τους σκέπασαν προς στιγμή τον ήχο από τιςσειρήνες κάτω στο δρόμο. Καθώς περνούσαν πλάι του αναδεύοντας τον αέρα με τα φτερά τους, ήταν η σειρά του Χάρι ν' ανατριχιάσει. Ήθελε να περιμένει τις ενισχύσεις. Ο παράφρονας σφυροκοπούσε όλο και πιο δυνατά. Κάτι μεταλλικό έτριξε σαν να υποχωρούσε. Δεν μπορούσαν να περιμένουν, δεν.είχαν την πολυτέλεια. Σκυφτός πάντα, ο Χάρι κινήθηκε ανάμεσα στα στοιβαγμένα χαρτοκιβώτια προς το νότιο τοίχο, ενώ η Κόνι κάλυψε την αντίθετη κατεύθυνση. Θα τον στρίμωχναν σαν τις δαγκάνες μιας τανάλιας. 'Οταν ο Χάρι έφτασε, ως το σημείο που του επέτρεπε η επικλινής οροφή να κινηθεί, στράφηκε προς τα ανατολικά, απ' όπου ακουγόταν το σφυροκόπημα. Παντού ολόγυρά του υπήρχαν κούκλες σε κάθε λογής πόζες. Τα λεία, καμπύλα μέλη τους έμοιαζαν να απορροφούν και να διαχέουν το θαμπό, λιγοστό φως που περνούσε απότιςγρίλιεςτου εξαερισμού. Όπου δεντιςτύλιγαν οι σκιές, η πλαστική σάρκα τους αντιφέγγιζε με μια εξωπραγματική, αλαβάστρινη λάμψη. Το σφυροκόπημα σταμάτησε. Δεν ακολούθησε κανένας ήχος που να προδίδει ότι ο μεταλλικός εξαεριστήρας είχε σπάσει ή λυγίσει, ή ξεκολλήσει από το πλαίσιο του. Ο Χάρι σταμάτησε, αφουγκράστηκε και περίμενε. Ακούγονταν μόνο οι σειρήνες, το πολύ ένα τετράγωνο μακριά, και τα κρωξίματα των νυχτερίδων που συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται στα τυφλά. Ο Χάρι κινήθηκε με μεγάλη προσοχή. Πέντ' έξι μέτρα μπροστά του, εκεί όπου κατέληγε ένας στενός διάδρομος ανάμεσα στα κουτιά με τα εφόδια, μια φαρδιά δέσμη από γκριζωπό φως ξεπηδούσε από κάποια αόρατη πηγή στ' αριστερά. Μάλλον ήταν ο μεγάλος εξαεριστήρας τον οποίο χτυπούσε ο κακοποιός. Πράγμα που σήμαινε ότι ο εξαεριστήρας ήταν ακόμα στη θέση του. Γιατί, αν είχε αποκολληθεί από το πλαίσιο, το φως του ήλιου θα έμπαινε άπλετο από το άνοιγμα, πράγμα που δε συνέβαινε. Η μια μετά την άλλη, οι σειρήνες σώπασαν κάτω στο δρόμο. Έ ξ ι συνολικά.
Ο Χάρι προχώρησε λίγο ακόμη, διπλωμένος στα δυο. Τώρα απείχε το πολύ τρία μέτρα από το πέρασμα. Άκουγε με τρόμο το μαλακό, προδοτικό θόρυβο που έκαναν τα πατήματάτου πάνω στα παλιά, σκονισμένα σανίδια. Όπως οι σειρήνες, έτσι κι οι τρομαγμένες νυχτερίδες είχαν σωπάσει. Που και πού ακούγονταν κάποια φωνή, βιαστικές εντολές κι ο χαρακτηριστικός ήχος των ασυρμάτων της αστυνομίας. Αλλά αυτοί ήταν ήχοι που έρχονταν από το δρόμο, ήταν μακρινοί κι εξωπραγματικοί, σαν φωνές σε κάποιον εφιάλτη από τον οποίο είχε μόλις ξυπνήσει ή στον οποίο μόλις έμπαινε. Ο Χάρι σταματούσε κάθε τόσο κι έστηνε αυτί μήπως και διακρίνει κάποιον ήχο που θα του αποκάλυπτε τη θέση του κακοποιού, αλλά ο τύπος ήταν αθόρυβος σαν φάντασμα. Όταν έφτασε στο τέρμα του στενού διαδρόμου, γύρω στα δυο μέτρα από τον ανατολικό τοίχο της σοφίτας, σταμάτησε ξανά. Ο εξαεριστήρας τον οποίο είχε προσπαθήσει να ξεκολλήσει ο κακοποιός θα πρέπει να βρισκόταν ακριβώς πίσω από την τελευταία στοίβα με τα χαρτοκιβώτια. Ο Χάρι κράτησε την ανάσα του και προσπάθησε να διακρίνει τον ήχο της αναπνοής του αντιπάλου του. Τίποτα. Προχώρησε κι άλλο, κοίταξε πίσω από τα χαρτοκιβώτια και πέρα από το τέρμα του διαδρόμου, στον ελεύθερο χώρο μπροστά στον ανατολικό τοίχο. Ο κακοποιός δε φαινόταν πουθενά. Δεν είχε δραπετεύσει από το μεγάλο τετράγωνο εξαεριστήρα, που ήταν μεν κατεστραμμένος, αλλά βρισκόταν ακόμα στη θέση του. Ανάμεσα από τα παραμορφωμένα πτερύγιά του, ακανόνιστες δέσμες φωτός έλουζαν το πάτωμα, όπου οι πατημασιές του κακοποιού φαίνονταν καθαρά πάνω στο παχύ χαλί της σκόνης. Κάποια κίνηση στη βορινή πλευρά της σοφίτας τράβηξε την προσοχή του Χάρι και το δάχτυλό του σφίχτηκε στη σκανδάλη. Την επόμενη στιγμή, το κεφάλι της Κόνι ξεπρόβαλε πίσω από τα χαρτοκιβώτια που δημιουργούσαν την απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Στάθηκαν αντικρίζοντας ο ένας τον άλλον, με τον κενό χώρο ανάμεσά τους. Ο κακοποιός τούς είχε ξεγλιστρήσει και τώρα βρισκόταν κάπου πίσω τους. Η Κόνι στεκόταν στη σκιά. Αλλά ο Χάρι την ήξερε τόσο καλά, που δε χρειαζόταν να βλέπει τα χείλη της για να καταλάβει τι είπε χωρίς να βγάλει ήχο: Σκατά κι απόακατα!
Η Κόνι βγήκε και προχώρησε προς το σημείο όπου στεκόταν ο Χάρι, στον ανατολικό τοίχο, ερευνώντας με το βλέμμα της κάθε πέρασμα ανάμεσα στις σειρές από χαρτοκιβώτια και κούκλες. Ο Χάρι κινήθηκε κι αυτός για να τη συναντήσει στα μισά, κάνοντας την ανάλογη έρευνα από τη δική του πλευρά του διαδρόμου. Η σοφίτα ήταν πολύ μεγάλη και τόσο γεμάτη από αντικείμενα, που καταντούσε σωστός λαβύρινθος. Και, για να μην ξεφεύγει καθόλου από το μύθο, έκρυβε στο εσωτερικό της και τον αντίστοιχο Μινώταυρο. Ξαφνικά, από κάποιο άλλο σημείο του χώρου ακούστηκε ξανά η γνώριμη φωνή: «Όλα Ταρακουνήθηκαν, Νιώθω Τόσο Χάλια, Μαύρο Μπλέξιμο!» Ο Χάρι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Θα 'θελε να βρίσκεται κάπου αλλού. Ίσως στο παραμυθένιο βασίλειο με τις «Δώδεκα Πριγκίπισσες που Χόρευαν», τα πελώρια ηλιοφώτιστα κάστρα, τα δέντρα με φύλλα από καθαρό χρυσάφι και καρπούς αληθινά διαμάντια, τις υπέροχες αίθουσες χορού με τη γλυκιά μουσική... Ναι, αυτό ήθελε. Ήταν ένα από τα ωραιότερα παραμύθια των Αδερφών Γκριμ, χωρίς κακές μάγισσες που σε τρώνε ζωντανό ή ξωτικά που σε καβαλάνε μέχρι να σκάσεις από το τρέξιμο. «Παραδώσου!» Αυτή ήταν η φωνή της Κόνι. Ο Χάρι άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε συνοφρυωμένος. Με το να φωνάξει στον κακοποιό του φανέρωνε τη θέση τους. Βέβαια, είχε ήδη αποδειχτεί ότι δεν ήταν εύκολο να τον στριμώξουν ακολουθώντας τον ήχο. Οι ήχοι αλλοιώνονταν κατά περίεργο τρόπο στη σοφίτα, πράγμα που τους προστάτευε κι αυτούς όσο και τον αντίπαλο τους. Ωστόσο, ήταν πιο συνετό να ενεργούν αθόρυβα. Ο κακοποιός ξαναφώναξε: «Μαύρο Μπλέξιμο, Ξενοδοχείο Η Ραγισμένη Καρδιά!» «Παραδώσου!» επανέλαβε δυνατά η Κόνι. «Φύγε, Κοριτσάκι!» Η Κόνι μόρφασε. «Αυτό δεν είναι του Έλβις, ανεγκέφαλε! Είναι του Στιβ Λόρενς. Παραδώσου!» «Μείνε Μακριά!» «Παραδώσου!» Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ξανακοίταξε σαστι-
σμένος την Κόνι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τέτοια αδυναμία να ελέγξει μια κατάσταση. Κάτι συνέβαινε με την Κόνι και τον κακοποιό, αλλά δεν μπορούσε να το πιάσει. «Α ε με Νοιάζει αν ο Ηλιος δε Λάμπει!» «Παραδώσου!» Ξαφνικά ο Χάρι θυμήθηκε ότι το Παραδώσου ήταν μια από τις κλασικές επιτυχίες του Πρίσλεϊ. «Μείνε Μακριά!» Μάλλον ήταν κι αυτό τίτλος κάποιας επιτυχίας του Πρίσλεϊ. Η Κόνι γλίστρησε σ' έναν από τους πολλούς διαδρόμους και χάθηκε από τα μάτια του Χάρι. « Ή Τώρα, ή Ποτέ!» την άκουσε να φωνάζει. «Τι είπα;» Προχωρώντας συνεχώς μέσα στο λαβύρινθο, η Κόνι απάντησε με δυο τίτλους τραγουδιών του Πρίσλεϊ: «Παραδώσου, Σε Ικετεύω!» «Νιώθω τόσο Χάλ.ια!» Μετά από ένα μικρό δισταγμό, η Κόνι έδωσε την απάντηση: «Πες μου Γιατί». «Μη Ρωτάς Γιατί». Είχαν αρχίσει ένα διάλογο με τίτλους από τραγούδια του Έλβις Πρίσλεϊ. Σαν να έπαιζαν σε κάποιο αλλόκοτο τηλεπαιχνίδι, χωρίς βραβεία για τις σωστές απαντήσεις και με τίμημα το θάνατο για τις λαθεμένες. Ο Χάρι διπλώθηκε στα δύο κι ακολούθησε ένα διαφορετικό διάδρομο απ' αυτόν που-είχε πάρει η Κόνι. Ένας ιστός αράχνης κόλλησε στοπρόσωπότου. Τον σφούγγισε με το ελεύθεροχέριτου και συνέχισε να βαδίζει σκυφτός ανάμεσα στις στημένες κούκλες. Η Κόνι κατέφυγε ξανά στον τίτλο που είχε χρησιμοποιήσει και πριν: «Παραδώσου!» «Μείνε Μακριά!» «Νιώθεις Μοναξιά Απόψε;» Μετά από ένα σύντομο δισταγμό, ο κακοποιός παραδέχτηκε: «Μοναχικός Άνθρωπος». Ο Χάρι ακόμη δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει από πού ακριβώς ερχόταν η φωνή. Ο ιδρώτας του έτρεχε ποτάμι, ένα κομμάτι από τον ιστό της αράχνης είχε μείνει κολλημένο στα μαλλιά του και τον γαργαλούσε ενοχλητικά στο φρύδι, το στόμα
του είχε μια γεύση από κατακάθι υγροΰ σε δοκιμαστικό σωλήνα στο εργαστήριο του δόκτορα Φρανκενστάιν και είχε την αίσθηση ότι είχε εισχωρήσει με κάποιο υπερφυσικό τρόπο στις φριχτές παραισθήσεις κάποιου ναρκομανούς. «Άσε τον Εαυτό σου Ελεύθερο», συμβούλεψε η Κόνι τον παλαβό. «Νιώθω τόσο Χάλια!» επανέλαβε αυτός. Ο Χάρι σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να αισθάνεται τόσο έξω από τα νερά του από την περίεργη τροπή που είχε πάρει η συγκεκριμένη καταδίωξη. Στο κάτω κάτω, ζούσαν στη δεκαετία του '90, στη δεκαετία του παραλόγου, όπου κάθε λογής ιδιόρρυθμη μόδα γινόταν καθεστώς και απειλούσε ν' αναπροσδιορίσει τον ορισμό του φυσιολογικού. Παράδειγμα, εκείνοι οι ληστές που είχαν ακινητοποιήσει πρόσφατα όλους τους υπαλλήλους ενός καταστήματος, όχι με την απειλή όπλων, αλλά με σύριγγες γεμάτες αίμα μολυσμένο από τον ιό του ΕΪΤΖ. «Άσε με να Γίνω το Αρκουδάκι σου!» φώναξε η Κόνι στον κακοποιό, κάνανταςτον Χάρι να σκεφτεί ότι ο διάλογος με τους τίτλους έπαιρνε ακόμη πιο αλλόκοτη τροπή. . Αλλά ο κακοποιός απάντησε αμέσως, με φωνή γεμάτη προσδοκία, αλλά και καχυποψία. «Δε με Ξέρεις». Η Κόνι χρειάστηκε μόνο κάνα δυο δευτερόλεπτα για να βρει τη συνέχεια. «Δε Νομίζεις Ότι Είναι Καιρός;» Και μια που λέγαμε για παραλογισμούς, ο Ρίτσαρντ Ραμίρεζ, καθ' έξιν δολοφόνος, γνωστός και σαν «Κυνηγός της Νύχτας», δεχόταν στη φυλακή τακτικές επισκέψεις από δεκάδες νεαρές, όμορφες γυναίκες που δήλωναν ότι τον βρίσκουν γοητευτικό, πολύ ενδιαφέροντα κι εξαιρετικά ρομαντικό άντρα. Ή εκείνος ο άλλος, στο Ουισκόνσιν, πριν από μερικά χρόνια, αυτός που μαγείρευε για δείπνο κομμάτια απότα θύματάτου κι είχε στον καταψύκτη σειρές από κομμένα ανθρώπινα κεφάλια και οι γείτσνές του είπαν μετά πως, ναι, έβγαιναν κάτι παράξενες μυρωδιές από το διαμέρισμά του κι ακούγονταν πού και πού κάτι κραυγές ή θόρυβος από ηλεκτρικό πριόνι, αλλά τα ουρλιαχτά ήταν πάντα πολύ σύντομα κι άλλωστε ο τύπος ήταν συμπαθέστατος, φαινόταν τόσο πονετικός. Η δεκαετία του 1990- μοναδική στο είδος της. . «Υπερβολές», είπε τελικά ο κακοποιός, δυσπιστώντας στο ρομαντικό υπαινιγμό της Κόνι.
«Καημένο Αγόρι», του απάντησε εκείνη με φαινομενικά ειλικρινή αισθήματα. «Κατήφορος». Η φωνή του κακοποιού, αντιπαθητικά δυνατή και στριγκή, έμοιαζε ν' αντηχεί από τα αραχνιασμένα δοκάρια καθώς παραδέχτηκε έμμεσα την έλλειψη αυτοσεβασμού, μια τυπική δικαιολογία της δεκαετίας του '90. «Κρέμασε στο Λαιμό σου το Δαχτυλίδι μου!» είπε η Κόνι ξαναδίνοντας ερωτικό τόνο στο διάλογο. Ταυτόχρονα συνέχιζε να κινείται στο λαβύρινθο των διαδρόμων, έχοντας σίγουρα σκοπό να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα με το που θα τον έβλεπε. Ο κακοποιός δεν απάντησε. Ο Χάρι συνέχισε κι αυτός να κινείται, ερευνώντας σχολαστικά κάθε σκοτεινή γωνιά και κάθε πέρασμα, αλλά νιώθοντας άχρηστος κατά βάθος. Πού να το φανταστεί ότι, την τελευταία δεκαετία αυτού του παράξενου αιώνα, θα χρειαζόταν να έχει κανείς ειδικότητα στα σουξέ του Πρίσλεϊ για να είναι αποτελεσματικός στη δουλειά του; Τα σιχαινόταν κάτι τέτοια κόλπα, ενώ η συνάδελφος του πετούσε τη σκούφια της. Η Κόνι μερικές φορές λάτρευε το χάος' υπήρχαν πολλά σκοτεινά και άγρια στοιχεία μέσα της. Ο Χάρι έφτασε σε ένα διάδρομο κάθετο σ' αυτόν που βάδιζε ως τότε. Ήταν άδειος, εκτός από μερικές κούκλες που είχαν πέσει από καιρό και κείτονταν η μια πάνω στην άλλη στο πάτωμα. Σκυφτός, με τους ώμους γερτούς για περισσότερη προστασία, ο Χάρι συνέχισε την καταδίωξη. «Κρέμασε στο Λαιμό σου το Δαχτυλίδι μου!» ξαναφώναξε η Κόνι από κάποιο άλλο σημείο του λαβυρίνθου. Ο κακοποιός ίσως να δίσταζε, επειδή θεωρούσε ότι αυτή είναι μια πρόταση που συνήθως την κάνει ο άντρας στη γυναίκα κι όχι το αντίστροφο. Αν κι ήταν αναμφίβολα μια φιγούρα της δεκαετίας του '90, το κάθαρμα ίσως να είχε ακόμη παλιομοδίτικες ιδέες περί των δύο φύλων. «Να μου Φερθείς Καλά!» είπε η Κόνι. Καμιά απάντηση. «Να μ' Αγαπάς Τρυφερά!» είπε η Κόνι. Ο κακοποιός και πάλι δεν απάντησε. Ο Χάρι τρομοκρατήθηκε προς στιγμήν στην ιδέα ότι ο διάλογος είχε οριστικά καταλήξει σε μονόλογο. Ο κακοποιός ίσως
να την πλησίαζε τώρα, να την άφηνε να μιλάει μόνο και μόνο για να την εντοπίσει και να την ξεκάνει οριστικά. Ο Χάρι ήταν έτοιμος να φωνάξει στην Κόνι για να την προειδοποιήσει, όταν μια καινούρια έκρηξη συγκλόνισε όλο το κτίριο. Ο Χάρι σκέπασε το κεφάλι του με τα χέρια υπακούοντας στο ένστικτο αυτοπροστασίας, αλλά η κίνησή του ήταν περιττή· η έκρηξη δεν είχε γίνει στη σοφίτα. Από τον κάτω όροφο ακούστηκαν ουρλιαχτά τρόμου κι αγωνίας, σαστισμένες κραυγές, διαταγές και φωνές θυμού. Προφανώς, άλλοι αστυνομικοί είχαν μπει στον από κάτω όροφο απ* όπου ξεκινούσε η σκάλα για τη σοφίτα. Ο κακοποιός τούς είχε ακούσει και είχε πετάξει καινούρια χειροβομβίδα από την καταπακτή. Ακούγοντας τις κραυγές του πόνου, ο Χάρι φαντάστηκε άθελά του κάποιο συνάδελφο του, αστυνομικό, να σφίγγει με τα δυο χέρια την ανοιγμένη κοιλιά του για να μη χυθούν τ' άντερά του στο πάτωμα. Ήξερε ότι αυτός και η Κόνι βρίσκονταν σε μια σπάνια στιγμή απόλυτης συμφωνίας, ότι μοιράζονταν τα ίδια αισθήματα τρόμου και οργής. Για μια φορά, ο Χάρι δεν έδινε πεντάρα ούτε για τα νόμιμα δικαιώματα του εγκληματία, ούτε για το αν θα χρησιμοποιούσε βία προκειμένου να τον συλλάβει. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον δει νεκρό. Ανάμεσα στις κραυγές, ακούστηκε πάλι η φωνή της Κόνι που δοκίμασε να συνεχίσει το διάλογο: «Να μ' Αγαπάς Τρυφερά!» «Πεςμου Γιατί», φώναξε ο κακοποιός, αμφισβητώντας ακόμη την ειλικρίνειά της. «Το Μωρό μου με Παράτησε», είπε η Κόνι. Οι κραυγές σίγασαν στον πρώτο όροφο. Ή ο πληγωμένος είχε πεθάνει, ή τον είχαν μεταφέρει έξω από το δωμάτιο όπου έσκασε η χειροβομβίδα. «Όπως κι Αν με Θέλεις», είπε η Κόνι, Ο κακοποιός έμεινε σιωπηλός για λίγες στιγμές. Ύστερα η φωνή του αντήχησε ξανά στη σοφίτα, από μια εκνευριστικά ακαθόριστη κατεύθυνση:«Νιώθω τόσο Χάλια!» «Είμαι Δική σου», είπε η Κόνι κι ο Χάρι θαύμασε την ταχύτητα με την οποία έβρισκε τους κατάλληλους τίτλους.
«Μοναχικός Άνθρωπος», είπε ο κακοποιός και, πράγματι, ακουγόταν δυστυχισμένος. « Έ χ ω Κάτι για Σένα Μωρό μου», απάντησε η Κόνι. Είναι μεγαλοφυία, σκέφτηκε ο Χάρι. Και ψωνισμένη κανονικά με τον Πρίσλεϊ. Υπολογίζοντας ότι η παράξενη προσπάθεια της Κόνι να σαγηνεύσειτσν παρανοϊκό εγκληματίαθατού αποσπούσε την προσοχή, ο Χάρι διακινδύνευσε να σηκωθεί και να κοιτάξει γύρω. Επειδή βρισκόταν περίπου στο κέντρο, η οροφή τσύ επέτρεπε να σταθεί όρθιος. Σηκώθηκε αργά πίσω από μια στοίβα χαρτοκιβώτια και επιθεώρησε με το βλέμμα όλη τη σοφίτα. Μερικές από τις στοίβες έφταναν ως το ύψος των ώμων του, αλλά πολλές άλλες ήταν αρκετά χαμηλότερες. Δεκάδες ανθρώπινες σιλουέτες τον αντίκριζαν από κάθε μεριά, ανάμεσα από τα κουτιά, πίσω ή και πάνω σ' αυτά, αλλά ήταν όλες κούκλες, γιατί καμιά δε σάλεψε, καμιά δεν τον πυροβόλησε. «ΜοναχικόςΆνθρωπος, Όλα Ταρακουνήθηκαν», είπε απελπισμένα ο κακοποιός! «Υπάρχω Πάντα Εγώ». «Σε Παρακαλώ, μη Σταματήσεις να μ 'Αγαπάς!» «Αδύνατον να μην Ερωτευτώ», είπε η Κόνι. Όρθιος, ο Χάρι είχε καλύτερη αίσθηση του χώρου και της κατεύθυνσης απ' όπου έρχονταν οι φωνές. Και η Κόνι και ο κακοποιός βρίσκονταν κάπου μπροστά του, αλλά αρχικά δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν κοντά ο ένας στον άλλον. Ούτε μπορούσε να δει πάνω από τα κουτιά που του έφραζαν τη θέα προς τους διάφορους διαδρόμους. «Μην Είσαι Σκλ^ηρή!» είπε ικετευτικά ο κακοποιός. «Αγάπα με!» τον παρότρυνε η Κόνι. «Απόψε χρειάζομαι τψ Αγάπη σου». Βρίσκονταν ο ένας στο δυτικό άκρο της σοφίτας κι η άλλη στη νότια πλευρά και ήταν κοντά ο ένας στον άλλον. «Κολλημένη σ' Εσένα», είπε η Κόνι. «Μην Είσαι Σκληρή!» 0 Χάρι διαισθάνθηκε μια κλιμακούμενη ένταση στον παράξενο διάλογο. Υπέβοσκε στον τόνο της φωνής του κακοποιού, στην ταχύτητα με την οποία ανταλλάσσονταν οι απαντήσεις και στην επανάληψη από πλευράς του του ίδιου τίτλου.
«Απόψε χρειάζομαι την Αγάπη Σου». «Μην Είσαι Σκληρή!» Ο Χάρι εγκατέλειψε κάθε προφύλαξη και κατευθύνθηκε βιαστικά προς τα κει όπου ακούγονταν οι δυο φωνές, σε μια περιοχή που ήταν σχεδόν ασφυκτικά γεμάτη από κουτιά και κούκλες. Γυμνοί ανοιχτόχρωμοι ώμοι, καλλίγραμμα μπράτσα, χέρια με τα δάχτυλα να δείχνουν ή να χαιρετάνε τον κύκλωναν από παντού. Γυάλινα νεκρά μάτια τον ατένιζαν στο μισοσκόταδο, βαμμένα χείλη, μισάνοιχτα και παγωμένα σε αιώνια μισά χαμόγελα, σε άφωνους χαιρετισμούς, σε άψυχα ερωτικά μηνύματα. Εδώ οι αράχνες είχαν στήσει αποικίες ολόκληρες κι οι πυκνοί ιστοί τους κολλούσαν συνεχώς στα μαλλιά και στα ρούχα του καθώς προχωρούσε. Ο Χάρι τούς παραμέριζε με το χέρι, τους ξεκολλούσε από το πρόσωπο του και συνέχιζε το δρόμο του. Ήταν τόσοι πολλοί που τον έπιασε αναγούλα. Έσφιξε τα δόντια και κατάπιε το σάλιο του για να τη νικήσει. « Ή Τώρα, ή Ποτέ», ακούστηκε η φωνή της Κόνι από πολύ κοντά. Οι γνώριμες τρεις λέξεις που ακολούθησαν δεν είχαν πια τον τόνο της ικεσίας, αλλά αντήχησαν σαν προειδοποίηση: «Μην Είσαι Σκληρή!» Ο Χάρι σχημάτισε την εντύπωση ότι ο παρανοϊκός όχι μόνο δεν είχε σαγηνευτεί, αλλά ετοιμαζόταν για την επόμενη έκρηξη. Προχώρησε μερικά βήματα ακόμη, σταμάτησε, κοίταξε δεξιά αριστερά, αφουγκράστηκε. Τόσο πολύ βροντοχτυπούσε η καρδιά του που νόμιζε ότι τον εμπόδιζε ν' ακούσει. «Είμαι Δική σου, Μια Μαριονέτα, Άσε τον Εαυτό σου Ελεύθερο», είπε η Κόνι. Η φωνή της τώρα ήταν ένας παράξενος ψίθυρος, σαν να είχε αποκτήσει μια πολύ ιδιαίτερη προσωπική σχέση με το θήραμά της. Μόλο που ο Χάρι αναγνώριζε τα προσόντα και το ένστικτο της Κόνι, φοβόταν ότι η αδημονία της να παρασύρει τον τύπο και να τον στριμώξει την εμπόδιζε να υποψιαστεί πως ο κακοποιός ίσως να ενεργούσε με εξίσου ύπουλες διαθέσεις κι όχι από υποσυνείδητη ανάγκη να επικοινωνήσει μαζί της. «Τα Παίζω Όλα, Πωλείται Ραγισμένη Καρδιά», συνήθισε η Κόνι.
Ο Χάρι την άκουγε σαν να βρισκόταν δίπλα του — δυο μέτρα το πολΰ μακριά και σίγουρα σε κάποιον παράλληλο διάδρομο. «Δεν Είναι Έτσι ο Έρωτας, Μωρό μου». Το ψιθύρισμα της Κόνι ήταν περισσότερο οργισμένο παρά σαγηνευτικό, σαν να είχε αντιληφθεί κι αυτή ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στον παράξενο διάλογο. Με τεντωμένα νεύρα, ο Χάρι στάθηκε και περίμενε την απάντηση του κακοποιού. Τα μάτια του σάρωσαν το μισοσκότεινο χώρο μπροστά κι ύστερα έστρεψε απότομα το κεφάλι και κοίταξε πίσω του, σαν να ήταν σχεδόν βέβαιος ότι θα έβλεπε τον παρανοϊκό δολοφόνο με το αγαθό χαμόγελο να του ρίχνεται. Η σιωπή ήταν τόσο απόλυτη, που η σοφίτα έμοιαζε με απύθμενο πηγάδι που έπνιγε κάθε ήχο. Οι αράχνες έπλεκαν πελώριους ιστούς στα δοκάρια της οροφής χωρίς ν' ακούγεται τίποτα. Αμέτρητα μόρια σκόνης αιωρούνταν αθόρυβα, σαν πλανήτες και αστεροειδείς στο απέραντο κενό του Διαστήματος, κι από παντού τριγύρω οι κούκλες κοίταζαν χωρίς να βλέπουν, άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν και στέκονταν χωρίς να αισθάνονται. Τα επόμενα λόγια της Κόνι ακούστηκαν πίσω από σφιγμένα δόντια. Δεν ήταν πια κάλεσμα, αλλά επιθετική πρόκληση κι υπήρχαν και δικά της λόγια ανάμεσα στις λέξεις των τίτλων. «Όπως κι Αν με Θέλεις, κόπανε, έλα, έλα λοιπόν. Ασε τον Εαυτό σου Ελεύθερο, κάθαρμα». Καμιά απάντηση. Δεν ήταν μόνο η σιωπή απόλυτη, ήταν κι η ακινησία. Ο Χάρι είχε την περίεργη αίσθηση ότι μεταμορφωνόταν κι αυτός σε κούκλα, ότιτο δέρμα του γινόταν πλαστικό, τα κόκαλά του ατσάλινα ραβδιά, οι τένοντες και οι μύες του μάτσα από συρματάκια. Μόνο τα μάτια του σάλευαν ακόμη και το βλέμμα του γλιστρούσε πάνω στα άψυχα κορμιά που τον περικύκλωναν από παντού. Γυάλινα μάτια. Μικρά, στρογγυλά στήθη με τις ρώγες μόνιμα ορθωμένες, λείοι μηροί, σφιχτές καμπύλες που μισοχάνονταν στις σκιές. Ατριχα αντρικά στήθη. Γυναικεία κι αντρικά κορμιά. Φαλακρά κεφάλια ή μισομαδημένες περούκες γεμάτες σκόνη. Ζωγραφιστά χείλη. Χείλη σουφρωμένα σαν να ετοιμάζονταν να δώσουν ένα φιλί, χείλη μουτρωμένα με νάζι, χείλη μισάνοιχτα σαν σε ερωτική πρόκληση, συνεσταλμένα χαμόγε-
λα, πονηρά χαμόγελα, πλατιά χαμόγελα, η λάμψη των δοντιών, ένα θλιμμένο χαμόγελο λίγο πιο πέρα κι ακόμη παραπέρα ένα κανονικό γέλιο, ζωγραφιστό γέλιο... Όχι. Λάθος. Η λάμψη των δοντιών. Λάθος. Τα δόντια στις κούκλες δε λάμπουν. Ποτέ. Οι κούκλες δεν έχουν σάλιο. Ποια απ' όλες ήταν; Εκεί, εκεί, πίσω από κείνα τα κουτιά, πίσω από τις τρε ις κούκλες, μια μορφή που δεν ήταν κούκλα, που κοίταζε ανάμεσα από δυο φαλακρά κεφάλια, σχεδόν κρυμμένη στο σκοτάδι, εκτός από τα μάτια της που γυάλιζαν, ούτε δυο μέτρα απόσταση, απέναντι του, μ' ένα χαμόγελο που όλο και πλάταινε καθώς την κοίταζε, ένα χαμόγελο πλατύ αλλά φριχτό σαν ανοιχτή πληγή, μ' ένα μικρό πιγούνι, μ' ένα αγαθό, στρογγυλό πρόσωπο και με φωνή που ψιθύρισε έναν ακόμη τίτλο, «Μελα^χο^κό Φεγγάρι», τόσο σιγανά, που μόλις ακούστηκε. Ο Χάρι τα είδε και τα κατέγραψε όλα αυτά μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, ενώ ταυτόχρονα σήκωσε το περίστροφο και πάτησε τη σκανδάλη. Ο κακοποιός πυροβόλησε μ' ένα Μπράουνινγκ των εννέα χιλιοστών ένα δέκατο του δευτερολέπτου πριν από τον Χάρι κι ύστερα η σοφίτα γέμισε από τις εκρήξεις και την ηχώ των πυροβολισμών. Ο Χάρι είδε τη λάμψη στο στόμιο της κάννης ακριβώς απέναντι από το στήθος του —όχι, Θεέ μου!— κι άδειασε το περίστροφό του πϊο γρήγορα απ' ό,τι ήταν δυνατόν, όσο θά έκανε ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια του, αν τολμούσε ποτέ να κάνει τέτοιο πράγμα. Το περίστροφο κλότσησε με τόση δύναμη, που νόμισε πως θα του έφευγε από το χέρι. Κάτι τον χτύπησε δυνατά στην κοιλιά κι ήξερε ότι ήταν σφαίρα, παρ' όλο που δεν ένιωσε πόνο, αλλά μόνο μια απότομη πίεση κι ένα κύμα ζέστης στο σημείο που τον είχε πετύχει. Και πριν αρχίσει ο πόνος, το κορμί του τινάχτηκε προς τα πίσω, παρασέρνοντας μαζί του τις κούκλες καθώς έπεφτε πάνω στα πλαστικά κορμιά και τα χαρτοκούτια που σχημάτιζαν το χώρισμα του διαδρόμου. Τα στοιβαγμένα χαρτοκιβώτια ταλαντεύτηκαν και τα δυο κορφινά έπεσαν στο διπλανό διάδρομο του λαβυρίνθου. Ο Χάρι βρέθηκε ανάσκελα στο πάτωμα μέσα σ' ένα σωρό από πλαστικά μέλη. Σώματα συνέχιζαν να πέφτουν πάνω του, καθηλώνοντάς τον με το βάρος τους. Αγωνιζόταν ν' ανασάνει, δοκίμασε να φωνάξει βοήθεια, αλλά ο μόνος ήχος που βγήκε από τα χείλη του ήταν πιο σιγανός κι από θρόισμα
φτερού στον αέρα. Τα ρουθούνια του γέμισαν από τη γλυκερή, μεταλλική μυρωδιά του αίματος. Κάποιος άναψε τα φώτα της σοφίτας* μια μακριά σειρά από γυμνούς γλόμπους που κρέμονταν παράλληλα στο κεντρικό δοκάρι της στέγης. Ο χώρος φωτίστηκε μόνο για κάνα δυο δευτερόλεπτα, όσο χρειάστηκε ο Χάρι να δε ι ότι ο δολοφόνος ήταν ένα μέρος του βάρους που τον κρατούσε καθηλωμένο στο πάτωμα. Το στρογγυλό, αγαθό πρόσωπο τον αντίκριζε από την κορυφή του σωρού, ανάμεσα από πλαστικά μέλη και φαλακρά κεφάλια Τα μάτια του ήταν το ίδιο γυάλινα μ' αυτά που ανήκαν στις κούκλες. Το χαμόγελο είχε σβήσει. Τα χείλη ήταν χρωματισμένα Με αίμα Ο Χάρι καταλάβαινε ότι δεν είχαν σβήσει τα φώτα της οροφής, αλλά ότι αυτός λιποθυμούσε κι έχανε το φως του. Δοκίμασε πάλι να φωνάξει βοήθεια, αλλά από το στόμα του βγήκε πάλι μόνο μια ανεπαίσθητη πνοή. Το βλέμμα του κινήθηκε από το στρογγυλό πρόσωπο του δολοφόνου προς τα φώτα στο ταβάνι και το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν ένα χοντρό, αραχνιασμένο δοκάρι. Πελώριοι ιστοί, μισοχαλασμένοι, που κρέμονταν ανεμίζοντας σαν ξεσκισμένα λάβαρα νικημένου στρατού. Ύστερα τον τύλιξε το σκοτάδι, ένα σκοτάδι πυκνό κι απόλυτο σαν θάνατος.
7 Από τα βορειοδυτικά έρχονταν κάτι δυσοίωνα μαύρα σύννεφα, σαν μεραρχίες τεθωρακισμένων που τις κινούσε αθόρυβα ένας αόρατος ουράνιος άνεμος. Μόλο που η μέρα ήταν ακόμη γλυκιά και ζεστή κοντά στην επιφάνεια της γης, ο γαλάζιος ουρανός όλο και χανόταν πίσω από τα σύννεφα της καταιγίδας που πλησίαζε. Η Τζάνετ Μάρκο πάρκαρε τη σαραβαλιασμένη Ντοτζ στο τέρμα του μικρού, στενού δρόμου. Μαζί με το γιο της, τον Ντάνι, και τον αδέσποτο σκύλο που είχε γίνει πρόσφατα κολλητός τους, διέσχισαν αργά το δρομάκι προςτα πίσω ψάχνοντας όλους τους σκουπιδοτενεκέδες τον ένα μετά τον άλλο. Τα απορρίμματα των άλλων ήταν γι' αυτούς μέσο επιβίωσης. Την ανατολική πλευρά του δρόμου την όριζε μια στενή αλλά αρκετά βαθιά κατεβασιά του εδάφους, πνιγμένη στους ευκάλυ-
πτους και τους πυκνούς, αγκαθωτούς θάμνους. Η δυτική πλευρά ήταν μια σειρά από ιδιωτικά γκαράζ, με χώρο για δυο ή τρία αυτοκίνητα, που χώριζαν με ψηλές σιδερένιες ή ξύλινες πόρτες. Κρυφοκοιτώντας καμιά φορά πίσω απ' αυτές τις πόρτες, η Τζάνετ έβλεπε μικρές βεράντες, πλακόστρωτες αυλές κι αλέες με φοινικόδεντρα, μανόλιες, φίκους και ψηλές, πυκνόφυλλες φτέρες που ευδοκιμούσαν στο ζεστό και υγρό ωκεάνιο κλίμα. Τα σπίτια αυτά είχαν όλα θέα στον Ειρηνικό, πάνω από τις στέγες άλλων σπιτιών που γέμιζαν τους λόφους της Λαγκούνα Μπιτς, και ήταν κυρίως φαρδιά διώροφα κατασκευασμένα από πέτρα, τούβλα από τερακότα και ξύλο κέδρου, καταπώς ταίριαζε σε μια περιοχή όπου η ιδιοκτησία ήταν πανάκριβη. Αν και η συγκεκριμένη γειτονιά ήταν από τις πλουσιότερες, τα χρήσιμα αντικείμενα στα περιεχόμενα των σκουπιδοτενεκέδων ήταν λίγο πολύ τα ίδια όπως παντού: κουτιά από αλουμίνιο, που μπορούσαν να πουληθούν στα κέντρα ανακύκλωσης για μερικά σεντς το κομμάτι, κι άδεια μπουκάλια που επίσης άξιζαν κάτι όταν επιστρέφονταν. Ωστόσο, η Τζάνετ έβρισκε πού και πού κανένα μικρό θησαυρό: σακούλες με ρούχα που ήταν εκτός μόδας, αλλά σχεδόν ολοκαίνουρια, χαλασμένες μικροσυσκευές που έπιαναν κάνα δυο δολάρια σε μαγαζιά με μεταχειρισμένα, παλιά βιβλία, δίσκους γραμμοφώνου ή κουμπιά από παλιές στολές που μπορούσε να τα πουλήσει σε καταστήματα για συλλέκτες. Ο Ντάνι κουβαλούσε μια πλαστική σακούλα σκουπιδιών όπου η Τζάνετ έριχνε τα κουτιά από αλουμίνιο. Η ίδια κουβαλούσε μια δεύτερη για τα μπουκάλια. Καθώς προχωρούσαν στο δρομάκι κάτω από έναν ουρανό που όλο και σκοτείνιαζε, η Τζάνετ στρεφόταν συνεχώς κι έριχνε μια ματιά στην Ντοτζ. Ανησυχούσε πολύ για το αυτοκίνητο και πάντα φρόντιζε να μην απομακρύνεται πάνω από δυο τετράγωνα, ώστε να το βλέπει. Το αυτοκίνητο δεν ήταν απλώς ένα μέσο μεταφοράς γι' αυτή και το γιο της. Ή τ α ν τ ο καταφύγιό τους από τη βροχή και τον ήλιο. Ήταν το μέρος όπου φυλούσαν τα λιγοστά τους υπάρχοντα. Ήταν το σπίτι τους. Η Τζάνετ ζούσε με τον τρόμο μιας μηχανικής βλάβης που θα αποδεικνυόταν ανεπανόρθωτη — ανεπανόρθωτη με βάση τα δικά τους οικονομικά μέσα, δηλαδή. Αλλά περισσότερο ακόμη έτρεμε μήπως της το κλέψουν, γιατί αν έχανε το αυτοκίνητο δε
θα είχαν πια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους ούτε μέρος να κοιμηθούν. Ήξερε βέβαια ότι δύσκολα θα επιχειρούσε κανείς να κλέψει ένα κινούμενο ερείπιο σαν κι αυτό. Ο κλέφτης θα έπρεπε να βρίσκεται σε πιο απελπιστική κατάσταση από την ίδια, πράγμα που η Τζάνετ θεωρούσε πρακτικά αδύνατο. Από ένα μεγάλο πλαστικό σκουπιδοτενεκέ, έβγαλε καμιά δεκαριά αλουμινένια κουτιά που κάποιοςτα είχε ήδη πατικώσει και λογικά θα έπρεπε να τα είχε πετάξει στα ειδικά δοχεία της ανακύκλωσης. Η Τζάνετ τα έριξε στη σακούλα του Ντάνι. Το αγόρι την παρακολουθούσε σοβαρό. Δε μιλούσε. Ή τ α ν λιγομίλητο παιδί. Ο πατέρας του το είχε τρομοκρατήσει σε βαθμό μουγκαμάρας. Βέβαια, εδώ κι ένα χρόνο, αυτό το κάθαρμα είχε πάψει να τους καταδυναστεύει, γιατί η Τζάνετ είχε απαλλάξει τη ζωή τους από την παρουσία του, αλλά ο μικρός Ντάνι είχε ξεθαρρέψει ελάχιστα. Η Τζάνετ ξανακοίταξε το αυτοκίνητο. Ήταν ακόμη στη θέση του. Ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα πάνω από το δρομάκι και ταυτόχρονα σηκώθηκε ένα δροσερό αεράκι που μύριζε αρμύρα. Από τη μεριά του ωκεανού ακούστηκε η υπόκωφη, μακρινή βροντή της καταιγίδας που ερχόταν. Η Τζάνετ προχώρησε γρήγορα προς τον επόμενο σκουπιδοτενεκέ κι ο Ντάνι την ακολούθησε. Ο σκύλος, που ο Ντάνι τον είχε ονομάσει Γούφερ, μύρισε πρώτα τα περιεχόμενα του σκουπιδοτενεκέ κι ύστερα πήγε στην αυλόπορτα δίπλα, έχωσε τη μουσούδα του ανάμεσα στα σιδερένια κάγκελα και μύρισε προς την κατεύθυνση του σπιτιού στο βάθος. Η ουρά του κουνιόταν ασταμάτητα. Ήταν καλό σκυλί κι όμορφο, με πλούσια κανελιά γούνα με μαύρες πιτσιλιές και χαριτωμένη μουσούδα. Η Τζάνετ όμως είχε αποφασίσει να φορτωθεί την ευθύνη του κυρίως επειδή ο σκύλος έδινε χαρά στον Ντάνι. Μέχρι τη μέρα που είχαν συναντήσει τον Γούφερ, η Τζάνετ κόντευε να ξεχάσει πώς ήταν το χαμόγελο του γιου της. Έριξε πάλι μια ματιά προς τα πίσω. Το αυτοκίνητο ήταν στη θέση του. Ύστερα κοίταξε προς την άλλη άκρη του δρόμου κι έπειτα προς τη μικρή ρεματιά με τους πυκνούς θάμνους κάιτους ευκά-
λυπτους. Δε φοβόταν μόνο τους κλέφτες ή τους ιδιοκτήτες των σπιτιών, που μπορεί να της έβαζαν τις φωνές αν την έπιαναν να ψαχουλεύει τα σκουπίδια τους. Φοβόταν και τον αστυνομικό που την κυνηγούσε τώρα τελευταία. Όχι. Ό χ ι τον αστυνομικό. Αυτό το κάτι που παρίστανε τον αστυνομικό. Εκείνα τα παράξενα μάτια, το καλοσυνάτο πρόσωπο με τις φακίδες που μέσα σε ελάχιστες στιγμές μεταμορφωνόταν σε εφιαλτικό πλάσμα... Η Τζάνετ Μάρκο πίστευε μόνο σ' ένα θεό: στο φόβο. Είχε γαλουχηθεί από τα γεννοφάσκια της στα δόγματα αυτής της άσπλαχνης πίστης κι ας ήταν κι αυτή αρχικά ένα παιδάκι γεμάτο χαρά κι απορία για το μεγάλο, θαυμαστό κόσμο. Οι γονείς της ήταν αλκοολικοί κι η λατρεία τους προς τα άγια μυστήρια του οινοπνεύματος κατέληγε σε τρομερές εκρήξεις οργής, που τις εκτόνωναν μέσω του σαδισμού. Τη μικρούλα Τζάνετ την κατηχούσαν αδιάκοπα στα δόγματα της θρησκείας του φόβου, που ο θεός της δεν ήταν ούτε συγκεκριμένο πρόσωπο, ούτε αόριστη δύναμη. Θεός για την Τζάνετ ήταν η ανθρώπινη εξουσία κι όποιος την κατείχε αποκτούσε αυτόματα στα μάτια της θεϊκή υπόσταση. Δεν ήταν λοιπόν άξιο απορίας που, όταν έφτασε σε ηλικία που θα της επέτρεπε να ξεφύγει από τη γονική τυραννία, έπεσε κατευθείαν θύμα της γοητείας ενός βάναυσου, ψευτοπαλικαρά αλήτη ονόματι Βινς Μάρκο. Στο μεταξύ, ήταν ήδη ένα πλήρως διαμορφωμένο θύμα, είχε οργανική ανάγκη να καταπιέζεται. Ο Βινς ήταν τεμπέλης, ανεπρόκοπος, πότης, χαρτοπαίχτης και γυναικάς^ αλλά ήταν ειδικός στο να τσακίζει το ηθικό μιας συζύγου και αυτό δεν κουραζόταν να το κάνει ποτέ. Επί οχτώ χρόνια τριγύριζαν στις Δυτικές Πολιτείες χωρίς να έχουν μείνει ποτέ πάνω από έξι μήνες σε μια πόλη, ενώ ο Βινς εξασφάλιζε τα προς το ζην όχι πάντα με νόμιμους τρόπους. Δεν άφηνε την Τζάνετ να κάνει φιλίες. Την έλεγχε απόλυτα και ήταν ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο είχε μια σχέση. Έτσι, δεν υπήρχε κανείς να της δώσει μια συμβουλή, κανείς να την ενθαρρύνει να επαναστατήσει στην καταπίεσή του. Ό σ ο ήταν υπάκουη κι έδειχνε καθαρά ότι τον φοβόταν, το ξύλο που της έριχνε ήταν λιγότερο άγριο από τις φορές που υπέμενε στωικά τη μοίρα της καιτου αρνιόταν την ευχαρίστηση
να τον παρακαλέσει να τη λυπηθεί. Ο θεός του φόβου προφανώς απαιτούσε απτές αποδείξεις υποταγής από τους πιστούς του, όπως και ο θ ε ό ς των χριστιανών απαιτεί πράξεις αγάπης. Ο φόβος έγινε το καταφύγιο της Τζάνετ και το μοναδικό της μέσο άμυνας στην καταπίεση και στην αδικία. θ α μπορούσε να συνεχίσει έτσι μια ζωή, ώσπου να καταντήσει ένα έντρομο, ζαρωμένο ζωάκι, αλλά ήρθε ο Ντάνι και τ»ι ν έσωσε. Απ' όταν γεννήθηκε το μωρό της, άρχισε να φοβάται γι' αυτό όσο καιγιατον εαυτότης.Τιθαγινόιαν ο Ντάνι αν ο Βινςτο παράκανε κάποιο βράδυ και τη χτυπούσε μέχριθανάτσυ μέσα στο μεθύσι του; Πώς θα ζούσε ο Ντάνι έτσι μόνος, μικρούλης κι απροστάτευτος που ήταν; Με τον καιρό, άρχισε να φοβάται περισσότερο για τον Ντάνι παρά για τον εαυτό της —πράγμα που, αντί να της γίνει βάρος, ήταν μια ανεξήγητη απελευθέρωση. Ο Βινς δεν κατάλαβε ότι είχε πάψει να είναι ο μοναδικός άνθρωπος στη ζωή της. Η ύπαρξη του παιδιού της πρόσφερε στην Τζάνετ ένα λόγο να επαναστατήσει κι έγινε γι' αυτή μια πηγή θάρρους. Αλλά και πάλι ίσως να μην είχε βρει ποτέ το κουράγιο να αποτινάξει το ζυγό της, αν ο Βινς δεν είχε σηκώσει χέρι στο παιδί. Μια νύχτα, πριν από ένα χρόνο, ο Βινς γύρισε βρομοκοπώντας μπίρα και γυναικείο άρωμα στο ετοιμόρροπο καλύβι που είχαν νοικιάσει στα προάστια του Τούσκον κι έδειρε την Τζάνετ έτσι για το κέφι του. Ο Ντάνι ήταν τότε τεσσάρων χρονών, πολύ μικρός για να βοηθήσει τη μητέρα του, αλλά αρκετά μεγάλος για να αισθανθεί ότι έπρεπε να την προστατέψει. Όταν εμφανίστηκε στην κουζίνα με τις πιτζάμες του και προσπάθησε να μπει στη μέση, ο πατέρας του τον πλάκωσε σία χαστούκια. Κι όταν ο Ντάνι έπεσε στο πάτωμα, τον περιέλαβε στις κλοτσιές μέχρι που το παιδάκι βγήκε σέρνοντας από το σπίτι στην μπροστινή αυλή κι έμεινε πεσμένο εκεί να κλαίει γοερά, σε κατάσταση σοκ. Η Τζάνετ υπέμεινε τον ξυλοδαρμό. Πολύ αργότερα, όταν σιγουρεύτηκε ότι και ο άντρας της και ο γιος της κοιμούνταν, πήγε στην κουζίνα και διάλεξε από το συρτάρι ένα χασαπομάχαιρο. Εντελώς άφοβη —για πρώτη κι ίσως για τελευταία φορά στη ζωή της— επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα και σκότωσε τον Βινς με απανωτές μαχαιριές στο λαιμό, στο στήθος και στο στομάχι. Εκείνο; ξύπνησε όταν έφαγε την πρώτη μαχαιριά και
δοκίμασε να φωνάξει, αλλά από το στόμα του βγήκαν μόνο κάτι άναρθροι ήχοι καθώς πνιγόταν στο ίδιο του το αίμα. Αντιστάθηκε σπασμωδικά για μερικές στιγμές κι ύστερα τέλειωσε. Η Τζάνετ, αφού σιγουρεύτηκε ότι ο Ντάνι κοιμόταν βαθιά στο διπλανό δωμάτιο, τύλιξε το πτώμα του Βινς στα ματωμένα σεντόνια και το έδεσε με πανιά στα γόνατα και στους αστραγάλους για να μην ξετυλίγεται. Ύστερα το έσυρε σε όλο το σπίτι, έξω στην αυλή κι από κει στο δρόμο. Είχε πανσέληνο και το φεγγάρι έπαιζε συνέχεια κρυφτό με κάτι μεγάλα μαύρα σύννεφα που έρχονταν απανωτά σαν γαλέρες από την ανατολή, αλλά η Τζάνετ δε φοβόταν μήπως τη δει κανείς. Τα φτωχόσπιτα σ' εκείνη την αραισκατοικημένη περιοχή του αυτοκινητόδρομου ήταν πολύ μακριά το ένα απ' το άλλο και τα δυο κοντινότερα δεν είχαν ούτε ένα φως στα παράθυρά τους. Η Τζάνετ ήξερε ότι η αστυνομία θα της έπαιρνε για πάντα τον Ντάνι κι αυτό ήταν το μόνο που την απασχολούσε. Έσυρε το πτώμα ως την άκρη του περιβόλου κι από κει στην ερημική έκταση που εκτεινόταν ακατοίκητη ως πέρα μακριά στα βουνά. Απτόητη, συνέχισε την κοπιαστική δουλειά της ανάμεσα από συστάδες ψηλών, αγκαθωτών θάμνων, πάνω στο σκασμένο από την ξηρασία χώμα, πάνω σε εκτάσεις μαλακής άμμου, σε πλάκες σχιστόλιθου και σε γυμνές, βραχώδεις περιοχές. Κάθε φορά που το φεγγάρι ξετρύπωνε από τα σύννεφα, αποκάλυπτε ένα άγριο, ερημικό τοπίο με βαθιές σκιές και πέτρινες σιλουέτες βράχων. Σε μια απ'αυτές τις πολύ σκοτεινές μεριές —σε μια μικρή ρεματιά σμιλεμένη στο πέτρωμα από αιώνες διάβρωσης - η Τζάνετ εγκατέλειψε το πτώμα. Έλυσε τα πανιά και τα σεντόνια καιτα έθαψε, αλλά άφησε εκτεθειμένο το πτώμα. Ήλπιζε πως τα νυχτόβια αρπακτικά και τα όρνια θα έκαναν πιο γρήγορη δουλειά από τά σκουλήκια. Κι όταν οι κάτοικοι της ερήμου θα είχαν αφήσει μόνο γυμνά κόκαλα κι ο καυτός ήλιος θα αποτελείωνε τη δουλειά, η ταυτότητα του σκελετού θα μπορούσε να εντοπιστεί μόνο από τα δόντια. Εφόσον όμως ο Βινς σπάνια πήγαινε σε οδοντίατρο και ποτέ δυο φορές στον ίδιο, δε θα υπήρχαν στοιχεία για να τα λάβει υπόψη της η αστυνομία. Με λίγη τύχη, κανείς δε θ' ανακάλυπτε το πτώμα μέχρι την επόμενη εποχή των βροχών, οπότε τ' απομεινάρια του σκελετού θα παρασύρονταν από τα
νερά και τα κόκαλα θα διασκορπίζονταν και θα ταξίδευαν μίλια ολόκληρα μαζί με ξερόκλαδα και σκουπίδια, ώσπου να χαθούν ολοκληρωτικά. Εκείνη τη νύχτα, η Τζάνετ μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της, πήρε τον Ντάνι κι έφυγαν με την παλιά Ντοτζ. Δεν ήξερε καν που πήγαινε μέχρι που πέρασε τη συνοριακή γραμμή της Πολιτείας κι έφτασε στην Κομητεία Όραντζ. Εκεί έπρεπε να σταματήσει, γιατί δεν ήταν σκόπιμο να ξοδέψει όλα της τα λεφτά σε βενζίνη, μόνο και μόνο για να βρεθεί όσο το δυνατόν μακρύτερα από το πτώμα στην έρημο. Στο Τούσκον κανένας δε θ' αναζητούσε τον Βινς. Δεν ήταν παρά ένας αλητάμπουρας, ένας περιπλανώμενος. Ωστόσο η Τζάνετ φοβόταν να αποταθεί στον Οργανισμό Κοινωνικής Πρόνοιας ή σε οποιαδήποτε, άλλη υπηρεσία βοήθειας. Μπορεί να τη ρωτούσαν πού ήταν ο άντρας της κι η Τζάνετ δεν εμπιστευόταν διόλου την ικανσιητά της να πει ψέματα. Επιπλέον, παρά τα όρνια, τα αρπαχτικά και το σκληρό ήλιο της ερήμου της Αριζόνας, δεν ήταν εντελώς απίθανο να ανακάλυπτε κάποιος το πτώμα του Βινς πριν γίνει αδύνατη η αναγνώρισή του. Κι αν η γυναίκα του κι ο γιος του εμφανίζονταν στις καταστάσεις της Πρόνοιας στην Καλιφόρνια, ίσως κάποιος να έκανε την αναπόφευκτη σύνδεση σε κάποιον υπολογιστή και να ενημέρωνε την αστυνομία. Με δεδομένη την τάση της Τζάνετ να τα χάνει μπροστά σε κάθε εκπρόσωπο της εξουσίας, οι πιθανότητες να τη βγάλει καθαρή σε ενδεχόμενη ανάκρισή της από την τοπική αστυνομία ήταν μηδαμινές. Και τότε θα της έπαιρναν τον Ντάνι. Αυτό δε θα το άφηνε να συμβεί. Ποτέ. Στο δρόμο λοιπόν, άστεγη, με μόνο καταφύγιο την παλιά, σαραβαλιασμένη Ντοτζ, η Τζάνετ Μάρκο ανακάλυψε την ικανότητά της για επιβίωση. Δεν ήταν κουτή. Απλώς δεν της είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να εξασκήσει το μυαλό της. Από μια κοινωνία που τα απορρίμματά της θα αρκούσαν να θρέψουν μια σημαντική μερίδα πληθυσμού του Τρίτου Κόσμου, η Τζάνετ κι ο γιος της αντλούσαν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και κατέφευγαν στα δωρεάν γεύματα που πρόσφερε μια φιλανθρωπική κουζίνα μόνο σε απόλυτη ανάγκη. Η Τζάνετ διαπίστωσε ότι ο φόβος με τον οποίο συμβίωνε
τόσα χρόνια δεν ήταν απαραίτητα ένας ανασταλτικός παράγοντας. Μπορούσε επίσης να είναι κίνητρο για ζωή. Ο αε'ρας που είχε σηκωθεί από τη θάλασσα όλο δυνάμωνε και ψύχραινε. Κι οι βροντε'ς της καταιγίδας πάνω από τον ωκεανό ακούγονταν τώρα πιο κοντινές. Μόνο μια λωρίδα γαλάζιου. ουρανού είχε απομείνει προς την ανατολή και λιγόστευε κι αυτή με την ταχύτητα που χάνεται συνήθως η ελπίδα. Αφού έψαξαν όλους τους σκουπιδστενεκέδες σε δυο τετράγωνα, η Τζάνετ κι ο Ντάνι πήραν το δρόμο του γυρισμού προς το αυτοκίνητο τους. Ο Γούφερ πήγαινε μπροστά. Στα μισά του δρόμου, ο σκύλος σταμάτησε απότομα και τσίτωσε τ' αυτιά του ν' ακούσει κάτι πάνω από το θόρυβο του ανέμου καιτο θρόισμα των φύλλων. Γρύλισε σιγανά, φάνηκε να μπερδεύεται προς στιγμήν και τελικά έστρεψε τη μουσούδα του και κοίταξε πίσω από την Τζάνετ. Και τότε έδειξε τα δόντια του και το σιγανό γρύλισμα μετατράπηκε σε απειλητικό μουγκρητό. Η Τζάνετ ήξερε τι είχε τραβήξει την προσοχή του σκύλου. Δε χρειαζόταν να γυρίσει να κοιτάξει. Ωστόσο στράφηκε, γιατί ήταν αναγκασμένη ν' αντιμετωπίσει το κακό προκειμένου να προστατέψει τον Ντάνι. Ο αστυνομικός της Λαγκούνα Μπιτς, εκείνος ο αστυνομικός, βρισκόταν λίγα μέτρα πίσω τους και τους κοιτούσε. Της χαμογελούσε, αλλά έτσι έκανε πάντα πριν αρχίσουν τα υπόλοιπα. Είχε γλυκό χαμόγελο, καλοσυνάτο πρόσωπο κι αγαθά, γαλανά μάτια. Ό π ω ς κάθε φορά, δε φαινόταν πουθενά περιπολικό ή κάτι άλλο που να φανερώνει πώς είχε φτάσει αυτός ο αστυνομικός στο δρομάκι. Ή τ α ν λες και περίμενε κρυμμένος στη ρεματιά, πίσω από τους χοντρούς κορμούς των ευκάλυπτων, σίγουρος ότι αυτή θα ερχόταν να ψάξει τα σκουπίδια στο συγκεκριμένο δρόμο, αυτή τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα. «Κυρία μου, πώς είστε;» ρώτησε. Η φωνή του ήταν γλυκιά, μελωδική. Η Τζάνετ δεν απάντησε. Την πρώτη φορά που την είχε πλησιάσει, πριν από μια βδομάδα, του είχε απαντήσει, δειλά, χαμηλόφωνα, αποφεύγο-
νιας να τον κοιτάξει στα μάτια, με τον απόλυτο φόβο και σεβασμό που έδειχνε προς κάθε μορφή εξουσίας σε όλη της τη ζωή, με μοναδική εξαίρεση εκείνη τη νύχτα στο Τσύσκσν. Αλλά είχε διαπιστώσει γρήγορα ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός δεν ήταν αυτό που έδειχνε κι ότι προτιμούσε το μονόλογο από το διάλογο. «Φαίνεται πως θα βρέξει», είπε ο αστυνομικός ρίχνοντας μια ματιά στο βαρύ, συννεφιασμένο ουρανό. Ο Ντάνι στριμώχτηκε κοντά στη μητέρα του κι η Τζάνετ τον αγκάλιασε προστατευτικά από τους ώμους και τον έσφιξε στο πλευρό της. Το αγόρι έτρεμε. Η Τζάνετ έτρεμε κι αυτή κι ευχόταν να μην το προσέξει ο Ντάνι. Ο αστυνομικός γύρισε αργά το βλέμμα του από τον ουρανό στο πρόσωπο της Τζάνετ και της μίλησε ξανά με τη γνώριμη, μελωδική φωνή του: «Και τώρα, τέρμα οι μαλακίες. Ώ ρ α να το γλεντήσουμε λιγάκι. Λοιπόν, σας δίνω καιρό ως το ξημέρωμα. Κατάλαβες, κυρά μου; Με το χάραμα θα έρθω να σας σκοτώσω. Κι εσένα και το μούλικό σου». Η απειλή του δεν εξέπληξε την Τζάνετ. Στα μάτια της, όποιος είχε εξουσία ισοδυναμούσε με το Θεό, ένα Θεό άγριο κι αιμοβόρο, ποτέ ελεήμονα. Η Τζάνετ θεωρούσε δεδομένη τη βία, την καταπίεση, την απειλή του θανάτου. Θα την εξέπληττε σε βαθμό πανικού μια επίδειξη καλοσύνης από την πλευρά της εξουσίας, γιατί η καλοσύνη ήταν εξαιρετικά σπάνια σε σύγκριση με το μίσος και την αγριότητα. Ο αστυνομικός συνέχιζε να της χαμογελάει, αλλά το πρόσωπο του με τα αγαθά, ιρλανδέζικα χαρακτηριστικά και τις αμέτρητες φακίδες δεν ήταν πια καθόλου φιλικό. Ή τ α ν ψυχρότερο κι από τον παγερό άνεμο που φυσούσε τώρα από τον ωκεανό σαν προάγγελος της καταιγίδας. «Άκουσες τι σου είπα, ηλίθιο παλιοθήλυκο;» Η Τζάνετ δεν έβγαλε μιλιά. «Σκέφτεσαι ότι πρέπει να το σκάσεις, να φύγεις από την πόλη, να πας στο Λος Άντζελες για να μην μπορώ να σε βρω, ε;» Κάτι τέτοιο σκεφτόταν. Ή το Λος Άντζελες, ή το Σαν Ντιέγκο, νότια. «Κάνε μου τη χάρη να φύγεις», την προέτρεψε ο αστυνομικός. «Έτσι θα το γλεντήσω περισσότερο. Τρέξε, προσπάθησε
να γλιτώσεις. Εγώ θα σε βρω όπου κι αν πας, αλλά θα το διασκεδάσω διπλά έτσι». Η Τζάνετ τον πίστεψε. Είχε καταφέρει να ξεφύγει από τους γονείς της κι αργότερα από τον Βινς, δολοφονώντας τον, αλλά αυτή τη φορά δεν είχε πέσει απλώς θύμα του φόβου της· είχε συναντήσει τον ίδιο το θεό του φόβου, που οι δυνάμεις του ξεπερνούσαν την αντίληψή της. Τα μάτια του αστυνομικού άρχισαν ν' αλλάζουν χρώμα, να γίνονται από γαλάζια σκουροπράσινα. Μια δυνατή ριπή ανέμου σάρωσε ξαφνικά το δρομάκι, ξεσηκώνοντας πεταμένα χαρτιά και ξερά φύλλα που άρχισαν να στροβιλίζονται στον αέρα. Τα μάτια του αστυνομικού έγιναν τόσο λαμπερά πράσινα, που ήταν σαν να τα φώτιζε από πίσω κάποια κρυφή πηγή, μια εστία φωτός στο εσωτερικό του κρανίου του. Και οι κόρες άλλαξαν σχήμα, έγιναν λοξές και μακρόστενες σαν της γάτας. Το γρύλισμα του Γούφερ έγινε τρομαγμένο σκυλίσιο κλάμα. Στη μικρή ρεματιά τα φουντωτά κλαδιά των ευκάλυπτων πηγαινοέρχονταν στο φύσημα του ανέμου καιτο απαλό θρόισμα των φύλλων έγινε απειλητικό βουητό που θύμιζε εξαγριωμένο όχλο. Η Τζάνετ σκέφτηκε ότι το πλάσμα που ήταν μεταμορφωμένο σε αστυνομικό είχε διατάξει τον άνεμο να φυσήξει τόσο δυνατά για να κάνει πιο δραματική την ατμόσφαιρα, ενώ θα εκτόξευε τις θανατηφόρες απειλές του, μόλο που δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν να προστάξει κανείς τα στοιχεία της φύσης. «Όταν θα έρθω να σας βρω, με την ανατολή του ήλιου, θα σας ανοίξω το κορμί και θα φάω τις καρδιές σας». Η φωνή του είχε αλλάξει όσο και τα μάτια του. Τώρα ήταν βαθιά, σπηλαιώδης, η φωνή ενός πλάσματος που ανήκε στα σπλάχνα της κόλασης. Το πλάσμα έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους. Η Τζάνετ πισωπάτησε, τραβώντας μαζί της και τον Ντάνι. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε πως ο βασανιστής της μπορούσε να την ακούσει. Αλλά κι ο σκύλος οπισθοχώρησε φοβισμένος, μια κλαίγοντας και μια γρυλίζοντας, με την ουρά του χωμένη κάτω από τα σκέλια. «Θα έρθω την αυγή, παλιοθήλυκο. Για σένα και για τον
ασχημομούρη το γιο σου. Σε δεκάξι ώρες. Σου μένουν μόνο δεκάξι ώρες, σκύλα. Τικτάκ.... τικτάκ... τικτάκ». Ο άνεμος κόπασε μονομιάς. Ολόκληρος ο κόσμος ακινητοποιήθηκε ξαφνικά. Απόλυτη σιωπή. Ούτε ένα θρόισμα φύλλου, ούτε ένα τρίξιμο. Έ ν α κλαράκι, γεμάτο μακριά, ασημοπράσινα φύλλα ευκάλυπτου, απέμεινε μετέωρο μόλις τριάντα πόντους μακριά από το πρόσωπο της Τζάνετ. Ο άνεμος που το είχε αποκόψει από το δέντρο και το μετέφερε το εγκατέλειψε ξαφνικά, αλλά αυτό παρέμεινε κρεμασμένο στον αέρα με κάποιον ανεξήγητο τρόπο. Το πρόσωπο του αστυνομικού άρχισε να τεντώνεται και να φουσκώνει σαν ελαστική μάσκα. Τα πράσινα μάτια έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες του παραμορφωμένου κρανίου του, που άλλαζε συνεχώς σχή μα. Η Τζάνετ ήθελε να τρέξει στο αυτοκίνητο, στο άσυλό της, στο σπίτι της, να κλειδώσει την πόρτα, ν' ασφαλιστεί με τον Ντάνι στο καταφύγιο τους και να πατήσει το γκάζι ως το τέρμα, να ξεφύγει... αλλά δεν μπορούσε νατο κάνει, δεν τολμούσε να γυρίσει την πλάτη της στο πλάσμα. Ήξερε ότι θα την έπιανε και θα την κομμάτιαζε, παρά την υπόσχεση του ότι θα της έδινε άλλες δεκάξι ώρες καιρό, θα τη σκότωνε επειδή θα αρνιόταν να παρακολουθήσει τη μεταμόρφωσή του ενώ αυτό ήθελε να την επιδείξει, το απαιτούσε και θα γινόταν έξαλλο έτσι και το αγνοούσαν. Οι ισχυροί είναι πάντα περήφανοι για τη δύναμή τους και θέλουν να την επιδεικνύουν. Οι θεοί του φόβου έχουν ανάγκη το δέος και το θαυμασμό, θέλουν να βλέπουν πώς η ισχύς τους ταπεινώνει και τρομοκρατεί τα ανίσχυρα θύματά τους. Το διεσταλμένο πρόσωπο του αστυνομικού άρχισε να λιώνει, τα χαρακτηριστικά του να αλλοιώνονται. Τα μάτια έγιναν δυο λακκούβες γεμάτες με παχύρρευστο κόκκινο υγρό, που άρχισε να κυλάει στα πλαδαρά μάγουλα ώσπου δεν έμειναν μάτια στο πρόσωπο. Η μύτη συστράφηκε και χώθηκε μέσα στο στόμα, τα χείλη έλιωσαν και κάλυψαν σαν ζεστό κερί το σαγόνι, μέχρι που δεν απέμεινε ούτε σαγόνι, ούτε μάγουλα, ούτε τίποτε άλλο, παρά μια ρευστή μάζα. Όμως αυτή η λιωμένη σάρκα δεν κύλησε προς τα κάτω ούτε έσταξε, άρα η εντύπωση ότι υπήρχε θερμότητα ήταν παραίσθηση. Ίσως όλα αυτά να ήταν παραίσθηση, αποτέλεσμα ύπνωσης.
Αυτό θα εξηγούσε πολλά. Θα γεννούσε νέα ερωτήματα, ναι, αλλά θα εξηγούσε πολλά. Το σώμα του αλλόκοτου πλάσματος παλλόταν και σπαρταρούσε κάτω από τα ρούχα. Κι έπειτα τα ίδια τα ρούχα άρχισαν ν' απορροφώνται από το σώμα, σαν να μην ήταν πραγματικά ρούχα, αλλά μέρος της υπόστασής του. Η καινούρια του μορφή φάνηκε να καλύπτεται στιγμιαία από πυκνό σκουρόχρωμο τρίχωμα. Έ ν α τρομακτικό μακρόστενο κεφάλι άρχισε να σχηματοποιείται πάνω σ' ένα χοντροκομμένο σβέρκο, κυρτοί χοντροκόκαλοι ώμοι, κίτρινα μάτια, μακριά σουβλερά δόντια, κυρτά νύχια, ένας λυκάνθρωπος όπως στον κινηματογράφο. Ήταν η τέταρτη φορά που της παρουσιαζόταν το πλάσμα και κάθε φορά έπαιρνε διαφορετική μορφή, σαν να ήθελε να την εντυπωσιάσει με τις δυνατότητές του. Αλλά τίποτε δεν την είχε προετοιμάσει γι' αυτό που αντίκριζε τώρα. Η μετενσάρκωση σε λυκάνθρωπο διαλύθηκε πριν καλά καλά προλάβει να την καταγράψει το μυαλό της και το πλάσμα ξανάρχισε να παίρνει ανθρώπινη μορφή. Αλλά όχι εκείνη του αστυνομικού. Έγινε ο Βινς. Παρ' ότι τα χαρακτηριστικά ήταν ακόμη μισοσχηματισμένα, η Τζάνετ κατάλαβε ότι θα αντίκριζε το νεκρό σύζυγο της. Τα μαύρα μαλλιά, το μέτωπο, τα πονηρά, μεθυσμένα μάτια. Η μετενσάρκωση του Βινς, που ήταν θαμμένος στην άμμο της Αριζόνας εδώ κι ένα χρόνο, τρόμαξε την Τζάνετ πολύ περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο είχε κάνει το πλάσμα και για πρώτη φορά άφησε ένα ουρλιαχτό τρόμου. Ούρλιαξε κι ο Ντάνι και σφίχτηκε ακόμη πιο δυνατά στο πλευρό της. Ο Γούφερ, παρ' ότι αδέσποτος, ήταν πιστός σκύλος. Αντέδρασε σαν να τον είχαν μεγαλώσει η Τζάνετ κι ο Ντάνι από κουτάβι. Γύμνωσε τα δόντια του, γρύλισε και δάγκωσε προειδοποιητικά τον αέρα. Το πρόσωπο του Βινς έμεινε μισοσχηματισμένο, αλλά το κορμί πήρε κανονικό σχήμα κι ήταν γυμνό, όπως εκείνο το βράδυ που η Τζάνετ τον είχε αιφνιδιάσει στον ύπνο του. Στο λαιμό, στο στήθος και στο στομάχι του της φάνηκε ότι είδε τις πληγές που είχε αφήσει το μαχαίρι της κουζίνας, με το οποίο τον είχε σκοτώσει. Πληγές που έχασκαν ανοιχτές, χωρίς αίμα, φριχτές, μαυριδερές σχισμές πάνω στη σάρκα. Ο Βινς σήκωσε απειλητικά το χέρι του προς το μέρος της.
Ο σκύλος επιτέθηκε. Η ζωή στο δρόμο, χωρίς κολάρο και σταθερά γεύματα, δεν είχε κάνει τον Γούφερ ούτε ασθενικό ούτε δειλό. Ήταν ένα γερό, δυνατό ζώο, με όλα τα χαρίσματα της ράτσας του αναπτυγμένα, κι όταν συσπειρώθηκε και τινάχτηκε στον αέρα, το έκανε με την ταχύτητα και την ικανότητα εκπαιδευμένου κυνηγόσκυλου. Μόνο που το γάβγισμά του κόπηκε στη μέση και το κορμί του κοκάλωσε στον αέρα, τεντωμένο στην καμπύλη του σάλιου, λες και ήταν εικόνα σε βιντεοταινία που κάποιος την είχε σταματήσε ι για να προσέξε ι μια λεπτομέρε ια. Σάλια κρέμονταν από τις γωνιές των τραβηγμένων χειλιών του, σαν σταλακτίτες πάγου, και τα γυμνά του δόντια γυάλιζαν στο φως. Το κλαράκι του ευκάλυπτου με τα ασημοπράσινα φύλλα ήταν μετέωρο στον αέρα, μπροστά και δεξιά της, κι ο σκύλος στ' αριστερά της. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε να έχει στερεοποιηθεί, εγκλωβίζοντας κι ακινητοποιώντας τον Γούφερ στην αόρατη μάζα της. Ωστόσο η Τζάνετ μπορούσε να αναπνεύσει, όποτε θυμόταν να το κάνει. Ο Βινς, μισοοχηματισμένος ακόμη, κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της, προσπερνώντας τον πετρωμένο σκύλο. Η Τζάνετ στράφηκε και το έβαλε στα πόδια τραβώντας μαζί της τον Ντάνι. Περίμενε να πετρώσει κι αυτή πριν προλάβει να κάνει το πρώτο βήμα. Πώς θα ήταν άραγε; Θα την τύλιγε το σκοτάδι ή θα συνέχιζε να βλέπει το πλάσμα με τη μορφή του Βινς, που θα την προσπερνούσε και θα στεκόταν ξανά μπροστά της; Θα βυθιζόταν σε αιώνια σιωπή ή θα μπορούσε ν' ακούει τη μισητή φωνή του νεκρού της άντρα; Θα την πονούσαν τα χτυπήματάτου ή θα ήταν ανίκανη πλέον να αισθανθεί οτιδήποτε; Έ ν α ισχυρό ρεύμα αέρα όρμησε στο δρομάκι σαν παλιρροϊκό κύμα και λίγο έλειψε να τη ρίξει κάτω. Ο κόσμος πλημμύρισε ξανά από ήχους. Η Τζάνετ στράφηκε απότομα και ίσα που πρόλαβε να δει τον Γούφερ να επανέρχεται στη ζωή και να ολοκληρώνει το σάλτο του. Μόνο που δεν υπήρχε πια κανείς εκεί να του επιτεθεί. Ο Βινς είχε χαθεί. Ο σκύλος προσγειώθηκε στην άσφαλτο και·, παρασυρμένος από τη φόρα που είχε, γλίστρησε κάμποση απόσταση πριν σταματήσει, τουμπάρισε, ξαναπήδηξε στα τέσσερα πόδια του κι έστρεψε το κεφάλι του δεξιά αριστερά,
αναζητώντας σαστισμένος τη λεία που είχε εξαφανιστεί ως διά μαγείας μπροστά από τα μάτια ταυ. Ο Ντάνι έκλαιγε. Ο κίνδυνος φαινόταν να έχει περάσει. Στο δρομάκι δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από την Τζάνετ, το γιο της και το σκύλο. Παρ' όλα αυτά, η Τζάνετ τράβηξε βιαστικά τον Ντάνι προς το αυτοκίνητο, ρίχνοντας συνεχώς τρομαγμένες ματιές στη δασωμένη χαράδρα και στις πυκνές σκιές ανάμεσα στους ευκάλυπτους, σαν να περίμενε να ξαναβγεί το κακό στοιχειό από το λημέρι του και να τους κομματιάσει για να τους φάει την καρδιά νωρίτερα απ' ό,τι τους είχε απειλήσει. Αστραπές φώτισαν τον ορίζοντα της δύσης. Και η βροντή που ακολούθησε ήταν πολύ πιο κοντινή και δυνατή αυτή τη φορά. Η μυρωδιά του όζοντος που συνοδεύει τον ερχομό της καταιγίδας είχε γεμίσει τον αέρα. Και θύμιζε στην Τζάνετ τη μυρωδιά του αίματος.
8 Ο Χάρι Λάιον καθόταν σ' ένα γωνιακό τραπέζι στο βάθος του ρεστοράν. Κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα ποτήρι νερό κι είχε το αριστερό σφιγμένο σε γροθιά πάνω στο μηρό του. Πού και πού έπινε μια γουλιά νερό, που του φαινόταν όλο και πιο παγωμένο, λες και το ποτήρι απορροφούσε κρύο κι όχι θερμότητα από την παλάμη του. Το βλέμμα του ταξίδευε αργά πάνω από τ' αναποδογυρισμένα τραπέζια, τις σπασμένες γλάστρες, τα χώματα, τα γυαλιά και τα πηγμένα αίματα. Τα ασθενοφόρα είχαν μεταφέρει ήδη τους εννιά τραυματίες, αλλά οι δυο νεκροί κείτονταν ακόμη εκεί που είχαν πέσει. Οι ειδικοί της Σήμανσης κι ένας φωτογράφος της αστυνομίας συγκέντρωναν στοιχεία. Ο Χάρι είχε συνείδηση του χώρου και των γεγονότων, αντιλαμβανόταν τις σποραδικές λάμψεις των φωτογραφικών φλας, αλλά μπροστά του έβλεπε συνεχώς το αγαθό, στρογγυλό πρόσωπο του δολοφόνου έτσι όπως τον είχε αντικρίσει ανάμεσα από τις κούκλες. Τα μισάνοιχτα χείλη βαμμένα από αίμα. Τα
παράθυρα των γυάλινων ματιών του και την εικόνα της κόλασης που αποκάλυπταν. Ο Χάρι ακόμη απορούσε πώς είχε βγει ζωντανός. Είχε πιστέψει ότι είχε πεθάνει ως τη στιγμή που τράβηξαν από πάνω του το νεκρό δολοφόνο και τις κούκλες που τον είχαν πλακώσει. Το στομάχι του πονούσε έντονα στο σημείο όπου τον είχε εμβολίσει το πλαστικό δάχτυλο μιας από τις κούκλες που είχαν πέσει πάνω του όταν παρασύρθηκαν από το βάρος του κακοποιού. Τότε, είχε πιστέψει ότι τον χτύπησε σφαίρα. Η αλήθεια ήταν ότι ο δολοφόνος είχε πυροβολήσει μεν δυο φορές, αλλά κι οι δυο σφαίρες του είχαν καρφωθεί σε κούκλες που βρίσκονταν ανάμεσα σ' αυτόν και στον Χάρι. Από τις πέντε σφαίρες που είχε ρίξει ο Χάρι, οι τρεις τουλάχιστον είχαν επιφέρει θανατηφόρα τραύματα στον κακοποιό. Τεχνικοί κι αστυνομικοί με πολιτικά μπαινόβγαιναν από την κατεστραμμένη πόρτα της κουζίνας, πηγαίνοντας ή επιστρέφοντας από τη σοφίτα και τον πρώτο όροφο. Μερικοί του μιλούσαν ή τον χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη. «Καλή δουλειά, Χάρι». «Χάρι, είσαι καλά;» «Μπράβο, φίλε». «Θέλεις τίποτα, Χάρι;» «Σκατοδουλειά, ε, Χάρι;» Ο Χάρι μουρμούριζε ένα «ευχαριστώ», ή ένα «ναι», ή ένα «όχι», ή κουνούσε απλώςτο κεφάλιτου. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος να μιλήσει με κανέναν και σίγουρα δεν ήταν έτοιμος να γίνει ήρωας. Έ ξ ω είχε συγκεντρωθεί ένα μικρό πλήθος που στριμωχνόταν γύρω από τα σ/.οινιά με τα οποία η αστυνομία είχε άπόκλείσειτην περιοχή γύρω απότο εστιατόριο. Όλοι τεντώνονταν στις μύτες των ποδιών τους κι αγωνίζονταν να δουν στο εσωτερικό από τα σπασμένα παράθυρα. Ο Χάρι προσπαθούσε να τους αγνοεί, γιατί του θύμιζαν το δολοφόνο: κοινά, συνηθισμένα πρόσωπα που θα μπορούσαν να κρύβουν κάθε είδους διαστροφή και μάτια που γυάλιζαν από αρρωστημένη περιέργεια. Η Κόνι εμφανίστηκε από την πόρτα της κουζίνας, άρπαξε μια πεσμένη καρέκλα, την έστησε δίπλα στον Χάρι και κάθισε. Κρατούσε ένα ανοιχτό μπλοκάκι απ' όπου άρχισε αμέσως να του διαβάζει: «Τΐέαι: Όοντενκαοντ. Ετών τοιάντα δύο. Άνα-
μος. Κάτοικος Λαγκοΰνα. Επάγγελμα μηχανικός. Δεν είχε φάκελο στην αστυνομία. Ούτε μια παράβαση της τροχαίας». «Τι σχέση είχε μ' αυτό το μαγαζί; Καμιά γυναίκα; Δούλευε εδώ καμιά πρώην φιλενάδα του;» «Όχι, Μέχρι στιγμής δε βρήκαμε καμιά σχέση. Κανένας απ' όσους δουλεύουν εδώ δε θυμάται να τον έχει ξαναδεί ποτέ». «Αυτοκτονία τότε; Του βρήκατε κανένα γράμμα;» «Τίποτε. Μάλλον σκότωνε στην τύχη». «Μίλησαν με κανέναν από τη δουλειά του;» Η Κόνι έγνεψε καταφατικά. «Έχουν μείνει σύξυλοι. Ή τ α ν καλός στη δουλειά του, λένε, ευχαριστημένος...» «Ο συνηθισμε'νος υποδειγματικός πολίτης». «Έτσι τον περιγράφουν». Ο φωτογράφος τράβηξε μερικές πόζες από το κοντινότερο πτώμα, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα. Οι λάμψεις του φλας ήταν σχεδόν εκτυφλωτικές κι ο Χάρι τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι είχε συννεφιάσει έξω κι ο ήλιος δεν έλαμπε όπως πριν, όταν αυτός κι η Κόνι είχαν καθίσει στο ρεστοράν να φάνε για μεσημέρι. «Είχε οικογένεια, φίλους;» «Πήραμε ονόματα, αλλά δεν έχουμε μιλήσει μαζί τους ακόμη», είπε η Κόνι. «Ούτεμε τους γείτονες». Έκλεισε το σημειωματάριο. «Εσύ πώς ταπας;» « θ α μπορούσα να είμαι καλύτερα». «Πονάει το στομάχι σου;»\ «Όχι πολύ. Αύριο θα με ταράξε ι. Πού διάβολο τις βρήκε τις χειροβομβίδες;» Η Κόνι ανασήκωσε τους ώμους της. « θ α το μάθουμε». Η τρίτη χειροβομβίδα, που ο δολοφόνος την είχε πετάξει από τη σοφίτα, είχε αιφνιδιάσει τον αστυνομικό που επιχε ιρούσε να ανεβεί τη σκάλα. Τώρα βρισκόταν στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. «Χειροβομβίδες». Ο Χάρι ακόμη δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Έχεις ξανακούσει τέτοιο πράγμα;» Μετάνιωσε για την ερώτηση τη στιγμή που την ξεστόμιζε. Ή ξ ε ρ ε ότι της έδινε αφορμή να ξαναπιάσειτο αγαπημένο της θέμα: η ανθρωπότητα σε κρίση προ των πυλών της νέας χιλιετίας και τα λοιπά και τα λοιπά... Η Κόνι έσμιξε τα φρύδια της κι άρχισε: «Αν έχω ξανακούσει
κάτι τέτοιο; 'Οχι, αλλά έχω ακούσει χειρότερα. Πέρυσι, στο Νάσβιλ, μια γυναίκα σκότωσε τον παράλυτο φίλο της βάζοντας φωτιά στην αναπηρική του πολυθρόνα». Ο Χάρι αναστέναξε. «Στη Βοστόνη, οχτώ πιτσιρικάδες βίασαν και σκότωσαν μια γυναίκα», συνέχισε η Κόνι. «Ξέρεις πώς δικαιολογήθηκαν; Βαριούνταν. Δεν είχαν τι να κάνουν. Δηλαδή, φταίει η Πολιτεία, που δε φροντίζει να παρέχει στη νεολαία ευχάριστες ασχολίες στον ελεύθερο χρόνο της». Ο Χάρι έριξε μια ματιά στο συγκεντρωμένο πλήθος έξω στο δρόμο κι αμέσως τράβηξε ενοχλημένος το βλέμμα του. «Γιατί ασχολείσαι με όλ' αυτά;» τη ρώτησε. «Άκου, Χάρι, ζούμε στην Εποχή του Χάους. Πρέπει να προσαρμοστείς». «Ίσως προτιμώ να είμαι της παλιάς σχολής». «Για να είσαι καλός αστυνομικός στη δεκαετία του '90 πρέπει να είσαι μέσα στη δεκαετία του '90. Πρέπει να συγχρονίζεσαι με τους ρυθμούς της. Ο πολιτισμός καταρρέει γύρω μας. Όλοι ζητούν προνόμια, κανένας δε θέλει ευθύνες και τα θεμέλια δε θα κρατήσουν για πολύ. Πρέπει να ξέρεις πότε θα παραβείς τους κανόνες προκειμένου να σώσεις το σύστημα. Και πώς να επιπλεύσεις σε κάθε καινούριο κύμα παράνοιας που σε χτυπάει». Ο Χάρι απλώς τη χάζευε, πράγμα που ήταν πολύ πιο εύκολο από το να παρακολουθεί αυτά που του έλεγε, γιατί τον φόβιζε η σκέψη ότι μπορεί η Κόνι να είχε δίκιο. Δεν ήθελε να το σκεφτεί. Ό χ ι τώρα, εν πάση περιπτώσει. Και το πρόσωπό της ήταν ένας λόγος να αποσπάται η προσοχή του. Παρ' όλο που δεν ανταποκρινόταν στο τρέχον αμερικάνικο πρότυπο της αψεγάδιαστης τελειότητας, που καθόριζαν οι πλαστικές καλλονές στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, και παρ' όλο που δε διέθετε την άγρια, εξωτική ομορφιά κάποιων αστέρων της ροκ με στήθη από σιλικόνη και εφτά στρώσεις μεϊκάπ, που ερέθιζαν μια ολόκληρη γενιά νεαρών αρσενικών, η Κόνι Γκάλιβερ ήταν ελκυστική ή, τουλάχιστον, ο Χάρι την έβρισκε ελκυστική. Ό χ ι πως τον ενδιέφερε ερωτικά. Όχι. Αλλά αυτός ήταν άντρας, αυτή ήταν γυναίκα, δούλευαν μαζί τόσους μήνες, φυσικό ήταν να προσέξει πόσο πυκνά και λαμπερά ήταν τα σκουροκάστανα μαλλιά της κι ας τα έκοβε κοντά, κι ας τα χτένιζε πάντα
με τα δάχτυλά της. Ή τα μάτια της, που είχαν μια σπάνια απόχρωση του γαλάζιου και γίνονταν .σχεδόν μαβιά τις μέρες που είχε συννεφιά, όπως τώρα, και θα μπορούσαν να μαγέψουν κόσμο και κοσμάκη, αν δεν είχαν μόνιμα αυτή τη λάμψη της καχυποψίας και της ετοιμότητας που προδίδει πάντα τους αστυνομικούς. Η Κόνι ήταν τριάντα τριών, τέσσερα χρόνια μικρότερή του. Τις σπάνιες στιγμές που άφηνε τον εαυτό της να χαλαρώσει, έδειχνε είκοσι πέντε. Τον περισσότερο καιρό, τις ώρες της δουλειάς, έδειχνε μεγαλύτερη. «Τι με κοιτάς έτσι;» τον ρώτησε. «Αναρωτιέμαι αν είσαι πραγματικά τόσο σκληρή όσο δείχνεις». «Τώρα πια θα έπρεπε να το έχεις καταλάβει». «Αυτό το 'έπρεπε' είναι που με προβληματίζει». «Χάρι, μην αρχίσεις τώρα να μου παριστάνεις τον Φρόιντ». «Δεν πρόκειται». Ο Χάρι ήπιε μια γουλιά νερό. «Κάτι που μ' αρέσει σ' εσένα είναι που δεν προσπαθείς να ψυχαναλύσεις τον καθένα. Ό λ ' αυτά είναι σκέτες μαλακίες». «Συμφωνώ». Ο Χάρι δεν απόρησε που είχαν κοινή άποψη για το συγκεκριμένο θέμα. Παρά τις πολλές διαφορές τους, ταίριαζαν σε αρκετά πράγματα, γι' αυτό και συνεργάζονταν τόσο αρμονικά. Επειδή όμως η Κόνι απέφευγε συστηματικά να μιλήσει για τα προσωπικά της, ο Χάρι δεν ήξερε αν είχαν διαμορφώσει αυτές τις κοινές απόψεις τους από παρόμοιες ή από εντελώς αντίθετες εμπειρίες. Μερικές φορές του φαινόταν πολύ σημαντικό να ξέρει γιατί η Κόνι είχε κάποια συγκεκριμένη άποψη. Άλλες φορές ήταν σίγουρος πως έτσι κι άρχιζαν ν' ανοίγουν τις καρδιές τους ο ένας στον άλλον, η αρμονική συνεργασία τους θα γινόταν καπνός. Κι ο Χάρι δεν άντεχε την αταξία. Είναι πιο συνετό ν' αποφεύγει κανείς τις στενές προσωπικές σχέσεις με συναδέλφους και να κρατάει αποστάσε ις ασφαλείας, ειδικά σε δουλειές σαν τη δική τους, που οι συνάδελφοι οπλοφορούν. Απέξω ακούστηκε μια μακρινή βροντή. Έ ν α ψυχρό ρεύμα αέρα τρύπωσε από το σπασμένο παράθυρο κι όρμησε προς το βάθος της αίθουσας παρασέρνοντας τις χαρτοπετσέτες από τα τραπέζια.
Μια βροχή θα ήταν ό,τι έπρεπε, σκέφτηκε ο Χάρι. Θα καθάριζε λίγο τον κόσμο, θα τον αναζωογονούσε. «Θα πας για μασάζ εγκεφάλου;» ρώτησε η Κόνι. Μετά από κάθε αιματηρή συμπλοκή, η Υπηρεσία τοΰς παρακινούσε να συζητάνε την εμπειρία τους με έναν ειδικό σύμβουλο. «Όχι», απάντησε ο Χάρι. «Είμαι καλά». «Δεν την κοπανάς να πας σπίτι σου;» «Δεν μπορώ να φύγω και να τα φορτώσω όλα cf εσένα». «Θα τα βγάλω πέρα», είπε η Κόνι, «Και με τη γραφική δουλειά τι θα γίνει;» «Θα την κάνω κι αυτή». «Ναι, αλλά οι αναφορές σου είναι πάντα γεμάτες ορθογραφικά λάθη». Η Κόνι κούνησε το κεφάλιτης. «Χάρι, παραείσαιτεντωμένος». «Τα κάνει όλα ο υπολογιστής, Κόνι, αλλά εσύ δεν μπαίνεις στον κόπο να δώσεις μια απλή εντολή και να τρέξεις το πρόγραμμα που ελέγχει τα ορθογραφικά λάθη». «Παραλίγο να σκοτωθούμε από χειροβομβίδα, Χάρι. Χέστηκα για την ορθογραφία!» Ο Χάρι σηκώθηκε από το τραπέζι. «Θα πάω στο γραφείο να γράψω εγώ την αναφορά». Άλλη μια υπόκωφη βροντή, πιο κοντινή αυτή τη φορά, ακολούθησε την είσοδο των υπαλλήλων του νεκροτομείου που ήρθαν να πάρουν τα πτώματα. Πλησίασαν πρώτα τη γυναίκα και, υπό την επίβλεψη ενός βοηθού ιατροδικαστή, ετοιμάστηκαν να τη μεταφέρουν. Η Κόνι έδωσε στον Χάρι το σημειωματάριο της. Θα χρειαζόταν τα στοιχεία για να συντάξει την αναφορά. «Τα ξαναλέμε αργότερα», του είπε. Οι νοσοκόμοι ξεδίπλωσαν έναν από τους ειδικούς πλαστικούς σάκους για τη μεταφορά των πτωμάτων. Το υλικό έκανε ένα δυσάρεστο πλατάγισμα καθώς άνοιγε, έναν ήχο που θύμιζε κόκαλα που σπάνε. Ο Χάρι αισθάνθηκε ναυτία. Η νεκρή ήταν πεσμένη μπρούμυτα στο πάτωμα και το κεφάλι της έβλεπε προς τον τοίχο. Ο Χάρι είχε ακούσει ότι οι σφαίρες του δολοφόνου την είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο και στο στήθος. Δεν ήθελε να τη δει όταν θα τη γύριζαν για να τη χώσουν στο σάκο.
Ξεροκατάπιε για να νικήσει τη ναυτία και βιάστηκε ν' απομακρυνθεί από τη σκηνή πριν. αντικρίσει το μακάβριο θέαμα. «Χάρι;» άκουσε την Κόνι να τον φωνάζει. Στράφηκε απρόθυμα. «Σ' ευχαριστώ», του είπε η Κόνι. «Κι εγώ». Κι αυτό ήταν ίσως το μόνο σχόλιο που θα ε'καναν ποτέ σχετικά με το ότι χρωστούσαν κι οι δυο τη ζωή τους στο γεγονός ότι ήταν καλοί συνεργάτες. Ο Χάρι κατευθύνθηκε προς την έξοδο και τα πλήθη των περιέργων. Πίσω του άκουσε έναν ανατριχιαστικό ήχο καθώς οι άντρες τράβηξαν το πτώμα από τη λίμνη του μισοπηγμένου αίματος που το κρατούσε κολλημένο στο πάτωμα. Ήταν φορές που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε γίνει αστυνομικός. Ήταν φορές που η επιλογή του αυτή του φαινόταν μια καθαρή πράξη τρέλας. Αναρωτήθηκε τι θα είχε γίνει αν δεν είχε μπει στην αστυνομία, αλλά, όπως πάντα, δεν μπόρεσε να φανταστεί απολύτως τίποτε. Ίσως υπήρχε τελικά αυτό που λέμε «πεπρωμένο», μια δύναμη πολύ ισχυρότερη απ' αυτή που κινεί τη γη γύρω από τον ήλιο και κρατάει τις τροχιές των πλανητών σε τάξη.' Ισως η δύναμη αυτή να κινεί τους ανθρώπους σαν πιόνια σε μια τεράστια σκακιέρα κι αυτό που αποκαλούμε «ελεύθερη βούληση» να είναι απλώς μια αυταπάτη. Ο ένστολος αστυνομικός που φρουρούσε την είσοδο παραμέρισε για να του κάνει τόπο να βγει. «Ζούγκλα», μουρμούρισε σιγανά. Ο Χάρι δεν κατάλαβε αν αναφερόταν γενικά στη ζωή ή στο πλήθος των περιέργων. Έ ξ ω έκανε ψύχρα. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά από την ώρα που ο Χάρι με την Κόνι είχαν μπει στο ρεστοράν κι ο ουρανός πάνω από τις κορυφές των δέντρων ήταν γκρίζος και βαρύς σαν ταφόπλακα. Πίσω από τις ξύλινες μπάρες και τις κίτρινες ταινίες που όριζαν την απαγορευμένη ζώνη, καμιά ογδονταριά άτομα στριμώχνονταν πατείς με πατώ σε και τέντωναν τους λαιμούς τους σαν όρνια, πασχίζοντας να πάρουν έστω και μια ιδέα από το μακελειό. Νεαροί με παράξενα κουρέματα στέκονταν δίπλα σε καθώς πρέπει κυρίες, κοστουμαρισμένοι επιχειρηματίες δίπλα
σε πιτσιρικάδες από την παραλία με βερμούδες και χαβανέζικα πουκάμισα. Μερικοί μασουλούσαν ντόνατς και οι περισσότεροι έδειχναν χαρωποί κι ανέμελοι, λες και κανένας απ' αυτούς δεν επρόκειτο να πεθάνει ποτέ. Ο Χάρι διαπίστωσε, προς μεγάλη του αμηχανία, ότι η παρουσία του είχε τραβήξει την προσοχή του πλήθους. Απέφυγε σχολαστικά να συναντήσει έστω κι ένα από τα περίεργα βλέμματα, έστριψε προς τα δεξιά και πέρασε μπροστά από το πρώτο μεγάλο παράθυρο του ρεστοράν, το οποίο δεν είχε σπάσει από τις σφαίρες. Η επόμενη τζαμαρία ήταν σπασμένη και μόνο κάτι μυτερά γυαλιά ξεφύτρωναν από το πλαίσιο, σαν πελώρια, διάφανα δόντια Το πεζοδρόμιο ήταν άδειο ανάμεσα στα απαγορευτικά της αστυνομίας και την πρόσοψη του ρεστοράν. Ξαφνικά, ένας νεαρός γύρω στα είκοσι πέρασε κάτω από την κίτρινη ταινία που έφραζε το πέρασμα, δεμένη στους κορμούς της δεντροστοιχίας. Προχώρησε σαν να μην είχε δει τον Χάρι. Η προσοχή του ήταν όλη στραμμένη σε κάτι που συνέβαινε στο εσωτερικό του ρεστοράν. «Παρακαλώ, μείνετε πίσω από τα απαγορευτικά», είπε ο Χάρι. Ο νεαρός —ένα παιδαρέλι με τζιν παντελόνι, φθαρμένα αθλητικά παπούτσια και άσπρο διαφημιστικό μπλουζάκι της μπίρας Τεκάτε— στάθηκε μπροστά στο σπασμένο παράθυρο, σαν να μην είχε ακούσει καν την προειδοποίηση, και τεντώθηκε πάνω από το πλαίσιο για να δει κάτι στο εσωτερικό. Ο Χάρι ακολούθησε το βλέμμα του κι είδε τους άντρες του νεκρστομε ίου να χώνουν το πτώμα η ς γυναίκας στον πλαστικό σάκο. «Απαγορεύεται να στέκεσαι εδώ», είπε αυστηρά στο νεαρό. Τώρα βρίσκονταν πολύ κοντά. Το αγόρι ήταν καμιά δεκαριά πόντους πιο κοντό από τον Χάρι, γύρω στο ένα εβδομήντα πέντε, λεπτό, με πυκνά μαύρα μαλλιά. Κοίταζε σαν μαγνητισμένο μια το πτώμα και μια τα χέρια των αντρών που το χειρίζονταν και που τα μαύρα λαστιχένια γάντια τους είχαν βαφτεί κόκκινα από το αίμα. ' Εδειχνε να μην έχει αντιληφθεί καν την παρουσία του Χάρι κι ας στεκόταν κυριολεκτικά από πάνω ταυ. «Δεν άκουσες τι σου είπα;» Ο νεαρός δεν απάντησε. Τα χείλη του ήταν μισάνοιχτα, τα μάτια του φάνταζαν γυάλινα, σαν να ήταν υπνωτισμένος, και είχε μια έκφραση απόλυτης ικανοποίησης. Ο Χάρι τον έπιασε από τον ώμο. Ο νεαρός στράφηκε αργά, τραβώντας απρόθυμα το βλέμμα
του από τη μακάβρια σκηνή, αλλά εξακολούθησε να έχει αυτό το χαμένο, απόμακρο ύφος. Τα μάτια του ήταν γκρίζα, παράξενα γκρίζα, κι έβλεπαν κάπου πίσω από τον Χάρι. Ασυναίσθητα, πέρασε την άκρη της γλώσσας του από το πάνω χείλος σαν να είχε μόλις γευτεί κάτι πολύ νόστιμο. Η αιτία που έκανε τον Χάρι να ξεσπάσει δεν ήταν ούτε η ανυπακοή του νεαρού, ούτε ή πλήρης αναισθησία τσυ. 'Ηταν εκείνο το προκλητικό πέρασμα της γλώσσας από τα νεανικά, σαρκώδη χείλη. Ξαφνικά, ο Χάρι ένιωσε την ανάγκη να του κοπανήσει το κεφάλι στο τσιμέντο, να του σπάσει τα δόντια, να ματώσει αυτά τα αλαζονικά χείλη και να του δώσει μια και καλή ένα γερό μάθημα για την αξία της ζωής και το σεβασμό προς τους νεκρούς. Πριν συνειδητοποιήσει τι έκανε, άρπαξε το νεαρό από το μπράτσο, τον τράβηξε βίαια από το παράθυρο κι άρχισε να τον σπρώχνει προς τα πίσω. Μπορεί να τον χτύπησε κιόλας τον αλήτη, μπορεί και όχι —και μάλλον δεν το έκανε— αλλά τον μεταχειρίστηκε τόσο βίαια, σαν να τον είχε πιάσει επ' αυτοφώρω να παρενοχλεί μια γυναίκα ή να κλέβει ένα πορτοφόλι. Κρατώντας τον γερά από το μπράτσο, τον τίναξε μπροστά, τον ανάγκασε να διπλωθεί στα δύο και τον πέταξε κυριολεκτικά κάτω και πίσω από την ταινία. Ο νεαρός έπεσε με τα τέσσερα στο πεζοδρόμιο και το πλήθος παραμέρισε φοβισμένο. 'Οταν σηκώθηκε από κάτω, στάθηκε αντίκρυ στον Χάρι και τον αγριοκοίταξε, ανασαίνοντας λαχανιασμένα. Το μπλουζάκι του είχε σκιστεί στη μασχάλη, τα μαλλιά του του έπεφταν στο πρόσωπο και τα μάτια του εστίαζαν επιτέλους κανονικά. Έ ν α μουρμουρητό έξαψης ξεσηκώθηκε ανάμεσα στο πλήθος των περιέργων. Η σκηνή στο ρεστοράν ήταν παθητική διασκέδαση, ο δολοφόνος είχε ήδη σκοτωθεί όταν έφτασαν. Και να που τώρα μια σκηνή βίας εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτιατους, έπαιρναν μέρος κι αυτοί στο πλάνο κι εύχονταν να είναι αρκετά σκληρό το σενάριο, νά ζήσουν μια ιστορία που θα άξιζε να τη διηγηθούν το βράδυ στις οικογένειες τους ή στους φίλους τους. Ξαφνικά, ο Χάρι ένιωσε αηδία για τον εαυτό του. Χωρίς δεύτερη ματιά, έκανε μεταβολή, προχώρησε γρήγορα ως την άκρη του κτιρίου που ήταν και το τέλος του τετραγώνου και πέρασε κάτω από την κίτρινη ταινία σ' ένα σημείο όπου δεν υπήρχαν συγκεντρωμένα άτομα.
Το υπηρεσιακά αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στον κάθετο δρόμο, στα δυο τρίτα περίπου της δεντροστοιχίας ως το επόμενο οικοδομικό τετράγωνο. Τώρα που είχε στρίψει και δεν τον έβλεπε κανείς, ο Χάρι άρχισε να τρέμει. Και η τρεμούλα γρήγορα μετατράπηκε σε απανωτά, ανεξέλεγκτα ρίγη. Στα μισά της απόστασης ως το αυτοκίνητο, σταμάτησε κι έγειρε στον κορμό ενός δέντρου. Άρχισε να παίρνει αργές, βαθιές εισπνοές για να ηρεμήσει. Μια δυνατή βροντή έσεισε τον ουρανό. Στη μέση του οδοστρώματος, σαν αλλόκοτος χορευτής, ένας ανεμοστρόβιλος από σκουπίδια και πεσμένα φύλλα περιδινήθηκε στην αγκαλιά του ανέμου που τον είχε προκαλέσει. Ο Χάρι σκέφτηκε ότι είχε μεταχειριστεί πολύ άσχημα το νεαρό. Και η αντίδραση του δεν είχε να κάνει με την πράξη του νεαρού, αλλά με όλα όσα είχαν συμβεί στο εστιατόριο και στη σοφίτα. Κλασική περίπτωση καθυστερημένης αντίδρασης σε έντονο ψυχολογικό στρες. Ή , μάλλον, κάτι χειρότερο. Είχε αισθανθεί την ανάγκη να χτυπήσει κάποιον, να ξεσπάσει σε κάτι, άνθρωπο ή θεό, να εκτονώσει την οργή του για την άσκοπη βία, την αδικία, τη σκληρότητα των ανθρώπων, τους μάταιους θανάτους. Το μυαλό του έμενε βασανιστικά κολλημένο στους δύο νεκρούς, στους εννιά τραυματίες, στο συνάδελφο που η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή, στις δυστυχισμένες οικογένειες όλων αυτών, στα παιδιά τους, στους φίλους τους, σε όλους τους κρίκους της αλυσίδας του σπαραγμού που δημιουργεί ο κάθε θάνατος. Ο νεαρός ήταν απλώς ένας βολικός στόχος. Ο Χάρι αισθάνθηκε ότι όφειλε να γυρίσει πίσω και να ζητήσει συγνώμη, αλλά του ήταν αδύνατον να το κάνει. Δε φοβόταν ν' αντιμετώπισε ι το παιδί, αλλά τις αντιδράσεις του σε σχέση με το πλήθος των περιέργων που διψούσε για θέαμα. «Του χρειαζόταν ένα μαθηματάκι έτσι κι αλλιώς, του αλήτη», μονολόγησε, δικαιολογώντας την πράξη του στη συνείδησή του. Είχε μεταχειριστεί το νεαρό όπως θα τον μεταχειριζόταν η Κόνι. Η Κόνι, που δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, τώρα είχε καταλήξει και να σκέφτεται σαν την Κόνι. Πρέπει να συγχρονίζεσαι με τους ρυθμούς της βίας... ο πολιτισμός μας καταρρέει... πρέπει να ξέρεις πότε θα παραβείς τους
κανόνες προκειμένου να σώσεις το σύστημα... να μπορείς να επιπλεύσεις σε κάθε καινούριο κύμα βίας πον σε χτυπάει... Ο Χάρι τη σιχαινόταν αυτή την τακτική. Η βία, η παράνοια, η απληστία και το μίσος δε θα τα καταβρόχθιζαν όλα. Η συμπόνια, η λογική, η καλοσύνη και η ευγένεια θα υπερίσχυαν τελικά. Άσχημοι καιροί; Σίγουρα, αλλά ο κόσμος είχε γνωρίσει κι άλλες άσχημες εποχές, εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς σε πολέμους και σε εθνικές εκκαθαρίσεις, την κρατική παράνοια των φασιστικών και κομμουνιστικών καθεστώτων, ναι, αλλά είχαν υπάρξει και μερικές πολύτιμες εποχές ειρήνης, όπου οι κοινωνίες είχαν ευτυχήσει. Άρα, υπήρχε ελπίδα Ο Χάρι τραβήχτηκε από το δέντρο και όρθωσε το κορμί του. Μια μέρα που είχε ξεκινήσει τόσο καλά είχε μετατραπεί σε κόλαση από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει τη ζωή στον κανονικό της ρυθμόΉ γραφική δουλειά θα τον βοηθούσε. Μια αναφορά εις τριπλούν ήταν ό,τι έπρεπε για να ξαναμπεί ο κόσμος σε τάξη. Στο δρόμο, ο ανεμοστρόβιλος των σκουπιδιών συνέχιζε την περιδίνησή του. Κι ενώ στην αρχή ήταν μια στήλη που περιστρεφόταν σχεδόν επιτόπου, τώρα έμοιαζε να εκτελεί έναν έξαλλο χορό. Καθώς ο Χάρι ξανάρχισε να βαδίζει, ο ανεμοστρόβιλος άλλαξε ξαφνικά κατεύθυνση κι έπεσε πάνω του με φοβερή δύναμη, γεμίζοντάςτον χώματα και σκουπίδια. Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του για να προστατευτεί. Αστραπιαία έκανε την τρελή σκέψη ότι ο ανεμοστρόβιλος θα τον σήκωνε και θα τον μετέφερε στη μαγική χώρα του Οζ, όπως τη μικρούλα Ντόροθι του παραμυθιού. Πάνω από το κεφάλι του τα κλαδιά του δέντρου σείστηκαν από τη δίνη του αέρα και την επόμενη στιγμή τον έλουσε ένα σιντριβάνι από φύλλα. Κι αμέσως μετά, το βουητό του ανέμου κόπηκε απότομα κι αντικαταστάθηκε από νεκρική σιωπή. Κάποιος μίλησε στον Χάρι από πολύ κοντινή απόσταση. Ήταν μια φωνή παράξενη, βραχνή και σπηλαιώδης. «Τικτάκ, τικτάκ». Ο Χάρι άνοιξε τα μάτια του κι ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Ακριβώς μπροστά του, σε μισό μέτρο απόσταση, στεκόταν ένας τερατώδης αλήτης, ψηλός ίσαμ' ένα κι ενενήντα, βρομερός και
τρισάθλιος, ντυμένος από πάνω ως κάτω με κουρέλια Το πρόσωπο του ήταν εντελώς παραμορφωμένο από ουλές κι ανοιχτές πληγές. Τα μάτια του ήταν στενά, σαν δυο σχισμές, και μια απαίσια κιτρινωπή κρούστα κρατούσε τα βλέφαράτσυ κολλημένα μεταξύ τους. Η ανάσα που έβγαινε από τα σαπισμένα δόντια και τα πληγιασμένα χείλη του ήταν τόσο βρομερή, που ο Χάρι κόντεψε να λιποθυμήσει. «Τικτάκ, τικτάκ», ξαναείπε ο αλήτης. Μιλούσε χαμηλόφωνα, αλλά ο ήχος της φωνής του έδινε την αίσθηση κραυγής, μια κι ήταν ο μοναδικός που ακουγόταν. Μια υπερφυσική σιωπή είχε τυλίξει τα πάντα. Ο Χάρι πισωπάτησε ένα βήμα σαν να ήθελε να προφυλαχτεί από την απερίγραπτη βρόμα αυτού του αλλόκοτου άγνωστου. Στα λιγδιασμένα μαλλιά του αλήτη ήταν μπλεγμέναχώματα, σκουπίδια και χορτάρια· ξεραμένα φαγητά και εμετοί σχημάτιζαν μια παχιά κρούστα πάνω στα γένια του- στα χέρια του η βρομιά σχημάτιζε αυλάκια και τα μακριά άκοπα νύχια του ήταν μαύρα σαν πίσσα. Το δίχως άλλο, ήταν ένας κινούμενος δοκιμαστικός σωλήνας όπου ευδοκιμούσε κάθε θανατηφόρα αρρώστια γνωστή στον άνθρωπο και, σίγουρα, ένας φορέας νέων τρομερών ιών και βακτηριδίων. «Τικτάκ, τικτάκ». Ο σιχαμερός αλήτης χαμογέλασε χωρίς ν' ανοίξει τα χείλη του. «Σε δεκάξι ώρες θα είσαι νεκρός». «Κάνε πίσω», τον προειδοποίησε ο Χάρι. «Θα πεθάνεις την αυγή». Ο ζητιάνος άνοιξε τα τσιμπλιασμένα μάτια του. Ήταν κόκκινα απ' άκρη σ' άκρη, χωρίς βολβούς, χωρίς ίριδες, σαν να υπήρχαν μόνο δυο κομμάτια γυαλί στη θέση των ματιών, που πίσω τους φαινόταν το εσωτερικό ενός κρανίου γεμάτου αίμα. «Θα πεθάνεις την αυγή», επανέλαβε ο ζητιάνος. Κι ύστερα εξερράγη. Δεν ήταν σαν έκρηξη χειροβομβίδας, δεν υπήρξε ούτε ωστικό κύμα, ούτε θερμότητα, ούτε εκκωφαντικός κρότος· τίποτα. Μόνο ένα ξαφνικό, απότομο τέλος στην αφύσικη ακινησία κι ένα ισχυρό αντίστροφο ρεύμα αέρα, σαν ρουφήχτρα. Ο ζητιάνος αποσυντέθηκε, όχι σε κομμάτια από σάρκα και αίμα αλλά σε χαλίκια, σε σκόνη, σε φύλλα, σε κλαδάκια και πέταλα λουλουδιών, σε ξεραμένους χωμάτινους σβόλους, σε κουρέλια, σε κομμάτια από κιτρινισμένες εφημερίδες, σε μεταλλικά καπάκια μπουκαλιών, σε θρύψαλα από καθρέφτες, σκισμένα εισιτήρια, πούπουλα, κορδόνια, χαρτάκια
από καραμέλες, μασημένες τσίχλες, σκουριασμένα καρφιά, τσαλακωμένα χάρτινα κύπελλα, χαμένα κουμπιά... Ο ανεμοστρόβιλος των σκουπιδιών πέρασε πάνω από τον Χάρι, που αναγκάστηκε να ξανακλείσει τα μάτια του καθώς τον σκέπαζαν τα απομεινάρια του φανταστικού αλήτη. Όταν πέρασε το κακό και τόλμησε ν' ανοίξει ξανά τα μάτια του, στράφηκε απότομα και κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά ο παράξενος ανεμοστρόβιλος είχε χαθεί. Δεν υπήρχε τίποτε. Ούτε σκουπίδια, ούτε ο φριχτός αλήτης. Λες κι είχε ανοίξει η γη και τον κατάπιε. Ο Χάρι ξανακοίταξε πίσω, με το στόμα ανοιχτό από την κατάπληξη. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Από ένα διπλανό δρόμο ακούστηκε μια κόρνα αυτοκινήτου. Ένα ανοιχτό φορτηγάκι έστριψε από τη γωνία και μπήκε στο δρόμο όπου στεκόταν ο Χάρι. Η μηχανή του μούγκριζε. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, σε κάποια απόσταση, ένα ζευγάρι βάδιζε χέρι με χέρι και το γέλιο της γυναίκας αντηχούσε σαν κρυστάλλινο καμπανάκι. Αξαφνα ο Χάρι συνειδητοποίησε πόσο αφύσικα σιωπηλή ήταν η ατμόσφαιρα στο διάστημα που μεσολάβησε από την εμφάνιση ως την εξαφάνιση του κουρελή γίγαντα. Εκτός από τη βραχνή, σπηλαιώδη φωνή του, η σιωπή ήταν τόσο βαθιά, που ο δρόμος θα μπορούσε να βρίσκεται χίλιες λεύγες κάτω από τη θάλασσα ή στο κενό διάστημα ανάμεσα σε δύο γαλαξίες. Άστραψε δυνατά. Οι σκιές των δέντρων τρεμόπαιξαν στο πεζοδρόμιο. Η βροντή δόνησε τη λεπτή μεμβράνη του ουρανού, που έγινε ξαφνικά μολυβένιος, σαν να τον είχε κάψει η αστραπή. Στιγμές αργότερα, μια δυνατή ψύχρα απλώθηκε ολόγυρα, λες και η θερμοκρασία του αέρα έπεσε δέκα βαθμούς μονομιάς. Χοντρές σταγόνες άρχισαν να πέφτουν από τα σύννεφα και πύκνωσαν μέσα σε δευτερόλεπτα Χτυπούσαν με έναν ξερό θόρυβο πάνω στα φύλλα, κροτάλιζαν στις οροφές των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, σχημάτιζαν σκούρες κηλίδες στα ρούχα του Χάρι, μαστίγωναν το πρόσωπο του κι έφερναν στο κορμί του μια παγερή ανατριχίλα που του περόνιαζε τα κόκαλα.
ΔΥΟ ι Ο κόσμος, έτσι όπως τσν αντίκριζε ο Χάρι Λάισν μέσα από το παρμπρίζ του παρκαρισμένου αυτοκίνητου, έμοιαζε να διαλύεται, λες και τα σύννεφα άδειαζαν στη γη καταρράκτες διαβρωτικού υγρού. Ασημιά ρυάκια βροχής αυλάκωναν το γυαλί και τα δέντρα έξω έμοιαζαν να λιώνουν σαν πράσινα κραγιόνια. Πεζοί με χρωματιστές ομπρέλες εμφανίζονταν στιγμιαία κι εξαφανίζονταν τρέχοντας πίσω από τους καταρράκτες της βροχής. Ο Χάρι ένιωθε σαν να διαλυόταν κι αυτός μέσα & έναν κόσμο που δεν είχε πια τίποτε γνώριμο. Ο δικός του κόσμος, της τάξης και της αδιάσειστης λογικής, κατέρρεε ολόγυράτου κι ο ίδιος ήταν ανίκανος να εμποδίσει την ολοκληρωτική καταστροφή. Του ήταν αδύνατον να αποφασίσει αν είχε δει πραγματικά το γιγαντόσωμο αλήτη ή αν τον είχε πλάσει με τη φαντασία του. Μόνο ένας Θεός ήξερε πόσοι εξαθλιωμένοι άστεγοι κυκλοφορούσαν στην Αμερική αυτό τον καιρό. Ό σ ο περισσότερα χρήματα έδιναν οι κυβερνήσεις για να μειωθεί ο αριθμός τους, τόσο αυτοί αυξάνονταν, μέχρι που έφτανε κανείς να σκεφτεί ότι οι άστεγοι δεν ήταν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πολιτικής ή της έλλειψής της, αλλά μια μάστιγα του Θεού. Ο Χάρι, όπως κι οι περισσότεροι άνθρωποι, είχε μάθει από μικρός να κάνει ότι δεν τους έβλεπε, γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε τρόπος να τους βοηθήσει ουσιαστικά... κι επειδή η ύπαρξή τους τον έκανε καμιά φορά ν' αναρωτιέται κατά πόσο ήταν εξασφα-
λισμένο το δικό του μέλλον. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν παθητικοί κι άκακοι. Μερικοί όμως ήταν πραγματικά παράξενοι και θα μπορούσαν να τρομάξουν τον καθένα με τα νευρικά τικ που παραμόρφωναν τα χαρακτηριστικά τους, την έκφραση μιας έμμονης ιδέας αποτυπωμένης στα πρόσωπά τους, τη λάμψη της τρέλας στα μάτια τους ή εκείνες τις αλλόκοτες, σπαστικές κινήσεις που υπαινίσσονταν ωμή, παράλογη βία. Ακόμη και σε μια πόλη σαν τη Λαγκούνα Μπιτς, έναν από τους μικρούς παραδείσους της Καλιφόρνιας, που τα τουριστικά φυλλάδια τη χαρακτήριζαν «Μαργαριτάρι του Ειρηνικού», ο Χάρι θα μπορούσε εύκολα να βρει κάμποσους άστεγους που το παρουσιαστικό και η συμπεριφορά τους ήταν εξίσου απωθητικά με του αλήτη που είχε ξεφυτρώσει από τον ανεμοστρόβιλο. Δεν περίμενε όμως να βρει κανέναν με κόκκινα μάτια, χωρίς βολβούς και ίριδες. Κι οπωσδήποτε, δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να βρει άστεγο ικανό να δημιουργείται από τη σκόνη καιτον αέρα ή να μετατρέπεται με μια έκρηξη σ' ένα σύννεφο από μικρά υλικά αντικείμενα. Μάλλον τα είχε φανταστεί όλ' αυτά. Ήταν μια πιθανότητα που ο Χάρι δεν άντεχε να τη σκέφτεται. Η καταδίωξη κι η εκτέλεση του Τζέιμς Όρντεγκαρντ ήταν ομολογουμένως μια σκληρή εμπειρία. 'Οχι όμως τόσο τραυματική, ώστε να κάνει έναν έμπειρο αστυνομικό να φαντάζεται πλάσματα με βρόμικα νύχια και δύσοσμη αναπνοή. Αλλά, αν ο βρομερός γίγαντας ήταν πραγματικός, από πού είχε έρθει; Και πού είχε πάει μετά, ποιος ήταν και τι είδους αρρώστια ή γενετική δυσμορφία του είχε αφήσει σαν κουσούρι εκείνα τα φριχτά, κόκκινα μάτια; Τικτάκ, τικτάκ, θα πεθάνεις την αυγή. Ο Χάρι έστριψε το κλειδί στη μίζα κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Τον περίμενε η γραφική δουλειά, η ευλογημένη γραφική δουλειά, τα κενά διαστήματα που έπρεπε να συμπληρώσει στα έντυπα, τα κουτάκια που έπρεπε να τσεκάρει. Μια καθαρογραμμένη αναφορά θα μετέτρεπε την αιματηρή υπόθεση Ό ρ ντεγκαρντ σε μικρές, τακτικές παραγράφους πάνω στο λευκό χαρτί και τότε τίποτε πια δε θα φαινόταν άσκοπο κι ανεξήγητο, όπως εκείνες τις στιγμές που συνέβαινε. Φυσικά, δε θα έγραφε λέξη για τον αλήτη με τα κόκκινα
μάτια στην αναφορά του. Αιπός δεν είχε καμιά σχέση με τον Όρντεγκαρντ. Επιπλέον, δεν είχε καμιά όρεξη να δώσει αφορμή στην Κόνι και στους άλλους συναδέλφους να γελάνε σε βάρος του. Το γεγονός ότι φορούσε πάντα σακάκι και γραβάτα, δεν έβριζε ποτέ, τηρούσε πάντα το γράμμα του νόμου κι ήταν μανιακός με την ορθογραφία και την άψογη εμφάνιση των γραπτών αναφορών του τον έκανε πολύ συχνά στόχο των πειραγμάτωντσυς. Ίσως αργότερα, στο σπίτι του, να δακτυλογραφούσε μια αναφορά για τη συνάντηση με τον αλήτη, να την έχει για τον εαυτό του. Ήταν ένας τρόπος να βάλει σε τάξη αυτή την παράξενη εμπειρία και να την ξεπεράσει. «Λάιον», είπε απευθυνόμενος στον εαυτό του, στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, «είσαι για κλάματα». Ύστερα έβαλε σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες κι ο διαλυμένος κόσμος ξαναπήρε στερεά μορφή. Αν και ήταν νωρίς το απόγευμα, ο ουρανός ήταν τόσο σκοτεινός που οι λάμπες του δρόμου είχαν ανάψει, αφού ο αυτόματος μηχανισμόςπουτιςενεργοποιούσε είχε εξαπατηθείαπότηνέλλειψηφωτός. Στα ρείθρα του δρόμου το νερό της βροχής κυλούσε ποτάμι. Ο Χάρι πήρε τον αυτοκινητόδρομο της ακτής προς το νότο, αλλά αντί να στρίψει στο Κράουν Βάλεϊ προς το κτίριο των Ειδικών Αποστολών, συνέχισε ευθεία. Πέρασε το Ριτζ Κόουβ, πέρασε και τη διασταύρωση προς το ξενοδοχείο Ριτζ-Κάρλτσν και συνέχισε μέχρι το Ντάνα Πόιντ. 'Οταν σταμάτησε μπροστά στο σπίτι του Ενρίκ Εστεφάν απόρησε λιγάκι, αν και υποσυνείδητα ήξερε ότι από την αρχή είχε σκοπό να καταλήξει εκεί. Το σπίτι ήταν ένα απότα όμορφα μπανγκαλόσυ που είχαν χτιστεί στη δεκαετία του '50, πριν καθιερωθούν ως αρχιτεκτονικό στυλ τα άψυχα πρσκάτ. Η σκεπαστή βεράντα στο ισόγειο, οι γρίλιες στα παράθυρα κι η κλιμακωτή κεραμιδένια στέγη έδιναν στο σπιτάκι έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Από τα μεγάλα φύλλα μιας πελώριας φοινικιάς δίπλα στην αυλόπορτα κυλούσαν ρυάκια βροχής. Ο Χάρι εκμεταλλεύτηκε μια σύντομη παύση της νεροποντής για να βγει από το αυτοκίνητο και να διασχίσει τρέχοντας το δρομάκι του σπιτιού. 'Οταν ανέβηκε τα τρία πέτρινα σκαλοπάτια της βεράντας, οι καταρράκτεςτου ουρανού ξεχύθηκαν ξανά. Δε φυσούσε πια καθόλου, λες και το βάρος της βροχής είχε συντρίψει τον άνεμο. Η στεγασμένα] βεράντα φιλοξενούσε μια ξύλινη κούνια και
άσπρες, ξύλινες καρέκλες με πράσινα μαξιλαράκια Ακόμη και τις ηλιόλουστες μέρες η βεράντα ήταν πάντα δροσερή, γιατί την προστάτευε μια τεράσαα, πυκνή μπουκαμβίλια, που με τη βοήθεια ενός ξύλινου πλέγματος σκαρφάλωνε κι απλωνόταν ως πάνω στη σκεπή. Ο Χάρι πάτησε το κουδούνι κι από το εσωτερικό του σπιτιού ακούστηκε ένα μελωδικό καμπανάκι. Μια μεγάλη σαύρα ξετρύπωσε από την μπουκαμβίλια, σύρθηκε στο σανιδένιο δάπεδο της βεράντας κι εξαφανίστηκε στην καταιγίδα. Ο Χάρι περίμενε υπομονετικά. Ο Ενρίκ Εστεφάν, Ρίκι για τους φίλους του, δεν μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Η εσωτερική πόρτα άνοιξε κι ο Ρίκι κοίταξε συνοφρυωμένος πίσω από τη σήτα. Έδειχνε ενοχλημένος που τον είχαν διακόψει από τη δουλειά του. Μόλις όμως είδε τον Χάρι, η έκφραση του άλλαξε. «Χάρι, χαίρομαι που σε βλέπω». Άνοιξε τη σήτα και παραμέρισε. «Χαίρομαι πολ.ύ που σε βλέπω». «Στάζω ολόκληρος», είπε ο Χάρι. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα άφησε έξω από την πόρτα. «Δεν είναι ανάγκη», τον μάλωσε ο Ρίκι. Ο Χάρι μπήκε στο σπίτι με τις κάλτσες. «Είσαι ο πιο προσεκτικός άνθρωπος που γνωρίζω», είπε ο Ρίκι. «Έτσι είμαι εγώ. Ο κύριος Καλοί Τρόποι της αστυνομίας». Έσφιξαν τα χέρια. Η χειραψία του Ενρίκ Εστεφάν ήταν δυνατή, αν και το χέρι του ήταν τόσο στεγνό και λιπόσαρκο που φαίνονταν καθαρά όλα τα κόκαλα κάτω από το δέρμα. Ή τ α ν σαν να αντάλλαζες χειραψία με σκελετό. «Πάμε στην κουζίνα», πρότεινε ο Ρίκι. Ο Χάρι τον ακολούθησε. Ο Ρίκι βάδιζε αργά, σέρνοντας και τα δυο του πόδια. Ο μικρός διάδρομος φωτιζόταν μόνο από τη λάμπα της κουζίνας κι από το καντήλι που έκαιγε στο μικρό εικονοστάσι στο βάθος του. Πάνω σ' ένα τραπεζάκι, που η μια πλευρά του ακουμπούσε στον τοίχο, ήταν στημένο ένα πήλινο, ζωγραφιστό αγαλματίδιο της Παρθένου Μαρίας. Μπροστά από το άγαλμα ήταν το καντήλι και πίσω του ένας καθρέφτης με ασημένια κορνίζα που αντανακλούσε το φως του καντηλιού. «Πώς τα πας, Ρίκι;» ρώτησε ο Χάρι. «Μια χαρά. Εσύ;»
«Ήμουν και καλύτερα». Παρ' όλο που οι δυο άντρες είχαν το ίδιο ύψος, ο Ρίκι φαινόταν αρκετά πιο κοντός, επειδή βάδιζε γέρνοντας μπροστά, σαν να προχωρούσε κόντρα στον άνεμο. Ο Ρίκι καμπούριαζε φριχτά και τα κόκαλα των ώμων του πετάγονταν κάτω από το κίτρινο πουκάμισο του. Από πίσω ο λαιμός του φάνταζε κάτισχνος και το κρανίο του εύθραυστο σαν μωρού παιδιού. Η κουζίνα ήταν μεγαλύτερη απ' ό,τι θα περίμενε κανείς σ' ένα μπανγκαλόου και πολύ πιο χαρούμενη από το διάδρομο: μεξικάνικα πλακάκια στο δάπεδο, ντουλάπια από ξύλο κέδρου κι ένα μεγάλο παράθυρο με θέα σε μια ευρύχωρη πίσω αυλή. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγούδι του Κένι Ντέι κι ο αέρας ήταν γεμάτος από το πλούσιο άρωμα του καφέ. «Θέλεις ένα φλιτζάνι;» ρώτησε ο Ρίκι τον Χάρι. «Αν δε σου κάνει κόπο». «Καθόλου. Μόλις έφτιαξα μια κανάτα». Ενώ ο Ρίκι πήγε να πάρει μια κούπα από το ντουλάπι, ο Χάρι τον παρατηρούσε διακριτικά. Κι αυτό που είδε τον ανησύχησε. Το πρόσωπο του Ρίκι ήταν αποστεωμένο και γεμάτο βαθιές ρυτίδες γύρω από τα μάτια και τοστόμα. Το δέρματσυ κρεμόταν σαν να είχε χάσει όλη την ελαστικότητά του. Τα μάτια του ήταν γεμάτα κόκκινες φλεβίτσες. Ίσως έφταιγε το χρώμα του πουκαμίσου του, αλλά η όψη του ήτανωχρσκίτρινη και τα κατάλευκα μαλλιά του είχαν κι αυτά μια κιτρινωπή ανταύγεια, σαν πολυκαιρισμενα κόκαλα. Είχε χάσει κι άλλο βάρος. Τα ρούχα του κρεμούσαν. Η ζώνη του ήταν κουμπωμένη στην τελευταία τρύπα και το παντελόνι του από πίσω έμοιαζε με άδειο σακί. Ο Ενρίκ Εστεφάν ήταν ένας γέρος άνθρωπος. Ή τ α ν μόνο τριάντα έξι χρονών, ένα χρόνο νεότερος από τον Χάρι, αλλά πρόωρα κι οριστικά γερασμένος.
2 Τον περισσότερο καιρό, η τυφλή γυναίκα δε ζούσε απλώς στο σκοτάδι, αλλά σ' έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό απ' αυτόν όπου είχε γεννηθεί. Αλλες φορές αυτό το κρυφό βασίλειο ήταν μια παραμυθένια χώρα με ρόδινα και φιλντισένια κάστρα, με
χρυσαφένια παλάτια, πολυτελέστατα διαμερίσματα, επαύλεις του Μπελ Αιρ με απέραντους κήπους. Σε όλα αυτά τα σκηνικά ήταν πάντα αυτή η βασίλισσα και ιδιοκτήτρια —πότε σαν διάσημη ηθοποιός, πότε σαν μανεκέν, πότε σαν παγκόσμια αναγνωρισμένη συγγραφέας, πότε σαν μπαλαρίνα Οι περιπέτειές της ήταν συγκλονιστικές, ρομαντικές, ανεπανάληπτες. Όμως, υπήρχαν και φορές που ζούσε σε διαβολικά βασίλεια, με τέρατα της κόλασης, με σκοτεινές και υγρές κατακόμβες γεμάτες πτώματα σε αποσύνθεση, καμένα ερημικά τοπία, μαύρα και γυμνά σαν τσυς κρατήρες της σελήνης, όπου αυτή ήταν πάντα η καταδιωκόμενη, έτρεχε να ξεφύγει, κρυβόταν, φοβόταν και δεν ήταν ούτε πλούσια ούτε διάσημη, αλλά γυμνή και παγωμένη από το κρύο. Συχνά, αυτοί οι φανταστικοί κόσμοι της δεν είχαν σταθερές διαστάσεις, ήταν ανεμοστρόβιλοι από χρώματα και φως, αρώματα και ήχους χωρίς σχή μα ή υλική υπόσταση κι αυτή ήταν ένα πνεύμα που περιπλανιόταν μέσα στην πολύχρωμη μάζα τους. Καμιά φορά άκουγε μουσικές —'Ελτον Τζον, Θρι Ντογκ Νάιτ, Νίλσον, Μάρβιν Γκέι, Τζιμ Κρότσε, τα τραγούδια της εποχής της — και τότε τα χρώματα έσκαγαν σαν βεγγαλικά, συνοδεύοντας το ρυθμό σ' ένα συνδυασμό ήχου και φωτός, που όμοιός του ήταν αδύνατον να υπάρξει ποτέ στον πραγματικό κόσμο. Αλλά ακόμα και στη διάρκεια αυτών των άμορφων φαντασιώσεων, τα παραμυθένια βασίλεια του μυαλού της σκοτείνιαζαν σιγά σιγά και γίνονταν τρομακτικά μέρη. Τα χρώματα σκούραιναν, η μουσική γινόταν αργή, βαριά και δυσοίωνη. Τότε ένιωθε σαν να την παρέσερνε ένα ορμητικό, παγωμένο ποτάμι, που θα την έπνιγε στα ταραγμένα νερά του. Αγωνιζόταν να πάρει αναπνοή και δεν μπορούσε, έβγαζε το κεφάλι της για μια στιγμή στην επιφάνεια κι έβλεπε μόνο αφρισμένο νερό, πουθενά την ευλογημένη, ασφαλή στεριά. Και μερικές φορές, μάλλον σπάνια, έβγαινε από τους φανταστικούς κόσμους του μυαλού της και συνειδητοποιούσε την πραγματικότητα στην οποία ζούσε. Αυτό της συνέβαινε τώρα. Άκουγε συγκεχυμένες φωνές από διπλανά δωμάτια και διαδρόμους. Βήματα από παπούτσια με λαστιχένιες σόλες. Μυρωδιά αντισηπτικού, φαρμάκων και καμιά φορά —όχι τώρα— την αψιά μυρωδιά των ούρων. Ήταν ξαπλωμένη σε κολλαρισμένα, καθαρά σεντόνια, ευχάριστα δροσερά πάνω στο κορμί της που
έκαιγε. Έβγαλε το δεξί της χέρι από τα σκεπάσματα και ψαχούλεψε στα τυφλά, πιάνοντας το ψυχρό, ατσάλινο κάγκελο ασφαλείας στα πλάγια του νοσοκομειακού κρεβατιού. Αρχικά παιδεύτηκε πολύ ν' αναγνωρίσει έναν παράξενο, αδιάκοπο ήχο. Δεν αποπειράθηκε ν' ανακαθίσει στο κρεβάτι, αλλά έμεινε ακίνητη, πιασμένη από το κάγκελο, κι αφουγκραζόταν αυτό που στην αρχή τής είχε φανεί σαν βοή πλήθους σε αρένα. Όχι, δεν ήταν πλήθος. Ήταν φωτιά. Το βουητό, το τριζοβόλημα, το μπουμπόυνητό μιας τρομερής πυρκαγιάς σε μεγάλο κτίριο. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τρελά, αλλά σε λίγο αναγνώρισε επιτέλους σωστά τον παράξενο ήχο. Ήταν ακριβώς το αντίθετο: μια δυνατή, καταρρακτώδης βροχή. Η γυναίκαχαλάρωσε λιγάκι... αλλά ένα σούρσιμο που ακούστηκε από πολύ κοντά την έκανε να κοκαλώσει ξανά. «Ποιος είναι;» ρώτησε. Την ξάφνιασε ο ήχος της φωνής της·-τα λόγια ακούστηκαν βαριά και μπερδεμένα. «Α, Τζένιφερ, ξανάρθες κοντά μας». Τζένιφερ. Με λένε Τζένιφερ. Η φωνή ήταν γυναικεία. Επαγγελματικός τόνος, αλλά όχι εντελώς αδιάφορος. Μια μεσόκοπη, καλή γυναίκα. «Ποια είσαι;» ρώτησε η τυφλή. Την ενοχλούσε που τα λόγια της έβγαιναν μπερδεμένα, αλλά δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει πι φωνή της. «Είμαι η Μάργκαρετ, καλή μου». Ο ήχος από παπούτσια με λαστιχένιες σόλες. Η Τζένιφερ τραβήχτηκε απότομα, σαν να περίμενε να δεχτεί χαστούκι. Έ ν α χέρι τής έπιασε μαλακά τον καρπό. «Ησύχασε, καλή μου. Θέλω μόνο να πάρω το σφυγμό σου». Η Τζένιφερ υπάκουσε και συγκέντρωσε την προσοχή της στον ήχο της βροχής. Μετά από λίγο, ή Μάργκαρετ άφησε τον καρπό της. «Λίγο γρήγορος, αλλά σταθερός και κανονικός». Η μνήμη άρχισε να λειτουργεί αργά. «Είσαιη Μάργκαρετ;» «Ναι, εγώ είμαι». «Η πρωινή νοσοκόμα». «Ναι, καλή μου». «Άρα, είναι πρωί».
«Κοντεύει τρεις. Η βάρδια μου τελειώνει σε μια ώρα. Μετά θα σε φροντίσει η Αντζελίνα». «Γιατί είμαι πάντα τόσο μπερδεμένη όταν... ξυπνάω;» «Μη σε ανησυχεί αυτό, καλή μου. Είναι επόμενο να μπερδεύεσαι λίγο. Μήπως διψάς; Θέλεις να πιεις κάτι;» «Ναι, ευχαριστώ». «Πορτοκαλάδα, Πέπσι, Σπράιτ;» «Πορτοκαλάδα». «Επιστρέφω αμέσως». Βήματα που απομακρύνονται. Μια πόρτα που ανοίγει. Μένει ανοιχτή. Πάνω από το θόρυβο της βροχής, κουβέντες άλλων ανθρώπων, σε άλλους χώρους του κτιρίου. Η Τζένιφερ προσπάθησε ν' ανασηκωθεί για να πάρει μια πιο βολική θέση στο κρεβάτι, για να διαπιστώσει στην πορεία όχι απλώς ότι ήταν φοβερά αδύναμη, αλλά ότι ήταν παράλυτη απ' όλη την αριστερή πλευρά του σώματος της. Της ήταν αδύνατον να κινήσει έστω και το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού της ποδιού. Και το αριστερό της χέρι δεν το ένιωθε καθόλου. Την κυρίεψε ένας αφόρητος τρόμος. Αισθάνθηκε εντελώς ανήμπορη κι εγκαταλειμμένη. Και ξαφνικά της φάνηκε τρομερά σημαντικό το να θυμηθεί πώς είχε φτάσει αυτή την κατάσταση. Σήκωσε το δεξί της χέρι. Μόλο που είχε συνείδηση ότι ήταν αδύνατο κι ασθενικό, της φάνηκε φοβερά βαρύ. Με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού άγγιξε το πιγούνι και το στόμα της, Ξερά, πρησμένα χείλη. Κάποτε δεν ήταν έτσι. Οι άντρες τη φιλούσαν. Μια μικρή ανάμνηση λαμπύρισε μέσα στα σκοτάδια του μυαλού της: ένα παθητικό φιλί, γλυκόλογα. Ήταν μόνο μια ξεκομμένη θύμηση, χωρίς κορμό, χωρίς λεπτομέρειες, που δεν οδηγούσε πουθενά. Άγγιξε το μάγουλο της κι ύστερα τη μύτη της. 'Οταν τα δάχτυλά της πέρασαν στην αριστερή πλευρά του προσώπου της, αισθανόταν την επαφή στο δέρμα των χεριών της, αλλά όχι στο ίδιο το μάγουλο. Οι μύες απ' αυτή την πλευρά ήταν σαν... διαλυμένοι. Μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό, έφερε το χέρι στα μάτια της. Διέτρεξε με τα ακροδάχτυλα το περίγραμμά τους κι αυτό που ανακάλυψε την έκανε ν' αρχίσει να τρέμει.
