«Μια φιλόδοξη εξερεύνηση της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων σχέσεων». Milwaukee Journal-Sentinel «Στα τελευταία βιβλία του ο Koontz είναι πολύ φιλόδοξος ως προς την επιλογή του θέματος των μυθιστορημάτων του. Και το Με την Άκρη τον Ματιού Του είναι το πιο φιλόδοξο έργο του ως τώρα. Η απόλαυση είναι εγγυημένη». Flint Journal «Απολαυστικό... γοητευτικό και τρομακτικό». Detroit News and Free Press «Ένα υπέροχο ανάγνωσμα. Τέλειος ρυθμός που κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή αγωνία και ένταση... χαρακτήρες που θα τους θυμάστε για παντα... Το Με την Άκρη τον Ματιού Τον είναι ένα μαγικό βιβλίο. New Orleans Times Picayune «Θα μπορούσε να πει κανείς πωςο Koontz έχει δημιουργήσει ένα δικό του λογοτεχνικό είδος. "Είναι ένας μαιτρ του σασπένς που μαγεύει τον αναγνώστη». Richmond Times-Dispatch «Κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει δεδομένη τη φύση των βιβλίων του Dean Koontz. Το καθένα έχει τη δική του θέση· κανένα δεν ακολουθεί κάποιο πρότυπο». Fort Meyers Beach Observer «Ίσως το πιο πρωτότυπο και μεγαλεπήβολοβιβλίο που έχει γράψει ποτέ. Συγκλονιστικό... καλογραμμένο. Έ ν α μυθιστόρημα που αποδεικνύει για ποιο λόγο ο Koontz βρίσκεται στην κορυφή». Desert News «Ο Koontz έχει τη δύναμη να σας κάνει να παγώσετε από τον τρόμο και την ικανότητα να κάνει τα μάτια σας να βουρκώσουν απο συγκίνηση». Orange Coast «Μια πολύπλοκη, σαγηνευτική ιστορία με την οποία λίγοι συγγραφείς θα τολμούσαν να καταπιαστούν. Στα όρια του τρόμου2 του ψυχολογικού θρίλερ και του μυστικισμού, το βιβλίο αυτο γεννά συναισθήματα που οι αναγνώστες ισως να μην ήξεραν καν πως υπάρχουν...» Tulsa World
ISBN 960-450-722-2 Τίτλος πρωτοτύπου: «From the Corner of His Eye» Copyright © 2000 by Dean Koontz. All rights reserved throughout the world. Για την ελληνική γλώσσα: © 2002 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Ελένη Οικονομοπούλου Επιμέλεια: Ελένη Κεχαγιόγλου Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης
Για t o v συγγραφέα Ο Ντιν Κουντζ γεννήθηκε στο Έβερετ της Πενσιλβάνια και μεγάλωσε στο Μπέντφορντ. Άρχισε να γράφει μικρά διηγήματα σε ηλικία μόλις οχτώ χρόνων. Το 1965, σπουδαστής ακόμη στο Κολέγιο Σίπενσμπουργκ, βραβεύτηκε για μια νουβέλα του από το Atlantic Monthly. Το πρώτο του βιβλίο, Star Quest, εκδόθηκε το 1968. Από τότε έχει δημοσιεύσει περισσότερα από εξήντα έργα, χρησιμοποιώντας πολλές φορές διάφορα ψευδώνυμα. Στις λίστες των μπεστ σέλερ μπήκε για πρώτη φορά το 1979 με το μυθιστόρημά του The Key to Midnight, το οποίο υπέγραψε ως Leigh Nichols, και από τότε κάθε νέος τίτλος του ανεβαίνει στις πρώτες θέσεις. Έ χ ε ι χαρακτηριστεί ως «ο πιο δημοφιλής συγγραφέας αγωνίας της Αμερικής». Διακρίνεται για την ικανότητα του να δημιουργεί ατμοσφαιρικές σκηνές, πιστευτούς χαρακτήρες και απόλυτα αληθοφανείς καταστάσεις, μέσα από τις οποίες εξερευνά τον τρόμο που όλοι υποπτευόμαστε ότι καραδοκεί μόλις ένα βήμα πιο πέρα από την ήσυχη καθημερινότητα της ζωής μας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες και έχουν πουλήσει συνολικά πάνω από διακόσια εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Από τις εκδόσεις Bell έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα τα βιβλία του Φωνή απ' το Σκοτάδι, Ο Εφιάλτης Παραφυλάει, Αστραπή, Εφιάλτες του Μεσοννχτίον, Νύχτες Τρόμου, Το Κρησφύγετο, Ψυχρή Φωτιά, Τα Δάκρυα του Δ ράκοντα, Ο Σωσίας, Χειμωνιάτικο Φεγγάρι, Ένταση, Φαντάσματα, Χωρίς Επιζήσαντες, Ψίθυροι στο Σκοτάδι και Φοβία. Ζει με τη σύζυγο του, Γκέρντα, στη Νότια Καλιφόρνια.
Στην Γκέρντα. Από τις χιλιάδες μέρες της ζωής μου, η πιο σημαντική ήταν -και πάντα θα είναιη μέρα που γνωριστήκαμε.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ό σ ο έγραφα αυτό το βιβλίο, άκουγα συνεχώς τη μοναδική και υπέροχη μουσική του αείμνηστου Ί σ ρ α ε λ Καμακαγουίγουο'ολε. Ελπίζω οι αναγνώστες να βρουν στην ιστορία μου τόση ευχαρίστηση, όση χαρά και παρηγοριά βρήκα εγώ στη φωνή, στο πνεύμα και στην καρδιά του. Ενώ πλησίαζα στο τέλος, η Κάρολ Μπάουερς με την οικογένεια της πέρασαν εδώ μια μέρα, υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Ονείρων. Κάρολ, αφού διαβάσεις αυτό το μυθιστόρημα, θα καταλάβεις γιατί η επίσκεψη σου, τον καιρό που έγινε, ενδυνάμωσε τα όσα πιστεύω για την παράξενη ενδοσύνδεση των πραγμάτων και για το βαθύ και μυστηριώδες νόημα που υπάρχει στις ζωές όλων μας.
Και η παραμικρή καλή πράξη απηχεί σε πολύ μεγάλες αποστάσεις και χρονικά διαστήματα και επηρεάζει ζωές άγνωστες σ' εκείνον που από το γενναιόδωρο πνεύμα του πηγάζει αυτή η ηχώ της καλοσύνης, γιατί το καλό μεταβιβάζεται και κάθε φορά που περνάει από τον ένα στον άλλο αυξάνει, ώσπου μια απλή πράξη ευγένειας φτάνει να γίνει πράξη αυτοθυσίας και θάρρους, χρόνια αργότερα, και πολύ μακριά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με κάθε μικρή κακία, κάθε έκφραση μίσους, κάθε κακόβουλη ενέργεια. Αυτή η Σημαντική Μέρα, Χ. Ρ. Γουάιτ Κανείς δεν καταλαβαίνει την κβαντική θεωρία. Ρίτσαρντ Φέινμαν
Κεφάλαιο 1
Ο ΜΠΑΡβΟΛΟΜΙΟΥ ΛΑΜΠΙΟΝ τυφλώθηκε σε ηλικία τριών ετών, όταν οι χειρουργοί, με βαριά καρδιά, του αφαίρεσαν και τα δυο μάτια για να τον σώσουν από μεταστατικό καρκίνο. Αν και αόμματος, ο Μπάρτι ξαναβρήκε την όραση του στα δεκατρία. Αυτή η αιφνίδια έξοδος από μια δεκαετία σκότους στη λαμπρότητα του φωτός δεν προήλθε από τα χέρια κανενός μάγου θεραπευτή. Ούτε ανήγγειλαν την αποκατάσταση της όρασης του ουράνιες σάλπιγγες, όπως άλλωστε καμιά δεν είχε αναγγείλει τη γέννηση του. Έ ν α τρενάκι του λούνα παρκ είχε κάποια σχέση με τη θεραπεία του, όπως κι ένας γλάρος. Αλλά δεν θα έπρεπε επίσης να παραβλέψουμε το ρόλο που έπαιξε η βαθιά επιθυμία του Μπάρτι να κάνει τη μητέρα του περήφανη γι' αυτόν πριν από τον δεύτερο θάνατο της. Η μητέρα του είχε πεθάνει για πρώτη φορά τη μέρα που γεννήθηκε ο Μπάρτι. Στις 6 Ιανουαρίου του 1965. Στο Μπράιτ Μπιτς της Καλιφόρνιας, όλοι μιλούσαν με αγάπη για τη μητέρα του Μπάρτι, την Άγκνες Λάμπιον, γνωστή και ως Η Κυρία με τις Πίτες. Η Άγκνες ζούσε για τους άλλους, η καρδιά της χτυπούσε για τις αγωνίες και τις ανάγκες τους. Σ' αυτό τον υλιστικό κόσμο, ο αλτρουισμός της ήταν αιτία καχυποψίας για τους κυνικούς. Ακόμη κι αυτές οι σκληρές ψυχές, όμως, παραδέχονταν ότι η Κυρία με τις Πίτες είχε αναρίθμητους θαυμαστές και κανέναν εχθρό.
Ο άνθρωπος που διέλυσε τον κόσμο της οικογε'νειας Λάμπιον τη νύχτα της γέννησης του Μπάρτι δεν ήταν εχθρός της μητέρας του. Ή τ α ν ένας ξένος, που η αλυσίδα του πεπρωμένου του είχε έναν κοινό κρίκο με τη δική τους.
Κεφάλαιο 2
Σ Τ Ι ς 6 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 1965, λίγο μετά τις οχτώ το πρωί, η Άγκνες μπήκε στο πρώτο στάδιο του τοκετού, την ώρα που έψηνε έξι πίτες με βατόμουρο. Αυτή τη φορά δεν ήταν ψευτοτοκετός, γιατί οι ωδίνες δεν περιορίζονταν μόνο στο κάτω μέρος της κοιλιάς και στη λεκάνη, αλλά απλώνονταν σε ολόκληρη την κοιλιά και στη βάση της πλάτης της. Οι πόνοι ήταν χειρότεροι όταν περπατούσε π α ρ ά όταν έμενε ακίνητη ή ήταν καθισμένη. Άλλο ένα σημάδι ότι επρόκειτο για κανονικό τοκετό. Η ταλαιπωρία δεν ήταν μεγάλη. Οι ωδίνες ήταν τακτικές, απείχαν όμως αρκετά η μία από την άλλη. Η Άγκνες αρνήθηκε να πάει στο νοσοκομείο πριν τελειώσει τις καθημερινές δουλειές της. Για μια γυναίκα που έχει την πρώτη εγκυμοσύνη της, το στάδιο αυτό του τοκετού διαρκεί δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο. Η Άγκνες θεωρούσε ότι ανήκε στον μέσο όρο από κάθε άποψη. Ή τ α ν μια γυναίκα συνηθισμένη, όσο και η γκρίζα φόρμα με το κορδόνι στη μέση, που φορούσε καθημερινά για να βολεύει τη φουσκωμένη κοιλιά της. Για το λόγο αυτό ήταν σίγουρη ότι δεν θα έμπαινε στο τελικό στάδιο του τοκετού νωρίτερα από τις δέκα το βράδυ. Ο Τζο, ο άντρας της, ήθελε να την πάει στο νοσοκομείο πολύ πριν από το μεσημέρι. Αφού ετοίμασε τη βαλίτσα της γυναίκας του και τη φόρτωσε στο αυτοκίνητο, ακύρωσε όλα τα ραντεβού του και χασομερούσε άσκοπα στο σπίτι, φροντίζοντας ωστόσο να βρίσκεται σ' ένα διπλανό δωμάτιο, για
να μην την ενοχλήσει με το αποπνικτικό ενδιαφέρον του και την αναγκάσει να τον διώξει για να μην μπλέκεται στα πόδια της. Κάθε φορά που άκουγε την Άγκνες να βογκάει σιγανά ή ν' ανασαίνει λαχανιαστά, ο Τζο προσπαθούσε να χρονομετρήσει τις ωδίνες της. Πέρασε τόσο μεγάλο διάστημα της ημέρας προσηλωμένος στο ρολόι του, που όταν στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του χολ περίμενε να δει δυο δείκτες να περιστρέφονται μέσα στις κόρες των ματιών του. Ο Τζο ήταν αγχώδης τύπος, παρ' όλο που δεν το έδειχνε. Ψηλός, δυνατός, θα μπορούσε να παίξει τον Σαμψών στο σινεμά - ν α γκρεμίζει κολόνες και να ρίχνει ναούς στα κεφάλια των Φιλισταίων. Από τη φύση του, όμως, ήταν αγαθός άνθρωπος, δίχως ίχνος από την αλαζονεία και την επιπόλαιη αυτοπεποίθηση που έχουν πολλοί άντρες με τη δική του σωματική διάπλαση. Παρ' ότι ευτυχισμένος, έως πανευτυχής, πίστευε ότι η μοίρα τον είχε προικίσει υπέρ το δέον, με οικονομική άνεση, φίλους και οικογένεια. Σίγουρα, μια μέρα η τύχη θα έκανε κάποιες διορθωτικές ρυθμίσεις στους παραφουσκωμένους λογαριασμούς της ζωής του. Δεν ήταν πλούσιος, απλώς ζούσε άνετα, και ο φόβος του δεν ήταν μήπως χάσει τα λεφτά του, γιατί πάντα θα μπορούσε να κερδίσει άλλα με την επιμονή και την εργατικότητα του. Αντίθετα, ο λόγος για τον οποίο κάποιες ανήσυχες νύχτες έμενε ώρες ξάγρυπνος ήταν ότι έτρεμε στην ιδέα πως μπορεί να έχανε αυτούς που αγαπούσε. Η ζωή ήταν σαν στρώμα πάγου σε ανοιξιάτικη λιμνούλα -πολύ πιο εύθραυστη απ' ό,τι έδειχνε, διάσπαρτη από αδιόρατες ρωγμές, μ' ένα παγερό σκοτάδι από κάτω. Επιπλέον, για τον Τζο Λάμπιον, η Άγκνες δεν ήταν με κανέναν τρόπο μια συνηθισμένη γυναίκα, άσχετα από το τι πίστευε η ίδια. Ή τ α ν υπέροχη, μοναδική. Δεν την έβαζε σε θρόνο, γιατί απλούστατα κανένας θρόνος δεν θα μπορούσε να την υψώσει τόσο ψηλά όσο της άξιζε. Αν ποτέ την έχανε, θα χανόταν κι αυτός. Ό λ ο το πρωί, ο Τζο Λάμπιον γυρόφερνε στο νου του κάθε πιθανή επιπλοκή που γνώριζε σχετικά με τη γέννα. Τους τελευταίους μήνες είχε μάθει πολύ περισσότερα απ'
όσα του χρειάζονταν για το ζήτημα, μελετώντας ένα χοντρό ιατρικό βιβλίο. Αυτά που είχε διαβάσει για τον τοκετό τον είχαν κάνει να ανατριχιάσει πολύ περισσότερο απ' όσο αν είχε διαβάσει το πιο φρικιαστικό θρίλερ. Στις 12:50, ανίκανος να βγάλει από το μυαλό του τις ιατρικές περιγραφές για αιμορραγίες πριν ή μετά τον τοκετό και για εκλαμπτικές συσπάσεις, όρμησε στην κουζίνα και δήλωσε με αποφασιστικότητα: «Εντάξει, Άγκι, φτάνει πια. Αρκετά περιμέναμε». Εκείνη ήταν καθισμένη στο τραπέζι του πρωινού κι έγραφε από δυο λόγια στις καρτούλες δώρου που θα συνόδευαν τις έξι πίτες που είχε ψήσει το πρωί. «Αισθάνομαι πολύ καλά, Τζόι». Εκτός από την Αγκι, κανένας άλλος δεν τον φώναζε Τζόι. Ψηλός, ένα κι ενενήντα, εκατόν δεκαπέντε κιλά, με πρόσωπο σκληρό σαν λαξευμένο σε πέτρα, όλο εσοχές και ραγάδες, σε τρόμαζε, μέχρι που άρχιζε να μιλάει με την ήρεμη, τραγουδιστή φωνή του, ή μέχρι που πρόσεχες τα ζεστά, καλοσυνάτα μάτια του. «Θα πάμε στο νοσοκομείο τώρα», επέμεινε ο Τζο και στάθηκε όρθιος από πάνω της, σωστό βουνό. «Όχι, αγάπη μου, όχι ακόμη». Παρ' όλο που η Άγκνες ήταν μόλις ένα κι εξήντα και, μείον το βάρος του μωρού, δεν είχε ούτε τα μισά κιλά του Τζο, θα ήταν αδύνατο να τη σηκώσει από την καρέκλα παρά τη θέλησή της, ακόμη κι αν διέθετε ηλεκτροκίνητο παλάγκο και τη θέληση να το χρησιμοποιήσει. Σε κάθε αντιπαράθεσή του με την Άγκι, ο Τζο ήταν πάντα Σαμψών κουρεμένος, ποτέ Σαμψών πριν από το κούρεμα. Με ένα βλέμμα τόσο αυστηρό που θα έπειθε ακόμη και κροταλία να ξεκουλουριαστεί και να μείνει πειθήνιος σαν σκουλήκι, ο Τζο είπε: «Παρακαλώ;» « Έ χ ω να γράψω τα σημειώματα για τις πίτες, για να τις παραδώσει εκ μέρους μου ο Ίντομ στην ώρα τους». «Εμένα μόνο μια παράδοση με νοιάζει να γίνει στην ώρα της». «Εμένα εφτά. Έ ξ ι πίτες κι ένα μωρό». «Εσύ και οι πίτες σου», είπε φουρκισμένος ο Τζο.
«Εσύ και το άγχος σου», του ανταπάντησε η Άγκνες μ' ένα χαμόγελο που επέδρασε στην καρδιά του όπως ο ήλιος στο βούτυρο. «Τα σημειώματα και φύγαμε», της είπε μ' έναν αναστεναγμό. «Πρώτα τα σημειώματα, έπειτα θα έρθει η Μαρία.για το μάθημά της, και μετά θα φύγουμε». «Δεν είσαι σε θέση να κάνεις μάθημα αγγλικών». «Μάθημα θα κάνω, αγάπη μου, δε θα σηκώσω βάρη». Η Άγκνες δεν σταμάτησε να γράφει τα σημειώματα της ενόσω του μιλούσε, κι ο Τζο απέμεινε να κοιτάζει τους κομψούς, πλάγιους χαρακτήρες που ξεχύνονταν από το στυλό της. Τελικά, ο Τζο τεντώθηκε σκύβοντας πάνω από το τραπέζι και η Άγκνες έστρεψε τα μάτια της προς τη μεγάλη σκιά του που έπεφτε αργά επάνω της. Το σκληρό, γρανιτένιο πρόσωπο του πλησίαζε τα δικά της πορσελάνινα χαρακτηριστικά και, σαν να ήταν πρόθυμη να γίνει κομμάτια, ανασηκώθηκε για να δεχτεί το φιλί του. «Σ' αγαπώ. Αυτό είν' όλο», της είπε παραιτημένα. «Αυτό είν' όλο;» Η Άγπνες τον ξαναφίλησε. «Αυτό είναι τα πάντα». «Και τι μπορώ να κάνω για να μην τρελαθώ;» Ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. «Πήγαινε ν' ανοίξεις», του πρότεινε η Άγκνες.
Κεφάλαιο 3
T A ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΔΑΣΗ της ακτής του Ό ρ ε γ κ ο ν υψώνονταν σαν ένας τεράστιος πράσινος καθεδρικός ναός πάνω στους λόφους και το μέρος ήταν τόσο σιωπηλό όσο το εσωτερικό κάθε τόπου λατρείας. Πολύ ψηλά, φευγαλέα ορατό ανάμεσα στις σμαραγδένιες λόγχες των κωνοφόρων δέντρων, έκανε αργούς, μεγάλους κύκλους ένα γεράκι, ένας μαυρόφτερος άγγελος διψασμένος για αίμα. Στο επίπεδο του εδάφους δεν σάλευε τίποτα· η μεγαλόπρεπη μέρα ήταν άπνοη. Στα βαθουλώματά του, λαμπερά πέπλα ομίχλης κρέμονταν ακίνητα, εκεί όπου τα είχε σκορπίσει η προηγούμενη νύχτα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο των βημάτων στις ξερές πευκοβελόνες και οι ρυθμικές αναπνοές των δύο εκδρομέων. Στις εννιά εκείνο το πρωί, ο Κάιν Τζούνιορ και η γυναίκα του η Ναόμι είχαν αφήσει το αυτοκίνητο τους, ένα τζιπ Σεβρολέτ Σαμπέρμπαν, στην άκρη ενός από τους χωματόδρομους της αντιπυρικής προστασίας και είχαν τραβήξει προς τα βόρεια με τα πόδια, ακολουθώντας τα μονοπάτια των ελαφιών κι άλλα φυσικά περάσματα μέσα στο πυκνό, απέραντο δάσος. Ακόμη και το μεσημέρι, οι ακτίνες του ήλιου με δυσκολία διαπερνούσαν τις φυλλωσιές και το φως ήταν μουντό. 'Οταν πήγαινε μπροστά ο Τζούνιορ, συχνά η Ναόμι έμενε αρκετά πίσω του, κι έτσι εκείνος σταματούσε, στρεφόταν και την περίμενε μέχρι να πλησιάσει. Τα ξανθά μαλλιά της χρύσιζαν και στο φως και στη σκιά, και το πρόσωπο της είχε
την τελεία εκείνη ομορφιά που οι έφηβοι ονειρεύονται και που οι άντρες θυσιάζουν τιμή και περιουσία για χάρη της. Καμιά φορά προπορευόταν η Ναόμι. Ακολουθώντας την, ο Τζούνιορ μαγευόταν τόσο πολύ από τη λυγερή σιλουέτα της, που δεν πρόσεχε σχεδόν τίποτ' άλλο, ούτε τους βαθυπράσινους θόλους, ούτε τους πελώριους κορμούς, ούτε τις πλούσιες φτέρες, ούτε τα ολάνθιστα ροδόδεντρα. Μόλο που η ομορφιά της Ναόμι και μόνο αρκούσε για να σκλαβώσει για πάντα την καρδιά του, τον μάγευαν εξίσου η χάρη της, η ευκινησία, η δύναμη και η αποφασιστικότητα με την οποία κατακτούσε ακόμη και τις πιο απότομες πλαγιές, τα πιο βραχώδη περάσματα. Έ τ σ ι αντιμετώπιζε και τη ζωή της, με ενθουσιασμό, με πάθος, με θάρρος και ευφυΐα. Ή τ α ν παντρεμένοι δεκατέσσερις μήνες, και μέρα με τη μέρα η αγάπη του δυνάμωνε. Ο Τζούνιορ ήταν είκοσι τριών ετών και ήταν φορές που νόμιζε πως η καρδιά του μια μέρα θα ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει τα αισθήματα του για τη γυναίκα του. Κι άλλοι άντρες είχαν κυνηγήσει τη Ναόμι, μερικοί ομορφότεροι από τον Τζούνιορ, αρκετοί εξυπνότεροι και όλοι ανεξαιρέτως πλουσιότεροι. Κι όμως, η Ναόμι ήθελε μόνο αυτόν, όχι για όσα είχε ή για όσα θα αποκτούσε ίσως κάποτε, αλλά επειδή έβλεπε σ' αυτόν μια «λαμπερή ψυχή», όπως έλεγε. Ο Τζούνιορ ήταν φυσιοθεραπευτής, και μάλιστα πολύ καλός. Δούλευε κυρίως με θύματα τροχαίων και εγκεφαλικών, που αγωνίζονταν να επανακτήσουν τις χαμένες φυσικές λειτουργίες τους. Η δουλειά του θα είχε πάντα νόημα, αλλά ποτέ δεν θα του χάριζε μια έπαυλη πάνω σε λόφο. Ευτυχώς, η Ναόμι είχε απλά γούστα. Προτιμούσε την μπίρα από τη σαμπάνια και δεν την ένοιαζε αν θα έβλεπε ποτέ το Παρίσι. Λάτρευε τη φύση, τους περιπάτους στη βροχή, τη θάλασσα, το καλό βιβλίο. Στις αναβάσεις, συχνά σιγοτραγουδούσε όταν το μονοπάτι ήταν εύκολο. Δύο από τις αγαπημένες της μελωδίες ήταν το «Somewhere over the Rainbow» και το «What a Wonderful World». Η φωνή της ήταν κρυστάλλινη σαν ανοιξιάτικο νερό και ζεστή σαν ηλιαχτίδα. Ο Τζούνιορ την παρακινούσε να
τραγουδά, γιατί στο τραγούδι της ανακάλυπτε την αγάπη για τη ζωή και μια μεταδοτική χαρά που του έφτιαχνε τη διάθεση. Επειδή εκείνη η ημέρα του Ιανουαρίου ήταν ασυνήθιστα ζεστή, με θερμοκρασία γύρω στους είκοσι βαθμούς, κι επειδή βρίσκονταν πολύ κοντά στην ακτή για να συναντήσουν χιόνι σε οποιοδήποτε υψόμετρο, φορούσαν και οι δυο τους σορτς και κοντομάνικα μπλουζάκια. Η ευχάριστη έξαψη της έντονης φυσικής άσκησης, ο γλυκός πόνος των μυών που ασκούνταν στο μάξιμουμ, ο αέρας του δάσους που ευωδίαζε πεύκο, το σφιχτό, λυγερό κορμί της Ναόμι, το γλυκό τραγούδι της: έτσι θα ήταν ο παράδεισος αν υπήρχε στ' αλήθεια. Επειδή δεν σκόπευαν να κατασκηνώσουν για τη νύχτα, κουβαλούσαν ελαφριά σακίδια -κουτί πρώτων βοηθειών, νερό, φαγητό- κι έτσι προχωρούσαν γρήγορα. Λίγο μετά το μεσημέρι έφτασαν σ' ένα στενόμακρο ξέφωτο και βγήκαν στην τελευταία από τις στροφές του φιδογυριστού πυροσβεστικού δρόμου, που έφτανε ως αυτό το σημείο ακολουθώντας μια διαδρομή διαφορετική από τη δική τους. Προχώρησαν στον στενό χωματόδρομο ως την κορυφή, όπου σταματούσε μπροστά σ' έναν πυροσβεστικό πύργο, ο οποίος στο χάρτη τους ήταν σημειωμένος μ' ένα κόκκινο τριγωνάκι. Ο πύργος ήταν στημένος στο πλάτωμα μιας κορυφογραμμής. Ή τ α ν ένα επιβλητικό κατασκεύασμα από κορμούς, εμποτισμένους σε κρεόζωτο, με μήκος πλευράς δώδεκα μέτρα στη βάση του. Ο πύργος στένευε όσο υψωνόταν, καταλήγοντας σε μια επίπεδη πλατφόρμα στην κορυφή. Στο κέντρο του υπήρχε ένα κλειστό παρατηρητήριο με μεγάλα παράθυρα σε όλες τις πλευρές του. Το έδαφος εδώ ήταν πετρώδες και τα ψηλότερα δέντρα έφταναν μόλις τα τριάντα μέτρα, λίγο πάνω από το μισό του ύι[ιους που είχαν πολλά από τα τεράστια δέντρα που ευδοκιμούσαν σε χαμηλότερες πλαγιές. Ο πύργος, ύψους σαράντα πέντε μέτρων, πρόβαλλε πολύ ψηλότερα από τις κορυφές τους. Η σκάλα ξεκινούσε από το κέντρο του ξύλινου σκελετού κι ανέβαινε από το εσωτερικό με διαδοχικά ζιγκ ζαγκ, αντί να κάνει το γύρο των εξωτερικών πλευρών του πύργου. Εκτός από μερικά χαλαρά καγκελάκια και κάποια βουλιαγ-
μένα σκαλοπάτια, ήταν σε καλή κατάσταση. Παρ' όλα αυτά, ο Τζούνιορ ένιωσε ανήσυχος όταν βρέθηκαν μόλις δύο μέτρα πάνω από το έδαφος. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει την αιτία της ανησυχίας του, αλλά το ένστικτο του του έλεγε να προσέχει. Επειδή το φθινόπωρο και το χειμώνα είχαν πέσει πολλές βροχές, ο κίνδυνος πυρκαγιάς ήταν μικρός και το παρατηρητήριο δεν ήταν επανδρωμένο. Εκτός από τη βασική, σημαντική λειτουργία του, χρησίμευε και σαν παρατηρητήριο, ανοιχτό σε οποιονδήποτε περιπατητή είχε την αντοχή να φτάσει ως εκεί πάνω. Τα σκαλοπάτια έτριζαν. Τα βήματά τους αντηχούσαν υπόκωφα στον κούφιο, περιφραγμένο χώρο, το ίδιο και οι ανάσες τους. Κανένας απ' αυτούς τους ήχους δεν ήταν λόγος ανησυχίας, κι όμως.... Ό σ ο ο Τζούνιορ ανέβαινε πίσω από τη Ναόμι, τα σφηνοειδή κενά ανάμεσα στα διασταυρούμενα ξύλα του γιγάντιου σκελετού γίνονταν όλο και πιο στενά, αφήνοντας όλο και λιγότερο φως να εισχωρεί στο εσωτερικό της κατασκευής. Ο χώρος κάτω από την πλατφόρμα της κορυφής ήταν σκοτεινός, αν και όχι τόσο ώστε να χρειάζεται κανείς φακό. Η διαπεραστική μυρωδιά του κρεόζωτου μπερδευόταν τώρα με τη χαρακτηριστική οσμή της μούχλας ή των μυκήτων - α ν και τίποτε από τα δύο δεν ήταν λογικό να υπάρχει σε ξύλο εμποτισμένο σ' ένα τόσο δυνατό υλικό. Ο Τζούνιορ στάθηκε και κοίταξε προς τα κάτω, μέσα από το πλέγμα των σκιών, σαν να περίμενε να δει κάποιον ν' ανεβαίνει στα κλεφτά από πίσω τους. Απ' όσο μπόρεσε να δει, όμως, κανείς δεν τους παραμόνευε. Μόνο αράχνες τούς κρατούσαν συντροφιά. Κανένας δεν είχε περάσει από κει εδώ και βδομάδες, αν όχι μήνες, και δεν ήταν λίγες οι φορές που έπεσαν πάνω σε πελώριους, πυκνούς ιστούς αράχνης. Σαν ψυχρό και εύθραυστο εκτόπλασμα ψυχών που κλήθηκαν από τον κάτω κόσμο, οι αραχνοΰφαντες κατασκευές κολλούσαν πάνω τους και έφτασαν να κρέμονται τόσο πολλές από τα ρούχα τους, που στο μισοσκόταδο της σκάλας φάνταζαν και οι δυο τους σαν αναστημένοι νεκροί με κουρελιασμένα σάβανα.
Ό σ ο μειωνόταν η διάμετρος του πύργου, τόσο πιο στενή κι απότομη γινόταν η σκάλα, καταλήγοντας σ' ενός είδους πλατύσκαλο, δύο με δυόμισι μέτρα κάτω από την πλατφόρμα του παρατηρητηρίου. Από το σημείο αυτό, μια κατακόρυφη σκάλα έβγαζε σε μια ανοιχτή καταπακτή. Ό τ α ν ο Τζούνιορ βγήκε στην πλατφόρμα ακολουθώντας την ευκίνητη γυναίκα του στη σκάλα και στην καταπακτή, θα του είχε κοπεί η ανάσα από την εκπληκτική θέα αν δεν τον είχε αφήσει ήδη ξέπνοο η δύσκολη ανάβαση. Βρίσκονταν τριάντα μέτρα πάνω από το ψηλότερο σημείο της κορυφογραμμής και δεκαπέντε μέτρα πάνω από τις κορυφές των ψηλότερων δέντρων ήταν σαν να στέκονταν πάνω από μια βαθυπράσινη θάλασσα από πευκοβελόνες, που οι κυματισμοί της προχωρούσαν, σε ατέρμονες σειρές, προς την ομιχλώδη ανατολή και κατηφόριζαν, σε αμέτρητα πυκνά κοπάδια, προς την πραγματική θάλασσα, κάμποσα χιλιόμετρα μακριά, προς τα δυτικά. «Ω Ίνι, είναι εκπληκτικό!» φώναξε η Ναόμι. Ί ν ι ήταν το χαϊδευτικό του. Η Ναόμι δεν ήθελε να τον φωνάζει Τζούνιορ, όπως όλος ο κόσμος, κι εκείνος δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον φωνάζει Ίνοχ, που ήταν το πραγματικό του όνομα. Ί ν ο χ Κάιν Τζούνιορ. Ο καθένας κουβαλάει το σταυρό του, τι να κάνουμε; Τουλάχιστον, δεν είχε γεννηθεί καμπούρης ή στραβοκάνης. Αφού τίναξαν τους ιστούς ο ένας από τα ρούχα του άλλου και ξέπλυναν τα χέρια τους με εμφιαλωμένο νερό, έφαγαν μεσημεριανό. Σάντουιτς με τυρί και αποξηραμένα φρούτα. Ενώ έτρωγαν, έκαναν το γύρο της πλατφόρμας πάνω από μια φορά ο καθένας, απολαμβάνοντας την εκπληκτική θέα. Στη διάρκεια του δεύτερου γύρου, η Ναόμι ακούμπησε κάποια στιγμή το χέρι της στο προστατευτικό κάγκελο και διαπίστωσε ότι μερικά από τα στηρίγματα είχαν σαπίσει. Δεν στήριξε το βάρος της στο κάγκελο, δεν διέτρεξε τον παραμικρό κίνδυνο να πέσει. Οι ξύλινοι στύλοι λύγισαν προς τα έξω, ένας απ' αυτούς έτριξε κι έσπασε, και η Ναόμι τραβήχτηκε ενστικτωδώς από την άκρη της πλατφόρμας. Κι όμως, ο Τζούνιορ τρόμαξε τόσο πολύ, που ήθελε να κατεβούν αμέσως από την πλατφόρμα και ν' αποτελειώσουν
το γεύμα τους στο στέρεο έδαφος. Έτρεμε, το στόμα του είχε στεγνώσει-κι αυτό δεν είχε καμιά σχέση με το αλμυρό τυρί. Η φωνή του ακούστηκε τρεμουλιαστή και παράξενη: «Λίγο έλειψε να σε χάσω». «Μα, Ί ν ι , δεν κινδύνευσα καθόλου!» «Παραλίγο, παραλίγο». Ό σ ο ανέβαιναν στον πύργο δεν είχε ιδρώσει. Τώρα ένιωθε σταγόνες ιδρώτα να του γαργαλάνε το μέτωπο. Η Ναόμι χαμογέλασε και του σφούγγισε τον ιδρώτα με μια χαρτοπετσέτα. «Είσαι πολύ γλυκός. Σ' αγαπώ». Ο Τζούνιορ την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ή τ α ν τόσο όμορφο να την κρατάει σφιχτά. «Πάμε κάτω», επέμεινε. Η Ναόμι ελευθερώθηκε από το αγκάλιασμά του, δάγκωσε μια μπουκιά από το σάντουιτς και, καταφέρνοντας να φαίνεται όμορφη ακόμη και μιλώντας με το στόμα γεμάτο, είπε: «Δεν μπορούμε να κατεβούμε αν δεν εξετάσουμε πρώτα πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα». «Ποιο πρόβλημα;» «Το προστατευτικό κάγκελο. Ί σ ω ς να υπάρχει μόνο ένα επικίνδυνο σημείο, αλλά μπορεί και να είναι ολόκληρο σάπιο. Πρέπει να ξέρουμε την έκταση του προβλήματος όταν θα επιστρέψουμε στον πολιτισμό, για να τηλεφωνήσουμε στην Πυροσβεστική και να το αναφέρουμε». «Γιατί να μην τους τηλεφωνήσουμε απλώς και να έρθουν να το ελέγξουν αυτοί;» Χαμογελώντας, η Ναόμι έπιασε το λοβό του αυτιού του και τον τράβηξε μαλακά. «Ντιν ντον! Είναι κανείς εδώ; Κάνω μια δημοσκόπηση για τη σημασία της ευθύνης του πολίτη». Ο Τζούνιορ συνοφρυώθηκε. «Το τηλεφώνημα είναι ήδη μια υπεύθυνη πράξη». « Ό σ ο περισσότερες πληροφορίες δώσουμε, τόσο πιο αξιόπιστοι θα φανούμε, κι όσο πιο αξιόπιστοι φανούμε, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να θεωρήσουν ότι τους κάνουμε φάρσα». «Τρίχες». «Σγουρές ή ίσιες;» «Τι;»
«Αν είναι τρίχες, δεν αναγνωρίζω το είδος τους». Έ χ ο ντας τελειώσει το σάντουιτς, η Ναόμι έγλειψε τα δάχτυλά της. «Σκέψου το, Ί ν ι . Αν έρθει εδώ πάνω μια οικογένεια με τα παιδιά της;» Ποτέ δεν μπορούσε να της αρνηθεί κάτι που ήθελε, κυρίως επειδή σπάνια ήθελε κάτι που αφορούσε μόνο την ίδια. Η πλατφόρμα που περιέβαλλε το κλειστό παρατηρητήριο είχε πλάτος τρία περίπου μέτρα. Φαινόταν απόλυτα σταθερή και ασφαλής. Τα όποια προβλήματα υπήρχαν περιορίζονταν στο κιγκλίδωμα. «Εντάξει», συμφώνησε απρόθυμα. «Αλλά θα ελέγξω εγώ το κάγκελο. Εσύ θα μείνεις κοντά στον τοίχο για να μην κινδυνεύσεις». Η Ναόμι χαμήλωσε τη φωνή της κάνοντάς τη ν' ακουστεί σαν γρύλισμα προϊστορικού ανθρώπου. «Άντρας πάει σκοτώσει άγριο ζώο. Γυναίκα μόνο κοιτάζει». «Αυτή είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων». Πάντα γρυλίζοντας, η Ναόμι απάντησε: «Άντρας λέει είναι φυσική τάξη. Για γυναίκα είναι διασκέδαση». «Πάντα πρόθυμος να σας ευχαριστήσω, κυρία μου». Ο Τζούνιορ βάδιζε κατά μήκος του κάγκελου και το έλεγχε κουνώντας το ελαφρά, ενώ η Ναόμι ακολουθούσε πίσω του. «Πρόσεχε, Ίνι». Το πολυκαιρισμένο ξύλο ήταν τραχύ κάτω από την παλάμη του. Πιο πολύ φοβόταν μήπως τον πληγώσει καμιά ακίδα παρά μήπως υποχωρήσει το κάγκελο. Βάδιζε αργά και είχε τεντώσει το χέρι του, ώστε να μη βρίσκεται άκρη άκρη στην πλατφόρμα, κουνώντας κάθε τόσο το κάγκελο, ψάχνοντας για χαλαρωμένα ή σάπια πασσαλάκια. Σε δυο λεπτά είχαν κάνει όλο το γύρο της πλατφόρμας και είχαν επιστρέψει στο σημείο όπου η Ναόμι είχε ανακαλύψει το σαπισμένο τμήμα. Αυτό ήταν τελικά και το μοναδικό χαλασμένο σημείο του κιγκλιδώματος. «Είσαι ικανοποιημένη τώρα;» τη ρώτησε. «Μπορούμε να κατεβούμε;» «Βεβαίως, αφού τελειώσουμε το φαγητό μας». Η Ναόμι είχε βγάλει από το σακίδιο της ένα σακουλάκι αποξηραμένα βερίκοκα.
«Πρέπει να κατεβούμε», την πίεσε ο Τζούνιορ. Η Ναόμι άδειασε στην παλάμη του δυο βερίκοκα από τη χαρτοσακούλα της. «Δε χόρτασα ακόμη τη θέα. Μη γίνεσαι εκνευριστικός, Ί ν ι . Τώρα ξέρουμε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος». «Εντάξει», υποχώρησε ο Τζούνιορ. «Αλλά μην ακουμπήσεις στο κάγκελο -ούτε καν στα σημεία που ξέρουμε ότι είναι γερά». «Θα γινόσουν πολύ καλή μητέρα». «Ναι, μόνο που θα είχα πρόβλημα με το θηλασμό». Έ κ α ν α ν πάλι το γύρο της πλατφόρμας, σταματώντας κάθε τόσο για ν' απολαύσουν το μαγευτικό πανόραμα, και η υπερένταση του Τζούνιορ γρήγορα υποχώρησε. Ό π ω ς πάντα, η συντροφιά της Ναόμι ήταν το καλύτερο ηρεμιστικό. Του έβαλε στο στόμα ένα βερίκοκο. Θυμήθηκε τη δεξίωση του γάμου τους, όταν τάιζαν ο ένας τον άλλο μπουκιές από την τούρτα. Η ζωή με τη Ναόμι ήταν ένας συνεχής μήνας του μέλιτος. Τελικά βρέθηκαν και πάλι σ' εκείνο το σάπιο σημείο του κιγκλιδώματος που παραλίγο να είχε υποχωρήσει κάτω από τα χέρια της Ναόμι. Ο Τζούνιορ έσπρωξε τη Ναόμι τόσο δυνατά, που σχεδόν τη σήκωσε στον αέρα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι ένα κομμάτι μισομασημένο βερίκοκο έπεσε από το ανοιχτό της στόμα μόλις η πλάτη της χτύπησε με ορμή πάνω στο σαπισμένο ξύλινο κάγκελο. Για μια στιγμή, ο Τζούνιορ νόμισε πως το κάγκελο θα κρατούσε, αλλά τα πασσαλάκια τσάκισαν, η κουπαστή βούλιαξε και η Ναόμι εκσφενδονίστηκε έξω από την πλατφόρμα μέσα σ' ένα θόρυβο από σάπιο ξύλο που σπάει. Ή τ α ν τέτοια η κατάπληξή της, που δεν ούρλιαξε παρά μόνο όταν θα πρέπει να είχε ήδη καλύψει το ένα τρίτο της μακριάς πτώσης της προς το έδαφος. Ο Τζούνιορ δεν άκουσε κανένα γδούπο, αλλά η απότομη διακοπή της κραυγής της επιβεβαίωσε τη σύγκρουση με το έδαφος. Είχε εκπλαγεί με τον εαυτό του. Δεν πίστευε ότι ήταν ικανός για φόνο εν ψυχρώ, και μάλιστα σε μια παρόρμηση της
στιγμής, χωρίς να καθίσει καν ν' αναλύσει τους κινδύνους και τα πιθανά πλεονεκτήματα μιας τόσο ακραίας πράξης. Αφού ξαναβρήκε την ανάσα του και αποδέχτηκε το απίστευτο θράσος του, ο Τζούνιορ προχώρησε κατά μήκος της πλατφόρμας, μακριά από το σπασμένο κομμάτι, κι από μια απόλυτα ασφαλή θέση έσκυψε προσεκτικά και κοίταξε κάτω. Εκείνη δεν ήταν παρά μια μικροσκοπική ανοιχτόχρωμη κηλίδα πάνω στο σκούρο χορτάρι και τα βράχια. Πεσμένη ανάσκελα. Με το ένα πόδι διπλωμένο κάτω από το κορμί της σε μια αφύσικη γωνία. Το δεξί της χέρι στα πλευρά· το αριστερό ψηλά και ανοιχτό, σαν να χαιρετούσε. Έ ν α λαμπερό σύννεφο από χρυσαφιά μαλλιά τύλιγε το κεφάλι της. Την αγαπούσε τόσο πολύ που δεν άντεχε να τη βλέπει. Στράφηκε μακριά από το κάγκελο, διέσχισε την πλατφόρμα και κάθισε με την πλάτη στον τοίχο του παρατηρητηρίου. Για κάμποση ώρα έκλαψε ανεξέλεγκτα. Χάνοντας τη Ναόμι, είχε χάσει πολύ περισσότερα από μια σύζυγο, μια φίλη και μια ερωμένη, πολύ περισσότερα από μια αδελφή ψυχή. Είχε χάσει ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Ένιωθε κούφιος κάτω από το δέρμα του, σαν να είχαν αποσπαστεί από το εσωτερικό του σώματος του η σάρκα και το αίμα και να είχαν αντικατασταθεί από ένα ψυχρό, μαύρο κενό. Τρόμος και απελπισία τον είχαν κυριεύσει και τον βασάνιζαν σκέψεις αυτοκαταστροφής. Σε λίγο, όμως, αισθάνθηκε καλύτερα. Ό χ ι καλά, αλλά οπωσδήποτε καλύτερα. Προτού κάνει η Ναόμι τη βουτιά από την πλατφόρμα, της είχε πέσει το σακουλάκι με τα βερίκοκα. Ο Τζούνιορ σύρθηκε ως εκεί, πήρε ένα φρούτο και το έφαγε μασώντας αργά, απολαμβάνοντάς το. Ύστερα σύρθηκε με την κοιλιά ως το σπασμένο σημείο του κιγκλιδώματος, απ' όπου κοίταξε ευθεία κάτω, στο έδαφος, τη χαμένη αγάπη του. Η Ναόμι βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση όπως όταν είχε πρωτοκοιτάξει. Δεν περίμενε, φυσικά, να τη δει να χορεύει. Μια πτώση από ύψος σαράντα πέντε μέτρων θα έκοβε στον καθένα την όρεξη για χορό.
Από κει ψηλά που βρισκόταν, δεν έβλεπε καθόλου αίμα. Ή τ α ν σίγουρος όμως ότι θα είχε χυθεί κάποια ποσότητα. Ο αέρας ήταν ακίνητος, δεν φυσοΰσε καθόλου. Τα πανύψηλα κωνοφόρα έστεκαν ασάλευτα, σαν εκείνα τα μυστηριώδη πέτρινα κεφάλια που αντικρίζουν τη θάλασσα στο Νησί του Πάσχα. Η Ναόμι νεκρή. Ολοζώντανη λίγα λεπτά πριν, και τώρα πεθαμένη. Αδιανόητο. Ο ουρανός είχε το ίδιο βαθύ μπλε με τα λουλουδάκια στο πορσελάνινο σερβίτσιο τσαγιού της μητέρας του. Στην ανατολή, ένα κοπάδι συννεφάκια, σαν σβολιασμένη κρέμα. Ο ήλιος, ένα κομμάτι βούτυρο. Ο Τζούνιορ έφαγε άλλο ένα βερίκοκο. Πεινούσε. Κανένα γεράκι στον ουρανό. Καμιά ορατή κίνηση, πουθενά σ' όλη αυτή την απεραντοσύνη. Κάτω μακριά, η Ναόμι ακόμη νεκρή. Τι περίεργη που είναι η ζωή. Πόσο εύθραυστη. Ποτέ δεν ξέρεις ποια εκπληκτική εξέλιξη μπορεί να σε περιμένει στην επόμενη στροφή. Το αρχικό σοκ του Τζούνιορ είχε δώσει τη θέση του σε μια απόλυτη αίσθηση δέους. Στο μεγαλύτερο μέρος της νεανικής ζωής του είχε συναίσθηση ότι ο κόσμος είναι ένα μυστήριο, ότι τον κυβερνά η μοίρα. Τώρα, με αφορμή αυτό το τραγικό περιστατικό, είχε συνειδητοποιήσει ότι ο ανθρώπινος νους και η ψυχή δεν είναι λιγότερο αινιγματικά απ' όσο το υπόλοιπο σύμπαν. Ποιος να το έλεγε ότι ο Κάιν Τζούνιορ ήταν ικανός για μια τόσο αιφνίδια και βίαιη πράξη; Ό χ ι η Ναόμι, πάντως. Ούτε κι ο ίδιος ο Τζούνιορ, εδώ που τα λέμε. Με πόσο πάθος την είχε αγαπήσει αυτή τη γυναίκα. Πόσο δυνατά την είχε λατρέψει. Πίστευε πως δεν θα μπορούσε ποτέ ν(ι ζήσει χωρίς αυτή. Έ κ α ν ε λάθος. Η Ναόμι ήταν εκεί κάτω, νεκρή -κι αυτός, εδώ ψηλά, ολοζώντανος. Η παροδική αυτοκτονική τάση τού είχε περάσει πια και τώρα ήταν σίγουρος ότι με κάποιον τρόπο θα ξεπερνούσε αυτή την τραγωδία, ότι ο πόνος με τον καιρό θα ξεχνιόταν, ότι αυτή η έντονη αίσθηση της απώλειας
θα ξεθώριαζε με το χρόνο κι ότι τελικά θα μπορούσε ακόμη και ν' αγαπήσει ξανά μια άλλη γυναίκα. Πραγματικά, παρά τη λΰπη και τον πόνο του, έβλεπε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία, ενδιαφέρον και έξαψη απ' ό,τι εδώ και πολύ καιρό. Κι αφού ήταν ικανός γι' αυτό, πάει να πει πως διέφερε από την εικόνα που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του, πως ήταν πολύ πιο σύνθετος άνθρωπος, πολύ πιο δυναμικός! Αναστέναξε. Ό σ ο κι αν ήταν μεγάλος ο πειρασμός να μείνει ξαπλωμένος εκεί, να χαζεύει τη Ναόμι νεκρή και να ονειρεύεται ένα ασύγκριτα πιο τολμηρό και ενδιαφέρον μέλλον απ' ό,τι είχε τολμήσει ποτέ ως τώρα να φανταστεί, είχε πολλά να κάνει μέχρι το βράδυ. Η ζωή του θα ήταν αρκετά έντονη για κάποιο διάστημα.
Κεφάλαιο 4
Μ Ε ς Α ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΟ ΜΟΤΙΒΟ με τα τριαντάφυλλα στο τζάμι της εξώπορτας κι ενώ το κουδούνι χτυπούσε για δεύτερη φορά, ο Τζο διέκρινε τη Μαρία Γκονζάλες. Αλλού ροζ κι αλλού πράσινο, αλλού λείο κι αλλού χαραγμένο, το πρόσωπο της φάνταζε σαν μωσαϊκό από φύλλα και ροδοπέταλα. Ό τ α ν της άνοιξε την πόρτα, η Μαρία έσκυψε το κεφάλι και κοιτώντας χαμηλά είπε: «Πρέπει να είμαι η Μαρία Γκονζάλες». «Ναι, Μαρία, ξέρω ποια είσαι». Ό π ω ς πάντα, ο Τζο ένιωσε καταγοητευμένος από την ντροπαλοσύνη της και τη γενναία μάχη που έδινε με την αγγλική γλώσσα. Παρ' όλο που έκανε ένα βήμα πίσω και της κράτησε ανοιχτή την πόρτα για να περάσει, η Μαρία παρέμεινε στο κατώφλι. «Θέλω να δω την κυρία Άγκνες». «Ναι, βέβαια. Παρακαλώ, πέρασε μέσα». Η Μαρία δίσταζε ακόμη. «Για τ' αγγλικά». «Απ' αυτά μιλάει μπόλικα η Άγκνες. Περισσότερα απ' όσα μπορώ να αντέξω». Η Μαρία συνοφρυώθηκε, καθώς δεν ήταν ακόμη αρκετά επαρκής στην καινούρια γλώσσα για να αντιληφθεί το αστείο. Από φόβο μήπως νομίσει ότι την πείραζε ή την κορόιδευε, ο Τζο έβαλε τα δυνατά του ν' ακουστεί όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής. «Μαρία, πέρασε μέσα, σε παρακαλώ.Μι κάζα ες σου κάζα».
Η Μαρία του έριξε μια γρήγορη ματιά κι αμέσως μετά κοίταξε αλλού. Η δειλία της δεν οφειλόταν μόνο στην ντροπή, αλλά και στην έλλειψη εμπειρίας. Στην πατρίδα της, η Μαρία ανήκε σ' εκείνη την κοινωνική τάξη που ποτέ δεν θα κοίταζε στα μάτια κάποιον που θα μπορούσε να θεωρηθεί πατρόν. Ο Τζο ήθελε να της πει ότι τώρα βρισκόταν στην Αμερική, όπου κανένας δεν ήταν υποχρεωμένος να υποκλίνεται σε κανέναν, όπου η οικονομική κατάσταση του καθενός τη στιγμή της γέννησής του δεν αποτελούσε φυλακή αλλά μια πόρτα ανοιχτή, ένα σημείο εκκίνησης. Ή θ ε λ ε να της πει ότι εδώ ήταν η χώρα τού αύριο. Με δεδομένα τη σωματική διάπλαση του Τζο, τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του και την τάση του να αγριεύει όταν ερχόταν αντιμέτωπος με την αδικία, ό,τι κι αν έλεγε στην υπερβολικά ταπεινή Μαρία στα αυτιά της θα ακουγόταν σαν να τη μάλωνε. Και δεν ήθελε να γυρίσει στην κουζίνα και να πει στην Άγκνες ότι άθελά του είχε τρομάξει τη μαθήτριά της και την είχε διώξει. Για μια αμήχανη στιγμή, ο Τζο φοβήθηκε πως θα έμεναν σ' αυτό το αδιέξοδο - η Μαρία να κοιτάζει τα πόδια της κι ο Τζο το σκυμμένο της κεφάλι- ως τη Δευτέρα Παρουσία. Και τότε, κάποιο αόρατο σκυλί, με τη μορφή μιας ξαφνικής αύρας, σάρωσε τη βεράντα και χτύπησε και τη Μαρία με την ουρά του. Οσφράνθηκε με περιέργεια το κατώφλι και, λαχανιάζοντας, μπήκε στο σπίτι τραβώντας μαζί του και τη μικροσκοπική, μελαψή γυναίκα, σαν να το κρατούσε από το λουρί. «Η Άγκι είναι στην κουζίνα», είπε ο Τζο κλείνοντας την πόρτα. Η Μαρία εξέτασε το χαλί του χολ με την ίδια επιμονή και ένταση που λίγο πριν εξέταζε το δάπεδο της βεράντας. «Θα της λέτε, παρακαλώ, ότι είμαι Μαρία;» «Πήγαινε στην κουζίνα. Σε περιμένει». «Σε κουζίνα; Καταμόνη μου;» «Συγνώμη;» «Σε κουζίνα εγώ καταμόνη μου;»
«Μόνη σου», τη διόρθωσε ο Τζο χαμογελώντας.«Ναι, φυσικά, μόνη σου. Ξέρεις που είναι». Η Μαρία έγνεψε καταφατικά, διέσχισε το χολ προς την κατεύθυνση του καθιστικού, όπου στράφηκε και συνάντησε φευγαλέα το βλέμμα του. «Ευχαριστώ». Ο Τζο στην αρχή δεν κατάλαβε γιατί τον ευχαριστούσε. Έ π ε ι τ α όμως συνειδητοποίησε ότι του ήταν ευγνώμων που την εμπιστευόταν ότι δεν θα έκλεβε τίποτα πηγαίνοντας στην κουζίνα ασυνόδευτη. Προφανώς, η γυναίκα είχε συνηθίσει να αποτελεί αντικείμενο καχυποψίας, όχι επειδή ήταν αναξιόπιστη, αλλά απλώς και μόνο επειδή ήταν η Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες, που είχε ταξιδέψει βόρεια από το Ερμοσίγιο του Μεξικού σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Παρ' ότι τον στενοχώρησε αυτή η υπενθύμιση της βλακείας και της κακίας του κόσμου, ο Τζο δεν αφέθηκε να παρασυρθεί σε αρνητικές σκέψεις. Σύντομα θα αποκτούσε το πρώτο του παιδί και, χρόνια αργότερα, ήθελε να θυμάται τη μέρα αυτή σαν ένα λαμπρό διάστημα γλυκιάς, αν και γεμάτης νευρικότητα, αναμονής που θα κατέληγε στη θριαμβευτική χαρά της γέννησης. Στο καθιστικό, βολεύτηκε στην αγαπημένη του πολυθρόνα και προσπάθησε να διαβάσει το Ζεις Μονάχα Δυο Φορές, την τελευταία νουβέλα με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ - α ν και δεν θα μπορούσε να του χρησιμεύσει σε τίποτα στην προκειμένη περίσταση. Ο Μποντ είχε γλιτώσει από χίλιες απειλές, είχε ξεπαστρέψει εκατοντάδες κακοποιούς, αλλά δεν ήξερε το παραμικρό για τις επιπλοκές που μπορούν να μετατρέψουν ένα συνηθισμένο τοκετό σε θανάσιμη μάχη για τη μητέρα και το βρέφος.
Κεφάλαιο 5
ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ, ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ μέσα στις σκιές και τους κουρελιασμένους ιστούς αράχνης, μέσα στη δυνατή μυρωδιά του κρεόζωτου και στην εμετική βρόμα της μούχλας. Ο Τζούνιορ κατέβαινε τα σκαλιά του πυροσβεστικού πύργου με άπειρη προσοχή. Αν τυχόν σκάλωνε σε κανένα χαλαρό σανίδι κι έπεφτε κι έσπαγε το πόδι του, μπορεί να έμενε εκεί για μέρες και τελικά να πέθαινε από δίψα ή από μόλυνση, έρμαιο των όποιων αρπακτικών θα τον έβρισκαν μόνο κι αβοήθητο τη νύχτα. Δεν είναι συνετό να κάνει κανείς περιπάτους στο δάσος μόνος του. Ο Τζούνιορ πάντα βασιζόταν στο σύντροφο με τον οποίο θα μοιραζόταν το ρίσκο, αλλά σύντροφος του ήταν η Ναόμι -κι αυτή δεν ήταν πια στο πλευρό του. Ό τ α ν έφτασε κάτω, βγήκε έξω από τον ξύλινο πύργο κι έτρεξε κατευθείαν στο χωματόδρομο. Το αυτοκίνητο απείχε ώρες από το δύσβατο μονοπάτι που είχαν επιλέξει για να φτάσουν ως εκεί, αλλά ήταν μόλις μισή ώρα, τρία τέταρτα το πολύ, αν επέστρεφε από το χωματόδρομο αντιπυρικής προστασίας. Λίγα μόλις βήματα μετά, ο Τζούνιορ σταμάτησε απότομα. Δεν τολμούσε να φέρει τις Αρχές σ' αυτή εδώ τη βουνοκορφή, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως η καημένη η Ναόμι, αν και θανάσιμα τραυματισμένη, κρατιόταν ακόμη στη ζωή. Λογικά, κανείς δεν θα επιζούσε έπειτα από μια πτώση
από σαράντα πέντε μέτρα, από δεκαπέντε περίπου ορόφους δηλαδή. Από την άλλη, όμως, συμβαίνουν και θαύματα καμιά φορά. Ό χ ι θαύματα με την έννοια θεών, αγίων ή καλών αγγέλων που παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των ανθρώπων. Ο Τζούνιορ ποτέ δεν πίστεψε σε τέτοιες ανοησίες. «Ωστόσο, εκπληκτικά μεμονωμένα περιστατικά συμβαίνουν πού και πού», μουρμούρισε. Ο ίδιος είχε μια αυστηρά μαθηματική-επιστημονική άποψη για τη ζωή, η οποία άφηνε πολλά περιθώρια σε ορισμένες απίστευτες «ανωμαλίες», σε κάποια μυστήρια με απίθανες μηχανικές συνέπειες, αλλά κανένα περιθώριο στο υπερφυσικό. Με πολύ περισσότερη ταραχή απ' όση θα δικαιολογούσε στον εαυτό του, έκανε το γύρο της βάσης του πύργου. Ψηλό γρασίδι κι αγριόχορτα γαργαλούσαν τις γυμνές γάμπες του. Αυτή την εποχή δεν υπήρχαν έντομα να βουίζουν τριγύρω, ούτε σκνίπες να κολλάνε στο ιδρωμένο μέτωπο του. Αργά και διστακτικά, ο Τζούνιορ κινήθηκε προς την κουβαριασμένη σιλουέτα της πεσμένης γυναίκας του. Στους δεκατέσσερις μήνες του γάμου τους, η Ναόμι ποτέ δεν του είχε υψώσει τη φωνή, δεν του είχε αντιμιλήσει ούτε μια φορά. Δεν έψαχνε ποτέ της για ελαττώματα σε οποιονδήποτε άνθρωπο στην περίπτωση που έβλεπε ότι διέθετε έστω κι ένα προτέρημα, και ήταν ο τύπος που μπορούσε να δικαιολογήσει τα πάντα και τους πάντες, εκτός από τους παιδεραστές και... ...τους δολοφόνους. Ο Τζούνιορ έτρεμε στην ιδέα να τη βρει ζωντανή επειδή για πρώτη φορά στη σχέση τους εκείνη θα είχε να τον κατηγορήσει για κάτι. Σίγουρα όχι μόνο θα ξεστόμιζε άσχημα, ίσως μάλιστα και πολύ πικρά λόγια εναντίον του, αλλά κι αν ακόμη κατάφερνε να την κάνει να σωπάσει, όλες οι υπέροχες αναμνήσεις του από το γάμο τους θα σπιλώνονταν για πάντα. Από κείνο το σημείο και στο εξής, κάθε φορά που θα σκεφτόταν τη χρυσαφένια του Ναόμι, θα άκουγε τις σκληρές κατηγόριες της, θα έβλεπε το αγγελικό της πρόσωπο σκληρό και άσχημο από το θυμό.
Τι κρίμα που θα ήταν να καταστραφούν τόσες πολλές και υπέροχες αναμνήσεις. Ο Τζούνιορ έστριψε στη βορειοδυτική γωνία του πύργου και είδε τη Ναόμι έτσι όπως περίμενε να τη δει: πεσμένη ακίνητη σε μια εντελώς αφύσικη στάση - κ ι όχι ανακαθισμένη, να τινάζει πευκοβελόνες από τα μαλλιά της. Παρ' όλα αυτά, κοντοστάθηκε, απρόθυμος να την πλησιάσει. Την παρατήρησε από μια απόσταση ασφαλείας, με τα μάτια του μισόκλειστα κόντρα στον δυνατό ήλιο, έτοιμος να αντιδράσει στην παραμικρή κίνηση εκ μέρους της. Μέσα στην απόλυτη σιωπή, χωρίς θρόισμα ανέμου, χωρίς βουητό εντόμων, χωρίς κανένα σημάδι ζωής, αφουγκράστηκε περιμένοντας σχεδόν να την ακούσει να μουρμουρίζει ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια -αλλά με ψιλή, φάλτσα φωνή, παραμορφωμένη από το αίμα και τα σπασμένα πλευρά. Άρχισε να περιέρχεται σε κατάσταση πανικού, και μάλιστα χώρίς λόγο. Η Ναόμι ήταν σίγουρα νεκρή, αλλά έπρεπε να βεβαιωθεί απολύτως, και για να βεβαιωθεί απολύτως έπρεπε να τη δει από κοντά. Δεν γινόταν αλλιώς. Μια γρήγορη ματιά και ύστερα θα έφευγε μακριά -μακριά, σ' ένα καινούριο μέλλον γεμάτο καινούρια πράγματα και ενδιαφέροντα. Μόλις αποφάσισε να την πλησιάσει, όμως, κατάλαβε γιατί ήταν τόσο απρόθυμος να δει τη Ναόμι από πολύ κοντά. Φοβόταν πως το όμορφο πρόσωπο της θα ήταν φριχτά παραμορφωμένο, τραυματισμένο και ματωμένο. Ο Τζούνιορ ένιωσε το στομάχι του ν' ανακατεύεται. Δεν του άρεσαν οι πολεμικές ταινίες ή οι ταινίες μυστηρίου, στις οποίες οι άνθρωποι πυροβολούνται, μαχαιρώνονται ή δηλητηριάζονται στα κρυφά, γιατί πάντα σε αναγκάζουν να δεις το πτώμα του θύματος, λες και δεν θα το πίστευες αν απλώς αναφερόταν ότι κάποιος σκοτώθηκε και συνεχιζόταν κανονικά η πλοκή. Εκείνος προτιμούσε τις αισθηματικές ταινίες και τις κωμωδίες. Κάποτε είχε αγοράσει ένα θρίλερ του Μίκι Σπιλέιν και κόντεψε ν' αρρωστήσει από την απίστευτη βία. Θα το είχε παρατήσει στη μέση το βιβλίο, αν δεν θεωρούσε αδυναμία χαρακτήρα το να μην ολοκληρώσει κάτι που είχε ξεκινήσει,
έστω κι αν επρόκειτο για ένα εμετικό, βίαιο μυθιστόρημα. Στις πολεμικές ταινίες και στα θρίλερ απολάμβανε έντονα τη δράση. Η δράση δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Το μετά ήταν που τον τάραζε. Πάρα πολλοί κινηματογραφιστές ή συγγραφείς επιμένουν να σου δείχνουν το μετά, λες και είναι εξίσου σημαντικό με την πλοκή. Το απολαυστικό όμως σε μια ταινία ή ένα βιβλίο είναι η δράση κι όχι τα επακόλουθα. Για παράδειγμα, σε μια σκηνή στην οποία ένα τρένο τρέχει ακυβέρνητο και χτυπάει ένα φορτηγάκι γεμάτο καλόγριες σε μια αφύλακτη διάβαση, το κάνει λιώμα και συνεχίζει την τρελή πορεία του, αυτό που θέλεις είναι να ακολουθήσεις το τρένο κι όχι να γυρίσεις πίσω να δεις τι έπαθαν οι άτυχες καλόγριες. Ζωντανές ή νεκρές, οι καλόγριες είναι πλέον ιστορία από τη στιγμή που το τρένο έχει χτυπήσει το φορτηγάκι τους και το μόνο που έχει σημασία στο εξής είναι η πορεία του τρένου. Ό χ ι οι συνέπειες αλλά η συνέχεια. Τώρα, πάνω στην ηλιόλουστη κορυφογραμμή του Ό ρ ε γκον, μίλια μακριά από κάθε τρένο, πόσο μάλλον από καλόγριες, ο Τζούνιορ εφάρμοσε την άποψή του αυτή στην προσωπική του υπόθεση. Ξεπέρασε τη ναυτία κι επανεκτησε το χαμένο κουράγιο του. Πλησίασε τη σωριασμένη γυναίκα του, στάθηκε από πάνω της και κοίταξε σταθερά τα ορθάνοιχτα, ακίνητα μάτια της λέγοντας: «Ναόμι;» Δεν ήξερε γιατί τη φώναξε, αφού με την πρώτη ματιά είχε ήδη βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρή. Διέκρινε μια νότα μελαγχολίας στη φωνή του και υπέθεσε ότι είχε αρχίσει ήδη να νιώθει την έλλειψη της. Αν τα μάτια της σάλευαν στο άκουσμα του ονόματος της, αν ανοιγόκλειναν ανταποκρινόμενα στο κάλεσμα του, ίσως και να μην τον ενοχλούσε ιδιαίτερα, αρκεί βέβαια να βρισκόταν και στην κατάλληλη κατάσταση. Παράλυτη από το λαιμό και κάτω, ώστε να μην εκπροσωπεί σωματική απειλή, με εγκεφαλική βλάβη τέτοια που να μην μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να γράψει, ή ν' αποκαλύψει με οποιονδήποτε τρόπο στην αστυνομία τι της είχε συμβεί, αλλά με το κάλλος της σχετικά ανέπαφο, θα μπορούσε ίσως να ομορφαίνει τη ζωή του με διάφορους τρόπους. Με τις απαραίτητες προϋ-
ποθέσεις, όπως το να είναι η γλυκιά Ναόμι εκπληκτικά όμορφη όπως πάντα, αλλά χειρίσιμη και άλαλη σαν μια πλαστική κούκλα, ο Τζούνιορ θα ήταν πρόθυμος να της εξασφαλίσει σπίτι και φροντίδα. Αυτό θα πει πράξη χωρίς συνέπειες. Η Ναόμι όμως ήταν νεκρή όσο κι ένα βατράχι κάτω από ρόδα νταλίκας, και η Ναόμι σ' αυτή την κατάσταση τον ενδιέφερε εξίσου με ένα φορτηγάκι γεμάτο καλόγριες που το έχει λιώσει το τρένο. Ή τ α ν πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το πρόσωπο της ήταν απίστευτα όμορφο όπως πάντα. Η Ναόμι είχε χτυπήσει στο έδαφος με την πλάτη και η βλάβη είχε γίνει κυρίως στη σπονδυλική της στήλη και στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο Τζούνιορ δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τι όψη θα είχε το πίσω μέρος του κρανίου της, κι ευτυχώς, τα πλούσια ξανθά μαλλιά της έκρυβαν αποτελεσματικά την αλήθεια. Τα χαρακτηριστικά της ήταν βέβαια λιγάκι παραμορφωμένα, γεγονός που υπαινισσόταν την τρομερή καταστροφή στον εγκέφαλο της, αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε θλιβερό ούτε γκροτέσκο. Αντίθετα, η παραμόρφωση της έδινε εκείνο το κατεργάρικο, λίγο λοξό κι άκρως γοητευτικό χαμόγελο ενός θηλυκού που φλερτάρει, με τα χείλη μισάνοιχτα σαν να έχει μόλις πει κάτι εξαιρετικά γλυκό και έξυπνο. Ο Τζούνιορ απόρησε αρχικά που υπήρχαν τόσο λίγα ίχνη από πηγμένο αίμα στο έδαφος. Ύστερα κατάλαβε ότι η Ναόμι είχε πεθάνει ακαριαία. Η καρδιά της είχε σταματήσει τόσο απότομα, που δεν υπήρξε σφυγμός για να στείλει το αίμα έξω από τις πληγές της. Γονάτισε δίπλα της κι άγγιξε απαλά το πρόσωπο της. Το δέρμα ήταν ακόμη ζεστό. Πάντα αισθηματίας, ο Τζούνιορ την αποχαιρέτησε μ' ένα φιλί. Αργό, αλλά όχι γαλλικό. Μετά, επέστρεψε στο χωματόδρομο και κατευθύνθηκε προς τα νότια βαδίζοντας σταθερά, με γοργό βήμα. Ό τ α ν έφτασε στην πρώτη στροφή του στενού χωματόδρομου, στάθηκε κι έριξε μια ματιά πίσω, στην κορυφογραμμή. Το τρομακτικό, αυστηρά γεωμετρικό σχήμα του πανύψηλου πύργου δέσποζε με φόντο τον μπλε ουρανό. Το δάσος
έμοιαζε να αποτραβιέται απ' αυτόν το σκοτεινό όγκο, λες και η φΰση να αρνιόταν πια να περιβάλλει το οικοδόμημα. Πάνω από τον πύργο και προς τα δεξιά είχαν εμφανιστεί τρία κοράκια, σαν να είχαν έρθει από το πουθενά. Έ κ α ν α ν γύρους πάνω από το σημείο όπου κειτόταν η Ναόμι σαν την Ωραία Κοιμωμένη, που όμως δεν είχε ξυπνήσει από το φιλί του πρίγκιπα της. Τα κοράκια τρώνε ψοφίμια. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι η δράση είναι που έχει σημασία κι όχι τα επακόλουθα, ο Κάιν Τζούνιορ συνέχισε την πορεία του στον στενό δασικό χωματόδρομο. Τώρα προχωρούσε με ελαφρό τροχάδην, τραγουδώντας ρυθμικά, έτσι όπως κάνουν οι πεζοναύτες όταν τρέχουν στη διάρκεια της εκπαίδευσης. Μη ξέροντας όμως κανένα στρατιωτικό τραγούδι, γρύλιζε τα λόγια από το «Somewhere over the Rainbow», χωρίς μελωδία, ακολουθώντας χοντρικά το ρυθμό του βηματισμού του που δεν θα τον οδηγούσε ούτε στα παλάτια του Μοντεζούμα ούτε στις ακτές της Τρίπολης, αλλά σε ένα μέλλον που τώρα πια υποσχόταν να είναι γεμάτο απίθανες εμπειρίες κι ατέλειωτες εκπλήξεις.
Κεφάλαιο 6
Μ ε ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ λόγω εγκυμοσύνης, η Άγκνες ήταν μικροκαμωμένη και λεπτή. Η Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες ήταν ακόμη πιο μικροσκοπική. Όμως, καθισμένες όπως ήταν η μία απέναντι στην άλλη στο τραπέζι της κουζίνας, δυο νέες γυναίκες από πολύ διαφορετικούς κόσμους αλλά με εξαιρετικά κοινά στοιχεία σαν προσωπικότητες, διαφωνούσαν σχετικά με το ζήτημα της πληρωμής των μαθημάτων των αγγλικών, συγκρούονταν σαν τις τεκτονικές πλάκες που τρίβονται μεταξύ τους βαθιά κάτω από την ακτή της Καλιφόρνιας. Η Μαρία ήταν αποφασισμένη να πληρώσει, είτε με χρήματα είτε με υπηρεσίες. Η Άγκνες επέμενε ότι τα μαθήματα ήταν μια πράξη φιλίας που δεν απαιτούσε κανενός είδους αμοιβή. «Εγώ δεν κλέβω τις πράξεις του φίλου», δήλωσε η Μαρία. «Δε μ' εκμεταλλεύεσαι, καλή μου. Χαίρομαι τόσο πολύ να σε μαθαίνω αγγλικά και να σε βλέπω να βελτιώνεσαι, που κανονικά εγώ θα έπρεπε να σε πληρώνω για την ευχάριστη ώρα που περνάω μαζί σου». Η Μαρία έκλεισε τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια της, πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να κουνάει τα χείλη της χωρίς να βγάζει ήχο, δοκιμάζοντας προφανώς στο μυαλό της κάποια σημαντική φράση που ήθελε να την πει αλάνθαστα. Άνοιξε τα μάτια της. «Ευχαριστώ την Παρθένο Μαρία και τον Ιησού κάθε βράδυ που βρέθηκες μέσα στη ζωή μου». «Είσαι πολύ γλυκιά, Μαρία».
«Τα αγγλικά όμως θα τα αγοράζω», είπε αποφασιστικά η Μαρία κι έσυρε τρία χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου προς την απέναντι μεριά του τραπεζίου. Τρία δολάρια κόστιζαν έξι ντουζίνες αβγά ή δώδεκα καρβέλια ψωμί, και δεν υπήρχε περίπτωση η Άγκνες να πάρει ποτέ το φαΐ από το στόμα μιας φτωχιάς γυναίκας με παιδιά. Ξανάσπρωξε τα χαρτονομίσματα προς τη μεριά της Μαρίας. Με σφιγμένο το σαγόνι, τα χείλη σφιχτά κλεισμένα σε μια λεπτή γραμμή και τα μάτια μισόκλειστα, η Μαρία έσπρωξε απότομα τα χρήματα προς την Άγκνες. Αγνοώντας επιδεικτικά την προσφορά, η Άγκνες άνοιξε το βιβλίο των αγγλικών. Η Μαρία έστριψε απότομα στο πλάι πάνω στην καρέκλα της, μακριά από τα τρία δολάρια και το βιβλίο. Αγριοκοιτάζοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού της φίλης της, η Άγκνες είπε ξερά: «Είσαι απίστευτη». «Λάθος. Η Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες είναι ειλικρινής». «Δεν εννοούσα αυτό και το ξέρεις». «Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Εγώ είμαι χαζή Μεξικάνα». «Μόνο χαζή δεν είσαι». «Πάντα χαζή θα είμαι, πάντα χαζή με τα άρρωστα αγγλικά μου». «Άσχημα αγγλικά. Τα αγγλικά σου δεν είναι άρρωστα, είναι άσχημα». «Τότε να μου μάθεις όμορφα». «Όχι για λεφτά». «Όχι τζάμπα». Για λίγο, οι δυο γυναίκες έμειναν ακίνητες. Η Μαρία με την πλάτη γυρισμένη στο τραπέζι και η Άγκνες, με το βλέμμα στυλωμένο στον αυχένα της Μαρίας, να βράζει από τα νεΰρα της και να την ικετεύει βουβά να στραφεί επιτέλους, να λογικευτεί. Τελικά, η Άγκνες σηκώθηκε. Μια ωδίνη έστειλε ένα κύμα πόνου στη βάση της πλάτης της και γύρω από την κοιλιά της και την ανάγκασε να στηριχτεί με τα δυο της χέρια στο τραπέζι μέχρι να περάσει. Χωρίς να πει λέξη, γέμισε ένα φλιτζάνι καφέ και το άφη-
σε μπροστά στη Μαρία. Έ β α λ ε έπειτα ένα κομμάτι σπιτικά κέικ με σταφίδες σ' ένα μικρό πιάτο και το άφησε δίπλα στον καφέ. Η Μαρία ήπιε τον καφέ καθισμένη πλάγια στην καρέκλα της, με την πλάτη της πάντα γυρισμένη στα τρία τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Η Άγκνες βγήκε από την κουζίνα στο διάδρομο, περνώντας από την παλινδρομική πόρτα αντί μέσω της τραπεζαρίας, και, όταν βρέθηκε στο καθιστικό, ο Τζο τινάχτηκε από την πολυθρόνα του πετώντας πάνω στη φούρια του το βιβλίο που διάβαζε. «Δεν είναι ώρα», του είπε η Άγκνες πηγαίνοντας προς την εσωτερική σκάλα. «Κι αν κάνεις λάθος;» « Έ χ ε μου εμπιστοσύνη, Τζο. Εγώ θα το καταλάβω πρώτη». Καθώς η Άγκνες ανέβαινε τη σκάλα, ο Τζο έτρεξε στο χολ της εισόδου πίσω της. «Πού πας;» τη ρώτησε. «Επάνω, χαζούλη». «Τι να κάνεις;» «Να καταστρέψω μερικά ρούχα». «Α!» Η Άγκνες πήρε ένα ψαλιδάκι από το κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας, έβγαλε από την ντουλάπα της μια κόκκινη μπλούζα και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Γύρισε την μπλούζα ανάποδα και με τη μύτη του ψαλιδιού έκοψε προσεκτικά μερικές κλωστίτσες από το γαζί στο εσωτερικό της μασχάλης, ξηλώνοντας έτσι ένα τμήμα της ραφής. Από την ντουλάπα του Τζο ξεκρέμασε ένα παλιό γαλάζιο μπλέιζερ που ο άντρας της φορούσε σπάνια. Το ρέλι της τσέπης ήταν ξεχειλωμένο, τριμμένο από τη χρήση και μισοξεφτισμένο. Το ξήλωσε τραβώντας το. Με το ψαλιδάκι, άνοιξε τη ραφή του ενός ώμου από τη μέσα μεριά του ρούχου. Στον μικρό σωρό πρόσθεσε μια από τις πλεχτές ζακέτες του Τζο, αφού πρώτα έκοψε το ένα από τα μεσαία κουμπιά και ξήλωσε σχεδόν ολόκληρη τη μια από τις δυο πρόσθετες πάνινες τσέπες. Πάνω απ' αυτά, απέθεσε ένα χιλιοφορεμένο χακί παντελόνι, αφού πρώτα άνοιξε με το ψαλιδάκι της τη
ραφή του καβάλου και ξήλωσε τη μία πάνω γωνία της κωλότσεπης ως τη μέση και όλο το στρίφωμα από το αριστερό μπατζάκι. Είχε χαλάσει περισσότερα ροΰχα του Τζο απ' ό,τι δικά της μόνο και μόνο επειδή αυτός ήταν τόσο μεγαλόσωμος κι ανοικονόμητος, που ήταν αναμενόμενο και πιο πιστευτό ν' ανοίγει συχνά τις ραφές. Ό τ α ν επέστρεψε στο ισόγειο, η Άγκνες άρχισε ν' ανησυχεί ότι το είχε παρακάνει με το χακί παντελόνι κι ότι ίσως αυτό να κινούσε υποψίες. Ο Τζο μόλις την είδε τινάχτηκε πάλι από την πολυθρόνα του. Αυτή τη φορά κατάφερε να κρατήσει το βιβλίο στα χέρια του, αλλά σκόνταψε στο σκαμνάκι των ποδιών και παραλίγο να σωριαστεί. «Πότε ήταν που σου επιτέθηκε εκείνος ο σκύλος;» τον ρώτησε η Άγκνες. «ΓΙοιος σκύλος;» ρώτησε απορημένος ο Τζο. «Χτες ήταν ή προχτές;» «Τι σκύλος; Δεν είδα κανένα σκύλο». Η Άγκνες κούνησε το μισοξηλωμένο παντελόνι μπροστά του. «Και πώς έγινε έτσι το χακί το παντελόνι σου;» Ο Τζο κοίταξε σαν χαμένος το κατεστραμμένο ρούχο. Παρ' ότι παλιό, ήταν ένα από τα αγαπημένα παντελόνια του και το φορούσε πάντα όταν καταπιανόταν με μικροδουλειές του σπιτιού τα Σαββατοκύριακα. «Α, αυτός ο σκύλος», είπε μελαγχολικά. «Είναι θαύμα το πώς δε σε δάγκωσε». «Ευτυχώς που κρατούσα το φτυάρι», είπε ο Τζο. «Δε φαντάζομαι να χτύπησες το καημένο το ζώο με το φτυάρι;» ρώτησε η Άγκνες με ψεύτικη αγανάκτηση. «Μου επιτέθηκε, δε μου επιτέθηκε;» «Ναι, αλλά ήταν ένα μικρό κανίς». Ο Τζο συνοφρυώθηκε. «Νομίζω πως ήταν μεγάλος σκύλος». «Όχι, αγάπη μου, όχι. Ή τ α ν ο μικρούλης ο Μάφιν, του γείτονα. Έ ν α ς μεγάλος σκύλος θα είχε κάνει κομμάτια και το παντελόνι κι εσένα μαζί. Πρέπει να πούμε μια πιστευτή ιστορία».
«Ο Μάφιν δείχνει πολύ ήσυχο και γλυκό σκυλάκι». «Η ράτσα όμως είναι νευρική, καλέ μου. Μ' αυτή τη ράτσα δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος, ε;» «Υποθέτω». «Τέλος πάντων, παρ' όλο που σου ρίχτηκε ο Μάφιν, κατά τα άλλα είναι ένα αξιολάτρευτο σκυλάκι. Τι θα σκεφτόταν για σένα η Μαρία αν της έλεγες ότι το ξέκανες το κακόμοιρο χτυπώντας το με το φτυάρι;» «Πάλευα να σωθώ, τι να έκανα;» «Θα σε θεωρήσει πολύ κακό άνθρωπο». «Δεν είπα εγώ ότι το χτύπησα το σκυλί». Η Αγκνες έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και, χαμογελώντας γλυκά, τον κοίταξε περιμένοντας τη συνέχεια. Ο Τζο έσμιξε τα φρύδια του, κοίταξε για λίγο το πάτωμα μπερδεμένος, μετατόπισε κάνα δυο φορές το βάρος του σώματος του, αναστέναξε, έστρεψε την προσοχή του στο ταβάνι, κουνήθηκε νευρικά και, γενικά, έκανε ό,τι κάνει μια εξημερωμένη αρκούδα που δεν θυμάται πώς ακριβώς να εκτελέσει το επόμενο κόλπο στην παράσταση. «Θα σου πω τι έκανα», είπε τελικά. «Άρπαξα το φτυάρι, άνοιξα τσάκα τσάκα μια τρύπα στο χώμα κι έχωσα μέσα τον Μάφιν ως το λαιμό, μέχρι που ηρέμησε». «Αυτή είναι η ιστορία σου;» «Ναι, και θα επιμείνω σ' αυτή». «Να έχεις χάρη που τ' αγγλικά της Μαρίας είναι πολύ άρρωστα». «Δεν μπορείς απλώς να πάρεις τα λεφτά και να τελειώνουμε;» είπε ο Τζο. «Ναι; Και την άλλη φορά θα το παίξω κακός νάνος Ρουμπελστίλτσκιν και θα της ζητήσω το ένα της παιδί;» Η Άγκνες στράφηκε κι άρχισε να βαδίζει στο διάδρομο προς την κουζίνα. «Θα φαίνονται σαν καινούρια όταν θα σου τα μπαλώσει», είπε φεύγοντας. «Η γκρίζα ζακέτα μου είναι αυτή;» ρώτησε ο Τζο πίσω της. «Τι έκανες στη ζακέτα μου;» «Σιωπή, γιατί θα την κάψω», τον απείλησε η Άγκνες. Στην κουζίνα, η Μαρία μασουλούσε το κέικ της.
Η Άγκνες πέταξε τα ξηλωμένα ρούχα σε μια από τις καρέκλες χωρίς να μιλήσει. Αφού σκούπισε σχολαστικά τα χέρια της με τη χαρτοπετσέτα, η Μαρία περιεργάστηκε ένα ένα τα ρούχα. Κέρδιζε το ψωμί της μαντάροντας ρούχα στο καθαριστήριο Μπράιτ Μπιτς. Σε κάθε ανοιγμένη ραφή, κομμένο κουμπί και ξηλωμένο στρίφωμα που έβλεπε, κροτάλιζε τη γλώσσα της. «Ο Τζο είναι πολύ άγαρμπος με τα ρούχα του», είπε η Άγκνες. «Άντρες», είπε συμπονετικά η Μαρία. Ο Ρίκο, ο δικός της σύζυγος, μεθύστακας και χαρτοπαίκτης, το είχε σκάσει με μια άλλη, εγκαταλείποντας τη Μαρία και τις δυο ανήλικες κόρες τους. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο κύριος είχε αποχωρήσει με πεντακάθαρο, φρεσκοσιδερωμένο κι άψογα μανταρισμένο παντελόνι. Η μανταρίστρα κράτησε ξέχωρα το χακί παντελόνι και ανασήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια της. Η Άγκνες κάθισε στην καρέκλα της. «Του ρίχτηκε ένας σκύλος», είπε. Η Μαρία γούρλωσε τα μάτια της. «Πίτμπουλ; Γερμανικό τσοπανόσκυλο;» « Έ ν α μικρό κανίς». «Πώς είναι τέτοιο σκυλί;» «Ο Μάφιν του διπλανού μας, τον ξέρεις». «Ο μικρός Μάφιν έκανε αυτό;» «Είναι νευρική ράτσα». «Κε;» «Ο Μάφιν ήταν στις κακές του». «Κε;» Η Άγκνες μόρφασε. Καινούριος πόνος. Ανεκτός κι αυτός, αλλά αμέσως μετά τον προηγούμενο. Έ π λ ε ξ ε τα χέρια της πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της και περίμενε ανασαίνοντας με αργές και βαθιές αναπνοές μέχρι που πέρασε. «Τέλος πάντων», είπε, σαν να είχε εξηγηθεί επαρκώς η αχαρακτήριστη επιθετικότητα του Μάφιν. «Διόρθωσέ μου αυτά τα ρούχα και κλείνουμε δέκα μαθήματα». Το μελαψό πρόσωπο της Μαρίας σφίχτηκε πάλι στη γνώριμη, πεισματάρικη έκφραση. «Έξι», είπε ξερά.
«Δέκα». «Έξι». «Εννιά». «Εφτά». «Εννιά». «Οχτώ». «Έγινε», είπε η Άγκνες. «Μάζεψε τώρα αυτά τα τρία δολάρια από το τραπέζι κι έλα να κάνουμε το μάθημά μας πριν μου σπάσουν τα νερά». «Σπάει το νερό σου;» ρώτησε η Μαρία στρέφοντας το βλέμμα της προς τη βρύση του νεροχύτη. Έπειτα αναστέναξε. «Έχει τόσα πολλά να μαθαίνω».
Κεφάλαιο 7
ΣΎΝΝΕΦΑ ΕΙΧΑΝ ΜΑΖΕΥΤΕΙ γυρω από τον ήλιο χαμηλά στον ορίζοντα κι ο ουρανός του Ό ρ ε γ κ ο ν - ό π ο υ φαινόταν ανάμεσά τ ο υ ς - είχε το χρώμα του ζαφειριού. Σαν κουρούνες με λαμπερά, αεικίνητα μάτια, αρκετοί αστυνομικοί συγκεντρώνονταν κάτω από τη μακριά σκιά του πυροσβεστικού πύργου. Επειδή ο πύργος βρισκόταν πάνω στην κορυφογραμμή που αποτελούσε το σύνορο μεταξύ Κομητείας και Πολιτείας, οι περισσότεροι α π ό τους αστυνομικούς ήταν άντρες της κομητειακής αστυνομίας, αλλά παρόντες ήταν και δυο βαθμοφόροι της πολιτειακής. Ανάμεσα στους ένστολους αστυνομικούς ήταν κι ένας γεροδεμένος, σαρανταπεντάρης, κοντοκουρεμένος άντρας με μαύρο παντελόνι και γκρίζο σακάκι ψαροκόκαλο. Το πρόσωπο του ήταν επίπεδο σαν πάτος τηγανιού, το πιγούνι του σχεδόν ανύπαρκτο, το διπλοσάγονό του αισθητά πιο τονισμένο και η ιδιότητά του άγνωστη στον Τζούνιορ. Θ α ήταν ο τελευταίος που θα πρόσεχε κανείς σε μια συγκέντρωση δέκα χιλιάδων αντρών με συνηθισμένες φάτσες, αν έλειπε το σκουροκόκκινο αιμάτωμα, ένας βυσσινής λεκές που περικύκλωνε το δεξί του μάτι, απλωνόταν μέχρι τη ράχη της μύτης, χρωμάτιζε το μισό του μέτωπο κι επέστρεφε από την έξω μεριά του ματιού, στιγματίζοντας και το πάνω μέρος του δεξιού ζυγωματικού. Μεταξύ τους, οι αστυνομικοί μιλούσαν σχεδόν πάντα με μουρμουρητά, ή ίσως ο Τζούνιορ ν α ήταν πολύ αφηρημένος και δεν μπορούσε να τους ακούσει καθαρά.
Δυσκολευόταν φοβερά να συγκεντρωθεί στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε αυτή τη στιγμή. Περίεργες κι ασύνδετες μεταξύ τους σκέψεις κυλούσαν στο μυαλό του σαν μεγάλα, αργά, θορυβώδη κύματα ενός φουσκωμένου ωκεανού. Νωρίτερα, διήνυσε τρέχοντας τον δασικό δρόμο κι έφτασε κάποτε στο αυτοκίνητο του με κομμένη την ανάσα. Από κει οδήγησε σαν τρελός μέχρι το Σπρους Χιλς, την κοντινότερη πόλη, όπου είχε περιέλθει σ' αυτή την αλλόκοτη κατάσταση. Οδηγούσε τόσο παλαβά, που όταν ένα περιπολικό τού έκανε σήμα να σταματήσει, αυτός ούτε που έκοψε ταχύτητα, γιατί απείχε πια μόνο ένα τετράγωνο από το νοσοκομείο, και δεν πάτησε φρένο παρά μόνο όταν μπήκε στο προαύλιο του. Πήρε μάλιστα τη στροφή τόσο απότομα, ώστε η πίσω ρόδα χτύπησε στο κράσπεδο και παραλίγο να καρφωθεί σ' ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο πριν σταματήσει επεισοδιακά σε μια λωρίδα όπου απαγορευόταν ρητά το παρκάρισμα, μπροστά στην είσοδο των επειγόντων περιστατικών, όπου και πετάχτηκε έξω από τη Σεβρολέτ, παραπατώντας σαν άνθρωπος θανάσιμα χτυπημένος κι ουρλιάζοντας στο φρουρό να καλέσει ένα ασθελ'οφόρο, ένα ασθενοφόρο. Στην επιστροφή προς την κορυφογραμμή, καθισμένος δίπλα στον οδηγό ενός περιπολικού, με ένα ασθενοφόρο και δυο άλλα τζιπ της αστυνομίας να τους ακολουθούν, ο Τζούνιορ έτρεμε ανεξέλεγκτα. Όποτε δοκίμαζε ν' απαντήσει στις ερωτήσεις του αστυνομικού, η φωνή του έβγαινε αφύσικα ψιλή, έσπαγε σε κάθε δεύτερη συλλαβή και κατάφερνε μόνο να λέει «Θεέ μου, ω Θεέ μου» ξανά και ξανά. Σε κάποιο σημείο όπου ο αυτοκινητόδρομος διέσχιζε μια σκιερή χαράδρα, τον έλουσε ξαφνικά ένας παγερός ιδρώτας στη θέα της κόκκινης σαν αίμα αντανάκλασης του περιστροφικού προβολέα πάνω στους κάθετους βράχους. Κάθε τόσο, η σειρήνα του περιπολικού ούρλιαζε για να παραμερίσουν τα αυτοκίνητα από μπροστά τους, και τότε ο Τζούνιορ ένιωθε μια πιεστική ανάγκη να ουρλιάξει κι αυτός, ν' αφήσει μια θρηνητική κραυγή τρόμου, αγωνίας, σύγχυσης και απώλειας. Ο Τζούνιορ κατέπνιξε εκείνη την κραυγή, γιατί ένιωθε πως διαφορετικά θα ούρλιαζε για πολλή, πολλή ώρα. Ό τ α ν κατέβηκε από το περιπολικό, η ατμόσφαιρα ήταν
αισθητά ψυχρότερη στο δάσος απ' όταν έφυγε από κει νωρίτερα. Στάθηκε σαν παραζαλισμένος, ενώ οι αστυνομικοί και το προσωπικό του ασθενοφόρου μαζεύονταν γύρω του. Ύ σ τ ε ρ α τους οδήγησε μέσα από το ψηλό χορτάρι προς το σημείο όπου βρισκόταν η Ναόμι, βαδίζοντας σαν νευρόσπαστο και σκοντάφτοντας συνεχώς σε ασήμαντα εμπόδια που οι υπόλοιποι δρασκέλιζαν με ευκολία. Ο Τζούνιορ ήξερε ότι φαινόταν ένοχος όσο κι ο Αδάμ όταν είχε φάει το μήλο. Ο ιδρώτας, το συνεχές τρέμουλο, η αφύσικη φωνή του με την απολογητική νότα, η αδυναμία του να κοιτάξει οποιονδήποτε στα μάτια πάνω από ένα δευτερόλεπτο, όλα αυτά ήταν κραυγαλέα σημάδια, που δεν θα περνούσαν απαρατήρητα από τους επαγγελματίες που τον τριγύριζαν. Έ π ρ ε π ε επειγόντως να ελέγξει τον εαυτό του, αλλά αδυνατούσε να βρει τον τρόπο για να το κάνει. Πάλι εδώ, λοιπόν, μπροστά στο πτώμα της γυναίκας του. Είχε επέλθει νεκρική ακαμψία. Το αίμα είχε κατακαθίσει στα χαμηλότερα σημεία του σώματος, αφήνοντας το επάνω μέρος των ποδιών, τη μια πλευρά του κάθε χεριού και το πρόσωπο φασματικά λευκά. Το νεκρό βλέμμα της Ναόμι ήταν ακόμη εκπληκτικά καθαρό. Τι θαύμα! Το φοβερό χτύπημα δεν είχε προκαλέσει ρήξη τριχοειδών αγγείων σε κανένα από τα δυο βαθυγάλανα μάτια. Καθόλου αίμα, μόνο κατάπληξη. Ο Τζούνιορ αντιλαμβανόταν ότι όλοι οι αστυνομικοί τον παρατηρούσαν, ενώ κοίταζε σαν υπνωτισμένος το πτώμα. Πάσχισε απεγνωσμένα να σκεφτεί τι θα μπορούσε να πει ή να κάνει ένας αθώος σύζυγος, αλλά η φαντασία του τον είχε εγκαταλείψει. Του ήταν αδύνατο να οργανώσει τη σκέψη του. Η εσωτερική ταραχή του έφτασε σε σημείο βρασμού και τα εξωτερικά σημάδια της έγιναν ακόμη πιο προφανή. Στον ψυχρό απογευματινό αέρα, αυτός ίδρωνε σαν να ήταν ήδη δεμένος στην ηλεκτρική καρέκλα, ίδρωνε, ξεφυσούσε κι έτρεμε -έτρεμε τόσο φανερά, που είχε την εντύπωση ότι τα κόκαλά του ακούγονταν να κροταλίζουν σαν αβγά που βράζουν σε κατσαρολάκι. Πώς σκέφτηκε ο ανόητος ότι θα μπορούσε να ξεφύγει; Θα πρέπει να είχε παραισθήσεις, να του είχε στρίψει.
Ο ένας από τους δυο νοσοκόμους του ασθενοφόρου είχε γονατίσει δίπλα στο πτώμα κι έλεγχε το σφυγμό της Ναόμι - α ν και σ' αυτή την περίσταση η πράξη του ήταν τόσο τυπική, που φάνταξε σχεδόν σαν ανοησία. Κάποιος πλησίασε τον Τζούνιορ και τον ρώτησε: «Λοιπόν, θα μου πείτε πώς έγινε;» Ο Τζούνιορ ανασήκωσε τα μάτια του κι αντίκρισε τον κοντόχοντρο άντρα με το βυσσινή λεκέ γύρω από το δεξί του μάτι. Τα μάτια του ήταν γκρίζα, σκληρά σαν καρφιά, αλλά καθαρά και απρόσμενα όμορφα πάνω σ' αυτό το κατά τα άλλα απωθητικό πρόσωπο. Η φωνή του άντρα αντήχησε μακρινή και σπηλαιώδης στ' αυτιά του Τζούνιορ, σαν να ερχόταν από το βάθος μιας σήραγγας. Ή από το βάθος του διαδρόμου που οδηγεί τους μελλοθάνατους από το κελί στην αίθουσα της εκτέλεσης. Ο Τζούνιορ έριξε το κεφάλι του πίσω και κοίταξε ψηλά, προς το σπασμένο κομμάτι του ξύλινου κιγκλιδώματος πάνω στην πλατφόρμα, στην κορυφή του πύργου. Όλοι οι υπόλοιποι κοίταξαν ψηλά επίσης. Κανείς δεν μιλούσε. Σιωπή νεκροτομείου. Τα κοράκια είχαν φύγει, αλλά ένα μοναχικό γεράκι έκανε αργούς, άηχους κύκλους πάνω από τον πύργο, ατενίζοντας από ψηλά τη λεία του. «Εμείς. Τρώγαμε. Ξερά βερίκοκα». Ο Τζούνιορ μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά, αλλά ήταν τόσο βαθιά η σιωπή, που δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι τον άκουγαν όλοι καθαρά. «Αυτή. Έ κ α ν ε . Έ ν α γύρο. Σταμάτησε. Να δει τη θέα. Και. Και. Και ακούμπησε. Και πάει». Ξαφνικά, ο Κάιν Τζούνιορ στράφηκε μακριά από τον πύργο κι από το πτώμα της χαμένης του αγάπης, έπεσε στα γόνατα κι έκανε εμετό. Ξέρασε με τέτοια ένταση όση δεν θυμόταν ούτε στη χειρότερη αρρώστια της ζωής του, έναν εμετό πικρό και πηχτό, αηδιαστικά βρομερό κι εξαιρετικά δυσανάλογο σε ποσότητα με το λιτό γεύμα που είχε φάει νωρίτερα. Δεν ένιωθε αναγούλα, αλλά οι μύες στο στομάχι του συσπώνταν τόσο οδυνηρά και τόσο απότομα, που νόμιζε πως θα σκίζονταν στα δύο. Ξερνούσε, ξερνούσε κι ο ένας σπασμός ακολουθούσε τον άλλο, μέχρι που έφτασε να ξερ-
νάει ένα αραιό ζουμί, πράσινο από τη χολή, που λογικά θα ήταν και το τελευταίο, αλλά δεν ήταν, γιατί συνε'χισε να βγάζει σκέτη χολή, τόσο πικρή και όξινη που του έκαιγε το στόμα και -Θεέ μου, φτάνει- έμοιαζε αστείρευτη. Το κορμί του ολόκληρο παλλόταν σαν κύμα κι ο Τζούνιορ πνιγόταν όποτε προσπαθούσε ν' αναπνεύσει και ρουφούσε πικρό, όξινο υγρό. Σφάλισε τα μάτια του για να μη βλέπει, αν και αυτό δεν τον απάλλαξε από τη δυσοσμία. Έ ν α ς από τους άντρες των πρώτων βοηθειών είχε σκύψει στο πλευρό του και είχε βάλει το χέρι του στον αυχένα του. Τώρα, αυτός ο άντρας φώναξε αναστατωμένος: «Κένι! Έχουμε αιματέμεση!» Για να γίνει φυσιοθεραπευτής, ο Τζούνιορ δεν είχε πάρει μόνο μαθήματα μασάζ, οπότε ήξερε πολύ καλά τι είναι η αιματέμεση: αίμα μαζί με τον εμετό. Άνοιξε τα μάτια του, τα ανοιγόκλεισε για να διώξει τα δάκρυα και, ενώ το στομάχι του συνέχιζε τις ανεξέλεγκτες οδυνηρές συσπάσεις, είδε λεπτές κόκκινες κλωστές ανάμεσα στο αραιό πράσινο υγρό που έτρεχε από το στόμα του. Ζωηρό κόκκινο. Το γαστρικό αίμα είναι σκούρο. Πρέπει να ήταν από το φάρυγγα. Εκτός κι αν είχε διαρραγεί η στομαχική αρτηρία από τους βίαιους σπασμούς - σ ε μια τέτοια περίπτωση σήμαινε ότι αργοπέθαινε ξερνώντας. Αναρωτήθηκε αν το γεράκι είχε αρχίσει να κατεβαίνει με αργούς κύκλους - η κάθοδος της δικαιοσύνης-, αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι του για να δει. Χωρίς να έχει αντιληφθεί πότε ακριβώς συνέβη αυτό, αντί γονατιστός, βρισκόταν τώρα ξαπλωμένος στο δεξί πλευρό του. Ο ένας από τους νοσοκόμους του ασθενοφόρου τού κρατούσε το κεφάλι ελαφρά ανυψωμένο για να μην πνιγεί ρουφώντας τη χολή και το αίμα που ξερνούσε. Ο πόνος στα σωθικά του ήταν ακραίος, εξουθενωτικός· απλωνόταν στο λεπτό έντερο, στο στομάχι και στον οισοφάγο του, και τώρα ο Τζούνιορ αγκομαχούσε, πάσχιζε απελπισμένα να ρουφήξει αέρα ανάμεσα στις συσπάσεις, χωρίς να καταφέρνει και πολλά πράγματα. Αισθάνθηκε κάτι υγρό και κρύο στο μπράτσο του, πάνω από τον αριστερό αγκώνα. Έ ν α τσίμπημα. Του είχαν δέσει
ι ν α λάστιχο στο μπράτσο για να φουσκώσει και να φανεί καλύτερα η φλέβα. Το τσίμπημα ήταν από τη βελόνα μιας υποδερμικής σύριγγας. Θα του έδιναν κάποιο αντιεμετικό φάρμακο. Που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα ενεργούσε αρκετά γρήγορα ώστε να του σώσει τη ζωή. Του φάνηκε πως άκουσε θρόισμα από μεγάλα, αιχμηρά φτερά στον παγερό αέρα. Δεν τόλμησε να κοιτάξει ψηλά. Κι άλλα υγρά στο λαιμό του. Η αγωνία του θανάτου. Σκοτάδι κύλησε στο μυαλό του, σαν να ήταν το αίμα που ξεχείλιζε από το πλημμυρισμένο στομάχι και τον οισοφάγο του.
Κεφάλαιο 8
Ο Τ Α Ν ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ των αγγλικών, η Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες επέστρεψε σπίτι της με μια νάιλον τσάντα γεμάτη προσεκτικά ξηλωμένα ρούχα για μαντάρισμα και μια μικρότερη, χάρτινη σακούλα με δυο κερασόπιτες για τα κοριτσάκια της. Μόλις έκλεισε την πόρτα της βεράντας και στράφηκε, η Άγκνες βρέθηκε με τη φουσκωμένη κοιλιά της κολλημένη πάνω στον Τζο. Κοιτώντας την ερωτηματικά, εκείνος έβαλε τις παλάμες του πάνω στην κοιλιά της σαν να ήταν πιο εύθραυστη κι από αβγό κορυδαλλού και πιο Λολύτιμη από ένα αβγό Φαμπερζέ. «Πάμε;» «Να συμμαζέψω την κουζίνα πρώτα». Εκείνος, ικετευτικά: « Ό χ ι , Άγκι μου». Ο Τζο της θύμιζε τον Μπάρι, το Φοβητσιάρικο Αρκουδάκι, σ' ένα από τα παιδικά παραμύθια που είχε αγοράσει ήδη για το μωρό που περίμενε. Το Αρκουδάκι μας ο Μπάρι τι τρομάρες έχει πάρει! Τις φυλάει στο μπαουλάκι, στο ψάθινο του καπελάκι. Στην κοιλιά του τη μεγάλη κι από κάτω απ' τη μασχάλη. Μη φοβάσαι πια, Αρκουδάκι, χαμογέλασε λιγάκι. Οι ωδίνες έρχονταν τώρα με μεγαλύτερη συχνότητα και ήταν αισθητά πιο έντονες, γι' αυτό η Άγκνες υποχώρησε. «Εντάξει, αλλά πετάγομαι μια στιγμή να πω στον Ίντομ και στον Τζέικομπ ότι φεύγουμε».
Ο Ίντομ και ο Τζέικομπ Άιζακσον ήταν τα μεγαλύτερα αδέρφια της Άγκνες που ζούσαν σε δυο μικρά διαμερίσματα πάνω από το τετραθέσιο γκαράζ, στο βάθος του οικοπέδου. «Τους το είπα ήδη εγώ», είπε ο Τζο. Γύρισε απότομα κι άνοιξε την ντουλάπα του χολ με τόση φόρα, που η Άγκνες νόμισε πως θα την ξεκολλούσε από τους μεντεσέδες της. Ο Τζο εμφάνισε το παλτό της σαν ταχυδακτυλουργός. Ως διά μαγείας, τα χέρια της βρέθηκαν μέσα στα μανίκια κι ο λαιμός της στο γιακά, όταν τον τελευταίο καιρό, λόγω της εγκυμοσύνης της, το να φορέσει οτιδήποτε εκτός από καπέλο απαιτούσε από πλευράς της καλό υπολογισμό κι αρκετή υπομονή. Ό τ α ν η Άγκνες στράφηκε ξανά προς το μέρος του, ο Τζο είχε ήδη φορέσει το τζάκετ του και είχε αρπάξει τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι. Έ φ ε ρ ε το αριστερό του χέρι κάτω από τον δεξιό της αγκώνα, λες και η Άγκνες χρειαζόταν στήριξη για να περπατήσει, και την έσυρε έξω από την πόρτα στη βεράντα. Δεν στάθηκε να κλειδώσει το σπίτι φεύγοντας. Στο Μπράιτ Μπιτς το 1965, οι διαρρήκτες ήταν εξίσου ανύπαρκτο είδος με τους βροντόσαυρους. Η μέρα κυλούσε προς το απόγευμα κι ο ουρανός έμοιαζε να έλκεται προς τη γη από σειρές γκρίζα σύννεφα στον ορίζοντα της δύσης. Ο αέρας μύριζε βροχή που περίμενε να ξεσπάσει. Η πράσινη Πόντιακ τους περίμενε στο δρομάκι του σπιτιού, τόσο αστραφτερή και γυαλισμένη, που έβαζε σε πειρασμό τη φύση να κάνει κακό καιρό. Ο Τζο, που πάντα κρατούσε το αυτοκίνητο καθαρό σαν καινούριο, αν ζούσε σε τόπο με διαφορετικό κλίμα απ' αυτό της Νότιας Καλιφόρνιας, δεν θα έβρισκε χρόνο να δουλέψει για να βγάλει το ψωμί του. «Πώς είσαι;» τη ρώτησε, καθώς της άνοιγε την πόρτα και τη βοηθούσε να μπει στο αυτοκίνητο. «Πιο άνετα κι από πριγκίπισσα». «Είσαι σίγουρη;» «Πιο σίγουρη κι από τον Θεό». Το εσωτερικό της Πόντιακ μύριζε ευχάριστα κίτρο, μολονότι κανένα χάρτινο αποσμητικό δεν κρεμόταν από τον
εσωτερικό καθρέφτη. To καθίσματα, που ο Τζο τα καθάριζε τακτικά με ειδική κρέμα για δέρματα, ήταν πολύ πιο φουσκωτά και μαλακά από τη μέρα που είχαν παραλάβει το αυτοκίνητο και το ταμπλό άστραφτε από το γυάλισμα. Ο Τζο άνοιξε την πόρτα του οδηγού και πήρε θέση στο τιμόνι. «Εντάξει;» τη ρώτησε. «Πιο εντάξει κι από εντάξει» «Μου φαίνεσαι κάπως χλομή». «Είμαι πιο ρόδινη κι από τριαντάφυλλο» «Εσύ με δουλεύεις κανονικά». «Το ζητάει τόσο πολύ ο οργανισμός σου, που δε θα άντεχα να σου το στερήσω». Τη στιγμή που ο Τζο έκλεινε την πόρτα του, ήρθε ο επόμενος πόνος. Η Άγκνες μόρφασε και ρούφηξε με δύναμη την ανάσα της σφίγγοντας τα δόντια. «Ω, όχι», είπε το Φοβητσιάρικο Αρκουδάκι. «Όχι». «Για όνομα του Θεού, αγάπη μου, ηρέμησε. Είναι ένας συνηθισμένος πόνος. Πόνος ευτυχίας. Είναι το κοριτσάκι μας που έρχεται». «Το αγοράκι μας». «Εμπιστέψου το μητρικό ένστικτο». «Υπάρχει και πατρικό ένστικτο». Ο Τζο είχε τέτοια νευρικότητα, που τα κλειδιά κουδούνισαν για ένα απίστευτο διάστημα πάνω στη μίζα πριν καταφέρει να βάλει το ένα απ' αυτά στη σωστή θέση. «Πρέπει να είναι αγόρι για να υπάρχει πάντα ένας άντρας κοντά σου στο σπίτι». «Σκοπεύεις να μου το σκάσεις με καμιά ξανθιά;» Ο Τζο δεν μπορούσε να βάλει μπρος το αυτοκίνητο γιατί έστριβε το κλειδί προς τη λάθος μεριά. «Ξέρεις τι εννοώ. Εμένα δεν πρόκειται να με ξεφορτωθείς για πολλά, πολλά χρόνια, αλλά οι γυναίκες ζουν κατά μέσο όρο αρκετά περισσότερο από τους άντρες. Και οι στατιστικές δε λένε ψέματα». «Μιλάει ο ασφαλιστικός πράκτορας». «Κι όμως, είναι αλήθεια», είπε ο Τζο, στρέφοντας επιτέλους το κλειδί προς τη σωστή κατεύθυνση και βάζοντας μπρος. «Προσπαθείς να μου πουλήσεις ασφάλεια ζο)ής;»
«Δεν πούλησα καμία σήμερα. Πρέπει κάπως να βγάλω το ψωμί μου κι εγώ. Είσαι καλά;» «Φοβάμαι», είπε η Άγκνες. Αντί να βάλει ταχύτητα και να ξεκινήσει, ο Τζο έπιασε με τα πελώρια χέρια του τα δικά της. «Αισθάνεσαι ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά;» «Φοβάμαι ότι θα καρφωθούμε σε κανένα δέντρο». Ο Τζο φάνηκε να πληγώνεται. «Είμαι ο ασφαλέστερος οδηγός στο Μπράιτ Μπιτς. Το αποδεικνύει το ιστορικό μου». « Ό χ ι σήμερα όμως. Αν σου πάρει τόση ώρα να βάλεις ταχύτητα όση σου πήρε να στρίψεις το κλειδί, φοβάμαι πως η κορούλα μας θα κάθεται και θα λέει "ντε-ντε" μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο». «Το αγοράκι μας». «Ηρέμησε, Τζο». «Είμαι ήρεμος», τη διαβεβαίωσε. Έλυσε το χειρόφρενο, έβαλε όπισθεν αντί για πρώτη και άρχισε να απομακρύνεται από τη διασταύρωση πηγαίνοντας παράλληλα με το σπίτι. Σαστισμένος, πάτησε φρένο. Η Άγκνες δεν είπε τίποτα, μέχρι που ο Τζο πήρε τρεις τέσσερις βαθιές αναπνοές, και ύστερα του έδειξε στο παρμπρίζ. «Το νοσοκομείο είναι προς τα εκεί». Ο Τζο της έριξε ένα ένοχο βλέμμα. «Είσαι εντάξει;» «Το κοριτσάκι μας θα μάθει να περπατάει ανάποδα αν πάμε με την όπισθεν ως το νοσοκομείο». «Αν είναι κοριτσάκι, θα γίνει ίδια μ' εσένα», είπε ο Τζο. «Δε νομίζω πως θα μπορέσω να τα βγάλω πέρα με δύο». «Θα κάνουμε τη ζωή σου ενδιαφέρουσα», είπε η Άγκνες. Με μεγάλη αποφασιστικότητα, ο Τζο άλλαξε ταχύτητα και βγήκε από το δρομάκι του σπιτιού στην άσφαλτο, όπου σταμάτησε, κοίταξε πρώτα αριστερά και ύστερα δεξιά, με την προσήλωση στρατιώτη των Ειδικών Δυνάμεων που εξερευνά άγνωστο εχθρικό πεδίο. Έστριψε δεξιά. «Φρόντισε να παραδώσει ο Ίντομ τις πίτες το πρωί», του υπενθύμισε η Άγκνες. «Ο Τζέικομπ μου είπε πως δε θα τον πείραζε να το κάνει αυτός μια φορά». «Ο Τζέικομπ τρομάζει τους ανθρώπους», είπε η Άγκνες.
«Κανένας δεν πρόκειται να φάει μια πίτα που θα του έχει δώσει ο Τζέικομπ, αν δε στείλει πρώτα ένα δείγμα στο χημείο». Μακριές βελόνες βροχής έπαιξαν στον αέρα και γρήγορα άρχισαν να πλέκουν ένα πυκνό μοτίβο πάνω στη σκουρόχρωμη άσφαλτο. Ο Τζο έβαλε μπρος τους υαλοκαθαριστήρες. «Πρώτη φορά σ' ακούω να παραδέχεσαι ότι ένας τουλάχιστον από τους αδερφούς σου είναι λιγάκι περίεργος». «Όχι περίεργος, αγάπη μου. Απλώς είναι και οι δυο τους λιγάκι εκκεντρικοί». «Όπως λέμε ότι το νερό είναι λιγάκι υγρό». Η Άγκνες τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Δε σ' ενοχλούν που είναι κοντά μας, Τζο, έτσι δεν είναι; Είναι εκκεντρικοί, αλλά τους αγαπώ πολύ». «Κι εγώ», παραδέχτηκε ο Τζο. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Αυτοί οι δυο κάνουν έναν αγχώδη ασφαλιστή σαν κι εμένα να μοιάζει με επιπόλαιο κοριτσάκι». «Τελικά, είσαι εξαιρετικός οδηγός», είπε η Άγκνες, κάνοντάς του μια τρυφερή γκριμάτσα. Ο Τζο ήταν πράγματι εξαιρετικός οδηγός. Στο ιστορικό του δεν είχε ούτε μια κλήση, ούτε ένα ατύχημα. Τα προσόντα του στο τιμόνι και η έμφυτη προνοητικότητά του δεν τον βοήθησαν, όμως, όταν ένα ανοιχτό φορτηγάκι Φορντ πέρασε μια διασταύρωση με κόκκινο, δεν πρόλαβε καν να φρενάρει και χτύπησε με μεγάλη ταχύτητα την πόρτα του οδηγού της Πόντιακ.
Κεφάλαιο 9
ΚΑΘΩΣ ΚΟΥΝΙΟΤΑΝ σαν να επέπλεε ανάσκελα σε ταραγμένη θάλασσα, μ' ένα μονότονο, μακάβριο και μακρόσυρτο ήχο να τον ταλαιπωρεί, ο Κάιν Τζούνιορ φαντάστηκε μια γόνδολα να κυλάει σε μαύρο ποτάμι κι έναν ξυλόγλυπτο δράκοντα να υψώνει το τρομακτικό κεφάλι του από την πλώρη, έτσι όπως το είχε δει στο εξώφυλλο ενός βιβλίου που απεικόνιζε ένα καράβι των Βίκινγκς. Ο γονδολιέρης σ' αυτή την περίπτωση δεν ήταν ξανθομάλλης γίγαντας, αλλά μια ψηλόλιγνη, μαυροντυμένη μορφή που το πρόσωπο της κρυβόταν πίσω από μια φαρδιά μαύρη κουκούλα. Δεν έσπρωχνε τη βάρκα με το γνώριμο ψηλό κουπί, αλλά με κάτι που έμοιαζε με μακρύ ραβδί, φτιαγμένο από ανθρώπινα κόκαλα. Το ποτάμι κυλούσε υπόγεια - έ ν α ς πέτρινος θόλος βρισκόταν στη θέση του ο υ ρ α ν ο ύ - και φωτιές έκαιγαν στις όχθες του, απ' όπου ερχόταν κι ο βασανιστικός θρήνος, μια μακρόσυρτη κραυγή αγωνίας, θυμού και ανατριχιαστικής ανάγκης. Η αλήθεια, όπως πάντα, δεν είχε καμιά σχέση με το υπερφυσικό. Ο Τζούνιορ άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε ότι βρισκόταν μέσα σ' ένα ασθενοφόρο. Προφανώς ήταν αυτό που είχε πάει να παραλάβει τη Ναόμι. Για την οποία όμως τώρα θα έστελναν το κλειστό φορτηγάκι του νεκροτομείου. Έ ν α ς από τους νοσοκόμους του ασθενοφόρου, κι όχι βαρκάρης, ούτε δαίμονας, στεκόταν από πάνω του να τον προσέχει. Κι ο θρήνος ήταν η σειρήνα του ασθενοφόρου. Αισθανόταν σαν να τον είχαν χτυπήσει αλύπητα δυο
μπράβοι με λαστιχένια γκλομπ. Με κάθε χτύπο της καρδιάς του ένιωθε το στομάχι του να πιέζεται από σιδερένια κάγκελα και το λαιμό του γδαρμένο. Στα ρουθούνια του ήταν χωμένο ένα ζευγάρι πλαστικά σωληνάκια που του έδιναν οξυγόνο. Η ροή του αερίου ήταν ευχάριστη, γλυκιά και καταπραϋντική. Στο στόμα του όμως είχε ακόμα την πικρή αηδιαστική γεύση του εμετού κι ένιωθε κάτι σαν γλίτσα πάνω στη γλώσσα και τα δόντια του. Τουλάχιστον είχε σταματήσει να ξερνάει. Στην ανάμνηση του εμετού, οι κοιλιακοί μύες του συσπάστηκαν όπως του βατράχου στο εργαστήριο όταν δέχεται ηλεκτροσόκ και τον έπνιξε ο τρόμος. Τι μου συμβαίνει; Ο νοσοκόμος τράβηξε απότομα το οξυγόνο από τη μύτη του ασθενή και του ανασήκωσε γρήγορα το κεφάλι, βάζοντας κάτω από το πιγούνι του ένα χαρτοβάμβακο για να μαζέψει το αραιό υγρό. Το σώμα του Τζούνιορ τον πρόδωσε ξανά, και μάλιστα με τρόπο εξαιρετικά τρομακτικό και ταπεινωτικό, αποβάλλοντας αυτή τη φορά κάθε είδους σωματικό υγρό και έκκριση, εκτός από σπέρμα. Για μια στιγμή, ευχήθηκε, αντί στο ασθενοφόρο, να βρισκόταν πράγματι σε μια γόνδολα πλέοντος στα νερά της Στυγός, για να πάρει τέλος η δυστυχία του. Ό τ α ν πια ηρέμησε και σωριάστηκε πίσω στο λεκιασμένο μαξιλάρι, ανατριχιάζοντας από τη δυσωδία που αναδυόταν από τα ρούχα του, σκέφτηκε ξαφνικά κάτι που ήταν ή καθαρή τρέλα ή ευφυέστατη σύλληψη : Η Ναόμι, αυτή η σκύλα, με δηλητηρίασε! Ο νοσοκόμος, που εκείνη τη στιγμή του μετρούσε το σφυγμό στον καρπό του, θα πρέπει να διαπίστωσε μια ιλιγγιώδη αύξηση των παλμών του. Ο Τζούνιορ και η Ναόμι είχαν φάει ξερά βερίκοκα από την ίδια σακούλα. Έ χ ω ν α ν το χέρι τους κι έπαιρναν δίχως να κοιτάζουν. Ή τα άδειαζαν από το σακουλάκι στην παλάμη τους. Άρα, θα ήταν αδύνατο να ελέγξει η Ναόμι ποια κομμάτια θα έπαιρνε αυτός και ποια θα έτρωγε η ίδια. Μήπως είχε δηλητηριάσει και τον εαυτό της; Μήπως είχε την πρόθεση να τον σκοτώσει και μετά ν' αυτοκτονήσει;
Ό χ ι η πρόσχαρη, κεφάτη, αισιόδοξη Ναόμι που πίστευε στον Θεό κι αγαπούσε τόσο πολύ τη ζωή. Ό χ ι η Ναόμι που έβλεπε όλο τον κόσμο πίσω από τη χρυσαφένια ομίχλη που σκόρπιζε ο ήλιος της καρδιάς της. Αυτό ακριβώς της είχε πει κάποτε: Χρυσαφένια ομίχλη από τον ήλιο της καρδιάς της. Τα λόγια του την είχαν συγκινήσει πραγματικά, την είχαν κάνει να λιώσει στην αγκαλιά του, και η ερωτική νύχτα που είχε ακολουθήσει ήταν ονειρεμένη. Υπήρχε και μία πιθανότερη εκδοχή: δηλητήριο να είχε το σάντουιτς ή το μπουκάλι με το νερό του. Η καρδιά του επαναστατούσε στην ιδέα ότι η γλυκιά Ναόμι ήταν ικανή για τέτοια προδοσία. Η καλόβολη, γλυκομίλητη, γενναιόδωρη και τίμια Ναόμι σίγουρα ήταν ανίκανη να δολοφονήσει άνθρωπο, πόσο μάλλον τον άντρα που αγαπούσε. Εκτός κι αν δεν τον αγαπούσε. Ο νοσοκόμος φούσκωνε τώρα το πιεσόμετρο στο μπράτσο του Τζούνιορ. Η πίεσή του πρέπει να ήταν σε επίπεδα εγκεφαλικού επεισοδίου - την εκτόξευε στα ύψη η υποψία πως η αγάπη της Ναόμι δεν ήταν παρά ένα ψέμα. Δεν αποκλείεται να τον είχε παντρευτεί μόνο για τα... Ό χ ι , κάτι τέτοιο δεν έστεκε. Αφού δεν είχε λεφτά. Εντάξει, τον είχε αγαπήσει. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει ότι τον είχε λατρέψει. Τώρα όμως που είχε μπει στο μυαλό του η πιθανότητα της προδοσίας, του ήταν αδύνατο ν' απαλλαγεί από την καχυποψία. Η καλή του Ναόμι, που έδινε σε όλους πολύ περισσότερα απ' όσα έπαιρνε, θα έμενε πια στη μνήμη του τυλιγμένη από ένα πέπλο αμφιβολίας. Τελικά, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για κανέναν, ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι ξέρεις πραγματικά έναν άνθρωπο. Άλλωστε, κανείς δεν είναι τέλειος. Ακόμη κι αυτοί που φαίνονται άγιοι και συμπεριφέρονται άψογα μπορεί να κρύβουν μέσα τους ένα τέρας με άνομες επιθυμίες, που κάποια απ' αυτές μπορεί να την πραγματοποιήσουν κάποτε, ή και ποτέ. Ο Τζούνιορ, για παράδειγμα, ήταν σίγουρος ότι δεν θα σκότωνε άλλη σύζυγο. Τώρα που ο γάμος του με τη Ναόμι
είχε αμαυρωθεί από τη σκιά της αμφιβολίας, του φαινόταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε να ξαναεμπιστευτεί μια γυναίκα σε τέτοιο βαθμό ώστε να δώσει τους γαμήλιους όρκους και πάλι. Έκλεισε τα κουρασμένα μάτια του και αφέθηκε στις φροντίδες του νοσοκόμου, που του καθάρισε το πρόσωπο και σφοΰγγισε τα ξεραμένα χείλη του μ' ένα μαλακό, υγρό πανί. Το όμορφο πρόσωπο της Ναόμι κυριαρχούσε στο μυαλό του. Για μια στιγμή του φάνηκε αγγελικό, αλλά αμέσως μετά διέκρινε μια ύπουλη κλίση στο γλυκό χαμόγελο και μια λάμψη υπολογισμού στα αθώα γαλάζια μάτια της. Ο χαμός της λατρευτής του γυναίκας ήταν οδυνηρός, μια πληγή που ποτέ δεν θα έκλεινε οριστικά, αλλά αυτό ήταν ακόμα χειρότερο: η λαμπρή ανάμνησή της να σπιλώνεται από την υποψία. Κι έτσι, όχι μόνο δεν υπήρχε πια η Ναόμι να τον καθησυχάσει και να τον στηρίξει, αλλά δεν είχε καν την παρηγοριά της άσπιλης ανάμνησής της. Ό π ω ς πάντα, το πρόβλημά του δεν ήταν η πράξη αλλά τα επακόλουθα. Η ευτελισμένη ανάμνηση της Ναόμι του δημιούργησε μια θλίψη τόσο βαθιά και πικρή, που αναρωτήθηκε αν θα την άντεχε. Ένιωσε τα χείλη του να τρέμουν, όχι από εμετικούς σπασμούς αυτή τη φορά, αλλά από κάτι που έμοιαζε με διάθεση να θρηνήσει. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ί σ ω ς ο νοσοκόμος να του είχε κάνει κάποια ένεση με ηρεμιστικό. Ενώ το ασθενοφόρο συνέχιζε την κούρσα του με τη σειρήνα του να ουρλιάζει, εκείνη τη μέρα ο Κάιν Τζούνιορ έκλαψε ειλικρινά και βουβά για πρώτη φορά στη ζωή του, μέχρι που βρήκε προσωρινά τη γαλήνη σ' έναν ύπνο δίχως όνειρα. Ξύπνησε πάνω σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, με το επάνω μέρος του σώματος του ελαφρά ανασηκωμένο. Το μοναδικό φως στο χώρο προερχόταν από ένα παράθυρο: θαμπό και σταχτί, κουρελιασμένο σε μουντές ομοιόμορφες λωρίδες από τα πλαστικά μισάνοιχτα στόρια. Το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου ήταν σκοτεινό.
Ο Τζούνιορ εξακολουθούσε να έχει μια γεύση ξινίλας στο στόμα του, αλλά όχι τόσο αηδιαστική όσο πριν. Στο χώρο επικρατούσαν αναζωογονητικές μυρωδιές υπέροχης καθαριότητας -αντισηπτικό, βερνίκι πατώματος, φρεσκοπλυμένα σεντόνια-, δίχως ίχνος από τη δυσωδία των σωματικών εκκρίσεων. Ένιωθε κατάκοπος, σχεδόν παράλυτος και φοβερά θλιμμένος, σαν να τον πλάκωνε ένα τεράστιο βάρος. Τον κούραζε ακόμη και το να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά. Δίπλα στο κρεβάτι του ήταν τοποθετημένος ένας ορός που έσταζε ρυθμικά υγρό στη φλέβα του, τροφοδοτώντας τον οργανισμό του με τους ηλεκτρολύτες που είχε χάσει από τον ακατάσχετο εμετό και πιθανότατα με κάποιο αντιεμετικό φάρμακο. Το δεξί του χέρι ήταν δεμένο με ιμάντα για να μην το σηκώσει άθελά του και βγάλει τη βελόνα από τη φλέβα του. Το δωμάτιο είχε δύο κρεβάτια. Το δεύτερο ήταν άδειο. Ο Τζούνιορ πίστεψε ότι ήταν ολομόναχος, όταν όμως αισθάνθηκε πια ικανός να συγκεντρώσει την απαραίτητη δύναμη ώστε ν' ανακαθίσει σε μια πιο βολική θέση, άκουσε σιγανό αντρικό βήξιμο. Ο ήχος είχε έρθει από τη δεξιά γωνία του δωματίου. Ενστικτωδώς, ο Τζούνιορ κατάλαβε ότι όποιος κι αν ήταν αυτός που καθόταν στα σκοτεινά και τον παρατηρούσε δεν πρέπει να είχε καλές προθέσεις. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες δεν παρακολουθούν τους ασθενείς τους με τα φώτα σβηστά. Ευτυχώς, ο άντρας δεν είχε κινηθεί. Ο Τζούνιορ δεν ήθελε να κάνει φανερό ότι είχε ξυπνήσει πριν καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερα για την κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει. Επειδή το πάνω μέρος της νοσοκομειακής κλίνης ήταν ελαφρά ανασηκωμένο, δεν χρειαζόταν να σηκώσει το κεφάλι του από το μαξιλάρι για να δει τη γωνία όπου καθόταν το φάντασμα. Αρκούσε να κοιτάξει πίσω από τον ορό και πέρα από τα πόδια του δεύτερου κρεβατιού. Ο Τζούνιορ βρισκόταν στην πιο σκοτεινή πλευρά του δωματίου, αλλά και η γωνία που τον ενδιέφερε ήταν επίσης βυθισμένη στη σκιά. Κοίταξε επίμονα γι' αρκετή ώρα και είχαν αρχίσει να πονάνε τα μάτια του όταν κατάφερε να
διακρίνει αχνά το περίγραμμα μιας πολυθρόνας και πάνω της μια φιγούρα εξίσου μαύρη και χωρίς λεπτομέρειες, σαν τον μαυροντυμένο κουκουλοφόρο γονδολιέρη της φαντασίας του. Ή τ α ν σε άβολη θέση, πονούσε, διψούσε, αλλά κατάφερε να μείνει απόλυτα ακίνητος. Συνέχισε να παρατηρεί. Λίγο μετά συνειδητοποίησε ότι η αίσθηση δυσφορίας με την οποία είχε ξυπνήσει δεν ήταν καθαρά ψυχολογικό σύμπτωμα. Πάνω στην κοιλιά του ήταν αφημένο κάτι βαρύ. Κάτι βαρύ και κρύο, τόσο κρύο, που είχε μουδιάσει ολόκληρη η κοιλιά του αλλά και το στομάχι του σε βαθμό που να μην αισθάνεται την παγωνιά. Τον έπιασαν ρίγη. Έσφιξε το σαγόνι του από φόβο μήπως χτυπήσουν τα δόντια του και τον ακούσει ο άντρας στην πολυθρόνα. Αν και δεν τράβηξε ούτε στιγμή το βλέμμα του από τη σκοτεινή γωνία, ο Τζούνιορ βασανιζόταν από την προσπάθεια να καταλάβει τι βρισκόταν πάνω στην κοιλιά του. Ο μυστηριώδης επισκέπτης τού δημιουργούσε τόσο άγχος, που δεν κατάφερνε να οργανώσει τη σκέψη του όπως συνήθως, ενώ η έντονη προσπάθειά του να συγκρατήσει τα ρίγη αποτελούσε ένα επιπλέον εμπόδιο καθώς πάσχιζε να εκλογικεύσει τα πράγματα. Ό σ ο δυσκολευόταν να καταλάβει τι υπήρχε πάνω στην κοιλιά του, τόσο μεγαλύτερη σύγχυση και ταραχή τον κυρίευε. Παραλίγο να του ξεφύγει ένα ουρλιαχτό όταν στο μυαλό του εμφανίστηκε αργά η εικόνα ενός πτώματος. Η Ναόμι. Το χρώμα της δεν ήταν πια κέρινο αλλά σταχτί, σαν το φως που έμπαινε από το παράθυρο, είχε πρασινίλες σε κάποια σημεία και ήταν κρύα, είχε χάσει όλη τη θερμότητα της ζωής -βρισκόταν στο στάδιο πριν αρχίσει η αποσύνθεση. Ό χ ι . Ή τ α ν γελοίο. Δεν ήταν η Ναόμι πεσμένη πάνω στην κοιλιά του. Δεν μοιραζόταν το κρεβάτι του μ' ένα πτώμα. Αυτά τα βλέπεις μόνο σε φτηνά εικονογραφημένα περιοδικά του τύπου: Ιστορίες από την Κρύπτη. Δεν ήταν η Ναόμι καθισμένη στην πολυθρόνα, ούτε είχε σηκωθεί από το τραπέζι του νεκροτομείου για να έρθει να
πάρει εκδίκηση. Οι νεκροί δεν ζωντανεύουν, ούτε σ' αυτή ούτε σε καμιά άλλη ζωή. Αυτά είναι κουταμάρες. Αλλά, ακόμη κι αν ίσχυε μια τόσο ανόητη προκατάληψη, ο επισκέπτης του παραήταν ήρεμος κι υπομονετικός για να αποτελεί τη μετενσάρκωση μιας δολοφονημένης συζύγου. Αυτή ήταν η σιωπή του αρπακτικού, η πανουργία του άγριου ζώου κι όχι η νεκρική σιγή του υπερφυσικού. Ή τ α ν η ακινησία του πάνθηρα πίσω από τους θάμνους, η ετοιμότητα ενός κουλουριασμένου φιδιού, πολύ μοχθηρού για να κροταλίσει πριν επιτεθεί. Ξαφνικά, ο Τζούνιορ διαισθάνθηκε την ταυτότητα του άντρα στην πολυθρόνα. Αναμφισβήτητα ήταν ο αστυνομικός με τα πολιτικά και το σκουροκόκκινο αιμάτωμα. Τα γκρίζα κοντοκουρεμένα μαλλιά. Το πλακουτσωτό πρόσωπο. Ο χοντρός σβέρκος. Ο Τζούνιορ θυμήθηκε το μάτι του άντρα στο κέντρο της βυσσινιάς κηλίδας, εκείνη την γκρίζα ίριδα, σαν καρφί σε ματωμένη παλάμη εσταυρωμένου. Ριγμένο πάνω στην κοιλιά του, το φοβερό, ψυχρό βάρος είχε κάνει τη σάρκα του να παγώσει. Τώρα ένιωσε να μουδιάζει το μεδούλι του στη σκέψη ότι ο σημαδεμένος ντετέκτιβ καθόταν εκεί στα σκοτεινά και τον παρακολουθούσε. Ο Τζούνιορ θα προτιμούσε να είχε να κάνει με μια Ναόμι νεκραναστημένη και εξαιρετικά θυμωμένη, παρά μ' αυτό τον επικίνδυνα υπομονετικό άντρα.
Κεφάλαιο 10
Μ ' ΕΝΑΝ ΚΡΟΤΟ τόσο δυνατό σαν να σκίζονταν τα ουράνια την Ημερα της Κρίσης, το Φορντ συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με την Πόντιακ. Η Άγκνες δεν άκουσε από την αρχή το ουρλιαχτό της αλλά ούτε και στη συνέχεια, καθώς το αυτοκίνητο τους σύρθηκε πλάγια, αναποδογύρισε κι άρχισε να τουμπάρει. Ο βρεγμένος δρόμος γλιστρούσε, η διασταύρωση βρισκόταν στα μισά μιας ανηφοριάς και η βαρύτητα συμμάχησε με τη μοίρα εναντίον τους. Η πλευρά του οδηγού της Πόντιακ ανασηκώθηκε από το έδαφος. Πέρα από το παρμπρίζ, ο κεντρικός δρόμος του Μπράιτ Μπιτς πήρε μια απίθανη κλίση. Η δεξιά πλευρά της Πόντιακ χτύπησε στο οδόστρωμα. Το τζάμι στην πόρτα της Άγκνες έσπασε και διαλύθηκε. Είδε άσφαλτο με χοντρά χαλίκια, σαν φολιδωτή κοιλιά δράκου, να γλιστράει σφυρίζοντας πάνω στο σπασμένο παράθυρο, σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο της. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι, ο Τζο είχε δέσει τη ζώνη ασφαλείας του, αλλά η Άγκνες, λόγω της κατάστασής της, δεν είχε φορέσει τη δική της. Χτύπησε με δύναμη πάνω στην πόρτα, αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο να παραλύει τον δεξιό της ώμο και σκέφτηκε: Ω Θεέ μου, το μωρό! Πάτησε γερά στο δάπεδο του αυτοκινήτου, αρπάχτηκε με το αριστερό της χέρι από το κάθισμα και με το δεξί από το χερούλι της πόρτας κι άρχισε να προσεύχεται, να προσεύχεται να είναι καλά το μωρό κι αυτή να ζήσει τουλάχιστον ώσπου να το φέρει στον κόσμο, κι ας ξεψυχούσε μετά τη γέννα.
Η Πόντιακ αναποδογύρισε, στριφογυρνώντας καθώς η εξωτερική οροφή της σερνόταν με ένα φοβερά στριγκό τρίξιμο στην άσφαλτο, και η Άγκνες, όσο κι αν κρατήθηκε, τινάχτηκε προς τα πάνω, προς την ανεστραμμένη οροφή, και προς τα πίσω. Το μέτωπο της χτύπησε στη λεπτή επένδυση και η πλάτη της τραβήχτηκε κόντρα στο στήριγμα του κεφαλιού του καθίσματος της. Άκουσε τον εαυτό της ν' αφήνει άλλο ένα ουρλιαχτό, που όμως κόπηκε απότομα, γιατί το αυτοκίνητο ή χτυπήθηκε ξανά από το φορτηγάκι ή από κάποιο άλλο όχημα, ή συγκρούστηκε με κάποιο τρίτο, παρκαρισμένο. Ό π ο ι α κι αν ήταν η αιτία, το καινούριο χτύπημα της έκοψε την ανάσα και η κραυγή της μετατράπηκε σε βίαιο λαχάνιασμα. Με τη δεύτερη σύγκρουση, το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο έκανε μια περιστροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών. Η Πόντιακ χτύπησε στο δρόμο από την πλευρά του οδηγού, αναπήδησε κι έπεσε τελικά στους τέσσερις τροχούς της, ανέβηκε ένα πεζοδρόμιο και κοπάνησε με τον μπροστινό προφυλακτήρα της στον τοίχο ενός καταστήματος με εξοπλισμό για σέρφινγκ, σπάζοντας τη βιτρίνα του. Το Φοβητσιάρικο Αρκουδάκι, πελώριο όπως πάντα πίσω από το τιμόνι, σωριάστηκε στο πλάι πάνω στο κάθισμά του, με το κεφάλι γερμένο προς το μέρος της, τα μάτια στραμμένα λοξά, το βλέμμα καρφωμένο πάνω της και αίμα να κυλάει από τη μύτη του. «Το μωρό;» ρώτησε. «Εντάξει, νομίζω», ψέλλισε η Άγκνες, αλλά μέσα της έτρεμε μήπως έκανε λάθος, μήπως το παιδί γεννιόταν πεθαμένο ή με ανεπανόρθωτες βλάβες. Το Αρκουδάκι δεν κουνήθηκε καθόλου, παρά έμεινε σ' εκείνη την περίεργη και καθόλου βολική στάση, με τα χέρια κρεμασμένα σαν άψυχα στα πλευρά του και το κεφάλι γερμένο στο πλάι, σαν να ήταν τόσο βαρύ, που δεν μπορούσε να το κρατήσει ο λαιμός του. «Θέλω... να σε δω». Η Άγκνες, μέσα στην ταραχή και στον τρόμο της, αδυνατούσε να σκεφτεί καθαρά και στην αρχή δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο Τζο, τι της ζητούσε. Ύστερα όμως είδε ότι και το παράθυρο από τη δική του πλευρά είχε σπάσει, ότι η πόρτα από κάτω ήταν άσχημα στραπατσαρισμένη, είχε συστρα-
φεί μέσα στο μεταλλικό της πλαίσιο, κι ότι, ακόμα χειρότερα, όλη η μπροστινή αριστερή πλευρά της Πόντιακ είχε βουλιάξει προς τα μέσα όταν τους χτύπησε το Φορντ. Σαν μεταλλικός καρχαρίας που είχε αναδυθεί από τη βροχή, είχε δαγκώσει με ατσάλινα σαγόνια και δόντια τον Τζόι, τον είχε δαγκώσει βαθιά στα πλευρά, για να φτάσει στη ζεστή, ζωντανή καρδιά του. Θέλω... να σε δω. Ο Τζόι δεν μπορούσε να ανασηκώσει το κεφάλι του, ούτε να στραφεί προς το μέρος της... γιατί είχε χτυπήσει στη σπονδυλική του στήλη, την είχε ίσως σπάσει και είχε παραλύσει. «Ω Θεέ μου», ψιθύρισε η Άγκνες και μόλο που πάντα ήταν μια γυναίκα δυνατή, με ακλόνητη πίστη κι αστείρευτη ελπίδα, τώρα ένιωθε μουδιασμένη από το φόβο κι αδύναμη σαν το αγέννητο μωρό της. Έ σ κ υ ψ ε μπροστά στο κάθισμά της γέρνοντας ταυτόχρονα προς το μέρος του ώστε να μπορεί να τη βλέπει κατευθείαν. Ό τ α ν όμως ακούμπησε το τρεμάμενο χέρι της στο μάγουλο του, το κεφάλι του κύλησε προς τα εμπρός, σαν να μην υπήρχαν πια μύες στο λαιμό να το συγκρατήσουν, και το πιγούνι του ακούμπησε στο στήθος του. Κρύα βροχή, σπρωγμένη από δυνατό αέρα έμπαινε από τα σπασμένα παράθυρα και στο δρόμο ακούγονταν φωνές ανθρώπων που έτρεχαν προς την Πόντιακ. Έ ν α ς κεραυνός έπεσε κάπου μακριά, ενώ στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά του όζοντος που συνοδεύει πάντα την καταιγίδα, μαζί με μια άλλη οσμή πιο αχνή, πιο τρομακτική, την οσμή του αίματος. Παρ' όλα αυτά, καμιά απ' αυτές τις λεπτομέρειες δεν μπορούσε να κάνει πραγματική τη στιγμή στο μυαλό της Άγκνες, η οποία ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσο έντονη την αίσθηση ότι ονειρευόταν, ούτε καν στους χειρότερους εφιάλτες της. Κράτησε το πρόσωπο του Τζο μέσα στα χέρια της, αλλά δεν τόλμησε να του ανασηκώσει το κεφάλι από φόβο για ό,τι μπορεί να έβλεπε. Τα μάτια του ήταν παράξενα λαμπερά, έτσι όπως δεν τα είχε ξαναδεί ποτέ της, λες κι ο λαμπρός άγγελος που θα τον οδηγούσε κάπου αλλού είχε εισχωρήσει ήδη στο σώμα του και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μαζί του το ταξίδι.
Με φωνή που δεν είχε ίχνος πόνου ή φόβου, ο Τζο είπε αργά: «Αγαπήθηκα... από σένα». Η Άγκνες δεν κατάλαβε, νόμισε ότι της ζητούσε να τον επιβεβαιώσει ότι τον αγαπούσε. «Και βέβαια σ' αγαπώ, χαζούλη, τι κάθεσαι και με ρωτάς...» «Ήταν... το μόνο όνειρο που είχε σημασία», είπε ο Τζο. «Να μ' αγαπάς... εσύ. Ή τ α ν καλή η ζωή γιατί υπήρχες εσύ». Προσπάθησε να του πει ότι θα τα κατάφερνε, ότι θα ζούσαν μαζί για πολλά, πολλά χρόνια ακόμη, ότι ο Θεός δεν μπορεί να ήταν τόσο σκληρός που να τον πάρει στα τριάντα του, όταν είχαν μπροστά τους ολόκληρη ζωή, αλλά η αλήθεια ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια της, και δεν μπορούσε να του πει ψέματα. Παρά την ακλόνητη πίστη και την αστείρευτη ελπίδα της, ήταν ανίκανη να φανεί για χάρη του όσο δυνατή θα ήθελε. Ένιωσε το πρόσωπο της να συσπάται, τα χείλη της να τρέμουν κι όταν δοκίμασε να πνίξει τ' αναφιλητά της ένας λυγμός τινάχτηκε από τα σφιγμένα της χείλη. Κράτησε το πολύτιμο πρόσωπο του μέσα στα χέρια της και τον φίλησε. Συνάντησε το βλέμμα του και ανοιγόκλεισε βιαστικά τα μάτια της για να διώξει τα δάκρυα, γιατί ήθελε να βλέπει καθαρά, να κοιτάζει μέσα στα μάτια του, να κοιτάζει μέσα του, μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν θα τον έχανε. Άνθρωποι είχαν μαζευτεί στα παράθυρα και πάσχιζαν ν" ανοίξουν τις σφηνωμένες πόρτες, αλλά η Άγκνες δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία τους. Κοιτώντας την κατάματα με την ίδια απελπισμένη προσήλωση, ο Τζο είπε: «Μπαρθόλομιου». Δεν γνώριζαν κανέναν Μπαρθόλομιου και η Άγκνες δεν είχε ξανακούσει τον Τζο να λέει αυτό το όνομα, αλλά κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε ο άντρας της. Μιλούσε για το γιο που δεν θα γνώριζε ποτέ. «Αν είναι αγόρι... Μπαρθόλομιου», του υποσχέθηκε. «Είναι αγόρι», τη διαβεβαίωσε ο Τζο σαν να είχε δει όραμα. Πηχτό αίμα κυλούσε πάνω στα χείλη του και στο πιγούνι, λαμπερό κόκκινο αίμα. «Αγάπη μου, όχι», είπε ικετευτικά η Άγκνες.
Είχε χαθεί μέσα στα μάτια του. Ή θ ε λ ε να περάσει μέσα από τα μάτια του, έτσι όπως είχε περάσει η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη, ν' ακολουθήσει εκείνη τη θαυμαστή λαμπρότητα που τώρα άρχιζε να σβήνει, να διαβεί μαζί του την άγνωστη πόρτα που είχε ανοίξει για κείνον και να τον συνοδεύσει πέρα απ' αυτή τη βροχερή μέρα, στον Παράδεισο. Η πόρτα αυτή ήταν δική του, όμως, όχι δική της. Η Άγκνες δεν είχε εισιτήριο για το τρένο που είχε σταματήσει να τον πάρει. Ο Τζο ανέβηκε, το τρένο ξεκίνησε και μαζί του έφυγε και το φως των ματιών του. Έ φ ε ρ ε τα χείλη της πάνω στα δικά του και τον φίλησε για μια τελευταία φορά - η γεύση από το αίμα του δεν ήταν πικρή αλλά καθαγιασμένη.
Κεφάλαιο 11
Ε Ν Ώ ΟΙ ΓΚΡΙΖΕΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΛΩΡΙΔΕΣ άρχιζαν να χάνουν την ασθενική λάμψη τους και οι σκιές να πληθαίνουν και να διογκώνονται σαν απαίσιες μεταστάσεις, η απόλυτη σιωπή έμεινε αδιασάλευτη ανάμεσα στον Κάιν Τζούνιορ και στον σημαδεμένο άντρα. Αυτό που έτεινε να γίνει ένα επικής διάρκειας παιχνίδι αναμονής έσπασε, όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε προς τα μέσα και μπήκε ένας άντρας με λευκή ιατρική ρόμπα. Ο Τζούνιορ έκλεισε αυτομάτως τα μάτια του κι άφησε το σαγόνι του να κρεμάσει, ανασαίνοντας αργά από το στόμα και παριστάνοντας τον κοιμισμένο. «Φοβάμαι πως δεν είναι σωστό να βρίσκεστε εδώ», είπε χαμηλόφωνα ο γιατρός. «Δεν τον ενόχλησα», απάντησε ο επισκέπτης, στον ίδιο χαμηλό τόνο. «Δεν αμφιβάλλω γι' αυτό. Ό μ ω ς ο ασθενής έχει ανάγκη από απόλυτη ησυχία και ανάπαυση». «Κι εγώ», είπε ο επισκέπτης, κι ο Τζούνιορ αναρωτήθηκε τι μπορεί να εννοούσε ο άγνωστος μ' αυτή την παράξενη απάντηση. Οι δυο άντρες αυτοσυστήθηκαν. Ο γιατρός λεγόταν Τζιμ Πάρκχερστ. Ο απλός, καταδεκτικός τρόπος τον και η καθησυχαστική φωνή του, είτε αποτελούσαν έμφυτα χαρίσματα είτε καλλιεργημένα, ήταν σωστό βάλσαμο. Ο σημαδεμένος άντρας συστήθηκε ως ντετέκτιβ Τόμας Βανάντιουμ. Δεν χρησιμοποίησε το υποκοριστικό του, όπως
είχε κάνει ο γιατρός, και η φωνή του ήταν τόσο άχρωμη, όσο κοινό ήταν το πρόσωπο του, με εξαίρεση το σημάδι. Ο Τζούνιορ σκε'φτηκε ότι κανένας, εκτός από τη μητε'ρα του, δεν θα τον φώναζε Τομ. Για τους πολλούς θα ήταν ο «ντετέκτιβ» και για όσους τον γνώριζαν καλύτερα ο «Βανάντιουμ». «Τι πρόβλημα έχει ο κύριος Κάιν;» ρώτησε ο Βανάντιουμ. «Παρουσίασε ένα οξύτατο επεισόδιο αιματέμεσης». « Έ β γ α λ ε αίμα μαζί με τον εμετό, δηλαδή. Αλλά τι το προκάλεσε;» «Το αίμα δεν ήταν σκούρο και όξινο, επομένως δεν προήλθε από το στομάχι. Ή τ α ν αρτηριακό, οπότε θα μπορούσε να προέρχεται από τον οισοφάγο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν φαρυγγικό». «Από το λαιμό του, δηλαδή». Ο Τζούνιορ ένιωθε το εσωτερικό του λαιμού του ερεθισμένο, λες και είχε καταπιεί κάκτο αμάσητο. «Σωστά», είπε ο Πάρκχερστ. «Προφανώς, έσπασε ένα ή και περισσότερα από τα μικρά αιμοφόρα αγγεία λόγω της εξαιρετικά βίαιης εμέσεως». «Εμέσεως;» «Του εμετού. Μου είπαν ότι ήταν ένα ιδιαίτερα οξύ επεισόδιο». «Ξερνούσε σαν πυροσβεστική μάνικα», δήλωσε ο Βανάντιουμ. «Το θέσατε πολύ παραστατικά». Με φωνή που έδινε νέα σημασία στο επίθετο ανέκφραστος, ο ντετέκτιβ πρόσθεσε: «Απ' όσους βρεθήκαμε εκεί, είμαι ο μόνος που δεν έστειλα τα ρούχα μου στο καθαριστήριο». Οι φωνές των δύο αντρών παρέμεναν χαμηλές και κανείς από τους δύο δεν είχε πλησιάσει το κρεβάτι. Ο Τζούνιορ χαιρόταν που του δινόταν η ευκαιρία να κρυφακούει, όχι μόνο επειδή είχε την ελπίδα να μάθει για ποιο λόγο και σε τι βαθμό τον υποπτευόταν ο Βανάντιουμ, αλλά κι επειδή ήταν περίεργος - κ α ι ανήσυχος- για την αιτία που του είχε προκαλέσει αυτό το αηδιαστικό και τόσο ταπεινωτικό επεισόδιο.
«Είναι σοβαρή η αιμορραγία;» ρώτησε ο Βανάντιουμ. «Όχι. Σταμάτησε ήδη. Το ζήτημα τώρα είναι να εμποδίσουμε πιθανή επανενεργοποίηση της εμε'σεως, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει νέα αιμορραγία. Του χορηγούνται ενδοφλεβίως ηλεκτρολύτες και αντιεμετική αγωγή και έχουμε βάλει παγοκύστες στο στομάχι και στην κοιλιά τον για να μειώσουμε την πιθανότητα ακούσιων στομαχικών σπασμών και να ελέγξουμε τον τυμπανισμό». Παγοκύστες. Όχι η νεκρή Ναόμι. Πάγος. Ο Τζούνιορ παραλίγο να γελάσει με την τάση του προς το μελοδραματικό και το μακάβριο. Δεν είχαν έρθει να τον τιμωρήσουν οι ζωντανοί νεκροί. Ή τ α ν σκέτος πάγος. «Άρα ο εμετός προκάλεσε την αιμορραγία», είπε ο Βανάντιουμ. «Και τον εμετό τι τον προκάλεσε;» «Θα του κάνουμε κι άλλες εξετάσεις, αλλά αφότου περάσουν τουλάχιστον δώδεκα ώρες. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι θα εντοπίσουμε κάποια οργανική αιτία. Κατά πάσα πιθανότητα είναι ψυχολογικό. Οξεία νευρογενής έμεση που προκλήθηκε από ακραία ταραχή, από το σοκ του θανάτου της γυναίκας του και το γεγονός ότι την είδε να πεθαίνει». Ακριβώς. Το σοκ. Η συντριπτική αίσθηση της απώλειας. Ο Τζούνιορ την αισθάνθηκε πάλι και φοβήθηκε μήπως τον πιάσουν τα κλάματα και προδοθεί, παρ' όλο που έμοιαζε να έχει ξεμπερδέψει με τους εμετούς. Είχε μάθει πολλά για τον εαυτό τον αυτή την απίστευτη μέρα: ότι ήταν πολύ πιο παρορμητικός απ' όσο πίστευε, ότι ήταν πρόθυμος να κάνει βραχυπρόθεσμες θυσίες για μακροπρόθεσμα οφέλη, ότι ήταν θρασύς και πολύ τολμηρός και -το σημαντικότερο ίσως- ότι ήταν πολύ πιο ευαίσθητος απ' όσο νόμιζε κι ότι η ευαισθησία του αυτή, αν και αξιοθαύμαστη, ήταν ικανή να τον αποδιοργανώσει ξαφνικά στις πιο ακατάλληλες στιγμές. «Στη δουλειά μου», είπε ο Βανάντιουμ στο γιατρό, «βλέπω πολλούς ανθρώπους να χάνουν αγαπημένα τους πρόσωπα. Αλλά κανένας ως τώρα δεν έχει ξεράσει σαν τον Βεζούβιο». «Είναι ασυνήθιστη αντίδραση», συμφώνησε ο γιατρός. «Όχι τόσο, όμως, ώστε να θεωρηθεί σπάνια».
«Θα μπορούσε να είχε πάρει κάτι που θα του προκαλούσε εμετό;» Ο Πάρκχερστ φάνηκε ειλικρινά απορημένος. «Και για ποιο λόγο να κάνει κάτι τέτοιο;» «Για να πάθει οξεία νευρογενή έμεση». Παριστάνοντας σταθερά τον κοιμισμένο, ο Τζούνιορ αγαλλίασε με τη διαπίστωση ότι οι συλλογισμοί του ντετέκτιβ απείχαν πολύ από την αλήθεια. Η χαρακτηριστική, μονότονη, άχρωμη φωνή του ντετέκτιβ ήταν εντελώς αταίριαστη με τη ζωηρή περιγραφή που επιχείρησε να δώσει: « Έ ν α ς τύπος αντικρίζει το πτώμα της γυναίκας του - ιδροκοπάει σαν σκυλί που ζευγαρώνει, αρχίζει να ξερνάει με κάτι ρεψίματα σαν κι αυτά που ακούς μόνο σε διαγωνισμό μπίρας και συνεχίζει να ξερνάει μέχρι που φτύνει αίμα. Ε, δε θα έλεγες ότι ένας τέτοιος τύπος έχει τη συμπεριφορά του μέσου δολοφόνου». «Δολοφόνου; Μα είπαν ότι το κάγκελο ήταν σάπιο». «Ναι. Αλλά ίσως να μην είναι αυτή όλη η αλήθεια. Τέλος πάντων, εμείς τα ξέρουμε τα συνηθισμένα καμώματα αυτών των τύπων, τις πόζες, την παράσταση που δίνουν νομίζοντας ότι είναι πολύ έξυπνοι κι ότι θα μας εξαπατήσουν. Οι περισσότεροι είναι τόσο υπερβολικοί, που σου έρχεται να βάλεις τα γέλια. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια καινούρια προσέγγιση. Σε κάνει να θέλεις να πιστέψεις ότι ο καημένος ο ανθρωπάκος λέει την αλήθεια». «Νομίζω πως ο σερίφης κατέληξε στο πόρισμα ότι πρόκειται για θάνατο από ατύχημα», είπε ο Πάρκχερστ. «Είναι πολύ καλοί αστυνομικοί, κι αυτός και οι άντρες του», είπε ο Βανάντιουμ. «Κι αν είναι πιο πονόψυχοι άνθρωποι από μένα, αυτό είναι προτέρημα κι όχι μειονέκτημα. Λοιπόν, τι θα μπορούσε να έχει πάρει ο κύριος Κάιν που να του προκαλέσει εμετό;» Θα έφτανε ν'ακούσω εσένα να μιλάς, σκέφτηκε ο Τζούνιορ. «Αν ο σερίφης θεωρεί ότι ήταν ατύχημα...» διαμαρτυρήθηκε ο Πάρκχερστ. «Ξέρετε πώς λειτουργούμε α' αυτή την Πολιτεία, γιατρέ. Δεν αναλωνόμαστε σε καβγάδες για το τίνος αρμοδιότητα είναι τι. Συνεργαζόμαστε. Ο σερίφης μπορεί ν' αποφασίσει
ότι δεν έχει λόγο ν' απασχολήσει το περιορισμένο προσωπικό του σ' αυτή την υπόθεση, και κανείς δε θα τον κατηγορήσει. Μπορεί να το χαρακτηρίσει ατύχημα, να κλείσει την υπόθεση και να μην ενοχληθεί αν εμείς, για κάποιο λόγο, συνεχίσουμε να τη σκαλίζουμε για ένα διάστημα». Παρ' όλο που ο ντετέκτιβ ακολουθούσε λάθος μονοπάτι, ο Τζούνιορ άρχισε να οργίζεται. Ό π ω ς κάθε καλός πολίτης, ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τους έντιμους αστυνομικούς που κάνουν τη δουλειά τους σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Αυτός ο Τόμας Βανάντιουμ, όμως, παρά τη μονότονη φωνή και την αδιάφορη εμφάνιση του, έδινε την εντύπωση φανατικού. Κάθε λογικός άνθρωπος θα συμφωνούσε ότι το όριο μεταξύ νόμιμης αστυνομικής έρευνας και παρενόχλησης αθώων είναι πολύ λεπτό. «Υπάρχει ένα φάρμακο που λέγεται ιπεκάκ;» ρώτησε ο Βανάντιουμ το γιατρό. «Ναι. Είναι η αποξηραμένη ρίζα ενός φυτού της Βραζιλίας, του ιπεκακουάνα. Είναι εξαιρετικά δραστικό στην πρόκληση εμετού. Το ενεργό συστατικό του είναι ένα αλκαλοειδές που λέγεται εμετίνη». «Αν δεν κάνω λάθος, πουλιέται ελεύθερα στα φαρμακεία». «Ναι, σε μορφή σιροπιού. Είναι πολύ χρήσιμο για το σπιτικό φαρμακείο, σε περίπτωση που τα παιδιά καταπιούν δηλητήριο και πρέπει να το βγάλουν άμεσα από το στομάχι τους». «Εγώ θα μπορούσα να είχα καταναλώσει μόνος μου ένα ολόκληρο μπουκάλι τον περασμένο Νοέμβριο». «Δηλητηριαστήκατε;» «Όλοι δηλητηριαστήκαμε, γιατρέ», είπε ο Βανάντιουμ με την αργή, μονότονη φωνή του που είχε αρχίσει να εκνευρίζει αφόρητα τον Τζούνιορ. «Ήταν προεκλογική περίοδος, αν θυμάστε. Στη διάρκειά της θα μπορούσα να είχα πάρει πολλές φορές ιπεκάκ. Τι άλλο θα μπορούσε να με βοηθήσει να ξαλαφρώσω το στομάχι μου;» «Ε... η υδροχλωρική απομορφίνη». «Που τη βρίσκεις πιο δύσκολα από το ιπεκάκ». «Ναι. Και το χλωριούχο νάτριο θα έκανε πάντως. Το
κοινό αλάτι. Αν ανακατέψεις μπόλικο σε χλιαρό νερό, είναι αρκετά δραστικό». «Που είναι όμως πιο δύσκολο να εντοπιστεί απ' ό,τι το ιπεκάκ ή η υδροχλωρική απομορφίνη». «Να εντοπιστεί;» ρώτησε ο Πάρκχερστ. «Στον εμετό». «Χμ... Το εργαστήριο θα εντόπιζε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα αλάτων, αλλά αυτό δε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο στο δικαστήριο. Ο ύποπτος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε φάει πολλά αλμυρά». «Έτσι κι αλλιώς, το αλατόνερο είναι μπελαλίδικο. Θα έπρεπε να πιει αρκετό λίγο πριν ξεράσει, αλλά ήταν περιτριγυρισμένος από αστυνομικούς που δεν τον άφηναν στιγμή από τα μάτια τους. Κυκλοφορεί το ιπεκάκ σε μορφή κάψουλας;» «Υποθέτω ότι ο καθένας θα μπορούσε να γεμίσει άδειες κάψουλες με σιρόπι», είπε ο Πάρκχερστ. «Ωστόσο...» «Και θα μπορούσε να κρατάει μερικές στη χούφτα του, να τις καταπιεί χωρίς νερό και το φάρμακο να επιδράσει αμέσως μόλις λιώσουν οι κάψουλες στο στομάχι του». Ο καταδεκτικός και γλυκομίλητος γιατρός φάνηκε επιτέλους να βρίσκει βαρετή την επιμονή του ντετέκτιβ σε μια απίθανη θεωρία. «Αμφιβάλλω πολύ αν μια δόση ιπεκάκ είναι ικανή να προκαλέσει μια τόσο βίαιη αντίδραση όπως στην προκειμένη περίπτωση. Εδώ μιλάμε για φαρυγγική αιμορραγία, για τ' όνομα του Θεού. Το ιπεκάκ είναι ασφαλές φάρμακο». «Αν όμως είχε πάρει τριπλή ή τετραπλή δόση...» «Δε θα υπήρχε καμιά διαφορά», επέμεινε ο Πάρκχερστ. «Θα ενεργούσε ακριβώς όπως και η μία δόση. Είναι αδύνατο να υπάρξει υπερδοσολογία, γιατί το φάρμακο αυτό προκαλεί εμετό κι όταν κάποιος κάνει εμετό, βγάζει και το ιπεκάκ μαζί με όλα τ' άλλα». «Είτε λίγο είτε πολύ, θα υπήρχε στον εμετό όμως». «Αν περιμένετε να σας παράσχει το νοσοκομείο δείγμα εμετού του ασθενούς, λυπάμαι, αλλά έχει ήδη καταστραφεί κάθε...» «Δεν πειράζει», τον διέκοψε ο Βανάντιουμ. «Κράτησα εγώ σε σακουλάκι».
«Σακουλάκι;» «Μάζεψα λίγο από τον τόπο του ατυχήματος, ως αποδεικτικά στοιχείο». Ο Τζούνιορ αισθάνθηκε ότι παραβιαζόταν με απερίγραπτο τρόπο η ιδιωτική του ζωή. Αυτό ήταν εξωφρενικό. Το αναμφισβήτητα και απόλυτα προσωπικό περιεχόμενο του στομαχιού του κλεισμε'νο σε πλαστικό σακουλάκι, παρμένο χωρίς την άδειά του, χωρίς καν να έχει επίγνωση. Και ποιος ξέρει τι άλλο! Δείγμα κοπράνων όταν ήταν ναρκωμένος; Αυτή η αυθαίρετη συλλογή ακαθαρσιών σίγουρα αποτελούσε παραβίαση βασικών άρθρων του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, παράβαση των νομίμων δικαιωμάτων του πολίτη, χαστούκι στο πρόσωπο της δικαιοσύνης, στυγνή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Φυσικά, δεν είχε πάρει ιπεκάκ, ούτε κανένα άλλο εμετικό, οπότε δεν θα έβρισκαν κανένα στοιχείο που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του. Παρ' όλα αυτά, ήταν έξαλλος. Ή τ α ν ζήτημα αρχής. Ί σ ω ς και ο γιατρός να ενοχλήθηκε απ' αυτή τη φασιστική και διεστραμμένη ενέργεια της συλλογής εμετού, γιατί ο τόνος του έγινε απότομος. « Έ χ ω να κάνω μερικές επισκέψεις. Ό τ α ν θα κάνω τον απογευματινό μου γύρο, ο κύριος Κάιν θα έχει ξυπνήσει, αλλά θα προτιμούσα να μην τον ενοχλήσετε ως αύριο». Αντί ν' ανταποκριθεί στη σύσταση του γιατρού, ο Βανάντιουμ είπε: «Μια τελευταία ερώτηση, γιατρέ. Αν όντως ήταν οξεία νευρογενής έμεση, όπως διαγνώσατε, θα μπορούσε να έχει προκληθεί από άλλη αιτία, εκτός από το σοκ εξαιτίας του θανάτου της γυναίκας του;» «Αδυνατώ να φανταστώ πιο προφανή αιτία ακραίας συναισθηματικής ταραχής». «Οι ενοχές», είπε ο ντετέκτιβ. «Αν τη σκότωσε αυτός, θα μπορούσε το αίσθημα ενοχής να είναι εξίσου ισχυρό όσο και το σοκ, ώστε να του προκαλέσει οξεία νευρογενή έμεση;» «Δε θα μπορούσα ν' απαντήσω με βεβαιότητα. Δεν έχω πτυχίο ψυχολογίας». «Πείτε μου απλώς την άποψή σας». «Είμαι γιατρός, δεν είμαι εισαγγελέας. Και δε συνηθίζω
να κατηγορώ χωρίς στοιχεία, ειδικά όταν πρόκειται για ασθενή μου». «Δεν είπα να σας γίνει συνήθεια. Μόνο αυτή τη φορά. Αν η αιτία είναι το σοκ, γιατί όχι και οι ενοχές;» Ο Πάρκχερστ το σκέφτηκε, ενώ όφειλε να έχει απορρίψει ασυζητητί την ερώτηση. «Χμ... ναι, υποθέτω». Δειλέ, κομπογιαννίτη, προδότη του λειτουργήματος, σκέφτηκε με πίκρα ο Τζούνιορ. «Λέω να περιμένω εδώ μέχρι να ξυπνήσει ο κύριος Κάιν», είπε ο Βανάντιουμ. «Δεν έχω τίποτα επείγον να κάνω». Η φωνή του γιατρού απέκτησε έναν αυταρχικό τόνο του τύπου εγώ-κάνω-κουμάντο-εδώ, που προφανώς τον είχε διδαχτεί σε ειδικό μάθημα εκφοβισμού σε κάποιο από τα έτη της ιατρικής, με τη διαφορά ότι άργησε πολύ να τον εφαρμόσει για να είναι αποτελεσματικός. «Η κατάσταση του ασθενούς είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη. Δεν πρέπει να ταραχτεί για κανένα λόγο. Απαιτώ να μην του υποβάλετε καμιά ερώτηση μέχρι αύριο». «Μα... ναι, φυσικά. Δεν πρόκειται να τον ανακρίνω. Απλώς θα τον... παρατηρώ». Κρίνοντας από τους θορύβους που έκανε ο Βανάντιουμ, ο Τζούνιορ συμπέρανε ότι ο αστυνομικός ξαναπήρε τη θέση του στην πολυθρόνα. Ο Τζούνιορ ήλπιζε τουλάχιστον να είναι ο Πάρκχερστ πιο ικανός στην άσκηση της ιατρικής απ' όσο ήταν στην άσκηση εξουσίας. Ύστερα από ένα αρκετά μεγάλο διάστημα δισταγμού, ο γιατρός αποφάσισε. «Μπορείτε ν' ανάψετε το φως». «Είμαι καλά έτσι». «Δεν πρόκειται να ενοχλήσει τον ασθενή». «Μ' αρέσει το σκοτάδι», είπε ο Βανάντιουμ. «Πολύ ασυνήθιστο». «Πράγματι», συμφώνησε ο Βανάντιουμ. Ο γιατρός κατέθεσε ολοκληρωτικά τα όπλα και βγήκε από το δωμάτιο. Η βαριά πόρτα έκλεισε αυτόματα μ' ένα βαρύ στεναγμό, πνίγοντας τον ήχο από λαστιχένιες σόλες,
το θρόισμα από κολλαριστές στολές κι όλους τους άλλους θορύβους που έκαναν οι νοσοκόμες στο διάδρομο. Το αγοράκι της κυρίας Κάιν ένιωσε μικρό, αδύναμο, παραπονεμένο και απελπιστικά μόνο του. Ο ντετέκτιβ ήταν ακόμη εκεί, αλλά η παρουσία του απλώς ενίσχυε την αίσθηση της απέραντης απομόνωσης που είχε κυριεύσει τον Τζούνιορ. Του έλειπε η Ναόμι. Αυτή πάντα έβρισκε να πει ή να κάνει το σωστό και να του φτιάξει τη διάθεση με μερικά λόγια ή μ' ένα απλό χάδι όταν είχε τις μαύρες του.
Κεφάλαιο 12
Μ ε ΤΟΝ ΤΖΟΪ ΝΕΚΡΟ δίπλα της και το μωρό να πεθαίνει ίσως μέσα στην κοιλιά της, παγιδευμένη στην Πόντιακ, γιατί οι πόρτες είχαν σφηνώσει από τη σύγκρουση, με το κορμί της να πονάει παντού από τα χτυπήματα, η Άγκνες αρνήθηκε να υποκύψει στο φόβο και στην απελπισία των δακρύων. Αντί γι' αυτό, άρχισε να προσεύχεται, παρακαλώντας τον Θεό να τη βοηθήσει να καταλάβει γιατί της συνέβαινε αυτό το πράγμα και να της δώσει τη δύναμη ν' αντέξει τον πόνο και την απώλεια. Οι αυτόπτες μάρτυρες του ατυχήματος είχαν τρέξει πρώτοι και, καθώς δεν είχαν κατάφερει ν' ανοίξουν το αυτοκίνητο, της μιλούσαν από τα σπασμένα παράθυρα για να της δώσουν κουράγιο. Η Άγκνες γνώριζε μερικούς, άλλους όχι. Όλοι τους είχαν καλή πρόθεση, έδειχναν να ενδιαφέρονται ειλικρινά, οι πιο πολλοί είχαν γίνει μούσκεμα από τη βροχή, αλλά η φυσική τους περιέργεια προσέδιδε μια ιδιαίτερη λάμψη στα βλέμματά τους, που έκανε την Άγκνες να αισθάνεται σαν άγριο ζώο σε κλουβί, στερημένη από την αξιοπρέπειά της, αναγκασμένη να εκθέτει την τόσο προσωπική δυστυχία της σε αγνώστους. Ό τ α ν έφτασε το πρώτο περιπολικό, ακολουθούμενο από ένα ασθενοφόρο, συζητήθηκε η πιθανότητα να τραβήξουν την Άγκνες μέσα από το σπασμένο παρμπρίζ. Επειδή όμως το άνοιγμα είχε περιοριστεί από το βούλιαγμα της οροφής και με δεδομένο ότι η Άγκνες βρισκόταν ήδη στο δεύτερο στάδιο του τοκετού, η ιδέα απορρίφθηκε ως επικίνδυνη.
Εμφανίστηκαν τότε τα μέλη του σωστικού συνεργείου με υδραυλικούς λοστούς και σιδεροπρίονα. Οι περίεργοι οδηγήθηκαν στα πεζοδρόμια. Οι κεραυνοί ακούγονταν πιο μακρινοί τώρα. Άλλοι ήταν οι θόρυβοι που επικρατούσαν γύρω της: στατικά παράσιτα από τους ραδιοασυρμάτους των αστυνομικών, κρότοι από τα βαριά μεταλλικά εργαλεία, το βουητό ενός δυνατού ανέμου. Τη ζάλιζαν αυτοί οι ήχοι. Δεν μπορούσε να κλείσει τ' αυτιά της, γι' αυτό έκλεισε τα μάτια κι όλα άρχισαν να γυρίζουν. Δεν μύριζε καθόλου βενζίνη, σημάδι πως το ντεπόζιτο δεν είχε σπάσει. Ή τ α ν μάλλον απίθανο να πάρει φωτιά το αυτοκίνητο -αλλά το ίδιο απίθανο δεν ήταν πριν από μια ώρα να σκοτωθεί ο Τζόι; Τα μέλη του σωστικού συνεργείου τής σύστησαν να μετακινηθεί σε απόσταση ασφαλείας, όσο το δυνατόν μακρύτερα από την πόρτα, για να μην κινδυνεύσει να χτυπηθεί από λάθος όταν θα προσπαθούσαν να την κόψουν. Δεν είχε πού αλλού να πάει παρά μόνο πάνω στον νεκρό άντρα της. Κουλουριασμένη πάνω στο άψυχο κορμί του Τζόι, με το κεφάλι του να κλυδωνίζεται πάνω στον ώμο της, η Άγκνες σκέφτηκε εντελώς παράλογα τα πρώτα τους ραντεβού και τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Πήγαιναν συχνά στο ντράιβ ιν και κάθονταν δίπλα δίπλα πιασμένοι από το χέρι, ενώ παρακολουθούσαν τον Τζον Γουέιν στον Αιχμάλωτο της Ερήμου ή τον Ντέιβιντ Νίβεν στο Γύρο του Κόσμου σε 80 Ημέρες. Ή τ α ν τόσο νέοι τότε, σίγουροι ότι θα ζούσαν αιώνια, και ήταν και τώρα ακόμα νέοι, μόνο που για τον έναν από τους δύο το «αιώνια» είχε κιόλας τελειώσει. Έ ν α από τα μέλη του σωστικού συνεργείου τής είπε να κλείσει τα μάτια της και να στρέψει το πρόσωπο της προς την αντίθετη μεριά. Έ π ε ι τ α έχωσε από το σπασμένο παράθυρο μια ειδική κουβέρτα απ' αυτές που τυλίγουν τους τραυματίες και την έριξε πάνω της, καλύπτοντας την εκτεθειμένη δεξιά πλευρά της. Μουγκρητό, τρίξιμο, στρίγκλισμα από μέταλλα, από ηλεκτροκίνητα εργαλεία. Ενισχυμένο ατσάλι που αντιστεκόταν στα δόντια του ηλεκτρικού πριονιού. Δίπλα της, η δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου μούγκριζε και
ούρλιαζε σαν κάτι ζωντανό που υπέφερε, και ήταν αυτοί οι ήχοι όμοιοι με τις κραυγές του τρόμου που μόνο η Άγκνες τις άκουγε να βγαίνουν από τα φυλλοκάρδια της. Το αυτοκίνητο τραντάχτηκε, το ατσάλι στρίγκλισε και μια ομαδική κραυγή θριάμβου βγήκε από τα στόματα των αντρών της ομάδας διάσωσης. Έ ν α ς άντρας με όμορφα μελιά μάτια που το πρόσωπο του ήταν γεμάτο σταγόνες βροχής τεντώθηκε από τη σπασμένη πόρτα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και τράβηξε την κουβέρτα από την Άγκνες. «Εντάξει, σας παίρνουμε τώρα». Η ήρεμη αλλά δυνατή φωνή του ακούστηκε εντελώς απόκοσμη στ' αυτιά της και τα καθησυχαστικά του λόγια ήταν σαν να έκρυβαν κάποιο άλλο νόημα. Το καλό αυτό πνεύμα αποσύρθηκε και στη θέση του ήρθε ένας νεαρός νοσηλευτής με μαυροκίτρινο αδιάβροχο τζάκετ πάνω από τα λευκά νοσοκομειακά του ρούχα. «Θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι δεν έχετε χτυπήσει στη σπονδυλική στήλη πριν σας μετακινήσουμε. Μπορείτε να σφίξετε το χέρι μου;» Σφίγγοντας το χέρι του, όπως της είχε υποδείξει, η Άγκνες ψέλλισε: «Το μωρό μου... μπορεί να... χτύπησε...» Λες κι έδωσε φωνή στους χειρότερους φόβους της, τη χτύπησε ξαφνικά ένας πόνος τόσο δυνατός, που φώναξε κι έσφιξε απότομα το χέρι του νοσοκόμου, κάνοντάς τον να μορφάσει. Αισθάνθηκε ένα παράξενο φούσκωμα μέσα της και ύστερα μια δυσάρεστη, απότομη χαλάρωση, μια πίεση που την ακολούθησε άμεση εκτόνωση. Το παντελόνι της γκρίζας φανελένιας φόρμας της, πιτσιλισμένο από τα νερά της βροχής που έμπαιναν από τα σπασμένα παράθυρα, μούσκεψε μεμιάς. Της Άγκνες της είχαν σπάσει τα νερά. Μια άλλη κηλίδα, σκουρότερη από το νερό, απλώθηκε από τον καβάλο προς τα πόδια της. Ή τ α ν σαν κόκκινο κρασί πάνω στο γκρίζο ύφασμα, αλλά η Άγκνες, παρά τη σύγχυση και την ταραχή της, ήξερε ότι δεν επρόκειτο για θαύμα, δεν ήταν κόκκινο κρασί αυτό που θα φανέρωνε μια θαυματουργή γέννηση αλλά ένα ποτάμι αίμα. Απ' όσα είχε διαβάσει, ήξερε ότι το αμνιακό υγρό είναι
διαυγές. Λίγα ίχνη αίματος δεν είναι ανησυχητικά, αλλά αυτά εδώ δεν ήταν ίχνη. Αυτά ήταν πηχτά, σκουροκόκκινα ρυάκια. «Το μωρό μου», είπε ικετευτικά. Έ π ε ι τ α ήρθε η επόμενη ωδίνη, τόσο δυνατή, που ο πόνος δεν περιορίστηκε στην κοιλιά και τη βάση της πλάτης, αλλά σαν ηλεκτρική εκκένωση μεταφέρθηκε σε όλη τη ραχοκοκαλιά της, σπόνδυλο το σπόνδυλο. Της κόπηκε η ανάσα σαν να είχαν φράξει τα πνευμόνια της. Στην πρώτη εγκυμοσύνη, το δεύτερο στάδιο του τοκετού υποτίθεται ότι διαρκεί γύρω στα πενήντα λεπτά, προφανώς όμως ο Μπαρθόλομιου δεν σκόπευε να επιβεβαιώσει τα βιβλία. Τα μέλη του σωστικού συνεργείου άρχισαν να κινούνται πυρετωδώς. Τράβηξαν παράμερα τα εργαλεία τους και τα κομμάτια της πόρτας για ν' ανοίξουν δρόμο σ' ένα φορείο που οι ρόδες του ακούγονταν να τρέχουν πάνω στα συντρίμμια που γέμιζαν την άσφαλτο. Η Άγκνες δεν είχε πλήρη συνείδηση για το πώς την έβγαλαν από το αυτοκίνητο, αλλά θυμόταν ότι κοίταξε πίσω της και είδε το κορμί του Τζόι κουλουριασμένο μέσα στα χαλάσματα, θυμόταν που άπλωσε το χέρι της να κρατηθεί απ' αυτόν για να μη χάσει το στήριγμά της και ύστερα ότι βρέθηκε έξω, πάνω στο φορείο που έτρεχε. Είχε πέσει το σούρουπο και η μέρα πνιγόταν κάτω από ένα σκούρο μολυβένιο ουρανό. Τα φώτα των δρόμων είχαν ανάψει. Κόκκινες λάμψεις από τους προβολείς των ασθενοφόρων μεταμόρφωναν τη βροχή σε εναλλασσόμενα ρυάκια αίματος και δακρύων. Η ίδια η βροχή ήταν πιο κρύα από πριν, παγερή σαν μέταλλο. Ή ίσως να έκαιγε το δέρμα της και να την ένιωθε πιο κρύα. Κάθε σταγόνα ήταν σαν να της τρυπούσε το πρόσωπο και τα χέρια, που τα κρατούσε σφιγμένα πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της, σαν να προστάτευε το αγέννητο παιδί από το θάνατο που ερχόταν να το διεκδικήσει. Ο ένας από τους δυο νοσηλευτές μπήκε στο ασθενοφόρο και κάθισε στο τιμόνι. Καινούρια ωδίνη χτύπησε την Άγκνες, ακόμη πιο δυνατή από την προηγούμενη, τόσο, που
στην κορύφωση του πόνου νόμισε πως θα έχανε τις αισθήσεις της. Ο δεύτερος νοσοκόμος έφερε το φορείο στο πίσω μέρος του ασθενοφόρου, φωνάζοντας έναν από τους αστυνομικούς να τον συνοδεύσει ως το νοσοκομείο. Προφανώς, θα χρειαζόταν βοήθεια αν το μωρό γεννιόταν στη διαδρομή. Η Άγκνες καταλάβαινε μόνο αόριστα το διάλογο των δύο αντρών, από τη μια επειδή μαζί με το αίμα έχανε σιγά σιγά και τις αισθήσεις της κι από την άλλη επειδή την προσοχή της είχε τραβήξει ο Τζόι. Δεν βρισκόταν πια μέσα στα συντρίμμια του αυτοκινήτου, αλλά στεκόταν στην ανοιχτή πίσω πόρτα του ασθενοφόρου. Δεν ήταν πια χτυπημένος και παράλυτος. Τα ρούχα του δεν ήταν ματωμένα. Πράγμα περίεργο, αλλά η βροχή δεν έβρεχε ούτε τα μαλλιά του ούτε τα ρούχα του. Η βροχή έμοιαζε να σταματά ένα χιλιοστό πριν έρθει σ' επαφή με το σώμα του, θαρρείς και το νερό και ο άνθρωπος ήταν φτιαγμένα από ύλη και αντιύλη, που απωθούσαν η μια την άλλη, γιατί, αν έρχονταν σε επαφή, θα γινόταν μια τρομακτική αντίδραση που θα διέλυε τα θεμέλια του σύμπαντος. Ο Τζόι ήταν σε κατάσταση «Φοβητσιάρικο Αρκουδάκι». Φρύδια σμιγμένα, μάτια μισόκλειστα που κοιτούσαν ανήσυχα. Η Άγκνες ήθελε ν' απλώσει το χέρι της και να τον αγγίξει, αλλά διαπίστωσε πως δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Δεν κρατούσε πια ούτε την κοιλιά της. Και τα δυο χέρια της ήταν πεσμένα στα πλευρά της, με τις παλάμες προς τα επάνω, και χρειαζόταν να καταβάλει τρομερή προσπάθεια για να μπορέσει να λυγίσει έστω τα δάχτυλά της. Ό τ α ν δοκίμασε να μιλήσει στον Τζόι, δεν μπόρεσε να υψώσει τη φωνή της, όπως δεν είχε μπορέσει να σηκώσει ούτε το χέρι της. Έ ν α ς αστυνομικός σκαρφάλωσε στο ασθενοφόρο. Ο νοσοκόμος έσπρωξε δυνατά το φορείο πάνω στις ειδικές μεταλλικές υποδοχές του οχήματος και τα πτυσσόμενα πόδια με τα ροδάκια δίπλωσαν αυτόματα. Το φορείο, μαζί με την Άγκνες, κύλησε πάνω στη ράγα και στο εσωτερικό του ασθενοφόρου.
Κλικ-κλικ. Το φορείο κλείδωσε σε θέση ασφαλείας. Ο αστυνομικός, είτε ξέροντας από μόνος του τι έπρεπε να κάνει είτε υπακούοντας σε υποδείξεις, πέρασε κάτω από το κεφάλι της Άγκνες ένα μαξιλαράκι. Χωρίς το μαξιλάρι δεν θα κατάφερνε να σηκώσει το κεφάλι της και να κοιτάξει προς την ανοιχτή πίσω πόρτα του ασθενοφόρου. Ο Τζόι στεκόταν ακριβώς απέξω και την κοίταζε επίμονα. Τα γαλάζια μάτια του ήταν δυο λυπημένες θάλασσες. Ισως όμως να μην ήταν λύπη αλλά λαχτάρα και νοσταλγία. Έ π ρ ε π ε να φύγει, αλλά δεν ήθελε να ξεκινήσει το ταξίδι μόνος του, χωρίς αυτή. Ό π ω ς δεν τον άγγιζε η βροχή, έτσι δεν τον έλουζαν και οι άσπρες και κόκκινες λάμψεις των προβολέων. Οι σταγόνες της βροχής γίνονταν μια διαμάντια και μια ρουμπίνια, μια διαμάντια και μια ρουμπίνια, αλλά ο Τζόι δεν φωτιζόταν από το φως αυτού του κόσμου. Η Άγκνες είδε ότι ήταν σχεδόν διάφανος, το σώμα του ήταν σαν λεπτό γυαλί στο οποίο έλαμπε το φως ενός Άλλου Κόσμου. Ο νοσοκόμος τράβηξε δυνατά την πόρτα και την έκλεισε ερμητικά, αφήνοντας τον Τζόι έξω στη νύχτα, στη βροχή, κάπου ανάμεσα στους δύο κόσμους. Το ασθενοφόρο ξεκίνησε μ' ένα τίναγμα κι άρχισε ν' αναπτύσσει ταχύτητα. Η Άγκνες βρέθηκε πάλι μπλεγμένη στα γρανάζια ενός καινούριου πόνου και για μια στιγμή έχασε το φως της. Ό τ α ν διαλύθηκε λίγο το σκοτάδι, άκουσε τον αστυνομικό και το νοσοκόμο να μιλάνε γρήγορα και ανήσυχα μεταξύ τους, ενώ κάτι έκαναν επάνω της, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Δεν ήταν σαν να μιλούσαν απλώς άλλη γλώσσα, αλλά μια πανάρχαια γλώσσα που είχε χαθεί από τη γη εδώ και χιλιάδες χρόνια. Την έπιασε ντροπή όταν κατάλαβε ότι ο νοσοκόμος είχε κόψει με ψαλίδι τα μπατζάκια της φόρμας της. Από τη μέση και κάτω ήταν γυμνή. Στο θολωμένο μυαλό της σχηματίστηκε η εικόνα ενός ημιδιάφανου μωρού, με σώμα από γαλακτερό γυαλί, όπως του Τζόι όταν στεκόταν έξω από το ασθενοφόρο. Έντρομη
ότι αυτό το όραμα σήμαινε πως το παιδί ήταν ήδη νεκρό, έκανε να πει Το μωρό μου, αλλά δεν βγήκε ήχος από τα χείλη της. Καινούριος πόνος αλλά όχι η συνηθισμένη ωδίνη. Συντριπτικός πόνος. Αβάσταχτος. Τα γρανάζια άρχισαν να δουλεύουν ξανά μέσα της, σαν να τη διαμέλιζαν σε κάποια μεσαιωνική μηχανή βασανιστηρίου. , Έ β λ ε π ε τους δυο άντρες να μιλάνε. Τα πρόσωπά τους, υγρά από τη βροχή, ήταν βλοσυρά, τρομαγμένα -αυτή όμως δεν άκουγε πια ούτε τις φωνές τους. Στην πραγματικότητα δεν άκουγε τίποτε. Ούτε το ουρλιαχτό της σειρήνας ούτε το βουητό της μηχανής. Ή τ α ν κουφή όσο και οι νεκροί. Αντί να πέσει, να βυθιστεί ξανά για λίγο στο απόλυτο σκοτάδι όπως περίμενε, η Αγκνες βρέθηκε να ανυψώνεται. Αισθάνθηκε αβαρής, και ήταν μια αίσθηση τρομακτική. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι ήταν δεμένη με το σώμα της, με την έννοια ότι ήταν κολλημένη σε κόκαλα και μυς, αλλά τώρα αισθάνθηκε σκοινιά να σπάζουν. Ξαφνικά βρέθηκε να αιωρείται ανεμπόδιστη, ν' ανυψώνεται από το φορείο, μέχρι που έφτασε να κοιτάζει το ίδιο της το σώμα από την οροφή του ασθενοφόρου. Την έπνιξε ο τρόμος, καθώς συνειδητοποίησε ότι ήταν μια εύθραυστη οντότητα, κάτι λιγότερο χειροπιαστό κι από ομίχλη, κάτι μικρό, αδύναμο κι ανήμπορο. Και ύστερα ένιωσε πανικό στη σκέψη ότι ήταν έτοιμη να διαλυθεί όπως τα μόρια μιας οσμής στον αέρα, να διασκορπιστεί σ' ένα τόσο μεγάλο διάστημα, που ουσιαστικά θα έπαυε να υπάρχει. . Τον τρόμο της τροφοδοτούσε η θέα του αίματος που είχε μουσκέψει το φορείο όπου ήταν ξαπλωμένη. Τόσο πολύ αίμα! Ωκεανός. Σ' εκείνη την απόκοσμη σιωπή άκουσε μια φωνή. Κανέναν άλλο ήχο. Ούτε σειρήνα, ούτε μηχανή, ούτε το σφύριγμα των ελαστικών στη βρεγμένη άσφαλτο. Μόνο τη φωνή του νοσοκόμου. «Η καρδιά έχει σταματήσει». Κάτω, μακριά από την Άγκνες, εκεί κάτω στον κόσμο των ζωντανών, μια υποδερμική σύριγγα λαμπύρισε στο χέρι του νοσοκόμου.
Ο αστυνομικός είχε ανοίξει το φερμουάρ του επάνω μέρους της φόρμας της και είχε σηκώσει το φαρδύ μπλουζάκι που φορούσε η Άγκνες από κάτω, αφήνοντας εκτεθειμένο το γυμνό στήθος της. Ο νοσοκόμος μόλις χρησιμοποίησε τη σύριγγα, την άφησε δίπλα κι άρπαξε τις λαβές ενός καρδιακού δονητή. Η Άγκνες ήθελε να τους πει πως όλες οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες, ότι έπρεπε να σταματήσουν, να τα παρατήσουν, να δείξουν λίγη συμπόνια και να την αφήσουν να φύγει. Δεν είχε πια λόγο να μείνει εκεί. Είχε ήδη ξεκινήσει να φύγει μαζί με τον νεκρό της σύζυγο και το νεκρό μωρό της, να πάει σ' ένα μέρος όπου δεν υπήρχε πόνος, όπου κανένας δεν ήταν φτωχός σαν τη Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες, όπου κανένας δεν ζούσε μέσα στο φόβο όπως τ' αδέρφια της, ο Ίντομ και ο Τζέικομπ, όπου όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα και είχαν όσες πίτες με βατόμουρο χρειάζονταν για να χορτάσουν. Η Άγκνες αγκάλιασε το σκοτάδι.
Κεφάλαιο 13
Μ Ό Λ Ι ς ΕΦΥΓΕ ο γιατρός Πάρκχερστ, στο δωμάτιο του νοσοκομείου έπεσε σιωπή, βαριά και παγερή σαν τις παγοκύστες που πίεζαν την κοιλιά του Τζούνιορ. Ύ σ τ ε ρ α από λίγο, τόλμησε ν' ανοίξει τα μάτια του μια χαραμάδα. Αυτό που αντίκρισε ήταν σκοτάδι τόσο πυκνό και αδιαπέραστο, όσο στον κόσμο ενός τυφλού. Ούτε μια σπίθα φωτός δεν διατάρασσε τη νύχτα έξω από το παράθυρο και οι χαραμάδες στα στόρια ξεχώριζαν όσο και τα πλευρά του Χάρου κάτω από τον μαύρο μανδύα. Από την πολυθρόνα του στη γωνία του δωματίου, σαν να έβλεπε καθαρά στο σκοτάδι και να ήξερε ότι ο Τζούνιορ είχε ανοίξει τα μάτια του, ο ντετέκτιβ Τόμας Βανάντιουμ μίλησε χαμηλόφωνα. «Ακουσες όλη την κουβέντα μου με το γιατρό;» Η καρδιά του Τζούνιορ άρχισε να χτυπάει τόσο γρήγορα και τόσο δυνατά, που δεν θα ξαφνιαζόταν αν άκουγε το πόδι του Βανάντιουμ να κρατάει το ρυθμό στο πάτωμα. Μόλο που ο Τζούνιορ δεν του είχε απαντήσει, ο Βανάντιουμ συνέχισε απτόητος. «Ναι, πιστεύω ότι τα άκουσες όλα». Μεγάλος κολπατζής ο ντετέκτιβ. Ό λ ο προκλήσεις κι αντιπερισπασμούς και επιθέσεις. Στρατηγός του ψυχολογικού πολέμου. Προφανώς, αρκετοί ύποπτοι επηρεάζονταν και τελικά έσπαγαν μ' αυτή τη συμπεριφορά. Ο Τζούνιορ δεν επρόκειτο να παγιδευτεί έτσι εύκολα. Ή τ α ν πολύ έξυπνος. Καταφεύγοντας κι αυτός στη δική του στρατηγική, εφάρ-
μοσε απλές μεθόδους αυτοσυγκέντρωσης για να ηρεμήσει και να επιβραδύνει τους σφυγμούς του. Ο ντετέκτιβ ήθελε να τον παρασύρει με την κουβέντα μέχρι να κάνει το πρώτο λάθος, αλλά οι ήρεμοι άνθρωποι δεν ενοχοποιούνται στα καλά καθούμενα. «Πώς ένιωσες, Ί ν ο χ ; Την κοίταζες στα μάτια όταν την έσπρωξες;» Ο μονόλογος του Βανάντιουμ ακουγόταν σαν τη φωνή μιας συνείδησης που προτιμά να σε βασανίζει με τη μονοτονία παρά με την γκρίνια. « Ή μήπως ένας δειλός συζυγοκτόνος σαν κι εσένα δεν έχει τα κότσια να το κάνει;» Πλακου ταομ ο ν ρ η, χοντροκώλη, φαλάκρα, συλλογέα εμετών, σκέφτηκε ο Τζούνιορ. Ό χ ι . Λάθος. Ηρεμία. Αδιαφορία στις προκλήσεις. «Μάλλον θα περίμενες μέχρι να σου γυρίσει την πλάτη, γιατί δεν είχες το κουράγιο να την κοιτάξεις στα μάτια». Ο Τζούνιορ ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Δεν ήταν ένας απλός μασέρ με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Είχε πτυχίο φυσιοθεραπευτή, με ειδικότητα στη θεραπεία αποκατάστασης. Ό π ο τ ε έβλεπε τηλεόραση, που ποτέ δεν έβλεπε πολύ, σπάνια παρακολουθούσε ανόητα τηλεπαιχνίδια ή βλακώδεις σειρές σαν το Μπέβερλι Χιλς. Προτιμούσε τα σοβαρά προγράμματα που απαιτούσαν νοητική συμμετοχή, όπως η Μπονάντσα ή Ο Φυγάς. Το σκραμπλ ήταν το αγαπημένο του επιτραπέζιο παιχνίδι και σαν ενεργό μέλος της λέσχης Το Βιβλίο του Μήνα είχε ήδη αποκτήσει τριάντα από τα καλύτερα δείγματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, από τα οποία είχε ήδη διαβάσει, έστω και στα πεταχτά, τουλάχιστον τα έξι. Θα τα είχε διαβάσει όλα αν δεν ήταν φοβερά πολυάσχολος τύπος και με ποικίλα ενδιαφέροντα. Οι πνευματικές του ανησυχίες ήταν περισσότερες από το χρόνο που μπορούσε να τους αφιερώσει. «Ξέρεις ποιος είμαι, Ίνοχ;» ρώτησε ο Βανάντιουμ. Ο Τόμας Κόπανος Βανάντιουμ. «Ξέρεις τι είμαι;» Σπυρί στον κώλο της ανθρωπότητας. «Όχι», είπε ο Βανάντιουμ, «νομίζεις ότι ξέρεις ποιος είμαι και τι εκπροσωπώ, αλλά δεν ξέρεις τίποτα. Δεν πειράζει. Θα μάθεις».
Ο τύπος ήταν ανατριχιαστικός. Ο Τζούνιορ άρχισε να φοβάται ότι η ανορθόδοξη συμπεριφορά του ντετέκτιβ δεν ήταν μια προσεκτικά μελετημένη στρατηγική, όπως είχε αρχικά θεωρήσει, αλλά ένα δείγμα σοβαρής νοητικής διαταραχής. Είτε ήταν λοξός ο ντετέκτιβ είτε όχι, αυτός δεν είχε τίποτα να κερδίσει πιάνοντας κουβέντα μαζί του, ειδικά στα σκοτεινά. Ή τ α ν εξαντλημένος, ο λαιμός του πονούσε και δεν ήταν σίγουρος ότι θα κατάφερνε να παραμείνει ήρεμος και να ελέγξει απόλυτα τον εαυτό του, όπως θα ήταν αναγκαίο να κάνει στην περίπτωση που αυτός ο κοντοκουρεμένος βάτραχος με τις δίπλες στον αυχένα τον ανέκρινε. Έ π α ψ ε να πασχίζει να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι την πολυθρόνα στη γωνία. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να νανουριστεί, συνθέτοντας στο μυαλό του την πανέμορφη αλλά σκόπιμα μονότονη εικόνα κυμάτων που σκάνε απαλά σε μια φεγγαρόφωτη παραλία. Ή τ α ν μια τεχνική χαλάρωσης που την εφάρμοζε συχνά. Την είχε διδαχτεί από ένα εκπληκτικό βιβλίο που είχε τον τίτλο Πώς να Βελτιώσετε τη Ζωή σας με την Αντοΰπνωαη. Ο Τζούνιορ ήταν αφοσιωμένος στη συνεχή αυτοβελτίωση. Πίστευε ότι είναι αναγκαίο ο άνθρωπος να επεκτείνει διαρκώς τις γνώσεις και τους ορίζοντές του, για να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του και τον κόσμο. Η ποιότητα της ζωής τού καθενός είναι αποκλειστικά δική του ευθύνη. Ο συγγραφέας τού Πώς να Βελτιώσετε τη Ζωή σας με την Αντοϋπνωση, ήταν ο δόκτωρ Σίζαρ Ζεντ, διάσημος ψυχολόγος και συγγραφέας μιας δεκάδας βιβλίων αυτοβοήθειας, που είχαν γίνει όλα μπεστ σέλερ και που ο Τζούνιορ τα είχε όλα στη βιβλιοθήκη του, και μάλιστα στην πολυτελή έκδοση με το σκληρό εξώφυλλο. Τα άπαντα του δόκτορα Ζεντ ήταν ο πιο εμπεριστατωμένος, ο πιο αποτελεσματικός και ο πιο αξιόπιστος οδηγός ζωής που είχε υπάρξει. Ο Τζούνιορ, όποτε ένιωθε μπερδεμένος ή στενοχωρημένος, κατέφευγε στον Σίζαρ Ζεντ για να διαφωτιστεί και να πάρει καθοδήγηση. Κι όταν ήταν χαρούμενος, πάλι από το δόκτορα Ζεντ έπαιρνε την επιβεβαίωση
ότι είναι σωστό να αισθάνεσαι επιτυχημένος και ν' αγαπάς τον εαυτό σου. Ο θάνατος του δόκτορα Ζεντ, λίγους μήνες πριν, υπήρξε ένα πλήγμα για τον Τζούνιορ και μια μεγάλη απώλεια για το έθνος και για τον κόσμο ολόκληρο. Το θεώρησε τραγωδία ισάξια με τη δολοφονία του Κένεντι ένα χρόνο νωρίτερα. Και όπως ο θάνατος του Τζον Κένεντι, έτσι και η απώλεια του Ζεντ τυλίχτηκε από ένα πέπλο μυστηρίου, εμπνέοντας κάθε λογής σενάρια περί συνωμοσίας. Ελάχιστοι πίστεψαν ότι ο Ζεντ είχε αυτοκτονήσει, κι ο Τζούνιορ σίγουρα δεν ήταν ανάμεσα σ' αυτούς τους εύπιστους ανόητους. Ο Σίζαρ Ζεντ, ο συγγραφέας τού Έχεις Δικαίωμα στην Ευτυχία, ποτέ δεν θα τίναζε τα μυαλά του στον αέρα μ' ένα περίστροφο, όπως ήθελαν οι Αρχές να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει. «Θα υποκρινόσουν ότι ξυπνάς αν δοκίμαζα να σε πνίξω με το μαξιλάρι;» ρώτησε ο ντετέκτιβ Βανάντιουμ. Η φωνή δεν είχε ακουστεί από την πολυθρόνα στη γωνία, αλλά δίπλα από το κρεβάτι. Αν ο Τζούνιορ δεν είχε χαλαρώσει τόσο βαθιά από το νανούρισμα των κυμάτων που έσκαγαν στη φεγγαρόφωτη παραλία του μυαλού του, θα είχε προδοθεί από κάποιο επιφώνημα έκπληξης, ή επειδή θα πεταγόταν από το κρεβάτι, επιβεβαιώνοντας έτσι την υποψία του Βανάντιουμ ότι παρίστανε τον κοιμισμένο. Δεν είχε ακούσει τον αστυνομικό να σηκώνεται και να διασχίζει το δωμάτιο. Ή τ α ν εκπληκτικό το πώς ένας άντρας μ' ένα στομάχι που ξεχείλιζε από τη ζώνη του παντελονιού του, μ' έναν αυχένα που έκανε δίπλες πάνω στο σφιχτό κολάρο του πουκαμίσου του κι ένα διπλοσάγονο παχύ σαν σαμπρέλα ποδηλάτου ήταν ικανός να κινηθεί τόσο αθόρυβα και ύπουλα. «Θα μπορούσα να βάλω μια φυσαλίδα αέρα στη βελόνα του ορού σου», συνέχισε χαμηλόφωνα ο Βανάντιουμ, «και να πεθάνεις από εμβολή χωρίς κανείς να καταλάβει το παραμικρό». Ψυχοπαθής. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πλέον. Ο Τόμας Βανάντιουμ ήταν ψυχοπαθής δολοφόνος. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στην Αμερική τα τελευ-
ταία χρόνια. Η χώρα είχε πάψει να είναι σταθερή και ασφαλής. Είχε πάρει μια άσχημη κλίση. Και η κοινωνία κατρακυλούσε αργά προς την άβυσσο. Έφηβοι μανιακοί δολοφόνοι. Και τώρα, ψυχοπαθείς αστυνομικοί. Σίγουρα θα έρχονταν και χειρότερα. Αν αρχίσει η παρακμή, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ν' ανατραπεί η αρνητική πορεία. Τινκ. Ο ήχος ήταν παράξενος, αλλά ο Τζούνιορ μπορούσε σχεδόν να τον προσδιορίσει. Τινκ. Ό π ο ι α κι αν ήταν η πηγή του ήχου, σίγουρα την προκαλούσε ο Βανάντιουμ. Τινκ. Α, ναι, κατάλαβε από πού προερχόταν ο ήχος αυτός. Ο ντετέκτιβ χτυπούσε με το δάχτυλο του τη φιάλη με το διάφανο διάλυμα του ορού που κρεμόταν δίπλα στο κρεβάτι του. Τινκ. Μόλο που ο Τζούνιορ δεν είχε πια καμιά ελπίδα να κοιμηθεί, συγκεντρώθηκε στη φανταστική εικόνα της φεγγαρόφωτης παραλίας με τα απαλά κυματάκια. Ή τ α ν μια τεχνική χαλάρωσης και εκείνος ήθελε απελπισμένα να παραμείνει χαλαρός. ΤΙΝΚ! Πιο δυνατό, πιο κοφτό χτύπημα, με το νύχι αυτή τη φορά. Αίγοι άνθρωποι έπαιρναν στα σοβαρά την υπόθεση της αυτοβελτίωσης. Το ζώο άνθρωπος διαθέτει μια καταστροφική παρόρμηση που πάντα πρέπει να την καταστέλλει κανείς. ΤΙΝΚ! Ό τ α ν ο άνθρωπος δεν προσηλώνεται σε θετικούς στόχους για να βελτιώσει τη ζωή του, καταναλώνει την ενέργειά του σε κακοήθειες. Και τότε έχουμε διάφορους Σταρκγουέδερ να σκοτώνουν ένα σωρό ανθρώπους χωρίς κανένα προσωπικό όφελος. Τότε έχουμε μανιακούς αστυνομικούς ή και πολέμους, σαν αυτό τον καινούριο στο Βιετνάμ. Τινκ: ο Τζούνιορ περίμενε τον ήχο, που όμως δεν ακούστηκε ξανά. Έ μ ε ι ν ε ακίνητος, περιμένοντας με τα νεύρα του τεντωμένα.
Το φεγγαρόφωτο είχε ξεθωριάσει και τα απαλά κυματάκια είχαν χαθεί από την ακτή του μυαλού του. Αυτοσυγκεντρώθηκε, πασχίζοντας να ξαναζωντανέψει τη φανταστική του θάλασσα, αλλά ήταν μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που η τεχνική Ζεντ δεν λειτούργησε. Αντίθετα, φαντάστηκε τα χοντρά δάχτυλα του Βανάντιουμ να κινούνται πάνω στον ενδοφλέβιο ορό με εκπληκτική επιδεξιότητα και να ανακαλύπτουν τη λειτουργία της συσκευής ιμηλαφιστά, όπως οι τυφλοί τα γράμματα Μπράιγ. Φαντάστηκε τον ντετέκτιβ να βρίσκει το σημείο εισόδου του μικρού σωλήνα στη βάση της σύριγγας και να το πιάνει με το δείκτη και τον αντίχειρα. Τον είδε να εμφανίζει μια σύριγγα έτσι όπως ένας ταχυδακτυλουργός θα έβγαζε ένα μεταξωτό μαντίλι από το καπέλο του. Στη σύριγγα, μόνο θανατηφόρος αέρας. Η βελόνα να μπήγεται στο σωληνάκι... Ο Τζούνιορ ήθελε να ουρλιάξει βοήθεια, αλλά δεν τόλμησε. Δεν τόλμησε καν να προσποιηθεί μ' ένα μουρμουρητό κι ένα χασμουρητό ότι τάχα ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή, γιατί ο ντετέκτιβ θα βεβαιωνόταν ότι ήταν ξύπνιος όλη αυτή την ώρα. Και το γεγονός ότι είχε παραστήσει τον αναίσθητο, κρυφακούγοντας τη συνομιλία του ντετέκτιβ με το γιατρό και αποφεύγοντας στη συνέχεια να απαντήσει στις προκλητικές κατηγορίες του Βανάντιουμ, θα ερμηνευόταν ως παραδοχή της ενοχής του για το φόνο της γυναίκας του. Και τότε αυτός ο ηλίθιος σκατομούρης θα γινόταν ανελέητος, αμείλικτος. Αν όμως συνέχιζε να παριστάνει τον κοιμισμένο, ο αστυνομικός δεν θα μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος για την απάτη. Θα είχε τις υποψίες του, αλλά καμιά απόδειξη. Κι έτσι θα διατηρούσε ένα μικρό ποσοστό αμφιβολίας για την ενοχή του Τζούνιορ. Ύστερα από ένα ατέλειωτο διάστημα απόλυτης σιωπής, ακούστηκε ξανά η φωνή του ντετέκτιβ. «Ξέρεις τι πιστεύω για τη ζωή, Ίνοχ;» Τη μια ή την άλλη βλακεία. «Πιστεύω ότι το σύμπαν είναι ένα είδος μουσικού οργά-
νου με ασύλληπτα μεγάλες διαστάσεις και άπειρο αριθμό χορδών». Ναι, βέβαια, το σύμπαν είναι ένα τεράστιο, πελώριο γιουκαλίλι. Η ως τώρα άχρωμη και μονότονη φωνή απε'κτησε μια αδιόρατη νότα πάθους. «Και κάθε ανθρώπινο ον, κάθε ζωντανή ύπαρξη, αποτελεί μια χορδή σ' αυτό το όργανο». Κι ο Θεούλης έχει τετρακόσια τρισεκατομμύρια δαχτυλάκια και παίζει μια καυτή διασκευή τού «Αλόχα, Χαβάη». «Οι αποφάσεις που παίρνει ο καθένας μας, καθώς και οι πράξεις του, είναι σαν δονήσεις στη χορδή μιας κιθάρας». Στην περίπτωση σου το όργανο είναι βιολί και η μελωδία το θέμα τού Ψυχώ. Το ήρεμο πάθος στη φωνή του Βανάντιουμ ήταν ειλικρινές κι εκφραζόταν με σιγουριά, όχι με ζήλο, ούτε με συναισθηματική έξαρση, γεγονός που το έκανε ακόμη πιο επικίνδυνο. «Όταν δονείται μια χορδή, προκαλούνται μικρές αντανακλαστικές δονήσεις και στις υπόλοιπες, σε όλο το σώμα του οργάνου». Μπόινγκ! «Κάποιες φορές αυτές οι αντανακλαστικές δονήσεις είναι αισθητές, αλλά πολύ συχνότερα είναι τόσο ανεπαίσθητες, που τις ακούς μόνο αν είσαι εξαιρετικά ευαίσθητος». Λυπήσου με και σκότωσέ με τώρα, να μην ακούσω κι άλλα. «Όταν έκοψες τη χορδή της Ναόμι, η μουσική της έπαψε να επηρεάζει τις ζωές των άλλων ανθρώπων και τη διαμόρφωση του μέλλοντος. Χτύπησες ένα μικρό φάλτσο που ακούστηκε, έστω κι ανεπαίσθητα, ως τα πέρατα του σύμπαντος». Αν έχεις σκοπό να με ρίξεις σε καινούριο μαραθώνιο εμετού, μάλλον θα τα καταφέρεις. «Αυτό το φάλτσο προκάλεσε άλλες δονήσεις, που μερικές απ' αυτές θα επιστρέψουν σ' εσένα με τρόπους που ίσως να περιμένεις και άλλες με τρόπους που είναι αδύνατο να προβλέψεις. Απ' όλα τα απρόβλεπτα, εγώ είμαι το χειρότερο». Παρά το σαρκαστικό χιούμορ στο δικό του, βουβό κομμάτι του διαλόγου, ο Τζούνιορ είχε αρχίσει να τον φοβάται
τον Βανάντιουμ. Ο αστυνομικός ήταν παράφρονας, ναι, αλλά ήταν και κάτι περισσότερο από απλός τρελάρας. «Κάποτε ήμουν ένας Άπιστος Θωμάς», είπε ο ντετέκτιβ, αλλά η φωνή του δεν ακουγόταν πια κοντά στο κρεβάτι. Έμοιαζε να έρχεται από την άλλη άκρη του δωματίου, από την πόρτα ίσως - ο Τζούνιορ όμως δεν τον είχε ακούσει να μετακινείται. Παρά το ασήμαντο παρουσιαστικό του, ο Βανάντιουμ είχε έναν αέρα μυστικιστή. Ο Τζούνιορ, αν και δεν πίστευε στους μυστικιστές, ούτε στις υπερφυσικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι κατέχουν, ήξερε ότι οι μυστικιστές που πιστεύουν στις δυνάμεις τους είναι πολύ επικίνδυνα άτομα. Ο ντετέκτιβ φαινόταν παθιασμένος με τη θεωρία του περί χορδών και ίσως να έβλεπε και οράματα, ή να άκουγε φωνές σαν τη Ζαν ντ' Αρκ, μια Ζαν ντ' Αρκ χωρίς ομορφιά και χάρη, μια Ζαν ντ' Αρκ με υπηρεσιακό περίστροφο και με τη νόμιμη εξουσία να το χρησιμοποιεί. Ο ντετέκτιβ δεν αποτελούσε απειλή για τον αγγλικό στρατό όπως η Ζαν ντ' Αρκ, αλλά κατά τη γνώμη του Τζούνιορ θα του άξιζε του άθλιου να τον κάψουν ζωντανό στην πυρά. «Τώρα δεν αμφιβάλλω ποτέ», είπε ο Βανάντιουμ και η φωνή του έγινε πάλι εκείνο το άχρωμο, μονότονο μουρμουρητό που ο Τζούνιορ το είχε σιχαθεί προηγουμένως, αλλά που πια το προτιμούσε από το ήρεμο πάθος. «Όποια κι αν είναι η κατάσταση, όσο περίπλοκο κι αν είναι το πρόβλημα, ξέρω πάντα τι πρέπει να κάνω. Και σίγουρα ξέρω τι να κάνω στην περίπτωσή σου». Τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο αλλόκοτα. « Έ χ ω αγγίξει το σημάδι της πληγής». Ποιας πληγής; ήθελε να ρωτήσει ο Τζούνιορ, αλλά αναγνώρισε το δόλωμα και δεν τσίμπησε. 'Υστερα από ένα σύντομο διάστημα σιωπής, ο Βανάντιουμ άνοιξε την πόρτα. Ο Τζούνιορ ευχήθηκε να μην τον πρόδωσε η γυαλάδα των ματιών του τη στιγμή που τα άνοιξε ίσα μια χαραμάδα. Ο Βανάντιουμ βγήκε στο διάδρομο: μια μαύρη σιλουέτα κόντρα στο σκληρό λευκό φως των λαμπτήρων φθορισμού. Η δυνατή λάμψη ήταν σαν να τον τύλιξε. Η μαύρη σιλουέτα
τρεμόπαιξε στιγμιαία και υστέρα εξαφανίστηκε, έτσι όπως χάνονται οι αντικατοπτρισμοί στην καυτή άσφαλτο το καταμεσήμερο, σαν να περνάνε από μια διάσταση σε άλλη, γλιστρώντας πίσω από τα τρεμάμενα κύματα της ζέστης που φαντάξουν σαν διάφανες κουρτίνες ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες. Η πόρτα έκλεισε μόνη της.
Κεφάλαιο 14
Η ΑΓΡΙΑ ΔΙΨΑ ήταν αυτό που έκανε την Άγκνες να συμπεράνει ότι δεν ήταν νεκρή. Δεν θα διψούσε στον Παράδεισο. Φυσικά, ίσως να είχε βγάλει λάθος συμπέρασμα για τη μεταθανάτια θέση της. Δίψα θα ταλάνιζε σίγουρα τις λεγεώνες των κολασμένων, άγρια δίψα, ατέλειωτη, που θα την έκαναν ακόμη πιο μαρτυρική το αλάτι, το θειάφι και η στάχτη που θα ήταν τα φαγητά της Κόλασης, άρα μπορεί να ήταν κάλλιστα νεκρή και αιώνια καταδικασμένη μαζί με τους φονιάδες, τους κλέφτες, τους άσπλαχνους και όσους τρέχουν με εβδομήντα την ώρα όταν διασχίζουν μια σχολική ζώνη με όριο ταχύτητας τα τριάντα. Είχε και ρίγη όμως, κι απ' όσο ήξερε στην Κόλαση δεν έχουν πρόβλημα θέρμανσης, άρα μπορεί και να μην είχε καταδικαστεί στο αιώνιο πυρ τελικά. Μακάρι να ήταν έτσι. Μερικές φορές έβλεπε σιλουέτες να στέκονται από πάνω της, αλλά τα έβλεπε όλα θολά, χωρίς λεπτομέρειες. Μπορεί να ήταν άγγελοι ή δαίμονες, αλλά η Άγκνες δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν άνθρωποι, γιατί ένας απ' αυτούς βλαστήμησε, πράγμα που δεν θα έκανε ποτέ ένας άγγελος, ενώ κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να την κάνουν να αισθανθεί άνετα, εκεί που κάθε δαίμονας δεν θα έχανε την ευκαιρία να την ταλαιπωρήσει και να τη βασανίσει. Επίσης, χρησιμοποιούσαν λέξεις που δεν ταίριαζαν σε στόματα αγγέλων ή δαιμόνων, όπως «...μέτρια διαστολή τραχήλου... οξυτοκίνη ενδοφλεβίως... να διατηρήσουμε πλήρη αντισηψία, κι εννοώ πλήρη, σε όλη τη διάρκεια...»
Πιο συχνά έπλεε στο απόλυτο σκοτάδι παρά σε όνειρα. Για λίγη ώρα βρέθηκε στο σινεμά. Αυτή κι ο Τζοι πήγαιναν καβάλα, δίπλα σ' ένα βαθιά προβληματισμένο Τζον Γουέιν, ενώ ο υπέροχος Ντέιβιντ Νίβεν ταξίδευε πάνω από τα κεφάλια τους, μέσα ο' ένα καλάθι που κρεμόταν από ένα τεράστιο πολύχρωμο αερόστατο. Βγαίνοντας απότομα από την αστροφώτιστη νύχτα του Φαρ Ουέστ στο δυνατό λευκό ηλεκτρικό φως κι έχοντας απέναντι της ένα μπουκέτο από θαμπά άγνωστα πρόσωπα χωρίς καουμπόικα καπέλα, η Άγκνες αισθάνθηκε κάποιον να μετακινεί κυκλικά ένα κομμάτι πάγο πάνω στη γυμνή κοιλιά της. Ανατριχιάζοντας καθώς το παγωμένο νερό κυλούσε στα πλευρά της, προσπάθησε να τους ρωτήσει γιατί της έβαζαν πάγο αφού κρύωνε τόσο πολύ, αλλά δεν είχε φωνή να μιλήσει. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ένας άλλος είχε βάλει - Θ ε έ και Κύριε!- το χέρι του μέσα της, μέσα στο κορμί της, και μάλαζε τη μήτρα της ακολουθώντας τις ίδιες αργές κυκλικές κινήσεις με το κομμάτι του πάγου που έλιωνε πάνω στην κοιλιά της. «Θα χρειαστεί κι άλλη μετάγγιση». Αυτή τη φωνή την αναγνώρισε. Ή τ α ν ο δόκτωρ Τζόσουα Ναν. Ο γιατρός της. Τον είχε ακούσει και νωρίτερα, αλλά δεν τον είχε αναγνωρίσει τότε. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Προσπάθησε ξανά να μιλήσει, αλλά η φωνή της την πρόδωσε και πάλι. Εκτός από το κρύο, ένιωσε ξαφνικά ντροπή και φόβο και αναζήτησε καταφύγιο στο παλιό καλό Ουέστ, όπου η νύχτα στην ερημιά ήταν ακόμα ζεστή. Η μικρή φωτιά που είχαν ανάψει για τη νύχτα την καλωσόριζε. Ο Τζον Γουέιν την αγκάλιασε πατρικά από τους ώμους και της είπε, «Εδώ δεν πεθαίνουν άντρες και μωρά», και, μόλο που είχε σκοπό να την καθησυχάσει, αυτή την έπνιξε η στενοχώρια, μέχρι που ήρθε η Σίρλεϊ Μακλέιν και την πήρε παράμερα να τα πουν σαν καλές φίλες. *
*
*
Η Άγκνες ξύπνησε και δεν κρύωνε πια, αλλά έκαιγε. Τα χείλη της ήταν ξερά και σκασμένα, η γλώσσα της στεγνή. Το δωμάτιο του νοσοκομείου ήταν απαλά φωτισμένο και σκιές κούρνιαζαν παντού, σαν ένα κοπάδι νυσταγμένα πουλιά. Ό τ α ν της ξέφυγε ένα βογκητό, μια από τις σκιές άνοιξε τα φτερά της, την πλησίασε από τα δεξιά και μεταμορφώθηκε σε νοσοκόμα. Η Άγκνες δεν έβλεπε πια θολά. Η νοσοκόμα ήταν μια όμορφη νέα κοπέλα με σκούρα καστανά μαλλιά και γαλάζια μάτια. «Διψάω», είπε βραχνά η Άγκνες. «Δεν πρέπει να πάρετε τίποτε από το στόμα για μερικές ώρες», της είπε η νοσοκόμα. «Ο κίνδυνος ναυτίας είναι μεγάλος. Το ρέψιμο μπορεί να σας προκαλέσει νέα αιμορραγία». «Παγάκι», είπε μια φωνή από την αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Η νοσοκόμα έστρεψε το βλέμμα της από την Άγκνες στο άλλο πρόσωπο. «Ναι, ένα μικρό παγάκι δεν πειράζει». Ό τ α ν η Άγκνες έστρεψε το κεφάλι της και είδε τη Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες, νόμισε πως ονειρευόταν ξανά. Στο κομοδίνο υπήρχε ένα μεταλλικό θερμός. Η Μαρία ξεβίδωσε το καπάκι του και, μ' ένα κουταλάκι με μακριά λαβή, έπιασε από το εσωτερικό ένα παγάκι. Βάζοντας προσεκτικά τη χούφτα της κάτω από το κουτάλι, το έφερε στο στόμα της Άγκνες. Το παγάκι δεν ήταν απλώς υγρό και κρύο. Ή τ α ν νοστιμότατο και, κατά έναν περίεργο τρόπο, γλυκό σαν σοκολατάκι. Ό τ α ν η Άγκνες έσπασε το παγάκι με τα δόντια της, η νοσοκόμα αντέδρασε. «Όχι, μην το καταπιείτε. Πρέπει να λιώσει πρώτα στο στόμα σας». Αυτή η σύσταση, ειπωμένη με αρκετή αυστηρότητα, κατατρόμαξε την Άγκνες. Αν ένα τόσο δα μασημένο παγάκι έφτανε να της προκαλέσει ναυτία και μετά αιμορραγία, θα πρέπει να ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Δεν αποκλείεται μια από τις κουρνιασμένες σκιές να ήταν ο ίδιος ο Θάνατος που παραμόνευε να την αρπάξει.
Έ κ α ι γ ε τόσο πολύ, που το παγάκι έλιωσε σε δευτερόλεπτα. Λίγη υγρασία κατέβηκε ως το λαιμό της, αλλά δεν στάθηκε αρκετή για να λειάνει τη φωνή της που ακούστηκε βραχνή σαν κρώξιμο. «Κι άλλο». «Μόνο ένα», επέτρεψε η νοσοκόμα. Η Μαρία έβγαλε άλλο ένα παγάκι από το θερμός, αλλά το ξανάριξε μέσα για να πιάσει ένα μεγαλύτερο. Δίστασε κοιτώντας το με προσήλωση για λίγο, πριν φέρει το κουταλάκι στα χείλη της Άγκνες. «Ξέρω τώρα πώς σπάσει νερό. Γίνει πρώτα πάγος». Ή τ α ν μια δήλωση εξαιρετικά μυστηριώδης και υπέροχη, και η Άγκνες τη γυρόφερνε συνέχεια στο μυαλό της όσο ο πάγος έλιωνε πάνω στη γλώσσα της. Και ύστερα ήρθε πάλι ο ύπνος και την τύλιξε, γλυκός σαν μαύρη σοκολάτα.
Κεφάλαιο 15
Ο Τ Α Ν Ο ΔΟΚΤΩΡ ΤΖΙΜ ΠΑΡΚΧΕΡΣΤ ολοκλήρωσε τον απογευματινό του γύρο των επισκέψεων στους ασθενείς του νοσοκομείου, ο Τζούνιορ έπαψε να παριστάνει τον κοιμισμένο και του έκανε ένα σωρό ερωτήσεις, που στις περισσότερες γνώριζε ήδη την απάντηση έχοντας κρυφακούσει το διάλογο του γιατρού με τον ντετέκτιβ. „Λ Ο λαιμός του ήταν ακόμη τόσο ερεθισμένος από τον εμετό., και τα όξινα υγρά, που η φωνή του, βραχνή και τσιριχτή ταυτόχρονα, θύμιζε χαρακτήρα από παιδική σειρά με κινούμενα σκίτσα. Αν δεν πονούσε, θα αισθανόταν εξαιρετικά γελοίος, αλλά ο κόπος που κατέβαλλε για να μιλήσει δεν του άφηνε περιθώρια για άλλα συναισθήματα εκτός από αυτολύπηση. Παρ' όλο που άκουγε για δεύτερη φορά το γιατρό να εξηγεί την οξεία νευρογενή έμεση, ο Τζούνιορ και πάλι αδυνατούσε να καταλάβει πώς το σοκ από το θάνατο της γυναίκας του μπορούσε να του προκαλέσει τόσο ακραία οργανική αντίδραση. «Είχατε άλλη φορά στο παρελθόν παρόμοια επεισόδια;» τον ρώτησε ο Πάρκχερστ. Στεκόταν όρθιος δίπλα στο κρε- ' βάτι, μ' έναν κλειστό φάκελο κάτω από τη μασχάλη και τα γυαλιά πρεσβυωπίας του κατεβασμένα στην άκρη της μύτης. «Όχι, ποτέ». «Περιοδικές εμετικές κρίσεις, χωρίς προφανή αιτία, θα μπορούσαν να αποτελούν ένδειξη κινητικής αταξίας, αλλά εσείς δεν έχετε άλλα συμπτώματα. Στη θέση σας δε θα ανησυχούσα, εκτός κι αν ξανασυμβεί».
Ο Τζούνιορ μάρφαοε στη σκέψη μιας νέας κρίσης εμετού. «Έχουμε αποκλείσει τις περισσότερες από τις πιθανές αιτίες», συνέχισε ο Πάρκχερστ. «Δεν έχουμε μυελίτιδα ή μηνιγγίτιδα, ούτε αναιμία του εγκεφάλου, ούτε διάσειση, ούτε κανένα σύμπτωμα της νόσου του Μενιέρ. Αύριο θα σας κάνουμε εξετάσεις για πιθανό εγκεφαλικό όγκο ή κάκωση, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα είναι αρνητικές». «Οξεία νευρογενής έμεση», επανέλαβε βραχνά ο Τζούνιορ. «Δε θεωρούσα τον εαυτό μου νευρικό χαρακτήρα». «Ω, όχι νευρικός μ' αυτή την έννοια. Στην περίπτωσή σας, νευρογενής σημαίνει ψυχολογικής προέλευσης. Σοκ, θλίψη και τρόμος, σε συνδυασμό, μπορούν να προκαλέσουν ακραίες οργανικές αντιδράσεις». «Α!» Το ασκητικό πρόσωπο του γιατρού γλύκανε από συμπόνια. «Αγαπούσατε πολύ τη γυναίκα σας, έτσι δεν είναι;» Τη λάτρευα, δοκίμασε να πει ο Τζούνιορ, αλλά το συναίσθημα φούντωσε κι έφραξε το λαιμό του σαν τεράστιος κόμπος. Το πρόσωπο του συσπάστηκε από θλίψη που δεν ήταν καθόλου προσποιητή και, προς μεγάλη του έκπληξη, ένιωσε δάκρυα να ξεχειλίζουν από τα μάτια του. Ο γιατρός, ανήσυχος μήπως η έντονη συναισθηματική αντίδραση του ασθενούς καταλήξει σε κλάματα με λυγμούς, που θα μπορούσαν με τη σειρά τους να προκαλέσουν καινούριους στομαχικούς σπασμούς, κάλεσε μια νοσοκόμα κι έδωσε εντολή να του χορηγηθεί αμέσως διαζεπάμη. Ενώ η νοσοκόμα έκανε την ένεση στον Τζούνιορ, ο Πάρκχερστ του είπε φιλικά: «Είσαι εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος, Ίνοχ. Αυτό είναι πράγμα σπάνιο και άξιο θαυμασμού στον καιρό μας, αλλά στην κατάστασή σου η ευαισθησία σου είναι ο χειρότερος εχθρός σου». Ο γιατρός έφυγε για να πάει να συνεχίσει τις επισκέψεις του αλλού και η νοσοκόμα έμεινε κοντά στον Τζούνιορ μέχρι να επιδράσει το ηρεμιστικό και να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κίνδυνος νέας εμετικής κρίσης. Το όνομά της ήταν Βικτόρια Μπρέσλερ και ήταν μια όμορφη ξανθούλα. Δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τη
Ναόμι, γιατί η Ναόμι ήταν μια εκπληκτική καλλονή -η Ναόμι όμως δεν υπήρχε πια. Ό τ α ν ο Τζούνιορ παραπονέθηκε ότι διψούσε πολύ, η Βικτόρια του εξήγησε ότι απαγορευόταν να πάρει οτιδήποτε από το στόμα μέχρι το επόμενο πρωί. Στη συνέχεια θα του έδιναν μόνο υγρή τροφή, και ίσως αύριο το βράδυ, να του επέτρεπαν να φάει κάτι αλεσμένο. Στο μεταξύ, για ν' ανακουφίσει τη δίψα του, θα του έδινε λίγο πάγο, που όμως δεν έπρεπε να τον μασήσει. «Άφησε το παγάκι να λιώσει στο στόμα σου». Η Βικτόρια έπαιρνε τα παγάκια, που δεν ήταν κύβοι αλλά μικροί οβάλ δίσκοι, από ένα μεταλλικό θερμός στο κομοδίνο. Έ φ ε ρ ν ε το κουταλάκι στα χείλη του Τζούνιορ όχι με την επαγγελματική επιδεξιότητα μιας καλής νοσοκόμας, αλλά έτσι όπως θα έκανε μια αγαπημένη ύπαρξη. Χαμογελώντας σαγηνευτικά, με μια ερωτική λάμψη στα γαλάζια μάτια της, έβαζε μαλακά το κουταλάκι ανάμεσα στα χείλη του, με τόσο σκόπιμο αισθησιασμό, που του θύμισε τη σκηνή του φαγητού στην ταινία Τομ Τζόουνς. Ο Τζούνιορ ήταν συνηθισμένος να τον φλερτάρουν οι γυναίκες. Η ομορφιά του ήταν δοόρο της φύσης, η δε αφοσίωσή του στη συνεχή βελτίωση του μυαλού του τον καθιστούσε πολύ ενδιαφέροντα τύπο. Και το σημαντικότερο, από τα βιβλία του Σίζαρ Ζεντ είχε μάθει πώς να γίνεται ακαταμάχητα ελκυστικός. Δεν το συνήθιζε να κομπάζει γι' αυτά τα πράγματα, ούτε ήταν από εκείνους που κοκορεύονται για τις κατακτήσεις τους στις αντροπαρέες, αλλά ήταν σίγουρος ότι έδινε πάντα στις γυναίκες πολύ περισσότερη ικανοποίηση απ' όση είχαν γνωρίσει με άλλους. Ί σ ω ς η φήμη για τα φυσικά του χαρίσματα και τις σεξουαλικές επιδόσεις του να είχε φτάσει ως τ' αυτιά της Βικτόρια. Οι γυναίκες τα κουβεντιάζουν αυτά μεταξύ τους, ίσως περισσότερο απ' ό,τι οι άντρες. Έ τ σ ι πονεμένος κι εξαντλημένος που αισθανόταν, ο Τζούνιορ απόρησε που η όμορφη νοσοκόμα με το κουταλάκι είχε καταφέρει να τον διεγείρει. Αν και δεν ήταν σε κατάσταση να φλερτάρει, μια μελλοντική σχέση μαζί της σίγουρα τον ενδιέφερε.
Προβληματίστηκε σχετικά με το πόσο πρέπον θα ήταν ένα τέτοιο αθώο φλερτ, όταν ακόμη δεν είχε θάψει καν τη γυναίκα του. Δεν ήθελε να φανεί άξεστος. Ή θ ε λ ε να σχηματίσει καλή γνώμη γι' αυτόν η Βικτόρια. Κάποια τακτική θα υπήρχε που να αρμόζει στην περίσταση, να είναι διακριτική, κομψή και πολιτισμένη, αλλά να μην αφήσει καμιά αμφιβολία στην όμορφη νοσοκόμα ότι τον είχε φουντώσει. Πρόσεχε. Ο Βανάντιουμ θα το ανακάλυπτε. Με όση διακριτικότητα και λεπτότητα κι αν ανταποκρινόταν ο Τζούνιορ στην πρόκληση της Βικτόρια, ο Τόμας Βανάντιουμ θα αντιλαμβανόταν το ερωτικό ενδιαφέρον του. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο. Η Βικτόρια βέβαια δεν θα πήγαινε να καταθέσει στην αστυνομία για την άμεση και έντονη ερωτική έλξη ανάμεσα σ' αυτή και τον Τζούνιορ, δεν θα βοηθούσε ποτέ τις Αρχές να τον στείλουν στην ηλεκτρική καρέκλα και να μείνει ανεκπλήρωτο το πάθος της γι' αυτόν, αλλά ο Βανάντιουμ θα οσφραινόταν το μυστικό της και θα την ανάγκαζε να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας. Άρα, δεν έπρεπε να της πει τίποτα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του στο δικαστήριο. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στον εαυτό του ούτε καν μια λάγνα ματιά, ούτε ένα υπαινικτικό άγγιγμα του χεριού της. Η νοσοκόμα τού έδωσε άλλο ένα παγάκι με εξίσου διεγερτικό τρόπο. Χωρίς να πει λέξη, χωρίς να συναντήσει καν το βλέμμα της και ν' ανταλλάξουν ματιές όλο νόημα, ο Τζούνιορ δέχτηκε το παγάκι στη γλώσσα του ανταποκρινόμενος στην ερωτική διάθεση της όμορφης κοπέλας. Κράτησε το κουτάλι στο στόμα του για λίγο, έτσι που να μην μπορεί εκείνη να το τραβήξει εύκολα και, κλείνοντας τα μάτια του, βόγκηξε από ευχαρίστηση, σαν να ήταν το παγάκι αμβροσία, σαν να γευόταν ένα κομμάτι από το σώμα της ίδιας της νοσοκόμας. Ό τ α ν ελευθέρωσε τελικά το κουτάλι, το έκανε αφήνοντάς το να κυλήσει πάνω στη γλώσσα του και ύστερα έγλειψε αισθησιακά τα χείλη του εκεί όπου είχε ακουμπήσει το μέταλλο. Ό τ α ν άνοιξε τα μάτια του, και πάλι χωρίς να συναντήσει το βλέμμα της, ο Τζούνιορ ήταν βέβαιος ότι η νοσοκόμα
είχε αντιληφθεί και ερμηνεύσει σωστά την αντίδραση του στη δική της πρόκληση. Είχε κοκαλώσει, είχε μείνει με το κουτάλι στον αέρα, της είχε κοπεί η ανάσα. Είχε συγκλονιστεί. Κανείς από τους δύο δεν θέλησε να επιβεβαιώσει την αμοιβαία έλξη με ένα νεύμα ή ένα χαμόγελο. Η Βικτόρια ήξερε, όπως ήξερε κι αυτός, ότι θα ερχόταν η ώρα τους, όταν αυτές οι δυσάρεστες περιστάσεις θα είχαν ξεπεραστεί, όταν ο Βανάντιουμ θα είχε αναγκαστεί να κάνει πίσω, όταν όλες οι υποψίες θα είχαν οριστικά εξανεμιστεί. Μπορούσαν να περιμένουν. Η αυτοσυγκράτηση και η γλυκιά αναμονή θα έκαναν το ερωτικό τους σμίξιμο μια συγκλονιστική εμπειρία, τότε που θα ένιωθαν τελικά ασφαλείς για να ενδώσουν στον πόθο τους. Η Βικτόρια, αφού καταλάγιασε το τρελό χτυποκάρδι της, άφησε το κουταλάκι πάνω στο δίσκο του κομοδίνου, καπάκωσε το θερμός και είπε: «Αρκεί για τώρα, κύριε Κάιν. Στην κατάσταση σας, ακόμη κι ένα παραπανίσιο παγάκι θα μπορούσε να προκαλέσει καινούρια κρίση εμετού». Ο Τζούνιορ εντυπωσιάστηκε κι ενθουσιάστηκε από την ικανότητά της να κρύβει τόσο πειστικά τον πόθο της πίσω από μια αυστηρά επαγγελματική φωνή και συμπεριφορά. Η γλυκιά Βικτόρια ήταν μια άξια συνένοχος. «Ευχαριστώ, αδελφή Μπρέσλερ», της είπε σοβαρά, προσαρμόζοντας τη φωνή του στο ύφος της, ενώ με το ζόρι κρατιόταν να μην την κοιτάξει, να μην της χαμογελάσει και να μην της κάνει άλλη μια επίδειξη της διψασμένης ρόδινης γλώσσας του. «Θα στείλω μια άλλη νοσοκόμα να σας ελέγχει κάθε τόσο». Τώρα που είχαν σιγουρευτεί και οι δύο ότι μοιράζονταν την ίδια επιθυμία κι ότι πολύ σύντομα θα την ικανοποιούσαν, η Βικτόρια επιδίωκε διακριτικότητα. Ξύπνια κοπέλα. «Κατάλαβα», της είπε. «Έχετε ανάγκη από ανάπαυση», του σύστησε και στράφηκε να φύγει. Ναι, θα του χρειαζόταν αρκετή ξεκούραση για να μπορέσει ν' ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της. Ακόμη και με τη φαρδιά λευκή ρόμπα και τα ίσια παπούτσια με τις λαστιχέ-
νιες σόλες, η Βικτόρια ήταν ένα απίστευτα ερωτικό πλάσμα. Στο κρεβάτι σίγουρα θα ήταν λέαινα. Μόλις έφυγε η νοσοκόμα, ο Τζούνιορ έμεινε ακίνητος^ χαμογελώντας προς το ταβάνι, πλέοντας σε πελάγη βάλιουμ, πόθου και ματαιοδοξίας. Στην περίπτωσή του ήταν σίγουρος ότι η ματαιοδοξία δεν έβλαπτε, αφού δεν πήγαζε από πληγωμένο εγωισμό αλλά από υψηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης. Το ότι οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο δεν ήταν υποκειμενική του άποψη αλλά γεγονός αναμφισβήτητο και παρατηρήσιμο, όπως η βαρύτητα ή οι σταθερές τροχιές των πλανητών γύρω από τον ήλιο. Ή τ α ν πράγματι εκπληκτικό που του την είχε πέσει η αδελφή Μπρέσλερ, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι πολύ πρόσφατα είχε ξεράσει ολόκληρους κουβάδες σιχαμένο όξινο πολτό και ότι μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε είχε χάσει τον έλεγχο της κύστης και του εντέρου του κι ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να υποτροπιάσει. Αυτή ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι ενέπνεε ζωώδη πόθο στις γυναίκες χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια. Κι αυτός ο πανίσχυρος αντρικός μαγνητισμός ήταν κομμάτι του εαυτού του, δώρο της φύσης, όπως ακριβώς και τα πυκνά ξανθά μαλλιά του.
Κεφάλαιο 16
Η ΑΓΚΝΕΣ ΞΥΠΝΗΣΕ από ένα θλιμμένο όνειρο, με τα δάκρυα ζεστά ακόμη στο πρόσωπο της. Το νοσοκομείο ήταν βυθισμένο σ' εκείνη την απύθμενη σιωπή που τυλίγει τα μέρη των ανθρώπων τις ώρες πριν από την αυγή, όταν οι ανάγκες, οι επιθυμίες και οι φόβοι της μέρας έχουν πια ξεχαστεί, όταν τα καινούρια δεν έχουν ακόμη αρχίσει και οι άνθρωποι πλέουν προσωρινά σε πελάγη μακαριότητας. Το επάνω μέρος του κρεβατιού της ήταν ελαφρά ανασηκωμένο. Αλλιώς, η Άγκνες δεν θα μπορούσε να δει το δωμάτιο, γιατί ένιωθε τόσο αδύναμη, ώστε δεν θα κατάφερνε να ανασηκωθεί από το μαξιλάρι. Το μοναδικό φως στο δωμάτιο προερχόταν από μια μικρή λάμπα για διάβασμα. Έ ν α ρυθμιζόμενο μεταλλικό χωνί έστελνε το φως κατευθείαν σε μια πολυθρόνα. Η Άγκνες ήταν τόσο εξαντλημένη, τα μάτια της την πονούσαν και την έτσουζαν τόσο πολύ, που μέχρι κι αυτή η λιγοστή φωτεινή πηγή την ενοχλούσε. Είχε σχεδόν ξανακλείσει τα μάτια της και ήταν έτοιμη να παραδοθεί και πάλι στον ύπνο, σ' αυτό το μικρό αδερφάκι του Θανάτου, που ήταν τώρα η μόνη της παρηγοριά. Εκείνο που είχε διακρίνει όμως στο φως της λάμπας απαιτούσε την προσοχή της. Η νοσοκόμα είχε φύγει, αλλά η Μαρία ήταν ακόμη εκεί. Καθόταν στην πλαστική πολυθρόνα με τον μεταλλικό σκελετό και κάτι έκανε, στο χαμηλό κιτρινωπό φως της λάμπας.
«Θα έπρεπε να βρίσκεσαι κοντά στα παιδιά σου», της είπε ανήσυχη η Άγκνες. Η Μαρία ανασήκωσε το κεφάλι της. «Στα παιδιά μου κάθεται η αδερφή μου». «Γιατί είσαι εδώ;» «Που αλλού να είμαι και γιατί; Σε προσέχω». Καθώς καθάριζαν τα μάτια της από τα δάκρυα, η Άγκνες πρόσεξε ότι η Μαρία έραβε. Δίπλα της, στη μια μεριά της πολυθρόνας, υπήρχε μια πλαστική σακούλα γεμάτη ρούχα, και από την άλλη μεριά, ανοιχτό στο πάτωμα, ένα ξύλινο βαλιτσάκι με κουβαρίστρες, βελόνες, μια καρφιτσοθήκη, ένα ψαλίδι κι άλλα σύνεργα ραπτικής. Η Μαρία επιδιόρθωνε στο χέρι ένα από τα ρούχα του Τζο που η Άγκνες είχε ξηλώσει νωρίτερα εκείνη τη μέρα. «Μαρία;» «Κε;» «Δεν υπάρχει λόγος». «Τι λόγος;» «Να επιδιορθώσεις αυτά τα ρούχα». «Εγώ θα ράψω», είπε η Μαρία. «Έμαθες... για τον Τζόι;» τη ρώτησε η Άγκνες, και η φωνή της βάρυνε τόσο πολύ όταν πρόφερε το όνομα του άντρα της, που αυτή η μοναδική λέξη σχεδόν κόλλησε στο λαιμό της. «Ξέρω». «Τότε... γιατί;» Η βελόνα χόρευε στα γρήγορα, επιδέξια δάχτυλα. «Εγώ δε ράβω πια για τα καλύτερα αγγλικά. Τώρα ράβω μόνο για κύριο Λάμπιον». «Αφού... αυτός χάθηκε». Η Μαρία δεν είπε τίποτα, μόνο δούλευε γρήγορα, και η Άγκνες αναγνώρισε εκείνη τη χαρακτηριστική σιωπή, όταν η Μαρία προσπαθούσε να βρει τις σωστές, δύσκολες λέξεις για να εκφράσει την πρόταση που είχε στο μυαλό της. Τελικά, με φωνή τόσο γεμάτη από συναίσθημα, που έκανε σχεδόν αδύνατη την ομιλία, η Μαρία είπε αυτό που σκεφτόταν. «Είναι... το μόνο πράγμα... που μπορώ να κάνω τώρα γι' αυτόν... και για σένα. Εγώ είμαι τίποτα. Δεν μπορώ να ράψω τίποτα σπουδαίο. Όμως αυτό θα το ράψω. Θα το ράψω».
Η Άγκνες δεν άντεχε να τη βλέπει να ράβει. Το φως δεν την ενοχλούσε πια, αλλά το μέλλον της, έτσι όπως το έβλεπε να διαμορφώνεται τώρα μπροστά της, έκανε τα μάτια της να τσούζουν σαν να τα τρυπούσαν βελόνες. Κοιμήθηκε για λίγο και ξύπνησε ακούγοντας μια σιγανή, θερμή προσευχή στα ισπανικά. Η Μαρία στεκόταν δίπλα της στο κρεβάτι. Είχε σκύψει ακουμπώντας με τα δυο της μπράτσα πάνω στο κάγκελο και στα χέρια της έσφιγγε ένα ροζάριο από ασήμι και όνυχα. Δεν μετρούσε τις χάντρες, ούτε μουρμούριζε απανωτά «Άβε Μαρία». Προσευχόταν για το μωρό της Άγκνες. Σιγά σιγά, η Άγκνες κατάλαβε ότι δεν ήταν μια προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής του μωρού αλλά για τη σωτηρία της ζωής του. Παρ' όλο που ένιωθε το χέρι της βαρύ σαν πέτρινο, βρήκε τη δύναμη να το σηκώσει και να το ακουμπήσει πάνω στα δάχτυλα της Μαρίας που έσφιγγαν ανάμεσά τους το ροζάριο. «Το μωρό μου πέθανε». «Όχι, σενιόρα Λάμπιον», είπε έκπληκτη η Μαρία. «Μονι ενφέρμο. Ό χ ι πεθαμένο». Πολύ άρρωστο. Πολύ άρρωστο αλλά όχι πεθαμένο. Η Άγκνες θυμήθηκε το αίμα, το τρομακτικό, ζωηρό κόκκινο αίμα. Τον ανυπόφορο πόνο και το αίμα να τρέχει ποτάμι. Είχε πιστέψει πως το μωρό της γεννήθηκε νεκρό, πνιγμένο στο δικό του και στο δικό της αίμα. «Αγόρι είναι;» ρώτησε. «Ναι, σενιόρα. Ό μ ο ρ φ ο αγόρι». «Μπαρθόλομιου», είπε μ' ένα στεναγμό η Άγκνες. Η Μαρία έσμιξε τα φρύδια της. «Τι είναι αυτό που είπες;» «Το όνομά του». Η Άγκνες έσφιξε το χέρι της Μαρίας. «Θέλω να το δω». «Μούι ενφέρμο. Το έχουν σε θερμή κηπίδα». Θερμή κηπίδα. Εξαντλημένη όπως ήταν, η Άγκνες άργησε λίγο να βγάλει νόημα από τα απίθανα αγγλικά της Μαρίας. Αλλά τελικά κατάλαβε. «Α! Σε θερμοκοιτίδα». «Τι μάτια!» είπε η Μαρία. «Κε;» είπε η Άγκνες. «Μόνο οι αγγέλοι έχουν κάτι τέτοια όμορφα μάτια».
Η Άγκνες άφησε το χέρι της Μαρίας και το ακούμπησε στο μέρος της καρδιάς της. «Θέλω να τον δω». Η Μαρία έκανε πρώτα το σταυρό της πριν απαντήσει. «Πρέπει να τον έχουν σε θερμοκηπίδα μέχρι να γίνει ακίνδυνος. Άμα έρθει εδώ νοσοκόμα, θα τη ρωτάω να μου πει πότε μωρό θα είναι εντάξει. Τώρα εγώ όμως δεν αφήνω εσένα. Προσέχω εσένα όλη την ώρα». Η Άγκνες έκλεισε τα μάτια της και ψιθύρισε, «Μπαρθόλομιου», με φωνή όλο θαυμασμό, όλο δέος. Παρά τη συγκρατημένη χαρά της, η Άγκνες δεν μπόρεσε να επιπλεύσει στο ποτάμι του ύπνου απ' όπου είχε μόλις πριν από λίγο αναδυθεί. Αυτή τη φορά, όμως, βυθίστηκε στα σκοτεινά του ρεύματα με ανανεωμένη την ελπίδα και μ' αυτό το μαγικό όνομα, Μπαρθόλομιου, να λαμπυρίζει στις όχθες της συνείδησής της, καθώς το δωμάτιο του νοσοκομείου και η Μαρία ξεθώριαζαν σαν εικόνα μπροστά στα μάτια της, και το ίδιο όνομα - Μ π α ρ θ ό λ ο μ ι ο υ - να φέγγει στο όνειρο της. Το όνομα τρόμαζε τους εφιάλτες. Το όνομα τη στήριζε.