Ξαφνικά, τα θυμήθηκε όλα. 'Οχι μόνο το πώς είχε καταλήξει ο' αυτό το κρεβάτι, αλλά κι όλα τα προηγούμενα. Η ζωή της, απ' όταν ήταν παιδί, πέρασε σαν αστραπή από μπροστά της και θυμήθηκε πολύ περισσότερα απ' όσα ήθελε, περισσότερα απ' όσα μπορούσε ν' αντέξει. Τράβηξε απότομα το χέρι από τα μάτια της κι άφησε μια λεπτή, πονεμένη κραυγή απόγνωσης. Το βάρος της θύμησης την είχε συνθλίψει. Η Μάργκαρετ επέστρεψε στο δωμάτιο. Το ποτήρι κουδούνισε καθώς το ακούμπησε πάνω στο μεταλλικό κομοδίνο. «Θα σου σηκώσω το κρεβάτι για να μπορέσεις να πιεις το χυμό». Ακούστηκε το βουητό ενός μηχανισμού και το πάνω μισό του κρεβατιού ανασηκώθηκε σε μια βολική για την Τζένιφερ γωνία. 'Οταν το κρεβάτι σταμάτησε να κινείται, η Μάργκαρετ είπε: «Τι συμβαίνει, καλή μου; Θα έλεγα ότι κλαις... αν μπορούσες». «"Ερχεται ακόμα αυτός;» ρώτησε η Τζένιφερ με τρεμάμενη φωνή. «Και βέβαια έρχεται. Τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα. Σε μια από τις επισκέψεις του μάλιστα, ήσουν ξύπνια κι είχες πλήρη επικοινωνία, όπως τώρα. Δε θυμάσαι;» «'Οχι, δεν... Εγώ δεν...» «Σου είναι πολύ αφοσιωμένος». Η καρδιά της Τζένιφερ πήγαινε να σπάσει. 'Ενατεράστιο βάρος τής πλάκωνε το στήθος κι ο φόβος τής είχε σφίξει το λαιμό τόσο δυνατά, που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει «Εγώ δε... Δεν τον...» «Τι συμβαίνει, Τζένι;» «Δεν τον θέλω!» «Ω, έλα τώρα! Μη λες τέτοια πράγματα». «Να μην ξανάρθει εδώ». «Είναι τόσο καλός, Τζένιφερ!» «'Οχι. Είναι... είναι...» «Έρχεται δυο φορές τη βδομάδα και κάθεται εδώ και σου κάνει συντροφιά με τις ώρες, είτε βρίσκεσαι κοντά μας είτε είσαι βυθισμένη στον εαυτό σου». Η Τζένιφερ ανατρίχιασε όταν τον φαντάστηκε δίπλα της,
στο δωμάτιο, τις ώρες που δεν είχε συναίσθηση της πραγματικότητας. Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά, βρήκε το μπράτσο της νοσοκόμας και το έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Αυτός δεν είναι σαν εσένα κι εμένα», της είπε με αγωνία. «Τζένιφερ, μην αναστατώνεσαι». «Είναι α/Μώτικος». Η Μάργκαρετ έπιασε το χέρι της άρρωστης γυναίκας και το έσφιξε ενθαρρυντικά. «Τζένι, σταμάτα να ταράζεσαι». «Δεν είναι ανθρώπινος». «Τι είν' αυτά, Τζένι; Δεν ξέρεις τι λες». «Είναι τέρας». «Καημενούλα μου! Ησύχασε, σε παρακαλώ». Έ ν α τρυφερό χέρι άγγιξε το μέτωπο της Τζένιφερ, τη χάιδεψε και της τράβηξε πίσω τα μαλλιά. «Μην ταράζεσαι, καλή μου. Όλα θα φτιάξουν με τον καιρό. Θα γίνεις καλά. Ησύχασε τώρα, χαλάρωσε, είσαι ασφαλής εδώ, σ' αγαπάμε και σε φροντίζουμε όλοι...» Μετά απ' αυτά και κάμποσα παρόμοια, η Τζένιφερ ηρέμησε λίγο, αλλά δεν έπαψε να φοβάται. Το άρωμα του πορτοκαλιού τής άνοιξε την όρεξη. Η Μάργκαρετ της κράτησε το ποτήρι κι η Τζένιφερ ρούφηξε το χυμό μ' ένα καλαμάκι. Το στόμα της δε λειτουργούσε κανονικά και μερικές φορές δυσκολευόταν να καταπιεί, αλλά ο χυμός ήταν δροσερός και υπέροχος στη γεύση. Όταν άδειασε το ποτήρι, η νοσοκόμα τής σκούπισε τα χείλη με μια χαρτοπετσέτα. «Θέλεις ν' ανάψω το ραδιόφωνο;» τη ρώτησε. Η Τζένιφερ αρνήθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού. «Μήπως προτιμάς να σου διαβάσω κάτι; Ποιήματα ίσως; Πάντα σου αρέσει ν' ακούς ποιήματα». «Ναι, διάβασέ μου». Η Μάργκαρετ τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και κάθισε. Ο ήχος των σελίδων που γύριζαν καθώς ξεφύλλιζε το βιβλίο ήταν ευχάριστος και καθησυχαστικός. «Μάργκαρετ;» είπε η Τζένιφερ, πριν η νοσοκόμα αρχίσει το διάβασμα. «Ναι;» «Όταν θα έρθει να με δει...»
«Τι θέλεις, καλή μου;» «Θα μείνεις κι εσύ στο δωμάτιο μαζί του;» «Αν το θέλεις, και βέβαια». «Ωραία». «Λοιπόν, τι θα 'λεγες για λίγη Έμιλι Ντίκινσον;» «Μάργκαρετ;» «Μμμ;» «Αν τύχει κι έρθει να με δει όταν θα είμαι... βυθισμένη στον εαυτό μου... να μη μ' αφήσεις μόνη μαζί του, εντάξει;» Η Μάργκαρετ δεν απάντησε κι η Τζένιφερ ήταν σίγουρη πως είχε σμίξει τα φρύδια της προβληματισμένη. «Εντάξει;» επέμεινε. «Εντάξει, καλή μου. Δε θα σ* αφήσω». Η Τζένιφερ ήξερε ότι η νοσοκόμα τής έλεγε ψέματα. «Σε παρακαλώ, Μάργκαρετ. Μου φαίνεσαι καλός άνθρωπος. Σε παρακαλώ». «Καλή μου, σ' αγαπάει. Έρχεται εδώ τόσο συχνά επειδή σ' αγαπάει. Δεν κινδυνεύεις από τον Μπράιαν, πίστεψέ με». Η Τζένιφερ ανατρίχιασε ακούγοντας το όνομα. «Ξέρω ότι με θεωρείς διανοητικά άρρωστη... διαταραγμένη...» «Λίγη Έμιλι Ντίκινσον θα σε βοηθήσει». «Είμαι μπερδεμένη σχετικά με ένα σωρό πράγματα», είπε η Τζένιφερ. Της ερχόταν να βάλει τα κλάματα ακούγοντας τη φωνή της να γίνεται όλο και πιο ασθενική. «Αλλά γι' αυτό είμαι σίγουρη. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία». Με μια φωνή πολύ στομφώδη για να μπορέσει να εκφράσει την υποβόσκουσα νευρώδη δύναμη των στίχων της Ντίκινσον, η νοσοκόμα άρχισε να διαβάζει: «Αυτή η Αγάπη είναι το μόνο που υπάρχει, είναι όλη ηΑγάτιη που γνωρίζουμε...»
Στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας του Ρίκι Εστεφάν, ο μισός χώρος ήταν σκεπασμένος με πανί, όπου ήταν αραδιασμένα διάφορα εργαλεία κατεργασίας αργύρου: ένα ηλεκτρικό τρυπανάκι, διάφορες σμίλες, σμυριδοτροχός, τσιμπίδες και διάφορα άλλα μαραφέτια. Μπουκαλάκια με υγρά και δοχεία με
μυστηριώδη περιεχόμενα ήταν τακτικά αραδιασμένα στη μια πλευρά τσυ τραπεζίου, μαζί με πινελάκια και κουλούρες από λεπτό ατσαλόσυρμα. Ο Ρίκι δούλευε δυο κομμάτια τη στιγμή που τον διέκοψε ο Χάρι. Το ένα ήταν μια περίτεχνη ασημένια καρφίτσα και το δεύτερο μια μεγάλη πόρπη με χαραγμένα ινδιάνικα σύμβολα. Αργυροχόος· αυτή ήταν η δεύτερη καριέρα του Ρίκι. Για την κοπή, το λιώσιμο και το καλούπωμα των κομματιών χρησιμοποιούσε ένα χώρο στο γκαράζ του. Αλλά τις λεπτομέρειες στα αντικείμενα που κατασκεύαζε τις δούλευε στο τραπέζι της κουζίνας, γιατί του άρεσε να κάθεται εκεί και να θαυμάζει το ροδώνα της πίσω αυλής που ήταν το καμάρι του. Ακόμη και μια γκρίζα μέρα σαν κι αυτή, τα τριαντάφυλλα του Ρίκι ήταν χάρμα οφθαλμών —κόκκινα, κίτρινα, άσπρα, κοραλλί, μια χρωματική πανδαισία. Ο Χάρι κάθισε στο ελεύθερο τμήμα του τραπεζιού, με τον καφέ μπροστά του, ενώ ο Ρίκι προχώρησε σέρνοντας ως. την απέναντι άκρη κι απίθωσε προσεκτικά την κούπα του ανάμεσα στα εργαλεία και στα μπουκαλάκια. Ύστερα κάθισε στην καρέκλα, διπλώνοντας με φοβερό κόπο το κορμί του, σαν ογδοντάχρονος που πάσχει από αρθρίτιδα. Τρία χρόνια πριν, ο Ρίκι Εστεφάν ήταν αστυνομικός, ένας από τους καλύτερους στην Υπηρεσία και συνεργάτης του Χάρι στις Ειδικές Αποστολές. Ήταν ένας όμορφος άντρας με γυμνασμένο κορμί και πλούσια καστανά μαλλιά. Η ζωή του Ρίκι άλλαξε ριζικά από τη μέρα που μπήκε τυχαία σ' ένα κατάστημα τη στιγμή που γινόταν ληστεία. Ο οπλοφόρος ήταν ένας εξαρτημένος χρήστης του κρακ που είχε ανάγκη από χρήματα για τη δόση του. Μάλλον μυρίστηκε αστυνομικό αμέσως μόλις είδε τον Ρίκι να μπαίνει ή ίσως να είχε αποφασίσει να βγάλει από τη μέση οποιονδήποτε καθυστερούσε τη μεταφορά των χρημάτων από το ταμείο του μαγαζιού στην πλαστική σακούλα που κρατούσε. Ό,τι κι αν ήταν, ο νεαρός πυροβόλησε τέσσερις φορές εναντίον του Ρίκι. Η μία σφαίρα αστόχησε, η μία τον βρήκε στον αριστερό μηρό κι οι άλλες δυο στην κοιλιά. «Πώς πάνε οι δουλειές με τα κοσμήματα;» ρώτησε ο Χάρι. «Πολύ καλά. Πουλάω όλα όσα φτιάχνω κι οι παραγγελίες για αγκράφες είναι περισσότερες απ' όσες μπορώ να καλύψω».
Ο Ρίκι ρούφηξε μια γουλιά καφέ και την κράτησε με απόλαυση στο στόμα του πριν την καταπιεί. Ο καφές ήταν από τις ουσίες που έπρεπε να αποφεύγει. Έτσι κι έπινε πολύ, το στομάχι του τον τρέλαινε — ό,τι είχε απομείνει από αυτό, δηλαδή. Το να φας μια σφαίρα είναι σχετικά εύκολο· το δύσκολο είναι να επιζήσεις. Ο Ρίκι στάθηκε τυχερός που το όπλο του νεαρού ήταν ένα 22άρι κι άτυχος που τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής. Για αρχή, ο Ρίκι έχασε τη σπλήνα του, μέρος από το συκώτι κι ένα τμήμα του παχέος εντέρου. Παρ' όλο που οι χειρούργοι έκαναν καθετί δυνατό για να κρατήσουν καθαρή την κοιλιακή χώρα, οι σφαίρες είχαν ήδη διασκορπίσει τα αποκρίματατου εντέρου κι ο Ρίκι εμφάνισε οξεία μετεγχειρητική περιτονίτιδα. Τη γλίτωσε παρά τρίχα. Στη συνέχεια έπαθε γάγγραινα, τα αντιβιοτικά δεν τον έπιαναν πλέον και υποβλήθηκε σε νέα εγχείρηση, στην οποία του αφαίρεσαν τη χοληδόχο κύστη κι ένα τμήμα του στομάχου. Ακολούθησε μόλυνση στο αίμα. Πυρετός που άγγιξε το όριο αντοχής του υδραργυρικού θερμομέτρου. Περιτονίτιδα ξανά και αφαίρεση ενός ακόμη τμήματος του παχέος εντέρου. Ό λ α αυτά ο Ρίκι τα υπέμεινε με εκπληκτική σιωικότητα και, τελικά, αισθάνθηκε τυχερός που οι γιατροί κατάφεραν να σώσουν αρκετό από το γασιρεντερικότου σύστημα, ώστε να μην υποστείτον ύστατο εξευτελισμό να ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή του με παρά φύση έδρα. Ο Ρίκι ήταν εκτός υπηρεσίας όταν μπήκε σ' εκείνο το μπακάλικο, οπλισμένος μεν, αλλά απροετοίμαστος για φασαρίες. Είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του, την Ανίτα, ν' αγοράσει ένα λίτρο γάλα κι ένα πακέτο μαργαρίνη καθώς θα γύριζε σπίτι από τη δουλειά. Ο νεαρός που τον πυροβόλησε δε δικάστηκε ποτέ. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο κύριος ΒοΤάι Χαν, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του πρόσφερε ο ληστής όταν στράφηκε να πυροβολήσει τον Ρίκι και τράβηξε την καραμπίνα που είχε κάτω από τον πάγκο του. Από το κεφάλι του νεαρού απέμειναν ελάχιστα πράγματα μετά τον πυροβολισμό. Φυσικά, μια και ζούμε στην τελευταία δεκαετία της χιλιετίας, το πράγμα δεν τέλειωσε εκεί. Οι γονείς του νεαρού μήνυσαν τον κύριο Χαν διότι τους στέρησε την αγάπη, τη συντροφιά και την οικονομική υποστήριξη που τους πρόσφερε ο γιος τους, άσχετο αν ένας ναρκομανής είναι ανίκανος να προσφέρει οτιδήποτε απ' αυτά τα τρία.
Ο Χάρι ήπιε λίγο καφέ. Ή τ α ν δυνατός και πολύ γευστικός. «Είχες κανένα νέο από τον κύριο Χαν τελευταία;» «Ναι. Πιστεύει ότι θα κερδίσει την υπόθεση στο εφετείο». Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Αδύνατον να προβλέψεις πώς θα συμπεριφερθούν οι ένορκοι στις μέρες μας». Ο Ρίκι χαμογέλασε. «Ναι. Τυχερός ε ίμαι που δε με μήνυσαν κι εμένα». Σε τίποτε άλλο δεν είχε σταθεί τυχερός. 'Οταν χτυπήθηκε από τις σφαίρες, η Ανίτα κι αυτός ήταν μόλις οχτώ μήνες παντρεμένοι. Εκείνη έμεινε κοντά του άλλον ένα χρόνο, μέχρι που μπόρεσε να ξανασταθε ί στα πόδια του, κι όταν διαπίστωσε ότι ο Ρίκι θα ήταν ένας γέρος σε όλη την υπόλοιπη ζωή του τον παράτησε. Ή τ α ν είκοσι έξι χρονών. Είχε όλη τη ζωή μπροστά της. Τα τελευταία δυο χρόνια, ο Ρίκι ήταν μόνος. Στο ραδιόφωνο άρχισε άλλο ένα τραγούδιτου Κένι Τζι Ντέι. Ήταν αισθητά λιγότερο μελωδικό από το προηγούμενο. Του Χάρι του έδινε στα νεύρα. Ίσως να μην έφταιγε το τραγούδι, βέβαια, αλλά τα νεύρα του, που ήταν ήδη φοβερά τεντωμένα. «Τι τρέχει;» τον ρώτησε ο Ρίκι. «Πώς ξέρεις ότι κάτι τρέχει;» «Εσύ δε θα πήγαινες ποτέ να δεις ένα φίλο σου σε ώρα δουλειάς. Αξίζεις μέχρι την τελευταία πεντάρα το μισθό που σου πληρώνουν οι φορολογούμενοι πολίτες». «Είμαι στ' αλήθεια τόσο σχολαστικός;» «Το ρωτάς;» «Θα πρέπει να ήμουν ανυπόφορος σαν συνεργάτης». «Μερικές φορές», είπε χαμογελώντας ο Ρίκι. Ο Χάρι τού είπε για τον Τζέιμς Όρντεγκαρντ και την καταδίωξη στη σοφίτα με τις κούκλες που κατέληξε στο θάνατο του. Ο Ρίκι τον άκουγε προσεκτικά. Μιλούσε ελάχιστα, αλλά όταν έκανε κάποιο σχόλιο ήταν πάντα εύστοχο. Ο Ρίκι ήξερε να είναι φίλος. Ο Χάρι τελείωσε τη διήγησή του κι απέμεινε να κοιτάζει αφηρημένα τις τριανταφυλλιές έξω στον κήπο. «Δε μου τα είπες όλα», είπε ο Ρίκι αφού άφησε να κυλήσουν κάμποσα λεπτά σιωπής. «Όχι», παραδέχτηκε ο Χάρι. Σηκώθηκε, έφερε την κανάτα
με τον καφέ και ξαναγέμισε τις κούπες τους. «Ήταν κι ένας αλήτης». Ο Ρίκι άκουσε κι αυτή τη διήγηση με την ίδια προσοχή που είχε δείξει και πριν. Δεν έδειξε να εκπλήσσεται. Στα μάτια του ή στην έκφρασή του δεν υπήρχε ούτε ίχνος αμφιβολίας για τα όσα άκουγε. Και μόνο στο τέλος ρώτησε τον Χάρι: «Λοιπόν, τι συμπέρασμα έβγαλες εσύ;» «'Οτι το μάλλον φαντάστηκα - ότι ήταν παραίσθηση». «'Οτι είχες παραισθήσεις εσύ;» «Για τ' όνομα του Θεού, Ρίκι, δεν μπορεί να ήταν πραγματικός». «Ήταν πολύ πιο παράξενος αυτός ο αλήτης από τον άλλο στο ρεστοράν;» Η κουζίνα ήταν ζεστή, αλλά ο Χάρι ένιωθε μια παγωνιά να τον τυλίγει. Έσφιξε με τα δυο του χέρια τη ζεστή κούπα του καφέ. «Ναι. Ήταν πιο περίεργος. Χειρότερος. Το θέμα είναι αν... πιστεύεις πως θα ήταν σκόπιμο να πάρω μια άδεια για ψυχολογικούς λόγους. Να συμβουλευτώ έναν ψυχαναλυτή;» «Από πότε άρχισες εσύ να πιστεύεις πως όλοι αυτοί οι κουφιοκέφαλοι ξέρουν τι τους γίνεται;» «Δεν το πιστεύω. Αλλά με τρομοκρατεί η ιδέα ενός ένοπλου αστυνομικού που έχει παραισθήσεις». «Κανένας δεν κινδυνεύει από σένα, Χάρι, εκτός από τον ίδιο σου τον εαυτό. Έτσι που ανησυχείς για τα πάντα, αργά ή γρήγορα θ' αρρωστήσεις. Ό σ ο για τον τύπο με τα κόκκινα μάτια, ο καθένας έχει συναντηθεί έστω και μια φορά στη ζωή του με το ανεξήγητο». «Όχι εγώ», είπε με έμφαση ο Χάρι, «Ακόμη κι εσύ. Τώρα, αν ο τύπος αρχίσει να εμφανίζεται κάθε τρεις και λίγο μέσα από έναν ανεμοστρόβιλο και σου ζητάει να βγείτε να φάτε παρέα, τότε ίσως έχεις κάποιο πρόβλημα». Καταρράκτες βροχής σφυροκοπούσαν τη στέγη με δαιμονισμένο θόρυβο. Ο Χάρι γέλασε. «Απέτυχα σαν υποψήφιος ασθενής». «Ακριβώς. Είσαι απόλυτα συγκροτημένος. Δεν έχεις κενά, φίλε μου». Οι δυο άντρες έμειναν για λίγο αμίλητοι, ακούγοντας αφηρημένα τη βροχή. Τελικά, ο Ρίκι φόρεσε ένα ζευγάρι προστατευτικά γάντια,
έπιασε με το ένα χέρι την ασημένια αγκράφα και με το άλλο το σμιριδότροχό που είχε μέγεθος οδοντόβουρτσας, πάτησε το διακόπτη που τον έβαζε σε λειτουργία κι άρχισε να λειαίνει τα σκαλίσματα. Ο Χάρι αναστέναξε. «Σ' ευχαριστώ, Ρίκι», είπε τελικά. «Τίποτα». Ο Χάρι πήγε το φλιτζάνι του στο νεροχύτη, το ξέπλυνε και το έβαλε στο μικρό πλυντήριο των πιάτων. Στο ραδιόφωνο, ο Χάρι Κόνικ Τζούνιορ τραγουδούσε για τον έρωτα. Πάνω από το νεροχύτη υπήρχε άλλο ένα παράθυρο. Η δυνατή βροχή απειλούσε να καταστρέψει τα τριαντάφυλλα. Ζωηρόχρωμα πέταλα, σαν μεγάλα κομφετί, ήταν σκορπισμένα σε όλο το μουσκεμένο κήπο. 'Οταν ο Χάρι επέστρεψε στο τραπέζι, ο Ρίκι έκλεισε τον τροχό κι έκανε να σηκωθεί. Ο Χάρι δεν τον άφησε. «Μην κάνεις τον κόπο. Θα βγω μόνος μου». Ο Ρίκι δεν επέμεινε. Ήταν πολύ κουραστικό γι' αυτόν. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα», του υποσχέθηκε ο Χάρι. «Σε λίγο αρχίζει η σεζόν», είπε ο Ρίκι. «Ναι. Την άλλη βδομάδα έχουμε τον αγώνα των Έιντζελ». Λάτρευαν και οι δυο το μπέιζμπολ. Υπήρχε μια σταθερή λογική στη δομή και στην εξέλιξη του κάθε παιχνιδιού, που ήταν σπουδαίο αντίδοτο στην τρέλα της καθημερινότητας. Στην μπροστινή βεράντα, ο Χάρι ξαναφόρεσε τα παπούτσια του κι έσκυψε να δέσει τα κορδόνια. Η σαύρα που είχε τρομάξει από την άφιξή του προηγουμένως —ή μια άλλη πανομοιότυπη — τον παρακολουθούσε από το κάθισμα της κοντινότερης καρέκλας. Ο Χάρι χαμογέλασε στο μικροσκοπικό, πράσινο δράκοντα. Ένιωθε πάλι ισορροπημένος, ήρεμος, σίγουρος γιατσν εαυτό του. Μόλις κατέβηκε το τελευταίο σκαλοπάτι και βγήκε στο δρομάκι του σπιτιού και στη βροχή, ο Χάρι κοίταξε προς το αυτοκίνητο του και είδε κάποιον στο μπροστινό κάθισμα. Μια σκοτεινή, μεγαλόσωμη φιγούρα. Άγρια μαλλιά, μακριά γένια... Ο απρόσκλητος επιβάτης είχε στραμμένο το κεφάλι του αλλού,
αλλά, καθώς τον κοίταζε ο Χάρι, στράφηκε. Ακόμη και πίσω από το τζάμι, που ήταν θολό από τη βροχή κι από καμιά εικοσαριά μέτρα απόσταση, ο Χάρι αναγνώρισε στη στιγμή τον αλήτη. Αμέσως έκανε μεταβολή προς το σπίτι, με σκοπό να φωνάξει τον Ρίκι Εστεφάν, όμως άλλαξε γνώμη όταν θυμήθηκε πόσο ξαφνικά είχε χαθεί ο ζητιάνος την προηγουμένη φορά. Κοίταξε πάλι προς το αυτοκίνητο του, με την ελπίδα ότι το φάντασμα θα είχε εξαφανιστεί. Ή τ α ν ακόμη εκεί. Με το τεράστιο, μαύρο πανωφόρι του, ο ζητιάνος φαινόταν σαν γίγαντας μέσα στο σεντάν, μια εντύπωση ανάλογη μ' εκείνη που δίνει ένας ενήλικος στα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια του λούνα παρκ. Ο Χάρι έτρεξε γρήγορα στο δρομάκι του σπιτιού, τσαλαβουτώντας στις λιμνούλες της βροχής. Καθώς πλησίαζε στο δρόμο, διέκρινε τις απαίσιες ουλές που θυμόταν τόσο καλά και τα φριχτά κόκκινα μάτια. «Τι κάνεις εδώ;» φώναξε στον αλήτη αμέσως μόλις έφτασε στο αυτοκίνητο. Μόλο που το παράθυρο ήταν κλειστό, η φωνή του αλήτη ακούστηκε καθαρά: «Τικτάκ, τικτάκ, τικτάκ...» «Βγες αμέσως έξω», τον διέταξε ο Χάρι. «Τικτάκ, τικτάκ...» Το χαμόγελο του αλήτη είχε κάτι απροσδιόριστα τρομακτικό, που έκανε τον Χάρι να διστάσει. «...τικτάκ...» Ο Χάρι τράβηξε το περίστροφο του και το κράτησε με την κάννη στραμμένη στον ουρανό. Με το αριστερό του χέρι έπιασε το χερούλι της πόρτας. «...τικτάκ...» Εκείνα τα υγρά, κόκκινα μάτια έκαναν τον Χάρι να δειλιάσει. Έμοιαζαν με αιμάτινες φουσκάλες, έτοιμες να σπάσουν και να κυλήσουν πάνω στο σημαδεμένο πρόσωπο. Πριν τον εγκαταλείψει εντελώς το κουράγιο του, άνοιξε απότομα την πόρτα. Λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω ένα δυνατό, παγωμένο ρεύμα αέρα, που όρμησε από το εσωτερικό του αυτοκινήτου σαν αρκτική θύελλα, τον χτύπησε με τρομερή δύναμη κι έκανε τα μάτια του να πονέσουν και να γεμίσουν δάκρυα. Ο αέρας σταμάτησε μέσα σε δευτερόλεπτα. Πίσω από την
ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου, το μπροστινό κάθισμα ήταν άδειο. Ο Χάρι μπορούσε να διακρίνει σχεδόν όλο το εσωτερικό του αυτοκινήτου, για να ξέρει με βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί μέσα. Ωστόσο, έκανε το γύρο και κοίταξε προσεκτικά απ' όλα τα παράθυρα. 'Οταν έφτασε στο πίσω τζάμι, έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά κι άνοιξε το πορτμπαγκάζ, καλύπτοντας το άνοιγμα με το όπλο του όταν τινάχτηκε το σκέπασμα. Τίποτα. Μόνο η ρεζέρβα, ο γρύλος, το βαλιτσάκι με τα εργαλεία και μια κουλούρα σκοινί με γάντζο. Ο Χάρι κοίταξε γύρω του τον έρημο δρόμο του προαστίου, τα ήσυχα, όμορφα σπίτια. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα στεκόταν κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Είχε ήδη γίνει μούσκεμα ως το κόκαλο. Έκλεισε το πορτμπαγκάζ μ' ένα δυνατό χτύπημα και ύστερα την πόρτα του συνοδηγού. Κάνοντας ξανά το γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε την άλλη πόρτα και κάθισε στο τιμόνι. Τα μουσκεμένα ρούχα του κόλλησαν στο πλαστικό κάθισμα. 'Οταν τον είχε συναντή σε ι νωρίτερα, στο κέντρο τη ς Λαγκούνα Μπιτς, ο ζητιάνος βρομούσε από μακριά ακαθαρσίες και η αναπνοή του ήταν τόσο δύσοσμη, που του ε ίχε ανακατώσει το στομάχι. Τώρα στο αυτοκίνητο δεν υπήρχε ούτε ίχνος από τη μυρωδιά του. Ο Χάρι ασφάλισε τις πόρτες. Ύστερα έχωσε το πιστόλι του στη θήκη κάτω από τη μασχάλη. Έτρεμε σύγκορμος. Μόλις έβαλε μπρος το αυτοκίνητο, άναψε το καλοριφέρ· στο τέρμα. Τα μαλλιά του έσταζαν νερό που κυλούσε στο σβέρκο του και τον έκανε ν' ανατριχιάζει συνεχώς. Τα πόδια του μέσα σία παπούτσια είχαν μουλιάσει και ξεπάγιαζαν. Ξανάφερε στο νου του τα υγρά, κόκκινα μάτια που τον κοίταζαν πίσω από το τζάμι, τις πληγές στο σημαδεμένο, βρομερό πρόσωπο, τα μισοσαπισμένα δόντια... και ξαφνικά κατάλαβε τι ήταν εκείνο που τον είχε τρομάξει στο χαμόγελο αυτού του φρικαλέου πλάσματος. Δεν ήταν το χαμόγελο, ενός διαταραγμένου μυαλού. Δεν ήταν το χαμόγελο της τρέλας. Ήταν η θριαμβευτική γκριμάτσα ενός αρπαχτικού, ενός σαρκοβόρου καρχαρία, ενός πάνθηρα τη στιγμή που επιτίθεται, ενός λύκου
που βγαίνει κυνήγι στο φεγγαρόφωτο, ενός πλάσματος πολύ πιο τρομερού και αιμοβόρου από καθετί γνωστό στην πλάση. Σε όλη τη διαδρομή προς το κτίριο των Ειδικών Αποστολών, το τοπίο ήταν γνώριμο, οικείο. Δεν υπήρχε τίποτε ασυνήθιστο στους δρόμους ή στα αυτοκίνητα που τον προσπερνούσαν, τίποτε εξωπραγματικό στην αντανάκλαση των προβολέων πάνω στην υγρή άσφαλτο, στο μεταλλικό σφυροκόπημα της βροχής πάνω στο καπό, στις θολές σιλουέτες των φοινικόδεντρων που διαγράφονταν με φόντο το μολυβένιο ουρανό. Κι όμως, τον Χάρι τον είχε κατακλύσει ένας σχεδόν υπερφυσικός τρόμος και πάσχιζε με όλη τη δύναμη της λογικής του να αρνηθεί το συμπέρασμα ότι είχε συναντηθεί στη ζωή του με το... ανεξήγητο. Τικτάκ, τικτάκ... Θα πεθάνεις την αυγή... Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. Το καντράν ήταν θολό από τους υδρατμούς, αλλά οι μαύροι δείχτες ξεχώριζαν όσο χρειαζόταν για να διαβάσει την ώρα: 3:28. Τι ώρα έβγαινε ο ήλιος; Στις έξι; Στις εξίμισι; Κάπου εκεί γύρω. Σε δεκαπέντε ώρες το πολύ. Το ρυθμικό σύρσιμο των υαλοκαθαριστήρων άρχισε ν' αντηχεί στ' αυτιά του σαν νεκρικό τύμπανο. Καταντούσε γελοίο. Αυτός ο βρομιάρης ήταν αδύνατον να τον έχει ακολουθήσει από τη Λαγκαύνα Μπιτς ως το σπίτι του Ενρίκ. Πράγμα που σήμαινε ότι ο ζητιάνος δεν υπήρχε. Δηλαδή, ήταν προϊόν της φαντασίας του. Οπότε, δεν αποτελούσε πραγματική απειλή. Αυτό το συμπέρασμα ήταν κάθε άλλο παρά καθησυχαστικό. Αν ο ζητιάνος ήταν φανταστικός, ο Χάρι δεν κινδύνευε να πεθάνει την αυγή. Ωραία. Αλλά αυτό οδηγούσε σε μία και μοναδική διαπίστωση: είχε πάθει νευρικό κλονισμό.
Η πλευρά του γραφείου που ανήκε στον Χάρι ήταν μια όαση. Η μολυβοθήκη και το μπουκαλάκι με το διορθωτικό ήταν σε απόλυτη συμμετρία μεταξύ τους και ευθυγραμμισμένα με την κόχη του επίπλου. Το μπρούντζινο επιτραπέζιο ρολόι έδειχνε ακριβώς την ίδια ώρα με το ρολόι του χεριού του. Τα φύλλα τών
φυτών εσωτερικού χώρου ήταν καταπράσινα και λαμπερά, χωρίς ίχνος σκόνης. Την ίδια αίσθηση ηρεμίας τού δημιουργούσε και η γαλάζια οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όλα τα στερεότυπα έντυπα της Υπηρεσίας ήταν καταχωρισμένα σε αρχεία. Έτσι, αρκούσε μόνο να καλέσει αυτό που ήθελε στην οθόνη, να συμπληρώσειτα κενά και να το τυπώσει. Δε χρειαζόταν γραφομηχανή. Με την παλιά τεχνολογία, οι ανομοιομορφίες στις αράδες και στα διαστήματα ήταν αναπόφευκτες. Ο Χάρι ήταν άριστος στη δακτυλογράφηση και μπορούσε να πληκτρολογεί μια αναφορά με την ταχύτητα που συνέθετε τις φράσεις στο μυαλό του. Όλοι ήταν ικανοί να συμπληρώνουν τα κενά διαστήματα ή να σημειώνουν με Χ τα κατάλληλα τετράγωνα, αλλά ελάχιστοι ήταν οι αστυνομικοί που τα κατάφερναν καλά στο τμήμα της αναφοράς που το αποτελούσε μόνο κείμενο. Οι περιγραφές του Χάρι ήταν πάντα οι πιο ζωντανές, λεπτομερείς και άψογες από άποψη συντακτικού και ορθογραφίας. Κανένας άλλος στην Υπηρεσία δεν είχε τέτοια προσόντα. Τα δάχτυλάτου πετούσαν στο πληκτρολόγιο και στην οθόνη εμφανίζονταν η μια μετά την άλλη στρωτές, τακτικές προτάσεις. Κι ο Χάρι Λάιον αισθάνθηκε επιτέλους την πολυπόθητη αρμονία με τον κόσμο, κάτι που είχε χάσει από την ώρα που βγήκε από το σπίτι του το πρωί, αφού είχε φάει για πρωινό εγγλέζικα ξεροψημένα φραντζολάκια με μαρμελάδα λεμόνι. Όταν η καταδίωξη και ο θάνατος του Τζέιμς Όρντεγκαρντ διατυπώθηκαν σε στρωτό, κατανοητό κείμενο χωρίς υπερβολικές εκφράσεις, γλαφυρά επίθετα και εντυπωσιακά ρήματα, το επεισόδιο του φάνηκε αμέσως πολύ λιγότερο αλλόκοτο απ' όταν συμμετείχε ο ίδιος στη δράση. Οι λέξεις ήταν η γαλήνη. Ο Χάρι ησύχασε σε τέτοιο βαθμό, που επέτρεψε στον εαυτό του να αισθανθεί πιο βολικά ενώ δούλευε. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο του και χαλάρωσε μέχρι και τον κόμπο της γραβάτας του. Κάμποση ώρα αργότερα, έκανε ένα μικρό διάλειμμα για να πάει να πάρει έναν καφέ από το αυτόματο μηχάνημα στο διάδρομο. Τα ρούχα του ήταν ακόμη υγρά σε αρκετά σημεία και άσχημα ζαρωμένα, αλλά είχε πάψει επιτέλους να κρυώνει. Καθώς επέστρεφε στο γραφείο του με τον καφέ στο χέρι, ξαναείδε τον αλήτη.
Ο κουρελής γίγανιας ήταν στο τέρμα του διαδρόμου και τον διέσχιζε για να στρίψει στον κάθετο διάδρομο προς τα δεξιά. Είχε τα νώτα του στραμμένα προς τον Χάρι και βάδιζε με σταθερό βήμα, σαν να βρισκόταν μέσα στο κτίριο για κάποια δουλειά. Την επόμενη στιγμή, έστριψε στη γωνία και χάθηκε. Ο Χάρι άρχισε να τρέχει — προσεκτικά για να μη χύσει τον καφέ— προς το τέρμα του διαδρόμου, λέγοντας συνεχώς στον εαυτό του ότι έκανε λάθος, δε θα μπορούσε να είναι το ίδιο πρόσωπο. Υπήρχε μια αμυδρή ομοιότητα κι αυτό ήταν όλο. Τα τεντωμένα νεύρα κι η φαντασία του είχαν πλάσει τα υπόλοιπα. Ό,τι κι αν έλεγε στον εαυτό του όμως, κατά βάθος ήταν βέβαιος. Η μορφή που είχε δει είχε το ίδιο ύψος με το πλάσμα που τον τυραννούσε, τους ίδιους πελώριους ώμους, το ίδιο φαρδύ, μαύρο πανωφόρι, τα ίδια μακριά, αχτένιστα και βρόμικα μαλλιά που ανέμιζαν σαν χαίτη γύρω από το κεφάλι τσυ. Ο Χάρι σταμάτησε απότομα στο σημείο όπου ο διάδρομος διασταυρωνόταν με τον κάθετο του και μόρφασε καθώς μια μικρή ποσότητα καυτού καφέ χύθηκε πάνω στο χέρι του. Κοίταξε προς τα δεξιά, όπου είχε δειτον αλήτη να στρίβει. Οι μόνοι άνθρωποι που υπήρχαν στο διάδρομο ήταν ο Μπομπ Γσυόνγκ κι ο Λιούις Γιάνσι, δυο συνάδελφοι που συζητούσαν μελετώντας στοιχεία από έναν κίτρινο φάκελο. «Πού πήγε;» τους ρώτησε ο Χάρι. Οι δυο άντρες τον κοίταξαν απορημένοι. «Ποιος;» ρώτησε ο Μπομπ Γουόνγκ. «Ο μαλλιάς με το μαύρο παλτό, ο αλήτης». Οι αστυνομικοί φάνηκαν σαστισμένοι. «Αλήτης;» είπε ο Γιάνσι. «Ναι. Αν δεν τον προσέξατε, βατονμυρίσατε οπωσδήποτε». «Τώρα πέρασε;» ρώτησε ο Γουόνγκ. «Ναι, μόλις τώρα». «Δεν πέρασε κανένας από δω», είπε ο Γιάνσι. Ο Χάρι ήξερε ότι δεν του έλεγαν ψέματα, ότι δεν είχαν συνωμοτήσει για να του κάνουν πλάκα. Ωστόσο, με δυσκολία κρατήθηκε να μην τους προσπεράσει και να ψάξει όλα τα γραφεία κατά μήκος του διαδρόμου. Τον συγκράτησε μόνο το γεγονός ότι τον κοίταζαν ήδη παραξενεμένοι: Ποιος ξέρει τι θα σκέφτονταν βλεποντάς τον
σε τέτοια χάλια —φανερά ταραγμένο, με τη γραβάτα χαλαρή, το πουκάμισο ξεκούμπωτο κι έναν καφέ στο χέρι να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά σαν χαμένος. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι γινόταν θέαμα. Ο Χάρι Λάιον είχε στηρίξει όλη τη ζωή του σε τρεις βασικές αρχές: μέτρο, τάξη κι αυτοέλεγχος. Επέστρεψε απρόθυμα στο γραφείο του. Έβγαλε από το συρτάρι του ένα σουβέρ από φελλό, το ακούμπησε πάνω στο γραφείο κι απίθωσε προσεκτικά το κύπελλο του καφέ που έσταζε. Ύστερα έβγαλε από το ίδιο συρτάρι δυο υγρά χαρτομάντιλα, σκούπισε σχολαστικά τα δάχτυλα του που είχαν λερωθεί από καφέ και στη συνέχεια τΟ πλαστικό κύπελλο. Χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι τα χέρια του δεν έτρεμαν. Ό,τι διάβολο κι αν συνέβαινε, θα το ξεδιάλυνε κάποια στιγμή και θα το αντιμετώπιζε ανάλογα. Ή τ α ν σε θέση ν' αντιμετωπίσει οτιδήποτε· πάντα ήταν. Και θα ήταν. «Αυτοέλεγχος», η λέξη-κλειδί. Πήρε κάμποσες αργές και βαθιές αναπνοές. Με τα δυο του χέρια έστρωσε τα μαλλιά του, τραβώντας τα μακριά και πίσω από το μέτωπο. Ο συννεφιασμένος ουρανός, βαρύς και γκρίζος σαν ταφόπετρα, έκανε το απόγευμα να μοιάζει με σούρουπο. Ήταν μόλις 5:03, ο ήλιος ήθελε ακόμη μια ώρα να βασιλέψει, αλλά στο δωμάτιο είχε πέσει μισοσκόταδο. Ο Χάρι σηκώθηκε και πάτησε το διακόπτη που άναβε τις λάμπες φθορίου στο ταβάνι. Έμεινε κάνα δυο λεπτά μπροστά στο παράθυρο που ήταν θολό από τους υδρατμούς και χάζευε τους καταρράκτες της βροχής έξω στο πάρκινγκ. Τα αστραπόβροντα είχαν σταματήσει, το ίδιο κι ο αέρας, και η καταιγίδα έμοιαζε τώρα με τροπική μπόρα που σου έφερνε στο νου αρχαίους μύθους για χαμένες χώρες που τις κατάπιε ο ωκεανός. Γαληνεμένος και πάλι κατά κάποιο τρόπο, ο Χάρι επέστρεψε στο γραφείο του, κάθισε και γύρισε με την περιστρεφόμενη καρέκλα του προς τον υπολογιστή, με σκοπό να ξανακαλέσει το κείμενο που έγραφε πριν κάνει το διάλειμμά του. Αλλά η οθόνη δεν ήταν κενή, όπως θα έπρεπε να ήταν. Κάτι άλλο είχε γραφτεί στη διάρκεια της απουσίας του. Ή τ α ν μια μόνο λέξη, κεντραρισμένη σιην οθόνη: ΤΙΚΤΑΚ.
5 Η ώρα κόντευε έξι όταν η Κόνι Γκάλιβερ γύρισε στο γραφείο από τον τόπο του εγκλήματος. Στο μεταξύ είχε προλάβει να δει και τη βιντεοταινία της αστυνομίας για την παρουσίαση του μακελειού από τα τηλεοπτικά κανάλια. Η Κόνι ήταν πυρ και μανία με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κι ειδικά με ένα ρεπόρτερ ιδιωτικού καναλιού που είχε αποκαλέσει τον Χάρι κι αυτή «Μπάτμαν και Μπατγούμαν» —«ένας Θεός ξέρει πώς του κατέβηκε, του βλάκα, εκτός κι αν εμπνεύστηκε από τις νυχτερίδες που φώλιαζαν στη σοφίτα όπου σκοτώσαμε το κάθαρμα». Οι ρεπόρτερ της τηλεόρασης σπάνια έχουν σοβαρό λόγο να λένε και να δείχνουν τα όσα λένε και δείχνουν. Προφανώς, γι' αυτούς οι ειδήσεις δεν είναι έγκυρη ενημέρωση αλλά θέαμα, όπου είναι απολύτως απαραίτητα οι υπερβολές και τα τεχνάσματα, προκειμένου να γίνει φαντασμαγορικό. Η Κόνι ήταν αρκετά χρόνια στη δουλειά, τα ήξερε όλα αυτά, δεν ήταν και-, νούρια, αλλά δεν έπαυαν να της δίνουν στα νεύρα, οπότε είχε ανάγκη να τα πει σε κάποιον για να ξεσπάσει — στον Χάρι εν προκειμένω, από τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Ο Χάρι τελείωνε την αναφορά όταν έφτασε η Κόνι. Το τελευταίο μισάωρο καθυστερούσε επίτηδες, περιμένοντάς την. Είχε αποφασίσει να της μιλήσει για τον αλήτη με τα κόκκινα μάτια, γιατί το θεωρούσε απαράδεκτο να κρύβει οτιδήποτε σημαντικό από τους συνεργάτες του στις αποστολές. Με τον Ρίκι Εστεφάν έλεγαν τα πάντα κι αυτός ήταν ο ένας λόγος που είχε επισκεφθεί τον Ρίκι νωρίτερα. Ο άλλος ήταν ότι εκτιμούσε πολύ τη διαίσθηση και τη γνώμη του. Είτε ήταν πραγματικός ο αλήτης είτε προϊόν της φαντασίας του, η Κόνι είχε δικαίωμα να γνωρίζει την ύπαρξή του. Ο Χάρι ήθελε επίσης να μιλήσει στην Κόνι, γιατί αυτό ήταν μια καλή δικαιολογία να βρεθούν μαζί μετά τη δουλειά. Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ συνεργατών ενθαρρύνονταν άλλωστε και από την Υπηρεσία, επειδή βοηθούσαν στο να δημιουργηθούν στενότεροι δεσμοί ανάμεσα σε αστυνομικούς που καλούνταν συχνά να διακινδυνεύσουν την ίδια τους τη ζωή ο ένας
για τον άλλον. Αυτός κι η Κόνι είχαν ανάγκη να συζητήσουν το. σημερινό επεισόδιο, να εξωτερικεύσουν τους φόβους τους και, κατά συνέπεια, να το μετατρέψουν από τραυματική εμπειρία σε επεισόδιο της καριέρας τους, που κάποτε θα το διηγιόταν ο καθένας στα παιδιά του και στα εγγόνια του. Αλλά κατά βάθος ο Χάρι ήθελε να βρεθεί με την Κόνι εκτός υπηρεσίας επειδή είχε αρχίσει να τον ενδιαφέρει σαν γυναίκα. Πράγμα που ήταν άξιο απορίας. Γιατί αυτός κι η Κόνι ήταν δυο άκρα αντίθετα. Από την πρώτη μέρα που έγιναν συνεργάτες, προσπαθούσε συνεχώς να πείσει τον εαυτό του ότι αυτή η γυναίκα του έδινε στα νεύρα. Τώρα, έξι μήνες μετά, του ήταν αδύνατον να πάψει να σκέφτεται τα μάτια της, τα λαμπερά της μαλλιά και τα υπέροχα χείλη της. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αυτή η αλλαγή είχε αρχίσει εδώ και καιρό, αλλά μόνο σήμερα είχαν πάρει μπροστά τα γρανάζια του μυαλού του ώστε να το διαπιστώσει. Γιατί ειδικά σήμερα; Πολύ απλό. Γιατί είχε γλιτώσει το θάνατο παρά τρίχα. Και η επαφή με το θάνατο πάντα βοηθάει τον άνθρωπο να ξεκαθαρίσει ένα σωρό σκέψεις και συναισθήματα. Πόσο μάλλον στην περίπτωσή του, που η συνάντηση με το θάνατο δεν ήταν απλή επαφή, αλλά σφιχταγκάλιασμα. Ποτέ άλλοτε δε θυμόταν να είχε νιώσει τόσα πολλά κι έντονα συναισθήματα ταυτόχρονα: μοναξιά, φόβο, αμφιβολία για τις ικανότητες του, αγαλλίαση που ήταν ζωντανός, τελικά, και πόθο τόσο έντονο που είχε σκιρτήσει η καρδιά του. «Πού να υπογράψω;» τον ρώτησε η Κόνι όταν της ανακοίνωσε ότι είχε τελειώσει τη γραφική δουλειά. Ο Χάρι άπλωσε όλα τα απαιτούμενα έντυπα πάνω στο γραφείο του, μαζί και την προσωπική αναφορά της Κόνι. Την είχε γράψει αυτός, όπως πάντα, πράγμα που ήταν αντίθετο στους κανονισμούς της Υπηρεσίας και μια από τις ελάχιστες παραβάσεις που έκανε ο Χάρι στη ζωή του. Αλλά με την Κόνι μοιράζονταν τη δουλειά ανάλογα με τις ικανότητές τους και τις προτιμήσεις τους και & αυτό τον τομέα ο Χάρι τύχαινε να τα καταφέρνει καλύτερα. Οι περιγραφές της Κόνι στις προσωπικές της αναφορές είχαν μόνιμα οργισμένο ύφος, αντί να είναι ουδέτερες και τυπικές, όπως έπρεπε, και μερικές φορές τής ξέφευγαν λέξεις όπως «τομάρι» ή «καθίκι», αντί για «ύποπτος» ή «συλληφθείς», που έτσι και δε διορθώνονταν θα έκαναν το
συνήγορο του εγκληματία να βγάζει αφρούς αγανάκτησης στο δικαστήριο. Η Κόνι υπέγραψε όλα τα χαρτιά που έβαλε ο Χάρι μπροστά της, χωρίς να τους ρίξει ούτε μια ματιά. Του άρεσε πολύ αυτό. Σήμαινε ότι τον εμπιστευόταν απόλυτα. Καθώς τη χάζευε που έβαζε εκείνη την καλικαντζούρα που αποτελούσε την υπογραφή της, αποφάσισε ότι θα άξιζε να πάνε σε κάποιο ξεχωριστό μέρος απόψε κι ας ήταν το σακάκι του υγρό και χιλιοζαρωμένο. Ίσως σ' ένα μπαράκι με ζεστή ατμόσφαιρα, χαμηλό φωτισμό, αναπαυτικές πολυθρόνες, κεριά στα τραπέζια κι οπωσδήποτε έναν πιανίστα να παίζει —όχι όμως από κείνους τους γλοιώδεις με τα λαμε κοστούμια που παίζουν κάθε μισή ώρα το Φίλιν/κς, τη μελωδία-σύμβολο όλων εκείνων που τα έχουν κοπανήσει μετά από ερωτική απογοήτευση. Η Κόνι δεν έλεγε να σταματήσεινα βρίζει το ρεπόρτερ που την είχε αποκαλέσει «Μπατγούμαν» και να γκρινιάζει για όλες τις προσβολές που είχε υποστεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κι ο Χάρι δυσκολευόταν μεν να βρει την κατάλληλη στιγμή να της προτείνει να πάνε για ένα ποτό, αλλά είχε άφθονο χρόνο να τη χαζεύει και να τη βρίσκει όλο καιπιο όμορφη. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι παρατηρώντας την τόσο προσεκτικά, κατάλαβε πόσο κουρασμένη ήταν: χλομή, κομμένη, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και ώμους γερτούς σαν να μην άντεχε άλλο το βάρος της μέρας. Οπότε άρχισε ν' αμφιβάλλει αν η Κόνι θα είχε διάθεση να βγει για ποτό και να κουβεντιάσει τα ίδια αυτά γεγονότα που την είχαν κουράσει. Κι όσο πιο πολύ διαπίστωνε την κούρασή της, τόσο πιο εξαντλημένος ένιωθε κι ο ίδιος. Τα πικρά της σχόλια για την τάση της τηλεόρασης να μετατρέπει την τραγωδία σε θέαμα προς κατανάλωση του θύμισαν ότι η Κόνι είχε ξεκινήσει τη μέρα της θυμωμένη, σαν να τη βασάνιζε κάτι που δεν ήθελε να το συζητήσει. Καθώς η ερωτική του διάθεση έδινε τη θέση της στη σύνεση, άρχισε ν' αναρωτιέται αν ήταν σωστό τελικά να ενδιαφέρεται ερωτικά για μια συνάδελφο. Η τακτική της Υπηρεσίας ήταν να χωρίζει στη δουλειά τα ζευγάρια των αστυνομικών που τύχαινε να δημιουργήσουν σεξουαλικές σχέσεις εκτός υπηρεσίας, ετεροφυλόφιλους κι ομοφυλόφιλους αδιακρίτως. Και η τακτική της Υπηρεσίας βασιζόταν πάντα στη μακρόχρονη πείρα.
Η Κόνι τελείωσε με τις υπογραφές κάι κοίταξε τον Χάρι από πάνω ως κάτω. «Πρώτη φορά μοιί δίνεις την εντύπωση ότι ψωνίζεις και καμιά 'φορά ρούχα από τα καλάθια», τον πείραξε. Και, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον αγκάλιασε, πράγμα που θα ξανακεντριζε σίγουρα το ερωτικό ενδιαφέρον του, αν δεν ήταν μια καθαρά συναδελφική χειρονομία «Πώς πάει το στομάχι σου; Πονάει;» Μια μικρή ενόχληση μόνο, που δε θα μ'εμπόδιζε καθόλου να σε ρίξω στο κρεβάτι και να κάνουμε έρωτα ως το πρωί. «Δεν είναι τίποτα», της απάντησε. «Είσαι σίγουρος;» «Ναι, σου λέω». «Θεούλη μου, είμαι πτώμα!» «Κι εγώ», είπε ο Χάρι. «Θα κοιμηθώ εκατό ώρες». «Τουλάχιστον δέκα». Η Κόνι χαμογέλασε και, προς μεγάλη του έκπληξη, τον τσίμπησε τρυφερά στο μάγουλο. «Τα λέμε το πρωί, Χάρι». Την ακολούθησε με το βλέμμα του όπως έβγαινε από το γραφείο. Φορούσε πάντα τα στραβοπατημένα της Ρίμποκ, το αιώνιο μπλουτζίν, το καρό καφεκόκκινο πουκάμισο και το κοτλέ σακάκι που ήταν σε τρισχειρότερη κατάσταση απ' ό,τι το πρωί. Κι όμως, δε θ α την έβρισκε τόσο ακαταμάχητη ακόμη κι αν την έβλεπε ντυμένη με μαύρο, εφαρμοστό σατέν που ν* αφήνει την πλάτη ολόγυμνη. Το γραφείο του φάνηκε φριχτό χωρίς την Kovl Το δυνατό φως από τις λάμπες φθορίου τόνιζε τις σκληρές, ευθείες γραμμές της λιτής επίπλωσης κι έκανε το χώρο να φαντάζει γυμνός και κρύος. Πίσω από το θαμπό τζάμι, το μισόφωτο εδινε τη θέση του στο σκοτάδι κάτω από τη συνεχή, μονότονη μουσική ΐ η ς βροχής. Ο Χάρι είχε κάνει έναν πλήρη κύκλο, από την έξαψη και την εξάντληση, ψυχική και σωματική, ως τον πόθο, για να καταλήξει και πάλι στην πλήρη εξάντληση. Έ ν ι ω θ ε κυριολεκτικά σαν κυκλοθυμικός έφηβος. Έσβησε τον υπολογιστή και τα φώτα, έκλεισε την πόρτα του γραφείου και παρέδωσε το φάκελο με την αναφορά στο γραφείο υπηρεσίας. Στη διαδρομή προς το σπίτι του, πάντα μέσα σε βροχή, ευχόταν να τον πάρει ο ύπνος μόλις ξαπλώσει στο κρεβάτι του
και παρακαλούσε το Θεό να κοιμόταν βαθιά, χωρίς όνειρα Ίσως το πρωί, που θα ξυπνούσε φρέσκος και ξεκούραστος, η εξήγηση στο μυστήριο του αλήτη με τα κόκκινα μάτια να ήταν πολύ απλή. Στα μισά της διαδρομής, πήγε ν' ανοίξει το ραδιόφωνο, θέλοντας ν' ακούσει λίγη μουσική. Μια στιγμή πριν αγγίξει το κουμπί, το χέρι του κοκάλωσε και δεν ολοκλήρωσε την κίνηση του. Φοβόταν ότι αντί για τραγούδι θα άκουγε την παράξενη σπηλαιώδη φωνή του αλήτη να λέει: Τικτάκ, τικτάκ, τικτάκ...
6 Η Τζένιφερ αποκοιμήθηκε. Ήταν κανονικός ΰπνος αυτή τη φορά. Δε βυθίστηκε στη δίνη των φανταστικών κόσμων όπου τόσο συχνά έβρισκε καταφύγιο. Κι όταν ξύπνησε, δε χρειάστηκε ν* αποδιώξει οράματα από σμαραγδένια κάστρα ή ακροατήρια που την αποθέωναν για την εκπληκτική φωνητική ερμηνεία της. Είχε μόνο μια ξινή γεύση στο στόμα —από μπαγιάτικη πορτοκαλάδα και βαρύ ύπνο. Έβρεχε ακόμη. Άκουγε το σφυροκόπημα της βροχής στη στέγη του νοσοκομείου. Της ιδιωτικής κλινικής, για την ακρίβεια. Άκουγε το ρυθμό, το μουρμουρητό, το πλατάγισμα, το κελάρυσμα του νερού παντού ολόγυρά της. Στερημένη από την όραση, η Τζένιφερ δεν είχε τρόπο να ξέρει με ακρίβεια την ώρα ή τη μέρα. Ωστόσο, όντας είκοσι χρόνια στο σκοτάδι, είχε αναπτύξειτην αίσθηση του χρόνου και ήταν σε θέση να καταλαβαίνει την εποχή και το μήνα. . Ή ξ ε ρ ε λοιπόν ότι πλησίαζε η άνοιξη. Ίσως ήταν Μάρτης, το τέλος της εποχής των βροχών στη Νότια Καλιφόρνια. Δεν ήξερε τι μέρα ήταν, αλλά υπέθετε ότι ήταν αργά το απόγευμα, μεταξύ έξι κι οχτώ. Μπορεί να είχε φάει για βράδυ, δε θυμόταν. Μερικές φορές ήταν τόσο χαμένη στον κόσμο της, που μετά βίας κατάφερνε να καταπίνει όταν την τάιζαν με το κουτάλι και δεν καταλάβαινε καθόλου τι έτρωγε. Άλλες φορές, όταν έπεφτε σε πλήρη κατατονία, της έδιναν την τροφή ενδοφλέβια, με ορό. Μόλο που το δωμάτιο, εκτός από το θόρυβο της βροχής, ήταν βυθισμένο στη σιωπή, η Τζένιφερ διαισθανόταν μια παρουσία,
με τον εκπληκτικό εκείνο τρόπο που την αισθάνονται μόνο οι τυφλοί. Έμεινε εντελώς ακίνητη και προσπάθησε ν' αναπνέει αργά και ρυθμικά σαν να κοιμόταν, περιμένοντας να κάνει το άγνωστο πρόσωπο κάποια κίνηση, να βήξει ή ν' αναστενάξει και να μπορέσει ίσως έτσι να το αναγνωρίσει. Ο άγνωστος σύντροφος της δεν της έκανε το χατίρι. Τελικά, η Τζένιφερ κατέληξε να πιστέψει ότι βρισκόταν μόνη μαζί του. Ή ξ ε ρ ε ότι ήταν ασφαλής όσο παρίστανε την κοιμισμένη. Πάσχισε να μείνει εντελώς ακίνητη. Στο τέλος, δεν άντεξε άλλο τη φοβερή ψυχολογική ένταση. «Μάργκαρετ;» είπε. Δεν πήρε απάντηση. Ήξερε ότι η σιωπή ήταν απατηλή. Προσπάθησε να θυμηθεί το όνομα της άλλης νοσοκόμας. Τα κατάφερε. «Αντζελίνα;» Καμιά απάντηση. Μόνο η βροχή. Τη βασάνιζε. Ήταν ένα ψυχολογικό μαρτύριο κι ένα από τα ελάχιστα πράγματα που μπορούσαν ακόμη να την αγγίξουν. Είχε γνωρίσει τόσο πολύ σωματικό και συναισθηματικό πόνο, που είχε αναπτύξει απίστευτους μηχανισμούς άμυνας σ' αυτές τις μορφές βασανισμού. «Ποιος είναι;» ρώτησε. «Εγώ». Ο Μπράιαν. Ο δικός της Μπράιαν. Η φωνή του ήταν γλυκιά κι ευγενική, σε καμιά περίπτωση απε ιλητική. Κι όμως, έκανε το αίμα να παγώσει στις φλέβες της. «Πού είναι η νοσοκόμα;» «Της ζήτησα να μας αφήσει μόνους». «Τι θέλεις;» «Μόνο να είμαι μαζί σου». «Γιατί;» «Γιατί σ* αγαπάω». Ακουγόταν ειλικρινής, αλλά η Τζένιφερ ήξερε ότι δεν ήταν. Ήταν εκ φύσεως ανίκανος να είναι ειλικρινής. «Φύγε», του είπε ικετευτικά. «Γιατί με πληγώνεις;» «Ξέρω τι είσαι». «Τι είμαι;» Δεν του απάντησε.
«Πώς μπορείς να ξέρεις τι είμαι;» «Αν δεν ξέρω εγώ, ποιος ξέρει;» του απάντησε σκληρά, γεμάτη απελπισία και πίκρα, αηδία και μίσος για τον εαυτό της. Κρίνοντας από την κατεύθυνση που ακουγόταν η φωνή του, θα πρέπει να στεκόταν κοντά στο παράθυρο, πιο κοντά στον ήχο της βροχής, παρά στους θορύβους του διαδρόμου. Έτρεμε στη σκέψη ότι θα πλησίαζε το κρεβάτι της, θα της έπιανε το χέρι, θα την άγγιζε στο μάγουλο ή στο μέτωπο. «Θέλω την Αντζελίνα», του είπε. «Όχι ακόμα». «Σε παρακαλώ». «Όχι». «Τότε να φύγεις». «Γιατί με πληγώνεις;» την ξαναρώτησε. Η φωνή του ήταν γλυκιά όπως πάντα, μελωδική σαν αγοριού εκκλησιαστικής χορωδίας, χωρίς θυμό ή πίκρα, μόνο λυπημένη. «Έρχομαι δυο φορές την εβδομάδα. Κάθομαι κοντά σου. Τι θ α ήμουν εγώ χωρίς εσένα; Τίποτε και το ξέρω». Η Τζένιφερ δάγκωσε τα χείλη της και δεν του απάντησε. Ξαφνικά τον ένιωσε να κινείται Δεν άκουσε βήματα, ούτε θρόισμα ρούχων. Όταν ήθελε, κινιόταν εντελώς αθόρυβα, σαν γάτα Ήξερε ότι πλησίαζε το κρεβάτι της. Αναζήτησε απελπισμένα τη λησμονιά στο καταφύγιο των φαντασιώσεών της και δεν την ένοιαζε αν θα ήταν λαμπερά βασίλεια ή φριχτοί, σκοτεινοί τόποι, αρκεί να ξέφευγε από τον τρόμο της πραγματικότητας και της παρουσίας του σ' αυτό το μικρό δωμάτιο της κλινικής. Μόνο που δεν μπορούσε να καταφύγει με τη θέλησή της στον εσωτερικό της κόσμο, όπως δεν ήταν συνειδητές και οι σπάνιες περίοδοι της επιστροφής της στην πραγματικότητα. Η Τζένιφερ περίμενε τρέμοντας. Αφουγκραζόταν. Κι αυτός ήταν αθόρυβος, σαν φάντασμα. Ο δυνατός θόρυβος της βροχής cm) στέγη σταμάτησε απότομα, σαν να ακουγόταν από ραδιόφωνο και κάποιος να είχε κλείσει το κουμπί, αλλά η Τζένιφερ ήξερε ότι η βροχή δεν είχε σταματήσει στην πραγματικότητα. Όλος ο κόσμος εγκλωβίστηκε ξαφνικά σε μια υπερφυσική, τρομακτική ακινησία.
Η Τζένιφερ ένιωθε τον τρόμο να κυλάει στο αίμα της, ακόμη και στην παράλυτη πλευρά τουκορμιού της. Αυτός της έπιασε το χέρι. Το δεξί. Η Τζένιφερ άφησε μια πνιχτή, άναρθρη κραυγή και δοκίμασε να το τραβήξει. «Όχι», είπε αυτός και της το κράτησε πιο γερά. Ή τ α ν πολύ δυνατός. Η Τζένιφερ φώναξε τη νοσοκόμα κι ας ήξερε σ η ήταν μάταιο. Αυτός την κρατούσε με το ένα χέρι του και με το άλλο άρχισε να της χαϊδεύει τα δάχτυλα. Ύστερα το εσωτερικό του καρπού, τα πλαδαρά, γέρικα μπράτσα της. Η Τζένιφερ περίμενε μέσα στο σκοτάδι, πασχίζοντας να μη σκέφτεται τα βασανιστήρια στα οποία θα την υπέβαλλε σύντομα. Όταν την τσίμπησε στο μπράτσο, της ξέφυγε ένα παραπονεμένο βογκητό γεμάτο ικεσία. Αυτός την τσίμπησε πάλι, πιο δυνατά, ακόμη πιο δυνατά, αλλά τόσο ώστε να μην της αφήσει σημάδι. Η Τζένιφερ υπέμενε στωικά κι αναρωτιόταν πώς να ήταν τΟ πρόσωπο του, αν ήταν άσχημο, συνηθισμένο ή όμορφο. Υποψιαζόταν όμως ότι, αν ένα θαύμα τής ξανάφερνε την όρασή της κι αντίκριζε εκείνα τα τρομακτικά του μάτια, θα μετάνιωνε πικρά αντί να χαρεί. Αυτός έχωσε το δάχτυλό του στ' αυτί της. Το νύχι του ήταν μακρύ και σουβλερό σαν βελόνα Αρχισε να στρίβει το δάχτυλό του πιέζοντας όλο κι» πιο βαθιά, ώσπου ο πόνος έγινε αφόρητος. Η Τζένιφερ ούρλιαξε, αλλά κανείς δεν έτρεξε να τη βοηθήσει. Το χέρι του ανέβηκε στα στήθη της, τα χαλαρά, γέρικα στήθη της, που είχαν αδειάσει ύστερα από τόσα χρόνια αδράνειας και τεχνητής τροφής. Ακόμη και σ' αυτή τη σεξουαλικά αδρανή κατάσταση που βρισκόταν, οι ρώγες εξακολουθούσαν να είναι ένα ευαίσθητο σημείο κι αυτός ήξερε πώς να της προκαλέσει πόνο. Ωστόσο, δε ν τη ν τρομοκρατούσαν τόσο αυτά που της έκανε, όσο η σκέψη αυτών που θα επακολουθούσαν. Οι ιδέες του ήταν ανεξάντλητες. Και η πραγματική φρίκη ήταν η αναμονή του άγνωστου μαρτυρίου. Η Τζένιφερ ούρλιαξε ξανά, καλώντας κάποιον, οποιονδήποτε, να έρθει να τη γλιτώσει. Ικέτεψε το Θεό να τη λυπηθεί. Οι κραυγές και τα παρακάλια της έπεσαν στο κενό.
Τελικά σώπασε, υποκύπτοντας στο μοιραίο. Αυτός την άφησε τότε, αλλά η απειλή της παρουσίας του ήταν εξίσου τρομακτική με το άγγιγμά του. «Θέλω να μ' αγαπήσεις», της είπε. «Σε παρακαλώ, φύγε...» «Αγάπησέ με», ξαναείπε ο Μπράιαν. Αν μπορούσαν τα μάτια της να βγάλουν δάκρυα, σίγουρα θα έκλαιγε τώρα με λυγμούς. «Αγάπησέ με και δε θα έχω λόγο να σε ξαναπειράξω ποτέ. Το μόνο που θέλω είναι να μ' αγαπήσεις». Ήταν εξίσου ανίκανη να λειτουργήσει ερωτικά, όσο και να βγάλει δάκρυα από τα κατεστραμμένα μάτια της. Ευκολότερο θα ήταν να σμίξει με μια οχιά, μ' ένα βράχο ή με ένα πλάσμα από άλλον πλανήτη. «Το μόνο που έχω ανάγκη είναι ν' αγαπηθώ», είπε ο Μπράιαν. Η Τζένιφερ ήξερε πως ήταν ανίκανος για έρωτα. Στην πραγματικότητα δεν είχε καν αντίληψη της έννοιας της λέξης. Το ήθελε απλώς επειδή δεν μπορούσε να το έχει, δεν μπορούσε να το αισθανθεί. Επειδή ήταν γι' αυτόν ένα μυστήριο, κάτι άγνωστο. Ακόμη κι αν ήταν σε θέση να σμίξει ερωτικά μαζί του και να τον πείσει ότι τον αγαπούσε, δε θα άλλαζε τίποτε, γιατί δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τον συγκινήσει η αγάπη ή να τον αλλάξει. Θα τη γνώριζε, θα την αρνιόταν και θα συνέχιζε να βασανίζει τους ανθρώπους από συνήθεια. Ξαφνικά, ο θόρυβος της βροχής ξανάρχισε. Κουβέντες ακούστηκαν πάλι από το διάδρομο και τα διπλανά δωμάτια. Κι ο ήχος ενός τρέιλερ που μετέφερε δίσκους με φαγητό. Το μαρτύριό της είχε τελειώσει. Προσωρινά. «Δεν μπορώ να μείνω πολύ σήμερα το απόγευμα», είπε ο Μπράιαν. Γέλασε μόνος του. Αυτό που άκουσε η Τζένιφερ δεν ήταν γέλιο, αλλά ένα αηδιαστικό γουργούρισμα. «Αυξήθηκαν ξαφνικά οι ασχολίες μου», συνέχισε ο Μπράιαν. « Έ χ ω πάρα πολλά να κάνω και πρέπει να βιαστώ». Όπως πάντα, φεύγοντας, έσκυψε πάνω από το προστατευτικό κάγκελο του κρεβατιού και της έδωσε ένα φιλί στην παράλυτη πλευρά του προσώπου της. Η Τζένιφερ δεν αισθάνθηκε
ούτε την πίεση ούτε την υφή των χειλιών του, μόνο ένα στιγμιαίο ανάλαφρο άγγιγμα παγωνιάς. Και είχε την υποψία ότι κάπως έτσι θα ήταν και η πραγματική αίσθηση του φιλιού του, αν της το είχε δώσει στο δεξί μάγουλο^ Φεύγοντας, ο Μπράιαν προτίμησε να κάνει θόρυβο. Άκουσε καθαρά τα βήματά του που απομακρύνονταν προς την πόρτα. Μετά από λίγο, μπήκε στο δωμάτιο η Αντζελίνα και της έφερε το δείπνο. Πουρές πατάτας με ζωμό κρέατος. Πουρές βοδινού. Πουρές από μπιζέλια Πολτός μήλού με λίγη κανέλα και ζάχαρη. Παγωτό. Τροφές που δε θα δυσκολευόταν να καταπιεί. Η Τζένιφερ δεν είπε τίποτε γι' αυτά που είχαν συμβεί πριν από λίγο. Ήξερε από πικρή πείρα ότι δε θα την πίστευε κανείς. Ο Μπράιαν θα πρέπει να είχε εμφάνιση αγγέλου, γιατί όλοι τον συμπαθούσαν και τον εμπιστεύονταν με την πρώτη ματιά και πίστευαν ότι είχε τα ευγενέστερα κίνιρρακαιτις καλύτερες προθέσεις. Η Τζένιφερ αναρωτήθηκε αν θα τέλειωνε πστέτο μαρτύριο της.
7 Ο Ρίκι Εστεφάν άδειασε μισό κουτί ριγκατόνι στην κατσαρόλα με το νερό που έβραζε. Αφρός ξεσηκώθηκε μονομιάς ως το χείλος της κατσαρόλας κι ο ατμός πήρε τη μυρωδιά του ζυμαρικού. Σ' ένα μικρότερο μάτι, ακριβώς δίπλα, σιγόβραζε μια ευωδιαστή σάλτσα. Καθώς ρύθμιζε την ένταση της φλόγας στην εστία του γκαζιού, άκουσε έναν παράξενο θόρυβο από τη μεριά της μπροστινής βεράντας. Ήταν ένας γδούπος, όχι ιδιαίτερα δυνατός, αλλά ακαθόριστος. Έμεινε ακίνητος κι έστησε αυτί. Τη στιγμή που αποφάσισε ότι μάλλον είχε κάνει λάθος, ο ήχος ξανακούστηκε: Ντονπ. Ο Ρίκι πήγε ως την μπροστινή πόρτα, άναψε το φως της βεράντας και κοίταξε από το ματάκι. Δεν υπήρχε κανείς εκεί έξω. Ξεκλείδωσε την πόρτα, την άνοιξε, έβγαλε το κεφάλι του έξω και κοίταξε προσεκτικά και προς τις δύο κατευθύνσεις. Κανένα από τα έπιπλα της βεράντας δεν είχε πέσει. Δε φυσούσε καθόλου και η κούνια κρεμόταν ακίνητη από τις αλυσίδες της. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει πυκνή. Πέρα στο δρόμο, οι κίτρινες λάμπες φώτιζαν τα ρυάκια της βροχής που κυλούσαν
αφρίζοντας σία ρείθρα προς τις σχάρες των υπονόμων. Δε φαινόταν να έχει γίνει καμιά καταστροφή εξαιτίας της καταιγίδας κι ο ήχος που είχε ακούσει παρέμενε ανεξήγητος. Αφού έκλεισε την πόρτα, ο Ρίκι γύρισε δυο φορές το κλειδί στην κλειδαριά ασφαλείας και πέρασε και την αλυσίδα. Από τη μέρα που τον είχαν πυροβολήσει είχε γίνει μανιακός με τις προφυλάξεις. Υγιής ή όχι, αυτή η μανία τσυ ήταν τυπικό δείγμα μιας παράνοιας που ευδοκιμούσε σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Ο Ρίκι είχε μόνιμα κλειδωμένες όλες τις πόρτες του σπιτιού και με το που σκοτείνιαζε έκλεινε και τα παραθυρόφυλλα, για να μην μπορεί κανείς να δει απέξω. Ντρεπόταν για το φόβο του. Κάποτε ήταν τόσο ικανός, θαρραλέος κι ανέμελος... Νωρίτερα, όταν έφυγε ο Χάρι, ο Ρίκι προσποιήθηκε ότι έμεινε στην κουζίνα και δούλευε. Στην πραγματικότητα, μόλις άκουσε την μπροστινή πόρτα να κλείνει, σηκώθηκε, διέσχισε το διάδρομο και την κλείδωσε, ενώ ο φίλος του βρισκόταν ακόμη στα σκαλιάτης βεράντας. Τα μάγουλάτου είχαν φλογιστείαπότην ντροπή, αλλά δεν άντεχε σιην ιδέα ότι θα άφηνε μια πόρτα ξεκλείδωτη έστω και για μερικά λεπτά της ώρας. Με το που στράφηκε να επιστρέψει στην κουζίνα, ξανάκουσε το θόρυβο: Ντουπ. Αυτί] τη φορά του φάνηκε ότι προερχόταν από το καθιστικό. Μπήκε κατευθείαν στο δωμάιιο για να εντοπίσει την πηγή του ήχου. Δυο μικρές επιτραπέζιες λάμπες σκόρπιζαν στο χώρο ένα γλυκό, χαμηλό φως. Του άρεσε να είναι όλα τα δωμάτια του σπιτιού φωτισμένα μέχρι την ώρα που θα πήγαινε για ύπνο. Δεν ένιωθε άνετα όταν αναγκαζόταν να μπει πρώτα σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο και ύστερα να πατήσει το διακόπτη. Ό λ α ήταν εντάξει στο καθιστικό. Για να είναι απόλυτα σίγουρος, έριξε και μια ματιά πίσω από τον καναπέ. Ντουπ. Στην κρεβατοκάμαρα; Το καθιστικό, με μια δεύτερη πόρτα, έβγαζε α' ένα μικρό χολ. Εκεί υπήρχαν άλλες τρεις πόρτες, που οδηγούσαν κατά σειρά σ' ένα μικρό μπάνιο, στο δωμάτιο των ξένων και στο κυρίως υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Στο καθένα από τα τρία υπήρχε κι από μια μικρή λάμπα αναμμένη. Ο Ρίκι τα έλεγξε όλα,
μέχρι και τις ντουλάπες, αλλά δε βρήκε τίποτε που να μπορούσε να προκαλέσει εκείνο το θόρυβο. Τράβηξε όλες τις κουρτίνες για να βεβαιωθεί ότι τα μάνταλα ήταν κατεβασμένα σε όλα τα παραθυρόφυλλα κι όλα τα τζάμια ανέπαφα. Ή τ α ν πράγματι. Ντουπ. Αυτή τη φορά ακούστηκε από το γκαράζ. Ο Ρίκι άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και πήρε το περίστροφο που είχε πάντα εκεί, ένα 38άρι Σμιθ & Γουέσον. Ή ξ ε ρ ε ότι ήταν γεμάτο, αλλά για απόλυτη σιγουριά άνοιξε τον κύλινδρο και το έλεγξε. Και οι πέντε σφαίρες ήταν στη θέση τους. Ντουπ. Ο ήχος ερχόταν σίγουρα από το γκαράζ. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο Ρίκι έπιασε το σύρτη της πόρτας που συνέδεε το γκαράζ με την κουζίνα... και σταμάτησε πριν τον τραβήξει. Δεν ήθελε να μπει στο γκαράζ. Συνειδητοποίησε ότι χοντρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπο του. «'Ελα, έλα», μουρμούρισε, αλλά τα χέρια του δεν ανταποκρίθηκαν στην ίδια του τη φωνή. Σιχαινόταν τον εαυτό του για το φόβο του. Μόλο που ήταν πολύ νωπές ακόμη οι μνήμες από τις σφαίρες στο κορμί του κι από τους μαρτυρικούς μήνες των εγχειρήσεων και της παραμονής στο νοσοκομείο, μόλο που ήξερε ότι πολλοί άλλοι στη θέση του θα είχαν χάσει κάθε επιθυμία για ζωή κι ότι η μανία του για την ασφάλεια ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, ο Ρίκι σιχαινόταν τον εαυτό του έτσι κι αλλιώς. Ντουπ. Βλαστημώντας μέσ* απ' τα δόντια του, τράβηξε το σύρτη, άνοιξε την πόρτα και βρήκε το διακόπτη του ηλεκτρικού. Μόλις άναψε το φως, πέρασε το κατώφλι. Το γκαράζ χωρούσε άνετα δυο αυτοκίνητα Το γαλάζιο Μιτσουμπίσι του ήταν παρκαρισμένο στο βάθος. Το ελεύθερο κομμάτι του γκαράζ, αυτό που ήταν προς την πλευρά του σπιτιού, φιλοξενούσε ένα μακρύ, ξύλινο πάγκο εργασίας, σειρές από εργαλεία, ντουλάπιαγεμάταυλικάτης δουλειάςτου κι ένα φσυρνάκι, όπου έλιωνε ασήμιγια νατοχύσειστακαλούπιαπου δημιουργούσε και να το μετατρέψει σε αγκράφες και κοσμήματα
Το σφυροκόπημα της βροχής ήταν πολύ πιο έντονο εκεί μέσα γιατί τό γκαράζ δεν είχε στέγη από κεραμίδια όπως το υπόλοιπο σπίτι. Από το τσιμεντένιο δάπεδο ανέβαινε ένα κύμα ψύχρας. Στο γκαράζ δεν υπήρχε κανείς. Και τα ντουλάπια ήταν πολύ μικρά για να κρυφτεί άνθρωπος. Με το περίστροφο στο χέρι, ο Ρίκι έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, κοίταξε από τα παράθυρα κι έκανε και τη φοβερά επίπονη γι' αυτόν προσπάθεια να γονατίσει στο δάπεδο για να κοιτάξει από κάτω. Ούτε εκεί ήταν κρυμμένος κανείς. Η εξωτερική πόρτα του γκαράζ ήταν κλειδωμένη από μέσα. Το ίδιο και το μοναδικό παράθυρο, που έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ μικρό και μόνο ένα πεντάχρονο παιδί θα μπορούσε να χωρέσει στοάνοιγμάτου. Ο Ρίκι αναρωτήθηκε αν ο θόρυβος προερχόταν από τη στέγη. Έμεινε ακίνητος δίπλα στο αυτοκίνητο αρκετή ώρα, με το βλέμμα στραμμένο ψηλά, περιμένοντας να ξανακούσειτον παράξενο γδούπο. Τίποτα Μόνο η βροχή, η εκνευριστική, ασταμάτητη βροχή. Νιώθοντας ανόητος και δειλός, ο Ρίκι επέστρεψε στην κουζίνα και σύρτωσε την εσωτερική πόρτα του γκαράζ. Πήρε το όπλο στην κουζίνα μαζί του και το άφησε δίπλα στη συσκευή του τηλεφώνου. Οι εστίες κάτω από τις δυο κατσαρόλες ήταν σβηστές. Για μια στιγμή, ο Ρίκι πίστεψε ότι είχε γίνει διακοπή στην παροχή του γκαζιού, αλλά αμέσως μετά πρόσεξε ότι και οι δυο διακόπτες ήταν κλειστοί. Ή τ α ν σίγουρος ότι είχε αφήσει αναμμένα τα μάτια όταν βγήκε από την κουζίνα. Τα άναψε ξανά. Οι γαλαζωπές φλόγες του γκαζιού ξανάρχισαν να καίνε κάτω από τις δυο κατσαρόλες. Αφού τις ρύθμισε στην κατάλληλη ένταση, απέμεινε να τις κοιτάζει συλλογισμένος. Δέ μειώθηκαν ούτε στο ελάχιστο, πράγμα που απέκλειε και την πιθανότητα βλάβης στη συσκευή. Κάποιος έπαιζε μαζί του. Ο Ρίκι πήγε στην άκρη του πάγκου της κουζίνας, πήρε το περίστροφο του και σκέφτηκε να ξανακάνει ένα γύρο στο σπίτι. Βέβαια, το είχε ψάξει όλο προηγουμένως κι ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κρύβεται κάποιος. Μετά από ένα σύντομο δισταγμό, ξανάψαξε όλα τα δωμάτια, με το ίδιο αποτέλεσμα όπως και την πρώτη φορά.
'Οταν επέστρεψε ξανά στην κουζίνα, δε βρήκε πάλι το γκάζι κλειστό. Το αντίθετο: η σάλτσα έβραζε τόσο γρήγορα που είχε αρχίσει να κολλάει στον πάτο της κατσαρόλας. Ο Ρίκι άφησε το περίστροφο και τράβηξε το κατσαρολάκι από τη φωτιά. Ύστερα πήρε ένα πιρούνι, τσίμπησε ένα ριγκατόνε από το νερό, το φύσηξε και το δοκίμασε. Ήταν λίγο παραβρασμένο αλλά εντάξει; Άδειασε τα ζυμαρικά στο σουρωτήρι κι όταν στράγγιξε το νερό έβαλε μια μερίδα σ' ένα βαθύ πιάτο και πρόσθεσε μισή κουτάλα σάλτσα. Κάποιος έπαιζε μαζί του. Αλλά ποιος;
8 Η βροχή έσταζε από τα πυκνά φυλλώματα της ψηλής πικροδάφνης, έπεφτε πάνω στις μαύρες πλαστικές σακούλες με τις οποίες ο Σάμι είχε σκεπάσει το μεγάλο ξύλινο κιβώτιο κι από κει κυλούσε στο χώμα ολόγυρα. Κάτω από τα κουρέλια που αποτελούσαν το στρώμα του Σάμι, το δάπεδο του κιβωτίου ήταν επίσης στρωμένο με πλαστικές σακούλες κι έτσι το ταπεινό, αυτοσχέδιο σπιτάκι του ήταν σχετικά στεγνό. Βέβαια, ο Σάμι θα μπορούσε να κάθεται βουτηγμένος στο νερό ως τη μέση και να μην το έχει πάρει χαμπάρι, αφού είχε ήδη τελειώσει την πρώτη δίλιτρη μπουκάλα κρασί και είχε ξεκινήσει τη δεύτερη. Δεν αισθανόταν καμιά ενόχληση —ή, τουλάχιστον, έτσι έλεγε στον εαυτό του. Η αλήθεια ήταν ότι την είχε βρει καλά. Το φτηνό κρασί τον κρατούσε ζεστό, έδιωχνε τις τύψεις και τη λύπηση για τον ίδιο τον εαυτό του και τον έφερνε σ' επαφή με αθώα συναισθήματα κάι αφελείς προσδοκίες, όπως των μικρών παιδιών. Δυο χοντρά αρωματικά κεριά, που τα είχε ανακαλύψει σε κάτι σκουπίδια και τα είχε στήσει σ' ένα αλουμινένιο ταψάκι, σκόρπιζαν στο ιερό του άδυτο ένα υπέροχο άρωμα αγριοφράουλας κι ένα κιτρινωπό φως, γλυκό και ζεστό σαν να έβγαινε από παλιό πολύτιμο λαμπατέρ. Ο περιορισμένος χώρος τού έδινε μια αίσθηση προστασίας και το μονότονο μουρμουρητό της βροχής
στην οροφή του κιβωτίου ήταν γλυκό σαν νανούρισμα. Ο Σάμι ένιωθε σαν έμβρυο σε μήτρα. Ακόμη κι όταν ο ποντικάνθρωπος παραμέρισε το κσυρελόπανο που χρησίμευε σαν πόρτα στο μοναδικό άνοιγμα τσυ κιβωτίου, ο Σάμι δε δοκίμασε το σοκ της αποβολής από τη φανταστική μητρική κοιλιά. Βαθιά μέσα του καταλάβαινε ότι υπήρχε πρόβλημα, αλλά ήταν πολύ βολεμένος για να φοβηθεί. Το κασόνι είχε διαστάσεις δυόμισι επί ένα κι ογδόντα κι ήταν φαρδύ γύρω στο ενάμισι μέτρο. Παρ' όλο που ήταν θηριώδης σε μέγεθος, ο ποντικάνθρωπος θα χωρούσε να στριμωχτεί απέναντι από τον Σάμι αν ήθελε, χωρίς να ρίξει καν τα κεριά, αλλά αυτός προτίμησε να μείνει σκυφτός στο άνοιγμα, κρατώντας τραβηγμένο στο πλάι το πανί με το ένα του χέρι. Τα μάτια του ήταν διαφορετικά από τις προηγούμενες φορές. Λαμπερά μαύρα. Χωρίς καθόλου ασπράδι. Μόνο στο κέντρο υπήρχαν δυο μικροσκοπικές κατακίτρινες κόρες, σαν μακρινά φώτα στο δρόμο που οδηγούσε στα αιώνια σκοτάδια της κόλασης. «Πώς τα πας, Σάμι;» ρώτησε ο ποντικάνθρωπος σε τόνο παράξενα συντροφικό. «Τα βολεύεις βλέπω, ε;» Παρ' όλο που το αλκοόλ είχε σχεδόν νεκρώσει το ένστικτο επιβίωσης του Σάμι Σάμρο και του ήταν αδύνατον να ξαναπιάσει επαφή με το συναίσθημα του φόβου, καταλάβαινε ότι θα έπρεπε να φοβάται. Γι' αυτό, έμεινε ακίνητος, με τα μάτια του στυλωμένα στον εισβολέα, έτσι όπως θα έκανε αν έβλεπε έναν κροταλία να μπαίνε ι στο κιβώτιο του. Ο ποντικάνθρωπος συνέχισε να μιλάε ι: «Πέρασα να σου πω ότι θα με χάσεις για ένα διάστημα. Έ χ ω καινούριες ασχολίες. Πολλή δουλειά. Μου προέκυψαν πιο επείγοντα ζητήματα. Ό ταν τελειώσω μ' αυτά, θα είμαι τόσο εξαντλημένος, που θα κοιμηθώ ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο». Το γεγονός ότι ο Σάμι ήταν προσωρινά άφοβος δε σήμαινε ότι είχε γίνει και θαρραλέος. Δεν τόλμησε να μιλήσει. «Ξέρεις πόσο με εξαντλεί αυτό που κάνω, Σάμι; Σε βεβαιώνω ότι δεν είναι εύκολη δουλειά να ξεδιαλέγεις τους αμνούς από τα ερίφια, να ξεφορτώνεσαι τους χωλούς και τους ασθενικούς». Ο ποντικάνθρωπος κούνησε ζωηρά το κεφάλι του. Σταγόνες βροχής τινάχτηκαν από τα πλούσια μαλλιά του και πιτσίλισαν το πρόσωπο του Σάμι.
Ακόμη και μέσα στην τόση θολούρα του, ο Σάμι είχε εκπλαγεί από την ξαφνική φλυαρία του ποντικάνθρωπου και το σχεδόν εμπιστευτικό τόνο. Επιπλέον, ο περίεργος αυτός μονόλογος του θύμιζε αόριστα κάποια λόγια που είχε ξανακούσει, πολλά χρόνια πριν, σε κάποιο άλλο μέρος, αλλά του ήταν αδύνατον να θυμηθεί πού, πότε κι από ποιον. Δεν ήταν μόνο η σπηλαιώδης φωνή ή οι λέξεις καθαυτές που δημιουργούσαν στον Σάμι αυτή την αίσθηση. Ήταντο γενικό ύφος των αποκαλύψεων, η αλλόκοτη ειλικρίνεια που τις χαρακτήριζε κι ο τόνος της απαγγελίας που χρωμάτιζε τη φωνή του. «Είναι εξαντλητικό να ασχολείται κανείς συνεχώς με σκουλήκια σαν εσένα», συνέχισε ο ποντικάνθρωπος. «Εξαντλητικό. Θα ήταν πολύ ευκολότερο αν μπορούσα να σας διαλύσω όλους εσάς από την πρώτη φορά, να σας κάνω σκόνη ή να κάνω τα κεφάλια σας να σκάσουν σαν μπαλόνια Δε θα ήταν πολύ ωραίο;» Όχι. Ενδιαφέρον κι αξιοπερίεργο ναι, εντυπωσιακό σίγουρα, αλλά ωραίο όχι. Με τίποτα, σκέφτηκε ο Σάμι, πάντα χωρίς ίχνος φόβου. «Αλλά για να εκπληρώσω το πεπρωμένο μου», είπε ο ποντικάνθρωπος, «για να γίνω αυτό που προορίζομαι να γίνω, πρέπει πρώτα να σας δείξω την οργή μου, να φανείτε τρομαγμένοι και ταπεινοί ενώπιον μου, να καταλάβετε το νόημα της καταδίκης σας». Ο Σάμι θυμήθηκε ξαφνικά πού είχε ξανακούσει παρόμοιες κουβέντες. Από έναν άλλο άστεγο, στο Λος Άντζελες, πριν από δυο χρόνια πάνω κάτω. Εκείνος ο τύπος πίστευε ότι ήταν ο μεσαίος, ότι τον είχε στείλει ο θ ε ό ς να τιμωρήσει τον κόσμο για τις αμαρτίες του. Τελικά του είχε στρίψεικανονικά κι ένα βράδυ είχε μαχαιρώσει τρεις τέσσερις ανθρώπους που στέκονταν στην ουρά μπροστά στο ταμείο ενός κινηματογράφου. «Ξέρεις τι γίνομαι, Σάμι;» Ο Σάμι απλώς έσφιξε πιο δυνατά την μπουκάλα στα χέρια του. «Γίνομαι ο νέος Θεός», είπε ο ποντικάνθρωπος. «Χρειάζεται ένας καινούριος Θεός. Κι εγώ είμαι ο εκλεκτός. Ο παλιός Θεός παραήταν σπλαχνικός κι έχασε τον έλεγχο. Καθήκον μου είναι να Ολοκληρωθώ και στη συνέχεια να κυβερνήσω τον ν κόσμο με πυγμή». Στο φως των κεριών οι σιαγόνες της βροχής που κρέμονταν από τα μαλλιά και τα γένια του ποντικάνθρωπσυ λαμπύριζαν σαν μικρά διαμάντια.
«Αφού ξεμπερδέψω μ' αυτά τα επείγοντα ζητήματα που με απασχολούν κι αφού ξεκουραστώ όπως θέλω, θα ξανάρθω να σε βρω», είπε στον Σάμι. «Απλώς δεν ήθελα να νομίσεις ότι σε ξέχασα. Δεν ήθελα να νιώσεις παραμελημένος. Καημένε μου Σάμι· δε θα σε ξεχάσω. Κι αυτό δεν είναι απλώς μια υπόσχεση, είναι ο ιερός λόγος του νέου Θεού». Αμέσως μετά, ο ποντικάνθρωπος έκανε ένα φριχτό θαύμα για να εξασφαλίσει ότι ο Σάμι δε θα τσν ξεχνούσε, ακόμη κι αν πνιγόταν σε ωκεανούς αλκοόλ. Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια τσυ κι όταν τα άνοιξε ξανά δεν ήταν πια μαύρα με κίτρινες κόρες, δεν ήταν καν μάτια πλέον, αλλά δυο κόγχες όπου στριμώχνονταν κουβαριασμένα δεκάδες γλοιώδη άσπρα σκουλήκια. Άνοιξε το στόμα του και φάνηκαν δυο σειρές μακριά, σουβλερά δόντια σαν του καρχαρία. Φαρμάκι έσταζε από τις άκρες τους και μια κατάμαυρη, φιδίσια γλώσσα τιναζόταν από τα μισάνοιχτα χείλη. Το βογκητό που βγήκε Οπό κείνα τα χείλη ήταν μια μάζα από σαπισμένη, μαυριδερή σάρκα κι ύστερα το κεφάλι και το κορμί του άρχισαν να πρήζονται ώσπου έσκασαν. Αυτή τη φορά όμως το γενετικό υλικό του δεν αναδομήθηκε σε ορδές ποντικών. Ο ποντικάνθρωπος και τα ρούχα του μεταμορφώθηκαν σε εκατοντάδες μαύρες μύγες που απλώθηκαν στο εσωτερικό του κιβωτίου, βουίζοντας μανιασμένα και κολλώντας κατά δεκάδες πάνω στο πρόσωπο και το σώμα του Σάμι, Το βουητό τους ήταν τόσο δυνατό, που έπνιξε ακόμη και το θόρυβο της βροχής κι ύστερα... Χάθηκαν. Εξαφανίστηκαν. Το πανί κρεμόταν βαρύ και μουσκεμένο στο άνοιγμα του κιβωτίου. Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιζαν απαλά σκορπίζοντας γλυκές ανταύγειες στα ξύλινα τοιχώματα. Ο αέρας μύριζε κερί αρωματισμένο με αγριοφράουλα. Ο Σάμι κατέβασε μερικές γερές γουλιές κρασί κατευθείαν από την μπουκάλα. Μια μικρή ποσότητα χύθηκε στο αξύριστο, βρόμικο πιγούνι του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ήθελε μόνο να παραμείνει αδρανής, μισοαναίσθητος από το μεθύσι. Έτσι και είχε επαφή με το συναίσθημα του φόβου λίγες στιγμές πριν, σίγουρα θα τα είχε κάνει επάνω του. Έ ν α ς άλλος λόγος που ήθελε ο Σάμι να παραμείνε ι αποστα-
σιοποιημένος, ήταν για να σκεφτεί αντικειμενικά αυτά που του είχε πει ο ποντικάνθρωπος. Τις προηγούμενες φορές το παράξενο πλάσμα τού είχε μιλήσει ελάχιστα και ποτέ δεν είχε αποκαλύψει το παραμικρό σχετικά με τις βλέψεις και τα κίνητρά του. Αυτή τη φορά, αντίθετα, του είχε αραδιάσει όλες αυτές τις μπούρδες περί αμνών και εριφίων, ύστατης κρίσης και θεϊκής υπόστασης. Ή τ α ν σημαντικό να ξέρει ότι ο ποντικάνθρωπος είχε το κεφάλι του γεμάτο από τις ίδιες ανοησίες όπως κι ο Μάικ, ο παλαβός μεσσίας που είχε μαχαιρώσει τους κινηματογραφόφιλους. Παρά την ικανότητά του να εμφανίζεται από το πουθενά και να τον καταπίνει ο αέρας, παρά τα τρομερά μάτια του και την ικανότητά του ν' αλλάζει μορφή, μ' αυτές τις αρλούμπες του περινέου Θεού, δε διέφερε και πολύ από τους διάφορους Τσαρλς Μάνσον και Ρίτσαρντ Ραμίρεζπου αλώνιζαν την Αμερική κηρύσσοντας νέες θρησκείες, ακούγοντας εσωτερικές φωνές να τους καλούν και σκοτώνοντας αθώους έτσι, για την πλάκα τους. Αν κατά βάθος ο ποντικάνθρωπος είχε την ίδια ψύχωση με τους διάφορους παλαβούς του είδους του, ήταν κι αυτός εξίσου ανθρώπινος κι ευάλωτος, παρά τα εξαιρετικά ταλέντα του στις μεταμορφώσεις. Παρ* όλη τη θολούρα του από το μεθύσι, ο Σάμι Σάμρο καταλάβαινε ότι αυτή η διαπίστωση ίσως του χρησίμευε σαν με'σο επιβίωσης. Το πρόβλημα ήταν ότι ποτέ του δεν έκανε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια να επιβιώσει. Και μόνο που σκεφτόταν τον ποντικάνθρωπο τον έπιανε πονοκέφαλος. Διάβολε, η ίδια η προοπτική του αγώνα για επιβίωση του προκαλούσε αφόρητη ημικρανία. Ποιος ήθελε να ζήσει; Για ποιο λόγο; Ο θάνατος θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς. Κάλλιο γρήγορα, παρά αργά. Κάθε ανθρώπινη ζωή ήταν απλώς ένα σύντομο πέρασμα. Στο τέλος ανυπαρξία, για όλους. Και στο μεταξύ, μόνο βάσανα και μάταιος αγώνας. Για τον Σάμι, το τρομερό με τον ποντικάνθρωπο δεν ήταν ότι σκότωνε τους ανθρώπους, αλλά ότι του άρεσε να τους κάνει να υποφέρουν πρώτα, να τους βυθίζει στον τρόμο, να τους προκαλεί πόνο και τελικά να τους εξολοθρεύει με το χειρότερο τρόπο. Ο Σάμι έγειρε την μπουκάλα και γέμισε το πλαστικό ποτήρι που κρατούσε στερεωμένο ανάμεσα στα πόδια του. Ύστερα
σήκωσε το ποτήρι και το έφερε στα χείλη του. Και στο λαμπερό, σκουροκόκκινο κρασί αναζήτησε το σκοτάδι και τη γαλήνη της απόλυτης λήθης.
9 Ο Μίκι Τσαν καθόταν μόνος σ' ένα σεπαρέ στο βάθος του μαγαζιού, με το βλέμμα στυλωμένο στη σούπα του. Η Κόνι τον είδε αμέσως μόλις μπήκε στο μικρό κινέζικο ρεστοράν του Νιούπορτ Μπιτς και τράβηξε κατευθείαν προς τα εκεί περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια. Στο ταβάνι, ανάμεσα στα φωτιστικά, ήταν κουλουριασμένος ένας πελώριος χάρτινος δράκος, βαμμένος με χρυσαφί και κόκκινο της φωτιάς. Αν ο Μίκι την είχε δει να μπαίνει, προτίμησε να μην το δείξει. Ρούφηξε αργά τη σούπα από το κουτάλι του, ξαναβούτηξε το κουτάλι, ξαναρούφηξε, χωρίς να τραβήξει ούτε για μια στιγμή το βλέμμα του από το πιάτο. Ο Μίκι ήταν σαραντάρης, μικρόσωμος αλλά γεροδεμένος, με κοντοκουρεμένα μαλλιά. Το δέρμα του είχε το χρώμα της παλιάς περγαμηνής. Αφηνε τους λευκούς πελάτες του να πιστεύουν ότι ήταν Κινέζος, ενώ στην πραγματικότητα ήταν Βιετναμέζος πρόσφυγας που είχε καταφύγει στις ΗΠΑ μετά την πτώση της Σαϊγκόν. Οι φήμες έλεγαν ότι ήταν πρώην επιθεωρητής του Εγκληματολογικού ή αξιωματούχος της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Νότιου Βιετνάμ, πράγμα που μάλλον ήταν αλήθεια. Μερικοί ισχυρίζονταν ότι στην πατρίδα του είχε τη φήμη τρομερού ανακριτή, που δε δίσταζε να καταφύγει σε κάθε μέσο προκειμένου να «σπάσει» έναν ύποπτο ή έναν κομμουνιστή, αλλά η Κόνι δεν τα πολυπίστευε αυτά. Τον συμπαθούσε τον Μίκι. Ήταν σκληρό καρύδι, αλλά συνάμα είχε τον αέρα του ανθρώπου που έχει περάσει πολλά και είναι ικανός να δείξει βαθιά και ειλικρινή συμπόνια. Μόλις έφτασε στο τραπέζι του, ο Μίκι τής μίλησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το πιάτο του. «Καλησπέρα, Κόνι». Η Κόνι κάθισε απέναντι του. «Έχεις καρφωθεί σ' αυτό το μπολ, λες κι ανακάλυψες εκεί μέσα το νόημα της ζωής», τον πείραξε.
«Πράγματι, εδώ βρίσκεται», είπε ο Μίκι. «Αλήθεια; Εμένα μου μοιάζει σαν σσόπα». «Το νόημα της ζωής μπορεί να βρεθεί ο* ένα πιάτο με σούπα. Η σούπα φτιάχνεται πάντα από κάποιο ζωμό, που θα μπορούσε να συμβολίζει τη ροή των ημερών που συνθέτουν τη ζωή μας». «Ο ζωμός;» «Αλλες φορές ο ζωμός έχει ζυμαρικά, άλλες λαχανικά, κομματάκια κοτόπουλο ή ψάρι, μανιτάρια ή ρύζι». Επειδή ο Μίκι δεν την κοίταζε, η Κόνι βρέθηκε να κοιτάζει κι αυτή άθελάτηςτη σούπα του, με την ίδια σχεδόν προσήλωση. «Πότε είναι ζεστή, πότε είναι κρύα», συνέχισε ο Μίκι. «Μερικές φορές πρέπει να είναι κρύα και μόνο έτσι είναι νόστιμη. Αν, όμως, τρώγεται ζεστή και παρ' όλ' αυτά είναι κρύα, τότε χαλάει η γεύση της ή σου κάθεται στο στομάχι, ή και τα δυο». Η αργή, σταθερή φωνή του ήταν σαν υπνωτικό. Η Κόνι είχε παρασυρθεί εντελώς και δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο εκτός από το ωχροκίτρινο υγρό στο μπολ του Μίκι. «Σκέψου το. Πριν φαγωθεί η σούπα, έχει κάποια αξία, κάποιο νόημα. Αφού φαγωθεί, δεν έχει καμιά αξία για κανέναν άλλον εκτός απ' αυτόν που την έφαγε. Κι έχοντας εκπληρώσει το σκοπό της, παύει να υπάρχει. Απομένει μόνο ένα άδειο μπολ Που μπορεί να συμβολίζει είτε την επιθυμία και την ανάγκη ή την προσδοκία μιας καινούριας σούπας, εξίσου νόστιμης». Η Κόνι περίμενε τη συνέχεια, αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Μίκι την κοίταξε και τράβηξε βιαστικά το βλέμμα της από το μπολ για να συναντήσει το δικό του. «Αυτό ήταν;» τον ρώτησε. «Ναι». «Το νόημα της ζωής;» «Ακριβώς». Η Κόνισυνοφρυώθηκε. «Δεν το 'πιασα». Ο Μίκι ανασήκωσε τους ώμους του. «Ούτε «ι εγώ. Ό λ α αυτά μου κατεβαίνουν ενώ μιλάω>>. «Τι κάνεις, λέει;» Ο Μίκι χαμογέλασε. «Ε, όλοι τέτοια περιμένουν ν' ακούσουν από έναν Κινέζο ιδιωτικό ντετέκτιβ. Διφορούμενα σχόλια, ακατάληπτες φιλοσοφίες, γρίφους...» Δεν ήταν Κινέζος και το πραγματικό του όνομα δεν ήταν Μίκι Τσαν. Όταν έφτασε στις ΗΠΑ κι αποφάσισε να αξιοποιή-
σειτην πείρα του και να γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ, έκρινε επίσης ότι το βιετναμέζικο όνομα του παραήταν εξωτικό για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και δύσκολο στην προφορά για τους Δυτικούς. Ήξερε ακόμη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει λεφτά δουλεύοντας μόνο για συμπατριώτες του. Δυο πράγματα που του άρεσαν πολύ ήταν οι περιπέτεΐ£ς του Μίκι Μάους και οι ταινίες με ήρωα τον Τσάρλι Τσαν. Του φάνηκε λογικό ν* αλλάξει νόμιμα το όνομάτου. Χάρη στον Ντίσνεϊ, τον Ρούνεϊ και τον Σπιλέιν, οι Αμερικανοί συμπαθούσαν όσους λέγονταν Μίκι. Και χάρη στις παλιές ταινίες, το επίθετο Τσαν ήταν υποσυνείδητα ταυτόσημο με την έννοια του δαιμόνιου ντετέκτιβ. Προφανώς, ο Μίκι ήξερε πολύ καλά τι έκανε, γιατί τώρα πια είχε σπουδαίο όνομα κι ένα γραφείο που απασχολούσε δέκα υπαλλήλους. «Με δούλεψες κανονικά», είπε η Κόνι δείχνοντας τη σούπα «Δεν είσαι η πρώτη που την πατάει». Η Κόνι χαμογέλασε. «Αν είχα τα κατάλληλα μέσα, θα έβαζα ένα δικαστήριο να σου αλλάξει το όνομα σε Τσάρλι Μάους. Τότε να δούμε τι δουλειές θα έκανες». «Χαίρομαι που σε βλέπω να χαμογελάς», είπε ο Μίκι. Μια όμορφη νεαρή σερβιτόρα με κατάμαυρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια εμφανίστηκε στο τραπέζι τους και ρώτησε την Κόνι αν ήθελε να παραγγείλει κάτι. « Έ ν α μπουκάλι Τσινγκτάο, παρακαλώ», είπε η Κόνι. Και στον Μίκι: «Δεν έχω καμιά διάθεση για γέλια, για να λέμε την αλήθεια. Μου χάλασες τη μέρα από το πρωί με το τηλεφώνημά σου». «Σου χάλασα τη μέρα; Εγώ;» «Ποιος άλλος;» «Μήπως ένας κύριος με Μπράσυνινγκ και χειροβομβίδες;» «Ώστε τα 'μαθές κιόλας». «Και ποιος δεν το ξέρει, Κόνι; Τέτοιες ιστορίες γίνονται πρώτη είδηση στα δελτία, ακόμη και στη Νότια Καλιφόρνια». Η σερβιτόρα έφερε την μπίρα. Η Κόνι έγειρε το ποτήρι της, ακούμπησε το μπουκάλι στο χείλος κι άφησε την μπίρα να κυλήσει αργά για να μην κάνει αφρό. Ύστερα ήπιε μια γουλιά κι αναστέναξε. «Με συγχωρείς», είπε με ειλικρίνεια ο Μίκι. «Ξέρω πόσο ήθελες να πιστέψεις ότι είχες μια οικογένεια».
124
DEAN KOONTZ «Είχα μια οικογένεια», είπε η Κόνι. «Απλώς χάθηκαν όλοι».
Απάτα τρία της ως τα δεκατρία, η Κόνι Γκάλιβερ είχε ζήσει σε διάφορα ιδρύματα και αναδόχους οικογένειες, το καθένα χειρότερο από το προηγούμενο. Αυτό την ανάγκασε να γίνει σκληρή και ν' αντεπιτίθεται. Εξαιτίας του δύσκολου χαρακτήρα της, δε γινόταν ποτέ συμπαθής σ' αυτούς που ενδιαφέρονταν να υιοθετήσουν παιδιά κι έτσι έχασε αυτή την προοπτική. Τα στοιχεία του χαρακτήρα της που η ίδια θεωρούσε πλεονεκτήματα οι άλλοι τα αντιμετώπιζαν σαν προβληματική συμπεριφορά. Από μικρή ήταν πολύ ανεξάρτητη, πολύ ώριμη και σοβαρή για τα χρόνια της και γενικά δε φερόταν σαν παιδί. Για να φερθεί σαν παιδί, έπρεπε να παραστήσει το παιδί, γιατί ήταν ενήλικη από τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Μέχρι πριν από εφτά μήνες δεν την είχε απασχολήσει ποτέ ιδιαίτερα το ερώτημα ποιοι ήταν οι γονείςτης. Σίγουρα δεν ήταν από τους καλούς. Για κάποιο λόγο την είχαν εγκαταλείψει κι αυτή από την πλευρά της δεν είχε καμιά απολύτως ανάμνηση από την ύπαρξή τους. Κι ύστερα, μια Κυριακή απόγευμα, σε μια πτώση με αλεξίπτωτο στην αερολέσχη του Πέρις, μάγκωσε το κορδόνι. Από ύψος χιλίων τετρακοσίων μέτρων, βρέθηκε να πέφτει κατακόρυφα προς μια τεράστια καφετιά έρημο, καυτή και ξερή σαν την κόλαση. Πάνω που είχε πιστέψει ότι ήταν νεκρή, το αλεξίπτωτο άνοιξε, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Έ ν α δευτερόλεπτο ακόμη αν αργούσε, δε θα είχε καμιά πιθανότητα να επιζήσει. Αν και η προσγείωσή της ήταν ανώμαλη, στάθηκε τυχερή. Γλίτωσε μόνο με ένα στραμπουλισμένο γόνατο, μπόλικες μελανιές σε όλο της το κορμί και... την ανάγκη να μάθει οπωσδήποτε πώς είχε έρθει στη ζωή. Όλοι φεύγουμε απ' αυτό Τον κόσμο χωρίς την παραμικρή ένδειξη για το πού θα πάμε. Είναι τουλάχιστον μια παρηγοριά το να ξέρει κανείς το πώς βρέθηκε εδώ. Η Κόνι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα διάφορα κανάλια της Υπηρεσίας, για να ερευνήσει το παρελθόν της, αλλά προτίμησε τον Μίκι Τσαν. Δεν ήθελε ν' ανακατέψει τους συναδέλφους της στην έρευνα και να υποστεί ίσως την περιέργεια και τα πειράγματά τους σε
περίπτωση που θα μάθαινε κάτι που θα προτιμούσε να το κρατήσει μόνο για τον εαυτό της. Πράγματι, αυτά που ανακάλυψε ο Μίκι υστέρα από εξάμηνη ερευνά δεν ήταν και πολύ ωραία. 'Οταν της παρέδωσε την αναφορά, στο πολυτελές γραφείο του με τα γαλλικά έπιπλα, της είπε ότι θα πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο να δακτυλογραφήσει κάτι έγγραφα κι ότι θα ήταν εκεί αν τον χρειαζόταν. Η χαρακτηριστική ανατολίτικη ευγένεια και διακριτικότητά του, σαφής υπαινιγμός ότι θα προτιμούσε ίσως να είναι μόνη, την έκαναν αμέσως να υποψιαστεί ότι τα νέα ήταν πολύ άσχημα. Σύμφωνα με την αναφορά του Μίκι, το δικαστήριο είχε αφαιρέσει από τους γονείς της την επιμέλεια της επειδή είχε πέσει κατ' επανάληψη θύμα εξαιρετικά βίαιης μεταχείρισης. Σαν τιμωρία για άγνωστες και ίσως ανύπαρκτες αταξίες, την είχαν ξυλοκοπήσει, της είχαν ξυρίσειτο κεφάλι, της είχαν δέσει τα μάτια με πανί, την είχαν αφήσει κλειδωμένη στην ντουλάπα επί δεκαοχτώ ώρες και της είχαν σπάσει τρία δάχτυλα. 'Οταν τέθηκε υπό την επιμέλεια της Πολιτείας, ήταν τριών χρονών και δεν ήξερε ακόμη να μιλάει, γιατί οι γονείς της είτε δεν της είχαν μάθει ποτέ είτε δεν της επέτρεπαν. Έμαθε, όμως, πολύ γρήγορα, σαν να έκανε, μέσω της ομιλίας, μια επανάσταση στο φόβο και στην καταπίεση που είχε υποστεί ως τότε. Οι γονείς της δεν καταδικάστηκαν. Ενώ προσπαθούσαν να το σκάσουν από την Πολιτεία για ν' αποφύγουν τη σύλληψη, σκοτώθηκαν σε μετωπική σύγκρουση κοντά στα σύνορα της Καλιφόρνιας με την Αριζόνα. Η Κόνι διάβασε την αναφορά του Μίκι με πραγματικό . ενδιαφέρον, αλλά ταράχτηκε πολύ λιγότερο απ' ό,τι θα ταράζονταν οι περισσότεροι άνθρωποι στη θέση της. Ως αστυνομικός τόσα χρόνια, είχε δει πολλές φορές τα ίδια και χειρότερα. Δεν αισθάνθηκε ότι οι γονείς της τη μισούσαν επειδή δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες τους ή επειδή είχε γεννηθεί κατά τύχη, χωρίς να τη θέλουν. Έτσι ήταν ο κόσμος καμιά φορά — μάλλον συχνά. Κατάλαβε όμως, επιτέλους, γιατί από τριών χρονών ήταν τόσο σοβαρή και λιγομίλητη, τόσο ώριμη, τόσο ανεξάρτητη και τόσο πολύ σκληρή, το άκρο αντίθετο δηλαδή
από τα θλιμμένα, ναζιάρικα κοριτσάκια που ξετρελαίνσυντους υποψήφιους θετούς γονείς. Η κακομεταχείριση θα πρέπει να ήταν χειρότερη απ' ό,τι την παρουσίαζε η ξερή, τυπική περιγραφή της αναφοράς του Μίκι. Αν μη τι άλλο, τα δικαστήρια συνήθως ανέχονται σε αρκετά μεγάλο βαθμό τη βία από πλευράς των γονέων πριν αναγκαστούν να πάρουν δραστικά μέτρα. Επιπλέον, η ίδια είχε σβήσει κάθε ανάμνηση των γονιών της και της αδερφής της, πράξη καθαρά αμυντική από ψυχολογική σκοπιά. Τα περισσότερα από τα παιδιά που είχαν τέτοιες τραυματικές εμπειρίες υπέφεραν ως ενήλικοι από κάθε λογής απωθημένα ή συμπλέγματα ανεπάρκειας και κατωτερότητας. Συχνά γίνονταν εντελώς προβληματικά άτομα. Η Κόνι είχε την τύχη να ε ίναι από τους πιο ανθεκτικούς. Δεν αμφέβαλλε ούτε για την αξία της στην κοινωνία, ούτε για την προσωπικότητα της. Αν και θα προτιμούσε να ήταν πιο γλυκιά, πιο χαλαρή, λιγότερο κυνική και πιο ανέμελη, γενικά ήταν ευχαριστημένη από τον εαυτό της και, με τον τρόπο της, ευτυχισμένη. Η αναφορά του Μίκι δεν περιείχε μόνο άσχημα νέα. Η Κόνι έμαθε ότι είχε και μια αδερφή της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε. Την έλεγαν Κολίν. Η Κόνστανς Μαίρη κι η Κολίν Μαρί Γκάλιβερ ήταν δίδυμες κι είχαν γεννηθεί με διαφορά τριών λεπτών η πρώτη από τη δεύτερη/Δίδυμες, πανομοιότυπες στην όψη, κακοποιημένες κι οι δυοαπότουςγονείςτους, είχαντεθείυπότην επιμέλεια της Πολιτείας και τελικά είχαν σταλεί σε διαφορετικά ιδρύματα και χωρίσει για πάντα. Μόνη στο γραφείο του Μίκι, ακριβώς πριν από ένα μήνα, η Κόνι είχε αισθανθεί μια απέραντη ευχαρίστηση στην ιδέαστιύπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο με τον οποίο τη συνέδεε ένας τόσο στενός δεσμός αίματος· μια δίδυμη αδερφή. Και ξαφνικά κατάλαβε γιατί έβλεπε καμιά φορά στσν ύπνο της ότι ήταν δυο πρόσωπα ταυτόχρον α Κι ενώ ο Μίκι συνέχιζε ν' αναζητάει τα ίχνη της Κολίν, η Κόνι τόλμησε να ελπίσει ότι δεν ήταν ολομόναχη στον κόσμο. Τώρα, ένα μήνα αργότερα, η ζωή της Κολίν ήταν γνωστή. Είχε υιοθετηθεί, είχε μεγαλώσει στη Σάντα Μπάρμπαρα και είχε πεθάνει πριν από πέντε χρόνια, σε ηλικία είκοσι οχτώ ετών.
Αυτό το πρωί, που η Κόνι έμαθε ότι είχε ξαναχάσει οριστικά την αδερφή της, είχε δσκιμάσει τη μεγαλύτερη λύπη της ζωής της. Δεν έκλαψε. Σπάνια έκλαιγε. Αντιμετώπισε τη λύπη της όπως αντιμετώπιζε πάντα όλες τις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις και τις πίκρες της ζωης: έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και θύμωσε με όλο τον κόσμο. Ο καημένος ο Χάρι! Αυτός είχε υποστεί όλο το πρωί την έκρηξη της οργής της, χωρίς να έχει ο δύστυχος την παραμικρή ιδέα για την αιτία που την είχε προκαλέσει. Ο ευγενικός, ο λογικός, ο καλόψυχος, ο στωικός Χάρι, Ποτέ του δε θα μάθαινε πόσο καλό της είχε κάνει η καταδίωξη εκείνου του διεστραμμένου του Τζέιμς Όρντεγκαρντ, τι σπουδαία εκτόνωση ήταν. Είχε διοχετεύσει όλη την οργή και την πίκρα της σε κάποιον που το άξιζε κι είχε εκτονώσει όλο τον πόνο που αδυνατούσε να εκφράσει με δάκρυα. Ή π ι ε άλλη μια γουλιά από την μπίρα της. «Το πρωί στο τηλέφωνο μου μίλησες για κάτι φωτογραφίες», είπε στον Μίκι. Ο Μίκι έβγαλε από την τσέπη του ένα φάκελο και τον άφησε πάνω στο τραπέζι. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να τις δεις;» «Γιατί να μη θέλω;» «Θα μπορούσες να μην τη γνωρίσεις ποτέ. Οι φωτογραφίες θα τη ζωντανέψουν». Η Κόνι άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε από μέσα καμιά δεκαριά έγχρωμες φωτογραφίες. 'Εδειχναν όλες την Κολίν, από έξι χρονών μέχρι λίγο μετά τα είκοσι πέντε, οπότε και είχε σταματήσει οριστικά η ζωή της. Φορούσε διαφορετικά ρούχα απ* αυτά που προτιμούσε η Κόνι, χτένιζε αλλιώς τα μαλλιά της και εικονιζόταν σε χώρους που η Κόνι δεν είχε βρεθεί ποτέ. Αλλά σε κάθε άλλη λεπτομέρεια — ύψος, βάρος, χρώματα, χαρακτηριστικά, ακόμη και εκφράσεις ή μηχανικές χειρονομίες— ήταν ίδια κι απαράλλαχτη η Κόνι, Η Κόνι είχε την περίεργη αίσθηση ότι έβλεπε φωτογραφίες μιας ζωής που δε θυμόταν να έχει ζήσει ποτέ της. «Πού τις βρήκες αυτές;» ρώτησε τον Μίκι Τσαν. «Μου τις έδωσαν οι Λάντμπρουκ. Ο Ντένις κι η Λορέν Αάντμπρουκ, το ζευγάρι που είχε υιοθετήσει την Κολίν». Η Κόνι ξανακοίταξε τις φωτογραφίες μία μία και εντυπωσιάστηκε φοβερά από το γεγονός ότι η Κολίν εμφανιζόταν σε
όλες χαμογελαστή. Οι ελάχιστες φωτογραφίες που είχε η Κόνι από τα παιδικά της χρόνια ήταν ομαδικές πόζες των παιδιών κάποιου ιδρύματος. Και δεν είχε ούτε μια δική της φωτογραφία που να χαμογελάει. «Τι άνθρωποι είναι αυτοί οι Λάντμπρουκ;» «Επιχειρηματίες. Έχουν ένα κατάστημα με έπιπλα γραφείου στη Σάντα Μπάρμπαρα. Καλοί άνθρωποι, ήσυχοι και νοικοκυρεμένοι. Δεν μπόρεσαν να κάνουν δικά τους παιδιά. Την Κολίν τη λάτρευαν». Η Κόνι ένιωσε ένα κύμα ζήλιας να την πλημμυρίζει. Ζήλευε τα ευτυχισμένα χρόνια και την αγάπη που είχε γνωρίσει η Κολίν. Παράλογο να ζηλεύει κανείς τη νεκρή αδερφή του. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Οι Λάντμπρουκ δεν έχουν ξεπεράσει ακόμα το θάνατό της», είπε ο Μίκι. «Δεν ήξεραν ότι είχε δίδυμη αδερφή. Οι υπηρεσίες της Πρόνοιας δεν τους είχαν δώσει αυτή την πληροφορία». Η Κόνι ξανάβαλε τις φωτογραφίες στο φάκελο γιατί δεν άντεχε άλλο να τις βλέπει. Το να λυπάται κανείς τον εοαπό του ήταν ό,τι σιχαινόταν περισσότερο στη ζωή της κι εκεί πήγαινε να καταλήξει η ζήλια που είχε αισθανθεί. Ένιωθε ένα τεράστιο βάρος να της πλακώνε ιτο στήθος και δυσκολευόταν ν' ανασάνει»' Ισως αργότερα, όταν θα βρισκόταν μόνη στο διαμερισμό της, να άντεχε να κοιτάξει ξανά το γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο της αδερφής της. Η σερβιτόρα κατέφθασε με το μου γκου γκάι καιτο ρύζι που είχε παραγγείλει ο Μίκι. Αγνοώντας τα παραδοσιακά ξυλαράκια που ήταν μέροςτου σερβίτσιου, ο Μίκι προτίμησε το πιρούνι για το φαγητό του. «Κόνι, οι Λάντμπρουκ θα ήθελαν να σε γνωρίσουν». «Γιατί;» «Όπως σου είπα, δεν ήξεραν ότι η Κολίν είχε δίδυμη αδερφή». «Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα. Εγώ δεν μπορώ να γίνω μια δεύτερη Κολίν γι' αυτούς. Είμαι εντελώς διαφορετική». «Δε νομίζω ότι το βλέπουν έτσι», είπε ο Μίκι. Η Κόνι ήπιε λίγη από την μπίρα της. «Θα το σκεφτώ», απάντησε τελικά. Ο Μίκι έφαγε μια μπουκιά από το μου γκου γκάι και πήρε μια έκφραση απόλαυσης, σαν να ήταν το νοστιμότερο πράγμα που είχε βγει ποτέ από κουζίνα στις χώρες του δυτικού ημισφαιρίου.
Η όψη και η μυρουδιά του πιάτου έφερναν αναγούλα στην Κόνι. Ήξερε βέβαια παις δεν έφταιγε το φαγητό —το φαγητό ήταν μια χαρά— αλλά η ψυχολογική της κατάσταση. Κι εδώ που τα λέμε, είχε κάθε λόγο να είναι χάλια. Ήταν μια δύσκολη μέρα, απ' όλες τις απόψεις. Στο τέλος μάζεψε το κουράγιο της κι έκανε και τη δύσκολη ερώτηση που είχε απομείνει. «Πώς πέθανε η Κολίν;» Ο Μίκι την κοίταξε εξεταστικά για μερικές στιγμές πριν απαντήσει. «Ήμουν έτοιμος να σου το πω σήμερα το πρωί». «Εγώ όμωςμάλλον δεν ήμουν έτοιμη να το ακούσω», παραδέχτηκε η Κόνι. «Πέθανε πάνω στη γέννα». Η Κόνι ήταν προετοιμασμένη ν' ακούσει έναν από τους συνηθισμένους ανόητους και άσκοπους λόγους για τους οποίους μπορεί να κοπεί απότομα το νήμα της ζωής ενός νέου ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή. Αυτό που άκουσε της φάνηκε τόσο απίθανο, που έμεινε έκπληκτη. «Ήταν παντρεμένη!» Ο Μίκικούνησετοκεφάλιτου. «'Οχι. Δεν ξέρωτις περιστάσεις ούτε ποιος ήταν ο πατέρας, αλλά οι Λάντμπρουκ δε φαίνονται να έχουν κανένα πρόβλημα σχετικά μ' αυτό ούτε να το θεωρούν κηλίδα στη μνή μη της. Στα μάτια τους η Κολίν ήταν ένας άγγελος». «Και το μωρό;» «Κορίτσι». «Έζησε;» «Ναι», απάντησε ο Μίκι. Άφησε κάτω το πιρούνι του, ήπιε νερό και σφούγγισε τα χείλη του με την πετσέτα χωρίς να πάψει ούτε για μια στιγμή να παρατηρεί την Κόνι. «Την ονόμασαν Έλινορ, Έλινορ Λάντμπρουκ, και τη φωνάζουν Έλι». «Έλι», επανέλαβε μηχανικά η Κόνι. «Σου μοιάζει πολύ». «Γιατί δε μου το είπες αυτό το πρωί;» «Δεν πρόλαβα. Μου έκλεισες το τηλέφωνο». «Κάνεις λάθος». «Περίπου. Με διέκοψες απότομα και δε μου άφησες κανένα περιθώριο να συνεχίσω. 'Ταυπόλοιπαταλεμετο βράδυ', μου είπες». «Συγνώμη. 'Οταν έμαθα ότι η Κολίν έχει πεθάνει, νόμισα ότι αυτό ήταν όλο».
«Να λοιπόν που έχεις κάποιον συγγενή: μια ανιψοΰλα». Η Κόνι αποδέχτηκε λογικά την ύπαρξη της Έλι, αλλά της ήταν αδύνατον να κατανοήσει τι μπορεί να σήμαινε το κορίτσι στη ζωή της και στο μέλλον της. Έχοντας ζήσει τόσα χρόνια ολομόναχη στον κόσμο, την άφησε κατάπληκτη η διαβεβαίωση ότι υπήρχε πάνω σ' αυτό τον άθλιο, ταραγμένο πλανήτη ένας άνθρωπος που ήταν κομμάτι από τον εαυτό της. «Τώρα που ξέρεις ότι υπάρχει έστω κι ένας δικός σου άνθρωπος, θα είναι διαφορετικά», είπε ο Μίκι. Η Κόνι είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι θα άλλαζε όλη η ζωή της. Και να σκεφτείς ότι την είχε παίξει κορόνα γράμματα νωρίτερα, πριν μάθει ότι είχε έναν πάρα πολύ σημαντικό καινούριο λόγο να θέλει να ζει. Ο Μίκι έβγαλε άλλον ένα φάκελο και τον άφησε πάνω στο τραπέζι προς τη μεριά της Κόνι. «Η τελική αναφορά μου. Εδώ θα βρεις και τη διεύθυνση και το τηλέφωνο των Λάντμπρουκ, αν αποφασίσεις ότι θέλεις να τους γνωρίσεις». «Σ' ευχαριστώ, Μίκι». «Και το λογαριασμό. Τον έχω κι αυτόν στο φάκελο». Η Κόνι χαμογέλασε. «Και πάλι σ' ευχαριστώ». Σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να τον χαιρετήσει. «Η ζωή είναι παράξενη», είπε ο Μίκι. «Απίθανα πράγματα μπορεί να μας συνδέουν με ανθρώπους που δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν, αόρατες κλωστές που ενώνουν ελάσματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους...» «Ναι, πράγματι». «Κάτι ακόμα, Κόνι». «Τι;» «Υπάρχει μια κινέζικη παροιμία που λέει: Ή ζωή καμιά φορά είναι πικρή σαν δάκρυα δράκοντα'». «Άρχισες πάλι το δούλεμα;» «'Οχι, υπάρχει πράγματι αυτή η παροιμία». Έτσι καθώς στεκόταν εκεί, μικροκαμωμένος, με το ευγενικό του πρόσωπο και τα σκιστά μάτια του που ακτινοβολούσαν καλή διάθεση, ο Μίκι Τσαν έμοιαζε με αδύνατο Βούδα. «Λοιπόν, σου είπα μόνο. το πρώτο μέρος, αυτό που ήδη έχεις ζήσει και καταλαβαίνεις. Ολόκληρο το στιχάκι είναι το εξής: Ή ζωή καμιά φορά είναι πικρή σαν δάκρυα δράκοντα. Αλλά το αν τα δάκρυα των δρά-
κων είναι πικρά ή γλυκά εξαρτάται από το πώς ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη γεύση'». «Με άλλα λόγια, η ζωή μπορεί να είναι σκληρή και άδικη, αλλά αυτό εξαρτάται και από το πώς τη φτιάχνει ο καθένας». Ο Μίκι ένωσε τις παλάμες του με τα δάχτυλα κλειστά, σαν Βούδας σε στάση προσευχής, και υποκλίθηκε σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι του προς την Κόνι με κωμική σοβαρότητα «Είθε η σοφία να διαπεράσει το σκληρό καύκαλο του ξερού, δυτικού κεφαλιού σου». «Όλα είναι πιθανά», του απάντησε η Κόνι. Βγήκε από το ρεστοράν κρατώντας στο χέρι της τους δυο φακέλους. Το γλυκό χαμόγελο της αδερφήςτης. Και την ελπίδα που εκπροσωπούσε η ανιψιά της. Έ ξ ω η βροχή συνέχιζε να πέφτει σε ρυθμό που την έκανε ν' αναρωτηθεί αν κάπου στον πλανήτη ένας νέος Νώε είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνει ζευγάρια ζώων σε μια σύγχρονη κιβωτό. Το ρεστοράν βρισκόταν σ' ένα καινούριο εμπορικό κέντρο, όπου το πεζοδρόμιο σχημάτιζε στοά και οι διαβάτες ήταν προστατευμένοι από τη βροχή. Έ ν α ς άντρας στεκόταν αριστερά από την έξοδο, ανάμεσα στο ρεστοράν και τη βιτρίνα του επόμενου καταστήματος. Η Κόνι πρόσεξε με την άκρη του ματιού της ότι ήταν πολύ ψηλός και σωματώδης, αλλά δεν τον κοίταξε κανονικά ως τη στιγμή που της μίλησε εκείνος: «Λυπηθείτε το φτωχό, σας παρακαλώ. Λυπηθείτε το φτωχό». Η Κόνι ήταν έτοιμη να βγει στο δρόμο, αλλά η φωνή τη σταμάτησε. Ήταν παράξενα ελκυστική· γλυκιά, χαμηλή, σχεδόν μελωδική κι εντελώς αταίριαστη με τον άνθρωπο που είχε διακρίνει με την άκρη του ματιού της. Στράφηκε κι έμεινε κατάπληκτη από την απερίγραπτη ασχήμια του πλάσματος που αντίκρισε. Ήταν απορίας άξιο το πώς κατάφερνε ένας τέτοιος τύπος να ζει από την ελεημοσύνη των άλλων, έτσι αποκρουστικός που ήταν. Η θηριώδης σωματική του διάπλαση, τα μακριά, μπλεγμένα μαλλιά και τα πυκνά, βρόμικα γένια τον έκαναν να μοιάζει με τον περιβόητο Ρασπούτιν, μόνο που ο τρελός Ρώσος καλόγερος θα ήταν ομορφόπαιδο συγκριτικά μ' ετούτον. Απαίσιες ουλές παραμόρφωναν τα χαρακτηριστικά του κι η χοντρή μύτη του ήταν μελανή από δεκάδες κατεστραμμένα τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία. Τα χείλη του ήταν σωστές ανοιχτές πληγές και τα δόντια του της έφεραν στο
νου ένα πτώμα που είχε δει κάποτε και που το εξέταζαν για δηλητηρίαση με αρσενικό εννιά χρόνια μετά την ταφή του. Κι εκείνα τα μάτια! Δυο παχιές, γαλακτερές μεμβράνες, όπου με δυσκολία μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει τις ίριδες. Το σύνολο ήταν τόσο αποκρουστικό, που η Κόνι σκέφτηκε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σίγουρα θα το έβαζαν στα πόδια αντί να τον ελεήσουν όταν τους άπλωνε το χέρι. «Ελεήστε το φτωχό... Ελεήστε τον τυφλό... Δώστε κάτι στο δυστυχή που τον αδίκησε η μοίρα». Η καθαρή, μελωδική φωνή θα μπορούσε ν' ανήκει σε ταλαντούχο τραγουδιστή. Κι ίσως σ' αυτή την ιδιαιτερότητα της φωνής του να χρωστούσε το γεγονός ότι κατάφερνε να επιζεί από την ελεημοσύνη του κόσμου. Κανονικά, παρά τη φωνή του, η Κόνι θα του έλεγε να πάει στα τσακίδια. Κάποιοι ζητιάνοι κατέληγαν στους δρόμους χωρίς να φταίνε οι ίδιοι. Κι αυτή, έχοντας μεγαλώσει σε ιδρύματα και ξέροντας τι σημαίνει να μην έχεις σπίτι, ένιωθε αληθινή συμπόνια για τα πραγματικά θύματα της ζωής. Λόγω της δουλειάς της, όμως, ερχόταν καθημερινά σ' επαφή με πάρα πολλούς ανθρώπους του δρόμου για να τους αντιμετωπίζει με ρομαντισμό. Σύμφωνα με την πείρα της, πολλοί είχαν σοβαρά διανοητικά προβλήματα και για το καλό τους θα ήταν προτιμότερο να βρίσκονται στα ιδρύματα απ' όπου τους είχαν βγάλει διάφοροι καλοθελητές, με σκοπό να «ενταχθούν» στηνκοινωνία. Και πολλοί άλλοι είχαν καταλήξει μόνοι τους στον υπόνομο, μέσα από τα κανάλια του αλκοόλ, των ναρκωτικών και της χαρτοπαιξίας. Η Κόνι πίστευε ότι σε κάθε κοινωνικό στρώμα, από τα μέγαρα ως τιςτρώγλες, οι πραγματικά καλοί ήταν μια ευδιάκριτη μειοψηφία Για κάποιον ανεξήγητο λόγο όμως, και παρ' όλο που ο συγκεκριμένος τύπος φαινόταν να έχει κάνει κάθε δυνατή λαθεμένη κι αυτοκαταστροφική επιλογή στη ζωή του, ψαχούλεψε στις τσέπες του σακακιού της και ψάρεψε κάτι κέρματα κι ένα παλιό, φθαρμένο χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. Και προς μεγάλη της κατάπληξη, κράτησε τα ψιλά και του έδωσε το δεκαδόλαρο. «Ο Θεός να σ' έχει καλά, κυρά μου». Απορώντας με τον εαυτό της, η Κόνι τού γύρισε βιαστικά την πλάτη κι έτρεξε στο δρόμο και στη βροχή προς το αυτοκίνητο της.
Τι την είχε πιάσει; Βέβαια, τώρα πσυ το καλοσκεφτόταν, ίσως να μην ήταν και τόσο παράξενη η αντίδρασή της. Ήταν μια ασυνήθιστη μέρα η σημερινή. Λίγο ακόμη και θα είχε χάσειτη ζωή της κυνηγώντας τον Τζέιμς Όρντεγκαρντ. Κι υστέρα, το θείο δώρο, η πεντάχρονη 'Ελινορ Λάντμπρουκ. Η Έλι. Η ανιψιά της. Η Κόνι δε θυμόταν άλλη μέρα με τόσες έντονες συγκινήσεις τη μια μετά την άλλη και υπέθεσε ότι η αυθόρμητη διάθεσή της να δώσει κάτι στο ζητιάνο ήταν φυσικό επακόλουθο μιας μέρας τόσο τυχερής. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Κρατούσε ήδη τα κλειδιά στο δεξί της χέρι. Έβαλε μπρος και πάτησε λιγάκι το γκάζι γιατί η μηχανή είχε κρυώσει από τον καιρό. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι είχε το αριστερό της χέρι σφιγμένο σε γροθιά. Δε θυμόταν πότε και γιατί το είχε σφίξει. Μάλλον το έκανε ασυναίσθητα. Κάτι κρατούσε στο χέρι της. Άνοιξε τη σφιγμένη γροθιά και κοίταξε την παλάμη της. Οι λάμπες του πάρκινγκ έριχναν αρκετό φως στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και μπορούσε να διακρίνει καθαράτο αντικείμενο που κρατούσε. Έ ν α χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. Παλιό και φθαρμένο. Η Κόνι απέμεινε να το κοιτάζει σαστισμένη, σαν να μην πίστευε στα μάτια της. Πρέπει να ήταν το ίδιο χαρτονόμισμα που νόμισε ότι είχε δώσει στο ζητιάνο. Ναι, αλλά αφού του το είχε δώσει, το θυμόταν καθαρά. Θυμόταν το τσαλακωμένο χαρτί να πέφτει στην παλάμη του, τα βρόμικα δάχτυλά του να κλείνουν τυλίγοντάς το, τη φωνή του να την ευχαριστεί. Εντελώς μπερδεμένη, κοίταξε προς την είσοδο του κινέζικου ρεστοράν από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Ο ζητιάνος δεν ήταν πια εκεί. Έψαξε με το βλέμμα της όλη τη στοά. Δεν ήταν πουθενά, τουλάχιστον στην πρόσοψη του εμπορικού κέντρου. Ξανακοίταξε σαν χαζή το παλιό, τσαλακωμένο χαρτονόμισμα Η ευδιαθεσία της άρχισε να εξανεμίζεται και τη θέση της πήρε ένας ανεξήγητος τρόμος. Η Κόνι δεν είχε ιδέα γιατί φοβόταν. Ύστερα κατάλαβε. Το ένστικτο του αστυνομικού.
10 Ο Χάρι χρειάστηκε πολύ περισσότερη (δρα από τη συνηθισμένη για να επιστρέψει στο σπίτιτου. Η κυκλοφορία ήταν πυκνή εκείνη την ώρα και στους κεντρικούς κόμβους γινόταν σε ρυθμό χελώνας. Έχασε κι άλλο χρόνο όταν σταμάτησε
«Σωστά», συμφώνησε ο νεαρός. «Αλλά κι εδώ το κάνετε, καμιά φορά». «Δεν,εχεις άδικο», συμφώνησε ο Χάρι. Καθώς έσπρωχνε τη γυάλινη πόρτα για να βγει από το κατάστημα, κρατώντας τα ψώνια του σε μια σακούλα, ο Χάρι συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι κάτω από τη μασχάλη του δεξιού του χεριού κρατούσε μια διπλωμένη εφημερίδα. Σταμάτησε με την πόρτα μισάνοιχτη, τράβηξε την εφημερίδα και την κοίταξε κατάπληκτος. Ή τ α ν απόλυτα σίγουρος ότι δεντην είχε αγοράσει. Πόσο μάλλον να τη ν έχει διπλώσε ι και να την κρατάει κάτω από τη μασχάλη του. Επέστρεψε στο ταμείο κι άφησε την εφημερίδα πάνω στον πάγκο. «Την πλήρωσα αυτή;» ρώτησε τον υπάλληλο. Ο νεαρός απόρησε. «'Οχι, κύριε. Δε σας είδα να την κρατάτε». «Εγώ δε θυμάμαι καν να την πήρα». «Τη θέλετε;» «'Οχι, δε νομίζω». Καθώς την άφησε στον πάγκο, η εφημερίδα είχε ξεδιπλωθεί και φαινόταν ο κύριος τίτλος της πρώτης σελίδας: ΕΝΟΠΛΗ ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΣΕ ΡΕΣΤΟΡΑΝ ΤΗΣ ΛΑΓΚΟΥΝΑ ΜΠΙΤΣ. Κι ο υπότιτλος: ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΙ, ΕΝΝΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ. Ήταν η βραδινή έκδοση, με πρώτη είδηση το μακελειό που είχε προκαλέσει ο Όρντεγκαρντ. «Για στάσου», είπε ο Χάρι. «Τελικά, ναι, θα την αγοράσω». Στις σπάνιες περιπτώσεις , που μια υπόθεσή του γινόταν είδηση, ο Χάρι απέφευγε ν' αγοράσει εφημερίδα και να διαβάσει για τον εαυτό του. Αστυνομικός ήταν, όχι ήρωας του σινεμά. Παρ' όλα αυτά έδωσε ένα εικοσιπενταράκι στον υπάλληλο και πήρε την εφημερίδα. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς στην ευχή είχε βρεθεί διπλωμένη κάτω από τη μασχάλη του. Κενό μνήμης; Ή κάτι άλλο, πολύ πιο παράξενο, που συνδεόταν άμεσα με τα αλλόκοτα συμβάντα αυτής της μέρας; Όταν ο Χάρι άνοιξε την πόρτα και πάτησε το πόδι τσυ στο χολ του διαμερίσματος του, σκέφτηκε ότι ποτέ άλλοτε το σπίτι του δεν του είχε φανεί τόσο φιλόξενο. Ήταν ένας μικρός παράδει-
σος τάξης και καθαριότητας, που δεν μπορούσε να τον αγγίξει το χάος του έξω κόσμου. Έβγαλε τα παπούτσια του. Ήταν μουσκεμένα και δύσκολα θα ξανάβρισκαν τη φόρμα τους. Έπρεπε να είχε φορ'έσει γαλότσες, αλλά το δελτίο καιρού δεν είχε προειδοποιήσει για βροχή παρά μόνο αργά το βραδάκι. Οι κάλτσες του ήταν κι αυτές βρεγμένες, αλλά δεν τις έβγαλε. Θα σφουγγάριζε τα πλακάκιατου χολ αφού πρώτα άλλαζε ρούχα. Πέρασε από την κουζίνα όπου έκανε μια στάση για ν' αφήσει το ψωμί και τη μουστάρδα πάνω στον πάγκο. Αργότερα, θα έφτιαχνε μερικά σάντουιτς με βραστό κοτόπουλο. Πεινούσε σαν λύκος. Η κουζίνα άστραφτε. Ευτυχώς που είχε αφήσει πεντακάθαρο το νεροχύτη το πρωί, προτού φύγει για τη δουλειά. Θα τον έπιανε κατάθλιψη έτσι κι έβρισκε άπλυτα πιατικά τώρα. Από την κουζίνα πέρασε στην τραπεζαρία κι από κει στο μικρό χολ που οδηγούσε στην κυρίως κρεβατοκάμαρα. Κρατώντας πάντα την εφημερίδα, μπήκε στο δωμάτιο, πάτησε το διακόπτη του ηλεκτρικού... κι αντίκρισε το ζητιάνο καθισμένο στο κρεβάτι του. Ούτε η Αλίκη δεν είχε πέσει σε τέτοια βαθιά τρύπα όταν ακολούθησε το λαγό στη Χώρα των Θαυμάτων. Ο Χάρι έμεινε κόκαλο από την τρομάρα του. Ο ζητιάνος φαινόταν ακόμη πιο σωματώδης απ' ό,τι τον θυμόταν στο δρόμο ή στο διάδρομοτου κτιρίου των Ειδικών Αποστολών. Πιο βρομερός. Πιο αποκρουστικός. Δεν ήταν ημιδιάφανος όπως τα φαντάσματα. Αντίθετα, με τα μακριά μπλεγμένα μαλλιά του, τις απαίσιες ουλές στο πρόσωπο, τα σ/ούρα ρούχα, τόσο ζαρωμένα και ρυπαρά που έφερναν στο νου σαπισμένους επίδεσμους αιγυπτιακής μούμιας, ήταν πιο πραγματικός από το ίδιο το δωμάτιο. Ο ζητιάνος άνοιξε τα μάτια του. Δυο βαθυκόκκινες, αιμάτινες φουσκάλες. Ύστερα ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να μιλάει: «Νομίζεις πως είσαι σπουδαίος, ε; Δεν είσαι παρά ένα ζώο, ένα κινούμενο κρέας, όπως όλοι οι υπόλοιποι». Ο Χάρι τράβηξε το πιστόλι του αφήνοντας να του πέσει η εφημερίδα στο πάτωμα. «Ακίνητος!» φώναξε. Ο αλήτης αγνόησε την προειδοποίηση. Κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι και σηκώθηκε όρθιος. Το στρώμα στο κρεβάτι είχε βουλιάξει αποτυπώνοντας το
σχήμα του κορμιού του, το ίδιο και το μαξιλάρι όπου ακουμπούσε το κεφάλι του. Τα φαντάσματα βαδίζουν στο χιόνι χωρίς ν' αφήνουν ίχνη και οι φαντασιώσεις δεν έχουν όγκο και βάρος. Τι ακριβώς ήταν αυτός; «Άλλο ένα άρρωστο ζώο», συνέχισε ο αλήτης. Ετσύτη τη φορά η φωνή του ήταν ακόμη πιο ακατέργαστη και σπηλαιώδης απ' όταν την είχε πρωτακούσει ο Χάρι. Τώρα ήταν η φωνή ενός δύσμορφου κτήνους που με μεγάλη δυσκολία είχε μάθει να χρησιμοποιεί τον έναρθρο λόγο. «Νομίζεις πως είσαι ήρωας, ε; Σπουδαίος άντρας; Μεγάλος ήρωας; Λοιπόν, δεν είσαιτίποτα. Ένας χέστης είσαι, ένα τίποταΐ» Ο Χάρι δεν ήθελε να πιστέψει ότι θα συνέβαινε ξανά, όχι για τρίτη φορά σε μια μέρα, και, γιατ' όνοματου Θεού, όχι μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Έκανε ένα βήμα πίσω, σημαδεύοντάςτον με το περίστροφο. «Αν δεν πέσεις αυτή τη στιγμή στο πάτωμα, μπρούμυτα, με τα χέρια πίσω από την πλάτη σου, ορκίζομαι πως θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα». Ο γιγαντόσωμος αλήτης όρθωσε το κορμί του προκλητικά. «Νομίζεις πως μπορείς να σκοτώνεις όποιον γουστάρεις, να σπρώχνεις όποιον σου κάνει κέφι και να ξεμπερδεύεις; Για δοκίμασε να το κάνεις σ' εμένα. Μ' εμένα δεν πρόκειται να ξεμπερδέψεις έτσι εύκολα». «Ακίνητος, είπα! Μιλάω σοβαρά, θα σου ρίξω!» Ο αλήτης δε σταμάτησε. Η πελώρια σκιά του μετακινιόταν στον τοίχο και στο ταβάνι καθώς προχωρούσε, «θα σου βγάλω τα άντερα έξω και θα σου τα τρίψω στη μούρη για να τα μυρίζεις καθώς θα πεθαίνεις». Ο Χάρι έσφιγγε το περίστροφο με τα δυο τσυ χέρια, έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη. Ήξερε τι έκανε. Ήταν άριστος σκοπευτής και θα μπορούσε εύκολα να πετύχει πετούμενο πουλί από τέτοια απόσταση, πόσο μάλλον έναν τέτοιο τεράστιο στόχο. Αυτή η σκηνή μόνο μια κατάληξη θα μπορούσε να έχει: ο αλήτης πεσμένος στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος και οι τοίχοι πιτσιλισμένοι με αίμα. Ωστόσο, διαισθανόταν έναν τρομερό κίνδυνο που όμοιότου δεν είχε γνωρίσειποτέ στη ζωή του και, παρότι) σιγουριά που του έδινε το όπλο, ένιωθε φοβερά ευάλωτος. «Όλοι εσείς έχετε μεγάλη πλάκα», συνέχισε ο αλήτης κα-
θώς έκανε το γύρο του κρεβατιού για να έρθει από τη μεριά του Χάρι. «Μ' αρέσει να παίζω μαζί σας». Για τελευταία φορά, ο Χάρι τον προειδοποίησε να μείνει ακίνητος. Εκείνος συνέχισε να πλησιάζει. Δυο μέτρα, ενάμισι, ένα... Ο Χάρι πυροβόλησε, κρατώντας απόλυτα σταθερή την κάννη προς την κατεύθυνση του στόχου, μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές και οι πυροβολισμοί αντήχησαν εκκωφαντικοί στον περιορισμένο χώρο της κρεβατοκάμαρας. Ήξερε ότι τα τραύματα που προκάλεσαν οι σφαίρες του ήταν θανάσιμα: τρεις στο στήθος κι η τέταρτη στη βάση του λαιμού, από απόσταση βολής μικρότερη από ένα μέτρο η τελευταία. Ο αλήτης δεν έπεσε, δεν κλονίστηκε καν. Απλώς τιναζόταν με κάθε χτύπημα. Το τραύμα που είχε ανοίξει η τελευταία σφαίρα, στη βάση του λαιμού του, ήταν πελώριο. Το βλήμα σίγουρα θα είχε βγει από πίσω, αφήνοντας μια πολύ χειρότερη πληγή στο σημείο εξόδου, στη μέση του σβέρκου του, και λογικά θα πρέπει να είχε τραυματίσει ή σπάσει τη σπονδυλική στήλη. Από την ανοιχτή πληγή στο λαιμό του αλήτη δε βγήκε ούτε μια σταγόνα αίμα, λες και η καρδιά του ήταν σταματημένη εδώ και χρόνια και το αίμα είχε πετρώσει στις φλέβες του. Συνέχιζε να πλησιάζει, ώσπου τον έφτασε, τον άρπαξε μ' εκείνα τα πελώρια χέρια του, τον σήκωσε από το πάτωμα, τον έβγαλε από το δωμάτιο και τον κοπάνησε σαν να ήταν κούκλα στον τοίχο του χολ. Η σύγκρουση ήταν τόσο δυνατή, που οι μασέλες του Χάρι χτύπησαν μεταξύ τους μ' ένα ανατριχιαστικό κλακ και το πιστόλι ξέφυγε από το χέρι του κι έπεσε στο δάπεδο. Ο πόνος από το χτύπημα απλώθηκε σ' όλο του το κορμί σαν ρίγος και του έφερε δάκρυα στα μάτια. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως θα έχανε τις αισθήσειςτου, αλλά οτρόμοςτον κράτησε ξύπνιο. Κολλημένος στον τοίχο, με τα πόδια του να κρέμονται ίσαμε δέκα πόντους πάνω από το πάτωμα, και θολωμένος από το χτύπημα, ήταν αδύναμος σαν παιδάκι στα χέρια ενός τρελού εγκληματία. Αν όμως κατάφερνε να διατηρήσει τις αισθήσεις του, ίσως τότε να συνερχόταν, να κατάφερνε να σκεφτεί κάτι, οτιδήποτε, κάποιο κόλπο, κάποια κίνηση που θα του επέτρεπε να ξεφύγει. Ο αλήτης έσκυψε προς τον Χάρι πιέζοντάς τον στον τοίχο με το κορμί του. Το εφιαλτικό πρόσωπο κόλλησε σχεδόν πάνω
στο δικό του. Οι ουλές είχαν πάρει πελιδνό χρώμα κι από τα διεσταλμένα ρουθούνια πρόβαλλαν τούφες από μαύρες, βρομερές τρίχες. Η ανάσα που βγήκε από τα πληγιασμένα χείλη μύριζε τόσο έντονα ψοφίμι, που ο Χάρι ένιωσε ότι θα έκανε εμετό από στιγμή σε στιγμή. «Φοβάσαι, ήρωα του γλυκού νερού;» ρώτησε ο αλήτης. Προφανώς, η τεράστια πληγή στο λαιμό του δεν είχε επηρεάσει στο ελάχιστο την ικανότητά του να μιλάει, αν και, λογικά, οι φωνητικές χορδές θα έπρεπε να είχαν καταστραφεί εντελώς. «Φοβάσαι, ε;» Ο Χάρι φοβόταν, ναι, θα ήταν ηλίθιος αν δε φοβόταν. Κανενός είδους εκπαίδευση δεν τον είχε προετοιμάσει να αντιμετωπίσει τον μπαμπούλα. Και, ναι, δεν ντρεπόταν να το παραδεχτεί, ήταν πρόθυμος να φωνάξει «φοβάμαι» με όλη του τη δύναμη αν αυτό ήθελε ο μπαμπούλας, μόνο που του είχε κοπεί η μιλιά. «Σε έντεκα ώρες ξημερώνει», είπε ο αλήτης. «Τικτάκ, τικτάκ». Ζωύφια σάλευαν μέσα στα πυκνά, μπερδεμένα γένια του — μάλλον ψείρες. Ταρακούνησε βίαια τον Χάρι χτυπώντας του την πλάτη πάνω στον τοίχο. Ο Χάρι δοκίμασε να πιάσει τα χέρια του αντιπάλου του για να τον αναγκάσει να τον αφήσει. Ήταν σαν να προσπαθούσε να λυγίσει μπετόν. «Πρώτα θα καταστρέψω ό,τι κι όποιον αγαπάς», είπε ο αλήτης. Στράφηκε κρατώντας τον Χάρι στον αέρα με τα δυο του χέρια και τον πέταξε με δύναμη προς την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ο Χάρι κοπάνησε στο πάτωμα και κύλησε ως τα πόδια του κρεβατιού. «Κι έπειτα εσένα!» Μισοζαλισμένος, ο Χάρι σήκωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε απέναντι του τον μπαμπούλα να τον κοιτάζει με τα φριχτά κόκκινα μάτια του. Ήταν τόσο γιγαντόσωμος, που έφραζε με το σώμα του όλο το άνοιγμα της πόρτας. Το πιστόλι ήταν πεσμένο μπροστά στα πόδια του. Το κλότσησε προς το δωμάτιο κι αυτό σταμάτησε πάνω στο χαλί, κοντά στο κρεβάτι, αλλά σε σημείο που ο Χάρι δε θα το έφτανε αν άπλωνε το χέρι του. Ο Χάρι αναρωτήθηκε αν είχε νόημα να κάνει την προσπά-
θεια να ξαναπάρει το όπλο του. Τέσσερις σφαίρες, όλες στο στόχο κι ούτε σταγόνα αίμα. «Άκουσες;» φώναξε άγρια ο αλήτης. «Άκουσες τι σου είπα; Άκουσες, κύριε ήρωα; Άκουσες;» Δεν έκανε ούτε μια παύση για να πάρει απάντηση, παρά συνέχισε να επαναλαμβάνει την ίδια ερώτηση, σ' έναν περίεργα κοροϊδευτικό τόνο, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο άγρια: «Άκουσες, ήρωα; Άκουσες, άκουσες, άκουσες, ΑΚΟΥΣΕΣ, ΑΚΟΥΣΕΣ;» Ο αλήτης έτρεμε βίαια τώρα και το πρόσωπο του είχε μπλαβιάσει από θυμό και μίσος. Δεν κοίταζε πια τον Χάρι, αλλά το ταβάνι, ενώ συνέχιζε να επαναλαμβάνει την ερώτηση —«ΑΚΟΥΣΕΣ, ΑΚΟΥΣΕΣ, ΑΚΟΥΣΕΣ;» - με μια φωνή που αντηχούσε σαν βροντή, λες και η οργή του δεν είχε στόχο μόνο έναν άνθρωπο, αλλά ολόκληρη τη γη ή και το σύμπαν. Ο Χάρι πιάστηκε από το κρεβάτι και δοκίμασε να σηκωθεί. Ο αλήτης σήκωσε ψηλά το ένα του χέρι. Γαλαζωπές εκκενώσεις άρχισαν να πετάγονται σαν να ήταν τα δάχτυλά του γυμνά ηλεκτρικά καλώδια και ξαφνικά ολόκληρη η παλάμη του τυλίχτηκε στις φλόγες. Τέντωσε το φλεγόμενο χέρι του μπροστά κι εκσφενδόνισε μια πύρινη σφαίρα στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Η σφαίρα χτύπησε στις κουρτίνες που πήραν αμέσως φωτιά. Τα μάτια του δεν ήταν πια αιμάτινες φουσκάλες. Φλόγες ξεπηδούσαν τώρα από τις βαθιές κόγχες, φλόγες που έγλειφαν το πρόσωπο του. Έμοιαζε σαν να ήταν ένα κούφιο ομοίωμα ανθρώπου που καιγόταν από μέσα. Ο Χάρι σηκώθηκε όρθιος. Τα πόδια του έτρεμαν. Το μόνο που ήθελε ήταν να το βάλει στα πόδια. Οι φλεγόμενες κουρτίνες σκέπαζαν το μοναδικό παράθυρο και στην πόρτα στεκόταν ο μπαμπούλας. Δεν υπήρχε διέξοδος. Ο αλήτης τίναξε πάλι το χέρι του σαν ταχυδακτυλουργός που αποκαλύπτει στο κοινό το νόμισμα που υπάρχει στην παλάμη του και μια δεύτερη πύρινη σφαίρα εκτοξεύτηκε στο δωμάτιο κι έπεσε πάνω στο κομό σαν κοκτέιλ Μολότοφ. Ο καθρέφτης έγινε κομμάτια. Το ξύλινο έπιπλο έσπασε, τα συρτάρια πετάχτηκαν προς τα έξω κι όλα μαζί τυλίχτηκαν στις φλόγες. Από τα γένια τον τρομερού πλάσματος άρχισε να βγαίνει πυκνός καπνός, το ίδιο κι από τα ρουθούνια. Η μύτη του άρχισε
να λιώνε ι. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο σαν να ούρλιαζε, αλλά οι μοναδικοί ήχοι στο δωμάτιο ήταν τα τριξίματα και το χαμηλό βουητό της φωτιάς. Από το ανοιχτό στόμα ξεπήδησε πρώτα ένα σιντριβάνι από σπίθες κι ύστερα μακριές, κόκκινες, γλώσσες φωτιάς. Τα χείλη του συσπάστηκαν, ζάρωσαν, έγιναν κάρβουνο κι έπεσαν σαν μαραμένα φλούδια, αποκαλύπτοντας δυο σειρές από καρβουνιασμένα δόντια που έβγαζαν καπνούς. Ο Χάρι είδε τις φλόγες από το κομό να γλείφουν τον τοίχο φτάνοντας ως ψηλά στο ταβάνι. Το χαλί είχε αρχίσει κι αυτό να παίρνει φωτιά. Η κάψα ήταν ήδη αφόρητη. Πολύ σύντομα ο καπνός θα δηλητηρίαζε τον αέρα, κάνοντας αδύνατη την αναπνοή. Πυκνές γλώσσες φωτιάς ξεχύνονταν από τις τρύπες που είχαν ανοίξει οι σφαίρες στο στήθος και στο λαιμό του αλήτη. Αυτός όμως τέντωσε για τρίτη φορά το χέρι κι εκσφενδόνισε και τρίτη πύρινη σφαίρα. Ο Χάρι είδε μια φλεγόμενη μάζα να έρχεται καταπάνω του κι έκανε ενστικτωδώς βουτιά στο πάτωμα. Η πύρινη σφαίρα πέρασε ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, τόσο ξυστά που ο Χάρι άφησε μια κραυγή τρόμου καθώς ένιωσε τη φοβερή θερμότητα να τυλίγει το πρόσωπο του σαν καυτός αέρας. Τα σκεπάσματα του κρεβατιού τυλίχτηκαν αμέσως στις φλόγες, λες και ήταν βουτηγμένα σε πετρέλαιο. 'Οταν ο Χάρι ξανασήκωσε το κεφάλι του να κοιτάξει γύρω, η έξοδος ήταν ελεύθερη. Ο φλεγόμενος μπαμπούλας είχε εξαφανιστεί. Ο Χάρι μάζεψε το πιστόλι του από το πάτωμα κι έτρεξε προς το χολ πατώντας πάνω στο χαλί που καιγόταν. Ευτυχώς που οι κάλτσες του ήταν μούσκεμα. Ο διάδρομος ήταν έρημος. Πάλι καλά, γιατί δε θα άντεχε κι άλλη αναμέτρηση με... με ό,τι διάβολο ήταν αυτό. Στ' αριστερά του άνοιγε η πόρτα της κουζίνας. Ο Χάρι δίστασε στιγμιαία κι ύστερα πέρασε το άνοιγμα, καλύπτοντας το εσωτερικό της κουζίνας με το πιστόλι του. Τα ντουλάπια καίγονταν και οι κουρτίνες είχαν παραδοθεί στις φλόγες σαν κολασμένοι χορευτές. Καπνός γέμιζε το χώρο. Ο Χάρι συνέχισε στο διάδρομο. Μπροστά του ήταν το χολ της εισόδου και στα δεξιά το καθιστικό, όπου θα πρέπει να είχε
πάει αυτά το πράγμα —το πράγμα, όχι ο αλήτης. Φοβόταν να περάσει μπροστά από το άνοιγμα, φοβόταν ότι αυτό το πράγμα θα του ριχνόταν, θα τον άρπαζε στις χερούκλες του και θα τον τσάκιζε ή θα τον έκαιγε ζωντανό. Αλλά έπρεπε να βγει, το διαμέρισμα καιγόταν, είχε γεμίσει καπνούς κι αυτός είχε αρχίσει να βήχει, δεν έβρισκε πια καθαρό αέρα ν' αναπνεύσει. Με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο του διαδρόμου, κατευθύνθηκε προς το χολ της εισόδου, καλύπτοντας πάντα το δρόμο του με το περίστροφο, μάλλον από συνήθεια, παρά επειδή πίστευε ότι μπορούσε να τον προστατέψει. Άλλωστε, δεν του είχε απομείνει παρά μια μόνο σφαίρα. Το καθιστικό καιγόταν. Καταμεσής στο δωμάτιο στεκόταν η φλεγόμενη γιγάντια μορφή, με τα χέρια απλωμένα σαν να αγκάλιαζε την πύρινη καταιγίδα που λυσσομανούσε ολόγυρά της, όχι μόνο χωρίς να αισθάνεται πόνο, αλλά παραδομένη σε μια φρικαλέα έκσταση, λες και το κάθε χάδι της φωτιάς τής προκαλούσε μια διεστραμμένη ηδονή. Ο Χάρι ήταν σίγουρος ότι αυτό το πράγμα τον έβλεπε και τον κυρίεψε πανικός στη σκέψη ότι θα ερχόταν ξανά καταπάνω του, με τα χέρια ανοιχτά, θα τον καθήλωνε εκεί που στεκόταν και θα τον έκαιγε ζωντανό. Βαδίζοντας στο πλάι, προσπέρασε το καθιστικό και μπήκε στο χολ της εισόδου. Την επόμενη στιγμή, ένα πυκνό σύννεφο μαύρου καπνού ξεχύθηκε από το διάδρομο και τον τύλιξε. Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Χάρι ήταν τα μουσκεμένα παπούτσια του και τ' άρπαξε με το ίδιο χέρι που κρατούσε και το περίστροφο. Ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που δεν τον διαπερνούσε ούτε το φως από τις φλόγες. Αλλά ακόμη κι αν υπήρχε φως, ο Χάρι δε θα μπορούσε να διακρίνει τίποτε, έτσι που δάκρυζαν κι έτσουζαν τα μάτια του. Τα σφάλισε και κινήθηκε στα τυφλά, αναζητώντας την έξοδο. Ταυτόχρονα, κράτησε την ανάσα του. Έφτανε έστω και μια εισπνοή για να δηλητηριαστεί και να σωριαστεί ζαλισμένος στο πάτωμα. Και τότε θα ήταν οριστικά χαμένος. Ενώ μάζευε τα παπούτσια του, με το άλλο του χέρι αναζήτησε το χερούλι της πόρτας. Δεν μπόρεσε να το βρει με την πρώτη, ψαχούλεψε, άρχισε να πανικοβάλλεται, αλλά το αριστερό του χέρι συνάντησε επιτέλους το μέταλλο. Το κατέβασε. Τίποτε. Είχε κλειδώσει μπαίνοντας. Το μάνταλο. Ταπνευμόνιατου έκαιγαν σαν να είχε
ρουφήξει φωτιά. Το στήθος του πονούσε. Πού διάβολο ήταν το μάνταλο; Έπρεπε να είναι κάτω από το χερούλι. Ήθελε ν' ανασάνει... βρήκε το μάνταλο... έπρεπε να πάρει αναπνοή, όχι ακόμη... απασφάλισε το μάνταλο... δεν άντεχε άλλο, του ήρθε σκοτοδίνη... κατέβασε το χερούλι της πόρτας, την άνοιξε κι όρμησε έξω. Ο καπνός τον ακολούθησε σαν μια κορδέλα που την τραβούσε η νύχτα απέξω και χρειάστηκε να στρίψει προς τα δεξιά για να βρει καθαρό αέρα και να μπορέσει επιτέλους να πάρει ανάσα, μια ανάσα που έκανε τα πνευμόνια του να πονέσουν σαν να είχαν γεμίσει ξαφνικά με παγωμένο νερό. Ο κήπος με το καλοκουρεμένο γρασίδι, τα πλακόστρωτα δρομάκια, τα ολάνθιστα παρτέρια και τους περιποιημένους, αειθαλείς θάμνους αποτελούσε το εσωτερικό του μεγάλου Π που σχημάτιζε το συγκροτημάτων διαμερισμάτων. Ο Χάρι πήρε κάμποσες βαθιές αναπνοές κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να καθαρίσουν από τα δάκρυα. Είδε μερικούς από τους γείτονες να βγαίνουν από τα διαμερίσματά τους στην περιφερειακή ισόγεια βεράντα και δυο ακόμη να στέκονται στην αντίστοιχη βεράντα του δεύτερου επίπεδου, όπου είχαν είσοδο όλα τα επάνω διαμερίσματα. Σίγουρα θα τους είχαν ξεσηκώσει οι πυροβολισμοί, ήχοι που ακούγονταν σπάνια σε γειτονιές σαν αυτή. Όλοι τον κοίταζαν σοκαρισμένοι, σαν να μην ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά ήταν σίγουρος ότι δεν άκουσε ούτε ένα να φωνάζει «φωτιά», οπότε άρχισε αυτός πρώτος να φωνάζει και γρήγορα τον μιμήθηκαν κι οι ξαφνιασμένοι γείτονές του. Ο Χάρι έτρεξε σ' ένα από τα δυο κουτιά του συναγερμού που ήταν εγκαταστημένα κατά μήκος της ισόγειας βεράντας. Αφήνοντας να του πέσουν τα παπούτσια και το περίστροφο, κατέβασε με δύναμη το λεβιέ. Ο συναγερμός μπήκε αμέσως σε λειτουργία. Στα δεξιά του, το παράθυρο του καθιστικού του δικού του διαμερίσματος που έβλεπε στον κήπο έσκασε με πάταγο κι η τσιμεντένια βεράντα γέμισε σπασμένα γυαλιά. Καπνός ξεχύθηκε από το εσωτερικότου παραθύρου κι αμέσως μετά μεγάλες γλώσσες φωτιάς. Ο Χάρι σχεδόν περίμενε να δει και το φλεγόμενο μπαμπούλα να πηδάει από το παράθυρο και να συνεχίζει την καταδίωξη. Εντελώς ξαφνικά, του ήρθε στο μυαλό μια φράση από τη γνωστή κινηματογραφική ταινία: Ποιον θα καλέσετε; ΤΟΥΣ ΓΚΟΧ Τ Μ ΠΑΣ ΤΕΡ!
Ζούσε σ' ένα φιλμ του Νταν Ακράιντ. Κι ίσως να του φαινόταν αστείο, αν η καρδιά του δε χτυπούσε τόσο δυνατά, που κόντευε να σπάσει από το φόβο. Ακούστηκαν μακρινές σειρήνες που πλησίαζαν γρήγορα. Ο Χάρι άρχισε να τρέχει από πόρτα σε πόρτα χτυπώντας με τις γροθιέςτουτην καθεμιά. Καινούριες εκρήξεις απότο εσωτερικότου συγκροτήματος. Έ ν α παράξενο μεταλλικό σύρσιμο. Ο συναγερμός ναχτυπάει ασταμάτητα Κι άλλα παράθυρα που έσκασαν με φοβερό πάταγο. Ο Χάρι δε στράφηκε να δει ποια ήταν η πηγή αυτών των ήχων, αλλά συνέχισε να χτυπάει τις πόρτες με τη σειρά. Όταν οι σειρήνες πλησίασαν τόσο που σκέπασαν κάθε άλλο ήχο και ήταν πια βέβαιο ότι τα πυροσβεστικά οχήματα θα εμφανίζονταν από στιγμή σε στιγμή, ο Χάρι σιγουρεύτηκε ότι όλοι οι ένοικοι του συγκροτήματος είχαν αντιληφθεί τη φωτιά και είχαν βγει από τα διαμερίσματά τους. Άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί κατά ομάδες στον κήπο και κοίταξαν προς τα πάνω ή παρακολουθούσαν το δρόμο περιμένοντας τα πυροσβεστικά οχήματα, έντρομοι όλοι και σαστισμένοι, σιωπηλοί οι περισσότεροι και μερικοί κλαίγοντας από φόβο. Ο Χάρι έτρεξε πίσω στο κουτί του συναγερμού και φόρεσε τα παπούτσια του που είχε παρατήσει εκεί. Ύστερα άρπαξε από κάτω και το περίστροφο του, δρασκέλισε ένα παρτέρι με αζαλέες, πέρασε τρέχοντας με ζιγκ ζαγκ ανάμεσα από τριανταφυλλιές και πλατσούρισε σε μια δυο λιμνούλες της βροχής πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι δεν έβρεχε πια. Οι φοίνικες και τα ψηλά, τροπικά φυτά έσταζαν ακόμη, το ίδιο και οι πυκνόφυλλοι θάμνοι. Οι μυριάδες σταγόνες που γέμιζαν τα φυλλώματα αντανακλούσαν σαν μικροσκοπικοί καθρέφτες τις κόκκινες αναλαμπές της πυρκαγιάς. Ο Χάρι στράφηκε τότε και, όπως οι γείτονές του, κοίταξε κι αυτός προς το κτίριο κι έμεινε κατάπληκτος βλέποντας με τι ταχύτητα εξαπλωνόταν η φωτιά. Το διαμέρισμα πάνω από το δικό του καιγόταν ήδη. Από τα σπασμένα παράθυρά του ξεπηδούσαν τεράστιες φλόγες και πυκνά, μαύρα σύννεφα καπνού. Δυνατές πορτσ/αλιές αναλαμπές φώτιζαν το νυχτιάτικο ουρανό. Ο Χάρι κοίταξε προς το δρόμο και, προς μεγάλη του ανακούφιση, είδε το πρώτο πυροσβεστικό όχημα να μπαίνει στο
εκτεταμένο συγκρότημα διαμερισμάτων του Λος Κάμπος. Ο δρόμος ήταν γεμάτος ανθρώπους που είχαν βγει από διπλανά κτίρια και τώρα παραμέριζαν βιαστικά για να περάσουν οι πυροσβεστικές αντλίες. Έ ν α κΰμα θερμότητας τύλιξε ξαφνικά τον Χάρι εκεί που στεκόταν και τον έκανε να στρέφει ξανά την προσοχή του προς το δικό του κτίριο. Η φωτιά είχε τρυπήσει τη στέγη και ξεχυνόταν προς τον ουρανό.
Η Κόνι αγόρασε μια πίτσα με μανιτάρια και πιπεριές στο γυρισμό προς το σπίτι. Έ φ α γ ε καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας και συνόδεψε το φαγητό της μ' ένα μπουκάλι μπίρα. Τα τελευταία εφτά χρόνια η Κόνι έμενε σ' αυτό το νοικιασμένο διαμέρισμα στην Κόστα Μέσα. Η κρεβατοκάμαρά της είχε μόνο ένα κρεβάτι, ένα μικρό κομοδίνο και μια λάμπα. Ούτε κομό, ούτε καθρέφτη. Η γκαρνταρόμπα τη ς ήταν τόσο λιτή, που όλα τα ρούχα και τα παπούτσια της θα μπορούσαν να χωρέσουν σε μια μονή ντουλάπα. Στο καθιστικό, υπήρχε ένας μαύρος δερμάτινος καναπές, μια πολυθρόνα για διάβασμα μ' ένα φωτιστικό δαπέδου από τη μια πλευρά της κι ένα τραπεζάκι από την άλλη. Φάτσα στον καναπέ ήταν μια τηλεόραση κι ένα βίντεο. Το χώρο του φαγητού, που βρισκόταν στην κουζίνα, τον αποτελούσε ένα τραπέζι στερεωμένο στον τοίχο και τέσσερις πτυσσόμενες καρέκλες. Τα ντουλάπια ήταν σχεδόν άδεια. Περιείχαν κυρίως κονσέρβες, κάποια στοιχειώδη σκεύη για πρόχειρα γεύματα, μερικά μπολ, τέσσερα μεγάλα ρηχά πιάτα, τέσσερα μικρά, τέσσερις κούπες του καφέ με τα πιατελάκια τους και τέσσερα ποτήρια — πάντα τέσσερα γιατί αυτό ήταν το μικρότερο σετ που έβρισκε ν' αγοράσει. Ποτέ δε δεχόταν φίλους. Η ιδιοκτησία την άφηνε εντελώς αδιάφορη. Είχε μεγαλώσει χωρίςτΐπστα δικό τη ς, μετακομίζοντας απότο ένα ίδρυμα στο άλλο με μόνη περιουσία ένα παμπάλαιο βαλιτσάκι με λίγα ρούχα. Στην πραγματικότητα, η ιδέα της ιδιοκτησίας την απωθούσε. Αισθανόταν ότι τα πράγματα την περιόριζαν, της στερούσαν ένα κομμάτι από την ελευθερία της. Στο σπίτι της δεν είχε ούτε
ένα μπιχλιμπίδι, ούτε ένα κάδρο στον τοίχο. Το μοναδικά διακοσμητικό ήταν μια αφίσα στην κουζίνα, μια φωτογραφία τραβηγμένη από αλεξίπτωτο στα χίλια εξακόσια μέτρα, ένα επίπεδο τοπίο που το αποτελούσαν πράσινα χωράφια, καφετιοί λόφοι, ένας ξεροπόταμος, σκόρπια δέντρα, δυο ασφαλτοστρωμένοι και δυο χωμάτινοι δρόμοι, στενοί σαν γραμμές που διέσχιζαν αλληλοδιασταυρούμενες την εικόνα Η Κόνι διάβαζε μανιωδώς, αλλά όλα τα βιβλίατηςτα προμηθευόταν από δανειστικές βιβλιοθήκες. Κι όλες οι βιντεοταινίες που έβλεπε ήταν νοικιασμένες. Το μόνο δικό της πράγμα ήταν ένα αυτοκίνητο, αλλά αυτό ήταν μέσο ελευθερίας, όχι δέσμευση.. Η ελευθερία ήταν το μόνο πράγμα που επιδίωκε η Κόνι ν' αποκτήσει και να κρατήσει, αντί για κοσμήματα, ρούχα ή έργα τέχνης, αν και συχνά ήταν πολύ πιο δυσεύρετη από έναν αυθεντικό Ρέμπραντ. Σ' εκείνη τη μακριά, γλυκιά ελεύθερη πτώση, πριν ανοίξει τελικά το αλεξίπτωτο της και σωθεί από βέβαιο θάνατο, είχε βιώσει την απόλυτη ελευθερία. Ενώ έτρωγε την πίτσα της, έβγαλε ξανά από το φάκελο τις φωτογραφίες και τις κοίταξε με την ησυχία της. Η πρόωρα χαμένη αδερφή της, ολόιδια μ' αυτή. Σκέφτηκε την Έλι, το κοριτσάκι της αδερφής της που ζούσε στη Σάντα Μπάρμπαρα. Δεν υπήρχε φωτογραφία της μικρής στο φάκελο, αλλά ίσως της έμοιαζε κι αυτή πολΰ. Προσπάθησε να προσδιορίσει τι ακριβώς αισθανόταν τώρα που ήξερε ότι είχε μια ανιψιά. Όπως είχε πει κι ο Μίκι Τσαν, ήταν θαυμάσιο που είχε επιτέλους βρει ένα συγγενή, αυτή που είχε ζήσει τόσα χρόνια ολομόναχη. Κάθε φορά που σκεφτόταν τη μικρούλα Έλι, ένιωθε μια ευχάριστη ανατριχίλα, αλλά και μια ανησυχία, που είχε να κάνει με την υποψία της ότι η άγνωστη ανιψούλα θα της δημιουργούσε μια δέσμευση πολΰ μεγαλύτερη απ* όλα τα υπάρχοντα του κόσμου. Κι αν άρχιζε να αισθάνεται στοργή για την Έ λ ι αφού θα τη γνώριζε; Όχι, δεν ήταν η στοργή αυτό που τη φόβιζε. Είχε γνωρίσει στοργή αρκετές φορές και την είχε ανταποδώσει. Το πρόβλημά της ήταν η αγάπη. Η Κόνι πίστευε ότι η αγάπη, αν και είναι ευλογημένο συναίσθημα, μπορεί να γίνει φοβερά δεσμευτική. Πόσο ελεύθερος
μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει; Δεν ήξερε, γιατί ποτέ δεν είχε δώσει ούτε είχε δεχτεί κανένα συναίσθημα τόσο δυνατό όσο η πραγματική αγάπη —όπως πίστευε η Κόνι ότι ήταν κι όπως την είχε γνωρίσει στα βιβλία. Είχε διαβάσει ότι η αγάπη μπορούσε να είναι παγίδα, φυλακή, απελπισία και είχε δει πολλές ανθρώπινες καρδιές ραγισμένες από τη δύναμή της. Είχε ζήσει πάρα πολύ καιρό μόνη. Αλλά ήταν βολεμένη στη μοναξιά της, ήρεμη. Μια αλλαγή εμπεριείχε το μεγάλο ρίσκο να χάσει για πάντα την ηρεμία της. Μελέτησε προσεκτικά το χαμογελαστό πρόσωπο της αδερφής της στις ολοζώντανες έγχρωμες φωτογραφίες. Τις χώριζε μια ολόκληρη ζωή και πέντε χρόνια θάνατος. Την αδερφή της δε θα τη γνώριζε ποτέ. Μπορούσε όμως να γνωρίσει την ανιψιά της. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγο θάρρος. Πήρε άλλη μια μπίρα απότο ψυγείο, επέστρεψε στο τραπέζι, κάθισε να ξαναδεί το πρόσωπο της Κολίν... κι είδε μια εφημερίδα να σκεπάζει τις φωτογραφίες. Ήταν η Ρέτζιστερ, με πρωτοσέλιδο τίτλο: ΠΙΣΤΟΛ1ΔΙ ΣΕ ΡΕΣΤΟΡΑΝ ΤΗΣ ΛΑΓΚΟΥΝΑ ΜΠΙΤΣ. ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΙ, ΕΝΝΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ. Η Κόνι έμεινε σύξυλη, κοιτώντας με φόβο την εφημερίδα. Δεν υπήρχε πριν από μερικά δευτερόλεπτα, δεν ήταν καν μέσα στο σπίτι, για τον απλό λόγο ότι ποτέ δεν την είχε αγοράσει. 'Οταν σηκώθηκε να πάρει την μπίρα από το ψυγείο, δε γύρισε ούτε για μια στιγμή την πλάτη της στο τραπέζι κι ας ήταν απόλυτα σίγουρη ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο σπίτι. Αλλά, ακόμη κι αν κάποιος είχε μπει κρυφά, ήταν απολύτως αδύνατον να μην τον έβλεπε αν είχε μπει στην κουζίνα. Η Κόνι άγγιξε την εφημερίδα. Ήταν πραγματική, αλλά η επαφή του χεριού της με το χαρτί την έκανε να ριγήσει σαν να είχε αγγίξει πάγο. Έπιασε την εφημερίδα και τη σήκωσε. Μύριζε καπνό. Οι σελίδες της ήταν καφετιές στις άκρες, κιτρινισμένες λίγο πιο μέσα και κανονικές στο κέντρο, σαν να την είχε τραβήξει κάποιος από φωτιά, λίγο πριν αρπάξει για τα καλά και καεί.
12 Ot κορυφές των ψηλότερων δέντρων είχαν χαθεί μέσα σε σύννεφα μαΰρου καπνού. Έντρομοι ένοικοι παραμέριζαν για να περάσουν οι πυροσβέστες με τις κίτρινες φόρμες και τις ψηλές μπότες τους, που έτρεχαν μέσα στον κήπο άλλοι τραβώντας πίσω τους τις μάνικες κι άλλοι με τσεκούρια στα χέρια. Μερικοί φορούσαν αναπνευστικές μάσκες για να μπορέσουν να μπουν στο γεμάτο καπνούς κτίριο. Η γρήγορη άφιξη κι οι ταχύτατες ενέργειες τους θα έσωζαν σίγουρα τα περισσότερα από τα διαμερίσματα που απειλούσε η φωτιά. Ο Χάρι Λάιον κοίταξε προς το δικό του διαμέρισμα, στη νότια πλευρά του συγκροτήματος, κι ένιωσε μια απέραντη θλίψη να του μαχαιρώνει την καρδιά. Είχαν χαθεί όλα. Χαμένη η συλλογή των βιβλίων του που ήταν τοποθετημένα κατ' αλφαβητική σειρά, τα CD του, τακτικά αραδιασμένα σε συρτάρια, ανάλογα με το είδος της μουσικής και το όνομα του συνθέτη, η αστραφτερή άσπρη κουζίνα του, τα αγαπημένα του φυτά εσωτερικού χοίρου, τα είκοσι εννιά προσωπικά του ημερολόγια που κρατούσε σχολαστικά από τα εννιά του χρόνια (ένα ημερολόγιο για κάθε χρονιά) — όλα είχαν γίνει στάχτες. Κι όταν φαντάστηκε τη φωτιά να καταβροχθίζει όλα τα αγαπημένα αντικείμενα που με τόση φροντίδα διατηρούσε στα διάφορα δωμάτια, όταν φαντάστηκε τα καμένα απομεινάρια τους, αισθάνθηκε ναυτία από την ταραχή και τη στενοχώρια του. Ξαφνικά θυμήθηκε το αυτοκίνητο του που βρισκόταν στο γκαράζ, στο πίσω μέρος του κτιρίου, έκανε να τρέξει κατά κει και σταμάτησε απότομα, κάνοντας τη σκέψη ότι δεν άξιζε να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να σώσει ένα αυτοκίνητο. Έπειτα, ήταν και πρόεδρος του συλλόγου ιδιοκτητών. Σε κάτι τέτοιες ώρες, είχε καθήκον να βρίσκεται κοντά στους γείτσνές του, να τους εμψυχώνει, να τους καθησυχάζει και να τους δίνει συμβουλές σχετικά με ασφαλιστικές αποζημιώσεις και διάφορα άλλα ζητήματα. Έχωσε το περίστροφο του στη θήκη, για να μην το δει κανένας κι αναστατωθεί χωρίς λόγο. Αλλά, καθώς το έκανε, θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο αλήτης όταν τον κρατούσε
καρφωμένο στον τοίχο: «Πρώτα θα καταστρέψω ό,τι κι όποιον αγαπάς... και μετά εσένα!» Με το που ξανασκέφτηκε αυτά τα λόγια κι έπιασε το τρομερό νόημάτους, ένας βαθύς φόβος απλώθηκε σαν μυρμήγκιασμα σ' όλο του το κορμί κάνοντας τα νεύρα του να παραλύσουν. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει μεγαλύτερο τρόμο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κατευθύνθηκε προς το γκαράζ. Είχε απόλυτη ανάγκη το αυτοκίνητο. Περνώντας ανάμεσα από τους πυροσβέστες με τις μάνικες, έτρεξε προς τη γωνία για να κάνει το γύρο του κτιρίου. Ο αέρας τώρα είχε γεμίσει από δεκάδες πυρακτωμένα καρβουνάκια που στροβιλίζονταν σαν πεταλούδες της νύχτας, πότε πέφτοντας και πότε πετώντας με ταχύτητα, στο ρυθμό που τους καθόριζαν τα δυνατά θερμικά κύματα. Από ψηλά ακούστηκε ένας φοβερός πάταγος. Τον ακολούθησε μια υπόκωφη βοή που έσεισε κυριολεκτικά τη γη. Ήταν η οροφή που κατέρρευσε σκορπίζοντας πυρακτωμένα σανίδια στον κήπο και στο εξωτερικό πεζοδρόμιο. Ο Χάρι σκέπασε το κεφάλι του με τα χέρια για να προστατευτεί κι ευχήθηκε να ήταν ακόμη αρκετά υγρά τα ρούχα του ώστε να μην αρπάξουν φωτιά έτσι κι έπεφτε πάνω του κανένα αποκαΐδι. Ευτυχώς, κατάφερε να βγει σώος από την πύρινη βροχή κι άνοιξε τη φαρδιά σιδερένια πόρτα που οδηγούσε στο πίσω μέρος του κτιρίου και στα γκαράζ. Η χαμηλή, τσιμεντένια οροφή του γκαράζ ήταν γεμάτη σπασμένα γυαλιά από τα παράθυρα που είχαν σκάσει. Το καθένα ήταν κι ένας καθρέφτης που αντανακλούσε τις χαλκόχρωμες και κοκκινωπές αναλαμπές της πυρκαγιάς που μαινόταν στην κορυφή του κτιρίου. Πύρινα ερπετά σέρνονταν ανάμεσα στα πόδια του Χάρι καθώς έτρεχε. Ο πίσω δρόμος ήταν ακόμη άδειος από πυροσβεστικά οχήματα, όταν έφτασε στην πόρτα του δικού του γκαράζ και την άνοιξε διάπλατα. Αλλά τη στιγμή που έκανε να μπει, εμφανίστηκε ένας πυροσβέστης και του φώναξε να φύγει αμέσως από εκεί. «Αστυνομία!» απάντησε ο Χάρι, με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζε τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που του χρειάζονταν για να φτάσει στο αυτοκίνητο του. Δεν προλάβαινε να δείξει την ταυτότητα του. Τα κλειδιά. Τον κυρίεψε πανικός στη σκέψη ότι τα είχε αφήσει στο τραπεζάκι του χολ ή στην κουζίνα. Πλησιάζοντας
το αυτοκίνητο και βήχοντας από τον καπνό που είχε ήδη εισχωρήσει και στο γκαράζ, πασπάτεψε πυρετωδώς τις τσέπες του. Η ανακούφιση του ήταν τεράστια όταν άκουσε τα κλειδιά να κουδουνίζουν στο σακάκι του. Πρώτα ό,τι κι όποιον αγαπάς... Ο Χάρι βγήκε από το γκαράζ με την όπισθεν, έβαλε πρώτη, πάτησε το γκάζι, άλλαξε ταχύτητα, πέρασε δίπλα από τον πυροσβέστη που του είχε φωνάξει και βγήκε από τον πίσω δρόμο δευτερόλεπτα πριν στρίψει εκεί μια μεγάλη πυροσβεστική αντλία και του φράξει οριστικά την έξοδο. Λίγο έλειψε μάλιστα να συγκρουστούν μετωπικά, καθώς ο Χάρι έστριψε απότομα το Χόντα του και βγήκε στον κεντρικό δρόμο. Αφού είχε απομακρυνθεί γύρω σία τρία με τέσσερα τετράγωνα, οδηγώντας με απαράδεκτο γι' αυτόν τρόπο — κάνοντας αντικανονικά προσπεράσματα και αγνοώντας τα φανάρια — το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου άνοιξε από μόνο του. Η φωνή του αλήτη, βαριά, ακατέργαστη, ξεχύθηκε τόσο απότομα από τα μεγάφωνα, που ο Χάρι λίγο έλειψε να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου από την τρομάρα του. «Τώρα πρέπει να ξεκουραστώ. Να ξεκουραστώ». «Τι διάβολο...» Του απάντησε μόνο ένας οξύς συριστικός ήχος. Παράσιτα. Ο Χάρι έκοψε ταχύτητα κι έσκυψε προς το ραδιόφωνο με σκοπό να το κλείσει. Δεν πρόλαβε. «Πολύ κουρασμένος... έναν υπνάκο...» Παράσιτα. «...Έχειςμια ώρα καιρό...» Παράσιτα. «...αλΛά θα ξανάρθω...» Ο Χάρι δεν κοίταζε πια το δρόμο μπροστά του, αλλά το πράσινο φωτάκι του ραδιοφώνου. Κατά περίεργο τρόπο, του θύμιζε τα κόκκινα μάτια του αλήτη — πρώτα αίμα και μετά φωτιά... «...ήρωας του γλυκού νερού... ένα τίποτα...» Παράσιτα. «Πυροβολείς όποιον σου καπνίσει... είσαι μεγάλος μάγκας, ε;... Για ρίξε και σ' εμένα να δούμε... Μ' εμένα δε θα ξεμπερδέψεις έτσι... όχι μ' εμένα... όχι...» Παράσιτα. Μόνο παράσιτα.
Το αυτοκίνητο περαοε από μια ρηχή, μακριά λακκούβα της ασφάλτου που είχε γεμίσει με βρόχινο νερό. Διάφανοι ιριδίζσντες πίδακες στεφάνωσαν σαν φτερά αγγέλων τις δυο πλευρές ταυ. Ο Χάρι άγγιξε το κουμπί του ραδιοφώνου, όντας σίγουρος ότι θα δεχόταν ηλεκτρική εκκένωση ή κάτι πολύ χειρότερο, αλλά δε συνέβη τίποτε. Γύρισε το κουμπί κλείνοντας το ραδιόφωνο και τα παράσιτα σταμάτησαν. Στο επόμενο φανάρι, δεν άνοιξε ταχύτητα για να μην τον πιάσει το κόκκινο. Φρενάρισε μαλακά πίσω από τα προπορευόμενα αυτοκίνητα, σταμάτησε και προσπάθησε νοερά να βάλει σε τάξη και λογική τα αλλόκοτα συμβάντα της μέρας. Ποιον θα καλέσεις για βοήθεια; Τους Γκοστμπάστερ; Ο Χάρι δεν πίστευε στα φαντάσματα ούτε στους κυνηγούς φαντασμάτων. Παρ' όλα αυτά έτρεμε, όχι μόνο.επειδή τα ρούχα του ήταν ακόμα υγρά. Άναψε το καλοριφέρ. Ποιον θα καλέσεις για βοήθεια; Φάντασμα ή όχι, ο αλήτης σίγουρα δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας του. Άρα, δεν είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Ο αλήτης υπήρχε. Άνθρωπος μπορεί να μην ήταν, αλλά ήταν σίγουρα κάτι υπαρκτό. Κατά περίεργο τρόπο, αυτό το συμπέρασμα τον καθησύχασε. Πολύ περισσότερο από το ανεξήγητο ή το υπερφυσικό, ο Χάρι φοβόταν την πνευματική διαταραχή, το σάλεμα του νου. Τώρα, αυτή η απειλή έμοιαζε να έχει αντικατασταθεί από έναν εξωτερικό αντίπαλο, ανεξήγητο μεν με τα λογικά δεδομένα και τρομακτικά επικίνδυνο, αλλά εξωτερικό, οπωσδήποτε. Το φανάρι έγινε πράσινο και τ' αυτοκίνητα ξανάρχισαν να κινούνται, Ο Χάρι ακολούθησε ήσυχα το ρεύμα της κυκλοφορίας κοιτώντας γύρω του τους δρόμους του Νιούπορτ Μπιτς. Εντελώς αυθόρμητα, είχε τραβήξει δυτικά, προς την ακτή, και βόρεια του Ίρβιν, αλλά μόνο εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε απόλυτα πού ακριβώς πήγαινε. Στην Κόστα Μέσα. Στο σπίτι της Κόνι Γκάλιβερ. Ξαφνιάστηκε. Ο φλεγόμενος μπαμπούλας τον είχε απειλήσει ότι θα κατέστρεφε ό,τι κι όποιον αγαπούσε, πριν καταστρέψει και τον ίδιο την αυγή. Κι όμως ο Χάρι είχε επιλέξει να πάει
στην Κόνι πριν ελέγξει καν αν ήταν καλά οι γονείς του, που κατοικούσαν στην Κάρμελ Βάλεϊ. Νωρίτερα είχε ομολογήσει στον εαυτό του ότι ενδιαφερόταν για την Κόνι πολύ περισσότερο απ' όσο νόμιζε, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι είχε ξεκαθαρίσει απόλυτα τι ακριβώς αισθανόταν γι' αυτή. Την ήθελε την Κόνι, αλλά το γιατί παρέμενε ανεξήγητο. Αδυνατούσε ακόμη να δώσει όνομα σ' αυτό το αίσθημα, αλλά ήξερε ότι ήταν τόσο έντονο και βαθύ, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη αποκάλυψη σε μια μέρα γεμάτη ανεξήγητα γεγονότα κι αποκαλύψεις. 'Οπως πολλοί άνθρωποι της γενιάςτου, έτσι κι ο Χάρι είχε ανατραφεί χωρίς συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη. Κι όταν ενηλικιώθηκε, δεν έτυχε ν' αποκτήσει κάποια δική του. 'Οχι πως αρνιόταν την ύπαρξη του Θεού. Απλώς δεν είχε βρει ποτέ τον τρόπο να πιστέψει 'Οταν έρθεις αντιμέτωπος με το υπερφυσικό, από ποιον θα ζητήσεις βοήθεια; Αν όχι από τους κυνηγούς φαντασμάτων, τότε απότο Θεό. Κι αν όχι απότο θεό... από ποιον θα ζητήσεις βοήθεια; Σε όλη του τη ζωή, ο Χάρι είχε κάνει πίστη του την τάξη. Αλλά η τάξη είναι μια κατάσταση, όχι μια δύναμη που θα μπορούσε να την καλέσει σε βοήθεια Παρά τις φρικαλεότητες με τις οποίες ερχόταν πολύ συχνά αντιμέτωπος λόγω της δουλειάς του, εξακολουθούσε να πιστεύει σε ανθρώπινες αξίες, όπως η αξιοπρέπεια ή το θάρρος. Αυτό ήταν που του έδινε δύναμη τώρα. Πήγαινε στην Κόνι Γκάλιβερ, όχι μόνο για να την προειδοποιήσει, αλλά και για να της ζητήσει να τον συμβουλέψει και να τον βοηθήσει να βγει από τα σκοτάδια που τον είχαν περικυκλώσει. Ποιόν θα καλέσεις σε βοήθεια, λοιπόν; Το συνεργάτη σου. 'Οταν σταμάτησε στο επόμενο φανάρι, ένιωσε καινούρια έκπληξη, που αυτή τη φορά δεν αφορούσε τα συναισθήματάτσυ ή τις πράξεις του. Η τωρινή έκπληξη προήλθε από κάποιο κρύο πράγμα που πάγωνε το στήθος του στο μέρος της καρδιάς και βρισκόταν στην αριστερή τσέπη του πουκαμίσου του. Αυτή τη φορά δε χρειαζόταν ν' αναλύσει τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Έφτανε να χώσει το χέρι του στην τσέπη, να βγάλει ό,τι υπήρχε εκεί και να το κοιτάξει. Ή τ α ν τέσσερα μικρά, άμορφα αντικείμενα, βαριά και κρύα. Μεταλλικά. Μόλο που αδυνατούσε ακόμη και να υποθέσει πώς είχαν καταλήξει στην τσέπη του, ήξερε πολύ καλά τι ήταν. Ήταν οι τέσσερις σφαίρες που είχε ρίξει στον αλήτη. Τέσσερα βλήματα από μολύβι, παραμορφω-
μένα από τη δύναμη κρούσης που είχε αναπτυχθεί όταν συνάντησαν και διαπέρασαν τη σάρκα και τα κόκαλα.
Ο Χάρι έβγαλε το σακάκι, τη γραβάτα και το πουκάμισο του, για να τα καθαρίσει όσο μπορούσε από τις στάχτες και την καπνιά, στο μπάνιο του διαμερίσματος της Κόνι. Τα χέρια του ήταν τόσο βρόμικα, που του θύμιζαν τα χέρια του αλήτη και χρειάστηκε να τα τρίψει με το σφουγγάρι. Ύστερα έπλυνε τα μαλλιά, το πρόσωπο, το στήθος και τα μπράτσα του στο νιπτήρα, διώχνοντας εκτός από τη σκόνη και τις στάχτες και λίγη από τη φοβερή ένταση που τον διακατείχε. Τέλος, έστρωσε τα βρεγμένα μαλλιά του με τη χτένα της Κόνι. Με τα ρούχα του ήταν αδύνατον να κάνει πολλά πράγματα. Τα τίναξε και τα βούρτσισε όσο μπορούσε για να φύγει η επιφανειακή βρομιά, αλλά εξακολουθούσαν να φαίνονται λεκιασμένα και χιλιοζαρωμένα, ό,τι κι αν έκανε. Το άσπρο του πουκάμισο είχε γίνει γκρίζο, μύριζε ελαφρά ιδρώτα κι έντονα καπνιά, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή από το να το ξαναφορέσει. Δε θυμόταν να είχε επιτρέψει ποτέ στον εαυτό του να κυκλοφορήσει σε τέτοια άθλια κατάσταση. Προσπάθησε να περισώσει την αξιοπρέπεια του κουμπώνοντας το πουκάμισο ως πάνω και δένοντας και τη γραβάτα του. Αλλά περισσότερο από την κατάσταση των ρούχων του, τον απασχολούσε η σωματική του κατάσταση. Το στομάχι του είχε μελανιάσει και πονούσε στο σημείο όπου τον είχε εμβολίσει το χέρι της πλαστικής κούκλας. Ένας άλλος πόνος, που ξεκινούσε από χαμηλά στη σπονδυλική του στήλη κι απλωνόταν σαν κινέζικη βεντάλια ως την πλάτη του, του θύμιζε το δυνατό χτύπημα στον τοίχο, όπου τον είχε κοπανήσει ο αλήτης. Το αριστερό του μπράτσο πονούσε επίσης, γιατί το είχε χτυπήσει άσχημα όταν ο αλήτης τον πέταξε από το χολ στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Ό σ ο βρισκόταν σε κίνηση, τρέχοντας για να σώσει τη ζωή του με τις φλέβες του γεμάτες αδρεναλίνη, δεν αντιλαμβανόταν τον πόνο. Με το που χαλάρωσε λίγο, άρχισε να πιάνεται και να μουδιάζει. Ή τ α ν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να του
συμβεί, γιατί πολΰ φοβόταν ότι στη διάρκεια αυτής της νύχτας θα χρειαζόταν να είναι σε τέλεια φυσική κατάσταση, με τα αντανακλαστικά του σε συναγερμό, αν ήθελε να σώσει το τομάρι του. Στο ντουλαπάκι με τα φάρμακα βρήκε ένα κουτί ασπιρίνες. Έριξε δυο στην παλάμη του, ξαναβίδωσε το καπάκι κι έχωσε το κουτί στην τσέπη του σακακιού του. 'Οταν επέστρεψε στην κουζίνα και ζήτησε από την Κόνι λίγο νερό για να καταπιείτις ασπιρίνες, εκείνη του έβαλε στο χέρι ένα κουτί μπίρα. Ο Χάρι αρνήθηκε. «Θέλω να έχω καθαρό μυαλό». «Μια μπίρα δε θα σε βλάψει. Μπορεί και να σε βοηθήσει». «Δεν πίνω πολύ, γενικά». «Δε σου πρότεινα να κάνεις ενδοφλέβια ένεση με βότκα, για μπίρα μιλάμε». «Προτιμώ λίγο νερό». «Για τ' όνομα του Θεού, Χάρι, πάψε να γίνεσαι σπαστικός!» Ο Χάρι έγνεψε καταφατικά, πήρε την μπίρα, άνοιξε το κουτί και κατέβασε τις ασπιρίνες με μια γερή γουλιά. Ή τ α ν υπέροχα δροσιστική. Ίσως να ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Χωρίς να διστάσει, πήρε ένα κομμάτι κρύα πίτσα από το ανοιχτό κουτί. Πέθαινε της πείνας. Έκοψε μια μεγάλη μπουκιά και τη μάσησε με απόλαυση, ξεχνώντας προσωρινά τη συνηθισμένη του μανία με τους καλούς τρόπους. Δεν είχε ξανάρθει στο διαμέρισμα της Κόνι και πρόσεξε αμέσως πόσο λιτό ήταν. «Πώς λέγεται αυτό το στυλ διακόσμησης; Πρώιμο Μοναστικό;» την πείραξε. «Ποιος χέστηκε για τη διακόσμηση;» είπε η Κόνι. «Χάρη κάνω στο σπιτονοικοκύρη μου. Έτσι και κόψω το λαιμό μου καμιά μέρα στη δουλειά, θα το αδειάσει σ' ένα απόγευμα και την επομένη θα το έχει ήδη νοικιάσει». Η Κόνι επέστρεψε στο τραπέζι όπου είχε αραδιάσει έξι αντικείμενα: ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων, παλιό και τσαλακωμένο, μια εφημερίδα με τις άκρες των σελίδων της καψαλισμένες και τέσσερα παραμορφωμένα βλήματα. Ο Χάρι πήγε και στάθηκε δίπλα της. «Λοιπόν;» «Δεν πιστεύω σε φαντάσματα, πνεύματα, δαίμονες κι άλλες τέτοιες αηδίες», είπε η Κόνι, «Ούτε κι εγώ».
«Αυτό τον τύπο τον είδα. Ήταν απλώς ένας ζητιάνος». «Ακόμα δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι του έδωσες δέκα δολάρια», είπε ο Χάρι. Η Κόνι κοκκίνισε. Πρώτη φορά την έβλεπε να κοκκινίζει. Κι αυτό που την είχε φέρει σε αμηχανία ήταν ο υπαινιγμός του ότι ήταν πονόψυχη κατά βάθος. «Ξέρεις... κατά κάποιο τρόπο με ανάγκασε να του τα δώσω», εξήγησε η Κόνι. «Επομένως, δεν ήταν 'απλώς ένας ζητιάνος'». «Ίσως όχι, αφσύ κατάφερε εμένα να του δώσω δέκα δολάρια». «Θα σου πω κάτι», είπε ο Χάρι Έχωσε βιαστικά στο στόμα του το υπόλοιπο του κομματιού της πίτσας. «Πες μου». Μπουκωμένος, ο Χάρι άρχισε να μιλάει: «Τσν είδα να καίγεται ζωντανός μέσα στο καθιστικό του σπιτιού μου, αλλά ε ίμαι σίγουρος ότι δε θα βρεθούν ανθρώπινα κόκαλα στις στάχτες. Και, ακόμη κι αν δε μου είχε μιλήσει από το ραδιόφωνο, θα περίμενα να τον ξαναδώ μπροστά μου βρόμικο, απαίσιο, αλλόκοτο και ζωντανό όπως πάντα». «Μόλις τώρα δεν είπες ότι ούτε εσύ πιστεύεις στα φαντάσματα;» Ο Χάρι πήρε το τελευταίο κομμάτι πίτσα από το κουτί. «Δεν πιστεύω». «Οπότε;» Ο Χάρι την κοίταξε σκεφτικός, μασουλώντας. «Δηλαδή, με πιστεύεις;» «Κάτι ανάλογο μου συνέβη κι εμένα». «Ναι. Αρκετό για να με πιστέψεις, υποθέτω». «Οπότε;» επανέλαβε η Κόνι. «Τι συμπέρασμα βγάζεις;» Ο Χάρι ένιωσε την ανάγκη να βολευτεί σε μια καρέκλα και ν' απλώσει τα πόδια του, αλλά ήξερε ότι θα γινόταν χειρότερα αν το έκανε. Στηρίχτηκε λοιπόν στον πάγκο της κουζίνας, δίπλα στο νεροχύτη. «Σκεφτόμουν... Όπως ξέρεις, στη δουλειά μας συναντάμε καθημερινά ανθρώπους που δεν είναι σαν κι εμάς, που θεωρούν ότι ο νόμος είναι για να τσν τηρούν οι αφελείς. Οι άνθρωποι αυτοί νοιάζονται συνήθως μόνο για τον εαυτό τους και ικανοποιούν τις επιθυμίες τους αδιαφορώντας για τις συνέπειες που προκαλούν στους άλλους».
«Τομάρια, αποβράσματα και τα λοιπά», είπε η Κόνι. «Εγκληματίες, διαταραγμένες προσωπικότητες», διόρθωσε ο Χάρι. «Ζουν και κινούνται ανάμεσά μας, περνιούνται για πολιτισμένοι, φυσιολογικοί άνθρωποι Όμως, παρ' όλο που υπάρχουν πολλοί τέτοιοι, αποτελούν μόνο μια μικρή μειοψηφία στο σύνολο. Η πολιτισμένη συμπεριφορά τους δεν είναι παρά το λούστρο, το μακιγιάζ τους για τη σκηνή, κάτω από το οποίο κρύβεται το άγριο, πρωτόγονο πλάσμα που εξελίχθηκε σε νοήμονα άνθρωπο, η ενστικτώδης συνείδηση του αρπαχτικού». «Λοιπόν; Αυτά δεν είναι καινούρια», είπε ανυπόμονα η Κόνι. «Εμείς είμαστε η λεπτή γραμμή που χωρίζει τον πολιτισμό απότο χάος. Καθημερινά αντικρίζουμε την άβυσσο, κλυδωνιζόμαστε στο χείλος της, βάζουμε συνεχώςτον εαυτό μας σε δοκιμασία, αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε σαν κι αυτούς, δεν πέφτουμε στο χάος, δε θα γίνουμε σαν αυτούς, δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να γίνουμε —κι αυτή είναι η μεγάλη γοητεία της δουλειάς μας. Εγώ γι' αυτό έγινα αστυνομικός». «Αλήθεια;» είπε ο Χάρι, με έκπληξη. Για τον Χάρι ήταν διαφορετικά. Είχε γίνει αστυνομικός για να προστατεύει τους πραγματικά πολιτισμένους, για να τους προφυλάσσει από τους άλλους, τους κάλπικους που ζούσαν ανάμεσά τους, για να εξασφαλίζει τη γαλήνη, την ηρεμία και την τάξη και να συνεισφέρει έτσι στην κοινωνία και στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Αυτοί ήταν μερικοί από τους λόγους που ο Χάρι είχε γίνει αστυνομικός κι όχι για ν' αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν ήταν ένας από τους απροσάρμοστους. Ενώ μιλούσε, η Κόνι είχε στυλώσει το βλέμμα της σ' ένα φουσκωμένο φάκελο που βρισκόταν αφημένος σε μια από τις καρέκλες. Ο Χάρι αναρωτήθηκε τι να περιείχε. «Όταν δεν ξέρεις από πού προέρχεσαι, όταν δεν ξέρεις αν μπορείς ν' αγαπήσεις καιν' αγαπηθείς», είπε η Κόνι, χαμηλόφωνα, σαν να μονολογούσε, «όταν η μοναδική σου επιδίωξη είναι η ελευθερία, τότε πρέπει ν' αναγκάσεις τον εαυτό σου ν' αναλάβει ευθύνες, πολλές και βαριές ευθύνες. Γιατί η ελευθερία χωρίς ευθύνη είναι σκέτη βαρβαρότητα». Η φωνή της δεν ήταν απλώς χαμηλή, ήταν θλιμμένη. «Όταν αναρωτιέσαι μήπως προέρχεσαι κι εσύ από τη βαρβαρότητα και δεν μπορείς να το μάθεις, όταν ξέρεις ότι είσαι ικανός να μισήσεις με πάθος αφού δεν μπορείς ν'
αγαπήσεις, αυτό σε τρομάζει γιατί σημαίνει ότι μπορεί να κατρακυλήσεις κάποτε κι εσύ στην άβυσσο...» Ο Χάρι σταμάτησε ασυναίσθητα να μασάει και την άκουγε σαν μαγεμένος. Καταλάβαινε ότι η Κόνι του αποκάλυπτε για πρώτη φορά κάτι από τον εαυτό της. Απλώς, δεν καταλάβαινε απόλυτα τι ακριβώς του αποκάλυπτε. Σαν να βγήκε απότομα από την ονειροπόληση της, η Κόνι τράβηξε βιαστικά το βλέμμα της από το φάκελο στην καρέκλα και κοίταξε τον Χάρι. Η φωνή της σκλήρυνε ξανά «Λοιπόν, ο κόσμος είναι γεμάτος τομάρια, καθάρματα, διαταραγμένες προσωπικότητες —όπως θέλεις πες τους. Που θέλεις να καταλήξεις;» Ο Χάρι κατάπιε την μπουκιά του. «Ας υποθέσουμε πως ένας αστυνομικός, την ώρα που κάνειτη δουλειά του, πέφτειτυχαία πάνω d ένα τέτοιο διαταραγμένο άτομο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι χειρότερο απότα συνηθισμένα παλιόμσυτρα, πολύ χε ιρστερο». Η Κόνι είχε ανοίξει το ψυγείο να πάρει άλλη μια μπίρα όσο ο Χάρι μιλούσε. «Χειρότερο; Από ποια άποψη;» «Αυτός ο τύπος έχει...» «Τι;» «Έχει ένα... χάρισμα». «Τι χάρισμα; Έλα, Χάρι, μη με πρήζεις! Έχεις όρεξη για γρίφους;» Ο Χάρι πήγε ξανά στο τραπέζι και κούνησε με το δάχτυλο του τις τέσσερις σφαίρες, που κύλησαν πάνω στη φορμάικα μ' ένα βαρύ, μεταλλικό ήχο. «Χάρι;» τον παρακίνησε ανυπόμονα η Κόνι. Μόλο που ένιωθε την ανάγκη να της αναπτύξει τη θεωρία του, δυσκολευόταν πολύ ν' αρχίσει Αυτά που θα έλεγε θα κατέστρεφαν για πάντα την εικόνα του λογικού και ψύχραιμου αστυνομικού. Ήπιε άλλη μια γουλιά από την μπίρα του, πήρε βαθιά αναπνοή κι έκανε τη βουτιά στα βαθιά: «Ας υποθέσουμε πως έχεις να κάνεις μ' ένα διαταραγμένο άτομο... έναν ψυχωτικό με υπερφυσικές ικανότητες, που το να τα βάλεις μαζί του ισοδυναμεί με το να συγκρουστείς με έναν άγνωστο θεό· με άγνωστες δυνάμεις». Η Κόνι τον κοίταζε ήδη με το στόμα ανοιχτό. Το δάχτυλο της είχε μείνει ακίνητο στο μεταλλικό δαχτυλίδι που ανοίγει το
κουτάκι της μπίρας και δεν έλεγε να το τραβήξει Ηκατάπληξήτης ήταν απόλυτη. Ο Χάρι συνέχισε πριν προλάβει να τον διακόψει: «Δεν εννοώ να μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα ενός αγώνα, να μαντέψει το χαρτί που τράβηξες τυχαία από μια τράπουλα ή να μετακινήσει αντικείμενα με το βλέμμα. 'Οχι τέτοια μικροπράγματα Μιλάω για ένα άτομο που έχει την ικανότητα να εμφανίζεται από το πουθενά και να εξαφανίζεται στο τίποτα Την ικανότητα να γεννάει φωτιά, ν' αρπάζει φωτιά και να μην καίγεται, να δέχεται σφαίρες και να μην παθαίνει τίποτε. Που να μπορεί ίσως να σου κολλάει έναν ψυχικό βομβητή — κάτι ανάλογο με τα ηλεκτραν ικά μαραφέτια που κολλάνε οι κυνηγοί στα ελάφια για να τα παρακολουθούν— και να σε εντοπίζει ακόμη κι αν δε σε βλέπει, ανεξάρτητα από το που πας ή πόσο απομακρύνεσαι. Ξέρω, είναι παράλογο, είναι τρελό, θυμίζει ταινία τρόμου, αλλά μπορεί να είναι πραγματικότητα». Η Κόνι κουνούσε το κεφάλι της με δυσπιστία Ξανάνοιξε το ψυγείο κι έβαλε πίσω την μπίρα στο ράφι, χωρίς να την ανοίξειτελικά. «Καλύτερα να μην πιω πάνω από δύο απόψε», μουρμούρισε. Ο Χάρι αισθάνθηκε επιτακτική την ανάγκη να την πείσει. Η νύχτα περνούσε γρήγορα, η αυγή πλησίαζε. «Και πού τις κονόμησε αυτές τις εκπληκτικές δυνάμεις;» ρώτησε η Κόνι επιστρέφοντας στο τραπέζι. «Ποιος ξέρει;' Ισως να έζησε πολλά χρόνια σε περιοχή με καλώδια υψηλής τάσης και το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο τους να επηρέασε τον εγκέφαλο του.' Ισως να υπήρχε πολλή διοξίνη στογάλαπσυ έπινε όταν ήταν μωρό ή να έφαγε πάρα πολλά μήλα δηλητηριασμένα από κάποια μυστήρια τοξική ουσία, ίσως το σπίτι του να βρίσκεται ακριβώς κάτω από μια τρύπα του όζοντος, ίσως να πειραματίστηκαν με τον εγκέφαλο του τίποτα εξωγήινα όντα ή να έφαγε απίστευτες ποσότητες ραδιενεργά γαριδάκια, να άκουσε αμέτρητες ώρες γαμημένη μουσική ραπ! Πού στο διάολο να ξέρω;» Η Κόνι είχε απομείνει να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. «Εσύ σοβαρολογείς!» «Ναι». «Το κατάλαβα, γιατί είναι η πρώτη φορά που σ' ακούω να λες κακές λέξεις». «Ω! Συγνώμη, μου ξέφυγε...»
«Φυσικά», τσν ειρωνεύτηκε η Κόνι. «Αλλά αυτός ο τύπος είναι ένας κοινός αλήτης». «Δε νομίζω ότι είναι αυτό το πραγματικό του πρόσωπο. Πιστεύω ότι μπορεί να εμφανιστεί με όποια μορφή θέλει, επειδή η μορφή με την οποία εμφανίζεται δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός ο ίδιος... είναι σαν προβολή... σαν υλική εικόνα που τη χρησιμοποιεί και την κατευθύνει». «Κατά τα άλλα, κανείς μας δεν πιστεύει στα φαντάσματα», σχολίασε η Κόνι. Ο Χάρι άρπαξε από το τραπέζι το τσαλακωμένο δεκαδόλαρο. «Αν κάνω τόσο λάθος, πώς το εξηγείς εσύ αυτό;» «Αν έχεις δίκιο... πώς το εξηγείς εσύ;» «Τηλεκίνηση». «Το οποίο σημαίνει;» «Η ικανότητα να μετακινεί κάποιος ένα αντικείμενο στο χώρο και στο χρόνο μόνο με τη δύναμη του μυαλού του». «Και πώς δεν είδα το χαρτονόμισμα να πετάει στον αέρα και να καταλήγει στην παλάμη μου;» ρώτησε η Κόνι. «Δε γίνεται μ' αυτότοντρόπο. Το πιο σωστό είναι τηλεμεταφορά. Το αντικείμενο μεταφέρεται από τον έναντόπο στον άλλο — παφ! — χωρίς να διανύσει τη μεταξύ τους απόσταση σαν συμπαγής ύλη». «Έλεος, Μπάτμαν!» έκανε η Κόνι ανοίγοντας τα χέρια της. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του: 8:38. Τικτάκ... τικτάκ... Ήξερε πως αυτά που έλεγε φαίνονταν παλαβά, παρατραβηγμένα, απίθανες θεωρίες που δεν ταιριάζουν σε ψύχραιμους κι έμπειρους αστυνομικούς. Ήξερε επίσης ότι είχε δίκιο ή έστω ότι είχε αγγίξει περιφερειακά την αλήθεια, αν δεν είχε φτάσει ακόμη στην καρδιά της. «Ακου», είπε στην Κόνι, πιάνοντας την εφημερίδα με τις μισοκαμένες άκρες και κουνώντας την μπροστά της. «Δεν τη διάβασα ακόμη, αλλά αν την ξεφυλλίσεις είμαι σίγουρος ότι θα βρεις τουλάχιστον μια ιστορία ακόμη για την αρρωστημένη συλλογή σου, μια ιστορία που ν' αποδείχνει ότι ζούμε το νέο Μεσαίωνα». Πέταξε θυμωμένα την εφημερίδα στο τραπέζι. «Ας θυμηθούμε μαζί κάποιες απ' αυτές που μου διηγήθηκες πρόσφατα, ιστορίες που μαζεύεις από τα δελτία ειδήσεων και τον Τύπο. Είμαι σίγουρος ότι θυμάμαι κάμποσες». «Χάρι...»
«'Οχι πως έχω καμιά όρεξη να τις θυμηθώ, θα προτιμούσα να μην τις ήξερα καν». Ο Χάρι άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω, μπροστά στο τραπέζι. «Εσύ δε μου είπες για ένα δικαστή στο Τέξας που έριξε τριάντα πέντε χρόνια φυλακή σ* ένα νεαρό επειδή έκλεψε ένα λίτρο Σπράιτ; Και την ίδια στιγμή, στο Λος Άντζελες, κάποιοι ταραχοποιοί σκοτώνουν έναν άνθρωπο στο ξύλο και η όλη σκηνή απαθανατίζεται από βιντεοκάμερα, αλλά κανείς δε θέλει να ταράξει τα νερά καταδικάζοντας τους δολοφόνους, εφόσον ο ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου ήταν μια πράξη διαμαρτυρίας προς την κοινωνική αδικία». Η Κόνι τράβηξε μια καρέκλα, τη γύρισε ανάποδα, κάθισε καβάλα με τα χέρια της σταυρωμένα στη ράχη της καρέκλας κι απέμεινε να κοιτάζει την εφημερίδα και τα άλλα αντικείμενα στο τραπέζι. Ο Χάρι συνέχισε να βηματίζει σαν νευρόσπαστο, μιλώντας ταυτόχρονα, σχεδόν χωρίς ανάσα « Ή εκείνη η γυναίκα που έβαλε το φίλο της να βιάσειτη δωδεκάχρονη κόρη της επειδή ήθελε τέταρτο παιδί αλλά δεν μπορούσε να κάνει, οπότε σκέφτηκε να γίνει μητέρα του μπάσταρδου που θα γεννούσε το κοριτσάκι της; Πού έγινε αυτό, θυμάσαι; Στο Ουισκόνσιν; Ή στο Οχάιο;» «Στο Μίσιγκαν», απάντησε σοβαρά η Κόνι. «Κι ο άλλος που αποκεφάλισε τον εξάχρονο γιο του με το μπαλτά...» «Πέντε. Το παιδάκι ήταν πέντε χρονών». «Και η συμμορία των νεαρών που σκότωσαν μια γριά γυναίκα με εκατόν τριάντα μαχαιριές για ένα ψωροδολάριο...» «Στη Βοστόνη». «Α, ναι, και το άλλο διαμάντι, ο καλός πατέρας που σκότωσε στο ξύλο την τετράχρονη κορούλα του επειδή δεν μπορούσε να θυμηθεί το αλφάβητο πέρα από το 'Ε', δυο χρόνια πριν πάει σχολείο. Κι εκείνη η άλλη στο Αρκάνσας, ή στη Λσυιζιάνα, ή στην Οκλαχόμα, δε θυμάμαι, που έβαλε τριμμένα γυαλιά στην κρέμα του μωρού της, ελπίζοντας ότι το πιτσιρίκι θ' αρρώσταινε κι ο πατέρας θα έπαιρνε άδεια από το Ναυτικό για να μείνει λίγο καιρό στο σπίτι». «'Οχι στο Αρκάνσας», ψιθύρισε η Κόνι. «Στο Μισισιπή». Ο Χάρι σταμάτησε το πήγαιν' έλα ακριβώς απέναντι από την Κόνι, στήριξε τους αγκώνες του στο τραπέζι κι έσκυψε προς το μέρος της κοιτώντας τη στα μάτια. «Βλέπεις; Δέχεσαι όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα, όσο κι
ΙΛΑΛΝΠΑ ΐυϊ
ΔΚΑΚυΝ'ΓΑ
161
αν δεν τα χωράει ο νους σου. Ξέρεις ότι συνέβησαν. Είμαστε στη δεκαετία του '90, Κόνι, στο νέο Μεσαίωνα, όπου όλα μπορούν να συμβούν και πράγματι συμβαίνουν, όπου το αδιανόητο γίνεται αποδεκτό, όπου κάθε νέο θαύμα της επιστήμης συνοδεύεται από απίστευτα δείγματα ανθρώπινης βαρβαρότητας και κανείς δεν αντιδρά. Κάθε νέο, λαμπρό τεχνολογικό επίτευγμα έχει ως αντίβαρο χιλιάδες φρικαλεότητες, αμέτρητες εκφράσεις της ανθρώπινης κακίας και βλακείας. Σε κάθε επιστήμονα που αναζητά ένα νέο φάρμακο για τον καρκίνο αντιστοιχούν πέντε χιλιάδες φονιάδες, πρόθυμοι να πολτοποιήσουν το κεφάλι μιας γριούλας προκειμένου να της κλέψουν το πορτοφόλι». Η Κόνι απέστρεψετο βλε'μμα τηςταραγμένη. Έπιασε ένα από τα παραμορφωμένα βλήματα καιτο μελέτησε απ' όλεςτις πλευρές, κρατώντας το ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα. Σπρωγμένος από το άγχος του περιορισμένου χρόνου, ο Χάρι συνέχιζε το φρενήρη μονόλογο του: «Μπορείς, λοιπόν, να αποκλείσεις την πιθανότητα κάποιος τύπος σε κάποιο εργαστήριο να ανακάλυψε κάτι που να ενεργοποιεί τις άγνωστες δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου; Κάτι που μεγεθύνεικαι απομονώνει δυνάμεις που όλοι υποψιαζόμαστε ότι κρύβουμε μέσα μας, αλλά που δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε κατά βούληση; Μπορεί αυτός ο τύπος να έκανε μια ένεση στον εαυτό του με την ουσία που ανακάλυψε. Ή μπορείαυτός που ψάχνουμε να είναι το πειραματόζωο που, όταν κατάλαβε τι του συνέβαινε, σκότωσε όλους όσους γνώριζαν το μυστικό και το έσκασε. Μπορεί να κυκλοφορεί ανάμεσά μας και να είναι το τελευταίο άτομο στον κόσμο που θα υποψιαζόμαστε». Η Κόνι άφησε κάτω τη σφαίρα και κοίταξε ξανά τον Χάρι. Είχε υπέροχα μάτια. «Η θεωρία του πειράματος μου φαίνεται λογική». «Αλλά μπορεί να μην είναι τίποτε απ' όλα αυτά, να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε». «Αν πράγματι υπάρχει τέτοιος άνθρωπος, ποιος θα τον σταματήσει;» «Δεν είναι θεός. Ό,τι δυνάμεις κι αν διαθέτει, δεν παύει να είναι άνθρωπος και μάλιστα ένας άνθρωπος διαταραγμένος, θ α έχει οπωσδήποτε αδυναμίες, ευαίσθητα σημεία...» Η Κόνι άπλωσε το χέρι της πάνω από το τραπέζι και χάιδεψε τρυφερά τον Χάρι στο μάγουλο. Εκείνος δεν το περίμενε και ξαφνιάστηκε. Του χαμογέλασε. «Έχειςπολύ πλούσια φαντασία, Χάρι Λάιον».
«Ε... ναι, από μικρός είχα αδυναμία στα παραμύθια». Η Κόνι τράβηξε το χέρι της κάπως απότομα, σαν να είχε κάνει κάτι άπρεπο, και έσμιξε τα φρύδια συλλογισμένη. «Ακόμη κι αν έχει αδύνατα σημεία, όπως υποθέτεις, θα πρέπει πρώτα να τον βρούμε. Πώς θα τον εντοπίσουμε τσν κύριο Τικτάκ;» «Τικτάκ;» «Δεν ξέρουμε το πραγματικό του όνομα Ας τον αποκαλούμε, λοιπόν, 'Τικτάκ', για να συνεννοούμαστε», πρότεινε η Κόνι. Τικτάκ. Θα μπορούσε να είναι το όνομα ενός κακού ήρωα των παραμυθιών. Ο νάνος Ραμπλστίλτσκιν, η Κακιά Μητριά, ο Κακός Λύκος· κι ο Τικτάκ. «Εντάξει». Ο Χάρι όρθωσε το κορμί του. Ξανάρχισε το πήγαιν' έλα. «Τικτάκ, λοιπόν». «Πώς θα τον βρούμε;» «Δεν ξέρω. Αλλά νομίζω πως ξέρω από πού πρέπει ν' αρχίσουμε. Από το νεκροτομείο της Λαγκούνα Μπιτς». Η Κόνι τινάχτηκε. «Από τον Όρντεγκαρντ;» «Ναι. Θέλω να δω την αναφορά από τη νεκροψία αν την έχουν τελειώσει, και να μιλήσω με τον ιατροδικαστή, αν γίνεται Θέλω να μάθω αν βρήκαν τίποτε παράξενο». «Σαν τι;» «Μακάρι να 'ξερα. Οτιδήποτε έξω από τα συνηθισμένα». «Αλλά ο Όρντεγκαρντ είναι νεκρός. Δεν ήταν... προβολή, ήταν πραγματικός, με σάρκα και οστά, και τώρα είναι πτώμα Δεν μπορεί να είναι αυτός ο Τικτάκ». Ο Χάρι είχε διαβάσει αμέτρητα παραμύθια, μύθους, θρύλους και μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας και είχε διαθέσιμη μια ανεξάντλητη πηγή ιδεών. «Μπορεί ο Τικτάκ να έχειτην ικανότητα να μετεμψυχώνεται σε διάφορα σώματα, να κυριεύει το μυαλό άλλων ανθρώπων, να κατευθύνει τις πράξεις τους και να ξαναφεύγει όταν πεθαίνουν. Μπορείνα έλεγχε τον Όρντεγκαρντ, ύστερα να μεταπήδησε στον αλήτη, που μπορεί κι αυτός να πέθανε τελικά, να βρεθούν τα κόκαλά του στο καμένο διαμέρισμά μου, κι ο Τικτάκ να εμφανιστεί με καινούρια μορφή την επόμενη φορά». «Άνθρωποι κυριευμένοι από κάποιο πνεύμα;» «Κάτι τέτοιο». «Αρχίζεις να με τρομάζεις», είπε η Κόνι.
«Αρχίζω; Τελικά είσαι πολύ σκληρό καρύδι. Άκου, Κόνι, λίγο πριν κάνει στάχτη το διαμερισμό μου, ο Τικτάκ μού είπε κάτι σαν... 'Πυροβολείς όποιον γουστάρεις και ξεμπερδεύεις, αλλά εμένα δεν μπορείς να μου ρίξεις και να ξεμπερδέψεις, όχι εμένα'». Ο Χάρι πασπάτεψε το περίστροφο του, στη θήκη κάτω από το σακάκι του. «Ποιον σκότωσα εγώ σήμερα; Τον Όρντεγκαρντ. Κι ο Τικτάκ μού δηλώνει ότι δεν έχω ξεμπερδέψει. Γι' αυτό θέλω να δω αν βρήκαν τίποτα περίεργο στο πτώμα του Όρντεγκαρντ». Η Κόνι ήταν ακόμη έκπληκτη, αλλά τον πίστευε. Είχε αρχίσει να μπαίνεικιαυτή στοχορό. «θέλ,ειςνα δεις ανυπάρχουν σημάδια που να δείχνουν ότι ο Όρντεγκαρντ ήταν 'κυριευμένος'». «Ναι». «Τι ακριβώς είναι αυτά τα σημάδια;» «Οτιδήποτε παράξενο». «Να είναι, ας πούμε, άδειο το κρανίο, χωρίς εγκέφαλο; Ή ο αριθμός 666, χαραγμένος στο σβέρκο του πτώματος;» «Μακάρι να ήταν κάτι τόσο προφανές, αλλά πολύ αμφιβάλλω». Η Κόνι γέλασε. Ήταν ένα γέλιο νευρικό, ξερό, χωρίς συνέχεια Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της. «Εντάξει. Φύγαμε για το νεκροτομείο!» Ο Χάρι ήλπιζε ότι τα αποτελέσματα της νεκροψίας ή μια κουβέντα με τον ιατροδικαστή θα του αποκάλυπτε αυτά που ήθελε να μάθει κι ότι δε θα χρειαζόταν να ξαναδεί το πτώμα. Το μυαλό του επαναστατούσε στην ιδέα ν' αντικρίσει ξανά εκείνο το στρογγυλό, αγαθό πρόσωπο.
Η μεγάλη κουζίνα της Κλινικής Πασίφικ Βίου στη Λαγκούνα Μπιτς ήταν όλη ντυμένη με άσπρα πλακάκια και καθαρή σαν θάλαμος νοσοκομείου. Αν υπάρχουν εδώ μέσα μυρμήγκια ή κατσαρίδες, σκέφτηκε η Τζάνετ Μάρκο, σίγουρα θα έχουν συνηθίσει να τρέφονται με απορρυπαντικό σε σκόνη, αμμωνία και απολυμαντικό. Παρά τη σχολαστική απολύμανση, η κουζίνα όε μύριζε σαν νοσοκομείο. Γαργαλιστικές μυρωδιές από ψητή γαλοπούλα, μπιφτέκι, χορταρικά και πατάτες φούρνου ανακατεύονταν με
τη μυρωδιά της μαγιάς και της κανέλας από τα κουλουράκια που έψηναν για το πρωινά. Ήταν επίσης ένα ζεστό, φιλόξενο μέρος και η ζεστασιά τσυ ήταν μια ευλογία μετά την ψύχρα που είχε φέρει η μαρτιάτικη απογευματινή καταιγίδα. Η Τζάνετ κι ο Ντάνι έτρωγαν το βραδινό τους καθισμένοι στην άκρη ενός από τα μακριά τραπέζια, προς τη μεριά της κουζίνας. Από τη θέση αυτή, χωρίς να εμποδίζουν κανέναν, μπορούσαν να παρατηρούν το πολυάσχολο προσωπικό την ώρα της δουλειάς. Την Τζάνετ τη γοήτευε φοβερά ο ρυθμός λειτουργίας της μεγάλης κουζίνας, όπου τα πάντα πήγαιναν ρολόι. Οι υπάλληλοι θύμιζαν εργάτες σε βιομηχανία κι έδειχναν ευχαριστημένοι από τη δουλειά τους. Τους ζήλευε. Μακάρι να μπορούσε κι αυτή να δουλέψει στην Πασίφικ Βιου, στην κουζίνα ή σε οποιοδήποτε άλλο τμήμα. Αλλά δεν ήξερε ποια ήταν τα απαιτούμενα προσόντα. Εξάλλου ο διευθυντής, όσο καλός άνθρωπος κι αν ήταν, αποκλείεται να δεχόταν να προσλάβει κάποια που ζούσε σε αυτοκίνητο, πλενόταν στα δημόσια λουτρά και δεν είχε μόνιμη διεύθυνση. Παρ' όλο που της άρεσε να χαζεύει το προσωπικό της κουζίνας, ήταν φορές που τους ζήλευε τόσο πολύ, που δεν άντεχε ούτε να τους βλέπει. Βέβαια, δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον κύριο Ισιγκούρα, τον ιδιοκτήτη και διευθυντή της Πασίφικ Βιου, που ο Θεός να τον είχε καλά τον άνθρωπο. Οικονόμος και καλόψυχος καθώς ήταν, δεν άντεχε να βλέπει ανθρώπους να πεινάνε σε μια χώρα τόσο πλούσια και τον στενοχωρούσε αφάνταστα η σπατάλη. Καθημερινά, αφού είχαν φάει το δείπνο τους οι εκατό περίπου ασθενείς και το προσωπικό της κλινικής του, περίσσευε αρκετό φαγητό για να χορτάσουν καμιά δεκαριά άτομα ακόμη. Κι ο κύριος Ισιγκούρα πρόσφερε αυτές τις μερίδες δωρεάν σε κάποιους συγκεκριμένους άπορους πολίτες. Το φαγητό δεν ήταν απλώς καλό, ήταν εξαιρετικό. Η Πασίφικ Βιου δεν ήταν καμιά τυχαία κλινική. Ήταν πρώτης κατηγορίας. Οι ασθενείς ήταν πλούσιοι ή είχαν πλούσιους συγγενείς. Ο κύριος Ισιγκούρα δε διαφήμιζε τη γενναιοδωρία του ούτε άνοιγε την πόρτα του στον καθένα. 'Οταν έβλεπε κανέναν άστεγο, που αυτός έκρινε ότι δεν είχε ξεπέσει στο δρόμο αποκλειστικά από δικό του φταίξιμο, τον πλησίαζε αυτοπροσώπως
και του πρόσφερε τα δωρεάν γεύ ματα και δείπνα στην Πασίφικ Βιου. Κι επειδή ήταν έτσι επιλεκτικός, μπορούσες να φας χωρίς να είσαι αναγκασμένος να μοιραστείς το τραπέζι με κάτι δύστροπους κι επικίνδυνους αλκοολικούς ή ναρκομανείς, όπως στις διάφορες Εστίες της Εκκλησίας ή της Πρόνοιας. Η Τζάνετ δεν εκμεταλλευόταν καθημερινά τη γενναιοδωρία του κυρίου Ισιγκούρα. Από τα εφτά γεύματα και δείπνα που θα μπορούσε να έχει δωρεάν στην Πασίφικ Βιου κάθε βδομάδα, περιοριζόταν το πολύ σε τέσσερα συνολικά. Για τα υπόλοιπα, κατάφερνε να τα βγάζει πέρα μόνη της κι ένιωθε πολύ περήφανη όταν μπορούσε να εξασφαλίσει με δικά της χρήματα το φαγητό του Ντάνι και το δικό της. Εκείνη την Τρίτη το βράδυ, η Τζάνετ κι ο Ντάνι μοιράζονταν την τραπεζαρία με τρεις ηλικιωμένους άντρες, μια γριά κυρία που το πρόσωπο της είχε τόσες πολλές ρυτίδες που έμοιαζε με τσαλακωμένο χαρτί, αλλά φορούσε ζωηρόχρωμο φουλάρι και κόκκινο μπερέ, και έναν τρομερά άσχημο νεαρό με σημάδια από εγκαύματα. Ήταν όλοι κακοντυμένοι, αλλά όχι βρόμικοι, φτωχοί, αλλά όχι εξαθλιωμένοι. Η Τζάνετ δε μίλησε σε κανέναν, μόλο που θα της άρεσε να κουβεντιάσει. Είχε πολύ καιρό να μιλήσει σε άνθρωπο, εκτός από τον Ντάνι, κι ένιωθε αμήχανη στην ιδέα ότι θα συζητούσε με κάποιον ενήλικο. Επιπλέον, φοβόταν μήπως πέσει σε κανέναν περίεργο και δεν ήθελε ν' αναγκαστεί ν' απαντήσει σε ερωτήσεις για τον εαυτό της και το παρελθόν της. Στο κάτω κάτω, ήταν μια φόνισσα. Κι αν είχε ανακαλυφτεί το πτώμα του Βινς στην έρημο της Αριζόνα, μπορεί να ήταν και καταζητούμενη. Στην πραγματικότητα, μιλούσε ελάχιστα και με τον Ντάνι, που δε χρειαζόταν ενθάρρυνση ούτε για να φάει, ούτε για να προσέχει τους τρόπους του. Παρ' όλο που ήταν μόνο πέντε χρονών, συμπεριφερόταν σαν κύριος στο τραπέζι. Η Τζάνετ ήταν πολύ περήφανη για το γιο της. Πού και πού, ενώ έτρωγαν, του χάιδευε τα μαλλιά ή τον χτυπούσε μαλακά στην πλάτη για να καταλάβει ο μικρός ότι τον καμάρωνε. Τον λάτρευε τον Ντάνι, τον αγαπούσε περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή της. Ήταν τόσο μικρός, τόσο αθώος κι αντιμετώπιζε τόσο καρτερικά τη μια δυσκολία μετά την άλλη. Δεν
έπρεπε να πάθει ποτέ κακά. Έπρεπε να του δοθεί μια ευκαιρία να μεγαλώσει και να γίνει κάτι στον κόσμο. Η Τζάνετ μπορούσε να ευχαριστηθεί το φαγητό της μόνο όταν δε σκεφτόταν τον αστυνομικό. Τον αστυνομικό που άλλαζε μορφές. Που είχε γίνει σαν λυκάνθρωπος σε ταινία τρόμου. Που είχε γίνει ο Βινς και είχε κάνει τον Γούφερ να κοκαλώσει στον αέρα Μετά τη συνάντηση στο δρομάκι, το απόγευμα, η Τζάνετ είχε φύγει με το αυτοκίνητο βόρεια, μέσα στην καταιγίδα. Είχε σκοπό να φτάσει στο Λος Άντζελες, όσο μακρύτερα μπορούσε από τη Λαγκούνα Μπιτς και το μυστηριώδες πλάσμα που ήθελε να τους σκοτώσει. Βέβαια, αυτός της είχε πει ότι θα την έβρισκε όπου κι αν πήγαινε και τον είχε πιστέψει. Αλλά της ήταν αδύνατον να καθίσει άπραγη και να περιμένει το θάνατο. Είχε φτάσει μέχρι την Κορόνα Ντελ Μαρ, την επόμενη πόλη στην ακτή του Ειρηνικού, όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω στη Λαγκούνα Μπιτς. Στο Λος Άντζελες θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Να ανακαλύψει ποιες ήταν οι καλύτερες γειτονιές για ψάξιμο, πότε περνούσαν τα απορριμματοφόρα από κάθε περιοχή, ποιες συνοικίες είχαν πιο ανεκτική αστυνομία, πού ήταν τα κέντρα ανακύκλωσης, πού υπήρχαν ανθρωπιστές σαν τον κύριο Ισιγκούρα και χίλια δυο άλλα. Τα χρήματα της ήταν ελάχιστα και δε θα της έφταναν να ζήσει μέχρι να μάθει τα κατατόπια σ' ένα καινούριο μέρος. Οπότε, ή στη Λαγκούνα Μπιτς, ή πουθενά. Το χειρότερο απ' όλα όταν είσαι πάμφτωχος είναι που δεν έχεις ποτέ δεύτερη επιλογή. Η Τζάνετ γύρισε πίσω στη Λαγκούνα, μαλώνοντας σε όλο το δρόμο τον εαυτό της που είχε ξοδέψει άσκοπα τόση βενζίνη. Πάρκαραν σ' ένα απόμερο δρομάκι κι έμειναν στο αυτοκίνητο μέχρι να σταματήσει η βροχή. Στο λιγοστό, γκρίζο φως του βροχερού απογεύματος, και με τον Γούφερ να κοιμάται στο πίσω κάθισμα της Ντστζ, η Τζάνετ διάβασε παραμύθια στον Ντάνι από ένα βιβλίο που είχαν βρει στα σκουπίδια. Ο Ντάνι τρελαινόταν να του διαβάζει. Καθόταν κι άκουγε μαγεμένος, ενώ η βροχή έπαιζε το δυνατό, μονότονο σκοπό της στη λαμαρινένια στέγη του κινητού σπιτιού τους. Τώρα η βροχή είχε σταματήσει, η μέρα είχε φύγει, το δείπνο είχε τελειώσει και ήταν ώρα να γυρίσουν στο αυτοκίνητο να κοιμηθούν. Η Τζάνετ ήταν κατάκοπη κι ο Ντάνι σίγουρα θα
έπεφτε ξερός για ύπνο. Μόνο που έτρεμε στην ιδέα να κλείσει τα μάτια της, μήπως κι εμφανιστεί ο αστυνομικός και τη βρει κοιμισμένη. Η Τζάνετ κι ο Ντάνι μάζεψαν τα πιάτα τους και τα πήγαν στο μεγάλο νεροχύτη, όπως έκαναν πάντα. Εκεί τους πλησίασε μια μαγείρισσα, που την έλεγαν Λορέτα, αλλά η Τζάνετ δεν ήξερε το επίθετο της. Η Λορέτα ήταν μια ψηλή, εύσωμη πενηντάρα, με δέρμα σαν πορσελάνη και τόσο καθαρό από ρυτίδες, που θα 'λεγες ότι δεν είχε ποτέ καμιά έγνοια στη ζωή της. Τα χέρια της ήταν μεγάλα, γερά και κόκκινα από τη λάτρα Κρατούσε ένα δίσκο γεμάτο κόκαλα κι αποφάγια από ψητό. «Τον έχετε ακόμα το σκύλο;» ρώτησε η Λορέτα. «Εκείνο το όμορφο αδέσποτο που σας τριγύριζε τις προάλλες;» «Είναι ο Γούφερ», είπε ο Ντάνι. «Ο γιος μου τον συμπάθησε πολύ», εξήγησε η Τζάνετ. «Είναι έξω στο δρόμο τώρα και μας περιμένει». « Έ χ ω κάτι καλούδια για την αφεντιά του», είπε η Λορέτα δείχνοντας τα αποφάγια. Μια όμορφη, ξανθιά νοσοκόμα που στεκόταν λίγο πιο πέρα κι έπινε ένα ποτήρι γάλα άκουσε τη συζήτηση χωρίς να το θέλει. «Είναι αλήθεια όμορφος ο σκύλος σας;» ρώτησε. «Ένας κοπρίτης είναι», απάντησε η Λορέτα. «Δεν είναι ράτσας, αλλά έπρεπε να τον βάλουν να παίξει στο σινεμά, τέτοιος γλύκας που είναι». «Εγώ είμαι παλαβή με τα σκυλιά», είπε η νοσοκόμα. « Έ χ ω τρία. Τα λατρεύω τα σκυλιά. Μπορώ να τον δω;» «Βεβαίως, βεβαίως», είπε η Λορέτα. Ύστερα δαγκώθηκε και κοίταξε την Τζάνετ. «Σε πειράζει αν δείξω το σκύλο σας στην Αντζελίνα;» Προφανώς, η Αντζελίνα ήταν η νοσοκόμα. «Να με πειράξει; Για τ' όνομα του Θεού, όχι», είπε η Τζάνετ. Η Λορέτα οδήγησε τη μικρή ομάδα προς την πίσω πόρτα της κουζίνας. Τα αποφάγια στο δίσκο δεν ήταν λίπη και κόκαλα, αλλά κανονικά κοψίδια από γαλοπούλα και ψητό. Έ ξ ω στο δρομάκι, κάτω από το φωτεινό κώνο μιας λάμπας, καθόταν ο Γούφερ και περίμενε υπομονετικά, με το κεφάλι του γερμένο στο πλάι, το ένα αυτί σηκωμένο και το άλλο πεσμένο όπως πάντα κι ένα ύφος όλο απορία και αθωότητα. Το ελαφρό
αεράκι που είχε αρχίσει να φυσάει μετά την καταιγίδα, φουφούλιαζε την πλούσια, καφετιά γούνα του. Η Αντζελίνα ξετρελάθηκε. «Αυτός είναι κούκλος!» «Είναι δικός μου», είπε ο Ντάνι, τόσο σιγανά που δεν τον άκουσε κανένας άλλος εκτός από την Τζάνετ. Σαν να κατάλαβε τον έπαινο της νοσοκόμας για την ομορφιά του, ο Γοΰφερ τής χάρισε ένα σκυλίσιο χαμόγελο κι η φουντωτή ουρά του άρχισε να σαρώνει παιχνιδιάρικα την άσφαλτο. Ίσως να είχε πράγματι καταλάβει. Η Τζάνετ ήταν πια σίγουρη ότι ο Γοΰφερ ήταν πολύ έξυπνο σκυλί. Η Αντζελίνα πήρε το δίσκο από τα χέρια της μαγείρισσας και προσπερνώντας όλους τους άλλους κάθισε ανακούρκσυδα μπροστά στο σκύλο. «Κοίτα εδώ, φιλαράκο. Πώς σου φαίνονται; Είμαι σίγουρη ότι θα σου αρέσουν. Για σένα είναι, γλυκέ μου». Ο Γούφερ κοίταξε την Τζάνετ λες και της ζητούσε την άδεια να φάει. Τώρα ήταν ένα αδέσποτο του δρόμου, αλλά σίγουρα ανήκε κάποτε σε αφεντικό και είχε μεγαλώσει με ανθρώπους σε σπίτι. Είχε την εγκράτεια που χαρακτηρίζει τα εκπαιδευμένα σκυλιά και την ικανότητα να ανταποδίδει τη στοργή που χαρακτηρίζειταζώα — ίσιος και τους ανθρώπους— που έχουν γνωρίσει την αγάπη tow άλλων. Η Τ ζ ά ν ε τ συγκατένευσε και τότε ο Γούφερ ρίχτηκε με τα μούτρα στα κοψίδια. Η Τζάνετ Μάρκο συχνά σκεφτόταν ότι αυτή κι ο σκύλος είχαν, από μια άποψη, πολλές κοινές εμπειρίες. Οι γονείς της της είχαν φερθεί με τη χαρακτηριστική εκείνη σκληρότητα που δείχνουν συχνά οι άνθρωποι προς τα ζώα- κι ο Βινς δεν είχε αποδειχτεί καλύτερος. Ό σ ο για τον Γούφερ, μόλο που δεν υπήρχαν σημάδια ότι τον είχαν χτυπήσει ή αφήσει δεμένο να πεινάει, ήταν σίγουρο ότι τον είχαν εγκαταλείψει. Γιατί, ενώ δε φορούσε κολάρο, ήταν φανερό ότι δεν είχε μεγαλώσει στο δρόμο. Ήταν πάντα πρόθυμος να ευχαριστήσει κι αναζητούσε τη στοργή των ανθρώπων. Η εγκατάλειψη είναι κι αυτή μια μορφή βιαιοπραγίας, πράγμα που σήμαινε για την Τζάνετ ότι αυτί] κι ο σκύλος είχαν κοινή την εμπειρία του φόβου, της ανασφάλειας και της κακής ζωής. Έτσι, αποφάσισε να κρατήσει το σκύλο, παρά τα προβλήματα και τα έξοδα που μπορεί να της δημιουργούσε. Είχαν κοινό κάτι πολύ σημαντικό: ήταν κι οι δυο πλάσματα του Θεού, είχαν κουράγιο, αξιοπρέπεια και βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη.
Ενώ ο Γούφερ απολάμβανε το φαγητό του με σκυλίσιο ενθουσιασμό, η νεαρή ξανθιά νοσοκόμα τον χτυπούσε χαϊδευτικά στη ράχη, του έξυνε το κεφάλι πίσω από τ' αυτιά και του μιλούσε με γλυκόλογα. «Σου το 'πα πως είναι κούκλος», είπε η μαγείρισσα. Σταύρωσε τα χέρια κάτω από το πληθωρικό στήθος της κι έσκυψε προς τον Γούφερ. «Θα έπρεπε να παίζει στο σινεμά, τέτοιος σκύλος. Σταρ θα γινόταν!» «Είναι δικός μου», ξαναείπε ανήσυχος ο Ντάνι και πάλι τόσο χαμηλόφωνα, που τον άκουσε μόνο η μητέρα του. Στεκόταν δίπλα της, κολλημένος κυριολεκτικά πάνω στο πόδι της, κι εκείνη τον αγκάλιαζε προστατευτικά από τους ώμους. Στα μισά του φαγητού, ο Γούφερ σήκωσε απότομα το κεφάλι του από τις λιχουδιές και κοίταξε περίεργα την Αντζελίνα Το γερό του αυτί ορθώθηκε. Μύρισε την άσπρη φούστα της στολής της και τα λεπτά της χέρια κι ύστερα έχωσε τη μουσούδα του κάτω από τα γόνατά της για να μυρίσει και τα άσπρα παπούτσια της. Σαν να μην είχε ικανοποιηθεί, οσφράνθηκε πάλι τα χέρια της αφήνοντας μικρά σκυλίσια επιφωνήματα, ενώ κουνιόταν συνεχώς επιτόπου με μια περίεργη έξαψη. Η νοσοκόμα κι η μαγείρισσα γέλασαν, θεωρώντας τα καμώματά του ευχαριστίες για το καλό φαγητό και τα χάδια Αλλά η Τζάνετ κατάλαβε ότι ο σκύλος αντιδρούσε σε κάτι άλλο. Γιατί άφηνε πού και πού κάτι σιγανά γρυλίσματα, σαν να είχε πιάσει μια μυρωδιά που δεν του άρεσε, και είχε σταματήσει εντελώς να κουνάει την ουρά του. Εντελώς απροειδοποίητα και προς μεγάλη ντροπή της Τζάνετ, ο Γούφερ ξέφυγε μ' ένα δυνατό σάλτο από την αγκαλιά της Αντζελίνα, πέρασε σαν σίφουνας δίπλα από τον Ντάνι, ανάμεσα από τα πόδια της μαγείρισσας κι εξαφανίστηκε από την ανοιχτή πόρτα στο εσωτερικό της κουζίνας. «Γούφερ, μη!» φώναξε η Τζάνετ. Ο σκύλος δεν την άκουσε, δε γύρισε και οι τρεις γυναίκες μαζί με τον Ντάνι έτρεξαν το κατόπι του. Το προσωπικό της κουζίνας προσπάθησε να πιάσει τον Γούφερ, αλλά ο σκύλος ήταν πολύ γρήγορος κι ευέλικτος για τα χέρια τους. Τους ξεγελούσε συνεχώς, αλλάζοντας κατευθύνσεις σαν αστραπή, γλιστρώντας μέσα από τα πόδια τους, τρυπώνο-
ντας κάτω από πάγκους, τρέχοντας σαν βολίδα στους διαδρόμους ανάμεσα σία τραπέζια, γρυλίζοντας, λαχανιάζοντας και διασκεδάζοντας αφάνταστα κατά τα φαινόμενα. Κι όμως δεν ήταν μόνο διασκέδαση και σκυλίσια παιχνίδια. Ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει, ο Γούφερ έδειχνε ταυτόχρονα να ψάχνει απεγνωσμένα κάτι. Οσφραινόταν συνεχώς το πάτωμα και τον αέρα σαν να πάσχιζε να εντοπίσει κάποια φευγαλέα μυρωδιά. Τον άφηναν εντελώς αδιάφορο τα ταψιά με τα κουλουράκια που η μυρωδιά τους έκανε να σου τρέχουν τα σάλια και δεν πήδησε ούτε μια φορά στους πάγκους με τα φαγητά. Κάτι άλλο τον ενδιέφερε, κάτι που είχε αρχικά εντοπίσει στη νεαρή, ξανθιά νοσοκόμα που λεγόταν Αντζελίνα. «Κακό σκυλί», του φώναζε συνεχώς η Τζάνετ που συμμετείχε στο κυνηγητό. «Κακό σ/.υλί, κακό!» Ο Γούφερ έριξε κάνα δυο πληγωμένα βλέμματα προς την κατεύθυνση της, αλλά δε συμμορφώθηκε. Μια άλλη νοσοκόμα, ανύποπτη για την αναταραχή που επικρατούσε, μπήκε στην κουζίνα σπρώχνοντας τη δίφυλλη, παλινδρομική πόρτα μ' ένα καροτσάκι γεμάτο άδειους δίσκους. Ο σκύλος εκμεταλλεύτηκε στη στιγμή την ευκαιρία. Πέρασε σαν σαΐτα από το άνοιγμα ανάμεσα στο καροτσάκι και στο φύλλο της πόρτας κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό της κλινικής. Κακό σκυλί. Ό χ ι κακό, καλό σκυλί. Καλό. Το μέρος του φαγητού είναι γεμάτο ωραίες μυρωδιές, δεν μπορεί να πιάσει την άλλη, την παράξενη μυρωδιά. Πρέπει να την ξαναπιάσει. Γρήγορα. Αλλά πίσω από την πόρτα που ανοίγει στη μέση είναι ένα άλλο μέρος, μακρύ, μακρύ και στενό μέρος, γε μάτο με άλλα κλειστά μέρη στις δυο πλευρές του. Εδώ, οι μυρωδιές που σε κάνουν και πεινάς δεν είναι τόσο δυνατές. Πολλές άλλες μυρωδιές εδώ. Μυρωδιές ανθρώπων, όχι καλές όλες. Ξινές μυρωδιές, καυτερές, άσχημες, γλυκερές μυρωδιές, άρρωστες. Πεύκο. Έναςκουβάς-πεύκο στο μακρύ, μακρύ στενό μέρος. Χώνει γρήγορα τη μύτη του στον κουβά-πεύκο. Περίεργο πώς βρέθηκε εκεί μέσα ένα δέντρο πεύκο. Αλλά δεν είναι δέντρο,
μόνο νερό, νερό βρόμικο που μυρίζει σαν δέντρο πεύκο και πολλά κομμάτια δέντρα πεύκα, όλα μαζί στον κουβά. Ενδιαφέρον. Τρέχει. Πιπί. Μυρίζει πιπί. Ανθρώπινο πιπί. Από πολλούς ανθρώπους. Ενδιαφέρον. Δέκα, είκοσι, τριάντα διαφορετικές μυρωδιές από πιπί, καμιά πολύ δυνατή, πάρα πολλοί άνθρωποι κάνουν πιπί σ' ένα μέρος. Περίεργο μέρος. Μπορεί να καταλάβει πολλά όταν μυρίζει ανθρώπινο πιπί. Τι έφαγαν, τι ήπιαν, σε ποιο μέρος πήγαν, αν έχουν βαρβατέψει λίγο πριν, αν είναι άρρωστοι, θυμωμένοι, καλοί ή κακοί. Εδώ το πιπί δε μυρίζει καθόλου βαρβατίλα, οι άνθρωποι πουτο κάνουν έχουν αρρώστια, μεγάλη αρρώστια οι πιο πολλοί. Κανένα πιπί απ' αυτά δεν είναι ωραίο να το μυρίζει. Μυρίζει και δέρμα από παπούτσια, παρκετίνη, λούστρο, κόλλα, τριαντάφυλλα, κρίνα, τουλίπες, γαρίφαλα, λεμόνια, δέκα, είκοσι, πολλούς ιδρώτες, καλή σοκολάτα, σκόνη, υγρό χώμα, σαπούνι, μέντα, πιπέρι, αλάτι, κρεμμύδια, εκείνο που έχουντα μυρμήγκια και σε κάνει να φταρνίζεσαι, καφές, ζεστός μπρούντζος, λάστιχο, χαρτί, ξύλινα μολύβια, βούτυρο κι άλλα δέντρα πεύκα σε κουβά, άλλο σκυλί. Ενδιαφέρον. Άλλο σκυλί. Κάποιος έχει ένα σκυλί και φέρνει τη μυρωδιά με τα παπούτσια του, ωραία μυρωδιά, θηλυκό σκυλί, που πέρασε από το μακρύ, μακρύ και στενό μέρος. Ενδιαφέρον. Πολλές άλλες μυρωδιές —ο κόσμος του είναι κυρίως μυρωδιές— κι ανάμεσά τους η παράξενη μυρωδιά, παράξενη και κακή, μυρωδιά που να θέλεις να δαγκώσεις, εχθρού μυρωδιά, κακού ανθρώπου μυρωδιά, αστυνομικού μυρωδιά, λύκου μυρωδιά, την έχει ξαναμυρίσει, είναιτο πράγμα-αστυνομικός-λύκος, να τη, την έπιασε πάλι, από δω, από δω... Οι άνθρωποι τον κυνηγούν γιατί δεν πρέπει να είναι εκεί. Σε κάθε λογής μέρη οι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν πρέπει να πάει εκεί. Γιατί; Αφού οι πιο πολλοί άνθρωποι μυρίζουν άσχημα, ακόμα κι οι καθαροί, αφού είναι πιο μικρός από τους ανθρώπους, χωράει πιο καλά, δεν κάνειτόση φασαρία σαν τους ανθρώπους, δεν πιάνει τόσο πολύ τόπο. Γιατί; «Κακό σκυλί», λέει η γυναίκα. Αυτό τον πειράζει, γιατί του αρέσει η γυναίκα και το παιδί, γι' αυτούς το κάνει αυτό, ψάχνει να βρειτο κακό πράγμα-αστυνομικό-λύκο με την παράξενη μυρωδιά. Κακό σκυλί. 'Οχι. Καλό σκυλί. Καλό. Γυναίκα με άσπρα ρούχα. Βγαίνει από μια πόρτα, δείχνει
ι'κπληξ(|, μυρίζει έκπληξη, προσπαθεί να τον σταματήσει. Της Λβίχνειτα δόντια. Η γυναίκα πάει πίσω. Εύκολο να φοβίζειτσυς ανθρώπους. Εύκολο να ξεφεύγει. Το μακρύ και στενό μέρος σμίγει με άλλο μακρύ και στενό μέρος. Κι άλλες πόρτες, κι άλλες μυρωδιές, αμμωνία, θειάφι, πολλές μυρωδιές αρρώστιας, πολλές μυρωδιές από ανθρώπινο πιπί. Πολλοί άνθρωποι μένουν εδώ και κάνουν πιπί. Ενδιαφέρον. Τα σκυλιά δεν κάνουν πιπί εκεί που μένουν. Άλλη γυναίκα στο μακρύ και στενό μέρος. Κουβαλάει κάτι, δείχνει έκπληξη, μυρίζει καλά, λέει: «Ω, ένα σκυλάκι». Ας της κουνήσει την ουρά. Γιατί όχι; Αλλά χωρίς να σταματήσει. Η μυρωδιά. Παράξενη. Κακή. Δυνατή εδώ, πιο δυνατή παρακάτω. Ανοιχτή πόρτα, λίγο φως, ένα μέρος με μια γυναίκα σε κρεβάτι, Άρρωστη γυναίκα. Συνεχίζει, φοβάται λίγο, κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, γιατί αυτό το μέρος είναι γεμάτο από την παράξενη, κακή μυρωδιά. Υπάρχει στο πάτωμα, στους τοίχους και πιο πολύ σε μια καρέκλα, εκεί που κάθισε το κακό πράγμα-εχθρός. Κάθισε εκεί πολλή ώρα, πολλές φορές. Η γυναίκα λέει: «Ποιος είναι;» Βρομάει η γυναίκα. Ξινός ιδρώτας. Αρρώστια. Και κάτι χειρότερο: λύπη. Βαθιά, μεγάλη, τρομερή λύπη. Και φόβο. Πάνω από κάθε άλλη, η σκληρή, κρύα, μεταλλική μυρωδιά του φόβου. «Ποιος είναι; Είναι κανείς εδώ;» Πόδια ανθρώπων τρέχουν σε μακρύ και στενό μέρος έξω. Άνθρωποι έρχονται, Μυρωδιά φόβου, τόσο δυνατή που η παράξενη κακή μυρωδιά σχεδόν σκεπάζεται από το φόβο, τη μυρωδιά του φόβου. «Αντζελίνα; Εσύ είσαι, Αντζελίνα;» Η κακή μυρωδιά, η μυρωδιά από το πράγμα-εχθρό, είναι παντού στο κρεβάτι, σ' όλο το κρεβάτι, Το κακό πράγμα στάθηκε εδώ και είδε τη γυναίκα, σήμερα, πριν από λίγο, την έπιασε, ε'πιασε το άσπρο πανί που είναι πάνω από τη γυναίκα, το κακό πράγμα ήταν εδώ, πάνω στο κρεβάτι, με τη γυναίκα, πόσο δυνατά μυρίζει εδώ... Τρέχει πίσω στην πόρτα, γυρνάει, παίρνει φόρα, τρέχει
προς το κρεβάτι, σαλτάρει, τινάζεται ψηλά, το πίσω πόδι αγγίζει το κάγκελο, αλλά περνάει αποπάνω και βρίσκεται στο κρεβάτι μαζί με την άρρωστη γυναίκα που μυρίζει πολΰ, πολΰ φόβο. Μια γυναίκα ούρλιαξε. Η Τζάνετ δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι ο Γούφερ μπορούσε να δαγκώσει άνθρωπο. Ή τ α ν καλόβολο και φιλικό σκυλί, έμοιαζε ανίκανο να κάνει κακό σε κανέναν, εκτός ίσως από εκείνο το πράγμα που τους είχε απειλήσει στο δρομάκι το απόγευμα. Αλλά όταν μπήκε στο δωμάτιο της κλινικής πίσω από την Αντζελίνα και είδε το σκύλο πάνω στο κρεβάτι της άρρωστης, η Τζάνετ πίστεψε για μια στιγμή ότι ο Γούφερ τής είχε επιτεθεί. Τράβηξε πάνω της τον Ντάνι και του έκρυψε το πρόσωπο για να μη δε ι το φοβερό θέαμα. Και τότε διαπίστωσε ότι ο Γούφερ απλώς καθόταν καβάλα στην άρρωστη, χωρίς να την πατάει, και την οσφραινόταν σχεδόν με μανία, χωρίς ουσιαστικά να την πειράζει. «Όχι», ούρλιαζε η άρρωστη γυναίκα, «όχι, όχι», σαν να μην ήταν σκύλος αυτό που βρισκόταν στο κρεβάτι της, αλλά κάποιο τέρας από τα βάθη της κόλασης. Η Τζάνετ ντράπηκε φοβερά για την αναστάτωση. Αισθάνθηκε υπεύθυνη και φοβόταν ήδη για τις συνέπειες. Πολΰ αμφέβαλλε αν αυτή κι ο Ντάνι θα ήταν πλέον καλοδεχούμενοι στην τραπεζαρία της Πασίφικ Βιου. Η γυναίκα στο κρεβάτι ήταν πάρα πολύ αδύνατη, σχεδόν σκελετωμένη, και τόσο χλομή, που έμοιαζε με φάντασμα μέσα στα άσπρα σεντόνια. Τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα και θαμπά. Θύμιζε αιωνόβια γριά μάγισσα που ήταν ετοιμοθάνατη, αλλά υπήρχε κάτι αόριστο στις κινήσεις της που έκανε την Τζάνετ να σκεφτεί ότι ήταν πολύ νεότερη απ' ό,τι έδειχνε, η καημένη. Παρά την αδυναμία της, η άρρωστη κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια ν' ανακαθίσει στο κρεβάτι κρατώντας το ένα της χέρι σηκωμένο σαν ασπίδα, μπροστά στο σκύλο. Με το που αντιλήφθηκε ότι μπήκαν κάποιοι άνθρωποι στο δωμάτιο, έστρεψε απότομα το κεφάλι της προς την πόρτα. Το αποστεωμένο πρόσωπο της μπορεί να ήταν κάποτε όμορφο, αλλά τώρα είχε όψη εφιαλτική. Δεν είχε καθόλου μάτια.
Η Τζάνετ ανατρίχιασε από το σοκ. Τελικά, καλά είχε κάνει που είχε κρύψει τον Ντάνι στη φούστα της. «Πάρτε τον από δω!» τσίριξε η γυναίκα. Ο τρόμος της ήταν δυσανάλογος προς την απειλή που εκπροσωπούσε ο καημένος ο Γοΰφερ. «Πάρτε τον!» Με την πρώτη ματιά, τα μάτια της άρρωστης φαίνονταν απλώς κλειστά, αν και πολΰ βαθουλωτά Αλλά όπως έστρεψε το κεφάλι και δέχτηκε το φως της λάμπας, αποκαλύφθηκε η φριχτή κατάσταση τους. Τα βλέφαρα είχαν ραφτεί για να κλείσουν, όπως στα πτώματα. Φυσικά, το χειρουργικό νήμα δεν υπήρχε πια, αλλά τα βλέφαρα είχαν κολλήσει μεταξΰ τους έτσι όπως κλείνει το δέρμα σε μια ανοιχτή πληγή. Κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε από πίσω για να τα τσιτώσει, είχαν σουφρώσει και βουλιάξει προς τα μέσα, δημιουργώντας δυο απαίσια βαθουλώματα στη θέση των ματιών. Η Τζάνετ ήταν σίγουρη πως η γυναίκα δεν είχε γεννηθεί έτσι. Κάποια φριχτή εμπειρία τής είχε στερήσει όχι απλώς την όραση, αλλά τα ίδια τα μάτια της. Τα τραΰματά της θα πρέπει να ήταν τρομερά για να μην μπορέσουν οι γιατροί να της τοποθετήσουν έστω και γυάλινα μάτια, για λόγους αισθητικής. Από καθαρή διαίσθηση, η Τζάνετ ήταν σίγουρη ότι αυτό το αόμματο, τρομοκρατημένο και βασανισμένο πλάσμα είχε γνωρίσει στη ζωή του ανθρώπους πιο διεστραμμένους από τον Βινς και πιο σαδιστές από τους δικοΰς της γονείς. Καθώς η Αντζελίνα κι ένας άντρας νοσοκόμος πλησίασαν στο κρεβάτι, μιλώντας γλυκά και διαβεβαιώνοντας τη γυναίκα, που τη φώναζαν Τζένιφερ, πως όλα θα πήγαιναν καλά, ο Γοΰφερ πήδησε στο πάτωμα και τους ξέφυγε με μια καινοΰρια απρόβλεπτη κίνηση. Αντί να τρέξει προς την πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο, χώθηκε στο μπάνιο που ήταν κοινό με το διπλανό δωμάτιο κι από κει στο διάδρομο και στην αίθουσα αναμονής των επισκεπτών. Κρατώντας σφιχτά τον Ντάνι από το χέρι, η Τζάνετ έτρεξε πρώτη να κυνηγήσει το σκΰλο αυτή τη φορά, αφ' ενός επειδή ένιωθε υπεύθυνη για ό,τι είχε συμβεί, αλλά κυρίως επειδή ήθελε να φΰγει μακριά από κείνο το μισοσκότεινο δωμάτιο και την παράξενη άρρωστη που δεν είχε μάτια. Αυτή τη φορά, η καταδίωξη την οδήγησε στη μεγάλη κεντρική είσοδο της κλινικής. Η Τζάνετ κάκιζε τον εαυτό της που είχε κρατήσει το σκΰλο. Το χειρότερο δεν ήταν ότι την είχε ντροπιά-
σει με τα καμώματα του, αλλά ότι τραβούσε την προσοχή του κόσμου επάνω της. Ήταν κάτι που η Τζάνετ το έτρεμε. Ζώντας ταπεινά, ήσυχα, μένοντας διαρκώς στοπεριθώριοτηςζωής, προσπαθούσε να περιορίσει τις πιθανότητες να υποστεί ξανά την αδικία και τη σκληρότητα των συνανθρώπων της. Άλλωστε, έπρεπε να μένει απαρατήρητη, τουλάχιστον για κάνα δυο χρόνια ακόμη, ώσπου να σιγουρευτεί ότι το πτώμα του άντρα της θα είχε χαθεί οριστικά. Ο Γούφερ ήταν πολύ γρήγορος για να τον πιάσουν, παρ' όλο που έτρεχε με τη μουσούδα κάτω, μυρίζοντας εδώ κι εκεί συνεχώς. Η βραδινή υπάλληλος στη ρεσεψιόν της κλινικής ήταν μια νεαρή κοπέλα ισπανικής καταγωγής, με άσπρη στολή και πλούσια μαύρα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Ακούγοντας τη φασαρία, σηκώθηκε από τη θέση της να δει περί τίνος επρόκειτο. Με το που είδε τι συνέβαινε, αντέδρασε γρήγορα και αποτελεσματικά. Έτρεξε στην κεντρική πόρτα, τη στιγμή που ο Γούφερ ορμούσε στο χώρο της ρεσεψιόν, την άνοιξε και τόν άφησε να βγει σαν βολίδα στο δρόμο. Έ ξ ω από την κλινική, η Τζάνετ κοντοστάθηκε λαχανιασμένη στα σκαλιά της εισόδου. Το κτίριο ήταν στην ανατολική πλευρά του αυτοκινητόδρομου της ακτής, στην κορυφή ενός δρόμου που τον πλαισίωναν δαφνόδεντρα και ψηλές, ανθισμένες αζαλέες. Οι λάμπες υδραργύρου σκόρπιζαν ένα ελαφρά γαλαζωπό φως γύρω και μια απαλή αύρα έκανε τις πυκνές φυλλωσιές να σαλεύουν ψιθυρίζοντας. Ο Γούφερ βρισκόταν καμιά εκατοστή μέτρα μακρύτερα, κάτω από το γαλαζωπό φως, κι απομακρυνόταν σταθερά, μυρίζοντας συνεχώς το πεζοδρόμιο, τους θάμνους, τουςκορμούς των δέντρων, την άσφαλτο. Αλλά κυρίως οσφραινόταν τον αέρα, αναζητώντας κάποια φευγαλέα μυρωδιά. Η δυνατή βροχή είχε μαδήσει τα λουλούδια από τις αζαλέες που γέμιζαν το πεζοδρόμιο. Ο σκύλος τα μύρισε και φταρνίστηκε μια δυο φορές. Προχωρούσε με μικρές, συνεχείς στάσεις, αβέβαιος για το επόμενο βήμα, αλλά τραβώντας σταθερά προς νότο. «Γούφερ!» φώναξε ο Ντάνι, Ο σκύλος στράφηκε και κοίταξε προς το μέρος τους. «Γύρνα πίσω!» είπε παρακλητικά ο μικρός. Ο Γούφερ δίστασε. Ύστερα τίναξε απότομα το κεφάλι,
δάγκωσε απειλητικά τον αέρα και συνέχισε να καταδιώκει αυτό που μόνο εκείνος ήξερε. Ο Ντάνι με δυσκολία κρατιόταν να μην κλάψει. «Νόμιζα πως με αγαπούσε», μουρμούρισε. Τα λόγια του αγοριού έκαναν τη μητέρα του να μετανιώσει που έβριζε νοερά το σκύλο όση ώρα τον κυνηγούσαν και του φώναξε κι αυτή να γυρίσει πίσω. «Θα ξανάρθει», είπε στον Ντάνι. «'Οχι». «Ίσως όχι τώρα, αλλά αργότερα θα ξανάρθει σίγουρα. Αύριο, μεθαύριο, θα είναι πάλι σπίτι». Η φωνούλα του Ντάνι έτρεμε από παράπονο και πίκρα. «Πώς θα έρθει σπίτι, αφού δεν έχουμε σπίτι να έρθει να μας βρει;» «Έχουμε το αυτοκίνητο», είπε μουδιασμένα η Τζάνετ. Καταλάβαινε βέβαια, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ότι μια παλιά, σκουριασμένη Ντοτζ ήταν ένα άθλιο κι ανεπαρκέστατο σπίτι και ράγιζε η καρδιά της στη σκέψη ότι δεν ήταν σε θέση να προσφέρει τίποτε καλύτερο στο γιο της. Την έπνιξε ο φόβος, ο θυμός, η πίκρα, αλλά κυρίως μια απελπισία, τόσο απόλυτη, που νόμισε πως θα πέθαινε. Έκανε κουράγιο. «Τα σκυλιά έχουν πιο ανεπτυγμένες αισθήσεις από μας», είπε. «Θα μας ξαναβρεί ο Γουφερ, μη σε νοιάζει». Οι μαύρες σκιές των δέντρων σάλευαν πάνω στην άσφαλτο. Ο σκύλος έφτασε στο τέρμα της κατηφόρας, έστριψε στη γωνία και χάθηκε από τα μάτια τους. «Θα μας ξαναβρεί», επανέλαβε η Τζάνετ, αλλά δεν το πίστευε. Βρομερά σκαθάρια. Μουσκεμένη φλούδα από δέντρο. Μυρωδιά από υγρό τσιμέντο. Δρόμος. Ψητό κρέας σε μέρος που μένουν οι άνθρωποι, εδώ κοντά. Μυρίζει ωραία. Γεράνια, γιασεμιά, πεθαμένα φύλλα. Η μυρωδιά σαν μούχλα που έχουν οι γυμνοσάλιαγκες όταν τρυπάνε το βρεγμένο χώμα γύρω από τα λουλούδια. Ενδιαφέρον. Οι πιο πολλές μυρωδιές τώρα είναι οι χαρακτηριστικές μυρωδιές μετά τη βροχή, γιατί η βροχή καθαρίζει τον κόσμο κι αφήνει σε όλα τα πράγματα τη δική της μυρωδιά. Αλλά ούτε η πιο δυνατή βροχή δε σβήνει όλες τις παλιές, γνωστές μυρωδιές,
στρώματα ολόκληρα, βδομάδες, χρόνια από μυρωδιές που αφήνουν τα πουλιά και τα σκαθάρια, τα άλλα σκυλιά, τα φυτά, σι σαύρες, οι άνθρωποι, τα σκουλήκια, οι γάτες... Οσφραίνεται μια πνοή από μυρωδιά γάτας και ρουθουνίζει ενοχλημένος. Σφίγγει τα σαγόνια του, τα ρουθούνια του διαστέλλονται. Τσιτώνει τ' αυτιά του, φερμάρει. Περίεργο με τις γάτες. Δεν τις μισεί, αλήθεια, αλλά χαίρεται τόσο πολύ να τις κυνηγάει, αδύνατον να μην το κάνει. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια γάτα που την κυνηγάει, εκτός ίσως από μια μπάλα που την πετάει ένα παιδί ή ένα πολύ νόστιμο κοψίδι. Είναι έτοιμος να ακολουθήσει τη μυρωδιά, να βρει τη γάτα και να την κυνηγήσει, αλλά η μουσούδα του θυμάται ξαφνικά τον πόνο από τις γρατσουνιές. Αμέσως θυμάται κι όλα τα κακά για τις γάτες, πως τρέχουν πολύ γρήγορα, πως γρατσουνάνε, πως ανεβαίνουν ξαφνικά σ' έναν όρθιο τοίχο ή σ' ένα δέντρο, όπου δεν μπορεί να τις πιάσει και κάθεται αποκάτω και γαβγίζει νευριασμένος, αισθάνεται σαν κουτό σκυλί και η μουσούδα του πονάει από τη γρατσουνιά και τρέχει αίμα κι αυτή η παλιόγατα γλείφεται εκεί ψηλά ή βολεύεται και το ρίχνει στον ύπνο, ώσπου αυτός βαριέται πια να περιμένει και πάει αλλού, να ξεθάψει κάνα κόκαλο ή να σκοτώσει καμιά σαύρα. Εξάτμιση αυτοκινήτου. Υγρή εφημερίδα. Παλιό παπούτσι γεμάτο με μυρωδιά από ανθρώπινο πόδι. Ψόφιο ποντίκι. Ενδιαφέρον. Για να δούμε. Ψόφιο ποντίκι, σάπιο, στον υπόνομο. Μάτια ανοιχτά- μικρά δόντια έξω. Ενδιαφέρον. Περίεργο πώς δεν κουνιούνται καθόλου τα ψόφια πράγματα. Εκτός απ' όταν είναι πολύ ψόφια, αλλά και πάλι δεν κουνιούνται αυτά τα ίδια, αλλά τα σκουληκάκια που είναι μέσα τους. Ψόφιο ποντίκι με την ουρά όρθια προς τα πάνω, σκληρή σαν κόκαλο. Ενδιαφέρον. Μυρωδιά απότο πράγμα-αστυνομικός-λύκος. Τινάζει το κεφάλι του και προσπαθεί ν' αρπάξει την αδιόρατη οσμή. Αυτό το πράγμα έχει μια μυρωδιά που δε μοιάζει με κανενός άλλου ζώου. Ενδιαφέρον. Είναι λίγο μυρωδιά ανθρώπου, αλλά λίγο. Είναι και μυρωδιά από πράγμα που θα σε σκοτώσει, που την έχουν καμιά φορά και οι άνθρωποι ή κάτι τρελά σκυλιά, μεγάλα και μοχθηρά, ή τα κογιότ, ή τα φίδια που κροταλίζουν. Αυτό το πράγμα όμως έχει πολλή μυρωδιά από πράγμα που θα σε σκοτώσει, γι' αυτό πρέπει να προσέχει.
Κυρίως όμως έχει μια δική του μυρωδιά: κάπως σαν παγωμένη θάλασσα· κάπως σαν σιδερένιος φράχτης μια πολΰ ζέστη μέρα· κάπως σαν το ψόφιο ποντίκι στον υπόνομο· κάπως σαν κεραυνός, καταιγίδα, αράχνες, αίμα και μαύρες τρύπες στο χώμα που θέλεις να χώσεις τη μουσούδα σου μέσα αλλά φοβάσαι. Η αδιόρατη, παράξενη μυρωδιά που τον ενδιαφέρει είναι απλώς μια κλωσιίτσα στο παχύ χαλί των νυχτερινών οσμών του κόσμου, αλλά την εντοπίζει και την ακολουθεί σταθερά.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δουλειά της Αστυνομίας και Σκυλίσια Ζωη Στη σύγχρονη εποχή που ζούμε, ο θάνατος είναι το τίμημα της αρετής. Έτσι σου φαίνεται στις χειρότερες στιγμές. Το κακό νικάει κι η καλοσύνη ποδοπατιέται. Εξουσιασμένοι από τη βία και τη φαυλότητα Όλοι στεκόμαστε πάνω σ' ένα λεπτό στρώμα πάγου. Είμαστε άραγε γενναίοι ή δειλά ποντίκια, πάνω σ' αυτό τον τόσο, μα τόσο λεπτό πάγο; Τολμάμε να χρονοτριβήσουμε, να τρέξουμε; Τολμάμε να γελάσουμε ή να γλεντήσουμε, ξέροντας ότι μπορεί να σπάσει ο πάγος; Και τον διατηρούμε με κάθε θυσία; — Το Βιβλίο που Μετράει τους Καημούς Αν γίνεις έρμαιο της καταιγίδας, αγκάλιασε το χάος. — Το Βιβλαο που Μετράει τους Καημούς
ΤΡΙΑ ι Πήραν τον αυτοκινητόδρομο της ακτής, γιατί ένα βυτιοφόρο φορτωμένο με υγρό άζωτο είχε ανατραπεί πάνω cm] διασταύρωση των εθνικών οδών της Κόστα Μέσα και του Σαν Ντιέγκο, μετατρέποντάς τες σε υπαίθρια πάρκινγκ. Ο Χάρι έτρεχε το Χόντα, αλλάζοντας συνεχώς λωρίδες, σανιδώνοντας το γκάζι όταν το φανάρι άναβε κίτρινο και περνώντας με κόκκινο όταν έβλεπε ότι δεν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο. Γενικά, οδηγούσε μάλλον σαν Κόνι Γκάλιβερ παρά σαν Χάρι Λάιον. Αμείλικτος σαν το γεράκι που κάνει κύκλους «άνω από την καταδικασμένη λεία του, ο φόβος σκίαζε την κάθε του σκέψη. Στην κουζίνα της Κόνι, είχε μιλήσει με σιγουριά για τις αδυναμίες του Τικτάκ. Αλλά τι αδύνατο σημείο μπορούαε να έχει ένα πλάσμα που ήταν άτρωτο στη φωτιά και στις σφαίρες; «Σ' ευχαριστώ που δεν είσαι σαν κι αυτούς τους ήρωες στις ταινίες, που βλέπουν πτώματα στραγγισμένα από το αίμα τους και νυχτερίδες να πετάνε στο φεγγαρόφωτο, αλλά συνεχίζουν να αρνιούνται ότι υπάρχουν βρικόλακες», είπε στην Κόνι. « Ή σαν εκείνο τον παπά που έβλεπε το κεφάλι της μικρής να κάνει τριακόσιες εξήντα μοίρες στροφή και δεν πίστευε ότι ήταν κυριευμένη από το δαίμονα, αλλά προσπαθούσε να την ψυχαναλύσει», συμπλήρωσε η Κόνι, «Περίεργο», είπε ο Χάρι. «Ζεις με την πεποίθηση ότι όσοι τα πιστεύουν αυτά είναι πιο ηλίθιοι κι από λοβοτομημένους
πίθηκους και, ξαφνικά, σου συμβαίνει κάτι σαντο σημερινά και είσαι έτοιμος ν' αποδεχτείς κάθε λογη'ς παράξενη ιδέα. Κατά βάθος, είμαιπεόλοιημιάγριοιειδωλολάτρεςπουξέρουμεότιοκόσμος είναι πολύ πιο μυστηριώδης απ' άσο θέλουμε να πιστεύουμε». «Μη νομίζεις πως έχω αποδεχτεί απόλυτα τη θεωρία σου, για τον Ψυχο-Σούπερμαν», είπε η Κόνι. Ο Χάρι την κοίταξε. Στο λιγοστό φως τσυ εσωτερικού του αυτοκινήτου, το πρόσωπο της θύμιζε αρχαίο ελληνικό άγαλμα μυθικής θεάς, που η πατίνα του χρόνου είχε απαλύνει τις γραμμές του. «Αν δεν αποδέχεσαι τη θεωρία μου, τι πιστεύεις;» «Αν σκοπεύεις να συνεχίσεις να οδηγείς όπως εγώ, κοίταζε τουλάχιστον το δρόμο», είπε η Κόνι, αγνοώντας την ερώτηση. Ήταν καλή συμβουλή κι ο Χάρι την υιοθέτησε, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή να μετατρέψει το Χόντα του σε μεταλλικό ακορντεόν βάρους ενάμισι] τόνου, πράγμα που θα συνέβαινε σίγουρα αν καρφωνόταν με τέτοια ταχύτητα στον πίσω προφυλακτήρα της προπορευόμενης τεράστιας, παλιάς Μερσέντες, που την οδηγούσε η μαμά του Μαθουσάλα και είχε ένα αυτοκόλλητο στο πίσω τζάμι με την άκρως ενδεικτική προειδοποίηση: ΜΗ ΜΟΥ ΚΟΑΛΑΣ. Τα λάστιχα στρίγκλισαν όταν έκοψε απότομα το τιμόνι και προσπέρασε ξυστά τη Μερσεντές. Καθώς την προσπερνούσαν, η καλή γιαγιά που την οδηγούσε σήκωσε το χεράκι της και τους έκανε τη γνωστή χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο τεντωμένο. «Πάει, χάλασαν και οι γιαγιάδες», σχολίασε η Κόνι. «Αν δεν πιστεύεις τη θεωρία μου, τι πιστεύεις;» επέμεινε ο Χάρι. «Δεν ξέρω. Απλώς σκεφτόμουν ότι αν σκοπεύεις να κάνεις σέρφινγκ στο χάος, καλύτερα να μη σου περάσει ούτε στιγμή από το μυαλό ότι έχεις καταλάβει τα πάντα για τα κύματα, γιατί τότε είναι που θα σε καταπιεί κάποιο μεγάλο από αυτά και θα πας χαμένος». Ο Χάρι το σκέφτηκε κάμποση ώρα, οδηγώντας αμίλητος. Στ' αριστερά τους, τα ξενοδοχεία και οι ουρανοξύστες γραφείων του Νιούπορτ Σέντερ εμφανίζονταν και χάνονταν το ένα μετά το άλλο, σαν γιγάντια φωτισμένα πλοία μέσα στη νύχτα. Οι κήποι και οι δεντροστοιχίες με τα ψηλά φοινικόδεντρα φάνταζαν αφύσικα πράσινα και τέλεια, σαν να ήταν ψεύτικα,
σαν ένα τεράστιο, παράλογο σκηνικό. Η πρόσφατη καταιγίδα που είχε σάρωσε ι την Καλιφόρνια είχε γυαλίσει τα πάντα μ' ένα παράξενο, μαγικό λούστρο. «Με τους γονείς σου τι θα κάνεις;» ρώτησε η Κόνι. «Αυτός ο τύπος σου είπε ότι θα καταστρέψει πρώτα όποιον αγαπάς και μετά εσένα». «Οι γονείς μου ζουν γύρω στα εξακόσια χιλιόμετρα μακριά. Δεν κινδυνεύουν». «Δεν ξέρουμε πόσο μακριά μπορεί να φτάσει», διαφώνησε η Κόνι. «Αν μπορεί να φτάσει τόσο μακριά, τότε είναι θεός. Τέλος πάντων, θυμάσαι που σου είπα ότι αυτός ο τύπος μπορεί να σε σταμπάρει, βάζοντάς σου ένα είδος ψυχικού βομβητή; Κάτι που εκπέμπει άγνωστα κύματα που μόνο αυτός τα πιάνει; Αν συμβαίνει αυτό, είναι απίθανο να εντοπίσει τους γονείς μου, εκτός αν τον οδηγήσω εγώ σ' αυτούς. Ίσως όλα όσα ξέρει για μένα να είναι αυτά που εγώ του έδειξα από τη στιγμή που με στάμπαρε, σήμερα το απόγευμα». «Άρα, ήρθες πρώτα σ' εμένα επειδή...» Επειδή σ' αγαπώ; αναρωτήθηκε ο Χάρι, Δεν τόλμησε να το ξεστομίσει κι ανακουφίστηκε όταν η Κόνι τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. «...επειδή μαζί σκοτώσαμε τον Όρντεγκαρντ», συμπέρανε μόνη της. «Κι αν αυτός είχε 'κυριέψει' τον Όρντεγκαρντ, θα τα βάλει και μαζί μου». «Έπρεπε να σε προειδοποιήσω», είπε ο Χάρι. «Μαζί μπλέξαμε». Η Κόνι, αν και τον παρατηρούσε επίμονα, δεν έκανε κανένα σχόλιο. Κι ο Χάρι έκανε πως δεν αντιλήφθηκε το εξεταστικό βλέμμα της. «Πιστεύεις πως ο Τικτάκ μπορεί να συντονίζεται και να μας ακούει ή να μας βλέπει, ή να διαβάζει τις σκέψεις μας όποτε θέλει;» ρώτησε τελικά η Κόνι, «Δεν ξέρω». «Δεν μπορεί να ξέρειτα πάντα· δεν είναι θεός», είπε η Κόνι. «Ίσως να είμαστε απλώς δυο φωτάκια που αναβοσβήνουν στον πίνακα του μυαλού του και να μπορεί να μας βλέπει ή να μας ακούει μόνο όταν βρίσκεται μπροστά μας».