Κεφάλαιο 17
ΛΟΥΣΜΈΝΟς ΣΤΟΝ ΙΔΡΩΤΑ του φόβου σαν γουρούνι σε σφαγείο, ο Τζούνιορ ξύπνησε α π ό έναν εφιάλτη που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Κάποιος προσπαθούσε ν α τον αρπάξει. Μόνο αυτό θυμόταν: δυο χέρια ν' απλώνονται αρπακτικά προς το μέρος του μέσα στο σκοτάδι. Ύ σ τ ε ρ α ξύπνησε ασθμαίνοντας. Πίσω από το τζάμι με τα στόρια ήταν ακόμη σκοτάδι πίσσα. Η λάμπα στη γωνία ήταν αναμμένη, αλλά η πολυθρόνα που ήταν δίπλα της δεν βρισκόταν πια εκεί. Είχε μετακινηθεί κοντά στο κρεβάτι του Τζούνιορ. Ο Βανάντιουμ καθόταν σ' αυτή την πολυθρόνα και τον παρατηρούσε. Με την άνεση ικανού ταχυδακτυλουργού, έστριβε γρήγορα ένα νόμισμα, περνώντας το διαδοχικά από τους κόμπους των δαχτύλων του δεξιού του χεριού, το έχωνε με τον αντίχειρα στην παλάμη, το έκανε ν α ξαναεμφανιστεί στον κόμπο του μικρού δαχτύλου και ξανάρχιζε α π ό την αρχή. Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε 4:37 π.μ. Ο ντετέκτιβ έμοιαζε να μην κοιμάται ποτέ. «Υπάρχει ένα πολύ ωραίο τραγούδι του Γκερσουιν που λέγεται "Someone to Watch over Me". To έχεις ακούσει ποτέ, Ί ν ο χ ; Εγώ είμαι αυτός ο κάποιος γ ι α σένα, αν και όχι με τη ρομαντική έννοια». «Ποιος... ποιος είσαι;» ρώτησε βραχνά ο Τζούνιορ, ταραγμένος ακόμη από τον εφιάλτη αλλά και από την παρου-
σία του Βανάντιουμ, αλλά αρκετά γρήγορος οίστε να προσποιηθεί αυτομάτως τον άσχετο, πιστός στην παράσταση που έδινε από την αρχή. Καθώς δεν απάντησε στην ερώτηση του, ο Τόμας Βανάντιουμ υπαινίχτηκε ότι πίστευε πως ο Τζούνιορ γνώριζε ήδη τα γεγονότα. «Εξασφάλισα ένταλμα για να ερευνήσω το σπίτι σου», είπε. Ο Τζούνιορ κατάλαβε το δόλωμα. Δεν υπήρχαν απτά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο θάνατος της Ναόμι οφειλόταν σε κάτι άλλο εκτός από ατύχημα. Το προαίσθημα του Βανάντιουμ - γ ι α την ακρίβεια, η αρρωστημένη εμμονή του- δεν ήταν επαρκής λόγος για να εκδώσει ένας δικαστής ένταλμα έρευνας. Δυστυχώς, όμως, μερικοί δικαστές είναι επιρρεπείς, αν όχι διεφθαρμένοι. Κι ο Βανάντιουμ, θεωρώντας τον εαυτό του εκδικητή άγγελο, σίγουρα ήταν ικανός να πει "ψέματα σ' ένα δικαστή προκειμένου να εξασφαλίσει ένα ένταλμα που δεν δικαιολογούνταν. «Δε... δεν καταλαβαίνω». Ανοιγοκλείνοντας νυσταγμένα τα μάτια του, παριστάνοντας πως ήταν ακόμα θολωμένος από τα ηρεμιστικά, ο Τζούνιορ ικανοποιήθηκε απόλυτα από τον απορημένο τόνο της φωνής του, αν και ήξερε ότι ούτε ηθοποιός επιπέδου Ό σ κ α ρ δεν θα κατάφερνε ποτέ να πείσει τον συγκεκριμένο κριτικό. Κόμπο τον κόμπο, κάτω από την παλάμη, πάλι στο μικρό δάχτυλο, ξανά κόμπο τον κόμπο, το νόμισμα γυάλιζε καθώς στριφογύριζε με ταχύτητα. « Έ χ ε ι ς ασφάλεια;» ρώτησε ο Βανάντιουμ. «Βεβαίως. Δημοσίου», απάντησε αμέσως ο Τζούνιορ. Έ ν α ξερό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του αστυνομικού. «Δεν είσαι κακός, Ί ν ο χ . Απλώς, δεν είσαι τόσο καλός όσο νομίζεις». «Συγνώμη;» «Εννοώ ασφάλεια ζωής, όπως πολύ καλά ξέρεις». «Ε... ναι, έχω μια μικρή ασφάλεια. Πάει πακέτο με τη δουλειά μου στην κλινική. Γιατί; Τι στην ευχή σημαίνουν όλα αυτά;» « Έ ν α από τα πράγματα που έψαξα να βρω στο σπίτι σου
ήταν μια ασφάλεια ζωής στο όνομα της γυναίκας σου. Δεν βρήκα. Δεν βρήκα οΰτε καν μια απόδειξη πληρωμής ασφαλίστρων». Έχοντας αποφασίσει να παίξει τον σαστισμένο για λίγο ακόμη, ο Τζούνιορ πέρασε το χέρι από το πρόσωπο του, σαν να σκούπιζε ιστούς αράχνης. «Είπατε ότι μπήκατε στο σπίτι μου;» « Ή ξ ε ρ ε ς ότι η γυναίκα σου κρατούσε ημερολόγιο;» «Ναι, βέβαια. Έ ν α κάθε χρόνο. Από τότε που ήταν δέκα χρονών». «Έχεις διαβάσει ποτέ κανένα;» «Όχι βέβαια». Αυτό ήταν απόλυτα αληθινό, πράγμα που επέτρεψε στον Τζούνιορ να κοιτάξει τον Βανάντιουμ στα μάτια και να φουσκώσει από αγανάκτηση καθώς απαντούσε στην ερώτηση. «Γιατί όχι;» «Επειδή δεν πρέπει. Το ημερολόγιο είναι κάτι αυστηρά προσωπικό». Ο Τζούνιορ υπέθετε ότι για τον συγκεκριμένο αστυνομικό δεν υπήρχε ιερό και όσιο, αλλά και πάλι απόρησε λιγάκι που του έκανε μια τέτοια ερώτηση. Ο ντετέκτιβ σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πλησίασε στο κρεβάτι, χωρίς να πάψει να στρίβει το νόμισμα. « Ή τ α ν πολύ γλυκιά κοπέλα. Πολύ ρομαντική. Τα ημερολόγιά της είναι γεμάτα ύμνους για τον έγγαμο βίο και για σένα. Πίστευε ότι ήσουν ο καλύτερος άντρας που είχε γνωρίσει στη ζωή της και ο τέλειος σύζυγος». Ο Τζούνιορ αισθάνθηκε σαν να είχε διαπεράσει την καρδιά του μια βελόνα τόσο λεπτή, που, χωρίς να ενοχλεί τη λειτουργία της, έκανε αφόρητα οδυνηρό τον κάθε χτύπο. «Έγραψε... αλήθεια, έγραψε τέτοιο πράγμα;» «Άλλες φορές γράφει μικρά κομμάτια, πολύ συγκινητικά, που τα αφιερώνει στον Θεό και Τον ευχαριστεί που σε έφερε στη ζωή της». Ο Τζούνιορ, αν και δεν συμμεριζόταν τις προκαταλήψεις που η Ναόμι με την αφέλεια και τον ακραίο συναισθηματισμό της είχε υιοθετήσει, συγκινήθηκε βαθιά κι έκλαψε απροσποίητα. Έκλαψε από τύψεις που υποψιάστηκε πως η Ναόμι είχε
δηλητηριάσει τα σάντουιτς ή τα βερίκοκα. Αυτή τον λάτρευε πράγματι, όπως πάντα πίστευε ο ίδιος. Ποτέ δεν θα του έκανε κακό, ποτέ. Η γλυκιά του Ναόμι θα πέθαινε για χατίρι του. Και πράγματι, αυτό είχε κάνει. Το νόμισμα σταμάτησε απότομα να στριφογυρίζει στο χέρι του αστυνομικού κι έμεινε σκαλωμένο, ακίνητο, ανάμεσα στον μέσο και στον παράμεσο. Ο Βανάντιουμ έπιασε ένα κουτάκι χαρτομάντιλα από το κομοδίνο και το πρόσφερε στον άνθρωπο που υποψιαζόταν ως δολοφόνο. «Ορίστε». Το δεξί χέρι του Τζούνιορ ήταν καθηλωμένο από τον ορό. Χρησιμοποίησε το αριστερό του χέρι και τράβηξε άτσαλα ένα μάτσο χαρτομάντιλα από το κουτί. Μόλις ο ντετέκτιβ άφησε το κουτί στη θέση του, το κέρμα ξανάρχισε να στριφογυρίζει στα δάχτυλά του. Ο Τζούνιορ σφούγγισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του να καθαρίσει. «Πιστεύω ότι με κάποιο μυστήριο τρόπο την αγαπούσες πραγματικά», είπε ο Βανάντιουμ. «Αν την αγαπούσα; Και βέβαια την αγαπούσα. Η Ναόμι ήταν όμορφη, ήταν καλή... ήταν αστεία. Ήταν... ήταν ό,τι καλύτερο μου είχε συμβεί στη ζωή μου». Ο Βανάντιουμ τίναξε το κέρμα στον αέρα, το έπιασε με το αριστερό του χέρι κι άρχισε να το στριφογυρίζει και πάλι, με την ίδια ευκολία και άνεση που το έκανε με το δεξί. Αυτή η επίδειξη αμφιδεξιότητας προκάλεσε στον Τζούνιορ μια παγερή ανατριχίλα για λόγους που δεν μπορούσε να αναλύσει απόλυτα. Κάθε ερασιτέχνης ταχυδακτυλουργός - ή , μάλλον, κάθε κοινός άνθρωπος πρόθυμος να εξασκηθεί πάρα πολλές ώ ρ ε ς - θα μπορούσε να καταφέρει αυτό το κόλπο. Ή τ α ν απλή επιδεξιότητα, όχι μαγεία. «Ποιο ήταν το κίνητρο σου, Ίνοχ;» «Το ποιο;» «Φαίνεται σαν να μην είχες. Κι όμως, πάντα υπάρχει ένα κίνητρο, κάποιος προσωπικός σκοπός που εξυπηρετείται. Αν υπάρχει ασφάλεια ζωής, θα την εντοπίσουμε και θα τσιγαριστείς σαν το κρεμμυδάκι στο τηγάνι». Ό π ω ς συνήθως, η φωνή του αστυνομικού ήταν εντελώς άχρωμη και μονότονη.
Δεν είχε εκφράσει μια συναισθηματική απειλή αλλά μια ψύχραιμη υπόσχεση. Γουρλώνοντας τα μάτια του με προσποιητή έκπληξη, ο Τζούνιορ ρώτησε: «Είστε αστυνομικός;» Ο ντετέκτιβ χαμογέλασε. Ή τ α ν το χαμόγελο ενός ανακόντα που εμπνέεται από την προοπτική να στραγγαλίσει μέχρι ασφυξίας τη λεία του. «Πριν ξυπνήσεις ονειρευόσουν. Έ τ σ ι δεν είναι; Μάλλον εφιάλτη έβλεπες». Αυτή η απότομη στροφή στην πορεία της ανάκρισης τρόμαξε τον Τζούνιορ. Ο Βανάντιουμ είχε ταλέντο στον αιφνιδιασμό του υπόπτου. «Ναι. Είμαι... ακόμα είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα». «Τι έβλεπες στον ύπνο σου, Ίνοχ;» Κανένας δεν μπορούσε να τον βάλει φυλακή για τα όνειρά του. «Δε θυμάμαι. Αυτά που δε θυμάσαι είναι τα χειρότερα όνειρα - δ ε συμφωνείτε; Αισθάνεσαι τόσο περίεργα όταν δεν μπορείς να θυμηθείς τις λεπτομέρειες. Ό τ α ν σου διαφεύγουν... φαίνονται πιο τρομακτικά». «Είπες ένα όνομα την ώρα που κοιμόσουν». Κατά πάσα πιθανότητα αυτό ήταν ψέμα. Ο ντετέκτιβ προσπαθούσε να τον παγιδεύσει. Ο Τζούνιορ μετάνιωσε που είχε παραδεχτεί ότι έβλεπε όνειρο. «Μπαρθόλομιου», είπε ο Βανάντιουμ. Ο Τζούνιορ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και δεν τόλμησε να μιλήσει, γιατί δεν γνώριζε κανέναν Μπαρθόλομιου και ήταν πλέον σίγουρος ότι ο ντετέκτιβ τού έστηνε κάποια παγίδα. Γιατί να έχει πει στον ύπνο του ένα άγνωστο όνομα; «Ποιος είναι ο Μπαρθόλομιου;» ρώτησε ο Βανάντιουμ. Ο Τζούνιορ κούνησε με απορία το κεφάλι του. «Είπες αυτό το όνομα δύο φορές». «Δεν ξέρω κανέναν Μπαρθόλομιου». Ο Τζούνιορ αποφάσισε ότι η αλήθεια σ' αυτή την περίπτωση δεν θα τον έβλαπτε. «Ακουγόσουν πολύ αγχωμένος. Σαν να τον φοβόσουν αυτό τον Μπαρθόλομιου». Ο Τζούνιορ είχε κάνει μπαλάκι το μουσκεμένο χαρτομάντιλο και το έσφιγγε τόσο δυνατά στο αριστερό του χέρι, που αν ήταν λίγο πιο υγρό θα έσταζε. Είδε τον Βανάντιουμ
να κοιτάζει επίμονα τη σφιγμένη γροθιά του και προσπάθησε να χαλαρώσει τα δάχτυλά του. Δεν τα κατάφερε. Εντελώς ανεξήγητα, κάθε επανάληψη του ονόματος Μπαρθόλομιου αύξανε την ανησυχία του. Το όνομα δεν αντηχούσε μόνο στ' αυτιά του αλλά στο αίμα και στα κόκαλά του, στο κορμί και στο μυαλό του, σαν να ήταν αυτός μια μεγάλη μπρούντζινη καμπάνα κι ο Μπαρθόλομιου το γλωσσίδι. « Ί σ ω ς να είναι ήρωας σε καμιά ταινία που είδα ή σε κάποιο βιβλίο που διάβασα. Είμαι μέλος της λέσχης Το Βιβλίο του Μήνα. Έ χ ω διαβάσει διάφορα μυθιστορήματα. Δε θυμάμαι κανένα χαρακτήρα μ' αυτό το όνομα, αλλά μπορεί να είναι από βιβλίο που διάβασα πριν από χρόνια». Ο Τζούνιορ συνειδητοποίησε ότι ήταν στα όρια της φλυαρίας και σώπασε απότομα. Το βλέμμα του Βανάντιουμ υψώθηκε αργά και, διαγράφοντας μια μεγάλη καμπύλη, απειλητική σαν τροχιά μαχαιριού στο χέρι αποφασισμένου δολοφόνου, ανέβηκε από τη σφιγμένη γροθιά του Τζούνιορ στο πρόσωπο του. Το κόκκινο σημάδι στο πρόσωπο του φαινόταν πιο σκούρο από πριν και είχε διαφορετικό σχήμα απ' αυτό που θυμόταν ο Τζούνιορ. Αν τα σκληρά γκρίζα μάτια του αστυνομικού θύμιζαν προηγουμένως καρφιά, τώρα ήταν μύτες ατσαλόπροκας που είχαν τη δύναμη να τρυπήσουν ακόμη και βράχο. «Θεέ μου!» είπε ο Τζούνιορ, παριστάνοντας ότι το μυαλό του τώρα μόλις άρχιζε να ξεκαθαρίζει από τη σύγχυση. «Νομίζεις πως η Ναόμι δολοφονήθηκε;» Αντί να ξεκινήσει το διάλογο, τον οποίο προσπαθούσε να προκαλέσει από την πρώτη του επίσκεψη, ο Βανάντιουμ αιφνιδίασε και πάλι τον Τζούνιορ με την αντίδραση του. Στράφηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Ακόμα χειρότερα», είπε βραχνά ο Τζούνιορ. Φοβόταν ότι θα έχανε κάποιο απροσδιόριστο πλεονέκτημα αν ο αστυνομικός έβγαινε από το δωμάτιο χωρίς να παιχτεί η σκηνή όπως θα εκτυλισσόταν κανονικά σε μια ποιοτική αστυνομική σειρά της τηλεόρασης σαν τον Πέρι Μέισον ή τον Πίτερ Γκαν.
Ο Βανάντιουμ σταμάτησε μπροστά στην πόρτα χωρίς να την ανοίξει, στράφηκε και κοίταξε επίμονα τον Τζούνιορ, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Κάιν Τζούνιορ φόρτισε όσο μπορούσε τη φωνή του με κατάπληξη αλλά και οργή, σαν να είχε πληγωθεί βαθιά και να τον έπνιγε η ανάγκη να εκφράσει τα αισθήματά του. «Πιστεύεις ότι... ότι τη σκότωσα εγώ, έτσι; Αυτό είναι παράλογο». Ο ντετέκτιβ σήκωσε και τα δυο του χέρια στον αέρα, με τις παλάμες προς το κρεβάτι και τα δάχτυλα ανοιχτά. Έ μ ε ι νε για λίγο έτσι και υστέρα έστρεψε τα χέρια του δείχνοντας προς την άλλη μεριά. Στην αρχή ο Τζούνιορ ένιωσε αμηχανία. Οι κινήσεις του Βανάντιουμ ήταν σχεδόν τελετουργικές, θύμιζαν ιερέα που τελεί μυστήριο. Ύστερα κατάλαβε. Το νόμισμα δεν ήταν πια εκεί. Ο Τζούνιορ δεν είχε προσέξει σε ποια στιγμή ακριβώς σταμάτησε ο ντετέκτιβ να στρίβει το κέρμα στους κόμπους των δαχτύλων του. «Ίσως να το βρεις μέσα στο αυτί σου», του είπε ο Τόμας Βανάντιουμ. Σαν υπνωτισμένος, ο Τζούνιορ σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του και το έφερε στο αριστερό του αυτί, σχεδόν πεισμένος ότι θα έβρισκε ένα κέρμα σφηνωμένο στον ακουστικό πόρο. Δεν υπήρχε τίποτα στο αυτί του. «Λάθος χέρι», παρατήρησε ο Βανάντιουμ. Το δεξί του χέρι, σχεδόν ακινητοποιημένο, ώστε να εμποδίζεται κάθε τυχαία κίνηση που θα μπορούσε να βγάλει από τη φλέβα του τη βελόνα του ορού, είχε μουδιάσει και το ένιωθε σαν ξένο. Με την παλάμη στραμμένη προς τα επάνω σαν να ικέτευε, άσπρο και χαλαρό, το χέρι του έμοιαζε με θαλάσσια ανεμώνη. Τα μακριά του δάχτυλα, καμπυλωμένα σαν πλαδαρά πλοκάμια γύρω από το στόμιο της παλάμης, φάνταζαν έτοιμα να εγκλωβίσουν κάθε πιθανή περαστική λεία. Στο κέντρο αυτής της παλάμης, σαν μικρό παράξενο ασημένιο ψάρι, βρισκόταν το νόμισμα. Ακριβώς πάνω από τη γραμμή της ζωής.
Χωρίς να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του, ο Τζούνιορ άπλωσε το αριστερό του χέρι πάνω από το στήθος του κι έπιασε το εικοσιπενταράκι. Παρ' όλο που βρισκόταν τόση ώρα μέσα στην παλάμη του, ήταν κρύο. Παγωμένο. Εφόσον δεν γίνονται θαύματα, η εμφάνιση του νομίσματος στο δεξί του χέρι ήταν πρακτικά αδύνατη. Ο Βανάντιουμ είχε σταθεί στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Δεν είχε σκύψει πάνω από τον Τζούνιορ, ούτε είχε τεντώσει ποτέ το χέρι του προς την άλλη μεριά. Κι όμως, το νόμισμα ήταν τόσο πραγματικό όσο και η Ναόμ>( νεκρή, τσακισμένη πάνω στο βραχώδες έδαφος, στη βάση του ξύλινου πυροσβεστικού πύργου. Σε κατάσταση απόλυτης απορίας, που όμως ήταν ανάμεικτη με τρόμο κι όχι με ευχαρίστηση, ο Τζούνιορ ανασήκωσε: το βλέμμα του από το νόμισμα αναζητώντας μια εξήγηση από τον Βανάντιουμ και περιμένοντας ν' αντικρίσει εκείνο το φιδίσιο χαμόγελο του. Η πόρτα έκλεινε. Ό σ ο σιωπηλά αποχωρεί η μέρα για να παραχωρήσει τη θέση της στη νύχτα, ο ντετέκτιβ είχε βγει από το δωμάτιο.
Κεφάλαιο 18
Η ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΑΙΘΙΟΝΗΜΑ ΓΟΥΑΪΤ δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τ' όνομά της, εκτός από το ότι είχε καλή καρδιά και μια ψυχή όμοια με τα πλάσματα του Παραδείσου, απ' όπου είχε πάρει το όνομά της. Δεν είχε φτερά όπως οι άγγελοι, ούτε τραγουδούσε τόσο γλυκά όσο τα σεραφείμ, γιατί η φύση την είχε προικίσει με μια βαθιά λαρυγγική φωνή και πολλή ταπεινότητα. Το αιθιόνημα είναι ένα όμορφο, ντελικάτο αγριολούλουδο, λευκό ή ροδόχρωμο. Αλλά το συγκεκριμένο, αντικειμενικά πολύ όμορφο, δεκαεξάχρονο κορίτσι ήταν κάθε άλλο παρά λευκή ντελικάτη ύπαρξη και δεν κινδύνευε να διαλυθεί ούτε με τον ισχυρότερο άνεμο. Ό σ ο ι την πρωτογνώριζαν κι όσοι ήταν λάτρεις της εκκεντρικότητας κάθε μορφής τη φώναζαν με το κανονικό της όνομα ολόκληρο: Σεραφείμ. Οι δάσκαλοι της, οι γείτονες και οι απλοί γνωστοί την έλεγαν Σέρα. Ό σ ο ι την ήξεραν πολύ καλά και την αγαπούσαν, όπως η αδερφή της η Σελεστίνα, τη φώναζαν Φίμι. Από τη στιγμή που το κορίτσι εισήχθη στο νοσοκομείο Σεντ Μαίρη του Σαν Φρανσίσκο, στις 5 Ιανουαρίου αργά το απόγευμα, οι νοσοκόμες την έλεγαν κι αυτές Φίμι, όχι επειδή τη γνώριζαν τόσο καλά ώστε να την αγαπούν, αλλά επειδή μ' αυτό το όνομα άκουσαν την αδερφή της να τη φωνάζει. Η Φίμι μοιραζόταν το δωμάτιο 724 με μια ογδονταπεντάχρονη γυναίκα, τη Νέλα Λομπάρντι, που ήταν ήδη οχτώ μέρες σε κώμα από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο και είχε μεταφερθεί εκεί από την Εντατική μόλις σταθεροποιήθηκε η
κατάσταση της. Τα λευκά μαλλιά της έμοιαζαν με λαμπερό φωτοστέφανο γύρω από ένα πρόσωπο γκρίζο σαν ελαφρόπετρα, που το δέρμα του είχε χάσει κάθε ίχνος ζωντάνιας. Η κυρία Λομπάρντι δεν είχε επισκέπτες. Ή τ α ν μόνη στον κόσμο, αφού ο σΰζυγός της και τα δυο παιδιά της είχαν πεθάνει πριν από χρόνια. Την επομένη, 6 Ιανουαρίου, σε όλη τη διάρκεια της μέρας κι ενώ η Φίμι μεταφερόταν σε διάφορα τμήματα του νοσοκομείου για εξετάσεις, η Σελεστίνα έμεινε στο δωμάτιο 724 και ασχολιόταν με την εργασία της για το μάθημα της προσωπογραφίας. Η Σελεστίνα ήταν πρωτοετής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Είχε αφήσει στην άκρη ένα μισοτελειωμένο πορτραίτο με μολύβι της Φίμι, για να αναπτύξει μερικά της Νέλα Λομπάρντι. Παρά τις φθορές του χρόνου και της αρρώστιας, η ομορφιά ήταν ευδιάκριτη στο πρόσωπο της γυναίκας. Τα χαρακτηριστικά της ήταν υπέροχα. Στα νιάτα της πρέπει να υπήρξε καλλονή. Η Σελεστίνα ήθελε να αποτυπώσει τη Νέλα όπως ήταν τώρα, με το κεφάλι στο μαξιλάρι, ή ίσως στο νεκρικό της κρεβάτι, τα μάτια κλειστά, το στόμα χαλαρό, μισάνοιχτο, και το πρόσωπο της κατάχλομο αλλά γαλήνιο. Έπειτα θα ζωγράφιζε άλλα τέσσερα πορτραίτα, χρησιμοποιώντας τις ευδιάκριτες γραμμές του κρανίου κι άλλα φυσιογνωμικά στοιχεία για να αναπαραστήσει το ίδιο πρόσωπο στα εξήντα, στα σαράντα στα είκοσι και στα δέκα. Κανονικά, όποτε η Σελεστίνα ήταν για κάποιο λόγο ταραγμένη, η τέχνη της αποτελούσε γι' αυτή το ιδανικό καταφύγιο. Ό τ α ν σχεδίαζε, έπαυε να έχει σημασία ,ο χρόνος κι αγκάθια η ζωή. Εκείνη τη μέρα, όμως, για πρώτη φορά δεν μπόρεσε να βρει παρηγοριά στο σχέδιο. Πολύ συχνά το χέρι της έτρεμε και δυσκολευόταν να ελέγξει το μολύβι. Σ' αυτά τα διαστήματα, που η αστάθεια του χεριού της δεν την άφηνε να ζωγραφίσει, στεκόταν στο παράθυρο και χάζευε από ψηλά την πόλη. Η ιδιαίτερη ομορφιά του Σαν Φρανσίσκο και η εξαιρε-
τική και γοητευτική ιστορία του μιλούσαν κατευθείαν στην καρδιά της και της δημιουργούσαν μια τόσο παθιασμένη έξαψη, που αναρωτιόταν καμιά φορά, μεταξύ αστείου και σοβαρού, μήπως είχε ζήσει σ' αυτή την πόλη σε μια προηγούμενη ζωή. Πολύ συχνά, οι δρόμοι τής φαίνονταν εκπληκτικά γνώριμοι από την πρώτη στιγμή που πατούσε το πόδι της σ' αυτούς. Συγκεκριμένα μέγαρα, που χρονολογούνταν από τα τέλη του 1800 και τις αρχές του 1900, την έκαναν να φαντάζεται μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις που δίνονταν εκεί, σε εποχές πιο ιπποτικές και λουσάτες από τη σημερινή, και είχαν τόσες λεπτομέρειες αυτές οι φανταστικές εικόνες που έπλαθε ο νους της, ώστε ήταν σχεδόν σαν αναμνήσεις. Αυτή τη φορά, ακόμη και το Σαν Φρανσίσκο, κάτω από έναν ουρανό σαν γαλάζια κινέζικη πορσελάνη στολισμένη με ασημόχρωμα και χρυσαφιά σύννεφα, δεν στάθηκε ικανό να παρηγορήσει τη Σελεστίνα ή να καθησυχάσει τα τεντωμένα νεύρα της. Της ήταν αδύνατο να διώξει από το μυαλό της το πρόβλημα της αδερφής της όπως θα έδιωχνε ένα δικό της' εξάλλου, αυτή δεν είχε βρεθεί ποτέ σε μια τόσο άσχημη κατάσταση σαν αυτή στην οποία βρισκόταν τώρα η Φίμι. Πριν από εννιά μήνες, η Φίμι είχε πέσει θύμα βιασμού. Συγκλονισμένη από ντροπή και φόβο, δεν το είπε σε κανέναν. Παρ' ότι θύμα, έφτασε να κατηγορεί τον εαυτό της, ενώ το ενδεχόμενο να εκτεθεί σε κάθε είδους κουτσομπολιά και σχόλια την τρομοκρατούσε σε τέτοιο βαθμό που η απελπισία της κυριάρχησε στη λογική. Όταν ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, η Φίμι αντιμετώπισε το καινούριο αυτό πλήγμα όπως τόσες και τόσες αφελείς έφηβες πριν απ' αυτή: προσπάθησε ν' αποφύγει το χλευασμό και τις επιπλήξεις που φανταζόταν πως θα εισέπραττε επειδή δεν είχε αποκαλύψει το βιασμό τον καιρό που συνέβη. Χωρίς ν' αναλογιστεί σοβαρά τις μακροχρόνιες συνέπειες, επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της στιγμής και, σε κατάσταση ψυχολογικής άρνησης, αποφάσισε να αποκρύψει την κατάσταση της όσο περισσότερο ήταν δυνατόν. Στον αγώνα της να πάρει το ελάχιστο δυνατό βάρος, η
ανορεξία ήταν ο βασικός της σύμμαχος. Έ μ α θ ε να αντλεί ευχαρίστηση από μαραθώνιους πείνας. Ό π ο τ ε έτρωγε, άγγιζε μόνο θρεπτικές τροφές και είχε την πιο ισορροπημένη δίαιτα της ζωής της. Παρ' όλο που απέφευγε συστηματικά έστω και να σκεφτεί τη γέννηση του παιδιού, που αναπόφευκτα θ' αντιμετώπιζε κάποια στιγμή, έκανε ό,τι μπορούσε για να εξασφαλίσει την υγεία του βρέφους, ενώ η ίδια θα παρέμενε αρκετά λεπτή ώστε να μην κινήσει υποψίες. Ζώντας επί εννιά μήνες σε συνεχή σιωπηρό πανικό, η Φίμι γινόταν όλο και πιο παράλογη βδομάδα τη βδομάδα. Κατέφυγε σε παράτολμες και απερίσκεπτες πρακτικές, που έβαλαν σε κίνδυνο τη δική της ζωή αλλά και του παιδιού, όσο κι αν απέφευγε τις βλαβερές τροφές κι έπαιρνε καθημερινά πολυβιταμινούχα σκευάσματα. Για να κρύψει τις αλλαγές στο κορμί της φορούσε φαρδιά ρούχα και τύλιγε σφιχτά την κοιλιά της με ελαστικούς επιδέσμους. Αργότερα χρησιμοποίησε και ζώνες κηλεπίδεσης για να πετύχει ακόμη πιο αποτελεσματική συμπίεση. Επειδή είχε ένα ατύχημα στο οποίο είχε τραυματιστεί στο πόδι έξι βδομάδες πριν από το βιασμό και είχε αναγκαστεί να κάνει εγχείρηση στον τένοντα, η Φίμι μπόρεσε να ισχυριστεί ότι αντιμετώπιζε προβλήματα, προκειμένου ν' αποφεύγει σταθερά το μάθημα της γυμναστικής - κ α ι πιθανή αποκάλυψη της εγκυμοσύνης της- από το Σεπτέμβριο που ξανάρχισαν τα σχολεία. Την τελευταία βδομάδα της εγκυμοσύνης, μια γυναίκα έχει πάρει κατά μέσο όρο δεκατέσσερα κιλά. Τυπικά, τρία με τέσσερα κιλά είναι το ίδιο το έμβρυο. Άλλο ενάμισι με δύο, ο πλακούντας και τα αμνιακά υγρά. Τα υπόλοιπα οφείλονται σε κατακράτηση υγρών και απόθεμα λίπους. Η Φίμι πήρε κάτι λιγότερο από έξι κιλά. Η εγκυμοσύνη της θα μπορούσε να έχει περάσει απαρατήρητη ακόμη και χωρίς τον κηλεπίδεσμο. Μια μέρα πριν από την εισαγωγή της στο Σεντ Μαίρη, ξύπνησε με αφόρητο πονοκέφαλο, ναυτία, ζάλη και πόνο στην κοιλιά, τόσο δυνατό, που παρόμοιο δεν είχε αισθανθεί
ποτέ, αλλά που δεν είχε σχέση με τις χαρακτηριστικές ωδίνες του τοκετού. Σαν να μην έφταναν αυτά, είχε και προβλήματα όρασης, που την τρομοκράτησαν κυριολεκτικά. Στην αρχή, μια απλή θολούρα. Στη συνέχεια όμως άρχισε να βλέπει λαμπερά μυγάκια στην περιφέρεια του οπτικού της πεδίου. Και ύστερα, εντελώς ξαφνικά, τυφλώθηκε εντελώς για μισό περίπου λεπτό, μια κατάσταση που την πανικόβαλε κι ας ήταν τόσο σύντομη. Παρά την κρίση και παρ' όλο που ήξερε ότι της έμενε μια βδομάδα, δέκα μέρες το πολύ ως τον τοκετό, η Φίμι και πάλι δεν κατόρθωσε να βρει το κουράγιο να μιλήσει στον πατέρα και στη μητέρα της. Ο αιδεσιμότατος Χάρισον Γουάιτ, ο μπαμπάς της, ήταν καλός βαπτιστής και καλός άνθρωπος, καθόλου επικριτικός ή σκληρόκαρδος. Ό σ ο για τη μητέρα της, την Γκρέις, ήταν πράγματι η προσωποποίηση της Χάριτος, όπως έλεγε και το όνομά της. Η Φίμι αντιδρούσε στην ιδέα ν' αποκαλύψει στους γονείς της την εγκυμοσύνη της, όχι γιατί φοβόταν την οργή του πατέρα της, αλλά επειδή δεν άντεχε να δει στα μάτια τους την απογοήτευση κι επειδή θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να τους ντροπιάσει. Ό τ α ν αντιμετώπισε μια δεύτερη κρίση παροδικής τύφλωσης την ίδια μέρα, έτυχε να βρίσκεται μόνη στο σπίτι. Σύρθηκε από το δωμάτιο της στο διάδρομο και βρήκε ψαχουλευτά το τηλέφωνο στο υπνοδωμάτιο των γονιών της. Η Σελεστίνα ήταν στο μικροσκοπικό της διαμέρισμαστούντιο και δούλευε κεφάτη μια αυτοπροσωπογραφία της σε κυβιστικό στυλ, όταν της τηλεφώνησε η αδερφή της. Κρίνοντας από την υστερία της Φίμι κι από τις ακατανόητες αρχικά κουβέντες της, η Σελεστίνα σκέφτηκε πως η μαμά, ή ο μπαμπάς, ή και οι δυο είχαν σκοτωθεί. Η καρδιά της ράγισε από την απίστευτη αποκάλυψη, όπως θα ράγιζε κι αν είχε χάσει πράγματι τον έναν από τους γονείς της. Στη σκέψη ότι η λατρεμένη της αδερφούλα είχε βιαστεί, αρρώσταινε από οργή και θλίψη. Τρομοκρατημένη από τη συναισθηματική απομόνωση του
κοριτσιού κι από το σιωπηρό της σωματικό μαρτύριο επί εννιά ολόκληρους μήνες, η Σελεστίνα θέλησε να επικοινωνήσει αμέσως με τον πατέρα και τη μητέρα της. Όποτε οι Γουάιτ στέκονταν ενωμένοι σαν οικογένεια, η λάμψη τους έφτανε να διώξει και τη σκοτεινότερη νύχτα. Αν και η Φίμι ξαναβρήκε το φως της ενόσω μιλούσε με την αδερφή της στο τηλέφωνο, δεν ξαναβρήκε τα λογικά της. Ικέτευσε τη Σελεστίνα να μην προσπαθήσει να βρει τους γονείς της στο τηλέφωνο, ούτε να τηλεφωνήσει σε γιατρό, αλλά να έρθει σπίτι για να είναι κοντά της όταν θα τους αποκάλυπτε το φοβερό μυστικό. Κόντρα στη φωνή της λογικής, η Σελεστίνα έδωσε στη Φίμι την υπόσχεση που της ζήτησε. Εμπιστευόταν τις προσταγές της καρδιάς όσο και του μυαλού της, και οι σπαραχτικές ικεσίες της αγαπημένης της αδερφούλας στάθηκαν ισχυρός αντίλογος στη φωνή της λογικής. Δεν κάθισε να μαζέψει πράγματα. Σαν από θαύμα, μια ώρα αργότερα βρισκόταν ήδη μέσα σ' ένα αεροπλάνο με προορισμό το Σπρους Χιλς του Όρεγκον, μέσω Γιουτζίν. Τρεις ώρες αφότου δέχτηκε το τηλεφώνημα βρισκόταν στο πλευρό της αδερφής της. Στο καθιστικό του πατρικού σπιτιού, κάτω από τα βλέμματα του Ιησού και του Τζον Φ. Κένεντι, που τα πορτραίτα τους κρέμονταν δίπλα δίπλα, η Φίμι αποκάλυψε στους γονείς της τι της είχε συμβεί καθώς και τι, πάνω στη σύγχυση και την απελπισία της, είχε κάνει η ίδια στον εαυτό της. Η Φίμι δέχτηκε τότε όλη τη συμπαράσταση και την ανιδιοτελή αγάπη που τόσο είχε ανάγκη τους προηγούμενους εννιά μήνες, εκείνη την αγνή αγάπη που βλακωδώς είχε πιστέψει πως δεν της άξιζε. Παρ' όλο που η αγάπη των δικών της και η ανακούφιση της αποκάλυψης την είχαν εμψυχώσει και την είχαν επαναφέρει στα λογικά της που έμοιαζε να τα έχει χάσει όλο αυτό το διάστημα, η Φίμι αρνήθηκε ν' αποκαλύψει την ταυτότητα του βιαστή της. Εκείνος ο άνθρωπος την είχε απειλήσει ότι θα σκότωνε κι αυτή και τους γονείς της αν τον μαρτυρούσε και η Φίμι πίστευε ότι η απειλή του ήταν ειλικρινής. «Παιδί μου», της είπε ο αιδεσιμότατος, «δεν πρόκειται
να σε ξαναγγίξει αυτός ο άνθρωπος. Θα φροντίσουμε γι' αυτό κι εγώ και ο Κύριος. Και ναι μεν οΰτε ο Κύριος ούτε εγώ θα καταφύγουμε στα όπλα, αλλά ευτυχώς υπάρχει γι' αυτό η αστυνομία». Ο βιαστής όμως είχε τρομοκρατήσει σε τέτοιο βαθμό το κορίτσι, είχε εντυπώσει τόσο αποτελεσματικά στο μυαλό της την απειλή του, που στάθηκε αδύνατο να το πείσουν να τους εκμυστηρευτεί ποιος ήταν. Με ευγένεια αλλά κι επιμονή, η μητέρα της έκανε έκκληση στην αίσθηση ευθύνης της απέναντι στην κοινωνία. Αν αυτός ο άνθρωπος έμενε ασύλληπτος και ατιμώρητος, αργά ή γρήγορα θα βίαζε και κάποιο άλλο αθώο κορίτσι. Η Φίμι ήταν ανυποχώρητη. «Είναι τρελός. Άρρωστος. Είναι διαβολικός». Ανατρίχιασε. «Θα το κάνει, θα μας σκοτώσει όλους και δεν τον νοιάζει αν θα πέσει στα χέρια της αστυνομίας, ή αν θα τον στείλουν στην ηλεκτρική καρέκλα. Κανένας μας δε θα είναι πια ασφαλής αν σας πω ποιος είναι». Η σιωπηλή συνεννόηση που έγινε ανάμεσα στη Σελεστίνα και στους γονείς της ήταν ότι η Φίμι θα δεχόταν να μιλήσει για το ζήτημα αφότου θα είχε γεννηθεί το παιδί. Ή τ α ν πολύ ταλαιπωρημένη και πολύ τρομαγμένη για να κάνει τώρα το σοκττό και δεν είχε νόημα να την πιέζουν προς το παρόν. Η έκτρωση ήταν παράνομη, επιπλέον οι γονείς της Φίμι θα ήταν απρόθυμοι να συναινέσουν σε κάτι τέτοιο ακόμη και στις χειρότερες περιστάσεις, λόγω της πίστης τους. Ανεξάρτητα όμως από όλα τα άλλα, στο στάδιο που βρισκόταν πια η εγκυμοσύνη της κάθε συζήτηση για έκτρωση ήταν απλώς αδιανόητη. Η Φίμι έπρεπε να τεθεί αμέσως υπό ιατρική παρακολούθηση, με δεδομένες και τις πιθανές βλάβες που μπορεί να είχαν προκαλέσει στον οργανισμό της η παρατεταμένη ασιτία και η επίδεση της κοιλιάς της. Το παιδί, εφόσον γεννιόταν γερό, θα δινόταν για υιοθεσία σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να το αγαπήσουν και δεν θα έβλεπαν συνεχώς στο πρόσωπο του τη μισητή φυσιογνωμία του πατέρα του. «Δεν πρόκειται να γεννήσω εδώ το μωρό», επέμενε η
Φίμι. «Αν μάθει αυτός ότι γέννησα το παιδί του, θα φρενιάσει. Το ξέρω». Ή θ ε λ ε να πάει στο Σαν Φρανσίσκο με τη Σελεστίνα και να γεννήσει το παιδί στη μεγάλη πόλη, όπου ο πατέρας του - κ α ι παρεμπιπτόντως οι φίλοι της και οι ενορίτες του αιδεσιμότατου Γουάιτ- δεν θα το μάθαιναν ποτέ. Ό σ ο περισσότερο διαφωνούσαν οι γονείς και η αδερφή της μ' αυτό το σχέδιο, τόσο πιο πολύ ταραζόταν η Φίμι, ώσπου φοβήθηκαν ότι θα έβαζαν σε κίνδυνο την υγεία και την πνευματική ισορροπία της αν δεν έκαναν αυτό που τους ζητούσε. Τα συμπτώματα που είχαν τρομοκρατήσει τη Φίμι - ο πονοκέφαλος, ο φριχτός πόνος στην κοιλιά, η ζαλάδα, τα προβλήματα στην όραση- είχαν υποχωρήσει εντελώς. Προφανώς, ήταν μάλλον ψυχολογικής παρά οργανικής φύσης. Μια καθυστέρηση μερικών ωρών μέχρι να τη δει γιατρός ίσως να ήταν ριψοκίνδυνη στην κατάσταση της. Το ίδιο ριψοκίνδυνο όμως ήταν και να την πάνε με το ζόρι στο τοπικό νοσοκομείο και να υποστεί την ταπείνωση που απεγνωσμένα ήθελε ν' αποφύγει. Η Σελεστίνα, χρησιμοποιώντας το χαρακτηρισμό κατεπείγον, επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γιατρό της στο Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος δέχτηκε να αναλάβει τη Φίμι και να φροντίσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο Σεντ Μαίρη αμέσως μόλις θα έφτανε από το Όρεγκον. Ο αιδεσιμότατος δεν μπορούσε να παρατήσει έτσι ξαφνικά τις υποχρεώσεις προς την ενορία του και να φύγει, αλλά η Γκρέις ήθελε να βρίσκεται κοντά στις κόρες της. Η Φίμι, ωστόσο, παρακάλεσε να τη συνοδεύσει μόνο η Σελεστίνα. Παρ' όλο που το κορίτσι αδυνατούσε να εξηγήσει γιατί προτιμούσε να μην έχει τη μητέρα της στο πλευρό της, όλοι κατανόησαν τη φοβερή ταραχή της. Δεν άντεχε να εκθέσει την ευγενική και αξιοπρεπή μητέρα της στην ντροπή και στην αμηχανία που τόσο έντονα αισθανόταν η ίδια και που υπέθετε πως θα γίνονταν αφόρητες μέσα στις επόμενες μέρες, πριν και μετά τη γέννα. Η Γκρέις, βέβαια, ήταν μια δυνατή γυναίκα και η πίστη της ήταν πανίσχυρη ασπίδα για πράγματα πολύ χειρότερα από την ντροπή. Η Σελεστίνα ήξερε πως η μαμά της θα υπέ-
φερε και θα βασανιζόταν πολύ περισσότερο μένοντας στο Ό ρ ε γ κ ο ν , παρά αν στεκόταν στο πλευρό του παιδιού της, αλλά η Φίμι ήταν πολύ νέα, πολύ αθώα και πολύ τρομαγμένη για να καταλάβει πως και σ' αυτό το ζήτημα, όπως και σε πολλά άλλα, η μητέρα της δεν ήταν κλαράκι στον άνεμο αλλά ακλόνητος στύλος. Η τρυφερότητα με την οποία αποδέχτηκε η Γκρέις την επιθυμία της Φίμι, σε βάρος της δικής της ψυχικής ηρεμίας, συγκίνησε βαθιά τη Σελεστίνα. Πάντα αγαπούσε και θαύμαζε τη μητέρα της αλλά ποτέ όσο αυτή τη φορά. Με την ίδια θαυμαστή ευκολία που είχε βρει πτήση από το Σαν Φρανσίσκο μέσα σε μια ώρα, η Σελεστίνα έκλεισε δυο θέσεις σε μια πτήση που έφευγε νωρίς το απόγευμα από το Όρεγκον, σαν να είχε ταξιδιωτικό πράκτορα με υπερφυσικές ικανότητες. Στο αεροπλάνο, η Φίμι παραπονέθηκε ότι βούιζαν τ' αυτιά της, γεγονός που θα μπορούσε απλώς να οφείλεται στη διαφορά πίεσης. Κάποια στιγμή είπε ότι έβλεπε τα πάντα διπλά και στο αεροδρόμιο, λίγο μετά την προσγείωση, άρχισε να αιμορραγεί από τη μύτη, πράγμα που σίγουρα είχε σχέση με τα προηγούμενα συμπτώματα. Βλέποντας το αίμα να ρέει άφθονο, η Σελεστίνα κόντεψε να τρελαθεί από ανησυχία. Φοβήθηκε πως είχε κάνει μεγάλο λάθος καθυστερώντας την εισαγωγή της αδερφής της σε νοσοκομείο με το ταξίδι στο Σαν Φρανσίσκο. Στη συνέχεια, η διαδρομή από το διεθνές αεροδρόμιο στους ομιχλώδεις δρόμους της πόλης, στο Σεντ Μαίρη και στο δωμάτιο 724. Έπειτα, η διαπίστωση ότι η Φίμι βρισκόταν σε υπερτασική κρίση, με πολύ υψηλή πίεση -21 με 12,6-, και αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο εγκεφαλικού, νεφρικής ανεπάρκειας και άλλων επιπλοκών που απειλούσαν άμεσα τη ζωή της. Της χορηγήθηκε αμέσως αντιϋπερτασική φαρμακευτική αγωγή ενδοφλεβίως και συνδέθηκε με μόνιτορ καρδιακής λειτουργίας. Ο δόκτωρ Λίλαντ Ντέινς, ο γιατρός της Σελεστίνα, ήρθε κατευθείαν στο νοσοκομείο διακόπτοντας το δείπνο του στο Ριτζ-Κάρλτον. Ο δόκτωρ Ντέινς, αν και ασπρομάλλης, με
αρχές φαλάκρας και πολλές ρυτίδες, έδειχνε μάλλον επιβλητικός παρά γέρος. Αν και χρόνια στο επάγγελμα, δεν είχε ίχνος αλαζονείας. Αντίθετα, ήταν γλυκομίλητος, καταδεκτικός, με ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής. Αφοΰ εξέτασε τη Φίμι, που αισθανόταν έντονη ναυτία, ο Ντέινς συνέστησε κατασταλτική και αντιεμετική αγωγή για την πρόληψη σπασμών. Το ηρεμιστικό ήταν ήπιο, αλλά η Φίμι αποκοιμήθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Ή τ α ν άλλωστε εξαντλημένη από τη μακρόχρονη ταλαιπωρία της κι από την πρόσφατη έλλειψη ύπνου. Ο δόκτωρ Ντέινς μίλησε με τη Σελεστίνα στο διάδρομο, έξω από την πόρτα του 724. Κάποιες από τις νοσοκόμες που περνούσαν ήταν κανονικές καλόγριες, με καπέλα και μακριά ράσα που θρόιζαν αθόρυβα, σαν λευκά πνεύματα. «Έχουμε προ-εκλαμψία. Είναι κάτι που συμβαίνει περίπου στο πέντε τοις εκατό των κυήσεων, μετά την εικοστή τέταρτη εβδομάδα, και συνήθως αντιμετωπίζεται με επιτυχία. Δεν πρόκειται να σου χρυσώσω το χάπι, Σελεστίνα. Στην περίπτωση της αδερφής σου, η κατάσταση είναι εξαιρετικά σοβαρή. Δεν την έχει εξετάσει γιατρός, δεν είχε καμιά προγεννητική φροντίδα και βρισκόμαστε στη μέση της τριακοστής όγδοης εβδομάδας, δέκα ημέρες το πολύ πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού». Επειδή γνώριζαν την ακριβή ημερομηνία του βιασμού κι επειδή αυτή η επίθεση ήταν η πρώτη και μοναδική σεξουαλική εμπειρία της Φίμι, η ημερομηνία του τοκετού μπορούσε να καθοριστεί με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια απ' ό,τι συνήθως. «Όσο πλησιάζουμε στο τέλος», είπε ο Ντέινς, «τόσο αυξάνει ο κίνδυνος να εξελιχθεί η προ-εκλαμψία σε κανονική εκλαμψία». «Τι θα συμβεί τότε;» ρώτησε η Σελεστίνα τρέμοντας την απάντηση. «Πιθανές επιπλοκές είναι η εγκεφαλική αιμορραγία, το πνευμονικό οίδημα, η νεφρική ανεπάρκεια, η νέκρωση του ήπατος, το κώμα... για ν' αναφέρω μερικές».
« Έ π ρ ε π ε να την είχα πάει κατευθείαν στο νοσοκομείο από το σπίτι». Ο γιατρός ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Μην τα βάζεις με τον εαυτό σου. Η αδερφή σου τα κατάφερε μέχρι τώρα. Επιπλέον, αν και δεν ξέρω το νοσοκομείο στο Ό ρ ε γκον, αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να της εξασφαλίσει το υψηλό επίπεδο ιατρικής φροντίδας που θα έχει εδώ». Αφού έγιναν όλες οι προσπάθειες να ελεγχθεί η προεκλαμψία, ο δόκτωρ Ντέινς προγραμμάτισε μια σειρά εξετάσεων για την επόμενη μέρα. Σκόπευε να προχωρήσει σε καισαρική αμέσως μόλις η πίεση της Φίμι θα σταθεροποιούνταν στα φυσιολογικά επίπεδα. Δεν ήθελε όμως να διακινδυνεύσει μια επέμβαση πριν εντοπίσει με ακρίβεια τις πιθανές επιπλοκές που θα μπορούσαν να προκληθούν από την πολύμηνη ασιτία και την επίδεση της κοιλιάς. Η Σελεστίνα, μόλο που ήξερε ότι η απάντηση δεν θα ήταν καθόλου αισιόδοξη, δεν άντεξε να μη ρωτήσει: «Υπάρχουν πιθανότητες να γεννηθεί το παιδί... φυσιολογικό;» «Ελπίζω πως ναι», απάντησε ο γιατρός, αλλά η έμφαση που έδωσε στη λέξη ελπίζω τα έλεγε όλα. Στο δωμάτιο 724, όρθια στο πλευρό της αδερφής της, παρατηρώντας το κορίτσι να κοιμάται βαθιά, η Σελεστίνα διαβεβαίωσε τον εαυτό της ότι η μικρή θα τα πήγαινε καλά κι ότι η ίδια θα κατάφερνε να χειριστεί αυτή την κρίσιμη κατάσταση χωρίς να καλέσει σε βοήθεια κανέναν από τους γονείς της. Ύστερα, η ανάσα της άρχισε να δυσκολεύει με κάθε εισπνοή, καθώς ένας κόμπος στο λαιμό της έφραζε την είσοδο του αέρα. Τελικά, μια τέτοια πνιχτή αναπνοή κατέληξε σε λυγμό και άρχισε να κλαίει. Ή τ α ν μόνο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από τη Φίμι. Τα τελευταία τρία χρόνια, αφότου η Σελεστίνα μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, δεν είχαν ιδωθεί πολύ. Μόλο που ο χρόνος, η απόσταση, οι απαιτήσεις των σπουδών της και η πίεση της καθημερινής της ζωής δεν την είχαν κάνει να ξεχάσει ότι αγαπούσε τη Φίμι, είχε ξεχάσει πόσο μεγάλη και δυνατή ήταν αυτή η αγάπη. Τώρα που το συνειδητοποιούσε ξανά, είχε συγκλονιστεί τόσο βαθιά, που δεν την κρατούσαν τα πόδια
της κι αναγκάστηκε να τραβήξει μια καρε'κλα δίπλα στο κρεβάτι και να καθίσει. Κρέμασε το κεφάλι της, σκέπασε το πρόσωπο της με τα παγωμένα χέρια της κι αναρωτήθηκε πώς κατάφερνε η μητέρα της να συντηρεί ακέραια την πίστη της στον Θεό όταν συνέβαιναν τέτοια φριχτά πράγματα σε πλάσματα τόσο αθώα σαν τη Φίμι. Κοντά στα μεσάνυχτα επέστρεψε στο διαμέρισμά της. Με τα φώτα σβηστά, έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι, ανίκανη να κοιμηθεί. Τα στόρια ήταν σηκωμένα, τα τζάμια γυμνά. Συνήθως της άρεσε να βλέπει τη χρυσοκόκκινη ομιχλώδη αναλαμπή της πόλης από το παράθυρο της, αλλά εκείνη τη νΰχτα η θέα τής προκαλούσε ταραχή. Την είχε κυριεύσει μια αλλόκοτη αίσθηση. Φοβόταν πως, αν σηκωνόταν από το κρεβάτι και πήγαινε μπροστά στο παράθυρο, θα έβλεπε όλα τα κτίρια της μητρόπολης θεοσκότεινα και τα φώτα των δρόμων σβηστά. Κι ότι αυτό το παράξενο διάχυτο φως θα ανέβλυζε από τις σχάρες των υπονόμων κι από τις ανοιχτές καταπακτές των δρόμων που κατέβαζαν στις υπόγειες σήραγγες - ό χ ι από την ίδια την πόλη, αλλά από έναν άγνωστο κάτω κόσμο. Το τρίτο της μάτι, αυτό του καλλιτέχνη που έμενε ανοιχτό ακόμη κι όταν εκείνη κοιμόταν, αναζητούσε αδιάκοπα τη φόρμα, το περιεχόμενο και την ουσία των πραγμάτων. Στο ταβάνι πάνω από το κεφάλι της, μέσα στα παιχνιδίσματα του φωτός με τις σκιές στα γύψινα διακοσμητικά, έβλεπε πρόσωπα μωρών, δύσμορφα, απωθητικά πρόσωπα να την κοιτάζουν ικετευτικά. Εικόνες θανάτου. Δεκαεννιά ώρες μετά την εισαγωγή της Φίμι στο Σεντ Μαίρη κι ενώ το κορίτσι υποβαλλόταν στις τελευταίες από τις εξετάσεις που είχε ορίσει ο γιατρός Ντέινς, ο βαρύς ουρανός σκυθρώπασε με τον ερχομό του δειλινού και η πόλη για άλλη μια φορά τυλίχτηκε στο διάφανο χρυσοκόκκινο πέπλο που φώτιζε το ταβάνι της Σελεστίνα το προηγούμενο βράδυ. Ύστερα από δουλειά μιας ολόκληρης μέρας, το πορτραί-
το της Νέλα Λομπάρντι είχε ολοκληρωθεί. Το δεύτερο κομμάτι της σειράς, μια από μνήμης προσωπογραφία της σε ηλικία εξήντα ετών, είχε ήδη ξεκινήσει. Παρ' όλο που η Σελεστίνα δεν είχε κοιμηθεί επί τριάντα έξι ώρες, η ανησυχία και η υπερένταση την κρατούσαν σε εγρήγορση. Τα χέρια της δεν έτρεμαν καθόλου. Γραμμές και γραμμοσκιάσεις κυλούσαν αβίαστα από τη μύτη του μολυβιού της έτσι όπως θα κυλούσαν τα λόγια από τα χείλη ενός μέντιουμ σε κατάσταση αυτοΰπνωσης. Καθισμένη σε μια καρέκλα μπροστά στο παράθυρο, κοντά στο κρεβάτι της Νέλα και σχεδιάζοντας υπό γωνία, η Σελεστίνα άρχισε ένα χαμηλόφωνο, μονόπλευρο διάλογο με τη γυναίκα που ήταν βυθισμένη σε κώμα. Της διηγιόταν ιστορίες από τα χρόνια που μεγάλωνε μαζί με τη Φίμι, απορώντας και η ίδια με το θησαυρό που ανέσυρε από τη μνήμη της. Μερικές φορές, η Νέλα έμοιαζε σαν να την άκουγε, αν και ποτέ δεν άνοιξε τα μάτια της, ούτε και σάλεψε. Το πράσινο παλλόμενο φως του ηλεκτροκαρδιογράφου σχημάτιζε ένα σταθερό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Λίγο μετά το βραδινό φαγητό, ένας ειδικευόμενος γιατρός και μια νοσοκόμα έφεραν με καροτσάκι τη Φίμι στο δωμάτιο και τη μετέφεραν προσεκτικά στο κρεβάτι της. Η όψη της ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι περίμενε η Σελεστίνα. Αν και κουρασμένη, η Φίμι χαμογελούσε αυθόρμητα και τα μεγάλα καστανά μάτια της ήταν ζωηρά. Η Φίμι θέλησε να δει το πορτραίτο της Νέλα και το δικό της, που είχε μείνει μισοτελειωμένο. «Θα γίνεις διάσημη μια μέρα, Σέλι», είπε στην αδερφή της. «Στον άλλο κόσμο κανένας δεν θα είναι διάσημος, ούτε ξεχωριστός, ούτε αριστοκράτης, ούτε ανώτερος», είπε η Σελεστίνα, χαμογελώντας καθώς απήγγελλε από μνήμης ένα από τα συνηθισμένα κηρύγματα του πατέρα τους. «Ούτε ισχυρός...» «...ούτε αδίστακτος, ούτε μνησίκακος, ούτε εκδικητής, ούτε άσπλαχνος», συνέχισε η Φίμι, «γιατί όλα αυτά είναι γνωρίσματα του δικού μας αμαρτωλού κόσμου...» «...γι' αυτό κι εσείς, τώρα που θα περάσει μπροστά σας ο δίσκος της ενορίας...»
«...να συνεισφέρετε σαν φωτισμένοι πολίτες της άλλης, της ιδανικής ζωής...» «...και όχι σαν υποκριτές, ιδιοτελείς...» «...φιλάργυροι...» «...ατομιστές...» «...πολίτες του δικού μας δυστυχισμένου κόσμου». Γέλασαν κι έσμιξαν τα χέρια τους. Για πρώτη φορά μετά το πανικόβλητο τηλεφώνημα της Φίμι από το Ό ρ ε γ κ ο ν , η Σελεστίνα ένιωσε πως όλα θα πήγαιναν καλά τελικά. Λίγα λεπτά αργότερα, συναντώντας για άλλη μια φορά to γιατρό Ντέινς στο διάδρομο, αναγκάστηκε να περιορίσει ιην αισιοδοξία της. Η πίεση της Φίμι, που παρέμενε πεισματικά σε υψηλά επίπεδα, η ανίχνευση πρωτεϊνών στα ούρα και κάποια άλλα συμπτώματα αποτελούσαν ενδείξεις ότι η προ-εκλαμψία δεν ήταν μια παροδική επιπλοκή, αλλά υπήρχε πολύ μεγάλος κίνδυνος να εξελιχθεί σε εκλαμψία. Η υπέρταση είχε τεθεί τελικά υπό έλεγχο, αλλά μόνο με την παροχή φαρμάκων πολύ πιο ισχυρών απ' όσο θα προτιμούσε να χρησιμοποιήσει ο δόκτωρ Ντέινς. «Η καισαρική επιβάλλεται», κατέληξε ο γιατρός. «Το μωρό;» «Δεν υπάρχουν φανερές ενδείξεις οργανικών βλαβών, λλά σε κάποιες από τις εξετάσεις παρουσιάστηκαν ανησυ]τικές ανωμαλίες. Θα ξέρουμε περί τίνος πρόκειται οριστιί μόνο όταν δούμε το παιδί». Έ ν α κύμα τρόμου πλημμύρισε τη Σελεστίνα, που δεν πόρεσε να εμποδίσει το μυαλό της να πλάσει τη φριχτή ει:όνα ενός τερατόμορφου εμβρύου να φωλιάζει στη μήτρα Γης αδερφής της. Μισούσε τον καρπό του βιαστή και τη σόκαρε το ίδιο της το μίσος, αφού καταλάβαινε ότι το βρέφος δεν έφταιγε σε τίποτα. «Αν σταθεροποιηθεί η πίεσή της στη διάρκεια της νύχτας», συνέχισε ο γιατρός, «θα υποβληθεί σε καισαρική στις εφτά το πρωί. Ο κίνδυνος της εκλαμψίας μηδενίζεται μετά τον τοκετό. Θα ήθελα να αναλάβει τη Φίμι ο δόκτωρ Ααρον Κάλτενμπαχ. Είναι εξαιρετικός γυναικολόγος». «Φυσικά».
«Εννοείται ότι θα είμαι κι εγώ παρών στην επέμβαση». «Σας είμαι ευγνώμων γι' αυτό, δόκτορ Ντέινς. Και για όλα όσα κάνατε». Η Σελεστίνα δεν ήταν κι αυτή παρά ένα παιδί ακόμη, κι ας παρίστανε ότι είχε τους ώμους και την εμπειρία να σηκώσει ένα τέτοιο δυσβάσταχτο βάρος. Αισθάνθηκε να συνθλίβεται. «Πήγαινε σπίτι σου και προσπάθησε να κοιμηθείς», της σύστησε ο γιατρός. «Δε θα βοηθήσεις την αδερφή σου αν αρρωστήσεις κι εσύ». Η Σελεστίνα έμεινε με τη Φίμι μέχρι που τέλειωσε το βραδινό φαγητό. Η Φίμι έφαγε με λαιμαργία, παρ' όλο που το φαγητό ήταν μαλακό και άνοστο. Κι έπειτα, γρήγορα, αποκοιμήθηκε. Στο σπίτι, αφού τηλεφώνησε στους γονείς της, η Σελεστίνα έφτιαξε ένα σάντουιτς με λουκάνικο. Έ φ α γ ε το ένα τέταρτο. Ύστερα δάγκωσε δυο μπουκιές από ένα κρουασάν σοκολάτας. Μια κουταλιά παγωτό βανίλια. Ό λ α τής φαίνονταν άγευστα σαν πριονίδι και οι μπουκιές τής στέκονταν στο λαιμό. Έ π ε σ ε στο κρεβάτι πάνω από τα σκεπάσματα, με τα ρούχα. Σκόπευε ν' ακούσει λίγη κλασική μουσική πριν πάει να πλύνει τα δόντια της. Είχε ξεχάσει ν' ανοίξει το ραδιόφωνο. Πριν τεντωθεί να πατήσει το κουμπί, την πήρε ο ύπνος. 7 Ιανουαρίου, ώρα τέσσερις και τέταρτο τα χαράματα. Στη Νότια Καλιφόρνια, η Άγκνες Λάμπιον ονειρεύεται τον νεογέννητο γιο της. Στο Όρεγκον, ο Κάιν Τζούνιορ προφέρει έντρομος ένα όνομα στον ύπνο του και ο ντετέκτιβ Βανάντιουμ, που περιμένει να ξυπνήσει ο ύποπτος για να του μιλήσει για τα ημερολόγια της γυναίκας του, σκύβει μπροστά στην καρέκλα του για ν' ακούσει καλύτερα, χωρίς να πάψει ταυτόχρονα να στρίβει ένα κέρμα στους κόμπους των δαχτύλων του δεξιού του χεριού. Στο Σαν Φρανσίσκο χτυπάει ένα τηλέφωνο. Η Σελεστίνα Γουάιτ κύλησε στο πλευρό της και, ψαχου-
λεύοντας στα σκοτεινά, άρπαξε το ακουστικό από τη συσκευή στο κομοδίνο της. Το «Εμπρός» που βγήκε από τα χείλη της ήταν σχεδόν χασμουρητό. « Έ λ α εδώ τώρα», άκουσε μια αδύναμη γυναικεία φωνή να λέει. «Τι;» ρώτησε η Σελεστίνα, μισοκοιμισμένη ακόμη. « Έ λ α αμέσως. Κάνε γρήγορα». «Ποιος είναι;» «Η Νέλα Λομπάρντι. Έ λ α αμέσως. Η αδερφή σου θα πεθάνει σε λίγο». Η Σελεστίνα ξύπνησε μονομιάς, τινάχτηκε κι ανακάθισε στην κόχη του κρεβατιού της οργισμένη, γιατί ήξερε ότι ήταν αδύνατο να της τηλεφωνεί μια γυναίκα που βρισκόταν σε κώμα. «Ποιος διάβολο είναι;» ρώτησε άγρια. Η σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτή που δημιουργείται όταν ένας από τους συνομιλητές παύει να μιλάει. Ή τ α ν μια σιωπή βαθιά, σχεδόν αβυσσαλέα, και τόσο απόλυτη, όσο σε καμιά τηλεφωνική γραμμή δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρχει. Ούτε ένα στατικό παράσιτο, ούτε καν η υποψία μιας κρατημένης αναπνοής. Το βάθος εκείνου του άηχου κενού έκανε τη Σελεστίνα να παγώσει από τρόμο. Δεν τόλμησε να ξαναμιλήσει, γιατί εντελώς ξαφνικά, κι ενώ δεν ήταν καθόλου προληπτική, την κυρίευσε ο φόβος ότι η σιωπή αυτή ήταν κάτι ζωντανό και ικανό να τη φτάσει μέσα από τη γραμμή. Έκλεισε απότομα το τηλέφωνο, πετάχτηκε όρθια, άρπαξε από την καρέκλα της κουζίνας το δερμάτινο τζάκετ της, πήρε τα κλειδιά και το πορτοφόλι της κι έτρεξε. Έ ξ ω , οι ήχοι της νυχτερινής πόλης - ο θόρυβος των λιγοστών αυτοκινήτων στους έρημους δρόμους, ο κρότος από κάποιο μεταλλικό καπάκι υπονόμου που αναπηδούσε στην πίεση των ελαστικών που περνούσαν από πάνω του, μια μακρινή σειρήνα ασθενοφόρου, τα μεθυσμένα γέλια μιας παρέας που επέστρεφε από ολονύχτιο π ά ρ τ ι - πνίγονταν μέσα σε μια πηχτή, γκριζωπή ομίχλη. Ό λ ο ι οι ήχοι ήταν γνώριμοι, αλλά στα μάτια της Σελεστίνα η πόλη έμοιαζε με άγνωστο, εχθρικό μέρος. Ποτέ δεν της είχε ξαναφανεί έτσι; απειλητική και αφιλόξενη. Τα ψηλά
κτίρια ορθώνονταν μέσα στην ομίχλη σαν ναοί άγνωστων μοχθηρών θεών και τα μεθυσμένα γέλια των αόρατων γλεντζέδων δεν αντηχούσαν σαν ήχοι χαράς αλλά σαν πνιχτές κραυγές τρόμου και τρέλας. Η Σελεστίνα δεν είχε αυτοκίνητο και το νοσοκομείο απείχε γύρω στη μισή ώρα από το διαμέρισμά της με τα πόδια. Παρακαλώντας να περάσει κάποιο ταξί, άρχισε να τρέχει και, παρ' όλο που οι προσευχές της δεν εισακούστηκαν, έφτασε ξέπνοη στο νοσοκομείο Σεντ Μαίρη σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά. Το ασανσέρ έτριζε δυνατά καθώς την ανέβαζε στον έβδομο. Της φαινόταν ότι πήγαινε απελπιστικά αργά. Η λαχανιαστή ανάσα της ακουγόταν σαν βογκητό στον περιορισμένο χώρο. Τις μικρές ώρες πριν από την αυγή, οι διάδρομοι στον έβδομο όροφο ήταν σιωπηλοί και έρημοι. Ο αέρας μύριζε έντονα απολυμαντικό με την ευωδιά του πεύκου. Η πόρτα στο δωμάτιο 724 ήταν ανοιχτή. Τα φώτα αναμμένα. Και η Φίμι και η Νέλα έλειπαν από τα κρεβάτια τους. Μια βοηθός νοσοκόμα μόλις τελείωνε το στρώσιμο του δεύτερου κρεβατιού με καθαρά σεντόνια. Τα σεντόνια στο κρεβάτι της Φίμι ήταν ανάκατα. «Πού είναι η αδερφή μου;» ρώτησε λαχανιασμένα η Σελεστίνα. Η νοσοκόμα τινάχτηκε αλαφιασμένη από τη δουλειά της. Έ ν α χέρι άγγιξε τον ώμο της Σελεστίνα, που στράφηκε σαν σβούρα κι αντίκρισε το πρόσωπο μιας καλόγριας με ροδοκόκκινα μάγουλα και μενεξεδιά μάτια, χαρακτηριστικά που από δω και στο εξής θα σήμαιναν για τη Σελεστίνα κακά μαντάτα. «Δεν ήξερα ότι κατάφεραν να σας ειδοποιήσουν. Μόλις πριν από δέκα λεπτά άρχισαν να σας τηλεφωνούν». Είχαν περάσει τουλάχιστον είκοσι λεπτά από το τηλεφώνημα της Νέλα Λομπάρντι. «Πού είναι η Φίμι;» «Γρήγορα», είπε η καλόγρια και την τράβηξε προς το διάδρομο και τα ασανσέρ.
Καθώς κατέβαιναν προς τον όροφο των χειρουργείων, η αδελφή τής εξήγησε τι είχε συμβεί. «Καινούρια υπερτασική κρίση. Η πίεση της έφτασε στα ύψη, παρά την εντατική φαρμακευτική αγωγή. Το κακόμοιρο το παιδί....» «Ω Θεέ μου!» «Βρίσκεται ήδη στο χειρουργείο. Για καισαρική». Η Σελεστίνα περίμενε να την οδηγήσουν σε κάποια αίθουσα αναμονής, αλλά, αντί γι' αυτό, η νοσοκόμα την πήρε μαζί της στον προθάλαμο των χειρουργείων. «Είμαι η αδελφή Ζοζεφίνα». Η καλόγρια τράβηξε την τσάντα από τον ώμο της Σελεστίνα - « Θ α σας τη φυλάξω εγώ»- και τη βοήθησε να βγάλει το παλτό της. Εμφανίστηκε άλλη μια νοσοκόμα με πράσινη στολή χειρουργείου. «Σηκώστε τα μανίκια οας και πλύντε τα χέρια ως τους αγκώνες. Σχολαστικά. Θα σας πω εγώ πότε να σταματήσετε». Η δεύτερη νοσοκόμα έβαλε στην παλάμη της Σελεστίνα μια πλάκα σαπούνι και η αδελφή Ζοζεφίνα της άνοιξε τη βρύση σ' ένα μεγάλο μεταλλικό νεροχύτη. «Για καλή της τύχη», είπε η καλόγρια, «ο δόκτωρ Λίπσκομπ βρισκόταν εδώ όταν συνέβη. Μόλις είχε ολοκληρώσει με επιτυχία έναν άλλο τοκετό κάτω από επείγουσες συνθήκες. Είναι εξαιρετικός γιατρός». «Πώς είναι η Φίμι;» ρώτησε η Σελεστίνα τρίβοντας με φούρια τα χέρια της ως επάνω στα μπράτσα. «Ο δόκτωρ Λίπσκομπ έφερε στη ζωή το μωρό μόλις πριν από δύο λεπτά. Ακόμη δεν έχει αφαιρεθεί καν ο πλακούντας», την πληροφόρησε η νοσοκόμα. Η Σελεστίνα είχε ρωτήσει για τη Φίμι και της είχαν απαντήσει για το μωρό. Η φανερή υπεκφυγή την τρομοκράτησε. «Αρκεί», είπε η νοσοκόμα και η καλόγρια άπλωσε το χέρι της μέσα από τους ατμούς του ζεστού νερού για να κλείσει τη βρύση. Η Σελεστίνα τραβήχτηκε από το νεροχύτη, σηκώνοντας τα χέρια της που έσταζαν νερά, έτσι όπως είχε δει να κάνουν οι χειρουργοί στις ταινίες, και είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν ακόμη στο σπίτι της, στο κρεβάτι, και έβλεπε ένα φριχτό εφιάλτη.
Ενώ η νοσοκόμα βοηθούσε τη Σελεστίνα να φορέσει μια πράσινη ρόμπα και την έδενε πίσω στην πλάτη της, η καλόγρια είχε γονατίσει μπροστά της και της φορούσε ένα ζευγάρι πράσινες πάνινες γκέτες που έσφιγγαν με λάστιχο πάνω από τα παπούτσια της. Αυτή η εσπευσμένη και ασυνήθιστη πρόσκληση στο ιερό άδυτο των χειρουργείων αποκάλυπτε πολύ περισσότερα - κ α ι δυσοίωνα- για την κατάσταση της Φίμι απ' όσα θα μπορούσαν να της έχουν πει οι δυο γυναίκες. Η νοσοκόμα έδεσε μια χειρουργική μάσκα πάνω από τη μύτη και το στόμα της Σελεστίνα και της κάλυψε τα μαλλιά μ' ένα πάνινο σκουφί. «Από δω, παρακαλώ». Από τον προθάλαμο πέρασαν σ' ένα μικρό διάδρομο. Δυνατό λευκό φως από μεγάλους σωλήνες φθορισμού στο ταβάνι. Τρίξιμο από σόλες στο πλαστικό κάλυμμα του δαπέδου. Η νοσοκόμα έσπρωξε μια παλινδρομική πόρτα, την κράτησε ανοιχτή για τη Σελεστίνα, αλλά δεν την ακολούθησε στην αίθουσα του χειρουργείου. Η καρδιά της Σελεστίνα χτυπούσε τόσο δυνατά, που οι δονήσεις μεταδίδονταν σαν σφυριές σε όλα της τα κόκαλα, ως κάτω στα πόδια, μέχρι που φοβήθηκε πως θα λύγιζαν τα γόνατά της. Να η χειρουργική ομάδα, όλοι με τα κεφάλια σκυμμένα, σαν να προσεύχονταν παρά να χειρουργούσαν, και η Φίμι, επάνω στο χειρουργικό τραπέζι, μέσα σε άσπρα πανιά μουσκεμένα στο αίμα. Η Σελεστίνα είπε στον εαυτό της να μην τρομάξει από το αίμα. Ο τοκετός πάντα έχει αίματα. Απ' αυτή την άποψη, η σκηνή ήταν μάλλον συνηθισμένη. Το μωρό δεν φαινόταν. Σε μια γωνία, μια εύσωμη νοσοκόμα ασχολιόταν με κάτι πάνω σ' ένα μικρότερο τραπέζι, αλλά το σώμα της έκρυβε αυτό το κάτι που απολάμβανε τις φροντίδες της. Έ ν α ς μικρός μπόγος σε λευκό πανί. Ί σ ω ς να ήταν το νεογέννητο. Η Σελεστίνα μίσησε το μωρό με τέτοια ένταση, που μια πικρή γεύση, σαν σκέτη χολή, πλημμύρισε το στόμα της. Ακόμη κι αν είχε γεννηθεί γερό, δεν έπαυε να είναι ένα τέ-
ρας. Η κατάρα του βιαστή. Γερό, ναι, αλλά γερό σε βάρος της Φίμι. Παρά την προσήλωση και τις όλο βιασύνη κινήσεις της χειρουργικής ομάδας, μια ψηλή νοσοκόμα παραμέρισε κι έγνεψε στη Σελεστίνα να πλησιάσει στην κορυφή του τραπεζιού. Και να την επιτέλους η Φίμι, ζωντανή, αλλά - ω Θεέ μουαλλιώτικη μ' έναν τρόπο που έκανε τη Σελεστίνα να νιώσει πως η καρδιά της θα πεταγόταν από το στήθος της. Η δεξιά πλευρά του προσώπου της αδερφής της φαινόταν να έχει κρεμάσει. Το δέρμα ήταν πλαδαρό, σαν να τραβιόταν προς το έδαφος. Το βλέφαρο πεσμένο. Η δεξιά άκρη του στόματος στραμμένη προς τα κάτω, σαν από θυμό. Από την άκρη των χειλιών της αργοκυλούσε ένα λεπτό ρυάκι αίμα. Τα μάτια της στριφογύριζαν τρελά, έντρομα κι έμοιαζαν να μην μπορούν να εστιάσουν πουθενά. «Εγκεφαλική αιμορραγία», εξήγησε ένας γιατρός που μπορεί να ήταν ο Λίπσκομπ. Για να μπορέσει να κρατηθεί όρθια, η Σελεστίνα στηρίχτηκε με το ένα χέρι πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Τα φώτα έγιναν οδυνηρά λαμπερά κι ο αέρας τόσο πηχτός από τη μυρωδιά του αντισηπτικού και του αίματος, που ανάσαινε με μεγάλο κόπο και προσπάθεια. Η Φίμι έστρεψε το κεφάλι και τα μάτια της σταμάτησαν να στριφογυρίζουν τρελά. Το βλέμμα της συνάντησε το βλέμμα της αδερφής της και, για πρώτη φορά, φάνηκε να καταλαβαίνει πού βρισκόταν. Δοκίμασε να σηκώσει το δεξί της χέρι, αλλά αυτό απλώς τινάχτηκε χωρίς ν' ανταποκρίνεται στη θέλησή της. Έτσι, άπλωσε το αριστερό της χέρι πάνω από το στήθος της και η Σελεστίνα το έπιασε και το κράτησε σφιχτά. Το κορίτσι μίλησε, αλλά τα λόγια ήταν μπερδεμένα, η ομιλία της ακατάληπτη. Το κάθιδρο πρόσωπο της συσπάστηκε σε μια γκριμάτσα, που ίσως δήλωνε ανημπόρια, έκλεισε τα ('άτια της, δοκίμασε ξανά, κι αυτή τη φορά πρόφερε μόνο μία αλλά κατανοητή λέξη: «Μωρό». «Αφασία κινητικού τύπου», είπε ο γιατρός. «Δεν μπορεί να μιλήσει καθαρά, αλλά σας καταλαβαίνει απόλυτα».
Με το νεογέννητο στην αγκαλιά της, η εύσωμη νοσοκόμα πέρασε δίπλα από τη Σελεστίνα, που σχεδόν τραβήχτηκε με αποστροφή, και κράτησε το μωρό έτσι που να μπορεί η μητέρα του να δει το πρόσωπο του. Η Φίμι κοίταξε για λίγο το παιδί κι αμέσως αναζήτησε ξανά το βλέμμα της αδερφής της. Άλλη μια λέξη ακατάληπτη, που έγινε κατανοητή με μεγάλη προσπάθεια: «Έιντζελ». Αυτό το πλάσμα δεν ήταν άγγελος. Εκτός κι αν ήταν άγγελος θανάτου. Ναι, εντάξει, είχε μικροσκοπικά χεράκια και ποδαράκια, αντί για γαμψά νύχια ή διχαλωτές οπλές. Δεν ήταν ένας μικρός δαίμονας. Η διαβολική ψυχή του πατέρα του δεν διακρινόταν πουθενά στο μικροσκοπικό του προσωπάκι. Παρ' όλα αυτά, η Σελεστίνα δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί του, σιχαινόταν ακόμη και να το βλέπει, κι απορούσε πώς η Φίμι το αποκαλούσε με τόση επιμονή αγγελούδι. «Έιντζελ», επανέλαβε η Φίμι, αναζητώντας στο βλέμμα της αδερφής της ένα σημάδι ότι είχε καταλάβει. «Μην ταράζεσαι, γλυκιά μου». «Έιντζελ», είπε με ένταση η Φίμι και μετά, με τόση προσπάθεια που έκανε, μια φλέβα άρχισε να φουσκώσει στο μέτωπο της: «Ονομα». «Θέλεις να ονομάσουμε το μωρό Έιντζελ;» Το κορίτσι προσπάθησε να πει^α*, αλλά αυτό που ακούστηκε ήταν, «Ννν... ννν...», οπότε άρχισε να κουνάει καταφατικά το κεφάλι της, όσο πιο ζωηρά μπορούσε σφίγγοντας ταυτόχρονα το χέρι της Σελεστίνα. Μπορεί να είχε μόνο κινητική αφασία, αλλά πρέπει να βρισκόταν και σε σύγχυση ως ένα βαθμό. Το μωρό θα δινόταν για υιοθεσία, δεν θα ήταν δικό της για να του δώσει όνομα. «Έιντζελ», επανέλαβε η Φίμι, στα πρόθυρα της απελπισίας. Έιντζελ. Μια λιγότερο εξωτική εκδοχή του δικού της ονόματος. Το αγγελούδι τής Σεραφείμ. Το αγγελούδι ενός αγγέλου. «Εντάξει», είπε η Σελεστίνα. «Ναι, βέβαια», πρόσθεσε, κρίνοντας ότι δεν θα έβλαπτε σε τίποτε αν ξεγελούσε τη Φίμι
προσωρινά. «Έιντζελ. Έιντζελ Γουάιτ. Ηρέμησε τώρα, ησύχασε, μην ταράζεσαι άλλο». «Έιντζελ». «Ναι». Καθώς η εύσωμη νοσοκόμα αποχωρούσε με το νεογέννητο, η Φίμι χαλάρωσε το σφίξιμο στο χέρι της αδερφής της κι αμέσως μετά το έσφιξε πάλι δυνατά, ενώ το βλέμμα της γινόταν όλο και πιο επίμονο. «Σε... αγαπώ». «Κι εγώ σ' αγαπώ, γλυκιά μου», είπε τρέμοντας η Σελεστίνα. «Πάρα πολύ». Τα μάτια της Φίμι διαστάλθηκαν απότομα, το χέρι της έσφιξε σαν μέγκενη το χέρι της αδερφής της, το κορμί της συσπάστηκε βίαια, τινάχτηκε κι από τα χείλη της βγήκε κάτι σαν βογκητό, ένα δυνατό: «Ουνν, ουνν, ουννν!» Το χέρι της χαλάρωσε εντελώς μέσα στο χέρι της Σελεστίνα, χαλάρωσε και το κορμί της και τα μάτια της ούτε εστίαζαν πια σ' ένα σημείο, ούτε στριφογύριζαν σαν τρελά. Μόνο γυάλιζαν με την ακινησία του θανάτου, ενώ στην οθόνη του καρδιογράφου άρχισε να παίζει η μακρόσυρτη νότα που συνοδεύει την ευθεία γραμμή. Κάποιος παραμέρισε απότομα τη Σελεστίνα, ενώ η χειρουργική ομάδα άρχιζε τις προσπάθειες καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης. Πισωπατώντας σαν αυτόματο, η Σελεστίνα απομακρύνθηκε, μέχρι που ένιωσε την πλάτη της ν' ακουμπάει σε τοίχο. Στη Νότια Καλιφόρνια κι ενώ πλησιάζει το ξημέρωμα αυτής της μοναδικής μέρας, η Άγκνες Λάμπιον ονειρεύεται ακόμη το νεογέννητο αγοράκι της: ο Μπαρθόλομιου σε θερμοκοιτίδα, να τον προσέχουν μικρά αγγελούδια με λευκά φτερά, χερουβείμ και σεραφείμ. Στο Όρεγκον, όρθιος δίπλα στο κρεβάτι του Κάιν Τζούνιορ, στρέφοντας συνεχώς ένα κέρμα στους κόμπους των δαχτύλων του αριστερού χεριού του, ο Τόμας Βανάντιουμ c ωτάει τον ύποπτο για το όνομα που τον άκουσε να λέει ενώ βλεπε εφιάλτη. Στο Σαν Φρανσίσκο, η Σεραφείμ Αιθιόνημα Γουάιτ δεν
επανέρχεται παρά τις προσπάθειες των γιατρών να την αναστήσουν. Τόσο όμορφη και μόλις δεκάξι χρονών. Με μια τρυφερότητα που ξαφνιάζει και συγκινεί τη Σελεστίνα, η ψηλή νοσοκόμα κλείνει τα μάτια του νεκρού κοριτσιού. Ανοίγει ένα καινούριο, καθαρό λευκό σεντόνι και το τοποθετεί πάνω στο σώμα, αρχίζοντας από τα πόδια και καλύπτοντας τελευταίο το όμορφο, πολύτιμο πρόσωπο. Κι ο ακινητοποιημένος κόσμος αρχίζει ξανά να γυρίζει... Κατεβάζοντας τη χειρουργική μάσκα του, ο δόκτωρ Λίπσκομπ πλησίασε τη Σελεστίνα που στεκόταν ακόμη με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Είχε μακρόστενο, γλυκό πρόσωπο, που έμοιαζε να έχει συμπιεστεί σ' αυτό το σχήμα από το βάρος των ευθυνών του. Σε άλλες περιστάσεις, το καλοσχηματισμένο στόμα του θα άνοιγε σ' ένα πλατύ, γοητευτικό χαμόγελο. Τώρα, όμως, στα πράσινα μάτια του υπήρχε μόνο η συμπόνια του ανθρώπου που ξέρει από θάνατο. «Λυπάμαι πάρα πολύ, δεσποινίς Γουάιτ». Η Σελεστίνα ανοιγόκλεισε τα μάτια της, συγκατένευσε, αλλά δεν μπόρεσε να μιλήσει. «Θα χρειαστείτε κάποιο χρόνο για να... συμφιλιωθείτε μ' αυτό», είπε ο γιατρός. «Ίσως πρέπει να τηλεφωνήσετε σε συγγενείς...» Η μητέρα κι ο πατέρας της νόμιζαν ότι ζούσαν ακόμη σ' έναν κόσμο όπου η Φίμι ήταν ζωντανή. Το να τους φέρει στη νέα σκληρή πραγματικότητα θα ήταν το δεύτερο δυσκολότερο πράγμα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή της η Σελεστίνα. Το δυσκολότερο απ' όλα ήταν που βρισκόταν μέσα σ' αυτή την αίθουσα τη στιγμή που έφυγε η Φίμι. Η Σελεστίνα ήταν πια σίγουρη ότι επρόκειτο για το χειρότερο που θα έπρεπε ν' αντέξει στη ζωή της, χειρότερο ακόμη κι από τον δικό της θάνατο, όταν θα ερχόταν. «Και, φυσικά, θα πρέπει να φροντίσετε για τη σορό», είπε ο δόκτωρ Λίπσκομπ. «Η αδελφή Ζοζεφίνα θα σας εξασφαλίσει ένα χώρο με τηλέφωνο, όπου δε θα σας ενοχλήσει κανείς, και θα σας εφοδιάσει με οτιδήποτε άλλο χρειαστείτε για όση ώρα θέλετε». Η Σελεστίνα δεν τον άκουγε κανονικά. Είχε παραλύσει.
Σαν να ήταν μισοαναίσθητη. Κοίταζε πέρα απ' αυτόν, στο κενό, κι άκουγε τη φωνή του σαν να έβγαινε πίσω από πολλές χειρουργικές μάσκες, αν και ο άνθρωπος δεν φορούσε καμία. «Αλλά, πριν φύγετε από το Σεντ Μαίρη», της είπε ο γιατρός, «θα ήθελα να σας δω για λίγα λεπτά. Είναι πολύ σημαντικό για μένα. Προσωπικά». Η Σελεστίνα άρχισε ν' αντιλαμβάνεται ότι ο Λίπσκομπ ήταν πολύ πιο προβληματισμένος απ' ό,τι θα δικαιολογούσε το περιστατικό, δεδομένου ότι η ασθενής δεν είχε πεθάνει με δική του ευθύνη. Συνάντησε το βλέμμα του. «Θα σας περιμένω», είπε ο γιατρός. «Όταν θα είστε σε θέση να με ακούσετε. Ό π ο τ ε κρίνετε εσείς. Γιατί συνέβη κάτι... κάτι εξαιρετικά περίεργο εδώ, λίγο πριν έρθετε». Η Σελεστίνα λίγο έλειψε να τον παρακαλέσει να την αφήσει ήσυχη, να του πει πως δεν την ενδιέφερε κανένα ιατρικό παράδοξο που μπορεί να είχε συμβεί. Το μόνο θαύμα που θα είχε νόημα δεν είχε γίνει. Κι αυτό θα ήταν να σωθεί η Φίμι. Μπροστά στην τόση καλοσύνη του, όμως, δεν μπόρεσε ν' αρνηθεί. Έ γ ν ε ψ ε καταφατικά. Το νεογέννητο δεν βρισκόταν πια στην αίθουσα τοκετού. Η Σελεστίνα δεν είχε προσέξει πότε το απομάκρυναν. Θα ήθελε να του ρίξει άλλη μια ματιά, παρ' όλο που η θέα του την αρρώσταινε. Προφανώς, η προσπάθεια που έκανε να θυμηθεί πώς ήταν το μωρό φάνηκε στην έκφρασή της, γιατί ο γιατρός τη ρώτησε ανήσυχος: «Τι συμβαίνει; Πείτε μου». «Το μωρό...» «Τη μετέφεραν στην πτέρυγα νεογνών». Την. Ως εκείνη τη στιγμή, η Σελεστίνα δεν είχε αναρωτηθεί για το φύλο του παιδιού, αφού γι' αυτή δεν ήταν καν πρόσωπο αλλά ένα απεχθές πλάσμα. «Δεσποινίς Γουάιτ;» είπε ο Λίπσκομπ. «Θέλετε να σας συνοδεύσω μέχρι εκεί;» Η Σελεστίνα έγνεψε αρνητικά. « Ό χ ι . Ό χ ι , ευχαριστώ. Πτέρυγα νεογνών. Θα το βρω μόνη μου. Αργότερα».
Αυτό το επακόλουθο του βιασμού, το μωρό, στη συνείδηση της Σελεστίνα ήταν περισσότερο καρκίνωμα παρά ζωντανό βρέφος. Έ ν α ς κακοήθης όγκος που είχε αφαιρεθεί κι όχι μια καινούρια ζωή που είχε έρθει στο φως. Και είχε τόση διάθεση να το αντικρίσει, όση θα είχε και να περιεργαστεί ένα δύσμορφο, ματωμένο σάρκωμα που είχε μόλις αφαιρεθεί από ζωντανό οργανισμό. Κατά συνέπεια, δεν θυμόταν καθόλου το ζαρωμένο προσωπάκι. Μία λεπτομέρεια, μόνο μία λεπτομέρεια τη βασάνιζε. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τη μνήμη της έτσι ταραγμένη όπως ήταν στο πλευρό της ετοιμοθάνατης Φίμι. Ί σ ω ς να μην είχε δει αυτό που νόμιζε πως είχε δει. Μία λεπτομέρεια. Μόνο μία. Ή τ α ν μια κρίσιμης σημασίας λεπτομέρεια, όμως, που έπρεπε οπωσδήποτε να την επιβεβαιώσει προτού φύγει από το Σεντ Μαίρη, ακόμη κι αν θα ήταν αναγκασμένη να κοιτάξει για άλλη μια φορά το μωρό, αυτό το σπέρμα της βίας, το φονιά της αδερφής της.
Κεφάλαιο 19
Σ Τ Α ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ, όπως και στ' αγροκτήματα, οι άνθρωποι τριόνε πρωινό με το ξημέρωμα, γιατί η θεραπεία, όπως και η καλλιέργεια, είναι δύσκολη δουλειά και απαιτείται σκληρή εργασία για να σωθεί το ανθρώπινο είδος, που καταναλώνει τόσο χρόνο για να σπείρει τον πόνο και την πείνα, όσο καταναλώνει και στην προσπάθειά του να ξεφύγει απ' αυτά. Δυο μελάτα αβγά, μια λεπτή φέτα ψωμί χωρίς βούτυρο, ένα ποτήρι χυμός μήλου κι ένα μπολ με ζελέ πορτοκάλι ήταν το πρόγευμα που σέρβιραν στην Άγκνες Λάμπιον, την ώρα που στα αγροκτήματα της ενδοχώρας τα κοκόρια διαλαλούσαν το ξεκίνημα της ημέρας. Παρ' όλο που είχε κοιμηθεί καλά και η αιμορραγία της είχε σταματήσει, η Άγκνες ήταν ακόμη πολύ αδύναμη για να μπορέσει να φάει μόνη της. Το κουταλάκι τής φαινόταν βαρύ και άκαμπτο σαν φτυάρι. Έ τ σ ι κι αλλιώς, δεν είχε όρεξη. Στο μυαλό της είχε συνέχεια τον Τζόι. Η γέννηση ενός υγιέστατου αγοριού ήταν ευλογία, αλλά δεν έφτανε να την αποζημιώσει για το χαμό του αγαπημένου της. Αν κι από τη φύση της αντιστεκόταν πάντα στην κατάθλιψη, τώρα είχε ένα βάρος στην καρδιά της, που ήξερε πως δεν θα αλάφραινε ούτε ύστερα από χίλια ξημερώματα. Κι αν κάποια νοσοκόμα την είχε πιέσει να φάει, η Άγκνες δεν θα είχε υποχωρήσει, αλλά στάθηκε αδύνατο ν' αντισταθεί στην επιμονή και τα καλοπιάσματα μιας μοδίστρας. Η Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες ήταν ακόμη εκεί. Μόλο που
ο κίνδυνος είχε περάσει οριστικά, εκείνη δεν ένιωθε ακόμη έτοιμη να εμπιστευτεί την Άγκνες αποκλειστικά στη φροντίδα των γιατρών και των νοσοκόμων. Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, η Μαρία αλάτιζε το αβγό και το έδινε στην Άγκνες με το κουταλάκι. «Τα αβγά είναι που κάνουν κότα». «Τα αβγά κάνουν κότες», τη διόρθωσε η Άγκνες. «Κε;» Η Άγκνες έσμιξε τα φρύδια της σκεφτική. « Ό χ ι , δε βγαίνει νόημα. Τι προσπαθείς να μου πεις, καλή μου;» «Αυτή η γυναίκα ρώτησε εμένα για κότες...» «Ποια γυναίκα;» «Δεν πειράζει. Μια χαζή που κορόιδευε αγγλικά μου και ήθελε μπερδέψει εμένα. Ρώτησε εμένα αν ήρθε κότα πριν, ή αν ήρθε αβγό». «Ποιο έγινε πρώτο: η κότα ή το αβγό;» «Σι! Έτσι είπε αυτή». «Δε σε κορόιδευε, καλή μου. Είναι μια παλιά παροιμία». Επειδή η Μαρία δεν καταλάβαινε τη λέξη, η Άγκνες τη συλλάβισε και της την εξήγησε. «Κανείς δεν ξέρει ν' απαντήσει, είτε μιλάει είτε δε μιλάει καλά αγγλικά. Αυτό είναι το νόημα». «Δηλαδή, νόημα είναι να κάνεις ερώτηση χωρίς να μπορείς να έχεις απάντηση;» Η Μαρία συνοφρυώθηκε ανήσυχη. «Εσύ ακόμη όχι καλά, κυρία Λάμπιον. Μυαλό σου ακόμη λερωμένο». «Θολωμένο». «Εγώ όμως απάντησα σε παροιμία». «Και τι απάντησες;» «Πρώτα ήρθε κότα, με αβγό να έχει μέσα της». Η Άγκνες κατάπιε μια κουταλιά ζελέ και χαμογέλασε. «Μοιάζει πολύ απλό τελικά». «Είναι όλα». «Τι είναι όλα;» ρώτησε η Άγκνες, ρουφώντας χυμό με το καλαμάκι. «Απλά. Άνθρωποι κάνουν πράγματα δύσκολα χωρίς να είναι. Η ζωή είναι απλή σαν ράψιμο». «Ράψιμο;» Η Άγκνες άρχισε ν' αναρωτιέται μήπως ήταν πράγματι θολωμένο το μυαλό της.
«Βελονιάζεις κλωστή. Ράβεις, ράβεις, ράβεις. Δένεις καλά τελευταία βελονιά. Απλό», είπε με σιγουριά η Μαρία και σήκωσε το δίσκο του πρωινού. « Έ χ ε ι ς μόνο διαλέξεις τι χρώμα κλωστή και τι βελονιά πρέπει κάνεις. Μετά, ράβεις, ράβεις, ράβεις». Πάνω στην κουβέντα περί ραψίματος, εμφανίστηκε μια νοσοκόμα με την ευχάριστη είδηση ότι το μωρό ήταν εκτός κίνδυνου και είχε βγει από τη θερμοκοιτίδα, και ύστερα, σαν να χτύπησε κάποιο μυστικό καμπανάκι, εμφανίστηκε και μια δεύτερη, σπρώχνοντας ένα κρεβατάκι με ρόδες. Η πρώτη νοσοκόμα έσκυψε πάνω από το κρεβατάκι, όλο χαρές και χαμόγελα, και σήκωσε από μέσα ένα ρόδινο πλάσμα, τυλιγμένο σε άσπρη χνουδωτή πάνα. Ενώ λίγο πριν ένιωθε τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε το κουταλάκι, η Άγκνες τώρα αισθάνθηκε δυνατή σαν τον Ηρακλή και ικανή να κρατήσει δυο άλογα που τραβούσαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, πόσο μάλλον ένα βρέφος. «Τα μάτια του είναι πανέμορφα», είπε η νοσοκόμα και έβαλε το μωρό στην αγκαλιά της μητέρας του. Το αγοράκι ήταν όμορφο από κάθε άποψη. Το πρόσωπο του ήταν πολύ λιγότερο ζαρωμένο απ' ό,τι στα περισσότερα νεογέννητα, σαν να είχε έρθει στον ταραγμένο κόσμο με μια έμφυτη ηρεμία για τη ζωή που είχε μπροστά του. Ισως να διέθετε και κάποια ασυνήθιστη ευφυΐα επίσης, γιατί τα χαρακτηριστικά του ήταν πολύ πιο ζωηρά και καθορισμένα από των άλλων μωρών, σαν να είχαν ήδη σμιλευτεί από τη γνώση και την εμπειρία. Το κεφαλάκι του σκέπαζαν πυκνά μαλλιά, στο ίδιο καστανό-μελί χρώμα με του Τζόι. Τα μάτια του, όπως είχε πει η Μαρία στην Άγκνες στη μέση της νύχτας, ήταν εκπληκτικά όμορφα. Αντίθετα από τα μάτια των περισσότερων ανθρώπων, όπου η κόρη έχει ένα ενιαίο χρώμα, με ραβδώσεις σε λίγο βαθύτερη απόχρωση, τα μάτια του Μπαρθόλομιου είχαν δύο ξεχωριστά χρώματα - τ ο πράσινο της μητέρας του και το μπλε του πατέρα τουκαι οι ραβδώσεις σχηματίζονταν από τη συνεχή εναλλαγή αυτών των δύο λαμπερών χρωμάτων σε κάθε κόρη. Ή τ α ν σαν σπάνια, καθαρά πετράδια που ακτινοβολούσαν.
Τα μάτια του Μπαρθόλομιουυ είχαν μαγνητίσει την Άγκνες, που απέμεινε να τα κοιτάζει σχεδόν με δέος. Και με μια περίεργη αίσθηση μυστηρίου. «Μικρέ μου Μπάρτι», είπε τρυφερά και το υποκοριστικό του ονόματος βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη της. «Νομίζω πως θα ζήσεις μια πολύ σπουδαία ζωή. Ναι, έτσι θα είναι, Μπάρτι μου. Ξέρουν οι μητέρες. Συνέβησαν τόσα πολλά για να σ' εμποδίσουν να έρθεις στο φως, αλλά εσύ τα κατάφερες τελικά. Ή ρ θ ε ς στη ζωή για κάποιο σκοπό». Η βροχή, που είχε συνεισφέρει στο θάνατο του πατέρα του μωρού, είχε σταματήσει στη διάρκεια της νύχτας. Ο πρωινός ουρανός ήταν ακόμα βαρύς σαν σίδερο και γεμάτος σκοτεινά σύννεφα, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμενε σιωπηλός. Σαν να ήταν η λέξη σκοπός ένα γιγάντιο σφυρί, μια τρομερή βροντή έσεισε τον ουρανό, ακολουθώντας μια μακριά, έντονη αστραπή. Το βλέμμα του μωρού στράφηκε από το πρόσωπο της μητέρας του προς την κατεύθυνση του παραθύρου, αλλά το μετωπάκι του δεν ζάρωσε από φόβο, ούτε έκλαψε. «Μη φοβάσαι τις κακές, δυνατές βροντές, Μπάρτι μου», του είπε η Άγκνες. «Στην αγκαλιά μου θα είσαι πάντα ασφαλής». Η λέξη ασφαλής, όπως και η λέξη σκοπός πριν απ' αυτή, έβαλε φωτιά στα σύννεφα και ο ουράνιος θόλος αντιλάλησε από μια τρομακτική βροντή, που δεν έκανε απλώς τα τζάμια να τρίξουν, αλλά έσεισε ολόκληρο το κτίριο. Οι κεραυνοί είναι σπάνιοι στη Νότια Καλιφόρνια και οι βροντές ακόμη πιο σπάνιες. Οι καταιγίδες εδώ είναι ημιτροπικές· νεροποντές χωρίς πυροτεχνήματα. Η δεύτερη βροντή ήταν τόσο δυνατή, που και η Μαρία και οι δυο νοσοκόμες άφησαν μικρές κραυγές έκπληξης και φόβου. Την Άγκνες την κυρίευσε ένα είδος μεταφυσικού τρόμου κι έσφιξε το νεογέννητο στο στήθος της ψιθυρίζοντας ξανά τη λέξη: «Ασφαλής». Μόλις ακούστηκε η λέξη, σαν ορχήστρα που υπακούει στην μπαγκέτα του μαέστρου, η επαπειλούμενη καταιγίδα άστραψε και βρόντησε ξανά, ακόμη πιο δυνατά από πριν. Τα τζάμια των παραθύρων αντήχησαν σαν μεμβράνες τυμπά-
νων, ενώ τα σκεύη πάνω στο δίσκο με το πρωινό κροτάλισαν σαν κύμβαλα. Από την αντανάκλαση της αστραπής, το τζάμι έγινε για μια στιγμή αδιάφανο, γαλακτερό, σαν μάτι που το θαμπώνει ο καταρράκτης. Η Μαρία σταυροκοπήθηκε. Την Άγκνες την είχε κυριεύσει η τρελή ιδέα ότι αυτό το έντονο καιρικό φαινόμενο ήταν μια απειλή που σαν αποκλειστικό στόχο είχε το μωρό της κι ανταποκρίθηκε πεισματικά στην πρόκληση του ουρανού: «Ασφαλής», επανέλαβε. Η πιο δυνατή αστραπή ήταν και η τελευταία. Είχε τη λάμψη πυρηνικής έκρηξης κι έκανε το τζάμι να φανεί σαν διάπυρο φύλλο μετάλλου. Η βροντή που τη συνόδευσε ήταν πραγματικά εκκωφαντική και η Άγκνες ένιωσε τη δόνηση του φοβερού ήχου να μεταδίδεται στα δόντια της και σ' όλα της τα κόκαλα. Τα φώτα του νοσοκομείου τρεμόπαιξαν. Η μυρωδιά του όζοντος στον αέρα έγινε τόσο διακριτή, που η Άγκνες ένιωσε να την καίει στα ρουθούνια καθώς ανάσαινε. Ύστερα, τα πυροτεχνήματα σταμάτησαν ξαφνικά. Τα φώτα δεν έσβησαν τελικά. Τίποτα κακό δεν συνέβη. Το πιο περίεργο απ' όλα ήταν η απουσία της βροχής. Τέτοια αναταραχή του ουρανού πάντα κατέληγε σε καταρράκτες νερού από τα σύννεφα της καταιγίδας, αλλ' αυτή τη φορά δεν φάνηκε ούτε μια σταγόνα να χτυπάει πάνω στα τζάμια. Αντί για τη βροχή ακολούθησε μια τρομακτική ακινησία, μια ησυχία τόσο απόλυτη, που οι τέσσερις γυναίκες στο δωμάτιο αντάλλαξαν φοβισμένες ματιές και, έχοντας ανατριχιάσει, έστρεψαν τα βλέμματά τους προς το ταβάνι, περιμένοντας να συμβεί κάτι που καμιά τους δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ποτέ οι αστραπές δεν καταπνίγουν μια καταιγίδα, αντίθετα, λειτουργούν σαν εμπροσθοφυλακή για την επίθεσή της. Κι όμως, στον απόηχο αυτής της τόσο εντυπωσιακής επίδειξης, τα μολυβένια σύννεφα άρχισαν σιγά σιγά ν' αποτραβιούνται σαν ηττημένες μεραρχίες, ελευθερώνοντας ανάμεσά τους έναν καταγάλανο, ειρηνικό ουρανό. Ο Μπάρτι δεν είχε κλάψει, ούτε είχε δείξει το παραμικρό δείγμα ανησυχίας στη διάρκεια αυτής της παράξενης, άνυδρης καταιγίδας. Και τώρα, κοιτώντας και πάλι το πρόσωπο της μητέρας του, της χάρισε το πρώτο του χαμόγελο.
Κεφάλαιο 20
Τ Η Ν ΑΥΓΗ, αφού το στομάχι του Κάιν Τζούνιορ άντεξε ένα ποτήρι χυμό μήλου, τον άφησαν να πιει και δεύτερο, αλλά με τη σύσταση να τον ρουφάει αργά με το καλαμάκι. Αν του το επέτρεπαν, θα μπορούσε να φάει ολόκληρο βόδι, με την ουρά και τις οπλές και όλα. Μολονότι εξασθενημένος, δεν κινδύνευε πια να ξεράσει χολή και αίμα. Η κρίση είχε περάσει. Η άμεση αντίδραση στο φόνο της γυναίκας του ήταν η οξεία νευρογενής έμεση, αλλά η μακροπρόθεσμη συνέπεια ήταν μια άγρια πείνα και μια τρομερή όρεξη για τις χαρές της ζωής, τόσο πληθωρική, που με το ζόρι κρατιόταν να μην το ρίξει στο τραγούδι. Ο Τζούνιορ είχε μια τρελή διάθεση να το γιορτάσει. Αν το έκανε, φυσικά, το επακόλουθο θα ήταν η φυλακή και η ηλεκτρική καρέκλα. Με τον Βανάντιουμ, τον μανιακό αστυνομικό, που ήταν ικανός να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι, ή να έχει μεταμφιεστεί σε νοσοκόμα προκειμένου να τον τσακώσει, ο Τζούνιορ ήταν αναγκασμένος να αναρρώσει μ' ένα ρυθμό που ο γιατρός δεν θα χαρακτήριζε εντυπωσιακό. Ο δόκτωρ Πάρκχερστ δεν υπολόγιζε να του δώσει εξιτήριο πριν από το επόμενο πρωί. Εφόσον δεν ήταν πια καθηλωμένος στο κρεβάτι από τον ορό και φορούσε πλέον πιτζάμες κι όχι την πάνινη ρόμπα που έδενε με κορδόνια στην πλάτη, οι νοσοκόμοι ενθάρρυναν τον Τζούνιορ να δοκιμάσει να περπατήσει. Αν και περίμεναν να ζαλίζεται, αυτός δεν είχε την παραμικρή δυσκολία με την ισορ-
ροπία του κι ούτε αισθανόταν την αδυναμία που εκείνοι υπέθεταν ότι θα έπρεπε να αισθάνεται. Στην πραγματικότητα, ήταν ικανός να κάνει το γύρο όλου του νοσοκομείου αβοήθητος, αλλά ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τους και χρησιμοποίησε το ειδικό βοήθημα με τα ροδάκια. Κάθε τόσο φρόντιζε να σταματάει και να στηρίζεται στο μεταλλικό βοήθημα σαν να χρειαζόταν ξεκούραση. Φρόντιζε επίσης να κάνει πού και πού μια γκριμάτσα -πειστική, όχι ακραία θεατρική- και ν' ανασαίνει πιο ηχηρά απ' ό,τι χρειαζόταν. Αρκετές φορές, κάποια περαστική νοσοκόμα που τον έβλεπε σταματούσε να τον ελέγξει και να τον συμβουλεύσει να μην κουράζεται. Μέχρι στιγμής, καμιά απ' αυτές τις αδελφές του ελέους δεν ήταν όμορφη σαν τη Βικτόρια Μπρέσλερ, τη νοσοκόμα που τον είχε ταΐσει παγάκια και τον είχε απροκάλυπτα φλερτάρει. Αυτός, πάντως, κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά και δεν έπαυε να ελπίζει. Παρ' όλο που γι' αυτόν ήταν θέμα τιμής να δώσει πρώτα στη Βικτόρια την ευκαιρία να τον απολαύσει, σίγουρα δεν της όφειλε συζυγική πίστη. Ό τ α ν θα απαλλασσόταν τελικά από τις υποψίες τόσο οριστικά όσο είχε απαλλαγεί κι από τη Ναόμι, θα μπορούσε να χορτάσει γλυκά από ένα μεγάλο μπουφέ, μεταφορικά μιλώντας, κι ένα μόνο εκλέρ δεν θα του αρκούσε. Αφού κανείς δεν τον περιόριζε να επιθεωρήσει το θηλυκό προσωπικό σε ένα μόνο όροφο του νοσοκομείου, ο Τζούνιορ πήρε το ασανσέρ για να δει τι υπήρχε κι αλλού. Για να ελέγξει όλα τα φουστάνια. Κάποια στιγμή κατέληξε μπροστά σε ένα μεγάλο γυάλινο παράθυρο, στην πτέρυγα των νεογνών. Εφτά νεογέννητα φιλοξενούνταν εκεί. Στη βάση του καθενός από τα μικρά κυλιόμενα κρεβατάκια υπήρχε μια πλακέτα με το όνομα του βρέφους. Ο Τζούνιορ στάθηκε πολλή ώρα σ' εκείνο το παράθυρο, όχι επειδή παρίστανε ότι ξεκουραζόταν, ούτε επειδή τον κοίταζε κάποια νοσοκόμα. Είχε μαρμαρώσει και, για αρκετή ώρα, δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί.
Δεν ήταν το πατρικό ένστικτο. Έ ν α μωρό θα ήταν το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που θα ήθελε να έχει, εκτός από καρκίνο. Τα παιδιά είναι μικρά, αδηφάγα τέρατα. Έ ν α παιδί είναι φορτίο, εμπόδιο κι όχι ευλογία. Ωστόσο, μια περίεργη έλξη τον κρατούσε καθηλιομένο μπροστά σ' εκείνη τη βιτρίνα, τόσο που άρχισε να πιστεύει ότι υποσυνείδητα εκεί σκόπευε να πάει από την αρχή, από τη στιγμή που βγήκε από το δωμάτιο του με την περπατούρα. Είχε αναγκαστεί να το κάνει. Οδηγημένος από κάποιον ανεξήγητο μαγνητισμό. Ό τ α ν πρωτοστάθηκε μπροστά στο γυάλινο παράθυρο, διατηρούσε ακόμη το τρελό κέφι του. Ό σ ο συνέχισε να χαζεύει τα μωρά, όμως, τόσο τον κυρίευε μια παράξενη ανησυχία. Μωρά. Νεογέννητα. Εντελώς ακίνδυνα. Ό σ ο ακίνδυνα κι αν ήταν, η θέα τους και μόνο του προκάλεσε στην αρχή νευρικότητα, που πολύ γρήγορα μετατράπηκε -ανεξήγητα, παράλογα, αναμφισβήτητα- σε κανονικό τρόμο. Είχε ήδη προσέξει όλα τα ονόματα στα εφτά κρεβατάκια, αλλά τα ξαναδιάβασε από την αρχή. Διαισθανόταν ότι εκεί, σε κάποιο απ' αυτά τα ονόματα, βρισκόταν η εξήγηση για την τρομακτική αίσθηση απειλής που τον είχε κυριεύσει. Ό ν ο μ α το όνομα, καθώς το βλέμμα του περνούσε διαδοχικά από τις εφτά πλακέτες, ένιωσε στο στομάχι του ένα κενό τόσο τρομακτικό και δυσάρεστο, που χρειάστηκε να στηριχτεί, πραγματικά αυτή τη φορά, στο μεταλλικό βοήθημα για να σταθεί όρθιος. Αισθάνθηκε σαν να ήταν το σώμα του ένα άδειο κέλυφος που μια συγκεκριμένη νότα θα μπορούσε να το θρυμματίσει, έτσι όπως ένας κατάλληλα διαπεραστικός τόνος μπορεί να σπάσει κρύσταλλο. Δεν ήταν μια καινούρια αίσθηση. Την είχε νιώσει ξανά. Μόλις την περασμένη νύχτα, όταν ξύπνησε από ένα όνειρο που δεν θυμόταν και είδε το γυαλιστερό νόμισμα να διατρέχει τους κόμπους των δαχτύλων του αστυνομικού. Ό χ ι . Δεν ήταν ακριβώς τότε. Ό χ ι όταν είχε δει το νόμισμα. Είχε αισθανθεί έτσι όταν ο Βανάντιουμ ανέφερε το
όνομα που αυτός, ο Τζούνιορ, υποτίθεται ότι είχε φωνάξει στον ύπνο του. Μπαρθόλομιου. Ο Τζούνιορ ανατρίχιασε. Ο Βανάντιουμ δεν το είχε επινοήσει αυτό το όνομα. Είχε μια πραγματική, αν και ανεξήγητη σχέση με τον Τζούνιορ, η οποία δεν είχε να κάνει με τον ντετέκτιβ. Μπαρθόλομιου. Ό π ω ς και πριν, το όνομα αντήχησε μέσα του σαν τη δυσοίωνη κωδωνοκρουσία της πιο βαριάς καμπάνας του κόσμου όταν χτυπούσε μεσάνυχτα. Μπαρθόλομιου. Κανένα από τα νεογέννητα που έβλεπε δεν λεγόταν Μπαρθόλομιου και ο Τζούνιορ πάσχιζε να καταλάβει τι σχέση μπορεί να είχε αυτό το μέρος με τον εφιάλτη που δεν θυμόταν. Το όνειρο εξακολουθούσε να του διαφεύγει, αλλά ήταν πια πεισμένος ότι υπήρχε σοβαρυς λόγος να φοβάται, ότι το όνειρο αυτό ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα όνειρο. Ότι υπήρχε μια νέμεση με το όνομα Μπαρθόλομιου που τον καταδίωκε όχι μόνο στους εφιάλτες του αλλά στον υπαρκτό κόσμο, και ότι αυτός ο Μπαρθόλομιου είχε κάποια σχέση με... μωρά. Αντλώντας μάλλον από το πηγάδι του ενστίκτου και της στιγμιαίας έμπνευσης, ο Τζούνιορ ήξερε ότι, αν διασταυρωνόταν ποτέ με έναν άντρα που λεγόταν Μπαρθόλομιου, θα έπρεπε να είναι έτοιμος να τον χειριστεί το ίδιο αποφασιστικά όπως τη Ναόμι. Και χωρίς καθυστέρηση. Κάθιδρος και τρέμοντας, έστρεψε την πλάτη του στο μεγάλο παράθυρο. Ενώ απομακρυνόταν από τα κρεβατάκια των νεογνών, περίμενε να ανακουφιστεί από το αποπνικτικό βάρος του φόβου, αλλά, αντίθετα, ο τρόμος μεγάλωνε. Χωρίς να το θέλει, βρέθηκε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο του κάθε τόσο. Κι όταν επέστρεψε πια στο δωμάτιο του, ένιωθε εξουθενωμένος από την ανησυχία. Μια νοσοκόμα τον άρχισε στις περιποιήσεις, αφού τον βοήθησε ν' ανεβεί στο κρεβάτι του, κι έδειχνε να την ανησυχούν η χλομάδα του και τα ρίγη. Ή τ α ν πολύ περιποιητική,
ικανή, συμπονετική, αλλά καθόλου ελκυστική σαν γυναίκα, και ο Τζούνιορ ευχόταν να τον αφήσει επιτέλους μόνο του. Ό τ α ν έμεινε μόνος του, όμως, άρχισε να παρακαλάει να επιστρέψει η νοσοκόμα. Μόνος στο δωμάτιο, ένιωθε ευάλωτος, απειλούμενος. Κάπου στον κόσμο είχε ένα θανάσιμο εχθρό, τον Μπαρθόλομιου, που είχε κάποια σχέση με μωρά, του ήταν εντελώς άγνωστος, αλλά ήταν μια πανίσχυρη απειλή. Εάν δεν ήταν τόσο λογικός και συγκροτημένος άνθρωπος σ' όλη του τη ζωή, ο Τζούνιορ μπορεί να νόμιζε πως είχε αρχίσει να τρελαίνεται.
Κεφάλαιο 21
Ο ΗΛΙΟΣ ΣΗΚΩΘΗΚΕ πίσω από τα σύννεφα και πίσω από την ομίχλη, και με τον ερχομό της γκρίζας μέρας έπιασε μια πυκνή, ψιλή βροχή. Εκατομμύρια βελόνες τρυπούσαν το κορμί της πόλης, που αιμορραγούσε βρομόνερα, πλημμυρίζοντας τα στόμια των υπονόμων με γκριζωπά ρυάκια. Οι κοινωνικοί λειτουργοί του Σεντ Μαίρη δεν έπιαναν δουλειά με το ξημέρωμα κι έτσι η Σελεστίνα μπόρεσε ν α μείνει μόνη κι ανενόχλητη σε ένα από τα γραφεία τους, απ' όπου τηλεφώνησε στους γονείς της για να τους πει τα τραγικά νέα. Από κει τηλεφώνησε επίσης σ' ένα γραφείο κηδειών και κανόνισε να παραλάβουν τη σορό της Φίμι από το νοσοκομείο και να αναλάβουν τη μεταφορά της από το Σαν Φρανσίσκο αεροπορικώς. Η μητέρα κι ο πατέρας της έκλαψαν πικρά, αλλά η Σελεστίνα παρέμεινε ήρεμη. Είχε πολλά να κάνει, πολλές αποφάσεις να πάρει, πριν συνοδεύσει την αδερφή της στην πτήση για το Ό ρ ε γ κ ο ν . Μόνο αφότου θα είχε ρυθμίσει τις υποχρεώσεις της, θα επέτρεπε στον εαυτό της να παραδοθεί στην απώλεια, τη βαθιά θλίψη και τη δυστυχία που τώρα απωθούσε. Η Φίμι δικαιούνταν μια αξιοπρεπή συνοδεία στο τελευταίο ταξίδι της προς το Βορρά και τον τάφο. Όταν η Σελεστίνα τελείωσε τα τηλεφωνήματά της, ήρθε και τη βρήκε ο δόκτωρ Λίπσκομπ. Δεν φορούσε πια τη χειρουργική στολή, αλλά γκρίζο φανελένιο παντελόνι και μπλε πουλόβερ από κασμίρι πάνω από ένα λευκό πουκάμισο. Με το σοβαρό, θλιμμένο ύφος
του, έμοιαζε πολύ περισσότερο με καθηγητή φιλοσοφίας που συλλογίζεται το αναπόφευκτο του θανάτου, παρά με μαιευτήρα που το αντικείμενο του είναι η ζωή. Η Σελεστίνα πήγε να σηκωθεί από το γραφείο μόλις τον είδε να μπαίνει, αλλά ο γιατρός τής έκανε νόημα να μείνει στη θέση της. Εκείνος στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο. Στη σιωπή που ακολούθησε, φάνηκε ν' αναζητάει τα κατάλληλα λόγια για να περιγράψει εκείνο το «εξαιρετικά περίεργο» που της είχε αναφέρει νωρίτερα. Σταγόνες βροχής λαμπύριζαν πάνω στο τζάμι και κυλούσαν αργά προς τα κάτω σε ακανόνιστες τροχιές. Οι κινούμενες αντανακλάσεις τους στιγμάτιζαν το πρόσωπο του γιατρού. Ό τ α ν τελικά μίλησε ο Λίπσκομπ, πραγματική θλίψη, συγκρατημένη αλλά πολύ βαθιά, χρωμάτιζε τη φωνή του. «Πριν από τρία χρόνια, την πρώτη Μαρτίου, η γυναίκα μου και οι δυο γιοι μου - ο Ντάνι κι ο Χάρι, εφτά χρονών, δίδυμοι- επέστρεφαν στο σπίτι από μια επίσκεψη στους γονείς της στη Νέα Υόρκη. Λίγο μετά την απογείωση... το αεροπλάνο τους συνετρίβη». Νιώθοντας τόσο συντετριμμένη από το θάνατο της αδερφής της, η Σελεστίνα αδυνατούσε να φανταστεί πώς ο Λίπσκομπ κατάφερε να ξεπεράσει το χαμό όλης της οικογένειάς του. Η λύπη τής έσφιξε την καρδιά κι έφραξε το λαιμό της τόσο, που η φωνή της ακούστηκε σχεδόν ψιθυριστή. « Ή τ α ν εκείνη η πτήση της Αμέρικαν Αιρλάινς...» Ο γιατρός έγνεψε καταφατικά. Εντελώς ανεξήγητα, την πρώτη ηλιόλουστη μέρα έπειτα από βδομάδες κακοκαιρίας, ένα Μπόινγκ 707 είχε πέσει στον Κόλπο Τζαμάικα, στο Κουίνς. Ό λ ο ι οι επιβάτες είχαν σκοτωθεί. Ακόμη και τώρα, το 1965, το δυστύχημα εξακολουθούσε να είναι το μεγαλύτερο στην πολιτική αεροπορία της χώρας και, εξαιτίας μιας εξαιρετικά δραματικής και χωρίς προηγούμενο τηλεοπτικής κάλυψης, η ιστορία αυτή είχε αφήσει ανεξίτηλο το ίχνος της στη μνήμη της Σελεστίνα. «Δεσποινίς Γουάιτ», συνέχισε ο γιατρός, κοιτώντας πάντα έξω από το παράθυρο, «λίγο πριν φτάσετε στο χειρουρ-
γείο σήμερα το πρωί, η καρδιά της αδερφής σας σταμάτησε πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Δεν είχαμε βγάλει ακόμη το παιδί και ίσως να μην κατορθώναμε τελικά να το κάνουμε εγκαίρως με καισαρική τομή ώστε να αποφύγουμε και εγκεφαλική βλάβη, οπότε, προς χάριν και της μητέρας και του παιδιού, καταβάλαμε υπεράνθρωπες προσπάθειες να επαναφέρουμε στη ζωή τη Φίμι και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουμε σταθερή κυκλοφορία αίματος για το έμβρυο μέχρι να το βγάλουμε». Αυτή η ξαφνική αλλαγή θέματος, από την αεροπορική τραγωδία στη Φίμι, μπέρδεψε εντελώς τη Σελεστίνα. Ο Λίπσκομπ ανασήκωσε τα μάτια του από το δρόμο, ψηλά στον ουρανό που έφερνε τη βροχή. «Η Φίμι δεν είχε χαθεί για μεγάλο διάστημα - έ ν α λεπτό και δέκα δευτερόλεπτα το πολύ-, αλλά, όταν την επαναφέραμε στη ζωή, ήταν φανερό από την κατάστασή της ότι η καρδιακή ανακοπή ήταν μάλλον δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν είχε αίσθηση του χώρου, η δεξιά πλευρά της είχε παραλύσει... είδατε και μόνη σας την παραμόρφωση στη δεξιά πλευρά του προσώπου της. Η ομιλία της ήταν ακατάληπτη, αλλά τότε συνέβη κάτι εξαιρετικά παράξενο...» Η Φίμι μιλούσε μπερδεμένα και αργότερα, λίγο μετά τη γέννηση του μωρού, όταν πάσχιζε απεγνωσμένα να κάνει κατανοητή την επιθυμία της να ονομαστεί η νεογέννητη κόρη της Έιντζελ. Έ ν α ς ευδιάκριτα διαφορετικός, αλλά απροσδιόριστος στη σημασία του τόνος στη φωνή του γιατρού έκανε τη Σελεστίνα να σηκωθεί αργά από την καρέκλα της. Ί σ ω ς να ήταν δέος. Ή φόβος. Ή σεβασμός. Ί σ ω ς και όλα αυτά μαζί. «Ξαφνικά», συνέχισε ο Λίπσκομπ, «η φωνή της έγινε καθαρή, τα λόγια δεν ήταν καθόλου ακατάληπτα. Ανασήκωσε το κεφάλι της από το μαξιλάρι και τα μάτια της καρφώθηκαν σ' εμένα χωρίς το παραμικρό ίχνος θολούρας. Ήταν... απόλυτα συγκεκριμένη. Και μου είπε... μου είπε: "Η Ροβένα σ' αγαπάει"». Η Σελεστίνα ανατρίχιασε σύγκορμη. Ή ξ ε ρ ε με εκπληκτική βεβαιότητα τι θα της έλεγε στη συνέχεια ο γιατρός.
«Η Ροβένα», είπε ο Λίπσκομπ επιβεβαιώνοντας το προαίσθημα της, «ήταν η γυναίκα μου». Σαν να είχε ανοίξει για λίγο μια πόρτα ανάμεσα σ' εκείνη τη ζοφερή μέρα και σ' έναν άλλο κόσμο, μια ξαφνική ριπή ανέμου έκανε την πυκνή βροχή να κροταλίσει πάνω στο τζάμι. Ο Λίπσκομπ στράφηκε προς τη Σελεστίνα. «Πριν ξαναβυθιστεί σε κατάσταση ημιαναισθησίας, η αδερφή σου μου είπε, "Ο Μπίζιλ κι ο Φίζιλ είναι ασφαλείς κοντά της", που μπορεί για σένα να μη σημαίνει τίποτε, αλλά για μένα σημαίνει πολλά». Η Σελεστίνα περίμενε κρατώντας την ανάσα της. «Αυτά ήταν τα χαϊδευτικά που είχε η Ροβένα για τα δίδυμα όταν ήταν ακόμη μωρά. Έ τ σ ι τα φώναζε στις προσωπικές τους στιγμές, γιατί έλεγε πως τ' αγόρια μας ήταν σαν δυο μικρά όμορφα ξωτικά και θα έπρεπε να έχουν νεραϊδίστικα ονόματα». «Η Φίμι δε θα μπορούσε να το ξέρει αυτό». «Όχι. Η Ροβένα έπαψε να τα φωνάζει έτσι μετά τον πρώτο χρόνο. Εκείνη κι εγώ ήμαστε οι μόνοι που τα χρησιμοποιούσαμε. Ή τ α ν το μικρό, προσωπικό μας αστείο. Αμφιβάλλω αν θα το θυμούνταν και τα ίδια τα παιδιά». Στα μάτια του γιατρού έλαμπε η λαχτάρα να πιστέψει. Στο πρόσωπο του καθρεφτιζόταν ο σκεπτικισμός. Ή τ α ν γιατρός, άνθρωπος της επιστήμης, πιστός οπαδός της λογικής και αφοσιωμένος υπηρέτης της. Ως τώρα δεν τον είχε προδώσει ποτέ και πάνω σ' αυτή είχε βασίσει όλη του τη ζωή. Δεν ήταν προετοιμασμένος ν' αποδεχτεί την ιδέα ότι η λογική και η επιστήμη, αναμφισβήτητα απαραίτητες σε όποιον είχε την ελπίδα μιας ολοκληρωμένης κι ευτυχισμένης ζωής, ίσως να αποδεικνύονταν ανεπαρκείς για να ερμηνεύσουν απόλυτα είτε τον φυσικό κόσμο είτε την ανθρώπινη εμπειρία. Η Σελεστίνα μπορούσε πιο εύκολα ν' αποδεχτεί αυτή την υπερβατική εμπειρία του γιατρού. Δεν ανήκε στην κατηγορία των καλλιτεχνών που υμνούν το χάος και την αταξία, ή εμπνέονται από τον πεσιμισμό και την απελπισία. Ό π ο υ και να βρισκόταν, το βλέμμα της έβλεπε τάξη, σκοπό, νόημα, εκπληκτικό σχεδιασμό και απίστευτη ομορφιά. Διέκρινε το υπερφυσικό όχι μόνο σε παλιά ερειπωμένα σπίτια όπου υπο-
τίθεται ότι κατοικούσαν φαντάσματα, ή σε παράξενες εμπειρίες σαν αυτή που της είχε μόλις περιγράψει ο Λίπσκομπ, αλλά σε απλές καθημερινές εικόνες, στα μπλεγμένα κλαδιά ενός δέντρου, στο φρενιασμένο παιχνίδι ενός σκύλου μ' ένα μπαλάκι του τένις, στο στροβίλισμα των λευκών πέπλων μιας χιονοθύελλας -στην κάθε όψη του φυσικού κόσμου, όπου το άλυτο μυστήριο ήταν τόσο βασικό συστατικό, όσο το φως και το σκοτάδι, η ύλη και η ενέργεια, ο χώρος και ο χρόνος. «Είχε ποτέ η αδερφή σας άλλες... παράξενες εμπειρίες;» ρώτησε ο Λίπσκομπ. «Τίποτα σαν κι αυτό». «Ασυνήθιστη τύχη στα χαρτιά;» «Δεν ήταν πιο τυχερή από μένα». «Προαισθήματα;» «Όχι». «Οι πνευματιστικές ικανότητες...» «Η Φίμι δε διέθετε καμία». «...ίσως να αποδειχτούν επιστημονικά κάποια μέρα». «Και η ζωή μετά θάνατον;» ρώτησε η Σελεστίνα. Η ελπίδα, με μεγάλα ανοιχτά φτερά, πέταξε γύρω από το γιατρό, αλλά εκείνος φοβήθηκε να την αφήσει να κουρνιάσει. «Η Φίμι δε διάβασε τη σκέψη σας», είπε η Σελεστίνα. «Αυτά συμβαίνουν μόνο στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, γιατρέ». Ο Λίπσκομπ αναγκάστηκε να την κοιτάξει στα μάτια. Δεν είχε απάντηση. «Δεν μπήκε στο μυαλό σας και "ψάρεψε" τα ονόματα Ροβένα, Μπίζιλ και Φίζιλ». Σαν να τον τρόμαζε η ήρεμη βεβαιότητα που διάβαζε στα μάτια της, σ Λίπσκομπ στράφηκε ξανά προς το παράθυρο. Η Σελεστίνα πήγε και στάθηκε δίπλα του. «Για ένα λεπτό και δέκα δευτερόλεπτα, όταν σταμάτησε η καρδιά της την πρώτη φορά, η Φίμι δεν ήταν εδώ στο Σεντ Μαίρη, έτσι δεν είναι; Το σώμα της, ναι, ήταν ακόμη εδώ, αλλά όχι η Φίμι». Ο δόκτωρ Λίπσκομπ έφερε τα χέρια στο πρόσωπο του, καλύπτοντας στόμα και μύτη, σαν να ήθελε να προστατευ-
τεί, λες και κινδύνευε να εισπνεύσει εκτός αϊτό αε'ρα και μια ιδέα που θα τον άλλαζε για πάντα. «Αν η Φίμι δε βρισκόταν εδώ», συνέχισε η Σελεστίνα, «και ύστερα επέστρεψε κοντά σας, κάπου ήταν σ' αυτό το λεπτό της απουσίας της, σωστά;» Πέρα από το τζάμι, πίσω από το θαμπό πέπλο της βροχής και της ομίχλης, η μητρόπολη φάνταζε πιο αινιγματική κι από το Στόουνχεντζ κι αγνώριστη σαν τοπίο ονείρου. Πίσω από τα χέρια που έκρυβαν το πρόσωπο του, ο γιατρός άφησε έναν ψιλό πονεμένο ήχο, σαν να τραβούσε να ξεριζώσει από την καρδιά του ένα παράσιτο που είχε κολλήσει εκεί και την απομυζούσε με χίλιες αγκαθωτές προβοσκίδες. Η Σελεστίνα δίστασε -ένιωθε αμήχανη, αβέβαιη, δεν ήξερε τι να κάνει. Ό π ω ς σε κάθε στιγμή ανασφάλειας, έτσι και τώρα, αναρωτήθηκε τι θα έκανε η μητέρα της σ' αυτή την περίπτωση. Η Γκρέις, με την ανεξάντλητη χάρη, έκανε πάντα ό,τι ακριβώς έπρεπε, έβρισκε πάντα τα σωστά λόγια για να παρηγορήσει, να διαφωτίσει, να φέρει το χαμόγελο ακόμη και στα πιο δυστυχισμένα χείλη. Πολύ συχνά, όμως, το σωστό δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει και λόγια, γιατί στο ταξίδι της ζωής αισθανόμαστε πολύ συχνά εγκαταλειμμένοι και το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να νιώσουμε απλώς ότι δεν είμαστε μόνοι. Η Σελεστίνα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του γιατρού. Με το άγγιγμά της, αισθάνθηκε την ένταση να υποχωρεί από το κορμί του. Κατέβασε αργά τα χέρια από το πρόσωπο του και στράφηκε προς το μέρος της ανατριχιάζοντας, όχι από φόβο, αλλά από κάτι που θα μπορούσε να ήταν ανακούφιση. Προσπάθησε να της μιλήσει κι όταν δεν τα κατάφερε, η Σελεστίνα δεν δίστασε να τον αγκαλιάσει. Η Σελεστίνα δεν είχε κλείσει ακόμη τα είκοσι ένα, ενώ ο Λίπσκομπ είχε τουλάχιστον τα διπλά της χρόνια, αλλά έγειρε σαν παιδάκι πάνω της, κι αυτή, σαν μητέρα, τον παρηγόρησε.
Κεφάλαιο 22
Μ Ε ΜΑΥΡΑ ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ, φρεσκοξυρισμένοι, λουστραρισμένοι όσο και τα παπούτσια τους, κρατώντας δερμάτινους χαρτοφύλακες και πριν ακόμη αρχίσει η εργάσιμη μέρα, οι τρεις άντρες μπήκαν στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου βρισκόταν ο Τζούνιορ, σαν τους τρεις μάγους αλλά χωρίς καμήλες και δώρα, για να αποτιμήσουν το θάνατο και την απώλεια. Δυο δικηγόροι κι ένας υψηλά ιστάμενος κρατικός λειτουργός εκπροσωπούσαν την Πολιτεία, την Κομητεία και την ασφαλιστική εταιρεία στο ζήτημα της ανεπαρκούς συντήρησης του κιγκλιδώματος στο παρατηρητήριο του πυροσβεστικού πύργου. Ή τ α ν σε τέτοιο βαθμό αψεγάδιαστα σοβαροί, θλιμμένοι και γεμάτοι σεβασμό, λες και στο ίδιο αυτό δωμάτιο βρισκόταν η Ναόμι μέσα στο φέρετρο, ραμμένη, μακιγιαρισμένη, ντυμένη στα λευκά, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω σε μια Βίβλο στο στήθος της, περιτριγυρισμένη από λουλούδια, να περιμένει να φτάσουν οι φίλοι και οι συγγενείς για την αγρύπνια. Με τα λυπημένα βλέμματά τους, τις χαμηλωμένες φωνές τους και μια ευγένεια που έσπαγε κόκαλα, ξεχείλιζαν υποκριτικό ενδιαφέρον, αλλά μέσα τους έβραζε τέτοιος ψυχρός υπολογισμός, που ο Τζούνιορ δεν θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν ενεργοποιούνταν ξαφνικά οι ανιχνευτές καπνού στο ταβάνι. Συστήθηκαν ως Νάκερ, Χίσκας και Νορκ, αλλά ο Τζούνιορ δεν μπήκε στον κόπο να συσχετίσει ονόματα με πρόσωπα, εν μέρει επειδή και οι τρεις τους ήταν τόσο ίδιοι κι απα-
ράλλαχτοι σε εμφάνιση και τρόπους, που ακόμη και η ίδια τους η μάνα θα δυσκολευόταν να τους ξεχωρίσει. Επιπλέον, ήταν πολύ κουρασμένος από την πρόσφατη περιπλάνησή του στους ορόφους του νοσοκομείου και τρομαγμένος από την ιδέα ότι κάποιος μισητός Μπαρθόλομιου κυκλοφορούσε στον κόσμο αναζητώντας τον. Ύστερα από αρκετά γλοιώδη λόγια συμπόνιας, φαρισαϊκές φλυαρίες περί ενός άλλου κόσμου στον οποίο η Ναόμι ζούσε τώρα ευτυχισμένη με τους αγγέλους και υποκριτικές διαβεβαιώσεις για την επιθυμία της Πολιτείας να εξασφαλίζει το μάξιμουμ της δημόσιας ασφάλειας και το μέγιστο της προστασίας για κάθε πολίτη, ο Νάκερ, ή ο Χίσκας, ή ο Νορκ έφτασε επιτέλους και στο ζήτημα της χρηματικής αποζημίωσης. Φυσικά, δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε μια φορά λέξη τόσο σκληρή όπως η αποζημίωση. Αποκατάσταση, επανόρθωση, ηθική ικανοποίηση ήταν οι πιο συχνές εκφράσεις, λες και οι τύποι είχαν σπουδάσει νομικά σε κάποια χώρα που τα αγγλικά ήταν δευτερεύουσα γλώσσα. Ακούστηκε μέχρι και η λέξη εξιλέωση. Ο Τζούνιορ τους έσπασε ως ένα βαθμό τα νεύρα παριστάνοντας ότι δεν αντιλαμβανόταν τις προθέσεις τους, ενόσω εκείνοι έκαναν κύκλους γύρω από την ουσία, σαν μαθητευόμενοι γητευτές φιδιών στην πρώτη τους επαφή με μια κόμπρα. Τον εξέπληξε που είχαν καταφτάσει τόσο γρήγορα, σε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο μετά την τραγωδία. Κάτι τέτοιο ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο, πόσο μάλλον που υπήρχε κι ένας αστυνομικός που του είχε κολλήσει η ιδέα ότι δεν έφταιγε μόνο το σάπιο ξύλο για το θάνατο της Ναόμι. Στην πραγματικότητα, ο Τζούνιορ υποψιαζόταν ότι μπορεί να τους είχε στείλει επίτηδες ο Βανάντιουμ. Τον ντετέκτιβ θα τον ενδιέφερε σίγουρα να διαπιστώσει πόσο φιλάργυρος θα αποδεικνυόταν ο καταρρακωμένος σύζυγος μόλις θα του δινόταν η ευκαιρία να εξαργυριόσει τη νεκρή σάρκα της γυναίκας του με ζεστό χρήμα. Ο Νάκερ, ή ο Χίσκας, ή ο Νορκ μιλούσε για κάποια προσφορά, λες και η Ναόμι ήταν θεά κι αυτοί ήθελαν να της χαρίσουν χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια.
Ό τ α ν πια τους σιχάθηκε εντελώς, ο Τζούνιορ προσποιήθηκε ότι μόλις εκείνη τη στιγμή άρχισε να καταλαβαίνει περί τίνος επρόκειτο. Δεν προσποιήθηκε οργή, ούτε καν δυσαρέσκεια, γιατί φοβόταν ότι σε μια έντονη αντίδραση μπορεί να το παράκανε άθελά του, να φαινόταν ψεύτικος και να δημιουργούσε υποψίες. Αντί γι' αυτό, με πένθιμη σοβαρότητα, τους απάντησε ήρεμα και συγκρατημένα ότι δεν ήθελε καμιά αποζημίωση, ούτε για το θάνατο της γυναίκας του ούτε για τη δική τον δυστυχία. «Τα χρήματα δεν μπορούν να την αντικαταστήσουν. Δε θα μπορέσω ποτέ μου να ξοδέψω ούτε πεντάρα απ' αυτά. Θα αναγκαστώ να τα δωρίσω. Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο;» Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα βουβής κατάπληξης, ο Νορκ, ή ο Νάκερ, ή ο Χίσκας είπε: «Τα αισθήματά σας είναι απολύτως κατανοητά, κύριε Κάιν, αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις είθισται...» Ο λαιμός του Τζούνιορ δεν ήταν πια τόσο γδαρμένος όσο την προηγούμενη νύχτα, και στ' αυτιά των τριών αντρών η φωνή του πρέπει ν' ακουγόταν σιγανή και βραχνή από συγκίνηση κι όχι από ερεθισμό στο λάρυγγα. «Δε μ' ενδιαφέρει τι είθισται. Δε θέλω τίποτα. Δεν κατηγορώ κανέναν. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Αν έχετε μαζί σας ένα έντυπο παραίτησης από κάθε νομική διεκδίκηση, σας το υπογράφω αμέσως». Ο Χίσκας, ο Νορκ κι ο Νάκερ αντάλλαξαν γρήγορες ματιές μεταξύ τους, σαν να τα είχαν χάσει. Τελικά, ένας απ' αυτούς μίλησε εξ ονόματος όλων. «Δεν μπορεί να γίνει αυτό, κύριε Κάιν, αν δε συμβουλευτείτε πρώτα ένα δικηγόρο». «Δε θέλω δικηγόρο». Ο Τζούνιορ έκλεισε τα μάτια του, έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι κι αναστέναξε. «Το μόνο που θέλω είναι... η ησυχία μου». Ο Νάκερ, ο Χίσκας κι ο Νορκ μίλησαν ξαφνικά όλοι μαζί, ύστερα σώπασαν απότομα, σαν να ήταν προγραμματισμένοι, και κατέληξαν να μιλάνε με τη σειρά, αλλά διακόπτοντας ο ένας τον άλλο και προσπαθώντας να μεταπείσουν τον Τζούνιορ. Χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια για να το προκαλέ-
σει, ο Τζούνιορ άρχισε να κλαίει βουβά. Τα δάκρυα κυλούσαν από τα κλειστά βλέφαρά του· δεν τα προκαλούσε η θύμηση της νεκρής Ναόμι. Οι επόμενες μέρες, μπορεί και βδομάδες, θα ήταν γι' αυτόν μια συνεχής δοκιμασία, μέχρι να ξεμπλέξει και να μπορέσει να έχει δική του τη Βικτόρια Μπρέσλερ, την όμορφη νοσοκόμα. Κάτω απ' αυτές τις περιστάσεις, είχε κάθε λ,όγο να αισθάνεται δυστυχισμένος. Το σιωπηρό κλάμα του πέτυχε αυτό που δεν είχαν πετύχει τα λόγια. Ο Νορκ, ο Νάκερ κι ο Χίσκας αποχώρησαν, αφού πρώτα τον συμβούλευσαν να επικοινωνήσει με το δικηγόρο του, υποσχέθηκαν να επανέλθουν κι εξέφρασαν για άλλη μια φορά τα ειλικρινή τους συλλυπητήρια. Ό χ ι πως είχαν πτοηθεί - δ υ ο δικηγόροι κι ένας κρατικός υπάλληλος δύσκολα το βάζουν κάτω-, αλλά σίγουρα είχαν αισθανθεί αμηχανία και δεν ήξεραν πώς να προχωρήσουν, έχοντας να κάνουν μ' έναν άνθρωπο τόσο ανιδιοτελή, τόσο μεγαλόψυχο και τόσο πονεμένο σαν τον κύριο Κάιν. Ό λ α εξελίσσονταν ακριβώς όπως τα οραματίστηκε ο Τζούνιορ τη στιγμή που η Ναόμι είχε ανακαλύψει το σάπιο τμήμα στο κιγκλίδωμα του παρατηρητηρίου και είχε κινδυνεύσει να πέσει χωρίς τη δική του βοήθεια. Τότε ήταν που επινόησε όλο το σχέδιο, μέσα σε μια στιγμή. Στη συνέχεια, καθώς έκαναν μαζί το γύρο για να ελέγξουν το ξύλινο κάγκελο, το είχε επεξεργαστεί στο μυαλό του αναζητώντας πιθανά αδύνατα σημεία, αλλά δεν είχε βρει κανένα. Μέχρι στιγμής είχαν υπάρξει μόνο δύο ανεπιθύμητες εξελίξεις. Η πρώτη ήταν η κρίση εμετού. Ο Τζούνιορ ήλπιζε ότι δεν θα αναγκαζόταν να υποστεί ξανά τέτοιο μαρτύριο. Παρ' όλα αυτά, αυτός ο μαραθώνιος εμετού τον είχε κάνει να φανεί συγκλονισμένος, ψυχικά και σωματικά, από τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του. Δεν θα μπορούσε να είχε μηχανευτεί πιο έξυπνη στρατηγική προκειμένου να πείσει τους πάντες ότι ήταν αθώος και αποδεδειγμένα ανίκανος για φόνο εκ προμελέτης. Τις τελευταίες δεκαοχτώ ώρες είχε βιώσει έναν εξαιρετικά μεγάλο βαθμό αυτογνωσίας. Απ' όλα όσα είχε ανακαλύψει για την ποιότητα του εαυτού του, ο Τζούνιορ ήταν πιο περήφανος για τη βαθιά ευαισθησία του. Ή τ α ν ευσυγκίνη-
τος μέχρι θαυμασμού. Κι αυτό ήταν από τη μια ένα μεγάλο προτέρημα του χαρακτήρα του και από την άλλη ένα πολύ χρήσιμο παραπέτασμα πίσω από το οποίο θα μπορούσε να διαπράττει όσες σκληρές πράξεις θα ήταν αναγκαίες στην καινούρια, ριψοκίνδυνη ζωή που είχε επιλέξει. Η δεύτερη από τις δύο ανεπιθύμητες εξελίξεις ήταν ο Βανάντιουμ, ο παρανοϊκός εκπρόσωπος του νόμου. Η εμμονή προσωποποιημένη. Η εμμονή με σημαδεμένο πρόσωπο και άσχημο κούρεμα. Ενώ τα δάκρυα στέγνωναν στα μάγουλά του, ο Τζούνιορ αποφάσισε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα έπρεπε να σκοτώνει τον Βανάντιουμ προκειμένου να τον ξεφορτωθεί οριστικά και να είναι ασφαλής. Κανένα πρόβλημα. Παρά την εξαιρετική ευαισθησία του, ήταν πεισμένος ότι ο φόνος του αστυνομικού δεν θα πυροδοτούσε καινούρια κρίση εμετού στον οργανισμό του. Το πολύ πολύ να κατουριόταν πάνω του από αγαλλίαση.
Κεφάλαιο 23
Η ΣΕΛΕΣΤΙΝΑ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ στο δωμάτιο 724 για να μαζέψει τα πράγματα της Φίμι από τη μικρή ντουλάπα και το συρτάρι του κομοδίνου. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς προσπαθούσε να διπλώσει τα ρούχα της αδερφής της μέσα στο βαλιτσάκι. Αυτό που κανονικά θα ήταν μια απλή δουλειά έγινε δυσβάσταχτο έργο: τα ρούχα έμοιαζαν να έχουν ζωντανέψει, γλιστρούσαν από τα δάχτυλά της και αντιστέκονταν σε κάθε προσπάθειά της να τα τακτοποιήσει. Ό τ α ν τελικά σκέφτηκε ότι δεν είχε πια νόημα να είναι προσεκτικά διπλωμένα, τα έχωσε όπως όπως στη βαλίτσα και την έκλεισε, αδιαφορώντας αν θα τσαλακώνονταν. Τη στιγμή που η Σελεστίνα στρεφόταν προς την πόρτα, έμπαινε μια βοηθός νοσοκόμα σπρώχνοντας ένα καρότσι με καθαρές πετσέτες και κλινοσκεπάσματα. Ή τ α ν η ίδια γυναίκα που ξέστρωνε το δεύτερο κρεβάτι όταν η Σελεστίνα είχε μπει στο δωμάτιο, τα ξημερώματα. Τώρα είχε έρθει να αλλάξει σκεπάσματα στο πρώτο. «Τα θερμά μου συλλυπητήρια για την αδερφή σας», είπε η νοσοκόμα. «Ευχαριστώ». « Ή τ α ν πολύ γλυκιά. Και πολύ νέα». Η Σελεστίνα συγκατένευσε απλώς. Καμιά φορά η καλοσύνη μπορεί να σε τσακίσει αντί να σε παρηγορήσει. «Σε ποιο δωμάτιο μεταφέρθηκε η κυρία Λομπάρντι;» ρώτησε τη νοσοκόμα. «Θα ήθελα... να τη δω πριν φύγω».
«Ω! Δεν το ξέρατε; Λυπάμαι, αλλά έφυγε κι αυτή». «Έφυγε;» ρώτησε η Σελεστίνα, παρ' όλο που είχε καταλάβει. Κι όμως, υποσυνείδητα το ήξερε ότι η Νέλα είχε φύγει, το είχε καταλάβει από τη στιγμή που έλαβε εκείνο το τηλεφώνημα στις 4:15 το πρωί. Ό τ α ν η γριά γυναίκα είχε πει αυτό που ήθελε να πει, η σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής είχε γίνει απόλυτη. «Πέθανε τη νύχτα», είπε η νοσοκόμα. «Μήπως ξέρετε πότε; Την ώρα θανάτου;» «Λίγο μετά τα μεσάνυχτα». «Είστε σίγουρη; Για την ώρα, εννοώ». «Μόλις είχα πιάσει δουλειά. Σήμερα δουλεύω μιάμιση βάρδια συνεχόμενη. Η γριά κυρία πέθανε σε κώμα, χωρίς να ξυπνήσει». Στο μυαλό της Σελεστίνα αντήχησε η αδύναμη γέρικη φωνή που την προειδοποιούσε για την κρίση της Φίμι, τόσο καθαρά όσο και στο τηλέφωνο, στις τέσσερις και τέταρτο τα χαράματα. Έλα εδώ τώρα. Τι; Έλα αμέσως. Κάνε γρήγορα. Ποιος είναι; Η Νέλλο. Λομπάρντι. Έλα αμέσως. Η αδερφή σου θα πεθάνει σε λίγο. Αν της είχε τηλεφωνήσει πράγματι η κυρία Λομπάρντι,. πρέπει να είχε κάνει το τηλεφώνημα τέσσερις ώρες μετά το θάνατο της. Κι αν δεν της είχε τηλεφωνήσει αυτή, ποιος μίλησε στο τηλέφωνο παριστάνοντας τη γριά γυναίκα; Και γιατί; Ό τ α ν η Σελεστίνα είχε φτάσει στο νοσοκομείο, είκοσι λεπτά μετά το τηλεφώνημα, η αδελφή Ζοζεφίνα είχε εκφράσει την έκπληξή της. Δεν ήξερα ότι κατάφεραν να σας ειδοποιήσουν. Μόλις πριν από δέκα λεπτά άρχισαν να σας τηλεφωνούν. Η Νέλα Λομπάρντι της είχε τηλεφωνήσει πριν πάθει η Φίμι την κρίση εκλαμψίας και μεταφερθεί επειγόντως στο χειρουργείο.
Η αδερφή σου θα πεθάνει σε λίγο. «Είσαι εντάξει, καλή μου;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον η νοσοκόμα. Η Σελεστίνα έγνεψε καταφατικά. Ξεροκατάπιε. Η καρδιά της ήταν πλημμυρισμένη από οργή για το θάνατο της Φίμι κι από μίσος για το παιδί που είχε επιζήσει στερώντας τη ζωή από τη μητέρα του. Ή ξ ε ρ ε πως δεν της άξιζαν τέτοια αισθήματα, αλλά της ήταν αδύνατο να τα διώξει. Τα δυο εκπληκτικά περιστατικά - η ιστορία του γιατρού Λίπσκομπ και το τηλεφώνημα της Νέλα- ήταν αντίδοτο στο μίσος και βάλσαμο για την οργή, αλλά την έκαναν να αισθάνεται σαστισμένη κι αβέβαιη. «Είμαι καλά, ευχαριστώ», αποκρίθηκε ευγενικά στη νοσοκόμα. Κουβαλώντας το βαλιτσάκι της αδερφής της, βγήκε από το δωμάτιο 724. Στο διάδρομο κοντοστάθηκε, κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά και δεν ήξερε προς τα πού να πάει. Ή τ α ν δυνατόν η Νέλα Λομπάρντι, έχοντας αφήσει οριστικά πίσω της τον όμορφο κόσμο μας, να είχε διασχίσει για λίγο το χάσμα για να βοηθήσει να σμίξουν έγκαιρα οι δυο αδερφές ώστε να προλάβουν να πουν το τελευταίο αντίο; Και ήταν δυνατόν η Φίμι, έχοντας επιστρέψει από το θάνατο χάρη στις προσπάθειες των γιατρών, να ανταπέδωσε την καλοσύνη της Νέλα με το δικό της απίστευτο μήνυμα προς το γιατρό; Από μικρό παιδί η Σελεστίνα είχε γαλουχηθεί με την πίστη ότι η ζωή έχει νόημα. Κι όταν χρειάστηκε να μεταδώσει αυτή τη βεβαιότητα στον Λίπσκομπ, που αγωνιζόταν να αποδεχτεί την εμπειρία του στο χειρουργείο, το είχε κάνει χωρίς κανένα δισταγμό. Κι όμως τώρα αυτή η ίδια δυσκολευόταν ν' αποδεχτεί αυτά τα δυο μικρά θαύματα. Παρ' όλο που ήξερε πια ότι αυτά τα δυο εκπληκτικά γεγονότα θα καθόριζαν την υπόλοιπη ζωή της, αρχίζοντας από την ίδια εκείνη μέρα, δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Στον πυρήνα αυτής της σύγχυσης συγκρούονταν το μυαλό με το συναίσθημα, η λογική με την πίστη και η επιθυμία με το καθήκον. Μέχρι να καταφέρει να
συμφιλιώσει αυτές τις αντίπαλες δυνάμεις, θα την κρατούσε παράλυτη η αβεβαιότητα. Περπάτησε στο διάδρομο ώσπου βρήκε ένα δωμάτιο με δυο άδεια κρεβάτια. Μπήκε και, χωρίς ν' ανάψει κανένα φως, άφησε κάτω τη βαλίτσα και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Έ μ ε ι ν ε ακίνητη παρατηρώντας τα χέρια της: μαύρες σκιές στο σκοτάδι. Σιγά σιγά άρχισε ν' ανακαλύπτει μέσα της όλο το φως που χρειαζόταν για να δει πώς θα κατάφερνε να περάσει τις κρίσιμες ώρες που είχε μπροστά της. Τελικά, ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν διέθετε το ψυχικό σθένος να το κάνει. Τα χέρια της ήταν λεπτά, χαριτωμένα, με μακριά δάχτυλα. Χέρια ζωγράφου. Δεν ήταν δυνατά χέρια. Η Σελεστίνα θεωρούσε τον εαυτό της άτομο δημιουργικό, ικανό και αφοσιωμένο, αλλά όχι αυτό που λέμε ισχυρή προσωπικότητα. Ό μ ω ς θα χρειαζόταν μεγάλη δύναμη ψυχής γι' αυτό που είχε να αντιμετωπίσει. Ώ ρ α να ξεκινήσει. Ώ ρ α να γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει. Δεν μπορούσε να σηκωθεί από την καρέκλα. Σήκω και κάνε αυτό που πρέπει. Ή τ α ν τόσο φοβισμένη, που δεν μπορούσε ούτε καν να κινηθεί.
Κεφάλαιο 24
Σ Τ Ο ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ ΠΡΩΙΝΟ μετά την καταιγίδα, ο Ίντομ έπρεπε ν' ακολουθήσει ένα πρόγραμμα και οι πίτες να χορτάσουν τους πεινασμένους. Οδηγούσε ένα παλιό κίτρινο Φορντ στέισον βάγκον, μοντέλο του '55. Το είχε αγοράσει με τα τελευταία χρήματα που είχε κερδίσει τα χρόνια που ήταν ακόμη ικανός να κρατήσει μια δουλειά, πριν προκύψει το... πρόβλημά του. Κάποτε ήταν εξαιρετικός οδηγός. Την τελευταία δεκαετία, όμως, οι επιδόσεις του στο τιμόνι εξαρτιόνταν απόλυτα από τη διάθεσή του. Ή τ α ν φορές που και μόνο η σκέψη ότι θα έμπαινε σε αυτοκίνητο για να τριγυρίσει στον επικίνδυνο έξω κόσμο τού ήταν αφόρητη. Τότε, υιοθετούσε παθητική στάση και περίμενε τη φυσική καταστροφή που σύντομα θα τον έσβηνε από προσώπου γης, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ του. Εκείνο το πρωί, μόνο η αγάπη του για την αδερφή του την Αγκνες του έδωσε το κουράγιο να βγει να οδηγήσει και να παραδώσει τις πίτες. Έ ξ ι χρόνια μεγαλύτερος από την Άγκνες, ο αδερφός της ο Ίντομ ζούσε στο ένα από τα δυο μικρά διαμερίσματα πάνω από το γκαράζ από τότε που ήταν είκοσι πέντε, από τότε δηλαδή που σταμάτησε να δουλεύει. Τώρα ήταν τριάντα έξι χρονών. Ο δίδυμος αδερφός του, ο Τζέικομπ, που δεν είχε δουλέψει ποτέ του, ζούσε στη δεύτερη γκαρσονιέρα. Ζούσε εκεί απ' όταν τελείωσε το σχολείο. Η Άγκνες, που είχε κληρονομήσει το ακίνητο, θα τους
καλοδεχόταν να ζήσουν μαζί της στο σπίτι. Παρ' όλο που και οι δυο τους ήταν πάντα πρόθυμοι να την επισκεφτούν για ένα δείπνο, ή για κουβεντούλα στις κουνιστές πολυθρόνες της βεράντας τα βράδια του καλοκαιριού, κανένας τους δεν θα άντεχε να ζήσει εκεί. Είχαν συμβεί πάρα πολλά μέσα σ' εκείνα τα δωμάτια. Ή τ α ν κηλιδωμένα από ζοφερές οικογενειακές στιγμές και, ιδιαίτερα τη νύχτα, όποτε ο Ίντομ ή ο Τζέικομπ τύχαινε να κοιμηθούν κάτω από τη στέγη τους, το παρελθόν ξαναζωντάνευε στα όνειρά τους. Ο Ίντομ θαύμαζε την Άγκνες που είχε καταφέρει να υπερβεί το παρελθόν και όλα εκείνα τα μαρτυρικά χρόνια. Η Άγκνες μπορούσε να βλέπει το σπίτι σαν ένα απλό κτίσμα, ενώ για τ' αδέρφια της ήταν - κ α ι θα παρέμενε για πάντα- το μέρος όπου είχαν συντριβεί οι προσωπικότητές τους. Και σίγουρα θα είχαν πάει να ζήσουν αλλού για να μην το βλέπουν αν είχαν μια κανονική δουλειά και προοπτικές στη ζωή τους. Αυτός πάντως ήταν μόνο ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Ίντομ θαύμαζε την Άγκνες. Αν του ζητούσαν να φτιάξει έναν κατάλογο με τα προτερήματά της, θα βυθιζόταν στην απελπισία συγκρίνοντας το πόσο καλύτερα είχε αντιμετωπίσει η αδερφή του την ατυχία τους απ' όσο ο ίδιος και ο Τζέικομπ. Ό τ α ν η Άγκνες του είχε ζητήσει να παραδώσει τις πίτες πριν φύγει με τον Τζο για το νοσοκομείο την προηγούμενη μέρα, ο Ίντομ θα προτιμούσε να την ικετεύσει να τον απαλλάξει, αλλά δέχτηκε χωρίς δισταγμό. Ή τ α ν διατεθειμένος να υποστεί κάθε πιθανή καταστροφή που θα προκαλούσε η φύση στη ζωή του, αλλά δεν θα άντεχε ποτέ να δει την απογοήτευση στα μάτια της αδερφής του. Ό χ ι πως η Άγκνες είχε αφήσει ποτέ να εννοηθεί ότι τ' αδέρφια της την έκαναν να ντρέπεται. Αντίθετα, έδειχνε πάντα περήφανη γι' αυτούς, τους φερόταν με σεβασμό, τρυφερότητα και αγάπη σαν να μην αντιλαμβανόταν καν την παραξενιά τους. Επίσης, τους φερόταν πάντα ισότιμα και δεν ξεχώριζε κανέναν από τους δύο, εκτός απ' όταν ήταν να παραδοθούν οι πίτες. Στις σπάνιες περιπτώσεις που για κάποιο λόγο δεν μπο-
ρούσε να τις παραδώσει η ίδια κι όταν δεν είχε πού αλλού ν' απευθυνθεί, η Άγκνες πάντα ζητούσε τη βοήθεια του Ίντομ. Ο Τζέικομπ τρόμαζε τους ανθρώπους. Ή τ α ν ίδιος κι απαράλλαχτος με τον Ίντομ στην όψη, με ευχάριστο, σχεδόν παιδικό πρόσωπο, ήπιους τρόπους, πάντα καλοξυρισμένος, χτενισμένος και καθαρός. Όμως, αν αναλάμβανε ο Τζέικομπ να διεκπεραιώσει την ίδια αποστολή, θα προκαλούσε στους πελάτες της Άγκνες βαθιά σύγχυση και ταραχή, αν όχι τρόμο. Μόλις θα έφευγε, θα αμπάρωναν όλοι τις πόρτες τους, όσοι είχαν όπλα θα τα γέμιζαν και θα έχαναν τον ύπνο τους για κάνα δυο βράδια στη σειρά. Γι' αυτό έπεφτε πάντα στον Ίντομ το καθήκον να φορτωθεί τα πακέτα και να βγει να κάνει ένα γύρο στον κόσμο, ακολουθώντας τη λίστα με τα ονόματα και τις διευθύνσεις που του είχε δώσει η αδερφή του, ενώ εκείνος φοβόταν πως ένας ισχυρός σεισμός άνευ προηγουμένου θα γινόταν πριν από το μεσημέρι κατά πάσα πιθανότητα -μέχρι το βράδυ, οπωσδήποτε. Αυτή θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του. Σήμερα, όλες αυτές οι δυνατές αστραπές, που είχαν σταματήσει τη βροχή αντί να την ξεκινήσουν, αποτελούσαν το πρώτο σημάδι. Το γεγονός ότι ο ουρανός είχε καθαρίσει πάρα πολύ γρήγορα, που σήμαινε ότι επικρατούσαν ισχυροί άνεμοι σε μεγάλα υψόμετρα, σε συνδυασμό με την πλήρη άπνοια που επικρατούσε στο επίπεδο του εδάφους και με την απότομη πτώση της υγρασίας και την παράλογη για την εποχή ζέστη, επιβεβαίωνε μια επικείμενη μεγάλη φυσική καταστροφή. Ή τ α ν καιρός σεισμού. Οι κάτοικοι της Νότιας Καλιφόρνιας έχουν διάφορους ορισμούς γι' αυτό τον όρο, αλλά ο Ίντομ ήταν σίγουρος ότι αυτή τη φορά είχε δίκιο. Σύντομα θα ξανάρχιζαν οι βροντές, μόνο που τώρα θα ακούγονταν από τα έγκατα της γης. Οδηγώντας αμυντικά, δηλαδή, αποφεύγοντας κολόνες του ηλεκτρικού που θα μπορούσαν να πέσουν, γέφυρες που ήταν πιθανόν να καταρρεύσουν και ελαττώματα στο οδόστρωμα που ίσως να μεταβάλλονταν σε ρουφήχτρες αυτοκινήτων, ο Ίντομ έφτασε στην πρώτη από τις διευθύνσεις της λίστας.
To μικρό ξύλινο σπιτάκι είχε πολλά χρόνια να συντηρηθεί. Γυμνό ξύλο πρόβαλλε μέσα από την ξεφλουδισμένη, ξέθωρη μπογιά, σαν σκελετός ξασπρισμένος από τον σκληρό ήλιο. Στο τέρμα του μικρού χαλικόστρωτου δρόμου, κάτω από ένα βουλιαγμένο υπόστεγο, βρισκόταν ένα σαραβαλιασμένο ημιφορτηγό Σεβρολέτ, χωρίς λάστιχα, μόνο με τις ζάντες. Στα ανατολικά προάστια του Μπράιτ Μπιτς, σ' εκείνη την πλευρά των λόφων που δεν βλέπει τη θάλασσα, η αδηφάγα έρημος κατατρώει τα πάντα όταν οι ένοικοι δεν φροντίζουν τις ιδιοκτησίες τους. Φασκομηλιές, ξινόχορτα και κάθε λογής θάμνοι αφθονούν εκεί που τελειώνουν οι πίσω αυλές των σπιτιών. Η πρόσφατη καταιγίδα είχε παρασύρει ξερές αφάνες από τους αγριότοπους κι ο αέρας τις είχε μεταφέρει ως εκεί. Είχαν σκαλώσει στους θάμνους της αυλής και είχαν μαζευτεί σωρός στον έναν από τους πλαϊνούς τοίχους του σπιτιού. Το γρασίδι, πράσινο τώρα που ήταν η εποχή των βροχών, θα γινόταν καφεκίτρινο και ξερό από τον Απρίλο μέχρι το Νοέμβριο, αφού θα έμενε απότιστο. Ακόμη και στη χλωρή φάση του, όμως, ήταν πνιγμένο στα αγριόχορτα και στην άμμο. Κουβαλώντας τη μία από τις έξι πίτες με βατόμουρα, ο Ίντομ διέσχισε το απεριποίητο γρασίδι, ανέβηκε τα μισοβουλιαγμένα ξύλινα σκαλοπάτια κι έφτασε στην μπροστινή βεράντα. Δεν ήταν το είδος του σπιτιού που θα διάλεγε να βρίσκεται όταν ο μεγάλος σεισμός του αιώνα θα τράνταζε την ακτή του ωκεανού και θα ισοπέδωνε ολόκληρες μεγαλουπόλεις. Δυστυχώς, οι οδηγίες της Άγκνες ήταν σαφείς: δεν έπρεπε ν' αφήσει απλώς το πακέτο έξω από την πόρτα, να χτυπήσει και να φύγει, αλλά να κάνει μια σύντομη επίσκεψη και να είναι ευχάριστος και φιλικός, έτσι όπως ήταν στο χαρακτήρα του να είναι. Την πόρτα άνοιξε η Τζολίν Κλίφτον. Πενηντάρα, κακοντυμένη, με μια ξεχειλωμένη, παλιά ρόμπα. Μαλλιά αχτένιστα και θαμπά σαν τη σκόνη της Μοχάβε. Το πρόσωπο της, όμως, ζωντάνευε από τις αμέτρητες φακίδες και η φωνή της ήταν ζεστή και μελωδική.
«Ίντομ! Τι όμορφος που είσαι! Σαν εκείνο τον τραγουδιστή στην εκπομπή του Λόρενς Γουέλκ. Πέρασε μέσα! Πέρασε μέσα!» Ενώ η Τζσλίν παραμέριζε για να τον αφήσει να περάσει, ο Ίντομ άρχισε να μιλάει. «Την αδερφή μου την έπιασε πάλι η φρενίτιδα του ψησίματος. Στο τέλος θα γίνουμε όλοι μπλε από τα πολλά βατόμουρα. Είπε ότι θα θέλατε ίσως να μας απαλλάξετε από μια πίτα». «Σ' ευχαριστώ, Ίντομ. Που είναι η Αγκνες σήμερα;» Ό σ ο κι αν προσπάθησε να το κρύψει, η Τζολίν είχε απογοητευτεί - ο καθένας θα απογοητευόταν- που είδε στην πόρτα της αυτόν αντί για την Άγκνες. Δεν τον πείραξε. «Γέννησε χτες βράδυ», ανήγγειλε. Η Τζολίν άφησε μια κοριτσίστικη κραυγή χαράς και φώναξε το σύζυγο της, που δεν φαινόταν να βρίσκεται στο καθιστικό. «Μπιλ! Η Άγκνες γέννησε». «Αγόρι», είπε ο Ίντομ. «Το ονόμασε Μπαρθόλομιου». «Είναι αγόρι και το είπαν Μπαρθόλομιου!» φώναξε η Τζολίν στον Μπιλ και ύστερα παρακίνησε τον Ίντομ να την ακολουθήσει στην κουζίνα. Έ ξ ω , στην καρότσα του στέισον βάγκον, υπήρχαν κούτες με τρόφιμα για τους Κλίφτον - έ ν α καπνιστό χοιρομέρι και διάφορες κονσέρβες με νοστιμιές. Ο Ίντομ θα τους τα έφερνε αργότερα, κάνοντάς το να φανεί σαν δευτερεύουσας σημασίας ζήτημα. Σύμφωνα με τη λογική της Άγκνες, αν πας σε κάποιον μια σπιτική πίτα και καθίσεις πρώτα λίγη ώρα να κουβεντιάσεις μαζί του πριν του δώσεις τα τρόφιμα, η πράξη σου φαίνεται σαν φιλικό κέρασμα κι όχι σαν πράξη φιλανθρωπίας. Η κουζίνα ήταν μικρή, με κάτι αρχαίες συσκευές, αλλά φωτεινή και πεντακάθαρη, και μύριζε κανέλα και βανίλια. Ο Μπιλ δεν ήταν ούτε εκεί. Η Τζολίν τράβηξε μια καρέκλα από το τραπεζάκι του πρωινού. «Κάθισε, κάθισε!» είπε στον Ίντομ. Άφησε την πίτα πάνω στον πάγκο κι έφερε στο τραπέζι τρεις κούπες του καφέ. «Πάω στοίχημα ότι θα είναι πολύ όμορφο μωρό, ε;» «Δεν το είδα ακόμη. Σήμερα το πρωί μίλησα με την
Άγκνες στο τηλέφωνο. Λέει πως είναι υπέροχο. Έ χ ε ι κανονικά μαλλιά. Πολλά μαλλιά». «Γεννήθηκε με κανονικά μαλλιά!» φώναξε η Τζολίν στο σύζυγο της, καθώς γέμιζε τις κούπες με φρέσκο καφέ. Από το βάθος του σπιτιού άρχισε ν' ακούγεται ένας αργός, ρυθμικός γδούπος που δυνάμωνε. Ο Μπιλ ερχόταν προς την κουζίνα. «Λέει πως έχει πολύ παράξενα, όμορφα μάτια. Σμαράγδια και ζαφείρια. Λέει πως είναι "Μάτια Τίφανι". Έ τ σ ι τα λέει». Ενώ η Τζολίν έφερνε στο τραπέζι πιατάκια κι ένα μικρό κέικ, έφτασε κι ο Μπιλ, βαδίζοντας στηριγμένος σε δυο χοντρά, γερά μπαστούνια. Ή τ α ν κι αυτός πενηντάρης, αλλά έδειχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τη γυναίκα του. Για τη φαλάκρα του έφταιγε ο χρόνος, αλλά το πρήξιμο και η αφύσικη κοκκινίλα στο πρόσωπο του οφείλονταν στην αρρώστια και στα φάρμακα. Έπασχε από ρευματοειδή αρθρίτιδα που είχε παραμορφώσει τα οστά της λεκάνης. Θα έπρεπε να είχε ήδη καταφύγει στα δεκανίκια ή στην περπατούρα, αλλά δεν του το επέτρεπε η περηφάνια του. Η ίδια περηφάνια τον είχε κάνει να μείνει στη δουλειά πολύ περισσότερο χρόνο απ' ό,τι του επέτρεπαν οι πόνοι και η δυσκολία στην κίνηση. Στην ανεργία εδώ και πέντε χρόνια, αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα με την αναπηρική σύνταξη. Ο Μπιλ έστρεψε τη λεκάνη του για να καθίσει στην καρέκλα και κρέμασε τα μπαστούνια στο ξύλο της ράχης της. Ύστερα έδωσε το χέρι του στον Ίντομ. Τα δάχτυλά του ήταν παραμορφωμένα, οι κόμποι τους πρησμένοι και στρεβλοί. Ο Ίντομ μάλλον κράτησε, παρά έσφιξε, το χέρι του Μπιλ, από φόβο μην τον πονέσει. «Πες μας για το μωρό», τον παρακίνησε ο Μπιλ. «Πώς το σκέφτηκαν αυτό το όνομα; Μπαρθόλομιου». «Δεν είμαι σίγουρος», είπε ο Ίντομ και πήρε το πιατάκι με το κέικ που του πρόσφερε η Τζολίν. «Απ' όσο ξέρω, δεν ήταν από τα αγαπημένα τους».
Δεν είχε να πει πολλά για το μωρό -μόνο αυτά που του είχε πει η Άγκνες και τα είχε ήδη μεταφέρει στην Τζολίν. Τα επανέλαβε όμως. Τα διάνθισε κιόλας με κάποιες λεπτομέρειες, για να κερδίσει χρόνο, τρέμοντας κατά βάθος την ερώτηση που θα τον ανάγκαζε να τους πει τα τρομερά νέα. Η ερώτηση ήρθε από τον Μπιλ: «Κι ο Τζο; Σκάει από χαρά;» Ο Ίντομ είχε το στόμα του γεμάτο κι έτσι γλίτωσε μια άμεση απάντηση. Μάσησε την μπουκιά του κέικ όπως θα μασούσε ένα κομμάτι καουτσούκ, αποφεύγοντας να καταπιεί, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η Τζολίν τον κοιτούσε περίεργα, οπότε κούνησε το κεφάλι του σαν να απαντούσε καταφατικά στην ερώτηση του Μπιλ. Την πλήρωσε όμως ακριβά αυτή τη μικρή απάτη όταν δοκίμασε να καταπιεί και η μπουκιά κόλλησε στο λαιμό του. Από φόβο μην πνιγεί, άρπαξε την κούπα με τον καφέ, ρούφηξε λαίμαργα μια γουλιά και κατέβασε την μπουκιά μαζί με το μαυροζούμι. Του ήταν αδύνατο να μιλήσει για τον Τζο. Του φαινόταν πως αν έλεγε τα νέα θα ήταν σαν να διέπραττε φόνο. Μέχρι να μιλήσει αυτός, ο Ίντομ, σε κάποιον για το δυστύχημα, ο Τζο δεν θα ήταν πραγματικά νεκρός. Τα λόγια θα έκαναν το θάνατο του γεγονός. Αν δεν έλεγε τίποτα, ο Τζο θα εξακολουθούσε να ζε ι, τουλάχιστον για την Τζολίν και τον Μπιλ. Ή τ α ν μια σκέψη εντελώς τρελή. Παράλογη. Παρ' όλα αυτά, τα λόγια κόλλησαν στο λαιμό του πιο πεισματικά από κείνη την μπουκιά προηγουμένως. Αντί γι' αυτό, μίλησε για ένα θέμα με το οποίο αισθανόταν άνετα: για την ημέρα της καταστροφής. «Δε σας φαίνεται να το πηγαίνει για σεισμό ο καιρός σήμερα;» «Είναι πολύ καλή μέρα για Γενάρη μήνα», είπε ξαφνιασμένος ο Μπιλ. «Ο σεισμός της χιλιετίας έχει καθυστερήσει», είπε προειδοποιητικά ο Ίντομ. «Της χιλιετίας;» ρώτησε η Τζολίν κατσουφιάζοντας. «Το ρήγμα του Αγίου Ανδρέα προκαλεί κάθε χίλια χρόνια ένα σεισμό μεγέθους οχτώ κόμμα πέντε, ή και μεγαλύ-
τερο, για να εκτονώνεται η πίεση στο ρήγμα. Αυτή τη φορά έχει καθυστερήσει πάνω από εκατό χρόνια να συμβεί». «Αποκλείεται πάντως να συμβεί τη μέρα που γεννήθηκε το μωρό της Άγκνες», είπε η Τζολίν. «Αυτό σου το εγγυώμαι εγώ». «Γεννήθηκε χτες, όχι σήμερα», τη διόρθωσε σκυθρωπός ο Ίντομ. «Όταν χτυπήσει ο σεισμός της χιλιετίας, ουρανοξύστες θα καταρρεύσουν σαν τραπουλόχαρτα, γέφυρες θα γίνουν συντρίμμια, φράγματα θα σπάσουν. Μέσα σε τρία λεπτά θα πεθάνουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι ανάμεσα στο Σαν Ντιέγκο και στη Σάντα Μπάρμπαρα». «Τότε, καλύτερα να φάω λίγο κέικ ακόμη», είπε ο Μπιλ, σπρώχνοντας το άδειο πιάτο του προς την Τζολίν. «Οι αγωγοί πετρελαίου και φωταερίου θα σπάσουν και θα εκραγούν. Θάλασσες φωτιάς θα σαρώσουν ολόκληρες πόλεις, σκοτώνοντας επίσης εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους». «Κι όλα αυτά τα σκέφτηκες επειδή η μητέρα φύση μάς χάρισε σήμερα μια χειμωνιάτικη λιακάδα;» τον ρώτησε η Τζολίν. «Η φύση δεν έχει κανένα μητρικό ένστικτο», απάντησε ήρεμα αλλά με σιγουριά ο Ίντομ. «Το να πιστεύεις το αντίθετο είναι απλός συναισθηματισμός. Η φύση είναι ο εχθρός μας. Είναι ένας μοχθηρός δολοφόνος». Η Τζολίν έκανε να συμπληρώσει καφέ στην κούπα του Ίντομ, αλλά σταμάτησε σαν να το ξανασκέφτηκε. «Ίσως δε σου χρειάζεται άλλη καφεΐνη, Ίντομ». «Ξέρετε για το σεισμό που κατέστρεψε κατά εβδομήντα τοις εκατό την πόλη του Τόκιο κι όλη τη Γιοκοχάμα, την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1923;» τους ρώτησε ο Ίντομ. «Παρ' όλα αυτά, δεν πτοήθηκαν και μπήκαν για τα καλά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», σχολίασε ο Μπιλ. «Μετά το σεισμό», συνέχισε ο Ίντομ, «σαράντα χιλιάδες άτομα κατέφυγαν σε μια στρατιωτική αποθήκη, σε μια ανοιχτή περιοχή οχτακοσίων στρεμμάτων. Μια φωτιά, που προκλήθηκε από μετασεισμική δόνηση, εξαπλώθηκε με τέτοια ταχύτητα, που τους τύλιξε ενώ βρίσκονταν όρθιοι, στριμωγ-
μένοι μέσα στην αποθήκη, και κάηκαν μαζικά, σαν ανθρώπινη δάδα». «Εντάξει, εδώ έχουμε τους σεισμούς», είπε η Τζολίν, «αλλά εκεί πέρα στην Ανατολή έχουν τους τυφώνες». «Η καινούρια μας στέγη», είπε ο Μπιλ, δείχνοντας πάνω από το κεφάλι του, «αντέχει και τον χειρότερο τυφώνα. Πολύ καλή δουλειά. Να το πεις στην Άγκνες». Η Άγκνες, αφού είχε εξασφαλίσει για λογαριασμό των Κλίφτον την κατασκευή καινούριας στέγης σε τιμή κόστους, στη συνέχεια συγκέντρωσε τα διακόσια δολάρια που χρειάζονταν για τα υλικά από εισφορές δώδεκα ιδιωτών και μιας ενορίας. «Ο τυφώνας που χτύπησε το Γκάλβεστον του Τέξας το 1900 σκότωσε έξι χιλιάδες άτομα», είπε ο Ίντομ. «Έσβησε κυριολεκτικά την πόλη από το χάρτη». «Έχουν περάσει εξήντα πέντε χρόνια από τότε», είπε η Τζολίν. «Πριν από ενάμιση χρόνο, ο Τυφώνας Φλόρα σκότωσε πάνω από έξι χιλιάδες ανθρώπους στην Καραϊβική». «Εγώ και να με πλήρωνες δε θα πήγαινα να ζήσω στην Καραϊβική», είπε ο Μπιλ. «Πολλή υγρασία. Πολλά ζωύφια». «Τίποτε όμως δεν είναι πιο φονικό από το σεισμό. Έ ν α ς μεγάλος, στο Σαν-σι της Κίνας, σκότωσε οχτακόσιες τριάντα χιλιάδες ανθρώπους». Ο Μπιλ δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου. «Στην Κίνα χτίζουν τα σπίτια τους με λάσπη. Καθόλου περίεργο που γκρεμίζονται». «Ήταν στις 24 Ιανουαρίου του 1556», είπε ο Ίντομ με σοβαρότητα αυθεντίας, γιατί είχε απομνημονεύσει χιλιάδες στοιχεία σχετικά με τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην ιστορία. «Το 1556;» επανέλαβε συνοφρυωμένος ο Μπιλ. «Διάβολε, προφανώς οι Κινέζοι δεν είχαν ούτε λάσπη τότε». Η Τζολίν, αφού ήπιε μια γερή γουλιά καφέ, προσπάθησε ν' αλλάξει θέμα. «Ίντομ, δε θα μας πεις πώς τα πάει ο Τζο τώρα που έγινε πατέρας;» Ο Ίντομ έριξε μια ματιά στο ρολόι του και τινάχτηκε από την καρέκλα του σαν να τον είχε χτυπήσει το ρεύμα. «Πω,
πω, πώς πέρασε η ώρα! Η Άγκνες μου άφησε ένα σωρό πράγματα να κάνω κι εγώ κάθομαι και φλυαρώ για σεισμούς και κυκλώνες». «Τυφώνες», τον διόρθωσε ο Μπιλ. «Είναι διαφορετικοί από τους κυκλώνες, έτσι δεν είναι;» «Καλύτερα να μην αρχίσω να λέω για τους κυκλώνες !» είπε ο Ίντομ. Βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και πήγε στο φορτηγάκι να φέρει το κιβώτιο με τα τρόφιμα. Ο γαλάζιος θόλος, χωρίς οΰτε ένα συννεφάκι, ήταν ο πιο δυσοίωνος ουρανός που είχε δει ποτέ του. Ο αέρας ήταν εκπληκτικά ξηρός. Κι ακίνητος. Σαν σε αναμονή. Καιρός μεγάλου σεισμού. Πριν τελειώσει αυτή η μοναδική μέρα, τρομερές δονήσεις και πελώρια παλιρροϊκά κύματα θα τράνταζαν και θα σάρωναν την ακτή.
Κεφάλαιο 25
Α π ο ΤΑ ΕΦΤΑ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΑ, δεν έκλαιγε κανένα. Μάλλον παραήταν νεοφερμένα οτον κόσμο για να ξέρουν πόσα πολλά είχαν να φοβούνται. Μια νοσοκόμα και μια καλόγρια οδήγησαν τη Σελεστίνα στο χώρο με τα κρεβατάκια πίσω από το μεγάλο τζάμι. Η Σελεστίνα πάσχιζε να φαίνεται ήρεμη και πρέπει να το κατάφερε, γιατί καμιά από τις δυο γυναίκες δεν έδειξε να έχει καταλάβει ότι κόντευε να παραλύσει από το φόβο της. Βάδιζε σαν ξύλινη κούκλα, άκαμπτη, με όλους τους μυς του κορμιού της σφιγμένους. Η νοσοκόμα σήκωσε το βρέφος από το κρεβατάκι του. Το έδωσε στην καλόγρια. Με το μωρό στην αγκαλιά της, η καλόγρια στράφηκε προς τη Σελεστίνα, διπλώνοντας προς τα πίσω τη λεπτή κουβέρτα για να φανεί καλύτερα το μικροσκοπικό πλάσμα. Κρατώντας την ανάσα της, η Σελεστίνα κοίταξε το νεογέννητο και βεβαιώθηκε γι' αυτό που είχε υποψιαστεί με τη σύντομη ματιά που του είχε ρίξει μέσα στο χειρουργείο. Το δέρμα του ήταν καφετί, στην απόχρωση της καραμέλας. Επί πολλές γενιές, κανένας από τους συγγενείς μέχρι και δευτέρου βαθμού, κι από τις δυο πλευρές της οικογένειας της Σελεστίνα, δεν είχε τόσο ανοιχτό χρώμα δέρματος. Ή τ α ν όλοι, χωρίς καμιά εξαίρεση, μαύροι. Αρκετούς τόνους σκουρότεροι απ' αυτό το μωρό. Ο βιαστής της Φίμι πρέπει να ήταν λευκός. Κάποιος που τη γνώριζε. Κάποιος που ίσως να ήταν και δικός της γνωστός.
Κάποιος που πρέπει να ζοΰσε μέσα ή κοντά στο Σπρους Χιλς, αφού η Φίμι εξακολουθούσε να τον θεωρεί απειλή. Η Σελεστίνα δεν είχε την ψευδαίσθηση πως θα μπορούσε να παίξει τον ντετέκτιβ. Ποτέ της δεν θα κατάφερνε να εντοπίσει το κάθαρμα, κι ούτε είχε τόσο γερό στομάχι για να τον αντιμετωπίσει. Αυτό που την τρόμαζε δεν ήταν ο διεστραμμένος πατέρας του παιδιού. Το τρομακτικό ήταν η απόφαση που είχε πάρει πριν από λίγο, σ' ένα άδειο δωμάτιο στον έβδομο όροφο του νοσοκομείου. Παιζόταν το μέλλον της αν έκανε αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει. Εδώ, μπροστά στο μωρό, μέσα στα επόμενα δυο τρία λεπτά, έπρεπε ή ν' αλλάξει γνώμη ή να δεσμευτεί σε μια ζωή πολύ πιο δύσκολη και απαιτητική απ' αυτή που ονειρευόταν για τον εαυτό της μόλις χτες. «Μπορώ;» ρώτησε απλώνοντας τα χέρια της. Χωρίς κανένα δισταγμό, η καλόγρια έβαλε το μωρό στα χέρια της Σελεστίνα. Ή τ α ν ελαφρύ σαν ψεύτικο. Ζύγιζε μόλις δύο κιλά και οχτακόσια γραμμάρια, αλλά έμοιαζε ελαφρύτερο κι από πούπουλο, σαν να ήταν έτοιμο να πετάξει από τα χέρια της θείας του. Η Σελεστίνα κοίταξε με προσήλωση το μικρό καραμελένιο προσωπάκι, έχοντας πια απαλλαγεί από το μίσος και την απέχθεια που είχε αισθανθεί όταν το πρωτοείδε μέσα στο χειρουργείο. Αν ήξεραν η νοσοκόμα και η καλόγρια πόση αποστροφή είχε νιώσει νωρίτερα η Σελεστίνα για το βρέφος, δεν θα την άφηναν ούτε να πλησιάσει καν το κρεβάτι του, δεν θα το εμπιστεύονταν ποτέ στην αγκαλιά της. Αυτό τον καρπό της βίας. Το φονιά της αδερφής της. Η Σελεστίνα αναζήτησε στα μάτια του μωρού κάποιο σημάδι της κακίας του μισητού πατέρα του. Τα μικροσκοπικά χεράκια τώρα ήταν αδύναμα, αλλά θα δυνάμωναν μια μέρα. Θα ήταν άραγε ικανά για πράξεις βίας; Το μπάσταρδο. Ο καρπός ενός δαιμονικού άντρα, που η ίδια η Φίμι τον είχε χαρακτηρίσει αρρωστημένο και διαβολικό. Ό σ ο αθώο πλάσμα κι αν φαινόταν τώρα, θα ερχόταν άρα-
γε η μέρα που θα σκόρπιζε τον πόνο σε άλλους ανθρώπους; Τι εγκλήματα θα ήταν ικανό να διαπράξει μεγαλώνοντας; Ό σ ο κι αν έψαξε, η Σελεστίνα δεν μπόρεσε να διακρίνει ούτε μια στάλα από την κακία του πατέρα στο μωρό. Αντίθετα, είδε τη Φίμι να ξαναγεννιέται. Είδε επίσης ένα βρέφος σε κίνδυνο. Κάπου στον κόσμο κυκλοφορούσε ένας άντρας, ικανός για πράξεις ακραίας βίας, ένας άντρας που θα μπορούσε - α ν είχε δίκιο η Φίμινα αντιδράσει απρόβλεπτα αν τύχαινε να μάθει την ύπαρξη της κόρης του. Η Έιντζελ, αν έμελλε να είναι αυτό το όνομά της τελικά, ζούσε κάτω από μια απειλή, σαν τα μωρά της Βηθλεέμ που σφαγιάστηκαν κατά διαταγή του βασιλιά Ηρώδη. Το μωρό έκλεισε τα μικροσκοπικά δαχτυλάκια του γύρω από το δείκτη του χεριού της θείας του. Τόσο μικρούλι, τόσο εύθραυστο, κι όμως έσφιγγε με απίστευτη δύναμη. Κάνε αυτό που πρέπει. Η Σελεστίνα επέστρεψε το μωρό στην καλόγρια και ζήτησε να χρησιμοποιήσει ένα τηλέφωνο κάπου όπου να βρίσκεται μόνη της. Ξανά στο γραφείο των κοινωνικών λειτουργών. Η βροχή χτυπούσε μαλακά τα τζάμια του παραθύρου όπου είχε σταθεί ο δόκτωρ Λίπσκομπ κοιτώντας επίμονα την ομίχλη, ενώ πάσχιζε να αποφύγει να έρθει αντιμέτωπος με την τρομερή αποκάλυψη που του είχε κάνει η Φίμι με την ξεχωριστή βεβαιότητα ενός ανθρώπου που έχει επιστρέψει από το θάνατο. Η Σελεστίνα κάθισε στο γραφείο και τηλεφώνησε ξανά στους γονείς της. Έτρεμε ανεξέλεγκτα, αλλά η φωνή της ήταν σταθερή. Η μητέρα κι ο πατέρας της ήταν ταυτόχρονα στη γραμμή, μιλώντας μαζί της από διαφορετικές συσκευές. «Θέλω να υιοθετήσετε το μωρό». Πριν προλάβουν ν' αντιδράσουν, η Σελεστίνα συνέχισε βιαστικά. «Εγώ έχω άλλους τέσσερις μήνες μπροστά μου μέχρι να κλείσω τα είκοσι ένά, αλλά και πάλι μπορεί να συναντήσω δυσκολίες στην υιοθεσία, κι ας είμαι θεία της, επειδή δεν είμαι παντρεμένη. Αν όμως την υιοθετήσετε εσείς, θα τη μεγαλώσω εγώ.
To υπόσχομαι. Θα αναλάβω όλη την ευθύνη. Και μη φοβάστε μήπως το μετανιώσω αργότερα, ή μήπως την παρατήσω τελικά σ' εσάς για να γλιτώσω τις ευθΰνες. Από δω κι εμπρός θα είναι το επίκεντρο της ζωής μου. Καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό που λέω. Έ χ ω αποφασίσει να αναλάβω την ευθυνη. Και το θέλω». Φοβόταν πως θα διαφωνούσαν με την ιδέα και, μολονότι η ίδια ήταν αποφασισμένη, δεν θα ήθελε να αμφισβητηθεί αυτή της η απόφαση από την πρώτη κιόλας στιγμή. Αντί να διαφωνήσει, ο πατέρας της τη ρώτησε: «Είσαι σίγουρη, Σέλι; Το σκέφτηκες λογικά, ή άφησες να σε παρασύρει μόνο το συναίσθημα;» «Το σκέφτηκα πολύ, μπαμπά. Περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου. Το σκέφτηκα καλά, ακούγοντας τη φωνή και του μυαλού και της καρδιάς μου». «Τι δε μας είπες;» την πίεσε η μητέρα της, έχοντας διαισθανθεί ότι υπήρχαν κι άλλοι παράγοντες που είχαν καθορίσει την απόφασή της. Η Σελεστίνα τους μίλησε τότε για τη Νέλα Λομπάρντι και για το μήνυμα που είχε μεταφέρει η Φίμι στο γιατρό Λίπσκομπ. «Η Φίμι ήταν... πολύ ιδιαίτερη. Αυτό το κάτι υπάρχει και στο μωρό της». «Μην ξεχνάς τον πατέρα», την προειδοποίησε η Γκρέις. «Ναι, μην τον ξεχνάς», πρόσθεσε ο αιδεσιμότατος. «Αν το έχει στο αίμα του...» «Εμείς άλλα πιστεύουμε, μπαμπά, έτσι δεν είναι; Εμείς δεν πιστεύουμε ότι το κακό υπάρχει στο αίμα. Εμείς πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος γεννιέται με την ελπίδα, κάτω από τη θεία σκέπη - ή όχι;» «Ναι», είπε ήρεμα ο αιδεσιμότατος. «Αυτό πιστεύουμε». Μια σειρήνα δυνάμωνε πλησιάζοντας το Σεντ Μαίρη. Έ ν α ασθενοφόρο. Μέσα σε δρόμους που έσφυζαν από ελπίδα, ταξίδευε ο θρήνος του θανάτου. Η Σελεστίνα ανασήκωσε το βλέμμα της από τη χαρακωμένη επιφάνεια του γραφείου προς τον γκρίζο ουρανό έξω από το παράθυρο, από την πραγματικότητα στην υπόσχεση του μέλλοντος.
Τους είπε για την επιμονή της Φίμι να ονομάσουν το κοριτσάκι της Έιντζελ. «Εκείνη τη στιγμή υπέθεσα ότι βρισκόταν σε σύγχυση εξαιτίας του εγκεφαλικού. Αφοΰ το παιδί θα δινόταν για υιοθεσία, το όνομα θα το έδιναν οι θετοί γονείς του. Αλλά νομίζω ότι είχε καταλάβει - ή ήξερε- ότι θα έπαιρνα αυτή την απόφαση. 'Οτι θα έπρεπε να κάνω αυτό που κάνω». «Σέλι, είμαι περήφανη για σένα», της είπε η μητέρα της. «Και σ' αγαπώ πολΰ γι' αυτό που σκέφτηκες να κάνεις. Αλλά πώς σκέφτεσαι να τα βγάλεις πέρα με τις σπουδές, τη δουλειά σου και τη φροντίδα ενός μωρού;» Οι γονείς της Σελεστίνα δεν ήταν καν εύποροι. Η ενορία του πατέρα της ήταν μικρή και ταπεινή. Μπορούσαν να της καλύπτουν τα δίδακτρα για την Ακαδημία Καλών Τεχνών, αλλά η Σελεστίνα δούλευε σερβιτόρα για να πληρώνει το μικρό διαμέρισμά της και να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα. «Δεν είναι ανάγκη να αποφοιτήσω του χρόνου την άνοιξη. Μπορώ να πάρω λιγότερα μαθήματα, να τελειώσω ένα χρόνο αργότερα. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο». «Ω Σέλι...» Η Σελεστίνα συνέχισε γρήγορα: «Είμαι η καλύτερη σερβιτόρα στο μαγαζί. Αν τους ζητήσω μόνο νυχτερινή βάρδια, θα μου τη δώσουν. Τα φιλοδωρήματα είναι περισσότερα τη νύχτα. Κι αν δουλεύω τέσσερις με πέντε ώρες κάθε βράδυ, θα έχω ένα σταθερό πρόγραμμα». «Και ποιος θα μένει με το μωρό;» «Φίλοι, φίλες, συγγενείς φίλων. Κάποια μπέιμπι σίτερ. Ανθρωποι που εμπιστεύομαι. Μόνο από τα φιλοδωρήματα που θα βγάζω το βράδυ θα μπορώ να πληρώνω την μπέιμπι σίτερ». «Καλύτερα να τη μεγαλώσουμε εμείς, εγώ κι ο πατέρας σου». «Όχι, μαμά. θ α είναι πρόβλημα. Το ξέρεις κι εσύ». «Νομίζω ότι υποτιμάς τους ενορίτες μου, Σελεστίνα», είπε ο αιδεσιμότατος. «Δεν πρόκειται να σκανδαλιστούν. Θ' ανοίξουν τις καρδιές τους και θα την αγκαλιάσουν τη μικρή». «Δεν εννοώ αυτό, μπαμπά. Θυμάσαι όταν μιλούσαμε όλοι μαζί στο σαλόνι, πόσο φοβόταν η Φίμι αυτό τον άνθρωπο; Ό χ ι για τον εαυτό της... για το παιδί». Δεν πρόκειται να γεννήσω εδώ το μωρό. Αν μάθει αυτός ότι γέννησα το παιδί τον, θα φρενιάσει. Το ξέρω.
«Δεν πρόκειται να πειράξει ένα παιδάκι», είπε η μητέρα της. «Δεν έχει λόγο». «Αν είναι πράγματι διαβολικός και παράφρονας, μαμά, δε χρειάζεται να έχει λόγο. Νομίζω ότι η Φίμι ήταν πεισμένη ότι αυτός θα το σκότωνε το παιδί. Κι αφοΰ δεν ξέρουμε ποιος είναι, πρέπει να εμπιστευτούμε το ένστικτο της». «Αν είναι τέτοιο τέρας, τότε δε θα είσαι ούτε κι εσύ ασφαλής αν μάθει την ύπαρξη του παιδιού», είπε ανήσυχη η μητέρα της. «Δε θα το μάθει ποτέ. Θα φροντίσουμε εμείς να μην το μάθει». Οι γονείς της έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Το σκέφτονταν. Από τη γωνιά του γραφείου, η Σελεστίνα σήκωσε μια καδραρισμένη φωτογραφία. Η κοινωνική λειτουργός με την οικογένειά της. Η σύζυγος, ο σύζυγος, η κόρη κι ο γιος. Το κοριτσάκι χαμογελούσε ντροπαλά, δείχνοντας τα σιδεράκια στα δόντια του. Το αγόρι ήταν στην εφηβεία. Σ' αυτή τη φωτογραφία, η Σελεστίνα είδε τη γενναιότητα πέρα από τα λόγια. Θέλει πίστη και θάρρος η απόφαση να δημιουργήσει κανείς οικογένεια σ' αυτό τον ταραγμένο κόσμο. Είναι ένα στοίχημα ότι, κόντρα σε κάθε αντιξοότητα, θα υπάρξει μέλλον, ότι η αγάπη διαρκεί, ότι η καρδιά μπορεί να νικήσει όλες τις δυσκολίες, ακόμη και την αλύπητη φθορά του χρόνου. «Γκρέις, εσύ τι θε'λειςνα γίνει;» ρώτησε ο αιδεσιμότατος. «Είναι πολύ δύσκολο αυτό που αναλαμβάνεις, Σέλι», την προειδοποίησε η μητέρα της. «Το ξέρω». · «Γλυκιά μου, είναι άλλο να αγαπάς την αδερφή σου κι άλλο να γίνεις μάρτυρας, να θυσιάσεις τη ζωή σου. Υπάρχει τεράστια διαφορά». «Κράτησα το μωρό της Φίμι, μαμά. Το πήρα στα χέρια μου. Κι αυτό που αισθάνθηκα δεν ήταν συναισθηματισμός της στιγμής». «Ακούγεσαι απόλυτα σίγουρη». «Και πότε δεν ήταν έτσι απ' όταν έκλεισε τα τρία;» είπε ο πατέρας της με μεγάλη τρυφερότητα.
«Θέλω να γίνω ο φύλακας-άγγελος αυτού του μωρού», είπε η Σελεοτίνα. «Μαζί μου η μικρή θα είναι ασφαλής. Κι αυτό δε με κάνει να νιώθω πως θα θυσιάσω τη ζωή μου -μου δίνει χαρά. Χαίρομαι ήδη και μόνο που το σκέφτομαι. Φυσικά, φοβάμαι πολύ. Θεέ μου, πώς φοβάμαι. Αλλά χαίρομαι κιόλας». «Είσαι σίγουρη; Και με την καρδιά και με το μυαλό;» ρώτησε για άλλη μια φορά ο πατέρας της. «Και με τα δυο», τον διαβεβαίωσε η Σελεστίνα. «Σ' αυτό που θα επιμείνω εγώ», είπε η μητέρα της, «είναι ότι θα έρθω εκεί για μερικούς μήνες στην αρχή, να σε βοηθήσω μέχρι να οργανωθείς, μέχρι να συνηθίσεις στα νέα δεδομένα». Κι έτσι συμφώνησαν να κάνουν. Αν και καθόταν σε καρέκλα, η Σελεστίνα είχε την αίσθηση ότι διέσχιζε ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα στην παλιά της ζωή και στην καινούρια, ανάμεσα σ' αυτό που θα μπορούσε να ήταν το μέλλον και σ' αυτό που θα ήταν. Δεν ήταν προετοιμασμένη να μεγαλώσει ένα παιδί, αλλά θα μάθαινε όσα έπρεπε να μάθει. Οι προγονοί της είχαν υπομείνει τη σκλαβιά και πάνω στους δικούς τους ώμους, στους ώμους τόσων γενεών, στεκόταν αυτή τώρα ελεύθερη. Ό,τι θυσίες κι αν χρειαζόταν να κάνει γι' αυτό το παιδί δεν θα έπρεπε καν να λέγονται θυσίες υπό το πρίσμα της ιστορίας. Σε σύγκριση με τα όσα είχαν τραβήξει άλλοι, αυτό ήταν εύκολο. Δεν είχαν αγωνιστεί τόσες και τόσες γενιές για να δειλιάσει αυτή στην πρώτη δυσκολία. Ή τ α ν θέμα τιμής. Και οικογένειας. Ή τ α ν στάση ζωής, και ο καθένας χαράζει την πορεία της ζωής του στη σκιά της μιας ή της άλλης υποχρέωσης. Αντίστοιχα, δεν ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει ένα τέρας σαν τον πατέρα του παιδιού όταν θα ερχόταν να της πάρει την Έιντζελ. Γιατί θα ερχόταν σίγουρα. Το ήξερε. Στα τωρινά γεγονότα, όπως και σε όλα τα πράγματα, η Σελεστίνα Γουάιτ διέκρινε ένα σχέδιο, περίπλοκο και μυστηριώδες. Με το μάτι του Καλλιτέχνη, η συμμετρία του σχεδίου απαιτούσε την εμφάνιση του πατέρα κάποτε στο μέλλον. Η Σελεστίνα δεν ήταν προετοιμασμένη ν' αντιμετωπίσει το κάθαρμα τώρα, αλλά όταν θα ερχόταν θα ήταν απόλυτα έτοιμη.
Κεφάλαιο 26
Α Φ Ο Ύ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ για εγκεφαλικούς όγκους ή βλάβες, ώστε να βεβαιωθούν απόλυτα οι γιατροί ότι η κρίση οξείας ε'μεσης δεν είχε οργανική αιτία, ο Τζούνιορ επέστρεψε στο δωμάτιο του νοσοκομείου λίγο πριν α π ό το μεσημέρι. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να ξαπλώσει στο κρεβάτι, όταν αντίκρισε τον Τόμας Βανάντιουμ στο άνοιγμα της πόρτας. Ο ντετέκτιβ μπήκε κουβαλώντας το δίσκο με το μεσημεριανό φαγητό. Τον άφησε στο ειδικό κινητό τραπεζάκι, που το κύλησε προς την κορυφή του κρεβατιού. «Χυμός μήλου, ζελέ λεμόνι και τέσσερα κρακεράκια», είπε ο αστυνομικός. «Αν δεν αρκούν οι τύψεις σου για ν α ομολογήσεις, αυτό το γεύμα λογικά πρέπει να σε σπάσει. Σε διαβεβαιώνω, Ί ν ο χ , το μενού είναι ασύγκριτα καλύτερο σε όλες τις φυλακές του Όρεγκον». «Τι πρόβλημα έχεις;» τον ρώτησε ξερά ο Τζούνιορ. Σαν να μην είχε μάθει ποτέ του πως όταν σε ρωτάνε κάτι πρέπει ν' απαντάς και σαν να μην είχε καταλάβει την έμμεση επίπληξη, ο Βανάντιουμ πήγε στο παράθυρο και σήκωσε το στόρι. Το φως του ήλιου που όρμησε στο δωμάτιο ήταν τόσο εκτυφλωτικό, που η λάμψη του φάνηκε σαν έκρηξη. «Φοβερή λιακάδα», δήλωσε ο Βανάντιουμ. «Το ξέρεις εκείνο το τραγούδι, το "Κέικ ατηΛιακάδα", Ί ν ο χ ; Είναι του Τζέιμς βαν Χόιζεν. Μεγάλος συνθέτης. Δεν είναι το πιο γνωστό του, φυσικά. Ο ίδιος έχει γράψει το "Μέχρι το Τέλος" και το "77ες με Ανεύθυνο". Και το "Έλα να Πετάξουμε", κι
αυτό δικό του είναι. Το "Κέικ στη Λιακάδα" είναι λιγότερο γνωστό αλλά καλό τραγούδι, πολύ καλό». Κι όλη αυτή η άσχετη φλυαρία ν' ακούγεται με το μονότονο μουρμουρητό που ο τύπος πρέπει να είχε κατοχυρώσει με πατέντα σαν τρόπο ομιλίας. Το φαρδύ, επίπεδο πρόσωπο του ήταν τόσο ανέκφραστο, όσο άχρωμη ήταν η φωνή του. «Κλείνεις το στόρι, σε παρακαλώ;» είπε ο Τζούνιορ. «Το φως με τυφλώνει». Ο Βανάντιουμ στράφηκε από το παράθυρο και πλησίασε το κρεβάτι. «Ξέρω ότι προτιμάς το σκοτάδι, αλλά χρειάζομαι φως για να δω καλά την έκφρασή σου όταν θα σου πω τα νέα». Π α ρ ' όλο που ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο να παίξει το παιχνίδι του αστυνομικού, ο Τζούνιορ δεν άντεξε να μη ρωτήσει. «Ποια νέα;» «Δε θα πιεις το χυμό σου;» «Ποια νέα;» «Το εργαστήριο δεν εντόπισε καθόλου ιπεκάκ στον εμετό σου». «Καθόλου τι;» ρώτησε ο Τζούνιορ, γιατί παρίστανε τον κοιμισμένο όταν ο Βανάντιουμ κι ο γιατρός Πάρκχερστ συζητούσαν για το ιπεκάκ την προηγούμενη νύχτα. «Ούτε ιπεκάκ, ούτε άλλο εμετικό, ούτε δηλητήριο κανενός είδους». Η Ναόμι ήταν αθώα, λοιπόν. Ο Τζούνιορ χάρηκε που το σύντομο αλλά ωραίο διάστημα που είχε ζήσει μαζί της δεν θα το σκίαζε πια η φριχτή υποψία πως η σκύλα τον είχε προδώσει ρίχνοντας δηλητήριο στην τροφή του. «Εγώ πάντως είμαι σίγουρος ότι με κάποιον τρόπο τον προκάλεσες τον εμετό», είπε ο ντετέκτιβ. «Δυστυχώς, όμως, φαίνεται πως δε θα μπορέσω να το αποδείξω». «Ακούστε, κύριε αστυνόμε, αυτοί οι άθλιοι υπαινιγμοί ότι δήθεν έχω κάποια σχέση με το θάνατο της...» Ο Βανάντιουμ σήκωσε το χέρι του σαν να τον πρόσταζε να σωπάσει κι άρχισε να μιλάει διακόπτοντάς τον. «Παράτα το οργισμένο ύφος. Άλλωστε, δεν υπαινίχτηκα τίποτα. Σε κατηγορώ στα ίσια για δολοφονία. Μήπως χούφτωνες ήδη καμιά άλλη γυναίκα, Ίνοχ; Αυτό ήταν το κίνητρο σου;»
«Γίνεσαι αηδιαστικός». «Για να είμαι ειλικρινής - κ α ι πάντα είμαι ειλικρινής μαζί σου-, δε βρήκα τίποτα που να δείχνει ότι μπορεί να υπήρχε άλλη γυναίκα στη ζωή σου. Έ χ ω μιλήσει με πολλούς ανθρώπους κι όλοι πιστεύουν πως εσύ και η Ναόμι ήσαστε πιστοί ο ένας στον άλλο». «Την αγαπούσα». «Ναι, μου το είπες, και παραδέχτηκα ήδη ότι μπορεί και να είναι αλήθεια. Ο χυμός σου θα ζεσταθεί». Κατά τον Σίζαρ Ζεντ, για να γίνει κανείς δυνατός, πρέπει πρώτα να μάθει να είναι πάντα ήρεμος. Η δύναμη, πνευματική και σωματική, πηγάζει από τον αυτοέλεγχο, ενώ ο απόλυτος αυτοέλεγχος μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εσωτερική γαλήνη. Η εσωτερική γαλήνη, διδάσκει ο Ζεντ, είναι κυρίως ζήτημα βαθιάς, αργής και ρυθμικής αναπνοής, σε συνδυασμό με συνειδητή προσήλωση όχι στο παρελθόν, ούτε καν στο παρόν, αλλά μόνο στο μέλλον. Στο κρεβάτι του, ο Τζούνιορ έκλεισε τα μάτια κι άρχισε ν' αναπνέει αργά και βαθιά. Επικέντρωσε τη σκέψη του στη Βικτόρια Μπρέσλερ, τη νοσοκόμα που δεν έβλεπε την ώρα να τον ικανοποιήσει σεξουαλικά τις επόμενες μέρες. «Βασικά», είπε ο Βανάντιουμ, «ήρθα να πάρω πίσω το εικοσιπενταράκι μου». Ο Τζούνιορ άνοιξε τα μάτια του, αλλά συνέχισε ν' ανασαίνει σωστά για να διατηρήσει την ηρεμία του. Προσπάθησε να φανταστεί το στήθος της Βικτόρια κάτω από τα ρούχα της. Ό ρ θ ι ο ς κοντά στα πόδια τον κρεβατιού, ντυμένος μ' ένα μπλε κοστούμι, ίδιο τσουβάλι, ο Βανάντιουμ θα μπορούσε να ήταν έργο ενός εκκεντρικού καλλιτέχνη που είχε σκαλίσει ένα ανθρωπάκι σε συμπιεσμένο πολτό χοιρινού κρέατος και είχε ντύσει το κρεάτινο γλυπτό του με ρούχα αγορασμένα από καλάθι. Με τον ντετέκτιβ να στέκεται πάνω από το κεφάλι του, ο Τζούνιορ δεν κατάφερε ν' ανοίξει ερωτικά μονοπάτια στη φαντασία του. Στα μάτια του μυαλού του, το μπούστο της Βικτόρια παρέμεινε κρυμμένο πίσω από την κολλαριστή άσπρη στολή. «Τέτοιοι που είναι οι μισθοί των αστυνομικών», είπε ο
Βανάντιουμ, «ακόμη και τα εικοσιπενταράκια μετράνε». Ως διά μαγείας, ένα κέρμα των είκοσι πέντε σεντς εμφανίστηκε στο δεξί του χέρι, ανάμεσα στο δείκτη και στον αντίχειρα. Δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο κέρμα που είχε αφήσει στον Τζούνιορ τη νύχτα. Αδύνατο. Ό λ η τη μέρα, για λόγους που δεν μπορούσε να εξηγήσει λογικά, ο Τζούνιορ είχε κρατήσει εκείνο το κέρμα στην τσέπη της ρόμπας του. Κάθε τόσο, το έβγαζε και το περιεργαζόταν. Επιστρέφοντας στο δωμάτιο από τις εξετάσεις, είχε πέσει κατευθείαν στο κρεβάτι χωρίς να βγάλει τη λεπτή νοσοκομειακή ρόμπα που φορούσε πάνω από τις πιτζάμες του. Ο Βανάντιουμ δεν θα μπορούσε να ξέρει πού βρισκόταν το κέρμα. Επιπλέον, ακόμη κι όταν είχε σύρει το τραπεζάκι με το δίσκο προς το κρεβάτι του, δεν τον είχε πλησιάσει αρκετά ώστε να το έχει βουτήξει κρυφά από την τσέπη του. Προφανώς, ο ντετέκτιβ ήθελε να διαπιστώσει πόσο χάνος ήταν ο Τζούνιορ, αλλά αυτός δεν θα του έδινε την ικανοποίηση να ψάξει την τσέπη του. «Θα κάνω έγγραφη καταγγελία», απείλησε ο Τζούνιορ. «Θα σου φέρω εγώ το ειδικό έντυπο την επόμενη φορά που θα έρθω». Ο Βανάντιουμ τίναξε το κέρμα ψηλά στον αέρα και την ίδια στιγμή άνοιξε τα χέρια του, με τις παλάμες τεντωμένες, για να αποδείξει ότι ήταν άδειες. Ο Τζούνιορ είχε δει το μεταλλικό νόμισμα να τινάζεται από τα δυο δάχτυλα του αστυνομικού και ν' ανεβαίνει στριφογυρίζοντας. Τώρα δεν ήταν πουθενά, λες και το είχε καταπιεί ο αέρας. Ο αστυνομικός είχε αποσπάσει για μια στιγμή την προσοχή του, επιδεικνύοντας τα άδεια χέρια του. Το οποίο σήμαινε ότι δεν είχε αρπάξει το νόμισμα στον αέρα. Εφόσον δεν ΐ ο είχε πιάσει, όμως, το νόμισμα θα έπρεπε να είχε πέσει κάτω. Ο Τζούνιορ θα το είχε ακούσει να κουδουνίζει στα πλακάκια. Αλλά δεν το είχε ακούσει. Με την ταχύτητα φιδιού που τινάζεται, ο Βανάντιουμ βρέθηκε ξαφνικά πολύ πιο κοντά στον Τζούνιορ. Τώρα στε-
κόταν στο πλευρό του κι έσκυβε πάνω από το κάγκελο του κρεβατιού. «Η Ναόμι ήταν έγκυος έξι εβδομάδων». «Τι;» «Αυτά τα νέα εννοούσα. Είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα από την αναφορά του εργαστηρίου». Ο Τζούνιορ είχε πιστέψει ότι τα νέα που του έφερνε ο ντετέκτιβ ήταν η αρνητική απάντηση για την ανίχνευση ιπεκάκ στον εμετό του. Αυτό όμως δεν ήταν παρά αντιπερισπασμός, στάχτη στα μάτια. Τα γκρίζα διαπεραστικά μάτια του Βανάντιουμ τον είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι, τον κάρφωναν για να τον εξετάσουν. Να το και το φιδίσιο χαμόγελο. «Μήπως διαφωνήσατε για το παιδί, Ί ν ο χ ; Μήπως αυτή το ήθελε κι εσύ όχι; Έ ν α ς τύπος σαν κι εσένα... ένα μωρό θα χαλούσε το στυλ σου. Πάρα πολλές ευθύνες». «Δε... δεν το ήξερα». «Οι εξετάσεις αίματος θα δείξουν αν το παιδί ήταν δικό σου. Αυτό επίσης ίσως να εξηγήσει κάποια πράγματα». «Θα γινόμουν πατέρας», είπε ο Τζούνιορ με απροσποίητο δέος. «Μήπως βρήκα το κίνητρο, Ίνοχ;» Κατάπληκτος αλλά και έξαλλος με την αναισθησία του αστυνομικού, ο Τζούνιορ φώναξε: «Έρχεσαι εδώ και μου το πετάς έτσι στα μούτρα; Έ χ α σ α τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Και τη γυναίκα μου και το παιδί μου». «Είσαι τόσο καλός στην προσποίηση, όσο καλός είμαι εγώ στο στρίψιμο του νομίσματος». Δάκρυα ανεβλυσαν από τα μάτια του Τζούνιορ, ποταμοί δακρύων, μια αλμυρή θάλασσα θλίψης που του θόλωσε την όραση και μούσκεψε το πρόσωπο του. «Φύγε από δω, αναίσθητο, αηδιαστικό, άρρωστο υποκείμενο!» φώναξε. Η φωνή του έτρεμε από λύπη κι από οργή. «Φύγε από δω, φύγε]» Ο ντετέκτιβ κατευθύνθηκε ήρεμα προς την πόρτα. «Μην ξεχάσεις το χυμό σου», είπε φεύγοντας. «Πρέπει να έχεις δυνάμεις για τη δίκη». Ο Τζούνιορ έχυσε περισσότερα δάκρυα απ' όσα θα έχυνε με χίλια κρεμμύδια. Η γυναίκα του και το αγέννητο παιδί του. Ή τ α ν πρόθυμος να θυσιάσει την αγαπημένη του.
Ναόμι, αλλά το κόστος ίσως να του είχε φανεί πολύ μεγάλο αν ήξερε ότι μαζί της θα θυσίαζε και το πρώτο παιδί που είχε συλληφθεί από το σπέρμα του. Αυτό παραπήγαινε. Τον είχε τσακίσει. Δεν είχε περάσει ένα λεπτό αφότου έφυγε ο Βανάντιουμ, όταν κατέφτασε μια νοσοκόμα, σταλμένη σίγουρα από τον μισητό αστυνομικό. Με τόσο κλάμα τού ήταν δύσκολο να δει αν ήταν όμορφη. Καλό προσωπάκι, μάλλον. Αλλά από σώμα... πολύ κοκαλιάρα. Ανήσυχη μήπως το κλάμα τού προκαλέσει καινούρια κρίση νευρογενή εμετού, η νοσοκόμα τού έδωσε μισό ηρεμιστικό. Τον προέτρεψε να πιει λίγο χυμό για να καταπιεί το χάπι. Ο Τζούνιορ πιο εύκολα θα δεχόταν να κατεβάσει μια κανάτα φαινικό οξύ, παρά ν' αγγίξει το χυμό που του είχε φέρει ο Τόμας Βανάντιουμ. Ο μανιακός αστυνομικός, αποφασισμένος να τον πιάσει έτσι ή αλλιώς, θα ήταν ικανός να καταφύγει ακόμη και στο δηλητήριο αν καταλάβαινε ότι τα νόμιμα μέσα δεν επαρκούσαν για το σκοπό του. Μπροστά στην επίμονη άρνηση του Τζούνιορ, η νοσοκόμα τού γέμισε ένα ποτήρι νερό από την καράφα στο κομοδίνο για να πάρει το χάπι του. Ο Βανάντιουμ δεν είχε πλησιάσει προς τα εκεί. Πολύ σύντομα, το ηρεμιστικό και οι τεχνικές χαλάρωσης που δίδασκε ο Σίζαρ Ζεντ βοήθησαν να αποκατασταθεί ο αυτοέλεγχος του Τζούνιορ. Η νοσοκόμα έμεινε κοντά του μέχρι που κόπασε η καταιγίδα των δακρύων κι έγινε φανερό ότι δεν θα του προκαλούσε νευρογενή εμετό. Υποσχέθηκε να του φέρει φρέσκο χυμό μήλου, όταν της παραπονέθηκε ότι αυτός που είχε μπροστά του είχε κάπως περίεργη γεύση. Μόνος και ήρεμος ξανά, ο Τζούνιορ μπόρεσε να εφαρμόσει αυτό που αναμφισβήτητα αποτελούσε το βασικό δόγμα της φιλοσοφίας του Ζεντ: πάντα να ψάχνεις τη λαμπρή όψη των πραγμάτων. Στην περίπτωσή του, η λαμπρή όψη ήταν εκτυφλωτικά φωτεινή. Έχοντας χάσει μια πανέμορφη, αγαπημένη σύζυγο και το αγέννητο παιδί του μαζί, θα κέρδιζε τη συμπάθεια,
τον οίκτο και την αγάπη οποιουδήποτε σώματος ενόρκων, μπροστά στο οποίο η Πολιτεία θα αναγκαζόταν τελικά να απολογηθεί που με μια αβάσιμη κατηγορία για φόνο τον είχε σύρει στο δικαστήριο. Νωρίτερα, τον είχε αιφνιδιάσει η επίσκεψη των Νάκερ, Χίσκας και Νορκ. Δεν περίμενε να εμφανιστούν πριν περάσουν κάμποσες μέρες. Και πάλι, υπέθετε πως θα δεχόταν απλώς την επίσκεψη ενός εντεταλμένου δικηγόρου με μια ήπια προσέγγιση και μια συντηρητική προσφορά. Τώρα καταλάβαινε γιατί είχαν καταφτάσει ομαδικά, αδημονώντας να συζητήσουν περί αποκατάστασης, επανόρθωσης και ηθικής ικανοποίησης. Ο ιατροδικαστής τους είχε πληροφορήσει, πριν ενημερώσει την αστυνομία, ότι η Ναόμι ήταν έγκυος και είχαν καταλάβει αμέσως σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόταν η Πολιτεία. Η νοσοκόμα επέστρεψε μ' ένα φρέσκο χυμό μήλου, γλυκό και παγωμένο. Ο Τζούνιορ ήπιε αργά το χυμό του, ρουφώντας τον με το καλαμάκι. 'Οταν τον ήπιε όλο, είχε καταλήξει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η γυναίκα του του είχε κρύψει την εγκυμοσύνη της. Στις έξι βδομάδες που είχαν μεσολαβήσει από τη σύλληψη του παιδιού, η Ναόμι θα είχε σίγουρα παρατηρήσει καθυστέρηση στον μηνιαίο κύκλο της. Δεν είχε παραπονεθεί για πρωινές ζαλάδες, αλλά πρέπει να είχε. Αποκλείεται να μην είχε καταλάβει ότι ήταν έγκυος. Ο Τζούνιορ δεν είχε εκφράσει ποτέ αντίθεση στην ιδέα να κάνουν οικογένεια. Η Ναόμι δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται να του το πει. Δυστυχώς, δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμπεράνει ότι η Ναόμι δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν θα κρατούσε το παιδί, ή αν θα κατέφευγε σε παράνομη έκτρωση χωρίς τη δική του έγκριση. Σκεφτόταν να αποξέσει το αγέννητο παιδί του από τη μήτρα της χωρίς καν να τον ενημερώσει. Αυτή η προσβολή, αυτή η θηριωδία, αυτή η προδοσία, τον είχε καταπλήξει. Αναπόφευκτα, όφειλε ν' αναρωτηθεί μήπως η Ναόμι είχε
κρατήσει κρυφή την εγκυμοσύνη της, επειδή υποψιαζόταν πως το παιδί δεν ήταν του συζύγου της. Αν οι εξετάσεις αίματος αποκάλυπταν ότι ο Τζούνιορ δεν ήταν ο φυσικός πατέρας, ο Βανάντιουμ θα έβρισκε ένα κίνητρο. Δεν θα ήταν το πραγματικό, αφού ο Τζούνιορ όντως δεν ήξερε ούτε αν η γυναίκα του ήταν έγκυος, ούτε αν πηδιόταν στα κρυφά με άλλον. Αλλά ο ντετέκτιβ θα κατάφερνε να πουλήσει ένα τέτοιο παραμύθι στον εισαγγελέα, κι αυτός με τη σειρά του θα έπειθε μερικούς τουλάχιστον ενόρκους. Ναόμι, ηλίθια άπιστη σκύλα. Ο Τζούνιορ ήδη ευχόταν να μην την είχε σκοτώσει τόσο γρήγορα. Αν την είχε βασανίσει πρώτα, τώρα θα είχε την ανάμνηση του μαρτυρίου της για παρηγοριά. Αναζήτησε για λίγο τη λαμπρή όψη. Δεν κατάφερε να τη δει. Έ φ α γ ε το ζελέ. Τα κρακεράκια. Τελικά, ο Τζούνιορ θυμήθηκε το εικοσιπενταράκι. Έ ψ α ξε στη δεξιά τσέπη της λεπτής βαμβακερής ρόμπας του, αλλά το νόμισμα δεν ήταν εκεί. Η αριστερή του τσέπη ήταν επίσης άδεια.
Κεφάλαιο 27
Ο ΓΟΥΟΛΤΕΡ ΠΑΝΓΚΛΟ, ο μοναδικός εργολάβος κηδειών στο Μπράιτ Μπιτς, ήταν ένας καλόβολος ανθρωπάκος, που όταν δεν φύτευε πεθαμένους στο χώμα, του άρεσε να σκαλίζει τον κήπο του. Καλλιεργούσε τριανταφυλλιές και χάριζε μεγάλα μπουκέτα από υπέροχα τριαντάφυλλα σε αρρώστους κι ερωτευμένους νέους, στη βιβλιοθηκάριο του σχολείου στα γενέθλια της και σε κληρικούς κάθε δόγματος που του είχαν φερθεί με ευγένεια. Η γυναίκα του, η Ντοροθία, τον λάτρευε για ένα σωρό λόγους, κυρίως όμως επειδή είχε δεχτεί να φιλοξενούν την ογδοντάχρονη μητέρα της κι επειδή φερόταν στη γριά κυρία σαν να ήταν δούκισσα και αγία συνάμα. Το ίδιο γενναιόδωρος ήταν και με τους φτωχούς, που τους έθαβε χωρίς αμοιβή αλλά με όλες τις τιμές. Ο Τζέικομπ Άιζακσον, ο δίδυμος αδερφός του Ίντομ, δεν είχε ακούσει τίποτε αρνητικό για τον Πάνγκλο, αλλά δεν τον εμπιστευόταν. Αν τον έπιαναν ποτέ να κλέβει τα χρυσά δόντια από τα λείψανα ή να χαράζει σατανιστικά σύμβολα στα πισινά τους, ο Τζέικομπ θα έλεγε: «Το περίμενα». Κι αν τυχόν ο Πάνγκλο είχε φυλαγμένα μπουκαλάκια με μολυσμένο αίμα από άρρωστους πελάτες του και μια ωραία πρωία άρχιζε να τρέχει στην πόλη και να το πετάει στα μούτρα των ανυποψίαστων περαστικών, ο Τζέικομπ δεν θα ανασήκωνε ούτε καν το φρύδι του από έκπληξη. Ο Τζέικομπ δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο εκτός από την Άγκνες και τον Ίντομ. Είχε καταλήξει να εμπιστεύεται
και τον Τζο Λάμπιον, αλλά υστέρα από χρόνια ολόκληρα σχολαστικής παρατήρησης. Τώρα, ο Τζο ήταν νεκρός και το πτώμα του βρισκόταν στο θάλαμο ταρίχευσης, στο Γραφείο Κηδειών Πάνγκλο. Σήμερα ο Τζέικομπ φρόντιζε να μένει όσο το δυνατόν μακρύτερα από το θάλαμο ταρίχευσης και δεν σκόπευε να πατήσει ποτέ το πόδι του εκεί μέσα ζωντανός. Βρισκόταν στο εκθετήριο της επιχείρησης, όπου τον συνόδευε ο Γουόλτερ Πάνγκλο, για να διαλέξει φέρετρο. Ή θ ε λ ε να πάρει το ακριβότερο για τον Τζο. Αλλά ο Τζο, άνθρωπος σεμνός και συντηρητικός με τα οικονομικά του, δεν θα το ενέκρινε. Ο Τζέικομπ επέλεξε τελικά ένα όμορφο φέρετρο, χωρίς υπερβολικά διακοσμητικά, που η τιμή του ήταν λίγο πιο πάνω από τον μέσο όρο. Ειλικρινά στενοχωρημένος που έπρεπε να οργανώσει την κηδεία ενός τόσο νέου ανθρώπου σαν τον Τζο Λάμπιον, ο Πάνγκλο κάθε τόσο δήλωνε ψιθυριστά ότι δεν μπορούσε να το πιστέψει και μουρμούριζε λόγια παρηγοριάς, περισσότερο για να τ' ακούει ο ίδιος παρά ο Τζέικομπ. Με το ένα χέρι του στο φέρετρο που μόλις είχε επιλεγεί, είπε ξανά: «Απίστευτο. Αυτοκινητικό ατύχημα. Και μάλιστα τη μέρα που γεννήθηκε ο γιος του. Κρίμα. Πολύ κρίμα». «Όχι και τόσο απίστευτο», είπε ο Τζέικομπ. «Σαράντα πέντε χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονται κάθε χρόνο σε τροχαία. Τα αυτοκίνητα δεν είναι μεταφορικά μέσα. Είναι μηχανές θανάτου. Δεκάδες χιλιάδες άλλοι μένουν ανάπηροι, παραμορφωμένοι, σημαδεμένοι για μια ζωή». Ενώ ο Ίντομ φοβόταν την οργή της φύσης, ο Τζέικομπ ήταν πεισμένος ότι το χέρι που θα έφερνε την ολοκληρωτική καταστροφή ήταν το ανθρώπινο. «Όχι πως τα τρένα είναι καλύτερα. Θυμάσαι τη σύγκρουση στο Μπέικερσφιλντ το '60; Η αμαξοστοιχία Σάντα Φε Τσιφ, που είχε φύγει από το Σαν Φρανσίσκο, συγκρούστηκε με ένα τρένο που μετέφερε πετρέλαιο. Δεκαεφτά άνθρωποι χάθηκαν σε μια κόλαση φωτιάς». Ο Τζέικομπ φοβόταν αυτά που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι με τα όπλα, τα μαχαίρια, τα γκλομπ, τις βόμβες αλλά και με τα ίδια τους τα χέρια - αυτό όμως που κυρίως τον
τρόμαζε ήταν οι θάνατοι που προκαλούν οι άνθρωποι άθεΙά τους με τις εφευρέσεις, τις μηχανές και τις κατασκευές, του σκοπό τους υποτίθεται πως έχουν τη βελτίωση της ζωής. «Πενήντα νεκροί στο Λονδίνο από σύγκρουση τρένων το '57. Κι άλλοι εκατόν δώδεκα το '52, πάλι στην Αγγλία, από την ίδια αιτία». Ο Πάνγκλο έσμιξε τα φρύδια του. «Τρομερό, δε λέω, δίκιο έχεις, αλλά δε βλέπω γιατί ειδικά τα τρένα...» « Ό λ α τα ίδια είναι. Τρένα, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, ιλοία, το ίδιο κάνει», είπε ο Τζέικομπ. «Θυμάσαι το Τόγια ι Λαρού, το γιαπωνέζικο φέριμποτ που αναποδογύρισε το Σεπτέμβριο του '54; Χίλιοι εκατόν εξήντα οχτώ νεκροί. Ακόμα χειρότερα, το '48, έξω από τις ακτές της Μαντζουρίας, έγινε έκρηξη στο λέβητα ενός κινέζικου εμπορικού πλοίου '.«ι χάθηκαν έξι χιλιάδες άτομα. Έξι χιλιάδες νεκροί από ένα μόνο πλοίο!» Ό λ η την επόμενη ώρα κι ενώ ο Γουόλτερ Πάνγκλο προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τον Τζέικομπ για τις λεπτομέρειες της κηδείας, ο Τζέικομπ δεν έπαψε να αραδιάζει μακάβριες λεπτομέρειες από δεκάδες αεροπορικά δυστυχήμαι;α, ναυάγια, συγκρούσεις τρένων, κατολισθήσεις σε ορυχεία, τυρκαγιές σε ξενοδοχεία και σε νυχτερινά κέντρα, εκρήξεις »ε πετρελαιοπηγές και σε αποθήκες πυρομαχικών... Ό τ α ν πια είχαν τακτοποιήσει τα πάντα σχετικά με την ;ηδεία του Τζο, ο Γουόλτερ Πάνγκλο είχε αποκτήσει ένα ευρικό τικ στο αριστερό του μάγουλο. Τα μάτια του ήταν νταθερά γουρλωμένα, σαν να είχαν κοκαλώσει τα βλέφαρά ου από ένα σπασμό τρόμου και έκπληξης. Οι παλάμες του |ταν διαρκώς ιδρωμένες. Κάθε τόσο τις σφούγγιζε μηχανικά στα πλαϊνά του παντελονιού του. Ο Τζέικομπ, που πρόσεξε την έντονη νευρικότητα του ργολάβου κηδειών, πείστηκε πλέον ότι η αρχική του επιφύιαξη για τον Πάνγκλο ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Αυ:ός ο σπαστικός ανθρωπάκος σίγουρα έκρυβε κάποιο μυστικό. Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς αστυνομικός για ν' αναγνωρίσει τη νευρικότητα που προκαλούν οι ενοχές. Στην εξώπορτα του γραφείου κηδειών, καθώς ο Πάνγκλο ον συνόδευε για να τον ξεπροβοδίσει, ο Τζέικομπ έσκυψε
προς το μέρος του. «Ο Τζο Λάμπιον δεν είχε κανένα χρυσό δόντι», είπε σιγανά. Ο Πάνγκλο έδειξε έκπληκτος. Προφανώς παρίστανε τον άσχετο. Αντί να σχολιάσει την ποιότητα της οδοντοστοιχίας του εκλιπόντος, ο μικρόσωμος εργολάβος κηδειών είπε μερικά παρηγορητικά λόγια, αλλά, όταν ακούμπησε φιλικά το χέρι του στον ώμο του Τζέικομπ, εκείνος τραβήχτηκε απότομα. Απορημένος, ο Πάνγκλο άπλωσε το δεξί του χέρι σε χειραψία, αλλά ο Τζέικομπ του έκοψε τη φόρα. «Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, δε δίνω ποτέ το χέρι μου σε κανέναν». «Ναι, φυσικά, καταλαβαίνω», μουρμούρισε ο Πάνγκλο, μαζεύοντας το απλωμένο χέρι του, ενώ ήταν φανερό ότι δεν καταλάβαινε τίποτα. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει κάνει το χέρι του καθενός», εξήγησε ο Τζέικομπ. «Ο ευυπόληπτος τραπεζικός στη γωνία μπορεί να έχει θάψει τριάντα διαμελισμένες γυναίκες στην πίσω αυλή του. Και η θεοσεβούμενη κυρία της διπλανής πόρτας μπορεί να φτιάχνει κοκάλινα κοσμήματα από τα δαχτυλάκια των παιδιών που έχει βασανίσει και δολοφονήσει». Ο Πάνγκλο έχωσε και τα δυο του χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. « Έ χ ω εκατοντάδες φακέλους με τέτοιες υποθέσεις», είπε ο Τζέικομπ. «Κι ακόμα χειρότερες. Αν σ' ενδιαφέρει, μπορώ να σου δώσω φωτοτυπίες από καμιά δεκαριά να τις μελετήσεις». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», τραύλισε ο Πάνγκλο, «αλλά μου μένει ελάχιστος χρόνος για διάβασμα, πραγματικά ελάχιστος». Παρ' ότι απρόθυμος να εμπιστευτεί τη σορό του Τζο σ' αυτό τον ύπουλο, νευρικό ανθρωπάκο, ο Τζέικομπ αποχώρησε από το γραφείο κηδειών χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του. Έκανε με τα πόδια το ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι το σπίτι του, προσέχοντας πάρα πολύ τα περαστικά αυτοκίνητα κι έχοντας τα μάτια του δεκατέσσερα στις διασταυρώσεις. Στο διαμέρισμά του, πάνω από το μεγάλο γκαράζ, ανέβαινε από μια εξωτερική τσιμεντένια σκάλα. Ή τ α ν όλο κι
όλο δυο δωμάτια. Το πρώτο ήταν ένας συνδυασμός κουζινίτσας και καθιστικού, μ' ένα γωνιακό τραπέζι δύο θέσεων. Το δεύτερο ήταν το υπνοδωμάτιο που επικοινωνούσε με ένα μικρό μπάνιο. Οι περισσότεροι τοίχοι και στους δύο χώρους ήταν καλυμμένοι από ξύλινα ράφια και ντουλαπάκια. Εκεί κρατούσε εκατοντάδες φακέλους, όπου συγκέντρωνε στοιχεία για ατυχήματα και άλλες καταστροφές που οφείλονταν στον ανθρώπινο παράγοντα, καθώς και για δολοφονίες κατά συρροή ή απλές δολοφονίες. Οι φάκελοι αυτοί αποτελούσαν την αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι το ανθρώπινο είδος βρισκόταν σε παρακμή και βάδιζε προς την αυτοκαταστροφή του, είτε αυτή ήταν προμελετημένη είτε όχι. Στην πεντακάθαρη, τακτοποιημένη κρεβατοκάμαρα, έβγαλε τα παπούτσια του κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι. 'Ενιωθε άχρηστος. Η Άγκνες, χήρα. Ο Μπαρθόλομιου, ορφανός. Πολύ βαρύ, πολύ βαρύ. Ο Τζέικομπ δεν ήξερε αν θα άντεχε να κοιτάξει την Άγκνες στα μάτια όταν θα γύριζε σπίτι από το νοσοκομείο. Η θλίψη στο βλέμμα της θα τον σκότωνε. Η αισιοδοξία και το αστείρευτο κέφι της, που με τόσο θαυμαστό τρόπο είχε καταφέρει να διατηρήσει όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια, δεν θα έμεναν αλώβητα από αυτό το τελευταίο χτύπημα. Η Άγκνες θα έπαυε να είναι βράχος ελπίδας γι' αυτόν και τον Ίντομ. Το μέλλον τους από δω κι εμπρός ήταν η απελπισία, αδιάκοπη κι αδυσώπητη. Αν ήταν τυχερός, μπορεί ένα αεροπλάνο της γραμμής να έπεφτε πάνω στο σπίτι, αυτή ακριβώς τη στιγμή, εξαφανίζοντάς τον διά παντός από προσώπου γης. Ζούσαν μακριά από τις σιδηροδρομικές γραμμές - θ α ήταν πρακτικά αδύνατο να εκτροχιαστεί τρένο και να πέσει πάνω στο γκαράζ. Έ ν α άλλο θετικό ήταν ότι το σπίτι θερμαινόταν με φωταέριο. Μια διαρροή, ένας σπινθήρας, μια έκρηξη και δεν θ' αναγκαζόταν να βλέπει την Άγκνες δυστυχισμένη. Ύ σ τ ε ρ α από λίγο, αφού δεν έπεσε πάνω του κανένα αεροπλάνο, ο Τζέικομπ σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα κι
ετοίμασε προζύμι για την αγαπημένη λιχουδιά της Άγκνες: μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας, ινδική καρύδα και φιστίκια. Ο Τζέικομπ θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο πέρα για πέρα άχρηστο, που απλώς καταλάμβανε ένα χώρο στη γη χωρίς να προσφέρει τίποτε. Παρ' όλα αυτά, είχε ταλέντο στη ζαχαροπλαστική. Μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε συνταγή, ακόμη και την πιο αδιάφορη, και να τη βελτιώσει αυτοσχεδιάζοντας. Ό τ α ν έφτιαχνε τα γλυκά του, ο κόσμος τού φαινόταν κάπως λιγότερο επικίνδυνος. Καμιά φορά, εκεί που ετοίμαζε ένα κέικ, ξεχνούσε να φοβηθεί. Μπορεί μια έκρηξη στο φούρνο του γκαζιού να του χάριζε επιτέλους τη γαλήνη, αλλά, αν δεν έσκαγε ο φούρνος τελικά, θα είχε φτιάξει τουλάχιστον λίγα μπισκότα για την Άγκνες.
Κεφάλαιο 28
Λ ί Γ Ο ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΙΑ, κατέφτασαν οι Χάκατσακ, με τα μανίκια ανασηκωμένα για καβγά, αιμοβόρες διαθέσεις, μάτια κατακόκκινα και αγριοφωνάρες. Ο Τζούνιορ τους περίμενε" άλλωστε, μια τερατώδη εμφάνιση σαν κι αυτές που τον είχαν συνηθίσει στο παρελθόν τη χρειαζόταν. Παρ' όλα αυτά, όταν τους είδε να μπουκάρουν στο δωμάτιο του νοσοκομείου, ζάρωσε πάνω στα μαξιλάρια ενοχλημένος. Οι φάτσες τους θύμιζαν κανίβαλους βαμμένους με απίθανα χρώματα, έτοιμους για το βραδινό τσιμπούσι. Χειρονομούσαν σαν μανιακοί κι έφτυναν συνεχώς κοσμητικά επίθετα, μαζί με σάλια και απομεινάρια τροφών που τινάζονταν από τα δόντια τους παρασυρμένα από τη μανία της οργής τους. Ο Ρούντι Χάκατσακ -Μπιγκ Ρούντι για τους κολλητούς-, με ύψος ένα ενενήντα έξι, ήταν χοντροκομμένος σαν ξύλινο τοτέμ σκαλισμένο με τσεκούρι. Με πράσινο συνθετικό κοστούμι που τα μανίκια τελείωναν τρεις πόντους πάνω από τους καρπούς, κατακίτρινο πουκάμισο στο χρώμα του κάτουρου και μια γραβάτα που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν σημαία τριτοκοσμικού κράτους από χρωματική άποψη, έμοιαζε με το τέρας του δόκτορα Φρανκενστάιν, που είχε φορέσει τα καλά του για μια νυχτερινή μπαρότσαρκα στην Τρανσυλβανία. «Κοίτα να λογικευτείς, ηλίθια, μαδημένη μαϊμού», προειδοποίησε ο Ρούντι τον Τζούνιορ. Είχε γραπώσει το κάγκε-
λο του κρεβατιού, σαν να ετοιμαζόταν να το ξεκολλήσει και να χτυπήσει μ' αυτό το γαμπρό του μέχρι αναισθησίας. Αν ο Ρούντι ήταν όντως ο πατέρας της Ναόμι, δεν πρέπει να είχε μεταβιβάσει ούτε ένα γονίδιο στην κόρη του. Ί σ ω ς να είχε γονιμοποιήσει το ωάριο της γυναίκας του αποκλειστικά και μόνο με μια οργασμική αγριοφωνάρα, γιατί η Ναόμι δεν του έμοιαζε σε τίποτα, ούτε στην εμφάνιση ούτε στο χαρακτήρα. Η Σίνα Χάκατσακ, στα σαράντα πέντε της, ήταν πιο όμορφη από κάθε σύγχρονη σταρ. Έ δ ε ι χ ν ε είκοσι χρόνια νεότερη από την πραγματική της ηλικία κι έμοιαζε τόσο πολύ με τη μακαρίτισσα την κόρη της, που ο Τζούνιορ αισθάνθηκε να τον διαπερνά ένα κύμα ερωτικής νοσταλγίας μόλις την αντίκρισε. Οι ομοιότητες ανάμεσα στη Ναόμι και στη μητέρα της άρχιζαν και τελείωναν στην εμφάνιση. Η Σίνα ήταν πληθωρική, άξεστη, ματαιόδοξη και μιλούσε σαν ιδιοκτήτρια μπορντέλου, ειδικευμένη στην εξυπηρέτηση ναυτικών που είχαν ως βίτσιο τη βωμολοχία. Η Σίνα πλεύρισε το κρεβάτι από την άλλη μεριά, εγκλωβίζοντας έτσι τον Τζούνιορ ανάμεσα σ' αυτή και τον Μπιγκ Ρούντι. Ο χείμαρρος από χυδαίες βρισιές που ξέβρασε το στόμα της έκανε τον Τζούνιορ να νιώσει σαν να άδειαζε πάνω του ο σωλήνας ενός φορτηγού που έκανε εκκενώσεις βόθρων. Στα πόδια του κρεβατιού ήρθε και στάθηκε με συρτό, μάγκικο βήμα το τρίτο μέλος της συμμορίας των Χάκατσακ: η εικοσιτετράχρονη Κέιτλιν, η μεγαλύτερη αδερφή της Ναόμι. Η Κέιτλιν ήταν η άτυχη από τις δύο αδερφές. Είχε κληρονομήσει την εμφάνιση από τον πατέρα της και το χαρακτήρα κι από τους δυο γονείς. Μια περίεργη κοκκινωπή απόχρωση γυάλιζε μόνιμα στα καστανά μάτια της που, όταν φωτίζονταν από μια συγκεκριμένη γωνία, φάνταζαν σαν αιματοβαμμένα. Η Κέιτλιν διέθετε και τη διαπεραστική αγριοφωνάρα και το ταλέντο στο χυδαίο βρισίδι, που ήταν χαρακτηριστικά της φυλής των Χάκατσακ, αλλά προς το παρόν είχε παραχωρήσει την τιμή της φραστικής επίθεσης στους γονείς της. Το
άγριο βλέμμα όμως με το οποίο κάρφωνε τον Τζούνιορ, αν βρισκόταν στο κατάλληλο μέρος, θα τρυπούσε το βράχο και θα έβγαζε πετρέλαιο μέσα σε δευτερόλεπτα. Δεν είχαν έρθει να δουν τον Τζούνιορ χτες και να συμμετάσχουν στο πένθος - α ν βέβαια τους είχε περάσει από το μυαλό να πενθήσουν. Δεν είχαν στενές σχέσεις με τη Ναόμι, που είχε κάποτε εκμυστηρευτεί στον Τζούνιορ ότι αισθανόταν σαν τον Ρωμύλο και τον Ρώμο, που τους είχαν αναθρέψει λύκοι, ή σαν τον Ταρζάν, αν οι γορίλες που τον είχαν αναθρέψει ήταν κακοί. Για τον Τζούνιορ, η Ναόμι ήταν η γλυκιά και καλή Σταχτοπούτα κι αυτός ο ερωτευμένος Πρίγκιπας που την είχε σώσει από τη φριχτή οικογένειά της. Οι Χάκατσακ είχαν έρθει εκ των υστέρων στο νοσοκομείο, γιατί τους είχε αναγκάσει να έρθουν η είδηση ότι ο Τζούνιορ είχε εκφράσει απέχθεια στην ιδέα να ωφεληθεί οικονομικά από το θάνατο της γυναίκας του. Οι Χάκατσακ είχαν πληροφορηθεί ότι είχε διώξει τους Νάκερ, Χίσκας και Νορκ. Οι πιθανότητες των πεθερικών του να εισπράξουν κάποια αποζημίωση για τη δυστυχία τους από το θάνατο της Ναόμι θα μειώνονταν δραματικά αν ο σύζυγος της δεν απέδιδε ευθύνες στην Πολιτεία ή στην Κομητεία. Γι' αυτό κι αισθάνθηκαν την ανάγκη να εμφανιστούν και να διαμαρτυρηθούν ενωμένοι, σαν μια οικογένεια. Τη στιγμή που ο Τζούνιορ έσπρωχνε τη Ναόμι πάνω στο σάπιο κάγκελο, είχε προβλέψει και την επίσκεψη του Ρούντι, της Σίνα και της Κέιτλιν. Είχε ήδη αποφασίσει ότι ο ίδιος θα προσποιούνταν ότι προσβαλλόταν από την πρόταση της Πολιτείας να αποτιμηθεί χρηματικά η απώλεια της συντρόφου του κι ότι θα αντιστεκόταν πειστικά... ώσπου, σιγά σιγά, έπειτα από εξαντλητικές συζητήσεις ημερών, ή και εβδομάδων, θα υποχωρούσε τελικά με μεγάλη απροθυμία. Οι Χάκατσακ δεν θα το έβαζαν κάτω με τίποτα κι αυτός, απελπισμένος, κουρασμένος κι αηδιασμένος, θα αφηνόταν να υποχωρήσει στην απληστία τους. Ό τ α ν οι φοβεροί αυτοί συγγενείς θα είχαν τελειώσει τα πάρε δώσε μαζί του, ο Τζούνιορ θα είχε κερδίσει τη συμπά-
θεια των Νάκερ, Χίσκας και Νορκ και όποιου άλλου είχε αμφιβολίες σχετικά με το ρόλο του στο θάνατο της Ναόμι. Δεν αποκλείεται να έπαυε να τον υποψιάζεται ακόμη κι ο Τόμας Βανάντιουμ. Στριγκλίζοντας σαν όρνια που κάνουν κΰκλους περιμένοντας να ξεψυχήσει η πληγωμένη λεία τους, οι Χάκατσακ ανάγκασαν δυο φορές τις νοσοκόμες να έρθουν στο δωμάτιο και να τους επιπλήξουν αυστηρά. Τους ζήτησαν να χαμηλώσουν τη φωνή τους και να σεβαστούν τους ασθενείς στα άλλα δωμάτια. Πολύ περισσότερες από δυο φορές, ανήσυχες νοσοκόμες -μέχρι κι ένας ειδικευόμενος παθολόγος- παρέκαμψαν τα θηρία για να βεβαιωθούν ότι ο Τζούνιορ ήταν καλά. Τον ρώτησαν επανειλημμένα αν ήταν σε θέση να δεχτεί επισκέπτες, τέτοιου είδους επισκέπτες. «Είναι οι μοναδικοί συγγενείς μου», απαντούσε ο Τζούνιορ με θλιμμένο, στωικό ύφος. Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ο πατέρας του, αποτυχημένος καλλιτέχνης αλλά εξαιρετικά επιτυχημένος αλκοολικός, ζούσε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας. Η μητέρα του, με την οποία είχαν χωρίσει όταν ο Τζούνιορ ήταν τεσσάρων χρονών, είχε κλειστεί σε ψυχιατρείο πριν από δώδεκα χρόνια. Ο Τζούνιορ τους έβλεπε σπάνια. Δεν είχε μιλήσει ποτέ στη Ναόμι γι' αυτούς. Οι γονείς του δεν πρόσθεταν τίποτα θετικό στην εικόνα του εαυτού του. Αφού αποχώρησε και η τελευταία ανήσυχη νοσοκόμα, η Σίνα έσκυψε πάνω από το κρεβάτι και τσίμπησε δυνατά τον Τζούνιορ στο μάγουλο, σαν να ήθελε να κόψει ένα κομματάκι και να το καταβροχθίσει επιτόπου. «Βάλ' το καλά στο μυαλό σου, σκατοκέφαλε. Εγώ έχασα την κόρη μου, το θησαυρό μου, τη Ναόμι μου, το φως της ζωής μου». Η Κέιτλιν αγριοκοίταξε τη μάνα της σαν να την είχε προδώσει. «Τη Ναόμι εγώ την έβγαλα από κει που ξέρεις πριν από είκοσι ένα χρόνια, δεν την έβγαλες εσύ. Ποιος είσαι εσύ, εδώ που τα λέμε; Ένας τυχαίος που την απαύτωνε για κάνα δυο χρόνια, αυτό είσαι. Εγώ όμως είμαι η μάνα της. Δεν ξέρεις
εοΰ τι θα πει πόνος της μάνας. Κι αν δεν υποστηρίξεις την οικογένειά μας για να μας τα ακουμπήσουν χοντρά αυτοί οι χέστηδες, εγώ προσωπικά θα σου τα κόψω τα παπάρια και θα τα δώσω στη γάτα μου να τα φάει». «Δεν έχεις γάτα». «Θα πάρω», του απάντησε η Σίνα. Ο Τζούνιορ ήξερε ότι ήταν ικανή να πραγματοποιήσει την απειλή της. Ακόμη κι αν δεν ήθελε τα χρήματα - π ο υ τα ήθελε-, δεν θα τολμούσε να κοντράρει τη Σίνα. Αυτή τη γυναίκα τη φοβόταν μέχρι κι ο Ρούντι, που ήταν πελώριος σαν τον Μπιγκ Φουτ και αμοραλιστής όσο ένας χαμαιλέοντας. Και τα τρία αυτά άθλια δείγματα του ανθροόπινου είδους ήταν φιλοχρήματα μέχρι τρέλας. Ο Ρούντι είχε δικές του έξι μάντρες πούλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων σε πέντε διαφορετικές πόλεις του Όρεγκον και - τ ο μεγάλο καμάρι του- την αντιπροσωπεία της Φορντ για καινούρια και μεταχειρισμένα οχήματα. Του Ρούντι του άρεσε η μεγάλη ζωή. Πήγαινε στο Λας Βέγκας τέσσερις φορές το χρόνο και σκόρπιζε τα λεφτά με την ίδια ευκολία που άδειαζε την κύστη του. Η Σίνα λάτρευε επίσης τον τζόγο και ψώνιζε οαν μανιακή. Η Κέιτλιν είχε αδυναμία στους άντρες, στους όμορφους άντρες, επειδή όμως υπήρχε κίνδυνος να την μπερδέψεις με τον πατέρα της σε κακοφωτισμένους χώρους, πλήρωνε ακριβά για να ικανοποιεί τα γούστα της. Κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, εκεί που οι Χάκατσακ τον έλουζαν με βρισιές, προσβολές κι αισχρότητες, ο Τζούνιορ πρόσεξε ότι ο Βανάντιουμ είχε σταθεί στην πόρτα και παρατηρούσε. Τέλεια. Έ κ α ν ε πως δεν τον είχε δει κι όταν έριξε πάλι μια κλεφτή ματιά, ο Βανάντιουμ είχε εξαφανιστεί σαν στοιχειό. Σαν κοντόχοντρο στοιχειό. Όλη τη μέρα, με ένα μικρό διάλειμμα για το δείπνο στις έξι, οι Χάκατσακ προσπάθησαν πεισματικά να τον μεταπείσουν. Το νοσοκομείο δεν είχε ξαναδεί τέτοιο τσίρκο. Οι βάρδιες άλλαξαν, και άλλες νοσοκόμες ήρθαν να δουν τον Τζούνιορ, περισσότερες απ' όσες δικαιολογούσε η κατάστασή του. Προφανώς, έβρισκαν αφορμή να ρίξουν μια ματιά στο απίθανο θέαμα.
Ό τ α ν έληξε πια το ωράριο επισκέψεων και η οικογένεια οδηγήθηκε έξω με το ζόρι, κάτω από θύελλα διαμαρτυριών, ο Τζούνιορ δεν είχε υποκύψει ακόμα στις πιέσεις τους. Αν ήθελε να φανεί πειστικά απρόθυμη η μεταστροφή του, θα έπρεπε να τους αντισταθεί τουλάχιστον για μερικές μέρες ακόμη. Μόνος επιτέλους, αισθάνθηκε εξουθενωμένος. Σωματικά, συναισθηματικά και νοητικά. Ο φόνος ήταν εύκολο πράγμα, αλλά τα επακόλουθα ήταν πολύ πιο κουραστικά απ' ό,τι φανταζόταν. Αν και ήταν βέβαιος ότι ο τελικός διακανονισμός με την Πολιτεία θα τον εξασφάλιζε οικονομικά για όλη την υπόλοιπη ζωή του, το στρες ήταν τόσο μεγάλο, που έφτασε ν' αναρωτιέται, στις μαύρες στιγμές του, αν η ανταμοιβή άξιζε τέτοια ταλαιπωρία. Αποφάσισε να μη σκοτώσει ποτέ ξανά έτσι παρορμητικά. Ποτέ. Στην πραγματικότητα, ορκίστηκε να μην ξανασκοτώσει ποτέ, εκτός κι αν βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Σύντομα θα γινόταν πολύ πλούσιος. Θ α είχε πολλά να χάσει στην περίπτωση που τον έπιαναν. Ο φόνος ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Κρίμα που δεν θα μπορούσε πλέον να την απολαμβάνει. Αν υποψιαζόταν ότι πριν κλείσει μήνας θα πατούσε δυο φορές τον όρκο του κι ότι, δυστυχώς, κανένα από τα θύματα δεν θα ήταν από την οικογένεια Χάκατσακ, ίσως να μην τον είχε πάρει ο ύπνος τόσο εύκολα. Και ίσως να μην είχε ονειρευτεί ότι έκλεβε απαρατήρητος δεκάδες κέρματα από τις τσέπες του Βανάντιουμ, ενώ ο αστυνομικός, σαστισμένος, έψαχνε μάταια να τα βρει.