«Ίσως. Μάλλον. Πού να ξέρω;» «Ας ελπίσουμε ότι είναι έτσι. Γιατί αν μας ακούει και μας παρακολουθεί συνεχώς, δεν έχουμε ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να τον στριμώξουμε. Τη στιγμή που θα τον πλησιάσουμε, θα μας κάνει κάρβουνο, έτσι όπως έκανε το διαμέρισμά σου». Στην κεντρική αγορά της Κορόνα Ντελ Μαρ, και κατά μήκος της σκοτεινής ακτής του Νιούπορτ, όπου νέα τμήματα γης είχαν δοθεί για οικοπεδοποίηση στους λόφους μπροστά στον ωκεανό, ο Χάρι άρχισε να αισθάνεται μια δυσάρεστη ανατριχίλα, σαν να τον περπατούσαν ζωύφια. Τα γιγάντια μηχανήματα εκσκαφής που έστεκαν ακίνητα μέσα στη νύχτα τού φάνταζαν σαν προϊστορικά τέρατα. Κατηφορίζοντας τον αυτοκινητόδρομο προς τη Λαγκούνα Μπιτς, το άσχημο συναίσθημα έγινε ακόμη πιο έντονο. Ένιωθε σαν ποντικός μέσα στην τρύπα που ξέρει ότι η γάτα είναι στημένη απέξω και τον παρακολουθεί. Η Λαγκούνα ήταν αποικία καλλιτεχνών και τουριστικός παράδεισος, ονομαστός ακόμη για την ομορφιά του, μόλο που είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες. Καταπράσινοι λόφοι, αραδιασμένοι σαν χάντρες σε περιδέραιο, κατηφόριζαν από τα ανατολικά προς την ακτή του Ειρηνικού, με τη χάρη όμορφης γυναίκας που κατεβαίνει τα σκαλιά προς την παραλία. Απόψε όμως, η κυρία δεν ήταν όμορφη] και χαριτωμένη, αλλά σκληρή κι επικίνδυνη.
2 Το σπίτι ήταν χτισμένο σε μια απόκρημνη πλαγιά πάνω από τη θάλασσα. Η δυτική πλευρά του, που ήταν όλη από φιμέ τζαμαρία, πρόσφερε φαντασμαγορική θέα του ωκεανού, του ουρανού και της ακτής. 'Οταν ο Μπράιαν ήθελε να κοιμηθεί στη διάρκεια της μέρας, έφτανε να πατήσει ένα κουμπί κι ο ηλεκτρονικός μηχανισμός κατέβαζε τα ρολά που έκρυβαν εντελώς το φως του ήλιου. Τώρα, όμως, ήταν νύχτα και τα τεράστια παράθυρα αποκάλυπταν ένα μαύρο ουρανό, μια θάλασσα ακόμα πιο μαύρη και τις φωσφορίζουσες κορυφές από τα πλατιά κύματα που έρχονταν το ένα μετά το άλλο, σαν στρατιώτες-φαντάσματα σε παρέλαση. 'Οταν κοιμόταν ο Μπράιαν, πάντα έβλεπε όνειρα.
Τα όνειρα του ήταν γεμάτα από χρώματα. Μάλιστα, το χρωματικό φάσμα των ονείρων του ήταν πολύ ευρύτερο απ' αυτό της πραγματικής ζωής. Ήταν μια μυθική ποικιλία από τόνους κι ανταύγειες που ε'κανε την κάθε εικόνα εκπληκτικά περίπλοκη. Τα δωμάτια στα όνειρα του Μπράιαν δεν ήταν κάποιοι αόριστοι χώροι όπως στα συνηθισμένα όνειρα των ανθρώπων και τα τοπία δεν ήταν ιμπρεσιονιστικοί πίνακες. Κάθε τοποθεσία στα όνειρά του γινόταν ορατή με απίθανες λεπτομέρειες. Αν ονειρευόταν ένα δάσος, το κάθε φύλλο θα ήταν τέλεια σχη ματισμένο με όλα τα νεύρα, τις φωτοσκιάσεις και τις μικρές του ατέλειες. Αν ονειρευόταν χιόνι, η κάθε νιφάδα ήταν μοναδική. Στο κάτω της γραφής, δεν ήταν κοινός άνθρωπος για να βλέπει κοινά όνειρα. Ήταν ένας θεός που αναπαυόταν. Δημιουργικά. Εκείνη την Τρίτη το βράδυ, τα όνειρα του Μπράιαν ήταν γεμάτα βία και θάνατο, όπως συνήθως. Η δημιουργικότητάτου εκφραζόταν καλύτερα σε φανταστικές μορφές καταστροφής. Περπατούσε στο λαβύρινθο των δρόμων μια σύγχρονης μεγαλούπολης, που ήταν πολύ πιο δαιδαλώδης από τις πραγματικές, μιας μητρόπολης γεμάτης ουρανοξύστες. 'Οταν τα μικρά παιδιά σήκωναν το κεφάλι από το παιχνίδι τους και τον κοίταζαν, τους μετέδιδε τόσο αστραπιαία την τρομερή μόλυνση που μετέφερε, που τα προσωπάκια τους γέμιζαν απαίσιες φλύκταινες γεμάτες πύο κι από τα κεφάλια τους ξεφύτρωναν δύσμορφοι όγκοι. Αγγιζε ψηλούς, γεροδεμένους άντρες κι αμέσως καίγονταν ζωντανοί, τα μάτια τους έλιωναν και χύνονταν από τις κόγχες. Νεαρές, όμορφες γυναίκες γίνονταν σταφιδιασμένες γριές μπροστά στα μάτια του, αφυδατώνονταν και πέθαιναν μέσα σε δευτερόλεπτα, μεταμορφώνονταν από αντικείμενα πόθου σε σκουληκιασμένα κουφάρια. Χαμογέλασε σ' έναν παντοπώλη που στεκόταν στην πόρτα του μαγαζιού του κι εκείνος έπεσε στο πεζοδρόμιο με φοβερούς σπασμούς ενώ από το στόμα, τ' αυτιά και τα ρουθούνια του άρχισαν να βγαίνουν σμήνη κατσαρίδες. Γιατον Μπράιαν, αυτό το όνειρο δεν ήταν εφιάλτης. Το απολάμβανε και πάντα ξυπνούσε φρέσκος, ανανεωμένος και κεφάτος. Οι δρόμοι της πόλης έσβησαν σαν εικόνα που χάνεται και τη θέση τους πήραν τα αναρίθμητα δωμάτια ενός απέραντου μπορντέλου, όπου σε κάθε κρεβάτι βρισκόταν κι από μια πανέμορφη γυναίκα, έτοιμη να τον ευχαριστήσει. Στέκονταν ολόγυμνες
στις πόρτες, επιδεικνύοντας τα θέλγητρα τους, και τον παρακαλούσαν όλες να τις αφήσει να τσν ικανοποιήσουν. Αυτός, όμως, δεν πλάγιασε με καμιά. Αντί γι' αυτό, τις έσφαζε με τη σειρά, με διαφορετικό τρόποτην καθεμιά, ανεξάντλητος σε έμπνευση και βιαιότητα, μέχρι που μούσκεψε ολόκληρος από το αίμα τους. Δεν τον ενδιέφερε το σεξ. Η δύναμη ήταν πολύ πιο μεθυστική από το σεξ και, μέχρι στιγμής, η πιο μεθυστική απ' όλες ήταν η δύναμή του να σκοτώνει. Ποτέ δεν είχε βαρεθεί ν' ακούει τις κραυγές πόνου και τα παρακάλια των θυμάτων του. Οι φωνές τους έμοιαζαν πολύ με τα σκουξίματα των μικρών ζώων που είχαν μάθει να τον φοβούνται τότε που ήταν ακόμα παιδί και είχε μόλις αρχίσει να Ολοκληρώνεται. Ήταν γεννημένος για να κυβερνήσει τον κόσμο, τόσο τσν ονειρικό όσο και τον πραγματικό, να βοηθήσει τον άνθρωπο να ξαναμάθει την ταπεινοφροσύνη που είχε ξεχάσει. Ξύπνησε. Για μερικές υπέροχες στιγμές, έμεινε ακίνητος πάνω στα μαύρα σεντόνια· ένα σώμα πάνω στο τσαλακωμένο μετάξι, λευκό σαν τον αφρό πάνω στα μαύρα κύματα που έσβηναν κάτω στην ακτή. Η ευφορία από το βίαιο όνειρο κράτησε αρκετή ώρα και ήταν πολύ πιο ικανοποιητική από ένα σεξουαλικό οργασμό. Ο Μπράιαν λαχταρούσε να έρθει η μέρα που θα μπορούσε να βιαιοπραγεί στον πραγματικό κόσμο έτσι όπως έκανε στο όνειρο του. Άξιζε να τιμωρηθούν σκληρά αυτά τα δισεκατομμύρια ανθρώπινα σκουλήκια. Μέσα στον άκρατο εγωισμό τους, είχαν φτάσει να πιστεύουν ότι ο κόσμος είχε δημιουργηθεί γι' αυτούς και γιατην ευχαρίστηση τους καιτον είχαν απομυζήσει. Όμως ο Μπράιαν ήταν ο κολοφώνας της δημιουργίας, όχι αυτοί. Οι άνθρωποι έπρεπε να ξαναγίνουν ταπεινοί και να λιγοστέψει πολύ ο αριθμός τους. Αλλά ήταν ακόμα νέος, δεν είχε αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των δυνάμεών του. Βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της Ολοκλήρωσης. Δεν είχε αρχίσει το συστηματικό ξεκαθάρισμα της γης από το ανθρώπινο είδος, πράγμα που ήταν ο τελικός προορισμός του. Γυμνός όπως ήταν, σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ο ελαφρά ψυχρός αέρας δρόσισε ευχάριστα το δέρμα του. Εκτός από το χαμηλό, υπερμοντέρνο κρεβάτι από μαύρη λάκα, τα δυο μαύρα κομοδίνα που το συνόδευαν και δυο μικρές
λάμπες με βάση από μαύρο μάρμαρο, δεν υπήρχαν άλλα έπιπλα στο υπνοδωμάτιο του. ΟΪπε στερεοφωνικό συγκρότημα, ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε καν μια καρέκλα για διάβασμα. Τα βιβλία τον άφηναν εντελώς αδιάφορο. Δεν περιείχαν κανενός είδους γνώση που να του είναι χρήσιμη και σε καμιά περίπτωση δεν πρόσφεραν τη διασκέδαση που εξασφάλιζε ο ίδιος στον εαυτό του. Όταν δη μιουργούσε κι οδηγούσε τα φασματικά σώματα με τα οποία κυκλοφορούσε στον έξω κόσμο, προτιμούσε να μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, κοιτώντας το ταβάνι» Δεν είχε ρολόι. Του ήταν άχρηστο. Ήταν τόσο απόλυτα συγχρονισμένος στο μηχανισμό του σύμπαντος πσυ ήξερε πάντα την ώρα, το λεπτό και το δευτερόλεπτο. Αυτό ήταν ένα από τα χαρίσματά του. Ολόκληρος ο τοίχος απέναντι από το κρεβάτι ήταν καλυμμένος με καθρέφτη απότο πάτωμα ωςτοταβάνι. Είχετοποθετήσειπολλους καθρέφτες σε διάφορα μέρη του σπιτιού. Του άρεσε να βλέπει συνεχώς το είδωλο μιας θεότητας που Ολοκληρώνεται με όλη τη χάρη, την ομορφιά, το σφρίγος και-τη δύναμη ενός ανώτερου όντος. Εκτός από τον καθρέφτη, όλοι οι τοίχοι ήταν βαμμένοι μαύροι. Το ίδιο και το ταβάνι. Υπήρχε και μια μεγάλη βιβλιοθήκη, από μαύρο λακαρισμένο ξύλο κι αυτή. Τα ράφια της φιλοξενούσαν σειρές από γυάλινα βαζάκια γεμάτα φορμαλδεΰδη, όπου επέπλεαν μάτια —δεκάδες ζευγάρια. Μερικά ανήκαν σε ανθρώπους —άντρες, γυναίκες και παιδιά που είχαν κριθεί και υποστεί την τιμωρία που τους άξιζε. Τα περισσότερα ήταν μάτια ζώων, με τα οποία ο Μπράιαν πειραματιζόταν εδώ και χρόνια, εξασκώντας τις δυνάμεις του. Ανήκαν σε ποντίκια, σαύρες, φίδια, χελώνες, γάτες, σκύλους, πουλιά, σκίουρους και λαγούς. Μερικά διατηρούσαν τη λάμψη τους ακόμη και μετά το θάνατο και φέγγιζαν στο σκοτάδι, αχνοκόκκινα, κίτρινα, ή πράσινα.
3 Παρ' ότι οι συσκευές κλιματισμού δούλευαν στο φουλ, η αίθουσα μύριζε αποπνικτικά αίμα, χολή, εντερικά αέρια και αντισηπτικό. Η Κόνι ένιωσε το στομάχι της ν' ανακατεύεται άσχημα.
Ο Χάρι ψέκασε την παλάμη του με ένα αποσμητικό στόματος που είχε μαζί του κι έφραξε τη μΰτη του με το χέρι για να αναπνέει όσο το δυνατόν λιγότερο τη μυρωδιά του θανάτου. Ύστερα πρότεινε στην Κόνι το αποσμητικό. Εκείνη δίστασε, αλλά τελικά το χρησιμοποίησε. Το πτώμα της γυναίκας πάνω στο μαρμάρινο, ανατομικό τραπέζι είχε μια μεγάλη τομή σχήματος Υ στην περιοχή της κοιλιάς, από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα περισσότερα όργανα. Ήταν ένα από τα θύματα του Όρντεγκαρντ. Την έλεγαν Λόρα Κίνκεϊντ. Ήταν τριάντα χρονών. Το πρωί είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της ζωντανή και όμορφη. Τώρα ήταν μια τρομακτική φιγούρα που έφερνε στο νου κάτι φρικαλέες, λαστιχένιες μάσκες του καρναβαλιού. Τα μάτια της φάνταζαν γυάλινα κάτω από το δυνατό λευκό φως και τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, λες και ήταν έτοιμη ν' ανακαθίσει και ν' αρχίσει να μιλάει στο μικρόφωνο που κρεμόταν πάνω από το τραπέζι, προσθέτοντας κι αυτή, από πρώτο χέρι, μερικά σχόλια στην επίσημη αναφορά της αυτοψίας της. Ο ιατροδικαστής και δυο βοηθοί δούλευαν υπερωρίες για να ολοκληρώσουν την τρίτη νεκροψία. Είχαν προηγηθεί ο Όρντεγκαρντ και το άλλο θύμα του. Οι άντρες φαίνονταν κατάκοποι, σωματικά και πνευματικά. Στα τόσα χρόνια που δούλευε στην αστυνομία, η Κόνι δεν είχε τύχει ποτέ να γνωρίσει κάποιον απ' αυτούς τους σκληρόπετσους ιατροδικαστές που τα διάφορα αστυνομικά φιλμ τόσο συχνά τους παρουσιάζουν να τρώνε πίτσα και να λένε χοντρά αστεία την ώρα που τεμαχίζουν ένα πτώμα, φαινομενικά αδιάφοροι μπροστά στην τραγωδία του θανάτου. Στην πραγματικότητα, όσο κι αν ήταν αναγκαία η αποστασιοποίηση από το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, οι άνθρωποι αυτοί πλήρωναν ένα βαρύ τίμημα για την καθημερινή, άμεση επαφή τους με τα θύματα της ανθρώπινης βίάς. Ο Τιλ Μπόνερ, ο επικεφαλής της ομάδας, ήταν πενήντα χρονών, αλλά έδειχνε αρκετά μεγαλύτερος. Κάτω από το σκληρό, λευκό φως το πρόσωπο του φαινόταν κομμένο και γεμάτο ρυτίδες και οι σακούλες κάτω από τα μάτια του ήταν αρκετές για να δικαιολογήσουν τουλάχιστον μια βδομάδα άδεια. Ο Μπόνερ σταμάτησε το κόψιμο για να τους πει ότι είχε γίνειήδη η απομαγνητοφώνηση της αυτοψίας του Όρντεγκαρντ
από τη δακτυλογράφο υπηρεσίας. Το κείμενο ήταν σ' ένα φάκελο πάνω στο γραφείο του, στο γυάλινο κουβούκλιο ακριβώς δίπλα στην αίθουσα των νεκροτομών. «Δεν έχω γράψει ακόμα την επίσημη αναφορά, αλλά τα στοιχεία είναι όλα εκεί». Η Κόνι ανακουφίστηκε αφάνταστα όταν βρέθηκαν σιο γραφείο κι έκλεισαν την πόρτα. Το μικρό δωμάτιο είχε δική του συσκευή κλιματισμού κι ο αέρας ήταν σχετικά καθαρός. Όλα κι όλα τα έπιπλα ήταν μια φθαρμένη και βαθουλωμένη από τη χρήση πολυθρόνα κι ένα παλιό, μεταλλικό γραφείο με συρτάρια, χιλιοχτυπημένο και άβαφο εδώ και χρόνια. Δεν επρόκειτο για το νεκροτομείο κάποιας μεγαλούπολης με τις πολλές αίθουσες ανατομίας και τον ειδικά διακοσμημένο χώρο υποδοχής, όπου οι ιατροδικαστές απαντούσαν σε δημοσιογράφους ή σε πολιτικά πρόσωπα. Στις μικρές πόλεις, ο βίαιος θάνατος μάλλον σοκάρει, παρά αποτελεί σημαντικό γεγονός. Ο Χάρι κάθισε για να διαβάσει το απομαγνητοφωνημένο κείμενο, ενώ η Κόνι στάθηκε μπροστά στο γυάλινο τοίχο και παρακολουθούσε τους τρεις άντρες που συνέχιζαν τη δουλειά τους, σκυμμένοι πάνω από το πτώμα. Αιτία θανάτου του Τζέιμς Όρντεγκαρντ ήταν τα τραύματα από τρεις σφαίρες που είχε δεχτεί στο στήθος —πράγμα που η Κόνι κι ο Χάρι γνώριζαν ήδη, αφού και οι τρεις σφαίρες είχαν προέλθει από το περίστροφο του Χάρι. Οι σφαίρες είχαν προκαλέσει διάτρηση και καταστροφή του αριστερού πνεύμονα, σοβαρά τραύματα στα έντερα, τρώση κεντρικών αρτηριών με πλήρη διατομή της πνευμονικής, διάτρηση του στομάχου και του ήπατος από θραύσματα οστών και θλάση του καρδιακού μυός, ικανή να προκαλέσει ακαριαίο θάνατο από ανακοπή. «Τίποτε περίεργο;» ρώτησε η Κόνι χωρίς να στραφεί. «Σαν τι;» «.Εμένα ρωτάς; Εσύ είσαι αυτός που πιστεύεις ότι η 'κυρίευση' πρέπει ν' αφήνει κάποια σημάδια». Στην αίθουσα ανατομής, οι τρεις παθολόγοι που δούλευαν πάνω στο πτώμα της Λόρας Κίνκεϊντ έμοιαζαν απόλυτα με χειρούργους που αγωνίζονται να διατηρήσουν έναν ασθενή στη ζωή. Οι στάσεις τους ήταν οι ίδιες. Διέφεραν μόνο οι ρυθμοί. Ωστόσο, το μόνο που μπορούσαν να προσφέρουν αυτοί οι γιατροί ήταν η ακριβής, λεπτομερέστατη περιγραφή του θανάτου
της γυναίκας· το πώς. Που άφηνε αναπάντητο το μεγάλο ερώτημα: το γιατί. Αυτό δε θα ήταν σε θέση να το εξηγήσει οιίτε ο ίδιος ο Τζέιμς Όρντεγκαρντ και τα διεστραμμένα κίνητρά του. Η εξήγηση ήταν δουλειά των παπάδων και των φιλοσόφων, που πονοκεφαλιάζουν ανώφελα αναζητώντας πάντα το νόημα των ανθρώπινων πράξεων. «Του έκαναν και κρανιοτομή», είπε ο Χάρι. «Και;» «Δεν παρατηρήθηκε επιφανειακό αιμάτωμα. Ούτε ασυνήθιστη ποσότητα εγκεφαλικής μάζας. Ούτε ενδείξεις αυξημένης ενδοκρανιακής πίεσης». «Έγιναν τομές στον εγκέφαλο;» ρώτησε η Κόνι. «Ναι, κάπου το είδα». Ο Χάρι ξεφύλλισε από την αρχή το κείμενο. «Νατο, το βρήκα». «Μήπως βρέθηκε κανένας όγκος; Απόστημα; Αλλοίωση ιστού;» Ο Χάρι έκανε κάμποση ώρα να της απαντήσει μέχρι να διαβάσει το κείμενο. «Όχι, τίποτα τέτοιο», είπε τελικά. «Αιμορραγία;» «Δεν υπήρξε». «Αδενοπάθεια;» «Δεν αναφέρει τίποτα». «Η υπόφυση;» Υπάρχουν περιπτώσεις που η υπόφυση μετατοπίζεται από τη θέση της και υφίσταται την πίεση της εγκεφαλικής ουσίας που την περιβάλλει, δημιουργώντας έτσι εντονότατες παραισθήσεις και μερικές φορές παράνοια και βίαιη συμπεριφορά. Αλλά δεν ήταν αυτή η περίπτωση με τον Όρντεγκαρντ. Παρακολουθώντας από μακριά την ανατομή, η Κόνι σκέφτηκε την αδερφή της, την Κολίν, που είχε πεθάνει πριν από πέντε χρόνια, πάνω στη γέννα. Σκέφτηκε πως ο θάνατος της Κολίν έμοιαζε εξίσου παράλογος με το θάνατο της καημένης της Λόρα Κίνκεϊντ, που είχε την ατυχία να σταματήσει για φαγητό σε λάθος εστιατόριο. Αλλά πάλι, ο κάθε θάνατος δεν ήταν παράλογος; Το χάος κι ο παραλογισμός ήταν οι κινητήριες δυνάμεις του σύμπαντος. Τα πάντα γεννιούνται για να πεθάνουν. Ποια τάξη και ποια λογική υπάρχει σ' αυτό το μοτίβο; «Τίποτα», είπε ο Χάρι πετώντας το μάτσο με τις δάκτυλο-
γραφή μένε ς σελίδες πάνω στο γραφείο του ιατροδικαστή. Οι σούστες της πολυθρόνας έτριξαν καθώς σηκώθηκε. «Κανένα ανεξήγητο σημάδι στο σώμα, τίποτε ασυνήθιστο στη φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού του. Αν ο Τικτάκ είχε 'κυριέψει' το σώμα του Όρντεγκαρντ, δεν άφησε κανένα ίχνος». Η Κόνι στράφηκε προς μέρος του. «Και τώρα, τι κάνουμε;» Ο Τιλ Μπόνερ τράβηξε ένα από τα συρτάρια του νεκροτομείου. Το γυμνό σώμα του Τζέιμς Όρντεγκαρντ γέμιζε τη μεταλλική θήκη. Το κάτασπρο δέρμα του είχε μια άσχημη, μελανή απόχρωση σε διάφορα σημεία. Μαύρα χειρουργικά ράμματα σημάδευαν τις τομές που του είχαν γίνει κατά τη νεκροψία. Το στρογγυλό, αγαθό πρόσωπο. Η νεκρική ακαμψία είχε παγώσει τα χείλη του σ' ένα αιώνιο στραβό χαμόγελο. Τα μάτια είχαν κλείσει επιτέλους. Οριστικά. «Τι θέλατε να δείτε;» ρώτησε ο Μπόνερ. «Αν είναι ακόμη εδώ», είπε ο Χάρι. Ο ιατροδικαστής κοίταξε την Κόνι απορημένος. «Που άλλου θα ήταν;»
4 Το δάπεδο της κρεβατοκάμαρας ήταν καλυμμένο με μαύρα κεραμικά πλακάκια. Σε μερικά σημεία αντιφέγγιζε από τις μουντές αντανακλάσεις του νυχτερινού φωτός που έμπαινε από τα παράθυρα. Ο Μπράιαν πατούσε ξυπόλυτος πάνω στα κρύα πλακάκια. Καθώς βάδιζε προς τη μεγάλη τζαμαρία που αντίκριζε τον ωκεανό, το είδωλο του σχηματίστηκε σαν τρεμάμενη λευκή οπτασία πάνω στον πελώριο καθρέφτη που αντανακλούσε μόνο μαύρο χρώμα. Ο Μπράιαν στάθηκε μπροστά στο τζάμι και χάζευε τη σκοτεινή θάλασσα που έσμιγε με τον εβένινο ουρανό. Το βαθύ σκοτάδι απάλυναν μόνο οι γραμμές των κυμάτων και η αχνή αντανάκλαση από τα φώτα της Λαγκούνα Μπιτς στα μεγάλα, μπαμπακένια σύννεφα. Η πόλη ήταν πίσω του, αθέατη προς τη
μεριά της ανατολής. Το σπίτι ήταν χτισμένο στο δυτικότερο άκρο της περιοχής. Η θέα ήταν πανοραμική και γαλήνια, γιατί έλειπε εντελώς κάθε ανθρώπινη παρέμβαση. Κανένα ανθρώπινο πλάσμα, κανένα ανθρώπινο έργο ή κατασκεύασμα δεν τη μόλυνε. Ήταν όλα τόσο ήσυχα, τόσο υπέροχα σκοτεινά. Πεντακάθαρα. Ο Μπράιαν λαχταρούσε να εξαλείψει τους ανθρώπους και όλα τα έργα τους από μεγάλα τμήματα της γης και να περιορίσει τους λίγους εναπομείναντες σε επιλεγμένους καταυλισμούς. Αλλά δεν είχε αποκτήσει ακόμη τον πλήρη έλεγχο της δύναμής του. Ακόμη Ολοκληρωνόταν. Μετέφερε το βλέμμα του από τον ακαθόριστο ορίζοντα του ωκεανού στη χλομή λωρίδα φωτός που ήταν η ακτή στα ριζά της απότομης πλαγιάς. Ύστερα ακούμπησε το μέτωπότου στο γυαλί και φαντάστηκε ζωή. Κι ενώ τη φανταζόταν τη δημιουργούσε. Λίγο πάνω από την τελευταία γραμμή της παλίρροιας, η άμμος άρχισε να σαλεύει. Ανασηκώθηκε και φούσκωσε σχηματίζοντας έναν κώνο σε ύψος μεγαλόσωμου άντρα κι ύστερα έγινε άντρας. Ο αλήτης. Με το σημαδεμένο πρόσωπο. Με μάτια σαν ερπετού. Κανένας τέτοιος άνθρωπος δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ο αλήτης ήταν ένα πλάσμα βγαλμένο κατευθείαν από τη φαντασία ταυ Μπράιαν. Μέσα απ' αυτότο πλάσμα κι από άλλαπου δημιουργούσε, ο Μπράιαν τριγυρνούσε στον κόσμο χωρίς να διακινδυνεύε ι τίποτε. Μόλο που τα φασματικά του σώματα μπορούσαν να χτυπηθούν από σφαίρες, να καούν ή να υποστούν κάθε λογής βλάβη χωρίς αυτός να παθαίνει τίποτε, το πραγματικό του σώμα ήταν φθαρτό κι ευάλωτο. 'Οταν κοβόταν, μάτωνε. 'Οταν χτυπούσε, το δέρμα του μελάνιαζε. Ο Μπράιαν υπέθετε πως όταν θα Ολοκληρωνόταν, η αφθαρσία κι η αθανασία θα ήταν τα υπέρτατα χαρίσματα που θα αποκτούσε και θα οριοθετούσαν τη μετάβασή του από την ανθρώπινη στη θεϊκή υπόσταση — πράγμα που τον έκανε να βιάζεται να εκπληρώσει την αποστολή του. Τώρα, έχοντας αφήσει μόνο ένα μέρος της συνείδησής του στο πραγματικό του σώμα, μεταφέρθηκε στη μορφή του αλήτη στην ακτή. Μέσα απ' αυτό το θηριώδες σώμα, σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε το σπίτι του, ψηλά στον γκρεμό. Και είδε τον ίδιο
του τον εαυτό, γυμνό μπροστά στο παράθυρο, να κοιτάζει τη θάλασσα. Στους εβραϊκούς θρύλους, υπάρχουν κάτι πλάσματα που ονομάζονται «γκολε'μ». Είναι στοιχειά με μορφή ανθρώπου, πλασμένα από χώμα, με μια υποτυπώδη μορφή ζωής. Και είναι όργανα εκδίκησης. Ο Μπράιαν μπορούσε να δημιουργήσει μια ανεξάντλητη ποικιλία από γκολέμ και μέσα απ' αυτά να καταδιώκει τα θηράματά του, να ξεκαθαρίζει το κοπάδι και να αστυνομεύει τον κόσμο. Δεν μπορούσε όμως να εισχωρήσει στο σώμα των πραγματικών ανθρώπων και να ελέγξει το μυαλό τους, πράγμα που θα ήθελε πάρα πολύ. Ίσως όμως ν' αποκτούσε και αυτή την ικανότητα όταν θα είχε πια Ολοκληρωθεί. Απέσυρε τη συνείδηση του από το γκολέμ στην ακτή και, κοιτώντας το ξανά από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του, το έκανε ν' αλλάξει μορφή. Το πλάσμα τριπλασιάστηκε σε μέγεθος, πήρε μορφή ερπετού κι απέκτησε πελώρια, μεμβρανώδη φτερά. Μερικές φορές κάποιο από τα δημιουργήματά του ξέφευγε από το αρχικό φανταστικά πρότυπο, αποκτούσε δική του ζωή κι αντιστεκόταν στις προσπάθειές του να το συγκρατήσει. Γι' αυτόν το λόγο έκανε πάντα εξάσκηση, βελτιώνοντας τις τεχνικές του και δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του προκειμένου να τις τελειοποιήσει. Κάποτε είχε εμπνευστεί από την ταινία Άλιεν και είχε δημιουργήσει ένα γκολέμ που το χρησιμοποίησε για να βασανίσει καμιά δεκαριά άστεγους που έβρισκαν καταφύγιο κάτω μια γέφυρα του αυτοκινητόδρομου, στα προάστια του Λος Άντζελες. Η πρόθεση του ήταν να σκοτιόσει δυο απ' αυτούς με αστραπιαία ταχύτητα και ν' αφήσει τους υπόλοιπους με την ανάμνηση της δύναμής του και της ανελέητης κρίσης του. Αλλά στην πορεία, τον μέθυσε ο τρόμος που τους κυρίεψε στη θέα εκείνου του φρικαλέου τέρατος. Τον μέθυσε η αίσθηση των νυχιών του που ξέσκιζαν τις σάρκες τους, η μυρωδιά του ζεστού αίματος που ανάβλυζε, ο ήχος των οστών που έσπαζαν σαν κιμωλίες μέσα στα τερατώδη χέρια του. Τα ουρλιαχτά των θυμάτων ήταν μακρόσυρτα και διαπεραστικά στην αρχή, αλλά εξασθένισαν γρήγορα σε αδύναμες, τρεμάμενες κραυγές, σε ερωτικά βογκη-
τά. Του παρέδιδαν τις ζωές τους έτσι όπως παραδίδουν οι εραστές τα κορμιά τους, όταν το έντονο πάθος τους έχει πια εξαντλήσει και εκφράζονται με στεναγμούς, βογκητά και δυνατά ρίγη. Για μερικές στιγμές, ο Μπράιαν είχε ταυτιστεί με το πλάσμα που είχε δημιουργήσει: ένας τέρας με δόντια ξυράφια, νύχια αρπακτικού, αγκαθωτή ραχοκοκαλιά και ουρά σαν μαστίγιο. Είχε ξεχάσει το πραγματικό του σώμα, μέσα στο οποίο υπήρχε ακόμη και λειτουργούσε το μυαλό του. 'Οταν ξαναβρήκε τα όποια λογικά του, διαπίστωσε ότι είχε σκοτώσει και τους δέκα αλήτες που βρίσκονταν κάτω από τη γέφυρα κι ότι στεκόταν στη μέση ενός υπαίθριου σφαγείου, έχοντας ολόγυράτου ξεκοιλιασμένα πτώματα, αποκομμένα μέλη και ποταμούς αίματος. Δεν είχε αισθανθεί κανενός είδους τρόμο ή μεταμέλεια για την ακατονόμαστη αυτή βία — μόνο για το γεγονός ότι τους είχε σκοτώσει όλους σε μια κρίση φρενίτιδας. Ήταν απαραίτητο να αποκτήσει πλήρη αυτοέλεγχο, αν ήθελε να εκπληρώσει την αποστολή του και να Ολοκληρωθεί. Μετά τη σφαγή, χρησιμοποίησε τη δύναμη της πυροκίνησης για ν' αποτεφρώσει τα δέκα πτώματα σε βαθμό που να εξαερωθούν ακόμη και τα κόκαλά τους. Εξαφάνιζε πάντα τα θύματα με τα οποία πειραματιζόταν, γιατί δεν ήθελε να υποψιαστούν οι άνθρωποι ότι υπήρχε και κυκλοφορούσε ανάμεσά τους, τουλάχιστον μέχρι να τελειοποιήσει τη δύναμή του και να γίνει άτρωτος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που μέχρι τώρα έκανε εξάσκηση σε άστεγους και περιπλανώμενους αλήτες. Ακόμη κι αν κάποιος απ' αυτούς πήγαινε να καταγγείλει ότι τον είχε βασανίσει ένας δαίμονας που άλλαζε μορφές, κανείς δε θα τον έπαιρνε στα σοβαρά και θα υπέθεταν ότι επρόκειτο για παραισθήσεις ναρκομανούς ή αλκοολικού. Επιπλέον, όταν τους εξαφάνιζε από προσώπου γης, κανείς δε νοιαζόταν γι' αυτούς ούτε έψαχνε να βρει τι είχαν απογίνει. Σύντομα όμως θα έφτανε η μέρα που θα μπορούσε να σκορπίζει τον τρόμο και να αποδίδει δικαιοσύνη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα αδιακρίτως. Γι' αυτό, συνέχιζε την εξάσκηση. Σαν ταχυδακτυλουργός που τελειοποιεί τα κόλπα του. Επιδιώκοντας τον πλήρη αυτοέλεγχο. Στην ακτή, το φτερωτό πλάσμα ξεπήδησε από την άμμο που το είχε γεννήσει. Απλωσε τα πελώρια φτερά του, πέταξε μέσα
στη νύχτα κι ανέβηκε ψηλά ως το σπμι στην κορυφή του γκρεμού, όπου στάθηκε μετέωρο μπροστά στην τζαμαρία, κοιτώντας τον Μπράιαν με τα λαμπερά, κίτρινα μάτια του. Παρ' όλο που ήταν ένα ανεγκέφαλο ον, ως τη στιγμή που του μετέδιδε ο Μπράιαν ένα μέρος της δικής του συνείδησης, ο πτεροδάκτυλος ήταν οπωσδήποτε ένα εντυπωσιακό δημιούργημα. Τα πελώρια, μεμβρανώδη φτερά του πλατάγιζαν στον αέρα και τον κρατούσαν μετέωρο σε σταθερό ύψος. Ο Μπράιαν συναισθανόταν τα δεκάδες ζευγάρια μάτια που τον κοίταζαν μέσα από τα βαζάκια τους. Τον παρατηρούσαν, τον θαύμαζαν, τον λάτρευαν. «Εξαφανίσου», είπε στον πτεροδάκτυλο, προσφέροντας στους αλλόκοτους θεατές τους και το εφέ της θεατρικότητας. Το φτερωτό ερπετό επέστρεψε στην ακτή κι αυτοδιαλύθηκε σαν βροχή από άμμο. Αρκετά με τα παιχνίδια. Ή τ α ν ώρα για δουλειά.
5 Το Χόντα του Χάρι ήταν παρκαρισμένο κοντά στο δημαρχείο, κάτω από ένα φανάρι του δρόμου. Οι νυχτοπεταλούδες που είχαν βγει μετά τη βροχή πετούσαν αδιάκοπα γύρω από το φως κι έριχναν πελώριες, κινούμενες σκιές πάνω στο αυτοκίνητο. Ενώ διέσχιζαν το δρόμο για να φτάσουν στο Χόντα, η Κόνι επανέλαβε στον Χάρι την ίδια ερώτηση: «Και τώρα, τι κάνουμε;» «Θα ήθελα να πάω να ρίξω μια ματιά στο σπίτι του Όρντεγκαρντ». «Γιατί;» «Δεν έχω συγκεκριμένο λόγο. Απλώς, είναι το μόνο που μπορώ να σκεφτώ. Εκτός αν έχεις εσύ καμιά ιδέα». «Μακάρι να είχα». Καθώς πλησίαζαν το αυτοκίνητο, η Κόνι είδε κάτι να κρέμεται από τον εσωτερικό καθρέφτη. Ήταν ένα τετράγωνο, μεταλλικό αντικείμενο που γυάλιζε στο φως του δρόμου. Απ' όσο θυμόταν, ο Χάρι δεν είχε κρεμασμένο κανένα αποσμητικό χώρου ή διακοσμητικό από τον καθρέφτη του.
Η Κόνι μπήκε πρώτη στο αυτοκίνητο κι είδε πρώτη, από κοντά, το ασημόχρωμο αντικείμενο. Κρεμόταν από το μπράτσο του καθρέφτη με μια κόκκινη κορδέλα. Αρχικά δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν. Το έπιασε και το έστρεψε προς το φως για να το παρατηρήσει καλύτερα και διαπίστωσε πως ήταν μια χειροποίητη, ασημένια πόρπη με χαραγμένα ινδιάνικα σύμβολα. Ο Χάρι κάθισε στο τιμόνι, έκλεισε την πόρτα του και ξαφνικά είδε τι κρατούσε η Κόνι στο χέρι της. «Χριστέ μου!» αναφώνησε έντρομος. «Χριστέ μου, ο Ρίκι Εστεφάν!»
6 Τα πιο πολλά τριαντάφυλλα τα είχε μαδήσει η βροχή, αλλά αρκετά μπουμπούκια είχαν περάσει τη δοκιμασία ανέγγιχτα και τώρα υποκλίνονταν με χάρη στο σιγανό, νυχτιάτικο αεράκι. Ο Ρίκι ήταν καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, απ' όπου έλειπαν τα σύνεργα της δουλειάς του και τα κομμάτια που δούλευε. Είχε τελειώσει το δείπνο του εδώ και μια ώρα κι από τότε έπινε κρασί. Ήθελε να κάνει κεφάλι. Δεν ήταν ποτέ γενναίος πότης, αλλά πριν το ατύχημα, όποτε τραβούσε η όρεξή του ένα ποτό, αυτό ήταν τεκίλα και μπίρα, παρακαλώ. Έ ν α σφηνάκι Σάουζα κι ένα μπουκάλι Τεκάτε ήταν το στάνταρ του. Από τις εγχειρήσεις και μετά όμως, έφτανε μια μικρή γουλιά τεκίλα —ή οποιοδήποτε άλλο δυνατό ποτό— για να του κάψει τα σωθικά και να υποφέρει από δυνατό στομαχόπονο μια ολόκληρη μέρα μετά. Το ίδιο ίσχυε και για την μπίρα. Είχε διαπιστώσει ότι ο οργανισμός του άντεχε σχετικά καλά τα διάφορα λικέρ, αλλά το να μεθάει με Μπέιλις Άιρις Κριμ ή κάτι ανάλογο σήμαινε τόση μεγάλη κατανάλωση ζάχαρης, που θα σάπιζαν όλα τα δόντια του πριν προλάβει να βλαφτεί το συκώτι. Είχε επίσης πρόβλημα με όλα τα συνηθισμένα κρασιά, εκτός από το πόρτο, που αποδείχτηκε το ιδανικό για την περίπτωσή του. Ή τ α ν αρκετά γλυκό για να μην τον πειράζει στο στομάχι, αλλά όχι τόσο ώστε να του προκαλέσει διαβήτη. Το καλό πόρτο ήταν η μόνη του αδυναμία. Το πόρτο και, καμιά φορά, η λύπηση για τον εαυτό του.
Ενώ χάζευε με'σα από το παράθυρο τα τριαντάφυλλα που χαριεντίζονταν με τη νυχτιάτικη αΰρα, εστίαζε καμιά φορά το βλέμμα του στο τζάμι, όπου καθρεφτιζόταν το πρόσωπο του. Αυτό που αντίκριζε ήταν μια άχρωμη, ημιδιάφανη μορφή, σαν στοιχειωμένο πνεύμα. Και σκεφτόταν συχνά ότι το τζάμι ίσως ήταν τελικά ο τέλειος καθρέφτης, αφού αυτός ήταν πλέον το φάντασμα του παλιού εαυτού του. Στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκάλι πόρτο. Ξαναγέμισε το ποτήρι του και ήπιε μια γουλιά. Μερικές φορές, όπως τώρα, του φαινόταν απίστευτο ότι το είδωλο στο τζάμι ήταν το πρόσωπο του. Πριν το ατύχημα ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, που σπάνια είχε κακοκεφιές και σχεδόν ποτέ δε μελαγχολούσε. Ακόμη και στη διάρκεια της θεραπείας και της επαναπροσαρμογής του, είχε διατηρήσει ακμαίο το χιούμορ του και μια αισιοδοξία για το μέλλον που ακόμη και οι μεγαλύτερες ταλαιπωρίες δε στάθηκαν ικανές να την πτοήσουν. Το πρόσωπο του είχε γίνει το φάντασμα στο τζάμι μόνο αφότου τον παράτησε η Ανίτα. Είχαν περάσει πάνω από δυο χρόνια κι ακόμα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι την είχε χάσει οριστικά, ακόμα δεν είχε καταφέρει να δαμάσειτη μοναξιά που τον κατέστρεφε αργά και σταθερά. Ο Ρίκι σήκωσε το ποτήρι του να πιει και διαισθάνθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μια στιγμή πριν το φέρει στα χείλη του. Ίσως ο εγκέφαλος του να κατέγραψε την έλλειψη της χαρακτηριστικής μυρωδιάς του πόρτο ή την αδιόρατη δυσοσμία αυτού που το είχε αντικαταστήσει. Σταμάτησε απότομα την κίνησή του και κοίταξε το ποτήρι. Τρία χοντρά, υγρά, ροδόχρωμα σκουλήκια αργοσάλευαν κουλουριασμένατο ένα πάνω στο άλλο, στον πάτο του ποτηριού. Ο Ρίκι αναπήδησε αφήνοντας μια κραυγή και το ποτήρι ξέφυγε από το χέρι του. Επειδή η απόσταση ως το τραπέζι ήταν ελάχιστη, δεν έσπασε, απλώς έπεσε στο πλάι. Τα σκουλήκια γλίστρησαν αργά από το εσωτερικό του πάνω στο λουστραρισμένο ξύλο. Ο Ρίκι έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια... ...και τα σκουλήκια εξαφανίστηκαν. Στη λεία επιφάνεια του τραπεζιού υπήρχε μόνο χυμένο κρασί.
Ο Ρίκι χοκάλωσε. Δεν είχε προλάβει να σηκωθεί και, με τα χέρια του στηριγμένα στα μπράτσα της πολυθρόνας, απέμεινε να κοιτάζει σαστισμένος τη μικρή, κόκκινη λιμνούλα. Ή τ α ν σίγουρος ότι είχε δει τα σκουλήκια. Δεν είχε παραισθήσεις. Δεν ήταν πιωμένος. Διάβολε, δεν είχε αρχίσει καν να τον πιάνει το κρασί. Ξανακάθισε στη θέση του κι έκλεισε τα μάτια. Περίμενε να κυλήσουν μερικά δευτερόλεπτα. Κοίταξε ξανά. Στο τραπέζι υπήρχε μόνο χυμένο κρασί. Ο Ρίκι βούτηξε διστακτικά το δάχτυλο του στο ρουμπινένιο υγρό. Ήταν πραγματικό. Έτριψε μεταξύ τους το δείκτη με τον αντίχειρα και μύρισε το δέρμα του. Μύριζε πόρτο. Ύστερα έλεγξε το μπουκάλι για να δει μήπως είχε πιει παραπάνω απ' όσο νόμιζε. Το μπουκάλι ήταν σκουρόχρωμο και το σήκωσε στο φως για να διακρίνει τη στάθμη του υγρού. Η γραμμή ήταν λίγο πιο κάτω από κει που τέλειωνε ο λαιμός. Είχε πιει μόνο δυο ποτήρια, όπως θυμόταν. Ταραγμένος τόσο από την αδυναμία του να δώσει μια εξήγηση, όσο κι από το ίδιο ίο συμβάν, ο Ρίκι πήγε στο νεροχύτη, πήρε ένα απορροφητικό πανί κι επέστρεψε στο τραπέζι για να σφονγγίσει το χυμένο κρασί. Τα χέρια του έτρεμαν. Θύμωνε με τον εαυτό του που φοβόταν, μόλο που ο καθένας στη θέση του θα αισθανόταν το ίδιο. Ο Ρίκι ανησυχούσε μήπως είχε πάθει αυτό που οι γιατροί του αποκαλούσαν «μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο» κι η στιγμιαία παραίσθηση με τα σκουλήκια ήταν το μόνο σημάδι. Ο τρόμος του στη διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής του στο νοσοκομείο ήταν το εγκεφαλικό. Η πιθανότητα να σχηματιστεί θρόμβος στο πόδι του ή γύρω από τις ραφές στις φλέβες και στις αρτηρίες ήταν μια από τις πιο επικίνδυνες παρενέργειες των απανωτών εγχειρήσεων που του είχαν κάνει στο στομάχι και στην κοιλιακή χώρα. Αν ο θρόμβος ελευθερωνόταν και έφτανε στην καρδιά, θα προκαλούσε το θάνατο του. Αντίθετα, αν έφτανε στον εγκέφαλο, εμποδίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία του αίματος, οι συνέπειες μπορεί να ήταν ολική ή μερική παράλυση, απώλεια της όρασης, της ομιλίας ή, το πιο τρομερό, απώλεια της διανοητικής του ικανότητας. Οι γιατροί τον είχαν στουπώσει με φάρμακα
για να εμποδίσουν το ενδεχόμενο μιας θρόμβωσης και οι νοσοκόμες του είχαν διδάξει ένα πρόγραμμα παθητικής εξάσκησης ακόμη και για τις μέρες που έμενε ακίνητος και ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι. Παρ' όλα αυτά, δεν είχε υπάρξει μέρα που να μην φοβάται μήπως βρεθεί ξαφνικά ανίκανος να κινηθεί ή να μιλήσει, ανίκανος να καταλάβει που βρισκόταν ή ν' αναγνωρίσει τη γυναίκα του. Τουλάχιστον, τότε είχε μια παρηγοριά. Ήξερε πως, ό,τι κι αν του συνέβαινε, η Ανίτα θα ήταν κοντά του και θα τον φρόντιζε. Τώρα δεν είχε κανέναν. Από δω κι εμπρός έπρεπε ν' αντιμετωπίσει μόνος κάθε αντιξοότητα. Kt αν ποτέ έμενε μουγκός ή παράλυτος από εγκεφαλικό επεισόδιο, θα βρισκόταν στο έλεος αγνώστων. Μολονότι ο φόβος του ήταν δικαιολογημένος, από τη σκοπιά της καθαρής λογικής ήταν ανυπόστατος. Είχε γιατρευτεί. Είχε τα κουσούρια του, σύμφωνοι. Και η φοβερή αυτή δοκιμασία του είχε αφήσει σοβαρές αναπηρίες. Αλλά δεν ήταν περισσότερο άρρωστος από το μέσο όρο των άλλων ανθρώπων της ηλικίας του και μάλλον ήταν υγιέστερος από πολλούς. Είχαν περάσε ι πάνω από δυο χρόνια από την τελευταία εγχείρηση. Οι πιθανότητες να πάθει εγκεφαλικό ήταν αυτές του μέσου όρου των αντρών της ηλικίας του: των τριανταεξάρηδων. Δηλαδή, ελάχιστες. Στατιστικά, ήταν πιθανότερο να πεθάνει από αυτοκινητικό δυστύχημα, καρδιακή προσβολή, να πέσει θύμα φόνου ή ίσως να τον χτυπήσει κεραυνός. Κατά βάθος δεν τον φόβιζε τόσο ούτε η παράλυση, ούτε η αφασία, ούτε η απώλεια των αισθήσεων ή της μνήμης. Τον τρομοκρατούσε η ιδέα ότι ήταν ολομόναχος και το περιστατικό με τα σκουλήκια τού είχε δείξει φανερά πόσο μόνος θα ήταν σε περίπτωση που του συνέβαινε κάτι κακό. Αποφασισμένος να μην αφήσει το φόβο να τον καταβάλει, ο Ρίκι σήκωσε το ποτήρι του κρασιού. Θα καθόταν να πιει άλλο ένα ποτηράκι και να το σκεφτεί ψύχραιμα. Η απάντηση σίγουρα θα εμφανιζόταν από μόνη της αν ηρεμούσε. Θα υπήρχε κάποια εξήγηση για τα σκουλήκια, δεν μπορεί. Ίσως να ήταν οφθαλμαπάτη, ένα παιχνίδι του φωτός όταν κρατούσε το ποτήρι σε ορισμένη θέση και συγκεκριμένη κλίση. Ίσως το διαπίστωνε αν προσπαθούσε να ξαναδημιουργήσει τις ίδιες συνθήκες. Έπιασε το μπουκάλι και το πλάγιασε για να γεμίσει το ποτήρι του. Για μια στιγμή, παρ' ότι το είχε σηκώσει λίγο πριν
στο φως για να ελέγξει τη στάθμη του κρασιού, περίμενε να κυλήσουν από το μπουκάλι μόνο γυμνά, σιχαμερά σκουλήκια. Αυτό που κύλησε ήταν κρασί, φυσικά. Ο Ρίκι άφησε το μπουκάλι και σήκωσε το ποτήρι προς το στόμα του. Λίγο πριν το ακουμπήσει στα χείλη του, δίστασε γιατί του ήρθε αναγούλα στη σκέψη ότι θα έπινε από το ίδιο ποτήρι όπου λίγο πριν είχαν περπατήσει τρία χοντρά, βλεννώδη σκουλήκια. Το χέρι του άρχισε πάλι να τρέμει, ιδρώτας έλουσε το μέτωπό του κι ανατρίχιασε αηδιασμένος. Ταυτόχρονα έγινε έξω φρενών με τον εαυτό του που φερόταν σαν ανόητος. Το κρασί γέμιζε το ποτήρι, λαμπυρίζοντας στο φως σαν υγρό ρουμπίνι. Ο Ρίκι έφερε το ποτήρι στα χείλη του κι ήπιε μια μικρή γουλιά. Γλυκό, αρωματικό πόρτο. Ή π ι ε άλλη μια. Υπέροχο. Του ξέφυγε ένα μικρό, νευρικό γελάκι. «Ηλίθιε», μονολόγησε κι ένιωσε καλύτερα διακωμωδώντας τον εαυτό του. 'Επειτα σκέφτηκε πως θα ήταν ωραία να συνοδέψει το πόρτο με λίγα φουντούκια ή κράκερ. Ξανάφησε το ποτήρι του, σηκώθηκε και πήγε στο ντουλάπι όπου είχε αποθηκευμένα κάμποσα σακουλάκια με ξηρούς καρπούς και διάφορα σνακ. Ανοιξε το ντουλάπι. Ήταν γεμάτο μεγάλες, μαύρες ταραντούλες. Αντιδρώντας αντανακλαστικά, σχεδόν με τη σβελτάδα που είχε πριν από το ατύχημά του, ο Ρίκι τραβήχτηκε μακριά από το ανοιχτό ντουλάπι και χτύπησε τη μέση του στον πάγκο που ήταν πίσω του. Καμιά δεκαριά από τις πελώριες αράχνες σεργιάνιζαν πάνω στα σακουλάκια με τα φιστίκια και τα σνακ. Ήταν μεγάλες σαν μισές ινδικές καρύδες, πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι είναι συνήθως οι ταραντούλες, πλάσματα βγαλμένα θαρρείς από κάποιον εφιάλτη. Ο Ρίκι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Τα άνοιξε. Οι αράχνες ήταν ακόμα εκεί. Πάνω από τους χτύπους της καρδιάς του και τη ρηχή, ελαφρά βραχνή αναπνοή του, άκουγε το ανατριχιαστικό σύρσιμο των τριχωτών ποδιών τους πάνω στο σελοφάν. Έ ν α σιγανό, φαρμακερό σφύριγμα. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι είχε παρερμηνεύσειτην πηγή αυτών των ήχων. Δεν προέρχονταν από το ανοιχτό ντουλάπι στον απέναντι τοίχο, αλλά από τα ντουλάπια που βρίσκονταν ακριβώς από πάνω και πίσω του.
Ο Ρίκι κοίταξε πάνω από τον ώμο του, τις κλειστές πόρτες των ξύλινων ντουλαπιών που δε θα έπρεπε να περιέχουν τίποτε άλλο από πιάτα, μπολ, φλιτζάνια, κούπες και πιατελάκια. Κάτι τις πίεζε προς τα έξω, είχαν ανοίξει σαν να ήταν έτοιμες να σκάσουν, μισό πόντο, έναν, ενάμισι]. Πριν προλάβει ο Ρίκι να σαλέψει, το ντουλάπι άνοιξε απότομα και μια χιονοστιβάδα από φίδια έπεσε πάνω στο κεφάλι και στους ώμους του. Ουρλιάζοντας σαν τρελός, δοκίμασε να τρέξει μακριά. Πάτησε πάνω στο κινούμενο χαλί των ερπετών που είχαν πέσει στο πάτωμα και σωριάστηκε ανάμεσά τους. Φίδια λεπτά σαν καμτσίκια, χοντρά, φολιδωτά, μαύρα, πράσινα, καφετιά, μονόχρωμα και πολύχρωμα, φίδια με μάτια κόκκινα, κίτρινα, κατάμαυρα, φίδια με κουκούλες σαν της κόμπρας, κεφάλια φιδιών που τον αντίκριζαν σαν εφιάλτες, διχαλωτές γλώσσες που τινάζονταν από σιχαμερά, σκιστά στόματα κι εκείνο το ανατριχιαστικό, ασταμάτητο σφύριγμα... Έπρεπε να ονειρεύεται, να έχει παραισθήσεις. Έ ν α χοντρό, μαύρο φίδι ίσαμε δυο μέτρα μακρύ, τον δάγκωσε στο αριστερό χέρι. Είδε τα μακριά αγκιστρωτά δόντια του να μπήγονται στη σάρκα, είδε το αίμα να ξεπηδάει, αισθάνθηκε τόν πόνο, αλλά και πάλι του ήταν αδύνατον να πιστέψει ότι δεν ήταν παραίσθηση. Ονειρευόταν. Όμως, ποτέ δεν είχε νιώσει πόνο, σε κανένα όνειρο, και μάλιστα πόνο σαν κι αυτόν. Έ ν α φαρμακερό μούδιασμα που ξεκίνησε από τον καρπό του και διαπέρασε σαν ηλεκτρική εκκένωση όλο του το χέρι ως πάνω στην κλείδωση. Δεν ήταν όνειρο. Συνέβαινε. Ήταν εξωπραγματικό, αλλά συνέβαινε. Από πού είχαν έρθει; Από που; Τώρα τα φίδια είχαν πέσει όλα πάνω του, καμιά εκατοστή φίδια που σάλευαν σφυρίζοντας μανιασμένα. Τον δάγκωσε κι άλλο. Έμπηξε τα δόντια του στο αριστερό του μπράτσο, πάνω από το πουκάμισο, κι ο πόνος τριπλασιάστηκε. Έ ν α τρίτο τον δάγκωσε χαμηλά στη γάμπα, πάνω από το παντελόνι. Ο Ρίκι κατάφερε να ανασηκωθεί. Το φίδι που τον είχε δαγκώσει στο μπράτσο ξεκόλλησε κι έπεσε, το ίδιο κι εκείνο που τον είχε δαγκώσει στο πόδι. Το πρώτο όμως έμεινε κρεμασμένο από τον καρπό του, σαν να είχε κολλήσει εκεί. Το άρπαξε και το τράβηξε δυνατά. Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που του θόλωσε το μυαλό, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Αλλά το φίδι
έμεινε εκεί, αγκιστρωμένο στον καρπό του, με τα δόντια μπηγμένα στη σάρκα του, που αιμορραγούσε. Τον είχε περικυκλώσει μια οργισμένη θάλασσα από ερπετά που σφύριζαν. Δε διέκρινε ούτε άκουσε ανάμεσά τους το χαρακτηριστικό ήχο του κροταλία. Γενικά, οι γνώσεις του για τα υπόλοιπα είδη ήταν μηδαμινές και δεν ήταν σε θέση να ξέρει ποια ήταν δηλητηριώδη ή αν ήταν κάποια απ' αυτά δηλητηριώδη, ιδιαίτερα αυτά που τον είχαν δαγκώσει, Ό,τι κι αν ήταν, θα τον δάγκωναν κι άλλα αν δεν αντιδρούσε σύντομα. Άρπαξε ένα χασαπομάχαιρο από τη θήκη με τα μαχαίρια που κρεμόταν στον τοίχο, πάνω από τον πάγκο της κουζίνας. Με μια απότομη κίνηση έφερε το αριστερό του χέρι πάνω στον πάγκο και το φίδι βρέθηκε τεντωμένο σαν χοντρό μαύρο σκοινί πάνω στα πλακάκια. Ο Ρίκι σήκωσε ψηλά το μαχαίρι και το κατέβασε με δύναμη, σύρριζα στον αριστερό καρπό του, πετσοκόβοντας το φίδι. Η ατσάλινη λάμα κουδούνισε όταν χτύπησε στην κεραμική επιφάνεια, έχοντας διαπεράσει το σώμα του φιδιού. Ωστόσο, το απαίσιο κεφάλι απέμεινε αγκιστρωμένο στον καρπό του Ρίκι και τα γυαλιστερά, κίτρινα μάτια έμοιαζαν να τον κοιτάζουν ολοζώντανα. Ο Ρίκι πέταξε το μαχαίρι και προσπάθησε ν' ανοίξει τα σαγόνια του ερπετού για ν' απαγκιστρώσει τα δόντια από τον καρπό του. Ούρλιαζε και βλάστημούσε από τον πόνο, το τραβούσε δυνατά δεξιά αριστερά, αλλά ήταν ανώφελο. Τα υπόλοιπα φίδια στο πάτωμα είχαν αρχίσει ν' αναταράζονται από τις φωνές του. Ο Ρίκι όρμησε προς το διάδρομο, παραμερίζοντας με κλοτσιές τα φίδια που βρίσκονταν στο δρόμο του, πριν προλάβουν να κουλουριαστούν και να τον δαγκώσουν. Μερικά που ήταν ήδη κουλουριασμένα του επιτέθηκαν, αλλά ευτυχώς τον προστάτεψε το φαρδύ, χοντρό χακί παντελόνι του. Φοβόταν πως κάποιο απ' όλα θα περνούσε κάτω από το μπατζάκι και θα τον δάγκωνε στο πόδι, αλλά κατάφερε να φτάσει ασφαλής στο διάδρομο. Τα φίδια έμειναν πίσω και δεν τον κυνήγησαν. Δυο ταραντούλες είχαν πέσει από το ντουλάπι με τα τρόφιμα πάνω στον εφιάλτη των ερπετών στο πάτωμα και τα φίδια έστρεψαν τώρα την προσοχή τους σ' αυτές. Λιγνά, τριχωτά αραχνίσια πόδια
κλοτσούσαν τον αέρα πριν εξαφανιστούν κάτω από μεμβρανώδεις, φολιδωτές κουλούρες. Ντουπ! Ο Ρίκι αναπήδησε έντρομος. Ντουπ! Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνδέσει τον παράξενο θόρυβο, που τον είχε τρομάξει νωρίτερα, με τις αράχνες και τα φίδια. Ντουπ! Ντουπ! Κάποιος έπαιζε μαζί του, αλλά τώρα δεν ήταν πια παιχνίδι. Ήταν θανάσιμα σοβαρό. Εξωπραγματικό, αλλόκοτο σαν όνειρο, αλλά απόλυτα σοβαρό. Ντουπ! Του ήταν αδύνατον να εντοπίσει την πηγή του ήχου ή έστω να προσδιορίσει γενικά αν προερχόταν από ψηλά ή από κάτω. Τα τζάμια έτριζαν με κάθε χτύπημα και οι τοίχοι αντανακλούσαν έναν υπόκωφο αντίλαλο του κάθε γδούπου. Ο Ρίκι είχε το φριχτό προαίσθημα ότι οι αράχνες και τα φίδια δεν ήταν τίποτε μπροστά σ' αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει. Με την ανάσα κομμένη και το κεφάλι του σκοτωμένου φιδιού αγκιστρωμένο ακόμη στον καρπό τσυ, ο Ρίκι κατευθύνθηκε προς την μπροστινή πόρτα του σπιτιού, στο τέρμα του διαδρόμου. Κάθε παλμός της καρδιάς του έστελνε ένα νέο κύμα πόνου στο πληγωμένο χέρι του. Οχι, Χριστέ μου, δεν πρέπει. Αύξηση των καρδιακών παλμών σήμαινε ταχύτερη εξάπλωση του δηλητηρίου στο αίμα, αν υπήρχε δηλητήριο. Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να ηρεμήσει, να αναπνέει αργά και σταθερά, να περπατάει αντί να τρέχει, να χτυπήσει σε κάποιον από τους γείτονες, να καλέσει τις πρώτες βοήθειες και να τον δει επειγόντως ένας γιατρός. ΝΤΟΥΠ! Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο στην κρεβατοκάμαρά του, αλλά δεν ήθελε να μπει εκεί μέσα. Δεν εμπιστευόταν πια το ίδιο του το σπίτι, πράγμα που ήταν παράλογο, ναι, αλλά είχε την αίσθηση ότι το σπίτι του ήταν κάτι ζωντανό και θανάσιμα επικίνδυνο. ΝΤΟΥΠ. ΝΤΟΥΠ. ΝΤΟΥΠ! Το σπίτι έτρεμε τώρα σαν να γινόταν σεισμός, δυνατός σεισμός που τον έκανε να χάνει την ισορροπία του. Παρ απάτη-
σε, έγειρε στο πλάι κι έπεσε πάνω στον τοίχο του διαδρόμου, λες και βρισκόταν σε καράβι σε ώρα φουρτούνας. Το πήλινο αγαλματάκι της Παρθένου πλάγιασε κι έπεσε από το τραπεζάκι όπου το είχε στήσει ο Ρίκι, δημιουργώντας ένα εικονοστάσι σαν κι αυτά που είχε πάντα η μητέρα του στο σπίτι. Από το δυστύχημα και μετά, ο φόβος τον είχε ωθήσει να υιοθετήσειτην ίδια μορφή άμυνας προς τη σκληρότητα της ζωής στην οποία κατέφευγε ανέκαθεν η μητέρα του. Το αγαλματίδιο έπεσε στο πάτωμα κι έγινε συντρίμμια μπροστά στα πόδια του. Το βαρύ, γυάλινο καντήλι με το αναμμένο φιτίλι στο εσωτερικό του ταλαντευόταν επικίνδυνα στην επιφάνεια του τραπεζιού, στέλνοντας τρελές κιτρινωπές αναλαμπές στους τοίχους και στο ταβάνι. ΝΤΟΥΠ-ΝΤΟΥΠ-ΝΤΟΥΠ-ΝΤΟΥΠ! Ο Ρίκι απείχε δυο βήματα από την πόρτα, όταν το δρύινο πάτωμα έτριξε ανατριχιαστικά, διογκώθηκε σ' ένα σημείο και τελικά έσκασε μ' έναν κρότο δυνατό σαν βροντή καταιγίδας. Ο Ρίκι πισωπάτησε έντρομος. Κάτι ξεπρόβαλε από το έδαφος κάτω από το δάπεδο του σπιτιού, συντρίβοντας τα σανίδια του πατώματος, σαν να ήταν τσόφλι αβγού. Για μερικές στιγμές, ο κουρνιαχτός, τα σπασμένα σανίδια και το χώμα δεν επέτρεψαν στον Ρίκι να διακρίνει τι είχε γεννηθεί στο διάδρομο του σπιτιού του. Ύστερα είδε έναν άντραστηντρύπα, μεταπόδιατσυ φυτεμένα cm] γη, γύρω στο μισό μέτρο κάτω από το πάτωμα Μόλο που στεκόταν χαμηλότερα από τον Ρίκι, ο άνθρωπος αυτός πυργωνόταν μπροστά του, πελώριος κι απειλητικός σαν το θάνατο. Τα μακριά γένια του ήταν βρόμικα και μπερδεμένα, το πρόσωπο του γεμάτο απαίσιες ουλές. Το μαύρο πανωφόρι του φούσκωνε γύρω από το κορμί του σαν κάπα καθώς το φυσούσε το ψυχρό ρεύμα αέρα που έβγαινε από την τρύπα στο πάτωμα Ο Ρίκι κατάλαβε ότι είχε αντίκρυ του τον αλήτη που είχε παρουσιαστεί στον Χάρι μέσα από έναν ανεμοστρόβιλο. Ό λ α ταίριαζαν στην περιγραφή... εκτός από τα μάτια. Οταν αντίκρισε εκείνα τα φρικαλέα μάτια, ο Ρίκι κοκάλωσε ανάμεσα στα συντρίμμια της πήλινης Παρθένου, συγκλονισμένος από τρόμο κι από τη βεβαιότητα ότι είχε χάσει τα λογικά του. Ακόμη κι αν συνέχιζε να κάνει πίσω ή στρεφόταν κι άνοιγε
την πόρτα να φύγει, δε θα κατάφερνε να γλιτώσει, γιατί ο αλήτης δρασκέλισε την τρύπα κι ανέβηκε στο διάδρομο με την ταχύτητα κόμπρας που επιτίθεται. Άρπαξε τον Ρίκι από τα πέτα με τα πελώρια χέρια του, τον σήκωσε από το πάτωμα με τέτοια υπεράνθρωπη δύναμη που ήταν αδύνατον ν' αντισταθεί και τον κοπάνησε στον τοίχο, σπάζοντας το σοβά και τη ραχοκοκαλιά του. Πρόσωπο με πρόσωπο, λουσμένος από τη βρομερή, σάπια ανάσα αυτού του αλλόκοτου όντος, ο Ρίκι είδε από κοντά τα μάτια του. Ο τρόμος του ήταν τόσο απόλυτος, που δεν μπόρεσε ούτε να ουρλιάξει. Δεν ήταν μάτια αυτά που έβλεπε. Φωλιασμένα μέσα στις βαθιές κόγχες, ήταν μόνο δυο κεφάλια φιδιών, με δυο μικρά, κίτρινα μάτια το καθένα και διχαλωτές μαύρες γλώσσες που πετάγονταν από τα σκιστά στόματα. Γιατί εμένα; αναρωτήθηκε ο Ρίκι. Σαν τα κεφάλια των κλόουν που τινάζονται από τα κουτιά με το ελατήριο μόλις ανοίξει το καπάκι, τα φίδια τινάχτηκαν από τις κόγχες των ματιών του αλήτη και δάγκωσαν τον Ρίκι στο πρόσωπο.
7 Μεταξύ Λαγκούνα Μπιτς και Ντάνα Πόιντ, ο Χάρι οδηγούσε τόσο γρήγορα, που ακόμα κι η Κόνι, λάτρης της ταχύτητας και του ρίσκου, άρχισε να δυσανασχετεί και να κρατιέται επιδεικτικά στις απότομες στροφές. Ήταν στο αυτοκίνητο του Χάρι, όχι στο υπηρεσιακό, οπότε δεν είχαν μαζί τους φορητή σειρήνα με περιστρεφόμενο προβολέα να την κολλήσουν στην οροφή. Ευτυχώς, ο παραλιακός αυτοκινητόδρομος δεν είχε μεγάλη κίνηση στις δέκα και μισή, Τρίτη βράδυ. Έτσι, πατώντας την κόρνα κι αναβοσβήνοντας τους προβολείς, ο Χάρι κατάφερνε ν' ανοίγει δρόμο στη λιγοστή κυκλοφορία που συναντούσαν. «Ίσως πρέπει να τηλεφωνήσουμε στον Ρίκι, να τον προειδοποιήσουμε», είπε η Κόνι, πριν βγουν ακόμη από τη Λαγκούνα. «Δεν έχω τηλέφωνο στο αυτοκίνητο». «Σταμάτα σ' ένα βενζινάδικο, σ" ένα περίπτερο, οπουδήποτε». «Δεν πρέπει να χάσουμε χρόνο», διαφώνησε ο Χάρι. «Έτσι κι αλλιώς, νομίζω πως το τηλέφωνο του δε θα λειτουργεί».
«Γιατί να μη λειτουργεί;» «Θα λειτουργεί μόνο αν θέλει ο Τικτάκ». Ανηφόρισαν έναν ακόμη λόφο. Ο Χάρι πήρε τόσο γρήγορα μια πολύ κλειστή στροφή που τα λάστιχα έσκαψαν το χαλίκι στο πλάι του δρόμου. Η δεξιά γωνιά του πίσω προφυλακτήρα έξυσε τη μεταλλική προστατευτική μπάρα κι ύστερα ξαναπάτησαν στην άσφαλτο όλα τα λάστιχα κι ο Χάρι άνοιξε ταχύτητα χωρίς να έχει καν φρενάρει. «Τότε, ας ειδοποιήσουμε την Αστυνομία του Ντάνα Πόιντ», πρότεινε η Κόνι. «Έτσι που πάμε εμείς, αν δε σταματήσουμε για τηλέφωνο, θα έχουμε φτάσει πολύ πριν απ' αυτούς». «Ίσως χρειαστούμε ενισχύσεις». «Δε θα μας ωφελήσουν σε τίποτα οι ενισχύσεις έτσι κι αργήσουμε να φτάσουμε και βρούμε νεκρό τον Ρίκι». Ο Χάρι κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία του και τα 'βαζε συνεχώς με τον εαυτό του. Αυτός είχε εκθέσει τον Ρίκι σε κίνδυνο, πηγαίνοντας στο σπίτι του το απόγευμα. Βέβαια, δεν υποψιαζόταν καν σε τι πρόβλημα έμπλεκε τον καλύτερο του φίλο πηγαίνοντας εκεί, αλλά αργότερα έπρεπε να είχε καταλάβει ότι ο Ρίκι αποτελούσε στόχο στην απειλή του Τικτάκ να καταστρέψει «πρώτα ό,τι κι όποιον αγαπάς». Συχνά είναι δύσκολο ένας άντρας να παραδεχτεί ότι αγαπάει έναν άλλο άντρα, ακόμη κι όταν πρόκειται για καθαρά αδερφική αγάπη. Ο Χάρι κι ο Ρίκι Εστεφάν ήταν συνεργάτες σε κάμποσες πολύ σκληρές υποθέσεις. Ήταν φίλοι κι ο Χάρι τον αγαπούσε. Τόσο απλά. Αλλά η αμερικάνικη παράδοση του σκληρού άντρα που στηρίζεται μόνο στον εαυτό του απέτρεπε τέτοιου είδους ομολογίες. Μαλακίες, σκέφτηκε με θυμό ο Χάρι. Η αλήθεια ήταν ότι κι ο ίδιος δύσκολα θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι αγαπούσε πραγματικά κάποιον, είτε άντρα είτε γυναίκα, ακόμα και τους ίδιους τους γονείς του. Η αγάπη είναι πολύπλοκο συναίσθημα. Εμπεριέχει υποχρεώσεις, αφοσίωση, εξάρτηση, γενναιοδωρία και κοινά συναισθήματα. 'Οταν αποδεχτείς ότι αγαπάς κάποιον άνθρωπο, πρέπει να τον αφήσεις να μπει στη ζωή σου, φέρνοντας μαζί την ακαταστασία του, τα αχαρακτήριστα γούστα του, τις μπερδε μένες απόψεις του και τις αποδιοργανωτικές του συνήθειες.
Καθώς έμπαιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην περιοχή του Ντάνα Πόιντ, ο Χάρι είπε σαν να μονολογούσε: «Χρίστε' μου, μερικές φορές είμαι ηλίθιος». «Για νέο μου το λες;» μουρμούρισε η Κόνι. «Απελπιστικά ηλίθιος». «Τίποτα καινούριο;» Μόνο μια δικαιολογία είχε που δεν υποψιάστηκε ότι ο Ρίκι θα γινόταν στόχος του μανιακού. Απ' όταν είχε πάρει φωτιά το διαμέρισμάτου, δε δρούσε πια, απλώς αντιδρούσε. Γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Τα γεγονότα έτρεχαν με τέτοιο ρυθμό και ήταν τόσο εξωπραγματικά, που δεν είχε βρει χρόνο να σκεφτεί. Φτωχή δικαιολογία, αλλά πιάστηκε απ' αυτή γιατί το είχε ανάγκη. Δεν ήξερε καν πώς έπρεπε να σκεφτεί σε μια τόσο αλλόκοτη υπόθεση. Η λογική, το αποτελεσματικότερο ίσως όπλο για κάθε αστυνομικό, δεν του αρκούσε για να αντιμετωπίσει το υπερφυσικό. Είχε δοκιμάσει την επαγωγική λογική και με βάση αυτή είχε καταλήξει στη θεωρία τις διαταραγμένης προσωπικότητας με τις υπερφυσικές δυνάμεις. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα καλός σ' αυτό τον τρόπο σκέψης, γιατί θεωρούσε την επαγωγική λογική πολύ στενά συνδεμένη με τη διαίσθηση και η διαίσθηση ήταν παράλογη. Ο Χάρι προτιμούσε τα χειροπιαστά στοιχεία, τις σαφείς αποδείξεις και, με δεδομένα αυτά, τη λογική των αδιάβλητων συμπερασμάτων. Είχαν μόλις στρίψει στο δρόμο που βρισκόταν το σπίτι του Ρίκι, όταν η Κόνι τινάχτηκε ξαφνικά στο κάθισμα της. «Τι διάβολο;» αναφώνησε. Ο Χάρι την κοίταξε. Η Κόνι κρατούσε κάτι στη χούφτα της και το κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. «Τι είναι;» τη ρώτησε. Η Κόνι δε σήκωσε το βλέμμα από τη χούφτα της. Η φωνή της έτρεμε. «Δεν το είχα προηγουμένως, πώς διάβολο βρέθηκε εδώ;» «Τι είναι;» Η Κόνι τέντωσε το χέρι της προς το μέρος του Χάρι τη στιγμή που εκείνος φρέναρε για να σταματήσει κάτω από τη λάμπα του δρόμου, μπροστά στο σπίτι του Ρίκι. Ήταν το κεφάλι από ένα πήλινο αγαλματίδιο. Σπασμένο στο λαιμό. Ο Χάρι σανίδωσε το φρένο. Τα λάστιχα στρίγκλισαν στο
οδόστρωμα και το αυτοκίνητο κσκάλωσε μ' ένα απότομο τίναγμα που έκανε να τεντωθεί η ζώνη ασφαλείας πάνω στο στήθος τσυ. «Το χέρι μου έκλεισε από μόνο του, εντελώς σπασμωδικά, και υστέρα βρέθηκα να κρατάω αυτό», είπε η Κόνι. «Θεέ Μεγαλοδύναμε! Από το πουθενά...» Ο Χάρι το είχε ήδη αναγνωρίσει. Ήταν το κεφάλι της Παρθένου, από το αγαλματίδιο που είχε ο Ρίκι Εσιεφάν στο εικονοστάσι του σπιτιού του. Τον έζωσαν τα χειρότερα προαισθήματα. Χωρίς να χάσει στιγμή, άνοιξε την πόρτα, πετάχτηκε από το αυτοκίνητο και τράβηξε το πιστόλι του. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Φως υπήρχε στα περισσότερα παράθυρα των γύρω σπιτιών, όπως και στου Ρίκι. Από ένα γειτονικό σπίτι ακουγόταν ρυθμική μουσική, αλλά ήταν πολύ σιγανή και μακρινή για ν' αναγνωρίσει κανείς το σκοπό. Το βραδινό αεράκι ψιθύριζε ανάμεσα στα πελώρια φύλλα της φοινικιάς, δίπλα στην αυλόπορτα του Ρίκι. Όλα πάνε καλά, έμοιαζε να λέειτο αεράκι, όλα είναι ήσυχα απόψε σ' αυτή τη γειτονιά. Ο Χάρι δεν κατέβασε το περίστροφο του. Διέσχισε τρέχοντας το δρομάκι του σπιτιού, κάτω από τις νυχτερινές σκιές των δέντρων, κι ανέβηκε στην ξύλινη βεράντα με την ανθισμένη μπουκαμβίλια. Άκουγε την Κόνι, που τον ακολουθούσε από κοντά, και με την άκρη του ματιού του είδε ότι κρατούσε κι αυτή το περίστροφο της. Ας είναι ζωντανός ο Ρίκι, σκεφτόταν. Κάνε να είναι ζωντανός. Ήταν ό,τι πιο σχετικό με προσευχή είχε κάνει ο Χάρι εδώ και χρόνια. Πίσω από την προστατευτική πόρτα με τη σήτα, η εξώπορτα ήταν ανοιχτή ίσα μια χαραμάδα κι άφηνε να φαίνεται μια στενή λωρίδα φωτός από το εσωτερικό του σπιτιού. Μόλο που νόμιζε ότι κανείς δεν το είχε προσέξει και θα πέθαινε από ντροπή αν καταλάβαινε ότι ο φόβος του ήταν τόσο προφανής, ο Ρίκι είχε γίνει μανιακός με την ασφάλεια από το δυστύχημα και μετά. Είχε τα πάντα διπλοκλειδωμένα. μέρα νύχτα. Μια πόρτα ανοιχτή έστω κι ένα εκατοστό ήταν πολύ κακό σημάδι. Ο Χάρι προσπάθησε να διακρίνει το διάδρομο από τη στενή χαραμάδα ανάμεσα στο φύλλο της πόρτας και στο πλαίσιο,
αλλά η προστατευτική σήτα τον εμπόδιζε να πλησιάσει όσο χρειαζόταν. Τα παράθυρα δεξιά κι αριστερά από την κεντρική είσοδο ήταν σφαλισμένα. Ο Χάρι και η Κόνι κοιτάχτηκαν. Εκείνη του έδειξε με το περίστροφο της την πόρτα. Κανονικά έπρεπε να χωρίσουν και η Κόνι να πάει να καλίίψει την πίσω πόρτα του σπιτιού, ενώ ο Χάρι θα έμπαινε από την μπροστινή. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση δεν είχε νόημα ναπροσπαθήσουν να στριμώξουν τον κακοποιό. Αυτό το πλάσμα που κυνηγούσαν rfrav αδύνατον να το στριμώξουν, να το ακινητοποιήσουν και να του περάσουν χειροπέδες. Προσπαθούσαν απλώς να μείνουν ζωντανοί και να σώσουν τον Ρίκι, αν δεν ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Χάρι συγκατένευσε κι άνοιξε προσεκτικά την προστατευτική σήτα. Οι μεντεσέδες έτριξαν. Το ελατήριο επαναφοράς άφησε μια μακρόσυρτη, χαμηλή νότα, σαν κρώξιμο πουλιού σε βάλτο. Ο Χάρι σκόπευε να κινηθεί αθόρυβα, αλλά, αφού η προστατευτική πόρτα τον είχε προδώσει, έδωσε μια απότομη σπρωξιά στην εξώπορτα, αποφασισμένος να ορμήσει σκυφτός στο εσωτερικό. Η πόρτα άνοιξε προς τα δεξιά κι ο Χάρι πήγε να μπει προχωρώντας σύρριζα στον απέναντι τοίχο. Η πόρτα όμως δεν άνοιξε διάπλατα όπως περίμενε, παρά χτύπησε κάπου και σταμάτησε πριν δημιουργηθεί αρκετό άνοιγμα. Την έσπρωξε με τον ώμο. Είχε φρακάρει στο πάτωμα. Έσπρωξε πιο δυνατά. Η πόρτα υποχώρησε με θόρυβο, ελευθερώνοντας κάτι παράξενα χαλάσματα, κι ο Χάρι βρέθηκε μέσα τόσο απότομα, που λίγο έλειψε να πέσει στην τρύπα που υπήρχε στο πάτωμα του διαδρόμου. Ο χώρος τού θύμισε το βομβαρδισμένο διάδρομο στον πρώτο όροφο του κτιρίου, όπου είχαν δώσει τη μάχη με τον Όρντεγκαρντ. Αν και αυτή η καταστροφή οφειλόταν σε χειροβομβίδα, θα πρέπει να είχε σκάσει κάτω από το σπίτι. Η έκρηξη είχε σπάσει μαδέρια και μονωτικά υλικά και είχε σηκώσει τις σανίδες του πατώματος προς τα επάνω. Ωστόσο, έλειπε εντελώς η χαρακτηριστική μυρωδιά της εκρηκτικής ουσίας. Στη μέση περίπου του διαδρόμου, ο αριστερός τοίχος ήταν πιτσιλισμένος με αίμα — όχι μεγάλη ποσότητα, αλλά αρκετό για να σημαίνει μοιραίο χτύπημα. Και στο πάτωμα, ακριβώς κάτω από τις πιτσιλιές και πολύ κοντά στον τοίχο, ήταν πεσμένος ένας
άντρας. To κορμί του ήταν συατραμμένο σε τόσο αφύσικη στάση, που φαινόταν ότι ήταν νεκρός με την πρώτη ματιά. Ο Χάρι δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νεκρός ήταν ο Ρίκι. Ποτε' άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο άσχημα. Του κόπηκαν τα γόνατα και μια παράξενη παγωνιά ξεκίνησε από το στομάχι του κι απλώθηκε σε όλο του το κορμί. Ενώ ο Χάρι περνούσε δίπλα από την τρύπα στο πάτωμα, η Κόνι μπήκε από την ανοιχτή πόρτα. Είδε το πτώμα, αλλά δεν ε ίπε τίποτε. 'Εδειξε μόνο με το κεφάλα της προς τα υπόλοιπα δωμάτια Ο Χάρι ε'νιωθε επιτακτική την ανάγκη να συνεχίσει να κινείται όπως ήταν εκπαιδευμένος, μόλο που ήταν άσκοπο ν' αναζητήσουν το δολοφόνο μέσα στο σπίτι. Ο Τικτάκ, ό,τι ε ίδους πλάσμα κι αν ήταν, δεν υπήρχε περίπτωση να είχε μείνει κρυμμένος σε κάποια γωνιά ή να δοκίμαζε να το σκάσει από κάνα παράθυρο, όταν μπορούσε να εξαφανιστεί μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο ή σε μια στήλη φωτιάς. Αλλά, ακόμη κι αν τον έβρισκαν, σε τι θα ωφελούσαν τα όπλα τους; Παρ' όλα αυτά, ήταν αναγκαίο να συνεχίσουν να προχωρούν σαν να είχαν βρεθεί στη σκηνή ενός συνηθισμένου εγκλήματος. Η τάξη επιβάλλεται στο χάος μόνο με πρόγραμμα, μεθοδικότητα και τήρηση των κανόνων κατά γράμμα. Στο καθιστικό, ακριβώς δίπλα στη γύψινη καμάρα που συνέδεε αυτό το δωμάτιο με το διάδρομο, υπήρχε ένας ψηλός σωρός από σκουρόχρωμη λάσπη που-θα ζύγιζε ίσαμε εκατόν πενήντα κιλά. Θα συμπέραινε κανείς ότι ήταν χώμα που είχε τιναχτε ί από την έκρηξη, μόνο που δεν υπήρχε ίχνος λάσπης στο διάδρομο, είτε γύρω από την τρύπα είτε κολλημένη στους τοίχους. Ήταν λες και κάποιος την είχε μεταφέρει απέξω με κουβάδες και την είχε κάνει ένα σωρό πάνω στο χαλί. 'Οσο περίεργο κι αν ήταν, ο Χάρι έριξε μόνο μια παραξενεμένη ματιά στο σωρό της λάσπης και συνέχισε προσπερνώντας το καθιστικό. Αργότερα, θα είχαν χρόνο νάδουν περί τίνος επρόκειτο. Έψαξαν τα δυο μπάνια και τα υπνοδωμάτια, αλλά δε βρήκαν τίποτ' άλλο εκτός από μια μεγάλη ταραντούλα. Ο Χάρι ξαφνιάστηκε τόσο πολύ από την αράχνη, που λίγο έλειψε να πατήσει τη σκανδάλη. Αν είχε έρθει προς το μέρος του αντί να χωθεί κάτω από το κομό, θα την είχε κάνει κόσκινο από τις σφαίρες πριν καλά καλά καταλάβει τι ήταν.
Η Νότια Καλιφόρνια, που ήταν έρημος πριν ο άνθρωπος μεταφε'ρει νερό και κάνει γόνιμες μεγάλες εκτάσεις της, ήταν ιδανικός τόπος διαβίωσης για τις ταραντούλες, που τώρα είχαν περιοριστεί στα γυμνά φαράγγια και στους θαμνότοπους. Αν και τρομακτικές στην όψη, οι αράχνες αυτές είναι δειλά πλάσματα, που ζουν κυρίως σε υπόγεια μέρη και σπάνια εμφανίζονται στην επιφάνεια της γης, εκτός από την εποχή τσυ ζευγαρώματος. Το Ντάνα Πόιντ ή, έστω, αυτή η γειτονιά παραήταν πολιτισμένα για να φιλοξενούν ταραντούλες κι ο Χάρι απόρησε πώς στην ευχή είχε βρεθεί μια τέτοια αράχνη στην καρδιά της πόλης. Έχοντας ψάξει τα δωμάτια, επέστρεψαν αθόρυβα από τον ίδιο δρόμο που είχαν έρθει και κατέληξαν πάλι στο διάδρομο. Μια γρήγορη ματιά επιβεβαίωσε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτε πια για τον Ρίκι. Κομμάτια από το σπασμένο αγαλματάκι θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια τους καθώς προχωρούσαν. Η κουζίνα ήταν γεμάτη φίδια. «Να πάρει ο διάολος!» είπε η Κόνι. Έ ν α φίδι ήταν ακριβώς μέσ' απ' την πόρτα. Άλλα πέντ' έξι σεργιάνιζαν ανάμεσα στα πόδια του τραπεζιού και πάνω στις καρέκλες. Τα περισσότερα, όμως, ήταν στο βάθος του δωματίου. Έ ν α ς κινούμενος σωρός από ερπετά κάθε λογής, που ήταν σίγουρα πάνω από τριάντα ή σαράντα, αλλά μπορεί να ήταν και τα διπλά. Αρκετά από δαύτα φαίνονταν να τσιμπολογούν κάτι. Άλλες δυο ταραντούλες βολτάριζαν πάνω στον πάγκο της κουζίνας, κοντά στην κόχη του μαρμάρου, παραφυλώντας τα ερπετά που σέρνονταν από κάτω. «Τι διάβολο έγινε εδώ μέσα;» είπε ο Χάρι. Η φωνή του έτρεμε. Τα φίδια αντιλήφθηκαν τους νεοφερμένους. Τα περισσότερα αδιαφόρησαν, αλλά μερικά άρχισαν να ξεχωρίζουν από το σωρό και να έρπουν προς την κατεύθυνση του Χάρι και της Κόνι. Ο Χάρι τεντώθηκε, άρπαξε το πόμολο της πόρτας που χώριζε το διάδρομο από την κουζίνα και την έκλεισε βιαστικά. Έλεγξαν και το γκαράζ. Το αυτοκίνητο του Ρίκι. Μια υγρή κηλίδα στο τσιμεντένιο δάπεδο, εκεί που η στέγη είχε μπάσει νερό νωρίτερα, με την καταιγίδα. Τίποτε άλλο. Πίσω στο διάδρομο, ο Χάρι γονάτισε τελικά δίπλα στο πτώμα του φίλου του. Είχε καθυστερήσει το χειρότερο κομμάτι της έρευνας όσο μπορούσε.
«Πάω να δω αν λειτουργεί το τηλέφωνο στην'κρεβατοκάμαρα», είπε η Κόνι. Ο Χάρι σήκωσε απότομα το κεφάλι και την κοίταξε ανήσυχος. «Τηλέφωνο; Μη, για το Θεό, ούτε να το σκέφτεσαι!» «Πρέπει να ειδοποιήσουμε το Εγκληματολογικό». «Άκου», της είπε ο Χάρι κοιτώντας το ρολόι του. «Κοντεύουν έντεκα. Αν αναφέρουμε τη δολοφονία, θα μας πάρει ώρες να ξεμπερδέψουμε». «Μα...» «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Δεν ξέρω πώς θα καταφέρουμε να βρούμε αυτό τον Τικτάκπριν ξημερώσει. Ίσως δεν έχουμε ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο. Ακόμη κι αν τον βρούμε, όμως, δεν ξέρω πώς διάβολο θα τα βγάλουμε πέρα μαζί του. Αλλά θα είμαστε για φτύσιμο αν δεν προσπαθήσουμε, δε συμφωνείς;» «Ναι, δίκιο έχεις. Απλώς, δεν μπορώ να κάθομαι άπραγη και να περιμένω να μου τη φέρει». «Καταλαβαίνω», είπε ο Χάρι. «Ξέχνα το τηλέφωνο όμως, εντάξει;» «Καλά... θα περιμένω εσένα». Η Κόνι κατευθύνθηκε προς το καθιστικό. «Πρόσεχε μη βγουν τίποτε φίδια», είπε ο Χάρι κι έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Ρίκι. Η κατάσταση του πτώματος ήταν πολύ χειρότερη απ' ό,τι περίμενε. Είδε το κεφάλι του φιδιού που ήταν ακόμη κολλημένο στον αριστερό καρπό του Ρίκι κι ανατρίχιασε σύγκορμος. Κάτι ζευγάρια τρύπες στο λαιμό και στα μάγουλα θα πρέπει να ήταν κι αυτές δαγκωματιές φιδιών. Και τα δυο χέρια του ήταν λυγισμένα ανάποδα στους αγκώνες. Τα κόκαλα δεν ήταν απλώς σπασμένα, ήταν θρύψαλα. Ο Ρίκι Εστεφάν είχε τόσα χτυπήματα και πληγές που ήταν δύσκολο να εντοπίσει κανείς ποιο ήταν αυτό που είχε προκαλέσει το θάνατο. Ωστόσο, αν δεν ήταν ήδη νεκρός όταν το κεφάλι του έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, πάνω στους ώμους, θα είχε σίγουρα πεθάνει εκείνη την εφιαλτικά βίαιη στιγμή. Ο λαιμός του ήταν σκισμένος και μελανιασμένος. Το κεφάλι του κρατιόταν μόνο από το δέρμα και το πιγούνι του ακουμπούσε ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Τα μάτια του έλειπαν. «Χάρι;» φώναξε η Κόνι. Ο Χάρι δεν ήταν σε θέση ν' απαντήσει. Είχε απομείνει να
κοιτάζει τις άδειες κόγχες των ματιών του νεκρού. Το στόμα του είχε στεγνώσει κι ο απαίσιος κόμπος που του έφραζε το λαιμό δεν άφηνε να βγει οιίτε καν η αναπνοή του. «Χάρι. έλα να δεις κάτι!» Είχε δει αρκετά απ' αυτά που είχε κάνει το τέρας στον Ρίκι, πάρα πολλά. Η οργή του για τον Τικτάκ αντιπάλευε την οργή για τον ίδιο του τον εαυτό και την απρονοησία του. Σηκώθηκε με κόπο, στράφηκε κι αντίκρισε το είδωλό του στον καθρέφτη με την ασημένια κορνίζα, πάνω από το προσκυνητάρι. Ήταν άσπρος σαν το πανί. Νεκρός σαν τον Ρίκι που κειτόταν στο πάτωμα. Έ ν α κομμάτι του εαυτού του είχε πράγματι πεθάνει όταν είδε το πτώμα του φίλου του. 'Οταν συνάντησε το ίδιο του το βλέμμα στον καθρέφτη, διέκρινε τόσο τρόμο, τόση σύγχυση και τόση οργή, που απέστρεψε ταραγμένος το πρόσωπο του. Ο άντρας που είδε στον καθρέφτη δεν ήταν πια ο Χάρι Λάιον που ήξερε —ή που ήθελε να είναι. «Χάρι;» Στο καθιστικό, βρήκε την Κόνι σκυμμένη πάνω από το σωρό της λάσπης. Τελικά, δεν ήταν ακριβώς λάσπη, αλλά υγρό, συμπαγές χώμα. «Κοίτα εδώ, Χάρι». Η Κόνι τού έδειχνε στο πίσω μέρος του σωρού κάτι που δεν είχαν προσέξει προηγουμένως. Στο μεγαλύτερο μέρος του ο σωρός ήταν άμορφος, αλλά από κάποιο σημείο προεξείχε ένα ανθρώπινο χέρι, που όμως δεν ήταν αληθινό, αλλά πλασμένο από την υγρή γη. Ήταν μεγάλο, πλατύ, με μακριά χοντρά δάχτυλα. Και ήταν τόσο αριστοτεχνικά πλασμένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια, που θα έλεγε κανείς ότι είχε βγει από τα χέρια κάποιου σπουδαίου γλύπτη. Το χέρι έβγαινε από ένα μανίκι πανωφοριού που ήταν επίσης πλασμένο από υγρή γη με όλες τις λεπτομέρειες, από τη ραφή στο κάτω μέρος μέχρι τα τρία χωμάτινα κουμπιά. Ακόμη και η υφή του υφάσματος είχε αποδοθεί τέλεια. «Τι νόημα βγάζεις απ' αυτό;» ρώτησε η Κόνι. «Μακάρι να 'ξερα». Ο Χάρι άγγιξε το γλυπτό χέρι με το δάχτυλό του και ύστερα το πίεσε δυνατά, περιμένοντας να αποκαλυφθεί ότι ήταν πραγματικό, ανθρώπινο χέρι αλειμμένο με λάσπη. Αυτό όμως ήταν
όλο από χώμα και κατέρρευσε από την πίεση του δαχτύλου του. Έμειναν όρθια μόνο δυο δάχτυλα και το μανίκι. Κάποια ανάμνηση που είχε έμμεση σχέση μ' αυτό το φαινόμενο πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του Χάρι, αλλά ήταν τόσο φευγαλέα, που δεν μπόρεσε να την εντοπίσει και να τη συγκρατήσει. Κοιτώντας τα απομεινάρια του χωμάτινου χεριού, είχε την αίσθηση ότι λίγο ήθελε ν' ανακαλύψει κάτι τρομερά σημαντικό σχετικά με τον ΊΓικτάκ. Αλλά όσο περισσότερο πάσχιζε να σκαλίσει τη μνήμη του, τόσο άδειαζε το μυαλό του. «Πάμε να φύγουμε από δω», είπε στην Κόνι, Η Κόνι πήγε μπροστά κι ο Χάρι την ακολούθησε στο διάδρομο προς την έξοδο. Δε γύρισε να ξανακοιτάξει το πτώμα του Ρίκι. Αγωνιζόταν να μην ξεπεράσει το λεπτό σύνορο ανάμεσα στον αυτοέλεγχο και την τυφλή οργή. Πρώτη φορά στη ζωή του κινδύνευε να χάσει εντελώς την αυτοκυριαρχία του κι ένιωθε έναν πρωτόγνωρο θυμό να κοχλάζει μέσα του σαν καυτό φαρμάκι. Πάντα τον τρόμαζαν τα καινούρια συναισθήματα, γιατί δεν μπορούσε να προβλέψει με σιγουριά πού θα τον οδηγούσαν. Προτιμούσε να διατηρεί το συναισθηματικό του κόσμο τόσο σχολαστικά τακτοποιημένο, όσο και τους φακέλους του στο γραφείο ή τη συλλογή των δίσκων του. Αν ξανακοίταξε τον Ρίκι έστω και μια φορά, η οργή του ίσως να ξεπερνούσε κάθε όριο και να τον κυρίευε κάποιας μορφής υστερία. Ένιωθε την ανάγκη να ξεσπάσει σε κάποιον, οποιονδήποτε, να βάλει τις φωνές, να ουρλιάξει μέχρι να κλείσει ο λαιμός του, να δείρει κάποιον, να τον δείρει άγρια, με κλοτσιές, γροθιές και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Μη βρίσκοντας τον κατάλληλο στόχο, ήθελε να ξεσπάσει σε αντικείμενα, να σπάσει κάτι, ό,τι θα έβρισκε μπροστά του, κι ας καταλάβαινε πόσο άσκοπο κι ανόητο ήταν, χώρια που θα γινόταν φασαρία και θατραβούσαν την προσοχή των γειτόνων. Το μόνο που τον συγκρατούσε ήταν που φανταζόταν τον εαυτό του σε κατάσταση φρενίτιδας, με τα μάτια γουρλωμένα από θυμό να συμπεριφέρεται σαν κτήνος. Και δεν άντεχε την ιδέα ότι θα τον έβλεπε κάποιος εκτός ελέγχου, ειδικά όταν αυτός ο κάποιος ήταν η Κόνι Γκάλιβερ. Μόλις βγήκαν από το σπίτι, η Κόνιτράβηξε δυνατά την πόρτα και την έκλεισε. Κατέβηκαν μαζί τα σκαλιά της βεράντας και βγήκαν στο δρόμο.
'Οταν έφτασαν στο αυτοκίνητο, ο Χάρι στάθηκε και κοίταξε γΰρω, τη γειτονιά. «Άκου», είπε στην Κόνι. Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της κι αφουγκράστηκε. «Τι ν' ακούσω;» «Απόλυτη ησυχία». «Και λοιπόν;» «Θα πρέπει να έκανε τρομερή φασαρία», είπε ο Χάρι. Η Κόνι μπήκε αμέσως στο νόημα. «Η έκρηξη στο διάδρομο, ε; Κι αυτός θα φώναξε, θα ζήτησε βοήθεια». «Πώς έγινε λοιπόν και δε βγήκε ούτε ένας γείτονας να δει τι συμβαίνει; Εδώ δεν είναι μεγαλούπολη, οι γείτονες γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν κάνουν τον κουφό όταν ακούν φασαρία στο διπλανό σπίτι. Τρέχουν να βοηθήσουν». «Που σημαίνει ότι δεν άκουσαν τίποτε», συμπέρανε η Κόνι. «Πώς είναι δυνατόν;» Έ ν α νυχτοπούλι κελάηδησε από ένα κοντινό κλαδί. Μουσική εξακολουθούσε ν' ακούγεται από κάποιο γειτονικό σπίτι. Αυτή τη φορά, ο Χάρι μπόρεσε ν' αναγνωρίσει το τραγούδι, 'Οχι μακρύτερα από ένα τετράγωνο, ακούστηκε ένα σκυλί να γαβγίζει. «Κανείς δεν άκουσε τίποτα... Πώς είναι δυνατόν;» επανέλαβε ο Χάρι. Ακόμα μακρύτερα, κάποιο βαρύ φορτηγό έπιασε μια απότομη ανηφόρα στον αυτοκινητόδρομο. Ο θόρυβος της μηχανής του αντηχούσε σαν μακρινό μουγκρητό προϊστορικού τέρατος που βρέθηκε κατά λάθος στη σύγχρονη εποχή.
8 Η κουζίνα του ήταν κάτασπρη — άσπροι τοίχοι, άσπρα πλακάκια, άσπρα μάρμαρα στο νεροχύτη και στον πάγκο, άσπρα σερβίτσια. Η μόνη εναλλαγή στο λευκό ήταν μερικά μεταλλικά πλαίσια από χρώμιο ή ατσάλι, που κι αυτά αντανακλούσαν το άσπρο. Τα υπνοδωμάτια πρέπει να είναι μαύρα. Ο ύπνος είναι μαύρος, εκτός από τα διαστήματα των ονείρων. Και μόλο που τα δικά του όνειρα ήταν γεμάτα χρώματα, ήταν επίσης σκοτεινά από μια άποψη. Οι ουρανοί ήταν πάντα μαύροι ή μολυβένιοι
από βαριά σύννεφα. Ο ύπνος είναι ένας σύντομος θάνατος. Ο ύπνος είναι μαύρος. Οι κουζίνες, αντίθετα, πρέπει να είναι άσπρες, γιατί έχουν να κάνουν με το φαγητό, την ενέργεια και την καθαριότητα. Η ενέργεια είναι λευκή, όπως ο κεραυνός. Ντυμένος με μια κόκκινη μεταξωτή ρόμπα, ο Μπράιαν καθόταν σε μια λευκή καρέκλα με λευκή ταπετσαρία, μπροστά σ' ένα τραπέζι με λευκό, ξύλινο πλαίσιο κι επιφάνεια από χοντρό κρύσταλλο. Του άρεσε αυτή η ρόμπα. Είχε άλλες πέντε ολόιδιες. Το λεπτό μετάξι άφηνε μια αίσθηση δροσιάς κι απαλστητας στο δέρμα του. Το κόκκινο ήταν το χρώμα της δύναμης και της εξουσίας: το κόκκινο ράσο ενός καρδινάλιου· ο κόκκινος μανδύας ενός βασιλιά· το κόκκινο και χρυσό των αυτοκρατόρων. Μέσα στο σπίτι, όταν δεν ήταν ολόγυμνος, ο Μπράιαν φορούσε πάντα κόκκινα. Ήταν ένας κρυμμένος βασιλιάς, ένας μυστικός θεός. 'Οταν έβγαινε στον έξω κόσμο φορούσε πάντα γκριζόμαυρα ρούχα γιατί δεν ήθελε να τραβάει την προσοχή. Μέχρι να Ολοκληρωθεί ήταν τρωτός, επομένως η ανωνυμία ήταν απαραίτητη. 'Οταν όμως η δύναμή του θα είχε αναπτυχθεί τέλεια και θα είχε μάθει πώς να την ελέγχει, τότε θα μπορούσε να εμφανίζεται με κοστούμια που θα ανέδειχναν την πραγματική θέση του κι όλοι θα γονάτιζαν μπροστά του με δέος ή θα το έβαζαν στα πόδια από τον τρόμο. Η προοπτική αυτή τον ενθουσίαζε. Να τον αναγνωρίζουν. Να τον σέβονται και να τον τιμούν. Πολύ σύντομα. Στο λευκό τραπέζι της λευκής κουζίνας του, έφαγε παγωτό σοκολάτα με άφθονη σαντιγί, γαρνιρισμένο με κερασάκια μαρασκίνο, τριμμένα φουντούκια και μπισκότα. Λάτρευε τα γλυκά. Και τα αλμυρά —τα τσιπς, τα γαριδάκια, τα αλμυρά αμύγδαλα, το ποπ κορν. Έτρωγε μόνο γλυκά κι αλμυρά, τίποτ' άλλο, γιατί δεν υπήρχε πια κανείς να του πει τι έπρεπε να φάει. Η γιαγιά Ντράκμαν θα πάθαινε συμφόρηση έτσι κι έβλεπε από τι αποτελούνταν η καθημερινή του διατροφή αυτό τον καιρό. Αυτή τον είχε αναθρέψει, από νεογέννητο μέχρι που έγινε δεκαοχτώ χρονών, και ήταν απόλυτη σε ό,τι αφορούσε το διαιτολόγιο του. Τρία γεύματα την ημέρα. Καθόλου σνακ. Λαχανικά, φρούτα, σιτηρά ολικής άλεσης, ψάρι, κοτόπουλο, όχι
κόκκινα κρέατα, πάντα αποβουτυρωμένο γάλα, παγωμένο γιαούρτι αντί για παγωτό, ελάχιστο αλάτι, ελάχιστη ζάχαρη, ελάχιστο ζωικό λίπος, ελάχιστη νοστιμιά. Ακόμη κι εκείνο το μισητό σκυλί της, ένα νευρικό κανίς που το φώναζε «Πιερ», ήταν αναγκασμένο να τρώει σύμφωνα με τους κανόνες της γιαγιάς Ντράκμαν, που στην περίπτωση του επέβαλλαν αυστηρή χορτοφαγία. Η γιαγιά Ντράκμαν πίστευε ότι τα σκυλιά τρώνε κρέας επειδή έτσι έχουν συνηθίσει όλοι να τα ταΐζουν κι ότι η λέξη «σαρκοφάγο» ήταν απλώς μια επινόηση αδαών επιστημόνων χωρίς κανένα νόημα Κατά τη δική της γνώμη, όλα τα σαρκοβόρα ζώα —ειδικάτα σκυλιά— ήταν ικανά να ξεπεράσουν τη φυσική τους τάση και να ζήσουν πιο ευτυχισμένα και ήρεμα αλλάζοντας διατροφή. Το φαγητό στο πιατάκι του Πιερ πολλές φορές θύμιζε στην όψη τσιμέντο σκόνη, καραμέλες βουτύρου ή κάρβουνα και το πλησιέστερο σε γεύση κρέατος παρασκεύασμα που είχε φάει το δύστυχο σκυλί ήταν μπιφτέκια σόγιας. Τον περισσότερο καιρό ο Πιερ είχε ένα ξινό και στερημένο ύφος, σαν να τον τρέλαινε μια λαχτάρα για κάτι που αδυνατούσε να προσδιορίσει κι· επομένως ν' αναζητήσει. Και μάλλον αυτός ήταν κι ο λόγος που το κοπρόσκυλο ήταν τόσο αντιπαθητικό, κακό και ύπουλο και που πήγαινε και τ' αμολούσε στις πιο ακατάλληλες μεριές, όπως στην ντουλάπα του Μπράιαν, πάνω στα παπούτσια του. Ήταν σωστός τύραννος η γιαγιά Ντράκμαν. Είχε αυστηρούς κανόνες για τα πάντα, για το χτένισμα, το ντύσιμο, τη μελέτη, τον ύπνο, τη σωστή συμπεριφορά σε κάθε περίπτωση. Έτσι κι αποφάσιζε ποτέ να κρατήσει αρχείο με όλους τους κανόνες της, δε θα της έφτανε ένας υπολογιστής με μνήμη δέκα μεγαμπάιτ. Είχε ορίσει κανόνες και στο σκΰλο. Σε ποια καρέκλα μπορούσε ν' ανεβεί και σε ποια όχι. Απαγορεύεται το γάβγισμα. Απαγορεύεται το σκούξιμο. Γεύματα σε αυστηρά καθορισμένο ωράριο, ποτέ αποφάγια και κόκαλα. Μπάνιο και βούρτσισμα δυο φορές •πι βδομάδα: «Ακίνητος, μη στριφογυρνάς, κάτω η ουρά. Σούζα, πέσε ανάσκελα, κάνε τον ψόφιο, μην ξύνεις τα έπιπλα...» Από πολύ μικρός, ο Μπράιαν είχε αντιληφθεί με το δικό του τρόπο ότι η γιαγιά του ήταν μια αρρωστημένα καταπιεστική προσωπικότητα, ένα σφιχτόκωλο παλιοθήλυκο, μια κακιασμένη παλιόγρια. Έτσι, φρόντιζε πάντα να είναι προσεκτικός μαζί της, να φέρεται με ευγένεια και υπακοή, να προσποιείται ότι
την αγαπούσε, αλλά να μην την αφήνει ποτέ να πλησιάσει τον πραγματικό εσωτερικό του κόσμο. Όταν, σε πολύ μικρή ηλικία, άρχισαν να εμφανίζονται οι ιδιαίτερες ικανότητες του με διάφορους, μικρούς τρόπους, φάνηκε αρκετά πονηρός ώστε να κρατήσει κρυφά τα χαρίσματά του, γιατί υποψιαζόταν ότι η αντίδραση της αν καταλάβαινε θα ήταν γι' αυτόν... καταστροφική. Το πέρασμα στην εφηβεία σήμανε, εκτός από τις ορατές αλλαγές στο κορμί του, μια κατακόρυφη αύξηση της μυστικής του δύναμης. Και πάλι ο Μπράιαν το κράτησε κρυφό, αλλά άρχισε να εξερευνά συστηματικά τις ικανότητες του, κάνοντας πειράματα με δεκάδες μικρά ζώα που θανατώθηκαν με μια ανεξάντλητη ποικιλία φριχτών τρόπων. Πριν από δυο χρόνια, λίγες βδομάδες μετά τη δέκατη όγδοη επέτειο των γενεθλίων του, η παράξενη και ανεξέλεγκτη δύναμη που υπήρχε μέσα του ξαναφούντωσε ξαφνικά. Παρ' ότι δεν αισθανόταν ακόμη αρκετά ισχυρός για να ξεκαθαρίσει την ανθρωπότητα, ο Μπράιαν ήξερε ότι ήταν πλέον σε θέση να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη γιαγιά Ντράκμαν. Εκείνο το απόγευμα η γιαγιά, καθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα, με τα πόδια τεντωμένα στο σκαμνάκι μπροστά της, έτρωγε ωμά καρότα, έπινε μεταλλικό νερό, διάβαζε στους Λος Αντζελες Τάιμς ένα άρθρο για τη θανατική ποινή και σχολίαζε μεγαλόφωνα ότι η κοινωνία και, ιδιαίτερα, το κράτος πρέπει να δείχνουν συμπόνια ακόμη και στους μεγαλύτερους εγκληματίες. Τη στιγμή που ολοκλήρωνε την άποψη της, ο Μπράιαν χρησιμοποίησε την πρόσφατα τελειοποιημένη του ικανότητα, την πυροκίνηση, για να της βάλει φωτιά. Χριστέ μου, τι ωραία που κάηκε! Παρά το γεγονός ότι είχε λιγότερο λίπος στο κορμί της κι από Ινδό φακίρη, φούντωσε σαν δαυλός. Ξέχασε ακόμα και τον ίδιο της τον κανόνα που απαγόρευε τις φωνές μέσα στο σπίτι κι ούρλιαζε τόσο δυνατά, που έσπασαν δυο τζάμια. Τα ουρλιαχτά της δεν κράτησαν για πολύ. Ήταν μια ελεγχόμενη πυρπόληση, που είχε στόχο αποκλειστικά τη γιαγιά και τα ρούχα της. Η πολυθρόνα και το σκαμνάκι ίσα που κιτρίνισαν, αλλά η γιαγιά λαμπάδιασε με κάτι φλόγες τόσο αστραφτερές, που πονούσαν τα μάτια του να τις κοιτάζει. Σαν κάμπια που την περιλούζει κάποιος με οινόπνευμα κι ύστερα της πετάει ένα αναμμένο σπίρτο, η γιαγιά φούντωσε, φούσκω-
σε, τσιτσίρισε, φεγγοβόλησε ακόμα πιο δυνατά και ύστερα σούφρωσε, ζάρωσε κι έγινε ένα καρβουνιασμένο πράγμα, λυγισμένο σε εμβρυακή σχάση. Ο Μπράιαν συνέχισε να την καίει μέχρι που τα καρβουνιασμένα κόκαλά της έγιναν στάχτες, οι στάχτες καπνιά και τελικά η καπνιά εξαερώθηκε μ' ένα σιντριβάνι από πράσινους σπινθήρες. Αμέσως μετά, τράβηξε τον Πιερ, το σκύλο, από την κρυψώνα του και τον έκαψε κι αυτόν. Ήταν μια αξέχαστη μέρα. Αυτό ήταν το τέλος της γιαγιάς Ντράκμαν και των κανόνων της. Από τότε, ο Μπράιαν ζούσε σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες. Και σύντομα, θα μάθαινε και τον υπόλοιπο κόσμο να ζει σύμφωνα μ' αυτούς. Σηκώθηκε και πήγε στο ψυγείο. Ήταν γεμάτο γλυκά και γαρνιτούρες. Ούτε ένα μανιτάρι, ούτε ένα πράσινο φασολάκι. Πήρε ένα βάζο με σιρόπι καραμέλα, το έφερε στο τραπέζι και πρόσθεσε κάμποσο στο παγωτό του. «Τραλαλά, η μάγισσα κάηκε, πάει η κακιά η μάγισσα», τραγούδησε χαρωπά. Πλαστογραφώντας δημόσια έγγραφα και σφραγίδες, προμήθευσε το ληξιαρχείο της πόλης μ' ένα εγκυρότατο πιστοποιητικό θανάτου της γιαγιάς Ντράκμαν, άλλαξε την ηλικία τον από δεκαοχτώ σε είκοσι δύο — για να μην του ορίσουν κηδεμόνα — κι όρισε τον εαυτό του μοναδικό κληρονόμο στη διαθήκη της γιαγιάς του. Όλα αυτά ήταν παιχνιδάκια για τον Μπράιαν, εφόσον είχε πρόσβαση σε οποιοδήποτε κλειδωμένο γραφείο ή κρατική υπηρεσία. Εφαρμόζοντας τη Μέγιστη κι Απόκρυφη Δύναμη, μπορούσε να μεταφερθεί όπου ήθελε, να κάνει ό,τι ήθελε και κανείς ποτέ να μην καταλάβει ότι βρέθηκε εκεί. Αφού έγινε ιδιοκτήτης του σπιτιού, έβαλε να τροποποιήσουν και να το διαμορφώσουν σύμφωνα με τα δικά του γούστα κι εξαφάνισε κάθε ίχνος της καροτοφάγας παλιόγριας. Παρ' όλο που στα δυο αυτά χρόνια είχε ξοδέψει πολύ περισσότερα απ' όσα είχε κληρονομήσει, η σπατάλη δεν του δημιουργούσε κανένα πρόβλημα. Μπορούσε να πάρει όσα λεφτά ήθελε, όποτε τα χρειαζόταν. Φυσικά, δεν τα χρειαζόταν πολύ συχνά, γιατί με τη Μέγιστη κι Απόκρυφη Δύναμη μπορούσε επίσης να παίρνει ό,τι χρειαζόταν και να μην τον πιάνει ποτέ κανείς.
«Στην υγειά σου, γιαγιάκα», είπε υψώνοντας μια πελώρια κουταλιά παγωτά προς την απέναντι μεριά του τραπεζιού. Αν και δεν μπορούσε —ακόμη— να αυτοθεραπεύει στιγμιαία τις πληγές του ή να εξαφανίζει μια μελανιά από t o δέρμα του, ήταν ικανός να διατηρεί σταθερό το βάρος του σώματος του και την ελαστικότητα των μυών κάνοντας μόνο μερικά λεπτά αυτοσυγκέντρωση κάθε πρωί, βάζοντας σε λειτουργία το μεταβολισμό του με τον τρόπο που θα ρύθμιζε κανείς ένα θερμοστάτη. Έχοντας λοιπόν αυτή την ικανότητα, ήταν σίγουρος ότι μετά από μια δυο ακόμη αυξητικές εκρήξεις η δύναμή του θα επεκτεινόταν στην αυτοθεραπεία και, τελικά, στην αθανασία. Στο μεταξύ, παρά τα γλυκά και τα σνακ διατηρούσε τη σιλουέτα του. Ήταν περήφανος για το κορμί του κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που του άρεσε να τριγυρίζει γυμνός στο σπίτι και να αυτοθαυμάζεται στους διάφορους καθρέφτες. Ή ξ ε ρ ε ότι το κορμί του θα άρεσε στις γυναίκες. Αν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες, θα μπορούσε να είχε όσες ήθελε και χωρίς να χρησιμοποιήσει καμιά από τις δυνάμεις του. Αλλά το σεξ τον άφηνε αδιάφορο. Κατ' αρχήν, το σεξ ήταν το μεγάλο λάθος του παλιού Θεού. Οι άνθρωποι είχαν παθιαστεί με το σεξ, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν φοβερά και να πνίξουν τον κόσμο. Γι' αυτό ο καινούριος θ ε ό ς έπρεπε να ξεκαθαρίσει το ανθρώπινο κοπάδι και να ελευθερώσει τον πλανήτη. Επιπλέον, ο ίδιος δεν είχε ποτέ οργασμό με το σεξ, αλλά μόνο όταν τερμάτιζε βίαια τη ζωή ενός ανθρώπου. Συχνά, αφού είχε χρησιμοποιήσει ένα γκολέμ για να θανατώσει κάποιον κι αφού επανέφερε όλη τη συνείδηση του στο πραγματικό του σώμα, έβρισκε πάνω στα μαύρα σεντόνια του πηχτά ρυάκια σπέρματος. Φαντάσου τι θα έλεγε γι' αυτό η γιαγιά Ντράκμαν! Ο Μπράιαν γέλασε. Τώρα έκανε ό,τι ήθελε, έτρωγε ό,τι ήθελε και πού ήταν η στριμμένη η γιαγιά του; Πουθενά. Είχε γίνει σκόνη στον αέρα. Ενώ αυτός ήταν είκοσιχρονών και θα ζούσε χίλια, δυο χιλιάδες χρόνια, ίσως και αιώνια. Κι αφού θα είχε ζήσει πάρα πολύ, μάλλον θα ξεχνούσε εντελώς τη γιαγιά του. Ακόμα καλύτερα. «Ηλίθια φοράδα», είπε και χασ/.ογέλασε. Τρελαινόταν να μιλάει μ' αυτό τον τρόπο για τη γιαγιά του στο χώρο που ήταν κάποτε το σπίτι της.
Αν και είχε σερβίρει το παγωτό του σε πιατέλα, το έφαγε όλο. Η καθημερινή εξάσκηση των δυνάμεων του ήταν εξαντλητική και οι ανάγκες του για ύπνο και. θερμίδες ήταν αρκετά μεγαλύτερες από των συνηθισμένων ανθρώπων. Στη διάρκεια του εικοσιτετραώρου κοιμόταν κι έτρωγε πολλές φορές, αλλά υπέθετε ότι η ανάγκη του για τροφή και ξεκούραση θα εξαφανιζόταν με την Ολοκλήρωσή του γιατί τότε θα ήταν Θεός. 'Οταν θα Ολοκληρωνόταν ίσως να μην ξανακοιμόταν ποτέ και να έτρωγε μόνο για την απόλαυση. Αφού μάζεψε και την τελευταία κουταλιά, σήκωσε την πιατέλα κι άρχισε να γλείφει ό,τι είχε απομείνει, Η γιαγιά Ντράκμαν γινόταν έξω φρενών μ' αυτό. Ο Μπράιαν έγλειψε σχολαστικά την πιατέλα κι όταν τελείωσε ήταν τόσο καθαρή, σαν να την είχε πλύνει. «Κάνιο ό,τι γουστάρω», είπε δυνατά. «Ό,τι γουστάρω». Πάνω στο τραπέζι, μέσ' από ένα βαζάκι γεμάτο φορμαλδεύδη, τα μάτια του Ρίκι Εστεφάν τον κοίταζαν με λατρεία.
9 Είχαν αφήσει τον Ρίκι νεκρό σ' ένα σπίτι γεμάτο φίδια και κατευθύνονταν βόρεια από το Ντάνα Πόιντ. «Δικό μου είναι το φταίξιμο γι' αυτό που έγινε», είπε ο Χάρι. «Σιγά μην είναι δικό σου», απάντησε η Κόνι. «Σιγά μη δεν είναι». «Μήπως φταις εσύ και για το ότι μπήκε σ' εκείνο το μαγαζί κι έφαγε τις σφαίρες, πριν από τρία χρόνια;» «Σ' ευχαριστώ που προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα, αλλά, όχι, για τότε δεν έφταιγα εγώ». «Μήπως προτιμάς να σε κάνω χειρότερα; Λοιπόν, αυτό το πράγμα που κυνηγάμε, αυτός ο Τικτάκ... δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει ανά πάσα στιγμή». «Κι όμως, αρχίζω να τον πιάνω κατά κάποιο τρόπο», διαφώνησε ο Χάρι. «Αρχίζω να μαντεύω τι πρέπει να περιμένω. Απλώς βρίσκομαι ένα βήμα πίσω από το κάθαρμα. Αμέσως μόλις είδα την αγκράφα, κατάλαβα ότι ήταν επόμενο να τα
βάλει με τον Ρίκι. Ήταν μέρος της απειλής τον. Απλώς το κατάλαβα λίγο αργά». «Το ίδιο πράγμα λέμε», επέμεινε η Κόνι. «Ίσως να μην μπορούμε να τον προλάβουμε. Είναι κάτι καινούριο, άγνωστο, που σκέφτεται κι ενεργεί πολύ διαφορετικά από μας τους δυο, που δεν κολλάει οε καμιά γνωστή κατηγορία βλαμμένων κι ίσως να μην υπάρχει τρόπος να μπορείκανείς να προβλέψειτις κινήσειςταυ. Άκου, Χάρι, δεν είναι απόλυτα δική σου ευθύνη αυτή η υπόθεση». Ο Χάρι ξέσπασε όλο το θυμό του στην Κόνι. Της έβαλε τις φωνές, χωρίς να την κατηγορεί ουσιαστικά για τίποτε, αλλά μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο. «Αυτό ακριβώς είναι το κακό με τους ανθρώπους στις μέρες μας. Κανένας δεν αναλαμβάνει ευθύνη για τίποτα! Όλοι θέλουν άδειες και διπλώματα για να γίνουν και να κάνουν ό,τι τους αρέσει, αλλά κανένας δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει τις συνέπειες». «Έχεις δίκιο». Προφανώς, η Κόνι το εννοούσε, συμφωνούσε μαζί του, δεντου έκανε πλάκα, αλλά ο Χάρι ήταν αδύνατον να ξεθυμάνει έτσι εύκολα. «Στις μέρες μας, αν κάνεις τη ζωή σου σκατά, αν απογοητεύσεις την οικογένεια σου ή τους φίλους σου, δε φταις ποτέ εσύ. Είσαι αλκοολικός; Μάλλον οφείλεται σε κληρονομική προδιάθεση. Είσαι καθ' έξιν βιαστής; Οι γονείς σου δε σου πρόσφεραν την τρυφερότητα που είχες ανάγκη. Αηδίες!» «Ακριβώς», συμφώνησε η Κόνι. «Τίναξες τα μυαλά του ταμία στον αέρα ή σκότωσες μια γριούλα για να κλέψεις δέκα δολάρια; Α, όχι, δεν είσαι κακός, δεν πρέπει να κατηγορηθείς εσύ! Φταίνε οι γονείς σου, οι δάσκαλοι, η κοινωνία, ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός, όλοι εκτός από σένα, πώς είναι δυνατόν να ευθύνεσαι εσύ; Τι αναισθησία, Θεέ μου! Αδιανόητο!» «Αν είχες εκπομπή στο ραδιόφωνο, θα σε άκουγα κάθε μέρα», σχολίασε η Κόνι. Ο Χάρι προσπερνούσε τα προπορευόμενα αυτοκίνητα ακόμα και πάνω σε στροφή με διπλή γραμμή, πράγμα που δεν είχε ξανακάνει ποτέ του, ούτε όταν οδηγούσε αυτοκίνητο με σειρήνα και περιστρεφόμενο προβολέα. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή τι τον είχε πιάσει κι αμέσως
μετά σκέφτηκε πώς ήταν δυνατόν ν' αναρωτιέται, αλλά συνέχισε να το κάνει. Βγαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα, προσπέρασε ένα φορτηγάκι πάνω σε κλειστή' στροφή, παρ' όλο που το μπροστινό αυτοκίνητο έτρεχε ήδη τουλάχιστον με δέκα χιλιόμετρα πάνω από το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας. Συνέχισε να οδηγεί επικίνδυνα και να ξεσπάει το θυμό του: «Μπορείς να εγκαταλείψεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου στους πέντε δρόμους, να το σκάσεις με τα εκατομμύρια των επενδυτών σου, να κάνεις κιμά το κεφάλι κάποιου δύστυχου επειδή δε γουστάρεις τους ομοφυλόφιλους...» Η Κόνι άρπαξε την ευκαιρία και μπήκε κι αυτή στο χορό: «...να πετάξεις το μωρό σου στα σκουπίδια επειδή άλλαξες γνώμη για τις χαρές της μητρότητας...» «...να κλέψεις την εφορεία, να πλαστογραφήσεις βιβλία...» «...να πουλάς ναρκωτικά σε μαθητές του γυμνασίου...» «...να αποπλανήσεις την ίδια σου την κόρη και πάλι να ισχυρίζεσαι ότι εσύ είσαι το θύμα. Όλοι είναι θύματα στις μέρες μας. Κανένας δεν είναι θύτης. Όποιο κι αν είναι το έγκλημα που έχεις διαπράξει, μπορείς να ικετέψεις τη συμπόνια, να κλαυτείς άτι έχεις πέσει θύμα ρατσισμού, σεξισμού, ταξικών διακρίσεων, κοινωνικής προκατάληψης κατά των χοντρών, ή των άσχημων, ή των κουτών, ή των πολύ έξυπνων, ή ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Γι' αυτό λήστεψες την τράπεζα και σκότωσες το φρουρό, επειδή είσαι θύμα. Υπάρχουν εκατομμύρια τρόποι να βγεις θύμα. Ναι, βέβαια, αντιλαμβάνεσαι το δίκαιο παράπονο των πραγματικών θυμάτων, αλλά, τι διάβολο, μια φορά ζούμε, ας κάνουμε κι εμείς κάτι ο' ετούτη τη ζωή και ποιος λογαριάζει τώρα τα πραγματικά θύματα, έτσι κι αλλιώς το έχουν χάσει το παιχνίδι». Πλησίαζαν μια Κάντιλακ που πήγαινε δεξιά με μικρή ταχύτητα Υπήρχε δεύτερη λωρίδα για προσπέραση, αλλά ένα εξίσου αργοκίνητο τζιπ προσπερνούσε την Κάντιλακ κι από το αντίθετο ρεύμα έρχονταν τουλάχιστον τέσσερα αυτοκίνητα. Ο Χάρι σκέφτηκε να πατήσει την κόρνα για ν' αναγκάσει είτε το τζιπ είτε την Κάντιλακ ν' αναπτύξουν ταχύτητα αλλά δεν είχε την υπομονή να περιμένει. Η άκρη του αυτοκινητόδρομου ήταν ασυνήθιστα φαρδιά σ' εκείνο το σημείο κι ο Χάρι επωφελήθηκε πατώντας κι άλλο το γκάζι κι επιχε ιρώντας προσπέραση από τα δεξιά. Ακόμη και τη
στιγμή που το έκανε, δυσκολευόταν να το πιστέψει. Το ίδιο κι ο οδηγός της Κάντιλακ. Ο Χάρι έριξε ένα βλέμμα στ' αριστερά του κι είδε τον άλλο οδηγό, έναν ασχημομούρη με μουστάκι σαν ποντικοουρά, να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Η δεξιά πλευρά του Χόντα περνούσε ξυστά από το ανάχωμα στο πλάι του δρόμου και μόλις λίγα εκατοστά μακριά από τη δεξιά μεριά της Κάντιλακ... όταν το πλάτωμα της ασφάλτου άρχισε να στενεύει. Η Κάντιλακ έκοψε ταχύτητα, ο Χάρι σανίδωσε το γκάζι και ο δρόμος συνέχισε να στενεύει. Μια πινακίδα της τροχαίας που προειδοποιούσε για κλειστή στροφή αριστερά εμφανίστηκε ξαφνικά ακριβώς μπροστά τους και ήταν σίγουρο ότι θα έπεφταν πάνω της. Ο Χάρι έκοψε αριστερά το τιμόνι, ξαναμπήκε στην κανονική λωρίδα σε απόσταση αναπνοής από τον μπροστινό προφυλακτήρα της Κάντιλακ, επανέφερε το τιμόνι και συνέχισε το δρόμο του βόρεια, με τον Ειρηνικό ωκεανό στ' αριστερά του, απύθμενο και σκοτεινό σαν τη διάθεσή του. «Μαγκιά!»είκε η Κόνι. Ο Χάρι δεν μπόρεσε να καταλάβει αν σάρκαζε ή αν επιδοκίμαζε. Με τη λατρεία της για την ταχύτητα και τον κίνδυνο, όλα ήταν πιθανά. «Αυτό που εννοώ», συνέχισε ο Χάρι, σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτε, «είναι ότι εγώ δε θέλω να είμαι έτσι, να ρίχνω πάντα το φταίξιμο σε κάποιον άλλον. 'Οταν είμαι υπεύθυνος για κάτι, θέλω να με πνίγουν οι ευθύνες μου». «Δεκτόν». «Και είμαι υπεύθυνος για τον Ρίκι». «Ό,τι πεις». «Αν δεν ήμουν τόσο αργός, ο Ρίκι θα ζούσε τώρα». «Σίγουρα». «Θα το έχω βάρος στη συνείδηση μου». «Συμφωνώ απολύτως». «Είμαι υπεύθυνος». «Και θα σαπίσεις στην κόλαση, όπως σου αξίζει». Ο Χάρι δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. Γέλασε. Το γέλιο του ήταν άγριο, ξερό και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα γύριζε σε κλάμα για τον Ρίκι, αλλά συγκρατήθηκε και δεν το άφησε να συμβεί. «Θα τρως σκυλόσκατα ως τη Δευτέρα Παρουσία για να εξιλεωθείς», είπε η Κόνι.
Ό σ ο κι αν ήθελε ο Χάρι να κρατήσει καυτό το θυμό του, αυτός είχε πάψει να βράζει —όπως έπρεπε να γίνει, για δικό του καλό. Κοίταξε την Κόνι και γέλασε ξανά. «Είσαι τέτοιο τομάρι», συνέχισε εκείνη, «που σου α ξ ί ζ ε ι να τρέφεσαι με σκουλήκια και χολή για χίλια χρόνια...» «Μπλιαχ! Σιχαίνομαι τη χολή...» Αρχισε και η Κόνι να γελάει. «Γι' αυτό ο Σατανάς θα σου δίνει δέκα λίτρα την ημέρα...» «...και θα με βάζει να βλέπω το Χάνταον Χοκ δέκα φορές απανωτά...» «Α, όχι. Ακόμα κι η κόλαση έχει όρια». Τώρα γελούσαν κι οι δυο δυνατά, ασυγκράτητα, κι αυτή η εκτόνωση κράτησε κάμποση ώρα. Όταν ησύχασαν τελικά κι έγινε σιωπή, την έσπασε πρώτη η Κόνι. «Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε τον Χάρι. «Χάλια». «Λίγο καλύτερα όμως;» «Λιγάκι». «Θα συνέλθεις». «Μάλλον». «Οπωσδήποτε. Η χειρότερη στιγμή ίσως είναι όταν έχουν πια ειπωθεί και γίνει όλα. Έχουμε την ικανότητα να επουλώνουμε τις πηγές μας, ακόμη και τις πιο ανοιχτές, ακόμη και τις πιο βαθιές. Συνεχίζουμε τη ζωή μας και καμιά λύπη, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν κρατάει για πάντα, όσο κι αν μας φαίνεται καμιά φορά ότι έτσι θα έπρεπε να γίνει». Συνέχισαν βόρεια. Στ' αριστερά τους ήταν ο ωκεανός. Και στα δεξιά, σκοτεινοί λόφοι, διάστικτοι από φωτισμένα παράθυρα σπιτιών. Βρέθηκαν πάλι στη Λαγκούνα Μπιτς, χωρίς όμως να έχουν συγκεκριμένο προορισμό. Ο Χάρι το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να συνεχίσει να ταξιδεύει προς βορρά, ν' ανηφορίσει όλη την ακτή, να περάσει τη Σάντα Μπάρμπαρα, το Όρεγκον, την Ουάσιγκτον, να μπει στον Καναδά κι ίσως στην Αλάσκα, μακριά, πολύ μακριά, να βλέπει παντού χιόνι και να νιώθει τον παγερό αρκτικό άνεμο στο πρόσωπο του, να δει το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στους παγετώνες κι υστέρα να κόψει δεξιά, να περάσει το Βερίγγειο Πορθμό —διασχίζοντας και τη θάλασσα
με t o αυτοκίνητο— να κατηφορίσει την παγωμένη ακτή που ήταν κάποτε κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης, να περάσει στην Κίνά και να σταματήσει στο Σετσουάν για ένα καλό φαγητό. «Γκάλιβερ;» είπε ξαφνικά. «Έλα». «Μ' αρέσεις». «Και σε ποιον δεν αρέσω». «Μιλάω σοβαρά». «Κι εμένα μ' αρέσεις, Λάιον». «Απλώς σκέφτηκα να σου το πω». «Καλά έκανες». «Αυτό δε σημαίνει ότι πάμε για γάμο». Η Κόνι χαμογέλασε. «Εντάξει, αλλά που πάμε;» Ο Χάρι κρατήθηκε και δεν της πρότεινε να πάνε για πάπια Πεκίνου. «Στο σπίτι του Όρντεγκαρντ. Δε φαντάζομαι να ξέρεις τη διεύθυνση». «Δεν την ξέρω απλώς, πήγα ήδη εκεί», απάντησε η Κόνι. Ο Χάρι εξεπλάγη. «Πότε;» «Πριν επιστρέψω στο γραφείο, την ώρα που εσύ έγραφες την αναφορά. Τίποτα ιδιαίτερο, ψυχρό σπίτι και δε νομίζω ότι θα μας βοηθήσει σε κάτι». «"Οταν βρέθηκες εκεί δεν ήξερες για τον Τικτάκ. Τώρα θα τα δούμε όλα με διαφορετικό μάτι». «Ίσως. Μετά το επόμενο τετράγωνο στρίψε δεξιά». Ο Χάρι ακολούθησε της οδηγίες της κι ανηφόρισαν σε λόφους γεμάτους σπίτια και φιδογυριστούς δρόμους με ευκάλυπτους και φοινικιές. Μια λευκή κουκουβάγια πέταξε από την καμινάδα ενός σπιτιού στη στέγη του απέναντι, αρμενίζοντας στο μαύρο ουρανό σαν χαμένη ψυχή που αναζητούσε τον παράδεισο.
Ο Μπράιαν άνοιξε τη διπλή συρόμενη μπαλκονόπορτα και βγήκε στη βεράντα της κρεβατοκάμαράς του. Δεν κλείδωνε ποτέ καμιά πόρτα του σπιτιού. Αν και ήταν σκόπιμο να μένει στην αφάνεια μέχρι να Ολοκληρωθεί, ουσιαστικά δε φοβόταν τίποτε και κανέναν. Τα άλλα παιδιά ήταν
φοβητσιάρηδες, όχι αυτός. Η δύναμη του τον έκανε τόσο ατρόμητο όσο κανέναν άλλον άνθρωπο στον κόσμο. Ή ξ ε ρ ε ότι κανένας δεν μπορούσε πια να τον εμποδίσει να εκπληρώσει το πεπρωμένο του. Η πορεία του προς τον ύψιστο θρόνο ήταν προκαθορισμένη και το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη υπομονή μέχρι να τελειώσει η Ολοκλήρωση του. Η ώρα πριν τα μεσάνυχτα ήταν κρύα και υγρή. Η κουπαστή της βεράντας ήταν μουσκεμένη από την υγρασία κι από τον ωκεανό είχε σηκωθεί μια ψυχρή αύρα Η κόκκινη ρόμπα του ήταν σφιχτά δεμένη στη μέση, αλλά οι ελεύθερες άκρες της ανέμιζαν γύρω από τα γυμνά του πόδια σαν λάβαρα μουσκεμένα στο αίμα. Τα φώτα της Σάντα Καταλίνα, σαράντα χιλιόμετρα δυτικά, είχαν χαθεί πίσω από το παχύ πέπλο της ομίχλης που σκέπαζε τον ορίζοντα. Μετά τη βροχή, ο ουρανός ήταν φορτωμένος σύννεφα, φράζοντας το δρόμο στο φως των αστεριών. Ο Μπράιαν δεν έβλεπε ούτε τα φωτισμένα παράθυρα των γειτονικών σπιτιών, γιατί το σπίτι του ήταν το τελευταίο στο μικρό ακρωτήρι και οι τρεις πλευρές του ήταν πάνω από τον γκρεμό. Ένιωσε το σκοτάδι να τον τυλίγει και ήταν απαλό και φίνο σαν τη μεταξωτή ρόμπα του. Σαν αρχαίος μάντης μπροστά στον πέτρινο βωμό του, στην κορυφή ενός βράχου, ο Μπράιαν έκλεισε τα μάτια και ήρθε σε επαφή με τη Δύναμη. Έπαψε να αισθάνεται το ψυχρό αεράκι της νύχτας και την παγωμένη δροσιά στην κουπαστή. Δεν ένιωθε πια ούτε το μεταξωτό ύφασμα της ρόμπας που ανέμιζε χαϊδεύοντας τα πόδια του, ούτε άκουγε το βουητό των κυμάτων κάτω στην ακτή. Πρώτα αναζήτησε τα πέντε σκάρτα ζώα του κοπαδιού που περίμεναν το τσεκούρι του. Τα είχε σημαδέψει με μια Θηλιά βιονικής ενέργειας για να τα εντοπίζει εύκολα. Με τα μάτια κλειστά, ένιωσε ότι διέσχιζε τον ουρανό σαν άυλο σώμα και, κοιτώντας νοερά κάτω, είδε πέντε διαφορετικά φωσφορίζοντα σημεία πάνω στην επιφάνεια της γης, πέντε αύρες εντελώς διαφορετικές από κάθε άλλη πηγή ενέργειας κατά μήκος της ακτής. Ήταν τα πιόνια στο αιματηρό, θανάσιμο παιχνίδι του. Χρησιμοποιώντας τη δυναμική ορατότητα, μπορούσε να παρατηρεί αυτά τα αντικείμενα, ένα ένα τη φορά, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους. Δεν μπορούσε να τα ακούσει όμως,
πράγμα που μερικές φορές του έδινε στα νεύρα. Υπέθετε βέβαια ότι θα αποκτούσε δυναμική καθαρότητα και των πέντε αισθήσεων του όταν θα γινόταν ο Ολοκληρωμένος καινούριος Θεός. Ο Μπράιαν εστίασε πρώτα στον Σάμι Σάμρο, που τα μαρτύριά του τα είχε αναβάλει λόγω της απρόοπτης ανάγκης να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον εξυπνάκια τον μπάτσο. Ο παλιομεθύστακας δε βρισκόταν κουλουριασμένος στο κασόνι του ούτε έπινε τη δεύτερη μπουκάλα κρασί, όπως περίμενε ο Μπράιαν να τον δει να κάνει. Αντίθετα, είχε κατεβεί στο κέντρο της Λαγκούνα. Στο χέρι του κρατούσε ένα θερμός και παραπατούσε με μεθυσμένα βήματα σ' ένα πεζοδρόμιο, μπροστά από σκοτεινές βιτρίνες καταστημάτων. Ξαφνικά κοντοστάθηκε κι ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου για να πάρει ανάσα και να προσανατολιστεί. Ύστερα ξεκίνησε πάλι, έκανε καμιά εικοσαριά βήματα, ξανασταμάτησε, στήριξε την πλάτη του σ' έναν τοίχο και κρέμασε το κεφάλιστο στήθος, έτοιμος να βγάλει τα σωθικά του από το μεθύσι. Κατάφερε όμως να κρατηθεί και ξαναπήρε το δρόμο, ανοιγοκλείνοντας με μανία τα μάτια του και κάνοντας όλες εκείνες τις αλλόκοτες γκριμάτσες των αλκοολικών, με το κεφάλι ψηλά και μια περίεργη έκφραση αποφασιστικότητας, λες και ήξερε πού ακριβώς πήγαινε. Το πιθανότερο βέβαια ήταν ότι τριγύριζε στα χαμένα, έχοντας στο νου του κάποια γελοία ιδέα που τον καθοδηγούσε και που θα ήταν κατανοητή μόνο σε έναν από τους ομοίους του, που το μυαλό τους έχει μουλιάσει στο αλκοόλ. Ο Μπράιαν παράτησε τον Σάμι Σάμρο κι εστίασε στην αύρα του αντιπαθητικού μπάτσου και της σκύλας που είχε μαζί του. Βρίσκονταν και οι δυο στο Χόντα του μεγάλου ήρωα κι εκείνη τη στιγμή σταματούσαν στο ιδιωτικό δρομάκι ενός μοντέρνου σπιτιού με πρόσοψη από ακριβό ξύλο κέδρου και πολλά μεγάλα παράθυρα, ψηλά στους λόφους. Συζητούσαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, αλλά η κουβέντα τους ήταν σε τόνους σοβαρούς, έντονους. Βγήκαν από το αυτοκίνητο, χωρίς να ξέρουν φυσικά ότι κάποιος τους παρακολουθούσε. Ο Μπράιαν περιεργάστηκε το γύρω χώρο. Αναγνώρισε εύκολα τη γειτονιά, γιατί είχε ζήσει όλη τη ζωή του στη Λαγκούνα, αλλά δεν ήξερε σε ποιον ανήκε το σπίτι, Σε λίγο θα παρουσιαζόταν στον Λάιον και στην Γκάλιβερ.
Τους άφησε προσωρινά κι εστίασε στην Τζάνετ Μάρκο και στο κουρελιάρικο παιδί της μέσα στην παλιά Ντοτζ, που ήταν σταματημένη στο υπαίθριο πάρκινγκ δίπλα στην εκκλησία των μεθοδιστιόν. Το παιδί φαινόταν να κοιμάται βαθιά στο πίσω κάθισμα. Η μάνα του ήταν μπροστά, μισοξαπλωμένη στο κάθισμα του οδηγού, με την πλάτη της στην πόρτα και τα πόδια στο διπλανό κάθισμα. Είχε τα μάτια της ανοιχτά και ξαγρυπνούσε παραφυλώντας τη νύχτα έξω. Τους είχε υποσχεθεί ότι θα τους σκότωνε την αυγή και είχε σκοπό να τηρήσει το χρονικό όριο που ο ίδιος είχε θέσει. Κανονίζοντας τη μητέρα με το παιδί και το ζευγάρι των αστυνομικών, αφού είχε ήδη καταναλώσειτόση πολλή ενέργεια για να βασανίσει και να θανατώσει τον Ενρίκ Εστεφάν, θα κουραζόταν πολύ. Αλλά με έναν ενδιάμεσο υπνάκο, ή και δυο, μέχρι την αυγή, καθώς και κάμποσα σακουλάκια τσιπς, μπόλικα μπισκότα και ίσως ένα παγωτό ακόμη, πίστευε ότι θα ήταν σε θέση να τους συντρίψει και τους τέσσερις με τρόπους άκρως απολαυστικούς. Κανονικά, θα εμφανιζόταν μέσω ενός γκολέμ τουλάχιστον τρεις φορές μέχρι την ανατολή του ήλιου cm] μητέρα με το παιδζ για να τους τρομοκρατήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Η θανάτωση ήταν καθαρή απόλαυση, φοβερά έντονη και ηδονική. Αλλά οι ώρες —και συχνά οι μέρες— του τρόμου που προηγούνταν ήταν εξίσου απολαυστικές με τη στιγμή που το αίμα άρχιζε επιτέλους ν' αναβλύζει. Τον ερέθιζε ο φόβος των θυμάτων, η απόγνωση, το δέος που τους προκαλούσε η κάθε εμφάνιση του. Τον διέγειρε η υστερία που τους καταλάμβανε όταν απστύχαιναν όλες οι μάταιες προσπάθειές τους να κρυφτούν ή να τρέξουν να γλιτώσουν. Δυστυχώς, όμως, με την Τζάνετ Μάρκο καιτο γιοτης θα έπρεπε να περιορίσει τα προκαταρκτικά, να τους εμφανιστεί μόνο μια φορά ακόμη, την αυγή, όταν θα πλήρωναν ένα γερό λογαριασμό αίματος επειδή είχαν μολύνει τη γη με την ύπαρξή τους. Ο Μπράιαν ήθελε να κρατήσει την ενέργειά του για το μεγάλο ήρωα, τον μπάτσο. Ήθελε να τον βασανίσει ακόμα περισσότερο από το συνηθισμένο. Να τον ταπεινώσει. Να τον σπάσει. Να τον καταντήσει ένα θλιβερό, πονεμένο κουβάρι που θα ικέτευε το έλεός του. Ο ήρωας του γλυκού νερού ήταν δειλός κατά βάθος —όπως όλοι του σιναφιού του, άλλωστε— κι ο Μπράιαν σκόπευε να τον κάνει να σέρνεται σαν σκουλήκι
μπροστά του, για να φανεί πόσο αδύναμος ήταν στην πραγματικότητα, τι δειλό κουνέλι κρυβόταν πίσω από τα περίστροφα και την αστυνομική ταυτότητα Αλλά πριν σκοτώσει τους δυο αστυνομικούς θα τους έκανε να τρέξουν μέχρι τελικής πτώσης, για να καταλάβουν μετά ότι θα ήταν προτιμότερο γι' αυτούς να μην είχαν γεννηθεί. Ο Μπράιαν σταμάτησε να εφαρμόζει τη δυναμική ορατότητα, αποσύρθηκε από την παρκαρισμένη Ντοτζ κι επέστρεψε στην πλήρη συνείδηση του σώματος του που βρισκόταν στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαράς του. Όταν θα είχε Ολοκληρωθεί, δε θα χρειαζόταν πιάν' αναπαύεται ή να κρατάει αποθέματα ενέργειας. Η δύναμή του θα ήταν η δύναμη του σύμπαντος, ανυπολόγιστη και αυτοτροφοδοτούμενη. Επέστρεψε στο μαύρο δωμάτιο κι έκλεισε την μπαλκονόπορτα πίσω του. 'Επειτα έβγαλε την κόκκινη ρόμπα. Ολόγυμνος, ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι κι ακούμπησε το κεφάλι του σε δυο μεγάλα, μαύρα μαξιλάρια, γεμισμένα με πούπουλα χήνας. Πήρε μερικές αργές και βαθιές αναπνοές. Έκλεισε τα μάτια. Χαλάρωσε όλους τους μύες του κορμιού του. Αδειασε το μυαλό του από κάθε σκέψη. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, ήταν έτοιμος να δημιουργήσει. Πρόβαλε ένα μεγάλο κομμάτι της συνείδησής του στην αυλή του μοντέρνου σπιτιού με την πρόσοψη από ξύλο κέδρου και τα μεγάλα παράθυρα, ψηλά στο δρόμο του λόφου όπου είχε παρκάρει ο μπάτσος το Χόντα του. Το κοντινότερο φανάριτου δρόμου βρισκόταν μισό οικοδομικό τετράγωνο μακριά. Οι σκιές ήταν πυκνές και βαθιές στην αυλή του σπιτιού. Σε μια από τις βαθύτερες, η γη άρχισε ν' αναταράζεται. Κομμάτια σκεπασμένα από πυκνό γρασίδι αναδιπλώθηκαν, σαν να τα έσκαβε κάποιο αόρατο υνί, και το χώμα ήρθε από πάνω μ' ένα μαλακό, υγρό ήχο, σαν κι αυτόν που αφήνει ένα κομμάτι βούτυρο όταν το ρίξει κανείς σε ρευστή ζύμη για κέικ. Γρασίδι, χώμα, πετραδάκια, σάπια φύλλα, σκουλήκια, σκαθάρια, ένα μισοσαπισμένο, άδειο πακέτο από τσιγάρα, όλα αυτά μαζί με πολλά άλλα ξεσηκώθηκαν σχηματίζοντας μια μαυριδε-
ρή, αναβράζουσα στήλη, -ψηλή και φαρδιά όσο ένας μεγαλόσωμος άντρας. Απ' αυτή τη μάζα δημιουργήθηκε μια πελώρια μορφή, ξεκινώντας από την κορυφή προς τον πάτο. Πρώτα σχηματίστηκαν τα μαλλιά, μακριά, λαδωμένα κι αχτένιστα. Ύστερα το πρόσωπο και τα γένια. Έ ν α στόμα άνοιξε σαν φαρδιά ρωγμή. Φάνηκαν τα στραβά, σαπισμένα δόντια, τα πληγιασμένα χείλη. Το ένα βλέφαρο ανασηκώθηκε. Φάνηκε ένα μάτι. Κίτρινο. Κακό. Απάνθρωπο.
Είναι σ' ένα στενό δρομάκι και περπατάει. Αναζητάει τη μυρωδιά από το πράγμα που θα σε σκοτώσει, την έχει χάσει εντελώς, αλλά συνεχίζει να οσφραίνεται το δρόμο, τον αέρα, γιατί είναι καλό σκυλί, καλό. Αδειο τενεκεδάκι, μεταλλική μυρωδιά, σκουριά. Λιμνούλα από βρόχινο νερό, κηλίδες λαδιού στην επιφάνεια, ψόφια μέλισσα που πλέει. Ενδιαφέρον. 'Οχι όσο το ψόφιο ποντίκι στον υπόνομο, αλλά ενδιαφέρον κι αυτό. Οι μέλισσες, πετάνε, βουίξουν, σε κάνουν και πονάς καμιά φορά όπως οι γάτες, αλλά αυτή η μέλισσα είναι ψόφια. Η πρώτη ψόφια μέλισσα που βλέπει. Περίεργο που ψοφάνε κι οι μέλισσες. Δε θυμάται να έχει δει ποτέ ούτε ψόφια γάτα. Λες να ψοφάνε κι αυτές όπως οι μέλισσες; Περίεργο να ψοφάνε οι γάτες. Τι πράγμα να τις σκοτώνει; Αυτές ανεβαίνουν ψηλά στα δέντρα και σε μέρη που δε φτάνει κανένας και σου ξεσκίζουν τη μουσούδα μ' εκείνα τα σουβλερά νύχια τους τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνεις ούτε να δεις το πόδι τους. Κι αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να σκοτώσει τις γάτες, θα είναι κακό και για τα σκυλιά, πολύ κακό, κάτι πολύ πιο γρήγορο κι αιμοβόρο από τις γάτες. Ενδιαφέρον. Προχωράει στο δρομάκι. Μέσα σ' ένα από τα μέρη των ανθρώπων μαγειρεύουν κρέας. Ξερογλείφεται γιατί πεινάει ακόμα.
Κομμάτι χαρτί - μυρίζει φρούτο. Το πατάει με την μπροστινή πατούσα του για να μην του φύγει και το γλείφει. Καλό. Γλείφει, γλείφει, αλλά δεν έχει τίποτ' άλλο, μόνο λίγο γλυκό πράγμα στο χαρτί. Έτσι γίνεται πάντα. Μερικές γλειψιές, μερικές δαγκωνιές κι ύστερα τίποτα. Ποτέ δεν υπάρχει όσο θέλει, ποτέ δε βρίσκε ι περισσότερο απ' όσο θέλει. Μυρίζει άλλη μια φορά το χαρτί κι αυτό κολλάει στη μύτη του, οπότε τινάζει το κεφάλι, το διώχνει κι ύστερα το μαζεύει ο αέρας, το παίρνει μακριά κι αυτό πετάει πάνω από το δρομάκι, μια από δω, μια από κει, πότε πάνω, πότε κάτω, σαν τις πεταλούδες. Ενδιαφέρον. Το χαρτί ζωντάνεψε ξαφνικά και πετάει. Πώς γίνεται; Πολύ ενδιαφέρον. Το κυνηγάει στο δρομάκι, όμως αυτό πετάει ψηλά, οπότε αυτός πηδάει, δαγκώνει στον αέρα, αλλά του ξεφεύγει. Τι γίνεται εδώ, τι είν' αυτό το πράγμα; Έ ν α χαρτί που έγινε πεταλούδα. Τώρα το-θέλει, το θέλει οπωσδήποτε. Τρέχει, πηδάει, ανοιγοκλείνει τα σαγόνια κι αυτή τη φορά το πιάνει, το δαγκώνει, αλλά είναι πάλι χαρτί. Το φτύνει και το κοιτάει, το κοιτάει περιμένοντας, έτοιμος να το χτυπήσει με την πατούσα μόλις σαλέψει - δε θα τον ξεγελάσει πάλι. Αλλά αυτό δεν κουνιέται πια, είναι ψόφιο σαν τη μέλισσα. Πράγμα-αστυνομικός-λύκος! Μυρωδιά από πράγμα που θα σε σκοτώσει. Η παράξενη, κακή μυρωδιά τού έρχεται ξαφνικά με το αεράκι από τη θάλασσα. Τινάζει τ' αυτιά του, οσφραίνεται, ψάχνει. Το κακό πράγμα είναι έξω στη νύχτα, στέκεται έξω, κάπου, κοντά στη θάλασσα. Ακολουθεί τη μυρωδιά. Στην αρχή είναι αχνή, σχεδόν τη χάνει μερικές φορές, αλλά μετά γίνεται πιο σταθερή. Αρχίζει να ενθουσιάζεται. Πλησιάζει, όχι πολύ ακόμα, αλλά όλο και πλησιάζει, σχεδόν τρέχοντας από το στενό στο φαρδύ δρόμο, στο πάρκο, σε άλλο δρόμο, σε άλλο, σε άλλο. Το κακό πράγμα είναι το πιο παράξενο και το πιο ενδιαφέρον που έχει μυρίσει ποτέ του. Λαμπερά φώτα. Μπατ-μπιπ. Mmuutm. Αυτοκίνητο. Πολύ κοντά. Μπορεί να τον έκανε ψόφιο σαν τη μέλισσα στη λακκούβα. Κυνηγάει τη μυρωδιά από το κακό πράγμα, σχεδόν τρέχοντας, με τ' αυτιά του όρθια, σ' επιφυλακή, έτοιμος να αμυνθεί αν χρειαστεί, αλλά ακόμα βασίζεται μόνο στην όσφρηση. Και μετά χάνει τη μυρωδιά.
Σταματάει, στρέφεται επιτόπου, μυρίζει δεξιά αριστερά. Ο αέρας δεν έχει αλλάξει μεριά, έρχεται ακόμα από τη θάλασσα. Περιμένει, μυρίζει, περιμένει, στρέφεται, γρυλίζει νευριασμένος και οσφραίνεται, οσφραίνεται συνέχεια, με μανία. Το κακό πράγμα δεν είναι πια έξω στη νύχτα. Πήγε κάπου, ίσως σε κάποιο μέρος των ανθρώπων απ' όπου δεν περνάει ο αέρας. Έγινε άπιαστο τώρα, σαν τις γάτες όταν σκαρφαλώνουν στα δέντρα. Τριγυρίζει άσκοπα για λίγο, λαχανιασμένος, μη ξέροντας τι να κάνει, και τότε ένας απίθανος άνθρωπος στρίβει από τη γωνία. Ο άνθρωπος τρεκλίζει, κουνιέται πίσω μπρος, κρατάει ένα περίεργο μπουκάλι στο χέρι και μιλάει μόνος του. Και βγάζει πάρα πολλές μυρωδιές από μέσα του, άσχημες τις πιο πολλές, σαν πολλοί βρόμικοι άνθρωποι μαζεμένοι σε ένα πράγμα. Ξινισμένο κρασί. Λαδωμένα μαλλιά, ξινός ιδρώτας, κρεμμύδια, οκόρδα, καπνός από κερί, αγριοφράουλα. Μελάνι εφημερίδας, πικροδάφνη. Υγρό βαμβακερό ύφασμα. Υγρή βρόμικη φανέλα. Ξεραμένο αίμα, ξεθυμασμένο ανθρώπινο πιπί, μέντα σε μια τσέπη του σακακιού, μουχλιασμένο ψωμί σε μια άλλη, ξερή μουστάρδα, λάσπη, χόρτο, μια ιδέα από ανθρώπινο εμετό, ξινισμένη] μπίρα, σάπια πάνινα παπούτσια, χαλασμένα δόντια. Χώρια που κλάνει συνέχεια όπως περπατάει, κλάνει και μουρμουρίζει, ακουμπάει στα δέντρα, ξανακλάνει, ξεκινάει πάλι τρεκλίζοντας, στηρίζεται σ' έναν τοίχο από ανθρώπινο μέρος και αμολάει άλλη μια πορδή. Πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό. Αλλά ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι που ανάμεσα στις υπόλοιπες μυρωδιές αυτός ο άνθρωπος κουβαλάει και τη μυρωδιά απότο κακό πράγμα. Δεν είναι αυτός το κακό πράγμα —όχι, όχι— αλλά έχει δει το κακό πράγμα, ήταν μαζί με το κακό πράγμα, όχι πολύ πριν, τον έχει αγγίξει το κακό πράγμα. Σίγουρα είναι αυτή η μυρωδιά, η παράξενη και κακή. Που είναι κάπως σαν θάλασσα μια κρύα νύχτα, κάπως σαν σιδερένιος φράχτης κάτω από τον ήλιο, σαν ψόφια ποντίκια, σαν κεραυνός, σαν αράχνες, σαν αίμα, σαν μαύρες τρύπες στο χώμα — σαν όλα αυτά μαζί, αλλά κάπως έτσι, όχι ακριβώς. Ο άνθρωπος περνάει από δίπλα του κι αυτός κάνει πίσω και χώνει την ουρά στα σκέλια. Αλλά ο άνθρωπος δε φαίνεται να τον έχει δει, παρά συνεχίζει το παραπάτημά του, στρίβει στην άλλη άκρη του δρόμου και χάνεται.
Ενδιαφέρον. Παρατηρεί. Περιμένει. Και, τελικά, τον ακολουθεί.
12 Ο Χάρι δεν αισθανόταν καθόλου άνετα στο σπίτι του Όρντεγκαρντ. Στην πόρτα ένα σημείωμα της αστυνομίας ειδοποιούσε ότι απαγορευόταν η είσοδος μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες, αλλά αυτός και η Κόνι δεν ακολούθησαν τις απολύτως νόμιμες διαδικασίες για να μπουν. Η Κόνι κουβαλούσε μαζί της ένα πασπαρτού και κατάφερε ν' ανοίξει τις κλειδαριές ασφαλείας του Όρντεγκαρντ σε χρόνο ρεκόρ. Κανονικά, ο Χάρι θα είχε φρίξει. Και ήταν η πρώτη φορά που άφηνε την Κόνι να χρησιμοποιήσει το πασπαρτού όσο καιρό ήταν συνεταίροι. Αλλά τώρα δεν είχαν χρόνο για νόμιμες διαδικασίες. Έμεναν μόνο έξι ώρες ως την ανατολή και δεν είχαν κάνει καμιά πρόοδο στην προσπάθεια να εντοπίσουν τον Τικτάκ. Το σπίτι είχε πέντε δωμάτια Χωρίς να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, ήταν πολύ έξυπνα διαρρυθμισμένο. Όπως στο εξωτερικό, έτσι και στο εσωτερικό του έλειπαν εντελώς οι ορθές γωνίες και τα περισσότερα δωμάτια ε ίχαν τουλάχιστον έναν καμπύλο τοίχο. Τα κουφώματα ήταν άσπρα, λεία και γυαλιστερά και τα δωμάτια ήταν βαμμένα επίσης λευκά, στο χρώμα της μανόλιας, εκτός από την τραπεζαρία όπου ε ίχε χρησιμοποιηθεί μια τεχνική βαφής που έδινε την εντύπωση ότι οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με μαλακό μπεζ δέρμα Ο χώρος θύμιζε εσωτερικό κρουαζιερόπλοιου και λογικά η ατμόσφαιρα θα έπρεπε να είναι ζεστή και φιλική. Όμως ο Χάρι αισθανόταν δυσάρεστα, όχι επειδή ήξερε ότι εκεί είχε ζήσει ένας παρανοϊκός δολοφόνος ούτε επειδή είχαν μπει παράνομα, αλλά για κάποιους άλλους λόγους, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Τσως να έφταιγαν τα έπιπλα. Ήταν όλα κατασκευασμένα από ανοιχτόχρωμη σουηδική ξυλεία, πολύ μοντέρνα, πολύ γεωμετρικά, χωρίς καθόλου στολίδια, τόσο έντονα γωνιώδη, όσο το ίδιο το σπίτι ήταν καμπύλο. Η ακραία αντίθεση μεταξύ αρχιτεκτονικής και διάκοσμου φάνταζε σχεδόν παράλογη. Δεν υπήρ-
χε ούτε μια καμπύλη επιφάνεια στη φόρμα των επίπλων: οι καρέκλες, τα τραπέζια, τα πλαίσια των καναπέδων ήταν όλα αυστηρά τετράγωνα. Η μοκέτα ήταν λεπτότατη, συνθετική, με ελάχιστο πέλος. Είτε πατούσες αυτή είτε το γυμνό δάπεδο ήταν το ίδιο πράγμα. Καθώς περιεργάζονταν με τη σειρά το καθιστικό, την τραπεζαρία, το σαλόνι και την κουζίνα, ο Χάρι πρόσεξε ότι δεν υπήρχε ούτε ένας πίνακας στους τοίχους, ούτε μια φωτογραφία. Γενικά, δεν υπήρχαν καθόλου διακοσμητικά αντικείμενα οποιουδήποτε είδους. Τα τραπεζάκια ήταν γυμνά, εκτός από κάτι απλές, κεραμικές λάμπες. Δεν υπήρχαν πουθενά βιβλία ή, έσιω, περιοδικά. Τα δωμάτια είχαν όλα μια ατμόσφαιρα μοναστηρίου, λες κι αυτός που τα κατοικούσε ήθελε να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του ζώντας για καιρό χωρίς καμιά άνεση. Ο Όρντεγκαρντ θα πρέπει να ήταν μια διχασμένη προσωπικότητα. Οι απαλές γραμμές και τα φίνα υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί στο κτίριο φανέρωναν έναν άνθρωπο αισθησιακό, σε καλή ισορροπία με τον εαυτό του και τα συναισθήματά του, χαλαρό, λίγο ανέμελο, που αγαπούσε τις απολαύσεις. Από την άλλη πλευρά, τα μονότονα, απρόσωπα έπιπλα και η παντελής έλλειψη κάθε διακοσμητικού αποκάλυπτε έναν άνθρωπο ψυχρό, σκληρό με τον εαυτό του και τους άλλους, εσωστρεφή και μελαγχολικό. «Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε η Κόνι καθώς μπήκαν στο μικρό χολ που οδηγούσε στα δυο υπνοδωμάτια. «Ανατριχιαστικό». «Κι εμένα έτσι μου φάνηκε από την πρώτη φορά. Γιατί όμως;» «Οι αντιθέσεις είναι... πολύ ακραίες». «Ναι. Και μοιάζει σαν ακατοίκητο». Στην κυρίως κρεβατοκάμαρα του σπιτιού είδαν επιτέλους ένα στολίδι. Ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι. Θα ήταν σίγουρα το πρώτο πράγμα που αντίκριζε ο Όρντεγκαρντ όταν ξυπνούσε το πρωί και το τελευταίο που έβλεπε πριν τον πάρει ο ύπνος το βράδυ. Ήταν μια ρεπροντιξιόν ενός πασίγνωστου πίνακα που ο Χάρι δε θυμόταν τον τίτλο του, αλλά ήξερε ότι ήταν έργο του Ισπανού ζωγράφου Φρανσίσκο ντε Γκόγια. Ο πίνακας ήταν άγριος, τρομακτικός,
σου άφηνε μια αίσθηση φρίκης κι απελπισίας, γιατί απεικόνιζε ένα γιγάντιο, δαιμονικό στοιχειό που κατέτρωγε ένα αιμόφυρτο κι ακέφαλο ανθρώπινο σώμα. Ο πίνακας αυτός ήταν αναμφίβολα ένα σπουδαίο έργο τέχνης, εκπληκτικό σε σύνθεση κι εκτέλεση, αλλά θα ταίριαζε περισσότερο σε μουσείο παρά σε υπνοδωμάτιο. Σ' έναν εκθεσιακό χώρο θα ήταν υποβλητικός, μεγαλειώδης, αλλά σ' ένα δωμάτιο συνηθισμένων διαστάσεων, όπως η κρεβατοκάμαρα του Όρντεγκαρντ, κυριαρχούσε στο χώρο και γινόταν σχεδόν εφιαλτικός σαν θέαμα. «Με ποιο νομίζεις ότι ταυτιζόταν;» ρώτησε η Κόνι. «Τι εννοείς;» «Με το στοιχειό ή με το θύμα;» Ο Χάρι το σκέφτηκε. «Και με τα δυο», απάντησε τελικά. «Καταβρόχθιζε τον εαυτό του». «Ναι. Τον κατέτρωγε η ίδια του η τρέλα». «Και ήταν ανίκανος να σταματήσει». «Ίσως χειρότερα από ανίκανος», είπε ο Χάρι. «Απρόθυμος. Σαδιστής και μαζοχιστής ταυτόχρονα». «Ναι, αλλά μας βοηθάει καθόλου αυτό να καταλάβουμε τι συμβαίνει;» ρώτησε η Κόνι. «Μάλλον όχι», απάντησε ο Χάρι. «Τικτάκ», είπε ο αλήτης. Στράφηκαν απότομα κι οι δυο, κατάπληκτοι στο άκουσμα της σπηλαιώδους φωνής. Ο αλήτης στεκόταν απέναντι τους, ούτε μισό μέτρο απόσταση. Ήταν αδύνατον να έχει τρυπώσει στο δωμάτιο χωρίς να τον αντιληφθούν κι όμως ήταν εκεί. Ο Τικτάκ σήκωσε το δεξί του χέρι και χτύπησε τον Χάρι στο στήθος με τη γροθιά του. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό, που τον πέταξε στον τοίχο. Ήταν σαν να τον είχε χτυπήσει η σιδερένια μπάλα ενός μηχανήματος κατεδάφισης. Τα τζάμια έτριξαν στα παράθυρα από τη δόνηση που προκάλεσε η σύγκρουσή του με το ντουβάρι και τα σαγόνια του έκλεισαν τόσο απότομα, που θα είχε κόψει την ίδια του τη γλώσσα έτσι και βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στα δόντια του. Σωριάστηκε στο πάτωμα με τα μούτρα, σχεδόν λιπόθυμος, με την ανάσα κομμένη από το φοβερό χτύπημα. Όταν μπόρεσε να ξαναρουφήξει αέρα, το στόμα του γέμισε σκόνες και χνούδια από τη μοκέτα.
Καταβάλλοντος τεράστια προσπάθεια, σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Τικτάκ να έχει σηκώσει την Κόνι στον αέρα. Την κόλλησε στον τοίχο κι άρχισε να την τραντάζει βίαια. Το κεφάλι και οι φτέρνες της κοπανούσαν στα τούβλα. Ο Ρίκι. Και τώρα η Κόνι. Πρώτα όποιον αγαπάς. Ο Χάρι κατάφερε ν' ανασηκωθεί στα τέσσερα. Τα χνούδια και τα χώματα είχαν κατέβει στο λαιμό του και τον έπνιγαν. Κάθε αναπνοή του έφερνε βήχα κι ο βήχας έκανε το στήθος του να πονάει σαν να ήταν σπασμένο το στέρνο του κι όλα τα πλευρά. Ο Τικτάκ ούρλιαζε στο πρόσωπο της Κόνι, λέγοντας κάτι που ο Χάρι ήταν αδύνατον να καταλάβει, γιατί τ' αυτιά του βούιζαν ακόμη από το χτύπημα. Πυροβολισμοί. Η Κόνι είχε καταφέρει να τραβήξει το πιστόλι της, που το άδειασε όλο στο λαιμό και στο πρόσωπο του αλήτη. Εκείνος τιναζόταν λίγο με κάθε χτύπημα, αλλά το χέρι του που κρατούσε την Κόνι στον αέρα δε χαλάρωσε ούτε στιγμή. Ο Χάρι πιάστηκε από μια ξύλινη, ορθογώνια συρταριέρα και, μορφάζοντας από το δυνατό πόνο στη στήθος του, μισοσηκώθηκε όρθιος. Ζαλιζόταν και τ' αυτιά του βούιζαν ακόμη. Τράβηξε το περίστροφο του κι ας ήξερε ότι ήταν εντελώς ακίνδυνο για τον τρομερό αντίπαλο του. Χωρίς να πάψει να φωνάζει και κρατώντας πάντα την Κόνι στον αέρα, ο Τικτάκ στράφηκε και την εκσφενδόνισε πάνω στη διπλή, γυάλινη μπαλκονόπορτα. Το χοντρό τζάμι έσπασε μ' ένα δαιμονισμένο θόρυβο και η Κόνι εξαφανίστηκε μέσα σε μια βροχή από θρυμματισμένα γυαλιά. Όχι. Δε θα συνέβαινε στην Κόνι. Δεν ήταν δυνατόν να χάσει την Κόνι. Αδιανόητο. Ο Χάρι πυροβόλησε δυο φορές. Δυο ακανόνιστες τρύπες σχηματίστηκαν στη ράχη του μαύρου πανωφοριού του Τικτάκ. Λογικά, η ραχοκοκαλιά του θα έπρεπε να είχε συντριβεί. Μολύβι και θραύσματα οστών θα έπρεπε να έχουν τρυπήσει τα βασικότερα όργανά του. Θα έπρεπε να σωριαστεί όπως ο Κινγκ Κονγκ όταν πήρε τη βουτιά από το Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Αντί γι' αυτό, ο αλήτης στράφηκε. Δεν άφησε καμιά κραυγή πόνου, δεν ταλαντεύτηκε καν.
Μίλησε. «Ο ήρωας με τα πιστόλια». Πώς μπορούσε ακόμη να μιλάει ήταν ένα μυστήριο ή, μάλλον, ένα θαύμα. Στο λαιμό του υπήρχε μια τρύπα από σφαίρα, μεγάλη ίσαμ' ένα ασημένιο δολάριο. Η Κόνιτον είχε πυροβολήσει και στο πρόσωπο. Το αριστερό αυτί του έλειπε εντελώς και στο αριστερό του μάγουλο υπήρχε μια μεγάλη κοιλότητα που ξεκινούσε από το σαγόνι και τέλειωνε ακριβώς κάτω από το μάτι του. Δεν κυλούσε ούτε σταγόνα αίμα. Κόκαλο δε φαινόταν πουθενά. Και η κομματιασμένη σάρκα του δεν ήταν κοκκινωπή, αλλά καφετιά και αλλόκοτη, σαν σάπιο κρέας. Το χαμόγελο του ήταν φριχτότερο από ποτέ, γιατί τώρα που έλειπε εντελώς το αριστερό του μάγουλο, τα σάπια, μαυρισμένα δόντια του ήταν εκτεθειμένα ως την άκρη της πάνω σιαγόνας. Κι ανάμεσά τους, μια μαυριδερή γλώσσα τιναζόταν σαν χοντρό χέλι στην παγίδα του ψαρά. «Νομίζεις πως είσαι ανίκητος, μεγάλε πιστολά, ήρωα της κουράδας», είπε ο Τικτάκ. Παρά την παράξενη, σπηλαιώδη χροιά της φωνής του, ακουγόταν σαν σχολιαρόπαιδο που έχει τσαντιστεί και προκαλεί τα φιλαράκια του στο παιχνίδι. Και ούτε η τρομακτική όψη τον, ούτε η θηριώδης σωματική του διάπλαση κατάφερναν να καλύψουν αυτό το παιδιάστικο στοιχείο στη συμπεριφορά του. «Εγώ σου λέω πως είσαι ένατίποτα, ένα τρομοκρατημένο ανθρωπάκι». Ο Τικτάκ πλησίασε απειλητικά τον Χάρι. Ο Χάρι σημάδεψε με το περίστροφο του τον Τικτάκ και... ...βρέθηκε καθισμένος σε μια καρέκλα στην κουζίνα του Τζέιμς Όρντεγκαρντ. Κρατούσε ακόμη το περίστροφο, μόνο που η κάννη δεν έβλεπε μπροστά, αλλά πίεζε το σαγόνι του από κάτω, σαν να ήταν έτοιμος ν' αυτοκτονήσει. Ένιωθε την παγωνιά του ατσαλιού πάνω στο δέρμα του και την ακίδα του σκοπεύτρου να του πιέζει το κόκαλο. Το δάχτυλο του ήταν σφιγμένο στη σκανδάλη. Ο Χάρι πέταξε μακριά το περίστροφο σαν να είχε βρει μέσα στο χέρι του έναν κροταλία και τινάχτηκε από την καρέκλα. Δε θυμόταν καθόλου να έχει πάει στην κουζίνα, να έχει τραβήξει την καρέκλα στη μέση του δωματίου και να έχει
καθίσει. Ήταν σαν να είχε μεταφερθεί μέσα σε μια απειροελάχιστη στιγμή και ταυτόχρονα να είχε αποφασίσει ν' αυτοκτονήσει. Ο Τικτάκ δε φαινόταν πουθενά. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, αφύσικα σιωπηλό. Ο Χάρι κατευθύνθηκε προς την πόρτα και... ...βρέθηκε καθισμένος στην ίδια καρέκλα όπως και πριν, με το περίστροφο στο χέρι, μόνο που τώρα η κάννη ήταν χωμένη στο στόμα του. Κατάπληκτος, τράβηξε το 38άρι από το στόμα του και το άφησε στο πάτωμα, δίπλα στην καρέκλα. Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει. Τις σκούπισε στο παντελόνι του. Σηκώθηκε. Τα πόδια του έτρεμαν. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε απότομα και στο στόμα του ένιωσε μια απαίσια γεύση μισοχωνεμε'νης πίτσας. Αν και αδυνατούσε να εξηγήσει τι του συνέβαινε, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δεν είχε την παραμικρή τάση για αυτοκτονία. Ήθελε να ζήσει. Για πάντα, αν ήταν δυνατόν. Ποτέ δε θα έβαζε την κάννη ενός περιστρόφου στο στόμα του με τη θέλησή του. Ουδέποτε. Με το χέρι του να τρέμει σαν να είχε τεταρταίο πυρετό, προσπάθησε να σκουπίσει το ιδρωμένο μέτωπο του και... ...βρέθηκε πάλι στην καρέκλα, με το περίστροφο στο χέρι και την κάννη κολλημένη στο δεξί του μάτι. Το δάχτυλό του έσφιγγε τη σκανδάλη. Ιησού Χριστέ! Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθε τους παλμούς σε κάθε ίνα του κορμιού του. Αργά και προσεκτικά, κατέβασε το περίστροφο και το έβαλε στη θήκη κάτω από τη μασχάλη του, κάτω από το τσαλακωμένο σακάκι του. Ένιωθε σαν να του είχαν κάνει μάγια. Ήταν αδύνατον να βρει άλλη εξήγηση γι' αυτό που του συνέβαινε. Μάγια, βουντού —ήταν έτοιμος να τα πιστέψει όλα, αρκεί να έπαιρνε χάρη από τη θανατική καταδίκη που του είχε απαγγείλει ο Τικτάκ. Σάλιωσε τα χείλη του. Ήταν κατάξερα κι έκαιγαν. Κοίταξε τα χέρια του που ήταν άσπρα σαν το πανί και συμπέρανε ότι η όψη του θα ήταν ακόμα χειρότερη. Αφού κατάφερε κακήν κακώς να σταθεί στα πόδια του,
δίστασε στιγμιαία και υστέρα μάζεψε όσο κουράγιο του είχε απομείνει και τράβηξε προς την πόρτα Απόρησε όταν έφτασε εκεί χωρίς να έχει επιστρέψει με ανεξήγητο τρόπο στην καρέκλα. Θυμήθηκε τα τέσσερα παραμορφωμένα βλήματα που είχε βρει στην τσέπη του πουκαμίσου του, αφού είχε πυροβολήσει τέσσερις φορές τον Τικτάκ. Θυμήθηκε την εφημερίδα που είχε βρεθεί ως διά μαγείας διπλωμένη κάτω από τη μασχάλη του, καθώς πήγαινε να βγει από το παντοπωλείο, και την ίδια εφημερίδα, με τις σελίδες της καπνισμένες, στο διαμέρισμα της Κόνι. Και υπέθεσε ότι το να έχει βρεθεί τρεις φορές καθισμένος σε μια καρέκλα της κουζίνας, χωρίς να θυμάται καθόλου ότι πήγε εκεί, ήταν μια παραλλαγή του ίδιου τρικ που είχε κάνει να βρεθούν τα βλήματα στην τσέπη του και η εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη του. Επιπλέον, είχε την έντονη εντύπωση ότι βρισκόταν πολύ κοντά στην εξήγηση αυτού του παραλογισμού... αλλά η βασική σκέψη τού ξέφευγε. 'Οταν κατάφερε να βγει από την κουζίνα χωρίς να του συμβεί τίποτ' άλλο, συμπέρανε ότι τα μάγια είχαν λυθεί. Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα, σίγουρος ότι θα είχε ν' αντιμετωπίσειτον Τικτάκ, αλλά ο αλήτης δε φαινόταν πουθενά. Φοβόταν επίσης ότι θα έβρισκε την Κόνι νεκρή, με το κεφάλι της στραμμένο ανάποδα, όπως του Ρίκι, και τα μάτια βγαλμένα. Η Κόνι καθόταν στο δάπεδο της βεράντας, ανάμεσα σε μια λίμνη από θρυμματισμένα γυαλιά, κρατούσε τα κεφάλι της με τα δυο της χέρια και βογκούσε σιγανά. Τα κοντοκομμένα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν στο αεράκι και ήταν λαμπερά και πολύ μαλακά. Ο Χάρι ήθελε να τ' αγγίξει, να τα χαϊδέψει. Γονάτισε δίπλα της. «Κόνι; Είσαι καλά;» «Πού είναι αυτός;» «Έφυγε». «Θα του βγάλω τ' άντερα έξω». Ο Χάρι σχεδόν γέλασε από ανακούφιση, ακούγοντάς τη να μιλάει έτσι. «Θα του βγάλω τ' άντερα και θα του τα δώσω να τα φάει», συνέχισε η Κόνι. «Θα τον ξεκοιλιάσω, τον κερατά». «Πολύ φοβάμαι πως ούτε έτσι θα σταματήσει». «Θα του κοπεί λίγο η φόρα». «Πολύ αμφιβάλλω», είπε ο Χάρι.
«Από πού διάβολο ήρθε;» «Από κει που εξαφανίστηκε, από το πουθενά». Η Κόνι βόγκησε ξανά. «Είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Χάρι. Η Κόνι τράβηξε επιτέλους τα χέρια από το πρόσωπο της. Στη δεξιά γωνιά των χειλιών της είχε μια μικρή κοψιά που μάτωνε. Βλέποντας το αίμα, ο Χάρι ένιωσε να φουντώνει μέσα του η ίδια οργή που είχε νιώσει όταν βρήκε τον Ρίκι. Όλη η δεξιά μεριά του προσώπου της ήταν κόκκινη, σαν να την είχαν χαστουκίσει επανειλημμένα. Προφανώς, την επόμενη μέρα θα ήταν γεμάτη μελανιές. Αν θα υπήρχε γι' αυτούς επόμενη μέρα. «Χριστέ μου! Ας είχα μια ασπιρίνη!» μουρμούρισε η Κόνι. Ο Χάρι έβγαλε από την τσέπη του το κουτάκι που είχε δανειστεί από το ντουλαπάκι του μπάνιου της πριν από μερικές ώρες και της το έδειξε. «Πρόσκοπος με τα όλα σου», τον πείραξε η Κόνι. «Πάω να σου φέρω λίγο νερό», είπε ευγενικά ο Χάρι. «Μπορώ και μόνη μου». Ο Χάρι τη βοήθησε να σηκωθεί. Σπασμένα γυαλιά έπεσαν από τα μαλλιά και τα ρούχα της. Όταν μπήκαν ξανά στην κρεβατοκάμαρα, η Κόνι στάθηκε να κοιτάξει ξανά τον πίνακα του Γκόγια με το ακέφαλο ανθρώπινο σώμα και το πεινασμένο στοιχειό με τα τρελά, γουρλωμένα μάτια. «Ο Τικτάκ είχε κίτρινα μάτια», είπε, «όχι γαλακτερές μεμβράνες, όπως την άλλη φορά, όταν μου ζήτησε ελεημοσύνη έξω από το εστιατόριο. Τώρα είχε κίτρινα μάτια, με μαύρες σχισμές αντί για κόρες». Κατευθύνθηκαν προς την κουζίνα για να βάλουν νερό να πιουν τις ασπιρίνες. Ο Χάρι είχε την παράλογη αίσθηση ότι τα μάτια του στοιχειού από τον πίνακα του Γκόγια τούς παρακολουθούσαν κι ότι το τέρας βγήκε από το κάδρο μόλις τσυ γύρισαν την πλάτη και τους ακολούθησε μέσα στο σπίτι του νεκρού δολοφόνου.
ΤΕΣΣΕΡΑ ι Μερικές φορές, όταν κουραζόταν από την έντονη δράση, ο Μπράιαν Ντράκμαν μελαγχολούσε και τότε του έφταιγαν όλα. Τίποτε δεν τον ικανοποιούσε. Αν η νύχτα ήταν δροσερή, προτιμούσε ζέστη· αν έκανε ζέστη, ήθελε δροσιά. Το παγωτό τού φαινόταν πολύ γλυκό, τα τσιπς πολύ αρμυρά, η σοκολάτα παραήταν γαλακτερή. Τον ενοχλούσε σε αφόρητο βαθμό η επαφή του δέρματος του με οποιοδήποτε ρούχο, ακόμα και με τη λεπτή, μεταξωτή ρόμπα, κι όταν έμενε γυμνός αισθανόταν εξίσου δυσάρεστα. Δεν ήθελε να μείνει σπίτι ούτε και να βγει έξω. Όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη, δεν του άρεσε αυτό που αντίκριζε κι όταν κοιτούσε τα μάτια στα βαζάκια, είχε την εντύπωση ότι τον περιγελούσαν αντί να τον λατρεύουν. Ήξερε ότι έπρεπε να κοιμηθεί για να επανακτήσει την ενέργεια που είχε χάσει και να φτιάξει η διάθεση του, αλλά σιχαινόταν τον κόσμο των ονείρων όσο και τον πραγματικό. Η κακοκεφιά και η παραξενιά του κλιμακώνονταν σε διάθεση για καβγά. Μόνος καθώς ήταν στο παραθαλάσσιο, ιερό του άδυτο, μη έχοντας με ποιον να καβγαδίσει, γινόταν ακόμη χειρότερα. Ο εκνευρισμός του γινόταν θυμός. Κι ο θυμός έδινε τη θέση του στην τυφλή οργή. Επειδή ήταν τρομερά εξαντλημένος κι αδυνατούσε να εκτονώσει την οργή του σε κάποια δραστηριότητα, καθόταν γυμνός στο μαύρο κρεβάτι του, ακουμπισμένος στα μαύρα, πουπουλέ-
νια του μαξιλάρια κι άφηνε την οργή να τον κυριέψει. Έκανε τα χέρια του γροθιές πάνω στους μηρούς του, τα έσφιγγε δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά, ώσπου τα νύχια μπήγονταν στις παλάμες του και οι μύες στα μπράτσα του μούδιαζαν από την ένταση. Τότε χτυπούσε με τις γροθιές τους μηρούς του, την κοιλιά του, το στήθος του. Άρπαζε τα μαλλιά του και τα τραβούσε τόσο δυνατά, που δάκρυζαν τα μάτια του. Τα μάτια του. Κύρτωνε τα δάχτυλά του σαν γάντζους, έμπηγε τα νύχια στα βλέφαρά του κι αγωνιζόταν να συγκεντρώσει το κουράγιο που χρειαζόταν για να βγάλει τα μάτια του, να ξεριζώσει τους βολβούς από τις κόγχες και να τους λιώσει μέσα σης παλάμες του. Δεν ήξερε γιατί τον κυρίευε αυτή η παράλογη ανάγκη νατυφλώσει τον εαυτό του, αλλά η πίεση που αισθανόταν ήταν αφόρητη. Τρελαινόταν. Τότε άρχιζε να σκούζει, τίναζε το κεφάλι του πάνω στα μαξιλάρια, κλοτσούσε, συστρεφόταν, ούρλιαζε, έφτυνε, βωμολοχούσε με τόση λύσσα και εγκατάλειψη, που ήταν σαν να τον είχε κυριέψει ο ίδιος ο διάβολος. Βλαστημούσε τον κόσμο και τον εαυτό του, αλλά πιο πολύ βλαστημούσε κι έβριζε τη σκύλα, την ξεσκισμένη σκύλα, την ηλίθια ξεσκισμένη σκύλα, τη μάνα του. Η μάνα του. Η οργή γινόταν μονομιάς κατάθλιψη και λύπηση για τον εαυτό του. Οι έξαλλες κραυγές και οι μανιασμένες βρισιές γίνονταν πνιχτοί λυγμοί αγωνίας. Κουλουριαζόταν σε εμβρυακή στάση, αγκάλιαζε το πονεμένο κι εξαντλημένο κορμί του κι άρχιζε να θρηνεί γοερά, με το ίδιο πάθος που λίγο πριν ήταν έτοιμος να καταστρέψει τον εαυτό του. Ήταν άδικο, άδικο. Ήταν πολύ μεγάλη η ευθύνη του. Έ πρεπε να Ολοκληρωθεί χωρίς τη συντροφιά ενός αγαπημένου αδερφού, χωρίς έναν καλοκάγαθο πατέρα ξυλουργό να τον καθοδηγεί, χωρίς την τρυφερότητα μιας μάνας. Ο Ιησούς όταν Ολοκληρωνόταν είχε την ιδανική αγάπη της Παναγίας, ενώ αυτός δεν είχε καμιά Παρθένο στο πλευρό του να τον στηρίζει, καμιά Μαρία που να ακτινοβολεί καλοσύνη και κατανόηση. Αυτός είχε για μάνα μια στρίγκλα, μια άχρηστη, κατάκοιτη ύπαρξη που την είχαν καταστρέψει τα ίδια της τα αμαρτωλά πάθη και η ανηθικότητα. Μια μάνα που τον αποστρεφόταν με
σιχασιά και φόβο, ανίκανη κι απρόθυμη να του προσφέρει λίγη ζεστασιά. Ήταν πολΰ βαρύ, ήταν τρομερά άδικο να του έχει τάξει η μοίρα να Ολοκληρωθεί και ν' αναπλάσει τον κόσμο ολομόναχος, δίχως τα συναισθηματικά στηρίγματα που είχε σε όλη τη ζωή του ο Ιησούς και χωρίς μια μητε'ρα σαν την Παρθένο Μαρία, την Αγία Παρθένα. Σιγά σιγά, όπως κάθε φορά, οι λυγμοί του κόπασαν. Έμεινε ξαπλωμένος, ήρεμος επιτέλους και μοναχικός όπως πάντα. Είχε ανάγκη να κοιμηθεί. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τον προηγούμενο ύπνο του, είχε δημιουργήσει ένα γκολέμ για να σκοτώσει τον Ρίκι Εστεφάν, ένα δεύτερο για να δέσει την ασημένια πόρπη στον καθρέφτη του αυτοκινήτου του Χάρι Λάιον, είχε πειραματιστεί στη θεϊκή δημιουργία εμψυχώνοντας έναν πτεροδάκτυλο από την άμμο και είχε δημιουργήσει ένα τρίτο γκολέμ για να τρομοκρατήσει τον ήρωα και τη φιλενάδα του. Ακόμη, είχε χρησιμοποιήσει τη Μέγιστη κι Απόκρυφη Δύναμη για να βάλει αράχνες και φίδια στα ντουλάπια της κουζίνας του Ρίκι Εστεφάν, να τοποθετήσει το σπασμένο κεφάλι του αγαλματιδίου στο χέρι της Κόνι Γκάλιβερ και να τρελάνει τον Λάιον καθίζοντάς τον τρεις φορές στην καρέκλα εκείνης της κουζίνας, σε διαφορετική στάση αυτοκτονίας κάθε φορά. Ο Μπράιαν χασκογέλασε όταν θυμήθηκε την απόλυτη κατάπληξη και τον τρόμο του αστυνομικού. Ο ηλίθιος μπάτσος, ο ήρωαςτου γλυκού νερού. Που κόντεψε να τα κάνει πάνω του από την τρομάρα. Ο Μπράιαν χασκογέλασε πάλι. Κύλησε πάνω στην πλάτη του, έπεσε μπρούμυτα στο μαξιλάρι κι έσκασε στα γέλια. Κόντεψε να τα κάνει πάνω του. Σπουδαίος ήρωας. Πολύ σύντομα έπαψε να λυπάται τον εαυτό του. Η διάθεσή του βελτιώθηκε αισθητά. Ήταν ακόμα εξαντλημένος, είχε ανάγκη από ύπνο, αλλά πεινούσε κιόλας. Είχε κάψει έναν τρομακτικά μεγάλο αριθμό θερμίδων εξασκώντας τις δυνάμεις του και είχε χάσει κάνα δυο κιλά. Αν δε χόρταινε πρώτα την πείνα του, δε θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Φόρεσε την κόκκινη μεταξωτή ρόμπα του και κατέβηκε στην κουζίνα που βρισκόταν στο ισόγειο. Πήρε μια σακούλα γαρι-
δάκια, ένα πακέτο γεμιστά μπισκότα κι ένα σακουλάκι με τσιπς, μεγάλο μέγεθος. Από το ψυγείο έβγαλε δυο μπουκάλια γλυκό, σοκολατούχο γάλα. Διασχίζοντας το μεγάλο καθιστικό, τα κουβάλησε όλα στη βεράντα του ισογείου, που ήταν στρωμένη με πλακάκια από τερακότα. Εκεί κάθισε σε μια σεζλόνγκ κι άρχισε να μασουλάει χαζεύοντας το σκοτεινό Ειρηνικό. Ή ρ θ α ν τα μεσάνυχτα κι η Τρίτη έδωσε τη θέση της στην Τετάρτη. Το αεράκι που ερχόταν από τον ωκεανό ήταν ψυχρό, αλλά τον Μπράιαν δεν τον ένοιαζε. Η γιαγιά Ντράκμαν θα του είχε βάλει τις φωνές, λέγοντάς του ότι κινδύνευε ν' αρπάξει πνευμονία. Δεν ήξερε όμως ότι, αν η ψύχρα γινόταν δυσάρεστη, αυτός μπορούσε να ρυθμίσει το μεταβολισμό του και ν' ανεβάσει τη θερμοκρασία του σώματος του όσο του χρειαζόταν για να μην κρυώνει. Κατέβασε όλη τη σακούλα τα τσιπς με το ένα μπουκάλι σοκολατούχο γάλα. Μπορούσε να τρώει ό,τι του άρεσε. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Όσο κι αν η Ολοκλήρωση ήταν μια μοναχική διαδρομή, όσο κι αν ήταν άδικο που δεν είχε κοντά του γονείς να τον καμαρώνουν ούτε Αγία Μητέρα να τον φροντίζει, τελικά ίσως ήταν για καλό. Γιατί ο Ιησούς ήταν Θεός του ελέους και της συμπόνιας. Ενώ ο Μπράιαν ήταν προορισμένος να γίνει Θεός της οργής και της εκκαθάρισης του ανθρώπινου είδους. ΓΓ αυτό ήταν προτιμότερο να Ολοκληρωθεί μόνος, χωρίς τη μητρική αγάπη που θα τον έκανε ίσως μαλθακό, διδάσκοντάς του έμμεσα την κατανόηση και τον οίκτο.
2 Αυτός λοιπόν ο βρομερός τύπος, που ήταν γεμάτος μαμούνια, πιο βρομερός κι από σάπια πορτοκάλια, πιο βρομερός κι από ποντίκι τρεις μέρες ψόφιο, πιο βρομερός απ' όλα όσα βρομάνε, πάει από δρόμο σε δρόμο κι από κει χώνεται σ' ένα σοκάκι αφήνοντας πίσω του σύννεφα από κακές μυρωδιές. Τον ακολουθεί από κοντά, κρατώντας όμως μια απόσταση ασφαλείας, γεμάτος περιέργεια, γιατί ανάμεσα στις πολλές
άσχημες μυρωδιές που αφήνει πίσω του είναι κι αυτή από το πράγμα που θα σε σκοτώσει. Σταματάνε στο πίσω μέρος ενάς μέρους που οι άνθρωποι φτιάχνουν φαγητό. Ωραίες μυρωδιές, πιο δυνατές από τη μυρωδιά του βρομερού τύπου, μυρωδιές που σε κάνουν να πεινάς, πολλές τέτοιες, πάρα πολλές. Κρέας, τυρί, κοτόπουλο, καρότα. Το τυρί είναι καλό, πολύ καλό, κι ας κολλάει στα δόντια. Ψωμί, μπιζέλια, ζάχαρη, βανίλια, σοκολάτα κι άλλες πολλές μυρωδιές που κάνουν τα σαγόνια να πονάνε και το στόμα να γεμίζει σάλια. Μερικές φορές έρχεται σε τέτοια μέρη φαγητού, κουνάει την ουρά του, κλαψουρίζει λίγο και τότε οι άνθρωποι του δίνουν κάτι καλό να φάει. Αλλά τις πιο πολλές φορές τον διώχνουν με φωνές, του πετάνε πράγματα, χτυπάνε τα πόδια τους κάτω για να τον τρομάξουν. Οι άνθρωποι είναι παράξενοι σ' ένα σωρό πράγματα - στο φαγητό, σίγουρα. Πολλοί το φυλάνε το φαγητό τους, δε σου δίνουν τίποτα κι ύστερα πετάνε κάμποσο απ' αυτό σε κάτι μεγάλα, σιδερένια κουτιά όπου βρομάει και δε μυρίζει πια σαν καλό φαγητό. Κι αν αναποδογυρίσεις τα δοχεία να το φας πριν γίνει βρομερό και σάπιο, οι άνθρωποι σου φωνάζουν, σου πετάνε πέτρες ή σε κυνηγάνε λες και είσαι καμιά γάτα. Αυτόν, όμως, δεν έχει πλάκα να τον κυνηγάς. Τις γάτες έχει πλάκα να τις κυνηγάς. Αυτός δεν είναι γάτα. Είναι σκυλί. Καλό σκυλί. Καλό. Τι περίεργοι που είναι οι άνθρωποι! Τώρα ο άνθρωπος που βρομάει χτυπάει μια πόρτα. Ξαναχτυπάει. Η πόρτα ανοίγει και βγαίνει ένας χοντρός άνθρωπος με άσπρα, που τον τριγυρίζει ένα πηχτό σύννεφο από μυρωδιές που σε κάνουν και πεινάς. «Θεούλη μου! Τι χάλια είν' αυτά, βρε Σάμι;» λέει ο χοντρός άνθρωπος με τα άσπρα. «Μόνο λίγο καφέ», λέει ο βρομερός άνθρωπος και δείχνει το πράγμα σαν μπουκάλι που κρατάει. «Δε θέλω να σου γίνω φόρτωμα, με συγχωρείς, αλλά έχω ανάγκη λίγο καφέ». «Αχ, Σάμι, θυμάμαι τότε που πρωτοξεκίνησες...» «Λίγο καφέ να ξεμεθύσω». «...τότε που δούλευες σ' εκείνο το διαφημιστικό γραφείο στο Νιούπορτ Μπιτς...»
«Πρέπει να ξεμεθύσω γρήγορα». «...πριν μετακομίσεις στο Λος Άντζελες για τη μεγάλη ζωή. Τι κομψός ήσουν τότε, πάντα στην πένα, πάντα με τα καλύτερα ρούχα...» «Θα πεθάνω έτσι και δεν ξεμεθύσω». «Τώρα, είπες και κάτι σωστό», λέει ο χοντρός. «Μόνο ένα θερμός καφέ, Κένι. Σε παρακαλώ»! «Δεν πρόκειται να ξεμεθύσεις με σκέτο καφέ. Θα σου τυλίξω και λίγο φαγητό, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα το φας». «Ναι, σίγουρα, αλλά βάλε μου λίγο καφέ πρώτα, σε παρακαλώ». «Τράβα πιο πέρα, μακριά από την πόρτα. Λε θέλω να πάρει είδηση το αφεντικό μου ότι σου δίνω πράγματα». «Εντάξει, Κένι, ό,τι πεις. Το εκτιμώ πολύ αυτό που κάνεις, να το ξέρεις, γιατί είναι μεγάλη ανάγκη να συνέλθω». Ο χοντρός κοιτάει πίσω και πλάγια από το βρομερό άνθρωπο και λέει: «Απόκτησες και σκύλο, Σάμι;» «Ε; Σκύλο; Ποιος, εγώ; Όχι». Ο βρομερός άνθρωπος γυρίζει, κοιτάζει και δείχνει έκπληξη. Μπορεί ο βρομερός άνθρωπος να τον διώξει ή να τον κλοτσήσει τιάρα που τον είδε, αλλά ο χοντρός άνθρωπος δεν είναι τέτοιος. Ο χοντρός άνθρωπος είναι καλός. Όποιος έχει πάνω του τη μυρωδιά από τόσα πολλά νόστιμα πράγματα πρέπει να είναι καλός. Ο χοντρός άνθρωπος σκύβει μπροστά και το φως από το μέρος του φαγητού πέφτει πιο πολύ στο δρόμο. Μιλάει με φωνή ανθριόπου που θα σου δώσει να φας. «Ε, φιλαράκο, τι γίνεται;» Όλα αυτά είναι φωνές που βγάζουν οι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς θέλουν να πουν, είναι απλώς φωνές ανθρώπων. Έτσι, κουνάει την ουρά του στο χοντρό γιατί ξέρει ότι αυτό αρέσει στους ανθρώπους, γέρνει το κεφάλι στο πλάι και παίρνει το ύφος που κάνειτους ανθρώπους να του μιλάνε με γλυκιά φωνή. Ο χοντρός άνθρωπος λέει με γλυκιά φωνή: «Ε, φιλαράκο, εσύ δεν είσαι του δρόμου. Τι σόι αφεντικά ήταν αυτά που εγκατέλειψαν τέτοιο όμορφο σκύλο; Πεινάς, καημενσύλι; Αν πεινάς, λέει! Θα κάνω κάτι και για σένα, φιλαράκο, μην ανησυχείς». «Φιλαράκο» είναι ένα από τα πράγματα που του λένε συνήθως οι άνθρωποι, αυτό που του λένε πιο συχνά. Θυμάται πως
τον φώναζαν «Πρινς» όταν ήταν ακόμα κουτάβι. Τον φώναζε ένα κοριτσάκι που όλο τον έπαιρνε αγκαλιά, αλλά αυτό γινόταν πριν από πολΰ, πολύ καιρό. Η γυναίκα και το αγόρι τον φωνάζουν «Γούφερ», αλλά «Φιλαράκο» τον φωνάζουν πιο συχνά απ' όλα οι άνθρωποι. Κουνάει πιο πολύ την ουρά του και σκούζει ναζιάρικα για να δείξει στο χοντρό άνθρωπο ότι τον συμπαθεί. Κι ύστερα κάθεται στα πίσω πόδια και κάνει εκείνο το κόλπο με το τρεμούλιασμα για να του δείξει ότι είναι ήσυχο και καλό σκυλί, καλό. Αυτό αρέσει πάντα στους ανθρώπους. Ο χοντρός λέει κάτι στο βρομερό άνθρωπο κι ύστερα χώνεται στο μέρος του φαγητού και κλείνει την πόρτα που βγάζει φως στο δρόμο. «Πρέπει να ξεμεθύσω», λέει ο βρομερός άνθρωπος, αλλά μιλάει μόνος του. Τώρα περιμένει. Δύσκολο να περιμένεις. Ακόμα πιο δύσκολο να περιμένεις γάτα να κατεβεί από το δέντρο. Αλλά το δυσκολότερο είναι να περιμένεις φαγητό. Η ώρα που κάνουν οι άνθρωποι απ' όταν δείχνουν να πηγαίνουν να σου φέρουν φαγητό μέχρι που να το φέρουν είναι πάρα, πάρα πολλή. «Αυτά που έχω δει εγώ πρέπει να τα μάθει ο κόσμος», λέει ο βρομερός άνθρωπος. Μένει μακριά από το βρομερό άνθρωπο και προσπαθεί να μη μυρίζει τις μυρωδιές που έρχονται από το μέρος που φτιάχνουν το φαγητό, γιατί αν τις μυρίζει είναι ακόμα πιο δύσκολο να περιμένει. Όμως, αυτές έρχονται πάνω του. Αδύνατον να μην τις μυρίζει. «Ο ποντικάνθρωπος υπάρχει», λέει ο βρομερός άνθρωπος. «Υπάρχει στ' αλήθεια». Επιτέλους, ο χοντρός άνθρωπος ξαναβγαίνει. Φέρνει το περίεργο μπουκάλι και μια γεμάτη πλαστική σακούλα για το βρομερό άνθρωπο κι ένα πιάτο γεμάτο κόκαλα. Κουνάει την ουρά του, τρέμει, πιστεύει πως τα κόκαλα είναι δικά του, αλλά δε θέλει να πάει κοντά αμέσως, γιατί αν δεν είναι γι' αυτόν τα κόκαλα μπορεί να φάει καμιά κλοτσιά. Περιμένει. Κλαψουρίζει ναζιάρικα, να τον ακούσει ο χοντρός άνθρωπος και να μην τον ξεχάσει. Τότε αυτός αφήνει κάτω το πιάτο, που
σημαίνει ότι τα κόκαλα τα έφερε γι' αυτόν. Τι καλά, τι καλά, το καλύτερο πράγμα που μπορεί να γίνει! Πλησιάζει στο πιάτο με τα κόκαλα, σκαλίζει με τη μουσούδα του. Από μοσχάρι. Από κοτόπουλο. Και μεγάλα ψωμιά βουτηγμένα σε σάλτσα. Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Ο χοντρός άνθρωπος χαμηλώνει. Πάει να πει ότι θέλει να τον χαϊδέψει, να τον ξύσει πίσω από τ' αυτιά. Τον αφήνει να το κάνει αν και φοβάται λιγάκι. Μερικοί άνθρωποι σε καλοπιάνουν με το φαγητό, σου κάνουν τάχα πως θα σου το δώσουν, σου το δίνουν, κάνουν σαν να θέλουν να σε χαϊδέψουν κι αντί γι' αυτό σε χτυπάνε στη μουσούδα ή σου ρίχνουν μια δυνατή κλοτσιά, ή και χειρότερα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι καλοί, αλλά μερικοί δεν είναι. Πολλές φορές τους καταλαβαίνει από τη μυρωδιά αυτούς που δεν είναι καλοί. Μυρίζουν... σαν κρύα πράγματα... σαν πάγος... σαν μέταλλο όταν χιονίζει... σαν τη θάλασσα όταν δεν έχει πια ήλιο κι έχουν φύγει όλοι οι άνθρωποι από την παραλία. Όμως, άλλες φορές οι άνθρωποι που δεν είναι καλοί μυρίζουν σαν τους κανονικούς, τους καλούς. Οι άνθρωποι είναι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Είναι όμως και τα πράγματα που σε φοβίζουν περισσότερο απ' όλα. Ο χοντρός άνθρωπος που βγήκε από το μέρος του φαγητού είναι καλός. Ούτε κλοτσιές, ούτε χτυπήματα στη μουσούδα. Μόνο καλό φαγητό —ναι, ναι, ναι— κι ένα ωραίο γέλιο όταν του γλείφεις το χέρι. Τελικά, ο χοντρός άνθρωπος δείχνει καθαρά ότι δεν υπάρχει άλλο φαγητό τώρα αμέσως. Αυτός στέκεται στα πίσω πόδια, κλαψουρίζει, χαϊδεύεται, κάνει τούμπα, μένει με τα πόδια στον αέρα και την κοιλιά προς τα πάνω, ξανασηκώνεται, κοιτάει ικετευτικά, κάνει ένα γύρο, τινάζει τ' αυτιά, κάνει όλα τα γοητευτικά κόλπα που ξέρει, αλλά δε βγαίνει τίποτ' άλλο από τον καλό, χοντρό άνθρωπο, που φεύγει, πάει μέσα και κλείνει την πόρτα. Εντάξει, τώρα γέμισε η κοιλιά. Δε χρειάζεται άλλο φαγητό. Αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλει κι άλλο φαγητό. Οπότε, στέκεται και περιμένει. Μπροστά από την πόρτα. Ο χοντρός άνθρωπος είναι καλός. Θα ξαναγυρίσει. Αδύνατον να ξεχάσει τόσα νάζια, τόσα κόλπα, τόσα κουνήματα ουράς. Θα ξαναβγεί.
Περιμένει. Και περιμένει. Και περιμένει, περιμένει... Κάποτε θυμάται ότι έκανε κάτι πολύ ενδιαφέρον πριν συναντήσει τον καλό, χοντρό άνθρωπο με το φαγητό. Αλλά τι; Ενδι«
3 Οι γείτονες του Τζέιμς Όρντεγκαρντ, όπως κι εκείνοι του Ρίκι Εστεφάν, δεν αντιλήφθηκαν το σαματά στο διπλανό τους σπίτι. Οι πυροβολισμοί και το σπάσιμο της γυάλινης μπαλκονόπορτας δεν είχαν ξεσηκώσει κανέναν. Ό τ α ν ο Χάρι άνοιξε την μπροστινή πόρτα και κοίταξε πάνω κάτω το δρόμο, δεν είδε ψυχή ούτε άκουσε μακρινές σειρήνες περιπολικών να πλησιάζουν. Ή τ α ν λ έ ς κ ι η σύγκρουση τους με τον Τικτάκ να είχε συμβεί σε κάποιο όνειρο, στο οποίο συμμετείχαν αποκλειστικά αυτός και η Κόνι. Ωστόσο, είχαν άφθονες αποδείξεις ότι η σύγκρουση
ήταν πραγματική: άδειους κάλυκες στο πάτωμα, σπασμένα γυαλιά στη βεράντα της κρεβατοκάμαρας, γρατσουνιές, κοκκινίλες και γδαρσίματα σε διάφορα σημεία του σώματος τους. Η πρώτη, αυθόρμητη διάθεση του Χάρι —και της Κόνι— ήταν να φύγουν τρέχοντας απ' αυτό το καταραμένο σπίτι πριν επιστρέψει ο αλήτης. Ή ξ ε ρ α ν όμως πως ο Τικτάκ μπορούσε να τους βρει όπου κι αν πήγαιναν και, επιπλέον, ήταν σημαντικό να πάρουν όσες πληροφορίες μπορούσαν γι' αυτόν από τα αποτελέσματα της σύγκρουσής τους. Ξανά στην κρεβατοκάμαρα του Όρντεγκαρντ, λοιπόν, και, υπό το ανατριχιαστικό βλέμμα του στοιχειού στον πίνακα του Γκόγια, ο Χάρι αναζήτησε το κλασικό ίχνος: αίμα. Η Κόνι είχε πυροβολήσει τον Τικτάκ τουλάχιστον τρεις φορές, σχεδόν εξ επαφής. Έ ν α τμήμα του προσώπου του είχε καταστραφεί και υπήρχε και μια μεγάλη πληγή στο λαιμό του. Κι αφού ο αλήτης πέταξε την Κόνι πάνω στην μπαλκονόπορτα, ο Χάρι τού φύτεψε άλλες δυο σφαίρες στη ραχοκοκαλιά. Το αίμα θα έπρεπε να είχε τρέξει ποτάμι, να έχει πιτσιλίσει τουςτοίχους, να έχει μουσκέψει τη μοκέτα. Κι όμως, δεν υπήρχε ούτε μια σταγόνα πουθενά. «Λοιπόν;» ρώτησε η Κόνι από την πόρτα. Κρατούσε ένα ποτήρι νερό και προσπαθούσε να καταπιεί τις ασπιρίνες που της είχαν σταθεί στο λαιμό. Ίσως όμως να είχε καταπιεί τα χάπια εύκολα και κάτι άλλο να της είχε φράξει το λαιμό —ο φόβος, για παράδειγμα, που έτσι και φωλιάσει μέσα σου δεν καταπίνεται με τίποτα. «Ανακάλυψες κάτι;» «Καθόλου αίμα. Μόνο αυτό το... χώμα, αν είναι χώμα δηλαδή». Έμοιαζε πράγματι σαν υγρό χώμα όταν το έτριψε με τα δάχτυλά του κι είχε και την ανάλογη μυρωδιά. Σβόλοι σε διάφορα μεγέθη ήταν σκορπισμένοι παντού ολόγυρα, από τη μοκέτα ως το κάλυμμα του κρεβατιού. Ο Χάρι περιεργάστηκε τους μεγαλύτερους απ' αυτούς τους σβόλους, σκαλίζοντάς τους με το δάχτυλο του. «Αυτή η νύχτα τρέχει πολύ γρήγορα», είπε η Κόνι. «Μη μου πεις την ώρα», μουρμούρισε ο Χάρι, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Η Κόνι τού την είπε. «Τρία λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Η ώρα των δαιμόνων».
«Αυτό, σίγουρα». Ο Χάρι συνέχισε να περιεργάζεται τους σβόλους και σ* έναν απ' αυτούς βρήκε ένα σκουλήκι. Ήταν υγρό, γλοιώδες και ψόφιο. Στον επόμενο ανακάλυψε στο εσωτερικό του μια μάζα από σαπισμένα φύλλα. Ξεκόλλησαν ανάμεσα στα δάχτυλα του Χάρι και σκόρπισαν μαζί μ' ένα ψόφιο σκαθάρι που έπεσε στη μοκέτα. Κοντά σ' ένα από τα κομοδίνα, ο Χάρι βρήκε ένα ελαφρά παραμορφωμένο βλήμα, ένα απ' αυτά που είχε καρφώσει η Κόνι στον Τικτάκ. Υγρό χώμα ήταν κολλημένο πάνω στο μολύβι. Ο Χάρι έτριψε το βλήμα με το δείκτη και τον αντίχειρα κι απέμεινε να το κοιτάζει συλλογισμένος. Η Κόνι μπήκε στο δωμάτιο και πήγε κοντά του για να δει τι είχε ανακαλύψει. «Τι νόημα βγάζεις από δαύτο;» τον ρώτησε. «Δεν ξέρω ακριβώς... αν και μπορεί να...» «Τι;» Ο Χάρι δίσταζε ν' απαντήσει. Κοιτούσε προβληματισμένος το χώμα cm) μοκέτα και στο κάλυμμα του κρεβατιού. Προσπαθούσε να θυμηθεί μια συγκεκριμένη κατηγορία λαϊκών παραμυθιών, θρύλους με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα που, αν δεν τον απατούσε η μνήμη του, θα πρέπει να ήταν ιουδαϊκής προέλευσης. Θρύλους για μάγια και τελώνια. «Αν μαζέψεις όλο αυτό το χώμα και το πλάσεις σε ένα μεγάλο, σφιχτό σβόλο... δε νομίζεις ότι θα είναι ακριβώς η ποσότητα του υλικού που αντιστοιχεί για να γεμίσει την πληγή στο λαιμό του και την τρύπα στο πλάι του προσώπου του;» Η Κόνι έσμιξε τα φρύδια της. «Ίσως. Λοιπόν... τι θέλεις να πεις;» Ο Χάρι έχωσε στην τσέπη του το παραμορφωμένο βλήμα. Δε χρειαζόταν να της θυμίσει τον ανεξήγητο σωρό της λάσπης που είχαν βρει στο σαλόνι του Ρίκι Εστεφάν και το τέλειο ομοίωμα του ανθρώπινου χεριού που πρόβαλλε απότο εσωτερικό του. «Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω να πω», της απάντησε. «Θα το σκεφτώ λίγο ακόμη». Καθώς διέσχιζαν για τελευταία φορά το σπίτι του Όρντεγκαρντ, έσβηναν τα φώτα. Το σκοτάδι που άφηναν πίσω τους έμοιαζε να ζωντανεύει. Έ ξ ω από το σπίτι, ο αέρας που φυσούσε από τον ωκεανό σάρωνε την ατμόσφαιρα χωρίς να την καθαρίζει από το κακό που πλανιόταν παντού. Ο Χάρι, που πάντα θεωρούσε αυτό το
αεράκι δροσερό και ζωογόνο, τώρα αισθανόταν εντελώς διαφορετικά. Είχε χάσει την πίστη του στις δυνάμεις της φύσης, στην κάθαρση του ανθρώπου μέσω της επαφής του με τη φύση. Απόψε η ψυχρή αύρα τον έκανε να σκέφτεται ακάθαρτα πράγματα, όπως υγρές, γκρίζες ταφόπλακες, γυμνά κόκαλα στην αιωνία αγκαλιά τη ς γη ς και σκουλήκια που τρέφονταν με νεκρή ανθρώπινη σάρκα. Ήταν κατάκοπος κι όλο του το κορμί πονούσε από τα χτυπήματα. Ίσως να έφταιγε η κούραση γι' αυτή την αλλαγή στον τρόπο σκέψης του. Όποια κι αν ήταν η αιτία, είχε αρχίσει να κλίνει προς την άποψη της Κόνι ότι το χάος κι όχι η τάξη είναι η φυσική κατάσταση του κόσμου κι ότι κανείς δεν μπορεί να το δαμάσει, αλλά μπορεί μόνο να το ελέγξει προσωρινά με την ίδια λογική που ένας καλός σέρφερ γλιστράει με τη σανίδα του στην επιφάνεια ενός πελώριου, επικίνδυνου κύματος. Έ ξ ω στην πρασιά, ανάμεσα στην κεντρική είσοδο του σπιτιού και τον ιδιωτικό δρόμο όπου είχαν αφήσει το Χόντα, σχεδόν έπεσαν πάνω σ' έναν ψηλό σωρό από υγρό χώμα. Δεν ήταν εκεί όταν είχαν πρωτομπεί στο σπίτι, Η Κόνι πήρε ένα φακό απότο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και φώτισε το σωρό ώστε να μπορέσει ο Χάρι να εξετάσει το χώμα. Εκε ίνος έκανε αρχικά το γύρο, εξετάζοντας το σωρό απ' όλες τις πλευρές, αλλά δεν είδε τίποτα που να θυμίζει ανθρώπινο μέλος πλασμένο από λάσπη. Η αποδόμηση ήταν ολοκληρωτική αυτή τη φορά. Σκαλίζοντας το χώμα με τα δάχτυλά του όμως, ανακάλυψε ποσότητες από σάπια φύλλα σαν κι αυτά που είχε βρει στο μεγάλο σβόλο στο υπνοδωμάτιο του Όρντεγκαρντ. Ακόμα βρήκε πετραδάκια, γρασίδι, ψόφια σκουλήκια, μισολιωμένα κομμάτια από ένα πακέτο τσιγάρων, τριχοειδείς ρίζες και κλαράκια. Ο Χάρι δεν ήξερε τι ακριβώς περίμενε να βρει. Ίσως μια χωμάτινη ανθρώπινη καρδιά, πλασμένη με όλες τις λεπτομέρειες, όπως το χέρι που είχαν δει στο σαλόνι του Ρίκι Εστεφάν. Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο κι έβαλε μπρος, άναψε αμέσως το καλοριφέρ. Ένιωθε παγωμένος ως το κόκαλο. Περιμένοντας να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα και με το βλέμμα του στυλωμένο στο σωρό του χώματος πάνω στην πρασιά, ο Χάρι μίλησε στην Κόνι για το εκδικητικό στοιχειό των εβραϊκών παραδόσεων, το γκολέμ. Εκείνη τον άκουσε χωρίς σχόλια,
αντιμετωπίζοντας αυτή την απίθανη θεωρία με ακόμα λιγότερο σκεπτικισμό απ' ό,τι είχε αντιμετωπίσει την άλλη, του ψυχοπαθούς με τις μεταφυσικές ικανότητες που μπορούσε να μετεμψυχώνεται και να «κυριεύει» άλλους ανθρώπους. 'Οταν ο Χάρι τελείωσε, κατέληξε μόνη της στο συμπέρασμα: «Άρα, ο Τικτάκ φτιάχνει ένα γκολέμ που το χρησιμοποιεί για να σκοτώνει, ενώ αυτός μένει αθέατος και ασφαλής κάπου μακριά». «Ίσως». «Φτιάχνει γκολέμ από χώμα». « Ή από άμμο, ή από σκουπίδια, ή απ' οτιδήποτε», πρόσθεσε ο Χάρι. «Τα φτιάχνει μόνο με τη δύναμη του μυαλού του». Ο Χάρι δεν απάντησε. «Με τη δύναμη του μυαλού του ή με μαγικά κόλπα, όπως στους θρύλους;» «Πού να ξέρω, Κόνι; Είναι τρελό έτσι κι αλλιώς!» «Πιστεύεις ακόμη ότι μπορεί να 'κυριεύει' άλλους ανθρώπους και να τους χρησιμοποιεί;» «Μάλλον όχι. Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε βρει καμιά απόδειξη». «Κι ο Όρντεγκαρντ;» «Δεν πιστεύω ότι ο Όρντεγκαρντ συνδέεται με τον Τικτάκ». «Μπα; Εσύ δεν ήθελες να πάμε στο νεκροτομείο επειδή πίστευες ότι...» «Τώρα δεν το πιστεύω. Ο Όρντεγκαρντ ήταν απλώς ένα τυπικό δείγμα παράφρονα εγκληματίατων ημερών μας. Κι όταν του τίναξα τα μυαλά στον αέρα ο' εκείνη τη σοφίτα, έφυγε οριστικά από τη μέση». «Ναι, αλλά ο Τικτάκ εμφανίστηκε εδώ, στο σπίτι του Ό ρ ντεγκαρντ». «Επειδή εμείς ήρθαμε εδώ. Έ χ ε ι έναν τρόπο να μας εντοπίζει. Ή ρ θ ε εδώ για μας, όχι επειδή έχει κάποια σχέση με τον Τζέιμς Όρντεγκαρντ». Από το καλοριφέρ του αυτοκινήτου έβγαιναν κύματα καυτού αέρα. Ο Χάρι τα αισθανόταν να τον τυλίγουν, χωρίς όμως να μπορούν να λιώσουν τον πάγο που φανταζόταν ότι είχε σκεπάσει όλα του τα κόκαλα. «Απλώς έτυχε να πέσουμε πάνω σε δυο ψυχοπαθείς, τον ένα
μετά τον άλλον», συνέχισε. «Πρώτα στον Όρντεγκαρντ και μετά στον Τικτάκ. Ήταν πολΰ κακιά μέρα». «Πάμε για ρεκόρ», συμφώνησε η Κόνι. «Όμως, αν ο Τικτάκ δεν ήταν ο Όρντεγκαρντ, αν δε θύμωσε μαζί σου επειδή σκότωσες τον Όρντεγκαρντ, γιατί σε κυνηγάει; Γιατί θέλει να σε σκοτώσει;» «Δεν ξέρω». «Στο διαμέρισμά σου, πριν σου το κάψει, δε σου είπε ότι αυτόν δεν μπορείς να τον πυροβολήσεις και να ξεμπερδέψεις;» «Ναι, το είπε κι αυτό». Ο Χάρι προσπάθησε να θυμηθεί όλα όσα του είχε πει ο αλήτης-γκολέμ, αλλά η μνήμη του δεν τον βοήθησε πολύ. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω πως δεν ανέφερε ποτέ το όνομα του Όρντεγκαρντ. Εγώ συμπέρανα ότι... Όχι, ο Όρντεγκαρντ ήταν λάθος ίχνος από την αρχή». Φοβήθηκε ότι η Κόνι θα τον ρωτούσε πώς θα έβρισκαν και πώς θ' ακολουθούσαν το υποτιθέμενο σωστό ίχνος που θα τους οδηγούσε στον Τικτάκ. Εκείνη όμως θα πρέπει να κατάλαβε ότι ο Χάρι δεν είχε ιδέα κι απέφυγε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. «Κάνει πολλή ζέστη εδώ μέσα», του είπε ήρεμα. Ο Χάρι χαμήλωσε το καλοριφέρ. Τα κόκαλά του ήταν ακόμη παγωμένα. Καθώς άπλωσε το χέρι να ρυθμίσει το διακόπτη, είδε στο φως του καντράν τα δάχτυλά του. Ήταν λερωμένα από χώμα και τα νύχια ήταν κατάμαυρα. Στο νου του ήρθε η εικόνα ενός ανθρώπου που τον έχουν θάψει ζωντανό και πάνω στην επιθανάτια αγωνία μπήγει τα νύχια του στο χώμα, σε μια απελπισμένη, μάταιη προσπάθεια να βγει στην επιφάνεια. Ο Χάρι έβγαλε με την όπισθεν το αυτοκίνητο από το δρομάκι κι άρχισε να κατηφορίζει αργά τους απότομους λόφους της Λαγκούνα. Οι δρόμοι εκείνη την ώρα ήταν εντελώς έρημοι και τα περισσότερα από τα σπίτια θεοσκότεινα. Ήταν σαν να διέσχιζαν γειτονιές σε μια σύγχρονη πόλη-φάντασμα, όπου όλοι οι κάτοικοι είχαν εξαφανιστεί και μέσα στα σκοτεινά σπίτια είχαν απομείνει μόνο άδεια κρεβάτια, τηλεοράσεις ανοιχτές σε έρημα καθιστικά και πιάτα με μεταμεσονύκτια σνακ, αφημένα σε κουζίνες, όπου δεν υπήρχε κανείς να τα φάει. Ο Χάρι κοίταξε το ψηφιακό ρολόι στο καντράν του αυτοκινήτου: 12:18. Έ ξ ι ώρες και κάτι ως την ανατολή του ήλιου.
«Είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορώ πια να σκεφτώ λογικά», είπε στην Κονι. «Και πρέπει να σκεφτώ, που να πάρει ο διάβολος!» «Πάμε να πιούμε έναν καφέ και να τσιμπήσουμε κάτι», πρότεινε η Κόνι. «Θα μας συνεφέρει». «Εντάξει. Που πάμε;» «Στο Γκριν Χάουζ, στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο. Είναι από τα λίγα στέκια που μένουν ανοιχτά τέτοια ώρα». «Το Γκριν Χάουζ. Ναι, ξέρω που είναι». Ακολούθησε μια μεγαλούτσικη παύση, σιη διάρκεια της οποίας κατέβηκαν άλλον ένα λόφο. «Ξέρεις τι μου φάνηκε πιο περίεργο απ' όλα στο σπίτι του Όρντεγκαρντ;» είπε η Κόνι. «Τι;» «Μου θύμισε έντονα το διαμέρισμά μου». «Αλήθεια; Πώς;» «Παράτα τις ευγένειες, Χάρι, ξέρεις τι εννοώ». Ο Χάρι είχε όντως προσέξει μια ομοιότητα, αλλά είχε προτιμήσει να μην το πολυσκεφτεί. «Αυτός είχε περισσότερα έπιπλα από σένα». «Δε θα το έλεγα. Καθόλου στολίδια, τίποτε απ' αυτά που αποκαλούν διακοσμητικά αντικείμενα, ούτε μια οικογενειακή φωτογραφία. Έ ν α μοναδικό κάδρο σε ολόκληρο τσ σπίτι του, όπιος και στο δικό μου». «Υπάρχει όμως μια διαφορά, μια τεράστια διαφορά. Εσύ έχεις εκείνη την αφίσα, μια φωτογραφία τραβηγμένη από τον ουρανό, λαμπερή, φωτεινή, σου φτιάχνει τη διάθεση μόνο που τη βλέπεις —καμιά σχέση με το στοιχειό που καταβροχθίζει ζωντανό έναν άνθρωπο». «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Ο πίνακας στο δωμάτιο του Όρντεγκαρντ σχετίζεται με το θάνατο, τη μοίρα του ανθρώπου. Ίσως καιη δική μου αφίσα να μην είναι τόσο αισιόδοξη όσο δείχνει με την πρώτη ματιά. Ίσως κατά βάθος κι αυτή να έχει σχέση με το θάνατο, με την ελεύθερη πτώση προς τη γη, χωρίς αλεξίπτωτο». Ο Χάρι την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Η Κόνι είχε γείρει το κεφάλι ελαφρά προς τα πίσω και είχε τα μάτια της κλειστά «Δε νομίζω ότι είσαι άτομο με τάσεις αυτοκτονίας», της είπε. «Πώς το ξέρεις;»
«Το ξέρω». «Σκατά ξέρεις». Ο Χάρι σταμάτησε σ' ένα κόκκινο φανάρι πάνω στον αυτοκινητόδρομο και την κοίταξε ξανά. Η Κόνι δεν είχε ανοίξει ακόμη τα μάτια της. «Κόνι...» «Πάντα κυνηγούσα την ελευθερία. Και ποια είναι η απόλυτη ελευθερία;» «Πες μου εσύ». «Η απόλυτη ελευθερία είναι ο θάνατος». «Μην αρχίσεις τώρα να παριστάνεις τον Φρόιντ, Γκάλιβερ. Κάτι που εκτιμώ αφάνταστα σ' εσένα είναι που δεν προσπαθείς να ψυχαναλύσεις τον καθένα». Η Κόνι χαμογέλασε, με τα μάτια κλειστά. Προφανώς, θυμήθηκε ότι αυτή είχε χρησιμοποιήσει τα ίδια ακριβώς λόγια, όταν ο Χάρι είχε αναρωτηθεί αν ήταν κατά βάθος τόσο σκληρή όσο έδειχνε. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το φανάρι. «Άναψε πράσινο. Φύγε». «Δεν είμαι ακόμα έτοιμος». Η Κόνι στράφηκε και τον κοίταξε. «Πριν ξεκινήσω, θέλω να μου πεις αν πιστεύεις πραγματικά ότι έχεις κάτι κοινό μ' αυτόν το φασουλή, τον Όρντεγκαρντ». «Εννοείς όλα αυτά που αραδιάζω συνήθως, ότι πρέπει να συμφιλιωθεί κανείς με το χάος και να το αποδεχτεί; Ίσως να είναι απαραίτητο, για να επιβιώσουμε χωρίς να τρελαθούμε στη σύγχρονη εποχή. Απόψε, όμως, μου πέρασε από το νου ότι ίσως μου άρεσε να συγκρούομαι καθη μερινά με το χάος, επειδή κατά βάθος ήλπιζα ότι θα με κατάπινε και θα με εξαφάνιζε κάποια μέρα». «Σου άρεσε είπες;» «Δε μου αρέσει πια τόσο πολύ ο κίνδυνος όσο κάποτε». «Μήπως ο Τικτάκ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι;» Η Κόνι έγνεψε αρνητικά. «Όχι αυτός. Πολύ νωρίτερα... αμέσως μετά τη δουλειά, πριν πιάσει φωτιά το διαμερισμό σου κι αρχίσουν όλα να πηγαίνουν πάλι κατά διαβόλου, έμαθα ότι έχω ένα λόγο να ζω που δεν τον ήξερα ως τότε». Το φανάρι ξανάγινε κόκκινο. Δυο αυτοκίνητα πέρασαν την τελευταία στιγμή και η Κόνι τα παρακολούθησε ώσπου χάθηκαν στο βάθος του δρόμου. Ο Χάρι δεν είπε τίποτε, γιατί φοβόταν πως οποιαδήποτε
διακοπή θα έκανε την Kovt να ξανακλειστεί στον εαυτό της και να μην ολοκληρώσει ποτέ αυτό που είχε ξεκινήσει να του λέει. Στους έξι μήνες που συνεργάζονταν, η Κόνι ήταν κυριολεκτικά ένα συμπαγές παγόβουνο σε ό,τι αφορούσε την προσωπική της ζωή μέχρι πριν λίγες ώρες, όταν, για μια στιγμή, στο διαμερισμό της, φάνηκε έτοιμη ν' αποκαλύψει κάτι πολύ προσωπικό και πολύ σημαντικό. Αλλά είχε ξαναπαγώσει αμέσως. Τώρα όμως το παγόβουνο παρουσίαζε για πρώτη φορά ένα μεγάλο ρήγμα. Ήταν τόσο έντονη η επιθυμία του Χάρι να γνωρίσει και να μοιραστεί το συναισθηματικό κόσμο της Κόνι, που θα ήταν πρόθυμος να εξαντλήσει τις τελευταίες έξι ώρες ζωής που του είχε ορίσει ο Τικτάκ σταματημένος στο φανάρι, περιμένοντας να διαπιστώσει ότι η Κόνι ήταν πράγματι το εκπληκτικά ευαίσθητο πλάσμα που ο ίδιος υποψιαζόταν ότι κρυβόταν πίσω από τη μάσκα της σκληρής αστυνομικίνας. «Είχα μια αδερφή», είπε η Κόνι. «Δεν-ήξερα καν ότι υπήρχε μέχρι πρόσφατα. Τώρα δε ζει πια. Πέθανε πριν από πέντε χρόνια. Έχει όμως μια κόρη. Τη λένε' Ελινορ. Έλι. Κι εγώ δε θέλω πια ν' ακροβατώ συνέχεια στην κόψη του ξυραφιού. Θέλω να έχω την ευκαιρία να δω την' Ελι, να τη γνωρίσω, να διαπιστώσω αν μπορώ να την αγαπήσω, που δεν είναι απίθανο. Δεν είναι απαραίτητο τα δικά μου παιδικά βιώματα να μου έχουν στερήσει την ικανότητα ν' αγαπήσω. Δεν μπορεί να υπάρχει μόνο μίσος μέσα μου. Πρέπει να το διαπιστώσω. Δε βλέπω την ώρα να το διαπιστώσω». Ο Χάρι στενοχωρήθηκε. Αν είχε καταλάβει σωστά, η Κόνι δεν αισθανόταν γι' αυτόν τίποτε που ν' αντιστοιχεί στα δικά του βαθιά αισθήματα. Αλλά πάλι ίσως ήταν ακόμα νωρίς. Παρά τις αμφιβολίες της, ο ίδιος ήταν σίγουρος ότι η Κόνι ήταν ικανή ν' αγαπήσει κι ότι θα έβρισκε μια θέση στην καρδιά της για την ανιψσύλα της. Κι αν έβρισκε για το παιδί, γιατί όχι και γι' αυτόν αργότερα; Η Κόνι συνάντησε το βλέμμα του και χαμογέλασε. «Θεούλη μου! Μιλάω σαν εκείνους τους νευρωτικούς που εξομολογούνται τα σώψυχά τους σε μεταμεσονύκτιες κουβεντούλες στην τηλεόραση». «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ... θέλω ν' ακούσω». «Λίγο ακόμα και θα σου εξομολογηθώ ότι μ' αρέσει το σεξ με άντρες που ντύνονται σαν τις μανάδες τους». «Σ' αρέσει;» Η Κόνι γέλασε. «Και σε ποιον δεν αρέσει».
Ο Χάρι θα ήθελε πολύ να μάθει τι εννοούσε η Κόνι όταν είπε «τα δικά μου παιδικά βιώματα», αλλά δεν τόλμησε να τη ρωτήσει. Αυτά τα βιώματα θα πρέπει να ήταν ο πυρήνας του συναισθηματικού της κόσμου και θα του μιλούσε γι' αυτά μόνο όταν εκείνη θα ένιωθε έτοιμη. Επιπλέον, υπήρχαν χίλιες δυο άλλες ερωτήσεις που ήθελε να της κάνει κι έτσι κι άρχιζε, τότε θα έμεναν σίγουρα στη διασταύρωση ως την αυγή — και τέρμα ο Τικτάκ! Το φανάρι άναψε πάλι πράσινο. Ο Χάρι ξεκίνησε κι έστριψε δεξιά. Κάνα δυο τετράγωνα παρακάτω, σταμάτησε δίπλα στην κεντρική είσοδο του Γκριν Χάουζ. Μόλις βγήκαν από το αυτοκίνητο, ο Χάρι πρόσεξε ένα βρομερό, ρακένδυτο τύπο που καθόταν κατάχαμα στη γωνία του κτιρίου, προς τη μεριά του μικρού δρόμου που οδηγούσε στην είσοδο υπηρεσίας του ρεστοράν. Δεν ήταν ο Τικτάκ, αλλά ένα δείγμα αλήτη του δρόμου πολύ πιο μικρόσωμο και φαινομενικά άκακο. Καθόταν ανάμεσα σε δυο θάμνους, με τα πόδια μαζεμένα στο στήθος, έτρωγε από μια πλαστική σακούλα, έπινε κάτι από ένα γαλάζιο θερμός και μιλούσε μόνος του ασταμάτητα. Ο τύπος τους παρακολουθούσε καθώς προχώρησαν προς την είσοδο του Γκριν Χάουζ. Το βλέμμα του ήταν επίμονο, αγριεμένο. Τα κατακόκκινα μάτια του, όπως των περισσότερων ανθρώπων του δρόμου, γυάλιζαν από παράλογο φόβο. Μπορεί να πίστευε ότι τον καταδίωκαν διαβολικοί εξωγήινοι με μυστηριώδη άγνωστα όπλα. Ή η άνανδρη συμμορία των δέκα χιλιάδων ογδόντα δύο συνωμοτών που ήταν υπεύθυνοι για τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι και που κυβερνούσαν έκτοτε μυστικά τον κόσμο. Ή το σατανικό τραστ των Ιαπώνων επιχειρηματιών που σχεδίαζαν ν' αγοράσουν όλη την Αμερική και να κάνουν τους πολίτες της σκλάβους στα ιαπωνικά εργοστάσια. Τα τελευταία χρόνια είχες συχνά την αίσθηση ότι ο μισός ψυχικά υγιής πληθυσμός —όπως κι αν ερμηνεύεται το «υγιής» στις μέρες μας— πίστευε σε κάποια ολοφάνερα γελοία κι ανυπόστατη θεωρία παγκόσμιας συνωμοσίας. Ό σ ο για τους πραγματικά παρανοϊκούς, σαν κι αυτόν που είχαν μπροστά τους, τέτοιες φαντασιώσεις ήταν ο κανόνας. Η Κόνι μίλησε στον αλήτη στη γωνία. «Ε, εσύ, μ' ακούς ή βρίσκεσαι σε άλλους κόσμους;» Ο τύπος συνέχισε απλώς να την αγριοκοιτάζει.
«Είμαστε αστυνομικοί», είπε η Κόνι. «Το 'πιασες; Αστυνομία. Έτσι και πειράξεις ετούτο το αυτοκίνητο θα βρεθείς σε πρόγραμμα αναγκαστικής αποτοξίνωσης πριν καταλάβεις από πού σου ήρθε. Τρεις μήνες. Ούτε ποτό, ούτε ναρκωτικά». Η αναγκαστική αποτοξίνωση ήταν η μόνη απειλή που έπιανε σε αρκετούς απ' αυτούς τους κακομοίρηδες. Βρίσκονταν ήδη στον πάτο του βάλτου και είχαν συνηθίσει να τους κλοτσάνε και να τους κατασπαράζουν τα ισχυρότερα ζώα. Δεν είχαν πια τίποτα να χάσουν, εκτός από την ευκαιρία να «φτιαχτούν» με φτηνό κρασί ή με ό,τι άλλο κατάφερναν να εξασφαλίσουν. «Αστυνομία;» επανέλαβε ο αλήτης. «Μπράβο, άκουσες», του απάντησε η Κόνι. «Αστυνομία. Τρεις μήνες χωρίς γουλιά θα σου φανούν τρεις αιώνες στην κόλαση». Την περασμένη βδομάδα στη Σάντα Αννα, ένας μεθυσμένος αλήτης είχε βρει ξεκλείδωτο το υπηρεσιακό τους αυτοκίνητο και είχε αρπάξει την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί για την κοινωνική αδικία, αδειάζοντας τα βρομερά σωθικά του στο κάθισμα του οδηγού. Μπορεί όμως και να το πέρασε για διαστημόπλοιο, οπότε σκέφτηκε ν' αφήσει ένα αναμνηστικό δωράκι στους εξωγήινους που έκαναν τον κόπο να τον επισκεφτούν. Έτσι κι αλλιώς, η Κόνι ήθελε να τον σκοτώσει επιτόπου κι ο Χάρι χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του τη διπλωματικότητα και την πειθώ για να την πείσει ότι η αναγκαστική αποτοξίνωση ήταν η σκληρότερη τιμωρία. «Κλείδωσες όλες τις πόρτες;» ρώτησε η Κόνι τον Χάρι. «Ναι, μείνε ήσυχη». Κι ενώ αυτοί έμπαιναν στο Γκριν Χάουζ, πίσω τους ο αλήτης μονολογούσε σκεφτικός. «Αστυνομικοί;»
4 Αφού έφαγε τα μπισκότα και τα τσιπς, ο Μπράιαν ενεργοποίησε για λίγο τη Μέγιστη κι Απόκρυφη Δύναμη για να εξασφαλίσει ότι δε θα τον έβλεπε κανένας και μετά στάθηκε μπροστά στα κάγκελα του μπαλκονιού και κατούρησε στη θάλασσα κάτω. Του άρεσε πολύ να κάνει τέτοιες ζαβολιές δημόσια, συχνά σε δρόμους γεμάτους κόσμο. Η Μέγιστη κι Απόκρυφη Δύναμη του εξασφάλιζε απόλυτη προστασία.
Αφού ξαλάφρωσε, έβαλε πάλι σε λειτουργία τον κόσμο και μπήκε στο σπίτι. Το φαγητό από μόνο του σπάνια αρκούσε για να του ξαναδώσει τη χαμένη του ενέργεια. Στο κάτω της γραφής ήταν ο νέος Θεός υπό Ολοκλήρωση και, σύμφωνα με τις Γραφές, ο παλιός Θεός είχε χρειαστεί κι αυτός ανάπαυση την έβδομη μέρα. Έτσι κι ο Μπράιαν. Πριν μπορέσει να κάνει κι άλλα θαύματα, έπρεπε να κοιμηθεί καμιά ωρίτσα. Στην κρεβατοκάμαρά του, όπου ήταν αναμμένη μόνο μια μικρή λάμπα στο ένα κομοδίνο, στάθηκε μπροστά στη μαύρη βιβλιοθήκη που φιλοξενούσε τα δεκάδες ζευγάρια μάτια των κάθε είδους θυμάτων του. Στάθηκε εκεί κι αφέθηκε να αισθανθεί τα σταθερά, αιώνια βλέμματα τους, τη λατρεία τους. Έλυσε τη ζώνη της κόκκινης ρόμπας του, γδύθηκε κι άφησε το μεταξωτό ρούχο να πέσει στο πάτωμα. Τα μάτια τον λάτρευαν. Ένιωθε την αγάπη τους σαν χάδι στο κορμί του και την απολάμβανε. Άνοιξε ένα από τα βαζάκια. Τα μάτια που περιείχε ανήκαν κάποτε σε μια γυναίκα που την είχε ξεχωρίσει από το κοπάδι, επειδή δεν υπήρχε ψυχή στον κόσμο να νοιαστεί για την εξαφάνισή της. Ήταν γαλάζια μάτια, όμορφα κάποτε, αλλά το χρώμα τους είχε πια ξεθωριάσει και οι κόρες είχαν θαμπώσει. Ο Μπράιαν έχωσε τα δάχτυλά του στη φορμαλδεΰδη, έβγαλε το ένα από τα δυο γαλάζια μάτια και το κράτησε στην παλάμη του αριστερού του χεριού. Ήταν σαν ώριμος χουρμάς — μαλακό και υγρό, αλλά άκαμπτο. Φέρνοντας την παλάμη πάνω στο γυμνό του στήθος άρχισε να κυλάει απαλά το μάτι από θηλή σε θηλή, προσέχοντας να μην το πιέσει παραπάνω απ' όσο έπρεπε και το καταστρέψει, αλλά να μπορέσει η νεκρή γυναίκα να δει όλο το μεγαλείο της Ολοκλήρωση'ς του. Η μικρή σφαίρα ήταν ψυχρή πάνω στο ζεστό δέρμα του κι άφηνε ένα υγρό μονοπάτι στο πέρασμά της. Ο Μπράιαν ανατρίχιασε από ευχαρίστηση. Κατέβασε το μάτι στην επίπεδη κοιλιά του κι άρχισε να διαγράφει μ' αυτό μικρούς κύκλους. Ύστερα το κράτησε για λίγο πάνω στη γουβίτσατου αφαλού. Από το ανοιχτό βαζάκι έβγαλε και το δεύτερο γαλάζιο μάτι. Το πήρε στην παλάμη του δεξιού του χεριού το έφερε κι αυτό πάνω του κι άφησε και τα δυο μάτια να εξερευνήσουν το θεϊκό
κορμί του, από το στήθος και τα πλευρά ως κάτω στους μηρούς, πάνω στην κοιλιά, πίσω στο στήθος, στις δυο πλευρές του λαιμού, στο πρόσωπο, κυλώντας τα απαλά πάνω στα μάγουλα, ξανά και ξανά και ξανά. Τι ηδονή να είσαι αντικείμενο λατρείας! Τι μεγάλη τιμή για τη νεκρή γυναίκα να κοινωνεί με τον υπό Ολοκλήρωση Θεό που την είχε κρίνει και καταδικάσει! Ακανόνιστα, λεπτά ρυάκια συντηρητικού υγρού σημάδευαν τη διαδρομή του κάθε ματιού πάνω στο γυμνό κορμί του. Καθώς εξατμιζόταν η φορμαλδεΰδη, έμεναν μόνο κάτι σημάδια που θα μπορούσε κανείς να τα περάσει για ίχνη από δάκρυα, τα δάκρυα των ματιών της νεκρής που συμμετείχε σ' αυτή την ιερή επαφή. Τα άλλα μάτια πάνω στα ράφια, που τον παρακολουθούσαν από τα μικρά γυάλινα βασίλειά τους, έμοιαζαν να ζηλεύουν τα γαλάζια μάτια στα οποία πρόσφερε τη χάρη του. Ο Μπράιαν ευχόταν να μπορούσε να έφερνε εδώ τη μητέρα του, να της δείξει όλα τα μάτια που τον λάτρευαν και τον προσκυνούσαν, που τον σέβονταν και που δεν έβρισκαν πάνω του τίποτε που να τα κάνει να θέλουν να κοιτάξουν αλλού. Αλλά αυτή δε θα κοίταζε, δεν μπορούσε να δει. Η ξεροκέφαλη, ξεμωραμένη μέγαιρα θα συνέχιζε να τον φοβάται. Τον αντιμετώπιζε σαν σίχαμα, μόλο που θα πρέπει να είχε καταλάβει ότι αυτός Ολοκληρωνόταν σε μορφή υπερβατικής, πνευματικής δύναμης, σε ξίφος της δικαιοσύνης, σε σωτήρα ενός κόσμου που τον μάστιζαν τα ανεξέλεγκτα στίφη των ανθρώπων. Ξανάβαλε τα δυο γαλάζια μάτια στο βαζάκι τους και ξαναβίδωσε το καπάκι. Είχε χορτάσει την πείνα του, είχε ικανοποιήσει την άλλη του ανάγκη, αποκαλύπτοντας το μεγαλείο του στη συνάθροιση των αλλόκοτων πιστών του κι ανανεώνοντας το αίσθημα του δέους που όφειλαν να τρέφουν προς το πρόσωπο του. Τώρα, ήταν ώρα να κοιμηθεί για λίγο, ώστε να ξαναφορτίσειτις μπαταρίες του. Η αυγή πλησίαζε και είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις να εκπληρώσει. Καθώς βολευόταν στα πουπουλένια μαξιλάρια, άπλωσε το χέρι του να σβήσει το φως, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Οι ασώματοι πιστοί στα βαζάκια θα μπορούσαν να τον βλέπουν καλύτερα αν υπήρχε λίγο φως στο δωμάτιο. Τον ευχαριστούσε η ιδέα ότι τον λάτρευαν και τον θαύμαζαν ακόμη κι όταν κοιμόταν. Ο Μπράιαν Ντράκμαν χασμουρήθηκε, έκλεισε τα μάτια του
και, όπως πάντα, τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Μαζί του ήρθαν και τα όνειρα: μεγαλουπόλεις που κατέρρεαν, σπίτια που καίγονταν, μνημεία που γκρεμίζονταν, μαζικοί τάφοι από σπασμένο μπετόν και στραβωμένα σίδερα κι από πάνω, σμήνη από μαύρα όρνια, τόσα πολλά, τόσο απίστευτα πολλά, που δε φαινόταν πια ουρανός.
5 Τρέχει με όλη του τη δύναμη, μετά πάει σχεδόν τρέχοντας, φρενάρει σε αργό περπάτημα και τελικά καταλήγει να κρύβεται από σκιά σε σκιά, όσο πλησιάζει στο πράγμα που θα σε σκοτώσει. Η μυρωδιά του τώρα είναι πλούσια, δυνατή, ακάθαρτη. Ό χ ι αηδιαστική όπως του βρομερού ανθρώπου. Αλλιώτικη. Χειρότερη κάπως, αλλά όχι βρόμικη. Ενδιαφέρον. Δε φοβάται καθόλου. Δε φοβάται. Όχι. Είναι σκύλος. Έχει κοφτερά δόντια και γερά σαγόνια. Δυνατά και γρήγορα. Το κυνήγι είναι στο αίμα του. Είναι ένας σκύλος, πανούργος, άγριος, ικανός, και δεν το βάζει στα πόδια από τίποτα. Είναι γεννημένος για να κυνηγάει, όχι να κυνηγιέται, και καταδιώκει άφοβα τα πάντα, ακόμα και τις γάτες. Μόλο που οι γάτες τού γρατσούνισαν τη μουσούδα, τον μάτωσαν και τον ταπείνωσαν, αυτός τις κυνηγάει ακόμα και δεν τις φοβάται, γιατί είναι σκύλος, είναι γενναίος, ίσιος όχι τόσο πονηρός σαν τις γάτες, αλλά σκν/χς, ατρόμητος. Περπατάει μπροστά από μια σειρά πυκνοφυτεμένες πικροδάφνες. Ωραία λουλούδια. Δεν τρώγονται όμως. Σε κάνουν κι αρρωσταίνεις. Φαίνονται από τη μυρωδιά. Όπως και τα φύλλα. Και τα βατόμουρα. Δεν τρώει ποτέ κανένα λουλούδι. Είχε δοκιμάσει μια φορά. Ήταν και μια μέλισσα μέσα στο λουλούδι κι ύστερα βρέθηκε στο στόμα του, βούιζε μέσα στο στόμα του και τον τσίμπησε στη γλώσσα. Πολύ, πολύ άσχημα, χειρότερα κι από τις γάτες. Συνεχίζει να προχωράει. Δε φοβάται. Όχι. Όχι. Είναι σκύλος. Μέρος που μένουν άνθρωποι. Ψηλοί, άσπροι τοίχοι. Μαύρα παράθυρα. Κοντά στην κορυφή, ένα τετράγωνο από αχνό φως. Γλιστράει σύρριζα στον έναν τοίχο. Η μυρωδιά από το κακό πράγμα είναι δυνατή εδώ κι όλο δυναμώνει. Σχεδόν του καίει τη μύτη. Κάπως σαν αμμωνία. Μια
κρύα μυρωδιά και σκοτεινή, πιο κρύα από τον πάγο, πιο σκοτεινή από τη νύχτα. Στα μισά του ψηλού, άσπρου τοίχου σιαματάει. Αφουγκράζεται. Οσφραίνεται. Δε φοβάται. Δε φοβάται. Όχι. Κάτι από ψηλά κάνει «Γονονονονονον». Φοβάται. Κάνει στροφή, κάνει να τρέξει πίσω, από κει που ήρθε. «Γονονονονονον». Στοπ. Τον ξέρει αυτό τον ήχο. Κουκουβάγια που πετάει ψηλά, που κυνηγάει κι αυτή πράγματα να φάει. Τον τρόμαξε μια κουκουβάγια. Κακό σκυλί. Κακό. Κακό. Θυμάται το αγόρι. Το αγόρι και τη γυναίκα. Εξάλλου... η μυρωδιά, το μέρος... είναι πολύ ενδιαφέρον. Ξανακάνει στροφή και συνεχίζει να πηγαίνει κατά μήκος του άσπρου τοίχου, στο μέρος των ανθρώπων, με το τετράγωνο φως ψηλά στην κορυφή. Φτάνει σ' ένα σιδερένιο φράχτη. Πολύ στριμωχτό πέρασμα. 'Οχι τόσο πολύ σαν το λούκι όπου χώνεσαι για να κυνηγήσεις τη γάτα κι αυτή συνεχίζει να τρέχει, κι εσύ σφηνώνεις, και στρίβεις, και κλοτσάς, και τεντώνεσαι μέσα εκεί, και νομίζεις πως δε θα ξεκολλήσεις ποτέ, και μετά τρομάζεις, γιατί μπορεί να γυρίσει πίσω η γάτα από το σκοτεινό σωλήνα και να σου κάνει κομμάτια τη μουσούδα με τα νύχια της κι εσύ να μην μπορείς να κουνηθείς. Είναι στριμωχτά κι εδώ, αλλά όχι τόσο. Κουνάει τα λαγόνια του, κλοτσάει προςτα πίσω και περνάει. Φτάνει στο τέρμα αυτού του μέρους, στρίβει στη γωνία και βλέπει το πράγμα που θα σε σκοτώσει. Η όρασή του δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η όσφρηση, αλλά μπορεί να διακρίνει ένα νεαρό άνθρωπο και ξέρει ότι αυτός είναι το κακό πράγμα, γιατί αναδίδει αυτή την παράξενη, κρύα μυρωδιά. Πριν φαινόταν διαφορετικός, δεν ήταν ποτέ νεαρός άνθρωπος, αλλά η μυρωδιά είναι ολόιδια. Αυτός είναι το κακό πράγμα, σίγουρα. Ξαφνικά κρυώνει πολύ. Δε φοβάται. Όχι, δε φοβάται. Είναι σκύλος. Ο νεαρός-κακό πράγμα πάει να μπει μέσα στο ανθρώπινο μέρος. Κρατάει φαγητό. Μπισκότα με σοκολάτα. Πατάτες. Ενδιαφέρον. Ακόμα και το κακό πράγμα τρώει φαγητά. Ήταν έξω, έτρω-
γε και τώρα πάει μέσα. Μπορεί να του έμεινε λίγο φαγητά. Έ ν α καλό κούνημα ουράς, ένα φιλικό τρέμουλο, ένα ναζιάρικο σκσύξιμο μπορεί να φέρουν καμιά νοστιμιά, ναι, ναι, ναι, ναι. 'Οχι, όχι, όχι, όχι. Κακή ιδέα. Η σοκολάτα όμως; 'Οχι, παράτα το. Είναι σαν τις κακές ιδέες που μετά σε κάνουν να βρίσκεσαι με γρατσουνιές στη μουσούδα. Και χειρότερη. Που βρίσκεσαι ψόφιος σαν τη μέλισσα στη λακκούβα, σαν τον ποντικό στον υπόνομο. Το πράγμα που θα σε σκοτώσει πάει μέσα και κλείνει την πόρτα. Η τρομακτική μυρωδιά του δεν είναι τόσο δυνατή τώρα. Ούτε και η μυρωδιά της σοκολάτας. Τι να γίνει; «Γονονονονονον». Μια κουκουβάγια. Ποιος φοβάται μια κουκουβάγια; Ένας σκύλος ποτέ! Τριγυρίζει για κάμποση ώρα έξω από το μέρος των ανθρώπων κι οσφραίνεται. Μυρίζει χώμα, γρασίδι, επίπεδες πέτρες που βάζουν οι άνθρωποι πάνω στο χώμα. Θάμνοι. Λουλούδια. Ζουζούνια στο χορτάρι, διάφορα είδη. Κάνα δυο απ' αυτά τα πράγματα που κάθονται οι άνθρωποι και... δίπλα σ' ένα απ' αυτά ένα κομματάκι μπισκότο. Με σοκολάτα. Καλό, καλό... πάει, τέλειωσε. Οσφραίνεται γύρω, από κάτω, εδώ, εκεί, αλλά δε βρίσκει άλλο μπισκότο. Μια σαυρίτσα! Βζιν! Φεύγει γρήγορα, να τη, ανάμεσα στις πέτρες, πιάσ' την, πιάσ' την, πιάσ' την. Από δω, από κει, από δω, ανάμεσα στα πόδια του, πίσω, από κει, να τη πάλι, φεύγει — πού χάθηκε τώρα;— εκεί πέρα, βζινI Μη σου ξεφύγει, πιάσ' την, πιάσ' την, τώρα, τώρα, τώρα...μπαμί Από πού ξεφύτρωσε αυτός ο σιδερένιος φράχτης; Η σαύρα ξέφυγε, αλλά ο σιδερένιος φράχτης μυρίζει φρέσκο ανθρώπινο πιπί. Ενδιαφέρον. Είναι πιπί από το κακό πράγμα. Δεν είναι καλή μυρωδιά. Ούτε και κακή. Ενδιαφέρον. Το πράγμα που θα σε σκοτώσει φαίνεται σαν άνθρωπος, κάνει πιπί σαν άνθρωπος, άρα πρέπει να είναι άνθρωπος κι ας είναι παράξενο και διαφορετικό. Ακολουθεί το δρόμο που είχε πάρει το κακό πράγμα όταν σταμάτησε να κάνει πιπί και μπαίνει στο μέρος των ανθρώπων. Φτάνει σε μια μεγάλη πόρτα και στο κάτω μέρος της βρίσκει
μια άλλη μικρή πόρτα, σχεδόν στο δικό του μέγεθος. Την οσφραίνεται. Η μικρή πόρτα μυρίζει σαν από άλλο σκυλί. Αχνά, πολΰ αχνά, αλλά είναι μυρωδιά από άλλο σκυλί. Πριν από καιρό, ένα σκυλί έμπαινε κι έβγαινε απ' αυτή την πόρτα. Ενδιαφέρον. Είναι τόσος πολΰς καιρός, που πρέπει να μυρίσει πολΰ, πάρα πολΰ, για να καταλάβει κάτι. Αρσενικό σκυλί. Ό χ ι μικρό, όχι πολΰ μεγάλο. Ενδιαφέρον. Νευρικό σκυλί... σαν άρρωστο. Πολΰ καιρό πριν. Ενδιαφέρον. Για σκέψου! Πόρτα για ανθρώπους. Πόρτα για σκυλιά. Σκέψου. Αυτό το μέρος δεν είναι μόνο μέρος ανθρώπων, είναι μέρος ανθρώπων και σκύλων. Ενδιαφέρον. Σπρώχνει με τη μουσούδα του το μεταλλικό πορτάκι κι αυτό σηκώνεται προς τα μέσα Χώνει το κεφάλι του σιο άνοιγμα για να το κρατάει ανοιχτό, οσφραίνεται καλύτερα και κοιτάζει γύρω. Μέρος φαγητού. Το φαγητό υπάρχει, αλλά είναι κρυμμένο κάπου. Δεν το βλέπει, αλλά μπορεί να το μυρίσει καλά. Η πιο δυνατή απ' όλες τις μυρωδιές είναι αυτή από το κακό πράγμα, τόσο δυνατή που τον κάνει ν' αδιαφορεί για το φαγητό. Η μυρωδιά τον αηδιάζει και τον τρομάζει, αλλά τον τραβάει κιόλας. Η περιέργεια τον ωθεί να συνεχίσει το κυνήγι. Στριμώχνεται στο άνοιγμα, το μεταλλικό πορτάκι γλιστράει πάνω στη ράχη του, ύστερα στην ουρά του και τελικά ξανακλείνει μόνο του μ' ένα ελαφρό κλικ. Βρίσκεται μέσα. Τσιτώνει τ' αυτιά. Αφουγκράζεται. Έ ν α χαμηλό, σταθερό βουητό. Ήχος από μηχάνημα. Αλλιώς, ησυχία. Πολύ λίγο φως. Μόνο κάτι μικρές κόκκινες κουκκίδες από φως σε μερικά από τα μηχανήματα. Δε φοβάται. Όχι, όχι, όχι. Μπαίνει από το ένα σκοτεινό μέρος στο άλλο, πατώντας αργά, αθόρυβα γλιστρώντας από τοίχο σε τοίχο, μυρίζοντας συνεχώς, αλλά δε βρίσκει το πράγμα που θα σε σκοτώσει, μέχρι που φτάνει στον πάτο μιας σκάλας. Κοιτάζει προς τα πάνω, μυρίζει τον αέρα και ξέρει ότι το κακό πράγμα είναι σε κάποιο μέρος εκεί ψηλά. Αρχίζει ν' ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Σταματάει, ανεβαίνει άλλα δυο, σταματάει, κοιτάζει πίσω και κάτω, κοιτάζει πάλι
ψηλά, συνεχίζει το ανέβασμα, σταματάει κι αναρωτιέται το ίδιο πράγμα που αναρωτιέται πάντα σε κάποια στιγμή, κάθε φορά που κυνηγάει γάτα: τι γυρεύει εκεί; Αφού δεν υπάρχει φαγητό, αφού δεν υπάρχει θηλυκό στις κάψες του, αφού δεν υπάρχει κανένας να τον χαϊδέψει, νατον ξύσει στο λαιμό ή να παίξει μαζί τσυ, τιγυρεύει εκεί; Δεν ξέρει να πει. Ίσως είναι τέτοια η φύση των σκύλων, ν' αναρωτιούνται τι κρύβεται πίσω από την κάθε γωνία, πίσω από τον κάθε τοίχο. Τα σκυλιά είναι ιδιαίτερα ζώα. Είναι περίεργα. Η ζωή είναι περίεργη κι ενδιαφέρουσα Κι αυτός έχει την αίσθηση ότι κάθε καινούριο μέρος ή κάθε καινούρια μέρα μπορεί να του αποκαλύψουν κάτι τόσο διαφορετικό και ιδιαίτερο, που έτσι και το δει ή το μυρίσει θα καταλάβει καλύτερα τον κόσμο και θα είναι πιο ευτυχισμένος. Αισθάνεται ότι τον περιμένει κάτι άγνωστο και υπέροχο, κάτι που δεν μπορεί να το φανταστεί, κάτι που θα είναι καλύτερα από φαγητό ή θηλυκά στις κάψες τους, καλύτερο κι από τα χάδια και τα παιχνίδια, κι από το τρέξιμο στην παραλία, με τσν αέρα να του ανακατεύει τη γούνα, καλύτερο κι από το να κυνηγάει μια γάτα ή κι ι ατό το να πιάσει μια γάτα, αν ήταν δυνατόν να γίνει ποτέ τέτοιο πραγμα. Γι' αυτό, ακόμη κι εδώ, σ' ετούτο το σκοτεινό, τρομακτικό μέρος, όπου η μυρωδιά από το κακό πράγμα είναι τόσο δυνατή που του έρχεται να φταρνίζεται, εξακολουθεί να αισθάνεται ότι κάτι υπέροχο και άγνωστο τον περιμένει να το ανακαλύψει. Θυμάται τη γυναίκα και το παιδί. Αυτοί είναι καλοί. Τον αγαπάνε. Ίσως βρει έναν τρόπο να εμποδίσει το κακό πράγμα να τους τρομάζει τόσο πολύ. Συνεχίζει ν' ανεβαίνει τα σκαλοπάτια ώσπου φτάνει στην κορυφή. Βρίσκεται σ' ένα στενό και μακρύ μέρος. Προχωράει μυρίζοντας τις πόρτες που είναι άλλη από δω κι άλλη από κει. Πίσω από μια έχει λίγο φως. Και πολύ, πολύ δυνατή μυρωδιά από πράγμα που θα σε σκοτώσει. Δε φοβάται, δε φοβάται, είναι σκύλος, ανιχνευτής, κυνηγός, καλός και γενναίος σκύλος, καλός. Η πόρτα είναι ανοιχτή ίσα μια χαραμάδα. Χώνειτη μύτη του στο άνοιγμα. Θα μπορούσε να σπρώξει, να μεγαλώσειτο άνοιγμα και να μπει στο μέρος που είναι από πίσω, αλλά διστάζει. Δεν υπάρχει τίποτα υπέροχο εκεί μέσα. Ίσως να υπάρχει κάπου αλλού μέσα σ' αυτό το μέρος των ανθρώπων, ίσως να υπάρχει πίσω από κάθε καινούρια γωνιά, αλλά όχι εκεί μέσα.
Μήπως θα ήταν καλύτερα να φύγει τώρα, να γυρίσει πίσω στο δρομάκι να δει αν ο καλός, χοντρός άνθρωπος του έφερε κι άλλο φαγητό; Αυτό θα ήταν γατίσιο φέρσιμο. Οι γάτες την κοπανάνε, το βάζουν στα πόδια. Αυτός δεν είναι γάτα Δε φοβάται. Είναι σκύλος. Γι' αυτό σπρώχνει την πόρτα. Το άνοιγμα μεγαλώνει. Κι αυτός τρυπώνει στο μέρος που βρίσκεται από πίσω. Ο νεαρός-κακό πράγμα είναι ξαπλωμένος σε μαύρα υφάσματα σε ένα μέρος πιο ψηλά από το πάτωμα Δεν κουνιέται καθόλου, δεν ακούγεται καθόλου, έχει τα μάτια κλειστά. Μήπως είναι ψόφιος; Ψόφιο κακό πράγμα πάνω σε μαύρα υφάσματα. Πλησιάζει πατώντας αθόρυβα. Οσφραίνεται. Όχι, δεν είναι ψόφιο. Κοιμάται. Το πράγμα που θα σε σκοτώσει τρώει, κάνει πιπί και τώρα κοιμάται. Άρα κάνει όπως οι άνθρωποι με πολλούς τρόπους, κάνει όπως οι σκύλοι, αλλά δεν είναι ούτε άνθρωπος, ούτε σκύλος. Και τώρα τι κάνουμε; Κοιτάζει το κοιμισμένο κακό πράγμα και σκέφτεται να ορμήσει μ' ένα σάλτο πάνω του να του γαβγίσει δυνατά, να το ξυπνήσει, να το τρομάξει πολύ για να μην ξαναπειράξει την καλή γυναίκα και το καλό παιδί, ίσως να του ρίξει και μια γερή δαγκωνιά, να γίνει κακό σκυλί μια φορά, δεν πειράζει, αν είναι να βοηθήσει τη γυναίκα και το παιδί. Να το δαγκώσει στο λαιμό. Ή cm) μύτη. Τώρα που κοιμάται, το κακό πράγμα δε φαίνεται και τόσο επικίνδυνο· ούτε τόσο δυνατό, ούτε τόσο γρήγορο. Δε θυμάται γιατί το φοβόταν τις άλλες φορές. Κοιτάζει γύρω το μαύρο δωμάτιο. Ύστερα κοιτάζει πιο ψηλά. Το φως πέφτει πάνω σε πολλά, πολλά μάτια που γυαλίζουν μέσα από κάτι σαν μπουκάλια με νερό, μάτια ανθρώπων χωρίς ανθρώπους και μάτια ζώων χωρίς ζώα. Ενδιαφέρον, αλλά όχι καλό, καθόλου καλό. Και πάλι αναρωτιέται τι γυρεύει εκεί. Του φαίνεται ξαφνικά πως αυτό το μέρος είναι σαν το σωλήνα όπου είχε σφηνώσει, σαν τις βαθιές τρύπες στο χώμα, όπου ζουν κάτι μεγάλες, μαύρες αράχνες. Κι έπειτα διαισθάνεται ότι ό νεαρός-κακό πράγμα που κοιμάται είναι κάπως σαν κάτι αγόρια που παίζουν στην παραλία και μυρίζουν άμμο, ήλιο και αρμύρα, σαν κάτι αγόρια που κάνουν πως θέλουν να σε χαϊδέψουν και να σε ξύσουν πίσω
από τ' αυτιά, αλλά σε πιάνουν, σε δένουν και προσπαθούν να σου βάλουν φωτιά στη γούνα σου. Κουτό σκυλί. Κουτό σκυλί που ήρθε εδώ. Καλό σκυλί, αλλά κουτό. Απομακρύνεται από το κρεβάτι πισωπατώντας, κάνει στροφή, χώνει την ουρά στα σκέλια και βγαίνει από το δωμάτιο. Κατεβαίνει γρήγορα τη σκάλα, φεύγει απ' αυτό το μέρος, δε φοβάται, απλώς προσέχει, δε φοβάται, όχι, αλλά η σκυλίσια καρδιά του χτυπάει γρήγορα και δυνατά.