Κεφάλαιο 29
Τ η ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ, ψηλά πάνω από τον τάφο του Τζο Λάμπιον, ο καταγάλανος ουρανός της Καλιφόρνιας σκόρπιζε ένα φως τόσο διάφανο και καθαρό, που ο κόσμος έμοιαζε να έχει ξεπλυθεί απ' όλες τις αμαρτίες του. Πλήθος κόσμου είχε παρακολουθήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία στο ναό του Αγίου Θωμά. Ο κόσμος είχε στριμωχτεί πλημμυρίζοντας την εκκλησία και τώρα φαινόταν πως όλοι αυτοί είχαν ακολουθήσει την πομπή μέχρι το νεκροταφείο. Η Άγκνες, καθισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι που το έσπρωχναν ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ, διέσχισε το γρασίδι, πέρασε ανάμεσα από τα μνήματα και οδηγήθηκε μπροστά στην τελευταία κατοικία του άντρα της. Αν και δεν κινδύνευε πια από αιμορραγία, ο γιατρός τής είχε συστήσει να μην κουράζεται. Στην αγκαλιά της είχε τον Μπαρθόλομιου. Το μωρό δεν ήταν βαριά ντυμένο, γιατί ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ήπιος. Η Άγκνες δεν θα κατόρθωνε να το αντέξει αυτό χωρίς το παιδί. Το μικρό βάρος που κρατούσε στα χέρια της ήταν η άγκυρα που θα έριχνε στην ταραγμένη θάλασσα του μέλλοντος της, αυτή που δεν θα άφηνε τα κύματα να την παρασύρουν σε αναμνήσεις από μέρες οριστικά χαμένες-τόσες και τόσες όμορφες μέρες με τον Τζο-, αναμνήσεις που θα της λάβωναν την καρδιά σαν μαχαιριές. Αργότερα, οι αναμνήσεις θα γίνονταν η παρηγοριά της. Ό χ ι ακόμη. Ο σωρός από χώμα δίπλα στον τάφο ήταν επιδέξια καλυμμένος από στεφάνια και φτέρες. Το φέρετρο, κρεμασμέ-
νο στα σκοινιά, είχε ολόγυρα ένα πλούσιο μαύρο βολάν που έκρυβε τον βαθύ λάκκο από κάτω. Αν και πίστη, η Άγκνες ήταν ανίκανη εκείνη τη στιγμή να σκεπάσει με τα άνθη της πίστης το σκληρό, άσπλαχνο πρόσωπο του Θανάτου. Ο Θάνατος ήταν εκεί, λιγνός, σκελετωμένος, κι έριχνε τους σπόρους του ανάμεσα στους συγκεντρωμένους φίλους και γνωστούς για να περάσει αργότερα να θερίσει. Ό ρ θ ι α δεξιά κι αριστερά από το αναπηρικό καροτσάκι, τ' αδέρφια της πιο πολύ παρακολουθούσαν τον ουρανό παρά τον ενταφιασμό. Συνοφρυωμένοι και οι δυο κοίταζαν το απέραντο γαλάζιο σαν ν' αντίκριζαν βαριά σύννεφα καταιγίδας. Η Άγκνες υπέθετε πως ο Τζέικομπ μάλλον περίμενε τρέμοντας να του πέσει κάποιο περαστικό αεροπλάνο στο κεφάλι. Από την άλλη, ο Ίντομ ίσως να υπολόγιζε τις πιθανότητες που υπήρχαν να γίνει αυτό το γαλήνιο νεκροταφείο, τούτη ειδικά την ώρα, το σημείο πρόσκρουσης ενός από εκείνους τους αστεροειδείς που διέλυαν πλανήτες και, όπως λεγόταν, εξαφάνιζαν τη ζωή από τη Γη κάθε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Την Άγκνες την κυρίευσε μια απέραντη θλίψη, αλλά αποφάσισε να μην της επιτρέψει να την κάνει κουρέλι. Αν τυχόν αντικαθιστούσε την ελπίδα με την απελπισία, όπως είχαν κάνει τα αδέρφια της, ο Μπαρθόλομιου θα είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Του όφειλε αισιοδοξία, όφειλε να του δείξει τη χαρά της ζωής. Μετά την τελετή, ανάμεσα σ' αυτούς που πλησίασαν την Άγκνες μπροστά στον τάφο για να της εκφράσουν αυτά που δεν μπορούσαν να εκφραστούν με λόγια ήταν κι ο Πολ Νταμάσκους, που είχε το φαρμακείο στην Ό σ ι α ν Άβενιου. Μεσογειακής καταγωγής, είχε καστανόχρωμο δέρμα και απίστευτα κόκκινα μαλλιά στο χρώμα της σκουριάς. Με τα σκουριασμένα κόκκινα φρύδια του, τις βλεφαρίδες και το παχύ μουστάκι του έμοιαζε με μπρούντζινο άγαλμα που ο χρόνος τού είχε δώσει μια ασυνήθιστη πατίνα. Ο Πολ γονάτισε στο ένα πόδι δίπλα στο καροτσάκι της. «Αυτή η μοναδική μέρα, Άγκνες. Αυτή η μοναδική μέρα, που τόσα πράγματα αρχίζουν. Χμμ;»
Μίλησε σαν να ήταν σίγουρος ότι η Άγκνες θα καταλάβαινε τι εννοούσε. Το είπε μ' ε'να χαμόγελο κι ε'να σπίθισμα στο βλέμμα, σαν να της έκλεινε συνωμοτικά το μάτι, σαν να ήταν και οι δυο τους μέλη μιας μυστικής κοινότητας στην οποία αυτές οι τέσσερις λέξεις, αυτή-η-μοναδική-μέρα, ήταν ένα είδος συνθήματος που έκρυβε κάποιο περίπλοκο νόημα, διαφορετικό απ' αυτό που αντιλαμβάνονταν οι αμύητοι. Πριν μπορέσει η Άγκνες να του απαντήσει, ο Πολ σηκώθηκε απότομα κι. απομακρύνθηκε. Μετά, άλλοι γνωστοί και φίλοι ήρθαν κοντά της να τη συλλυπηθούν, και έχασε από τα μάτια της το φαρμακοποιό, που ανακατεύτηκε με το πλήθος που αποχωρούσε. Αυτή η μοναδική μέρα, Άγκνες. Αυτή η μοναδική μέρα, που τόσα πράγματα αρχίζουν. Τι περίεργα λόγια! Μια αίσθηση μυστηρίου πλημμύρισε την Άγκνες· την τρόμαζε λιγάκι, αλλά ήταν και περίεργα ευχάριστη. Ανατρίχιασε. Ο Ίντομ, νομίζοντας πως η αδερφή του είχε κρυώσει, έβγαλε το σακάκι του και το έριξε στους ώμους της. Εκείνη η Δευτέρα στο Όρεγκον ήταν κρύα και σκοτεινή, με βαριά, μολυβένια σύννεφα να κρέμονται χαμηλά στον ουρανό πάνω από το νεκροταφείο. Έ ν α ς πολύ μελαγχολικός αποχαιρετισμός για τη Ναόμι, έστω κι αν δεν είχε αρχίσει ακόμη η βροχή. Ό ρ θ ι ο ς δίπλα στον τάφο, ο Τζούνιορ είχε πολύ κακή διάθεση. Είχε βαρεθεί πια να παριστάνει πως πενθούσε. Είχαν περάσει τρεισήμισι μέρες απ' όταν έριξε τη γυναίκα του από το παρατηρητήριο και σ' αυτό το διάστημα δεν είχε ευχαριστηθεί ούτε μία φορά. Ή τ α ν από τη φύση του κοινωνικός και ποτέ δεν αρνιόταν πρόσκληση σε πάρτι. Του άρεσε να γελάει, να ερωτεύεται, να ζει, αλλά πώς να ευχαριστηθεί τη ζωή όταν έπρεπε διαρκώς να θυμάται να δείχνει θλιμμένος και να δίνει μελαγχολικό τόνο στη φωνή του; Ακόμη χειρότερα, για να κάνει πιστευτό το πένθος του και να διώξει τις υποψίες, θα έπρεπε να συνεχίσει να παριστάνει τον χαροκαμένο σύζυγο, τουλάχιστον για κάνα δυο
βδομάδες ακόμη, αν όχι για έναν ολόκληρο μήνα. Σαν πιστός οπαδός της θεωρίας του δόκτορα Ζεντ περί αυτοβελτίωσης, ο Τζούνιορ εκνευριζόταν αφόρητα μ' αυτούς που άφηναν να τους παρασύρει ο συναισθηματισμός τους, όπως άλλωστε και με τις καθιερωμένες κοινωνικές απαιτήσεις. Και τώρα ήταν αναγκασμένος να παριστάνει πως ήταν ένας απ' αυτούς τους ανόητους, και μάλιστα για αόριστο χρονικό διάστημα. Ο ίδιος, όντας εξαιρετικά ευαίσθητος, είχε θρηνήσει τη Ναόμι με όλο του το σώμα: με οξείς εμετικούς σπασμούς, φαρυγγική αιμορραγία και ακράτεια. Ο θρήνος του ήταν τόσο σπαρακτικός, που λίγο έλειψε να τον σκοτώσει. Αρκετά, λοιπόν. Λίγοι άνθρωποι παρακολούθησαν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ο Τζούνιορ και η Ναόμι ήταν τόσο αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο, που, σε αντίθεση με τα περισσότερα νιόπαντρα ζευγάρια, είχαν ελάχιστους φίλους. Οι Χάκατσακ ήταν εκεί, φυσικά. Ο Τζούνιορ δεν είχε συμφωνήσει ακόμη να συμπαραταχθεί μαζί τους στο κυνήγι του ματωμένου χρήματος. Γι' αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσουν σε χλωρό κλαρί μέχρι να πετύχουν αυτό που ήθελαν. Ο Ρούντι, με σκούρο μπλε κοστούμι, στενό και κοντό όπως συνήθως, έδειχνε ν' ασφυκτιά μέσα στα ρούχα του. Εκεί, στο νεκροταφείο, δεν φάνταζε απλώς σαν μπράβος με κακοραμμένο κοστούμι, αλλά σαν τυμβωρύχος που πλούτιζε την γκαρνταρόμπα του γδύνοντας λείψανα. Με φόντο τις πέτρινες επιτύμβιες στήλες, η Κέιτλιν διαγραφόταν σαν ογκώδης, σκοτεινή παρουσία από το Υπερπέραν, σαν μισοσαπισμένο ζόμπι που είχε σηκωθεί από τη μουχλιασμένη κάσα του για να εκδικηθεί τους ζωντανούς. Ο Ρούντι και η Κέιτλιν αγριοκοίταζαν κάθε τόσο τον Τζούνιορ, ενώ η Σίνα έδειχνε να θέλει να τον διαλύσει με το βλέμμα της, παρ' όλο που εκείνος δεν έβλεπε καθαρά τα μάτια της πίσω από το μαύρο βέλο που τα σκέπαζε. Η χαροκαμένη μάνα, εκθαμβωτική με το κολλητό μαύρο φόρεμά της, πρέπει να δυσκολευόταν επίσης από το τούλινο αξεσουάρ του πένθους, γιατί αναγκαζόταν να σηκώνει τον καρπό της
ως το πιγούνι για να κοιτάζει την ώρα κάθε που η νεκρώσιμη ακολουθία τής φαινόταν ατέλειωτη. Ο Τζούνιορ είχε σκοπό να συνθηκολογήσει αργότερα, στη συγκέντρωση συγγενών και φίλων. Ο Ρούντι είχε οργανώσει έναν μπουφέ στο εκθετήριο της αντιπροσωπείας της Φορντ, που την είχε κλείσει λόγω πένθους μέχρι τις τρεις μετά το μεσημέρι: επικήδειοι, γεύμα και αναμνήσεις από τη μακαρίτισσα, ανάμεσα σε αστραφτερές Θάντερμπερντ, Γκάλαξι και Μάστανγκ. Ο τόπος συνάντησης ήταν ιδανικός για τον Τζούνιορ, γιατί θα του πρόσφερε τους μάρτυρες που χρειαζόταν για να αποδείξει με πόση απροθυμία, απόγνωση, ακόμη και αγανάκτηση είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει στην απληστία των Χάκατσακ. Σε μια άλλη μεριά του νεκροταφείου, κάπου εκατόν πενήντα μέτρα πιο πέρα, μια άλλη τελετή ενταφιασμού, που την παρακολουθούσε ένα πλήθος κόσμου, είχε αρχίσει νωρίτερα απ' αυτή της Ναόμι. Τώρα είχε τελειώσει και οι άνθρωποι σκόρπιζαν πηγαίνοντας προς τ' αυτοκίνητά τους. Από τόση απόσταση κι ανάμεσα από τα σκόρπια κυπαρίσσια, ο Τζούνιορ δεν μπορούσε να διακρίνει πολλά από την άλλη κηδεία, αλλά ήταν σίγουρος ότι η πλειοψηφία, αν όχι όλοι απ' αυτούς που την είχαν παρακολουθήσει, ήταν μαύροι. Συμπέρανε λοιπόν ότι ο νεκρός πρέπει να ήταν επίσης μαύρος. Αυτό τον προβλημάτισε. Το Ό ρ ε γ κ ο ν δεν ήταν Νότος, φυσικά. Ή τ α ν μια Πολιτεία με προοδευτικές ιδέες. Παρ' όλα αυτά, ο Τζούνιορ απόρησε. Στο Ό ρ ε γ κ ο ν ζούσαν ελάχιστοι μαύροι, μια χούφτα συγκριτικά με άλλες Πολιτείες. Κι όμως, ο Τζούνιορ υπέθετε ως τώρα ότι οι μαύροι του Όρεγκον είχαν δικά τους νεκροταφεία. Δεν είχε τίποτα εναντίον των μαύρων. Δεν τους μισούσε. Δεν είχε τέτοιες προκαταλήψεις. Ζήσε κι άσε τους άλλους να ζήσουν. Ο Τζούνιορ αυτό πίστευε, αρκεί να έμεναν οι μαύροι στη γωνιά τους και να συμμορφώνονταν με τους νόμους της πολιτισμένης κοινωνίας όπως όλοι. Μ' αυτή την προϋπόθεση, είχαν κι αυτοί δικαίωμα να ζήσουν ήσυχοι. Η ταφή αυτού του έγχρωμου, όμως, είχε γίνει στο ύψωμα πάνω από τον τάφο της Ναόμι. Ό τ α ν θα άρχιζε η απο-
σύνθεση εκεί ψηλά, τα σωματικά υγρά και η ρευστή σάρκα θα ανακατεύονταν με το χώμα. Με τις βροχε'ς και την αποστράγγιση, όλα αυτά θα μεταφε'ρονταν χαμηλότερα στην πλαγιά, θα διαπότιζαν τον τάφο της Ναόμι και θα ε'σμιγαν με τα δικά της υπολείμματα. Αυτό ο Τζούνιορ το έβρισκε απαράδεκτο. Τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Αν μετέφερε αλλού τον τάφο της Ναόμι, σε νεκροταφείο χωρίς μαύρους, η ενέργεια τον θα προκαλούσε διάφορα σχόλια. Κι ο Τζούνιορ δεν ήθελε να τραβήξει άλλο την προσοχή του κόσμου επάνω τον. Αποφάσισε ωστόσο να επισκεφτεί σύντομα ένα δικηγόρο και να φροντίσει για τη διαθήκη του. Θα όριζε ότι επιθυμούσε για τον εαυτό του την αποτέφρωση και θα ζητούσε η στάχτη του να τοποθετηθεί σε έναν από τους αναθηματικούς τοίχους, σε αρκετή απόσταση από το έδαφος, όπου θα ήταν απίθανο να τη διαποτίσει οτιδήποτε. Μόνο ένα άτομο απ' αυτά που είχαν παρακολουθήσει την άλλη κηδεία δεν κατευθύνθηκε προς τη μακριά γραμμή των αυτοκινήτων στο βοηθητικό δρομάκι. Έ ν α ς άντρας με σκούρο κοστούμι περπατούσε ανάμεσα στα μνήματα, κατηφορίζοντας τον ομαλό λόφο, κι ερχόταν κατευθείαν στον τάφο της Ναόμι. Ο Τζούνιορ αδυνατούσε να φανταστεί για ποιο λόγο ένας άγνωστος μαύρος ερχόταν να ανακατευτεί μαζί τους. Ή λ πιζε να μη δημιουργηθεί καμιά φασαρία. Ο ιερέας τελείωσε. Η τελετή είχε λήξει. Κανένας δεν πλησίασε τον Τζούνιορ για συλλυπητήρια, αφού θα τον συναντούσαν αργότερα, στον μπουφέ, στην αντιπροσωπεία της Φορντ. Στο μεταξύ, ο Τζούνιορ είχε διαπιστώσει ότι ο άντρας που ερχόταν από την άλλη κηδεία δεν ήταν ούτε μαύρος ούτε άγνωστος. Ή τ α ν ο ντετέκτιβ Τόμας Βανάντιουμ, που ήταν αρκετά ενοχλητικός ώστε να μπορεί να θεωρηθεί επίτιμος Χάκατσακ. Ο Τζούνιορ σκέφτηκε να φύγει πριν φτάσει ο Βανάντιουμ, που βρισκόταν κάπου στη μέση της απόστασης. Φοβήθηκε όμως μήπως φανεί σαν να το βάζει στα πόδια.
Ο εργολάβος κηδειών και ο βοηθός του ήταν οι μόνοι, εκτός από τον Τζούνιορ, που είχαν απομείνει δίπλα στον τάφο. Τον ρώτησαν αν μπορούσαν να κατεβάσουν το φέρετρο, ή αν ήθελε να περιμένουν μέχρι εκείνος να φύγει. Ο Τζούνιορ τους έδωσε την άδεια να κάνουν τη δουλειά τους. Οι δυο άντρες έβγαλαν και τύλιξαν το πτυχωτό πράσινο ύφασμα που κρεμόταν από το ορθογώνιο πλαίσιο του βαρούλκου που κρατούσε το φέρετρο. Πράσινο κι όχι μαύρο, γιατί η Ναόμι λάτρευε τη φύση. Ο Τζούνιορ είχε σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια της κηδείας της. Τώρα ο τάφος αποκαλύφθηκε. Νωτισμένοι χωμάτινοι τοίχοι. Κάτω από τη σκιά του φερέτρου, ο πυθμένας του τάφου ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι, αθέατος. Ο Βανάντιουμ έφτασε και στάθηκε δίπλα στον Τζούνιορ. Το μαύρο κοστούμι του ήταν φτηνιάρικο σαν του Ρούντι., αλλά του πήγαινε περισσότερο. Ο ντετέκτιβ κρατούσε ένα λευκό τριαντάφυλλο με πολύ μακρύ μίσχο. Δυο μανιβέλες κινούσαν την τροχαλία και τα σκοινιά. Ο νεκροθάφτης κι ο βοηθός του άρχισαν να τις γυρίζουν ταυτόχρονα και το φέρετρο άρχισε να κατεβαίνει στο λάκκο, με συνοδεία το σιγανό τρίξιμο του μηχανισμού. Τελικά, ο Βανάντιουμ μίλησε. «Η αναφορά του εργαστηρίου δείχνει ότι το μωρό ήταν σχεδόν σίγουρα δικό σου». Ο Τζούνιορ δεν απάντησε. Ή τ α ν ακόμη τσατισμένος με τη Ναόμι που του είχε κρατήσει κρυφή την εγκυμοσύνη της, αλλά χαιρόταν αφάνταστα που το παιδί ήταν δικό του. Τώρα, ο Βανάντιουμ δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η απιστία της Ναόμι και η ύπαρξη ενός μπάσταρδου ήταν το κίνητρο της δολοφονίας της. Η είδηση ευχαρίστησε τον Τζούνιορ και τον στενοχώρησε ταυτόχρονα. Δεν έθαβε απλώς μια αγαπημένη σύζυγο αλλά και το πρώτο του παιδί. Έ θ α β ε την οικογένειά του. Για να στερήσει από τον αντιπαθέστατο αστυνομικό την ικανοποίηση να σχολιάσει την είδηση περί της πατρότητας του παιδιού, ο Τζούνιορ κράτησε το βλέμμα του σταθερά
στυλωμένο στον τάφο και ρώτησε: «Τίνος την κηδεία παρακολούθησες;» «Της κόρης ενός φίλου. Είπαν ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στο Σαν Φρανσίσκο. Ή τ α ν ακόμη πιο νέα από τη Ναόμι». «Τραγικό. Η χορδή της κόπηκε πολύ γρήγορα. Η μουσική της σταμάτησε πρόωρα», είπε ο Τζούνιορ. Αισθανόταν αρκετά σίγουρος ώστε να σερβίρει στον μανιακό ντετέκτιβ μια μερίδα ξαναζεσταμένης θεωρίας περί ζωής. «Τώρα υπάρχει μια φάλτσα νότα στη μελωδία του σύμπαντος. Κανείς δεν ξέρει πώς θα επηρεάσουν οι δονήσεις αυτού του φάλτσου εμένα, εσένα, όλους μας». Πνίγοντας ένα χλευαστικό χαμόγελο και μένοντας σοβαρός και θλιμμένος, ο Τζούνιορ έριξε μια κλεφτή ματιά στον αστυνομικό. Ο Βανάντιουμ κοίταζε επίμονα τον τάφο σαν να μην είχε ακούσει καν τα λόγια του Τζούνιορ, αν τα είχε ακούσει, σαν να μην είχε καταλάβει ότι ήταν κοροϊδευτικά. Και τότε ο Τζούνιορ είδε το αίμα στη δεξιά μανσέτα του πουκαμίσου του Βανάντιουμ. Αίμα έσταζε και από τα δάχτυλά του. Ο Βανάντιουμ έσφιγγε τόσο δυνατά το τριαντάφυλλο στο /χέρι του, που τ' αγκάθια είχαν μπηχτεί στη χοντρή παλάμη του. Δεν φαινόταν όμως να έχει αντιληφθεί ότι τρυπήθηκε. Τον Τζούνιορ τον κυρίευσε ένας απότομος, βαθύς τρόμος. Ή θ ε λ ε να φύγει μακριά απ' αυτό τον τρελάρα, αλλά τον είχε καθηλώσει ένα είδος μακάβριας γοητείας. «Αυτή τη μοναδική μέρα», είπε ήρεμα ο Τόμας Βανάντιουμ, κοιτώντας πάντα τον τάφο, «όλα μοιάζουν να καταλήγουν άσχημα. Αλλά, όπως η κάθε μέρα, είναι κι αυτή γεμάτη από πράγματα που αρχίζουν». Με έναν υπόκωφο γδούπο, το φέρετρο της Ναόμι κάθισε στον πάτο του λάκκου. Αυτό, για τον Τζούνιορ, ήταν σίγουρα μια κατάληξη. «Αυτή η μοναδική μέρα», μουρμούρισε ο ντετέκτιβ. Κρίνοντας περιττή μια εντυπωσιακή αποχώρηση, ο Τζούνιορ προχώρησε αθόρυβα προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητο του.
Τα μαΰρα οΰννεφα της βροχής του φάνηκαν δυσοίωνα, σαν κακό προμήνυμα. Ό τ α ν έφτασε στο Σαμπέρμπαν στάθηκε κι έριξε μια ματιά πίσω στον τάφο. Ο εργολάβος κι ο βοηθός του μάζευαν τα σκοινιά και την τροχαλία. Σύντομα, ένας εργάτης θα ερχόταν να γεμίσει το λάκκο. Τη στιγμή που κοίταζε ο Τζούνιορ, ο Βανάντιουμ τέντωσε το δεξί του χέρι πάνω από τον ανοιχτό τάφο. Κρατούσε το λευκό τριαντάφυλλο, που τ' αγκάθια του του είχαν ματώσει την παλάμη. Πέταξε το λουλούδι κι αυτό έπεσε και χάθηκε μέσα στην ανοιχτή τρύπα, πάνω στο φέρετρο της Ναόμι. Εκείνη τη Δευτέρα το βράδυ, όταν η Φίμι κι ο ήλιος είχαν αρχίσει πια το μακρύ ταξίδι τους στο σκοτάδι, η Σελεστίνα κάθισε να φάει με τον πατέρα και τη μητέρα της στην τραπεζαρία του σπιτιού τους. Συγγενείς, φίλοι και ενορίτες είχαν ήδη φύγει. Ανατριχιαστική ησυχία τύλιγε το σπίτι. Αυτό το σπίτι πάντα ξεχείλιζε από αγάπη και ζεστασιά, αλλά τώρα η Σελεστίνα ένιωθε ένα φευγαλέο παγερό ρεύμα, που δεν οφειλόταν ούτε σε κρύο ούτε σε ανοιχτά παράθυρα, να τη διαπερνά κάθε τόσο. Η απουσία της νεκρής αδερφής της ήταν δυσβάσταχτη. Το πρωί, η Σελεστίνα θα επέστρεφε στο Σαν Φρανσίσκο μαζί με τη μητέρα της. Πώς θα άφηναν τον πατέρα της μόνο, να συνηθίσει αυτή την απουσία; Όμως, ήταν ανάγκη να φύγουν χωρίς καθυστέρηση. Το μωρό θα έπρεπε να εγκαταλείψει το νοσοκομείο αμέσως μόλις θεραπευόταν από μια μικρή μόλυνση. Τώρα που είχε παραχωρηθεί στους γονείς της η προσωρινή κηδεμονία του βρέφους με σκοπό την υιοθεσία, η Σελεστίνα έπρεπε να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ευθύνη που είχε αναλάβει: να μεγαλώσει το παιδί. Ό π ω ς συνήθως, δείπνησαν με το φως των κεριών. Οι γονείς της Σελεστίνα ήταν αθεράπευτα ρομαντικοί. Πί-
στευαν επίσης ότι ένα ευχάριστο δείπνο έχει πολύ θετική επίδραση στα παιδιά, ακόμη κι αν το φαγητό είναι σκέτα μπιζέλια και ψωμί - κ α ι ήταν πολύ συχνά. Οι Γουάιτ δεν ήταν από τους βαπτιστές που απορρίπτουν το ποτό, αλλά έπιναν κρασί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στο πρώτο δείπνο στο σπίτι τους μετά την κηδεία, μετά τις προσευχές και τα δάκρυα, η οικογενειακή παράδοση επέβαλλε μια πρόποση στη μνήμη της πολυαγαπημένης νεκρής. Έ ν α ποτήρι κρασί. Στην προκειμένη περίσταση, το τρεμάμενο φως των κεριών δεν συνέβαλλε στη ρομαντική ατμόσφαιρα ή στο πολιτισμένο περιβάλλον, αλλά στην πένθιμη σιωπή στη μνήμη της Φίμι. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις, ο αιδεσιμότατος άνοιξε το μπουκάλι και σέρβιρε κρασί στα τρία ποτήρια. Τα χέρια του έτρεμαν. Είχαν συγκεντρωθεί και οι τρεις τους στη μια άκρη του μεγάλου τραπεζιού. Το σκουροκόκκινο κρασί λαμπύρισε σαν ρουμπίνι, σκορπίζοντας ανταύγειες στο δωμάτιο όταν η Σελεστίνα ύψωσε το ποτήρι της. Ο αιδεσιμότατος έκανε την πρώτη πρόποση, μιλώντας τόσο χαμηλόφωνα, που η Σελεστίνα είχε την αίσθηση ότι δεν άκουγε τα λόγια του με τ' αυτιά της αλλά με το μυαλό και την καρδιά της. «Στη γλυκιά Φίμι, που είναι κοντά στον Θεό». Η Γκρέις είπε: «Στην ακριβή μου Φίμι... που δε θα πεθάνει ποτέ». Ή τ α ν η σειρά της Σελεστίνα να κάνει μια πρόποση. «Στη Φίμι, που η μνήμη της θα με ακολουθεί κάθε ώρα, κάθε μέρα, για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, μέχρι να ξανασμίξουμε πραγματικά. Και... σ' αυτή τη μοναδική μέρα». «Σ' αυτή τη μοναδική μέρα», επανέλαβαν ο πατέρας και η μητέρα της. Το κρασί είχε πικρή γεύση, αλλά η Σελεστίνα ήξερε ότι ήταν γλυκό. Η πίκρα υπήρχε μέσα της. Και την έπνιγε. Αισθανόταν ότι είχε εγκαταλείψει την αδερφή της. Δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να είχε κάνει, αλλά, αν ήταν πιο ευαίσθητη, πιο διορατική και πιο προσεκτική, σίγουρα δεν θα θρηνούσαν τώρα γι' αυτί] την τρομακτική απώλεια.
Σε τι θα ωφελούσε τον κόσμο, τι προσδοκούσε να καταφέρει στη ζωή της, αυτή που δεν είχε μπορέσει ούτε να σώσει τη μικρή της αδερφούλα; Οι φλόγες των κεριών έγιναν θολές φωτεινές κηλίδες και τα πρόσωπα των γονιών της τρεμάμενες θαμπές φιγούρες, σαν τους αγγέλους που βλέπουμε στα όνειρά μας. «Ξέρω τι σκέφτεσαι», της είπε η μητέρα της. Άπλωσε το χέρι της πάνω στο τραπέζι κι έπιασε το χέρι της Σελεστίνα. «Ξέρω πόσο άχρηστη αισθάνεσαι τώρα, πόσο ανίκανη, πόσο μικρή κι αδύναμη, αλλά να θυμάσαι...» Ο πατέρας της έβαλε απαλά το μεγάλο χέρι του πάνω στα χέρια των δύο γυναικών. Και η Γκρέις, αποδεικνύοντας γι' άλλη μια φορά πόσο της ταίριαζε αυτό το όνομα, είπε το μόνο πράγμα που θα μπορούσε, με τον καιρό, να φέρει στη Σελεστίνα τη γαλήνη. «Να θυμάσαι τον Μπαρθόλομιου».
Κεφάλαιο 30
Η ΒΡΟΧΗ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΟΥΣΕ να ξεσπάσει το πριοί, την αίρα της κηδείας, άρχισε να πε'φτει τελικά το απόγευμα, αλλά μέχρι το βράδυ ο ουρανός του Όρεγκον είχε καθαρίσει τελείως από τα σύννεφα. Από την κάθε πλευρά του ορίζοντα απλωνόταν ένα βελούδινο πέπλο γεμάτο αστέρια και στο κέντρο του ουρανού κρεμόταν ένα φτενό φεγγάρι, γυαλιστερό και μεταλλικό σαν μικρό δρεπάνι. Λίγο μετά τις δέκα, ο Τζούνιορ επέστρεψε στο νεκροταφείο, αφήνοντας το Σαμπέρμπαν στο δρομάκι όπου ήταν παρκαρισμένα τα αυτοκίνητα των μαύρων το πρωί. Τώρα, δεν υπήρχε κανένα άλλο αυτοκίνητο εκεί, εκτός από το δικό του. Η περιέργεια τον είχε φέρει ως εκεί. Η περιέργειά του κι ένα εξαιρετικό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ο Βανάντιουμ δεν είχε έρθει στον τάφο της Ναόμι σαν συγγενής ή φίλος. Είχε έρθει με την επαγγελματική του ιδιότητα. Ί σ ω ς μ' αυτή την ίδια ιδιότητα, του αστυνομικού, να είχε παρακολουθήσει και την άλλη κηδεία. Αφού ακολούθησε την άσφαλτο για καμιά πενηνταριά μέτρα, ο Τζούνιορ πήρε την κατηφοριά, βαδίζοντας πάνω στο κοντοκουρεμένο γρασίδι, ανάμεσα στα μνήματα. Άναψε το φακό που είχε μαζί του και φρόντιζε να πατάει γρήγορα αλλά προσεκτικά, γιατί το έδαφος ήταν αρκετά ανώμαλο και σε αρκετά σημεία λασπερό από την πρόσφατη βροχή. Η σιωπή ο' αυτή την πόλη των νεκρών ήταν απόλυτη. Η νύχτα είχε σταματήσει ν' ανασαίνει, δεν ακουγόταν ούτε ένα
θρόισμα από τα ψηλά κυπαρίσσια που έστεκαν άγρυπνοι φρουροί πάνω από γενιές και γενιές σκελετών. Ό τ α ν εντόπισε τον τάφο, εκεί περίπου που υπολόγιζε ότι θα ήταν, ο Τζούνιορ δοκίμασε μια μικρή έκπληξη. Μια επιτύμβια στήλη από γρανίτη ήταν ήδη στημένη στη θέση της, αντί για την προσωρινή πινακίδα με το όνομα του νεκρού και την ημερομηνία που βλέπει κανείς στους φρεσκοανοιγμένους τάφους. Ή τ α ν μια στήλη σεμνή, ούτε μεγάλη ούτε υπερβολικά διακοσμημένη. Συνήθως, οι επαγγελματίες αυτής της ειδικότητας τελειώνουν τη δουλειά που τους ανατίθεται αρκετές ημέρες μετά τους εργολάβους κηδειών, γεγονός απόλυτα δικαιολογημένο, αφού το σκάλισμα της πέτρας απαιτεί πολύ περισσότερη δουλειά και λιγότερη βιασύνη από το κρύο πτώμα που περιμένει την ταφή. Ο Τζούνιορ υπέθεσε πως η νεκρή θα προερχόταν από κάποια σημαντική οικογένεια της κοινότητας των μαύρων, πράγμα που εξηγούσε και την άμεση εξυπηρέτηση από πλευράς μαρμαρά. Ο Βανάντιουμ είχε πει ότι ήταν φίλος της οικογένειας. Επομένως, ο πατέρας ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, αστυνομικός. Ο Τζούνιορ πλησίασε την επιτύμβια στήλη από την πίσω μεριά, έκανε το γύρο κι έριξε το φως του φακού στα χαραγμένα γράμματα: ...αγαπημένη κόρη και Σεραφείμ Αιθιόνημα
αδερφή... Γονάιτ
Έσβησε το φακό σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Αισθάνθηκε γυμνός, εκτεθειμένος, έντρομος. Μέσα στο κρύο και στη σκοτεινιά, η ανάσα του φούντωνε σαν λευκός αχνός κάτω από το αχνό φεγγαρόφωτο. Αυτές οι γρήγορες, λευκές αντανακλάσεις μέσα στη νύχτα θα μπορούσαν να τον καρφώσουν, αν τυχόν υπήρχε κάποιος μάρτυρας εκεί κοντά. Αυτή δεν την είχε σκοτώσει εκείνος, φυσικά. Τροχαίο ατύχημα. Έτσι δεν είχε πει ο Βανάντιουμ;
Πριν από δέκα μήνες, ύστερα από μια εγχείρηση στον τένοντα, η Σεραφείμ είχε ακολουθήσει ένα πρόγραμμα αποκατάστασης ως εξωτερική ασθενής στην κλινική όπου εργαζόταν ο Τζούνιορ. Την είχαν προγραμματίσει για τρεις επισκέψεις την εβδομάδα. Αρχικά, όταν του ανήγγειλαν ότι η ασθενής του ήταν μαύρη, ο Τζούνιορ είχε δείξει απροθυμία να την αναλάβει ως φυσιοθεραπευτής. Το πρόγραμμά της περιλάμβανε κυρίως κινητικές ασκήσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί η ευλυγισία και να δυναμώσουν οι μύες στο τραυματισμένο άκρο, θα χρειαζόταν όμως και κάποιο μασάζ. Αυτό ήταν που προτιμούσε να αποφύγει ο Τζούνιορ. Δεν είχε τίποτα εναντίον των μαύρων. Ζήσε κι άσε τους άλλους να ζήσουν. Η γη ανήκει σε όλους. Πολύ σωστά όλα αυτά. Από την άλλη πλευρά, σε κάτι πρέπει να πιστεύει κανείς. Ο Τζούνιορ δεν φόρτωνε το μυαλό του με ανόητες προκαταλήψεις, ούτε επέτρεπε στον εαυτό του να περιορίζεται από συντηρητικές ιδέες περί κοινωνίας εκλεκτών, ή από στείρες απόψεις περί σωστού και λάθους, καλού και κακού. Από τον Ζεντ είχε διδαχτεί ότι αυτός ο ίδιος ήταν κυρίαρχος του σύμπαντος. Αυτογνωσία, μέσω αυτοσεβασμού, ήταν το μόνο του δόγμα. Απόλυτη ελευθερία και ευχαρίστηση χωρίς ενοχές ήταν η ανταμοιβή, αν έμενε πιστός στις αρχές του. Μόνο σε ένα πράγμα πίστευε: στον Κάιν Τζούνιορ. Και ήταν φανατικός πιστός, ολοκληρωτικά αφιερωμένος στον εαυτό του. Γιατί, όπως εξηγούσε ο Σίζαρ Ζεντ, όταν ο άνθρωπος έχει αρκετά καθαρό μυαλό, απαλλαγμένο από τις άχρηστες δοξασίες και τους περιοριστικούς κανόνες που μόνο σύγχυση προκαλούν, όταν είναι αρκετά διαφωτισμένος ώστε να πιστεύει μόνο στον εαυτό του, τότε είναι ικανός να εμπιστευτεί το ένστικτο του, απελευθερωμένος από τις «τοξικές» επιδράσεις της κοινωνίας. Και ο μόνος τρόπος για να κατακτήσει κανείς την ευτυχία και την επιτυχία είναι να ακολουθήσει το ένστικτο του. Από ένστικτο, λοιπόν, ο Τζούνιορ ήξερε ότι δεν έπρεπε να κάνει μασάζ σε μαύρους. Διαισθανόταν ότι, αν το έκανε, θα μολυνόταν κατά κάποιον τρόπο, σωματικά ή ηθικά. Όμως, δεν ήταν εύκολο να αρνηθεί να αναλάβει την
ασθενή. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον, με την ισχυρή υποστήριξη τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αναμενόταν να υπο?γράψει το Διάταγμα περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1964. Οπότε, ήταν επικίνδυνο για τους λευκούς να εκφράζουν τα υγιή τους ένστικτα, γιατί η κοινωνία θα μπορούσε να τα ερμηνεύσει ως ρατσιστικές προκαταλή\|>εις. Με άλλα λόγια, θα τον απέλυαν. Ευτυχώς, πάνω που ήταν έτοιμος να εκφράσει τα ένστικτάτου στον προϊστάμενο και να τσεπώσειτην απόλυση, είδε την ασθενή. Στα δεκαπέντε της, η Σεραφείμ ήταν εκπληκτικά όμορφη, εξίσου εκθαμβωτική με τη Ναόμι, παρά τη διαφορά στο χρώμα του δέρματος. Το ένστικτο του είπε τελικά στον Τζούνιορ ότι η πιθανότητα να μολυνθεί σωματικά ή ηθικά ήταν αμελητέα. Ό π ω ς κάθε ζωντανό θηλυκό από δεκατριών χρονών κι επάνω, η μικρή είχε αισθανθεί ακατανίκητη έλξη για κείνον. Δεν του το είπε ποτέ ευθέως, όχι με λόγια, αλλά του το έδειχνε καθαρά με τον τρόπο που τον κοίταζε και με τον τόνο που χρησιμοποιούσε όποτε πρόφερε τ' όνομά του. Στη διάρκεια των εβδομάδων θεραπείας που ακολούθησαν, η ωραία Σεραφείμ του έδωσε αμέτρητες, μικρές αλλά πολύ σημαντικές αποδείξεις του πόθου της. Στο τελευταίο ραντεβού που είχε το κορίτσι μαζί του, ο Τζούνιορ ανακάλυι[>ε ότι εκείνη τη νύχτα θα ήταν μόνη στο σπίτι, γιατί οι γονείς της θα πήγαιναν σε κάποια εκδήλωση που δεν ήταν για την ηλικία της. Αυτό του το αποκάλυψε έμμεσα, δήθεν τυχαία. Αλλά ο Τζούνιορ γινόταν λαγωνικό εκεί που μύριζε ερωτικό κάλεσμα, όσο ανεπαίσθητη κι αν ήταν η μυρωδιά. Αργότερα, όταν εμφανίστηκε στην πόρτα της, του παρέστησε την έκπληκτη και την αμήχανη τάχα. Ο Τζούνιορ κατάλαβε αμέσως ότι η Σεραφείμ, όπως και οι περισσότερες γυναίκες άλλωστε, κατά βάθος το ήθελε. Το λαχταρούσε, για την ακρίβεια, αλλά της ήταν αδύνατο να συμβιβάσει τη σεξουαλική της επιθυμία με την εικόνα που είχε για τον εαυτό της. Ή θ ε λ ε να βλέπει τον εαυτό της σαν ντροπαλή, ανώριμη και αθώα παρθένα, όπως όφειλε να εί-
ναι μια κόρη παπά. Αυτό σήμαινε πως, για να πάρει το κορίτσι αυτό που ήθελε, ο Τζούνιορ θα έπρεπε να γίνει κτήνος. Ενέδίοσε μετά χαράς στην επιθυμία της. Αποδείχτηκε ότι η Σεραφείμ ήταν παρθένα. Αυτό τον είχε συνεπάρει. Τον φούντωναν επίσης η σκέψη ότι την αποπλανούσε μέσα στο πατρικό της σπίτι, καθώς και η διεστραμμένη λεπτομέρεια ότι το σπίτι αυτό ήταν ταυτόχρονα η κατοικία του ιερέα, το πρεσβυτέριο. Και το καλύτερο απ' όλα, είχε ξεπαρθενέψει τη μικρή με ηχητική συνοδεία τη φωνή του πατέρα της-πράγμα που ήταν πολύ πιο διαστροφικό. Ό τ α ν ο Τζούνιορ είχε χτυπήσει το κουδούνι, η Σεραφείμ ήταν στο δωμάτιο της κι άκουγε την κασέτα με το κήρυγμα που είχε ετοιμάσει ο πατέρας της. Ο αιδεσιμότατος συνήθως υπαγόρευε στο μαγνητόφωνο ένα προσχέδιο του κηρύγματος, που στη συνέχεια η κόρη του το απομαγνητοφωνούσε. Επί τρεις ώρες, ο Τζούνιορ γλεντούσε τη Σεραφείμ στο ρυθμό της φωνής του πατέρα της. Η «παρουσία» του αιδεσιμότατου ήταν μια υπέροχη διαστροφή που είχε διεγείρει την ερωτική φαντασία του. Ό τ α ν τελείωσε μαζί της, δεν είχε μείνει τίποτα σχετικό με το σεξ που θα μπορούσε η Σεραφείμ να κάνει ποτέ με άλλο άντρα και που να μην της το είχε μάθει πρώτος ο Τζούνιορ. Η μικρή πάλεψε, έκλαψε, προσποιήθηκε αηδία, έκανε πως ντρεπόταν, ορκίστηκε να τον καταγγείλει στην αστυνομία. Κάποιος άλλος στη θέση του, που δεν θα ήξερε τόσο καλά τη γυναικεία ψυχολογία όσο ο Τζούνιορ, ίσως να είχε θεωρήσει πως οι αντιδράσεις της κοπέλας ήταν ειλικρινείς, ότι πραγματικά τον κατηγορούσε για βιασμό. Κάθε άλλος στη θέση του ίσως να είχε κάνει πίσω, αλλά ο Τζούνιορ δεν ήταν κανένας ανόητος, ούτε ξεγελιόταν εύκολα. Αφού χόρτασε σεξ, το επόμενο που ήθελε η μικρή ήταν μια δικαιολογία για να μπορέσει η ίδια να πιστέψει ότι δεν ήταν πρόστυχη αλλά θύμα. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να πει σε κανέναν τι της είχε κάνει. Γι' αυτό του ζήτησε -έμμεσα αλλά με σαφήνεια- να της δώσει μια δικαιολογία να κρατήσει κρυφή αυτή την παθιασμένη ερωτική εμπειρία της, μια δικαιολογία που θα της επέτρεπε επιπλέον να συνεχί-
σει να προσποιείται ότι αυτή δεν είχε θελήσει τίποτε απ' όσα της είχε κάνει. Επειδή του άρεσαν πραγματικά οι γυναίκες και πάντα προσπαθούσε να τις ευχαριστεί, να είναι διακριτικός, ιπποτικός και γενναιόδωρος, ο Τζούνιορ έκανε ό,τι του ζήτησε η μικρή. Της περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια με τι φριχτούς τρόπους θα την τιμωρούσε αν τυχόν μαρτυρούσε ποτέ σε κανέναν τι της είχε κάνει. Ούτε ο Βλαντ Ντρακούλ ο Ανασκολοπητής-η ιστορική φυσιογνωμία που είχε εμπνεύσει τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ- δεν θα μπορούσε να επινοήσει χειρότερα μαρτύρια και ταπεινώσεις απ' αυτά που έταξε ο Τζούνιορ ότι θα επέβαλλε στον αιδεσιμότατο, στη γυναίκα του και στην ίδια τη Σεραφείμ. Τον διήγειρε τρομερά να παριστάνει πως τρομοκρατούσε τη μικρή, και ήταν αρκετά διορατικός για να καταλάβει ότι διεγειρόταν κι αυτή παριστάνοντας την τρομοκρατημένη. Για να κάνει πιο αληθοφανείς τις απειλές του, της έριξε και μερικές γερές μπουνιές σε σημεία που ήξερε ότι δεν θα άφηναν σημάδια, όπως στην κοιλιά και στο στήθος. Ύστερα γύρισε σπίτι του και στη Ναόμι, με την οποία τότε ήταν παντρεμένος κάτι λιγότερο από πέντε μήνες. Προς μεγάλη του έκπληξη, όταν η Ναόμι φάνηκε να έχει ερωτικές διαθέσεις το ίδιο βράδυ, ξανάγινε ταύρος. Αυτός που νόμιζε ότι είχε στραγγίσει ό,τι καλύτερο διέθετε στην κατοικία του αιδεσιμότατου Χάρισον Γουάιτ! Φυσικά, αγαπούσε τη Ναόμι και δεν θα μπορούσε ποτέ να της αρνηθεί τη χαρά του έρωτα. Παρ' όλο που ήταν ιδιαίτερα γλυκός μαζί της εκείνη τη νύχτα, αν ήξερε ότι έμελλε να τη χάσει πριν κλείσει χρόνος, θα ήταν ακόμα πιο περιποιητικός.
Τώρα, έτσι όπως στεκόταν μπροστά στον τάφο της Σεραφείμ, με την αναπνοή του ν' αχνίζει μέσα στην κρύα νύχτα, ο Τζούνιορ άρχισε ν' αναρωτιέται μήπως η μικρή είχε μιλήσει τελικά. Ίσως, αν δυσκολεύτηκε να αποδεχτεί το γεγονός ότι η ίδια λαχταρούσε αυτά που της είχε κάνει, να την πλημμύρι-
σαν οι ενοχές και να έπεισε τον εαυτό της ότι είχε πέσει θύμα βιασμού. Η ψυχωσική σκύλα! Μήπως αυτό εξηγούσε το γιατί ο Τόμας Βανάντιουμ τον υποπτευόταν; Αν ο ντετέκτιβ πίστευε ότι η Σεραφείμ είχε βιαστεί, ίσως να ήθελε να πάρει εκδίκηση για την κόρη του φίλου του. Ί σ ω ς αυτή να ήταν η αιτία που είχε γίνει η σκιά του Τζούνιορ και τον ταλαιπωρούσε τέσσερις μέρες τώρα. Από την άλλη πλευρά, κάτι τέτοιο ήταν μάλλον απίθανο. Αν η Σεραφείμ είχε μιλήσει σε οποιονδήποτε, η αστυνομία θα είχε καταφτάσει μέσα σε λίγα λεπτά στην πόρτα του με ένταλμα σύλληψης. Δεν θα είχε καμιά σημασία που δεν υπήρχαν αποδείξεις. Σ' αυτή την εποχή, που όλοι ήταν με το μέρος των πρώην καταπιεσμένων, ο λόγος μιας μαύρης έφηβης θα"βάραινε πολύ περισσότερο από το λευκό ποινικό μητρώο, τον έντιμο βίο και την κατηγορηματική άρνηση του Τζούνιορ. Ο Βανάντιουμ δεν πρέπει να είχε ιδέα για τη σχέση του Τζούνιορ με τη Σεραφείμ Γουάιτ. Και τώρα, το κορίτσι δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Ο Τζούνιορ θυμήθηκε ακριβώς τα λόγια του ντετέκτιβ: Είπαν ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα. Είπαν... Ό π ω ς συνήθως, ο Βανάντιουμ είχε μιλήσει εντελώς μονότονα, χωρίς να δώσει έμφαση σε καμιά από τις λέξεις. Ό μ ω ς ο Τζούνιορ διαισθανόταν ότι ο ντετέκτιβ αμφέβαλλε για την αιτία θανάτου της μικρής. Ί σ ω ς ο Βανάντιουμ να έβρισκε ύποπτο κάθε θάνατο από ατύχημα. Η επίμονη καταδίωξη και η παρενόχληση του υπόπτου ίσως να ήταν η συνηθισμένη επαγγελματική του τακτική. Ύστερα από τόσα χρόνια έρευνας στις ανθρωποκτονίες και τόση στενή επαφή με την ανθρώπινη κακία, μπορεί να είχε καταλήξει παρανοϊκός και μισάνθρωπος. Ο Τζούνιορ σχεδόν τον λυπήθηκε τον κακομοίρη τον χοντρό, που η δύσκολη δουλειά του στην αστυνομία τον είχε κάνει έτσι αλλόκοτο και μόνιμα κατσούφη. Κι έτσι, στην περίπτωση αυτή, δεν δυσκολεύτηκε να δει και τη λαμπρή όψη των πραγμάτων. Αν ο Βανάντιουμ είχε
τη φήμη του παρανοϊκού που καταδιώκει με εμμονή φανταστικούς δολοφόνους, ακόμη κι ανάμεσα στους συναδέλφους του και στην Εισαγγελία, κανείς δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά την αβάσιμη υποψία του ότι η Ναόμι είχε πέσει θύμα δολοφονίας. Επιπλέον, αν κάθε τυχαίος θάνατος του φαινόταν ύποπτος, σύντομα ο Βανάντιουμ θα έχανε το ενδιαφέρον του για τον Τζούνιορ και θα ριχνόταν στο κατόπι κάποιου άλλου άτυχου αθώου. Πάντως, αν η καινούρια έμμονη ιδέα του ντετέκτιβ ήταν ν' ανακαλύψει δόλο στο θάνατο της Σεραφείμ, τότε το κορίτσι θα είχε προσφέρει μεγάλη εξυπηρέτηση στον Τζούνιορ με το θάνατο του. Είτε ήταν τυχαίο το τροχαίο δυστύχημα είτε όχι, ο Τζούνιορ δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό. Σιγά σιγά ηρέμησε. Η αναπνοή του ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθμό και τα συννεφάκια του αχνού έγιναν μικρές διάφανες τολύπες που σκόρπιζαν σχεδόν αμέσως μόλις έβγαιναν από τα χείλη του. Κοίταξε την ημερομηνία στην επιτύμβια στήλη και διαπίστωσε ότι η Σεραφείμ είχε πεθάνει στις 7 Ιανουαρίου, μία μέρα μετά τη Ναόμι. Αν τον ρωτούσαν ποτέ σε μια ανάκριση πού βρισκόταν εκείνη τη μέρα, ο Τζούνιορ δεν θα είχε κανένα πρόβλημα ν' απαντήσει. Έσβησε το φακό του κι έμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, σε στάση προσοχής, αποδίδοντας τα σέβη του στη Σεραφείμ. Ή τ α ν τόσο γλυκιά, τόσο αθώα, τόσο απαλή, τόσο υπέροχα θηλυκή. Λύπη του έσφιξε την καρδιά, αλλά δεν έκλαψε. Αν η επαφή τους δεν είχε περιοριστεί σε μία μόνο βραδιά πάθους, αν δεν ανήκαν σε δύο διαφορετικούς κόσμους, αν αυτή δεν ήταν ανήλικη - π ο υ σήμαινε απαγορευμένος καρπός-, ίσως να είχαν δημιουργήσει κανονική σχέση, οπότε ο θάνατος της θα τον είχε αγγίξει πολύ πιο βαθιά. Η σκούρα γρανιτένια πλάκα αντανακλούσε το αχνό φως του φεγγαριού. Ο Τζούνιορ κοίταξε προς τον ουρανό. Η λεπτή ασημιά φέτα τού φάνηκε σαν κοφτερό, θανάσιμο δρεπάνι που κρεμόταν απειλητικά πάνω από το κεφάλι του.
Παρ' όλο που ήξερε ότι ήταν απλώς το φεγγάρι, τον τρόμαζε να το βλέπει. Ξαφνικά, ένιωσε σαν να τον παρακολουθούσε... η νύχτα. Χωρίς ν' ανάψει το φακό, βαδίζοντας μόνο με το φως του φεγγαριού, διέσχισε το νεκροταφείο και βγήκε στο δρομάκι. Μόλις έφτασε στο αυτοκίνητο του κι έκλεισε το δεξί του χέρι γύρω από το χερούλι της πόρτας του οδηγού, αισθάνθηκε κάτι περίεργο να πιέζει το εσωτερικό της παλάμης του. Κάτι μικρό, στρογγυλό και κρύο. Αλαφιασμένος, τίναξε πέρα το χέρι του. Το αντικείμενο έπεσε πάνω στην άσφαλτο κουδουνίζοντας. Έ ν α νόμισμα των είκοσι πέντε σεντς. Εκείνο το νόμισμα, σίγουρα. Αυτό που δεν ήταν στην τσέπη της ρόμπας του την Παρασκευή. Ο Τζούνιορ άναψε το φακό και έριξε το φως του σ' όλη τη γύρω περιοχή. Σκιές μπλέχτηκαν με άλλες σκιές, σαν πνεύματα νεκρών που χορεύουν στη γιορτή της νύχτας. Κανένα ίχνος από τον Βανάντιουμ. Κάποια από τα μνήματα κι από τις δυο πλευρές του δρόμου ήταν αρκετά ψηλά και ογκώδη για να γίνουν κρυψοόνες, το ίδιο και μερικοί αρκετά χοντροί κορμοί δέντρων. Ο ντετέκτιβ θα μπορούσε να παραφυλάει οπουδήποτε εκεί γύρω. Ύστερα από ένα σύντομο δισταγμό, ο Τζούνιορ έσκυψε και μάζεψε το νόμισμα. Του ήρθε να το πετάξει όσο μακρύτερα μπορούσε, να το εκσφενδονίσει μέσα στα μνήματα και στο σκοτάδι. Αν όμως ο Βανάντιουμ τον παρακολουθούσε, θα ερμήνευε την αντίδρασή του αλλιώς. Θα πίστευε πως η ανορθόδοξη στρατηγική του έπιανε τόπο, ότι τα νεύρα του Τζούνιορ κόντευαν να σπάσουν. Με τέτοιο επίμονο και παρανοϊκό αντίπαλο, δεν πρέπει να δείχνει κανείς ποτέ την παραμικρή αδυναμία. Ο Τζούνιορ έριξε το κέρμα στην τσέπη του παντελονιού του. Έσβησε το φακό. Αφουγκράστηκε. Σχεδόν περίμενε ν' ακούσει τον Βανάντιουμ κάπου μακριά να σιγοσφυρίζει το «Someone to Watch over Me».
Λίγο μετά έβαλε το χέρι στην τσέπη του. Το νόμισμα ήταν εκεί. Μπήκε στο αυτοκίνητο του, έκλεισε την πόρτα, αλλά δεν άναψε αμέσως τη μηχανή. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, δεν ήταν καθόλου έξυπνη κίνηση εκ μέρους του να έρθει εκεί. Προφανώς ο ντετέκτιβ τον παρακολουθούσε. Και τώρα, ο παρανοϊκός αστυνομικός θα αναζητούσε το κίνητρο αυτής της νυχτερινής επίσκεψης στο νεκροταφείο. Ο Τζούνιορ έβαλε τον εαυτό του στη θέση του Βανάντιουμ και σκέφτηκε μερικούς λόγους για τους οποίους θα μπορούσε να έχει επισκεφτεί τον τάφο της Σεραφείμ. Δυστυχώς, κανένας απ' αυτούς δεν έστεκε. Στη χειρότερη περίπτωση, ο Βανάντιουμ θα άρχιζε ν' αναρωτιέται μήπως ο Τζούνιορ είχε κάποια σχέση με τη Σεραφείμ. Ίσως να ανακάλυπτε τα περί φυσιοθεραπείας και, μέσα στην παράνοιά του, να κατέληγε στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι ο Τζούνιορ είχε κάποια σχέση με το τροχαίο ατύχημα που ήταν η αιτία του θανάτου της. Ό λ α αυτά ήταν τρελά, βεβαίως, αλλά ο ντετέκτιβ δεν ήταν λογικός άνθρωπος. Στην καλύτερη περίπτωση, ο Βανάντιουμ ίσως να συμπέραινε ότι ο Τζούνιορ είχε πάει ως εκεί για να μάθει τίνος την κηδεία είχε παρακολουθήσει η νέμεσή του - π ο υ αυτό ήταν και το κίνητρο του στην πραγματικότητα. Αυτό όμως έδειχνε ότι ο Τζούνιορ τον φοβόταν και προσπαθούσε να προβλέψει τις κινήσεις του. Έ ν α ς αθώος δεν θα έμπαινε σε τέτοιο κόπο. Ό σ ο ν αφορούσε τον Βανάντιουμ, ο Τζούνιορ θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραμμένο στο κούτελο του: Εγώ τη σκότωσα. Πασπάτεψε νευρικά την τσέπη του παντελονιού του. Το νόμισμα ήταν εκεί. Το ασπρουλιάρικο φως του φεγγαριού έδινε την ψευδαίσθηση αρκτικού τοπίου στο νεκροταφείο. Το γρασίδι φάνταζε ασημόχρωμο, όπως το χιόνι τη νύχτα, και οι επιτύμβιες στήλες θύμιζαν παγωμένα αιχμηρά βράχια σε έρημο τοπίο. Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά και να καταλήγει στο κενό. Ξαφνικά, ο Τζούνιορ
ένιωσε επικίνδυνα απομονωμένος, μόνος όσο δεν είχε νιώσει ποτέ του, και ευάλωτος. Ο Βανάντιουμ δεν ήταν ένας συνηθισμένος αστυνομικός. Αν του είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι ο Τζούνιορ ήταν ένοχος για το φόνο της Ναόμι και δεν κατάφερνε να βρει τα αποδεικτικά στοιχεία, τι θα τον εμπόδιζε να αποδώσει δικαιοσύνη από μόνος του; Ποιος θα τον σταματούσε αν ερχόταν τώρα στο παράθυρο του Σαμπέρμπαν και πυροβολούσε τον ύποπτο στο κεφάλι; Ο Τζούνιορ κατέβασε την ασφάλεια στις πόρτες του τζιπ. Έ β α λ ε μπρος και βγήκε από το νεκροταφείο με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη απ' όση θα επέβαλλε η σύνεση σ' ένα στενό βοηθητικό δρόμο όλο στροφές. Στη διαδρομή προς το σπίτι του κοίταζε συνεχώς τον εσωτερικό καθρέφτη. Δεν τον ακολουθούσε κανένα όχημα. Ο Τζούνιορ ζούσε σε ένα νοικιασμένο μπανγκαλόου: τεσσάρι, με δύο κρεβατοκάμαρες. Πελώριοι κέδροι περιέβαλλαν το σπίτι και τα βαριά κλαδιά τους, που έπεφταν σε απανωτές στρώσεις ως τα μισά του ύψους του, συνήθως έμοιαζαν να το προστατεύουν. Τώρα του φαίνονταν απειλητικά, δυσοίιονα. Μπήκε στην κουζίνα κατευθείαν από το γκαράζ και πάτησε το διακόπτη του ηλεκτρικού, περιμένοντας ν' αντικρίσει τον Βανάντιουμ καθισμένο στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι να πίνει φρεσκοφτιαγμένο καφέ. Η κουζίνα ήταν έρημη. Ανακουφισμένος, αν και ανήσυχος ακόμη, έκανε το γύρο του μικρού σπιτιού για να βεβαιωθεί ότι οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν όλα κλειδωμένα. Αφού ξεντύθηκε και φόρεσε τις πιτζάμες του, κάθισε για λίγο στην άκρη του κρεβατιού, τρίβοντας μηχανικά το νόμισμα με το δείκτη και τον αντίχειρά του και κάνοντας πολύ δυσάρεστες σκέψεις σχετικά με τον Βανάντιουμ. Δοκίμασε να στρίψει το κέρμα με τους κόμπους των δαχτύλων του. Του έπεφτε συνέχεια. Τελικά, το άφησε πάνω στο κομοδίνο, έσβησε το φως και ξάπλωσε. Αδύνατο να κοιμηθεί. Εκείνο το πρωί είχε αλλάξει τα σεντόνια. Η μυρωδιά της Ναόμι δεν υπήρχε πια στα σκεπάσματα.
Δεν είχε προλάβει να μαζέψει τα ρούχα και τα προσωπικά της αντικείμενα. Σηκώθηκε στα σκοτεινά, πήγε ως τη σιφονιέρα, άνοιξε ένα συρτάρι και πήρε ένα βαμβακερά ΐχπλουζάκι που η Ναόμι το είχε φορέσει πρόσφατα. Πίσω στο κρεβάτι, άπλωσε το μπλουζάκι πάνω στο μαξιλάρι του, ξάπλωσε κι έχωσε το πρόσωπο του στο ρούχο. Το γλυκό, διακριτικό άρωμα της Ναόμι αποδείχτηκε αποτελεσματικό σαν νανούρισμα και αποκοιμήθηκε γρήγορα. Το πρωί, μόλις ξύπνησε, ανασήκωσε το κεφάλι του από ο μαξιλάρι για να κοιτάξει το ρολόι και... είδε πάνω στο ίομοδίνο του είκοσι πέντε σεντς. Δύο κέρματα των δέκα κι ένα των πέντε σεντς. Ο Τζούνιορ πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα και εινάχτηκε από το κρεβάτι. Τα γόνατά του όμως δεν τον κρατούσαν κι αναγκάστηκε να ξανακαθίσει. Το δωμάτιο είχε αρκετό φως για να σιγουρευτεί ότι ήταν ολομόναχος εκεί μέσα. Στο σπίτι βασίλευε ησυχία ίδια μ' αυτή που θα υπήρχε και στο φέρετρο της Ναόμι. Τα κέρματα ήταν αραδιασμένα πάνω σ' ένα τραπουλόχαρτο γυρισμένο ανάποδα. Ο Τζούνιορ τράβηξε το χαρτί κάτω από τα νομίσματα και ίο γύρισε. Ή τ α ν ένας τζόκερ. Κατά μήκος του χαρτιού, τυεωμένο με κόκκινα κεφαλαία, ήταν ένα όνομα: ΜΠΑΡΘΟΛΟΜΙΟΥ.
Κεφάλαιο 31
Γ Ι Α ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ ΣΧΕΔΟΝ, υπακούοντας στην εντολή του γιατρού, η Άγκνες απέφευγε τις σκάλες. Έ κ α ν ε ντους στο μπάνιο του ισογείου και κοιμόταν στο καθιστικό, στον καναπέ που άνοιγε και γινόταν κρεβάτι, με τον Μπάρτι στο καλαθάκι του, δίπλα της. Η Μαρία Γκονζάλες κουβαλούσε κατσαρόλες ρύζι, σπιτικές ταμάλες και ρελενος με τσίλι. Καθημερινά, ο Τζέικομπ έψηνε μπισκότα και κέικ σοκολάτας, με διαφορετική συνταγή κάθε φορά και σε τέτοιες ποσότητες, που τα σκεύη της Μαρίας ήταν γεμάτα καλούδια όταν της τα επέστρεφαν. Ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ έρχονταν κάθε βράδυ να δειπνήσουν με την Άγκνες. Παρ' όλο που το παρελθόν τούς βάραινε αφόρητα όταν βρίσκονταν κάτω απ' αυτή τη στέγη, έμεναν και μετά το φαγητό για να πλύνουν τα πιάτα, πριν το σκάσουν για τα μικρά τους διαμερίσματα πάνω από το γκαράζ. Από τη μεριά του Τζο δεν υπήρχε οικογένεια να συνδράμει. Η μητέρα του είχε πεθάνει από λευχαιμία όταν ήταν τεσσάρων χρονών. Ο πατέρας του, πότης και μεγάλος καβγατζής, είχε σκοτωθεί σε μια συμπλοκή σε μπαρ, πέντε χρόνια αργότερα. Επειδή δεν υπήρχαν στενοί συγγενείς πρόθυμοι να τον αναλάβουν, ο Τζο μπήκε σε ορφανοτροφείο. Εννιά χρονών αγόρι, δεν ήταν στις πρώτες επιλογές για υιοθεσία - τ α μωρά ήταν τα περιζήτητα- κι έτσι μεγάλωσε στο ίδρυμα. Μπορεί οι συγγενείς να ήταν λίγοι, αλλά οι φίλοι και οι γείτονες κατέφταναν συνεχώς για να βοηθήσουν την Άγκνες και αρκετοί προσφέρονταν να μείνουν μαζί της τη νύχτα. Η
Άγκνες δεχόταν ευχαρίστως τη βοήθεια τους για τις δουλειές του σπιτιού, το πλύσιμο και τα ψώνια, αλλά αρνιόταν ευγενικά την ολονύχτια συντροφιά. Η αιτία ήταν τα όνειρα. , Έ β λ ε π ε σταθερά στον ύπνο της τον Τζόι. Ό χ ι εφιάλτες. Ό χ ι αίματα, όχι αναβίωση της φρίκης. Στα όνειρά της πήγαινε με τον Τζόι για πικνίκ, ή σε πάρτι καρναβαλιού. Περπατούσαν στην παραλία. Ή τ α ν στο σινεμά. Αυτές οι σκηνές ανέβλυζαν ζεστασιά, συντροφικότητα, αγάπη. Μόνο που, αν εκείνη τύχαινε να κοιτάξει για μια στιγμή αλλού, μόλις στρεφόταν και πάλι προς τον Τζόι εκείνος είχε εξαφανιστεί και η Άγκνες καταλάβαινε στο όνειρο της ότι τον είχε χάσει για πάντα. Ξυπνούσε κλαίγοντας και δεν ήθελε να τη δει κανένας. Ό χ ι επειδή ντρεπόταν για τα δάκρυα. Απλώς δεν ήθελε να τα μοιραστεί με κανέναν άλλο εκτός από τον Μπάρτι. Καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, έπαιρνε αγκαλιά το γιο της κι έκλαιγε σιωπηλά. Πολύ συχνά, το μωρό αποκοιμιόταν καθώς αυτή έκλαιγε. Ό τ α ν ξυπνούσε, ζάρωνε το μουτράκι του σαν με απορία, ή της χαμογελούσε. Ο Μπάρτι δεν έκλαιγε καθόλου. Στο νοσοκομείο, στην πτέρυγα των νεογνών, οι νοσοκόμες τον θεωρούσαν αγγελούδι, γιατί, ενώ όλα τα άλλα μωρά τσίριζαν εν χορώ, ο Μπάρτι έμενε ατάραχος και γαλήνιος. Την Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου, οχτώ μέρες μετά το θάνατο του Τζο, η Άγκνες δίπλωσε οριστικά τον καναπέ, γιατί από δω και στο εξής θα κοιμόταν επάνω, στο δωμάτιο της. Και για πρώτη φορά μετά την επιστροφή της στο σπίτι μαγείρεψε η ίδια για το δείπνο, χωρίς να καταφύγει στις κατσαρόλες των φίλων. Η μητέρα της Μαρίας, που είχε έρθει από το Μεξικό να την επισκεφτεί, έμεινε με τα παιδιά, κι έτσι η Μαρία μπόρεσε να πάει μόνη της στης Άγκνες, όπου ήταν καλεσμένη για φαγητό μαζί με τους δίδυμους Άιζακσον. Δεν δείπνησαν στην κουζίνα αλλά στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, με λευκό τραπεζομάντιλο, με το καλό σερβίτσιο, με κρυστάλλινα ποτήρια και φρέσκα λουλούδια στο βάζο. Αυτό το επίσημο δείπνο ήταν η συμβολική δήλωση της Άγκνες, προς τον εαυτό της κυρίως παρά προς τους άλλους,
ότι είχε έρθει η ώρα να συνεχίσει τη ζωή της για το καλό του Μπαρθόλομιου αλλά και το δικό της. Η Μαρία έφτασε νωρίς, σκοπεύοντας να βοηθήσει την Άγκνες στις τελευταίες ετοιμασίες. Αν και καλεσμένη, της ήταν αδύνατο να στέκεται άπραγη μ' ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, ενώ υπήρχαν ακόμη πράγματα να γίνουν. Η Άγκνες υποχώρησε τελικά. «Κάποτε πρέπει να μάθεις να χαλαρώνεις, Μαρία». «Εγώ πολύ χαίρομαι άμα είμαι χρήσιμη σαν σφυρί». «Σφυρί;» «Σφυρί, πριόνι, κατσαβίδι. Εγώ πολύ χαρούμενη άμα χρειάζονται εμένα όπως τα εργαλεία». «Μη στρώσεις το τραπέζι σαν να είσαι σφυρί, σε παρακαλώ». «Αυτό είναι αστείο». Η Μαρία φούσκωσε από περηφάνια που κατάφερε να αντιληφθεί το αστείο στ' αγγλικά. «Όχι, σοβαρολογώ. Ό χ ι σφυριά στο τραπέζι». «Είναι καλό που είσαι αστείο». «Είναι καλό που είπα ένα αστείο», τη διόρθωσε η Άγκνες. «Αυτό λέω». Το τραπέζι είχε έξι θέσεις. Η Άγκνες είπε στη Μαρία να βάλει από δυο πιάτα στην κάθε μακριά πλευρά, αφήνοντας άδειες τις δυο κορυφές. «Θα είναι πιο ζεστά αν καθόμαστε απέναντι». Η Μαρία έβαλε πέντε σερβίτσια, αντί για τέσσερα. Το πέμπτο στη μια κορυφή του τραπεζιού, στη μνήμη του Τζο. Η Άγκνες, που πάλευε να ξεπεράσει τον πόνο της, το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν μια άδεια καρέκλα στο τραπέζι να της θυμίζει τον Τζόι. Ό μ ω ς οι προθέσεις της Μαρίας ήταν αγνές και δεν θέλησε να την πληγώσει. Τρώγοντας πατατόσουπα και σπαράγγια, η συζήτηση στο τραπέζι ξεκίνησε με πολύ καλές προοπτικές: κουβέντιασαν για συνταγές με πατάτες, για τον καιρό και για τα Χριστούγεννα στο Μεξικό. Στο τέλος, φυσικά, ο αξιολάτρευτος Ίντομ άρχισε ν' αγορεύει για τους κυκλώνες. Συγκεκριμένα, για τον περίφημο κυκλώνα που έπληξε τρεις Πολιτείες το 1925, καταστρέφοντας τμήματα του Μιζούρι, του Ιλινόι και της Ιντιάνα.
«Οι περισσότεροι από τους κυκλώνες τρέχουν στο έδαφος για τριάντα περίπου χιλιόμετρα ή και λιγότερο», εξήγησε ο Ίντομ, «αλλά αυτός κράτησε το στόμιο της χοάνης του στο έδαφος για τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα! Και είχε διάμετρο ενάμισι χιλιόμετρο. Κομμάτιασε και τσάκισε τα πάντα στο πέρασμά του. Σπίτια, εργοστάσια, εκκλησίες, σχολεία, όλα έγιναν σκόνη. Το Μέρφισμπορο του Ιλινόι σβήστηκε από το χάρτη, εξαφανίστηκε κυριολεκτικά. Μόνο σ' εκείνη την πόλη πέθαναν εκατοντάδες». Η Μαρία, με τα μάτια γουρλωμένα, άφησε κάτω το μαχαιροπίρουνο της και σταυροκοπήθηκε. «Ισοπέδιοσε τέσσερις πόλεις, σαν να είχαν χτυπηθεί από ατομικές βόμβες, διέλυσε τμήματα έξι άλλων πόλεων, κατέστρεψε δεκαπέντε χιλιάδες σπίτια. Λένε ότι ήταν μαύρος και τεράστιος, κατάμαυρος και τρομερός, κι ότι έπεφταν συνέχεια αστραπές στο εσωτερικό του. Και βρυχιόταν, λένε, σαν εκατό καταιγίδες μαζί». Η Μαρία έκανε πάλι το σταυρό της. «Εξακόσιοι ενενήντα πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις τρεις Πολιτείες. Ή τ α ν τέτοια η δύναμή του, που μερικά σώματα βρέθηκαν μέχρι και δυόμισι χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που τα σήκωσε από τη γη». Προφανώς, η Μαρία μετάνιωνε που δεν είχε φέρει μαζί της το ροζάριο. Με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού, τσιμπούσε τους κόμπους του αριστερού, τον έναν μετά τον άλλο, σαν να ήταν χάντρες. «Λοιπόν», είπε η Άγκνες, «δόξα τω Θεώ, εμείς εδώ στην Καλιφόρνια δεν έχουμε κυκλώνες». «Έχουμε φράγματα όμως», είπε ο Τζέικομπ, κουνώντας στον αέρα το πιρούνι του. «Η Πλημμύρα της Τζονστάουν το 1889. Στην Πενσιλβάνια, βέβαια, αλλά θα μπορούσε να συμβεί κι εδώ. Κι αυτή ήταν μόνο μια περίπτωση. Τι να πούμε για το φράγμα του Σάουθ Φορκ που έσπασε; Έ ν α υδάτινο τείχος ύψους είκοσι μέτρων έπεσε πάνω στην πόλη και την κατέστρεψε. Ο κυκλώνας σου σκότωσε περίπου εφτακόσια άτομα, αλλά το φράγμα μου σκότωσε δύο χιλιάδες διακόσια εννιά. Ενενήντα εννιά οικογένειες ξεκληρίστηκαν. Ενενήντα οχτώ παιδιά έχασαν και τους δυο γονείς τους».
Η Μαρία σταμάτησε να προσεύχεται με το ροζάριο των δαχτύλων της και κατέφυγε σε μια μεγάλη γουλιά κρασί. «Τριακόσιοι ενενήντα έξι από τους νεκρούς ήταν παιδιά κάτω των δέκα ετών», συνέχισε ο Τζέικομπ. « Έ ν α επιβατικό τρένο εκτροχιάστηκε. Είκοσι νεκροί. Άλλο ένα τρένο που μετέφερε καύσιμα ανατράπηκε, πετρέλαιο χύθηκε πάνω στα νερά της πλημμύρας, πήρε φωτιά κι όλοι εκείνοι οι δύστυχοι που επέπλεαν πιασμένοι από σανίδια και ξύλα περικυκλώθηκαν από τις φλόγες και δεν είχαν καμιά διέξοδο. Ή θα καίγονταν ζωντανοί ή θα πνίγονταν». «Επιδόρπιο;» ρώτησε η Άγκνες. Αφού σερβιρίστηκαν όλοι μεγάλα κομμάτια τούρτα Μπλακ Φόρεστ που την απόλαυσαν με τον καφέ τους, ο Τζέικομπ άρχισε να μιλάει για ένα γαλλικό φορτηγό πλοίο που μετέφερε νιτρική αμμωνία και εξερράγη σε μια από τις αποβάθρες του Τέξας Σίτι, το 1947. Πεντακόσιοι εβδομήντα έξι νεκροί. Επιστρατεύοντας όλες τις ικανότητές της ως οικοδέσποινας, η Άγκνες κατάφερε να στρέψει την κουβέντα από τις καταστρόφικές εκρήξεις στα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου και στη συνέχεια σε αναμνήσεις από καλοκαιρινά απογεύματα, κατά τη διάρκεια των οποίων αυτή, ο Τζο, ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ έπαιζαν με τις ώρες χαρτιά -πινάκλ, κανάστα, μπριτζ- στη βεράντα της πίσω αυλής. Ο Τζέικομπ κι ο Ίντομ, ζευγάρι, ήταν τρομεροί αντίπαλοι. Με τόση εξάσκηση στην απομνημόνευση δεδομένων που αφορούσαν καταστροφές, θυμούνταν όλα τα χαρτιά με εκπληκτική ευκολία. Ό τ α ν η συζήτηση οδηγήθηκε στα κόλπα με την τράπουλα και στη χαρτομαντεία, η Μαρία τους εκμυστηρεύτηκε ότι ήξερε να διαβάζει το μέλλον στα χαρτιά. Ο Ίντομ, ανυπομονώντας να μάθει πότε θα τον χτυπούσε το παλιρροϊκό κύμα, ή θα του έπεφτε κατακέφαλα ο αστεροειδής, έτρεξε αμέσως κι έφερε μια τράπουλα από τον μπουφέ στο καθιστικό. Κι όταν η Μαρία του εξήγησε ότι τραβούσε ένα χαρτί ανά τρία κι ότι για να γίνει καλή πρόβλεψη χρειάζονταν τέσσερις τράπουλες καλά ανακατωμένες, ο Ίντομ επέστρεψε αμέσως στο σαλόνι να φέρει άλλες τρεις.
«Φέρε τέσσερις», του φώναξε ο Τζέικομπ. «Όλες καινούριες!» Είχαν πάντα πολλές τράπουλες γιατί έπαιζαν συχνά χαρτιά και τις έφθειραν γρήγορα. Ο Τζέικομπ είπε στην Άγκνες: «Αν είναι ολοκαίνουρια τα χαρτιά, ίσως το μέλλον να είναι πιο λαμπρό - ε , τι λες κι εσύ;» Πιθανότατα με την ελπίδα να μάθει ποιο φράγμα ή ποια έκρηξη σε δεξαμενή θα τον έστελνε στον άλλο κόσμο, ο Τζέικομπ παραμέρισε το πιάτο με το γλυκό του κι ανακάτεψε καλά την κάθε τράπουλα χωριστά και ύστερα όλες μαζί, ξανά και ξανά. Ό τ α ν τελείωσε, άφησε τα χαρτιά μπροστά στη Μαρία. Κανείς τους δεν έδειχνε ν' αντιλαμβάνεται ότι η πρόβλεψη του μέλλοντος δεν ήταν η καταλληλότερη διασκέδαση σ' ένα σπίτι που τόσο πρόσφατα και τόσο σκληρά είχε χτυπηθεί από τη μοίρα. Η ελπίδα ήταν το στήριγμα της Άγκνες. Πάντα πίστευε ότι το μέλλον θα ήταν λαμπρό, αλλά εκείνη την ώρα δίσταζε να βάλει σε δοκιμασία την αισιοδοξία της, ακόμη και μέσα από μια αθώα χαρτομαντεία. Όση ώρα ο Τζέικομπ ανακάτευε τις τράπουλες, η Άγκνες είχε βγάλει τον Μπάρτι από το καλαθάκι του και τον είχε πάρει στην αγκαλιά της. Ξαφνιάστηκε και βρέθηκε σε αμηχανία όταν της ανακοίνωσαν ότι πρώτα θα έριχναν τα χαρτιά για το μωρό της. Η Μαρία κάθισε πλάγια στην καρέκλα της, τράβηξε το πρώτο χαρτί από την τράπουλα και το άνοιξε μπροστά στον Μπάρτι. Ή τ α ν άσος κούπα. Πολύ καλό χαρτί, είπε η Μαρία. Σήμαινε πως ο Μπάρτι θα ήταν τυχερός στην αγάπη. Η Μαρία έβαλε στην άκρη τα δυο επόμενα χαρτιά και γύρισε το τρίτο. Ή τ α ν κι αυτό άσος κούπα. «Ε! Αυτός θα γίνει Καζανόβας!» είπε ο Ίντομ. Ο Μπάρτι γουργούρισε κι έβγαλε μερικά σάλια. «Αυτό χαρτί πάει να πει και αγάπη μέσα σε οικογένεια, μέσα σε φίλους κι όχι μόνο αγάπη πίτσι-πίτσι», τους διαφώτισε η Μαρία.
Το τρίτο χαρτί που γυριοε η Μαρία μπροστά στον Μπάρτι ήταν επίσης άσος κούπα. «Τι πιθανότητες έχει να βγει τρίτη φορά;» αναρωτήθηκε ο Τζέικομπ. Παρ' ότι ο άσος κούπα είχε μόνο θετική σημασία και, σύμφωνα με τη Μαρία, αν το ίδιο χαρτί έβγενε κι άλλη φορά η θετική σημασία του απλώς επαυξανόταν, η Άγκνες άρχισε να αναστατώνεται. Με το επόμενο τράβηγμα, έγινε καρέ του ίδιου άσου. Ενώ εκείνη η μία κόκκινη καρδούλα στη μέση του τραπουλόχαρτου ξεσήκωσε επιφωνήματα κατάπληξης και ενθουσιασμού από τα αδέρφια της και τη Μαρία, η Άγκνες ένιωσε τρόμο. Αγωνίστηκε όμως να κρύψει τα πραγματικά της αισθήματα μ' ένα χαμόγελο λεπτό σαν την κόψη του τραπουλόχαρτου. Με τα σπασμένα αγγλικά της, η Μαρία εξήγησε ότι αυτή η σπάνια διαδοχή των τεσσάρων άσων σήμαινε πως ο Μπάρτι δεν θα γνώριζε απλώς τον μεγάλο έρωτα και θα ζούσε ένα επικό ρομάντζο, δεν θα τον λάτρευαν απλώς σε όλη του τη ζωή και η οικογένειά του και όλοι οι φίλοι του, αλλά θα τον αγαπούσαν κι άλλοι, αμέτρητοι άνθρωποι, που ούτε καν θα τους γνώριζε. «Πώς θα τον αγαπάνε άγνωστοι άνθρωποι;» ρώτησε ο Τζέικομπ συνοφρυωμένος. Η Μαρία έλαμπε ολόκληρη. «Αυτό πάει να πει πως Μπάρτι μας γίνει μονι φαμόζο». Η Άγκνες ήθελε το παιδί της να είναι ευτυχισμένο. Δεν την ενδιέφερε η δόξα. Το ένστικτο της της έλεγε πως η ευτυχία και η δόξα σπάνια συμβαδίζουν. Έσφιξε ασυναίσθητα το μωρό στην αγκαλιά της. Το πέμπτο χαρτί ήταν κι αυτό άσος και η Άγκνες άφησε ένα πνιχτό επιφώνημα, καθώς νόμισε προς στιγμήν ότι ήταν άλλος ένας άσος κούπα, ενώ ήταν αδύνατο να υπάρχει και πέμπτος σε τέσσερις τράπουλες. Ή τ α ν όμως άσος καρό. Η Μαρία εξήγησε ότι κι αυτό το χαρτί ήταν πολύ καλό και σήμαινε ότι ο Μπάρτι δεν θα γνώριζε ποτέ τη φτώχεια. Επίσης, ήταν πολύ σημαντικό που είχε εμφανιστεί ύστερα από τέσσερις άσους κούπα στη σειρά.
To έκτο χαρτί ήταν άλλος ένας άσος καρό. Ό λ ο ι απέμειναν να το κοιτάζουν αμίλητοι. Έ ξ ι άσοι στη σειρά. Η Άγκνες δεν μπορούσε, φυσικά, να υπολογίσει ακριβώς τις πιθανότητες να βγει αυτός ο συνδυασμός, αλλά ήξερε ότι πρέπει να ήταν θεαματικά ελάχιστες. «Αυτό πάει να πει, ακόμα καλύτερα από όχι φτωχός. Μπορεί και πλούσιος». Το έβδομο χαρτί ήταν ο τρίτος άσος καρό. Χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο, η Μαρία έβγαλε στην άκρη τα δυο επόμενα χαρτιά και γύρισε το όγδοο στη σειρά μπροστά στον Μπάρτι. Ή τ α ν κι αυτό άσος καρό. Η Μαρία έκανε το σταυρό της, αλλά με άλλο πνεύμα απ' ό,τι πριν, όταν άκουγε τον Ίντομ να περιγράφει τις καταστροφές του κυκλώνα. Τότε ήθελε να ξορκίσει το κακό. Τώρα, μ' ένα πλατύ χαμόγελο και μια έκφραση θαυμασμού, αναγνώριζε τη χάρη του Θεού που, σύμφωνα με τα χαρτιά, είχε δοθεί απλόχερα στον Μπαρθόλομιου. Ο Μπάρτι, τους εξήγησε, θα γινόταν πλούσιος με πολλούς τρόπους. Πλούσιος σε λεφτά αλλά και πλούσιος σε ταλέντο, εξυπνάδα και ικανότητα. Πλούσιος σε τιμή και σε θάρρος. Πλούσιος σε σύνεση, ορθή κρίση και τύχη. Κάθε μητέρα θα ένιωθε ευχαριστημένη ακούγοντας ότι ο γιος της θα είχε τέτοιο λαμπρό μέλλον. Κι όμως, με κάθε καινούρια ευοίωνη πρόβλεψη, η Άγκνες ένιωθε το αίμα στις φλέβες της να παγώνει και την καρδιά της να σφίγγεται όλο και πιο πολύ. Το ένατο χαρτί ήταν βαλές σπαθί. Η Μαρία το αποκάλεσε φάντη σπαθί και το φωτεινό χαμόγελο της θάμπωσε μόλις το είδε. Γενικά, ο βαλές συμβολίζει τον εχθρό, τους εξήγησε. Και αυτόν που βλάπτει κρυφά, αλλά και τον φανερό εχθρό. Παράδειγμα, ο βαλές κούπα συμβολίζει ή ερωτικό αντίπαλο ή αγαπημένη που θα σε προδώσει. Δηλαδή, έναν εχθρό της καρδιάς. Ο βαλές καρό συμβολίζει οικονομικό εχθρό. Ο βαλές μπαστούνι εχθρό που θα σε πληγώσει με τα λόγια: κάποιον που θα σε διαβάλει ή θα σε κατηγορήσει άδικα. Ο βαλές σπαθί που είχε βγει τώρα ήταν ο πιο κακός από
τους τέσσερις της τράπουλας. Ή τ α ν ο εχθρός που καταφεύγει στη βία για να βλάψει. Με τα σγουρά κίτρινα μαλλιά του, το λεπτό τσιγκελωτό μουστάκι και το αλαζονικό προφίλ, αυτός ο βαλές έμοιαζε πράγματι με πολύ κακό άνθρωπο. Το δέκατο χαρτί βρισκόταν ήδη στο χέρι της Μαρίας. Το γνώριμο σχέδιο με το χαρακτηριστικό κόκκινο ποδήλατο, που ήταν το σήμα του Εθνικού Μονοπωλίου των ΗΠΑ στα τραπουλόχαρτα, ποτέ άλλοτε δεν τους είχε φανεί απειλητικό, λες και ήταν κάποιο σύμβολο μαύρης μαγείας. Το χέρι της Μαρίας γύρισε κι ένας δεύτερος βαλές σπαθί έπεσε πάνω στο τραπέζι. Δυο βαλέδες σπαθί στη σειρά δεν σήμαινε δυο μεγάλοι εχθροί. Σήμαινε ότι ο εχθρός που είχε βγει την πρώτη φορά θα ήταν ασυνήθιστα ισχυρός, εξαιρετικά επικίνδυνος. Η Άγκνες καταλάβαινε τώρα γιατί αυτή η πρόγνωση την είχε ταράξει αντί να την ευχαριστήσει. Γιατί, αν τολμήσεις να πιστέψεις στην καλή τύχη που σου αποκαλύπτουν τα χαρτιά, είσαι υποχρεωμένος να πιστέψεις και στην κακή. Μέσα στην αγκαλιά της, ο μικρός Μπάρτι γουργούριζε ευχαριστημένος, αγνοώντας ότι το μέλλον υποτίθεται πως του επιφύλασσε επικούς έρωτες, αμύθητα πλούτη και βία. Ή τ α ν τόσο αθώος. Αυτό το γλυκό αγοράκι, αυτό το αγνό και άσπιλο πλάσμα ήταν αδύνατο να έχει έστω κι έναν εχθρό στον κόσμο. Και η Άγκνες ήταν απόλυτα σίγουρη πως ο δικός της γιος ποτέ δεν θα δημιουργούσε εχθρούς αν τον μεγάλωνε σωστά. Ό λ α αυτά ήταν ανοησίες, παιχνίδια για να περνάει η ώρα. Η Άγκνες ήθελε να εμποδίσει τη Μαρία να τραβήξει το ενδέκατο χαρτί, αλλά η περιέργειά της ήταν εξίσου έντονη με την ανησυχία της. Ό τ α ν εμφανίστηκε ο τρίτος βαλές σπαθί, ο Ίντομ ρώτησε τη Μαρία: «Τι εχθρό φανερώνουν οι τρεις βαλέδες στη σειρά;» Η Μαρία είχε στυλώσει το βλέμμα της στο χαρτί που μόλις είχε τραβήξει και για λίγο έμεινε αμίλητη, σαν να την είχαν μαγνητίσει τα χάρτινα μάτια του βαλέ. «Τέρας», είπε τελικά. «Ανθρώπινο τέρας».
Ο Τζέικομπ ξερόβηξε νευρικά. «Κι αν πέσουν τέσσερις βαλέδες σπαθί στη σειρά;» Η σοβαρότητα και των δύο αδερφών της εκνεύρισε την Άγκνες. Έ δ ε ι χ ν α ν να τα παίρνουν τοις μετρητοίς όλα αυτά, σαν να μην ήταν απλώς ένα παιχνίδι για να διασκεδάσουν μετά το δείπνο. Όφειλε να ομολογήσει ότι και η ίδια είχε αφεθεί να επηρεαστεί από τα τραπουλόχαρτα. Στην περίπτωση όμως που τους αναγνώριζε έστω και την παραμικρή αξιοπιστία, το επόμενο βήμα θα ήταν να τα πιστέψει. Οι πιθανότητες να προκύψει αυτός ο εκπληκτικός συνδυασμός των έντεκα χαρτιών πρέπει να ήταν απειροελάχιστες, πράγμα που έδινε μια παράξενη βαρύτητα στην πρόβλεψη. Ωστόσο, δεν έχουν όλες οι συμπτώσεις κάποια ιδιαίτερη σημασία. Αν στρίψει κανείς ένα νόμισμα ένα εκατομμύριο φορές, περίπου τις μισές θα πέσει κορόνα και τις υπόλοιπες γράμματα. Στη διάρκεια της διαδικασίας, όμως, ίσως υπάρξουν διαστήματα που το νόμισμα θα πέσει κορόνα τριάντα, σαράντα, εκατό φορές στη σειρά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τύχη δουλεύει, ή ότι ο Θεός -έχοντας αποφασίσει να μην είναι απλώς μυστηριώδης, όπως συνήθως, αλλά ολωσδιόλου απρόβλεπτος- μας προειδοποιεί για τον Αρμαγεδδώνα μέσα από ένα νόμισμα. Σημαίνει πως οι νόμοι των πιθανοτήτων ισχύουν για το γενικό κι ότι οι ανωμαλίες που εμφανίζονται στο μερικό έχουν νόημα μόνο για τα κορόιδα. Κι αν πέσουν τέσσερις βαλέδες σπαθί στη σειρά; Τελικά, η Μαρία απάντησε στην ερώτηση του Τζέικομπ, μουρμουριστά και κάνοντας ξανά το σταυρό της ενώ μιλούσε. «Ποτέ δεν είδα εγώ τέσσερις. Και τρεις, μόνο τώρα είδα. Αλλά τέσσερις... θα είναι ο ίδιος ο διάβολος». Αυτή τη δήλωση ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ την πήραν στα σοβαρά, λες κι ο διάβολος το συνήθιζε να σεργιανίζει τ' απογεύματα στα δρομάκια του Μπράιτ Μπιτς και να αρπάζει κάθε τόσο και κανένα μωράκι από την αγκαλιά της μάνας του για να το ροκανίσει το βράδυ με μουστάρδα και κέτσαπ.
Ακόμη και η Άγκνες ταράχτηκε ως το σημείο να πει αυστηρά: «Αρκετά. Έ π α ψ ε πια να είναι αστείο». Συμφωνώντας μαζί της, η Μαρία έκανε πέρα την αχρησιμοποίητη τράπουλα και βάλθηκε να κοιτάζει με αηδία τα χέρια της, σαν να σκεφτόταν να τα τρίψει γερά με σαπούνι και σφουγγάρι. «Όχι, σταθείτε», είπε η Άγκνες. Ή τ α ν ανάγκη να χαλαρώσει αυτή η θηλιά του φόβου που τους είχε σφίξει όλους. «Είναι απίθανο. Απλά τραπουλόχαρτα είναι. Και είμαστε όλοι περίεργοι». «Μη», την προειδοποίησε η Μαρία. «Εγώ δε θέλω να το δω», είπε ο Ίντομ. «Ούτε εγώ», είπε ο Τζέικομπ. Η Άγκνες τράβηξε μπροστά της την τράπουλα. Έ β α λ ε στην άκρη τα δύο πρώτα χαρτιά, όπως είχε δει τη Μαρία να κάνει, και γύρισε το τρίτο. Ή τ α ν ο τέταρτος βαλές σπαθί. Παρά την παγερή ανατριχίλα που διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της, η Άγκνες χαμογέλασε στο τραπουλόχαρτο. Ή τ α ν αποφασισμένη να διαλύσει τη βαριά, δυσοίωνη ατμόσφαιρα. «Εμένα δε μου φαίνεται και τόσο κακός». Γύρισε το χαρτί προς τη μεριά του μωρού. «Εσένα σε τρομάζει, Μπάρτι μου;» Ο Μπαρθόλομιου είχε αρχίσει να εστιάζει το βλέμμα του πολύ νωρίτερα από το μέσο βρέφος. Έ δ ε ι χ ν ε να έχει ήδη αντίληψη του κόσμου γύρω του. Τώρα, ο Μπάρτι κοίταξε το τραπουλόχαρτο, πλατάγισε τα χειλάκια του κι έκανε «Γκα». Και ύστερα λέρωσε την πάνα του, με ένα εντυπωσιακό φύσημα της πίσω τρομπέτας. Όλοι γέλασαν εκτός από τη Μαρία. Η Άγκνες πέταξε το βαλέ σπαθί στο τραπέζι. «Ο Μπάρτι δε φαίνεται να εντυπωσιάστηκε απ' αυτόν το διάβολο». Η Μαρία μάζεψε τους τέσσερις βαλέδες και τους έσκισε στα τρία. Έ χ ω σ ε τα δώδεκα κομμάτια στο τσεπάκι του πουκαμίσου της. «Αγοράσω εσάς καινούρια χαρτιά. Ό χ ι πρέπει πια έχετε αυτά ποτέ».
Κεφάλαιο 32
Τ θ ΑΝΤΙΤΙΜΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Η μετατροπή της νεκρής σάρκας μιας αγαπημένης συζύγου κι ενός αγε'ννητου μωρού σε ζεστό χρήμα ήταν ένα επίτευγμα που μπροστά του ωχριούσαν τα όνειρα των αλχημιστών για μετατροπή του μολύβδου σε χρυσάφι. Την Τρίτη, είκοσι τέσσερις ώρες μετά την κηδεία της Ναόμι, οι Νάκερ, Χίσκας και Νορκ είχαν προκαταρκτικές συναντήσεις με το δικηγόρο του Τζούνιορ και τον νομικό εκπρόσωπο των Χάκατσακ. Ό π ω ς και πριν, το κοστουμαρισμένο τρίο επέδειξε ευαισθησία, συμβιβαστική διάθεση και προθυμία να καταλήξουν τα πράγματα σε μια ρύθμιση που θα απέτρεπε ο ρ ι σ τ ι κ ά τη μήνυση κατά της Πολιτείας. Στην πραγματικότητα, οι δικηγόροι των πιθανών μηνυτών διέκριναν ότι οι Νάκερ, Χίσκας και Νορκ παραήταν πρόθυμοι να καταλήξουν σε ρύθμιση και αντιμετώπισαν τη συμβιβαστική τους διάθεση με μεγάλη καχυποψία. Φυσικά, η Πολιτεία δεν θα ήθελε να κατηγορηθεί ως υπεύθυνη για το θάνατο μιας νεαρής όμορφης γυναίκας και του αγέννητου παιδιού της, αλλά η διάθεσή τους να συμβιβαστούν τόσο γρήγορα και τόσο βολικά μύριζε άσχημα. Προφανώς, η θέση τους ήταν πολύ χειρότερη απ' αυτή που φαινόταν. Ο δικηγόρος του Τζούνιορ, ο Σάιμον Μάγκιουσον, ζήτησε να δει όλα τα αρχεία συντήρησης και επισκευών για το συγκεκριμένο παρατηρητήριο, για το οποίο ήταν συνυπεύθυνες η Πολιτεία και η Κομητεία. Σε περίπτωση που θα γινόταν τελικά μήνυση, τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να δοθούν
οπωσδήποτε, για να χρησιμοποιηθούν στη δίκη. Επιπλέον, η πρόσβαση του πολίτη σ' αυτά τα αρχεία ήταν ελεύθερη, οπότε οι Χίσκας, Νάκερ και Νορκ συμφώνησαν να τα παραχωρήσουν. Στο μεταξύ, κι ενώ οι δικηγόροι συναντήθηκαν μεταξύ τους την Τρίτη το απόγευμα, ο Τζούνιορ πήρε άδεια από τη δουλειά του και κάλεσε έναν κλειδαρά για ν' αλλάξει όλες τις κλειδαριές του σπιτιού του. Επειδή ο Βανάντιουμ, σαν αστυνομικός, ίσως να διέθετε το ειδικό εργαλείο που ανοίγει όλες τις κλειδαριές, ο Τζούνιορ πρόσθεσε στις δύο εξωτερικές πόρτες από έναν ατσάλινο σύρτη που ασφάλιζε μόνο από την εσωτερική πλευρά του σπιτιού και έτσι δεν θα μπορούσε κανείς να τον ανοίξει απέξω χωρίς να σπάσει την πόρτα. Πλήρωσε τον κλειδαρά με μετρητά κι έβαλε ανάμεσα στα άλλα κέρματα που του έδωσε και τα τρία νομίσματα που είχε αφήσει ο Βανάντιουμ στο κομοδίνο του. Την Τετάρτη, με ταχύτητα που επιβεβαίωνε τη βιασύνη της Πολιτείας να κλείσει την υπόθεση με κάποια συμφωνία, παραδόθηκαν στους δικηγόρους αντίγραφα των αρχείοΰν συντήρησης. Επί πέντε χρόνια, ένα σημαντικό τμήμα από τα κονδύλια συντήρησης του πύργου διοχετευόταν σε άλλες δραστηριότητες της Κομητείας. Και επί τρία χρόνια, ο υπεύθυνος επιθεωρητής συντήρησης, στην ετήσια αναφορά του για τον συγκεκριμένο πύργο, ζητούσε άμεση χρηματοδότηση για ριζική ανακατασκευή. Το τρίτο απ' αυτά τα έγγραφα, που είχε υποβληθεί έντεκα μήνες από το θάνατο της Ναόμι, ήταν γραμμένο σε έντονο ύφος και είχε τη σφραγίδα επείγον. Στο επενδυμένο με μαόνι γραφείο του Σάιμον Μάγκιουσον, καθισμένος σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, ο Τζούνιορ διάβασε το περιεχόμενο του φακέλου κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί κι εγώ». «Είναι θαύμα το πώς δεν πέσατε και οι δυο από το σάπιο κάγκελο», συμφώνησε ο δικηγόρος. Ο Μάγκιουσον ήταν ένας μικρόσωμος άντρας πίσω από ένα τεράστιο γραφείο. Το κεφάλι του ήταν υπερβολικά μεγάλο για το σώμα του, αλλά τ' αυτιά του ήταν μικροσκοπικά
σαν τάλιρα. Μεγάλα, εξόφθαλμα μάτια, πρησμένα από την πονηριά και την απληστία, και βλέμμα τόσο αχόρταγο που θα 'λεγες ότι ήταν ικανός να σηκωθεί από ολοήμερο τσιμπούσι και να δηλώσει νηστικός. Μια μύτη σαν χοντρό κουμπί, αφύσικα ανασηκωμένη στην άκρη, ένα πάνω χείλι τόσο μακρύ, που μόνο με ουραγκοτάγκου μπορούσε να συγκριθεί, κι ένα μοχθηρό στόμα λεπτό σαν σχισμή ολοκλήρωναν ένα αντρικό πορτραίτο που θα προκαλούσε αποστροφή σε κάθε μη τυφλή γυναίκα. Αν όμως ήθελες ένα δικηγόρο πολύ θυμωμένο με τον κόσμο, αφού η φύση τον είχε καταραστεί με τέτοια ασχήμια, ένα δικηγόρο που θα μετέτρεπε την οργή του σε ενέργεια και θα γινόταν αδίστακτος μέσα στο δικαστήριο, χρησιμοποιώντας αυτή την ίδια του την ασχήμια για να επηρεάσει τους ενόρκους, τότε ο Σάιμον Μάγκιουσον ήταν ο άνθρωπος σου. «Δεν ήταν μόνο το σάπιο κάγκελο», είπε ο Τζούνιορ. Ό σ ο διάβαζε την αναφορά, τόσο φούντωνε ο θυμός του. «Και τα σκαλοπάτια είναι επικίνδυνα». «Δεν είναι υπέροχο;» «Το ένα από τα τέσσερα στηρίγματα του πύργου παρουσιάζει επικίνδυνη ρωγμή στο σημείο που εφαρμόζει στο υπόγειο...» «Εξαίσιο». «...και το δάπεδο της πλατφόρμας είναι ασταθές σε διάφορα σημεία. Θα μπορούσε να είχε πέσει ολόκληρος ο πύργος, μ' εμάς επάνω!» Από την απέναντι πλευρά της τεράστιας επιφάνειας του γραφείου ακούστηκε ένα τσιριχτό κακάρισμα, το γέλιο του Μάγκιουσον. «Κι όχι μόνο δεν μπήκαν στον κόπο να βάλουν μια προειδοποιητική πινακίδα, αλλά ούτε καν αφαίρεσαν εκείνη που προτρέπει τους φυσιολάτρες ν' ανεβούν στον πύργο για να θαυμάσουν τη θέα από την πλατφόρμα». «Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί», επανέλαβε ο Κάιν Τζούνιορ. Και ξαφνικά τον έπιασε τέτοιος τρόμος, που μούδιασαν τα σωθικά του. «Θα πετύχουμε αστρονομική αποζημίωση», υποσχέθηκε ο δικηγόρος. «Και τα καλά νέα δεν τελειώνουν εδώ. Η Πολιτεία και η αστυνομία συμφώνησαν να κλείσουν την υπό-
θεση. Ο θάνατος της Ναόμι χαρακτηρίστηκε και επισήμως ατύχημα». Το αίμα άρχισε να κυκλοφορεί ξανά σία παγωμένα άκρα του Κάιν Τζούνιορ. «Όσο η υπόθεση έμενε ανοιχτή κι εσείς ήσαστε ο μοναδικός ύποπτος», είπε ο δικηγόρος, «δεν μπορούσαν να επιδιώξουν συμβιβασμό μαζί σας εκτός δικαστηρίου. Φοβήθηκαν ότι, αν τελικά δεν κατάφερναν να αποδείξουν πως τη σκοτώσατε εσείς, θα έρχονταν σε πολύ χειρότερη θέση όταν θα βρίσκονταν κατηγορούμενοι για θάνατο εξ αμελείας». «Γιατί;» «Κατ' αρχάς, οι ένορκοι θα σκέφτονταν ότι οι Αρχές ποτέ δε σας υποψιάστηκαν πραγματικά, αλλά έστησαν μια ολόκληρη σκευωρία εις βάρος σας κατηγορώντας σας για φόνο, προκειμένου να καλύψουν τη δική τους υπαιτιότητα στο ζήτημα της συντήρησης του πύργου. Εξάλλου, οι περισσότεροι στην αστυνομία πιστεύουν ότι είστε αθώος». «Αλήθεια; Αυτό είναι πολύ ευχάριστο», είπε με ειλικρίνεια ο Τζούνιορ. «Συγχαρητήρια, κύριε Κάιν. Σταθήκατε πολύ τυχερός σ' αυτή την ιστορία». Παρ' όλο που το πρόσωπο του Μάγκιουσον του ήταν τόσο απωθητικό ώστε απέφευγε να το κοιτάζει όταν δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο, ο Τζούνιορ κάρφωσε τώρα το δικηγόρο με το βλέμμα του. «Τυχερός; Έ χ α σ α τη γυναίκα μου. Και το αγέννητο παιδί μου». «Και τώρα θα αποζημιωθείτε για την απώλεια». Ο γουρλομάτης βάτραχος χαμογελούσε κακά από την απέναντι πλευρά εκείνου του γηπέδου που αποκαλούσε γραφείο. Η αναφορά για τη συντήρηση του πύργου έγινε αιτία να συνειδητοποιήσει ο Τζούνιορ πόσο εύκολα θα μπορούσε να είχε χάσει τη ζωή του έτσι στα καλά καθούμενα. Η φωνή του έτρεμε από αγανάκτηση όταν απάντησε στο δικηγόρο. «Έχετε καταλάβει, κύριε Μάγκιουσον, ότι αυτό που συνέβη στη Ναόμι ήταν ατύχημα; Το πιστεύετε; Γιατί δε βλέπω... δεν ξέρω αν θα μπορούσα να συνεργαστώ με κάποιον που νομίζει πως θα ήμουν ικανός να...»
Χωμένος στην ψηλή και φαρδιά δερμάτινη πολυθρόνα του τεράστιου γραφείου του, ο κοντοστούπης καλικάντζαρος έμοιαζε με σκαθάρι ανάμεσα στα πέταλα σαρκοβόρου άνθους. Άφησε να περάσει τόσος χρόνος μετά την ερώτηση του Τζούνιορ, που όταν απάντησε τα λόγια ήταν περιττά. « Έ ν α ς ποινικολόγος, κύριε Κάιν, είναι λίγο σαν ηθοποιός. Πρέπει να πιστεύει βαθιά στο ρόλο του και στην αλήθεια των ισχυρισμών του για να είναι πειστικός. Προσωπικά, πιστεύω πάντα στην αθωότητα του πελάτη μου προκειμένου να πετύχω την καλύτερη δυνατή λύση στην υπόθεσή του». Ο Τζούνιορ δεν πίστεψε στιγμή ότι ο Μάγκιουσον σκοτιζόταν ποτέ για τον πελάτη. Η μεγάλη αμοιβή ήταν το κίνητρο του κι όχι η δικαιοσύνη. Για λόγους αρχής, ο Τζούνιορ σκέφτηκε να τον απολύσει τον ασχημομούρη εκείνη τη στιγμή, αλλά αυτό που είπε ο δικηγόρος στη συνέχεια ήταν πολύ ενδιαφέρον: «Μη σας απασχολεί πια ο ντετέκτιβ Βανάντιουμ». Ο Τζούνιορ εξεπλάγη. «Ξέρετε γι' αυτόν;» «Όλοι ξέρουν. Ο Βανάντιουμ είναι ένας σταυροφόρος, ένας αυτοδιορισμένος υπερασπιστής της αλήθειας, της δικαιοσύνης και των δημοκρατικών αξιών. Έ ν α ς ανόητος άγιος, αν προτιμάτε. Όμως, τώρα που έκλεισε η υπόθεση, δεν έχει πια δικαίωμα να σας παρενοχλεί». «Το παίρνει μόνος του αυτό το δικαίωμα, φοβάμαι», είπε ανήσυχος ο Τζούνιορ. «Όπως και να 'χει, αν σας ενοχλήσει ξανά, ειδοποιήστε με». «Γιατί κρατάνε στην αστυνομία έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν;» ρώτησε ο Τζούνιορ. «Ο τρόπος του είναι απερίγραπτος, εντελώς αντιεπαγγελματικός». «Γιατί είναι επιτυχημένος. Λύνει σχεδόν όλες τις υποθέσεις που του αναθέτουν». Ο Τζούνιορ είχε υποθέσει ότι οι άλλοι αστυνομικοί θα αντιμετώπιζαν τον Βανάντιουμ σαν γραφικό, λοξό ή περιθωριακό. Ί σ ω ς να συνέβαινε το αντίθετο τελικά. Και αν συνέβαινε, αν όλοι στην αστυνομία τον σέβονταν και τον υπολό-
γιζαν, τότε ο Βανάντιουμ ήταν πολύ πιο επικίνδυνος απ' ό,τι νόμιζε. «Αν σας ενοχλήσει ξανά, κύριε Κάιν, θέλετε να του σφίξω λίγο τα λουριά για να μαζευτεί;» Ο Τζούνιορ ξέχασε αμέσως εν ονόματι ποιας ηθικής αρχής είχε σκεφτεί να απολύσει τον Μάγκιουσον. Παρά τα κουσούρια του, ο ασχημάντρας ήταν εξαιρετικά ικανός. Την Πέμπτη, αργά το απόγευμα, η οχτάωρη συνεδρίαση των δύο δικηγόρων -του Μάγκιουσον και του εκπροσώπου των Χάκατσακ- με τους Νάκερ, Χίσκας και Νορκ κατέληξε σε συμφωνία αποδεκτή και από τα τρία μέρη. Η Κέιτλιν Χάκατσακ θα λάβαινε 250.000 δολάρια αποζημίωση για το θάνατο της αδερφής της. Η Σίνα κι ο Ρούντι θα προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον πόνο τους με τη βοήθεια του ποσού των 900.000 δολαρίων, το οποίο σίγουρα θα τους έφτανε για αρκετά θεραπευτικά ταξίδια στο Λας Βέγκας. Ο Τζούνιορ θα εισέπραττε 4.250.000 δολάρια. Η αμοιβή του Μάγκιουσον ήταν είκοσι τοις εκατό σε περίπτωση δίκης και σαράντα τοις εκατό σε περίπτωση διακανονισμού εκτός δικαστηρίου. Αυτό σήμαινε πως του Τζούνιορ του έμεναν καθαρά 3.400.000 δολάρια. Αφορολόγητα.
Την Παρασκευή το πρωί ο Τζούνιορ παραιτήθηκε από τη δουλειά του. Θα μπορούσε να ζει πολύ άνετα μόνο από τους τόκους για όλη την υπόλοιπη ζωή του, γιατί τα γούστα του δεν ήταν ακριβά. Απολαμβάνοντας την ηλιόλουστη μέρα και τον καιρό που ήταν ασυνήθιστα ζεστός για την εποχή, οδήγησε πάνω από εκατό χιλιόμετρα προς το βορρά, ακολουθώντας τον φιδογυριστό δρόμο της ακτής που πήγαινε ανάμεσα σε απότομες πλαγιές γεμάτες από πυκνά δάση κωνοφόρων. Σ' όλη τη διαδρομή, έλεγχε την κυκλοφορία πίσω του από τον εσωτερικό καθρέφτη. Κανένας δεν τον ακολουθούσε. Σταμάτησε για μεσημεριανό σ' ένα εστιατόριο ανάμεσα στα πεύκα, με εκπληκτική θέα στον Ειρηνικό. Η σερβιτόρα ήταν μια κουκλίτσα. Φλέρταρε μαζί του και
ο Τζούνιορ ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να τη ρίξει στο κρεβάτι αν ήθελε. Ή θ ε λ ε και μάλιστα πολύ, αλλά η διαίσθησή του τον προειδοποίησε να φανεί διακριτικός για ε'να διάστημα ακόμη. Ο Τόμας Βανάντιουμ δεν είχε εμφανιστεί ξανά μπροστά του από τη Δευτέρα στο νεκροταφείο, ούτε του είχε κάνει άλλα κόλπα αφότου είχε αφήσει εκείνα τα είκοσι πέντε σεντς στο κομοδίνο του. Σχεδόν τέσσερις μέρες ανενόχλητος από τον τρελό αστυνομικό. Στο ζήτημα Βανάντιουμ, όμως, ο Τζούνιορ είχε μάθει ήδη να είναι προσεκτικός και να μην εφησυχάζει εύκολα. Καθώς δεν είχε να επιστρέψει στη δουλειά, χασομέρησε στο εστιατόριο μέχρι να βαρεθεί. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας ήταν το ίδιο συναρπαστική με το σεξ. Η ζωή είναι πολύ σύντομη για να τη σπαταλάει κανείς δουλεύοντας, αν έχει την άνεση να ζήσει τεμπελιάζοντας μέχρι να πεθάνει. Ό τ α ν επέστρεψε στο Σπρους Χιλς, είχε βραδιάσει. Το χλομό, κέρινο φεγγάρι κρεμόταν πάνω από μια πόλη που τα φώτα της λαμπύριζαν ανάμεσα σε αμέτρητα δέντρα, σαν να μην ήταν πραγματικά κατοικημένη περιοχή, αλλά μια τεράστια κατασκήνωση Τσιγγάνων που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τις φωτιές τους για να περάσουν τη νύχτα. Νωρίτερα την ίδια βδομάδα, ο Τζούνιορ είχε ψάξει στον τηλεφωνικό κατάλογο για τον Τόμας Βανάντιουμ. Δεν περίμενε να είναι καταχωρισμένος, αλλά έκανε λάθος. Ο Τζούνιορ δεν ήθελε τόσο τον αριθμό τηλεφώνου όσο τη διεύθυνση του, που τη βρήκε κι αυτή μαζί με το νούμερο. Τώρα αποτόλμησε να πάει να δει από κοντά το σπίτι του ντετέκτιβ. Σε μια νοικοκυρεμένη γειτονιά, με αδιάφορα σπίτια, η κατοικία του Βανάντιουμ ήταν εξίσου κοινή με όλες τις άλλες γύρω της: ένα μονώροφο, ορθογώνιο κτίσμα, χωρίς κανένα αρχιτεκτονικό στυλ. Λευκοί εξωτερικοί τοίχοι, πράσινα παραθυρόφυλλα. Γκαράζ δύο θέσεων, που επικοινωνούσε εσωτερικά με το σπίτι. Βαλανιδιές σχημάτιζαν τη δεντροστοιχία του δημόσιου δρόμου. Ό λ ε ς γυμνές αυτή την εποχή του χρόνου. Ροζιασμέ-
να κλαδιά τεντώνονταν σαν αρθριτικά δάχτυλα να πιάσουν το φεγγάρι. Τα δέντρα έξω από την αυλή του Βανάντιουμ ήταν κι αυτά γυμνά και άφηναν να φαίνεται καθαρά το σπίτι από το δρόμο. Το πίσω μέρος ήταν σκοτεινό, αλλά δυο από τα μπροστινά παράθυρα έλαμπαν μ' ένα απαλό κίτρινο φως. Ο Τζούνιορ δεν έκοψε ταχύτητα όταν περνούσε μπροστά από το σπίτι, αλλά έκανε το γύρο του τετραγώνου και ξαναπέρασε άλλη μια φορά. Δεν ήξερε για τι ακριβώς έψαχνε. Απλώς αισθανόταν καλύτερα έχοντας την αίσθηση ότι παρακολουθούσε αυτός τον ντετέκτιβ, έτσι γι' αλλαγή. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, είχε φτάσει σπίτι του. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας κι έπιασε τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ο τόμος δεν περιείχε μόνο τα τηλέφωνα του Σπρους Χιλς αλλά όλης της Κομητείας, περίπου εβδομήντα με ογδόντα χιλιάδες νούμερα. Κάθε σελίδα είχε τέσσερις στήλες με ονόματα και αριθμούς, τα περισσότερα και με διευθύνσεις. Η κάθε στήλη αριθμούσε γύρω στα εκατό ονόματα, δηλαδή τετρακόσια στη σελίδα. Με τη βοήθεια ενός χάρακα, που οδηγούσε το μάτι του στις γραμμές τής κάθε στήλης, ο Τζούνιορ άρχισε να ψάχνει για το όνομα Μπαρθόλομιου αγνοώντας τα επίθετα. Είχε ήδη ελέγξει αν υπήρχε κάποιος στην Κομητεία με το επώνυμο Μπαρθόλομιου και δεν υπήρχε κανείς, τουλάχιστον στον τηλεφωνικό κατάλογο. Μερικές καταχωρίσεις δεν είχαν ολόκληρο το όνομα αλλά μόνο το αρχικό γράμμα. Κάθε φορά που συναντούσε το αρχικό, τσέκαρε την καταχώριση με λεπτό κόκκινο μαρκαδόρο. Τα πιο πολλά θα ήταν σίγουρα Μπομπ και Μπιλ. Θα υπήρχαν κάμποσα Μπράντλεϊ ή Μπέρναρντ. Μπάρμπαρα ή Μπρέντα. Στο τέλος, όταν θα είχε ελέγξει όλο τον κατάλογο, εάν δεν είχε βρει τίποτα, θα τηλεφωνούσε σε όλα τα τσεκαρισμένα νούμερα και θα ζητούσε τον Μπαρθόλομιου. Μερικές
εκατοντάδες τηλεφωνήματα. Αρκετά από αυτά υπεραστικά. Δεν θα είχε πρόβλημα να πληρώσει το λογαριασμό. Μπορούσε να ψάχνει πέντε σελίδες τη φορά, πριν αρχίσουν να πονάνε τα μάτια του. Είχε αποφασίσει να το κάνει δυο φορές την ημέρα, αρχίζοντας από την περασμένη Τρίτη. Τέσσερις χιλιάδες ονόματα την ημέρα. Συνολικά, δεκαέξι χιλιάδες όταν θα τελείωνε την πέμπτη από τις αποψινές σελίδες του. Ήταν κουραστική δουλειά και ίσως να μην απέδιδε καρπούς. Από κάπου έπρεπε ν' αρχίσει όμως, κι ο τηλεφωνικός κατάλογος ήταν το πιο λογικό σημείο εκκίνησης. Ο Μπαρθόλομιου μπορεί να ήταν έφηβος ή ενήλικος που ζούσε με τους γονείς του. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα τον έβρισκε ποτέ από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Μπορεί, πάλι, ο τύπος να σιχαινόταν το πρώτο του όνομα και να χρησιμοποιούσε μόνο το μεσαίο. Αν η έρευνα στον τηλεφωνικό κατάλογο αποδεικνυόταν άκαρπη, ο Τζούνιορ θα κατέφευγε στο ληξιαρχείο της Κομητείας και θα έψαχνε όλες τις γεννήσεις από τις αρχές του αιώνα και μετά. Φυσικά, ο Μπαρθόλομιου ίσως να μην είχε γεννηθεί σ' αυτή την Κομητεία, ίσως να είχε μετακομίσει εδώ σαν παιδί, ή σαν ενήλικος. Αν είχε ακίνητη περιουσία, το όνομά του θα εμφανιζόταν στο υποθηκοφυλακείο. Ιδιοκτήτης ή όχι, αν ήταν συνειδητός πολίτης και ψήφιζε κανονικά, θα ήταν καταχωρισμένος στους εκλογικούς καταλόγους. Ο Τζούνιορ δεν είχε πια δουλειά, αλλά είχε μια αποστολή. Το Σάββατο και την Κυριακή, ανάμεσα στην πρωινή και τη βραδινή έρευνα στον τηλεφωνικό κατάλογο, ο Τζούνιορ έκανε βόλτες με το αυτοκίνητο σε όλη την Κομητεία, επιβεβαιώνοντας την εντύπωσή του ότι ο μανιακός αστυνομικός είχε πάψει να τον παρακολουθεί. Προφανώς, ο Σάιμον Μάγκιουσον είχε δίκιο: η υπόθεση είχε κλείσει οριστικά. Βαρυπενθώντας όσο όφειλε ένας χήρος, ο Τζούνιορ περνούσε τις νύχτες μόνος. Μέχρι την Κυριακή, θα είχε κοιμηθεί χωρίς γυναίκα επί οχτώ νύχτες στη σειρά απ' όταν είχε βγει από το νοσοκομείο.
Ή τ α ν ένας ρωμαλέος νέος άντρας που τον ήθελαν πολλές. Η ζωή είναι σύντομη. Η ανάμνηση της καημένης της Ναόμι... η έκπληξη στο πρόσωπο της όταν έπεφτε στο κενό ήταν ακόμη φρέσκια και του υπενθύμιζε πόσο ξαφνικά μπορεί να κοπεί το νήμα της ζωής. Κανένας δεν μπορεί να σου εγγυηθεί το αύριο. Άδραξε τη μέρα. Ο Σίζαρ Ζεντ όχι μόνο σύστηνε ν' αδράχνεις τη μέρα, αλλά να την καταβροχθίζεις. Να τη μασάς καλά, να τρέφεσαι απ' αυτή, να την καταπίνεις ολόκληρη, χωρίς ν' αφήνεις τίποτε να πάει χαμένο. Η ζωή είναι ένα μεγάλο τσιμπούσι, έλεγε ο Ζεντ, κι όποιος αυτοσυγκρατείται δεν θα έχει αποθηκεύσει αρκετές αναμνήσεις για να τον κρατήσουν γερό όταν θα πέσει κάποτε πείνα. Την Κυριακή το βράδυ, ένας συνδυασμός διαφόρων παραγόντων -πίστη στη φιλοσοφία του Ζεντ, πολύ υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης στο αίμα, σκέτη βαρεμάρα, αυτολύπηση και μια διάθεση να ξαναγίνει ριψοκίνδυνος και άνθρωπος της δράσης- έκανε τον Τζούνιορ να ρίξει λίγη κολόνια Χάι Καράτε στο λαιμό του και να βγει για κυνήγι. Μια ώρα μετά τη δύση του ήλιου, μ' ένα κόκκινο τριαντάφυλλο κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, έβαλε πλώρη για το σπίτι της Βικτόρια Μπρέσλερ. Της είχε τηλεφωνήσει πριν ξεκινήσει, για να σιγουρευτεί ότι θα ήταν σπίτι. Η Βικτόρια δεν έκανε βάρδιες τα Σαββατοκύριακα στο νοσοκομείο, αλλά ίσως να είχε βγει έξω. Ό τ α ν του απάντησε, ο Τζούνιορ αναγνώρισε αμέσως τη σαγηνευτική της φωνή και είπε βιαστικά: «Συγνώμη, λάθος νούμερο». Πάντα ρομαντικός, ήθελε να της κάνει έκπληξη.Βοναλά! Λουλούδια, κρασί κι εγώ. Ύστερα από κείνη την τόσο έντονη ερωτική έλξη που δημιουργήθηκε μεταξύ τους στο νοσοκομείο, σίγουρα θα τον λαχταρούσε μέρα νύχτα, αλλά δεν θα περίμενε να την επισκεφτεί πριν περάσουν βδομάδες ολόκληρες. Ο Τζούνιορ δεν έβλεπε την ώρα να δει την έκφρασή της μόλις θα τον αντίκριζε. Στη διάρκεια της εβδομάδας, είχε μάθει με διακριτικό τρόπο όσα μπόρεσε για τη νοσοκόμα. Ή τ α ν τριάντα χρονών, διαζευγμένη, χωρίς παιδιά, και ζούσε μόνη.
Ξαφνιάστηκε όταν έμαθε την ηλικία της. Δεν φαινόταν τόσο μεγάλη. Παρά τα τριάντα της, πάντως, η Βικτόρια ήταν εξαιρετικά ελκυστική. Ο Τζούνιορ δεν είχε κοιμηθεί ποτέ του με μεγαλύτερη γυναίκα και η προοπτική αυτή τον ενθουσίαζε. Η Βικτόρια σίγουρα θα ήξερε κόλπα που οι πολύ πιο άπειρες νεότερές της θα αγνοούσαν. Η Βικτόρια ασφαλώς θα ένιωθε αφάνταστα κολακευμένη που την είχε προσέξει ένας εικοσιτριάχρονος ταύρος, κολακευμένη και υποχρεωμένη. Καθώς σκεφτόταν με τι τρόπους θα μπορούσε να του εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη της, ο χώρος πίσω από το τιμόνι του Σαμπέρμπαν έγινε ξαφνικά πολύ μικρός γι' αυτόν και τη στύση του. Παρ' όλο που σχεδόν δεν κρατιόταν, ακολούθησε παραπλανητική διαδρομή προς το σπίτι της. Έ κ α ν ε άσχετους γύρους και παρακολουθούσε συνέχεια τον εσωτερικό καθρέφτη ενώ οδηγούσε. Αν τον ακολουθούσε κάποιος, πρέπει να ήταν ένας αόρατος άνθρωπος σε αυτοκίνητο-φάντασμα. Πάντα προσεκτικός, λοιπόν, ακόμη κι όταν καταβρόχθιζε τη μέρα -ή, μάλλον, τη νύχτα, στην περίπτωση του-, πάρκαρε αρκετά μακριά από το σπίτι της Βικτόρια, σ' έναν παράλληλο δρόμο. Έ κ α ν ε με τα πόδια τρία ολόκληρα τετράγωνα. Ο αέρας ήταν τσουχτερός, γεμάτος από την ευωδιά των πεύκων και μια ανεπαίσθητη, μακρινή μυρωδιά αρμύρας από τη θάλασσα. Έ ν α περίεργο κίτρινο φεγγάρι έλαμπε σαν μοχθηρό μάτι και τον παραμόνευε παίζοντας διαρκώς κρυφτό με τα σκόρπια σύννεφα. Η Βικτόρια ζούσε στο βόρειο άκρο του Σπρους Χιλς, όπου οι φαρδιοί δρόμοι έδιναν σιγά σιγά τη θέση τους σε αγροτικά δρομάκια. Εδώ, τα σπίτια είχαν μια τάση προς το ρουστίκ και ήταν χτισμένα σε αρκετή απόσταση από το δρόμο, μέσα σε οικόπεδα αρκετά μεγαλύτερα και λιγότερο τυποποιημένα απ' ό,τι στο κέντρο της πόλης. Στη διάρκεια της μικρής πεζοπορίας του, ο Τζούνιορ δεν συνάντησε ούτε έναν πεζό, ούτε διασταυρώθηκε με κανένα αυτοκίνητο. Σ' αυτή την άκρη της πόλης, τα πεζοδρόμια δεν φωτίζο-
νταν. Μόνο με το φως του φεγγαριού ήταν απίθανο να τον αναγνωρίσει κάποιος που θα τύχαινε να κοιτάζει έξω από κανένα παράθυρο. Αν ο Τζούνιορ δεν ήταν τόσο προνοητικός κι άρχιζαν να κυκλοφορούν κουτσομπολιά για τον νεαρό χήρο Κάιν και τη σέξι νοσοκόμα, ο Βανάντιουμ θα ριχνόταν πάλι στο κατόπι του, έστω κι αν είχε κλείσει η υπόθεση. Ο αστυνομικός ήταν ψυχικά άρρωστος. Ποιος ξέρει ποιοι εσωτερικοί δαίμονες τον κινούσαν! Η Βικτόρια ζούσε σ' ένα μικρό διώροφο σπίτι, με στενή πρόσοψη και πολύ γερτή σκεπή. Δυο μεγάλοι φεγγίτες προεξείχαν πάνω από τη βεράντα της εισόδου, αλλά ήταν σκοτεινοί. Αντίθετα, χρυσαφένιο φως ανέβλυζε από όλα τα παράθυρα στο ισόγειο. Ο Τζούνιορ φαντάστηκε τη συνέχεια. Θα καθόταν με τη Βικτόρια στον καναπέ, θα έπιναν το κρασί τους και θα εξοικειώνονταν. Ί σ ω ς να του ζητούσε να τη φωνάζει Βίκι, και τότε μπορεί να της έλεγε κι αυτός να τον φωνάζει Ί ν ι , το χαϊδευτικό που του είχε βγάλει η Ναόμι επειδή δεν άντεχε το Ί ν ο χ . Πολύ γρήγορα θ' άρχιζαν να χουφτώνονται σαν ξετρελαμένοι έφηβοι. Ο Τζούνιορ θα την έγδυνε εκεί στον καναπέ, θα χάιδευε το σφιχτό, ευλύγιστο κορμί της, και ύστερα θα την κουβαλούσε γυμνή στο σκοτεινό υπνοδωμάτιο στον επάνω όροφο. Αποφεύγοντας το χαλικόστρωτο δρομάκι του σπιτιού για να μη γδάρει τα φρεσκογυαλισμένα μοκασίνια του, πλησίασε το σπίτι βαδίζοντας πάνω στο γρασίδι, κάτω από τα κλαδιά ενός τεράστιου πεύκου. Δεν ήταν απίθανο η Βικτόρια να είχε κάποιον επισκέπτη, ένα συγγενή ή μια φίλη της. Ό χ ι άντρα. Ό χ ι . Αυτή έναν άντρα ήθελε και δεν θα ήθελε κανέναν άλλο μέχρι να βρει την ευκαιρία να του δοθεί και να ολοκληριόσουν τη σχέση που είχαν ξεκινήσει πριν από δέκα μέρες στο νοσοκομείο, παίζοντας με τον πάγο και το κουταλάκι. Αν η Βικτόρια είχε επισκέπτη, το πιθανότερο θα ήταν το αυτοκίνητο του να βρισκόταν στο δρομάκι μπροστά από το σπίτι. Αλλά δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο. Ο Τζούνιορ σκέφτηκε να κάνει αθόρυβα το γύρο του
σπιτιού και να κρυφοκοιτάξει από τα παράθυρα για να βεβαιωθεί ότι ήταν μόνη της. Αν τυχόν τον έβλεπε, όμως, θα καταστρεφόταν η έκπληξη που της ετοίμαζε. Τα πάντα στη ζωή έχουν ένα ρίσκο. Ο Τζούνιορ δίστασε μόνο λίγα δευτερόλεπτα πριν ανεβεί τα σκαλιά της βεράντας και χτυπήσει με το χέρι του την πόρτα. Μέσα έπαιζε μουσική. Έ ν α ς ζωηρός σκοπός. Μάλλον σουίνγκ. Δεν μπόρεσε ν' αναγνωρίσει τη μελωδία. Εκεί που ήταν έτοιμος να ξαναχτυπήσει, η πόρτα άνοιξε απότομα προς τα μέσα και, πάνω από τη φωνή του Φρανκ Σινάτρα που τραγουδούσε το «When My Sugar Walks Down the Street», η Βικτόρια ακούστηκε να λέει: «Νωρίς ήρθες, δεν άκουσα το αυτοκίνητο σου...» Μιλούσε ήδη όταν άνοιγε την πόρτα και άφησε τη φράση της στη μέση όταν αντίκρισε αυτόν που στεκόταν στο κατώφλι της. Έ δ ε ι ξ ε έκπληκτη, ναι, αλλά όχι με την έκφραση που είχε ζωγραφίσει ο Τζούνιορ στο τελάρο της φαντασίας του. Η έκπληξή της δεν περιείχε ούτε έξαψη ούτε ενθουσιασμό ούτε αυθόρμητο χαμόγελο. Για μια στιγμή του φάνηκε πως συνοφρυώθηκε. Ύστερα κατάλαβε ότι έκανε λάθος. Με το μορφασμό αυτό προσπαθούσε μάλλον να συγκρατήσει τη λαχτάρα της. Ντυμένη με μαύρο υφασμάτινο παντελόνι κι εφαρμοστό λεπτό μάλλινο πουλόβερ στο χρώμα του πράσινου μήλου, η Βικτόρια Μπρέσλερ εκπλήρωνε όλες τις φιλήδονες υποσχέσεις που ο Τζούνιορ υποψιαζόταν πως έκρυβε η λευκή στολή της νοσοκόμας. Η χυμώδης ομορφιά της δεν είχε τίποτε φτηνό. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε. Η φωνή της ήταν ξερή και κάπως απότομη. Κάποιος άλλος θα νόμιζε πως ο τόνος της έδειχνε αποδοκιμασία, ενόχληση, ίσως και συγκρατημένο θυμό. Ο Τζούνιορ όμως κατάλαβε αμέσως ότι ήθελε να τον παιδέψει λίγο. Έπαιζε μαζί του μ' έναν υπέροχο, σκανδαλιστικό τρόπο. Πόσο κατεργάρικα λαμπύριζαν τα γαλάζια μάτια της, πόσο χαριτωμένα! Της έδωσε το κόκκινο τριαντάφυλλο. «Για σένα. Ό χ ι πως
μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. Κανένα λουλούδι δε συγκρίνεται μ' εσένα». Συνεχίζοντας το ερωτικό παιχνιδάκι τής δήθεν απόρριψης, η Βικτόρια δεν άγγιξε το τριαντάφυλλο. «Για ποια με πέρασες;» «Για την πιο εκλεκτή απ' όλες», της απάντησε ο Τζούνιορ, ευχαριστημένος που είχε διαβάσει τόσα πολλά βιβλία και ήξερε πώς να μιλάει στις γυναίκες. Η Βικτόρια έκανε ένα μορφασμό. «Είπα στην αστυνομία για το χυδαίο σου φέρσιμο με το κουταλάκι και το παγάκι». Ο Τζούνιορ της πρόσφερε πάλι το κόκκινο τριαντάφυλλο, πιέζοντάς το επίμονα πάνω στο χέρι της για να της αποσπάσει την προσοχή, ενώ ταυτόχρονα σήκωνε το μπουκάλι. Τη στιγμή ακριβώς που ο Σινάτρα τραγουδούσε τη λέξη sugar, το μπουκάλι χτύπησε με δύναμη τη Βικτόρια στο μέτωπο.
Κεφάλαιο 33
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΝΩΝ, ταπεινή σε διαστάσεις και μετρημένη σε στολίδια, χωρίς φοβερούς θόλους, ογκώδεις κολόνες και σπηλαιώδη κλίτη, ήσυχη και διακριτικά φωτισμένη μέσα στη νύχτα του Μπράιτ Μπιτς, ήταν για τη Μαρία Γκονζάλες ένα καταφύγιο τόσο ζεστό και οικείο όσο και το ίδιο της το σπίτι. Ο Θεός ήταν πανταχού παρών, αλλά εκεί ειδικά περισσότερο. Η Μαρία αισθάνθηκε να γαληνεύει από τη στιγμή που πέρασε την πύλη και πάτησε το πόδι της στο νάρθηκα. Η λειτουργία είχε τελειώσει πριν από λίγο και οι πιστοί είχαν φύγει. Το ίδιο κι ο ιερέας και τα παπαδοπαίδια. Αφού έφτιαξε την καρφίτσα που συγκρατούσε τη δαντελένια μαντίλα της, η Μαρία πέρασε από το νάρθηκα στον κυρίως ναό. Βούτηξε τα δυο της δάχτυλα στο αγίασμα της μαρμάρινης κολυμβήθρας κι έκανε το σταυρό της. Ο αέρας ευωδίαζε λιβάνι και άρωμα λεμονιού από το υγρό με το οποίο είχαν λουστράρει τα στασίδια. Ευθεία μπροστά της ένας μικρός προβολέας φώτιζε έναν Εσταυρωμένο σε φυσικό μέγεθος. Ο υπόλοιπος φωτισμός του ναού προερχόταν από δυο μικρούς γλόμπους που κρέμονταν πάνω από τα δυο άκρα του σταυρού κι από τις τρεμάμενες φλογίτσες στα γυάλινα αναθήματα. Η Μαρία προχώρησε στον μισοσκότεινο κεντρικό διάδρομο, γονάτισε μπροστά στο κάγκελο του ιερού και πήγε στη σχάρα με τα αναθήματα. Τα οικονομικά της της επέτρεπαν να δώσει μόνο είκοσι
πέντε σεντς για κάθε καντηλάκι, αλλά έδωσε πενήντα, χώνοντας στο ξύλινο παγκάρι πέντε χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου και δΰο εικοσιπενταράκια. Αφοΰ άναψε έντεκα καντηλάκια, όλα στο όνομα του Μπαρθόλομιου Λάμπιον, έβγαλε από την τσέπη της τα σκισμένα τραπουλόχαρτα. Τους τέσσερις βαλέδες σπαθί. Την Παρασκευή το βράδυ είχε σκίσει τα τραπουλόχαρτα στα τρία κι από κείνη τη στιγμή κρατούσε πάνω της τα δώδεκα κομμάτια, περιμένοντας την Κυριακή το βράδυ. Την πρακτική της χαρτομαντείας, όπως άλλωστε και την περίεργη μικρή τελετή που ετοιμαζόταν τώρα να κάνει, η Εκκλησία την καταδίκαζε. Ο μυστικισμός αυτού του είδους θεωρούνταν αμαρτία, παρέκκλιση από την ορθή πίστη και αίρεση. Η Μαρία, όμως, συμβίβαζε άνετα στη ζωή της και τον καθολικισμό και το μυστικισμό, με τον οποίο είχε βιωματική σχέση. Στο Ερμοσίγιο του Μεξικού, ο μυστικισμός ήταν εξίσου κυρίαρχος με τον καθολικισμό στην πνευματική ζωή μιας οικογένειας. Η Εκκλησία ωφελούσε την ψυχή και ο μυστικισμός τη φαντασία. Στο Μεξικό, όπου οι ανέσεις ήταν συχνά στοιχειώδεις και η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή σπάνια γινόταν πραγματικότητα, εκτός από την ψυχή είχε ανάγκη από τροφή και η φαντασία για να μπορέσει ν' αντέξει κανείς την καθημερινότητα. Αφού προσευχήθηκε στην Παναγία, η Μαρία Γκονζάλες κράτησε το ένα τρίτο από τον πρώτο βαλέ σπαθί πάνω από τη φλόγα του πρώτου καντηλιού. Ό τ α ν πήρε φωτιά, το άφησε να πέσει μέσα στο γυάλινο καντηλάκι κι ενώ καιγόταν είπε δυνατά, «Για τον Πέτρο», εννοώντας τον σπουδαιότερο από τους δώδεκα Αποστόλους. Επανέλαβε την ίδια διαδικασία άλλες έντεκα φορές «Για τον Αντρέα, για τον Ιάκωβο, για τον Ιωάννη»-, ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές πάνω από τον ώμο της, για να σιγουρευτεί ότι δεν την άκουγε κανείς. Είχε ανάψει από ένα καντηλάκι για τον καθένα από τους δώδεκα Αποστόλους και κανένα για τον δωδέκατο, τον Ιού-
δα τον προδότη. Της απέμενε ένα τελευταίο κομμάτι από τα τραπουλόχαρτα. Κανονικά, θα είχε ξαναπιάσει από την αρχή τα καντηλάκια, προσφέροντας και δεύτερο χαρτάκι στον Πέτρο. Σ' αυτή την περίπτωση, όμως, το αφιέρωσε στον λιγότερο γνωστό από τους δώδεκα Αποστόλους, γιατί ήταν σίγουρη ότι είχε σημασία να το κάνει έτσι αυτή τη φορά. Αφού είχαν καεί και τα δώδεκα κομμάτια, θα έπρεπε να έχει ξορκιστεί για τον μικρό Μπαρθόλομιου η απειλή του φοβερού άγνωστου εχθρού που εκπροσωπούσαν οι τέσσερις φάντηδες. Κάπου στον κόσμο υπήρχε ένας διαβολικός άνθρωπος που κάποια μέρα θα σκότωνε τον Μπάρτι, αλλά που τώρα η πορεία της ζωής του θα τον οδηγούσε αλλού. Έντεκα άγιοι είχαν επιβαρυνθεί με δώδεκα μερίδια ευθύνης να ξορκίσουν την κατάρα. Η Μαρία πίστευε στο ξόρκι σχεδόν όσο πίστευε και στην ίδια τη θρησκεία. Ό τ α ν έσκυψε πάνω από το καντηλάκι και παρακολούθησε το τελευταίο κομματάκι χαρτί να γίνεται στάχτη, ένιωσε να της φεύγει ένα πελώριο βάρος. Λίγα λεπτά αργότερα, βγαίνοντας από την Παναγία των Θρήνων, ήταν πεισμένη ότι ο φάντης σπαθί -είτε ήταν ένα ανθρώπινο τέρας είτε ο διάβολος ο ίδιος - δ ε ν θα βρισκόταν ποτέ στο δρόμο του Μπάρτι Λάμπιον.
Κεφάλαιο 34
Ε Π Ε Σ Ε ΑΠΟΤΟΜΑ και άγαρμπα, μ' ένα βαρύ γδούπο, αλλά η φυσική της χάρη, που χάθηκε καθώς έπεφτε, ξαναφάνηκε στη στάση που πήρε πεσμένη. Η Βικτόρια Μπρέσλερ σωριάστηκε μονοκόμματα στο μικρό χολ, με το αριστερό της χέρι τεντωμένο πάνω από το κεφάλι, σαν να χαιρετούσε το ταβάνι, και με το δεξί ριγμένο πάνω στο σώμα της, έτσι που η παλάμη να σκεπάζει το αριστερό της στήθος. Το ένα της πόδι ήταν τεντωμένο και το άλλο λυγισμένο, με το γόνατο ψηλά σε μια σεμνότυφη πόζα. Αν ήταν γυμνή και ξαπλωμένη σ' ένα στρώμα από ξερά φθινοπωρινά φύλλα, ή σε παχύ πράσινο χορτάρι, θα ήταν ιδανική για αφίσα του Πλεϊμπόι. Ο Τζούνιορ πιο πολύ απόρησε που δεν έσπασε το μπουκάλι, παρά που είχε χτυπήσει μ' αυτό τη Βικτόρια Μπρέσλερ. Στο κάτω κάτω, ύστερα από κείνη την απόφαση που είχε πάρει πάνω στον πύργο, ήταν ένας καινούριος άνθρωπος, ένας άνθρωπος της δράσης, που έκανε πάντα το αναγκαίο χωρίς περιττούς δισταγμούς. Το μπουκάλι, ωστόσο, χ\τανγυάλινο, κι αυτός το είχε κατεβάσει με τέτοια δύναμη, που κοπάνησε στο κρανίο της νοσοκόμας σαν ξύλινο σφυρί σε τοίχο. Κι όμως, ενώ το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό ώστε να τη ρίξει αναίσθητη μονομιάς, ή και να τη σκοτώσει, το μπουκάλι είχε μείνει ανέπαφο. Ο Τζούνιορ μπήκε στο σπίτι, έκλεισε ήσυχα την πόρτα και περιεργάστηκε το μπουκάλι. Το γυαλί ήταν αρκετά χοντρό, ειδικά στη βάση, όπου είχε μια εσωτερική οδόντωση στην
περιφέρεια του πάτου. Προφανώς την είχε χτυπήσει με το κάτω μέρος της μπουκάλας, που ο σχεδιασμός της έδειχνε να έχει αρκετή αντοχή στα χτυπήματα. Μια ελαφριά κοκκινίλα στο μέτωπο της Βικτόρια φανέρωνε το σημείο όπου είχε δεχτεί το χτύπημα κι όπου σύντομα θα εμφανιζόταν ένα μελανό καρούμπαλο. Το κρανίο μάλλον δεν είχε σπάσει. Σιδεροκέφαλη όσο και σκληρόκαρδη, η Βικτόρια δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό - μ ι α απλή διάσειση ίσως. Από το στερεοφωνικό στο καθιστικό, ακουγόταν ο Σινάτρα να τραγουδάει «It Was a Very Good Year». Η νοσοκόμα πρέπει να ήταν μόνη, αλλά ο Τζούνιορ ρώτησε καλού κακού, «Είναι κανείς εδώ;» αρκετά δυνατά ώστε ν' ακουστεί πάνω από τη μουσική. Παρ' όλο που δεν πήρε απάντηση, έψαξε στα γρήγορα όλο το μικρό σπίτι. Έ ν α φωτιστικό με κροσσάτο, μεταξωτό καπέλο σκόρπιζε ζεστό, χρυσαφένιο φως από τη γωνιά δίπλα στον καναπέ. Πάνω στο μακρόστενο τραπεζάκι υπήρχαν διακοσμητικά καντηλάκια από φυσητό γυαλί, όλα αναμμένα. Στην κουζίνα, μια γαργαλιστική ευωδιά έβγαινε από τον κλειστό φούρνο. Στη μία εστία της κουζίνας γκαζιού μια μεγάλη κατσαρόλα σιγόβραζε σε χαμηλή φωτιά και στον πάγκο υπήρχε ένα πακέτο μακαρόνια, που προφανώς περίμεναν να βράσει το νερό. Στην τραπεζαρία, δυο σερβίτσια τοποθετημένα στη μια άκρη του τραπεζιού. Ποτήρια για κρασί. Δυο μεγάλα κηροπήγια από κασσίτερο με βαριά διακόσμηση. Τα κεριά τους ήταν σβηστά ακόμη. Ο Τζούνιορ κατάλαβε αμέσως το σκηνικό. Η Βικτόρια είχε δεσμό. Στο νοσοκομείο τον είχε φλερτάρει, όχι επειδή ήθελε πραγματικά να το κάνει, αλλά επειδή ήταν απ' αυτές τις γυναίκες που τους αρέσει ν' ανάβουν έναν άντρα και μετά να τον αφήνουν στα κρύα του λουτρού. Διπρόσωπη σκύλα, αυτό ήταν. Αφού του ρίχτηκε, αφού τον κατάφερε, έτρεξε μετά και τον κουτσομπόλεψε, σαν να ήταν αυτός που το είχε προκαλέσει. Ακόμα χειρότερα, για να αισθανθεί πιο σπουδαία, είχε μεταφέρει και στην αστυ-
νομία τη δική της, παραποιημένη εκδοχή, που ποιος ξέρει πόσο την είχε παραφουσκώσει. Μια μικρή, βοηθητική τουαλέτα στο ισόγειο. Δυο υπνοδωμάτια κι ένα κανονικό μπάνιο επάνω. Ό λ α έρημα. Ξανά στο χολ. Η Βικτόρια δεν είχε σαλέψει. Ο Τζούνιορ γονάτισε δίπλα της κι έπιασε το σφυγμό στο πλάι του λαιμού της. Ή τ α ν λιγάκι ακανόνιστος αλλά δυνατός. Παρ' όλο που ήταν τέτοιο παλιοθήλυκο, εξακολουθούσε να τον ελκύει σεξουαλικά. Αυτός όμως δεν ήταν από τους άντρες που θα επωφελούνταν από μια γυναίκα αναίσθητη. Επιπλέον, η νοσοκόμα περίμενε καλεσμένο. Νωρίς ήρθες, δεν άκουσα το αυτοκίνητο σου, του είχε πει καθώς άνοιγε, πριν καταλάβει ότι ήταν ο Τζούνιορ. Ο Τζούνιορ πήγε στην πόρτα, που την πλαισίωναν δυο στενόμακροι φεγγίτες με κουρτινάκια. Τράβηξε τη μια από τις κουρτίνες και κρυφοκοίταξε έξω. Το κέρινο φεγγάρι είχε ξετυλιχτεί από τα κουρελιασμένα του σάβανα. Το βλογιοκομμένο του πρόσωπο έλαμπε σχεδόν ολόκληρο ανάμεσα από τα κλαδιά του μεγάλου πεύκου, φωτίζοντας την αυλή και το χαλικόστρωτο δρομάκι του σπιτιού. Κανένα αυτοκίνητο. Ο Τζούνιορ πήγε ως το καθιστικό, πήρε ένα από τα διακοσμητικά μαξιλαράκια του καναπέ κι επέστρεψε στο χολ της εισόδου. Είπα στην αστυνομία για το χυδαίο σου φέρσιμο με το κουταλάκι και το παγάκι. Φυσικά, η Βικτόρια δεν είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία για να κάνει κανονική καταγγελία. Γιατί να μπει σε περιττό κόπο προκειμένου να τον διαβάλει, όταν ο Τόμας Βανάντιουμ τριγύριζε στο νοσοκομείο σε εικοσιτετράωρη βάση, πρόθυμος ν' ακούσει κάθε συκοφαντία εναντίον του Τζούνιορ, αρκεί να τον εμφάνιζε σαν λιγούρη και συζυγοκτόνο; Σχεδόν σίγουρα, η Βικτόρια είχε μιλήσει κατευθείαν στον μανιακό ντετέκτιβ. Αλλά, ακόμη κι αν είχε μεταφέρει τις φαντασιοπληξίες της σε κάποιον άλλο αστυνομικό, πάλι θα είχαν καταλήξει στ' αυτιά του Βανάντιουμ, κι αυτός με τη
σειρά του θα είχε αναζητήσει αμέσως τη νοσοκόμα, για να τ' ακούσει όλα ξανά από πρώτο χέρι, οπότε αυτή θα τα είχε επαναλάβει, παραφουσκώνοντας κι άλλο την ιστορία της, μέχρι που να νομίζει κανείς ότι ο Τζούνιορ την είχε αρπάξει από τα βυζιά και είχε χώσει τη γλώσσα του στο στόμα της με το ζόρι. Τώρα, αν η Βικτόρια έλεγε στον Βανάντιουμ ότι ο Τζούνιορ είχε εμφανιστεί απρόσκλητος στην πόρτα της με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ένα μπουκάλι κρασί και ερωτικές διαθέσεις, ο παρανοϊκός αστυνομικός θα ξανάρχιζε την καταδίωξη. Γιατί μπορεί στην περίπτωση του κουταλιού η νοσοκόμα να είχε καταλάβει λάθος, αλλά αυτή τη φορά οι προθέσεις του Τζούνιορ ήταν απόλυτα σαφείς. Επομένως, ο σταυροφόρος της αστυνομίας, ο ανόητος άγιος, δεν θα το έβαζε με τίποτα κάτω. Η Βικτόρια βόγκηξε σιγανά, αλλά δεν κινήθηκε. Οι νοσοκόμες υποτίθεται πως είναι άγγελοι του ελέους. Η Βικτόρια δεν είχε έλεος. Και σίγουρα δεν ήταν άγγελος. Ο Τζούνιορ γονάτισε δίπλα της, έβαλε το μαξιλαράκι πάνω στο πρόσωπο της και το πίεσε σταθερά, ενόσω ο Φρανκ Σινάτρα τελείωνε το «Hello, Young Lovers» και έλεγε σχεδόν το μισό από το «ΑΙ! or Nothing at Ail». Η Βικτόρια δεν ανέκτησε καν τις αισθήσεις της, δεν της δόθηκε ούτε μια ευκαιρία να παλέψει. Αφού έλεγξε ξανά το σφυγμό στο λαιμό της και βεβαιώθηκε πως είχε πάψει να χτυπά, ο Τζούνιορ επέστρεψε στο καθιστικό, φούσκωσε το μαξιλαράκι χτυπώντας το μαλακά και το άφησε ακριβώς εκεί που το είχε βρει. Μέχρι στιγμής, δεν αισθανόταν καμιά διάθεση να ξεράσει. Ωστόσο, δεν κατηγόρησε τον εαυτό του για έλλειψη ευαισθησίας. Αυτή τη γυναίκα την είχε ξαναδεί άλλη μια φορά στη ζωή του. Δεν είχε επενδύσει συναισθηματικά, όπως στην περίπτωση της Ναόμι. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν αισθανόταν το παραμικρό. Λυπόταν αφάνταστα στη σκέψη του παθιασμένου έρωτα και της ευτυχίας που θα μπορούσαν να είχαν απολαύσει αυτός
και η νοσοκόμα. Αλλά ήταν δική της η επιλογή να παίξει μαζί του και να του φερθεί τόσο άσπλαχνα. Ό τ α ν προσπάθησε να σηκώσει τη Βικτόρια, όμως, του κόπηκε κάθε διάθεση για ηδονικές φαντασιώσεις. Σαν νεκρό βάρος, η νοσοκόμα ήταν σχεδόν ασήκωτη. Τη μετέφερε στην κουζίνα, την κάθισε σε μια καρέκλα και την άφησε να σωριαστεί μπρούμυτα πάνω στο τραπεζάκι του πρωινού. Με τα χέρια της διπλωμένα, το κεφάλι πάνω τους και το πρόσωπο στραμμένο προς τη μεριά του τοίχου, έμοιαζε σαν να είχε αποκοιμηθεί. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι η δύναμη απαιτεί εσωτερική ηρεμία, στάθηκε στο κέντρο της κουζίνας και μελέτησε το χώρο από κάθε οπτική γωνία. Ο επισκέπτης θα έφτανε σύντομα και κάθε λεπτό ήταν πολύτιμο. Η σημασία στη λεπτομέρεια ήταν ωστόσο καθοριστική, ανεξάρτητα από το χρόνο που είχε στη διάθεσή του για να στήσει το σκηνικό με τρόπο ώστε η δολοφονία να φανεί σαν ατύχημα. Δυστυχώς, ο Σίζαρ Ζεντ δεν είχε γράψει κανέναν οδηγό για το πώς να διαπράξεις φόνο και να γλιτώσεις τις συνέπειες. Έτσι, ο Τζούνιορ ήταν εντελώς μόνος, όπως και την προηγούμενη φορά. Με ταχύτητα και οικονομία κινήσεων, έπιασε αμέσως δουλειά. Πρώτα έκοψε δυο κομμάτια απορροφητικό χαρτί κουζίνας και κράτησε από ένα σε κάθε χέρι, σαν αυτοσχέδιο γάντι. Δεν έπρεπε ν' αφήσει αποτυπώματα. Το φαγητό ψηνόταν στην πρώτη από τις δυο σχάρες του φούρνου. Άναψε και την κάτω, στο μίνιμουμ. Πήγε στην τραπεζαρία, σήκωσε και τα δυο πιάτα από το στρωμένο τραπέζι, τα μετέφερε στην κουζίνα και τα άφησε στην κάτω σχάρα του φούρνου, σαν να τα είχε βάλει εκεί η Βικτόρια για να διατηρούνται ζεστά. Άφησε ανοιχτή την πόρτα του φούρνου. Στο ψυγείο, σ' ένα διάφανο πλαστικό μπολ βρήκε βούτυρο. Το έφερε στον πάγκο του νεροχύτη, στ' αριστερά του φούρνου, κι άνοιξε το πλαστικό καπάκι.
Πάνω στον πάγκο υπήρχε ένα μαχαιράκι. Έ κ ο ψ ε τέσσερα κομμάτια βούτυρο, παχιά γύρω στα τρία εκατοστά. Τα τρία τα άφησε μέσα στο μπολ και το τέταρτο το τοποθέτησε προσεκτικά πάνω στο πλαστικά δάπεδο της κουζίνας. Τα δυο χαρτιά που κρατούσε είχαν λεκιαστεί από το βοΰτυρο. Τα έκανε κουβάρι και τα πέταξε στο σκουπιδοτενεκέ. Σκοπός του ήταν να τρίψει τη σόλα του δεξιού παπουτσιού της Βικτόρια στο κομμάτι του βουτύρου και ν' αφήσει ένα μακρύ ίχνος στο πάτωμα, σαν να είχε γλιστρήσει πάνω σ' αυτό και να είχε πέσει προς το φούρνο. Πιάνοντας έπειτα το κεφάλι της με τα δυο του χέρια, το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνει ήταν να το κατεβάσει με μεγάλη δύναμη στη γωνία της ανοιχτής πόρτας του φούρνου, φροντίζοντας να χτυπήσει στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου την είχε βρει το μπουκάλι. Ί σ ω ς οι άντρες της Σήμανσης να έβρισκαν κάτι που να μην ταίριαζε καθόλου στο τραγικό σενάριο που δημιουργούσε. Ο Τζούνιορ δεν ήξερε και πολλά για τα τεχνολογικά μέσα που διέθετε η Αστυνομία του Όρεγκον σχετικά με την εξιχνίαση των εγκλημάτων και δεν είχε ιδέα από εγκληματολογικές έρευνες. Απλώς, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Η Αστυνομία του Σπρους Χιλς ήταν πολύ μικρή για να διαθέτει κανονική Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών. Κι αν η εικόνα που θα τους παρουσιαζόταν ήταν αρκετά πειστική, ίσως να χαρακτήριζαν το θάνατο της νοσοκόμας ατύχημα χωρίς να καταφύγουν στην πολιτειακή αστυνομία για τεχνική υποστήριξη. Αν όμως ανακατευόταν τελικά η πολιτειακή αστυνομία κι αν έβρισκαν στοιχεία που ν' αποδεικνύουν ότι το ατύχημα ήταν σκηνοθετημένο, το πιθανότερο θα ήταν να κατηγορήσουν τον άντρα που η Βικτόρια είχε καλέσει για το δείπνο. Δεν του έμενε να κάνει τίποτ' άλλο παρά να πιέσει το παπούτσι της νεκρής στο βούτυρο και να της κοπανήσει το κεφάλι στη γωνιά του ανοιχτού φούρνου. Ή τ α ν έτοιμος να σηκώσει το πτώμα από την καρέκλα όταν άκουσε θόρυβο αυτοκινήτου στο δρομάκι. Μάλλον δεν
θα είχε ακούσει έγκαιρα τον ήχο της μηχανής, αν δεν τύχαινε εκείνη τη στιγμή το πικάπ ν' αλλάζει δίσκο. Δεν προλάβαινε πια να ολοκληρώσει το σχέδιο τον. Η μια αναποδιά πίσω απ' την άλλη. Η καινούρια ζωή του σαν ανθρώπου της δράσης ήταν γεμάτη σασπένς. Στα δύσκολα πράγματα κρύβεται η μεγάλη ευκαιρία, δίδασκε ο Σίζαρ Ζεντ. Εξάλλου, πάντα υπάρχει βεβαίως και η λαμπρή όψη των πραγμάτων, ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Ο Τζούνιορ έτρεξε έξω από την κουζίνα στο διάδρομο και στο χολ της εισόδου. Έτρεχε πατώντας στις μύτες των ποδιών του, σαν χορευτής. Αυτή η έμφυτη, αθλητική χάρη του ήταν ένα από τα πράγματα που γοήτευαν τόσο πολύ τις γυναίκες. Το κόκκινο τριαντάφυλλο και το μπουκάλι το κρασί, θλιβερά σύμβολα ενός ρομάντζου που ματαιώθηκε, ήταν αφημένα στο πάτωμα του χολ. Τώρα που έλειπε το πτώμα, δεν υπήρχε ούτε ίχνος βίας. Ενώ ο Σινάτρα άρχισε να τραγουδάει το «ΠΙ Be Seeing You», ο Τζούνιορ δρασκέλισε το τριαντάφυλλο και το μπουκάλι και τράβηξε προσεκτικά το κουρτινάκι του φεγγίτη, ίσα για να μπορεί να δει. Έ ν α σεντάν είχε σταματήσει στο τέρμα του χαλικόστρωτου δρόμου, στα δεξιά του σπιτιού. Μόλις που φαινόταν. Ενώ κοίταζε ο Τζούνιορ, τα φώτα του αυτοκινήτου έσβησαν. Αμέσως μετά έσβησε και η μηχανή. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε και βγήκε ένας άντρας, μια σκοτεινή σιλουέτα που διαγράφηκε κάτω από το φως του κίτρινου φεγγαριού. Ο καλεσμένος για το δείπνο.
Κεφάλαιο 35
Ρ η ΞΗ ΤΟΙΧΩΜΑΤΩΝ. Ό τ α ν σκάσει, κάτι προς τα μέσα λόγω πίεσης. Ό π ω ς τα υποβρύχια σε πολύ μεγάλα βάθη. Ο Τζούνιορ είχε μάθει αυτή την έκφραση από ένα βιβλίο αυτοβοήθειας με θέμα το πώς να βελτιώσετε το λεξιλόγιο σας και να το εμπλουτίσετε για να κάνετε εντύπωση. Τότε, είχε σκεφτεί ότι η συγκεκριμένη έκφραση -μαζί με ένα σωρό άλλες περίεργες λέξεις που είχε απομνημονεύσει- ήταν απ' αυτές που μάλλον δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ. Και να που τώρα περιέγραφε ιδανικά αυτό που αισθανόταν: έτοιμος να εκραγεί προς τα μέσα, λόγω εξωτερικής πίεσης. Ο καλεσμένος για το δείπνο έσκυψε στο αυτοκίνητο του, σαν για να πάρει κάτι. Τσως κι αυτός να είχε σκεφτεί να φέρει ένα δωράκι στην οικοδέσποινα. Ό τ α ν η Βικτόρια δεν θα του άνοιγε την πόρτα, αυτός ο άντρας δεν επρόκειτο να φύγει. Είχε προσκληθεί. Τον περίμεναν. Τα φώτα στο σπίτι ήταν αναμμένα. Αν χτυπούσε και δεν του απαντούσε κανείς, θα σκεφτόταν αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Τζούνιορ βρισκόταν σε κρίσιμο βάθος. Η ψυχολογική πίεση ήταν γύρω στα τριακόσια χιλιόγραμμα ανά τετραγωνικό εκατοστό και αυξανόταν διαρκώς. Ο κίνδυνος ρήξης των τοιχωμάτων ήταν άμεσος. Αν τον άφηνε έξω στη βεράντα, ο επισκέπτης θα έκανε τελικά το γύρο του σπιτιού κοιτώντας από παράθυρα και δοκιμάζοντας πόρτες, με την ελπίδα να βρει κάποια ξεκλείδωτη. Ανήσυχος μήπως η Βικτόρια είχε αρρωστήσει, ή μήπως είχε γλιστρή-
σει σ' ένα κομμάτι βούτυρο στο πάτωμα της κουζίνας και είχε χτυπήσει το κεφάλι της στη γωνία της πόρτας του φούρνου, θα προσπαθούσε να μπει οπωσδήποτε στο σπίτι, σπάζοντας ίσως ένα παράθυρο. Αν όχι, σίγουρα θα πήγαινε σε ένα γειτονικό σπίτι για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Τετρακόσια χιλιόγραμμα ανά τετραγωνικό εκατοστό. Πεντακόσια. Εξακόσια. Ο Τζούνιορ έτρεξε στην τραπεζαρία, πήρε από το στρωμένο τραπέζι το ένα από τα ποτήρια του κρασιού, άρπαξε κι ένα από τα δυο μεταλλικά κηροπήγια, ρίχνοντας κάτω το κερί. Ξανά στο χολ, έστησε το ποτήρι στο πάτωμα, κάπου δυο μέτρα μακριά από την πόρτα. Έβαλε το μπουκάλι με το κρασί δίπλα στο ποτήρι και το τριαντάφυλλο δίπλα στο μπουκάλι. Σαν νεκρή φύση με τίτλο: Ρομάντζο. Έ ξ ω , ακούστηκε μια πόρτα αυτοκινήτου να κλείνει. Η πόρτα της εισόδου δεν ήταν κλειδωμένη. Ο Τζούνιορ έστριψε αργά το πόμολο και τράβηξε μαλακά, αφήνοντας την πόρτα ν' ανοίξει μια χαραμάδα. Κρατώντας το κηροπήγιο έτρεξε στην κουζίνα. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, αλλά έπρεπε να μπει κανείς στο δωμάτιο για να δει τη Βικτόρια σωριασμένη στη μία από τις δυο καρέκλες του μικρού τραπεζιού. Ο Τζούνιορ γλίστρησε πίσω από την πόρτα και σήκωσε το κηροπήγιο ψηλά πάνω από το κεφάλι του, σαν ρόπαλο. Το βαρύ μεταλλικό αντικείμενο ήταν σχεδόν εξίσου καλό με μεγάλο σφυρί. Η καρδιά του χτυπούσε τρελά. Ανάσαινε λαχανιαστά. Κατά περίεργο τρόπο, η μυρωδιά του ψητού, που λίγο πριν του φαινόταν γαργαλιστική, τώρα τον αηδίαζε. Αργές, βαθιές αναπνοές. Για τ' όνομα του Ζεντ, αργές και βαθιές αναπνοές. Ό σ ο ταραγμένοι κι αν είστε, η αναστάτωση μπορεί να μειωθεί, ή και να εξαλειφθεί με αργές και βαθιές αναπνοές, αργές, βαθιές αναπνοές, και μην ξεχνάτε ποτέ πως ο καθένας έχει δικαίωμα να νιώθει ευτυχισμένος, ολοκληρωμένος κι απαλλαγμένος από το φόβο. Μαζί με το τελευταίο ρεφρέν του «I'll Be Seeing You», ακούστηκε από το χολ μια αντρική φωνή, ερωτηματική και με έναν ευδιάκριτο τόνο απορίας: «Βικτόρια;»
Αργές, βαθιές αναπνοές. Αργές και βαθιές. Έ ν ι ω θ ε ήδη πιο ήρεμος. Το τραγούδι τελείωσε. Ο Τζούνιορ κράτησε την ανάσα του. Στη σύντομη σιωπή, μέχρι ν' αρχίσει το επόμενο τραγούδι στο δίσκο, άκουσε το κροτάλισμα του ποτηριού στο μπουκάλι, σαν να τα μάζευε από το πάτωμα ο επισκέπτης. Ο Τζούνιορ είχε συμπεράνει πως ο καλεσμένος για το δείπνο ήταν ο εραστής της Βικτόρια, αλλά τώρα συνειδητοποίησε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος. Ο άντρας μπορεί να ήταν απλός φίλος. Ή συγγενής, πατέρας ή αδερφός. Σ' αυτή την περίπτωση, η ρομαντική πρόσκληση που αντιπροσώπευαν το ποτήρι, το μπουκάλι και το τριαντάφυλλο θα φάνταζε τόσο άτοπη, που ο επισκέπτης θα καταλάβαινε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Βραδύνους. Άλλη μια λέξη που είχε απομνημονεύσει για να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο του και δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Βραδύνονς. Αργόστροφος, κουτός. Ξαφνικά, ο Τζούνιορ ένιωσε πολύ βραδύνους. Τη στιγμή που άρχιζε το επόμενο τραγούδι, του Τζούνιορ του φάνηκε πως άκουσε ένα πάτημα στο ξύλινο πάτωμα του διαδρόμου, το τρίξιμο μιας σανίδας. Ύστερα, η μουσική σκέπασε το θόρυβο που μπορεί να έκανε ο επισκέπτης πλησιάζοντας, αν πράγματι πλησίαζε. Ο Τζούνιορ κράτησε ψηλά το κηροπήγιο. Ανάσαινε κοφτά κι. αθόρυβα. Έ μ ε ι ν ε ακίνητος σε στάση ετοιμότητας. Το κηροπήγιο ήταν βαρύ. Θα ήταν βρόμικη δουλειά. Τα αίματα και τα χυμένα μυαλά τον αηδίαζαν. Πάντα απέφευγε τις ταινίες που ασχολούνταν με τα επακόλουθα της βίας, και στην πραγματική ζωή είχε ήδη αποδειχτεί ότι το αίμα τού ανακάτωνε το στομάχι. Δράση. Έ π ρ ε π ε να συγκεντρωθεί στη δράση και να ξεχάσει τα σιχαμερά επακόλουθα. Σκέφτηκε το τρένο που έτρεχε με σπασμένα τα φρένα και το φορτηγάκι με τις καλόγριες στη διάβαση. Ο Τζούνιορ έφυγε με το τρένο, δεν στράφηκε να κοιτάξει τις πολτοποιημένες καλόγριες, έφυγε με το τρένο που έβλεπε μόνο μπροστά.
Έ ν α ς ήχος. Πολΰ κοντινός. Από την άλλη μεριά της ανοιχτής πόρτας. Να τος ο καλεσμένος για το δείπνο που έμπαινε στην κουζίνα. Κρατούσε το ποτήρι και το τριαντάφυλλο στο αριστερό του χέρι. Το μπουκάλι με το κρασί κάτω από τη μασχάλη του. Στο δεξί του χέρι, ένα κουτάκι με ζωηρόχρωμο περιτύλιγμα. Ο άντρας μπήκε έχοντας γυρισμένη την πλάτη του προς τον Τζούνιορ και κινήθηκε κατευθείαν προς το μικρό τραπέζι, όπου καθόταν η Βικτόρια με το κεφάλι πεσμένο πάνω στα διπλωμένα χέρια της. Πραγματικά, φαινόταν σαν να είχε καθίσει να ξεκουραστεί. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο καλεσμένος, ενώ ο Σινάτρα έπιανε την πρώτη στροφή τού «Come Fly With Me». Γέρνοντας ελαφρά μπροστά καθώς κατέβαζε το κηροπήγιο, ο Τζούνιορ είδε τον καλεσμένο να τσιτώνεται, σαν να είχε διαισθανθεί κίνδυνο, ή έστω κάποια κίνηση, αλλά ήταν πολύ αργά γι' αυτόν. Δεν πρόλαβε καν να στρέψει το κεφάλι του ή να σκύψει. Το μεταλλικό ρόπαλο χτύπησε το πίσω μέρος του κρανίου του άντρα μ' ένα δυνατό ποκ! Το δέρμα σκίστηκε, αίμα τινάχτηκε κι ο άντρας σωριάστηκε μονοκόμματος στο πάτωμα, έτσι όπως είχε σωριαστεί και η Βικτόρια, με μόνη διαφορά ότι αυτός έπεσε μπρούμυτα, ενώ εκείνη είχε πέσει ανάσκελα. Το ποτήρι έπεσε κι αυτό κι έσπασε. Αλλά το μπουκάλι με το κρασί τη γλίτωσε και πάλι. Κύλησε πάνω στο πλαστικό δάπεδο, μέχρι που σταμάτησε μαλακά πάνω σ' ένα ντουλάπι. Μούσκεμα στον ιδρώτα, έχοντας ξεχάσει τις αργές, βαθιές αναπνοές και λαχανιάζοντας σαν σκύλος, ο Τζούνιορ σκούντησε με τη μύτη του παπουτσιού του τον πεσμένο άντρα. Αφού δεν υπήρξε καμιά αντίδραση, έχωσε τη μύτη του παπουτσιού του κάτω από το στήθος του αγνώστου και, με αρκετή προσπάθεια, τον γύρισε ανάσκελα. Σφίγγοντας στο αριστερό του χέρι το κόκκινο τριαντάφυλλο και στο δεξί του το δωράκι με το χρωματιστό περιτύλιγμα, ο Τόμας Βανάντιουμ κειτόταν αναίσθητος στο έλεος του Τζούνιορ, δίχως κόλπα πια, δίχως να στρίβει εικοσιπενταράκια. Τέρμα τα μαγικά.
Κεφάλαιο 36
Τ Θ ΤΡΙΞΙΜΟ ΤΟΥ ΘΥΜΙΣΕ εκείνες τις ψεύτικες φλόγες, όπως ακούγονταν στα ραδιοφωνικά σίριαλ τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, όταν αυτός ήταν ακόμα παιδάκι: σελοφάν που τσαλακώνεται. Μόνος στο κουζινάκι του, καθισμένος στο γωνιακό τραπέζι, ο Τζέικομπ έκανε πολλούς ήχους φωτιάς ξετυλίγοντας τέσσερις καινούριες τράπουλες από το πλαστικό τους περιτύλιγμα. Είχε πολλά ογκώδη αρχεία για τραγικές πυρκαγιές, και τα περισσότερα απ' αυτά τα είχε απομνημονεύσει. Σε μια πυρκαγιά στο μαγευτικό Θέατρο του Ρινγκ στη Βιέννη, στις 8 Δεκεμβρίου του 1881, είχαν χαθεί 850 ζωές. Στις 25 Μαΐου του 1887,200 νεκροί στην Οπερά Κομίκ, στο Παρίσι. Στις 28 Νοεμβρίου του 1942, στο νυχτερινό κέντρο Κόκονατ Γκρόουβ, στη Βοστόνη, 491 άνθρωποι είχαν καεί ζωντανοί ή είχαν πεθάνει από ασφυξία σ' ένα χώρο όπου είχαν πάει για να διασκεδάσουν. Τότε ο Τζέικομπ ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρονών, αλλά τον βασάνιζε ήδη η έμμονη ιδέα ότι η συντέλεια του κόσμου θα ήταν έργο του ανθρώπου, ηθελημένο ή αθέλητο. Αφού ξετύλιξε τις τέσσερις τράπουλες, τις έστησε δίπλα δίπλα πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια του τραπεζιού. «Όταν πήρε φωτιά το θέατρο Ιροκουά στο Σικάγο, στις 30 Δεκεμβρίου του 1903», είπε μεγαλόφωνα, τσεκάροντας τη μνήμη του, «στη διάρκεια πρωινής παράστασης του Κυα-
νοπώγωνα, χάθηκαν εξακόσιοι δυο άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά». Οι τράπουλες του μονοπωλίου συσκευάζονται από μηχανήματα κι έχουν πάντα την ίδια διάταξη. Είναι απόλυτα βέβαιο πως σε κάθε καινούρια τράπουλα θα βρεις πάντα τα χαρτιά στην ίδια ακριβώς θέση. Το γεγονός αυτό δίνει τη δυνατότητα στους ταχυδακτυλουργούς, στους χαρτοκλέφτες και στους κάθε λογής «μάγους» να χειριστούν κάθε τράπουλα με τη σιγουριά ότι ξέρουν πού ακριβώς βρίσκεται το κάθε χαρτί αμέσως μόλις την πάρουν στα χέρια τους. Έ ν α ς χαρτοκλέφτης με καλά εξασκημένα και επιδέξια δάχτυλα μπορεί να φανεί ότι ανακατεύει τόσο σχολαστικά την τράπουλα, ώστε να ικανοποιήσει και τον πιο καχύποπτο παρατηρητή, ενώ ο ίδιος και πάλι θα ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται το κάθε χαρτί. Με φοβερή δεξιοτεχνία, μπορεί να τοποθετήσει τα χαρτιά με τη διάταξη που αυτός θέλει για να πετύχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα επιθυμεί. Ό π ο ι ο ς φιλοδοξεί να μάθει ταχυδακτυλουργικά κόλπα με την τράπουλα, πρέπει να διαθέτει ιδιαίτερη επιδεξιότητα, και όχι μόνο. Χρειάζεται και μεγάλη υπομονή για τις ατέλειωτες ώρες εξάσκησης που απαιτούνται. Επιπλέον, οι ικανότεροι μάγοι της τράπουλας διαθέτουν επίσης εξαιρετική μνήμη. «Στις 14 Μαΐου του 1845, στην Καντόνα της Κίνας, μια πυρκαγιά σε θέατρο σκότωσε εξακόσιους εβδομήντα. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1863, φωτιά που ξέσπασε στην εκκλησία της Λα Κομπάνα, στο Σαντιάγκο της Χιλής, άφησε πίσω της δύο χιλιάδες πεντακόσιους έναν νεκρούς. Εκατόν πενήντα άτομα χάθηκαν σε πυρκαγιά που ξέσπασε σε φιλανθρωπικό παζάρι, στις 4 Μαΐου του 1897, στο Παρίσι. Στις 30 Ιουνίου του 1900, μια πυρκαγιά στην αποβάθρα του Χόμποκεν, στο Νιου Τζέρσι, σκότωσε τριακόσιους είκοσι έξι...» Ο Τζέικομπ είχε έμφυτη επιδεξιότητα στα χέρια και κάτι παραπάνω από εξαιρετικά γερή μνήμη. Η δυσλειτουργία στην προσωπικότητάτου -αυτή που τον κρατούσε άνεργο και περιόριζε στο μηδέν την κοινωνική του ζωή- του εξασφάλιζε άφθονο ελεύθερο χρόνο για να εξασκείται ατέλειωτες
ώρες στις πισ δύσκολες πρακτικές του χειρισμού της τράπουλας μέχρι να γίνει εξπέρ. Επειδή από παιδί τον τραβούσαν οι ιστορίες και οι εικόνες καταστροφής - α π ό πυρκαγιές σε θέατρα μέχρι πυρηνικό ολοκαύτωμα-, είχε αναπτύξει ασύγκριτα ζωηρή φαντασία και μια πολύ ιδιόρρυθμη πνευματική ζωή. Γι' αυτόν, το δυσκολότερο ήταν να ξεπεράσει την πλήξη της εξάσκησης. Για χρόνια ολόκληρα είχε δουλέψει με επιμέλεια, έχοντας σαν κίνητρο την αγάπη και το θαυμασμό του για την αδερφή του την Άγκνες. Τώρα, ανακάτεψε την πρώτη από τις τέσσερις τράπουλες, στήνοντάς την ακριβώς όπως είχε στήσει και την αντίστοιχη πρώτη την Παρασκευή το βράδυ, και την άφησε παραδίπλα. Για να γίνει πραγματικά καλός στην τράπουλα, κάθε νεαρός ειδικευόμενος ταχυδακτυλουργός χρειάζεται ένα μέντορα. Η τέχνη του απόλυτου ελέγχου της τράπουλας δεν μαθαίνεται μόνο από τα βιβλία και τους προσωπικούς πειραματισμούς. Ο μέντορας του Τζέικομπ ήταν ένας άντρας που λεγόταν Ομπαντάια Σέφαραντ. Είχαν γνωριστεί όταν ο Τζέικομπ ήταν δεκαοχτώ χρονών, σε μια περίοδο που ο νεαρός τότε Τζέικομπ είχε μείνει για ένα διάστημα σε ψυχιατρική κλινική, επειδή η εκκεντρικότητάτου είχε θεωρηθεί σαν κάτι πολύ χειρότερο. Τώρα, ανακάτεψε τις άλλες τρεις τράπουλες έτσι όπως του είχε δείξει ο Ομπαντάια. Ούτε η Άγκνες ούτε ο Ίντομ ήξεραν τίποτα για την ικανότητα του Τζέικομπ στα χαρτιά. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για τη σχέση του με τον Ομπαντάια και για είκοσι περίπου χρόνια είχε αντισταθεί σθεναρά στον πειρασμό να εντυπωσιάσει τ' αδέρφια του με τα κόλπα του. Σαν παιδιά, ζώντας σ' ένα σπίτι όπου επικρατούσαν κανονισμοί φυλακής, επιβεβλημένοι από έναν εξαιρετικά αυστηρό και δύστροπο πατέρα που θεωρούσε κάθε μορφή διασκέδασης βαρύ αμάρτημα, έκαναν τη μικρή τους επανάσταση παίζοντας χαρτιά στα κρυφά. Μια τράπουλα ήταν αρκετά μικρή για να κρύβεται αποτελεσματικά στις συχνές και σχολαστικές έρευνες που έκανε ο πατέρας στα δωμάτιά τους.
Ό τ α ν πέθανε ο γέρος και η Άγκνες κληρονόμησε το σπίτι, τα τρία αδέρφια έπαιξαν για πρώτη φορά χαρτιά στην πίσω αυλή τους την ίδια την ημέρα της κηδείας του, μεθυσμένα σχεδόν από μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Έ π ε ι τα, όταν η Άγκνες ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, ο Τζο Λάμπιον έγινε ο τέταρτος παίκτης στις παρτίδες τους, και ο Τζέικομπ κι ο Ίντομ άρχισαν να απολαμβάνουν την οικογενειακή ατμόσφαιρα έτσι όπως δεν την είχαν ζήσει ποτέ τους. Ο Τζέικομπ είχε γίνει μάγος της τράπουλας για έναν και μοναδικό λόγο. Ό χ ι για να κλέβει στα χαρτιά. Ό χ ι για να εντυπωσιάζει τους άλλους με τα κόλπα του. Ούτε επειδή τον ερέθιζε η πρόκληση. Πολύ απλά, για να μπορεί να δίνει στην Άγκνες «καλά» χαρτιά, όταν τύχαινε να χάνει συνέχεια, ή όταν ήταν άκεφη. Δεν το έκανε συχνά, για να μην τη βάλει σε υποψίες και για να μη γίνονται βαρετές οι παρτίδες για τον Ίντομ και τον Τζο. Ή τ α ν πάντα δίκαιος. Και οι κόποι του - η δύσκολη προσπάθεια και οι χιλιάδες ώρες εξάσκησης- ξεπληρώνονταν με το παραπάνω όταν άκουγε το γέλιο της Άγκνες κάθε φορά που «τύχαινε» να τραβήξει ένα «καλό» χαρτί. Αν ήξερε η Άγκνες ότι ο Τζέικομπ τη βοηθούσε να κερδίζει, ίσως να μην ξανάπαιζε χαρτιά μαζί του. Η Άγκνες θα το θεωρούσε κακό αυτό που έκανε. Κατά συνέπεια, η ικανότητά του αυτή έπρεπε να μείνει μυστικό. Αισθανόταν λίγο ένοχος γι' αυτό, αλλά λίγο. Η αδερφή του έκανε τόσα πολλά για κείνον. Αυτός, όμως, άνεργος, κυριευμένος από τις εμμονές του και ανεξίτηλα σημαδεμένος από τον αρρωστημένα κακό χαρακτήρα του πατέρα του, δεν ήταν ικανός να κάνει σχεδόν τίποτα για την αδερφή του. Μόνο μια μικρή καλοπροαίρετη απάτη, όποτε έπαιζαν χαρτιά. «20 Σεπτεμβρίου 1902, φωτιά σε εκκλησία, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, νεκροί εκατόν δεκαπέντε. 4 Μαρτίου 1908, φωτιά σε σχολείο, στο Κόλινγουντ του Οχάιο, νεκροί εκατόν εβδομήντα έξι». Την Παρασκευή, μετά το δείπνο, αφού είχε ακούσει τη Μαρία να εξηγεί ότι έλεγε τα χαρτιά με τέσσερις τράπουλες κι ότι τραβούσε ένα χαρτί κάθε τρία, και ξέροντας ο ίδιος ότι οι άσοι γενικά - κ α ι ειδικότερα οι κόκκινοι- είναι τα
καλύτερα χαρτιά, ο Τζέικομπ είχε νιώσει ξεχωριστή χαρά ανακατεύοντας τις τράπουλες έτσι ώστε να πέσουν στον Μπάρτι τα οχτώ καλύτερα χαρτιά που θα μπορούσαν ποτέ να του τύχουν. Το είχε θεωρήσει σαν ένα μικρό δώρο στην Αγκνες, που στην καρδιά της ο θάνατος του Τζο βάραινε σαν σιδερένια αλυσίδα. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Η Άγκνες, η Μαρία κι ο Ίντομ είχαν ξαφνιαστεί ευχάριστα, και με το δίκιο τους. Εκφράσεις θαυμασμού και χαμόγελα γύρω στο τραπέζι. Είχαν ενθουσιαστεί από την εκπληκτική εύνοια της τύχης, που εκφράστηκε με μια απίθανη ανωμαλία του νόμου των πιθανοτήτων. «23 Απριλίου 1940, φωτιά σε χορευτικό κέντρο στο Νάτσεζ του Μισισιπή, εκατόν ενενήντα οχτώ νεκροί. 7 Δεκεμβρίου 1946, φωτιά στο ξενοδοχείο Γουάινκοφ, στην Ατλάντα της Τζόρτζια, εκατόν δεκαεννιά νεκροί». Τώρα, στο τραπεζάκι της κουζίνας του, δυο βράδια μετά τη χαρτομαντεία της Μαρίας, ο Τζέικομπ ανακάτεψε και τις τέσσερις καινούριες τράπουλες όπως ακριβώς τις είχε ανακατέψει και στην τραπεζαρία της Άγκνες. Αφού τελείωσε, έμεινε για λίγο ακίνητος να τις κοιτάζει αφηρημένα, διστάζοντας να συνεχίσει. «5 Απριλίου 1949, φωτιά σε νοσοκομείο, στο Έφινγκαμ του Ιλινόι, νεκροί εβδομήντα εφτά». Στη φωνή του διέκρινε ένα τρέμουλο που δεν είχε σχέση με την τραγωδία στο Έφινγκαμ, πριν από εξήντα χρόνια και. Πρώτο χαρτί. Άσος κούπα. Δυο χαρτιά στην άκρη. Δεύτερο χαρτί. Άσος κούπα. Ο Τζέικομπ συνέχισε, μέχρι που βρέθηκε να έχει απλωμένους μπροστά του τέσσερις άσους κούπα και τέσσερις άσους καρό. Αυτά τα οχτώ χαρτιά τα είχε «βγάλει», έχοντας στήσει την τράπουλα, και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που περίμενε. Οι μάγοι της τράπουλας έχουν πολύ σταθερό χέρι, αλλά του Τζέικομπ έτρεμε όταν έβαλε στην άκρη τα δυο επόμενα χαρτιά και γύρισε το τρίτο. Έ ν α τ ο χαρτί. Έ π ρ ε π ε να ήταν τέσσερα μπαστούνι κι όχι βαλές σπαθί.
Και ήταν τέσσερα μπαστούνι. Γύρισε τα δυο τελευταία χαρτιά που είχε αφήσει στην άκρη. Κανένα δεν ήταν βαλές σπαθί. Αντίθετα, και τα δυο ήταν αυτά που περίμενε ότι θα ήταν. Κοίταξε τα δυο επόμενα χαρτιά στην τράπουλα. Κανένα από τα δυο δεν ήταν βαλές σπαθί, αλλά ήταν αυτά ακριβώς που είχε προβλέψει. Την Παρασκευή το βράδυ, είχε κανονίσει να βγουν οι οχτώ άσοι, αλλά δεν είχε στήσει τα επόμενα δώδεκα χαρτιά έτσι που να εμφανιστούν τέσσερις βαλέδες σπαθί στη σειρά. Δεν πίστευε στα μάτια του όταν έβλεπε τη Μαρία να γυρίζει κάθε τρίτο χαρτί και να βγαίνουν οι βαλέδες. Οι πιθανότητες να τραβήξει κανείς βαλέ σπαθί τέσσερις φορές στη σειρά από τέσσερις τράπουλες, ενωμένες και τυχαία ανακατωμένες, ήταν απαγορευτικές. Ο Τζέικομπ δεν είχε τις απαιτούμενες μαθηματικές γνώσεις για να υπολογίσει με ακρίβεια αυτές τις πιθανότητες, αλλά ήξερε ότι στην πράξη κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο να συμβεί. Και, φυσικά, δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να τραβήξει κανείς τέσσερα όμοια χαρτιά από «στημένες» τράπουλες, εκτός κι αν αυτός που τις είχε στήσει το είχε φροντίσει έτσι. Και ο Τζέικομπ δεν το είχε φροντίσει. Οι πιθανότητες σ' αυτή την περίπτωση δεν μπορούσαν να υπολογιστούν, επειδή δεν μπορούσαν να υπάρξουν. Για τον Τζέικομπ, η ακολουθία των χαρτιών στις τέσσερις τράπουλες ήταν το ίδιο προβλέψιμη με τη σειρά των σελίδων ενός βιβλίου. Την Παρασκευή το βράδυ, ταραγμένος και απορημένος, κοιμήθηκε ελάχιστα. Κάθε που πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος, έβλεπε ότι βρισκόταν ολομόναχος σ' ένα πυκνό δάσος και τον καταδίωκε μια αόρατη αλλά απειλητική και μοχθηρή παρουσία. Αυτό το αρπακτικό σερνόταν αθόρυβα μέσα στους θάμνους και τη χαμηλή βλάστηση, γλιστρούσε ανάμεσα στα χαμηλά, πυκνά κλαδιά των δέντρων, σαν κάτι ρευστό και κρύο, πιο μαύρο κι από τη σκοτεινότερη νύχτα, και όλο κέρδιζε απόσταση και τον πλησίαζε. Κάθε φορά που το ένιωθε να συσπειρώνεται για να του ορμήσει, ο Τζέικομπ τιναζόταν από τον ύπνο του με το όνομα του Μπάρτι στα
χείλη του, φωνάζοντας το αγόρι για να το προειδοποιήσει. Και μια φορά φώναξε και τις λέξεις: «...ο φάντης...» Το Σάββατο το πρωί πήγε κι αγόρασε οχτώ καινούριες τράπουλες. Με τις τέσσερις απ' αυτές πέρασε όλη τη μέρα του επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά αυτό που είχε κάνει στο τραπέζι το προηγούμενο βράδυ. Οι τέσσερις βαλέδες δεν εμφανίστηκαν ούτε μία φορά. Ό τ α ν πήγε για ύπνο το Σάββατο το βράδυ, οι τράπουλες, που ήταν ολοκαίνουριες το ίδιο πρωί, έδειχναν ήδη σημάδια φθοράς από τη χρήση. Στο σκοτεινό δάσος του ονείρου του, πάντα η ίδια παρουσία: απρόσωπη, αθόρυβη, μοχθηρή, να τον καταδιώκει με ανελέητη επιμονή. Την Κυριακή, όταν η Άγκνες επέστρεψε από την εκκλησία, ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ έφαγαν μαζί της μεσημεριανό. Το απόγευμα, ο Τζέικομπ τη βοήθησε να ψήσει εφτά πίτες για να τις παραδώσουν τη Δευτέρα. Ό λ η μέρα προσπαθούσε να μη σκέφτεται τους τέσσερις βαλέδες. Αλλά, σαν άνθρωπος με εμμονές, όσο κι αν πάσχισε δεν τα κατάφερε. Και τώρα, Κυριακή βράδυ, είχε ανοίξει άλλες τέσσερις καινούριες τράπουλες από τα σελοφάν τους, λες και τα αχρησιμοποίητα τραπουλόχαρτα θα έκαναν τα μάγια να ξαναεμφανιστούν. Άσος, άσος, άσος, άσος. Κούπες. «1η Δεκεμβρίου 1958, φωτιά σε σχολείο στο Σικάγο του Ιλινόι, νεκροί ενενήντα πέντε». Άσος, άσος, άσος, άσος. Καρό. Τέσσερα μπαστούνι. Αν η μαγεία ήταν η μόνη εξήγηση για τους τέσσερις βαλέδες της Παρασκευής, τότε ήταν μαύρη μαγεία. Ί σ ω ς δεν έπρεπε να προσπαθεί να καλέσει και πάλι το όποιο κακό πνεύμα ήταν υπεύθυνο για την εμφάνιση τους. «14 Ιουλίου 1960, φωτιά σε ψυχιατρείο στην Πόλη της Γουατεμάλα, νεκροί διακόσιοι είκοσι πέντε». Κατά περίεργο τρόπο, η απαγγελία μακάβριων δεδομένων συνήθως τον ηρεμούσε, σαν να κρατούσε μακριά τον
κίνδυνο μιλώντας συνεχώς γι' αυτόν. Από την Παρασκευή το βράδυ και μετά, όμως, η τακτική αυτή δεν λειτουργούσε. Τελικά, ο Τζέικομπ μάζεψε απρόθυμα τις τέσσερις τράπουλες στις χάρτινες θήκες τους και παραδέχτηκε ότι τον είχε κυριεύσει η δεισιδαιμονία και δεν έλεγε να τον αφήσει. Κάπου στον κόσμο υπήρχε ένας φάντης, ένα ανθρώπινο τέρας, που για άγνωστους λόγους ήθελε να κάνει κακό σ' ένα αθώο βρέφος, στον μικρό Μπάρτι. Αλλά κάποια θεία χάρη, που ο Τζέικομπ δεν ήξερε να πει τι ήταν, τους είχε προειδοποιήσει μέσα από τα χαρτιά ότι ο φάντης θα ερχόταν κάποτε. Τους είχε προειδοποιήσει.
Κεφάλαιο 37
Π Α Ν Ω ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, πλακουτσωτό πρόσωπο, το σκουροκόκκινο σημάδι. Στο κέντρο της ακανόνιστης κηλίδας, το αριστερό μάτι, κλειστό, κάτω από ε'να μπλαβί βλέφαρο, λείο και στρογγυλό σαν ρώγα από σταφύλι. 'Οταν αντίκρισε τον Βανάντιουμ πεσμένο στο πάτωμα της κουζίνας, ο Κάιν Τζούνιορ πήρε τη μεγαλύτερη τρομάρα της ζωής του. Τραντάχτηκαν τα σωθικά του, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελαμένο ταμπούρλο και είχε την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή θ' άρχιζαν να κροταλίζουν και τα κόκαλά του. Παρ' όλο που ο Τόμας Βανάντιουμ ήταν αναίσθητος, ή και νεκρός, με τα μάτια κλειστά, ο Τζούνιορ ένιωθε πως εκείνα τα γκρίζα ατσαλένια μάτια τον παρακολουθούσαν, τον έβλεπαν πίσω από τα βλέφαρα. Εκείνες τις στιγμές ίσως να σάλεψαν λιγάκι τα λογικά του. Πρέπει να έζησε ένα μικρό διάστημα παροδικής αλλά απόλυτης παραφροσύνης. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κατέβαζε το κηροπήγιο στο πρόσωπο του Βανάντιουμ, μέχρι που είδε το χέρι του να το κάνει. Κι έπειτα, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εαυτό του να επαναλάβει το χτύπημα. Το επόμενο πράγμα που κατάλαβε ήταν ότι βρισκόταν μπροστά στο νεροχύτη με ανοιχτή τη βρύση, ενώ δεν θυμόταν να την έχει ανοίξει. Προφανώς είχε πλύνει το κηροπήγιο -ήταν καθαρό-, αλλά δεν θυμόταν να το είχε κάνει. Έ ν α δευτερόλεπτο αργότερα βρισκόταν στην τραπεζαρία, χωρίς να θυμάται πώς είχε φτάσει εκεί.
Το κηροπήγιο ήταν στεγνό. Κρατώντας το με ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας, το τοποθέτησε στο τραπέζι, εκεί ακριβώς που το είχε βρει. Σήκωσε από το πάτωμα το κερί και το έβαλε στη θέση του. Λίγο μετά, στο καθιστικό. Να σταματάει το δίσκο του Σινάτρα στη μέση του τραγουδιού «It Gets Lonely Early». Η μουσική ήταν ο σύμμαχος του. Αυτή είχε εμποδίσει τον Βανάντιουμ ν' ακούσει την ανάσα του Τζούνιορ πίσω από την πόρτα της κουζίνας, δημιουργώντας ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση μιας φυσιολογικής ατμόσφαιρας στο σπίτι. Τώρα, ο Τζούνιορ ήθελε απόλυτη ησυχία για να μπορέσει ν' ακούσει αμέσως όποιο αυτοκίνητο θα τύχαινε να μπει στο δρομάκι. Άνοιξε το κάτω ντουλάπι του μεγάλου μπουφέ με τα γυαλικά, δεν βρήκε αυτό που ήθελε, έψαξε σ' ένα διπλανό ντουλαπάκι και να το, ένα μικρό, καλά οργανωμένο μπαρ: ουίσκι, τζιν, βότκα Διάλεξε ένα κλειστό μπουκάλι βότκα. Στην αρχή δεν μπορούσε να βρειτο κουράγιο να επιστρέψει στην κουζίνα. Είχε την παρανοϊκή βεβαιότητα ότι στη διάρκεια της απουσίας του ο νεκρός ντετέκτιβ θα είχε σηκωθεί και θα του είχε στήσει καρτέρι. Η επιθυμία του να το βάλει στα πόδια ήταν σχεδόν ακατανίκητη. Ρυθμικές αναπνοές. Αργές και βαθιές. Αργές και βαθιές. Κατά τον Ζεντ, ο δρόμος για την ηρεμία περνάει από τους πνεύμονες. Ο Τζούνιορ δεν επέτρεψε στον εαυτό του να καθίσει να σκεφτεί για ποιο λόγο είχε πάει εκεί ο Βανάντιουμ ή τι είδους σχέση είχε με τη Βικτόρια. Ό λ α αυτά θα τον απασχολούσαν αργότερα, αφότου θα είχε αντιμετωπίσει αυτό το φοβερό μπλέξιμο. Τελικά πλησίασε την πόρτα μεταξύ τραπεζαρίας και κουζίνας, στάθηκε εκεί κι έστησε αυτί. Σιωπή από την πίσω πλευρά, στην κουζίνα, που είχε μεταβληθεί σε σφαγείο. Βέβαια, όταν ο αστυνομικός καθόταν κι έστριβε το κέρμα στα δάχτυλά του, δεν έκανε κανένα θόρυβο. Το ίδιο κι όταν μετακινιόταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου, μέσα στο σκοτάδι.
Ανατριχιάζοντας από τρόμο και αγωνία, ο Τζούνιορ ακούμπησε την παλάμη του στην πόρτα και την έσπρωξε μαλακά. Ο μανιακός ντετέκτιβ ήταν ακόμη στο πάτωμα, εκεί που είχε πεθάνει. Κρατούσε ακόμη στα χέρια του το κόκκινο τριαντάφυλλο και το κουτάκι με το δώρο. Πάνω από το κόκκινο σημάδι υπήρχαν άλλες, πιο ζωηρόχρωμες κηλίδες. Το αδιάφορο πρόσωπο ήταν λιγότερο συνηθισμένο τώρα και καθόλου επίπεδο. Βαθουλώματα και σκισίματα είχαν αλλάξει δραματικά την όψη του. Για τ' όνομα του Ζεντ, αργές και βαθιές αναπνοές. Η σκέψη να μην επικεντρώνεται στο παρελθόν, ούτε καν στο παρόν, αλλά μόνο στο μέλλον. Ό,τι έγινε δεν έχει πια σημασία. Το μόνο που μετράει είναι αυτό που θα συμβεί. Το χειρότερο είχε περάσει. Εμπρός, λοιπόν. Μη στέκεσαι στα σιχαμερά επακόλουθα. Φύγε μπροστά, σφυρίζοντας σαν τρένο με κομμένα τα φρένα. Συγύρισε, τακτοποίησε και φύγε. Σπασμένα γυαλιά από το ποτήρι του κρασιού τρίβονταν κάτω από τις σόλες του καθώς διέσχιζε τη μικρή κουζίνα. Άνοιξε το μπουκάλι με τη βότκα και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι, μπροστά στη νεκρή γυναίκα. Το προηγούμενο σχέδιο του, να στήσει ένα σκηνικό -βούτυρο στο πάτωμα, ο φούρνος ανοιχτός- ώστε να μοιάζει ο θάνατος της Βικτόρια με ατύχημα, δεν έστεκε πια. Χρειαζόταν καινούρια στρατηγική. Τα τραύματα του Βανάντιουμ ήταν πολύ βαριά για να φανούν σαν τυχαία χτυπήματα. Ακόμη κι αν έβρισκε τρόπο να σκηνοθετήσει ένα πειστικό ατύχημα, θα ήταν τρομερή υπερβολή να πιστέψει κανείς ότι η Βικτόρια είχε σκοτωθεί από ένα τρελό ατύχημα και ο Βανάντιουμ, πάνω στη βιασύνη του να τρέξει να τη βοηθήσει, είχε γλιστρήσει κι αυτός και είχε χτυπήσει θανάσιμα στο κεφάλι, σε δυο μεριές τουλάχιστον. Τέτοιο χοντροκομμένο σενάριο θα μύριζε απάτη από τόσο μακριά, που μέχρι και η Αστυνομία του Σπρους Χιλς θα καταλάβαινε ότι επρόκειτο για έγκλημα. Εντάξει, βάλε το πρόβλημα σε τροχιά και βρες τη λαμπρή του όψη.
Ο Τζούνιορ αυτοσυγκεντρώθηκε για ε'να λεπτό και υστέρα έσκυψε πάνω από τον νεκρό ντετέκτιβ. Απέφυγε το πληγωμένο πρόσωπο. Φοβόταν πως, αν τολμούσε να κοιτάξει εκείνα τα κλειστά μάτια, μπορεί να άνοιγαν απότομα και να τον κεραυνοβολούσαν μ' ένα τρομερό, ματωμένο βλέμμα. Πολλοί αστυνομικοί κουβαλάνε επάνω τους όπλο, ακόμη και εκτός υπηρεσίας. Ο Βανάντιουμ πρέπει να οπλοφοροΰσε πάντα, γιατί στο παρανοϊκό μυαλό του δεν ήταν ποτέ ένας απλός πολίτης, ήταν πάντα ένας αστυνομικός, ένας ακούραστος σταυροφόρος της αλήθειας. Ο Τζούνιορ έψαξε πρώτα τα μπατζάκια, όπου φοράνε συνήθως οι αστυνομικοί τη θήκη για το περίστροφο, αλλά δεν βρήκε τίποτε. Αποφεύγοντας πάντα να κοιτάξει το πρόσωπο, συνέχισε να πασπατεύει το πτώμα προς τα επάνω. Άνοιξε το σακάκι και είδε μια δερμάτινη θήκη ώμου. Ο Τζούνιορ δεν ήξερε πολλά από όπλα. Δεν του άρεσαν, ούτε και είχε ποτέ του. Αυτό του Βανάντιουμ ήταν περίστροφο. Χωρίς ασφάλεια, απ' όσο μπορούσε να δει. Παιδεύτηκε λίγο με το μύλο, μέχρι που κατάφερε να τον ανοίξει. Πέντε θαλάμες, από μια σφαίρα στην καθεμιά. Έκλεισε το μύλο μ' ένα απότομο τίναγμα και σηκώθηκε όρθιος. Ή δ η είχε ένα καινούριο σχέδιο στο νου του και το όπλο του αστυνομικού τού ήταν απαραίτητο για να το πραγματοποιήσει. Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητά του τον είχαν καταπλήξει. Ή τ α ν πράγματι ένας καινούριος άνθρωπος, ένας ριψοκίνδυνος τυχοδιώκτης, που μέρα τη μέρα γινόταν όλο και πιο ισχυρός. Κατά τον Ζεντ, σκοπός της ζωής είναι η αυτοολοκλήρωση και ο Τζούνιορ συνειδητοποιούσε με τέτοια ταχύτητα τις φοβερές δυνατότητες του εαυτού του, που σίγουρα θα είχε καταπλήξει τον πνευματικό καθοδηγητή του. Τραβώντας την καρέκλα της Βικτόρια από το τραπέζι, την έστρεψε προς το μέρος του. Έστησε έπειτα το πτώμα με τρόπο που το κεφάλι να πέφτει προς τα πίσω και τα χέρια να κρέμονται στα πλευρά.
Η νοσοκόμα ήταν όμορφη ακόμη κι έτσι, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γυρισμένα προς τα πάνω. Πόσο λαμπρό θα ήταν το μέλλον της αν δεν είχε επιλέξει να τον εξαπατήσει. Αλλά η Βικτόρια ήταν ψεύτρα ως το μεδούλι, μια υποκρίτρια που υποσχόταν πράγματα που δεν είχε πρόθεση να δώσει. «Λυπάμαι γι' αυτό», της είπε ο Τζούνιορ. Ύστερα έκλεισε τα μάτια του, κράτησε το περίστροφο και με τα δυο του χέρια και πυροβόλησε δυο φορές τη νεκρή, σχεδόν εξ επαφής. Το όπλο αναπήδησε πολύ πιο άγρια απ' ό,τι περίμενε. Παραλίγο να του φύγει από τα χέρια. Οι δυο απανωτοί κρότοι αντήχησαν στις σκληρές, επίπεδες επιφάνειες της κουζίνας. Ψυγείο, φούρνος και ντουλάπια κροτάλισαν. Τα τζάμια έτριξαν. Δεν ανησύχησε μήπως ακούσουν οι γείτονες τους πυροβολισμούς. Τα σπίτια ήταν σχετικά απομακρυσμένα το ένα από το άλλο, γιατί τα οικόπεδα ήταν πολύ μεγάλα και μεσολαβούσαν πυκνά δέντρα. Ο Τζούνιορ άνοιξε έπειτα τα μάτια του και είδε πως μόνο μία από τις δύο σφαίρες είχε βρει το στόχο της. Η άλλη είχε διαπεράσει το απέναντι ντουλάπι, σπάζοντας σίγουρα κάμποσα πιατικά στην πορεία της Η Βικτόρια είχε πέσει ανάσκελα στο πάτωμα. Δεν φαινόταν πια τόσο όμορφη και η έμφυτη χάρη της, που αρχικά την είχε συνοδεύσει και στο θάνατο, τώρα την είχε εγκαταλείψει, ίσως και λόγω της νεκρικής ακαμψίας. «Ειλικρινά, λυπάμαι γι' αυτό», είπε ο Τζούνιορ, εννοώντας ότι θα της στερούσε το δικαίωμα να φαίνεται όμορφη στην κηδεία της. «Πρέπει όμως να φανεί σαν έγκλημα πάθους». Ό ρ θ ι ο ς πάνω από το πτώμα, έριξε και τις άλλες τρεις σφαίρες. Ό τ α ν τελείωσε, είχε σιχαθεί τα όπλα περισσότερο από ποτέ. Ο αέρας μύριζε μπαρούτι και ψητό φούρνου. Ο Τζούνιορ σκούπισε το όπλο μ' ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας και το πέταξε στο πάτωμα, δίπλα στο πτώμα της νοσοκόμας.
Δεν μπήκε στον κόπο να πιέσει το χέρι του Βανάντιουμ στη λαβή για δακτυλικά αποτυπώματα. Τα ίχνη θα ήταν έτσι κι αλλιώς ελάχιστα για τους άντρες της Σήμανσης, όταν η Πυροσβεστική θα έσβηνε τελικά τη φωτιά: μερικά καρβουνιασμένα, προφανή στοιχεία, ίσα για να βγάλουν ένα εύκολο συμπέρασμα. Δυο φόνοι κι ένας εμπρησμός. Ο Τζούνιορ ήταν πολύ τολμηρό παιδί απόψε. Ό χ ι κακό παιδί. Αυτός δεν πίστευε στο καλό και στο κακό, στο σωστό και στο λάθος. Υπήρχαν αποτελεσματικές και μη αποτελεσματικές πράξεις, κοινωνικά αποδεκτή και κοινωνικά μη αποδεκτή συμπεριφορά, σοφές και ανόητες αποφάσεις. Αν όμως θέλει κανείς να φτάσει στο μάξιμουμ της αυτογνωσίας, πρέπει να καταλάβει πως κάθε απόφαση που παίρνεται στη ζωή δεν έχει καμιά απολύτως αξία. Η ηθική είναι μια πρωτόγονη έννοια, χρήσιμη ίσως στα πρώιμα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης του ανθρώπου, αλλά εντελώς περιττή στη σύγχρονη εποχή. Μερικές πράξεις είναι αναμφισβήτητα δυσάρεστες, όπως το να ψάχνεις στις τσέπες του παρανοϊκού νεκρού ντετέκτιβ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου και το σήμα του. Αποφεύγοντας σταθερά να κοιτάξει το διαλυμένο πρόσωπο, ο Τζούνιορ βρήκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στη μια από τις εξωτερικές τσέπες του τουίντ σακακιού. Η ταυτότητα με το σήμα του αστυνομικού ήταν κρυμμένη στο εσωτερικό τσεπάκι. Έβγαλε τη θήκη του όπλου και την έριξε πάνω στο πτώμα της νοσοκόμας, που είχε χτυπηθεί, πνιγεί και πυροβοληθεί διαδοχικά. Βγήκε από την κουζίνα, έτρεξε στο χολ, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά κι έφτασε στο υπνοδωμάτιο της Βικτόρια. Ό χ ι με την πρόθεση να πάρει από τα συρτάρια της κάποιο ερωτικό σουβενίρ. Απλώς για να βρει μια κουβέρτα. Πίσω στην κουζίνα, ο Τζούνιορ άπλωσε την κουβέρτα στο πάτωμα, κύλησε το πτώμα του Βανάντιουμ πάνω της και έδεσε τις δυο πάνω άκρες φτιάχνοντας έτσι ένα αυτοσχέδιο έλκηθρο για να μπορέσει να τον σύρει έξω από το σπίτι. Ο αστυνομικός ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσε να τον
μεταφέρει σηκωτό. Η κουβέρτα αποδείχτηκε αποτελεσματική, η απόφαση να τον σύρει ήταν οπωσδήποτε σοφή και η όλη διαδικασία ήταν ουδέτερης σημασίας. Για τον νεκρό, η διαδρομή ήταν λιγάκι ανώμαλη: διάδρομος, χολ εισόδου, κατώφλι, βεράντα, σκαλοπάτια βεράντας, γκαζόν γεμάτο πευκοβελόνες και χαλικόστρωτο δρομάκι. Δεν παραπονέθηκε όμως καθόλου. Ο Τζούνιορ δεν είδε καθόλου φώτα στα πιο κοντινά σπίτια. Ή τα έκρυβαν τα δέντρα, ή απουσίαζαν οι γείτονες. Το αυτοκίνητο του Βανάντιουμ ήταν ένα μπλε Στουντμπέικερ Λαρκ Ρίγκαλ, μοντέλο του '61. Φτηνιάρικο και άκομψο αμάξι που έμοιαζε να είχε σχεδιαστεί ειδικά για να ταιριάζει με το χοντροκομμένο σουλούπι του ντετέκτιβ. Ό τ α ν ο Τζούνιορ άνοιξε το πορτ μπαγκάζ, διαπίστωσε ότι τα σύνεργα ψαρικής και τα δυο μικρά κασόνια με εργαλεία που υπήρχαν εκεί δεν άφηναν χώρο για να βολευτεί και το πτώμα του ντετέκτιβ. Για να χωρέσει, θα έπρεπε να το διαμελίσει πρώτα. Ο Τζούνιορ είχε πολύ ευαίσθητη ψυχή για να πετσοκόψει ένα πτώμα με πριόνι. Μόνο τρελοί είναι ικανοί για τέτοιες πράξεις. Αθεράπευτοι παράφρονες σαν τον Εντ Γκέιν εκεί στο Ουισκόνσιν, που τον είχαν πιάσει πριν από εφτά χρόνια, όταν ο Τζούνιορ ήταν δεκάξι χρονών. Ο Εντ, που είχε εμπνεύσει το Ψνχώ, είχε κατασκευάσει έπιπλα από ανθρώπινα χείλη και μύτες. Είχε χρησιμοποιήσει ανθρώπινο δέρμα για να φτιάξει καπελάκια για φωτιστικά και για να ντύσει πολυθρόνες. Τα μπολάκια για τη σούπα του ήταν από ανθρώπινα κρανία. Έ τ ρ ω γ ε τις καρδιές και άλλα όργανα των θυμάτων του, φορούσε μια ζώνη φτιαγμένη από θηλές και κάθε τόσο έβγαινε και χόρευε στο φεγγαρόφωτο μασκαρεμένος με τα μαλλιά και το πρόσωπο μιας γυναίκας που είχε δολοφονήσει. Ανατριχιάζοντας, ο Τζούνιορ έκλεισε απότομα το πορτ μπαγκάζ και κοίταξε ανήσυχος γύρω του το έρημο τοπίο. Μαύρα μεγάλα πεύκα άπλωναν δεκάδες χέρια στο σκοτάδι της νύχτας και το φεγγάρι σκόρπιζε ένα αχνό κιτρινιάρικο φως που περισσότερο έκρυβε τα πράγματα παρά τα φώτιζε. Ο Τζούνιορ δεν ήταν προληπτικός. Δεν πίστευε ουτε σε θεούς ούτε σε δαίμονες, ούτε και σε τίποτα ενδιάμεσο.
Παρ' όλα αυτά, με τον Γκέιν στο νου του, δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί ότι κάπου εκεί γύρω παραμόνευε κάτι κακό. Κρυβόταν. Παρακολουθούσε. Καραδοκούσε. Σ' έναν αιώνα σημαδεμένο από δύο παγκόσμιους πολέμους και από προσωπικότητες σαν τον Χίτλερ και τον Στάλιν, τα τέρατα δεν ήταν πια υπερφυσικές υπάρξεις αλλά ανθρώπινες, κι αυτή η ιδιότητα τα έκανε ακόμη πιο τρομακτικά από τα βαμπίρ και τους δαίμονες του παρελθόντος. Τον Τζούνιορ δεν τον ωθούσε κάποια διεστραμμένη ανάγκη. Αυτός, πολύ λογικά, κοίταζε το συμφέρον του. Γι' αυτό, αποφάσισε τελικά να φορτώσει το πτώμα του ντετέκτιβ στο πίσω κάθισμα του Στουντμπέικερ, με όλα τα μέλη του ακέραια και το κεφάλι στη θέση του. Επέστρεψε στο σπίτι κι έσβησε τις τρεις μικρές λάμπες στο τραπεζάκι του καθιστικού. Έσβησε και το φωτιστικό της γωνίας με το κροσσάτο καπελάκι. Στην κουζίνα, απέφυγε με ευελιξία τα αίματα και, περνώντας πίσω από το πτώμα της Βικτόρια, έσβησε το φούρνο και την εστία στην οποία έβραζε η κατσαρόλα με το νερό. Αφού έσβησε τα φώτα της κουζίνας, του διαδρόμου και του χολ, έκλεισε και την εξωτερική πόρτα μ' ένα τράβηγμα και βγήκε στη βεράντα αφήνοντας πίσω του το σπίτι απόλυτα σκοτεινό και σιωπηλό. Δεν είχε τελειώσει ακόμη από κει, αλλά προείχαν άλλες δουλειές, με πρώτη και σημαντικότερη να ξεφορτωθεί αποτελεσματικά τον Τόμας Βανάντιουμ. Κάθισε στο τιμόνι του Στουντμπέικερ, έβαλε μπρος τη μηχανή, έκανε μια απότομη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών πατώντας πολύ περισσότερο γκαζόν απ' ό,τι χαλίκια κι άφησε μια δυνατή κραυγή τρόμου, όταν στο πίσω κάθισμα ο Βανάντιουμ μετακινήθηκε με θόρυβο. Ο Τζούνιορ κόλλησε το πόδι του στο φρένο, έβαλε νεκρά, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξοJ από το αυτοκίνητο. Γλιστριόντας στα χαλίκια πάνω στη φόρα του, γύρισε σαν τη σβούρα, έτοιμος ν' αντικρίσει την απειλή.
Κεφάλαιο 38
ΕΚΕΊΝΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ το βραδάκι, η Άγκνες απάντησε στο χτύπημα της πόρτας και είδε να στέκεται στο κατώφλι της ένας μεγαλόσωμος άντρας με καπέλο του μπέιζμπολ στο χέρι και στάση μικρού παιδιού. «Η κύρια Λάμπιον;» «Εγώ είμαι». Η εντύπωση του ωραίου παλικαριού που θα μπορούσαν να δημιουργούν το περήφανο πρόσωπο, τα έντονα χαρακτηριστικά και τα πλούσια ξανθά μαλλιά του άντρα αλλοιωνόταν από μια σαχλή φράντζα, που τον έκανε να θυμίζει Ρωμαίο αυτοκράτορα στα χρόνια της μεγάλης παρακμής. « Ή ρ θ α για να...» μουρμούρισε, αφήνοντας τη φράση του στη μέση. Το ντύσιμο του συνέβαλλε επίσης στην εντύπωση του αρρενωπού άντρα: μπότες, μπλουτζίν και καρό φανελένιο πουκάμισο. Αλλά το σκυμμένο κεφάλι, οι πεσμένοι ώμοι και το συρτό περπάτημα θύμιζαν ντροπαλό έφηβο που είχε ντυθεί για να εντυπωσιάσει. «Συμβαίνει τίποτα;» τον ενθάρρυνε η Άγκνες. Ο νεαρός συνάντησε στιγμιαία το βλέμμα της κι αμέσως μετά χαμήλωσε ξανά τα μάτια του στο δάπεδο της βεράντας. « Ή ρ θ α να σας πω... πόσο λυπάμαι... πόσο πολύ λυπάμαι». Σ' αυτές τις δέκα μέρες μετά το θάνατο του Τζο, είχαν περάσει δεκάδες άνθρωποι να συλλυπηθούν την Άγκνες, αλλά αυτός της ήταν εντελώς άγνωστος. «Θα έδινα τα πάντα για να μην είχε συμβεί», είπε με ει-
λικρίνεια ο νεαρός. Και με φωνή που έτρεμε, σαν να ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, πρόσθεσε: «Μακάρι να είχα σκοτωθεί εγώ». Η Άγκνες δεν ήξερε τι να πει μπροστά σε τόσο έντονο συναισθηματικό ξέσπασμα. «Δεν είχα πιει», συνέχισε ο νεαρός. «Αυτό αποδείχτηκε. Αλλά δεν έπρεπε να τρέχω έτσι με τη βροχή, ήμουν απερίσκεπτος. Θα δικαστώ που πέρασα με κόκκινο». Τότε κατάλαβε η Άγκνες. «Είσαι αυτός που...» Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά, κοκκινίζοντας από ενοχές. «Ο Νίκολας Ντιντ». Το όνομα άφησε στο στόμα της μια πικρή γεΰση, σαν χάπι που λιώνει. «Νικ», πρότεινε ο νεαρός, σαν να ήταν αναμενόμενο να αποκτήσει οικειότητα η Άγκνες με τον άνθρωπο που είχε σκοτώσει τον άντρα της. «Δεν είχα πιει καθόλου». «Τώρα όμως έχεις πιει», τον κατηγόρησε ήρεμα η Άγκνες. «Λιγάκι, ναι... Για να πάρω το θάρρος να έρθω εδώ. Για να σου ζητήσω να με συγχωρήσεις». Αυτό που της ζητούσε της φάνηκε σαν προσβολή. Η Άγκνες έκανε αυθόρμητα ένα βήμα πίσω. «Θα με συγχωρήσεις, κυρία Λάμπιον; Μπορείς να με συγχωρήσεις;» Η Άγκνες από τη φύση της ήταν ανίκανη να κρατήσει κακία, να φερθεί άσχημα και, πολύ περισσότερο, να πάρει εκδίκηση. Είχε συγχωρήσει ακόμη και τον πατέρα της, που την είχε αναγκάσει να ζήσει για χρόνια σε μια κόλαση, που είχε καταστρέψει τη ζωή των αδερφών της και είχε στείλει στον τάφο τη μητέρα της. Συγχώρηση δεν σημαίνει να παραβλέπεις το κακό. Δεν σημαίνει πως πρέπει να ξεχνάς ή να απαλλάσσεις κάποιον από την ευθύνη. « Έ χ ω χάσει τον ύπνο μου», είπε ο Ντιντ, στρίβοντας νευρικά το πάνινο καπέλο στα χέρια του. « Έ χ ω αδυνατίσει, δεν μπορώ να βρω ησυχία πουθενά». Παρά το χαρακτήρα της, η Άγκνες δεν μπόρεσε να βρει συγχώρηση στην καρδιά της αυτή τη φορά. Τα λόγια πνίγονταν στο λαρύγγι της και δεν έβγαιναν. «Δεν πρόκειται να διορθωθεί τίποτα με τη συγνώμη και
το ξέρω», είπε ο Ντιντ. «Αν με συγχωρήσεις, όμως, ίσως μπορέσω κάποτε να ησυχάσω». «Και τι με νοιάζει εμένα αν θα ησυχάσεις ποτέ;» είπε η Άγκνες, και της φάνηκε πως άκουγε κάποια άλλη γυναίκα να μιλάει στη θέση της. Ο Ντιντ μόρφασε. «Έτσι είναι. Αλλά δεν είχα σκοπό να κάνω κακό, ούτε σ' εσάς ούτε στον άντρα σας, κυρία Λάμπιον. Ούτε και στο μωρό, στον μικρό Μπαρθόλομιου». Στο άκουσμα του ονόματος του παιδιού της, η Άγκνες πέτρωσε. Ο Ντιντ θα μπορούσε να το είχε μάθει με ένα σωρό τρόπους, αλλά της φαινόταν κακό να το ξέρει, κακό να χρησιμοποιεί αυτός ο άνθρωπος το όνομα του παιδιού που παραλίγο να είχε σκοτώσει ή να είχε αφήσει ορφανό κι από τους δυο γονείς με την επιπολαιότητά του. Η ανάσα του μύριζε έντονα αλκοόλ και η Άγκνες την ένιωσε όταν ο Ντιντ τη ρώτησε: «Πώς πάει ο μικρούλης Μπαρθόλομιου; Είναι καλά το μωράκι;» Στο νου της ήρθε ο βαλές σπαθί, τέσσερις φορές στη σειρά. Έχοντας στο μυαλό της την εικόνα της μισητής φιγούρας με τα ξανθά σγουρά μαλλιά και το τσιγκελωτό μουστάκι πάνω στο τραπουλόχαρτο, η Άγκνες κάρφωσε το βλέμμα της στα σγουρά ξανθά τσουλούφια που έπεφταν στο μέτωπο του νεαρού. «Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ», του είπε ξερά κι έκανε πίσω, έτοιμη να κλείσει την πόρτα. «Κυρία Λάμπιον; Σας παρακαλώ». Έ ν α έντονο συναίσθημα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Ντιντ. Αγωνία ίσως. Ή μήπως θυμός; Η Άγκνες δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την έκφρασή του, όχι επειδή ήταν διφορούμενη, αλλά επειδή η δική της αντίληψη είχε επηρεαστεί ξαφνικά από το φόβο και μια πρωτόγνωρη γι' αυτή, απότομη έκκριση αδρεναλίνης. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. «Σταθείτε», της είπε ο Ντιντ κι άπλωσε το χέρι του, ίσως παρακλητικά, ή ίσως για να κρατήσει την πόρτα. Η Άγκνες του την έκλεισε κατάμουτρα πριν προλάβει να
την εμποδίσει, είτε είχε την πρόθεση να το κάνει είτε όχι, και τράβηξε και το σύρτη από πίσω. Το πρόσωπο του Ντιντ, θαμπό, χαρακωμένο, παραμορφωμένο και σπασμένο σε φΰλλα και πέταλα φάνηκε πίσω από το μισοδιάφανο τζάμι, καθώς έσκυψε να κοιτάξει μέσα στο σπίτι. Ή τ α ν σαν δαίμονας που αναδυόταν από τα νερά μιας λίμνης. Η Άγκνες έτρεξε στην κουζίνα, όπου βρισκόταν όταν χτύπησε το κουδούνι, ετοιμάζοντας τα χαρτοκιβώτια με τα τρόφιμα τα οποία θα μοίραζε μαζί με τις πίτες που αυτή κι ο Τζέικομπ είχαν ψήσει το πρωί. Το καλαθάκι του Μπάρτι ήταν δίπλα στο τραπέζι. Η Άγκνες περίμενε να λείπει το μωρό, να το είχε αρπάξει ο συνεργάτης του Ντιντ, που θα είχε μπει στο μεταξύ από την πόρτα της κουζίνας, ενόσω εκείνος την απασχολούσε στην μπροστινή πόρτα. Το μιορό ήταν εκεί που το είχε αφήσει. Κοιμόταν γαλήνια. Η Άγκνες έτρεξε στα παράθυρα και κατέβασε όλα τα στόρια. Αλλά και πάλι, εντελώς παράλογα, φοβόταν πως κάποιος την παρακολουθούσε. Τρέμοντας, κάθισε δίπλα στο καλαθάκι του μωρού και το κοίταξε με τόση αγάπη και τόση ένταση, που πόνεσαν τα μάτια της. Περίμενε να ξαναχτυπήσει ο Ντιντ το κουδούνι. Δεν το χτύπησε. «Για φαντάσου, να νομίζω πως σε πήραν», είπε στον Μπάρτι. «Η μαμά σου αρχίζει να τα χάνει, μωρό μου. Εγώ ποτέ δεν έκανα συμφωνία με τον κακό νάνο Ρουμπελστίλτσκιν να έρθει να σε πάρει». Δεν μπόρεσε πάντως να διώξει το φόβο της διακωμωδώντας τον. Ο Νίκολας Ντιντ δεν ήταν ο φάντης. Αυτός είχε ήδη προκαλέσει όσο κακό ήταν να φέρει στη ζωή τους. Αλλά κάπου υπήρχε ένας φάντης, και θα ερχόταν η ώρα του να εμφανιστεί. Για να μην αισθανθεί η Μαρία υπεύθυνη για τη βαριά ατμόσφαιρα που έπεσε στο τραπέζι όταν οι κακοί βαλέδες
ακολούθησαν τους οχτώ άσους, η Άγκνες είχε προσποιηθεί ότι δεν έπαιρνε τίποτε απ' αυτά στα σοβαρά, και ειδικά το άσχημο γύρισμα της τύχης. Στην πραγματικότητα, όμως, η καρδιά της είχε παγώσει. Ποτέ πριν δεν είχε δώσει βάση σε κανενός είδους πρόγνωση. Αλλά στο θρόισμα εκείνων των χαρτιών, καθώς έπεφταν στο τραπέζι, είχε ακούσει τον μακρινό ψίθυρο μιας αλήθειας, που όμως δεν ήταν κατανοητή ή ξεκάθαρη σαν μήνυμα, όπως θα την προτιμούσε, αλλά ένας αδιόρατος ήχος που δεν μπορούσε ν' αγνοήσει. Ο μικρός Μπαρθόλομιου ζάρωσε το μουτράκι του όπως κοιμόταν. Η μητέρα του είπε γι' αυτόν μια προσευχή. Ζήτησε ακόμη συγχώρηση για τον σκληρό τρόπο με τον οποίο είχε φερθεί στον Νίκολας Ντιντ. Και, τέλος, παρακάλεσε να μην έρθει να τους βρει ποτέ ο φάντης.
Κεφάλαιο 39
Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΝΕΚΡΟΣ, σκελετωμένος, να δείχνει τα δόντια του στο φεγγαρόφωτο, με δυο νομίσματα να λάμπουν στις άδειες κόγχες που κάποτε ήταν τα μάτια του. Αυτή η εικόνα ταξίδευε στα ταραγμένα νερά της φαντασίας του Κάιν Τζούνιορ όταν πετάχτηκε από την πόρτα του οδηγού και στράφηκε να κοιτάξει προς το αυτοκίνητο, με την καρδιά του να έχει ήδη βουλιάξει στον πάτο. Ακόμη κι όταν δεν είδε ούτε κουφάρι αστυνομικού, ούτε μακάβριο χαμόγελο, ούτε κέρματα αντί για μάτια, ο Τζούνιορ δεν αισθάνθηκε ανακούφιση. Ανήσυχος, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, περιμένοντας να βρει τον ντετέκτιβ συσπειρωμένο στα τέσσερα, έτοιμο να του ορμήσει. Τίποτα. Το φωτάκι στο εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν αναμμένο γιατί η πόρτα του οδηγού ήταν ορθάνοιχτη. Ο Τζούνιορ δεν ήθελε να σκύψει να κοιτάξει πάνω από το μπροστινό κάθισμα. Δεν είχε όπλο. Και θα έχανε εύκολα την ισορροπία του σε πιθανή επίθεση. Πολύ προσεκτικά, πλησίασε το παράθυρο της πίσω πόρτας. Το πτώμα του Βανάντιουμ ήταν πεσμένο στο δάπεδο του αυτοκινήτου, τυλιγμένο με την κουβέρτα. Δεν είχε λοιπόν σηκωθεί ο αστυνομικός με δολοφονικές προθέσεις, όπως είχε νομίσει. Το πτώμα απλώς είχε κυλήσει και είχε πέσει από το πίσω κάθισμα όταν πήρε τη στροφή των εκατόν ογδόντα μοιρών στο δρομάκι. Προς στιγμήν, ο Τζούνιορ αισθάνθηκε ταπεινωμένος.
Του ήρθε να σύρει τον ντετέκτιβ έξω από το αυτοκίνητο και να ποδοπατήσει το θρασύ, ματωμένο τον πρόσωπο. Μια τέτοια ενέργεια, όμως, θα σήμαινε κακή χρήση του διαθέσιμου χρόνου του. Απολαυστική μεν, αλλά όχι συνετή. Ο Ζεντ λέει ότι ο χρόνος είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, επειδή γεννιόμαστε με πολύ περιορισμένα αποθέματα. Ο Τζούνιορ ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, βρόντησε την πόρτα εκνευρισμένος και είπε φωναχτά: «Άντε τώρα να μαζέψεις εμετούς, φαλακρό τηγανοκέφαλο τομάρι». Κατά περίεργο τρόπο, αισθάνθηκε έντονη ικανοποίηση εξωτερικεύοντας τα αισθήματά του με βρισιές, έστω κι αν ο Βανάντιουμ ήταν πολύ νεκρός για να τις ακούσει. «Χοντρολαίμη, πατατομύτη, πιθηκομούρη, σημαδεμένε κόπανε». Αυτό ήταν καλύτερο από τις αργές και βαθιές αναπνοές. Σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι του Βανάντιουμ, ο Τζούνιορ αράδιαζε κάθε τόσο κι ένα κατεβατό από προσβλητικά επίθετα, διανθισμένα με χυδαιότητες. Είχε το χρόνο να σκεφτεί μπόλικα, αφού οδηγούσε δέκα χιλιόμετρα κάτω από το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας. Δεν θα διακινδύνευε να τον σταματήσουν για τροχαία παράβαση, όταν στο πίσω κάθισμα είχε τον Βανάντιουμ, το φαλακρό κούτσουρο, νεκρό και κουκουλωμένο με μια κουβέρτα. Στη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας, ο Τζούνιορ είχε κάνει μια διακριτική έρευνα για τον ντετέκτιβ και είχε μάθει ότι ήταν ανύπαντρος και ζούσε μόνος, οπότε αυτή η θρασεία επίσκεψη στο σπίτι του δεν ήταν παρακινδυνευμένη. Ο Τζούνιορ πάρκαρε στο μεγάλο γκαράζ. Στον έναν τοίχο κρεμόταν μια εντυπωσιακή συλλογή από εργαλεία κηπουρικής και στη γωνία υπήρχε ένα τσίγκινο ποτιστήρι. Σ' ένα ντουλαπάκι πάνω από τον πάγκο, ο Τζούνιορ βρήκε ένα ζευγάρι καθαρά πάνινα γάντια κηπουρού. Τα δοκίμασε και του ταίριαζαν τέλεια. Δυσκολευόταν να φανταστεί τον Βανάντιουμ να σκαλίζει τον κήπο του τα Σαββατοκύριακα. Εκτός κι αν παράχωνε πτώματα στο χώμα, κάτω από τις τριανταφυλλιές.
Μπήκε στο σπίτι χρησιμοποιώντας το κλειδί του ντετέκτιβ. Ό σ ο αυτός ήταν στο νοσοκομείο, ο Βανάντιουμ είχε ψάξει το δικό του σπίτι, με ή χωρίς ένταλμα. Τώρα, οι όροι είχαν αντιστραφεί -κι αυτό ήταν άλλη μια ικανοποίηση. Ή τ α ν φανερό ότι ο Βανάντιουμ περνούσε αρκετή ώρα στην κουζίνα του. Ή τ α ν το μόνο δωμάτιο του σπιτιού που φαινόταν ζεστό και λειτουργικό. Μπόλικα κατσαρολικά και σκεύη. Τηγάνια σε διάφορα μεγέθη και σχήματα κρέμονταν από μια μεταλλική ράγα στο χαμηλό ταβάνι. Έ ν α καλάθι με κρεμμύδια, άλλο ένα με πατάτες. Κάμποσα αραδιασμένα μπουκαλάκια με ζωηρόχρωμες ταμπελίτσες αποδείχτηκαν ότι ήταν μια ποικιλία από λάδια και ξίδια. Ο παρανοϊκός ντετέκτιβ έπαιζε το μάγειρα. Τα υπόλοιπα δωμάτια ήταν επιπλωμένα με τη λιτότητα μοναστηριού. Η τραπεζαρία, ειδικά, δεν είχε ούτε ένα έπιπλο. Έ ν α ς καναπές και μια πολυθρόνα ήταν όλο κι όλο το καθιστικό. Χωρίς τραπεζάκι μπροστά. Μόνο ένα μικρό τραπέζι, ψηλό σαν σκαμνί, δίπλα στην πολυθρόνα. Στον απέναντι τοίχο, ένα σύστημα ραφιών φιλοξενούσε ένα καλό στερεοφωνικό συγκρότημα και μερικές εκατοντάδες δίσκους. Ο Τζούνιορ περιεργάστηκε τη συλλογή των δίσκων. Τα μουσικά γούστα του αστυνομικού εκτείνονταν από τις μεγάλες ορχήστρες μέχρι τα τραγούδια από την εποχή του σουίνγκ. Προφανώς, ο Σινάτρα ήταν κοινή αγάπη του ντετέκτιβ και της νοσοκόμας, αλλά δεν ήταν ώρα να σκεφτεί το είδος της σχέσης ανάμεσα στη διπρόσωπη Βικτόρια και τον Βανάντιουμ. Τώρα έπρεπε να καλύψει τα ίχνη του και ο πολύτιμος χρόνος κυλούσε. Επιπλέον, η πιθανότητα να συνέβαινε κάτι μεταξύ τους τον αηδίαζε. Στη σκέψη και μόνο ότι μια κουκλάρα σαν τη Βικτόρια είχε υποκύψει στις ορέξεις ενός ασχημάντρα σαν τον Βανάντιουμ αισθανόταν αναγούλα. Το γραφείο του Βανάντιουμ δεν ήταν μεγαλύτερο από μπάνιο. Μόλις που χωρούσαν ένα παλιό γραφειάκι από ξύλο πεύκου, μια καρέκλα και μια αρχειοθήκη. Τα αταίριαστα έπιπλα στην κρεβατοκάμαρα, φτηνά και χιλιοχτυπημένα, θα μπορούσαν να έχουν αγοραστεί μεταχει-
ρισμένα σε υπαίθρια αγορά. Διπλό κρεβάτι. Έ ν α κομοδίνο. Μια μικρή συρταριέρα. Ό π ω ς και όλο το υπόλοιπο σπίτι, έτσι και το υπνοδωμάτιο ήταν τακτοποιημένο και πεντακάθαρο. Το ξύλινο πάτωμα γυάλιζε σαν να είχε λουστραριστεί με το χέρι. Έ ν α απλό άσπρο κάλυμμα τύλιγε το κρεβάτι, άψογα τεντωμένο και χωμένο τέλεια στις γωνίες κάτω από το στρώμα, όπως στις κουκέτες του στρατού. Διακοσμητικά και διάφορα μπιχλιμπίδια έλειπαν τελείως από το σπίτι του Βανάντιουμ. Και μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Τζούνιορ δεν είχε δει τίποτα κρεμασμένο στους τοίχους, εκτός από ένα ημερολόγιο στην κουζίνα. Μόνο ένας μικρός Εσταυρωμένος από σφυρήλατο μπρούντζο υπέφερε το αιώνιο μαρτύριο του, προσαρμοσμένος σε ένα ξύλινο ταμπλό, ακριβώς πάνω απ' το κρεβάτι. Η αντίθεση που δημιουργούσε με τους γυμνούς λευκούς τοίχους έκανε ακόμη πιο έντονη την εντύπωση του μοναστηριακού κελιού. Κατά την κρίση του Τζούνιορ, δεν ήταν αυτές οι συνθήκες που ζει ο μέσος φυσιολογικός εργένης. Αυτό ήταν το σπίτι ενός παράφρονα μοναχικού, ενός άντρα με επικίνδυνες εμμονές. Ο ίδιος, αν και είχε γίνει για λίγο μια από τις εμμονές του Βανάντιουμ, είχε σταθεί τυχερός και την είχε γλιτώσει φτηνά. Ανατρίχιασε. Άνοιξε την ντουλάπα. Η περιορισμένη γκαρνταρόμπα του ντετέκτιβ έπιανε μόνο τα δύο τρίτα της μεταλλικής ράγας. Στο δάπεδο, μερικά ζευγάρια παπούτσια, τακτικά τοποθετημένα. Το επάνω ράφι της ντουλάπας φιλοξενούσε δυο κουτιά και δυο φτηνές βαλίτσες μέτριου μεγέθους. Ο Τζούνιορ τις κατέβασε και τις έβαλε πάνω στο κρεβάτι. Ο Βανάντιουμ είχε τόσο λίγα ρούχα, που οι δυο βαλίτσες χώρεσαν άνετα το μισό από το περιεχόμενο της ντουλάπας και της συρταριέρας. Ο Τζούνιορ σκόρπισε μερικά ρούχα στο πάτωμα και πάνω στο κρεβάτι, για ν' αφήσει την εντύπωση ότι ο ντετέκτιβ είχε πακετάρει πολύ βιαστικά. Αφού είχε πυροβολήσει τη Βικτόρια Μπρέσλερ πέντε φορές με το υπηρεσιακό του
περίστροφο - ί σ ω ς σε μια κρίση ζήλιας, ή έχοντας απλώς παραφρονήσει-, ο Βανάντιουμ, σε ε'ξαλλη κατάσταση, αγωνιούσε να το σκάσει γρήγορα. Από το μπάνιο, ο Τζούνιορ πήρε τα ξυριστικά του Βανάντιουμ και μερικά είδη τουαλέτας και τα έριξε στη μια βαλίτσα. Αφού κουβάλησε και τις δυο βαλίτσες στο αυτοκίνητο που βρισκόταν στο γκαράζ, επέστρεψε στο γραφείο, κάθισε στην καρέκλα κι έψαξε πρώτα τα συρτάρια κι έπειτα την αρχειοθήκη. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήλπιζε να βρει. Ί σ ω ς ένα φάκελο, ή ένα κουτί με λεφτά, ή ένα βιβλιάριο τραπέζης, που θα έπαιρνε οπωσδήποτε μαζί του ένας δολοφόνος που το έσκαγε. Αν άφηνε πίσω κάτι τέτοιο, θα δημιουργούνταν υποψίες. Στο πρώτο συρτάρι βρήκε μια ατζέντα. Λογικά, ο Βανάντιουμ θα την έπαιρνε μαζί του, οπότε ο Τζούνιορ την έχωσε στην τσέπη του. Πριν αποτελειώσει το ψάξιμο στα συρτάρια του γραφείου, χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν ήταν το συνηθισμένο διαπεραστικό κουδούνισμα, αλλά ένα χαμηλά ρυθμισμένο, ηλεκτρονικό κρρρρρ. Ο Τζούνιορ δεν είχε καμιά πρόθεση ν' απαντήσει, οπότε το αγνόησε. Μετά το τρίτο χτύπημα, όμως, ακούστηκε ένα κλικ και ύστερα η γνώριμη, μονότονη φωνή του Βανάντιουμ. «Γεια σας. Είμαι ο Τόμας Βανάντιουμ...» Σαν τους φασουλήδες με το ελατήριο που τινάζονται από τα κουτιά, ο Τζούνιορ πετάχτηκε από την καρέκλα τόσο απότομα, που κόντεψε να τη ρίξει κάτω. «....αυτή τη στιγμή απουσιάζω». Ο Τζούνιορ στράφηκε σαν σβούρα προς την ανοιχτή πόρτα και διαπίστωσε ότι ο ντετέκτιβ έλεγε αλήθεια. Δεν ήταν εκεί. Η φωνή συνέχισε να μιλάει. Έβγαινε από μια συσκευή που ήταν πάνω στο γραφείο, δίπλα στο τηλέφωνο. «Παρακαλώ, μην κλείσετε. Λειτουργεί αυτόματος τηλεφωνητής. Αφήστε μήνυμα μετά τον χαρακτηριστικό ήχο και θα επικοινωνήσω/μαζί σας σύντομα». Ο Τζούνιορ είχε ακούσει γι' αυτή την καινούρια εφεύ-
ρεση, αλλά δεν είχε δει καμιά συσκευή μέχρι τότε. Βεβαίως, ένας φανατικός σαν τον Βανάντιουμ θα έκανε τα πάντα προκειμένου να μη χάσει ούτε ένα τηλεφώνημα. Ακούστηκε πράγματι ο χαρακτηριστικός ήχος κι έπειτα μια αντρική φωνή μίλησε από τη συσκευή. «Εδώ Μαξ. Τελικά, είσαι μέντιουμ. Βρήκα το νοσοκομείο. Το καημένο το παιδί πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία που προκλήθηκε από υπερτασική κρίση λόγω... εκλαμψίας, νομίζω. Το μωρό επέζησε. Πάρε όταν μπορέσεις, εντάξει;» Ο Μαξ έκλεισε. Ο αυτόματος τηλεφωνητής άφησε μια σειρά από μικρούς, κοφτούς ήχους και μετά σώπασε. Εκπληκτικό. Ο Τζούνιορ μπήκε στον πειρασμό να παίξει με τα κουμπάκια. Ί σ ω ς να είχαν καταγραφεί κι άλλα μηνύματα στη συσκευή. Θα είχε πολλή πλάκα να τ' ακούσει, έστω κι αν κάποια θα του φαίνονταν ακατανόητα, όπως αυτό του Μαξ. Θα ήταν σαν να ξεφύλλιζε το ημερολόγιο ενός αγνώστου. Μη βρίσκοντας τίποτ' άλλο ενδιαφέρον στο γραφείο του Βανάντιουμ, ο Τζούνιορ σκέφτηκε να ψάξει το υπόλοιπο σπίτι. Η νύχτα όμως έφευγε γρήγορα και είχε πολλά να κάνει πριν ξημερώσει. Άφησε αναμμένα τα φώτα και την πόρτα ξεκλείδωτη. Έ ν α ς δολοφόνος που το σκάει τρέχοντας πριν ανακαλυφθεί το θύμα του, δεν σκοτίζεται για το λογαριασμό του ηλεκτρικού, ούτε για πιθανούς διαρρήκτες. Ο Τζούνιορ μπήκε στο αυτοκίνητο κι απομακρύνθηκε με τόλμη. Ο Ζεντ συνιστούσε τόλμη. Επειδή συνεχώς νόμιζε ότι άκουγε περίεργους ήχους από το πτώμα στο πίσω κάθισμα, ο Τζούνιορ άνοιξε το ραδιόφωνο. Έ π ι α σ ε ένα σταθμό που εκείνη την ώρα μετέδιδε τις σαράντα μεγαλύτερες επιτυχίες της εβδομάδας, σε αντίστροφη σειρά. Ο ντιτζέι ανακοίνωσε το νούμερο τέσσερα στα τοπ της εβδομάδας. Ή τ α ν το «She's a Woman» των Μπιτλς. Το Στουντμπέικερ πλημμύρισε από τη μουσική της διάσημης τετράδας. Όλοι θεωρούσαν αυτούς τους μαλλιάδες ό,τι καλύτερο είχε βγει ποτέ, αλλά για τον Τζούνιορ η μουσική τους ήταν
απλώς καλή. Δεν του ερχόταν να τραγουδήσει τα τραγούδια τους, ούτε και τον ξεσήκωναν να χορέψει. Αυτός ήταν πατριώτης και προτιμούσε το αμερικανικό ροκ από το βρετανικό. Δεν είχε τίποτε εναντίον των Εγγλέζων, δεν ήταν προκατειλημμένος εναντίον καμιάς εθνικότητας. Πίστευε, όμως, ότι το Αμέρικαν Τοπ 40 θα έπρεπε να παίζει αποκλειστικά αμερικανική μουσική. Διασχίζοντας το Σπρους Χιλς παρέα με τον Τζον, τον Πολ, τον Τζορτζ, τον Ρίνγκο και τον νεκρό Τόμας, ο Τζούνιορ κατευθύνθηκε πάλι προς το σπίτι της Βικτόρια, όπου είχε πάψει πια να τραγουδάει ο Σινάτρα. Το νούμερο τρία στην κατάταξη ήταν το «Mr. Lonely» του Μπόμπι Βίντον, ταλαντούχου Αμερικανού από το Κάνονσμπεργκ της Πενσιλβάνια. Ο Τζούνιορ το τραγούδησε. Προσπέρασε το σπίτι της Βικτόρια χωρίς να σταματήσει. Στο μεταξύ, είχε τελειώσει ο Βίντον, είχαν παίξει διαφημίσεις και είχε αρχίσει ν' ακούγεται το νούμερο δύο στα τσαρτς: «Come See about Me», των Σουπρίμς. Κι άλλη καλή αμερικανική μουσική. Οι Σουπρίμς ήταν μαύρες, αλλά ο Τζούνιορ δεν είχε προκαταλήψεις. Αντίθετα, κάποτε είχε κάνει παθιασμένο έρωτα με μια νεαρή μαύρη. Σε πλήρη αρμονία με την Νταϊάνα Ρος, τη Μαίρη Γουίλσον και τη Φλόρενς Μπάλαρντ, ο Τζούνιορ οδήγησε μέχρι το παλιό λατομείο γρανίτη, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα έξω από τα όρια της πόλης. Έ ν α καινούριο λατομείο, που το εκμεταλλευόταν η ίδια εταιρεία, είχε ανοίξει ενάμισι χιλιόμετρο μακρύτερα, προς το βορρά. Αυτό, το παλιό, είχε εγκαταλειφθεί ύστερα από δεκαετίες εξόρυξης. Μερικά χρόνια νωρίτερα, η κοίτη ενός μικρού ποταμού είχε διοχετευτεί προς την τεράστια κοιλότητα του χώρου εκσκαφής και στα νερά είχε ριχτεί γόνος πέστροφας. Σαν τόπος αναψυχής, η Λίμνη του Λατομείου δεν είχε και μεγάλη επιτυχία. Στα χρόνια της εξόρυξης, είχαν κοπεί όλα τα δέντρα σε αρκετή απόσταση από το χείλος του χώρου εκσκαφής κι έτσι, ένα μεγάλο τμήμα της όχθης ήταν χωρίς σκιά τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Επίσης, κατά μήκος του περιφερειακού της λίμνης, έβλεπες κάθε τόσο πινακίδες
να προειδοποιούν: Ανισόπεδη όχθη. Εξαιρετικά απότομη κλίση. Σε μερικά σημεία, το βάθος της λίμνης ακριβώς δίπλα στην όχθη έφτανε τα τριάντα πέντε μέτρα. Οι Μπιτλς άρχισαν να τραγουδάνε το νούμερο ένα στα τοπ της εβδομάδας - τ ο «/ Feel Fine»- τη στιγμή που ο Τζούνιορ άφησε τον δημόσιο δρόμο της Κομητείας κι έστριψε στον περιφερειακό της λίμνης, με κατεύθυνση βορειοανατολική. Οι Μπιτλς είχαν δύο τίτλους στα πέντε πρώτα της Αμερικής. Αηδιασμένος, έσβησε το ραδιόφωνο. Τον προηγούμενο Απρίλιο, τα παιδιά από το Λίβερπουλ είχαν πάρει και τα πέντε από τα πέντε πρώτα. Πραγματικοί Αμερικανοί, όπως οι Μπιτς Μπόις και οι Φορ Σίζονς, είχαν μείνει σε χαμηλότερα νούμερα. Ή τ α ν ν' αναρωτιέσαι ποιος είχε κερδίσει τελικά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Κανένας από τους γνωστούς του Τζούνιορ δεν έδειχνε να προβληματίζεται γι' αυτή την κρίση στην αμερικανική μουσική σκηνή. Ο Τζούνιορ υπέθετε ότι αυτός ήταν πολύ πιο ευαίσθητος στην αδικία από τους περισσότερους ανθρώπους. Εκείνη την κρύα νύχτα του Ιανουαρίου, στις όχθες της λίμνης δεν υπήρχαν ούτε ψαράδες ούτε κατασκηνωτές. Επειδή τα δέντρα άρχιζαν πολύ πιο πίσω με αποτέλεσμα να χάνονται στο σκοτάδι, η μαύρη κυκλική επιφάνεια με τη φαρδιά όχθη που την περιέβαλλε φάνταζε σαν απόκοσμο τοπίο από άλλο πλανήτη. Η Λίμνη του Λατομείου βρισκόταν πολύ μακριά από το κέντρο του Σπρους Χιλς για να γίνει στέκι των εφήβων της πόλης και τα ερωτευμένα ζευγάρια την απέφευγαν επίσης, γιατί είχε τη φήμη ότι ήταν στοιχειωμένη. Στα πενήντα χρόνια που λειτουργούσε το λατομείο, τέσσερις εργάτες είχαν χάσει τη ζωή τους σε ατυχήματα. Στην Κομητεία κυκλοφορούσαν ιστορίες για φαντάσματα που τριγύριζαν στα βάθη του χώρου εκσκαφής, πριν πλημμυρίσει από το νερό του ποταμού, και στις όχθες, από τότε που δημιουργήθηκε η λίμνη. Ο Τζούνιορ είχε σκοπό να προσθέσει κι ένα κοντόχοντρο στοιχειό στην παρέα των φαντασμάτων. Μπορεί τα επόμενα χρόνια, μια καλοκαιρινή νύχτα, κάποιος ψαράς, έτσι όπως θα φώτιζε τα νερά με το φαναράκι του, να έβλεπε έναν
ψι ι διάφανο Βανάντιουμ να παίζει στους κάμπους των δάχτυλων του ένα σκουριασμένο εικοσιπενταράκι. Σε ένα από τα σημεία όπου η όχθη συναντούσε κατευ(Ιιίαν τα πολύ βαθιά νερά, ο Τζούνιορ βγήκε από τον περι(|ΐι ρειακό και πάρκαρε το αυτοκίνητο γύρω στα έξι μέτρα από την άκρη του νερού. Αφού έσβησε τα φώτα και τη μηχανή, τεντώθηκε πάνω από το κάθισμα του συνοδηγού και κατέβασε το δεξί παράθυρο δεκαπέντε περίπου εκατοστά. Έπειτα έκανε το ίδιο με Γ ο παράθυρο του οδηγού. Σκούπισε το τιμόνι και κάθε άλλη επιφάνεια που μπορεί να είχε αγγίξει στη διαδρομή από το σπίτι της Βικτόρια ως το σπίτι του Βανάντιουμ, όπου είχε βρει τα γάντια της κηπουρικής που φορούσε τώρα. Ύστερα βγήκε από το αυτοκίνητο και σκούπισε το εξωτερικό χερούλι της πόρτας. ΙΙολύ αμφέβαλλε αν θα βρισκόταν ποτέ το Στουντμπέικερ, αλλά επιτυχημένοι είναι μόνο αυτοί που δίνουν σημασία στη λεπτομέρεια. Στάθηκε για λίγο δίπλα στο αυτοκίνητο μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Η νύχτα κρατούσε πάλι την ανάσα της. Δεν φυσούσε ούτε το παραμικρό αεράκι και η λίμνη ήταν απόλυτα ακύμαντη. Το φεγγάρι, που είχε σηκωθεί ψηλότερα στον ουρανό τις τελευταίες δυο ώρες, από χρυσαφί είχε γίνει ασημένιο κι αντανακλούσε στη μαύρη επιφάνεια που φάνταζε λεία σαν βασάλτης. Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος και δεν τον έβλεπε κανείς, ο Τζούνιορ έσκυψε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου κι έλυσε το χειρόφρενο. Η όχθη είχε ελαφριά κλίση προς τη λίμνη. Ο Τζούνιορ έκλεισε την πόρτα και παραμέρισε, ενώ το αυτοκίνητο άρχισε να κυλάει προς τα εμπρός όλο και πιο γρήγορα. Μ' έναν εντυπωσιακά μικρό παφλασμό, το μπλε σεντάν γλίστρησε στο νερό. Για λίγη ώρα επέπλευσε, ανεβοκατεβαίνοντας σαν φελλός με αισθητή κλίση προς τα εμπρός, γιατί το τραβούσε το βάρος της μηχανής. 'Οταν το νερό μπήκε από τις σχάρες εξαερισμού, το αυτοκίνητο ισορρόπησε για λίγο
σε ευθεία και μετά άρχισε να βουλιάζει ταχύτατα, μόλις η στάθμη του νερού εφτασε τα μισάνοιχτα παράθυρα. Τη στιγμή που η οροφή του αυτοκινήτου εξαφανίστηκε κάτω από την επιφάνεια του νερού, ο Τζούνιορ ε'κανε μεταβολή κι άρχισε ν' απομακρύνεται παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Ευτυχώς, δεν ήταν ανάγκη να κάνει όλο το δρόμο ως το σπίτι του Βανάντιουμ, αλλά μόνο ως το σκοτεινό σπίτι όπου είχε αφήσει τη Βικτόρια Μπρε'σλερ. Είχε ραντεβού με μια νεκρή νοσοκόμα.