6 Τις καθημερινές, η Τάνια Ντιλέινι εργαζόταν ως αποκλειστική νοσοκόμα στη νυχτερινή βάρδια, από τα μεσάνυχτα ως τις οχτώ το πρωί. Αλλά υπήρχαν κάτι νύχτες που θα προτιμούσε να δούλευε σε νεκροτομείο. Η Τζένιφερ Ντράκμαν, για παράδειγμα, ήταν πολύ πιο τρομακτική απ' ό,τι φανταζόταν η Τάνια ότι θα μπορούσε ν' αντικρίσει νύχτα σε νεκροτομείο. Η Τάνια καθόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι της τυφλής και διάβαζε ένα μυθιστόρημα για να περάσει η ώρα τη ς. Αγαπούσε το διάβασμα και ήταν από τη φύση της άνθρωπος της νύχτας, οπότε η δουλειά της νυχτερινής αποκλειστικής τής ερχόταν γάντι. Υπήρχαν βράδια που η Τζένιφερ κοιμόταν χωρίς διακοπή ως το πρωί και τότε η Τάνια τελείωνε ολόκληρο βιβλίο κι άρχιζε καινούριο πριν τελειώσει η βάρδια της. Αλλά υπήρχαν και φορές που η Τζένιφερ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τότε μιλούσε ασταμάτητα κι ακατάληπτα και ήταν βυθισμένη σε μια κόλαση τρόμου. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η Τάνια ήξερε ότι η καημένη η γυναίκα ήταν απλώς τρελή και δεν έπρεπε να τη φοβάται, αλλά ο τρόμος της ήταν τόσο άγριος κι απόλυτος, που καταντούσε μεταδοτικός. Χωρίς να το θέλει, η Τάνια ανατρίχιαζε σύγκορμη, έριχνε συνεχώς ματιές προς την πόρτα κι έξω από το παράθυρο, λες και κάτι φριχτό παραμόνευε στο σκοτάδι, έτοιμο να επιτεθεί. Ευτυχώς, οι πρώτες ώρες μετά τα μεσάνυχτα εκείνης της Τετάρτης κυλούσαν χωρίς κραυγές, ουρλιαχτά τρόμου ή ξεκάρφωτες κουβέντες χωρίς κανένα νόημα, που θύμιζαν λόγια φανατικού θρησκευόμενου σε κρίση τρόμου για την αγωνία της
κόλασης. Η Τζένιφερ κοιμόταν, αν και όχι ήρεμα Βασανιζόταν από εφιάλτες. Που και που βογκούσε μέσα στον ύπνο της ή αρπαζόταν με το γερό της χέρι από το κάγκελο του κρεβατιού και προσπαθούσε μάταια ν' ανασηκωθεί. Με τα οστεώδη δάχτυλά της σφιγμένα γύρω από το σίδερο, τους ατροφικούς μύες στα χέρια και στο λαιμό της, το λιπόσαρκο πρόσωπο με τα ραμμένα βλέφαρα και τις κούφιες κόγχες, έμοιαζε περισσότερο με πτώμα που ανασηκώνεται από το φέρετρο, παρά με άρρωστη γυναίκα. Κι όταν παραμιλούσε στον ύπνο της, δε φώναζε, αλλά ψιθύριζε με βραχνή, σπασμένη φωνή, γεμάτη τρόμο κι ένταση, μια φωνή που δεν έμοιαζε ανθρώπινη, που πλανιόταν στον αέρα σαν ψίθυρος της ψυχής ενός νεκρού σε πνευματιστική συγκέντρωση. «Θα μας σκοτώσει όλους... θα μας σκοτώσει... θα μας σκοτώσει... όλους...» Η Τάνια ανατρίχιασε και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο αστυνομικό μυθιστόρημα που διάβαζε, αν και είχε κάποιες ενοχές επειδή αγνοούσε την ασθενή της. Θα έπρεπε τουλάχιστον να της κρατάει το χέρι για να την ηρεμήσει, να πιάνει το μέτωπο της να δει μήπως είχε πυρετό, να της μιλάει καθησυχαστικά και να προσπαθεί να τη βγάλει από τον εφιάλτη της χωρίς να την ξυπνήσει. Ήταν καλή νοσοκόμα και, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, θα είχε κάνει τα πάντα για να βοηθήσει έναν άρρωστο που βασανιζόταν από εφιάλτες. Τώρα όμως έμενε καθισμένη στην πολυθρόνα και δε διακινδύνευε να ξυπνήσει την Τζένιφερ. Γιατί, αν ξυπνούσε, μπορεί να την έπιανε καμιά από κείνες τις τρομερές κρίσεις, όπου στρίγκλιζε σαν να την έπνιγαν, έκλαιγε γοερά χωρίς δάκρυα, έσκουζε και παραληρούσε συνεχώς με κάτι λόγια που έκαναν το αίμα της Τάνια να παγώνει. Ο ανατριχιαστικός ψίθυρος της κοιμισμένης γέμισε ξανά το δωμάτιο, «...φωτιά... η πόλη καίγεται... ποτάμια αίμα... αίμα και φωτιά... Είμαι η μάνα τσυ Σατανά... Θεέ μου, βοήθα με... είμαι η μάνα του Σατανά...» Η Τάνια σκέφτηκε ν' ανεβάσει λίγο ακόμη το θερμοστάτη κι ας έκανε ήδη αρκετή ζέστη στο δωμάτιο. «...διεστραμμένο μυαλό... νεκρωμένη καρδιά... χτυπάει, αλλά είναι νεκρή...» Η Τάνια αναρωτήθηκε τι να είχε υποφέρει αυτή η γυναίκα και ποια δυστυχία την είχε φέρει σε τέτοια κατάσταση. Τι να
είχαν δει άραγε τα μάτια της πριν τυφλωθεί; Τι είδους αναμνήσεις στοίχειωναν τα όνειρά της;
7 Το Γκριν Χάουζ, στον αυτοκινητόδρομο της Ακτής του Ειρηνικού, το αποτελούσαν ένα μεγάλο, τυπικά καλιφορνέζικο ρεστοράν, υπερβολικά γεμάτο —ακόμη και για τα γούστα του Χάρι— με πελώριους φίκους και φτέρες κι ένα εξίσου μεγάλο μπαρ, όπου οι υπάλληλοι, έχοντας προφανώς μπουχτίσει από τα πολλά φυτά, φρόντιζαν να τα διατηρούν σε λογικές διαστάσεις, δηλητηριάζοντας πού και που το χώμα τους με τα απομεινάρια από τα ουίσκι των πελατών. Το ρεστοράν ήταν κλειστό εκείνη την ώρα. Το μπαρ, αντίθετα, έμενε ανοιχτό ως τις δύο. Είχε ανακαινιστεί πρόσφατα και η διακόσμηση του σε στυλ αρ ντεκό, με βασικά χρώματα το μαύρο, το πράσινο και το ασημί, ήταν σκέτη κακογουστιά δίπλα στο κομψό ρεστοράν, μια τραβηγμένη από τα μαλλιά προσπάθεια να γίνει σικ ένα μάλλον λαϊκό στέκι. Σέρβιραν όμως σάντουιτς και σνακ, εκτός από τα ποτά, κι αυτό ήταν πολύ βολικό. Ανάμεσα σε κιτρινισμένα και καχεκτικά φυτά, καμιά τριανταριά πελάτες έπιναν, συζΐ]τούσαν κι άκουγαν ζωντανή μουσική τζαζ. Έ ν α κουαρτέτο έπαιζε ζωηρούς αυτοσχεδιασμούς σε γνωστά μοτίβα της χρυσής εποχής. Δυο ζευγάρια, που προφανώς δεν αντιλαμβάνονταν ότι τη συγκεκριμένη μουσική ήταν προτιμότερο να την ακούν παρά να τη χορεύουν, αγωνίζονταν ν' ακολουθήσουν τις συνεχείς κι απότομες αλλαγές των ρυθμών με κάτι χορευτικές φιγούρες που θα έκαναν τον Φρεντ Αστέρ και τον Μπαρίσνικοφ να θέλουν ν' αλλάξουν επάγγελμα. 'Οταν ο Χάρι και η Κόνι μπήκαν στο μπαρ, ο τριαντάχρονος διευθυντής τούς υποδέχτηκε μ' ένα καχύποπτο κι ανήσυχο βλέμμα. Φορούσε κοστούμι του Αρμάνι, ολομέταξη γραβάτα με μοτίβα ζωγραφισμένα στο χέρι κι ένα ζευγάρι όμορφα παπούτσια, τόσο μαλακά, που θα πρέπει να είχαν φτιαχτεί από έμβρυο μοσχαριού. Η οδοντοστοιχία του ήταν τέλεια, τα νύχια του φροντισμένα από μανικιουρίστα και το κούρεμά του βγαλμένο από σελίδες περιοδικού μόδας. Ο κύριος αυτός έκανε διακριτι-
κά νόημα σε έναν από τους μπάρμαν, ζητώντας του προφανώς να του δώσει ένα χέρι για να ξεφορτωθείτο ζευγάρι τους αλήτες που είχαν μπει στο μαγαζί του. Με εξαίρεση το ξεραμένο αίμα στη γωνιά των χειλιών της και μια μεγάλη κοκκινίλα σε όλη τη δεξιά μεριά του προσώπου της, η Κόνι ήταν σχετικά ευπαρουσίαστη, αν και κομμάτι κακοντυμένη για τα γούστα του κυρίου διευθυντή. Ο Χάρι, αντίθετα, είχε τα μαύρα του τα χάλια Τα ρούχα του, που είχαν μουσκέψει στη βροχή και ξαναστεγνώσει, δεν είχαν χάσει απλώς τη φόρμα τους, αλλά ήταν τόσο βρόμικα και ζαρωμένα που θύμιζαν επίδεσμους μούμιας. Το κάποτε άσπρο, κολλαριστό πουκάμισο του ήταν τώρα γκριζωπό και μύριζε καπνιά από την πυρκαγιά στο διαμέρισμα του. Ταπαπούτσια του είχαν γίνει σαν βάρκες, ήταν γδαρμένα και γεμάταλάσπες. Έ ν α μελανό αιμάτωμα στόλιζετο κούτελότου. Ταγένιατου είχαν αρχίσει να φυτρώνουν και τα χέρια του ήταν γεμάτα χώματα από την εξερεύνηση του σωρού στην αυλή του Όρντεγκαρντ. Η εμφάνισή του σίγουρα θα τον κατέτασσε το πολύ ένα σκαλί ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα από τον αλήτη που είχε απειλήσειπροηγουμένως η Κόνι με αναγκαστική αποτοξίνωση. Μόλις χτες, ο Χάρι θα φρικιούσε στην ιδέα και μόνο ότι ήταν δυνατόν να εμφανιστεί δημόσια σε τέτοια κατάσταση. Τώρα, δεν του καιγόταν καρφί. Τώρα το μόνο που τον απασχολούσε ήταν πώς θα επιβιώσει. Πριν προλάβει ο κύριος διευθυντής να τους διώξει από το Γκριν Χάουζ, έβγαλαν και του έδειξαν και οι δυο τις υπηρεσιακές τους ταυτότητες. «Αστυνομία», είπε ο Χάρι. Ούτε πασπαρτού, ούτε μυστικό σύνθημα, ούτε γαλαζοαίματη καταγωγή δεν ανοίγει πόρτες με την ευκολία που τις ανοίγει μια αστυνομική ταυτότητα. Βέβαια, σπάνια ανοίγουν πρόθυμα, αλλά το αποτέλεσμα είναι που μετράει. Επίσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βοήθησε και το γεγονός ότι η Κόνι ήταν αυτή που ήταν. «Όχι απλώς αστυνομία», πρόσθεσε; «Αστυνομία που της έχει βγει ο πάτος σήμερα και που καλά θα κάνει ο κάθε παλιομαλάκας λιμοκοντόρος να το ξανασκεφτεί πριν αρνηθεί να την εξυπηρετήσει μπας και προσβληθεί η αξιότιμη πελατεία του. Έγινα σαφής;» Τους οδήγησαν ευγενικά σ' ένα γωνιακό τραπέζι που, συ-
μπτωματικά, ήταν μακριά από τα φώτα και από τους περισσότερους πελάτες. Μια νεαρή σερβιτόρα κατάφθασε στη στιγμή, τους ανακοίνωσε ότι την έλεγαν Μπάμπι, σούφρωσε με νάζι τη μυτούλα της, χαμογέλασε και πήρε παραγγελίες. Ο Χάρι ζήτησε καφέ και χάμπουργκερ με μπιφτέκι μέτρια ψημένο. Η Κόνι προτιμούσε το δικό της με το αίμα του και με μπόλικα φρέσκα κρεμμυδάκια. «Καφέ και για μένα και φέρε μας ακόμη δυο διπλά κονιάκ Ρεμί Μαρτέν». Απευθυνόμενη στον Χάρι, πρόσθεσε: «Θεωρητικά, είμαστε εκτός υπηρεσίας. Κι αν αισθάνεσαι τόσο σκατά όσο εγώ, χρειάζεσαι οπωσδήποτε κάτι παραπάνω από καφέ και φαγητό για να στυλωθείς πραγματικά». Μέχρι να φέρει η σερβιτόρα τις παραγγελίες τους, ο Χάριπήγε στην τουαλέτα να πλύνει τα χέρια του. Αισθανόταν έτσι ακριβώς όπως είχε πει η Κόνι κι ο καθρέφτης τού επιβεβαίωσε ότι φαινόταν ακόμα χειρότερα απ' ό,τι ένιωθε. Αυτό το πανιασμένο πρόσωπο, με τους μαύρους κύκλους και τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από το στόμα ήταν αδύνατον να είναι το δικό τον. Έτριψε σχολαστικά τα χέρια του, αλλά μια σκιά βρομιάς εξακολουθούσε να παραμένει πεισματικά στα νύχια και στις ζάρες των κλειδώσεων. Τα χέρια του θύμιζαν μηχανικό αυτοκινήτων μετά τη δουλειά. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του, αλλά ούτε αυτό τον βοήθησε να δείξει πιο φρέσκος ή λιγότερο ανήσυχος. Αυτή η μέρα τον είχε κάνει σμπαράλια κι ίσως να του άφηνε μόνιμα σημάδια. Η ολοκληρωτική καταστροφή του διαμερίσματος του μαζί με όλα του τα υπάρχοντα, ό φριχτός θάνατος του Ρίκι και η παράξενη αλυσίδα των εξωπραγματικών γεγονότων είχαν κλονίσει ανεπανόρθωτα την πίστη του στην τάξη και στη λογική. Και η έκφραση της απόγνωσης που είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπο του ίσως να τον συνόδευε για πολύ καιρό — με την προϋπόθεση ότι θα ζούσε περισσότερο από μερικές ώρες ακόμη. Τόσο παράξενο και ξένο τού φαινόταν το πρόσωπο που αντίκριζε στον καθρέφτη, που δε θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν ο καθρέφτης ήταν μαγικός, όπως συμβαίνει συχνά στα παραμύθια. Απλωσε το χέρι του και τον άγγιξε, σχεδόν περιμένοντας ν' αλλάξει η εικόνα απέναντι του, αλλά τίποτε υπερφυσικό δε συνέβη. Ωστόσο, με δεδομένα τα αλλόκοτα γεγονότα αυτής της μέ-
ρας, δεν ήταν και τόσο παράξενο να πιστεύει σε μάγια. Είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν παγιδευμένος σε κάποιο παραμύθι, όπου οι ήρωες υποφέρουν τα πάνδεινα στη ζωή τους και πεθαίνουν με φριχτό τρόπο, αλλά τελικά ανταμείβονται με την αιώνια ευτυχία σε κάποιον παράδεισο. Ενδιαφέρουσα πλοκή, αρκεί να είναι κανείς απόλυτα σίγουρος ότι ο παράδεισος υπάρχει κάπου και τον περιμένει. Η μόνη ένδειξη ότι δεν είχε εγκλωβιστεί σε παιδικό παραμύθι ήταν η απουσία ενός ζο3ου με ανθρώπινη λαλιά. Τέτοια ζώα είναι το σήμα κατατεθέν κάθε αυθεντικού παραμυθιού και τα συναντάς με την ίδια συχνότητα που βλέπεις ψυχωτικούς δολοφόνους σε αμερικάνικες ταινίες. Παραμύθια. Μάγια. Τέρατα. Ψυχώσεις. Παιδιά. Ο Χάρι διαισθανόταν ότι άγγιζε κάποια γνώση στο βάθος του μυαλού του, που θα του αποκάλυπτε κάτι πολύ σημαντικό για τον Τικτάκ. Μαγεία. Ψυχώσεις. Παιδιά. Τέρατα. Παραμύθια. Η αποκάλυψη δεν έγινε. Πάσχισε με όλες του τις δυνάμεις να εντοπίσει την αόριστη γνώση. Μάταια. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι δεν άγγιζε απλώς τον καθρέφτη, αλλά πίεζε όλη την παλάμη του στην επιφάνεια με τόση δύναμη που κινδύνευε να σπάσει το γυαλί. Όταν τράβηξε το χέρι του, ένα υγρό αποτύπωμα της παλάμης του έμεινε πάνω στον καθρέφτη για μερικές στιγμές και ύστερα έσβησε κι εξαφανίστηκε. Ό λ α χάνονται τελικά. Μαζί κι ο Χάρι Λάιον. Την αυγή. Ο Χάρι επέστρεψε στο τραπέζι όπου τον περίμενε η Κόνι. Η μπάντα έπαιζε ένα πστπουρί από συνθέσεις του Ντιουκ' Ελινγκτον, διασκευασμένες σε ρυθμούςπιοσύγχρσνηςτζαζ. Ήταν σκέτο αίσχος. Ο Ντιουκ 'Ελινγκταν απλώς δε χρειαζόταν διασκευή. Στο τραπέζι τούς περίμεναν δυο αχνιστοί καφέδες και δυο ποτήρια του μπράντι γεμάτα Ρεμί Μαρτέν που λαμποκοπούσε σαν υγρό χρυσάφι. «Τα μπιφτέκια έρχονται σε δέκα λεπτά», τον ενημέρωσε η Κόνι όταν ξαναπήρε τη θέση του απέναντι της. Ψυχώσεις. Παιδιά. Μαγεία. Τίποτε. Ο Χάρι αποφάσισε να πάψει να σκέφτεται τον Τικτάκ για
λίγο. Να δώσει μια ευκαιρία στο υποσυνείδητό του να λειτουργήσει ελεύθερα, χωρίς πίεση. «Πρέπει Να Μάθω», είπε στην Κόνι, χρησιμοποιώντας έναν από τους τίτλους των τραγουδιών του Πρίσλεϊ. «Να μάθεις, τι;» «Πες Μου Γιατί». «Ε;» « Ή Τώρα ή Ποτέ». Η Κόνι μπήκε τελικά στο νόημα και χαμογέλασε. «Είμαι φανατική θαυμάστρια του Έλβις», απάντησε. «Αυτό το έχω καταλάβει». «Οπότε οι τίτλοι μού έρχονταν εύκολα στο νου». «Κι έτσι απασχόλησες τον Όρντεγκαρντ και έσωσες τη ζωή και των δυο μας». «Στην υγειά του βασιλιά του ροκ εν ρολ», είπε η Κόνι υψώνοντας το ποτήρι της. Η μπάντα σταμάτησε να ταλαιπωρεί τις συνθέσεις του Έ λινγκτον κι έκανε ένα μικρό διάλειμμα. Άρα, μάλλον υπάρχει Θεός τελικά και λυπάται πού και πού τους ανθρώπους. Ο Χάρι και η Κόνι τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ήπιαν. «Πώς και κόλλησες στον Έλβις;» ρώτησε ο Χάρι. Η Κόνι αναστέναξε. «Στα πρώτα χρόνια του ο Έλβις... ήταν το κάτι άλλο. Μιλούσε όλο για ελευθερία, για το δικαίωμα να είσαι αυτό που θέλεις και να μην μπαίνεις στο περιθώριο επειδή είσαι διαφορετικός. Τραγούδια από τα πρώτα δέκα χρόνια του ήταν ήδη παλιές, χρυσές επιτυχίες, όταν εγώ ήμουν εφτά οχτώ χρονών, αλλά μιλούσαν στην καρδιά μου. Καταλαβαίνεις;» «Εφτά οχτώ χρονών; Βαριά πράγματα για παιδάκι, δε νομίζεις; Θέλω να πω, όλα αυτά τα τραγούδια μιλάνε για μοναξιά, ραγισμένες καρδιές, προδομένες αγάπες...» «Βέβαια. Τέτοιο είδωλο ήταν ο Έλβις —ο αισθηματίας επαναστάτης, καλός αλλά ασυμβίβαστος, ρομαντικός και κυνικός ταυτόχρονα. Εγώ μεγάλωσα σε ορφανοτροφεία και ανάδοχες οικογένειες. 'Ηξερα πολύ καλά τι σημαίνει μοναξιά. Ό σ ο για την καρδούλα μου, είχε ήδη αρκετά ραγίσματα». Η σερβιτόρα έφερε τα μπιφτέκια τους κι ο βοηθός ξαναγέμισε τις κούπες τους με φρέσκο καφέ. Ο Χάρι άρχιζε να αισθάνεται ξανά σαν άνθρωπος. Βρόμι-
κος, τσαλακωμένος, χτυπημένος, κατάκοπος, τρομαγμένος, αλλά άνθρωπος παρ' όλα αυτά. «Εντάξει, καταλαβαίνω να έχεις ξετρελαθεί με τσν'Ελβις στην αρχή και να θυμάσαι όλα τα τραγούδια του. Αργότερα όμως;» Η Κόνι γαρνίριζε το μπιφτέκι της με κέτσαπ. «Το τέλος του είναι εξίσου ενδιαφέρον με το ξεκίνημά του, από άλλη σκοπιά. Είναι η αμερικανική τραγωδία». «Τραγωδία; Εκείνο το χοντρό ανδρείκελο με τα σατέν κοστούμια, τα κεντημένα με πούλιες;» «Φυσικά. Ο όμορφος και τολμηρός βασιλιάς, γεμάτος υποσχέσεις, ο τραγουδιστής που είχε υπερβεί τα συμβατικά όρια κάπου σκοντάφτει εξαιτίας ενός τραγικού ελαττώματος κι αρχίζει την ασυγκράτητη πτώση που καταλήγει στο θάνατο στα σαράντα δύο του χρόνια». «Πέθανε στην τουαλέτα», της θύμισε ο Χάρι με μια δόση ειρωνείας. «Δεν είπα ότι είναι σαιξπηρική τραγωδία. Εμπεριέχει όμως ένα στοιχείο παραλόγου. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αμερικανικής τραγωδίας. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει το δικό μας παραλογισμό». «Κάτι μου λέει πως δεν υπάρχει περίπτωση να χρησιμοποιήσουν αυτό το σλόγκαν ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι, ούτε οι Δημοκρατικοί στις προεκλογικές τους καμπάνιες», είπε ο Χάρι. Το μπιφτέκι ήταν υπέροχο. Έχωσε μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα του πριν συνεχίσει την κουβέντα «Λοιπόν, ποιο ήταν το τραγικό ελάττωμα του Έλβις;» «Ότι αρνιόταν να μεγαλώσει. Ίσως και να μην μπορούσε». «Υποτίθεται πως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες μένουν κατά βάθος παιδιά, ή όχι;» Η Κόνι δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν ε ίναι το ίδιο με το να είναι συνεχώς παιδιά Βλέπεις, ο νεαρός Πρίσλεϊ αναζητούσε την ελευθερία, είχε πάθος για την ελευθερία, έτσι όπως είχα κι εγώ. Ο Έλβις βρήκε την απόλυτη ελευθερία μέ^ από τη μουσική. Αλλά όταν την απέκτησε, όταν θα μπορούσε πια να είναι ελεύθερος για πάντα... τι έγινε τότε;» «Εσύ θα μου πεις». Η Κόνι σίγουρα το είχε σκεφτεί πολύ το ζήτημα. «Ο Έλβις έχασε το δρόμο του. Νομίζω πως αγάπησε περισσότερο τη δόξα από την ελευθερία. Η αυθεντική ελευθερία, η ελευθερία που
συνεπάγεται ευθύνη, είναι άξιο ιδανικά ενός ώριμου ανθρώπου. Η δόξα είναι απλώς μια φτηνή συγκίνηση. Θα πρέπει να είναι κανείς ανώριμος για να τον ενθουσιάσει η δόξα, δε συμφωνείς;» «Προσωπικά, δε θα την ήθελα», είπε ο Χάρι. «Όχι πως πρόκειται να την αποκτήσω, βέβαια». «Απόκτημα ανούσιο, επιφανειακό, ένα φανταχτερό μπιχλιμπίδι που μόνο ένα παιδί θα ξεγελιόταν και θα το περνούσε για διαμάντι. Ο Έλβις φαινόταν μεγάλος, μιλούσε σαν μεγάλος...» «Σίγουρα πάντως τραγουδούσε σαν μεγάλος, στις καλές στιγμές του». «Ναι, βέβαια Όμως, συναισθηματικά είχε παραμείνει παιδί. Ήταν μια περίπτωση καθήλωσης. Και η συμπεριφορά του μεγάλου ήταν απλώς ένα κοστούμι που φορούσε, μια μεταμφίεση. Γι' αυτό είχε πάντα κοντά του μια Αυλή ή τη ν ιδιωτική παιδική λέσχη που ε ίχε δημιουργήσει, γι' αυτό έτρωγε κυρίως σάντουιτς με ψητές μπανάνες και φιστικοβούτυρο — καθαρά παιδική λιχουδιά — γι'αυτό νοίκιαζε ολόκληρα λούνα παρκ όταν ήθελε να διασκεδάσει με τους φίλους του. Γι' αυτό και δεν μπόρεσε να εμποδίσει ανθρώπους σαν τον στρατηγό Πάρκερ να τον εκμεταλλευτούν ασύστολα». Παιδιά. Μεγάλοι. Μεγάλοι που μένουν παιδιά. Ψυχώσεις. Δόξα. Μαγεία. Παραμύθια. Μεγάλοι που μένουν παιδιά. Γέρατα. Μεταμφίεση. Ο Χάρι όρθωσε απότομα το κορμί του. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Η Κόνι εξακολουθούσε να μιλάει, αλλά η φωνή της έφτανε στ' αυτιάτου σαν από πολύ μακριά, «...το τελευταίο κομμάτι της ζωής του Έλβις μάς δείχνει απλώς σε πόσες παγίδες...» Ψυχωτικό παιδί. Που το συναρπάζουν τα τέρατα. Παιδί με μαγικές δυνάμεις. Μεγάλοι που μένουν παιδιά. Που φέρονται σαν μεγάλοι, αλλά είναι παιδιά. Μεταμφιέσεις. «...πόσο εύκολο είναι να χάσει κανείς την ελευθερία και να μην ξαναβρεί ποτέ το δρόμο που οδηγεί σ' αυτή...» Ο Χάρι άφησε κάτω το σάντουιτς. «Κόνι, νομίζω πως ξέρω ποιος είναι ο Τικτάκ». «Ποιος είναι;» «Περίμενε, θέλω να το σκεφτώ». Δυνατά, μεθυσμένα γέλια αντήχησαν από ένα τραπέζι κοντά στην ορχήστρα. Δυο εξηντάρηδες, με εμφανή τα σημάδια
του πλούτου πάνω τους, παρέα με δυο ξανθές εικοσάχρονες. Προσπαθούσαν κι αυτοί να ζήσουν το δικό τους παραμύθι Οι δυο μεσήλικοι ονειρεύονταν το τέλειο σεξ και τη ζήλια όλων των νεαρών αρσενικών που τους έβλεπαν. Οι δυο νεαρές ονειρεύονταν πλούτη και ξέγνοιαστη ζωή και δεν υποψιάζονταν καν ότι θα έφτανε μια μέρα που αυτές οι ίδιες θα σιχαίνονταν το όνειρο τους. Ο Χάρι έτριψε δυνατά τα μάτια του με τους κόμπους των δαχτύλων και προσπάθησε να βάλει τις σκέψειςτου σε μια τάξη. «Δεν πρόσεξες ότι έχει κάτι παιδιάστικο;» ρώτησε την Κόνι. «Ο Τικτάκ; Αυτό το βόδι;» «Εσύ εννοείς το γκολέμ. Εγώ σου μιλάω για τον πραγματικό Τικτάκ, αυτόν που δημιουργεί τα γκολέμ. Του φαίνεται σαν παιχνίδι. Παίζει μαζί μας με τον τρόπο που ένα κακό παιδί βασανίζει μια μύγα κόβοντάς της τα φτερά ή βάζει φωτιά σε μια κάμπια. Το τελεσίγραφο για την αυγή, οι εμφανίσεις του που μόνο σκοπό έχουν να μας τρομάξουν, όλα αυτά θυμίζουν παλιόπαιδο που διασκεδάζει πειράζοντας τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας». Ο Χάρι θυμήθηκε τότε τι άλλο του είχε πει ο Τικτάκ όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, λίγο πριν βάλει φωτιά στο διαμέρισμά του: «...δεν ξέρεις πόσο μ' αρέσει να παίζω με τύπους σαν κι εσένα... μεγάλε ήρωα... νομίζεις ότι μπορείς να σκοτώνεις όποιον σου καπνίσει, να σπρώχνεις όποιον σου κάνει κέφι...» Να σπρώχνεις όποιον σον κάνει κέφι... «Χάρι;» Ο Χάρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ανατρίχιασε. «Μερικοί άνθρωποι καταλήγουν ψυχασθενείς από ψυχολογικά τραύματα της παιδικής τους ηλικίας. Κάποιοι άλλοι όμως γεννιούνται έτσι, ψυχικά άρρωστοι». «Κάποια βλάβη στα γονίδια», συμφώνησε η Κόνι. «Ας υποθέσουμε πως ο Τικτάκ γεννήθηκε κακός». «Ποτέ δεν ήταν αγγελούδι». «Κι ας υποθέσουμε ότι αυτή η απίστευτη, εξωπραγματική δύναμή του δεν είναι αποτέλεσμα εργαστηριακού πειράματος, αλλά προέρχεται από βλάβη στα γονίδια. Αν γεννήθηκε μ' αυτή τη δύναμη, αυτόματα διαχωρίστηκε από τους υπόλοιπους ανθρώπους — με τον ίδιο τρόπο που η δόξα διαχώρισε τον Πρίσλεϊ— και δεν κατάφερε ποτέ να μεγαλώσει, δεν έμαθε ή δε θέλησε να ενηλικιωθεί και να ωριμάσει. Παραμένει ένα παιδί
στην καρδιά. Έ ν α παρανοϊκό παιδί που παίζει διεστραμμένα παιχνίδια». Ο Χάρι ξανάφερε στο νου του το γιγαντόσωμο αλήτη όπως στεκόταν στην κρεβατοκάμαρά του, έξαλλος από θυμό, και ούρλιαζε ξανά και ξανά: «Άκουσες, ήρωα, άκουσες τι σου είπα, ε; Άκουσες, άκουσες, ΑΚΟΥΣΕΣ, ΑΚΟΥΣΕΣ;» Τότε, αυτή η συμπεριφορά τον είχε τρομοκρατήσει λόγω της δύναμης και του μεγέθους του αλήτη, αλλά τώρα που ξαναθυμόταν τη σκηνή έβρισκε ότι θύμιζε έντονα παλικαρισμούς ενός πιτσιρικά. Η Κόνι έσκυψε πάνω στο τραπέζι και κούνησε το δάχτυλο της μπροστά στο οπτικό πεδίο του Χάρι. «Ε, σύνελθε! Ακόμα περιμένω το συμπέρασμα. Ποιος είναι ο Τικτάκ; Πιστεύεις ότι τελικά είναι ένα παιδί; Μήπως ψάχνουμε για κάνα μαθητή του δημοτικού; Ή για κάνα κοριτσάκι, θ ε ό ς φυλάξοι;» «Όχι, είναι μεγαλύτερος. Νεαρός, αλλά μεγαλύτερος». «Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» «Τον έχω συναντήσει». Να σπρώχνεις όποιον σου κάνει κέφι... Είπε στην Κόνι για το νεαρό που είχε περάσει κάτω από το απαγορευτικό σκοινί και είχε στηθεί μπροστά στο σπασμένο παράθυρο για να χαζέψει το πτώμα ενός από τα θύματα του Όρντεγκαρντ στο ρεστοράν: μελαχρινός· αθλητικά παπούτσια· μπλουτζίν διαφημιστικό μπλουζάκι της μπίρας Τεκάτε. «Κοίταζε μέσα σαν αποβλακωμένος· είχε μαγνητιστεί από το αίμα και τα πτώματα. Είχε κάτι αλλόκοτο... το βλέμμα του ήταν χαμένο... κι έγλειφε τα χείλιατου, λες και... δεν ξέρω, λες και υπήρχε κάτι έντονα ερωτικό στο αιμόφυρτο σώμα της γυναίκας. Με αγνόησε εντελώς όταν του είπα ν' απομακρυνθεί. Ίσως και να μη με άκουσε καν... ήταν σαν υπνωτισμένος... κι έγλειφε τα χείλια του...» Ο Χάρι έπιασε το ποτήρι με το μπράντι και κατέβασε μονοκοπανιά όσο είχε απομείνει. «Πήρες τα στοιχεία του;» ρώτησε η Κόνι. «Όχι. Τα θαλάσσωσα. Το χειρίστηκα πολύ άσχημα». Ο Χάρι ξανάζησε νοερά τη σκηνή. Είδε τον εαυτό του ν' αρπάζει το νεαρό από το μπλουζάκι, να τον σπρώχνει προς το απέναντι πεζοδρόμιο, να τον χτυπάει ίσως — αυτό δεν το θυμόταν στα σίγουρα, αλλά είχε μια θολή ανάμνηση ότι του έριξε μια γερή γονατιά ανάμεσα στα σκέλια— να τον αναγκάζει να δι-
πλωθεί στα δυο, να τον χώνει κάτω από το σκοινί και να τον πετάει πέρα με μια τελευταία, δυνατή σπρωξιά. «Αργότερα σιχάθηκα τον εαυτό μου που φέρθηκα έτσι», είπε στην Κόνι. «Δεν μπορούσα νατο πιστέψω πως έκανα τέτοιο πράγμα. Προφανώς, ήμουν πολύ ταραγμένος ακόμα από το κυνηγητό στη σοφίτα, παραλίγο να σκοτωθώ εκεί πάνω. Κι όταν είδα αυτό τον πιτσιρικά να χαζεύει τα πτώματα, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι αντέδρασα σαν... σαν...» «Σαν εμένα», είπε η Κόνι. «Ναι. Σαν εσένα». Παρ' όλο που είχε χάσει πια την όρεξή του, ο Χάρι αποτελείωσε το σάντουιτς γιατί ήξερε ότι έπρεπε να έχει δυνάμεις ν' αντιμετωπίσει τις ώρες που θα ακολουθούσαν. «Και πάλι δεν καταλαβαίνω πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι αυτός ο νεαρός ήταν ο Τικτάκ», είπε η Κόνι. «Το ξέρω ότι είναι αυτός». «Μόνο και μόνο επειδή ήταν λίγο παράξενος...» «'Οχι μόνο». «Προαίσθημα;» «Κάτι παραπάνω. Πες το αστυνομικό ένστικτο». Η Κόνι τον κοίταξε έκπληκτη για μερικές στιγμές και τελικά συγκατένευσε. «Εντάξει. Θυμάσαι πώς ήταν;» «Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Δεκαεννιά, είκοσι χρονών το πολύ». «Ύψος;» «Λίγο πιο κοντός από μένα». «Βάρος;» «Καμιά εξηνταριά κιλά. Λεπτός, όχι αδύνατος, λεπτός και μυώδης». «Χαρακτηριστικά;» «Λευκός. Δεν τον βλέπει συχνά ο ήλιος. Πυκνά μαλλιά, σκούρα καστανά, μπορεί και μαύρα. Συμπαθητική φυσιογνωμία, φέρνει λιγάκι εκείνου του ηθοποιού, του Τομ Κρουζ, αλλά με περισσότερες γωνίες στο πρόσωπο. Ασυνήθιστα μάτια. Γκρίζα. Λαμπερά γκρίζα, σαν γυαλισμένο ασήμι». «Ξέρεις τι λέω;» είπε η Κόνι. «Να πεταχτούμε στο σπίτι της Νάνσι Κουάν. Μένει εδώ κοντά, στο κέντρο της Λαγκούνα». Η Νάνσι ήταν ζωγράφος πορτραίτων, δούλευε για τις Ειδι-
κές Αποστολές και είχε το χάρισμα να αντιλαμβάνεται και να αποδίδει εύστοχα τις λεπτές αποχρώσεις στις περιγραφές υπόπτων από αυτόπτες μάρτυρες. Τα σκίτσα που έφτιαχνε με μολύβι συχνά είχαν αποδειχτεί ακριβείς προσωπογραφίες των εγκληματιών, όταν συλλαμβάνονταν επιτέλους και γινόταν γνωστή η ταυτότητα τους. «Θα της περιγράψεις το νεαρό, αυτή θα τον ζωγραφίσει και θα πάμε το σκίτσο στην Αστυνομία της Λαγκούνα να δούμε μήπως τον ξέρουν». «Κι αν δεν τον ξέρουν;» ρώτησε ο Χάρι. «Τότε θ' αρχίσουμε να χτυπάμε πόρτες και να δείχνουμε το σκίτσο του». «Πόρτες; Πού;» «Σε σπίτια και διαμερίσματα της περιοχής που τον συνάντησες. Είναι πολύ πιθανό να μένει εκεί κοντά. Αλλά, ακόμη κι αν δε μένει εκεί, ίσως να συχνάζει, να έχει φίλους στη γειτονιά...» «Αυτό το παιδί δεν έχει φίλους». «...ή συγγενείς. Κάποιος μπορεί να τον αναγνωρίσει». «Για φαντάσου τι μούτρα θα κάνουν οι άνθρωποι που θα τους χτυπάμε την πόρτα νυχτιάτικα». «Μήπιος προτιμάς να περιμένουμε να ξημερώσει;» ρώτησε η Κόνι κάνοντας ένα σαρκαστικό μορφασμό. «Μάλλον όχι». Οι μουσικοί τελείωσαν το διάλειμμάτους κι επέστρεψαν στη μικρή σκηνή. Η Κόνι ρούφηξε τον υπόλοιπο καφέ της, έσπρωξε πίσω την καρέκλα της, σηκώθηκε, έβγαλε κάτι διπλωμένα χαρτονομίσματα από την τσέπη του σακακιού της, ξεχώρισε μερικά και τ' άφησε στο τραπέζι. «Να σου δώσω τα μισά», είπε ο Χάρι. «Άσε, κερνάω εγώ». «Όχι, δεν είναι σωστό. Πρέπει να πληρώσω το μερίδιο μου». Η Κόνι τού έριξε ένα βλέμμα του στυλ: Κόψε τις μα/.ακίες. «Προτιμώ να είμαι εντάξει στους λογαριασμούς μου και το ξέρεις», της εξήγησε ο Χάρι. «Παράτα μας, Χάρι! Άσε μια φορά τους λογαριασμούς σου να πάνε στο διάβολο. Να σου πω τι θα κάνουμε; Αν βρεθούμε παρέα στην κόλαση όταν ξημερώσει, θα κεράσεις εσύ πρωινό».
Η Kdvi του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Βλέποντάς τη να πλησιάζει, ο διευθυντής με το κοστούμι του Αρμάνι και τη μεταξωτή γραβάτα έσπευσε να καταφύγει στην ασφάλεια του μπαρ. Ο Χάρι ακολούθησε την Κόνι, αφού έριξε πρώτα μια ματιά στο ρολόι του. Ήταν μία και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα. Μόνο πέντε ώρες τούς χώριζαν από το ξημέρωμα.
8 Περπατάει στην πόλη τη νύχτα. Οι άνθρωποι είναι μέσα στα δικά τους μέρη, που είναι όλα σκοτεινά. Χασμουριέται και του περνάει από το μυαλό να τεντωθεί κάτω από κάνα θάμνο και να κοιμηθεί. Ο κόσμος γίνεται αλλιώτικος όταν κοιμάται, γίνεται πιο ωραίος. Έχει μια καλή οικογένεια από ανθρώπους που ζουν σε δικό τους μέρος και τον καλοδέχονται εκεί, τον ταΐζουν κάθε μέρα, πολλές φορές κάθε μέρα, παίζουν μαζί του, τον φωνάζουν «Πρινς», τον πάνε με το αυτοκίνητο και τον αφήνουν να βγάζει το κεφάλι του από το τζάμι και να του ανεμίζει τ' αυτιά ο αέρας — είναι πολύ ωραίο αυτό, οι μυρωδιές έρχονται τόσο γρήγορα που ζαλίζεται— και κανένας δεν τον κλοτσάει ποτέ ούτε τον διώχνει. Είναι πολύ ωραίος ο κόσμος του ύπνου κι ας μην μπορεί να πιάσει τις γάτες ούτε cf αυτόν. Ύστερα θυμάται τον νεαρό-κακό πράγμα, το μαύρο μέρος, τα μάτια από ανθρώπους και ζώα χωρίς σώματα και τότε δε θέλει πια να κοιμηθεί. Κάτι πρέπει να κάνει με το κακό πράγμα, αλλά δεν ξέρει τι. Ξέρει ότι το κακό πράγμα θα πειράξει τη γυναίκα και το παιδάκι, ότι θα τους πονέσει πολύ. Είναι πολύ κακό. Θυμωμένο. Θα τους έβαζε φωτιά στη γούνα τους, αν είχαν γούνα. Δεν ξέρει γιατί, ούτε πότε, ούτε πού. Αλλά πρέπει κάτι να κάνει για να τους σώσει, να είναι καλό σκυλί, καλό, καλό. Και τώρα; Κάτι πρέπει να κάνει. Εντάξει. Και τώρα;
Μέχρι να βρει κάτι να κάνει, ας ψάξει να βρει κάτι να φάει. Ίσως ο καλός, χοντρός άνθρωπος να του άφησε κι άλλο φαγητό έξω από το μέρος του φαγητού. Ίσως ο καλός, χοντρός άνθρωπος να είναι ακόμα εκεί, να έχει ανοιχτή την πόρτα, να κοιτάζει το δρομάκι πάνω κάτω ψάχνοντας για το Φιλαράκο, να θέλει να τον βρει, να τον πάρει μαζί του στο μέρος που μένει, να τον ταΐζει κάθε μέρα, να παίζει μαζί του όποτε θέλει, να τον πηγαίνει με το αυτοκίνητο κι ο Φιλαράκος να βγάζει έξω το κεφάλιτου στον αέρα. Τρέχει τώρα. Προσπαθεί να πιάσει τη μυρωδιά του χοντρού ανθρώπου. Λες να είναι ακόμα έξω; Να περιμένειτο Φιλαράκο; Μυρίζοντας από δω κι από κει προσπερνάει ένα αυτοκίνητο που μυρίζει πολύ σκουριά, πολύ λάδια, πολύ γράσο και είναι σταματημένο σ' ένα μεγάλο, άδειο μέρος. Και τότε μυρίζει καθαρά τη γυναίκα και το παιδάκι, ακόμα και πίσω από τα κλειστά παράθυρα. Σταματάει και σηκώνει το κεφάλι. Το παιδάκι κοιμάται, δεν τον βλέπει. Η γυναίκα δεν κοιμάται, έχει τα μάτια ανοιχτά, αλλά ούτε αυτή τον βλέπει. Μπορεί ο καλός, χοντρός άνθρωπος να συμπαθήσει την καλή γυναίκα και το παιδάκι, να έχει μέρος για όλους στο δικό του, ζεστό, μεγάλο μέρος και τότε θα παίζουν όλοι μαζί, θα τρο'ινε όποτε θέλουν, θα πηγαίνουν όλοι μαζί με το σκουριασμένο αυτοκίνητο και θα βγάζουν όλοι τα κεφάλια τους έξω στον αέρα, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Γιατί όχι; Στον κόσμο του ύπνου υπάρχει πάντα μια οικογένεια. Γιατί όχι και στον άλλο κόσμο; Τώρα έχει ενθουσιαστεί. Αισθάνεται ότι το υπέροχο, άγνωστο πράγμα είναι στην επόμενη γωνία και τον περιμένει, το υπέροχο πράγμα που αυτός πάντα το ήξερε ότι υπάρχε ι και που αυτί] τη φορά θα το βρει. Ωραία. Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Το μέρος του φαγητού όπου περιμένει ο καλός, χοντρός άνθρωπος δεν είναι πολύ μακριά από το αυτοκίνητο. Αν γαβγίσει μπορεί να κάνει τη γυναίκα να τον δει και ύστερα να την πάει μαζί με το παιδάκι στον καλό, χοντρό άνθρωπο. Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Αλλά στάσου, στάσου. Θα του πάρει πολλή ώρα να τους κάνει να τον ακολουθήσουν — οι άνθρωποι αργούν πολύ να καταλάβουν, μερικές φορές. Ο χοντρός άνθρωπος μπορεί να φύγει. Κι αν τους πάει εκεί κι αυτός δεν είναι, θα στέκονται στο δρόμο χωρίς να ξέρουν γιατί και θα νομίσουν ότι αυτός είναι καυτό
σκυλί, κουτό, κουτό, και τότε θα νιώσει ταπεινωμένος, όπως όταν το σκάει η γάτα και σκαρφαλώνει στο δέντρο και τον κοιτάει από ψηλά. Όχι, όχι, όχι. Ο χοντρός άνθρωπος δεν πρέπει να φύγει, δεν πρέπει. Αν φύγει ο καλός, χοντρός άνθρωπος, δε θα βρεθούν ποτέ όλοι μαζί στο ωραίο, ζεστό μέρος που ζουν οι άνθρωποι ούτε στο αυτοκίνητο με το κεφάλι έξω στον αέρα. Τι να κάνει; Τι να κάνει; Να γαβγίσει; Να μη γαβγίσει; Να μείνει εδώ ή να φύγει, ναι ή όχι, να γαβγίσει ή να μη γαβγίσει; Πιπί. Πρέπει να κάνει πιπί. Σηκώνει το πόδι. Αχ! Ναι, ναι, ναι, ναι. Ωραίο πιπί, δυνατή μυρωδιά, πιπί που κυλάει στο πεζοδρόμιο. Ενδιαφέρον. Ο χοντρός άνθρωπος. Να μην ξεχάσει το χοντρό άνθρωπο, που περιμένει στο δρομάκι. Να πάει πρώτα στο χοντρό άνθρωπο, πριν αυτός φύγει και χαθεί για πάντα, να τον πάρει, να τον φέρει εδώ, ναι, ναι, ναι, ναι, γιατί η γυναίκα και το παιδάκι δεν πρόκειται να φύγουν από δω. Καλό σκυλί. Καλό. Έξυπνο. Απομακρύνεται τρέχοντας οιγανά. Στρίβει στην πρώτη γωνία. Λίγο πιο πέρα. Κι άλλη γωνία. Ξαναστρίβει. Είναι το δρομάκι πίσω από το μεγάλο μέρος του φαγητού. Λαχανιασμένος, γεμάτος έξαψη, τρέχει στην πόρτα όπου ο χοντρός άνθρωπος του είχε δώσει φαγητό. Είναι κλειστή. Ο χοντρός άνθρωπος δεν είναι εκεί. Δεν υπάρχει ούτε φαγητό έξω από την πόρτα. Ξαφνιάζεται. Ήταν τόσο σίγουρος! Θα βρίσκονταν όλοι μαζί όπως στον κόσμο του ύπνου. Ξύνει την πόρτα με το μπροστινό πόδι του. Ξύνει, ξύνει. Ο καλός,χοντρός άνθρωπος δεν έρχεται. Η πόρτα μένε ι κλειστή. Γαβγίζει. Περιμένει. Ξαναγαβγίζει. Τίποτα. Και τώρα; Τι κάνουμε; Είναι ακόμα σε έξαψη, αλλά όχι τόσο πολύ όπως πριν. Ό χ ι τόσο που να του έρχεται να κάνει πιπί, αλλά αρκετά για να μην μπορεί να σταθεί ακίνητος. Περπατάει μπροστά από την πόρτα, πάνω κάτω στο δρομάκι, σκούζει νευριασμένος, δεν μπορεί να καταλάβει πώς έγινε αυτό, αρχίζει να λυπάται. Κάτι φωνές φτάνουν στ' αυτιά του από την άλλη γωνία, μετά το δρομάκι. Καταλαβαίνει ότι μια απ' αυτές είναι του βρομερού
ανθρώπου που μυρίζει σαν όλα τα άσχημα πράγματα μαζί και λίγο σαν το πράγμα που θα σε σκοτώσει. Τον μυρίζει αρκετά καλά, ακόμα κι από τόσο μακριά. Δεν ξέρει ποιοι άνθρωποι είναι οι άλλες δυο φωνές, η μυρωδιά τους δεν τον φτάνει γιατί τη σκεπάζει η μπόχα του βρομερού ανθρώπου. Μπορεί ο ένας να είναι ο καλός, χοντρός άνθρωπος που ψάχνει το Φιλαράκο. Μπορεί. Κουνώντας την ουρά, τρέχει ως τη γωνία του δρόμου, αλλά όταν φτάνει εκεί δε βλέπει πουθενά το χοντρό άνθρωπο και σταματάει να κουνάει την ουρά του. Εκεί είναι μόνο ένας άντρας και μια γυναίκα που δεν τους έχει ξαναδεί και στέκονται δίπλα σ' ένα αυτοκίνητο μπροστά από το μεγάλο μέρος του φαγητού μαζί με το βρομερό άνθρωπο και μιλάνε όλοι. Είστε αλήθεια αστυνομικοί; λέει ο βρομερός άνθρωπος. Τι έκανες στο αυτοκίνητο; λέει η γυναίκα. Τίποτα. Δεν το πείραξα το αυτοκίνητο. Έτσι και βρω τίποτα μέσα, την έβαψες! Όχι, ακούστε με, για το Θεό! Αναγκαστική αποτοξίνωση, μάγκα. Πώς θα έμπαινα στο αυτοκίνητο, αφού είναι κλειδωμένο; Ώστε δοκίμασες, κάθαρμα! Ήθελα μόνο να δω μέσα, να καταλάβω αν είστε αληθινοί αστυνομικοί. Τώρα θα σον δείξω εγώ αν είμαστε αληθινοί ή όχι». Ε!Άσε με κάτω! Χριστέ μου, πώς βρομάς! Άσε με, σου λέω!Άσε με! Έλα Κόνι, παράτα τον. Πάμε να φύγουμε, λέει ο άντρας που δεν είναι πολύ βρομερός. Οσφραίνεται, οσφραίνεται. Κάτι μυρίζει tf αυτό τον καινούριο άνθρωπο, που το μυρίζει και στο βρομερό άνθρωπο, και παραξενεύεται. Είναι «χνη μυρωδιά απότο πράγμα που θα σε σ/στώσει. Κι αυτός ο καινούριος άνθρωπος έχει βρεθεί κοντά στο κακό πράγμα. Βρομάς σαν σκουπιδοτενεκές σε βόθρο, βλάκα, λέει η γυναίκα. Και η γυναίκα έχε ι πάνω τη ς τη μυρωδιά από το πράγμα που θα σε σκοτώσει. Και οι τρεις την έχουν, ο βρομερός άνθρωπος, η γυναίκα κι ο άλλος άνθρωπος. Ενδιαφέρον.
Τους πλησιάζει μυρίζοντας. Ακούστε με, σας παρακαλώ, είναι ανάγκη να μιλήσω στην αστυνομία, λέει ο βρομερός άνθρωπος. Μίλα λοιπόν, του λέει η γυναίκα. Με λένε Σάμι Σάμρο και θέλω ν' αναφέρω ένα έγκλημα. Σου έκλειραν την καινούρια σου Μερσεντές; Χρειάζομαι βοήθεια! Κι εμείς το ίδιο, φί?.ε. Αυτοί οι τρεις δεν έχουν μόνο τη μυρωδιά από το κακό πράγμα πάνω τους, αλλά μυρίζουν και φόβο, όπως η γυναίκα και το παιδάκι που τον φωνάζουν «Γούφερ». Όλοι αυτοί φοβούνται το κακό πράγμα. Κάποιος θέλει να με σκοτώσει, λέει ο βρομερός άνθρωπος. Θα σε σκοτώσω εγώ, έτσι και δε χαθείς από μπροστά μου, λέει η γυναίκα. Ήσυχα, Κόνι. Ηρέμησε. Ο βρομερός άνθρωπος μιλάει πάλι: Είναι δαίμονας, δεν είναι άνθρωπος. Εγώ τον λέω πυντικάνθρωπο. Ίσως αυτοί οι τρεις θα έπρεπε να συναντήσουν τη γυναίκα και το παιδάκι που είναι μέσα στο αυτοκίνητο. Όλοι φοβούνται, ο καθένας χωριστά. Όλοι μαζί μπορεί να μη φοβούνται πια. Μπορεί όλοι μαζί να ζήσουν σ' ένα μεγάλο, ζεστό μέρος, να παίζουν μαζί του, να τον ταΐζουν κάθε μέρα, να πηγαίνουν βόλτα με το αυτοκίνητο — εκτός από το βρομερό άνθρωπο, που θα τον αφήνουν έξω, εκτός κι αν σταματήσει να βρομάει τόσο πολύ. Τον/ΐω ποντικά νθρωπο επειδή είναι φτιαγμένος από ποντίκια κι όταν διαλύεται γίνεται ένα κοπάδι ποντίκια που τρέχουν από δω κι από κει. Αλλά πώς; Πώς να τους πάει κοντά στη γυναίκα και στο παιδάκι; Πώς να τους κάνει να καταλάβουν, αφού οι άνθρωποι αργούν τόσο πολύ να καταλάβουν μερικές φορές;
9 Όταν εμφανίστηκε ο σκύλος κι άρχισε να τους μυρίζει, ο Χάρι αναρωτήθηκε αν ήταν του Σάμι ή απλώς ένα αδέσποτο που έτυχε να περνάει από κει. Ανάλογα με το πόσο φορτικός θα
γινόταν ο αλήτης, αν αναγκάζονταν τελικά να χρησιμοποιήσουν β ία για να τον ξεφορτωθούν, ο σκύλος μπορεί να τους Ορμούσε. Δε φαινόταν επικίνδυνος, αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς. Όσο για τον Σάμι, προς το παρόν έδειχνε να είναι πιο απειλητικός από το σκύλο. Η σκληρή ζωή στο δρόμο τον είχε καταβάλει σε βαθμό που να θυμίζει κινούμενο σκελετό, τόσο αδύνατος ήταν. Τα ρούχα του, αποφόρια του Στρατού Σωτηρίας, έμοιαζαν να κρατιούνται στο κορμί του μόνο από κόκαλα και δέρμα, αλλά αυτό δε σήμαινε απαραίτητα ότι ήταν αδύναμος. Αντίθετα, το ισχνό κορμί του ακτινοβολούσε ενέργεια και τρομερή ψυχική ένταση. Τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους καθώς μιλούσε με πάθος, χειρονομώντας ταυτόχρονα σαν νευρόσπαστο. Και οι μορφασμοί που συνόδευαν τα λεγόμενά του ήταν τόσο έντονοι, που καταντούσε τρομακτικός. «Ποντικάνθρωπο τον λέω εγώ, δεν είναι αυτό το όνομά του. Δε μου είπε ποτέ ποιος είναι ούτε ξέρω από πού διάβολο έρχεται, πώς εμφανίζεται και πού στα σκατά έχει κρύψει το σκάφος του. Απλώς βρίσκεται μπροστά μου από τη μια στιγμή στην άλλη και μου κόβει το αίμα ο σαδιστής, το παλιοτόμαρο, το σκατόπραμα...» Παρά την εμφάνιση του και τη φανερή κρίση παράνοιας, ο Σάμι μπορεί να ήταν ένα ζωντανό πακέτο δυναμίτη κι έπρεπε να τον χειριστούν με μεγάλη προσοχή. Θα μπορούσε κάλλιστα να κρατάει μαχαίρι, σουγιά, ακόμη και όπλο. Ο Χάρι είχε ξαναδεί κακομοίρηδες σαν τον Σάμι, που νόμιζες πως έτσι και φυσήξει ένας δυνατός αέρας θα τους σηκώσει και θα τους πάει στην Κίνα. Και ύστερα είχε αποδειχτείπως αυτοί οι κακομοίρηδες ήταν μαστουρωμένοι με PCP, που μπορεί να μεταμορφώσει ποντίκια σε τίγρεις, και είχαν χρειαστεί δύο γεροδεμένοι αστυνομικοί για να τους κάνουν καλά. «...δηλαδή, εμένα δε με νοιάζει αν θα με σκοτώσει, καλό θα μου κάνει από μια μεριά, θα γίνω σιουπί στο μεθύσι κι ας έρθει να με σκοτώσει, θα είμαι τόσο λιώμα που δε θα καταλάβω τίποτα». Ο Σάμι μιλούσε ασταμάτητα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να στέκεται συνεχώς μπροστά τους. Πήγαινε αριστερά, όταν αυτοί κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, και μετά δεξιά, όταν δοκίμαζαν να τον προσπεράσουν απ' αυτή τη μεριά, έτσι ώστε να τους κόβει το δρόμο. «Απόψε όμως, που ήμουν σχεδόν τύφλα, όταν είχα αρχίσει να κατεβάζω το δεύτερο δίλιτρο, κατάλαβα ποιος είναι ο ποντικάνθρωπος, δηλαδή τι είναι — εξωγήινος!»
«Εξωγήινος, φυσικά», είπε αηδιασμένη η Κόνι. «Όλα τα φρσΰτα σαν και του λόγου σου μια ζωή θα τρώγονται με τους εξωγήινους. Τσακίσου από μπροστά μου, βλάκα, μη σου...» «'Οχι, όχι, άκουσέ με. Αφού το ξέρεις κι εσύ ότι κατεβαίνουν στη γη. Από τα παλιά χρόνια το ξέρουν αυτό οι άνθρωποι, αλλά τώρα αυτός εμφανίστηκε μόνο σ' εμένα κι αν δεν προειδοποιήσω τον κόσμο θα μας σκοτώσει όλους». Ο Χάρι έπιασε τον αλήτη από το μπράτσο με σκοπό να τον παραμερίσει από το δρόμο τους. Ή τ α ν τσαντισμένος με την Κόνι, όσο ήταν εκείνη με το μεθυσμένο αλήτη. Αν ο Σάμι ήταν ένας κινούμενος εκρηκτικός μηχανισμός, έτοιμος να πυροδοτηθεί από μια λαθεμένη κίνηση, η Κόνι ήταν κατ' αναλογία ένα πυρηνικό εργοστάσιο, υπό απειλή πυρηνικής τήξης. Την εκνεύριζε το γεγονός ότι ο αλήτης τους καθυστερούσε, γιατί ήξερε πως κάθε λεπτό που έχαναν ήταν πολύτιμο κι αναντικατάστατο. Κι ο Χάρι είχε εκνευριστεί για τον ίδιο λόγο, αλλά, σε αντίθεση με την Κόνι, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει τον έλεγχο του εαυτού του και να χτυπήσει τον αλήτη ή να τον αρπάξει από το σακάκι και να τον πετάξει πάνω στην τζαμαρία του ρεστοράν. «...δε θέλω να είμαι εγώ υπεύθυνος που οι εξωγήινοι θα εξαφανίσουν την ανθρωπότητα. Έ χ ω πάρα πολλά φορτωμένα στη συνείδησή μου, πάρα πολλά, δεν αντέχω στην ιδέα ότι θα είμαι εγώ υπεύθυνος και γι' αυτό. Έ χ ω ήδη απογοητεύσει τόσους και τόσους ανθρώπους στη ζωή μου...» Αν η Κόνι χτυπούσε τον τύπο, θα έχαναν κάθε ευκαιρία να φτάσουν στη Νάνσι Κουάν και ίσως να εντοπίσουν τον Τικτάκ. Θα βρίσκονταν μπλεγμένοι τουλάχιστον για μια ώρα, μέχρι να κανονίσουν τη σύλληψη του Σάμι Σάμρο, προσπαθώντας να μην αρρωστήσουν στο μεταξύ από την μπόχα του και να εξηγήσουν γιατί θεώρησαν απαραίτητη τη χρήση βίας προκειμένου να τον συλλάβουν — αρκετοί από τους θαμώνες του μπαρ παρακολουθούσαν ήδη τη σκηνή πίσω από τα τζάμια. Θα χάνονταν πολύτιμες ώρες για το τίποτα. Ο Χάρι άρπαξε την Κόνι από το μανίκι και της κράτησε το χέρι. «Σταμάτα, που να σε πάρει η ευχή! Άκουσέ με!» Η Κόνι ελευθέρωσε το χέρι της μ' ένα απότομο τίναγμα κι ετοίμασε ξανά τη γροθιά της. «Μη!» της φώναξε ο Χάρι.
Η Κόνι συγκρατήθηκε με μεγάλη δυσκολία, την τελευταία στιγμή. Ο Σάμι συνέχιζε το παραμιλητό του, σκορπίζοντας σάλια ολόγυρα, «...και μου έδωσε τριάντα έξι ώρες ζωής, ο ποντικάνθρωπος, αλλά τώρα πρέπει να είναι πια πολΰ λιγότερες από είκοσι τέσσερις, δε Θυμάμαι...» Ο Χάρι συγκράτησε με το ένα χέρι του την Κόνι που ετοιμαζόταν πάλι να χτυπήσει τον Σάμι, ενώ με το άλλο έσπρωξε πέρα τον Σάμι για να τον προστατέψει από τη γροθιά της. Και τότε ο σκΰλος πήδησε πάνω στα πόδια του. Δεν του επιτέθηκε. Αντίθετα, κουνοΰσε ζωηρά την ουρά του, λαχάνιαζε και προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή. Ο Χάρι έστριψε απότομα, τίναξε το πόδι του κι ο σκΰλος προσγειώθηκε στο πεζοδρόμιο με τα τέσσερα. Στο μεταξύ ο Σάμι συνέχιζε το φρενήρη μονόλογο του. Τώρα είχε αρπαχτεί με τα δυο του χέρια από το μανίκι του Χάρι, προφ ανώς θεωρώντας τον σΰμμαχο. «...έχει μάτια σαν του φιδιού. πράσινα κι απαίσια, και μου λέει ότι θα μ' αφήσει να ζήσω τριάντα έξι ώρες, τικτάκ, τικτάκ...» Τρόμος ανάμεικτος με -κατάπληξη έκαναν τον Χάρι να παγώσει στο άκουσμα αυτής της τελευταίας λέξης του αλήτη. Η Κόνι κοκάλωσε, με το χέρι της διπλωμένο και σφιγμένο σε γροθιά, σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός. «Πώς; Τι είπες;» «Εξωγήινοι! Εξωγήινοι!» φώναξε φουρκισμένος ο Σάμι. «Δεν ακοΰς τι σου λέω, που να σε πάρει ο διάβολος!» «Όχι αυτά για τους εξωγήινους, το άλλο», είπε η Κόνι. Ο σκΰλος πήδησε στα πόδια της. Η Κόνι τοΰ χάιδεψε μηχανικά το κεφάλι και τον έσπρωξε για να τον ξεκολλήσει από το παντελόνι της. «Χάρι, είπε αυτό που μου φάνηκε ότι είπε;» «Είμαι κι εγώ πολίτης αυτής τη χώρας!» τσίριξε ο Σάμι. Η ανάγκη του να καταθέσει σε κάποιον τη μαρτυρία του είχε γίνει υπόθεση ζωής. «Έχω δικαίωμα να με ακοΰτε και να με παίρνετε σια σοβαρά». «Τικτάκ», είπε ο Χάρι. «Ναι, αυτό», επιβεβαίωσε ο Σάμι. Τραβούσε το μανίκι του Χάρι τόσο δυνατά, που κόντευε να του το σκίσει. «'Τικτάκ, τικτάκ, η ώρα περνάει, μόλις ξημερώσει θα είσαι νεκρός, Σάμι'.
Έτσι μου λέει κι ύστερα γίνεται ένα κοπάδι ποντίκια κι εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια μου». Ή ανεμοστρόβιλος από σκουπίδια, ή στήλη φωτιάς, σκέφτηκε ο Χάρι. «Εντάξει, Σάμι, ας μιλήσουμε ήρεμα», είπε η Κόνι. «Ησύχασε τώρα να το κουβεντιάσουμε. Με συγχωρείς γι' αυτά που σου είπα πριν, λυπάμαι ειλικρινά. Ηρέμησε τώρα». Ο Σάμι θα πρέπει να σκέφτηκε ότι η Κόνι προσπαθούσε να τον καλοπιάσει με ψεύτικα λόγια, γιατί δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή της. Χτύπησε φουρκισμένος το πόδι του στην άσφαλτο κι άρχισε να ωρύεται πάλι, με ψιλή, υστερική φωνή. «Εξωγήινοι, ανόητη! Εξωγήινοι, σου λέω, εξωγήινοι!» Ο Χάρι έριξε μια ματιά στο Γκριν Χάουζ και είδε ότι αρκετοί θαμώνες είχαν πλησιάσει στα παράθυρα και παρακολουθούσαν τη σκηνή με περιέργεια. Φαντάστηκε τι είδους θέαμα παρουσίαζαν οιτρεις τους, έτσι όπως χειρονομούσαν και τραβολογούσαν ο ένας τον άλλον, φωνάζοντας κουταμάρες για εξωγήινους. Υπήρχε περίπτωση να ζει τις τελευταίες ώρες της ζωής του, κυνηγημένος από κάτι υπερφυσικό και τρομερά κακό, και να που η απελπισμένη πάλη του για επιβίωση κόντευε να καταντήσει μια γελοία φάρσα προς τέρψη των ανύποπτων κι ανέμελων πελατών ενός ξενυχτάδικσυ. Χαίρε, δεκαετία του '90. Η Αμερική στο κατώφλι της χιλιετίας. Θεέ μου, φύλαξε' μας! Μακρινή μουσική ακουγόταν ως το δρόμο. Η ορχήστρα στο μπαρ έπαιζε —τι άλλο;— μια διασκευή του Κάνσας Σίτι, με περίεργες παραλλαγές στο βασικό μοτίβο. Ο διευθυντής με το κοστούμι του Αρμάνι ήταν ένας από τους περίεργους που τους κοίταζαν από τα παράθυρα. Προφανώς, κάκιζε τον εαυτό του που είχε ξεγελαστεί από αυτό που τώρα ήταν σίγουρος ότι ήταν πλαστή αστυνομική ταυτότητα κι ετοιμαζόταν να πάει να καλέσει την κανονική αστυνομία. Έ ν α περαστικό αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα για να χαζέψουν το θέαμα ο οδηγός κι ο συνεπιβάτης του. «Ανόητη, ανόητη, ανόητη!» φώναζε ο Σάμι στην Κόνι. Το σκυλί δάγκωσε το δεξί μπατζάκι του Χάρι και τον τράβηξε τόσο απότομα, που παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Παραπάτησε, σταθεροποιήθηκε και ταυτόχρονα κατάφερε να
ελευθερωθεί από τα χέρια του Σάμι, αλλά όχι από το σκύλο. Αυτός έστριψε επιδέξια, αποφεύγοντας να τον πατήσει ο Χάρι, και προσπάθησε με σκυλίσια πανουργία να τον τραβήξει προς την κατεύθυνση που ήθελε. Ο Χάρι αντιστάθηκε και ύστερα έχασε πάλ ι την ισορροπία του καθώς ο σκύλος τον παράτησε το ίδιο απότομα όπως τον είχε πιάσει. Η Κόνι εξακολουθούσε να προσπαθεί να ηρεμήσει τον Σάμι, που συνέχιζε να της φωνάζει ότι ήταν ανόητη, αλλά είχαν σταματήσει τουλάχιστον να τραβολογάνε ο ένας τον άλλον. Ο σκύλος έτρεξε κατά μήκος του πεζοδρομίου ως κάποια απόσταση, σταμάτησε κάτω από μια λάμπα του δρόμου, κοίταξε πίσω και γάβγισε μια φορά προς την κατεύθυνσή τους. Το νυχτερινό αεράκι φούντωνε την πυκνή γούνα του και την ανασηκωμένη ουρά του. Έτρεξε λίγο παρακάτω, σταμάτησε, στα σκοτεινά αυτή τη φορά, και γάβγισε ξανά. Βλέποντας ότι ο Χάρι πρόσεχε το σκύλο κι όχι αυτόν, ο Σάμι άναψε και κόρωσε. Η φωνή του έγινε πικρή, γεμάτη σαρκασμό. «Ε, βέβαια, πιο πολλή σημασία δίνει σ' ένα σκυλί παρά σ εμένα! Και τι είμαι εγώ, θα μου πεις; Έ ν α σκουπίδι, ένας παλιομεθύστακας, κατώτερος κι από σκύλο, γιατί να καθίσει ν' ακούσει ένα σκουλήκι σαν κι εμένα; Άντε, Τίμι, τρέξε να δεις τι θέλει η Λάσι, μπορεί να ανατράπηκε το τρακτέρ του μπαμπά και νατον παγίδεψε από κάτω». Ο Χάρι δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Δεν περίμενε τέτοιου είδους πικρό χιούμορ από έναν τύπο σαν τον Σάμι κι αναρωτήθηκε για πρώτη φορά τι να ήταν αυτός ο άνθρωπος πριν καταντήσει έτσι. Ο σκύλος έσκουξε θρηνητικά, αποσπώντας γι' άλλη μια φορά την προσοχή του Χάρι.' Υστερα έχωσε τη φουντωτή ουρά του κάτω από τα σκέλια, τσίτωσε τ' αυτιά, τέντωσε ψηλά το κεφάλι του κι έκανε έναν ολόκληρο κύκλο, μυρίζοντας τον αέρα. «Κάτι συμβαίνει», είπε η Κόνι κοιτώντας ανήσυχη τον έρημο δρόμο. Το διαισθάνθηκε κι ο Χάρι, Ήταν μια ανεπαίσθητη αλλαγή στην ατμόσφαιρα, μια περίεργη ένταση, κάτι. Το ένστικτο του αστυνομικού. Το ένστικτο του αστυνομικού και του σκύλου. Ο σκύλος έπιασε μια μυρωδιά που τον έκανε ν' αφήσει ένα τρομαγμένο, στριγκό γάβγισμα. Έστριψε σαν σβούρα πάνω στο πεζοδρόμιο, δαγκώνοντας το κενό, και ύστερα έτρεξε σαν βο-
λίδα προς την κατεύθυνση του Χάρι, Για μια στιγμή, ο Χάρι νόμισε πως ο σκύλος θα του ορμούσε και θα τσν έριχνε κάτω, αλλά αυτός άλλαξε απότομα κατεύθυνση και κατέληξε στην πρασιά δίπλα στην κεντρική είσοδο του Γκριν Χάουζ, όπου χώθηκε κάτω από τις ανθισμένες αζαλέες κι έγινε ένα με το γρασίδι, αφήνοντας να φαίνονται μόνο τα μάτια και η μουσούδα του. Ακολουθώντας το παράδειγμα του σκύλου, ο Σάμι έκανε κι αυτός μεταβολή κι άρχισε να τρέχει προς τον κοντινότερο πλάγιο δρόμο. «Ε, στάσου, μη φεύγεις», του φώναξε η Κόνι κι έκανε να τον ακολουθήσει. «Κόνι», είπε προειδοποιητικά ο Χάρι. Δεν ήξερε για τι ακριβώς την προειδοποιούσε, αλλά η διαίσθηση του του έλεγε ότι δεν έπρεπε να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον. Η Κόνι στράφηκε. «Τι είναι;» Πίσω της, ο Σάμι έστριψε στη γωνία κι εξαφανίστηκε. Τότε ήταν που σταμάτησαν τα πάντα. Έ ν α κόκκινο φορτηγάκι-γερανός με το χαρακτηριστικό σήμα μιας γνωστής εταιρείας οδικής βοήθειας, που βρυχιόταν στο ανηφορικό τμήμα του αυτοκινητόδρομου, σταμάτησε επιτόπου χωρίς ν' ακουστεί το παραμικρό φρενάρισμα Η μηχανή του απλώς βουβάθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη, ενώ οι προβολείς συνέχισαν να μένουν αναμμένοι, φωτίζοντας το δρόμο μπροστά του. Ταυτόχρονα, ένα Βόλβο που βρισκόταν καμιά διακοσαριά μέτρα πίσω από το φορτηγό σταμάτησε κι αυτό επιτόπου και μουγκάθηκε. Την ίδια στιγμή κόπηκε κι ο αέρας. Δεν έπεσε σταδιακά, όπως συμβαίνει συνήθως, παρά σταμάτησε σαν να προερχόταν από μηχάνημα, του οποίου κάποιος έκλεισε το διακόπτη. Χιλιάδες φύλλα έπαψαν να θρόΐξσυν κι ακινητοποιήθηκαν. Την ίδια ακριβώς στιγμή που σταμάτησε η κυκλοφορία και κόπηκε ο αέρας, έπαψε και η μουσική που ακουγόταν από το μπαρ, στη μέση μιας μελωδικής φράσης. Ο Χάρι ένιωσε σαν να είχε κουφαθεί ξαφνικά. Ποτέ του δεν είχε γνιορίσει σιωπή τόσο απόλυτη, ούτε σε ελεγχόμενο εσωτερικό περιβάλλον, πόσο μάλλον στο ύπαιθρο, όπου οι μυριάδες θόρυβοι της πόλης και του φυσικού κόσμου δημιουργούν μόνιμα μια ιδιόρρυθμη μουσική συμφωνία, ακόμη και τις πιο ήσυχες
ώρες, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στο χάραμα Δεν άκουγε καν την ίδια του την αναπνοή, ώσπου συνειδητοποίησε άτι η προσωπική συνεισφορά του στην αφύσικη κατάσταση σιωπής ήταν εθελοντική. Είχε σαστίσει και τρομάξει σε τε'τοιο βαθμό, που κρατούσε ασυναίσθητα την ανάσα του. Εκτός απότους ήχους, είχε χαθεί και η κίνηση. Τοφορτηγόκαι το Βόλβο δεν ήταν τα μοναδικά πράγματα που ακινητοποιήθηκαν μέσα στη νύχτα. Όλα τα δέντρα, τα λουλούδια και οι καλλωπιστικοί θάμνοι στην πρόσοψη του Γκριν Χάουζ έμοιαζαν να έχουν κοκαλώσει. Τα φύλλα δεν έπαψαν απλώς νασαλεύουν στο αεράκι, έγιναν άκαμπτα κι ασάλευτα σαν πέτρινα. Οι γλώσσες στις προστατευτικές τέντες πάνω από τα παράθυρα του Γκριν Χάουζ, που μέχρι τότε ανέμιζαν με τον αέρα, κοκάλωοαν ξαφνικά, η κα&μιά πάνω στην τροχιά της. Τώρα έμοιαζαν σκληρέ: σαν ν ήταν φτιαγμένες από φύλλο μετάλλου κι όχι από εύκαμ ϊ το πανί. ^ιην απέναντι πλευρά του δρόμου, ένα μεγάλο, διαφημιστικό τόξο από νέον που αναβόσβηνε ρυθμικά απέμεινε σταθερά αναμμένο, να δείχνει προς το ρεστοράν. «Χάρι;» είπε η Κόνι. Ο Χάρι αλαφιάστηκε, όπως θα τρόμαζε από έναν απότομο, δυνατό κρότο. Όταν στράφηκε και κοίταξε την Κόνι, είδε να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο της ο ίδιος τρόμος και η σύγχυση που αισθανόταν κι αυτός. Η Κόνι άρχισε να τον πλησιάζει. «Τι συμβαίνει, Χάρι;» Η φωνή της, εκτός του ότι είχε ένα ασυνήθιστο τρέμουλο, ακουγόταν κάπως αλλιώτικη· επίπεδη και άχρωμη, σαν να μιλούσε ένα ρομπότ. «Ιδέα δεν έχω», της απάντησε ο Χάρι. Και η δική του φωνή ακούστηκε σαν της Κόνι, σαν να ανήκε σε κάποιο τρομερά εξελιγμένο μηχάνημα, που όμως υστερούσε λίγο ως προς την απομίμηση των λεπτών αποχρώσεων της ανθρώπινης φωνής. «Μάλλον αυτός το προκαλεί», είπε η Κόνι. Ο Χάρι συμφώνησε. «Ναι, με κάποιο τρόπο». «Ο Τικτάκ». «Ναι». «Σκατά! Πάει να μου στρίψει».
«Συμφωνώ απολύτως». Η Κόνι πήγε να τραβήξει το πιστόλι της, αλλά τελικά το άφησε να ξαναπέσει στη θήκη του, κάτω από τη μασχάλη της. Κάτι δυσοίωνο τους κύκλωνε σαν αόρατη απε ιλή, βρίσκονταν και οι δυο σε αναμονή ενός τρομακτικού γεγονότος. Προς το παρόν, όμως, δεν υπήρχε τίποτε που να χρειάζεται να το πυροβολήσουν. «Πού να είναι αυτό το τέρας;» αναρωτήθηκε η Κόνι. «Κάτι μου λέει ότι θα εμφανιστεί πολύ σύντομα». «Δεν αμφιβάλλω». Η Κόνι έδειξε μετο δάχτυλοτηςτο φορτηγό στην ανηφόρα. «Για τ' όνομα του Θεού... Το είδες αυτό;» Αρχικά, ο Χάρι νόμισε πως του έδειχνε απλώς το ακινητοποιημένο όχημα, αλλά αμέσως μετά πρόσεξε τι ήταν εκείνο που θα μπορούσε να σπάσει τη βελόνα σ' ένα μετρητή του παράδοξου και του εξωπραγματικού, αν υπήρχε βέβαια τέτοιο μηχάνημα. Η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά κρύα ώστε να διακρίνονται τα αέρια από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων σαν πυκνά συννεφάκια. Αυτά λοιπόν τα γκρίζα συννεφάκια μετεωρίζονταν στο κενό πίσω από το φορτηγό, χωρίς να διαλύονται και να σκορπίζουν όπως γινόταν σε κανονικές συνθήκες. Διέκρινε επίσης άλλη μια αχνή, γκριζόλευκη κορδέλα καπνού πίσω από το Βόλβο, που ήταν αρκετά μακρύτερα. Κοίταξε πιο προσεκτικά γύρω και είδε παρόμοια θαύματα να συμβαίνουν παντού. Χωρίς να πει λέξη, άρχισε να τα δείχνει στην Κόνι με το δάχτυλότου, όπως είχε κάνεικι εκείνη. Μερικά ελαφρά σκουπιδάκια του δρόμου — ένα χαρτάκι από τσιχλόφουσκα, κάμποσα ξερά φυλλαράκια, ένα κομμάτι κόκκινη κλωστή και διάφορα άλλα— τα είχε σηκώσει το αεράκι από το πεζοδρόμιο. Τώρα, παρ' όλο που δεν υπήρχε πια ούτε η ελάχιστη πνοή ανέμου να τα στηρίξει, αυτά παρέμεναν μετέωρα, λες κι ο αέρας είχε στερεοποιηθεί ολόγυρά τους και τα είχε εγκλωβίσει στη μάζα του. Σε απόσταση μικρότερη από ένα μέτρο και μόλις τριάντα πόντους πάνω από το κεφάλι του, δυο νυχτοπεταλούδες, άσπρες και μισοδιάφανες, κρέμονταν ακίνητες, με τα φτερά τους ανοιχτά, να διαχέουν το φως από τη λάμπα του δρόμου. Η Κόνι τέντωσε το χέρι της προς το μέρος του Χάρι και χτύπησε με το δάχτυλο το ρολόι της. Ήταν ένα κλασικό Τάιμεξ με στρογγυλό δίσκο, μαύρους λεπτοδείχτες κι ένα μικρότερο,
κόκκινο, που μετρούσε τα δευτερόλεπτα. Ή τ α ν σταματημένο στη μία και είκοσι εννιά και δεκάξι δευτερόλεπτα. Ο Χάρι έλεγξε το δικό του ρολόι, που ήταν ηλεκτρονικό, με ψηφιακό καντράν. Έδειχνε κι αυτό μία και είκοσι εννιά, αλλά η μικρή, κόκκινη κουκκίδα που αναβόσβηνε ανά δευτερόλεπτο έμενε σταθερά αναμμένη, έχοντας πάψει να μετράει το κάθε εξηκοστό του λεπτού. «Ο χρόνος έχει...» Η Κόνι δεν απόσωσε τη φράση της. Της ήταν αδύνατον. Κοίταξε γύρω της σαν χαμένη, ξεροκατάπιε κι έκανε τεράστια προσπάθεια να ξαναβρεί και να ελέγξει τη φωνή της. «Ο χρόνος σταμάτησε... Σταμάτησε, έτσι δεν είναι;» «Τι είπες;» «Σταμάτησε για όλο τον υπόλοιπο κόσμο εκτός από μας». «Ο χρόνος δε... δεν μπορεί... να σταματήσει». «Τότε, τι συμβαίνει;» Η φυσική δεν ήταν ποτέ το στοιχείο του Χάρι. Παρ' όλο που έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τις θετικές επιστήμες, επειδή έβαζαν σε κάποια τάξη το χάος του σύμπαντος, δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις που λογικά θα έπρεπε να είχε, όντας γέννημα θρέμμα της εποχής του θριάμβου τους. Ωστόσο, είχε συγκρατήσει αρκετά πράγματα από τα σχολικά μαθήματα και είχε διαβάσει μπόλικες εκλαϊκευμένες εκδόσεις επιστημονικών θεωριών, ώστε να ξέρει ότι αυτό που είχε πει η Κόνι άφηνε ανεξήγητα πολλά από τα παράδοξα που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια τους. Κατ' αρχήν, αν είχε σταματήσει ο χρόνος, πώς ήταν δυνατόν να διατηρούν ακέραιες τις αισθήσεις τους; Πώς ήταν δυνατόν να αντιλαμβάνονται το φαινόμενο; Γιατί δεν είχαν ακινητοποιηθεί κι αυτοί στην πορεία μιας στιγμιαίας κίνησης, όπως τα σκουπίδια στον αέρα ή οι νυχτοπεταλούδες; «Όχι, δεν είναι τόσο απλό», είπε με φωνή που έτρεμε. «Αν σταματούσε ο χρόνος, τίποτε δε θα μπορούσε να κινηθεί. Ούτε καν τα ατομικά σωματίδια γύρω από τον πυρήνα. Και χωρίς την ατομική κίνηση... τα μόρια του αέρα... Τα μόρια του αέρα δε θα γινόταν στερεά, σαν μόρια σιδήρου, ας πούμε; Πώς θα μπορούσαμε τότε ν' αναπνεύσουμε;» Αντιδρώντας σ' αυτή την ιδέα, πήραν αυθόρμητα και οι δυο βαθιές ανάσες. Ο αέρας δεν είχε καμιά αδιόρατη χημική γεύση, αντίστοιχη με την παράξενη χροιά που είχαν αποκτήσει οι
φωνές τους. Αντίθετα, ήταν ο γνώριμος αέρας που είχαν συνηθίσει ν' αναπνέουν. «Επίσης, το φως», συνέχισε ο Χάρι «Τα φωτεινά κύματα θα είχαν σταματήσει να ταξιδεύουν. Επομένως, τα μάτια μας θα έπαυαν να τα καταγράφουν. Αρα, θα βλέπαμε μόνο απόλυτο σκοτάδι». Πράγματι, το σταμάτημα του χρόνου θα ήταν ασύγκριταπιο καταστροφικό από το φαινόμενο της ακινησίας και της απόλυτης σιωπής που είχε εμφανιστεί στον κόσμο εκείνη τη μαρτιάτικη νύχτα. Ο Χάρι αντιλαμβανόταν το χρόνο και την ύλη σαν δυο αναπόσπαστα κι αδιαχώριστα στοιχεία του σύμπαντος. Αν η ροή του χρόνου σταματούσε, η ύλη θα έπαυε αυτομάτως να υφίσταται. Το σύμπαν θα αναδιπλωνόταν στον εαυτό του — έτσι δεν είναι;— θα αυτοαφομοιωνόταν σε μια απειροελάχιστη κουκκίδα ύλης με άπειρη πυκνότητα... σε οποιοδήποτε μαραφέτι άπειρης πυκνότητας ήταν πριν εκραγεί και δημιουργήσει αυτό που τώρα αντιλαμβανόμαστε ως σύμπαν. Η Κόνι τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της, άπλωσε το χέρι της κι έπιασε προσεκτικά τη μια απότις άσπρες πεταλούδες. Κρατώντας τη μαλακά ανάμεσα στο δείκτη και στον αντίχειρα, την έφερε κοντά στο πρόσωπο της για να μπορέσει να την περιεργαστεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Χάρι δεν ήξερε αν μπορούσαν ν' αλλάξουν τις θέσεις των πραγμάτων. Ούτε θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν διαπίστωνε ότι η πεταλούδα ήταν κολλημένη στον ακίνητο αέρα τόσο γερά, σαν μεταλλικό αντικείμενο στερεωμένο με οξυγονοκόλληση σε ατσάλινο τοίχο. «Δεν είναι τόσο μαλακή όσο θα έπρεπε να είναι μια πεταλούδα», είπε η Κόνι. «Μοιάζει σαν να είναι φτιαγμένη από σκληρό ύφασμα... από ταφτά ίσως». Ανοιξε τα δάχτυλα της, ελευθερώνοντας την πεταλούδα, και το έντομο έμεινε μετέωρο στον αέρα εκεί ακριβώς όπου το είχε αφήσει. Ο Χάρι το χτύπησε μαλακά με τη ράχη του χεριού του και το παρακολούθησε έκθαμβος να κυλάει μερικά εκατοστά πιο πέρα και να σταματάει τελικά σε καινούρια θέση στον αέρα. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούσαν να επηρεάζουν την κινητική κατάσταση των διαφόρων πραγμάτων ήταν ο συνηθισμένος στο φυσιολογικό κόσμο. Οι σκιές τους μετατοπίζονταν όταν άλλαζαν θέση, αν και όλες οι άλλες σ/.ιές παρέμεναν ακίνητες, όπως και τα αντικείμενα που τις δημιουργούσαν. Μπορούσαν
να δράσουν όπως συνήθως, αλλά έλειπε εντελώς η αλληλεπίδραση που παρατηρείται στη φύση. Η Κόνι είχε μετακινήσει την πεταλούδα, αλλά δεν είχε συναντήσει την αναμενόμενη αντίσταση από την πλευρά του εντόμου. «Μπορεί να μην έχει σταματήσει εντελώς η ροή του χρόνου», είπε η Κόνι. «Ίσως να κυλάει με εκπληκτικά αργή ταχύτητα για όλα και για όλους, εκτός από μας». «Δεν είναι ούτε αυτό», διαφώνησε ο Χάρι. «Πώς είσαι σίγουρος;» «Δε γίνεται. Σκέψου το εξής: αν εμείς βιώνουμε το χρόνο σε τρομακτικά μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με το περιβάλλον μας, τόσο γρήγορα που όλα γύρω μας να μοιάζουν ακίνητα, τότε κάθε μας κίνηση ε'χει ασύλληπτη ταχύτητα, συγκριτικά. Έτσι δεν είναι;» «Λοιπόν;» «Θέλω να πω ότι οι κινήσεις μας θα έπρεπε να έχουν την ταχύτητα μιας σφαίρας που εκτοξεύεται. Η ταχύτητα είναι καταστροφική. Αν πιάσω μια σφαίρα με το χέρι μου και σου την πετάξω, θα σε χτυπήσει, αλλά δε θα πάθεις τίποτα. Αν όμως η ίδια σφαίρα διανύσει την ίδια τροχιά με ταχύτητα τριακοσίων μέτρων ανά δευτερόλεπτο, θα σου ανοίξει μια πελώρια τρύπα». Η Κόνι συγκατένευσε, κοιτώντας συλλογισμένη τη μετέωρη πεταλούδα. «Αρα, αν βιώναμε το χρόνο σε πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα, η σπρωξιά που έδωσες στην πεταλούδα θα έπρεπε να την είχε διαλύσει». «Ναι, έτσι νομίζω. Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχα τραυματίσει και το χέρι μου». Της έδειξε τη ράχη του χεριού του. Δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι. «Επίσης, αν τα φωτεινά κύματα ταξίδευαν πολύ πιο αργά απ' ό,τι συνήθως, τα φώτα που βλέπουμε γύρω μας δε θα ήταν τόσο λαμπερά. Θα ήταν θαμπά και... κοκκινωπά μάλλον, σαν τις υπέρυθρες ακτινοβολίες... και οι κινήσεις των μορίων του αέρα θα ήταν πολύ πιο αργές...» «Κάτι σαν να αναπνέεις νερό ή σιρόπι;» Ο Χάρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Έτσι νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος. Να πάρει ο διάβολος! Φοβάμαι πως ακόμα κι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν να ήταν εδώ τώρα θα τα έβρισκε μπαστούνια!» «Έτσι που πάμε, όπου να 'ναι θα εμφανιστεί κι αυτός», είπε η Κόνι. Από το σταματημένο φορτηγό και το Βόλβο δεν είχε βγει
κανείς, πράγμα που σήμαινε ότι οι επιβάτες και των δύο αυτοκίνητων ήταν ακινητοποιημένοι ακριβώς όπως οι πεταλούδες. Ο Χάρι διέκρινε μόνο δυο σκοτεινές σιλουέτες στο εσωτερικό του Βόλβο που βρισκόταν αρκετά μακριά, αλλά μπορούσε να δει αρκετά καλά τον οδηγό του φορτηγού, το οποίο απείχε καμιά πενηνταριά μέτρα το πολύ από το ση μείο που στεκόταν. Καμιά από τις τρεις σιλουέτες δεν είχε σαλέψειαπότη στιγμή που ακινητοποιήθηκαν τα πάντα. ΟΧάρι υπέθεσε πως αν οι άνθρωποι αυτοί δε βρίσκονταν στην ίδια χρονική συχνότητα με τα οχήματά τους, θα είχαν εκτιναχτεί από τα παρμπρίζ όταν κσκάλωσαν τα αυτοκίνητα Από τα παράθυρα του Γκριν Χάουζ έξι άτομα εξακολουθούσαν να κοιτάζουν με περιέργεια έξω, στις ίδιες ακριβώς στάσεις που βρίσκονταν της στιγμή της Παύσης. (Ο Χάρι ονόμαζε το φαινόμενο «Παύση» κι όχι «Στάση», γιατί υπέθετε ότι, αργά ή γρήγορα, ο Τικτάκ θα ξανάβαζε σε λειτουργία τα πράγματα, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο Τικτάκ είχε προκαλέσει την Παύση. Αν όχι αυτός, όμως, ποιος άλλος; Ο Θεός;) Δυο από τους πελάτες ήταν καθισμένοι σε τραπέζι μπροστά σ' ένα απ' τα παράθυρα και οι υπόλοιποι τέσσερις στέκονταν όρθιοι, δύο από κάθε πλευρά του τραπεζιού. Ο Χάρι διέσχισε το πεζοδρόμιο, πέρασε ανάμεσα από τους καλλωπιστικούς θάμνους της πρασιάς και πλησίασε το παράθυρο για νά εξετάσει τους ανθρώπους από κοντά. Η Κόνι τον ακολούθησε. Στάθηκαν μπροστά από το τζάμι και γύρω στα τριάντα εκατοστά χαμηλότερα απ' αυτούς που βρίσκονταν στο εσωτερικό του μπαρ. Οι καθιστοί ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι συνταξιούχων. Στα δεξιά, στέκονταν όρθιοι μια νεαρή ξανθιά κι ο εξηντάχρονος συνοδός της, το ένα από τα δυο ζευγάρια που λίγο πριν γελούσαν κι έκαναν τόση φασαρία στο τραπέζι κοντά στην ορχήστρα. Τώρα ήταν μουγκοί σαν πτώματα. Στην άλλη μεριά του τραπεζιού στεκόταν ο διευθυντής μαζί μ' έναν από τους μπράβους του μπαρ. Και οι έξι ε ίχαν τεντωμένα τα κεφάλια τους προς τη μεριά του δρόμου και έγερναν ελαφρά μπροστά για να βλέπουν καλύτερα πίσω από το τζάμι. Ο Χάριτούς παρατήρησε προσεκτικά. Κανένας δε σάλευε. Δεν είδε ούτε ένα βλέφαρο να πεταρίζει σε κανένα από τα έξι πρόσωπα - ούτε μια ανεπαίσθητη σύσπαση· ούτε μια τρίχα να σαλεύει στα κεφάλια τους. Τα ρούχα τους ήταν τόσο ακίνητα, που φάνταζαν φτιαγμένα από μάρμαρο.
Οι παγωμένες εκφράσεις τους ποίκιλλαν, από την ευθυμία, την απορία και την περιέργεια μέχρι, στην περίπτωση του διευθυντή, την ανησυχία. Αλλά δεν ήταν αντιδράσεις προς την αφύσικη ακινησία που είχε καλύψει τη νύχτα. Αυτή δεν την είχαν αντιληφθεί γιατί αποτελούσαν μέρος της. Κοιτούσαν πάνω και πίσω από τα κεφάλια της Κόνι και του Χάρι, εκεί όπου στέκονταν οι δυο τους τότε που έφυγαν ο Σάμι κι ο σκύλος. Και οι εκφράσεις τους ήταν σχετικές με τη σκηνή που διαδραματιζόταν λίγο πριν στο δρόμο. Η Κόνι σήκωσε ψηλά το χέρι της και το κούνησε μπροστά από το παράθυρο, μέσα στο οπτικό πεδίο των ανθρώπων που κοιτούσαν πίσω από το τζάμι. Κανένας από τους έξι δεν αντέδρασε, με κανέναν τρόπο. «Δε μας βλέπουν», είπε με δέος η Κόνι. «Ίσως μας βλέπουν να στεκόμαστε εκεί στο πεζοδρόμιο, όπως ήμαστε τη στιγμή που σταμάτησαν όλα. Ίσως έχουν πετρώσει με την αντίληψη ενός συγκεκριμένου δέκατουτου δευτερολέπτου και δεν έχουν δει τίπστ' απ' όσα κάναμε στη συνέχεια». Σαν να ήταν συνεννοημένοι, η Κόνι κι ο Χάρι έστρεψαν ταυτόχρονα τα κεφάλια και κοίταξαν πίσω τους, τον έρημο δρόμο, τρομοκρατημένοι ξανά από την υπερφυσική σιωπή. Ο Τικτάκ είχε εμφανιστεί πίσω τους εκπληκτικά γρήγορα κι αθόρυβα και τους είχε αιφνιδιάσει μέσα cm]ν κρεβατοκάμαρα του Όρντεγκαρντ. Τώρα πίσω τους δεν υπήρχε κανείς, αλλά ο Χάρι ήταν σίγουρος ότι ο Τικτάκ θα εμφανιζόταν πολύ σύντομα. Η Κόνι έστρεψε ξανά την προσοχή της στους ανθρώπους μέσα στο μπαρ. Με τους κόμπους των δαχτύλων της χτύπησε δυνατά το τζάμι μπροστά στα πετρωμένα πρόσωπα. Ο ήχος ήταν ελαφρά διαφορετικός από τον κανονικό ήχο, που πρσκαλεί ένα χτύπημα στο τζάμι. Ήταν η ίδια, απροσδιόριστη, αλλά αντιληπτή διαφορά που είχαν οι τωρινές φωνές τους από τις συνηθισμένες. Τα πρόσωπα μέσα στο μπαρ δεν αντέδρασαν. Ο Χάρι έκανε τη σκέψη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν φυλακισμένοι πολύ χειρότερα από τον πιο μοναχικό κατάδικο, στο πιο απομονωμένο κελί του κόσμου. Είχαν εγκλωβιστεί σε μια εντελώς ασήμαντη στιγμή της ζωής τους και υπήρχε κάτι πολύ θλιβερό κι απάνθρωπο τόσο στην κατάστασή τους, όσο και στην άγνοιά τους για την κατάσταση αυτή. «Αν μας βλέπουν ακόμη να στεκόμαστε στο πεζοδρόμιο»,
είπε η Κόνι, «τι θα συμβεί αν εμείς έχουμε φύγει από δω όταν θα ξαναρχίσουν όλα να κινούνται;» «Υποθέτω ότι θα τους φανεί πως εξαφανιστήκαμε μπροστά στα μάτια τους». «Θεέ μου!» «Θα τους κοπεί η χολή, σίγουρα». Η Κόνι στράφηκε από το παράθυρο και τον κοίταξε. Δυο βαθιές ρυτίδες ε ίχαν χαραχτεί ανάμεσα στα φρύδια της από την αγωνία. Το πρόσωπο της ήταν κομμένο, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, και η φωνή της ασυνήθιστα βαριά και σοβαρή, ανεξάρτητα από τη μικρή αλλαγή στη χροιά της. «Χάρι, εδιο δεν πρόκειται απλώς για παρανοϊκό με υπερφυσικές ικανότητες, σαν κάτι μυστήριους που λυγίζουν πιρούνια με το βλέμμα ή διαβάζουν το μέλλον στα χαρτιά». «Το ξέραμε ήδη ότι διαθέτει αληθινή δύναμη». «Δύναμη;» «Ναι». «Τι σόι δύναμη είναι αυτή που ανατρέπει τους φυσικούς νόμους;» Περίμενε λίγο. «Χάρι, μ' ακούς;» «Σ' ακούω». «Όποτε θέλει μπορεί να σταματάει το χρόνο, να μπλοκάρει τη μηχανή του σύ(ΐπαντος, να μπερδεύει τα γρανάζια ή ό,τι σκατά κάνει —πού να ξέρω; Αυτό δεν είναι απλώς δύναμη, Χάρι. Εδώ μιλάμε για... Θεό. Σοβαρά πιστεύεις ότι υπάρχει πιθανότητα να γλιτώσουμε;» «Ναι, υπάρχει». «Τι πιθανότητα είναι αυτή; Πώς;» «Έχουμε πιθανότητες», επανέλαβε πεισματικά ο Χάρι. «Σοβαρά; Εγώ πιστεύω πως ο τύπος μπορεί να μας λιώσει σαν κατσαρίδες όποτε του καπνίσει κι ότι το καθυστερεί απλώς και μόνο επειδή του αρέσει να βλέπει τις κατσαρίδες να υποφέρουν πριν τις ποδοπατήσει». «Δεν είσαι η Κόνι Γκάλιβερ που ήξερα», είπε ο Χάρι, πιο επιθετικά απ' ό,τι σκόπευε. «Μπορεί να μην είμαι πια». Η Κόνι έφερε τον αντίχειράτης στο στόμα και, σχεδόν ασυναίσθητα, έκοψε με τα δόντια της ένα ολόκληρο ημικύκλιο από το νύχι. Ο Χάρι, που δεν την είχε ξαναδεί ποτέ πριν να τρώει τα
νύχια της, ξαφνιάστηκε τάσσ πολύ απ' αυτή τη φανερή αντίδραση ανασφάλειας, που ήταν σαν να είχε δει την Κόνι να σπάει και να μπήγει τα κλάματα. «Ίσως επιχείρησα να δαμάσω ένα κύμα πολύ μεγάλο για τα κότσια μου, με πήρε από κάτω και δείλιασα», πρόσθεσε η Κόνι. Του ήταν αδύνατον να δεχτεί ότι η Κόνι Γκάλιβερ μπορούσε να δειλιάσει μπροστά σε οτιδήποτε, ακόμη και σε κάτι τόσο αλλόκοτο και τρομακτικό όπως αυτό που τους συνέβαινε απόψε. Αυτή η γυναίκα ήταν φτιαγμένη από νεύρα και μυς. Ή τ α ν ποτέ δυνατόν να δειλιάσουν εξήντα κιλά νεύρα και μύες; Η Κόνι τού γύρισε την πλάτη, επιθεώρησε ξανά το δρόμο και ύστερα πήγε κοντά σε μια μεγάλη αζαλέα και παραμέρισε τα κλαδιά της με το ένα χέρι. Από κάτω ήταν ο σκύλος. «Αυτά τα φύλλα δεν είναι σαν τα κανονικά», είπε χωρίς να στραφεί. «Είναι άκαμπτα, σαν να είναι φτιαγμένα από φορμάικα». Ο Χάρι πήγε κοντά της, έσκυψε και χάιδεψε το σκύλο που είχε κοκαλώσεικι αυτός από την Παύοη. «Τοτρίχωμάτου είναι σαν μαλακό σύρμα». «Νομίζω ότι προσπαθούσε να μας πει κάτι», είπε σκεφτική η Κόνι. «Κι εγώ έτσι πιστεύω». «Ήξερε ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί όταν έκανε βουτιά και τρύπωσε κάτω από το θάμνο». Ο Χάρι θυμήθηκε τη σκέψη που είχε κάνει στην τουαλέτα του Γκριν Χάουζ: αν υπήρχε κι ένα ζώο με ανθρώπινη λαλιά, θα ήμουν σίγουρος ότι ζω σ' ένα παραμύθι. Πόσο εύκολα μπορεί να χάσει ο άνθρωπος τα λογικά του! Μετά από εκατό χρόνια φροϋδικής ψυχανάλυσης, οι άνθρωποι έχουν φτάσει να θεωρούν δεδομένο ότι η λογική είναι κάτι εύθραυστο, ότι ο καθένας μας είναι υποψήφιο θύμα νεύρωσης ή ψύχωσης που θα την έχει προκαλέσει η κακοποίηση, η στέρηση αγάπης, η μοναξιά ή απλώς η ένταση της καθημερινής ζωής. Αν έβλεπε τα γεγονότα των τελευταίων δεκαπέντε ωρών σε ταινία, θα θεωρούσε το σενάριο απίθανο και παρατραβηγμένο. Θα θεωρούσε ότι ο πρωταγωνιστής — δηλαδή, αυτός ο ίδιος— ήταν αδύνατον να μην έχει καταρρεύσει μετά από τόσες συγκρούσεις με το κακό και το υπερφυσικό και μετά από τέτοια
σωματική ταλαιπωρία. Κι όμως, αυτός τα είχε τετρακόσια κι ας τον πονούσε ως και το μεδούλι των κοκάλων του. Βέβαια, μόνο ο ίδιος ισχυριζόταν ότι τα είχε τετρακόσια, κανείς δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει. Κι αν στην πραγματικότητα βρισκόταν δεμένος χειροπόδαρα σε κρεβάτι ασφαλείας, στην απομόνωση κάποιας νευρολογικής κλινικής, με φίμωτρο στο στόμα για να μη δαγκώνει τη γλώσσα του όταν τον έπιανε κρίση φρενίτιδας, κι όλα αυτά που νόμιζε ότι ζούσε δεν ήταν παρά παραισθήσεις του διαταραγμένου μυαλού του; Πολύ παρήγορη σκέψη. Όταν η Κόνι άφησε τα κλαδιά της αζαλέας, αυτά δεν επέστρεψαν στη θέση τους. Χρειάστηκε να τα σπρώξει ο Χάρι και να τα τοποθετήσει έτσι ώστε να κρύβουν το σκύλο όπως πριν. Άφησαν το σκύλο κι επιθεώρησαν γι' άλλη μια φορά το τμήμα του αυτοκινητόδρομου που μπορούσαν να δουν: τα βενζινάδικα, τα μπαρ και τα ρεστοράν στις δυο πλευρές του και τα σκοτεινά μεσοδιαστήματα ανάμεσα στα κτίρια. Ο Χάρι προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι είχε αρχίσει να συνηθίζει αυτή την αλλόκοτη κατάσταση, αλλά έλεγε ψέματα. Αλλιώς, γιατί να είναι ιδρωμένες οι παλάμες του, γιατί να αισθάνεται αυτό τον κόμπο στο στομάχι, γιατί να χτυπάει τόσο γρήγορα η καρδιά του; Η απόλυτα σιωπηλή νύχτα δεν έφερνε τη γαλήνη, γιατί η απειλή του κακού και του βίαιου θανάτου πλανιόταν σε κάθε μόριο του αέρα. Η σιωπή' ήταν γεμάτη ένταση που όλο και θέριευε με το πέρασμα του κάθε μη-δευτερολέπτου. «Μάγια», μουρμούρισε ο Χάρι. «Τι;» «Όπως στο παραμύθι με τη βασιλοπούλα που μάτωσε το δάχτυλο της με το αδράχτι κι έπεσαν μάγια στο παλάτι κι όλοι κοκάλωσαν εκεί που βρίσκονταν». «Και πού διάβολο είναι η κακιά μάγισσα που το προκάλεσε; Αυτό μ' ενδιαφέρει εμένα», είπε η Κόνι. «'Οχι μάγισσα», τη διόρθωσε ο Χάρι. «Στη δική μας περίπτωση, πρόκειται για μάγο». «Έστω». Η Κόνι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Σκατά! Πού στο διάολο κρύβεται, γιατί παίζε ι μαζί μας, γιατί κάνει τόση ώρα να εμφανιστεί;» Ο Χάρι έριξε μια ματιά στο ρολόι του κι επιβεβαίωσε ότι το
κόκκινο φωτάκι έμενε σταθερά αναμμένο και τα ψηφία στο καντράν ήταν πάντα τα ίδια: 1:29. «Το πόση ώρα κάνει είναι καθαρά σχετικό. Θα έλεγα ότι δεν έχει αργήσει ούτε ένα δέκατο του δευτερολέπτου». Κοίταξε και η Κόνι το δικό της ρολόι, που φυσικά έδειχνε επίσης 1:29. «Άντε λοιπόν, ας έρθει να τελειώνουμε. Ή μήπως περιμένει ν' αρχίσουμε εμείς να τον ψάχνουμε;» Από κάπου μέσα στη νύχτα ακούστηκε ο πρώτος ήχος μετά την Παύση, ο πρώτος ήχος που δεν τον είχαν προκαλέσει αυτοί. Ήταν το στριγκό, σπηλαιώδες γέλιο του αλήτη-γκολέμ, που είχε εξαφανιστεί μέσα σε μια στήλη φωτιάς στο διαμέρισμα του Χάρι για να εμφανιστεί ξανά, αργότερα, και να τους επιτεθεί στο σπίτι του Όρντεγκαρντ. Από τη δύναμη της συνήθειας, πήγαν και πάλι να τραβήξουν τα περίστροφά τους. Αυτόματα όμως, θυμήθηκαν και οι δυο πόσο ανώφελο ήταν και παράτησαν την κίνησή τους στη μέση. Από τα νότια, στην κορυφή του ανηφορικού οικοδομικού τετράγωνου κι από την απέναντι πλευρά του δρόμου, ο Τικτάκ έστριψε στη γωνία, με το γνώριμο πια παρουσιαστικό τον γιγαντόσωμου αλήτη. Αν μη τι άλλο, το γκολέμ φάνταζε ακόμη πιο εντυπωσιακό αυτή τη φορά. Ή τ α ν ακόμα ψηλότερο, ίσαμε δύο και είκοσι, με πολύ μακρύτερα μαλλιά και γένια από την τελευταία φορά που το είχαν δει. Πελώριοι ώμοι. Θηριώδης κορμός. Χέρια φαρδιά σαν κουπιά. Κι όπως πάντα, ένα μακρύ, μαύρο πανωφόρι που ανέμιζε γύρω από το γιγάντιο κορμί του. «Τι διάβολο μ' έπιασε και βιαζόμουν να τον δω;» μουρμούρισε η Κόνι, εκφράζοντας ακριβώς τη σκέψη που έκανε κι ο Χάρι. Το τρελό, στοιχειωμένο γέλιο έσβησε αργά κι ο Τικτάκ άρχισε να διασχίζει διαγώνια το δρόμο και να έρχεται καταπάνω τους. «Λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε η Κόνι. «Ποιο σχέδιο;» «Πάντα έχουμε ένα σχέδιο δράσης, γαμώ το!» Ο Χάρι συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι στέκονταν άπραγοι και περίμεναν το γκολέμ χωρίς καν να σκέφτονται τι θα κάνουν. Ήταν τόσα χρόνια αστυνομικοί κι ένα μεγάλο διάστημα συνεργάτες. Ήξεραν πώς να δράσουν και πώς ν' αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε απειλή. Συνήθως δεν κάθονταν να καταστρώσουν
κάποια στρατηγική· απλώς δρούσαν ενστικτωδώς, ο καθένας με τη σιγουριά ότι κι ο άλλος θα έκανε τις σωστές κινήσεις. Στις σπάνιες περιπτώσεις πσυ είχε χρειαστεί να καθορίσουν ένα σχέδιο δράσης, αρκούσαν λίγες, λακωνικέςκουβέντες, κάτι σαν συνθηματική συνεννόηση δυο στενών συνεργατών που ξέρουν πολύ καλά ο ένας τον άλλον. Τώρα, έχοντας αντΐπαλότους ένα άτρωτο πλάσμα, φτιαγμένο από υγρό χώμα, χορτάρια, πετραδάκια, σκουλήκια κι ένας θεός ξέρει τι άλλο, έναν αδίστακτο, αιμοβόρο εχθρό που δεν ήταν παρά ένας από τη στρατιά των ομοίων του που μπορούσε να δημιουργήσει ο πραγματικός εχθρός τους, έμοιαζε να τους έχει εγκαταλείψει και το ένστικτο και η λογική τους. Οπότε, το μόνο που έκαναν ήταν να στέκονται άπραγοι και να τον περιμένουν. Τρέξε! σκέφτηκε ο Χάρι και ήταν έτοιμος ν' ακολουθήσει την ίδια του τη συμβουλή, όταν είδε το γκολέμ να σταματάει στη μέση του δρόμου, γύρω στα είκοσι μέτρα μακριά τους. Τα μάτια του ήταν εντελώς διαφορετικά αυτή τη φορά. Δε γυάλιζαν απλώς, ακτινοβολούσαν. Και ήταν γαλάζια, το λαμπερό γαλάζιο της φλόγας του γκαζιού. Ήταν πραγματικά σαν φλόγες που χόρευαν μέσα στις κόγχες και σκόρπιζαν γαλαζωπές ανταύγειες πάνω στα μάγουλα και στην πλούσια, μπερδεμένη γενειάδα. Ο Τικτάκ άνοιξε τα χέρια του και τα σήκωσε ψηλά. Θύμιζε προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, που στέκεται στην κορυφή ενός λόφου κι απευθύνεται στους πιστούς του για να τους μεταδώσει μηνύματα του Θεού. Κάτω απότο φαρδύ πανωφόρι του, ο Τικτάκ θα μπορούσε κάλλιστα να κρύβει δυο πλάκες με εκατό, αντί για δέκα, εντολές. «Σε μία ώρα κανονικού χρόνου, ο κόσμος θα ξυπνήσει», ανήγγειλε ο Τικτάκ. «Θα μετρήσω ως το πενήντα. Θα ξεκινήσετε πρώτοι. Αν επιζήσετε αυτή τη μία ώρα, θα σας αφήσω να ζήσετε και δε θα σας ξαναπειράξω». «Θεέ και Κύριε!» ψιθύρισε η Κόνι. «Είναι πράγματι ένα παιδί που παίζει». Αυτό τον έκανε επικίνδυνο τουλάχιστον όσο κι έναν ψυχοπαθή. Μπορεί και χειρότερα. Γιατί τα παιδιά, μέσα στην αθωότητά τους, δεν έχουν πλήρως ανεπτυγμένη την αίσθηση του κακού και μπορούν να φερθούν τρομερά σκληρά κι απάνθρωπα. «Θα σας κυνηγήσω χωρίς ζαβολιές», είπε ο Τικτάκ. «Δε θα
χρησιμοποιήσω κανένα κόλπο. Μόνο τα μάτια μου...» 'Εδειξε τις γαλάζιες φλόγες, «...τ' αυτιά μου...» 'Εδειξε τ' αυτιάτου. «...καπο μυαλό μου». Χτύπησε με το δάχτυλο το κούτελο του. «Κανένα κόλπο, καμιά ζαβολιά. Έτσι θα έχει μεγαλύτερη πλάκα. Ένα... δύο... Δεν αρχίζετε να τρέχετε, λέω εγώ; Τρία... τέσσερα... πέντε...» «Δεν είναι δυνατόν», είπε η Κόνι, αλλά έκανε μεταβολή κι άρχισε να τρέχει. Ο Χάρι τη μιμήθηκε. Έτρεξαν προς το δρομάκι, στη βορινή πλευρά του Γκριν Χάουζ, έστριψαν και παραλίγο να πέσουν πάνω στον κοκαλιάρη αλήτη, τον Σάμι, που η Παύση τον είχε αφήσει πετρωμένο ενώ περπατούσε. Τα πόδια τους άφηναν παράξενους, υπόκωφους ήχους πάνω στην άσφαλτο καθώς προσπέρασαν τον Σάμι τρέχοντας με όλη τους τη δύναμη προς το βάθος του σκοτεινού δρομάκου. Αλλά και η ηχώ των βημάτων τους δεν ήταν ακριβώς όπως στον κανονικό κόσμο. Ήταν κι αυτή υπόκωφη και πολύ σύντομη. Καθώς έτρεχε, ο Χάρι ένιωθε όλο του το κορμί να πονάει σε κάθε βήμα. Ταυτόχρονα, πάοχιζε απεγνωσμένα να οκεφτεί κάποιο σχέδιο, κάτι που να τους βοηθήσει να επιζήσουν αυτή τη μία ιόρα. Αλλά, όπως η Αλίκη του παραμυθιού, είχαν περάσει κι αυτοί με'σά από κάποιον καθρέφτη στη Χώρα των θαυμάτων, όπου κανένα λογικό σχέδιο και καμιά στρατηγική δεν μπορούσε να λειτουργήσει στον τόπο του Τρελού Καπελά και του Ριγωτού Γάτου, όπου η σύνεση ήταν ανύπαρκτη και το χάος ο κανόνας.
ΠΕΝΤΕ ι «Έντεκα... δώδεκα... αν σας πιάσω, θα σας σκοτώσω... δεκατρία...» Ο Μπράιαν το γλεντούσε με την ψυχή του. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, γυμνός πάνω στα μαύρα σεντόνια και παραδομένος στην υπέροχη διαδικασία της Ολοκλήρωσης. Μέσα από τις γυάλινες λειψανοθήκες τους, οι ασώματοι πιστοί τον παρακολουθούσαν με λατρευτικό δέος. Ωστόσο, ένα μέρος της συνείδησής τσυ βρισκόταν στο γκολέμ, γεγονός που επίσης του προκαλούσε απέραντη ψυχική ευφορία Είχε δημιουργήσει το πλάσμα μεγαλύτερο αυτή τη φορά, είχε κατασκευάσει μια άγρια κι άτρωτη πολεμική μηχανή, για να τρομάξει ακόμα περισσότερο τον ήρωα του γλυκού νερού και το παλιοθήλυκο που έσερνε μαζί του. Οι πελώριοι ώμοι του γκολέμ ήταν οι δικοί του ώμοι και τα θηριώδη μπράτσα τα χρησιμοποιούσε αυτός. Σφίγγοντας τους υπερφυσικούς μυς, τον πλημμύριζε τόση αυτοπεποίθηση και αγαλλίαση για τη δύναμή του, που με δυσκολία συγκρατούσε τη λαχτάρα του να ριχτεί στο κυνήγι. «...δεκάξι... δεκαεςρτά... δεκαοχτώ...» Είχε πλάσει το στοιχειό από χώμα και άμμο και του είχε δώσει ανθρώπινη εμφάνιση κι ανθρώπινες ικανότητες —έτσι όπως ο παλιός Θεός είχε δημιουργήσει τον Αδάμ από άψυχο πηλό. Μόλο που το δικό τσυ πεπρωμένο του όριζε να γίνει Θεός αυστηρός κι άσπλαχνος, είχε κι αυτός τη δύναμη να δημιουργεί ζωή κι όχι μόνο να την καταστρέφει. Κανένας δε θα μπορούσε να πει ότι ήταν
λιγότερο θεϊκός από τους άλλους θεούς που είχαν κυβερνήσει το σύμπαν. Κανένας, κανένας, κανένας. Όρθιος, καταμεσής στον αυτοκινητόδρομο της Ακτής του Ειρηνικού, ένας χωμάτινος γίγαντας στη μέση ενός σιωπηλού, πετρωμένου κόσμου, ο Μπράιαν κοίταξε ολόγυρα κι απόλαυσε το επίτευγμά του. Αυτή ήταν η Μέγιστη κι Απόκρυφη Δύναμή του: η ικανότητα να σταματάει τα πάντα έτσι όπως ένας ρολογάς νεκρώνει τους δείχτες ενός παλιού ρολογιού, ανοίγοντας απλώς τη θήκη και εφαρμόζοντας το κατάλληλο εργαλείο στην ειδική υποδοχή του μηχανισμού. «...είκοσιτρία... εικοσιτέσσερα...» Η Δύναμη είχε εμφανιστεί μέσα του στη διάρκειας μιας από τις εξάρσεις της διαδικασίας Ολοκλήρωσης, όταν ήταν δεκάξι χρονών, αλλά είχε μάθει να την ελέγχει και να τη χρησιμοποιεί καλά μόνο μετά τα δεκαοχτώ του. Ήταν επόμενο. Κι ο Ιησούς είχε χρειαστεί κάποια χρόνια μέχρι να μάθει πώς να κάνει το νερό κρασί και να πολλαπλασιάζει μερικά καρβέλια ψωμί και μερικά ψάρια για να ταΐσει μ' αυτά ένα πλήθος ανθρώπων. Η θέληση, η δύναμη της θέλησης. Αυτό ήταν το κατάλληλο εργαλείο για να αναπλάσει κανείς την πραγματικότητα. Πριν από την αρχή του χρόνου και τη γέννηση του σύμπαντος, υπήρχε μόνο μια θέληση που είχε προκαλέσει την ύπαρξη όλων των υπολοίπων, μια άπειρη συνείδηση που οι άνθρωποι αποκάλεσαν «Θεό». Βέβαια, ο Θεός ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικός απ' αυτό που φαντάστηκαν κι απεικόνισαν οι άνθρωποι.' Ισως ο Θεός να ήταν απλώς ένα παιδί που, πάνω cm] φούρια του παιχνιδιού του, είχε σκαρώσει τους γαλαξίες και τα πλανητικά συστήματα Αν το σύμπαν ήταν ένας αεικίνητος μηχανισμός που είχε δημιουργηθεί μόνο με τη δύναμη της θέλησης, τότε η θέληση θα μπορούσε επίσης να τον αλλάξει, να τον αναμορφώσει ή να τον καταστρέψει. Αυτά που χρειάζονταν για να χειριστεί κανείς και νααναπλάσειτσν κόσμο τσυ παλιού Θεού ήταν θέληση και δύναμη κι ο Μπράιαν τα διέθετε και τα δύο. Η πυρηνική ενέργεια ήταν μια αδύναμη φλογίτσα σπίρτου μπροστά στην εκτυφλωτική λάμψη της θέλησης του. Ενεργοποιώντας τη θέλησή του, συγκεντρώνοντας όλη την ψυχική του ενέργεια στη σκέψη και στην επιθυμία ο Μπράιαν μπορούσε να επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές στη δομή του υπαρκτού κόσμου. «...τριάντα ένα... τριάντα δύο... τριάντα τρία...»
Επειδή συνέχιζε να Ολοκληρώνεται και δεν είχε γίνει ακόμα πλήρης Θεός, μπορούσε να επιβάλει αυτές τις αλλαγές μόνο για σύντομες χρονικές περιόδους, που δεν ξεπερνούσαν συνήθως τη μία ώρα πραγματικού χρόνου. Μερικές φορές τσν εκνεύριζε αυτή η ύπαρξη ορίων στη δύναμή τσυ, αλλά ήταν σίγουρος ότι μια μέρα θα μπορούσε να επιβάλει στην τρέχουσα πραγματικότητα μεταβολές που θα ήταν μόνιμες, αν έτσι αποφάσιζε αυτός. Στο μεταξύ, όσο συνέχιζε την Ολοκλήρωσή του, μπορούσε να ικανοποιείται, προκαλώντας αστείες αλλαγές που ανέτρεπαν προσωρινά όλους τους φυσικούς νόμους και έκαναν —έστω και για λίγο— τον κόσμο ένα πεδίο διασκέδασης, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Ο Χάρι Λάιον και η Κόνι Γκάλιβερ σίγουρα θα νόμιζαν ότι ο χρόνος είχε σταματήσει. Η αλήθεια, όμως, ήταν πολύ πιο περίπλοκη. Ενεργοποιώντας την εκπληκτική θέλησή του, λίγο πολύ με τον τρόπο που ο συνηθισμένος άνθρωπος κλείνει τα μάτια και κάνει μια ευχή πριν σβήσει τα κεράκια στην τούρτα των γενεθλίων του, ο Μπράιαν είχε συλλάβει και αναπλάσει την ίδια τη φύση τσυ χρόνου. Αν μέχρι τότε ο χρόνος ήταν ένα αστείρευτο ποτάμι που η σταθερή ροή του προκαλούσε δεδομένα και σταθερά αποτελέσματα, αυτός τον είχε αναδομήσει σ' ένα σύνολο από ανεξάρτητα ρεύματα που προκαλούσαν μια ποικιλία αποτελεσμάτων. Ο κόσμος αυτή τη στιγμή ήταν μια ακύμαντη λίμνη μέσα στη χρονική κοίτη. Στη λίμνη αυτί], η ροή του χρόνου ήταν τόσο ασύλληπτα αργή, που καταντούσε φαινομενικά ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα να παρατηρείται πλήρης ακινησία. Ωστόσο, με τη θέλησή του και πάλι, τοποθετούσε τον εαυτό του και τους δυο αστυνομικούς σε ένα άλλο χρονικό ρεύμα, το οποίο μπορούσε να διασχίζει ανεξάρτητα την ακύμαντη λίμνη του κόσμου. Έτσι, αυτοί οι τρεις μπορούσαν να δράσουν μέσα στην καινούρια πραγματικότητα λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο που δρούσαν και στην παλιά κι αντιλαμβάνονταν μόνο ασήμαντες, μικρές διαφορές στσυς φυσικούς νόμους της κίνησης, της δύναμης και της ενέργειας. «...σαράντα... σαράντα ένα...» Σαν να έκανε μια ευχή για τα γενέθλιά του, ή μια ευχή στ' αστέρια, ή στην καλή νεράιδα, συγκεντρώνοντας όλη του τη νοητική ενέργεια σ' αυτή την ευχή, είχε δημιουργήσει το ιδανικό πάρκο για να παίξει κρυφτό. Και τι πείραζε αν είχε χαλάσει το σύμπαν προκειμένου να διασκεδάσει; Ο Μπράιαν είχε συνείδηση ότι ήταν διασπασμένος σε δυο
ακραία αντίθετες προσωπικότητες. Από τη μια ήταν ένας Θεός υπό διαμόρφωση, ένα υπέρτατο ον με απεριόριστη εξουσία και τεράστια ευθύνη. Κι από την άλλη, ηταν ένα ανεύθυνο παιδί, εγωιστικό, κακομαθημένο, αλαζονικό κι αφάνταστα σκληρόκαρδο. Απ' αυτή την άποψη, θεωρούσε ότι έμοιαζε με την ανθρωπότητα. «...σαράντα πέντε...» Πίστευε επίσης ότι είχε επιλεγεί για Θεός ακριβώς επειδή ήταν τέτοιο παιδί. Ο εγωισμός και η αλαζονεία είναι αντανακλάσεις του εγώ και το ισχυρό εγώ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για δημιουργία. Ένας βαθμός ανευθυνότητας είναι εξίσου απαραίτητος αν κάποιος σκοπεύει να ανιχνεύσει τα όρια των δημιουργικών του δυνάμεων. Τονατολμάκανείς αδιαφορώντας για τις συνέπειες είναι απελευθέρωση και βασικό προσόν ενός δημιουργού. Κι εφόσον προοριζόταν να γίνει ένας Θεός τιμωρός της άμυαλης ανθρωπότητας, όφειλε να είναι άσπλαχνος κι εκδικητικός. Η ικανότητα του να παραμένει παιδί, να μην κατασπαταλάει την ενεργητικότητα του στην αναπαραγωγή νέων ανθρώπων, τον έκανε ιδανικό υποψήφιο διάδοχο του παλιού Θεού. «...σαράντα εννιά... πενήντα!» Θα κρατούσε για λίνο την υπόσχεση του να τους κυνηγήσει μόνο με τη βοήθεια των ανθρώπινων δυνατοτήτων του. Θα είχε πλάκα κι έτσι. Ήταν μια πρόκληση. Επιπλέον, θα είχε ενδιαφέρον να βιώσει για λίγο τα τρομερά όρια των συνηθισμένων ανθρώπων. 'Οχι για να τους συμπονέσει —δεν άξιζαν τη συμπόνια του— αλλά για να απολαύσει διπλά τη δύναμή του όταν θα έφτανε η ώρα Με τη μισή του συνείδηση στο σώμα του γιγαντόσωμου στοιχειού, ο Μπράιαν άρχισε να τρέχει στο απέραντο λούνα παρκ που είχε δημιουργήσει για να παίξει κρυφτό: στην πετρωμένη, βουβή πόλη. «Έρχομαι να σας βρω», φώναξε.
2 Έ ν α κουκουνάρι που έπεφτε τη στιγμή της Παύσης βρισκόταν τώρα μετέωρο ανάμεσα στο έδαφος και στο κλαδί απ' όπου είχε ξεκολλήσει. Μια γάτα είχε ακινητοποιηθεί τη στιγμή που πη-
δούσε από ένα δέντρο προς την κορυφή μιας ψηλής, πέτρινης μάντρας και τώρα ήταν στον αέρα, με τις μπροστινές πατούσες της ν' αγγίζουν τον τοίχο και τα δυο πίσω πόδια τεντωμένα στο κενό. Μια ασάλευτη, αμετάβλητη κορδέλα καπνού υψωνόταν από την καμινάδα της στέγης ενός σπιτιού. Ό σ ο έμπαιναν βαθύτερα στην καρδιά της μαρμαρωμένης πόλης, η Κόνι έχανε την ελπίδα ότι θα κατάφερναν να περάσουν τη δοκιμασία. Δε σταμάτησε ωστόσο ούτε στιγμή να σκέφτεται και να απορρίπτει τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον Τικτάκ για μία ώρα. Προφανώς, κάτω από το σκληρό καβούκι του κυνισμού που συντηρούσε με τόση προσοχή για πάρα πολλά χρόνια, πίστευε κι αυτή, όπως όλοι οι ανόητοι του κόσμου, ότι ο θάνατος θα την έβρισκε μόνο στα βαθιά γεράματα. Κανονικά, θα έπρεπε να ντρέπεται γι' αυτή την αδυναμία της που εκφραζόταν σαν ελπίδα ζωής. Αντί να ντρέπεται, η Κόνι είχε αρπαχτεί απ' αυτή. Η ελπίδα μπορεί να γίνει επικίνδυνη μορφή αυτοπεποίθησης, αλλά η θέση τους ήταν τόσο άσχημη, που ήταν πρακτικά αδύνατον να χειροτερέψει με λίγη αισιοδοξία. Μέσα σε μια νύχτα είχε μάθει ένα σωρό καινούρια πράγματα για τον εαυτό της. Θα ήταν κρίμα να μην προλάβει να ζήσει αρκετά ώστε να στήσει μια καινούρια ζωή, βασισμένη σ' αυτές τις αποκαλύψεις. Δυστυχώς, όσο κι αν έστυβε το μυαλό της, μόνο παθητικούς τρόπους δράσης μπορούσε να σκεφτεί. Χωρίς να μειώσει το τρέξιμο, ανάμεσα από λαχανιαστές ανάσες, πρότεινε στον Χάρι ν' αλλάζουν συχνά κατεύθυνση, να στρίβουν πότε από δω και πότε από κει, με την αδύναμη ελπίδα ότι μια τεθλασμένη διαδρομή θα μπέρδευε το φοβερό διώκτη τους. Κι όπου ήταν δυνατόν, διάλεγε κατηφορικούς δρόμους, για να πηγαίνουν πιο γρήγορα και ν' αυξάνουν έτσι την απόσταση ανάμεσα σ' αυτούς και τον Τικτάκ. Γύρω τους, οι πετρωμένοι κάτοικοι της Λαγκούνα δεν αντιλαμβάνονταν ότι δυο άνθρωποι έτρεχαν σαν τρελοί μέσα cm] νύχτα για να σώσουν τη ζωή τους. Κι αν ο Τικτάκ τους έπιανε τελικά, οι φωνές και τα ουρλιαχτά τους δε θα ξυπνούσαν κανέναν, ούτε θα έφερναν βοήθεια. Τώρα ήξερε γιατί οι γείτονες του Ρίκι Εστεφάν δεν είχαν ακούσει την έκρηξη που συνόδεψε τη δημιουργία του γκολέμ ούτε τους φριχτούς ήχους της βίας που ακολούθησε. Ο Τικτάκ
είχε σταματήσει το χρσνσ για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εκτός από το εσωτερικό του σπιτιού. Το μαρτύριο κι ο φόνος του Ρίκι ήταν για το δολοφόνο του ένα σαδιστικό παιχνίδι που το έπαιζε με το πάσο του, ενώ για την υπόλοιπη ανθρωπότητα δεν είχε περάσει ούτε μια στιγμή. Κατ' αντιστοιχία, όταν ο Τικτάκ τούς αιφνιδίασε μέσα στο σπίτι του Όρντεγκαρντ και πέταξε την Κόνι στην μπαλκονόπορτα, που έγινε συντρίμμια, οι γείτονες δεν είχαν αντιδράσει ούτε στο σαματά, ούτε στους πυροβολισμούς που είχαν προηγηθεί, γιατί όλη η σκηνή είχε διαδραματιστεί στο μη-χρόνο, σε μια διάσταση εκτός πραγματικότητας. Ενώ έτρεχε με όση δύναμη είχε, η Κόνι μετρούσε νοερά, προσπαθώντας να κρατάει τον ίδιο αργό ρυθμό με τον Τικτάκ. 'Οταν έφτασε στο πενήντα δεν είχαν τρέξει ούτε τη μισή απόσταση από εκείνη που, θεωρητικά τουλάχιστον, θα έπρεπε να καλύψουν για να αισθάνονται κάπως ασφαλείς. Αν είχε συνεχίσειτο μέτρημα, θα είχε φτάσει στο εκατόκαι βάλε, όταν αναγκάστηκαν τελικά να σταματήσουν το τρέξιμο γιατί δεν άντεχαν άλλο κι ακούμπησαν σ' έναν τοίχο για να πάρουν ανάσα. Το στήθος της πονούσε από τη φοβερή προσπάθεια και η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από το χτύπημα. Ο λαιμός της ήταν στεγνός και κάθε αναπνοή της έκαιγε τα πνευμόνια, λες και ρουφούσε υγρή φωτιά κι όχι αέρα. Οι μύες στις γάμπες και στους μηρούς της είχαν ζοριστεί τόσο πολύ, που τους αισθανόταν σαν τεντωμένα σκοινιά έτοιμα να σπάσουν. Ο Χάρι έδειχνε ακόμα χειρότερα από την ίδια. Βέβαια, αυτός ήταν πιο ταλαιπωρημένος γιατί είχε φάει πολύ περισσότερα χτυπήματα στις συναντήσεις του με τον Τικτάκ και είχε ζήσει και την πυρκαγιά στο διαμέρισμάτου. Όταν ξαναβρήκε η αναπνοή της κάποιο ρυθμό, κατάφερε να ψελλίσει τις πρώτες λέξεις. «Και τώρα;» Ο Χάρι άρθρωνε τις λέξεις μία μία, ανάμεσα από κοφτές, λαχανιαστές αναπνοές. «Τι... λες... για χειροβομβίδες;» «Χειροβομβίδες;» «Όπως... ο Όρντεγκαρντ». «Ναι, ναι, θυμάμαι». «Οι σφαίρες... δεν κάνουν τίποτα... στο γκολέμ...» «Το πρόσεξα», είπε σαρκαστικά η Κόνι. «Αν όμως το τινάξουμε στον αέρα...»
«Και πού θα βρούμε χειροβομβίδες, Χάρι; Ξέρεις κάνα μαγαζάκι με εκρηκτικά εδώ γύρω;» «Ίσως σε καμιά αποθήκη όπλων της Εθνοφρουράς». «Σύνελθε, Χάρι». «Γιατί; Ο υπόλοιπος κόσμος κοιμάται». «Εμείς θα τινάξουμε ένα γκολέμ στον αέρα κι αυτός θα μαζέψει λίγο χώμα και θα φτιάξει άλλα δέκα». «Ναι, αλλά θα τον καθυστερήσουμε». «Κάνα δυο λεπτά». «Κάθε λεπτό μετράει», ισχυρίστηκε ο Χάρι. «Πρέπει να επιζήσουμε αυτή τη μία ώρα». Η Κόνι τον κοίταξε με έκπληξη. «Σοβαρά πιστεύεις ότι θα κρατήσει την υπόσχεση του;» «Μπορεί και να την κρατήσει». «Εμένα μου λες;» «Μπορεί», επέμεινε ο Χάρι. Η Κόνι ντράπηκε για τον εαυτό της που λαχταρούσε να το πιστέψει. Αφουγκράστηκε για λίγο. Κανένας θόρυβος στη νύχτα. Αυτό, βέβαια, δε σήμαινε ότι ο Τικτάκ δε βρισκόταν κάπου εκεί γύρω. «Πρέπει να φύγουμε από δω», είπε στον Χάρι. «Για πού;» Η Κόνι τραβήχτηκε από τον τοίχο όπου ακουμπούσε κι έριξε μια ματιά γύρω. Διαπίστωσε ότι βρίσκονταν στο χώρο του πάρκινγκ μιας τράπεζας. Καμιά εικοσαριά μέτρα πιο πέρα, ένα αυτοκίνητο ήταν σταματημένο κοντά στο μηχάνημα που δίνει μετρητά είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Δυο άντρες βρίσκονταν μπροστά από το μηχάνημα, ο ένας πίσω από τον άλλον. Κάτι δεν πήγαινε καλά στον τρόπο που στέκονταν. 'Οχι το γεγονός ότι ήταν και οι δυο ακίνητοι σαν αγάλματα. Κάτι άλλο. Η Κόνι ξεκίνησε να διασχίσει το πάρκινγκ προς την κατεύθυνση των δυο μαρμαρωμένων αντρών. «Πού πας;» ρώτησε ο Χάρι. «Να δω τι γίνεται εκεί». Το ένστικτο της αποδείχτηκε σωστό. Η Παύση είχε ακινητοποιήσει μια απόπειρα ληστείας. Ο πρώτος άντρας χρησιμοποιούσε την κάρτα του για να σηκώσει τριακόσια δολάρια από το μηχάνημα. Ή τ α ν ένας
αξιοπρεπής εξηντάχρονος κύριος με άσπρα μαλλιά, άσπρο μουστάκι και καλοσυνάτο πρόσωπο που είχε πετρώσει σε μια έκφραση έκπληξης και φόβου. Τα χαρτονομίσματα βρίσκονταν μισά στο χέρι του και μισά στην ειδική υποδοχή του μηχανήματος, όταν ακινητοποιήθηκαν τα πάντα. Ο κακοποιός ήταν ένας νεαρός, το πολύ είκοσι τριών χρονών, ψηλός, ξανθός και όμορφος. Με τα Νάικ του, το μπλουτζίν και το γαλάζιο φούτερ του, ήταν σαν ένας από τους δεκάδες ηλιοκαμένους νεαρούς που βλέπει κανείς καθημερινά στους κεντρικούς δρόμους της Λαγκούνα. Βλέποντάς τον, θα μπορούσες μεν να σκεφτείς ότι ήταν αργόσχολος κι ότι δεν είχε καμιά φιλοδοξία στη ζωή του εκτός από το να καλοπερνάει τα καλοκαίρια, αλλά δε θα σου περνούσε από το μυαλό ότι ένα τέτοιο καλοβαλμένο αγόρι θα είχε εγκληματικές προθέσεις. Ακόμη και τη στιγμή που διέπραπε ληστεία, είχε όψη χερουβείμ κι ένα γλυκό, παιδικό χαμόγελο στα χείλη του. Στο δεξί του χέρι όμως, κρατούσε ένα 32άρι και είχε κολλήσει την κάννη στην πλάτη του ηλικιωμένου κύριου. Η Κόνι έκανε το γύρο παρατηρώντας τη σκηνή απ' όλες τις πλευρές. «Τι κάνεις εκεί;» της φώναξε ο Χάρι. «Γίνεται ληστεία, κάτι πρέπει να κάνουμε». «Δεν έχουμε καιρό». «Αστυνομικοί δεν είμαστε;» «Κόνι, για τ' όνομα του Θεού! Κινδυνεύει η ζωή μας!» «Και ποιος θα βάλει τάξη στον κόσμο αν δεν το κάνουμε εμείς;» «Για στάσου μια στιγμή», είπε ο Χάρι. «Εσύ δεν είσαι που κάνεις αυτί] τη δουλειά για τη γοητεία του κινδύνου, για ν' αποδείξεις κάτι στον εαυτό σου; Έτσι δεν έλεγες πριν;» «Κι εσύ υποτίθεται ότι την κάνεις για να προστατεύεις τους αθώους και να επιβάλλεις την τάξη, ή όχι;» Ο Χάρι πήρε βαθιά ανάσα, σαν να ετοιμαζόταν να διαφωνήσει, και τελικά ξεφύσηξε εκνευρισμένος χωρίς να πει κουβέντα. Για πρώτη φορά μέσα στους έξι μήνες της συνεργασίας τους αντιδρούσε με τέτοιο τρόπο. Η Κόνι σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφος έτσι νευριασμένος. Ήταν μια γοητευτική αλλαγή από τη συνηθισμένη αταραξία του, που καταντούσε βαρετή στο τέλος. Εδώ που τα λέμε, της άρεσε
περισσότερο όπως ήταν απόψε, βρόμικος, αναμαλλιασμένος κι αξύριστος. Δε φανταζόταν ότι θα έβλεπε ποτέ τον Χάρι α'αυτά τα χά/Μ και σκέφτηκε ότι φαινόταν μάλλον γοητευτικά σκληρός, παρά ταλαιπωρημένος και πολύ πιο επικίνδυνος απ' ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν ήρεμο τύπο σαν κι αυτόν. «Εντάξει, εντάξει», της είπε μόλις έφτασε κοντά της για να επιθεωρήσει κι αυτός τη σκηνή της ληστείας. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Μερικές μετατροπές στο σκηνικό». «Μπορεί να είναι επικίνδυνο». «Λόγω ταχύτητας και αδράνειας; Η πεταλούδα δεν έπαθε τίποτα όταν τη μετακίνησες». Η Κόνι άγγιξε με το δάχτυλο της το πρόσωπο του νεαρού κακοποιού. Είχε την αίσθηση ότι άγγιζε μεμβράνη —το δέρμα ήταν σκληρό και δεν υποχωρούσε στην πίεση του δαχτύλου της. 'Οταν το τράβηξε όμως, στο μάγουλο του νεαρού είχε σχηματιστεί ένα λακκάκι που θα εξαφανιζόταν μόνο μετά τη λήξη της Παύσης. Η Κόνι κοίταξε κατάματα το μαρμαρωμένο νεαρό. «Κάθαρμα», του είπε. Εκείνος δεν έδειξε ν' αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Προφανώς, ήταν αόρατη στα μάτια του. Κι όταν ο χρόνος θα ξανάρχιζε να κυλάει, δε θα ήξερε καν ότι είχαν συναντηθεί. Η Κόνι κατέβασε το χέρι του νεαρού που κρατούσε το περίστροφο. Συνάντησε μόνο μια μικρή αντίσταση, σαν να μετακινούσε το πλαστικό μέλος μιας κούκλας. Απέφευγε τις βιαστικές κινήσεις, γιατί φοβόταν μήπως ο χρόνος ξαναρχίσει να κυλάει στην πιο ακατάλληλη στιγμή και τότε η παρουσία ΐης μπορεί να ξάφνιαζε τον οπλοφόρο και να τον έκανε να πατήσει τη σκανδάλη πάνω στην έκπληξή του. Υποθετικά πάντα, οι ενέργειές της θα μπορούσαν να προκαλέσουν το θάνατο του ηλικιωμένου κύριου, ενώ ο νεαρός κακοποιός δε θα είχε αρχικά την πρόθεση να τον σκοτώσει. Αφού απομάκρυνε το περίστροφο από την πλάτη του θύματος, η Κόνι έστρεψε αργά την κάννη προς τα αριστερά, ώστε ένας πιθανός πυροβολισμός να πέσει στο κενό. Ο Χάρι άνοιξε προσεκτικά τα δάχτυλα του νεαρού κι ελευθέρωσε τη λαβή του περιστρόφου. Το όπλο έμεινε στον αέρα, εκεί
ακριβώς που βρισκόταν. «Είναι σαν να παίζουμε με κούκλες σε φυσικό μέγεθος», είπε ο Χάρι. Η Κόνι διαπίστωσε ότι το όπλο μπορούσε να μετακινηθεί εύκολα. Το πήρε από τον αέρα, το έβαλε στο χέρι του ηλικιωμένου κύριου κι έκλεισε τα δάχτυλα του γύρω από τη λαβή. 'Οταν θα τέλειωνε η Παύση, ο άνθρωπος θα βρισκόταν μ' ένα πιστόλι στο χέρι το οποίο δεν είχε πριν ένα δέκατο του δευτερολέπτου και δε θα ήξερε από πού είχε ξεφυτρώσει. Τράβηξε έπειτα τα χαρτονομίσματα ώστε να βγουν εντελώς από τη σχισμή του μηχανήματος και τα έβαλε στο αριστερό χέρι του πελάτη. «Τώρα καταλαβαίνω πώς βρέθηκε το δεκαδόλαρο πίσω στην παλάμη μου ως διά μαγείας», είπε στον Χάρι. «Και πώς κατέληξαν οι τέσσερις χρησιμοποιημένες σφαίρες στην τσέπη του πουκαμίσου μου», πρόσθεσε ο Χάρι. «Και το κεφάλι του αγάλματος από το εικονοστάσι του Ρίκι Εστεφάν στο χέρι μου». Η Κόνι κοίταξε γύρω κι έσμιξε τα φρύδια της. «Ανατριχιάζω στη σκέψη ότι ήμαστε κι εμείς σαν άψυχες κούκλες κι αυτό το κάθαρμα έπαιζε μαζί μας κι έκανε ό,τι ήθελε». «Τελείωσες από δω;» ρώτησε ανυπόμονα ο Χάρι. «'Οχι ακόμα. Έλα, δώσε μου ένα χέρι να στρίψουμε αυτόν εδώ από την άλλη μεριά». Έστριψαν μαζί τον ηλικιωμένο κύριο, σαν να ήταν μαρμάρινο άγαλμα κήπου που το μετακινούσαν κατά εκατόν ογδόντα μοίρες. 'Οταν τελείωσαν, το θύμα όχι μόνο κρατούσε το περίστροφο, αλλά σημάδευε και τον κακοποιό μ' αυτό. Σαν υπάλληλοι σε μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, είχαν αναπλάσει ένα σκηνικό δίνοντάς του διαφορετική μορφή δράσης. «Εντάξει, πάμε να φύγουμε τώρα», είπε ο Χάρι κι άρχισε να κατευθύνεται προς το πάρκινγκ. Η Κόνι δίσταζε ακόμη, μελετώντας το νέο σκηνικό. Ο Χάρι κοίταξε πίσω, είδε ότι δεν τον ακολουθούσε και στράφηκε. «Τι κάνεις τώρα;» «Είναι πολύ επικίνδυνο», απάντησε η Κόνι κουνώντας το κεφάλι της. «Αφού το όπλο το έχει ο καλός της ιστορίας». «Ναι, αλλά θα σαστίσει όταν θα το δει στο χέρι του. Μπορεί να το πετάξει, να το ξαναπάρε ι ο κακός και να καταλήξουν πάλι τα πράγματα στον ίδιο παρονομαστή».
Ο Χάρι κόντευε να πάθει αποπληξία από τα νεύρα του. «Ξέχασες ένα βρομερό τύπο με μαύρο πανωφόρι και σημαδεμένο πρόσωπο που μας κυνηγάει;» «Δεν τον ακούω ακόμα», είπε η Κόνι. «Κόνι, για το Θεό, σύνελθε! Μπορεί να σταματήσει το χρόνο και για μας, να ψάξει να μας βρει με όλη του την άνεση και να μας ξυπνήσει μόλις βρεθεί μπροστά μας για να συνεχίσει το παιχνίδι. Μην περιμένεις να τον ακούσεις πρώτα, γιατί μπορεί να μην προλάβεις ούτε να τον δεις πριν σου βγάλει τα μάτια». «Αν κάνει τέτοια ζαβολιά...» «Ζαβολιά; Και γιατί να μην κάνει, παρακαλώ;» φώναξε φουρκισμένος ο Χάρι. Προφανώς, είχε ξεχάσει ότι λίγο πριν αυτός ο ίδιος υποστήριζε πως ο Τικτάκ θα κρατούσε την υπόσχεση του και θα έπαιζε τίμια. «Δε μιλάμε για πι Μητέρα Τερέζα, Κόνι!» «...δεν έχει καμιά σημασία αν θα τελειώσουμε τη δουλειά μας ή αν θα φύγουμε», ολοκλήρωσε τη σκέψη της η Κόνι. «Ό,τι κι αν κάνουμε, θα μας πιάσει». Τα κλειδιά του αυτοκινήτου του ηλικιωμένου κύριου ήταν πάνω στη μηχανή. Η Κόνι τα πήρε κι άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Το καπάκι δεν τινάχτηκε όπως έπρεπε κανονικά να γίνει και το σήκωσε τραβώντας το. «Τώρα κάθεσαι και ψειρίζεις τη μαϊμού», γκρίνιαξε ο Χάρι. «Μπα; Επειδή κάνω ό,τι κάνεις συνήθως εσύ, ε;» Ο Χάρι την κοίταξε για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό και δεν είπε κουβέντα. 'Επιασαν μαζί τον κακοποιό, ο Χάρι από τις μασχάλες και η Κόνι από τα πόδια, τον μετέφεραν στο αυτοκίνητο και τον έχωσαν στο πορτμπαγκάζ. Το αγόρι τούς φάνηκε βαρύτερο απ' ό,τι θα έπρεπε να ήταν σε κανονικές συνθήκες. Η Κόνι πήγε να κλείσει το καπάκι, αλλά η δύναμη που έβαλε δεν αρκούσε στη νέα πραγματικότητα Χρειάστηκε να τραβήξει και με τα δυο της χέρια και μετά να πέσει πάνωτου με όλο τηςτο βάρος για να έρθειτο καπάκι στη θέση του και να κλείσει. 'Οταν ο χρόνος θα ξανάρχιζε να κυλάει, ο νεαρός θα βρισκόταν μέσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου χωρίς να θυμάται πώς είχε καταλήξει σ' αυτή τη δυσάρεστη θέση. Σε χρόνο μηδέν θα είχε μετατραπεί από επίδοξο ληστή σε κρατούμενο. «Τώρα καταλαβαίνω πώς κατέληξα τρεις φορές καθισμένος
σ' εκείνη την καρέκλα, στην κουζίνα του Όρντεγκαρντ, έτοιμος ν' αυτοκτονήσω με το ίδιο μου το πιστόλι», είπε ο Χάρι. «Σταματούσε τον πραγματικό χρόνο, σε έπαιρνε και σε τοποθετούσε εκεί», συμπλήρωσε η Κόνι. «Ναι. Σαν πιτσιρικάς που σκαρώνει φάρσες». Η Κόνι αναρωτήθηκε αν το σπίτι του Ρίκι Εστεφάν είχε γεμίσει φίδια και αράχνες με ανάλογο τρόπο. Τα είχε άραγε μαζέψει ο Τικτάκ από εργαστήρια και καταστήματα ή από τις φωλιές τους στη φύση και τα είχε τοποθετήσει εκεί στη διάρκεια μιας Παύσης; Και είχε ενεργοποιήσει ύστερα το μηχανισμό του χρόνου —τουλάχιστον για τον Ρίκι — τρομοκρατώντας το δυστυχισμένο ανάπηρο μέχρι θανάτου; Η Κόνι απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο και στάθηκε στη μέση του πάρκινγκ ν' αφουγκραστεί την ασάλευτη νύχτα Απόλυτη σιωπή. Σαν να είχαν νεκρωθεί τα πάντα στη φύση, μετατρέποντας τον πλανήτη σε απέραντο κοιμητήριο, όπου το χορτάρι, τα δέντρα, τα λουλούδια και οι συγγενείς των νεκρών να ήταν κι αυτά φτιαγμένα από γρανίτη, όπως και οι τάφοι. Τα τελευταία χρόνια, σκεφτόταν καμιά φορά να παραιτηθεί από την αστυνομία και να εγκατασταθεί σ' ένα σπιτάκι στα όρια της Μοχάβε, όσο μακρύτερα από τους ανθρώπους και τον πολιτισμό ήταν δυνατόν. Έτσι σπαρτιάτικα που ζούσε, είχε εξοικονομήσει ένα γερό κομπόδεμα, που θα της έφτανε για πολλά χρόνια αν αποφάσιζε να ζήσει σαν ποντικός της ερήμου. Οι γυμνές, άγριες εκτάσεις της άμμου, των βράχων και της υποτυπώδους βλάστησης της φαίνονταν συχνά παράδεισος συγκριτικά με τα τοπία του σύγχρονου πολιτισμού. Αλλά η ακινησία της Παύσης ήταν πολύ διαφορετική από τη γαλήνη ενός ερημικού τοπίου, όπου η ζωή και η κίνηση αποτελούσαν νόμους της φύσις κ α ι 0 πολιτισμός, όσο αηδιαστικός κι αν ήταν, εξακολουθούσε να υπάρχει κάπου μακριά στον ορίζοντα. Έχοντας ζήσει μόνο καμιά δεκαριά λεπτά μη-χρσνου, μέσα σε θανάσιμη σιωπή κι ακινησία η Κόνι λαχταρούσε ήδη σαν τρελή το ανούσιο πανδαιμόνιο του ανθρώπινου τσίρκου. Το ανθρώπινο γένος αυτοβυθιζόταν στο ψέμα, στην απάτη, στην άγνοια, στη μεμψιμοιρία, στο φαρισαϊσμό και σε ουτοπικά οράματα που θα το οδηγούσαν σε μαζικό αφανισμό. Αλλά μέχρι να καταλήξει στην αυτοεξόντωσή του. διατηρούσε πάντα την πιθανότητα ν' αλλάξει,
να γίνειπιο μεγαλόψυχο, ν' αποκτήσει ευγενή ιδανικά, να προβλέψει τις συνέπειες των πράξεων του, να ζήσει χωρίς εκμετάλλευση και να κερδίσει επάξια το ρόλο του διαχειριστή της οικουμένης. Η ελπίδα. Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Κόνι Γκάλιβερ είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η ελπίδα από μόνη της ήταν ένας λόγος να θέλει κανείς να ζήσει και να υπομείνει όλα τα δεινά τσυ πολιτισμού. Αλλά ο Τικτάκ ήταν ο θάνατος της ελπίδας. «Αυτό το κάθαρμα το μισώ όσο δεν έχω μισήσει τίπστ' άλλο στη ζωή μου», είπε στον Χάρι. «Θέλω να το σκοτώσω. Το θέλω τόσο πολΰ, που με πιάνει κάτι σαν τρέλα». «Για να έχουμε έστω και μια πιθανότητα να τον σκοτώσουμε πρέπει να επιζήσουμε τουλάχιστον αυτή τη μία ώρα», της υπενθύμισε ο Χάρι. «Πάμε λοιπόν, τι στεκόμαστε;»
3 Αρχικά, τους είχε φανεί ότι το λογικότερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να κινούνται συνεχώς. Αν ο Τικτάκ κρατούσε την υπόσχεσή του και δε χρησιμοποιούσε τα κόλπα του για να τους πιάσει, όσο μακρύτερα απ' αυτόν θα βρίσκονταν, τόσο πιο ασφαλείς θα ήταν. Καθώς συνέχιζαν να τρέχουν από τον ένα δρόμο στον άλλο, ο Χάρι άρχισε πάλι να πιστεύει ότι υπήρχε πιθανότητα να τους κυνηγήσει ο Τικτάκ μόνο με ανθρώπινα μέσα και να μην τους πειράξει αν δεν τους έβρισκε πριν περάσει μία ώρα. Τέρας ή όχι, ο Τικτάκ ήταν τελικά ένα παιδί, φοβερά ανώριμο παρά τις υπερφυσικές του δυνάμεις. Και τα παιδιά παίρνουν πολύ συχνά το παιχνίδι τους πιο σοβαρά από την ίδια την πραγματική ζωή. Φυσικά, αν και όταν θα τους άφηνε, η ώρα θα ήταν ακόμη μία και είκοσι εννιά, όπως τη στιγμή που είχαν σταματήσει τα ρολόγια. Δηλαδή πέντε ώρες ως την αυγή. Ακόμη κι αν ο Τικτάκ έπαιζε αυτό το νέο παιχνίδι τηρώντας ως το τέλος τους κανόνες που είχε βάλει, δεν άλλαζε η πρόθεσή του να τους σκοτώσει την αυγή. Απλώς, αν επιζούσαν της Παύσης, θα είχαν μια ελάχιστη πιθανότητα να τον βρουν και να τον καταστρέψουν όταν ο χρόνος θα ξανάρχιζε να κυλά.
Αλλά, ακόμη κι αν ο Τικτάκ παρέβαινε την υπόσχεση τσυ και χρησιμοποιούσε κάποια έκτη αίσθηση για να τους εντοπίσει, ήταν πιο συνετό να κινούνται συνεχώς.' Ισιος τους είχε κολλήσει ένα είδος «ψυχικού βομβητή», όπως υπέθετε ό Χάρι. Σ' αυτή την περίπτωση, αν τελικά δεν έπαιζε τίμια, θα τους έβρισκε όπου κι αν πήγαιναν. Οπότε, παραμένοντας συνεχώς σε κίνηση, θα ήταν ασφαλείς, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που θα τους έπιανε ή που θα τους έβγαινε μπροστά έχοντας προβλέψει την επόμενη κίνησή τους. Έτρεχαν σε δρόμους και δρομάκια, σε πάρκα, σε πρασιές, πηδούσαν φράχτες, διέσχισαν μια σχολική αυλή, πέρασαν μέσ' από κήπους σπιτιών, σε μια ατέλειωτη περιπλάνηση rf έναν κόσμο όπου οι σκιές ήταν βαριές σαν σίδερο, τα φώτα της νύχτας σαν παχιές πινελιές πάνω σε μαύρο χαρτί και οι λιγοστοί άνθρωποι ασάλευτοι σαν μπρούντζινα αγάλματα. Σε κάποια φάση βρέθηκαν να κατηφορίζουν παράλληλα μ' ένα μεγαλούτσικο ρέμα που τα νερά του μετέφεραν σκουπίδια από την πρόσφατη καταιγίδα. Η Παύση τα είχε κοκαλώσει, αλλά όχι με τον τρόπο που ακινητοποιεί τα νερά ο πάγος. Δεν ήταν λευκά και κρυσταλλιομένα, αλλά σκοτεινά, διάφανα, γεμάτα αντανακλάσεις από τα φώτα της νύχτας. Και η επιφάνεια του νερού δεν ήταν επίπεδη όπως στα παγωμένα ρυάκια, αλλά γεμάτη ρυτίδες, κυματισμούς και περιδινήσεις. Στα σημεία όπου το νερό κυλούσε πάνω σε βραχάκια ο αέρας ήταν γεμάτος από μετέωρα σταγονίδια που γυάλιζαν σαν διάφανες χάντρες κρεμασμένες απότο πουθενά. Παρ' όλο που ήταν αναγκαίο να κινούνται συνεχώς, κάποια στιγμή ήταν πλέον πρακτικά αδύνατο να συνεχίσουν να τρέχουν. Ήταν ήδη κουρασμένοι και πιασμένοι όταν τους βρήκε η Παύση και τώρα είχαν πια απσκάμει εντελώς. Επιπλέον, όσο κι αν δε συναντούσαν καμιά δυσκολία στην κίνησή τους στο μαρμαρωμένο κόσμο του Τικτάκ, ο Χάρι είχε προσέξει ότι το τρέξιμο τους δε δημιουργούσε ρεύμα αέρα, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει κανονικά.' Ηταν σαν να έκοβαν τον αέρα στα δυο, έτσι όπως περνάει το μαχαίρι στο βούτυρο, χωρίς να προκαλούν αναταραχή, πράγμα που σήμαινε ότι, αντικειμενικά, ο αέρας ήταν πυκνότερος απ' ό,τι φαινόταν. Δηλαδή, η ταχύτητά τους ήταν πολύ μικρότερη απ' ό,τι νόμιζαν και, κατά συνέπεια, χωρίς να το καταλαβαίνουν, κατέβαλλαν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να κινηθούν.
Αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Όσο έτρεχαν μέσα στη μαρμαρωμένη πόλη, αφήνοντας πίσω τους τον ένα δρόμο μετά τον άλλο, μια ανεξήγητη βιολογική αντίδραση ήρθε να προστεθεί στη δυστυχία τους. Ενώ μια τόσο έντονη σωματική άσκηση θα έπρεπε να τους έχει ζεστάνει υπερβολικά, συνέβαινε το αντίθετο: είχαν αρχίσει να κρυώνουν. Ο Χάρι δεν ήταν καν ιδρωμένος και οι άκρες των δάχτυλων στα χέρια και στα πόδια του είχαν παγώσει, λες και γλιστρούσε με έλκηθρο στις παγωμένες εκτάσειςτης Αλάσκας αντί να τρέχει σε μια παραθαλάσσια πόλη cm] Νότια Καλιφόρνια. Το περίεργο ήταν ότι δεν έκανε κρύο. Ίσως μάλιστα η νύχτα να ήταν ακόμα πιο ζεστή μετά την Παύση, αφού είχε πέσει εντελώς το ψυχρό αεράκι του ωκεανού. Προφανώς, η αιτία αυτής της ανεξήγητης εσωτερικής παγωνιάς δεν είχε καμιά σχέση με πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Ήταν κάτι πολύ περίπλοκο και τρομακτικό. Ο Χάρι άρχισε να υποψιάζεται ότι ο κόσμος ολόγυρά τους, στερημένος ξαφνικά από την άφθονη ενέργειά του, είχε αρχίσει να λειτουργεί σαν ένα είδος μαύρης τρύπας, που απορροφούσε ενέργεια απ' αυτούς και τους απομυζούσε σιγά σιγά, μέχρι να καταλήξουν κι αυτοί ακίνητοι σαν καθετί άλλο γύρω τους. Άρα, ήταν απόλυτη ανάγκη να διατηρήσουν όση ενέργεια τους είχε απομείνει. Όταν η κούραση τους ανάγκασε να σταματήσουν το τρέξιμο κι άρχισαν ν' αναζητούν έναν ασφαλή κρυψώνα, είχαν ήδη βγει από τις κατοικημένες περιοχές και βρίσκονταν στο ανατολικό άκρο μιας ρηχής χαράδρας που οι πλαγιές της ήταν γεμάτες από χαμηλούς θάμνους. Κατά μήκος του δρόμου που διέσχιζε τσν πυθμένα της, με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, το επίπεδο τμήμα του εδάφους ήταν γεμάτο από το είδος των βιομηχανικών κτιρίων τα οποία κάθε πόλη που σέβεται τη φυσιογνωμία της, όπως η Λαγκούνα Μπιτς, φροντίζει να τα κρατάει μακριά από τις τουριστικές διαδρομές. Μια σειρά από λάμπες ατμών νατρίου μεταμόρφωναν τη νύχτα σε πίνακα δύο χρωμάτων, γεμάτο από μαύρες και κίτρινες επιφάνειες. Ο Χάρι και η Κόνι βάδιζαν τώρα αντί να τρέχουν και είχαν αρχίσει να τρέμουν από το κρύο. Η Κόνι έσφιγγε το κορμί της με τα δυο της χέρια κι ο Χάρι είχε κουμπώσει το σακάκι του ως πάνω
και είχε σηκώσει το γιακά. «Πόση κανονική ώρα έχει περάσει;» ρώτησε η Κόνι. «Ανάθεμά με αν ξέρω. Έ χ ω χάσει την αίσθηση του χρόνου». «Μισή ώρα;» «Ίσως». «Περισσότερο;» «Ίσως». «Λιγότερο;» «Ίσως». «Σκατά!» «Μάλλον». Στα δεξιά τους, σε μια μεγάλη, ανοιχτή έκταση που προοριζόταν για τη φύλαξη σκαφών αναψυχής και ηταν περιφραγμένη με χοντρό, ατσάλινο συρματόπλεγμα, ηταν σταθμευμένα δεκάδες τροχόσπιτα, το ένα δίπλα στο άλλο. «Τι είναι όλα αυτά τα αυτοκίνητα;» αναρωτήθηκε η Κόνι. ' Ηταν σταθμευμένα και στις δυο πλευρές του δρόμου, μισά στο χώμα και μισά στην άσφαλτο, περιορίζοντας τις λωρίδες κυκλοφορίας απότρεις σε δυο.' Ηταν περίεργο, γιατί καμιά απότις γύρω επιχειρήσεις δεν ήταν ανοιχτή την ώρα που άρχισε η Παύση. Αντίθετα, όλα τα κτίρια είχαν τα φώτα τους σβηστά γιατί είχαν κλείσει εφτά ώρες νωρίτερα Στα δεξιά τους υπήρχε ένα ψηλό κτίριο από μπετόν που φιλοξενούσε μια επιχείρηση συντήρησης κατοικιών και πίσω απ' αυτό, στην πλαγιά της ρεματιάς, ένα φυτώριο δέντρων και καλλωπιστικών θάμνων. Ακριβώς κάτω από ένα φως του δρόμου, σ* ένα από τα πολλά σταθμευμένα αυτοκίνητα, είδαν ένα ζευγαράκι σε ερωτική περίπτυξη. Η μπλούζα της κοπέλας ήταν ξεκούμπωτη και το χέρι του νεαρού χούφτωνε το στήθος της. Κατά τη γνώμη του Χάρι, τα πετρωμένα πρόσωπά τους με τις εκφράσεις πάθους ήταν τόσο ερωτικά όσο και δυο πτώματα, έτσι όπως τα έλουζε το κίτρινο φως της λάμπας νατρίου. Προσπέρασαν δυο συνεργεία αυτοκινήτων, ένα από κάθε πλευρά του δρόμου, που ειδικεύονταν και τα δυο σε κάποιες μάρκες εισαγωγής. Στα μεγάλα προαύλια και των δύο επιχειρήσεων, που ήταν περιφραγμένα με ψηλό συρματόπλεγμα, υπήρχαν
τεράστιοι σωροί από κατεστραμμένα αυτοκίνητα και σκόρπια ανταλλακτικά. Αυτοκίνητα συνέχιζαν να γεμίζουν και τις δυο πλευρές του δρόμου, φράζοντας ακόμα και τις εισόδους των διαφόρων κτιρίων. Έ ν α αγόρι γΰρω στα δεκαοχτώ, γυμνό από τη μέση κι επάνω, με μπλουτζίν και δερμάτινα αθλητικά μπατάκια, μαρμαρωμένο κι αυτό από την Παύση όπως όλοι, ήταν ξαπλωμένο πάνω στο καπό μιας Καμάρο, μοντέλο του '86. Είχε τα χέρια του ανοιχτά, με τις παλάμες προς τα πάνω, κι ατένιζε τον ουρανό λες και είχε μόλις αντικρίσει την Αποκάλυψη, με μια ηλίθια μαστουρωμένη έκφραση στο πρόσωπο του. «Περίεργο», είπε η Κόνι. «Πολΰ περίεργο», συμφώνησε ο Χάρι που έτριβε τα χέρια του για να τα ζεστάνει. «Αλλά ξέρεις κάτι;» «Κάτι σου θυμίζει». «Ναι». Στο τελευταίο τμήμα του δρόμου, προς τη δυτική έξοδο της ρεματιάς, όλα οχεδόν τα κτίρια ήταν μεγάλες αποθήκες. Οι περισσότερες ήταν ψηλά ορθογώνια κτίσματα από προκατασκευασμένο μπετόν, με σκουριασμένες πόρτες και μικρά, στενά παράθυρα απ' όπου η σκουριά κυλοΰσε λερώνοντας τους τοίχους. Τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ήταν ακόμα περισσότερα στο τελευταίο τετράγωνο του δρόμου που σταματούσε στην έξοδο της ρεματιάς. Σε μερικά σημεία μάλιστα ήταν παρκαρισμένα σε διπλή σειρά, αφήνοντας μόνο μια λωρίδα ασφάλτου ελεύθερη. Το τελευταίο από τα κτίρια, χτισμένο στο τέρμα του δρόμου, ήταν μια μεγάλη αποθήκη χωρίς επιγραφή που να δηλώνει την επωνυμία της επιχείρησης. Έ ν α τεράστιο πανό ήταν τεντωμένο στην πρόσοψη, με τη λέξη ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ γραμμένη με κόκκινα γράμματα και το τηλέφωνο του μεσιτικού γραφείου από κάτω. Δυο φώτα ασφαλείας φώτιζαν τα μεγάλα, μεταλλικά ρολά που τώρα ήταν κατεβασμένα και κλειδωμένα, αλλά που θα επέτρεπαν άνετα την είσοδο σε μεγάλα τρακτέρ και βαριά οχήματα Στη νοτιοδυτική άκρη του πελώριου τοίχου υπήρχε μια μονή πόρτα κανονικού μεγέθους, που δεξιά κι αριστερά της ήταν στημένοι δυο νεαροί. Ήταν και οι δυο εικοσάρηδες, με άγριες φάτσες και σώματα παλαιστών, τόσο αφύσικα μυώδη, που σίγουρα δεν
ήταν αποτέλεσμα μόνο συστηματικής άσκησης και ειδικής δίαιτας, αλλά και τακτικής χρήσης αναβολικών. «Μπράβοι», είπε η Κόνι καθώς πλησίαζαν τους δυο πετρωμένους παλικαράδες. Ξαφνικά, ο Χάρι κατάλαβε με τι είχαν να κάνουν. «Ρέιβ!», αναφώνησε. «Τρίτη βράδυ;» «Θα είναι ειδικό πάρτι για τα γενέθλια κάποιου ή για καμιά επέτειο». Η μόδα του ρέιβ, που είχε εισαχθεί από την Αγγλία πριν από μερικά χρόνια, είχε βρει μεγάλη απήχηση στους εφήβους και στους εικοσάρηδες που ήθελαν να διασκεδάζουν παράνομα ως το πρωί, μακριά από τα μάτια των Αρχών. «Καλό κρησφύγετο;» αναρωτήθηκε η Κόνι. «Καλό όσο όλα, φαντάζομαι, και καλύτερο από πολλά». Οι διοργανωτές των ρέιβ πάρτι νοίκιαζαν μεγάλες αποθήκες και βιομηχανικά κτίρια για μια ή δυο νύχτες και άλλαζαν συνεχώς στέκι για να μην τους εντοπίζει η αστυνομία. Οι αναγγελίες των ρέιβ πάρτι γίνονταν σε περιθωριακές εφημερίδες και σε φυλλάδια που μοιράζονταν από χέρι σε χέρι σε δισκάδικα, μπαρ και σχολεία και ήταν όλες γραμμένες στην αργκό της υποκουλτούρας, με φράσεις όπως: «Το Χ-πρες του Μίκι Μάους», «Αμέρικαν Xπρες», «Διπλή δόση Μίκι», «Οδοντιατρική Περίθαλψη» ή «Δωρεάν Μπαλόνια για τα Παιδάκια». «Μίκι Μάους» και «Χ» ήταν οι λαϊκές ονομασίες ενός ισχυρού ναρκωτικού που ήταν επίσης γνωστό ως Έκσταση, ενώ οι αναφορές σε οδοντογιατρούς και μπαλόνια σήμαιναν ότι θα υπήρχε διαθέσιμο πρωτοξείδιο του νατρίου ή αέριο του γέλιου, όπως είναι πιο γνωστό. Ευνόητο γιατί δεν έπρεπε να τους εντοπίσει η αστυνομία. Το μοτίβο σε κάθε παράνομο ρέιβ πάρτι —κατά μίμηση αλλά και αντιπαράθεση προς τις νόμιμες, άρα συντηρητικές, ντισκοτέκ ρέιβ— ήταν σεξ, ναρκωτικά και αναρχία. Ο Χάρι και η Κόνι πέρασαν ανάμεσα από τους μαρμαρωμένος μπράβους, άνοιξαν την πόρτα και βρέθηκαν στην καρδιά του χάους. Με τη διαφορά ότι σ' αυτό το χάος η Παύση είχε επιβάλει μια αλλόκοτη, τεχνητή τάξη. Η τεράστια αίθουσα φωτιζόταν από κάμποσα κόκκινα και πράσινα λέιζερ, καμιά δεκαριά κίτρινους και κόκκινους σταθε-
ρους προβολε ίς και με ρικσύς πε ριστρεφόμενους που όλοι αναβόσβηναν ή σάρωναν το πλήθος τη στιγμή που έγινε η Παύση. Τώρα, δέσμες χρωματιστού φωτός έλουζαν σταθερά κάποιους από το πλήθος κι άφηναν άλλους στο σκοτάδι. Γύρω στα πεντακόσια άτομα ήταν μαζεμένα εκεί μέσα, στην πλειοψηφία αγόρια και κορίτσια μεταξύ δεκαοχτώ και είκοσι πέντε χρονών, αλλά έβλεπες ακόμη και δεκαπεντάχρσνα. Η Παύση τούς είχε ακινητοποιήσει ενώ χόρευαν ή στέκονταν απλώς και χάζευαν. Επειδή οι ντισκ τζόκεϊ στα ρέιβ πάρτι παίξουν αποκλειστικά μουσική τέκνο σε φοβερή ένταση —μέχρι που τρίζουν οι τοίχοι από το δυνατό, ρυθμικό μπάσο — όλοι όσοι χόρευαν εκείνη τη στιγμή είχαν μαρμαρώσει σε αλλόκοτες, έξαλλες στάσεις. Οι νεαροί φορούσαν κυρίως τζιν ή στρατιωτικά παντελόνια, φανελένια πουκάμισα κι αρβύλες στα πόδια. Κάμποσοι άλλοι προτιμούσαν πάνινα σακάκια πάνω από βαμβακερές φανέλες και αρκετοί ήταν ντυμένοι σία μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια. Στα κορίτσια, η ενδυματολογική ποικιλία ήταν μεγαλύτερη, αλλά όλα ανεξαιρέτως τα ρούχα ήταν προκλητικά: στενά, κοντά, πολύ ανοιχτά στο στήθος, ημιδιάφανα, διάφανα ή δαντελένια Αλλωστε τα ρέιβ πάρτι είναι η αποθέωση της πρόκλησης και της εξαλλοσύνης. Τώρα νεκρική σιωπή είχε αντικαταστήσει τη δυνατή, διεγερτική μουσική και τις κραυγές των χορευτών. Και τα αλλόκοτα φώτα, σε συνδυασμό με την πλήρη ακινησία έδιναν μια απωθητική κι άκρως αντιερωτική όψη στους γυμνούς, εκτεθειμένους μηρούς, στα στήθη και στα πισινά των νεαρών κοριτσιών. Καθώς προχωρούσε μαζί με την Κόνι ανάμεσα στο πλήθος, ο Χάρι πρόσεξε ότι τα πρόσωπα των χορευτών ήταν συαπασμένα σε απίθανους μορφασμούς, που θα πρέπει να φανέρωναν ευχαρίστηση και φοβερό κέφι όταν ήταν σε κίνηση. Έτσι κοκαλωμένα όμως, είχαν μεταμορφωθεί σε απαίσιες μάσκες θυμού, μίσους και αγωνίας. Κάτω από την πύρινη λάμψη των λέιζερ και των προβολέων και μπροστά σε ψυχεδελικές εικόνες που προβάλλονταν σταθερά στις πελώριες επιφάνειες δυο αντικρινών τοίχων, ήταν εύκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτό δεν ήταν πάρτι τελικά, αλλά ένα πανόραμα της κόλασης, με τους καταραμένους να σφαδάζουν και να ικετεύουν να σταματήσει κάποτε το φριχτό μαρτύριο τους. Έχοντας απογυμνώσει το ρέιβ από τη μουσική και την κίνηση, η Παύση ίσως να είχε αποκαλύψει την πραγματική φύση
αυτού του είδους της διασκέδασης. Ίσως η πικρή αλήθεια να ήταν ότι, πίσω από τους προβολείς και το πανδαιμόνιο του ήχου, αυτοί οι έξαλλοι νεαροί που γλεντούσαν με τέτοιο ξέφρενο τρόπο δε διασκέδαζαν καν, αλλά υπέφεραν ο καθένας από την προσωπική δυστυχία του, από την οποία προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ξεφύγουν, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Χάρι οδήγησε την Κόνι πίσω από το πλήθος των χορευτών, κοντά στους άλλους που στέκονταν στην περιφέρεια τηςτεράστιας αίθουσας και χάζευαν. Μερικούς η Παύση τούς είχε πετύχει συγκεντρωμένους σε μικρές ομάδες, να μιλάνε ουρλιάζοντας ή να γελάνε υστερικά, με τα πρόσωπά τους παραμορφωμένα από γκριμάτσες και τις φλέβες στο λαιμό τους φουσκωμένες από την προσπάθεια ν' ακουστεί η φωνή τους πάνω από την εκκωφαντική μουσική. Οι περισσότεροι όμως έδειχναν να είναι μόνοι, αποκομμένοι από τους άλλους γύρω τους. Αρκετοί ήταν μουτρωμένοι έως μελαγχολικοί και κοίταζαν αφηρημένα το κενό μπροστά τους. Αλλοι ήταν τεντωμένοι σαν σύρματα, με αγριεμένο βλέμμα.' Ισως έφταιγαν οι περίεργες φωτοσκιάσεις, αλλά, είτε μελαγχολικοί είτε αγριεμένοι, οι μαρμαρωμένοι ρέιβερς που στέκονταν στην περιφέρεια θύμιζαν στον Χάρι τα ζόμπι του σινεμά, που περιφέρονται τη νύχτα αναζητώντας ανθρώπινα θηράματα. «Το συνηθισμένο αηδιαστικό θέαμα», είπε κάπως αμήχανα η Κόνι. Προφανώς, είχε διακρίνει κι αυτή την αγριότητα της σκηνής, που δε θα την είχαν αντιληφθεί καν αν δεν υπήρχε η Παύση. «Ζήτω η δεκαετία του '90», μουρμούρισε ο Χάρι Κάμποσα από τα ζόμπι που στέκονταν στην περιφέρεια κρατούσαν μπαλόνια σε διάφορα χρώματα. Ένας δεκαοχτάχρονος κοκκινομάλλης με πρόσωπο γεμάτο φακίδες είχε τεντώσει το στόμιο ενός κίτρινου μπαλονιού καιτο είχε τυλίξει σαν σκοινί γύρω από το χέρι του για να το εμποδίσει να ξεφουσκώσει. Λίγο πιο πέρα, ένας άλλος, με μουστάκι τύπου Πάντσο Βίλα, έσφιγγε δυνατά το στόμιο ενός πράσινου μπαλονιού με το δείκτη και τον αντίχειρά του. Το ίδιο έκανε και μια νεαρή ξανθιά με άδεια γαλάζια μάτια που στεκόταν δίπλα του. Όσοι δε χρησιμοποιούσαν τα δάχτυλά τους για να διατηρούν τα μπαλόνια τους φουσκωμένα, τα είχαν πιάσει με κάτι ειδικά κλιπς, που τα αγοράζει κανείς με τις κούτες στα χαρτοπωλεία. Και υπήρχαν και κάποιοι που είχαν
το στόμιο του μπαλονιού στα χείλη τους και ρουφούσαν μικρές δόσεις από το αέριο με το οποίο τους τα γέμιζε ο ντίλερ, που σίγουρα θα ήταν εγκαταστημένος μαζί με το ειδικό μηχάνημα του ο* ένα κλειστό φορτηγάκι στην πίσω αυλή του κτιρίου. Παρ' όλο που η Παύση έδινε μια αλλόκοτη διάσταση στα πάντα, η συγκεκριμένη σκηνή ήταν γνώριμη στον Χάρι. Σαν αστυνομικόςτου Εγκληματολογικού είχε κληθεί αρκετές φορές σε ρέιβ πάρτι, όπου οι θάνατοι δεν αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο. Τις περισσότερες φορές οφείλονταν σε υπερβολική δόση. Το αναισθητικό που χρησιμοποιούν οι οδοντίατροι δεν υπερβαίνει ποτέ σε περιεκτικότητα πρωτοξειδίου του νατρίου το ογδόντα τοις εκατό. Το αέριο όμως που πουλούσαν στα ρέιβ πάρτι ήταν συχνά εκατό τοις εκατό καθαρό κι όχι μείγμα οξυγόνου. Έτσι και ρουφήξεις πολλές μικρές δόσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα ή τραβήξεις πολύ αέριο με τη μία, δεν κινδυνεύεις απλώς να ξεραθείς στα γέλια και να γίνεις θέαμα, αλλά να πάθεις εγκεφαλικό και να πεθάνεις σχεδόν ακαριαία. Ή , ακόμα χειρότερα, το εγκεφαλικό να μην είναι μοιραίο και να σου προκαλέσει ανεπανόρθωτη εγκεφαλική βλάβη, που θα σε αφήσει παράλυτο ή κατατονικό. Ο Χάρι εντόπισε ένα φαρδύ πατάρι που απείχε γύρω στα έξι μέτρα από το πάτωμα και διέτρεχε όλο τον πίσω τοίχο της αποθήκης. Δυο ξύλινες σκάλες οδηγούσαν σ' αυτό, μία σε κάθε άκρο του. «Πάμε επάνω», είπε στην Κόνι, δείχνοντας το πατάρι με το δάχτυλό του. Από κει ψηλά, θα μπορούσαν να βλέπουν όλη την αίθουσα και να εντοπίσουν αμέσως τον Τικτάκ αν τον άκουγαν να μπαίνει. Κι αφού υπήρχαν δύο σκάλες, θα μπορούσαν να του ξεφύγουν αν ανέβαινε κι αυτός επάνω. Πηγαίνοντας προς το βάθος της αίθουσας, προσπέρασαν δυο εύσωμες νεαρές που φορούσαν και όι δυο μπλουζάκια με τη στάμπα: «Αρκεί να πεις ΝΟ». Ήταν ένα αστείο των ρέιβερ σχετικό με την εκστρατεία της Νάνσι Ρέιγκαν κατά των ναρκωτικών, που σήμαινε ότι αυτές οι δυο έλεγαν ναι στο NO, δηλαδή στο πρωτοξείδιο του νατρίου, αν όχι σε όλα τα υπόλοιπα ναρκωτικά. Λίγο παρακάτω χρειάστηκε ν' αλλάξουν δρόμο για να προσπεράσουν τρία κορίτσια που ήταν ξαπλωμένα στο πάτωμα. Οι δυο κρατούσαν μισοφουσκωμένα μπαλόνια και η Παύση τις είχε βρει σκασμένες στα γέλια, με τα πρόσωπά τους κατακόκ-
κίνα Η τρίτη ήταν αναίσθητη, με το στόμα ανοιχτό κι ένα ξεφούσκωτο μπαλόνι αφημένο πάνω στο στήθος της. Κοντά στη δεξιά σκάλα ένα τεράστιο άσπρο Χ ήταν ζωγραφισμένο στον τοίχο, έτσι ώστε να φαίνεται από κάθε σημείο της αίθουσας. Δυο τύποι που φορούσαν μπλουζάκια με τη στάμπα του Μίκι Μάους είχαν μαρμαρώσει τη στιγμή που έπαιρναν εικοσαδόλαρα από τους πελάτες με αντάλλαγμα κάψουλες Έκσταση ή μπισκότα εμποτισμένα στην ίδια ουσία. Έπεσαν πάνω σε μια πιτσιρίκα, το πολύ δεκαπέντε χρονών, με αθώο βλέμμα και αγγελικό πρόσωπο. Το κορίτσι φορούσε κολλητό μαύρο μπλουζάκι και είχε μαρμαρώσει τη στιγμή που πήγαινε να βάλει στο στόμα του ένα απ' αυτά τα μπισκότα. Η Κόνι άνοιξε τα δάχτυλα του κοριτσιού, του πήρε το μπισκότο και το πέταξε στο πάτωμα. Η ώθηση δεν ήταν αρκετή για να φτάσει το μπισκότο ως κάτω και σταμάτησε μερικά εκατοστά πάνω από το τσιμεντένιο δάπεδο. Η Κόνι χρησιμοποίησε το πόδι της για να το σπρώξει στον υπόλοιπο δρόμο και μετά το έλιωσε πατώντας το δυνατά. «Ανόητο παιδί», μουρμούρισε. «Δε σ' αναγνωρίζω», της είπε ο Χάρι. «Γιατί;» «Πστέ δεν ήσουν συντηρητική». «Ίσως κάποιος να πρέπει να γίνει τελικά», είπε η Κόνι. Η μεθυλενοδιοξυμεθαμφεταμίνη, ή αλλιώς Έκσταση, μια αμφεταμίνη με παραισθησιογόνο δράση, ενεργοποιεί δραστικά το χρήστη και προκαλεί ψυχική ευφορία. Του δημιουργεί επίσης μια πλασματική αίσθηση έντονης οικειότητας προς οποιοδήποτε άγνωστο άτομο θα τύχει να βρεθεί κοντά του. Παρ' όλο που στα ρέιβ πάρτι κυκλοφορούν καμιά φορά κι άλλα ναρκωτικά, η Έκσταση και το NO έχουν την πρωτοκαθεδρία. Το NO είναι απλώς έναγελαστικό αέριο που δε δημιουργεί εξάρτηση —έτσι δεν είναι; — και η Έκσταση σε βοηθάει να δημιουργήσεις αρμονικές σχέσεις με τους συνανθρώπους σου και να συγχρονιστείς με τους ρυθμούς της Μητέρας Φύσης. Αυτή τη φήμη έχει. Είναι το αγαπημένο ναρκωτικό των ειρηνιστών με οικολογική συνείδηση και καταναλώνεται άφθονο σε εκστρατείες για τη διάσωση του πλανήτη. Ναι, είναι επικίνδυνο σε άτομα που πάσχουν από καρδιακές παθήσεις, αλλά δεν έχει καταγραφεί ούτε ένας θάνατος από τη χρήση του στις Ηνώμένες Πολιτείες. Ναι, είναι
αλήθεια πως οι επιστήμονες ανακάλυψαν πρόσφατα ότι δημιουργεί μικροσκοπικές τρύπες στα εγκεφαλικά κύτταρα —δεκάδες ή εκατοντάδες τρύπες σ' αυτούς που κάνουν συχνή χρήση— αλλά δεν έχει αποδειχτεί ότι αυτές οι τρύπες προκαλούν μείωση της νοητικής ικανότητας του χρήστη, άρα το πιθανότερο είναι ότι διευκολύνουν τις κοσμικές ακτίνες να εισχωρήσουν στον εγκέφαλο και βοηθάνε στο να ανοίξει το μυαλό του ανθρώπου. Σωστά; Ανεβαίνοντας προς το πατάρι, ο Χάρι έβλεπε ανάμεσα από τα σκαλοπάτια ζευγάρια μαρμαρωμένα σε διάφορες ερωτικές στάσεις κάτω από τη σκοτεινή γωνιά που δημιουργούσε η σκάλα Μια κάψουλα Έκσταση αρκούσε να εκμηδενίσει όλη τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση του κόσμου κι όλες τις καμπάνιες για την αναγκαιότητα της χρήσης προφυλακτικών, όταν ο χρήστης βίωνε την άμεση ερωτική ανταπόκριση, όπως συνέβαινε με τους περισσότερους. Πώς είναι δυνατόν να σε απασχολήσει ο κίνδυνος της αρρώστιας όταν ο άγνωστος που γνώρισες λίγο πριν είναι η αδελφή ψυχή, ο ιδανικός δε'κτης της ευαισθησίας σου, ο εραστής ο απόλυτα συντονισμένος με κάθε σου ανάγκη κι επιθυμία; Επάνω στο πατάρι, το φως ήταν λιγότερο απ' ό,τι στην αίθουσα, αλλά τα ζευγάρια που ήταν ξαπλωμένα στο πάτωμα ή καθισμένα με την πλάτη στον τοίχο διακρίνονταν καθαρά. Ετούτοι ήταν πολύ πιο φτιαγμένοι από τους άλλους κάτω από τη σκάλα Η Παύση τούς είχε μαρμαρώσει με τα χείλη τους ενωμένα σε παθητικά φιλιά, με τα παντελόνια τους ανοιχτά ή κατεβασμένα και τα χέρια τσυς χωμένα κάτω από μπλούζες ή μέσα σε εσώρουχα Δυο τρία ζευγάρια που φαίνονταν να έχουν χάσει κάθε αίσθηση του τόπου και του χρόνου, κατά πάσα πιθανότητα το «έκαναν» με κάποιο τρόπο, όταν τους βρήκε η Παύση. Ο Χάρι δεν είχε καμιά διάθεση να επιβεβαιώσει αυτή την υποψία του. Η σκηνές που διαδραματίζονταν στο πατάρι ήταν ακόμα πιο καταθλιπτικές από τις σκηνές στην κάτω αίθουσα Κι ενώ δεν ήταν καν ερωτικές ούτε για τον πιο ολιγαρκή ηδονοβλεψία, σου προκαλούσαν ωστόσο σκέψεις ανάλογες μ' εκείνες των έργων του Ιερώνυμου Μπος από τα βασίλεια της κόλασης που τα κατοικούν τερατώδη, έκφυλα πλάσματα. «Πρόσεχε σε τι πατάς», είπε στην Κόνι καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα ξαπλωμένα ζευγάρια για να φτάσουν στο κάγκελο απ' όπου θα μπορούσαν να βλέπουν κάτω.
«Γίνεσαι αηδιαστικός», του απάντησε η Κόνι. «Απλώς προσπαθώ να είμαι κύριος». «Θα έλεγα ότι είσαι ο μοναδικός εδώ μέσα». Από την κουπαστή του παταριού είχαν πανοραμική θέα της αίθουσας και του μαρμαρωμένου όχλου που διασκέδαζε. «Θεούλη μου, πώς κρυώνω!» είπε η Κόνι. «Κι εγώ». Έτσι όπως στέκονταν δίπλα δίπλα, αγκαλιάστηκαν από τη μέση μήπως και ζεσταθούν λιγάκι ο ένας από τον άλλον. Ο Χάρι δεν είχε ξανανιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή του τόσο κοντά σ' έναν άνθρωπο. 'Οχι από ερωτική πλευρά. Τα πετρωμένα κορμιά που έσμιγαν με ζωώδη εγκατάλειψη ολόγυρά τους ήταν αρκετά σαν θέαμα για να πνίξουν κάθε ρομαντική διάθεση εκείνη την ώρα. Η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς ακατάλληλη για ερωτικά συναισθήματα. Αυτό που αισθανόταν ο Χάρι ήταν η βαθιά, πλατωνική αγάπη που ενώνει δυο στενούς φίλους, δυο καλούς συνεργάτες που περνάνε μια τρομερή δοκιμασία, που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να πεθάνουν μαζί σε λίγες ώρες —χωρίς δυστυχώς κανένας από τους δυο να έχει ξεκαθαρίσει ακόμη μέσα του τι ήθελε πραγματικά από τη ζωή. «Πες μου, σε παρακαλώ, ότι δεν πάνε όλα τα παιδιά σε τέτοια μέρη και δεν αποβλακώνονται με κάθε λογής χημικά παρασκευάσματα», είπε η Κόνι. «Δεν πάνε όλα —ούτε καν τα περισσότερα Τα περισσότερα παιδιά είναι λογικά και φυσιολογικά». «Γιατί δε θέλω να πιστέψω ότι ετούτο το τσούρμο αποτελεί τυπικό δείγμα της 'επόμενης γενιάς των ηγετών μας', όπως λένε». «Δεν αποτελεί». «Γιατί αν αποτελεί», συνέχισε η Κόνι, «τότε η κρίση της ανθρωπότητας στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας θα είναι πολύ χειρότερη απ' αυτί) που ζούμε τα τελευταία δέκα χρόνια». «Η Έκσταση δημιουργεί μικροσκοπικές τρύπες στα εγκεφαλικά κύτταρα», είπε ο Χάρι. «Το ξέρω. Φαντάσου πόσο πιο ανίκανη θα είναι μια Βουλή γεμάτη αντιπροσώπους που παίρνουν το Χ-πρες από τα δεκαπέντε τους». «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η τωρινή είναι διαφορετική;» Η Κόνι γέλασε ξερά. «Αυτό θα εξηγούσε πολλά». Έτρεμαν
και οι δυο από το κρύο, παρ' όλο που δεν υπήρχε καμιά αλλαγή στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Η σιωπή στην τεράστια αποθήκη εξακολουθούσε να είναι απόλυτη. «Λυπήθηκα για το διαμερισμό σον», είπε η Κόνι μετά από λίγη ώρα «Γιατί;» «Κάηκε, το ξέχασες;» «Δε βαριέσαι», είπε ο Χάρι ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Ξέρω ότι το αγαπούσες πολύ». «Ήταν ασφαλισμένο για πυρκαγιά». «Ακόμα κι έτσι, είναι κρίμα», επέμεινε η Κόνι, «Ήταν τόσο όμορφο, τόσο ζεστό και τακτοποιημένο!» «Ω!» έκανε ο Χάρι. «Τη μία και μοναδική φορά που είχες έρθει εκεί μου είπες ότι ήταν 'η τέλεια ιδιωτική φυλακή' κι ότι εγώ είμαι 'ένα λαμπρό παράδειγμα εξεζητημένου, σχολαστικού και μανιακού ιδιοκτήτη'». «Αποκλείεται!» «Κι όμως, τα είπες». «Σοβαρά;» «Βέβαια, ήσουν θυμωμένη μαζί μου εκείνη τη μέρα». «Έτσι εξηγείται. Γιατί είχα θυμώσει;» «Ήταν τη μέρα που συλλάβαμε τον Λέστερ Λιούις. Θυμάσαι; Μας είχε βγάλει τη ν ψυχή ώσπου να τον πιάσουμε, εσύ ήθελες να τον καθαρίσεις επιτόπου κι εγώ δε σ* άφησα». «Σωστά Ήθε?Μ να τον σκοτώσω, το θυμάμαι». «Δεν ήταν απαραίτητο». Η Κόνι αναστέναξε. «Εγώ όμως ήμουν φτιαγμένη να τον σκοτώσω». «Τελικά, τον πιάσαμε». «Θα μπορούσε να μας έχει κάνει ζημιά όμως. Εσύ στάθηκες τυχερός. Έτσι κι αλλιώς, θα του άξιζε να φάει μια σφαίρα». «Δε διαφωνώ», είπε ο Χάρι. «Τέλος πάντων. Δεν το εννοούσα αυτό —για το διαμέρισμα σου». «Το εννοούσες». «Εντάξει, το εννοούσα τότε, αλλά τώρα τα βλέπω αλλιώς τα
πράγματα Όλοι έχουμε ανάγκη από ένα καταφύγιο σ' αυτό τον άθλιο κόσμο. Το δικό σου είναι καλύτερο από πολλά άλλα. Από το δικό μου, για παράδειγμα». «Ξέρεις τι υποψιάζομαι ότι συμβαίνει;» είπε ο Χάρι. «'Οτι εμείς οι δυο πάμε γραμμή για δεσμό». «Λες;» «Έτσι νομίζω». Η Κόνι χαμογέλασε. «Εγώ υποψιάζομαι ότι συμβαίνει εδώ και μήνες, αλλά μόλις τώρα αρχίσαμε να το παραδεχόμαστε». Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, αγκαλιασμένοι κι ακίνητοι, απολαμβάνοντας ο ένας την παρουσία του άλλου. Ο Χάρι αναρωτήθηκε πόση ώρα να είχε περάσει απ' όταν είχαν αρχίσει να τρέχουν. Είχε την αίσθηση ότι ήταν περίπου μία ώρα αλλά του ήταν δύσκολο γα εκτιμήσει αν έπεφτε έξω ή όχι. Ό σ ο περισσότερο διαρκούσε η Παύση, τόσο έτεινε να πιστέψει ότι ο διώκτης τους θα κρατούσε τελικά την υπόσχεσή του κι ότι το μαρτύριο τους θα τέλειωνε σε μία ώρα Είχε ένα προαίσθημα, που βασιζόταν περισσότερο στο ένστικτο παρά στην ελπίδα, πως ο Τικτάκ δε διέθετε μόνο τρομερές δυνάμεις, αλλά κι αδυναμίες. Ότι οι απίστευτες ικανότητες του είχαν συγκεκριμένα όρια κι ότι η προσπάθειάτου να διατηρεί την Παύση ήταν τόσο εξαντλητική, που δε θα μπορούσε να τη συνεχίσει για πολύ. Αυτή η ανεξήγητη εσωτερική παγωνιά που όλο κι αυξανόταν ίσως να σήμαινε ότι ο Τικτάκ δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να τους εξαιρεί από τα μάγια που είχε κάνει στον υπόλοιπο κόσμο. Παρά την προσπάθειά του να ελέγξει την αλλοιωμένη] πραγματικότητα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, ίσως η Κόνι κι αυτός να μετατρέπονταν, τελικά, από ζωντανά πιόνια σε ακίνητα σχέδια στο τεράστιο ταμπλό του παιχνιδιού ταυ. Θυμήθηκε την τρομάρα που είχε πάρει όταν άκουσε τη σπηλαιώδη φωνή να του μιλάει από το ραδιόφωνο του αυτσκινήτου του, στη διαδρομή απότο φλεγόμενο διαμέρισμάτου προςτο σπίτι τι]ς Κόνι, στην Κόστα Μέσα. Αλλά, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε αντιληφθεί τη σπουδαιότητα των φράσεων που του είχε πει ο (αλήτης-γκολέμ: «Τώρα πρέπει να ξεκουραστώ... ήρωα του γλυκού νερού... είμαι κουρασμένος... θα πάρω έναν υπνάκο». Του είχε πει κι άλλα, κυρίως απειλές, που τις εκτόξευε ανάμεσα σε παύσεις γεμάτες παράσιτα. Μόνο που τώρα, ο Χάρι κατάλαβε
πως το σημαντικό δεν ηταν ότι ο Τικτάκ μπορούσε να του μιλάει από το ραδιόφωνο, αλλά η αποκάλυψη ότι ακόμη κι αυτός, με τις σχεδόν θεϊκές δυνάμεις τσυ, είχε ανάγκη από ξεκούραση, όπως κάθε κοινός θνητός. Ο Χάρι το καλοσκέφτηκε και συνειδητοποίησε ότι κάθε εντυπωσιακή εμφάνιση του Τικτάκ συνοδευόταν από ένα χρονικό διάστημα μιας ώρας ή και περισσότερο, κατά το οποίο δε συνέβαινε τίποτε υπερφυσικό. Είμαι κουρασμένος... ήρωα του γλυκού νερού... θα πάρω έναν υπνάκο... Θυμήθηκε επίσης ότι είχε πει στην Κόνι πως, ακόμη κι ένας ψυχοπαθής με εκπληκτικές υπερφυσικές δυνάμεις, θα πρέπει να έχει σίγουρα ένα αδύνατο σημείο. Τις ώρες που ακολούθησαν, έχοντας δει τον Τικτάκ να εφαρμόζει μια σειρά από κόλπα, το ένα πιο εκπληκτικό και καταστροφικό από το άλλο, είχε χάσει την ελπίδα ότι είχαν πιθανότητες να τον σταματήσουν. Τώρα, η έμφυτη αισιοδοξία του ξαναβγήκε στην επιφάνεια. Είμαι κουρασμένος... ήρωα του γλ.υκού νερού... θα πάρω έναν υπνάκο... Ο Χάρι ήταν έτοιμος να μοιραστεί τις αισιόδοξες σκέψεις του με την Κόνι, όταν αισθάνθηκε κάτι που έκανε τα νεύρα του τεντωθούν. Είχε ακόμα το χέρι του γύρω από τη μέση της Κόνι κι έτσι ένιωσε αμέσως και το δικό της κορμί να κοκαλώνει απότομα. Για μια στιγμή μάλιστα, φοβήθηκε ότι η Κόνι είχε υποκύψει στην εντροπία και είχε παγώσει τόσο πολύ, που είχε γίνει και αυτή μέρος της Παύσης. Ύστερα είδε ότι η Κόνι είχε τεντώσει ελαφρά το κεφάλι της προς τα πίσω κι αφουγκραζόταν κάτι που αυτός, μέσα στην αφηρημάδα του, δεν είχε αντιληφθεί. Ο θόρυβος ακούστηκε ξανά Έ ν α ανάλαφρο κλικ. Αμέσως μετά ακολούθησε ένα σιγανό σούρσιμο. Έ ν α δυνατότερο κ/ακ. Οι ήχοι ήταν όλοι σύντομοι και ξεροί, χωρίς αντήχηση, όμοιοι μ' αυτούς που άφηναν τα βήματά τους στη διάρκεια της τρελής φυγής τους μέσα στους έρημους δρόμους της μαρμαρωμένης πόλης. Η Κόνιτράβηξε απότομα το χέριτης από τη μέση του, τη στιγμή που τραβούσε κι αυτός το δικό του. Κάτω, στην πελώρια αίθουσα, το γιγαντόσωμο στοιχειό περ-
νούσε από τις ασάλευτες σκιές στις χρωματιστές δέσμες φωτός, βαδίζοντας αργά και σταθερά ανάμεσα στους πετρωμένους χορευτές και στα ζόμπι που στέκονταν τριγύρω και τους χάζευαν. Ο Τικτάκ είχε μπει στην αποθήκη απότην ίδια πόρτα απ' όπου είχαν περάσει κι αυτοί κι ακολουθούσε τα ίχνη τους.
4 Το ένστικτο της Κόνι της έλεγε ν' απομακρυνθεί από την κουπαστή, ώστε να μην τη δει ο Τικτάκ αν τύχαινε να σηκώσει το κεφάλι του, αλλά κατάφερε να ξεπεράσει αυτή την αντανακλαστική παρόρμηση και να μείνει ακίνητη. Στην υπερφυσική, απόλυτη σιωπή της Παύσης, ακόμη κι ένα ανάλαφρο πάτημα θα τραβούσε αμέσως την προσοχή του γιγαντόσωμου στοιχειού. Ο Χάρι κατάφερε επίσης να χαλιναγωγήσει την ενστικτώδη παρόρμηση του να κρυφτεί κι έμεινε κι αυτός ασάλευτος, σαν τους ρέιβερς ολόγυρά του, που τους είχε κοκαλώσει η Παύση, ευτυχώς. Αντο γκολέμ κοίταζε προςταπάνω, μάλλον δε θα τους διέκρινε. Τα περισσότερα φώτα ήταν κάτω και το πατάρι ήταν μισοσκότεινο. Η Κόνι συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ευχόταν με όλη της τη δύναμη να κρατήσει ο Τικτάκ την υπόσχεσή του και να τους κυνηγήσει χρησιμοποιώντας μόνο τις ανθρώπινες ικανότητέςτου. Λες κι ένας ψυχοπαθής καθ' έξιν δολοφόνος, κάτοχος υπερφυσικών δυνάμεων ή όχι, ήταν ποτέ δυνατόν να κρατήσει μια υπόσχεση. Ανόητη ευχή, μάταιη, ναι, αλλά η Κόνι αρπάχτηκε απ' αυτή έτσι κι αλλιώς. Αφού ο κόσμος μπορούσε να πέσει σε μάγια, όπως στα παραμύθια, γιατί να μην έχουν και οι δικές της ελπίδες κι ευχές κάποια μικρή δύναμη; Αυτό πάλι κι αν ήταν από τ' άγραφα! Η Κόνι Γκάλιβερ, που από παιδί είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα, που δε θυμόταν να είχε κάνει ποτέ μια ευχή στη ζωή της, να σκέφτεται τώρα τέτοια πράγματα! Λένε πως οι άνθρωποι αλλάζουν. Ποτέ της δεν το πίστεψε. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της είχε παραμείνει η ίδια, χωρίς να περιμένει τίπστ' απ' τον κόσμο στον οποίο συνήθως πρόσφερε πολλά. Πάντα αντλούσε ικανοποίηση και παρηγοριά από το γεγονός ότι οι ανύπαρκτες προσδοκίες της δε διαψεύδονταν.
Η ζωή καμιά φορά είναι πικρή, σαν τα δάκρυα του δράκοντα. ΑΏΑ αν τα δάκρυα τσυ δράκοντα είναι πικρά ή γλυκά εξαρτάται από το πώς ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη γεύση. Τώρα η Κόνι ένιωθε μια αναστάτωση μέσα της, προάγγελο σημαντικών αλλαγών, και ήθελε να ζήσει για να δει τι θα γινόταν. Όμως, λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια της τριγύριζε το ανθρωποφάγο στοιχειό που αναζητούσε τη λεία του. Η Κόνι ανάσαινε από το σιόμα, αργά κι αθόρυβα. Το γκολέμ μετακινιόταν ανάμεσα στους ακίνητους χορευτές, στρίβοντας συνεχώς το κεφάλι του δεξιά αριστερά και ψάχνοντας μεθοδικά το πλήθος. Καθώς περνούσε κάτω από τις ακινητοποιημένες δέσμες των προβολέων και των λέιζερ, η γιγαντόσωμη μορφή άλλαζε συνεχώς χρώματα. Από κόκκινη γινόταν πράσινη, από πράσινη κίτρινη], κόκκινη πάλι, άσπρη, πράσινη, γκρίζα και μαύρη, όταν έμπαινε στις περιοχές που δε φωτίζονταν. Μόνο τα μάτια του έμεναν ίδια, ακτινοβολώντας σταθερά εκείνο το αλλόκοτο γαλάζιο φως. 'Οταν το διάστημα ανάμεσα στους χορευτές δεν του αρκούσε για να περάσει, το γκολέμ άνοιγε δρόμο με σπρωξιές. Έσπρωξε ένα νεαρό με μπλουτζίν και γαλάζιο, πάνινο σακάκι και τον έριξε προς τα πίσω. Το πετρωμένο σώμα του νεαρού σταμάτησε στον αέρα, σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών από το δάπεδο, κι απέμεινε εκεί, με την ίδια πάντα εκστατική έκφραση στο πρόσωπο του, έτοιμο να ολοκληρώσει την πτώση του αν και όταν ο χρόνος θα ξανάρχιζε να κυλάει. Στην πορεία του προς το βάθος της αποθήκης, το γκολέμ συνέχισε να παραμερίζει βίαια τους χορευτές δημιουργώντας πτώσεις, συγκρούσεις και παραπατήματα που θα ολοκληρώνονταν μόνο όταν θα έληγε η Παύση. Το να βγει κανείς από την αίθουσα όταν θα ξανάρχιζε να κυλάει ο χρόνος θα ήταν πραγματικός άθλος, γιατί οι πεσμένοι χορευτές, μη έχοντας δει ποτέ το στοιχειό να περνάει ανάμεσά τους, θα τα έβαζαν με τους διπλανούς τους νομίζοντας πως εκείνοι τδυς είχαν σπρώξει. Καβγάδες θα ξεσπούσαν παντού από το πρώτο κιόλας λεπτό. Γρήγορα θα επικρατούσε πανδαιμόνιο και η πλήρης σύγχυση θα έδινε αναπόφευκτα τη θέση της στον πανικό. Με τα λέιζερ και τους προβολείς να σαρώνουν το έξαλλο πλήθος, την αίθουσα να σείεται από το εκκωφαντικό μπουμπουνητό της τέκνο και σκηνές βίας να ξε-
σπάνε σε κάθε γωνιά, αυτοί που θα προσπαθούσαν να φύγουν θα συνωστίζονταν στη μοναδική έξοδο και θα ήταν θαύμα αν δεν ποδοπατιούνταν άνθρωποι μέχρι θανάτου, μέσα στον πανικά τους να βγουν. Η Κόνι δεν έτρεφε καμιά συμπάθεια για τους ξέφρενους νεαρούς που συμμετείχαν στο ρέιβ, μια και η αρχική τους πρόθεση ήταν να διασκεδάσουν ξεγελώντας τις Αρχές και παραβαίνοντας το νόμο. Αλλά, όσο έξαλλοι, όσο παράνομοι κι όσο προβληματικοί κι αν ήταν, δεν έπαυαν να είναι άνθρωποι. Το γεγονός ότι ο Τικτάκ τούς μεταχειριζόταν με τέτοιο τρόπο, χωρίς να δίνει πεντάρα για τα προβλήματα που θα τους δημιουργούσε όταν ο κόσμος θα ξανάπαιρνε μπροστά, την έκανε έξω φρενών. Χωρίς να στραφεί, έριξε μια κλεφτή ματιά στον Χάρι και είδε να καθρεφτίζεται στοπρόσωπότου η ίδια αγανάκτηση. Ήταντόσο θυμωμένος, που είχε σφίξει τα δόντια του και τις γροθιές του σαν να ήταν έτοιμος να επιτεθεί. Ωστόσο, ήξεραν και οι δυο ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να εμποδίσουν αυτό που συνέβαινε κάτω στην αίθουσα. Οι σφαίρες δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον Τικτάκ και ήταν αδιανόητο να κάνουν έκκληση στα φιλανθρωπικά του αισθήματα. Άλλωστε, έτσι και του φώναζαν θα αποκάλυπταν τη θέση τους. Το γκολέμ δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά προς το πατάρι και μέχρι στιγμής όλα έδειχναν πως ο Τικτάκ δε χρησιμοποιούσε τελικά τις υπερφυσικές ικανστητές του και δεν ήξερε ότι βρίσκονταν μέσα στην αποθήκη. Ύστερα ο Τικτάκ δημιούργησε επίτηδες ένα βίαιο επεισόδιο, πράγμα που σήμαινε ότι ήθε/£ να σπείρει τον πανικό και τον όλεθρο στο πέρασμά του. Στάθηκε μπροστά σε μια όμορφη μελαχρινή, με μακριά σγουρά μαλλιά, που χόρευε με τα δυο χέρια της σηκωμένα ψηλά, παραδομένη] στην έκσταση που δημιουργεί καμιά φορά η δυνατή, πρωτόγονα ρυθμική μουσική, χωρίς τη βοήθεια ναρκωτικών. Το γκολέμ στάθηκε μπροστά στην κοπέλα καίτη χάζευε σαν να είχε μαγευτεί απότην ομορφιά της. Κι έπειτα, χούφτωσε γερά τον ώμο της με το ένα χέρι του, άρπαξε το μπράτσο της με το άλλο και τραβώντας το με τρομακτική βιαιότητα, το ξεκόλλησε από το κορμί της στο ύψος της μασχάλης. Έ ν α σιγανό, απαίσιο γέλιο βγήκε από τα σιχαμερά χείλη του καθώς πέταξε αδιάφορα το αποκομμένο
μέλος προς τα πίσω. Το χέρι του κοριτσιού έμεινε στον αέρα ανάμεσα απ<5 τα κεφάλια δυο χορευτών. Ο ακρωτηριασμός ήταν εντελώς αναίμακτος, λες και είχε αποσυνδέσει το πλαστικό χέρι μιας κούκλας. Φυσικά, το αίμα δεν επρόκειτο να κυλήσει παρά μόνο τη στιγμή που θ' άρχιζε να κυλάει κι ο χρόνος. Και μόνο τότε θα γινόταν φανερή η αποτρόπαιη πράξη και οι φοβερές συνέπειές της. Η Κόνι σφάλισε τα μάτια της να μη βλέπει. Στη δουλειά της είχε έρθει αντιμέτωπη με αμέτρητες πράξεις βαρβαρότητας — ή με τις συνέπειές τους. Είχε μια τεράστια συλλογή από αποκόμματα εφημερίδων που αναφέρονταν σε εγκλήματα ιδιαζόντως ειδεχθή και είχε δει τι είχε κάνει το συγκεκριμένο ψυχωτικό κάθαρμα στον Ρίκι Εστεφάν. Παρ' όλα αυτά, η ωμότητα της βάρβαρης πράξης που διέπραξε το γκολέμ στην αίθουσα κάτω από τα πόδια τους τη συγκλόνισε όσο τίπστ' άλλο. ' Ισως αυτό που τάραξε την Κόνι σε βαθμό που να τρέμει σύγκορμη από το σσκ να ήταν η πλήοης αδυναμία του θύματος να αντιδράσει. Όλα τα θύματα είναι ανίσχυρα, άλλο πολύ, άλλο λίγο. Γι' αυτό και γίνονται στόχος των εγκληματιών. Όμως, η αδυναμία αυτής της όμορφης νεαρής κοπέλας ήταν εντελώς διαφορετική, γιατί δεν είχε καμιά δυνατότητα να δει τον εκτελεστή της, ούτε και θα τον έβλεπε να φεύγει, ούτε θα μάθαινε ποτέ την ταυτότητάτου. Το κακό την είχε βρει εντελώς ξαφνικά, σαν τα ζωάκια tow αγρών που τους επιτίθεται το αθέατο γεράκι από τον ουρανό και τα ξεσκίζει με τα νύχια του. Παρ' ότι ακρωτηριασμένη, εξακολουθούσε να ζει μαρμαρωμένη σε μια στιγμή απόλυτης ευτυχίας κι ανεμελιάς, την τελευταία της ζωής της. Στο όμορφο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο χαράς κι ας είχε το χέρι της κομμένο, κι ας ήταν ίσως ήδη καταδικασμένη σε θάνατο από αιμορραγία Η ακρωτηριασμένη κοπέλα δεν μπορούσε να αντιληφθείτο κακό που την είχε βρει, ή να νιώσει πόνο, ή να ουρλιάξει, πριν αποφασίσει ο εκτελεστήςτης να της ξαναδώσει την ικανότητα να αισθάνεται και ν' αντιδρά. Η Κόνι ήξερε πως και η ίδια ήταν ένα υποψήφιο θύμα αυτού του τερατόμορφου εχθρού, εντελώς ανίσχυρο. Όσο γρήγορα κι αν έτρεχε, όσο έξυπνα κι αν κρυβόταν, καμιά μορφή άμυνας δεν ήταν αρκετή, κανένα καταφύγιο ασφαλές μπροστά στον Τικτάκ. Ξαφνικά της ήρθε έντονη αναγούλα και προς στιγμήν φοβήθηκε ότι δε θα μπορούσε να κρατηθεί και θα έκανε εμετό.
Δίπλα της, ο Χάρι άφησε ένα σιγανό, σχεδόν ανεπαίσθητο επιφώνημα τρόμου, που την έκανε ν' ανοίξει τα μάτια της. Ήταν αποφασισμένη ν' αντιμετωπίσει το θάνατο κατάφατσα, να μη δειλιάσει, ν' αντισταθεί όσο μπορούσε κι ας ήταν κάθε αντίσταση μάταιη. Στην αίθουσα αποκάτω, το γκολέμ είχε φτάσει στη βάση της ίδιας σκάλας απ' όπου είχαν ανέβει κι αυτοί και στεκόταν εκεί διστακτικό, σαν να αναρωτιόταν αν έπρεπε να φύγει και να πάει να ψάξει κάπου αλλού. Η Κόνι τόλμησε να ελπίσει ότι αφού είχαν καταφέρει να παραμείνουν μουγκοί κι ασάλευτοι, παρ' ότι ο Τικτάκ τους είχε προκαλέσει αισχρά με τις πράξεις του, το κάθαρμα θα κατέληγε να πιστέψει ότι δεν κρύβονταν εκεί. Και τότε, ο δαίμονας μίλησε με την απαίσια, σπηλαιώδη φωνή του. «Κούκου! Εκεί είστε, πουλάκια μου;» φώναξε κοιτώντας προς τα πάνω. «Μου μυρίζει ήροκχς του γλυκού νερού!» Το γέλιο του, παγερό κι απάνθρωπο σαν κραυγή ύαινας, περιείχε μια έντονη νότα παιδιάστικου ενθουσιασμού που το έκανε ακόμη πιο ανατριχιαστικό. Έ ν α ψυχωτικό παιδί. Που μεγαλώνει χωρίς να ωριμάζει. Θυμήθηκε τι της είχε πει ο Χάρι ότι έλεγε το γκολέμ όταν έβαλε φωτιάστοδιαμέρισμάτου: «Έχει μεγάλη πλάκα να παίζεις με τους ανθρώπους». Κι αυτό ήταν το κρυφό παιχνίδι του Τικτάκ, που το έπαιζε με τους δικούς του κανόνες ή χωρίς καθόλου κανόνες αν ήθελε. Ο Χάρι κι αυτή ήταν τα πιόνια και ήταν ανοησία τσυς να ελπίζουν ότι θα κρατούσε την υπόσχεσή του. Τα δυνατά πατήματα του γίγαντα που ανέβαινε τη σκάλα αντηχούσαν σ' όλη την αποθήκη κι έκαναν το πάτωμα του παταριού να σείεται. Ανέβαινε γρήγορα, χωρίς στάσεις: ΜΠΟΥΜ, ΜΠΟΥΜ, ΜΠΟΥΜ, ΜΠΟΥΜ! Ο Χάρι την άρπαξε από το μπράτσο. «Γρήγορα! Από την άλλη σκάλα!» Η Κόνι έτρεξε μαζί του προς την αντίθετη πλευρά της αποθήκης από εκείνη που ανέβαινε το γκολέμ. Στην κορυφή της δεύτερης σκάλας στεκόταν ένα δεύτερο γκολέμ, ίδιο κι απαράλλαχτο με το πρώτο: γιγαντόσωμο, με μακριά μαλλιά και γένια, με μαύρο πανωφόρι, μακρύ ως τα γόνατα.
Τους κοίταζε και χαμογελούσε πλατιά. Στις κ ό γ χ ε ς των ματιώντου φεγγοβολούσαν αλλόκοτες γαλαζωπες φλόγες. Τώρα είχαν άλλη μια πληροφορία για τις απίστευτες δυνάμεις του Τικτάκ. Ότι μπορούσε να δημιουργήσει και να ελέγξει δυο στοιχειά ταυτόχρονα Το πρώτο γκολε'μ έφτασε στην κορυφή της σκάλας, στα δεξιά τους. Κι άρχισε να τους πλησιάζει γρήγορα, κλοτσώντας άσπλαχνα στο πέρασμά του τα ακίνητα σφιχταγκαλιασμένα ζευγάρια που κείτονταν στο πάτωμα. Από τ' αριστερά, το δεύτερο γκολέμ τους πλησίαζε με την ίδια έλλειψη σεβασμού προς τα ακίνητα ανθρώπινα κορμιά που βρισκόταν στο διάβα του. Όταν ο κόσμος θα ζωντάνευε ξανά, το πατάρι θα γέμιζε από κραυγές πόνου και οργής. Ο Χάρι, κρατώντας πάντα την Κόνι από το μπράτσο, την τράβηξε πάλι πίσω προς την κουπαστή. «Πήδα!» της ψιθύρισε. ΜΠΟ ΥΜ-ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟ ΥΜ-ΜΠΟ ΥΜ-ΜΠΟΥΜ! Τα δυνατά πατήματα των δυο γκολέμ δονούσαν το πατάρι και, ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟΥΜ, οι δυνατοί χτύποι της καρδιάς της έκαναν τ' αυτιά της Κόνι να βουίζουν τόσο που δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει ποιος ήχος ήταν ποιος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Χάρι, πιάστηκε με τα δυο της χέρια από την κουπαστή, για να δώσει στο κορμί της την απαραίτητη ώθηση να καβαλήσει το κάγκελο. Τα δυο γκολέμ άρχισαν να κλοτσάνε ακόμα πιο βίαια τα ανθρώπινα εμπόδια που τους χώριζαν από τη λεία τους και να πλησιάζουν γοργά στριμώχνοντάς τους κι από τις δυο κατευθύνσεις. Η Κόνι πέρασε τα πόδια της πάνω από το κάγκελο, κάθισε για μια στιγμή στην κουπαστή και κοίταξε κάτω. Τουλάχιστον έξι μέτρα απόσταση ως το δάπεδο. Αρκετή για να σπάσει ένα πόδι ή το κεφάλι της; Μάλλον. Τώρα το κάθε γκολέμ απε ίχε γύρω στα πέντε μέτρα κι ερχόταν καταπάνω τους σαν τρένο του τρόμου, με τα πελώρια χέρια του απλωμένα και τα μάτια του να πετάνε γαλάζιες φλόγες. Ο Χάρι πήδησε. Η Κόνι πίεσε με τα πόδια της τα κάγκελα και με τα χέρια της τη ν κουπαστή κι αφήνοντας μια μικρή κραυγή, ρίχτηκε στο κενό... ...κι έπεσε μόνο δυο μέτρα πριν σταματήσει εντελώς και
βρεθεί μετέωρη δίπλα στον Χάρι. Είχε τα χέρια και τα πάδια της ανοιχτά σαν σε ελεύθερη πτώση κι έβλεπε προς τα κάτω τα κεφάλια των μαρμαρωμένων χορευτών που, φυσικά, δεν αντιλαμβάνονταν την παρουσία της, όπως δεν αντιλαμβάνονταν τίπστ' άλλο από τη στιγμή που τους είχαν πιάσει τα μάγια του Τικτάκ. Η βαθιά παγωνιά που της περόνιαζε τα κόκαλα και η αφόρητη κούραση που την είχε καταβάλει μετά το τρέξιμο στους δρόμους της Λαγκούνα ήταν ενδείξεις ότι η ενέργεια που κατανάλωνε για να κινηθεί στον κόσμο της Παύσης ήταν πολλαπλάσια art αυτή που χρειαζόταν σε φυσιολογικές συνθήκες. Το γεγονός ότι δε δημιουργούσαν ρεύμα αέρα όταν έτρεχαν, πράγμα που είχε προσέξει κι ο Χάρι, την είχε κάνεινα υποψιαστεί ότι η κίνηση τους συναντούσε πολύ μεγαλύτερη αντίσταση απ' όση αντιλαμβάνονταν. Και τώρα η πλήρης ανακοπή της πτώσης τους ερχόταν να επιβεβαιώσει αυτή την ιδέα. Αν κατέβαλλαν προσπάθεια, μπορούσαν να κινηθούν μέσα στον αέρα, αλλά έτσι και σταματούσαν την προσπάθεια, δεν τους κινούσε ούτε η επιτάχυνση, ούτε η δύναμη της βαρύτητας. Κοιτώντας πάνω από τον ώμο της, η Κόνι είδε ότι είχε καταφέρει να τιναχτεί γύρω στο ενάμισι] μέτρο μακριά απότο πατάρι, παρ' όλο που είχε σπρώξει τα κάγκελα με όλη της τη δύναμη. Ευτυχώς όμως, σε συνδυασμό με τα δυο μέτρα κάθετης πτώσης που είχε πετύχει, βρισκόταν αρκετά μακριά ώστε να μην τη φτάνουν τα γκολέμ. Τα δυο στοιχειά είχαν σταθεί στην κουπαστή και, με τα χέρια τους απλωμένα, τεντώνονταν μπροστά να τη φτάσουν, χωρίς αποτέλεσμα. «Μπορείς να κινηθείς αν προσπαθήσεις», της φώναξε ο Χάρι. Η Κόνι είδε ότι εκείνος χρησιμοποιούσε τα χέρια και τα πόδια του σαν κολυμβητής που βουτάει προς το βυθό. Έτσι, κατέβαινε αργά προς το δάπεδο της αίθουσας με τρομερή και αγωνιώδη προσπάθεια, λες κι ο αέρας ήταν κάποιο αόρατο υγρό μείγμα με φοβερά μεγάλη πυκνότητα. Όταν αποπειράθηκε κι αυτή να κινηθεί, διαπίστωσε προς μεγάλη της δυστυχία ότι δεν ήταν ελαφριά όπως οι αστροναύτες στους διαστημικούς σταθμούς κι ότι δεν απολάμβανε κανένα από τα πλεονεκτήματα του σώματος που κινείται σε κενό βαρύτητας. Όταν; όμως, μιμήθηκε τον Χάρι, είδε ότι μπορούοε να κινηθεί προς τα κάτω μέσα στην παχύρρευστη μάζα του αέρα, αρκεί να το έκανε με επιμονή και μεθοδικότητα. Κάτω από άλλες συνθήκες η
εμπειρία αυτή θα μπορούσε να ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και ίσως πολύ ευχάριστη, γιατί η αίσθηση ήταν παρόμοια με την πτώση με αλεξίπτωτο, αλλά χωρίς τον κίνδυνο της ταχύτητας. Η Κόνι θα μπορούσε πραγματικά να έχει απολαύσει την παράξενη εμπειρία, αν δεν υπήρχε εκεί γύρω ο Τικτάκ με τη μορφή δυο γιγαντόσωμων γκολέμ κι αν δεν αγωνιζόταν να σώσει τη ζωή της. Άρχισε πάλι ν' ακούει το γνώριμο ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟΥΜΜΠΟ ΥΜ από τα δυνατά, βιαστικάτους βήματα στο ξύλινο πατάρι της αποθήκης κι όταν κοίταξε πάνω και πίσω από τον ώμο της είδε τα δυο γκολέμ να κατευθύνονται προς τις δυο αντικριστές σκάλες. Απείχε ακόμη τρία με τριάμισι μέτρα από το δάπεδο και «κολυμπούσε» προς τα κάτω σε απελπιστικά αργό ρυθμό, πόντο τον πόντο, γλιστρώντας ανάμεσα από τις φωτεινές δέσμες των λέιζερ και των προβολέων, με την ανάσα κομμένη από τη φοβερή προσπάθεια, κρυώνοντας όλο και πιο πολύ. Αν υπήρχε κάποιο σταθερό σημείονα πατήσει και να σπρώξει, όπως ένας τοίχος ή μια κολόνα, θα κατέβαινε πιο γρήγορα. Αλλά δεν είχε τίποτα να στηριχτεί, εκτός από τον αέρα, και ήταν σχεδόν σαν να προσπαθούσε να βγει από το νερό τραβώντας τον εαυτό της από τα μαλλιά. Στ' αριστερά της, ο Χάρι βρισ/.άταν μισό μέτρο πιο κάτω, όχι επειδή κατέβαινε πιο γρήγορα, αλλά επειδή είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Άλλο ένα σπρώξιμο. Άλλο ένα τράβηγμα. Λίγο πιο κάτω... Η αίσθηση της ελευθερίας και της χαράς πολύ γρήγορα έδωσε τη θέση της στην απαίσια αίσθηση ότι ήταν παγιδευμένη. ΜΠΟ ΥΜ-ΜΠΟ ΥΜ-ΜΠΟ ΥΜ-ΜΠΟ ΥΜ-ΜΠΟ ΥΜ!Τα πατήματα των δαιμόνων που τους καταδίωκαν αντηχούσαν σε όλη την αίθουσα. Η Κόνι βρισκόταν ίσως δυόμισι μέτρα πάνω από το πάτωμα και κατευθυνόταν προς ένα μικρό κενό διάστημα ανάμεσα στους χορευτές. Κλοτσώντας τον αέρα. Σπρώχνοντας. Κλοτσώντας. Ξεπαγιάζοντας. Έριξε πάλι μια ματιά πάνω από τον ώμο της, μόλο που ήξερε ότι αυτή η κίνηση θα την καθυστερούσε. Το ένα γκολέμ είχε ήδη φτάσει στη σκάλα και κατέβαινε τα σ/αλοπάτια δυο δυο. Με το φαρδύ, μαύρο πανωφόριτου που ανέμιζε σαν μανδύας, το πελώριο κεφάλι του με τα μακριά μαλλιά σκυμμένο μπροστά και τις μεγάλες δρασκελιές του που θύμιζαν πίθηκο, της
έφερνε στο νου μια ζωγραφιά από κάποιο ξεχασμένο παιδικό βιβλίο, την εικόνα ενός κακού δαίμονα σε κάποιο μεσαιωνικό θρύλο. «Κολυμπώντας» τόσο έντονα που η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την προσπάθεια, κατάφερε να φτάσει στα δυο μέτρα και κάτι από το πάτωμα. Λίγο ακόμα και θα τελείωνε. Μόνο που βρισκόταν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω. Θα έπρεπε να κάνει ολόκληρη στροφή στον αέρα μέχρι να πατήσουν τα πόδια της στο τσιμέντο και να μπορέσει να στηριχτεί επιτέλους κάπου και να σταθεί όρθια. ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟΥΜ-ΜΠΟΥΜ! Το γκολέμ έφτασε στο τέρμα της σκάλας. Η Κόνι ήταν εξαντλημένη. Και παγωμένη. Άκουσε τον Χάρι να βλαστημάει το κρύο και την αντίσταση του αέρα. Το γαλήνιο όνειρο της ακίνδυνης ελεύθερης πτώσης είχε με-. τατραπεί στον κλασικό εφιάλτη, όπου αυτός που ονειρεύεται κινείται απελπιστικά αργά, ενώ το τέρας που τον καταδιώκει τον πλησιάζει με τρομακτική ταχύτητα. Ενώ είχε συγκεντρώσει σκόπιμα όλη την προσοχή της στο πάτωμα, απότο οποίο απείχε τώρα λιγότερο από δυο μέτρα, η Κόνι έπιασε μια κίνηση προς τ' αριστερά με την άκρη του ματιού της κι άκουσε την κραυγή του Χάρι. Το ένα από τα δυο γκολέμ τον είχε αρπάξει. Μια μεγάλη μαύρη σκιά έπεσε ξαφνικά στο πάτωμα, μέσα στο ανάποδο οπτικό πεδίο της Κόνι. Σχεδόν χωρίς τη θέλησή της, έστρεψε το κεφάλι της προς τα δεξιά Κρεμασμένη στον αέρα, με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το δεύτερο γκολέμ, σαν άγγελος που ορμάει από τον ουρανό να πολεμήσειτο δαίμονά του. Δυστυχώς, σε αντίθεση με τους αγγέλους, αυτί] δεν κρατούσε ούτε φλεγόμενο ξίφος, ούτε φυλαχτό του Θεού που να τρομάξει το δαίμονα και να τον στείλει πίσω στις φλόγες και στα καζάνια της κόλασης. Χαμογελώντας με τα χείλη κλειστά, ο Τικτάκ άρπαξε την Κόνι από το λαιμό. Το χέρι του ήταν τόσο μεγάλο, που τα χοντρά του δάχτυλα σκέπασαν τον αντίχειρα καθώς συναντήθηκαν στο σβέρκο της, έχοντας ήδη κυκλώσει το λαιμό. Λίγο να την έσφιγγε, θα της έσπαγε το λαρύγγι και θα πέθαινε από ασφυξία. Η Κόνι θυμήθηκε πώς ήταν στραμμένο το κεφάλι του Ρίκι Εστε-
φάν, με το πιγούνι να πέφτει ανάμεσα στις ωμοπλάτες του, και πόσο εύκολα είχε αποκοπεί το χέρι της κοπέλας από τον ώμο λίγη ώρα πριν. Έ ν α κύμα οργής φούντωσε μέσα της κι έπνιξε προς στιγμήν τη φρίκη και τον τρόμο. Χωρίς να διστάσει έφτυσε δυνατά το πελώριο σιχαμένο πρόσωπο που την αντίκριζε. «Άσε με κάτω, βόδι!» Μια βρομερή ανάσα σάρωσε το πρόσωπο της σαν άνεμος της κόλασης. Το γκολέμ γελούσε. «Συγχαρητήρια, βρόμα. Ο χρόνος τέλειωσε». Οι γαλαζωπές φλόγες φεγγοβόλησαν για μια στιγμή κι ύστερα έσβησαν απότομα, αφήνοντας στη θέση τους δυο άδειες, μαύρες τρύπες. Το απαίσιο σημαδεμένο πρόσωπο του αλήτη μεταμορφώθηκε ξαφνικά από σάρκα και μαλλιά σε μια λεπτομερέστατη μονόχρωμη μάσκα, σ' ένα μαυριδερό γλυπτό που έμοιαζε πλασμένο από χοδμα. Αμέσως μετά, ένα πυκνότατο δίκτυο από μικροσκοπικές ρωγμές εμφανίστηκε πάνω στη μύτη κι απλώθηκε σαν κύμα με αστραπιαία ταχύτητα σε όλο το πρόσωπο, που την επόμενη στιγμή διαλύθηκε και κατέρρευσε. Τη στιγμή που ο γιγαντόσωμος αλήτης διαλύθηκε μπροστά στα μάτια της Κόνι, μια εκκωφαντική έκρηξη μουσικής τέκνο σε φοβερή ένταση σήμανε το ξύπνημα του κόσμου. Με την ενεργοποίηση της δύναμης της βαρύτητας, η Κόνι έπεσε από ύψος δύο μέτρων πάνω στον υγρό, χωμάτινο σωρό που ήταν το σώμα του γκολέμ. Το χώμα μείωσε την ορμή της πτώσης και την προστάτεψε από χτυπήματα, αλλά η σιχασιά που ένιωσε όταν το πρόσωπο της ήρθε σε επαφή με τη γλοιώδη μάζα της έφερε τέτοια αναγούλα, που πετάχτηκε πάνω φτύνοντας αηδιασμένη. Ολόγυρά της, μέσα στο πανδαιμόνιο της μουσικής, άκουγε κραυγές πόνου, τρόμου και κατάπληξης.
5 «Το παιχνίδι τελείωσε — προσωρινά», είπε το γκολέμ κι ύστερα διαλύθηκε με τη θέληση του. Ο Χάρι ξεκόλλησε από τον αέρα κι έπεσε με το στομάχι πάνω στ' απομεινάρια του γκολέμ, που μύριζαν έντονα βρεγμένο χώμα. Καθώς ανασηκωνόταν, είδε να προβάλλει από τον άμορφο
σωρό ένα χωμάτινο χέρι, παρόμοιο μ' εκείνο που είχαν δει στο σπίτι τσυ Ρίκι, αλλά πολύ φαρδύτερο και μεγαλύτερο. Δυο από τα δάχτυλα συ στράφηκαν με όσα υπολείμματα ενέργειας διέθεταν και κινήθηκαν απειλητικά προς τη μύτη του. Ο Χάρι κοπάνησε τη γροθιά του στο ασώματο τερατούργημα και το διέλυσε. Νεαροί χορευτές σκόνταφταν πάνω του κι έπεφταν ουρλιάζοντας στο πάτωμα. Ο Χάρι ελευθερώθηκε από τα πεσμένα σώματα και στάθηκε στα πόδια του. Έ ν α οργισμένο αγόρι με μπλουζάκι του Μπάτμαν όρμησε καταπάνω του με τη γροθιά του έτοιμη. Ο Χάρι έκανε βουτιά, του έριξε μια δεξιά στο στομάχι, του φύτεψε μια αριστερή στο πιγούνι, τον δρασκέλισε όταν έπεσε ανάσκελα και κοίταξε γύρω του να βρει την Κόνι. Την είδε λίγο πιο πέρα να δίνει μια κλασική κλοτσιά καράτε με το τεντωμένο πόδι της σε μια κοπέλα, κάνοντας ταυτόχρονα στροφή στο άλλο της πόδι και καρφιόνοντας μια γερή αγκωνιά στο ηλιακό πλέγμα ενός απειλητικού νεαρού με φουσκωμένα ποντίκια που, αμέσως μετά το χτύπημα, σωριάστηκε κάτω με μια έκφραση κατάπληξης στο πρόσωπο του. Ο ανόητος νόμιζε ότι την Κόνι την είχε του χεριού του. Ο Χάρι σκέφτηκε πως, αν και η Κόνι ήταν τόσο εξαντλημένη όσο αυτός, δε θα άντεχε για πολύ. Οι κλειδώσεις του ήταν ακόμα μουδιασμένες από το τρομερό κρύο που τον είχε ταλαιπωρήσει στη διάρκεια της Παύσης κι ένιωθε κατάκοπος, σαν να είχε κουβαλήσει έναν τεράστιο μπόγο στην πλάτη του χιλιόμετρα ολόκληρα. Έτρεξε κοντά στην Κόνι και ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη για ν' ακουστεί πάνω από τη μουσική. «Δεν είμαστε για παλικαριές! Πάμε να φύγουμε από δω!» Χάρη στον τρόπο που είχε μεταχειριστεί ο Τικτάκ το μαρμαρωμένο πλήθος λίγη ώρα πριν, στο μεγαλύτερο τμήμα της αίθουσας, το γλέντι είχε δώσει τη θέση τσυ σε συμπλοκές ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε βίαια σπρωξίματα και άγριες λογομαχίες. Ήταν ωστόσο αρκετοί αυτοί που δεν είχαν καταλάβει ακόμη ότι το ρέιβ έτεινε να μεταβληθεί σε ρωμαϊκή αρένα και γελούσαν με τις σπρωξιές και τα παράπονα, νομίζοντας πως είχαν συγκρουστεί απλώς με τους διπλανούς τους πάνω σε κάποια χορευτική φιγούρα κι αυτοί τους έσπρωχναν τώρα για πλάκα. Ο Χάρι και η Κόνι βρίσκονταν πολύ μακριά από την πρόσο-
ψη της αποθήκης για να προλάβουν να βγουν από την μπροστινή πόρτα πριν γενικευτεί ο σαματάς. Παρ' ότι δεν υπήρχε καμιά άμεση απειλή, όπως για παράδειγμα μια πυρκαγιά, το πλήθος που κυριεύεται από πανικό έχει την τάση να αντιδρά σαν να βλέπει φωτιά. Μερικοί απ' αυτούς θα έφταναν σε σημείο να πιστέψουν ότι είχαν δει φλόγες. Ο Χάρι άρπαξε την Κόνι από το χέρι για να μη χαθούν και την τράβηξε προς το βάθος της αποθήκης, κάτω από το πατάρι, όπου σίγουρα θα υπήρχε κάποια πίσω έξοδος. Σ' αυτή τη χαοτική ατμόσφαιρα ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι περισσότεροι αντιλαμβάνονταν τις βίαιες ενέργειες των διπλανών τους σαν αθώα πλάκα, ακόμη κι αν δεν ήταν μαστουρωμένοι. Χρωματιστοί προβολείς αναβόσβηναν αδιάκοπα ή περιστρέφονταν σαρώνοντας το χώρο, ακτίνες λέιζερ σε έντονα, σχεδόν εξωπραγματικά χρώματα δημιουργούσαν περίπλοκους γεωμετρικούς συνδυασμούς στον αέρα, φαντασμαγορικές φωτοσκιάσεις έλουζαν τα πρόσωπα, αλλοιώνοντας τις εκφράσεις, κάνοντάς τα να μοιάζουν με μυστηριώδεις μάσκες καρναβαλιού, ο ντισκ τζόκεϊ έπαιζε στο τέρμα την ξέφρενη, πρωτόγονη μουσική και η φασαρία του πλήθους από μόνη της ήταν αρκετή για να σε τρελάνει. Οι αισθήσεις αλλοιώνονταν όπως και τα πρόσωπα, το μυαλό θόλωνε από τη σύγχυση και ήταν εύκολο να περάσεις μια βίαιη σκηνή για αστείο μεταξύ φίλων. Ξαφνικά, μέσα στο σαματά ξεχώρισε μια κραυγή εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Ήταν τόσο ψιλή και υστερική, που διαπέρασε την οχλοβοή και τράβηξε την προσοχή όλων, ακόμη και μέσα σ' αυτή την κακοφωνία. Δεν είχε περάσει ούτε μισό λεπτό από τη λήξη της Παύσης, ίσως και λιγότερο. Ο Χάρι συμπέρανε ότι το ουρλιαχτό προερχόταν είτε από την όμορφη σγουρομάλλα, που είχε μόλις βγει από το αρχικό σοκ και είχε πειστεί ότι το χέρι της ήταν πράγματι κομμένο από τον ώμο, είτε από αυτόν που είχε βρει επάνω του ή μπροστά του ένα κομμένο ανθρώπινο χέρι. Ακόμη κι αν δεν είχε ακουστεί εκείνη η ανατριχιαστική κραυγή φρίκης, το πλήθος δε θα συνέχιζε για πολύ να διασκεδάζει μέσα στην άγνοια. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αποτελεσματικό από μια γροθιά στη μούρη για να διαλύσει τη φαντασία και να επαναφέρε ι τον άνθρωπο στην πραγματικότητα. Κι όταν η αλλαγή της ατμό-
σφαίρας θα γινόταν αντιληπτή απ' όλους, η κοσμοσυρροή προςτην έξοδο θα έπαιρνε χαρακτήρα πανικού σε μεγάλη πυρκαγιά. Η αίσθηση του καθήκοντος έκανε τον Χάρι να στραφεί αυθόρμητα και να θελήσει ν' αναζητήσει το κορίτσι με το κομμένο χέρι για να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Ήξερε όμως ότι θα ήταν τρομερά δύσκολο να βρει την κοπέλα μέσα σ' εκείνο το τσίρκο κι ότι ακόμη κι αν την έβρισκε ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να την πάρει μακριά από το πανδαιμόνιο για να έχει έστω και μια ευκαιρία να τη βοηθήσει. Κρατώντας σφιχτά το χέρι της Κόνι, ο Χάρι πέρασε ανάμεσα από το πλήθος των χορευτών, άνοιξε δρόμο παραμερίζοντας τους άλλους που στέκονταν στην περιφέρεια με μπαλόνια ή μπουκάλια μπίρα στο χέρι κι έφτασε στο βάθος της αποθήκης, στον τοίχο που ήταν κάτω από το πατάρι. Εκεί που δεν έφταναν οι προβολείς και οι ακτίνες λέιζερ· στο πιο σκοτεινό μέρος του κτιρίου. Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, αλλά δεν είδε πουθενά πόρτα. Διόλου περίεργο, εφόσον ήταν ένα παράνομο πάρτι με ναρκωτικά σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη κι όχι χοροεσπερίδα σε αίθουσα κεντρικού ξενοδοχείου με φωτεινές επιγραφές που να δείχνουν καθαρά την έξοδο. Όμως, Χριστέ μου, θα ήταν μεγάλη αδικία να έχουν επιζήσει από μια καταδίωξη του Τικτάκ για να ποδοπατηθούν από ένα τσούρμο μαστουρωμένα πιτσιρίκια, που θα προσπαθούσαν να βγουν όλα μαζί από τη μοναδική έξοδο του κτιρίου. Ο Χάρι αποφάσισε σιηντύχη να κινηθείπροςτα δεξιά. Αγόρια και κορίτσια κείτονταν στο πάτωμα, μισοαναίσθητα από τη μαστούρα με αέριο του γέλιου. Ο Χάρι πρόσεχε να μην πατήσει κανέναν, αλλά το φως κάτω από το πατάρι ήταν τόσο λιγοστό, που μερικούς απ' αυτούς που ήταν ντυμένοι στα μαύρα δεντους έβλεπε παρά μόνο όταν σκόνταφτε πάνω τους. Μια πόρτα Λίγο έλειψε να την προσπεράσει χωρίς να τη δει. Η μουσική εξακολουθούσε να παίζει σοι ν ίδια φοβερή ένταση, αλλά μια αλλαγή άρχισε να γίνεται αισθητή στο θόρυβο του πλήθους. Ο σαματάς έπαψε να είναι γιορταστικός κι άρχισε να μετατρέπεται σε απειλητικό μουγκρητό που το διαπερνούσαν στριγκλιές πανικού.
Η Κόνι τον έσφιγγε τόσο δυνατά, που τον πονούσαν οι κλειδώσεις των δαχτύλων του. Ο Χάρι έσπρωξε με δύναμη την πόρτα. Τίποτα Την έσπρωξε με τον ώμο του. Κανένα αποτέλεσμα. Μάλλον ήταν εξωτερική, άνοιγε προς τα μέσα. Έψαξε για πόμολο. Το πλήθος είχε αρχίσει να υποχωρεί προς την περιφέρεια της αίθουσας. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά πλήθαιναν με τα δευτερόλεπτα κι ο Χάρι αισθάνθηκε πίσω του το κύμα του τρόμου που σάρωνε το σαστισμένο όχλο. Ο πανικός άρχιζε και πολλοί ήταν αυτοί που κινούνταν προς το βάθος της αίθουσας, μπερδεύοντάς τη με την πρόσοψη μέσα στη γενική σύγχυση. Ο Χάρι πασπάτευε πυρετωδώς τη σιδερένια πόρτα, ψάχνοντας για το πόμολο, το σύρτη, το χερούλι ή ό,τι διάβολο την άνοιγε. Βρήκε ένα μεταλλικό χερούλι, το κατέβασε κι ένιωσε την πόρτα να χαλαρώνει. Τα πρώτα μπουλούκια έφτασαν στον πίσω τοίχο, η Κόνι άφησε μια τρομαγμένη κραυγή κι ο Χάρι τους έσπρωξε βίαια, προσπαθώντας να τους κρατήσει μακριά για να μπορέσει ν' ανοίξει την πόρτα προς τα μέσα —κάνε, Θεούλη μου, να μην είναι ντου/Απα ή τουα/ΐτα — τράβηξε δυνατά, η πόρτα άνοιξε κι αυτός ούρλιαξε στο πλήθος πίσω του: «Περιμένετε! Για τ' όνομα του Θεού, περιμένετε!» Ένιωσε την πόρτα να τραβιέται απότομα και ν' ανοίγει διάπλατα βροντώντας στον τοίχο και ύστερα αυτός και η Κόνι βρέθηκαν έξω στον καθαρό αέρα σπρωγμένοι βίαια από το πανικόβλητο πλήθος που τους ακολουθούσε. Βρέθηκαν σ' ένα μικρό υπαίθριο πάρκινγκ, όπου καμιά εικοσαριά νεαροί και νεαρές ήταν μαζεμένοι γύρω από ένα άσπρο κλειστό φορτηγάκι μάρκας Φορντ. Το αυτοκίνητο ήταν στολισμένο με δυο σειρές πράσινα και κόκκινα χριστουγεννιάτικα φωτάκια, που έπαιρναν ρεύμα από την μπαταρία κι αποτελούσαν τη μοναδική πηγή φωτός στη σκοτεινή περιοχή ανάμεσα στην πίσω πλευρά της αποθήκης και στην πλαγιά της ρεματιάς. Ένας τριαντάχρονος μακρυμάλλης γέμιζε μπαλόνια από μια μεγάλη φιάλη με συμπιεσμένο πρωτοξε ίδιο του νατρίου που ήταν προσαρμοσμένη σε μια ειδική μεταλλική θήκη, στο πίσω μέρος του φορτηγού. Ένας άλλος τύπος, με το κεφάλι του ξυρισμένο γουλί, μάζευε τα πεντοδόλαρα από τους πελάτες. Όλοι, πελάτες κι έμποροι, στράφηκαν κατάπληκτοι όταν η πόρτα της αποθήκης άνοιξε κι άρ-
χισαν να ξεχύνονται τα μπουλούκια των πανικόβλητων ρέιβερς από το εσωτερικό τη ς. Ο Χάρι και η Κόνι χώρισαν και προσπέρασαν όλους αυτούς που ήταν μαζεμένοι στο πίσω μέρος τσυ φορτηγού. Η Κόνι πήγε προς τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου κι ο Χάρι προς τη μεριά του οδηγού. Χωρίς να χάσει καιρό, ο Χάρι άνοιξε την πόρτα κι ετοιμάστηκε να σκαρφαλώσει στο τιμόνι. Ο τύπος με το ξυρισμένο κεφάλι έτρεξε, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε άγρια προς τα πίσω. «Ε, μάγκα, τι νομίζεις ότι κάνεις;» Ενώ ο τύπος τον τραβούσε για να τον βγάλει από το αυτοκίνητο, ο Χάρι τράβηξε το περίστροφο του από τη θήκη, στράφηκε και κόλλησε τιγν κάννη στο στόμα του φαλακρού. «Μήπως θέλεις να δεις τη μασέλα σου να μεταφέρεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου;» Ο τύπος γούρλωσε τα μάτια του, παράτησε αμέσως τον Χάρι κι έκανε κάνα δυο βήματα πίσω με τα χέρια ψηλά, για να του δείξει ότι δε σκόπευε να τον πειράξει. «Όχι, ρε μάγκα, ηρέμησε, πάρ' το το αυτοκίνητο, δικό σου, ώρα καλή...» Όσο αντικανονικές κι αν ήταν οι μέθοδοι της Κόνι, ο Χάρι όφειλε να ομολογήσει ότι γλίτωνες μπόλικο χρόνο και κόπο όταν χειριζόσουν τα προβλήματα με το δικό της τρόπο. Σκαρφάλωσε ξανά στο τιμόνι, έκλεισε την πόρτα κι έχωσε το περίστροφο του πίσω στη θήκη. Η Κόνι είχε ήδη πάρει θέση στο μπροστινό κάθισμα. Τα κλειδιά ήταν πάνω στη μίζα και η μηχανή ήταν αναμμένη για να δίνει ρεύμα η μπαταρία στα χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Ακούς εκεί, χριστουγεννιάτικα φωτάκια! Και μη χειρότερα! Εύθυμοι τύποι αυτοί οι έμποροι του NO! Ο Χάρι έλυσε το χειρόφρενο, άναψε τα φώτα, έβαλε ταχύτητα και πάτησε δυνατά το γκάζι. Τα λάστιχα στρίγκλισαν πάνω στο τσιμέντο και οι ρέιβερς που βρίσκονταν τριγύρω σκόρπισαν τρομαγμένοι προς όλες τις κατευθύνσεις. 'Υστερα το αυτοκίνητο όρμησε μπροστά, προς τη γωνία της αποθήκης, κι ο Χάρι κόλλησε το χέρι του στην κόρνα για να παραμερίσουν όσοι τυχόν θα βρίσκονταν στο δρόμο του. «Το πολύ σε δυο λεπτά ο δρόμος θα έχει κλείσει από τ' αυτοκίνητα που θα φεύγουν», είπε η Κόνι. Κρατιόταν με τα δυο
της χέρια από το ταμπλό καθώς ο Χάρι πήρε τη στροφή σχεδόν με τους δυο τροχούς. «Ναι, όλοι θα προσπαθούν να την κοπανήσουν πριν πλακώσει η αστυνομία». «Οι αστυνομικοί χαλάνε τα καλύτερα πάρτι». «Είναι στενόμυαλοι». «Δεν ξέρουν να γλεντάνε τη ζωή τους». «Πουριτανοί ως το μεδούλι». Κατέβηκαν με μεγάλη ταχύτητα το δρόμο που πήγαινε παράλληλα με τον πλαϊνό τοίχο της αποθήκης, όπου δεν υπήρχε πόρτα ούτε πανικόβλητοι άνθρωποι να πετάγονται και να τους αναγκάζουν να φρενάρουν. Το φορτηγάκι τραβούσε πολύ, είχε γερές αναρτήσεις και καλό κράτημα στο δρόμο. Ήταν φυσικό, αφού οι ιδιοκτήτες του το χρησιμοποιούσαν και για γρήγορες αποδράσεις σε περίπτωση που εμφανιζόταν η αστυνομία. Στην μπροστινή πλευρά της αποθήκης η κατάσταση ήταν διαφορετική. Ο Χάρι αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί συνεχώς το φρένο και την κόρνα και να οδηγεί με ζιγκ ζαγκ για ν' αποφύγει αυτούς που έτρεχαν στο δρόμο. Απότο κτίριο είχαν βγει πολύ περισσότερα άτομα και πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμενε. «Ευτυχώς που τους έκοψε ν' ανοίξουν τη μια από τις μεγάλες πόρτες για τα τρακτέρ για να βγει ο κόσμος έξω», είπε η Κόνι που κοιτούσε από το παράθυρο καθώς περνούσαν μπροστά από την αποθήκη. «Πάλι καλά που λειτούργησε ο μηχανισμός», είπε ο Χάρι. «Ένας Θεός ξέρει πόσον καιρό είναι παρατημένο αυτό το κτίριο». Εφόσον η πίεση του πλήθους είχε εκτονωθεί τόσο γρήγορα κι αποτελεσματικά, οι τραυματισμοί και τα ατυχήματα θα ήταν ελάχιστα, ευτυχώς. Ο Χάρι συνέχισε να οδηγεί πατώντας συνεχώς την κόρνα σ" αυτούς που, έχοντας βγει από τους πρώτους, είχαν απομακρυνθεί αρκετά κι έτρεχαν τώρα στη μέση του δρόμου για να φτάσουν στ' αυτσκίνητάτους. «Τράβηξες πιστόλι στον τύπο με τη φαλάκρα», είπε η Κόνι. «Ναι». «Μου φάνηκε ότι σ' άκουσα να τον απειλείς ότι θα του τινάξεις τα μυαλά στον αέρα». «Κάτι τέτοιο».
«Δεν του έδειξες την ταυτότητα σου;» «Έκρινα ότι θα σεβόταν το περίστροφο, αλλά καθόλου την ταυτότητα». «Αρχίζεις να μου αρέσεις πολΰ, Χάρι Λάισν», είπε η Κόνι. «Δεν έχεις μέλλον μαζί μου —εκτός αν επιζήσουμε μετά την αυγή». Μέσα σε δευτερόλεπτα άφησαν πίσω τους όλους όσοι έφευγαν από την αποθήκη με τα πόδια κι ο Χάρι πάτησε για τα καλά το γκάζι. Προσπέρασαν το φυτώριο και τα δυο συνεργεία που είχαν δει στον ερχομό τους και γρήγορα έπαψαν πια να βλέπουν παρκαρισμένα αυτοκίνητα στις δυο πλευρές του δρόμου. Ο Χάρι ήθελε να βρίσκονται πολΰ μακριά όταν θα εμφανιζόταν η Αστυνομία της Λαγκούνα Μπιτς, που θα κατέφθανε και μάλιστα σύντομα. Γιατί έτσι κι έμπλεκαν στο κομφούζιο μετά τη διάλυση του πάρτι, θα καθυστερούσαν αρκετά ώστε να χάσουν τη μία και μοναδική ευκαιρία που είχαν να εντοπίσουν και να εξοντώσουν τον Τικτάκ. «Πού πάμε;» ρώτησε η Κόνι. «Στο Γκριν Χάουζ». «Εντάξει. Ίσως ο Σάμι να είναι ακόμη εκεί γύρω». «Ο Σάμι;» «Ο αλκοολικός», του θύμισε η Κόνι. «Σάμι τον έλεγαν». «Α, ναι. Και το σκυλί με την ανθρώπινη λαλιά». Ήταν η σειρά της Κόνι ν' απορήσει. «Την ανθρώπινη λαλιά;» «Μπορεί να μη μιλάει ο σκύλος, αλλά έχει σίγουρα κάτι σημαντικό να μας πει —κόβω το κεφάλι μου— κι έπειτα, πού ξέρεις; Μπορεί και να μιλάει τελικά, σου φαίνεται απίθανο ύστερα από τόσα που είδαμε απόψε; Σ' όλα τα παραμύθια υπάρχουν ζώα με ανθρώπινη λαλιά, γιατί όχι και στη Λαγκούνα Μπιτς;» Ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι φλυαρούσε νευρικά, αλλά οδηγούσε τόσο γρήγορα και ριψοκίνδυνα, που δεν τόλμησε να πάρει τα μάτια του από το δρόμο ούτε για μια στιγμή για να διαπιστώσει αν η Κόνι τον κοίταζε περίεργα. Η Κόνι πάντως δε φάνηκε ν' ανησυχεί για τη διανοητική του κατάσταση όταν του έκανε την επόμενη ερώτηση: «Και τι θα κάνουμε μετά;» «Νομίζω πως έχουμε μια καλή ευκαιρία». «Επειδή αυτός πρέπει να ξεκουράζεται κάθε τόσο. Ό π ω ς
σου είπε όταν σου μίλησε από το ραδιόφωνο του αυτοκίνητου σσυ». «Ακριβώς. Ειδικά μετά από τόση προσπάθεια, θα πρέπει να κοιμηθεί οπωσδήποτε. Μέχρι τώρα μεσολαβεί περίπου μια ώρα ανάμεσα στις... εμφανίσεις του». Μετά από κάμποσες στροφές μπήκαν στις κατοικημένες περιοχές της Λαγκούνα, με κατεύθυνση προς τον παραλιακό αυτοκινητόδρομο. Σε μια διασταύρωση ένα περιπολικό κι ένα ασθενοφόρο, με τις σειρήνες να ουρλιάξουν, πέρασαν σαν βολίδες από μπροστά τους. Ήταν απόλυτα σίγουρο ότι κατευθύνονταν προς την αποθήκη. «Γρήγορη ανταπόκριση», σχολίασε η Κόνι. «Θα πρέπει να τους κάλεσε κάποιος με φορητό τηλέφωνο», είπε ο Χάρι. Ίσως η βοήθεια να έφτανε έγκαιρα για να σωθεί το κορίτσι που είχε χάσει το χέρι του. Ίσως να μπορούσε να σωθεί και το χέρι της, να της το ράψουν οι γιατροί. Ναι, ίσως κι ο Άγιος Βασίλης να υπήρχε πραγματικά. Ο Χάρι μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σχετικά κεφάτος, γιατί είχαν καταφέρει να γλιτώσουν και από την Παύση και από τον πανικό του ρέιβ. Αλλά η αδρεναλίνη του έπεσε κατακόρυφα όταν ξανάφερε στο νου του τη σκηνή όπου το γκολέμ είχε κόψει το χέρι της κοπέλας. Η απελπισία άρχισε πάλι να μαυρίζει τις σκέψεις του. «Αν έχουμε, όπως λες, μια ευκαιρία να τον εξοντώσουμε ενώ θα κοιμάται ή θα ξεκουράζεται, πώς θα τον βρούμε για να το καταφέρουμε;» ρώτησε η Κόνι. «Σίγουρα όχι με ένα πορτραίτο της Νάνσι Κουάν. Δεν έχουμε χρόνο να τον ψάξουμε με τέτοιο τρόπο». «Πιστεύω ότι την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί θα μας σκοτώσει», είπε η Κόνι. «Τέρμα τα παιχνίδια». «Κι εγώ έτσι νομίζω». « Ή τουλάχιστον εμένα. Εσένα μπορεί να σε σκοτώσει στην επόμενη εμφάνιση». «Μόλις ξημερώσει», είπε ο Χάρι. «Αυτή την υπόσχεση θα την τηρήσει, να είσαι σίγουρη». Για λίγη ώρα έμειναν και οι δυο αμίλητοι, βυθισμένοι σε μαύρες σκέψεις. «Δηλαδή, πού καταλήγουμε;» αναρωτήθηκε τελικά η Κόνι.
«Ίσως εκείνος ο αλήτης στο Γκριν Χάουζ...» «Ο Σάμι». «Αυτός. Ίσως γνωρίζει κάτι που θα μας βοηθήσει. Αν όχι... τότε... διάβολε, δεν ξέρω. Φαίνεται μάταιο, δε συμφωνείς;» «Όχι», είπε ξερά η Κόνι. «Τίποτε δεν είναι μάταιο. Όπου υπάρχει ζωή υπάρχει κι ελπίδα. Κι όταν υπάρχει ελπίδα, αξίζει να προσπαθεί κανείς, αξίζει να συνεχίζει». Ο Χάρι έστριψε από ένα δρόμο γεμάτο σκοτεινά σπίτια σ' έναν άλλο εντελώς όμοιο, ίσιωσε το τιμόνι, έκοψε λίγο ταχύτητα και κοίταξε την Κόνι κατάπληκτος. «Τίποτε δεν είναι μάταιο; Τι σου συνέβη εσένα κι άλλαξες έτσι;» Η Κόνι κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά συνεχίζει να μου συμβαίνει».
6 Παρ' όλο που είχαν περάσει τουλάχιστον τη μισή από την ώρα της Παύσης τρέχοντας στους δρόμους της Λαγκούνα, πριν καταλήξουν σ' εκείνη την αποθήκη, χρειάστηκαν πολύ λιγότερο χρόνο για να επιστρέψουν εκεί απ' όπου είχαν ξεκινήσει. Σύμφωνα με το ρολόι της Κόνι, έφτασαν στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο πέντε λεπτά αφότου πήραν το αυτοκίνητο από τους εμπόρους του NO, εν μέρει επειδή ακολούθησαν πολύ πιο σύντομη διαδρομή, αλλά κυρίως επειδή ο Χάρι οδηγούσε τόσο γρήγορα, που ακόμα και η ίδια είχε φοβηθεί. 'Οταν το άσπρο Φορντ με τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια σταμάτησε μπροστά στο Γκριν Χάουζ, η ώρα ήταν μία και τριάντα εφτά και τριάντα πέντε δευτερόλεπτα. Είχαν περάσει μόλις οχτώ λεπτά και κάτι από τη στιγμή που η Παύση άρχισε και τελείωσε, ση] μία και είκοσι εννιά. Πράγμα που σήμαινε ότι τους είχε πάρει γύρω στα τρία λεπτά να βγουν από την αποθήκη και ν' αρπάξουν το φορτηγό με την απειλή των όπλων — αν και σίγουρα τους είχε φανεί πολύ περισσότερο. Ο γερανός της οδικής βοήθειας και το Βόλβο, που είχαν ακινητοποιηθεί στην ανηφόρα, δε φαίνονταν πουθενά πια. Όταν οχρόνος ξανάρχισε να κυλάει, οι οδηγοί τους συνέχισαν την πορεία
τους χωρίς να έχουν αντιληφθεί το παραμικρό. Τώρα, άλλα οχήματα ανεβοκατέβαιναν τον αυτοκινητόδρομο. Η Κόνι δοκίμασε μεγάλη ανακούφιση όταν είδε τον Σάμι να στέκεται στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο του Γκριν Χάουζ Χειρονομούσε έντονα και διαφωνούσε με το διευθυντή του Γκριν Χάουζ εκείνον με τη μεταξωτή γραβάτακαιτοκοστσύμιτουΑρμάνι. ' Ενας από τους σερβιτόρους στεκόταν στην πόρτα, έτοιμος να σπεύσει να βαηθήσειτο αφεντικό αν η φιλονικία μετατρεπόταν σε καβγά Όταν η Κόνι κι ο Χάρι βγήκαν απότο φορτηγάκι, ο διευθυντής τούς είδε, γούρλωσε τα μάτια του και παράτησε τον Σάμι. «Εσείς!» αναφώνησε. «Θεέ μου, πάλι εσείς!» Κι άρχισε να τους πλησιάζει με απειλητικές διαθέσεις, σαν να το είχαν σκάσει αφήνοντας απλήρωτο το λογαριασμό. Αρκετοί πελάτες και κάνα δυο γκαρσόνια είχαν μαζευτεί στα παράθυρα και παρακολουθούσαν. Η Κόνι αναγνώρισε ανάμεσά τους εκείνους που κοίταζαν αρχικά αυτή, τον Χάρι, τον Σάμι και το σκύλο και που είχαν μαρμαρώσει όταν έγινε η Παύση. Δεν ήταν πια ακίνητοι σαν αγάλματα, αλλά εξακολουθούσαν να χαζεύουν σαν υπνωτισμένοι. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο διευθυντής καθώς πλησίαζε. Η φωνή του είχε μια ευδιάκριτη νότα υστερίας. «Πώς έγινε αυτό; Πού είχατε πάει; Τι είναι... αυτό... αυτό το αυτοκίνητο;» Η Κόνι χρε ιάστηκε να υπενθυμίσε ι στον εαυτότης ότι ο άνθρωπος αυτός τους είχε δει να εξαφανίζονται μπροστά στα μάτια του από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο σκύλος είχε τρυπώσει κάτω οαί το θάμνο κι ο Σάμι, νευριασμένος που πρόσεχαν το σκύλο κι όχι αυτόν, είχε απομακρυνθεί προς το κάθετο δρομάκι Αλλά η Κόνι κι ο Χάρι είχαν μείνει στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα παράθυρατσυ Γκριν Χάουζ απ' όπου τους κοίταζαν τουλάχιστον έξι άνθρωποι. Ύστερα είχε γίνει η Παύση, είχαν αναγκαστεί να τρέξουν για να σώσουν τη ζωή τους κι όταν η Παύση έληξε, δε βρίσκονταν πια στις αρχικές τους θέσεις. Αυτοί που τους κοίταζαν, όμως, είχαν δει μόνο δυο ανθρώπους να εξαφανίζονται μπροστά στα μάτια τους. Και, οχτώ λεπτά αργότερα, τους έβλεπαν να επιστρέφουν μ' ένα άσπρο φορτηγάκι, στολισμένο με πράσινα και κόκκινα χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Η κατάπληξη και η αγανάκτηση του διευθυντή ήταν απολύτως κατανοητές. Αν τα χρονικά περιθώρια που είχαν να βρουν και να εξοντώ-
σουν τον Τικτάκ δεν ήταν τόσο περιορισμένα, η φασαρία στην είσοδο του ρεστοράν ίσως να είχε μεγάλη πλάκα. Διάβολε, ήταν αστείο αυτό που συνέβαινε, αλλά αυτή κι ο Χάρι δεν είχαν τοχρόνο να το διασκεδάσουν. Ίσως να γελούσαν αργότερα που θα το θυμούνταν. Αν επιζούσαν. «Τι σημαίνουν όλ' αυτά; Τι έγινε εδώ πέρα; Τι συμβαίνει;» φώναζε ο διευθυντή ς. «Δε βγάζω άκρη απ' αυτάπαυ μου λέει αυτός ο παλαβός μεθύστακας που κουβαλάτε μαζί σας». Με το «παλαβός μεθύστακας» εννοούσε τον Σάμι. Ο Χάρι αγρίεψε. «Δεν είναι παλαβός και δεν είναι δικός μας», είπε ξερά. «Κι όμως, είναι δικός μας», του θύμισε ήρεμα η Κόνι. «Και καλά θα κάνεις να πας να του μιλήσεις. Αυτό θα το χειριστώ εγώ». Κατά βάθος φοβόταν μήπως ο Χάρι — με το φοβερό άγχος που είχε για το χρόνο — τραβήξει πιστόλι κι απειλήσει το διευθυντή ότι θα του τίναζε τη μασέλα στο πίσω μέρος του κεφαλιού έτσι και δε γύριζε στο μαγαζί του χωρίς δεύτερη κουβέντα 'Οσο κι αν εκτιμούσε το γεγονός ότι ο Χάρι ακολουθούσε μια πιο επιθετική τακτική σε ορισμένα ζητήματα, η χρήση βίας ωφελεί μόνο όταν εφαρμόζεται στο σωστό τόπο και χρόνο, πράγμα που δε συνέβαινε τώρα. Ο Χάρι πήγε να μιλήσει με τον Σάμι. Η Κόνι αγκάλιασε φιλικά το διευθυντή από τους ώμους και τον συνόδευσε προς τα σκαλοπάτια του Γκριν Χάουζ εξηγώντας του σε πολύ ήρεμο τόνο ότι αυτή κι ο ντετέκτιβ Λάιον χειρίζονταν μια πολύ σημαντική και επείγουσα υπόθεση και διαβεβαιώνσντάς τον ότι θα επέστρεφε να του εξηγήσει τα πάντα, ακόμη κι αυτά που έμοιαζαν ανεξήγητα, «αμέσως μόλις λυθεί το πρόβλημα και τακτοποιηθούν όλα». Με δεδομένο ότι ήταν ο Χάρι αυτός που αναλάμβανε συνήθως να ηρεμήσειτους αναστατωμένους πολίτες, ενώ αυτή έκανε ταπάντα για να τους ταράξει, μάλλον τα κατάφερε περίφημα με το διευθυντή του Γκριν Χάουζ. Δεν είχε φυσικά καμιά πρόθεση να επιστρέψει εκεί και να του εξηγήσει οτιδήποτε —πώς να εξηγήσεις τ' ανεξήγητα;— αλλά τον καθησύχασε και τον έπεισε να επιστρέψει στη δουλειά του μαζί με το σερβιτόρο που στεκόταν ακόμα στην πόρτα. Αφού ξέμπλεξε με το διευθυντή, η Κόνι έψαξε τους θάμνους γύρω από την πρασιά για να διαπιστώσει απλώς αυτό που φοβόταν: ο σκύλος είχε φύγει.
Ύστερα πήγε κοντά στον Χάρι, τη στιγμή που ο Σάμιτού έλεγε: «Πώς να ξέρω που μένει; Είναι εξωγήινος, κάπου θα έχει κρυμμένο ένα διαστημόπλοιο». Ο Χάρι ήταν πολύ πιο υπομονετικός μαζί του απ' ό,τι περίμενε η Κόνι. «Σάμι, ξέχνα τα αυτά. Δεν είναι εξωγήινος ούτε...» Το γάβγισμα ενός σκύλου τους έκανε να τιναχτούν. Η Κόνι γύρισε σαν σβούρα και είδε το σκύλο με το πλούσιο κανελί τρίχωμα Ήταν στην κορυφή της ανηφόρας, προς το νότιο τέρμα του τετραγώνου. Μαζίτου ήταν μια γυναίκα κι ένα παιδάκιγύρω σταπέντε. Αμέσως μόλις κατάλαβε ο σκύλος ότι τον είχαν δει, δάγκωσε το παντελόνι του αγοριού κι άρχισε να το τραβάει δυνατά κι επίμονα προς την κατεύθυνση της Κόνι. Αφού παρέσυρε το αγόρι μερικά βήματα, το άφησε, έτρεξε προς την Κόνι, σταμάτησε στα μισά του δρόμου ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους και στους δικούς της, γάβγισε μια φορά στην Κόνι, γάβγισε άλλη μια στη γυναίκα και στο παιδί κι ύστερα κάθισε κάτω και κοίταζε μια τους μεν και μια τους δε, σαν να τους έλεγε: Αρκετά δεν έκανα; Η γυναίκα και το παιδί τούς κοίταζαν με περιέργεια αλλά και φόβο. Η μητέρα ήταν όμορφη, αν και απεριποίητη, και το παιδάκι ήταν χαριτωμένο και καθαρό. Είχαν όμως και οι δυο εκείνη τη χαρακτηριστική, πονεμένη και τρομαγμένη, έκφραση των ανθρώπων που έχουν ζήσει πολύ καιρό στο δρόμο. Η Κόνι τούς πλησίασε αργά, χαμογελώντας. 'Οταν πέρασε δίπλα από το σκύλο, αυτός σηκώθηκε, της κούνησε την ουρά και την ακολούθησε. Υπήρχε μια ανεξήγητη φόρτιση ση; σκηνή, ένα μυστήριο. Η Κόνι διαισθάνθηκε ότι η επαφή που θα δημιουργούσαν θα ήταν σχέση ζωής ή θανάτου γι' αυτή και τον Χάρι και ίσως για όλους. Δεν είχε ιδέα τι θα έλεγε στην άγνωστη γυναίκα μέχρι που έφτασε αρκετά κοντά ώστε να της μιλήσει. «Μήπως είχατε... μήπως είχατε και εσείς... καμιά παράξενη εμπειρία πρόσφατα;» Η γυναίκα την κοίταξε κατάπληκτη. «Παράξενη εμπειρία; Αν είχα, λέει! Θεέ μου, τι εμπειρία!»
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ενα Τρομακτικό Σπίτι στο Δάσος Πέρα μακριά στην Κίνα, οι άνθρωποι λένε πως η ζωή συχνά είναι πικρή και η χαρά σπανίζει. Πικρή σαν του δράκοντα τα δάκρυα, καταρράκτες θλίψης που πλημμυρίζουν όλα τα χρόνια και πνίγουν όλα μας τα αύριο. Πέρα μακριά στην Κίνα, οι άνθρωποι λένε ακόμα πως η ζωή καμιά φορά είναι όμορφη κι ας είναι τόσο συχνά γκρίζα. Κι αν η ζωή είναι πλουτισμένη με τα πικρά του δράκου δάκρυα, αυτά είναι μόνο ένα καρύκευμα στο φαγητό μας μες στα χρόνια. Οι άσχημοι καιροί είναι το ρύζι, τα δάκρυα μια ακόμη γεύση, που μας τρέφει και που μπορούμε ν' απολαύσουμε. — Το Βιβλίο που Μετράει τους Καημούς
Τώρα ξέρουν. Είναι καλό σκυλί, καλό, καλό. Τώρα είναι όλοι μαζί. Η καλή γυναίκα και το παιδάκι, ο βρομερός άντρας, ο όχι τόσο πολύ βρομερός άντρας και η γυναίκα που είναι χωρίς παιδάκι. Όλοι έχουν πάνω τους λίγη μυρωδιά από πράγμα που θα σε σκοτώσει και γι' αυτό έκανε καλά που τους έφερε όλους μαζί. Το ξέρουν κι αυτοί. Ξέρουν γιατί είναι όλοι μαζί. Στέκονται μπροστά από το μεγάλο μέρος του φαγητού, μιλάνε ο ένας στον άλλον, μιλάνε πολύ γρήγορα, μιλάνε όλοι μαζί μερικές φορές και η γυναίκα με το παιδάκι κι ο όχι τόσο πολύ βρομερός άντρας στέκονται από τη μεριά που φυσάει ο αέρας, για να μην τους μυρίζει πολύ η μυρωδιά του βρομερού άντρα. Πού και πού κάποιος σκύβει και του χαϊδεύει το κεφάλι ανάμεσα στ' αυτιά. Του λένε ότι είναι καλό σκυλί, καλό, και λένε κι άλλα όμορφα πράγματα γι' αυτόν, που δεν μπορεί να τα καταλάβει. Τι καλά! Να είναι με ανθρώπους που τον χαϊδεύουν, τον ξύνουν στο λαιμό, τον αγαπάνε και — είναι απόλυτα σίγουρος — δε θα τον κλοτσήσουν ποτέ. Άσε που κανένας απ' αυτούς δεν έχει επάνω του μυρωδιά γάτας. Κανένας. Κάποτε, πολύ καιρό μετά το κοριτσάκι που τον φώναζε «Πρινς», ήταν κάτι άνθρωποι που τον είχαν πάρει στο μέρος τους και τον τάιζαν κάθε μέρα και τον αγαπούσαν. Τον φώνα-
ζαν «Μας» αυτοί οι άνθρωποι, αλλά είχαν μια γάτα. Μεγάλη γάτα. Κακιά. Τη γάτα τη φώναζαν «Φλούφι». Ο Μαξ ήταν καλός με τη Φλούφι. Ο Μαξ δεν είχε κυνηγήσει ποτέ τη Φλούφι. Εκείνο τον καιρό, ο Μαξ δεν κυνηγούσε ποτέ γάτες. Δηλαδή, πολύ σπάνια. Μερικές γάτες τις συμπαθούσε, άμα ήταν καλές. Αλλά η Φλούφι δε συμπαθούσε τον Μαξ και δεν τον ήθελε στο μέρος εκείνων των ανθρώπων, γι' αυτό η Φλούφι έκλεβε το φαγητό του Μαξ και μερικές φορές έκανε το πιπί της στο πιάτο του. Εκείνη τη μέρα, που οι άνθρωποι είχαν φύγει από το μέρος τους για να πάνε σε κάποιο άλλο μέρος κι ο Μαξ έμεινε μόνος με τη Φλούφι, αυτή άρχισε να σφυρίζει σαν φίδι, να σηκώνει τη γούνα της όρθια και να τρομάζει τον Μαξ και να τον κυνηγάει σ' όλο το μέρος των ανθρώπων. Ή να πηδάει από ψηλά πράγματα πάνω στον Μαξ. Μεγάλη, κακιά γάτα. Που έκανε όλο Χχχιιαιι... και σήκωνε τη γούνα της όρθια. Τρελή γάτα. Κι ο Μαξ κατάλαβε ότι εκείνο το μέρος ήταν για τη Φλούφι, όχι για τη Φλούφι και τον Μαξ, μόνο για τη Φλούφι. Έτσι, ο Μαξ έφυγε από το μέρος των καλών ανθρώπων και ξανάγινε Φιλαράκος. Από τότε, φοβάται ότι, αν βρει καμιά φορά καλούς ανθρώπους που να θέλουν να τον πάρουν στο μέρος τους και να τον ταΐζουν κάθε μέρα, μπορεί να έχουν επάνω τους μυρωδιά γάτας. Και τότε; Θα πάει μαζί τους, θα μπει στο μέρος τους κι εκεί θα είναι η Φλούφι. Μεγάλη γάτα. Τρελή. Κακιά. 'Οχι, όχι, όχι. Τώρα είναι καλά που κανένας απ' αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει μυρωδιά γάτας. Αυτό θα πει πως, αν τον πάρουν στο μέρος τους, δε θα χρειάζεται να φοβάται μήπως βρει πιπί στο πιάτο του. Μετά από λίγη ώρα, μιλάνε τόσο πολύ μεταξύ τους, που δεν τον χαϊδεύουν πια όπως πριν ούτε του λένε πια καλό σκυλί, καλό. Αρχίζει να βαριέται. Χασμουριέται, Ξαπλώνει στο δρόμο. Μπορεί να κοιμηθεί. Νυστάζει. Μεγάλη μέρα, κουράστηκε να είναι καλό σκυλί. Ύστερα βλέπει τους άλλους ανθρώπους μέσα ατο μεγάλο μέρος του φαγητού να κοιτάζουν από τα παράθυρα. Ενδιαφέρον. Από τα παράθυρα κοιτάζουν έξω. Κοιτάζουν αυτόν. Μπορεί να σκέφτονται ότι είναι όμορφος. Μπορεί να θέλουν να του δώσουν φαγητό. Γιατί να μη θέλουν να του δώσουν φαγητό;
Σηκώνεται και πάει προς το μεγάλο μέρος του φαγητού. Το κεφάλι ψηλά. Περπατάει καμαρωτά. Κουνάει και την ουρά. Αρέσει αυτό στους ανθρώπους. Στην πόρτα σταματάει και περιμένει. Κανένας δεν την ανοίγει. Βάζειτη μια πατούσα πάνω στην πόρτα. Περιμένει. Τίποτα. Ξύνει την πόρτα. Πάλι τίποτα. Πάει πιο πίσω, εκεί που μπορούν να τον βλέπουν οι άνθρωποι που είναι στα παράθυρα. Κουνάει ζωηρά την ουρά. Τεντώνει το κεφάλι, ορθώνει το ένα αυτί. Τον βλέπουν. Ξέρει ότι τον βλέπουν. Ξαναπηγαίνει στην πόρτα. Περιμένει. Περιμένει. Περιμένει. Ξύνει την πόρτα. Κανένας. Ίσως να μην κατάλαβαν ότι θέλει φαγητό. Ίσως να τον φοβούνται και να νομίζουν πως είναι κακό σκυλί. Αλλά αυτός δε μοιάζει με κακό σκυλί. Γιατί τον φοβούνται; Δεν ξέρουν πότε πρέπει να φοβηθούν και πότε όχι; Αυτός δε θα πηδούσε ποτέ καταπάνω τους από ψηλά πράγματα ούτε θα έκανε πιπί στο πιάτο τους. Κουτοί άνθρωποι, κουτοί. Τελικά το παίρνει απόφαση ότι δεν έχει φαγητό και γυρίζει πίσω στους καλούς ανθρώπους που αυτός τους έφερε όλους μαζί. Πηγαίνοντας κρατάει το κεφάλι ψηλά, περπατάει καμαρωτός και κουνάει και την ουρά για να καταλάβουν αυτοί στο παράθυρο τι έχασαν. Μόλις φτάνει κοντά στη γυναίκα με το παιδάκι, την άλλη γυναίκα, το βρομερό άντρα και τον όχι τόσο πολύ βρομερό άντρα, καταλαβαίνει αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά. Το αισθάνεται και το μυρίζει. Φοβούνται. Αυτό το ξέρει. Όλοι είχαν πάνω τους φόβο, απ' όταν τους πρωτομύρισε. Αλλά τώρα φοβούνται αλλιώς. Χειρότερα. Τώρα έχουν πάνω τους και λίγη από τη μυρωδιά που σημαίνει: ξαπλώνω και περιμένω να ψοφήσω. Τα ζώα έχουν καμιά φορά αυτή τη μυρωδιά, όταν είναι πολύ γέρικα, πολύ κουρασμένα κι άρρωστα. Οι άνθρωποι όχι τόσο συχνά. Όμως, θυμάται ένα μέρος όπου πολλοί άνθρωποι είχαν αυτή τη μυρωδιά. Πήγε εκεί, με τη γυναίκα και το παιδάκι. Ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον, αλλά κακό.
Φοβάται που αυτοί οι καλοί άνθρωποι έχουν έστω και λίγη από τη μυρωδιά αυτή. Τι έπαθαν; Δεν είναι άρρωστοι άνθρωποι. Ο βρομερός άντρας μπορεί να είναι λίγο, αλλά οι άλλοι όχι, δεν είναι άρρωστοι. Ούτε γέροι. Και οι φωνές τους είναι κάπως αλλιώτικες. Λίγο δυνατές, όχι όπως πριν. Και κουρασμένες. Και λυπημένες. Και κάτι άλλο... Τι; Κάτι. Τι; Τι; Οσφραίνεται τα πόδια τους, του καθενός χωριστά, οσφραίνεται, βάζει τα δυνατά του να γνωρίσει τη μυρωδιά, ακόμη και στο βρομερό άντρα, οσφραίνεται και ξαφνικά καταλαβαίνει τι έχουν πάθει και του φαίνεται απίστευτο, απίστευτο! Κάνει πίσω δυο τρία σκυλίσια βήματα και τους κοιτάζει έκπληκτος. Απίστευτο! Όλοι έχουν πάνω τους αυτή την ξεχωριστή μυρωδιά που πάει να πει: να το κυνηγήσω ή να μην το κυνηγήσω; Να το βάλω στα πόδια ή να χιμήξω; Να βγάλω αυτό το ζώο από την τρύπα του στο χώμα για να το φάω ή να περιμένω να με ταΐσει κανένας άνθρωπος; Είναι η μυρωδιά που πάει να πει ότι δεν ξέρεις τι να κάνεις, που μερικές φορές μυρίζει κάπως σαν το φόβο. Ό π ω ς τώρα. Όλοι αυτοί φοβούνται το πράγμα που θα σε σκοτώσει, αλλά φοβούνται κι επειδή δεν ξέρουν τι να κάνουν. Του φαίνεται απίστευτο γιατί αυτός ξέρει τι πρέπει να κάνουν και δεν είναι καν άνθρωπος. Αλλά οι άνθρωποι αργούν πολύ να καταλάβουν καμιά φορά. Εντάξει. Θα τους δείξει αυτός τι να κάνουν. Γαβγίζει και, φυσικά, όλοι γυρίζουν και τον κοιτάζουν γιατί είναι ένας σκύλος που γαβγίζει σπάνια. Ξαναγαβγίζει. Έπειτα περνάει από μπροστά τους, αρχίζει να κατηφορίζει, τρέχει, τρέχει λίγο ακόμα, κοιτάζει πίσω και γαβγίζει πάλι. Αυτοί στέκονται και τον κοιτάζουν. Απίστευτο! Τρέχει προς τα πίσω, πάει κοντά τους, γαβγίζει, κάνει στροφή, τρέχει ξανά στον κατήφορο, τρέχει, τρέχει, σταματάει, κοιτάζει πίσω και γαβγίζει πάλι. Αυτοί μιλάνε. Τον κοιτάζουν και μιλάνε. Κάνουν σαν να έχουν καταλάβει.
Οπότε, τρέχει λίγο παρακάτω, σταματάει, στρέφεται, κοιτάζει προς τα πίσω και γαβγίζει. Αυτοί αρχίζουν να κινούνται. Κατάλαβαν. Απίστευτο!
2 Δεν ήξεραν πόσο μακριά θα τους οδηγούσε ο σκύλος και συμφώνησαν όλοι ότι αν τον ακολουθούσαν και οι πέντε με τα πόδια θα παρουσίαζαν ένα πολύ περίεργο θέαμα σαν παρέα, ειδικά στις δύο η ώρα τα χαράματα. Αποφάσισαν λοιπόν να ακολουθήσουν τον Γούφερ με το κλειστό φορτηγάκι κι έμενε μόνο να δουν αν ο σκύλος θα καταλάβαινε ότι έπρεπε να τρέχει μπροστά από το αυτοκίνητο, οδηγώντας τους. Η Τζάνετ βοήθησε τον ντετέκτιβ Λάιον και την ντετέκτιβ Γκάλιβερ να βγάλουν τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια από την οροφή του φορτηγού. Ήταν στερεωμένα με μεταλλικά ελάσματα σε κάποια σημεία και με μονωτική ταινία σε άλλα. Ή τ α ν αμφίβολο αν ο σκύλος θα τους οδηγούσε κατευθείαν στον άνθρωπο που αποκαλούσαν «Τικτάκ». Για κάθε ενδεχόμενο, όμως, ήταν πιο συνετό να μην τραβάνε την προσοχή με μια σειρά χρωματιστά φωτάκια που αναβόσβηναν στο εξωτερικό του οχήματος. Όση ώρα έβγαζαν τα φώτα, ο Σάμι Σάμρο τούς ακολουθούσε γύρω από το Φορντ, λέγοντάς τους, όχι για πρώτη φορά, ότι ήταν ένας ανόητος, ένας επιπόλαιος, ένα χαμένο κορμί, αλλά είχε αποφασίσει να γυρίσει καινούρια σελίδα. Ήταν πολύ σημαντικό γι' αυτόν να πιστέψουν ότι το εννοούσε πραγματικά κι ότι είχε αποφασίσει ν' αλλάξει ζωή — σαν να είχε ανάγκη να τον πιστέψουν κάποιοι άνθρωποι πριν πείσει ο ίδιος τον εαυτό του. «Ποτέ δεν πίστεψα πραγματικά ότι μπορούσα να προσφέρω κάτι ουσιαστικό στον κόσμο», τους εξομολογήθηκε. «Πίστευα ότι ήμουν άχρηστος, ένας δήθεν καλλιτέχνης, ένας υποκριτής χωρίς περιεχόμενο. Και τώρα μπορεί να σώσω τον κόσμο από τους εξωγήινους. Εντάξει, δεν είναι εξωγήινοι ούτε θα σώσω εγώ μόνος μου τον κόσμο, αλλά ότι βοηθάω να σωθεί είναι σίγουρο, ε;» Η Τζάνετ ήταν ακόμα κατάπληκτη από το κατόρθωμα του
Γούφερ. Κανένας δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς ήξερε ο σκύλος ότι τους απειλούσε και τους πέντε ο ίδιος υπερφυσικός κίνδυνος κι ότι ήταν χρήσιμο να συναντηθούν. Είναι γνωστό ότι σε μερικά ζώα κάποιες αισθήσεις είναι πολύ πιο ανεπτυγμένες από τους ανθρώπους κι ότι τα ζώα συχνά έχουν μια έκτη αίσθηση που οι άνθρωποι δεν μπορούν να την αντιληφθούν. Μετά από το αποψινό, η Τζάνετ ήταν σίγουρη ότι θα έβλεπε τα σκυλιά —κι όλα τα ζώα, δηλαδή— με εντελώς άλλο μάτι. Το γεγονός ότι είχε μαζέψει το σκύλο και είχε αναλάβει να τον ταΐζει, σε μια τόσο δύσκολη περίοδο της ζωής της, ήταν ίσως η εξυπνότερη πράξη που είχε κάνει ποτέ. Μαζί με τους δυο αστυνομικούς, μάζεψαν τα φωτάκια, τα έκαναν κουλούρα και τα έβαλαν στο πίσω μέρος του κλειστού φορτηγού. «Το κόβω οριστικά», δήλωσε ο Σάμι Σάμρο, ακολουθοίντας τους στην πίσω πόρτα. «Με πιστεύετε; Αλήθεια σας λέω. Πάει. Δεν πρόκειται να ξαναπιώ ούτε σταγόνα. Τίποτα». Ο Γούφερ καθόταν στο πεζοδρόμιο μαζί με το μικρό Ντάνι, κάτω από ένα φως του δρόμου. Παρακολουθούσαν τους μεγάλους και περίμεναν υπομονετικά. Αρχικά, όταν έμαθε ότι η δεσποινίς Γκάλιβερ κι ο κύριος Λάιον ήταν αστυνομικοί, η Τζάνετ λίγο έλειψε ν' αρπάξει τον Ντάνι και να το βάλει στα πόδια. Αν μη τι άλλο, είχε σκοτώσει τον άντρα της, είχε παρατήσει το πτώμα του να σαπίζει εκτεθειμένο στην έρημο της Αριζόνας και δεν ήξερε αν ο μπάσταρδος ήταν ακόμα εκεί που τον είχε πετάξει. Αν είχε ανακαλυφθεί το πτώμα του Βινς, μπορεί να την αναζητούσε η αστυνομία για να την ανακρίνει. Μπορεί να είχε ήδη εκδοθεί ένταλμα για τη σύλληψή της. Επιπλέον, ποτέ στη ζωή της, κανένας εκπρόσωπος της εξουσίας δεν της είχε φερθεί με καλοσύνη, με μοναδική εξαίρεση τον κύριο Ισιγκούρα, τον ιδιοκτήτη και διευθυντή της κλινικής Πασίφικ Βιου. Η Τζάνετ αντιμετώπιζε πάντα τους αστυνομικούς σαν άλλη ράτσα ανθρώπων, με τους οποίους δεν είχε τίποτε κοινό. Αλλά η δεσποινίς Γκάλιβερ κι ο κύριος Λάιον φαίνονταν άνθρωποι εμπιστοσύνης, ήταν καλοί και γλυκομίλητοι. Δεν έμοιαζαν άνθρωποι που θα της έπαιρναν τον Ντάνι, αν και δεν
είχε καμιά πρόθεση να τους ομολογήσει ότι είχε σκοτώσει τον Βινς. Και, σίγουρα, είχε κάτι κοινό μ' αυτούς —τη διάθεση να ζήσει και τη θέληση να βρει και να εξοντώσει τον Τικτάκ πριν τους εξοντώσει αυτός. Η Τζάνετ είχε αποφασίσει να εμπιστευτεί τους δυο αστυνομικούς, κυρίως επειδή δεν είχε άλλη επιλογή. Αλλά κι επειδή ο σκύλος τους εμπιστευόταν. «Είναι δύο παρά πέντε», είπε ο ντετέκτιβ Λάων, κοιτώντας το ρολόι του. «Ας ξεκινήσουμε επιτέλους, μη χάνουμε άλλο χρόνο». Η Τζάνετ φώναξε τον Ντάνι να πάει κοντά της κι ανέβηκαν στο πίσω μέρος του φορτηγού μαζί με τον Σάμι Σάμρο, που μπήκε τελευταίος κι έκλεισε την πίσω πόρτα. Ο ντετέκτιβ Λάιον κάθισε στο τιμόνι, έβαλε μπρος κι άναψε τα μεγάλα φώτα του αυτοκινήτου. Το πίσω μέρος του φορτηγού επικοινωνούσε με την καμπίνα. Η Τζάνετ, ο Ντάνι κι ο Σάμι στριμώχτηκαν πίσω από τα δυο μπροστινά καθίσματα για να μπορούν να βλέπουν από το παρμπρίζ. Κυματιστές κορδέλες αραιής ομίχλης είχαν αρχίσει ν' ανηφορίζουν από τον ωκεανό και να κυλάνε προς τον αυτοκινητόδρομο. Τα φώτα ενός περαστικού αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση έπεσαν πάνω στο πέπλο της ομίχλης υπό τέτοια γωνία ώστε να δημιουργηθεί ένα κυματιστό, οριζόντιο ουράνιο τόξο που στόλιζε διαγώνια τον αυτοκινητόδρομο, ακριβώς πάνω στην ανοιχτή στροφή. Το αυτοκίνητο πέρασε μέσα από τα χρώματα, τα παρέσυρε μαζί του και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Η ντετέκτιβ Γκάλιβερ έμεινε στο πεζοδρόμιο, κοντά στο σκύλο. Ο ντετέκτιβ Λάιον έλυσε το χειρόφρενο κι έβαλε ταχύτητα. «Είμαστε έτοιμοι», είπε, αρκετά δυνατά ώστε ν' ακουστεί απέξω. Στο πεζοδρόμιο, η ντετέκτιβ Γκάλιβερ έσκυψε κι άρχισε να μιλάει στο σκύλο. Έ κ α ν ε ύστερα ένα νόημα με το χέρι της, δείχνοντας μπροστά, και τον έσπρωξε μαλακά προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ ο σκύλος την κοίταξε απορημένος. Κύλησαν μερικά δευτερόλεπτα. Τελικά, ο Γούφερ κατάλαβε ότι του ζητούσαν να τους οδη-
γήσει εκεί που σκόπευε να τους οδηγήσει πριν από λίγο κι άρχισε να τρέχει στην κατηφόρα, βόρεια, κατά μήκος του πεζοδρομίου. Έτρεξε καμιά πενηνταριά μέτρα, στάθηκε και κοίταξε πίσω να δει αν τον ακολουθούσε η ντετέκτιβ Γκάλιβερ. Φάνηκε να χαίρεται όταν διαπίστωσε ότι εκείνη ερχόταν προς το μέρος του και της κούνησε ζωηρά την ουρά του. Ο ντετέκτιβ Λάιον τράβηξε το πόδι του από το φρένο κι άφησε το φορτηγάκι να κυλήσει στην κατηφόρα, μένοντας όμως πάντα πίσω από την ντετέκτιβ Γκάλιβερ, ώστε να μπορέσει να καταλάβει ο σκύλος ότι τον ακολουθούσε και το αυτοκίνητο. Στο εσωτερικό του φορτηγού, η Τζάνετ κρατιόταν από τη ράχη της θέσης του οδηγού, ο Σάμι είχε πιαστεί από τη χειρολαβή πάνω από το άδειο κάθισμα του συνοδηγού κι ο μικρός Ντάνι κρατούσε σφιχτά τη ζώνη της μητέρας του και τεντωνόταν στις μύτες των ποδιών του για να δει μπροστά. Όταν η ντετέκτιβ Γκάλιβερ κόντευε να φτάσει τον Γούφερ, ο σκύλος ξεκίνησε πάλι. Έτρεξε γρήγορα ως την πρώτη διασταύρωση κι εκεί σταμάτησε στη γωνία για να κοιτάξει πίσω του. Είδε τη γυναίκα να τον πλησιάζει, κοίταξε με περιέργεια το φορτηγάκι που την ακολουθούσε, ξανά τη γυναίκα και ξανά το αυτοκίνητο. Ήταν πανέξυπνο σκυλί. Θα καταλάβαινε. «Μακάρι να μιλούσε και να μας έλεγε αυτά που ξέρει», είπε ο ντετέκτιβ Λάιον. «Ποιος;» ρώτησε ο Σάμι. «Ο σκύλος». Η ντετέκτιβ Γκάλιβερ ακολούθησε πεζή το σκύλο ως τα μισά του δρόμου που πήραν μετά τη διασταύρωση και ύστερα σταμάτησε και περίμενε το αυτοκίνΐ]το να φτάσει δίπλα της. Περίμενε ξανά ώσπου να γυρίσει ο Γούφερ να την κοιτάξει και τότε άνοιξε αργά την πόρτα του συνοδηγού και μπήκε στο φορτηγάκι. Ο σκύλος κάθισε πάνω στο δρόμο και τους κοίταζε. Ο ντετέκτιβ Λάιον άφησε το αυτοκίνητο να κυλήσει αργά μερικά μέτρα παρακάτω. Ο σκύλος τσίτωσε τ' αυτιά του κι έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Το φορτηγάκι τον πλησίαζε. Ο σκύλος σηκώθηκε κι άρχισε πάλι να τρέχει μπροστά. Λίγο παρακάτω στάθηκε, κοίταξε πίσω του, είδε το αυτοκίνητο να τον ακολουθεί και συνέχισε το τρέξιμο.
«Μπράβο, καλό σκυλί!» είπε η ντετέκτιβ Γκάλιβερ. «Πολύ καλά σκυλί», συμφώνησε ο ντετέκτιβ Λάιον. «Είναι το καλύτερο σκυλί του κόσμου», δήλωσε με περηφάνια ο Ντάνι. «Συμφωνώ απολύτως με το μικρό», είπε ο Σάμι Σάμρο και χάιδεψε το κεφαλάκι του Ντάνι. Ο Ντάνι στράφηκε προς τη μητέρα του ενοχλημένος. «Μαμά, αυτός βρομάει», είπε δυνατά. «Ντάνι!» μάλωσε το γιο της η Τζάνετ. «Ντροπή!» «Δεν πειράζει», είπε ο Σάμι. Ευκαιρία ήθελε ν' αρχίσει άλλον έναν από τους μονολόγους μεταμέλειας. «Αλήθεια λέει το παιδί. Βρομάω. 'Εχω τα μαύρα μου τα χάλια. Πάνε χρόνια που έχω τα χάλια μου, αλλά ως εδώ και μη παρέκει. Ξέρεις γιατί κατάντησα έτσι; Γιατί νόμιζα ότι τα ήξερα όλα, ότι είχα καταλάβει τι είναι η ζωή, κάτι ανούσιο, μια καθαρά βιολογική διαδικασία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, χωρίς κανένα μυστήριο. Μετά από τ' αποψινό όμως, άλλαξαν πολλά μέσα μου. Κατάλαβα επιτέλους ότι δεν ξέρω τα πάντα Μεταξύ μας, χαμπάρι δεν έχι» πάρει από τη ζωή! Η ζωή είναι γεμάτη μυστήριο. Δεν είναι σκέτη βιολογική διαδικασία, σίγουρα. Κι αν υπάρχει ευτυχία στη ζωή, ποιος χρειάζεται αλκοόλ, ή κοκαΐνη, ή ό,τι άλλα σκατά κυκλοφορούν για να τη βρει; Εγώ, πάντως, όχι. Ευχαριστώ, δε θα πάρω άλλο. Τίποτα. Ούτε σταγόνα». Κάνα δυο τετράγωνα παρακάτω, ο σκύλος έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς έναν απότομο, ανηφορικό δρόμο. Ο ντετέκτιβ Λάιον ακολούθησε τον Γούφερ και κοίταξε ανυπόμονα το ρολόι του. «Δύο ακριβώς, θ ε έ μου, πώς περνάει η ώρα!» Ο Γούφερ ούτε που γύριζε να τους κοιτάξει τώρα πια. Ήταν σίγουρος ότι θα τον ακολουθούσαν, όπου κι αν πήγαινε. Το πεζοδρόμιο στο οποίο έτρεχε ο σκύλος ήταν στρωμένο με κόκκινα λουλούδια από τις ψηλές αζαλέες που διακοσμούσαν όλο το τετράγωνο. Ο Γούφερ τα μύρισε καθώς συνέχισε να κατευθύνεται προς τ' ανατολικά και φταρνίστηκε μια δυο φορές. Ξαφνικά, η Τζάνετ κατάλαβε προς τα πού κατευθύνονταν. «Η κλινική του κυρίου Ισιγκούρα!» αναφώνησε. Η ντετέκτιβ Γκάλιβερ στράφηκε πάνω στο κάθισμά της. «Ξέρεις πού πάμε;» «Νομίζω», απάντησε η Τζάνετ. «Πηγαίνουμε καμιά φορά
και τρώμε εκεί, εγώ κι ο Ντάνι. Στην κουζίνα της κλινικής». Κι αμέσως μετά: «Ω Θεέ μου! Εκείνη η δυστυχισμένη άρρωστη που δεν είχε μάτια!» Μάλις έστριψαν στο επόμενο τετράγωνο, φάνηκε μπροστά τους η κλινική Πασίφικ Βιου. Ο σκύλος ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου και κάθισε μπροστά στη διπλή, γυάλινη πόρτα.