Κεφάλαιο 40
ΦΟΡΏΝΤΑς ΤΑ ΓΑΝΤΙΑ της κηπουρικής, ο Τζούνιορ άναψε διαδοχικά το φως στο χολ, στο διάδρομο, στην κουζίνα κι έκανε το γύρο της χτυπημένης-πνιγμένης-πυροβολημένης νοσοκόμας για ν' ανάψει και το φούρνο, όπου κρύωνε ένα μισοψημένο φαγητό. Άναψε επίσης την εστία κάτω από την κατσαρόλα με το νερό που έβραζε νωρίτερα και κοίταξε με λαιμαργία το κουτί με τα άβραστα μακαρόνια που περίμεναν πάνω στον πάγκο. Αν τα επακόλουθα της συνάντησής του με τον Βανάντιουμ δεν ήταν τόσο μπελαλίδικα, ο Τζούνιορ θα είχε κάνει μια στάση για δείπνο πριν επιστρέψει να τακτοποιήσει τη δουλειά του σ' αυτό το σπίτι. Η πεζοπορία από τη Λίμνη του Λατομείου του είχε πάρει σχεδόν δυο ώρες, γιατί αναγκαζόταν να σταματάει και να κρύβεται πίσω από δέντρα και θάμνους κάθε φορά που άκουγε να πλησιάζει κάποιο περαστικό αυτοκίνητο. Τώρα πέθαινε της πείνας. Ανεξάρτητα όμως από το πόσο καλό μπορεί να είναι το φαγητό, το περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην απόλαυση του γεύματος και το αιματοβαμμένο ντεκόρ συνήθως δεν συμβάλλει στη δημιουργία της ατμόσφαιρας που χρειάζεται ένα καλό δείπνο. Νωρίτερα, ο Τζούνιορ είχε αφήσει ένα μισοάδειο μπουκάλι βότκα στο τραπέζι, μπροστά στη Βικτόρια. Η νοσοκόμα, που δεν βρισκόταν πια στην καρέκλα αλλά σωριασμένη στο πάτωμα, έδειχνε σαν να είχε πιει άλλο ένα μπουκάλι πριν απ' αυτό. Ο Τζούνιορ έχυσε τη μισή βότκα πάνω στο πτώμα, έριξε
κάμποση ακόμη σε διάφορα άλλα σημεία και άδειασε την υπόλοιπη πάνω στην κουζίνα του γκαζιού, που η μία εστία της έκαιγε ήδη κανονικά. Η βότκα δεν αναφλέγεται τόσο εντυπωσιακά όσο η βενζίνη, αλλά, όταν ο Τζούνιορ πέταξε πέρα το άδειο μπουκάλι, οι αναθυμιάσεις είχαν ήδη συναντήσει τη φλόγα κάτω από την κατσαρόλα. Γαλάζια φωτιά απλώθηκε πρώτα σε όλη την επάνω επιφάνεια της κουζίνας και μετά στην πλαϊνή πλευρά και ως το πάτωμα. Η γαλαζωπή αναλαμπή έγινε κίτρινη και το κίτρινο σκούρυνε απότομα μόλις η φλόγα έφτασε στο πτώμα. Έ χ ε ι πολλή πλάκα να παίζεις με τη φωτιά, όταν δεν προσπαθείς να κρύψεις το γεγονός ότι είναι εμπρησμός. Πάνω στο πτώμα της νοσοκόμας, η δερμάτινη θήκη με την αστυνομική ταυτότητα του Βανάντιουμ άρπαξε φωτιά. Η κάρτα με τη φωτογραφία του θα γινόταν στάχτη, αλλά το μεταλλικό σήμα ήταν δύσκολο να λιώσει. Η αστυνομία θα έβρισκε επίσης το περίστροφο. Ο Τζούνιορ άρπαξε από το πάτωμα το μπουκάλι με το κρασί που τον είχε βγάλει δυο φορές ασπροπρόσωπο χωρίς να σπάσει. Το τυχερό του Μερλό. Οπισθοχώρησε προς την πόρτα του διαδρόμου, παρακολουθώντας τη φωτιά να εξαπλώνεται. Έ μ ε ι ν ε όσο χρειάστηκε για να βεβαιωθεί ότι πολύ σύντομα το σπίτι θα γινόταν παρανάλωμα και ύστερα έτρεξε έξω. Στο φως του φεγγαριού που έγερνε προς τη δύση του, περπάτησε τα τρία τετράγωνα ως εκεί που είχε αφήσει το αυτοκίνητο του, χωρίς να διασταυρωθεί ούτε με ένα αυτοκίνητο. Καθ' οδόν έβγαλε τα γάντια της κηπουρικής και τα πέταξε πάνω στο γενικό σκουπιδαριό και τα μπάζα ενός σπιτιού όπου γινόταν ανακαίνιση. Δεν κοίταξε ούτε μια φορά πίσω του να δει αν η φωτιά είχε αρχίσει να διακρίνεται σαν κόκκινη λάμψη στον ουρανό της νύχτας. Τα γεγονότα στο σπίτι της Βικτόρια ήταν παρελθόν. Είχε τελειώσει με όλα αυτά. Ο Τζούνιορ ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε μόνο μπροστά, στο μέλλον. Στα μισά της διαδρομής προς το σπίτι του, άκουσε σειρήνες και είδε γαλάζιες αναλαμπές από περιστροφικά φώτα. Σταμάτησε για λίγο στην άκρη του δρόμου και περίμενε να
περάσουν οι δυο πυροσβεστικές αντλίες και το ασθενοφόρο που έτρεχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αισθανόταν εξαιρετικά καλά όταν επέστρεψε σπίτι του: ήρεμος, περήφανος για τη γρήγορη σκέψη και τις αποτελεσματικές αντιδράσεις του, ευχάριστα κουρασμένος. Δεν είχε ξεκινήσει με την πρόθεση να διαπράξει ξανά φόνο. Η μοίρα τον είχε υποχρεώσει να το κάνει. Και είχε αποδειχτεί ότι η τόλμη που είχε επιδείξει εκείνη την ημέρα στον πύργο δεν ήταν μια προσωρινή αναλαμπή αλλά ένα μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του. Αν και δεν φοβόταν ότι θα μπορούσαν να τον υποψιαστούν για το θάνατο της Βικτόρια Μπρέσλερ, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει το Σπρους Χιλς εκείνη την ίδια νύχτα. Δεν είχε μέλλον σ' αυτή την κοιμισμένη κωμόπολη. Τον περίμενε ο απέραντος μεγάλος κόσμος και είχε κερδίσει το δικαίωμα να απολαύσει ό,τι μπορούσε να του προσφερθεί. Τηλεφώνησε στην Κέιτλιν Χάκατσακ, την κακάσχημη και φιλάργυρη κουνιάδα του, και της ζήτησε να αναλάβει αυτή να διαθέσει τα πράγματα της Ναόμι, τα έπιπλά τους κι ό,τι άλλο θα άφηνε εκείνος πίσω του. Παρ' όλο που είχε αποζημιωθεί με διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια για το θάνατο της αδερφής της, η Κέιτλιν ήταν ικανή να καταφτάσει στο σπίτι με το πρώτο φως της αυγής, αν πίστευε ότι θα έβγαζε έστω και δέκα δολάρια από την εκποίηση. Ο Τζούνιορ είχε αποφασίσει να πάρει μαζί του μόνο μια βαλίτσα, αφήνοντας εκεί σχεδόν όλα του τα ρούχα. Είχε πια την οικονομική δυνατότητα ν' ανανεώσει την γκαρνταρόμπα του. Στην κρεβατοκάμαρα, εκεί που άνοιγε τη βαλίτσα του πάνω στο κρεβάτι, είδε το νόμισμα. Γυάλιζε. Πάνω στο κομοδίνο. Αν ήταν αρκετά αδύναμος ψυχικά ώστε να υποκύψει στην τρέλα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα του είχε σαλέψει. Άκουσε τους εσωτερικούς τριγμούς, ένιωσε το τρομακτικό τρέμουλο στα θεμέλια της λογικής, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί με τη δύναμη της θέλησής του και μόνο, αναπνέοντας αργά και βαθιά, αργά και βαθιά. Συγκέντρωσε όλο του το κουράγιο και πλησίασε το κο-
μοδίνο. To χέρι του έτρεμε. Σχεδόν περίμενε να είναι το νόμισμα μια ψευδαίσθηση, να εξαφανιστεί πριν το πιάσουν τα δάχτυλά του, αλλά ήταν πραγματικό. Αφού κατάφερε να μην τρελαθεί, η κοινή λογική τού εξήγησε τελικά ότι το νόμισμα πρέπει να είχε αφεθεί εκεί νωρίτερα το ίδιο βράδυ, όταν αυτός είχε φύγει για το σπίτι της Βικτόρια. Προφανώς, παρά τις καινούριες κλειδαριές, ο Βανάντιουμ είχε περάσει από κει πριν ξεκινήσει κι αυτός για το ραντεβού του με τη Βικτόρια, ανυποψίαστος για το γεγονός ότι στην κουζίνα της τον περίμενε ο θάνατος, και μάλιστα από τα χέρια του ίδιου αυτού ανθρώπου που του άρεσε να βασανίζει. Ό τ α ν ο Τζούνιορ αντιλήφθηκε την ειρωνεία της κατάστασης, ο φόβος του άρχισε να υποχωρεί. Τελικά, κατάφερε μέχρι και να χαμογελάσει. Πέταξε το νόμισμα στον αέρα, το έπιασε και το έχωσε στην τσέπη του. Πάνω που το χαμόγελο του σταθεροποιήθηκε, συνέβη κάτι τρομερό. Άρχισε ο εξευτελισμός, μ' ένα δυνατό γουργούρισμα των εντέρων του. Απ' όταν είχε «τακτοποιήσει» τη Βικτόρια και τον ντετέκτιβ, ο Τζούνιορ ένιωθε περήφανος που είχε διατηρήσει την αταραξία του και, το σημαντικότερο, το περιεχόμενο του στομαχιού του στη θέση του. Καμιά τάση για εμετό όπως του είχε συμβεί μετά το θάνατο της Ναόμι. Αντίθετα, είχε όρεξη για φαγητό. Και τώρα, να το το πρόβλημα. Διαφορετικής φύσης από το προηγούμενο, αλλά εξίσου έντονο και ανησυχητικό. Δεν του ερχόταν να ξεράσει, αλλά ήθελε απελπισμένα να αφοδεύσει. Αυτή η καταραμένη υπερευαισθησία του. Τελικά, οι τραγικοί θάνατοι του Βανάντιουμ και της Βικτόρια τον είχαν επηρεάσει πολύ πιο βαθιά απ' όσο νόμιζε. Τον είχαν συγκλονίσει. Με μια μικρή κραυγή πανικού, μόλις που πρόλαβε να τρέξει στο μπάνιο. Έμεινε τόση ώρα καθισμένος στη λεκάνη, που θα μπορούσε να είχε ζήσει την άνοδο και την πτώση μιας αυτοκρατορίας. Αργότερα, αδύναμος και ταραγμένος, καθώς ξανάπιασε
να πακετάρει τη βαλίτσα του, του ξαναήρθε η ίδια πιεστική ανάγκη. Απόρησε κι ο ίδιος που υπήρχε ακόμη κάτι στο έντερο του να βγάλει. Στο μπάνιο φυλοΰσε μερικά από τα έργα του Σίζαρ Ζεντ σε έκδοση τσέπης, για να μην πηγαίνει χαμένος ο χρόνος που περνούσε εκεί μέσα. Μερικές από τις πιο ξεκάθαρες εικόνες για την κατάσταση του ανθρώπου, καθώς και οι καλύτερες ιδέες του για την αυτοβελτίωση του είχαν έρθει ακριβώς εκεί, ενοί ξαναδιάβαζε τα φωτισμένα λόγια του Ζεντ. Σ' αυτή την περίπτωση όμως, δεν θα μπορούσε να συγκεντρωθεί σε κανένα βιβλίο, ακόμη κι αν τα χέρια του είχαν τη δύναμη να το κρατήσουν. Οιπαροξυσμικές συσπάσεις των εντέρων του διέλυαν την ικανότητά του να αυτοσυγκεντρωθεί. Ό τ α ν έβαλε επιτέλους στο πορτ μπαγκάξ του Σαμπέρμπαν τη βαλίτσα του και τρεις κούτες βιβλία - τ α άπαντα του Ζεντ και κάμποσους τόμους από τη συλλογή της λέσχης Το Βιβλίο του Μήνα-, ο Τζούνιορ είχε τρέξει άλλες δυο φορές στην τουαλέτα. Τα πόδια του έτρεμαν κι αισθανόταν φοβερά αδύναμος και κούφιος εσωτερικά, σαν να μην είχε χάσει μόνο τα προφανή, αλλά να είχε στραγγίσει όλη η ουσία από μέσα του. Η λέξη διάρροια δεν αρκούσε να περιγράψει τη συμφορά που τον είχε βρει.. Παρά τα βιβλία που είχε διαβάσει για να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο του, ο Τζούνιορ δεν μπόρεσε να βρει μια λέξη αρκετά ισχυρή και περιγραφική για να εκφράσει τη δυστυχία και την ταπείνωση που αισθανόταν. Ο πανικός τον έπιασε όταν αναρωτήθηκε αν θα ήταν σε θέση να φύγει από το Σπρους Χιλς σ' αυτή την κατάσταση. Κι αν χρειαζόταν νοσοκομείο; Έ ν α ς παθολογικά καχύποπτος αστυνομικός, που γνώριζε για την περίπτωση της οξείας νευρογενούς έμεσης του Τζούνιορ μετά το θάνατο της Ναόμι, μπορεί να υπέθετε ότι αυτή η επική κρίση διάρροιας σχετιζόταν με το θάνατο της Βικτόρια και την εξαφάνιση του Βανάντιουμ. Έ π ρ ε π ε να φύγει αμέσως από την πόλη, όσο ήταν ακόμη σε θέση να το κάνει. Η προσωπική του ελευθερία και η ευτυχία του κρέμονταν από την ταχύτητα της αναχώρησής του. Τις δέκα τελευταίες ημέρες είχε αποδείξει ότι ήταν έξυ-
πνος, τολμηρός κι ότι διέθετε εξαιρετική εσωτερική δύναμη. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είχε ανάγκη να αντλήσει από το βαθύ πηγάδι της θέλησης και της αποφασιστικότητάς του. Είχε περάσει πάρα πολλά, είχε πετύχει πάρα πολλά για να τον καταβάλει μια απλή εντερική ανωμαλία. Ξέροντας ότι κινδύνευε από αφυδάτωση, ήπιε ένα μπουκάλι νερό κι έβαλε δυο κουτιά του λίτρου φυσικό χυμό στο κάθισμα του συνοδηγού του Σαμπέρμπαν. Ιδρώνοντας, ανατριχιάζοντας, τρέμοντας, με γόνατα κομμένα, μάτια που έτρεχαν και γεμάτος οίκτο για τον εαυτό του, ο Τζούνιορ άπλωσε μια μαύρη πλαστική σακούλα σκουπιδιών στο κάθισμα του οδηγού. Μπήκε στο αυτοκίνητο, γύρισε το κλειδί στη μίζα και βόγκηξε όταν οι κραδασμοί της μηχανής λειτούργησαν σαν ισχυρό καθαρκτικό. Με ένα ελάχιστο σφίξιμο νοσταλγίας στην καρδιά, άφησε πίσω του το σπίτι που επί δεκατέσσερις μήνες υπήρξε φωλιά του έρωτα γι' αυτόν και τη Ναόμι. Έ σ φ ι γ γ ε το τιμόνι κρατώντας το και με τα δυο χέρια, έσφιγγε τα δόντια του τόσο δυνατά, που το σαγόνι του είχε κοκαλώσει σ' έναν άγριο μορφασμό, έσφιγγε και το μυαλό του γύρω από την πεισματική απόφαση να ελέγξει τις λειτουργίες του οργανισμού του. Αργές και βαθιές αναπνοές. Θετικές σκέψεις. Η διάρροια είχε τελειώσει, ανήκε στο παρελθόν. Ο Τζούνιορ είχε μάθει να μην αναμασάει ποτέ το παρελθόν, να μη σκοτίζεται για πολύ με τα προβλήματα του παρόντος και να συγκεντρώνει τη σκέψη του αποκλειστικά στο μέλλον. Ή τ α ν ένας άνθρωπος του μέλλοντος. Καθώς έτρεχε προς το μέλλον, όμως, το παρελθόν τον πρόλαβε με τη μορφή των εντερικών συσπάσεων. Δεν είχε απομακρυνθεί καλά καλά ούτε δέκα χιλιόμετρα από το σπίτι του, όταν αναγκάστηκε να κάνει επείγουσα στάση σ' ένα βενζινάδικο για να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Από κει και μετά, κατάφερε να οδηγήσει άλλα έξι χιλιόμετρα, πριν σταματήσει και πάλι στο επόμενο βενζινάδικο, όπου πίστεψε ότι το μαρτύριο του ίσως άρχιζε να παίρνει τέλος. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά, όμως, όταν αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με πολύ πιο πρωτόγονες συνθήκες,
mon) από κάτι θάμνους στο πλάι του δρόμου, όπου τα βογκητά και οι πνίχτες κραυγές του κατατρόμαξαν τα μικρά ζώα του δάσους. Τελικά, μόλις καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα νότια του Σπρους Χιλς, παραδέχτηκε απρόθυμα ότι οι αργές, βαθιές αναπνοές, οι θετικές σκέψεις, ο αυτοσεβασμός και η ακλόνητη αποφασιστικότητα δεν αρκούσαν για να δαμάσουν τα ατίθασα έντερα του. Έ π ρ ε π ε να βρει κατάλυμα για τη νύχτα. Δεν τον ενδιέφερε αν θα είχε πισίνα, διπλό κρεβάτι, καλό στρώμα ή μπουφέ για πρωινό, αρκεί να είχε τουαλέτα στο δωμάτιο και γερές υδραυλικές εγκαταστάσεις. Το φτωχικό μοτέλ όπου σταμάτησε ο Τζούνιορ λεγόταν Ώρα για Νάνι. Ο γκριζομάλλης, ξερακιανός και αλλήθωρος ρεσεψιονίστ της νυχτερινής βάρδιας δεν πρέπει να ήταν ο ιδιοκτήτης, γιατί δεν έμοιαζε με τύπο που θα διάλεγε ένα τόσο τρυφερούτσικο όνομα για την επιχείρησή του. Κρίνοντας από τη φάτσα και το φέρσιμο του, πρέπει να ήταν πρώην ναζί, διοικητής σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που το είχε σκάσει από τη Βραζιλία λίγο πριν τον εντοπίσουν οι μυστικές υπηρεσίες των Ισραηλινών και κρυβόταν τώρα στο Οχάιο. Σωματικό ράκος όπως ήταν ο Τζούνιορ, δεν άντεχε να κουβαλήσει τη βαλίτσα του και την άφησε στο αυτοκίνητο. Πήρε μαζί του στο δωμάτιο μόνο τα δυο κουτιά με το χυμό. Η νύχτα που ακολούθησε θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν για τον Τζούνιορ μια νύχτα στην Κόλαση, όπου ο Σατανάς, αντί να τον βράζει σε καζάνι, τον πότιζε με καθαρκτικό.
Κεφάλαιο 41
Τ Η Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Α ΤΟ ΠΡΩΙ, 17 Ι α ν ο υ α ρ ί ο υ , ο δ ι κ η γ ό ρ ο ς τ η ς
Άγκνες, ο Βίνι Λίνκολν, την επισκέφτηκε στο σπίτι με τη διαθήκη του Τζο και διάφορα άλλα έγγραφα που ήθελαν την έγκρισή της. Ολοστρόγγυλος και στο σώμα και στο πρόσωπο, ο Βίνι δεν περπατούσε σαν όλους τους ανθρώπους. Ανεβοκατέβαινε ανάλαφρα, σαν ένα μεγάλο μπαλόνι φουσκωμένο με ήλιον, αλλά όχι τόσο πολύ που να κινδυνεύει να σηκωθεί και να αναληφθεί στον ουρανό. Τα ροδοκόκκινα μάγουλα και τα γελαστά του μάτια έδιναν την εντύπωση μεγάλου παιδιού -κι ωστόσο ήταν καλός δικηγόρος και πολύ ικανός. «Τι κάνει ο Τζέικομπ;» ρώτησε ο Βίνι, διστάζοντας να μπει μόλις του άνοιξε την πόρτα η Άγκνες. «Δεν είναι εδώ», είπε η Άγκνες. «Αυτό ακριβώς ήλπιζα ν' ακούσω». Ανακουφισμένος, ο Βίνι ακολούθησε την οικοδέσποινα στο καθιστικό. «Ξέρεις, Άγκι, δεν έχω τίποτα εναντίον του Τζέικομπ, αλλά...» «Για τ' όνομα του Θεού, Βίνι! Το ξέρω», τον καθησύχασε η Άγκνες. Σήκωσε τον Μπάρτι από το καλαθάκι του και, κρατώντας τον αγκαλιά, κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα της. «Είναι που... την τελευταία φορά που τον είδα, με στρίμωξε σε μια γωνιά και μου είπε εκείνη τη φρικτή ιστορία - μ ε λεπτομέρειες που δεν ήθελα ν' ακούσω- για κάποιον Άγγλο που τη δεκαετία τον '40 σκότωνε ανθρώπους χτυπώντας τους με σφυρί, τους έπινε το αίμα και ύστερα ξεφορ-
χωνόταν τα πτώματα σε μια σκαφίδα με οξύ στο εργαστήριο του». Ο Βίνι ανατρίχιασε. «Πρέπει να ήταν ο Τζον Τζορτζ Χέιγκ», είπε η Άγκνες. Τα μάτια του δικηγόρου έγιναν στρογγυλά σαν κουμπιά. «Άγκι, μη μου πεις πως άρχισες κι εσύ να μοιράζεσαι... τα ενδιαφέροντα του Τζέικομπ;» «Όχι, όχι. Αλλά, ζώντας κοντά του τόσα χρόνια, αναπόφευκτα έχω μάθει κάποια πράγματα. Ο Τζέικομπ είναι πολύ ικανός ομιλητής όταν τον ενδιαφέρει το θέμα». «Ω, δε βαρέθηκα ούτε για μια στιγμή», συμφώνησε ο Βίνι. «Συχνά σκέφτομαι ότι ο Τζέικομπ θα γινόταν πολύ καλός δάσκαλος». «Με την προϋπόθεση ότι τα παιδιά θα έκαναν ψυχοθεραπεία μετά το μάθημα». «Με την προϋπόθεση ότι δε θα είχε όλες αυτές τις εμμονές». Ο Βίνι έβγαλε ένα μάτσο έγγραφα από το χαρτοφύλακά του. «Εγώ δε δικαιούμαι να μιλάω. Το φαγητό είναι η εμμονή μου. Έ χ ω γίνει τόσο χοντρός, λες κι από μικρό παιδί με τάιζαν για να με προσφέρουν τροφαντό σε θυσία». «Δεν είσαι χοντρός», του είπε η Άγκνες. «Είσαι λίγο πιο στρογγυλός απ' ό,τι θα έπρεπε». «Ναι, είμαι όσο στρογγυλός χρειάζεται για να κυλήσω νωρίς στον τάφο», είπε ο Βίνι σχεδόν γελώντας. «Κι οφείλω να ομολογήσω πως το απολαμβάνω». «Εσύ μπορεί να καταλήξεις νωρίς στον τάφο από το πολύ φαΐ, Βίνι, αλλά ο καημένος ο Τζέικομπ έχει δολοφονήσει την ίδια του την ψυχή, κι αυτό είναι πολύ χειρότερο». « Έ χ ε ι δολοφονήσει την ίδια του την ψυχή... πολύ ενδιαφέρουσα φράση». «Η ελπίδα είναι η τροφή της πίστης, η ουσία της ζωής. Δε συμφωνείς;» Από την αγκαλιά της μητέρας του, ο Μπάρτι γουργούρισε σαν να συμφωνούσε μαζί της. Η Άγκνες συνέχισε. «Όταν στερήσουμε από τον εαυτό μας την ελπίδα, στερούμε από τη ζωή μας το σκοπό. Χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα, η ζωή είναι σκέτο σκοτάδι. Ό τ α ν δεν έχουμε μέσα μας το φως, ζούμε απλώς για να πεθάνουμε».
Ο Μπάρτι σήκωσε το μικροσκοπικό χεράκι του. Η μητέρα του του έδωσε το δάχτυλο της και το μωρό το άρπαξε και το κράτησε γερά. «Ξέρω ότι τ' αδέρφια σου είναι ένα βάρος», είπε ο Βίνι. «Να είσαι μια ζωή υπεύθυνη γι αυτούς...» «Τίποτα τέτοιο», είπε η Άγκνες χαμογελώντας στον Μπάρτι, καθώς κουνούσε το δάχτυλο της μαζί με το χεράκι του μωρού. «Αυτοί οι δυο ήταν πάντα η σωτηρία μου. Δεν ξέρω τι θα έκανα αλλιώς». «Μου φαίνεται ότι το εννοείς». «Πάντα εννοώ αυτά που λέω». «Παρ' όλα αυτά, όσο περνάνε τα χρόνια θα σου είναι βάρος, οικονομικά τουλάχιστον. Γι' αυτό χαίρομαι διπλά που σου έχω μια μικρή ευχάριστη έκπληξη». Η Άγκνες ανασήκωσε τα μάτια της από τον Μπάρτι και είδε ότι τα χέρια του δικηγόρου ήταν γεμάτα έγγραφα. «Έκπληξη; Ξέρω τι περιέχει η διαθήκη του Τζο». Ο Βίνι χαμογέλασε. «Υπάρχει όμως και κάτι που δεν ξέρεις». Το σπίτι ήταν δικό της, καθαρό, χωρίς υποθήκες. Υπήρχαν και δυο τραπεζικοί λογαριασμοί στους οποίους ο Τζο έκανε σταθερές εβδομαδιαίες καταθέσεις στα εννιά χρόνια του γάμου τους. «Ασφάλεια ζωής», είπε ο Βίνι. «Το έχω υπόψη μου. Έ ν α συμβόλαιο των πενήντα χιλιάδων δολαρίων». Η Άγκνες είχε υπολογίσει ότι μπορούσε να μείνει στο σπίτι και να αφοσιωθεί στην ανατροφή του Μπάρτι για τρία χρόνια, μέχρι να χρειαστεί να ψάξει για δουλειά. «Εκτός απ' αυτό το συμβόλαιο», είπε ο Βίνι, «υπάρχει κι άλλο ένα, των...» Σταμάτησε, εισέπνευσε βαθιά, δίστασε και τελικά έβγαλε τον αέρα και το ποσό μαζί, μ' ένα ηχηρό τρέμουλο. «...εφτακοσίων πενήντα χιλιάδων δολαρίων». Για την Άγκνες, η δυσπιστία ήταν ισχυρότερη από την έκπληξη. Κούνησε το κεφάλι της. «Αδύνατο». « Ή τ α ν πρόσθετος όρος, όχι συνολική ασφάλεια ζωής». «Θέλω να πω ότι ο Τζο δε θα το είχε κάνει χωρίς να μου...»
« Ή ξ ε ρ ε τι πιστεύεις για τις μεγάλες ασφάλειες ζωής. Γι' αυτά και σου το έκρυψε». Η κουνιστή πολυθρόνα σταμάτησε απότομα. Η Άγκνες διέκρινε ότι ο Βίνι της έλεγε αλήθεια και η αποκάλυψη την άφησε άναυδη. «Η μικρή μου προκατάληψη», μουρμούρισε. Κάτω από άλλες περιστάσεις, η Άγκνες θα είχε κοκκινίσει, αλλά τώρα ο υποτιθέμενα παράλογος φόβος της για τις μεγάλες ασφάλειες ζωής είχε επαληθευτεί. «Στο κάτω κάτω, ο Τζο ήταν ασφαλιστικός πράκτορας», της υπενθύμισε ο Βίνι. «Είναι φυσικό να έχει προνοήσει για την οικογένειά του». Η Άγκνες πίστευε ότι οι υπερβολικά μεγάλες ασφάλειες ζωής είναι μια πρόκληση στη μοίρα. «Μια λογική ασφάλεια, ναι, δεν αντιλέγω. Αλλά μια μεγάλη... είναι σαν να στοιχηματίζεις στο θάνατο». «Όχι, Άγκι. Είναι προνοητικός σχεδιασμός». «Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να στοιχηματίζεις στη ζωή». «Μ' αυτά τα χρήματα δε θα χρειαστεί να μειώσεις ποτέ τις πίτες που φτιάχνεις... και όλα τα υπόλοιπα». Με το «όλα τα υπόλοιπα», ο Βίνι εννοούσε τα τρόφιμα που αυτή κι ο Τζο έστελναν συχνά μαζί με τις πίτες, τις δόσεις για υποθήκες σπιτιών που πλήρωναν καμιά φορά για λογαριασμό κάποιου άτυχου και ένα σωρό άλλες φιλανθρωπίες. «Δες το απ' αυτή την πλευρά, Άγκι. Οι πίτες, τα τρόφιμα, όλα αυτά που κάνεις... είναι ένα στοίχημα υπέρ της ζωής. Και τώρα σου δίνεται η δυνατότητα να έχεις την άνεση να στοιχηματίσεις ακόμη περισσότερα». Την ίδια σκέψη είχε κάνει και η Άγκνες. Ή τ α ν ένα είδος παρηγοριάς που ίσως της επέτρεπε ν' αποδεχτεί όλα αυτά τα πλούτη. Ωστόσο, εξακολουθούσε να την απωθεί η ιδέα να αποκτήσει ένα χρηματικό ποσό που θα άλλαζε τη ζωή της εξαιτίας ενός θανάτου. Κοιτώντας τον Μπάρτι στην αγκαλιά της, η Άγκνες είδε στο πρόσωπο του μωρού το φάντασμα του Τζο. Παρ' όλο που πίστευε ως ένα βαθμό ότι ο άντρας της ίσως και να ήταν ζωντανός τώρα αν δεν είχε προκαλέσει τη μοίρα αποτιμώντας μ' ένα τόσο μεγάλο ποσό τη ζωή του, δεν μπόρεσε να
του θυμώσει γι' αυτό. Όφειλε ν' αποδεχτεί αυτή την τελική πράξη γενναιοδωρίας του. «Εντάξει», απάντησε στον Βίνι, και τη στιγμή που εξέφρασε την αποδοχή της ανατρίχιασε από έναν ξαφνικό φόβο που δεν μπόρεσε να εντοπίσει αμέσως την αιτία του. «Δεν τελειώσαμε εδώ», είπε ο Βίνι Λίνκολν, κοιλαράς και ροδομάγουλος, χαμογελώντας σαν Aï-Βασίλης που μοιράζει δώρα. «Το συμβόλαιο περιλαμβάνει διπλή αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου από ατύχημα. Το συνολικό, αφορολόγητο ποσό είναι ενάμισι εκατομμύριο δολάρια». Τώρα που η αιτία του φόβου της έγινε ολοφάνερη, η Άγκνες έσφιξε ασυναίσθητα το μωρό στην αγκαλιά της. Τόσο νέο στον κόσμο και ήταν σαν να έφευγε ήδη από κοντά της, παρασυρμένο από το δυνατό ρεύμα ενός απαιτητικού πεπρωμένου. Ο άσος καρό. Τέσσερις άσοι καρό στη σειρά. Αυτά που είχαν προβλέψει τα χαρτιά και που η Άγκνες πάσχιζε ν' αγνοήσει σαν ανοησίες άρχιζαν να επαληθεύονται. Σύμφωνα με τα χαρτιά, ο Μπάρτι θα ήταν πλούσιος οικονομικά, αλλά και πλούσιος σε ταλέντο, εξυπνάδα και σύνεση. Πλούσιος σε θάρρος και σε εντιμότητα, είχε πει η Μαρία. Με λογική, ορθή κρίση και τύχη. Το θάρρος και την τύχη θα τα χρειαζόταν οπωσδήποτε. «Τι συμβαίνει, Άγκι;» τη ρώτησε ο Βίνι. Δεν θα μπορούσε να του εξηγήσει το λόγο της ανησυχίας της. Ο Βίνι πίστευε στη δύναμη του νόμου, στην απονομή δικαιοσύνης, σε μια σχετικά απλή πραγματικότητα. Ο Βίνι δεν θα μπορούσε να κατανοήσει την υπέροχη, τρομακτική, ελπιδοφόρα και τρομερά περίπλοκη πραγματικότητα που αντιλαμβανόταν καμιά φορά η Άγκνες, συνήθως με την καρδιά και λιγότερο συχνά με τη λογική της. Ή τ α ν ένας κόσμος στον οποίο το αποτέλεσμα μπορούσε να διαφανεί πριν από την αιτία, στον οποίο αυτό που έμοιαζε απλή σύμπτωση ήταν απλώς το ορατό κομμάτι ενός πολύ μεγαλύτερου σχεδίου που δεν φαινόταν ποτέ ολόκληρο. Αν έπαιρνε κανείς στα σοβαρά τους τέσσερις άσους, γιατί όχι και τα υπόλοιπα χαρτιά;
Αν αυτή η αποζημίωση από την ασφάλεια δεν ήταν μια απλή σύμπτωση, αν ήταν τα πλούτη που είχαν προβλέψει τα χαρτιά, τότε πόσο θ' αργούσε μετά τα πλούτη να εμφανιστεί κι ο φάντης,· Χρόνια; Μήνες; Μέρες; «Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα», είπε ο Βίνι. Και η Αγκνες ευχήθηκε να ήταν η απειλή ένα απλό, άκακο φάντασμα, που μούγκριζε κι έτριζε τις αλυσίδες του σαν τον Μάρλεϊ του Ντίκενς που είχε εμφανιστεί στον Εμπενίζερ Σκρουτζ την ημέρα των Χριστουγέννων.
Κεφάλαιο 42
Ο ΤΖΟΥΝΙΟΡ ΠΕΡΑΣΕ τη νύχτα αδειάζοντας τόσα καζανάκια, που θα έφταναν να γεμίσει δεξαμενή. Με την αυγή, όταν κόπασε επιτέλους ο εντερικός παροξυσμός του, αυτός ο τολμηρός καινούριος άνθρωπος της περιπέτειας αισθανόταν ξεφούσκωτος και πλαδαρός σαν σκασμένο λάστιχο. Ό τ α ν αποκοιμήθηκε τελικά, από το άγχος του έβλεπε στον ύπνο του ότι έτρεχε σε μια δημόσια τουαλέτα, αφόρητα πιεσμένος από την ανάγκη του, κι έβρισκε όλες τις καμπίνες κατειλημμένες από άτομα που είχε σκοτώσει και που τον εκδικούνταν στερώντας του τη δυνατότητα να ξαλαφρώσει με αξιοπρέπεια, μακριά από την κοινή θέα. Ξύπνησε το μεσημέρι, με τα μάτια πρησμένα από την ταλαιπωρία και τον άσχημο ύπνο. Αισθανόταν απαίσια, αλλά είχε τον έλεγχο του εαυτού του και την απαιτούμενη δύναμη να κουβαλήσει μέχρι το δωμάτιο τη βαλίτσα του, που την είχε παρατήσει στο αυτοκίνητο τα προηγούμενο βράδυ. Έ ξ ω στο πάρκινγκ, διαπίστωσε ότι κάποιος είχε διαρρήξει το Σαμπέρμπαν στη διάρκεια της νύχτας. Η βαλίτσα του και η συλλογή από τη λέσχη Το Βιβλίο του Μήνα έλειπαν. Το κάθαρμα είχε πάρει ακόμη το κουτί με τα χαρτομάντιλα, τις τσίχλες και τις καραμέλες μέντας από το ντουλαπάκι. Απίστευτο κι όμως αληθινό, ο ηλίθιος διαρρήκτης είχε αφήσει το πολυτιμότερο: όλους τους τόμους με τα άπαντα του Σίζαρ Ζεντ, στην πρώτη έκδοση, με σκληρό εξώφυλλο. Το
κουτί ήταν ανοιχτό, σημάδι ότι είχε ψαχτεί βιαστικά, αλλά Λεν έλειπε ούτε ένας τόμος. Ευτυχώς που στη βαλίτσα δεν είχε ούτε μετρητά ούτε το βιβλιάριο επιταγών του. Κι αφού ο Ζεντ ήταν στη θέση του, οι, απώλειες ήταν σχετικά ασήμαντες. Στη ρεσεψιόν του μοτέλ, ο Τζούνιορ πλήρωσε για άλλη μια διανυκτέρευση προκαταβολικά. Ό χ ι επειδή είχε προτίμηση στις φτηνές, λεκιασμένες μοκέτες, στα καμένα από τσιγάρα έπιπλα και στο σούρσιμο των κατσαριδών στο σκοτάδι, αλλά επειδή, παρ' ότι ένιωθε καλύτερα, ήταν ακόμη πολύ κουρασμένος και ταραγμένος για να οδηγήσει. Ο πρώην ναζί που κρυβόταν στο Οχάιο είχε αντικατασταθεί από μια γυναίκα με άτσαλα κομμένα ξανθά μαλλιά, ζωώδες πρόσωπο και κάτι μπράτσα που θα τρόμαζαν ακόμη και αρσιβαρίστα. Του άλλαξε ένα πεντοδόλαρο σε κέρματα για τους αυτόματους πωλητές και γρύλισε κάποια λέξη σε περίεργα αγγλικά. Ο Τζούνιορ πέθαινε της πείνας, δεν εμπιστευόταν όμοος το έντερο του για να ρισκάρει να φάει στο εστιατόριο του μοτέλ. Η κρίση έδειχνε να έχει περάσει, αλλά μπορεί να τον ξανάπιανε μόλις κατέβαινε κάποια τροφή στο πεπτικό του σύστημα. Αγόρασε γεμιστά μπισκότα, άλλα με τυρί κι άλλα με φιστικοβούτυρο, ένα σακουλάκι αράπικα φιστίκια, κάνα δυο σοκολάτες και Κόκα Κόλα. Αν και ήταν όλα ανθυγιεινά, είχαν ένα κοινό πλεονέκτημα: προκαλούσαν δυσκοιλιότητα. Στο δωμάτιο του, βολεύτηκε πάνω στο κρεβάτι, έχοντας μπροστά του τα σνακς και τον τηλεφωνικό κατάλογο της Κομητείας. Επειδή είχε πακετάρει τον τόμο μαζί με τη συλλογή του Ζεντ, ο κλέφτης τον είχε αφήσει. Είχε ήδη ελέγξει είκοσι τέσσερις χιλιάδες ονόματα, χωρίς να έχει βρει κανέναν Μπαρθόλομιου, αλλά έχοντας τσεκάρει με κόκκινο όλες τις καταχωρίσεις που είχαν μόνο το αρχικό στη θέση του ονόματος. Έ ν α κίτρινο χαρτάκι σημάδευε τη σελίδα όπου είχε σταματήσει. Ανοίγοντας τον κατάλογο στο κίτρινο χαρτάκι, βρήκε ένα τραπουλόχαρτο σφηνωμένο ανάμεσα στις σελίδες. Ή τ α ν
ένας τζόκερ με τη λέξη ΜΠΑΡΘΟΛΟΜΙΟΥ τυπωμένη με κόκκινα γράμματα στο κάτω μέρος. Δεν ήταν το ίδιο τραπουλόχαρτο που είχε βρει στο κομοδίνο του μαζί με δυο δεκάρες και μια πεντάρα, τη νύχτα μετά την κηδεία της Ναόμι. Εκείνο το είχε σκίσει κομμάτια και το είχε πετάξει. Κανένα μυστήριο εδώ. Κανένας λόγος να τιναχτεί από το φόβο του ως το ταβάνι και να κρεμαστεί ανάποδα από το φωτιστικό, σαν τα καρτούν στις ταινίες. Προφανώς, το προηγούμενο βράδυ, πριν πάει στο ραντεβού του για το δείπνο στο σπίτι της Βικτόρια, ο τρελός ντετέκτιβ είχε μπει παράνομα στο σπίτι του Τζούνιορ για ν' αφήσει το εικοσιπενταράκι στο κομοδίνο και είχε δει τον τηλεφωνικό κατάλογο ανοιχτό στο τραπέζι της κουζίνας. Έχοντας καταλάβει τι νόημα είχαν τα κόκκινα σημαδάκια δίπλα στα ονόματα, είχε βάλει εκεί το τραπουλόχαρτο και είχε κλείσει τον τόμο. Άλλη μια μικρή επίθεση στα πλαίσια του ψυχολογικού πολέμου που είχε κηρύξει στον Τζούνιορ. Αν το ήξερε, θα είχε βρει τρόπο να κάνει τον Βανάντιουμ να πονέσει τόσο πολύ, που να γίνει συνεργάσιμος. Ο ντετέκτιβ τού είχε πει ότι τον είχε ακούσει να επαναλαμβάνει με τρόμο στον ύπνο του το όνομα Μπαρθόλομιου, πράγμα που πρέπει να ήταν αλήθεια, γιατί το όνομα αυτό του προκαλούσε κάτι. Αυτό που δεν πίστευε ο Τζούνιορ ήταν ο ισχυρισμός του Βανάντιουμ πως αγνοούσε την ταυτότητα του εκδικητή. Πολύ αργά για να τον ανακρίνει, τώρα που ο Βανάντιουμ είχε βουλιάξει στον αιώνιο ύπνο, σκεπασμένος από τριάντα μέτρα νερό. Ναι, αλλά εκείνο το βαρύ κηροπήγιο, τι ωραία καμπύλη είχε διαγράψει και πόσο όμορφα είχε ακουστεί το κρανίο του ντετέκτιβ να σπάει σαν καρύδι! Τι ικανοποίηση ήταν εκείνη! Μασουλώντας ένα αράπικο φιστίκι, ο Τζούνιορ επέστρεψε στον τηλεφωνικό κατάλογο, μη έχοντας άλλη επιλογή από το να βρει τον Μπαρθόλομιου με τον δύσκολο τρόπο.
Κεφάλαιο 43
Ε Μ Π Ρ Ό ς Ξ ΑΝΑ, εκείνη τη Δευτέρα, 17 Ιανουαρίου, εκείνη τη μοναδική μέρα, όταν το τέλος ενός πράγματος γίνεται η αρχή κάποιου άλλου. Κάτω από ένα βαρύ απογευματινό ουρανό, μέσα στους γκριζωπούς λόφους, το κίτρινο στέισον βάγκον έτρεχε σαν λαμπερό βέλος που δεν είχε τιναχτεί από το τόξο ενός κυνηγού αλλά από το τόξο ενός καλού Σαμαρείτη. Οδηγούσε ο Ίντομ, χαρούμενος που βοηθούσε την Αγκνες. Και ήταν ακόμη πιο χαρούμενος γιατί δεν ήταν αναγκασμένος να παραδώσει τις πίτες μόνος του. Δεν θα βασανιζόταν πασχίζοντας να βρει κάτι ευγενικό κι ευχάριστο να πει για ν' ανοίξει κουβέντα μ' αυτούς που θα επισκέπτονταν. Υπήρχε η Άγκνες, που κυριολεκτικά είχε εφεύρει την ευχάριστη κουβέντα. Στο διπλανό κάθισμα, ο Μπάρτι λούφαζε προστατευμένος στην αγκαλιά της μητέρας του. Κάθε τόσο το μωράκι μουρμούριζε, γουργούριζε ευτυχισμένο, ή έβγαζε μικρούς παραπονιάρικους ήχους. Μέχρι τώρα, ο Ίντομ δεν το είχε ακούσει ποτέ να κλαίει ή να γκρινιάζει. Ο Μπάρτι φορούσε μικροσκοπική πλεχτή γαλάζια φορμίτσα με άσπρο ρέλι στα μανίκια και στο γιακαδάκι, και ασορτί σκουφάκι. Η άσπρη χνουδάτη κουβερτούλα που τον τύλιγε ήταν στολισμένη με κίτρινα και γαλάζια κουνελάκια. Το μωρό είχε αποδειχτεί μεγάλη επιτυχία στις τέσσερις πρώτες στάσεις τους. Η παρουσία του ήταν η γέφυρα που
βοηθούσε τους ανθρώπους να περάσουν πάνω από τα μαύρα νερά του θανάτου του Τζο. Ο Ίντομ θα χαρακτήριζε αυτή τη μέρα τέλεια, αν ο καιρός δεν το πήγαινε για σεισμό. Ή τ α ν σίγουρος ότι πριν νυχτώσει θα χτυπούσε ο Μεγάλος και θα ισοπέδωνε όλες τις πόλεις της ακτής. Αυτός ο καιρός ήταν διαφορετικός από τον άλλο, πριν από δέκα μέρες, όταν ο Ίντομ είχε παραδώσει μόνος του τις πίτες. Τότε: γαλανός ουρανός, παράλογη για την εποχή ζέστη και χαμηλή υγρασία. Τώρα: χαμηλά γκρίζα σύννεφα, ψύχρα και υψηλή υγρασία. Έ ν α από τα πιο τρομακτικά πράγματα στη Νότια Καλιφόρνια ήταν που ο καιρός το πήγαινε για σεισμό με πάρα πολλές παραλλαγές. Τις περισσότερες μέρες του χρόνου ξυπνούσες το πρωί, κοίταζες τον ουρανό και το βαρόμετρο και διαπίστωνες με τρόμο ότι οι συνθήκες ήταν ενδεικτικές μιας επικείμενης μεγάλης καταστροφής. Με τη γη ακόμα σταθερή κάτω από τους τέσσερις τροχούς, έφτασαν στον πέμπτο προορισμό τους, μια καινούρια διεύθυνση στον κατάλογο του ελέους της Άγκνες. Ή τ α ν στους ανατολικούς λόφους, ενάμισι χιλιόμετρο πιο πέρα από το σπίτι της Τζολίν και του Μπιλ Κλίφτον, όπου πριν από δέκα μέρες ο Ίντομ είχε παραδώσει μια πίτα με βατόμουρα, ένα κουτί τρόφιμα κι όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το σεισμό του Τόκιο και της Γιοκοχάμα του 1923. Αυτό το σπίτι ήταν παρόμοιο με των Κλίφτον. Η μπογιά ξέφτιζε στους τοίχους, που, αντί για σανιδένιοι, εδώ ήταν σοβατισμένοι, ενώ σ' ένα από τα μπροστινά παράθυρα μαύρη μονωτική ταινία έφραζε ένα μεγάλο ράγισμα στο τζάμι. Η Άγκνες είχε προσθέσει αυτή τη στάση στη διαδρομή της ύστερα από αίτηση του αιδεσιμότατου Τομ Κόλινς, του τοπικού βαπτιστή ιερέα. Η Άγκνες είχε στενές φιλικές σχέσεις με όλους τους κληρικούς του Μπράιτ Μπιτς και χάριζε τις πίτες της χωρίς να κάνει διακρίσεις σε δόγματα ή θρησκείες. Ο Ίντομ κουβάλησε την πίτα και η Άγκνες τον Μπάρτι ως την πόρτα του σπιτιού. Με το πάτημα του κουμπιού, το κουδούνι έπαιξε τις δέκα πρώτες νότες από το «That Old
Hlack Magic» και η μελωδία ακούστηκε ν' αντηχεί στο εσωιΐ'ρι,κό του σπιτιού. Σ' ένα τόσο φτωχικό σπίτι δεν θα περίμενε κανείς να υπάρχει μελωδικό κουδούνι -ούτε καν κουδούνι, εδώ που τα λέμε, αφού το χτύπημα σε ξύλινη πόρτα και αποτελεσματικό ήταν και δεν κόστιζε τίποτα. Ο Ίντομ κοίταξε ανήσυχος την Άγκνες. «Πολύ περίεργο», σχολίασε. «Πολύ γοητευτικό», τον διόρθωσε η Άγκνες. «Και σημαίνει κάτι. Ό λ α τα πράγματα σημαίνουν κάτι». Την πόρτα τούς άνοιξε ένας ηλικιωμένος μαύρος τζέντλεμαν. Τα κάτασπρα μαλλιά του δημιουργούσαν τόσο έντονη αντίθεση με το βαθύ μαύρο δέρμα του, που φάνταζαν σαν αφράτο συννεφάκι γύρω από το κεφάλι του. Με τα λεπτά, αριστοκρατικά χαρακτηριστικά και τα σπινθηροβόλα μαύρα μάτια του, ο γέρος κύριος έμοιαζε σαν να είχε βγει από ασπρόμαυρη ταινία με θέμα τους μουσικούς της τζαζ. «Ο κύριος Σέφαραντ;» τον ρώτησε η Άγκνες. «Ο κύριος Ομπαντάια Σέφαραντ;» Ο γέρος κύριος έριξε πρώτα μια ματιά στην πίτα που κρατούσε ο Ίντομ κι έπειτα απάντησε στην Άγκνες με μια βραχνή, μελωδική φωνή, ισάξια του Λούις Άρμστρονγκ. «Πρέπει να είστε η κυρία που μου είπε ο αιδεσιμότατος Κόλινς». Αμέσως μετά, ο Ομπαντάια έστρεψε την προσοχή του στον Μπάρτι, χαρίζοντας στο μωρό ένα πλατύ χαμόγελο που αποκάλυψε ένα χρυσό δόντι στην πάνω σιαγόνα του. «Να και κάτι πιο γλυκό από την πίτα της μαμάς. Και πώς το λένε το μωράκι μας;» «Μπαρθόλομιου», είπε η Άγκνες. «Μα... ναι, βέβαια». Ο Ίντομ παρακολούθησε με θαυμασμό και κατάπληξη την αδερφή του να πιάνει αμέσως κουβέντα με τον οικοδεσπότη και να περνάει με άνεση από το κύριος Σέφαραντ στο Ομπαντάια κι από το κατώφλι στο καθιστικό, όπου η πίτα παραδόθηκε και σερβιρίστηκε ο καφές. Κι όλα αυτά, στο ίδιο διάστημα που θα είχε χρειαστεί αυτός για να βρει το κουράγιο να περάσει μέσα στο σπίτι και να σκεφτεί κάποιο εν-
διαφέρον σχόλιο για τον τυφώνα του Γκάλβεστον το 1900, που είχε αφήσει πίσω του έξι χιλιάδες νεκρούς. Ο Ομπαντάια κάθισε σε μια παλιά, φθαρμένη πολυθρόνα κι έστρεψε την προσοχή του στον Ίντομ. «Μήπως έχουμε ξανασυναντηθεί, νεαρέ;» Ο Ίντομ, που είχε βολευτεί στον καναπέ, αποφασισμένος να παίξει το ρόλο του σιωπηλού παρατηρητή, ταράχτηκε όταν έγινε ξαφνικά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ταράχτηκε επίσης από την προσφώνηση «νεαρέ», γιατί στα τριάντα έξι χρόνια της ζωής του το μόνο πρόσωπο που τον είχε αποκαλέσει έτσι ήταν ο πατέρας του, ήδη δέκα χρόνια νεκρός, αλλά ακόμη φόβος και τρόμος στα όνειρά του. Κούνησε ζωηρά το κεφάλι του και το φλιτζάνι του καφέ κροτάλισε πάνω στο πιατάκι του. «Ω, όχι, κύριε. Ό χ ι , δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ άλλη φορά». «Ίσως. Πάντως, το πρόσωπο σου μου φαίνεται πολύ γνωστό». «Είναι επειδή έχω πολύ κοινή φυσιογνωμία», είπε ο Ίντομ κι ετοιμάστηκε να διηγηθεί την ιστορία για τον κυκλώνα που έπληξε τρεις Πολιτείες το 1925. Η αδερφή του πρέπει να διαισθάνθηκε τις προθέσεις του, γιατί δεν του άφησε κανένα περιθώριο ν' αρχίσει. Η Άγκνες από κάπου είχε μάθει ότι στα νιάτα του ο Ομπαντάια ήταν επαγγελματίας μάγος και έστρεψε με μαεστρία την κουβέντα σ' αυτό το θέμα. Το επάγγελμα του μάγου δεν ήταν απ' αυτά που θα διάλεγε συνήθως ένας μαύρος για να κάνει καριέρα, σε αντίθεση με τη μουσική, που είχε βαθιές ρίζες στην παράδοση της κοινότητας των μαύρων. Απ' αυτή την άποψη, ο Ομπαντάια ήταν ένα σπάνιο δείγμα. « Ί σ ω ς επειδή δε θέλαμε να μας λένε μάγους», είπε ο Ομπαντάια μ' ένα χαμόγελο, «για να αποφύγουμε άλλη μια αιτία να μας λιντσάρουν». Έ ν α ς πιανίστας ή ένας σαξοφωνίστας θα μπορούσε να εξελίξει το ταλέντο του κάνοντας μόνος του πρακτική εξάσκηση, αλλά κάποιος που φιλοδοξούσε να γίνει επαγγελματίας μάγος είχε ανάγκη από έναν καθοδηγητή, που θα του αποκάλυπτε τα καλά φυλαγμένα μυστικά της οφθαλμαπάτης
και Οα τον βοηθούσε να μάθει τα κόλπα της εξαπάτησης. Σε ίνα σπάνιο επάγγελμα, που το εξασκούσαν σχεδόν αποκλειιιιικά λευκοί, ε'νας ε'γχρωμος νεαρός έπρεπε να ψάξει πολΰ για να βρει δάσκαλο, ειδικά το 1922, όταν ο εικοσάχρονος ιότε Ομπαντάια φιλοδοξούσε να γίνει ο νέος Χουντίνι. Τώρα, ο Ομπαντάια εμφάνισε μια τράπουλα, σαν να την ι ίχε βγάλει από το κρυφό τσεπάκι ενός αόρατου σακακιού, «θέλετε να σας κάνω μια μικρή επίδειξη;» «Ναι, ευχαρίστως», είπε η Άγκνες φανερά ενθουσιασμένη. Ο Ομπαντάια πέταξε την τράπουλα στον Ίντομ, ξαφνιάζοντάς τον για δεύτερη φορά. «Θα πρέπει να με βοηθήσεις, νεαρέ. Τα δάχτυλά μου δεν είναι πια ικανά». Τέντωσε μπροστά τους τα ροζιασμένα χέρια του. Ο Ίντομ τα είχε προσέξει νωρίτερα. Τώρα όμως διαπίστωσε ότι ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ' ό,τι είχε πιστέψει αρχικά. Πρησμένες αρθρώσεις και δάχτυλα με περίεργη κλίση. Ί σ ω ς να έπασχε κι ο Ομπαντάια από παραμορφωτική αρθρίτιδα, όπως ο Μπιλ Κλίφτον. «Βγάλε, σε παρακαλώ, την τράπουλα από τη θήκη και άφησέ τη στο τραπέζι μπροστά σου», τον καθοδήγησε ο Ομπαντάια. Ο Ίντομ έκανε όπως του είπε. Ύστερα έκοψε την τράπουλα σε δύο περίπου ίσα μέρη, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες του γέρου κυρίου. «Ανακάτεψε», είπε ο Ομπαντάια. Ο Ίντομ ανακάτεψε τα χαρτιά. Από την πολυθρόνα του, ο μάγος έγειρε μπροστά και πέρασε μια φορά το χέρι του πάνω από τα χαρτιά, σε απόσταση τουλάχιστον τριάντα εκατοστών από το τραπέζι. «Τώρα άπλωσέ τα σε βεντάλια, ανάποδα». Ο Ίντομ το έκανε. Στο τόξο που δημιούργησαν τα τραπουλόχαρτα πάνω στο τραπέζι, ξεχώριζε μια υπερβολικά λευκή γωνία. Έ ν α από τα χαρτιά ήταν γυρισμένο με την όψη προς τα επάνω. «Μπορείτε να το δείτε», πρότεινε ο Ομπαντάια. Ο Ίντομ τράβηξε το χαρτί και είδε ότι ήταν άσος καρό. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ίδιο χαρτί είχε βγει τέσσερις φορές στη σειρά όταν είχε ρίξει τα χαρτιά η Μαρία Γκονζά-
λες την Παρασκευή το βράδυ, το γεγονός ήταν εντυπωσιακό. Αλλά ακόμη πιο εκπληκτικό ήταν ότι πάνω στο τραπουλόχαρτο ήταν τυπωμένο διαγώνια με μαΰρα κεφαλαία γράμματα το όνομα ΜΠΑΡΘΟΛΟΜΙΟΥ. Ο Ίντομ άκουσε την πνιχτή ανάσα της Άγκνες και ανασήκωσε τα μάτια του από το τραπέζι. Η αδερφή του είχε χλομιάσει και κοίταζε το τραπουλόχαρτο σαν να έβλεπε φάντασμα.
Κεφάλαιο 44
Μ Ε ΤΗΝ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΓΡΙΠΗΣ που είχε πλήξει το Μπράιτ Μπιτς και με τα αμέτρητα κοινά κρυολογήματα του χειμώνα, η δουλειά γινόταν γρήγορα, χωρίς πολλές κουβέντες, εκείνη τη Δευτέρα στο φαρμακείο του Νταμάσκους. Οι πελάτες ήταν κακόκεφοι και οι περισσότεροι γκρίνιαζαν για την αδιαθεσία τους. Αλλοι παραπονιούνταν για τον παλιόκαιρο, για τις ορδές των πιτσιρικάδων που αλώνιζαν τα πεζοδρόμια μ' αυτά τα καταραμένα σκέιτμπορντ, το καινούριο παιχνίδι της μόδας, και για το αστρονομικό ποσό των 427.000 δολαρίων το χρόνο που θα έπαιρνε ο Τζο Νάμαθ για να παίξει μπάλα με τους Νιου Γιορκ Τζετς, που κάποιοι το έβλεπαν σαν σημάδι ότι η χώρα είχε τρελαθεί και πήγαινε κατά διαβόλου. Ο Πολ Νταμάσκους πνιγόταν στη δουλειά, εκτελώντας συνεχώς συνταγές μέχρι τις δυόμισι το μεσημέρι, όταν κατάφερε να κάνει ένα διάλειμμα για φαγητό. Συνήθως έτρωγε μόνος στο γραφείο του. Το δωμάτιο είχε μέγεθος βιομηχανικού ασανσέρ, με τη μόνη διαφορά ότι δεν ανεβοκατέβαινε. Πήγαινε πέρα δώθε, όμως, με την έννοια ότι μέσα σ' αυτό ο Πολ Νταμάσκους μεταφερόταν στους θαυμαστούς κόσμους της φαντασίας και της περιπέτειας. Μια βιβλιοθήκη, από το πάτωμα ως το ταβάνι, ήταν γεμάτη με φτηνά εικονογραφημένα περιοδικά, απ' αυτά που αφθονούσαν στις δεκαετίες του '20, του '30 και του '40, πριν αντικατασταθούν από τις αντίστοιχες εκδόσεις τσέπης. Η Μαύρη Μάσκα, Το Μαμούθ, Ιστορίες Γουέστερν, Εβδομα-
διαίες Αστυνομικές Περιπέτειες, Αλλόκοτες Ιστορίες, Τολμηρές Περιπέτειες Μυστηρίου, Απίστευτες Ιστορίες, Εκπληκτικές Ιστορίες, Η Σκιά, Δρ. Σάβατζ, Ο G-8 και οι Άσοι τον Πολέμου, Ο Μυστηριώδης Γου Φανγκ, κ.λπ. κ.λπ. Κι αυτό ήταν μόνο ένα μικρό τμήμα της συλλογής του Πολ. Χιλιάδες άλλα τεΰχη γέμιζαν ολόκληρους τοίχους στο σπίτι του. Τα εξώφυλλα των περιοδικών ήταν πολύχρωμα, φανταχτερά, με μια εικονογράφηση βίαιη, τρομακτική και παράξενη, που προκαλούσε αλλόκοτο φόβο, αλλά και που χαρακτηριζόταν από τη συγκαλυμμένη εκείνη σεξουαλικότητα μιας πιο σεμνότυφης και πιο αθώας εποχής. Τις περισσότερες μέρες, ο Πολ διάβαζε μια ιστορία ενώ έτρωγε το γεύμα του, που ήταν συνήθως ένα φρούτο. Καμιά φορά όμως χανόταν σε κάποια συγκεκριμένη εικόνα κι ονειρευόταν ξύπνιος μέρη μακρινά και περιπέτειες μυστηρίου. Στην πραγματικότητα, ακόμη και η μυρωδιά του φτηνού, κιτρινισμένου χαρτιού των περιοδικών ήταν αρκετή για να •πυροδοτήσει τη φαντασία του. Ωραίος άντρας, με λεπτό καλογυμνασμένο κορμί και μ' ένα σπάνιο συνδυασμό χαρακτηριστικών -μεσογειακό χρώμα δέρματος και σκούρα κόκκινα μαλλιά-, ο Πολ είχε την εξωτική εμφάνιση ενός ήρωα εικονογραφημένου περιοδικού. Του ίδιου του άρεσε να φαντάζεται πως ήταν ο αδερφός του δόκτορα Σάβατζ. Ο Δόκτωρ ήταν ένας από τους αγαπημένους του. Εκπληκτικός διώκτης του εγκλήματος. Ο Άνθρωπος από Μπρούντζο. Εκείνη τη Δευτέρα το απόγευμα, ο Πολ λαχταρούσε να ξεφύγει για μισή ώρα στη γαλήνη μιας φανταστικής περιπέτειας. Αποφάσισε όμως ότι έπρεπε πρώτα να συντάξει οπωσδήποτε εκείνο το γράμμα που σκόπευε να γράψει εδώ και δέκα μέρες τουλάχιστον. Αφού έφαγε το μήλο του, ο Πολ τράβηξε ένα επιστολόχαρτο από το γραφείο του, έβγαλε το καπάκι από ένα στυλό κι άρχισε να γράφει. Ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν στρωτός, ακριβής και γοητευτικός σαν παλιομοδίτικη καλλιγραφία. Έ γ ρ α ψ ε : Αγαπητέ αιδεσιμότατε Γουάιτ...
Εκεί σταμάτησε, μη ξέροντας πώς να προχωρήσει. Δεν είχε συνηθίσει να γράφει γράμματα σε ανθρώπους που του ήταν εντελώς άγνωστοι. Τελικά, έγραψε: Σας στέλνω τους χαιρετισμούς μου αυτή τη μοναδική μέρα. Θέλω να σας γράψω για μια πολύ ασυνήθιστη γυναίκα, την Άγκνες Λάμπιον, που τη ζωή της έχετε αγγίξει χωρίς να το ξέρετε και που η ιστορία της ίσως να σας ενδιαφέρει.
Κεφάλαιο 45
ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ γοητεύονται από τα μυστήρια του σύμπαντος, αλλά ο Ίντομ γοητευόταν μόνο από το μηχανισμό: Γη μεγάλη καταστροφική μηχανή της φύσης που μπορούσε ν' αλέσει τα πάντα και να τα κάνει σκόνη. Αυτή τη φορά όμως αισθάνθηκε δέος μπροστά στον άσο καρό που είχε το όνομα του ανιψιού του. Όλη αυτή την ώρα, ο Μπάρτι λαγοκοιμόταν στην αγκαλιά της Άγκνες, αλλά με την αποκάλυψη του άσου που έγραφε το όνομά του άνοιξε απότομα τα ματάκια του -πιθανό:ατα επειδή τον είχαν ανησυχήσει οι δυνατοί και άστατοι (τύποι της καρδιάς της μητέρας του. «Πώς γίνεται;» ρώτησε η Άγκνες τον Ομπαντάια. Ο γέρος κύριος πήρε έκφραση σφίγγας. «Αν σας το αποκαλύψω, καλή μου κυρία, θα εξαφανιστεί κάθε μαγεία. Πρό'.ειται για ένα απλό τρικ». «Δεν εννοούσα αυτό». Η Άγκνες του περιέγραψε την εκπληκτική εμφάνιση των οχτώ άσων στη σειρά, όταν η Μαρία είχε )ίξει τα χαρτιά για τον Μπάρτι την Παρασκευή το βράδυ. Διατηρώντας πάντα την έκφραση της σφίγγας, ο Ομπα,'τάια της χάρισε ένα μυστηριώδες χαμόγελο που έκανε το ιικρό γενάκι του ν' ανασηκιοθεί, καθώς στράφηκε για να κοιτάξει τον Ίντομ. «Α... πάνε πολλά χρόνια», μουρμούριζε, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Πολλά χρόνια... αλλά... . ώρα θυμάμαι». Κι έκλεισε το μάτι στον Ίντομ. Αυτή η ματιά ξάφνιασε τον Ίντομ και τον μπέρδεψε εντε"χώς. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η Άγκνες δεν είχε αναφέρει
τίποτα στο μάγο για τους τέσσερις βαλέδες. Δεν το συνήθιζε να μιλάει για τις στενοχώριες της σε ξένους και, παρ' όλο που είχε αστειευτεί μ' αυτό το θέμα την Παρασκευή το βράδυ, ο Ίντομ ήξερε ότι κατά βάθος την ανησυχούσε πολύ. Ο Ομπαντάια, είτε επειδή διαισθάνθηκε το φόβο της Άγκνες είτε επειδή γοητεύτηκε από την καλοσύνη της, τελικά αποφάσισε ν' αποκαλύψει το κόλπο του. «Ομολογώ ότι αυτό που είδατε δεν έχει καμιά σχέση με μαγικά. Είναι σκέτη απάτη. Διάλεξα ειδικά τον άσο καρό επειδή στη χαρτομαντεία συμβολίζει τα πλούτη, επομένως είναι ένα από τα "καλά" φύλλα. Τον άσο με το όνομα του γιου σας τον είχα ετοιμάσει από πριν. Έ β α λ α το συγκεκριμένο χαρτί τελευταίο στην τράπουλα και γυρισμένο ανάποδα, ώστε να ξεχωρίσει αμέσως με το ανακάτεμα». «Ναι, αλλά δεν ξέρατε το όνομα του Μπάρτι πριν έρθουμε εδώ». «Το ήξερα. Όταν μου τηλεφώνησε ο αιδεσιμότατος Κόλινς μου μίλησε για σας και τον μικρό Μπαρθόλομιου. Έ ξ ω στην πόρτα, ρώτησα επίτηδες το όνομα του μωρού, ενώ το ήξερα ήδη, για να σας εντυπωσιάσω μ' αυτό το μικρό κόλπο». Η Άγκνες χαμογέλασε. «Πολύ έξυπνο». Ο Ομπαντάια αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. «Καθόλου έξυπνο. Χοντροκομμένο. Αν είχαμε γνωριστεί πριν καταντήσουν έτσι τα χέρια μου, θα μπορούσα να σας καταπλήξω». Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Ομπαντάια έδινε παραστάσεις σε νυχτερινά κέντρα μόνο για μαύρους και σε κινηματοθέατρα όπως το Απόλλων του Χάρλεμ. Στα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν μέλος μιας ειδικής ομάδας του αμερικανικού στρατού, που έδινε παραστάσεις για τους φαντάρους στον Ειρηνικό, στη Βόρεια Αφρική και -μετά την Απόβαση στη Νορμανδία- στην Ευρώπη. «Με το τέλος του πολέμου κατάφερα να βρω λιγότερο περιφερειακές δουλειές για ένα διάστημα. Ο ρατσισμός είχε αρχίσει να υποχωρεί. Εγώ όμως μεγάλωνα και ο χώρος της διασκέδασης ψάχνει πάντα για φρέσκο υλικό. Έτσι, ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω κάτι σπουδαίο. Εδώ που τα λέμε, ούτε μέτρια δεν τα κατάφερα, αλλά τουλάχιστον είχα δουλειά και
ζούσα. Ώσπου... στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, ο ατζε'ντης μου άρχισε να δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να μου κλείσει καλές παραστάσεις σε καλά κλαμπ». Εκτός από την πίτα, η Άγκνες είχε φέρει στον Ομπαντάια και μια πρόταση για δουλειά - ό χ ι να κάνει τα μαγικά του κόλπα, αλλά να μιλήσει γι* αυτά. Ύστερα από δικές της προσπάθειες, η Δημοτική Βιβλιοθήκη του Μπράιτ Μπιτς είχε ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που το χρηματοδοτούσαν δύο ιδιωτικά ιδρύματα και το δημόσιο ετήσιο φεστιβάλ φράουλας. Ντόπιοι, κυρίως ηλικιωμένοι που είχαν βγει στη σύνταξη, θα διηγούνταν τις ιστορίες της ζωής τους, έτσι ώστε να μοιραστούν την εμπειρία, τις διαισθήσεις και τις γνώσεις τους με τις επόμενες γενιές. Καθόλου τυχαία, το πρόγραμμα αυτό αποτελούσε ταυτόχρονα ένα μέσο με το οποίο αυτοί οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, που αντιμεταίπιζαν οικονομικά προβλήματα, θα εξασφάλιζαν κάποια χρήματα με τρόπο που θα διέσωζε την αξιοπρέπειά τους, θα τους έδινε κίνητρο για ζωή και θα αποκαθιστούσε τον πληγωμένο αυτοσεβασμό τους. Η Άγκνες πρότεινε στον Ομπαντάια να συμβάλει στο πρόγραμμα, παίρνοντας μια ετήσια επιχορήγηση για να καταγραφεί η προσωπική του ιστορία με τη βοήθεια του γραμματέα της βιβλιοθήκης. Ή τ α ν φανερό ότι η πρότασή της συγκίνησε και δελέασε τον Ομπαντάια. Παρ' όλα αυτά, έψαχνε λόγους να αρνηθεί, ώσπου τελικά κούνησε απλώς λυπημένα το κεφάλι του. «Αμφιβάλλω πολύ αν είμαι το είδος του ανθρώπου που θα δώσει στο πρόγραμμά σας το κύρος που του αξίζει, κυρία Λάμπιον». «Ανοησίες. Τι είναι αυτά που λέτε;» Ο Ομπαντάια έδειξε τα χέρια του, στρέφοντας προς το μέρος της τις παραμορφωμένες αρθρώσεις των δαχτύλων του. «Πώς νομίζετε ότι έγιναν έτσι;» «Αρθρίτιδα;» υπέθεσε η Άγκνες. «Πόκερ». Ο Ομπαντάια σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό, σαν αμαρτωλός που ζητάει μετάνοια. «Η ειδικότητά μου ήταν η τράπουλα. Έ β γ α ζ α πού και πού κανένα κουνελάκι από καπέλο, μεταξωτά μαντίλια από τσεπάκια και
ηιρκίτέρια από μεταξωτά μαντίλια. Αλλά η αγάπη μου ήταν ru μαγικά με νομίσματα και κυρίως... τα χαρτιά». Αέγοντας τη λέξη χαρτιά, ο μάγος έριξε μια ματιά όλο νόημα στον Ίντομ, που αντέδρασε σμίγοντας τα φρύδια του μι· απορία και ανησυχία. «Ιΐίχα πολύ περισσότερη ευκολία με την τράπουλα από ιούς άλλους του σιναφιού. Εκπαιδεύτηκα από τον Μόουζες Μουν, που υπήρξε ο μεγαλύτερος μάγος της τράπουλας της γι νιάς του». Με το μάγος της τράπουλας, ο Ομπαντάια έριξε άλλο ένα συνωμοτικό βλέμμα στον Ίντομ, που αισθάνθηκε ότι έπρεπε ν' απαντήσει με κάποιον τρόπο. Ό τ α ν όμως άνοιξε το στόμα του, δεν του ήρθε να πει τίποτ' άλλο, εκτός από το ότι στις 15 Ιουνίου του 1896, στο Σανρίκου της Ιαπωνίας, ένα παλιρροϊκό κύμα ύψους 35 μέτρων, που προκλήθηκε από υποθαλάσσιο σεισμό, οδήγησε στο θάνατο 27.100 άτομα, που ήταν συγκεντρωμένα και προσεύχονταν στη γιορτή του Σίντο. Ακόμη κι ο Ίντομ όμως κατάλαβε ότι αυτό θα ήταν ένα άσχετο σχόλιο κι έτσι κράτησε το στόμα του κλειστό. «Ξέρετε τι κάνει ένας μάγος της τράπουλας, κυρία Λάμπιον;» ρώτησε ο Ομπαντάια. «Λέγε με Άγκνες. Και υποθέτω ότι ένας μάγος της τράπουλας κάνει κόλπα με τα χαρτιά». Στρέφοντας αργά τα χέρια του μπροστά στα μάτια του, σαν να τα ξανάβλεπε νέα, ικανά και επιδέξια, ο Ομπαντάια τους περιέγραψε τους εκπληκτικούς χειρισμούς που μπορεί να καταφέρει ένας καλός μάγος της τράπουλας. Αν και μιλούσε απλά, χωρίς υπερβολές και φιοριτούρες, τα λόγια του έκαναν τα κόλπα αυτά να φαντάζουν πολύ πιο μαγικά από την εμφάνιση κουνελιών από καπέλα και περιστεριών από μεταξωτά μαντίλια. Ο Ίντομ τον άκουγε με απόλυτη προσοχή, συνεπαρμένος όσο ένας άνθρωπος που η τολμηρότερη κίνηση της ζωής του ήταν η αγορά ενός κίτρινου Φορντ στέισον βάγκον. «Όταν δεν μπορούσα πια να κλείσω αρκετές παραστάσεις σε νάιτ κλαμπ και θέατρα για τα μαγικά μου, το γύρισα στη χαρτοπαιξία». Ο Ομπαντάια ακούμπησε τα χέρια στα γόνατά του, έγει-
ρε μπροστά κι έμεινε για λίγο σιωπηλός κοιτώντας τους αφηρημένα, σαν να αναπολούσε άλλες εποχές. «Ταξίδευα από πόλη σε πόλη, αναζητώντας μεγάλα παιχνίδια πόκερ. Είναι παράνομα, αλλά όποιος ψάχνει δε δυσκολεύεται να τα βρει. Έκλεβα στα χαρτιά για να ζήσω». Φρόντιζε πάντα να μην κερδίζει π ά ρ α πολλά από ένα παιχνίδι. Έκλεβε διακριτικά και διασκέδαζε τους συμπαίκτες του με ευχάριστη φλυαρία. Επειδή ήταν τόσο συμπαθής και δεν φαινόταν ύποπτα τυχερός, κανένας δεν του κρατούσε κακία που κέρδιζε. Σύντομα, είχε βγάλει πολύ περισσότερα απ' όσα είχε κερδίσει ποτέ δίνοντας παραστάσεις. «Ζούσα πριγκιπικά. Ό τ α ν δεν ταξίδευα, έμενα σ' ένα ωραίο σπίτι εδώ στο Μπράιτ Μπιτς, όχι σ' αυτό το νοικιασμένο σαράβαλο που είμαι τώρα, αλλά σ' ένα κουκλίστικο μέρος με θέα στον ωκεανό. Μπορείτε να φανταστείτε τι πήγε στραβά». Απληστία. Ή τ α ν πολύ εύκολο να γδύνει τους αφελείς. Σύντομα, αντί να περιορίζεται σε λίγα τη φορά, ο Ομπαντάια άρχισε να προσβλέπει σε μεγαλύτερα κέρδη. «Έτσι, τράβηξα την προσοχή. Κίνησα υποψίες. Μια νύχτα στο Σεντ Λιούις, κάποιος με αναγνώρισε από τα χρόνια που έδινα παραστάσεις-κι ας είχα αλλάξει εμφάνιση. Ή τ α ν χοντρό το παιχνίδι, αλλά οι παίκτες δεν ήταν της υψηλής κοινωνίας. Μου την έστησαν, με έδειραν άγρια και ύστερα μου έσπασαν τα δάχτυλα, ένα ένα, με σιδηρολοστό». Ο Ίντομ ανατρίχιασε. «Το παλιρροϊκό κύμα στο Σανρίκου ήταν τουλάχιστον γρήγορο», μουρμούρισε. «Αυτά έγιναν πριν από πέντε χρόνια. Ύστερα από τόσες εγχειρήσεις που δε θέλω ούτε να τις θυμάμαι, έμεινα έτσι». Ο Ομπαντάια σήκωσε πάλι τα παραμορφωμένα χέρια του. «Πονάνε όταν έχει υγρασία. Μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου, αλλά δεν μπορώ να ξαναγίνω ποτέ ούτε ταχυδακτυλουργός... ούτε μάγος». Για λίγο δεν μίλησε κανείς. Η σιωπή ήταν απόλυτη, σαν την αφύσικη ησυχία που πέφτει πριν από ένα μεγάλο σεισμό. Ακόμη κι ο Μπάρτι έμοιαζε να έχει επηρεαστεί. Τελικά, μίλησε η Άγκνες. «Είναι ολοφάνερο ότι ένας χρό-
νος δεν είναι αρκετός για να καταγραφεί η δική σον ιστορία. Θα πρέπει να σου δοθεί διετής επιχορήγηση». Ο Ομπαντάια έσμιξε τα φρύδια του. «Είμαι ένας χαρτοκλέφτης». «Ήσουν», τον διόρθωσε η Άγκνες. «Και υπέφερες πολΰ γι' αυτό». «Δεν ήταν επιλογή μου να υποφέρω, πίστεψέ με». « Έ χ ε ι ς μετανιώσει όμως», είπε η Άγκνες. «Το βλέπω. Κι όχι μόνο επειδή έπαθες αυτό που έπαθες με τα χέρια σου». «Δεν έχω μετανιώσει μόνο», είπε ο μάγος. «Ντρέπομαι κιόλας. Κατάγομαι από καλούς γονείς. Δε με μεγάλωσαν για να γίνω παλιάνθρωπος. Καμιά φορά, όταν αναρωτιέμαι τι πήγε στραβά, νομίζω ότι δεν ήταν μόνο η δίψα για το χρήμα αυτό που με κατέστρεψε. Ή τ α ν βέβαια και η απληστία, αλλά κυρίως ήταν η έπαρση για την ικανότητά μου με την τράπουλα, έπαρση και ανήμπορος θυμός μαζί, επειδή δεν μπορούσα να εξασφαλίσω αρκετές δουλειές ώστε να επιδεικνύω τον εαυτό μου όσο θα ήθελα». «Υπάρχει ένα μεγάλο δίδαγμα σ' αυτό που λες», είπε η Άγκνες. «Και θα μπορούσαν να το μάθουν κι άλλοι, αν θελήσεις να το μοιραστείς μαζί τους. Αν, πάλι, θέλεις να σταματήσεις τη διήγηση της ζωής σου στο σημείο που έγινες χαρτοκλέφτης, δεν πειράζει. Ακόμη κι ως εκεί, είναι ένα γοητευτικό ταξίδι, μια ιστορία που θα είναι κρίμα να χαθεί μαζί σου, όταν θα φύγεις από τον κόσμο. Οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτες βιογραφίες πολιτικών και αστέρων του σινεμά, που στην πλειοψηφία τους είναι τόσο ανίκανοι για μια στοιχειώδη αυτοανάλυση, όσο και τα βατράχια των βάλτων. Δε χρειαζόμαστε να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή των διασήμων, Ομπαντάια. Αυτό που ίσως θα μας βοηθούσε, που θα μπορούσε ίσως και να μας σώσει, είναι να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή συνηθισμένων ανθρώπων που δεν τα κατάφεραν ούτε καν μέτρια στη ζωή τους, αλλά που ξέρουν καλά από πού ξεκίνησαν και γιατί έφτασαν όπου έφτασαν». Ο Ίντομ, που στη ζωή του δεν τα είχε καταφέρει ούτε σπουδαία ούτε μέτρια ούτε καν λιγάκι, είδε τη μορφή της αδερφής του να θολώνει μπροστά στα μάτια του κι έσφιξε τα δόντια για να συγκρατήσει τα δάκρυα που θα τον πρόδιδαν.
Εκείνος δεν αγαπούσε τη μαγεία ούτε περηφανευόταν για τα προσόντα του, γιατί δεν διέθετε κανένα προσόν. Όλη του η αγάπη ήταν για την καλή αδερφή του. Αυτή ήταν και η περηφάνια του. Και η δική του ασήμαντη ζωή θα είχε ένα πολύτιμο νόημα για όσο καιρό ακόμη θα ήταν ικανός να τη μεταφέρει με το αυτοκίνητο του κάτι τέτοιες μέρες, να κουβαλάει τις πίτες της και να την κάνει πού και πού ν α χαμογελάει. «Άγκνες», είπε ο μάγος, «καλά θα κάνεις ν' αρχίσεις από τώρα να συναντιέσαι με το γραμματέα της βιβλιοθήκης για να καταγράψει τη δική σου ζωή. Γιατί, α ν περιμένεις άλλα σαράντα χρόνια, θα χρειαστεί να μιλάς μια ολόκληρη δεκαετία στο μαγνητόφωνο για να τα πεις όλα». Σχεδόν πάντα, σε οποιουδήποτε είδους κοινωνική συνάντηση, έφτανε μια στιγμή που τον Ίντομ τον κυρίευε πανικός κι έπρεπε να την κοπανήσει -όπως ακριβώς και τώρα-, όχι επειδή δεν έβρισκε τι να πει, όχι επειδή φοβόταν μήπως κάνει το πιο ακατάλληλο σχόλιο, ή μήπως του πέσει το φλιτζάνι με τον καφέ από τα χέρια, ή μήπως, τέλος πάντων, φανεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εντελώς ανόητος κι αδέξιος, αλλά επειδή εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε με τίποτα να χαλάσει τη μέρα της Άγκνες με τα ανόητα δάκρυά του. Παρ' όλο που αυτή τη φορά τα δάκρυά του δεν ήταν δάκρυα φόβου αλλά θαυμασμού και αγάπης, δεν ήθελε να τη φορτώσει με την έγνοια του. Πετάχτηκε λοιπόν σαν ελατήριο από τον καναπέ λέγοντας υπερβολικά δυνατά, «Λουκάνικα κονσέρβα», και συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι αυτό που είπε δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, σκέφτηκε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρει κάτι κατανοητό να πει κι έτσι είπε, «Πατάτες, κορνφλέικς», που ακούστηκε εξίσου ηλίθιο. Ο Ομπαντάια ήδη τον κοίταζε με το απορημένο και έντρομο ύφος που παίρνουν οι άνθρωποι όταν βλέπουν επιληπτικό σε κρίση, οπότε ο Ίντομ όρμησε έξω από το καθιστικό με την ταχύτητα που θα έπεφτε άνθρωπος από σκάλα κι έτρεξε προς την έξοδο, εξηγώντας -κακήν κακώς- καθ' οδόν τη φυγή του. «Φέραμε μερικά, τα έχουμε έξω, θα πάω να φέρω, αν δε σας πειράζει να τα πάρετε, έχουμε πάρα πολλά κουτιά στην καρότσα, θα σας φέρω ένα, όχι ένα κουτί σκέτο, κουτί με πράγματα εννοώ,
ξέρετε, πράγματα που τα φέρνουμε σε κουτιά». Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και, τη στιγμή που βουτούσε προς τη βεράντα και την έξοδο, βρήκε επιτέλους τη λέξη που χρειαζόταν και στράφηκε και τη φώναξε πάνω από τον ώμο του, θριαμβευτικά, με απέραντη ανακούφιση: «Τρόφιμα!» Πίσω από το αυτοκίνητο, εκεί όπου δεν τον έβλεπε ούτε ο Ομπαντάια ούτε η Άγκνες, ο Ίντομ ακούμπησε την πλάτη του πάνω στο Φορντ, ανασήκωσε το κεφάλι προς τον απέραντο γκρίζο ουρανό κι έκλαψε ελεύθερα. Έ κ λ α ι γ ε από ευγνωμοσύνη που είχε την Άγκνες στη μικρή ζωή του, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε ότι βαθιά μέσα του έκλαιγε και για τη δολοφονημένη μητέρα του, που είχε την καλή καρδιά της Άγκνες αλλά καθόλου από τη δύναμη της ψυχής της, που είχε την ταπεινότητα της Άγκνες αλλά καθόλου από το θάρρος της, που είχε την πίστη της Άγκνες αλλά ούτε ίχνος από την αστείρευτη ελπίδα της. Έ ν α κοπάδι γλάροι ακούστηκαν να κρώζουν στον ουρανό. Στην αρχή, ο Ίντομ τους αντιλήφθηκε από τον ήχο, ώσπου καθάρισαν τα μάτια του, και τότε είδε τα φτερά τους να σκίζουν σαν λευκά σπαθιά τα γκρίζα πουπουλένια σύννεφα. Πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμενε, ήταν σε θέση να κουβαλήσει το κουτί με τα τρόφιμα μέσα στο σπίτι.
Κεφάλαιο 46
Ο ΝΕΝΤ -«ΛΕΓΕ ΜΕ ΝΕΝΤΙ»- Γκνάθικ ήταν λιγνός σαν φλάουτο και είχε στην καρδιά του τόσες τρύπες όσες και το όργανο, για να εκτονώνονται γρήγορα οι σκέψεις προτού η πίεση τις μετατρέψει σε δυσάρεστη μουσική στο μυαλό του. Η φωνή του ήταν πάντα απαλή και μελωδική, αλλά πολύ συχνά μιλούσε αλέγκρο, ακόμη και πρεστίσιμο. Τότε, παρά τον μελωδικό τόνο, ο Νέντι, σε πολύ γρήγορο τέμπο, μπορούσε να γίνει τόσο εκνευριστικός στο αυτί όσο και το Μπολερό παιγμένο με πίπιζα, αν ήταν ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο. Ο Νέντι ήταν επαγγελματίας πιανίστας, αν και δεν είχε ανάγκη να δουλεύει για να ζει. Είχε κληρονομήσει ένα ωραιότατο τετραώροφο σπίτι σε μια από τις καλές γειτονιές του Σαν Φρανσίσκο, καθώς και ένα σεβαστό εισόδημα από τις οικογενειακές επιχειρήσεις, κι έτσι μπορούσε να καλύπτει και με το παραπάνω τις ανάγκες του, αρκεί να μην έκανε ακρότητες. Παρ' όλα αυτά, πέντε βράδια τη βδομάδα δούλευε σ' ένα από τα παλιά μεγάλα ξενοδοχεία του Νομπ Χιλ: έπαιζε στο σαλόνι του ραφιναρισμένες διασκευές ελαφρός μουσικής, για τουρίστες, επιχειρηματίες από άλλες πόλεις, ευκατάστατους ομοφυλόφιλους που εξακολουθούσαν πεισματικά να πιστεύουν στον έρωτα σε μια εποχή που το φανταχτερό μετρούσε πιο πολύ από την ουσία και ανύπαντρα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια που φλέρταραν απροκάλυπτα, φροντίζοντας να τους προσέχουν οι πάντες. Ο Νέντι ζούσε στο μεγαλύτερο διαμέρισμα του σπιτιού του, που καταλάμβανε ολόκληρο τον τέταρτο όροφο. Ο τρί-
ιος κι ο δεύτερος όροφος ήταν χωρισμένοι σε δύο διαμερίσματα ο καθένας, ενώ το ισόγειο σε τέσσερα «στούντιο». Ο Ν εντ τα νοίκιαζε όλα. Λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα, ο Νέντι, έτοιμος για ιη δουλειά, με μαύρο σμόκιν, άσπρο δαντελωτό πουκάμισο, μαύρο παπιγιόν και κόκκινο τριανταφυλλάκι στην μπουτονιε'ρα, στεκόταν ένα βήμα μέσα από την ανοιχτή πόρτα του στούντιο της Σελεστίνα Γουάιτ και αγόρευε, αναλύοντας με σχολαστικές λεπτομέρειες τους λόγους για τους οποίους η Σελεστίνα παραβίαζε κατάφωρα τους όρους του ενοικιαστηρίου συμβολαίου της και κατά συνέπεια θα έπρεπε να του αδειάσει το σπίτι μέχρι το τέλος του μήνα. Το ζήτημα ήταν η Ιίιντζελ, το μοναδικό μωρό σ' ένα κτίριο όπου ζούσαν μόνο ενήλικοι, και συγκεκριμένα: το κλάμα της (κι ας έκλαιγε σπάνια), η φασαρία που έκανε (κι ας ήταν ακόμη τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να κρατήσει ούτε κουδουνίστρα) και οι ενδεχόμενες φθορές που θα προκαλούσε στο διαμέρισμα (κι ας μην μπορούσε να βγει καν από το καλαθάκι της, πόσο μάλλον να πάρει ένα σφυρί και να κοπανάει τους τοίχους). Η Σελεστίνα στάθηκε αδύνατο να τον λογικέψει. Ούτε καν η μητέρα της, που έμενε μαζί της αυτό το διάστημα και που πάντα κατάφερνε να γαληνέψει ακόμη και τα πιο ταραγμένα πνεύματα, δεν κατόρθωσε να ηρεμήσει ούτε για μια στιγμή το μπουρίνι που λεγόταν Νέντι Γκνάθικ. Ο Νέντι είχε μάθει για το μωρό πριν από πέντε μέρες κι από τότε είχε αρχίσει να ανταριάζεται, σαν τροπικό βαρομετρικό χαμηλό που φιλοδοξεί να γίνει τυφώνας. Στο Σαν Φρανσίσκο, εκείνη την εποχή τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ήταν δυσεύρετα και η ζήτηση μεγάλη. Επί πέντε μέρες συνεχώς, η Σελεστίνα πάσχιζε να εξηγήσει στο σπιτονοικοκύρη της ότι χρειαζόταν τουλάχιστον τριάντα μέρες - ή ως το τέλος του Φεβρουαρίου, αν ήταν δυνατόν- για να βρει άλλο σπίτι. Είχε τα μαθήματά της στην Ακαδημία Καλών Τεχνών την ημέρα, τη δουλειά στο εστιατόριο έξι βράδια την εβδομάδα και δεν γινόταν ν' αφήνει το μωρό αποκλειστικά στη μητέρα της συνεχώς, έστω και προσωρινά. Ο Νέντι ωστόσο -που μιλούσε όταν η Σελεστίνα σταματούσε για να πάρει ανάσα, αλλά κι όταν δεν σταματούσε-
δεν άκουγε παρά μόνο τη δική του μελιστάλαχτη φωνή σ' αυτό τον υποτιθέμενο διάλογο. Ο Νέντι δεν έπαψε να μιλάει ούτε όταν ακούστηκε το πρώτο «Με συγχωρείτε, παρακαλώ», από τον ψηλό άντρα που στάθηκε πίσω του, αλλά ούτε και στο δεύτερο, ούτε καν στο τρίτο. Σώπασε όμως απότομα, σαν να του είχε πατήσει κάποιος ένα κουμπί, όταν ο επισκέπτης τον έπιασε από τον ώμο, τον παραμέρισε μαλακά και μπήκε στο διαμέρισμα. Ο Γουόλτερ Λίπσκομπ, που τα δάχτυλά του ήταν πιο μακριά και ευκίνητα από του πιανίστα, διέθετε την επιβλητικότητα ενός διευθυντή συμφωνικής ορχήστρας που επιβάλλει την προσοχή όλων απλώς και μόνο με την είσοδο του, πριν καν υψώσει την μπαγκέτα. Με απόλυτη ηρεμία που απέπνεε εξουσία και αυτοπεποίθηση, ο γιατρός απευθύνθηκε στον Νέντι. «Είμαι ο θεράπων ιατρός του μωρού. Γεννήθηκε ελλιποβαρές και υποβλήθηκε σε θεραπεία για ωτίτιδα. Κρίνοντας από τη φωνή σας, είμαι βέβαιος πως θα εκδηλώσετε βρογχίτιδα μέσα στο επόμενο εικοσιτετράωρο. Δε νομίζω λοιπόν πως θα θέλατε να θεωρηθείτε υπεύθυνος για πιθανή μόλυνση του βρέφους με τον ιό που κουβαλάτε». Ο Νέντι ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαν να τον είχαν χαστουκίσει. «Με βάση το ενοικιαστήριο συμβόλαιο...» Ο δόκτωρ Λίπσκομπ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και κοίταξε τον πιανίστα όπως θα κοίταζε ένας πολύ αυστηρός διευθυντής τον κακό μαθητή που ετοιμάζεται να αποβάλει από το σχολείο. «Η δεσποινίς Γουάιτ και η κορούλα της θα έχουν αδειάσει αυτό το διαμέρισμα μέχρι το τέλος της εβδομάδας, εκτός κι αν επιμείνετε να τις ενοχλείτε με τη φλυαρία σας. Για κάθε λεπτό που θα συνεχίσετε να τις ταλαιπωρείτε, η αναχώρησή τους θα καθυστερεί κατά μία μέρα». Παρ' όλο που ο δόκτωρ Λίπσκομπ μίλησε στον ίδιο μελιστάλαχτο τόνο με τον πιανίστα και παρ' όλο που η έκφραση του ήταν απόλυτα φιλική, χωρίς ίχνος εκνευρισμού, ο Νέντι Γκνάθικ αποσύρθηκε αμέσως, οπισθοχωρώντας προς το διάδρομο. «Καλημέρα σας, κύριε», είπε ο Λίπσκομπ και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Η Έιντζελ ήταν ξαπλωμένη σε μια πετσέτα πάνω στον
καναπέ που γινόταν κρεβάτι. Η Γκρέις μόλις της είχε αλλάξει την πάνα κι ο γιατρός πήγε και πήρε το μωρό στην αγκαλιά του. «Ήσαστε τόσο αποτελεσματικός όσο θα ήταν και μια σύζυγος ιερέα μ' έναν απαράδεκτο ενορίτη», του είπε η Γκρέις. «Μακάρι να μπορούσαμε κι εμείς να είμαστε καμιά φορά τόσο σαφείς». «Η δική σας θέση είναι πολύ πιο λεπτή ωίό τη δική μου», της απάντησε ο δόκτωρ Λίπσκομπ, σηκώνοντας ψηλά την Έιντζελ καθώς μιλούσε. «Και πολύ πιο δύσκολη». Η Σελεστίνα είχε εκπλαγεί από την εμφάνιση του γιατρού και ήταν ακόμη ζαλισμένη από τη φραστική επίθεση του Νέντι. «Γιατρέ, δεν είχα ιδέα ότι θα περνούσατε». «Ούτε κι εγώ, μέχρι που πρόσεξα ότι βρισκόμουν στη γειτονιά σου», απάντησε ο Λίπσκομπ. «Υπέθεσα ότι θα ήταν εδώ η μητέρα σου με το μωρό και ήλπιζα να ήσουν κι εσύ. Αν ενοχλώ...» «Όχι, όχι. Απλώς εγώ δε...» «Ήθελα να σου πω ότι εγκαταλείπω την ιατρική», είπε ο Λίπσκομπ χαμογελώντας στο μωρό, που το τύλιγε σχεδόν ολόκληρο με τα μεγάλα, έμπειρα χέρια του. «Παραιτούμαι από τη δουλειά και βάζω τέρμα σ τ η ν ι α χ ρ ι κ ή μ 0 υ καριέρα». «Παραιτείστε;» είπε η Σελεστίνα. «Μα γιατί; Είστε ακόμη πολύ νέος». «Θα θέλατε λίγο τσάι και ένα κομμάτι κέικ με σταφίδες;» ρώτησε η Γκρέις τόσο φυσικά, λες και στον Οδηγό Καλής Συμπεριφοράς για Συζύγους Κληρικών να ήταν αυτή η προτεινόμενη ιδανική αντίδραση όταν κάποιος σου ανακοινώσει ότι παρατάει στα καλά καθούμενα μια λαμπρή καριέρα. «Για να είμαι ειλικρινής, κυρία Γουάιτ, στην περίσταση ταιριάζει σαμπάνια, αν δεν είστε κατά του αλκοόλ». «Μερικοί βαπτιστές είναι κατά, αλλά εμείς δεν ανήκουμε σ' αυτούς. Παρ' όλα αυτά, το μόνο που έχουμε εδώ είναι ένα ζεστό Σαρντονέ». «Το καλύτερο εστιατόριο τ η ς πόλης α π έ χ ε ι μόλις δύο τετράγωνα από δω», είπε ο Λίπσκομπ. «Αν μου επιτρέπετε, θα πεταχτώ ως εκεί να φέρω παγωμένη σαμπάνια και κάτι για να δειπνήσουμε».
«Χωρίς εσάς θα ήμαστε καταδικασμένες σε ξαναζεσταμένο ρολό». Ο Λίπσκομπ απευθύνθηκε στη Σελεστίνα. «Αν δεν είσαι απασχολημένη, φυσικά». «Απόψε έχει ρεπό», είπε η Γκρέις. «Εγκαταλείπετε την ιατρική;» είπε η Σελεστίνα, που δεν μπορούσε να συνδυάσει αυτή την ανακοίνωση με τη χαρούμενη διάθεση του γιατρού. «Πρέπει να το γιορτάσουμε - τ ο τέλος της δικής μου καριέρας και τη μετακόμισή σου». Η Σελεστίνα θυμήθηκε αμέσως τι είχε υποσχεθεί ο γιατρός στον Νέντι. «Μα εγώ δε θα έχω βρει σπίτι μέχρι το τέλος της βδομάδας». Ο Λίπσκομπ έδωσε το μωρό στην Γκρέις και πλησίασε τη Σελεστίνα. « Έ χ ω επενδύσει σε κάποια ακίνητα. Σε ένα απ' αυτά, υπάρχει διαθέσιμο ένα δυάρι». Η Σελεστίνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Εγώ μπορώ να πληρώσω μόνο κάτι μικρό, σαν αυτό το στούντιο». « Ό σ ο πληρώνεις εδώ, θα πληρώνεις και στο καινούριο σπίτι», της είπε ο Λίπσκομπ. Η Σελεστίνα και η μητέρα της αντάλλαξαν ένα βλέμμα όλο νόημα. Ο γιατρός το πρόσεξε και κατάλαβε. Το μακρύ, χλομό πρόσωπο του κοκκίνισε απότομα. «Σελεστίνα, είσαι πολύ όμορφο κορίτσι και είμαι βέβαιος ότι έχεις μάθει να είσαι επιφυλακτική με τους άντρες. Σου ορκίζομαι όμως ότι οι προθέσεις μου είναι απολύτως έντιμες». «Ω! Μα δε μου πέρασε από το μυαλό ότι...» «Σου πέρασε και καλά έκανε, γιατί η εμπειρία σου σε έχει διδάξει να σκέφτεσαι έτσι. Εγώ όμως είμαι σαράντα εφτά χρονών κι εσύ είκοσι...» «Είκοσι ένα». «...κι ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους, πράγμα που σέβομαι απόλυτα. Σέβομαι εσένα και την οικογένειά σου... την ωριμότητά σου και τις πεποιθήσεις σου. Αυτό που σου πρότεινα θέλω να το κάνω γιατί σου το χρωστάω». «Τι μου χρωστάτε;» «Για να κυριολεκτούμε, το χρωστάω στη Φίμι. Γι' αυτό
που μου είπε ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο θάνατο της επάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Γιατί άλλαξε τη ζωή μου». Η Ροβένα σ' αγαπάει, του είχε πει η Φίμι, μιλώντας καθαρά κι ας είχε παραλύσει η μια πλευρά του προσώπου της από το εγκεφαλικό. Ο Μπίζιλ κι ο Φίζιλ είναι ασφαλείς κοντά της. Μήνυμα από τη χαμένη γυναίκα του και τα παιδιά του, από κει όπου τον περίμεναν, πέρα απ' αυτή τη ζωή. Καθησυχαστικά, τρυφερά, χωρίς καμιά διάθεση αμφιλεγόμενης οικειότητας, ο γιατρός έπιασε τα χέρια της Σελεστίνα. «Χρόνια τώρα, σαν μαιευτήρας, έφερνα τη ζωή στον κόσμο, αλλά δεν ήξερα τι ήταν η ζωή, δεν είχα συλλάβει το νόημά της, δεν ήξερα καν αν είχε νόημα. Πριν χάσω τη Ροβένα, τον Χάρι και τον Ντάνι σ' εκείνο το αεροπορικό δυστύχημα, ήμουν ήδη... κενός. Αφότου τους έχασα, έγινα κάτι χειρότερο από κενός. Ήμουν νεκρός μέσα μου, Σελεστίνα. Η Φίμι μου έδωσε την ελπίδα. Δεν μπορώ να της το ξεπληρώσω, αλλά μπορώ να κάνω κάτι για την κόρη της και για σένα, αν μου το επιτρέψεις». Τα χέρια της έτρεμαν μέσα στα δικά του, που έτρεμαν επίσης. Ό τ α ν δεν του απάντησε αμέσως, ο Λίπσκομπ συνέχισε. «Σε όλη μου τη ζωή ζούσα μόνο για την κάθε μέρα. Αρχικά, η επιβίωση. Μετά, η επιτυχία, η απόκτηση αγαθών. Σπίτια, επελ'δύσεις, αντίκες... Δεν υπάρχει τίποτα κακό σ' όλα αυτά. Απλώς δεν αρκούσαν να γεμίσουν το κενό. Ί σ ω ς μια μέρα να επιστρέψω στην ιατρική. Αλλά είναι ένα επάγγελμα που απαιτεί πυρετώδεις ρυθμούς ζωής κι εγώ τώρα θέλω μόνο γαλήνη, ηρεμία και χρόνο να σκεφτώ. Ό,τι κι αν κάνω από δω κι εμπρός... θέλω να έχει η ζωή μου ένα σκοπό-όπως δεν είχε ποτέ ως τώρα. Το καταλαβαίνεις αυτό;» «Ανατράφηκα για να το καταλαβαίνω», είπε η Σελεστίνα και, κοιτώντας τη μητέρα της, είδε ότι η απάντησή της στο γιατρό την είχε συγκινήσει. «Θα μπορούσες να μετακομίσεις και αύριο αν θέλεις», πρότεινε ο Λίπσκομπ. « Έ χ ω μάθημα αύριο και την Τετάρτη αλλά όχι την Πέμπτη».
«Την Πέμπτη, λοιπόν», είπε ο Λίπσκομπ, πανευτυχής που θα νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στο ένα τρίτο της αξίας του. «Ευχαριστώ, δόκτορ Λίπσκομπ. Θα υπολογίζω πόσα χρήματα χάνετε κάθε μήνα και κάποια μέρα θα σας τα επιστρέψω». «Αυτό θα το κουβεντιάσουμε όταν έρθει η ώρα. Και... παρακαλώ, λέγε με Γουόλι». Αυτό το στενόμακρο, αυστηρό πρόσωπο, σαν από πίνακα του Ελ Γκρέκο, ήταν μια φυσιογνωμία ιδανική για να αποτυπώσει την έκφραση της ανείπωτης θλίψης. Δεν ήταν πρόσωπο Γουόλι. Έ ν α ς Γουόλι περιμένεις να είναι συνέχεια γελαστός, να έχει φακίδες και στρογγυλά, ροδοκόκκινα μάγουλα. «Γουόλι», είπε η Σελεστίνα χωρίς να διστάσει, γιατί διέκρινε κάτι από Γουόλι στα πράσινα μάτια του, που ξαφνικά έγιναν πολΰ πιο ζωηρά από πριν. Σαμπάνια και δυο μεγάλες χαρτοσακούλες γεμάτες με νοστιμιές της αρμένικης κουζίνας.Σου μπουρέκ, μοντζαντερε, κοτόπουλο με ρύζι μπιριάνι, ντολμαδάκια, αρνάκι με αγκινάρες και ρύζι, ορούκ, μαντί κι ένα σωρό άλλα. Μετά την προσευχή (που απήγγειλε η Γκρέις), ο Γουόλι και οι τρεις γυναίκες, η μία από τις οποίες τους συντρόφευε από το κρεβατάκι της, κάθισαν γύρω από το μικρό, φτηνό τραπέζι της κουζίνας, έφαγαν, ήπιαν, γέλασαν, συζήτησαν για την τέχνη και την ιατρική, για την ανατροφή παιδιών, για το παρελθόν και για το μέλλον, ενώ πέρα ψηλά στο Νομπ Χιλ ο Νέντι Γκνάθικ με το σμόκιν του ήταν καθισμένος πίσω από ένα ακριβό μαύρο πιάνο και σκόρπιζε κρυστάλλινες, αστραφτερές νότες σ' ένα κομψό σαλόνι ξενοδοχείου.
Κεφάλαιο 47
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙ την άσπρη επαγγελματική ρόμπα που φορούσε πάνω από το άσπρο του πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι, ο Πολ Νταμάσκους έκλεισε το φαρμακείο του και ξεκίνησε για το σπίτι. Περπατούσε με γρήγορο, σίγουρο βήμα στους δρόμους του Μπράιτ Μπιτς, κάτω από έναν απειλητικό μολυβένιο ουρανό, που θα ήταν ιδανικός για εξώφυλλο του περιοδικού Αλλόκοτες Ιστορίες. Το περπάτημα ήταν μέρος μιας αγωγής σωματικής άσκησης που ο Πολ ακολουθούσε συστηματικά. Κανείς δεν θα τον καλούσε ποτέ να σώσει τον κόσμο, όπως τους ήρωες των εικονογραφημένων περιοδικών που του άρεσαν. Είχε όμως δικές του σοβαρές υποχρεώσεις να εκπληρώσει και για να μπορέσει να το κάνει έπρεπε να βρίσκεται σε φόρμα. Στην τσέπη της ρόμπας του είχε το γράμμα προς τον αιδεσιμότατο Χάρισον Γουάιτ. Δεν είχε σφραγίσει το φάκελο, επειδή σκόπευε να το διαβάσει στην Πέρι, τη σύζυγο του, και να συμπεριλάβει τις δικές της διορθώσεις, αν υπήρχαν. Και σ' αυτό, όπως και σε όλα τα άλλα, η γνώμη της είχε μεγάλη αξία για τον Πολ. Η καλύτερη ώρα της μέρας ήταν η επιστροφή στο σπίτι και στην Πέρι. Είχαν γνωριστεί στα δεκατρία τους, είχαν παντρευτεί στα είκοσι δύο. Το Μάιο θα γιόρταζαν την εικοστή τρίτη επέτειο του γάμου τους. Δεν είχαν παιδιά. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Παρ' όλα αυτά, ο Πολ δεν είχε μετανιώσει ποτέ για το γάμο του κι ας μη γνώρισε ποτέ τη χαρά της πατρότητας. Αυτός και η
Πέρι ήταν μια οικογε'νεια οι δυο τους, ήταν μάλιστα πολύ πιο δεμε'νοι απ' ό,τι θα ήταν αν η μοίρα τούς είχε δώσει παιδιά, κι ο Πολ θεωρούσε τη σχέση τους ό,τι πολυτιμότερο είχε. Τα απογεύματα που περνούσαν μαζί ήταν γαλήνια, αν και συνήθως έβλεπαν απλώς τηλεόραση, ή ο Πολ διάβαζε κάτι στην Πέρι. Της άρεσε πολύ να της διαβάζει: ιστορικά μυθιστορήματα, ή κανένα αστυνομικό πού και πού. Η Πέρι κοιμόταν κατά τις εννιάμισι, σπάνια μετά τις δέκα, ενώ ο Πολ ποτέ δεν έπεφτε για ύπνο νωρίτερα από τα μεσάνυχτα κι έμενε συχνά ξύπνιος μέχρι τη μία. Εκείνες τις βραδινές ώρες, με συντροφιά τον καθησυχαστικό ήχο της ανάσας της Πέρι, ο Πολ κατέφενγε στις αγαπημένες του περιπέτειες. Απόψε ήταν μια καλή βραδιά για τηλεόραση. Στις εφτάμισι, το Για να Λέμε την Αλήθεια, κι ακολουθούσαν το Έχω Ένα Μυστικό, η Λούσι και μετά Το Σόου του Άντι Γκριφιθ. Η καινούρια σειρά της Λούσι δεν άρεσε τόσο στον Πολ και στην Πέρι όσο η παλιά. Τους έλειπαν ο Ντέζι Άρναζ και ο Γουίλιαμ Φρόουλι. Μόλις έστριψε τη γωνία και μπήκε στην Τζάσμιν Γουέι, η καρδιά του σκίρτησε από αδημονία ν' αντικρίσει το σπίτι του. Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο, ένα τυπικό αμερικανικό σπίτι, αλλά στα μάτια του Πολ φάνταζε πολύ πιο μεγαλόπρεπο από το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Ρώμη μαζί -πόλεις που δεν θα έβλεπε ποτέ του, αλλά που δεν τον πείραζε καθόλου που δεν θα τις έβλεπε. Η ευχάριστη ανυπομονησία του έγινε τρόμος όταν εντόπισε το ασθενοφόρο στο πλάι του δρόμου, στο ύψος του σπιτιού του. Και στο δρομάκι του σπιτιού είδε την Μπιούικ του Τζόσουα Ναν, του οικογενειακού γιατρού τους. Η μπροστινή πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Ο ΓΙολ μπήκε σαν σίφουνας στο χολ. Στα σκαλοπάτια της εσωτερικής σκάλας είδε να κάθονται δίπλα δίπλα η Χάνα Ρέι και η Νέλι Ότις. Η Χάνα, η οικονόμος, ήταν γκριζομάλλα και παχουλή. Η Νέλι, η γυναίκα που φρόντιζε την Πέρι, έμοιαζε με τη Χάνα λες και ήταν η αδερφή της.
Η Χάνα ήταν τόσο ράκος συναισθηματικά που δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Η Νέλι βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί, αφού όμως σηκώθηκε ήταν ανίκανη να μιλήσει. Το χείλη της σχημάτιζαν λέξεις, αλλά η φωνή της την είχε εγκαταλείψει. Ο Πολ κοκάλωσε, έχοντας αντιληφθεί καθαρά το μήνυμα που δήλωναν οι εκφράσεις των δύο γυναικών. Για μια στιγμή χάρηκε που η Νέλι είχε βουβαθεί προσωρινά. Δεν ήξερε αν θα άντεχε ν' ακούσει τα νέα που θα του έλεγε. Η ευλογημένη σιωπή όμως κράτησε ελάχιστα, γιατί η Χάνα μπορεί να μην είχε τη δύναμη να σηκωθεί από το σκαλί, αλλά διατηρούσε την καταραμένη ικανότητα της ομιλίας. «Προσπαθήσαμε να σας ειδοποιήσουμε, κύριε Νταμάσκους, αλλά είχατε ήδη φύγει από το φαρμακείο», του είπε. Η διπλή συρόμενη πόρτα προς το καθιστικό ήταν μισάνοιχτη. Οι χαμηλές φωνές που ακούγονταν πίσω της τράβηξαν τον Πολ προς τα κει, παρά τη θέλησή του. Το μεγάλο δωμάτιο ήταν έτσι επιπλωμένο ώστε να εξυπηρετεί διπλό σκοπό: να λειτουργεί σαν καθιστικό για επισκέπτες και φίλους, αλλά και σαν υπνοδωμάτιο με δυο κρεβάτια, γιατί εκεί κοιμούνταν ο Πολ και η Πέρι κάθε βράδυ. Ο Τζεφ Ντούλι, ο νοσηλευτής, στεκόταν ακριβώς πίσω από τη συρόμενη πόρτα. Έπιασε τον Πολ από τον ώμο και τον έσπρωξε μαλακά στο εσωτερικό του δωματίου. Η απόσταση μέχρι το κρεβάτι της Πέρι ήταν λίγα μόνο βήματα, αλλά έμοιαζε μακρύτερη απ' ό,τι το άγνωστο Παρίσι και η ανεπιθύμητη Ρώμη. Ο Πολ είχε την αίσθηση ότι το χαλί κολλούσε κάτω από τα παπούτσια του, σαν να βάδιζε σε παχιά λάσπη. Ο αέρας είχε γίνει πηχτός σαν υγρό, δυσκόλευε την κίνησή του. Δίπλα στο κρεβάτι βρισκόταν ο Τζόσουα Ναν, γιατρός και στενός φίλος. Ανασήκωσε τα μάτια του όταν αντιλήφθηκε τον Πολ να πλησιάζει και ύστερα σηκώθηκε αργά κι ο ίδιος. Το επάνω μέρος του νοσοκομειακού κρεβατιού ήταν ανασηκωμένο και η Πέρι ήταν ξαπλωμένη πάνω του ανάσκελα. Με τα μάτια κλειστά. Στη διάρκεια της κρίσης, είχε μεταφερθεί η φιάλη του
οξυγόνου δίπλα στο κρεβάτι. Η μάσκα ήταν αφημένη πάνω στο μαξιλάρι. Η Πέρι σπάνια χρειαζόταν οξυγόνο. Σήμερα, που το είχε χρειαστεί, δεν την είχε βοηθήσει σε τίποτα. Η συσκευή υποβοήθησης αναπνοής, που προφανώς είχε αναγκαστεί τελικά να της εφαρμόσει ο Τζόσουα, ήταν κι αυτή αφημένη πάνω στα σκεπάσματα. Η Πέρι σπάνια είχε ανάγκη αυτόν το μηχανισμό -και πάλι, μόνο τις νύχτες. Στα πρώτα χρόνια της αρρώστιας της είχε αποσπαστεί σταδιακά από τον τεχνητό πνεύμονα και μέχρι τα δεκαεφτά ήταν εξαρτημένη από τη συσκευή υποβοήθησης αναπνοής, ώσπου με τον καιρό είχε αποκτήσει τη δύναμη να αναπνέει αβοήθητη. «Η καρδιά της», είπε ο Τζόσουα Ναν. Η Πέρι είχε πάντα μεγάλη καρδιά. Αφότου η αρρώστια είχε καταφάει τη σάρκα της, αφήνοντάς την ασθενική και λιγνή σαν καλάμι, η μεγάλη καρδιά της έμοιαζε πολύ πιο δυνατή και άτρωτη από το σώμα που τη φιλοξενούσε. Η πολιομυελίτιδα είχε χτυπήσει την Πέρι δύο βδομάδες πριν κλείσει τα δεκαπέντε της. Τριάντα χρόνια πριν. Ο γιατρός, στην προσπάθειά του να τη βοηθήσει, είχε παραμερίσει τις κουβέρτες. Η λεπτή κίτρινη πιτζάμα δεν αρκούσε για να κρύψει πόσο τρομακτικά λιγνά ήταν τα πόδια της. Σαν δυο κλαράκια. Η πολιομυελίτιδα την είχε πλήξει τόσο βαριά, που στην περίπτωσή της δεν βοηθούσαν ούτε τα μεταλλικά στηρίγματα των άκρων ούτε τα δεκανίκια, ενώ οι θεραπείες για μυϊκή αποκατάσταση δεν είχαν φέρει κανένα αποτέλεσμα. Τα μανίκια της πιτζάμας της ήταν ανασηκωμένα, αποκαλύπτοντας έτσι κι αυτά την καταστροφική δράση της αρρώστιας. Οι μύες στο αχρηστευμένο αριστερό της χέρι ήταν εντελώς ατροφικοί. Το ίδιο το χέρι είχε κυρτώσει, σαν να κρατούσε κάποιο αόρατο αντικείμενο, την ελπίδα ίσως που ποτέ της δεν εγκατέλειψε. Επειδή μπορούσε να το κινεί ως ένα βαθμό, το δεξί της χέρι ήταν λιγότερο ατροφικό από το αριστερό, αλλά ούτε κατά διάνοια φυσιολογικό. Ο Πολ κατέβασε το μανίκι του αριστερού της χεριού και
τράβηξε μαλακά τα σκεπάσματα πάνω από το καταταλαιπωρημένο κορμί της γυναίκας του, σκεπάζοντάς το μέχρι το όψος των ώμων κι αφήνοντας έξω το δεξί της χέρι, διπλωμένο πάνω στην κουβέρτα. Ύ σ τ ε ρ α έστρωσε κι έφτιαξε σε ΐ'υΟεία γραμμή την άκρη του σεντονιού που δίπλωνε πάνω από την κουβέρτα. Η αρρώστια δεν είχε φθείρει την καρδιά της και είχε αφήσει το πρόσωπο της εντελώς ανέπαφο. Η Πέρι ήταν όμορφη, όπως ήταν πάντα. Ο Πολ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι έπιασε το χέρι της νεκρής γυναίκας του. Είχε πεθάνει μόλις πριν από λίγη ώρα και το δέρμα της ήταν ακόμη ζεστό. Χωρίς να πουν λέξη, ο Τζόσουα κι ο νοσηλευτής αποχώρησαν προς το χολ. Η συρόμενη πόρτα του καθιστικού έκλεισε πίσω τους διακριτικά. Τόσα πολλά χρόνια μαζί κι όμως τόσος λίγος καιρός... Ο Πολ δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε αρχίσει να την αγαπάει. Ό χ ι με την πρώτη ματιά. Σίγουρα όμως πριν πάθει πολιομυελίτιδα. Η αγάπη είχε έρθει σιγά σιγά κι όταν πια άνθισε είχε ήδη δημιουργήσει βαθιές ρίζες. Αντίθετα, θυμόταν πολύ καθαρά πότε είχε αισθανθεί σίγουρος ότι θα την παντρευόταν. Ή τ α ν στον πρώτο χρόνο του στο κολέγιο, όταν είχε γυρίσει στο σπίτι για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Μακριά από την πόλη, στο κολέγιο, η Πέρι του έλειπε αφάνταστα κάθε μέρα, και τη στιγμή που την ξαναείδε ένιωσε να του φεύγει μια αφόρητη ένταση και αισθάνθηκε γαλήνη στην καρδιά του για πρώτη φορά ύστερα από πολλούς μήνες. Τότε, η Πέρι ζούσε με τους γονείς της. Είχαν μετατρέψει την τραπεζαρία του σπιτιού τους σε υπνοδωμάτιο γι' αυτή. Ό τ α ν μπήκε ο Πολ, μ' ένα χριστουγεννιάτικο δώρο στο χέρι, η Πέρι ήταν στο κρεβάτι, φορούσε κόκκινες σατέν κινέζικες πιτζάμες και διάβαζε ένα μυθιστόρημα της Τζέιν Όστιν. Μια έξυπνη κατασκευή από δερμάτινα λουριά, τροχαλίες και αντίβαρα τη βοηθούσε να κινεί το δεξί της χέρι πιο αποτελεσματικά απ' ό,τι ήταν ικανή από μόνη της. Έ ν α μικρό αναλόγιο κρατούσε το βιβλίο στην αγκαλιά της κι εκείνη γύριζε τις σελίδες.
του εαυτού του θαύμαζε, απορούσε και έτρεμε μ' αυτή την επιμονή του να την κατακτήσει. Εκείνο το βράδυ, όμως, όταν η Πέρι απάντησε θετικά στην πρόταση γάμου και τον ρώτησε αν φοβόταν, της είχε πει: «Όχι πια». Ο φόβος του μάλιστα είχε χαθεί οριστικά όταν έδωσαν τους γαμήλιους όρκους. Κι όταν τους επισφράγισαν με το πρώτο τους φιλί σαν σύζυγοι, ήταν απόλυτα σίγουρος πια ότι η Πέρι ήταν το πεπρωμένο του. Τι μεγάλη περιπέτεια είχαν ζήσει μαζί αυτά τα είκοσι τρία χρόνια. Μια περιπέτεια που θα τη ζήλευε ακόμη κι ο Δόκτωρ Σάβατζ! Το να φροντίζει την Πέρι, με κάθε έννοια της λέξης, τον είχε κάνει πολύ πιο ευτυχισμένο απ' ό,τι θα μπορούσε να είναι -και πολύ καλύτερο άνθρωπο. Και τώρα η Πέρι δεν τον χρειαζόταν πια. Κοίταξε με αγάπη το πρόσωπο της, κρατώντας το χέρι της που άρχιζε να παγώνει. Η άγκυρά του είχε κοπεί, έφευγε και τον άφηνε να πλέει ολομόναχος, έρμαιο των κυμάτων.
Κεφάλαιο 48
ΞΥΠΝΏΝΤΑς ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ του στο Ώ ρ α για Νάνι, ο Τζούνιορ αισθάνθηκε ξεκούραστος, ανανεωμένος και με το έντερο του υπό έλεγχο. Δεν ήξερε τι να υποθέσει για τις τελευταίες δυσάρεστες εξελίξεις. Τα συμπτώματα μιας τροφικής δηλητηρίασης συνήθους εμφανίζονται δυο ώρες μετά το φαγητό. Οι φρικτοί εντερικοί σπασμοί τον είχαν πιάσει έξι ώρες αφότου είχε φάει. Εξάλλου, αν έφταιγε το φαγητό, θα είχε κάνει και εμετό. Αλλά δεν του είχε έρθει ούτε για μια στιγμή η διάθεση να ξεράσει. Υποψιαζόταν ότι έφταιγε η ιδιαίτερη ευαισθησία του μπροστά στη βία και στο θάνατο. Την προηγούμενη φορά είχε εκδηλωθεί με ακατάσχετο εμετό και αυτή τη φορά σαν εκτόνωση του κατώτερου μέρους του πεπτικού του συστήματος. Την Πέμπτη το πρωί, ενώ έκανε ντους με το χλιαρό νερό του μοτέλ, συντροφιά με μια κολυμβήτρια κατσαρίδα, υπερκινητική σαν νεαρό κυνηγόσκυλο, ο Τζούνιορ ορκίστηκε να μην ξανασκοτώσει. Εκτός κι αν βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Είχε ξαναδώσει τον ίδιο όρκο. Και θα μπορούσε κανείς να πει ότι τον είχε παραβεί. Αναμφισβήτητα, όμως, αν δεν είχε σκοτώσει τον Βανάντιουμ, ο μανιακός αστυνομικός θα του είχε τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Άρα, επρόκειτο για καθαρή αυτοάμυνα. Και πάλι, μόνο ένας ανέντιμος άνθρωπος, ή ένας που του άρεσε να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, θα αιτιολογούσε το φόνο της Βικτόρια σαν αυτοάμυνα. Ως ένα βαθμό, το
κίνητρο ήταν ο θυμός και το πάθος, κι ο Τζούνιορ ήταν αρκετά ειλικρινής με τον εαυτό του για να το παραδεχτεί. Ό π ω ς διδάσκει ο Ζεντ, σ' έναν κόσμο στον οποίο η ανειλικρίνεια είναι το διαβατήριο της κοινωνικής αποδοχής και της οικονομικής επιτυχίας, είναι αναγκαίο να εξαπατούμε μέχρι ενός σημείου προκειμένου να ζήσουμε, αλλά δεν πρέπει ποτέ κανείς να λέει ψέματα στον εαυτό του, γιατί τότε δεν θα έχει κανέναν να εμπιστεύεται. Αυτή τη φορά ο Τζούνιορ ορκίστηκε να μην ξανασκοτώσει παρά μόνο σε αυτοάμυνα, ανεξάρτητα από την πρόκληση. Αυτός ο όρος τον ικανοποίησε. Για να πετύχει κανείς σημαντική αυτοβελτίωση, πρέπει να βάζει και δύσκολους στόχους. Ό τ α ν βγήκε από το ντους, είχε αφήσει την κατσαρίδα ν' απολαμβάνει το χλιαρό νερό, ζωντανή κι ανέγγιχτη. Πριν φύγει από το μοτέλ, ο Τζούνιορ τσέκαρε στα γρήγορα άλλα χίλια ονόματα στον τηλεφωνικό κατάλογο, αναζητώντας τον Μπαρθόλομιου. Την προηγούμενη μέρα, κλεισμένος στο δωμάτιο είχε ελέγξει δώδεκα χιλιάδες καταχωρίσεις συνολικά. Σύνολο, σαράντα χιλιάδες μέχρι στιγμής. Ξανά στο δρόμο, με μόνες αποσκευές τα άπαντα του Σίζαρ Ζεντ, κατευθύνθηκε νότια, προς το Σαν Φρανσίσκο. Τον ενθουσίαζε η προοπτική της ζωής στη μεγαλούπολη. Τα χρόνια που είχε ζήσει στο Σπρους Χιλς ήταν πλούσια σε έρωτα, οικονομική επιτυχία και γαμήλια ευτυχία. Αλλά από τη μικρή πόλη έλειπαν εντελώς τα πνευματικά ερεθίσματα. Για να είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος, δεν θα έπρεπε ν' απολαμβάνει μόνο άφθονες υλικές απολαύσεις, ούτε μόνο ικανοποιητική συναισθηματική ζωή αλλά ταυτόχρονα και πνευματική. Διάλεξε το δρόμο που τον έβγαλε πάνω στη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ. Και είδε τη μεγαλούπολη που επισκεπτόταν για πρώτη φορά στη ζωή του να απλώνεται ολόλαμπρη σε λόφους πάνω από τον μεγάλο κόλπο που άστραφτε στο φως του ήλιου. Για μια ολόκληρη ώρα έκανε βόλτες στην πόλη, ακολουθώντας δρόμους στην τύχη, θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική, την εκπληκτική θέα, τις περίφημες απότομες κατηφοριές. Σύντομα, είχε μεθύσει από το Σαν Φρανσίσκο όσο δεν είχε μεθύσει ποτέ στη ζωή του με αλκοόλ. Εδώ, οι πνευματικές αναζητήσεις και οι προοπτικές
αυτοβελτίωσης ήταν απεριόριστες. Μεγάλα μουσεία, γκαλερί, πανεπιστήμια, αίθουσες συναυλιών, βιβλιοπωλεία, βιβλιοθήκες, το αστεροσκοπείο στο Μάουντ Χάμιλτον. Πριν από ένα χρόνο σχεδόν, σε ένα από τα πρωτοποριακά νυχτερινά κέντρα αυτής της πόλης, είχε εμφανιστεί επί σκηνής η πρώτη γυμνόστηθη χορεύτρια στην ιστορία των ΗΠΑ. Τώρα πια αυτή η επιβλητική μορφή τέχνης εμφανιζόταν και σε άλλες μεγαλουπόλεις της χώρας, που είχαν σπεύσει να μιμηθούν το πρωτοποριακό Σαν Φρανσίσκο. Ο Τζούνιορ δεν έβλεπε την ώρα να παρακολουθήσει μια τέτοια παράσταση εδώ, στην πόλη που είχε γεννήσει την καινοτομία του αιώνα στην τέχνη του χορού. Γύρω στις τρεις το μεσημέρι είχε πιάσει δωμάτιο με πανοραμική θέα σ' ένα φημισμένο ξενοδοχείο του Νομπ Χιλ. Σε ένα κομψό κατάστημα δίπλα στο ξενοδοχείο αγόρασε αρκετά ωραία ρούχα για να αντικαταστήσει εκείνα που του είχαν κλέψει. Στις έξι το απόγευμα του τα παρέδωσαν όλα στο δωμάτιο του, αφού είχαν γίνει οι απαραίτητες μικροδιορθώσεις. Στις εφτά απολάμβανε ένα κοκτέιλ στο κομψό σαλόνι του ξενοδοχείου. Έ ν α ς πιανίστας με μαύρο σμόκιν έπαιζε ρομαντικές μελωδίες με πολύ στυλ. Πολλές ωραίες γυναίκες, παρ' ότι συνοδεύονταν από άντρες, φλέρταραν απροκάλυπτα μαζί του. Ο Τζούνιορ ήταν συνηθισμένος να γίνεται αντικείμενο πόθου. Αυτή τη νύχτα, όμως, δεν είχε μάτια παρά μόνο για το Σαν Φρανσίσκο και ήθελε να μείνει μόνος με την πόλη. Στο σαλόνι μπορούσε κανείς και να δειπνήσει. Ο Τζούνιορ απόλαυσε ένα υπέροχο φιλέ μινιόν που το συνόδευσε με ένα ποτήρι Καμπερνέ Σοβινιόν. Η μοναδική άσχημη στιγμή της βραδιάς ήταν όταν ο πιανίστας έπαιξε το «Someone to Watch over Me». Μέσα στο μυαλό του, ο Τζούνιορ είδε ένα εικοσιπενταράκι να στριφογυρίζει από δάχτυλο σε δάχτυλο και άκουσε τη μονότονη φωνή του μανιακού ντετέκτιβ. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο τραγούδι του Γκέρσουιν που λέγεται «Someone to Watch over Me». To έχεις ακούσει ποτέ, Ίνοχ; Εγώ είμαι αυτός ο κάποιος για σένα, αν και όχι με τη ρομαντική έννοια.
Του Τζούνιορ παραλίγο να του πέσει το πιρούνι από το χέρι όταν αναγνώρισε τη μελωδία. Η καρδιά του άρχισε να καλπάζει. Τα χέρια του ίδρωσαν. Πού και πού κάποιοι πελάτες διέσχιζαν το σαλόνι για να ρίξουν διπλωμένα χαρτονομίσματα σ' ένα γυάλινο μπολ πάνω στο πιάνο, φιλοδωρήματα για τον πιανίστα. Μερικοί του παρήγγελλαν το αγαπημένο τους τραγούδι. Ο Τζούνιορ δεν είχε δώσει σημασία σε κανέναν απ' αυτούς που είχαν πλησιάσει τον πιανίστα - α ν και αποκλείεται να μην είχε προσέξει έναν συγκεκριμένο χοντρό με φτηνό, κακόγουστο κοστούμι. Ο παρανοϊκός αστυνομικός δεν καθόταν σε κανένα από τα τραπέζια. Ο Τζούνιορ ήταν απόλυτα σίγουρος γι' αυτό, γιατί είχε σαρώσει επανειλημμένα το σαλόνι με το βλέμμα του, υποκύπτοντας στην αδυναμία του για τις όμορφες γυναίκες. Δεν είχε δοίσει όμως καμιά σημασία σ' αυτούς που ήταν στο μπαρ πίσω του. Στράφηκε στην καρέκλα του και τους κοίταξε. Μια αντρογυναίκα. Κάμποσοι γυναικωτοί άντρες. Αλλά κανένας κοντόχοντρος, που θα μπορούσε να είναι ο Βανάντιουμ μεταμφιεσμένος. Αργές και βαθιές ανάσες. Αργές και βαθιές. Μια γουλιά κρασί. Ο Βανάντιουμ ήταν νεκρός. Χτυπημένος στο κεφάλι από μεταλλικό κηροπήγιο και πεταμένος στον πάτο ενός πλημμυρισμένου λατομείου. Χαμένος για πάντα. Ο ντετέκτιβ δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που του άρεσε το «Someone to Watch over Me». Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το έχει ζητήσει από τον πιανίστα. Ή μπορεί ο ίδιος ο πιανίστας να το συμπεριλάμβανε στο συνηθισμένο του ρεπερτόριο. Ό τ α ν τελείωσε το τραγούδι, ο Τζούνιορ αισθάνθηκε αμέσως καλύτερα. Η καρδιά του ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθμό. Οι παλάμες του στέγνωσαν. Όταν παρήγγειλε κρεμ μπρνλε για επιδόρπιο, ήταν πια σε θέση να γελάσει με τον εαυτό του. Αν είναι ποτέ δυνατόν, τι περίμενε, να δει ένα φάντασμα να πίνει κοκτέιλ και Λ'α τσιμπολογάει φιστίκια στο μπαρ;
Ο Πολ είχε περάσει όλο το απόγευμα μαζί της και είχε μείνει και για το δείπνο. Έ φ α ν ε δίπλα της, καθισμένος στο κρεβάτι, ταΐζοντας μια αυτή και μια τον εαυτό του και φροντίζοντας να τελειώσουν το φαγητό τους μαζί. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά δεν ένιωσε καθόλου αμηχανία-ούτε εκείνη μαζί του. Αργότερα, αυτό που θυμόταν από εκείνο το πρώτο τους δείπνο ήταν η κουβέντα τους κι όχι τα πρακτικά. Τον επόμενο Απρίλιο της έκανε πρόταση γάμου κι εκείνη αρνήθηκε. «Είσαι πολύ γλυκός, Πολ, αλλά δεν πρόκειται να σ' αφήσω να χαραμίσεις τη ζωή σου. Εσύ είσαι... είσαι ένα όμορφο καινούριο καράβι που ξεκινάει για ένα μακρύ ταξίδι σε όμορφα μέρη. Εγώ θα ήμουν η άγκυρα που θα σε κρατούσε δεμένο». «Καράβι χωρίς άγκυρα δε θα μπορέσει ποτέ να πιάσει λιμάνι», της είχε απαντήσει. «Θα είναι πάντα στο έλεος των κυμάτων». Η Πέρι του είχε θυμίσει ότι το ανάπηρο κορμί της δεν διέθετε ούτε τα θέλγητρα ούτε τη δυνατότητα να ικανοποιήσει ένα σύζυγο. «Το μυαλό σου είναι το ίδιο γοητευτικό όπως πάντα», της απάντησε. «Και η ψυχή σου πανέμορφη. Άκου, Πέρι, απ' όταν ήμαστε δεκατριών χρονών, ποτέ δεν είχα ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για το σώμα σου, αν θυμάσαι. Κολακεύεις πολύ τον εαυτό σου αν νομίζεις ότι ήταν τόσο ωραίο πριν από την πολιομυελίτιδα». Η ειλικρίνεια και η ευθύτητα την ευχαριστούσαν αφάνταστα, γιατί όλοι είχαν την τάση να της μιλάνε σαν να ήταν ανάπηρη και στο πνεύμα, εκτός από το σώμα. Γέλασε ενθουσιασμένη με την απάντησή του, αλλά και πάλι αρνήθηκε να τον παντρευτεί. Δέκα μήνες αργότερα κατάφερε να την πείσει τελικά. Η Πέρι δέχτηκε την πρότασή του και όρισαν την ημερομηνία του γάμου. Εκείνη τη νύχτα, ανάμεσα στα δάκρυά της, τον είχε ρωτήσει αν τον τρόμαζε αυτή η δέσμευση. Η αλήθεια ήταν ότι τον τρομοκρατούσε. Ό σ ο κι αν η ανάγκη να βρίσκεται κοντά της ήταν απόλυτη, ένα κομμάτι
Κεφάλαιο 49
Τ Η Ν ΤΕΤΑΡΤΗ, δυο ολόκληρες μέρες αφότου είχε πάει μαζί με την Άγκνες για να μοιράσουν τις πίτες, ο Ίντομ βρήκε το κουράγιο να επισκεφτεί τον Τζέικομπ. Έ μ ε ν α ν και οι δυο πάνω από το γκαράζ, αλλά τα διαμερίσματά τους ήταν εντελώς ανεξάρτητα και εξυπηρετούνταν από διαφορετικές εξωτερικές σκάλες. Με δεδομένη τη συχνότητα που ο καθένας από τους δυο επισκεπτόταν τον άλλο στο διαμέρισμά του, θα μπορούσαν κάλλιστα να τους χωρίζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα. Όποτε βρίσκονταν μαζί με την Άγκνες, ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ ήταν αδέρφια κι ένιωθαν άνετα μεταξύ τους. Οι δυο τους, όμως, μόνοι, χωρίς την Άγκνες, αισθάνονταν πιο αμήχανοι κι από ξένοι, γιατί δυο ξένοι δεν έχουν κανένα κοινό παρελθόν να ξεπεράσουν. Ο Ίντομ χτύπησε την πόρτα και ο Τζέικομπ του άνοιξε. Ο Τζέικομπ παραμέρισε από το κατώφλι για να μπει ο Ίντομ μέσα. Στάθηκαν χωρίς να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Η πόρτα έμεινε ανοιχτή. Ο Ίντομ δεν αισθανόταν καθόλου άνετα εδώ, στο βασίλειο ενός παράξενου θεού. Ο θεός που φοβόταν ο αδερφός του ήταν η ανθρωπότητα, η αλαζονεία της και οι σκοτεινές παρορμήσεις της. Ο Ίντομ, από την άλλη πλευρά, έτρεμε τη Φύση και την πανίσχυρη οργή της που θα κατέστρεφε τα πάντα τη μέρα που το σύμπαν ολόκληρο θα κατέρρεε σε ένα σβόλο ύλης με άπειρη πυκνότητα.
Για τον Ίντομ, η ανθρωπότητα δεν ήταν η ισχυρότερη από τις δυο αυτές καταστροφικές δυνάμεις. Οι άνθρωποι ήταν μέρος της φύσης, όχι κυρίαρχοι. Επομένως, το κακό που εκείνοι προκαλούσαν ήταν απλώς άλλη μια επίδειξη των μοχθηρών προθέσεων της φύσης. Όμως, τα δυο αδέρφια είχαν πάψει να διαφωνούν γι' αυτό το ζήτημα εδώ και χρόνια, αφού κανείς από τους δυο δεν αναγνώριζε το δόγμα του άλλου. Πολύ λακωνικά, ο Ίντομ μίλησε στον Τζέικομπ για την επίσκεψη στον Ομπαντάια, το μάγο με τα παραμορφωμένα χέρια. Και κατέληξε: «Καθώς φεύγαμε, εγώ ακολουθούσα την Άγκνες κι ο Ομπαντάια με κράτησε πίσω και μου είπε: "Δεν πρόκειται ν' αποκαλύψω το μυστικό σου"». «Ποιο μυστικό;» ρώτησε ο Τζέικομπ, κοιτώντας συνοφρυωμένος τα παπούτσια του Ίντομ. «Είχα την ελπίδα να το ξέρεις εσύ», είπε ο Ίντομ, παρατηρώντας το γιακά του πράσινου φανελένιου πουκαμίσου του αδερφού του. «Από πού να το ξέρω;» «Σκέφτηκα ότι αυτός μπορεί να με πέρασε για σένα». «Πώς να σε περάσει για μένα;» ρώτησε ο Τζέικομπ, σμίγοντας τα φρύδια του προς το τσεπάκι του πουκαμίσου του Ίντομ. «Είμαστε ολόιδιοι», είπε ο Ίντομ, στρέφοντας την προσοχή του στο αριστερό αυτί του Τζέικομπ. «Είμαστε δίδυμοι, αλλά εγώ δεν είμαι εσύ -είμαι;» «Αυτό το ξέρουμε εμείς, αλλά δεν είναι τόσο φανερό για τους άλλους. Προφανώς, αυτό έγινε πριν από χρόνια». «Ποιο ήταν πριν από χρόνια;» «Που γνώρισες τον Ομπαντάια». «Είπε αυτός ότι τον γνώρισα;» ρώτησε ο Τζέικομπ, κοιτώντας με τα μάτια μισόκλειστα την αντανάκλαση του λαμπερού φωτός της μέρας στην ανοιχτή πόρτα. «Όπως σου εξήγησα, μπορεί να με πέρασε για σένα», είπε ο Ίντομ και προσηλώθηκε στους φακέλους που γέμιζαν τα ράφια της βιβλιοθήκης. «Μήπως τα έχει χαμένα;» «Όχι, τα έχει τετρακόσια».
«Αν έχει γεροντική άνοια, γιατί να μη σε περάσει για τον χαμένο του αδερφό ή κάτι άλλο;» «Δεν έχει γεροντική άνοια». «Αν του αράδιασες διάφορες αρλούμπες για τυφώνες, σεισμούς και ηφαίστεια, πώς θα μπορούσε να σε περάσει για μένα;» «Δε λέω αρλούμπες. Τέλος πάντων, η Άγκνες μιλούσε όλη την ώρα, όχι εγώ». Ο Τζέικομπ ξανάστρεψε την προσοχή του στα παπούτσια, τα δικά του αυτή τη φορά. «Λοιπόν... τι θέλεις τώρα να κ ά ν ω εγώ;» «Τον ξέρεις;» ρώτησε ο Ίντομ, κοιτώντας με λαχτάρα τώρα την ανοιχτή πόρτα, που ο Τζέικομπ της είχε γυρίσει πια την πλάτη. «Τον ξέρεις τον Ομπαντάια Σέφαραντ;» «Αφού έχω περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια σ' αυτό το διαμέρισμα και αφού δεν έχω αυτοκίνητο, πώς θα μπορούσα να γνωρίσω ένα μαύρο μάγο;» «Εντάξει λοιπόν». Ό τ α ν ο Ίντομ πέρασε το κατώφλι και βγήκε στο κεφαλόσκαλο, ο Τζέικομπ τον ακολούθησε, αρχίζοντας το γνωστό κήρυγμα για να τον προσηλυτίσει στην πίστη του. «1940, βράδυ Χριστουγέννων, Ορφανοτροφείο Σαν Ανσέλμο στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Τζόζεφ Κρεπ σκότωσε έντεκα αγοράκια, από έξι ως έντεκα χρονών. Τα σκότωσε στον ύπνο τους και έκοβε ένα διαφορετικό αναμνηστικό από το καθένα - έ ν α μάτι από δω, μια γλώσσα από κει». «Έντεκα;» ρώτησε ο Ίντομ ατάραχος. «Από το 1604 ως το 1610, η Έρζεμπετ Μπάθορι, αδερφή του βασιλιά της Πολωνίας, με τη βοήθεια των υπηρετών της βασάνισε και σκότωσε εξακόσια κορίτσια. Τα δάγκωνε, τους ρουφούσε το αίμα, ξέσκιζε το πρόσωπα τους με τανάλιες, τα ακρωτηρίαζε και γελούσε με τα ουρλιαχτά τους». Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, ο Ίντομ είπε: «Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906, ένας τυφώνας χτύπησε το Χονγκ Κονγκ. Πέθαναν πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Η ταχύτητα του ανέμου ήταν τόσο μεγάλη, που εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν από αιχμηρά αντικείμενα -σπασμένα ξύλα, πασσάλους, γυαλιά, πρόκες- που πετούσαν με τον άνεμο και καρ-
φώνονταν πάνω τους σαν σφαίρες. Έ ν α ς άντρας χτυπήθηκε από κομμάτι μιας τεφροδόχου της Δυναστείας των Χαν, που του έσκισε το πρόσωπο, διαπέρασε το κρανίο και σφηνώθηκε στον εγκέφαλο του». Ό τ α ν έφτασε στη βάση της σκάλας, ο Ίντομ άκουσε την πόρτα από πάνω να κλείνει. Ο Τζέικομπ κάτι έκρυβε. Ως τη στιγμή που μίλησε για τον Τζόζεφ Κρεπ, όλες οι απαντήσεις του είχαν τη μορφή ερώτησης, που ήταν πάντα η συνηθισμένη του μέθοδος να υπεκφεύγει όταν το θέμα της συζήτησης του προκαλούσε αμηχανία. Για να επιστρέψει στο διαμέρισμά του, ο Ίντομ ήταν αναγκασμένος να περάσει κάτω από την πελώρια βαλανιδιά που δέσποζε στο τμήμα εκείνο της αυλής, ανάμεσα στο γκαράζ και στο σπίτι. Βαδίζοντας με το κεφάλι σκυφτό, σαν να τον βάραινε η επίσκεψη στον αδερφό του, επόμενο ήταν να βλέπει μόνο το έδαφος. Αλλιώς, ίσως να μην είχε προσέξει, ίσως να μην είχε σταματήσει να δει το περίπλοκο και πανέμορφο σχέδιο των φωτοσκιάσεων που επάνω τους περπατούσε. Η βαλανιδιά ήταν απ' αυτές της Καλιφόρνιας, που μένουν πράσινες και το χειμώνα, αν και τα φύλλα της ήταν λιγότερα τώρα απ' ό,τι σε πιο ζεστές εποχές. Το περίτεχνο σύμπλεγμα των κλώνων της, που αποτυπωνόταν ολόγυρά του, ήταν ένας λαβύρινθος από σκιές εκπληκτικής ομορφιάς και αρμονίας πάνω σ' ένα απαλό, ολόφωτο στρώμα από καταπράσινο χορτάρι. Υπήρχε κάτι σ' αυτό το αφηρημένο σχέδιο που άγγιξε βαθιά τον Ίντομ, τον συγκίνησε και κέντρισε τη φαντασία του. Αισθάνθηκε σαν να ισορροπούσε στο χείλος κάποιας εκπληκτικής αποκάλυψης. Ύστερα ανασήκωσε το βλέμμα του στα πελώρια κλαδιά πάνω από το κεφάλι του και η διάθεσή του άλλαξε μεμιάς. Η αίσθηση της επικείμενης αποκάλυψης έγινε τρόμος στη σκέψη ότι κάποιο απ' αυτά τα γιγάντια κλωνάρια μπορεί να ήταν έτοιμο να σπάσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή και να του πέσει στο κεφάλι και να τον καταπλακώσει, ή ότι ο Μεγάλος Σεισμός θα γινόταν τώρα και θα έριχνε ολόκληρη τη βαλανιδιά. Ο Ίντομ έτρεξε να χωθεί στο διαμέρισμά του.
Κεφάλαιο 50
Ο Λ Η ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ, ο Τζούνιορ την πέρασε σαν τουρίστας κι από την Πέμπτη το πρωί άρχισε να ψάχνει για σπίτι. Παρ' όλο που ήταν πια πολύ πλούσιος, δεν είχε σκοπό να πληρώνει ξενοδοχείο για πολύ καιρό. Η ζήτηση στα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ήταν πολύ μεγάλη. Την πρώτη μέρα κατέληξε απλώς στη διαπίστωση ότι θα πλήρωνε μεγαλύτερο ενοίκιο απ' όσο είχε υπολογίσει, ακόμη και για ένα μέτριο διαμέρισμα. Την Πέμπτη το βράδυ, την τρίτη μέρα του στο ξενοδοχείο, ξαναπήγε στο σαλόνι για ένα κοκτέιλ και δείπνο. Ο ίδιος πιανίστας διασκέδαζε τους πελάτες. Ο Τζούνιορ ήταν σε επιφυλακή. Πρόσεχε όλους αυτούς που πλησίαζαν το πιάνο, είτε άφηναν φιλοδώρημα είτε όχι. Ό τ α ν ο πιανίστας άρχισε κάποια στιγμή να παίζει το «Someone to Watch over Me», δεν φάνηκε να το έκανε ύστερα από παραγγελία κάποιου. Τελικά, μάλλον συμπεριλαμβανόταν στο καθημερινό του ρεπερτόριο. Ο Τζούνιορ χαλάρωσε εντελώς. Σχεδόν απορούσε που τον είχε προβληματίσει ένα απλό τραγούδι. Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου του ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος στο μέλλον, έχοντας απωθήσει στο βάθος του μυαλού του το παρελθόν. Ώσπου... Ενώ ο Τζούνιορ απολάμβανε ένα μπράντι μετά το φαγητό του, ο πιανίστας έκανε διάλειμμα και οι συζητήσεις στα τραπέζια έγιναν ένα διάχυτο σιγανό μουρμουρητό. Ό τ α ν
χτύπησε το τηλέφωνο στο μπαρ, παρ' όλο που ήταν χαμηλωμένο, ακούστηκε ως το τραπέζι του. Το σιγανό, ηλεκτρονικό κρρρ ήταν ολόιδιο με τον ήχο του τηλεφώνου στο γραφείο του Βανάντιουμ την Κυριακή το βράδυ. Ο Τζούνιορ μεταφέρθηκε πίσω σ' εκείνη τη χρονική στιγμή και σ' εκείνο το μέρος. Ο αυτόματος τηλεφωνητής. Με τα μάτια του μυαλού του είδε καθαρά μπροστά του εκείνη την παράξενη συσκευή. Πάνω στη χαραγμένη ξύλινη επιφάνεια του γραφείου. Στην πραγματικότητα ήταν μια συνηθισμένη συσκευή, ένα απλό κουτί που δεν είχε τίποτα παράξενο. Στη μνήμη του όμως φάνταξε επικίνδυνη, φορτισμένη με διαβολικές δυνατότητες σαν την ατομική βόμβα. Είχε ακούσει το μήνυμα και του είχε φανεί ακατανόητο, χιορίς σημασία. Ξαφνικά, η διαίσθησή του του είπε εντελώς αργοπορημένα ότι ήταν τόσο σημαντικό, όσο κι αν είχε τηλεφωνήσει στον Βανάντιουμ η νεκρή Ναόμι από τον άλλο κόσμο για να καταθέσει εναντίον του. Εκείνη τη νύχτα, με το πτώμα του Βανάλ'τιουμ φορτωμένο στο αυτοκίνητο και το πτώμα της Βικτόρια να περιμένει στο πάτωμα της κουζίνας, ο Τζούνιορ ήταν πολύ απασχολημένος για να δώσει την πρέπουσα σημασία στο τηλεφωνικό μήνυμα - τώρα επέστρεφε από κάποια γωνιά του υποσυνείδητού του για να τον βασανίσει. Ο Ζεντ, αν και συμβουλεύει να επικεντρωνόμαστε στο μέλλον, αναγνωρίζει την ανάγκη να έχουμε πλήρη συνείδηση του παρελθόντος, όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Μια από τις τακτικές που προτείνει ο Ζεντ για να αναδυθούν μνήμες όταν το υποσυνείδητο επιμένει να τις κρατάει πεισματικά κρυμμένες, είναι ντους με πολύ κρύο νερό και παγάκια στα γεννητικά όργανα, μέχρι να έρθουν στην επιφάνεια τα λησμονημένα γεγονότα, ή να επέλθει υποθερμία. Μέσα στο λαμπερό σαλόνι του κομψού ξενοδοχείου, ο Τζούνιορ κατέφυγε σε κάποια άλλη από τις τεχνικές του Ζεντ -και σε ένα δεύτερο μπράντι- για να ελευθερώσει από το υποσυνείδητο του το όνομα του ανθρώπου που είχε αφή-
σει t o μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή. Μαξ. Εδώ Μαξ, είχε πει. Και τώρα το μήνυμα... Κάτι σχετικό με νοσοκομείο. Για κάποιον που είχε πεθάνει. Από εγκεφαλική αιμορραγία. Καθώς ο Τζούνιορ πάσχιζε να ανασύρει λεπτομέρειες από τη μνήμη του, ο πιανίστας επέστρεψε. Το πρώτο κομμάτι μετά το σύντομο διάλειμμα ήταν το «I Want to Hold Your Hand», των Μπιτλς, παιγμένο σε τόσο αργό τέμπο, που θα μπορούσε να είναι μουσική υπόκρουση για ναρκαλιευτές. Λυτή η εισβολή της βρετανικής ποπ μουσικής, έστω και τόσο παραλλαγμένης, ήταν για τον Τζούνιορ το σύνθημα να σηκωθεί και να φύγει. Πίσω στο δωμάτιο του, άνοιξε την ατζέντα του Βανάντιουμ που είχε πάρει μαζί του. Βρήκε έναν Μαξ. Μαξ Μπελίνι. Η διεύθυνση ήταν στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Νόμιζε πως ό,τι είχε σχέση με τον Τόμας Βανάντιουμ ανήκε στο παρελθόν. Και να που υπήρχε ένας αναπάντεχος σύνδεσμος με το Σαν Φρανσίσκο, την πόλη όπου ο Τζούνιορ σκόπευε να εγκατασταθεί και να χτίσει το μέλλον του. Δυο αριθμοί τηλεφώνων ήταν σημειωμένοι κάτω από τη διεύθυνση του Μαξ. Ο πρώτος έγραφε δίπλα δουλειά κι ο δεύτερος σπίτι. Ο Τζούνιορ συμβουλεύτηκε το ρολόι του. Εννιά. Ό,τι δουλειά κι αν έκανε ο Μπελίνι, δεν ήταν πολύ πι)ανό να βρίσκεται ακόμη στον τόπο της εργασίας του. Παρ' όλα αυτά, ο Τζούνιορ αποφάσισε να δοκιμάσει πρώτα στο τηλέφωνο της δουλειάς, με την ελπίδα ν' ακούσει ένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα που θα τον πληροφορούσε για το καθημερινό ωράριο. Θα βοηθούσε πολύ αν μάθαινε και το όνομα της επιχείρησης όπου εργαζόταν ο Μπελίνι, ή *άτι που να αποκάλυπτε το είδος της δουλειάς του. Ό σ ο περισσότερα ήξερε γι' αυτόν πριν του τηλεφωνήσει στο σπί,ι του, τόσο το καλύτερο. Το τηλέφωνο απάντησε στο τρίτο κουδούνισμα. Μια βαριά, αντρική φωνή, δήλωσε: «Ανθρωποκτονίες». Για μια στιγμή ο Τζούνιορ πάγωσε. Νόμισε ότι του απήγ«'ειλαν κατηγορία.
«Εμπρός;» είπε ο άντρας από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ποιος... ποιος είναι;» ρώτησε ο Τζούνιορ. «Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας του Σαν Φρανσίσκο». «Συγνώμη. Λάθος νούμερο». Ο Τζούνιορ κατέβασε το ακουστικό και τράβηξε απότομα το χέρι του από τη συσκευή σαν να τον είχε κάψει. Ο Μπελίνι πρέπει να ήταν ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, όπως και ο Βανάντιουμ. Δεν θα ήταν καθόλου καλή ιδέα να του τηλεφωνήσει στο σπίτι του. Ή τ α ν επιτακτική ανάγκη για τον Τζούνιορ να θυμηθεί αυτολεξεί το μήνυμα που είχε αφήσει ο Μπελίνι στο συνάδελφο του στο Όρεγκον. Κι όμως, η μνήμη του δεν τον βοηθούσε. Μορφάζοντας εκ των προτέρων για την ταλαιπωρία που ήξερε ότι θα περνούσε, ο Τζούνιορ γέμισε με παγάκια την παγωνιέρα από το μίνι μπαρ του δωματίου του και την πήρε μαζί του στο μπάνιο. Γδύθηκε, άνοιξε μόνο το κρύο νερό και μπήκε κάτω από το ντους. Έμεινε για λίγο ακίνητος, ελπίζοντας ότι το σοκ θα ήταν αρκετό για να αναδυθούν οι κρυμμένες μνήμες. Δυστυχώς, δεν έγινε τίποτα. Διστακτικά, αλλά με την πίστη ενός νεοφώτιστου, ο Τζούνιορ ψάρεψε μια χούφτα παγάκια από το μεταλλικό δοχείο και τα πίεσε πάνω στο πιο ευαίσθητο σημείο της ανατομίας του. Μερικά εφιαλτικά λεπτά αργότερα, τρέμοντας σαν το ιράρι και κλαψουρίζοντας από τη δυσφορία, αλλά χωρίς να έχει καταρρεύσει ακόμη από την υποθερμία, κατάφερε να θυμηθεί τα κομμάτια του μηνύματος που του έλειπαν. Το καημένο το παιδί... εγκεφαλική αιμορραγία... το μωρό επέζησε. Ο Τζούνιορ έκλεισε το νερό, βγήκε από το ντους, σκουπίστηκε τρίβοντας ζωηρά το κορμί του, φόρεσε διπλά εσώρουχα, έπεσε στο κρεβάτι, τράβηξε το πάπλωμα ως το λαιμό κι έτσι κουκουλωμένος έμεινε να κάνει μαύρες σκέψεις. Ο Βανάντιουμ στο νεκροταφείο, μ' ένα λευκό τριαντά-
φύλλο στο χέρι. Να κατηφορίζει ανάμεσα στα μνήματα, μέχρι που έφτασε και στάθηκε δίπλα του μπροστά στον τάφο της Ναόμι. Ο Τζούνιορ τον είχε ρωτήσει τίνος την κηδεία είχε παρακολουθήσει. Της κόρης ενός φίλου. Είπαν ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στο Σαν Φρανσίσκο. Ήταν ακόμη πιο νέα από τη Ναόμι. Ο φίλος είχε αποδειχτεί ότι ήταν ο αιδεσιμότατος Γουάιτ. Και κόρη του, η Σεραφείμ. Αμφισβητώντας ότι η αιτία θανάτου ήταν τροχαίο ατύχημα, ο Βανάντιουμ προφανώς είχε ζητήσει από το φίλο του τον Μαξ Μπελίνι να ψάξει το ζήτημα. Η Σεραφείμ είχε πεθάνει, αλλά... το μωρό επέζησε. Έ φ τ α σ ε ένας απλός υπολογισμός για να καταλάβει ο Τζούνιορ ότι η εγκυμοσύνη της Σεραφείμ χρονολογούνταν από εκείνο το φλογερό βράδυ που είχαν μοιραστεί στο σπίτι της, με υπόκρουση τη φωνή του πατέρα της στο μαγνητόφωνο, να απαγγέλλει το προσχέδιο ενός κηρύγματος. Η γλυκιά Ναόμι είχε χαθεί ενώ ήταν έγκυος στο παιδί του και η Σεραφείμ είχε πεθάνει ενώ γεννούσε το παιδί του. Έ ν α κύμα περηφάνιας φούσκωσε τα παγωμένα γεννητικά όργανα του Τζούνιορ. Ή τ α ν σεξουαλικά ικανότατος, το σπέρμα του ήταν πολύ γόνιμο. Αυτό δεν τον εξέπληξε καθόλου. Παρ' όλα αυτά, μια τέτοια επιβεβαίωση του ανδρισμού ήταν πάντα ευπρόσδεκτη. Την αγαλλίασή του ήρθε να διαλύσει η σκέψη ότι η ανάλυση αίματος που αποδεικνύει την πατρότητα γίνεται δεκτή ως στοιχείο στο δικαστήριο. Οι Αρχές του είχαν αποδώσει την πατρότητα στην περίπτωση του μωρού που είχε πεθάνει μαζί με τη Ναόμι. Αν δημιουργούνταν ποτέ υποψίες, θα μπορούσαν με τον ίδιο τρόπο να του αποδώσουν την πατρότητα και στην περίπτωση του μωρού της Σεραφείμ. Προφανώς, η κόρη του εφημέριου δεν τον είχε κατονομάσει, ούτε είχε κατηγορήσει κανέναν για βιασμό πριν πεθάνει. Αλλιώς, ο Τζούνιορ θα βρισκόταν αυτή τη στιγμή σ' ένα κελί. Και τώρα που το κορίτσι είχε πεθάνει, ακόμη κι αν οι εξετάσεις αποδείκνυαν ότι αυτός ήταν ο πατέρας του
παιδιού της, δεν θα μπορούσε να σταθεί εναντίον του κατηγορία για βιασμό. Αυτή η τρομερή απειλή που διαισθανόταν πήγαζε από κάπου αλλού. Ό σ ο περισσότερο αναμασούσε τα γεγονότα, τόσο ξεκαθάριζαν τα πράγματα. Ξαφνικά, ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι του. Πριν από δυο βδομάδες, στο νοσοκομείο του Σπρους Χιλς, κάτι ανεξήγητο τον είχε τραβήξει σαν μαγνήτης ως την πτέρυγα των νεογνών. Εκεί, είχε μείνει να κοιτάζει τα νεογέννητα κυριευμένος από ένα βαθύ, παραλυτικό φόβο που απειλούσε να τον ξεκάνει. Μια έκτη αίσθηση τον είχε κάνει τότε να σκεφτεί ότι ο άγνωστος Μπαρθόλομιου είχε κάποια σχέση με μωρά. Ο Τζούνιορ πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Φορώντας μόνο διπλό σώβρακο άρχισε να στριφογυρίζει στο δωμάτιο σαν θηρίο σε κλουβί. Σίγουρα δεν θα είχε φτάσει σ' αυτή την αλυσίδα συμπερασμάτων αν δεν ήταν φανατικός θαυμαστής του Σίζαρ Ζεντ. Γιατί ο Ζεντ διδάσκει ότι η κοινωνία συχνά μας ενθαρρύνει να απορρίπτουμε συγκεκριμένα προαισθήματα και διαισθήσεις ως παράλογες, ή και παρανοϊκές, όταν στην πραγματικότητα οι διαισθήσεις αυτές, που πηγάζουν κατευθείαν από το πρωτόγονο ένστικτο, είναι ίσως ο μόνος τρόπος να πλησιάσουμε την ανόθευτη και απόλυτη αλήθεια. Ο Μπαρθόλομιου δεν είχε απλώς κάποια σχέση με μωρά. Ο Μπαρθόλομιου ήταν μωρό. Η Σεραφείμ Γουάιτ είχε έρθει στην Καλιφόρνια να γεννήσει για να γλιτώσει την οικογένειά της και την ενορία του πατέρα της από την ντροπή. Φεύγοντας από το Σπρους Χιλς, ο Τζούνιορ είχε πιστέψει πως θα βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας από τον αινιγματικό εχθρό του κι ότι θα κέρδιζε χρόνο για να κάνει με την ησυχία του την έρευνα που θα τον οδηγούσε στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Αντί γι' αυτό, είχε πέσει κατευθείαν στη φωλιά του αντιπάλου του. Το νεογέννητο μιας ανύπαντρης μητέρας -ειδικότερα, μιας νεκρής ανήλικης, ανύπαντρης μητέρας, που ο πατέρας
της ήταν κληρικός- θα δινόταν σχεδόν σίγουρα για υιοθεσία. Εφόσον η Σεραφείμ, είχε γεννήσει το π α ι δ ί της εδώ, το μωρό θα δινόταν, αν δεν είχε ήδη δοθεί, για υιοθεσία σε μια οικογένεια της ευρύτερης περιοχής του Σ α ν Φρανσίσκο. Ό σ ο πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο και σκεφτόταν, τόσο ο φόβος του γινόταν θυμός. Αυτός το μόνο που ήθελε ήταν η ησυχία του, μια ευκαιρία να αναπτυχθεί σαν προσωπικότητα, να βελτιωθεί σαν άτομο. Και τώρα αυτό. Ή τ α ν άδικο, ήταν ατιμία. Όλοι ήταν εναντίον του. Τον κυρίευσε οργή μ' αυτό το αίσθημα της καταδίωξης. Η συμβατική λογική πρόβαλε το αντεπιχείρημα ότι ένα βρέφος ηλικίας δύο εβδομάδων δεν μπορεί ν' αποτελέσει σοβαρή απειλή για έναν ενήλικο. Ο Τζούνιορ δεν απέρριπτε εντελώς τη συμβατική λογική, αλλά σ' αυτή την περίπτωση αναγνώριζε την υπεροχή της φιλοσοφίας του δόκτορα Ζεντ. Ο τρόμος του για τον Μπαρθόλομιου και η ενστικτώδης εχθρότητα που αισθανόταν προς το μωρό ξεπερνούσαν την κοινή λογική και απέκλειαν την παράνοια. Άρα, πρέπει να ήταν διαίσθηση, καθαρό και αλάθητο ζωώδες ένστικτο. Το μωρό, ο Μπαρθόλομιου, ήταν εδώ, στο Σαν Φρανσίσκο. Έ π ρ ε π ε να το βρει. Και να το εξολοθρεύσει. Ό τ α ν ο Τζούνιορ κατέληξε κάποια στιγμή σε ένα σχέδιο δράσης για να εντοπίσει το μωρό, ήταν τόσο φουντωμένος από θυμό, που ίδρωνε ακατάσχετα κι έβγαλε το ένα από τα δύο σώβρακα.
Κεφάλαιο 51
T o ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙ, λιωμένο από την πολιομυελίτιδα, δεν ταλαιπώρησε με το βάρος του αυτούς που κατέβασαν το φέρετρο στον τάφο. Ο ιερέας προσευχήθηκε για την ι|>υχή της, οι φίλοι την έκλαψαν και το χώμα τη σκέπασε. Ο Πολ Νταμάσκους είχε λάβει άφθονες προσκλήσεις για δείπνο. Ό λ ο ι οι φίλοι είχαν σκεφτεί ότι δεν έπρεπε να μείνει μόνος του εκείνο το βράδυ. Εκείνος όμως προτιμούσε τη μοναξιά. Η συμπάθεια των (ρίλων τού ήταν αφόρητη, μια συνεχής υπενθύμιση ότι η Πέρι είχε φύγει. Η Χάνα, η οικονόμος, τον είχε πάει με το αυτοκίνητο της από την εκκλησία μέχρι το νεκροταφείο, αλλά ο Πολ προτίμησε να επιστρέψει σπίτι με τα πόδια. Η απόσταση ανάμεσα στο καινούριο κρεβάτι της Πέρι και στο παλιό ήταν μόνο πέντε χιλιόμετρα και το απόγευμα γλυκό. Δεν είχε πια λόγο να ακολουθεί κανένα πρόγραμμα σωματικής αγωγής. Επί είκοσι τρία χρόνια του ήταν απαραίτητο να διατηρείται σε τέλεια φόρμα για να ανταποκρίνεται στις ευθύνες του, αλλά τώρα όλες οι ευθύνες που είχαν νόημα γι' αυτόν δεν βάραιναν πια τους ώμους του. Ή τ α ν απλώς ζήτημα χρόνου να συνηθίσει να βαδίζει αργά αντί με ζωηρό, γρήγορο βήμα. Εξάλλου, βαδίζοντας αργά, καθυστερούσε την επιστροφή του σ' ένα σπίτι που τώρα του φαινόταν παράξενο και ξένο, ένα σπίτι όπου ο
κάθε θόρυβος από τη Δευτέρα και μετά ε'μοιαζε ν' αντηχεί σαν μέσα σε σπήλαιο. Ό τ α ν παρατήρησε ότι είχε πέσει το σούρουπο και είχε ήδη περάσει, συνειδητοποίησε επίσης ότι είχε διασχίσει όλο το Μπράιτ Μπιτς περπατώντας στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο και είχε φτάσει στην πρώτη γειτονική πόλη στα νότια. Είχε περπατήσει δηλαδή περισσότερο από δεκαπέντε χιλιόμετρα. Θυμόταν εντελώς αόριστα όλη αυτή τη διαδρομή. Δεν του φάνηκε καθόλου παράξενο. Ανάμεσα στα άλλα που είχαν πλέον χάσει το νόημά τους ήταν και οι έννοιες του χρόνου και της απόστασης. Έ κ α ν ε μεταβολή, περπάτησε ως το Μπράιτ.Μπιτς κι έφτασε σπίτι του. Το σπίτι ήταν έρημο, σιωπηλό. Η Χάνα ερχόταν μόνο την ημέρα, ενώ η Νέλι Ότις, που φρόντιζε την Πέρι και της κρατούσε συντροφιά, δεν είχε πια καμιά δουλειά εκεί. Το καθιστικό δεν λειτουργούσε πια σαν υπνοδωμάτιο. Το νοσοκομειακό κρεβάτι της Πέρι είχε απομακρυνθεί. Το δικό του κρεβάτι είχε μεταφερθεί σε ένα από τα επάνω δωμάτια, όπου τις τρεις τελευταίες νύχτες προσπαθούσε να κοιμηθεί. Ο Πολ ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα ν' αλλάξει το σκούρο μπλε κοστούμι και τα μαύρα παπούτσια του. Στο κομοδίνο είδε ένα φάκελο. Προφανώς, τον είχε αφήσει εκεί η Χάνα, αφού τον έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του πριν τη βάλει στο πλυντήριο. Ο φάκελος περιείχε το γράμμα για την Άγκνες Λάμπιον που είχε γράψει ο Πολ στον αιδεσιμότατο Γουάιτ, στο Όρεγκον. Δεν είχε προλάβει να το διαβάσει στην Πέρι και να ακούσει τη γνώμη της. Τώρα, καθώς ξανάριχνε μια γρήγορη ματιά στο χειρόγραφο του, θεώρησε τις λέξεις που είχε γράψει ανόητες, άστοχες, συγκεχυμένες. Αν και του πέρασε από το μυαλό να σκίσει το γράμμα και να το πετάξει, τελικά δεν το έκανε, γιατί καταλάβαινε ότι ήταν επηρεασμένος από τη θλίψη του κι ότι αυτά τα ίδια λόγια θα του φαίνονταν μια χαρά όταν θα τα ξαναδιάβαζε με πιο καθαρό μυαλό. Ξανάβαλε το γράμμα στο φάκελο και μετά στο συρτάρι του κομοδίνου του.
Μέσα στο συρτάρι φυλούσε και το πιστόλι που είχε στο σπίτι για λόγους αυτοάμυνας. Απέμεινε να το κοιτάζει, ενώ προσπαθούσε ν' αποφασίσει αν θα κατέβαινε κάτω να φτιάξει ένα σάντουιτς, ή αν θα φύτευε μια σφαίρα στο κεφάλι του. Ο Πολ έβγαλε το πιστόλι από το συρτάρι. Το όπλο δεν ταίριαζε στο χέρι του έτσι όπως ταίριαζαν πάντα τα όπλα στους ήρωες των αγαπημένων του περιπετειών. Σκέφτηκε πως η αυτοκτονία ίσως να ήταν ένα εισιτήριο για την Κόλαση. Ή τ α ν απόλυτα σίγουρος πως η αναμάρτητη Πέρι δεν θα τον περίμενε εκεί κάτω. Απελπισμένος, αρπάχτηκε από την ελπίδα της τελικής συνάντησης σε μια άλλη ζωή. Έ β α λ ε το όπλο στο συρτάρι, κατέβηκε στην κουζίνα κι έφτιαξε ένα σάντουιτς: καπνιστό τυρί και πίκλες.
Κεφάλαιο 52
Ο ΝΟΛΙΓΟΥΛΦΣΤΑΝ, ιδιωτικός ντετέκτιβ, είχε μια οδοντοστοιχία τόσο τέλεια, που θα τη ζήλευε ακόμη και θεός, και ένα πρόσωπο που η ασχήμια του και μόνο έφτανε για ν' αμφισβητήσει κανείς σοβαρά την ύπαρξη μιας αγαθής θεότητας. Λευκά σαν το χιόνι και ολόισια. Υπέροχες μασητικές επιφάνειες, εξαιρετικοί κοπτήρες. Τέλειοι προγόμφιοι φωλιασμένοι σε απόλυτη ευθυγράμμιση ανάμεσα στους τραπεζίτες και τους κυνόδοντες. Ο Τζούνιορ, πριν γίνει φυσιοθεραπευτής, είχε σκεφτεί να σπουδάσει οδοντίατρος. Τελικά το είχε απορρίψει, γιατί δεν άντεχε την κακοσμία που προκαλεί η ουλίτιδα, ωστόσο του είχε μείνει η συνήθεια να προσέχει τα δόντια των άλλων και να εκτιμά μια οδοντοστοιχία τόσο αψεγάδιαστη σαν αυτή του ντετέκτιβ. Ακόμη και τα ούλα του Νόλι ήταν σε τέλεια κατάσταση: σφιχτά, ρόδινα, χωρίς ίχνος χαλάρωσης, τύλιγαν γ ε ρ ά το κάθε δόντι στη βάση του. Αυτό το υποδειγματικό στόμα δεν ήταν μόνο έργο της φύσης. Με όσα πρέπει να είχε ξοδέψει ο Νόλι για ν' αποκτήσει ένα τέτοιο χαμόγελο, κάποιος τυχερός οδοντίατρος σίγουρα θα είχε στολίσει τη νεαρή ερωμένη του με υπέροχα, πανάκριβα κοσμήματα. Δυστυχώς, αυτό το αστραφτερό χαμόγελο τελικά υπερτόνιζε τα φοβερά ελαττώματα του προσώπου που το εξέπεμπε. Χοντροκομμένο, βλογιοκομμένο, γεμάτο κρεατοελιές,
μι: μια μόνιμη σκιά από φυτρωμένα γένια, το πρόσωπο του ντετέκτιβ ήταν υπεράνω των δυνάμεων του καλύτερου πλαστικού χειρουργού στον κόσμο. Προφανώς, αυτός ήταν και ο λόγος που ο Νόλι επένδυε αποκλειστικά στους οδοντίατρους. Πριν από πέντε μέρες, κάνοντας τη λογική σκέψη ότι ένας αδίστακτος δικηγόρος θα ήξερε πώς να βρει έναν εξίσου αδίστακτο ιδιωτικό ντετέκτιβ, ακόμη και σε άλλη Πολιτεία, ο Τζούνιορ είχε τηλεφωνήσει στον Σάιμον Μάγκιουσον στο Σπρους Χιλς για μια εμπιστευτική σύσταση. Προφανώς, υπήρχε επίσης μια άτυπη αδελφότητα κακάσχημων αντρών, τα μέλη της οποίας έστελναν πελατεία ο ένας στον άλλο. Ο Μάγκιουσον - ο ασχημάντρας με το τεράστιο κεφάλι, τα μικροσκοπικά αυτιά και τα γουρλωτά μάτια- είχε συστήσει στον Τζούνιορ τον Νόλι Γούλφσταν. Τώρα, ο Νόλι έσκυψε συνωμοτικά πάνω από το γραφείο του, σαν κακός δράκος που ετοιμάζεται να καταβροχθίσει αθώα παιδάκια, και τα μικρά γουρουνίσια μάτια του γυάλισαν με ικανοποίηση. «Κατάφερα να επιβεβαιώσω τις υποψίες σας», είπε. Ο Τζούνιορ είχε απευθυνθεί στον Νόλι πριν από τέσσερις ημέρες, με ένα αίτημα που θα έφερνε σε δύσκολη θέση έναν ευυπόληπτο ιδιωτικό αστυνομικό. Ή θ ε λ ε να μάθει αν η Σεραφείμ Γουάιτ είχε γεννήσει σε νοσοκομείο του Σαν Φρανσίσκο στις αρχές του μήνα και πού θα μπορούσε να βρίσκεται το παιδί. Μη θέλοντας ν' αποκαλύψει τη σχέση του με τη Σεραφείμ κι έχοντας απορρίψει την ιδέα να στήσει μια ιστορία που ένας έμπειρος ντετέκτιβ θα μυριζόταν αμέσως ότι ήταν ψεύτικη, ήξερε πως το ενδιαφέρον του για το μωρό θα φαινόταν αναπόφευκτα ύποπτο. «Η δεσποινίς Γουάιτ εισήχθη στο νοσοκομείο Σεντ Μαίρη στις 5 Ιανουαρίου», είπε ο Νόλι, «με υπέρταση, που ήταν συνέπεια επιπλοκών στην εγκυμοσύνη της». Ο Τζούνιορ είχε σιγουρευτεί ότι βρήκε τον άνθρωπο που ήθελε αμέσως μόλις είδε το κτίριο όπου στεγαζόταν το γραφείο του Νόλι, ένα παλιό τούβλινο τριώροφο στην περιοχή του Νορθ Μπιτς. Ολόκληρο το ισόγειο φιλοξενούσε ένα στριπτιζάδικο. Το γραφείο του Νόλι ήταν στον τρίτο -χωρίς
ασανσέρ, μόνο μια στενή στριφογυριστή σκάλα-, στο τέρμα ενός άθλιου διαδρόμου με δάπεδο από φθαρμένο πλαστικό και τοίχους λεκιασμένους από κηλίδες, για την προέλευση των οποίων ήταν προτιμότερο να μην αναρωτιέται κανείς. Ο αέρας μύριζε φτηνό απολυμαντικό, τσιγαρίλα, ξινισμένη μπίρα και νεκρές ελπίδες. «Όπως είχατε υποθέσει», συνέχισε ο Νόλι, «η δεσποινίς Γουάιτ πέθανε στη διάρκεια του τοκετού, τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Ιανουαρίου». Το γραφείο του ντετέκτιβ, που το αποτελούσαν ένας προθάλαμος-μινιατούρα κι ένα άλλο μικροσκοπικό δωμάτιο στο οποίο δεχόταν τους πελάτες του, δεν διέθετε γραμματέα, αλλά φιλοξενούσε σίγουρα κάποια άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Ο Τζούνιορ, καθισμένος στην πολυθρόνα των πελατών, έχοντας μπροστά του τη σημαδεμένη από καψίματα τσιγάρου επιφάνεια του γραφείου του κι απέναντι του τον Νόλι, άκουσε, ή νόμισε πως άκουσε, ένα μικρό τρωκτικό να τρέχει πίσω του και κάτι σαν ροκάνισμα χαρτιών στο εσωτερικό της γεμάτης κηλίδες σκουριάς μεταλλικής αρχειοθήκης. Αρκετές φορές σήκωσε το χέρι να τρίψει το σβέρκο του, ή το τέντωσε για να ξύσει τον αστράγαλο του, με την ιδέα ότι τον τσιμπούσε κάποιο έντομο. «Το μωρό», συνέχισε ο Νόλι, «δόθηκε για υιοθεσία από την Οικογενειακή Πρόνοια της Καθολικής Εκκλησίας». «Το κορίτσι ανήκει στο δόγμα των βαπτιστών». «Ναι, αλλά το νοσοκομείο είναι των καθολικών, που προσφέρουν αυτή τη δυνατότητα σε όλες τις ανύπαντρες μητέρες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος». «Και πού είναι τώρα το παιδί;» Ό τ α ν ο Νόλι αναστέναξε και συνοφρυώθηκε, η ασχήμια έγινε ακόμη πιο έντονη στο χοντροκομμένο του πρόσωπο. «Κύριε Κάιν, λυπάμαι πολύ, αλλά είμαι αναγκασμένος να σας επιστρέψω τα μισά από τα χρήματα της αμοιβής μου». «Ε; Γιατί;» «Σύμφωνα με το νόμο, τα αρχεία των υιοθεσιών είναι απόρρητα και φυλάγονται τόσο καλά, που θα ήταν ευκολότερο να αποκτήσετε έναν πλήρη κατάλογο των μυστικών
πρακτόρων της CIA σε όλο τον κόσμο, παρά να βρείτε το συγκεκριμένο μωρό». «Μα εσείς, απ' ό,τι φαίνεται, μπήκατε ήδη στα αρχεία του νοσοκομείου...» « Ό χ ι . Οι πληροφορίες που σας έδωσα προέρχονται από το γραφείο του ανακριτή, απ' όπου εκδόθηκε το πιστοποιητικό θανάτου. Όμως, ακόμη κι αν έμπαινα στα αρχεία του Σεντ Μαίρη, δε θα κατάφερνα να βρω ούτε ένα στοιχείο σχετικά με το πού έδωσε η Οικογενειακή Πρόνοια το μωρό». Ο Τζούνιορ, προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει το ένα ή το άλλο πρόβλημα, έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα μάτσο κολλαριστά χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων. Στη χαρτοταινία της τράπεζας, που ήταν ακόμη περασμένη γύρω από το μάτσο, ήταν τυπωμένο το ποσό: 10.000$. Ο Τζούνιορ άφησε τα λεφτά πάνω στο γραφείο. «Τότε, μπες στα αρχεία της Οικογενειακής Πρόνοιας», είπε στον Νόλι. Ο ντετέκτιβ κοίταξε τα λεφτά με τη λαιμαργία που ένας κοιλιόδουλος θα κοίταζε ένα ψητό γουρουνάκι και με την ένταση με την οποία ένας σάτυρος θα κάρφωνε το βλέμμα του σε μια γυμνή καλλίγραμμη ξανθιά. «Αδύνατο. Το σύστημά τους είναι απόλυτα αδιάβλητο. Είναι σαν να μου ζητάς να μπω στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και να σου φέρω ένα εσώρουχο της βασίλισσας της Αγγλίας». Ο Τζούνιορ έσκυψε μπροστά κι έσπρωξε το μάτσο με τα λεφτά προς το μέρος του Νόλι. «Υπάρχουν μπόλικα απ' αυτά». Ο Νόλι έγνεψε αρνητικά και οι κρεατοελιές τρεμούλιασαν πάνω στα πλαδαρά του μάγουλα. «Ρώτησε όποιον υιοθετημένο θέλεις που προσπάθησε, σαν ενήλικος πια, να μάθει τα ονόματα των πραγματικών γονιών του. Πιο εύκολα σέρνεις φορτηγό τρένο σε ανηφόρα τραβώντας με τα δόντια». Με τα δόντια που έχεις εσύ, θα το έσερνες, σκέφτηκε ο Τζούνιορ, αλλά συγκρατήθηκε και δεν έκανε το σχόλιο. «Δεν μπορεί να μην υπάρχει κανένας τρόπος». «Μπορεί». Ο Νόλι έβγαλε από το συρτάρι του ένα φά-
κελο και τον άφησε πάνω από τη δεσμίδα με τα χαρτονομίσματα. «Σου επιστρέφω τα πεντακόσια από τα χίλια δολάρια της αμοιβής μου», είπε σπρώχνοντας και τα δύο προς το μέρος του Τζούνιορ. «Γιατί δε μου είπες από την αρχή ότι είναι αδύνατο;» Ο ντετέκτιβ ανασήκωσε τους ώμους του. «Το κορίτσι μπορεί να είχε γεννήσει σε νοσοκομείο τρίτης κατηγορίας, με χαλαρό έλεγχο των αρχείων και λιγότερο αδιάβλητο προσωπικό. Ή μπορεί το παιδί να είχε δοθεί για υιοθεσία μέσω κάποιου μεσάζοντα ιδιώτη, μόνο και μόνο για χρήματα. Τότε, θα υπήρχε η δυνατότητα να βρούμε κάτι. Ό τ α ν όμως έμαθα ότι γεννήθηκε στο Σεντ Μαίρη, κατάλαβα αμέσως ότι την είχαμε πατήσει». «Αφού υπάρχουν αρχεία, μπορούν και να παραβιαστούν». «Δεν είμαι διαρρήκτης, κύριε Κάιν. Ούτε θα ρισκάρω ποτέ μου να μπω φυλακή, όσα κι αν μου δώσει ο πελάτης. Επιπλέον, ακόμη κι αν καταφέρναμε να αποκτήσουμε πρόσβαση στους φακέλους τους, θα διαπιστώναμε ότι οι ταυτότητες των παιδιών είναι κωδικοποιημένες και, μη ξέροντας τον κώδικα, πάλι θα βρισκόμαστε στο σκοτάδι». «Επαίσχυντο». «Τι πράγμα;» ρώτησε ο ντετέκτιβ, που, με εξαίρεση την οδοντοστοιχία του, δεν ήταν ένα αυτοβελτιωμένο άτομο με εμπλουτισμένο λεξιλόγιο. «Κρίμα», εξήγησε ο Τζούνιορ. «Κατάλαβα τι εννοείς. Άκου, κύριε Κάιν, ποτέ δε θα γύριζα την πλάτη μου σε τόσα λεφτά, αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να τα κερδίσω τίμια». Παρά τη λαμπρότητά του, το χαμόγελο του ντετέκτιβ ήταν καθαρά μελαγχολικό, απόδειξη ότι ήταν αδύνατο να εντοπίσουν το μωρό της Σεραφείμ. Ό τ α ν ο Τζούνιορ κατέβηκε τα τρία πατώματα ως το δρόμο, διαπίστωσε ότι είχε πιάσει ψιλόβροχο. Ο ουρανός ήταν βαρύς και γκρίζος - η κρύα, βροχερή πόλη, που μέσα στις αμέτρητες τσιμεντένιες πτυχές της έκρυβε καλά τον Μπαρθόλομιου, δεν έμοιαζε πια με όαση πολιτισμού και άνεσης αλλά με τρομακτικό και επικίνδυνο άγνωστο τόπο.
Συγκριτικά, το κλαμπ με τις στριπτιζέζ στο ισόγειο -άφθονο νέον, φωτάκια θεάτρου που αναβόσβηναν ρυθμικά- του φάνηκε ζεστό και οικείο. Σαν καταφύγιο. Η πινακίδα υποσχόταν γυμνόστηθες χορεύτριες. Ο Τζούνιορ, αν και βρισκόταν ήδη μια βδομάδα στο Σαν Φρανσίσκο, ακόμη δεν είχε έρθει σε επαφή μ' αυτή την πρωτοποριακή μορφή τέχνης. Μπήκε στον πειρασμό να τρυπώσει στο μαγαζί. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: ο Νόλι Γούλφσταν, ο Κουασιμόδος χωρίς καμπούρα, προφανώς θα κατέφευγε σ' αυτό το πολύ βολικό στέκι στο ισόγειο της πολυκατοικίας του για να κατεβάσει μερικές μπίρες μετά τη δουλειά, γιατί αυτή θα ήταν και η μοναδική ευκαιρία του να πλησιάσει στοιχειωδώς ελκυστικές γυναίκες. Βλέποντάς τον, ο ντετέκτιβ θα νόμιζε ότι αυτός κι ο Τζούνιορ βρίσκονταν εκεί για τον ίδιο λόγο, για να χαζέψουν τα μισόγυμνα μωρά και να μαζέψουν υλικό για φαντασιώσεις προκειμένου να βγάλουν τη νύχτα. Ο Νόλι δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ότι ο Τζούνιορ ενδιαφερόταν μόνο για το χορό, για τη συγκίνηση που νιώθει κάθε φιλότεχνος όταν έρχεται σε επαφή με ένα νέο πολιτισμικό φαινόμενο. Εκνευρισμένος κι απογοητευμένος από πολλές απόψεις, ο Τζούνιορ επέστρεψε στην καινούρια του Σεβρολέτ Ιμπάλα κονβέρτιμπλ, που την είχε παρκάρει ένα τετράγωνο μακριά από το γραφείο του ντετέκτιβ. Το ολοκαίνουριο, κατακόκκινο μηχάνημα του φάνηκε ακόμη πιο όμορφο βρεγμένο απ' ό,τι του είχε φανεί όταν το είδε στη βιτρίνα της έκθεσης. Όμως, παρά την ομορφιά, τη δύναμη και την άνεση, το αυτοκίνητο δεν κατάφερε να του φτιάξει το κέφι καθώς διέσχιζε τους λόφους της πόλης. Κάπου μέσα σ' αυτούς τους σκοτεινούς, γλιστερούς δρόμους, σ' αυτά τα ψηλά σπίτια και στις απότομες ανηφόρες, κρυβόταν ασφαλές το μικρό αγόρι: μισός μαύρος, μισός λευκός, η καταδίκη του Κάιν Τζούνιορ.
Κεφάλαιο 53
Ο ΝΟΛΙ ΑΙΣΘΑΝΟΤΑΝ κάπως ανόητος περπατώντας στους κακόφημους δρόμους του Νορθ Μπιτς με μια άσπρη ομπρέλα με κόκκινες βούλες. Τον προστάτευε από τη βροχή όμως, κι ο Νόλι πάντα ε'δινε πολύ περισσότερη σημασία στα πρακτικά ζητήματα παρά στο στυλ. Την ομπρέλα την είχε ξεχάσει στο γραφείο του μια αφηρημένη πελάτισσα πριν από κάμποσους μήνες. Αλλιώς, ο Νόλι δεν θα είχε καν ομπρέλα. Ή τ α ν πολύ καλός ντετέκτιβ, αλλά σε ό,τι αφορούσε τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένος όσο θα ήθελε. Ποτέ δεν θυμόταν να βάλει στις άκρη τις τρύπιες κάλτσες του για μαντάρισμα. Και κάποτε φορούσε επί ένα σχεδόν χρόνο ένα στρογγυλό καπελάκι που είχε πάνω του μια τρύπα από σφαίρα, πριν θυμηθεί τελικά ν' αγοράσει καινούριο. Λίγοι άντρες φορούσαν καπέλα αυτή την εποχή. Ο Νόλι, από τα νεανικά του χρόνια, είχε καθιερώσει το στρογγυλό καπελάκι με το σκληρό μπορ. Στο Σαν Φρανσίσκο συχνά έκανε παγωνιά το χειμώνα και, επιπλέον, ο Νόλι είχε αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του από νωρίς. Τη σφαίρα τού την είχε ρίξει ένας αστυνομικός που ήταν τόσο άθλιος στο σημάδι όσο ήταν άσος στη διαφθορά. Αρχικά, είχε βάλει στόχο τον καβάλο του Νόλι. Αυτό είχε συμβεί πριν από δέκα χρόνια και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον είχε πυροβολήσει κάποιος. Η πραγματική δουλειά ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ δεν έχει καμιά σχέση με τα ηρωικά κατορθώματα που βλέπει κανείς
οτην τηλεόραση και στις ταινίες. Είναι ένα επάγγελμα με πολλή ρουτίνα και ελάχιστο κίνδυνο, αρκεί να ξέρεις να διαλέγεις τις υποθέσεις σου, που σημαίνει να μένεις μακριά από πελάτες σαν τον Ί ν ο χ Κάιν. Ο Νόλι έφτασε στο Μέγαρο Τόλμαν, τέσσερα τετράγωνα μακριά από το γραφείο του, σε ένα δρόμο πολύ πιο αναβαθμισμένο από τον δικό του. Κτίριο του 1930, το Μέγαρο Τόλμαν είχε έναν έντονο αέρα αρ ντεκό. Οι κοινόχρηστοι χώροι είχαν δάπεδα από πλάκες γρανίτη, ενώ μια μεγάλη τοιχογραφία που εξυμνούσε τη βιομηχανική επανάσταση φώτιζε το χολ της εισόδου. Στον τέταρτο όροφο, στη σουίτα της δόκτορος Κλερκλ, η πόρτα έστεκε μισάνοιχτη. Επειδή η ώρα ήταν περασμένη, η μικρή αίθουσα υποδοχής ήταν έρημη. Από τον προθάλαμο μπορούσε κανείς να μπει σε τρία δωμάτια. Τα δύο απ' αυτά φιλοξενούσαν τον πλήρη εξοπλισμό ενός σύγχρονου οδοντιατρείου και το τρίτο ήταν το γραφείο της γιατρού, που το μοιραζόταν με τη γραμματέα της. Αν η Καθλίν Κλερκλ ήταν άντρας, θα είχε ένα πολύ πιο άνετο ιατρείο, σε πιο σύγχρονο κτίριο, σε καλύτερη συνοικία της πόλης. Η γιατρός ήταν πολύ πιο ικανή και προσεκτική με τους πελάτες της από κάθε άντρα συνάδελφο της που είχε γνωρίσει ο Νόλι, αλλά στο επάγγελμά της οι προκαταλήψεις αδικούσαν ακόμη πολύ τις γυναίκες. Ο Νόλι κρέμασε την καμπαρντίνα και το καπέλο του στον ξύλινο καλόγερο, δίπλα στην είσοδο. Στην πόρτα του ενός από τους δύο χώρους του ιατρείου, εμφανίστηκε η Καθλίν φορώντας την οδοντιατρική μπλούζα της. «Είσαι έτοιμος να ταλαιπωρηθείς;» τον ρώτησε. «Αφού γεννήθηκα άνθρωπος, τι να κάνω». Ο Νόλι μπήκε στο ιατρείο και πήρε θέση στην οδοντιατρική πολυθρόνα χωρίς κανένα φόβο. «Θα χρησιμοποιήσω την ελάχιστη δυνατή δόση νοβοκαΐνης για να μην είναι μουδιασμένο το στόμα σου στο δείπνο», του είπε η Καθλίν. Η γιατρός αφαίρεσε μια προσωρινή θήκη από τον δεύτερο γομφίο τής κάτω αριστερής γνάθου και την αντικατέ-
οτηοε με τη μόνιμη από πορσελάνη, που είχε φτάσει από το εργαστήριο την ίδια μέρα το πρωί. Του Νόλι του άρεσε να παρακολουθεί τα χέρια της όταν δούλευαν. Ή τ α ν λεπτά και γεμάτα χάρη, σαν χέρια νεαρού κοριτσιού. Του άρεσε επίσης το πρόσωπο της. Η Καθλίν δεν φορούσε μεϊκάπ κι έπιανε τα μαλλιά της κότσο χαμηλά στο λαιμό. Κάποιοι μπορεί να τη χαρακτήριζαν αδιάφορη, αλλά ο Νόλι έβρισκε τα χαρακτηριστικά της πολύ χαριτωμένα, ειδικά τη μικρή ανασηκωμένη μυτούλα της. Μόλις τελείωσε, η Καθλίν του έδωσε έναν καθρέφτη για να θαυμάσει την καινούρια θήκη του. Ύ σ τ ε ρ α από πέντε χρόνια οδοντιατρικής θεραπείας, μοιρασμένης έτσι που να μην επιβαρύνει καθόλου τον Νόλι, η Καθλίν είχε κάνει θαύματα εκεί που η φύση είχε κάνει αδικίες και του είχε χαρίσει μια γερή οδοντοστοιχία κι ένα τέλειο χαμόγελο. Αυτή η τελευταία θήκη ήταν η τελική πινελιά στη συνολική ανακαίνιση. Η Καθλίν έλυσε τα μαλλιά της, χτενίστηκε κι ο Νόλι την πήγε για δείπνο στο αγαπημένο τους ρεστοράν, που ήταν διακοσμημένο σαν σαλούν πολυτελείας και είχε μια θέα στον κόλπο που θα τη ζήλευε κι ο Θεός ο ίδιος. Πήγαιναν εκεί τόσο συχνά, που ο μαιτρ τούς χαιρετούσε με τα ονόματά τους, το ίδιο κι ο σερβιτόρος. Ο Νόλι ήταν κι εκεί «Νόλι», όπως ήταν συνήθως για όλους, αλλά η Καθλίν ήταν «κυρία Γούλφσταν». Παρήγγειλαν μαρτίνι και όταν η Καθλίν, μελετώντας τον κατάλογο, ρώτησε το σύζυγο της τι θα του άρεσε να φάει, ο Νόλι πρότεινε: «Στρείδια;» «Ναι, θα τα χρειαστείς», είπε η Καθλίν και το χαμόγελο της μόνο αδιάφορο δεν ήταν. Ενώ απολάμβαναν το ποτό τους, η Καθλίν τον ρώτησε για τον πελάτη του κι ο Νόλι της απάντησε: «Το έχαψε το παραμύθι. Δεν πρόκειται να τον ξαναδώ». Ο φάκελος με τα στοιχεία της υιοθεσίας του μωρού της Σεραφείμ Γουάιτ δεν ήταν απόρρητος, για το λόγο ότι την κηδεμονία του παιδιού την είχε αναλάβει η οικογένεια της νεκρής μητέρας.
«Κι αν ανακαλύψει την αλήθεια;» ρώτησε ανήσυχη η Καθλίν. «Θα σκεφτεί ότι είμαι ένας ανίκανος ντετέκτιβ. Αν ξανάρθει στο γραφείο και ζητήσει πίσω τα πεντακόσια δολάριά του, θα του τα δώσω». Έ ν α κεράκι έκαιγε μέσα σ' ένα καντηλέρι από διάφανο κίτρινο γυαλί. Στα μάτια του Νόλι, το πρόσωπο της Καθλίν φάνταζε να ακτινοβολεί πιο δυνατά από τη φλόγα. Το κοινό ενδιαφέρον τους για το χορό είχε γίνει η αφορμή της γνωριμίας τους, όταν κάποτε είχαν χρειαστεί και οι δυο παρτενέρ για ένα διαγωνισμό φοξ-τροτ και σουίνγκ. Ο Νόλι έκανε μαθήματα χορού πέντε χρόνια πριν γνωρίσει την Καθλίν. «Σου είπε τελικά ο τύπος γιατί θέλει να βρει αυτό το μωρό;» «Όχι. Αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα είναι καλύτερα για το παιδάκι να μην το βρει ποτέ ένας τύπος σαν κι αυτόν». «Γιατί είναι τόσο σίγουρος ότι είναι αγόρι;» ρώτησε η Καθλίν. «Ιδέα δεν έχω. Ούτε του είπα την αλήθεια. Ό σ ο λιγότερα ξέρει, τόσο το καλύτερο. Δεν μπορώ να φανταστώ τα κίνητρά του, αν όμως ήταν να τον ψάξω ακολουθώντας τα πατήματά του, θα έψαχνα για ίχνη από διχαλωτές οπλές». «Πρόσεχε, Σέρλοκ». «Δε με τρομάξει ο τύπος», είπε ο Νόλι. «Κανένας δε σε τρομάζει εσένα. Αλλά μην ξεχνάς ότι τα καλά καπέλα δεν είναι φτηνά». «Μου πρόσφερε δέκα χιλιάδες δολάρια για να παραβιάσω τα αρχεία της Οικογενειακής Πρόνοιας της Καθολικής Εκκλησίας». «Κι εσύ του απάντησες πως δεν το κάνεις για λιγότερα από είκοσι;» Αργότερα, στο σπίτι τους και στο κρεβάτι, αφού ο Νόλι είχε αποδείξει ότι τα στρείδια άξιζαν τη φήμη τους, αυτός και η Καθλίν έμειναν ξαπλωμένοι, πιασμένοι από το χέρι. Ύστερα από ένα διάστημα γλυκιάς συντροφικής σιωπής, ο Νόλι είπε: «Είναι μυστήριο». «Ποιο;»
«Γιατί είσαι μαζί μου». «Καλοσύνη, ευγένεια, σεμνότητα, δύναμη ψυχής». «Αρκούν αυτά;» «Χαζούλη». «Ο Κάιν είναι σαν αστέρας του σινεμά». « Έ χ ε ι ωραία δόντια;» ρώτησε η Καθλίν. «Καλά. Ό χ ι τέλεια». «Φίλησέ με, λοιπόν, κύριε Τέλειε».
Κεφάλαιο 54
Κ Α Θ Ε ΜΗΤΕΡΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ πως το μωρό της είναι το πιο όμορφο του κόσμου και θα παραμείνει πεισμένη γι' αυτό ακόμη κι όταν η ίδια έχει περάσει τα εκατό και το παιδί της έχει σημαδευτεί από εμπειρίες και βάσανα οχτώ δεκαετιών. Κάθε μητέρα πιστεύει επίσης πως το μωρό της είναι το εξυπνότερο του κόσμου. Δυστυχώς, ο χρόνος και οι επιλογές του παιδιού συνήθως την αναγκάζουν να αλλάξει γνώμη, πράγμα που δεν συμβαίνει όμως και με την άποψή της για τα φυσικά του χαρίσματα. Μήνα το μήνα, στον πρώτο χρόνο της ζωής του Μπάρτι, η πεποίθηση της Άγκνες ότι το μω@ό της ήταν εξαιρετικά έξυπνο απλώς επιβεβαιωνόταν από την ίδια του την ανάπτυξη. Στο τέλος τοτ> δεύτερου μήνα, τα περισσότερα μωρά ανταποκρίνονται με χαμόγελο στα χαμόγελα των μεγάλων και γύρω στον τέταρτο μήνα της ζωής τους είναι πια σε θέση να χαμογελάσουν αυθόρμητα. Ο Μπάρτι χαμογελούσε συχνά από την ηλικία των δύο εβδομάδων. Στον τρίτο μήνα, πολλά μωρά μπορούν να κάνουν γελάκια, αλλά το πρώτο γέλιο του Μπάρτι ακούστηκε όταν ήταν έξι εβδομάδων. Στην αρχή του τρίτου μήνα, αντί στο τέλος του πέμπτου που είναι το αναμενόμενο, μπορούσε να συνθέτει τις πρώτες συλλαβές: «Μπα-μπα-μπα, γκα-γκα-γκα, λα-λα-λα, κακα-κα». Στο τέλος του τέταρτου, αντί στον έβδομο, ο Μπάρτι είπε «μαμά», καταλαβαίνοντας τη σημασία της λέξης. Και την
ε π α ν α λ ά μ β α ν ε όποτε ήθελε να τραβήξει την προσοχή της Άγκνες.
Ή τ α ν ικανός να παίξει «Κούκου! Τα!» από τον πέμπτο μήνα, αντί στον όγδοο, και να στέκεται όρθιος, όταν πιανόταν α π ό κάπου, στον έκτο μήνα, αντί στο τέλος του όγδοου. Στον ένατο μήνα το λεξιλόγιο του είχε επεκταθεί σε δεκ α ε ν ν ι ά λέξεις, όταν στην ίδια ηλικία ακόμη κι ένα πολύ αναπτυγμένο μωρό δεν λέει καθαρά πάνω από τέσσερις. Η δεύτερη λέξη του Μπάρτι μετά το μαμά ήταν μπαμπά και του την έμαθε η Άγκνες δείχνοντάς του φωτογραφίες του Τζο. Η τρίτη λεξούλα ήταν: πίτα. Τον Ίντομ τον φώναζε l-μπομ και η Μαρία ήταν η Μιία. Ό τ α ν ο Μπάρτι είπε για πρώτη φορά «Κάι-τζουμπ» δείχνοντας με τεντωμένο δάχτυλο το θείο του, ο Τζέικομπ, προς μεγάλη έκπληξη της Άγκνες, έκλαψε από χαρά. Ο Μπάρτι άρχισε να κάνει στρατούλες στον δέκατο μήνα και στον ενδέκατο περπατούσε κανονικά. Στον δωδέκατο μήνα της ζωής του είχε μάθει πια το γιογιό και κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει το χρωματιστό ψηλό κανατάκι του δήλωνε με περηφάνια σε όλους όσοι ήταν παρόντες: «Μπάρτι πιπί». Την 1η Ιανουαρίου του 1966, πέντε μέρες πριν από τα πρώτα του γενέθλια, η Άγκνες βρήκε τον Μπάρτι στο πάρκο του, αφοσιωμένο σ' ένα ασυνήθιστο παιχνίδι με τα δάχτυλα των ποδιών του. Δεν τραβούσε ούτε ξεχώριζε στην τύχη τα δαχτυλάκια του, αλλά με το δείκτη και τον αντίχειρα γράπωνε σταθερά το μικρό δάχτυλο του ποδιού και συνέχιζε πιάνοντας ένα ένα τα υπόλοιπα, με την κανονική τους σειρά, ως το μεγάλο. Ύστερα έστρεψε την προσοχή του στο άλλο πόδι, όπου έπιασε πρώτα το μεγάλο δάχτυλο και συνέχισε συστηματικά φτάνοντας ως το μικρό. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο Μπάρτι ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος και έδειχνε σκεφτικός. Αφού είχε πιάσει και το δέκατο δαχτυλάκι, το κοίταξε ζαρώνοντας το μέτωπο του. Έ π ε ι τ α έφερε το ένα χέρι μπροστά στο πρόσωπο του και περιεργάστηκε τα δάχτυλα. Το ίδιο έκανε και με το δεύτερο χέρι.
Ύστερα ξανάρχισε να πιάνει τα δάχτυλα του ενός ποδιού, με την ίδια σειρά όπως πριν. Και μετά του άλλου, πάντα με σειρά. Η Άγκνες είχε την παράλογη εντύπωση ότι το μωρό της μετρούσε, όταν στην ηλικία του ήταν αδύνατο να έχει την αίσθηση των αριθμών. «Αγάπη μου, τι κάνεις;» του είπε, γονατίζοντας στο πάτωμα για να τον βλέπει ανάμεσα από τα φαρδιά ξύλινα καγκελάκια. Ο Μπάρτι χαμογέλασε και σήκωσε το ένα του πόδι. «Αυτά είναι τα δάχτυλά σου», είπε η Άγκνες. «Δάτυλα», επανέλαβε αμέσως ο Μπάρτι με τη γλυκιά, κελαηδιστή φωνούλα του. Ήταν μια καινούρια λέξη γι' αυτόν. Η Άγκνες έχωσε το χέρι της ανάμεσα στα κάγκελα του πάρκου και γαργάλισε τρυφερά τα ρόδινα δαχτυλάκια του αριστερού του ποδιού. «Δάχτυλα». Ο Μπάρτι γέλασε κακαριστά. «Δάτυλα». «Μπράβο, Μπάρτι». Το μωρό έδειξε το πόδι του. «Δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα». «Πολύ έξυπνο παιδάκι, αλλά δεν τα καταφέρνεις ακόμη στη συζήτηση». Ο Μπάρτι σήκωσε το ένα του χέρι κουνώντας τα δάχτυλα. «Δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα». «Πολλά δάχτυλα», είπε η Άγκνες. «Δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα, δάτυλα». «Μάλλον έχεις δίκιο».
Πέντε μέρες αργότερα, το πρωί της ημέρας των γενεθλίων του Μπάρτι, η Άγκνες κι ο Ίντομ ήταν στην κουζίνα και προετοιμάζονταν για τις επισκέψεις που είχαν εξασφαλίσει στην Άγκνες τον τίτλο «Η Κυρία με τις Πίτες». Ο Μπάρτι ήταν στο καρεκλάκι του κι έτρωγε ένα μπισκότο βανίλιας ελαφρά βουτηγμένο στο γάλα. Κάθε φορά που του έπεφτε ένα ψίχουλο, το αγοράκι το μάζευε επιδέξια από το δίσκο και το έχωνε στο στόμα του.
Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ήταν αραδιασμένες αφράτες, φρεσκοψημένες μηλόπιτες. Ο Μπάρτι έδειξε το τραπέζι. «Πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα». «Λεν είναι για σένα», του είπε η Άγκνες. «Τη δική μας την έχουμε κρατήσει στην άκρη». «Πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα», επανέλαβε ο Μπάρτι, στον ίδιο θριαμβευτικό τόνο που χρησιμοποιούσε για ν' αναγγείλει «Μπάρτι πιπί» και που δήλωνε απόλυτη ικανοποίηση από τον εαυτό του. «Κανένας δεν τρώει πίτα πρωί πρωί», είπε τρυφερά η Άγκνες. «Θα φας με το βραδινό σου». Τεντώνοντας το δαχτυλάκι του προς το τραπέζι κάθε φορά που επαναλάμβανε τη λέξη, ο Μπάρτι επέμεινε. «Πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα». Ο Ίντομ είχε στραφεί από το κουτί με τα τρόφιμα που ετοίμαζε. Κοιτώντας συνοφρυωμένος τις πίτες πάνω στο τραπέζι, μουρμούρισε: «Δε φαντάζομαι...» Η Άγκνες κοίταξε τον αδερφό της. «Τι δε φαντάζεσαι;» «Δεν μπορεί», είπε ο Ίντομ. «Πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα». Ο Ίντομ πήρε δυο πίτες από το τραπέζι και τις έβαλε πάνω στον πάγκο, κοντά στους φούρνους. Ο Μπάρτι ακολούθησε τις κινήσεις του θείου του και ύστερα ξανακοίταξε το τραπέζι. «Πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα, πίτα». Ο Ίντομ μετέφερε άλλες δυο πίτες από το τραπέζι στον πάγκο. Τεντώνοντας τέσσερις φορές το δαχτυλάκι του προς το τραπέζι, ο Μπάρτι είπε: «Πίτα, πίτα, πίτα, πίτα». Μόλο που τα χέρια της έτρεμαν και τα γόνατά της ήταν έτοιμα να λυγίσουν, η Άγκνες σήκωσε άλλα δυο ταψάκια από το τραπέζι. Δείχνοντας με το δάχτυλο τεντωμένο το καθένα από τα δυο γλυκά που απέμεναν, ο Μπάρτι είπε: «Πίτα, πίτα». Η Άγκνες ξανάφησε στο τραπέζι τις δυο πίτες που κρατούσε.
«Πίτα, πίτα, πίτα, πίτα», είπε ο Μπάρτι, χαμογελώντας της περήφανα. Κατάπληκτη, η Άγκνες είχε απομείνει να κοιτάξει το μωρό της με το στόμα ανοιχτό. Ο κόμπος που είχε κλείσει το λαιμό της ήταν από τη μια περηφάνια και δέος κι από την άλλη φόβος, αν και δεν κατάλαβε από την αρχή γιατί θα έπρεπε να την τρομάζει αυτή η πρώιμη και θαυμαστή ανάπτυξη του παιδιού. Μία, δυο, τρεις, τέσσερις. Ο Ίντομ πήρε από το τραπέζι όλες τις πίτες που υπήρχαν. Έ δ ε ι ξ ε τον Μπάρτι και ύστερα το άδειο τραπέζι. Ο Μπάρτι αναστέναξε σαν να είχε απογοητευτεί. «Όχι πίτα». «Ω Θεέ μου!» είπε η Άγκνες. « Έ ν α χρόνο ακόμη και το αυτοκίνητο θα το οδηγεί ο Μπάρτι αντί για μένα», είπε ο Ίντομ. Η Άγκνες συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ο φόβος της πήγαζε από την πεποίθηση που εξέφραζε πολύ συχνά ο πατέρας της, ότι η προσπάθεια να διακριθεί κανείς σε οτιδήποτε ήταν βαρύ αμάρτημα που μια μέρα θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά. Σύμφωνα με την άποψη του, κάθε μορφή διασκέδασης ήταν αμαρτία κι όσοι απολάμβαναν ακόμη και την απλούστερη ευχαρίστηση ήταν χαμένες ψυχές. Οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, όμως, ήταν εκείνοι που στόχευαν στο να διασκεδάζουν τους άλλους, γιατί ήταν γεμάτοι ματαιοδοξία και εγωισμό, γιατί πάσχιζαν να ξεχωρίσουν και να λάμψουν, για να γίνουν αυτοί ψεύτικοι, επίγειοι θεοί και να λατρεύονται όπως μόνο ο αληθινός Θεός πρέπει να λατρεύεται από τους ανθρώπους. Ηθοποιοί, μουσικοί, τραγουδιστές, συγγραφείς, ήταν όλοι καταδικασμένοι στην Κόλαση από τις ίδιες τις δημιουργικές πράξεις τους, που μέσα στην εγωμανία τους τις έβλεπαν σαν ισάξιες με το έργο του Δημιουργού τους. Η επιθυμία για διάκριση σε οτιδήποτε ήταν σημάδι διαφθοράς της ψυχής, είτε ήθελε κανείς να αναγνωρίζεται σαν πολύ καλός ξυλουργός ή σαν μηχανικός αυτοκινήτων, είτε ήθελε να βραβευτούν τα τριαντάφυλλά του σε διαγωνισμό για το ωραιότερο τριαντάφυλλο. Το ταλέντο, κατά την άποψη του πατέρα της, δεν ήταν δώρο του Θεού αλλά
του διαβόλου και είχε στόχο να αποσπά τον άνθρωπο από την προσευχή, τη μετάνοια και το καθήκον. Χωρίς την υπεροχή και τη διάκριση, όμως, δεν θα υπήρχε πολιτισμός, οΰτε πρόοδος οΰτε χαρά. Η Άγκνες απόρησε που αυτή η φαρμακερή ακίδα της φιλοσοφίας του πατέρα της είχε σφηνώσει τόσο βαθιά στο υποσυνείδητο της, τρομάζοντάς τη χωρίς λόγο. Κι αυτή που νόμιζε ότι είχε απαλλαγεί οριστικά από την επιρροή του... Αν το πανέμορφο μωρό της έμελλε να γίνει παιδί-θαΰμα σε οποιονδήποτε τομέα, θα ευχαριστούσε τον Θεό για το ταλέντο που του χάρισε και θα έκανε τα πάντα για να το βοηθήσει να εκπληρώσει το πεπρωμένο του. Πλησίασε το τραπέζι της κουζίνας και σάρωσε την επιφάνειά του με το χέρι της, σαν να ήθελε να δείξει ότι ήταν άδειο. Ο Μπάρτι ακολούθησε την κίνηση του χεριού της, ανασήκωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο της, δίστασε και τελικά είπε ερωτηματικά: «Όχι πίτα;» «Ακριβώς», του απάντησε η Άγκνες μ' ένα λαμπερό χαμόγελο. Το μωρό ενθουσιάστηκε μ' αυτό το χαμόγελο επιδοκιμασίας. «Όχι πίτα!» φώναξε θριαμβευτικά. «Όχι πίτα!» συμφώνησε η Άγκνες. Και ύστερα έκλεισε το προσωπάκι του ανάμεσα στις παλάμες της και το γέμισε φιλιά.
Κεφάλαιο 55
Γ Ι Α ΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ κινεζικής καταγωγής - κ α ι το Σαν Φρανσίσκο έχει πολλούς τέτοιους- το 1965 ήταν η Χρονιά του Φιδιού. Για τον Κάιν Τζούνιορ ήταν η Χρονιά του Ό π λ ο υ - π α ρ ' ότι δεν ξεκίνησε έτσι. Ο πρώτος χρόνος του Τζούνιορ στο Σαν Φρανσίσκο ήταν ένας χρόνος πολύ σημαντικός για το έθνος και για τον κόσμο γενικότερα. Πέθανε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ένας από τους σημαντικότερους άντρες του αιώνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυσαν τις πρώτες αεροπορικές επιθέσεις τους εναντίον του Βόρειου Βιετνάμ και ο Λίντον Τζόνσον ανέβασε σε 150.000 τον αριθμό των στρατιωτών που στάλθηκαν σ' αυτό τον πόλεμο. Έ ν α ς Σοβιετικός κοσμοναύτης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που περπάτησε στο διάστημα, έξω από ένα διαστημόπλοιο σε τροχιά. Φυλετικές ταραχές συγκλόνισαν για πέντε ολόκληρες μέρες το Γουάτς. Ο Σάντι Κόουφαξ, παίκτης του μπέιζμπολ στους Λος Άντζελες Ντότζερς, έκανε ένα τέλειο παιχνίδι, στο οποίο ούτε ένας μπάτερ δεν έφτασε ως την πρώτη βάση. Πέθανε ο Τ. Σ. Έ λ ι ο τ και ο Τζούνιορ αγόρασε μια από τις συλλογές του ποιητή μέσω της λέσχης Το Βιβλίο του Μήνα. Κι άλλες διασημότητες έφυγαν εκείνη τη χρονιά: Ο «Λιγνός» Σταν Λόρελ, ο Νατ Κινγκ Κόουλ, ο Λε Κορμπιζιέ, ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ο Σόμερσετ Μομ... Η Ίντιρα Γκάντι έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ινδίας, ενώ η ανεξήγητη και πολύ ενοχλητική επιτυχία των Μπιτλς συνεχιζόταν αμείωτη. Εκτός από την αγορά του βιβλίου του Τ, Σ. Έλιοτ, που
τελικά δεν βρήκε χρόνο να το διαβάσει, ο Τζούνιορ είχε μόνο μια γενική και αόριστη συνείδηση των γεγονότων της επικαιρότητας, αφού στο κάτω κάτω ήταν επίκαιρα, ενώ αυτός προσπαθούσε πάντα να εστιάζει τα ενδιαφέροντά του στο μέλλον. Οι ειδήσεις της ημέρας ήταν γι' αυτόν κάτι σαν μουσική στο χώρο, σαν ραδιόφωνο που ακουγόταν να παίζει από το διπλανό διαμέρισμα. Ζούσε σε ακριβή συνοικία, στο Ράσιαν Χιλ, σ' ένα αριστοκρατικό κτίριο με ανάγλυφες διακοσμήσεις βικτοριανής περιόδου. Το διαμέρισμά του είχε μια άνετη κρεβατοκάμαρα και περιλάμβανε επίσης μια μεγάλη κουζίνα με μια χαριτωμένη πρόσθετη γωνιά πρωινού κι ένα πολύ ευρύχωρο καθιστικό που τα παράθυρά του έβλεπαν στην ονομαστή Λόμπαρντ Στρητ. Το σπαρτιατικό ντεκόρ στο σπίτι του Τόμας Βανάντιουμ είχε κολλήσει στο μυαλό του Τζούνιορ και διακόσμησε το καθιστικό του διαμερίσματος του επηρεασμένος από το στυλ του ντετέκτιβ. Έ β α λ ε ελάχιστα έπιπλα, αλλά όλα καινούρια και ασύγκριτα καλύτερης ποιότητας από το σκουπιδαριό στο σπίτι του Βανάντιουμ: λεία, στιλπνά, μοντέρνα δανέζικα έπιπλα -ξύλο πεκάν και χνουδωτή σκούρα μπεζ ταπετσαρία. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί. Το μοναδικό διακοσμητικό αντικείμενο στο χώρο ήταν ένα έργο τέχνης, ένα γλυπτό. Ο Τζούνιορ παρακολουθούσε μεταπτυχιακά μαθήματα εκτίμησης έργων τέχνης και όργωνε σχεδόν καθημερινά τις αμέτρητες γκαλερί της πόλης για να πλουτίζει τις γνώσεις του. Είχε αποφασίσει να αποφύγει να δημιουργήσει μια συλλογή, ώσπου να γίνει τόσο ειδικός σε ζητήματα τέχνης όσο και κάθε διευθυντής μουσείου της πόλης. Το μόνο κομμάτι που αγόρασε ήταν ενός νεαρού καλλιτέχνη της Περιοχής του Κόλπου, του Μπάβελ Πορίφεραν, για τον οποίο οι κριτικοί τέχνης σε όλη τη χώρα συμφωνούσαν στο εξής: είχε πολύ μέλλον και θα έκανε πολύ σημαντική καριέρα. Το γλυπτό τού είχε κοστίσει πάνω από εννιά χιλιάδες δολάρια, εξαιρετική σπατάλη για έναν άντρα που ζούσε από το εισόδημα που είχε κερδίσει με τον ιδρώτα του και που προσπαθούσε να επενδύσει, συνετά. Όμως, η παρουσία του
γλυπτού στο καθιστικό του θα βοηθούσε να τον χαρακτηρίσουν οι επαΐοντες ως άνθρωπο με γούστο, καλλιεργημένο και εξαιρετικά ευαίσθητο. Το γλυπτό, ύψους ένα κι ογδόντα, ήταν μια γυμνή γυναίκα φτιαγμένη ολόκληρη από σκουριασμένα μέταλλα και παλιοσίδερα. Τα πέλματα και τα δάχτυλά της σχηματίζονταν από γρανάζια κάθε μεγέθους κι από λυγισμένες λάμες μαχαιριών. Πιστόνια, σιδεροσωλήνες και συρματόπλεγμα συνέθεταν τα πόδια της. Τα στήθη της ήταν σφυρήλατα κατσαρολάκια και οι θηλές της βίδες με εξαγωνικές κεφαλές. Δυο χέρια από κομμάτια τσίγκινης τσουγκράνας ήταν σταυρωμένα πάνω στο δύσμορφο μπούστο. Πάνω σ' ένα πρόσωπο φτιαγμένο από λυγισμένα πιρούνια και πτερύγια εξαεριστήρα, μαύρες, άδειες κόγχες ατένιζαν το κενό σαν μάτια ψυχής σε αιώνιο μαρτύριο, ενώ ένα φαρδύ σκίσιμο έδινε σχήμα στην κραυγή ενός στόματος που ούρλιαζε βουβά στον κόσμο τον τρόμο και τη φρίκη του. Πολύ συχνά, όταν ο Τζούνιορ γύριζε σπίτι ύστερα από τη βόλτα του στις γκαλερί ή από το δείπνο σε κάποιο ακριβό εστιατόριο, η Βιομηχανική Γυναίκα -αυτόν το τίτλο είχε δώσει ο καλλιτέχνης στο έργο του- του έκοβε τη χολή και του χαλούσε τη γαλήνια διάθεσή του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε τσιρίξει έντρομος, πριν συνειδητοποιήσει ότι αυτό που αντίκριζε ήταν απλώς το πολύτιμο γλυπτό του. Άλλες φορές πάλι, που τύχαινε να ξυπνήσει από κακό όνειρο, του φαινόταν πως άκουγε σούρσιμο από πατούσεςγρανάζια. Τρίξιμο από σκουριασμένες μεταλλικές κλειδώσεις. Τον ανατριχιαστικό ήχο από δάχτυλα-τσουγκράνες που τρίβονταν το ένα στο άλλο. Συνήθως, έμενε ακίνητος κι αφουγκραζόταν με όλο του το κορμί τεντωμένο, μέχρι που η διάρκεια της σιωπής τον έπειθε ότι είχε ακούσει αυτούς τους ήχους στο όνειρο του και όχι στην πραγματικότητα. Όποτε δεν τον καθησύχαζε η σιωπή, σηκωνόταν από το κρεβάτι και πήγαινε στο καθιστικό για να διαπιστώσει ότι η μεταλλική γυναίκα του ήταν πάντα εκεί όπου την είχε στήσει, με το πρόσωπο της από πιρούνια και πτερύγια συσπασμένο σε μια αιώνια, άηχη κραυγή.
Αυτό βεβαίως ήταν το νόημα της τέχνης: να ταράζει, να ενοχλεί, να μη ο' αφήνει σε ησυχία με τον εαυτό σου και τον κόσμο, να υπονομεύει τη συμβατική αίσθηση της πραγματικότητας και να σε κάνει να αναθεωρείς όλα όσα έπαιρνες ως δεδομένα. Έ ν α πραγματικό έργο τέχνης πρέπει να σε κομματιάζει συναισθηματικά, να σε συγκλονίζει πνευματικά, να σου προκαλεί ακόμη και οργανική ταραχή και να σε γεμίζει απέχθεια για όλες αυτές τις πολιτιστικές παραδόσεις και συνήθειες που μας πετάνε, μας βυθίζουν και μας πνίγουν στη θάλασσα του κομφορμισμού. Αυτά είχε καταλάβει ο Τζούνιορ στα μεταπτυχιακά μαθήματα εκτίμησης τέχνης που παρακολουθούσε. Αρχές Μαΐου, επέκτεινε την αυτοβελτίωσή του ξεκινώντας μαθήματα γαλλικών. Η γλώσσα του έρωτα. Τον Ιούνιο αγόρασε ένα περίστροφο. Δεν σκόπευε να το χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει κάποιον. Όντως, θα έβγαζε όλο το 1965 χωρίς να αφαιρέσει άλλη ζωή. Ο πυροβολισμός του Σεπτεμβρίου δεν ήταν μοιραίος. Ή τ α ν οδυνηρός, μπελαλίδικος, αξιοθρήνητος, αλλά αναγκαίος και καλά υπολογισμένος, ώστε να προκαλέσει όσο το δυνατόν μικρότερο κακό. Πριν απ' αυτό, όμως, αρχές Ιουλίου, ο Τζούνιορ σταμάτησε τα γαλλικά. Ή τ α ν μια απίστευτη γλώσσα. Δύσκολη στην προφορά. Ηλίθια στο συντακτικό. Έτσι κι αλλιώς, καμιά από τις ωραίες γυναίκες που γνώριζε δεν μιλούσε γαλλικά, ούτε την ένοιαζε αν τα μιλούσε αυτός. Τον Αύγουστο ενδιαφέρθηκε για το διαλογισμό. Ξεκίνησε το διαλογισμό με μια μορφή αυτοσυγκέντρωσης που ονομάζεται «σπερματικός διαλογισμός», κατά την οποία πρέπει να κλείσεις τα μάτια και να επικεντρώσεις τη σκέψη σου σ' ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ένα «σπέρμα», που το φαντάζεσαι σε όλες του τις λεπτομέρειες, διώχνοντας καθετί άλλο από το μυαλό σου. Ο δάσκαλος του, ο Μπομπ Τσικέιν, που ερχόταν στο διαμέρισμα δυο φορές την εβδομάδα για να τον διδάξει, τον συμβούλευσε να φανταστεί ένα τέλειο φρούτο ως αντικείμε-
νο διαλογισμού. Έ ν α μήλο, ένα αχλάδι, ένα πορτοκάλι, οτιδήποτε. Αυτό δεν λειτούργησε στην περίπτωση του Τζούνιορ. Κατά περίεργο τρόπο, κάθε φορά που εστίαζε τη σκέψη του σε οποιοδήποτε φρούτο -μήλο, βερίκοκο, μπανάνα-, το μυαλό του τριγύριζε στο σεξ, ερεθιζόταν και δεν υπήρχε πια περίπτωση να αυτοσυγκεντρωθεί. Τελικά, βολεύτηκε με τη νοητή εικόνα μιας μπάλας του μπόουλινγκ και χρησιμοποιούσε αυτή σαν «σπέρμα» αυτοσυγκέντρωσης. Ή τ α ν ένα λείο, απόλυτα σφαιρικό αντικείμενο που προκαλούσε αισθησιακές σκέψεις, αλλά δεν κέντριζε το λίμπιντο του. Στις 7 Σεπτεμβρίου, Τρίτη βράδυ, αφού είχε μείνει ένα μισάωρο στη στάση του λωτού χωρίς να σκέφεται τίποτ' άλλο εκτός από μια σκληρή άσπρη μπάλα με δυο τρύπες-λαβές στο επάνω μέρος της και τον αριθμό 1 στο πλάι, ο Τζούνιορ πήγε για ύπνο στις έντεκα κι έβαλε το ξυπνητήρι στις τρεις το πρωί, γιατί εκείνη την ώρα σκόπευε να αυτοπυροβοληθεί. Κοιμήθηκε καλά, ξύπνησε φρέσκος και έκανε πέρα τα σκεπάσματα. Πάνω στο κομοδίνο του ήταν μια κανάτα νερό, ένα ποτήρι και ένα μπουκαλάκι φαρμακείου με ισχυρά παυσίπονα. Κατάπιε μια από τις κάψουλες με μπόλικο νερό. Ύστερα πέρασε λίγη ώρα καθισμένος στο κρεβάτι του, διαβάζοντας αγαπημένα, μαρκαρισμένα αποσπάσματα από το έργο του Ζεντ Ο Κόσμος Είσαι Εσύ. Το βιβλίο πρότεινε το εξαιρετικά ευφυές επιχείρημα ότι η ιδιοτέλεια είναι το πιο παρεξηγημένο, το πιο ηθικό, το πιο ορθολογικό και το πιο τολμηρό ανθρώπινο κίνητρο. Το παυσίπονο δεν περιείχε μορφίνη και δεν προκαλούσε υπνηλία ή άλλες ανασταλτικές παρανέργειες. Ύ σ τ ε ρ α από σαράντα περίπου λεπτά, όταν ο Τζούνιορ ήταν σίγουρος πια ότι είχε επιδράσει το χάπι, άφησε κάτω το βιβλίο του. Το πιστόλι ήταν πάνω στο κομοδίνο του, γεμάτο. Ξυπόλυτος, με τις σκούρες μπλε μεταξωτές του πιτζάμες, πέρασε απ' όλα τα δωμάτια ανάβοντας φώτα με βάση ένα μοτίβο στο οποίο είχε καταλήξει ύστερα από πολλή σκέψη και προσεκτικό σχεδιασμό.
Πήρε από την κουζίνα ένα καθαρό πανί και κρατώντας το στο χέρι κάθισε στο μικρά γραφειάκι του χολ, δίπλα στο τηλέφωνο. Ώ ρ ε ς νωρίτερα είχε καθίσει στην ίδια θέση μ' ένα μολύβι στο χέρι του, γράφοντας έναν κατάλογο για ψώνια. Τώρα, αντί για μολύβι, κρατούσε το 22άρι πιστόλι. Αφού επανέλαβε νοερά αυτά που έπρεπε να πει κι αφού ξεπέρασε μια μικρή νευρικότητα της στιγμής, κάλεσε την Άμεσο Δράση της Αστυνομίας του Σαν Φρανσίσκο. Μόλις απάντησε η αξιωματικός υπηρεσίας, ο Τζούνιορ ούρλιαξε στο ακουστικό: «Χτυπήθηκα! Χριστέ μου! Χτυπήθηκα! Βοήθεια, ασθενοφόρο, αααααχ! Γρήγορα!» Η αστυνομικός προσπάθησε να τον ηρεμήσει, αλλά ο Τζούνιορ παρέμεινε σε υστερία. Ανάμεσα σε προσποιητά βογκητά, τσιρίδες και σκόρπιες λαχανιασμένες λέξεις, ξεφούρνισε το όνομά του, τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου του. Η γυναίκα τού ζήτησε να παραμείνει στη γραμμή και να της μιλάει συνεχώς, αλλά ο Τζούνιορ έκλεισε το τηλέφωνο. Αμέσως μετά έσπρωξε την καρέκλα του πλάγια από το γραφειάκι και, καθιστός, έσκυψε προς τα εμπρός κρατώντας το πιστόλι με τα δυο του χέρια. Δέκα, είκοσι, σχεδόν τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, το τηλέφωνο χτύπησε. Στο τρίτο κουδούνισμα, ο Τζούνιορ πυροβόλησε το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού του ποδιού. Άου! Ο πυροβολισμός ήταν πιο δυνατός, ενώ ο πόνος, αρχικά τουλάχιστον, λιγότερος απ' ό,τι περίμενε. Το ισχυρό μπανγκ! αντιβούισε σαν κανονιά μέσα στο σπίτι. Ο Τζούνιορ πέταξε το όπλο. Με το πέμπτο κουδούνισμα, άρπαξε το ακουστικό. Σίγουρος ότι ήταν η αξιωματικός υπηρεσίας, ο Τζούνιορ ούρλιαξε σαν να πέθαινε από τον πόνο κι αναρωτήθηκε αν οι κραυγές του ακούγονταν αληθινές, γιατί δεν είχε κάνει καμιά πρόβα. Και τότε, παρά το ισχυρό παυσίπονο, οι κραυγές του έγιναν ξαφνικά αληθινές. Κλαίγοντας με αναφιλητά, πέταξε το ακουστικό πάνω στο γραφειάκι κι άρπαξε το πανί της κουζίνας. Το τύλιξε σφι-
χτά γύρω από το κατακρεουργημένο του δάχτυλο, πιέζοντας δυνατά για να περιορίσει την αιμορραγία. Το αποκομμένο δάχτυλο του είχε τιναχτεί πιο πέρα, πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο. Στεκόταν στραμμένο προς τα επάνω, με το νύχι να γυαλίζει, σαν να ήταν το πάτωμα χιονισμένο χωράφι και το δάχτυλο να ανήκε σε ένα πτώμα θαμμένο από κάτω του. Νόμισε πως θα λιποθυμούσε. Για πάνω από είκοσι τρία χρόνια, έδινε ελάχιστη σημασία στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, το έπαιρνε απλώς σαν δεδομένο, το είχε παραμελήσει αδικαιολόγητα. Τώρα όμως του φαινόταν πολύτιμο. Ας ήταν μόνο ένα μικρό κομμάτι σάρκας, ήταν το ίδιο σημαντικό για την εικόνα του εαυτού του όσο και η μύτη του ή ένα από τ' αυτιά του. Σκοτάδι απλώθηκε στην περιφέρεια του οπτικού του πεδίου. Μισοζαλισμένος, έγειρε μπροστά, έπεσε από την καρέκλα και σωριάστηκε στο πάτωμα. Κατάφερε να κρατήσει σφιγμένο το πανί γύρω από το κομμένο του. δάχτυλο, αλλά το πανί είχε γίνει σκούρο κόκκινο κι αηδιαστικά υγρό και γλοιώδες. Δεν έπρεπε να λιποθυμήσει. Για το καλό του. Τα επακόλουθα δεν είχαν σημασία. Μόνο η δράση και η κίνηση μετρούσαν. Ξέχνατιςπολτοποιημένες καλόγριες στη διάβαση και φύγε με το τρένο που τρέχει μπροστά. Μη σταματήσεις να κινείσαι, κοίτα μπροστά, πάντα μπροστά. Η συγκεκριμένη φιλοσοφία είχε αποδειχτεί αποτελεσματική σε προηγούμενες περιπτώσεις, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να αγνοήσεις τα επακόλουθα, όταν τα επακόλουθα είναι το καημένο, το κομματιασμένο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σου. Είναι απείρως δυσκολότερο να αγνοήσεις το κομμένο δάχτυλο του ποδιού σου απ' ό,τι ένα φορτηγάκι νεκρές καλόγριες. Πασχίζοντας να διατηρήσει τις αισθήσεις του με νύχια και με δόντια, ο Τζούνιορ είπε στον εαυτό του να συγκεντρωθεί στο μέλλον, να ζήσει στο μέλλον, ελεύθερος από το άχρηστο παρελθόν και το δύσκολο παρόν, αλλά δεν κατάφερε να
φτάσει αρκετά μακριά στο μετά ώστε να του έχει περάσει ο πόνος. Του φάνηκε πως άκουσε το σούρσιμο-στρίγκλισμα-τρίξιμο της Βιομηχανικής Γυναίκας σε κίνηση. Από το καθιστικό. Και ύστερα από το χολ. Τον πλησίαζε. Ανίκανος να κρατήσει την ανάσα του, ή να μειώσει έστω τ' αναφιλητά του πόνου, δεν μπορούσε ν' ακούσει καθαρά για να καταλάβει αν οι ήχοι που έκανε το μεταλλικό γλυπτό πλησιάζοντας ήταν πραγματικοί ή υπήρχαν μόνο στη φαντασία του. Ή ξ ε ρ ε ότι ήταν φανταστικοί, αλλά ένιωθε σαν να ήταν πραγματικοί. Στριφογύρισε φρενιασμένα πάνω στο πάτωμα έτσι που ν' αντικρίζει την είσοδο προς την κουζίνα. Μέσα από δάκρυα πόνου, περίμενε να δει μια ψηλή εφιαλτική σκιά να ορθώνεται στο χολ και ύστερα το ίδιο το πλάσμα να έρχεται δείχνοντας τα πιρούνια-δόντια του, με τις βίδες-θηλές του να στριφογυρίζουν τρελά. Ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Η αστυνομία. Η ηλίθια αστυνομία. Χτυπούσαν το κουδούνι, παρ' όλο που ήξεραν πως ένας άνθρωπος είχε πυροβοληθεί. Παρ' όλο που αυτός ήταν πεσμένος στο πάτωμα, ανίκανος να κινηθεί και η Βιομηχανική Γυναίκα ερχόταν καταπάνω του, παρ' όλο που το δάχτυλο του ήταν κομμένο, παρ' όλο που αιμορραγούσε ακατάσχετα, αυτοί οι ηλίθιοι του χτυπούσαν το κουδούνι. Αυτά τα ζώα οι αστυνομικοί! Μήπως περίμεναν να τους σερβίρει και κανένα τσαγάκι με μπισκότα κανέλας; «Σπάστε την πόρτα!» τους φώναξε. Ο Τζούνιορ είχε αφήσει την πόρτα του διαμερίσματος κλειδωμένη, γιατί αν την άφηνε ξεκλείδωτη ίσως να δημιουργούσε υποψίες ότι ήθελε να διευκολύνει την είσοδο των αστυνομικών και να φαινόταν ύποπτο το σενάριο που είχε εμπνευστεί. «Σπάστε την πόρτα, να πάρει ο διάβολος!» Οι ηλίθιοι, αφού διάβασαν την εφημερίδα τους και κάπνισαν κι ένα τσιγαράκι, αποφάσισαν επιτέλους να σπάσουν την πόρτα. Ή τ α ν ένας δυνατός, απίστευτα ικανοποιητικός ήχος: ο κρότος ξύλου που κομματιάζεται και η πτώση.
Οι αστυνομικοί εμφανίστηκαν κάποτε και στην κουζίνα, με τα όπλα τους στα χέρια, σε επιφυλακή. Αν και οι στολές τους ήταν διαφορετικές, θύμιζαν έντονα εκείνους τους αστυνομικούς στο Όρεγκον, που είχαν μαζευτεί γύρω από τη σκιά του πυροσβεστικού πύργου. Τα ίδια σκληρά, καχύποπτα βλέμματα. Αν εμφανιζόταν ανάμεσάτους ο Βανάντιουμ, ο Τζούνιορ δεν θα άδειαζε απλώς τα σωθικά του, αλλά θα ξερνούσε όλα τα εσωτερικά του όργανα και θα έφτυνε και τα κόκαλά του στο τέλος, μέχρι που θα έμενε μόνο με το δέρμα του. «Νόμισα... πως ήταν... διαρρήκτης», είπε μουγκρίζοντας ο Τζούνιορ, αποφεύγοντας επίτηδες να πει όλη την ιστορία του μεμιάς, για να μη φανεί ότι την είχε προετοιμάσει. Αμέσως μετά τους αστυνομικούς που σκορπίστηκαν στο διαμέρισμα ψάχνοντας, μπήκαν οι νοσηλευτές. Ο Τζούνιορ χαλάρωσε το σφίξιμο στο πανί γύρω από το δάχτυλο του. Σε κάνα δυο λεπτά, ένας από τους αστυνομικούς επέστρεψε και έσκυψε πάνω από τον Τζούνιορ, ενώ οι δυο άντρες των Πρώτων Βοηθειών είχαν αρχίσει ήδη τη δουλειά τους. «Δεν υπάρχει διαρρήκτης». «Νόμισα πως ήταν», είπε ο Τζούνιορ. «Κανένα ίχνος παραβίασης». «Ατύχημα». Ο Τζούνιορ πέταξε τη λέξη μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Ο αστυνομικός σήκωσε το 22άρι, χρησιμοποιώντας ένα μολύβι που το πέρασε από τον κρίκο της σκανδάλης, για να μην καταστρέψει πιθανά δακτυλικά αποτυπώματα. «Δικό μου», είπε ο Τζούνιορ, δείχνοντας με το κεφάλι του το όπλο. «Πυροβοληθήκατε μόνος σας;» Ο αστυνομικός ανασήκωσε τα φρύδια του, σε μια εύγλωττη έκφραση. Ο Τζούνιορ προσπάθησε να δείξει αρκούντως ντροπιασμένος. «Μου φάνηκε πως άκουσα κάτι. Έ ψ α ξ α τα δωμάτια». «Αυτοπυροβοληθήκατε στο πόδι;» «Ναι», είπε ο Τζούνιορ και μετά βίας συγκρατήθηκε να μην προσθέσει βρε ηλίθιε. «Πώς έγινε;» «Νευρικότητα», είπε ο Τζούνιορ και ύστερα ούρλιαξε
καθώς αποδείχτηκε ότι ο ένας από τους νοσηλευτές ήταν σαδιστής μεταμφιεσμένος σε άγγελο του ελέους. Άλλοι δυο ένστολοι αστυνομικοί μπήκαν στην κουζίνα, έχοντας προφανώς ολοκληρώσει την έρευνα τους στο διαμέρισμα. Έ δ ε ι χ ν α ν έτοιμοι να γελάσουν. Ο Τζούνιορ πολύ θα ήθελε να τους πυροβολήσει όλους. Αντί γι' αυτό, είπε: «Πάρτε το. Κρατήστε το. Εξαφανίστε το, να πάει στο διάβολο». «Το όπλο σας;» ρώτησε ο πρώτος αστυνομικός. «Δε θέλω να το ξαναδώ μπροστά μου. Τα μισώ τα όπλα. Χριστέ μου, πονάω!» Ακολούθησε η μεταφορά του στο ασθενοφόρο κι από κει στο νοσοκομείο και κατευθείαν στο χειρουργείο και στην ευλογημένη λύτρωση της αναισθησίας. Οι άντρες των Πρώτων Βοηθειών είχαν μαζέψει το αποκομμένο δάχτυλο σε ένα πλαστικό σακουλάκι. Η χειρουργική ομάδα, αν και αποτελούνταν από πρώτης τάξεως γιατρούς, δεν μπόρεσε να το συγκολλήσει. Η καταστροφή των ιστών ήταν πολύ μεγάλη για να τους επιτρέψει τους λεπτεπίλεπτους χειρισμούς αποκατάστασης οστών, νεύρων και αγγείων. Το τραύμα ράφτηκε ακριβώς στη βάση της διχάλας των δαχτύλων του ποδιού, αφήνοντας τον Τζούνιορ χωρίς μεγάλο δάχτυλο στο ένα του πόδι. Ο ίδιος ενθουσιάστηκε από το αποτέλεσμα, γιατί μια επιτυχημένη επανασυγκόλληση θα ήταν σκέτη καταστροφή. Στις 10 Σεπτεμβρίου, Παρασκευή πρωί, ένα σαρανταοκτάωρο και κάτι μετά τον πυροβολισμό, ο Τζούνιορ αισθανόταν μια χαρά και κεφάτος. Υπέγραψε μετά χαράς ένα έντυπο της αστυνομίας, με το οποίο παραχωρούσε το δικαίωμα κατοχής του όπλου που είχε αγοράσει νόμιμα τον Ιούνιο. Ο δήμος, σε συνεργασία με την αστυνομία, είχε ξεκινήσει ένα πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο τα όπλα που είχαν κατασχεθεί ή παραχωρηθεί από πολίτες λιώνονταν για να χρησιμοποιηθούν τα μέταλλά τους στην κατασκευή κλειδιών για μουσικά όργανα. Την Πέμπτη, 23 Σεπτεμβρίου, η Υπηρεσία Στρατολογίας, που είχε καλέσει τον Τζούνιορ για κατάταξη με το χαρακτη-
1>ισμό Α-1 -μετά τη διακοπή της αναβολής του λόγω της παραίτησης από τη δουλειά του ως φυσιοθεραπευτή-, ανέβαλε την ημερομηνία της κλήσης του για το Δεκέμβριο, λόγω του ατυχήματος και της εγχείρησής του. Ο Τζούνιορ, έχοντας ζυγίσει από τη μια την προστασία που θα απολάμβανε σ' έναν κόσμο γεμάτο πολεμοκάπηλους κι από την άλλη την απώλεια ενός δαχτύλου, έκρινε ότι η απώλεια, αν και τραγική, ήταν αναγκαία. Μπροστά στους γιατρούς και στις νοσοκόμες αστειευόταν για τον ακρωτηριασμό του και, γενικά, παρίστανε τον γενναίο, πράγμα που σίγουρα τους έκανε όλους να τον θαυμάζουν. Ωστόσο, ο πυροβολισμός, αν και τραυματική εμπειρία, δεν ήταν το χειρότερο που τον συνέβη εκείνη τη χρονιά. Στη διάρκεια της ανάρρωσης είχε άφθονο χρόνο να εξασκείται στο διαλογισμό. Κι έγινε τόσο ικανός να αυτοσυγκεντρώνεται στη φανταστική μπάλα του μπόουλινγκ, που μπορούσε να αγνοήσει αποτελεσματικά οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του. Ακόμη και το πιο διαπεραστικό κουδούνισμα τηλεφώνου δεν μπορούσε να διαλύσει την αυτοσυγκέντρωσή του. Ούτε ο Μπομπ Τσικέιν, ο δάσκαλος του που ήξερε όλα τα κόλπα, δεν κατάφερνε να κάνει τον Τζούνιορ να τον ακούσει όποτε ο μαθητής του ήταν συγκεντρωμένος στην μπάλα του. Είχε επίσης άφθονο χρόνο να συνεχίσει την έρευνα για τον Μπαρθόλομιου. Στις αρχές του χρόνου, όταν είχε πάρει την απογοητευτική αναφορά του Νόλι Γούλφσταν, ο Τζούνιορ δεν είχε πειστεί ότι ο ιδιωτικός αστυνομικός είχε κάνει τη δουλειά του όπως θα έπρεπε. Υποψιαζόταν ότι η ανεπάρκεια του Νόλι συναγωνιζόταν επάξια την ασχήμια του. Χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα και λέγοντας πως ήταν υιοθετημένος, ο Τζούνιορ έκανε ερωτήσεις σε διάφορες οργανώσεις και ιδρύματα που ασχολούνταν με υιοθεσίες παιδιών. Τελικά, διαπίστωσε ότι ο Γούλφσταν δεν του είχε πει ψέματα. Τα αρχεία των υιοθεσιών ήταν απόρρητα βάσει νόμου και η πρόσβαση σ' αυτά αδύνατη.
Ενώ λοιπόν περίμενε να του έρθει κάποια καλύτερη έμπνευση, ο Τζούνιορ επέστρεψε στην έρευνα μέσω τηλεφωνικού καταλόγου. Ό χ ι πια του Σπρους Χιλς, αλλά του Σαν Φρανσίσκο. Ή τ α ν ένα πολύ μεγάλο εγχείρημα. Εκατοντάδες χιλιάδες καταχωρίσεις, μόνο εντός των ορίων της πόλης. Ακόμη χειρότερα, το μωρό της Σεραφείμ θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάποια από τις εννιά Κομητείες της Περιοχής του Κόλπου. Εκατομμύρια καταχωρίσεις να ψάξει. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι η τύχη βοηθάει τους επίμονους κι ότι θα πρέπει πάντα να κοιτάζει τη λαμπρή όψη των πραγμάτων, ο Τζούνιορ άρχισε από την ίδια την πόλη κι απ' αυτούς που είχαν επίθετο Μπαρθόλομιου-εδώ ο αριθμός ήταν αντιμετωπίσιμος. Παριστάνοντας το σύμβουλο της Οικογενειακής Πρόνοιας της Καθολικής Εκκλησίας, τηλεφώνησε σε όλους τους Μπαρθόλομιου του τηλεφωνικού καταλόγου, με μια ερώτηση σχετική με το παιδί που είχαν υιοθετήσει πρόσφατα. Αυτούς που εξέφραζαν απόλυτη απορία και ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν υιοθετήσει κανένα παιδί, γενικά, τους διέγραφε αμέσως από τη λίστα του. Σε μερικές περιπτώσεις, όταν, παρά την άρνηση, του δημιουργήθηκαν κάποιες υποψίες, ο Τζούνιορ επισκέφτηκε τις διευθύνσεις αυτών των ανθρώπων. Φρόντισε να τους δει από κοντά κι έκανε διακριτικές έρευνες στη γειτονιά, μέχρι να βεβαιωθεί ότι κανένας απ' αυτούς δεν ήταν το πρόσωπο που αναζητούσε. Γύρω στα μέσα Μαρτίου είχε εξαντλήσει χωρίς επιτυχία τις πιθανότητες του Μπαρθόλομιου ως επίθετο. Ως το Σεπτέμβριο που αυτοπυροβολήθηκε, είχε ψάξει το ένα τέταρτο των καταχωρίσεων του τηλεφωνικού καταλόγου του Σαν Φρανσίσκο, τσεκάροντας όσους είχαν το όνομα Μπαρθόλομιου. Βεβαίως, το παιδί της Σεραφείμ ήταν αδύνατο να έχει τηλέφωνο στο όνομά του. Ή τ α ν μωρό, επικίνδυνο μεν για τον Τζούνιορ, κατά κάποιον εντελώς ασαφή τρόπο, αλλά μωρό παρ' όλα αυτά. Το Μπαρθόλομιου, ωστόσο, δεν ήταν ένα συνηθισμένο
όνομα και η λογική υποδείκνυε ότι το υιοθετημένο μωρό πρέπει να είχε πάρει το όνομα του θετοΰ πατέρα του. Επομένως, η έρευνα αυτή ίσως να απέδιδε καρπούς. Αν και εξακολουθούσε να αισθάνεται απειλούμενος και να εμπιστεύεται το ένστικτο του σ' αυτό το ζήτημα, ο Τζούνιορ δεν αφιέρωνε όλο το χρόνο του στο κυνήγι του Μπαρθόλομιου. Είχε και μια ζωή να ζήσει στο κάτω κάτω. Μουσεία και γκαλερί να εξερευνήσει, τομείς αυτοβελτίωσης να εξαντλήσει, γυναίκες να κατακτήσει. Επίσης, δεν ήταν διόλου απίθανο να πέσει πάνω στον Μπαρθόλομιου εκεί που δεν θα το περίμενε ποτέ, όχι χάρη στις έρευνές του, αλλά έτσι, στα καλά καθούμενα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένος να τον εξολοθρεύσει αμέσως, με οποιοδήποτε μέσο θα έβρισκε πρόχειρο. Έτσι, μετά τον πυροβολισμό, συνεχίστηκε τόσο η αναζήτηση του Μπαρθόλομιου όσο και η καλή ζωή. Ύστερα από ένα μήνα ανάρρωσης και μετεγχειρητικής θεραπείας, ο Τζούνιορ επέστρεψε στα μαθήματα εκτίμησης έργων τέχνης που παρακολουθούσε δυο φορές την εβδομάδα και ξανάρχισε τις καθημερινές επισκέψεις του στις γκαλερί και στα μουσεία. Έ ν α συμπαγές αλλά εύκαμπτο κομμάτι καουτσούκ στο σχήμα του ποδιού του γέμιζε το κενό που άφηνε το κομμένο μεγάλο δάχτυλο στο αριστερό του παπούτσι. Αυτό το απλό βοήθημα του έδινε τη δυνατότητα να φοράει άνετα ό,τι παπούτσια του άρεσαν και μέχρι το Νοέμβριο το είχε συνηθίσει τόσο, που περπατούσε χωρίς να κουτσαίνει καθόλου. Στις 15 Δεκεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, όταν παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Στρατολογίας, είχε βάλει το λαστιχένιο πρόσθετο στο παπούτσι του. Παρ' όλα αυτά, κούτσαινε σαν το γέρο Γουόλτερ Μπρέναν, τον ηθοποιό, όταν τριγύριζε στο ράντσο στη σειρά Οι Αληθινοί Μακόι. Ο γιατρός της στρατολογίας που τον εξέτασε τον χαρακτήρισε ανάπηρο και ακατάλληλο να υπηρετήσει. Ή ρ ε μ α αλλά με πολύ πάθος, ο Τζούνιορ τους παρακάλεσε να του δώσουν μια ευκαιρία να αποδείξει την αξία του στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά ο γιατρός έμεινε ασυγκίνητος από τον πα-
τριωτισμό του και το μόνο που φαινόταν να τον ενδιαφέρει ήταν να μην καθυστερήσει η μακριά γραμμή των υποψηφίων για στράτευση που περίμεναν τη σειρά τους. Για να το γιορτάσει, ο Τζούνιορ πήγε σε μια γκαλερί κι αγόρασε το δεύτερο κομμάτι με το οποίο εμπλούτισε τη συλλογή του από έργα τέχνης. Ό χ ι γλυπτό αυτή τη φορά, αλλά έναν πίνακα. Ο καλλιτέχνης, αν και δεν ήταν τόσο νέος όσο ο Μπάβελ Πορίφεραν, ήταν εξίσου αγαπητός στους κριτικούς και θεωρούνταν επίσης ιδιοφυΐα. Ή τ α ν γνωστός με το μονοσύλλαβο και περίεργο όνομα Σκλεντ και στη φωτογραφία του, όπως εικονιζόταν στην αφίσα της γκαλερί, έμοιαζε επικίνδυνος. Το αριστούργημα που αγόρασε ο Τζούνιορ ήταν μικρό, μόλις εκατό τετραγωνικά εκατοστά, αλλά του κόστισε δύο χιλιάδες εφτακόσια δολάρια. Ο πίνακας, που είχε τίτλο Ο Καρκίνος Καραδοκεί Αθέατος, Εκδοχή I, ήταν μια κατάμαυρη επιφάνεια, εκτός από μια μικρή, ροζιασμένη μάζα σε πράσινο της χολής και κίτρινο του πύου, ζωγραφισμένη στην πάνω δεξιά γωνία. Αξιζε τα λεφτά του μέχρι πεντάρας. Ο Τζούνιορ αισθανόταν πανευτυχής. Αυτός βελτιωνόταν καθημερινά από κάθε άποψη, η ζωή του γινόταν όλο και καλύτερη... αλλά τότε συνέβη κάτι που ήταν πολύ χειρότερο από τον πυροβολισμό. Κάτι που του κατέστρεψε τη μέρα, την εβδομάδα, την υπόλοιπη χρονιά. Αφού κανόνισε με την γκαλερί να του παραδώσουν τον πίνακα στο σπίτι του, ο Τζούνιορ σταμάτησε για μεσημεριανό φαγητό σ' ένα κοντινό εστιατόριο. Το κατάστημα ειδικευόταν στο φτηνό, ανθυγιεινό φαγητό: μπριζόλες, μπιφτέκια, τηγανητό κοτόπουλο, μακαρόνια με τυρί. Ο Τζούνιορ κάθισε σ' ένα σκαμπό στη γωνία του μπαρ και παρήγγειλε τσίζμπεργκερ, τηγανητές πατάτες και Κόκα Κόλα. Έ ν α ς από τους πολλούς στόχους αυτοβελτίωσης που είχε θέσει ο Τζούνιορ αφότου μετακόμισε στην Καλιφόρνια ήταν να γίνει γευσιγνώστης, λάτρης της υψηλής μαγειρικής και γνώστης των καλών κρασιών. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν το ιδανικό πανεπιστήμιο γι' αυτού του είδους τη μόρφωση, γιατί
διέθετε αμέτρητα καλά εστιατόρια, όποιας εθνικότητας μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Πού και πού, όμως, ο Τζούνιορ επέστρεφε για λίγο στις ρίζες του και στο είδος του φαγητού με το οποίο ήταν εξοικειωμένος από παιδί. Γι' αυτό και το τσίζμπεργκερ και όλα τα συνοδευτικά. Ή ρ θ ε η παραγγελία του και ήταν όλα υπέροχα. Αλλά, όταν ανασήκωσε το πάνω μισό από το ψημένο στρογγυλό ψωμάκι του τσίζμπεργκερ για να ρίξει μουστάρδα, είδε ένα γυαλιστερό εικοσιπενταράκι κολλημένο βαθιά πάνω στο μισολιωμένο τυρί. Ο Τζούνιορ στράφηκε σαν σβούρα πάνω στο σκαμπό, με το μισό ψωμί στο ένα χέρι και τη μουστάρδα στο άλλο, και έλεγξε προσεκτικά με το βλέμμα του όλη τη μακρόστενη έκταση του μαγαζιού, αναζητώντας τον μανιακό αστυνομικό. Τον νεκρό μανιακό αστυνομικό. Ή τ α ν σχεδόν προετοιμασμένος ν' αντικρίσει τον Τόμας Βανάντιουμ, με το κεφάλι γεμάτο πηγμένα αίματα και το πρόσωπο πολτοποιημένο, να στάζει νερά σαν να είχε μόλις αναδυθεί από το αυτοκίνητο-φέρετρό του στο βάθος της λίμνης. Στο μπαρ, τα ψηλά σκαμνιά ήταν σχεδόν όλα άδεια και οι περισσότεροι πελάτες κάθονταν στα τραπέζια. Μερικοί του είχαν γυρισμένη την πλάτη και τρεις απ' αυτούς είχαν περίπου τη σωματική διάπλαση του Βανάντιουμ. Ο Τζούνιορ έτρεξε στο διάδρομο ανάμεσα στο μπαρ και στα τραπέζια και κοίταξε από κοντά τούς τρεις αυτούς πελάτες του καταστήματος. Φυσικά, κανένας απ' αυτούς τους ανθρώπους δεν ήταν ο νεκρός ντετέκτιβ. Έ ψ α χ ν ε -τι ακριβώς; Έ ν α φάντασμα. Αλλά τα φαντάσματα που βγαίνουν να πάρουν εκδίκηση δεν κάθονται να στοιχειώσουν σ' ένα φαγάδικο μέρα μεσημέρι. Ο Τζούνιορ δεν πίστευε στα φαντάσματα έτσι κι αλλιώς. Πίστευε στη σάρκα και στα οστά, στην πέτρα και στη λάσπη, στο χρήμα και στη δύναμη, στον εαυτό του και στο μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε να κάνει με φάντασμα όμως. Δεν είχε να κάνει με έναν νεκρό που είχε σηκωθεί από τον τάφο. Κάτι άλλο συνέβαινε, αλλά μέχρι να μά-
θει τι ήταν - ή ποιος ήταν-, το μόνο μπορούσε να κάνει ο Τζούνιορ ήταν ν' αναζητήσει τον Βανάντιουμ. Ό λ α τα τραπέζια ήταν τοποθετημένα μπροστά από ένα παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο. Ο Βανάντιουμ δεν ήταν ούτε απέξω. Το πλακουτσωτό, ανέκφραστο πρόσωπο του δεν φαινόταν πουθενά κάτω από τον δεκεμβριάτικο ήλιο. Με όλους τους πελάτες να έχουν αντιληφθεί την παρουσία του, με όλα τα κεφάλια στραμμένα προς το μέρος του και όλα τα βλέμματα να παρακολουθούν τις κινήσεις του, ο Τζούνιορ πέταξε το μισό ψωμάκι και τη μουστάρδα στο πάτωμα κι όρμησε προς το παλινδρομικό πορτάκι που έβγαζε στον μακρόστενο χώρο πίσω από τον πάγκο του μπαρ. Ανοίγοντας δρόμο με τους ώμους του, πέρασε ανάμεσα από δυο σερβιτόρες και δίπλα από το μάγειρα, που έψηνε αβγά, μπέικον και μπιφτέκια σε σχάρες και τηγάνια. Ό π ο ι α κι αν ήταν η έκφραση που παραμόρφωνε το πρόσωπο του Τζούνιορ, πρέπει να ήταν τρομακτική, γιατί, χωρίς να αρθρώσουν ούτε μια λέξη διαμαρτυρίας, οι υπάλληλοι στριμώχτηκαν με την πλάτη στον πάγκο και τον άφησαν να περάσει. Με τη στροφή πάνω στο σκαμπό είχε στρίψει και το μυαλό του και ήταν σχεδόν εκτός ελέγχου. Με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, η οργή κι ο φόβος θέριευαν μέσα του. Καταλάβαινε ότι έπρεπε να συγκρατηθεί, αλλά του ήταν αδύνατο να κάνει την αναπνοή του αργή και βαθιά, ή να θυμηθεί κάποια άλλη από τις μεθόδους αυτοελέγχου του Σίζαρ Ζεντ. Ή τ α ν ανίκανος να επιστρατεύσει έστω και την απλούστερη τεχνική αυτοσυγκέντρωσης. Ό τ α ν πέρασε δίπλα από το δικό του πιάτο και είδε ξανά το νόμισμα να γυαλίζει κολλημένο πάνω στο τυρί, βλαστήμησε δυνατά. Από το μέσα μέρος του μπαρ τώρα, μπήκε στην κουζίνα, σπρώχνοντας δυνατά μια ξύλινη πόρτα με γυάλινο παραθυράκι στο κέντρο της. Τσιτσίρισμα λαδιού και ήχοι από κατσαρολικά. Σύννεφα ατμού, γεμάτα γαργαλιστικές μυρωδιές από τσιγαριστό κρεμμύδι, τηγανητό κοτόπουλο και πατατάκια που κόχλαζαν σε καζάνια γεμάτα λάδι. Το προσωπικό της κουζίνας. Ό λ ο ι άντρες. Κάνα δυο ανασήκωσαν τα κεφάλια τους κατάπληκτοι. Οι υπόλοιποι
fti'v τον άκουσαν καν. Ο Τζούνιορ διέσχισε με μεγάλα, οργισμένα βήματα όλο το χώρο εργασίας, γυρεύοντας τον Ηιινάντιουμ, γυρεύοντας κάποια απάντηση. Λεν βρήκε καμιά, μέχρι που έφτασε το αφεντικό του μαγαζιού και του έφραξε το δρόμο από την κουζίνα προς την αποθήκη και την έξοδο υπηρεσίας, στο πίσω μέρος του κτιρίου. Ιδρώνοντας και ριγώντας ταυτόχρονα, ο Τζούνιορ τον βλαστήμησε άγρια και τα πράγματα έγιναν ζόρικα. Ο ιδιοκτήτης μαλάκωσε κάπως όταν ο Τζούνιορ αναφέρθηκε στο νόμισμα και μαλάκωσε ακόμη περισσότερο όταν ι π,έστρεψαν οι δυο τους στον πάγκο και είδε την απόδειξη κάνω στο τυρί· από τον δικαιολογημένο θυμό, πέρασε σε γενικές κι αόριστες δικαιολογίες. Ο Τζούνιορ δεν ήθελε συγνώμες. Η προσφορά για δωρεάν γεύματα επί μία ολόκληρη εβδομάδα δεν τον ηρέμησε καθόλου. Ούτε τον ενδιέφερε να φύγει παίρνοντας κέρασμα από το μαγαζί μια ολόκληρη μηλόπιτα. Ο Τζούνιορ ήθελε μια εξήγηση, αλλά κανείς δεν θα μπόι >ούσε να του δώσει την εξήγηση που χρειαζόταν, γιατί κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο δεν ήξερε τη σημασία και το συμβολισμό του νομίσματος. Νηστικός και απορημένος, έφυγε από το μαγαζί. Καθώς απομακρυνόταν, είχε συναίσθηση ότι από τα παράθυρα τον παρακολουθούσαν πρόσωπα βλακώδη και παθητικά, σαν των βοδιών που μασουλάνε σανό. Τους είχε δώσει κάτι να έχουν να διηγηθούν όταν θα γύριζαν στα μαγαζιά και στα γραφεία τους μετά το μεσημεριανό διάλειμμα. Είχε γίνει αντικείμενο διασκέδασης για αγνώστους, είχε υποβιβάσει προσωρινά τον εαυτό του σε έναν από τις στρατιές των σαλεμένων που κυκλοφορούσαν σ' αυτή την πόλη. Απορούσε με το φέρσιμο του. Στη διαδρομή προς το σπίτι κατάφερε ν' αναπνέει αργά και βαθιά, να βαδίζει σαν να έκανε περίπατο, πασχίζοντας να διώξει την τρομερή ένταση, να επικεντρώσει τη σκέψη του σε ευχάριστα πράγματα, όπως στην οριστική απαλλαγή του από τη στρατιωτική θητεία και στην αγορά του πίνακα του Σκλεντ. Το Σαν Φρανσίσκο είχε χάσει τη χαρμόσυνη, χριστουγεν-
νιάτικη ατμόσφαιρα του. Η λάμψη και η ευθυμία είχαν δώ* σει τη θέση τους σε μια διάθεση βαριά και δυσοίωνη σαν τον Καρκίνο που Καραδοκεί Αθέατος, Εκδοχή /. Ό τ α ν έφτασε στο σπίτι του, ο Τζούνιορ δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα καλύτερο να κάνει, οπότε τηλεφώνησε στον Σάιμον Μάγκιουσον, το δικηγόρο του στο Σπρους Χιλς. Χρησιμοποίησε τη συσκευή στο μικρό γραφειάκι του χολ. Το αίμα είχε καθαριστεί εδώ και πολύ καιρό και οι ζημιές από τον πυροβολισμό στο πάτωμα είχαν αποκατασταθεί. Κατά περίεργο τρόπο, όπως του συνέβαινε καμιά φορά σ' αυτό το δωμάτιο, άρχισε να τον τρώει το δάχτυλο του που έλειπε. Δεν είχε νόημα να βγάλει το παπούτσι και την κάλτσα του και να ξυθεί, γιατί ήξερε ότι δεν θα έβρισκε ανακούφιση. Είχε φαγούρα στο ανύπαρκτο δάχτυλο, που δεν θα μπορούσε ποτέ να το ξύσει. Ό τ α ν ο δικηγόρος απάντησε επιτέλους στο τηλέφωνο, ακούστηκε ενοχλημένος, σαν να ήταν ο Τζούνιορ κάποιο ενοχλητικό, δυσάρεστο έντομο. Το χοντροκέφαλο, βατραχόμορφο κάθαρμα είχε βγάλει 850.000 δολάρια από το θάνατο της Ναόμι. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να του δώσει τουλάχιστον μια μικρή πληροφορία. Αν και το πιθανότερο ήταν πως θα τον χρέωνε για το χρόνο της συνομιλίας τους από το τηλέφωνο. Με δεδομένα αυτά που είχε κάνει πριν φύγει από το Σπρους Χιλς, έντεκα μήνες νωρίτερα, ο Τζούνιορ ήξερε ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Παριστάνοντας τον άσχετο, θα προσπαθούσε να μάθει εάν είχε καταφέρει να παραπλανήσει τις Αρχές σχετικά με το θάνατο της Βικτόρια και την εξαφάνιση του Βανάντιουμ, ή αν είχε συμβεί κάτι άλλο που ίσως να εξηγούσε το νόμισμα στο τσίζμπεργκερ. «Κύριε Μάγκιουσον, μου είχατε πει κάποτε ότι, αν με ενοχλούσε ξανά ο ντετέκτιβ Βανάντιουμ, θα μπορούσατε να του τραβήξετε τα λουριά. Λοιπόν, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να το κάνετε». Ο Μάγκιουσον ακούστηκε κατάπληκτος. «Μη μου πείτε ότι ήρθε σε επαφή μαζί σας!»
«Κάποιος με ενοχλεί και...» «Ο Βανάντιουμ;» «Υποψιάζομαι πως ίσως αυτός...» «Τον είδατε;» ρώτησε απότομα ο Μάγκιουσον. «Όχι, αλλά...» «Του μιλήσατε;» «Όχι, όχι. Απλώς, τώρα τελευταία...» «Ξέρετε, υποθέτω, τι συνέβη εδώ με τον Βανάντιουμ...» «Ε; Νομίζω πως όχι», είπε ψέματα ο Τζούνιορ. «Όταν μου τηλεφωνήσατε πριν από μήνες για να σας συστήσω έναν ιδιωτικό αστυνομικό, είχε βρεθεί το πτώμα της γυναίκας και είχε εξαφανιστεί ο Βανάντιουμ, αλλά κανείς δεν είχε συνδέσει ακόμη τα δύο αυτά γεγονότα μεταξύ τους». «Ποιας γυναίκας;» « Ή , μάλλον, ακόμα κι αν η αστυνομία γνώριζε ήδη την αλήθεια, δεν την είχε δημοσιοποιήσει μέχρι τότε. Δεν είχα λόγο να σας το αναφέρω λοιπόν. Δε γνώριζα καν ότι ο Βανάντιουμ είχε εξαφανιστεί». «Τι είναι αυτά που μου λέτε;» «Από τα στοιχεία προέκυψε ότι ο Βανάντιουμ σκότωσε εδώ μια γυναίκα, μια νοσοκόμα. Ερωτικός καβγάς, το πιθανότερο. Ο αστυνομικός έβαλε φωτιά στο σπίτι της, με το πτώμα της γυναίκας μέσα, για να καλύψει τα ίχνη του, αλλά πρέπει να κατάλαβε ότι θα τον ανακάλυπταν τελικά, οπότε το έσκασε». «Το έσκασε για πού;» «Κανείς δεν ξέρει. Κανείς δεν τον έχει ξαναδεί. Μέχρι τώρα». «Όχι, εγώ δεν είπα ότι τον είδα», υπενθύμισε ο Τζούνιορ στο δικηγόρο. «Εγώ απλώς υπέθεσα, όταν άρχισαν οι ενοχλήσεις...» «Θα πρέπει να τηλεφωνήσετε στην Αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο για να παρακολουθούν το διαμέρισμά σας και να τον τσακώσουν αν εμφανιστεί». Εφόσον οι αστυνομικοί είχαν πιστέψει ότι ο Τζούνιορ είχε πυροβολήσει κατά λάθος το πόδι του ενώ έψαχνε για ανύπαρκτους διαρρήκτες, θα τον είχαν ήδη καταχωρίσει στους ηλίθιους. Αν προσπαθούσε τώρα να τους εξηγήσει πώς
ο Βανάντιουμ τον παρενοχλούσε μ' ένα νόμισμα των είκοσι πέντε σεντς και πώς ένα τέτοιο νόμισμα είχε βρεθεί μέσα στο τσίζμπεργκερ που ετοιμαζόταν να φάει, θα τον θεωρούσαν σίγουρα υστερικό. Επιπλέον, δεν ήθελε να μάθει η Αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο ότι ένας συνάδελφος τους τον είχε υποψιαστεί ως ένοχο για το θάνατο της γυναίκας του στο Όρεγκον. Τι θα συνέβαινε αν κάποιος από τους αστυνομικούς ήταν αρκετά περίεργος και ζητούσε αντίγραφο του φακέλου για το θάνατο της Ναόμι κι αν σ' αυτόν το φάκελο ο Βανάντιουμ ανέφερε κάπου ότι ο Τζούνιορ είχε ξυπνήσει έντρομος στο νοσοκομείο από έναν εφιάλτη, στον οποίο επαναλάμβανε το όνο μα Μπαρθόλομιου·, Και τι θα γινόταν αν ο Τζούνιορ εντόπιζε τελικά τον σωστό Μπαρθόλομιου και τον εξαφάνιζε, και ο αστυνομικός που θα είχε διαβάσει το φάκελο της Ναόμι συνέδεε τον έναν Μπαρθόλομιου με τον άλλο κι άρχιζε να κάνει ερωτήσεις; Σίγουρα κάτι τέτοιο ήταν παρατραβηγμένο. Παρ' όλα αυτά, ο Τζούνιορ ήθελε να τον ξεχάσει η Αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο το συντομότερο δυνατόν κι ο ίδιος να μην ξαναμπλεχτεί στο εξής μαζί της. «Θέλετε να τηλεφωνήσω εγώ και να επιβεβαιώσω ότι σας παρενοχλούσε ο Βανάντιουμ όταν ζούσατε εδώ;» ρώτησε ο Μάγκιουσον. «Σε ποιον να τηλεφωνήσετε;» «Στον αξιωματικό υπηρεσίας στην Αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο. Για να επιβεβαιώσω την ιστορία σας». «Όχι, δεν είναι ανάγκη», είπε ο Τζούνιορ όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Παίρνοντας υπόψη τα όσα μου είπατε, νομίζω ότι όποιος κι αν είναι αυτός που με ενοχλεί εδώ δεν μπορεί να είναι ο Βανάντιουμ. Θέλω να πω, αφού είναι φυγάς κι έχει τόσα και τόσα δικά του προβλήματα, είναι μάλλον απίθανο να με έχει ακολουθήσει μόνο και μόνο για να μου σπάσει τα νεύρα». «Ποτέ δεν ξέρει κανείς με τους ανθρώπους που κατατρέχονται από έμμονες ιδέες», είπε ο δικηγόρος. «Μπα, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο τείνω να καταλήξο} ότι πρέπει να ήταν παιδιά. Παιδιά που κάνουν φάρσες. Απλώς, φαίνεται ότι ο Βανάντιουμ με είχε επηρεά-
ιτει πολύ περισσότερο απ' όσο νόμιζα και γι' αυτό αμέσως μόλις μου συνέβη κάτι δυσάρεστο το μυαλό μου πήγε πρώτα σ' εκείνον». «Αν, παρ' όλα αυτά, αλλάξετε γνώμη, τηλεφωνήστε μου». «Ευχαριστώ. Αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος πια ότι ήταν παιδιά». «Δεν εκπλαγήκατε ωστόσο;» ρώτησε ο Μάγκιουσον. «Ε; Από τι;» «Με τον Βανάντιουμ, που σκότωσε τη νοσοκόμα και ύστερα το έσκασε. Όλοι εδώ δεν μπορούν ακόμη να το πιστέι|ιουν». «Ειλικρινά, εγώ πάντα τον θεωρούσα πνευματικά διαταραγμένο. Σας το είχα πει, αν θυμάμαι καλά, μέσα στο ίδιο σας το γραφείο». «Πράγματι», συμφώνησε ο Μάγκιουσον. «Κι εγώ είχα υποστηρίξει ότι ήταν ένας σταυροφόρος της αστυνομίας, ένας ανόητος άγιος. Φαίνεται τελικά πως εσείς τον είχατε ψυχολογήσει καλύτερα από μένα, κύριε Κάιν». Αυτή η παραδοχή ξάφνιασε τον Τζούνιορ. Προφανώς, ήταν ο τρόπος για να του πει ο Μάγκιουσον, Ίσως να μην τη σκότωσες τη γυναίκα σου, τελικά, αλλά ο δικηγόρος ήταν έτσι κι αλλιώς ένα τόσο άθλιο και διπρόσωπο υποκείμενο, που ακόμη κι αυτή η έμμεση απολογία ήταν μια έκπληξη. «Πώς είναι η ζωή στην Πόλη του Κόλπου;» ρώτησε ο δικηγόρος. Ο Τζούνιορ δεν έκανε το λάθος να θεωρήσει πως αυτή η όψιμη αλλαγή στη συμπεριφορά του Μάγκιουσον σήμαινε πως είχαν γίνει φιλαράκια κι ότι μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο. Ο φιλοχρήματος βατραχομούρης είχε έναν και μοναδικό φίλο, αυτόν που έβλεπε όταν στεκόταν μπροστά σε καθρέφτη. Αν τυχόν ο Μάγκιουσον υποψιαζόταν ότι ο Τζούνιορ περνούσε μια υπέροχη ζωή-μετά-Ναόμι, θα αποθήκευε την πληροφορία μέχρι να βρει τρόπο να τη χρησιμοποιήσει προς όφελος του. «Μοναξιά», είπε ο Τζούνιορ. «Μου λείπουν... πολλά πράγματα». «Λένε ότι ο πρώτος χρόνος είναι ο δυσκολότερος. Ύστερα είναι πιο εύκολο να συνεχίσεις τη ζωή σου».
«Κοντεύει να κλείσει χρόνος κι εγώ αισθάνομαι χειρότερα», είπε ο Τζούνιορ. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, ο Τζούνιορ έμεινε να κοιτάζει ανήσυχος τη συσκευή. Δεν είχε μάθει τίποτα το ενδιαφέρον, εκτός από το ότι δεν είχαν ανακαλύψει τον Βανάντιουμ μέσα στο αυτοκίνητο του, στον πάτο της Λίμνης του Λατομείου. Από τη στιγμή που είχε βρει το νόμισμα στο τσίζμπεργκερ, ο Τζούνιορ είχε σχεδόν πιστέψει πως ο μανιακός ντετέκτιβ είχε επιζήσει τελικά. Ότι, παρά τα πολύ σοβαρά τραύματά του, είχε βγει από το βυθισμένο αυτοκίνητο, είχε αναδυθεί από τριάντα μέτρα βάθος και είχε κολυμπήσει ως την όχθη, γλιτώνοντας παρά τρίχα τον πνιγμό. Μετά την κουβέντα του με τον Μάγκιουσον, όμως, ο Τζούνιορ πείστηκε ότι αυτός ο φόβος του ήταν παράλογος. Αν ο ντετέκτιβ είχε βγει με κάποιο θαυμαστό τρόπο από τη λίμνη, σίγουρα θα είχε άμεση ανάγκη ιατρικής βοήθειας. Θα είχε συρθεί ως τον δημόσιο δρόμο, αγνοώντας ότι ο Τζούνιορ τον είχε ενοχοποιήσει για το φόνο της Βικτόρια και πολύ βαριά πληγωμένος για να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από το πώς θα έφτανε άμεσα σε ένα νοσοκομείο. Αν ο Βανάντιουμ ήταν ακόμη αγνοούμενος, ήταν ακόμη νεκρός κι αθέατος στο οκτακύλινδρο φέρετρο του. Οπότε, έμενε το εικοσιπενταράκι. Στο τσίζμπεργκερ. Κάποιος το είχε βάλει επίτηδες εκεί. Αν όχι ο Βανάντιουμ, τότε ποιος;
Κεφάλαιο 56
Ο ΜΠΑΡΤΙ ΕΚΑΝΕτα πρώτα βηματάκια του, ο Μπάρτι περπάτησε και κάποια στιγμή ο Μπάρτι κουβάλησε μια από τις πίτες της μητέρας του, τη μέρα που βγήκαν να κάνουν την καθιερωμένη διανομή. Την κρατούσε όλο σοβαρότητα κι ευθύνη, προσέχοντας μη χάσει την ισορροπία του. Από την κούνια μεταφέρθηκε σε δικό του κρεβατάκι, με προστατευτικά κάγκελα, πολύ νωρίτερα απ' ό,τι το συνηθισμένο. Ύστερα από μια βδομάδα, απαίτησε και κατάφερε να του βγάλουν τα κάγκελα. Επί οχτώ νύχτες στη σειρά, η Άγκνες έστρωνε διπλωμένες κουβέρτες στο πάτωμα κι από τις δυο πλευρές του κρεβατιού, από φόβο μήπως πέσει ο μικρός στον ύπνο του. Το πρωί της όγδοης νύχτας διαπίστωσε ότι ο Μπάρτι είχε βάλει όλες τις κουβέρτες πίσω στην ντουλάπα απ' όπου τις είχε πάρει η μητέρα του. Δεν ήταν ριγμένες όπως όπως στα ράφια, που θα ήταν το αναμενόμενο από ένα τόσο μικρό παιδί, αλλά κανονικά διπλωμένες και τακτικά τοποθετημένες, έτσι όπως θα τις έβαζε και η ίδια. Το παιδί δεν ανέφερε ποτέ τι είχε κάνει και πώς, αλλά έκτοτε η μητέρα του έπαψε να φοβάται μήπως πέσει τη νύχτα ο μικρός από το κρεβάτι του. Από τα πρώτα του γενέθλια ως τα τρίτα, ο Μπάρτι έβγαλε άχρηστα όλα τα βιβλία για τη φροντίδα και την ανάπτυξη των νηπίων στα οποία στηρίζεται κάθε γυναίκα που γίνεται μητέρα για πρώτη φορά, προκειμένου να ξέρει τι πρέπει να
περιμένει και πότε. Ο Μπάρτι μεγάλωνε, μάθαινε και προσαρμοζόταν με εντελώς δικούς του ρυθμούς. Η διαφορά στην ανάπτυξη του παιδιού οριζόταν τόσο από τα πράγματα που έκανε, όσο κι απ' αυτά που δεν έκανε. Κατ' αρχάς, δεν πέρασε εκείνη τη φοβερή περίοδο της νηπιακής επανάστασης, που συνήθως κουρελιάζει τα νεύρα ακόμη και της πιο υπομονετικής μητέρας. Ούτε πείσματα, ούτε αταξίες, ούτε τσιρίδες για το γιο της Κυρίας με τις Πίτες. Ασυνήθιστα γερός, δεν κόλλησε ούτε κοκίτη, ούτε γρίπες, ούτε μαγουλάδες, ούτε ωτίτιδες, ούτε καμιά από τις άλλες ασθένειες που ταλαιπωρούν τα περισσότερα νήπια. Πολύ συχνά, οι άνθρωποι σύστηναν στην Άγκνες να βρει έναν ατζέντη για τον Μπάρτι, γιατί ήταν εξαιρετικά φωτογενής. Σαν μοντέλο ή ηθοποιός, θα έκανε σίγουρα μεγάλη καριέρα, τη διαβεβαίωναν. Αν και ο γιος της ήταν πράγματι πολύ ωραίος, η Άγκνες ήξερε ότι στην πραγματικότητα δεν διέθετε κάποια εξαιρετική ομορφιά. Εκείνο που έκανε τον Μπάρτι τόσο γοητευτικό, εκείνο που τον έκανε να φαίνεται εξαιρετικά όμορφος, δεν ήταν τόσο τα φυσικά χαρακτηριστικά του αλλά κάποια άλλα χαρίσματα: μια ασυνήθιστη χάρη, μια τόσο φυσική άνεση στις κινήσεις και στη στάση του, που έμοιαζε σαν να είχε κάποια ιδιόρρυθμη σχέση με το χρόνο, λες και είχε κάνει είκοσι χρόνια για να φτάσει σε ηλικία τριών ε τ ώ ν ήταν επίσης η μόνιμα καλή διάθεσή του, το εύκολο χαμόγελο που φώτιζε όλο του το πρόσωπο και ιδιαίτερα εκείνα τα σπάνια, γαλαζοπράσινα μάτια - ίσως περισσότερο απ' όλα όμως, ήταν η εκπληκτικά καλή υγεία του, που αντανακλούσε στα στιλπνά πυκνά μαλλιά, στο χρυσορόδινο δέρμα, σε όλα του τα χαρακτηριστικά γενικά, τόσο καλή, που μερικές φορές φαινόταν να ακτινοβολεί υγεία. Τον Ιούλιο του 1967, σε ηλικία δυόμισι χρονών, ο Μπάρτι άρπαξε την πρώτη του ίωση, ένα γερό κρυολόγημα εκτός εποχής. Ο λαιμός του ήταν κατακόκκινος και πονούσε, αλλά δεν γκρίνιαζε, ούτε καν παραπονιόταν. Έ π ι ν ε αδιαμαρτύρητα το σιρόπι του και, ενώ κοιμόταν λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο, έπαιζε όπως πάντα με τα παιχνίδια του, ή φυλλομετρούσε βιβλία με εικόνες. Το πρωί της δεύτερης μέρας της αρρώστιας του Μπάρτι,
η Άγκνες κατέβηκε στην κουζίνα και τον βρήκε καθισμένο στο τραπέζι με τις πιτζάμες του, να ζωγραφίζει με ασυνήθιστα χροίματα τις εικόνες σε ένα βιβλίο για παιδιά. Η Άγκνες τον επαίνεσε που ήταν τόσο γενναίος μικρός στρατιώτης και υπέμενε το κρυολόγημα του χωρίς γκρίνιες. Ο μικρός ανασήκωσε τους ώμους του και, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τη ζωγραφιά, της απάντησε: «Αφοΰ είναι μόνο εδώ». «Τι εννοείς;» «Αυτό που έχω». «Το κρυολόγημά σου είναι μόνο εδώ;» «Ναι. Δεν είναι παντού». Η Άγκνες απολάμβανε τις συζητήσεις τους. Μπορεί ο Μπάρτι να είχε πολύ προχωρημένο λεξιλόγιο για την ηλικία του, αλλά δεν έπαυε να είναι παιδί και τα σχόλια του ήταν χαριτωμένα και γεμάτα αθωότητα. «Θέλεις να πεις ότι το κρυολόγημα είναι στη μύτη σου αλλά όχι και στα πόδια σου;» «Όχι, μαμά. Το κρυοβόλημα δεν πάει ποτέ στα πόδια κανενός». «Το κρυολόγημα», τον διόρθωσε η Άγκνες. «Ναι», επιβεβαίωσε ο μικρός, χρωματίζοντας γαλάζιο ένα λαγουδάκι που χόρευε αγκαλιά μ' ένα σκίουρο. «Θέλεις να πεις ότι είναι μαζί σου εδώ στην κουζίνα, αλλά δε θα έρθει αν πας στο καθιστικό; Δηλαδή, το κρυολόγημα κάνει του κεφαλιού του;» «Αυτό είναι χαζομάρα». «Εσύ είπες ότι το κρυολόγημά σου είναι μόνο εδώ. Μπορεί να μην ξεκολλάει από την κουζίνα γιατί ελπίζει ότι θα το κεράσουμε πίτα». «Το κρυολόγημά μου είναι εδώ, όχι σε κάθε μέρος που είμαι», εξήγησε ο Μπάρτι. «Δηλαδή... εσύ δεν είσαι μόνο εδώ στην κουζίνα, μαζί με το κρυολόγημά σου;» «Όχι». «Πού αλλού είσαι, κύριε Λάμπιον; Στην πίσω αυλή και παίζεις;» «Ναι, κάπου». «Στο καθιστικό και διαβάζεις;»
«Ναι, κάπου». «Και σ' όλα αυτά τα μέρη είσαι ταυτόχρονα, ε;» Με τη γλώσσα του να προβάλλει από τα σφιγμένα δοντάκια έτσι όπως ήταν συγκεντρωμένος στη ζωγραφιά του, ο Μπάρτι έγνεψε καταφατικά. «Ναι». Το τηλέφωνο που χτύπησε διέκοψε την κουβέντα τους, αλλά η Άγκνες έμελλε να την ξαναθυμηθεί αργότερα την ίδια χρονιά, την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ο Μπάρτι έκανε έναν περίπατο κάτω από τη βροχή κι άλλαξε ριζικά την αντίληψη της μητέρας του για τον κόσμο και για την ίδια της την ύπαρξη. Σε αντίθεση με τα περισσότερα νήπια, ο Μπάρτι αντιμετώπιζε με απόλυτη άνεση τις αλλαγές. Πέρασε από το μπιμπερό στο ποτήρι, από την κούνια στο κρεβάτι κι από τις αγαπημένες παιδικές τροφές σε διαφορετικές γεύσεις, απολαμβάνοντας το καινούριο. Μολονότι η Άγκνες φρόντιζε να τον έχει σχεδόν πάντα μαζί της, ο Μπάρτι δεν είχε κανένα πρόβλημα να μείνει με τη Μαρία Γκονζάλες, ή με τον Ίντομ, όταν καμιά φορά η μαμά του έπρεπε να λείψει, και χαμογελούσε το ίδιο χαρούμενα στον βλοσυρό θείο Τζέικομπ, όσο και σε όλους τους άλλους. Δεν πέρασε ποτέ τη φάση που περνάνε πολλά παιδιά και αντιδρούν στις αγκαλιές και στα φιλιά. Ή τ α ν ένα παιδάκι που πάντα έδινε πρόθυμα το χέρι του κι αγκάλιαζε όλο τον κόσμο με φανερή χαρά και χωρίς καμιά επιφύλαξη. Οι παράλογοι φόβοι που ταλαιπωρούν και συχνά σημαδεύουν τα παιδικά χρόνια όλων των ανθρώπων δεν τάραξαν ποτέ τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του Μπάρτι, που κυλούσαν σαν γάργαρο ποταμάκι. Ποτέ του δεν φοβήθηκε το γιατρό, ή τον οδοντίατρο, ή τον κουρέα. Ποτέ δεν φοβήθηκε ν' αποκοιμηθεί, και όταν κοιμόταν φαινόταν να βλέπει μόνο καλά όνειρα. Το σκοτάδι, μια από τις κυρίαρχες φοβίες των παιδικών χρόνων, που οι περισσότεροι ενήλικοι δεν την ξεπερνάνε ποτέ εντελώς, δεν τρόμαξε ούτε μια φορά τον Μπάρτι. Αν και στο δωμάτιο του υπήρχε ένα φωτάκι για τη νύχτα, η μι-
κρή λαμπίτσα με τον Μίκι Μάους βρισκόταν εκεί για να καθησυχάζει όχι το παιδί αλλά τη μητέρα του, που έτρεμε μήπως ξυπνήσει ο Μπάρτι και βρεθεί μόνος στα σκοτεινά. Ί σ ω ς η εμμονή αυτή της Άγκνες να μην πήγαζε μόνο από απλό μητρικό ενδιαφέρον. Αν υπάρχει αυτό που λέμε έκτη αίσθηση, ίσως η Άγκνες υποσυνείδητα να διασθανόταν την τραγωδία που έμελλε να έρθει: τους όγκους, τις εγχειρήσεις, την τύφλωση. Η υποψία της Άγκνες ότι ο Μπάρτι θα γινόταν παιδί-θαύμα επιβεβαιώθηκε την ημέρα των πρώτων γενεθλίων του, τότε που ο μικρός είχε μετρήσει τις πίτες από το καρεκλάκι του. Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν πρόσφεραν άφθονες αποδείξεις για την υψηλή ευφυΐα και τα ταλέντα του παιδιού και μετέτρεψαν την υποψία της Άγκνες σε απόλυτη βεβαιότητα. Δεν ήταν από την αρχή σαφές τι είδους παιδί-θαύμα θα γινόταν ο Μπάρτι, αφού αποκάλυπτε πολλά και διάφορα εξίσου ισχυρά ταλέντα αντί για ένα, κυρίαρχο. Ό τ α ν του χάρισαν μια παιδική φυσαρμόνικα, άρχισε αμέσως να αυτοσχεδιάζει παίζοντας απλουστευμένες εκδοχές των τραγουδιών που άκουγε από το ραδιόφωνο, όπως το «All You Need Is Love» των Μπιτλς, το «I Was Made to Love Her» του Στίβι Γουόντερ, ή το «The Letter» των Μποξ Τοπς. Αν άκουγε οποιαδήποτε μελωδία μία φορά, ο Μπάρτι ήταν σε θέση να παίξει μια αναγνωρίσιμη εκδοχή της. Παρ' όλο που η μικρή τσίγκινη φυσαρμόνικα ήταν περισσότερο παιχνίδι παρά μουσικό όργανο, το παιδί κατάφερνε, φυσώντας και ρουφώντας αέρα, να παίζει εκπληκτικά περίπλοκη μουσική. Και, απ' όσο μπορούσε να καταλάβει η Άγκνες, δεν έπαιζε καθόλου, μα καθόλου φάλτσα. Έ ν α από τα αγαπημένα δώρα του Μπάρτι τα Χριστούγεννα του 1967 ήταν μια χρωματική φυσαρμόνικα με δώδεκα τρύπες, που του έδινε μια πλήρη κλίμακα με τρεις οκτάβες. Παρά τα μικρά χεράκια του και το στοματάκι, κατάφερε να παίζει κανονικά όλα τα τραγούδια που άκουγε και του άρεσαν. Είχε επίσης ταλέντο στη γλώσσα.
Από πολύ νωρίς ο Μπάρτι κρεμόταν από τα χείλη της μητε'ρας του όταν εκείνη του διάβαζε παραμύθια, χωρίς ίχνος από την ανυπομονησία και την έλλειψη συγκέντρωσης που είναι φυσιολογική στα νήπια. Προτιμούσε να κάθονται δίπλα δίπλα όποτε του διάβαζε η Άγκνες και της ζητούσε να ακολουθεί με το δάχτυλο της τις αράδες στο βιβλίο ώστε αυτός να βλέπει την κάθε λέξη που άκουγε. Μ' αυτό τον τρόπο έμαθε να διαβάζει μόνος του απ' όταν μπήκε στα τρία. Πολύ γρήγορα εγκατέλειψε τα εικονογραφημένα βιβλία και πέρασε σε μικρές ιστορίες, κατάλληλες για παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού, και εξίσου γρήγορα σε βιβλία για πιο μεγάλα παιδιά. Οι περιπέτειες του Τομ Σουίφτ και τα μυστήρια της Νάνσι Ντριου τον σαγήνευσαν όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς. Μαζί με την ανάγνωση κατέκτησε και τη γραφή. Σ' ένα τετραδιάκι άρχισε να κρατάει σημειώσεις από τα αποσπάσματα που του κινούσαν το ενδιαφέρον στις αγαπημένες του ιστορίες. Το Ημερολόγιο Ενός Αναγνώστη, όπως το ονόμασε, μάγεψε την Άγκνες όταν το διάβασε, με την άδειά του. Εκείνες οι προσωπικές σημειώσεις ήταν ειλικρινείς, ανεπιτήδευτες, γεμάτες παιδικό ενθουσιασμό. Αλλά μήνα με το μήνα η Άγκνες παρατήρησε ότι γίνονταν όλο και λιγότερο απλοϊκές, πολύ πιο σύνθετες και συγκροτημένες. Η Άγκνες, που είχε διδάξει είκοσι ενηλίκους σαν εθελόντρια καθηγήτρια αγγλικών και είχε μάθει τη Μαρία Γκονζάλες να μιλάει τέλεια τη γλώσσα χωρίς ίχνος ξενικής προφοράς, αποδείχτηκε εντελώς περιττή σαν δασκάλα για το γιο της. Πολύ περισσότερο απ' όλα τα παιδιά, ο Μπάρτι ρωτούσε γιατί με εξουθενωτική συχνότητα. Γιατί αυτό, γιατί εκείνο, αλλά ποτέ την ίδια ερώτηση δεύτερη φορά. Επίσης, πολύ συχνά, γνώριζε ήδη την απάντηση στην ερώτηση που έκανε, αλλά ήθελε απλώς να την επιβεβαιώσει. Ή τ α ν τόσο αποτελεσματικός αυτοδίδακτος, που εκπαίδευε τον εαυτό του καλύτερα απ' ό,τι θα τα κατάφερνε μια ολόκληρη ομάδα ειδικευμένων καθηγητών. Ό λ α αυτά η Άγκνες τα έβρισκε εκπληκτικά, διασκεδαστικά, υπέροχα, αλλά λυπόταν και λιγάκι κατά βάθος. Εκείνη είχε τη λαχτάρα να μάθει στο παιδί της να διαβάζει και
να γράφει, να το βλέπει ν' ανθίζει και ν' αναπτύσσεται αργά και σταθερά με τις δικές της φροντίδες. Ό σ ο κι αν υποστήριζε με όλες τις δυνάμεις της τις προσπάθειες του Μπάρτι να καλλιεργήσει τα πολλά ταλέντα του, όσο κι αν αισθανόταν περήφανη για τα εκπληκτικά επιτεύγματα του παιδιού της, ένιωθε ότι αυτή η αστραπιαία ανάπτυξη της στερούσε ένα κομμάτι από τη χαρά της παιδικής του ηλικίας, έστω κι αν ο Μπάρτι παρέμενε από πολλές απόψεις παιδί. Ό σ ο για τον ίδιο τον Μπάρτι, κρίνοντας από την ευχαρίστηση που έβρισκε στο διάβασμα, δεν πρέπει να αισθανόταν πως έχανε κάτι. Γι' αυτόν ο κόσμος ήταν ένα τεράστιο κρεμμύδι με αμέτρητα φλούδια, που τα ξεφλούδιζε ένα ένα και τα καταβρόχθιζε με απερίγραπτη απόλαυση. Όμως, παρά τη μεγάλη αγάπη του για το διάβασμα και τη μουσική, τα γεγονότα έδειξαν ότι στα μαθηματικά είχε ακόμη μεγαλύτερη κλίση. Πριν ακόμη μάθει μόνος του να διαβάζει, ήξερε ήδη τους αριθμούς και την ώρα. Ειδικά η έννοια του χρόνου τού είχε κάνει πολύ βαθύτερη εντύπωση απ' όσο μπορούσε να αντιληφθεί η Άγκνες. Ίσως επειδή οι περισσότεροι από μας αποκτούμε την αντίληψη της έννοιας του απείρου του σύμπαντος και του πεπερασμένου της ανθρώπινης ζωής -καθώς και την πλήρη κατανόηση της σημασίας της- στα πρώτα νεανικά μας χρόνια, αν όχι πολύ αργότερα, ενώ ο Μπάρτι είχε αναγνωρίσει, είχε συλλογιστεί και εμπεδώσει μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες πόσο θαυμαστό και άπειρο είναι το σύμπαν και πόσο ασήμαντη και παροδική είναι η ανθρώπινη ζωή σε σύγκριση με αυτό. Για ένα διάστημα, του άρεσε να τον προκαλούν να υπολογίσει τα δευτερόλεπτα που είχαν περάσει από ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός. Αν του έλεγες μια ημερομηνία, ο Μπάρτι έκανε τους υπολογισμούς με το μυαλό του κι έδινε τη σωστή απάντηση συνήθως μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα, ή ένα λεπτό το πολύ. Η Άγκνες μόνο σε δύο περιπτώσεις έκανε επαλήθευση της απάντησής του. Την πρώτη φορά, χρειάστηκε μολύβι, χαρτί και εννιά λεπτά για να υπολογίσει τα δευτερόλεπτα που είχαν περάσει
από ένα γεγονός που είχε συμβεί πριν από εκατόν είκοσι πέντε χρόνια, έξι μήνες και οχτώ μέρες. Η απάντηση της ήταν διαφορετική από του Μπάρτι, αλλά, όταν ξανάρχισε να κάνει τις πράξεις από την αρχή, συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να συνυπολογίσει τα δίσεκτα χρόνια. Τη δεύτερη φορά, έχοντας πια υπόψη της ότι κάθε κανονικό έτος έχει 3.153.600 δευτερόλεπτα και κάθε δίσεκτο 86.400 παραπάνω, επαλήθευσε με χαρτί και μολύβι την απάντηση του Μπάρτι μέσα σε τέσσερα λεπτά μόνο. Από τότε και στο εξής, δεχόταν τις απαντήσεις του χωρίς να τις αμφισβητεί. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, ο Μπάρτι είχε ανά πάσα στιγμή στο μυαλό του πόσα δευτερόλεπτα ακριβώς είχε ζήσει και ποιος ήταν ο αριθμός των λέξεων σε κάθε βιβλίο που είχε διαβάσει. Η Άγκνες δεν είχε ελέγξει ποτέ τον συνολικό αριθμό λέξεων ενός ολόκληρου τόμου. Ό π ο τ ε όμως του έλεγε τον αριθμό μιας τυχαίας σελίδας από το βιβλίο που είχε στα χέρια του, ο Μπάρτι ήξερε να της πει πόσες λέξεις περιείχε. Προφανώς, οι μουσικές του ικανότητες ήταν απόρροια του εκπληκτικού ταλέντου του στα μαθηματικά. Ο ίδιος έλεγε ότι η μουσική είναι αριθμοί. Αυτό που προφανώς εννοούσε ήταν ότι μπορούσε να μεταφράσει αυτοστιγμεί τις νότες οποιουδήποτε τραγουδιού σε έναν προσωπικό αριθμητικό κώδικα και να απομνημονεύσει την ακολουθία. Για να παίξει το τραγούδι έφτανε να επαναλάβει απλώς τη συγκεκριμένη ακολουθία. Διαβάζοντας για παιδιά-θαύματα, η Άγκνες είχε μάθει ότι όλες σχεδόν οι μαθηματικές ιδιοφυΐες είχαν και μουσικό ταλέντο. Σε μικρότερο αλλά εντυπωσιακό βαθμό, πολλές από τις νεαρές μουσικές ιδιοφυΐες του κόσμου είχαν παράλληλα εξαιρετικές ικανότητες στα μαθηματικά. Οι εκπληκτικές επιδόσεις του Μπάρτι στην ανάγνωση και στη γραφή φαίνεται πως είχαν κι αυτές σχέση με τα μαθηματικά. Γι' αυτόν, η γλώσσα ήταν φωνητικά σύμβολα, ένα είδος μουσικής που αντιπροσώπευε αντικείμενα και ιδέες. Αυτού του είδους η μουσική μεταφραζόταν σε γραπτές συλλαβές, με τη βοήθεια του αλφαβήτου - π ο υ ο Μπάρτι το έβλε-
πε σαν ένα σύστημα αρίθμησης με είκοσι έξι ψηφία αντί για δέκα. Η Άγκνες ανακάλυψε επίσης ότι, σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά-θαύματα, ο Μπάρτι δεν ήταν τίποτα το ξεχωριστό. Κάποιες από τις μαθηματικές ιδιοφυΐες είχαν απορροφηθεί από την άλγεβρα ή και τη γεωμετρία πριν καν κλείσουν τα τρία. Ο Γιάσα Χάιφετς σε ηλικία τριών ετών ήταν ήδη αναγνωρισμένος βιολιστής και στα έξι του έπαιζε τα κονσέρτα του Μέντελσον και του Τσαϊκόφσκι. Η Άιντα Χέντελ έπαιζε τα ίδια κονσέρτα σε ηλικία πέντε ετών. Τελικά, η Άγκνες άρχισε να υποψιάζεται ότι, παρά τη χαρά που έπαιρνε από τους αριθμούς και παρά την κλίση του στα μαθηματικά, το μεγάλο του χάρισμα και το βαθύτερο πάθος του ήταν κάτι άλλο. Απλώς έπαιρνε το δρόμο του προς ένα πεπρωμένο πολύ πιο παράξενο κι εκπληκτικό από των άλλων παιδιών-θαυμάτων για τα οποία είχε διαβάσει. Η ιδιοφυΐα του Μπαρθόλομιου ίσως να ήταν τρομακτική, ακόμη και απωθητική, αν παρ' όλα αυτά δεν παρέμενε ένα φυσιολογικό παιδί. Παρά την εκθαμβωτική εξυπνάδα του, δεν έπαυε να τρέχει, να χοροπηδάει και να κάνει τούμπες. Να ξετρελαίνεται με μια κούνια φτιαγμένη από τριχιά και σαμπρέλα αυτοκινήτου στη μεγάλη βαλανιδιά της πίσω αυλής. Να πανηγυρίζει πανευτυχής για ένα τρίκυκλο ποδηλατάκι. Να τσιρίζει ενθουσιασμένος όταν ο θείος Τζέικομπ έστριβε ένα γυαλιστερό εικοσιπενταράκι κόμπο τον κόμπο στα δάχτυλά του, ή του έκανε άλλα κόλπα με νομίσματα. Επίσης, ενώ δεν ήταν καθόλου ντροπαλός, ο Μπάρτι δεν ήταν ούτε επιδειξιμανής. Δεν αποζητούσε συνεχώς τον έπαινο για τα κατορθώματά του, που, σε γενικές γραμμές, ήταν ελάχιστα γνωστά έξω από τον στενό οικογενειακό του κύκλο. Ό λ η του η ικανοποίηση ήταν να διαβάζει, να εξερευνά, να μαθαίνει και να μεγαλώνει. Ό σ ο μεγάλωνε, το αγόρι έμοιαζε να αρκείται στη συντροφιά με τον εαυτό του, τη μητέρα του και τους δύο θείους του. Την Άγκνες όμως την απασχολούσε το γεγονός ότι δεν υπήρχαν άλλα παιδάκια στη γειτονιά τους να κάνει παρέα ο Μπάρτι. Πίστευε ότι θα ήταν καλύτερα για το αγόρι της αν είχε και κάνα δυο φιλαράκια.
« Έ χ ω . Κάπου», την καθησύχασε ένα βράδυ ο Μπάρτι, την ώρα που τον έβαζε στο κρεβάτι του. «Μπα; Και πού τους κρύβεις τους φίλους σου -μέσα στην ντουλάπα;» «Όχι. Εκεί μένει το τέρας», είπε ο Μπάρτι, αστειευόμενος φυσικά, αφού δεν τρόμαζε από τα πράγματα που συνήθως φοβίζουν τα παιδάκια. «Χο, χο», έκανε η Άγκνες και του ανακάτωσε τα μαλλιά. «Ο μικρός μου Ρεντ Σκέλτον». Ο Μπάρτι δεν έβλεπε πολλή τηλεόραση. Είχε μείνει όμως μερικές φορές ξύπνιος μέχρι αργά για να δει τον Ρεντ Σκέλτον, γιατί ο συγκεκριμένος κωμικός τον έκανε να ξεκαρδίζεται στα γέλια. «Κάπου», είπε ο Μπάρτι, «υπάρχουν παιδιά στη γειτονιά». «Απ' ό,τι θυμάμαι, δίπλα μας μένει η δεσποινίς Γκάλογουεϊ. Συνταξιούχος. Γεροντοκόρη. Χωρίς παιδιά». «Ναι, εντάξει, αλλά κάπου είναι παντρεμένη με εγγονάκια». « Έ χ ε ι δύο ζωές, ε;» «Πιο πολλές από δύο». «Εκατοντάδες, ε;» «Πιο πολλές». «Σέλμα Γκάλογουεϊ, η μυστηριώδης γυναίκα». «Μπορεί να είναι, καμιά φορά». «Συνταξιούχος καθηγήτρια την η μέρα, Ρωσίδα κατάσκοπος το βράδυ». «Δεν είναι παντού κατάσκοπος». Εκείνο το βράδυ, δίπλα στο κρεβάτι του γιου της, η Άγκνες άρχισε να υποψιάζεται γενικά και αόριστα ότι αυτές οι διασκεδαστικές κουβέντες με τον Μπάρτι ίσως να μην ήταν μόνο αστείες και χαριτωμένες, όπως έδειχναν. Ίσως, με τον παιδιάστικο τρόπο του, ο γιος της να εξέφραζε μια αλήθεια που αυτή νόμιζε ότι ήταν απλή φαντασία του. «Κι από την άλλη μεριά», συνέχισε η Άγκνες, «μένουν οι Κάρτερ, που η μοναχοκόρη τους η Τζέινι έφυγε πέρυσι από το σπίτι για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο». «Οι Κάρτερ δε μένουν πάντα εκεί», είπε ο Μπάρτι.
«Μπα; Μήπως νοικιάζουν το σπίτι τους σε πειρατές με πειρατόπαιδα, ή σε φασουλήδες με φασουλόπαιδα;» Ο Μπάρτι γέλασε κακαριστά. «Εσύ είσαι ο Ρεντ Σκέλτον». «Κι εσύ έχεις πολύ μεγάλη φαντασία». «Όχι πολύ. Σ' αγαπώ, μαμά μου». Ο Μπάρτι χασμουρήθηκε και... αποκοιμήθηκε, μ' εκείνη την ταχύτητα και την ευκολία που πάντα άφηναν κατάπληκτη τη μητέρα του. Και ύστερα όλα άλλαξαν μέσα σε μια εκπληκτική στιγμή. Άλλαξαν ριζικά και οριστικά. Άλλαξαν την παραμονή των Χριστουγέννων, σε κάποιο σημείο της ακτής της Καλιφόρνιας. Αν και ο ήλιος έλαμπε το πρωί, το απόγευμα μαζεύτηκαν μαύρα σύννεφα που προμήνυαν μπόρα. Κέικ σοκολάτας, πίτες με σταφίδες και κανέλα, δώρα τυλιγμένα με χρωματιστά χαρτιά και γυαλιστερές κορδέλες: η Άγκνες Λάμπιον μοίραζε δώρα στους φίλους της που βρίσκονταν σε ανάγκη αλλά και σ' αυτούς που είχαν όλα τα καλά. Σε κάθε στάση, κάθε αγαπημένο πρόσωπο που έβλεπε, κάθε αγκαλιά, κάθε φιλί, κάθε χαρούμενο «Καλά Χριστούγεννα» γέμιζε δύναμη την καρδιά της ώστε να αντεπεξέλθει στο θλιβερό καθήκον που την περίμενε μόλις θα μοίραζε σε όλους τα δώρα. Ο Μπάρτι ήταν με τη μητέρα του, που οδηγούσε το δικό της πράσινο στέισον βάγκον, μάρκας Σεβρολέτ. Επειδή τα κέικ, οι πίτες και τα πακέτα ήταν πάρα πολλά για να χωρέσουν σε ένα μόνο όχημα, ακολουθούσε κι ο Ίντομ με το φανταχτερό κίτρινο Φορντ του. Η Άγκνες αποκαλούσε αυτή την παρέλαση των δύο αυτοκινήτων «Χριστουγεννιάτικο Καραβάνι», πράγμα που ενθουσίαζε τον Μπάρτι και τον έκανε να αισθάνεται σαν ήρωας σε μαγική περιπέτεια. Κάθε τόσο γύριζε πάνω στο κάθισμά του, σηκωνόταν στα γόνατα και κουνούσε ζωηρά το χεράκι του στον θείο Ίντομ που τους ακολουθούσε. Πάρα πολλές οι στάσεις, πολύ λίγος ο χρόνος στην καθεμιά, τόσο πολλή λάμψη από χριστουγεννιάτικα δέντρα,
όλα διαφορετικά στολισμένα, τόσο πολλά σπιτικά μπισκότα και ζεστή σοκολάτα και γλυκά και πρωινές κουβεντούλες σε φωτεινές κουζίνες, τόσες υπέροχες ευωδιές από τα χριστουγεννιάτικα ψητά και ύστερα - ό σ ο κυλούσε η μέρα και ψύχραινε ο κ α ι ρ ό ς - τόσο πολλές ευχές μπροστά α π ό τα αναμμένα τζάκια και τόσα δώρα που ανταλλάσσονταν και κουτιά με γλυκά, πίτες και κέικ, και τόσα « Τ ρ ί γ ω ν α , Κάλαντα»
κ α ι «Ω Έλατο»
κ α ι «Ο Μικρός
Τυμπανιστής»
σε ό λ α
τα ραδιόφωνα. Μ' αυτά και μ' αυτά, έφτασε η ώρα τρεις το απόγευμα, παραμονή Χριστουγέννων, κι αυτοί είχαν παραδώσει όλα τα δώρα τους, πολύ πριν έρθει ο Aï-Βασίλης να μοιράσει τα δικά του. Ο Ίντομ, με το φορτηγάκι του γεμάτο δώρα και γλυκίσματα για τους φίλους, τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι μετά την επίσκεψη στον Ομπαντάια Σέφαραντ, που ήταν η τελευταία τους. Έ φ υ γ ε μαρσάροντας, λες και ήθελε να προλάβει να φτάσει πριν από τους τυφώνες και τα παλιρροϊκά κύματα. Για την Άγκνες και τον Μπάρτι απέμενε άλλη μια στάση, εκεί όπου ένα μέρος α π ό τη χ α ρ ά των Χριστουγέννων θ α έμενε για πάντα θαμμένο μαζί με τον άντρα της, που της έλειπε κάθε μέρα, κάθε ώρα -θαμμένο μαζί με τον πατέρα που ο Μπάρτι δεν θα γνώριζε ποτέ. Ο κεντρικός δρόμος του νεκροταφείου πλαισιωνόταν από δεντροστοιχίες με κυπαρίσσια. Πανύψηλα και λιτά στο σχήμα, τα δέντρα έμοιαζαν με παραταγμένη φρουρά που στεκόταν εκεί για ν α μην αφήνει τα ανήσυχα πνεύματα να περιπλανιούνται στον κόσμο των ζωντανών. Έ κ α ν ε κρύο, αλλά δεν είχε πέσει ακόμη παγωνιά. Έ ν α απαλό αεράκι έφερνε τη μυρωδιά της θάλασσας μέχρι εκεί. . Έ φ τ α σ α ν στον τάφο κρατώντας κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα. Η Άγκνες κρατούσε τα κόκκινα κι ο Μπάρτι τα άσπρα. Την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, στόλιζαν τον τάφο με μπουμπούκια από τις τριανταφυλλιές που καλλιεργούσε ο Ί ν τ ο μ στην πλαϊνή αυλή του σπιτιού. Αυτή την εποχή όμως που οι τριανταφυλλιές δεν ήταν ανθισμένες, είχαν αγοράσει τα μπουκέτα τους από ανθοπωλείο Από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια, ο Ί ν τ ο μ είχε δείξει ενδιαφέρον για την κηπουρική, με προτίμηση στις τριαντα-
φυλλιές και στις διασταυρώσεις τους. Ή τ α ν μόλις δεκάξι ετών όταν ε'να από τα μπουμπούκια του είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο σ' ένα διαγωνισμό για το ωραιότερο τριαντάφυλλο. Ό τ α ν όμως έμαθε ο πατέρας του για το διαγωνισμό, αντιμετώπισε τη συμμετοχή του Ίντομ σαν βαρύ αμάρτημα. Η σκληρή τιμωρία είχε αφήσει τον Ίντομ τρεις μέρες στο κρεβάτι κι όταν τελικά μπόρεσε να κατεβεί ξανά στο ισόγειο, διαπίστωσε πως ο πατέρας του είχε ξεριζώσει όλες του τις τριανταφυλλιές. Έντεκα χρόνια αργότερα, λίγους μήνες μετά το γάμο του με την Άγκνες, ο Τζόι κάλεσε τον Ίντομ να τον συνοδεύσει σε μια μυστηριώδη «μικρή βόλτα με τ' αμάξι» και τον πήγε σ' ένα μεγάλο θερμοκήπιο. Γύρισαν σπίτι με πενήντα σακούλες κηπευτικό χώμα, μια ντουζίνα μπουκαλάκια με υγρό λίπασμα και μια πλήρη σειρά από εργαλεία κηπουρικής. Μαζί, αφαίρεσαν το γρασίδι από την πλαϊνή αυλή, τσάπισαν το χώμα και έκαναν όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για να φυτέψουν τη μεγάλη ποικιλία από υβρίδια τριανταφυλλιάς που τους παραδόθηκαν από το θερμοκήπιο την επόμενη βδομάδα. Αυτός ο τριανταφυλλώνας ήταν για τον Ίντομ η μοναδική σχέση του με τη φύση που δεν του προκαλούσε τρόμο. Η Άγκνες πίστευε ότι ο ενθουσιασμός του Τζόι για τις τριανταφυλλιές του Ίντομ ήταν ο λόγος που εκείνος δεν είχε κλειστεί τόσο πολύ στον εαυτό του όσο ο Τζέικομπ και που μπορούσε να λειτουργήσει πέρα από τους τοίχους του διαμερίσματος του πολύ καλύτερα απ' ό,τι ο δίδυμος αδερφός του. Τα τριαντάφυλλα που τώρα στόλιζαν τα δυο πέτρινα βάζα στα πλαϊνά του τάφου δεν τα είχε καλλιεργήσει ο Ίντομ, αλλά τα είχε αγοράσει ο ίδιος. Είχε πάει μόνος του στον ανθοπώλη και είχε διαλέξει τα μπουμπούκια ένα ένα, αλλά δεν είχε το κουράγιο να συνοδεύσει την Άγκνες και τον Μπάρτι στο νεκροταφείο. «Του αρέσουν του μπαμπά μου τα Χριστούγεννα;» ρώτησε ο Μπάρτι. Ή τ α ν καθισμένος στο χορτάρι, μπροστά στην επιτύμβια στήλη του πατέρα του. «Δεν του άρεσαν απλώς τα Χριστούγεννα, τα λάτρευε. Από τον Ιούνιο άρχιζε να τα προγραμματίζει. Κι αν δεν
υπήρχε ήδη ο Aï-Βασίλης, σίγουρα ο πατέρας σου θα τον είχε εφεύρει». Ο Μπάρτι πήρε το πανί που είχαν φέρει μαζί τους κι άρχισε να καθαρίζει την πέτρινη επιτύμβια στήλη. «Είναι κι ο μπαμπάς καλός με τους αριθμούς όπως εγώ;» «Ε... ήταν ασφαλιστικός πράκτορας και οι αριθμοί είχαν μεγάλη σημασία στη δουλειά του. Ή τ α ν και καλός επενδυτής. Ό χ ι σαΐνι όπως είσαι εσύ με τους αριθμούς, αλλά είμαι σίγουρη ότι απ' αυτόν κληρονόμησες το ταλέντο». «Διαβάζει και τα μυστήρια του πάτερ Μπράουν;» Η Άγκνες γονάτισε δίπλα στο αγόρι, που συνέχιζε να τρίβει το γρανίτη με το πανί. «Μπάρτι, αγάπη μου, γιατί;...» Το παιδί σταμάτησε το γυάλισμα και την κοίταξε στα μάτια. «Τι;» Η Άγκνες θα είχε αισθανθεί ανόητη αν έκανε την ίδια ερώτηση σε κάποιον άλλο τρίχρονο μπόμπιρα, αλλά με το γιο της αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος. «Μωρό μου... έχεις συνειδητοποιήσει ότι μιλάς για τον μπαμπά σου σε χρόνο ενεστώτα;» Ο Μπάρτι δεν είχε διδαχτεί ποτέ του γραμματικούς κανόνες, αλλά τους είχε αντιληφθεί τέλεια. «Το ξέρω. Είμαιείσαι-είναι...» «Γιατί;» Ο μικρός ανασήκωσε τους ώμους του. «Αγάπη μου, έχεις καταλάβει... και βέβαια έχεις καταλάβει... ότι ο μπαμπάς σου έφυγε». «Ναι. Την ημέρα που γεννήθηκα». «Σωστά». Χάρη στην εξυπνάδα και στην προσωπικότητα του Μπάρτι, η Άγκνες άθελά της είχε την τάση να τον σκέφτεται σαν ενήλικο. Αυτή τη φορά, είδε το γιο της πιο καθαρά απ' ό,τι εδώ και πολύ καιρό: ένα μικρό παιδάκι, ορφανό από πατέρα, αλλά γενναίο, φορτωμένο μ' ένα ιδιαίτερο χάρισμα που ήταν μεν ευλογημένο, αλλά τον απέκλειε από μια φυσιολογική παιδική ηλικία και τον ανάγκαζε να μεγαλώνει με ρυθμούς τόσο γρήγορους, που ήταν άδικοι για ένα τόσο τρυφερό πλασματάκι. Ο Μπάρτι ήταν συγκινητικά μικρούλης και τόσο ευάλωτος, που η Άγκνες, έτσι όπως τον κοίταζε, ένιω-
σε να την κυριεύει ως ε'να βαθμό εκείνη η αφόρητη αίσθηση απελπισίας που είχε καταστρέψει τα δυο αδέρφια της. «Μακάρι να σε είχε γνωρίσει ο πατέρας σου», του είπε. «Κάπου, με έχει γνωρίσει». Στην αρχή, η Άγκνες σκέφτηκε ότι ο Μπάρτι εννοούσε πως ο πατέρας του τον παρακολουθούσε από τον ουρανό και τα λόγια του μικρού άγγιξαν την πιο ευαίσθητη χορδή της καρδιάς της. Ύστερα, όμως, το παιδί πρόσθεσε κάτι που έδωσε μια καινούρια και πολύ παράξενη διάσταση σ' αυτό που μόλις είχε πει. «Ο μπαμπάς πέθανε εδώ, αλλά δεν πέθανε σε κάθε μέρος που είμαι». Στο μυαλό της Άγκνες αντήχησε ξανά εκείνο που της είχε πει ο Μπάρτι τον Ιούλιο. Το κρυολόγημά μου είναι εδώ, όχι σε κάθε
μέρος
που
είμαι.
Οι φυλλωσιές των δέντρων θρόιζαν στο φύσημα του αέρα και τα τριαντάφυλλα έγερναν τα ντελικάτα κεφάλια τους. Μια απόλυτη ακινησία έπεσε ξαφνικά στο νεκροταφείο, σαν να ανέβλυζε από κάτω από τη γη, από το βασίλειο των νεκρών. «Εδώ είμαι χωρίς τον μπαμπά», είπε ο Μπάρτι, «αλλά δεν είμαι παντού χωρίς τον μπαμπά». Πάλι από μια κουβέντα τους, το Σεπτέμβριο, όταν τον έβαζε για ύπνο: Κάπου, υπάρχουν
παιδιά
στη
γειτονιά.
Κάπου, η Σέλμα Γκάλογουεϊ, η γειτόνισσα, δεν ήταν γεροντοκόρη αλλά παντρεμένη και με εγγονάκια. Μια ξαφνική αδυναμία, ένας αόριστος τρόμος, έκανε την Άγκνες να πέσει στα γόνατα πάνω στο γρασίδι, δίπλα στο γιο της. «Καμιά φορά είναι μελαγχολικά εδώ, μαμά. Αλλά δεν είναι μελαγχολικά σε κάθε μέρος που είσαι. Σε πολλά μέρη, ο μπαμπάς είναι μαζί μ' εσένα κι εμένα και είμαστε πιο ευτυχισμένοι κι όλα είναι ωραία». Να την και πάλι αυτή η περίεργη σύνταξη. Αρχικά, η Άγκνες την είχε αποδώσει σε απλά λάθη που ακόμη και ε'να παιδί-θαύμα είναι αναμενόμενο να κάνει, αργότερα την είχε ερμηνεύσει σαν έκφραση της πλούσιας παιδικής φαντασίας, αλλά σχετικά πρόσφατα είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι
αντανακλούσε ασυνήθιστες, περίπλοκες και ίσως σκοτεινές σκέψεις του παιδιού. Τώρα ο τρόμος της πήρε μορφή. Αναρωτήθηκε αν οι διαταραχές της προσωπικότητας που είχαν σημαδέψει τη ζωή των αδερφών της δεν είχαν τις ρίζες τους αποκλειστικά και μόνο στην κακοποίηση που είχαν υποστεί οι δίδυμοι από τον πατέρα τους, αλλά και σε κάποια κληρονομική αιτία που ίσως εμφανιζόταν και στο γιο της. Αν ο Μπάρτι, παρά τα ιδιαίτερα χαρίσματά του, ήταν γενετικά καταδικασμένος σε μια ζωή που θα τη δυνάστευε ένα οξύ ψυχολογικό πρόβλημα, τότε οι πρώτες ενδείξεις του προβλήματος ήταν αυτές οι όχι απόλυτα κατανοητές προτάσεις. «Και σε πολλά από τα κάπου», συνέχισε ο Μπάρτι, «τα πράγματα είναι χειρότερα για μας από εδώ. Σε μερικά κάπου έχεις πεθάνει κι εσύ όταν γεννήθηκα και δε σε γνώρισα ούτε εσένα». Αυτές οι κουβέντες ακούγονταν τόσο παλαβές, που φούντωσαν το φόβο της Άγκνες σχετικά με την πνευματική ισορροπία του Μπάρτι. «Σε παρακαλώ, θησαυρέ μου, μη... σε παρακαλώ, μη...» Ή θ ε λ ε να του πει να μη λέει αυτά τα περίεργα πράγματα, να μην ξαναμιλήσει έτσι, αλλά δεν το έκανε. Ό τ α ν ο Μπάρτι θα τη ρωτούσε το αναπόφευκτο γιατί, θα έπρεπε να του πει ότι φοβόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το μυαλό τον και τέτοιο πράγμα δεν θα το έλεγε ποτέ στο παιδί της. Ο Μπάρτι ήταν η ουσία και το στήριγμα της ζωής της και, αν κατέρρεε επειδή αυτή δεν του είχε εμπιστοσύνη, θα σωριαζόταν κι εκείνη μαζί του. Η βροχή τη γλίτωσε από την ανάγκη να ολοκληρώσει τη φράση της. Οι χοντρές σταγόνες που άρχισαν να πέφτουν έκαναν και τους δυο να στραφούν να κοιτάξουν τον ουρανό, αλλά, μέχρι να σηκωθούν όρθιοι, οι πρώτες ψιχάλες είχαν ήδη γίνει κανονική νεροποντή. «Πάμε γρήγορα, μικρέ». Δεν είχαν σκεφτεί να πάρουν μαζί τους ομπρέλες. Άλλωστε, είχαν έρθει κρατώντας τα τριαντάφυλλα. Εδώ βρέχει,
αλλά
κάπου
περπατάμε
στη
λιακάδα.
Αυτή η σκέψη ξάφνιασε την Άγκνες, την ενόχλησε, αλλά την ίδια στιγμή, μ' έναν ανεξήγητο τρόπο, ζέστανε κάπως την παγωμένη καρδιά της.
Το στέισον βάγκον ήταν παρκαρισμένο στο βοηθητικό δρομάκι, γύρω στα εκατό μέτρα μακριά από τον τάφο του Τζόι. Χωρίς αέρα να φυσάει, η βροχή έπεφτε κατακόρυφα, ίδια με χάντρινη κουρτίνα, και πίσω από τα πυκνά πέπλα της το αυτοκίνητο φάνταζε σαν τρεμάμενος αντικατοπτρισμός πάνω στην άσφαλτο. Ελέγχοντας συνεχώς τον Μπάρτι με την άκρη του ματισΰ της, η Άγκνες συγχρόνισε το βήμα της με τα ανοίγματα που έκαναν τα μικρά παιδικά ποδαράκια. Έτσι, όταν έφτασαν επιτέλους στο αυτοκίνητο, είχε μουσκέψει ολόκληρη και είχε ξεπαγιάσει. Ο Μπάρτι κινήθηκε προς την πόρτα του συνοδηγού. Η Άγκνες δεν τον ακολούθησε, γιατί ήξερε πως ο μικρός αντιδρούσε, ευγενικά μεν αλλά φουρκισμένος κατά βάθος, σε κάθε απόπειρά της να τον βοηθήσει να κάνει κάτι που ήταν ικανός να καταφέρει από μόνος του. Ό τ α ν η Άγκνες άνοιξε την πόρτα του οδηγού και σωριάστηκε πίσω από το τιμόνι, ο Μπάρτι σκαρφάλωνε ήδη στο κάθισμα δίπλα της. Μ' ένα γρύλισμα, τράβηξε δυνατά την πόρτα με τα δυο του χέρια και την έκλεισε, ενώ η μητέρα του γύριζε το κλειδί στη μηχανή για να βάλει μπρος. Η Άγκνες ήταν εντελώς μούσκεμα κι έτρεμε. Νερά έσταζαν από τα μαλλιά της που είχαν κολλήσει στο κεφάλι της και τα σκούπισε από το πρόσωπο της με την παλάμη για να μπορεί να βλέπει καθαρά. Μυρωδιές από υγρό μάλλινο και βρεγμένο τζιν αναδύονταν από το πουλόβερ και το παντελόνι της, που είχαν αρχίσει ν' αχνίζουν. Η Άγκνες άναψε το καλοριφέρ κι έστρεψε την έξοδο του θερμού αέρα προς τη μεριά του Μπάρτι. «Καρδούλα μου, γύρισε και το άλλο προς τη μεριά σου να ζεσταθείς». «Καλά είμαι». «Θ' αρπάξεις καμιά πνευμονία», τον προειδοποίησε η Άγκνες και τεντώθηκε προς τη δεξιά πόρτα της καμπίνας για να στρέψει αυτή τον εξαερισμό προς τη μεριά του παιδιού. «Εσύ χρειάζεσαι τη ζέστη, μαμά. Ό χ ι εγώ». Ό τ α ν η Άγκνες τον κοίταξε επιτέλους κανονικά, όταν
ανοιγόκλεισε τα μάτια της σαν να μην είχε δει καλά και σταγόνες βροχής έπεσαν από τις βρεγμένες βλεφαρίδες της, τότε η Άγκνες είδε ότι ο Μπάρτι ήταν στεγνός. Ούτε μια σταγόνα στα πυκνά καστανά μαλλιά, ή στο ρόδινο, απαλό παιδικό προσωπάκι. Το πουκάμισο και το πουλόβερ του ήταν τόσο στεγνά, όσο όταν τα είχε ξεκρεμάσει το πρωί από την ντουλάπα για να τον τα δώσει να τα φορέσει. Μόνο στο παντελόνι του υπήρχαν μερικές σκόρπιες σταγόνες, αλλά η Άγκνες κατάλαβε αμέσως ότι είχαν πέσει από το μπράτσο της όταν το είχε τεντώσει για να φτάσει στη μεριά του. « Έ τ ρ ε ξ α εκεί που δεν ήταν η βροχή», είπε ο Μπάρτι. Έ χ ο ν τ α ς ανατραφεί από έναν πατέρα που θεωρούσε βλασφημία κάθε μορφή διασκέδασης, η Άγκνες δεν είχε δει ποτέ της ταχυδακτυλουργό πριν από τα δεκαεννιά της, όταν ο Τζο Λάμπιον, μνηστήρας της τότε, την είχε πάει σε μια παράσταση. Κουνέλια που έβγαιναν από ημίψηλα, περιστέρια που γεννιούνταν μέσα από μεγάλες τολύπες καπνού, κορίτσια που κλείνονταν σε μπαούλα, πριονίζονταν στα δύο και ξανασηκώνονταν περπατώντας κανονικά, κάθε οφθαλμαπάτη που ήταν ξεπερασμένη ακόμη και στην εποχή του Χουντίνι ήταν εκείνη τη βραδιά για την Άγκνες ένα θαύμα που την άφηνε με το στόμα ανοιχτό. Τώρα θυμήθηκε ένα κόλπο, όπου ο μάγος έχυνε μια κανάτα γάλα μέσα σ' ένα χωνί φτιαγμένο από εφημερίδα, εξαφάνιζε το γάλα και ξετύλιγε το χωνί μπροστά στο κοινό, για να δουν όλοι ότι η εφημερίδα ήταν εντελώς στεγνή. Η έξαψη που είχε νιώσει η Άγκνες εκείνη τη βραδιά θα ισοδυναμούσε με το 1 της κλίμακας Ρίχτερ συγκριτικά με το 10 που έπιανε αυτό που αισθανόταν τώρα, βλέποντας τον Μπάρτι ολόστεγνο, σαν να είχε περάσει όλη τη μέρα του μπροστά στο τζάκι. Αναρίγησε. Και η ανατριχίλα στα μπράτσα και στα χέρια της δεν ήταν ούτε από το κρύο ούτε από τα βρεγμένα ρούχα της. Ό τ α ν προσπάθησε να τον ρωτήσει πώς, ξέχασε πώς μιλάνε κι απέμεινε βουβή σαν να μην είχε βγει ποτέ άλλοτε κανονική λέξη από τα χείλη της. Κάνοντας απεγνωσμένες προσπάθειες να συγκροτήσει τη σκέψη της, η Άγκνες κοίταξε έξω, τον κατακλυσμό. Τα ψηλά,
πένθιμα δέντρα και τα πέτρινα μνημεία παραμορφώνονταν από τους χείμαρρους της βροχής που κυλούσαν αδιάκοπα πάνω στα τζάμια. Κάθε αλλοιωμένο σχήμα, κάθε θολό χρώμα, κάθε ακαθόριστο μείγμα από θαμπό φως και τρεμάμενη σκιά υπονόμευε την προσπάθειά της να τα εντάξει και να τα ορίσει στον κόσμο που γνώριζε, λες κι ανοιγόταν μπροστά στα μάτια της ένα φανταστικό τοπίο ονείρου. Άνοιξε τους υαλοκαθαριστήρες. Μέσα από την καμπύλη του στεγνού και καθαρού γυαλιού εμφανιζόταν μπροστά της με σταθερή περιοδικότητα το νεκροταφείο, ολοκάθαρο σε όλες του τις λεπτομέρειες, αλλά και πάλι το τοπίο δεν της φαινόταν απόλυτα γνώριμο. Ό λ ο ς ο κόσμος της ήταν σαν να είχε αλλάξει μετά τον στεγνό περίπατο του Μπάρτι κάτω από τη βροχή. «Δεν το εννοώ σοβαρά...» άκουσε τον εαυτό της να λέει, σαν να μιλούσε από κάποια απόσταση, «αλλά μήπως πέρασες ανάμεσα από τις σταγόνες;» Το χαρούμενο γέλιο του παιδιού αντήχησε σαν ασημένιο καμπανάκι των Χριστουγέννων. «Όχι ανάμεσα, μαμά. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανένας. Εγώ έτρεξα εκεί που δεν ήταν βροχή». Η Άγκνες τόλμησε να τον κοιτάξει ξανά. Ή τ α ν πάντα το αγοράκι της. Το μωρό της. Ο Μπαρθόλομιου. Ο Μπάρτι της. Η καρδούλα της. Ο μικρούλης της. Μόνο που ήταν πολύ περισσότερα απ' ό,τι είχε φανταστεί πως θα ήταν το παιδί της, περισσότερα από ένα απλό παιδί-θαύμα. «Πώς, Μπάρτι; Για τ' όνομα του Θεού, πώς;» «Δεν το αισθάνεσαι;» Το κεφαλάκι του γερμένο στο πλάι. Το βλέμμα του ερωτηματικό. Τα λαμπερά του μάτια υπέροχα όσο και το πνεύμα του. «Τι να αισθανθώ;» τον ρώτησε. «Πώς είναι τα πράγματα. Δεν αισθάνεσαι... όλους τους τρόπους που είναι τα πράγματα;» «Ποιους τρόπους; Δε σε καταλαβαίνω». «Πω, πω! Δεν το αισθάνεσαι καθόλου;» Η Άγκνες αισθανόταν το κάθισμα του αυτοκινήτου κάτω
από το κορμί της, τα βρεγμένα ρούχα να κολλάνε πάνω της, τον υγρά και ζεστό αέρα γύρω της κι έναν τρόμο για το άγνωστο, σαν θεοσκότεινη άβυσσο που στο χείλος της ισορροπούσε και που δεν πρέπει να ήταν αυτό που εννοούσε ο Μπάρτι, γιατί αυτό που εκείνος αισθανόταν τον έκανε να χαμογελάει.
Η φωνή της ήταν το μόνο στεγνό πράγμα που διέθετε -σαν γη καμένη από τον ήλιο, ξερή, ραγισμένη, τόσο που νόμισε πως θα πεταγόταν σκόνη από το στόμα της καθώς μιλούσε. «Τι να αισθανθώ, Μπάρτι; Εξήγησέ μου». Ή τ α ν τόσο μικρός κι ανέγγιχτος ακόμη από τα βάσανα της ζωής, που το μετωπάκι του δεν ζάρωνε καν όταν συνοφρυωνόταν όπως τώρα. Κοίταξε κάμποση ώρα τη βροχή πριν της απαντήσει. «Δεν μπορώ να βρω τα λόγια», είπε τελικά. Παρ' όλο που το λεξιλόγιο του Μπάρτι ήταν εκπληκτικό για την ηλικία του και ήταν σε θέση να γράφει και να διαβάζει σαν δεκατετράχρονο παιδί, η Άγκνες μπορούσε να καταλάβει γιατί δυσκολευόταν τόσο να εκφραστεί. Ακόμη και η ίδια, που κατείχε πολύ καλύτερα τη γλώσσα, είχε βουβαθεί μπροστά στο κατόρθωμά του. «Το έχεις ξανακάνει αυτό, καρδούλα μου;» Ο Μπάρτι έγνεψε αρνητικά. «Δεν ήξερα ότι μπορούσα». «Δεν ήξερες ότι μπορούσες... να πας εκεί που δεν ήταν βροχή;» «Ναι. Μέχρι που χρειάστηκε». Ο ζεστός αέρας που φυσούσε από τις σχάρες του εξαερισμού δεν έφτανε να διώξει την παγωνιά που είχε απλωθεί ως το μεδούλι της Άγκνες. Παραμέρισε ένα βρεγμένο τσουλούφι από το πρόσωπο της και διαπίστωσε ότι το χέρι της έτρεμε ανεξέλεγκτα. «Τι έχεις;» τη ρώτησε ο Μπάρτι. «Είμαι λίγο... λίγο τρομαγμένη, Μπάρτι». Η έκπληξη ήταν ολοφάνερη στη φωνή του παιδιού. «Γιατί;» Γιατί μπορείς να περπατήσεις στη βροχή και να μη βραχείς, γιατί πηγαίνεις ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ κι ένας Θεός ξέρει πού είναι αυτό το κάπου, γιατί φοβάμαι μην ΚΟΛΛΗΣΕΙΣ ΕΚΕΙ με κάποιον τρόπο ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΕΙΣ και γιατί αν μπορείς
να το κάνεις αυτό ίσως υπάρχουν κι άλλα απίστευτα πράγματα που μπορείς να κάνεις και, όσο έξυπνος κι αν είσαι, δεν μπορείς να ξέρεις πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι να κάνεις αυτά τα πράγματα -κανείς δεν ξέρεικι αν μαθευτεί ότι μπορείς να κάνεις αυτά, τα πράγματα, διάφοροι άνθρωποι θα ενδιαφερθούν για σένα, διάφοροι επιστήμονες θα θελήσουν να σε μελετήσουν, αλλά και άλλοι, χειρότεροι από τους επιστήμονες, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ, που θα μου πουν ότι η εθνική ασφάλεια βρίσκεται πάνω από τα δικαιώματα μιας μητέρας, ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΟΥΝ ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ Μ'ΑΦΗΣΟΥΝ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΩ ΠΟΤΕ, κι αυτό θα είναι θάνατος για μένα, γιατί εγώ θέλω να ζήσεις μια φυσιολογική, ευτυχισμένη ζωή και θέλω να είμαι κοντά σον για να σε προστατεύω και να σε βλέπω να μεγαλώνεις και να γίνεσαι καλός άνθρωπος, όπως είμαι σίγουρη ότι θα γίνεις, ΓΙΑΤΙ Σ' ΑΓΑΠΩ ΟΣΟ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΑΘΩΟΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΣΟ ΞΑΦΝΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΑΣΧΗΜΑ ΜΠΟΡΟΥΝ Ν' ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ.
Η Αγκνες τα σκέφτηκε όλα αυτά, αλλά έκλεισε τα μάτια της και είπε: «Θα μου περάσει. Μια στιγμή και θα μου περάσει». «Δεν είναι τίποτα τρομακτικό», την καθησύχασε ο Μπάρτι. Η Άγκνες άκουσε
την πόρτα
κι όταν ξανάνοιξε τα μάτια
της το παιδί είχε ήδη βγει από το αυτοκίνητο και βρισκόταν πάλι έξω στην μπόρα. Τον φώναξε να γυρίσει πίσω, αλλά αυτός συνέχισε να πηγαίνει. «Μαμά, κοίτα!» Στράφηκε μέσα στον κατακλυσμό, με τα χεράκια του ανοιχτά. «Μην τρομάζεις!» Γελώντας δυνατά, άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω, με το κεφάλι του ριγμένο πίσω, το πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό που άδειαζε καταρράκτες. Η Άγκνες μπόρεσε τώρα να δει αυτό που δεν είχε προσέξει όταν έτρεχε μαζί του από τον τάφο προς το αυτοκίνητο. Όμως, παρ' όλο που το έβλεπε να συμβαίνει, αδυνατούσε να το πιστέψει. Ο Μπάρτι στεκόταν στη βροχή, ήταν κάτω από τη βροχή, λουζόταν από τη βροχή, ήταν μαζί με τη βροχή. Μουσκε-
μένο γρασίδι βούλιαζε κάτω από τα παπούτσια του. Οι σταγόνες, οι αμέτρητες σταγόνες, δεν άλλαζαν κατεύθυνση όταν πλησίαζαν το κορμί του, ούτε γίνονταν ατμός όταν τον άγγιζαν. Κι όμως ο Μπάρτι παρέμενε στεγνός, όσο κι ο Μωυσής όταν περνούσε την Ερυθρά Θάλασσα. Τη νύχτα που γεννήθηκε ο Μπάρτι, όταν ο Τζόι ήταν ήδη νεκρός μέσα στη στραπατσαρισμένη Πόντιακ κι ο νοσοκόμος ανέβαζε την Άγκνες με το φορείο στο ασθενοφόρο, αυτή είχε δει τον άντρα της να στέκεται εκεί, ανέγγιχτος από τη βροχή εκείνης της μέρας, ακριβώς όπως κι ο γιος της τώρα. Αλλά ο Τζόι-στεγνός-μέσα-στη-βροχή ήταν ένα φάντασμα, μια ψευδαίσθηση από το σοκ και την απώλεια αίματος. Ο Μπάρτι στο φως εκείνης της παραμονής των Χριστουγέννων δεν ήταν ούτε φάντασμα ούτε ψευδαίσθηση. Ή ρ θ ε στο μπροστινό μέρος του στέισον βάγκον, κουνώντας τα χέρια του σαν φτερά, απολαμβάνοντας την κατάπληξη της μητέρας του. Κατάπληκτη, τρομαγμένη αλλά και συνεπαρμένη, η Άγκνες έσκυψε μπροστά, κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια πίσω από τους κινούμενους υαλοκαθαριστήρες. Ο Μπάρτι συνέχισε να κινείται, προς την αριστερή μεριά του αυτοκινήτου, χοροπηδώντας πάνω κάτω σαν να είχε σούστες, κουνώντας διαρκώς τα χέρια του. Δεν ήταν διάφανος, όπως ήταν το φάντασμα του πατέρα του εκείνη τη βροχερή νύχτα του Ιανουαρίου, πριν από τρία χρόνια. Το ίδιο γκριζωπό φως του απογεύματος που φώτιζε τους τάφους και τα κυπαρίσσια κάτω από τη βροχή φώτιζε και τον Μπάρτι, που όμως δεν είχε ολόγυρά του καμιά φασματική ανταύγεια από άλλο κόσμο, όπως εκείνη που έλαμπε γύρω από τον Τζόι-νεκραναστημένο-μέσα-στη-βροχή. Έ ξ ω από το παράθυρο του οδηγού, ο Μπάρτι επιστράτευσε μια σειρά από κωμικούς μορφασμούς και παρίστανε στη μητέρα του την ασχημόφατσα, ανασηκώνοντας τη μύτη του με το δάχτυλο και γουρλώνοντας τα μάτια. «Είδες, μαμά; Μην τρομάζεις!» Η Άγκνες ένιωσε να χ ά ν π την αίσθηση της βαρύτητας κι αρπάχτηκε ασυναίσθητα από το τιμόνι, σφίγγοντάς το με τόση δύναμη που μούδιασαν τα δάχτυλά της. Κρατιόταν απ'
αυτό το σταθερό σημείο, σαν να κινδύνευε πραγματικά να πέσει στο κενό. Πίσω από το τζάμι, ο Μπάρτι δεν έκανε τίποτε απ' όσα περίμενε η Άγκνες να κάνει ένα παιδί που δεν ήταν ολοκληρωτικά μέρος της πραγματικότητας: δεν ξεθώριασε σαν εικόνα σε οθόνη που δεν έχει καλό σήμα, ούτε τρεμοΰλιασε σαν αντικατοπτρισμός στα κύματα της ζέστης πάνω από την άμμο της Σαχάρας, ούτε θόλωσε σαν είδωλο σε γεμάτο ατμούς καθρέφτη. Ο Μπάρτι ήταν συμπαγής όσο κάθε άνθρωπος. Βρισκόταν μέσα στη μέρα αλλά όχι στη βροχή. Προχωρούσε προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Η Άγκνες στράφηκε πάνω στο κάθισμα και τέντωσε το λαιμό της, αγωνιώντας μήπως χάσει από τα μάτια της το γιο της. Τον έχασε. Ο φόβος χτύπησε δυνατά την πόρτα της καρδιάς της και για λίγες στιγμές ήταν σίγουρη πως το παιδί είχε εξαφανιστεί, έτσι όπως υποτίθεται ότι εξαφανίζονται τα πλοία στο Τρίγωνο των Βερμούδων. Ύστερα τον είδε να έρχεται ξανά προς τα εμπρός, από τη δεξιά μεριά του αυτοκινήτου. Εκείνη η αίσθηση έλλειψης βαρύτητας έγινε ξαφνικά κάτι πολύ ωραίο. Έ γ ι ν ε αλαφράδα, αισιοδοξία, ενθουσιασμός. Ο φόβος δεν χάθηκε -φόβος για τον Μπάρτι, για το μέλλον, γι' αυτό το θαύμα που έβλεπε μπροστά στα μάτια της-, αλλά Τώρα ο φόβος ήταν ανάμεικτος με δέος και ελπίδα. Ο Μπάρτι έφτασε στην ανοιχτή πόρτα χαμογελώντας. Δεν ήταν ένα χαμόγελο σαν του Γάτου του Τσεσάιρ, ένα ΟΟώματο χαμόγελο στον αέρα, δυο μασέλες χωρίς γατούλη. Αυτό ήταν ένα χαμόγελο με Μπάρτι. Σκαρφάλωσε στη θέση του. Ή τ α ν ένα κανονικό αγοράtU. Μικρό. Απροστάτευτο. Ολόστεγνο.
Κεφάλαιο 57
Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ (1966) και η Χρονιά του Προβάτου (1967) πρόσφεραν στον Κάιν Τζούνιορ πολλές ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη και αυτοβελτΐωση. Έ σ τ ω κι αν την παραμονή των Χριστουγέννων του '67 ο Τζούνιορ δεν ήταν ικανός να κάνει μια στεγνή βόλτα στη βροχή, η περίοδος εκείνη ήταν γι' αυτόν γεμάτη επιτεύγματα και καλή ζωή. Παρ' όλο που ήταν μια ταραγμένη εποχή. Ενώ το άλογο και στη συνέχεια το πρόβατο έβοσκαν από δώδεκα μήνες το καθένα, μια βόμβα υδρογόνου έπεσε κατά λάθος από ένα Β-52 και έμεινε επί δύο μήνες χαμένη στον ωκεανό, δυτικά της Ισπανίας, μέχρι να εντοπιστεί τελικά. Ο Μάο Τσε Τουνγκ άρχισε την Πολιτιστική Επανάσταση σκοτώνοντας τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους προκειμένου να βελτιώσει την κινεζική κοινωνία. Ο Τζέιμς Μέρεντιθ, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τραυματίστηκε από σφαίρα ενώ διαδήλωνε σε μια πορεία στο Μισισιπή. Στο Σικάγο, ο Ρίτσαρντ Σπεκ δολοφόνησε οχτώ νοσοκόμες σε μια εστία και, ένα μήνα αργότερα, ο Τσαρλς Γουίτμαν ανέβηκε στην ταράτσα ενός κτιρίου στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, απ' όπου πυροβόλησε και σκότωσε δώδεκα άτομα. Ο Σάντι Κόουφαξ, αστέρι των Ντότζερς, αναγκάστηκε να αποσυρθεί οριστικά από το μπέιζμπολ λόγω αρθρίτιδας. Οι αστροναύτες Γκρίσομ, Γουάιτ και Τσάφι κάηκαν ζωντανοί όταν το διαστημόπλοιο Απόλλων στο οποίο επέβαιναν ανεφλέγη στη διάρκεια δοκιμαστικής απογείωσης. Ανάμεσα στους διάσημους που αντάλλαξαν τη δόξα με την αιωνιότη-
τα ήταν ο Γουάλτ Ντίσνεϊ, ο Σπένσερ Τρέισι, ο σαξοφωνίστας Τζον Κολτρέιν, η συγγραφέας Κάρσον Μακάλερς, η Βίβιαν Λη και η ΊΓζέιν Μάνσφιλντ. Ο Τζούνιορ αγόρασε το βιβλίο της Μακάλερς Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη και, παρ' όλο που δεν αμφέβαλλε ότι ήταν καλή συγγραφέας, το γράψιμο της αποδείχτηκε πολύ περίεργο για τα γούστα του. Στα δύο αυτά χρόνια, η γη συγκλονίστηκε από σεισμούς, σαρώθηκε από τυφώνες και θύελλες, ταλαιπωρήθηκε από πλημμύρες, ξηρασίες και πολιτικούς, υπέφερε από αρρώστιες. Και στο Βιετνάμ οι εχθροπραξίες συνεχίζονταν. Ο Τζούνιορ είχε πάψει να ενδιαφέρεται για το Βιετνάμ και οι υπόλοιπες ειδήσεις τον άφηναν επίσης παγερά αδιάφορο. Εκείνα τα δύο χρόνια, ο Τζούνιορ ταλαιπωρήθηκε μόνο εξαιτίας του Τόμας Βανάντιουμ. Αν και αναμφισβήτητα μακαρίτης, ο μανιακός ντετέκτιβ εξακολουθούσε να τον κατατρέχει. Για ένα διάστημα, ο Τζούνιορ κατάφερε να πείσει τον εαυτό του ότι το νόμισμα στο τσίζμπεργκερ, το Δεκέμβριο του '65, ήταν μια ασήμαντη σύμπτωση, άσχετη με τον Βανάντιουμ. Το σύντομο πέρασμά του από το μαγειρείο του μαγαζιού σε αναζήτηση του υπαιτίου τού είχε δώσει λόγους να πιστεύει ότι οι κανόνες υγιεινής δεν τηρούνταν και πολύ πιστά. Ξαναφέρνοντας στο μυαλό του εκείνους τους λιγδιάρηδες που αποτελούσαν το εκτελεστικό απόσπασμα της κουζίνας, μάλλον ήταν τυχερός που δεν βρήκε κανένα ψόφιο ποντίκι, ή καμιά άπλυτη κάλτσα κολλημένη στο τυρί, αντί για ένα άκακο νόμισμα. Αλλά στις 23 Μαρτίου του 1966, ύστερα από ένα άσχημο ραντεβού με τη Φρίντα Μπλις, που ήταν συλλέκτρια έργων του Τζακ Λίντερι, ενός σημαντικού νέου ζωγράφου, ο Τζούνιορ είχε μια εμπειρία που τον τάραξε βαθιά, έδωσε άλλη διάσταση στο περιστατικό με το νόμισμα και τον έκανε να μετανιώσει που είχε δωρίσει το πιστόλι του στο πρόγραμμα του δήμου το οποίο μετέτρεπε τα όπλα σε κλειδιά μουσικών οργάνων. Τους προηγούμενους τρεις μήνες, όμως, πριν από τό επεισόδιο του Μαρτίου, η ζωή του ήταν καλή. Από τα Χριστούγεννα ως το Φεβρουάριο έβγαινε με την
Τάμι Μπιν, αναλύτρια χρηματιστηριακής εταιρείας και ειδικευμε'νη στις μετοχές εταιρειών που είχαν συμφέρουσες οικονομικές συναλλαγές με στυγνούς δικτάτορες. Η Τάμι ήταν μανιακή με τις γάτες και ενεργό μέλος μιας ζωοφιλικής οργάνωσης που διέσωζε αδέσποτα γατιά από το θάνατο στους δρόμους της μεγαλούπολης. Η Τάμι έκανε επενδύσεις για λογαριασμό της οργάνωσης. Μέσα σε δέκα μήνες, αύξησε το αρχικό κεφάλαιο των είκοσι χιλιάδων δολαρίων σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες, ποντάροντας σε μετοχές μιας νοτιοαφρικανικής εταιρείας που έπιασε την καλή πουλώντας τεχνολογία όπλων βιολογικού πολέμου στη Νότια Κορέα, στο Πακιστάν, στην Ινδία και στην Τανζανία, που το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της ήταν το σιζάλ. Ο Τζούνιορ επωφελούνταν τρομερά από τις επενδυτικές συμβουλές της Τάμι, το δε σεξ μαζί της ήταν σπουδαίο. Σαν ευχαριστώ για τη γενναία χρηματιστηριακή προμήθεια που κέρδιζε απ' αυτόν - α λ λ ά και για τους πάμπολλους οργασμούς-, η Τάμι του χάρισε ένα Ρόλεξ. Από την άλλη, κι εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για τις γάτες που είχε στο σπίτι της, ούτε όταν οι τέσσερις έγιναν πρώτα έξι και ύστερα οχτώ. Δυστυχώς, στις 28 Φεβρουαρίου, στις δύο η ώρα το πρωί, όταν ο Τζούνιορ ξύπνησε μόνος στο κρεβάτι της Τάμι και την αναζήτησε, τη βρήκε τελικά στην κουζίνα να τσιμπάει κάτι στα όρθια. Αυτό το κάτι ήταν κρέας από κονσέρβα γατοτροφής, που η Τάμι το έτρωγε κατευθείαν από το τενεκεδάκι με τα χέρια, συνοδεύοντάς το μ' ένα ποτήρι κρέμα γάλακτος. Ύστερα απ' αυτό, του ερχόταν αηδία να τη φιλήσει στο στόμα -κι έτσι η σχέση τους διαλύθηκε. Την ίδια περίοδο, ο Τζούνιορ παρακολούθησε την όπερα Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν του Βάγκνερ. Ενθουσιασμένος από την παράσταση και τη μουσική, έστω κι αν δεν είχε καταλάβει λέξη από το έργο, άρχισε μαθήματα γερμανικών με ιδιωτικό δάσκαλο. Στο μεταξύ είχε γίνει άσος στο διαλογισμό. Υπό την καθοδήγηση του Μπομπ Τσικέιν, ο Τζούνιορ προχώρησε από τον σπερματικό διαλογισμό - μ ε σπέρμα μια φανταστική μπάλα του μπόουλινγκ- σε μη σπερματικό διαλογισμό. Αυτή η προχωρημένη μορφή διαλογισμού είναι εξαιρετικά δυσκο-
λη, γιατί δεν υπάρχει καμιά εικόνα στην οποία να συγκεντρωθεί κανείς, και ο σκοπός είναι να αυτοσυγκεντρωθεί το υποκείμενο στην προσπάθεια να αδειάσει εντελώς το μυαλό του. Ο διαλογισμός χωρίς σπέρμα και χωρίς επίβλεψη, για διάστημα μεγαλύτερο από μια ώρα, είναι επικίνδυνος. Ο Τζούνιορ έμελλε να διαπιστώσει μερικούς από τους κινδύνους αυτούς τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Πριν απ' αυτό, όμως, αντιμετώπισε το άσχημο ραντεβού με τη Φρίντα Μπλις στις 23 Μαρτίου κι αυτό που βρήκε όταν επέστρεψε στο διαμέρισμά του την ίδια νύχτα. Η Φρίντα Μπλις, με στήθος εξίσου εντυπωσιακό με της ζωντανής ακόμη τότε Τζέιν Μάνσφιλντ, δεν φορούσε σουτιέν. Το 1966, τέτοιου είδους ελεύθερη ταλάντωση δεν τη συναντούσες εύκολα. Στην αρχή, ο Τζούνιορ δεν είχε αντιληφθεί ότι η απουσία σουτιέν ήταν μια δήλωση απελευθέρωσης εκ μέρους της Φρίντα και την πέρασε απλά για εύκολη. Την είχε γνωρίσει σε έναν κύκλο σεμιναρίων για ενηλίκους, που είχε τον τίτλο «Τόνωση του Αυτοσεβασμού Μέσω της Ελεγχόμενης Κραυγής». Οι συμμετέχοντες διδάσκονταν πώς να εντοπίζουν καταπιεσμένα συναισθήματα και να τα αποβάλλουν με αυθεντικές φωνητικές μιμήσεις της κραυγής μιας μεγάλης ποικιλίας ζώων. Τρομερά εντυπωσιασμένος από το ουρλιαχτό της ύαινας με το οποίο η Φρίντα κατάφερε ν' απαλλαγεί από το τραυματικό συναίσθημα που της είχε δημιουργήσει στην παιδική της ηλικία η αυταρχική γιαγιά της, ο Τζούνιορ της πρότεινε να βγουν μαζί το βράδυ. Η Φρίντα ήταν ιδιοκτήτρια ενός γραφείου δημοσίων σχέσεων με ειδικότητα στους καλλιτέχνες και σε όλη τη διάρκεια του δείπνου μιλούσε με υμνητικά σχόλια για τη δουλειά του Τζακ Λίντερι. Η τελευταία σειρά έργων του ζωγράφου -κάτισχνα βρέφη πάνω σε στρώματα από ώριμα φρούτα και άλλα σύμβολα αφθονίας- είχε ξετρελάνει τους κριτικούς. Ύστερα από σχέση δύο μηνών με την παραδόπιστη Τάμι Μπιν, ο Τζούνιορ ήταν κατενθουσιασμένος που έβγαινε επιτέλους με μια γυναίκα βυθισμένη ως το λαιμό στην κουλτούρα. Γι' αυτό παραξενεύτηκε που δεν το έκανε μαζί της από
το πρώτο ραντεβού. Συνήθως, καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Στο δεύτερο ραντεβού τους, μετά το δείπνο, η Φρίντατον κάλεσε στο διαμέρισμα της για να του δείξει τη συλλογή της από πίνακες του Λίντερι και, χωρίς αμφιβολία, για μια γρήγορη κούρσα με τη μηχανή του σεξ Κάιν Τζούνιορ. Η Φρίντα είχε εφτά πίνακες του ζωγράφου, που τους είχε πάρει ως αμοιβή για τις δημόσιες σχέσεις του, τις οποίες είχε αναλάβει το γραφείο της. Η δουλειά του Λίντερι πληρούσε όλα τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τα μεγάλα έργα τέχνης και που ο Τζούνιορ τα ήξερε από τα μεταπτυχιακά μαθήματα εκτίμησης έργων τέχνης που είχε παρακολουθήσει: υπέσκαπτε τη συμβατική αίσθηση της πραγματικότητας, δημιουργούσε συναισθηματική ταραχή, προκαλούσε αναστάτωση και απέχθεια για το ανθρώπινο είδος και τον έκανε να εύχεται να μην είχε φάει μόλις πριν από λίγο. Καθώς του σχολίαζε το καθένα από τα αριστουργήματα, η Φρίντα γινόταν όλο και λιγότερο κατανοητή. Είχε πιει μερικά κοκτέιλ, τα δύο τρίτα ενός Καμπερνέ Σοβινιόν και δύο μπράντι μετά το δείπνο. Του Τζούνιορ του άρεσαν οι γυναίκες που έπιναν πολύ. Συνήθως γίνονταν ερωτιάρες, ή τουλάχιστον έπαυαν ν' αντιστέκονται. Ό τ α ν έφτασαν στον έβδομο πίνακα, το αλκοόλ και η βαριά γαλλική κουζίνα σε συνδυασμό με τη συγκλονιστική ζωγραφική του Τζακ Λίντερι διέλυσαν τη Φρίντα. Ρεύτηκε δυνατά, στηρίχτηκε με το ένα χέρι της στον πίνακα, δεν μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι της όρθιο κι έκανε τις χειρότερες δημόσιες σχέσεις της ζωής της. Ο Τζούνιορ πρόλαβε να πηδήξει εγκαίρως προς τα πίσω για να μη λερωθεί από τον εμετό της. Αυτό σήμανε το τέλος των ρομαντικών επιδιώξεών του και τον απογοήτευσε. Έ ν α ς άντρας με μικρότερο βαθμό αυτοελέγχου ίσως να είχε αρπάξει εκείνο το τεράστιο βαρύ μπρούντζινο βάζο από δίπλα και να την είχε χώσει μέσα, ή και αντίστροφα. Ό τ α ν η Φρίντα σταμάτησε να ξερνάει και σωριάστηκε λι-
πόθυμη, ο Τζούνιορ την άφησε στο πάτωμα και πήγε να ρίξει μια ματιά στο διαμέρισμα. Απά τότε που είχε ψάξει το σπίτι του Βανάντιουμ, πριν από δεκατέσσερις μήνες, ο Τζούνιορ είχε αποκτήσει τη συνήθεια να μαθαίνει για τη ζωή των ανθρώπων εξερευνώντας τους χώρους κατοικίας τους. Επειδή δεν θα ρίσκαρε ποτέ να τον συλλάβουν για διάρρηξη, οι εξερευνήσεις αυτές ήταν σπάνιες και περιορίζονταν στα σπίτια των γυναικών με τις οποίες είχε βγει αρκετές φορές ώστε να φτάσουν στο στάδιο να ανταλλάξουν κλειδιά. Ευτυχώς, σ' αυτή τη χρυσή εποχή της εμπιστοσύνης και των ελεύθερων σχέσεων, αρκούσε μια εβδομάδα καυτού σεξ για να σχετιστεί ένα ζευγάρι σε επίπεδο ανταλλαγής κλειδιών. Το μόνο μειονέκτημα: ο Τζούνιορ αναγκαζόταν ν' αλλάζει κάθε τρεις και λίγο τις κλειδαριές του. Ταιρα, αφού δεν σκόπευε να ξαναβγεί μ' αυτή τη γυναίκα, άρπαξε τη μοναδική ευκαιρία που του δινόταν να μάθει τις πιο προσωπικές και εκκεντρικές λεπτομέρειες της ζωής της. Ξεκίνησε από την κουζίνα κι από το περιεχόμενο του ψυγείου και των ντουλαπιών και κατέληξε στην κρεβατοκάμαρα. Από τα πολλά περίεργα που ανακάλυψε, εκείνο που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν η συλλογή όπλων της Φρίντα. Ή τ α ν κρυμμένα παντού στο διαμέρισμα. Περίστροφα, πιστόλια, ακόμη και δύο καραμπίνες. Συνολικά δεκάξι. Τα περισσότερα απ' αυτά ήταν γεμάτα και έτοιμα για χρήση, αλλά πέντε βρίσκονταν ακόμη στα κουτιά τους, στο βάθος της ντουλάπας στην κρεβατοκάμαρα. Κρίνοντας από τα στοιχεία και τις αποδείξεις αγοράς που ήταν κολλημένες πάνω στα κουτιά, όλα είχαν αγοραστεί νόμιμα. Ο Τζούνιορ δεν βρήκε κάτι που να εξηγεί αυτή την παράνοια, αν και προς μεγάλη του έκπληξη είδε έξι βιβλία του Σίζαρ Ζεντ στη μικρή βιβλιοθήκη. Ή τ α ν φανερά χιλιοδιαβασμένα και γεμάτα υπογραμμίσεις. Προφανώς, η γυναίκα δεν είχε καταλάβει τίποτε απ' αυτά ΤΟ βιβλία. Έ ν α ς σοβαρός και ειλικρινής μαθητής του Ζεντ δεν θα είχε ποτέ τέτοια έλλειψη αυτοελέγχου όση η Φρίντα Μπλις.
Ο Τζούνιορ πήρε το ένα από τα όπλα που ήταν ακόμη πακεταρισμένα, ένα ημιαυτόματο των εννέα χιλιοστών. Σίγουρα θα περνούσαν μήνες μέχρι να καταλάβει η Φρίντα ότι έλειπε το πιστόλι από την ντουλάπα της, αλλά και τότε δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποιος το είχε πάρει. Άφθονα πυρομαχικά γέμιζαν τα συρτάρια της σιφονιέρας και του μικρού προσωπικού της γραφείου, κρυμμένα κάτω από εσώρουχα και διάφορα είδη ρουχισμού. Ο Τζούνιορ διάλεξε ένα κουτί με σφαίρες των εννέα χιλιοστών. Αφήνοντας τη Φρίντα αναίσθητη, μέσα στους εμετούς, σε μια κατάσταση που ούτε η έλλειψη σουτιέν δεν ήταν ικανή να τον ερεθίσει, ο Τζούνιορ έφυγε από το διαμέρισμά της. Είκοσι λεπτά αργότερα, στο δικό του σπίτι, έβαλε ένα σέρι με παγάκια και το ήπιε αργά, όρθιος στο καθιστικό, θαυμάζοντας τους δύο πίνακες της συλλογής του. Με ένα μέρος των κερδών του από τις επενδύσεις της Τάμι Μπιν, είχε αγοράσει και δεύτερο πίνακα του Σκλεντ. Με τίτλο ΣΤΟ Μυαλό του Βρέφους Τρέφεται το Παράσιτο του Θανάτου, Εκδοχή 6, το έργο αυτό ήταν τόσο έξοχα αποτρόπαιο, που κανείς δεν θα μπορούσε ν' αμφισβητήσει την ιδιοφυΐα του καλλιτέχνη. Λίγο μετά, ο Τζούνιορ διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά στη Βιομηχανική Γυναίκα για να θαυμάσει όλη τη σκουριασμένη μεταλλική δόξα της. Τα στήθη της από τσίγκινα μπολ τού θύμισαν το πλούσιο μπούστο της Φρίντα, αλλά και το στόμα της, μόνιμα ανοιχτό σε μια βουβή κραυγή, του έφερε δυστυχώς στο νου τη Φρίντα όταν ξερνούσε. Η απόλαυση που έπαιρνε από την τέχνη μειώθηκε από τους συγκεκριμένους συνειρμούς, γι' αυτό και στράφηκε από τη Βιομηχανική Γυναίκα προς την κουζίνα -και τότε πρόσεξε ξαφνικά τα νομίσματα. Τρία εικοσιπενταράκια πάνω στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια από γρανάζια και λεπίδες μαχαιριών. Δεν βρίσκονταν εκεί πριν. Τα μεταλλικά χέρια του γλυπτού ήταν όπως πάντα σταυρωμένα πάνω στο στήθος. Ο καλλιτέχνης είχε κολλήσει χοντρά μπουλόνια πάνω στα δόντια από τσουγκράνα που σχημάτιζαν τα δάχτυλα, έτσι που να μοιάζουν με λυγισμένους
κόμπους. Πάνω σε έναν απ' αυτούς ισορροπούσε το τέταρτο εικοσιπενταράκι. Σαν να έκανε εξάσκηση το γλυπτό όση ώρα έλειπε ο Τζούνιορ από το σπίτι. Σαν κάποιος να είχε έρθει εκεί απόψε για να της μάθει το κόλπο με το νόμισμα. Το πιστόλι των εννέα χιλιοστών και οι σφαίρες βρίσκονταν στο γραφειάκι του χολ. Με χέρια που έτρεμαν, ο Τζούνιορ έσκισε ένα από τα χάρτινα κουτάκια και γέμισε το όπλο. Προσπαθώντας να αγνοήσει το χαμένο δάχτυλο του ποδιού του που τον έτρωγε εκνευριστικά, έψαξε όλο το διαμέρισμα. Πήγαινε προσεκτικά, αποφασισμένος να μην πυροβολήσει από τη νευρικότητά του κανένα πόδι, κατά λάθος αυτή τη φορά. Ο Βανάντιουμ δεν ήταν εκεί -ούτε ζωντανός ούτε νεκρός. Ο Τζούνιορ τηλεφώνησε σ' έναν κλειδαρά που έμενε ανοιχτός όλο το εικοσιτετράωρο και του πλήρωσε τη διπλή μεταμεσονύκτια ταρίφα για να αλλάξει την κλειδαριά της εξώπορτας. Το επόμενο πρωί, ακύρωσε οριστικά τα μαθήματα γερμανικών. Ή τ α ν μια απίστευτη γλώσσα. Τεράστιες λέξεις. Πολύ στρυφνό συντακτικό. Άλλωστε, δεν είχε πια την άνεση να ξοδεύει ατέλειωτες ώρες μαθαίνοντας ξένες γλώσσες, ή παρακολουθώντας όπερα. Η ζωή του ήταν τόσο γεμάτη, που δεν του άφηνε αρκετό ελεύθερο χρόνο να ψάξει για τον Μπαρθόλομιου. Καθαρό ζωώδες ένστικτο προειδοποίησε τον Τζούνιορ ότι εκείνο το νόμισμα στο τσίζμπεργκερ, καθώς και τα νομίσματα στο διαμέρισμά του τώρα σχετίζονταν με την αποτυχία του να βρει τον Μπαρθόλομιου, το μπάσταρδο της Σεραφείμ Γουάιτ. Δεν μπορούσε να εξηγήσει λογικά αυτή τη σύνδεση, αλλά, όπως διδάσκει ο Ζεντ, το ζωώδες ένστικτο είναι η μοναδική απόλυτη αλήθεια που γνωρίζει ποτέ ο άνθρωπος. Σαν συνέπεια, αφιέρωσε καθημερινά περισσότερο χρόνο στους τηλεφωνικούς καταλόγους. Προμηθεύτηκε τους
τόμους και από τις εννιά Κομητείες, που μαζί με την πόλη του Σαν Φρανσίσκο αποτελούν την Περιοχή του Κόλπου. Κάποιος που λεγόταν Μπαρθόλομιου είχε υιοθετήσει το γιο της Σεραφείμ και του είχε δώσει το όνομά του. Ο Τζούνιορ εφάρμοσε την τακτική της υπομονής που είχε κατακτήσει μέσω του διαλογισμού για να φέρει σε πέρας τη δουλειά που είχε μπροστά του. Σύντομα καθιέρωσε ένα μάντρα, που στριφογύριζε αδιάκοπα σαν μονότονος ψαλμός στο μυαλό του, ενώ μελετούσε τηλεφωνικούς καταλόγους: Βρες τον πατέρα, σκότωσε το γιο. Το παιδί της Σεραφείμ βρισκόταν στη ζωή όσο καιρό ήταν πεθαμένη η Ναόμι, δηλαδή δεκαπέντε μήνες. Σε δεκαπέντε μήνες, ο Τζούνιορ έπρεπε να βρει το μικρό μπάσταρδο και να το εξολοθρεύσει. Πού και πού ξυπνούσε τις νύχτες κι άκουγε τον εαυτό του να μουρμουρίζει το μάντρα, που προφανώς επαναλάμβανε αδιάκοπα στον ύπνο του. «Βρες τον πατέρα, σκότωσε το γιο». Τον Απρίλιο, ο Τζούνιορ ανακάλυψε τρεις Μπαρθόλομιου. Προετοιμασμένος να διαπράξει ανθρωποκτονία, ερεύνησε και τους τρεις στόχους και διαπίστωσε ότι κανένας δεν είχε γιο Μπαρθόλομιου, ούτε είχε υιοθετήσει ποτέ κάποιο παιδί. Το Μάιο βρήκε άλλον έναν. Ούτε αυτός ήταν ο σωστός Μπαρθόλομιου. Ο Τζούνιορ κρατούσε αρχείο για τον κάθε στόχο, για την περίπτωση που το ένστικτο του ίσως να του έλεγε αργότερα ότι ένας απ' αυτούς ήταν όντως ο θανάσιμος εχθρός του. Μια λύση θα ήταν να τους σκοτώνει όλους για να είναι ασφαλής, αλλά πολλοί νεκροί Μπαρθόλομιου, ακόμη και σκορπισμένοι σε μια ευρύτερη περιοχή, αργά ή γρήγορα θα τραβούσαν την προσοχή της αστυνομίας. Στις τρεις Ιουνίου βρήκε άλλον έναν άχρηστο Μπαρθόλομιου και στις είκοσι πέντε του ίδιου μήνα, ημέρα Σάββατο, συνέβησαν δυο πολύ ενοχλητικά γεγονότα. Πρώτον, άνοιξε το ραδιόφωνο το πρωί στην κουζίνα και διαπίστωσε ότι άλλο ένα τραγούδι των Μπιτλς, το «Paperback
Writer», είχε καταλάβει την πρώτη θε'ση στα τσαρτς και, δεύτερον, έλαβε ένα τηλεφώνημα από μια νεκρή. Ο Τόμι Τζέιμς και οι Σόντελς, καλά παιδιά και αμερικανάκια όλοι, βρίσκονταν στις τελευταίες θέσεις των τσαρτς με ένα κομμάτι, το «Hanky Panky», που ο Τζούνιορ έβρισκε πολύ καλύτερο από τη μελωδία των Μπιτλς. Η αδυναμία της χώρας του να υποστηρίξει τη ντόπια παραγωγή τον εξόργιζε. Τ ο έθνος έδειχνε πρόθυμο να ξεπουλήσει τον πολιτισμό του στους ξένους. Το τηλέφωνο χτύπησε στις 3:20 μετά το μεσημέρι, λίγο αφότου ο Τζούνιορ είχε κλείσει το ραδιόφωνο αηδιασμένος. Καθισμένος στο τραπεζάκι της κουζίνας, με ανοιχτό μπροστά του τον τηλεφωνικό κατάλογο του Όουκλαντ, παραλίγο να πει Βρες τον πατέρα, σκότωσε το γιο αντί «Εμπρός». «Είναι εκεί ο Μπαρθόλομιου;» ρώτησε μια γυναίκα. Ο Τζούνιορ έμεινε άφωνος από κατάπληξη. «Σας παρακαλώ, είναι ανάγκη να μιλήσω στον Μπαρθόλομιου», ικέτευσε η γυναίκα χαμηλόφωνα, όλο αγοονία. Η φωνή της ήταν απαλή, σχεδόν ψιθυριστή και γεμάτη ένταση. Σε άλλες περιστάσεις, θα μπορούσε να ήταν σέξι. «Ποιος είναι;» ρώτησε αυστηρά ο Τζούνιορ, αλλά η φωνή του αντί για απαιτητική ακούστηκε ψιλή και σχεδόν τρομαγμένη. «Πρέπει να προειδοποιήσω τον Μπαρθόλομιου. Οπωσδήποτε». «Ποιος είναι;» Βαθιά, απόλυτη σιωπή έπεσε στη γραμμή. Ο Τζούνιορ κράτησε το ακουστικό στ' αυτί του. Διαισθανόταν ότι η γυναίκα ήταν ακόμη στην άλλη άκρη της γραμμής, αλλά ήταν σαν να βρισκόταν σε μεγάλο βάθος. Συνειδητοποιώντας ότι κινδύνευε να πει κάτι λαθεμένο και να ενοχοποιηθεί, ο Τζούνιορ έσφιξε τα δόντια του και περίμενε. 'Οταν ξαναμίλησε επιτέλους η γυναίκα, η φωνή της ακούστηκε σαν από μίλια μακριά. «Θα πείτε στον Μπαρθόλομιου ότι;...» Ο Τζούνιορ πίεσε το ακουστικό στ' αυτί του τόσο δυνατά που πόνεσε. Σαν από πολύ μακρύτερα: «Θα του πείτε ότι;...»
«Τι να του πω;» «Πείτε του ότι τηλεφώνησε η Βικτόρια να τον προειδοποιήσει». Κλικ. Και χάθηκε. Ο Τζούνιορ δεν πίστευε στους νεκρούς που δεν βρίσκουν ανάπαυση. Ούτε γι' αστείο. Επειδή η φωνή της Βικτόρια Μπρεσλερ δεν του ήταν οικεία -την είχε ακούσει να μιλάει μόνο δύο φ ο ρ έ ς - κι επειδή η γυναίκα στο τηλέφωνο μιλούσε πολύ σιγανά, ο Τζούνιορ δεν μπορούσε να πει αν οι δύο φωνές ανήκαν στο ίδιο πρόσωπο. Όχι, αδύνατο. Είχε σκοτώσει ο ίδιος τη Βικτόρια ενάμιση χρόνο πριν απ' αυτό το τηλεφώνημα. Ό τ α ν είσαι νεκρός, εξαφανίζεσαι για πάντα. Ο Τζούνιορ δεν πίστευε σε θεούς, δαίμονες, Κόλαση, Παράδεισο και ζωή μετά θάνατον. Πίστευε σε ένα και μοναδικό πράγμα: στον εαυτό του. Παρ' όλα αυτά, όλο το καλοκαίρι ύστερα από κείνο το τηλεφώνημα, αντιδρούσε σαν άνθρωπος που έχει δει φάντασμα. Έ ν α ξαφνικό αεράκι, ακόμη και ζεστό, τον έκανε να παγώνει ολόκληρος και να στρέφεται σαν τρελός να εντοπίσει από πού προερχόταν. Στη μέση της νύχτας, ακόμη και οι πιο αθώοι ήχοι τον έκαναν να σηκώνεται από το κρεβάτι και να ψάχνει όλα τα δωμάτια, να τινάζεται τρομαγμένος μακριά από τις σκιές και να στριφογυρίζει έντρομος, περιμένοντας ν' αντικρίσει μια απειλητική παρουσία που φανταζόταν πως έπιανε με την άκρη του ματιού του. Καμιά φορά, εκεί που ξυριζόταν ή χτένιζε τα μαλλιά του στον καθρέφτη του μπάνιου ή του χολ, του φαινόταν πως έβλεπε στιγμιαία μια παρουσία, ατμώδη και σκοτεινή, αέρινη σαν τον καπνό, να στέκεται ή να κινείται κάπου πίσω του. Άλλες φορές, είχε την εντύπωση πως αυτή η αόριστη οντότητα ήταν μέσα στον καθρέφτη. Δεν μπορούσε όμως ούτε να εστιάσει σ' αυτή ούτε να την παρατηρήσει, γιατί
χανόταν την ίδια στιγμή που εκείνος αντιλαμβανόταν την παρουσία της. Φυσικά, όλα αυτά οφείλονταν στο στρες. Για να απαλλαγεί από το στρες, κατέφευγε όλο και περισσότερο στο διαλογισμό. Είχε γίνει τόσο ικανός στην αυτοσυγκέντρωση χωρίς αντικείμενο -άδειαζε απλώς το μυαλό του-, που του αρκούσε μισή ώρα για να αισθανθεί φρέσκος και ξεκούραστος σαν να είχε κοιμηθεί μια ολόκληρη νύχτα. Τη Δευτέρα, 19 Σεπτεμβρίου, αργά το απόγευμα, ο Τζούνιορ επέστρεψε κακόκεφος στο διαμέρισμά του, ύστερα από άλλη μια άκαρπη έρευνα για κάποιον Μπαρθόλομιου που ζούσε στο Κόρτε Μαδέρα, στην απέναντι πλευρά του κόλπου. Εξαντλημένος από το ατέλειωτο ψάξιμο και απογοητευμένος από την αποτυχία, αναζήτησε παρηγοριά στο διαλογισμό. Στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, φορώντας μόνο το εσώρουχο του, κάθισε πάνω σ' ένα πουπουλένιο μαξιλάρι και μ' ένα βαθύ στεναγμό πήρε τη στάση του λωτού: ίσια πλάτη, σταυρωμένα πόδια, χέρια στα γόνατα, χαλαρά, με τις παλάμες προς τα επάνω. «Μία ώρα», είπε δυνατά, ξεκινώντας έτσι ένα είδος αντίστροφης μέτρησης. Σε εξήντα λεπτά ακριβώς, το εσωτερικό ρολόι του θα τον έβγαζε από την κατάσταση αυτοΰπνωσης. Ό τ α ν έκλεισε τα μάτια του, είδε μια μπάλα του μπόουλινγκ, απομεινάρι των ημερών που χρειαζόταν σπέρμα για να αυτοσυγκεντρωθεί. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, είχε αποδομήσει πλήρως τη φανταστική μπάλα, γεμίζοντας το μυαλό του με ένα άμορφο, άηχο, πυκνό, κατάλευκο τίποτα. Λευκό. Τίποτα. Λίγο μετά, κάποια φωνή έσπασε την απόλυτη σιωπή του λευκού κενού. Ο Μπομπ Τσικέιν. Ο καθοδηγητής του. Ο Μπομπ τον παρακινούσε ήρεμα να βγει σταδιακά από τον βαθύ διαλογισμό του, να βγει, να βγει, να βγει τώρα... Πρέπει να ήταν ανάμνηση, όχι πραγματική φωνή. Ακόμη κι όταν κατακτήσει κανείς τον απόλυτο διαλογισμό, το μυαλό εξακολουθεί ν' αντιστέκεται στην κατάσταση απόλυ-
της λήθης, προβάλλοντας ηχητικές και οπτικές αναμνήσεις για να τη σαμποτάρει. Επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη της θέλησης του, που ήταν τρομακτικά ισχυρή, ο Τζούνιορ επιχείρησε να κάνει τη φανταστική φωνή του Μπομπ Τσικέιν να σωπάσει. Στην αρχή, η φωνή ξεθώριαζε σταθερά, αλλά σύντομα έγινε πολύ πιο δυνατή κι επίμονη. Μέσα στην απαλή λευκότητα όπου αιωρούνταν, ο Τζούνιορ αισθάνθηκε μια δυσάρεστη πίεση πάνω στα μάτια του κι αμέσως μετά οπτικές παραισθήσεις ήρθαν να διαταράξουν τη βαθιά εσωτερική γαλήνη του. Αισθάνθηκε κάποιον να του σηκώνει τα βλέφαρα και είδε απέναντι του το γνώριμο ανήσυχο πρόσωπο του Μπομπ Τσικέιν: έξυπνα, αλεπουδίσια χαρακτηριστικά, σγουρά μαύρα μαλλιά, κρεμαστό μουστάκι. Ο Τζούνιορ συμπέρανε πως ο Μπομπ δεν ήταν πραγματικός. Σύντομα διαπίστωσε ότι είχε συμπεράνει λάθος, γιατί, όταν ο καθοδηγητής του άρχισε τις προσπάθειες να τον ξεμπλέξει από τη στάση του λωτού, ο Τζούνιορ αισθάνθηκε ξανά το σώμα του και ένιωσε πόνο. Ανυπόφορο πόνο. Πονούσε σε όλο του το κορμί, από το λαιμό ως τις άκρες των εννιά δαχτύλων του. Στα πόδια ήταν το χειρότερο. Φριχτοί πόνοι, σαν να του τα κομμάτιαζαν με πριόνι. Ο Τσικέιν δεν ήταν μόνος. Πίσω του στεκόταν όρθιος και χάζευε ο θυρωρό , ι; πολυκατοικίας, ο Σπάρκι Βοξ. Εβδομήντα δύο ετών α/./.ά σβέλτος σαν πίθηκος, ο Σπάρκι δεν περπατούσε ακριβώς, αλλά έτρεχε από δω κι από κει σαν μπαμπουίνος. «Ελπίζω να μην πειράζει που τον έφερα μέσα, κύριε Κάιν». Ο Σπάρκι είχε και τον προγναθισμό των μπαμπουίνων. «Μου είπε ότι ήταν μεγάλη ανάγκη». Ο Τσικέιν, αφού έλυσε τον Τζούνιορ από τη στάση του λωτού, τον έριξε με το ζόρι ανάσκελα κι άρχισε να τρίβει δυνατά · ; ι την ακρίβεια, βίαια-τους μηρούς και τις γάμπες του. «Πολύ άσχημοι μυϊκοί σπασμοί», εξήγησε. Ο Τζούνιορ συνειδητοποίησε ότι από τη δεξιά άκρη των χειλιών του κυλούσε ένα πηχτό ρυάκι σάλιου. Τρέμοντας, σήκωσε το χέρι του να σκουπιστεί.
Προφανώς, του έτρεχαν σάλια εδώ και πολλή ώρα. Το πιγούνι κι ο λαιμός του ήταν γεμάτα από μια ξεραμένη κρούστα. «Όταν χτύπησα το κουδούνι και δεν έλεγες να μου ανοίξεις, κατάλαβα αμέσως τι είχε γίνει», είπε ο Τσικέιν.στον Τζούνιορ. Ύστερα στράφηκε και είπε κάτι στον Σπάρκι, που την κοπάνησε αμέσως από το δωμάτιο. Ο Τζούνιορ δεν μπορούσε να μιλήσει, ούτε καν να κλαψουρίσει από πόνο. Το σάλιο που έτρεχε επί ώρες από το ανοιχτό στόμα του είχε αφήσει το λαιμό του στεγνό και ξεραμένο. Έ ν ι ω θ ε σαν να είχε μασήσει αλατισμένα ξυραφάκια που του είχαν σταθεί σαν σβόλος στο λαρύγγι. Η ανάσα του, ή μάλλον ο ρόγχος που έβγαινε από το λαιμό του, ακουγόταν σαν σύρσιμο κατσαρίδας σε ξερά φύλλα. Το δυνατό μασάζ είχε αρχίσει να ανακουφίζει κάπως τα πονεμένα πόδια του, όταν ο Σπάρκι επέστρεψε κουβαλώντας έξι γεμάτες, λαστιχένιες παγοκύστες. «Αυτές είχε όλες κι όλες το μαγαζί», είπε στον Τσικέιν. Ο Τσικέιν μοίρασε τις παγοκύστες πάνω στους μηρούς του Τζούνιορ. «Οι μυϊκοί σπασμοί προκαλούν φλεγμονές. Είκοσι λεπτά μασάζ σε εναλλαγή με είκοσι λεπτά πάγο, ώσπου να περάσει το χειρότερο». Το χειρότερο, δυστυχώς, δεν είχε έρθει ακόμη. Στο μεταξύ, ο Τζούνιορ είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε εγκλωβιστεί σε κατάσταση διαλογισμού για δεκαοχτώ ολόκληρες ώρες. Είχε καθίσει στη στάση του λωτού στις πέντε το απόγευμα της Δευτέρας και ο Μπομπ Τσικέιν είχε έρθει για το καθιερωμένο μάθημά τους στις έντεκα το πρωί την Τρίτη. «Είσαι ο ικανότερος στην απόλυτη αυτοσυγκέντρωση από όλους όσους έχω γνωρίσει ως τώρα, καλύτερος κι από μένα. Γι' αυτό, εσύ ειδικά, δεν πρέπει ποτέ να το κάνεις για πολλή ώρα χωρίς επίβλεψη», τον μάλωσε ο Τσικέιν. «Θα έπρεπε, τουλάχιστον, να χρησιμοποιείς τον ηλεκτρικό χρονομετρητή διαλογισμού. Δεν τον βλέπω πουθενά εδώ γύρω, σωστά;» Ο Τζούνιορ κούνησε το κεφάλι του όλο ενοχή. «Όχι, δεν τον βλέπω», επανέλαβε ο Τσικέιν. «Δεν ωφε-
λεί οε τίποτα ένας μαραθώνιος διαλογισμού. Είκοσι λεπτά αρκούν, φίλε. Μισή ώρα, το πολύ. Βασίστηκες στο εσωτερικό ρολόι σου, έτσι;» Ο Τζούνιορ έγνεψε ντροπιασμένος. «Και το ρύθμισες για μια ώρα, σωστά;» Πριν προλάβει ο Τζούνιορ να γνέψει καταφατικά, έφτασε το χειρότερο: δυνατοί κολικοί στα νεφρά και στην κύστη του. Είχε σκεφτεί ότι ήταν τυχερός που δεν κατουρήθηκε πάνω του όλες αυτές τις ώρες. Τώρα θα ήταν πρόθυμος να υποστεί κάθε ταπείνωση, αρκεί να γλίτωνε απ' αυτούς τους φαρμακερούς, ανυπόφορους περιοδικούς πόνους. «Ω Χριστέ μου», γρύλισε ο Μπομπ, καθώς μαζί με τον Σπάρκι σχεδόν κουβάλησαν σηκωτό τον Τζούνιορ μέχρι το μπάνιο. Η ανάγκη του ν' ανακουφιστεί ήταν τρομερή, απερίγραπτη και η διάθεση ν' αδειάσει την κύστη του ακατανίκητη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Επί δεκαοχτώ ώρες ανέστελλε ολοκληρωτικά τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού του για χάρη του διαλογισμού. Τώρα, το θησαυροφυλάκιο με το χρυσάφι είχε φρακάρει και δεν άνοιγε. Κάθε φορά που σφιγγόταν για ν' ανακουφιστεί, πάθαινε κράμπα κι ένας καινούριος κολικός τον τρέλαινε στον πόνο. Έ ν ι ω θ ε την κοιλιά του σαν φουσκωμένη τεχνητή λίμνη και τις σωματικές του εξόδους σαν τσιμεντένια φράγματα. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε υποφέρει τόσο πολύ χωρίς προηγουμένως να έχει δολοφονήσει κάποιον. Ο Μπομπ Τσικέιν έμεινε ως τις τρεις και μισή, για να σιγουρευτεί ότι ο μαθητής του ήταν εκτός κινδύνου, σωματικά, συναισθηματικά και ψυχικά. Λίγο πριν φύγει, ανακοίνωσε κάποια κακά μαντάτα στον Τζούνιορ. «Δεν μπορώ να συνεχίσω τα μαθήματα μαζί σου, φίλε. Λυπάμαι, αλλά παραείσαι κολλημένος. Είσαι κολλημένος με ό,τι κι αν κάνεις. Με τις γυναίκες που μπλέκεις, μ' εκείνη τη φάμπρικα με την τέχνη, με όλους αυτούς τους καταλόγους που κάθεσαι και δια-
βάζεις. Και τώρα, με το διαλογισμό. Παραείσαι κολλημένος για μένα. Μανιακός. Λυπάμαι. Να είσαι καλά, φίλε». Ό τ α ν έμεινε μόνος, ο Τζούνιορ κάθισε στο τραπεζάκι της κουζίνας με μια κανάτα καφέ κι ένα ολόκληρο κέικ σοκολάτας μπροστά του. Ο Τσικέιν του είχε σύστησε ι-μόλις του περνούσαν οι κολικοί και μπορούσε ν' αδειάσει τη λίμνη του οργανισμού τ ο υ να καταναλώσει μπόλικη καφεΐνη και ζάχαρη για να αποφύγει τη σπάνια μεν, αλλά όχι αδύνατη πιθανότητα να ξαναπέσει αντανακλαστικά σε κώμα. «Άλλωστε», είχε καταλήξει, «με τόσες ώρες διαλογισμού δε θα σου λείψει ύπνος σύντομα». Πράγματι, ο Τζούνιορ, όσο κι αν ήταν εξασθενημένος από τον πόνο, ένιωθε εντελώς αναζωογονημένος και φοβερά ενεργητικός. Είχε έρθει η στιγμή να σκεφτεί πιο σοβαρά την κατάσταση και το μέλλον του. Η αυτοβελτίωση παρέμενε ο κύριος στόχος, αλλά οι προσπάθειές του έπρεπε να αποκτήσουν πιο συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Είχε την ικανότητα να διαπρέπει σε οτιδήποτε καταπιανόταν. Σ' αυτό είχε δίκιο ο Μπομπ Τσικέιν. Ο Τζούνιορ ήταν πολύ πιο παθιασμένος από τους κοινούς ανθρώπους, είχε ξεχωριστές ικανότητες και πολύ περισσότερη ενέργεια μέσα του. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, ο διαλογισμός δεν του ταίριαζε τελικά. Ή τ α ν μια παθητική κατάσταση, ενώ αυτός ήταν από τη φύση του άνθρωπος της δράσης, του άρεσε πολύ περισσότερο να κάνει πράγματα. Στο διαλογισμό είχε καταφύγει εκνευρισμένος από τη συνεχιζόμενη αποτυχία του να εντοπίσει τον Μπαρθόλομιου και ενοχλημένος από τις μεταφυσικές εμπειρίες με τα νομίσματα που έβρισκε και τα τηλεφωνήματα που δεχόταν από νεκρές νοσοκόμες. Ή τ α ν πολύ πιο ενοχλημένος απ' όσο είχε συνειδητοποιήσει ή ήθελε να παραδεχτεί. Ο φόβος για το άγνωστο είναι αδυναμία, γιατί αποδέχεται δυνάμεις που ενεργούν πέρα από τα ανθρώπινα. Ο Ζεντ διδάσκει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί ο άνθρωπος να το ελέγξει κι ότι η φύση είναι απλώς μια ανεγκέφαλη
μηχανή που δουλεύει αδιάκοπα και είναι τόσο μυστηριώδης όσο και η πορτοκαλάδα. Ο φόβος του αγνώστου είναι επίσης αδυναμία γιατί ταπεινώνει τον άνθρωπο. Η ταπεινοφροσύνη είναι για τους αποτυχημένους, διδάσκει ο Ζεντ. Για λόγους κοινωνικής και οικονομικής επιτυχίας είναι σκόπιμο να δείχνουμε ταπεινοφροσύνη - ν α σέρνουμε τα πόδια, να σκύβουμε το κεφάλι και να μην προβάλλουμε τον εαυτό μας-, γιατί η εξαπάτηση είναι η κινητήρια δύναμη της εξέλιξης. Αν όμως υιοθετήσουμε την ταπεινοφροσύνη σαν στάση ζωής, δεν θα ξεχωρίσουμε ποτέ από τις μάζες, που την πορεία τους ο Σίζαρ Ζεντ χαρακτηρίζει «σταθερό συναισθηματικό σούρσιμο προς αποτυχημένους στόχους, με μόνη προοπτική το θάνατο». Καταβροχθίζοντας το κέικ για να μην ξανακατρακυλήσει άθελά του σε πνευματική κατατονία, ο Τζούνιορ παραδέχτηκε αντρίκεια ότι είχε φανεί αδύναμος, ότι είχε φοβηθεί μπροστά στο άγνωστο κι ότι είχε υποχωρήσει αντί να συγκρουστεί θαρραλέα μαζί του. Επειδή σ' αυτό τον κόσμο μόνο στον εαυτό του μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη, η αυταπάτη είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Ο Τζούνιορ εκτίμησε ακόμη περισσότερο τον εαυτό του ύστερα απ' αυτή την παραδοχή της αδυναμίας του. Ορκίστηκε να σταματήσει το διαλογισμό και ν' αποφύγει στο εξής κάθε παθητική αντίδραση στις προκλήσεις της ζωής. Έ π ρ ε π ε να εξερευνήσει το άγνωστο κι όχι να υποχωρήσει τρομαγμένος μπροστά του. Αλλωστε, ήταν σίγουρος ότι μέσα από την έρευνα θα αποδείκνυε ότι το άγνωστο ήταν επικίνδυνο όσο και η πορτοκαλάδα, ή η ταπιόκα, ή ό,τι άλλο. θ α ξεκινούσε μαθαίνοντας όσο μπορούσε περισσότερα για τα φαντάσματα, τα στοιχειά και για την εκδίκηση των νεκρών. Στη διάρκεια της υπόλοιπης χρονιάς, μέχρι τα Χριστούγεννα του 1966, μόνο δύο μεταφυσικά γεγονότα τάραξαν τη ζωή του Κάιν Τζούνιορ. Το πρώτο ήταν στις 5 Οκτωβρίου, ημέρα Τετάρτη. Σε μια από τις καθιερωμένες πολιτιστικές εξορμήσεις
του, κατά τις οποίες περνούσε από τις αγαπημένες του γκαλερί, έφτασε κάποια στιγμή μπροστά στη βιτρίνα της Γκαλερί Κοκέν. Στημένα σε περίοπτη θέση για τους περαστικούς του πολυσύχναστου εκείνου δρόμου ήταν τα γλυπτά του Ροθ Γκρίσκιν: δυο μεγάλα κομμάτια που πρέπει να ζύγιζαν από μισό τόνο το καθένα και εφτά πολύ μικρότερα, από μπρούντζο, στημένα πάνω σε βελούδινα βάθρα. Ο Γκρίσκιν, πρώην κατάδικος, είχε κάνει έντεκα χρόνια φυλακή για φόνο, πριν του δοθεί χάρη, έπειτα από συντονισμένες προσπάθειες ενός συνασπισμού καλλιτεχνών και συγγραφέων της χώρας. Μεγάλο ταλέντο. Πριν από τον Γκρίσκιν κανένας δεν είχε μπορέσει να εκφράσει σε τέτοιο βαθμό την οργή και τη βία πάνω στον μπρούντζο. Ο Τζούνιορ από καιρό είχε βάλει τα έργα του καλλιτέχνη στη λίστα των κομματιών που ήθελε ν' αποκτήσει σύντομα. Τα οχτώ από τα εννιά γλυπτά στη βιτρίνα της γκαλερί ήταν τόσο συνταρακτικά, που πολλοί από τους περαστικούς απέστρεφαν βιαστικά το βλέμμα τους μόλις τους έριχναν μια ματιά και συνέχιζαν την πορεία τους. Φυσικά. Δεν γίνεται να είναι όλοι γνώστες. Το ένατο κομμάτι δεν ήταν έργο τέχνης -και σίγουρα όχι γλυπτό του Γκρίσκιν- και δεν ενόχλησε κανέναν από τους περαστικούς τόσο όσο τον Τζούνιορ. Πάνω σ' ένα μικρό βάθρο ντυμένο με μαύρο βελούδο, στεκόταν ένα ψηλό κηροπήγιο από κασσίτερο, πανομοιότυπο μ' εκείνο που είχε τσακίσει το κρανίο του Βανάντιουμ και είχε επιφέρει δραματικές αλλαγές στο πρώην πλακουτσωτό πρόσωπο του. Το γκρίζο μέταλλο ήταν διάστικτο από μαύρες κηλίδες. Σαν καψίματα. Σαν να είχε ριχτεί σε αναμμένη φωτιά. Στην κορυφή του, η εσοχή για το κερί και το φαρδύ γείσο τριγύρω της ήταν γεμάτα από ένα σκουροκόκκινο πηχτό υλικό. Το χροδμα τού θύμιζε ξεραμένο αίμα. Απ' αυτές τις κολλώδεις κηλίδες ξεπετάγονταν λεπτότατες ίνες, που φαίνονταν να έχουν κολλήσει εκεί όταν το υλικό ήταν ακόμη ρευστό. Θύμιζαν τρίχες από ανθρώπινα μαλλιά. Ο φόβος έκανε να παγώσει το αίμα στις φλέβες του Τζούνιορ. Κοκάλωσε πάνω στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στους βια-
στικούς περαστικούς, σίγουρος ότι από στιγμή σε στιγμή θα πάθαινε εμβολή και θα σωριαζόταν. Έκλεισε τα μάτια του. Μέτρησε αργά ως το δέκα. Τα άνοιξε. Το κηροπήγιο ήταν ακόμη εκεί. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι η φύση είναι απλώς μια ανεγκέφαλη μηχανή που δεν περιέχει κανένα μυστήριο κι ότι το άγνωστο γίνεται αυτομάτως οικείο όταν τολμήσεις ν' ανασηκώσεις το πέπλο του, ο Τζούνιορ διαπίστωσε ότι μπορούσε να κινηθεί. Είχε την αίσθηση πως τα πόδια του ζύγιζαν όσο και τα μεγάλα γλυπτά του Ροθ Γκρίσκιν, αλλά κατάφερε να διασχίσει το πεζοδρόμιο και να μπει στην Γκαλερί Κοκέν. Στις τρεις μεγάλες συνεχόμενες αίθουσες δεν υπήρχε ψυχή" ούτε πελάτες ούτε προσωπικό. Σε μια τόσο ακριβή γκαλερί όπως η Κοκέν, οι αδαείς αποθαρρύνονταν συστηματικά από το να μπαίνουν για να χαζέψουν, ενώ η σχεδόν παθολογική αποστροφή του προσωπικού να διαλαλήσει το εμπόρευμα έκανε φανερή την ανεκτίμητη αξία του. Η σιωπή που βασίλευε σε όλους τους χώρους ήταν σχεδόν νεκρική. Στο βάθος της τρίτης αίθουσας, ένα διακριτικό πορτάκι άνοιγε σ' ένα κρυφό γραφείο. Προφανώς, υπήρχαν κρυφές κάμερες, γιατί, ενώ ο Τζούνιορ διέσχιζε το δωμάτιο, ένας άντρας γλίστρησε έξω από το μισάνοιχτο πορτάκι για να τον προϋπαντήσει. Ο γκαλερίστας ήταν ψηλός, με ασημένια μαλλιά και σμιλευμένα χαρακτηριστικά, και είχε το αγέρωχο, υπεροπτικό ύφος γυναικολόγου της βασιλικής Αυλής. Φορούσε γκρίζο, άψογα ραμμένο κοστούμι και το χρυσό του Ρόλεξ ήταν το είδος του ρολογιού για το οποίο ο Ροθ Γκρίσκιν θα διέπραττε άνετα φόνο τις παλιές καλές μέρες. «Ενδιαφέρομαι για ένα από τα μικρότερα κομμάτια του Γκρίσκιν», είπε ο Τζούνιορ. Κατάφερε ν' ακουστεί ήρεμος, παρ' όλο που το στόμα του ήταν στεγνό από το φόβο και στο μυαλό του στροβιλίζονταν συνεχώς εικόνες του μανιακού αστυνομικού να κυκλοφορεί μισοσαπισμένος στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο. «Ναι;» απάντησε η ξιπασμένη μεγαλειότης, σουφρώνο-
ντας τη μύτη του σαν να υποψιαζόταν ότι ο συγκεκριμένος πελάτης θα τον ρωτούσε αν συμπεριλαμβανόταν και το βελούδινο βάθρο στην τιμή του γλυπτού. «Με γοητεύουν περισσότερο οι πίνακες απ' ό,τι τα έργα διαστάσεων», εξήγησε ο Τζούνιορ. «Ειλικρινά, το μόνο γλυπτό μου απόκτημα είναι ένας Πορίφεραν». Η Βιομηχανική Γυναίκα, που του είχε κοστίσει περίπου εννιά χιλιάδες δολάρια πριν από δεκαοχτώ μήνες, θα έπιανε τώρα τουλάχιστον τριάντα, κρίνοντας από την ταχύτητα που μεγάλωνε η φήμη του Μπάβελ Πορίφεραν. Αυτή η απόδειξη καλού γούστου και σοφής επένδυσης στην τέχνη έλιωσε λίγο από τον πάγο του γκαλερίστα. Χαμογέλασε, ή μόρφασε, σαν να μύριζε μια αόριστη δυσάρεστη οσμή -δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιο απ' τα δ υ ο και συστήθηκε ως Μαξίμ Κοκέν, ιδιοκτήτης της γκαλερί. «Το έργο που με γοήτευσε», είπε ο Τζούνιορ, «είναι εκείνο που μοιάζει κάπως με κ-κ-κηροπήγιο. Είναι αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα». Δείχνοντας απορία, ο γκαλερίστας τον οδήγησε μέσα από τις τρεις αίθουσες ως τη βιτρίνα, γλιστρώντας πάνω στα γυαλιστερά μαρμάρινα πατώματα σαν να είχε ροδάκια. Το κηροπήγιο έλειπε. Το βάθρο στο οποίο βρισκόταν φιλοξενούσε τώρα ένα από τα μπρούντζινα του Γκρίσκιν, τόσο εκπληκτικά δυνατό, που αρκούσε μια ματιά για να έχουν εφιάλτες ακόμη και οι δολοφόνοι. Ό τ α ν ο Τζούνιορ αποπειράθηκε να του εξηγήσει, ο Μαξίμ Κοκέν πήρε μια έκφραση τέτοιας αμφιβολίας, όσο ένας αστυνομικός που θα άκουγε το άλλοθι ενός υπόπτου με ματωμένα χέρια. «Είμαι βέβαιος, κύριε, ότι ο Γκρίσκιν δεν κάνει κηροπήγια. Αν ψάχνετε κάτι τέτοιο, θα σας σύστηνα να επισκεφτείτε το τμήμα ειδών οικιακού εξοπλισμού του σούπερ μάρκετ Γκαμπ». Εξοργισμένος, ντροπιασμένος αλλά και τρομαγμένος ακόμη, ο Τζούνιορ βγήκε από την γκαλερί. Έ ν ι ω θ ε σαν κινούμενο κολάζ αντικρουόμενων συναισθημάτων. Από το πεζοδρόμιο ξανακοίταξε τη βιτρίνα. Περίμενε να δει το κηροπήγιο, λες και, με κάποιον υπερφυσικό τρόπο, θα
μπορούσε να φαίνεται μόνο από την έξω μεριά της γκαλερί -αλλά δεν ήταν πια εκεί. Ό λ ο το φθινόπωρο ο Τζούνιορ διάβαζε το ένα μετά το άλλο τα βιβλία για φαντάσματα, οιωνούς, στοιχειωμένα σπίτια και πλοία-φαντάσματα, για πνεύματα που επικοινωνούν με χτυπήματα σε τραπεζάκια, με προσωπικές εμφανίσεις ή με γραπτά μηνύματα, για μαγνητοφωνήσεις πνευμάτων, κλήσεις πνευμάτων, εξορκισμούς, αστρικές προβολές, αποκαλύψεις μέσω του πίνακα Ουίτζα, και για κέντημα. Είχε καταλήξει να πιστεύει ότι κάθε ολοκληρωμένο, καλά αυτοβελτιωμένο άτομο πρέπει να είναι μάστορας σε κάποια τέχνη. Κι εκείνου, το κέντημα του άρεσε πολύ περισσότερο από την αγγειοπλαστική ή το μπατίκ. Για το πρώτο θα χρειαζόταν τροχό και φούρνο, και το δεύτερο ήταν πολύ μπελαλίδικο με τις βαφές. Ως το Δεκέμβριο είχε αρχίσει το πρώτο του εργόχειρο: μια μαξιλαροθήκη με γεωμετρική μπορντούρα γύρω από τη φράση του Ζεντ «Η ταπεινοφροσύνη είναι για τους αποτυχημένους», κεντημένη διαγώνια. Στις 13 Δεκεμβρίου, στις 3:22 το πρωί, ύστερα από μια κοπιαστική μέρα γεμάτη διάβασμα για φαντάσματα, αναζήτηση του Μπαρθόλομιου στον τηλεφωνικό κατάλογο και κέντημα μαξιλαροθήκης, ο Τζούνιορ ξύπνησε από ένα τραγούδι. Μόνο φωνή. Χωρίς συνοδευτικά όργανα. Μια φωνή γυναικεία. Στην αρχή, κουκουλωμένος μέσα στη ζεστασιά και την άνεση του κρεβατιού του, παραπαίοντας μεταξύ ύπνου και ξύπνου, νόμισε ότι το τραγούδι ήταν μέρος κάποιου ονείρου. Η φωνή, που δυνάμωνε και χαμήλωνε ανάλογα με τη μελωδία, ήταν τόσο απαλή και μακρινή, που ο Τζούνιορ δεν αναγνώρισε αμέσως το τραγούδι. Ό τ α ν κατάλαβε όμως ότι ήταν το «Someone to Watch over Me», τίναξε τα σκεπάσματα από πάνω του και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Ανάβοντας τα φώτα καθώς προχωρούσε, έψαξε το διαμέρισμα αναζητιόντας την πηγή της νυχτερινής σερενάτας. Κρατούσε το πιστόλι που είχε κλέψει από τη Φρίντα, που θα του ήταν βέβαια άχρηστο αν πίστευε ότι είχε να κάνει με φά-
νταομα - τ α βιβλία όμως που διάβαζε μανιωδώς δεν τον είχαν πείσει ότι υπήρχαν φαντάσματα. Αντίθετα, η πίστη του στην αποτελεσματικότητα μιας σφαίρας - ή ενός μεταλλικού κηροπήγιου, στην ανάγκη- παρέμενε ακλόνητη. Παρ' ότι σιγανό και λίγο θλιμμένο, το τραγούδι της γυναίκας ήταν καθαρό, μελωδικό κι ολόσωστο. Αυτή η σόλο εκδοχή ακουγόταν το ίδιο ευχάριστα στ' αυτί όσο και η αυθεντική εκτέλεση με ορχήστρα. Ωστόσο, είχε μια ενοχλητική χροιά, μια απροσδιόριστη νότα ανεκπλήρωτης λαχτάρας, μια υποβόσκουσα μελαγχολία. Αν θέλαμε να την περιγράψουμε καλύτερα, η φωνή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στοιχειωμένη. Ο Τζούνιορ την κυνήγησε, αλλά του ξέφευγε συνεχώς. Κάθε φορά, το τραγούδι έμοιαζε ν' ακούγεται από το διπλανό δωμάτιο, αλλά μόλις περνούσε την πόρτα το άκουγε να έρχεται από κάπου πίσω του. Τρεις φορές το τραγούδι έσβησε εντελώς, αλλά τις δύο πρώτες, μόλις ο Τζούνιορ έτεινε να πιστέψει ότι τελείωσε, αυτό ξανάρχιζε ν' ακούγεται από κάπου αλλού. Την τρίτη φορά, η φωνή σώπασε οριστικά. Αυτό το σεβάσμιο, παλιό κτίριο ήταν γερό σαν φρούριο και πολύ καλά μονωμένο. Θόρυβοι και φωνές από διπλανά διαμερίσματα σπάνια διαπερνούσαν τους χοντρούς τοίχους για να φτάσουν ως το διαμέρισμα του Τζούνιορ. Και ποτέ πριν δεν είχε ακούσει τη φωνή κάποιου γείτονα τόσο καθαρά που να μπορεί να ξεχωρίζει τα λόγια -ή, σ' αυτή την περίπτωση, τους στίχους. Το θεωρούσε αδύνατο να ήταν η Βικτόρια Μπρέσλερ, η νεκρή νοσοκόμα, αυτή που τραγουδούσε, αλλά πίστευε ότι η φωνή ήταν ίδια με εκείνη που είχε ακούσει στο τηλέφωνο, στις 25 Ιουνίου, όταν κάποια που παρίστανε τη Βικτόρια του είχε μεταφέρει μια επείγουσα προειδοποίηση για τον Μπαρθόλομιου. Στις 3:31, χειμώνα καιρό, αργεί πολύ ακόμα να ξημερώσει, αλλά ο Τζούνιορ ένιωθε τα νεύρα του τόσο τεντωμένα, που του ήταν αδύνατο να ξανακοιμηθεί. Ό σ ο γλυκό, όσο μελαγχολικό, όσο άκακο κι αν ήταν το τραγούδι, τον είχε κάνει να αισθάνεται ξανά... απειλούμενος.
Σκέφτηκε να κάνει ένα ντους και να ξεκινήσει νωρίς τη μέρα του. Αλλά στο μυαλό του ερχόταν διαρκώς μια σκηνή από το Ψυχώ: ο Άντονι Πέρκινς, ντυμένος με γυναικεία ρούχα, να κατεβάζει ένα χασαπομάχαιρο. Ούτε στο κέντημα μπόρεσε να βρει παρηγοριά. Τα χέρια του έτρεμαν πάρα πολύ για να επιτρέπουν ακρίβεια στις ψ ι λοβελονιές. Η διάθεσή του απέκλειε από χέρι το διάβασμα περί στοιχειών, φαντασμάτων και των σχετικών. Τελικά, κάθισε στο τραπεζάκι στην εσοχή της κουζίνας συντροφιά με τους τηλεφωνικούς καταλόγους του και συνέχισε την κοπιαστική έρευνα για τον Μπαρθόλομιου. Βρες τον πατέρα, σκότωσε το γιο. Μέσα σε εννιά μέρες, ο Τζούνιορ έπεσε στο κρεβάτι με τέσσερις διαφορετικές ωραίες γυναίκες: μία την παραμονή των Χριστουγέννων, άλλη τη νύχτα των Χριστουγέννων, την τρίτη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και την τέταρτη ανήμερα την Πρωτοχρονιά. Για πρώτη φορά στη ζωή του, η απόλαυση από την ερωτική πράξη δεν ήταν ολοκληρωτική σε καμιά από τις τέσσερις περιπτώσεις. Ό χ ι πως είχε μειωθεί η απόδοσή του. Όπως πάντα, ήταν ένας ταύρος, ένας ορμητικός επιβήτορας, ένας ακούραστος σάτυρος. Καμιά από τις ερωμένες του δεν του παραπονέθηκε για τίποτε, αν και καμιά δεν είχε κουράγιο για παράπονα όταν τέλειωσε μαζί της. Κι όμως, κάτι του έλειπε. Αισθανόταν κενός. Ανολοκλήρωτος. Ό σ ο ωραίες κι αν ήταν αυτές οι γυναίκες, καμιά δεν τον ικανοποίησε τόσο βαθιά όσο τον ικανοποιούσε η Ναόμι. Αναρωτήθηκε αν Αυτό Που Έ λ ε ι π ε ήταν ο έρωτας. Με τη Ναόμι το σεξ ήταν φανταστικό, γιατί οι δυο τους συνδέονταν σε πολλά επίπεδα, πολύ βαθύτερα από την απλή σωματική έλξη. Ή τ α ν τόσο δεμένοι συναισθηματικά, ψυχικά και πνευματικά που, όταν έκανε έρωτα μαζί της, ήταν σαν να έκανε έρωτα με τον εαυτό του. Και ποτέ άλλοτε δεν είχε βιώσει μια τόσο ουσιαστική ένωση.
Λαχταρούσε έναν καινούριο έρωτα. Φυσικά, ήταν αρκετά έξυπνος για να ξέρει ότι η λαχτάρα δεν αρκεί να μεταμορφώσει μια ακατάλληλη γυναίκα σε κατάλληλη. Ο έρωτας δεν απαιτείται, ούτε προσχεδιάζεται, ούτε κατασκευάζεται. Ο έρωτας έρχεται πάντα σαν έκπληξη και σε χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις, σαν τον Άντονι Πέρκινς με το χασαπομάχαιρο. Δεν είχε παρά να περιμένει. Και να ελπίζει. Η ελπίδα έγινε ευκολότερη και φούντωσε, όταν τα τέλη του 1966 και όλο το 1967 έφεραν τη μεγαλύτερη επανάσταση στη γυναικεία μόδα μετά την εφεύρεση του βελονιού: πρώτα το μίνι και στη συνέχεια το σούπερ μίνι. Η Μαίρη Κουάντ -Βρετανή σχεδιάστρια, αν είναι ποτέ δυνατόν!- είχε ήδη κατακτήσει την Αγγλία και την Ευρώπη με την εκπληκτική δημιουργία της. Τώρα έβγαζε και την Αμερική από τη σκοτεινή εποχή της ψυχοπαθητικής σεμνοτυφίας. Παντού στη μυθική πόλη έβλεπες εκτεθειμένες γάμπες, γόνατα και τμήματα μηρών σωστά γλυπτά. Αυτό φούντωσε τη ρομαντική διάθεση του Τζούνιορ, ο οποίος ποθούσε τώρα, περισσότερο από ποτέ, να βρει την ιδανική ερωτική σύντροφο, το άλλο μισό της μοναχικής καρδιάς του. Δυστυχώς, η μόνη σχέση διαρκείας που είχε εκείνη τη χρονιά ήταν με την ασώματη τραγουδίστρια. Στις 18 Φεβρουαρίου επέστρεψε σπίτι το απόγευμα, από έναν κύκλο μαθημάτων για τους δρόμους επικοινωνίας των πνευμάτων με τον άνθρωπο, κι άκουσε το τραγούδι μόλις άνοιξε την πόρτα του. Η ίδια φωνή. Το ίδιο μισητό τραγούδι. Σιγανή, όπως και την άλλη φορά, η φωνή ανεβοκατέβαινε με τη μελωδία. Ο Τζούνιορ έψαξε γρήγορα να βρει την πηγή, αλλά σε λιγότερο από ένα λεπτό και πριν προλάβει να την εντοπίσει η φωνή μάκρυνε και σώπασε. Σε αντίθεση μ' εκείνη τη νύχτα του Δεκεμβρίου, το τραγούδι δεν ξανάρχισε ύστερα από λίγο. Ο Τζούνιορ ενοχλήθηκε που η μυστηριώδης τραγουδίστρια έδινε παράσταση ενώ εκείνος έλειπε. Αισθάνθηκε σαν να είχε παραβιαστεί το άσυλό του. Σαν να είχε γίνει εισβολή στο σπίτι του. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν είχε μπει εκεί μέσα. Κι
αυτός δεν πίστευε στα φαντάσματα, οπότε δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι ένα φάντασμα περιπλανιόταν στο σπίτι στη διάρκεια της απουσίας του. Παρ' όλα αυτά, είχε έντονη την αίσθηση της εισβολής καθώς διέσχιζε τα σιωπηλά δωμάτια, εκνευρισμένος και σαστισμένος. Στις 19 Απριλίου, το μη επανδρωμένο διαστημόπλοιο Σαρβέιορ 3, αφού προσγειώθηκε με επιτυχία στην επιφάνεια της Σελήνης, άρχισε να στέλνει φωτογραφίες στη Γη, κι όταν ο Τζούνιορ βγήκε από το ντους το ίδιο πρωί, άκουσε πάλι το απόκοσμο τραγούδι, που έμοιαζε να προέρχεται από κάποιο μέρος πολύ πιο μακρινό κι αλλόκοτο από το φεγγάρι. Γυμνός, στάζοντας νερά, άρχισε να τριγυρίζει σαν τρελός στο διαμέρισμα. Ό π ω ς και τη νύχτα της 13ης Δεκεμβρίου, η φωνή ήταν σαν να ερχόταν από το πουθενά. Από κάπου μπροστά του, ύστερα από πίσω του, έπειτα κάπου δεξιά, μετά αριστερά. Αυτή τη φορά, όμως, το τραγούδι κράτησε πολύ περισσότερο από άλλοτε, αρκετά ώστε να τον κάνει να υποψιαστεί τους αγωγούς εξαερισμού και θέρμανσης. Τα ταβάνια σ' αυτά τα διομάτια είχαν ύψος τρία μέτρα και οι αγωγοί άνοιγαν ψηλά στους τοίχους. Χρησιμοποιώντας ένα πτυσσόμενο σκαμνί με τρία σκαλοπάτια, ο Τζούνιορ έφτασε αρκετά κοντά στις σχάρες εξαερισμού του καθιστικού, ώστε να μπορέσει να καταλάβει αν το τραγούδι ακουγόταν από κει. Λίγο πριν προλάβει να στήσει αυτί, η φωνή σώπασε. Αργότερα τον ίδιο μήνα, ο Τζούνιορ έμαθε από τον Σπάρκι Βοξ ότι το κτίριο διέθετε ένα κεντρικό σύστημα θέρμανσης με τέσσερις βασικούς αεραγωγούς, που διακλαδίζονταν σε αυτόνομα δίκτυα για κάθε διαμέρισμα. Ή τ α ν αδύνατο να μεταφερθούν οι φωνές από διαμέρισμα σε διαμέρισμα μέσω του συστήματος θέρμανσης-εξαερισμού, γιατί τα διαμερίσματα δεν είχαν κοινούς αγωγούς. ** Ή
Την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1967, ο Τζούνιορ γνώρισε καινούριες γυναίκες, κοιμήθηκε με αρκετές και δεν αμφέβαλλε ότι καθεμιά από τις κατακτήσεις του είχε ζήσει μαζί του μια συγκλονιστική και πρωτόγνωρη ερωτική εμπειρία. Κι όμως, εκείνος ακόμα υπέφερε από μοναξιά. Δεν κυνήγησε καμιά απ' αυτές τις γυναίκες πέρα από μερικά ραντεβού, ούτε και καμιά τους τον κυνήγησε αφού χώρισαν, αν και θα πρέπει σίγουρα να είχαν στενοχωρηθεί, αν όχι πληγωθεί βαριά που τον έχασαν. Η ασώματη τραγουδίστρια, αντίθετα, δεν κράτησε την ίδια στάση με τις ομόφυλές της που είχαν σάρκα και οστά. Έ ν α πρωινό του Ιουλίου, ο Τζούνιορ βρισκόταν στη δημοτική βιβλιοθήκη, όπου έψαχνε ανάμεσα στα αμέτρητα βιβλία του τμήματος αποκρυφισμού για κάποιον εξωτικό τίτλο, όταν άκουσε το τραγούδι σχεδόν δίπλα του. Εδώ ήταν πολύ πιο σιγανό απ' ό,τι στο διαμέρισμά του, σχεδόν ψιθυριστά, αλλά και πολύ πιο απειλητικό. Δύο από τα μέλη του προσωπικού της βιβλιοθήκης κάθονταν στο γραφείο κοντά στην είσοδο, τουλάχιστον την τελευταία φορά που τους είδε, αθέατοι από κει όπου στεκόταν τώρα ο Τζούνιορ και πολύ μακριά για ν' ακούσουν το σιγανό τραγούδι. Ο Τζούνιορ περίμενε στην είσοδο όταν η βιβλιοθήκη άνοιξε τις πόρτες της για το κοινό και μέχρι στιγμής δεν είχε συναντήσει άλλους επισκέπτες. Δεν μπορούσε να δει στον διπλανό διάδρομο πίσω από τις σειρές των βιβλίων γιατί τα ράφια είχαν ξύλινη ράχη. Οι τόμοι σχημάτιζαν ψηλούς συμπαγείς τοίχους, ένα δίκτυο από διαφορετικούς κόσμους. Στην αρχή μετακινιόταν προσεκτικά από διάδρομο σε διάδρομο, αλλά γρήγορα άρχισε να κινείται πιο γρήγορα, σίγουρος ότι θα έβλεπε αυτή που τραγουδούσε στην επόμενη στροφή, ή στην αμέσως επόμενη. Πρέπει να ήταν η σκιά της αυτή που είχε δει φευγαλέα να χάνεται στη γωνία, λίγα μέτρα μπροστά του. Ή η γυναικεία της μυρωδιά αυτή που έμενε στον αέρα μετά το πέρασμά της από ένα διάδρομο. Ο Τζούνιορ έτρεχε ανάμεσα στα περάσματα του λαβύρινθου και ύστερα πίσω ξανά, ακολουθώντας τα ίδια του τα ίχνη, στρίβοντας σε γωνίες, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυν-
οη - α π ό τον αποκρυφισμό στη σύγχρονη λογοτεχνία, από την ιστορία στις εκλαϊκευμένες επιστήμες και πάλι στον αποκρυφισμό-, κυνηγώντας πάντα μια σκιά που έβλεπε τόσο φευγαλέα και τόσο αόριστα, που μπορεί να ήταν και στη φαντασία του, κυνηγώντας μια γυναικεία μυρωδιά που μόλις την εντόπιζε την έχανε πάλι, κάτω από την κυρίαρχη μυρωδιά του χαρτιού. Έ τ ρ ε χ ε , έστριβε, λαχάνιαζε, ώσπου σταμάτησε απότομα βαριανασαίνοντας μόλις συνειδητοποίησε ότι εδώ και αρκετή ώρα δεν άκουγε πια το τραγούδι.
Ως το φθινόπωρο του 1967, ο Τζούνιορ επιθεώρησε εκατοντάδες χιλιάδες τηλεφωνικές καταχωρίσεις, ανακαλύπτοντας αραιά και πού κι έναν σπάνιο Μπαρθόλομιου, στο Σαν Ραφαέλ, ή στο Μαρίνγουντ, ή στο Σαν Ανσέλμο. Αφού τους εντόπιζε, τους ερευνούσε μέχρι να αποκλείσει κάθε πιθανή σχέση τους με το νόθο παιδί της Σεραφείμ Γουάιτ. Ανάμεσα σε καινούριες κατακτήσεις και καινούρια κεντήματα σε μαξιλαροθήκες, έπαιρνε μέρος σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις, παρακολουθούσε διαλέξεις που έδιναν διάφοροι κυνηγοί φαντασμάτων, επισκεπτόταν στοιχειωμένα κτίρια και διάβαζε όλο και περισσότερα παράξενα βιβλία. Μέχρι που έφτασε στο σημείο να στηθεί να τον φωτογραφίσει ένα διάσημο μέντιουμ, του οποίου οι φωτογραφίες υποτίθεται πως αποκάλυπταν καμιά φορά την αύρα μιας απειλητικής ή κακόβουλης οντότητας γύρω από το υποκείμενο. Στη δική του περίπτωση, πάντως, δεν εμφανίστηκε κανένα σημάδι διαβολικού πνεύματος. Στις 15 Οκτωβρίου, ο Τζούνιορ απέκτησε και τρίτο πίνακα του Σκλεντ: Στην Καρδιά Φωλιάζουν Σκουλήκια και Παράσιτα που Αδιάκοπα Σαλεύουν, Εκδοχή 3. Για να το γιορτάσει, φεύγοντας από την γκαλερί μπήκε σε μια καφετέρια, στο ξενοδοχείο Φέρμοντ, στην κορυφή του Νομπ Χιλ, για μια μπίρα κι ένα παραδοσιακό τσίζμπεργκερ. Παρ' όλο που έτρωγε αρκετά συχνά έξω, δεν είχε φάει τσίζμπεργκερ εδώ και είκοσι δύο μήνες, αφότου είχε βρει το νόμισμα κολλημένο στο τυρί, το Δεκέμβριο του '65. Στα
εστιατόρια που πήγαινε παρήγγελλε πάντα φαγητά που σερβίρονταν ανοιχτά, σε πιάτο. Στην καφετέρια του Φέρμοντ, ο Τζούνιορ παρήγγειλε τηγανητές πατάτες, τσίζμπεργκερ και σαλάτα λάχανο. Ζήτησε να του σερβίρουν το τσίζμπεργκερ ψημένο αλλά όχι φτιαγμένο: τα δύο μισά του ψωμιού γυρισμένα προς τα επάνω, το μπιφτεκάκι σε άλλο πιάτο, την ντομάτα και το κρεμμύδι δίπλα στο κρέας, και το τυρί, άψητο, σε ξεχωριστό πιατάκι. Φανερά παραξενεμένος αλλά χωρίς να φέρει αντίρρηση, ο σερβιτόρος τού παρέδωσε το γεύμα του ακριβώς όπως το είχε ζητήσει. Ο Τζούνιορ τσίμπησε το λεπτό μπιφτέκι με το πιρούνι του και, όταν δεν βρήκε νόμισμα μέσα, το τοποθέτησε πάνω στο μισό ψωμί. Έφτιαξε το τσίζμπεργκερ συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα υλικά, πρόσθεσε μουστάρδα και κέτσαπ και δάγκωσε την πρώτη μεγάλη, απολαυστική μπουκιά. Ό τ α ν πρόσεξε ότι τον κοίταζε μια ξανθιά από ένα κοντινό τραπέζι, της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι. Παρ' ότι δεν ήταν αρκετά όμορφη για ν' ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του, δεν έβλεπε το λόγο να μην είναι ευγενικός, μαζί της. Η κοπέλα πρέπει να κατάλαβε ότι την αποτιμούσε και ότι είχε ελάχιστες πιθανότητες να τον γοητεύσει, γιατί έστρεψε απότομα το κεφάλι της προς την άλλη μεριά και δεν ξανακοίταξε άλλη φορά προς την κατεύθυνσή του. Έχοντας απολαύσει ύστερα από πολύ καιρό ένα καλό τσίζμπεργκερ και έχοντας αποκτήσει τον τρίτο Σκλεντ της συλλογής του, ο Τζούνιορ είχε μεγάλα κέφια εκείνη τη μέρα. Στην καλή του διάθεση βοηθούσε και το γεγονός ότι δεν είχε ξανακούσει την ασώματη τραγουδίστρια τους τελευταίους τρεις μήνες, ύστερα από εκείνο το πρωινό στη βιβλιοθήκη τον Ιούλιο. Δυο νύχτες αργότερα, η γυναίκα που τραγουδούσε τον ξύπνησε από ένα όνειρο γεμάτο σκουλήκια και παράσιτα. Ο Τζούνιορ απόρησε με τον εαυτό του όταν ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι κι άρχισε να φωνάζει: «Σκάσε, σκάσε, σκάσε!»
To «Someone to Watch over Me» συνεχίστηκε σιγανό και αμείωτο. Ο Τζούνιορ πρέπει να είχε φωνάξει πολΰ δυνατά σκάσε, γιατί οι γείτονες του χτύπησαν τον τοίχο να σωπάσει. Τίποτε απ' όσα είχε διαβάσει για μεταφυσικά φαινόμενα δεν τον είχε κάνει να πιστέψει στα φαντάσματα και σε όσα υπαινίσσεται η ύπαρξη τους. Η πίστη του στον Ί ν ο χ Κάιν Τζούνιορ παρέμενε ακλόνητη κι αρνιόταν να κάνει χώρο στο βωμό του για κανέναν καιγιατίποτ' άλλο πέρα από τον εαυτό του. Κουκουλώθηκε με τα σκεπάσματα, έβαλε κι ένα πουπουλένιο μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι του για να μην ακούει το τραγούδι κι άρχισε να ψέλνει μονότονα, «Βρες τον πατέρα, σκότωσε το γιο», μέχρι που αποκοιμήθηκε εξαντλημένος. Την άλλη μέρα, τρώγοντας το πρωινό του και αντιμετωπίζοντας πιο ήρεμα τα πράγματα, αναλογίστηκε το νυχτερινό του ξέσπασμα κι αναρωτήθηκε μήπως είχε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Αποφάσισε πως δεν είχε κανένα. Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο, ο Τζούνιορ συνέχισε να διαβάζει μυστικιστικά κείμενα για τα μεταφυσικά φαινόμενα, πήδηξε κάμποσες γυναίκες σε ρυθμούς αξιοθαύμαστους ακόμη και για τις δικές του επιδόσεις, βρήκε τρεις Μπαρθόλομιου και κέντησε δέκα μαξιλαροθήκες. Τίποτα στα βιβλία δεν του έδωσε μια ικανοποιητική ερμηνεία γι' αυτό που του συνέβαινε. Καμιά από τις γυναίκες δεν γέμισε το κενό στην καρδιά του και κανένας από τους Μπαρθόλομιου δεν ήταν ο σωστός. Μόνο το κέντημα του πρόσφερε λίγη ικανοποίηση, αλλά, όσο περήφανος κι αν ένιωθε που ήταν καλός μάστορας σε κάτι, καταλάβαινε ότι ένας άντρας στην ηλικία του δεν ήταν δυνατόν να βρει την ολοκλήρωση κεντώντας μαξιλαράκια. Στις 18 Δεκεμβρίου, το «Hello Goodbye» των Μπιτλς ανέβηκε στην πρώτη θέση των τσαρτς κι ο Τζούνιορ έβραζε από ανήμπορη λύσσα που δεν μπορούσε να βρει ούτε τον αληθινό έρωτα ούτε το μωρό της Σεραφείμ. Έτσι, μπήκε στο αυτοκίνητο του, πέρασε από τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ στην
Κομητεία Μαρίν κι έφτασε ως την πόλη Τέρα Λίντα, όπου σκότωσε τον Μπαρθόλομιου Πρόσερ. Ο Πρόσερ, πενήντα έξι ετών, λογιστής και χήρος, είχε μια τριαντάχρονη κόρη, τη Ζέλντα, που ήταν δικηγόρος στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Τζούνιορ είχε ξαναπάει στην Τέρα Λίντα για το λογιστή και ήξερε ήδη ότι ο Πρόσερ δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με το μωρό της Σεραφείμ. Από τους τρεις Μπαρθόλομιου που είχε ανακαλύψει πρόσφατα, επέλεξε τον Πρόσερ, γιατί, σαν άνθρωπος που κουβαλούσε ένα όνομα όπως το Ίνοχ, ένιωθε αυθόρμητη συμπάθεια προς κάθε κορίτσι που οι γονείς του το είχαν καταδικάσει ν' ακούει στο όνομα Ζέλντα. Ο λογιστής ζούσε σ' ένα λευκό σπίτι γεωργιανού ρυθμού, σε έναν ήσυχο δρόμο που τον πλαισίωναν δεντροστοιχίες από τεράστια γέρικα πεύκα. Στις οχτώ ακριβώς εκείνο το βράδυ, ο Τζούνιορ πάρκαρε δύο τετράγωνα μακριά από το σπίτι-στόχο και περπάτησε μέχρι την κατοικία του Πρόσερ, με τα γαντοφορεμένα χέρια του βαθιά χωμένα στις τσέπες της καμπαρντίνας του και με το γιακά ανασηκωμένο. Πυκνές, υπόλευκες μάζες ομίχλης αργοσέρνονταν στους δρόμους της γειτονιάς, μεταφέροντας μυρωδιά καμένου ξύλου από τα τζάκια των σπιτιών. Ο Τζούνιορ έβλεπε την ανάσα του να βγαίνει κι αυτή σαν πυκνός καπνός από τη φωτιά που βρυχιόταν μέσα του. Σε όλα τα σπίτια, γιρλάντες από χρωματιστά χριστουγεννιάτικα φωτάκια ακολουθούσαν τα περιγράμματα από τα παράθυρα, τις στέγες και τα κάγκελα βεράντας, και ήταν τόσο θολά μέσα στην ομίχλη, που ο Τζούνιορ νόμισε πως περπατούσε σ' ένα ονειρικό τοπίο όπου τα πάντα έλιωναν και διαχέονταν. Η νύχτα ήταν σιωπηλή, εκτός από το μακρινό γάβγισμα ενός σκύλου. Υπόκωφη και πολύ πιο απόμακρη από το σιγανό τραγούδι που κόντευε να τον στοιχειώσει, η ακατέργαστη φωνή του ζώου κέντρισε μια περίεργη χορδή στην καρδιά του Τζούνιορ. Στο σπίτι του Πρόσερ, χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Σχολαστικός, όπως θα περίμενε κανείς να είναι ένας λο-
γιστής, ο Μπαρθόλομιου Πρόσερ δεν καθυστέρησε τόσο που να αναγκάσει τον Τζούνιορ να χτυπήσει το κουδούνι για δεύτερη φορά. Το φως της βεράντας άναψε. Πέρα μακριά, στα σύνορα της νύχτας και της ομίχλης, ο σκύλος σταμάτησε απότομα το γάβγισμά του σαν να περίμενε κάτι. Λιγότερο προσεκτικός από τον μέσο λογιστή, ίσως λόγω των ημερών, ο Πρόσερ άνοιξε την πόρτα χωρίς κανένα δισταγμό. «Αυτό είναι για τη Ζέλντα», είπε ο Τζούνιορ κι όρμησε καταπάνω του με το μαχαίρι μπροστά. Μια τρελή χαρά εξερράγη μέσα του σαν πυροτέχνημα σε νυχτερινό ουρανό και ήταν παρόμοια μ' εκείνη την έξαψη που τον είχε συνεπάρει μετά τη θαρραλέα πράξη του στον πυροσβεστικό πύργο. Ευτυχώς, δεν είχε κανένα συναισθηματικό δεσμό με τον Πρόσερ, όπως είχε με τη γλυκιά Ναόμι, γι' αυτό η τωρινή εμπειρία ήταν απαλλαγμένη από ενοχές και αμφιβολίες. Η βία κόπασε τόσο γρήγορα όσο είχε ξεσπάσει. Επειδή τα επακόλουθα τον άφηναν εντελώς αδιάφορο, ο Τζούνιορ δεν απογοητεύτηκε που η δυνατή συγκίνηση ήταν τόσο σύντομη. Το παρελθόν ήταν παρελθόν, κι όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του και δρασκέλισε το πτώμα στο χολ έβλεπε ήδη στο μέλλον. Είχε ενεργήσει με θάρρος, τόλμη και απερισκεψία, χωρίς να ελέγξει πριν αν βρισκόταν και κάποιος άλλος στο σπίτι. Ο Πρόσερ ζούσε μόνος, αλλά μπορεί να είχε κάποιον επισκέπτη. Έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο, ο Τζούνιορ έμεινε ακίνητος κι αφουγκράστηκε, μέχρι που βεβαιώθηκε ότι το μαχαίρι δεν θα του ξαναχρειαζόταν σύντομα. Πήγε κατευθείαν στην κουζίνα, γέμισε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση του νεροχύτη και κατάπιε τις δύο αντιεμετικές ταμπλέτες που είχε φέρει μαζί του. Νωρίτερα, πριν ξεκινήσει από το σπίτι του, είχε πάρει προληπτικά μια δόση αντιδιαρροϊκού. Περίεργος όπως πάντα να δει πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι -ή, μάλλον, σ' αυτή την περίπτωση, πώς είχαν ζήσει-, εξε-
ρεΰνηοε όλο το σπίτι ανοίγοντας συρτάρια και ντουλάπια. Για χήρος, ο Μπαρθόλομιου Πρόσερ ήταν πολύ τακτικός και καλά οργανωμένος. Ό σ ο ν αφορούσε τις εξερευνήσεις σπιτιών, το συγκεκριμένο ήταν από τα λιγότερο ενδιαφέροντα. Ο λογιστής δεν φαινόταν να είχε ούτε μυστική ζωή ούτε διεστραμμένα γούστα που να τα κρύβει από τον κόσμο. Το πιο απογοητευτικό απ' όσα είδε ο Τζούνιορ ήταν η «τέχνη» στους τοίχους. Κακόγουστος ρεαλισμός, γεμάτος φτηνό συναίσθημα. Φωτεινά τοπία. Νεκρές φύσεις με λουλούδια και φρούτα. Ακόμη κι ένα εξωραϊσμένο οικογενειακό πορτραίτο του Πρόσερ, της μακαρίτισσας της συζύγου και της κόρης, της Ζέλντα. Ούτε ένας από τους πίνακες δεν απέπνεε τα αδιέξοδα και τον τρόμο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σκέτη διακόσμηση -όχι τέχνη. Στο καθιστικό ήταν στημένο ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και στη βάση του ένα σωρό όμορφα τυλιγμένα πακέτα. Ο Τζούνιορ τα άνοιξε όλα, αλλά δεν βρήκε τίποτα που θα του άρεσε να κρατήσει. Στο γυρισμό προς το σπίτι, πέταξε το μαχαίρι σε μια σχάρα υπονόμου στο Λάρκσπουρ και τα γάντια σ' ένα σκουπιδότοπο έξω από το Κόρτε Μαδέρα. Πίσω στην πόλη, έκανε μια στάση για να χαρίσει την καμπαρντίνα του σ' έναν άστεγο, που δεν πρόσεξε καν τις κηλίδες στο μανίκι. Ο κακόμοιρος ο αλήτης άρπαξε με χαρά το ρούχο, το φόρεσε και ύστερα βλαστήμησε άγρια τον ευεργέτη του, τον έφτυσε και τον απείλησε μ' ένα σφυρί. Ο Τζούνιορ ήταν πολύ ρεαλιστής για να περιμένει ευγνωμοσύνη. Ξανά στο διαμέρισμά του, απόλαυσε ένα κονιάκ και μια χούφτα φιστίκια, κι ενώ η Δευτέρα παραχωρούσε τη θέση της στην Τρίτη, αποφάσισε ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ν' αφήσει κάποτε ενοχοποιητικά στοιχεία παρά τις προφυλάξεις του. Έ π ρ ε π ε κατ' αρχάς να μετατρέψει ένα μέρος της περιουσίας του σε ανώνυμο πλούτο, που θα μπορούσε να μεταφερθεί εύκολα, όπως χρυσό και διαμάντια. Θα ήταν επίσης καλό να εξασφαλίσει δυο τρεις εναλλακτικές ταυτότητες με πλήρη στοιχεία.
Τις τελευταίες δέκα ώρες είχε αλλάξει και πάλι την πορεία της ζωής του, έτσι όπως είχε κάνει πριν από τρία χρόνια πάνω στον πύργο. Ό τ α ν είχε σπρώξει τη Ναόμι, το κίνητρο του ήταν το κέρδος. Είχε σκοτώσει τη Βικτόρια και τον Βανάντιουμ σε αυτοάμυνα. Αυτοί οι τρεις θάνατοι ήταν αναγκαίοι. Τον Πρόσερ, όμως, τον είχε μαχαιρώσει απλώς και μόνο για να εκτονώσει μια εκνευριστική αίσθηση αποτυχίας και να δώσει λίγη ζωντάνια στην πληκτική ρουτίνα μιας ζωής που την έκαναν αφόρητη η κοπιαστική αναζήτηση του Μπαρθόλομιου και το σεξ χωρίς έρωτα. Σε αντάλλαγμα για λίγη έξαψη, είχε αυξήσει το ρίσκο. Για να μετριάσει το ρίσκο, έπρεπε να αυξήσει την ασφάλεια. Στο κρεβάτι, με σβηστό το φως, ο Τζούνιορ θαύμασε για άλλη μια φορά την τόλμη του. Δεν έπαυε να εκπλήσσει τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν αισθάνθηκε ούτε μεταμέλεια ούτε ενοχές. Το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο ήταν έννοιες που δεν είχαν σημασία. Οι πράξεις είναι ή αποτελεσματικές ή αναποτελεσματικές, σοφές ή ανόητες, αλλά και πάλι ουδέτερης αξίας. Δεν αναρωτήθηκε ούτε αν έστεκε καλά στα λογικά του, όπως θα είχε κάνει ένας λιγότερο αυτοβελτιωμένος άνθρωπος. Κανένας παράφρονας δεν προσπαθεί να πλουτίσει το λεξιλόγιο του, ούτε να μάθει να εκτιμάει καλύτερα την τέχνη. Αναρωτήθηκε, ωστόσο, γιατί είχε διαλέξει αυτή ειδικά τη νύχτα για να γίνει ακόμη πιο τολμηρός και ριψοκίνδυνος άνθρωπος, κι όχι ένα μήνα πριν ή ένα μήνα μετά. Το ένστικτο του του έλεγε ότι είχε αισθανθεί την ανάγκη να δοκιμάσει τον εαυτό του, γιατί πλησίαζε κάποια κρίση και, για να είναι έτοιμος να την αντιμετωπίσει, έπρεπε να σιγουρευτεί πως θα έκανε ό,τι χρειαζόταν. Ενώ τον έπαιρνε ο ύπνος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Πρόσερ ήταν μάλλον περισσότερο προετοιμασία παρά διασκέδαση. Περαιτέρω προετοιμασίες, όπως η αγορά χρυσού και διαμαντιών και η εξασφάλιση πλαστών ταυτοτήτων, αναβλήθηκαν αναγκαστικά λόγω της φαγούρας. Λίγο πριν ξημερώσει, ο Τζούνιορ ξύπνησε από μια τρομερή φαγούρα, που δεν πε-
ριοριζόταν στο ανύπαρκτο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Ό λ ο του το κορμί τον τσιμπούσε, τον αγκύλωνε, τον έκαιγε σαν να είχε πυρετό... και τον έτρωγε. Ανατριχιάζοντας, τρίβοντας το δέρμα του πάνω από την πιτζάμα, μπήκε τρεκλίζοντας στο μπάνιο. Στον καθρέφτη του νιπτήρα αντίκρισε ένα πρόσωπο που δυσκολεύτηκε ν' αναγνωρίσει για δικό του: πρησμένο, φουντωμένο, γεμάτο κοκκινίλες. Επί σαράντα οχτώ ώρες κατάπινε αντισταμινικά με το μπουκάλι, μούλιαζε σε μπανιέρες με κρύο νερό και πασαλειβόταν με ειδικές λοσιόν για τη φαγούρα. Απόλυτα δυστυχής, βυθισμένος στην αυτολύπηση, δεν τόλμησε ούτε να σκεφτεί το πιστόλι που είχε κλέψει από τη Φρίντα Μπλις. Την Πέμπτη, η κρίση είχε αρχίσει να περνάει. Επειδή είχε τον απαιτούμενο αυτοέλεγχο, είχε κρατηθεί και δεν είχε ξύσει σαν τρελός ούτε τα χέρια ούτε το πρόσωπο του. Έτσι, ήταν σε θέση να εμφανιστεί χωρίς πρόβλημα στην πόλη. Γιατί, αν έβλεπαν οι περαστικοί τις πληγές και τα γδαρσίματα κάτω από τα ρούχα του, θα παραμέριζαν με τρόμο στη θέα του, σίγουροι ότι ένας λεπρός κυκλοφορούσε ελεύθερος ανάμεσά τους. Μέσα στις επόμενες δέκα μέρες, έκανε ανάληψη χρημάτων από διάφορους λογαριασμούς και ρευστοποίησε επιλεγμένα ομόλογα και μετοχές. Αναζήτησε επίσης έναν ειδικό στις πλαστές ταυτότητες. Αποδείχτηκε ευκολότερο να τον βρει απ' όσο περίμενε. Κατά περίεργο τρόπο, πολλές από τις γυναίκες που είχαν γίνει ερωμένες του έκαναν περιστασιακή χρήση ναρκωτικών και μέσα στα δυο τελευταία χρόνια ο Τζούνιορ είχε γνωρίσει αρκετούς ντίλερ που τις προμήθευαν. Από τον λιγότερο σταμπαρισμένο του σιναφιού τους, αγόρασε κοκαΐνη και LSD αξίας πέντε χιλιάδων δολαρίων, για να εδραιώσει την αξιοπιστία του πριν τον ρωτήσει πού θα μπορούσε ν' αποκτήσει πλαστά ντοκουμέντα. Έτσι, ήρθε σ' επαφή με έναν παραχαράκτη ονόματι Γκουγκλ. Δεν ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα, φυσικά, αλλά, με τα αλλήθωρα μάτια, τα παχιά αφρικανικά χείλη και το καρύδι του λαιμού του που χοροπηδούσε σαν φελλός, ο τύπος ήταν όσο Γκουγκλ μπορεί να γίνει ποτέ ένας άνθρωπος.
Επειδή τα ναρκωτικά ανατρέπουν κάθε προσπάθεια για αυτοβελτίωση, ο Τζούνιορ δεν είχε τι να κάνει την κοκαΐνη και το LSD. Δεν τόλμησε να τα πουλήσει για να ξαναπάρει τα λεφτά του. Δεν θα διακινδύνευε να τον συλλάβουν -ούτε καν για πέντε χιλιάδες δολάρια. Αντί γι' αυτό, χάρισε τα σακουλάκια σε μια ομάδα πιτσιρικάδων που έπαιζαν μπάσκετ στην αυλή ενός σχολείου και τους ευχήθηκε Καλά Χριστούγεννα. Η 24η Δεκεμβρίου ξεκίνησε με βροχή, αλλά τα σύννεφα μετακινήθηκαν νοτιότερα λίγο μετά την αυγή. Ή λ ι ο ς φώτισε τη βρεγμένη πρωινή πόλη και οι δρόμοι πλημμύρισαν ανθρώπους που έκαναν τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Ο Τζούνιορ έσμιξε με τα πλήθη των καταναλωτών, αν και δεν είχε ούτε δώρα ν' αγοράσει ούτε γιορταστική διάθεση. Ή θ ε λ ε απλώς να βγει από το διαμέρισμά του, γιατί είχε το προαίσθημα ότι η ασώματη φωνή θα ερχόταν να του ψάλει τα κάλαντα. Δεν είχε ξανακούσει το τραγούδι της μετά τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου, ούτε του είχε συμβεί κανένα άλλο μεταφυσικό γεγονός από τότε. Ωστόσο, η αναμονή ανάμεσα σ' αυτά τα ανεξήγητα επεισόδια του τσάκιζε τα νεύρα πολύ χειρότερα από τα ίδια τα επεισόδια. Κάτι έμελλε να συμβεί μ' αυτό το παράξενο, μακρόχρονο, σχεδόν τυχαίο κυνήγι ενός φαντάσματος που τον ταλαιπωρούσε πάνω από δυο χρόνια τώρα, από τη μέρα που είχε βρει εκείνο το εικοσιπενταράκι μέσα στο τσίζμπεργκερ. Ενώ ολόγυρά του οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν όλο φούρια, χαρά και γιορταστική διάθεση, ο Τζούνιορ έσερνε σκουντούφλης τα βήματά του, έχοντας λησμονήσει προσωρινά να κοιτάξει τη λαμπρή όψη των πραγμάτων. Σαν λάτρης της τέχνης που ήταν, τα βήματά του τον οδήγησαν αναπόφευκτα σε διάφορες γκαλερί. Στη βιτρίνα της τέταρτης απ' αυτές, που δεν ήταν από τις αγαπημένες του, είδε μια φωτογραφία της Σεραφείμ Γουάιτ μεγέθους είκοσι επί είκοσι πέντε. Η Σεραφείμ χαμογελούσε και ήταν εκπληκτικά όμορφη όπως τη θυμόταν, αλλά δεν ήταν πια δεκαπέντε χρονών, όπως
την τελευταία φορά που την είχε δει. Μετά το θάνατο της πάνω στη γέννα, πριν από τρία χρόνια, είχε ωριμάσει, είχε γίνει γυναίκα και ήταν ωραιότερη από ποτέ. Αν ο Τζούνιορ δεν ήταν τόσο ισορροπημένος άνθρωπος, γαλουχημένος με την καθαρή λογική των διδαχών του Σίζαρ Ζεντ, ίσως να του είχε σαλέψει εκείνη τη στιγμή μπροστά στη φωτογραφία της Σεραφείμ, ίσως να είχε αρχίσει να κλαίει και να χτυπιέται και να παραμιλάει πάνω στο πεζοδρόμιο, μέχρι να τον μαζέψουν οι κύριοι με τις άσπρες μπλούζες. Όμως, παρ' όλο που ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν, κατάφερε να κρατηθεί όρθιος. Για μερικές στιγμές του κόπηκε η ανάσα, το οπτικό πεδίο του σκοτείνιασε περιφερειακά και ο θόρυβος της κυκλοφορίας άρχισε ν' αντηχεί ξαφνικά σαν διαπεραστικό ουρλιαχτό βασανισμένης ψυχής. Μπόρεσε ωστόσο να μείνει τ|π5χραιμος, όσο χρειάστηκε για να προσέξει ότι το όνομα -γραμμένο με μεγάλα, παχιά γράμματα κάτω από τη φωτογραφία, που στην πραγματικότητα αποτελούσε το κεντρικό τμήμα μιας αφίσας- ήταν Σελεστίνα Γουάιτ κι όχι Σεραφείμ. Η αφίσα ανακοίνωνε τα εγκαίνια μιας έκθεσης με τίτλο «Μια Μοναδική Μέρα» της νεαρής ζωγράφου Σελεστίνα Γουάιτ. Η έκθεση θα διαρκούσε από την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου ως το Σάββατο 27 Ιανουαρίου. Ο Τζούνιορ μπήκε επιφυλακτικά στην γκαλερί για να κάνει ερωτήσεις. Περίμενε να δείξει απορημένο το προσωπικό όταν θα ανέφερε το όνομα Σελεστίνα Γουάιτ, ή να εξαφανιστεί η αφίσα μόλις θα γύριζε την πλάτη του στη βιτρίνα. Αντί γι' αυτά, του έδωσαν μια μικρή έγχρωμη μπροσούρα, με δείγματα από τη δουλειά της ζωγράφου. Στο φυλλάδιο υπήρχε επίσης η ίδια φωτογραφία του χαμογελαστού κοριτσιού που στόλιζε τη βιτρίνα της γκαλερί. Σύμφωνα με το βιογραφικό που συνόδευε τη φωτογραφία, η Σελεστίνα Γουάιτ ήταν απόφοιτος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Σπρους Χιλς του Όρεγκον και ήταν κόρη κληρικού.
Κεφάλαιο 58
Η ΑΓΚΝΕΣ ΧΑΙΡΟΤΑΝ ιδιαίτερα το δείπνο των Χριστουγέννων με τον Ίντομ και τον Τζέικομπ, γιατί ακόμη κι ο δικός τους ακραίος πεσιμισμός υποχωρούσε εκείνη την άγια νύχτα. Δεν ήξερε αν αυτό συνέβαινε επειδή τους άγγιζε το πνεύμα της γιορτής, ή επειδή ήθελαν να ευχαριστήσουν την αδερφή τους ακόμη περισσότερο από συνήθως. Πάντως, αν ο γλυκός της Ίντομ άρχιζε να μιλάει για φονικούς τυφώνες, ή ο καλός της Τζέικομπ για καταστροφικές εκρήξεις, κανένας από τους δυο δεν αναφερόταν στις φριχτές απώλειες, αλλά σε πράξεις γενναιότητας πάνω στην κορύφωση της καταστροφής, περιγράφοντας εκπληκτικές διασώσεις και θαυμαστές αποδράσεις. Με την παρουσία του Μπάρτι, τα δείπνα των Χριστουγέννων είχαν γίνει ακόμη πιο εύθυμα, ειδικά αυτή τη χρονιά που ο Μπάρτι κόντευε να κλείσει τα τρία-και-να-μπειστα-είκοσι. Ο μικρός μιλούσε για τις επισκέψεις στους φίλους που είχαν κάνει αυτός, η μητέρα του και ο Ίντομ εκείνη τη μέρα, μιλούσε για τον πάτερ Μπράουν, σαν να ήταν ο κληρικός ντετέκτιβ υπαρκτό πρόσωπο, μιλούσε για τα βατραχάκια που τραγουδούσαν χοροπηδώντας στις λακκούβες με το βρόχινο νερό στην πίσω αυλή, όταν αυτός και η μαμά γύρισαν από το νεκροταφείο, και η ακατάσχετη φλυαρία του τους σκλάβωνε όλους, γιατί ήταν γεμάτη παιδική αθωότητα αλλά και ώριμες παρατηρήσεις, που την έκαναν ενδιαφέρουσα και για τους ενηλίκους.
Από τη σούπα και το ψητό ως την πουτίγκα, ο Μπάρτι δεν έκανε λόγο για τον στεγνό περίπατο του στη βροχή. Η Αγκνες δεν του είχε ζητήσει να το κρατήσει μυστικό από τους θείους του. Η ίδια είχε επιστρέψει στο σπίτι τόσο μπερδεμένη, που ακόμη κι όταν ετοίμαζε το δείπνο με τη βοήθεια του Τζέικομπ και επέβλεπε τον Ίντομ που έστρωνε το γιορτινό τραπέζι, δίσταζε να τους πει τι είχε συμβεί στη διάρκεια της διαδρομής από τον τάφο του Τζόι ως το παρκαρισμένο στέισον βάγκον. Ταλαντευόταν ανάμεσα στην ψυχική ευφορία και σ' ένα φόβο που πλησίαζε επικίνδυνα τα όρια του πανικού, και δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της να περιγράψει με λόγια αυτή την εμπειρία πριν βρει το χρόνο να την επεξεργαστεί καλύτερα. Εκείνο το βράδυ, όταν έβαλε τον Μπάρτι για ύπνο και τον σκέπασε για τη νύχτα, η Άγκνες κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του. «Ξέρεις, χαρά μου, αναρωτιέμαι... τώρα που είχες λίγο χρόνο να το σκεφτείς καλύτερα... μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις τι έγινε;» Ο Μπάρτι κύλησε πέρα δώσε το κεφαλάκι του πάνω στο μαξιλάρι. «Όχι. Είναι κάτι που πρέπει να το νιώσεις». «Να νιώσω τους τρόπους που είναι τα πράγματα;» «Ναι». «Θα το κουβεντιάσουμε πολύ αυτό τις επόμενες μέρες, αφού θα έχουμε πολύ χρόνο και οι δυο μας για να το σκεφτούμε». «Έτσι φαντάζομαι». «Δεν είπες τίποτα στον θείο Ίντομ ή στον θείο Τζέικομπ», είπε η Άγκνες. «Καλύτερα όχι». «Γιατί;» «Εσύ τρόμαξες, έτσι δεν είναι;» «Ναι, τρόμαξα». Η Άγκνες δεν του φανέρωσε ότι ο φόβος της δεν είχε λιγοστέψει ούτε από τις διαβεβαιώσεις του ούτε από τον δεύτερο περίπατο του στη βροχή. «Εσύ, που δε φοβάσαι ποτέ τίποτα», είπε ο Μπάρτι. «Θέλεις να πεις... ότι ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ ήδη φοβούνται πολύ ένα σωρό πράγματα».
To παιδί έγνεψε καταφατικά. «Αν τους το λέγαμε, μπορεί να τα έκαναν πάνω τους». «Που την άκουσες αυτή την κουβέντα;» ρώτησε αυστηρά η Άγκνες, αν και στην πραγματικότητα διασκέδαζε. Ο Μπάρτι χαμογέλασε κατεργάρικα. «Σε ένα από τα σπίτια που πήγαμε σήμερα. Κάτι μεγάλα παιδιά. Είπαν ότι είχαν δει μια πολύ τρομακτική ταινία και παραλίγο να τα έκαναν πάνω τους». «Τα μεγάλα παιδιά δε λένε πάντα σωστά πράγματα μόνο και μόνο επειδή είναι μεγάλα». «Ναι, το ξέρω», είπε ο Μπάρτι. Η Άγκνες δίστασε. «Ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ πέρασαν δύσκολη ζωή, μωρό μου». « Ή τ α ν ανθρακωρύχοι;» «Τι πράγμα;» «Στην τηλεόραση άκουσα ότι οι ανθρακωρύχοι έχουν πολύ δύσκολη ζωή». « Ό χ ι μόνο αυτοί. Ό σ ο ώριμος κι αν είσαι για την ηλικία σου, είναι δύσκολο να σου εξηγήσω μερικά πράγματα. Μια μέρα θα το κάνω όμως». «Εντάξει». «Αν θυμάσαι, σου έχω μιλήσει για τις ιστορίες που λένε οι θείοι σου». «Τυφώνας. Στο Γκάλβεστον του Τέξας, το 1900. Έ ξ ι χιλιάδες νεκροί». Η Άγκνες συνοφρυώθηκε. «Ναι, τέτοιες ιστορίες. Γλυκέ μου, ο θείος Ίντομ και ο θείος Τζέικομπ μιλάνε για καταιγίδες που παρασέρνουν τους ανθρώπους και για εκρήξεις που ανατινάζουν τους ανθρώπους, αλλά... δεν είναι αυτό η ζωή». «Συμβαίνει όμως», είπε το παιδί. «Ναι. Ναι, συμβαίνει». Η Άγκνες είχε προσπαθήσει πολύ να βρει έναν τρόπο να εξηγήσει στον Μπάρτι ότι οι θείοι του ήταν άνθρωποι που είχαν χάσει κάθε ελπίδα και να του δώσει να καταλάβει πώς είναι να ζεις χωρίς ελπίδα. Θα έπρεπε να του εξηγήσει χωρίς να τον φορτώσει, σε τόσο τρυφερή ηλικία, με αποκρουστικές λεπτομέρειες για όσα φρικτά πράγματα είχε κάνει ο
απαίσιος παππούς του, ο πατέρας της, στην ίδια και στ' αδέρφια της. Τελικά, της ήταν αδύνατο προς το παρόν. Το γεγονός ότι ο Μπάρτι ήταν ένα παιδί-θαύμα δεν τη διευκόλυνε καθόλου, γιατί εκτός από την ευφυΐα χρειαζόταν συναισθηματική ωριμότητα και εμπειρία για να καταλάβει. Απογοητευμένη για άλλη μια φορά, αναστέναξε. « Ό π ο τε σου μιλάνε γι' αυτά τα πράγματα οι θείοι σου, θέλω να έχεις πάντα στο μυαλό σου ότι ζωή θα πει να ζεις καλά και να είσαι χαρούμενος, όχι να περιμένεις να πεθάνεις». «Μακάρι να το καταλάβαιναν κι αυτοί», είπε ο Μπάρτι. Η Άγκνες τον λάτρεψε γι' αυτά τα λόγια του. «Το ίδιο εύχομαι κι εγώ, μωρό μου. Ω θ ε έ μου, πόσο το εύχομαι». Έσκυψε και φίλησε το μετωπάκι του. «Άκου, μικρούλη μου, παρά τις ιστορίες που λένε και τις παραξενιές που έχουν, οι θείοι σου είναι καλοί άνθρωποι». «Ναι, βέβαια. Το ξέρω». «Και σ' αγαπάνε πάρα πολύ». «Κι εγώ τους αγαπώ, μαμά». Νωρίτερα το βράδυ, τα σύννεφα της βροχής είχαν αδειάσει όλο το φορτίο τους και είχαν στεγνώσει. Τα δέντρα που άπλωναν τα μεγάλα κλαδιά τους ως πάνω από το σπίτι είχαν σταματήσει να στάζουν στα κεραμίδια. Η νύχτα ήταν τόσο σιωπηλή, που η Άγκνες νόμιζε πως άκουγε το βουητό της θάλασσας από ένα χιλιόμετρο μακριά. «Νύσταξες;» ρώτησε τον Μπάρτι. «Αιγάκι». «Αν δεν κοιμηθείς, δε θα έρθει ο Αϊ-Βασίλης». «Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει». «Τι σε κάνει να το λες αυτό;» «Κάτι που διάβασα». Η Άγκνες ταράχτηκε στην ιδέα ότι η πρώιμη ωριμότητα του παιδιού ίσως του στερούσε ένα σωρό φανταστικές χαρές, έτσι όπως τις είχε στερήσει απ' αυτή ο δύστροπος πατέρας της. «Υπάρχει», τον βεβαίωσε. «Έτσι λες;» «Δεν το λέω απλώς. Ούτε το ξέρω απλώς. Το νιώθω, έτσι όπως νιώθεις εσύ όλους τους τρόπους που είναι τα πράγματα. Πάω στοίχημα ότι θα το νιώσεις κι αυτό».
Τα μάτια του Μπάρτι, πάντα λαμπερά, φωτίστηκαν σαν δυο πετράδια. «Νομίζω πως το νιώθω». «Αν δεν το νιώσεις, δεν μπορείς να χαρείς. Θέλεις να σου διαβάσω κάτι για να κοιμηθείς;» «Όχι, δεν πειράζει. Θα κλείσω τα μάτια και θα πω μόνος μου μια ιστορία». Η Άγκνες τον φίλησε στο μάγουλο κι ο Μπάρτι έβγαλε τα χεράκια του από τα σκεπάσματα και την αγκάλιασε. Τόσο μικρά χεράκια, αλλά τόσο δυνατή αγκαλιά. Η Άγκνες έφτιαξε τις κουβέρτες γύρω του. «Μπάρτι, νομίζω ότι δεν πρέπει να πεις σε κανέναν άλλο πως μπορείς να στέκεσαι στη βροχή και να μη βρέχεσαι. Ούτε στον Ίντομ και στον Τζέικομπ. Ούτε σε κανέναν άλλο. Και οτιδήποτε άλλο ξεχωριστό ανακαλύψεις ότι μπορείς να κάνεις... ας μείνει μυστικό ανάμεσα σ' εσένα κι εμένα». «Γιατί;» Σμίγοντας τα φρύδια και μισοκλείνοντας τα μάτια της σαν να ετοιμαζόταν να τον μαλώσει, η Άγκνες πλησίασε το πρόσωπο της τόσο κοντά στο δικό του, που σχεδόν άγγιξαν οι μύτες τους. «Γιατί έχει πιο πολλή πλάκα όταν είναι μυστικό», του ψιθύρισε. Φανερά ενθουσιασμένος για τη συνωμοσία τους, ο Μπάρτι χαμήλωσε κι αυτός τη φωνή του σε ψίθυρο. «Θα έχουμε τη δική μας μυστική αδελφότητα;» «Πού έμαθες εσύ για μυστικές αδελφότητες;» «Από τα βιβλία και την τηλεόραση». «Και τι είναι αυτές, παρακαλώ;» Ο Μπάρτι γούρλωσε τα ματάκια του και χαμήλωσε τη φωνή του παριστάνοντας τον φοβισμένο. «Είναι πάντα... σατανικές». «Πρέπει να γίνουμε κι εμείς σατανικοί;» «Μπορεί». «Τι παθαίνουν οι σατανικές μυστικές αδελφότητες;» «Πάνε φυλακή», ψιθύρισε ο Μπάρτι πολύ σοβαρός. «Τότε, να μη γίνουμε σατανικοί». «Εντάξει». «Η δική μας μυστική αδελφότητα θα είναι καλή». «Πρέπει να βρούμε ένα μυστικό χαιρετισμό».
«Βεβαίως! Κάθε μυστική αδελφότητα έχει ένα μυστικό χαιρετισμό. Εμείς θα έχουμε αυτόν», είπε η Άγκνες κι έτριψε τη μύτη της στη δική του. Ο Μπάρτι έπνιξε ένα κακαριστό γελάκι. «Κι ένα μυστικό σύνθημα». «Εσκιμώος». «Και όνομα». «Πολική Αδελφότητα των Μη Σατανικών Ηρώων». «Απίθανο όνομα!» Η Άγκνες έτριψε πάλι τη μύτη της στη δική του για αποχαιρετισμό, τον φίλησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Μαμά, έχεις φωτοστέφανο», είπε ο Μπάρτι κοιτώντας τη, με το κεφαλάκι του τεντωμένο πάνω στο μαξιλάρι. «Είσαι πολύ γλυκός, αγόρι μου». «Όχι, αλήθεια έχεις». Η Άγκνες έσβησε τη λάμπα στο κομοδίνο. «Καλό ύπνο, αγγελούδι μου». Το απαλό φως του διαδρόμου έφτανε μόλις λίγο μέσα από την πόρτα του δωματίου. Από το πουπουλένιο μαξιλάρι του και το κρεβάτι που ήταν βυθισμένο στη σκιά, ο Μπάρτι είπε: «Αχ, κοίτα! Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια!» Η Άγκνες υπέθεσε ότι ο μικρός είχε κλείσει τα μάτια του και μιλούσε μόνος του, έχοντας μάλλον αρχίσει να διηγείται στον εαυτό του την ιστορία που του είχε υποσχεθεί. Βγήκε από το δωμάτιο τραβώντας μαλακά την πόρτα πίσω της. Το σπίτι ήταν απόλυτα σιωπηλό. Μέσα σ' αυτή τη βαθιά σιωπή, η Άγκνες, αν και δεν είχε δει ποτέ της χιόνι παρά μόνο στο σινεμά και στα βιβλία, είχε την αίσθηση ότι έξω έπεφταν χοντρές νιφάδες κι ότι το είχε στρώσει για τα καλά. Δεν θα την ξάφνιαζε καθόλου αν έβγαινε στη βεράντα κι αντίκριζε ένα ονειρεμένο χειμωνιάτικο τοπίο, κατάλευκο και κρυστάλλινο εκεί στους λόφους της ακτής της Καλιφόρνιας όπου δεν χιονίζει ποτέ. Ο γιος της, που είχε περπατήσει εκεί που δεν ήταν η βροχή, είχε κάνει τα πάντα πιθανά. Από το σκοτάδι του δωματίου του, ο Μπάρτι είπε αυτό που περίμενε ν' ακούσει η Άγκνες. Τα λόγια του παιδιού, αν
και ψιθυριστά, ακούστηκαν καθαρά μέσα στη βαθιά σιωπή του σπιτιού. «Καληνύχτα, μπαμπά». Κι άλλες νύχτες το είχε ακούσει αυτό και είχε συγκινηθεί. Απόψε ειδικά, παραμονή Χριστουγέννων, τη γέμισε συγκίνηση και δέος, γιατί θυμήθηκε το διάλογο που είχε με το παιδί μπροστά στον τάφο του Τζο. Μακάρι να σε είχε γνωρίσει ο πατέρας σον. Κάπου, με έχει γνωρίσει. Ο μπαμπάς πέθανε εδώ, αλλά δεν πέθανε σε κάθε μέρος που είμαι. Εδώ είμαι χωρίς τον μπαμπά, αλλά δεν είμαι παντού χωρίς τον μπαμπά. Αθόρυβα, απρόθυμα, η Άγκνες έκλεισε την πόρτα μ' ένα μικρό τράβηγμα και κατέβηκε στην κουζίνα, όπου κάθισε μόνη μπροστά σε μια κούπα καφέ και σκέφτηκε τα μυστήρια του κόσμου. Απ' όλα τα δώρα που άνοιξε ο Μπάρτι το πρωί των Χριστουγέννων, αυτό που του άρεσε περισσότερο ήταν Το Τέρας του Διαστήματος, ένα βιβλίο του Ρόμπερτ Χέινλιν, σε έκδοση με σκληρό εξιόφυλλο. Γοητευμένος από το εξωγήινο πλάσμα, τα διαστρικά ταξίδια, το εξωτικό μέλλον και τις απίθανες περιπέτειες, άρπαζε κάθε ευκαιρία στη διάρκεια αυτής της πολυάσχολης μέρας για ν' ανοίγει το βιβλίο και να αποχωρεί από το Μπράιτ Μπιτς για άγνωστους τόπους. Εξωστρεφής και κοινωνικός, το άκρο αντίθετο των δύο θείων του, ο Μπάρτι δεν αποτραβήχτηκε καθόλου από τη γιορτή. Η Άγκνες δεν χρειάστηκε να του θυμίσει ούτε μια φορά ότι η οικογένεια και οι καλεσμένοι προηγούνται πάντα, ακόμη κι από τον πιο φανταστικό ήρωα ενός βιβλίου. Αντίθετα, η χαρά και η συμμετοχή του μικρού στη γιορτή την έκανε να αισθάνεται περήφανη σαν μάνα. Από το πρωί μέχρι πριν από το δείπνο, άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν, αντάλλασσαν ευχές για Καλά Χριστούγεννα, επί γης ειρήνη, υγεία και ευτυχία, θυμούνταν περασμένα ωραία Χριστούγεννα, σχολίαζαν με θαυμασμό την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς που είχε γίνει εκείνον το μήνα στη Νότια Αφρική και εύχονταν να γυρίσουν γρήγορα όλοι οι
στρατιώτες από το Βιετνάμ και να μη χάσει το Μπράιτ Μπιτς κανένα από τα παιδιά του σ' εκείνες τις μακρινές ζούγκλες. Με το πέρασμα των χρόνων, τα πλήθη των φίλων και των γειτόνων που γέμιζαν το σπίτι είχαν σβήσει όλα τα σημάδια της οργής και της δυστυχίας που είχε αφήσει σ' εκείνα τα δωμάτια ο πατέρας της Άγκνες. Η Άγκνες ευχόταν να μπορούσαν κάποτε και τ' αδέρφια της να καταλάβουν ότι ο θυμός και το μίσος είναι σαν χαρακιές πάνω στην άμμο, ενώ η αγάπη είναι το αδιάκοπο κύμα που τις τυλίγει και τις σβήνει. Η Μαρία Έ λ ε ν α Γκονζάλες, που δεν ήταν πια μανταρίστρα σε καθαριστήριο αλλά ιδιοκτήτρια ενός μικρού μαγαζιού με ρούχα, λίγο πιο πίσω από την κεντρική πλατεία της πόλης, ήταν καλεσμένη της Άγκνες για το δείπνο των Χριστουγέννων, μαζί με τον Ίντομ και τον Τζέικομπ. Η Μαρία έφερε τις δυο κόρες της, την εφτάχρονη Μπονίτα και την εξάχρονη Φραντσέσκα, που πήραν μαζί τους και τις καινούριες Μπάρμπι τους, τις φίλες της Μπάρμπι, Τούτι και Κέισι, την αδερφή της τη Σκίπερ και τον ωραίο Κεν. Σχεδόν αμέσως, ο Μπάρτι και τα δυο κοριτσάκια βυθίστηκαν σ' ένα φανταστικό κόσμο πολύ διαφορετικό απ' αυτόν στον οποίο ο έφηβος ήρωας του Χέινλιν τριγύριζε στο σύμπαν μ' ένα απίθανο εξωγήινο ζώο που είχε οχτώ πόδια, ταμπεραμέντο γάτας και στομάχι ικανό να χωνέψει από μαλλιαρή αρκούδα μέχρι ολόκληρο αυτοκίνητο. Αργότερα, όταν μαζεύτηκαν και οι εφτά στο τραπέζι, οι μεγάλοι σήκωσαν τα ποτήρια με το κρασί, τα παιδιά τα ποτήρια με την Κόκα Κόλα και η Μαρία έκανε την πρόποση. «Στον Μπαρθόλομιου, το γιο του Τζο, που ήταν ο καλύτερος άντρας που έχω γνωρίσει. Στην Μπονίτα μου και στη Φραντσέσκα μου, τις ηλιαχτίδες της ζωής μου. Στον Ίντομ και στον Τζέικομπ, απ' όπου... από τους οποίους έμαθα πολλά πράγματα που μ' έκαναν να καταλάβω πόσο εύθραυστη είναι η ζωή μας και πόσο πολύτιμη η κάθε μέρα για να τη ζούμε και να τη χαιρόμαστε. Και στην Άγκνες, στην καλύτερή μου φίλη, που μου έδωσε τόσα πολλά... ακόμη και τις λέξεις που χρησιμοποιώ τώρα. Ο Θεός να μας έχει όλους καλά». «Ο Θεός να μας έχει όλους καλά», επανέλαβε η Άγκνες
μαζί με τους υπόλοιπους και, αφοΰ ήπιε μια γουλιά κρασί, ζήτησε συγνώμη και πήγε να δει κάτι στην κουζίνα, όπου άρπαξε ένα δροσερό, λίγο υγρό καθαρό πανί και πίεσε μ' αυτό τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα της χαράς και της συγκίνησης που απειλούσαν να κυλήσουν. Ό τ α ν συνήλθε, επέστρεψε στην τραπεζαρία και, παρ' όλο που οι άλλοι είχαν αρχίσει να τρώνε, σήκωσε κι αυτή το ποτήρι της να κάνει μια πρόποση. «Στη Μαρία, που είναι κάτι παραπάνω από φίλη. Είναι αδερφή μου. Δεν πρόκειται να σ' αφήσω να λες τι σου έδωσα εγώ, χωρίς να μάθουν οι κόρες σου τι πήρα εγώ από σένα. Εσύ μου έμαθες ότι η ζωή είναι απλή σαν το ράψιμο κι ότι ακόμη και το χειρότερο πρόβλημα μπορεί να μονταριστεί και να επιδιορθωθεί». Σήκωσε το ποτήρι της λίγο ψηλότερα. «Πρώτα ήρθε κότα με αβγό να έχει μέσα της. Ο Θεός να μας έχει καλά». «Ο Θεός να μας έχει καλά», επανέλαβαν όλοι. Η Μαρία, αφοΰ ήπιε μια γουλιά κρασί, έτρεξε στην κουζίνα, τάχα για να ελέγξει τις τάρτες βερίκοκο που είχε φέρει, αλλά στην πραγματικότητα για να πιέσει ένα καθαρό, ελαφρά υγρό κουζινόπανο πάνω στα μάτια της που έκαιγαν. Τα παιδιά επέμεναν να μάθουν τι σήμαινε η φράση με την κότα, κι αυτό οδήγησε σε μια σειρά ανέκδοτα για κότες που ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ θυμούνταν από τα παιδικά τους χρόνια, όταν τα έλεγαν κρυφά μεταξύ τους, σαν μια μικρή πράξη επανάστασης ενάντια στην τυραννία του αγέλαστου πατέρα τους. Αργότερα, όταν η Μπονίτα και η Φραντσέσκα σέρβιραν τις δυο τάρτες σε σχήμα ελάτου που είχε φτιάξει η μητέρα τους ειδικά για τη μέρα, ο Μπάρτι έσκυψε προς τη δική του μητέρα και, δείχνοντας στο τραπέζι μπροστά του, είπε με έξαψη: «Κοίτα! Ουράνια τόξα!» Η Αγκνες ακολούθησε το τεντωμένο δαχτυλάκι του, αλλά δεν κατάλαβε τι εννοούσε το παιδί. «Ανάμεσα στα κεριά», διευκρίνισε ο Μπάρτι. Δειπνούσαν στο φως των κεριών. Χαμηλές λάμπες στο κομό φώτιζαν διακριτικά το χώρο γύρω, αλλά ο Μπάρτι έδειχνε πάνω στο τραπέζι, τα πέντε μεγάλα τετράγωνα κόκ-
κίνα κεριά που ήταν μοιρασμένα ανάμεσα στις τάρτες-έλατα και στο βάζο με τα γαρίφαλα, στο κέντρο. - «Ανάμεσα στις φλόγες. Δε βλέπεις; Ουράνια τόξα!» Η Άγκνες δεν έβλεπε κανένα πολύχρωμο τόξο να σχηματίζεται από κερί σε κερί και σκέφτηκε ότι ο μικρός πρέπει να εννοούσε τους μικρούς ιριδισμούς του φωτός στα κρυστάλλινα ποτήρια του νερού και του κρασιού. Εδώ κι εκεί, τα πολυγωνικά σκαλίσματα των κρυστάλλων λειτουργούσαν σαν πρίσματα και ανέλυαν τις ακτίνες που έπεφταν τυχαία πάνω τους σε φευγαλέα φάσματα του φωτός. Αφού σερβιρίστηκαν και τα τελευταία κομμάτια τάρτας και οι κόρες της Μαρίας ξανακάθισαν στις θέσεις τους, ο Μπάρτι ανοιγόκλεισε τα μάτια του κοιτώντας τα κεριά και είπε, «Πάνε, χάθηκαν τώρα», παρ' όλο που οι μικροί ιριδισμοί εξακολουθούσαν να δημιουργούνται στα κρυστάλλινα σκεύη. Αμέσως μετά, έστρεψε όλη την προσοχή του στην τάρτα με τόσο ενθουσιασμό, που η μητέρα του έπαψε να προβληματίζεται για τα ουράνια τόξα. Ό τ α ν έφυγαν η Μαρία και οι κόρες της, η Άγκνες και τ' αδέρφια της ένωσαν τις δυνάμεις τους για να μαζέψουν το τραπέζι, και να πλύνουν τα πιάτα. Ο Μπάρτι τους καληνύχτισε κι αποσύρθηκε στο δωμάτιο του με το Τέρας του Διαστήματος. Η καθιερωμένη ώρα ύπνου του είχε περάσει ήδη προ πολλού, αλλά ρώτησε τη μητέρα του αν θα μπορούσε να μείνει λίγο ακόμα ξύπνιος για να διαβάσει για τον Τζον Τόμας Στιούαρτ και τον Λάμοξ, το εξωγήινο ζωάκι του Τζον, και η Άγκνες του έδωσε την άδεια. Στις 11:45, πηγαίνοντας για ύπνο, η Άγκνες πέρασε από το δωμάτιο του Μπάρτι και τον βρήκε καθισμένο στο κρεβάτι, με την πλάτη στηριγμένη στα μαξιλάρια. Το βιβλίο ήταν μεγάλο και βαρύ για την ηλικία του. Ανίκανος να το κρατήσει για πολλή ώρα στα χεράκια του, το είχε στηρίξει στην αγκαλιά του. «Καλή ιστορία;» τον ρώτησε η Ά γ κ ν ε ς .
Ο Μπάρτι ανασήκωσε τα μάτια του, είπε «Φανταστική!» και τα ξανακατέβασε αμέσως στο βιβλίο του. Η Άγκνες ξύπνησε στη 1:50 χωρίς καμιά φανερή αιτία, εκτός από μια αόριστη ανησυχία που αδυνατούσε να προσδιορίσει. Φεγγαρόφωτο στο παράθυρο. Η τεράστια βαλανιδιά στην πίσω αυλή, κοιμισμένη μέσα στην άπνοια της νύχτας. Το σπίτι, απόλυτα σιωπηλό. Ούτε επισκέπτες ούτε φαντάσματα από το παρελθόν. Ανήσυχη παρ' όλα αυτά, η Άγκνες βγήκε στο διάδρομο κι από κει κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του γιου της και τον βρήκε να έχει αποκοιμηθεί με το βιβλίο στην αγκαλιά, καθιστός. Τράβηξε προσεκτικά το Τέρας του Διαστήματος κάτω από τα χέρια του, μάρκαρε τη σελίδα με το αυτί του εξωφύλλου κι άφησε το βιβλίο στο κομοδίνο. Καθώς η Άγκνες τραβούσε τα παραπανίσια μαξιλάρια από την πλάτη του και τον ξάπλιονε στο κρεβάτι, ο Μπάρτι μισοξύπνησε κι άρχισε να της λέει μουρμουριστά πώς η αστυνομία ήθελε να σκοτώσει τον καημένο τον Λάμοξ, που όμως δεν είχε κάνει όλες αυτές τις ζημιές επίτηδες, αλλά επειδή είχε τρομάξει από τους πυροβολισμούς... κι έπειτα, πώς να το κάνουμε, άμα ζυγίζεις δυο τόνους και έχεις οχτώ πόδια δεν είναι εύκολο να κινηθείς σε στενά μέρη χωρίς να γκρεμίσεις τίποτα. «Δεν πειράζει όμως», κατέληξε. «Ο Λάμοξ δε θα πάθει κακό». Έκλεισε πάλι τα μάτια του και φάνηκε να έχει αποκοιμηθεί, αλλά τη στιγμή που η Άγκνες έσβηνε τη λάμπα μουρμούρισε: «Πάλι έχεις το φωτοστέφανο». Το πρωί, όταν η Άγκνες κατέβηκε στην κουζίνα, βρήκε τον Μπάρτι καθισμένο ήδη στο τραπέζι να τρώει ένα μπολ δημητριακά, απορροφημένος από το βιβλίο του. Ό τ α ν τελείωσε το πρωινό, αποσύρθηκε πάλι στο δωμάτιο του, διαβάζοντας καθώς πήγαινε. Το μεσημέρι είχε τελειώσει ήδη το βιβλίο, αλλά είχε τόσο χορτάσει από την ιστορία, που έμοιαζε να μην έχει ανάγκη
το φαγητό. Ενώ η μητέρα του τον παρακινούσε συνεχώς να φάει, ο Μπάρτι της διηγιόταν με κάθε λεπτομέρεια τις φοβερές περιπέτειες του Τζον Τόμας Στιούαρτ και του Λάμοξ, σαν να μην ήταν όλα αυτά στη φαντασία του συγγραφέα, αλλά να συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Μετά το φαγητό, κουλουριάστηκε στη μεγάλη πολυθρόνα του καθιστικού και ξανάπιασε το βιβλίο από την αρχή. Ή τ α ν η πρώτη φορά που ξαναδιάβαζε την ίδια ιστορία - κ α ι την τέλειωσε τα μεσάνυχτα. Την επόμενη μέρα, Τετάρτη, 27 Δεκεμβρίου, η μητέρα του τον πήγε στη βιβλιοθήκη της πόλης, απ' όπου δανείστηκαν άλλα δύο βιβλία του Χέινλιν: Ο Κόκκινος Πλανήτης και Οι Πέτρες που Κυλούν. Κρίνοντας από την έξαψη του Μπάρτι στην επιστροφή, η προηγούμενη σχέση του με τις νουβέλες μυστηρίου ήταν ένα αθώο φλερτ, ενώ αυτό εδώ ήταν παθιασμένος έρωτας. Η Άγκνες διαπίστωσε ότι έπαιρνε απίστευτη χαρά παρακολουθώντας το παιδί να ενθουσιάζεται και να παθιάζεται με κάτι καινούριο. Βλέποντας τον Μπάρτι, μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν ίσως τα παιδικά της χρόνια αν ο πατέρας της της είχε επιτρέψει να τα ζήσει φυσιολογικά· ακούγοντάς τον να της μιλάει για την οικογένεια Στόουν που ταξίδευε συνεχώς στο διάστημα και για τα μυστήρια του πλανήτη Άρη, ένιωθε κι αυτή ως ένα βαθμό παιδάκι. Την Πέμπτη το απόγευμα, λίγο μετά τις τρεις, ο Μπάρτι όρμησε αναστατωμένος στην κουζίνα, όπου η Άγκνες έφτιαχνε σταφιδόψωμα. Με τον Κόκκινο Πλανήτη ανοιχτό στις σελίδες 104 και 105, ο Μπάρτι παραπονέθηκε νευριασμένος ότι το αντίτυπο της βιβλιοθήκης ήταν ελαττωματικό. « Έ χ ε ι όλο στριφτά σημαδάκια κάθε τόσο, περίεργα στριφτά γράμματα και δεν μπορείς να διαβάσεις κανονικά όλες τις λέξεις. Μπορείς να μου αγοράσεις καινούριο, κανονικό βιβλίο; Πάμε τώρα να μου αγοράσεις;» Η Άγκνες σκούπισε τα χέρια της που ήταν γεμάτα αλεύρι, του πήρε το βιβλίο, το κοίταξε και δεν βρήκε τίποτα ελαττωματικό. Γύρισε μερικές σελίδες πίσω και ύστερα μερικές μπρος, και οι αράδες ήταν καθαρά τυπωμένες παντού. «Δείξε μου πού, αγάπη μου».
To παιδί δεν της απάντησε αμέσως, κι όταν η Άγκνες ανασήκωσε το βλέμμα της από τις σελίδες του Κόκκινου Πλανήτη είδε τον Μπάρτι να την κοιτάζει περίεργα. Μισόκλεισε τα μάτια του σαν κάτι να τον έκανε να απορεί. «Τα στριφτά σημαδάκια πήδηξαν από το βιβλίο και τώρα είναι επάνω σου». Η ανεξήγητη, αόριστη ανησυχία που είχε πρωτοαισθανθεί η Άγκνες στη 1:50 τη νύχτα της Τρίτης είχε επιστρέψει αρκετές φορές τις τελευταίες δυο μέρες. Τώρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό και στο στήθος που τη δυσκόλευε ν' ανασάνει έπαιρνε επιτέλους μορφή. Ο Μπάρτι στράφηκε και περιέφερε το βλέμμα του στην κουζίνα. «Α! Εγώ έχω τα στριφτά σημαδάκια», είπε. Φωτοστέφανα και ουράνια τόξα πέρασαν από το μυαλό της Άγκνες, δυσοίωνα σαν μαύρα πουλιά. Γονάτισε μπροστά στον Μπάρτι και τον έπιασε από τους ώμους. «Για να δω». Το παιδί μισόκλεισε τα μάτια του. «Τα θέλω τέρμα ανοιχτά, μικρέ». Ο Μπάρτι άνοιξε τα μάτια του. Σμαράγδια και ζαφείρια, αστραφτερά πετράδια δεμένα σε καθαρό λευκό, κατάμαυρες κόρες στο κέντρο. Ή τ α ν μυστήρια και σπάνια αυτά τα μάτια, αλλά δεν είχαν τίποτα το διαφορετικό απ' ό,τι θυμόταν. Η Άγκνες θα μπορούσε να αποδώσει το πρόβλημα του Μπάρτι σε κούραση από το πολύ διάβασμα των τελευταίων ημερών. Θα μπορούσε να του βάλει ένα κολλύριο, να του πει ν' αφήσει τα βιβλία για λίγο και να τον στείλει να παίξει στην πίσω αυλή. Θα μπορούσε να πει στον εαυτό της να μη φέρεται σαν υστερική μαμά, απ' αυτές που υποψιάζονται πνευμονία σε κάθε φτάρνισμα και εγκεφαλικό όγκο σε κάθε μικρό πονοκέφαλο. Αντί για όλα αυτά, χωρίς ν' αφήσει το παιδί να καταλάβει την ανησυχία της, του είπε να φορέσει το παλτό του, φόρεσε κι αυτή το δικό της και, παρατώντας στη μέση τις πίτες που έφτιαχνε, το έβαλε στο αυτοκίνητο και το πήγε κατευθείαν στο γιατρό, γιατί αυτό το παιδί ήταν το νόημα της
ζωής της, η κινητήρια δύναμη της καρδιάς της, η χαρά της, η ελπίδα της και ο αιώνιος δεσμός της με τον νεκρό σύζυγο της. Ο δόκτωρ Τζόσουα Ναν ήταν μόνο σαράντα οχτώ ετών, αλλά της Άγκνες της είχε φανεί σαν αγαθός παππούλης από την πρώτη φορά που τον επισκέφτηκε, μετά το θάνατο του πατέρα της, πριν από δέκα χρόνια. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει εντελώς από τα τριάντα. Κάθε ελεύθερη μέρα του την περνούσε με τη βάρκα του, τον Ιπποκράτη, είτε τρίβοντας, βάφοντας και γυαλίζοντάς την, είτε βγαίνοντας στ' ανοιχτά του Μπράιτ Μπέι και ψαρεύοντας σαν να εξαρτιόταν η σωτηρία της ψυχής του από το μέγεθος των ψαριών που θα έπιανε. Κατά συνέπεια, περνούσε τόσο πολύ καιρό στον ήλιο και στον θαλασσινό αέρα, που ήταν μόνιμα μαυρισμένος και είχε τόσες ρυτίδες γύρω από τα μάτια και σ' όλο το πρόσωπο, όσες κι ένας κανονικός παππούς. Ο Τζόσουα διατηρούσε επίσης ένα στρογγυλό στομάχι κι ένα σεβαστό διπλοσάγονο με την ίδια σχολαστικότητα που φρόντιζε τη βάρκα του. Ό λ α αυτά, σε συνδυασμό με τα στρογγυλά γυαλιά του, το παπιγιόν και τα δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες του σακακιού, δημιουργούσαν την αίσθηση πως είχε καλλιεργήσει σκόπιμα τη φυσική του εμφάνιση ώστε να χαλαριόνειτους ασθενείς του. Με τον Μπάρτι ήταν πάντα πολύ γλυκός και, σ' αυτή την περίπτωση, έκανε το παιδί να γελάσει αρκετές φορές όταν το έβαλε να διαβάσει το διάγραμμα Σνέλεν στον απέναντι τοίχο. Ύστερα, χαμήλοκτε τα φώτα κι εξέτασε τον Μπάρτι με το οφθαλμοσκόπιο. Η Άγκνες, που περίμενε διακριτικά καθισμένη σε μια καρέκλα στη γωνία, είχε την εντύπωση πως ο Τζόσουα αργούσε πάρα πολύ σε μια εξέταση που συνήθως ήταν τυπική και γρήγορη. Ή τ α ν τόσο μεγάλη η ανησυχία της, που η συνηθισμένη σχολαστικότητα του γιατρού τής φαινόταν κακό σημάδι. Ό τ α ν τελείωσε, ο Τζόσουα ζήτησε συγνώμη και αποσύρθηκε στο γραφείο του, στο βάθος του διαδρόμου. Έ λ ε ι ψ ε γύρω στα πέντε λεπτά και όταν επέστρεψε, έστειλε τον Μπάρτι έξω, στην αίθουσα αναμονής, όπου η γραμματέας
του είχε ένα μεγάλο βάζο με καραμέλες. «Κάποιες απ' αυτές έχουν γραμμένο τ' όνομά σου», αστειεύτηκε. Μόλις έμειναν μόνοι, ο γιατρός είπε στην Άγκνες: «Θέλω να πας τον Μπάρτι σ' έναν ειδικό στο Νιοΰπορτ Μπιτς. Στον Φράνκλιν Τσαν. Είναι εξαιρετικός οφθαλμίατρος. Χειρούργος οφθαλμίατρος. Δεν υπάρχει γιατρός με τέτοια ειδικότητα στην πόλη μας». Η Άγκνες καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά της τόση πολλή ώρα, που είχαν πονέσει τα μπράτσα της από το ασυναίσθητο σφίξιμο. «Τι συμβαίνει;» «Εγώ δεν είμαι ειδικός στις παθήσεις των ματιών, Άγκνες». «Κάτι υποψιάζεσαι, όμως». «Δε θα ήθελα να σε ανησυχήσω άδικα...» «Σε παρακαλώ. Προετοίμασέ με». Ο γιατρός έγνεψε καταφατικά. «Κάθισε εδώ», είπε και χτύπησε με την παλάμη του το ιατρικό κρεβάτι. Η Άγκνες κάθισε στην άκρη του κρεβατιού όπου πριν καθόταν ο Μπάρτι. Πριν προλάβει να ξαναδέσει τα χέρια στην ποδιά της, ο Τζόσουα άπλωσε τα δικά του, ηλιοκαμένα και σημαδεμένα από τη δουλειά στη βάρκα. Η Άγκνες τα έπιασε σφιχτά. «Διέκρινα ένα άσπρο στίγμα στη δεξιά κόρη του Μπάρτι... που φαίνεται να μεγαλώνει. Οι παραμορφώσεις στην όραση εξακολουθούν να υπάρχουν, αν και με κάποιες διαφορές, όταν κλείνει το δεξί του μάτι, που σημαίνει ότι έχουμε κάποιο πρόβλημα και στο αριστερό, παρ' ότι δε διέκρινα κανένα στίγμα εκεί. Ο δόκτωρ Τσαν είναι κλεισμένος για όλη τη μέρα αύριο, αλλά μου έκανε τη χάρη και θα σας δεχτεί πριν από το κανονικό του ωράριο, αύριο πρωί πρωί. Θα πρέπει να ξεκινήσετε πολύ νωρίς». Το Νιούπορτ Μπιτς απείχε γύρω στη μία ώρα με το αυτοκίνητο, προς το βορρά. «Θα πρέπει επίσης να προετοιμαστείς για μια μακριά μέρα», συνέχισε ο Τζόσουα. «Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο Φράνκλιν θα θελήσει να συμβουλευτεί και ογκολόγο». «Καρκίνος», ψιθύρισε η Άγκνες, και την ίδια στιγμή μάλωσε τον εαυτό της που ξεστόμισε τη λέξη, σαν να ήταν κα-
μιά προληπτική που δεν ήθελε να ονοματίσει το κακό μήπως το προσκαλέσει. «Δεν ξέρουμε ακόμη», είπε ο Τζόσουα. Αυτή όμως ήξερε. Ο Μπάρτι, κεφάτος όπως πάντα, δεν έδειχνε ν' ανησυχεί καθόλου για τα προβλήματα στην όρασή του. Μάλλον περίμενε να του περάσουν όπως του περνούσε το συνάχι. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν Ο Κόκκινος Πλανήτης και τι θα γινόταν μετά τη σελίδα 103. Είχε πάρει μαζί του το βιβλίο στο γιατρό και στην επιστροφή προς το σπίτι το άνοιγε κάθε τόσο, πασχίζοντας να διαβάσει γύρω ή πίσω από τα «στριφτά» σημαδάκια. «Ο Τζιμ, ο Φρανκ και ο Γουίλις έχουν μπλέξει άσχημα, μαμά». Η Αγκνες του ετοίμασε για βραδινό λουκάνικα με τυρί και τηγανητές πατάτες για να τον δελεάσει. Δεν σκόπευε να είναι με τον Μπάρτι τόσο ειλικρινής όσο είχε ζητήσει εκείνη από τον Τζόσουα Ναν να είναι μαζί της, κυρίως επειδή ήταν τόσο ταραγμένη που δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της. Πράγματι, δυσκολευόταν να μιλήσει στον Μπάρτι με τη συνηθισμένη της άνεση και φοβόταν πως αργά ή γρήγορα η άχρωμη, κοφτή φωνή της θα την πρόδιδε. Και τότε θα μετέδιδε στο παιδί την ανησυχία της, που ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί προκειμένου ν' αντιμετωπίσει το όποιο κακό είχε φυτρώσει στο δεξί του μάτι. Την έσωσε ο Ρόμπερτ Χέινλιν. Ενώ ο Μπάρτι έτρωγε λουκάνικα και πατάτες, αυτή του διάβασε τον Κόκκινο Πλανήτη, ξεκινώντας από την κορυφή της σελίδας 104. Συνέχισαν το διάβασμα στο δωμάτιο του, όπου κάθισαν δίπλα δίπλα στο κρεβάτι, με ένα πιάτο μπισκότα σοκολάτας ανάμεσά τους. Ό λ ο εκείνο το βράδυ πέταξαν μακριά από τη γη και τα προβλήματά της και μπήκαν στον κόσμο της περιπέτειας, όπου η φιλία, η εντιμότητα, η γενναιότητα και η τιμή νικούσαν πάντα το κακό. Αφοΰ η Άγκνες διάβασε και την τελευταία φράση της τελευταίας σελίδας, ο Μπάρτι ξετρελάθηκε να κάνει υποθέσεις για το τι θα έκαναν μετά όλοι αυτοί οι ήρωες που είχαν
γίνει φίλοι του. Μιλούσε ασταμάτητα άσο φορούσε τις πιτζάμες του, έκανε πιπί και βούρτσιζε τα δόντια του, και η Άγκνες αναρωτιόταν πώς στην ευχή θα τον καλμάριζε για να τον βάλει για ύπνο. Ο Μπάρτι κάλμαρε από μόνος του, φυσικά. Πολύ πιο σύντομα απ' ό,τι περίμενε η μητέρα του, είχε αποκοιμηθεί και ροχάλιζε. Έ ν α από τα δυσκολότερα πράγματα που είχε κάνει στη ζωή της ήταν που τον άφησε εκείνη τη νύχτα στο δωμάτιο του, μόνο, μ' αυτό το απαίσιο πράγμα που μεγάλωνε στο δεξί του μάτι. Ήθελε να κουβαλήσει την πολυθρόνα της δίπλα στο κρεβάτι του και να μείνει να τον προσέχει μέχρι να ξημερώσει. Αν ξυπνούσε όμως και την έβλεπε να φυλάει σκοπιά στο προσκεφάλι του, ο Μπάρτι θα υποψιαζόταν αμέσως πόσο άσχημη ήταν η κατάστασή του. Έτσι, η Άγκνες πήγε με βαριά καρδιά στο δωμάτιο της και προσευχήθηκε στον Θεό να δείξει έλεος, ή, αν δεν ήθελε να δείξει έλεος, να τη φωτίσει τουλάχιστον να καταλάβει γιατί έπρεπε να υποφέρει το αγόρι της.
Κεφάλαιο 59
Ν Ω Ρ Ί ς ΤΟ ΒΡΑΔΥ της παραμονής των Χριστουγέννων, ο Τζούνιορ γύρισε σπίτι του, με την μπροσούρα της γκαλερί στο χέρι, βαθιά προβληματισμένος από μυστήρια που δεν είχαν καμιά σχέση με την Άγια Νύχτα και την εμφάνιση του Άστρου της Βηθλεέμ. Κάθισε στον καναπέ του καθιστικού μ' ένα ποτήρι Ντράι Σακ στο ένα χέρι και τη φωτογραφία της Σελεστίνα Γουάιτ στο άλλο. Ή ξ ε ρ ε σίγουρα ότι η Σεραφείμ είχε πεθάνει στη γέννα. Είχε δει τη συγκέντρωση των μαύρων στο νεκροταφείο τη μέρα που είχαν θάψει τη Ναόμι. Και είχε ακούσει το μαγνητοφωνημένο μήνυμα του Μαξ Μπελίνι στον αυτόματο τηλεφωνητή του μανιακού ντετέκτιβ. Εξάλλου, ακόμη κι αν ζούσε η Σεραφείμ, θα ήταν τώρα δεκαεννιά χρονών, πολύ νέα για να έχει αποφοιτήσει από την Ακαδημία Καλών Τεχνών. Η εκπληκτική ομοιότητα ανάμεσα στη ζωγράφο και στη Σεραφείμ, καθώς και τα στοιχεία στο βιογραφικό της συνηγορούσαν στην άποψη ότι ήταν αδερφές. Αυτό τον μπέρδευε. Απ' όσο μπορούσε να θυμηθεί, όλες εκείνες τις βδομάδες που η Σεραφείμ πήγαινε σ' αυτόν για φυσιοθεραπεία, δεν είχε αναφέρει ποτέ ότι είχε μεγαλύτερη αδερφή, ούτε καν αδερφή. Στην πραγματικότητα, όσο κι αν πάσχιζε να θυμηθεί αποσπάσματα από τις κουβέντες τους, δεν του ερχόταν στο νου τίποτε απ' όσα του έλεγε η Σεραφείμ στη διάρκεια της θεραπείας της, λες και ήταν κουφός εκείνο τον καιρό. Είχε
μόνο αισθησιακές αναμνήσεις: το όμορφο πρόσωπο της, το βελούδινο δέρμα, τη σφιχτή σάρκα της κάτω από τα χέρια του. Ο Τζούνιορ ξανάκανε βουτιά στα θολά νερά της μνήμης του κι επέστρεψε στη νύχτα του πάθους που είχε ζήσει με τη Σεραφείμ στο πατρικό της σπίτι, πριν από τέσσερα χρόνια. Ό π ω ς και πριν, δεν θυμόταν καμιά συζήτησή τους. Θυμόταν μόνο πόσο τρυφερό, πόσο τέλειο ήταν το γυμνό κορμί της. Σ' εκείνο το σπίτι ο Τζούνιορ δεν είχε δει τίποτα που να υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας αδερφής. Ούτε οικογενειακές φωτογραφίες ούτε κανένα ομαδικό πορτραίτο από τελετή σχολικής αποφοίτησης. Βέβαια, τότε δεν τον ενδιέφερε η οικογένεια, γιατί τον είχε απορροφήσει τελείως η Σεραφείμ. Ωστόσο, η προσπάθεια να θυμηθεί επανέφερε στη μνήμη του και κάτι άλλο, εκτός από τις υπέροχες, αισθησιακές εικόνες της ολόγυμνης Σεραφείμ. Τη φωνή του πατέρα της. Από το κασετόφωνο. Ο ιερέας που απήγγελλε μονότονα το κήρυγμά του ενώ ο Τζούνιορ κάρφωνε την αφοσιωμένη κόρη του στο στρώμα. Ό σ ο ερεθιστικό κι αν ήταν το να κάνει έρωτα με τη Σεραφείμ ακούγοντας τον πατέρα της να λέει το κήρυγμά του, ο Τζούνιορ δεν θυμόταν ούτε λέξη απ' αυτά που έλεγε ο αιδεσιμότατος, μόνο τον τόνο και τη χροιά της φωνής του. Ί σ ω ς να έφταιγε το ένστικτο, ίσως ο εκνευρισμός, ή ίσως να ευθυνόταν το ποτό για το γεγονός ότι τώρα τον κατέτρωγε η σκέψη πως υπήρχε κάτι σημαντικό στο περιεχόμενο εκείνης της κασέτας. Έστριψε την μπροσούρα για να ξανακοιτάξει την πρώτη σελίδα. Σιγά σιγά, άρχισε να γεννιέται μέσα του η υποψία ότι αυτό που του είχε θυμίσει το μαγνητοφωνημένο κήρυγμα ήταν ο τίτλος της έκθεσης. Μια Μοναδική
Μέρα.