3 Η ρεσεψιόν της κλινικής έκλεινε μετά τη λήξη του απογευματινού' επισκεπτηρίου. Ο Χάρι κοίταξε πίσω από το τζάμι της πόρτας και διέκρινε μια έρημη αίθουσα υποδοχής με πολύ χαμηλό φωτισμό. 'Οταν χτύπησε το κουδούνι, του απάντησε μια γυναικεία φωνή από το θυροτηλέφωνο. Ο Χάρι της απάντησε ότι ήταν αστυνομικός σε εξαιρετικά επείγουσα αποστολή και η γυναίκα φάνηκε ανήσυχη, αλλά και πρόθυμη να συνεργαστεί. Μέχρι να τους ανοίξει κάποιος την πόρτα, ο Χάρι είχε κοιτάξει τρεις φορές την ώρα. Ό χ ι πως άργησε η γυναίκα να έρθει. Απλώς θυμόταν τον Ρίκι Εστεφάν και το κορίτσι με το κομμένο χέρι του στο ρέιβ πάρτι και ήξερε ότι κάθε δευτερόλεπτο που κυλούσε ανεκμετάλλευτο έφερνε πιο κοντά την ώρα της δικής του θανατικής καταδίκης. Η νυχτερινή προϊσταμένη που κατέβηκε να τους ανοίξει ήταν μια σβέλτη Φιλιππινέζα, μικροκαμωμένη, όμορφη αλλά κάθε άλλο παρά συνεσταλμένη κι αδύναμη. Με το που αντίκρισε τον Χάρι και τη συνοδεία του, έπαψε να είναι τόσο ευγενική όσο ήταν στο θυροτηλέφωνο. Δεν επρόκειτο να τους αφήσει να μπουν. Κατ' αρχήν, δεν πίστεψε ότι ο Χάρι ήταν αστυνομικός. Είχε φυσικά κάθε λόγο να είναι καχύποπτη, γιατί με τα χάλια που είχε ο Χάρι μετά τις ταλαιπωρίες των τελευταίων ωρών έμοιαζε σαν κάτι τύπους που κοιμούνται σε κιβώτια στους δρόμους. Επιπλέον, ο Σάμι Σάμρο ήταν από τους τύπους που ζουν σε κιβώτια και, μόλο που ο Χάρι δεν είχε τέτοια χάλια, σίγουρα άφηνε την εντύπωση αλήτη που κοιμάται από δω κι από κει και χρωστάει πολλά στο Στρατό Σωτηρίας.
Η προϊσταμένη άνοιξε την πόρτα όσο επέτρεπε μια εσωτερική αλυσίδα ασφαλείας τόσο χοντρή και γερά στερεωμένη, που θα ήταν σίγουρα το ίδιο μοντέλο που χρησιμοποιεί ο στρατός στις αποθήκες πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές. Κατ' απαίτηση της προϊσταμένης, ο Χάρι πέρασε την αστυνομική του ταυτότητα από το άνοιγμα. Μόλο που η φωτογραφία διατηρούσε ακόμη κάποια ομοιότητα με την τωρινή του αγριόφατσα, η γυναίκα δε φάνηκε να πείθεται ότι η ταυτότητα ήταν αυθεντική. Σούφρωσε τη χαριτωμένη μυτούλα της και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Τι άλλο έχετε να μου δείξετε;» Ο Χάρι μπήκε στον πειρασμό να τραβήξει το περίστροφό του, να το χώσει στο άνοιγμα και να την απειλήσει ότι θα της τίναζε τα μυαλά στον αέρα έτσι και δεν του άνοιγε αμέσως. Αλλά κρίνοντας από τα χρόνια της —τουλάχιστον τριάντα πέντε— η μικρόσωμη κυρία σίγουρα είχε μεγαλώσει και ψηθεί στη ζωή υπό το καθεστώς του δικτάτορα Μάρκος, πριν αναγκαστεί να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Οπότε, το πιθανότερο ήταν να γελάσει, να παραμερίσει την κάννη με το κομψό δαχτυλάκι της και να τον στείλει στο διάβολο. Αντί λοιπόν να την απειλήσει με το περίστροφο, ο Χάρι φώναξε την Κόνι Γκάλιβερ που, αν μη τι άλλο, ήταν πιο ευπαρουσίαστη. Η Κόνι χαμογέλασε στο θηλυκό νυχτοφύλακα της Γκεστάπο, μίλησε πολύ γλυκά κι ευγενικά κι έδειξε υπάκουα την ταυτάτητά της, όταν η γυναίκα της τη ζήτησε. Λες και προσπαθούσαν να μπουν στην πτέρυγα ασφαλείας του Φορτ Νοξ κι όχι σε μια κοινή, ιδιωτική κλινική. Ο Χάρι ξανακοίταξε το ρολόι του: 2:03. Με βάση τη μικρή του εμπειρία από τον Τικτάκ, υπέθετε ότι ο παρανοϊκός μάγος χρειαζόταν μία ως μιάμιση ώρα ανάπαυση, μετά από κάθε εμφάνιση του. Προφανώς, ξαναγέμιζε τις υπερφυσικές μπαταρίες του στον ίδιο περίπου χρόνο που χρειάζεται ένας επαγγελματίας ταχυδακτυλουργός για να μαζέψει τα μεταξωτά μαντίλια, τα κουνελάκια, τα περιστέρια κι όλα τα συμπράγκαλα που χρησιμοποιεί και να τα ξαναβάλει στις κατάλληλες θέσεις για την επόμενη παράσταση. Αν ίσχυε όντως κάτι τέτοιο, ήταν ασφαλείς τουλάχιστον ως τις δυόμισι και το πολύ ως τις τρεις. Λιγότερο από μια ώρα, δηλαδή.
Ο Χάρι είχε τέτοια αγωνία γιατην ώρα, που δεν άκουγε πια τι έλεγε η Κόνι στην προϊσταμένη. Είτε με καλοπιάσματα είτε με κάποια δραστική απειλή, η αλυσίδα τραβήχτηκε επιτέλους και η προϊσταμένη τους επέστρεψε χαμογελώντας τις ταυτότητες τους και τους έμπασε στην Πασίφικ Βιου. 'Οταν όμως είδε την Τζάνετ και τον Ντάνι που μέχρι τότε στέκονταν παράμερα στη σκιά, η προϊσταμένη άρχισε να το μετανιώνει. 'Οταν είδε και το σκύλο, άρχισε να το σκυλομετανιώνει, μόλο που αυτός ο κατεργάρης τής κουνούσε σκόπιμα την ουρά του κι έκανε όσα κόλπα ήξερε για να φανεί συμπαθητικός. 'Οταν πια είδε —και μύρισε— και τον Σάμι, τότε ήταν που την έζωσαν τα φίδια. Για την αστυνομία και τους πλασιέ το δύσκολο είναι να περάσουν την πόρτα. Αφού η προϊσταμένη έμπασε μέσα τον Χάρι και την Κόνι, θα ήταν εξίσου δύσκολο να τους ξεφορτωθεί όσο κι έναν πλασιέ ηλεκτρικών συσκευών, που είναι ικανός να γεμίσει τη μοκέτα ενός σπιτιού με κάθε λογής σκουπίδια και λεκέδες, προκειμένου να επιδείξει στη νοικοκυρά την εκπληκτική ηλεκτρική σκούπα που θέλει να της πουλήσει. Η προϊσταμένη, που κατάλαβε γρήγορα ότι η ενόχληση θα ήταν μικρότερη για τους ασθενείς αν συνεργαζόταν με τους εισβολείς παρά αν δοκίμαζε να τους διώξει, είπε κάτι σια φιλιππινέζικα — ο Χάρι συμπέρανε ότι ήταν μια χοντρή βρισιά για το σόι όλων τους— και ανέλαβε να τους οδηγήσει στο δωμάτιο της άρρωστης που ήθελαν να επισκεφθούν. Όπως ήταν αναμενόμενο, στην κλινική Πασίφικ Βιου υπήρχε μόνο μια ασθενής χωρίς μάτια και με τα βλέφαρα ραμμένα. Το όνομά της ήταν Τζένιφερ Ντράκμαν. Στην πορεία προς το δωμάτιο της, η προϊσταμένη τούς πληροφόρησε σε χαμηλό κι εμπιστευτικό τόνο ότι ο ευγενικός αλλά κάπως «απόμακρος» γιος της κυρίας Ντράκμαν πλήρωνε τρεις αποκλειστικές νοσοκόμες, εφτά μέρες τη βδομάδα, για να μη μένει ποτέ μόνη η «πνευματικά άρρωστη» μητέρα του. Η κυρία Ντράκμαν ήταν η μοναδική ασθενής της Πασίφικ Βιου που απολάμβανε τέτοιου είδους «ασφυκτική» φροντίδα, εκτός από τις «εξαιρετικές» υπηρεσίες που πρόσφερε ήδη η κλινική σε όλους ανεξαιρέτως τους ασθενείς, με τόσο λογικά ημερήσια νοσήλια. Μ' αυτά και μερικά άλλα εξίσου χαρακτηριστικά
επίθετα, η προϊστάμενη τούς έκανε σαφές με εύσχημο τρόπο ότι 6ε συμπαθούσε το γιο, θεωρούσε τις αποκλειστικές νοσοκόμες περιττό έξοδο και προσβολή για το προσωπικό της κλινικής κι έβρισκε την ίδια την ασθενή απωθητική. Η αποκλειστική νοσοκόμα της νυχτερινής βάρδιας ήταν μια μαύρη με εξωτική ομορφιά που λεγόταν Τάνια Ντιλέινι. Είχε σοβαρές αμφιβολίες για το πόσο ήταν σκόπιμο και σωστό να ξυπνήσουν την ασθενή της τέτοια ώρα, έστω κι αν οι δυο από τους επισκέπτες ήταν αστυνομικοί. Προς στιγμήν φάνηκε ότι θα τους δημιουργούσε πολύ περισσότερες δυσκολίες απ' όσες τους είχε ήδη δημιουργήσει η προϊσταμένη. Η σκελετωμένη, τυφλή γυναίκα που βρισκόταν στο κρεβάτι αποτελούσε ανατριχιαστικό θέαμα, αλλά ο Χάρι δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Ο λόγος ήταν ότι, πέρα από τη φρίκη που προκαλούσε η εμφάνισή της, στο αποστεωμένο πρόσωπο της διακρίνονταν ακόμη κάποια αχνά αλλά αναμφισβήτητα σημάδια της καλλονής που πρέπει να είχε υπάρξει κάποτε. Αυτό το φάντασμα της ομορφιάς πλανιόταν στα ρημαγμένα χαρακτηριστικά και στο μισοκατεστραμμένο κορμί της, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει η σύγκριση ανάμεσα σ' αυτό που θα πρέπει να ήταν στα νιάτα της και στο ζωντανό πτώμα που είχε καταντήσει τώρα. «Κοιμάται», είπε η Τάνια Ντιλέινι. Μιλούσε ψιθυριστά και στάθηκε ανάμεσα στους επισκέπτες και στο κρεβάτι της άρρωστης, δείχνοντάς τους καθαρά ότι αυτή θα έπαιρνε τις όποιες αποφάσεις. «Σπάνια κοιμάται τόσο ήρεμα και δε θα ήθελα να την ξυπνήσω». Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, μαζί με μια καράφα νερό και δυο τρία μικροαντικείμενα, υπήρχε η φωτογραφία ενός συμπαθητικού νεαρού γύρω στα είκοσι, σε μια κορνίζα από μαύρο, λακαρισμένο ξύλο. Γαμψή μύτη. Πυκνά, μαύρα μαλλιά. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια του, που φαίνονταν γκρίζα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, ήταν σίγουρα γκρίζα και στην πραγματικότητα, στην απόχρωση του γυαλισμένου ασημιού. Ήταν ο νεαρός με το μπλουτζίν και το διαφημιστικό μπλουζάκι της μπίρας Τεκάτε που ο Χάρι τον είχε δει να γλείφει τα χείλια του ενώ χάζευε το αιμόφυρτο θύμα του Τζέιμς Όρντεγκαρντ από το σπασμένο παράθυρο του ρεστοράν. Ο Χάρι θυμήθηκε τη
λάμψη τον μίσους στα μάτια τον νεαρού όταν τον έσπρωξε με τη βία κάτω από το σκοινί, ταπεινώνοντάς τον μπροστά σε τόσο κόσμο. «Αυτός είναι», είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν με δέος. Η Τάνια Ντιλέινι ακολούθησε το βλέμμα του. «Ο Μπράιαν. Ο γιος της κυρίας Ντράκμαν». Ο Χάρι στράφηκε και κοίταξε κατάματα την Κόνι. «Αυτός είναι», επανέλαβε. «Δε μοιάζει με τον ποντικάνθρωπο», είπε ψιθυριστά ο Σάμι. Είχε σταθεί όσο μακρύτερα μπορούσε από το κρεβάτι της άρρωστης, κάνοντας ίσως την ευγενική σκέψη ότι οι τυφλοί συχνά αναπτύσσουν έντονα τις υπόλοιπες αισθήσεις τους, άρα και την όσφρηση. Ο σκύλος άφησε ένα πολύ μικρό, πολύ σιγανό σκούξιμο. Η Τζάνετ Μάρκο τράβηξε κοντά της τον Ντάνι, που κόντευε να κοιμηθεί όρθιος, ενώ κοίταζε τη φωτογραφία με μάτια διάπλατα ανοιχτά και γεμάτα ανησυχία. «Μοιάζει λιγάκι του Βινς...» μουρμούρισε σαν να μονολογούσε. «Στα μαλλιά... στα μάτια... Γι' αυτό τον πέρασα για τον Βινς...» Ο Χάρι αναρωτήθηκε ποιος να ήταν ο Βινς, έκρινε όμως ότι δεν ήταν σημαντικό κι απευθύνθηκε στην Κόνι. «Αν ο γιος της πληρώνει όλα τα έξοδα...» «Ναι, ο γιος της τα πληρώνει», πετάχτηκε η αδελφή Ντιλέινι. «Τη φροντίζει υποδειγματικά τη μητέρα του». «...τότε η γραμματεία της κλινικής θα έχει τη διεύθυνση του», συμπλήρωσε η Κόνι. Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι του. «Η προϊστάμενη δεν πρόκειται να μας αφήσει να ψάξουμε τα αρχεία. Αποκλείεται. Θα τα προστατέψει σαν κέρβερος μέχρι να επιστρέψουμε εδώ με ένταλμα ερεύνης». «Κι εγώ νομίζω ότι είναι καλύτερα να φύγετε πριν την ξυπνήσετε», είπε η αδελφή Ντιλέινι. «Δεν κοιμάμαι», είπε η σκελετωμένη μορφή απότο κρεβάτι της. Τα μόνιμα σφαλισμένα βλέφαρα δε σάλεψαν, έμειναν χαλαρά πάνω στις άδειες κόγχες, σαν να είχαν ατροφήσει εντελώς και νεκρωθεί με τα χρόνια. «Και δεν τη θέλω τη φωτογραφία του εδώ μέσα. Αυτός μου την έφερε, με το ζόρι». «Κυρία Ντράκμαν...» είπε ο Χάρι.
«Δεσποινίς. Με φωνάζουν κυρία Ντράκμαν, αλλά δεν είμαι. Δεν έχω παντρευτεί ποτέ». Η φωνή της ήταν λεπτή αλλά όχι αδύναμη. Διαπεραστική. Ψυχρή. «Τι τον θέλετε;» «Είμαστε αστυνομικοί, δεσποινίς Ντράκμαν», συνέχισε ο Χάρι. «Θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις σχετικά με το γιο σας». Αν υπήρχε πιθανότητα να μάθουν κάτι περισσότερο για τον Τικτάκ εκτός από τη διεύθυνση του, ο Χάρι έκρινε ότι έπρεπε ν' αρπάξουν την ευκαιρία. Η μητέρα μπορεί να τους αποκάλυπτε έστω και τυχαία κάποιο ευαίσθητο σημείο του τόσο ιδιαίτερου γιου της, ακόμη κι αν δεν είχε ιδέα για το ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Η τυφλή έμεινε αμίλητη για λίγο, δαγκώνοντας τα χείλη της. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του. 2:08.
Η άρρωστη σήκωσε ξαφνικά το χέρι της κι αρπάχτηκε από το πλαϊνό κάγκελο του κρεβατιού με κάτι δάχτυλα τόσο λιπόσαρκα και κυρτωμένα, που φάνταζαν σαν νύχια αρπαχτικού. «Τάνια, μας αφήνεις μόνους, σε παρακαλώ;» Η νοσοκόμα άρχισε να διαμαρτύρεται σε ήπιο τόνο, αλλά η άρρωστη επανέλαβε την επιθυμία της όχι σαν παράκληση πια, αλλά σαν εντολή. Αμέσως μόλις βγήκε η νοσοκόμα κι ακούστηκε η πόρτα να κλείνει, η Τζένιφερ Ντράκμαν ρώτησε: «Πόσοι είστε;» «Πέντε», της απάντησε η Κόνι, χωρίς ν' αναφέρει το σκύλο. «Δεν είστε όλοι αστυνομικοί ούτε ήρθατε εδώ αποκλειστικά για δουλειά της αστυνομίας», είπε η Τζένιφερ Ντράκμαν. Η διορατικότητά της ίσως να ήταν η αποζημίωση της φύσης για τη χαμένη της όραση. Υπήρχε κάτι στον τόνο της φωνής της, μια παράξενη νότα ελπίδας, που ανάγκασε τον Χάρι να της απαντήσει με απόλυτη ειλικρίνεια: «Όχι. Δεν είμαστε όλοι αστυνομικοί ούτε βρισκόμαστε εδώ σαν απλοί αστυνομικοί». «Τι σας έκανε αυτός;» ρώτησε η τυφλή. Τους είχε κάνει τόσα πολλά, που κανένας δεν μπόρεσε να βρει τα λόγια να απαντήσει. Η Τζένιφερ Ντράκμαν ερμήνευσε σωστά τη σιωπή τους. «Ξέρετε τι είναι;» ρώτησε.
Ήταν μια ασυνήθιστη ερώτηση, που όμως αποκάλυπτε ότι η μητέρα γνώριζε ως κάποιο βαθμό την ιδιαιτερότητα του γιου της. «Ναι, ξέρουμε», απάντησε ο Χάρι για λογαριασμό όλων. «Όλοι νομίζουν πως είναι ένα αξιαγάπητο αγόρι», είπε η Τζένιφερ Ντράκμαν. Η φωνή της τώρα έτρεμε. «Δεν ακούνε, δε με πιστεύουν. Οι ανόητοι. Τόσα χρόνια τους τα λέω... και δε με πιστεύουν». «Εμείς θα σας ακούσουμε», της είπε ο Χάρι. «Και σας πιστεύουμε ήδη». Μια πνοή ελπίδας απάλυνε στιγμιαία το σκελετωμένο πρόσωπο της τυφλής, αλλά η έκφραση της ελπίδας ήταν τόσο ασυνήθιστη για κείνα τα χαρακτηριστικά, που δεν μπόρεσαν να τη διατηρήσουν. Η Τζένιφερ ανασήκωσε το κεφάλι της από τα μαξιλάρια και δυο νεύρα τεντώθηκαν σαν σκοινιά κάτω από το ζαρωμένο κι άσαρκο δέρμα του λαιμού της. «Τον μισείτε;» Πέρασαν μερικές στιγμές. «Ναι, εγώ τον μισώ», απάντησε η Κόνι. «Ναι», είπε και η Τζάνετ Μάρκο. «Εγώ τον μισώ περισσότερο κι από τον εαυτό μου», είπε η Τζένιφερ Ντράκμαν. Τώρα η φωνή της έσταζε χολή. Το φάντασμα της περασμένης ομορφιάς χάθηκε κι απέμεινε μόνο η αποτρόπαιη ασχήμια μιας μέγαιρας. «Θα τον σκοτώσετε;» Ο Χάρι δεν ήξερε τι έπρεπε να της απαντήσει. Η μητέρα του Μπράιαν Ντράκμαν δεν είχε παρόμοιους ηθικούς δισταγμούς. «Θα τον σκότωνα εγώ η ίδια... αλλά είμαι τόσο αδύναμη... τόσο ανήμπορη... Θα τον σκοτώσετε εσείς;» «Ναι», είπε ο Χάρι. «Δε θα είναι εύκολο», τον προειδοποίησε η Τζένιφερ Ντράκμαν. «Όχι, δε θα είναι εύκολο», συμφώνησε ο Χάρι. Κοίταξε πάλι το ρολόι του. «Και δεν έχουμε πολΰ χρόνο».
4 Ο Μπράιαν Ντράκμαν κοιμόταν. Ήταν ένας βαθύς, χορταστικός ύπνος. Ανανεωτικός. Ονειρευόταν δύναμη. Ήταν ένας αγωγός ενέργειας. Μόλο που στ' όνειρο του ήταν μέρα, ο ουρανός ήταν κατασκότεινος,
τον σκέπαζαν τα μαύρα σύννεφα της Ημέρας της Κρίσης. Απ' αυτή τη μέγιστη καταιγίδα, την ύστατη καταιγίδα, τεράστια ρεύματα ηλεκτρικής ενέργειας διοχετεύονταν στο σώμα του. Από τις άκρες των δαχτύλων του εκτόξευε τρομερούς κεραυνούς και σφαίρες φωτιάς, όποτε ήθελε αυτός. Ολοκληρωνόταν. Κι όταν θα τέλειωνε κάποτε αυτή η διαδικασία, θα ήταν αυτός η καταιγίδα, η καταστροφή, η κάθαρση, η απόλυτη δύναμη που θα ισοπέδωνε ό,τι είχε υπάρξει ως τότε, θα έπνιγε τον κόσμο σε ωκεανούς αίματος και τελικά θα απολάμβανε, στα μάτια των λίγων εκλεκτών που θα είχαν απομείνει, το σεβασμό, το δέος και τη λατρεία. Τη λατρεία.
5 Η αόμματη νύχτα έστελνε τα μακριά, άσαρκα δάχτυλα της ομίχλης να ψηλαφίσουν τα τζάμια του παραθύρου έξω από το δωμάτιο της Τζένιφερ Ντράκμαν. Το φως της λάμπας αντανακλούσε στις σταγονίτσες του ατμού που σχημάτιζε το παγωμένο νερό της καράφας και στη μεταλλική επιφάνεια του κομοδίνου. Η Κόνι κι ο Χάρι στέκονταν όρθιοι δίπλα στο κρεβάτι. Η Τζάνετ είχε καθίσει στην πολυθρόνα της νοσοκόμας, με το κοιμισμένο αγοράκι της στην αγκαλιά της και το σκύλο ξαπλωμένο μπροστά στα πόδια της. Ο Σάμι έμενε στη γωνιά του, μακριά από τους άλλους, αμίλητος και σοβαρός, αναγνωρίζοντας ίσως κομμάτια της δικής του ζωής στην ιστορία που άκουγαν. Η ταλαιπωρημένη γυναίκα στο κρεβάτι έμοιαζε να λιώνει σαν το κερί όσο μιλούσε, λες και χρειαζόταν να κάψει την ίδια της την ύπαρξη για να αντλήσει την ενέργεια που της χρειαζόταν για να εξωτερικεύσει τις σκοτεινές αναμνήσεις της. Ο Χάρι είχε την αίσθηση ότι η Τζένιφερ Ντράκμαν κρατιόταν με τα δόντια από τη ζωή τόσα χρόνια, μόνο και μόνο για τη στιγμή που θα έβρισκε ακροατές πρόθυμους να την πιστέψουν, αντί να την αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση, σαν να ήταν τρελή. «Ο Μπράιαν είναι είκοσι χρονών», άρχισε να τους λέει.«Ήμουν είκοσι δύο όταν έμεινα έγκυος... αλλά ίσως θα έπρεπε να
ξεκινήσω από πιο πριν... μερικά χρόνια πριν από... την εγκυμοσύνη μου... Έφτανε ένας απλός υπολογισμός για να διαπιστιόσει κανείς ότι η Τζένιφερ ήταν σαράντα δύο χρονών. Ο Χάρι διαισθάνθηκε μια νευρικότητα και μια αμηχανία στην ατμόσφαιρα, σημάδι ότι και οι άλλοι είχαν κάνει τον υπολογισμό και είχαν δοκιμάσει το ίδιο σοκ. Η Τζένιφερ Ντράκμαν δε φαινόταν απλώς μεγαλύτερη απ' ό,τι ήταν. Φαινόταν πολύ γριά. Σαράντα, ίσως και πενήντα χρόνια μεγαλύτερη. Κι ενώ τα πέπλα της ομίχλης όλο και πύκνωναν έξω από το παράθυρο, η μητέρα του Τικτάκ τούς αποκάλυψε ότι το είχε σκάσει από το σπίτι της στα δεκάξι επειδή σιχαινόταν το σχολείο, όντας πολύ ανεπτυγμένη για την ηλικία της αλλά, όπως έμελλε να διαπιστώσει αργότερα, συναισθηματικά ανώριμη και πολύ λιγότερο ξύπνια απ' ό,τι πίστευε η ίδια. Στο Λος Άντζελες και στο Σαν Φρανσίσκο, την εποχή της αποθέωσης του ελεύθερου έρωτα στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, κάθε όμορφο κορίτσι είχε cm] διάθεση του μπόλικους νεαρούς ανάλογων ιδεών να κάνει έρωτα και μια σχεδόν ανεξάντλητη ποικιλία ναρκωτικών ουσιών για να πειραματιστεί. Αφού δούλεψε σε αρκετά στέκια της εποχής, πουλώντας ψυχεδελικά πόστερ, ινδικά λιβάνια και κάθε λογής χίπικα μαραφέτια, η Τζένιφερ μπήκε για τα καλά στο χορό: άρχισε να πουλάει ναρκωτικά. Σαν γυναίκα ντίλερ, που οι προμηθευτές της την εκτιμούσαν τόσο για τις ικανότητές της στην πώληση ναρκωτικών όσο και για τα σωματικά προσόντα της, είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει πολλές εξωτικές ουσίες που δεν κυκλοφορούσαν εύκολα στις πιάτσες. «Η μεγάλη αδυναμία μου ήταν τα παραισθησιογόνα», είπε το χαμένο κοριτσόπουλο που εξακολουθούσε να κρύβεται κάπου βαθιά στην ψυχή της κατάκοιτης, τυφλής γριάς. «Αφυδατωμένα μανιτάρια από σπηλιές του Θιβέτ, διάφανοι μύκητες από μακρινές κοιλάδες του Περού, αποστάγματα από άνθη σπάνιων κάκτων, παράξενες ρίζες, σκόνη από ξεραμένο δέρμα αφρικανικής σαύρας, από μάτι σαλαμάνδρας κι όποιο καινούριο χημικό κατασκεύασμα έβγαινε από τα εργαστήρια. Ήθελα να τα δοκιμάσω όλα, ξανά και ξανά τα περισσότερα, ήθελα να με
πάνε σε με'ρη που δε θα μπορούσα να πάω ποτέ, να δω πράγματα που κανένας άλλος δε θα μπορούσε να δει». Ό σ ο κι αν η ζωή αυτή την είχε οδηγήσει σε απύθμενα βάθη απελπισίας, μια παράξενη μελαγχολία χρωμάτιζε τη φωνή της Τζένιφερ Ντράκμαν, μια σχεδόν ανόσια λαχτάρα. Ο Χάρι είχε την αίσθηση ότι ένα κομμάτι της Τζένιφερ θα ήταν πάντα έτοιμο να ξανακάνει τις ίδιες ακριβώς επιλογές, αν της δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναζήσει τη ζωή της από την αρχή. Ένιωσε ξαφνικά να τον τυλίγει εκείνη η αφόρητη παγωνιά που του περόνιαζε τα κόκαλα στη διάρκεια της Παύσης. Ανατρίχιασε και κοίταξε το ρολόι του: 2:12. Σαν να διαισθάνθηκε την ανυπομονησία του, η Τζένιφερ συνέχισε τη διήγησή της, σε πιο γρήγορο ρυθμό. «Το 1972 έμεινα έγκυος...» Αν και δεν ήξερε ποιος από τους τρεις πιθανότερους ήταν ο πατέρας, αρχικά ενθουσιάστηκε με την ιδέα ότι θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί. Οι απίθανες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών που είχε πάρει ως τότε δεν τη βοηθούσαν σε καμιά περίπτωση να προσδιορίσει τι είδους γνώση είχε αποκτήσει. Ωστόσο, εκείνη πίστευε ότι είχε μπόλικη σοφία να μεταδώσει στο αγέννητο παιδί της. Έτσι, πήρε την απόφαση όχι μόνο να συνεχίσει, αλλά και ν' αυξήσει τη χρήση των παραισθησιογόνων στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, με τη βεβαιότητα ότι θα έφερνε στη ζωή ένα πλάσμα με εκπληκτικά πλούσια συνείδηση. Εκείνους τους περίεργους καιρούς, πολλοί πίστευαν ότι το νόημα της ζωής που έβρισκαν στο πεγιότ ή στο LSD θα τους άνοιγε τις πόρτες του παραδείσου και θα τους αποκάλυπτε το πρόσωπο του Θεού. Τους πρώτους τρεις μήνες της εγκυμοσύνης της, η Τζένιφερ φλεγόταν από την προσμονή να γεννήσει και ν' αναθρέψει το τέλειο παιδί. Ίσως θα γινόταν ένας καινούριος Ντίλαν, ή Λένον, ή Λένιν, μεγαλοφυία και ειρηνοποιός του κόσμου, πολύ πιο προχωρημένος απ' αυτούς, γιατίη διαφώτισή του θα είχε αρχίσει μέσα από τη μήτρα, χάρη στην τόλμη και τη διορατικότητα της μητέρας του. Και ύστερα όλα άλλαξαν μετά από ένα άσχημο τριπ. Η Τζένιφερ δεν μπορούσε πια να θυμηθεί όλα τα συστατικά του
κοκτέιλ που είχε σημάνειτην αρχή του τέλους τηςζωήςτης, αλλά θυμόταν ότι, ανάμεσα στα πολλά, υπήρχε LSD και σκόνη από καΰκαλο κάποιου αφρικανικού εντόμου. Εκεί που πίστευε ότι είχε φτάσει στον ύψιστο βαθμό συνείδησης, μια αλληλουχία από εκπληκτικά όμορφες και λαμπερές παραισθήσεις είχε μετατραπεί ξαφνικά σε φριχτό εφιάλτη, που τη γέμισε με απερίγραπτη απέχθεια και τρόμο για τη ζωή. Ακόμη κι όταν τέλειωσε το άσχημο τριπ και οι παραισθήσεις του θανάτου και των γενετικών παραμορφώσεων που είχε βιώσει μέσω του ναρκωτικού πέρασαν επιτέλους, ο τρόμος έμεινε μέσα της και θεριεύε μέρα με τη μέρα. Στην αρχή δεν μπορούσε να εντοπίσειτην πηγή του, αλλά σταδιακά άρχισε να επικεντρώνει την προσοχή της στο έμβρυο και κατέληξε να πιστέψει ότι σ' εκείνη την εξαιρετική νοητική κατάσταση που είχε βρεθεί, είχε λάβει μια προειδοποίηση: το μωρό της δε θα ήταν ένας νέος Μπομπ Ντίλαν, αλλά ένα τέρας· δε θα ήταν το φως του κόσμου, αλλά ο άρχοντας του σκότους. Αν η ιδέα της ήταν πράγματι σωστή ή αποτέλεσμα νοητικής διαταραχής λόγω ναρκωτικών, αν το έμβρυο ήταν ήδη ένα μεταλλαγμένο πλάσμα ή ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί, δεν έμελλε να το μάθει ποτέ, γιατί ο τρόμος την ώθησε σε πράξεις που αυτές και μόνο θα μπορούσαν ίσως να προκαλέσουν γενετικές μεταλλάξεις και, σε συνδυασμό με τα ναρκωτικά που εξακολουθούσε να παίρνει, πιθανόν να έκαναν τον Μπράιαν αυτό που ήταν. Η Τζένιφερ προσπάθησε να κάνε ι έκτρωση. 'Οχι όμως με τους συνηθισμένους τρόπους, γιατί φοβόταν τις γριές μαμές με τις κρεμάστρες και τους γυναικολόγους με τα ιατρεία σε κάτι στενά δρομάκια, που ο αλκοολισμός τους είχε αναγκάσει να χειρουργούν παράνομα. Κατέφυγε λοιπόν σε μη παραδοσιακές μεθόδους, που στην πορεία αποδείχτηκαν πολύ πιο ριψοκίνδυνες. «Αυτά έγιναν το '72». Η Τζένιφερ πιάστηκε από το κάγκελο του κρεβατιού και μετατόπισε με κόπο το σκελετωμένο κορμί της σε μια πιο βολική θέση. Τα άσπρα μαλλιά της ήταν σκληρά κι άκαμπτα σαν σύρμα. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του: 2:16. «Το Ανώτατο Δικαστήριο νομιμοποίησε τις εκτρώσεις στις
αρχές του '73, όταν εγώ ήμουν στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης μου. Η δυνατότητα μου δόθηκε πολύ αργά». Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν οι εκτρώσεις ήταν νόμιμες, μπορεί και πάλι να μην είχε πάει σε κλινική, γιατί δυσπιστούσε γενικά στους γιατρούς και στην επιστήμη. Η πρώτη της απόπειρα ν' απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο έμβρυο έγινε με τη βοήθεια ενός πρακτικού ομοιοπαθητικού, ενός Ινδού που εξασκούσε το επάγγελμα στο διαμέρισμά του στο Άσμπερι, κέντρο της τότε υποκουλτούρας του Σαν Φρανσίσκο. Αυτός της έδωσε αρχικά κάτι περίεργα καταπότια από βότανα, που υποτίθεται ότι ενεργούσαν στα τοιχώματα της μήτρας και προκαλούσαν αυτόματη αποβολή. Όταν αυτά δεν έπιασαν, δοκίμασε μια σειρά από καυτά μπάνια με φυτικά έλαια, που κι αυτά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Μέσα στην απελπισία της, κατέφυγε σ' έναν κομπογιαννίτη που εφάρμοζε μια μέθοδο «ραδιενεργών ντους», τα οποία υποτίθεται ότι δεν ήταν αρκετά ραδιενεργά ώστε να βλάψουν τη μητέρα, αλλά μοιραία για το έμβρυο. Κι αυτή η απόπειρα απέτυχε. Η Τζένιφερ άρχισε πλέον να πιστεύει ότι το ανεπιθύμητο παιδί αντιλαμβανόταν τις προσπάθειές της ν' απαλλαγεί απ' αυτό και κρατιόταν στη ζωή με τις υπερφυσικές δυνάμεις που διέθετε. Στο νου της, ήταν ήδη ένα μισητό, μεταλλαγμένο πλάσμα, πολύ πιο δυνατό από κάθε άλλο ανθρώπινο ον, άτρωτο μέσα στη μήτρα της. 2:18.
Ο Χάρι ανυπομονούσε πια φανερά. Δεν είχαν μάθει ακόμη τίποτε που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να βρουν και ν' αντιμετωπίσουν τον Τικτάκ. «Πού μπορούμε να βρούμε το γιο σας;» ρώτησε. Η Τζένιφερ προφανώς ήξερε ότι δεν επρόκειτο να ξαναβρεί τέτοιο ακροατήριο και δεν ήταν διατεθειμένη να προσαρμόσει τη διήγησή της στις ανάγκες τους, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες. Ήταν φανερό ότι μιλώντας για τη ζωή της έβρισκε τη λύτρωση. Ο Χάρι με δυσκολία άντεχε ν' ακούει αυτή τη φωνή και του ήταν αδύνατον πια ν' αντικρίζει εκείνο το πρόσωπο. Αφησε την Κόνι δίπλα στο κρεβάτι της Τζένιφερ κι αυτός πήγε και στάθηκε
μπροστά στο παράθυρο, όπου στύλωσε το βλέμμα του στην ομίχλη. «Η ζωή για με'να έγινε σαν ένα αδιάκοπο, άσχημο τριπ», συνέχισε η Τζένιφερ. Τους είπε ότι ο τρόμος που της προκαλούσε το αγέννητο παιδί ήταν χειρότερος απ' οτιδήποτε είχε ζήσει μέσ' από τα ναρκωτικά. Η υποψία της ότι εγκυμονούσε ένα τέρας έγινε βεβαιότητα. Φοβόταν να κοιμηθεί, γιατί ο ύπνος της ήταν μαρτύριο. Στα όνειρά της έβλεπε σκηνές ακατονόμαστης βίας, ανθρώπους να υποφέρουν με χίλιους δυο φριχτούς τρόπους κι ένα πλάσμα αθέατο αλλά τρομερό να κινείται πάντα στις σκιές. «Μια μέρα με βρήκαν πεσμένη στο δρόμο να ουρλιάζω σφίγγοντας το στομάχι μου και να λέω ότι είχα μέσα μου ένα τέρας. Μ' έκλεισαν σε ψυχιατρείο». Από κει τη μετέφεραν στην Κομητεία Όραντζ και την ανέλαβε η μητέρα της, την οποία είχε εγκαταλείψει η Τζένιφερ πριν από έξι χρόνια. Οι εξετάσεις που της έκαναν έδειξαν τραύματα στον τράχηλο της μήτρας, περίεργες εκφύσεις, πολύποδες και εντελώς αφύσικη χημική σύσταση του αίματος. Αν και στο έμβρυο δεν εντοπίστηκαν ανωμαλίες, η Τζένιφερ συνέχισε να πιστεύει ότι επρόκειτο για τέρας. Ό σ ο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο υστερική. Ούτε η ψυχιατρική, ούτε η θρησκευτική βοήθεια είχαν καταφέρει να καθησυχάσουν τους φόβους της. Κρίθηκε απαραίτητο να υποβληθεί σε τεχνητό, ελεγχόμενο τοκετό, λόγω της κατάστασής της αλλά και των προσπαθειών που είχε κάνει να αποβάλει. Στη διάρκεια του τοκετού, ο οποίος ήταν δύσκολος και μακρύς, η Τζένιφερ πέρασε από την υστερία στην πλήρη παραφροσύνη. Σε απανωτές κρίσεις παραισθήσεων, γεμάτες από εικόνες τερατογενέσεων, της μπήκε η παράλογη ιδέα ότι αν έβλεπε το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο, θα κατέληγε αυτομάτως στην κόλαση. Εξαιτίας της ψυχολογικής της κατάστασης, ήταν δεμένη στη διάρκεια του τοκετού. Αλλά όταν βγήκε επιτέλους το πεισματάρικο μωρό και οι νοσοκόμες τής έλυσαν προσωρινά τα λουριά για ν' ανακουφιστεί λίγο, η Τζένιφερ έβγαλε τα μάτια της με τα ίδια της τα χέρια. Μπροστά στο παράθυρο, με το βλέμμα του σταθερά στυλω-
μένο στα παιχνιδίσματα της ομίχλης, ο Χάρι ανατρίχιασε σύγκορμος. «Κι έτσι γεννήθηκε», είπε η Τζένιφερ Ντράκμαν. «Έτσι γεννήθηκε». Ακόμη και χωρίς μάτια, ήξερε πόσο κακό ήταν το πλάσμα που είχε φέρει στον κόσμο. Όμως ο Μπράιαν ήταν όμορφο μωρό και, στη συνέχεια, χαριτωμένο παιδάκι κι αργότερα, ωραίος νεαρός — έτσι τι)ς έλεγαν όλοι. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τις παρανοϊκές αερολογίες μιας γυναίκας που είχε βγάλει τα μάτια της με τα ίδια της τα χέρια. Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του: 2:21. Ήταν ακόμη ασφαλείς, το πολύ για σαράντα λεπτά. Ίσως και για πολύ λιγότερα, όμως. «Ακολούθησαν ένα σωρό χειρουργικές επεμβάσεις. Επιπλοκές από τη γέννα, εγχειρήσεις στα μάτια, μόλυνση. Η υγεία μου χειροτέρευε σταθερά. Έ π α θ α δυο εγκεφαλικά επεισόδια και δεν ξαναγύρισα ποτέ στο σπίτι της μητέρας μου. Καλύτερα. Γιατί εκεί ήταν αυτός. Έζησα πάρα πολλά χρόνια σε δημόσιο νοσοκομείο. Ήθελα να πεθάνω, ευχόμουν να πεθάνω, προσευχόμουν να πεθάνω, αλλά ήμουν πολύ αδύναμη για ν' αυτοκτονήσω... πολύ αδύναμη από κάθε άποψη. Τελικά, πριν από δύο χρόνια, αυτός μ' έφερε εδο) αφού σκότωσε τη μητέρα μου». «Πώς το ξέρετε ότι τη σκότωσε;» τη ρώτησε η Κόνι. «Μου το είπε. Μου είπε και τον τρόπο. Μου περιγράφει τη δύναμή του, το πώς αυξάνει μέρα με τη μέρα. Μου έχει δείξει τι μπορεί να κάνει... και πιστεύω ότι μπορεί. Εσείς το πιστεύετε;» «Ναι», απάντησε η Κόνι. «Πού μένει;» ρώτησε ο Χάρι, πάντα στραμμένος προς το παράθυρο. «Στο σπίτι της μητέρας μου». «Ξέρετε τη διεύθυνση;» «Πολλά πράγματα έχουν σβήσει από τη μνήμη μου... αλλά αυτό το θυμάμαι». Τους είπε τη διεύθυνση. Ο Χάρι ήξερε πού περίπου βρισκόταν ο δρόμος. Ό χ ι πολύ μακριά από την κλινική Πασίφικ Βιου. Ξανακοίταξε το ρολόι του: 2:23. Δεν άντεχε πια να μένει σ' εκείνο το δωμάτιο —κι όχι μόνο
επειδή ήταν ανάγκη να κινηθούν πριν ξυπνήσει ο Μπράιαν Ντράκμαν. Στράφηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Πάμε», είπε ξερά. Ο Σάμι Σάμρο βγήκε από τη γωνιά του. Η Τζάνετ σηκώθηκε από την πολυθρόνα, με τον Ντάνι στην αγκαλιά της. Ο σκύλος σηκώθηκε κι αυτός. Αλλά η Κόνι είχε ακόμα μια ερώτηση. Ήταν το είδος της προσωπικής ερώτησης που κανονικά θα έκανε ο Χάρι και που, μέχρι χτες, θα εκνεύριζε την Κόνι, γιατί θα τη θεωρούσε περιττή εφόσον είχαν μάθει τα βασικά που τους ενδιέφεραν. «Γιατί σας επισκέπτεται τόσο συχνά ο Μπράιαν;» θέλησε να μάθει η Κόνι. «Για να με βασανίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο», απάντησε η Τζένιφερ Ντράκμαν. «Μόνο γι' αυτό — όταν έχει στη διάθεσή του έναν ολόκληρο κόσμο να βασανίσει;» Η Τζένιφερ Ντράκμαν τράβηξε το χέρι της από το σίδερο του κρεβατιού και το άφησε να πέσει σαν άψυχο πάνω στο στρώμα. «Για αγάπη», είπε. «Έρχεται εδώ επειδή σας αγαπάει;» «'Οχι. Αυτός είναι ανίκανος ν' αγαπήσει. Δεν καταλαβαίνει καντι είναι αγάπη, απλώς νομίζει ότι καταλαβαίνειτη λέξη. Ζητάει όμως τη δική μου αγάπη». Ένας ξερός, κοφτός ήχος ξέφυγε από τα λιπόσαρκα χείλη της σκελετωμένης μορφής, μια παρωδία γέλιου. «Ζητάει από μένα να τον αγαπήσω. Δεν είναι απίστευτο;» Ο Χάρι διαπίστωσε προς μεγάλη του έκπληξη ότι ένιωσε ένα μικρό σκίρτημα συμπόνιας για το μεταλλάγμένο παιδί που είχε έρθει στον κόσμο ανεπιθύμητο απ' αυτή την παρανοϊκή γυναίκα. Κι εκείνο το δωμάτιο, όσο ζεστό κι άνετο κι αν ήταν, ήταν το τελευταίο μέρος στον κόσμο που θα ερχόταν κανείς γυρεύοντας την αγάπη.
6 Η ομίχλη ανέβαινε από τον Ειρηνικό κι έκλεινε την κοιμισμένη πόλη μέσα στην γκρίζα, πυκνή και κρύα αγκαλιά της. Κυλούσε προς την ακτή σαν φάντασμα ενός πανάρχαιου ωκεανού που
εκτεινόταν πολύ ψηλότερα από τη φυσική γραμμή της γραμμής της παλίρροιας. Ο Χάρι οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο, με κατεύθυνση προς νότο και ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι ήταν συνετό σε συνθήκες περιορισμένης ορατότητας. Είχε αποφασίσει ότι ο κίνδυνος να συγκρουστούν με κάποιο άλλο αυτοκίνητο ωχριούσε μπροστά στον κίνδυνο να φτάσουν στο σπίτι των Ντράκμαν πολύ αργά κι ο Τικτάκ να έχει ξυπνήσει και πάλι. Οι παλάμες του ήταν συνεχώς υγρές πάνω σιο τιμόνι, λες και είχε εισχωρήσει η ομίχλη μέσα στο αυτοκίνητο και κολλούσε πάνω του. Η ώρα ήταν 2:27. Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα από τη στιγμή που ο Τικτάκ είχε αποσυρθεί για να ξεκουραστεί. Από μια άποψη, είχαν καταφέρει πάρα πολλά σε τόσο λίγη ώρα. Από την άλλη, ο χρόνος δεν έμοιαζε να είναι ένα ποτάμι που κυλάει, όπως λέει το τραγούδι, αλλά μια χιονοστιβάδα από δευτερόλεπτα που κατρακυλούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς την άβυσσο. Στο πίσιο μέρος του φορτηγού, η Τζάνετ κι ο Σάμι κάθονταν αμίλητοι, με τα νεύρα τεντωμένα. Το παιδί κοιμόταν. Ο σκύλος ήταν μόνιμα ανήσυχος. Δίπλα του, η Κόνι άναψε το φωτάκι που χρησιμεύει στο συνοδηγό για να διαβάζει το χάρτη. Ύστερα άνοιξε το περίστροφο της για να σιγουρευτεί ότι υπήρχαν σφαίρες σε όλες τις θαλάμες του κυλίνδρου. Ήταν η τρίτη φορά που έκανε τον ίδιο έλεγχο. Ο Χάρι ήξερε τι σκεφτόταν η Κόνι: κι αν έχει ξυπνήσει ο Τικτάκ; Αν έχει σταματήσει πάλι το χρόνο από την τελευταία φορά που έλεγξα το όπλο μου και μου έχει βγάλει στο μεταξύ όλες τις σφαίρες χωρίς να το καταλάβω; Φαντάσου να βρεθώ μπροστά του, να έχω όλη την άνεση να πυροβολήσω και να τον δω να χαμογελάει σαρδόνια, καθώς ο επικρουστήρας θα χτυπάει στο κενό όταν πατάω τη σκανδάλη! Όπως και τις άλλες δυο φορές, το περίστροφο της ήταν γεμάτο. Η Κόνι έφερε τον κύλινδρο στη θέση του κι έσβησε το φως. Ο Χάρι σκέφτηκε ότι φαινόταν τρομερά κουρασμένη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, τα χαρακτηριστικά της τραβηγμένα.
Απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, θα καταδίωκαν το μεγαλύτερο εγκληματία της καριέρας τους όντας και οι δυο εξαντλημένοι. Γιατί κι ο ίδιος ήταν εκτός φόρμας, πράγμα που σήμαινε μειωμένα αντανακλαστικά και αργή αντίληψη. «Ποιος θα μπει στο σπίτι του;» ρώτησε ο Σάμι. «Ο Χάρι κι εγώ», απάντησε η Κόνι. «Εμείς είμαστε οι επαγγελματίες, έτσι είναι το σωστό». «Κι εμείς;» ρώτησε η Τζάνετ. «Θα περιμένετε στο αυτοκίνητο». «Εγώ έχω διάθεση να βοηθήσω», είπε ο Σάμι. «Ουτε να το σκέφτεσαι», του το ξέκοψε απότομα η Κόνι. «Και πώς θα μπείτε μέσα;» «Η συνεργάτης μου από δω έχει μαζί της πασπαρτού», είπε ο Χάρι. Η Κόνι χτύπησε την εξωτερική τσέπη του σακακιού της για να σιγουρευτεί ότι το εργαλείο ήταν ακόμα εκεί. «Κι αν αυτός δεν κοιμάται;» ρώτησε η Τζάνετ. Ο Χάρι έλεγχε τα ονόματα των κάθετων δρόμων που συναντούσαν. «Θα κοιμάται», απάντησε στην Τζάνετ. «Αν δεν κοιμάται όμως;» «Πρέπει να κοιμάται ακόμη», είπε ο Χάρι. Κι αυτό από μόνο του έδειχνε καθαρά πόσο τρομερά περιορισμένες ήταν οι δυνατότητές τους να τον πιάσουν. 2:29. Να πάρει! Ο άτιμος ο χρόνος ή θα σταματούσε εντελώς, ή θα έτρεχε του σκοτωμού! Ο δρόμος που έψαχναν λεγόταν Πάροδος Φαίδρας. Τα γράμματα στις πινακίδες με τα ονόματα των δρόμων ήταν πολύ μικρά, δε διαβάζονταν εύκολα από μακριά. Ειδικά στην ομίχλη. Ο Χάρι είχε πέσει πάνω στο τιμόνι και είχε κολλήσει κυριολεκτικά το πρόσωπο του στο παρμπρίζ. «Πώς θα τον σκοτώσετε;» ρώτησε με αγωνία ο Σάμι. «Δεν μπορώ να φανταστώ τον ποντικάνθρωπο νεκρό. Αδύνατον». «Το σίγουρο είναι ότι δε θα διακινδυνεύσουμε να τον τραυματίσουμε απλώς», είπε η Κόνι. «Ίσως έχει και την ικανότητα να γιατρεύει τις πληγές του σε δευτερόλεπτα». Πάροδος Φαίδρας... Πάροδος Φαίδρας... Που στην ευχή ήταν;
«Αν έχει κι αυτή την ικανότητα», είπε ο Χάρι, «σίγουρα θα εδράζεται σιο κέντρο όλων των υπερφυσικών ικανοτήτων του». «Στον εγκέφαλο του», είπε η Τζάνετ. Φαίδρα;, Φαίδρας, Φαίδρας... Ο Χάρι είχε κόψει ταχύτητα γιατί ήταν σίγουρος ότι ο δρόμος που έψαχναν ήταν κάπου κοντά. «Ναι, στον εγκέφαλο», συμφώνησε με την Τζάνετ. «Εκεί βρίσκεται η δύναμη της θέλησης. Οι μεταφυσικές ικανότητες δεν είναι παρά ισχυρά εγκεφαλικά κύματα κι ο εγκέφαλος βρίσκεται μέσα στο κρανίο». «Θα τον πυροβολήσουμε στο κεφάλι», είπε η Κόνι. «Εξ επαφής, αν είναι δυνατόν», πρόσθεσε ο Χάρι. Το πρόσωπο της Κόνι πήρε μια σκληρή, βλοσυρή έκφραση. «Είναι ο μοναδικός τρόπος. Αυτό το τέρας δε γίνεται να περάσει από δίκη. Πρέπει να καταστρέψουμε με την πρώτη τον εγκέφαλο του, να τον σκοτώσουμε ακαριαία, πριν βρει ευκαιρία να αντεπιτεθεί». Ο Χάρι θυμήθηκε το γκολέμ που εκτόξευε πύρινες σφαίρες από τις άκρες των δαχτύλων του μέσα στο διαμέρισμά του. «Ναι, μια κι έξω, πριν μπορέσει ν' αντεπιτεθεί. 'Ει! Να τη. Πάροδος Φαίδρας...» Η διεύθυνση που τους είχε δώσει η Τζένιφερ Ντράκμαν απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα από την κλινική Πασίφικ Βιου. Εντόπισαν το δρόμο στις 2:31, σχεδόν ακριβώς μία ώρα μετά τη στιγμή που είχε αρχίσει και τελειιόσει η Παύση. Τελικά, επρόκειτο μάλλον για αδιέξοδο παρά για πάροδο. Ένας ιδιωτικός δρόμος που εξυπηρετούσε πέντε σπίτια με θέα στον ωκεανό, αν κι ο Ειρηνικός ήταν εντελώς χαμένος στην ομίχλη εκείνη την ώρα. Επειδή την περίοδο του καλοκαιριού η περιοχή κατακλυζόταν από τουρίστες που αναζητούσαν θέσεις για πάρκινγκ κοντά στις ακτές, στην είσοδο του μικρού δρόμου είχε τοποθετηθεί μια πινακίδα που προειδοποιούσε: ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ - ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΤΙΜΩΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε πύλη που να εμποδίζει την πρόσβαση, έστω και παράνομη. Ο Χάρι δεν έστριψε στην πάροδο. Επειδή ο δρόμος ήταν πολύ μικρός κι ο θόρυβος της μηχανής θα ακουγόταν πολύ δυνατά τέτοια ώρα, με κίνδυνο να ξυπνήσουν οι ένοικοι και ν' αναρωτηθούν τι συνέβαινε, πέρασε τη διασταύρωση και σταμά-
τησε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο κάτω, πάνω οτον αυτοκινητόδρομο. Όλα πάνε καλύτερα, είναι όλοι μαζί τώρα και ίσως να γίνουν μια οικογένεια και να θέλουν να έχουν ένα σκΰλο, να τον ταΐζουν και να ζουν μαζί του σ' ένα δικό τους μέρος, μεγάλο, στεγνό και ζεστό, τι καλά —και ξαφνικά κάτι δεν πάει καλά πάλι, καθόλου καλά, καθόλου. Είναι ο θάνατος που έρχεται. Στη γυναίκα που δεν έχει παιδάκι. Στον όχι τόσο πολΰ βρομερό άντρα. Κάθονται μπροστά στο αυτοκίνητο κι ολόγυρά τους είναι ο θάνατος που έρχεται. Μυρίζουν θανατίλα, αλλά δεν είναι ακριβώς μια μυρωδιά. Το αισθάνεται όταν τους κοιτάζει κι ας μη φαίνονται καθόλου διαφορετικοί. Το ακούει στις φωνές τους όταν μιλάνε. Αν γλείψει τα χέρια τους, δε θα έχουν γεΰση θανατίλας, γιατί δεν υπάρχει τέτοια, αλλά αυτός θα την αισθανθεί. Κι αν τον χαϊδέψουν ή αν τον ξΰσουν πίσω από τ' αυτιά, θα τη νιώσει στο άγγιγμα τους τη θανατίλα. Είναι ένα από τα λίγα πράγματα που τα αισθάνεται χωρίς να ξέρει πώς. Τρέμει. Δεν μπορεί να σταματήσει να τρέμει. Θανατίλα. Κακό. Πολύ κακό. Το χειρότερο απ' όλα. Κάτι πρέπει να κάνει. Αλλά τι; Τι να κάνει; Τι; Τι; Δεν ξέρει πότε θα έρθει ο θάνατος, ούτε πού, ούτε πώς. Δεν ξέρει αν θα έρθει και στους δυο ή μόνο στον έναν. Μπορεί να έρθει μόνο για τον έναν, αλλά αυτός το νιώθει και στους δυο επειδή θα είναι μαζί όταν θα συμβεί. Δεν μπορεί να το αισθανθεί αυτό το πράγμα τόσο καθαρά όσο αισθάνεται τις χίλιες διαφορετικές μυρωδιές που αφήνει ο βρομερός άντρας ή τη μυρωδιά του φόβου πάνω α' όλους. Αυτό δεν είναι κάτι που το μυρίζεις, ή το ακούς, ή το βλέπεις. Μόνο το νιώθεις και είναι μια ψύχρα, ένα σκοτάδι, μια σκοτεινή, ψυχρή, βαθιά, άδεια τρύπα. Είναι ο θάνατος που έρχεται. Και τώρα... Κάτι πρέπει να κάνει. Τι;
Κάτι πρέπει να κάνει τώρα. Τι να κάνει; Τι; Τι; 'Οταν ο Χάρι έσβησε τη μηχανή και τα φώτα του αυτοκίνητου, η σιωπή που τους κύκλωσε από παντού ήταν τόσο βαθιά όσο και η σιωπή της Παύσης. Ο σκύλος ήταν φοβερά ανήσυχος και γρύλιζε σιγανά. Αν άρχιζε να γαβγίζει, τα τοιχώματα της καρότσας θα έπνιγαν τον ήχο και δεν υπήρχε κίνδυνος να τους ακούσουν. Άλλωστε ο Χάρι ήταν σίγουρος ότι απείχαν πολύ από το σπίτι των Ντράκμαν, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να ενοχληθεί ο Τικτάκ στον ύπνο του από το γάβγισμα ενός σκύλου. «Σε πόση ώρα θα ξέρουμε αν...» άρχισε να λέει ο Σάμι, αλλά δυσκολευόταν να βρει τα λόγια. Δοκίμασε ξανά. «Πώς θα καταλάβουμε αν, αντί να τον σκοτώσετε εσείς, σας σκοτώσει αυτός; Με συγχωρείτε γι' αυτό που λέω, αλλά πρέπει να ξέρουμε. Πότε θα πρέπει να το βάλουμε στα πόδια;» «Αν μας σκοτώσει, δε θα προλάβετε ούτε να σαλέψετε», του απάντησε η Κόνι. Ο Χάρι στράφηκε πάνω στο κάθισμά του και κοίταξε τους άλλους στο πίσω μέρος του φορτηγού. «Έχει δίκιο η Κόνι. Αν μας σκοτώσει, θ' αναρωτηθεί πώς διάβολο τον βρήκαμε. Θα προκαλέσει αμέσως μια Παύση, στη διάρκεια της οποίας θα σας εντοπίσει και θα τα καταλάβει όλα. Αν νικήσει ο Τικτάκ, θα το μάθετε σχεδόν αμέσως, γιατί, μερικά^ευτερόλεπτα πραγματικής ώρας μετά το θάνατο μας, θα εμφανιστεί μπροστά σας ένα από τα γκολέμ του. Ίσως και μέσα εδώ στο αυτοκίνητο, όπου θα βρίσκεστε». Ο Σάμι έκλεισε στιγμιαία τα μάτια του. Σάλιωσε τα ξεραμένα χείλια του. «Τότε φροντίστε να τον ξεκάνετε, για τ' όνομα του Θεού!» Ο Χάρι άνοιξε ήσυχα την πόρτα του και κατέβηκε, ενώ η Κόνι έκανε το ίδιο από τη μεριά της. Μόλις βρέθηκε έξω, ο σκύλος πέρασε από την καρότσα στην καμπίνα και πήδησε στο δρόμο ξοπίσω του, πριν προλάβει ο Χάρι να τον εμποδίσει. Έκανε να τον αρπάξει καθώς περνούσε ανάμεσα από τα πόδια του, αλλά ο σκύλος τού ξέφυγε.
«Γούφερ! Μη!» του φώναξε ψιθυριστά. Ο σκύλος τον αγνόησε και πήρε δρόμο προς το πίσω μέρος του φορτηγού. Ο Χάρι ξεκίνησε να τον πιάσει. Τότε ο σκύλος άρχισε να τρέχει. Ο Χάρι τον κυνήγησε κάμποση απόσταση, αλλά ο σκύλος, που ήταν πολύ πιο γρήγορος, χάθηκε μέσα στην ομίχλη προς τα βόρεια και τη διασταύρωση που οδηγούσε στο σπίτι του Τικτάκ. Ο Χάρι βλαστημούσε ακόμη μέσ' απ' τα δόντια του όταν η Κόνι έφτασε κοντά του. «Δεν είναι δυνατόν να πηγαίνει εκεί», είπε ψιθυριστά. «Πώς δεν είναι;» μουρμούρισε φουρκισμένος ο Χάρι. «Χριστέ μου! Αν κάνει κάτι και τον πάρει είδηση ο Τικτάκ...» Ο Χάρι κοίταξε το ρολόι του: 2:34. Ίσως είχαν είκοσι, είκοσι πέντε λεπτά καιρό ακόμη. Ίσως όμως να ήταν ήδη πολύ αργά γι' αυτούς. Ο Χάρι αποφάσισε ότι δεν προλάβαιναν ν' ανησυχήσουν για το σκύλο. «Να θυμάσαι», είπε στην Κόνι. «Ρίξ' του κατευθείαν στο κεφάλι. Από κοντά. Είναι ο μόνος τρόπος». 'Οταν έφτασαν στην είσοδο της Παρόδου Φαίδρας, ο Χάρι έριξε μια ματιά πίσω του προς το φορτηγάκι. Το είχε καταπιεί η ομίχλη.
ΕΦΤΑ ι Δε φοβάται. Όχι. Δε φοβάται. Είναι οκΰλος με σουβλερά δόντια, δυνατός και σβέλτος. Περπατώντας σιγά και προσεκτικά, περνάει κάτω από ψηλές, πυκνές πικροδάφνες. Ύστερα φτάνει στο μέρος των ανθρώπων που ήταν και πριν. Ψηλοί, άσπροι τοίχοι. Σκοτεινά παράθυρα. Κοντά στην κορυφή, ένα φωτεινό τετράγωνο. Η μυρωδιά από το πράγμα που θα σε σκοτώσει είναι βαριά μέσα στην ομίχλη. Αλλά, όπως όλες οι μυρωδιές μέσα στην ομίχλη, είναι κι αυτή κάπως θολή και λίγο σκόρπια. Ο σιδερένιος φράχτης. Είναι στενά. Στριμώχνεται. Περνάει. Προσοχή στη γωνία από το μέρος των ανθρώπων. Το κακό πράγμα ήταν έξω την τελευταία φορά, στο πίσω μέρος, με φαγητά στα χέρια του. Είχε σοκολάτα. Μπισκότα. Πατάτες με πολύ αλάτι. Αυτός δεν πήρε τίποτα. Αλλά παραλίγο να τον είχε δει το κακό πράγμα. Οπότε τώρα βγάζει μόνο τη μουσούδα από τη γωνία. Οσφραίνεται καλά καλά. Ύστερα βγάζει και το κεφάλι για να κοιτάξει. Ο νεαρός-κακό πράγμα δε φαίνεται πουθενά. Ήταν έξω πριν. Τώρα δεν είναι. Αρα, είναι ασφαλής. Βγαίνει από τη γωνία στο πίσω μέρος. Γρασίδι, χώμα, ίσιες πέτρες που βάζουν οι άνθρωποι πάνω στο χώμα. Θάμνοι. Λουλούδια. Η πόρτα. Και πάνω στην πόρτα το πορτάκι για τα σκυλιά.
Προσοχή. Οσφραίνεται. Μυρωδιά από νεαρό-κακό πράγμα. Πολΰ δυνατή. Δε φοβάται. Όχι, όχι, όχι. Είναι σκΰλος, γενναίος. Καλό σκυλί, καλό. Προσοχή. Χώνει το κεφάλι κι ανασηκώνει το πορτάκι των σκύλων. Μικρό τρίξιμο. Κοιτάζει μέσα. Το μέρος του φαγητοΰ. Σκοτάδι. Μόνο σκοτάδι. Περνάει από το πορτάκι. Μέσα. Η πυκνή, φωσφορίζουσα ομίχλη διαθλούσε τα λιγοστά φώτα της Παρόδου Φαίδρας, δίνοντας μια εξωπραγματική λαμπρότητα στη νΰχτα: τα χαμηλά φωτιστικά σε σχήμα μανιταριοΰ που πλαισίωναν το μονοπάτι του κήπου ενός από τα σπίτια, τα φωτεινά ψηφία του αριθμού στον τοίχο του επόμενου. Στην πραγματικότητα, αυτή η άμορφη, διάχυτη λαμπρότητα ήταν απατηλή, θάμπωνε τα πάντα χωρίς ν' αποκαλύπτει τίποτα. Ο Χάρι διέκρινε ελάχιστες λεπτομέρειες από τα σπίτια που προσπερνούσαν. Κατ' αρχήν ήταν όλα μεγάλα. Το πρώτο στη σειρά ήταν μοντέρνας αρχιτεκτονικής, με οξείες γωνίες που πρόβαλλαν πάνω από την ομίχλη σε διάφορα σημεία. Τα υπόλοιπα ήταν οι γνώριμες βίλες μεσογειακού ρυθμού, με τους ψηλούς φοίνικες και τους τεράστιους φίκους, που έδιναν στη Λαγκούνα έναν τόσο ιδιαίτερο χαρακτήρα τα παλιότερα χρόνια. Η Πάροδος Φαίδρας εκτεινόταν κατά μήκος της βορινής πλευράς ενός στενού κι απόκρημνου ακρωτηρίου που εισχωρούσε στον Ειρηνικό. Σύμφωνα με τις οδηγίες της τυφλής, το σπίτι των Ντράκμαν ήταν το τελευταίο προς τη θάλασσα, πάνω στη μύτη του γκρεμού. Μια κι όλα τα φοβερά γεγονότα εκείνης της νύχτας έμοιαζαν να είναι βγαλμένα κατευθείαν από τις σελίδες ενός παραμυθιού, ο Χάρι δε θα δοκίμαζε την παραμικρή έκπληξη αν το ακρωτήρι κατέληγε ο' ένα μικρό αλλά θεοσκότεινο δάσος, με λύκους και κουκουβάγιες, κι αν το σπίτι των Ντράκμαν ήταν ένας τρομακτικός πέτρινος πύργος, γεμάτος αράχνες και παγίδες, όπως θα ταίριαζε ο' έναν κακό μάγο, ή βρικόλακα, ή στοιχειό, ή ό,τι διάβολο ήταν.
Μέχρι που έφτασε να εύχεται να είναι κάπως έτσι το σπίτι στην πραγματικότητα. Για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Αλλά, όταν έφτασαν επιτέλους στο σπίτι, διαπίστωσε ότι το μόνο στοιχείο που συμβάδιζε με την παράδοση ήταν η ομίχλη που το τύλιγε. Τόσο ο περίβολος, όσο και η αρχιτεκτονική του δεν είχαν καμιά σχέση με τον τρομακτικό πύργο στο σκοτεινό δάσος που γνώριζε ο Χάρι από τους θρύλους και τα παραμύθια. Όπως και οι γειτονικές βίλες, είχε κι αυτό ψηλές φοινικιές δίπλα στην αυλόπορτα. Ακόμα και μες στην πυκνή ομίχλη διακρίνονταν καθαρά οι πελώριες ανθισμένες μπουκαμβίλιες που σκαρφάλωναν στους άσπρους τοίχους ως πάνω, στην κεραμιδένια σκεπή. Το δρομάκι που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο ήταν στρωμένο από τα πεσμένα λουλούδια τους. Έ ν α φωτάκι δίπλα στην πόρτα του γκαράζ φώτιζε το νούμερο του σπιτιού. Το σκηνικό ήταν ειδυλλιακό κι ο Χάρι ένιωσε έναν παράλογο θυμό να τον κυριεύει. Τίποτα δεν ήταν πια όπως έπρεπε, η τάξη είχε χαθεί από τον κόσμο. Έλεγξαν στα γρήγορα τη νότια και τη βορινή πλευρά του σπιτιού. Στο εσωτερικό του υπήρχαν δυο φώτα αναμμένα. Το ένα ήταν στον όροφο, στη νότια πλευρά. Έ ν α αμυδρά φωτισμένο παράθυρο που δε φαινόταν από την πρόσοψη. Ίσως να ήταν υπνοδωμάτιο. Αφού υπήρχε αναμμένο φως, ο Τικτάκ θα πρέπει να είχε ξυπνήσει. Ίσως και να μην είχε κοιμηθεί καθόλου. Εκτός αν... Πολλές φορές τα παιδιά προτιμούν να κοιμούνται με το φως αναμμένο κι ο Τικτάκ ήταν στην ουσία ένα παιδί. Έ ν α εικοσάχρονο, τρελό, μοχθηρό και τρομερά επικίνδυνο παιδί. Το δεύτερο φως ήταν στην άλλη πλευρά του σπιτιού, στο ισόγειο, σ' ένα δωμάτιο με βορειοδυτικό προσανατολισμό. Επειδή ήταν χαμηλά, μπόρεσαν να κοιτάξουν από το παράθυρο. Είδαν μια κάτασπρη, έρημη κουζίνα. Μια καρέκλα ήταν τραβηγμένη από το λευκό τραπέζι με την κρυστάλλινη επιφάνεια, σαν να είχε καθίσει πολύ πρόσφατα κάποιος εκεί. 2:39. Εφόσον και τα δυο φωτισμένα δωμάτια βρίσκονταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, ο Χάρι και η Κόνι δεν αποπειράθηκαν να ελέγξουν και τη δυτική πλευρά, αυτή που ήταν φάτσα στον ωκεανό. Αν ο Τικτάκ βρισκόταν στο φωτισμένο δωμάτιο του
ορόφου, είτε ξύπνιος είτε κοιμισμένος, υπήρχε κίνδυνος ν' αντιληφθεί τους αναπόφευκτους μικρούς θορύβους που θα έκαναν βαδίζοντας ακριβώς κάτω από το σημείο που βρισκόταν αυτός. Δε δοκίμασαν καν να ψάξουν για ξεκλείδωτο παράθυρο στο ισόγειο. Με το πασπαρτού της Κόνι, τράβηξαν γραμμή για την κεντρική πόρτα. Ήταν ψηλή, δρύινη, με μπρούντζινο πόμολο. Η κλειδαριά της ήταν μεν ασφαλείας, αλλά φαινόταν αρκετά συνηθισμένη. Δύσκολο να πει κανείς στο μισοσκόταδο. Πάνω στην επιφάνεια της πόρτας δυο μικρά παραθυράκια από χοντρό κρύσταλλο, ενισχυμένο με σύρμα, επέτρεπαν στον ιδιοκτήτη του σπιτιού να βλέπει τους επισκέπτες του πριν ανοίξει. Ο Χάρι κόλλησε το πρόσωπο του στο γυαλί και προσπάθησε να δει από πίσω. Κατάφερε να διακρίνει ένα χολ εισόδου από το οποίο ξεκινούσε ένας διάδρομος, γιατί τον βοηθούσε το φως που έβγαινε από μια μισάνοιχτη πόρτα στο βάθος, που μάλλον ήταν της κουζίνας. Η Κόνι άνοιξε το σετ με τα αντικλείδια. Πριν πιάσει δουλειά, όμως, όπως κάθε καλός διαρρήκτης, δοκίμασε πρώτα το πόμολο. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Η Κόνι την άνοιξε προσεκτικά μερικά εκατοστά κι έριξε τ' αντικλείδια στην τσέπη της, χωρίς καν να διπλώσει το πακέτο. Ύστερα τράβηξε το πιστόλι της. Τράβηξε κι ο Χάρι το δικό του. Είδε την Κόνι να κοντοστέκεται και την επόμενη στιγμή διαπίστωσε ότι έκανε πάλι έλεγχο για να σιγουρευτεί ότι το περίστροφό της ήταν γεμάτο κι ότι δεν έλειπε ούτε μια σφαίρα από τον κύλινδρο. Ακούστηκε το σιγανό, χαρακτηριστικό κλικ, που σήμαινε ότι η Κόνι είχε σιγουρευτεί πως ο Τικτάκ δεν της είχε παίξει πάλι κανένα από τα ύπουλα κόλπα του. Η Κόνι πέρασε πρώτη το κατώφλι γιατί βρισκόταν μπροστά στην πόρτα. Ο Χάρι την ακολούθησε. Στο μαρμάρινο χολ στάθηκαν κάμποση ώρα, ίσως και μισό λεπτό. Στέκονταν απόλυτα ακίνητοι και είχαν στήσει αυτί. Είχαν και οι δυο το δάχτυλο στη σκανδάλη, έτοιμοι να ρίξουν σε οτιδήποτε σάλευε. Ο Χάρι κάλυπτε την αριστερή πλευρά του χώρου και η Κόνι τη δεξιά. Απόλυτη σιωπή. Βρίσκονταν στο Παλάτι του Βασιλιά του Γκρεμού. Κάπου
εκεί μέσα κοιμόταν ένα στοιχειό. Ή ήταν ξύπνιο και τους περίμενε. Το φως ήταν ελάχιστο, μια στενή λωρίδα που τρύπωνε από τη χαραμάδα της πόρτας της κουζίνας, στο βάθος του διαδρόμου. Στ' αριστερά τους ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης που αντανακλούσε τις σκοτεινές, δυσδιάκριτες σιλουέτες τους. Στα δεξιά μια κλειστή πόρτα. Μάλλον το καθιστικό του σπιτιού. Μπροστά και δεξιά διέκριναν το πρώτο τμήμα της σκάλας που οδηγούσε στον όροφο, ένα θεοσκότεινο κεφαλόσκαλο, το δεύτερο κομμάτι της σκάλας κι ένα αθέατο χολ στην κορυφή της. Ευθεία μπροστά, ήταν ο διάδρομος του ισογείου. Μια καμάρα και δυο κλειστές πόρτες στις δυο πλευρές του και η μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας στο βάθος, απ' όπου έβγαινε το λιγοστό φως. Ο Χάρι τη σιχαινόταν αυτή τη διαδικασία. Την είχε ακολουθήσει αμέτρητες φορές. Ήταν άριστα εκπαιδευμένος και ικανός. Παρ' όλα αυτά, τη σιχαινόταν. Απόλυτη σιωπή. Μόνο εσωτερικοί θόρυβοι, όπωςοιχτύποιτης καρδιάς του. Γρήγοροι, αλλά σταθεροί ακόμα. Καλό σημάδι. Τώρα είχαν μπε ι στο χορό και δεν μπορούσαν πια να κάνουν πίσω. Ο Χάρι έσπρωξε την πόρτα της εισόδου και την έκλεισε μαλακά. Είχε την αίσθηση ότι έκλεινε το καπάκι ενός φερέτρου. Ο Μπράιαν πέρασε από ένα φανταστικό κόσμο φρίκης και καταστροφής σ' αυτόν που του πρόσφερε ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση: πραγματικά θύματα κι αληθινό αίμα. Έμει νε για λίγο ακίνητος πάνω στα μαύρα σεντόνια του, με το βλέμμα στυλωμένο στο ταβάνι. Θολωμένος όπως ήταν ακόμη από τον ύπνο, φαντάστηκε ότι πετούσε στον ουρανό της νύχτας, πάνω από τη σκοτεινή θάλασσα Μετεωριζόταν. Δεν είχε βάρος. Δεν είχε αποκτήσει ακόμη τη δύναμη της ανύψωσης ούτε της τηλεκίνησης. Αλλά ήταν σίγουρος ότι θα κατάφερνε να πετάει και να χειρίζεται την ύλη με κάθε δυνατό τρόπο όταν θα Ολοκληρωνόταν. Σιγά σιγά άρχισε να αισθάνεται τα σεντόνια πάνω στο γυμνό κορμί του, την ψύχρα στο δωμάτιο, μια στυφή γεύση στο στόμα του και μια πείνα που έκανε το στομάχι του να γουργουρίζει. Η
φαντασία αποσύρθηκε. Η θάλασσα έγινε μαύρα σεντόνια, ο ουρανός ταβάνι βαμμένο μαύρο κι ο Μπράιαν αναγκάστηκε να παραδεχτε ί ότι το σώμα του εξακολουθούσε να ε ίναι δέσμιο του νόμου της βαρύτητας. Ανακάθισε στα μαξιλάρια, κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι και σηκώθηκε. Όρθιος, χασμουρήθηκε και τεντώθηκε νωχελικά θαυμάζοντας τον εαυτό του στον τεράστιο καθρέφτη του απέναντι τοίχου. Κάποια μέρα, αφού θα είχε ξεκαθαρίσει τη γη από τη σαβούρα, οι λίγοι αλλά εκλεκτοί καλλιτέχνες που θα είχαν απομείνει θα εμπνέονταν μόνο από τη θεϊκή μορφή του. Θα ζωγράφιζαν πορτραίτα του που να εμπνέουν το σεβασμό και το δέος, σαν κι αυτά των βιβλικών μορφών που υπάρχουν σε όλα τα μουσεία της Ευρώπης, και σκηνές αποκάλυψης σε τρούλους ναών, όπου αυτός θ' απεικονιζόταν σαν Τιτάνας που σκοτώνει τα εξαθλιωμένα πλήθη των ανθρώπων που στοιβάζονται γύρω από τα πόδια του. Ο Μπράιαν στράφηκε από τον καθρέφτη κι αντίκρισε τα γεμάτα βαζάκια ράφια της κατάμαυρης βιβλιοθήκης. Επειδή είχε αφήσει ένα χαμηλό φως αναμμένο ενώ κοιμόταν, τα μάτια τον παρακολουθούσαν σ' όλη τη διάρκεια του ύπνου του. Και τώρα συνέχιζαν να τον κοιτάζουν. Με λατρεία. Ξανάφερε στο μυαλό του την ευχαρίστηση που είχε αντλήσει από την επαφή των γαλάζιων ματιών με το γυμνό κορμί του πριν κοιμηθεί κι αναστέναξε. Η κόκκινη ρόμπα του βρισκόταν σιο πάτωμα, μπροστά στη βιβλιοθήκη, εκεί που την είχε βγάλει προηγουμένως. Τη μάζεψε, τη φόρεσε κι έσφιξε τη ζώνη στη μέση του. Στο μεταξύ, διέτρεξε με το βλέμμα του όλα τα ράφια, επιθεωρώντας τα μάτια στα βαζάκια τους. Κανένα ζευγάρι δεν τον κοίταζε σαρκαστικά ή άπρεπα. Ό π ω ς κάθε φορά σχεδόν, ο Μπράιαν ευχήθηκε να υπήρχαν στη συλλογή του και τα μάτια της μητέρας του. Αν είχε αυτά ειδικά τα μάτια, θα τους πρόσφερε αμέσως την κοινωνία με το τέλειο, θεϊκό σώμα του. Και τότε εκείνη θα έβλεπε την ωραιότητά του που δεν είχε αντικρίσει ποτέ της, θα καταλάβαινε ότι οι φόβοι της για γενετικές μεταλλάξεις και διαστροφές ήταν εντελώς αβάσιμοι κι ότι η πράξη με την οποία είχε στερηθεί την όρασή της ήταν άσκοπη κι ανόητη.
Αν είχε τα μάτια της μπροστά του, θα έπαιρνε το ένα, θα το έβαζε μέσα στο στάμα του και θα το κατάπινε γλυκά και προσεκτικά. Έτσι εκείνη θα έβλεπε άτι ήταν τέλειος και εσωτερικά όσο κι εξωτερικά. Και τότε θα μετάνιωνε πικρά που είχε βγάλει τα μάτια της τη νύχτα που τον γέννησε και θα ήταν σαν να μην είχαν αποξενωθεί ποτέ, σαν να μην τους είχε χωρίσειτίποτε όλα αυτά τα χρόνια. Τότε, η μητέρα του νέου Θεού θα στεκόταν πρόθυμα στο πλευρό Του και θα Τον στήριζε. Η Ολοκλήρωσή του θα γινόταν πιο εύκολη, θα έφτανε πιο γρήγορα η μέρα που θα υψωνόταν στο Θρόνο του και θα ξεκινούσε την Αποκάλυψη. Αλλά δυστυχώς τα μάτια της μητέρας του τα είχαν πετάξει εδώ και πάρα πολλά χρόνια οι υπάλληλοι κάποιου νοσοκομείου εκεί όπου πετάνε αυτοί τα σκουπίδια τους, από μολυσμένο αίμα μέχρι κομμένες σκωληκοειδείς αποφύσεις. Ο Μπράιαν αναστέναξε λυπημένα. Έτσι όπως στεκόταν στο χολ, ο Χάρι προσπαθούσε να μην κοιτάζει προς το τέρμα του διαδρόμου και τη μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας, ώστε να συνηθίσουν πιο γρήγορα τα μάτια του στο σκοτάδι. Ή τ α ν ώρα να κινηθούν. Αλλά έπρεπε να πάρουν αποφάσεις. Κανονικά, αυτός και η Κόνι ερευνούσαν μαζί όλο το σπίτι, δωμάτιο προς δωμάτιο, αλλά όχι πάντα. Οι καλοί συνεργάτες έχουν πάντα μια κοινή, δοκιμασμένη στρατηγική που την εφαρμόζουν σταθερά στις συνηθισμένες καταστάσεις, αλλά μπορούν επίσης να προσαρμοστούν σε οτιδήποτε καινούριο. Η προσαρμοστικότητα είναι αναγκαία, γιατί υπάρχουν καταστάσεις που ξεφεύγουν πολύ από τις συνηθισμένες. Σαν κι αυτή. Ο Χάρι έκρινε ότι ήταν προτιμότερο να χωρίσουν γιατί είχαν ν' αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο με όπλα πολύ πιο ισχυρά από περίστροφα, ή αυτόματα, ή ακόμα και βόμβες. Ο Ό ρ ντεγκαρντ παραλίγο να τους είχε στείλει στον άλλο κόσμο με τη χειροβομβίδα του. Ό σ ο για τούτο το κάθαρμα, θα μπορούσε κάλλιστα να τους ξεκάνει και τους δυο με μια μπάλα φωτιάς που θα εκτόξευε από τις άκρες των δαχτύλων του ή με κάποιο άλλο μαγικό κόλπο που δεν το είχαν γνωρίσει ακόμα.
Ζήτω η δεκαετία του '90. Αν, όμως, χώριζαν, ας πούμε, ο ένας στον όροφο κι ο άλλος στο ισόγειο, όχι μόνο θα εξοικονομούσαν χρόνο που τους ήταν πολύτιμος, αλλά θα διπλασίαζαν και την πιθανότητα να αιφνιδιάσουν το στόχο τους. Ο Χάρι πήγε κοντά στην Κόνι, την άγγιξε στον ώμο, έφερε το στόμα του δίπλα στ' αυτί της και της ψιθύρισε: «Εγώ επάνω, εσύ εδώ». Την ένιωσε να σφίγγεται, σημάδι πως δεν την είχε ικανοποιήσει η μοιρασιά. Την καταλάβαινε απόλυτα. Είχαν ήδη κοιτάξει από το παράθυρο και ήξεραν ότι η κουζίνα ήταν άδεια. Το μοναδικό άλλο φως στο σπίτι ήταν επάνω, άρα το πιθανότερο ήταν να βρίσκεται εκεί ο Τικτάκ. Η Κόνι δε φοβόταν μήπως τα θαλασσώσει ο Χάρι επειδή θα πήγαινε μόνος. Απλώς είχε κι αυτή μπόλικο μίσος για τον Τικτάκ και θα προτιμούσε να είχε τουλάχιστον τις ίδιες ευκαιρίες να του φυτέψει τη μοιραία σφαίρα στο κεφάλι. Όμως, δεν ήταν ώρα για διαφωνίες και παράπονα. Η Κόνι το ήξερε. Αυτή τη φορά δε γινόταν να προσχεδιάσουν τίποτε. Έπρεπε να κάνουν τη βουτιά στο κύμα. Έτσι, όταν ο Χάρι διέσχισε το χολ με κατεύθυνση τη σκάλα, δεν τον εμπόδισε. Ο Μπράιαν γύρισε την πλάτη του στα μάτια που τον λάτρευαν και τράβηξε προς την πόρτα. Η μεταξωτή ρόμπα θρόιζε απαλά γύρω από τα πόδια του καθώς περπατούσε. Ήξερε πάντα την ώρα, με ακρίβεια δευτερολέπτου, οπότε ήξερε ότι είχε αρκετό χρόνο ως την αυγή. Δε βιαζόταν να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον ήρωα του γλυκού νερού, αλλά ανυπομονούσε να τον εντοπίσει και να δει σε τι βαθιά πελάγη μαύρης απελπισίας θα είχε βυθιστεί ο κύριος αστυνομικός μετά το υπέροχο κρυφτούλι που είχαν παίξει, θ α είχε καταλάβει πια ο ηλίθιος με τι αντίπαλο είχε μπλέξει κι ότι δεν είχε καμιά πιθανότητα να γλιτώσει. Και θα είχε γούστο να δει τον τρόμο του και το δέος με το οποίο θα αντιμετώπιζε τώρα ο σπουδαίος ήρωας το μελλοντικό εκτελεστή του. Πρώτα όμως έπρεπε να χορτάσει την πείνα του. Ο ύπνος ήταν το ένα δυναμωτικό. Το δεύτερο ήταν το φαγητό. Ο
Μπράιαν καταλάβαινε άτι είχε χάσει αρκετά βάρος μετά την πρόσφατη δράση του. Η εφαρμογή της Μέγιστης κι Απόκρυφης Δύναμης είχε πάντα ένα τίμημα. Είχε απόλυτη ανάγκη να φάει μπόλικα γλυκά. Κι αλμυρά επίσης. Ο Μπράιαν βγήκε από το δωμάτιό του, έστριψε δεξιά και τράβηξε γραμμή προς τη βοηθητική σκάλα που ήταν στο πίσω τέρμα του διαδρόμου κι έβγαζε κατευθείαν στην κουζίνα. Το φως που έβγαινε από την κρεβατοκάμαρα του αρκούσε για να θαυμάζει τον εαυτό του κι από τις δυο πλευρές καθώς βάδιζε στο διάδρομο, να βλέπει τις υπέροχες αντανακλάσεις του σώματος ενός Θεού υπό Ολοκλήρωση, ένα πολλαπλό είδωλο δύναμης και δόξας που περπατούσε σταθερά και περήφανα μέσα σ' ένα στρόβιλο από κόκκινο μετάξι, αυτοκρατορικό κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο... Η Κόνι.δεν ήθελε να χωρίσουν με τον Χάρι. Ανησυχούσε πολύ γι' αυτόν. Σ' εκείνο το δωμάτιο της κλινικής, ο Χάρι έμοιαζε με πτώμα ξαναζεσταμένο και σερβιρισμένο σε χάρτινο πιάτο. Εξαντλημένος πέρα απ' τα όρια. Κατάκοπος. Επιπλέον, θα πρέπει να ήταν ένα κινούμενο ψυχολογικό ράκος. Σε διάστημα μικρότερο από δώδεκα ώρες, είχε χάσει το σπίτι του, τον καλύτερο του φίλο κι όλα του τα υπάρχοντα. Και, σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, είχε δει να ανατρέπονται κι όλα του τα πιστεύω. Φυσικά, το ίδιο ίσχυε και γι' αυτή, με μόνη εξαίρεση την απώλεια του σπιτιού. Κι αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που δεν ήθελε να ψάξουν χωριστά για τον Τικτάκ. Τα αντανακλαστικά και των δυο τους ήταν φοβερά μειωμένα, οπότε η συνεργασία ήταν απαραίτητη. Από την άλλη πλευρά, είχαν απόλυτη ανάγκη το πλεονέκτημα του διπλού αιφνιδιασμού, άρα έπρεπε να χωρίσουν. Καθώς ο Χάρι έφτασε στη σκάλα κι άρχισε να την ανεβαίνει, η Κόνι στράφηκε απρόθυμα προς την κλειστή πόρτα στα δεξιά της. Έπιασε το μεταλλικό χερούλι με το αριστερό της χέρι και, βάζοντας μπροστά το όπλο που κρατούσε με το δεξί, το κατέβασε αργά κι αθόρυβα. Χωρίς ν' αφήσει το πόμολο, έσπρωξε μαλακά την πόρτα προς τα δεξιά και μέσα.
Οι κλασικές κινήσεις. Γρήγορο πέρασμα από t o κατώφλι, με ταυτόχρονη κάλυψη στο άνοιγμα της πόρτας, κι αμέσως σάλτο σι' αριστερά, κρατώντας μπροστά το περίστροφο με τα χέρια τεντωμένα. Πλάτη στον τοίχο. Προσπάθεια να διακρίνει γρήγορα τα πάντα σχεδόν στο σκοτάδι, γιατί, αν κάνει το λάθος να βρει και να πατήσει το διακόπτη του ηλεκτρικού, έχει χάσει οριστικά το παιχνίδι. Έ ν α δωμάτιο με εκπληκτικά πολλά παράθυρα στο βορινό, τον ανατολικό και το δυτικό τοίχο —δε φαινόταν τόσα πολλά παράθυρα απέξω — που ελάχιστα βοηθούσαν να αραιώσει κάπως το σκοτάδι. Πυκνή, ελαφρά φωσφορίζουσα ομίχλη που θαμπώνει όλα τα τζάμια, σαν θολό, γκρίζο νερό, και σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε υποβρύχιο. Κάτι δεν πάει καλά σ' αυτό το δωμάτιο. Το νιώθει, το διαισθάνεται. Δεν καταφέρνεινα το προσδιορίσει με την πρώτη ματιά, αλλά είναι σίγουρη πως κάτι δεν πάει καλά. Κάτι δεν πάει καλά και με τον τοίχο πίσω της. Παραείναι λείος, παραείναι ψυχρός. Τραβάει το αριστερό της χέρι απότη λαβή του περιστρόφου, το φέρνει πίσο) της χωρίς να στραφεί και ψηλαφίζει. Γυαλί. Ο τοίχος είναι γυάλινος, αλλά είναι αδύνατον να υπάρχει εκεί παράθυρο, γιατί είναι μεσότοιχος του χολ. Η Κόνι σάστισε για μερικές στιγμές, γιατί οτιδήποτε ανεξήγητο ήταν από τρομακτικό ως υπερφυσικό στις συγκεκριμένες περιστάσεις. Ύστερα κατάλαβε ότι ήταν καθρέφτης. Τα δάχτυλό της ψηλάφισαν μια λεπτή, κάθετη ένωση με την επόμενη μεγάλη γυάλινη επιφάνεια. Ο τοίχος ήταν ντυμένος με καθρέφτη από το πάτωμα ως το ταβάνι. Όπως ο νότιος τοίχος του χολ. Όταν κοίταξε πίσω της, στην επιφάνεια που ακουμπούσε η πλάτη της λίγο πριν, είδε τις αντανακλάσεις των παραθύρων του βορινού τοίχου και της ομίχλης πίσω τους. Γι' αυτό φαινόταν να υπάρχουν τόσα πολλά παράθυρα εκεί μέσα. Γιατί και οι άλλοι δυο τοίχοι, ο νότιος κι ο δυτικός, ήταν κι αυτοί ντυμένοι με καθρέφτες, επομένως τα περισσότερα από τα παράθυρα που έβλεπε ήταν απλώς αντανακλάσεις. • Η Κόνι κατάλαβε επίσης τι άλλο δεν πήγαινε καλά σ' αυτό το δωμάτιο. Παρ' όλο που μετακινιόταν συνεχώς προς τα αριστερά, δεν είχε διακρίνει ούτε μια σιλουέτα επίπλου ανάμεσα
σ' αυτή καιτα παράθυρα, αντανακλάσεις ή όχι. Ούτε είχε πέσει πάνω σε κανένα έπιπλο ακουμπισμένο στο νότιο τοίχο. Ξανά με τα δυο της χέρια στη λαβή του περιστρόφου, κινήθηκε προς το κέντρο του δωματίου, προσέχοντας να μη σκοντάψει πουθενά και κάνει θόρυβο. Καθώς προχωρούσε βήμα το βήμα, σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε απολύτως τίποτα εκεί μέσα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Γεμάτο καθρέφτες και άδειο. Φτάνοντας στο κέντρο, παρά το σκοτάδι, διέκρινε ένα θαμπό, σχεδόν αδιόρατο είδωλο του εαυτού της στ' αριστερά, ένα φάντασμα με τη δική της μορφή, να περνάει μπροστά από την αντανάκλαση ενός παραθυριού θαμπού από την ομίχλη. Ο Τικτάκ, πάντως, δε βρισκόταν εκεί. Αναρίθμητα είδωλα με τη μορφή του Χάρι βάδιζαν αργά και προσεκτικά στο διάδρομο του ορόφου. Πανομοιότυπα, άυλα σώματα, με περίστροφα στο χέρι, ρούχα βρόμικα και τσαλακωμένα, πρόσωπα αξύριστα, ανήσυχα και βλοσυρά. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες είδωλα που προχωρούσαν κατά μέτωπο σε δυο ατέρμονες, μονές σειρές δεξιά κι αριστερά του. Με την τέλεια μαθηματική συμμετρία τους και τον απόλυτο συγχρονισμό των κινήσεών τους, θα έπρεπε να ήταν η αποθέωση της τάξης και της πειθαρχίας. Κι όμως, ο Χάρι ζαλιζόταν μόνο που τα διέκρινε με τις άκρες των ματιών του και δεν τολμούσε να κοιτάξει κανονικά ούτε δεξιά ούτε αριστερά, μήπως τον πιάσει ίλιγγος στη θέα τους. Και οι δυο τοίχοι του διαδρόμου ήταν ντυμένοι με καθρέφτες από το πάτωμα ως το ταβάνι, όπως και όλες οι πόρτες των δωματίων, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση απείρου, καθώς αντανακλούσαν αντανακλάσεις αντανακλάσεων χωρίς τελειωμό. Ο Χάρι ήξερε πως το σωστό ήταν να ελέγχει το κάθε δωμάτιο πριν το προσπεράσει, να μην αφήνει πίσω του ανεξερεύνητο πεδίο απ' όπου υπήρχε κίνδυνος να τον αιφνιδιάσει ο Τικτάκ. Αλλά το μοναδικό φως του πάνω ορόφου βρισκόταν μπροστά του κι έβγαινε από τη μοναδική ανοιχτή πόρτα του διαδρόμου και ήταν σχεδόν σίγουρο ότι το κάθαρμα που είχε σκοτώσει τον Ρίκι Εστεφάν βρισκόταν σ' αυτό το δωμάτιο και σε κανένα άλλο.
Αν και ήταν τόσο κουρασμένος που το ένστικτο του τον είχε εγκαταλείψει και είχε τόση αδρεναλίνη στο αίμα του που οι αντιδράσεις του θα ήταν κάθε άλλο παρά ήρεμες και μετρημένες, ο Χάρι αποφάσισε να στείλει στο διάβολο τις ασφαλείς διαδικασίες, να κάνει βουτιά στα βαθιά κι ό,τι ήθελε ας γίνει. Έτσι, άφησε πίσω του άφθονο ανεξερεύνητο πεδίο και τράβηξε γραμμή προς το φωτισμένο δωμάτιο στη δεξιά πλευρά του διαδρόμου. Ο καθρέφτης απέναντι από την ανοιχτή πόρτα θα του έδειχνε ένα τμήμα του δωματίου πριν περάσει το κατώφλι και μπει στο εσωτερικό. Σταμάτησε δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, κόλλησε την πλάτη του στο δεξί τοίχο-καθρέφτη και, κοιτώντας υπό γωνία, μπόρεσε να δει ένα κομμάτι από το εσωτερικό του δωματίου, το οποίο αντανακλάτο στον τοίχο-καθρέφτη απέναντι του. Το μόνο που διέκρινε ήταν ένα σύμπλεγμα από μαύρα επίπεδα και γωνίες, πολλές μαύρες επιφάνειες από διαφορετικά υλικά, μαύρα σχήματα σε μαύρο φόντο, κυβιστικά και παράξενα. Κανένα άλλο χρώμα. Και πουθενά Τικτάκ. Άξαφνα συνειδητοποίησε ότι, με τον ίδιο τρόπο που αυτός έβλεπε μέρος του δωματίου, κάποιος άλλος, που πιθανόν να στεκόταν στο αθέατο κομμάτι, θα μπορούσε να δει τις δικές του άπειρες αντανακλάσεις στον απέναντι καθρέφτη του διαδρόμου. Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησε στην πόρτα και πέρασε το κατώφλι, μισοσκυμμένος, με το περίστροφο μπροστά και τα δυο του χέρια στη λαβή. Η μοκέτα που κάλυπτε το διάδρομο δε συνεχιζόταν στο εσωτερικό του δωματίου. Εδώ το πάτωμα ήταν καλυμμένο από μαύρα κεραμικά πλακάκια, που πάνω τους τα παπούτσια του έκαναν θόρυβο. Με το που έκανε δυο τρία βήματα μέσα στο δωμάτιο, κοκάλωσε κι ευχήθηκε στο Θεό που δεν πίστευε να μην είχε ακουστεί.
Κι άλλο σκοτεινό δωμάτιο, αισθητά μεγαλύτερο από το προηγούμενο, το πρώτο από τα τρία του διαδρόμου στο ισόγειο. Αυτό θα πρέπει να ήταν το καθιστικό του σπιτιού. Κι άλλα παράθυρα θολά από την ομίχλη κι άλλες αντανακλάσεις τους.
Η Κόνι είχε εξοικειωθεί κάπως μ' αυτή την παραξενιά κι έχασε πολύ λιγότερο χρόνο απ' όσο της είχε πάρει η έρευνα στο μικρό δωμάτιο στα δεξιά του χολ. Οι τρεις τυφλοί τοίχοι ήταν ντυμένοι με καθρέφτες και δεν υπήρχαν καθόλου έπιπλα. Πολλαπλά είδωλα του εαυτού της κινούνταν σε απόλυτο συγχρονισμό πάνω στις σκοτεινές, αντανακλαστικές επιφάνειες, άπειρες, πανομοιότυπες Κόνι που μόλις και διακρίνονταν. Προφανώς, του Τικτάκ του άρεσε πολύ να βλέπει τον εαυτό του. Κι αυτή θα ήθελε πολύ να τον δει, με σάρκα και οστά όμως. Η Κόνι ξαναβγήκε στο διάδρομο και συνέχισε την έρευνα. Τα ράφια της αποθηκούλας για τα τρόφιμα, που συγκοινωνούσε μόνο με την κουζίνα, ήταν γεμάτα με λογιών λογιών μπισκότα, σοκολάτες, καραμέλες, κουλουράκια, τυποποιημένα κέικ, εξωτικά γλυκά, σακουλάκια με ποπκόρν, γαριδάκια, τυρογαριδάκια, τσιπς, χουρμάδες, αλμυρά αμύγδαλα, φουντούκια, και εκατομμύρια δολάρια σε χοντρά ματσάκια από χαρτονομίσματα των είκοσι και των εκατό. Ο Μπράιανχάξευε τις λιχουδιές προσπαθώντας ν' αποφασίσει τι θα του άρεσε περισσότερο να φάει και με τι θα γινόταν έξω φρενών η γιαγιά Ντράκμαν αν ζούσε. "Επιασε άσκοπα ένα ματσάκι με εκατοδόλαρα κι άρχισε να το ξεφυλλίζει αφηρημένα. Είχε μαζέψει αυτά τα λεφτά αμέσως μόλις σκότωσε τη γιαγιά του. Για να το καταφέρει είχε σταματήσει τον κόσμο χρησιμοποιώντας τη Μέγιστη κι Απόκρυφη Δύναμη και είχε μπει ανενόχλητος σε όλα εκείνα τα μέρη που το χρήμα φυλάγεται σε μεγάλες ποσότητες που προστατεύονται από ατσάλινες πόρτες, συστήματα συναγερμού και ένοπλους φρουρούς. Παίρνοντας ό,τι ήθελε, γελούσε κατάμουτρα στους ηλίθιους με τις στολές, τα όπλα και τις άγριες φάτσες που τον ατένιζαν μαρμαρωμένοι χωρίς ν' αντιλαμβάνονται την παρουσία του. Σύντομα, όμως, διαπίστωσε ότι τα λεφτά τού ήταν μάλλον άχρηστα. Χρησιμοποιώντας τη δύναμη του μπορούσε να παίρνει οτιδήποτε, όχι μόνο χρήματα, και να εκδίδει νόμιμες αποδείξεις που θα τον κάλυπταν πλήρως αν προέκυπτε ποτέ πρόβλημα. Αλλωστε, έτσι και παρουσιαζόταν ποτέ πρόβλημα, δεν
είχε παρά να εξαφανίσει τους ανόητους που θα τολμούσαν να τον υποψιαστούν και ν' αλλάξει τα στοιχεία, ώστε να μη συνεχιστούν οι έρευνες σε βάρος του. Είχε πάψει από καιρό να συγκεντρώνει χρήματα στην αποθηκούλα, αλλά του άρεσε να τα βλέπει ή να παίζει καμιά φορά μ' αυτά σαν να ήταν τραπουλόχαρτα. Του άρεσε να αισθάνεται διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους ακόμη και σ' αυτό: ήταν υπεράνω χρημάτων, δεν είχε το παραμικρό άγχος για την απόκτηση υλικών αγαθών. Και ήταν αστείο να σκέφτεται ότι μπορούσε, αν ήθελε, να γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, πιο πλούσιος από τους Ροκφέλερ και τους Κένεντι, να γεμίσει δωμάτια ολόκληρα με λεφτά και με κοσμήματα, αν ήθελε, με χρυσάφι, με διαμάντια, με ζαφείρια και χίλια δυο άλλα, σαν τους παλιούς πειρατές που γέμιζαν σεντούκια με αμύθητους θησαυρούς! Ο Μπράιαν πέταξε το ματσάκι με τα χαρτονομίσματα πάνω στο σωρό απ' όπου το είχε τραβήξει. Από τα ράφια με τα τρόφιμα πήρε δυο βαζάκια φιστικοβούτυρο, ένα μεταλλικό κουτί με ζαχαρωτά μπισκότα και μια σακούλα τσιπς, το μεγάλο μέγεθος. Η γιαγιά Ντράκμαν θα πάθαινε συγκοπή έτσι και τον έβλεπε μ' αυτά, Η καρδιά του Χάρι χτυπούσε τόσο δυνατά που κουδούνιζαν τ' αυτιά του και ήταν αμφίβολο αν θ' άκουγε τα βήματα κάποιου που θα ερχόταν απέξω. Στη μαύρη κρεβατοκάμαρα, πάνω σε ράφια από μαύρη λάκα, δεκάδες ζευγάρια μάτια επέπλεαν σε διάφανο υγρό, μέσα σε μικρά γυάλινα βάζα. Πολλά ήταν μάτια ζώων, έπρεπε να ήταν μάτια ζώων, γιατί ήταν παράξενα και μικρά, αλλά υπήρχαν κι ανθρώπινα, Χριστέ μου, ήταν σίγουρα ανθρώπινα, άλλα καστανά, άλλα μαύρα, γαλάζια, πράσινα, μελιά, Θεούλη μου, γυμνοί βολβοί χωρίς βλέφαρα, κι έδειχναν όλα τόσο τρομαγμένα έτσι γυμνά, γουρλωμένα για πάντα από τον τρόμο. Του πέρασε από το μυαλό η τρελή σκέψη πως αν τα κοίταζε από πολύ κοντά θα έβλεπε να καθρεφτίζεται στις κόρες τους η μορφή του Τικτάκ, το τελευταίο πράγμα που είχαν αντικρίσει
όλα αυτά τα νεκρά μάτια, αλλά ήταν αδύνατον κάτι τέτοιο κι έπειτα, δεν είχε καμιά όρεξη να τα κοιτάξει από κοντά. Κουνήσου. Αυτό το τέρας βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Μέσα στο σπίτι. Ένας Τσαρλς Μάνσον με υπερφυσικές δυνάμεις. Θεέ μου! Δεν ήταν στο κρεβάτι. Τα σεντόνια ήταν τσαλακωμένα κι ανακατωμένα, αλλά αυτός βρισκόταν κάπου αλλού. Κι αφού δεν ήταν στο κρεβάτι, ήταν ξύπνιος, Χριστέ μου, ξύπνιος, άρα διπλά επικίνδυνος. Πώς θα τον έπιαναν τώρα; Η ντουλάπα. Έπρεπε να ελέγξει την ντουλάπα. Μόνο ρούχα. Ό χ ι πολλά, κυρίως μπλουτζίν και κόκκινες ρόμπες. Γρήγορα, γρήγορα. Αυτό το κάθαρμα ήταν σαν δέκα Εντ Γκέιν, Ρίτσαρντ Ραμίρεζ, Ράντι Κραφτ, Ρίτσαρντ Σπεκ και Τσαρλς Ουίτμαν μαζί. Συν ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Όλοι οι θρυλικοί ψυχοπαθείς δολοφόνοι σε συσκευασία του ενός και με υπερφυσικές δυνάμεις δώρο στο πακέτο. Το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας. Σκοτεινό. Κανείς εκεί, μόνο καθρέφτες, καθρέφτες σ' όλους τους τοίχους και στο ταβάνι. Πίσω στη μαύρη κρεβατοκάμαρα, ο Χάρι τράβηξε γραμμή προς την πόρτα, προσπαθώντας να βαδίζει όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα στα πλακάκια του πατώματος. Δεν ήθελε να ξανακοιτάξει τα μάτια, αλλά του ήταν αδύνατον να εμποδίσει τον εαυτό του να το κάνει. Όταν στράφηκε προς τη βιβλιοθήκη, συνειδητοποίησε ότι θα πρέπει να υπήρχαν και τα μάτια του Ρίκι Εστεφάν μέσα σε κάποιο από τα δεκάδες βαζάκια, αν και ήταν αδύνατον να εντοπίσει ποια απ' όλα ήταν, γιατί στην ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν δε θυμόταν πια ούτε τι χρώμα είχαν τα μάτια του Ρίκι. Έφτασε στην πόρτα, βγήκε στο διάδρομο, ζαλίστηκε προς στιγμήν από τα πολλαπλά είδωλα και με την άκρη του ματιού του έπιασε κάποια κίνηση από τ' αριστερά. Κάτι που δεν ήταν ένας από τους αμέτρητους Χάρι Λάιον. Κάτι που ερχόταν καταπάνω του, όχι από τον καθρέφτη, αλλά από χαμηλά. Στράφηκε απότομα, κρατώντας το περίστροφο μπροστά με τα δυο του χέρια, πιέζοντας ήδη τη σκανδάλη και λέγοντας στον εαυτό του ότι έπρεπε οπωσδήποτε να πυροβολήσει στο κεφάλι, στο
κεφάλι, μόνο μια σφαίρα στο κεφάλι θα σταματούσε σίγουρα αυτό το κτήνος. Ήταν ο σκύλος. Ερχόταν τρέχοντας και κουνώντας την ουρά. Με το κεφάλι ψηλά. Παραλίγο να τον είχε σκοτώσει, νομίζοντας πως ήταν ο εχθρός, και να είχε ξεσηκώσει τον πραγματικό εχθρό με τον πυροβολισμό του. Ο Χάρι άφησε τη σκανδάλη, ακριβώς πριν από το σημείο πίεσης που χρειαζόταν για να τιναχτεί μια σφαίρα από την κάννη, και θα είχε κάνει σίγουρα το λάθος να βλάστη μή σε ι δυνατά το σκύλο, αν δεν του είχε κοπεί η λαλιά. Η Κόνι περίμενε ν' ακούσει πυροβολισμούς απότον επάνω όροφο, με την ελπίδα ότι ο Χάρι θα έβρισκε κοιμισμένο τον Τικτάκ και θα του τίναζε τα μυαλά στον αέρα με κάμποσες σφαίρες. Η σιωπή που συνεχιζόταν ατέλειωτη είχε αρχίσει να την ανησυχεί. Αφού έλεγξε στα γρήγορα άλλο ένα δωμάτιο με καθρέφτες απέναντι από το καθιστικό, μπήκε στο επόμενο, το οποίο συμπέρανε ότι θα ήταν η τραπεζαρία σ' ένα κανονικό σπίτι, μια κι επικοινωνούσε απευθείας με την κουζίνα. Το λιγοστό φως που έμπαινε από το κάτω μέρος της κλειστής πόρτας που συνέδεε τα δυο δωμάτια τη διευκόλυνε να κάνει την έρευνά της πιο γρήγορα. Ο ένας τοίχος της τραπεζαρίας είχε δυο παράθυρα και οι άλλοι τρεις ήταν καθρέφτες. Από έπιπλα, ούτε σκαμνάκι. Ο Τικτάκ μάλλον δεν έτρωγε ποτέ στην τραπεζαρία του και σίγουρα δεν ήταν το είδος του κοινωνικού νεαρού που καλεί συχνά φίλους στο σπίτι για φαγητό. Ήταν έτοιμη να επιστρέψει στο διάδρομο, όταν άλλαξε γνώμη κι αποφάσισε να μπει στην κουζίνα κατευθείαν από την τραπεζαρία. Ή ξ ε ρ ε πως ο Τικτάκ δεν ήταν εκεί, αφού είχαν κοιτάξει λίγο πριν στην κουζίνα από το παράθυρο, αλλά καλό θα ήταν να ρίξει μια ματιά έτσι κι αλλιώς, πριν ανεβεί πάνω να συναντήσει τον Χάρι. Ο Μπράιαν άφησε το φως αναμμένο στην αποθηκούλα με τα τρόφιμα και μπήκε στην κουζίνα κουβαλώντας στα χέρια του τα
δυο βαζάκια φιστικοβούτυρο, το κουτί με τα μπισκότα και τη σακούλα με τα τσιπς. Έριξε μια ματιά στο τραπέζι. Δεν είχε διάθεση να φάει εκεί. Πυκνή' ομίχλη σκέπαζε τα τζάμια των παραθύρων, οπότε δεν είχε νόημα να βγει ούτε στην πάνω βεράντα, αφού δε θα φαινόταν ο ωκεανός. Αποφάσισε να φάει στο δωμάτιό του. Έτσι κι αλλιώς, αισθανόταν υπέροχα όταν τον παρακολουθούσαν τα μάτια που τον λάτρευαν. Αφού σταμάτησε να κουνάει την ουρά του στον Χάρι, ο σκύλος πέρασε από μπροστά του κι έτρεξε ως το βάθος του διαδρόμου. Εκείσταμάτησε και κοίταξε προς τα κάτω, την ελικοειδή σκάλα, δείχνοντας φανερά ανήσυχος. Αν ο Τικτάκ βρισκόταν σε κάποιο από τα δωμάτια που είχε προσπεράσει ο Χάρι χωρίς να τα ελέγξει, ο σκύλος θα είχε δείξει σίγουρα ενδιαφέρον για κάποια από τις κλειστές πόρτες. Αντίθετα, αυτός πήγε και στάθηκε στο βάθος του χολ, οπότε ο Χάρι τον ακολούθησε. Η στενή, ελικοειδής σκάλα ήταν χτισμένη σε μια κυκλική προεξοχή του σπιτιού κι έμοιαζε με σκάλα φάρου ή πηγάδι που το στόμιο του είχε σχήμα Ω. Ο κοίλος τοίχος ήταν επενδυμένος ως κάτω με μακρόστενα φύλλα καθρέφτη, που το καθένα αντανακλούσετα σκαλοπάτια που ήταν ακριβώς μπροστά του. Επειδή το κάθε φύλλο σχημάτιζε μικρή γωνία σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο, αντανακλούσε επίσης ένα τμήμα από το είδωλο του προηγούμενου καθρέφτη. Έτσι, ο Χάρι έβλεπε ολόκληρο τον εαυτό του στα δυο πρώτα φύλλα από δεξιά, ύστερα όλο και μικρότερα τμήματα του ειδώλου του στους παρακάτω καθρέφτες, μέχρι που δεν εμφανιζόταν καθόλου στο φύλλο που ήταν ακριβώς απέναντι από την πρώτη στροφή της σκάλας. Ήταν έτοιμος ν' αρχίσει να κατεβαίνει όταν ο σκύλος τσιτώθηκε και δάγκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του για να τον εμποδίσει. Ο Χάρι τον ήξερε πλέον καλά ώστε να καταλάβει αμέσως ότι η αντίδρασή του αυτή σήμαινε ότι υπήρχε κίνδυνος. Ναι, αλλά αυτός έψαχνε τον κίνδυνο και ήταν ανάγκη να τον βρει πρώτος. Ο αιφνιδιασμός ήταν η μοναδική ελπίδα. Ο Χάρι προσπάθησε να ξεφορτωθεί το σκύλο χωρίς να κάνει θόρυβο ή
να τον πονέσει και να γαβγίσει, αλλά ο σκΰλος είχε δαγκώσει γερά το παντελόνι του και δεν τον άφηνε με τίποτε. Να πάρει! Τη στιγμή πού ετοιμαζόταν να μπει στην κουζίνα, η Κόνι νόμισε ότι άκουσε κάποιο θόρυβο. Έτσι, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, από τη μεριά της τραπεζαρίας, κι έστησε αυτί. Τίποτε. Απολΰτως τίποτε. Δεν μπορούσε να περιμένει αιώνια εκεί μέσα. Η πόρτα ήταν παλινδρομική. Αντί να τη σπρώξει προς την κουζίνα, οπότε θα έχανε ένα μέρος της θέας του δωματίου, την τράβηξε αργά και προσεκτικά προς το μέρος της και βγήκε στο μικρό άνοιγμα. Στην κουζίνα δεν υπήρχε κανείς. Ο Χάρι ξανατράβηξε απότομα το πόδι του, πάλι χωρίς αποτέλεσμα· ο σκΰλος τον κρατούσε γερά. Έριξε άλλη μια νευρική ματιά προς το βάθος της σκάλας. Είχε το τρομερό προαίσθημα ότι ο Τικτάκ ήταν εκεί και θα ξέφευγε ή, ακόμα χειρότερα, θα έβρισκε την Κόνι και θα τη σκότωνε. Κι όλα αυτά, μόνο και μόνο επειδή ο σκΰλος θα τον εμπόδιζε να βγει από πίσω στον εχθρό και να τον αιφνιδιάσει. Γι' αυτό χτύπησε μαλακά το σκύλο στο κεφάλι με την κάννη του περιστρόφου του, διακινδυνεύοντας ακόμη και την περίπτωση να γαβγίσει και να τον προδώσει. Ο σκΰλος ξαφνιάστηκε, τον άφησε, δε γάβγισε — ευτυχώς — κι ο Χάρι πάτησε στο πρώτο σκαλί κι άρχισε να κατεβαίνει. Την ίδια στιγμή, είδε κάτι κόκκινο να καθρεφτίζεται φευγαλέα στην άκρη της καμπύλης της πρώτης έλικας, άλλη μια κόκκινη αστραπή και μετά ένα κύμα από κόκκινο. Πριν προλάβει το μυαλό του να ερμηνεύσει αυτό που είχε δει, ο σκύλος πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα του κι όρμησε στη σκάλα μπροστά του. Τότε ο Χάρι είδε περισσότερο κόκκινο στον καθρέφτη, κάτι σαν φόρεμα, κι ένα κόκκινο μανίκι μ' ένα μέρος γυμνού χεριού, αντρικού χεριού, που κρατούσε κάτι...
Κάποιος ανέβαινε, μάλλον ήταν ο Τικτάκ, κι ο σκύλος του ορμούσε γρυλίζοντας. Ο Μπράιαν άκουσε κάτι και σήκωσε το βλέμμα πάνω από τα τρόφιμα που κουβαλούσε. Είδε σκυλιά να ορμάνε καταπάνω του με τα δόντια τους γυμνωμένα, αμέτρητα, πανομοιότυπα σκυλιά. Όχι, δεν ήταν πολλά, έφταιγε ο καθρέφτης, ένα ήταν κι έβλεπε ακόμα το πολλαπλό του ε ίδωλο, όχι το ίδιο το σκυλί, που βρισκόταν ακόμη στην από πάνω στροφή της σκάλας. Παρ' όλα αυτά, πρόλαβε μόνο ν' αφήσει ένα επιφώνημα έκπληξης πριν τον φτάσει το σκυλί και του ορμήσει. Το ζώο είχε τόση φόρα, που αντί να πάρει τη στροφή τινάχτηκε απέναντι, χτύπησε στον καθρέφτη με τα πλευρά κι αναπήδησε σαν μπάλα από την κορυφή της καμπύλης του τοίχου. Ο Μπράιαν πέταξε ό,τι κρατούσε τη στιγμή που ο σκύλος ξαναπάτησε με τα πίσω πόδια του στη σκάλα, έκανε το σάλτο και του όρμησε χτυπώντας τον με τα δυο μπροστινά πόδια στο στήθος. Έπεσαν και οι δυο προς τα πίσω, ο σκύλος από πάνω, γρυλίζοντας με γυμνωμένα δόντια, κι αυτός ανάσκελα στο πάτωμα. Έ ν α γρύλισμα, μια μικρή, ξαφνιασμένη κραυγή κι ένας γδούπος έκαναν την Κόνι να στραφεί σαν σβούρα από την πόρτα της αποθηκούλας, όπου δεκάδες ματσάκια χαρτονομίσματα ήταν στοιβαγμένα στα ράφια δίπλα στα τρόφιμα. Με δυο δρασκελιές έφτασε στην καμάρα απ' όπου άρχιζε το πηγάδι της εσωτερικής σκάλας, που ήταν αθέατη στο μεγαλύτερο τμήμα της. Ο σκύλος κι ο Τικτάκ ήταν πεσμένοι στο πάτωμα, ανάσκελα ο Τικτάκ κι ο σκύλος από πάνω του, και για μια στιγμή φάνηκε πως ο σκύλος θα ξέσκιζε το λαιμό του νεαρού με τα δόντια του. Ύστερα ο σκύλος έσκουξε πονεμένα καθώς τινάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα και βρέθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου, χωρίς ο νεαρός να έχει χρησιμοποιήσει τα χέρια ή τα πόδια του για να τον πετάξει, αλλά μόνο τη δύναμη της τηλεκίνησης. Όλα πήγαιναν στραβά, θεούλη μου, δεν έπρεπε να γίνει αυτό, όλα πήγαιναν στραβά, τι θα γινόταν τώρα; Δεν ήταν
αρκετά κοντά ώστε να κολλήσει την κάννη τον περιστρόφου της στο κεφάλι του νεαρού και να πατήσει τη σκανδάλη, τους χώριζαν γύρω στα δυο μέτρα, αλλά αυτή πυροβόλησε έτσι κι αλλιώς, μια όταν ο σκύλος βρισκόταν ακόμη στον αέρα κι άλλη μια όταν το κορμί του χτύπησε με δύναμη το πάτωμα, ακριβώς μπροστά στο ψυγείο. Τον πέτυχε και τις δυο φορές, γιατί ο άθλιος δεν την είχε αντιληφθεί ως τη στιγμή που τον βρήκε η πρώτη σφαίρα της, στο στήθος, και μετά η δεύτερη, στο πόδι, πριν κυλήσει πάνω στην πλάτη του και βρεθεί μπρούμυτα, απέναντι της. Τον πυροβόλησε ξανά και η σφαίρα εξοστρακίστηκε στα πλακάκια, τινάζοντας θρύψαλα ολόγυρα. Πεσμένος μπρούμυτα όπως ήταν, ο Τικτάκ τέντωσε το ένα του χέρι προς το μέρος της με την παλάμη ανοιχτή. Είδε ξανά εκείνο το μικρό σπινθήρα, ένιωσε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου το κορμί της να πετάει στον αέρα και ύστερα χτύπησε πάνω στην πόρτα της κουζίνας με τόση δύναμη, που ο πόνος της σύγκρουσης της έκοψε την ανάσα. Το τζάμι της πόρτας έγινε κομμάτια, το όπλο τής ξέφυγε από το χέρι και το κοτλέ σακάκι της τυλίχτηκε μονομιάς στις φλόγες. Αμέσως μόλις ο σκύλος πέρασε σαν σφαίρα από δίπλα του γρυλίζοντας αγριεμένα και εξαφανίστηκε κάνοντας βουτιά, γκελ και σάλτο στην πρώτη στροφή της σκάλας, ο Χάρι όρμησε ξοπίσωτου κατεβαίνοντας δυο δυοτα σκαλιά. Πριν φτάσει στην πρώτη στροφή έπεσε, έσπασε ένα από τα φύλλα του καθρέφτη με το κεφάλι του, αλλά δεν κουτρουβάλησε ως κάτω, παρά βρέθηκε σφηνωμένος ανάμεσα στον άξονα της σκάλας και στον τοίχο, με το ένα του πόδι διπλωμένο κάτω από το κορμί του. Αλαφιασμένος, κοίταξε γύρω για το όπλο του, συνειδητοποίησε ότι το κρατούσε ακόμη στο χέρι, σηκώθηκε όπως όπως και συνέχισε την αγωνιώδη κάθοδο, μισοζαλισμένος, ακουμπώντας με το αριστερό του χέρι στον καθρέφτη για να κρατάει την ισορροπία του. Ο σκύλος έσκουξε, αντήχησαν πυροβολισμοί κι ο Χάρι όρμησε στην τελευταία στροφή και στο τέρμα της σκάλας ακριβώς τη στιγμή που η Κόνι εκσφενδονιζόταν με αστραπιαία ταχύτητα πάνω στην πόρτα, τσακίζοντας το τζάμι και λαμπαδιά-
ζοντας. Ο Τικτάκ ήταν πεσμένος μπρούμυτα ακριβώς στη βάση της σκάλας, κοιτάζοντας προς την κουζίνα. Ο Χάρι πήδησε τα τρία τελευταία σκαλιά με τη μία, έπεσε πάνω στο κόκκινο ύφασμα που σκέπαζε την πλάτη του αγοριού, του κόλλησε την κάννη στη βάση του κρανίου, είδε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μια γαλαζωπή αστραπή να μεταδίδεται σαν ηλεκτρικός σπινθήρας στο μέταλλο, ένιωσε στο χέρι του την αρχή ενός κύματος τρομακτικά υψηλής θερμότητας, αλλά πάτησε τη σκανδάλη. Η έκρηξη ακούστηκε υπόκωφη, σαν να είχε πυροβολήσει σε μαξιλάρι, η γαλαζωπή αστραπή έσβησε τη στιγμή της γέννησης της κι αυτός ξαναπάτησε τη σκανδάλη, κρατώντας σταθερή την κάννη στο ίδιο σημείο. Ήταν αρκετό, δυο σφαίρες στο κεφάλι σίγουρα αρκούσαν, αλλά με τη μαγεία ποτέ δεν είσαι σίγουρος, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος σ' αυτή την παλαβή εποχή, στην άγρια δεκαετία του '90, οπότε ξαναπάτησε τη σκανδάλη. Το κρανίο έσκασε σαν καρπούζι, αλλά ο Χάρι συνέχισε να πυροβολεί, τέταρτη, πέμπτη φορά, ώσπου έβλεπε μόνο μια φριχτή, γκριζοκόκκινη μάζα χυμένη στο πάτωμα και δεν υπήρχαν πια σφαίρες στο περίστροφο του, παρά ακουγόταν μόνο ο επικρουστήρας να χτυπάει στους άδειους κάλυκες μ' ένα ξερό, μονότονο κλικ, κλικ, κλ.ικ, κλικ, κλ.ικ.
2 Η Κόνι είχε βγάλει το σακάκι της και είχε σβήσει τη φωτιά κυλώντας στο πάτωμα, όταν ο Χάρι συνειδητοποίησε επιτέλους ότι το περίστροφο του είχε αδειάσει, ξεκαβάλησε το σκοτωμένο δαίμονα κι έτρεξε κοντά της. Ήταν εκπληκτικό το πώς κατάφερε η Κόνι ν' αντιδράσει τόσο γρήγορα και να μην καεί ζωντανή, γιατί, εκτός του ότι είχε να βγάλει ένα φλεγόμενο σακάκι, είχε σπάσει και το δεξί της χέρι στον καρπό. Είχε πάθει επίσης ένα έγκαυμα στο μπράτσο, αλλά ευτυχώς αυτό δεν ήταν σοβαρό. «Είναι νεκρός», είπε ο Χάρι, λες και χρειαζόταν να της το πει. Και ύστερα την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του όσο δυνατά γινόταν, χωρίς ν' αγγίξει τα τραυματά της. Η Κόνι ανταπέδωσε με πάθος το αγκάλιασμά του, σφίγγοντάς τον με το γερό της χέρι, κι έμειναν έτσι σφιχταγκαλιασμέ-
vot, ακίνητοι, ανίκανοι να μιλήσουν, ώσπου πλησίασε ο σκύλος μυρίζοντας τα πόδια τους. Το ζώο κούτσαινε. Πήγαινε με τα τρία, κρατώντας το δεξί πίσω πόδι του στον αέρα, αλλά κατά τα άλλα φαινόταν εντάξει. Ο Χάρι διαπίστωσε τότε ότι ο Γούφερ δεν είχε γίνει αιτία να χαθούν όλα, όπως είχε φοβηθεί στην αρχή. Αντίθετα, αν δεν είχε ορμήσει στον Τικτάκ και δεν τον είχε ρίξει κάτω, εξασφαλίζοντας το πλεονέκτηματου αιφνιδιασμού για τον Χάρι και την Κόνι για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα ακόμη, τώρα θα κείτονταν όλοι τους νεκροί στο πάτωμα κι ο άρχοντας των γκολέμ θα τους κοίταζε χαμογελαστός κι ευχαριστημένος. Ο Χάρι ανατρίχιασε σύγκορμος καθώς τον κυρίεψε ξαφνικά ένας παράλογος, μεταφυσικός φόβος. Μέχρι που άφησε την Κόνι και ξαναπήγε κοντά στο πτώμα, να το κοιτάξει άλλη μια φορά, να σιγουρευτεί ότι ο Τικτάκ ήταν οριστικά κι αμετάκλητα νεκρός.
3 Έχτιζαν πιο γερά τα σπίτια στη δεκαετία του '40, με χοντρούς τοίχους και πολύ καλή μόνωση. Μάλλον έτσι εξηγούνταν το πώς οι γείτονες δεν ξεσηκώθηκαν από τους πυροβολισμούς και γιατί δεν ακούγονταν ακόμη μακρινές σειρήνες να πλησιάζουν μέσα στη νύχτα. Άξαφνα, όμως, η Κόνι αναρωτήθηκε μήπως, τις τελευταίες στιγμέςτης ζωήςτου, ο Τικτάκ είχε προλάβει να εγκλωβίσει τον κόσμο σε μια καινούρια Παύση, εξαιρώντας μόνο το σπίτι του, με σκοπό να σκοτώσει αυτή και τον Χάρι με το πάσο του. Κι αν είχε πεθάνει ενώ ο κόσμος ήταν σταματημένος, θα ξανάρχιζε ο χρόνος να κυλάει κανονικά μετά το θάνατο του;' Η μήπως αυτή, ο Χάρι κι ο σκύλος θ' απέμεναν να περιπλανιούνται σε όλη τους τη ζωή ανάμεσα σε εκατομμύρια κοκαλωμένους ανθρώπους; Έτρεξε στην πίσω πόρτα της κουζίνας που έβγαζε έξω και την άνοιξε διάπλατα. Έ ν α ψυχρό αεράκι φυσούσε από τον ωκεανό κι ανέμιζε τα μαλλιά της. Η ομίχλη έτρεχε, δεν έμενε μετέωρη σαν στερεοποιημένος ατμός. Και τ' αυτιά της γέμισαν
από το μουγκρητό των κυμάτων που έσβηναν κάτω στην ακτή. Υπέροχοι, ευλογημένοι ήχοι ενός ολοζώντανου κόσμου.
4 Ήταν και οι δυο καλοί αστυνομικοί, με αίσθηση του καθήκοντος και του δικαίου, αλλά δεν ήταν κι ανόητοι ώστε ν' ακολουθήσουν τις τυπικές διαδικασίες στη συγκεκριμένη υπόθεση. Σε καμιά περίπτωση δε θα ειδοποιούσαν το τοπικό αστυνομικό τμήμα για ν' αναφέρουν τα ακριβή περιστατικά. Νεκρός, ο Μπράιαν Ντράκμαν ήταν απλώς ένας εικοσάχρονος νεαρός και δεν υπήρχε τίποτε που ν' αποδεικνύει ότι διέθετε υπερφυσικές δυνάμεις. Λέγοντας την αλήθεια, απλώς θα εξασφάλιζαν και οι δύο από ένα δωμάτιο σε ψυχιατρείο. Τα βαζάκια με τα μάτια, όμως, που γέμιζαν τα ράφια της βιβλιοθήκης στο δωμάτιοτου Τικτάκ, καθώς και η ιδιορρυθμίατου σπιτιού με τους τοίχους-καθρέφτες, ήταν ατράνταχτες αποδείξεις ότι είχαν πέσει πάνω σε ψυχοπαθή δολοφόνο, έστω κι αν ήταν αδύνατον να βρεθούν πλέον τα πτώματα στα οποία ανήκαν όλα εκείνα τα ζευγάρια μάτια. Έ ν α ζευγάρι, ωστόσο, μπορούσε να ταιριάξει, ώστε να στηθεί κατηγορία για φόνο ιδιαζόντως ειδεχθή: τα μάτια του Ρίκι Εστεφάν, στο αόμματο πτώμα που βρισκόταν στο Ντάνα Πόιντ, σ' ένα σπίτι γεμάτο αράχνες και φίδια. «Ξέρεις, πρέπει να σκαρώσουμε μια ιστορία», είπε η Κόνι στον Χάρι. Στέκονταν στην πόρτα της αποθηκούλας και κοίταζαν τα ράφια, τα γεμάτα πακέτα χαρτονομίσματα. «Κάτι που να καλύψει κάθε κενό και κάθε παραξενιά αυτήςτης υπόθεσης, που να δικαιολογείτο γιατί παρακάμψαμε τη διαδικασία Δε γίνεται να κλείσουμε την πόρτα και να φύγουμε σαν κύριοι, γιατί μας είδαν ένα σωρό άνθρωποι στην Πασίφικ Βιου να μιλάμε με τη μητέρα του και ξέρουν ότι γυρεύαμε τη διεύθυνση». «Ιστορία;» είπε θολωμένος ο Χάρι. «Τι ιστορία; Τι εννοείς;» Η Κόνι μόρφασε από τον πόνο στον καρπό της. «Δεν ξέρω, Χάρι, εσύ θα σκεφτείς». «Εγώ; Γιατί εγώ;» «Πάντα σου άρεσαν τα παραμύθια. Φτιάξε λοιπόν ένα δικό
σου. Θα πρέπει να εξηγεί την πυρκαγιά στο διαμέρισμά σου, το φόνο του Ρίκι Εστεφαν κι ετούτα εδώ. Τουλάχιστον». Ο Χάρι την κοίταζε ακόμα σαν χαμένος, ανίκανος να της απαντήσει, όταν του έδειξε τους σωρούς με τα χρήματα. «Αυτά απλώς θα περιπλέξουν την υπόθεση. Ας την απλοποιήσουμε λοιπόν, εξαφανίζοντάς τα». «Δεν τα θέλω αυτά τα λεφτά», διαμαρτυρήθηκε ο Χάρι. «Ούτε εγώ. Δε θέλω ούτε δολάριο. Όμως, δεν πρόκειται να μάθουμε πστέ από πού κλάπηκαν, οπότε θα καταλήξουν στο κράτος, σ' αυτό το κωλοκράτος που έχει φέρει την κοινωνία σε τέτοια κρίση, κι εγώ δεν αντέχω την ιδέα ότι θα τους χαρίσουμε κι άλλα να σπαταλήσουν. Επιπλέον, ξέρουμε και οι δυο κάποιους που τα έχουν απόλυτη ανάγκη, δε συμφωνείς;» «Αμάν! Αυτοί περιμένουν ακόμη στο φορτηγάκι!» «Ας πακετάρουμε γρήγορα αυτά τα λεφτά κι ας τουςτα πάμε», πρότεινε η Κόνι. «Η Τζάνετ θά τους πάρει όλους με το αυτοκίνητο — και το σκύλο— και θα φύγουν αμέσως, ώστε να μην μπλέξουν καθόλου. Στο μεταξύ, εσύ θα σκαρώσεις την ιστορία που λέγαμε κι αφού φύγουν κι αυτοί, θα είμαστε έτοιμοι να τηλεφωνήσουμε». «Κόνι, μου είναι αδύνατον να...» «Καλύτερα ν' αρχίσεις να σκέφτεσαι», είπε η Κόνι και τράβηξε μια πλαστική σακούλα σκουπιδιών από το ρολό που ήταν αποθηκευμένο σ' ένα ράφι. «Μα είναι τελείως τρελό να...» «Δεν έχεις πολλή ώρα», τον διέκοψε απότομα η Κόνι. Ανοιξε τη σακούλα με το γερό της χέρι και την έστησε κάτω από τα ράφια με τα λεφτά. «Εντάξει, εντάξει», μουρμούρισε εκνευρισμένος ο Χάρι. Η Κόνι άρχισε να γεμίζει την πρώτη σακούλα με πακέτα χαρτονομίσματα ενώ ο Χάρι άνοιγε μια δεύτερη. «Δε βλέπω την ώρα ν' ακούσω την ιστορία σου», τσν πείραξε. «Θα είναι φοβερά διασκεδαστική».
5 Καλή μέρα, καλή, καλή. Λαμπερός ήλιος, αεράκι να φουντώνει τη γούνα, πολλά
ωραία ζουζούνι α στο χορτάρι, πολλές μυρωδιές από διάφορα μέρη στα παπούτσια των ανθρώπων και καθόλου μυρωδιά από γάτες. Όλοι είναι εδώ, μαζί. Από πολύ πρωί η Τζάνετ φτιάχνει πράγματα με υπέροχες μυρωδιές στο δωμάτιο των φαγητών στο μέρος των ανθρώπων. Στο μέρος των ανθρώπων και των σκύλων. Ο Σάμι είναι στον κήπο, κόβει ντομάτες από φυτά και βγάζει καρότα από το χώμα —ενδιαφέρον πρέπει να τα είχε θαμμένα στο χώμα, όπως τα κόκαλα— και τα πάει στο δωμάτιο των φαγητών για να κάνει η Τζάνετ υπέροχα πράγματα, που τα μυρίζεις και σου τρέχουν τα σάλια. Και μετά ο Σάμι πλένει τις πέτρες που βάζουν οι άνθρωποι πάνω στο χορτάρι, στην πίσω μεριά από το μέρος των ανθρώπων. Πλένει τις πέτρες με το λάστιχο, ναι, ναι, ναι, ναι, ωραίο λάστιχο, που πετάει νερό, δροσερό, νόστιμο νερό, όλοι γελάνε, πηδάνε στο πλάι, ναι, ναι, ναι. Είναι κι ο Σάμι εδώ και βοηθάει να βάλουν το πανί στο τραπέζι που είναι πάνω στις πέτρες και φτιάχνουν τις καρέκλες και φέρνουν και πιάτα κι άλλα πράγματα. Η Τζάνετ, ο Ντάνι κι ο Σάμι. Τώρα ξέρει τα ονόματά τους, γιατί είναι πολύ καιρό μαζί και τ' ακούει κάθε μέρα. Η Τζάνετ, ο Ντάνι κι ο Σάμι, όλοι μαζί στο μέρος της Τζάνετ και του Ντάνι και του Σάμι και του Γούφερ. Θυμάται που τον φώναζαν «Πρινς» και «Μαξ», τη γάτα που έκανε το πιπί της στο πιάτο του, θυμάται και που τον φώναζαν όλοι «Φιλαράκο» για πολύ καιρό, αλλά τώρα ακούει μόνο όταν τον φωνάζουν «Γούφερ». . Έρχονται κι άλλοι, με το αυτοκίνητο. Τους ξέρει κι αυτούς, σχεδόν το ίδιο καλά, γιατί τους βλέπει πολύ, γιατί έρχονται πολλές φορές εδώ. Ο Χάρι, η Κόνι και η Έλι, η Έ λ ι που είναι σαν τον Ντάνι, και που έρχονται όλοι μαζί από το μέρος του Χάρι και της Κόνι και της Έλι και του Τότο. Ο Τότο. Καλό σκυλί, καλό. Φίλος σκυλί. Παίρνει τον Τότο κατευθείαν στον κήπο, όπου δεν τον αφήνουν ποτέ να σκάψει —κακό σκυλί αν το κάνει, κακό— να του δείξει πού ήταν θαμμένα τα καρότα σαν κόκαλα. Μυρίζουν κι άλλα καρότα, πολλά καρότα ακόμα θαμμένα. Κακό σκυλί αν σκάψει. Όχι. Παιχνίδι με τον Τότο και τον Ντάνι και τηνΈλι, τρέξιμο και κυνηγητό και πηδήματα και τούμπες στο χορτάρι, ωραίες, μεγάλες τούμπες.
Καλή μέρα, καλή. Η καλύτερη. Ύστερα φαγητό. Φαγητό! Το φέρνουν από το δωμάτιο των φαγητών έξω στο τραπέζι που είναι πάνω στις πέτρες, κάτω από τα δέντρα. Μυρίζει, μυρίζει, μυρίζει, μπριζόλα, κοτόπουλο, πατάτα, μουσιάρδα, τυρί —καλό τυρί κι ας κολλάει στα δόντια— κι άλλο φαγητό, πολύ φαγητό εκεί πάνω στο τραπέζι. Μην πηδήσεις. Να είσαι καλό σκυλί, καλό. Τα καλά σκυλιά παίρνουν πιο πολλά κοψίδια και κόκαλα, όχι μόνο κόκαλα, ολόκληρα μεγάλα κομμάτια από φαγητό, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Τριζόνι. Τριζόνι που πηδάει! Πιάσ' το, πιάσ' το, πιάσ' το, μην ξεφύγει, το θέλει κι ο Τότο, σαλτάρει, πηδάει, από δω, από κει, από δω, πάει το τριζόνι... Α, στάσου, έρχεται το φαγητό. Πίσω στο τραπέζι. Κάτω. Κορδωμένος. Το κεφάλι ψηλά, τ' αυτιά στυλωμένα. Η ουρά να κουνιέται, τους αρέσουν αυτά. Ας γλειφτούμε μια δυο φορές, να καταλάβουν καλύτερα. Να το. Τι είναι; Τι είναι; Τι είναι; Μπριζόλα. Έ ν α μεγάλο κοψίδι για αρχή. Καλό, καλό, καλό, πάει! Υπέροχη αρχή, πολύ νόστιμη αρχή. Τι καλή μέρα σήμερα, απ' αυτές που πάντα ήξερε ότι θα έρχονταν, πολλές τέτοιες καλές μέρες στη σειρά, η μια μετά την άλλη, πολύ καιρό τώρα, γιατί έγινε, έγινε στ' αλήθεια, έστριψε τελικά σ' εκείνη την άλλη μια γωνία, κοίταξε σ' εκείνο το άλλο ένα παράξενο καινούριο μέρος και το βρήκε το καλύτερο πράγμα, το καλύτερο πράγμα που αυτός πάντα ήξερε ότι υπήρχε κάπου και τον περίμενε. Το καλύτερο πράγμα, που είναι αυτό το μέρος κι αυτή η μέρα κι αυτοί οι άνθρωποι. Να κι άλλο κοψίδι τώρα! Κοτόπουλο, μεγάλο και ζουμερό!
ΤΕΛΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Όλα τα αποτρόπαια εγκλή ματα στα οποία αναφέρονται ο Χάρι και η Κόνι και που απαρτίζουν τη συλλογή της Κόνι από «φρικαλεότητες της χιλιετίας» είναι εγκλήματαπου έχουν γίνει στην πραγματικότητα. Βεβαίως, κανένα πλάσμα με δυνάμεις σαν του Τικτάκ δεν κυκλοφορεί στον πραγματικό κόσμο, αλλά η ικανότητά του να προξενεί το κακό δεν είναι πρωτόγνωρη για τη φαντασία.