Ο Τζούνιορ διάβασε μεγαλόφωνα τις τρεις λέξεις κι ένιωσε μια περίεργη συνάφεια ανάμεσα σ' αυτές και στη θολή του ανάμνηση από τη φωνή του αιδεσιμότατου Γουάιτ εκείνη τη μακρινή νύχτα. Κι όμως, η σύνδεση - α ν υπήρχε- εξακολουθούσε να του διαφεύγει. Η μπροσούρα περιείχε φωτογραφίες από τους πίνακες
της Σελεστίνα Γουάιτ. Ο Τζούνιορ βρήκε τη ζωγραφική της απλοϊκή, βαρετή και εντελώς ανούσια. Στο έργο της κυριαρχούσαν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απεχθάνονται οι αληθινοί καλλιτέχνες: ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αφηγηματικό ύφος, ωραιοποίηση, αισιοδοξία, ακόμη και γοητεία. Αυτό δεν ήταν τέχνη. Αυτό ήταν υπεραπλούστευση, απλή εικονογράφηση, ζωγραφική που θα ταίριαζε σε βελούδο κι όχι σε καμβά. Μελετώντας την μπροσούρα, ο Τζούνιορ σκέφτηκε ότι η καλύτερη αντίδραση στο έργο της ζωγράφου θα ήταν να πάει κανείς στο μπάνιο, να χώσει το δάχτυλο του στο λαιμό και να ξεράσει επιτόπου για ν' ανακουφιστεί. Ο ίδιος αναλογίστηκε το ιατρικό ιστορικό του και δίστασε να το κάνει. Ό τ α ν πήγε στην κουζίνα να ξαναγεμίσει το ποτήρι τοι με σέρι και παγάκια, έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο του Σαν Φρανσίσκο για το όνομα Σελεστίνα Γονάιτ. Υπήρχε τηλέφωνο αλλά όχι διεύθυνση. Σκέφτηκε να πάρει, αλλά δεν ήξερε τι θα της έλεγε αν απαντούσε. Αν και δεν πίστευε στο πεπρωμένο, ούτε στη μοίρα, παρά μόνο στον εαυτό του και στη δυνατότητά του να διαμορφώνει το μέλλον του, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πόσο εκπληκτική σύμπτωση ήταν να πέσει πάνω σ' αυτή τη γυναίκα στο συγκεκριμένο στάδιο της ζωής του, ενώ κόντευε να σκάσει από την ανημπόρια του να βρει τον Μπαρθόλομιου, ενώ ήταν εντελώς αποδιοργανωμένος και σαστισμένος από την ασώ ματη φωνή και τα άλλα μυστήρια επεισόδια και ενώ, γενικά, φοβόταν όσο δεν είχε φοβηθεί ποτέ του. Και ξαφνικά να ένας κρίκος που τον συνέδεε με τη Σεραφείμ και, μέσω της Σεραφείμ, με τον Μπαρθόλομιου. Τα στοιχεία της υιοθεσίας θα ήταν απόρρητα και για τη Σελεστίνα, όπως και για κάθε άλλον. Αυτή, όμως, ίσως να ήξερε κάτι σχετικό με την τύχη του μωρού της Σεραφείμ ποι ο Τζούνιορ αγνοούσε, κάποια μικρή λεπτομέρεια που εκεί νης θα της φαινόταν ασήμαντη, αλλά που ίσως τον έβαζε στο σωστά ίχνη επιτέλους. Έ π ρ ε π ε να προσέξει πολύ το πώς θα την πλησιάσει. Δεν έπρεπε να κάνει βιαστικές κινήσεις. Έ π ρ ε π ε να το σκεφτεί
καλά. Να οργανώσει μια στρατηγική. Δεν έπρεπε να χαθεί αυτή η πολύτιμη ευκαιρία. Με το δεύτερο ποτά του στο ένα χέρι και τη φωτογραφία της Σελεστίνα στο άλλο, ο Τζούνιορ επέστρεψε στο καθιστικά. Η κοπέλα αυτή ήταν εκπληκτικά άμορφη, όπως και η αδερφή της. Αλλά, σε αντίθεση με την αδερφή της, η Σελεστίνα ήταν ολοζώντανη και επομένως εκπροσωπούσε μια πολύ ελκυστική ερωτική πιθανότητα. Ή θ ε λ ε να μάθει απ' αυτή ό,τι μπορούσε πιθανόν να τον βοηθήσει στην αναζήτηση του Μπαρθόλομιου, χωρίς να κινήσει τις υποψίες της για το κίνητρο του. Την ίδια στιγμή, δεν έβλεπε το λόγο να μην τη ρίξει στο κρεβάτι, ή να τα φτιάξουν για ένα διάστημα, ή και να αποκτήσουν μια σοβαρή σχέση με μέλλον. Τι ειρωνεία θα ήταν να αποδειχτεί η Σελεστίνα, η θεία του μπάσταρδου της Σεραφείμ, η εκλεκτή της καρδιάς του, η γυναίκα που λαχταρούσε να βρει ύστερα από δυο χρόνια γεμάτα ανούσιες σχέσεις και περιστασιακό σεξ. Δεν ήταν και πολύ πιθανό, βέβαια, με δεδομένο το πόσο άθλια ήταν η ζωγραφική της, αλλά ίσως αυτός να μπορούσε να τη βοηθήσει να ωριμάσει και να εξελιχθεί καλλιτεχνικά. Ή τ α ν άνθρωπος ανοιχτόμυαλος, χωρίς προκαταλήψεις. Άρα, όλα ήταν πιθανά να συμβούν αφού θα έβρισκε και θα σκότωνε το παιδί. Οι αισθησιακές αναμνήσεις από τη νύχτα του πάθους με τη Σεραφείμ τον είχαν διεγείρει. Δυστυχώς, το μόνο θηλυκό διαθέσιμο εκείνη την ώρα ήταν η Βιομηχανική Γυναίκα, αλλά δεν ήταν και τόσο απελπισμένος πια. Γι' απόψε τον είχαν καλέσει σ' ένα πάρτι με θέμα το σατανισμό, αλλά δεν σκόπευε να πάει. Αυτοί που έδιναν το πάρτι δεν ήταν πραγματικοί σατανιστές - γ ε γ ο ν ό ς που θα είχε κάποιο ενδιαφέρον-, αλλά κάτι νεαροί καλλιτέχνες, άθεοι όλοι τους, που τους άρεσαν οι χοντρές πλάκες. Τελικά όμως ο Τζούνιορ αποφάσισε να πάει στο πάρτι, αν μη τι άλλο για την προοπτική να βρει μια γυναίκα λίγο πιο ευλύγιστη από το γλυπτό του Μπάβελ Πορίφεραν. Την τελευταία στιγμή, καθώς έφευγε από το σπίτι, έχωσε την μπροσούρα της έκθεσης «Μια Μοναδική Μέρα» στην τσέπη του σακακιού του. Θα άξιζε ν' ακούσει τους ανατρε-
πτικούς νεαρούς καλλιτέχνες να αναλύουν τις διακοσμητικές εικονίτσες που ζωγράφιζε η Σελεστίνα Γουάιτ. Επιπλέον, μια και η Ακαδημία Καλών Τεχνών ήταν το καλύτερο σχολείο αυτού του τύπου σε όλη τη Δυτική Ακτή, κάποιοι απ' όλους ίσως να γνώριζαν προσωπικά τη Σελεστίνα και να μπορούσαν να του δώσουν πολύτιμες πληροφορίες. Το πάρτι γινόταν σε έναν τεράστιο χώρο στον τρίτο και τελευταίο όροφο ενός πρώην βιομηχανικού κτιρίου που είχε μετατραπεί σε κοινόβιο και στούντιο μιας ομάδας καλλιτεχνών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τέχνη, το σεξ και η πολιτική ήταν τα τρία εργαλεία της βίαιης επανάστασης, ή κάτι ανάλογο. Έ ν α στερεοφωνικό - π ο υ πρέπει να λειτουργούσε με πυρηνική ενέργεια- έπαιζε στη διαπασών Ντορς, Τζέφερσον Αιρπλέιν, Μάμας εντ Πάπας, Κάντρι Τζο εντ δε Φις, Λάβινγκ Σπούνφουλ, Ντόνοβαν (άκρως ατυχές), Ρόλινγκ Στόουνς (άκρως ενοχλητικό) και Μπιτλς (άκρως εξοργιστικό). Μεγάτονοι μουσικής τράνταζαν τους τοίχους από κόκκινα τούβλα, έκαναν τα μεταλλικά πλαίσια των παραθύρων να τρίζουν σαν πιατίνια σε ντραμς και δημιουργούσαν ταυτόχρονα μια αίσθηση ενθουσιασμού και επικείμενης ολικής καταστροφής, κάτι σαν: έρχεται ο Αρμαγεδδών αλλά θα το γλεντήσουμε. Και το κόκκινο και το λευκό κρασί ήταν πολύ φτηνά για τα γούστα του Τζούνιορ, γι' αυτό προτίμησε την μπίρα και «φτιάχτηκε» αναπνέοντας απλώς τον καπνό από τόσα τσιγαριλίκια και μαύρο, που θα έφταναν για να μαστουρώσει όλος ο ζωικός πληθυσμός των χοιροτροφείων της Βιρτζίνια για ένα χρόνο. Ανάμεσα στα διακόσια άτομα του πάρτι, πολλοί είχαν φτιαχτεί με χάπια, άλλοι με τριπάκια και αρκετοί είχαν τη χαρακτηριστική ενεργητικότητα και πολυλογία της κόκας, αλλά ο Τζούνιορ δεν υπέκυψε σε κανέναν απ' αυτούς τους πειρασμούς. Η αυτοβελτίωση και ο αυτοέλεγχος ήταν πολύ σημαντικά πράγματα και δεν επέτρεπε στον εαυτό του τέτοιου είδους χαλαρότητα. Εξάλλου, είχε προσέξει ότι οι μαστουρωμένοι είχαν την
τάση να γίνονται συναισθηματικοί, να τους παίρνει το παράπονο και ν' αρχίζουν τις ακατάληπτες εξομολογήσεις, αναζητώντας παρηγοριά στην αυτοανάλυση και στην αυτοαποκάλυψη. Ο Τζούνιορ ήταν πολύ συγκροτημε'νος άνθρωπος για να φερθεί με τέτοιο τρόπο. Επιπλέον, αν τα ναρκωτικά τού προκαλούσαν εξομολογητική διάθεση, το επακόλουθο μπορεί να ήταν η ηλεκτρική καρέκλα, ο θάλαμος αερίων ή μια θανατηφόρα ένεση, ανάλογα με την απόφαση του δικαστηρίου και το πόσο φιλελεύθερη θα ήταν η κοινή γνώμη εκείνη τη χρονιά. Μιλώντας για ελευθερία, σε όλο το χώρο έβλεπες κορίτσια χωρίς σουτιέν, με πουλόβερ και μίνι φούστες· χωρίς σουτιέν, με μακό μπλουζάκια και μίνι φούστες· χωρίς σουτιέν, με καουμπόικα γιλέκα και μπλουτζίν χωρίς σουτιέν, με κοντά μπλουζάκια που άφηναν την κοιλιά έξω και φαρδιά παντελόνια. Υπήρχαν επίσης πολλοί αρσενικοί στο πάρτι, αλλά ο Τζούνιορ ούτε που τους πρόσεχε. Ο μόνος αρσενικός καλεσμένος που ενδιέφερε τον Τζούνιορ - κ α ι πολύ μάλιστα- ήταν ο Σκλεντ, ο ζωγράφος που τρεις από τους πίνακές του διακοσμούσαν τους τοίχους του διαμερίσματος του. Ο καλλιτέχνης, με ύφος σχεδόν δύο μέτρα και βάρος γύρω στα εκατόν είκοσι κιλά, φαινόταν πολύ πιο επικίνδυνος από κοντά απ' ό,τι στην τρομακτική φωτογραφία του στη διαφήμιση της γκαλερί. Παρ' όλο πόυ ήταν κάτω από τριάντα, είχε μακριά κάτασπρα μαλλιά που έπεφταν ίσια πάνω στους ώμους του. Νεκρικά χλομό δέρμα. Βαθουλωτά μάτια, γκρίζα σαν τη βροχή, με μια άγρια λάμψη που θύμιζε πάνθηρα. Φριχτές ουλές χάραζαν το πρόσωπο του, και τα χέρια του ήταν γεμάτα χαρακιές και σημάδια, σαν να μονομαχούσε συχνά με γυμνά χέρια εναντίον ξιφοφόρων. Ακόμη και στη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από τα ηχεία, ήσουν αναγκασμένος να φωνάζεις για να σ' ακούσει ο διπλανός σου. Ο ζωγράφος που είχε φιλοτεχνήσει το έργο Στο Μυαλό του Βρέφους Τρέφεται το Παράσιτο του Θανάτου, Εκδοχή 6 είχε μια φωνή βαθιά, διαπεραστική και επιβλητική όσο και το ταλέντο του. Ο Σκλεντ αποδείχτηκε οργισμένος, καχύποπτος, εκρηκτι-
κός αλλά και άνθρωπος με τρομερή πνευματική δύναμη. Δεινός και εκθαμβωτικός ομιλητής, εξαπέλυε με ρυθμούς πολυβόλου εκπληκτικούς προβληματισμούς για την ανθρώπινη υπόσταση, απίθανες αλλά αναμφισβήτητες απόψεις για την τέχνη και επαναστατικές φιλοσοφικές ιδέες. Αργότερα, με μόνη εξαίρεση τα περί φαντασμάτων, ο Τζούνιορ δεν κατάφερε να θυμηθεί τίποτε απ' όσα είχε πει ο Σκλεντ, παρά μόνο ότι ήταν όλα εκπληκτικά και πανέξυπνα. Περί φαντασμάτων. Ο Σκλεντ ήταν άθεος, αλλά πίστευε στα πνεύματα. Το πράγμα πήγαινε ως εξής: Παράδεισος, Κόλαση και Θεός δεν υπάρχουν, αλλά οι άνθρωποι είναι τόσο ύλη όσο και ενέργεια, κι όταν πεθαίνει η ύλη η ενέργεια διαφεύγει. «Είμαστε το πιο επίμονο, εγωιστικό, άπληστο, βρόμικο, αιμοβόρο, ψυχωσικό και μοχθηρό είδος στον κόσμο», εξήγησε ο Σκλεντ. «Μερικοί από μας απλώςαρνοννται να πεθάνουν, παραείμαστε σκληροί για να πεθάνουμε. Το πνεύμα είναι μια κολλιτσίδα ενέργειας που πάει και στέκεται σε μέρη ή σε ανθρώπους που κάποτε ήταν σημαντικοί γι' αυτόν που δε ζει πια, οπότε έχουμε τα στοιχειωμένα σπίτια, τους κακομοίρηδες που τους τυραννάνε οι νεκρές γυναίκες τους και άλλα τέτοια σαχλά. Καμιά φορά, αυτή η κολλιτσίδα σκαλώνει στο έμβρυο κάποιας τσούλας που τυχαίνει να έχει μόλις γκαστρωθεί, οπότε μιλάμε για μετεμψύχωση. Δε χρειάζεται Θεός για όλα αυτά. Είναι έτσι από μόνα τους. Η ζωή και η μετά θάνατον ζωή είναι το ίδιο πράγμα, εδώ και τώρα, κι όλοι εμείς είμαστε απλώς ένα τσούρμο μαϊμούδες που σερνόμαστε με τα τέσσερα μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά από βαρέλια». Επί δύο χρόνια, από τότε που είχε βρει το νόμισμα στο τσίζμπεργκερ, ο Τζούνιορ αναζητούσε μια μεταφυσική θεωρία που να μπορεί να υιοθετήσει, μια θεωρία που θα συμβίβαζε τις αλήθειες του Σίζαρ Ζεντ με την ανυπαρξία μιας ανώτερης δύναμης. Και να την επιτέλους. Απρόσμενη. Ολοκληρωμένη. Δεν καταλάβαινε απόλυτα αυτό με τις μαϊμούδες και τα βαρέλια, αλλά είχε πιάσει όλα τα υπόλοιπα, κι αυτό τον είχε καθησυχάσει ήδη ως ένα βαθμό. Ο Τζούνιορ θα ήθελε πολύ να συνεχίσει τη συζήτηση περί πνευμάτων με τον Σκλεντ, αλλά υπήρχαν ένα σωρό άλλοι που
περίμεναν τη σειρά τους για να μιλήσουν με τον μεγάλο καλλιτε'χνη. Μια και βρίσκονταν σε πάρτι, σίγουρος άτι θα έκανε το ζωγράφο να γελάσει, ο Τζούνιορ έβγαλε από την τσέπη του την μπροσούρα και του ζήτησε δειλά τη γνώμη του για τη δουλειά της Σελεστίνα Γουάιτ. Προφανώς, ο Σκλεντ δεν γελούσε εκ πεποιθήσεως, όσο έξυπνο κι αν ήταν το καλαμπούρι. Αγριοκοίταξε την μπροσούρα σμίγοντας τα φρύδια του, την έδωσε πίσω στον Τζούνιορ και γρύλισε: «Η σκύλα θέλει σκότωμα». Θεωρώντας αυτή την κριτική διασκεδαστική υπερβολή, ο Τζούνιορ γέλασε, αλλά το γέλιο του κόπηκε απότομα όταν ο Σκλεντ τον κοίταξε άγρια μ' εκείνα τα γκρίζα σαν λεπίδες μάτια του. «Ίσως αυτό να γίνει τελικά», μουρμούρισε, θέλοντας να δείξει στον Σκλεντ ότι ήταν με το μέρος του, αλλά την ίδια στιγμή μετάνιωσε που είπε αυτή τη φράση μπροστά σε μάρτυρες. Χρησιμοποιώντας την μπροσούρα για να σπάει τον πάγο, ο Τζούνιορ τριγύριζε μέσα στο πλήθος, αναζητώντας κάποιον που να είχε φοιτήσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και που ίσως να γνώριζε τη Σελεστίνα Γουάιτ. Οι κριτικές για τη ζωγραφική της πάντως ήταν ομόφωνα αρνητικές, συχνά ανάλαφρες, αλλά ποτέ τόσο λακωνικές και αφοριστικές όσο του Σκλεντ. Τελικά, μια ξανθιά χωρίς σουτιέν, με άσπρες γυαλιστερές πλαστικές μπότες, άσπρη μίνι φούστα και χτυπητό ροζ μπλουζάκι με τη φάτσα του Αϊνστάιν σταμπαρισμένη στο στήθος την αναγνώρισε. «Ναι, την ξέρω. Είχαμε κάποια κοινά μαθήματα. Καλό παιδί αλλά κάπως ονειροπαρμένη, ειδικά για Αφροαμερικάνα. Θέλω να πω, αυτοί συνήθως δεν είναι ρομαντικοί - ή κάνω λάθος;» «Δίκιο έχεις», της είπε ο Τζούνιορ. «Τι έχω;» φώναξε η κοπέλα, παρ' όλο που κάθονταν δίπλα δίπλα σ' ένα μαύρο διθέσιο καναπέ. Ο Τζούνιορ φώναξε ακόμα πιο δυνατά. « Έ χ ε ι ς δίκιο. Αυτά είναι ξεπερασμένα πράγματα». «Εμένα δε μ' αρέσουν καθόλου τα παλιά. Αυτή η κοπέλα, η Γουάιτ, είχε ένα κόλλημα με τους γέρους, τα παλιά κτίρια, τα παλιά πράγματα γενικά. Σαν να μην καταλάβαινε
ότι είναι νέα. Σου ερχόταν να την αρπάξεις, να την ταρακουνήσεις και να της πεις: "Ξύπνα! Ας προχωρήσουμε μπροστά!"». «Τα παλιά είναι παρελθόν». «Τι είναι;» τσίριξε το κορίτσι. «Παρελθόν!» «Πολύ σωστά». «Η μακαρίτισσα η γυναίκα μου είχε αδυναμία στις παλιές ταινίες», είπε ο Τζούνιορ. «Είσαι παντρεμένος;» «Πέθανε». «Τόσο νέα;» «Καρκίνος», είπε ο Τζούνιορ, γιατί ακουγόταν πιο τραγικό και πολύ λιγότερο ύποπτο από μια πτώση. Το κορίτσι ακούμπησε συμπονετικά το χέρι πάνω στο μηρό του. «Πέρασα δύσκολα χρόνια», είπε ο Τζούνιορ. «Πρώτα να χάσω αυτή... και ύστερα να γυρίσω από το Βιετνάμ ζωντανός». Η ξανθιά γούρλωσε τα μάτια της. «Πήγες εκεί;» Ο Τζούνιορ κατάφερε να κάνει τα μάτια του να βουρκώσουν. «Έχασα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μου όταν έφαγα μια σφαίρα σε μια από τις επιδρομές που κάναμε στην ενδοχώρα». «Σκατά! Τον σιχαίνομαι αυτό τον κωλοπόλεμο!» Η ξανθιά τού την έπεφτε, όπως τόσες και τόσες άλλες, κι ο Τζούνιορ προσπάθησε να συνδυάσει το τερπνό με το ωφέλιμο, συγκεντρώνοντας πληροφορίες. Έ β α λ ε το χέρι του πάνω στο δικό της, που έτριβε απαλά το εσωτερικό του μηρού του. « Ή ξ ε ρ α τον αδερφό της στο Βιετνάμ», είπε θλιμμένα. «Ύστερα τραυματίστηκα, χαθήκαμε. Θα ήθελα να τον ξαναβρώ». «Τίνος τον αδερφό;» ρώτησε απορημένη η ξανθιά. «Της Σελεστίνα Γουάιτ». « Έ χ ε ι αδερφό αυτή;» «Σπουδαίο παιδί. Μήπως έχεις τη διεύθυνσή της να πάω να τη βρω για να με φέρει σ' επαφή με τον αδερφό της;»
«Δεν την ήξερα τόσο καλά. Δεν ερχόταν συχνά στα πάρτι, ειδικά μετά το παιδί». «Ώστε είναι παντρεμένη...» είπε ο Τζούνιορ. Τελικά, η Σελεστίνα μάλλον δεν έμελλε να γίνει η εκλεκτή της καρδιάς του. «Μπορεί. Έ χ ω πολΰ καιρό να τη δω». «Νόμισα πως είπες κάτι για παιδί». «Α! Ό χ ι αυτή, η αδερφή της. Αλλά η αδερφή της πέθανε». «Ναι, ξέρω, αλλά...» «Και το πήρε η Σελεστίνα». «Ποιο;» «Αυτό... το τέτοιο... το παιδί». Ο Τζούνιορ ξέχασε εντελώς το τερπνό. «Δηλαδή, αυτή... τι;... Υιοθέτησε το παιδί της αδερφής της;» «Περίεργο, ε;» «Μπαρθόλομιου το λένε το αγοράκι;» ρώτησε ο Τζούνιορ. «Δεν το έχω δει ποτέ». «Ναι, αλλά μήπως το λένε Μπαρθόλομιου;» «Πού θες να ξέρω εγώ;» Η κοπέλα τράβηξε το χέρι της από το μηρό του. «Τι κόλλημα είναι αυτό με τη Σελεστίνα, μου λες;» «Με συγχωρείς», είπε ο Τζούνιορ και σηκώθηκε. Έ φ υ γ ε από το πάρτι και στάθηκε για λίγη ώρα στο δρόμο παίρνοντας αργές, βαθιές ανάσες, αργές και βαθιές, αφήνοντας τον κρύο φρέσκο αέρα να καθαρίσει τα πνευμόνια του από το ντουμάνι που είχε ρουφήξει άθελά του, όντας απόλυτα νηφάλιος ξαφνικά - π α ρ ά τις μπίρες που είχε πιεικαι παγωμένος κι άκαμπτος σαν ταφόπλακα -όχι από την παγωνιά της νύχτας. Ή τ α ν ποτέ δυνατόν τα αρχεία υιοθεσίας να είναι απόρρητα και τόσο καλά φυλαγμένα, όταν το μωρό το είχε αναλάβει η ίδια η αδερφή της μητέρας; Μόνο δύο εξηγήσεις τού φάνηκαν πιθανές. Πρώτον, ότι οι γραφειοκράτες ακολούθησαν τυφλά τους κανόνες, ενώ δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνουν. Δεύτερον, ότι ο Ασχημο-
τερος Ιδιωτικός Ντετέκτιβ του Κόσμου, ο Νόλι Γούλφσταν, ήταν επίσης κι ο πιο ανίκανος. Τον Τζούνιορ δεν τον ένοιαζε ποια από τις δύο εξηγήσεις ήταν η σωστή. Μόνο ένα πράγμα είχε σημασία: το κυνήγι του Μπαρθόλομιου πλησίαζε στο τέλος του. Την Τετάρτη, 27 Δεκεμβρίου, ο Τζούνιορ συναντήθηκε με τον Γκουγκλ τον παραχαράκτη σ' έναν κινηματογράφο, στη διάρκεια μιας πρωινής παράστασης του Μπόνι και Κλάιντ. Ό π ω ς είχε συνεννοηθεί νωρίτερα από το τηλέφωνο με τον Γκουγκλ, ο Τζούνιορ αγόρασε ένα μεγάλο κουτί μπισκότα με σταφίδες κι ένα κουτί Μιλκ Νταντς και κάθισε στη μια από τις τρεις τελευταίες σειρές του κεντρικού τμήματος, τρώγοντας τα Μιλκ Νταντς και περιμένοντας να έρθει ο Γκουγκλ να τον βρει. Γεμάτη επακόλουθα, η ταινία ήταν πολύ βίαιη για τα γούστα του Τζούνιορ. Αυτός θα προτιμούσε να συναντιούνταν σε μια προβολή του Δόκτωρ Ντονλίτλ, Ο Γιατρός Τρελάθηκε, αλλά ο Γκουγκλ, παρανοϊκός σαν ινδικό χοιρίδιο ύστερα από μια ζωή πειράματα με ηλεκτροσόκ, είχε επιμείνει στον συγκεκριμένο κινηματογράφο. Παρ' ότι εξοικειωμένος με το ζήτημα της σχετικότητας της ηθικής και της αυτοδικίας σε έναν κόσμο ουδέτερης αξίας, ο Τζούνιορ ταραζόταν όλο και πιο πολύ με κάθε σκηνή βίας κι έκλεινε τα μάτια του για να μη δει τα αίματα. Ό τ α ν έφτασε επιτέλους ο Γκουγκλ και κάθισε δίπλα του, είχε ήδη ταλαιπωρηθεί ενενήντα ολόκληρα λεπτά. Τα αλλήθωρα μάτια του παραχαράκτη έλαμπαν από το φως της οθόνης. Σάλιωσε τα χοντρά χείλια του, ξεροκατάπιε και το μήλο του Αδάμ χοροπήδησε στο λαιμό του. «Πολύ θα γούσταρα ν' αδειάσω τα ζουμιά μου σ' αυτή τη Φέι Νταναγουέι», δήλωσε. Ο Τζούνιορ τον κοίταξε με απροκάλυπτη αποστροφή. Ο Γκουγκλ δεν κατάλαβε ότι του προκάλεσε απέχθεια. Κούνησε τα φρύδια του σε μια έκφραση που ο ίδιος πίστευε πως δήλωνε κατανόηση μεταξύ αντρών και σκούντησε συνωμοτικά τον Τζούνιορ με τον αγκώνα του.
Στον κινηματογράφο υπήρχαν ελάχιστοι θεατε'ς. Κανένας δεν καθόταν κοντά τους κι έτσι ο Τζούνιορ κι ο Γκουγκλ αντάλλαξαν χωρίς φόβο τα πακέτα τους: ένας κίτρινος φάκελος διαστάσεων δεκατρία επί δεκαπέντε πέρασε στον Γκουγκλ κι ένας όμοιος, διαστάσεων είκοσι τρία επί τριάντα, στον Τζούνιορ. Ο παραχαράκτης έβγαλε ένα χοντρό μάτσο εκατοδόλαρα από το φάκελο του και τα περιεργάστηκε με μισόκλειστα μάτια στο ακανόνιστο φως της οθόνης. «Εγώ φεύγω τώρα», είπε στον Τζούνιορ, «αλλά εσύ θα μείνεις μέχρι να τελειώσει το έργο». «Γιατί να μη φύγω εγώ και να περιμένεις εσύ;» «Γιατί αν δοκιμάσεις να σηκωθείς θα σου μπήξω ένα σουγιά στο μάτι». «Απλώς ρώτησα», είπε ο Τζούνιορ. «Και αν τολμήσεις να φύγεις πριν τελειώσει το έργο, έχω έναν τύπο στημένο απέξω που θα σου ανοίξει μια ωραία μεγάλη τρύπα στην κοιλιά». «Είναι που το σιχαίνομαι αυτό το έργο». «Δεν είσαι καλά, ρε φίλε. Μιλάμε για κλασική ταινία. Αυτά τα μπισκότα θα τα φας;» «Σου το είπα και στο τηλέφωνο, δε μου αρέσουν». «Δώσ' τα μου». Ο Τζούνιορ του έδωσε τα μπισκότα με τις σταφίδες κι ο Γκουγκλ έφυγε από τον κινηματογράφο με το παραδάκι και τα μπισκοτάκια του. Ο χορός του θανάτου σε αργή κίνηση, όπου η Μπόνι κι ο Κλάιντ γαζώνονται από τις σφαίρες, ήταν η χειρότερη σκηνή που είχε ακούσει ο Τζούνιορ σε ταινία. Δεν είδε παρά μόνο μια φευγαλέα στιγμή της, γιατί την παρακολουθούσε με τα μάτια σφαλισμένα. Εννιά μέρες νωρίτερα, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του Γκουγκλ, ο Τζούνιορ είχε νοικιάσει θυρίδες σε δυο ταχυδρομικές υπηρεσίες, χρησιμοποιώντας το όνομα Τζον Πίντσμπεκ στη μια και Ρίτσαρντ Γκάμονερ στην άλλη, και ύστερα είχε δώσει αυτές τις δυο διευθύνσεις στον παραχαράκτη.
Την Πέμπτη, 28 Δεκεμβρίου, παρουσιάζοντας πλαστή άδεια οδήγησης και κάρτα κοινωνικής ασφάλισης ως στοιχεία ταυτότητας, ο Τζούνιορ άνοιξε δυο μικρούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου και νοίκιασε δυο τραπεζικές θυρίδες στα ονόματα Πίντσμπεκ και Γκάμονερ σε δυο διαφορετικές τράπεζες, με τις οποίες ως τότε δεν είχε ποτέ συναλλαγές. Σαν διευθύνσεις, χρησιμοποίησε τις δυο ταχυδρομικές θυρίδες αντίστοιχα. Σε κάθε λογαριασμό έβαλε από πεντακόσια δολάρια. Και σε κάθε θυρίδα έχωσε από είκοσι χιλιάδες δολάρια, σε καινούρια κολλαριστά χαρτονομίσματα. Ο Γκουγκλ είχε προμηθεύσει τον Γκάμονερ και τον Πίντσμπεκ με άδειες οδήγησης που είχαν εκδοθεί στην Καλιφόρνια και θα μπορούσαν να περάσουν για αυθεντικές σε οποιονδήποτε έλεγχο της αστυνομίας, με απόλυτα νόμιμες κάρτες κοινωνικής ασφάλισης, πιστοποιητικά γέννησης που τα στοιχεία τους αντιστοιχούσαν απόλυτα στα αντίστοιχα των ληξιαρχείων απ' όπου είχαν εκδοθεί και έγκυρα διαβατήρια. Ο Τζούνιορ έβαλε στο πορτοφόλι του και τις δυο πλαστές άδειες οδήγησης, μαζί με την κανονική που είχε το πραγματικό του όνομα. Ό λ α τα υπόλοιπα τα άφησε στις θυρίδες των Γκάμονερ και Πίντσμπεκ, μαζί με τα χρήματα. Κανόνισε επίσης να ανοιχτεί ένας λογαριασμός για τον Γκάμονερ στο Μεγάλο Κέιμαν κι ένας για τον Πίντσμπεκ στην Ελβετία. Εκείνο το βράδυ ήταν το ίδιο συνεπαρμένος από την αίσθηση μιας μεγάλης περιπέτειας, όσο και την πρώτη μέρα που είχε φτάσει από το Όρεγκον. Γι' αυτό, κέρασε τον εαυτό του τρία ποτήρια υπέροχο Μπορντό κι ένα φιλέτο μινιόν στο κομψό σαλόνι του ίδιου ξενοδοχείου όπου είχε δειπνήσει και είχε μείνει το πρώτο βράδυ του στο Σαν Φρανσίσκο, πριν από τρία χρόνια. Η λαμπερή σάλα έμοιαζε ίδια κι απαράλλαχτη όπως τη θυμόταν. Ακόμη κι ο πιανίστας πρέπει να ήταν ο ίδιος όπως και τότε, αν και το σμόκιν του φαινόταν καινούριο. Αρκετές όμορφες γυναίκες ήταν ασυνόδευτες, απόδειξη ότι τα ήθη είχαν αλλάξει δραματικά μέσα στα τρία τελευταία
χρόνια. Ο Τζούνιορ έπιανε τις φλογερές ματιές τους, ένιωθε τη λαχτάρα τους και ήξερε ότι θα μπορούσε να έχει όποια απ' αυτές ήθελε. Η ένταση που ένιωθε εκείνο το βράδυ δεν ήταν το είδος που εκτονώνεται με τη σεξουαλική επαφή. Αυτή η ένταση ήταν κινητήρια, ένα ευχάριστο τέντωμα των νεύρων, μια κατάσταση εγρήγορσης και προσμονής που ήθελε να τη βιώσει στο έπακρο ως τη βραδιά των εγκαινίων της έκθεσης της Σελεστίνα Γουάιτ, στις 12 Ιανουαρίου. Η ένταση αυτή δεν θα εκτονωνόταν μ' ένα πήδημα αλλά με τη δολοφονία του Μπαρθόλομιου. Ο Τζούνιορ ήταν σίγουρος πως όταν θα έφτανε η στιγμή της εκτόνωσης, η ανακούφιση που θα ένιωθε θα ήταν χίλιες φορές καλύτερη από τον καλύτερο οργασμό. Είχε σκεφτεί να εντοπίσει τη Σελεστίνα και το μπάσταρδο πριν από τα εγκαίνια. Μπορούσε ίσως να ζητήσει στοιχεία από τη γραμματεία της σχολής της, ή να συνεχίσει τις ερωτήσεις στην καλλιτεχνική κοινότητα της πόλης, όπου θα έβρισκε σίγουρα κάποιον που να την ξέρει καλά και να του δώσει τη διεύθυνση της. Μετά το φόνο του μικρού Μπαρθόλομιου, όμως, διάφοροι άνθρωποι θα θυμούνταν τον άντρα που ρωτούσε για τη μητέρα του παιδιού. Κι ο Τζούνιορ δεν ήταν ένας κοινός άντρας. Ακαταμάχητα γοητευτικός, εντυπωνόταν πάντα στη μνήμη των ανθρώπων, ειδικά των γυναικών. Αργά ή γρήγορα, η αστυνομία θα του χτυπούσε την πόρτα. Βεβαίως, είχε άλλες δυο ταυτότητες τώρα και θα μπορούσε να διαφύγει άνετα, αλλά δεν ήθελε να τις χρησιμοποιήσει. Του άρεσε η ζωή του στο Ράσιαν Χιλ και θα λυπόταν πολύ να την εγκαταλείψει. Εφόσον ήξερε πού θα βρισκόταν η Σελεστίνα στις 12 Ιανουαρίου, δεν είχε νόημα να διακινδυνεύσει να την αναζητήσει νωρίτερα. Αντίθετα, θα είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του προκειμένου να προετοιμαστεί για τη συνάντηση και να απολαύσει την ένταση αυτής της υπέροχης προσμονής. Ο Τζούνιορ ετοιμαζόταν να πληρώσει το λογαριασμό του υπολογίζοντας και το φιλοδώρημα, όταν ο πιανίστας άρχισε να παίζει το «Someone to Watch over Me». Παρ' όλο
που το περίμενε όλη τη βραδιά, μόρφασε όταν άκουσε τη μισητή μελωδία. Είχε αποδειχτεί πλέον ότι το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν στο καθημερινό ρεπερτόριο του πιανίστα. Τίποτα το μεταφυσικό, λοιπόν. Ο Τζούνιορ δεν είχε ζήσει καμιά μεταφυσική εμπειρία μετά τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης, 18 Οκτωβρίου, που είχε ξυπνήσει από έναν εφιάλτη με σκουλήκια και παράσιτα, ακούγοντας τη νυχτερινή σερενάτα της ασώματης φωνής. Της είχε ουρλιάξει να σκάσει και είχε ξυπνήσει τους γείτονες. Τώρα, η μισητή μελωδία του χάλασε το κέφι. Διαισθανόταν ότι, αν γύριζε σπίτι του μόνος, το φάντασμα θα του τραγουδούσε ξανά. Ξαφνικά, ήθελε απελπισμένα μια συντροφιά, κάτι που να τον αποσπάσει απ' όλα αυτά τελικά. Μια ιδιαίτερα ελκυστική γυναίκα που καθόταν μόνη στο μπαρ κέντρισε το ενδιαφέρον του. Γυαλιστερά κατάμαυρα μαλλιά, κορδέλες της νύχτας που έπεφταν από τον ουρανό. Σταρένιο δέρμα, απαλό σαν το αεράκι που κυματίζει τα σπαρτά. Μάτια μαύρα και λαμπερά σαν λιμνούλες που αντανακλούν το φως των αστεριών. Πω, πω! Αυτή η γυναίκα τού ενέπνεε ποίηση! Ή τ α ν εκπληκτικά κομψή. Ροζ ταγέρ Σανέλ, με φούστα ως το γόνατο και στο λαιμό μαργαριτάρια. Το σώμα της ήταν τέλειο, αλλά δεν το επιδείκνυε. Μέχρι που φορούσε και σουτιέν. Σ' αυτή την εποχή της τολμηρής και πολύ ερωτικής μόδας, το σεμνό, κομψό στυλ αυτής της γυναίκας ήταν τρομερά ελκυστικό. Ο Τζούνιορ κάθισε στο άδειο σκαμπό δίπλα στη μελαχρινή καλλονή, της πρότεινε να την κεράσει ένα ποτό κι εκείνη δέχτηκε. Η Ρενέ Βίβι μιλούσε με βελούδινη νότια προφορά. Ζωηρή -χωρίς να ναρκισσεύεται ενοχλητικά-, καλλιεργημένη και διαβασμένη -χωρίς να παριστάνει τη διανοούμενη-, άμεση στις κουβέντες της -χωρίς να φαίνεται ούτε υπερβολικά τολμηρή ούτε σεμνότυφη-, ήταν η ιδανική συντροφιά. Έ δ ε ι χ ν ε λίγο πάνω από τα τριάντα, κάπου έξι χρόνια μεγαλύτερή του, αλλά τον Τζούνιορ δεν τον πείραζε αυτό κα-
θόλου. Δεν είχε προκαταλήψεις με την ηλικία των ανθρώπων, όπως δεν είχε οΰτε με τη ράτσα ή τη θρησκεία τους. Στον ε'ρωτα και στο φόνο δεν έκανε ποτέ διακρίσεις. Ή τ α ν ένα κρυφό αστείο που το έλεγε μόνο στον εαυτό του. Αλλά ήταν η αλήθεια. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν έκανε έρωτα με τη Ρενέκαι φόνο αμέσως μετά. Μόνο μια φορά είχε σκοτώσει χωρίς λόγο. Έ ν α ν από τους άχρηστους Μπαρθόλομιου που του είχαν σπάσει τα νεύρα. Τον Πρόσερ, στην Τέρα Λίντα. Έ ν α ν άντρα. Σ' εκείνη την περίπτωση δεν υπήρχε το ερωτικό στοιχείο. Αυτή θα ήταν η πρώτη φορά. Ο Κάιν Τζούνιορ σίγουρα δεν ήταν ένας ψυχοπαθής δολοφόνος, οΰτε τον οδηγούσε στο έγκλημα κάποιο διεστραμμένο πάθος που δεν μπορούσε να το ελέγξει. Μια μεμονωμένη νύχτα έρωτα και θανάτου ήταν απλώς ένα καπρίτσιο που δεν θα επαναλαμβανόταν. Δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να αναλύσει ή να επαναπροσδιορίσει την εικόνα του εαυτού του. Δεύτερη φορά, θα ήταν ένδειξη επικίνδυνης μανίας. Τρίτη φορά, θα σήμαινε δρόμο χωρίς επιστροφή. Αλλά η μια φορά ήταν υγιής απόπειρα. Έ ν α απλό πείραμα. Μια διδακτική εμπειρία. Έ ν α ς αληθινά τολμηρός και ριψοκίνδυνος άντρας θα το καταλάβαινε. Η γλυκιά Ρενέ, ανίδεη για τον επικείμενο θάνατο της, του εξομολογήθηκε ότι ήταν η κληρονόμος μιας μεγάλης βιομηχανίας. Ο Τζούνιορ σκέφτηκε ότι παρίστανε την πάμπλουτη, ή έστω τα παραφούσκωνε για να τον εντυπωσιάσει, αλλά όταν τη συνόδευσε στο σπίτι της ανακάλυψε ένα επίπεδο πολυτέλειας που αποδείκνυε ότι η Ρενέ δεν ήταν απλώς μια πωλήτρια με φαντασιώσεις. Δεν χρειάστηκε ούτε να οδηγήσει ούτε να περπατήσει πολύ για να τη συνοδεύσει ως το σπίτι της, για τον απλό λόγο ότι η Ρενέ έμενε πάνω από το ξενοδοχείο όπου είχαν συναντηθεί. Οι τρεις τελευταίοι όροφοι του κτιρίου ήταν τεράστια ιδιόκτητα διαμερίσματα. Μπαίνοντας στο βασίλειο της Ρενέ, ο Τζούνιορ είχε την αίσθηση ότι είχε κάνει ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και στην
Ευρώπη της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ'. Τεράστιοι ψηλοτάβανοι χώροι θάμπωναν το μάτι με τα βαθιά, πλούσια χρώματα και τις βαριές φόρμες του μπαρόκ στα αντικείμενα και στα έπιπλα. Άκανθοι, μαίανδροι, σπείρες, γιρλάντες και περγαμηνές -συχνά επιχρυσωμένα- διακοσμούσαν τις πολυθρόνες, τις καρέκλες, τα τραπέζια, τα μπαουλάκια, τους τεράστιους καθρέφτες, τις κομόντες και τις εταζέρες, που ήταν όλα αντίκες μουσειακής αξίας. Ο Τζούνιορ κατάλαβε αμέσως ότι το να σκοτώσει τη Ρενέ εκείνη τη νύχτα θα ήταν άσκοπη σπατάλη. Θα μπορούσε κάλλιστα να την παντρευτεί πρώτα, να τη χορτάσει όσο ήθελε κι έπειτα να σκηνοθετήσει ένα ατύχημα ή μια αυτοκτονία που θα τον άφηνε χήρο και νόμιμο ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας της. Τα τελευταία τρία χρόνια είχε συνειδητοποιήσει ότι μερικά ψωροεκατομμύρια μπορούσαν να του εξασφαλίσουν πολύ περισσότερη ελευθερία από κείνη που είχε νιώσει όταν έσπρωχνε τη Ναόμι από τον ξύλινο πύργο. Τα μεγάλα πλούτη -εκατό εκατομμύρια και π ά ν ω - δεν θα του έδιναν μόνο μεγαλύτερη ελευθερία και δυνατότητες αυτοβελτίωσης αλλά και δύναμη. Η προοπτική της δύναμης τον ενθουσίαζε. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα κατάφερνε τη Ρενέ να τον ερωτευτεί και να τον παντρευτεί, παρά τα πλούτη και την καταγωγή της. Ή τ α ν τόσο ικανός να ρίχνει τις γυναίκες, όσο ο Σκλεντ να μετατρέπει τα οράματά του σε εκπληκτική ζωγραφική κι ο Ροθ Γκρίσκιν σε γλυπτά έργα τέχνης. Άλλωστε, πριν προλάβει να επιστρατεύσει τη γοητεία του, πριν της αποδείξει ότι μια κούρσα με τη μηχανή του σεξ Κάιν Τζούνιορ θα την έκανε να ξεχάσει κάθε άλλο άντρα, η Ρενέ είχε ανάψει τόσο πολύ, που το κομψό ταγεράκι της Σανέλ κόντευε να πάρει φωτιά. Στο σαλόνι του σπιτιού, το κεντρικό και μεγαλύτερο απ' όλα τα παράθυρα πρόσφερε μια φαντασμαγορική θέα της πόλης, πλαισιωμένη από βαριές μπροκάρ κουρτίνες σε χρώμα βαθυκόκκινο. Μια μεγάλη σεζλόνγκ, με επίχρυσα σκαλίσματα ζωγραφισμένα στο χέρι και με πανέμορφη βελούδινη ταπετσαρία, ήταν στημένη μπροστά σ' αυτό το μοναδι-
κό φόντο. Σ' αυτή την πολυθρόνα τον τράβηξε η Ρενέ και τον ξάπλωσε πάνω της, ξετρελαμένη από τη λαχτάρα της να την πάρει εκεί, σ' αυτή τη θέση. Το στόμα της ήταν λαίμαργο όσο και γενναιόδωρο και το ευλύγιστο κορμί της ακτινοβολούσε ερωτική θέρμη. Ο Τζούνιορ γλίστρησε και τα δυο του χέρια κάτω από τη φούστα της, με το μυαλό του γεμάτο φαντασιώσεις για σεξ, πλούτο και δύναμη, αλλά διαπίστωσε ότι η κληρονόμος ήταν τελικά ο κληρονόμος, με γεννητικά όργανα που βολεύονται καλύτερα σε βαμβακερό μποξεράκι παρά σε μεταξωτή κιλότα. Τινάχτηκε από πάνω της έτσι όπως φεύγει η σφαίρα από την κάννη της καραμπίνας. Κατάπληκτος, αηδιασμένος, ντροπιασμένος, άρχισε να οπισθοχωρεί από την πολυθρόνα, ψελλίζοντας ακατάληπτα λόγια, σφουγγίζοντας το στόμα του, βλαστημώντας. Ό σ ο απίστευτο κι αν φαινόταν, η Ρενέ τον ακολούθησε, προσπαθώντας να τον δελεάσει, να τον καλοπιάσει και να τον ξαναφέρει στην αγκαλιά της και στην πολυθρόνα. Ο Τζούνιορ ήθελε να τη σκοτώσει. Να τον σκοτώσει. Οτιδήποτε. Κάτι του έλεγε όμως πως η Ρενέ ήξερε από πάλη κι ότι το αποτέλεσμα ενός βίαιου καβγά μεταξύ τους δεν θα ήταν προβλέψιμο. Ό τ α ν η Ρενέ κατάλαβε ότι η άρνησή του ήταν οριστική κι απόλυτη, μεταμορφώθηκε από εκλεπτυσμένη κυρία του Νότου σε φαρμακερή επικίνδυνη οχιά. Με μάτια που γυάλιζαν από μίσος, χείλη σφιγμένα και δόντια γυμνά, τον αποκάλεσε με όλα τα συνώνυμα του «μαλάκα», αραδιάζοντας απνευστί δεκάδες επίθετα, με τόση άνεση και οξυδέρκεια, που ο Τζούνιορ εμπλούτισε το λεξιλόγιο του όσο δεν το είχε εμπλουτίσει όλα αυτά τα χρόνια. «Παραδέξου το, ομορφούλη. Ή ξ ε ρ ε ς τι είμαι από τη στιγμή που με κέρασες ποτό. Το ήξερες και το ήθελες. Με ήθελες, αλλά μόλις φτάσαμε στο ψητό κώλωσες κι έκανες πίσω. Ακόμα θέλεις, αλλά δεν τολμάς να το παραδεχτείς!» Οπισθοχωρώντας συνεχώς, ο Τζούνιορ προσπαθούσε να βρει ψαχουλευτά το δρόμο προς το χολ και την έξοδο, τρέμοντας μη σκοντάψει σε καμιά καρέκλα και πέσει, και του ριχτεί ουρλιάζοντας αυτή η σκύλα, έτσι όπως ορμάει το γε-
ράκι ν' αρπάξει το ποντίκι. «Είσαι τρελή», της απάντησε. «Δεν ξέρεις τι λες. Πώς ήθελες να το καταλάβω; Δες πώς είσαι ντυμένη! Από πού να το καταλάβω;» «Δεν είδες το μήλο του Αδάμ στο λαιμό μου;» τσίριξε η Ρενέ. Ναι, είχε πράγματι μήλο του Αδάμ, αλλά όχι τίποτα σπουδαίο, και συγκριτικά με το Μάκιντος στο λαιμό του Γκουγκλ αυτό ήταν ένα μικρό μηλαράκι που δύσκολα θα το πρόσεχες, ακόμη και σε γυναίκα. «Και τα χέρια μου, ομορφούλη, δεν τα είδες τα χέρα μου;» Ή τ α ν τα πιο θηλυκά χέρια που είχε δει ποτέ του. Λεπτά, απαλά, ωραιότερα ακόμη κι από της Ναόμι. Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε. Ρισκάροντας τα πάντα, της γύρισε την πλάτη και το έβαλε στα πόδια. Παρά τους φόβους του ότι θα τον εμπόδιζε, η Ρενέ τον άφησε να δραπετεύσει. Αργότερα, στο διαμέρισμά του, ο Τζούνιορ έκανε γαργάρες μέχρι που τέλειωσε όλο το μπουκαλάκι με το στοματικό διάλυμα, και ύστερα μπήκε στο ντους κι έμεινε από κάτω ώσπου κρύωσε το νερό. Αφού τελείωσε, άδειασε και μισό σωληνάριο οδοντόκρεμα βουρτσίζοντας τα δόντια του. Τη γραβάτα του την πέταξε στα σκουπίδια, γιατί στο ασανσέρ του ξενοδοχείου, όπως κατέβαινε από τον όροφο της Ρενέ στο ισόγειο, και μετά στο δρόμο προς το σπίτι του είχε σκουπίσει τη γλώσσα του μ' αυτή. Αφού το ξανασκέφτηκε, πέταξε κι όλα τα υπόλοιπα ρούχα που φορούσε εκείνο το βράδυ, μαζί και τα παπούτσια του. Έ π ε ι τ α ορκίστηκε να πετάξει στα σκουπίδια της μνήμης του όλο αυτό το επεισόδιο. Ο Σίζαρ Ζεντ, στο βιβλίο τον Πώς να Ξεπεράσετε το Παρελθόν, αναφέρει μια σειρά από τεχνικές με τις οποίες το άτομο μπορεί ν' απαλλαγεί οριστικά από αναμνήσεις γεγονότων που του προκαλούν ψυχολογικές διαταραχές, πόνο ή και απλή ντροπή. Ο Τζούνιορ πήγε για ύπνο με το πολύτιμο βιβλίο στα χέρια του κι ένα ποτήρι ξέχειλο με κονιάκ. Από τη γνωριμία του με τη Ρενέ Βίβι είχε πάρει ένα καλό μάθημα: πολλά πράγματα στη ζωή δεν είναι όπως φαίνονται
με την πρώτη ματιά. Το μάθημα αυτό όμως δεν θα είχε καμιά αξία αν ήταν αναγκασμένος να ζήσει με την ανάμνηση της αποψινής ταπείνωσης. Τελικά, χάρη στον Σίζαρ Ζεντ και στο Ρεμί Μαρτέν, ο Τζούνιορ άρχισε ν' αρμενίζει στα βαθιά πελάγη του ύπνου, κι ενώ τον παρέσερναν τα μαύρα κύματα βρήκε λίγη παρηγοριά στη σκέψη ότι, όπως κι αν ήταν, η 29η Δεκεμβρίου θα ήταν μια καλύτερη μέρα από την 28η. Έ κ α ν ε λάθος. Την τελευταία Παρασκευή κάθε μήνα, με ήλιο ή με βροχή, ο Τζούνιορ έκανε την καθιερωμένη βόλτα του στις έξι αγαπημένες του γκαλερί. Σε καθεμιά απ' αυτές, σταματούσε για όση ώρα του άρεσε κι έπιανε κουβέντα με το διευθυντή, κάνοντας ένα διάλειμμα στη 1:30 για μεσημεριανό στο μπαρ του ξενοδοχείου Σεντ Φράνσις. Του είχε γίνει συνήθεια πια και στο τέλος κάθε τέτοιας μέρας πάντα αισθανόταν υπέροχα κουρασμένος και γεμάτος. Η Παρασκευή, 29 Δεκεμβρίου ήταν μια θαυμάσια μέρα: γαλάζιος ουρανός, σκόρπια λευκά συννεφάκια, κρύο αλλά όχι παγωνιά. Οι δρόμοι ήταν σχετικά γεμάτοι, χωρίς να υπάρχει μεγάλος συνωστισμός, όπως συνέβαινε συχνά. Οι κάτοικοι του Σαν Φρανσίσκο, ευχάριστοι τύποι σε γενικές γραμμές, εξακολουθούσαν να έχουν γιορταστική διάθεση και ήταν πιο χαμογελαστοί κι ευγενικοί απ' ό,τι συνήθως. Ύστερα από ένα εξαιρετικό γεύμα, έχοντας μόλις αφήσει πίσω του την τέταρτη γκαλερί της πορείας του και κατευθυνόμενος προς την πέμπτη στη σειρά, ο Τζούνιορ δεν μπόρεσε να εντοπίσει εξαρχής από πού έρχονταν τα νομίσματα. Στην πραγματικότητα, όταν τα τρία πρώτα εικοσιπενταράκια έσκασαν πάνω στην αριστερή πλευρά του προσοόπου του, δεν κατάλαβε καν τι ακριβώς ήταν αυτό που τον χτύπησε. Αιφνιδιασμένος, μόρφασε, τινάχτηκε και κοίταξε κάτω καθώς τα άκουσε να χτυπάνε στις πλάκες του πεζοδρομίου. Σναπ, σναπ, αναπ! Άλλα τρία κέρματα εξοστρακίστηκαν πάνω στην αριστερή πλευρά του προσώπου του -μέτωπο, ζυγωματικό, πιγούνι.
Καθώς τα κέρματα συνέχισαν να σωρεύονται στο πλακόστρωτο μπροστά στα πόδια του -αναπ, σναπ-, ο Τζούνιορ εντόπισε από πού είχαν εκτοξευτεί τα δύο τελευταία. Τινάζονταν από ένα αυτόματο μηχάνημα πώλησης εφημερίδων. Το ένα τον βρήκε στη μύτη και το άλλο τον χτύπησε κουδουνίζοντας πάνω στα δόντια του. Το μηχάνημα, το ένα από τα τέσσερα στη σειρά, δεν πουλούσε τις συνηθισμένες εφημερίδες, που κόστιζαν δέκα σεντς, αλλά ένα εβδομαδιαίο έντυπο με μικρές αγγελίες για παντρολογήματα και αναζήτηση ερωτικών συντρόφων. Ο Τζούνιορ άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του σαν δυνατές σφυριές σε μέταλλο. Τινάχτηκε πίσω, τινάχτηκε πλάγια, σκύβοντας για να βγει έξω από τη ζώνη πυρός του αυτόματου πωλητή εφημερίδων. Σαν κάποιο από τα κέρματα να είχε μπει μέσα στ' αυτί του και να είχε πατήσει ένα κουμπί στο τζουκμπόξ του μυαλού του, ο Τζούνιορ άκουσε καθαρά τη φωνή του Βανάντιουμ μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου του Σπρους Χιλς τη νύχτα που είχε σκοτωθεί η Ναόμι: Όταν έκοψες τη χορδή της Ναόμι, η μουσική της έπαψε να επηρεάζει τις ζωές των άλλων ανθρώπων και τη διαμόρφωση του μέλλοντος... Άλλο ένα μηχάνημα δίπλα στο πρώτο -αυτό, γεμάτο περιοδικά σεξ αποκλειστικά για ομοφυλόφιλους- έφτυσε ένα εικοσιπενταράκι που βρήκε τον Τζούνιορ στο μέτωπο. Το επόμενο τον χτύπησε στη μύτη. ...Χτύπησες ένα μικρό φάλτσο που ακούστηκε, έστω κι ανεπαίσθητα, ως τα πέρατα του σύμπαντος... Ακόμη κι αν ήταν βυθισμένος ως το λαιμό σε υγρό τσιμέντο, ο Τζούνιορ θα ήταν πιο ευκίνητος. Τα πόδια του δεν τα ένιωθε καν. Ανίκανος να τρέξει μακριά, σήκωσε αμυντικά τα χέρια του, σταυρώνοντάς τα μπροστά από το πρόσωπο του για να προφυλαχτεί. Κέρματα χτύπησαν στα δάχτυλα, στις παλάμες και στον καρπό του. ..Λυτό το φάλτσο προκάλεσε άλλες δονήσεις, που μερικές απ' αυτές θα επιστρέψουν σ' εσένα με τρόπους που ίσως να περιμένεις... Το μηχάνημα ήταν σχεδιασμένο να δέχεται κέρματα των
είκοσι πέντε σεντς, όχι να τα φτύνει. Αυτοί οι αυτόματοι πωλητές δεν έδιναν ρέστα. Από μηχανική άποψη, η επίθεση αυτή ήταν αδύνατη. ...και άλλες με τρόπους που είναι αδύνατο να προβλέψεις... Δυο πιτσιρικάδες και μια γριά είχαν πέσει με τα τέσσερα στο πεζοδρόμιο και μάζευαν κέρματα. Άλλα κατάφερναν να τα πιάσουν, άλλα γλιστρούσαν από τα δάχτυλά τους κι άλλα κυλούσαν κι έπεφταν στη σχάρα του υπονόμου. ...Απ' όλα τα απρόβλεπτα, εγώ είμαι το χειρότερο... Εκτός απ' αυτούς τους τρεις, υπήρχε και κάτι άλλο εκεί γύρω, κάτι αόρατο αλλά αισθητό. Μια παρουσία. Η αύρα αυτής της αθέατης οντότητας ήταν σαν παγωνιά που έφτανε ως το μεδούλι του Τζούνιορ. Το πεισματάρικο, μοχθηρό, ψυχωσικό, ενοχλητικό πνεύμα του Τόμας Βανάντιουμ, του μανιακού ντετέκτιβ, αρνιόταν να πάει να στοιχειώσει στο σπίτι όπου είχε πεθάνει, δεν έλεγε να πάει να εγκατασταθεί σε κανένα έμβρυο για να μετεμψυχωθεί, παρά συνέχιζε να καταδιώκει και να ταλαιπωρεί επιλεκτικά έναν συγκεκριμένο ύποπτο, σκαρώνοντας φάρσες -σαν αόρατη βρομιάρα τριχωτή μαϊμού, κατά τον Σκλεντ- μέσα στους δρόμους της πόλης και στο φως της μέρας. ..Απ' όλα τα απρόβλεπτα, εγώ είμαι το χειρότερο... Έ ν α ς από τους πιτσιρικάδες που μάζευαν κέρματα έπεσε πάνω στον Τζούνιορ. Το τράνταγμα της σύγκρουσης τον έβγαλε από την παράλυση που είχε πέσει, αλλά, όταν απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας από τη ζώνη πυρός του δεύτερου μηχανήματος, το τρίτο στη σειρά άρχισε αμέσως να τον πυροβολεί με κέρματα. ..Απ' όλα τα απρόβλεπτα, εγώ είμαι το χειρότερο... εγώ είμαι το χειρότερο... εγώ είμαι το χειρότερο... Ο Τζούνιορ το έβαλε στα πόδια σαν τρελός, ακούγοντας το πινγκ, τινγκ, τζινγκλ του μανιακού ντετέκτιβ που άδειαζε τις ανύπαρκτες τσέπες του να χλευάζει τη φυγή του.
Κεφάλαιο 60
Η ΚΑΘΛΙΝ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΚΕΡΙΩΝ. Τα καστανά της μάτια να λάμπουν με χρυσαφένιες ανταύγειες. Παγωμένα μαρτίνι και πράσινες ελιές σε ρηχό άσπρο πιάτο. Πέρα από το τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, ο μυθικός ωκεανός να λάμπει κι αυτός από τα μυριάδες φώτα της πόλης. Ο Νόλι, που διηγιόταν στη γυναίκα του πώς πέρασε τη μέρα του, σώπασε όταν ο σερβιτόρος έφερε στο τραπέζι τα ορεκτικά. Γαριδοσαλάτα με σος μουστάρδας. «Νόλι, κυρία Γούλφσταν, καλή σας όρεξη!» Ο Νόλι σταμάτησε την κουβέντα για ν' απολαύσει τις πρώτες μπουκιές από το πιάτο του. Ευδαιμονία. Η Καθλίν τον παρακολουθούσε χαμογελώντας. Ή ξ ε ρ ε πως ο Νόλι απολάμβανε την αγωνία της για τη συνέχεια εξίσου με το ορεκτικό του. Ζωντανή μουσική από πιάνο έφτανε στην αίθουσα του εστιατορίου από το διπλανό, συνεχόμενο μπαρ, τόσο απαλή και διακριτική, που το κουδούνισμα των μαχαιριών στα πιάτα ακουγόταν κι αυτό σαν μέρος της μουσικής. Ο Νόλι αποφάσισε επιτέλους να μιλήσει. «Οπότε, σηκώνει τα χέρια μπροστά του, να φυλαχτεί από τα εικοσιπενταράκια που τον χτυπάνε, και είναι και δυο πιτσιρικάδες και μια γριά γύρω που σέρνονται και μαζεύουν από κάτω τα κέρματα». «Δηλαδή, έπιασε το κόλπο», είπε χαμογελώντας η Καθλίν.
Ο Νόλι έγνεψε καταφατικά. «Ο Τζίμι Γκάτζετ άξιζε τα λεφτά του αυτή τη φορά». Ο άνθρωπος που προμήθευε στην αγορά αυτούς τους αυτόματους πωλητές ήταν ο Τζέιμς Χάνικολτ, που όλοι τον φώναζαν Τζίμι Γκάτζετ. Ο Τζίμι ήταν ειδικός στην ηλεκτρονική παρακολούθηση, μπορούσε να τοποθετήσει κάμερες και «κοριούς» στα πιο απίθανα αντικείμενα. Ή τ α ν επίσης εφευρετικότατος μηχανικός και ικανός να τροποποιήσει ή να κατασκευάσει ακόμη και το πιο απίθανο μαραφέτι που θα του ζητούσαν. «Κάνα δυο τον χτύπησαν στα δόντια», είπε ο Νόλι. «Εγκρίνω οτιδήποτε φέρνει πελάτες στους οδοντίατρους». «Μακάρι να μπορούσα να σου περιγράψω τη φάτσα του. Πιο άσπρη κι από χιονάνθρωπου. Είχαμε παρκάρει το φορτηγάκι ακριβώς μπροστά, δυο βήματα από τους αυτόματους πωλητές». «Σαν να λέμε, πρώτη θέση». «Ναι* έπρεπε να είχαμε σκεφτεί να κόβουμε εισιτήρια. Κι όταν αρχίζει και το τρίτο μηχάνημα να ξερνάει κέρματα, ο τύπος το βάζει στα πόδια, σαν πιτσιρίκι σε νεκροταφείο στις δώδεκα τα μεσάνυχτα». Ο Νόλι γέλασε καθώς θυμήθηκε τη σκηνή. «Πολύ πιο διασκεδαστικό από τα διαζύγια, ε;» « Έ π ρ ε π ε να τον έβλεπες, Καθλίν. Να πέφτει πάνω στους περαστικούς, να τους σκουντάει, ν' ανοίγει δρόμο με τους αγκώνες. Τρία τετράγωνα τον πήραμε από πίσω με το φορτηγάκι εγώ κι ο Τζίμι, μέχρι που έστριψε στην κορυφή και τον χάσαμε. Τρία ολόκληρα τετράγωνα ανηφόρα που θα τσάκιζε ακόμη και ολυμπιονίκη, κι αυτός την έβγαλε όλη με τη μία». «Αφού τον κυνηγούσε το φάντασμα». «Νομίζω ότι το πίστευε». «Η πιο παλαβή υπόθεση που είχες ποτέ», είπε η Καθλίν κουνώντας το κεφάλι της. «Αμέσως μόλις έφυγε ο Κάιν, σηκώνουμε τα πειραγμένα μηχανήματα, τα φορτώνουμε στο φορτηγάκι και κατεβάζουμε πίσω στη θέση τους τα κανονικά. Στο άψε σβήσε. Οι
άλλοι ακόμα μάζευαν εικοσιπενταράκια όταν τελειώσαμε. Και - ά κ ο υ κι αυτό- έρχονται και μας ρωτάνε πού είναι η κάμερα». «Εννοείς...» «Ναι· νόμιζαν ότι είμαστε από το Κάντιντ Κάμερα. Οπότε ο Τζίμι τους δείχνει ένα φορτηγό της Γιουνάιτεντ Πάρσελ που ήταν σταματημένο απέναντι και τους λέει ότι οι κάμερες είναι εκεί μέσα». Η Καθλίν χτύπησε τα χέρια της ενθουσιασμένη. «Καθώς φεύγαμε, διάφοροι τύποι έκαναν νούμερα και κουνούσαν τα χέρια τους στο φορτηγό της Γιουνάιτεντ Πάρσελ. Τους βλέπει ο οδηγός, στέκεται, δεν έχει πάρει χαμπάρι τι τρέχει, και τελικά τους κουνάει κι αυτός το χέρι και φεύγει». Ο Νόλι λάτρευε το γέλιο της γυναίκας του. Ή τ α ν τόσο μουσικό, τόσο κοριτσίστικο. Θα ήταν ικανός να κάνει κάθε λογής καραγκιοζιλίκια μόνο και μόνο για να τ' ακούει. Ο βοηθός σερβιτόρος μάζεψε τα άδεια πιάτα των ορεκτικών και ταυτόχρονα κατέφτασε ο σερβιτόρος με τις σαλάτες. Ακολούθησαν δυο φρέσκα μαρτίνι. «Για ποιο λόγο λες να ξοδεύει τόσα λεφτά σ' αυτή την περίεργη φάρσα;» αναρωτήθηκε η Καθλίν, όχι για πρώτη φορά. «Λέει πως έχει ηθική ευθύνη». «Ναι, αλλά σκέψου το. Αν αισθάνεται ότι έχει κάποια ευθύνη... γιατί ανέλαβε τον Κάιν αρχικά;» «Γιατί είναι δικηγόρος και εμφανίζεται ένας πελάτης με μια υπόθεση αποζημίωσης στην οποία τα λεφτά είναι πάρα πολλά». «Ακόμη κι αν υποψιάζεται ότι η γυναίκα δεν έπεσε τυχαία;» Ο Νόλι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Άλλωστε, άρχισε να τον υποψιάζεται αφότου είχε αναλάβει την υπόθεση». «Ο Κάιν έβγαλε εκατομμύρια. Τι πήρε ο Σάιμον;» «Το είκοσι τοις εκατό. Οχτακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια». «Βγάλε αυτά που σου έδωσε εσένα, του έμειναν σχεδόν οχτακόσια καθαρά».
«Ο Σάιμον είναι καλός άνθρωπος. Τώρα που είναι βέβαιος ότι ο Κάιν έσπρωξε τη γυναίκα του, δεν αισθάνεται και τόσο καλά που τον βοήθησε να κερδίσει, όσο μεγάλη κι αν ήταν η αμοιβή. Άλλωστε, επειδή σ' αυτή την υπόθεση δεν εκπροσωπεί τον Κάιν, οπότε δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων ούτε ηθικό πρόβλημα, του δίνεται η ευκαιρία να επανορθώσει λίγο τα πράγματα». Τον Ιανουάριο του 1965, ο Μάγκιουσον είχε στείλει τον Κάιν στον Νόλι σαν πελάτη, αγνοώντας γιατί χρειαζόταν ο τύπος ιδιωτικό ντετέκτιβ. Αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για το μωρό της Σεραφείμ Γουάιτ. Στο μεταξύ, η προειδοποίηση του Σάιμον στον Νόλι να είναι πολύ προσεκτικός με τον Κάιν Τζούνιορ έκανε τον Νόλι ν' αποφασίσει να αποκρύψει από τον πελάτη του πληροφορίες για το πού βρισκόταν το παιδί. Δέκα μήνες αργότερα, ο Σάιμον ξανατηλεφώνησε στον Νόλι, πάλι σχετικά με τον Κάιν. Αυτή τη φορά, ο δικηγόρος ήταν ο πελάτης του Νόλι και ο Κάιν ο στόχος. Αυτό που ζήτησε ο Σάιμον από τον Νόλι ήταν τουλάχιστον περίεργο και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκόπιμη παρενόχληση, αν και τίποτε απ' όσα θα έκανε δεν ήταν παράνομο. Επί δύο χρόνια, ξεκινώντας από το νόμισμα στο τσίζμπεργκερ και φτάνοντας ως τους αυτόματους πωλητές που έφτυναν κέρματα, τα πάντα ήταν μια μεγάλη φάρσα. «Ακόμη κι αν δεν ήταν τόσα πολλά τα λεφτά», είπε η Καθλίν, «θα λυπόμουν όταν τελείωνε αυτή η υπόθεση». «Κι εγώ. Αλλά δεν πρόκειται να τελειώσει πριν συναντήσουμε αυτό τον άνθρωπο». «Δυο βδομάδες ακόμη. Δεν πρόκειται να τη χάσω με τίποτα αυτή τη συνάντηση. Εκείνη τη μέρα έχω ακυρώσει όλα τα ραντεβού μου». Ο Νόλι σήκωσε το ποτήρι με το μαρτίνι του. «Στην Καθλίν Κλερκλ-Γούλφσταν, οδοντίατρο και βοηθό ντετέκτιβ». Η Καθλίν ανταπέδωσε την πρόποση. «Στον Νόλι μου, σύζυγο και καλύτερο άντρα που είχα ποτέ». Θεέ μου, πόσο την αγαπούσε. «Μοσχαράκι για μωρά», είπε ο σερβιτόρος φέρνοντας τα κυρίως πιάτα. Η πρώτη μπουκιά επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του.
Η θέα της θάλασσας και το φως των κεριών δημιουργούσαν την ιδανική ρομαντική ατμόσφαιρα για τη μελωδία που άρχισε να παίζει ο πιανίστας στο διπλανό μπαρ. Παρ' όλο που το πιάνο ήταν σε κάποια απόσταση και στο εστιατόριο είχε αρκετή φασαρία, η Καθλίν αναγνώρισε το τραγούδι από τις πρώτες νότες. Ανασήκωσε απότομα το κεφάλι από το πιάτο της. Τα μάτια της έλαμπαν. «Παραγγελία», είπε ο Νόλι. «Ελπίζω να μου το τραγουδήσεις» Η Καθλίν κοκκίνισε σαν μικρό κοριτσάκι. Κοίταξε διακριτικά γύρω τα άλλα τραπέζια. «Αφού είμαι ο καλύτερος άντρας που είχες ποτέ κι αυτό είναι το τραγούδι μας...» Η Καθλίν ανασήκωσε τα φρύδια της στις λέξεις το τραγούδι μας. «Δεν είχαμε ποτέ κανένα δικό μας τραγούδι κι ας χορεύουμε και οι δυο τόσο πολύ», είπε ο Νόλι. «Αυτό μ' αρέσει. Και μέχρι στιγμής, το έχεις τραγουδήσει μόνο για έναν άλλο άντρα». Η Καθλίν άφησε κάτω το πιρούνι της, κοίταξε άλλη μια φορά γύρω κι έσκυψε πάνω στο τραπέζι. Κοκκινίζοντας ακό μη πιο πολύ, τραγούδησε σιγανά την πρώτη στροφή από το «Someone to Watch over Me». Μια μεγαλύτερη στην ηλικία γυναίκα από το διπλανό τραπέζι τής είπε: «Έχεις πολύ ωραία φωνή, καλή μου». Γεμάτη αμηχανία, η Καθλίν σταμάτησε να τραγουδάει. Ο Νόλι όμως απάντησε στη συμπαθητική κυρία: «Πράγματι έχει πολύ καλή φωνή. Δεν την ξεχνάς εύκολα όταν την έχεις ακούσει να τραγουδάει».
Κεφάλαιο 61
ΟΔΗΓΏΝΤΑς ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ της ακτής της Καλιφόρνιας με κατεύθυνση προς το βορρά και το Νιούπορτ, η Άγκνες έβλεπε διαρκώς κακούς οιωνούς. Οι καταπράσινοι λόφοι στ' ανατολικά έμοιαζαν με γίγαντες κοιμισμένους κάτω από βαριές κουβέρτες χειμωνιάτικης χλόης, που φαινόταν απαλή και λαμπερή μέσα στον πρωινό ήλιο. Ό τ α ν όμως τα σύννεφα μετακινήθηκαν από τη θάλασσα προς τη στεριά κι έριξαν τις βαριές σκιές τους πάνω στο τοπίο, οι πλαγιές έγιναν σκοτεινές και κρύες και οι κοιμισμένες μορφές άρχισαν να φαντάζουν σαν κουφάρια γιγάντων. Αρχικά, ο Ειρηνικός ήταν κρυμμένος πίσω από ένα πυκλ'ό, αδιάφανο παραπέτασμα ομίχλης. Αργότερα, όμως, όταν ανέβηκε ο ήλιος και η ομίχλη διαλύθηκε, η θάλασσα έγινε μια απέραντη άχρωμη έκταση στο ασθενικό φως του πρωινού και το θαμπό, ακίνητο νερό της θύμιζε εκείνη τη θλιβερή κενότητα στο βλέμμα ενός τυφλού. Ο Μπάρτι είχε ξυπνήσει χωρίς κανένα πρόβλημα στο διάβασμα. Δεν έβλεπε πια περίεργα στριφτά σημαδάκια στις τυπωμένες αράδες της σελίδας. Η Άγκνες, αν και πιάστηκε από την ελπίδα, ήξερε πολύ καλά ότι η εύκολη ελπίδα είναι συνήθως μια ελπίδα μάταιη και δεν επέτρεψε στον εαυτό της να υποθέσει έστω και για μια στιγμή ότι το πρόβλημα μπορεί να είχε λυθεί. Κι άλλα συμπτώματα, όπως τα φωτοστέφανα και τα ουράνια τόξα,
είχαν εξαφανιστεί για ένα διάστημα, επιστρέφοντας και πάλι αργότερα. Η Άγκνες είχε διαβάσει στον Μπάρτι το τελευταίο μισό του Κόκκινου Πλανήτη μόλις το προηγούμενο βράδυ, αλλά ο μικρός είχε πάρει το βιβλίο μαζί του για να το ξαναδιαβάσει από την αρχή. Ό σ ο κι αν η διάθεση της Άγκνες την έκανε να διακρίνει παντού κακούς οιωνούς, δεν έπαυε να βλέπει και την ομορφιά της πλάσης και συνεχώς παρακινούσε τον Μπάρτι να θαυμάσει την υπέροχη θέα, ή κάποια μοναδική λεπτομέρεια του τοπίου. Τα παιδιά, δυστυχώς, δεν συγκινούνται εύκολα από τη φυσική ομορφιά, ειδικά αυτά που είναι απορροφημένα σε μια περιπέτεια που διαδραματίζεται στον πλανήτη Άρη. Ο Μπάρτι διάβαζε δυνατά στη μητέρα του, επειδή η Άγκνες είχε παρακολουθήσει την ιστορία μόνο από τη σελίδα 104 και μετά, κι αυτός ήθελε να της μεταφέρει όλα τα κατορθώματα του Τζιμ και του Φρανκ και του αρειανού φίλου τους, του Γουίλις. Η Άγκνες ανησυχούσε μήπως το διάβασμα κουράσει τα μάτια του και χειροτερέψει την κατάστασή του, και ταυτόχρονα καταλάβανε πόσο παράλογη ήταν αυτή η ανησυχία της. Οι μύες δεν ατροφούν από τη χρήση, ούτε κουράζονται τα μάτια όταν βλέπουν συνεχώς. Ύστερα από πολλά χιλιόμετρα γεμάτα ανησυχίες, ειδυλλιακά τοπία, φανταστικούς οιωνούς και κόκκινες αρειανές ερήμους, έφτασαν επιτέλους στο ιατρείο του Φράνκλιν Τσαν στο Νιούπορτ Μπιτς. Κοντός και λεπτός, ο δόκτωρ Τσαν ήταν διακριτικός σαν βουδιστής μοναχός, αλλά με την αυτοπεποίθηση και την ευγένεια μανδαρίνου αυτοκράτορα. Οι τρόποι του ήταν ήρεμοι και γαλήνιοι, και είχε την ικανότητα να ηρεμεί τους άλλους με την παρουσία του. Επί μισή ώρα εξέταζε τον Μπάρτι με διάφορες συσκευές και όργανα. Αμέσως μετά, τους έκλεισε επείγον ραντεβού σ' έναν ογκολόγο, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει ο Τζόσουα Ναν. Ό τ α ν η Άγκνες τον πίεσε για μια διάγνωση, ο δόκτωρ
Τσαν επικαλέστηκε ήρεμα την ανάγκη για περισσότερες πληροφορίες και αρνήθηκε. Αφότου ο Μπάρτι θα είχε επισκεφτεί τον ογκολόγο και θα είχε κάνει κάποιες συμπληρωματικές εξετάσεις, εκείνος και η μητέρα του θα επέστρεφαν το απόγευμα εδώ, στο ιατρείο του, όπου θα τους ενημέρωνε και για τη διάγνωση και για τις προτάσεις του για το είδος της θεραπείας. Η Άγκνες από τη μια χάρηκε που όλα αυτά τα ραντεβού και οι εξετάσεις θα γίνονταν τόσο γρήγορα κι από την άλλη ταράχτηκε βαθιά. Ο τρόπος που αντιμετώπιζε ο Τσαν την περίπτωση του Μπάρτι οφειλόταν ως ένα βαθμό στη φιλία του με τον Τζόσουα, αλλά ο γιατρός έδειχνε κι από μόνος του μια βιασύνη, που σίγουρα ήταν αποτέλεσμα κάποιας υποψίας που του δημιουργήθηκε όταν εξέτασε τον Μπάρτι και την οποία δίσταζε να εκφράσει με λόγια. Ο δόκτωρ Μόρλι Σκερ, ο ογκολόγος, που είχε το ιατρείο του σε μια πολυκατοικία κοντά στο νοσοκομείο Χόαγκ, ήταν πολύ ψηλός και σωματώδης, αλλά από κάθε άλλη άποψη έμοιαζε με τον Φράνκλιν Τσαν: ευγενικός, ήρεμος και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η Άγκνες όμως τον φοβόταν, για τους ίδιους λόγους που ένας πρωτόγονος άνθρωπος θα έτρεμε μπροστά στο μάγογιατρό της φυλής. Παρ' όλο που ήταν ένας θεραπευτής, οι γνώσεις του για τα σκοτεινά μυστήρια του καρκίνου τού έδιναν σχεδόν θεϊκή δύναμη, οι αποφάσεις του είχαν το σθένος της μοίρας και η φωνή του ήταν η φωνή του πεπρωμένου. Ο δόκτωρ Σκερ, αφού εξέτασε τον Μπάρτι, τον έστειλε στο νοσοκομείο για πρόσθετες εξετάσεις. Εκεί πέρασαν όλη την υπόλοιπη μέρα τους η Άγκνες κι ο Μπάρτι, εκτός από μια ώρα το μεσημέρι που πήγαν για φαγητό σ' ένα κοντινό φαστ φουντ. Στη διάρκεια του φαγητού αλλά και όλες τις ώρες που έμεινε στο νοσοκομείο σαν εξωτερικός ασθενής, ο Μπάρτι δεν έδειχνε να υποψιάζεται τη σοβαρότητα της κατάστασης του. Ή τ α ν συνέχεια κεφάτος και γοήτευσε τους γιατρούς και
τους νοσηλευτές με την προσωπικότητα του και τις ώριμες κουβέντες του. Το απόγευμα, ο δόκτωρ Σκερ ήρθε στο νοσοκομείο για να πάρει τα αποτελέσματα των εξετάσεων και να ξαναδεί τον Μπάρτι. Ή τ α ν χειμώνας και νύχτωνε νωρίς, κι όταν τους έστειλε πίσω στο δόκτορα Τσαν, έξω είχε ήδη σκοτεινιάσει. Η Άγκνες δεν πίεσε τον Σκερ να της δώσει μια διάγνωση. Όλη τη μέρα αγωνιούσε να μάθει, αλλά ξαφνικά δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τίποτα το τετελεσμένο. Στη σύντομη διαδρομή ως το ιατρείο του οφθαλμίατρου, η Άγκνες είχε την παρανοϊκή διάθεση να πατήσει γκάζι, να προσπεράσει το κτίριο του δόκτορα Τσαν και να συνεχίσει μέσα στη νύχτα πηγαίνοντας όλο μπροστά - ό χ ι στο Μπράιτ Μπιτς, όπου τα άσχημα νέα θα την έφταναν από το τηλέφωνο, αλλά σε μέρη τόσο μακρινά, που η διάγνωση δεν θα μπορούσε να τους βρει ποτέ, όπου η αρρώστια θα έμενε ακατονόμαστη κι έτσι δεν θα είχε ποτέ καμιά επίδραση στον Μπάρτι. «Μαμά, το ήξερες ότι κάθε μέρα στον Άρη είναι τριάντα εφτά λεπτά και είκοσι εφτά δευτερόλεπτα μεγαλύτερη από τη δική μας;» «Περίεργο, αλλά κανένας από τους Αρειανούς φίλους μου δεν έτυχε να το αναφέρει». «Μάντεψε πόσες μέρες έχει ένας αρειανός χρόνος». «Λοιπόν, ο Άρης είναι πιο μακριά από τον ήλιο...» «Διακόσια είκοσι πέντε εκατομμύρια χιλιόμετρα!» «Άρα... τετρακόσιες μέρες;» «Πολύ περισσότερες. Εξακόσιες ογδόντα εφτά. Θα μου άρεσε να ζω στον Άρη, εσένα;» «Θ' αργούσαν πολύ περισσότερο τα Χριστούγεννα», είπε η Άγκνες. «Και τα γενέθλια. Θα γλίτωνα ένα σωρό δώρα». «Δε θα μου την έσκαγες ποτέ. Σε ξέρω. Θα γιορτάζαμε Χριστούγεννα δυο φορές το χρόνο και θα κάναμε πάρτι για τα μισογενέθλια». «Με περνάς για κορόιδο, ε;» «Όχι. Αλλά είσαι πολύ καλή μαμά». Ψ * sfe
Στις 5:45, αφού είχε λήξει η ώρα των επισκέψεων, στο ιατρείο του δόκτορα Τσαν είχε πέσει ησυχία. Η γραμματέας του, η Ρεβέκκα, είχε μείνει επίτηδες μετά τη δουλειά, για να κρατήσει συντροφιά στον Μπάρτι στην αίθουσα αναμονής. Ο δόκτωρ Τσαν πήρε την Άγκνες στο ιδιαίτερο γραφείο του, όπου έκλεισε διακριτικά την πόρτα. Τα χέρια της έτρεμαν, έτρεμε ολόκληρη, και στο μυαλό της ο φόβος έκανε τέτοιο βουητό, σαν αμαξοστοιχία που τρέχει με σπασμένα φρένα. Ο γιατρός είδε τη δυστυχία της και το ευγενικό πρόσωπό του γλύκανε ακόμη πιο πολύ, ο οίκτος έγινε προφανής. Εκείνη τη στιγμή, η Άγκνες διέκρινε το φριχτό σχήμα που αποκτούσε το μέλλον, χωρίς να είναι σε θέση ακόμη να δει καθαρά τις λεπτομέρειες. Αντί να καθίσει πίσω από το γραφείο του, ο γιατρός προτίμησε μια από τις δυο πολυθρόνες των ασθενών, δίπλα στην Άγκνες. Ή τ α ν κι αυτό μια ένδειξη για το τι θα της έλεγε. «Κυρία Λάμπιον, σε τέτοιες περιπτώσεις, θεωρώ ότι η καλύτερη προσέγγιση είναι η ειλικρίνεια. Ο γιος σας έχει ρετινοβλάστωμα. Που σημαίνει όγκο στον αμφιβληστροειδή». Ό σ ο έντονα κι αν είχε αισθανθεί την έλλειψη του Τζόι τα τρία τελευταία χρόνια, ποτέ δεν της είχε λείψει όσο της έλειπε τώρα. Ο γάμος είναι μια έκφραση της αγάπης, του σεβασμού, της εμπιστοσύνης και της κοινής πίστης για το μέλλον, αλλά η ένωση των δύο συζύγων είναι επίσης μια συμμαχία ενάντια στις προκλήσεις και στις τραγωδίες της ζωής, μια υπόσχεση ότι όσο έχεις εμένα δίπλα σον δεν θα βρεθείς ποτέ μόνος. «Ο κίνδυνος είναι», συνέχισε ο δόκτωρ Τσαν, «να εξαπλωθεί το καρκίνωμα από το μάτι στο βολβό και, μέσω του οπτικού νεύρου, στον εγκέφαλο». Η Άγκνες έκλεισε τα μάτια της να μη βλέπει τον οίκτο του Φράνκλιν Τσαν, που φανέρωνε πόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση. Και ύστερα τα άνοιξε αμέσως, γιατί το σκοτάδι τής θύμισε το σκοτεινό μέλλον που περίμενε τον Μπάρτι. Έτρεμε τόσο πολύ, που κινδύνευε να καταρρεύσει. Αυτή ήταν μητέρα και πατέρας για τον Μπάρτι, το μόνο του στήριγμα, κι έπρεπε να φανεί δυνατή για χάρη του. Έσφιξε τα
δόντια της, τέντωσε το κορμί της και σιγά σιγά κατάφερε να συγκρατήσει την τρέμουλα με τη δύναμη της θέλησής της και μόνο. «Το ρετινοβλάστωμα είναι συνήθως μονομερές», συνέχισε ο οφθαλμίατρος. «Παρουσιάζεται στο ένα μάτι. Ο Μπαρθόλομιου έχει όγκους και στα δυο». Το γεγονός ότι ο Μπάρτι έβλεπε «στριφτά σημαδάκια» ανεξάρτητα από το ποιο μάτι έκλεινε είχε προετοιμάσει την Άγκνες για το ενδεχόμενο να έχει πρόβλημα και στα δυο. Παρ' όλα αυτά, ένιωσε σαν να της έμπηγαν ένα μαχαίρι στην καρδιά. «Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο καρκίνος είναι πιο προχωρημένος στο ένα μάτι απ' ό,τι στο άλλο. Ό τ α ν το μέγεθος του όγκου το απαιτεί, αφαιρούμε το μάτι που έχει τη μεγαλύτερη βλάβη και υποβάλλουμε το άλλο σε ακτινοβολίες». Η Άγκνες άρχισε να προσεύχεται βουβά, απελπισμένα. «Συχνά, τα συμπτώματα εμφανίζονται αρκετά νωρίς και η θεραπεία με ακτινοβολία στο ένα ή και στα δύο μάτια έχει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Ο στραβισμός -όταν η μια από τις κόρες αποκλίνει, είτε εσωτερικά, προς τη μεριά της μύτης, είτε προς τα έξω, προς το μέτωπο -είναι ένα πρώιμο σύμπτωμα, αν και συχνότερα μας βάζουν σε υποψίες περίεργα προβλήματα στην όραση που αναφέρουν οι ασθενείς». «Στριφτά σημαδάκια». Ο Τσαν έγνεψε καταφατικά. «Κρίνοντας από το προχωρημένο στάδιο των καρκινωμάτων του Μπάρτι, λογικά θα έπρεπε να είχε παραπονεθεί πολύ νωρίτερα». «Τα συμπτώματα εμφανίζονται και χάνονται. Σήμερα διάβαζε κανονικά». «Κι αυτό είναι ασυνήθιστο. Ειλικρινά, μακάρι η αιτιολογία της ασθένειας να μας άφηνε περιθώρια βάσιμης ελπίδας ότι τα συμπτώματά της είναι παροδικά... αλλά δε μας αφήνει». Ελέησόν με, Κύριε, κατά το μέγα έλεος Σου. Συγκριτικά, λίγοι άνθρωποι περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της νιότης τους πασχίζοντας ν' αποκτήσουν τη γνώση που απαιτείται για μια ιατρική ειδικότητα, εκτός αν έχουν το απαιτούμενο πάθος. Ο Φράνκλιν Τσαν ήταν γιατρός και το πάθος του ήταν η διατήρηση της όρασης. Η Άγκνες διέκρινε
την αγωνία του, που, αν και μικρότερη από τη δική της, ήταν πραγματική και βαθιά συγκινητική. «Η μάζα των δύο καρκινωμάτων είναι ενδεικτική μιας ταχείας μετάστασης από την κόρη στον οφθαλμικό βολβό. Μακάρι να μην είχε συμβεί ήδη αυτό. Δεν υπάρχει όμως καμιά ελπίδα να ενεργήσει η ακτινοβολία σ' αυτό το στάδιο και δεν έχουμε χρόνο να το διακινδυνεύσουμε ακόμη κι αν υπήρχε ελπίδα. Καθόλου χρόνο. Καθόλου. Ο δόκτωρ Σκερ κι εγώ συμφωνούμε: για να σώσουμε τη ζωή του Μπάρτι, πρέπει να αφαιρεθούν αμέσως και τα δύο μάτια». Τέσσερις μέρες μετά τα Χριστούγεννα και ύστερα από δύο μέρες αγωνίας, η Άγκνες μάθαινε το χειρότερο. Ο γιος της, ο θησαυρός της, θα έπρεπε ή να ζήσει τυφλός ή να πεθάνει. Είχε να διαλέξει ανάμεσα στην τύφλωση και στον όγκο στον εγκέφαλο. Το περίμενε ότι θα αισθανόταν τρόμο, αλλά όχι τέτοιο τρόμο σαν κι αυτόν τώρα. Περίμενε επίσης να την τσακίσει αυτός ο τρόμος και να την παραλύσει, γιατί, όσο ικανή ήταν να τα βγάλει πέρα σε κάθε δυστυχία που θα μπορούσε να πέσει πάνω της, δεν πίστευε ότι θα είχε ποτέ το σθένος ν' αντέξει να βλέπει το αθώο παιδί της να υποφέρει μια τέτοια τύχη. Κι όμως, είχε ακούσει το γιατρό και είχε δεχτεί την τρομερή καταδίκη χωρίς να καταρρεύσει από την πρώτη στιγμή. «Αμέσως;» επανέλαβε. «Τι σημαίνει αυτό, γιατρέ;» «Αύριο το πρωί». Η Άγκνες κοίταξε τα σφιγμένα χέρια της. Ή τ α ν φτιαγμένα για δουλειά και πάντα πρόθυμα ν' αναλάβουν κάθε αγγαρεία. Γερά, σβέλτα, αξιόπιστα χέρια, αλλά άχρηστα αυτή τη φορά, ανίκανα να κάνουν το μοναδικό θαύμα που θα είχε σημασία. «Σε οχτώ μέρες είναι τα γενέθλια του Μπάρτι. Μήπως;...» Ο τρόπος του Φράνκλιν Τσαν παρέμεινε επαγγελματικός, εκπέμποντας τη σιγουριά και την εμπιστοσύνη που χρειαζόταν η Άγκνες από ένα γιατρό, αλλά η συμπόνια του ήταν ολοφάνερη όταν της απάντησε, γλυκαίνοντας ακόμη περισσότερο την ευγενική φωνή του. «Οι όγκοι είναι τόσο προχωρημένοι, που μόνο μέσα στο χειρουργείο θα διαπιστώσουμε αν υπάρχουν μεταστάσεις. Ί σ ω ς να είναι ήδη αργά. Αλλά, κι αν
δεν είναι πολύ αργά, έχουμε μόνο ένα μικρό περιθώριο ελπίδας. Έ ν α παραθυράκι. Οχτώ μέρες σημαίνει ότι μπορεί να χάσουμε κι αυτή τη μικρή ελπίδα». Η Άγκνες κούνησε το κεφάλι της. Της ήταν αδύνατο να πάψει να κοιτάζει τα σταυρωμένα χέρια της. Αν συναντούσε το βλέμμα του γιατρού, φοβόταν ότι η λύπη του θα πυροδοτούσε τη δική της, ότι η συμπόνια του θα έσπαζε τον εύθραυστο κρίκο που συγκρατούσε τα συναισθήματά της υπό έλεγχο. «Θέλετε να είμαι κι εγώ μαζί σας όταν θα του το πείτε;» τη ρώτησε ο Φράνκλιν Τσαν ύστερα από λίγο. «Νομίζω... οι δυο μας καλύτερα». «Θέλετε εδώ στο γραφείο μου;» «Εντάξει». «Μήπως θέλετε να μείνετε λίγη ώρα μόνη πριν σας TCA φέρω;» Η Άγκνες έγνεψε καταφατικά. Ο γιατρός σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα. «Κυρία Λάμπιον...» «Ναι;» είπε η Άγκνες χωρίς να ανασηκώσει τα μάτια της. «Είναι απίθανο παιδί, πανέξυπνο, γεμάτο ζωντάνια. Η τύφλωση είναι σκληρό πράγμα, αλλά δεν είναι το τέλος. Θσ τα καταφέρει και χωρίς το φως. Θα είναι πολύ δύσκολο στην αρχή, αλλά αυτό το παιδί... με τον καιρό θα ευτυχήσει». Η Άγκνες δάγκωσε το κάτω χείλι της, κράτησε την ανάσα της, έπνιξε το λυγμό που ανέβηκε στο λαιμό της κι απάντησε: «Το ξέρω». Ο Φράνκλιν Τσαν έκλεισε την πόρτα του γραφείου βγαίνοντας. Η Άγκνες έσκυψε μπροστά, πάνω στην καρέκλα της. Γό νατα ενωμένα, χέρια σφιγμένα πάνω στα γόνατα, το μέτω πο πάνω στα σφιγμένα χέρια της. Σκέφτηκε ότι ήξερε καλά τι θα πει αντοχή, υπομονή κα πίστη, και πόσο αναγκαίες ήταν και πόση δύναμη είχαν νο γαληνεύουν το νου και την ψυχή, αλλά τα επόμενα λίγα λε πτά έμαθε τι θα πει αντοχή και πίστη όπως δεν το είχε κα ταλάβει ποτέ ως τώρα.
Τα ρίγη επέστρεψαν, πιο βίαια από πριν, και ύστερα πέρασαν για άλλη μια φορά. Για λίγο, δεν της έφτανε ο αέρας που ανάσαινε. Πνιγόταν. Έ π α ι ρ ν ε κάτι μεγάλες, τρεμάμενες, ασθματικές αναπνοές και νόμιζε ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ να ησυχάσει. Αλλά πέρασε κι αυτό. Ανησυχώντας μήπως τα δάκρυά της τρομάξουν τον Μπάρτι κι ότι αν άφηνε να κυλήσουν έστω και μερικά τώρα που ήταν μόνη της δεν θα μπορούσε ύστερα να συγκρατήσει το ποτάμι, τα κράτησε και τα κατάπιε. Η δύναμη της μητρικής καρδιάς πρέπει να είναι το υλικό που χτίζονται τα φράγματα. Σηκώθηκε από την καρέκλα, πήγε ως το παράθυρο και σήκωσε τα στόρια. Έ ξ ω η νύχτα, τ' αστέρια. Το σύμπαν ήταν απέραντο κι ο Μπάρτι τόσο μικρός, αλλά η αθάνατη ψυχή του τον έκανε τόσο σημαντικό όσο και τους γαλαξίες, όσο καθετί μέσα στην απεραντοσύνη της Δημιουργίας. Αυτό πίστευε η Αγκνες. Δεν θα άντεχε τη ζωή χωρίς την πίστη ότι υπήρχε νόημα και σκοπός σε όλα α υ τ ά - α ν και καμιά φορά ένιωθε σαν σπουργίτι που ξεπάγιασε και δεν το πρόσεξε κανείς. Ο Μπάρτι καθόταν πάνω στο γραφείο του γιατρού, κουνώντας τα ποδαράκια του και κρατώντας τον Κόκκινο Πλανήτη, με το δαχτυλάκι του χωμένο στο βιβλίο, να μαρκάρει τη σελίδα. Η Άγκνες τον είχε σηκώσει και τον είχε βάλει πάνω στο γραφείο. Τώρα, του έστρωσε τα μαλλιά, του έφτιαξε το πουκάμισο, έδεσε τα κορδόνια του που είχαν λυθεί και διαπίστωσε ότι ήταν πολύ πιο δύσκολο απ' ό,τι είχε φανταστεί να του πει αυτά που έπρεπε να του πει. Ί σ ω ς να χρειαζόταν να είναι μπροστά κι ο γιατρός τελικά. Και ύστερα, ξαφνικά, βρήκε τα σωστά λόγια - γ ι α την ακρίβεια, βγήκαν από μέσα της, χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση ότι σχημάτιζε τις φράσεις. Η ουσία αυτών που είπε και ο τρόπος που τα είπε ήταν τέλειοι. Σαν να είχε κατεβεί από
τον ουρανό ένας άγγελος, να την είχε κυριεΰοει και να είχε σηκώσει αυτός όλο το βάρος μιας εξήγησης που θα βοηθούσε το γιο της να καταλάβει τι έπρεπε να συμβεί και γιατί. Οι ικανότητες του Μπάρτι στα μαθηματικά και στην αντίληψη εννοιών ισοδυναμούσαν με ενός μέσου εικοσάχρονου, αλλά δεν έπαυε να είναι μόνο τριών ετών. Τα παιδιά-θαύματα δεν είναι απαραίτητα τόσο συναισθηματικά ώριμα όσο διανοητικά ανεπτυγμένα, αλλά ο Μπάρτι την άκουσε σοβαρός, με απόλυτη προσοχή, έκανε κάποιες ερωτήσεις, και ύστερα έμεινε σιωπηλός κοιτώντας το βιβλίο που κρατούσε, χωρίς να κλαίει, ούτε να δείχνει τρομαγμένος. «Νομίζεις ότι οι γιατροί ξέρουν καλύτερα;» ρώτησε τελικά. «Ναι, αγάπη μου. Ξέρουν». «Εντάξει». Ο Μπάρτι άφησε δίπλα το βιβλίο και της άπλωσε τα χεράκια του. Η Άγκνες τον πήρε στην αγκαλιά της, τον σήκωσε από το γραφείο και τον κράτησε σφιχτά, με το κεφαλάκι του γερμένο στον ώμο της και το πρόσωπο χωμένο στο λαιμό της, έτσι όπως τον κρατούσε μωρό. «Μπορούμε να περιμένουμε ως τη Δευτέρα;» ρώτησε ο Μπάρτι. Μια λεπτομέρεια που του είχε κρύψει η Άγκνες ήταν ότι ο καρκίνος ίσως να είχε ήδη κάνει μετάσταση και τότε θα πέθαινε παρά την εγχείρηση κι ότι αν δεν είχε ήδη κάνει μετάσταση, αυτό θα γινόταν πολύ σύντομα. «Γιατί ως τη Δευτέρα;» «Τώρα μπορώ και διαβάζω. Τα σημαδάκια έφυγαν». « θ α ξανάρθουν». «Ναι, αλλά το Σαββατοκύριακο θα προλάβω να διαβάσω μερικά βιβλία ακόμη». «Του Χέινλιν, ε;» Η Άγκνες ήξερε ποια βιβλία ήθελε ο Μπάρτι. «Το Τούνελ στον Ουρανό, το Ανάμεσα στους Πλανήτες και τον Αστροναύτη Τξόοννς». Τον πήγε ως το παράθυρο και, κοιτιόντας ψηλά, τον ου-
ρανό τ' αστέρια και το φεγγάρι, τον είπε: «Εγώ θα σου διαβάζω πάντα, Μπάρτι». «Δεν είναι το ίδιο». «Ναι, το ξέρω». Ο Χέινλιν είχε ονειρευτεί ταξίδια σε μακρινούς κόσμους. Πριν από το θάνατο του, ο Τζον Κένεντι είχε υποσχεθεί ότι ο άνθρωπος θα πατούσε στο φεγγάρι πριν από το τέλος της δεκαετίας. Ο Μπάρτι δεν ήθελε τίποτα τόσο μεγάλο. Ή θ ε λε μόνο να διαβάσει μερικές ιστορίες, να βυθιστεί στον μαγικό κόσμο των βιβλίων, γιατί πολύ σύντομα οι ιστορίες θα γίνονταν γι' αυτόν μια ακουστική εμπειρία κι όχι ένα ιδιαίτερο, εντελώς προσωπικό ταξίδι. Η Άγκνες ένιωθε την ανάσα του ζεστή πάνω στο λαιμό της. «Και θέλω να γυρίσω σπίτι για να δω μερικά πρόσωπα». «Πρόσωπα;» «Τον θείο Ίντομ. Τον θείο Τζέικομπ. Τη θεία Μαρία. Για να θυμάμαι καλά τα πρόσωπά τους, αφού θα... Ξέρεις». Ο ουρανός ήταν απέραντος και κρύος. Για μια στιγμή, το φεγγάρι τρεμούλιασε, τ' αστέρια θόλωσαν -αλλά για μια στιγμή μόνο, γιατί η αγάπη της γι' αυτό το παιδί ήταν μια δυνατή φλόγα που ατσάλωσε το κορμί της και στέγνωσε την υγρασία από τα μάτια της. Χωρίς την πλήρη συγκατάθεση αλλά με την απόλυτη κατανόηση του Φράνκλιν Τσαν, η Άγκνες πήγε τον Μπάρτι σπίτι. Τη Δευτέρα θα επέστρεφαν στο νοσοκομείο Χόαγκ κι ο Μπάρτι θα έμπαινε στο χειρουργείο την Τρίτη. Η βιβλιοθήκη του Μπράιτ Μπιτς έμενε ανοιχτή ως τις εννιά το βράδυ τις Παρασκευές. Η Άγκνες με τον Μπάρτι έφτασαν μια ώρα πριν κλείσει, επέστρεψαν τα βιβλία που είχε ήδη διαβάσει ο Μπάρτι και δανείστηκαν τα άλλα τρία που ήθελε. Με πνεύμα αισιοδοξίας, πήραν και τέταρτο. Πίσω στο αυτοκίνητο, ένα τετράγωνο πριν από το σπίτι, ο Μπάρτι είπε στην Άγκνες: «Ίσως δεν πρέπει να το πούμε στον θείο Ίντομ και στον θείο Τζέικομπ πριν από την Κυριακή το βράδυ. Δε θα το πάρουν καλά. Ξέρεις...» Η Άγκνες κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρω».
«Αν τους το πούμε τώρα, δε θα είναι χαρούμενο το Σαββατοκύριακο». Χαρούμενο Σαββατοκύριακο. Η ωριμότητα του την άφηνε κατάπληκτη και η δύναμη του της έδινε κουράγιο. Στο σπίτι, η Άγκνες δεν είχε όρεξη να φάει, αλλά ετοίμασε για τον Μπάρτι ένα σάντουιτς με τυρί, του έβαλε και πατατοσαλάτα στο πιάτο, πρόσθεσε και μια Κόκα Κόλα σ' ένα δίσκο και του τα πήγε όλα στο δωμάτιο του, όπου ο μικρός ήταν ήδη στο κρεβάτι και διάβαζε το Τούνελ στον Ουρανό. Ο Ίντομ και ο Τζέικομπ ήρθαν στο σπίτι και ρώτησαν τι είχε πει ο γιατρός. Η Άγκνες τους είπε ψέματα. «Κάναμε κάποιες εξετάσεις, αλλά τ' αποτελέσματα θα τα έχουμε τη Δευτέρα. Γενικά, ο γιατρός πιστεύει ότι ο Μπάρτι είναι μια χαρά». Αν κάποιος από τους δυο υποψιάστηκε ότι η Άγκνες δεν έλεγε την αλήθεια, αυτός ήταν ο Ίντομ. Την κοίταξε παραξενεμένος, αλλά δεν επέμεινε. Η Άγκνες του ζήτησε να μείνει στο σπίτι για να μην είναι μόνος ο Μπάρτι, επειδή αυτή θα πήγαινε για καμιά ωρίτσα να δει τη Μαρία Γκονζάλες. Ο Ίντομ δέχτηκε μετά χαράς και στρώθηκε μπροστά στην τηλεόραση να δει ένα ντοκιμαντέρ για τα ηφαίστεια, που περιείχε και διηγήσεις από την έκρηξη του Μον Πελέ το 1902 στη Μαρτινίκα, όπου είχαν σκοτωθεί 28.000 άνθρωποι μέσα σε λίγα λεπτά. Η Άγκνες ήξερε ότι η Μαρία ήταν σπίτι και περίμενε τηλεφώνημά της με τα νέα για τον Μπάρτι. Το διαμέρισμα ήταν πάνω από το εμπορικό κατάστημα με γυναικεία ρούχα και είχε είσοδο από μια εξωτερική σκάλα στο πίσω μέρος του κτιρίου. Αυτή η σκάλα ποτέ πριν δεν είχε δυσκολέψει την Άγκνες, αλλά αυτή τη φορά, όταν έφτασε στην κορυφή, ήταν ξέπνοη και τα πόδια της έτρεμαν. Η Μαρία πάνιασε όταν άνοιξε την πόρτα και την είδε, γιατί κατάλαβε αμέσως ότι επίσκεψη αντί για τηλεφώνημα σήμαινε το χειρότερο. Στην κουζίνα της Μαρίας, τέσσερις μέρες μετά τα Χριστούγεννα, η Άγκνες άφησε επιτέλους τη μάσκα της στωικότητας να πέσει κι έκλαψε πικρά.
*
*
*
Αργότερα, στο σπίτι, αφοΰ η Άγκνες έστειλε τον Ίντομ στο διαμέρισμα του, άνοιξε ένα μπουκάλι βότκα που είχε αγοράσει επιστρέφοντας από το σπίτι της Μαρίας. Έ β α λ ε μια δόση σ' ένα ποτήρι και πρόσθεσε πορτοκαλάδα. Ύστερα κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας κοιτώντας αφηρημένα το ποτήρι. Μετά από λίγο άδειασε το περιεχόμενο του στο νεροχύτη χωρίς να έχει πιει οΰτε μια γουλιά. Έβαλε κρΰο γάλα και το ήπιε σχεδόν μονορούφι. Καθώς ξέπλενε το ποτήρι, ένιωσε σαν να ήταν έτοιμη να κάνει εμετό, αλλά δεν έκανε. Για πολλή ώρα έμεινε μόνη στο καθιστικό, στα σκοτεινά, στην πολυθρόνα που κάποτε ήταν η αγαπημένη του Τζόι και σκεφτόταν διάφορα πράγματα. Το μυαλό της επέστρεφε συχνά στον στεγνό περίπατο του Μπάρτι κάτιο από τη βροχή. Ό τ α ν ανέβηκε επάνω, στις 2:10 το πρωί, βρήκε το παιδί κοιμισμένο, με τη λάμπα του κομοδίνου αναμμένη και το Τούνελ στον Ουρανό δίπλα του. Η Άγκνες κουλουριάστηκε στην πολυθρόνα και παρακολουθούσε τον Μπάρτι. Δεν χόρταινε να τον κοιτάζει. Σκέφτηκε να μην κοιμηθεί και να μείνει όλη τη νύχτα να τον προσέχει, αλλά τη νίκησε η κούραση κι αποκοιμήθηκε. Λίγο μετά τις έξι τα χαράματα, Σάββατο πρωί, ξύπνησε από κάποιο στενόχωρο όνειρο και είδε τον Μπάρτι καθισμένο στο κρεβάτι να διαβάζει. Στη διάρκεια της νύχτας, το παιδί είχε ξυπνήσει, την είχε βρει να κοιμάται στην πολυθρόνα και την είχε σκεπάσει με μια κουβέρτα. Η Άγκνες χαμογέλασε και τυλίχτηκε πιο σφιχτά με την κουβέρτα της. «Προσέχεις τη γριά μητέρα σου, ε;» «Κάνεις καλές πίτες». Το αστείο τη βρήκε απροετοίμαστη και γέλασε αυθόρμητα. «Χαίρομαι που ακούω ότι είμαι καλή σε κάτι. Υπάρχει καμιά πίτα που σου αρέσει ιδιαίτερα να σου τη φτιάξω σήμερα;»
«Πίτα με φιστικοβούτυρο. Με ινδική καρύδα. Και με κρέμα σοκολάτας». «Τρεις πίτες! Θα γίνεις χοντρός σαν γουρουνάκι». «Θα δώσω και στους άλλους», την καθησύχασε ο Μπάρτι. Έτσι άρχισε η πρώτη μέρα του τελευταίου Σαββατοκύριακου της παλιάς τους ζωής. Την Κυριακή το πρωί τους επισκέφτηκε η Μαρία και κάθισε στην κουζίνα να κεντήσει το λαιμό και τις μανσέτες μιας μπλούζας, ενώ η Άγκνες έφτιαχνε πίτες. Ο Μπάρτι είχε καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας και διάβαζε το Ανάμεσα στους Πλανήτες. Κάθε τόσο, η Άγκνες τον έπιανε να την παρακολουθεί που δούλευε, ή να παρατηρεί το πρόσωπο και τα επιδέξια χέρια της Μαρίας. Με το ηλιοβασίλεμα, το παιδί στάθηκε στην πίσω αυλή και με τεντωμένο πίσω το κεφάλι του χάζευε, ανάμεσα στα κλαδιά της πελώριας γέρικης βαλανιδιάς, τον ουρανό να παίρνει χρώμα πορτοκαλί, και σιγά σιγά να σκοτεινιάζει σε κοραλλί, σε κόκκινο, σε μαβί και σε βαθύ μπλε. Με την αυγή, ο Μπάρτι και η μητέρα του κατέβηκαν στην ακτή για να παρατηρήσουν τα μεγάλα κύματα, στεφανωμένα με αφρούς και με το χρυσαφένιο φως της ανατολής, να δουν τους γλάρους και να πετάξουν ψίχουλα στην άμμο, που έφεραν ένα κοπάδι λευκά πουλιά προς το μέρος τους. Την Κυριακή, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ ήρθαν για το δείπνο. Μετά το γλυκό κι αφού ο Μπάρτι αποσύρθηκε στο δωμάτιο του για να συνεχίσει το διάβασμα του Αστροναύτη Τζόοννς, που το είχε αρχίσει νωρίς το απόγευμα, η Άγκνες είπε στ' αδέρφια της την αλήθεια σχετικά με τα μάτια του παιδιού. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες και των δύο να εκφράσουν τη λύπη τους με λόγια συγκίνησε την Άγκνες, όχι μόνο επειδή νοιάζονταν τόσο πολύ, αλλά επειδή ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση αδυνατούσαν να εκδηλώσουν με επάρκεια τα συναισθήματά τους. Στερημένη από την ανακούφιση της εξωτερίκευσης, η λύπη τους είχε γίνει δίκοπο μαχαίρι. Μια ολόκληρη ζωή εσωστρέφειας τους είχε στερήσει τη στοιχειώ-
δη κοινωνικότητα κι έτσι αδυνατούσαν να βρουν παρηγοριά στην επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, αλλά και να παρηγορήσουν. Ακόμη χειρότερα, η εμμονή τους με το θάνατο, σε όλες τις μορφές και τις εκδηλώσεις του, τους είχε προετοιμάσει να αποδεχτούν τον καρκίνο του Μπάρτι. Έτσι, και οι δυο δεν φάνηκαν ούτε σοκαρισμένοι ούτε απαρηγόρητοι -ήταν παραιτημένοι. Στο τέλος, με μεγάλο εκνευρισμό, ο καθένας τους περιορίστηκε σε αποσπασματικές φράσεις, αδέξιες χειρονομίες, βουβά δάκρυα, και η Άγκνες ήταν αυτή που κατέληξε να τους παρηγορεί. Ή θ ε λ α ν ν' ανεβούν στο δωμάτιο του Μπάρτι, αλλά η Άγκνες τους το αρνήθηκε. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν για το παιδί τίποτα παραπάνω απ' ό,τι είχαν κάνει για την ίδια. «Ο Μπάρτι θέλει να προλάβει να τελειώσει το βιβλίο και αποφάσισα να τον αφήσω ήσυχο. Θα ξεκινήσουμε για το Νιούπορτ Μπιτς αύριο το πριοί στις εφτά. Θα τον δείτε τότε». Λίγο μετά τις εννιά το βράδυ, μια ώρα αφότου είχαν φύγει τ' αδέρφια της, ο Μπάρτι κατέβηκε στην κουζίνα με το βιβλίο στο χέρι. «Τα σημαδάκια ξαναγύρισαν». Η Άγκνες γέμισε δυο ποτήρια της μπίρας με παγωτό βανίλια κι αφού φόρεσε στα γρήγορα τις πιτζάμες της, κάθισε μαζί με τον Μπάρτι στο μεγάλο κρεβάτι στο δωμάτιο της. Εκεί απόλαυσαν το παγωτό τους ενώ του διάβαζε τις τελευταίες εξήντα σελίδες από τον Αστροναύτη Τζόουνς. Ποτέ Σαββατοκύριακο δεν είχε περάσει τόσο γρήγορα και ποτέ τα μεσάνυχτα δεν είχαν φέρει τόσο τρόμο. Εκείνη τη νύχτα, ο Μπάρτι κοιμήθηκε στο κρεβάτι της μητέρας του. Λίγη ώρα αφότου είχε σβήσει το φως, η Άγκνες γύρισε και του είπε: «Μικρέ, πάει μια βδομάδα από τότε που πήγες εκεί που δεν ήταν η βροχή και το σκεφτόμουν πολύ όλες αυτές τις μέρες». «Δεν είναι τρομακτικό, σου είπα», επέμεινε ο Μπάρτι. «Για μένα είναι. Αυτό που αναρωτιόμουν όμως... όταν μου είπες για τους τρόπους που υπάρχουν τα πράγματα... υπάρχει κάποιο μέρος όπου δεν έχεις αυτό το πρόβλημα με τα μάτια σου;» «Ναι. Έτσι γίνεται με όλα. Ό λ α όσα μπορούν να συμ-
βούν συμβαίνουν και κάθε διαφορετικός τρόπος που συμβαίνουν φτιάχνει ένα καινούριο μέρος». «Δεν κατάλαβα και πολύ καλά». Ο Μπάρτι αναστέναξε. «Το ξέρω». «Τα βλέπεις αυτά τα άλλα μέρη;» «Τα αισθάνομαι μόνο». «Ακόμη κι όταν πας εκεί;» «Δεν πάω κανονικά. Είναι σαν να πηγαίνω... στην ιδέα τους». «Μήπως θα μπορούσες να το εξηγήσεις αυτό λίγο καλύτερα στη γριά μανούλα σου;» «Κάποτε, ίσως. Ό χ ι τώρα». «Και... πόσο μακριά είναι αυτά τα μέρη;» «Είναι όλα μαζί εδώ τώρα». «Κι άλλοι Μπάρτι κι άλλες Άγκνες σε άλλα σπίτια σαν κι αυτό... είναι όλα μαζί εδώ τώρα;» «Ναι». «Και σε κάποια απ' αυτά ο μπαμπάς σου ζει». «Ναι». «Και σε κάποια άλλα εγώ έχω πεθάνει το βράδυ που σε γέννησα και εσύ ζεις μόνος με τον μπαμπά σου». «Σε κάποια μέρη πρέπει να είναι έτσι». «Και σε κάποια μέρη τα μάτια σου πρέπει να είναι εντάξει;» «Είναι πολλά τα μέρη που δεν έχω καθόλου αρρώστια στα μάτια μου. Και άλλα που είμαι ακόμα χειρότερα, ή λίγο καλύτερα, αλλά έχω την αρρώστια». Η Άγκνες είχε σαστίσει πάλι από τα λόγια του παιδιού, αλλά θυμήθηκε ότι πριν από μια βδομάδα στο νεκροταφείο είχε αποδειχτεί ότι είχαν βάση. «Αγάπη μου», είπε στον Μπάρτι, «αυτό που αναρωτιέμαι είναι... μήπως θα μπορούσες να πας εκεί που δεν έχεις την αρρώστια, έτσι όπως πήγες εκεί που δεν ήταν η βροχή... και ν' αφήσεις την αρρώστια σ' αυτό το άλλο μέρος. Θα μπορούσες να πας εκεί που τα μάτια σου είναι γερά και να γυρίσεις πίσω μ' αυτά;» «Δε γίνεται έτσι». «Γιατί όχι;» Ο Μπάρτι το σκέφτηκε για λίγο. «Δεν ξέρω».
«Θα το σκεφτείς για χατίρι μου;» «Ναι. Είναι καλή ερώτηση». Η Άγκνες χαμογέλασε. «Σ' ευχαριστώ, γλυκέ μου. Σ' αγαπώ πολύ». «Κι εγώ σ' αγαπώ πολύ, μαμά». «Είπες την προσευχή σου;» «Θα την πω τώρα». Είπαν και οι δυο σιωπηλά την προσευχή τους. Η Άγκνες έμεινε ξαπλωμένη στα σκοτεινά, δίπλα στο γιο της, κοιτώντας σταθερά το παράθυρο, όπου το αχνό φως του φεγγαριού τρύπωνε από τα κλειστά στόρια, και προσπαθώντας να φανταστεί έναν άλλο κόσμο πίσω από τη λεπτή μεμβράνη του φωτός. Από το χείλος του ύπνου, ο Μπάρτι μίλησε στον πατέρα του σε όλα εκείνα τα άλλα μέρη όπου ο Τζο ήταν ακόμη ζωντανός. «Καληνύχτα, μπαμπά». Τη Δευτέρα το πρωί, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, η Άγκνες κατέβασε δυο βαλίτσες, τις έβγαλε στην πίσω βεράντα και ανοιγόκλεισε κατάπληκτη τα μάτια της όταν είδε το Φορντ του Ίντομ παρκαρισμένο στο δρομάκι, μπροστά από το γκαράζ. Τ' αδέρφια της ανέβηκαν στη βεράντα, πήραν τις δυο βαλίτσες και ο Ίντομ είπε: «Θα οδηγήσω εγώ». «Εγώ θα καθίσω μπροστά με τον Ίντομ», δήλωσε ο Τζέικομπ. «Εσύ κάθισε πίσω με τον Μπάρτι». Σε όλη τους τη ζωή, κανένας από τους δίδυμους δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του πέρα από τα όρια του Μπράιτ Μπιτς. Ή τ α ν και οι δυο νευρικοί, αλλά έδειχναν αποφασισμένοι. Ο Μπάρτι βγήκε από το σπίτι κρατώντας το τέταρτο βιβλίο, που η μητέρα του του είχε υποσχεθεί να του το διαβάσει αργότερα, στο νοσοκομείο. «Θα πάμε όλοι μαζί;» ρώτησε. «Έτσι φαίνεται», είπε η Άγκνες. «Ουάου!» «Ακριβώς». Παρά τις σοβαρές πιθανότητες να γίνει τρομακτικός σει-
σμός, να εκραγεί φορτηγό που μετε'φερε δυναμίτη, να τους χτυπήσει τυφώνας, να σπάσει φράγμα και να πέσει στο δρόμο τους, να ξεσπάσει χιονοθύελλα, να συντριβεί αεροπλάνο, να εκτροχιαστεί τρένο πάνω στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο, ή ακόμη και να συμβεί μια μετατόπιση στον άξονα της Γης που θα σήμαινε το τέλος της ανθρωπότητας, πέρασαν με κάθε επιφύλαξη τα σύνορα του Μπράιτ Μπιτς και συνέχισαν προς το βορρά και το άγνωστο, μέσα από περιοχές παράξενες και επικίνδυνες. Ενώ ταξίδευαν, η Άγκνες άρχισε να διαβάζει στον Μπάρτι από το βιβλίο του, Ο Ποντκαγιέν από τον Άρη. «"Σ' όλη μου τη ζωή ήθελα να πάω στη Γη. Ό χ ι για να ζήσω, εννοείται, αλλά για να τη δω. Ό π ω ς όλοι ξέρουν, η Τέρα είναι πολύ ωραίο μέρος για να το επισκεφτεί κανείς, αλλά όχι για να ζήσει. Δεν είναι πραγματικά φιλικό περιβάλλον για τον άνθρωπο"». Από τα μπροστινά καθίσματα, ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ συμφώνησαν απολύτως με τις απόψεις του συγγραφέα. Τη Δευτέρα το βράδυ, ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ έκλεισαν δυο διπλανά δωμάτια σ' ένα μοτέλ κοντά στο νοσοκομείο. Τηλεφώνησαν αμέσως στο δωμάτιο του Μπάρτι για να δώσουν στην Άγκνες τον αριθμό τηλεφώνου του μοτέλ και να της αναφέρουν ότι είχαν εξετάσει δεκαοχτώ άλλα καταλύματα πριν καταλήξουν στο συγκεκριμένο, που τους είχε φανεί σχετικά ασφαλές. Λόγω της ηλικίας του Μπάρτι, ο δόκτωρ Φράνκλιν Τσαν είχε φροντίσει να περάσει η Άγκνες τη νύχτα κοντά στο παιδί, στο δεύτερο κρεβάτι του δωματίου, που τύχαινε να είναι ελεύθερο. Για πρώτη φορά, ο Μπάρτι δεν θέλησε να κοιμηθεί στο σκοτάδι. Άφησαν ανοιχτή την πόρτα του δωματίου για να μπαίνει το φως του διαδρόμου. Η νύχτα ήταν μακρύτερη ακόμη κι από αρειανό μήνα. Η Άγκνες αποκοιμιόταν, αλλά ξυπνούσε κάθε τόσο έντρομη και ιδρωμένη από ένα φριχτό όνειρο, όπου έχανε το γιο της
κομμάτι κομμάτι: πρώτα τα μάτια του, υστέρα τα χε'ρια, τ' αυτιά, τα πόδια... Στο νοσοκομείο βασίλευε σχεδόν απόκοσμη ησυχία, που μόνο αραιά και πού την έσπαζε κάποιο τρίξιμο από λαστιχένιες σόλες στο πλαστικό δάπεδο του διαδρόμου. Με το πρώτο φως, ήρθε μια νοσοκόμα για να ετοιμάσει τον Μπάρτι για το χειρουργείο. Τράβηξε πίσω τα μαλλιά του παιδιού και τα κάλυψε μ' ένα εφαρμοστό πλαστικό σκουφί. Ύστερα του ξύρισε τα φρύδια. Ό τ α ν έφυγε η νοσοκόμα κι ενώ περίμεναν να έρθει ο νοσοκόμος με το φορείο, ο Μπάρτι είπε στη μητέρα του: « Έ λ α κοντά». Η Άγκνες στεκόταν ήδη δίπλα στο κρεβάτι του. Έσκυψε. «Πιο κοντά». Η Άγκνες χαμήλωσε το πρόσωπο της προς το δικό του. Ο Μπάρτι ανασήκωσε το κεφάλι του κι έτριψε τη μυτούλα του στη δική της. «Εσκιμώος». «Εσκιμώος», επανέλαβε η Άγκνες. «Η Πολική Αδελφότητα των Μη Σατανικών Ηρώων είναι σε σύσκεψη», είπε ψιθυριστά ο Μπάρτι. «Όλοι παρόντες», επιδοκίμασε η Άγκνες. « Έ χ ω ένα μυστικό». «Τα μέλη της αδελφότητας ποτέ δεν φανερώνουν τα μυστικά σε κανέναν», τον διαβεβαίωσε η Άγκνες. «Φοβάμαι». Στα τριάντα τρία χρόνια της, η Άγκνες είχε αναγκαστεί αρκετές φορές να φανεί δυνατή, αλλά ποτέ δεν είχε χρειαστεί να δείξει τόση δύναμη όση τώρα, για χάρη του Μπάρτι. «Να μη φοβάσαι, αγάπη μου. Εγώ είμαι εδώ». Έκλεισε το χεράκι του στα δικά της. «Θα σε περιμένω. Θα είμαι πάντα κοντά σου». «Εσύ δε φοβάσαι;» Αν ο Μπάρτι ήταν ένα άλλο τρίχρονο παιδάκι, θα του είχε πει ένα συμβατικό ψέμα. Αυτός όμως ήταν το παιδί-θαύμα της, το πανέξυπνο αγόρι της που θα καταλάβαινε αμέσως τα ψέματα. «Ναι», του απάντησε, με το πρόσωπο της πολύ κοντά στο
δικό του. «Φοβάμαι. Αλλά ο δόκτωρ Τσαν είναι εξαιρετικός χειρουργός και το νοσοκομείο πολύ καλό». «Πόση ώρα θα πάρει;» «Όχι πολλή». «Θα καταλάβω τίποτα;» «Όχι, αγάπη μου. Θα είσαι κοιμισμένος». «Θα με βλέπει ο Θεός;» «Ναι. Πάντα». «Φαίνεται σαν να μη με βλέπει». «Είναι κι Αυτός εδώ, όσο είμαι κι εγώ, Μπάρτι. Είναι πολύ απασχολημένος, μ' ένα ολόκληρο σύμπαν να διοικήσει, τόσους πολλούς ανθρώπους να φροντίσει, όχι μόνο εδώ, αλλά και σε άλλους πλανήτες, σαν κι αυτούς που διαβάζεις στα βιβλία». «Δεν είχα σκεφτεί και τους άλλους πλανήτες». «Ναι. Με τόσα πολλά στους ώμους Του, δεν μπορεί πάντα να μας κοιτάζει κανονικά κάθε λεπτό, αλλά μας παρακολουθεί συνεχώς με την άκρη του ματιού Του. Ό λ α θα πάνε καλά. Το ξέρω». Έφτασε το φορείο. Ο νεαρός νοσοκόμος που το έσπρωχνε, ντυμένος στα άσπρα. Μαζί του και μια νοσοκόμα. «Εσκιμώος», ψιθύρισε ο Μπάρτι. «Εσκιμώος». «Η σύσκεψη της Πολικής Αδελφότητας των Μη Σατανικών Ηρώων κλείνει για σήμερα». Η Άγκνες κράτησε το πρόσωπο του με τα δυο της χέρια και φίλησε το κάθε ένα από τα πολύτιμα σμαραγδένια ματάκια. «Είσαι έτοιμος;» Έ ν α εύθραυστο χαμόγελο. «Όχι». «Ούτε εγώ», παραδέχτηκε η Άγκνες. «Φύγαμε!» Ο νοσηλευτής σήκωσε τον Μπάρτι και τον έβαλε πάνω στο φορείο. Η νοσοκόμα τον σκέπασε μ' ένα σεντόνι κι έβαλε κάτω από το κεφάλι του ένα λεπτό μαξιλάρι. Ο Ίντομ και ο Τζέικομπ, έχοντας επιζήσει τη νύχτα, περίμεναν στημένοι στο διάδρομο. Φίλησαν και οι δυο το ανιψάκι τους, αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε να του μιλήσει.
Η νοσοκόμα ξεκίνησε πρώτη κι ακολούθησε ο νοσοκόμος, σπρώχνοντας το φορείο από τη μεριά που ήταν το κεφαλάκι του Μπάρτι. Η Άγκνες προχωρούσε δίπλα στο γιο της, κρατώντας σφιχτά το δεξί του χέρι. Ο Ίντομ κι ο Τζέικομπ πλαισίωναν το φορείο, κρατώντας ο καθένας κι από ένα από τα ποδαράκια του Μπάρτι που πρόβαλλαν κάτω από το σεντόνι, βαδίζοντας με την ίδια έκφραση καχύποπτης αποφασιστικότητας που βλέπει κανείς στους άντρες της Μυστικής Υπηρεσίας όταν συνοδεύουν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Ό τ α ν έφτασαν στα ασανσέρ, η νοσοκόμα πρότεινε στον Ίντομ και στον Τζέικομπ να πάρουν το διπλανό και να τους συναντήσουν ξανά στον όροφο των χειρουργείων. Ο Ίντομ δάγκωσε το κάτω χείλι του, κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κρατήθηκε πεισματικά από το αριστερό ποδαράκι του Μπάρτι. Κρατώντας πεισματικά το δεξί ποδαράκι του Μπάρτι, ο Τζέικομπ παρατήρησε ότι δύο κινούμενα ασανσέρ σημαίνει διπλές πιθανότητες να τσακιστεί το ένα απ' αυτά στο βάθος του φρέατος, άρα το πιο συνετό ήταν να πάνε με ένα. Η νοσοκόμα τότε δήλωσε ότι το μέγιστο βάρος που μπορούσε να σηκώσει ο θάλαμος ήταν τέτοιο που τους επέτρεπε να μπουν όλοι στο ίδιο ασανσέρ, αρκεί να μην τους πείραζε που θα στριμώχνονταν λιγάκι. Δεν τους πείραζε καθόλου, οπότε κατέβηκαν όλοι μαζί, στην πιο γρήγορη κάθοδο με ασανσέρ που θυμόταν η Άγκνες. Οι πόρτες άνοιξαν, το φορείο με τον Μπάρτι κύλησε από διάδρομο σε διάδρομο, διέσχισε μια αίθουσα με νεροχύτες και σταμάτησε μπροστά από μια διπλή πόρτα και μια νοσοκόμα με πράσινη ρόμπα, σκουφάκι και χειρουργική μάσκα. Ό π ω ς τον έσπρωχναν μέσα στο χειρουργείο, ο Μπάρτι ανασηκώθηκε από το μαξιλαράκι, στράφηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο της μητέρας του, μέχρι που οι διπλές πόρτες έκλεισαν πίσω του. Η Αγκνες προσπάθησε να διατηρήσει το χαμόγελο της όσο καλύτερα μπορούσε, ελπίζοντας ότι η τελευταία ανάμνη-
ση που θα είχε ο γιος της απ' αυτή δεν θα ήταν η εικόνα ενός απελπισμένου προσώπου. Μαζί με τα δυο αδέρφια της αποσύρθηκε στην αίθουσα αναμονής, όπου κάθισαν οι τρεις τους πίνοντας σκέτο καφέ σε πλαστικά κύπελλα από το αυτόματο μηχάνημα. Η Άγκνες έκανε τη σκέψη ότι ο φάντης είχε εμφανιστεί έτσι όποος είχαν προβλέψει τα χαρτιά εκείνο το βράδυ, πριν από πολύ καιρό. Τον είχε φανταστεί σαν κακό άνθρωπο με άγρια μάτια και μοχθηρή καρδιά, μόνο που ο εχθρός δεν ήταν άνθρωπος τελικά αλλά καρκίνος. Μετά την επίσκεψη στον Τζόσουα Ναν την περασμένη Πέμπτη, είχε τέσσερις μέρες στη διάθεση της να προετοιμαστεί για το χειρότερο. Προετοιμάστηκε, όσο ήταν δυνατόν να κάνει κάτι τέτοιο μια μητέρα, χωρίς να χάσει τα λογικά της. Ό μ ω ς βαθιά στην καρδιά της δεν είχε εγκαταλείψει την ελπίδα για ένα θαύμα. Ο Μπάρτι ήταν ένα ξεχωριστό παιδί, ένα παιδί-θαύμα, που μπορούσε να περπατήσει στη βροχή χωρίς να βραχεί, ο Μπάρτι ήταν ένα θαύμα από μόνος του κι όλα ήταν δυνατόν να συμβούν, όπως να πεταχτεί ξαφνικά από το χειρουργείο ο δόκτωρ Τσαν, με τη μάσκα κατεβασμένη και το πρόσωπο να λάμπει, και να τους αναγγείλει ότι είχε γίνει ένα Θαύμα και ο καρκίνος είχε εξαφανιστεί. Πράγματι, εμφανίστηκε κάποτε ο χειρουργός, φέρνοντας την καλή είδηση ότι κανένας από τους όγκους δεν είχε κάνει μετάσταση ούτε στο βολβό ούτε στο οπτικό νεύρο -αλλά δεν είχε κανένα άλλο Θαύμα να τους αναγγείλει. Στις 2 Ιανουαρίου του 1968, τέσσερις μέρες πριν από τα γενέθλιά του, ο Μπαρθόλομιου Λάμπιον έχασε τα μάτια του για να κερδίσει τη ζωή του, και εξασφάλισε μια ζωή στο σκοτάδι, χωρίς καμιά ελπίδα να ξαναδεί ποτέ το φως, ώσπου να έρθει η ώρα του ν' αφήσει αυτό τον κόσμο για έναν άλλο καλύτερο.
Κεφάλαιο 62
Ο ΠΟΑ ΝΤΑΜΑΣΚΟΥΣ περπατούσε στη βόρεια ακτή της Καλιφόρνιας. Από το σταθμό Πόιντ Ρέγιες ως το Τομάλες, το Μποντέγκα Μπει, ύστερα ως το Στιούαρτς Πόιντ, τη Γκουαλάλα και το Μεντοτσίνο. Κάποιες με'ρες έκανε μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα κι άλλες πάνω από πενήντα. Στις 3 Ιανουαρίου του 1968, ο Πολ απείχε περίπου τετρακόσια χιλιόμετρα από το Σπρους Χιλς του Ό ρ ε γ κ ο ν . Ο Πολ δεν είχε υπόψη του πόσο απείχε η συγκεκριμένη πόλη, γιατί δεν αποτελούσε τότε τον προορισμό του. Με το αποφασιστικό ύφος ήρωα εικονογραφημένου περιοδικού, ο Πολ βάδιζε με ήλιο και βροχή. Με ζέστη και με κρύο. Ο άνεμος δεν τον πτοούσε, ούτε οι κεραυνοί και οι καταιγίδες. Σ' αυτά τα τρία χρόνια μετά το θάνατο της Πέρι, είχε περπατήσει χιλιάδες χιλιόμετρα. Δεν είχε κρατήσει κανένα λογαριασμό της συνολικής απόστασης, γιατί δεν προσπαθούσε ούτε να μπει στο Βιβλίο Γκίνες ούτε να αποδείξει τίποτε. Τους πρώτους μήνες, οι πεζοπορίες του ήταν σύντομες -δώδεκα, δεκαπέντε χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής, βόρεια ή νότια του Μπράιτ Μπιτς, ή προς το εσωτερικό και την έρημο πίσω από τους λόφους. Έ φ ε υ γ ε από το σπίτι κι επέστρεφε την ίδια μέρα. Η πρώτη πεζοπορία του με διανυκτέρευση ήταν τον Ιούνιο του '65, στη Λα Χόγια, βόρεια του Σαν Ντιέγκο. Το σακίδιο του παραήταν βαρύ και είχε φορέσει στρατιωτικό παντελόνι, ενώ θα έπρεπε να είχε φορέσει σορτς.
Εκείνη ήταν η πρώτη - κ α ι μέχρι στιγμής η τελευταίαπεζοπορία που είχε κάνει για κάποιο σκοπό. Είχε πάει να συναντήσει έναν ήρωα. Στο άρθρο ενός περιοδικού που είχε θέμα τον ήρωα αυτό, αναφερόταν σε κάποιο σημείο το όνομα ενός καταστήματος στο οποίο άρεσε στον μεγάλο αυτό άντρα να τρώει το πρωινό του. Ο Πολ είχε ξεκινήσει με το σούρουπο και είχε ακολουθήσει τον αυτοκινητόδρομο της ακτής προς το νότο. Για μερικές ώρες τον συνόδευε ο βόμβος της κυκλοφορίας, αλλά αργότερα άκουγε μόνο την κραυγή κάποιου γαλάζιου ερωδιού, ή το ψιθύρισμα της θαλασσινής αύρας στο χορτάρι και το μουρμουρητό των κυμάτων. Χωρίς να πιεστεί ιδιαίτερα, είχε φτάσει στη Λα Χόγια με το ξημέρωμα. Δεν ήταν κανένα από τα μαγαζιά της μόδας. Επρόκειτο για ένα απλό καφέ. Ευωδιά από μπέικον που ψήνεται, άρωμα δυνατού καφέ. Καθαρό, ευχάριστο περιβάλλον. Η τύχη είχε ευνοήσει τον Πολ. Ο ήρωας ήταν εκεί κι έτρωγε πρωινό. Αυτός κι άλλοι δυο άντρες, προφανώς συνεργάτες του, ήταν απορροφημένοι από τη συζήτησή τους σ' ένα γωνιακό τραπέζι. Ο Πολ κάθισε μόνος του στην άλλη άκρη της αίθουσας. Παρήγγειλε χυμό πορτοκαλιού και βάφλες. Η σύντομη διαδρομή από το τραπέζι του ως το τραπέζι του ήρωα φαινόταν στον Πολ ασύγκριτα δυσκολότερη από το ταξίδι που μόλις είχε κάνει. Αυτός ήταν ένα τίποτα, ένας ασήμαντος φαρμακοποιός μιας κωμόπολης, που κάθε μήνα έχανε όλο και περισσότερη πελατεία, που βασιζόταν στους υπαλλήλους του για να του κρατάνε το μαγαζί και που θα την έχανε τελικά τη δουλειά του αν δεν συγκεντρωνόταν. Ποτέ δεν είχε κάνει καμιά σπουδαία πράξη, δεν είχε σώσει κανενός τη ζωή. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να ενοχλήσει αυτό τον άνθρωπο, και τώρα καταλάβαινε ότι δεν θα έβρισκε το θάρρος να το κάνει. Κι όμως, χωρίς να θυμάται καν ότι είχε σηκωθεί από την καρέκλα του, βρέθηκε να φορτώνεται το σακίδιο του και να διασχίζει την αίθουσα. Οι τρεις άντρες ανασήκωσαν τα κεφάλια τους και τον κοίταξαν ερωτηματικά.
Με κάθε βήμα που ε'κανε ο' όλη τη μακριά, νυχτερινή πεζοπορία του, ο Πολ σκεφτόταν τι θα έλεγε, τι θα έπρεπε να πει, όταν θα συναντούσε τον ήρωα. Τώρα, δεν θυμόταν ούτε λέξη από τα λόγια που είχε προετοιμάσει. Άνοιξε το στόμα του κι απέμεινε βουβός. Σήκωσε το δεξί του χέρι και κούνησε τα δάχτυλά του στον αέρα, σαν να του ξέφευγαν οι λέξεις και προσπαθούσε να τις αρπάξει. Αισθάνθηκε εντελώς ανόητος, γελοίος. Προφανώς, ο ήρωας ήταν συνηθισμένος σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Σηκώθηκε και τράβηξε την τέταρτη καρέκλα του τραπεζιού. «Παρακαλώ, καθίστε στην παρέα μας». Ούτε αυτή η ευγενική κίνηση δεν βοήθησε τον Πολ να βρει τη μιλιά του. Αντίθετα, ένιωσε το λαιμό του να κλείνει, να εγκλωβίζει οριστικά τα λόγια μέσα του. Θα ήθελε να πει: Οι ματαιόδοξοι, αρχομανείς πολιτικοί, πον εκμαιεύουν τα χειροκροτήματα των αδαών, οι κορδωμένοι αστέρες του ποδοσφαίρου και οι ηθοποιοί που ακούν να τους αποκαλούν ινδάλματα και δεν διαμαρτύρονται ποτέ θα έπρεπε να ζαρώνουν από ντροπή στην αναφορά και μόνο του ονόματος σας. Το όραμά σας, ο αγώνας σας, η πολύχρονη κοπιαστική εργασία και η ακλόνητη πίστη σας εκεί που οι άλλοι αμφέβαλλαν, τα ρίσκα που πήρατε στην καριέρα σας και η φήμη σας -για όλα αυτά θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα να σφίξω το χέρι σας. Ούτε μια λέξη απ' αυτά δεν μπόρεσε να πει ο Πολ, αλλά εκείνη η εκνευριστική βουβαμάρα ίσως και να του έβγαινε σε καλό τελικά. Απ' όσα ήξερε για τον συγκεκριμένο ήρωα, ένας τέτοιος έπαινος θα τον έφερνε σε αμηχανία. Αντί γι' αυτό, ο Πολ κάθισε στην καρέκλα που του πρόσφεραν κι έβγαλε από το πορτοφόλι του μια φωτογραφία της Πέρι. Ή τ α ν μια παλιά ασπρόμαυρη σχολική φωτογραφία, ελαφρά κιτρινισμένη από το χρόνο, τραβηγμένη το 1933, τη χρονιά που είχε αρχίσει να ερωτεύεται την Πέρι, όταν ήταν και οι δυο τους δεκατριών ετών. Ο Τζόνας Σαλκ πήρε τη φωτογραφία στο χέρι του, σαν να ήταν συνηθισμένος να βλέπει φωτογραφίες που του έδιναν άγνωστοι. «Η κόρη σας;» Ο Πολ έγνεψε αρνητικά και του έδωσε και δεύτερη
φωτογραφία της Πέρι. Αυτή ήταν τραβηγμένη τα Χριστούγεννα του 1964, σχεδόν ένα μήνα πριν από το θάνατο της. Η Πέρι ήταν ξαπλωμένη στο νοσοκομειακό της κρεβάτι, στο καθιστικό του σπιτιού τους. Το σώμα της ήταν κατεστραμμένο αλλά το πρόσωπο της ζωντανό και πανέμορφο. Ό τ α ν ο Πολ ξαναβρήκε επιτέλους τη φωνή του, τη χρωμάτιζε έντονα ο πόνος. «Η γυναίκα μου. Η Πέρι. Η Πέρις Τζιν». «Είναι πολύ όμορφη». «Είκοσι τρία χρόνια... παντρεμένοι». «Πότε αρρώστησε;» ρώτησε ο Σαλκ. «Λίγο πριν κλείσει τα δεκαπέντε... το 1935». «Τρομερή χρονιά για τον ιό». Η Πέρι είχε προσβληθεί δεκαεφτά χρόνια πριν ο Τζόνας Σαλκ ανακαλύψει το εμβόλιο που έσωσε τις μελλοντικές γενιές από την κατάρα της πολιομυελίτιδας. « Ή θ ε λ α να... δεν ξέρω πώς να το πω... ήθελα να τη δείτε», είπε ο Πολ. «Και να σας πω... να σας πω...» Ξανάχανε τα λόγια του. Κοίταξε γύρω, σαν να περίμενε να έρθει κάποιος να τον βοηθήσει. Πρόσεξε ότι τον κοίταζαν διάφοροι, ντροπιάστηκε και η γλώσσα του δέθηκε κόμπος. «Πάμε έναν περίπατο οι δυο μας;» πρότεινε ο γιατρός. «Ζητώ συγνώμη. Σας διέκοψα. Σας έφερα σε δύσκολη θέση». «Καθόλου», τον καθησύχασε ο Σαλκ. «Πρέπει να σας μιλήσω. Αν μου αφιερώσετε λίγο από το χρόνο σας...» Η λέξη πρέπει, αντί για θέλω, έκανε τον Πολ ν' ακολουθήσει το γιατρό έξοο από το κατάστημα. Μόλις βρέθηκε έξω, ο Πολ θυμήθηκε ότι δεν είχε πληρώσει το χυμό και τις βάφλες. Ό τ α ν έκανε να γυρίσει πίσω, είδε από το παράθυρο έναν από τους συνεργάτες του Σαλκ να μαζεύει από το άδειο τραπέζι του την απόδειξη. Ο Τζόνας Σαλκ έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους του Πολ και περπάτησαν μαζί σ' ένα δρόμο που τον πλαισίωναν ευκάλυπτοι και πεύκα, μέχρι που έφτασαν σ' ένα μικρό παρκάκι. Εκεί, κάθισαν σ' ένα παγκάκι στον ήλιο και
χάζεψαν τα παπιά που πλατσούριζαν στη μικρή τεχνητή λιμνούλα. Ο Σαλκ κρατούσε ακόμη στο χε'ρι του τις δυο φωτογραφίες. «Μιλήστε μου για την Πέρι». «Η Πέρι... πέθανε». «Λυπάμαι πολύ». «Πριν από πέντε μήνες». «Ειλικρινά, θα ήθελα να μάθω γι' αυτή». Ενώ ο Πολ είχε χάσει τα λόγια του στην προσπάθεια να εκφράσει στον Σαλκ το θαυμασμό του, τώρα άρχισε να μιλάει για τη γυναίκα του με ευκολία και άνεση. Το πνεύμα, η καλή καρδιά, η σύνεση, η καλοσύνη, η ομορφιά, η ευγένεια της ψυχής και το κουράγιο της Πέρι ήταν τα νήματα γύρω από τα οποία ύφανε ο Πολ τη διήγησή του, και θα μπορούσε να συνεχίζει να υφαίνει για όλη του τη ζωή χωρίς να σταματήσει. Μετά το θάνατο της δεν είχε μπορέσει να μιλήσει γι' αυτή σε κανέναν απ' όσους ήξερε, γιατί οι κοινοί τους φίλοι είχαν την τάση να ασχολούνται μαζί του, με τον πόνο του, όταν εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να καταλάβουν καλύτερα την Πέρι, ν' αντιληφθούν πόσο υπέροχος άνθρωπος υπήρξε. Ή θ ε λ ε ο θάνατος της να ταράξει τα νερά κι όχι να περάσει απαρατήρητος, και η σκέψη ότι η ανάμνησή της θα πέθαινε μαζί του ήταν βασανιστική. «Σ' εσάς μπορώ να μιλήσω», είπε στον Σαλκ. «Εσείς θα καταλάβετε. Ή τ α ν μια ηρωίδα, η μόνη που γνώρισα στη ζωή μου εκτός από σας. Έ χ ω δει πολλούς ήρωες, γιατί διαβάζω εικονογραφημένα περιοδικά και εκδόσεις τσέπης. Αλλά η Πέρι... ήταν αυθεντική. Δεν έσωσε χιλιάδες ζωές, εκατοντά-1 δες χιλιάδες ζωές παιδιών όπως εσείς, δεν άλλαξε τον κό-\ σμο όπως τον αλλάξατε εσείς, αλλά αντιμετώπιζε την κάθε μέρα χωρίς να παραπονιέται και ζούσε για τους άλλους. Ό χ ι μέσω των άλλων. Ζούσε για χάρη τους. Οι φίλοι τής τηλεφωνούσαν για να της πουν τα προβλήματά τους και η Πέρι τους άκουγε και νοιαζόταν, και ύστερα της τηλεφωνούσαν και για τα χαρούμενα νέα τους, γιατί χαιρόταν πραγματικά με την ευτυχία των άλλων. Ζητούσαν τη συμβουλή της και, μολονότι ήταν άπειρη, εντελώς άπειρη για ένα σωρό πράγματα,
ήξερε πάντα τι να τους πει. Είχε μεγάλη καρδιά η Πέρι, δόκτορ Σαλκ, κι αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους». «Θα ήθελα πολύ να την είχα γνωρίσει», είπε ο Τζόνας Σαλκ κοιτώντας τη φωτογραφία. « Ή τ α ν μια ηρωίδα, όπως κι εσείς. Ήθελα... ήθελα να τη δείτε και να μάθετε τ' όνομά της. Πέρι Νταμάσκους. Έτσι την έλεγαν». «Δε θα το ξεχάσω ποτέ», υποσχέθηκε ο Τζόνας Σαλκ. «Αλλά φοβάμαι ότι με έχετε υπερτιμήσει. Δεν είμαι ήρωας. Δε δούλεψα μόνος μου. Πολλοί αφοσιωμένοι συνεργάτες βοήθησαν». «Το ξέρω. Αλλά όλοι λένε ότι...» «Αντίθετα, υποτιμάτε πολύ τον εαυτό σας», συνέχισε ήρεμα ο Σαλκ. «Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι η Πέρι ήταν μια ηρωίδα. Αλλά ήταν παντρεμένη μ' έναν ήρωα επίσης». Ο Πολ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Α, όχι. Ο κόσμος νομίζει ότι εγώ έδωσα πάρα πολλά στο γάμο μας, αλλά εγώ ξέρω ότι πήρα πολύ περισσότερα απ' όσα έδωσα». Ο δόκτωρ Σαλκ του επέστρεψε τις φωτογραφίες, τον έπιασε φιλικά από τον ώμο και χαμογέλασε. «Έτσι δε γίνεται πάντα; Οι πραγματικοί ήρωες παίρνουν πολύ περισσότερα απ' όσα δίνουν». Ο γιατρός σηκώθηκε κι ο Πολ σηκώθηκε κι αυτός μαζί του. Έ ν α αυτοκίνητο περίμενε στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο παρκάκι. Οι δυο συνεργάτες του Τζόνας Σαλκ στέκονταν δίπλα στο αυτοκίνητο κι έδειχναν να βρίσκονται αρκετή ώρα εκεί. «Μήπως θέλετε να σας πάμε κάπου;» ρώτησε ο ήρωας. Ο Πολ αρνήθηκε. «Πηγαίνω με τα πόδια». «Σας ευχαριστώ που ήρθατε να με δείτε». Ο Πολ δεν βρήκε τίποτε να του απαντήσει. «Σκεφτείτε αυτά που σας είπα», του σύστησε ο Σαλκ. «Η Πέρι θα ήθελε να τα σκεφτείτε». Ύστερα, ο ήρωας μπήκε στο αυτοκίνητο με τους φίλους του κι έφυγαν μέσα στο ηλιόλουστο πρωινό. Πολύ αργά, ο Πολ σκέφτηκε το μοναδικό πράγμα που θα
ήθελε να πει. Πολύ αργά, αλλά το είπε έτσι κι αλλιώς: «Ο Θεός να σας έχει καλά, γιατρέ». Έμεινε εκεί, μέχρι που το αυτοκίνητο έγινε μια μικρή μακρινή κουκκίδα, μέχρι που χάθηκε εντελώς, και ύστερα ο Πολ έμεινε να κοιτάζει αφηρημένα το σημείο όπου είχε χαθεί το αυτοκίνητο, έμεινε να κοιτάζει πέρα μακριά, ενώ το αεράκι της θάλασσας σήκωνε τα ξερά φύλλα των ευκαλύπτων γύρω από τα πόδια του, έμεινε να κοιτάζει ώρα πολλή, ώσπου κάποτε στράφηκε και πήρε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι του. Από τότε, δεν είχε σταματήσει να περπατάει τα τελευταία δυόμισι χρόνια, με μικρά διαστήματα ανάπαυλας στο Μπράιτ Μπιτς. Έχοντας πια αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν επρόκειτο να αφοσιωθεί ξανά στη δουλειά του, πούλησε την επιχείρηση στον Τζιμ Κέσελ, που χρόνια τώρα ήταν το δεξί του χέρι στο φαρμακείο. Κράτησε όμως το σπίτι, σε ανάμνηση της ζωής του με την Πέρι. Από καιρό σε καιρό επέστρεφε εκεί για να ξεκουράζει το κορμί και το πνεύμα του. Στη διάρκεια εκείνης της χρονιάς, ο Πολ περπάτησε ως το Παλμ Σπρινγκς κι επέστρεψε, έχοντας διανύσει συνολικά πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα. Πήγε επίσης βόρεια, ως τη Σάντα Μπάρμπαρα. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του '66, πήγε με αεροπλάνο στο Μέμφις του Τενεσί, έμεινε μερικές μέρες και περπάτησε 460 χιλιόμετρα ιος το Σεντ Αιούις. Από το Σεντ Λιούις βάδισε 405 χιλιόμετρα προς τα δυτικά, ως το Κάνσας Σίτι του Μιζούρι, και ύστερα προς τα νότια, ως τη Γουίτσιτα. Από τη Γουίτσιτα, στην Οκλαχόμα Σίτι. Από την Οκλαχόμα Σίτι, πήγε προς τα ανατολικά, ως το Φορτ Σμιθ του Αρκάνσας, απ' όπου επέστρεψε σπίτι αλλάζοντας μια σειρά λεωφορεία. Σπάνια διανυκτέρευε στο ύπαιθρο. Συνήθως κοιμόταν σε φτηνά μοτέλ, ενοικιαζόμενα δωμάτια ή ξενώνες. Στο ελαφρύ σακίδιο του κουβαλούσε μια αλλαξιά ρούχα, δυο ζευγάρια κάλτσες, σοκολάτες και εμφιαλωμένο νερό. Σχεδίαζε τις διαδρομές του έτσι ώστε να φτάνει πάντα το
βράδυ σε κάποια πάλη, όπου έπλενε τα ροΰχα που φορούσε και έβαζε τη δεύτερη αλλαξιά. Περπάτησε σε λιβάδια, σε βουνά και κοιλάδες, πέρασε από αγρούς φυτεμένους με κάθε είδους σοδειά, διέσχισε μεγάλα, πυκνά δάση και πλατιά ποτάμια. Περπάτησε με άγριες καταιγίδες όπου βροντές τράνταζαν τον ουρανό και κεραυνοί τον έσκιζαν στα δυο, περπάτησε κόντρα στον άνεμο που σάρωνε το χώμα και τσάκιζε τα μικρά δέντρα, κι ακόμα περπάτησε κάτω από ουρανούς καθάριους, λαμπερούς και ηλιόλουστους σαν τον ουρανό του Παραδείσου. Οι μύες τοον ποδιών του έγιναν σκληροί σαν τη γη που πατούσε. Μηροί σαν γρανίτης, γάμπες σαν μάρμαρο, φλέβες σαν ρίζες. Παρά τις χιλιάδες ώρες που περνούσε ολομόναχος, ο Πολ σπάνια αναρωτιόταν γιατί περπατούσε. Στο δρόμο του συναντούσε ανθρώπους που τον ρωτούσαν και πάντα τους έδινε κάποια απάντηση, αλλά δεν ήξερε ποτέ αν ήταν η αληθινή. Καμιά φορά σκεφτόταν ότι ίσως περπατούσε για το χατίρι της Πέρι, ότι έκανε όλα εκείνα τα βήματα που αυτή δεν έκανε ποτέ, ότι εκπλήρωνε τη λαχτάρα της να ταξιδέψει. Αλλες φορές, πίστευε πως περπατούσε για να μπορεί να εξασφαλίζει τη μοναχικότητα που του επέτρεπε να θυμάται την κοινή ζωή τους με κάθε λεπτομέρεια - ή να ξεχνάει. Για να βρει ηρεμία ή να ζήσει την περιπέτεια. Για να σκεφτεί τα πράγματα και να καταλάβει, ή να σβήσει τα πάντα από το μυαλό του. Για να γνωρίσει τον κόσμο ή ν' απαλλαγεί απ' αυτόν. Ί σ ω ς να είχε την ελπίδα πως θα του ρίχνονταν τα κογιότ κάποιο σούρουπο, ή κάποιος μεθυσμένος οδηγός θα τον παρέσερνε. Και τέλος, ο λόγος που περπατούσε ήταν το ίδιο το περπάτημα. Το περπάτημα του έδινε κάτι να κάνει, το σκοπό που χρειαζόταν. Η κίνηση γινόταν σκοπός. Η κίνηση ήταν φάρμακο για τη μελαγχολία, προληπτικό μέτρο για την τρέλα. Μέσα από δάση με βαλανιδιές και σφενταμιές, σε λόφους τυλιγμένους στην ομίχλη, και μέσα από μεγαλόπρεπες σεγκόβιες που υψώνονταν μέχρι και τα εκατό μέτρα, έφτασε στο Γουίοτ, το βραδάκι της 3ης Ιανουαρίου του 1968, όπου πέρασε τη νύχτα. Ο βορειότερος προορισμός του σ' αυτή τη
διαδρομή θα ήταν η Γιουρίκα, περίπου ογδόντα χιλιόμετρα μακρύτερα, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να φάει τις περίφημες γαρίδες του Χάμπολντ Μπέι από την πηγή τους, γιατί ήταν ένα από τα αγαπημένα φαγητά της Πέρι. Από το δωμάτιο του μοτέλ τηλεφώνησε στη Χάνα Ρε ι, στο Μπράιτ Μπιτς. Η οικονόμος, που συνέχιζε να φροντίζει το σπίτι δυο φορές το μήνα και να πληρώνει τους λογαριασμούς όσο αυτός ταξίδευε, τον ενημέρωνε για τα νέα της πόλης τους. Από τη Χάνα έμαθε εκείνη την ημέρα ότι ο Μπάρτι Λάμπιον έχασε και τα δυο του μάτια για να γλιτώσει από τον καρκίνο. Ο Πολ θυμήθηκε την επιστολή που είχε γράψει στον αιδεσιμότατο Χάρισον Γουάιτ δυο βδομάδες μετά το θάνατο του Τζο Λάμπιον. Την είχε πάει σπίτι από το φαρμακείο, το βράδυ που πέθανε η Πέρι, για να ζητήσει τη γνώμη της. Και δεν την είχε ταχυδρομήσει ποτέ. Θυμόταν ακόμη καθαρά την πρώτη παράγραφο εκείνης της επιστολής, γιατί την είχε συντάξει με μεγάλη προσοχή: Σας στέλνω τους χαιρετισμούς μου αυτή τη μοναδική μέρα. Θέλω να σας γράψω για μια πολύ ασυνήθιστη γυναίκα, την Άγκνες Λάμπιον, που τη ζωή της έχετε αγγίξει χωρίς να το ξέρετε και που η ιστορία της ίσως να σας ενδιαφέρει. Η σκέψη του ήταν ότι ο αιδεσιμότατος Γουάιτ ίσως να έβρισκε στην Άγκνες, την πολυαγαπημένη Κυρία με τις Πίτες του Μπράιτ Μπιτς, το κεντρικό θέμα για μια συνέχεια ενός κηρύγματος που είχε επηρεάσει βαθύτατα τον Π ο λ - π α ρ ' όλο που δεν ήταν ούτε βαπτιστής ούτε ιδιαίτερα θρησκευόμεν ο ς - όταν το είχε ακούσει στο ραδιόφωνο, πριν από τριάμισι χρόνια. Τώρα όμως δεν σκέφτηκε αν η ιστορία της Άγκνες θα ήταν σημαντική για τον αιδεσιμότατο Γουάιτ, αλλά τι θα μπορούσε ίσως να κάνει ο αιδεσιμότατος Γουάιτ για να χαρίσει έστω και λίγη ανακούφιση στην Άγκνες, που ξόδευε τη ζωή της ανακουφίζοντας τους άλλους από τα βάσανα. Αφού δείπνησε σ' ένα εστιατόριο στην άκρη του δρόμου, ο Πολ επέστρεψε στο δωμάτιο του μοτέλ και μελέτησε έναν κουρελιασμένο χάρτη των Δυτικών Πολιτειών, τον τελευταίο από τους πολλούς που είχε λιώσει από τη χρήση τα τρία τε-
λευταία χρόνια. Ανάλογα με τον καιρό και τη δυσκολία του εδάφους, θα μπορούσε να φτάσει στο Σπρους Χιλς του Ό ρ ε γκον σε δέκα μέρες το πολύ. Για πρώτη φορά αφότου είχε πάει στη Λα Χόγια να συναντήσει τον Τζόνας Σαλκ, ο Πολ αποφάσισε ένα ταξίδι με συγκεκριμένο σκοπό. Πολλές νύχτες ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, γιατί συχνά ονειρευόταν πως περπατούσε σε έναν απέραντο ερημότοπο. Άλλες φορές έβλεπε μια τεράστια αρμυρή πεδιάδα που εκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις, με διάσπαρτα, όρθια βράχια, διαβρωμένα από τον καιρό και τον άνεμο, να ψήνονται κάτω από την εκτυφλωτική λάμψη ενός σκληρού ήλιου. Άλλες φορές, το αλάτι γινόταν χιόνι, και τα όρθια βράχια παγόβουνα κάτω από έναν ψυχρό, πολικό ήλιο. Ανεξάρτητα από το τοπίο, αυτός βάδιζε αργά, απελπιστικά αργά, ενώ ήθελε απεγνωσμένα και είχε τη δύναμη να πάει πιο γρήγορα. Η ανημπόρια του να προχωρήσει γινόταν τόσο αφόρητη, που τελικά ξυπνούσε κλοτσώντας τα σεντόνια που είχαν γίνει ένα κουβάρι γύρω του. Εκείνη τη νύχτα στο Γουίοτ, με τη σιωπή του δάσους με τις σεγκόβιες ολόγυρά του, ο Πολ κοιμήθηκε χωρίς να δει όνειρα.
Κεφάλαιο 63
M E T A ΤΗΝ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ σύγκρουση του με τους αυτόματους πωλητε'ς που εκτόξευαν κε'ρματα, ο Τζούνιορ ήθελε να σκοτώσει έναν Μπαρθόλομιου, οποιονδήποτε Μπαρθόλομιου, ακόμη κι αν χρειαζόταν να φτάσει μακρύτερα κι από την Τέρα Λίντα και να αναγκαστεί να διανυκτερεύσει σε κάποιο Χολιντέι Ινν και να φάει από τον άθλιο μπουφέ τους φαγητά γαρνιρισμένα με χτεσινά μικρόβια και τρίχες δεκάδων πελατών. Θα το είχε κάνει, διακινδυνεύοντας να δημιουργήσει ένα μοτίβο που θα οδηγούσε την αστυνομία στα ίχνη του, αν δεν τον καθοδηγούσε και πάλι η σταθερή, ήρεμη φωνή του Ζεντ, που σύστηνε ηρεμία και προσήλωση στο στόχο. Αντί λοιπόν να σκοτώσει κάποιον εδώ και τώρα, ο Τζούνιορ επέστρεψε στο διαμέρισμά του το απόγευμα της 29ης Δεκεμβρίου κι έπεσε στο κρεβάτι με όλα του τα ρούχα. Για να ηρεμήσει. Για να σκεφτεί την προσήλωση στο στόχο. Η προσήλωση σ' ένα στόχο, διδάσκει ο Σίζαρ Ζεντ, είναι αυτό που ξεχωρίζει τους εκατομμυριούχους α π ό τους ψειριάρηδες, κουρελήδες, κατουρημένους αλήτες που κοιμούνται πάνω σε χαρτόνια και διηγούνται τις περιπέτειες του Αντεροβγάλτη στο κοπρόσκυλό τους. Οι εκατομμυριούχοι την έχουν, οι άστεγοι όχι. Ο ολυμπιονίκης είναι προσηλωμένος, ο ανάπηρος όχι. Γιατί, καταλήγει ο Ζεντ, αν την είχε και ο ανάπηρος, θα ήταν καλύτερος οδηγός, ολυμπιονίκης ή εκατομμυριούχος. Ανάμεσα στα πολλά προσόντα του Τζούνιορ, η ικανότη-
τά του να προσηλώνεται στο στόχο ήταν μάλλον το σημαντικότερο. Ο Μπομπ Τσικέιν, καθοδηγητής του στο διαλογισμό, τον είχε χαρακτηρίσει «κολλημένο», ακόμη και μανιακό, αλλά δεν είχε δίκιο. Ο Τζούνιορ ήταν απλώς προσηλωμένος στο στόχο του. Ή τ α ν τόσο προσηλωμένος, που θα μπορούσε να βρει τον Μπομπ Τσικέιν και να τον σκοτώσει γι' αυτή την προσβολή. Η σκληρή εμπειρία, όμως, τον είχε διδάξει ότι το να σκοτώσει κάποιον γνωστό, όσο αναγκαία κι αν ήταν η πράξη, δεν τον βοηθούσε να χαλαρώσει. Ή , κι αν χαλάρωνε προσωρινά, απρόβλεπτα επακόλουθα του προξενούσαν ακόμη μεγαλύτερο στρες στη συνέχεια. Από την άλλη πλευρά, ο φόνος ενός αγνώστου, σαν τον Μπαρθόλομιου Πρόσερ, ήταν πιο χαλαρωτικός κι από το σεξ. Ο φόνος χωρίς αιτία ήταν χαλαρωτικός όσο κι ο διαλογισμός χωρίς «σπέρμα» και, προφανώς, λιγότερο επικίνδυνος. Θα μπορούσε να σκοτώσει κάποιον Λάρι ή Χάρι, αντί για Μπαρθόλομιου, και ν' αποφύγει να δημιουργήσει μοτίβο που ίσως να έβαζε τα λαγωνικά της αστυνομίας σε επιφυλακή, αλλά συγκρατήθηκε. Προσήλωση. Τώρα έπρεπε να προσηλωθεί στην προετοιμασία του για το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου, για τα εγκαίνια της έκθεσης της Σελεστίνα Γουάιτ. Η ζωγράφος είχε υιοθετήσει το παιδί της αδερφής της. Αυτή είχε τον μικρό Μπαρθόλομιου. Και μέσω αυτής θα τον έβρισκε ο Τζούνιορ. Αν ο φόνος ενός τυχαίου Μπαρθόλομιου είχε σπάσει ένα φράγμα έντασης και είχε χαρίσει στον Τζούνιορ την ποθητή χαλάρωση, τότε ο φόνος του σωστού Μπαρθόλομιου θα απεγκλώβιζε έναν ωκεανό καταπιεσμένης έντασης από μέσα του και θα ξανάνιωθε ελεύθερος, έτσι όπως είχε αισθανθεί στην πλατφόρμα του πυροσβεστικού πύργου. Τόσο ελεύθερος, όσο δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή του. Ό τ α ν θα σκότωνε τον Μπαρθόλομιου, θα σταματούσαν και τα φαντάσματα να τον κυνηγάνε. Στο μυαλό του Τζούνιορ, ο Βανάντιουμ κι ο Μπαρθόλομιου ήταν αναπόσπαστα δεμένοι, γιατί ο μανιακός αστυνομικός ήταν αυτός που είχε ακούσει τον Τζούνιορ να λέει το όνομα Μπαρθόλομιου στον
ύπνο του. Ή τ α ν αυτό λογικό; Άλλες φορές έμοιαζε λογικό, άλλες όχι, αλλά πάντα έμοιαζε πιο λογικό απ' οτιδήποτε άλλο. Για να απαλλαγεί από τον νεκρό-αλλά-υπαρκτό ντετέκτιβ, έπρεπε να εξολοθρεύσει τον Μπαρθόλομιου. Τότε θα σταματούσε το μαρτύριο. Σίγουρα. Θα έπαυε να αισθάνεται ότι μετεωριζόταν στο κενό, ότι γλιστρούσαν άσκοπα οι μέρες του, και θα μπορούσε να ξαναβρεί προσήλωση στο στόχο της αυτοβελτίωσης. Θα μάθαινε οπωσδήποτε γαλλικά και γερμανικά. Θα έκανε σεμινάρια υψηλής μαγειρικής. Θα μάθαινε καράτε. Κατά κάποιον τρόπο, ακόμη και η αποτυχία του να βρει ένα καινούριο ταίρι, παρ' όλο που είχε πάει με τόσες πολλές γυναίκες, οφειλόταν στον Βανάντιουμ. Αναμφίβολα, όταν ο Μπαρθόλομιου θα ήταν πια νεκρός και ο Βανάντιουμ θα χανόταν μαζί του, θα ερχόταν στη ζωή του Τζούνιορ ο αληθινός έρωτας. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με όλα του τα ρούχα, τα γόνατα διπλωμένα στο στήθος, τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές κάτω από το πιγούνι και το κεφάλι μαζεμένο πάνω στα χέρια του σαν γιγάντιο έμβρυο, ο Τζούνιορ προσπάθησε να θυμηθεί τη λογική ακολουθία που τον είχε οδηγήσει αρχικά σ' αυτό το κοπιαστικό, εκνευριστικό κυνήγι του Μπαρθόλομιου. Η αλυσίδα όμως γύριζε τρία χρόνια πίσω, διάστημα που έμοιαζε με αιωνιότητα, και οι κρίκοι δεν ήταν πλέον όλοι στη θέση τους. Δεν είχε σημασία. Αυτός ήταν προσηλωμένος στο μέλλον. Το παρελθόν είναι για τους αποτυχημένους. Ό χ ι , λάθος, η ταπεινοφροσύνη είναι για τους αποτυχημένους. «Όποιος δεν μπορεί να τραφεί από το μέλλον, θηλάζει το παρελθόν». Αυτή ήταν μια από τις φράσεις του Ζεντ που ο Τζούνιορ είχε κεντήσει σε μαξιλάρι. Προσήλωση. Στις 12 Ιανουαρίου θα έπρεπε να είναι απόλυτα προετοιμασμένος να σκοτώσει τον Μπαρθόλομιου και όποιον προσπαθούσε να τον προστατεύσει. Να είναι προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο Τζούνιορ πήγε σ' ένα πάρτι με θέμα το πυρηνικό ολοκαύτωμα. Η γιορτή έγινε σ'
ένα μεγάλο παλιά αρχοντικό, που οι τοίχοι του ήταν συνήθως γεμάτοι με πρωτοποριακούς πίνακες, αλλά που εκείνη τη βραδιά είχαν αντικατασταθεί με μεγεθύνσεις φωτογραφιών από τα ερείπια του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα. Μια εξωφρενικά σέξι κοκκινομάλλα τον φλέρταρε απροκάλυπτα εκεί που διάλεγε μεζεδάκια σε σχήμα βόμβας από το δίσκο ενός σερβιτόρου που ήταν ντυμένος σαν θύμα πυρηνικής ενέργειας. Η Μιρτλ, η κοκκινομάλλα, φορούσε πράσινη σούπερ μίνι φούστα, άσπρο κολλητό μπλουζάκι και πράσινο μπερέ. Η Μιρτλ είχε υπέροχα πόδια και το γεγονός ότι δεν φορούσε σουτιέν δεν άφηνε αμφιβολίες για το ότι τα στήθη της ήταν δώρο της φύσης και όχι αποτέλεσμα ορμονοθεραπείας. Παρ' όλα αυτά, ύστερα από καμιά ώρα κουβεντούλα περί ανέμων και υδάτων και πριν της προτείνει να φύγουν μαζί από το πάρτι, ο Τζούνιορ φρόντισε να τη στριμώξει σε μια σχετικά ήσυχη γωνιά και να της βάλει χέρι για να βεβαιωθεί απόλυτα για το φύλο της. Πέρασαν μια φανταστική νύχτα μαζί, αλλά δεν ήταν έρωτας. Η ασώματη φωνή δεν τραγούδησε εκείνο το βράδυ. Το πρωί, όταν ο Τζούνιορ έκοψε στα δύο ένα γκρέιπφρουτ για να το φάει, δεν βρήκε νόμισμα στο εσωτερικό του. Την Τρίτη, 2 Ιανουαρίου, ο Τζούνιορ συναντήθηκε με τον έμπορο ναρκιοτικών που του είχε συστήσει τον Γκουγκλ, τον παραχαράκτη, και κανόνισε ν' αγοράσει ένα περίστροφο των εννέα χιλιοστών με σιγαστήρα. Προετοιμαζόταν για όλα τα ενδεχόμενα. Προσήλωση στο στόχο. Εκτός από το περίστροφο, παρήγγειλε κι ένα αυτόματο πασπαρτού. Αυτό το μηχανηματάκι μπορούσε ν' ανοίξει αυτόματα κάθε είδους κλειδαριά με δυο τρία τραβήγματα μιας σκανδάλης, πουλιόταν μόνο σε αστυνομικά τμήματα και η διανομή του ήταν αυστηρά ελεγχόμενη. Στη μαύρη αγορά κόστιζε τόσο ακριβά, που ο Τζούνιορ θα μπορούσε να είχε αγοράσει τα δύο τρίτα ενός πίνακα του Σκλεντ με τα ίδια χρήματα.
Προετοιμασία. Λεπτομέρειες. Προσήλωση. Ξύπνησε αρκετές φορές εκείνη τη νύχτα, σίγουρος ότι τον είχε ξυπνήσει η σερενάτα του φαντάσματος, αλλά δεν άκουσε κανένα τραγούδι. Την Τετάρτη, πέρασε όλη τη μέρα στο κρεβάτι με τη Μιρτλ. Δεν ήταν έρωτας, αλλά αυτή η ακραία εξοικείωση με τα σωματικά προσόντα της συντρόφου του ήταν κάποια παρηγοριά. Την Πέμπτη, 4 Ιανουαρίου, χρησιμοποίησε την ταυτότητα Τζον Πίντσμπεκ για να αγοράσει ένα καινούριο βαν της Φορντ. Νοίκιασε μια θέση σε ιδιωτικό γκαράζ, πάντα με το όνομα Πίντσμπεκ, και άφησε εκεί το φορτηγάκι. Την ίδια μέρα τόλμησε να επισκεφτεί δυο γκαλερί. Καμιά δεν είχε ένα κηροπήγιο από κασσίτερο ανάμεσα στα εκθέματά της. Κι όμως, ο Τζούνιορ ήξερε ότι το επίμονο φάντασμα του Τόμας Βανάντιουμ, αυτή η εχθρική και πεισματάρα ποσότητα ενέργειας, δεν είχε τελειώσει ακόμη μαζί του. Μέχρι να βρει και να σκοτώσει τον Μπαρθόλομιου, το πνεύμα του μανιακού ντετέκτιβ θα επέστρεφε συνέχεια για να τον ταλαιπωρεί. Έ π ρ ε π ε να βρίσκεται διαρκώς σε επαγρύπνηση. Σε επαγρύπνηση και σε προσήλωση μέχρι να έρθει και να περάσει η 12η Ιανουαρίου. Οχτώ μέρες ακόμη. Η Παρασκευή του ξανάφερε τη Μιρτλ, ολόκληρη τη Μιρτλ, όλη μέρα, με όλους τους δυνατούς τρόπους, από τοίχο σε τοίχο, οπότε το Σάββατο του είχε απομείνει ελάχιστη ενέργεια, ίσα ίσα για να κάνει ένα ντους. Την Κυριακή, ο Τζούνιορ κρύφτηκε από τη Μιρτλ, αφήνοντας τον αυτόματο τηλεφιυνητή ν' απαντάει στο τηλέφωνο για να την αποφύγει, και κέντησε με τόση φοβερή προσήλωση τα εργόχειρά του, που εκείνη τη νύχτα ξέχασε να κοιμηθεί. Αποκοιμήθηκε πάνω στη μαξιλαροθήκη που κεντούσε, στις δέκα η ώρα το πρωί της Δευτέρας. Την Τρίτη, 9 Ιανουαρίου, έχοντας ρευστοποιήσει αρκετές από τις επενδύσεις του το τελευταίο δεκαήμερο, μετέφερε με τραπεζική εντολή το ποσό του ενάμισι εκατομμυρίου
δολαρίων στο λογαριασμό του Γκάμονερ, στην τράπεζα του Μεγάλου Κέιμαν. Την ίδια μέρα, σ' ένα από τα στασίδια της Παλιάς Εκκλησίας της Παναγίας, στην Τσάιναταουν, παρέλαβε το αυτόματο πασπαρτού, το περίστροφο των εννέα χιλιοστών και το σιγαστήρα, όπως ήταν κανονισμένο από πριν. Η εκκλησία ήταν άδεια στις δέκα το πρωί. Το μισοσκότεινο εσωτερικό της και οι αγριωπές θρησκευτικές μορφές τον έκαναν ν' ανατριχιάσει. Ο αγγελιαφόρος -ένας νεαρός αλήτης με μάτια ψυχρά σαν νεκρού, που του έλειπε ο ένας αντίχειρας -του παρέδωσε το εμπόρευμα μέσα σε μια μεγάλη χαρτοσακούλα με κινέζικο φαγητό. Η σακούλα περιείχε δυο άσπρα χάρτινα κουτάκια (μου γκου γκάι παν, ρύζι στον αχνό), ένα μεγάλο ροζ κουτί γεμάτο μπισκότα αμυγδάλου κι ένα δεύτερο ροζ κουτί από κάτω, που περιείχε το πασπαρτού, το όπλο, το σιγαστήρα και μια δερμάτινη θήκη ώμου για το περίστροφο, με κρεμασμένη πάνω της μια καρτούλα δώρου που έγραφε: Σας ευχαριστούμε για την προτίμηση σας στα εμπορεύματά μας. Σε ένα οπλοπωλείο, ο Τζούνιορ αγόρασε διακόσιες σφαίρες για το περίστροφο. Αργότερα, του φάνηκαν κάπως πολλές. Λίγο αργότερα, πήγε κι αγόρασε άλλες διακόσιες. Αγόρασε και μαχαίρια. Και θήκες για τα μαχαίρια. Αγόρασε κι ένα πλήρες σετ τροχίσματος και πέρασε όλο το απόγευμα λιμάροντας λάμες μαχαιριών. Ούτε κέρματα. Ούτε τραγούδια. Ούτε τηλεφωνήματα από νεκρές νοσοκόμες. Την Τετάρτη το πρωί, 10 Ιανουαρίου, μετέφερε ενάμισι εκατομμύριο δολάρια από το λογαριασμό Γκάμονερ στο λογαριασμό Πίντσμπεκ στην Ελβετία. Ύστερα έκλεισε το λογαριασμό στην τράπεζα του Μεγάλου Κέιμαν. Νιώθοντας την ένταση να σωρεύεται και να κορυφώνεται επικίνδυνα, ο Τζούνιορ αποφάσισε ότι είχε ανάγκη τη Μιρτλ, κι ας τον εξουθένωνε. Πέρασε την υπόλοιπη Τετάρτη, ως το πρωί της Πέμπτης, στο σπίτι της ακούραστης κοκκινομάλλας, που στην κρεβατοκάμαρά της είχε μια τεράστια συλλογή από λάδια για μασάζ, σε ποσότητες αρκετές για να
λιπάνουν αρωματικά όλες τις αμαξοστοιχίες των σιδηροδρομικών εταιρειών δυτικά του Μισισιπή. Ό τ α ν εκείνη έφυγε, ο Τζούνιορ πονούσε σε μέρη του σώματος του που δεν είχε πονέσει ποτέ πριν. Κι όμως, είχε ακόμη περισσότερο στρες την Πέμπτη απ' όσο την Τετάρτη. Η Μιρτλ ήταν μια πολυτάλαντη κοπέλα, με δέρμα απαλότερο κι από ξεφλουδισμένο βερίκοκο και θεσπέσιες καμπύλες, αλλά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν το φάρμακο για την έντασή του. Μόνο αν έβρισκε και σκότωνε τον Μπαρθόλομιου θα μπορούσε επιτέλους να ησυχάσει. Επισκέφτηκε την τράπεζα όπου είχε θυρίδα στο όνομα Τζον Πίντσμπεκ. Πήρε τις είκοσι χιλιάδες δολάρια σε μετρητά κι όλα τα πλαστά ντοκουμέντα. Με το αυτοκίνητο του -Μερσέντες αυτό τον καιρό- έκανε τρεις φορές τη διαδρομή από το διαμερισμό του ως το γκαράζ όπου είχε αφήσει το Φορντ, παίρνοντας τις απαραίτητες προφυλάξεις ώστε να μην τον ακολουθήσει κανείς. Γέμισε δυο βαλίτσες με ρούχα και είδη τουαλέτας -συν το περιεχόμενο της θυρίδας-, τις έχωσε στο φορτηγάκι και ύστερα πρόσθεσε τα πολύτιμα αντικείμενα που δεν ήθελε με τίποτα να χάσει, αν η υπόθεση του Μπαρθόλομιου πήγαινε στραβά κι αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τη ζωή του στο Ράσιαν Χιλ και να το σκάσει. Πήρε τα βιβλία του Σίζαρ Ζεντ. Τους τρεις πίνακες του Σκλεντ. Τα κεντημένα μαξιλαράκια, στα οποία είχε αποθέσει τις σοφίες του Ζεντ και τα οποία αποτελούσαν τον κύριο όγκο της συλλογής του από τα αγαπημένα του αντικείμενα: 102 μαξιλαράκια, διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, που τα είχε φτιάξει κεντώντας σαν παλαβός επί δεκατρείς μήνες. Αν σκότωνε τον Μπαρθόλομιου και τη γλίτωνε, όπως περίμενε να συμβεί, τότε θα τα ξαναπήγαινε όλα αυτά πίσω στο διαμέρισμά του. Απλώς έδειχνε προνοητικότητα, σχεδιάζοντας το μέλλον του, μια και το μέλλον ήταν το μόνο που ζούσε πραγματικά. Θα ήθελε πολύ να πάρει και τη Βιομηχανική Γυναίκα, αλλά ζύγιζε πάνω από διακόσια πενήντα κιλά. Μόνος του δεν μπορούσε να την κουβαλήσει και δεν θα διακινδύνευε
να πάρει εργάτη να τον βοηθήσει και να αποκαλύψει έτσι την ύπαρξη του Φορντ στο άνομα Πίντσμπεκ. Κατά περίεργο τρόπο, η Βιομηχανική Γυναίκα του θύμιζε όλο και περισσότερο τη Μιρτλ. Επιπλέον, όπως τον προειδοποιούσε ένα συγκεκριμένο τμήμα της ανατομίας του, αρκετά με δαύτη! Επιτέλους έφτασε η μεγάλη μέρα. Παρασκευή, 12 Ιανουαρίου. Τα νεύρα του Τζούνιορ ήταν τεντωμένα σαν συρμάτινες χορδές. Κι αν τον πυροδοτούσε κάτι, ίσως η έκρηξη να ήταν τόσο βίαιη, που να τον έστελνε κατευθείαν στο ψυχιατρείο. Ευτυχώς, είχε συνείδηση της αδυναμίας του. Μέχρι το απόγευμα που ήταν τα εγκαίνια της έκθεσης της Σελεστίνα Γουάιτ, έπρεπε να περάσει κάθε λεπτό της κάθε ώρας σε χαλαρωτικές δραστηριότητες για να εξασφαλίσει ότι θα ήταν ψύχραιμος και αποτελεσματικός όταν θα ερχόταν η στιγμή να δράσει. Αργές, βαθιές αναπνοές. Έ κ α ν ε ένα ντους, όσο καυτό μπορούσε ν' αντέξει, μέχρι που ένιωσε τους μυς του μαλακούς σαν βούτυρο. Στο πρωινό του απέφυγε τη ζάχαρη. Έ φ α γ ε κρύο ροσμπίφ και ήπιε ένα ποτήρι γάλα με διπλή δόση μπράντι. Ο καιρός ήταν καλός κι έτσι βγήκε για έναν ήρεμο περίπατο, αν και συχνά κατευθυνόταν από το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι για ν' αποφύγει να περάσει δίπλα από αυτόματα μηχανήματα πώλησης τσιγάρων κι εφημερίδων. Κάτι που τον χαλάρωνε ήταν να ψωνίζει αξεσουάρ της μόδας. Πέρασε κάμποσες ώρες χαζεύοντας σε καταστήματα, ψάχνοντας για καρφίτσες γραβάτας, μανικετόκουμπα κι ασυνήθιστες ζώνες. Ανεβαίνοντας από τις κυλιόμενες σκάλες στους ορόφους ενός πολυκαταστήματος, είδε, μεταξύ δεύτερου και τρίτου ορόφου, τον Βανάντιουμ στη σκάλα καθόδου, γύρω στα πέντε μέτρα απέναντι του. Για πνεύμα, ο μανιακός αστυνομικός φαινόταν εκνευριστικά συμπαγής. Φορούσε τουίντ σπορ σακάκι και παντελόνι
με πιέτες, που, απ' όσο θυμόταν ο Τζούνιορ, ήταν ακριβώς τα ίδια ρούχα που φορούσε και τη νύχτα του θανάτου του. Ο Τζούνιορ αρχικά είδε μόνο το προφίλ του Βανάντιουμ και ύστερα - ό π ω ς ο ντετέκτιβ κατέβηκε χαμηλότερα και χάθηκε - τ ο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Είχε να δει αυτό τον άντρα τρία χρόνια, αλλά ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δεν επρόκειτο για συμπτωματική ομοιότητα. Ή τ α ν αυτός: το βρομερό, σερνάμενο, επίμονο πνεύμα. Μόλις έφτασε στον τρίτο, ο Τζούνιορ έτρεξε κατευθείαν στις σκάλες καθόδου. Το κοντόχοντρο, σιχαμένο πνεύμα άφησε την κυλιόμενη σκάλα και προχώρησε προς το τμήμα γυναικείων ειδών σπορ. Ο Τζούνιορ κατέβαινε τα σκαλιά δυο δυο, χωρίς να περιμένει να τον μεταφέρει κάτω η αυτόματη σκάλα. Ό τ α ν έφτασε στον δεύτερο όροφο, όμως, διαπίστωσε ότι το φάντασμα του Βανάντιουμ είχε κάνει αυτό που ξέρουν να κάνουν πολύ καλά τα φαντάσματα: είχε εξαφανιστεί. Εγκαταλείποντας την αναζήτηση της τέλειας καρφίτσας για γραβάτα, αλλά αποφασισμένος να μη χάσει την ψυχραιμία του, ο Τζούνιορ πήγε για μεσημεριανό στο ξενοδοχείο Σεντ Φράνσις, κατά τη συνήθεια του. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα από κοστουμαρισμένους επιχειρηματίες, χίπις με φανταχτερά ρούχα, κομψοντυμένες κυρίες των προαστίων που είχαν κατεβεί στο κέντρο για ψώνια και από το συνηθισμένο πλήθος των αδιάφορα ντυμένιυν ασήμαντων ανθρώπων της πόλης. Ακόμη και στις καλές μέρες, που δεν τον παρενοχλούσαν πνεύματα νεκρών αστυνομικών και δεν προετοιμαζόταν να διαπράξει φόνο το βράδυ, ο Τζούνιορ καμιά φορά αισθανόταν άβολα μέσα στο πλήθος. Εκείνο το απόγευμα τον έπιασε κλειστοφοβία καθώς βάδιζε μέσα στη λαοθάλασσα -και, ομολογουμένως, παράνοια. Καθώς προχωρούσε, παρατηρούσε ανήσυχος τα πρόσωπα γύρω του και κάθε τόσο γύριζε το κεφάλι πάνω από τον ώμο του για να κοιτάξει πίσω. Μια απ' αυτές τις φορές είδε το φάντασμα του Βανάντιουμ. Τρόμαξε, αλλά δεν εξεπλάγη.
Το φάντασμα ήταν καμιά δεκαπενταριά μέτρα πίσω του, μέσα στη θάλασσα των πεζών, που ξαφνικά μετατράπηκαν όλοι σε φιγούρες δίχως πρόσωπα, γιατί ο Τζούνιορ δεν ξεχώριζε τίποτ' άλλο από τα χαρακτηριστικά του νεκρού αστυνομικού. Το φασματικό πρόσωπο ανεβοκατέβαινε, χανόταν κι εμφανιζόταν ξανά, καθώς το πνεύμα βάδιζε ανάμεσα σε δεκάδες άλλα απρόσωπα κεφάλια που μεσολαβούσαν. Ο Τζούνιορ τάχυνε το βήμα του κι άρχισε ν' ανοίγει δρόμο ρίχνοντας συνεχώς ματιές πάνω από τον ώμο του. Μόλο που έβλεπε μόνο φευγαλέα το πρόσωπο του νεκρού ντετέκτιβ, κατάλαβε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Αν και ποτέ δεν ήταν πρότυπο αντρικής ομορφιάς, η φάτσα του Βανάντιουμ έμοιαζε δραματικά χειρότερη από πριν. Το μεγάλο κόκκινο σημάδι ήταν πάντα εκεί, γύρω από το δεξί του μάτι. Τα χαρακτηριστικά του, όμως, δεν ήταν πια πλακουτσωτά κι αδιάφορα όπως πριν, αλλά... παραμορφωμένα. Χωμένο προς τα μέσα. Το πρόσωπο του φαινόταν χωμένο προς τα μέσα. Σαν χτυπημένο από μεταλλικό κηροπήγιο. Στην επόμενη γωνία, αντί να συνεχίσει προς τα νότια, ο Τζούνιορ έστριψε απότομα, κατέβηκε από το πεζοδρόμιο και πέρασε απέναντι, παρ' όλο που το σήμα στη διάβαση ήταν κόκκινο για τους πεζούς. Ακούστηκαν απότομα κορναρίσματα, ένα λεωφορείο λίγο έλειψε να τον λιώσει, αλλά κατάφερε να φτάσει σώος απέναντι. Μόλις ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, το κόκκινο για τους πεζούς έγινε πράσινο. Ο Τζούνιορ αναζήτησε το διώκτη του και τον βρήκε. Ο Βανάντιουμ περνούσε τη διάβαση και λογικά, αν ήταν άνθρωπος με σάρκα και οστά, θα έπρεπε να τρέμει από το κρύο μόνο με το σακάκι, χωρίς πανωφόρι. Ο Τζούνιορ συνέχισε να βαδίζει προς τα ανατολικά, σπρώχνοντας τους περαστικούς, σίγουρος ότι ξεχώριζε πια τον ήχο των βημάτων του ντετέκτιβ μέσα στην οχλοβοή και στο θόρυβο της κυκλοφορίας. Έ ν α ς ήχος ρυθμικός, κούφιος, που δεν αντηχούσε μόνο στ' αυτιά του Τζούνιορ αλλά σε όλο του το κορμί, μέχρι τα κόκαλά του. Έ ν α τμήμα του μυαλού του αντιλαμβανόταν ότι ο ήχος αυτός ήταν ο χτύπος της ίδιας του της καρδιάς κι όχι τα βήματα του Βανάντιουμ, αλλά αυτό το τμήμα δεν ήταν το κυ-
ρίαρχο προς το παρόν. Τάχυνε κι άλλο το βήμα του, χωρίς να φτάσει να τρε'χει, αλλά σαν άνθρωπος που είχε αργήσει σε σημαντικό ραντεβού. Κάθε φορά που ο Τζούνιορ κοίταζε πίσω του, έβλεπε τον Βανάντιουμ να τον ακολουθεί ανάμεσα στο πλήθος. Κοντόχοντρος αλλά σβέλτος. Βλοσυρός και αποφασισμένος. Φρικαλέος στην όψη. Και γρήγορος. Ο Τζούνιορ είδε ένα δρομάκι ν' ανοίγεται στ' αριστερά του. Ξέκοψε από την πορεία του και μπήκε στο στενό, που εξυπηρετούσε τις πίσω εισόδους μιας σειράς πανύψηλων κτιρίων. Βάδιζε ακόμα πιο γρήγορα, αλλά και πάλι χωρίς να τρέχει, γιατί εξακολουθούσε να πιστεύει ότι διέθετε την ηρεμία και τον αυτοέλεγχο ενός πολύ αυτοβελτιωμένου ανθρώπου. Στα μισά του στενού, έκοψε το βήμα του και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Ανάμεσα από μεγάλους μεταλλικούς σκουπιδοτενεκέδες, παρκαρισμένα φορτηγάκια παραλαβής και παράδοσης κι ατμούς που έβγαιναν από σχάρες εξαερισμού εστιατορίων, εμφανίστηκε ο νεκρός αστυνομικός. Τρέχοντας. Παρ' όλο που βρισκόταν στην καρδιά της πόλης, το δρομάκι φαινόταν ξαφνικά στον Τζούνιορ πιο έρημο κι από εγγλέζικη αποβάθρα το καταχείμωνο κι εντελώς ακατάλληλο για να κρυφτεί κανείς από ένα εκδικητικό φάντασμα. Εγκαταλείποντας κάθε προσποίηση αυτοελέγχου, ο Τζούνιορ έτρεξε σαν τρελός προς την άλλη έξοδο του στενού, όπου η θέα της κινούμενης ανθρωποθάλασσας δεν του προκαλούσε πλέον κλειστοφοβία αλλά ένα πρωτόγνωρο αίσθημα αδελφοσύνης. Απ' όλα τα απρόβλεπτα, εγώ είμαι το χειρότερο. Έ ν α βαρύ χέρι θα έπεφτε στον ώμο του, θα τον έστρεφε παρά τη θέλησή του και τότε θ' αντίκριζε εκείνα τα γκρίζα σαν καρφιά μάτια, το κόκκινο σημάδι, το βαθουλωμένο από χτύπημα με κηροπήγιο πρόσωπο... Ο Τζούνιορ έφτασε στο τέρμα του στενού, σκόνταψε πάνω στο ρεύμα των πεζών, κόντεψε να ρίξει κάτω ένα γέρο Κινέζο, ισορρόπησε, στράφηκε και... δεν είδε κανέναν. Ο Βανάντιουμ είχε εξαφανιστεί.
Μεγάλοι σκουπιδοτενεκέδες και φορτηγά παράδοσης εμπορευμάτων, μπροστά στους ψηλούς συμπαγείς τοίχους των κτιρίων. Ατμός να βγαίνει από τις σχάρες εξαερισμού. Οι σκιές ακίνητες, αδιατάραχτες. Καμιά φιγούρα με σπορ τουίντ σακάκι δεν έτρεχε ανάμεσά τους. Ύ σ τ ε ρ α από τέτοια ταραχή, ο Τζούνιορ δεν είχε πια όρεξη για γεύμα στο Σεντ Φράνσις, ή οπουδήποτε αλλού, κι επέστρεψε στο διαμέρισμά του. Φτάνοντας σπίτι, δίστασε ν' ανοίξει την πόρτα. Φοβόταν πως θα έβρισκε μέσα τον Βανάντιουμ. Κανείς δεν τον περίμενε στο διαμέρισμά του, εκτός από τη Βιομηχανική Γυναίκα. Ο διαλογισμός, το κέντημα, ακόμη και το σεξ δεν αρκούσαν πια να τον χαλαρώσουν. Οι πίνακες του Σκλεντ και τα βιβλία του Σίζαρ Ζεντ ήταν πακεταρισμένα στο φορτηγάκι κι έτσι δεν μπορούσε να παρηγορηθεί ούτε μ' αυτά. Άλλο ένα γάλα με διπλό κονιάκ τον βοήθησε κάπως αλλά όχι πολύ. Καθώς το απόγευμα ξεθώριαζε προς το σούρουπο και προς τα εγκαίνια της έκθεσης της Σελεστίνα Γουάιτ, ο Τζούνιορ ετοίμασε τα μαχαίρια και τα πιστόλια του. Οι σφαίρες και οι κοφτερές λάμες κάλμαραν λίγο τα νεύρα του. Έ π ρ ε π ε οπωσδήποτε να κλείσει ως ζήτημα ο θάνατος της Ναόμι. Αυτό συμπέραινε από τα τρία τελευταία χρόνια και όλα αυτά τα μεταφυσικά γεγονότα. Η Ναόμι ήταν πολύ γλυκιά, πολύ ήρεμη και πολύ πειθήνια στη ζωή για να γίνει εκδικητικό φάντασμα. Η Ναόμι τώρα ήταν ένα με τη γη και δεν εκπροσωπούσε κανενός είδους απειλή γι' αυτόν και η Πολιτεία είχε πληρώσει για την αμέλειάτης και το όλο ζήτημα θα έπρεπε να είχε λήξει. Μόνο δύο πράγματα στέκονταν εμπόδιο: πρώτον, το πεισματάρικο, άπληστο, ανακατωσούρικο, μοχθηρό, ψυχωσικό και κακό πνεύμα του Τόμας Βανάντιουμ και, δεύτερον, το μπάσταρδο της Σεραφείμ Γουάιτ, ο μικρός Μπαρθόλομιου. Έ ν α τεστ αίματος ίσως να αποδείκνυε ότι ο Τζούνιορ ήταν ο πατέρας. Αργά ή γρήγορα, τα μέλη της οικογένειάς της θα τον κατηγορούσαν, όχι τόσο με την ελπίδα να τον
στείλουν φυλακή, αλλά με αποκλειστικό σκοπό να βάλουν χέρι σε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του με τη μορφή της διατροφής του παιδιού. Τότε, η Αστυνομία του Σπρους Χιλς θα ζητούσε να μάθει τι γύρευε αυτός με μια ανήλικη μαύρη, αφού ισχυριζόταν ότι ο γάμος τον με τη Ναόμι ήταν τέλειος. Ό σ ο άδικο κι αν είναι, στις υποθέσεις δολοφονίας δεν υπάρχουν νομικοί περιορισμοί. Κλειστοί φάκελοι μπορούν να ξεσκονιστούν και να ανοιχτούν ξανά. Έρευνες να ξαναρχίσουν ή να συνεχιστούν. Και μολονότι η αστυνομία είχε ελάχιστες ή και μηδενικές ελπίδες να τον καταδικάσει για φόνο, με τα πενιχρά στοιχεία που ίσως κατάφερνε να ξεθάψει αυτός θ' αναγκαζόταν να ξοδέψει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε δικηγόρους. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να χρεοκοπήσει και να ξαναγίνει φτωχός. Ποτέ. Είχε κερδίσει την περιουσία του παίρνοντας ένα φοβερό ρίσκο, δείχνοντας τόλμη κι αποφασιστικότητα. Και θα την υπερασπιζόταν με οποιοδήποτε κόστος. Ό τ α ν θα έβγαινε από τη μέση το μπάσταρδο της Σεραφείμ, θα ήταν πια αδύνατο ν' αποδειχτεί η πατρότητα, κι έτσι κάθε διεκδίκηση διατροφής για το παιδί θα ήταν άτοπη. Ακόμη και το πεισματάρικο, άπληστο, ανακατωσούρικο, μοχθηρό, ψυχωσικό και κακό πνεύμα του Τόμας Βανάντιουμ θα το έπαιρνε απόφαση ότι είχε χάσει κάθε ελπίδα να πιάσει τον Τζούνιορ και τότε ή θα διαλυόταν από τα νεύρα του ή θα κολλούσε κάπου να μετενσαρκωθεί. Το ζήτημα θα έληγε σύντομα. Για τον Κάιν Τζούνιορ, η λογική όλων αυτών ήταν αναμφισβήτητη. Ετοίμασε τα μαχαίρια και τα πιστόλια του. Τις λάμες και τις σφαίρες. Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς, τους εξελιγμένους, τους αυτοβελτιωμένους και τους προσηλωμένους στο στόχο τους.
Κεφάλαιο 64
Ο ΝΟΛΙ ΚΑΘΟΤΑΝ πίσω από το γραφείο του, με το σακάκι του ριγμένο στη ράχη της καρέκλας και το καπέλο στο κεφάλι του, όπως πάντα, εκτός από τις ώρες που κοιμόταν ή έκανε ντους ή δειπνούσε σε εστιατόριο ή έκανε έρωτα. Έ ν α αναμμένο τσιγάρο, να κρέμεται από την άκρη ενός σκληρού στόματος που ήταν μόνιμα συσπασμένο σ' ένα κυνικό χαμόγελο, θα ήταν το αναμενόμενο για να συμπληρωθεί η τυποποιημένη εικόνα του σκληρού ντετέκτιβ, αλλά ο Νόλι δεν ήταν καπνιστής. Το ότι δεν κάπνιζε είχε σαν αποτέλεσμα να είναι αισθητά μειωμένη η εντύπωση της θολής ατμόσφαιρας που περιμένουν οι πελάτες από το γραφείο ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ. Ευτυχώς, το γραφείο του, τουλάχιστον, ήταν σημαδεμένο από καψίματα τσιγάρου, γιατί ο Νόλι είχε νοικιάσει το χώρο επιπλωμένο. Ο χώρος ανήκε προηγουμένως σ' ένα συνάδελφο, ονόματι Ό τ ο Ζελμ, που έβγαζε καλό μεροκάματο κάνοντας το είδος της δουλειάς που ο Νόλι απέφευγε από καθαρή βαρεμάρα: εντόπιζε τύπους που την είχαν κοπανήσει αφήνοντας απλήρωτα χρέη κι έκανε κατάσχεση στα οχήματά τους. Σε μια παρακολούθηση, ο Ζελμ είχε αποκοιμηθεί μέσα στο αυτοκίνητο του, με το τσιγάρο στο στόμα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταβάλει η ασφάλειά του την αποζημίωση για θάνατο από ατύχημα και να μείνει το γραφείο του ελεύθερο προς ενοικίαση. Ακόμη και χωρίς τσιγάρο και κυνικό στραβό χαμόγελο, ο Νόλι είχε έναν αέρα σκληρού άντρα ισάξιο του Σαμ Σπέιντ,
κυρίως επειδή η φύση τού είχε χαρίσει την κατάλληλη μάσκα για να κρύβει τον αισθηματία που είχε μέσα του. Με τον χοντρό σβέρκο του και το φαρδύ στέρνο, με τα μανίκια του πουκαμίσου του γυρισμένα ως πάνω στα μπράτσα ν' αποκαλύπτουν δυο δυνατά, τριχωτά χέρια, δημιουργούσε την εντύπωση ενός ιδιαίτερα επιβλητικού ανθρώπου. Σαν να είχες ρίξει στο μπλέντερ τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, τον Σίντνεϊ Γκρίνστριτ και τον Πίτερ Λόρι, και να είχες αδειάσει το μείγμα σε ένα καλούπι. Η Καθλίν Κλερκλ, η κυρία Γούλφσταν, είχε καθίσει στην άκρη του γραφείου του Νόλι και κοίταζε διαγώνια τον επισκέπτη που καθόταν στην πολυθρόνα των πελατών. Στην πραγματικότητα, ο Νόλι είχε δυο πολυθρόνες για πελάτες στο γραφείο του. Η Καθλίν θα μπορούσε να είχε καθίσει στη μια απ' αυτές, αλλά η άκρη του γραφείου τής είχε φανεί πιο κατάλληλη θέση για τη γυναίκα ενός λαγωνικού. Ό χ ι πως ήταν στις προθέσεις της να δείχνει «περπατημένη». Το γυναικείο πρότυπο που είχε στο μυαλό της ήταν η Μίρνα Αόι στο ρόλο της Νόρα Τσαρλς στον Άνθρωπο Σκιά: έμπειρη γυναίκα αλλά κυρία, σκληρό καρύδι αλλά όχι κυνική. Πριν από τον Νόλι, η ζωή της Καθλίν ήταν τόσο στερημένη από ενδιαφέρον και αίσθημα, όσο και η έρημος από τριαντάφυλλα. Τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια ήταν τόσο άχρωμα, που είχε επιλέξει την οδοντιατρική, επειδή, συγκριτικά, της είχε φανεί πολύ εξωτικό και συνταρακτικό επάγγελμα. Είχε γνωρίσει μερικούς άντρες, αλλά ήταν όλοι τους βαρετοί και κανένας τους αισθηματίας. Τα μαθήματα χορού -και αργότερα οι διαγωνισμοί χορού- ήταν για την Καθλίν μια ευκαιρία να βρει το ρομαντισμό που έλειπε από την οδοντιατρική και από τις περιστασιακές γνωριμίες της. Ακόμη κι ο χορός, όμως, ήταν μια απογοήτευση, ως την ημέρα που ο δάσκαλος της της είχε συστήσει αυτόν το μισοφαλακρό, σκληροτράχηλο, ασχημομούρη και απίθανο Ρωμαίο. Το αν ο επισκέπτης που καθόταν τώρα στην πολυθρόνα είχε γνωρίσει στη ζωή του ένα μεγάλο ρομάντζο ήταν αμφίβολο. Το σίγουρο ήταν ότι είχε γνωρίσει την περιπέτεια και, ως ένα μεγάλο βαθμό, την τραγωδία. Το πρόσωπο του Τόμας Βανάντιουμ θύμιζε μετασεισμικό τοπίο. Γεμάτο φαρδιές
ασπριδερές ουλές, σαν ρωγμές σε πέτρωμα. Τα φρύδια, τα ζυγωματικά και το πιγούνι πρόβαλλαν και έγερναν σε αφύσικα επίπεδα το ένα σε σχέση με το άλλο. Το αιμαγγείωμα γύρω από το δεξί του μάτι ήταν φανερό ότι το είχε από γεννησιμιού του, αλλά η φοβερή ζημιά στα οστά του προσώπου και στο δέρμα ήταν ολοφάνερα έργο ανθρώπου κι όχι του Θεού. Μέσα στα ερείπια του προσώπου του, τα ασυνήθιστα γκρίζα μάτια του Τόμας Βανάντιουμ, με την ομορφιά και τη θλίψη τους, δημιουργούσαν μια έντονη αντίθεση. Δεν ήταν αυτολύπηση. Ή τ α ν φανερό στην Καθλίν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έβλεπε τον εαυτό του σαν θύμα. Η λύπη του ήταν για όλα τα άσχημα που είχε δει στη ζωή του και για την κακία του κόσμου. Ή τ α ν δυο μάτια που μπορούσαν να σε διαβάσουν από την πρώτη στιγμή, να δείξουν αμέσως συμπόνια αν το άξιζες, ή να σε κρίνουν με τρομακτική αυστηρότητα αν δεν ήσουν άξιος συμπόνιας. Ο Βανάντιουμ δεν είχε δει τον άνθρωπο που τον είχε χτυπήσει πισώπλατα και στη συνέχεια του είχε τσακίσει το πρόσωπο και το κεφάλι μ' ένα βαρύ κηροπήγιο από κασσίτερο. Ό τ α ν ανέφερε όμως το όνομα του Ί ν ο χ Κάιν, τα γκρίζα μάτια του δεν έδειχναν συμπόνια. Δεν είχαν βρεθεί δακτυλικά αποτυπώματα ή άλλα ίχνη σ' ό,τι διασώθηκε μετά την πυρκαγιά στο σπίτι της Μπρέσλερ, ούτε στο αυτοκίνητο του όταν ανασύρθηκε από το βυθό της Λίμνης του Λατομείου. «Αλλά εσείς πιστεύετε πως το έκανε αυτός», είπε ο Νόλι. «Το ξέρω ότι το έκανε αυτός». Ύστερα από εκείνη τη νύχτα, ο Βανάντιουμ είχε μείνει σε κώμα επί οχτώ μήνες, μέχρι τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1965. Οι γιατροί δεν περίμεναν να ανανήψει. Έ ν α ς μοτοσικλετιστής τον είχε βρει πεσμένο πάνω στον δημόσιο δρόμο, κοντά στη λίμνη, αναίσθητο και βουτηγμένο στη λάσπη. Ό τ α ν , ύστερα από οχτώ μήνες, ο Βανάντιουμ ξύπνησε σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, τρομερά αδυνατισμένος και εξαντλημένος, δεν θυμόταν τίποτε από τη στιγμή που είχε μπει στην κουζίνα της Βικτόρια και μετά, εκτός από μια πολύ αόριστη, θολή και σχεδόν ονειρική εικόνα του εαυτού του να αναδύεται από ένα αυτοκίνητο που βούλιαζε. Ό σ ο βέβαιος κι αν ήταν ο Βανάντιουμ για την ταυτότη-
τα του δράστη, η διαίσθηση χωρίς αποδεικτικά στοιχεία δεν αρκούσε να πείσει τις Αρχές ν' αναλάβουν δράση -ειδικά εναντίον ενός ανθρώπου τον οποίο η Πολιτεία και η Κομητεία είχαν αποζημιώσει με 4.250.000 δολάρια για το θάνατο της γυναίκας του από ατύχημα. Θα εμφανίζονταν είτε ανεπαρκείς στην ερευνά τους για τα αίτια θανάτου της Ναόμι Κάιν είτε μικρόψυχοι, καταδιώκοντας τον Ί ν ο χ καθαρά για λόγους εκδίκησης. Χωρίς πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων, το πολιτικό ρίσκο να ξεκινήσει μια έρευνα βασισμένη στο ένστικτο ενός αστυνομικού ήταν πολύ μεγάλο. Ο Σάιμον Μάγκιουσον, ικανός να εκπροσωπήσει ακόμη και τον ίδιο το διάβολο στο δικαστήριο για μια καλή αμοιβή, αλλά ταυτόχρονα ικανός και να αντιληφθεί το λάθος του και να αισθανθεί ενοχές, είχε επισκεφτεί τον Βανάντιουμ στο νοσοκομείο, αμέσως μόλις έμαθε ότι ο ντετέκτιβ είχε συνέλθει από το κιόμα. Ο δικηγόρος ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που πίστευε ότι ο Κάιν ήταν ο ένοχος της επίθεσης, αλλά και ότι είχε δολοφονήσει τη γυναίκα του. Ο Μάγκιουσον χαρακτήρισε το φόνο της Βικτόρια και τη δολοφονική επίθεση εναντίον του Βανάντιουμ απεχθή εγκλήματα, αλλά και προσωπική προσβολή στη δική του φήμη κι αξιοπρέπεια. Θεωρούσε ότι ένας άνθρωπος που, παρά την ενοχή του, είχε ανταμειφθεί με τέσσερα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια, αντί να μπει φυλακή, όφειλε να είναι ευγνώμων και να φροντίσει να μείνει στον ίσιο δρόμο. «Ο Σάιμον είναι περίεργο φρούτο», είπε ο Βανάντιουμ, «αλλά τον συμπαθιό πολύ και τον εμπιστεύομαι απόλυτα. Με ρώτησε τι θα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει. Τότε, η ομιλία μου ήταν συγκεχυμένη, είχα μερική παράλυση του αριστερού χεριού και είχα χάσει είκοσι πέντε κιλά. Δε σκόπευα ν' αναζητήσω τον Κάιν στο άμεσο μέλλον, αλλά ο Σάιμον ήξερε ήδη να μου πει πού βρισκόταν». «Επειδή ο Κάιν του είχε τηλεφωνήσει για να του συστήσει ο Μάγκιουσον έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ εδώ, στο Σαν Φρανσίσκο», είπε η Καθλίν. «Ήθελε να μάθει τι απέγινε το μωρό της Σεραφείμ Γουάιτ». Πάνω σ' εκείνο το σμπαραλιασμένο πρόσωπο, το χαμό-
γελο του Βανάντιουμ θα τρόμαζε τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά η Καθλίν το βρήκε γοητευτικό, γιατί αποκάλυπτε ένα αδάμαστο πνεύμα. «Αυτό που με κράτησε τα τελευταία δυόμισι χρόνια ήταν η βεβαιότητα πως θα κατόρθωνα να πιάσω στα χέρια μου τον κύριο Κάιν όταν θα ήμουν σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι». Στη διάρκεια της θητείας του ως ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ο Βανάντιουμ είχε ένα ιστορικό επιτυχίας ενενήντα οχτώ τοις εκατό στις υποθέσεις που αναλάμβανε και οδηγούσε στη δικαιοσύνη. Όποτε ήταν πεισμένος για την ενοχή ενός υπόπτου, δεν ακολουθούσε απλώς τις συνηθισμένες διαδικασίες και τεχνικές της αστυνομικής έρευνας, αλλά τις συνδύαζε μ' ένα δικό του είδος ψυχολογικού πολέμου -άλλοτε διακριτικό, άλλοτε όχι-, που συχνά ανάγκαζε τον ύποπτο να κάνει το λάθος που θα τον καταδίκαζε. «Το εικοσιπενταράκι στο τσίζμπεργκερ», είπε ο Νόλι. Αυτή ήταν η πρώτη φάρσα που τον είχε πληρώσει ο Σάιμον Μάγκιουσον για να κάνει. Κατά ένα μαγικό τρόπο, ένα εικοσιπενταράκι εμφανίστηκε στο δεξί χέρι του Τόμας Βανάντιουμ. Κύλησε από κόμπο σε κόμπο ανάμεσα στα δάχτυλά του, εξαφανίστηκε ανάμεσα στο δείκτη και στον αντίχειρα και ξαναβγήκε από τον κόμπο του μικρού δαχτύλου, επαναλαμβάνοντας στη συνέχεια την ίδια διαδρομή. «Αφού συνήλθα από το κώμα και σταθεροποιήθηκε η κατάστασή μου για μερικές εβδομάδες, μεταφέρθηκα σε ένα νοσοκομείο του Πόρτλαντ, όπου στη συνέχεια υποβλήθηκα σε έντεκα εγχειρήσεις». Ο Βανάντιουμ είτε διέκρινε την έκπληξή τους είτε υπέθεσε ότι θα ήταν περίεργοι να μάθουν γιατί, παρά τις τόσες εγχειρήσεις, είχε ακόμα αυτό το πρόσωπο του Μπόρις Καρλόφ. «Από τα χτυπήματα με το κηροπήγιο, είχε προκληθεί φοβερή ζημιά στον αριστερό μετωπιαίο κόλπο, στον κόλπο του σφηνοειδούς οστού και στο σηραγγώδη κόλπο. Το μετωπιαίο, το ηθμοειδές, η άνω γνάθος, το σφηνοειδές και η σκληρά υπερώα είχαν συντριπτικά κατάγματα, που έπρεπε να
αναταχθούν για να μπορούν να συγκρατήσουν, μεταξύ άλλων, και το δεξί μου μάτι, που... σχεδόν κρεμόταν, κατά κάποιον τρόπο. Αυτά για αρχή. Χρειάστηκαν ακόμη εκτεταμένες οδοντιατρικές επεμβάσεις. Ή τ α ν δική μου απόφαση να μην κάνω καθόλου πλαστικές εγχειρήσεις». Ο Βανάντιουμ σώπασε, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ρωτήσουν το προφανές -και ύστερα χαμογέλασε με τη διακριτικότητά τους. «Κατ' αρχάς, δεν ήμουν ο Κάρι Γκραντ», είπε, χωρίς να σταματήσει να παίζει το νόμισμα. «Ποτέ δεν επένδυσα το παραμικρό στην εμφάνιση μου. Οι πλαστικές εγχειρήσεις θα σήμαιναν άλλο ένα χρόνο στο νοσοκομείο, ίσως και περισσότερο, κι εγώ ανυπομονούσα να βάλω στο χέρι τον Κάιν. Σκέφτηκα επίσης ότι αυτή η φάτσα ίσως να ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να τον τρομοκρατήσει και να κάνει έτσι το μοιραίο λάθος -μέχρι και να ομολογήσει». Η Καθλίν συμφωνούσε απόλυτα. Η ίδια δεν τρόμαζε καθόλου από την όψη του Βανάντιουμ, αλλά βέβαια αυτή ήταν προετοιμασμένη για το τι επρόκειτο να δει. Επιπλέον, εκείνη δεν ήταν ένας δολοφόνος που φοβόταν την τιμωρία και που η συγκεκριμένη φάτσα θα του φαινόταν σαν τη θ ε ί α Δίκη προσωποποιημένη. «Άλλωστε, είμαι χειροτονημένος ιερέας, αν και έχω πάρει άδεια από τα λειτουργικά μου καθήκοντα για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που δόθηκε ποτέ», πρόσθεσε ο Βανάντιουμ. Έ ν α χαμόγελο σ' εκείνο το παραμορφωμένο πρόσωπο ίσως να ήταν συγκινητικό, αλλά ένας μορφασμός ειρωνείας δεν λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο. Η Καθλίν ανατρίχιασε. «Μπορώ λοιπόν να αποφύγω πολύ ευκολότερα από τους άλλους το αμάρτημα της ματαιοδοξίας». Ανάμεσα στις εγχειρήσεις, και για πολλούς μήνες αργότερα, ο Βανάντιουμ διοχέτευε την ενεργητικότητά του σε λογοθεραπεία, κινητική αποκατάσταση και φυσιοθεραπεία, αλλά και στο να μηχανεύεται μακάβριες φάρσες εναντίον του Ί ν ο χ Κάιν, που τις σκάρωναν ο Νόλι και η Καθλίν, ακολουθώντας τις οδηγίες του Σάιμον Μάγκιουσον. Ο στόχος δεν ήταν να φέρουν τον Κάιν ενώπιον της δικαιοσύνης προκαλώντας τη συνείδησή του, αφού ο τύπος είχε αφήσει τη
συνείδηση του να ατροφήσει εδώ και πολύ καιρό, αλλά να τον κρατάνε μόνιμα σε κατάσταση ανησυχίας με'χρι που να εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Βανάντιουμ. «Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα που αυτές οι μικρές φάρσες τον τάραξαν τόσο πολύ», είπε ο Νόλι. «Είναι ένας άνθρωπος κούφιος», είπε ο Βανάντιουμ. «Δεν πιστεύει σε τίποτα. Οι κούφιοι άνθρωποι είναι πολύ ευάλωτοι σε οποιονδήποτε τους προσφέρει κάτι που πιθανόν να καλύψει προσωρινά το κενό τους, κάτι που να τους κάνει να αισθανθούν λιγότερο άδειοι. Γι' αυτό κι εγώ...» Το νόμισμα σταμάτησε απότομα να γυρίζει ανάμεσα στους κόμπους των δαχτύλων του και, σαν να είχε δική του θέληση, γλίστρησε μέσα στη σφιχτή θηλιά που σχημάτιζε ο λυγισμένος δείκτης. Μ' ένα τίναγμα του αντίχειρα, ο Βανάντιουμ πέταξε το νόμισμα στον αέρα. «...του προσφέρω φτηνό και εύκολο μυστικισμό...» Τη στιγμή που πέταξε το νόμισμα ψηλά, άνοιξε και τα δυο του χέρια με τις παλάμες προς τα επάνω και τα δάχτυλα τεντωμένα, σε μια κίνηση που στόχο είχε να τραβήξει την προσοχή. «...ένα αμείλικτο πνεύμα, ένα εκδικητικό φάντασμα...» Ο Βανάντιουμ τίναξε τα χέρια του σαν να τα ξεσκόνιζε. «...του προσφέριο φόβο...» Ως διά μαγείας, κανένα νόμισμα δεν έπεσε πάνω στο γραφείο. «...λαχταριστό φόβο», κατέληξε ο Βανάντιουμ. Ο Νόλι τον κοίταζε συνοφρυωμένος. «Πού πήγε; Είναι στο μανίκι σου;» «Όχι. Είναι στο τσεπάκι του πουκαμίσου σου», απάντησε ο Βανάντιουμ. Έκπληκτος, ο Νόλι έψαξε το τσεπάκι του κι έβγαλε πράγματι ένα νόμισμα. «Δεν είναι το ίδιο». Ο Βανάντιουμ ύψωσε τα φρύδια του. «Το είχες ρίξει στην τσέπη μου από πριν, όταν μπήκες», υπέθεσε ο Νόλι. «Και πού είναι αυτό που πέταξα στον αέρα;» «Φόβο;» ρώτησε η Καθλίν, που την ενδιέφεραν περισσότερο τα λόγια του Βανάντιουμ από τα κόλπα του με τα νομί-
σματα. «Είπατε ότι προσφέρετε στον Κάιν φόβο, σαν να είναι αυτό κάτι που το θέλει». «Από μια άποψη, το θέλει», είπε ο Βανάντιουμ. «Όταν είσαι τόσο κούφιος, όλη αυτή η κενότητα είναι οδυνηρή. Ψάχνει απελπισμένα κάτι για να τη γεμίσει, αλλά δεν έχει την υπομονή ή την αφοσίωση που χρειάζεται για να τη γεμίσει με κάτι που ν' αξίζει. Αγάπη, πίστη, σοφία, φιλανθρωπία είναι αρετές που κερδίζονται δύσκολα, με υπομονή και αφοσίωση, και τις αποκτάμε από λίγο κάθε φορά. Ο Κάιν θέλει να γεμίσει όλο αυτό το κενό που έχει μέσα του με το χωνί, μια κι έξω, εδώ και τώρα». «Πολλοί άνθρωποι είναι έτσι στην εποχή μας», είπε ο Νόλι. «Ναι», συμφώνησε ο Βανάντιουμ. «Γι' αυτό, άνθρωποι σαν τον Κάιν παθιάζονται με το ένα ή με το άλλο -σεξ, χρήμα, φαγητό, δύναμη, ναρκωτικά, αλκοόλ, οτιδήποτε μοιάζει να δίνει νόημα στη ζωή τους, χωρίς να απαιτεί πραγματική αυτογνωσία ή αυτοθυσία. Για λίγο, αισθάνονται πλήρεις. Ό μ ω ς αυτό με το οποίο έχουν καλύ'ψει. το κενό τους δεν έχει υπόσταση κι εξανεμίζεται πολύ σύντομα, αφήνοντάς τους και πάλι κενούς». «Πιστεύετε ότι ο φόβος μπορεί να γίνει υποκατάστατο, όπως το σεξ ή το ποτό;» αναρωτήθηκε η Καθλίν. «Και πολύ καλύτερο μάλιστα. Ο φόβος δεν απαιτεί απ' αυτόν ούτε να φλερτάρει μια γυναίκα ούτε να βγει ν' αγοράσει ένα μπουκάλι ουίσκι. Αρκεί κανείς να είναι δεκτικός. Τότε ο φόβος θα τον γεμίσει όπως η κάνουλα μια άδεια κανάτα. Ό σ ο δύσκολο κι αν είναι να το καταλάβετε, ο Κάιν θα προτιμούσε να βουλιάξει ως το λαιμό στην άβυσσο του φόβου, παρά να υποφέρει απ' αυτή την ατέλειωτη κενότητα. Ο φόβος δίνει σχήμα και νόημα στη ζωή του, γι' αυτό κι εγώ σκοπεύω, όχι απλώς να του τον προσφέρω σε αφθονία, αλλά να τον πνίξω στο φόβο». Παρά το σημαδεμένο και παραμορφωμένο πρόσωπο και παρά την πολυτάραχη και δύσκολη ζωή του, ο Βανάντιουμ μιλούσε χωρίς έμφαση. Η φωνή τον ήταν ήρεμη, σχεδόν άχρωμη, με τόσο λίγες διακυμάνσεις στην έντασή της, που θα τη χαρακτήριζες άνετα μονότονη.
Κι όμως, η Καθλίν είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από τα λόγια του, σαν να άκουγε τον Λόρενς Ολίβιε στους κλασικούς του μονολόγους στη Ρεβέκκα και στα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Στον ήρεμο και συγκρατημένο τόνο του Βανάντιουμ διέκρινε πίστη, ειλικρίνεια, αλλά και κάτι άλλο, κάτι πολύ ιδιαίτερο. Αργότερα μπόρεσε να το προσδιορίσει καλύτερα αυτό το «κάτι»: ήταν η σίγουρη φωνή ενός καλού ανθρώπου που η καρδιά του δεν ήταν ένας άδειος σάκος, αλλά γεμάτη από όλες εκείνες τις αξίες που αποκτώνται σταγόνα τη σταγόνα και δεν εξανεμίζονται ποτέ. Έμειναν για λίγη ώρα σιωπηλοί, και ήταν τόσο έντονη η αίσθηση της προσδοκίας εκείνες τις στιγμές, που η Καθλίν δεν θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν ξαφνικά έπεφτε πάνω στο γραφείο το εξαφανισμένο νόμισμα κι άρχιζε να στριφογυρίζει μέχρι που να αποφασίσει ο Βανάντιουμ να το πιάσει και να το σταματήσει. Ο Νόλι έσπασε τελικά τη σιωπή. «Μπορώ να πω, κύριε... ότι είστε σπουδαίος ψυχολόγος». Εκείνο το συγκρατημένο χαμόγελο φάνηκε πάλι στο παραμορφωμένο πρόσωπο. «Όχι. Κατά την άποψή μου, η ψυχολογία είναι μια από τις πηγές που τροφοδοτούν με ψεύτικο νόημα τους κενούς ανθρώπους -κάτι παρόμοιο με το σεξ, τα λεφτά, τα ναρκωτικά. Παραδέχομαι όμως ότι ξέρω δυο τρία πραγματάκια για το κακό». Το φως είχε χαθεί από τα παράθυρα. Η χειμωνιάτικη νύχτα είχε πέσει νωρίς, τυλιγμένη σ' ένα βαρύ μανδύα ομίχλης. Η Καθλίν ανατρίχιασε. «Θα θέλαμε να μας πείτε περισσότερα, που να εξηγούν το γιατί κάναμε αυτές τις φάρσες που μας ζητήσατε. Τι σημαίνει το νόμισμα; Τι σημαίνει το τραγούδι;» Ο Βανάντιουμ κούνησε το κεφάλι του. «Κι εγώ θα ήθελα να μου πείτε λεπτομέρειες για τις αντιδράσεις του Κάιν. Διάβασα την αναφορά σας, βεβαίως. Ή τ α ν σχολαστική αλλά αναγκαστικά συνεπτυγμένη. Με τη συζήτηση θα βγουν ένα σωρό μικροπράγματα, φαινομενικά ασήμαντα. Πολύ συχνά, οι φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες είναι πολύτιμες για μένα όταν σχεδιάζω μια στρατηγική».
Ο Νόλι σηκώθηκε από to γραφείο και κατέβασε τα μανίκια του πουκαμίσου του. «Αν θέλετε να είστε ο καλεσμένος μας για το δείπνο, είμαι σίγουρος ότι θα περάσουμε μια υπέροχη βραδιά οι τρεις μας». Λίγο αργότερα, έξω στο διάδρομο, κι ενώ ο Νόλι κλείδωνε την πόρτα τον γραφείου, η Καθλίν έβαλε το χέρι της κάτω από το μπράτσο του Βανάντιουμ και του είπε: «Μπορώ να σας λέω ντετέκτιβ Βανάντιουμ;» «Λέγε με απλώς Τομ. Έ φ υ γ α αναγκαστικά από την Αστυνομία του Όρεγκον, με σύνταξη αναπηρίας λόγω του προσώπου μου, κι έτσι δεν είμαι πια αστυνομικός. Μέχρι να δω όμως τον Ί ν ο χ Κάιν πίσω από τα κάγκελα, δε θα είμαι τίποτ' άλλο από ντετέκτιβ, επίσημα ή ανεπίσημα».
Κεφάλαιο 65
Η ΕΙΝΤΖΕΛ ΗΤΑΝ ΝΤΥΜΕΝΗ στα κόκκινα, περισσότερο κι από τον ίδιο το διάβολο. Κόκκινα λουστρίνια, κόκκινες κάλτσες, κόκκινη φουστίτσα, κόκκινη μπλούζα και κόκκινο παλτό με κουκούλα. Είχε σταθεί στο χολ του διαμερίσματος, δίπλα στην πόρτα, και θαύμαζε τον εαυτό της στον ολόσωμο καθρέφτη, περιμένοντας υπομονετικά τη Σελεστίνα που μάζευε σ' ένα μικρό σακ βουαγιάζ κούκλες, κραγιόνια, ξυλομπογιές, τετράδια ζωγραφικής και βιβλία με παραμύθια. Η Έιντζελ, αν και είχε μόλις κλείσει τα τρία, ήθελε πάντα να διαλέγει τα ρούχα της και να ντύνεται μόνη της. Συνήθως προτιμούσε τα μονοχρωματικά σύνολα, τονίζοντάς τα μ' ένα δεύτερο χρώμα, που θα είχε τη μορφή ζώνης, καπέλου ή κασκόλ. Ό τ α ν πάλι ανακάτευε διάφορα χρώματα, η πρώτη εντύπωση ήταν χαοτική, αλλά με μια δεύτερη ματιά άρχιζες να διακρίνεις ότι αυτοί οι απίθανοι χρωματικοί συνδυασμοί ήταν πολύ πιο αρμονικοί απ' ό,τι έδειχναν αρχικά. Για ένα διάστημα, η Σελεστίνα, ανησυχούσε που το κορίτσι είχε περπατήσει αργότερα από τα άλλα παιδιά, είχε μιλήσει αργότερα κι αργούσε να αναπτύξει το λεξιλόγιο του, παρ' όλο που της διάβαζε συνεχώς παραμύθια και ιστοριούλες. Και ύστερα, μέσα στο τελευταίο εξάμηνο, η Έιντζελ τα είχε προλάβει όλα ξαφνικά, κι ας έτρεχε με λίγο διαφορετική ταχύτητα απ' αυτή που περιγράφουν τα βιβλία για την ανάπτυξη των παιδιών. Η πρώτη λέξη της ήταν μαμά -πολύ φυσιολογικά ως ε δ ώ - και η δεύτερη μπλε, που για ένα διά-
στημα ακουγόταν σαν «μπιε». Σε ηλικία τριών ετών, ένα παιδί τα πάει πολύ καλά αν είναι ικανό να ξεχωρίσει τέσσερα βασικά χρώματα. Η Έιντζελ μπορούσε να κατονομάσει έντεκα, μαζί με το μαύρο και το άσπρο, γιατί ήταν ικανή να διακρίνει με ευκολία το ροζ από το κόκκινο, ή το μαβί από το βαθύ μπλε. Ο Γουόλι - ο δόκτωρ Γουόλτερ Λίπσκομπ, που είχε φέρει στη ζωή την Έιντζελ και είχε γίνει νονός της- δεν είχε ανησυχήσει καθόλου για τη φαινομενικά αργή ανάπτυξη της μικρής και συμβούλευε τη Σελεστίνα να μην πιστεύει απόλυτα τα βιβλία, γιατί το κάθε παιδί έχει τους δικούς του ρυθμούς. Εκείνη όμως ανησυχούσε έτσι κι αλλιώς. Αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα όλες οι μανάδες είναι ν' ανησυχούν. Για την Έιντζελ, η Σελεστίνα ήταν η μαμά της, και ήταν πολύ μικρή ακόμη για να της πουν ότι ο Θεός την είχε ευλογήσει με δυο μαμάδες, μία που την είχε γεννήσει και μία που την ανέτρεφε. Πρόφατα, ο Γουόλι είχε κάνει στην Έιντζελ μια σειρά από τεστ ικανοτήτων για παιδιά τριών ετιον και τα αποτελέσματα είχαν δείξει ότι η Έιντζελ μπορεί να μη γινόταν ποτέ σαΐνι στα μαθηματικά ή στη γραμματική, αλλά ίσως να εκδήλωνε εξαιρετικά ταλέντα σε άλλους τομείς. Η αντίληψη των χρωμάτων, η έμφυτη ικανότητά της να διακρίνει τις αποχρώσεις από τα βασικά χρώματα, η αίσθηση των διαστάσεων και των διαστημάτων και η ευκολία της ν' αναγνωρίζει τα βασικά γεωμετρικά σχήματα από όποια γωνία κι αν της τα έδειχνες ξεπερνούσαν κατά πολύ τις αντίστοιχες επιδόσεις των παιδιών της ηλικίας της. Ο Γουόλι είπε ότι η Έιντζελ ήταν προικισμένη κι ότι θα έδειχνε οπωσδήποτε κλίση προς τις τέχνες. Ί σ ω ς ν' ακολουθούσε τα βήματα της μητέρας της και να εξελισσόταν σε παιδί-θαύμα σ' αυτό τον τομέα. «Η Κατακόκκινη Κοκκινοσκουφίτσα», δήλωσε η Έιντζελ, κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η Σελεστίνα τράβηξε επιτέλους το φερμουάρ της τσάντας. «Να φυλάγεσαι από τον Κακό Λύκο». «Όχι εγώ. Ο Λύκος να φυλάγεται», είπε η Έιντζελ. «Είσαι έτοιμη να του ρίξεις κλοτσιά στον πισινό, ε;»
«Μπαμ!» είπε η Έιντζελ, θαυμάζοντας το είδωλο της καθώς κλοτσούσε ένα φανταστικά, μεγάλο τριχωτά λύκο. Η Σελεστίνα πήρε το παλτό της από την ντουλάπα και το φόρεσε. « Έ π ρ ε π ε να είχες ντυθεί στα πράσινα απόψε. Ο λύκος δε θα σε αναγνώριζε» «Δεν είχα όρεξη να είμαι βατραχάκι σήμερα». «Ούτε και μοιάζεις, αγάπη μου». «Μαμά, είσαι πολύ όμορφη». «Σ' ευχαριστώ πολύ, μωρό μου». «Εγώ είμαι όμορφη;» «Δεν είναι ευγενικό να ζητάς κομπλιμέντα». «Ναι, αλλά είμαι;» «Είσαι απίθανη». «Δεν ξέρω καμιά φορά», είπε η Έιντζελ, παρατηρώντας συνοφρυωμένη τώρα το είδωλο της. « Έ χ ε μου εμπιστοσύνη. Είσαι κούκλα». Η Σελεστίνα έσκυψε στο ένα γόνατο για να δέσει το κορδόνι της κουκούλας κάτω από το πιγούνι της μικρής. «Μαμά, γιατί είναι τριχωτά τα σκυλιά;» «Από πού ξεφύτρωσαν τα σκυλιά;» «Αναρωτιέμαι και γι' αυτό». «Όχι», είπε γελώντας η Σελεστίνα. «Εννοούσα πώς σου ήρθε ξαφνικά να με ρωτήσεις για τα σκυλιά». «Επειδή είναι σαν τους λύκους». «Εντάξει. Είναι τριχωτά γιατί έτσι τα έπλασε ο Θεός». «Εμένα γιατί δε με έκανε τριχωτή;» «Επειδή δεν ήθελε να σε κάνει σκύλο». Η Σελεστίνα τελείωσε με το κορδόνι και σηκώθηκε. «Έτοιμη! Είσαι σαν Μ&Μ». «Αυτό είναι καραμελίτσες». «Ναι. Είσαι γλυκιά, δεν είσαι; Είσαι όλη κόκκινη απέξω και σοκολάτα γάλακτος από μέσα», είπε η Σελεστίνα, πειράζοντας τρυφερά την ανασηκωμένη σοκολατένια μυτούλα της μικρής. «Καλύτερα να ήμουν μέλι». «Τότε θα έπρεπε να είχες φορέσει κίτρινα». Στο διάδρομο που εξυπηρετούσε τα δυο ανεξάρτητα διαμερίσματα του ισογείου, συνάντησαν τη Ρένα Μόλερ, την ηλι-
κιωμένη κυρία που έμενε απέναντι τους. Γυάλιζε την ξύλινη εξωτερική πόρτα της μ' ένα κερωμένο πανί, σημάδι σίγουρο ότι περίμενε το γιο της με την οικογένειά του για το δείπνο. «Είμαι καραμελίτσα», ανήγγειλε θριαμβευτικά η Έιντζελ στη γειτόνισσα, ενώ η Σελεστίνα κλείδωνε το διαμέρισμά τους. Η Ρένα ήταν πρόσχαρη, μικροσκοπική και μονοκόμματη. Η περίμετρος της μέσης της ήταν περίπου ίση με τα δύο τρίτα του ύψους της και προτιμούσε τα λουλουδάτα φορέματα, που τόνιζαν ακόμη περισσότερο την περιφέρειά της. Μιλούσε με έντονη γερμανική προφορά και ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε βροντερά γέλια με το παραμικρό. «Μάντχεν λιμπ», είπε στην Έιντζελ, «εμένα μου μοιάζεις με χριστουγεννιάτικο κερί». «Τα κεριά λιώνουν. Εγώ δε θέλω να λιώσω». «Και οι καραμελίτσες λιώνουν», την προειδοποίησε η Ρένα. «Τρώνε οι λύκοι καραμελίτσες;» «Μπορεί. Δεν ξέρω από λύκους, λίμπλινγκ». «Εσείς είστε σαν ανθόκηπος, κυρία Μόλερ», είπε η Έ ι ντζελ. «Είμαι, δεν είμαι;» συμφώνησε η Ρένα. Με το παχουλό χέρι της έπιασε τη φαρδιά φούστα του φορέματος και την τέντωσε. «Μεγάλος ανθόκηπος». «Έιντζελ!» τη μάλωσε η Σελεστίνα σοκαρισμένη. Η Ρένα γέλασε δυνατά. «Αλήθεια είναι! Κι όχι απλός κήπος. Εγώ είμαι ολόκληρο λιβάδι με λουλούδια!» Άφησε τη φούστα της και ήταν σαν να έπεφτε βροχή από ροδοπέταλα. «Ώστε απόψε είναι η μεγάλη βραδιά, Σελεστίνα». «Ευχήσου μου καλή τύχη, Ρένα». «Μεγάλη επιτυχία. Θα ξεπουλήσεις. Το προβλέπω!» «Εγώ θα είμαι ικανοποιημένη αν πουλήσω έστω κι έναν πίνακα». «Όλους! Τόσο καλή που είσαι; Δε θα μείνει ούτε ένας απούλητος. Το ξέρω». «Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αντί».
Έ ξ ω , η Σελεστίνα έπιασε την Έιντζελ από το χέρι και κατέβηκαν τα σκαλιά του κτιρίου ως το δρόμο. Το διαμέρισμα τους βρισκόταν σ' ένα τετραώροφο βικτοριανό σπίτι, στην αριστοκρατική συνοικία Πασίφικ Χάιτς. Το εσωτερικό του είχε διαρρυθμιστεί σε διαμερίσματα, με απόλυτο σεβασμό στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, χρόνια πριν το αγοράσει ο Γουόλι. Το σπίτι του Γουόλι ήταν στην ίδια γειτονιά, ενάμισι τετράγωνο μακρύτερα, και ήταν ένα τριώροφο διαμάντι βικτοριανής αρχιτεκτονικής που το κατοικούσε όλο μόνος του. Η Σελεστίνα κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι είχαν αργήσει. Με το ρυθμό της μικρής κι όλες αυτές τις στρώσεις από κόκκινα ρούχα, δεν είχε νόημα να βιαστούν. «Πού πάει το μπλε;» ρώτησε η μικρή. «Ποιο μπλε, γλυκιά μου;» «Του ουρανού το μπλε». «Φεύγει μαζί με τον ήλιο». «Και πού πάει ο ήλιος;» «Στη Χαβάη». «Γιατί στη Χαβάη;» «Γιατί έχει ένα σπίτι εκεί». «Γιατί το έχει εκεί;» «Γιατί είναι φτηνότερα τα οικόπεδα». «Δε σε πιστεύω, μαμά». «Θα σου έλεγα εγώ ψέματα;» «Όχι. Αλλά είσαι πειραχτήρι». Έ φ τ α σ α ν στην πρώτη γωνία και πέρασαν τη διασταύρωση. Οι αναπνοές τους άχνιζαν στον κρύο αέρα. Ανάσες φαντάσματα τις αποκαλούσε η Έιντζελ. «Να είσαι καλό κορίτσι απόψε», τη συμβούλευσε η Σελεστίνα. «Θα μείνω με τον θείο Γουόλι;» «Με την κυρία Όρνγουολ». «Αυτή γιατί μένει με τον θείο Γουόλι;» «Αφού ξέρεις. Είναι η οικονόμος του». «Γιατί δε μένεις κι εσύ με τον θείο Γουόλι;» «Είμαι οικονόμος του εγώ; Δεν είμαι». «Ο θείος Γουόλι δε θα είναι στο σπίτι απόψε;»
«Μόνο για λίγο. Μετά θα ε'ρθει να με βρει στην γκαλερί κι όταν τελειώσουν τα εγκαίνια θα βγούμε να φάμε μαζί». «Θα φάτε τυρί;» «Ίσως». «Κοτόπουλο θα φάτε;» «Τι σε νοιάζει εσένα τι θα φάμε εμείς;» «Εγώ θα φάω τυρί, να το ξέρεις». «Είμαι σίγουρη ότι η κυρία Όρνγουολ θα σου φτιάξει ένα σάντουιτς με ψημένο τυρί, αν της το ζητήσεις ευγενικά». «Μαμά, κοίτα τις σκιές μας. Τώρα είναι μπροστά και μετά πάνε πίσω». «Επειδή περνάμε κάτω από τις λάμπες». «Πρέπει να είναι πολύ βρόμικες, ε;» «Οι λάμπες;» «Οι σκιές μας. Ό λ ο σέρνονται κάτω». «Σίγουρα λερώνονται πολύ». «Και το μαύρο πού πάει;» «Ποιο μαύρο;» «Το μαύρο του ουρανού. Το πρωί. Πού πάει, μαμά, το μαύρο;» «Δεν έχω ιδέα». «Εσύ τα ξέρεις όλα». «Όχι αυτή τη στιγμή», είπε η Σελεστίνα. «Το μυαλό μου δε λειτουργεί κανονικά απόψε». «Να φας τυρί». «Ξαναγυρίσαμε στο τυρί;» «Είναι καλή τροφή για το μυαλό». «Το τυρί; Ποιος το λέει;» «Εκείνος ο άνθρωπος στην τηλεόραση που τρώει όλο τυριά και κάνει Μμμ!» «Να μην πιστεύεις όλα όσα βλέπεις στην τηλεόραση, γλυκιά μου». «Ο Κάπτεν Καγκουρό δε λέει ψέματα». «Όχι, δε λέει. Αλλά ο Κάπτεν Καγκουρό είναι κινούμενο σκίτσο, δεν είναι άνθρωπος που τρώει τυρί». Το σπίτι του Γουόλι ήταν τώρα μόνο μισό τετράγωνο μακριά. Η Σελεστίνα τον είδε να στέκεται στο πεζοδρόμιο και να μιλάει μ' έναν ταξιτζή. Το ταξί της είχε ήδη φτάσει.
«Πάμε λίγο πιο γρήγορα, μωρό μου». «Γνωρίζονται αυτοί;» «Ο θείος Γουόλι κι ο ταξιτζής; Δε νομίζω». «Όχι. Ο Κάπτεν Καγκουρό κι αυτός που τρώει τυρί». «Μπορεί, δεν ξέρω». «Αν γνωρίζονται, ο Κάπτεν Καγκουρό πρέπει να του πει να μη λέει ψέματα». «Είμαι σίγουρη ότι θα τον συμμορφώσει». «Ποια τροφή είναι καλή για το μυαλό;» «Το ψάρι, νομίζω. Να μην ξεχάσεις να πεις την προσευχή σου απόψε». «Πάντα τη λέω». «Να θυμηθείς να πεις στον Θεό να φυλάει εμένα, τον θείο Γουόλι, τη γιαγιά, τον πάππου...» «Θα Του πω και γι' αυτόν που τρώει τυρί». «Πολΰ καλή ιδέα». «Θα φάτε ψωμί απόψε;» «Σίγουρα». «Να βάλεις και λίγο ψάρι επάνω». Ο Γουόλι, χαμογελαστός, άνοιξε την αγκαλιά του, η Έ ι ντζελ έτρεξε καταπάνω του κι αυτός τη σήκωσε από το πεζοδρόμιο. «Σαν καυτερή πιπερίτσα είσαι απόψε», της είπε γελώντας. «Αυτός που τρώει τυρί στη διαφήμιση είναι ένας παλιοψεΰτης», δήλωσε η Έιντζελ. Η Σελεστίνα έδωσε το σακιδιάκι στον Γουόλι, λέγοντας: «Κούκλες, ξυλομπογιές, βιβλία και η οδοντόβουρτσά της». Ο ταξιτζής είπε στην Έιντζελ: «Τι όμορφο κοριτσάκι που είσαι εσύ, καλέ!» «Ο Θεός δεν ήθελε να με κάνει σκύλο», του απάντησε η μικρή. «Αλήθεια;» «Γι' αυτό δεν είμαι τριχωτή». «Δώσ' μου ένα φιλάκι, κούκλα μου», είπε η Σελεστίνα και η κόρη της της έσκασε ένα μεγάλο ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. «Τι θα δεις στον ύπνο σου απόψε;» «Εσένα», είπε η Έιντζελ, που έβλεπε καμιά φορά εφιάλτες.
«Τι όνειρα θα είναι;» «Μόνο καλά όνειρα». «Και τι θα γίνει αν τολμήσει ο ηλίθιος μπαμπούλας να εμφανιστεί στο όνειρο σου;» «Θα του δώσεις μια γερή κλοτσιά στον τριχωτό πισινό του», είπε η Έιντζελ. «Ακριβώς». «Πρέπει να βιαστείς», είπε ο Γουόλι κι έδωσε ένα λιγότερο ζουμερό φιλί στο άλλο μάγουλο της Σελεστίνα. Η δεξίωση των εγκαινίων ήταν από τις έξι ως τις οχτώ και μισή. Για να φτάσει εγκαίρως, φύλακες-άγγελοι θα έπρεπε να έχουν κουρνιάσει στα φανάρια όλων των διασταυρώσεων της διαδρομής και να τα κρατάνε πράσινα. Καθώς το ταξί ξεκινούσε, ο οδηγός είπε στη Σελεστίνα: «Ο κύριος μου έλεγε ότι είστε το αστέρι της βραδιάς στην έκθεση». Η Σελεστίνα στράφηκε πάνω στο κάθισμά της για να κοιτάξει την Έιντζελ και τον Γουόλι που της κουνούσαν το χέρι. «Μάλλον», απάντησε στον οδηγό. «Τότε, να σας ευχηθώ καλή επιτυχία». «Ευχαριστώ». Το ταξί έστριψε στην πρώτη γωνία. Ο Γουόλι και η Έ ι ντζελ χάθηκαν. Η Σελεστίνα στράφηκε πάλι μπροστά και ξαφνικά έβαλε τα γέλια. Ο οδηγός τής έριξε μια ματιά από τον εσωτερικό καθρέφτη. «Νευρικότητα, ε; Η πρώτη σας έκθεση είναι αυτή;» «Ναι, αλλά δεν είναι αυτό. Θυμήθηκα κάτι που μου είπε στο δρόμο η κόρη μου». Η Σελεστίνα ξέσπασε σε μια κρίση νευρικού γέλιου. Μέχρι να καταφέρει να το ελέγξει, είχε μουσκέψει δυο χαρτομάντιλα φυσώντας τη μύτη της και σκουπίζοντας τα μάτια της που έτρεχαν. «Φαίνεται πολύ έξυπνο παιδάκι», είπε ο οδηγός. «Πολύ ξεχωριστό». «Έτσι πιστεύω. Για μένα είναι τα πάντα. Της λέω ότι είναι το φεγγάρι μου και τ' αστέρια μου. Προφανώς, την κακομαθαίνω όσο δεν παίρνει άλλο».
«Όχι. Άλλο να τ' αγαπάς κι άλλο να τα κακομαθαίνεις». Θεέ μου, πάσο την αγαπούσε την κουκλίτσα της! Τη μικρή της καραμελίτσα. Τρία χρόνια είχαν περάσει και της φαίνονταν σαν τρεις μήνες. Παρ' όλο που είχαν υπάρξει άγχη και δύσκολες στιγμές, και μολονότι δεν της έφταναν ποτέ οι ώρες της μέρας και είχε λιγότερο χρόνο για τη ζωγραφική της απ' όσο θα ήθελε κι ελάχιστο ή καθόλου χρόνο για τον εαυτό της, η Σελεστίνα δεν θα αντάλλασσε ποτέ αυτή την εμπειρία, ούτε με δόξα ούτε με πλούτη ούτε με τίποτα στον κόσμο εκτός... εκτός κι αν ερχόταν πίσω η Φίμι. Η Έιντζελ ήταν ο ήλιος, το φεγγάρι, τ' αστέρια κι όλοι οι κομήτες που διέσχιζαν τους γαλαξίες. Η Έιντζελ ήταν ένα ατέλειωτο φως. Η βοήθεια του Γουόλι, όχι μόνο με το διαμέρισμα που νοίκιαζε, αλλά και με το χρόνο που διέθετε και με την αγάπη του, ήταν ανεκτίμητη για τη Σελεστίνα. Ο Γουόλι θα ήθελε να της προσφέρει ακόμη περισσότε ρα αν τον άφηνε. Η Σελεστίνα, όμως, συνέχισε να δουλεύει σαν σερβιτόρα τις βραδινές ώρες τα δύο πρώτα χρόνια, ενώ ολοκλήρωνε τις σπουδές της στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, και παραιτήθηκε μόνο όταν άρχισε να πουλάει αρκετά από τα έργα της ώστε να ισοσκελίζει τα χρήματα που έβγαζε από μισθούς και πουρμπουάρ. Αρχικά, η Έ λ ε ν Γκρινμπάουμ, από την Γκαλερί Γκρινμπάουμ, είχε πάρει τρεις πίνακές της, που τους πούλησε μέσα σε ένα μήνα. Στη συνέχεια, πήρε άλλους τέσσερις και ύστερα άλλους δύο, όταν οι δύο από τους τέσσερις πουλήθηκαν πολύ γρήγορα. Ό τ α ν είχε ήδη πουλήσει δέκα πίνακες της Σελεστίνα σε συλλέκτες, η Έ λ ε ν αποφάσισε να συμπεριλάβει τη νεαρή ζωγράφο σε μια ομαδική έκθεση έξι νέων καλλιτεχνών. Και τώρα, η Σελεστίνα έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση. Στο πρώτο έτος της στη σχολή, ήλπιζε απλώς ότι θα κατάφερνε κάποτε να βγάζει-το ψωμί της εικονογραφώντας βιβλία και περιοδικά, ή σαν υπάλληλος διαφημιστικής εταιρείας. Μια καριέρα στην τέχνη, φυσικά, είναι το όνειρο κάθε ζωγράφου, η πλήρης ελευθερία να αναπτύξει το ταλέντο του. Η Σελεστίνα θα ήταν ευχαριστημένη αν πραγματοποιούσε ένα πολύ πιο ταπεινό όνειρο. Και τώρα, ήταν μόλις είκοσι
τριών χρονών κι ο κόσμος άνοιγε μπροστά της σαν ώριμο φρούτο κι ε μοιάζε ότι αρκούσε ν' απλώσει το χέρι της να το κόψει από το κλαδί. Καμιά φορά σκεφτόταν πόσο σφιχτά πλεγμένα και αξεδιάλυτα είναι τα νήματα της τραγωδίας και της χαράς που υφαίνουν την πορεία μιας ζωής. Συχνά, η λύπη είναι το έδαφος όπου ριζώνει η μελλοντική χαρά και η χαρά κρύβει μέσα της το σπόρο μιας λύπης που μέλλει κάποτε να φυτρώσει. Το σχέδιο ήταν τόσο υπέροχα περίπλοκο, με άπειρες θαυμαστές λεπτομέρειες και άλλες τόσες τρομακτικές πιθανότητες, που θα μπορούσε να γεμίζει αμέτρητους καμβάδες μια ζωή ολόκληρη, προσπαθώντας να συλλάβει την αινιγματική φύση της ύπαρξης σε όλη τη σκοτεινή και τη φωτεινή ομορφιά της και πάλι να μην έχει αποδώσει παρά μια επιφανειακή όψη του μυστηρίου. Και η μεγαλύτερη ειρωνεία: με το ταλέντο της να εξελίσσεται έτσι όπως δεν είχε τολμήσει ποτέ να ελπίσει, με τους συλλέκτες ν' ανταποκρίνονται στα έργα της σε βαθμό που δεν είχε ποτέ φανταστεί, με τους στόχους της να εκπληρώνονται με το παραπάνω και με τις καλύτερες προοπτικές ν' ανοίγονται μπροστά της, θα ήταν πρόθυμη να τα εγκαταλείψει όλα, με κάποια λύπη, αλλά χωρίς καθόλου πίκρα, αν ήταν να διαλέξει ανάμεσα στην τέχνη και την Έιντζελ -γιατί το παιδί ήταν η ευλογία στη ζωή της. Η Φίμι είχε φύγει, αλλά το πνεύμα της Φίμι τροφοδοτούσε τη ζωή της αδερφής της, προσφέροντας της τα πάντα σε αφθονία. «Φτάσαμε», είπε ο ταξιτζής και σταμάτησε δίπλα στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο της γκαλερί. Τα χέρια της Σελεστίνα έτρεμαν καθώς έβγαζε τα χρήματα για την κούρσα και το φιλοδώρημα από το πορτοφόλι της. « Έ χ ω πεθάνει από το φόβο μου. Ί σ ω ς είναι καλύτερα να κάνετε στροφή και να με ξαναπάτε σπίτι». Ο ταξιτζής στράφηκε πάνω στο κάθισμα του και παρακολούθησε χαμογελώντας τη Σελεστίνα, που πάλευε με τα κέρματα. «Εσύ δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Καθόσουν τόση ώρα εκεί πίσω σιωπηλή και ξέρω ότι δε σκεφτόσουν αν θα γίνεις διάσημη και πόσο. Εσύ σκεφτόσουν το κοριτσάκι σου».
«Κυρίως αυτό». «Σε ξέρω, κοπέλα μου. Θα τα βγάλεις πέρα μια χαρά από δω κι εμπρός, είτε πας καλά απόψε είτε όχι, είτε γίνεις διάσημη είτε δε γίνεις ποτέ». «Σίγουρα δε μιλάς για μένα», είπε η Σελεστίνα και του έβαλε στο χέρι τα χρήματα. «Εμένα τα πόδια μου είναι σαν προζύμι σε ψηλά τακούνια». Ο ταξιτζής κούνησε το κεφάλι του. «Εγώ κατάλαβα ό,τι μου χρειαζόταν όταν σε άκουσα να ρωτάς το παιδάκι σου τι θα γινόταν αν πήγαινε ο κακός μπαμπούλας στον ύπνο του». «Έβλεπε κάτι εφιάλτες το3ρα τελευταία». «Ακόμη και στα όνειρά της θέλεις να είσαι εκεί να την προστατεύσεις. Και αν υπήρχε μπαμπούλας, εγώ είμαι σίγουρος ότι θα του έριχνες μια γερή κλοτσιά στον τριχωτό του κώλο και δε θα τολμούσε να ξαναφανεί. Γι' αυτό μπες τώρα στην γκαλερί να θαμπώσεις όλους αυτούς τους τ|»ηλομύτηδες, να τους τα πάρεις χοντρά και να γίνεις διάσημη». Ί σ ω ς επειδή είχε μοιάσει του πατέρα της, που πίστευε πολύ στην ανθρωπιά, η Σελεστίνα πάντα συγκινιόταν βαθιά από την καλοσύνη των αγνιόστων. «Ξέρει η γυναίκα σου πόσο τυχερή είναι;» «Αν είχα γυναίκα, δε θα αισθανόταν και τόσο τυχερή. Εγώ είμαι από τους άλλους, καλή μου». «Υπάρχει κανένας άντρας στη ζωή σου;» «Ο ίδιος εδώ και δεκαοχτώ χρόνια». «Δεκαοχτώ χρόνια; Τότε, σίγουρα ξέρει πόσο τυχερός είναι». «Φροντίζω να του το δείχνω». Η Σελεστίνα βγήκε από το ταξί και στάθηκε στο πεζοδρόμιο μπροστά στην γκαλερί. Τα πόδια της έτρεμαν σαν νεογέννητου κουταβιού. Η αφίσα τής φάνηκε τεράστια, πολύ μεγαλύτερη απ' όσο τη θυμόταν, υπερβολικά, ανόητα μεγάλη. Με το μέγεθος της και μόνο προκαλούσε τους κριτικούς να τη θάψουν, προκαλούσε τη μοίρα να επικυρώσει το θρίαμβο της ταρακουνώντας και ισοπεδώνοντας την πόλη με τον μεγαλύτερο σεισμό στην ιστορία της. Μακάρι να είχε περιοριστεί η Έ λ ε ν Γκριν-
μπάουμ σε μια καρτούλα κολλημένη στο τζάμι, με λίγες σεμνές αράδες τυπωμένες επάνω. Στη θέα της φωτογραφίας της ένιωσε να κοκκινίζει. Ευχήθηκε να μην τύχει να την κοιτάξει κανένας από τους περαστικούς και την αναγνωρίσει. Μα τι περίμενε; Η χρυσοποίκιλτη κορόνα της δόξας παραήταν φανταχτερή για το δικό της κεφάλι. Αυτή ήταν κόρη κληρικού, από το Σπρους Χιλς του Όρεγκον. Της ταίριαζε πολύ καλύτερα το καπελάκι του μπέιζμπολ. Δύο από τους μεγαλύτερους και καλύτερους πίνακές της ήταν στημένοι στη βιτρίνα της γκαλερί, δραματικά φωτισμένοι. Ή τ α ν εκπληκτικοί. Ή τ α ν φριχτοί. Ή τ α ν ωραίοι. Ή τ α ν απαίσιοι. Αυτή η έκθεση ήταν σκέτη απελπισία, μια ανοησία, μια πλήρης αποτυχία, ήταν κακή ιδέα από την αρχή, ήταν καλή, θαυμάσια, το πιο υπέροχο πράγμα που θα μπορούσε να γίνει. Κρίμα που θα έλειπαν οι γονείς της. Είχαν προγραμματίσει να έρθουν στο Σαν Φρανσίσκο με το αεροπλάνο σήμερα το πρωί, αλλά χτες το απόγευμα είχε πεθάνει ξαφνικά ένας ενορίτης και πολύ στενός φίλος. Έ ν α ς κληρικός και η σύζυγος του συχνά αναγκάζονται να παραμερίσουν όλα τα άλλα για ν' ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς το ποίμνιο. Η Σελεστίνα διάβασε δυνατά τον τίτλο της έκθεσης: «Μια Μοναδική Μέρα». Πήρε βαθιά αναπνοή. Ανασήκωσε το κεφάλι, όρθωσε το κορμί της και μπήκε μέσα, εκεί που την περίμενε μια καινούρια ζωή.
Κεφάλαιο 66
Ο ΚΑΙΝ ΤΖΟΥΝΙΟΡ ΠΕΡΙΦΕΡΟΤΑΝ ανάμεσα στους Φιλισταίους, στην έρημη γη της συμβατικότητας, αναζητώντας ένα -έστω ένα!- δημιουργικά απωθητικό έργο και βρίσκοντας μόνο ευχάριστες έως και γοητευτικές εικονίτσες. Αυτός λαχταρούσε να δει αληθινή τέχνη, να αισθανθεί εκείνο το συνταρακτικό μείγμα απόγνωσης και αποστροφής που μόνο η αληθινή τέχνη προκαλεί κι αντί γι' αυτό έβλεπε μόνο θέματα αισιόδοξα και εικόνες ελπίδας, να τα θαυμάζουν αδαείς που έδειχναν να τους αρέσουν τα πάντα, από τους πίνακες μέχρι τα μεζεδάκια του μπουφέ, άνθρωποι που δεν είχαν προβληματιστεί ποτέ για τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ή για το αναπόφευκτο πυρηνικό ολοκαύτωμα πριν από το τέλος της δεκαετίας, άνθρωποι που χαμογελούσαν πάρα πολύ για να είναι αυθεντικοί διανοούμενοι. Ο Τζούνιορ αισθάνθηκε πιο μόνος κι από τον Σαμψών όταν ήταν αλυσοδεμένος στις κολόνες του ναού. Δεν είχε σκοπό να μπει στην γκαλερί. Κανένας από τους ανθρώπους του κύκλου του δεν θα παρακολουθούσε αυτά τα εγκαίνια, εκτός κι αν βρισκόταν τόσο πολύ «υπό την επήρεια ουσιών», που να μη θυμόταν τίποτα το επόμενο πρωί. Άρα δεν υπήρχε περίπτωση να τον δει κάποιος ή να τον θυμηθεί. Παρ' όλα αυτά, δεν ήταν συνετό να ριψοκινδυνεύσει να τον αναγνωρίσει κάποιος από τους καλεσμένους, αν ο μικρός Μπαρθόλομιου, ο γιος της Σελεστίνα Γουάιτ, ή και η ίδια η ζωγράφος βρίσκονταν δολοφονημένοι αργότερα. Η αστυνομία, μέσα στη συνηθισμένη παράνοια της, μπορεί να
υποψιαζόταν ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στα αποψινά εγκαίνια και στη διπλή δολοφονία και να ήθελε να βρει και να ανακρίνει όλους όσοι είχαν παρευρεθεί. Επιπλέον, ο Τζούνιορ δεν ήταν στον κατάλογο των πελατών της Γκαλερί Γκρινμπάουμ, οπότε δεν είχε πρόσκληση. Στα εγκαίνια των πρωτοποριακών γκαλερί όπου σύχναζε αυτός, δεν έμπαινε κανείς χωρίς πρόσκληση. Ακόμη όμως κι αν έφτανες με το πολύτιμο χαρτάκι στο χέρι, μπορεί και πάλι να σου αρνιόνταν την είσοδο αν δεν ήσουν αρκετά «εντάξει». Τ α κριτήρια για το «εντάξει» ήταν αυτά που ίσχυαν και στα πιο καυτά κλαμπ της εποχής, αφού οι πορτιέρηδες στην είσοδο των πιο αβάν γκαρντ γκαλερί ήταν στην πραγματικότητα τα ίδια πρόσωπα που δούλευαν τις νύχτες στα αντίστοιχα κλαμπ. Ο Τζούνιορ είχε περάσει μπροστά από τις δυο μεγάλες βιτρίνες της γκαλερί, είχε γυρίσει, πίσω και είχε κοντοσταθεί να κοιτάξει τους δυο πίνακες που ήταν τοποθετημένοι σε κοινή θέα, έχοντας φρίξει από την ομορφιά τους, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα και ένας υπάλληλος της γκαλερί τον κάλεσε να περάσει μέσα. Δεν χρειαζόταν προσωπική πρόσκληση, ούτε υπήρχε πορτιέρης στην είσοδο. Αυτή η ευκολία στην πρόσβαση ήταν άλλη μια απόδειξη ότι δεν επρόκειτο για αληθινή τέχνη. Παραμερίζοντας την επιφυλακτικότητά του, ο Τζούνιορ πέρασε μέσα, για τον ίδιο λόγο που ένας εστέτ της όπερας θα πήγαινε να παρακολουθήσει για μια φορά στη ζωή του μια συναυλία κάντρι μουσικής. Για να επιβεβαιώσει την υπεροχή του γούστου του και να χλευάσει αυτό που θειορούσε μουσική ο λαουτζίκος. Κάτι σαν βόλτα σε μια παραγκούπολη. Η Σελεστίνα Γουάιτ βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής, περιτριγυρισμένη συνεχώς από διάφορους μπουρζουάδες που ρουφούσαν σαμπάνια και καταβρόχθιζαν μεζεδάκια και που θ' αγόραζαν εξίσου άνετα ζωγραφιές σε βελούδο αν είχαν λιγότερα χρήματα. Για να μην είμαστε άδικοι, με την εκπληκτική ομορφιά της η Σελεστίνα Γουάιτ θα ήταν στο επίκεντρο της προσοχής ακόμη και σε μια συγκέντρωση πραγματικών καλλιτε-
χνών. Ο Τζούνιορ είχε ελάχιστες πιθανότητες να εξολοθρεύσει το μπάσταρδο της Σεραφείμ χωρίς να αναγκαστεί να σκοτώσει αυτή τη γυναίκα. Αν όμως στεκόταν τυχερός και κατάφερνε να βγάλει από τη μέση τον Μπαρθόλομιου, χωρίς να μάθει η Σελεστίνα ποιος είχε κάνει το φόνο, ίσως να του δινόταν η ευκαιρία να διαπιστώσει αν ήταν τόσο καλή στο κρεβάτι όσο η αδερφή της και να την κάνει σύντροφο της ζωής του. Αφού έκανε το γύρο της έκθεσης, έχοντας καταφέρει να μην ανατριχιάζει φανερά, ο Τζούνιορ φρόντισε να σταθεί σ' ένα σημείο απ' όπου μπορούσε ν' ακούει τη Σελεστίνα, χωρίς να φαίνεται ότι έχει στήσει αυτί. Την άκουσε να εξηγεί ότι είχε εμπνευστεί τον τίτλο της έκθεσης από ένα κήρυγμα του πατέρα της, το οποίο είχε αναμεταδοθεί από ένα ραδιοφωνικό σταθμό που εξέπεμπε στο εθνικό δίκτυο πριν από τρία χρόνια. Η εκπομπή δεν ήταν αυστηρά θρησκευτικού περιεχομένου αλλά κοινωνικού γενικότερα, και ασχολιόταν με θέματα όπως το νόημα της ζωής. Συνήθως παρουσίαζε συνεντεύξεις με γνωστούς σύγχρονους διανοητές και επιστήμονες, ή μετέδιδε ομιλίες τους. Αραιά και πού παρουσίαζε και τις απόψεις κάποιου κληρικού. Το κήρυγμα του πατέρα της είχε προκαλέσει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στην εικοσάχρονη ιστορία της εκπομπής και είχε αναμεταδοθεί τρεις εβδομάδες αργότερα, κατ' απαίτηση του κοινού. Ο Τζούνιορ θυμήθηκε την εντύπωση που του είχε προκαλέσει αρχικά ο τίτλος της έκθεσης και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι το μαγνητοφωνημένο προσχέδιο αυτού του κηρύγματος πρέπει να ήταν η ερεθιστική «μουσική υπόκρουση» που είχε συνοδεύσει εκείνη τη νύχτα του πάθους με τη Σεραφείμ. Ο Τζούνιορ δεν θυμόταν ούτε λέξη, πόσο μάλλον την κεντρική ιδέα που είχε συγκινήσει ένα πανεθνικό ακροατήριο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν άνθρωπος ρηχός, που τον άφηναν αδιάφορο οι φιλοσοφικές αναζητήσεις. Απλούστατα, τον είχε απορροφήσει τόσο πολύ το θεσπέσιο κορμί της Σεραφείμ αλλά και το πήδημα καθεαυτό, που δεν θα θυμόταν λέξη ακόμη κι αν στην κορυφή του κρεβατιού είχε καθίσει κι έκανε κήρυγμα ο ίδιος ο Ζεντ.
Κατά πάσα πιθανότητα, το παραλήρημα του αιδεσιμότατου Γουάιτ θα ξεχείλιζε από φτηνό συναισθηματισμό και γλοιώδη αισιοδοξία όπως και οι πίνακες της κόρης του, γι' αυτό κι ο Τζούνιορ δεν σκοτιζόταν οΰτε να μάθει το όνομα του σταθμοΰ και της εκπομπής, οΰτε να ζητήσει να του σταλεί με το ταχυδρομείο ένα αντίγραφο του κηρύγματος. Πάνω που ήταν έτοιμος να πάει να τσιμπήσει κάτι από τον μπουφέ, άκουσε κάποιον από τους καλεσμένους ν' αναφέρει τον Μπαρθόλομιου στην κόρη του αιδεσιμότατου. Ο Τζούνιορ έπιασε μόνο το όνομα, όχι ολόκληρη τη φράση που το περιείχε. «Ω, ναι, καθημερινά», απάντησε η Σελεστίνα Γουάιτ. «Δουλεύω ήδη μια ολόκληρη σειρά από έργα που εμπνέονται από τον Μπαρθόλομιου». Σίγουρα θα ήταν όλα πορτραίτα του μπάσταρδου, ξέχειλα από γλυκερό συναισθηματισμό: ροδαλό δέρμα, μάτια απαράδεκτα μεγάλα και καθαρά, πόζες ανάμεσα σε χνουδωτά αρκουδάκια, σκυλάκια και γατάκια -εικόνες που θα ταίριαζαν σε φτηνό ημερολόγιο τοίχου, όχι σε τοίχους γκαλερί, θέαμα εντελώς ανθυγιεινό για διαβητικούς. Παρ' όλα αυτά, ο Τζούνιορ ενθουσιάστηκε που άκουσε το όνομα Μπαρθόλομιου και βεβαιώθηκε έτσι ότι το παιδί για το οποίο μιλούσε η Σελεστίνα ήταν ο Μπαρθόλομιου των Μπαρθόλομιου, η μοχθηρή παρουσία στον εφιάλτη του που δεν θυμόταν, η απειλή για το μέλλον και την περιουσία του, η απειλή που έπρεπε να εξολοθρεύσει. Καθώς πλησίαζε για ν' ακούει καλύτερα, ο Τζούνιορ αντιλήφθηκε κάποιον να τον κοιτάζει επίμονα. Είδε ένα ζευγάρι μαύρα μάτια, είδε ένα βλέμμα νευρικό και σκληρό σαν πουλιού και ένα λεπτό στενόμακρο πρόσωπο ενός τριανταπεντάρη που ήταν πιο κοκαλιάρης κι από ινδική αγελάδα. Τους χώριζαν γύρω στα πέντε μέτρα κι ο κόσμος που υπήρχε ανάμεσά τους. Κι όμως, η ένταση με την οποία τον κοίταζε ο άγνωστος ήταν τόσο ενοχλητική, σαν να βρίσκονταν ολομόναχοι σ' ένα δωμάτιο, πρόσωπο με πρόσωπο. Ακόμη χειρότερα, ο Τζούνιορ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι το πρόσωπο αυτό δεν του ήταν άγνωστο. Το είχε ξανα-
δει, και μάλιστα σε συνθήκες άσχημες, αλλά δεν θυμόταν την ταυτότητά του. Μ' ένα νευρικό τίναγμα του κεφαλιού κι ένα τελευταίο στραβοκοίταγμα, ο άγνωστος απέστρεψε το βλέμμα του, γλίστρησε μέσα στο πλήθος σαν χέλι στο νερό κι εξαφανίστηκε. Τη στιγμή που χανόταν ο άγνωστος, ο Τζούνιορ πρόλαβε να δει τι φορούσε κάτω από την εγγλέζικη καμπαρντίνα του: λευκό πουκάμισο με φραμπαλαδωτό γιακά, μαύρο παπιγιόν και μια υποψία μαύρου σατέν, όπως τα πέτα του φράκου. Τα πλήκτρα ενός φανταστικού πιάνου στο μυαλό του Τζούνιορ άρχισαν να παίζουν μια μελωδία. «Someone to Watch over Me». Ο άγνωστος με τα γερακίσια μάτια ήταν ο πιανίστας στο κομψό σαλόνι του ξενοδοχείου όπου ο Τζούνιορ είχε δειπνήσει την πρώτη του νύχτα στο Σαν Φρανσίσκο και άλλες δυο φορές στη συνέχεια. Ο πιανίστας τον είχε αναγνωρίσει σίγουρα, πράγμα περίεργο, αν όχι απίστευτο, με δεδομένο ότι δεν είχαν μιλήσει ποτέ κι ότι ο Τζούνιορ ήταν ένας από τους χιλιάδες πελάτες που είχαν περάσει απ' αυτό το ξενοδοχείο τα τρία τελευταία χρόνια. Ακόμη πιο περίεργο, ο πιανίστας τον παρατηρούσε με μια επιμονή που ήταν τουλάχιστον ανεξήγητη, αφού στην ουσία ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Κι όταν ο Τζούνιορ τον είχε συλλάβει να τον κοιτάζει, ο πιανίστας είχε δείξει να ταράζεται, είχε στραφεί αμέσως και είχε εξαφανιστεί, αντί να επιδιώξει να μιλήσουν. Ο Τζούνιορ δεν ήθελε να τον αναγνωρίσει κανείς σ' αυτή τη συγκέντρωση. Τώρα μετάνιωνε που δεν είχε μείνει πιστός στο αρχικό του σχέδιο, να παρακολουθεί την γκαλερί από το παρκαρισμένο αυτοκίνητο του. Η συμπεριφορά του μουσικού απαιτούσε μια εξήγηση. Ο Τζούνιορ κινήθηκε μέσα στον κόσμο, μέχρι που τον εντόπισε μπροστά σ' έναν πίνακα τόσο εξοργιστικά ωραίο, που κάθε αληθινός λάτρης της τέχνης θα ήθελε να τον σκίσει λωρίδες. «Μου αρέσει η μουσική σας», είπε ο Τζούνιορ. Ο πιανίστας τινάχτηκε, στράφηκε αλαφιασμένος και... έκανε ένα βήμα πίσω, σαν να είχε παραβιαστεί ο ιδιωτικός
του χώρος. «Ω! Ευχαριστώ, είστε πολύ ευγενικός. Λατρεύω τη δουλειά μου, ξε'ρετε, είναι τόσο ευχάριστη, που δε μου φαίνεται καν σαν δουλειά. Παίζω πιάνο από έξι ετών και ποτέ δε θυμάμαι να είχα διαμαρτυρηθεί σαν παιδάκι για τις ατέλειωτες ώρες των μαθημάτων μουσικής. Δε χόρταινα να παίζω». Ή ο τύπος ήταν παθολογικός πολυλογάς και κοκορόμυαλος, ή ο Τζούνιορ τον έφερνε σε μεγάλη αμηχανία. «Πώς σας φάνηκε η έκθεση;» τον ρώτησε ο Τζούνιορ, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του, έτσι που τον στρίμωξε πάλι. Πασχίζοντας να φανεί άνετος αλλά φανερά τρομαγμένος, ο κοκαλιάρης πιανίστας έκανε πάλι ένα βήμα πίσω. «Οι πίνακες είναι υπέροχοι, εκπληκτικοί. Έ χ ω εντυπωσιαστεί βαθιά. Είμαι φίλος της ζωγράφου, ξέρετε. Ή τ α ν νοικάρισσά μου στα πρώτα χρόνια της στο κολέγιο, της νοίκιαζα ένα μικρό στούντιο, τότε που δεν είχε ακόμη το παιδί. Θαυμάσιο κορίτσι, εγώ πάντα το έλεγα ότι θα πετύχαινε, ήταν φανερό από τα πρώτα χρόνια της δουλειάς της. Απόψε ήθελα οπωσδήποτε να έρθω - ζήτησα από ένα φίλο να καλύψει το πρόγραμμά μου τις δυο πρώτες ώρες. Δε θα το έχανα με τίποτε το αποψινό». Άσχημα τα νέα. Δεν τον είχε αναγνωρίσει απλώς ένας από τους καλεσμένους, αλλά κάποιος που τύχαινε να είναι και προσωπικός γνωστός της Σελεστίνα Γουάιτ. Τώρα ήταν απόλυτη ανάγκη να μάθει γιατί ο πιανίστας τον παρατηρούσε με τόση επιμονή πριν από λίγο. Στριμώχνοντας για άλλη μια φορά το θύμα του, ο Τζούνιορ πέρασε στην επίθεση. «Απόρησα που με αναγνωρίσατε. Δε θα έλεγα ότι συχνάζω στο ξενοδοχείο». Ο πιανίστας δεν τα κατάφερνε καθόλου στην προσποίηση. Σαν κότα που τσιμπολογάει σπόρους, κοίταξε νευρικά τον πίνακα απέναντι του, τους άλλους γύρω, το πάτωμα, τον απέναντι τοίχο, οτιδήποτε εκτός από τον Τζούνιορ, και το στόμα του συσπάστηκε νευρικά στην αριστερή άκρη. «Είμαι πολύ καλός με τα πρόσωπα, ξέρετε, μου εντυπώνονται στο μυαλό, δεν ξέρω πώς, ενώ δεν έχω καθόλου καλή μνήμη γενικά».
Ο Τζούνιορ άπλωσε το χέρι του κι έπιασε σφιχτά το λιγνό χέρι του πιανίστα. «Λέγομαι Ρίτσαρντ Γκάμονερ». Τα μάτια του μουσικού συνάντησαν στιγμιαία τα μάτια του Τζούνιορ κι άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. Προφανώς, ήξερε ότι το Γκάμονερ ήταν ψεύτικο. Άρα πρέπει να ήξερε και το πραγματικό όνομα του Τζούνιορ. «Θα έπρεπε να θυμάμαι το όνομά σας, το είχα δει στον πίνακα ανακοινώσεων στο σαλόνι του ξενοδοχείου, αλλά είμαι τόσο κακός με τα ονόματα, όσο είστε εσείς καλός με τα πρόσωπα». Διστακτικά, ο κινούμενος σκελετός έσφιξε το χέρι του Τζούνιορ. «Είμαι ο... ε... ο Νεντ Γκνάθικ. Όλοι με φωνάζουν Νέντι». Ο Νέντι ήταν υπέρ της σύντομης χειραψίας - έ ν α σφιξιματάκι και τέρμα-, αλλά ο Τζούνιορ δεν άφησε το χέρι του. Δεν του το έσφιξε ώστε να πονέσει, απλά το κράτησε ευχάριστα αλλά σταθερά, με πρόθεση να τον εκνευρίσει και να τον ταράξει ακόμη περισσότερο, να επωφεληθεί από τη φανερή του δυσαρέσκεια γι' αυτή τη στενή επαφή και να τον αναγκάσει ίσως να του φανερώσει για ποιο λόγο τον παρατηρούσε έτσι επίμονα πριν. «Πάντα ήθελα να μάθω πιάνο», ισχυρίστηκε ο Τζούνιορ, «αλλά φοβάμαι ότι είναι αργά. Πρέπει ν' αρχίζει κανείς από μικρός». «Όχι, όχι, ποτέ δεν είναι αργά». , Φανερά σαστισμένος από την απροθυμία του Τζούνιορ ν' αφήσει το χέρι του ενώ η χειραψία είχε ήδη τελειώσει, ο Νέντι δεν τόλμησε να φανεί τόσο αγενής ώστε να το τραβήξει απότομα, αλλά έκανε μια διακριτική απόπειρα να το μαζέψει. Ο Τζούνιορ, χαμογελώντας με το καλύτερο κοινωνικό του χαμόγελο, έκανε πως δεν κατάλαβε. Έτσι ο Νέντι αναγκάστηκε να περιμένει, αφήνοντας το χέρι του εκεί που ήταν, αλλά το πρόσωπο του, άσπρο ως εκείνη τη στιγμή σαν τα πλήκτρα του πιάνου, απέκτησε ολόκληρο μια ζωηρή ρόδινη απόχρωση. «Εσείς κάνετε μαθήματα;» τον ρώτησε γλυκά ο Τζούνιορ. «Εγώ; Ό χ ι , συνήθως όχι».
«Με τα λεφτά δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορώ να πληρώσω ό,τι μου ζητήσετε. Και θα είμαι επιμελής μαθητής». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου, αλλά, δυστυχώς, εγώ δεν ε'χω την υπομονή να διδάξω, είμαι μουσικός, δεν είμαι δάσκαλος, αλλά μπορώ να σας δώσω το όνομα ενός πολύ καλού συνάδελφου». Παρ' ότι ο Νέντι είχε κοκκινίσει τώρα σαν ανοιξιάτικο τριαντάφυλλο, ο Τζούνιορ συνέχισε να κρατάει το χέρι του, τον στρίμωξε ακόμη περισσότερο και πλησίασε το πρόσωπο του προς το δικό του. «Αφοΰ μου το εγγυάσαι, δεν αμφιβάλλω ότι θα πέσω σε καλά χέρια, αλλά θα προτιμούσα να μου μάθεις εσύ πιάνο, Νέντι. Ειλικρινά, θέλω να το ξανασκεφτείς και...» Έ χ ο ν τ α ς εξαντλήσει την υπομονή του, ο πιανίστας τράβηξε απότομα το χέρι του ελευθερώνοντάς το από τα δάχτυλα του Τζούνιορ. Κοίταξε νευρικά γύρω του, ανησυχώντας μήπως είχαν γίνει θέαμα, αλλά οι καλεσμένοι ήταν απορροφημένοι στις ανούσιες συζητήσεις τους, ή έχασκαν θαυμάζοντας τους άθλιους πίνακες, και κανείς δεν είχε προσέξει το μικρό δράμα που παιζόταν δίπλα του. Κόκκινος σαν παντζάρι, με βλέμμα άγριο και φωνή χαμηλότερη κι από ψίθυρο, ο Νέντι σφύριξε μέσα από τα δόντια του: «Λυπάμαι, αλλά κάνεις λάθος. Εγώ δεν είμαι σαν εσένα και τη Ρενέ». Για μια στιγμή, ο Τζούνιορ δεν κατάλαβε τίποτα. Ύστερα το όνομα κέντρισε τη μνήμη του, που έκανε αναδρομή στην οδυνηρή ανάμνηση: η πανέμορφη τραβεστί με το ταγέρ της Σανέλ, η πάμπλουτη κληρονόμος. «Δε θέλω να πω ότι είναι κακό, καταλαβαίνεις», συνέχισε να του ψιθυρίζει ο Νέντι σε συμβουλευτικό τόνο. «Εγώ όμως δεν είμαι γκέι και δεν έχω διάθεση να σου μάθω πιάνο, ούτε τΐποτ' άλλο. Έ π ε ι τ α , με όλα αυτά που λέει η Ρενέ για σένα, πώς είναι δυνατόν να σου περάσει από το μυαλό ότι εγώ, ένας φίλος της... φίλος του, αν προτιμάς, θα πήγαινα μαζί σου ακόμη κι αν ήμουν γκέι; Χρειάζεσαι βοήθεια, άνθρωπέ μου. Η Ρενέ είναι αυτό που είναι, αλλά δεν είναι κακός άνθρωπος, είναι πολύ γλυκιά και καλόκαρδη. Δεν της αξίζει να τη χτυπάνε, να τη βρίζουν και... να της κάνουν
όλα αυτά τα φοβερά πράγματα που της έκανες εσύ. Με συγχωρείς». Με συγκρατημένη αγανάκτηση και μ' ένα στροβίλισμα της ακριβής, εγγλέζικης καμπαρντίνας του, ο Νέντι γύρισε την πλάτη του στον Τζούνιορ και χάθηκε πάλι μέσα στο πλήθος των καλεσμένων. Ο Τζούνιορ ένιωσε τα μάγουλά του να φουντώνουν, λες και ήταν ίωση το κοκκίνισμα και του την είχε μόλις μεταδώσει ο πιανίστας. Αφοΰ η Ρενέ Βίβι ζούσε στο ξενοδοχείο, ήταν φυσικό να ψωνίζει από το σαλόνι του τους εραστές της. Και ήταν επίσης φυσικό να την ξέρουν καλά όσοι δούλευαν εκεί και να είναι φίλοι της, αλλά και να θυμούνται κάθε άντρα που θα συνόδευε την κληρονόμο στο ρετιρέ της. Ακόμα χειρότερα, η βρομερή, εκδικητική σκύλα - ή σκύλος ή ό,τι ήταν, τέλος πάντων- προφανώς είχε πλάσει ένα σωρό αισχρές ιστορίες γι' αυτόν και κάποιο αργόσχολο βραδάκι τις είχε διηγηθεί στο φιλαράκι της τον Νέντι και στον μπάρμαν και σε όποιον άλλο ήταν εκεί. Το προσωπικό του σαλονιού σίγουρα πίστευε πως ο Τζούνιορ ήταν ένας επικίνδυνος σαδιστής. Υπέροχα. Τέλεια. Αρα ο Νέντι, φίλος της Σελεστίνα, ήξερε ότι ο Τζούνιορ, που ήταν ένα διεστραμμένο κάθαρμα, είχε παρευρεθεί στα εγκαίνια της έκθεσης με ψεύτικο όνομα. Κι αν ο Τζούνιορ ήταν πράγματι ένας τέτοιος βρομερός σαδιστής με γούστα τόσο ροκοκό που τον απέφευγαν ακόμη και τ' αποβράσματα αυτού του κόσμου, όπως οι οργισμένες τραβεστί πολυτελείας, τότε σίγουρα θα ήταν ικανός και για φόνο. Μόλις θα πληροφορούνταν τη δολοφονία του Μπαρθόλομιου -ίσως και το θάνατο της Σελεστίνα-, ο Νέντι θα καλούσε την αστυνομία και θα την έβαζε στα ίχνη του Τζούνιορ μέσα σε δώδεκα δευτερόλεπτα. Δεκαπέντε, το πολύ. Ο Τζούνιορ ακολούθησε αδιάφορα κι από κάποια απόσταση τον πιανίστα μέσα στη μεγάλη αίθουσα, χρησιμοποιώντας το πλήθος για προκάλυμμα. Ο Νέντι συνεργάστηκε. Δεν κοίταξε ούτε μια φορά πίσω του. Τελικά, σταμάτησε έναν νεαρό, που, κρίνοντας από τη
μεταλλική ταμπελίτσα με το όνομα στο σακάκι του, πρέπει να ήταν υπάλληλος της γκαλερί. Έσκυψαν τα κεφάλια, είπαν κάτι μεταξύ τους και ύστερα ο πιανίστας πέρασε στη δεύτερη αίθουσα. Περίεργος να μάθει τι του είχε πει ο Νέντι, ο Τζούνιορ πλησίασε γρήγορα τον υπάλληλο. «Με συγχωρείτε, αλλά έψαχνα τόση ώρα το φίλο μου μέσα στον κόσμο και μόλις τώρα τον είδα να μιλάει μαζί σας -τον κύριο με την εγγλέζικη καμπαρντίνα και το φράκο, εννοώ-, όμως τον έχασα πάλι. Μήπως ξέρετε αν έφυγε; Επρόκειτο να με γυρίσει σπίτι με το αυτοκίνητο». Ο νεαρός ύψωσε λίγο τη φωνή του για ν' ακουστεί πάνω από τις ομιλίες. «Όχι, κύριε. Απλώς με ρώτησε πού είναι οι τουαλέτες». «Μάλιστα. Μου λέτε κι εμένα πού είναι;» «Στο βάθος της δεύτερης αίθουσας, στ' αριστερά, θα δείτε ένα διάδρομο. Στο τέρμα του θα βρείτε τις τουαλέτες, μετά τα γραφεία». Μέχρι να περάσει ο Τζούνιορ τα τρία συνεχόμενα γραφεία και να βρει την τουαλέτα των αντρών, ο Νέντι την είχε ήδη καταλάβει. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, που σήμαινε ότι υπήρχε μόνο μια καμπίνα. Ο Τζούνιορ έγειρε πάνω στο κάσωμα της πόρτας και περίμενε. Ο διάδρομος ήταν έρημος. Ύστερα, μια γυναίκα βγήκε από το δεύτερο γραφείο και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα χωρίς να τον προσέξει. Το πιστόλι των εννέα χιλιοστών ήταν περασμένο στη Θήκη κάτω από τη μασχάλη του, μέσα από το δερμάτινο σακάκι του, αλλά χωρίς το σιγαστήρα. Αυτόν τον είχε στην τσέπη του. Αλλιώς, η κάννη Θα ήταν πολύ μακριά και άβολη και μάλλον θα σκάλωνε στη θήκη όταν θα τραβούσε το όπλο. Ο Τζούνιορ δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να βάλει το σιγαστήρα στο όπλο εκεί στο διάδρομο, όπου μπορεί να τον έβλεπε κάποιος. Και ίσως να έμπλεκε άσχημα αν τον πιτσίλιζε το αίμα του Νέντι. Τα επακόλουθα, εκτός του ότι θα ήταν αηδιαστικά, θα ήταν και άκρως ενοχοποιητικά. Για τον ίδιο λόγο δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει μαχαίρι.
Ακούστηκε το καζανάκι. Τις δυο τελευταίες μέρες, ο Τζούνιορ είχε αποφύγει τις τροφές που υπήρχε περίπτωση να του προκαλέσουν διάρροια και αργά το απόγευμα είχε πάρει προληπτικά και μια δόση ιμόντιουμ. Πίσω από την πόρτα ακούστηκε ο ήχος τρεχούμενου νερού σε νιπτήρα. Ο Νέντι έπλενε τα χέρια του. Οι μεντεσέδες δεν ήταν από την εξωτερική πλευρά, άρα η πόρτα θα άνοιγε προς τα μέσα. Το νερό σταμάτησε κι ο Τζούνιορ άκουσε θόρυβο χαρτιού που τραβιέται απότομα από τη θήκη. Στο διάδρομο, ψυχή. Το παν είναι ο καλός συγχρονισμός. Ο Τζούνιορ δεν έστεκε πια γερμένος πάνω στο πλαίσιο. Είχε ακουμπήσει και τις δυο παλάμες του στην πόρτα. Με το που άκουσε το κλικ της κλειδαριάς που απασφαλΐστηκε, πίεσε με όλη του τη δύναμη την πόρτα προς τα μέσα. Έ ν α θρόισμα καμπαρντίνας κι ο Νέντι Γκνάθικ παραπάτησε αλαφιασμένος κι έχασε την ισορροπία του. Πριν προλάβει ο πιανίστας να φωνάξει, ο Τζούνιορ τον έσπρωξε ανάμεσα στο νιπτήρα και στη λεκάνη και τον κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο, αρκετά δυνατά ώστε να του κόψει την ανάσα. Πίσω τους, η πόρτα, που είχε χτυπήσει δυνατά σ' ένα λαστιχένιο στοπ, επέστρεψε απότομα στη θέση της κι έκλεισε. Δεν κλείδωσε όμως και θα μπορούσε να μπει οποιοσδήποτε. Ο Νέντι είχε το μουσικό ταλέντο, αλλά ο Τζούνιορ είχε τα μπράτσα. Καρφωμένος πάνω στον τοίχο, με το λαιμό του μέσα στα χέρια του Τζούνιορ, ο Νέντι θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να μπορέσει να ξαναπαίξει πιάνο. Τίναξε τα χέρια του ψηλά, και ήταν τα δάχτυλα του σαν άσπρα περιστέρια που φτεροκοπούσαν, παλεύοντας να βγουν από τα μανίκια της καμπαρντίνας, σαν να ήταν μάγος κι όχι μουσικός. Διατηρώντας σταθερή πίεση στην ασφυκτική λαβή του, ο Τζούνιορ έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι για να προστατεύσει τα μάτια του. Ταυτόχρονα χτύπησε δυνατά με το γόνατο
του τον Νέντι ανάμεσα στα σκέλια και τον εξουδετέρωσε οριστικά. Τα δάχτυλα-περιστέρια φτερούγισαν πάνω στα μπράτσα του Τζούνιορ, ραμφίζοντας αδέξια το δερμάτινο σακάκι του, και τελικά κρεμάστηκαν άψυχα στα πλευρά του Νέντι. Τα σκληρά, νευρικά σαν πουλιού μάτια θόλωσαν. Η ρόδινη γλώσσα πρόβαλε από το στόμα σαν μισοφαγωμένο σκουλήκι. Ο Τζούνιορ παράτησε απότομα τον Νέντι, αφήνοντάς τον να γλιστρήσει από τον τοίχο στο πάτωμα κι έτρεξε να κλειδώσει την πόρτα. Απλώνοντας το χέρι του να στρίψει το πόμολο, σχεδόν περίμενε ν' ανοίξει ξαφνικά η πόρτα καταπάνω του και ν' αποκαλύψει τον Τόμας Βανάντιουμ νεκραναστημένο. Το φάντασμα δεν εμφανίστηκε, αλλά ο Τζούνιορ ταράχτηκε τρομερά στην ιδέα και μόνο μιας μεταφυσικής συνάντησης στη μέση μιας τόσο κρίσιμης περίστασης. Από την πόρτα ως το νιπτήρα, ψαρεύοντας με νευρικές κινήσεις ένα μπουκαλάκι με χάπια από την τσέπη του, ο Τζούνιορ σύστησε στον εαυτό του να παραμείνει ψύχραιμος. Αργές και βαθιές αναπνοές. Ό,τι έγινε έγινε. Ζήσε στο μέλλον. Δράσε, μην αντιδράς. Προσηλώσου στο στόχο. Ψάξε τη λαμπρή όψη των πραγμάτων. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε πιει ούτε αντιεμετικό ούτε αντισταμινικό. Τα είχε όμως μαζί του για να τα πάρει όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ώρα της δράσης, ώστε να είναι πιο αποτελεσματικά. Είχε σκοπό να καταπιεί τα χάπια μόνο αφού θα είχε ακολουθήσει τη Σελεστίνα από την γκαλερί στο σπίτι της και θα είχε εντοπίσει το κρησφύγετο του Μπαρθόλομιου. Έ τ ρ ε μ ε τόσο βίαια, που δεν μπορούσε να ξεβιδώσει το καπάκι από το πλαστικό μπουκάλι. Ή τ α ν περήφανος που ήταν πολύ πιο ευαίσθητος από τους κοινούς ανθρώπους, αλλά η ευαισθησία καμιά φορά είναι σωστή κατάρα. Εντάξει το καπάκι. Κίτρινες και μπλε κάψουλες μέσα στο μπουκάλι. Κατάφερε ν' αδειάσει μία από το κάθε είδος στην αριστερή παλάμη του χωρίς να σκορπίσει τις υπόλοιπες στο πάτωμα. Το τέλος της αναζήτησης ήταν τόσο κοντά, τόσο πολύ
κοντά. Είχε πια τον σωστό Μπαρθόλομιου σχεδόν απέναντι από την κάννη του. Και ήταν έξαλλος με τον Νέντι Γκνάθικ που μπορεί να του τα κατέστρεφε όλα. Βούλωσε το μπουκαλάκι με τα χάπια, το έχωσε και πάλι στην τσέπη του και ύστερα κλότσησε δυνατά τον νεκρό, τον ξανακλότσησε και τον έφτυσε. Αργές, βαθιές αναπνοές. Προσήλωση στο στόχο. Ίσως η λαμπρή όψη των πραγμάτων να ήταν ότι ο μουσικός δεν είχε λερώσει τα παντελόνια του την ώρα που τον στραγγάλιζε. Κάπου είχε διαβάσει κάποτε πως στη διάρκεια ενός συγκριτικά αργού θανάτου, όπως ο στραγγαλισμός, το θύμα χάνει τον έλεγχο των σωματικών λειτουργιών του. Τέλος πάντων, η τουαλέτα των αντρών δεν μύριζε σαν ανθοπωλείο, αλλά δεν βρομοκοπούσε κιόλας. Αν ήταν αυτή η λαμπρή όψη των πραγμάτων, ωστόσο, ήταν για κλάματα, αφού βρισκόταν ακόμη στριμωγμένος στην τουαλέτα μαζί μ' ένα πτώμα και ήταν αδύνατο να μείνει για πάντα εκεί, πίνοντας νερό από το νιπτήρα και τρώγοντας χαρτοπετσέτες, αλλά ούτε και ν' αφήσει ν' ανακαλυφθεί το πτώμα, γιατί η αστυνομία θα κατέφτανε στην γκαλερί πριν τελειώσουν τα εγκαίνια κι αυτός θα έχανε την ευκαιρία ν' ακολουθήσει τη Σελεστίνα στο σπίτι της. Και κάτι ακόμη. Ο νεαρός υπάλληλος θα θυμόταν ότι ο Τζούνιορ τον είχε ρωτήσει για τον Νέντι και ότι τον είχε ακολουθήσει στην τουαλέτα. Θα έδινε την περιγραφή του και, επειδή ήταν υπάλληλος γκαλερί, άρα μαθημένος να βλέπει, θα έδινε μια καλή περιγραφή, κι αυτό που θα ζωγράφιζε ο σκιτσογράφος της αστυνομίας δεν θα ήταν κάποιο αφηρημένο κυβιστικό σχέδιο στο στυλ του Πικάσο, ούτε καμιά ιμπρεσιονιστική μουντζούρα, αλλά ένα πορτραίτο του Τζούνιορ γεμάτο ζωντανές και ρεαλιστικές λεπτομέρειες, σαν τις ζωγραφιές του Νόρμαν Ρόκγουελ. Ψάχνοντας απεγνωσμένα για τη λαμπρή όψη των πραγμάτων, ο Τζούνιορ είχε ανακαλύψει τη σκοτεινότερη. Ό τ α ν το στομάχι του γουργούρισε δυνατά κι ένιωσε τη διάθεση να ξυθεί στο κεφάλι, πανικοβλήθηκε ότι θα τον έπιανε εμετός και φαγούρα ταυτόχρονα και θα κατέληγε στο πάτωμα να ξερνάει και να ξύνεται. Έ χ ω σ ε τα χάπια στο
στόμα του, αλλά δεν είχε σάλιο για να τα καταπιεί, οπότε άνοιξε τη βρύση και ήπιε κατευθείαν από κει, μουσκεύοντας το μπροστινό μέρος του σακακιού του. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη πάνω από το νιπτήρα, δεν είδε τον αυτοβελτιωμένο και πλήρως συνειδητοποιημένο άντρα που είχε κουραστεί τόσο πολύ να γίνει, αλλά το χλομό, τρομαγμένο αγόρι που κρυβόταν από τη μητέρα του όταν, με τη συμπαράσταση της κοκαΐνης και της αμφεταμίνης, την έπιαναν οι χειρότερες κυκλοθυμίες της, πριν ανταλλάξει την ψυχρή πραγματικότητα με μια ζεστή γωνίτσα στο τρελοκομείο. Σαν να είχε πέσει μέσα σε μια δίνη του χρόνου που τον είχε ρίξει πίσω στο μισητό παρελθόν, ο Τζούνιορ ένιωσε όλες τις άμυνές του να καταρρέουν. Τόσες πολλές δυσκολίες, τόσες πολλές... Ή τ α ν άδικο. Να ψάχνει τον Μπαρθόλομιου σαν το βελόνι στα άχυρα, να παθαίνει εμετούς, διάρροιες, να χάνει το δάχτυλο του, να περιπλανιέται ολομόναχος σ' έναν ψυχρό και εχθρικό κόσμο, χωρίς μια αγαπημένη, να τον προσβάλλουν κακιασμένες τραβεστί, να τον τυραννάνε μοχθηρά πνεύματα, να μην μπορεί να κάνει διαλογισμό γιατί ήταν πολύ παθιασμένος, ο Ζεντ να έχει πεθάνει, αυτός να ζει συνεχώς με το φόβο της φυλακής για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ανίκανος να βρει τη γαλήνη στο σεξ ή έστω στο κέντημα. Ο Τζούνιορ χρειαζόταν κάτι στη ζοιή του, είχε ανάγκη από ένα βασικό στοιχείο που, αν δεν το έβρισκε, δεν θα αισθανόταν ποτέ ολοκληρωμένος - κ ι αυτό ήταν κάτι περισσότερο από μια αγαπημένη, κάτι περισσότερο από τα γαλλικά ή τα γερμανικά ή το καράτε. Κι απ' όσο θυμόταν, έψαχνε πάντα αυτό το μυστήριο κάτι, το αινιγματικό αντικείμενο που ίσως να ήταν ταλέντο, δύναμη, άνθρωπος -κι αυτό ήταν και το πρόβλημα, ότι δεν ήξερε τι έψαχνε και όσες φορές είχε νομίσει ότι το βρήκε, δεν το είχε βρει τελικά· κι αυτό ήταν το τρομακτικό, ότι μπορεί να το έβρισκε κάποτε και να το πετούσε, γιατί δεν θα το αναγνώριζε και δεν θα καταλάβαινε ότι ήταν αυτό το κάτι που έψαχνε από παιδάκι. Ο Ζεντ δεν απορρίπτει τη μεμψιμοιρία, αρκεί να τη χρησιμοποιήσει κανείς ως εφαλτήριο για το θυμό, γιατί ο θυμός, όπως και το μίσος άλλωστε, μπορεί να είναι υγιές συναίσθη-
μα αν διοχετευτεί σωστά. Ο θυμός μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για μεγάλα επιτεύγματα. Ακόμη και η απλή τσατίλα, που σε κάνει να θέλεις ν' αποδείξεις στους ηλίθιους ότι έκαναν λάθος και να τους τρίψεις στα μούτρα την επιτυχία σου. Το μίσος κι ο θυμός ήταν τα κίνητρα όλων των μεγάλων ηγετών, από τον Χίτλερ ως τον Στάλιν και τον Μάο, που και οι τρεις είχαν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορία, ο καθένας με τον τρόπο του. Κοιτώντας στον καθρέφτη, που πρέπει να είχε θαμπώσει και από την αυτολύπηση, όχι μόνο από τους ατμούς, ο Κάιν Τζούνιορ αναζήτησε το θυμό του και τον βρήκε. Ή τ α ν μια μαύρη, πικρή οργή, φαρμακερή σαν δηλητήριο κροταλία, και γέμισε εύκολα την καρδιά του με λύσσα. Έ χ ο ν τ α ς ξεπεράσει την απελπισία του με την οργή, ο Τζούνιορ στράφηκε από τον καθρέφτη κι έψαξε για άλλη μια φορά τη λαμπρή όψη των πραγμάτων. Ί σ ω ς να ήταν το παράθυρο της τουαλέτας.
Κεφάλαιο 67
Τ θ ΖΕΥΓΟΣ ΓΟΥΛΦΣΤΑΝ και η συντροφιά τους κάθισαν σ' ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο την ώρα που μεγάλες μάζες βαμβακένιας ομίχλης κυλούσαν αργά πάνω στα μαύρα νερά του κόλπου, που έμοιαζε σαν να είχε μόλις ξυπνήσει και πετούσε από πάνω του τα παπλώματα για να σηκωθεί από το κρεβάτι. Για το σερβιτόρο, ο Νόλι ήταν ο Νόλι, η Καθλίν ήταν η κυρία Γούλφσταν κι ο Τομ Βανάντιουμ ο κύριος -το κύριος ειπωμένο με φανερό σεβασμό. Ο Τομ ήταν άγνωστος στο σερβιτόρο, αλλά προφανώς το παραμορφωμένο πρόσωπο του του έδινε κύρος. Εκτός απ' αυτό, ο Τομ είχε ένα περίεργο κάτι, μια εσωτερική ποιότητα, ανεξάρτητη από εμφάνιση, συμπεριφορά και χαρακτήρα, που ενεπνεε σεβασμό κι εμπιστοσύνη. Όλοι παρήγγειλαν μαρτίνι. Κανείς δεν ήταν ορκισμένος εχθρός του αλκοόλ. Ο Τομ είχε προκαλέσει λιγότερο σούσουρο στο ρεστοράν απ' ό,τι περίμενε η Καθλίν. Οι άλλοι πελάτες τον είχαν προσέξει, φυσικά, αλλά, ύστερα από κάνα δυο σοκαρισμένες ματιές οίκτου ή περιέργειας, προτιμούσαν να παριστάνουν ότι αδιαφορούσαν. Αυτό το κάτι που προκαλούσε το σεβασμό του σερβιτόρου διασφάλιζε επίσης ότι οι άλλοι θα είχαν την ευγένεια να τον αφήσουν στην ησυχία του. «Αναρωτιέμαι, Τομ», είπε ο Νόλι. «Αφού δεν είσαι πια επισήμως αστυνομικός, με ποια ιδιότητα θα καταδιώξεις τον Κάιν;»
Ο Τομ Βανάντιουμ ανασήκωσε απλώς το ένα φρύδι του, σαν να ήθελε να πει άτι υπήρχαν κι άλλοι τρόποι. «Εγώ δε θα σε περνούσα ποτέ για αστυνομικό», είπε η Καθλίν. «Δεν είμαι. Θα γίνω η συνείδηση του Κάιν Τζούνιορ». «Έχεις όπλο;» ρώτησε ο Νόλι. «Δε θα σου πω ψέματα». «Άρα έχεις. Νόμιμο;» Ο Τομ δεν απάντησε. Ο Νόλι αναστέναξε. «Υποθέτω ότι, αν ήθελες απλώς να τον σκοτώσεις, θα το είχες κάνει ήδη απ' όταν πρωτόρθες στην πόλη». «Δε θα ξέκανα ποτέ κανέναν, ούτε καν ένα σκουλήκι σαν τον Κάιν, με την ίδια λογική που δεν πρόκειται ποτέ ν' αυτοκτονήσω. Βλέπεις, εγώ πιστεύω στις αιώνιες συνέπειες». «Γι' αυτό σε παντρεύτηκα», είπε η Καθλίν στον Νόλι. «Για να ακούω ενδιαφέρουσες εκφράσεις». «Σαν τις "αιώνιες συνέπειες";» «Όχι. Σαν το "ξεκάνω" ή το "σκουλήκι"». Έφτασε ο σερβιτόρος με τα μαρτίνι και σέρβιρε πρώτα την κυρία, έπειτα τον καλεσμένο και τέλος τον κύριο. Ό τ α ν απομακρύνθηκε, ο Τομ είπε στον Νόλι: «Μη φοβάσαι ότι μπορεί να γίνεις συνεργός σε έγκλημα. Αν έπρεπε να καθαρίσω τον Κάιν για να τον εμποδίσω να κάνει κακό σε κάποιον, δε θα δίσταζα. Αλλά δεν πρόκειται ποτέ να παίξω τον αυτόκλητο δικαστή μ' ένα όπλο στο χέρι». Η Καθλίν σκούντησε τον Νόλι. «"Να παίξω τον αυτόκλητο δικαστή". Υπέροχο». Ο Νόλι σήκωσε το ποτήρι του. «Στη δικαιοσύνη, νόμιμη και παράνομη». Η Καθλίν ήπιε με απόλαυση μια γουλιά από το μαρτίνι της. «Μμμ... κρύο σαν την καρδιά νεκρού και τριζάτο σαν εκατοδόλαρο από το πορτοφόλι του διαβόλου». Αυτό έκανε τον Τομ να σηκώσει ερωτηματικά και τα δυο του φρύδια. «Διάβαζει πολύ σκληρές αστυνομικές ιστορίες», εξήγησε ο Νόλι. «Και τώρα τελευταία σκέφτεται ν' αρχίσει κι αυτή να γράφει».
«Στοίχημα ότι μπορώ κι ότι θα πουλήσω κιόλας», είπε η Καθλίν. «Μπορεί να μην είμαι ακόμη τόσο καλή όσο είμαι σαν οδοντογιατρός, αλλά μπορώ να γίνω πολύ καλύτερη από αρκετούς που έχω διαβάσει». «Κάτι μου λέει», είπε ο Τομ, «πως αν βάλεις εσύ κάτι στο μυαλό σου, θα το κάνεις τόσο καλά όσο και τα δόντια». «Δεν υπάρχει αμφιβολία», συμφώνησε ο Νόλι, μοστράροντας το αστραφτερό χαμόγελο του -δημιούργημα της γυναίκας του. «Τομ», είπε η Καθλίν, «νομίζω ότι ξέρω γιατί έγινες αστυνομικός. Το Ορφανοτροφείο Σαν Ανσέλμο... οι φόνοι των παιδιών». Ο Βανάντιουμ έγνεψε καταφατικά. « Έ π ε ι τ α απ' αυτό έγινα άπιστος Θωμάς». «Αναρωτιόσουν, υποθέτω, γιατί ο Θεός είναι τόσο άδικος με τους αθώους». «Αμφισβητούσα τον εαυτό μου μάλλον, αλλά και τον Θεό. Είχα στα χέρια μου το αίμα όλων εκείνων των παιδιών. Έ π ρ ε π ε να τα προστατεύω και είχα αποτύχει». «Ήσουν πολύ νέος τότε για να έχεις εσύ την ευθύνη για τα παιδιά του ορφανοτροφείου». «Ήμουν είκοσι τριών χρονών. Στο Σαν Ανσέλμο, τότε, ήμουν επιμελητής ενός ορόφου. Του ορόφου όπου έγιναν όλα τα εγκλήματα. Έπειτα απ' αυτό... αποφάσισα ότι μάλλον θα μπορούσα να προστατεύω πιο αποτελεσματικά τους αθώους αν γινόμουν αστυνομικός. Για ένα διάστημα, ο νόμος με στήριξε πολύ καλύτερα από τη θρησκευτική πίστη». «Σαν αστυνομικό μπορώ να σε φανταστώ», είπε η Καθλίν, «αλλά δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είσαι και ιερέας». «Ήμουν», τη διόρθωσε ο Βανάντιουμ. «Και μπορεί να ξαναγίνω. Σύμφωνα με δική μου επιθυμία, έχω απαλλαγεί από τα λειτουργικά μου καθήκοντα εδώ και είκοσι εφτά χρόνια. Από τότε που δολοφονήθηκαν τα παιδιά στο ορφανοτροφείο». «Γιατί διάλεξες αρχικά αυτή τη ζωή; Πρέπει να ήσουν πολύ νέος όταν αποφάσισες να γίνεις ιερέας». «Στα δεκατέσσερα. Συνήθως σε τέτοιες πρώιμες αποφά-
σεις παίζει μεγάλο ρόλο η οικογένεια. Εμένα, αντίθετα, οι δικοί μου προσπάθησαν να με αποτρέψουν». Ο Βανάντιουμ κοίταξε αφηρημένα τους πυκνούς στροβίλους της ομίχλης που είχαν σκεπάσει εντελώς τη θάλασσα. Ο κόλπος δεν φαινόταν πια καθόλου έξω από το παράθυρο. «Από μικρό παιδί», συνέχισε, «έβλεπα τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους. Δε θέλω να πω πως ήμουν πιο έξυπνος. Μπορεί να έχω δείκτη νοημοσύνης πάνω από τον μέσο όρο, αλλά τίποτα το ιδιαίτερα εντυπωσιακό που να με κάνει να ξεχωρίζω. Στο σχολείο είχα κοπεί δύο φορές στη γεωγραφία και μία στην ιστορία. Ποτέ δε με μπέρδεψε κανείς με τον Αϊνστάιν. Απλώς διέκρινα... διέκρινα το μυστήριο στα πράγματα, τα έβλεπα περίπλοκα και σύνθετα εκεί που οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονταν κάτι τέτοιο. Δε γίνεται να σας το εξηγήσιο χωρίς ν' ακουστώ απλοϊκός, αλλά από παιδάκι ήθελα να υπηρετήσω τον Θεό, που είχε δημιουργήσει όλη αυτή την περίπλοκη ομορφιά και το μυστήριο του κόσμου, όσο περίεργες και ακατανόητες κι αν μου φαίνονταν καμιά φορά οι επιλογές Του». Η Καθλίν δεν είχε ξανακούσει κληρικό να χαρακτηρίζει τον Θεό «περίεργο» και «ακατανόητο». Ο Τομ στράφηκε από το παράθυρο και συνάντησε το βλέμμα της. Τα αχνά γκρίζα μάτια του έμοιαζαν παγωμένα, σαν να είχαν γλιστρήσει τα φαντάσματα της ομίχλης από τις χαραμάδες του παραθύρου και να τον είχαν κυριεύσει. Ύστερα, η φλόγα του κεριού στο τραπέζι φούντωσε από έλ'α ξαφνικό απαλό ρεύμα και φώτισε τα μάτια του, λιώνοντας τον πάγο, και η Καθλίν είδε ξανά εκείνη τη ζεστασιά και τη μελαγχολία που την είχαν εντυπωσιάσει από την αρχή. «Εγώ δεν τα φιλοσοφώ τόσο πολύ όσο η Καθλίν», είπε ο Νόλι. «Γι' αυτό, εκείνο που εγώ αναρωτιέμαι είναι πού έμαθες τα κόλπα με το νόμισμα. Πώς γίνεται να είσαι ιερέας, αστυνομικός και ερασιτέχνης μάγος;» « Ή τ α ν ένας μάγος παλιά...» Ο Τομ έδειξε το μισοτελειωμένο μαρτίνι που είχε μπροστά του. Στη λεπτή γυάλινη κόχη του ποτηριού ισορροπούσε με μαγικό τρόπο... το εικοσιπενταράκι. «...που αυτοαποκαλούνταν Βασιλιάς Ομπαντάια, ο Φα-
ραώ της Φαντασίας. Ταξίδευε σ' όλη τη χώρα κι έδινε παραστάσεις σε κέντρα...» Ο Τομ πήρε το νόμισμα από το ποτήρι, το έκλεισε στη δεξιά χούφτα του κι αμέσως μετά άνοιξε το χέρι του... που ήταν άδειο. «...και σε όποια πόλη πήγαινε, εκτός από τα κέντρα, έδινε και δωρεάν παραστάσεις σε γηροκομεία, ιδρύματα για κωφάλαλους...» Η Καθλίν κι ο Νόλι έστρεψαν την προσοχή τους στην αριστερή χούφτα του Τομ, που ήταν κλειστή, λες και ήταν δυνατόν να είχε μεταφερθεί το εικοσιπενταράκι από το ένα χέρι στο άλλο. «...κι όποτε ερχόταν εδώ στο Σαν Φρανσίσκο ο Φαραώ, πέντ' έξι φορές το χρόνο, περνούσε πάντα από το Σαν Ανσέλμο για να διασκεδάσει τα ορφανά...» Αντί ν' ανοίξει την αριστερή χούφτα του, ο Τομ σήκωσε το μαρτίνι με το δεξί του χέρι. Στο τραπεζομάντιλο κάτω από το ποτήρι ήταν το νόμισμα. «...έτσι τον έπεισα να μου μάθει μερικά απλά κόλπα». Ο Βανάντιουμ άνοιξε τελικά το αριστερό του χέρι αποκαλύπτοντας τρία νομίσματα: δύο των δέκα σεντς κι ένα των πέντε. «Απλά τα λες αυτά;» ρώτησε ο Νόλι. Ο Τομ χαμογέλασε. « Έ χ ω εξασκηθεί πολύ όλα αυτά τα χρόνια». Έκλεισε στιγμιαία τη χούφτα του γύρω από τα τρία νομίσματα και ύστερα τίναξε το χέρι του πετώντας τα πάνω στον Νόλι, που έκανε ενστικτωδώς να προφυλαχτεί. Αλλά τα νομίσματα ή δεν ήταν πια εκεί ή εξαφανίστηκαν στον αέρα, αφού το χέρι του ήταν άδειο. Η Καθλίν δεν είχε προσέξει ότι ο Τομ είχε αφήσει ξανά το ποτήρι του πάνω από το εικοσιπενταράκι. Ό τ α ν το σήκωσε για ν' αδειάσει με μια γουλιά το υπόλοιπο μαρτίνι, τρία νομίσματα βρίσκονταν πάνω στο τραπεζομάντιλο, εκεί όπου προηγουμένως ήταν το ένα. Η Καθλίν απέμεινε να τα κοιτάζει αφηρημένα για λίγη ώρα. «Δε νομίζω ότι έχει γραφτεί ως τώρα μια σειρά από
αστυνομικές ιστορίες με ήρωα έναν ιερέα-ντετέκτιβ που είναι και ερασιτέχνης μάγος», είπε τελικά. Ο Νόλι σήκωσε με θεατρικό τρόπο το ποτήρι του, σαν να είχε κάνει κι αυτός κάποιο κόλπο και να μην υπήρχαν πια νομίσματα από κάτω. «Τι λέτε για άλλο ένα γύρο μαγικό φίλτρο;» Όλοι συμφώνησαν κι έδωσαν την παραγγελία στο σερβιτόρο όταν τους έφερε τα ορεκτικά: γαριδοσαλάτα για τον Νόλι, καραβίδες για την Καθλίν, καλαμάρι για τον Τομ. «Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται», είπε ο Τομ όταν έφτασαν τα δεύτερα ποτά τους, «υπάρχουν μέρη στον κόσμο που οι άνθρωποι δεν ξέρουν το μαρτίνι». Ο Νόλι έκανε πως ανατρίχιασε. «Στις ερημιές του Ό ρ ε γκον. Δεν πρόκειται να πατήσω εκεί πριν εκπολιτιστούν». «Όχι μόνο στο Όρεγκον. Ακόμη κι εδώ, στο Σαν Φρανσίσκο». «Ο Θεός να μας φυλάει από τέτοιους απολίτιστους γείτονες», είπε ο Νόλι. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.
Κεφάλαιο 68
Τ θ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΠΟΜΟΛΟ στο παράθυρο έτριξε δυνατά, αλλά τα δυο μακρόστενα φύλλα του χώρισαν κι άνοιξαν προς τα έξω, στο στενό δρομάκι στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Οι επαφές του συστήματος συναγερμού άστραψαν στιγμιαία - τ ο κύκλωμα όμως δεν ήταν ενεργοποιημένο. Το περβάζι απείχε γύρω στο ενάμισι μέτρο από το δάπεδο της τουαλέτας. Ο Τζούνιορ πιάστηκε, έδωσε μια με τα χέρια του και σκαρφάλωσε. Επειδή τα δυο τζάμια με το μεταλλικό πλαίσιο δεν άνοιγαν μέχρι τέρμα στον εξωτερικό τοίχο, του έκρυβαν ένα μέρος της θέας κι α π ό τις δυο πλευρές. Αναγκάστηκε να σηκωθεί ακόμα πιο πάνω στο άνοιγμα και να σκύψει προς τα έξω, για να μπορέσει να κοιτάξει ολόκληρο το δρομάκι, στη μέση του οποίου περίπου βρισκόταν η γκαλερί. Πυκνή ομίχλη αλλοίωνε την αίσθηση του χώρου και των μεγεθών. Στις δυο εξόδους του μικρού δρόμου, μικροί κύκλοι από διάχυτο μαργαριταρένιο φως σηματοδοτούσαν τις διασταυρώσεις με τον κεντρικό δρόμο, αλλά άφηναν εντελώς στο σκοτάδι το ενδιάμεσο. Οι λιγοστές λάμπες ασφαλείας-γυμνοί γλόμποι προστατευμένοι από συρμάτινο πλέγμ α - έδειχναν τις εισόδους παραλαβής εμπορευμάτιον στις πίσω όψεις των κτιρίων, αλλά έφεγγαν ασθενικά, σαν γκαζόλαμπες, πίσω α π ό τα πυκνά, λευκά πέπλα της ομίχλης. Η ομίχλη που σκέπαζε την πόλη έπνιγε, θαρρείς, και τους ήχους. Τ α πάντα έμοιαζαν ασάλευτα στο δρομάκι. Πολλά από τα καταστήματα είχαν ήδη κλείσει για το βράδυ κι απ'
doo μπορούσε να διακρίνει και ν' ακούσει ο Τζούνιορ, κανένα φορτηγό μεταφοράς δεν ήταν παρκαρισμένο σε όλο το μήκος του στενού δρόμου. Καθώς αντιλαμβανόταν ότι κάποιος ανυπόμονος θα μπορούσε σύντομα ν' αρχίσει να χτυπάει την πόρτα, ο Τζούνιορ πήδηξε και πάλι μέσα στην τουαλέτα. Ο Νέντι ήταν σωριασμένος κόντρα στον τοίχο, με το κεφάλι σκυφτό και το πιγούνι του στο στήθος. Τα χέρια του ήταν πεσμένα στα πλευρά του, ανοιχτά, σαν να έπαιζαν πιάνο στα πλακάκια. Ο Τζούνιορ τον τράβηξε ανάμεσα από το νιπτήρα και τη λεκάνη. «Σκατομούρη, κοκαλιάρη, ξιπασμένε πολυλογά», μούγκρισε με θυμό καθώς τον έσερνε. Ή τ α ν ακόμη τόσο οργισμένος με τον Νέντι, που του ερχόταν να του χώσει το κεφάλι στη λεκάνη και να τον σπρώξει μέχρι που να σφηνωθεί εκεί μέσα ολόκληρος. Να τραβήξει το καζανάκι και να τον σπρώξει κι άλλο, να πάει ακόμη παρακάτω. Για να είναι ο θυμός εποικοδομητικό συναίσθημα, πρέπει να διοχετεύεται σωστά, συμβουλεύει ο Ζεντ στο εξαιρετικό βιβλίο του Η Ομορφιά του Θυμού: Διοχέτευσε Σωστά το Θυμό σον για να Πετύχεις στη Ζωή. Το τωρινό μπλέξιμο του Τζούνιορ θα γινόταν ακόμη πιο περίπλοκο αν χρειαζόταν να καλέσει και υδραυλικό να βγάλει έναν πιανίστα από τον αγωγό της αποχέτευσης. Αυτή η σκέψη τον έκανε να γελάσει. Δυστυχώς, το γέλιο του ήταν τόσο υστερικό, που του έκοψε τη χολή. Διοχετεύοντας εποικοδομητικά τον όμορφο θυμό του, ο Τζούνιορ σήκωσε το πτώμα ως το περβάζι και ύστερα, σπρώχνοντάς το, το έστειλε με το κεφάλι κάτω στο δρομάκι. Η ομίχλη το υποδέχτηκε μ' έναν πνιχτό γδούπο. Ο Τζούνιορ πήδηξε κι αυτός κάτω στο δρόμο, καταφέρνοντας να μην πέσει πάνω στον νεκρό. Καμιά παραξενεμένη φωνή δεν ακούστηκε να ρωτάει ποιος είναι. Στο δρομάκι δεν υπήρχε ψυχή. Ή τ α ν ολομόναχος με το πτώμα, στην καρδιά της πόλης που τη σκέπαζε η ομίχλη, αλλά ίσως όχι για πολύ. Αν ήταν άλλος στη θέση του Νέντι, θα έπρεπε να τον σύρει, αλλά ο πιανίστας ζύγιζε κάτι περισσότερο από ξύλι-
vo μπαστούνι ύψους ένα κι εβδομήντα. Ο Τζούνιορ σήκωσε το κουφάρι από την άσφαλτο και το φόρτωσε στον ώμο του σαν σφαχτάρι. Λίγο πιο κάτω στέκονταν μέσα στη θολούρα αρκετοί μεγάλοι κάδοι απορριμμάτων, σκοτεινά ορθογώνια σχήματα που θύμιζαν σαρκοφάγους, ιδανικά για να φιλοξενήσουν το πτώμα ενός μουσικού. Υπήρχε ένα πρόβλημα όμως: κάποιος μπορεί να ανακάλυπτε τον Νέντι στον κάδο πριν τον μαζέψει το απορριμματοφόρο, για να τον αδειάσει ύστερα στη χωματερή, όπου και θα ήταν το ιδανικό να τον βρουν. Στην περίπτωση που το πτώμα ανακαλυπτόταν σ' αυτή την περιοχή, θα έπρεπε τουλάχιστον να βρεθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά από τους κάδους όπου άδειαζε τα σκουπίδια της η γκαλερί. Ό σ ο λιγότερες θα ήταν οι πιθανότητες να συνδέσει η αστυνομία τον Νέντι με την Γκαλερί Γκρινμπάουμ, τόσο λιγότερες θα ήταν και οι πιθανότητες να συνδεθεί ο Τζούνιορ με το φόνο του. Βαδίζοντας σκυφτός σαν πίθηκος, κουβάλησε τον πιανίστα προς τη βόρεια έξοδο του στενού δρόμου. Το παλιότερο λιθόστρωτο δρομάκι είχε αργότερα καλυφθεί με άσφαλτο, αλλά σε αρκετά σημεία η άσφαλτος είχε σκάσει αποκαλύπτοντας τις παλιές πέτρες, που η ανώμαλη επιφάνειά τους ήταν γλιστερή σαν πάγος από την υγρασία της ομίχλης. Ο Τζούνιορ σκόνταψε και γλίστρησε αρκετές φορές, χρησιμοποιώντας όμως εποικοδομητικά το θυμό του μπόρεσε να διατηρήσει την ισορροπία του, μέχρι που βρήκε έναν αρκετά απομακρυσμένο κάδο. Ο μεγάλος κυλιόμενος μεταλλικός κάδος, που του έφτανε μέχρι το ύφος των ματιών, ήταν σκουριασμένος σε πολλά σημεία, χτυπημένος σε άλλα και μεγαλύτερος από τους περισσότερους στο στενό. Είχε επίσης διπλά συρόμενα καπάκια που ήταν και τα δυο ανοιχτά. Χωρίς τελετουργίες και προσευχές, αλλά με μπόλικο δικαιολογημένο θυμό, ο Τζούνιορ ανασήκωσε το πτώμα και το έσπρωξε μέσα στον κάδο. Για μια φρικτή στιγμή, το αριστερό του χέρι σκάλωσε στη ζώνη της καμπαρντίνας του νεκρού πιανίστα, σαν να ήθελε ο Νέντι να τον τραβήξει μαζί του. Σφίγγοντας τα δόντια να πνίξει ένα υστερικό ουρλια-
χτό που ανέβηκε στο λαιμό του, ο Τζούνιορ τράβηξε βίαια το χέρι του και κατάφερε να το ελευθερώσει. Ο ήχος που έκανε το πτώμα στο εσωτερικό του κάδου σήμαινε ότι είχε πέσει πάνω σε ένα παχύ στρώμα από σκουπίδια, που όμως δεν ξεπερνούσε τη μέση του κάδου. Σήμαινε επίσης ότι έτσι αυξάνονταν οι πιθανότητες να μην ανακαλυφθεί ο Νέντι πριν περάσει το απορριμματοφόρο. Κι αν το πτώμα κατέληγε στη χωματερή, ίσως οι μόνοι που θα τον ξανάβλεπαν ποτέ να ήταν οι αρουραίοι. Ο Τζούνιορ έτρεξε μπροστά, σαν τρένο με σπασμένα φρένα, παρατώντας πίσω του τις πολτοποιημένες καλόγριες, ή μάλλον τον νεκρό πιανίστα. Μπροστά, στο ανοιχτό δίφυλλο παράθυρο και ξανά μέσα στην τουαλέτα. Βράζοντας από θυμό, έκλεισε τα δυο φύλλα του παραθύρου, κοπανώντας τα πάνω στη φούρια του. Για την περίπτωση που περίμενε ήδη κάποιος έξω στο διάδρομο, τράβηξε το καζανάκι, αν και το έντερο του ήταν τόσο σφιγμένο, όσο κι ενός στρατιώτη στη μάχη. Ό τ α ν τόλμησε ξανά να κοιταχτεί στον καθρέφτη του νιπτήρα, περίμενε ν' αντικρίσει ένα κουρασμένο πρόσωπο γεμάτο ένταση και μαύρους κύκλους, αλλά η θλιβερή αυτή εμπειρία δεν του είχε αφήσει κανένα ορατό σημάδι. Έ φ τ ι α ξε βιαστικά τα μαλλιά του. Στην πραγματικότητα, έδειχνε τόσο φρέσκος και όμορφος, που όταν θα επέστρεφε στην αίθουσα όλες οι γυναίκες θ' άρχιζαν πάλι να τον γδύνουν με τα μάτια. Έλεγξε τα ρούχα του. Ή τ α ν σχεδόν ατσαλάκωτα και δεν είχαν λερωθεί πουθενά. Έπλυνε σχολαστικά τα χέρια του, με βιασύνη. Πήρε κι άλλα χάπια, για περισσότερη ασφάλεια. Μία κίτρινη κάψουλα και μία μπλε. Επιθεώρησε στα γρήγορα το πάτωμα της τουαλέτας. Ο πιανίστας δεν είχε αφήσει τίποτα πίσω του, ούτε κομμένα κουμπιά, ούτε πέταλα από το λουλούδι της μπουτονιέρας του. Ο Τζούνιορ ξεκλείδωσε την πόρτα και βρήκε το διάδρομο άδειο. Τα εγκαίνια ήταν ακόμη στο φόρτε τους και στις δυο αί-
θουσες της γκαλερί. Ορδές αδαών, που το γούστο τους είχε αξία αποκλειστικά και μόνο στην επιλογή των μεζέδων από τον μπουφέ, φλυαρούσαν μεταξύ τους περί τέχνης και κατάπιναν τις σβολιασμένες απόψεις τους με τη βοήθεια φτηνής σαμπάνιας. Μπουχτισμένος απ' αυτούς κι από την έκθεση, ο Τζούνιορ ευχήθηκε να τον έπιανε πάλι οξύς νευρογενής εμετός. Αν και θα υπέφερε, θα το απολάμβανε να στολίσει αυτούς τους πανέμορφους πίνακες με τα βρομερά, όξινα υπολείμματα των τροφών που είχε στο στομάχι του. Η κριτική στην πιο άμεση και καυστική μορφή της. Στην κεντρική αίθουσα, καθ' οδόν προς την έξοδο, ο Τζούνιορ είδε τη Σελεστίνα Γουάιτ περιτριγυρισμένη από κότες, μπούφους, χάνους και κουτορνίθια. Εκείνη ήταν υπέροχη, σκανδαλωδώς πανέμορφη σαν τους πίνακές της. Αν του δινόταν η ευκαιρία, ο Τζούνιορ θα φρόντιζε να αποτιμήσει αποκλειστικά τη δική της ομορφιά, αδιαφορώντας παντελώς για την υποτιθέμενη τέχνη της. Πυκνή ομίχλη κάλυπτε το δρόμο μπροστά από την γκαλερί, όπως ακριβώς και το δρομάκι στην πίσω μεριά της. Οι προβολείς των περαστικών αυτοκινήτων έπλεαν μέσα στη σκοτεινή θολούρα, σαν φωτεινές δέσμες διασωστικών υποβρυχίων που κινούνταν στα βάθη του ωκεανού. Ο Τζούνιορ είχε πληρώσει έναν παρκαδόρο να του κρατήσει τη Μερσέντες δίπλα στο πεζοδρόμιο, μπροστά από ένα εστιατόριο, για να είναι διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή. Έτσι, θα είχε επίσης τη δυνατότητα ν' αφήσει το αυτοκίνητο εκεί και ν' ακολουθήσει τη Σελεστίνα πεζός, αν εκείνη επέστρεφε στο σπίτι της με τα πόδια. Σκοπεύοντας να καθίσει στο αυτοκίνητο του και να παρακολουθεί από κει την είσοδο της γκαλερί, ο Τζούνιορ θέλησε να συμβουλευτεί την ώρα. Διαπίστωσε όμως ότι το Ρόλεξ είχε κάνει φτερά - δ ε ν το είχε πλέον στον καρπό του. Κοκάλωσε λίγο πριν φτάσει στο αυτοκίνητο του, καθηλωμένος από τρόμο και φρίκη. Καταστροφή. Το χρυσό μπρασελέ έκλεινε με μια μικρή πόρπη που, όταν την ανασήκωνε, άφηνε το ρολόι να γλιστρήσει από το χέρι του με ευκολία. Ο Τζούνιορ κατάλαβε αμέσως ότι του είχε
πέσει όταν το χέρι του σκάλωσε στη ζώνη της καμπαρντίνας του Νέντι. Το πτώμα είχε πέσει στον κάδο παρασυρμένο από το βάρος του και παρασύροντας και το ρολόι του Τζούνιορ μαζί του. Αν και ήταν πολύ ακριβό ρολόι, ο Τζούνιορ δεν νοιάστηκε καθόλου για τα λεφτά. Μπορούσε ν' αγοράσει μια αγκαλιά Ρόλεξ, να τα φοράει από τον καρπό ως τη μασχάλη αν έτσι του κάπνιζε. Οι πιθάνότητες να είχε αφήσει ένα καθαρό δακτυλικό αποτύπωμα πάνω στο κρύσταλλο του ρολογιού ήταν ελάχιστες. Και το μπρασελέ είχε πολύ ανώμαλη επιφάνεια για να συγκρατήσει αξιοποιήσιμο αποτύπωμα. Στην πίσω όψη του δίσκου του ρολογιού, όμως, ήταν χαραγμένες οι λέξεις που θα τον ενοχοποιούσαν: Στον Ίνι, Με Αγάπη, Τάμι Μπιν. Η Τάμι, χρηματίστρια, γατόφιλη, φετιχίστρια και λάτρισσα των κονσερβοποιημένων ζωοτροφών, με την οποία έβγαινε από τα Χριστούγεννα του '65 ως τα μέσα του Φεβρουαρίου του '66, του είχε χαρίσει αυτό το Ρόλεξ ως αντάλλαγμα για τις προμήθειες από τα κέρδη των μετοχών και το τέλειο σεξ που της είχε προσφέρει. Ο Τζούνιορ δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι δυο χρόνια μετά αυτή η σκύλα ξανάμπαινε στη ζωή του για να τον καταστρέψει. Ο Ζεντ λέει ότι το παρόν είναι μια στιγμή ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον -πράγμα που σου αφήνει τις εξής δύο επιλογές: να ζήσεις ή στο παρελθόν ή στο μέλλον. Το παρελθόν, έχοντας λήξει και ήδη συμβεί, δεν έχει άλλες συνέπειες, εκτός κι αν εμείς επιμένουμε να το ενδυναμώνουμε μη ζώντας απόλυτα στο μέλλον. Ο Τζούνιορ πάσχιζε διαρκώς να ζει στο μέλλον και πίστευε ότι τα κατάφερνε εξαιρετικά σ' αυτή του την προσπάθεια, αλλά προφανώς δεν είχε μάθει να εφαρμόζει τέλεια τη σοφία του Ζεντ, αφού το παρελθόν ερχόταν συνεχώς καταπάνω του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ευχήθηκε με πάθος να μην είχε απλώς χωρίσει με την Τάμι Μπιν, αλλά να την είχε στραγγαλίσει επιτόπου και, στραγγαλισμένη, να την είχε πάει με το αυτοκίνητο στο Όρεγκον, να την είχε γκρεμίσει από έναν ξύλινο πύργο, να της είχε τσακίσει το κρανίο μ' ένα κηρο-
πήγιο και να την είχε φουντάρει στο βυθό της Λίμνης του Λατομείου, αφού θα της είχε χώσει πρώτα στο στόμα το καταραμένο το χρυσό Ρόλεξ. Μπορεί να μην είχε κατακτήσει απόλυτα την τεχνική τού να ζει στο μέλλον, αλλά τα κατάφερνε τέλεια στο ζήτημα του θυμού. Ί σ ω ς όμως το ρολόι να μη βρισκόταν μαζί με το πτώμα. Μπορεί να είχε πέσει ανάμεσα στα σκουπίδια και να μην το ανακάλυπταν, παρά μόνο στις ανασκαφές που θα πραγματοποιούσαν οι αρχαιολόγοι στη χωματερή ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια. Τα «μπορεί» και τα «ίσως» είναι για τους ανώριμους, διδάσκει ο Ζεντ στο Πράξε, Μη Σκέφτεσαι: Πώς θα Μάθετε να Εμπιστεύεστε τα Ένστικτά σας. Θα μπορούσε να σκοτώσει την Τάμι Μπιν, αφού θα είχε προηγουμένως εξολοθρεύσει τον Μπαρθόλομιου, να τη σκοτώσει πριν από την αυγή, πριν την εντοπίσει η αστυνομία, ώστε να μην προλάβει να τους πει ποιος ήταν ο «Ίνι». Ή θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στο δρομάκι, να μπει στον κάδο και να ψάξει για το Ρόλεξ. Σαν να ήταν η ομίχλη αέριο που παραλύει τα νεύρα, ο Τζούνιορ στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα καταμεσής στο πεζοδρόμιο, κοιτώντας το κενό. Δεν ήθελε να μπει σ' εκείνο τον κάδο. Όντας απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του όπως πάντα, παραδέχτηκε ότι δεν θα έλυνε το πρόβλημα σκοτώνοντας την Τάμι. Η σκύλα μπορεί να είχε ήδη μιλήσει σε φίλες ή συναδέλφους της για το Ρόλεξ, όπως άλλωστε θα τους είχε σίγουρα εκμυστηρευτεί τις πιο ζουμερές από τις ερωτικές εμπειρίες της μαζί του. Στους δυο μήνες που ήταν μαζί αυτός και η γυναίκα-γάτα, κάποιοι την είχαν ακούσει να τον αποκαλεί «Ίνι». Θα ήταν πρακτικά αδύνατο να σκοτώσει την Τάμι και όλες τις φίλες και συναδέλφους της, τουλάχιστον μέσα σε τέτοιο χρονικό διάστημα που να προλάβει την αστυνομία. Στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου είχε πάντα ένα φακό. Τον πήρε και ανανέωσε την αμοιβή του παρκαδόρου μ' ένα καινούριο κολλαριστό χαρτονόμισμα. Ξανά πίσω στο σοκάκι. Αυτή τη φορά όχι μέσα από την
γκαλερί, αλλά κάνοντας με γοργό βήμα το γύρο του τετραγώνου. Αν δεν έβρισκε το Ρόλεξ και δεν επέστρεφε μπροστά από την γκαλερί πριν τελειώσει η δεξίωση, θα έχανε την καλύτερη ευκαιρία του ν' ακολουθήσει τη Σελεστίνα ως τον Μπαρθόλομιου. Από κάπου μακριά ακούστηκε το καμπανάκι ενός τρόλεϊ. Σκληρός, καθαρός ήχος, παρά την ομίχλη. Ο Τζούνιορ θυμήθηκε μια σκηνή από μια παλιά ταινία που είχε επιμείνει κάποτε η Ναόμι να δουν, ένα ερωτικό δράμα στα χρόνια της Μαύρης Πανούκλας: ένα ξύλινο κάρο που το έσερναν άλογα στους μεσαιωνικούς δρόμους του Λονδίνου ή του Παρισιού, με τον αμαξά να χτυπάει κάθε τόσο ένα καμπανάκι και να φωνάζει: «Φέρτε τα πτώματα, φέρτε τα πτιόματα!» Αν το σύγχρονο Σαν Φρανσίσκο πρόσφερε τέτοιου είδους υπηρεσίες, ο Τζούνιορ δεν θα είχε αναγκαστεί να πετάξει τον Νέντι σ' έναν κάδο απορριμμάτων. Υγρό λιθόστρωτο και φθαρμένη άσφαλτος. Γρήγορα, γρήγορα. Να περάσει κάτω από το φωτισμένο ορθογώνιο παράθυρο της τουαλέτας της γκαλερί. Ο Τζούνιορ φοβόταν μήπως δεν εντοπίσει τον σωστό κάδο ανάμεσα στους πολλούς του δρόμου. Όμως, δεν άναψε το φακό, με τη σκέψη πως θα προσανατολιζόταν καλύτερα αν οι συνθήκες φωτός ήταν ακριβώς οι ίδιες όπως και προηγουμένως. Πράγματι, η σκέψη του αποδείχτηκε σοφή κι αναγνώρισε τον μεγάλο κάδο αμέσως μόλις έφτασε κοντά του. Σφήνωσε το φακό στη ζώνη του παντελονιού του και πιάστηκε από το χείλος του κάδου με τα δυο του χέρια. Το μέταλλο ήταν βρόμικο, υγρό και κρύο. Έ ν α ς καλός ξυλουργός χειρίζεται το σφυρί με την ίδια οικονομία κινήσεων και τη χάρη που ένας διευθυντής ορχήστρας κινεί την μπαγκέτα του. Έ ν α ς τροχονόμος σε μια πυκνή διασταύρωση μπορεί να κάνει τη δουλειά του να θυμίζει παράσταση σύγχρονου χορού. Όμως, από τα διάφορα κοινά πράγματα που οι άνθρωποι μπορούν να μετατρέψουν σε οπτική απόλαυση με την απλή μυϊκή δύναμη και τη χάρη των κινήσεώντους,το σκαρφάλωμα σε μεταλλικό κάδο απορ-
ριμμάτων του δρόμου αφήνει τα λιγότερα περιθώρια για επίδειξη ευελιξίας και άνεσης. Ο Τζούνιορ ανασηκώθηκε με τη δύναμη των χεριών του, σκαρφάλωσε με τα τέσσερα, έγειρε προς τα μέσα και πήδηξε στο εσωτερικό του κάδου με τον ευσεβή πόθο να προσγειωθεί στα πόδια του. Δυστυχώς, είχε πάρει παραπανίσια φόρα. Χτύπησε τον ώμο του στο πίσω τοίχωμα του κάδου, έπεσε στα γόνατα και σωριάστηκε μπρούμυτα πάνω στα σκουπίδια. Έ χ ο ν τ α ς χρησιμοποιήσει άθελά του το σώμα του σαν γλωσσίδι στη μεταλλική καμπάνα του κάδου, ο Τζούνιορ προκάλεσε ένα δυνατό παλλόμενο μεταλλικό θόρυβο, που αντήχησε στους τοίχους των κτιρίων κι επέστρεψε κακόηχος για να συνεχίσει την αντήχηση του, μέχρι που έσβησε εντελώς. Ο Τζούνιορ έμεινε ακίνητος, περιμένοντας να ξαναγίνει σιωπή και να μπορέσει να καταλάβει αν από το δυνατό γκονγκ είχε συγκεντριοθεί κόσμος στο δρομάκι. Η έλλειψη της χαρακτηριστικής μπόχας ήταν σημάδι ότι δεν είχε πέσει σε κάδο με οργανικά σκουπίδια. Στα σκοτεινά, κρίνοντας μόνο από την αφή, διαπίστωσε ότι τα πάντα γύρω του ήταν κλεισμένα σε πλαστικές σακούλες, που το περιεχόμενο τους ήταν σχετικά μαλακό. Ί σ ω ς να ήταν μόνο χαρτιά και σκουπίδια γραφείων. Αντίθετα, η δεξιά του πλευρά ακουμπούσε πάνω σε κάτι σκληρότερο από χαρτιά σε πλαστικές σακούλες, σε μια συμπαγή μάζα. Ενώ έσβηνε επιτέλους εκείνο το γκονγκ που κόντευε να του τρυπήσει τα τύμπανα κι άρχιζε πάλι να ξεκαθαρίζει η σκέψη του, συνειδητοποίησε ότι ένα δυσάρεστο, αόριστα ζεστό και υγρό κάτι πίεζε το δεξί του μάγουλο. Αν η συμπαγής μάζα ήταν ο Νέντι, τότε το αόριστα ζεστό και υγρό κάτι ήταν η γλώσσα του που προεξείχε. Μ' ένα βογκητό αηδίας, ο Τζούνιορ αποτραβήχτηκε απ' αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν ήταν, έβγαλε το φακό από τη ζώνη του κι αφουγκράστηκε. Κανένας εξωτερικός ήχος. Ούτε φωνές στο δρομάκι. Ούτε βήματα. Μόνο ο απόμακρος θόρυβος της κίνησης στον κεντρικό δρόμο, τόσο πνιχτός, που έμοιαζε ν' ακούγεται από μίλια μακριά. Ο Τζούνιορ άναψε τελικά το φακό και είδε τον Νέντι
χαλαρό και βουβό, όσο δεν είχε καταφε'ρει να είναι ποτέ στη ζωή του. Ή τ α ν πεσμένος ανάσκελα, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και την πρησμένη γλώσσα του να κρέμεται κοροϊδευτικά. Ο Τζούνιορ έτριψε δυνατά με το χέρι το μάγουλο του, εκεί που τον είχε γλείψει το πτώμα. Ύστερα σκούπισε τ ο χέρι του στην καμπαρντίνα του νεκρού πιανίστα. Ευτυχώς που είχε πάρει διπλή δόση αντιεμετικού. Π α ρ ά τις προκλήσεις, το στομάχι του ήταν ασφαλές κι αδιατάραχτο σαν τραπεζική θυρίδα. Το πρόσωπο του Νέντι δεν φαινόταν τόσο χλομό όσο νωρίτερα. Το δέρμα είχε μια αλλόκοτη, γκριζωπή έως μπλαβιά απόχρωση. Το Ρόλεξ. Αφού τα περισσότερα σκουπίδια μέσα στον κάδο ήταν κλεισμένα σε σακούλες, θα ήταν ευκολότερο απ' όσο είχε φανταστεί να βρει το ρολόι του. Εντάξει, λοιπόν. Ωραία. Έ π ρ ε π ε να κινηθεί, να ψάξει να βρει το ρολόι και να βγει γρήγορα από κει μέσα, αλλά του ήταν αδύνατο να σταματήσει να κοιτάζει τον Νέντι. Υπήρχε κάτι ο' αυτόν το νεκρό που τον τρόμαζε -εκτός από το γεγονός ότι ήταν ένα αηδιαστικό πτώμα κι ότι, αν τον τσάκωναν αγκαλιά μαζί του, είχε εξασφαλισμένη την ηλεκτρική καρέκλα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τζούνιορ έβλεπε πτώμα. Τα τελευταία δυο τρία χρόνια είχε εξοικειωθεί με τους μακαρίτες όσο κι ένας εργολάβος κηδειών. Του ήταν τόσο οικείοι, όσο σ' ένα φούρναρη τα καρβέλια. Κι όμως, τώρα η καρδιά του βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος του και μια δυσάρεστη ανατριχίλα τον διαπερνούσε. II προσοχή του εστιάστηκε ανεξήγητα στο δεξί χέρι του πιανίστα. Το αριστερό του χέρι ήταν ανοιχτό και με την παλάμη προς τα κάτω, αλλά το δεξί ήταν σφιγμένο σε γροθιά, γυρισμένο μάλιστα προς τα επάνω. Ο Τζούνιορ θέλησε να πιάσει το σφιγμένο χέρι του νεκρού, αλλά δεν βρήκε το κουράγιο να το αγγίξει. Φοβόταν πως αν άνοιγε τα κοκαλωμένα δάχτυλα θα ανακάλυπτε στο εσωτερικό τους ένα εικοσιπενταράκι.
Γελοίο. Αδύνατο. Κι αν ήταν ε'τσι όμως; Τότε, μην κοιτάξεις. Προσηλώσου στο στόχο. Στο Ρόλεξ. Αντί γι' αυτό, προσηλώθηκε στη σφιγμε'νη γροθιά που τη φώτιζε το φως του φακού. Τέσσερα μακριά, λιγνά, άσπρα δάχτυλα λυγισμένα προς τη μεριά του καρπού. Ο αντίχειρας προεξείχε άκαμπτος, λες κι ο Νέντι έκανε ωτοστόπ μέσα στον κάδο, για να φύγει από το θάνατο και να επιστρέψει στο πιάνο τον, στο σαλόνι του ξενοδοχείου στο Νομπ Χιλ. Προσηλώσου στο στόχο. Μην αφήνεις το φόβο ν' αντικαταστήσει το θυμό σου. Θυμήσου τι λέει ο Ζεντ για το θυμό. Διοχέτευσε σωστά το θυμό σου για να βγεις κερδισμένος στη ζωή. Πράξε, μη σκέφτεσαι. Σε μια ξαφνική, απεγνωσμένη έξαρση ενεργητικότητας, ο Τζούνιορ άρπαξε τη σφιγμένη γροθιά του νεκρού, άνοιξε με τη βία τα δάχτυλα ώσπου να φανεί όλη η παλάμη - δ ε ν είδε όμως κανένα εικοσιπενταράκι. Ούτε δυο νομίσματα των δέκα σεντς κι ένα των πέντε. Ούτε πέντε των πέντε. Μηδέν. Τίποτα. Παραλίγο να γελάσει με τα καμώματά του, αλλά θυμήθηκε εκείνο το υστερικό γελάκι που του είχε ξεφύγει στην τουαλέτα νωρίτερα, όταν είχε σκεφτεί να χώσει τον Νέντι Γκνάθικ στη λεκάνη και να τραβήξει το καζανάκι. Τώρα, δάγκωσε με δύναμη τη γλώσσα του, για να εμποδίσει τον ίδιο στριγκό ήχο να βγει από τα χείλη του. Το Ρόλεξ. Αρχικά έψαξε επιφανειακά, γύρω από το πτώμα, με την ιδέα ότι μπορεί το ρολόι να ήταν ακόμη σκαλωμένο στη ζώνη της καμπαρντίνας ή στις αγκράφες των μανικιών του νεκρού. Πού τέτοια τύχη. Ανασήκωσε τον Νέντι γυρνώντας τον πλάγια, αλλά δεν είδε κανένα χρυσό ρολόι από κάτω κι έτσι τον άφησε να ξαναπέσει στη θέση του. Τώρα ήταν κάτι άλλο, χειρότερο από την παρανοϊκή ιδέα πως υπήρχε ένα εικοσιπενταράκι στη χούφτα του νεκρού. Ο
Τζούνιορ είχε την αίσθηση ότι τα μάτια του Νέντι τον παρακολουθούσαν καθώς έψαχνε ανάμεσα στις πλαστικές σακούλες. Ή ξ ε ρ ε βέβαια πως αυτό που έβλεπε σ' εκείνα τα γυάλινα, τυφλά μάτια ήταν η κινούμενη αντανάκλαση από το φως του φακού, που ο ίδιος το έριχνε μια από δω και μια από κει ψάχνοντας. Ήξερε ότι παραλογιξόταν, αλλά του ήταν αδύνατο να γυρίσει την πλάτη του στο πτώμα. Κάθε λίγο και -"λιγάκι, εκεί που έψαχνε, έστρεφε απότομα το κεφάλι του προς τη μεριά του Νέντι, σίγουρος πως είχε πιάσει με την άκρη του ματιού του το βλέμμα του νεκρού να τον παρακολουθεί. Ύστερα νόμισε πως άκουσε βήματα στο δρομάκι να πλησιάζουν. Έσβησε το φακό κι έμεινε ακίνητος, καθισμένος ανακούρκουδα στο απόλυτο σκοτάδι, κρατώντας κόντρα με την πλάτη του στο τοίχωμα του κάδου, γιατί τα πόδια του πατούσαν πάνω σε γλιστερές πλαστικές σακούλες σκουπιδιών. Αν ήταν πράγματι βήματα, είχαν σταματήσει τη στιγμή που εκείνος έσβησε το φακό κι έμεινε ακίνητος για να αφουγκραστεί. Παρά το τρελό του χτυποκάρδι, θα είχε αντιληφθεί και τον παραμικρό ήχο απέξω. Άλλωστε, η πυκνή ομίχλη έπνιγε κάθε άλλο μακρινό θόρυβο που θα μπορούσε να τον μπερδέψει. Ό σ ο περισσότερο έμενε κουρνιασμένος εκεί, με το κεφάλι σκυφτό, ανασαίνοντας αθόρυβα από το στόμα, τόσο περισσότερο του φαινόταν πως άκουγε κάποιον να πλησιάζει κρυφά. Και ύστερα αυτή η τρομακτική αίσθηση έγινε βεβαιότητα - ήταν βέβαιος πως κάποιος στεκόταν ακριβώς έξω από τον κάδο, κουρνιασμένος εκεί, με το κεφάλι σκυφτό, ανασαίνοντας αθόρυβα από το στόμα, κι αφουγκραζόταν αυτόν, έτσι όπως αφουγκραζόταν κι ο ίδιος τον άγνωστο. Κι αν ήταν... Ό χ ι . Δεν θα οδηγούσε τον εαυτό του στον πανικό με τα «αν». Ναι, αλλά αν ήταν... Τα «ίσως» είναι για τους ανώριμους, έλεγε ο Σίζαρ Ζεντ, αλλά δεν έλεγε τίποτα που να μπορεί ο Τζούνιορ να το χρη-
σιμοποιήσει για να φυλαχτεί από τα «αν» όπως φυλαγόταν από τα «ίσως». Κι αν το επίμονο, άπληστο, ανακατωσούρικο, μοχθηρό και ψυχωσικό πνεύμα του Τόμας Βανάντιουμ, που τον είχε καταδιώξει λίγες ώρες νωρίτερα, κάτω από το φως της μέρας, τον είχε ακολουθήσει και σ' αυτε'ς τις πολύ φιλικότερες για τα φαντάσματα ώρες της νύχτας; Κι αν αυτό το πνεύμα κούρνιαζε τώρα εκεί έξω και τον π α ρ α φ υ λ ο ύ σ ε ; ^ αν έκλεινε το καπάκι του κάδου και περνούσε ένα λουκέτο στους δυο κρίκους και τον φυλάκιζε εκεί μέσα παρέα με το εντελώς στραγγαλισμένο πτώμα του Νέντι Γκνάθικ, κι αν ο φακός δεν άναβε όταν θα πατούσε το κουμπί, κι αν τότε, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ακουγόταν ο Νέντι να ρωτάει: « Έ χ ε ι κανείς καμιά παραγγελία;»
Κεφάλαιο 69
ΚΟΚΚΙΝΗ Η ΑΝΑΤΟΛΗ, Ο ναύτης στο πανί. Κόκκινη η δύση, ο ναύτης ας μεθύσει. Εκείνο το σούρουπο του Ιανουαρίου, που η Μαρία Έ λ ε να Γκονζάλες ταξίδευε με το αυτοκίνητο της από το Νιούπορτ Μπιτς προς το νότο από τον αυτοκινητόδρομο της ακτής της Καλιφόρνιας, όλοι οι ναυτικοί θα μπορούσαν άνετα να πιάσουν από ε'να μπουκάλι ρούμι για να γιορτάσουν την μπουνάτσα που προμήνυε το χρώμα του ουρανού. Πορφύρα στον ορίζοντα, κόκκινο-πορτοκαλί από πάνω, μαβί και βιολετί στον ουρανό και στην ανατολή. Αυτό το θέαμα που θα ενθουσίαζε τους ναυτικούς ήταν αδύνατο να το απολαύσει ο Μπάρτι, που καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δίπλα στην Άγκνες. Ούτε μπορούσε να δει το πώς ο ουρανός θαύμαζε το πολύχρωμο πρόσωπο του στον καθρέφτη του ωκεανού, ούτε το πώς λαμπύριζε με κόκκινους αφρούς το κύμα, ούτε το πώς η νύχτα άρχιζε να ρίχνει αργά το βαρύ της πέπλο σ' όλη αυτή την πανδαισία των χρωμάτων. Η Άγκνες σκέφτηκε να περιγράψει στο τυφλό παιδί το ηλιοβασίλεμα, αλλά ο αρχικός δισταγμός έγινε απροθυμία, κι όταν σκοτείνιασε πια και βγήκαν τ' αστέρια δεν είχε πει ούτε λέξη γι' αυτή τη φαντασμαγορική αυλαία της μέρας. Από τη μια επειδή φοβόταν πως η περιγραφή της θα υστερούσε πολύ σε σχέση με την πραγματικότητα κι ότι με τα φτωχά της λόγια ίσως να θάμπωνε τις πολύτιμες, ωραίες αναμνήσεις του Μπάρτι από τα ηλιοβασιλέματα που εκείνος
είχε δει - κυρίως, όμως, επειδή φοβόταν πως αν το έκανε, απλώς θα του υπενθύμιζε πόσα πολλά είχε χάσει. Οι τελευταίες δέκα μέρες ήταν οι δυσκολότερες της ζωής της, ακόμη πιο δύσκολες από την περίοδο μετά το θάνατο του Τζόι. Τότε, αν και είχε χάσει ένα σύζυγο, έναν τρυφερό εραστή κι έναν πολύτιμο φίλο ταυτόχρονα, είχε να στηριχτεί στην ακλόνητη πίστη της και στο νεογέννητο παιδί της, που εκπροσωπούσε την ελπίδα για το μέλλον. Τώρα είχε βέβαια ακόμη το παιδί, τον ανεκτίμητο θησαυρό της - α ν και το μέλλον του ήταν πλέον σκοτεινό-, και η πίστη δεν την είχε εγκαταλείψει - α ν και δεν έβρισκε πια τόση παρηγοριά σ' αυτή. Το εξιτήριο του Μπάρτι από το νοσοκομείο Χόαγκ είχε καθυστερήσει εξαιτίας μιας μικρής μόλυνσης, ενώ στη συνέχεια το παιδί είχε περάσει τρεις ημέρες σ' ένα κέντρο αποκατάστασης στην περιοχή του Νιούπορτ. Η αποκατάσταση στην περίπτωσή του αφορούσε κυρίως τον προσανατολισμό του στον καινούριο, σκοτεινό κόσμο, αφού η χαμένη του όραση δεν μπορούσε να επανέλθει ούτε με εξάσκηση ούτε με θεραπεία. Κανονικά, ένα παιδάκι τριών ετών είναι πολύ μικρό για να μάθει να χρησιμοποιεί το μπαστούνι των τυφλών, αλλά ο Μπάρτι δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδάκι. Αρχικά, επειδή δεν υπήρχε μπαστούνι στο μέγεθος του, ξεκίνησε μ' ένα σκουπόξυλο που πριονίστηκε στους εξήντα πόντους. Την τελευταία μέρα, του έδωσαν ένα κανονικό μπαστούνι, άσπρο με μαύρη άκρη, που η θέα του, καθώς και όλα όσα αυτό υπαινισσόταν, έφερε δάκρυα στα μάτια της Άγκνες, παρ' όλο που πίστευε ότι η καρδιά της είχε σκληρύνει αρκετά πια για ν' αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Το σύστημα Μπράιγ δεν συνιστάται για παιδιά τριών ετών, αλλά με τον Μπάρτι έγινε πάλι μια εξαίρεση. Η Άγκνες κανόνισε να κάνει το παιδί μια σειρά μαθημάτων, αν και υποψιαζόταν ότι ο Μπάρτι θα καταλάβαινε το σύστημα και θα μάθαινε να το χρησιμοποιεί από τα πρώτα μαθήματα. Στο μεταξύ, είχαν παραγγελθεί τεχνητά μάτια. Ο Μπάρτι θα ξαναπήγαινε σύντομα στο Νιούπορτ για μια τρίτη δοκιμή πριν από την εμφύτευση. Τα μάτια αυτά δεν είναι γυάλινα, όπως πιστεύει ο πολύς κόσμος, αλλά βολβοί από λεπτό
πλαστικό που εφαρμόζουν απόλυτα στις κοιλότητες που απο μένουν μετά την εγχείρηση. Στην εσωτερική επιφάνεια του διάφανου τεχνητού κερατοειδούς, η τεχνητή ίριδα ζωγραφίζεται με το χέρι και η κίνηση του τεχνητού ματιού επιτυγχάνεται με τη σύνδεση του αμφιβληστροειδούς με τους μυς που κινούν το βολβό. Ό σ ο κι αν εντυπωσιάστηκε η Άγκνες από τα δείγματα των βολβών που της έδειξαν για να επιλέξει, δεν άφησε ούτε στιγμή τον εαυτό της να ελπίσει πως ήταν δυνατόν να ξαναδημιουργηθούν τα σπάνια ζαφειρένια-σμαραγδένια μάτια του Μπάρτι. Ό σ ο εξαιρετική κι αν θα ήταν η δουλειά του τεχνίτη, οι ίριδες θα ήταν ζωγραφισμένες από χέρια ανθρώ που κι όχι του Θεού. Με τις άδειες κόγχες του κρυμμένες πίσω από επιδέ σμους και το μπαστούνι του ακουμπισμένο στη ράχη τοι μπροστινού καθίσματος, ο Μπάρτι επέστρεφε σπίτι σα\ παιδάκι που είχε μεταμφιεστεί για να παίξει ένα ρόλο σι θεατρικό έργο με έντονη επιρροή από τα μυθιστορήματα τοι Ντίκενς. Ο Τζέικομπ και ο Ίντομ είχαν επιστρέψει στο Μπράη Μπιτς από την προηγούμενη μέρα, για να προετοιμάσουν την άφιξη του Μπάρτι. Ό τ α ν η Μαρία μπήκε στο ιδιωτικό δρομάκι του σπιτιού και πάρκαρε δίπλα στο γκαράζ, στο βάθο> του μεγάλου οικοπέδου, έτρεξαν και οι δυο βιαστικά από τη\ κουζίνα να τους προϋπαντήσουν. Ο Τζέικομπ ήθελε οπωσδήποτε να κουβαλήσει τις βαλί τσες, ενώ ο Ίντομ ανακοίνωσε ότι αυτός θα κουβαλούσε τοι Μπάρτι. Το αγόρι, όμως, επέμεινε ότι ήθελε ν' ανεβεί μόνο του τα σκαλοπάτια της πίσω βεράντας. «Μα, Μπάρτι...» είπε αδέξια ο Ίντομ. «Είναι σκοτεινά» «Και βέβαια είναι», είπε ο Μπάρτι. Κι όταν κατάλαβε ό τ μόνο βαριά σιωπή ακολούθησε τα λόγια του, πρόσθεσε « Έ ν α αστείο είπα». Με τη μητέρα του, τους θείους του και τη Μαρία να τοακολουθούν σε απόσταση ενός βήματος, ο Μπάρτι βάδισι στο δρομάκι, χωρίς να χρησιμοποιήσει το μπαστούνι τον αλλά κρατώντας το δεξί του πόδι στο τσιμέντο και το αρι στερό στο γρασίδι, μέχρι που έφτασε σ' ένα μικρό ανώμαλι
σημείο, που προφανώς θυμόταν και έψαχνε από την αρχή. Εκεί σταμάτησε, σκέφτηκε για λίγο και υστέρα έδειξε προς τα δυτικά. «Η βαλανιδιά είναι προς τα εκεί». «Σωστά», επιβεβαίωσε η Άγκνες. Έχοντας το μεγάλο δέντρο σε ορθή γωνία στ' αριστερά του, κατάφερε να εντοπίσει τα σκαλιά της πίσω βεράντας στις σαράντα πέντε μοίρες. Έδειξε προς τα εκεί με το μπαστούνι, που μέχρι τότε δεν είχε χρησιμοποιήσει καθόλου. «Η βεράντα;» «Τέλεια», τον ενθάρρυνε η Άγκνες. Ούτε διστακτικά, αλλά ούτε και απερίσκεπτα, ο Μπάρτι περπάτησε στο γρασίδι προς τα σκαλοπάτια της βεράντας. Και κατάφερε να βαδίσει σε πολύ πιο ευθεία γραμμή απ' όσο θα μπορούσε να προχωρήσει η Άγκνες με τα μάτια κλειστά. «Και τώρα τι κάνουμε;» αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Τζέικομπ, που στεκόταν δίπλα στην αδερφή του. «Ας τον αφήσουμε», είπε η Άγκνες. «Ας τον αφήσουμε να φερθεί σαν Μπάρτι». Κάτω από τα τεράστια απλωτά κλαδιά του γέρικου δέντρου και το ενθαρρυντικό μουρμουρητό των φύλλων που θρόιζαν στο βραδινό αεράκι, ο Μπάρτι περπάτησε σαν Μπάρτι, αποφασισμένος και απτόητος. Ό τ α ν έκρινε ότι βρισκόταν αρκετά κοντά στα σκαλοπάτια της βεράντας, ερεύνησε με το μπαστούνι του το χώρο μπροστά. Δυο βήματα μετά, η άκρη του μπαστουνιού χτύπησε στο πρώτο σκαλοπάτι. Ο Μπάρτι αναζήτησε ψηλαφιστά το κάγκελο. Άρπαξε στιγμιαία τον αέρα. Βρήκε το κάγκελο. Ανέβηκε στη βεράντα. Η πόρτα της κουζίνας ήταν ορθάνοιχτη και φωτισμένη, αλλά την έχασε για μισό περίπου μέτρο. Έ ψ α ξ ε κατά μήκος του τοίχου με το μπαστούνι, βρήκε το κάσωμα της πόρτας και μετά το άνοιγμα, αναζήτησε με το μπαστούνι το κατώφλι και πέρασε μέσα. Από το εσωτερικό της κουζίνας, ο Μπάρτι στράφηκε προς τους τέσσερις ακολούθους του, που στέκονταν όλοι με το λαιμό τεντωμένο και τους ώμους σκυφτούς από την αγωνία. «Τι θα φάμε για βράδυ;» ρώτησε.
Ο Τζέικομπ είχε ψήσει όλα τα αγαπημένα μπισκότα, γλυκά και τάρτες του Μπάρτι και είχε μαγειρέψει και βραδινό. Οι κόρες της Μαρίας ήταν στο σπίτι της αδερφής της, οπότε έμεινε κι εκείνη για το δείπνο. Ο Ίντομ έβαλε κρασί για όλους, εκτός από τον Μπάρτι, που σαν καλεσμένος της βραδιάς θα έπινε Κόκα Κόλα, και παρ' όλο που η συγκέντρωση δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γιορταστική, η Άγκνες ένιωσε λίγο πιο ανάλαφρη σ' αυτή την οικογενειακή ατμόσφαιρα που άφηνε ελπίδες για φυσιολογική ζωή. Τελικά, αφού τελείωσε το δείπνο, πλύθηκαν τα πιάτα και έφυγαν οι θείοι και η Μαρία για τα σπίτια τους, η Άγκνες κι ο Μπάρτι αντιμετώπισαν μαζί την εσωτερική σκάλα. Η Άγκνες ακολουθούσε κουβαλώντας το μπαστούνι του, που ο μικρός δήλωσε ότι θα προτιμούσε να μη χρησιμοποιεί μέσα στο σπίτι. Ακολουθούσε και ήταν έτοιμη να τον πιάσει και να τον στηρίξει αν σκόνταφτε. Με το ένα του χέρι στο προστατευτικό κάγκελο, ο Μπάρτι ανέβηκε τα τρία πρώτα σκαλιά πολύ αργά. Σταματώντας στο καθένα, έσερνε το πόδι του μπρος και πίσω πάνω στη μοκέτα, για να αισθανθεί το βάθος του σκαλοπατιού συγκριτικά με το πόδι του. Ύστερα διέτρεχε με τη μύτη του παπουτσιού του το κάθετο τμήμα υπολογίζοντας το ύψος. Ο Μπάρτι αντιμετώπισε το ανέβασμα της σκάλας σαν μαθηματικό πρόβλημα και υπολόγισε την ακριβή κίνηση και τοποθέτηση του κάθε ποδιού έτσι ώστε να ξεπερνάει με επιτυχία το εμπόδιο. Προχώρησε πιο γρήγορα στα επόμενα τρία σκαλοπάτια κι από κει και πέρα ανέβηκε τη σκάλα με όλο και περισσότερη σιγουριά, τοποθετώντας κάθε φορά το ποδαράκι του στο κέντρο, με μαθηματική ακρίβεια. Η Άγκνες φαντάστηκε το τρισδιάστατο γεωμετρικό μοντέλο που είχε δημιουργήσει στο μυαλουδάκι του ο γιος της και στο οποίο βασιζόταν πια για να ανεβαίνει τη σκάλα χωρίς να σκοντάφτει καθόλου. Θαυμασμός, περηφάνια και ανείπωτη θλίψη πλημμύρισαν την καρδιά της. Η Άγκνες είχε την ελπίδα πως το αγόρι θα περνούσε κάνα δυο νύχτες στην κρεβατοκάμαρά της, μέχρι να προσανατολιστεί καλά μέσα στο σπίτι. Αλλά ο Μπάρτι επέμεινε να κοιμηθεί στο δωμάτιο του μόνος του.
Η μητέρα του φοβόταν μήπως θελήσει το παιδί να πάει στο μπάνιο τη νύχτα και, νυσταγμένο όπως θα ήταν, πάρει λάθος κατεύθυνση, πάει προς τη σκάλα και πέσει. Έ κ α ν α ν τρεις φορές τη διαδρομή από το δωμάτιο του μέχρι το μπάνιο του επάνω ορόφου. Θα μπορούσαν να την έχουν κάνει εκατό και η Άγκνες να μην έχει ησυχάσει ακόμη, αλλά ο Μπάρτι ένιωθε σίγουρος. «Εντάξει, το 'πιασα», της είπε. Τις μέρες που έμεινε ο Μπάρτι στο νοσοκομείο, είχαν περάσει από τα μυθιστορήματα για εφήβους του Ρόμπερτ Χέινλιν σε άλλα βιβλία επιστημονικής φαντασίας του συγγραφέα, που απευθύνονταν σε ενηλίκους. Τώρα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τους επιδέσμους στα μάτια, ο Μπάρτι άκουγε συνεπαρμένος την αρχή του Διπλού Άστρου. Η Άγκνες, μη μπορώντας πια να κρίνει από τα μάτια του πόσο νυσταγμένος ήταν, βασίστηκε σ' αυτόν να της πει πότε να σταματήσει να του διαβάζει. Ο Μπάρτι το έκανε όταν πια του είχε διαβάσει σαράντα εφτά σελίδες, στο τέλος του δεύτερου κεφαλαίου. , Η Άγκνες έσκυψε και τον φίλησε για καληνύχτα. «Μαμά, αν σου ζητήσω κάτι θα το κάνεις;» «Και βέβαια, αγάπη μου». Ο Μπάρτι έσπρωξε πέρα τα σκεπάσματα κι ανακάθισε στο κρεβάτι, με την πλάτη του στο κεφαλάρι. «Μπορεί να είναι κάπως δύσκολο για σένα, αλλά είναι πολύ σημαντικό». Η Άγκνες κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, έπιασε το χεράκι του γιου της και κοίταξε το όμορφο τόξο των χειλιών του, εκεί που άλλες φορές θα συναντούσε το βλέμμα τον. «Πες μου». «Μην είσαι λυπημένη. Εντάξει;» Η Άγκνες πίστευε ότι μέσα σε όλο αυτό το μαρτύριο είχε καταφέρει να κρύψει από το παιδί το βάθος της δυστυχίας της. Και σ' αυτή την περίπτωση, όμως, όπως και σε τόσες άλλες, ο Μπάρτι αποδείχτηκε πολύ πιο ώριμος και διαισθητικός απ' όσο τον θεωρούσε. Η Άγκνες αισθάνθηκε ότι τον είχε απογοητεύσει και η αποτυχία της αυτή την πίκρανε. «Είσαι η Κυρία με τις Πίτες», είπε ο Μπάρτι. «Ήμουν κάποτε».
«Θα ξαναείσαι. Κάι η Κυρία με τις Πίτες... δεν μπορεί να είναι λυπημένη». «Καμιά φορά, ακόμη και η Κυρία με τις Πίτες μπορεί να είναι». «Πάντα κάνεις τους άλλους να αισθάνονται καλά, όπως τους κάνει ο Αϊ-Βασίλης». Η Άγκνες έσφιξε με αγάπη το χέρι του, αλλά δεν μπόρεσε να μιλήσει. «Αυτή τη λΰπη την έχεις συνέχεια, ακόμη κι όταν μου διαβάζεις. Αλλάζει την ιστορία, την κάνει να μην είναι τόσο καλή, κι εγώ δεν μπορώ να κάνω πως δεν ακούω πόσο λυπημένη είσαι». Με μεγάλη προσπάθεια, η Άγκνες κατάφερε να του πει, «Συγνώμη, μωρό μου», αλλά η φωνή της ήταν τόσο σφιγμένη και σιγανή που ακούστηκε σαν ξένη. Ύ σ τ ε ρ α από ένα μικρό διάστημα σιωπής, ο Μπάρτι τη ρώτησε: «Μαμά, με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;» «Πάντα». «Με κοιτάζεις τώρα;» «Ναι», τον βεβαίωσε, αν και το βλέμμα της είχε πέσει από το στόμα στο χεράκι του, που το κρατούσε μέσα στο δικό της. «Σου φαίνομαι λυπημένος, μαμά;» Εκείνη, από συνήθεια, κοίταξε τα μάτια του, γιατί, όσο κι αν οι πραγματιστές αυτού του κόσμου επιμένουν ότι τα μάτια είναι αδύνατο να έχουν έκφραση, η Άγκνες ήξερε αυτό που πιστεύουν οι ποιητές: Για να καταλάβεις μια καρδιά, πρέπει να κοιτάξεις εκεί που δεν κοιτάζουν οι επιστήμονες. Τώρα, οι μεγάλοι λευκοί επίδεσμοι την εμπόδιζαν να δει και της στερούσαν ολοκληρωτικά τη δυνατότητα να καταλάβει τις διαθέσεις, ή να μαντέψει τις σκέψεις του Μπάρτι κοιτώντας τον στα μάτια. Άλλη μια μικρή απώλεια, ως επακόλουθο αυτής της δραματικής αλλαγής. Τώρα θα έπρεπε ν' αρχίσει κι αυτή να μαθαίνει να διαβάζει και να ερμηνεύει τη γλώσσα του σώματος του - π ο υ η τύφλωση θα την άλλαζε επίσης-, καθώς και τις αποχρώσεις της φωνής του, γιατί στα τεχνητά και ζωγραφισμένα στο χέρι μάτια δεν καθρεφτίζεται ποτέ η ψυχή. «Σου φαίνομαι λυπημένος;» την ξαναρώτησε ο Μπάρτι.
Η Άγκνες έσβησε τη λάμπα στο κομοδίνο, γιατί ακόμη κι αυτό το απαλό φως την εμπόδιζε να πετύχει αυτό που ήθελε. «Κάνε πιο πέρα», είπε στο παιδί. Ο Μπάρτι της έκανε χώρο στο κρεβάτι του. Η Άγκνες έβγαλε τα παπούτσια της και κάθισε δίπλα του με την πλάτη της στο κεφαλάρι, χωρίς ν' αφήσει το χέρι του. Παρ' όλο που το δικό της σκοτάδι δεν ήταν τόσο βαθύ όσο του Μπάρτι, η Άγκνες διαπίστωσε ότι της ήταν ευκολότερο να ελέγχει τα συναισθήματά της όταν δεν τον κοίταζε. «Νομίζω ότι είσαι λυπημένος, αγάπη μου. Το κρύβεις καλά, αλλά πρέπει να είσαι». «Κι όμως, δεν είμαι». «Παντζάρια, όπως λένε». «Δεν το λένε έτοι», είπε ο Μπάρτι μ' ένα κακαριστό γελάκι, γιατί το διάβασμα των βιβλίων τον είχε εξοικειοχχει με λέξεις που η μητέρα του κι αυτός είχαν συμφωνήσει ότι δεν ήταν σωστό να χρησιμοποιεί. «Μπορεί να μην το λένε έτσι, αλλά εκείνο που λένε δεν πρόκειται ν' ακουστεί μέσα σ' αυτό το σπίτι». «Δεν είμαι πραγματικά λυπημένος, μαμά. Δεν είμαι. Δε μου αρέσει που είμαι έτσι... τυφλός. Είναι... σκληρό». Η φωνούλα του, ψιλή και τραγουδιστή όπως οι φωνές όλων των μικρών παιδιών, ήταν συγκινητική με την αθωότητά της και πολύ γλυκιά για να λέει τόσο πικρά πράγματα. «Είναι σκληρό. Αλλά το να είμαι λυπημένος δε βοηθάει. Δε θα με κάνει να ξαναδώ». «Ναι, έτσι είναι», συμφώνησε η Άγκνες. «Άλλωστε, είμαι τυφλός εδώ, αλλά δεν είμαι τυφλός σε όλα τα μέρη που είμαι». Πάλι αυτό. Αινιγματικός όπως πάντα όταν αναφερόταν σ' αυτό το πράγμα, ο Μπάρτι συνέχισε να μιλάει. «Μάλλον δεν είμαι τυφλός στα περισσότερα από τα μέρη που είμαι. Εντάξει, θα ήταν καλύτερα να ήμουν σε ένα από τα μέρη όπου τα μάτια μου είναι γερά, αλλά εγώ είμαι έτσι όπως είμαι. Και ξέρεις κάτι;» «Τι;»
«Υπάρχει λόγος που είμαι τυφλός ο' αυτό το μέρος, αλλά δεν είμαι τυφλός παντού». «Ποιος λόγος;» «Πρέπει να είναι κάτι σημαντικό, που θα χρειαστεί να το κάνω εδώ κι όχι στα άλλα μέρη που είμαι, κάτι που θα το κάνω καλύτερα αν είμαι τυφλός». «Σαν τι;» «Δεν ξέρω». Ο Μπάρτι σώπασε για λίγο. «Αυτό είναι που θα έχει ενδιαφέρον». Έ μ ε ι ν ε και η Άγκνες σιωπηλή για λίγη ώρα. «Μικρέ, μ' έχεις μπερδέψει εντελώς μ' αυτή την ιστορία», είπε τελικά. «Το ξέρω, μαμά. Κάποτε θα το καταλάβω καλύτερα και τότε θα σου τα εξηγήσω όλα». «Δε βλέπω την ώρα. Νομίζω, δηλαδή». «Κι αυτά που λέω δεν είναι παντζάρια». «Δε σκέφτηκα τίποτα τέτοιο. Και ξέρεις κάτι, μικρέ;» «Τι;» «Σε πιστεύω». «Ότι δεν είμαι λυπημένος;» «Ναι. Τελικά, δεν είσαι λυπημένος κι αυτό... μ' αφήνει κατάπληκτη, μωρό μου». «Νευριάζω», παραδέχτηκε ο Μπάρτι. «Προσπαθώ να μάθω πώς να κάνω πράγματα στο σκοτάδι και... μου τη σπάει, όπως λένε». «Αυτό επιτρέπεται να το λέμε κι εμείς», είπε η Άγκνες μ' ένα χαμόγελο. «Λοιπόν, μου τη σπάει που δυσκολεύομαι και μου λείπουν τρομερά κάποια πράγματα. Αλλά δεν είμαι λυπημένος. Ούτε κι εσύ πρέπει να είσαι, γιατί αυτό τα χαλάει όλα». «Σου υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω. Και ξέρεις κάτι;» «Τι;» «Ίσως να μη χρειαστεί να προσπαθήσω και. πολύ σκληρά, γιατί εσύ το κάνεις εύκολο, Μπάρτι μου». Επί δύο βδομάδες, η καρδιά της Άγκνες ήταν σαν ένα πεδίο μάχης όπου αλληλοσυγκρούονταν τα πιο σκληρά και πικρά συναισθήματα. Τώρα ένιωσε μια ηρεμία μέσα της, μια αίσθηση γαλήνης που, αν διαρκούσε, ίσως μια μέρα να της επέτρεπε ξανά να χαρεί.
«Μπορώ να πιάσω το πρόσωπο σου;» τη ρώτησε ο Μπάρτι. «Το πρόσωπο της γριάς μητε'ρας σου;» «Δεν είσαι γριά». « Έ χ ε ι ς διαβάσει για τις πυραμίδες, ε; Ήμουν εκεί όταν χτίζονταν». «Παντζάρια!» Χωρίς καμιά αδέξια κίνηση, εύκολα, τα δυο χεράκια βρήκαν το πρόσωπο της με'σα στο σκοτάδι. Οι άκρες των δάχτυλων διέτρεξαν τα φρύδια της. Ψηλάφισαν τα μάτια, τη μύτη, τα χείλη της. Τα μάγουλά της. «Είχες δάκρυα εδώ», είπε ο Μπάρτι. «Είχα», παραδέχτηκε η Άγκνες. «Δεν έχεις πια. Στέγνωσαν. Είσαι πολύ όμορφη όταν σε πιάνω, μαμά». Η Άγκνες πήρε τα μικρά χεράκια του μέσα στα δικά της και τα φίλησε. · - «Εγώ θα γνωρίζω πάντα το πρόσωπο σου», της υποσχέθηκε το παιδί. «Ακόμη κι αν φύγεις ή γίνεις εκατό χρονών, εγώ θα θυμάμαι πώς ήσουν όταν σε άγγιζα». «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά», είπε με έμφαση η Άγκνες. Από τη φωνή του που άρχιζε να βαραίνει, κατάλαβε ότι ο μικρός είχε νυστάξει. «Εσύ, όμως, είναι ώρα να ξεκινήσεις για τη χώρα των ονείρων». Σηκώθηκε από το κρεβάτι, άναψε τη λάμπα και σκέπασε πάλι το παιδί για τη νύχτα. «Να πεις την προσευχή σου». «Αυτό έκανα τώρα», μουρμούρισε ο Μπάρτι. Η Άγκνες φόρεσε τα παπούτσια της και παρακολούθησε για λίγο τα χειλάκια τον που σάλευαν καθώς ευχαριστούσε βουβά τον θ ε ό για όσα του είχε χαρίσει και Τον παρακαλούσε να βοηθήσει και όσους άλλους είχαν ανάγκη. Η Άγκνες βρήκε ξανά το διακόπτη της λάμπας και τον πάτησε. «Καληνύχτα, μικρέ πρίγκιπα». «Καληνύχτα, μητέρα βασίλισσα». Η Άγκνες πήγε προς την πόρτα, κοντοστάθηκε και στράφηκε πάλι στα σκοτεινά. «Μικρέ;» «Μμμ;» «Σου έχω πει ποτέ τι σημαίνει το όνομά σου;» «Το... Μπαρθόλομιου;» ρώτησε νυσταγμένα ο Μπάρτι.
«Όχι. Το Λάμπιον. Κάποιος από τους προγόνους του πατέρα οου, που ήταν Γάλλοι, πρέπει να είχε σχέση με την κατασκευή φαναριών. Λαμπιόν στα γαλλικά είναι η μικρή λάμπα, μια λάμπα λαδιού με φιμέ τζάμι. Στα παλιά τα χρόνια, τις λάμπες αυτές τις χρησιμοποιούσαν στις άμαξες». Η Άγκνες αφουγκράστηκε την ήρεμη, ρυθμική ανάσα του παιδιού στο σκοτάδι και χαμογέλασε. «Είσαι ο μικρός μου λαμπιόν, Μπάρτι», του ψιθύρισε. «Εσύ φωτίζεις το δρόμο μου». Εκείνη τη νύχτα, η Αγκνες κοιμήθηκε βαθιά, βαθύτερα από κάθε άλλη φορά, και δεν είδε καθόλου όνειρα. Ούτε παιδιά να υποφέρουν, ούτε αυτοκίνητα να τουμπάρουν σε βρεγμένους δρόμους, οΰτε χιλιάδες ξερά φύλλα να τα ξεσηκώνει ένας άγριος άνεμος που σφύριζε απειλητικά και το κάθε φύλλο να γίνεται ένας βαλές σπαθί.
Κεφάλαιο 70
Μ Ι Α ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΕΡΑ για τη Σελεστίνα, η πιο σημαντική νύχτα της ζωής της κι ένα καινούριο ξημέρωμα να την περιμένει, το ξημέρωμα της ζωής που ονειρευόταν από παιδάκι. Έ ν α ς ένας, δυο δυο, οι προσκεκλημένοι της άρχισαν να σκορπίζουν, αλλά για τη Σελεστίνα η έξαψη παρέμεινε αμείωτη παρά την αφύσικη ησυχία που πέφτει συνήθιος ξαφνικά στις αίθουσες των γκαλερί μετά τη δεξίωση των εγκαινίων. Στα μακρόστενα τραπέζια, οι δίσκοι με τους μεζέδες τώρα είχαν μόνο χαρτάκια, χαρτοπετσέτες ψίχουλα και άδεια πλαστικά ποτήρια. Η Σελεστίνα είχε τέτοια νευρικότητα που δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της. Ό λ η τη βραδιά κρατούσε το ίδιο ποτήρι., γεμάτο σαμπάνια, χωρίς να έχει πιει γουλιά, και το έσφιγγε λες και ήταν ο σιδερένιος κρίκος που τη συνγκρατούσε για να μην την παρασύρει η τρικυμία. Τώρα, το αγκυροβόλι της ήταν ο Γουόλι Λίπσκομπ -μαιευτήρας, γυναικολόγος, παιδίατρος, σπιτονοικοκύρης και καλύτερος της φίλος-, που είχε έρθει περίπου στη μέση της δεξίωσης. Ενώ άκουγε την Έ λ ε ν Γκρινμπάουμ να της μιλάει για τις πουλήσεις, η Σελεστίνα έσφιγγε το χέρι του Γουόλι τόσο δυνατά, που αν ήταν ποτήρι σαμπάνιας σίγουρα θα το είχε κάνει θρύψαλα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Έ λ ε ν , περισσότεροι από τους μισούς πίνακες είχαν ήδη πουληθεί με το τέλος της δεξίωσης, γεγονός που αποτελούσε ρεκόρ για την γκαλερί.
Παίρνοντας υπόψη ότι η έκθεση θα διαρκούσε δύο ολόκληρες βδομάδες, η Έ λ ε ν ήταν σίγουρη ότι θα πουλιόνταν όλοι, ή σχεδόν όλοι. «Κάθε τόσο, θα διαβάζεις κάποιο κακό σχόλιο», την προειδοποίησε η Έλεν. «Προετοιμάσου επίσης για κάνα δυο οργισμένες κριτικές, που θα τα βάζουν με την αισιοδοξία που αποπνέει το έργο σου». «Ο πατέρας μου με έχει ήδη θωρακίσει καλά», τη διαβεβαίωσε η Σελεστίνα. «Λέει ότι η τέχνη διαρκεί αιώνια, ενώ οι κριτικοί είναι απλώς τα έντομα που βουίζουν για ένα μόνο καλοκαίρι». Η ζωή της πήγαινε τόσο καλά, που θα μπορούσε ν' αντιμετωπίσει ένα σμήνος ακρίδες, πόσο μάλλον κάνα δυο κουνούπια. Λίγο νωρίτερα από τις δέκα το βράδυ, ο Τομ Βανάντιουμ ζήτησε από τον ταξιτζή να τον αφήσει ένα τετράγωνο πριν από το καινούριο αλλά προσωρινό σπίτι του. Παρ' όλο που η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή, που προσέδιδε ακόμη και στα πιο κοινά αντικείμενα μυστήριο και στα πρόσωπα ανωνυμία, ο Βανάντιουμ προτίμησε να πλησιάσει την πολυκατοικία με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα. Ό σ ο καιρό θα έμενε εκεί, δεν σκόπευε να μπει ή να βγει ούτε μια φορά από την κεντρική είσοδο, ούτε καν από το υπόγειο γκαράζ -εκτός ίσως από την τελευταία μέρα. Πλησίασε από το πίσω δρομάκι που εξυπηρετούσε την είσοδο υπηρεσίας του κτιρίου, για την οποία ο Βανάντιουμ είχε στην κατοχή του ένα κλειδί που κανονικά δεν δινόταν ποτέ σε κανέναν από τους ενοίκους. Ξεκλείδωσε την ατσάλινη πόρτα και μπήκε στο μικρό κακοφωτισμένο χολ με τους γκρίζους τοίχους και το φθαρμένο πλαστικό δάπεδο. Στ' αριστερά του, ένα πορτάκι οδηγούσε στην πίσω σκάλα και άνοιγε με το ίδιο κλειδί που κρατούσε τώρα στο χέρι του. Στα δεξιά του υπήρχε ένα ασανσέρ, που άνοιγε κι αυτό με ειδικό κλειδί, το οποίο επίσης είχε ο Βανάντιουμ. Ανέβηκε στον τρίτο από τους πέντε ορόφους με το ασανσέρ υπηρεσίας, το οποίο οι άλλοι ένοικοι μπορούσαν να
χρησιμοποιήσουν μόνο σε μετακόμιση, ή αν είχαν να παραλάβουν κάποιο βαρΰ έπιπλο που είχαν αγοράσει. Έ ν α δεύτερο ασανσέρ, στην κεντρική είσοδο του κτιρίου, εξυπηρετούσε τις καθημερινές ανάγκες των ενοίκων. Το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου βρισκόταν ακριβώς πάνω από του Ίνοχ Κάιν και το είχε νοικιάσει ο Σάιμον Μάγκιουσον μέσω της εταιρείας του από τότε που είχε αδειάσει, το Μάρτιο του '66, είκοσι δύο μήνες νωρίτερα. Ό τ α ν θα τέλειωνε αυτή η επιχείρηση κι ο βρομερός κύριος Κάιν θα βρισκόταν αντιμέτωπος με κάποιου είδους δικαιοσύνη, ο Σάιμον θα είχε μάλλον ξοδεύει γύρω στο είκοσι πέντε τοις εκατό της αμοιβής του από το διακανονισμό για την αποζημίωση που αφορούσε το θάνατο από ατύχημα της Ναόμι Κάιν. Ο δικηγόρος πλήρωνε αρκετά ακριβά την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και της φήμης του. Τα μοναδικά έπιπλα στο διαμέρισμα ήταν δυο πτυσσόμενες πάνινες πολυθρόνες κι ένα σκέτο στρώμα στο πάτωμα του καθιστικού. Στην κουζίνα υπήρχαν ένα ραδιοφωνάκι, μια τοστιέρα, μια καφετιέρα, δυο φτηνά πλαστικά σουπλά, κάμποσα διαφορετικά μεταξύ τους πιάτα, ποτήρια και κούπες κι ένα ψυγείο γεμάτο έτοιμα φαγητά και τυποποιημένο ψωμί σε σακούλες. Ο Βανάντιουμ μπορούσε ν' αρκεστεί σ' αυτές τις σπαρτιατικές ανέσεις. Είχε φτάσει από το Όρεγκον το προηγούμενο βράδυ, με τρεις βαλίτσες γεμάτες με τα ρούχα και τα προσωπικά του είδη. Υπολόγιζε ότι ο ιδιόρρυθμος συνδυασμός αστυνομικής έρευνας και ψυχολογικού πολέμου με τον οποίο σκόπευε να ενεργήσει θα του έδινε την ικανοποίηση να παγιδεύσει τον Κάιν πριν κλείσει μήνας και αρχίσει η έλλειψη στοιχειωδών ανέσεων να βαραίνει ακόμη κι αυτόν, που οτιδήποτε πιο πολυτελές από μοναστικό κελί τού φαινόταν μπαρόκ. Ίσως να ήταν υπεραισιόδοξος θεωρώντας πως θα χρειαζόταν ένα μόνο μήνα. Από την άλλη πλευρά, είχε προετοιμάσει καλά τη στρατηγική του εδώ και πολύ καιρό. Χρησιμοποιώντας σαν βάση το διαμέρισμα στο οποίο ο Βανάντιουμ βρισκόταν τώρα, ο Νόλι και η Καθλίν είχαν
πραγματοποιήσει τις μικρές αιφνιδιαστικές επιθέσεις τους στην πρώτη φάση του ψυχολογικού πολέμου: τις νυχτερινές καντάδες. Είχαν αφήσει το διαμέρισμα πεντακάθαρο και το μόνο ίχνος από την παρουσία τους εκεί ήταν ένα κουτάκι οδοντιατρικό νήμα, ξεχασμένο σε κάποιο περβάζι. Το τηλέφωνο λειτουργούσε μέσω κέντρου. Ο Βανάντιουμ σχημάτισε το νούμερο του θυρωρού της πολυκατοικίας, του Σπάρκι Βοξ. Ο Σπάρκι είχε ένα διαμέρισμα στο υπόγειο, που επικοινωνούσε με το γκαράζ. Εβδομηντάρης αλλά σβέλτος, αστείος και γεμάτος ζωντάνια, ο Σπάρκι πήγαινε κάνα δυο φορές το χρόνο στο Ρίνο να ξετινάξει τα μηχανήματα και να παίξει και μερικούς γύρους στη ρουλέτα. Τα αφορολόγητα μηνιαία τσεκ που λάμβανε μυστικά από τον Σάιμον εξασφάλιζαν την πρόθυμη συνεργασία της γριάς αλεπούς στη συνωμοσία. Ο Σπάρκι δεν ήταν ανέντιμος άνθρωπος, ούτε εξαγοραζόταν εύκολα. Αν του είχε ζητηθεί να συνεργαστεί εναντίον οποιουδήποτε άλλου ενοίκου, εκτός από τον Κάιν, μάλλον δεν θα το έκανε για κανένα χρηματικό ποσό. Τον Κάιν όμως τον αντιπαθούσε βαθύτατα και τον αποκαλούσε «περίεργο και ύπουλο σαν συφιλιδική μαϊμού». Ο χαρακτηρισμός «συφιλιδική μαϊμού» είχε παραξενέψει τον Τόμας Βανάντιουμ, αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν εύστοχος και βασισμένος σε επιστημονική εμπειρία. Στη δεκαετία του '50, ο Σπάρκι είχε δουλέψει ως επιστάτης εργατικού προσωπικού σε ένα εργαστήριο ιατρικών ερευνών. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα πειράματα, μαϊμούδες μολύνονταν σκόπιμα με σύφιλη και ύστερα παρακολουθούνταν από γιατρούς μέχρι να ψοφήσουν. Στα τελευταία στάδια της ασθένειας, μερικά από τα ζώα είχαν τόσο έξαλλη συμπεριφορά, που ο Σπάρκι ήταν κατά κάποιον τρόπο προετοιμασμένος για τη γνωριμία του με το «περιστατικό» Ί ν ο χ Κάιν. Το προηγούμενο βράδυ, στο υπόγειο διαμέρισμα του θυρωρού, πίνοντας ένα μπουκάλι κρασί οι δυο τους, ο Σπάρκι είχε διηγηθεί στον Βανάντιουμ ένα σωρό περίεργες ιστορίες για τον Κάιν. Για Τη Νύχτα Που Πυροβόλησε Το Δάχτυλο Του, Τη Μέρα Που Κοκάλωσε Και Φράκαρε η Κύστη Του Από Τον Πολύ Διαλογισμό, Τη Μέρα Που Η Παρανοϊ-
κή Φιλενάδα Του Έ φ ε ρ ε Έ ν α Ινδικά Χοιρίδιο Στο Διαμέρισμα Ό τ α ν Αυτός Έλειπε, Το Τάισε Ααξατόλ Και Το Κλείδωσε Στην Κρεβατοκάμαρά Του... Ύ σ τ ε ρ α απ' όσα είχε τραβήξει στα χέρια του Κάιν, ο Βανάντιουμ απόρησε που μπορούσε να γελάει με τις γλαφυρές περιγραφές για τις διάφορες ατυχίες του συξυγοκτόνου. Το γέλιο τού φάνηκε σαν ασέβεια στη μνήμη της Ναόμι και της Βικτόρια Μπρέσλερ και βρέθηκε να παραπαίει ανάμεσα στη διάθεσή του ν' ακούσει κι άλλα και στην αίσθηση ότι αν έπαιρνε έναν άνθρωπο σαν τον Κάιν στ' αστεία θα διέπραττε βαρύ αμάρτημα. Ο Σπάρκι Βοξ, άνθρωπος με πολύ λιγότερους θεολογικούς ή φιλοσοφικούς προβληματισμούς, είχε μια πνευματική θεωρία που καθησύχασε τη συνείδηση του Βανάντιουμ. «Το πρόβλημα με τις ταινίες και τα βιβλία είναι ότι κάνουν το κακό να φαίνεται ωραίο και συναρπαστικό, ενώ δεν είναι. Αντίθετα, είναι βαρετό, ηλίθιο και σου προκαλεί κατάθλιψη. Οι εγκληματίες κυνηγάνε τις φτηνές συγκινήσεις και τα γρήγορα λεφτά, κι όταν τα βρουν θέλουν ακόμα περισσότερα -και πάει λέγοντας. Είναι ρηχοί, κούφιοι, βαρετοί άνθρωποι, που δε θα μπορούσαν να σου πουν ούτε δυο κουβέντες με ενδιαφέρον αν τυχόν βρισκόσουν σε μια παρέα μαζί τους. Μερικοί κάνουν τους πονηρούς καμιά φορά, αλλά δεν είναι καν ξύπνιοι. Εγώ λέω πως ο Θεός θέλει να γελάμε μ' αυτούς τους βλάκες, γιατί, αν δε γελάμε μαζί τους, θα είναι σαν να τους σεβόμαστε με κάποιον τρόπο. Αν όεν πάρεις στην κοροϊδία ένα τομάρι σαν τον Κάιν, αν τον φοβηθείς, ή αν τον πάρεις πολύ στα σοβαρά, είναι σαν να του δίνεις αξία ενο') δεν έχει καμιά. Θα πιεις ένα ποτηράκι ακόμα;» Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, όταν ο Σπάρκι απάντησε στο τηλέφωνο κι άκουσε τον Τόμας Βανάντιουμ, του έκανε ακριβώς την ίδια πρόταση. «Είσαι για ένα ποτηράκι κρασάκι και παρεούλα; Έ χ ω καινούριο μπουκάλι». «Ευχαριστώ, Σπάρκι, αλλά όχι απόψε. Σκέφτομαι να κατεβώ να ρίξω μια ματιά στο σπίτι του Εννιαδάχτυλου, αν βέβαια δεν είναι κοκαλωμένος εκεί μέσα από τον πολύ διαλογισμό». «Την τελευταία φορά που κοίταξα, το αμάξι του έλειπε.
Πάω να ξαναδώ». Ο Σπάρκι άφησε το ακουστικό και πετάχτηκε να κοιτάξει στο γκαράζ. Ό τ α ν επέστρεψε, ανακοίνωσε στον Βανάντιουμ: «Όχι. Δεν έχει γυρίσει ακόμη. Αυτός, όταν βγαίνει το βράδυ, βγαίνει για τα καλά». «Θα τον ακούσεις όταν επιστρέψει;» «Αν το βάλω σκοπό, ναι». «Αν γυρίσει μέσα στην επόμενη ώρα, τηλεφώνησε μου στο διαμέρισμά του για να του δίνω». «Έγινε. Να μην ξεχάσεις να δεις τους πίνακες που έχει. Υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν χοντρά λεφτά γι' αυτά τα πράγματα, χωρίς να έχουν κάνει σε τρελοκομείο». Ο Γουόλι και η Σελεστίνα πήγαν για δείπνο στο αρμένικο εστιατόριο απ' όπου είχε φέρει φαγητό σε πακέτα ο Γουόλι τότε, το '65, τη μέρα που είχε σώσει τη Σελεστίνα και την Έιντζελ από τη γλώσσα του Νέντι Γκνάθικ. Κόκκινα τραπεζομάντιλα, άσπρα σερβίτσια, σκούρο ξύλο, κεριά σε κάθε τραπέζι, μυρωδιές από τσιγαρισμένο σκόρδο, ψητή πιπεριά, κεμπάπ και αχνιστά σουτζουκάκια, σε συνδυασμό με το προσωπικό, που το αποτελούσαν κυρίως μέλη της οικογένειας του ιδιοκτήτη, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς και οικειότητας, ιδανική για να γιορτάσει κανείς κάτι ευχάριστο αλλά και για προσωπικές στιγμές. Η Σελεστίνα ήλπιζε να τα ζήσει και τα δύο, γιατί η μέρα εκείνη ήταν μοναδική με πάρα πολλούς τρόπους. Τα τρία τελευταία χρόνια υπήρξαν και για τον Γουόλι μια επιτυχία που θα άξιζε να τη γιορτάσει. Πρώτα πούλησε το ιατρείο του και πρόσφερε στον εαυτό του εξάμηνη αποχή από τις εργάσιμες εβδομάδες των εξήντα ωρών που είχε συνηθίσει ως τότε. Στη συνέχεια, κανόνισε να προσφέρει εθελοντικά, είκοσι τέσσερις ώρες την εβδομάδα, δωρεάν παιδιατρικές υπηρεσίες σε μια κλινική για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Είχε δουλέψει πολύ σκληρά σ' όλη του τη ζωή και είχε επενδύσει σοφά. Τώρα ήταν σε θέση να αφιερωθεί αποκλειστικά στις δραστηριότητες που τον ευχαριστούσαν και του πρόσφεραν τη μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση. Για τη Σελεστίνα, ο Γουόλι ήταν θεόσταλτη τύχη, γιατί η
λατρεία του για τα παιδιά και η κωμική πλευρά του χαρακτήρα του, που της αποκαλύφθηκε όταν τον γνώρισε καλύτερα, ήταν σωστή ευλογία για την Έιντζελ. Ή τ α ν ο θείος Γουόλι. Ο Γελαστός Γουόλι. Ο Γιοΰπι Γουόλι. Ο Γενναίος Γουόλι. Ο Γουόλι ο Γαργαλίτσας. Ο Γουόλι ο Γκριμάτσας. Ο Γουρλομάτης Γουόλι. Ο Σφυρίχτρας Γουόλι. Ο Γουόλι Χίλιες Φατσούλες. Η Έιντζελ τον λάτρευε κι εκείνος δεν θα την αγαπούσε περισσότερο ακόμη κι αν ήταν ένας από τους γιους που είχε χάσει. Τρέχοντας διαρκώς για να προλάβει τα μαθήματα, τη δουλειά της, τη ζωγραφική της, η Σελεστίνα πάντα στηριζόταν στη βοήθεια του Γουόλι. Δεν ήταν απλώς ο επίτιμος θείος της Έιντζελ, αλλά ο πατέρας της με κάθε έννοια, εκτός από τη νομική και τη βιολογική. Δεν ήταν απλώς ο γιατρός της, αλλά ο φΰλακας-άγγελος που ανησυχούσε με τον παραμικρό πυρετό και που προστάτευε το παιδί από κάθε πιθανό κακό. «Απόψε κερνάω εγώ», είπε η Σελεστίνα όταν κάθισαν στο τραπέζι τους. «Τώρα είμαι μια επιτυχημένη ζωγράφος που άπειροι κριτικοί είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν». Ο Γουόλι της άρπαξε από το χέρι τον κατάλογο με τα κρασιά, πριν προλάβει να τον κοιτάξει. «Αφού πληρώνεις εσύ, θα παραγγείλω ό,τι πιο ακριβό υπάρχει, ανεξάρτητα από τη γεύση». «Πολύ λογικό ακούγεται». «Σατό ντε Μπυκ, 1886. Μπορούμε ή να πιούμε ένα μπουκάλι απ' αυτό, ή ν' αγοράσεις καινούριο αυτοκίνητο. Προσωπικά πιστεύω ότι η δίψα προηγείται». «Είδες τον Νέντι Γκνάθικ;» τον ρώτησε η Σελεστίνα. «Πού;» είπε ο Γουόλι κοιτώντας ολόγυρα στο εστιατόριο. «Όχι εδώ, στη δεξίωση». «Μη μου πεις!» «Έτσι όπως έκανε, θα νόμιζες ότι είχε προσφέρει άσυλο κατά τη διάρκεια της καταιγίδας σ' εμένα και στην Έ ι ντζελ, τότε που το χρειαζόμαστε, κι όχι ότι μας πέταξε έξω να παγώσουμε στο χιόνι». «Εσείς οι καλλιτέχνες έχετε την τάση να δραματοποιείτε τα πάντα - ή μήπως εγώ έχω ξεχάσει τη φοβερή χιονοθύελλα του '65 στο Σαν Φρανσίσκο;»
Το πρόσωπο τον Γουόλι Λίπσκομπ, στενό και μακρύ όπως πάντα, δεν θύμιζε πια βλοσυρό και θλιμμένο εργολάβο κηδειών όπως κάποτε, αλλά σου έφερνε στο νου κάτι κλόουν στο τσίρκο, που σε κάνουν να γελάς και μόνο με τις γκριμάτσες τους, είτε παίρνοντας μια υπερβολικά θλιμμένη έκφραση, είτε υιοθετώντας ένα απίθανα διασκεδαστικό χαμόγελο. Η Σελεστίνα έβλεπε ζεστασιά στο βλέμμα του εκεί που άλλοτε υπήρχε αδιαφορία, ευαισθησία εκεί που υψώνονταν τα αμυντικά τείχη που προστάτευαν την καρδιά του. Έβλεπε ακόμη καλοσύνη και ευγένεια ψυχής εκεί που πάντα υπήρχαν, αλλά που τώρα ήταν σε αφθονία. Το αγαπούσε αυτό το μακρύ, εκφραστικό, γλυκό πρόσωπο, κι αγαπούσε και τον άντρα που το είχε. Πολλοί θα τους χαρακτήριζαν αταίριαστο ζευγάρι. Σε μια εποχή που υποτίθεται πως οι φυλετικές διαφορές δεν σήμαιναν πια το παραμικρό, συχνά έμοιαζαν σαν να ήταν πιο σημαντικές από ποτέ. Η διαφορά ηλικίας ήταν το δεύτερο ζήτημα, γιατί ο Γουόλι, στα πενήντα του, ήταν είκοσι έξι χρόνια μεγαλύτερος της και θα μπορούσε να ήταν πατέρας της - ό π ω ς σίγουρα θα της τόνιζε, ήρεμα, αυστηρά και επανειλημμένα, ο δικός της πατέρας. Ο Γουόλι ήταν πολύ μορφωμένος, με εξαιρετικές σπουδές στην ιατρική, ενώ αυτή είχε απλώς τελειώσει μια σχολή καλών τεχνών. Όμως, παρ' όλα τα εμπόδια που υπήρχαν, είχε φτάσει η στιγμή να εκφράσουν με λόγια αυτό που αισθανόταν ο ένας για τον άλλο και ν' αποφασίσουν τι θα κάνουν. Η Σελεστίνα ένιωθε ότι ο Γουόλι την αγαπούσε με την ίδια ένταση και το πάθος που αισθανόταν κι εκείνη γι' αυτόν. Από σεβασμό όμως, και ίσως από αβεβαιότητα για τα δικά της συναισθήματα, πάσχιζε συνεχώς να κρύψει τον έρωτά του, και μάλιστα πίστευε ότι τα κατάφερνε, αν και στην πραγματικότητα έλαμπε από έρωτα όταν την κοιτούσε. Τα «αδερφικά» φιλιά του στο μάγουλο, τα αγγίγματα, τα κρυφά βλέμματα θαυμασμού ήταν όλα αγνά, αλλά γίνονταν όλο και πιο έντονα με το πέρασμα του χρόνου. Κι όταν της έπιανε το χέρι - ό π ω ς απόψε στην γκαλερί-, είτε για να της δώσει κουράγιο είτε για να περάσουν μαζί με ασφάλεια ένα σταυροδρόμι, ο καλός της Γουόλι έδειχνε άθελά του τόση λαχτάρα, που της
έφερνε στο νου τα πρώτα εφηβικά της χρόνια, όταν οι δεκατετράχρονοι συμμαθητές της, με βλέμμα γεμάτο λατρεία, απέμεναν βουβοί κι αμήχανοι, παλεύοντας ανάμεσα στον πόθο και στην απειρία. Πολύ πρόσφατα, σε τρεις περιπτώσεις, ο Γουόλι είχε φανεί έτοιμος να της κάνει την εξομολόγηση που ο ίδιος περίμενε να την αιφνιδιάσει, αν όχι να τη σοκάρει, αλλά την τελευταία στιγμή έκρινε πως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη. Η Σελεστίνα, λοιπόν, αγωνιούσε τώρα, αλλά η αγωνία της -που κορυφωνόταν στη διάρκεια του δείπνου- δεν αφορούσε το αν ο Γουόλι θα της έκανε ερωτική εξομολόγηση, γιατί, αν δεν το έκανε εκείνος απόψε, ήταν αποφασισμένη να πάρει η ίδια αυτή την πρωτοβουλία. Αυτό που την απασχολούσε ήταν αν ο Γουόλι θα θεωρούσε φυσικό ύστερα από μια τέτοια εξέλιξη να πέσουν στο κρεβάτι. Ή τ α ν μεγάλο το δίλημμα για τη Σελεστίνα. Τον ήθελε, λαχταρούσε να την αγκαλιάσει και να τη χαϊδέψει, να ικανοποιηθεί αυτός και να την ικανοποιήσει -αλλά δεν έπαυε να είναι κόρη κληρικού. Η έννοια της αμαρτίας, ή των συνεπειών μιας αμαρτωλής πράξης, ίσως να είναι λιγότερο εντυπωμένη στις κόρες των τραπεζικών υπαλλήλων ή των αρτοποιών απ' ό,τι στα παιδιά των βαπτιστών ιερέων. Η Σελεστίνα ήταν ο αναχρονισμός προσωποποιημένος σ' αυτή την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης, όντας παρθένα από επιλογή κι όχι επειδή της είχαν λείψει οι ευκαιρίες. Δεν ήταν σεμνότυφη, αλλά δεν ήταν ούτε άνετη με το ζήτημα, κι αντιμετώπιζε την τιμή της σαν ένα μικρό θησαυρό που δεν ήθελε να τον σπαταλήσει ασυλλόγιστα. Τιμή! Ακουγόταν σαν μεσαιωνική παρθένα που, κλεισμένη στον πύργο της, περίμενε τον σερ Λάνσελοτ. Δεν είμαι απλώς παρθένα, είμαι Ονφο! Αλλά ανεξάρτητα από το φόβο της αμαρτίας και την αντίληψη ότι η παρθενιά ήταν πλέον κάτι ξεπερασμένο, η Σελεστίνα και πάλι προτιμούσε να περιμένει, να απολαύσει την προσμονή μιας σημαντικής, πολύ προσωπικής στιγμής, και να ξεκινήσει με το σύντροφο της τη συζυγική ζωή για να του δοθεί χωρίς την παραμικρή αμφιβολία. Παρ' όλα αυτά, είχε αποφασίσει πια πως, αν εκείνος ήταν έτοιμος για την εξομολόγηση που είχε αναβάλει τρεις φορές ως τώρα, θα
παραμέριζε τις επιφυλάξεις της στο άνομα του έρωτα, θα πλάγιαζε μαζί του, θα τον αγκάλιαζε και θα του έδινε και το σώμα της μαζί με την καρδιά της. Δυο φορές στη διάρκεια του δείπνου, πλησίασαν Το Θέμα, αλλά και πάλι κατέληξαν ν' απομακρυνθούν από αυτό, με κάποιο άσχετο κι αδιάφορο νέο, ή με ένα σχόλιο για κάτι αστείο που είχε πει ή είχε κάνει η Έιντζελ. Έ π ι ν α ν και οι δυο την τελευταία γουλιά από το κρασί τους διαβάζοντας τον κατάλογο με τα επιδόρπια, όταν η Σελεστίνα άρχισε ν' αναρωτιέται μήπως, παρά τις ενδείξεις και αυτό που της έλεγε το ένστικτο της, είχε κάνει λάθος τελικά για τα αισθήματα του Γουόλι. Βέβαια, τα σημάδια ήταν καθαρά, κι αν αυτή η λάμψη στο βλέμμα του δεν ήταν έρωτας, πρέπει να ήταν επικίνδυνη ακτινοβολία -αλλά μπορεί και να έκανε λάθος. Ή τ α ν σύγχρονη, έξυπνη γυναίκα, με οξεία διαίσθηση και με εξαιρετικά ανεπτυγμένη καλλιτεχνική ευαισθησία. Στα ερωτικά ζητήματα, όμως, ήταν εντελώς αθώα, ίσως πολύ πιο απλοϊκή και ρομαντική απ' όσο φοβόταν. Ό σ ο μελετούσε τη λίστα με τα γλυκά, τις τάρτες και τα σπιτικά παγωτά, τόσο φούντωνε η αμφιβολία της και υπερτερούσε η σκέψη ότι ο Γουόλι τελικά ίσως να μην την αγαπούσε έτσι. Και τότε την έπιασε απελπισία να μάθει, να βάλει τέρμα σ' αυτή την αγωνία, γιατί αν δεν σήμαινε γι' αυτόν ό,τι σήμαινε εκείνος για την ίδια, τότε ο μπαμπάς της θα δεχόταν ένα μεγάλο πλήγμα, αφού η κόρη του θ' ασπαζόταν τον καθολικισμό, καθώς, ύστερα απ' αυτό, το μόνο που θα της έμενε θα ήταν να πάρει την Έιντζελ και να πάνε να κλειστούν σε μοναστήρι. Καθώς διάβαζε την περιγραφή για τον μπακλαβά, η αγωνία της έγινε τόσο μεγάλη και η αμφιβολία τόσο φαρμακερή, που ανασήκωσε απότομα το κεφάλι της από τον κατάλογο κι άρχισε να μιλάει με μια ανάσα, σαν πικαρισμένη έφηβη, κι αυτά που έλεγε δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αυτά που είχε προσχεδιάσει στο μυαλό της. «Ίσως ο τόπος να μην είναι κατάλληλος, ή η στιγμή να μην είναι κατάλληλη, ή να είναι κατάλληλη η στιγμή και να μην είναι ο τόπος, ή να είναι ο τόπος και να μην είναι η στιγμή, ή να είναι κατάλληλοι και ο τόπος και η στιγμή και να μην είναι το κλίμα σωστό, δεν
ξέρω... ω Θεέ μου, τι λέω... αλλά θέλω οπωσδήποτε να ξέρω αν μπορείς, αν είσαι... τι νιώθεις, αν νιώθεις, ή αν νομίζεις ότι ίσως νιώθεις...» Αντί να την κοιτάξει με το στόμα ανοιχτό σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός ηλιθιότητας, ο Γουόλι ψαχούλεψε νευρικά στην τσέπη του, έβγαλε ένα κουτάκι και της ξεφούρνισε: «Θα με παντρευτείς;» Η ερώτηση, ι\ μεγάλη ερώτηση, της ήρθε σαν καταπέλτης, τη στιγμή που είχε σταματήσει το φραστικό της παραλήρημα για να πάρει βαθιά ανάσα και να συνεχίσει να αραδιάζει ανοησίες, και η ανάσα του πανικού πάγωσε μέσα στο στήθος της, σκάλωσε τόσο γερά, που φοβήθηκε πως θα χρειαζόταν γιατρό για ν' αναπνεύσει ξανά -αλλά τότε ο Γουόλι άνοιξε το κουτάκι και φάνηκε ένα υπέροχο δαχτυλίδι αρραβώνων, που η θέα του έκανε την εγκλωβισμένη ανάσα να εκραγεί από μέσα της, κι άρχισε πάλι να ανασαίνει κανονικά επιτέλους, αλλά κλαίγοντας και ρουφώντας τη μύτη της, και γενικά ένα χάλι. «Σ' αγαπώ, Γουόλι». Εκείνος χαμογελούσε, αλλά με μια περίεργη αγωνία στο βλέμμα του, που η Σελεστίνα διέκρινε αμέσως, παρά τα δάκρυά της. «Αυτό σημαίνει... σίγουρα;» τη ρώτησε. «Αν θα σε αγαπώ και αύριο και μεθαύριο και για πάντα; Και βέβαια, για πάντα, Γουόλι. Σ' όλη μου τη ζωή». «Αν θα με παντρευτείς, εννοώ». Η καρδιά της πάγωσε και την κυρίευσε απόλυτη σύγχυση. «Αυτό δε μου πρότεινες;» «Κι εσύ αυτό δε μου απάντησες;» «Ω!» Η Σελεστίνα σκούπισε βιαστικά τα μάτια της. «Στάσου! Δώσ' μου άλλη μια ευκαιρία. Μπορώ να το κάνω καλύτερα, θα δεις». «Κι εγώ». Ο Γουόλι έκλεισε το κουτάκι. Πήρε βαθιά ανάσα. Ανοιξε πάλι το κουτί. «Σελεστίνα, όταν σε γνώρισα, η καρδιά μου χτυπούσε, αλλά ήταν νεκρή. Ή τ α ν ένα παγωμένο πράγμα μέσα μου. Δεν πίστευα πως θα ζωντάνευε ποτέ ξανά, αλλά εσύ την έκανες να ξαναζωντανέψει. Μου ξανάφερες πίσω τη ζωή μου και τώρα θέλω να σου τη χαρίσω. Θα με παντρευτείς;» Η Σελεστίνα του άπλωσε το αριστερό της χέρι. Έ τ ρ ε μ ε
τόσο πολύ, που παραλίγο να ρίξει τα ποτήρια του κρασιού. «Ναι». Κανείς από τους δυο δεν είχε αντιληφθεί ότι το μικρό προσωπικό τους δράμα, με όλες τις αδεξιότητες και τη γοητεία του, είχε τραβήξει την προσοχή όλων όσοι βρίσκονταν στο εστιατόριο. Οι επευφημίες που ξέσπασαν όταν η Σελεστίνα είπε το «ναι» την αιφνιδίασαν τόσο πολΰ, που τινάχτηκε και πέταξε το δαχτυλίδι από το χέρι του Γουόλι, ενώ εκείνος προσπαθούσε να το περάσει στο τεντωμένο δάχτυλο της. Το δαχτυλίδι αναπήδησε πάνω στο τραπέζι, πήγαν και οι δυο να το πιάσουν, το πρόλαβε ο Γουόλι κι αυτή τη φορά το πέρασε ανεμπόδιστα στο δάχτυλο της, κάτω από γέλια και χειροκροτήματα. Το επιδόρπιο ήταν κέρασμα του μαγαζιοΰ. Ο σερβιτόρος έφερε τα τέσσερα καλΰτερα γλυκά του καταλόγου, γλιτώνοντάς τους από την ανάγκη να πάρουν άλλες δυο μικρές αποφάσεις αμέσως μετά από μια τόσο σημαντική και σπουδαία. 'Οταν σερβιρίστηκε και ο καφές, κι αφοΰ το ζευγάρι έπαψε να αποτελεί το επίκεντρο της προσοχής, ο Γουόλι έδειξε με το πιρούνι του τα τέσσερα γλυκά στο δίσκο και χαμογέλασε τρυφερά. «Θα ήθελα να ξέρεις, Σέλι, ότι μπορώ να αρκεστώ σε τέτοια γλυκά μέχρι την ημέρα του γάμου μας». Η Σελεστίνα ξαφνιάστηκε και συγκινήθηκε. «Είμαι μια αθεράπευτη οπισθοδρομική. Πώς ήξερες τι σκέφτομαι;» «Το έχεις στην καρδιά σου, κι ό,τι έχεις εσύ στην καρδιά σου είναι ολοφάνερο για μένα. Θα θελήσει ο πατέρας σου να μας παντρέψει;» «Μόλις συνέλθει από τη λιποθυμία». «Θα κάνουμε ανοιχτό γάμο». «Δεν ξέρω αν θα τον κάνουμε ανοιχτό», είπε η Σελεστίνα, ρίχνοντας του ένα προκλητικό βλέμμα. «Αλλά, αν είναι να περιμένουμε μέχρι το γάμο, καλύτερα να τον κάνουμε σύντομα». Ο Τομ Βανάντιουμ είχε δανειστεί από τον Σπάρκι ένα ειδικό κλειδί με το οποίο θα μπορούσε ν' ανοίξει το διαμέρισμα του Κάιν, αλλά προτίμησε να μην το χρησιμοποιήσει αφού
είχε τη δυνατότητα να μπει με άλλο τρόπο. Ό σ ο λιγότερο εμφανιζόταν στους διαδρόμους, τόσο πιο εύκολα θα κρατούσε κρυφή την παρουσία του. Το πρόσωπο του δεν ήταν απ' αυτά που ξεχνάει κανείς εύκολα κι αν τον έβλεπαν αρκετοί στην πολυκατοικία, θα γινόταν θέμα συζήτησης μεταξύ των γειτόνων. Και δεν ήταν διόλου απίθανο να μάθει και ο συξυγοκτόνος τα μαντάτα και να καταλάβει αμέσως την αλήθεια. Ο Βανάντιουμ άνοιξε λοιπόν το παράθυρο της κουζίνας, σκαρφάλωσε και βγήκε στην εξωτερική σκάλα κινδύνου. Νιώθοντας λίγο σαν το Φάντασμα της Ό π ε ρ α ς κατέβηκε μέσα στη νύχτα και στην ομίχλη δυο ολόκληρες στροφές της μεταλλικής σκάλας, φτάνοντας έτσι στο ύφος τού από κάτω διαμερίσματος και στο παράθυρο της κουζίνας του Κάιν. Ό σ α παράθυρα άνοιγαν προς τη σκάλα κινδύνου είχαν ένα ειδικό τζάμι με ενσωματωμένο συρμάτινο πλέγμα για προστασία από τους διαρρήκτες. Ο Τομ Βανάντιουμ ήξερε όλα τα κόλπα του επαγγέλματος, αλλά σ' αυτή την περίπτωση δεν χρειαζόταν να σπάσει το παράθυρο για να μπει. Τις μέρες που δούλευαν τα συνεργεία για να καθαρίσουν, ν' αλλάξουν τη μοκέτα και να ξαναβάψουν το δωμάτιο, μετά τα όσα είχε κάνει εκεί μέσα το ζωάκι που είχε αμολήσει η σαλεμένη φιλενάδα του Κάιν, ο συζυγοκτόνος έμενε σε ξενοδοχείο. Ο Νόλι είχε επωφεληθεί από την ευκαιρία αυτή κι έφερε μια νύχτα το συνεργάτη του τον Τζίμι Γκάτζετ στο διαμέρισμα, να του εγκαταστήσει έναν αυτοσχέδιο, εξωτερικό μηχανισμό που θα μπορούσε ν' ανοίγει το παράθυρο της κουζίνας απέξω. Σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει, ο Βανάντιουμ ψαχούλεψε στα τυφλά κάτω από το πέτρινο εξωτερικό περβάζι, στη δεξιά πλευρά του παραθύρου, μέχρι που έπιασε ένα μικρό ατσάλινο μοχλό ο οποίος προεξείχε περίπου τρεις πόντους από τον τοίχο. Ο μοχλός κατέληγε σε μια κεφαλή, για να δίνει λαβή. Μ' ένα γερό, σταθερό τράβηγμα προς τα έξω, το εσωτερικό χερούλι του παραθύρου άνοιξε, ακριβώς όπως του είχαν υποσχεθεί άτι θα συνέβαινε. Ο Βανάντιουμ σήκωσε το κάτω μισό του ψηλού στενόμακρου παραθύρου και τρύπωσε εύκολα από το άνοιγμα στην κουζίνα του Κάιν. Επειδή το παράθυρο αυτό εξυπηρετούσε
την έξοδο κινδύνου του διαμερίσματος, βρισκόταν πάνω από έναν πάγκο, οπότε η πρόσβαση ήταν ακόμη πιο εύκολη. Η κουζίνα δεν έβλεπε προς τον κεντρικό δρόμο απ' όπου θα επέστρεφε στο σπίτι του ο Κάιν, οπότε ο Βανάντιουμ άναψε το φως. Πέρασε γύρω στα δεκαπέντε λεπτά ανοίγοντας ντουλάπια και ελέγχοντας το εσωτερικό τους, χωρίς να ψάχνει για κάτι συγκεκριμένο, παίρνοντας απλώς μια ιδέα για το πώς ζούσε ο ύποπτος - α ν και πάντα με την ελπίδα να βρει κάποιο αδιάσειστο ενοχοποιητικό στοιχείο, όπως ένα κομμένο κεφάλι στο ψυγείο, για παράδειγμα, ή έστω ένα κιλό μαριχουάνα σε πλαστικό σακουλάκι. Δεν βρήκε τίποτε το αξιόλογο. Έσβησε το φως και πέρασε στο καθιστικό. Αν ο Κάιν γύριζε σπίτι εκείνη την ώρα και κοίταζε προς τα πάνω, θα έβλεπε σίγουρα το φως, γι' αυτό ο Βανάντιουμ δεν πάτησε κανέναν από τους διακόπτες, αλλά περιορίστηκε στο φακό του, φροντίζοντας πάντα με την παλάμη του να μην επιτρέπει στη φωτεινή δέσμη να διαχέεται προς τα πάνω. Ο Νόλι, η Καθλίν κι ο Σπάρκι τον είχαν προετοιμάσει για τη Βιομηχανική Γυναίκα, αλλά όταν το φως του φακού έπεσε πάνω στη μορφή από πιρούνια, πτερύγια ανεμιστήρων και λάμες μαχαιριών ο Βανάντιουμ τινάχτηκε πίσω έντρομος. Και εντελώς αυθόρμητα έκανε το σταυρό του. Η άσπρη Μπιούικ γλιστρούσε μέσα στην ομίχλη, σαν πλοίοψάντασμα. Ο Γουόλι οδηγούσε αργά και προσεκτικά, με την αίσθηση ευθύνης που θα περίμενε κανείς από ένα μαιευτήρα-γυναικολόγο-παιδίατρο, που μόλις πριν από λίγο είχε αρραβωνιαστεί την καλή του. Η διαδρομή ως το Πασίφικ Χάιτς τους πήρε τη διπλή ώρα απ' ό,τι αν η ορατότητα δεν ήταν περιορισμένη. Ο Γουόλι ήθελε να καθίσει η Σελεστίνα πίσω και να δέσει τη ζώνη της, αλλ' αυτή επέμεινε να κουλουριαστεί στο κάθισμα δίπλα του, σαν μαθήτρια του σχολείου στην πρώτη βόλτα με το αυτοκίνητο του αγαπημένου της. Αν και αυτή η νύχτα ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής της,
είχε μια νότα μελαγχολίας. Της ήταν αδύνατο να μη σκέφτεται τη Φίμι. Η ευτυχία μπορεί να φυτρώσει από την ανείπωτη τραγωδία με τέτοια ζωντάνια, που να πετάξει τα πιο λαμπερά λουλούδια και τα πιο πράσινα κλαδιά. Αυτή η πίστη ήταν μια πρωτογενής πηγή έμπνευσης για τη Σελεστίνα, τόσο στη δουλειά της όσο και στην κοσμοθεωρία της για τη ζωή. Από την ταπείνωση, τον τρόμο, τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία και το θάνατο της Φίμι, είχε γεννηθεί η Έιντζελ, που η Σελεστίνα μπορεί αρχικά να την είχε μισήσει, αλλά τώρα την αγαπούσε πιο πολύ κι από τον Γουόλι, πιο πολύ κι από τον εαυτό της, ή κι από τη ζωή την ίδια. Η Φίμι, μέσω της Έιντζελ, είχε γίνει η αιτία να βρει η Σελεστίνα τον Γουόλι, αλλά και να κατανοήσει βαθύτερα τι εννοούσε ο πατέρας της όταν μιλούσε για μια μοναδική μέρα. Αυτή η βαθύτερη κατανόηση είχε εμπνεύσει το έργο της, που με τη Φειρά του είχε αγγίξει βαθιά τους ανθρώπους που θαύμαζαν κι αγόραζαν τους πίνακές της. Καμιά μέρα της ζωής σου, έλεγε στο κήρυγμά του ο πατέρας της, δεν είναι ασήμαντη ή ανούσια, όσο κοινή ή βαρετή κι αν σου φανεί, είτε είσαι βασίλισσα ή μοδίστρα, είτε είσαι λούστρος ή διάσημος ηθοποιός, είτε φιλόσοφος ή παιδί με σύνδρομο Ντάουν. Γιατί στην κάθε μέρα της ζωής μας υπάρχουν οι ευκαιρίες να κάνουμε ένα μικρό καλό για τους άλλους, είτε συνειδητά είτε τυχαία. Ακόμη και η πιο ασήμαντη πράξη καλοσύνης - ό π ω ς δυο λόγια ελπίδας σε κάποιον που τα χρειάζεται, ή ευχές σε κάποιον που γιορτάζει, ή ένα κομπλιμέντο που θα φέρει το χαμόγελο- αντανακλά σε μεγάλα διαστήματα του τόπου και του χρόνου και επηρεάζει τις ζωές ανθρώπων αγνώστων σ' εκείνον που η γενναιόδωρη ψυχή του ήταν η αρχική πηγή του καλού. Η καλοσύνη μεταδίδεται σαν κύμα, αυξάνοντας όσο μεταδίδεται, έτσι που μια απλή ευγενική πράξη μπορεί να γίνει πράξη αυτοθυσίας και θάρρους χρόνια αργότερα, σε κάποιο μακρινό τόπο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάθε μικροκακία, κάθε ασυλλόγιστη έκφραση μίσους, κάθε μικρή πράξη έχθρας και φθόνου, όσο ασήμαντη κι αν φαίνεται, μπορεί να εμπνεύσει άλλες, μεγαλύτερες, να γίνει ο σπόρος από τον οποίο θα
προκύψουν τελικά οι καρποί του κακού, που θα δηλητηριάσουν ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισες κι ούτε πρόκειται να γνωρίσεις. Ό λ ε ς οι ανθρώπινες ζωές συνδέονται τόσο στενά κι αναπόσπαστα - ο ι ζωές των νεκρών, των ζωντανών κι αυτών που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί-, που η μοίρα τού ενός είναι μοίρα όλων, και αντίστροφα. Η ελπίδα της ανθρωπότητας βρίσκεται στην καρδιά και στα χέρια του καθενός από μας. Γι' αυτό, ύστερα από κάθε αποτυχία, πρέπει να αγωνιζόμαστε ξανά να πετύχουμε, και όταν κάτι φτάσει στο τέλος, πάνω στις στάχτες του να χτίζουμε κάτι καινούριο και καλύτερο. Από τον πόνο και τη θλίψη πρέπει να υφαίνουμε την ελπίδα, γιατί ο καθένας από μας είναι και μια κλωστή κρίσιμη κι απαραίτητη για την αντοχή και τη συνοχή του μεγάλου χαλιού της ανθρωπότητας. Η κάθε ώρα της ζωής του καθενός μας εμπεριέχει τη δύναμη να επηρεάσει τον κόσμο, αλλά συχνά δεν το αναγνωρίζουμε και, απογοητευμένοι, λαχταράμε να έρθουν καλύτερες μέρες, ενώ αυτές δεν είναι άλλες από τις μέρες που ήδη ζούμε. Όλες οι μεγάλες μέρες και τα ωραία πράγματα βρίσκονται πάντα σε αυτή τη μοναδική μέρα. Ή , όπως έλεγε με άλλα λόγια ο πατέρας της: Φώτισε τη μικρή γωνίτσα όπου στέκεσαι και θα λαμπρύνεις τον κόσμο. «Ο Βαρθολομαίος, ε;» είπε ο Γουόλι, οδηγώντας το αυτοκίνητο μέσα στη γήινη ομίχλη. Η Σελεστίνα έμεινε άναυδη. «Χριστέ μου, αρχίζω να σε φοβάμαι. Πώς ξέρεις τι σκέφτομαι;» «Σου το ξαναείπα: η καρδιά σου είναι για μένα βιβλίο ανοιχτό». Σ' εκείνο το κήρυγμα που του είχε χαρίσει μια σύντομη διασημότητα, ο πατέρας της είχε χρησιμοποιήσει τη ζωή του απόστολου Βαρθολομαίου σαν παράδειγμα, για να τονίσει την άποψή του ότι η κάθε μέρα της ζωής μας είναι εξαιρετικά σημαντική. Ο Βαρθολομαίος, όπως υποστηρίζεται, είναι ο λιγότερο δημοφιλής από τους δώδεκα αποστόλους, αν και κάποιοι θα έλεγαν ο Ιούδας, ενώ άλλοι μπορεί να έδειχναν τον Θωμά. Το σίγουρο είναι πως ο Βαρθολομαίος είναι λιγότερο ξακουστός από τον Πέτρο, τον Παύλο, τον Ματθαίο, τον Ιάκωβο, τον Ιωάννη και τον Φίλιππο. Ο στόχος του πα-
τέρα της όταν χαρακτήρισε τον Βαρθολομαίο ως τον πιο άσημο από τους δώδεκα αποστόλους ήταν να κάνει αντιληπτό με παραστατικό τρόπο το πώς και το πόσο οι πράξεις του αποστόλου, φαινομενικά ασήμαντες στον καιρό του, είχαν επηρεάσει τελικά την ιστορία μέσα από τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Και μ' αυτό τον τρόπο να τονίσει ότι η ζωή του καθενός από το ακροατήριο του -κάθε μηχανικού, δασκάλου, γιατρού, σερβιτόρου ή θυρωρού- είχε αντίκτυπο στα πράγματα και ήταν εξίσου σημαντική με τη ζωή του απόστολου Βαρθολομαίου, όσο κι αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν άσημοι και εργάζονταν δίχως να τους επευφημεί το πλήθος για τις πράξεις τους. Στο τέλος του περίφημου εκείνου κηρύγματος, ο πατέρας της Σελεστίνα είχε ευχηθεί σε όλους τους ενορίτες του να έχει η ζωή τους την ευλογία των καλών πράξεων που έκαναν καθημερινά αμέτρητοι Βαρθολομαίοι, συνάνθρωποι τους που δεν θα γνώριζαν ποτέ. Και διαβεβαίωνε τους εγωιστές, τους άπληστους, τους άσπλαχνους κι όσους έκαναν συνειδητά το κακό ότι οι πράξεις τους θα επέστρεφαν σ' αυτούς, διογκωμένες πέρα από κάθε φαντασία, γιατί ήταν εχθροί του σκοπού της ζωής. Αν το πνεύμα του Βαρθολομαίου δεν κατόρθωνε να τους αλλάξει, τότε θα ερχόταν να τους βρει για να τους επιβάλει τη φοβερή τιμωρία που τους άξιζε. « Ή ξ ε ρ α ότι θα σκεφτόσουν τη Φίμι τώρα», είπε ο Γουόλι, σταματώντας σ' ένα φανάρι. «Και η σκέψη της Φίμι θα σε οδηγούσε στο κήρυγμα του πατέρα σου, γιατί, παρά τη σύντομη ζωή της, η Φίμι υπήρξε ένας Βαρθολομαίος. Αφησε ανεξίτηλο το ίχνος της». Από δω και στο εξής, τη μνήμη της Φίμι θα έπρεπε να την τιμούν με χαρά κι όχι με δάκρυα, γιατί η ζωή της είχε αφήσει στη Σελεστίνα τόσες και τόσες αναμνήσεις χαράς, αλλά και την ίδια τη χαρά προσωποποιημένη: την Έιντζελ. Για να συγκρατήσει τα δάκρυά της, αστειεύτηκε. «Άκου να σου πω, Κλαρκ Κεντ, εμείς οι γυναίκες πρέπει να έχουμε τα μικρά μας μυστικά, τις ιδιαίτερες σκέψεις μας. Αν είναι να μπορείς να βλέπεις τόσο εύκολα την καρδιά μου, θ' αρχίσω να φοράω σιδερένιο σουτιέν».
«Πολύ άβολο». «Μη σε νοιάζει, αγάπη μου. Θα φροντίσω να βγαίνει εύκολα όταν χρειάζεται». «Να που εσύ διαβάζεις το μυαλό μου! Αυτό είναι πιο τρομακτικό. Δε φανταζόμουν ότι μια κόρη κληρικού μπορεί να είναι και μάγισσα». «Γι' αυτό, φρόντιζε να μη με εκνευρίζεις!» Το φανάρι έγινε πράσινο. Ξεκίνησαν για το σπίτι. Με το Ρόλεξ να λάμπει ξανά στον καρπό του, ο Κάιν Τζούνιορ οδηγούσε τη Μερσέντες του με τέτοια αυτοσυγκράτηση, που απαιτούσε πολύ περισσότερο αυτοέλεγχο απ' όσο πίστευε ότι θα μπορούσε ποτέ να επιδείξει -ακόμη και με την καθοδήγηση του Ζεντ. Ή τ α ν τόσο χολωμένος, που του ερχόταν να τρέξει με χίλια πάνω στους λόφους της πόλης, αγνοώντας όλα τα φανάρια και τα στοπ, να τρέξει μέχρι που ν' απογειωθεί το αυτοκίνητο, να σηκωθεί στον αέρα. Του ερχόταν να χτυπήσει όσους ανέμελους πεζούς διέσχιζαν το δρόμο, να τους δει να κάνουν τούμπες, να τους πατήσει και να τους σπάσει τα κόκαλα. Μνησικακία, μοχθηρία, πικρία, εχθρότητα -λέξεις που είχε μάθει για να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο του και που του ήταν όλες άχρηστες, γιατί καμιά δεν απέδιδε το μέγεθος του θυμού που έβραζε και φούσκωνε μέσα του σαν καυτή λάβα. Ευτυχώς που αυτό το ηφαίστειο της οργής δεν έδιωχνε την ομίχλη γύρω από τη Μερσέντες, γιατί η ομίχλη διευκόλυνε την παρακολούθηση της Σελεστίνα. Η ίδια ομίχλη όμως τύλιγε και την Μπιούικ που τη μετέφερε, με κίνδυνο να τη χάσει ο Τζούνιορ από τα μάτια του, γι' αυτό κρατούσε σχετικά μικρή απόσταση, ήσυχος ότι η Σελεστίνα κι ο φίλος της δεν θα αντιλαμβάνονταν ότι τα δυο φανάρια πίσω τους ανήκαν πάντα στο ίδιο αυτοκίνητο. Ο Τζούνιορ δεν είχε ιδέα ποιος μπορεί να ήταν ο οδηγός της Μπιούικ, αλλά τον μισούσε τον άθλιο μακρομούρη, γιατί υποψιαζόταν ότι ο τύπος χούφτωνε τη Σελεστίνα, η οποία δεν θα άφηνε κανέναν άλλο να τη χουφτώσει αν είχε γνωρί-
σει πρώτα τον Τζούνιορ, γιατί κι αυτή - ό π ω ς και η αδερφή της, όπως κι όλες οι γ υ ν α ί κ ε ς - θα ξετρελαινόταν μαζί του. Έ τ σ ι κι αλλιώς, ο Τζούνιορ είχε περισσότερα δικαιώματα πάνω της, λόγω της σχέσης του με την οικογε'νεια. Στο κάτω κάτω, ήταν ο π α τ έ ρ α ς του μπάσταρδου της αδερφής της, δηλαδή συγγενής εξ αγχιστείας. Στο αριστούργημά του Η Ομορφιά του Θυμού, ο Ζεντ εξηγεί ότι κάθε πλήρως εξελιγμένο άτομο είναι σε θέση να διοχετεύσει το θυμό του για ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση σε οποιοδήποτε καινούριο πρόσωπο ή κατάσταση, χρησιμοποιώντας τον για να κυριαρχήσει, να επιβληθεί ή να πετύχει όποιον άλλο στόχο έχει θέσει. Ο θυμός δεν πρέπει να είναι συναίσθημα που εξαντλείται σε σποραδικά ξεσπάσματα, αλλά συναίσθημα σταθερό και ελεγχόμενο, που τροφοδοτείται κατάλληλα, ώστε η εκρηκτική δύναμή του να είναι συγκρατημένη και υπό έλεγχο και να μπορεί να παγιδευτεί, ή να διοχετευτεί ανάλογα με την πρόκληση. Συνειδητά, συστηματικά και με πολύ μεγάλη ικανοποίηση, ο Τζούνιορ διοχέτευσε το θυμό του στη Σελεστίνα και στον άντρα που ήταν μαζί της. Άλλωστε, αυτοί οι δυο είχαν υπό την προστασία τους τον Μπαρθόλομιου και ήταν, επομένως, εχθροί του. Έ ν α ς κάδος απορριμμάτων κι ένας νεκρός πιανίστας τον είχαν ταπεινώσει τόσο όσο δεν είχε ταπεινωθεί ποτέ του, ούτε από οξύ νευρογενή εμετό, ούτε από ηφαιστειακή διάρροια, ούτε από πλημμυριδική φ α γ ο ύ ρ α - κ α ι δεν σήκωνε πια άλλες ταπεινώσεις. Η ταπεινότητα είναι για τα θύματα της ζωής. Κλεισμένος μέσα στον θεοσκότεινο κάδο, με αμέτρητα «αν» να τον βασανίζουν αλύπητα, πεισμένος ότι το πνεύμα του Βανάντιουμ θα έκλεινε το καπάκι και θα τον φυλάκιζε δίπλα σ' ένα ζωντανεμένο πτώμα, ο Τζούνιορ είχε μετατραπεί για λίγη ώρα σε ένα μικρό, απελπισμένο παιδάκι. Παραλυμένος από το φόβο, στριμωγμένος στη γωνία του κάδου, όσο πιο μακριά μπορούσε α π ό το πτώμα, κουρνιασμένος πάνω σε σακούλες σκουπιδιών, έτρεμε τόσο πολύ, που τα δόντια του κροτάλιζαν σαν καστανιέτες σε ένα τρελό φλαμένκο κι όλα τα κόκαλά του χτυπούσαν στο ρυθμό, χτυπού-
σαν δυνατά σαν φτέρνες σε σανιδένιο πάτωμα. Άκουσε τον εαυτό του να κλαψουρίζει, αλλά του ήταν αδύνατο να πάψει, ένιωσε δάκρυα ντροπής να καίνε τα μάγουλά του, αλλά δεν μπόρεσε να σταματήσει την πλημμύρα, ένιωσε την κύστη του έτοιμη να σκάσει από την πίεση του τρόμου, αλλά κατάφερε, με ηρωική προσπάθεια, να μη μουσκέψει το παντελόνι του. Του πέρασε για λίγο από το μυαλό η ιδέα πως ο τρόμος θα τον σκότωνε τελικά, αλλά σιγά σιγά άρχισε να υποχωρεί και να κυλάει στη θέση του η αυτολύπηση, αντλώντας από ένα αστείρευτο πηγάδι. Η αυτολύπηση, βεβαίως, είναι το ιδανικό υπόστρωμα για το θυμό, γι' αυτό ο Τζούνιορ έβραζε τώρα από δολοφονική οργή, καθώς ακολουθούσε μέσα στην ομίχλη την Μπιούικ, που ανηφόριζε προς το Πασίφικ Χάιτς. Ό τ α ν τελικά έφτασε στην κρεβατοκάμαρα του Κάιν, ο Τομ Βανάντιουμ είχε καταλάβει πια ότι ο αυστηρός διάκοσμος του διαμερίσματος είχε σαν πηγή έμπνευσης το μινιμαλισμό του δικού του σπιτιού στο Σπρους Χιλς. "Ηταν μια αλλόκοτη διαπίστωση αυτή και τον τάραζε για λόγους που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς. Ή τ α ν όμως σίγουρος ότι η αίσθησή του ήταν σωστή. Το σπίτι όπου ζούσε ο Κάιν με τη Ναόμι στο Σπρους Χιλς δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό που έβλεπε τώρα. Η διαφορά μεταξύ τους δεν μπορούσε να ερμηνευτεί απλώς σαν αλλαγή γούστου, που πιθανότατα να τη δικαιολογούσαν η οικονομική άνεση και η ζωή στη μεγάλη πόλη. Οι γυμνοί άσπροι τοίχοι, τα λιτά ελάχιστα έπιπλα και η πλήρης έλλειψη αναμνηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων παρέπεμπαν σε κελί μοναστηριού. Μόνο το μέγεθος του έδειχνε ότι το διαμέρισμα αυτό ήταν μια κανονική κατοικία· αν όμως έβαζε κανείς στη θέση της Βιομηχανικής Γυναίκας έναν Εσταυρωμένο, ακόμη και το μέγεθος του διαμερίσματος δεν θα αρκούσε να αλλάξει την εντύπωση του μοναστηριακού κελιού. Άρα: ήταν και οι δυο καλόγεροι. Ο ένας στην υπηρεσία
του αιώνιου φωτός κι ο άλλος δούλος του αιώνιου σκότους. Πριν ψάξει το υπνοδωμάτιο, ο Βανάντιουμ ξανάριξε μια γρήγορη ματιά στα δωμάτια απ' όπου είχε ήδη περάσει. Θυμήθηκε ξαφνικά τους τρεις περίεργους πίνακες για τους οποίους του είχαν μιλήσει ο Νόλι, η Καθλίν και ο Σπάρκι κι απόρησε πώς δεν τους είχε προσέξει. Ο λόγος ήταν απλός. Δεν υπήρχαν. Εντόπισε όμως τις θέσεις όπου ήταν κρεμασμένοι από τα καρφιά που βρίσκονταν ακόμη στον τοίχο κι από τα μικρά μεταλλικά άγκιστρα που κρέμονταν απ' αυτά. Η διαίσθησή του του έλεγε πως το γεγονός ότι οι πίνακες έλειπαν είχε μεγάλη σημασία, αλλά ο Βανάντιουμ δεν ήταν ο Σέρλοκ Χολμς κι έτσι δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει αυτομάτως το νόημα της απουσίας τους. Πίσω στην κρεβατοκάμαρα τώρα, πριν αρχίσει να ψάχνει ντουλάπες και συρτάρια, μπήκε να ρίξει μια ματιά στο μπάνιο που επικοινωνούσε απευθείας με το δωμάτιο. Αναψε το φως, γιατί το μπάνιο δεν είχε παράθυρο και... είδε στον τοίχο τον Μπαρθόλομιου, χαρακωμένο, χτυπημένο και παραμορφωμένο από δεκάδες πληγές. Ο Γουόλι πάρκαρε την Μπιούικ στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι του κι όταν η Σελεστίνα στράφηκε να κατεβεί από την πόρτα του συνοδηγού, τη σταμάτησε. «Όχι, εσύ περίμενε εδώ. Θα φέρω την Έιντζελ και θα σας πάω στο σπίτι με το αυτοκίνητο». «Για τ' όνομα του Θεού, Γουόλι, είναι δυο βήματα από δω!» «Κάνει κρύο, έχει ομίχλη και είναι αργά. Αυτή την ώρα δεν ξέρεις τι παλιάνθρωποι κυκλοφορούν», πρόσθεσε με κωμική σοβαρότητα. «Οι Λίπσκομπ δεν αφήνουν ποτέ τις γυναίκες τους να κυκλοφορούν ασυνόδευτες στην επικίνδυνη νύχτα». «Μμμ. Μ' αρέσει να με παραχαϊδεύεις». Το φιλί τους ήταν γλυκό και μακρύ, γεμάτο συγκρατημένο πάθος που προοιωνιζόταν υπέροχες νύχτες στο συζυγικό κρεβάτι. «Σ' αγαπώ, Σέλι».
«Κι εγώ, Γουόλι. Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο ευτυχισμένη». Αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη και το καλοριφέρ ανοιχτό, ο Γουόλι βγήκε από το αυτοκίνητο, έσκυψε πάλι, της είπε να κλειδώσει τις πόρτες μέχρι να γυρίσει κι έκλεισε τελικά την πόρτα του. Η Σελεστίνα, παρ' όλο που ένιωθε λιγάκι παρανοϊκή με όλες αυτές τις προφυλάξεις σε μια τόσο ασφαλή γειτονιά, πάτησε το κοντρόλ που ασφάλιζε αυτόματα όλες τις πόρτες. Οι γυναίκες των Λίπσκομπ πάντα υπακούουν τους άντρες τους-αρκεί να μη διαφωνούν, ή να συμφωνούν μεν, αλλά να θέλουν απλώς να κάνουν του κεφαλιού τους. Το δάπεδο του ευρύχωρου μπάνιου είχε πλακάκια από μπεζ μάρμαρο, με ρόμβους από μαύρο γρανίτη στο κέντρο τους. Το ίδιο μάρμαρο κάλυπτε τον μακρόστενο πάγκο του νιπτήρα, την καμπίνα του ντους και το κάτω μέρος των τοίχων. Οι τοίχοι, από το σημείο που σταματούσε το μάρμαρο, ήταν επενδυμένοι με λεπτή πέτρινη πλάκα κι όχι σοβατισμένοι όπως στο υπόλοιπο διαμέρισμα. Στον έναν απ' αυτούς, ο Κάιν είχε γράψει με κεφαλαία ορνιθοσκαλίσματα τρεις φορές τη λέξη Μπαρθόλομιου. Τα άνισα, κόκκινα γράμματα είχαν γραφτεί στον τοίχο με έντονες, απότομες κινήσεις που φανέρωναν θυμό. Αλλά έμοιαζαν με έργο ήρεμου και λογικού μυαλού σε σύγκριση με το τι είχε γίνει αφότου είχε γραφτεί τρεις φορές η λέξη Μπαρθόλομιου. Με κάποιο οξύ όργανο, ίσως μαχαίρι, ο Κάιν είχε καρφώσει και ξεκοιλιάσει τα γράμματα, χτυπώντας με τέτοια λύσσα, που οι δυο κάτω Μπαρθόλομιου ήταν σχεδόν αδύνατο πια να διαβαστούν. Ο πέτρινος τοίχος ήταν γεμάτος τρύπες και χαρακιές. Κρίνοντας από το γεγονός ότι τα γράμματα ήταν μουντζουρωμένα κι ότι το χρώμα είχε στάξει σε μερικά απ' αυτά, δεν πρέπει να είχαν γραφτεί με χοντρό μαρκαδόρο, όπως υπέθεσε αρχικά ο Βανάντιουμ. Μια σειρά από ξεραμένα κόκκινα σταξίματα πάνω στο κλειστό καπάκι της λεκάνης,
αλλά και στο μαρμάρινο πάτωμα, τον έκαναν να υποψιαστεί κάτι άλλο. Ο Βανάντιουμ έφτυσε στον δεξιά του αντίχειρα, έτριψε το σαλιωμένο δάχτυλο πάνω σε μια από τις σταγόνες στο πάτωμα, έτριψε έπειτα μεταξύ τους το δείκτη με τον αντίχειρα κι έφερε και τα δυο δάχτυλα στη μύτη του. Αυτό που μύρισε ήταν αίμα. Τίνος το αίμα; Κάποιο άλλο τρίχρονο παιδάκι, αν το ξυπνούσαν στις έντεκα τη νύχτα, μπορεί να γκρίνιαζε και θα ήταν σίγουρα νυσταγμένο, χωρίς καμιά όρεξη για κουβέντες. Η Έιντζελ, ξύπνια, ήταν εντελώς ξύπνια. Παρατηρούσε χρώματα, σχήματα και υλικά και είχε ένα σωρό απορίες για τις λεπτομέρειες του κόσμου όπως τις έβλεπε τη νύχτα. Σκαρφάλωσε και χώθηκε στην αγκαλιά που της άνοιξε η Σελεστίνα. «Μαμά, ο θείος Γουόλι μου έδωσε ένα γεμιστό μπισκότο». «Και πού το έχεις; Στο παπούτσι σου;» «Γιατί στο παπούτσι μου;» « Ή μέσα στην κουκούλα σου;» «Το έχω στην κοιλίτσα μου!» «Τότε, δεν μπορείς να το φας». «Το έφαγα κιόλας». «Τότε, πάει! Τι κρίμα!» «Δεν είναι το μόνο μπισκότο στον κόσμο, μαμά. Αυτή η ομίχλη δεν είναι η πιο πολλή;» «Είναι η πιο πολλή που έχω δει ποτέ». Ενώ ο Γουόλι κάθισε στο τιμόνι κι έκλεισε την πόρτα του, η Έιντζελ ρώτησε: «Μαμά, από πού έρχεται η ομίχλη; Και μη μου πεις από τη Χαβάη». «Από το Νιου Τζέρσι». «Πριν μου το σκάσει, της έδωσα ένα μπισκότο», είπε ο Γουόλι στη Σελεστίνα. «Η μαμά νόμιζε πως το είχα βάλει στο παπούτσι μου!» «Χρειάστηκε να τη δωροδοκήσω για να την καταφέρω να
φορέσει τα παπούτσια και το παλτό της πριν από τη Δεύτε ρα», είπε ο Γουόλι. «Τι είναι η ομίχλη;» ρώτησε η Έιντζελ. «Σύννεφα», της απάντησε η Σελεστίνα. «Και τι κάνουν εδώ κάτω τα σύννεφα;» «Πήγαν για ύπνο. Έ χ ο υ ν κουραστεί», της είπε ο Γουόλι Έλυσε το χειρόφρενο και ξεκίνησε. «Εσύ δεν κουράστηκες ακόμη;» «Μου δίνεις κι άλλο ένα μπισκότο;» «Δε φυτρώνουν στα δέντρα, ξέρεις», της είπε ο Γουόλι. «Δηλαδή, εγώ τώρα έχω μέσα μου ένα σύννεφο;» «Πώς σου ήρθε αυτό, αγάπη μου;» απόρησε η Σελεστί να. «Αφού ανάσανα την ομίχλη». «Να την κρατάς γερά», είπε ο Γουόλι στη Σελεστίνα. «Θι σηκωθεί στον αέρα και θα πρέπει να φωνάξουμε την Πυρο σβεστική να την κατεβάσει». «Και πού φυτρώνουν τα μπισκότα;» «Στα λουλούδια», απάντησε ο Γουόλι. «Τα στρογγυλά μπισκότα είναι τα πέταλα», συμπλήρω σε η Σελεστίνα. «Και πού υπάρχουν λουλούδια-μπισκότα;» «Στη Χαβάη», είπε ο Γουόλι. «Το ήξερα», είπε η Έιντζελ, σουφρώνοντας τη μυτίτσι της όλο αμφιβολία. «Η κυρία Όρνγουολ μου έφτιαξε τυρί» «Είναι εξαιρετική τυροκόμος η κυρία Όρνγουολ», σχολίασε ο Γουόλι. «Μέσα σε σάντουιτς», διευκρίνισε η Έιντζελ. «Γιατί μέ νει μαζί σου αυτή, θείε Γουόλι;» «Γιατί είναι η οικονόμος μου». «Θέλεις να γίνει οικονόμος σου η μαμά;» «Η μαμά σου είναι ζωγράφος. Άλλωστε, δε θα ήθελες vc χάσει η κυρία Όρνγουολ τη δουλειά της, έτσι δεν είναι;» «Όλοι τρώνε τυρί», είπε η Έιντζελ, εννοώντας προφα νώς ότι η κυρία Όρνγουολ δεν θα κινδύνευε ποτέ να μείνε άνεργη. «Μαμά, κάνεις λάθος». «Για ποιο πράγμα, αγάπη μου;» Ο Γουόλι πλεύρισε το πεζοδρόμιο και φρέναρε.
«Το μπισκότο δε χάθηκε για πάντα». «Είναι μέσα στο παπούτσι σου τελικά;» Η Έιντζελ στράφηκε μέσα στην αγκαλιά της Σελεστίνα. «Μύρισε», της είπε κι έχωσε το δαχτυλάκι της κάτω από τη μύτη της μαμάς της. «Αυτό δεν είναι καθόλου ευγενικό, αλλά μυρίζει ωραία» -ζουπ-ζουπ- πήγε στο δαχτυλάκι μου». «Είναι το μπισκοτάκι. Αφού το έφαγα, το μπισκοτάκι -ζσυπ• ζονπ- πήγε στο δαχτυλάκι μου». «Αν μαζευτούν όλα τα μπισκοτάκια ε κ ε ί - ζ ο υ π - ζ ο υ π - , θα έχεις ένα πολύ χοντρό δαχτυλάκι». Ο Γουόλι έσβησε τη μηχανή και τα φώτα. «Φτάσαμε. Εσείς τώρα, σπίτι. Και η καρδιά μου μαζί σας». « Έ λ α κι εσύ», του είπε η Έιντζελ. Ο Γουόλι άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν μπόρεσε να βρει μια απάντηση. «Δε σταματάει με τίποτα», του είπε γελώντας η Σελεστίνα. Στον μαρμάρινο πάγκο του νιπτήρα υπήρχαν ένα ανοιχτό κουτάκι με αυτοκόλλητους επιδέσμους σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, ένα μπουκαλάκι καθαρό οινόπνευμα και ένα μπουκαλάκι ιώδιο. Ο Τομ Βανάντιουμ άνοιξε το μικρό καλάθι των αχρήστων κάτω από το νιπτήρα και είδε τσαλακωμένα χαρτομάντιλα, λεκιασμένα με αίμα. Είδε ακόμη τα χαρτάκια από δύο αυτοκόλλητους επιδέσμους. Προφανώς, το αίμα ήταν του Κάιν. Αν ο συζυγοκτόνος είχε κοπεί τυχαία, το γεγονός ότι είχε χρησιμοποιήσει το αίμα του για να γράψει στον τοίχο έδειχνε εκρηκτικό ταμπεραμέντο και ένα μεγάλο απόθεμα συσσωρευμένου θυμού. Αν είχε κοπεί επίτηδες, με σκοπό να γράψει με το αίμα του το όνομα στον τοίχο, το απόθεμα του θυμού ήταν πολύ βαθύτερο και επικίνδυνο να ξεχειλίσει. Το φράγμα που το συγκρατούσε πρέπει να ήταν ένα πλέγμα από εμμονές. Και στις δύο περιπτώσεις, το γράψιμο με αίμα ήταν μια πράξη τελετουργική, και τελετουργικές πράξεις τέτοιας μορ-
φής αποτελούν αλάνθαστο δείγμα σοβαρής πνευματικής διαταραχής. Ο συζυγοκτόνος θα έσπαγε ευκολότερα απ' ό,τι περίμενε ο Βανάντιουμ, γιατί το κέλυφος είχε ήδη ραγίσει άσχημα. Αυτός ήταν ένας Ί ν ο χ Κάιν διαφορετικός από εκείνον που είχε γνωρίσει ο Βανάντιουμ πριν από τρία χρόνια στο Σπρους Χιλς. Εκείνος ήταν ένας αδίστακτος άντρας, όχι ένα άγριο, τρελαμένο θηρίο. Ή τ α ν ψυχρός υπολογιστής αλλά όχι μανιακός. Εκείνος ο Κάιν ήταν τόσο αποφασιστικός και ήξερε να ελέγχει τόσο καλά τον εαυτό του, που ήταν αδύνατο να τον φανταστεί να παρασύρεται από τέτοια συναισθηματική φρενίτιδα ώστε να γράψει με το αίμα του ένα όνομα στον τοίχο και να πετσοκόψει συμβολικά τον Μπαρθόλομιου, καρφώνοντας μ' ένα μαχαίρι την πέτρα. Καθώς ο Τομ Βανάντιουμ περιεργαζόταν τον λεκιασμένο και κατεστραμμένο τοίχο, ένιωσε να τον κυριεύει μια παγερή, ανατριχιαστική ταραχή. Ξεκίνησε από το σβέρκο του, διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του, κύλησε γρήγορα στο αίμα του κι εγκαταστάθηκε στο μεδούλι των οστών του. Είχε το τρομερό προαίσθημα ότι δεν είχε πια να κάνει με κάτι γνώριμο, σίγουρα όχι με τον διαταραγμένο, αδίστακτο εγκληματία που νόμιζε πως καταλάβαινε, αλλά με έναν καινούριο και πολύ πιο διαβολικό Ί ν ο χ Κάιν. Ο Γουόλι πήρε την τσάντα με τις κούκλες και τα μολύβια της Έιντζελ, διέσχισε το πεζοδρόμιο μπροστά από τη Σελεστίνα κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια της εισόδου. Η Σελεστίνα τον ακολουθούσε με την Έιντζελ αγκαλιά. Το κοριτσάκι ρουφούσε δυνατά αέρα, γεμίζοντας τα πνευμόνια του ομίχλη. «Κράτα με καλά, μαμά, θα σηκωθώ ψηλά». «Όχι έτσι όπως βάρυνες από το πολύ τυρί και τα μπισκότα». «Γιατί μας ακολουθεί αυτό το αυτοκίνητο;» «Ποιο αυτοκίνητο;» ρώτησε η Σελεστίνα. Σταμάτησε στο πρώτο σκαλοπάκι και κοίταξε πίσω. Η Έιντζελ έδειξε μια Μερσέντες που είχε παρκάρει εί-
κοσι περίπου μέτρα πίσω από την Μπιοΰικ κι έσβηνε εκείνη τη στιγμή τα φώτα της. «Δε μας ακολουθεί, γλυκιά μου. Μάλλον είναι κάποιος γείτονας». «Να φάω ένα μπισκότο;» « Έ φ α γ ε ς ήδη», της είπε η Σελεστίνα ανεβαίνοντας τα σκαλιά. «Μια σοκολάτα Σνίκερς;» «Όχι». «Μια Μαρς;» «Δεν είναι μια συγκεκριμένη μάρκα που δε σ' αφήνω να φας, είναι ότι δεν πρέπει να φας άλλο γλυκό». Ο Γουόλι άνοιξε την πόρτα και έκανε στην άκρη να περάσουν. «Μια γκοφρετίτσα;» Η Σελεστίνα πέρασε μέσα, με την Έιντζελ πάντα στην αγκαλιά της. «Όχι». Ο Γουόλι τις ακολούθησε στο χολ και η Έιντζελ απευθύνθηκε τώρα σ' αυτόν. «Θα μου πάρεις ένα αυτοκίνητο;» «Αυτοκίνητο;» «Δεν ξέρεις να οδηγείς», της είπε η Σελεστίνα. «Θα τη μάθω εγώ», είπε ο Γουόλι. Τις προσπέρασε ξανά, πήγε στην πόρτα του διαμερίσματος κι έβγαλε έναν κρίκο με κλειδιά από την τσέπη του. «Θα με μάθει!» είπε θριαμβευτικά η Έιντζελ στη μητέρα της. «Αν είναι έτσι, θα σου πάρουμε ένα αυτοκίνητο». «Θέλω ένα που να πετάει». «Δε φτιάχνουν ιπτάμενα αυτοκίνητα». «Φτιάχνουν», είπε ο Γουόλι, ξεκλειδώνοντας τη διπλή κλειδαριά. «Αλλά πρέπει να κλείσεις τα είκοσι ένα για να πάρεις δίπλωμα». «Εγώ είμαι τρία». «Τότε, θα περιμένεις δεκαοχτώ χρόνια», της είπε, καθώς άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματος κι έκανε πάλι στην άκρη για να περάσει πρώτη η Σελεστίνα. Η Σελεστίνα μπήκε στο διαμέρισμα, στράφηκε και του χαμογέλασε. «Από το αυτοκίνητο ως το καθιστικό, όμορφα
και τακτικά, σαν μελετημένη χορογράφία. Μπήκαμε δυναμικά στους ρόλους της συζυγικής ζωής, απ' ό,τι βλέπω». «Θέλω τσίσα», είπε η Έιντζελ. «Αυτό δεν είναι κάτι που το ανακοινώνουμε σε όλο τον κόσμο», τη μάλωσε η Σελεστίνα. «Το λέμε όταν σκάμε για τσίσα». «Οΰτε τότε». «Δώσ' μου πρώτα ένα φιλί», είπε ο Γουόλι. Το κοριτσάκι τοΰ έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. «Κι εγώ, κι εγώ», είπε η Σελεστίνα. «Οι αρραβωνιαστικιές προηγούνται». Παρ' όλο που η Σελεστίνα κρατούσε ακόμη την Έιντζελ στην αγκαλιά της, ο Γουόλι τη φίλησε στο στόμα και, παρ' όλο που αυτή τη φορά το φιλί ήταν πολΰ πιο σύντομο, ήταν και πάλι υπέροχο, μέχρι που η Έιντζελ σχολίασε: «Αυτό είναι ζουμερό φιλί». «Θα έρθω αύριο στις οχτώ να φάμε μαζί πρωινό», πρότεινε ο Γουόλι. «Πρέπει να ορίσουμε την ημερομηνία». «Δυο βδομάδες από τώρα θα είναι πολύ νωρίς;» «Εγώ πρέπει να κάνω τσίσα τώρα», δήλωσε η Έιντζελ. «Σ' αγαπώ», είπε ο Γουόλι και, αφού άκουσε τα ίδια λόγια από τη Σελεστίνα, πρόσθεσε: «Θα περιμένω στο διάδρομο μέχρι ν' ακούσω και τις δυο κλειδαριές ν' ασφαλίζουν». Η Σελεστίνα κατέβασε την Έιντζελ από την αγκαλιά της και το παιδί έτρεξε αμέσως στο μπάνιο, ενώ ο Γουόλι βγήκε στον κοινόχρηστο διάδρομο κλείνοντας πίσω του την πόρτα του διαμερίσματος μ' ένα δυνατό τράβηγμα. Πρώτη κλειδαριά. Δεύτερη. Η Σελεστίνα περίμενε μέχρι που άκουσε τον Γουόλι ν' ανοίγει την έξω πόρτα κι έπειτα να την κλείνει. Ύ σ τ ε ρ α έμεινε γερμένη πάνω στη δική της πόρτα γ ι α λίγο, κρατώντας το χερούλι και το μικρό πόμολο της δεύτερης κλειδαριάς, σαν να φοβόταν πως έτσι και τ' άφηνε θα σηκωνόταν στον αέρα σαν παιδάκι που είχε ρουφήξει πάρα πολλή ομίχλη. Ό τ α ν είδε για πρώτη φορά τον Μπαρθόλομιου, το μπάσταρδο φορούσε κόκκινο παλτό με κόκκινη κουκούλα και ήταν
στην αγκαλιά ενός ψηλού ξερακιανού τύπου, ενός Ίκαμποντ Κρέιν*, που είχε κρεμασμένη στον ώμο του μια μεγάλη πάνινη τσάντα με πράγματα. Ο τύπος ήταν πολύ εύκολος στόχος έτσι όπως είχε τα χέρια του απασχολημένα με το παιδί και την τσάντα, κι ο Τζούνιορ σκέφτηκε να ορμήσει από τη Μερσέντες κατευθείαν πάνω στο κάθαρμα-που-τα-είχε-με-τη-Σελεστίνα και να τον πυροβολήσει στο πρόσωπο εξ επαφής. Με μια σφαίρα στο κεφάλι θα έπεφτε ξερός την ίδια στιγμή, και το παιδί θα έπεφτε κι αυτό μαζί του, και τότε ο Τζούνιορ θα πυροβολούσε και το μπάσταρδο, θα του φύτευε τρεις σφαίρες στο κεφάλι -τέσσερις, για σιγουριά. Το πρόβλημα ήταν η Σελεστίνα που βρισκόταν μέσα στην Μπιούικ, γιατί, όταν θα έβλεπε τη σκηνή, μπορεί να έπιανε το τιμόνι και να το έσκαγε. Η μηχανή ήταν αναμμένη, καπνός έβγαινε από την εξάτμιση και διαλυόταν σμίγοντας με την ομίχλη. Αν η Σελεστίνα ήταν γρήγορη και ψύχραιμη, θα κατάφερνε εύκολα να ξεφύγει. Θα μπορούσε να την κυνηγήσει με τα πόδια. Να την πάρει στο κατόπι και να την πυροβολήσει. Θα του είχαν μείνει πέντε σφαίρες στην περίπτωση που θα είχε ρίξει μία στον άντρα και τέσσερις στον Μπαρθόλομιου. Ό μ ω ς , το όπλο με το σιγαστήρα βιδωμένο επάνω του ήταν λιγότερο αποτελεσματικό στους πυροβολισμούς εξ αποστάσεως. Τον είχε προειδοποιήσει γι' αυτό ο νεαρός που του έλειπε ο δεξιός αντίχειρας, όταν του είχε παραδώσει το όπλο μέσα σε μια σακούλα με κινέζικο φαγητό, κι ο Τζούνιορ τον είχε πιστέψει, κρίνοντας πως ο πιθανότερος λόγος που ο τύπος δεν είχε αντίχειρα ήταν ότι είχε ξεχάσει να μεταφέρει αυτή ακριβώς την πληροφορία σε κάποιον πολύ νευρικό κι εκδικητικό πελάτη. Εκτός κι αν ο νεαρός είχε πυροβολήσει από μόνος του τον αντίχειρά του για να μην πάει στο Βιετνάμ. Τέλος πάντων, αν η Σελεστίνα το έσκαγε, θα ήταν αυτό* Ο δάσκαλος που καταδιώκεται από τον Ακέφαλο Καβαλάρη, στο The Legend of Sleepy Hollow του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ. (Σ.τ.Μ. )
πτης μάρτυρας και οι ένορκοι μάλλον δεν θα επηρεάζονταν αρνητικά από το γεγονός ότι επρόκειτο για μια ατάλαντη μαύρη που ζωγράφιζε κακογουστιές. Θα είχε δει τον Τζούνιορ να βγαίνει από τη Μερσέντες και θα μπορούσε να τον περιγράψει ικανοποιητικά, παρά την ομίχλη. Ο Τζούνιορ είχε ακόμη την ελπίδα πως θα μπορούσε να τελειώσει τη δουλειά χωρίς ν' αναγκαστεί να εγκαταλείψει την ωραία ζωή του στο Ράσιαν Χιλ. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν καλός σκοπευτής. Μόνο έναν πολύ κοντινό στόχο μπορούσε να πετύχει με σιγουριά. Ο Ίκαμποντ έδωσε τον Μπαρθόλομιου στη Σελεστίνα από την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου και ύστερα έκανε το γύρο, πέταξε την τσάντα στο πίσω κάθισμα και κάθισε ξανά στο τιμόνι της Μπιούικ. Αν ήξερε ο Τζούνιορ ότι θα έκαναν μόνο ενάμισι τετράγωνο απόσταση, δεν θα τους είχε ακολουθήσει με τη Μερσέντες. Θα είχε κάνει τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Ό τ α ν σταμάτησε ξανά δίπλα στο πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα πίσω από την Μπιούικ, αναρωτήθηκε μήπως τον είχαν προσέξει. Τώρα ήταν στο δρόμο και οι τρεις, εύκολοι στόχοι όλοι τους: ο άντρας, η Σελεστίνα και το μπάσταρδο. Αν σκότωνε τρεις με τη μία, πυροβολώντας εξ επαφής, θα υπήρχαν πολλά επακόλουθα. Αυτό δεν τον απασχολούσε, γιατί ήταν εφοδιασμένος με άφθονα αντιεμετικά, αντιδιαρροϊκά και αντισταμινικά, που θα τον προστάτευαν από την ενοχλητική υπερευαισθησία του. Στην πραγματικότητα, τούτη τη φορά θα του άρεσε να δει πολλά επακόλουθα, γιατί αυτά θα αποτελούσαν την απόδειξη ότι το παιδί ήταν επιτέλους νεκρό κι ότι τα δικά του βάσανα θα έπαιρναν τέλος. Αντίθετα, ανησυχούσε μήπως εκείνοι είχαν προσέξει ότι η ίδια Μερσέντες είχε σταματήσει για δεύτερη φορά πίσω τους, και ήταν ήδη σε επιφυλακή, έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια μόλις τον έβλεπαν να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Σ' αυτή την περίπτωση, θα προλάβαιναν να μπουν μέσα στο σπίτι πριν τους πυροβολήσει. Πράγματι, όταν η Σελεστίνα με το παιδί στην αγκαλιά έφτασε στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας, ο Μπαρθόλομιου έδειξε κάτι με το δάχτυλο κι εκείνη γύρισε το κεφάλι
της και φάνηκε να κοιτάζει κατευθείαν στη Μερσέντες - « ν και, μ' αυτή την ομίχλη, ο Τζούνιορ δεν ήταν απόλυτα σίγουρος. Πάντως, κι αν ακόμη είχαν υποψιαστεί κάτι, δεν έδειξαν να τους ανησυχεί. Μπήκαν και οι τρεις στο σπίτι χωρίς βιασύνη και, κρίνοντας από τη στάση και τις κινήσεις τους, ο Τζούνιορ συμπέρανε ότι δεν τον είχαν αντιληφθεί τελικά. Φώτα άναψαν στα παράθυρα του ισογείου, στα δεξιά της κεντρικής εισόδου. Ο Τζούνιορ αποφάσισε να περιμένει στο αυτοκίνητο. Να τους δώσει χρόνο να τακτοποιηθούν. Τέτοια ώρα, το πρώτο που θα έκαναν θα ήταν να βάλουν το παιδί για ύπνο. Ύστερα, ο Ίκαμποντ και η Σελεστίνα θα πήγαιναν στο δωμάτιο τους να γδυθούν και να πέσουν στο κρεβάτι. Αν ήταν υπομονετικός, θα τρύπωνε αργότερα στο διαμέρισμα, θα έβρισκε πρώτα τον Μπαρθόλομιου, θα τον σκότωνε στο κρεβάτι του, θα σκότωνε τον Ίκαμποντ δεύτερο και θα είχε και μια ευκαιρία να κάνει έροπα με τη Σελεστίνα. Είχε χάσει πια κάθε ελπίδα πως θα μπορούσαν να έχουν κοινό μέλλον. Βέβαια, η Σελεστίνα, αφού θα είχε δοκιμάσει τη μηχανή του σεξ Κάιν Τζούνιορ, θα ήθελε κι άλλο, όπως όλες οι γυναίκες -δυστυχώς όμως, είχε χαθεί η ευκαιρία για μια ουσιαστική σχέση μεταξύ τους. Παρ' όλα αυτά, ύστερα από τόση αγωνία, του άξιζε η ικανοποίηση που θα έπαιρνε από το κορμί της, έστω για μια φορά. Μια μικρή παρηγοριά, τουλάχιστον. Μια ανταμοιβή. Αν δεν ήταν η σκύλα η αδερφή της Σελεστίνα, δεν θα υπήρχε ο Μπαρθόλομιου. Καμιά απειλή. Η ζωή του Τζούνιορ θα ήταν διαφορετική. Καλύτερη. Η Σελεστίνα είχε διαλέξει να περιμαζέψει το μπάσταρδο και, κάνοντάς το, είχε δηλώσει ότι ήταν εχθρός του Τζούνιορ-κι ας μην της είχε κάνει ποτέ κανένα κακό, τίποτε απολύτως. Γι' αυτό, ίσως να μην της άξιζε ούτε καν μια γεύση από τα προσόντα του, και θα ήταν καλύτερα, αφού θα είχε σκοτώσει τον Ίκαμποντ, να την αφήσει να τον παρακαλάει κι αυτός να της αρνείται. Έ ν α περαστικό φορτηγό ανακάτωσε την ομίχλη. Άσπρες,
πηχτές τολύπες στροβιλίστηκαν περνώντας δίπλα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, φράζοντας τη θέα του δρόμου. Ο Τζούνιορ αισθαγόταν ελαφρά ζαλισμένος. Αισθανόταν περίεργα. Ευχήθηκε" να μην είχε αρπάξει καμιά γρίπη. Το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού του τον έκαιγε κάτω από τον αυτοκόλλητο επίδεσμο. Το είχε κόψει νωρίτερα, όταν χρησιμοποίησε την ηλεκτρική λίμα για να ετοιμάσει τα μαχαίρια του, και η πληγή είχε ερεθιστεί στη συνέχεια, όταν αναγκάστηκε να στραγγαλίσει τον Νέντι Γκνάθικ. Κατ' αρχάς, δεν θα είχε κοπεί καν, αν δεν είχε αναγκαστεί να εξοπλιστεί τέλεια για να είναι πανέτοιμος να αντιμετωπίσει τον Μπαρθόλομιου και τους προστάτες του. Τα τελευταία τρία χρόνια είχε τραβήξει πολλά εξαιτίας των δύο αδερφών, με πιο πρόσφατη τη φοβερή ταπείνωση μέσα στον κάδο των απορριμμάτων, δίπλα στον νεκρό πιανίστα, τον κοκαλιάρη φίλο της Σελεστίνα που είχε το μεταθανάτιο βίτσιο να γλείφει ανθρώπους. Η ανάμνηση εκείνης της φριχτής στιγμής του ήρθε στο μυαλό, με όλες τις αηδιαστικές της λεπτομέρειες και ο θυμός του φούντωσε τόσο ξαφνικά κι απότομα, που ένιωσε μια έντονη ανάγκη για κατούρημα, αν και είχε φροντίσει να ξαλαφρώσει νωρίτερα, στο δρομάκι πίσω από το εστιατόριο όπου ο Ίκαμποντ και η ζωγράφος της συμφοράς είχαν δειπνήσει. Να κάτι ακόμη. Ο Τζούνιορ είχε χάσει το μεσημεριανό του, γιατί το πνεύμα του Βανάντιουμ τον είχε καταδιώξει την ώρα που εκείνος έψαχνε για καρφίτσες γραβάτας. Και μετά, είχε χάσει και το δείπνο του, γιατί είχε αναγκαστεί να παρακολουθείτη Σελεστίνα, που δεν πήγε κατευθείαν στο σπίτι της μετά την γκαλερί. Και τώρα πεινούσε. Πέθαινε της πείνας. Αυτή η σκύλα έφταιγε και γι' αυτό. Αυτή η σκύλα. Πέρασαν κι άλλα αυτοκίνητα από το δρόμο -και η ομίχλη όλο ανακατευόταν, ανακατευόταν... Οι πράξεις σας θα επιστρέψουν σ' εσάς, διογκωμένες όσο δεν φαντάζεστε... το πνεύμα του Βαρθολομαίου... θα σας βρει... και θα επιβάλει τη φοβερή τιμωρία που σας αξίζει. Αυτά τα λόγια στριφογύρισαν σαν κασέτα που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στο μυαλό του Τζούνιορ, και είχαν την ίδια άμεση και τρομακτική επίδραση με την ανάμνηση
του μαρτυρίου του μέσα στον κάδο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πού τα είχε ακούσει, ούτε ποιος τα είχε πει, αλλά είχε την αίσθηση πως θα θυμόταν από στιγμή σε στιγμή. Πριν προλάβει όμως να σκεφτεί, είδε τον Ίκαμποντ να βγαίνει από το σπίτι. Ο άντρας επέστρεψε στην Μπιούικ, μπήκε, έκανε μια επιτόπια στροφή και ανηφόρισε το δρόμο προς το σπίτι απ' όπου είχαν πάρει λίγο νωρίτερα τον Μπαρθόλομιου.
Στο υπνοδωμάτιο του Κάιν, ο Βανάντιουμ φώτισε με το φακό του μια ψηλή και μεγάλη βιβλιοθήκη που χωρούσε καμιά εκατοστή τόμους. Το πάνω ράφι ήταν εντελώς άδειο, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου. Ο Βανάντιουμ θυμήθηκε τη συλλογή από μπούρδες σε μορφή βιβλίων αυτοβοήθειας του Σίζαρ Ζεντ που κατείχε την τιμητική θέση στη βιβλιοθήκη του συζυγοκτόνου, στο παλιό του σπίτι στο Σπρους Χιλς. Ο Κάιν είχε όλα τα έργα του Ζεντ και σε έκδοση τσέπης και σε έκδοση με σκληρό εξώφυλλο. Οι τόμοι στην ακριβή έκδοση έμοιαζαν ανέγγιχτοι, σαν ν' άνοιγε τα βιβλία μόνο φορώντας γάντια. Αντίθετα, τα ίδια βιβλία σε έκδοση τσέπης ήταν χιλιοχρησιμοποιημένα, γεμάτα υπογραμμίσεις και με αμέτρητες σελίδες τσακισμένες στην πάνω γωνία, να μαρκάρουν αγαπημένα αποσπάσματα. Έ ν α ς γρήγορος έλεγχος στην καινούρια βιβλιοθήκη του Κάιν αποκάλυψε στον Βανάντιουμ ότι τα έργα του Ζεντ έλειπαν από τούτο το σπίτι. Η μεγάλη ντουλάπα, που έψαξε στη συνέχεια ο Βανάντιουμ, περιείχε πολύ λιγότερα ρούχα απ' όσα περίμενε να δει. Η μακριά ράγα ήταν κενή στο μεγαλύτερο τμήμα της. Πολλές άδειες κρεμάστρες σύρθηκαν και κόλλησαν μεταξύ τους, καθώς ο Βανάντιουμ έκανε ένα γρήγορο έλεγχο της γκαρνταρόμπας του Κάιν. Στο ράφι πάνω από τα κρεμασμένα ρούχα υπήρχε μόνο μια βαλίτσα, μαύρη, ακριβή, δερμάτινη, αλλά σχετικά μικρή. Χωρούσε μόλις δύο κοστούμια. Το υπόλοιπο ράφι, που ήταν
άδειο, θα μπορούσε άνετα να φιλοξενεί άλλες τρεις βαλίτσες σαν κι αυτή ή και μεγαλύτερες. Η Έιντζελ, αφού τράβηξε το καζανάκι, ανέβηκε στο μικρά σκαμνί μπροστά στο νιπτήρα κι έπλυνε τα χέρια της. «Να πλύνεις και τα δόντια σου», της είπε η Σελεστίνα, χώνοντας το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας. «Τα έπλυνα πριν». «Πριν φας το μπισκότο». «Αφού δε λερώθηκαν καθόλου», διαμαρτυρήθηκε η Έ ι ντζελ. «Πώς έγινε αυτό;» «Δεν το μάσησα το μπισκότο». «Το ρούφηξες από τη μύτη;» «Το κατάπια ολόκληρο». «Τι παθαίνουν αυτοί που λένε ψέματα;» Η Έιντζελ, γουρλώνοντας τα ματάκια της: «Δε λέω ψέματα, μαμά». «Τι λες;» «Εγώ...» «Ναι;» «Εγώ είπα μόνο...» «Ναι;» «Θα πλύνω τα δόντια μου», αποφάσισε η Έιντζελ. «Μπράβο, καλό κορίτσι. Θα σου φέρω τις πιτζάμες σου». Ο Τζούνιορ, στην ομίχλη. Πασχίζοντας με όλες του τις δυνάμεις να ζήσει στο μέλλον, εκεί που ζουν οι επιτυχημένοι. Και η μνήμη να τον τραβάει αδιάκοπα προς τα πίσω, στο άχρηστο παρελθόν. Μες στο μυαλό του να στριφογυρίζει, να στριφογυρίζει, να στριφογυρίζει αδιάκοπα εκείνη η παράξενη προειδοποίηση. Το πνεύμα τον Βαρθολομαίου... θα σας βρει... και Θα επιβάλει τη φοβερή τιμωρία που σας αξίζει. Ο Τζούνιορ ξανάπαιξε στο μυαλό του την κασέτα, ξανάκουσε τα λόγια, αλλά η πηγή τους εξακολουθούσε να του
διαφεύγει. Τα άκουγε με τη δική του φωνή, σαν κάτι που είχε διαβάσει σε βιβλίο -κι άμως, υποψιαζόταν ότι κάποιος του τα είχε πει κι ότι... Έ ν α περιπολικό της αστυνομίας κατέβηκε το δρόμο με τη σειρήνα του σβηστή και μόνο με τον προβολέα της οροφής ν' αναβοσβήνει στην ομίχλη. Ο Τζούνιορ ανακάθισε αλαφιασμένος, σφίγγοντας δυνατά το όπλο με το σιγαστήρα, αλλά το περιπολικό δεν φρέναρε απότομα, οΰτε σταμάτησε στο πεζοδρόμιο μπροστά από τη Μερσέντες, όπως φοβόταν. Το εναλλασσόμενο μπλε-κόκκινο φως της σειρήνας χάθηκε στο βάθος του δρόμου και στην ομίχλη. Ο Τζοΰνιορ συμβουλεύτηκε το Ρόλεξ και συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε πόση ώρα καθόταν εκεί αφότου είχε φΰγει ο Ίκαμποντ με την Μπιοΰικ. Ί σ ω ς ένα λεπτό, ίσως δέκα. Τα παράθυρα στο ισόγειο, στη δεξιά πλευρά της εισόδου, εξακολουθούσαν να είναι φωτισμένα. Ο Τζούνιορ προτιμούσε να μπει στο σπίτι ενώ θα υπήρχαν ακόμη αναμμένα φώτα. Δεν ήθελε να βρεθεί να σέρνεται στα κρυφά με τα τέσσερα σε άγνωστους, σκοτεινούς χώρους. Η σκέψη και μόνο τον έφερνε ανατριχίλα. Φόρεσε ένα ζευγάρι λεπτά πλαστικά χειρουργικά γάντια. Τέντωσε τα δάχτυλά του. Τέλεια. Έ ξ ω από το αυτοκίνητο, στο πεζοδρόμιο, στα σκαλοπάτια. Από τη Μερσέντες στην ομίχλη, στο φόνο. Με το περίστροφο στο δεξί του χέρι, με το πιστόλι-πασπαρτού στ' αριστερό και τρεις θήκες με μαχαίρια κρυμμένες κάτω από τα ρούχα του. Η κεντρική πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Το τριώροφο κτίριο που ήταν άλλοτε ένα ενιαίο σπίτι είχε χωριστεί σε διαμερίσματα. Από το κοινόχρηστο χολ και το διάδρομο του ισογείου ξεκινούσε η σκάλα για τους επάνω ορόφους. Θα άκουγε επομένως οποιονδήποτε τύχαινε να κατεβεί, πολύ πριν εμφανιστεί μπροστά του. Ασανσέρ δεν υπήρχε. Δεν θα είχε λοιπόν ν' ανησυχεί μήπως άνοιγαν ξαφνικά οι πόρτες του στο χολ κι εμφανιζόταν ένας ανεπιθύμητος αυτόπτης μάρτυρας.
Δυο διαμερίσματα στο ισόγειο -ένα στα δεξιά, ένα στ' αριστερά. Ο Τζούνιορ πήγε στο δεξιό, στο διαμέρισμα 1, όπου είχε δει πριν από λίγη ώρα ν' ανάβουν τα φώτα πίσω από τα παράθυρα με τις ανοιχτόχρωμες κουρτίνες. Ο Γουόλι Λίπσκομπ πάρκαρε το αυτοκίνητο στο γκαράζ, έσβησε τη μηχανή κι έκανε να βγει από την Μπιούικ, όταν πρόσεξε ξαφνικά ότι η Σελεστίνα είχε ξεχάσει το τσαντάκι της πάνω στο κάθισμα. Μέσα στην έξαψη και τη χαρά για τον αρραβώνα τους, στον ενθουσιασμό για τη μεγάλη επιτυχία της έκθεσης της Σελεστίνα και με την Έιντζελ γεμάτη ενεργητικότητα παρά την περασμένη ώρα, πάλι καλά που το μόνο που είχε συμβεί ήταν να ξεχαστεί απλώς ένα τσαντάκι. Η Σέλι το είχε αποκαλέσει μελετημένη χορογραφία, αλλά ο Γουόλι θα έλεγε ότι αυτό που τώρα τους συνέβαινε αποτελούσε μια στιγμιαία τάξη στο χάος -σ' αυτό το υπέροχο, ονειρεμένο, εξουθενωτικό, γεμάτο χαρές κι απρόοπτα χάος μιας ζωής που έμελλε να είναι γεμάτη αγάπη, ελπίδα και παιδιά, και που ο ίδιος δεν θα την άλλαζε ούτε για τη γαλήνη όλου του κόσμου. Χωρίς στεναγμούς ή παράπονα, θα γύριζε πίσω με τα πόδια να δώσει στη Σελεστίνα το τσαντάκι της. Δεν ήταν αγγαρεία γι' αυτόν, ούτε πρόβλημα· στην πραγματικότητα, θα ήταν μια ευκαιρία για άλλη μια καληνύχτα κι ένα γλυκό φιλί. Έ ν α κομοδίνο, δυο συρτάρια. Στο πάνω συρτάρι, εκτός από τα αναμενόμενα αντικείμενα, ο Τομ Βανάντιουμ βρήκε την μπροσούρα μιας γκαλερί για μια έκθεση ζωγραφικής. Στο φως του φακού του, το όνομα Σελεστίνα Γουάιτ έλαμψε σαν να ήταν τυπωμένο με φωσφορίζοντα γράμματα. Τον Ιανουάριο του '65, ενώ ο Βανάντιουμ βρισκόταν στον πρώτο μήνα του κώματος που έμελλε να διαρκέσει άλλους εφτά, ο Ίνοχ Κάιν είχε απευθυνθεί στον Νόλι προκειμένου να εντοπίσει το μωρό της Σεραφείμ. Όταν το έμαθε αυτό ο
Βανάντιουμ από τον Μάγκιουσον, πολλούς μήνες αργότερα, συμπέρανε ότι ο Κάιν είχε ακούσει το μαγνητοφωνημένο μήνυμα του Μαξ Μπελίνι στον αυτόματο τηλεφωνητή του, το είχε συνδέσει με την πληροφορία για το θάνατο της Σεραφείμ σε «δυστύχημα» και είχε βαλθεί ν' ανακαλύψει το παιδί, επειδή προφανώς ήξερε ότι ήταν δικό του - κ ι αυτή ήταν η μόνη λογική εξήγηση για το ενδιαφέρον του. Αργότερα, στις αρχές του '66, όταν ο Βανάντιουμ είχε συνέλθει πια εντελώς από το κώμα και ήταν σε θέση να δεχτεί επισκέπτες, είχε περάσει μια πάρα πολύ δύσκολη ώρα με τον παλιό του φίλο, τον αιδεσιμότατο Χάρισον Γουάιτ. Από σεβασμό στη μνήμη της κόρης του, κι όχι επειδή ήθελε να διαφυλάξει το κύρος του ως ιερέα, ο Χάρισον είχε αρνηθεί να παραδεχτεί τόσο ότι η Σεραφείμ είχε μείνει έγκυος όσο και ότι είχε πέσει θύμα βιασμού, παρ' όλο που ο Μπελίνι είχε επιβεβαιώσει το ζήτημα της εγκυμοσύνης και πίστευε, με βάση την πείρα του ως αστυνομικού, ότι ήταν συνέπεια βιασμού. Ο αιδεσιμότατος Χάρισον είχε τηρήσει την εξής στάση: η Σεραφείμ είχε χαθεί, δεν είχε νόημα να ξύνουν παλιές πληγές και, ακόμη κι αν κάποιος της είχε κάνει κακό, χρέος του κάθε καλού χριστιανού είναι να συγχωρεί, αν όχι να ξεχνάει και να εμπιστεύεται τον Θεό που ξέρει ν' αποδίδει δικαιοσύνη. Ο Χάρισον ήταν βαπτιστής, ο Βανάντιουμ καθολικός και παρ' όλο που προσέγγιζαν την ίδια πίστη από διαφορετικές οπτικές γωνίες, δεν την προσέγγιζαν από άλλο πλανήτη - α ν και ο Βανάντιουμ αυτή την εντύπωση είχε στο τέλος εκείνης της κουβέντας τους. Ή τ α ν αλήθεια πως θα ήταν δύσκολο να προσαχθεί σε δίκη και να καταδικαστεί ο Κάιν για το βιασμό της Φίμι, πολύ μετά το θάνατο της και χωρίς την προσωπική μαρτυρία της στο δικαστήριο. Ή τ α ν επίσης αλήθεια, δυστυχώς, ότι η διερεύνηση της πιθανότητας να είναι ο Κάιν ο βιαστής της Φίμι θα έξυνε παλιές πληγές στην οικογένεια Γουάιτ χωρίς κανένα φανερό όφελος. Παρ' όλα αυτά, το να επαφίεται κανείς αποκλειστικά στη Θεία Δίκη έμοιαζε αφελές, αν όχι ηθικά απαράδεκτο. Ο Βανάντιουμ κατανοούσε τον πόνο του φίλου του και καταλάβαινε ότι η οδύνη για το θάνατο ενός παιδιού είναι
ικανή να κάνει ακόμη και τον πιο δυνατό άντρα να ενεργεί με το συναίσθημα κι όχι με τη λογική. Γι' αυτό είχε αποδεχτεί την επιθυμία του Χάρισον να μείνουν τα πράγματα όπως είχαν. Κι όταν πέρασε καιρός και το σκέφτηκε καλά, αποφάσισε τελικά ότι ο Χάρισαν εμπιστευόταν απόλυτα τον Θεό στον οποίο πίστευε, ενώ ο ίδιος θα ένιωθε μια ζωή πιο άνετα με τη στολή του αστυνομικού παρά με το ράσο. Την ημέρα που ο Βανάντιουμ είχε παρακολουθήσει την κηδεία της Σεραφείμ και είχε περάσει στη συνέχεια από τον τάφο της Ναόμι για να προκαλέσει τον Κάιν, του είχε ήδη γεννηθεί η υποψία ότι η Σεραφείμ δεν είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα-δεν του είχε περάσει ούτε στιγμή όμως από το μυαλό ότι ο θάνατος της θα μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση με το συζυγοκτόνο Κάιν. Τώρα, η μπροσούρα της γκαλερί στο συρτάρι του κομοδίνου έμοιαζε να αποτελεί άλλη μια έμμεση απόδειξη της ενοχής του. Η μπροσούρα ανησύχησε τον Βανάντιουμ και για έναν άλλο λόγο. Προφανώς, ο Κάιν, αφού είχε καταλήξει σε αδιέξοδο με τον Νόλι, είχε ανακαλύψει στη συνέχεια από μόνος του ότι το παιδί της Σεραφείμ το είχε πάρει τελικά η Σελεστίνα να το μεγαλώσει. Για κάποιο λόγο, ο εννιαδάκτυλος κακούργος πίστευε αρχικά πως το μωρό ήταν αγοράκι. Τώρα που είχε εντοπίσει τη Σελεστίνα, όμως, θα είχε καταλάβει πια ότι είχε κάνει λάθος. Το γιατί ο Κάιν, έστω πι αν ήταν ο πατέρας, ενδιαφερόταν για το κοριτσάκι της Σεραφείμ αποτελούσε μυστήριο για τον Τόμας Βανάντιουμ. Αυτός ο τρομακτικά κενός κι αδίστακτος άνθρωπος ήταν απόλυτα απορροφημένος από τον εαυτό του, δεν είχε ιερό ούτε όσιο. Έννοιες όπως η πατρότητα δεν σήμαιναν γι' αυτόν το παραμικρό και σίγουρα δεν αισθανόταν καμιά υποχρέωση προς το παιδί, που ήταν ο καρπός της σεξουαλικής κακοποίησης της Φίμι. Ί σ ω ς η επιμονή του να βρει το παιδί να πήγαζε από απλή περιέργεια, από επιθυμία να δει πώς ήταν το παιδί του. Αν όμως κρυβόταν κάποιο άλλο κίνητρο πίσω από το ενδιαφέρον του, αυτό σίγουρα δεν θα ήταν αγαθό. Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του, ο Κάιν μελλοντικά θα αποδεικνυόταν ένας
μπελάς για τη Σελεστίνα και το κοριτσάκι της και, πιθανότατα, ένας κίνδυνος. Επειδή ο Χάρισον, από καλή πρόθεση, δεν είχε θελήσει να ξύσει παλιές πληγές, ο Κάιν θα μπορούσε να εμφανιστεί στη Σελεστίνα οποιαδήποτε στιγμή, οπουδήποτε, χωρίς εκείνη να ξέρει ότι έχει να κάνει με το βιαστή της αδερφής της. Για τη Σελεστίνα, ο Κάιν ήταν παντελώς άγνωστος. Τώρα ο Κάιν την είχε εντοπίσει, ενδιαφερόταν για κείνη. Ί σ ω ς η εξέλιξη αυτή να έπειθε τον Χάρισον ν' αναθεωρήσει την άποψη του. Κρατώντας την μπροσούρα, ο Βανάντιουμ επέστρεψε στο μπάνιο, άναψε το φως κι έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός τα κόκκινα γράμματα και τον μαχαιρωμένο τοίχο. Το ένστικτο αλλά και η λογική τού έλεγαν άτι πρέπει να υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα σ' αυτό το άγνωστο πρόσωπο, τον Μπαρθόλομιου, και τη Σελεστίνα. Το ίδιο πρόσωπο είχε τρομάξει τον Κάιν στον ύπνο του, την προότη του νύχτα στο νοσοκομείο μετά τη δολοφονία της Ναόμι, και ο Βανάντιουμ είχε χρησιμοποιήσει ενστικτωδώς αυτό το όνομα στον ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του Κάιν, χωρίς να γνωρίζει τη σημασία του για τον αντίπαλο. Όμως, παρ' όλο που ήταν απόλυτα σίγουρος ότι υπήρχε σχέση, αδυνατούσε να εντοπίσει τον συνδετικό κρίκο. Του έλειπε κάποια κρίσιμη πληροφορία. Στο φως του μπάνιου μελέτησε την μπροσούρα της γκαλερί και είδε τη φωτογραφία της Σελεστίνα στην πίσω σελίδα. Χωρίς να είναι σαν δίδυμες, η ομοιότητα της με τη νεκρή αδερφή της ήταν εντυπωσιακή. Αν ο Κάιν είχε βρει ελκυστική τη μια αδερφή, σίγουρα θα έβρισκε ελκυστική και την άλλη. Και ίσως τα δύο κορίτσια να είχαν κάτι κοινό, κάτι ιδιαίτερο, που να τον έλκυε ακόμη περισσότερο. Αθωότητα ίσως, ή καλοσύνη. Τροφή των δαιμόνων και τα δύο. Ο τίτλος της έκθεσης ήταν: «Μια Μοναδική Μέρα». Ο Βανάντιουμ ένιωσε μια δυνατή ταραχή που κατέληξε σε ανατριχίλα. Φυσικά, είχε ακούσει το συγκεκριμένο κήρυγμα του αιδεσιμότατου Γουάιτ. Θυμόταν πολύ καλά το παράδειγμα του
Βαρθολομαίου και το κεντρικό νόημα του κηρύγματος, που ήταν η αλυσιδωτή αντίδραση μιας πράξης στις ζωές όλων των ανθρώπων, την άποψη ότι μια ασήμαντη πράξη καλοσύνης μπορεί να εμπνεύσει πολύ μεγαλύτερες και σημαντικότερες ευεργεσίες, σε ζωές πολύ μακρινές ως προς τον τόπο ή το χρόνο, σε ανθρώπους που ίσως να μη γνωρίσουμε ποτέ. Ο Βανάντιουμ δεν είχε συνδέσει ποτέ ως τώρα τον Μπαρθόλομιου-εφιάλτη του Ί ν ο χ Κάιν με τον Βαρθολομαίο-πρότυπο στο κήρυγμα του Χάρισον Γουάιτ, που είχε μεταδοθεί για πρώτη φορά από το ραδιόφωνο το Δεκέμβριο του '64, ένα μήνα πριν από τη δολοφονία της Ναόμι, και είχε αναμεταδοθεί τον Ιανουάριο του '65. Ακόμη και τώρα, όμως, έχοντας το ν Μπαρθόλομιου γραμμένο με αίμα και χτυπημένο με μαχαίρι στον τοίχο μπροστά του και τη Μια Μοναδική Μέρα στην μπροσούρα στο χέρι του, ο Βανάντιουμ και πάλι δεν μπορούσε να κάνει τη σύνδεση. Έβαλε τα δυνατά του να συνδέσει τα δυο κομμάτια της σπασμένης αλυσίδας των στοιχείων που είχε στα χέρια του, αλλά δεν κατάφερε να ανακαλύψει τον συνδετικό κρίκο. Εκείνο που είδε στη συνέχεια στην μπροσούρα, αν και δεν ήταν ο συνδετικός κρίκος που έψαχνε, τον τάραξε τόσο πολύ, που άρχισε να τρέμει. Η δεξίωση των εγκαινίων της έκθεσης της Σελεστίνα ήταν απόψε και είχε τελειώσει πριν από τρεις ώρες και κάτι. Σύμπτωση. Τίποτα περισσότερο. Μια απλή σύμπτωση. Αλλά τόσο η θρησκεία όσο και η κβαντική φυσική διατείνονται ότι τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Σύμπτωση είναι το αποτέλεσμα σχεδιασμού και σκοπού μιας ανώτερης δύναμης, ή η περίεργη τάξη που προκύπτει από την ύπαρξη του χάους. Διαλέγεις και παίρνεις. Ή , αν προτιμάς, μπορείς να πιστέψεις ότι είναι ένα και το αυτό. Άρα, συμπτώσεις δεν υπάρχουν. Ό λ α αυτά τα χτυπήματα στον τοίχο. Πληγές. Μαχαιριές. Πόσος θυμός χρειάστηκε για να γίνουν! Βαλίτσες που έλειπαν. Ρούχα επίσης. Θα μπορούσαν να σημαίνουν απλώς ότι ο κάτοχος τους έφυγε για μια εκδρομή το Σαββατοκύριακο. Γράφεις στον τοίχο ένα όνομα με το αίμα σου, παίζεις το
Ψνχώ, βάζοντας έναν τοίχο στη θέση της Τζάνετ Λη, και ύστερα πετάγεσαι με το αεροπλάνο ως το Ρίνο για ένα διήμερο στη ρουλέτα, ξεφάντωμα ως το πρωί και τρελό φαγοπότι. Μάλλον απίθανο. Ο Βανάντιουμ έτρεξε πίσω στην κρεβατοκάμαρα κι άναψε τη λάμπα στο κομοδίνο, χωρίς να νοιάζεται πια μήπως φανεί το φως από το δρόμο. Οι πίνακες που έλειπαν. Τα άπαντα του Ζεντ που έλειπαν. Αυτά τα πράγματα δεν τα παίρνει κανείς μαζί του για ένα Σαββατοκύριακο στο Ρίνο. Τέτοια πράγματα τα παίρνει μαζί του όποιος δεν σκέφτεται να ξαναγυρίσει. Π α ρ ά την περασμένη ώρα, ο Βανάντιουμ τηλεφώνησε στον Μαξ Μπελίνι, στο σπίτι του. Με τον Μπελίνι ήταν σχεδόν τριάντα χρόνια φίλοι, από τότε που εκείνος ήταν νεοδιορισμένος στην Αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο κι ο Βανάντιουμ νεαρός ιερέας, τοποθετημένος στο Ορφανοτροφείο Σαν Ανσέλμο. Πριν επιλέξει την αστυνομία, ο Μπελίνι είχε σκεφτεί κι αυτός την ιεροσύνη, αλλά και είχε διαγνώσει, από τόσο παλιά, ότι ο φίλος του ο Τόμας διέθετε αστυνομικό δαιμόνιο. Ό τ α ν ο Μαξ απάντησε στο τηλέφωνο, ο Βανάντιουμ ξεφύσηξε ανακουφισμένος στο ακουστικό μ' ένα ηχηρότατο ουφ κι άρχισε να μιλάει ενώ ξανάπαιρνε ανάσα. «Μαξ, εγώ είμαι, ο Τομ, και μόλις τώρα πήρα την τρομάρα της ζωής μου με μια πολΰ βρόμικη υπόθεση, αλλά εσύ μπορείς να κάνεις κάτι και πρέπει να το κάνεις αμέσως». «Εσύ δεν παίρνεις τρομάρες», είπε ο Μαξ. «Συνήθως τις δίνεις στους άλλους. Πες μου τι τρέχει». Δύο κλειδαριές ασφαλείας. Αποτελεσματική προστασία από τον μέσο διαρρήκτη ή κακοποιό, αλλά ανεπαρκής για να αποτρέψει έναν αυτοβελτιωμένο άντρα με σωστά διοχετευμένο θυμό. Ο Τζούνιορ κράτησε το όπλο με το σιγαστήρα κάτω από την αριστερή μασχάλη του, ελευθερώνοντας έτσι και τα δυο του χέρια για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει το αυτόματο πασπαρτού.
Αισθάνθηκε ξανά μια ελαφριά ζάλη. Αυτή τη φορά όμως ήξερε το γιατί. Ετοιμαζόταν να σπάσει το κουκούλι τής μέχρι τώρα ζωής του, πίεζε τα τοιχώματα κι ετοιμαζόταν να αναδυθεί με καινούρια, καλύτερη μορφή. Ως τώρα ήταν μια χρυσαλλίδα, κρυμμένη στο κουκούλι του φόβου και της σύγχυσης, αλλά ετοιμαζόταν να γίνει πανέμορφη πεταλούδα, γιατί είχε χρησιμοποιήσει σωστά τη δύναμη του θυμού του για να εξελιχθεί και να βελτιώσει τον εαυτό του. Ό τ α ν θα πέθαινε ο Μπαρθόλομιου, ο Κάιν Τζούνιορ θα άνοιγε επιτέλους τα φτερά του και θα πετούσε. Κόλλησε το αυτί του στην πόρτα κρατώντας την ανάσα του, κι όταν δεν άκουσε τίποτα καταπιάστηκε με την πρώτη από τις δύο κλειδαριές. Έ χ ω σ ε την περόνη του ειδικού πιστολιού στην τρύπα που μπαίνει το κλειδί. Τώρα υπήρχε κίνδυνος να κάνει κάποιο θόρυβο και ν' ακουστεί. Τράβηξε τη σκανδάλη. Το ενσωματωμένο ατσάλινο ελατήριο του εργαλείου έκανε την περόνη να τιναχτεί προς τα επάνω κι εμπρός και να σφηνώσει στις οδοντώσεις της κλειδαριάς. Το χτύπημα του επικρουστήρα στο ελατήριο και το κλικ της περόνης στον αυχένα της κλειδαριάς ήταν μικροί ήχοι, αλλά, αν στεκόταν κάποιος κοντά στην πόρτα στο εσωτερικό του σπιτιού, ήταν πολύ πιθανό να τους έχει ακούσει. Σε περίπτωση όμως.που βρισκόταν έστω και ένα δωμάτιο πιο κει, ήταν αδύνατο να αντιληφθεί το παραμικρό. Δεν απασφάλιζαν όλες οι κλειδαριές με ένα μόνο τράβηγμα της σκανδάλης. Τρία τραβήγματα ήταν το μίνιμουμ, ενώ συχνά χρειάζονταν μέχρι και έξι, ανάλογα με το είδος της κλειδαριάς. Ο Τζούνιορ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το εργαλείο από τρεις φορές στην κάθε κλειδαριά πριν δοκιμάσει το πόμολο. Ό σ ο λιγότερο θόρυβο έκανε, τόσο το καλύτερο. Ί σ ω ς η τύχη να ήταν με το μέρος του αυτή τη φορά. Τικ, τικ, τικ. Τικ, τικ, τικ. Γύρισε το πόμολο. Η πόρτα υποχώρησε προς τα μέσα, αλλά ο Τζούνιορ την άφησε ν' ανοίξει μόνο μια χαραμάδα. Ο πλήρως εξελιγμένος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την τύχη ποτέ, διδάσκει ο Ζεντ, γιατί την τύχη του τη φτιάχνει ο
ίδιος και μπορεί να βασίζεται απόλυτα σ' αυτή χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια κανενός θεοΰ. Ο Τζούνιορ έχωσε το εργαλείο στην τσέπη του δερμάτινου σακακιού του. Το αληθινό πιστόλι, στο δεξί του χέρι τώρα και πάλι, γεμάτο με δέκα σφαίρες, φάνταζε σαν θανατηφόρο όπλο με υπερφυσική δύναμη, καταστροφική για τον Μπαρθόλομιου: ό,τι ήταν ο σταυρός για τον Δράκουλα, το αγίασμα για το δαίμονα, ο κρυπτονίτης για τον Σούπερμαν. Ό σ ο κόκκινη είχε γίνει η Έιντζελ για τη βραδινή της έξοδο, τόσο κίτρινη έγινε τώρα για να πέσει για ύπνο στο σπίτι της. Κατακίτρινες βαμβακερές πιτζάμες. Κίτρινα καλτσάκια. Κίτρινος πάνινος φιόγκος στα σγουρά μαλλιά, που της τον είχε δέσει η Σελεστίνα κατ' απαίτηση της μικρής. Αυτή η ιστορία με τους φιόγκους είχε ξεκινήσει πριν από κάνα δυο μήνες. Η Έιντζελ είχε δηλώσει ότι ήθελε να είναι όμορφη στον ύπνο της, για την περίπτωση που θα γνώριζε κάποιον ωραίο πρίγκιπα στο όνειρο της. «Κίτρινο, κίτρινο, κίτρινο, κίτρινο», είπε με ικανοποίηση η Έιντζελ, επιθειορο5ντας την εμφάνισή της στον ολόσωμο καθρέφτη πάνω στο φύλλο της ντουλάπας. «Η μικρή μου καραμελίτσα», είπε η Σελεστίνα. «Θα ονειρευτώ μωρά κοτοπουλάκια», της εξήγησε η Έιντζελ. «Αν δουν ότι είμαι ολοκίτρινη, θα νομίσουν πως είμαι σαν κι αυτά». «Μπορείς να ονειρευτείς και μπανάνες», πρότεινε η Σελεστίνα, τακτοποιώντας το πάπλωμα στο κρεβάτι. «Δε θέλω να είμαι μπανάνα». Επειδή έβλεπε πού και πού άσχημα όνειρα, η Έιντζελ ήθελε καμιά φορά να κοιμάται στο κρεβάτι της μαμάς της κι όχι στο δικό της δωμάτιο -και η αποψινή νύχτα ήταν μια απ' αυτές. «Γιατί θέλεις να είσαι κοτοπουλάκι;» «Γιατί δεν ήμουν ποτέ. Μαμά, εσύ κι ο θείος Γουόλι είστε παντρεμένοι τώρα;» Η Σελεστίνα έμεινε άναυδη. «Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;»
«Αφού έχεις ένα δαχτυλίδι σαν της κυρίας Μάλερ». Προικισμένη με σπάνια και οξυτάτη παρατηρητικότητα, η Έιντζελ αντιλαμβανόταν αμέσως και την ελάχιστη αλλαγή στο περιβάλλον της. Το αστραφτερό δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού της Σελεστίνα είχε τραβήξει εύκολα την προσοχή της. «Σου έδωσε και ζουμερό φιλί», πρόσθεσε η Έιντζελ, «όπως αυτά που δίνουν στα έργα». «Αστυνομικίνα μου εσύ!» «Θ' αλλάξω το όνομά μου τιάρα, μαμά;» «Μπορεί». «Θα με λένε Έιντζελ Γουόλι;» «Έιντζελ Λίπσκομπ, αν και δεν ακούγεται τόσο καλά όσο το Έιντζελ Γουάιτ, δε συμφωνείς;» «Εγώ θέλω να με λένε Έιντζελ Γουόλι». «Αυτό δε γίνεται. Έ λ α τώρα, πέσε να κοιμηθείς». Η Έιντζελ χώθηκε, πετάρισε και φτερούγισε σαν κοτοπουλάκι στο κρεβάτι της μαμάς της.
Ο Μπαρθόλομιου ήταν ήδη νεκρός κι ας μην το ήξερε. Με το πιστόλι στο χέρι και το κουκούλι σπασμένο, έτοιμος πια ν' απλώσει σαν πεταλούδα τα φτερά του, ο Τζούνιορ έσπρωξε μαλακά την πόρτα του διαμερίσματος προς τα μέσα και είδε ένα έρημο καθιστικό, όμορφα επιπλωμένο και διακριτικά φωτισμένο. Μόλις έκανε να δρασκελίσει το κατώφλι, άνοιξε η εξώπορτα του κτιρίου και μπήκε μέσα ο Ίκαμποντ. Ο τύπος κρατούσε ένα γυναικείο τσαντάκι -ό,τι κι αν σήμαινε αυτό- και είχε στο πρόσωπο του ένα χαζό χαμόγελο, αλλά η έκφρασή του άλλαξε απότομα μόλις είδε τον Τζούνιορ. Να το ξανά το μισητό παρελθόν, να επιστρέφει εκεί που αυτός νόμιζε ότι το είχε ξεφορτωθεί οριστικά. Αυτός ο ψηλός ξερακιανός κόπανος, αυτός ο προστάτης του Μπαρθόλομιου που χούφτωνε τη Σελεστίνα, είχε φύγει με το αυτοκίνητο, είχε γυρίσει σπίτι του, αλλά δεν έλεγε να μείνει στο παρελθόν όπου ανήκε, παρά άνοιγε το στόμα του να πει
Ποιος είσαι εσύ, ή να φωνάξει για βοήθεια, γι' αυτό κι ο Τζούνιορ τον πυροβόλησε τρεις φορές.
Η Σελεστίνα σκέπασε καλά την Έιντζελ για τη νύχτα και τη ρώτησε: «Θα σου άρεσε να γίνει μπαμπάς σου ο Γουόλι;» «Θα ήταν τέλειο». « Έ τ σ ι νομίζω κι εγώ». «Εγώ ποτέ δεν είχα μπαμπά». «Άξιζε όμως να περιμένεις για να έχεις τον Γουόλι, έτσι δεν είναι;» «Τώρα θα πάμε να μείνουμε στο σπίτι του;» «Έτσι γίνεται συνήθως». «Θα φΰγει η κυρία Όρνγουολ;» «Κάποιος θα πρέπει να φροντίζει για το νοικοκυριό». «Αν φΰγει, θα μου το φτιάχνεις εσΰ το τυρί». Ο σιγαστήρας δεν έκανε το όπλο εντελώς αθόρυβο, αλλά οι τρεις απανωτοί πυροβολισμοί, σαν τρία μικρά βηξίματα από στόμα που το έφραζε ένα χέρι, δεν πρέπει να ακούστηκαν πέρα από το διάδρομο του ισογείου. Η πρώτη σφαίρα βρήκε τον Ίκαμποντ στο πόδι, γιατί ο Τζούνιορ πυροβόλησε ενώ σήκωνε το όπλο, αλλά οι δυο επόμενες τον χτύπησαν στον κορμό. Καθόλου άσχημα για ερασιτέχνη σκοπευτή, παρ' όλο που η απόσταση από το στόχο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρή. Ο Τζούνιορ αποφάσισε ότι, αν το ελάττωμα στο πόδι του δεν τον είχε εμποδίσει να πάει στο Βιετνάμ, θα είχε αποδειχτεί εξαιρετικός στρατιώτης. Σφίγγοντας το τσαντάκι σαν να μην ήθελε να το αποχωριστεί ούτε στο θάνατο, ο τύπος έπεσε -σωριάστηκε σαν σακί κι έμεινε εντελώς ακίνητος. Είχε πέσει χωρίς ούτε μια κραυγή τρόμου, χωρίς ούτε μια κραυγή πόνου, κάνοντας τόσο λίγο θόρυβο, που ο Τζούνιορ ήθελε να τον φιλήσει γι' αυτό - α ν και ο Τζούνιορ ποτέ δεν φιλούσε άντρες, ούτε ζωντανούς ούτε νεκρούς, εκτός από μια φορά που ένας άντρας ντυμέ-
νος γυναίκα τον είχε ξεγελάσει κι άλλη μια που ένας νεκρός πιανίστας τον είχε γλείψει στο μάγουλο. Με φωνή ζωηρή σαν το νυχτερινό της ντύσιμο, η κίτρινη Έιντζελ, το κοτοπουλάκι, ανασήκωσε το κεφάλι της από το μαξιλάρι και ρώτησε τη μαμά της: «Θα κάνετε και γάμο;» « Έ ν α ν υπέροχο γάμο», της υποσχέθηκε η Σελεστίνα, που εκείνη τη στιγμή έβγαζε ένα ζευγάρι πιτζάμες από το συρτάρι της. Η Έιντζελ χασμουρήθηκε επιτέλους. «Και τούρτα;» «Στους γάμους πάντα υπάρχει και τούρτα». «Μ' αρέσουν οι τούρτες. Και τά σκυλάκια». Η Σελεστίνα άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της. «Παραδοσιακά, τα σκυλάκια δεν παίζουν κανένα ρόλο στους γάμους». Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. «Δεν είμαστε πιτσαρία», είπε η Έιντζελ, γιατί τον τελευταίο καιρό είχαν δεχτεί μερικά λάθος τηλεφωνήματα από πελάτες που καλούσαν μια πιτσαρία, της οποίας ο αριθμός διέφερε κατά ένα μόνο ψηφίο από τον δικό τους. Η Σελεστίνα άρπαξε το ακουστικό πριν χτυπήσει και δεύτερη φορά. «Εμπρός;» «Η δεσποινίς Γουάιτ;» «Μάλιστα». «Είμαι ο ντετέκτιβ Μπελίνι, από την Αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο. Είναι όλα καλά εκεί;» «Καλά; Ναι. Τι...» «Είναι κανένας άλλος μαζί σας;» «Το κοριτσάκι μου», είπε η Σελεστίνα και τότε μόνο σκέφτηκε, πολύ αργά, ότι αυτός που τηλεφωνούσε μπορεί να μην ήταν αστυνομικός, αλλά κάποιος που ήθελε να μάθει αν εκείνη και η κόρη της ήταν μόνες στο σπίτι. «Δε θέλω να ταραχτείτε, δεσποινίς Γουάιτ, αλλά ένα περιπολικό κατευθύνεται ήδη προς το σπίτι σας». Ξαφνικά, η Σελεστίνα πίστεψε ότι ο Μπελίνι ήταν πράγματι αστυνομικός, όχι μόνο επειδή η φωνή του διέθετε το κύρος της εξουσίας, αλλά επειδή η καρδιά της της έλεγε ότι
είχε φτάσει η ώρα, ότι ο κίνδυνος που πάντα την απειλούσε τώρα ήταν πραγματικός: ο άγνωστος, αδίστακτος άνθρωπος για τον οποίο η Φίμι την είχε προειδοποιήσει πριν από τρία χρόνια την είχε ανακαλύψει. «Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι σας καταδιώκει ο άνθρωπος που είχε βιάσει την αδερφή σας». Θα ερχόταν. Η Σελεστίνα το ήξερε. Πάντα το ήξερε, αλλά το είχε απωθήσει. Η Έιντζελ ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί κι εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητάς της ζούσε κάτω από μια απειλή, όπως τα νεογέννητα της Βηθλεέμ ζούσαν κάτω από την απειλή της διαταγής του βασιλιά Ηρώδη. Πριν από τρία χρόνια, η Σελεστίνα είχε διακρίνει φευγαλέα ένα περίπλοκο και μυστηριώδες μοτίβο σ' αυτή την ιστορία και, με το μάτι του καλλιτέχνη, της είχε φανεί ότι η συμμετρία απαιτούσε αργά ή γρήγορα την εμφάνιση και του πατέρα για να ολοκληρωθεί το άγνωστο σχέδιο. «Είναι κλειδωμένες οι πόρτες σας;» ρώτησε ο Μπελίνι. « Έ χ ω μόνο μία, κεντρική. Ναι. Είναι κλειδωμένη». «Πού βρίσκεστε τώρα;» «Στην κρεβατοκάμαρα μου». «Η κόρη σας πού είναι;» «Εδώ, μαζί μου». Η Έιντζελ είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι, απόλυτα ξύπνια και λαμπερά κίτρινη. «Κλειδώνει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας;» ρώτησε ο Μπελίνι. «Όχι αποτελεσματικά». «Κλειδώστε την, έτσι κι αλλιώς. Και μην κλείσετε το τηλέφωνο. Μείνετε στη γραμμή μέχρι να φτάσει το περιπολικό».
Ο Τζούνιορ δεν μπορούσε ν' αφήσει το πτώμα στο διάδρομο της πολυκατοικίας, αν ήθελε να του μείνει κάποιος χρόνος να το γλεντήσει με τη Σελεστίνα. Τα επακόλουθα έχουν μια τάση ν' αποκαλύπτονται, συχνά την πιο ακατάλληλη στιγμή, όπως συμβαίνει πάντα στις ταινίες ή στα μυθιστορήματα κι όπως είχε διαπιστώσει κι ο
ίδιος από προσωπική εμπειρία. Η αποκάλυψη φέρνει αμέσως στο προσκήνιο τους αστυνομικούς, που καταφτάνουν φουριόζοι με σειρήνες, όπλα και διάφορα, γιατί αυτά τα καθάρματα είναι τα πιο προσηλωμένα στο παρελθόν πλάσματα της γης κι εντελώς απορροφημένα από την ενασχόληση τους με τα επακόλουθα. Ο Τζούνιορ έχωσε το περίστροφο στη ζώνη του παντελονιού του, άρπαξε τον Ίκαμποντ από τα πόδια και τον έσυρε προς την πόρτα του διαμερίσματος 1. Άφηνε πίσω του δυο φαρδιές κορδέλες αίματος. Δεν ήταν λίμνες αίματος, ήταν απλώς πασαλείμματα που θα μπορούσε να τα σκουπίσει εύκολα, όταν θα είχε χώσει το πτώμα μέσα στο διαμέρισμα, αλλά η θέα τους τον έκανε έξαλλο. Βρισκόταν εκεί για να κλείσει το ανοιχτό ζήτημα του Σπρους Χιλς, για να ελευθερωθεί από το εκδικητικό πνεύμα του Βανάντιουμ, για να καλυτερέψει τη ζωή του και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σ' ένα λαμπρό, καινούριο μέλλον. Δεν βρισκόταν εκεί για να κάνει την καθαρίστρια της πολυκατοικίας, διάβολε! Το καλώδιο του τηλεφώνου δεν ήταν αρκετά μακρύ για να μπορέσει η Σελεστίνα να μην το αφήσει από το χέρι της, οπότε ακούμπησε το ακουστικό δίπλα στη συσκευή, πάνω στο κομοδίνο. «Τι είναι, μαμά;» ρώτησε η Έιντζελ. «Σώπα, μωρό μου», ψιθύρισε η Σελεστίνα καθώς διέσχιζε την κρεβατοκάμαρα προς την πόρτα, που ήταν μισάνοιχτη. Ό λ α τα παράθυρα του διαμερίσματος ήταν ασφαλισμένα. Αυτό το ήξερε με σιγουριά. Ή ξ ε ρ ε επίσης ότι και η πόρτα ήταν διπλοκλειδωμένη, γιατί ο Γουόλι περίμενε ν' ακούσει και τις δυο κλειδαριές ν' ασφαλίζουν πριν φύγει για το σπίτι του. Παρ' όλα αυτά, η Σελεστίνα βγήκε στο διάδρομο, όπου το φως δεν ήταν αναμμένο, προσπέρασε γρήγορα το δωμάτιο της Έιντζελ, έφτασε στην είσοδο του καθιστικού, όπου ήταν αναμμένο ένα μικρό φως... και είδε έναν άντρα να μπαίνει από την εξωτε-
ρική πόρτα, βαδίζοντας ανάποδα και σέρνοντας κάτι, σέρνοντας ένα μακρύ, μεγάλο, βαρύ, σκούρο κάτι, ένα... Ω Θεέ Μεγαλοδύναμε, όχι! Είχε μισομπάσει τον Ίκαμποντ στο διαμέρισμα, τραβώντας τον από τα πόδια, όταν άκουσε ένα πνιχτό «Όχι!» Ο Τζούνιορ κοίταξε πάνω από τον ώμο του, τη στιγμή που η Σελεστίνα έκανε απότομα στροφή και άρχισε να τρέχει προς τα μέσα. Μόλις που πρόλαβε να τη δει καθώς χανόταν στον σκοτεινό διάδρομο. Προσήλωση στο στόχο. Πρώτα να βάλει μέσα τον Ίκαμποντ. Πρώτα δράση, μετά σκέψη. Όχι, όχι. Η σωστή προσήλωση απαιτεί εσωτερική ηρεμία και τέλεια χρήση των ρημάτων: διερευνώ, αναλύω, ταξινομώ προτεραιότητες. Το παλιοθήλυκο, να μην το σκάσει το παλιοθήλυκο! Αργές και βαθιές αναπνοές. Γρήγορη διοχέτευση του εποικοδομητικού θυμού. Έ ν α ς πλήρως εξελιγμένος άνθρωπος είναι ήρεμος και αυτοελεγχόμενος. Κάνε γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! Ξαφνικά, πάρα πολλά από τα τσιτάτα του Ζεντ έμοιαζαν ν' αλληλοσυγκρούονται, ενώ πριν δημιουργούσαν όλα μαζί μια αξιόπιστη φιλοσοφία ζωής και έναν αλάνθαστο οδηγό επιτυχίας. Ακούστηκε μια πόρτα να κλείνει με βρόντο. Ύστερα από ένα σύντομο δισταγμό, συνέπεια έντονης εσωτερικής διαμάχης για το αν έπρεπε πρώτα να δράσει, ή να κάνει σωστή χρήση των ρημάτων, ο Τζούνιορ παράτησε τον Ίκαμποντ στο κατώφλι. Έ π ρ ε π ε πρώτα να πιάσει τη Σελεστίνα, πριν προλάβει η σκύλα να φτάσει σε τηλέφωνο, και μετά να γυρίσει ν' αποτελειώσει τη δουλειά που έκανε.
Η Σελεστίνα κοπάνησε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, έστρεψε το στρογγυλό πόμολο που την κλείδωνε, έσπρωξε τη βαριά συρταριέρα πάνω στην κλειστή πόρτα-απορώντας πού τη βρήκε τόση δύναμη-, και τότε άκουσε την Έιντζελ να μιλάει στο τηλέφωνο. «Η μαμά μου σπρώχνει τα έπιπλα». Η Σελεστίνα άρπαξε το ακουστικό από την Έιντζελ, είπε
στον Μπελίνι, «Είναι κιόλας εδώ», πέταξε το τηλέφωνο στο κρεβάτι, είπε στην Έιντζελ, «Μείνε κοντά μου», έτρεξε στο παράθυρο και τράβηξε απότομα τις κουρτίνες στην άκρη. Πράξε και γίνε κυρίαρχος του παιχνιδιού. Δεν έχει σημασία αν η πράξη στην οποία επιδίδεσαι είναι συνετή ή μάταια, δεν έχει έτσι κι αλλιώς σημασία αν η κοινωνία γενικά πιστεύει ότι αυτό που κάνεις είναι «καλό» ή «κακό». Εφόσον το κάνεις χωρίς ενδοιασμούς, θα είσαι αναπόφευκτα ο κυρίαρχος της δράσης, γιατί ελάχιστοι είναι ικανοί να προσηλωθούν απόλυτα σε μια πράξη, είτε είναι σωστή είτε λαθεμένη, είτε σοφή είτε ανόητη, κι αυτοί που πέφτουν με τα μούτρα σε κάτι είναι πολύ πιθανότερο να τα καταφέρουν, ακόμη κι όταν οι πράξεις τους είναι παράτολμες και ο σκοπός τους βλακώδης. Κάθε άλλο παρά βλακώδης, ο σκοπός του Τζούνιορ ήταν να επιζήσει και να σωθεί, και προσηλώθηκε σ' αυτόν με όλες τις δυνάμεις του, το μυαλό και την ψυχή του. Τρεις πόρτες στον σκοτεινό διάδρομο: μία μισάνοιχτη στα δεξιά, και δύο στ' αριστερά, κλειστές. Πρώτα, η δεξιά. Άνοιγμα με κλοτσιά και δυο πυροβολισμοί ταυτόχρονα, γιατί αυτό μπορεί να ήταν το δωμάτιο της, όπου ίσως φυλούσε κάποιο όπλο. Καθρέφτες έγιναν συντρίμμια: ένας καταρράκτης από σπασμένα γυαλιά να πέφτει πάνω σε κεραμικά πλακάκια, κάνοντας τρομερή φασαρία, ακόμη μεγαλύτερη κι από τους δυο πυροβολισμούς. Με μια γρήγορη ματιά, ο Τζούνιορ διαπίστωσε ότι είχε μπουκάρει σ' ένα άδειο μπάνιο. Πάρα πολλή φασαρία - θα άκουγαν οι γείτονες. Πού χρόνος για έρωτες τώρα! Πάει η ευκαιρία ν' απολαύσει και τη δεύτερη αδερφή! Βρες τη Σελεστίνα, σκότωσε τον Μπαρθόλομιου και φεύγα, φεύγα! Πρώτο δωμάτιο, στα αριστερά. Γρήγορα. Κλοτσιά στην πόρτα. Έ ν α ς μεγάλος σκοτεινός χώρος -όχι μπάνιο αυτή τη φορά. Το πιστόλι προτεταμένο, λαβή σφιγμένη και με τα δυο χέρια. Δυο σφαίρες καλού κακού: μπαμ, μπαμ, πνιχτό βήξιμο, πνιχτό βήξιμο.
Διακόπτης ηλεκτρικού, στ' αριστερά. Δυνατό κεντρικό φως που θαμπώνει τα μάτια. Παιδικό δωμάτιο. Το δωμάτιο του Μπαρθόλομιου. Έ π ι πλα σε ζωηρά χρώματα. Πόστερ με αρκουδάκια στους τοίχους, χρωματιστές κουρτίνες. Κατά περίεργο τρόπο, κούκλες. Πολλές κούκλες. Προφανώς, το μπάσταρδο είχε βγει γυναικωτό, πράγμα που σίγουρα δεν είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Κανείς στο δωμάτιο. Κι αν ήταν κάτω από το κρεβάτι, ή μέσα στην ντουλάπα; Χάσιμο χρόνου να ψάξει τώρα. Το πιθανότερο: η μητέρα και το αγόρι κρύβονταν μαζί, στο τρίτο δωμάτιο. Σβέλτη και ολοκίτρινη, η Έιντζελ έτρεξε κοντά στη μητέρα της κι αρπάχτηκε από το ένα φύλλο της κουρτίνας σαν να σκεφτόταν να κρυφτεί από πίσω του. Το παράθυρο ήταν απ' αυτά με τα πολλά τετράγωνα τζαμάκια, οπότε ήταν αδύνατο να το σπάσουν απλώς και να το σκάσουν. Φαρδύ περβάζι, κάσωμα βαθιά χωμένο στον τοίχο. Δυο μάνταλα στη δεξιά πλευρά - έ ν α ψηλά, ένα χαμηλά. Η σιδερένια μανιβέλα η οποία άνοιγε και τα δυο μάνταλα ταυτόχρονα βρισκόταν πάνω στο περβάζι. Η εσοχή όπου εφάρμοζε ήταν στη βάση της δεξιάς πλευράς του πλαισίου. Η Σελεστίνα έχωσε τη μανιβέλα στην εσοχή. Δεν έμπαινε. Τα χέρια της έτρεμαν. Τα σιδερένια χερούλια, που ελευθέρωναν ένα μάνταλο το καθένα, θα έπρεπε να είναι ευθυγραμμισμένα στον άξονα για να ανοίξουν ταυτόχρονα με τη μανιβέλα. Η Σελεστίνα πάλεψε να τα φέρει σε ευθεία, πάλεψε, πάλεψε. Βοήθεια, Θεέ μου, σε παρακαλώ. Ο μανιακός έριξε κλοτσιά στην πόρτα. Δευτερόλεπτα πριν, είχε μπει με τον ίδιο τρόπο στο δωμάτιο της Έιντζελ, κάνοντας κρότο, μεγάλο κρότο, αλλά ο θόρυβος τώρα ήταν πιο δυνατός, μια κλοτσιά που τράνταξε την πόρτα και που σίγουρα θα ξυπνούσε τους γείτονες.
Η μανιβέλα μπήκε στην εσοχή. Η Σελεστίνα γύριζε, γύριζε το λεβιέ. Που στην ευχή ήταν το περιπολικό; Γιατί δεν ακουγόταν η σειρήνα; Ο μηχανισμός του παραθύρου έτριξε, τα δυο ψηλά μακρόστενα φύλλα άρχισαν ν' ανοίγουν προς τα έξω αργά, πολύ αργά. Ο κρύος αέρας της νύχτας έστειλε μια πυκνή τολύπη από την ομιχλώδη ανάσα του μέσα στο δωμάτιο. Ο μανιακός έριξε κι άλλη μια κλοτσιά, αλλά η πόρτα, φραγμένη από τη βαριά συρταριέρα, δεν υποχώρησε, οπότε την ξανακλότσησε, πιο δυνατά -χωρίς επιτυχία και πάλι. «Γρήγορα», είπε ψιθυριστά η Σελεστίνα. Ο Τζούνιορ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και κάρφωσε δυο σφαίρες πάνω στην κλειδαριά. Η πρώτη έσπασε το χερούλι της πόρτας, αλλά η δεύτερη διαπέρασε την κλειδαριά διαλύοντας ξύλο και μέταλλα, ενώ το μπρούντζινο πόμολο της πόρτας σχεδόν ξεκόλλησε κι έμεινε να κρέμεται. Ο Τζούνιορ έσπρωξε δυνατά την πόρτα, αλλά και πάλι συνάντησε αντίσταση. Προς μεγάλη του έκπληξη, άκουσε τον εαυτό του να βγάζει μια άναρθρη αγριοφωνάρα, που κάθε άλλο παρά αυτοέλεγχο δήλωνε, αλλά που όποιος την άκουγε δεν θα του έμενε η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Τζούνιορ ήταν αποφασισμένος να δράσει και να γίνει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Πυροβόλησε πάλι την κλειδαριά, τράβηξε άλλη μια φορά τη σκανδάλη και διαπίστωσε ότι του είχαν τελειώσει οι σφαίρες. Κανένα πρόβλημα. Οι τσέπες του ήταν γεμάτες. Έ ν α ς αποφασιστικός άντρας δεν θα στεκόταν ποτέ να γεμίσει το όπλο του σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή, που η επιτυχία ή η αποτυχία ίσως να κρινόταν από δευτερόλεπτα. Αυτή θα ήταν η επιλογή ενός άντρα που πρώτα σκέφτεται και μετά περνάει στη δράση, η επιλογή ενός γεννημένου να χάνει. Έ ν α μεγάλο κομμάτι της πόρτας γύρω από το πόμολο είχε καταστραφεί. Το φως από το εσωτερικό του δωματίου τού έδωσε τη δυνατότητα να δει ότι δεν υπήρχε πια κλείδα-
ριά να συγκρατεί την πόρτα. Έσκυψε, κοίταξε μέσα από τη φαρδιά τρΰπα στο ξύλο, είδε την πίσω πλευρά ενός επίπλου που ακουμπούσε στην πόρτα και κατάλαβε αμέσως τη φύση του προβλήματος. Κόλλησε το αριστερό του χέρι στο μηρό του και ρίχτηκε στην πόρτα με όλη του τη δύναμη. Το έπιπλο από την πίσω πλευρά ήταν βαρύ, αλλά υποχώρησε κάνα δυο εκατοστά. Αφού είχε υποχωρήσει λίγο, θα υποχωρούσε κι άλλο, άρα δεν ήταν αμετακίνητο, άρα πες πως ο Τζούνιορ βρισκόταν κιόλας μέσα. Η Σελεστίνα δεν άκουσε πυροβολισμούς, αλλά κατάλαβε αμέσως ότι αυτά που τρύπησαν κι έσπασαν την πόρτα ήταν σφαίρες. Η συρταριέρα, που εκτελούσε και χρέη τουαλέτας, είχε στο επάνω μέρος της έναν καθρέφτη. Η μία από τις σφαίρες διαπέρασε τη ράχη από κοντραπλακέ του επίπλου, έφτιαξε έναν ιστό αράχνης από ραγίσματα στον καθρέφτη και καρφώθηκε στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, τινάζοντας ολόγυρα μια μικρή βροχή από σοβάδες. Ό τ α ν το άνοιγμα ανάμεσα στα δύο φύλλα του παραθύρου έφτασε γύρω στους είκοσι πόντους, η μανιβέλα άρχισε να ρετάρει. Ο μηχανισμός έβγαλε ένα δυσοίωνο, στριγκό ήχο, που ακούστηκε σαν τραυλή ανακοίνωση του προβλήματος: σκου-σκου-σκον-ριά. Και ύστερα κόλλησε για τα καλά. Ούτε η Έιντζελ, ένα τοσοδά αγγελουδάκι, δεν θα χωρούσε να βγει από είκοσι πόντους άνοιγμα. Έ ξ ω στο διάδρομο, ο μανιακός ούρλιαζε από τα νεύρα του. Το σιχαμένο το παράθυρο. Το σιχαμένο, σκουριασμένο παράθυρο. Η Σελεστίνα έστριψε με όλη της τη δύναμη τη μανιβέλα κι αισθάνθηκε κάτι να υποχωρεί λίγο, έστριψε πάλι, και τότε η μανιβέλα πετάχτηκε έξω από την υποδοχή, χτύπησε στο περβάζι κι αναπήδησε. Ούτε αυτή τη φορά άκουσε πυροβολισμούς, αλλά ο χαρακτηριστικός κρότος του ξύλου που σπάει ήταν σίγουρο σημάδι ότι είχαν πέσει άλλες δυο σφαίρες.
Η Σελεστίνα στράφηκε από το παράθυρο, άρπαξε τη μικρή από το χέρι και την έσπρωξε προς το κρεβάτι, ψιθυρίζοντας της: «Μπες από κάτω». Η Έιντζελ δεν ήθελε να μπει, ίσως γιατί ο μπαμπούλας παραφύλαγε κάτω από το κρεβάτι σε κάποιον από τους εφιάλτες της. «Μπες!» επέμεινε άγρια η Σελεστίνα. Τελικά, η Έιντζελ έπεσε κάτω, σύρθηκε κι εξαφανίστηκε πίσω από τα σκεπάσματα που κρέμονταν από τα πλαϊνά του κρεβατιού. Πριν από τρία χρόνια, στο νοσοκομείο Σεντ Μαίρη, έχοντας πρόσφατη την προειδοποίηση της Φίμι στο μυαλό της, η Σελεστίνα είχε ορκιστεί ότι θα ήταν έτοιμη όταν θα ερχόταν να τη βρει το κτήνος -και τώρα που είχε έρθει <5εν ήταν. Ο χρόνος κυλάει, η αίσθηση της απειλής αμβλύνεται, η ζωή έχει πολλές σκοτούρες, σκοτώνεσαι στη δουλειά σαν σερβιτόρα, τελειώνεις στο μεταξύ το κολέγιο, το κοριτσάκι σου γίνεται τόσο σημαντικό στη ζωή σου, τόσο ζωηρό, έξυπνο κι ολοζώντανο, που πιστεύεις ότι θα ζήσει για πάντα - αν μάλιστα έχεις και πατέρα ιερέα, έχεις μάθει να πιστεύεις στη συγχώρηση, στην ειρήνη, και να είσαι σίγουρη ότι οι αγαθοί θα κληρονομήσουν μια μέρα τη γη, κι έτσι για τρία ολόκληρα χρόνια δεν αγοράζεις όπλο, δεν παίρνεις μαθήματα αυτοάμυνας και ναι μεν κάπου ξεχνάς ότι οι μακάριοι αγαθοί που θα κληρονομήσουν τη γη είναι αυτοί που την πατάνε συνήθως, αλλά δεν είναι και τόσο παθητικά αγαθοί που δεν θα υπερασπιστούν καν τον εαυτό τους, γιατί η αποτυχία να αντισταθείς στο κακό είναι αμάρτημα και η εκούσια άρνηση να υπερασπιστείς τη ζωή της μικρής σου κίτρινης καραμελίτσας σίγουρα σου εξασφαλίζει το εισιτήριο για την Κόλαση με το ίδιο εξπρές που οι δουλέμποροι ταξίδεψαν στη δική τους αιώνια δουλεία, που οι υπεύθυνοι του Νταχάου κι ο Στάλιν πέρασαν από τη δύναμη στην τιμωρία. Γι' αυτό λοιπόν τώρα, εδώ, όταν το κτήνος πέφτει πάνω στην πόρτα σου για να τη σπάσει και σπρώχνει το εμπόδιο που του έχεις βάλει και περνάει, τότε εσύ, στον ελάχιστο πολύτιμο χρόνο που σου απομένει, πολεμάς.
*
*
*
Ο Τζούνιορ έσπρωξε την πόρτα, στριμώχτηκε στο άνοιγμα, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και η σκύλα τον χτύπησε με μια καρέκλα. Μια μικρή καρέκλα με συμπαγή πλάτη κι ένα μαξιλαράκι δεμένο στο κάθισμα. Τη χρησιμοποίησε σαν ρόπαλο του μπέιζμπολ, και πρέπει να υπήρχε κάτι από Τζάκι Ρόμπινσον στο αίμα της οικογένειας Γουάιτ, γιατί αυτή η σκύλα είχε τη δύναμη να στείλει το μπαλάκι από το Μπρούκλιν στο Μπρονξ μ' ένα χτύπημα. Αν η καρέκλα τον είχε βρει στην αριστερή πλευρά, όπου σκόπευε η Σελεστίνα να τον χτυπήσει, θα του είχε σπάσει το μπράτσο ή μερικά πλευρά. Αλλά ο Τζούνιορ την είδε να του επιτίθεται και, σβέλτος σαν παίκτης του μπέιζμπολ που ξεγλιστράει από τον αμυντικό των αντιπάλων, έστριψε απότομα και δέχτηκε την καρέκλα στην πλάτη του. Το χτύπημα όμως δεν ήταν διόλου ασήμαντο. Αντίθετα, ήταν σχεδόν σαν αυτά που περιέγραφε στις γυναίκες πως τάχα θυμόταν από τη θητεία του στο Βιετνάμ. Σαν να είχε σκάσει δίπλα του χειροβομβίδα, ο Τζούνιορ έπεσε ορμητικά στο πάτωμα, με το σαγόνι και τα δόντια του να κλείνουν τόσο δυνατά κι απότομα, που αν ήταν ανάμεσά τους η γλώσσα του εκείνη τη στιγμή, θα την έκοβαν όπως η γκιλοτίνα το κεφάλι του καταδίκου. Ή ξ ε ρ ε ότι η σκύλα δεν προλάβαινε να οπισθοχωρήσει και να υπολογίσει με ακρίβεια το επόμενο χτύπημα, γι' αυτό και κύλησε αμέσως πάνω στο πάτωμα, μακριά της, βαθιά ανακουφισμένος που διαπίστωσε ότι μπορούσε να κινηθεί χωρίς δυσκολία -γιατί, κρίνοντας από τον πόνο στην πλάτη του, θα μπορούσε να του είχε σπάσει τη ραχοκοκαλιά και να τον έχει αφήσει παράλυτο. Η καρέκλα χτύπησε πάλι με δύναμη πάνω στα σανίδια, ακριβώς εκεί όπου βρισκόταν ο Τζούνιορ πριν από μια στιγμή. Η τρελαμένη σκύλα κοπάνησε την καρέκλα με τέτοια λύσσα, που από τη δύναμη της σύγκρουσης με το πάτωμα πρέπει να μούδιασαν τα χέρια της. Παραπάτησε προς τα πίσω, σέρνοντας μαζί της την καρέκλα, ανίκανη προς στιγμήν να τη σηκώσει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, ο Τζούνιορ υπολόγιζε ν' αφήσει το πιστόλι του και να τραβήξει μαχαίρι. Τώρα όμως έχασε κάθε διάθεση για πάλη εξ επαφής. Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν του είχε φύγει το όπλο από το χέρι με το πέσιμο. Ο πόνος τον εμπόδισε να αντιδράσει αυτόματα και να επωφεληθεί από τη στιγμιαία αδυναμία της γυναίκας. Ανασηκώθηκε πισωπατώντας μακριά της και ψαχουλεύοντας την τσέπη του για σφαίρες. Η σκύλα είχε κρύψει κάπου τον Μπαρθόλομιου. Μάλλον στην ντουλάπα. Ξέκανε τη ζωγράφο, σκότωσε το παιδί. Ή τ α ν ένας άνθρωπος με σχέδιο, προσηλωμένος στο στόχο του, αφοσιωμένος, έτοιμος να δράσει και μετά να σκεφτεί, αρκεί να μπορούσε να δράσει. Έ ν α ς δυνατός πόνος έκανι το χέρι του να μουδιάσει. Οι σφαίρες γλίστρησαν μέσα απι τα δάχτυλά του κι έπεσαν στο πάτωμα. Οι πράξεις σας θα επιστρέψουν σ' εσάς, διογκωμένες ôac δεν φαντάζεστε... Πάλι αυτά τα δυσοίωνα λόγια να στριφογυρίζουν στο μυαλό του, γρήγορα, γρήγορα, σαν μαγνητοταινία. Αυτή ττ φορά ήταν σαν να άκουσε κάποιον άλλο να τα λέει. Μια βαθιά, αυστηρή φωνή που απαιτούσε προσοχή, μια φωνή πολι πιο μπάσα και με πολύ πιο καθαρή άρθρωση από τη δική τοι Έβγαλε το γεμιστήρα από τη λαβή του πιστολιού. Παρα λίγο να του πέσει κάτω. Η Σελεστίνα τον κύκλωνε, μισοσηκώνοντας αλλά και μισοσέρνοντας την καρέκλα, είτε γιατί τα νεύρα και οι μύες στο χέρι της ήταν ακόμη μουδιασμένα, είτε γιατί έκανε πως ήταν αδύναμη ώστε να τον ξεγελάσει και να τον προκαλέ σει σε μια απερίσκεπτη αντίδραση. Ο Τζούνιορ κινιόταν κυ κλωτικά κι αυτός, κάνοντας μανιώδεις προσπάθειες να γε μίσει το πιστόλι, χωρίς να χάσει στιγμή από τα μάτια του το\ αντίπαλο. Σειρήνες, Το πνεύμα του Βαρθολομαίου... θα σας βρει... και θα επι βάλει τη φοβερή τιμωρία που σας αξίζει. Η καλλιεργημένη, λίγο θεατρικά στομφώδης, αλλά βαθιο ειλικρινής φωνή του αιδεσιμότατου Γουάιτ αναδύθηκε από
το παρελθόν, για να εκτοξεύσει αυτή την απειλή εναντίον του Τζούνιορ, ακριβώς όπως μιλούσε εκείνο το βράδυ από το μαγνητόφωνο, ενώ ο Τζούνιορ χόρευε ε'να απίθανο μπούγκι, σε οριζόντια στάση, αγκαλιά με τη Σεραφείμ στην κρεβατοκάμαρα του πρεσβυτέριου. Η απειλή του ιερέα είχε ξεχαστεί, είχε αποθηκευτεί στο υποσυνείδητο. Τότε, εκείνα τα λόγια τού είχαν φανεί σαν κάτι αστείο, σαν μια σκαμπρόζικη ηχητική υπόκρουση στο σεξουαλικό όργιο και δεν είχε δώσει καμιά σημασία στο περιεχόμενο τους, ούτε στο σαφέστατο μήνυμα της τιμωρίας που υπαινίσσονταν. Τώρα, τη στιγμή του έσχατου κινδύνου, το μολυσμένο σπυρί της απωθημένης ανάμνησης είχε σπάσει κάτω από την πίεση κι ο Τζούνιορ συνειδητοποίησε με κατάπληξη και οργή ότι ο εφημέριος τον είχε καταραστεί! Σειρήνες που δυνάμωναν. Πεσμένες σφαίρες γυάλιζαν στο πάτωμα. Να σκύψει να τις μαζέψει; Ό χ ι . Θα ήταν σαν να πήγαινε γυρεύοντας για ένα χτύπημα στο κεφάλι. Η Σελεστίνα, η επιθετική κόρη του εφημέριου, του ξαναρίχτηκε. Η καρέκλα, με το ένα πόδι της σπασμένο, ένα άλλο ξεχαρβαλωμένο και το κάθισμά της κομμένο στα δύο, δεν ήταν πια τόσο φοβερό όπλο όσο πριν. Η Σελεστίνα την έστριψε με φόρα εναντίον του, ο Τζούνιορ ελίχθηκε και την απέφυγε, αυτή τον ξαναχτύπησε, ο Τζούνιορ έσκυψε, κι αυτή παραπάτησε από τη φόρα της κι έφυγε μακριά του αγκομαχώντας. Η σκύλα είχε αρχίσει να κουράζεται, αλλά ο Τζούνιορ και πάλι δεν έβλεπε τις πιθανότητες να είναι υπέρ του σε μια μάχη σώμα με σώμα. Τα μαλλιά της είχαν ανακατωθεί, στέκονταν όρθια. Τα μάτια της γυάλιζαν με τόση αγριάδα, που για μια στιγμή του φάνηκε πως οι κόρες είχαν αποκτήσει ελλειπτικό σχήμα, σαν του φιδιού. Τα χείλη της ήταν τεντωμένα και φαίνονταν τα δόντια της, σφιγμένα. Έμοιαζε το ίδιο τρελή με τη μητέρα του. Σαν πολύ κοντά να ακούγονταν αυτές οι σειρήνες. Η άλλη τσέπη. Σφαίρες κι εδώ. Πάσχισε να στριμώξει έστω και δύο στο γεμιστήρα, αλλά τα χέρια του έτρεμαν και γλιστρούσαν από τον ιδρώτα.
Ξανά η καρέκλα. Αυτή τη φορά τον πέτυχε ξυστά. Κανένα πρόβλημα, απλώς τον τίναξε προς τα πίσω, τον κόλλησε με την πλάτη στο παράθυρο. Οι σειρήνες ήταν ακριβώς απέξω. Αστυνομικοί στα σκαλιά της πολυκατοικίας, η παρανοϊκή σκύλα με την καρέκλα, η κατάρα του εφημέριου - ό λ α αυτά ήταν πολύ περισσότερα απ' όσα μπορούσε να αντέξει ένας αποφασισμένος άνθρωπος. Καιρός να φύγει από το παρόν, να κάνει βουτιά στο μέλλον. Ο Τζούνιορ πέταξε το πιστόλι, το γεμιστήρα, τις σφαίρες. Καθώς η σκύλα τέντωσε πίσω και ψηλά την καρέκλα, να πάρει φόρα για το επόμενο χτύπημα, ο Τζούνιορ άρπαξε το ένα από τα ξύλινα πόδια. Αντί να προσπαθήσει να τραβήξει την καρέκλα από το χέρι της τρελής, τη χρησιμοποίησε για να τη σπρώξει προς τα πίσω, με όση δύναμη είχε. Η μανιασμένη σκύλα σκόνταψε στο σπασμένο πόδι της καρέκλας που βρισκόταν στο πάτωμα, έχασε την ισορροπία της κι έπεσε ανάσκελα πάνω στην πλαϊνή κόχη του κρεβατιού. Ευλύγιστος σαν αίλουρος, ουρλιάζοντας από το ζόρι και τον πόνο, ο Τζούνιορ έδωσε μια, πήδηξε πάνω στο φαρδύ περβάζι κι έσπρωξε δυνατά τα δυο φύλλα του παραθύρου. Ή τ α ν μισάνοιχτα, αλλά είχαν κολλήσει. Συσπειρωμένος πάνω στο περβάζι, σπρώχνοντας δυνατά τα μισάνοιχτα φύλλα του ψηλού παραθύρου όχι μόνο με τη δύναμη των μυών του, αλλά ρίχνοντας όλο το βάρος του επάνω τους, πέφτοντας κυριολεκτικά επάνω τους, ο μανιακός προσπαθούσε να το σκάσει. Πάνω από τους βροντερούς χτύπους της καρδιάς της και το μουγκρητό της λαχανιαστής ανάσας της, η Σελεστίνα άκουσε ήχο ξύλου που σπάει, άκουσε γυαλί να θρυμματίζεται, άκουσε στριγκό τρίξιμο μετάλλου που στρίβει. Το κάθαρμα θα ξέφευγε. Το παράθυρο δεν έβλεπε στο δρόμο. Ανοιγε σ' ένα πέρασμα ανάμεσα σ' αυτό το κτίριο και στο διπλανό, φαρδύ γύρω στο ενάμισι μέτρο. Οι αστυνομικοί μπορεί να μην τον έβλεπαν να το σκάει.
Θα μπορούσε να του επιτεθεί άλλη μια φορά με την καρέκλα, αν η καρέκλα δεν είχε διαλυθεί. Προτίμησε το όπλο από το έπιπλο. Έ π ε σ ε στα τέσσερα και μάζεψε από το πάτωμα το πεταμένο πιστόλι και το γεμιστήρα. Το ουρλιαχτό της σειρήνας έπαψε απότομα. Το περιπολικό πρέπει να είχε σταματήσει στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι. Η Σελεστίνα μάζεψε μια μπρούντζινη σφαίρα από το χαλί. Άλλο ένα από τα μικρά τετράγωνα τζάμια έσπασε με κρότο. Ξΰλο έτριξε δυνατά. Με την πλάτη στραμμένη προς τη μεριά της, ο μανιακός ριχνόταν με λΰσσα στο μισάνοιχτο παράθυρο, μουγκρίζοντας σαν άγριο θηρίο που προσπαθούσε να βγει απ' το κλουβί του. Η Σελεστίνα δεν είχε καμιά πείρα από όπλα, αλλά, έχοντας δει τον μανιακό να προσπαθεί να χώσει σφαίρες μέσα στο γεμιστήρα, ήξερε πώς να οπλίσει. Έ β α λ ε μία. Ύστερα δεύτερη. Αρκούσαν. Ο σκουριασμένος μηχανισμός του παραθύρου άρχισε να υποχωρεί, το ίδιο και οι μεντεσέδες. Το παράθυρο βούλιαζε ολόκληρο προς τα έξω. Από την άλλη άκρη του διαμερίσματος, ακούστηκαν δυνατές αντρικές φωνές. «Αστυνομία!» «Εδώ! Ελάτε εδώ!» ούρλιαξε η Σελεστίνα, καθώς εφάρμοζε μ' ένα χτύπημα το γεμιστήρα στη λαβή του όπλου. Στα γόνατα όπως ήταν, σήκωσε το πιστόλι και σκέφτηκε ότι ετοιμαζόταν να πυροβολήσει έναν άνθρωπο πισώπλατα κι ότι δεν είχε άλλη επιλογή, γιατί η απειρία της της αφαιρούσε τη δυνατότητα να στοχεύσει στα πόδια ή στα χέρια του. Το ηθικό δίλημμα κυριάρχησε στη σκέψη της μαζί με την ανάμνηση της Φίμι, νεκρής πάνω σε ματωμένα σεντόνια, σ' ένα χειρουργικό τραπέζι. Η Σελεστίνα τράβηξε τη σκανδάλη και τραντάχτηκε σύγκορμη από το κλότσημα του όπλου. Το παράθυρο υποχώρησε μια στιγμή πριν από τον πυροβολισμό. Ο άντρας έπεσε και τον έχασε από τα μάτια της. Δεν ήξερε αν τον είχε χτυπήσει. Έ τ ρ ε ξ ε στο παράθυρο. Το ζεστό δωμάτιο ρουφούσε
ομίχλη από τη νύχτα έξω και η Σελεστίνα έσκυψε πάνω στο περβάζι, μέσα στους κρύους υδρατμούς. Ενάμισι μέτρο πιο κάτω ήταν το στενό πλακόστρωτο πέρασμα ανάμεσα στα δυο κτίρια. Ο μανιακός είχε ρίξει μερικούς κάδους απορριμμάτων πάνω στη φυγή του, αλλά δεν βρισκόταν πεσμένος πουθενά ανάμεσα στα σκουπίδια. Μέσα από την ομίχλη και το σκοτάδι ακουγόταν τρεχαλητό πάνω σε πλάκες. Έ φ ε υ γ ε προς την πίσω μεριά του κτιρίου. «Πέταξε το όπλο!» Η Σελεστίνα πέταξε κάτω το πιστόλι προτού στραφεί καν από το παράθυρο και ούρλιαξε στους δυο αστυνομικούς που όρμησαν στο δωμάτιο: «Το σκάει!» Από το πέρασμα, στον πίσω δρόμο, στο απέναντι πέρασμα κι από κει στον κεντρικό δρόμο, στην ομίχλη και στην πόλη, ο Τζούνιορ έτρεχε από το παρελθόν του Κάιν στο μέλλον του Πίντσμπεκ. Στη διάρκεια αυτής της μοναδικής μέρας είχε εφαρμόσει τεχνικές του Ζεντ για να μετατρέψει τον ελεγχόμενο θυμό του σε ασυγκράτητη οργή. Τώρα, χωρίς συνειδητή προσπάθεια από πλευράς του, η οργή φούντωνε από μόνη της σε έξαλλη μανία. Σαν να μην του έφταναν τα εκδικητικά πνεύματα, εδώ και τρία χρόνια πάλευε, εν αγνοία του, ενάντια στη φοβερή δύναμη της κατάρας του εφημέριου, ενάντια στη μαύρη μαγεία ενός μαύρου βαπτιστή που έκανε τη ζωή του αφόρητη. Τώρα καταλάβαινε πού οφείλονταν ο οξύς νευρογενής εμετός, η άκρατη διάρροια και η βασανιστική φαγούρα. Η αδυναμία του να βρει μια σωστή γυναίκα, η ταπεινωτική συνάντηση με τη Ρενέ Βίβι, οι δυο φορές που είχε κολλήσει βλεννόρροια, η κατατονία μέσω διαλογισμού, η ανικανότητά του να μάθει γαλλικά ή γερμανικά, η μοναξιά, η πλήξη, οι άκαρπες προσπάθειές του να βρει και να σκοτώσει το μπάσταρδο που είχε γεννήσει η Φίμι, όλα αυτά και άλλα πολλά, πάρα πολλά, οφείλονταν στα μάγια που του είχε κάνει για να τον εκδικηθεί αυτός ο μοχθηρός, ύπουλος, υποκριτής χριστιανός. Σαν
άτομο εξαιρετικά αυτοβελτιωμένο, πλήρως εξελιγμένο, σωστά προσηλωμένο και απόλυτα συμφιλιωμένο με τα βασικά του ένστικτα, ο Τζούνιορ θα έπρεπε στη ζωή του ν' αρμενίζει μόνιμα σε ήρεμες θάλασσες, κάτω από ηλιόλουστους ουρανούς, με τα πανιά του ορθάνοιχτα σε ούριο άνεμο. Αντί γι' αυτό, είχε βρεθεί να θαλασσοδέρνεται σε μόνιμη τρικυμία, σε μια ατέλειωτη μαύρη νύχτα, όχι επειδή υστερούσε σε μυαλό, αισθήματα ή χαρακτήρα, αλλά επειδή του είχαν κάνει μάγια.
Κεφάλαιο 71
Σ τ ο ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΕΝΤ ΜΑΙΡΗ, όπου πριν από τρία χρόνια είχε φέρει στον κόσμο την Έιντζελ, ο Γουόλι έδινε τώρα μάχη για τη ζωή του, για να μπορέσει να δει το κοριτσάκι να μεγαλώνει και να γίνει γι' αυτή ο πατέρας που χρειαζόταν. Τον είχαν ήδη βάλει στο χειρουργείο όταν έφτασαν η Σελεστίνα και η Έιντζελ, λίγα λεπτά μετά το ασθενοφόρο. Τις είχε πάει στο Σεντ Μαίρη ο ντετέκτιβ Μπελίνι με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Ο Τομ Βανάντιουμ -φίλος του πατέρα της, που η Σελεστίνα τον είχε συναντήσει μερικές φορές στο Σπρους Χιλς, αλλά που δεν τον γνώριζε καλά- καθόταν μπροστά, δίπλα στον οδηγό, με το χέρι στη σκανδάλη, έτοιμος ν' αντιδράσει. Παρατηρούσε συνέχεια τους επιβάτες των άλλων αυτοκινήτων μέσα στους ομιχλώδεις δρόμους, σαν να ήταν σίγουρος ότι κάποιος απ' αυτούς θα ήταν ο μανιακός. Απ' όσο ήξερε η Σελεστίνα, ο Τομ ήταν ντετέκτιβ της Πολιτειακής Αστυνομίας του Ό ρ ε γ κ ο ν δεν μπορούσε λοιπόν να καταλάβει τι γύρευε εδώ. Ούτε μπορούσε καν να διανοηθεί τι είδους συμφορά τον είχε βρει και είχε καταντήσει έτσι το πρόσωπο του. Τελευταία φορά τον είχε δει στην κηδεία της Φίμι. Τώρα, λίγη ώρα νωρίτερα, στο κατώφλι του σπιτιού της, τον είχε αναγνωρίσει μόνο από το κόκκινο σημάδι γύρω από το μάτι του. Ο πατέρας της εκτιμούσε και θαύμαζε τον Τομ και ήταν καλό που τον είχε κοντά της αυτές τις ώρες. Εξάλλου, όποιος είχε επιζήσει από το κακό που είχε δημιουργήσει εκείνο το
κυβιστικό πρόσωπο πρέπει να ήταν άνθρωπος με σθένος, και η Σελεστίνα θα ήθελε να τον έχει στο πλευρό της σε μια κρίσιμη στιγμή. Κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της την τρομοκρατημένη Έιντζελ, στο πίσω κάθισμα του αστυνομικού αυτοκινήτου, η Σελεστίνα απορούσε και η ίδια με το θάρρος και την ψυχραιμία της, που, ευτυχώς, δεν την είχαν εγκαταλείψει ακόμη. Δεν είχε την πολυτέλεια ν' αναλογιστεί τι θα μπορούσαν να είχαν πάθει αυτή και η κόρη της· τώρα, η καρδιά και το μυαλό της ήταν μόνο στον Γουόλι κι έχοντας διαποτιστεί από παιδί με την ελπίδα, είχε άφθονα αποθέματα να αντλήσει σε τούτους τους «καιρούς της ξηρασίας». Ο Μπελίνι είπε στη Σελεστίνα ότι δεν φανταζόταν πως ο Ί ν ο χ Κάιν θα είχε το θράσος ν' ακολουθήσει τα αστυνομικά οχήματα και να επιχειρήσει να της επιτεθεί ξανά, μέσα στο Σεντ Μαίρη. Παρ' όλα αυτά, τοποθέτησε έναν ένστολο αστυνομικό φρουρό στο διάδρομο έξω από την αίθουσα αναμονής, στην πτέρυγα της Εντατικής. Κρίνοντας απ' αυτό και μόνο, η Σελεστίνα συμπέρανε ότι ο ντετέκτιβ δεν είχε αποκλείσει την πιθανότητα να εμφανιστεί εδώ ο Κάιν για ν' αποτελειώσει εκείνο που είχε ξεκινήσει στο Πασίφικ Χάιτς. Ό π ω ς όλες οι αίθουσες αναμονής των χειρουργείων, όπου ο Θάνατος περιμένει υπομονετικά, καθισμένος ανάμεσα σε φίλους και συγγενείς που αγωνιούν, έτσι κι αυτός ο χώρος ήταν πεντακάθαρος αλλά πληκτικός και η στοιχειώδης επίπλωση μουντή και άβολη, λες και η άνεση ή τα φωτεινά χρώματα αποτελούν πρόκληση για τον Μεγάλο Θεριστή και τον κάνουν να παίρνει περισσότερες ζωές απ' όσες σκόπευε αρχικά. Συνήθως, ακόμη και τις νυχτερινές ώρες, η αίθουσα αναμονής των χειρουργείων του Σεντ Μαίρη ήταν γεμάτη κόσμο. Εκείνη τη νύχτα, ωστόσο, το δρεπάνι του Χάρου απειλούσε μόνο τη ζωή του Γουόλι και δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι ν' αγωνιούν για κάποιον φίλο ή συγγενή τους. Τρομοκρατημένη από τις βίαιες σκηνές που διαδραματίστηκαν στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας της και χωρίς να έχει καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε στον Γουόλι, η Έιντζελ γκρίνιαζε διαρκώς. Έ ν α ς συμπονετικός γιατρός τής έδωσε
ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι με μια μικρή δόση ηρεμιστικού και μια νοσοκόμα τής έφερε μερικά μαξιλάρια. Σ' ένα πρόχειρο κρεβατάκι που φτιάχτηκε με δυο καρέκλες και τέσσερα μαξιλάρια, τυλιγμένη με μια ροζ φανελένια ρόμπα πάνω από τις κίτρινες πιτζάμες της, η Έιντζελ παραδόθηκε ολοκληρωτικά στον ύπνο, όπως έκανε πάντα, με ή χωρίς ηρεμιστικό, τόσο ολοκληρωτικά, όσο παραδιδόταν και στη ζωή όταν ήταν ξύπνια. Αφού πήρε μια προκαταρκτική κατάθεση από τη Σελεστίνα, ο Μπελίνι έφυγε για να καλοπιάσει κάποιο δικαστή και να καταφέρει να τον σηκώσει από το κρεβάτι για να εκδώσει ένα ένταλμα έρευνας για την κατοικία του Ί ν ο χ Κάιν, έχοντας ήδη διατάξει τη φρούρηση του διαμερίσματος στο Ράσιαν Χιλ. Η περιγραφή της Σελεστίνα για τον άνθριοπο που της είχε επιτεθεί ταίριαζε απόλυτα στον Κάιν. Επιπλέον, η Μερσέντες του υπόπτου είχε εγκαταλειφθεί κοντά στο σπίτι της. Ο Μπελίνι έδειχνε σίγουρος ότι θα τον έβρισκαν και θα τον συλλάμβαναν πολύ σύντομα. Ο Τομ Βανάντιουμ, από την άλλη πλευρά, ήταν σίγουρος ότι ο Κάιν θα είχε προετοιμαστεί για την πιθανότητα να πάει κάτι στραβά στην επίθεση εναντίον της Σελεστίνα κι επομένως θα ήταν δύσκολο να εντοπιστεί και να συλληφθεί. Κατά τη γνώμη του Βανάντιουμ, ο τύπος ή θα είχε εξασφαλίσει ασφαλή κρυψώνα στην πόλη, ή θα το είχε ήδη σκάσει και θα βρισκόταν εκτός της αρμοδιότητας της Αστυνομίας του Σαν Φρανσίσκο. «Μπορεί να έχεις δίκιο», του είπε κάπως ξερά ο Μπελίνι πριν αποχωρήσει. «Σ' αυτή την περίπτωση, εσύ έχεις το πλεονέκτημα της παράνομης έρευνας, ενώ εγώ εμποδίζομαι από νόμιμες λεπτομέρειες όπως τα εντάλματα». Η Σελεστίνα διέκρινε την έντονη συντροφικότητα ανάμεσα στους δυο άντρες, αλλά και κάποια ένταση που ίσως να είχε σχέση με την αναφορά του Μπελίνι στην «παράνομη έρευνα». Αφού έφυγε ο Μπελίνι, ο Τομ άρχισε να ρωτά διάφορα πράγματα τη Σελεστίνα, με έμφαση στο βιασμό της Φίμι. Αν και το θέμα ήταν οδυνηρό, η Σελεστίνα ανταποκρίθηκε με ανακούφιση στις ερωτήσεις του. Αλλωστε, χωρίς τις ερωτή-
σεις του Βανάντιουμ, παρά τα ανεξάντλητα αποθέματα ελπίδας που διέθετε, μπορεί να είχε αφήσει τη φαντασία της ελεύθερη να πλάθει το ένα κακό μετά το άλλο, μέχρι που ο Γουόλι να είχε πεθάνει εκατό φορές μέσα στο μυαλό της. «Ο πατέρας σου αρνείται ότι υπήρξε βιασμός, επειδή έχει αποφασίσει να εμπιστευτεί τη Θεία Δίκη, νομίζω». «Ως ένα βαθμό, ναι», συμφώνησε η Σελεστίνα. «Αρχικά, όμως, ο μπαμπάς επέμενε να μιλήσει η Φίμι ώστε να συλληφθεί αυτός ο άνθρωπος και να δικαστεί. Αν και καλός χριστιανός, ο πατέρας μου θα ήθελε να αποδοθεί κοσμική δικαιοσύνη σ' αυτή την ιστορία». «Χαίρομαι που τ' ακούω», είπε ο Τομ. Το αχνό χαμόγελο του θα μπορούσε να ήταν ειρωνικό, αν και ήταν δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς σωστά την έκφραση ενός τόσο παραμορφωμένου προσώπου. «Και αφότου χάθηκε η Φίμι... ο μπαμπάς εξακολουθούσε να ελπίζει ότι κάποτε θα μάθαινε την ταυτότητα του βιαστή και θα τον έστελνε στη φυλακή. Ύστερα, όμως, κάτι τον έκανε ν ' αλλάξει γνώμη... πριν από δυο χρόνια περίπου. Ξαφνικά, δεν ήθελε πια να σκαλίζει αυτή την υπόθεση, προτιμούσε ν' αφήσει το έργο της δικαιοσύνης στον Θεό. Έ λ ε γε ότι, αν ο βιαστής ήταν τόσο διεστραμμένος κι επικίνδυνος όσο ισχυριζόταν η Φίμι, τότε εγώ και η Έιντζελ θα κινδυνεύαμε μαθαίνοντας την ταυτότητά του και καταγγέλλοντάςτον στην αστυνομία. Ό π ο ι ο ς ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρών' οι κότες, και τα λοιπά. Δεν ξέρω τι'του άλλαξε τα μυαλά». «Εγώ όμως ξέρω-τώρα, ξέρω», είπε ο Τομ, «χάρη σ' εσένα. Αυτό που του άλλαξε τα μυαλά ήμουν εγώ... το πρόσωπο μου. Ο Κάιν μου το έκανε έτσι. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος του '65 σε κώμα. Αφού συνήλθα αρκετά και ήμουν σε θέση να δεχτώ επισκέπτες, ζήτησα να δω τον πατέρα σου. Πριν από δυο χρόνια... όπως είπες. Ή ξ ε ρ α από τον Μαξ Μπελίνι ότι η Φίμι είχε πεθάνει πάνω στη γέννα κι όχι σε δυστύχημα και το ένστικτο του Μαξ έλεγε ότι υπήρχε βιασμός στη μέση. Εξήγησα στον πατέρα σου γιατί πίστευα ότι ο Κάιν ήταν ο ένοχος. Ή θ ε λ α όσες πληροφορίες θα μπορούσε να μου δώσει. Φοβάμαι όμως ότι... έτσι όπως καθόταν
απέναντι μου κι έβλεπε το πρόοωπό μου και τα χάλια μου, αποφάσισε πως ο Κάιν ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος του κόσμου κι ότι δεν άξιζε να μπουν σε κίνδυνο η κόρη και η εγγονή του για χάρη του». «Να όμως που δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον κίνδυνο». «Ναι. Αλλά, ακόμη κι αν ο πατέρας σου είχε συνεργαστεί μαζί μου, δε θα είχε αλλάξει κάτι. Εφόσον η Φίμι δεν αποκάλυψε ποτέ το όνομα του βιαστή της, και πάλι δε θα μπορούσα να κυνηγήσω τον Κάιν -ούτε με άλλο τρόπο απ' ό,τι τώρα ούτε πιο αποτελεσματικά». Από το αυτοσχέδιο κρεβατάκι της πάνω στις δυο καρέκλες η Έιντζελ άφηνε μικρές τρομαγμένες φωνούλες μέσα στον ύπνο της. Τα πλάσματα που της έκαναν συντροφιά στο όνειρο της σίγουρα δεν ήταν κοτοπουλάκια. Η Σελεστίνα άρχισε να της χαϊδεύει απαλά το μέτωπο και τα μαλλιά, ψιθυρίζοντάς της γλυκόλογα, μέχρι που φάνηκε πως μπόρεσε να διώξει το κακό όνειρο. Ο Τομ, ψάχνοντας ακόμη για το στοιχείο που του έλειπε, για κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να καταλάβει την εμμονή του Κάιν για τον Μπαρθόλομιου, συνέχισε να κάνει ερωτήσεις, ώσπου η Σελεστίνα θυμήθηκε ξαφνικά και του αποκάλυψε την πληροφορία που αναζητούσε: τη διεστραμμένη επιθυμία του Κάιν να παίζει στο μαγνητόφωνο το προσχέδιο του κηρύγματος του πατέρα της σε όλη τη διάρκεια της σεξουαλικής επίθεσής του στην αδερφή της. «Η Φίμι μου είπε ότι ο παλιάνθρωπος το έβρισκε αστείο, αλλά και... τον διήγειρε ν' ακούει τη φωνή του μπαμπά, ίσως γιατί αυτό ταπείνωνε ακόμη περισσότερο την αδερφή μου και σιγουριά επειδή ήταν ταπεινωτικό για τον πατέρα μου. Αυτό όμως δεν το είπαμε ποτέ στον μπαμπά. Κρίναμε και οι δυο πως δεν ήταν σκόπιμο και δε θα ωφελούσε σε τίποτα». Ο Τομ έμεινε για αρκετή ώρα σκυμμένος μπροστά, πάνω στην καρέκλα του, με το βλέμμα στυλωμένο στο πλαστικό δάπεδο, να συλλογίζεται έντονα αυτά που μόλις είχε ακούσει. «Υπάρχει σύνδεση», είπε τελικά, «αλλά και πάλι δε μου είναι ξεκάθαρη. Αν ο Κάιν έβρισκε διεστραμμένη ικανοποίηση βιάζοντας το κορίτσι με ηχητική συνοδεία το κήρυγμα του πατέρα σου... ίσως, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, το μήνυ-
μα του αιδεσιμότατου εντυπώθηκε βαθιά στο μυαλά του. Δε θεωρώ αυτόν το δειλό συζυγοκτόνο ικανό για τύψεις... αλλά δεν αποκλείεται ο πατέρας σου να έκανε το θαύμα του και να φύτεψε ακριβώς αυτόν το σπόρο, το σπόρο των ενοχών στο μυαλό του». «Η μαμά λέει πως ακόμη και οι γάιδαροι θα πετάξουν μια μέρα αν αποφασίσει ο μπαμπάς να τους πείσει πως έχουν φτερά». «Όμως, στη "Μοναδική Μέρα" ο Βαρθολομαίος εκπροσωπεί το βασικό μήνυμα, είναι ένα ιστορικό πρόσωπο και συνάμα μια μεταφορά για τις απρόβλεπτες συνέπειες που μπορεί να έχουν ακόμη και οι πιο ασήμαντες πράξεις μας». «Και λοιπόν;» «Λεν είναι ένα σύγχρονο, υπαρκτό πρόσωπο, κάποιος που να έχει λόγο ο Κάιν να τον φοβάται. Πώς, λοιπόν, του έγινε έμμονη ιδέα να βρει κάποιο συγκεκριμένο άνθρωπο που λέγεται Μπαρθόλομιου;» Ο Τομ κοίταξε τη Σελεστίνα στα μάτια, σαν να περίμενε να του δώσει εκείνη τις απαντήσεις. «Μήπως υπάρχει τελικά ένας πραγματικός Μπαρθόλομιου, άλλος από τον απόστολο Βαρθολομαίο; Και πώς συνδέεται αυτό με την επίθεση εναντίον σου; Ή μήπως είναι δυο εντελώς άσχετα πράγματα μεταξύ τους;» «Φοβάμαι ότι θα γίνουμε τρελοί σαν κι αυτόν αν προσπαθήσουμε να εισχωρήσουμε στη διαστροφική λογική του». Ο Τομ κούνησε το κεφάλι του. «Πιστεύω ότι ο Κάιν είναι κακός κι όχι τρελός. Και ανόητος, όπως πολύ συχνά είναι οι κακοί άνθρωποι. Πολύ υπερόπτης και πολύ ματαιόδοξος για να έχει συναίσθηση της ανοησίας του και, κατά συνέπεια, πάντα μπλεγμένος σε παγίδες που μόνος του στήνει. Τελικά, πολύ πιο επικίνδυνος από έναν εξυπνότερο άνθρωπο που έχει την αίσθηση των συνεπειών». Η άχριομη αλλά περίεργα υποβλητική φωνή του Τομ Βανάντιουμ, ο συγκρατημένος τρόπος του, τα γκρίζα μάτια του, τόσο όμορφα πάνω σ' εκείνο το φριχτά παραμορφωμένο πρόσωπο, η αίσθηση συγκρατημένης θλίψης στην έκφραση του και η φανερή ευφυΐα του του έδιναν μια υπόσταση που ήταν ισχυρή και ακλόνητη σαν γρανίτης, αλλά και λίγο απόκοσμη ταυτόχρονα.
«Είναι όλοι οι αστυνομικοί φιλόσοφοι σαν κι εσάς;» τον ρώτησε η Σελεστίνα. Ο Τομ χαμογέλασε. «Όσοι από μας είμαστε πρώην κληρικοί, ναι, θα έλεγα ότι το φιλοσοφούμε πολΰ. Από τους υπόλοιπους, δεν είναι πολλοί, αν και πάλι είναι περισσότεροι απ' όσους θα φανταζόσουν». Τα βήματα που ακούστηκαν στο διάδρομο τράβηξαν την προσοχή και των δυο τους στην ανοιχτή πόρτα, όπου εμφανίστηκε ένας χειρουργός με τη χαρακτηριστική πράσινη στολή. Η Σελεστίνα σηκώθηκε. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της και οι χτύποι ακούγονταν σαν βαριά πατήματα που απομακρύνονται από τον αγγελιαφόρο των κακών ειδήσεων. Η ίδια δεν μπορούσε να τρέξει να ξεφύγει, αλλά έμεινε ριζωμένη στην ελπίδα της, ακούγοντας ταυτόχρονα μέσα στο μυαλό της έξι διαφορετικά θλιβερά προγνωστικά στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν ώσπου να μιλήσει τελικά ο γιατρός. «Η εγχείρηση πήγε καλά. Θα τον κρατήσουμε για λίγο στην αίθουσα ανάνηψης του χειρουργείου και ύστερα θα μεταφερθεί στην Εντατική. Η κατάστασή του είναι σοβαρή, αλλά πιστεύω ότι θα ξεπεράσει το κρίσιμο μετεγχειρητικό εικοσιτετράωρο και θα τα καταφέρει». Αυτή η μοναδική μέρα. Σε καθετί που τελειώνει, μια καινούρια αρχή. Αλλά ευτυχώς, Θεέ μου, τίποτα δεν είχε τελειώσει εδώ. Απαλλαγμένη για λίγο από την ανάγκη να φανεί δυνατή για χάρη της κοιμισμένης Έιντζελ και του Γουόλι, η Σελεστίνα στράφηκε στον Τομ Βανάντιουμ, είδε στα γκρίζα μάτια του τη θλίψη όλου του κόσμου, αλλά και μια ελπίδα σαν τη δική της, είδε σ' εκείνο το παραμορφωμένο πρόσωπο την απόδειξη για το θρίαμβο του καλού απέναντι στο κακό, έγειρε πάνω του να στηριχτεί και τόλμησε επιτέλους να κλάψει ελεύθερα.
Κεφάλαιο 72
Μ Ε ΤΟ ΦΟΡΝΤ ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ γεμάτο με κεντήματα, Σκλεντ και Ζεντ, ο Κάιν Τζούνιορ -Πίντσμπεκ, για τον υπόλοιπο κόσμο- εγκατέλειψε το Σαν Φρανσίσκο από την πίσω πόρτα. Πήρε τον Πολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 24 για το Γουόλνατ Κρικ που είχε ως αξιοθέατα ένα εθνικό πάρκο και το βουνό του διαβόλου: Μάουντ Ντιάμπλο. Συνεχίζοντας στον Πολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 4 προς το Άντιοκ, διασταυρώθηκε με το δέλτα του ποταμού στα δυτικά του Μπέθελ Άιλαντ. Μπέθελ, για τους πολύ προχωρημένους στα μαθήματα βελτίωσης λεξιλογίου, σημαίνει «ιερός τόπος». Από το βουνό του διαβόλου στον ιερό τόπο κι ακόμη παραπέρα, ο Τζούνιορ συνέχισε προς τα βόρεια, στον Πολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 160, που ήταν σημειωμένος στο χάρτη σαν ωραία διαδρομή, αν κι εκείνες τις μικρές ώρες της νύχτας όλα ήταν μαύρα κι άραχνα. Ακολουθώντας τα φιδογυρίσματα του ποταμού Σακραμέντο, ο Αυτοκινητόδρομος 160 περνούσε από μια χούφτα χωριουδάκια, σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο. Ανάμεσα στο Άιλτον και το Λοκ, ο Τζούνιορ ένιωσε για πρώτη φορά να πονάει σε διάφορα σημεία του προσώπου ταυ. Δεν αισθανόταν πρήξιμο, ούτε κοψίματα ή γρατσουνιές που να δικαιολογούν την ενόχληση, και όταν κοιτάχτηκε στον εσωτερικό καθρέφτη του αυτοκινήτου είδε μόνο τα γνώριμα ωραία χαρακτηριστικά του που έκαναν τις καρδιές των γυναικών να χτυπάνε τρελά σαν να είχαν πάρει αμφεταμίνες. Πονούσε επίσης το κορμί του και ιδιαίτερα η πλάτη του
από τα χτυπήματα που δέχτηκε με την καρέκλα. Θυμήθηκε ότι είχε πέσει στο πάτωμα με το πιγούνι και σκέφτηκε ότι μάλλον θα είχε χτυπήσει γενικά στο πρόσωπο πιο δυνατά απ' όσο είχε καταλάβει. Αν ήταν έτσι, σύντομα θα εμφανίζονταν μελανιές, αλλά αυτές θα έφευγαν σε λίγες μέρες. Στο μεταξύ, ίσως να τον έκαναν ακόμη πιο ελκυστικό, γιατί οι γυναίκες θα ήθελαν να τον παρηγορήσουν και να τον γιατρέψουν με φιλιά -ειδικά όταν θα τους αποκάλυπτε ότι είχε αποκτήσει τις μελανιές ύστερα από σκληρή πάλη μ' έναν κακοποιό που είχε επιχειρήσει να βιάσει τη νεαρή γειτόνισσά του. Παρ' όλα αυτά, όταν η ενόχληση σε διάφορα σημεία στο μέτωπο και στα μάγουλά του εξελίχθηκε σε σταθερό πόνο, σταμάτησε σ' ένα βενζινάδικο κοντά στο Κόρτλαντ, αγόρασε μια Πέπσι από ένα αυτόματο μηχάνημα και κατάπιε άλλο ένα ισχυρό αντισταμινικό, ένα αντιεμετικό και τέσσερις ασπιρίνες. Έτσι θωρακισμένος, έφτασε επιτέλους στο Σακραμέντο Σίτι μια ώρα πριν από την αυγή. Το Σακραμέντο, που στα ιταλικά και στα ισπανικά σημαίνει άγιο μυστήριο, αυτοαποκαλείται Παγκόσμια Πρωτεύουσα της Καμέλιας και διοργανώνει κάθε χρόνο ένα δεκαήμερο φεστιβάλ καμέλιας στις αρχές Μαρτίου - π ο υ διαφημιζόταν ήδη από τα μέσα του Ιανουαρίου στην πόλη, με αφίσες τοποθετημένες σε μεγάλα ταμπλό. Η καμέλια, θαμνώδες, πολυετές ανθοφόρο φυτό, πήρε το όνομά της από τον Γκ. Τζ. Κάμελους, ιησουίτη ιεραπόστολο, που έφερε το φυτό από την Ασία στην Ευρώπη τον δέκατο όγδοο αιώνα. Βουνά του διαβόλου, ιερά νησιά, ποταμοί και πόλεις, άγια μυστήρια, ιησουίτες: όλες αυτές οι πνευματιστικές αναφορές έκαναν τον Τζούνιορ να αισθάνεται νευρικότητα. Αυτή η νύχτα σίγουρα ήταν στοιχειωμένη. Δεν θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν έβλεπε από τον καθρέφτη το μπλε Στουντμπέικερ του Τόμας Βανάντιουμ να τον ακολουθεί σε μικρή απόσταση, όχι το κανονικό αυτοκίνητο βγαλμένο από το βυθό της Λίμνης του Λατομείου, αλλά ένα αυτοκίνητο-φάντασμα, με το μοχθηρό, επίμονο εκδικητικό πνεύμα του μανιακού ντετέκτιβ στο τιμόνι, μια φασματική Ναόμι στη θέση του συνοδηγού και πίσω καθισμένους τη Βικτόρια Μπρέσ-
λερ, τον Ίκαμποντ, τον Μπαρθόλομιου Πρόσερ και τον Νέντι Γκνάθικ. Έ ν α Στουντμπέικερ φορτωμένο φαντάσματα, σαν τα γεμάτα κλόουν αυτοκίνητα στο τσίρκο, με τη διαφορά ότι δεν θα είχε καθόλου πλάκα όταν θα άνοιγαν οι πόρτες και θα ξεμπούκαραν από μέσα όλα αυτά τα εκδικητικά στοιχειά Ό τ α ν έφτασε στο αεροδρόμιο της πόλης, εντόπισε μια ιδιωτική αεροπορική εταιρεία, βρήκε τον ιδιοκτήτη μέσω του φρουρού της νυχτερινής βάρδιας και κανόνισε να πετάξει αμέσως για το Γιουτζίν του Ό ρ ε γ κ ο ν μ' ένα δικινητήριο Τσέσνα. Στο μεταξύ, τα σημεία του πόνου στο πρόσωπο του είχαν αρχίσει να αυξάνονται. Ο ιδιοκτήτης, που θα ήταν και ο πιλότος στο ταξίδι τους, χάρηκε πολύ που πληρώθηκε μετρητά αντί με επιταγή ή πιστωτική κάρτα. Ωστόσο, πήρε στο χέρι του τα κολλαριστά εκατοδόλαρα με φανερό δισταγμό και με ένα μορφασμό αηδίας, σαν να φοβόταν μήπως κολλήσει καμιά αρρώστια από τα χαρτονομίσματα. «Τι έπαθε το πρόσωπο σου;» ρώτησε τον Τζούνιορ. Στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο πιγούνι και στο επάνω χείλι του Τζούνιορ είχαν ξεφυτρώσει σειρές από σκληρά εξογκώματα, κατακόκκινα και εξαιρετικά ευαίσθητα στην αφή. Έχοντας ήδη υποφέρει από ένα ιδιαίτερα οξύ εξάνθημα με αφόρητη φαγούρα, ο Τζούνιορ κατάλαβε αμέσως ότι αυτό εδώ ήταν κάτι καινούριο... και χειρότερο. Στον πιλότο απάντησε: «Αλλεργία». Λίγα λεπτά μετά την ανατολή του ήλιου, με θαυμάσιο καιρό, απογειώθηκαν από το Σακραμέντο με προορισμό το Γιουτζίν. Ο Τζούνιορ θα είχε απολαύσει την υπέροχη θέα αν το πρόσωπο του δεν τον πονούσε σαν να τον τσιμπούσαν με πυρωμένες τανάλιες εκείνα τα μοχθηρά ξωτικά των παραμυθιών, με τα οποία τον φόβιζε πάντα η μητέρα του όταν ήταν μικρός. Λίγο μετά τις εννιά και μισή το πρωί προσγειώθηκαν στο Γιουτζίν. Ο ταξιτζής που μετέφερε τον Τζούνιορ από το αεροδρόμιο στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της πόλης πέρασε περισσότερη ώρα κοιτώντας τον επιβάτη του από τον εσωτερικό καθρέφτη, π α ρ ά παρακολουθώντας το δρόμο
μπροστά του. Ο Τζούνιορ κατέβηκε από το ταξί και πλήρωσε τον οδηγό από το ανοιχτό παράθυρο. Ο ταξιτζής δεν περίμενε καν να του γυρίσει την πλάτη ο επιβάτης του πριν αρχίσει να σταυροκοπιέται. Ο πόνος θα μπορούσε να είχε κάνει τον Τζούνιορ να ουρλιάζει σαν άρρωστο σκυλί, ή να πέσει στα γόνατα και να κλαίει στη μέση του δρόμου, αν δεν τον χρησιμοποιούσε για να τροφοδοτήσει το θυμό του. Τα σπυριά στο πρόσωπο του ήταν τόσο ευαίσθητα, που ακόμη και η επαφή με τον αέρα του προκαλούσε πολύ ισχυρό πόνο, σαν να τον μαστίγωναν με αγκαθωτό σύρμα. Οπλισμένος μ' ένα θυμό που ήταν τόσο ωραίος, όσο το πρόσωπο του ήταν αποκρουστικό, διέσχισε το πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου κοιτώντας από τα παράθυρα των αυτοκινήτων, με την ελπίδα να δει κλειδιά να κρέμονται σε κάποια μίζα. Αντί γι' αυτό είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα να βγαίνει από μια Πόντιακ που είχε μια ουρά αλεπούς κρεμασμένη στην κεραία του ραδιοφώνου. Μια γρήγορη ματιά τριγύρω ήταν αρκετή για να σιγουρευτεί ότι δεν τους έβλεπε κανείς, πριν τη χτυπήσει στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού του. Είχε διάθεση να τη σκοτώσει, αλλά το τωρινό όπλο του δεν είχε σιγαστήρα. Το άλλο το είχε αφήσει στην κρεβατοκάμαρα της Σελεστίνα. Αυτό που κρατούσε τώρα ήταν το όπλο που είχε πάρει από την ντουλάπα της Φρίντα Μπλις, και ήταν τόσο φασαριόζικο, όσο εκείνη ήταν αλκοολική. Η παλιόγρια σωριάστηκε μ' έναν ήχο σαν του χαρτιού που τσαλακώνεται. Θα έμενε κάμποση ώρα αναίσθητη και, όταν θα συνερχόταν, μάλλον δεν θα θυμόταν ούτε τ' όνομά της, πόσο μάλλον τι μάρκα αυτοκίνητο οδηγούσε. Ως τότε, ο Τζούνιορ θα είχε αφήσει πολύ πίσω του το Γιουτζίν. Δίπλα στην Πόντιακ ήταν παρκαρισμένο ένα ημιφορτηγό, με τις δυο πόρτες του ξεκλείδωτες. Ο Τζούνιορ σήκωσε τη γιαγιάκα και την απίθωσε στο μπροστινό κάθισμα του ημιφορτηγού. Ή τ α ν πανάλαφρη και κοκαλιάρα κι έτριζε μ' έναν αηδιαστικό τρόπο, λες και ήταν κάποιο γιγάντιο είδος ακρίδας που μιμούνταν στην όψη το ανθρώπινο είδος. Τελικά, χάρηκε που δεν την είχε σκοτώσει. Μπορεί ύστερα να έβρισκε τον μπελά του με το πνεύμα της, που θα τον καταδίωκε
με τη μορφή γκρίζας ακρίδας. Ανατριχιάζοντας στη σκέψη, πέταξε την τσάντα της γιαγιάς πάνω της κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Ύστερα μάζεψε τα κλειδιά της γριάς κυρίας που είχαν πέσει στην άσφαλτο, κάθισε στο τιμόνι της Πόντιακ και ξεκίνησε να βρει ένα φαρμακείο. Αυτή θα ήταν η μόνη στάση που σκόπευε να κάνει μέχρι να φτάσει στο Σπρους Χιλς.
Κεφάλαιο 73
Ο ΓΟΥΟΛΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΦΥΓΕΙ παρέα με τον Θάνατο, αλλά σίγουρα είχε σφιχταγκαλιαστεί για λίγο μαζί του, πριν τελικά χωρίσουν. Ό τ α ν η Σελεστίνα μπήκε στο θάλαμο της Εντατικής και τον είδε για πρώτη φορά, η όψη του την κατατρόμαξε, παρά τις διαβεβαιώσεις των γιατρών. Το δέρμα του φάνταζε γκρίζο και τα μάγουλά του ήταν ρουφηγμένα, σαν να είχε χαθεί από μέσα του κάθε ενέργεια. Ή τ α ν αναίσθητος, συνδεδεμένος με καρδιακό μόνιτορ και με ορούς. Στη μύτη του ήταν προσαρμοσμένο ένα ρινικό σύστημα παροχής οξυγόνου. Ακούγονταν μόνο το σφύριγμα του αερίου στα σωληνάκια κι από το ανοιχτό στόμα του Γουόλι η αδιόρατη πνοή της ανάσας του. Η Σελεστίνα στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του για πολλή ώρα και του κρατούσε το χέρι, βέβαιη ότι εκείνος είχε συνείδηση της παρουσίας της ως ένα βαθμό, αν και δεν είχε καμιά ένδειξη ότι καταλάβαινε πως βρισκόταν κοντά του. Η Σελεστίνα θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει την καρέκλα που υπήρχε στο δωμάτιο. Καθιστή, όμως, δεν θα έβλεπε το πρόσωπο του. 'Υστερα από ώρα, το χέρι του σάλεψε αδύναμα μέσα στο δικό της. Και λίγο αργότερα απ' αυτό το ελπιδοφόρο σημάδι, τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν και ύστερα άνοιξαν. Στην αρχή ήταν εντελώς σαστισμένος. Κοίταξε με απορία το μόνιτορ και τους ορούς, όταν όμως τα μάτια του εστίασαν στο πρόσωπο της Σελεστίνα, το βλέμμα του καθάρισε
μεμιάς και το αχνά χαμόγελο που κατάφερε να της χαρίσει έφερε απέραντη γαλήνη στην καρδιά της. Αμέσως μετά το χαμόγελο ήρθε η αγωνία και η ερώτηση: «Η Έιντζελ;...» «Είναι καλά. Δεν έπαθε τίποτα». Εκείνη τη στιγμή κατέφτασε μια νοσοκόμα, ειδοποιημένη από το μηχάνημα για την αλλαγή στην κατάσταση του ασθενούς, κι άρχισε αμέσως να ασχολείται με τον Γουόλι. Του πήρε τη θερμοκρασία, έλεγξε διάφορους δείκτες και έβαλε ένα λεπτό παγάκι ανάμεσα στα ξεραμένα χείλη του. Φεύγοντας, έριξε στη Σελεστίνα μια ματιά όλο νόημα και χτύπησε με το δάχτυλο το ρολόι της για να κάνει σαφέστερο τι εννοούσε. Μόλις έμειναν ξανά μόνοι, η Σελεστίνα είπε στον Γουόλι: «Μου ξεκαθάρισαν ότι, αφού συνέλθεις, θα μπορώ να σε επισκέπτομαι μόνο για δέκα λεπτά τη φορά, κι όχι πολύ συχνά». Ο Γουόλι έγνεψε καταφατικά. «Νιώθω εξαντλημένος». «Οι γιατροί λένε ότι θα γίνεις τελείως καλά». Ο Γουόλι χαμογέλασε ξανά, αλλά η φωνή του ήταν χαμηλή σαν ψίθυρος. « Έ χ ω μια ημερομηνία γάμου που με περιμένει». Η Σελεστίνα έσκυψε και φίλησε το μάγουλο του, τα μάτια, το μέτωπο, τα ξεραμένα χείλη του. «Σ' αγαπώ πολύ. Ή θ ε λ α να πεθάνω όταν νόμισα πως σε είχα χάσει». «Ποτέ μην ξαναπείς πως θέλεις να πεθάνεις», τη μάλωσε ο Γουόλι. Η Σελεστίνα σκούπισε τα μάτια της μ' ένα χαρτομάντιλο. «Εντάξει. Ποτέ». «Ήταν... ο πατέρας της Έιντζελ;» Η Σελεστίνα θαύμασε τη διορατικότητά του. Πριν από τρία χρόνια, όταν είχε μετακομίσει στο Πασίφικ Χάιτς, η Σελεστίνα του είχε εκμυστηρευτεί το φόβο της ότι ο παλιάνθρωπος θα τις έβρισκε κάποια μέρα, αλλά έκτοτε δεν του είχε ξαναμιλήσει ποτέ γι' αυτό το θέμα. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, Γουόλι. Εσύ είσαι ο πατέρας της Έιντζελ. Αυτός είναι απλώς το κτήνος που βίασε τη Φίμι». «Τον έπιασαν;»
«Παραλίγο να τον είχα πιάσει εγώ. Με το ίδιο του το όπλο». Ο Γουόλι ανασήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια του. «Τον χτύπησα και με μια καρέκλα. Γερό χτύπημα». «Μπράβο!» «Δεν ξέρεις ότι θα παντρευτείς μια αμαζόνα;» «Πώς δεν το ξέρω!» «Αυτός το έσκασε την ώρα που έφτασε η αστυνομία. Πιστεύουν ότι είναι ψυχωσικός, αρκετά μανιακός ώστε να δοκιμάσει ξανά, αν δεν τον πιάσουν σύντομα». «Συμφωνώ», είπε ανήσυχος ο Γουόλι. «Μου σύστησαν να μην επιστρέψω στο διαμέρισμα». «Να τους ακούσεις». «Δε θέλουν επίσης να έρχομαι στο Σεντ Μαίρη, γιατί αυτός, λένε, θα περιμένει να βρίσκομαι εδώ, μαζί σου». «Εγά> δεν έχω ανάγκη. Έ χ ω πολλούς φίλους εδώ». «Αύριο θα σε βγάλουν από την Εντατική. Θα πας σε δωμάτιο με τηλέφωνο. Θα σου τηλεφωνώ. Και θα ξανάρθω όσο πιο σύντομα μπορέσω». Ο Γουόλι βρήκε τη δύναμη να της σφίξει το χέρι. «Να προσέχετε. Κι εσύ και η Έιντζελ». Η Σελεστίνα τον φίλησε ξανά. «Σε δυο βδομάδες», του υπενθύμισε. Ο Γουόλι χαμογέλασε θλιμμένα. «Για το γάμο θα είμαι έτοιμος αλλά όχι για το μήνα του μέλιτος». «Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας για το μήνα του μέλιτος, αγάπη μου».
Κεφάλαιο 74
Σ Τ Ι ς 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, Παρασκευή, αργά το απόγευμα, ο Πολ Νταμάσκους έφτασε επιτέλους στο πρεσβυτέριο, με τα πόδια, όπως έφτανε παντού τα τελευταία χρόνια. Έ ν α ς δυνατός, παγωμένος άνεμος ούρλιαζε θλιβερά καθώς στροβιλιζόταν με ορμή στο εσωτερικό της μπρούντζινης καμπάνας, ξεσήκωνε τις ξερές πευκοβελόνες από το χώμα και δυσκόλευε την πορεία του Πολ, σαν να το είχε βάλει σκοπό να τον εμποδίσει να φτάσει. Πολλά χιλιόμετρα πριν, ανάμεσα στο Μπρούκινγκς και στο Πίστολ Ρίβερ, ο Πολ είχε αποφασίσει ότι δεν θα ξαναπερπατούσε άλλη φορά προς τόσο βόρεια κατεύθυνση αυτή την εποχή του χρόνου. Παρ' όλο που οι τουριστικοί οδηγοί ισχυρίζονταν ότι η ακτή του Ό ρ ε γ κ ο ν είναι μια ζώνη με συγκριτικά ήπιο κλίμα το χειμώνα. Παρά το γεγονός ότι είχε καταφτάσει απρόσκλητος, ήταν παντελώς άγνωστος κι αρκετά εκκεντρικός κατά γενική ομολογία, ο Πολ έγινε δεκτός από την Γκρέις και τον Χάρισον Γουάιτ με εγκαρδιότητα και φιλική διάθεση. Μπροστά στο κατώφλι τους, φωνάζοντας για ν' ακουστεί πάνω από το ουρλιαχτό του ανέμου, ο Πολ τους εξήγησε με μια ανάσα την αποστολή του, σαν να φοβόταν πως εκείνοι θα τρόμαζαν και θα του έκλειναν την πόρτα αν δεν αιτιολογούσε αμέσως την παρουσία του εκεί. « Ή ρ θ α ως εδώ με τα πόδια από το Μπράιτ Μπιτς της Καλιφόρνιας, γιατί ήθελα να σας μιλήσω για μια ιδιαίτερη γυναίκα που η ζωή της θα έχει αντίκτυπο σε αμέτρητες άλλες ζωές για πολύ καιρό αφότου φύγει από τον κόσμο. Ο άντρας της σκοτώθηκε τη μέρα που γεννήθηκε
ο γιος τους, αλλά πρόλαβε να ζητήσει να ονομαστεί το αγόρι Μπαρθόλομιου, επηρεασμένος βαθιά από το κήρυγμά σας για τη "Μια Μοναδική Μέρα" και τον Βαρθολομαίο. Τώρα, το αγόρι αυτό τυφλώθηκε κι ελπίζω εσείς να μπορέσετε να προσφέρετε λίγη παρηγοριά στη μητέρα του». Το ζεύγος Γουάιτ δεν παραξενεύτηκε, δεν έκλεισε την πόρτα, οΰτε αντιμετώπισε με καχυποψία την απότομη και αδέξια εξήγηση του. Αντίθετα, τον έβαλαν στο σπίτι τους, αργότερα τον κάλεσαν να μείνει για το δείπνο και, ακόμη πιο αργά, του πρότειναν να τον φιλοξενήσουν για τη νύχτα στο δωμάτιο των ξένων. Οι Γουάιτ ήταν καλοί κι ευγενικοί άνθρωποι και ενδιαφέρονταν ειλικρινά για όσα είχε να τους πει. Ο Πολ ήταν σίγουρος ότι η ιστορία της Άγκνες Λάμπιον θα τους συνάρπαζε, γιατί η ζωή αυτής της γυναίκας ήταν πράγματι μια ζωή σημαντική. Αυτό που δεν περίμενε ο Πολ ήταν να ενδιαφερθούν εξίσου και για τη δική του προσωπική ιστορία. Ακόμη κι αν το έκαναν αυτό από ευγένεια, φάνηκαν γοητευμένοι από τις διηγήσεις του και τον ρωτούσαν λεπτομέρειες για τα ταξίδια του, τα μέρη που είχε επισκεφτεί και για τη ζωή του με την Πέρι. Την Παρασκευή το βράδυ, ο Πολ κοιμήθηκε όσο βαριά δεν είχε κοιμηθεί ποτέ ύστερα από κείνη τη μέρα που είχε γυρίσει στο σπίτι από τη δουλειά του και είχε βρει τον Τζόσουα Ναν και το νοσοκόμο του ασθενοφόρου βουβούς μπροστά στο κρεβάτι της Πέρι. Εκείνη τη νύχτα δεν ονειρεύτηκε ότι περπατούσε σ' έναν ερημότοπο γεμάτο αφιλόξενα βράχια, ενώ το πρωί που ξύπνησε αισθανόταν ξεκούραστος στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή. Ο Χάρισον και η Γκρέις τον είχαν καλωσορίσει στο σπίτι τους, παρ' ότι την Πέμπτη το βράδυ είχε πεθάνει ένας στενός τους φίλος και ενορίτης και ήταν και οι δυο βυθισμένοι στη λύπη και είχαν ένα σωρό υποχρεώσεις. «Ο Θεός σε έστειλε κοντά μας», είπε η Γκρέις στον Πολ το Σάββατο το πρωί που έτρωγαν όλοι μαζί πρωινό. «Με τις ιστορίες σου έφερες παρηγοριά στις καρδιές μας, τη στιγμή που την είχαμε τόσο μεγάλη ανάγκη». Η κηδεία θα γινόταν στις δύο. Μετά, οι συγγενείς και οι
φίλοι του νεκρού θα συγκεντρώνονταν στην κατοικία του ιερέα για να μοιραστούν το ψωμί, το φαγητό και τις αναμνήσεις τους από την αγαπημένη ψυχή που είχε φύγει από κοντά τους. Το Σάββατο το πρωί, ο Πολ αποδείχτηκε πολύτιμος βοηθός για την Γκρέις στις προετοιμασίες των φαγητών και στο στήσιμο του μεγάλου μπουφέ στην τραπεζαρία του πρεσβυτέριου. Στις 11:20 ήταν στην κουζίνα κι άπλωνε γλάσο σ' ένα μακρύ κέικ σοκολάτας, ενώ δίπλα του ο αιδεσιμότατος έκανε την ίδια δουλειά σ' ένα κέικ με ινδική καρύδα. Η Γκρέις, έχοντας μόλις πλύνει μια στοίβα πιατικά στο νεροχύτη, σκούπιζε τα χέρια της μ' ένα πανί της κουζίνας, επιθεωρώντας ταυτόχρονα το γλασάρισμα που έκαναν οι δυο άντρες, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε και τη στιγμή που είπε «Εμπρός» μια έκρηξη συντάραξε την μπροστινή πλευρά του πρεσβυτέριου. Ακούστηκε ένα τρομακτικόμπαμ. Το πάτωμα τραντάχτηκε, οι τοίχοι τραντάχτηκαν επίσης και τα δοκάρια της στέγης έτριξαν, λες και είχε ξεσηκωθεί μεμιάς μια ολόκληρη αποικία από χιλιάδες αθέατες νυχτερίδες. Της Γκρέις της έπεσε το ακουστικό από το χέρι. Η σπάτουλα γλίστρησε από τα δάχτυλα του Χάρισον. Μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο από τζάμια που έσπαζαν, ξύλα που κομματιάζονταν και σοβάδες που έπεφταν βροχή, ο Πολ άκουσε μουγκρητό μηχανής αυτοκινήτου και σάλπισμα κόρνας και υποψιάστηκε τι πρέπει να είχε συμβεί. Κάποιος μεθυσμένος ή απρόσεχτος οδηγός είχε πέσει με μεγάλη ταχύτητα πάνω στο σπίτι. Έ χ ο ν τ α ς καταλήξει στο ίδιο απίθανο αλλά προφανές συμπέρασμα, ο Χάρισον είπε, «Κάποιος θα έχει χτυπήσει άσχημα», κι έτρεξε έξω από την κουζίνα προς την τραπεζαρία, με τον Πολ να τον ακολουθεί από κοντά. Εκείνη η μεριά του καθιστικού, όπου πριν υπήρχε μια πολύ όμορφη τζαμαρία σε μια μεγάλη εσοχή του τοίχου, τώρα ήταν ένα πελώριο άνοιγμα προς την αυλή. Σπασμένα κλαδιά και παρασυρμένοι θάμνοι σημάδευαν την πορεία της καταστροφής. Στη μέση ακριβώς του δωματίου, κόντρα σε
έναν τουμπαρισμένο τριθέσιο καναπέ κι ένα σωρό κατεστραμμένα έπιπλα, βρισκόταν μια στραπατσαρισμένη κόκκινη Πόντιακ, που βούλιαζε προς τ' αριστερά πάνω σε σκασμένα λάστιχα και σπασμένα αμορτισέρ. Έ ν α μεγάλο τμήμα από το χιλιοραγισμένο παρμπρίζ κατέρρευσε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου κι από το σκεβρωμένο καπό άρχισαν να βγαίνουν πυκνοί άσπροι καπνοί. Αν και είχαν ήδη μαντέψει την αιτία της έκρηξης, και ο Πολ και ο Χάρισον έμειναν άναυδοι όταν αντίκρισαν το μέγεθος της καταστροφής. Περίμεναν να δουν το αυτοκίνητο καρφωμένο στον μπροστινό τοίχο του σπιτιού κι όχι στο εσωτερικό του δωματίου. Ο Πολ αδυνατούσε να υπολογίσει με τι ταχύτητα θα έπρεπε να τρέχει ένα αυτοκίνητο για να διαπεράσει τόσα εμπόδια και να φτάσει τόσο βαθιά, και αναρωτήθηκε αν αρκούσαν μόνο η απερισκεψία και το αλκοόλ για να συμβεί κάτι τέτοιο. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε σπρώχνοντας ένα σπασμένο τραπεζάκι του τσαγιού και ένας ψηλός άντρας βγήκε από την Πόντιακ. Δυο πράγματα σ' αυτόν ήταν πολύ περίεργα, με πρώτο και καλύτερο το πρόσωπο του. Ολόκληρο το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με γάζες, όπως του Κλοντ Ρέινς στον Αόρατο Ανθρωπο, ή όπως του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ σ' εκείνη την ταινία που έπαιζε το δραπέτη κατάδικο που είχε κάνει πλαστικές εγχειρήσεις για να ξεφύγει από την αστυνομία και ν' αρχίσει καινούρια ζωή στο πλευρό της Λορίν Μπακόλ. Ξανθά τσουλούφια ξεπηδούσαν από την κορυφή των επιδέσμων, που άφηναν ακάλυπτα μόνο τα μάτια, τα ρουθούνια και τα χείλη του αγνώστου. Το δεύτερο αξιοπερίεργο ήταν το πιστόλι στο χέρι του. Η θέα των επιδέσμων προφανώς ενεργοποίησε όλους τους αισθητήρες της συμπόνιας στην καρδιά του αιδεσιμότατου Χάρισον, γιατί συνήλθε απότομα από το αρχικό σοκ κι έκανε να κινηθεί προς το μέρος του άντρα -πριν το μυαλό του καταγράψει την παρουσία του όπλου. Παρ' όλο που είχε μόλις επιζήσει από έναν αγώνα μέχρις εσχάτων μεταξύ σπιτιού και αυτοκινήτου, ο άγνωστος άντρας πατούσε σταθερά στα πόδια του και ήταν απόλυτα
σίγουρος για τις πράξεις του. Στράφηκε προς τον Χάρισον Γουάιτ και τον πυροβόλησε δύο φορές στο στήθος. Ο Πολ δεν είχε καταλάβει ότι η Γκρέις τους είχε ακολουθήσει στο καθιστικό, ως τη στιγμή που την άκουσε να ουρλιάζει πίσω του και πήγε να τον παραμερίσει γιά να τρέξει κοντά στον άντρα της, καθώς ο Χάρισον σωριαζόταν κάτω. Ο άγνωστος οπλοφόρος, κρατώντας το πιστόλι με το δεξί του χέρι τεντωμένο σε στυλ ψυχρού εκτελεστή, κινήθηκε κι αυτός προς τον πεσμένο εφημέριο. Η Γκρέις Γουάιτ ήταν μικροκαμωμένη, ο Πολ όμως δεν ήταν. Αλλιώς, δεν θα είχε μπορέσει να την εμποδίσει να τρέξει κοντά στον χτυπημένο σύζυγο της, δεν θα είχε μπορέσει να την αρπάξει, να την κουβαλήσει σηκωτή και να τη μεταφέρει προς τη σωτηρία. Το πρεσβυτέριο ήταν ένα καθαρό, αξιοπρεπές και ζεστό σπιτικό, αλλά τίποτα μέσα εκεί δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγαλόπρεπο-ούτε υπήρχε καμιά φαρδιά, καμπύλη εσωτερική σκάλα που να προσφέρει ένα σκηνικό αντάξιο μιας Σκάρλετ Ο' Χάρα. Αντίθετα, η σκάλα ήταν κρυμμένη πίσω από μια κλειστή πόρτα, στην πίσω γωνία του καθιστικού. Ο Πολ βρισκόταν κοντά σ' εκείνη τη γωνία όταν σταμάτησε την Γκρέις από τη βέβαιη πορεία της προς το θάνατο. Πριν συνειδητοποιήσει απόλυτα τι έκανε, είδε ότι είχε ανοίξει την πόρτα κι ότι ανέβαινε εκείνη την ταπεινή σκάλα, αποφασιστικός και γρήγορος όσο ο Δόκτωρ Σάβατζ, ή ο Αγιος, ή ο Γουίσλερ, ή κάθε άλλος από τους αγαπημένους του ήρωες των εικονογραφημένων που τόσο πολύ θαύμαζε τις περιπέτειές τους. Πίσω τους ακούστηκαν δυο απανωτοί πυροβολισμοί κι ο Πολ κατάλαβε ότι ο Χάρισον είχε φύγει πια οριστικά από τον κόσμο. Το ίδιο πρέπει να κατάλαβε και η Γκρέις, γιατί ξαφνικά έγινε σαν νεκρό βάρος στην αγκαλιά του, παρέλυσε από τη δυστυχία κι έπαψε να παλεύει να του ξεφύγει. Παρ' όλα αυτά, όταν την άφησε τελικά κάτω, στο διάδρομο του επάνω ορόφου, εκείνη φώναξε τ' όνομα του νεκρού πια άντρα της κι έκανε να ορμήσει ξανά προς τη στενή σκάλα.
Ο Πολ την τράβηξε και πάλι πίσω. Μαλακά αλλά σταθερά, την έσπρωξε από την ανοιχτή πόρτα στο δωμάτιο των ξένων, όπου είχε περάσει ο ίδιος τη νΰχτα. «Μείνε εδώ και περίμενε», της είπε αποφασιστικά. Στα πόδια του κρεβατιού υπήρχε μια βαριά κασέλα από ξύλο κέδρου. Ενάμισι μέτρο μήκος, εξήντα πόντους φάρδος, περίπου ογδόντα ύψος. Μπρούντζινα χερούλια στα πλάγια. Κρίνοντας από την έκφραση της Γκρέις όταν τον είδε να σηκώνει την κασέλα από το πάτωμα, ο Πολ συμπέρανε ότι θα ήταν βαριά. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κρίνει γιατί βρισκόταν σε μια περίεργη κατάσταση. Ή τ α ν τόση μεγάλη η έκκριση αδρεναλίνης στο αίμα του, που ενεργούσε σαν να βρισκόταν έξω από τον εαυτό του και η κασέλα βάραινε στα χέρια του όσο κι ένα πουπουλένιο μαξιλάρι - π ρ ά γ μ α που ήταν αδύνατο να ισχύει, ακόμη κι αν η κασέλα ήταν εντελώς άδεια. Χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση ότι βγήκε από το δωμάτιο των ξένων, ο Πολ βρέθηκε να κοιτάζει από την κορυφή της στενής σκάλας προς τα κάτω. Ο άντρας με τις γάζες στο πρόσωπο πετάχτηκε τότε από τα ερείπια του καθιστικού κι όρμησε προς τα πάνω. Η δυνατή, λαχανιαστή ανάσα του έκανε τη γάζα να πεταρίζει πάνω από τα χείλη του, απόδειξη ότι δεν ήταν η μούμια ενός αρχαίου Φαραώ που είχε ζωντανέψει για να εκδικηθεί τον ασεβή αρχαιολόγο ο οποίος είχε παραβιάσει τον τάφο του και τον είχε ενοχλήσει στον αιώνιο ύπνο του. Αρα, όλα αυτά συνέβαιναν, δεν ήταν μια από τις Αλλόκοτες Ιστορίες. Ο Πολ εκσφενδόνισε την κασέλα προς τη βάση της σκάλας. Έ ν α ς πυροβολισμός. Θραύσματα από ξύλο κέδρου τινάχτηκαν προς τα επάνω. Παρασυρμένος από το βάρος της κασέλας, ο δολοφόνος έπεσε προς τα πίσω με μια κραυγή πόνου. Ο Πολ ξαναβρέθηκε στο δωμάτιο των ξένων. Να ρίχνει με το χέρι του μια λάμπα από το κομοδίνο στο πάτωμα και να σηκώνει το κομοδίνο. Ύστερα, ξανά στην κορυφή της σκάλας. Στη βάση της σκάλας, ο δολοφόνος είχε σπρώξει στο πλάι την κασέλα και σηκωνόταν και πάλι όρθιος. Κάτω από τις
λωρίδες της γάζας που κάλυπταν το πρόσωπο του, ο σύγχρονος Τουταγχαμών έριξε μια αιμοβόρικη ματιά στον Πολ και πυροβόλησε μια φορά προς τα επάνω, σχεδόν με μισή καρδιά, χωρίς καν να σημαδέψει, πριν εξαφανιστεί ξανά στο κατεστραμμένο καθιστικό. Ο Πολ άφησε κάτω το κομοδίνο, αλλά περίμενε, έτοιμος να σπρώξει το έπιπλο στη σκάλα σε περίπτωση που τολμούσε να εμφανιστεί ξανά ο φασκκβμένος οπλοφόρος. Στο ισόγειο ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί και, μια στιγμή μετά τον δεύτερο, μια τρομερή έκρηξη συγκλόνισε το σπίτι, σαν να είχε εκραγεί ηφαίστειο. Αυτή ήταν κανονική έκρηξη και όχι σύγκρουση αυτοκινήτου με τοίχο όπως προηγουμένως. Πορτοκαλιές ανταύγειες φωτιάς φούντωσαν ξαφνικά κάτω στο καθιστικό κι ένα κύμα θερμότητας τύλιξε απότομα τον Πολ, που στεκόταν στην κορυφή της σκάλας. Αμέσως μετά το κύμα αυτό της ζέστης, άρχισαν να καταφτάνουν στρόβιλοι από πυκνούς μαύρους καπνούς, σαν να τους ρουφούσε το άνοιγμα της σκάλας. Ο Πολ, πίσω στο δωμάτιο των ξένων. Να σπρώχνει την Γκρέις στο παράθυρο. Να στρίβει το μάνταλο. Τζίφος. Κολλημένο ή σκεβρωμένο - π ο ι ο ς ξέρει. Πολλά μικρά τζάμια, γερά ξύλινα χωρίσματα ανάμεσά τους -πολύ δύσκολο να σπάσουν. «Κράτα την ανάσα σου και πάμε», είπε γρήγορα στην Γκρέις τραβώντας τη μαζί του έξω στο διάδρομο. Ασφυκτικός καπνός, μαύρη κάπνα που σε τύφλωνε. Αφόρητο κύμα θερμότητας που ακολουθούσε τον καπνό, σημάδι ότι η φωτιά είχε ανεβεί από τη σκάλα και απλωνόταν επικίνδυνα κοντά τους, πίσω από την πυκνή μαυρίλα. Ο Πολ κινήθηκε προς την μπροστινή πλευρά του σπιτιού πάνω στο διάδρομο, που ξαφνικά είχε γίνει σκοτεινός σαν σήραγγα, βλέποντας μόνο ένα αχνό φως μπροστά του μέσα από τη θολούρα της καπνιάς. Έ ν α παράθυρο στο βάθος. Αυτό άνοιξε εύκολα. Φρέσκος, κρύος αέρας. Ευλογημένο φως της μέρας. Έ ξ ω , φλόγες είχαν φουντώσει δεξιά κι αριστερά από το
άνοιγμα του καθιστικού. Ό λ η η πρόσοψη του σπιτιού φλεγόταν. Δεν υπήρχε επιστροφή. Μέσα στον πυκνό καπνό θα έχαναν τον προσανατολισμό τους σε δευτερόλεπτα, θα έπεφταν και θα πέθαιναν από ασφυξία, ή θα καίγονταν ζωντανοί. Άλλωστε, το ανοιχτό παράθυρο, δημιουργώντας ρεύμα οξυγόνου, θα τραβούσε αμέσως τη φωτιά από το βάθος του διαδρόμου καταπάνω τους. «Γρήγορα, γρήγορα», είπε πιεστικά στην Γκρέις, βοηθώντας τη να σκαρφαλώσει έξω από το φλεγόμενο πλαίσιο, πάνω στη στέγη της βεράντας. Βήχοντας και φτύνοντας σάλιο που ήταν πικρό σαν χημικό απόβλητο, ο Πολ ακολούθησε την Γκρέις, χτυπώντας φρενιασμένα τα ρούχα του όταν οι φλόγες έγλειψαν το πουκάμισο και το παντελόνι του. Βαθυκόκκινες πύρινες γλώσσες σκαρφάλωναν προς τη στέγη κυκλώνοντας το σπίτι. Η βεράντα από κάτω φλεγόταν. Τα κεραμίδια είχαν αρχίσει να πυρώνουν κάτω από τα πόδια τους, ενώ οι κορυφές των φλογών στεφάνωναν το γείσο της σκεπής όπου στέκονταν. Η Γκρέις πήγε προς την άκρη. Ο Πολ της φώναξε και τη σταμάτησε. Παρ' όλο που η απόσταση μέχρι το έδαφος ήταν μόνο τρία μέτρα, η Γκρέις θα διακινδύνευε πολλά τρέχοντας στα τυφλά και πηδώντας με φόρα από τη στέγη για ν' αποφύγει το πύρινο στεφάνι στην άκρη. Αν έπεφτε πάνω στο γρασίδι, είχε καλώς. Αν όμως έπεφτε στο τσιμεντένιο δρομάκι, μπορεί να έσπαγε κανένα πόδι, ή και την πλάτη της, ανάλογα με τη γωνία της πτώσης. Ως διά μαγείας, ο ΓΙολ βρέθηκε πάλι να έχει σηκώσει στην αγκαλιά του την Γκρέις και να τρέχει, ενώ η φωτιά έκαιγε τώρα τις σανίδες του ταβανιού και η στέγη της βεράντας είχε αρχίσει να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Και ύστερα βρέθηκε στον αέρα, μέσα σε σύννεφα μαύρου καπνού. Πάνω από φλόγες που άγγιξαν στιγμιαία τις σόλες των παπουτσιών του. Ο Πολ προσπάθησε να γείρει προς τα πίσω καθώς έπεφτε, με την ελπίδα να βρεθεί κάτω από την Γκρέις όταν θα
συναντούσαν το έδαφος, για να λειτουργήσει το σώμα του σαν μαξιλάρι για κείνη αν τυχόν χτυπούσαν στο τσιμέντο αντί στο χορτάρι. Προφανώς δεν έγειρε όσο χρειαζόταν, αφού τελικά προσγειώθηκε με τα πόδια, πάνω στο παγωμένο γρασίδι. Η ορμή της σύγκρουσης με το έδαφος τον έκανε να ταλαντευτεί και να πέσει στα γόνατα. Κρατώντας πάντα σταθερά στην αγκαλιά του την Γκρέις, έσκυψε λίγο και την απίθωσε πάνω στο χορτάρι, μαλακά, όπως έβαζε παλιά την Πέρι στο κρεβάτι της. Ή τ α ν σχεδόν σαν να το είχε σχεδιάσει έτσι και να το έκανε σκόπιμα. Αμέσως μετά πετάχτηκε όρθιος - ή μπορεί και να σηκώθηκε παραπατώντας, ανάλογα με το αν η εικόνα που είχε για τον εαυτό του εκείνη τη στιγμή ήταν πραγματική ή ανάμνηση από καρέ εικονογραφημένου περιοδικού- και κοίταξε γύρω του αναζητώντας τον άνθρωπο με τις γάζες. Κάποιοι γείτονες έτρεχαν ήδη πάνω στο γρασίδι προς το μέρος της Γκρέις κι άλλοι τους πλησίαζαν από τη μεριά του δρόμου. Ο δολοφόνος, όμως, είχε κιόλας εξαφανιστεί. Ακούστηκαν σειρήνες να ουρλιάζουν τόσο δυνατά, που ο Πολ αισθάνθηκε τη δόνηση του ήχου στα σφραγίσματα των δοντιών του. Μ' ένα διαπεραστικό στρίγκλισμα φρένων, ένα μεγάλο κόκκινο φορτηγό έστριψε στη γωνία του δρόμου κι αμέσως μετά το ακολούθησε και ένα δεύτερο. Πολύ αργά. Το πρεσβυτέριο είχε γίνει παρανάλωμα της φωτιάς. Με λίγη τύχη, θα κατάφερναν μάλλον να σώσουν την εκκλησία. Μόνο τώρα, που η αδρεναλίνη είχε αρχίσει να υποχωρεί, ο Πολ αναρωτήθηκε ποιος να ήταν αυτός που θέλησε να σκοτώσει έναν άνθρωπο του Θεού και της ειρήνης, έναν άνθρωπο τόσο καλό σαν τον Χάρισον Γουάιτ. Αυτή η μοναδική μέρα, σκέφτηκε ο Πολ και ξαφνικά αναρίγησε με τρόμο στη σκέψη όλων αυτών που αναπόφευκτα έμελλε ν' αρχίσουν.
Κεφάλαιο 75
Η ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ που πρόσφερε ο Σάιμον Μάγκιουσον τους έδωσε τη δυνατότητα να πιάσουν μια σουίτα τριών δωματίων σ' ένα καλό ξενοδοχείο. Έ ν α δωμάτιο για τον Τομ Βανάντιουμ, ένα για τη Σελεστίνα και την Έιντζελ. Ο Τομ έκλεισε τη σουίτα για τρία βράδια, προετοιμασμένος να περάσει τις περισσότερες από τις μικρές ώρες της νύχτας φυλώντας σκοπιά στο κοινό καθιστικό παρά στο δικό του δωμάτιο. Στις έντεκα η ώρα το Σάββατο το πρωί είχαν μόλις τακτοποιηθεί στο ξενοδοχείο, έχοντας φτάσει εκεί κατευθείαν από το Σεντ Μαίρη, και περίμεναν την αστυνομία να τους φέρει τις βαλίτσες με τα ρούχα και τα είδη πρώτης ανάγκης που είχε πακετάρει η Ρένα Μόλερ, η γειτόνισσα της Σελεστίνα, σύμφωνα με τις οδηγίες της. Ενώ περίμεναν, παρήγγειλαν, έστω κι αν ήταν νωρίς, μεσημεριανό -ή, έστω κι αν ήταν αργά, π ρ ω ι ν ό - για τρεις, που τους το σέρβιραν στο σαλόνι της σουίτας τους. Τις επόμενες τρεις ημέρες θα έτρωγαν όλα τα γεύματά τους στη σουίτα. Το πιθανότερο ήταν πως ο Κάιν είχε φύγει από το Σαν Φρανσίσκο. Ακόμη κι αν δεν είχε φύγει, όμως, η πόλη ήταν μεγάλη και μια τυχαία συνάντηση μαζί του θα ήταν μάλλον απίθανη. Παρ' όλα αυτά, ο Τομ Βανάντιουμ, που είχε αναλάβει το ρόλο του σωματοφύλακα, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τίποτα, γιατί ο αμίμητος κύριος Κάιν είχε αποδειχτεί δεξιοτέχνης του απίθανου.
Ο Τομ δεν απε'διδε υπερφυσικές δυνάμεις στο δολοφόνο. Ο Ί ν ο χ Κάιν ήταν κοινός θνητός, δεν ήταν ούτε πανταχού παρών ούτε παντογνώστης. Η κακία και η ανοησία, όμως, πολύ συχνά ζευγαρώνουν κι από την ένωσή τους προκύπτει η υπεροψία, όπως είχε πει προηγουμένως ο Τομ στη Σελεστίνα. Και ένας άνθρωπος ανόητος και υπερόπτης, χωρίς την αίσθηση του σωστού και του λάθους και χωρίς ηθικές αναστολές, μπορεί να γίνει τόσο απίστευτα παράτολμος, που αυτή η ίδια η απερισκεψία του να καταστεί τελικά η δύναμή του. Αψηφώντας εντελώς τις συνέπειες, είναι ικανός για τα πάντα και παίρνει ρίσκα που οι κοινοί εγκληματίες δεν θα αποτολμούσαν. Έτσι, οι αντίπαλοι του ποτέ δεν μπορούν να προβλέψουν τις κινήσεις του και ο παράγοντας αιφνιδιασμός λειτουργεί πάντα υπέρ του. Αν, επιπλέον, διαθέτει και ζωώδη πανουργία, ένα είδος ενστικτώδους πονηριάς, τότε έχει την ικανότητα ν' αντιδρά ταχύτατα όταν η απερισκεψία του έχει αρνητικές γι' αυτόν συνέπειες και μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις. Η σύνεση απαιτούσε να καταστρώσουν μια στρατηγική θεωρώντας ότι ο Ί ν ο χ Κάιν ήταν ο Σατανάς προσωποποιημένος, ότι είχε αυτιά και μάτια παντού κι ότι οι συνηθισμένες προφυλάξεις δεν επαρκούσαν στην περίπτωσή του. Εκτός από το να καταστρώνει στρατηγικές, ο Τομ περνούσε αρκετή ώρα τελευταία αναλογιζόμενος την ευθύνη-τη δική του, όχι του Κάιν. Έχοντας ακούσει το όνομα που είπε ο Κάιν στον ύπνο του και χρησιμοποιώντας το σαν όπλο στον ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του, μήπως είχε γίνει αυτός ο αρχιτέκτονας της εμμονής του δολοφόνου για τον Μπαρθόλομιου; Με άλλα λόγια, αν ο Κάιν δεν είχε ερεθιστεί προς αυτή την κατεύθυνση, μήπως θα είχε ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο, που θα τον κρατούσε μακριά από τη Σελεστίνα και την Έιντζελ; Ο συζυγοκτόνος είχε το κακό μέσα του κι αυτό το κακό θα εκφραζόταν αναπόφευκτα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ανεξάρτητα από τις δυνάμεις που επηρέαζαν τις πράξεις του. Αν δεν είχε σπρώξει τη Ναόμι από τον πυροσβεστικό πύργο, θα την είχε σκοτώσει κάπου αλλού, όποτε θα του δινόταν η ευκαιρία. Κι αν η Βικτόρια δεν είχε γίνει θύμα του,
κάποια άλλη γυναίκα θα είχε πεθάνει στη θέση της. Κι αν ο Κάιν δεν είχε αποκτήσει την περίεργη εμμονή ότι κάποιος που λεγόταν Μπαρθόλομιου θα ήταν η καταστροφή του, θα είχε γεμίσει την κούφια καρδιά του με κάποια άλλη, εξίσου παράλογη έμμονη ιδέα, που θα μπορούσε και πάλι να τον οδηγήσει στη Σελεστίνα -ή, αν όχι σ' αυτή, σε κάποιον άλλο άνθρωπο έτσι κι αλλιώς. Ο Τομ είχε ενεργήσει με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά και με την εξυπνάδα και την ορθή κρίση που του είχε χαρίσει ο Θεός και που ο ίδιος είχε περάσει μια ζωή ακονίζοντάς τες. Οι καλές προθέσεις και μόνο μπορούν να καταλήξουν μονοπάτι για την Κόλαση. Ωστόσο, οι καλές προθέσεις, όταν προκύπτουν μέσα από πολλή αυτοκριτική και ενδιαφέρον κι όταν πηγάζουν από τη σοφία και τη σύνεση που δίνει η πείρα -όπως συνέβαινε πάντα με τις προθέσεις του Τομ-, είναι ό,τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει ένας άνθρωπος. Αρνητικές συνέπειες που δεν προέκυψαν από πρόθεση, αλλά που θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί είναι κάτι αξιοκατάκριτο- όταν όμως οι συνέπειες είναι αδύνατο να προβλεφθούν, τότε ίσως να αποτελούν μέρος ενός σχεδίου για το οποίο κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος. Έτσι ήλπιζε ο Τομ. Αυτά σκεφτόταν και μελαγχολούσε την ώρα που έτρωγαν νωρίς μεσημεριανό, ή καθυστερημένα πρωινό, στη σουίτα. Με άλλα λόγια, κάποιοι σοφότεροι Τομ Βανάντιουμ ίσως να επέλεγαν διαφορετικές τακτικές, που θα οδηγούσαν σε λιγότερη δυστυχία και που θα κατέληγαν να οδηγήσουν πολύ πιο γρήγορα τον Ί ν ο χ Κάιν ενώπιον της δικαιοσύνης. Αυτός όμως δεν ήταν ένας από εκείνους τους Τομ Βανάντιουμ. Ή τ α ν ο συγκεκριμένος Τομ, που είχε κάνει λάθη και αγωνιούσε και δεν τον παρηγορούσε καθόλου η σκέψη ότι είχε αποδειχτεί πολύ καλύτερος σε άλλες περιπτώσεις. Η Έιντζελ, σκαρφαλωμένη σε μια καρέκλα, πάνω σε δυο μαξιλάρια για να φτάνει στο τραπέζι, τράβηξε ένα ξεροψημένο κομμάτι μπέικον από το σάντουιτς που ετοιμαζόταν να φάει και ρώτησε τον Τομ: «Από πού βγαίνει το μπέικον;» «Ξέρεις από πού βγαίνει», της είπε η μητέρα της μ' ένα
χασμουρητό που φανέρωνε όλη την εξάντληση της υστέρα από μια άγρυπνη και τόσο ταραγμένη νΰχτα. «Ναι, αλλά θέλω να δω αν ξέρει αυτός», εξήγησε η μικρή. Είχε ξυπνήσει μέσα στο ταξί που τους πήγαινε από το νοσοκομείο στο ξενοδοχείο, φρέσκια και ξεκούραστη, και είχε αποδειχτεί τόσο ανθεκτική, όσο μόνο τα παιδιά μπορούν να είναι όταν διατηρούν ακόμη την αθωότητά τους. Δεν είχε καταλάβει, βέβαια, πόσο βαριά είχε πληγωθεί ο Γουόλι και, μολονότι η επίθεση του Κάιν ασφαλώς την είχε τρομοκρατήσει όταν την παρακολούθησε κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι της μητέρας της, δεν φαινόταν να της έχει αφήσει κάποιο μόνιμο ψυχικό τραύμα. «Ξέρεις από πού βγαίνει το μπέικον;» ξαναρώτησε τον Τομ. «Από το σούπερ μάρκετ», της απάντησε εκείνος. «Και πού το βρίσκει το σούπερ μάρκετ;» «Από τους αγρότες». «Και οι αγρότες πού το βρίσκουν;» «Στα χωράφια που φυτρώνει το μπέικον». Η μικρή γέλασε κακαριστά. «Έτσι νομίζεις;» «Τα έχω δει», τη διαβεβαίωσε ο Τομ. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μυρίζει πιο όμορφα από ένα χωράφι μπεϊκονιές». «Χαζομάρες», έκρινε η Έιντζελ. «Από πού νομίζεις εσύ πως βγαίνει το μπέικον;» «Από τα γουρούνια!» «Αλήθεια; Σοβαρά το πιστεύεις αυτό;» ρώτησε ο Τομ με την άχρωμη φωνή του, που έδινε μια περίεργη σοβαρότητα σε ό,τι κι αν έλεγε. «Νομίζεις πως κάτι τόσο νόστιμο μπορεί να βγαίνει από ένα χοντρό, βρομερό, λασπωμένο γουρούνι;» Η Έιντζελ περιεργάστηκε σκεφτική το κομμάτι του μυρωδάτου μπέικον που κρατούσε με τα δυο της δάχτυλα, επανεκτιμώντας όλα όσα νόμιζε ότι ήξερε για την προέλευσή του. «Ποιος σου είπε πως βγαίνει από τα γουρούνια;» τη ρώτησε ο Τομ. «Η μαμά».
«Α, εντάξει. H μαμά δε λέει ποτέ ψέματα». «Ναι», είπε η Έιντζελ κοιτώντας καχύποπτα τη μητέρα της, «αλλά μερικές φορές μου κάνει αστεία». Η Σελεστίνα χαμογέλασε αφηρημένα. Από τη στιγμή που είχαν φτάσει στο ξενοδοχείο, πριν από μια ώρα περίπου, προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα τηλεφωνούσε τώρα στους γονείς της στο Σπρους Χιλς, ή θα περίμενε να το κάνει αργά το απόγευμα, που ίσως να ήταν πιο έτοιμη να τους ανακοινώσει ότι δεν είχε απλώς έναν αρραβωνιαστικό, αλλά έναν αρραβωνιαστικό που τον είχαν πυροβολήσει και λίγο έλειψε να πεθάνει και που ευτυχώς είχε ξεπεράσει το κρίσιμο μετεγχειρητικό στάδιο. Ό π ω ς είχε εξηγήσει στον Τομ, εκτός από την ταραχή που θα τους προκαλούσε με τα νέα για τον Κάιν, θα τους άφηνε σύξυλους με την είδηση ότι σκόπευε να παντρευτεί έναν λευκό που είχε τα διπλά της χρόνια. «Οι δικοί μου μπορεί να μην έχουν προκαταλήψεις, αλλά έχουν ακλόνητες αντιλήψεις σχετικά με το τι είναι κατάλληλο και τι δεν είναι». Η συγκεκριμένη είδηση θα έπιανε την κορυφή στην Κλίμακα Γουάιτ περί Ακαταλληλότητας. Επιπλέον, εκείνο το πρωί οι γονείς της προετοιμάζονταν για την κηδεία ενός στενού τους φίλου και η Σελεστίνα ήξερε από προσωπική εμπειρία ότι η μέρα τους θα ήταν γεμάτη. Παρ' όλα αυτά, στις έντεκα και δέκα, αφού τσιμπολόγησε κάνα δυο μπουκιές από το φαγητό της, αποφάσισε τελικά να τους τηλεφωνήσει. Ενώ η Σελεστίνα βολευόταν στον καναπέ, με τη συσκευή του τηλεφώνου στην ποδιά της, διστάζοντας να σχηματίσει το νούμερο πριν βρει λίγο κουράγιο ακόμη, η Έιντζελ απευθύνθηκε πάλι στον Τομ. «Τι έπαθε το πρόσωπο σου;» «Έιντζελ!» τη μάλωσε η μητέρα της από τον καναπέ. «Αυτό είναι αγένεια». «Το ξέρω. Αλλά πώς θα μάθω αν δεν τον ρωτήσω;» «Δεν είναι ανάγκη να μαθαίνεις τα πάντα». «Είναι», διαφώνησε η Έιντζελ. «Με πάτησε ένας ρινόκερος», της αποκάλυψε ο Τομ. Η Έιντζελ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Αυτό το μεγάλο άσχημο ζώο;» «Αυτό».
«Που έχει πολύ κακά μάτια κι ένα κέρατο στη μύτη;» «Ακριβώς». Η Έ ι ν τ ζ ε λ μόρφασε. «Δεν τους χωνεύω καθόλου τους ρινόσαυρους». «Ούτε εγώ». «Γιατί σε πάτησε;» «Γιατί μπήκα στο δρόμο του». «Γιατί μπήκες στο δρόμο του;» «Γιατί πήγα να περάσω απέναντι χωρίς να κοιτάξω». «Εμένα η μαμά δε μ' αφήνει να περνάω το δρόμο μόνη μου». «Κατάλαβες τώρα γιατί;» τη ρώτησε ο Τομ. «Στενοχωριέσαι;» «Γιατί να στενοχωριέμαι;» «Που το πρόσωπο σου έγινε έτσι σαν πατικωμένο». «Ω Χριστέ μου!» είπε εκνευρισμένη η Σελεστίνα. «Δεν πειράζει», την καθησύχασε ο Τομ, πριν απαντήσει στην Έιντζελ. «Όχι, δε στενοχωριέμαι. Και ξέρεις γιατί;» «Γιατί;» «Το βλέπεις αυτό;» Ο Τομ έβαλε μπροστά της την πιπεριέρα και κράτησε την αλατιέρα κρυμμένη στη χούφτα του. «Πιπέρι», είπε η Έιντζελ. «Ας πούμε ότι είμαι εγώ, εντάξει; Εγώ είμαι αυτός, λοιπόν, και κατεβαίνω από το πεζοδρόμιο χωρίς να κοιτάξω πρώτα κι από τις δυο μεριές...» Ο Τομ μετακίνησε την πιπεριέρα πάνω στο τραπέζι, κουνώντας την πέρα δώθε για να δείξει ότι βάδιζε αμέριμνος, χωρίς να νοιάζεται για τίποτε. «...και μπαμ! Με χτυπάει ο ρινόκερος κι ούτε που σταματάει καν y,α ζητήσεισυγνώμη...» Ο Τομ πλάγιασε την πιπεριέρα και ύστερα, μ' ένα γρύλισμα, την ξανάστησε όρθια. «...κι ε γ ώ σηκώνομαι από το δρόμο και τα ρούχα μου είναι χάλια και το πρόσωπο μου πατικωμένο». « Έ π ρ ε π ε να του κάνεις μήνυση». «Έπρεπε», συμφώνησε ο Τομ. «Αλλά το θέμα είναι...» Με τη φινέτσα ταχυδακτυλουργού άφησε την αλατιέρα να γλιστρήσει από τη χούφτα του και να βρεθεί στημένη δίπλα στην πιπεριέρα. «Αυτός είμαι πάλι εγώ».
«Όχι, εσύ είσαι αυτός», είπε η Έιντζελ χτυπώντας με το δάχτυλο της την πιπεριέρα. «Βλέπεις, αυτό είναι το περίεργο με όλες τις σημαντικές αποφάσεις που παίρνουμε. Αν κάνουμε κάτι πολύ λάθος, πραγματικά πολύ λάθος, μας δίνεται άλλη μια ευκαιρία να συνεχίσουμε στον σωστό δρόμο. Έτσι, τη στιγμή που εγώ έκανα την κουταμάρα να κατεβώ από το πεζοδρόμιο χωρίς να κοιτάξω, έφτιαξα έναν άλλο κόσμο στον οποίο κοίταξα κι από τις δυο μεριές και είδα το ρινόκερο που ερχόταν. Κι έτσι...» Κρατώντας την πιπεριέρα στο ένα του χέρι και την αλατιέρα στο άλλο, ο Τομ τις μετακίνησε προς τα εμπρός, κάνοντάς τες στην αρχή να αποκλίνουν ελαφρά και ύστερα να ακολουθούν εντελώς παράλληλες διαδρομές. «...ενώ αυτός ο Τομ έχει ένα πρόσωπο πατημένο από ρινόκερο, ο άλλος Τομ, στον δικό του κόσμο, έχει ένα πρόσωπο τελείως συνηθισμένο. Ο καημένος, είναι εντελώς συνηθισμένος». Η Έιντζελ έσκυψε μπροστά για να εξετάσει από κοντά την αλατιέρα. «Πού είναι ο δικός του κόσμος;» ρώτησε. «Εδώ, μαζί με τον δικό μας. Αλλά δεν μπορούμε να τον δούμε». Η Έιντζελ κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. «Είναι αόρατος σαν το Γάτο του Τσεσάιρ;» «Ολόκληρος ο κόσμος του είναι πραγματικός όσο κι ο δικός μας, αλλά εμείς δεν τον βλέπουμε, όπως και οι άνθρωποι σ' εκείνο τον κόσμο δε βλέπουν τον δικό μας. Υπάρχουν εκατομμύρια κόσμοι εδ<ό, στο ίδιο μέρος, αόρατοι ο ένας για τον άλλο, όπου όλοι εμείς έχουμε τη μια ευκαιρία μετά την άλλη να ζήσουμε καλά και να κάνουμε το σωστό». Άνθρωποι σαν τον Ί ν ο χ Κάιν, φυσικά, δεν διαλέγουν ποτέ ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, αλλά πάντα ανάμεσα σε δυο κακά. Για τους εαυτούς τους δημιουργούν συνεχώς κόσμους απελπισίας, τον ένα μετά τον άλλο. Για τους άλλους ανθρώπους, κόσμους γεμάτους πόνο. «Κατάλαβες τώρα γιατί δε στενοχωριέμαι;» ρώτησε ο Τομ το κοριτσάκι. Η Έιντζελ έστρεψε την προσοχή της από την αλατιέρα
στο πρόσωπο του Τομ, κοίταξε για λίγο τις ουλές του κι απάντησε: «Όχι». «Δε στενοχωριέμαι», της εξήγησε ο Τομ, «γιατί, ενώ έχω αυτό το πρόσωπο εδώ, σ' αυτό τον κόσμο, ξέρω πως υπάρχει ένας άλλος Τομ -αμέτρητοι άλλοι Τομ Βανάντιουμ- που δεν έχει καθόλου αυτό το πρόσωπο. Κάπου αλλού είμαι μια χαρά, ευχαριστώ». Η Έιντζελ, αφού το καλοσκέφτηκε, του δήλωσε. «Εγώ, πάντως, θα στενοχωριόμουν. Σ ' αρέσουν τα σκυλιά;» «Σε ποιον δεν αρέσουν». «Θέλω ένα σκυλάκι. Εσύ είχες ποτέ ένα σκυλάκι;» «Όταν ήμουν μικρός». Στον καναπέ, η Σελεστίνα βρήκε επιτέλους το κουράγιο να σχηματίσει το νούμερο του σπιτιού των γονιών της στο Σπρους Χιλς. «Νομίζεις ότι μιλάνε τα σκυλιά;» ρώτησε η Έιντζελ. «Να σου πω την αλήθεια, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ», απάντησε ο Τομ. «Εγώ είδα στην τηλεόραση ένα άλογο που μιλούσε». «Αφού μπορεί να μιλήσει ένα άλογο, γιατί όχι κι ένα σκυλί;» «Αυτό λέω κι εγώ», συμφώνησε η Έιντζελ. Η Σελεστίνα ακούστηκε να λέει: «Γεια σου, μαμά, εγώ είμαι». «Τι λες για τις γάτες;» ρώτησε η Έιντζελ. «Αφού μπορούν τα σκυλιά, θα μπορούν και οι γάτες». «Μαμά, τι συμβαίνει;» ρώτησε η Σελεστίνα και η φωνή της ξαφνικά ακούστηκε πολύ ανήσυχη. «Έτσι λέω κι εγώ», είπε η Έιντζελ. Ο Τομ έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω, σηκώθηκε και κινήθηκε προς τη Σελεστίνα. Η Σελεστίνα πετάχτηκε από τον καναπέ φωνάζοντας, «Μαμά, μ' ακούς;» και στράφηκε προς τον Πολ με μια έκφραση απόλυτου τρόμου κι απελπισίας. «Θέλω ένα σκυλάκι που να μιλάει», είπε η Έιντζελ. Τη στιγμή που ο Τομ έφτανε δίπλα της, η Σελεστίνα είπε: «Πυροβολισμοί». Κι αμέσως μετά: «Δύο πυροβολισμοί».
Κράτησε το ακουστικό στο ένα της χέρι και με το άλλο τράβηξε τα μαλλιά της, σαν να ήθελε να πονέσει για να ξυπνήσει από έναν εφιάλτη. «Αυτός είναι στο Όρεγκον», ψέλλισε. Ο αμίμητος κύριος Κάιν. Ο μάγος των εκπλήξεων. Ο αριστοτέχνης του απίθανου.
Κεφάλαιο 76
«ΔΟΘΙΗΝΕς». Με μια κλεμμένη μαΰρη Ντοτζ Τσάρτζερ 440 Μάγκνουμ, ο Κάιν Τζούνιορ το ε'σκασε από το Σπρους Χιλς για το Γιουτζίν, με όση ταχύτητα του επέτρεπαν οι όλο στροφές δρόμοι του Νότιου Όρεγκον, φροντίζοντας να μένει μακριά από τον Διαπολιτειακό 5, όπου η παρουσία της Τροχαίας ήταν αρκετά συχνή. «Σμηγματογόνες κΰστεις, για την ακρίβεια». Στη διάρκεια της τρελής κούρσας προς το Γιουτζίν, περνούσε συνέχεια από ξεσπάσματα δυνατού γέλιου σε σπαραχτικούς λυγμούς που του προκαλούσαν ο πόνος και η αυτολύπηση. Ο βαπτιστής ιερέας του βουντού ήταν νεκρός, τα μάγια είχαν λυθεί με το θάνατο του. Κι όμως, ο Τζούνιορ ήταν αναγκασμένος να περάσει κι αυτό το τελευταίο σωματικό μαρτύριο. «Ο δοθιήνας είναι θύλακος τρίχας ή φραγμένος δερματικός πόρος, μολυσμένος και γεμάτος πύον». Σ' ένα μικρό δρόμο, περίπου ένα χιλιόμετρο πριν από το αεροδρόμιο του Γιουτζίν, ο Τζούνιορ είχε σταματήσει την Ντοτζ και είχε μείνει εκεί όσο περίπου χρειάστηκε για να ξετυλίξει προσεκτικά τις γάζες από το πρόσωπο του και να σκουπίσει μ' ένα χαρτομάντιλο τη βρομερή και άχρηστη αλοιφή που είχε αγοράσει από ένα φαρμακείο. Μόλο που πίεσε το χαρτομάντιλο τόσο απαλά που η πίεση δεν θα είχε ταράξει ούτε επιφάνεια νερού σε γυάλα, ο πόνος που αισθάνθηκε ήταν τόσο μεγάλος, ώστε λίγο έλειψε να λιποθυ-
μήσει. Ο εσωτερικός καθρέφτης του αυτοκινήτου τού αποκάλυψε τσαμπιά από φριχτά, μεγάλα κόκκινα μπιμπίκια, με γυαλιστερές κίτρινες κορυφές, και στη θέα του προσώπου του λιποθύμησε όντως για κάνα δυο λεπτά, τόσο που πρόλαβε να ονειρευτεί πως ήταν ένα τερατόμορφο αλλά παρεξηγημένο πλάσμα, που οργισμένοι χωρικοί με πυρσούς και δικράνια το κυνηγούσαν μια νύχτα με καταιγίδα, πριν τον συνεφέρει ξανά ο ανυπόφορος πόνος. «Εδώ έχουμε εκτεταμένη μόλυνση όπου πολλοί δοθιήνες συνδέονται μεταξύ τους». Ο Τζούνιορ δεν ήθελε να ξετυλίξει το πρόσωπο του, αλλά φοβόταν ότι τα ραδιοκύματα θα μετέφεραν ήδη την είδηση ότι ένας άντρας τυλιγμένος στις γάζες σαν μούμια είχε σκοτώσει έναν εφημέριο στο Σπρους Χιλς. Εγκατέλειψε την Ντοτζ στον μικρό δρόμο κι επέστρεψε με τα πόδια ως τη βάση της ιδιωτικής αεροπορικής εταιρείας, όπου τον περίμενε ο πιλότος από το Σακραμέντο. Μόλις αντίκρισε τον επιβάτη του, ο πιλότος έχασε το χρώμα του και ρώτησε Αλλεργικός σε ΤΙ; κι ο Τζούνιορ του απάντησεΣτις καμέλιες, γιατί το Σακραμέντο ήταν η «Παγκόσμια Πρωτεύουσα της Καμέλιας» κι αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει εκεί όπου είχε αφήσει το καινούριο του Φορντ φορτηγάκι και τις συλλογές του από Σκλεντ και Ζεντ και όλα όσα του ήταν απαραίτητα για να ζήσει στο μέλλον. Ο πιλότος στάθηκε αδύνατο να κρύψει την αηδία του κι ο Τζούνιορ ήταν σίγουρος πως δεν θα τον μετέφερε αν δεν είχε πληρωθεί προκαταβολικά και για την πτήση της επιστροφής. «Κανονικά, θα σύστηνα ζεστές κομπρέσες ανά δύο ώρες, για να μειωθεί η ενόχληση και να επιταχυνθεί η έξοδος του υγρού, και θα σας έστελνα στο σπίτι σας με μια συνταγή για δεκαήμερη αντιβίωση». Ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι, στα Επείγοντα Περιστατικά του νοσοκομείου του Σακραμέντο, Σάββατο απόγευμα, έξι βδομάδες πριν αρχίσει το Φεστιβάλ της Καμέλιας, ο Τζούνιορ υπέμενε τις φροντίδες ενός γιατρού, τόσο νεαρού στην ηλικία, που εύκολα θα υποψιαζόταν κανείς ότι απλώς έπαιζε το γιατρό. «Πάντως, δεν έχω ξαναδεί τέτοια περίπτωση. Συνήθως
οι δοθιήνες εμφανίζονται στον τράχηλο. Και σε υγρές περιοχές του σώματος, όπως στις μασχάλες ή στους βουβώνες. Λιγότερο συχνά στο πρόσωπο. Και ποτέ σε τέτοια ποσότητα. Ειλικρινά, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα». Και βέβαια δεν έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα, άχρηστο νιάνιαρο που παριστάνεις το γιατρό. Είσαι τόσο πιτσιρικάς, που δεν έχεις δει ούτε γυναικείο βρακί, ακόμη όμως κι αν ήσουν μεγαλύτερος κι από τον παππού σου, πάλι δεν θα είχες ξαναδεί τέτοιο πράγμα, δόκτορ Χασάπη, γιατί αυτά είναι μπιμπίκια από κατάρα βαπτιστή ιερέα του βουντού και δεν εμφανίζονται κάθε τρεις και λίγο. «Δεν ξέρω τι είναι πιο ασυνήθιστο - η θέση της μόλυνσης, ο αριθμός των κυστών ή το μέγεθος τους». Μέχρι ν' αποφασίσεις, ανεγκέφαλο απόβλητο της ιατρικής σχολής, δε μου δίνεις ένα μαχαίρι να σον κόψω το λαρύγγι να τελειώνουμε; «Θα εισηγηθώ να μείνετε τη νύχτα εδώ, για να ασχοληθούμε με τη μόλυνση σε συνθήκες νοσοκομείου. Κάποιες από τις κύστεις θα τις χειριστούμε με αποστειρωμένες βελόνες, αλλά οι περισσότερες είναι τόσο μεγάλες, που θα χρειαστεί χειρουργικό νυστέρι και πιθανή αφαίρεση του σμηγματώδους πυρήνα. Αυτό συνήθως γίνεται με τοπική αναισθησία, αλλά στην περίπτωσή σας, αν και δε θα σας δώσουμε γενική νάρκωση, θα σας χορηγηθούν ισχυρά ηρεμιστικά... Θα πέσετε σε μια κατάσταση λανθάνοντος ύπνου, ας πούμε». Εγώ θα σε ρίξω σε κατάσταση οριστικού λανθάνοντος ύπνου, κρετίνε. Πού διάβολο το πήρες το δίπλωμά σου, ηλίθιε ψειριάρη; Στην Μποτοονάνα; Ή στο Βασίλειο της Τόνγκα; «Σας έφεραν κατευθείαν εδώ, κύριε Πίντσμπεκ, ή καταθέσατε πρώτα στη ρεσεψιόν τα στοιχεία της ασφάλειάς σας;» «Θα πληρώσω μετρητά», είπε ο Τζούνιορ. «Όποια κι αν είναι τα νοσοκομειακά έξοδα». «Τότε, θα φροντίσω να ξεκινήσουμε αμέσως», είπε ο γιατρός κι έκανε να τραβήξει την πλαστική κουρτίνα που απομόνωνε το κρεβάτι από τα υπόλοιπα στην αίθουσα των επειγόντων περιστατικών. «Για τ' όνομα του Θεού», είπε παρακλητικά ο Τζούνιορ. «Δεν μπορείτε να μου δώσετε κάτι για τον πόνο;»
Ο γιατρός παιδί-θαύμα στράφηκε πάλι προς τον Τζούνιορ, παίρνοντας μια έκφραση συμπόνιας τόσο ψεύτικη, που αν έπαιζε τον γιατρό στην πιο φτηνιάρικη πρωινή σαπουνόπερα, θα τον είχαν διαγράψει από το σωματείο ηθοποιών, θα τον είχαν απολύσει και θα τον είχαν μαστιγώσει για παραδειγματισμό αμέσως μετά το πρώτο επεισόδιο. «Θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία το απόγευμα και δεν πρέπει να έχετε πάρει τίποτα πριν σας δοθεί η νάρκωση. Μην ανησυχείτε όμως, κύριε Πίντσμπεκ. Μόλις τα αποστήματα ανοιχτούν και καθαριστούν, ο πόνος θα μειωθεί κατά ενενήντα τοις εκατό». Ο Τζούνιορ έμεινε μόνος με τη δυστυχία του, περιμένοντας το νυστέρι με μια λαχτάρα που θα του φαινόταν αδιανόητη πριν από λίγες ώρες. Η απλή υπόσχεση του χειρουργείου τον ενθουσίαζε όσο όλες οι σεξουαλικές εμπειρίες που είχε απολαύσει από τα δεκατρία του ως την προηγούμενη Πέμπτη. Το νιάνιαρο με την ιατρική ρόμπα επέστρεψε με τρεις συναδέλφους του και στριμώχτηκαν όλοι μαζί πίσω από την κουρτίνα που απομόνωνε το κρεβάτι του Τζούνιορ από τα υπόλοιπα, για να δηλώσουν ομαδικά ότι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τέτοια περίπτωση. Ο μεγαλύτερος στην ηλικία, ένας μύωπας φαλακρός μπουνταλάς, επέμενε να του κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις για την ερωτική ζωή του, τις οικογενειακές σχέσεις του, τα όνειρά του και την αυτοεκτίμησή του. Τελικά, ο τύπος αυτός, που άρχισε να κάνει μπροστά του ένα σωρό υποθέσεις για την πιθανότητα ψυχοσωματικής αντίδρασης, αποδείχτηκε ότι ήταν ψυχίατρος. Ο ηλίθιος. Και ύστερα, επιτέλους: η εξευτελιστική χειρουργική πιτζάμα, το πολυπόθητο ναρκωτικό, μια όμορφη νοσοκόμα που του φάνηκε να τον γλυκοκοιτάζει και μετά η λήθη.
Κεφάλαιο 77
Τ Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, 15 Ιανουαρίου, ο Πολ Νταμάσκους έφτασε στο ξενοδοχείο του Σαν Φρανσίσκο μαζί με την Γκρέις Γουάιτ. Είχε μείνει φρουράς στο πλευρό της δυο ολόκληρες μέρες στο Σπρους Χιλς, κοιμόταν τη νύχτα στο διάδρομο έξω από το δωμάτιο της και δεν την άφηνε στιγμή μόνη της σε δημόσιο χώρο. Είχαν φιλοξενηθεί σε φίλους της μέχρι την κηδεία του Χάρισον σήμερα το πρωί και ύστερα είχαν πετάξει προς τα νότια, για να συναντήσει η μητέρα την κόρη της. Ο Τομ Βανάντιουμ συμπάθησε αμέσως αυτό τον άντρα. Το ένστικτο του αστυνομικού τού έλεγε ότι ο Πολ ήταν τίμιος κι αξιόπιστος. Με τη διορατικότητα του κληρικού, διέκρινε σ' αυτόν ακόμη πιο εντυπωσιακή ποιότητα χαρακτήρα. «Θα παραγγείλουμε το βραδινό μας από την υπηρεσία δωματίων», είπε ο Τομ κι έδωσε στον Πολ τον κατάλογο. Η Γκρέις αρνήθηκε να φάει, αλλά ο Τομ της παρήγγειλε έτσι κι αλλιώς, διαλέγοντας φαγητά που ήξερε πια ότι άρεσαν στη Σελεστίνα και υποθέτοντας ότι το γούστο της μητέρας ήταν που είχε διαμορφώσει τις προτιμήσεις της κόρης. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν σε μια γωνιά του σαλονιού της σουίτας, έκλαψαν, χάιδεψαν η μια την άλλη, κουβέντιασαν χαμηλόφωνα κι αναρωτήθηκαν μαζί αν υπήρχε τρόπος να μπορέσουν να βοηθήσουν η μια την άλλη να γεμίσει αυτό το ξαφνικό, βαθύ και τρομακτικό κενό στη ζωή τους. Η Σελεστίνα ήθελε να πάει στο Ό ρ ε γ κ ο ν για την κηδεία, αλλά ο Τομ, ο Μαξ Μπελίνι, η Αστυνομία του Σπρους Χιλς
και ο Γουόλι, με τον οποίο από την Κυριακή είχε αρχίσει να μιλάει σχεδόν κάθε μία ώρα στο τηλέφωνο, τη συμβούλευσαν αυστηρά να μην κάνει το ταξίδι. Έ ν α ς άνθρωπος τόσο παρανοϊκός και ριψοκίνδυνος σαν τον Κάιν, μπορεί ν' αποτολμούσε οτιδήποτε, όσο ισχυρή κι αν ήταν η αστυνομική παρουσία στο νεκροταφείο ή στην εκκλησία. Η Έιντζελ δεν πήγε κοντά στις δυο γυναίκες, αλλά έμεινε καθισμένη στο πάτωμα μπροστά στην τηλεόραση, βλέποντας μια το Γκανσμόονκ και μια το Δ ε Μάνκις. Πολύ μικρή για να μπορεί να παρακολουθήσει ουσιαστικά κάποια από τις δύο εκπομπές, μιμούνταν παρ' όλα αυτά ήχους πυροβολισμών κάθε που ο σερίφης Ντίλον έμπαινε στη μάχη και έβρισκε δικούς της στίχους για να τραγουδάει μαζί με τους Μάνκις. Κάποια στιγμή άφησε την τηλεόραση και πλησίασε τον Τομ, που συζητούσε με τον Πολ. «Είναι όπως το Γκανσμόονκ και το Δε Μάνκις, που είναι δίπλα δίπλα στην τηλεόραση την ίδια ώρα. Ό μ ω ς οι Μάνκις δεν μπορούν να δουν τους καουμπόηδες, όπως και οι καουμπόηδες δεν μπορούν να δουν τους Μάνκις». Για τον Πολ αυτές ήταν απλώς παιδιάστικες κουβέντες, αλλά ο Τομ κατάλαβε αμέσως ότι η μικρή αναφερόταν στην εξήγησή του γιατί δεν ήταν στενοχωρημένος που είχε παραμορφωθεί το πρόσωπο του: η αλατιέρα και η πιπεριέρα που εκπροσωπούσαν δύο Τομ, ο αδιάφορος ρινόκερος, οι πολλοί διαφορετικοί κόσμοι, όλοι μαζί σε ένα μέρος. «Ναι, Έιντζελ. Κάτι τέτοιο σου έλεγα». Η μικρή επέστρεψε στην τηλεόραση. «Είναι πολύ ιδιαίτερο παιδί», είπε σκεφτικός ο Τομ. «Πολύ χαριτωμένη», συμφώνησε ο Πολ. Δεν ήταν αυτή η ιδιαιτερότητα που είχε στο μυαλό του ο Τομ. «Πώς αντιμετώπισε το θάνατο του παππού της;» τον ρώτησε ο Πολ. «Πολύ γενναία». Κάποιες στιγμές, η Έιντζελ φαινόταν να ταράζεται απ' αυτά που της είχαν πει για τον παππού της κι εκείνες τις στιγμές σοβάρευε απότομα, μελαγχολούσε. Αλλά ήταν μόνο
τριών χρονών, πολύ μικρή για να συλλάβει το τελεσίδικο του θανάτου. Σίγουρα, δεν θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν έμπαινε σε λίγο ο Χάρισον Γουάιτ την ώρα που εκείνη παρακολουθούσε τη Λούσι. Ενώ περίμεναν να έρθει το βραδινό φαγητό τους, ο Τομ άκουσε μια λεπτομερέστατη αναφορά από τον Πολ για την επίθεση του Κάιν στο πρεσβυτεριο. Τα περισσότερα τα ήξερε ήδη από φίλους του στην Αστυνομία του Σπρους Χιλς, αλλά η διήγηση του Πολ ήταν πολύ πιο παραστατική. Η αγριότητα της επίθεσης έπεισε τον Τομ ότι, όποια κι αν ήταν τα διεστραμμένα κίνητρα του Κάιν, η Σελεστίνα, η μητέρα της και η Έιντζελ κινδύνευαν σοβαρά όσο αυτός ο άνθρωπος κυκλοφορούσε ελεύθερος - ί σ ω ς για όσο καιρό θα ήταν ζωντανός. Σε λίγο τους έφεραν το φαγητό τους κι ο Τομ έπεισε τη Σελεστίνα και την Γκρέις να έρθουν στο τραπέζι για το χατίρι της Έιντζελ, έστω κι αν δεν είχαν όρεξη να φάνε. Ύστερα από τόση ταραχή και αναστάτωση, το παιδί είχε μεγάλη ανάγκη από τη σταθερότητα της καθημερινής ρουτίνας, όσο ήταν δυνατόν αυτό. Και μια συγκέντρωση φίλων και συγγενών γύρω από ένα τραπέζι είναι ό,τι πιο καθησυχαστικό μπορεί να υπάρξει -πόσο μάλλον μια τόσο εξουθενωτική ημέρα. Αν και απέφυγαν κάθε κουβέντα περί θανάτου και απώλειας, ύστερα από βουβή κοινή συμφωνία, η ατμόσφαιρα στο τραπέζι ήταν βαριά. Η Έιντζελ καθόταν σιωπηλή, πιο πολύ . παίζοντας με το φαγητό της παρά τρώγοντας. Το φέρσιμο της τράβηξε την προσοχή του Τομ, που πρόσεξε ότι είχε ανησυχήσει και τη μητέρα της. Ο Τομ απομάκρυνε το πιάτο του από μπροστά του κι έβγαλε από την τσέπη του ένα εικοσιπενταράκι, που πάντα τον βοηθούσε τόσο με τα παιδιά, όσο και με τους δολοφόνους. Η Έιντζελ ζωντάνεψε όταν είδε το νόμισμα να στριφογυρίζει κόμπο τον κόμπο στα δάχτυλα του Βανάντιουμ. «Αυτό μπορώ να μάθω κι εγώ να το κάνω», είπε με σιγουριά. «'Οταν μεγαλώσουν τα δάχτυλά σου», συμφώνησε ο Τομ. «Είμαι σίγουρος ότι θα το μάθεις. Θα σου το μάθω εγώ κάποτε, αν θέλεις».
Έσφιξε το δεξί του χέρι σε γροθιά γύρω από το νόμισμα, κούνησε το αριστερό πάνω από το δεξί και είπε με βαριά φωνή: «Τζινγκλ-τζανγκλ, μινγκλ-τζινγκλ». Άνοιξε έπειτα απότομα το δεξί του χέρι. Το νόμισμα είχε εξαφανιστεί. Η Έιντζελ έγειρε το κεφαλάκι της στο πλάι και κοίταξε σκεφτική το αριστερό χέρι του Τομ, που το είχε κλείσει καθώς άνοιγε το δεξί. Έ δ ε ι ξ ε με το δάχτυλο της. «Εκεί είναι». «Δυστυχώς, κάνεις λάθος». Ο Τομ άνοιξε το αριστερό του χέρι και η παλάμη ήταν εντελώς άδεια. Στο μεταξύ, είχε κλείσει πάλι το δεξί σε γροθιά. «Πού να πήγε;» ρώτησε η Γκρέις την εγγονή της, κάνοντας φανερή προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα για χάρη της μικρής. Κοιτώντας καχύποπτα το δεξί χέρι του Τομ, η Έιντζελ δήλωσε: «Δεν είναι εκεί». «Η πριγκίπισσα μάντεψε σωστά», είπε ο Τομ ανοίγοντας το χέρι του, που πράγματι ήταν άδειο. Ύστερα το τέντωσε προς το μέρος της μικρής κι έβγαλε το κέρμα από τ' αυτί της. «Αυτό δεν ήταν μαγικό», δήλωσε η Έιντζελ. «Εμένα μαγικό μου φάνηκε», είπε η Σελεστίνα. «Κι εμένα», συμφώνησε ο Πολ. Η Έιντζελ ήταν ακλόνητη. «Όχι, δεν ήταν. Κι αυτό μπο- , ρώ να το μάθω. Ό π ω ς έμαθα να ντύνομαι και να λέω ευχα- ' ριστώ». «Μπορείς», συμφώνησε μαζί της ο Τομ. Κρατώντας το νόμισμα στον λυγισμένο δείκτη του, το χτύπησε με το νύχι του αντίχειρα και το τίναξε στον αέρα. Τη στιγμή που το εικοσιπενταράκι ανέβαινε ψηλά, ο Τομ άνοιξε και τα δυο του χέρια για να τους δείξει ότι ήταν άδεια και να τους αποσπάσει έτσι την προσοχή. Όμως, όταν ξανακοίταξαν, το νόμισμα δεν ήταν πια στον αέρα, όπως τους είχε φανεί αρχικά, δεν στριφογύριζε πουθενά μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους. Είχε εξαφανιστεί σαν να είχε τρυπώσει στη σχισμή ενός αόρατου αυτόματου μηχανήματος. Γύρω από το τραπέζι όλοι οι ενήλικοι χειροκρότησαν, αλλά η απαιτητικότερη από τους θεατές κοίταξε πρώτα στο ταβάνι, όπου είχε φανεί να κατευθύνεται το νόμισμα, και ύστερα στο τραπέζι, όπου θα έπρεπε να είχε πέσει το εικο-
σιπενταράκι, ανάμεσα στα ποτήρια και στα πιάτα. Τελικά, η μικρή κοίταξε τον Τομ και είπε: «Δεν ήταν μαγικό». Η Γκρέις, η Σελεστίνα κι ο Πολ έδειξαν να διασκεδάζουν και να απορούν με την τόσο αυστηρή κρίση της Έιντζελ. Το κορίτσι δεν επηρεάστηκε καθόλου από τις αντιδράσεις τους. «Δεν ήταν μαγικό. Ό μ ω ς αυτό ίσως να μην μπορέσω ποτέ να το μάθω». Ο Τομ ένιωσε να αναριγά -τον διαπέρασε μια ισχυρή ανατριχίλα που είχε να κάνει με συγκίνηση και προσμονή. Από παιδί την περίμενε αυτή τη στιγμή - α ν ήταν πράγματι Η Στιγμή- και είχε σχεδόν χάσει πια κάθε ελπίδα πως θα συνέβαινε ποτέ μια τέτοια συνάντηση. Θα περίμενε να συναντήσει κάποιον με τις ίδιες αντιλήψεις, κυρίως ανάμεσα σε φυσικούς ή μαθηματικούς, μοναχούς ή μυστικιστές, αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί ένα τρίχρονο κοριτσάκι ντυμένο από την κορυφή ως τα νύχια στα μπλε, εκτός από μια κόκκινη ζώνη και δυο κόκκινους φιόγκους στα μαλλιά. Το στόμα του ήταν ξερό όταν της μίλησε ξανά. «Εμένα μου φαίνεται πολύ μαγικό το κόλπο με το νόμισμα που χάνεται στον αέρα». «Μαγικό είναι άμα δεν ξέρει κανένας πώς γίνεται». «Εσύ ξέρεις τι έγινε το νόμισμα;» «Και βέβαια ξέρω». Ο Τομ χρειάστηκε να μαζέψει αρκετό σάλιο για να μπορέσει να μιλήσει. «Τότε, μπορείς να μάθεις να το κάνεις κι εσύ». Η Έιντζελ κούνησε ζωηρά το κεφάλι της και οι κόκκινοι φιόγκοι της φτερούγισαν. «Όχι. Γιατί δεν το πήγες από τη μια μεριά στην άλλη». «Από τη μια μεριά στην άλλη;» «Από το ένα χέρι στο άλλο, ή κάπου». «Και τι το έκανα;» «Το πέταξες στο Γκαναμόονκ», είπε η Έιντζελ. «Πού;» ρώτησε η Γκρέις. Με την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα, ο Τομ έβγαλε άλλο ένα εικοσιπενταράκι από την τσέπη του παντελονιού του. Για χάρη των μεγάλων, έκανε τις αναμενόμενες προετοιμασίες -κούνησε και τα δέκα δάχτυλα του χεριού του, πέρασε το ένα
χέρι πάνω από το άλλο-, γιατί στα μαγικά κόλπα, όπως και στα κοσμήματα, έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος παρουσίασης, για ν' αναδειχτεί και να λάμψει το διαμάντι. Κατά την εκτέλεση ήταν το ίδιο σχολαστικός, γιατί δεν ήθελε να αντιληφθούν οι μεγάλοι αυτό που είχε αντιληφθεί η Έιντζελ. Προτιμούσε να πιστεύουν ότι επρόκειτο για ταχυδακτυλουργία ή μαγικό κόλπο. Ύστερα από τις κλασικές κινήσεις, έσφιξε στιγμιαία τη γροθιά του γύρω από το νόμισμα και μετά, μ' ένα τίναγμα του καρπού, το πέταξε προς την Έιντζελ, ανοίγοντας ταυτόχρονα τα δυο του χέρια για να αποσπάσει την προσοχή όλων. Η Έιντζελ, όμως, κάρφωσε το βλέμμα της σ' ένα σημείο στον αέρα, πάνω από το τραπέζι, συνοφρυώθηκε στιγμιαία και ύστερα το προσωπάκι της άνθισε σ' ένα χαμόγελο. «Πήγε κι αυτό στο Γκανσμόονκ;» τη ρώτησε με βραχνή φωνή ο Τομ. «Μπορεί», είπε η Έιντζελ. «Μπορεί όμως και να πήγε στους Μάνκις... ή μπορεί να πήγε εκεί που δε σ' έχει πατήσει ο ρινόσαυρος». Ο Τομ άνοιξε τα άδεια χέρια του και μετά έπιασε το ποτήρι του με το νερό και ήπιε γιατί το στόμα του είχε στεγνώσει εντελώς. Η Έιντζελ είπε στον Πολ Νταμάσκους: «Ξέρεις από πού βγαίνει το μπέικον;» «Από τα γουρούνια», είπε ο Πολ. «Όοοοοοχι», είπε η Έιντζελ κι έσκασε στα γέλια με την άγνοιά του. Η Σελεστίνα κοίταξε περίεργα τον Τομ Βανάντιουμ. Είχε δει το εφέ της εξαφάνισης, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε δει το νόμισμα τη στιγμή που εξαφανίστηκε στον αέρα. Τώρα φαινόταν να διαισθάνεται ότι υπήρχε κάτι περισσότερο από απλή ταχυδακτυλουργία, ή ότι το κόλπο είχε κάποιο άλλο νόημα που αυτή δεν μπορούσε να καταλάβει. Πριν αρχίσει η Σελεστίνα να σκαλίζει το ζήτημα, με κίνδυνο να χτυπήσει μια φλέβα αλήθειας, ο Τομ άρχισε να διηγείται την ιστορία του Βασιλιά Ομπαντάια, του Φαραώ της Φαντασίας, που του είχε μάθει όσα κόλπα ήξερε να κάνει με τα δάχτυλα. Αργότερα, αφού είχαν τελειώσει το φαγητό, αλλά κάθο-
νταν ακόμη στο τραπέζι πίνοντας καφέ, η συζήτηση έγινε πολΰ σοβαρή, αν και το θέμα δεν ήταν ο Χάρισον Γουάιτ, αλλά το πόσο διάστημα θα έπρεπε να κρύβονται οι δυο γυναίκες και το παιδί, πότε και ποΰ θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν να ζουν φυσιολογικά. Αυτό ήταν το φλέγον ζήτημα της στιγμής. Ό σ ο περισσότερο θα χρειαζόταν να κρΰβονται από φόβο, τόσο πιθανότερο ήταν να εκνευριστεί η Σελεστίνα, να γίνει απρόσεκτη και να επιστρέψει στο Πασίφικ Χάιτς. Ο Τομ την είχε ήδη καταλάβει αρκετά καλά και ήταν σίγουρος ότι θα προτιμούσε να πολεμήσει, παρά να το βάλει στα πόδια. Χωρίς μια συγκεκριμένη ημερομηνία επιστροφής στην κανονική ζωή, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, θα έχανε όλο και περισσότερο την υπομονή της. Η αξιοπρέπειά της και το αίσθημα δικαιοσύνης που τη διακατείχε θα την ωθούσαν να αντιδράσει κυρίως με το συναίσθημα παρά με τη λογική. Για να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, ενώ η επίθεση του Ίνοχ Κάιν ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη της Σελεστίνα, ο Τομ πρότεινε να παραμείνουν κρυμμένοι για κάνα δυο βδομάδες ακόμη, εκτός αν στο μεταξύ εντοπιζόταν ο δολοφόνος. «Πάντως, όποτε κι αν πας να μείνεις στο σπίτι του Γουόλι ύστερα από δω, θα πρέπει να εγκαταστήσεις το καλύτερο σύστημα συναγερμού και να μάθεις να ζεις περιορισμένη ζωή. Ίσως να χρειαστεί να προσλάβεις και σωματοφύλακες, αν έχεις την οικονομική δυνατότητα. Το πιο συνετό θα ήταν να μετακομίσεις από το Σαν Φρανσίσκο αμέσως μόλις αναρρώσει ο Γουόλι. Αυτός βγήκε νωρίς στη σύνταξη, έτσι δεν είναι; Και μια ζωγράφος μπορεί να ζωγραφίσει οπουδήποτε. Πουλήστε ό,τι ακίνητα έχετε, κάντε μια καινούρια αρχή σε άλλη Πολιτεία και φροντίστε να μην μπορεί κανείς να μάθει εύκολα τον τόπο που θα μετακομίσετε. Σ' αυτό μπορώ να σας βοηθήσω κι εγώ». «Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα;» ρώτησε η Σελεστίνα, αν και γνώριζε την απάντηση. «Εγώ αγαπώ το Σαν Φρανσίσκο. Η πόλη αυτή με εμπνέει. Έ χ ω στήσει μια ζωή εδώ. Είναι πραγματικά τόσο άσχημα τα πράγματα;» «Τόσο και χειρότερα», της απάντησε αυστηρά η Γκρέις. «Κι αν ακόμη τον πιάσουν, πάντα θα ζεις με τον κρυφό φόβο
πως μπορεί μια μέρα να δραπετεύσει. Ό σ ο θα ξέρεις ότι μπορεί να σε βρει, ποτέ δε θα ζήσεις ήσυχη. Κι αν αγαπάς τόσο πολΰ αυτή την πόλη, ώστε να βάλεις σε κίνδυνο τη ζωή της Έιντζελ... τότε, ποιον άκουγες να σε συμβουλεύει όλα αυτά τα χρόνια, κορίτσι μου; Σίγουρα όχι εμένα». Οι δυο γυναίκες είχαν ήδη αποφασίσει ότι η Γκρέις θα πήγαινε να ζήσει με τη Σελεστίνα κι αργότερα - μ ε τ ά το γ ά μ ο - με τη Σελεστίνα και τον Γουόλι. Στο Σπρους Χιλς είχε πολλούς φίλους που θα της έλειπαν, αλλά δεν υπήρχε τίποτ' άλλο που να την κρατάει στο Όρεγκον, εκτός από μια στενή λωρίδα γης δίπλα στον Χάρισον, όπου περίμενε να τη θάψουν όταν θα πέθαινε. Η φωτιά στο πρεσβυτέριο είχε καταστρέψει όλη την κινητή περιουσία της κι όλους τους οικογενειακούς θησαυρούς, από τους σχολικούς επαίνους της Σελεστίνα μέχρι τις πολύτιμες αναμνηστικές φωτογραφίες. Η Γκρέις ήθελε μόνο να βρίσκεται κοντά στην κόρη της και στην εγγονή της, στους μοναδικούς συγγενείς που της είχαν απομείνει, και να αποτελέσει κι αυτή μέρος της καινούριας ζωής που θα έχτιζαν με τον Γουόλι Λίπσκομπ. Η Σελεστίνα άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της. «Εντάξει», είπε μ' έναν αναστεναγμό. «Ας προσευχηθούμε να τον συλλάβουν. Αν δεν τον συλλάβουν όμως μέσα στις δυο επόμενες εβδομάδες, θα ακολουθήσουμε το σχέδιο σου, Τομ. Μόνο που δεν ξέρω αν θα μπορέσω ν' αντέξω δυο βδομάδες κλεισμένη σ' ένα ξενοδοχείο, να φοβάμαι να βγω στο δρόμο, να μη βλέπω ήλιο και να τρώω στο δωμάτιο». «Ελάτε να μείνετε σ' εμένα», είπε αμέσως ο Πολ Νταμάσκους. «Στο Μπράιτ Μπιτς. Είναι μακριά από το Σαν Φρανσίσκο κι αυτός δε θα σκεφτεί ποτέ να σας αναζητήσει εκεί. Δεν έχει λόγο. Δε σας συνδέει τίποτα μ' αυτή την πόλη. Εγώ έχω ένα μεγάλο σπίτι εκεί. Είστε όλοι καλοδεχούμενοι. Και δε θα βρίσκεστε ανάμεσα σε ξένους». Η Σελεστίνα ούτε που τον ήξερε τον Πολ και, παρ' όλο που είχε σώσει τη ζωή της μητέρας της, η προσφορά του την έκανε να τον κοιτάξει με κάποια καχυποψία. Η Γκρέις, αντίθετα, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό. «Είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου, Πολ. Εγώ δέχομαι. Είναι το σπίτι όπου έζησες με την Πέρι;»
«Ναι», επιβεβαίωσε ο Πολ. Ο Τομ δεν είχε ιδέα ποια ήταν η Πέρι, αλλά ο τρόπος που η Γκρέις έκανε την ερώτηση και κοίταξε τον Πολ σήμαινε ότι ήξερε κάτι γι' αυτή την Πέρι που είχε προκαλέσει το θαυμασμό και την εκτίμησή της. «Εντάξει», συμφώνησε και η Σελεστίνα και έδειξε ν' ανακουφίζεται. «Σ' ευχαριστώ, Πολ. Δεν είσαι μόνο εξαιρετικά γενναίος άνθρωπος αλλά και πολΰ γενναιόδωρος». Το σκούρο, μεσογειακό δέρμα του Πολ δεν επέτρεπε να φανεί το κοκκίνισμα, αλλά ο Τομ διέκρινε μια αλλαγή στην απόχρωση, που πλησίαζε εκείνη των μαλλιών του. Τα μάτια του, που συνήθως κοίταζαν τον άλλο κατάματα, τώρα απέφευγαν τη Σελεστίνα. «Δεν είμαι ήρωας», είπε ο Πολ. «Έβγαλα τη μητέρα σου από κει μέσα, στην προσπάθειά μου να σώσω τη ζωή μου». «Τη ζωή σου, ε;» είπε η Γκρέις σαρκάζοντας τρυφερά τη μετριοφροσύνη του. Η Έιντζελ, που όλη αυτή την ώρα ήταν απασχολημένη μ' ένα μεγάλο μπισκότο, έγλειψε τα ψίχουλα από τα χείλη της και ρώτησε τον Πολ: « Έ χ ε ι ς σκυλάκι;» «Όχι, δυστυχώς». «Κατσίκα;» «Θα ερχόσουν στο σπίτι μου αν είχα;» «Εξαρτάται», αποκρίθηκε η Έιντζελ. «Από τι;» «Πού μένει η κατσίκα σου; Μέσα ή έξω;» «Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω κατσίκα». «Μπράβο. Έ χ ε ι ς τυρί;» Η Σελεστίνα έκανε νόημα στον Τομ ότι ήθελε να τον δει ιδιαιτέρως Έτσι, ενώ η Έιντζελ συνέχισε ν' ανακρίνει ανελέητα τον Πολ Νταμάσκους, ο Τομ συνόδευσε τη μητέρα της στην άλλη άκρη του δωματίου, μπροστά από το μεγάλο παράθυρο. Το πλοίο της νύχτας αρμένιζε πάνω από την πόλη, απλώνοντας τα δίχτυα του σκοταδιού και πιάνοντας εκατομμύρια φωτάκια σαν λαμπερά μικρά ψάρια στις μαύρες θηλιές του. Η Σελεστίνα κοίταξε αφηρημένα έξω για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα στράφηκε ν' αντικρίσει τον Τομ, έχοντας
στα μάτια της και τις σκιές της νύχτας και τη λάμψη της μητρόπολης. «Τι ήταν όλα αυτά πριν;» τον ρώτησε. Ο Τομ σκέφτηκε προς στιγμήν να κάνει τον κουτό, αλλά ήξερε ότι η Σελεστίνα ήταν πολύ έξυπνη και δεν το επιχείρησε. «Εννοείς το Γκανσμόονκ; Άκου, ξέρω ότι θα κάνεις τα πάντα για την ασφάλεια της Έιντζελ, επειδή την αγαπάς πάρα πολύ. Η αγάπη αυτή θα σου δώσει τη δύναμη να το καταφέρεις, περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο κίνητρο. Όμως, θα πρέπει να ξέρεις και κάτι άλλο... Η Έιντζελ πρέπει να ζήσει ασφαλής και για έναν άλλο λόγο. Είναι πολύ ιδιαίτερη. Δε θέλω να σου εξηγήσω το γιατί, ή πώς το ξέρω εγώ, γιατί είναι ακατάλληλοι και ο τόπος και ο χρόνος. Ο θάνατος του πατέρα σου είναι ακόμα πολύ νωπός, ο Γουόλι είναι στο νοσοκομείο κι εσύ εξακολουθείς να είσαι αναστατωμένη από την επίθεση». «Πρέπει να ξέρω». Ο Τομ έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Πρέπει. Αλλά δεν είναι ανάγκη να μάθεις τώρα. Αργότερα, όταν θα είσαι πιο ήρεμη, όταν θα είναι πιο καθαρό το μυαλό σου. Είναι πολύ σημαντικό και δε θέλω να γίνει βεβιασμένα». «Ο Γουόλι της έκανε διάφορα τεστ. Συγκριτικά με τα παιδιά της ηλικίας της, έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένη την αντίληψη των χρωμάτων, του χώρου, των διαστάσεων και των γεωμετρικών σχημάτων. Μπορεί να είναι παιδί-θαύμα σ' αυτό τον τομέα». «Ω, σίγουρα είναι», συμφώνησε ο Τομ. «Ξέρω καλά πόσο καθαρά βλέπει». Κοιτώντας κατάματα τον Τομ, η Σελεστίνα είδε κι αυτή καθαρά μερικά πράγματα. «Είσαι κι εσύ ιδιαίτερος σε πολλά φανερά πράγματα», του είπε ήρεμα. «Αλλά, όπως και η Έιντζελ, έχεις και μια άλλη, κρυφή ιδιαιτερότητα... έτσι δεν είναι;» « Έ χ ω μερικά χαρίσματα ως ένα βαθμό και διαθέτω κι ένα χάρισμα που είναι ασυνήθιστο», παραδέχτηκε ο Τομ. «Τίποτα συγκλονιστικό, ειλικρινά. Ας πούμε ότι έχω μια ιδιαίτερη αντίληψη των πραγμάτων. Νομίζω πως το χάρισμα της Έιντζελ είναι διαφορετικό από το δικό μου αλλά πάντως σχετικό. Ακόμη τρέμω μέσα μου από τη χαρά της αποκάλυ-
ψης. Σε παρακαλώ, όμως, ας την αναβάλουμε αυτή τη συζήτηση για το Μπράιτ Μπιτς και για ένα βράδυ με καλύτερες συνθήκες. Εσείς θα πάτε εκεί αύριο με τον Πολ, εντάξει; Εγώ θα μείνω να προσέχω τον Γουόλι. Ό τ α ν θα είναι σε θέση να ταξιδέψει, θα τον πάρω και θα έρθουμε κι εμείς. Ξέρω ότι θα ήθελες ν' ακούσει κι εκείνος όσα έχω να σου πω. Είμαστε σύμφωνοι;» Παραπαίοντας ανάμεσα στην έντονη περιέργεια και τη συναισθηματική εξάντληση, η Σελεστίνα τον κοίταξε επίμονα στα μάτια, το σκέφτηκε για λίγο και τελικά αποφάσισε. «Σύμφωνοι». Ο Τομ στύλωσε το βλέμμα του έξω, στον ωκεανό της πόλης και στα αυτοκίνητα-φωτεινά ψαράκια που σάλευαν κοπαδιαστά στα μεγάλα σκοτεινά ανοίγματα ανάμεσα στα νησιά των οικοδομικών τετραγώνων. «Θα σου πω κάτι σχετικό με τον πατέρα σου που ίσως σε παρηγορήσει», είπε στη Σελεστίνα, «αλλά μη με ρωτήσεις τίποτα περισσότερο απ' όσα μπορώ να σου αποκαλύψω τώρα. Είναι κι αυτό μέρος της συζήτησης που θα κάνουμε στο Μπράιτ Μπιτς». Η Σελεστίνα δεν μίλησε. Παίρνοντας τη σιωπή της ως συγκατάθεση, ο Τομ συνέχισε. «Ο πατέρας σου έφυγε από εδώ, έφυγε για πάντα, αλλά εξακολουθεί να ζει σε άλλους κόσμους. Αυτό δεν είναι απλή δήλωση πίστης. Αν ζούσε ακόμη ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και ήταν εδώ μαζί μας τιόρα, θα σου έλεγε ότι είναι έτσι. Ο πατέρας σου είναι μαζί σου σε πολλά άλλα μέρη, το ίδιο και η Φίμι. Σε πολλά μέρη, η Φίμι δεν πέθανε πάνω στη γέννα. Σε κάποια μέρη κανείς δεν τη βίασε ποτέ, η ζωή της δεν καταστράφηκε. Υπάρχει όμως μια τραγική ειρωνεία εδώ, έτσι δεν είναι; Γιατί, σ' εκείνα τα μέρη, η Έιντζελ δεν υπάρχει, και η Έιντζελ είναι ένα θαύμα και μια ευλογία στη ζωή σου». Ο Τομ στράφηκε από το παράθυρο και κοίταξε τη Σελεστίνα. «Γι' αυτό, απόψε που θα πέσεις στο κρεβάτι και η λύπη θα σε κρατάει ξάγρυπνη, μη σκεφτείς τα όσα έχασες με τον πατέρα σου και τη Φίμι. Σκέψου όσα έχεις σ' αυτό τον κόσμο που δε θα τα γνώριζες ποτέ σε κάποιους άλλους, όπως την Έιντζελ, ή τον Γουόλι. Γιατί ο Θεός, είτε είναι καθολι-
κός, είτε βαπτιστής, είτε μουσουλμάνος, είτε Εβραίος, είτε καθηγητής της κβαντικής μηχανικής, μας αποζημιώνει πάντα για τους πόνους μας, μας αποζημιώνει εδώ, σ' αυτό τον κόσμο και όχι μόνο στους άλλους, τους παράλληλους μ' αυτόν, ή στη μετά θάνατον ζωή. Πάντα μας δίνει μια αποζημίωση για τον πόνο... αρκεί να την αναγνωρίσουμε όταν τη δούμε». Τ α μάτια της Σελεστίνα, δυο μαύρες λαμπερε'ς λίμνες, άστραψαν από τη λαχτάρα της να μάθει, αλλά σεβάστηκε τη μεταξύ τους συμφωνία. «Κατάλαβα μόνο τα μισά απ' όσα μου είπες, Τομ, και δεν είμαι καν σίγουρη ποια μισά, αλλά, κατά έναν περίεργο τρόπο, αισθάνομαι ότι είναι αλήθεια. Σ' ευχαριστώ. Θ α τα σκεφτώ απόψε, γιατί σίγουρα δε θα μπορέσω να κλείσω μάτι». Έ κ α ν ε ένα βήμα προς το μέρος του και τον φίλησε στο μάγουλο. «Ποιος είσαι στ' αλήθεια, Τομ Βανάντιουμ;» Εκείνος χαμογέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους του. «Κάποτε ήμουν αλιεύς ανθρώπων. Τώρα είμαι κυνηγός. Κυνηγάω έναν άνθριοπο».
Κεφάλαιο 78
Α Ρ Γ Ά ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ το απόγευμα, στο Μπράιτ Μπιτς, καθώς το μπλε του ουρανού σκοτείνιαζε προς το μαβί, οι γλάροι πετούσαν κοπαδιαστά προς τις φωλιές τους και, πίσω στη στεριά, οι σκιές που όλη μέρα στέκονταν ορθές τώρα άρχιζαν να πλαγιάζουν, να τεντώνονται και να ετοιμάζονται για τη νύχτα. Με μια πτήση γεμάτη επιβάτες που πηγαινοέρχονταν καθημερινά από το Σαν Φρανσίσκο στο αεροδρόμιο της Κομητείας Ό ρ α ν τ ζ και ύστερα οδηγώντας ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο προς τα νότια κατά μήκος της ακτής, ο Πολ Νταμάσκους έφερε την Γκρέις, τη Σελεστίνα και την Έιντζελ στο σπίτι των Λάμπιον. «Πριν πάμε στο δικό μου σπίτι, θα ήθελα να σας γνωρίσω κάποια. Δε μας περιμένει, αλλά είμαι σίγουρος πως δε θα υπάρχει πρόβλημα». Με μια γραμμή από αλεύρι στο μάγουλο της και σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια κόκκινη κι άσπρη ποδιά της κουζίνας, η Άγκνες άνοιξε την πόρτα, είδε το αυτοκίνητο μπροστά στη βεράντα και φώναξε: «Πολ! Δεν ήρθες με τα πόδια;» «Πώς να κουβαλήσω τρεις κυρίες;» είπε ο Πολ. « Ό σ ο λεπτές κι αν είναι, δε χωράνε στο σακίδιο μου». Έ γ ι ν α ν κάποιες γρήγορες συστάσεις καθώς περνούσαν από τη βεράντα στο χολ και η Άγκνες πρότεινε: «Ελάτε, πάμε στην κουζίνα. Φτιάχνω πίτες». Οι γαργαλιστικές μυρωδιές στον αέρα θα μπορούσαν να κάμψουν ακόμη και τη θέληση για νηστεία του mo αφοσιωμένου μοναχού.
«Τι μυρίζει τόσο υπέροχα;» ρώτησε η Γκρέις. «Πίτα ροδάκινο με σταφίδες και καρύδια», απάντησε η Άγκνες. «Αυτό είναι το εργαστήρι του διαβόλου», δήλωσε η Σελεστίνα. Στην κουζίνα, ο Πολ είδε τον Μπάρτι καθισμένο στο τραπέζι και σφίχτηκε η καρδιά του στη θέα των επιδέσμων που κάλυπταν τα μάτια του. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Μπάρτι», είπε η Γκρέις. «'Εχω ακούσει τα πάντα για σένα». «Καθίστε, καθίστε», είπε σε όλους η Άγκνες. «Θα σας προσφέρω πρώτα καφέ και σε λίγο θα είναι έτοιμη και η πίτα». Η Σελεστίνα άργησε λίγο ν' αντιδράσει στο όνομα του Μπάρτι. Ξαφνικά, όμως, πήρε μια περίεργη έκφραση. «Μπάρτι; Δηλαδή... Μπαρθόλομιου;» «Εγώ είμαι αυτός», είπε ο Μπάρτι. Η Σελεστίνα απευθύνθηκε στη μητέρα της. «Τι εννοούσες όταν είπες ότι τα ξέρεις όλα για τον Μπάρτι;» «Ο Πολ, το πρώτο βράδυ που ήρθε στο σπίτι μας, μας μίλησε για την Άγκνες και τον Μπάρτι... και γι' αυτό που του συνέβη. Μας είπε τα πάντα και για τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, την Πέρι. Εγώ αισθάνομαι σαν να γνωρίζω ήδη καλά το Μπράιτ Μπιτς». «Τότε, έχεις ένα μεγάλο πλεονέκτημα και θα πρέπει να μας μιλήσεις κι εσύ για τους δικούς σου», της είπε η Άγκνες. «Θα βάλω να φτιάξω καφέ... εκτός αν θέλετε να βοηθήσετε». Η Γκρέις και η Σελεστίνα μπήκαν αμέσως στους ρυθμούς της δουλειάς στην κουζίνα, βοηθώντας την Άγκνες όχι μόνο με τον καφέ αλλά και με τις πίτες. Έ ξ ι καρέκλες ήταν στημένες γύρω από το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, μία για τον καθένα, αλλά μόνο ο Πολ κι ο Μπάρτι έμειναν καθισμένοι. Γοητευμένη από το καινούριο περιβάλλον, η Έιντζελ επέστρεφε κάθε τόσο στην καρέκλα της, ανάμεσα στις εξερευνήσεις της, για να ρουφήξει χυμό μήλου και να αποκαλύψει σε όλους τι είχε ανακαλύψει. «Έχουν κίτρινο χαρτί
κουζίνας. Έ χ ο υ ν πατάτες σ' ένα μεγάλο συρτάρι. Έ χ ο υ ν τέσσερα είδη πίκλες στο ψυγείο. Έχουν μια τοστιέρα κάτω από μια κάλτσα που έχει επάνω της ζωγραφισμένα πουλιά». «Δεν είναι κάλτσα», της εξήγησε ο Μπάρτι. «Είναι κάλυμμα». «Τι είναι;» απόρησε η Έιντζελ. «Κάλυμμα για την τοστιέρα». «Και γιατί έχει επάνω της πουλιά; Τρώνε τοστ τα πουλιά;» «Και βέβαια τρώνε», είπε ο Μπάρτι. «Αυτά όμως τα κέντησε η Μαρία, έτσι, για ομορφιά». «Έχετε κατσίκα;» «Ελπίζω πως όχι», είπε ο Μπάρτι. «Κι εγώ», είπε η Έιντζελ και πήγε να συνεχίσει τις εξερευνήσεις της. Η Άγκνες, η Γκρέις και η Σελεστίνα πολύ σύντομα συνεργάζονταν μ' ένα ρυθμό τόσο αρμονικό, που έκανε τις δουλειές της κουζίνας σωστή ποίηση. Ο Πολ είχε παρατηρήσει πως γενικά οι γυναίκες συμπαθιούνται ή δεν συμπαθιούνται μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που πρωτογνωρίζονται -στην περίπτωση όμως που συμπαθήσουν η μια την άλλη από την αρχή, συμπεριφέρονται σαν να είναι χρόνια φίλες. Μέσα σε μισή ώρα, αυτές οι τρεις μιλούσαν σαν συνομήλικες που ήταν αχώριστες από παιδιά. Για πρώτη φορά μετά το θάνατο του αιδεσιμότατου Γουάιτ, ο Πολ έβλεπε την Γκρέις και τη Σελεστίνα να ξεχνάνε για λίγο τον πόνο και την απελπισία τους, απασχολημένες με το ψήσιμο, τις προετοιμασίες και τη χαρά της γνωριμίας με μια καινούρια φίλη. «Πολύ ωραία», είπε ο Μπάρτι, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη τον Πολ. «Ναι, πολύ ωραία», συμφώνησε ο Πολ. Έκλεισε τα μάτια του για να αντιληφθεί την κουζίνα όπως την αντιλαμβανόταν ο Μπάρτι: υπέροχες μυρωδιές, κουδούνισμα από κουταλάκια του τσαγιού, ένα χτυπητήρι ν' ανακατεύει κάτι υγρό σε πορσελάνινο μπολ, η ζέστη από το φούρνο, οι ομιλίες των γυναικών. Στερώντας από τον εαυτό του την όραση, ο Πολ αισθάνθηκε να οξύνονται σιγά σιγά οι υπόλοιπες αισθήσεις του.
«Πολΰ ωραία κι έτσι», είπε, αλλά άνοιξε πάλι τα μάτια του. Η Έιντζελ επέστρεψε στο τραπέζι, για να πιει κι άλλο χυμό και ν' ανακοινώσει: «Έχουν ένα μεγάλο βάζο με μπισκότα. Χριστέ μου!» «Αυτό το έφερε η Μαρία από το Μεξικό», την πληροφόρησε ο Μπάρτι. «Η μαμά μου λέει ότι ο Χριστός θέλει να βρίσκουν οι άνθρωποι πολλά μπισκότα να τρώνε κι ότι αυτό πρέπει να μας θυμίζει να Τον ευχαριστούμε για όλα τα αγαθά που έχουμε». «Η μαμά σου είναι σοφή», είπε ο Πολ. « Ό σ ο όλες ot κουκουβάγιες του κόσμου μαζί», συμφώνησε το αγόρι. «Γιατί βάζεις καλύμματα στα μάτια σου;» ρώτησε η Έ ι ντζελ. Ο Μπάρτι γέλασε. «Αυτά δεν είναι σκουφάκια». «Δεν είναι ούτε κάλτσες όμως». «Είναι επίδεσμοι», της εξήγησε ο Μπάρτι. «Είμαι τυφλός». Η Έιντζελ κοίταξε από κοντά τους επιδέσμους με καχυποψία. «Αλήθεια λες;» «Είμαι τυφλός εδώ και δεκαπέντε μέρες». «Γιατί;» Ο Μπάρτι ανασήκωσε τους ώμους του. «Έτσι, για αλλαγή». Τα δυο παιδιά είχαν την ίδια ηλικία, αλλά όταν τα παρακολουθούσες ήταν σαν να άκουγες την Έιντζελ να παίζει το χαριτωμένο της παιχνίδι των ερωτήσεων μ' έναν ενήλικο που είχε πολλή υπομονή, χιούμορ και πλήρη συνείδηση της διαφοράς ηλικίας. «Τι είναι αυτό πάνω στο τραπέζι;» ρώτησε η Έιντζελ. Ο Μπάρτι άγγιξε το αντικείμενο που είχε τραβήξει την προσοχή της. «Η μαμά κι εγώ ακούγαμε ένα βιβλίο πριν έρθετε. Αυτό είναι ένα βιβλίο που μιλάει». «Μιλάνε και τα βιβλία;» είπε με θαυμασμό η Έιντζελ. «Ναι, αν είσαι θεόστραβος κι αν ξέρεις πού να τα βρεις». «Νομίζεις ότι οι σκύλοι μιλάνε;» τον ρώτησε η Έιντζελ.
«Αν μιλούσαν, σίγουρα ένας απ' αυτούς θα είχε γίνει Πρόεδρος της χώρας. Ο κόσμος λατρεύει τους σκύλους». «Τα άλογα, όμως, μιλάνε». «Μόνο στην τηλεόραση». «Εγώ θα έχω ένα σκυλάκι που θα μιλάει». «Αν υπάρξει άνθρωπος που θα το καταφέρει αυτό, σίγουρα θα είσαι εσύ», της είπε ο Μπάρτι. Η Αγκνες τους κάλεσε όλους να μείνουν για το δείπνο. Δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν οι πίτες κι αμέσως ανασύρθηκαν μεγάλες κατσαρόλες, τηγάνια, σουρωτήρια κι άλλα βαριά πολεμοφόδια από το κουξινικό οπλοστάσιο των Λάμπιον. «Θα έρθει και η Μαρία, με τη Φραντσέσκα και την Μπονίτα», είπε η Άγκνες. «Καλύτερα να βάλουμε και τις δυο προεκτάσεις στο τραπέζι. Μπάρτι, τηλεφώνησε στον θείο Ίντομ και στον θείο Τζέικομπ και κάλεσέ τους να έρθουν να φάμε μαζί». Ο Πολ παρακολούθησε τον Μπάρτι να πηδάει από την καρέκλα του και να διασχίζει την κουζίνα κατευθείαν προς τη συσκευή του τηλεφώνου που ήταν προσαρμοσμένη στον τοίχο, χωρίς ούτε ένα διστακτικό βήμα. Η Έιντζελ ακολούθησε το αγόρι και το παρατήρησε που ανέβηκε σ' ένα σκαμνάκι για να φτάσει το ακουστικό. Ο Μπάρτι σχημάτισε τα νούμερα με μικρές παύσεις ανάμεσα στα ψηφία και μίλησε και με τους δύο θείους του. Από το τηλέφωνο, ο Μπάρτι πήγε κατευθείαν στο ψυγείο. Άνοιξε την πόρτα, πήρε ένα κουτάκι πορτοκαλάδα με ανθρακικό κι επέστρεψε -χωρίς τον παραμικρό δισταγμό- στην καρέκλα του μπροστά στο τραπέζι. Η Έ ι ν τ ζ ε λ τον ακολουθούσε στα δυο βήματα, κι όταν στάθηκε δίπλα στην καρέκλα του και τον παρατηρούσε που άνοιγε την πορτοκαλάδα, ο Μπάρτι τη ρώτησε: «Γιατί με παίρνεις από πίσω;» «Πώς το ξέρεις;» «Το ξέρω». Ο Μπάρτι στράφηκε προς τον Πολ. «Με ακολουθούσε, έτσι δεν είναι;» «Παντού όπου πήγες», απάντησε ο Πολ. « Ή θ ε λ α να σε δω που θα πέσεις», είπε η Έιντζελ.
«Δεν πέφτω», είπε ο Μπάρτι. «Δηλαδή, όχι συχνά». Σε λίγο κατέφτασε και η Μαρία με τις δυο κόρες της. Ενώ θα ήταν φυσικό να αποζητήσει η Έιντζελ την παρέα των δυο μεγαλύτερων κοριτσιών, εκείνη δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον Μπάρτι. «Γιατί φοράς επιδέσμους;» «Γιατί δεν έχω βάλει ακόμη τα καινούρια μάτια μου». «Από πού παίρνεις καινούρια μάτια;» «Από το σούπερ μάρκετ». «Μη με κοροϊδεύεις», είπε η Έιντζελ. «Εσύ δεν είσαι απ' αυτούς». «Ποιους αυτούς;» «Τους μεγάλους. Αυτοί με πειράζουν όλη την ώρα, αλλά δεν πειράζει. Άμα το κάνεις εσύ, όμως, θα θυμώσω πολύ». «Εντάξει. Τα πήρα από το γιατρό. Δεν είναι αληθινά μάτια, είναι πλαστικά και θα γεμίσουν τις τρύπες όπου ήταν πρώτα τα κανονικά μου μάτια». «Γιατί;» «Για να στηρίζονται τα βλέφαρα. Και γιατί, αν δεν έχω τίποτα μέσα στις κόγχες, θα φαίνομαι σαν τέρας. Άνθρωποι θα τσιρίζουν όταν με βλέπουν. Γριές θα λιποθυμάνε. Μικρά κορίτσια σαν εσένα θα τα κάνουν πάνω τους και θα το βάζουν στα πόδια». «Δείξε μου», είπε η Έιντζελ. «Έχεις φέρει μαζί σου δεύτερο παντελόνι;» «Φοβάσαι να μου δείξεις;» Οι επίδεσμοι συγκρατούνταν στις θέσεις τους από δυο κοινά λαστιχάκια κι έτσι ο Μπάρτι τους ανασήκωσε και τους δυο ταυτόχρονα. Άγριοι πειρατές, αδίστακτοι μυστικοί πράκτορες, εξωγήινα πλάσματα από άλλους γαλαξίες που τρέφονταν με ανθρώπινα μυαλά, υπερεγκληματίες που ήθελαν να κυβερνήσουν τον κόσμο, αιμοδιψείς βρικόλακες, αιμοβόροι λυκάνθρωποι, πρώην γκεσταπίτες με θηριώδη ένστικτα, τρελοί επιστήμονες, σατανιστές, ζάπλουτοι παράφρονες, μέλη της Κου Κλουξ Κλαν τρελαμένα από μίσος, μανιακοί δολοφόνοι και άψυχα ρομπότ σταλμένα από άλλους πλανήτες είχαν μαχαιρώσει, χαρακώσει, κάψει, πυροβολήσει, ξεκοιλιάσει,
ξεσκίσει, γρονθοκοπήσει, ποδοπατήσει, κρεμάσει, δαγκώσει, ακρωτηριάσει και βασανίσει αμέτρητα θύματα στα εικονογραφημένα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας και περιπέτειας που διάβαζε μετά μανίας ο Πολ από παιδί. Κι όμως, καμιά σκηνή μέσα σ' όλες αυτές τις χιλιάδες εικονογραφημένες ιστορίες δεν είχε κάψει μια γωνιά της καρδιάς του σαν πυρωμένη σφραγίδα έτσι όπως οι άδειες κόγχες του Μπάρτι. Το θέαμα δεν ήταν αποτρόπαιο, ούτε καν ανατριχιαστικό. Ο Πολ απέστρεψε το βλέμμα του, γιατί τα μάτια που έλειπαν από το πρόσωπο του παιδιού τού θύμισαν με τον πιο οξύ και απότομο τρόπο πόσο ευάλωτοι είναι οι αθώοι στην καταστροφική πορεία της φύσης κι απείλησαν να σπάσουν το εύθραυστο κέλυφος που κάλυπτε τον πόνο και την απελπισία του για το χαμό της Πέρι. Αντί να κοιτάξει κατευθείαν τον Μπάρτι, ο Πολ παρακολουθούσε την Έιντζελ, που παρατηρούσε με περιέργεια το αόμματο παιδί. Το κοριτσάκι δεν είχε τρομάξει όταν είδε τα βαθουλωμένα, κλειστά βλέφαρα, κι όταν το ένα απ' αυτά ανασηκώθηκε αποκαλύπτοντας το σκοτεινό κενό από κάτω, δεν είχε δείξει ούτε φόβο ούτε αποστροφή. Τώρα, πλησίασε την καρέκλα του Μπάρτι και άγγιξε το μάγουλο του ακριβώς κάτω από το αριστερό μάτι που έλειπε. Κατά περίεργο τρόπο, το αγόρι έμεινε ατάραχο, σαν να το περίμενε. «Φοβήθηκες;» τον ρώτησε η Έιντζελ. «Πολύ». «Σε πόνεσε;» «Όχι και τόσο». «Τώρα φοβάσαι;» «Τον περισσότερο καιρό όχι». «Καμιά φορά, όμως;» «Καμιά φορά, ναι». Ο Πολ συνειδητοποίησε ότι στην κουζίνα είχε πέσει απόλυτη σιωπή. Οι γυναίκες είχαν στραφεί προς τα παιδιά και στέκονταν και τα παρακολουθούσαν ασάλευτες, σαν κέρινα αγάλματα. «Θυμάσαι τα πράγματα;» ρώτησε το κοριτσάκι, έχοντας ακόμη το χέρι του στο μάγουλο του αγοριού. «Εννοείς, το πώς είναι;»
«Ναι». «Και βέβαια τα θυμάμαι. Είναι μόνο δυο βδομάδες που έχασα τα μάτια μου». «Θα τα ξεχάσεις;» «Δεν ξέρω. Μπορεί». Η Σελεστίνα, που στεκόταν δίπλα στην Άγκνες, την αγκάλιασε από τη μέση κι έγειρε πάνω της, όπως συνήθιζε ίσως κάποτε να κάνει με την αδερφή της. Η Έιντζελ μετακίνησε το χέρι της στο δεξί μάτι του Μπάρτι. Το αγόρι και πάλι έμεινε ατάραχο, όταν τα δάχτυλα του κοριτσιού άγγιξαν ανάλαφρα το βαθουλωμένο βλέφαρο. «Εγώ δε θα σ' αφήσω να τα ξεχάσεις». «Και πώς θα γίνει αυτό;» «Εγώ βλέπω», είπε η Έιντζελ. «Και μπορώ να μιλάω όπως μιλάνε τα βιβλία σου». «Ότι μιλάς, είναι σίγουρο», συμφώνησε ο Μπάρτι. «Θα γίνω για σένα μάτια που μιλάνε», δήλωσε η Έιντζελ και κατέβασε το χέρι της από το πρόσωπο του. Και ύστερα: «Ξέρεις από πού βγαίνει το μπέικον;» «Από τα γουρούνια». «Πώς γίνεται μια τέτοια νοστιμιά να βγαίνει από ένα χοντρό, βρομερό και λασπωμένο γουρούνι;» Ο Μπάρτι ανασήκωσε τους ώμους του. « Έ ν α γυαλιστερό, κατακίτρινο λεμόνι φαίνεται γλυκό». «Δηλαδή, εσύ λες από τα γουρούνια;» επέμεινε η Έ ι ντζελ. «Από πού αλλού;» «Από τα γουρούνια, δηλαδή». «Ναι. Το μπέικον βγαίνει από τα γουρούνια», κατέληξε ο Μπάρτι. «Έτσι λέω κι εγώ. Να πάρω μια πορτοκαλάδα;» «Θα σου φέρω εγώ», προσφέρθηκε ο Μπάρτι. «Είδα πού είναι». Η Έιντζελ πήρε από το ψυγείο ένα κουτάκι πορτοκαλάδα με ανθρακικό, γύρισε στο τραπέζι και κάθισε, σαν να είχε τελειώσει τις εξερευνήσεις της. «Είσαι πολύ καλός, Μπάρτι». «Κι εσύ». Ή ρ θ α ν σε λίγο και ο Ίντομ με τον Τζέικομπ και σερβι-
ρίστηκε το δείπνο. Τα φαγητά ήταν υπέροχα, αλλά οι συζητήσεις στο τραπέζι ήταν ακόμη καλύτερες, παρ' όλο που οι δίδυμοι τις δυναμίτιζαν κάθε τόσο με τις απίστευτες γνώσεις τους για τρομερές φυσικές καταστροφές και ανθρώπινα δράματα. Ο Πολ δεν συμμετείχε πολύ στη συζήτηση, γιατί προτίμησε να την απολαμβάνει. Αν δεν ήξερε κανέναν απ' αυτούς τους ανθρώπους, αν είχε μπει σαν ξένος στο δωμάτιο την ώρα που εκείνοι δειπνούσαν, θα είχε συμπεράνει πως ήταν οικογένεια, γιατί η αμεσότητα, η ζεστασιά -και η εκκεντρικότητα, στην περίπτωση των διδύμων- της κουβέντας δεν ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς από ανθρώπους που είχαν γνωριστεί μόλις εκείνο το βράδυ. Καμιά προσποίηση, επιφυλακτικότητα ή υπεκφυγή, παρά το γεγονός ότι ο θάνατος του αιδεσιμότατου Χάρισον ήταν ακόμη πολύ νωπός στις καρδιές των αγαπημένων του. Αλλά με τον θαυμαστό τρόπο που OL γυναίκες το καταφέρνουν και που πάντα αποτελούσε ένα μεγάλο μυστήριο για τον Πολ, τα δάκρυα τα ακολουθούσαν αμέσως οι αναμνήσεις, που έφερναν τα χαμόγελα και την παρηγοριά, και η ελπίδα ήταν πάντα το λουλούδι που φύτρωνε από κάθε σπόρο απελπισίας. Ό τ α ν η Άγκνες έδειξε έκπληκτη ακούγοντας ότι ο σύζυγος της είχε εμπνευστεί το όνομα του Μπάρτι από το περίφημο κήρυγμα τον αιδεσιμότατου Γουάιτ, ο Πολ δεν πίστευε στ' αυτιά του. Ο ίδιος είχε ακούσει το κήρυγμα στην πρώτη του μετάδοση από το ραδιόφωνο κι όταν έμαθε ότι θα γινόταν αναμετάδοση, ύστερα από απαίτηση του κοινού, είχε συστήσει στον Τζόι Λάμπιον να την ακούσει οπωσδήποτε. Ο Τζόι είχε ακούσει τελικά το κήρυγμα την Κυριακή, 2 Ιανουαρίου του 1965, μόλις τέσσερις μέρες πριν από τη γέννηση του γιου του. «Θα πρέπει να το άκουσε στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου», είπε η Άγκνες, σκαλίζοντας στα στρώματα της μνήμης της για ν' ανασύρει λεπτομέρειες από κείνες τις παλιές μέρες. «Ο Τζόι προσπαθούσε να βγάλει όση περισσότερη δουλειά γινόταν, για να έχει στη συνέχεια τη δυνατότητα να μένει αρκετές ώρες στο σπίτι την πρώτη εβδομάδα μετά τη γέννηση του μωρού. Έτσι, κανόνιζε να βλέπει τους υποψήφιους πελάτες του ακόμη και τις Κυριακές. Αυτός δούλευε
πολύ κι εγώ προσπαθούσα να μοιράσω τις πίτες μου και ν α καλύψω όλες μου τις υποχρεώσεις πριν από τη μεγάλη μέρα. Δεν περνούσαμε πια τόσο πολλές ώρες μαζί, όπως συνήθως. Γι' αυτό, μάλλον δε βρήκε την ευκαιρία να μου μιλήσει για το κήρυγμα, παρ' όλο που τον είχε εντυπωσιάσει τόσο. Τα προτελευταία λόγια του ήταν... "Μπαρθόλομιου". Ή θ ε λ ε να ονομάσουμε το παιδί Μπαρθόλομιου». Αυτός ο σύνδεσμος ανάμεσα στις οικογένειες Λάμπιον και Γουάιτ, που η Γκρέις τον είχε ήδη πληροφορηθεί από τον Πολ, ήταν ένα καινούριο στοιχείο τόσο για την Άγκνες όσο και για τη Σελεστίνα. Ό π ω ς ήταν φυσικό, προκάλεσε νέο κύμα αναμνήσεων και την ανεκπλήρωτη ευχή να είχαν συναντηθεί ο Τζόι και ο Χάρισον, που τώρα ήταν και οι δυο νεκροί. «Μακάρι να είχε γνωρίσει τον Χάρισον κι ο δικός μου, ο Ρίκο», είπε η Μαρία στην Γκρέις, εννοώντας το σύζυγο της που την είχε εγκαταλείψει. «Ίσως ο αιδεσιμότατος να είχί καταφέρει με τα λόγια ό,τι δεν κατάφερα εγώ με μια κλο τσιά στον τρασέρο του Ρίκο». «Έτσι λέγεται στα ισπανικά ο "κώλος"», είπε ο Μπάρτι Η Έιντζελ ξεκαρδίστηκε και η Άγκνες πήρε έκφρασι οσιομάρτυρα. «Ευχαριστούμε πολύ για το μάθημα ξένωγλωσσών, κύριε Λάμπιον», είπε στο γιο της. Εκείνο που όεν προκάλεσε την παραμικρή έκπληξη στο Πολ ήταν η πρόταση της Άγκνες να φιλοξενηθούν οι τρεκ γυναίκες στο δικό της σπίτι για όσο καιρό θα χρειαζόταν να μείνουν κρυμμένες στο Μπράιτ Μπιτς. «Πολ, έχεις πολύ ωραίο σπίτι, αλλά η Σελεστίνα και η Γκρέις είναι γυναίκες ανήσυχες. Πρέπει να απασχολούνται. Θα τρελαθούν από ανία αν δεν έχουν τίποτα να κάνουν όλη τη μέρα. Καλά δεν τα λέω, κυρίες μου;» Οι δυο γυναίκες συμφώνησαν, αλλά επέμειναν ότι δεν ήθελαν να γίνουν βάρος. «Κουταμάρες», είπε η Άγκνες. «Κανένα βάρος. Θα είοτ πολύτιμη βοήθεια για μένα, με τις πίτες, τα ψησίματα, τις διαδρομές κι όλα αυτά που έχουν μείνει πίσω τον τελευταΰ καιρό με την εγχείρηση και την ανάρρωση του Μπάρτι. Ή θα το διασκεδάσετε, ή θα εξουθενωθείτε. Ό π ω ς και να 'χει
το σίγουρο είναι πως δε θα βαρεθείτε. Έ χ ω δυο άδεια δωμάτια. Έ ν α για τη Σέλι και την Έιντζελ κι ένα για την Γκρέις. Ό τ α ν έρθει και ο Γουόλι, θα πάμε την Έιντζελ στο δωμάτιο της Γκρέις, ή θα της βάλω ένα ράντζο στο δικό μου». Η εγκαρδιότητα, η οικογενειακή ατμόσφαιρα και κυρίως η αίσθηση ότι βρίσκονταν στο σπίτι τους, από την πρώτη στιγμή που πέρασαν το κατώφλι της Άγκνες, είχαν σκλαβώσει και τη Σελεστίνα και την Γκρέις. Δεν ήθελαν όμως να αισθανθεί ο Πολ πως περιφρονούσαν τη δική του προσφορά για φιλοξενία. Εκείνος σήκωσε το χέρι του για να σταματήσει αυτή η συζήτηση. «Ο μόνος λόγος που κάναμε στάση εδώ πριν σας πάω στο σπίτι μου ήταν γιατί δεν ήθελα ν' αναγκαστώ να ξανακουβαλήσω τις βαλίτσες σας, αφού ήμουν σίγουρος ότι η Άγκνες θα σας κατακτούσε. Εδώ θα περάσετε καλύτερα, αλλά να ξέρετε ότι θα είστε πάντα καλοδεχούμενες στο σπίτι μου, αν τυχόν η Άγκνες σας ψοφήσει στη δουλειά». Ό λ ο το βράδυ, ο Μπάρτι και η Έιντζελ, καθισμένοι δίπλα δίπλα απέναντι από τον Πολ, άκουγαν πού και πού τους μεγάλους κι έμπαιναν στη συζήτηση, αλλά κυρίως μιλούσαν μεταξύ τους. Ό τ α ν δεν ήταν με τα κεφάλια σκυμμένα συνωμοτικά, ο Πολ μπορούσε ν' ακούει τις κουβέντες τους και καμιά φορά τους παρακολουθούσε κιόλας, ανάλογα με το τι συζητιόταν εκείνη την ώρα στο τραπέζι. Κάποια στιγμή έπιασε τη λέξη ρινόκερος, συντονίστηκε στην κουβέντα των παιδιών, ξεσυντονίστηκε πάλι και τελικά συντονίστηκε ξανά, όταν πρόσεξε ότι η Σελεστίνα, που καθόταν δυο θέσεις παραδίπλα του, είχε σηκωθεί από την καρέκλα της και κοίταξε τα παιδιά κατάπληκτη. «Εκεί που πέταξε το νόμισμα», εξηγούσε ο Μπάρτι και η Έιντζελ τον άκουγε με προσοχή κουνώντας το κεφάλι της, «δεν ήταν πραγματικά το Γκανσμόουκ, γιατί αυτό δεν είναι μέρος, είναι εκπομπή. Κατάλαβες; Μπορεί να το πέταξε σ' ένα μέρος όπου εγώ δεν είμαι τυφλός, ή κάπου όπου αυτός δεν έχει πατικωμένο πρόσωπο, ή κάπου όπου εσύ, για κάποιο λόγο, δεν έχεις έρθει εδώ σήμερα. Υπάρχουν πολύ περισσότερα μέρη απ' όσα μπορεί να μετρήσει ο άνθρωπος -σου το λέω εγώ που μετράω καλά. Αυτό το αισθάνεσαι κι εσύ, έτσι
δεν είναι; Τους πολλούς τρόπους που υπάρχουν τα πράγματα;» «Το βλέπω. Μερικές φορές. Πολΰ γρήγορα. Ό π ω ς όταν ανοιγοκλείοεις τα μάτια σου. Ό π ω ς όταν είσαι ανάμεσα σε δυο καθρέφτες. Κατάλαβες;» «Ναι», είπε ο Μπάρτι. «Ανάμεσα σε δυο καθρέφτες, βλέπεις να είσαι συνέχεια, ξανά και ξανά και ξανά». «Έτσι βλέπεις τα πράγματα;» «Ναι, για μια στιγμούλα. Μερικές φορές, όχι πάντα. Υπάρχει μέρος που ο Γουόλι να είναι καλά;» «Ο Γουόλι είναι αυτός που θα γίνει μπαμπάς σου;» «Ναι, αυτός». «Σίγουρα. Υπάρχουν πολλά μέρη που δεν τον έχει πυροβολήσει κανένας και υπάρχουν κι άλλα στα οποία τον πυροβόλησαν και πέθανε». «Αυτά δε μ' αρέσουν καθόλου». Ο Πολ, αν και είχε δει το έξυπνο κόλπο του Βανάντιουμ με το κέρμα, δεν είχε καταλάβει το παραμικρό από το διάλογο των παιδιών και υπέθετε ότι και για τους υπόλοιπους -εκτός ίσως από τη μητέρα της Έ ι ν τ ζ ε λ - ήταν εξίσου ακατανόητος. Τώρα όμως, έχοντας δει τη Σελεστίνα να ενδιαφέρεται, είχαν σωπάσει όλοι κι άκουγαν προσεκτικά. Η Έιντζελ, που δεν είχε καταλάβει ότι αυτή κι ο Μπάρτι είχαν γίνει το επίκεντρο της προσοχής, ρώτησε: «Λες να τα ξαναπαίρνει πίσω τα εικοσιπενταράκια;» «Μάλλον όχι». «Πρέπει να είναι πλούσιος. Για να πετάει τόσα λεφτά!» « Έ ν α εικοσιπενταράκι δεν είναι πολλά λεφτά». «Είναι», επέμεινε η Έιντζελ. «Εμένα ο Γουόλι μου έδωσε ένα γεμιστό μπισκότο την τελευταία φορά που τον είδα. Σου αρέσουν τα γεμιστά μπισκότα;» «Καλά είναι». «Γίνεται να πετάξεις ένα γεμιστό μπισκότο σε κάποιο μέρος που δεν είσαι τυφλός, ή κάπου που ο Γουόλι να είναι καλά;» «Αφού γίνεται να πετάξεις ένα εικοσιπενταράκι, θα γίνεται να πετάξεις και μπισκότο».
« Έ ν α γουρούνι; Γίνεται;» « Ί σ ω ς αυτός να μπορούσε, αν κατάφερνε να το σηκώσει, αλλά εγώ δεν μπορώ να πετάξω ούτε γουρούνι, ούτε γεμιστό μπισκότο, ούτε τίποτα σε κανένα άλλο μέρος. Δεν ξέρω πώς να το κάνω». «Ούτε εγώ ξέρω». «Αλλά μπορώ να περπατήσω στη βροχή και να μη βραχώ», είπε ο Μπάρτι. Από την κορυφή του τραπεζιού, η Άγκνες πετάχτηκε από την καρέκλα της με τη λέξη βροχή και φώναξε προειδοποιητικά, καθώς ο γιος της ολοκλήρωνε τη φράση του: «Μπάρτι!» Η Έιντζελ ανασήκωσε τα μάτια της κι απόρησε που τους κοιτούσαν όλοι. Ο Μπάρτι στράφηκε γενικά προς την κατεύθυνση της μητέρας του και είπε: «Οχ!» Ό λ ο ι γύρισαν και κοίταξαν την Άγκνες με απορία και περιέργεια, κι εκείνη συνάντησε τα βλέμματα όλων, με τη σειρά. Κοίταξε τον Πολ. Τη Μαρία. Τη Φραντσέσκα. Την Μπονίτα. Την Γκρέις. Τον Ίντομ. Τον Τζέικομπ. Και, τέλος, τη Σελεστίνα. Οι δυο γυναίκες απέμειναν να κοιτάζονται στα μάτια. «Θεέ μου, τι συμβαίνει εδώ;» είπε τελικά η Σελεστίνα.
Κεφάλαιο 79
Τ Η Ν ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΡΙΤΗ το απόγευμα στο Μπράιτ Μπιτς, σ' έναν ουρανό κατάμαυρο σαν καζάνι μάγισσας, οι γλάροι έφευγαν να κρυφτούν τρομαγμένοι στις φωλιές τους και στη στεριά μαζεύονταν οι βαριές σκιές της καταιγίδας που ετοιμαζόταν από ώρα να ξεσπάσει. Με αεροπλάνο από το Σαν Φρανσίσκο στο αεροδρόμιο της Κομητείας Ό ρ α ν τ ζ και στη συνέχεια νοτιότερα κατά μήκος της ακτής με νοικιασμένο αυτοκίνητο, μια βδομάδα αφότου ο Πολ Νταμάσκους είχε κάνει την ίδια διαδρομή συνοδεύοντας τις τρεις γυναίκες, ο Τομ Βανάντιουμ έφερε τον Γουόλι Λίπσκομπ στο σπίτι των Λάμπιον. Είχαν περάσει έντεκα μέρες αφότου ο Γουόλι είχε σταματήσει με το σώμα του τρεις σφαίρες. Αισθανόταν ακόμη μια αδυναμία στα χέρια, κουραζόταν πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι πριν, παραπονιόταν για πιασίματα στους μυς και χρησιμοποιούσε μπαστούνι για να μη στηρίζει όλο του το βάρος στο χτυπημένο πόδι του. Την ιατρική παρακολούθηση που χρειαζόταν, καθώς και τη φυσιοθεραπεία, μπορούσε να τη βρει το ίδιο καλά στο Σπρους Χιλς όσο και στο Σαν Φρανσίσκο. Ως το Μάρτιο θα είχε επανέλθει στο φυσιολογικό, με την προϋπόθεση ότι ο ορισμός του φυσιολογικού στην περίπτωσή του θα περιλάμβανε τρεις μετεγχειρητικές ουλές και ένα εσωτερικό κενό εκεί όπου κάποτε ήταν η σπλήνα του. Η Σελεστίνα τους υποδέχτηκε στην πόρτα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του Γουόλι, που πέταξε το μπαστούνι του - τ ο άρπαξε στον α έ ρ α ο Τ ο μ - κι ανταπέδωσε το αγκάλιασμα
σφίγγοντας την τόσο δυνατά και φιλώντας τη με τέτοιο πάθος, που ήταν φανερό ότι η αδυναμία και η μυϊκή ατονία για την οποία παραπονιόταν είχαν πάψει να του είναι πρόβλημα. Απόλαυσε κι ο Τομ μια σφιχτή αγκαλιά κι ένα αδερφικό φιλί, και χάρηκε πολύ και για τα δυο. Ή τ α ν πολύ καιρό μόνος, όπως πρέπει να είναι κάθε κυνηγός ανθρώπων, στον μακρΰ δρόμο της ανάρρωσης και υστέρα στην αποστολή εκδίκησης, έστω κι αν προτιμούσε να τη σκέφτεται σαν απονομή δικαιοσύνης. Τις λίγες μέρες που είχε περάσει φρουρώντας τη Σελεστίνα, την Γκρέις και την Έ ι ν τ ζ ε λ στη μεγαλούπολη και στη συνέχεια όλη την εβδομάδα που έμεινε στο πλευρό του Γουόλι, ο Τομ είχε αισθανθεί σαν μέλος μιας οικογένειας και είχε διαπιστώσει με έκπληξη πόσο πολύ του είχε λείψει αυτό το συναίσθημα. «Όλοι σάς περιμένουν», είπε η Σελεστίνα. Ο Τομ ήξερε ήδη ότι είχε συμβεί κάτι εδώ την περασμένη εβδομάδα Η Σελεστίνα του είχε μιλήσει για μια σημαντική εξέλιξη, αλλά είχε αρνηθεί να το κουβεντιάσει μαζί του από το τηλέφωνο. Ο Τομ δεν περίμενε να δει κάτι συγκεκριμένο όταν η Σελεστίνα τον οδήγησε μαζί με τον Γουόλι στην τραπεζαρία των Λάμπιον, αλλά αν είχε προσπαθήσει να φανταστεί προκαταβολικά τη σκηνή που αντίκρισε θα είχε πλάσει με το νου του μια πνευματιοτική συγκέντρωση. Έ τ σ ι του φάνηκε στην αρχή. Οχτώ άνθρωποι ήταν καθισμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι, που ήταν εντελώς άδειο. Ούτε φαγητά, ούτε ποτά, ούτε βάζο με λουλούδια στη μέση. Ό λ α τα πρόσωπα είχαν εκείνη τη χαρακτηριστική πυρετώδη έκφραση αναμονής μιας αποκάλυψης, που περίμεναν όλο αγωνία να κάνει το μέντιουμ: ήταν ταυτόχρονα φόβος για το άγνωστο και ασυγκράτητη ελπίδα. Ο Τομ γνώριζε μόνο τους τρεις από τους οχτώ. Την Γκρέις Γουάιτ, την Έιντζελ και τον Πολ Νταμάσκους. Η Σελεστίνα του σύστησε στα γρήγορα και τους υπόλοιπους. Άγκνες Λάμπιον, η οικοδέσποινα, Ίντομ και Τζέικομπ Άιζακσον, αδέρφια της Άγκνες. Μαρία Γκονζάλες, στενή φίλη της Άγκνες. Και Μπάρτι, ο γιος της Άγκνες. Από το τηλέφωνο, ο Τομ είχε προετοιμαστεί για το αγόρι. Ό σ ο περίεργο κι αν ήταν να συναντήσουν ξαφνικά έναν
Μπαρθόλομιου, με δεδομένη την περίεργη εμμονή του Ί ν ο χ Κάιν, ο Τομ και η Σελεστίνα συμφώνησαν ότι ο συζυγοκτόνος ήταν αδύνατο να γνωρίζει την ύπαρξη αυτού του παιδιού, και σίγουρα δεν είχε καμιά λογική αιτία να το φοβάται. Το μόνο πράγμα που τους συνέδεε ήταν το κήρυγμα του Χάρισον Γουάιτ, που στη μια περίπτωση είχε εμπνεύσει το όνομα του αγοριού και στην άλλη είχε ίσως φυτέψει το σπόρο των ενοχών στο μυαλό του Κάιν. «Τομ, Γουόλι, συγνώμη για τις τόσο σύντομες συστάσεις», απολογήθηκε η Άγκνες Λάμπιον. «Θα έχουμε άφθονο χρόνο στη διάθεσή μας vet, γνωριστούμε καλύτερα την ώρα του δείπνου. Αλλά όλοι εμ^ι'ς περιμένουμε μια ολόκληρη βδομάδα ν' ακούσουμε τι έχει να μας πει ο Τομ. Και δεν αντέχουμε να περιμένουμε ούτε στιγμή παραπάνω». «Τι έχω να σας πω εγώ;» απόρησε ο Τομ. Η Σελεστίνα υπέδειξε στον Τομ να καθίσει στη μια κορυφή του τραπεζιού, απέναντι από την Άγκνες. Ο Γουόλι κάθισε στην άδεια θέση στ' αριστερά του Τομ και η Σελεστίνα έφερε από τον μπουφέ δυο αντικείμενα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι, μπροστά στον Τομ, πριν καθίσει κι εκείνη στα δεξιά του. Μια αλατιέρα και μια πιπεριέρα. Από την άλλη άκρη του τραπεζιού, πήρετο λόγο η Άγκνες. «Σαν αρχάριοι, Τομ, θα θέλαμε όλοι ν' ακούσουμε για το ρινόκερο και για τους άλλους εαυτούς σου». Ο Τομ δίστασε. Πριν από τις περιορισμένες εξηγήσεις που είχε δώσει πρόσφατα στη Σελεστίνα στο Σαν Φρανσίσκο, δεν είχε αναφέρει ποτέ και σε κανέναν αυτές τις πολύ ιδιαίτερες αντιλήψεις του, παρά μόνο σε δυο ιερείς-δασκάλους του, στα χρόνια της ιερατικής σχολής. Στην αρχή λοιπόν αισθάνθηκε αμηχανία να μιλήσει γι' αυτό το ζήτημα σε ξένους -σαν να έκανε εξομολόγηση σε κάποιον που δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να του παράσχει άφεση αμαρτιών. Σιγά σιγά, όμως, μπροστά στο σιωπηλό και πολύ προσεκτικό ακροατήριο που είχε τώρα μπροστά του, σι αμφιβολίες του εξαφανίστηκαν και κατέληξε να μιλάει με την ίδια άνεση που θα σχολίαζε τον καιρό. Με την αλατιέρα και την πιπεριέρα, ο Τομ επανέλαβε την
παραστατική εξήγηση του γιατί-δεν-στενοχωριέμαι-που-είναι-έτσι-το-πρόσωπό-μου, όπως την είχε δώσει και στην Έιντζελ πριν από δέκα μέρες. Τελικά, με τον Τομ αλατιέρα και τον Τομ πιπεριέρα στημένους δίπλα δίπλα σε δυο παράλληλους κόσμους, η Μαρία έκανε το πρώτο σχόλιο. «Είναι σαν επιστημονική φαντασία». «Επιστήμη», διευκρίνισε ο Τομ. «Για την ακρίβεια, κβαντική μηχανική. Που είναι μια θεωρία... της φυσικής. Λέγοντας θεωρία, δεν εννοώ αστήρικτες υποθέσεις. Η κβαντική μηχανική είναι εφαρμόσιμη. Κρύβεται, λόγου χάρη, πίσω από την εφεύρεση της τηλεόρασης. Πριν από το τέλος του αιώνα, ίσως και μέσα στη δεκαετία του '80, η τεχνολογία η βασισμένη στη θεωρία των κβάντα σίγουρα θα μας δώσει ισχυρούς και φτηνούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μικρούς σαν βαλιτσάκια, σαν πορτοφόλια, σαν ρολόγια του χεριού, που θα μπορούν να κάνουν πολύ ταχύτερη επεξεργασία δεδομένων από τους γιγάντιους, ογκώδεις υπολογιστές που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας. Θα έχουμε ασύρματα τηλέφωνα που θα μπορούμε να τα μεταφέρουμε οπουδήποτε. Και κάποτε θα κατασκευαστούν μοριακοί υπολογιστές απίστευτης ισχύος, και τότε η τεχνολογία -στην πραγματικότητα, η ανθρωπότητα- θ' αλλάξει με τρόπους που ξεπερνούν την αντίληψη μας, κι αυτό θα είναι για καλό». Ο Τομ κοίταξε το ακροατήριο του, αναζητώντας παγωμένα βλέμματα κι εκφράσεις δυσπιστίας. «Μην ανησυχείς», του είπε η Σελεστίνα. « Έ π ε ι τ α απ' αυτά που είδαμε την περασμένη βδομάδα, σε παρακολουθούμε άνετα». Ακόμη κι ο Μπάρτι έμοιαζε να προσέχει. Μόνο η Έ ι ντζελ ζωγράφιζε με ξυλομπογιές σ' ένα μπλοκ και σιγομουρμούριζε ευχαριστημένη. Ο Τομ πίστευε ότι το κοριτσάκι είχε μια καθαρά διαισθητική αντίληψη της περιπλοκότητας του υπαρκτού κόσμου, αλλά ήταν μόνο τριών χρονών και ήταν αδύνατο να κατανοήσει την επιστημονική θεωρία που υποστήριζε τη διαίσθησή της. «Εντάξει. Λοιπόν... οι ιησουίτες ενθαρρύνονται να αποκτήσουν επιστημονική μόρφωση σε τομείς που τους ενδια-
φέρουν, κι όχι αποκλειστικά στη θεολογία. Εγώ από μικρός ενδιαφερόμουν βαθιά για τη φυσική». «Επειδή από μικρός είχες μια πολΰ ιδιαίτερη αντίληψη των πραγμάτων», είπε η Σελεστίνα, που θυμήθηκε την κουβέντα τους στο Σαν Φρανσίσκο. «Ναι. Θα μιλήσουμε αργότερα γι' αυτό. Τώρα ας ξεκαθαρίσω ότι το ενδιαφέρον μου για τη φυσική δε με κάνει αυτομάτους φυσικό επιστήμονα. Ακόμη κι αν ήμουν, δε θα μποροΰσα να σας εξηγήσω την κβαντική μηχανική οΰτε μέσα σε μια ώρα, οΰτε ο' ένα χρόνο. Μερικοί λένε ότι η θεωρία των κβάντα είναι τόσο σύνθετη,/που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει απόλυτα τη σημασία της. Κάποια από τα πράγματα που έχουν αποδειχτεί πειραματικά συγκρούονται με την κοινή λογική και-θα σας αναφέρω μερικά, έτσι για να πάρετε μια γετίση. Πρώτον, σε υποατομικό επίπεδο, συχνά το αποτέλεσμα έρχεται πριν από το αίτιο που το προκαλεί. Με άλλα λόγια, ένα πράγμα μπορεί να συμβεί πριν ακόμη εμφανιστεί ο λόγος που θα το προκαλέσει. Εξίσου περίεργο... σε πειράματα με παρατηρητές ανθρώπους, υποατομικά σωματίδια συμπεριφέρονται διαφορετικά απ' ό,τι θα συμπεριφέρονταν δρώντας απαρατήρητα και τα αποτελέσματα εξετάζονται μόνο ύστερα από το γεγονός - π ο υ μπορεί και να σημαίνει ότι η ανθρώπινη θέληση, έστω και υποσυνείδητα, διαμορφώνει την πραγματικότητα». Ο Τομ απλούστευε και συμπύκνωνε θεωρίες, αλλά δεν ήξερε άλλο τρόπο για να τους δώσει στα γρήγορα μια ιδέα για τον θαυμαστό, αινιγματικό και τρομακτικό κόσμο που αποκαλύπτει η κβαντική μηχανική. «Ακούστε κι αυτό», συνέχισε. «Κάθε σημείο στο σύμπαν συνδέεται απευθείας με κάθε άλλο σημείο, ανεξάρτητα από την απόσταση. Δηλαδή, κάθε σημείο του Άρη είναι, κατά ένα μυστήριο τρόπο, τόσο κοντά μου όσο κι εσείς. Που σημαίνει ότι είναι δυνατόν οι πληροφορίες -αλλά και τα αντικείμενα, ακόμη και οι άνθρωποι- να μεταφερθούν στιγμιαία από δω στο Λονδίνο, χωρίς σύρματα ή εκπομπές μικροκυμάτων. Κι όχι μόνο στο Λονδίνο, αλλά και σ' ένα μακρινό άστρο. Στιγμιαία. Απλώς δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμη πώς να το κάνουμε. Στην πραγματικότητα, σε βαθιά δομικό επίπεδο,
κάθε σημείο του σύμπαντος είναι το ίδιο σημείο. Αυτή η ενδοσύνδεση είναι τόσο απόλυτη, που όταν ένα μεγάλο σμήνος πουλιών υψωθεί στον ουρανό στο Τόκιο, η αναταραχή που θα προκληθεί στον αέρα από το φτεροκόπημά του θα συμβάλει στη μεταβολή του καιρού στο Σικάγο». Η Έιντζελ ανασήκωσε το κεφάλι από τη ζωγραφιά της. «Τι γίνεται όμως με τα γουρούνια;» «Τι γίνεται;» τη ρώτησε ο Τομ. «Μπορείς να πετάξεις ένα γουρούνι εκεί που πέταξες το νόμισμα;» «Θα φτάσω και σ' αυτό», της υποσχέθηκε ο Τομ. «Ουάου!» έκανε η μικρή. «Δεν εννοεί ότι θα πετάξει ένα γουρούνι», της εξήγησε ο Μπάρτι. «Θα το πετάξει, πάω στοίχημα», είπε η Έιντζελ κι επέστρεψε στα μολύβια της. «Μια από τις θεμελιώδεις αρχές της κβαντικής μηχανικής», συνέχισε ο Πολ, «υποστηρίζει ότι υπάρχουν άπειρες πραγματικότητες, άλλοι κόσμοι παράλληλοι με τον δικό μας, τους οποίους, δεν μπορούμε να δούμε. Για παράδειγμα... κόσμοι στους οποίους, εξαιτίας συγκεκριμένων αποφάσεων και πράξεων συγκεκριμένων ανθρώπων κι από τις δυο πλευρές, η Γερμανία κέρδισε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι άλλοι κόσμοι στους οποίους η Ένωση έχασε τον Εμφύλιο. Και κόσμοι στους οποίους έχει ήδη ξεσπάσει πυρηνικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης». «Κι άλλοι κόσμοι», πρότεινε ο Τζέικομπ, «στους οποίους εκείνο το βυτιοφόρο δε σταμάτησε ποτέ πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή στο Μπέικερσφιλντ, το 1960. Έτσι, το τρένο δεν έπεσε ποτέ πάνω του κι εκείνοι οι δεκαεφτά άνθρωποι δεν πέθαναν ποτέ». Αυτή η παρατήρηση άφησε άναυδο τον Τομ. Το μόνο που μπόρεσε να υποθέσει ήταν ότι ο Τζέικομπ είχε κάποιον γνωστό που σκοτώθηκε στο συγκεκριμένο δυστύχημα. Συνέχισε χωρίς να το σχολιάσει. «Υπάρχουν και κόσμοι ακριβώς σαν τον δικό μας, με τη διαφορά ότι οι γονείς μου δεν έτυχε να γνωριστούν ποτέ κι εγώ δεν έχω γεννηθεί. Κόσμοι στους οποίους ο Γουόλι δε χτυπήθηκε από σφαίρα, γιατί
δεν ήταν τόσο ανασφαλής, οΰτε τόσο κουτός ώστε να βγάλει τη Σελεστίνα για δείπνο εκείνο το βράδυ, ή να της κάνει πρόταση γάμου». Τώρα πια γνώριζαν όλοι αρκετά καλά τη Σελεστίνα ώστε το τελευταίο παράδειγμα του Τομ να προκαλέσει τα γέλια της παρέας. «Ακόμη και σε άπειρο αριθμό κόσμων, δεν υπάρχει μέρος που να υπήρξα τόσο κουτός», διαμαρτυρήθηκε ο Γουόλι. Ο Τομ συνέχισε. «Τώρα θα προσθέσω μια ανθρώπινη πινελιά και μια πνευματική χροιά σ' όλα αυτά», είπε. «Κάθε φορά που ο καθένας από μας φτάνει στο σημείο να πρέπει να πάρει μια σημαντική ηθική απόφαση, που επηρεάζει την εξέλιξη του χαρακτήρα του και τις ζωές άλλων ανθρώπων, και κάθε φορά που παίρνει τη λιγότερο σωστή απόφαση, εκεί πιστεύω ότι ξεπηδάει ένας καινούριος κόσμος. Ό τ α ν κάνω μια ανήθικη, ή έστω μια ανόητη επιλογή, δημιουργείται ένας άλλος κόσμος, στον οποίο κάνω το σωστό και, σ' εκείνο τον κόσμο, συγχωρούμαι για ένα διάστημα, μου ξαναδίνεται η ευκαιρία να γίνω μια καλύτερη εκδοχή του υπαρκτού Τομ Βανάντιουμ που ζει στον άλλο κόσμο, να διορθώσω τη λάθος επιλογή. Υπάρχουν πάρα πολλές πραγματικότητες με ατελείς Τομ Βανάντιουμ, αλλά πάντα κάπου... κάπου αλλού, εγώ κατευθύνομαι σταθερά προς μια κατάσταση τελειότητας». «Κάθε ζωή», είπε ο Μπάρτι Λάμπιον, «είναι σαν τη βαλανιδιά στην πίσω αυλή μας, αλλά πολύ μεγαλύτερη. Έ ν α ς κορμός για αρχή και ύστερα όλα εκείνα τα κλαδιά και τα παρακλάδια, εκατομμύρια κλαδιά, που το καθένα τους είναι η ίδια ζωή που απλώς τραβάει προς άλλη κατεύθυνση». Έκπληκτος, ο Τομ έγειρε μπροστά στην καρέκλα του για να βλέπει καλύτερα το τυφλό αγόρι. Στο τηλέφωνο, η Σελεστίνα του είχε αναφέρει μόνο ότι ο Μπάρτι ήταν ένα παιδίθαύμα. Αυτό όμως δεν εξηγούσε απόλυτα την εξαιρετικά εύστοχη παρομοίωση της βαλανιδιάς με τα χιλιάδες κλαδιά. «Και ίσως», είπε η Άγκνες, κάνοντας τη δική της υπόθεση, «όταν η ζωή του καθενός μας καταλήγει κάποτε σε χιλιάδες κλαδιά, τελικά να κρινόμαστε για το σχήμα και την ομορφιά του προσωπικού μας δέντρου». «Πολλές λαθεμένες επιλογές», είπε η Γκρέις Γουάιτ, «ση-
μαίνει πάρα πολλά κλαδιά -ε'να ροζιασμένο, τεράστιο, ακανόνιστο δέντρο». «Λίγες λαθεμένες επιλογές», συμπλήρωσε η Μαρία Γκονζάλες, «ίσως να σημαίνει ελάχιστα ηθικά λάθη, αλλά και αποτυχία να πάρει κανείς λογικά ρίσκα και να αξιοποιήσει και να τιμήσει το δώρο της ζωής». «Οχ!» έκανε ο Ίντομ κι αυτό προκάλεσε τα τρυφερά χαμόγελα της Άγκνες, της Μαρίας και του Μπάρτι. Ο Τομ δεν κατάλαβε οΰτε το επιφώνημα του Ίντομ, οΰτε τι νόημα είχαν τα χαμόγελα. Κατά τα άλλα, είχε εντυπωσιαστεί βαθιά από την ευκολία με την οποία αυτοί οι άνθρωποι είχαν αποδεχτεί όσα τους είπε. Ή τ α ν σχεδόν σαν να υπήρχαν ήδη αυτές οι ιδέες στο μυαλό τους και το μόνο που είχε κάνει ο ίδιος ήταν να τις διατυπώσει και να τις εμπλουτίσει μ' εκείνες τις λεπτομέρειες που τις επιβεβαίωναν. «Πριν από λίγο, Τομ», είπε η Άγκνες, «η Σελεστίνα έκανε λόγο για μια δική σου... "ιδιαίτερη αντίληψη". Τι ακριβώς είναι αυτή;» «Από παιδί είχα μια... ξεχωριστή συνείδηση. Αντιλαμβανόμουν την πραγματικότητα μ' έναν πολΰ πιο σΰνθετο και περίπλοκο τρόπο απ' αυτόν που μου αποκάλυπταν οι πέντε βασικές αισθήσεις μου. Τα μέντιουμ ισχυρίζονται ότι προβλέπουν το μέλλον. Δεν είμαι μέντιουμ. Ό,τι κι αν είμαι... είμαι ικανός να αισθάνομαι πολλές από τις άλλες πιθανότητες που εμπεριέχονται σε κάθε κατάσταση, να νιώθω ότι συνυπάρχουν δίπλα δίπλα με τη δική μου πραγματικότητα κι ότι κάθε κόσμος απ' αυτοΰς τους άλλους είναι εξίσου πραγματικός με τον δικό μου. Αισθάνομαι μέχρι το μεδοΰλι των οστών μου...» «Όλους τους άλλους τρόπους με τους οποίους υπάρχουν τα πράγματα», είπε ο Μπάρτι. Ο Τομ κοίταξε τη Σελεστίνα. «Παιδί-θαΰμα, ε;» «Αυτή η μέρα θα είναι πολΰ μοναδική», του απάντησε εκείνη μ' ένα χαμόγελο. «Ναι, Μπάρτι», απάντησε ο Τομ στο αγόρι. «Αισθάνομαι στη ζωή ένα βάθος, σαν να υπάρχουν πολλές στρώσεις, η μια πάνω στην άλλη. Καμιά φορά είναι... τρομακτικό. Συνήθως με εμπνέει. Δεν μπορώ οΰτε να δω αυτοΰς τους άλ-
λους κόσμους, ούτε να κινηθώ μέσα τους. Αλλά, με το νόμισμα, μπορώ να σας αποδείξω ότι αυτό που αισθάνομαι δεν υπάρχει μόνο στη φαντασία μου». Ο Τομ έβγαλε από την τσέπη του ένα εικοσιπενταράκι και το κράτησε ψηλά, έτσι που να το δουν όλοι, εκτός βέβαια από τον Μπάρτι. « Έ ι ντζελ;» Το κοριτσάκι ανασήκωσε το κεφάλι από τη ζωγραφιά του. «Σ' αρέσει το τυρί;» τη ρώτησε ο Τομ. «Το ψάρι κάνει καλό στο μυαλό, αλλά το τυρί είναι πιο νόστιμο». «Έχεις φάει ποτέ ελβετικό τυρί;» «Το τυρί Βελβίτα είναι το πιο καλό!» «Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι ελβετικό τυρί;» «Ρολόγια που κάνουν κούκου». «Τι άλλο;» «Σάντουιτς». «Τι άλλο;» «Βελβίτα!» «Μπάρτι, βοήθησέ με», είπε ο Τομ. «Τρύπες», είπε ο Μπάρτι. «Α, ναι, τρύπες», συμφώνησε η Έιντζελ. «Ξεχάστε για λίγο τη βαλανιδιά του Μπάρτι και φανταστείτε όλους αυτούς τους άλλους κόσμους σαν φέτες ελβετικό τυρί τη μια πάνω στην άλλη. Μέσα από μερικές τρύπες μπορείτε να δείτε μόνο την από κάτω φέτα. Μέσα από άλλες μπορείτε να δείτε δυο και τρεις στρώσεις παρακάτω, μέχρι να πάψουν οι τρύπες να συμπίπτουν. Αντίστοιχα, υπάρχουν τρυπούλες και πάνω στις στρώσεις των κόσμων, μόνο που μεταβάλλονται και μετακινούνται αδιάκοπα. Εγώ δεν μπορώ πραγματικά να τις δω, αλλά, μ' έναν περίεργο τρόπο, τις αντιλαμβάνομαι. Κοιτάξτε προσεκτικά». Αυτή τη φορά ο Τομ δεν πέταξε το νόμισμα ψηλά στον αέρα. Έ φ ε ρ ε το χέρι του παράλληλα προς την επιφάνεια του τραπεζιού και, μ' ένα τίναγμα του αντίχειρα, το έστειλε κατευθείαν προς τη μεριά της Άγκνες. Στη μέση της απόστασης, ακριβώς κάτω από τον πολυέ-
λαιο της οροφής, το ασημένιο κέρμα έστριψε άλλη μια φορά τρέχοντας στον αέρα, έστριψε, έστριψε, και στρίβοντας χάθηκε απ' αυτό τον κόσμο και μπήκε σ' έναν άλλο. Ακούστηκαν πνιχτές ανάσες κι επιφωνήματα. Έ ν α κακαριστό γέλιο κι ένα χειροκρότημα από την Έιντζελ. Οι αντιδράσεις ήταν πραγματικά ήπιες. «Συνήθως το συνοδεύω με μπόλικες χειρονομίες και άμπρα-κατάμπρα, για ν' αποσπάσω την προσοχή των θεατιόν, ώστε να μην καταλάβουν ότι αυτό που είδαν είναι πραγματικό. Νομίζουν πως η εξαφάνιση του κέρματος είναι ένα απλό ταχυδακτυλουργικό κόλπο». Ό λ ο ι τον κοίταζαν με αδημονία, σαν να περίμεναν κι άλλα μαγικά, σαν η εξαφάνιση ενός νομίσματος στον αέρα να ήταν κάτι συνηθισμένο, που το έβλεπαν κάθε τρεις και λίγο και το είχαν βαρεθεί. «Λοιπόν, παιδιά», είπε ο Τομ, «αυτοί που νομίζουν ότι είναι κόλπο, γενικά, αντιδρούν πολύ πιο έντονα από σας, που ξέρετε ότι είναι αλήθεια». «Τι άλλο μπορείς να κάνεις;» τον ρώτησε η Μαρία και η έκπληξη του Τομ έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Εντελώς ξαφνικά, χωρίς τους προειδοποιητικούς κανονιοβολισμούς των μπουμπουνητών και τις λάμψεις της αστραπής, ξέσπασε η μπόρα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, η δυνατή βροχή ακουγόταν πάνο) στη στέγη σαν ποδοβολητό στρατού σε επέλαση. Σαν να ήταν συνεννοημένοι, όλοι γύρω από το τραπέζι ανασήκωσαν το βλέμμα τους προς το ταβάνι και χαμογέλασαν. Ο Μπάρτι, με τους επιδέσμους στα μάτια του, ανασήκωσε κι αυτός το κεφάλι χαμογελώντας. Μπερδεμένος αλλά και λίγο τρομαγμένος απ' αυτή την περίεργη συμπεριφορά τους, ο Τομ απάντησε στην ερώτηση της Μαρίας. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο -τέτοιας φύσεως, εννοώ». «Τα πήγες πολύ καλά, Τομ, πολύ καλά», του είπε η Άγκνες μ' έναν παρηγορητικό τόνο, σαν κι αυτόν που θα χρησιμοποιούσε για να επαινέσει ένα παιδάκι που είχε παίξει ένα δύσκολο κομμάτι στο πιάνο απόλυτα σωστά, αλλά
χωρίς να δώσει καμιά εξαιρετική ερμηνεία. «Μας εντυπωσίασες όλους». Ύστερα ε'σπρωξε την καρέκλα της προς τα πίσω, σηκώθηκε κι όλοι ακολούθησαν αμέσως το παράδειγμά της. Καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι, η Σελεστίνα είπε στον Τομ: «Την περασμένη Τρίτη το βράδυ χρειάστηκε να βάλουμε μπρος την τεχνητή βροχή που ποτίζει το γρασίδι. Απόψε θα είναι πολύ καλύτερα». Ο Τομ δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτα. «Τεχνητή βροχή;» είπε απορημένος, κοιτώντας προς το παράθυρο και την μπόρα έξω. Πιασμένοι χέρι χέρι, ο Μπάρτι και η Έιντζελ προχώρησαν μπροστά. Όλοι οι μεγάλοι τούς ακολούθησαν στην κουζίνα κι από κει στην πίσω πόρτα κι έξω στη βεράντα. Αυτή η πορεία είχε κάτι το τελετουργικό, που κέντριζε τη φαντασία του Τομ κι όταν σταμάτησαν έξω στη βεράντα, ανυπομονούσε πια να μάθει επιτέλους γιατί όλοι τους -εκτός από τον ίδιο και τον Γουόλι- έμοιαζαν να βρίσκονται σε τέτοια συναισθηματική έξαψη, που άγγιζε τα όρια της ευφορίας. Ό τ α ν μαζεύτηκαν όλοι σε μια γραμμή μπροστά στο πρώτο σκαλοπάτι και πίσω από τα κάγκελα δεξιά κι αριστερά, ο Μπάρτι πήρε το λόγο. «Κύριε Βανάντιουμ, το κόλπο σας με το νόμισμα ήταν πραγματικά πολύ καλό. Δείτε και το δικό μου τώρα». Γλιστρώντας μαλακά την παλάμη του πάνω στο κάγκελο, το τυφλό αγόρι κατέβηκε γρήγορα τα τέσσερα φαρδιά σκαλοπάτια και συνέχισε πάνω στο μουσκεμένο γρασίδι, κάτω από τη βροχή. Η μητέρα του, που έσπρωξε ευγενικά τον Τομ στην κεντρική θέση των θεατών της βεράντας, φαινόταν ν' αδιαφορεί που το παιδί της θα γινόταν μούσκεμα. Εντυπωσιασμένος από την ταχύτητα και τη σιγουριά με την οποία το τυφλό αγόρι είχε κατεβεί τα σκαλιά και περπατούσε τώρα πάνω στο χορτάρι, ο Τομ αρχικά δεν πρόσεξε τίποτα το ασυνήθιστο σ' αυτό τον περίεργο περίπατο μέσα στη νεροποντή. Το φως της βεράντας δεν ήταν αναμμένο. Στην πίσω αυλή δεν υπήρχαν καθόλου φώτα κήπου. Ο Μπάρτι ήταν μια γκρί-
ζα σκιά που κινιόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας και στην πυκνή βροχή. Ο Ίντομ, που στεκόταν δίπλα στον Τομ, είπε: «Γερή μπόρα». «Ναι, πράγματι». «Τον Αύγουστο του 1931, πλημμύρισε ο ποταμός Χουάνγκ Χε στην Κίνα. Χάθηκαν τρία εκατομμύρια εφτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι», είπε ο Ίντομ. Ο Τομ δεν ήξερε τι έπρεπε να συμπεράνει απ' αυτή την πληροφορία. «Πολύς κόσμος», σχολίασε αδέξια. Ο Μπάρτι βάδιζε σε απόλυτη ευθεία γραμμή από τα σκαλιά της βεράντας προς τον κορμό της μεγάλης βαλανιδιάς. «13 Σεπτεμβρίου 1928. Λίμνη Οκιτσόμπι, Φλόριντα. Δύο χιλιάδες νεκροί από πλημμύρα». «Δεν ήταν κι άσχημα», άκουσε ο Τομ τον εαυτό του να λέει βλακωδώς. «Εννοώ, συγκριτικά με τα εκατομμύρια της Κίνας», διόρθωσε. Γύρω στο ενάμισι μέτρο πριν από τον κορμό του δέντρου, ο Μπάρτι εγκατέλειψε την ευθεία πορεία του κι άρχισε να κάνει το γύρο της βαλανιδιάς. Μόνο είκοσι μία μέρες μετά την εγχείρηση, ο βαθμός προσαρμογής του αγοριού ήταν αξιοθαύμαστος, αλλά ήταν φανερό ότι οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί στη βεράντα περίμεναν να θαυμάσουν κάτι ακόμη πιο εντυπωσιακό από το σταθερό βάδισμα και την αλάνθαστη αίσθηση προσανατολισμού ενός τυφλού αγοριού. «27 Σεπτεμβρίου 1962. Βαρκελώνη. Ισπανία. Μια πλημμύρα έπνιξε τετρακόσιους σαράντα πέντε ανθρώπους». Ο Τομ θα είχε μετακινηθεί δεξιότερα για ν' αποφύγει τον Ίντομ, αν από εκείνη την πλευρά δεν στεκόταν ο Τζέικομπ. Θυμήθηκε όμως το σχόλιο του δεύτερου δίδυμου για το τρένο στο Μπέικερσφιλντ κι αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα. Η πελώρια ομπρέλα της βαλανιδιάς δεν πρόσφερε άσυλο από τη βροχή. Τα φύλλα μάζευαν το νερό σαν κουταλάκια, το ζύγιαζαν και το άδειαζαν προς τα κάτω σε γερές δόσεις, όχι σταγόνα τη σταγόνα. Ο Μπάρτι έκανε το γύρο του δέντρου κι επέστρεψε στη
βεράντα. Ανέβηκε τα σκαλιά και σταμάτησε μπροστά στον Τομ. Παρά το μισόφωτο, το θαυμαστό κατόρθωμα του αγοριού έγινε μεμιάς ολοφάνερο: τα ρούχα και τα μαλλιά του ήταν ολόστεγνα, σαν να φορούσε μακρύ κλειστό αδιάβροχο με κουκούλα. Γεμάτος δέος, ο Τομ έπεσε στο ένατου γόνατο μπροστά στο αγόρι κι έπιασε το ύφασμα του παντελονιού του. «Περπάτησα εκεί που δεν ήταν η βροχή», του είπε ο Μπάρτι. Μέσα σε πενήντα χρόνια, ως την ημέρα που βρήκε την Έιντζελ, ο Τομ δεν είχε συναντήσει κανέναν άλλο σαν τον εαυτό του. Και τώρα έβρισκε και δεύτερο μέσα σε μια βδομάδα. «Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπε σιον Μπάρτι. «Κι εγώ δεν μπορώ να κάνω το άλλο με το νόμισμα», του απάντησε ο Μπάρτι. «Ίσως μπορούμε να διδάξουμε ο ένας τον άλλο». «Ίσως». Κατά βάθος, ο Τομ δεν πίστευε ότι αυτά μπορεί να τα διδάξει ένας πεπειραμένος σ' έναν άλλο. Ο Μπάρτι κι αυτός είχαν γεννηθεί με την ίδια ιδιαίτερη αντίληψη, αλλά με διαφορετικές και αυστηρά περιορισμένες δυνατότητες να αλληλεπιδρούν στους πολλαπλούς κόσμους που μπορούσαν να εντοπίσουν. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ούτε στον εαυτό του το πώς μπορούσε να στείλει ένα νόμισμα ή κάποιο άλλο μικρό αντικείμενο Αλλού. Ή τ α ν κάτι που απλώςαισθανόταν και κάθε φορά που έβλεπε το νόμισμα να εξαφανίζεται, απλώς σιγουρευόταν ότι η αίσθησή του ήταν πραγματική. Υποψιαζόταν επίσης πως όταν ο Μπάρτι περπατούσε εκεί που δεν ήταν η βροχή, δεν χρησιμοποιούσε συνειδητά κάποια τεχνική για να το πετύχει. Απλώς αποφάσιζε να περπατήσει σ' ένα στεγνό κόσμο - ε ν ώ κατά τα άλλα παρέμενε στον κόσμο της βροχής όπου βρισκόταν- και το έκανε. Ή τ α ν και οι δυο τους ημιμαθείς, ερασιτέχνες μάγοι, που ήξεραν από κάνα δυο κολπάκια ο καθένας και δεν είχαν κανένα κρυφό βιβλίο με ξόρκια και μαγικά για να διδάξουν κι άλλους. Η Άγκνες πήγε κοντά τους. «Όταν ο Μπάρτι με παίρνει από το χέρι και βγαίνουμε στη βροχή, αυτός μένει στεγνός
κι εγώ γίνομαι μούσκεμα σε δευτερόλεπτα. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους άλλους εδώ... εκτός από την Έιντζελ». Το κοριτσάκι είχε ήδη πιάσει το χε'ρι του Μπάρτι. Τα δυο παιδιά κατε'βηκαν από τη βεράντα και βγήκαν στη βροχή. Δεν έκαναν το γύρο της βαλανιδιάς, αλλά στάθηκαν στο γρασίδι μπροστά στα σκαλοπάτια και στράφηκαν ώστε ν' αντικρίζουν το σπίτι./ Τώρα που ο Τομ ήξερε τι να κοιτάξει, το μισοσκόταδο δεν του έκρυβε πια την απίστευτη αλήθεια. Τα δυο παιδιά στέκονταν μέσα στην μπόρα, όσο κι ο Τζιν Κέλι σ' εκείνη την περίφημη ταινία που χόρευε και τραγουδούσε κι έκανε ό,τι του κάπνιζε κάτω από τη βροχή. Αλλά, ενώ ο ηθοποιός είχε γίνει μουσκίδι στο τέλος εκείνης της σκηνής, αυτά τα δυο παιδιά έμεναν ολόστεγνα. Τα μάτια του Τομ πάσχιζαν να βρουν τη λύση σ' αυτό το παράδοξο αίνιγμα - π α ρ ' όλο που ήξερε ότι τα θαύματα δεν έχουν εύκολες εξηγήσεις. «Εντάξει, μαϊμουδάκια», είπε η Σελεστίνα. «Ώρα για το δεύτερο νούμερο». Ο Μπάρτι άφησε το χέρι του κοριτσιού και, ενώ εκείνος παρέμεινε στεγνός, η βροχή ανακάλυψε αμέσως την Έιντζελ εκεί που κρυβόταν, κάπου ανάμεσα στις πτυχές της κουρτίνας της καταιγίδας. Ντυμένη ολόκληρη σε μια παστέλ απόχρωση του ροζ, που σκούρυνε σε φούξια μόλις άρχισε να βρέχεται, η Έιντζελ έσκουξε, παράτησε αμέσως τον Μπάρτι κι έτρεξε στα σκαλιά, με το νερό να γεμίζει ψεύτικα δάκρυα το πρόσωπο της και να στολίζει με μια αστραφτερή κορόνα όλο βρόχινα διαμάντια τα φουντωτά μαλλιά της. Η Έιντζελ έτρεξε ν' ανεβεί στη βεράντα σαν πριγκίπισσα που την έχει εγκαταλείψει ο αμαξάς της, κι αφέθηκε στη γιαγιά της, που την άρπαξε και τη σήκωσε στην αγκαλιά της. «Θ' αρπάξεις καμιά πνευμονία», είπε αυστηρά η Γκρέις. «Και η Έιντζελ, τι μαγικό μπορεί να κάνει;» ρώτησε ο Τομ τη Σελεστίνα. «Δεν έχουμε δει ακόμη τίποτα». «Μόνο ότι αισθάνεται όλους τους τρόπους με τους οποίους υπάρχουν τα πράγματα», συμπλήρωσε η Μαρία. «Όπως εσύ κι ο Μπάρτι».
Καθώς ο Μπάρτι ανέβαινε τα σκαλοπάτια χωρίς να κρατιέται από το κάγκελο, με το δεξί του χέρι τεντωμένο μπροστά, ο Πολ Νταμάσκους είπε cnov Τομ: «Αναρωτιέμαι αν ο Μπάρτι μπορεί να σε προστατέψει κι εσένα από τη βροχή, όπως την Έιντζελ. Ί σ ω ς να μπορεί... αφού και οι τρεις σας έχετε αυτή... αυτή την αντίληψη των πραγμάτων, ή ό,τι άλλο είναι τέλος πάντων. Δε θα το μάθουμε, παρά μόνο αν κάνεις μια δοκιμή». Ο Τομ έπιασε το χέρι του αγοριού, αλλά δεν χρειάστηκε να κατεβούν ως το γρασίδι για να καταλάβουν ότι ο αόρατος μανδύας του Μπάρτι δεν μπορούσε να σκεπάσει κι αυτόν, όπως σκέπαζε τα κοριτσάκι. Κρύα, δυνατή και πυκνή βροχή έλουσε αμέσως τον Τομ. Σήκωσε το αγόρι στην αγκαλιά του, όπως είχε σηκώσει προηγουμένως η Γκρέις την εγγονή της, κι επέστρεψε μαζί του στο άσυλο που του πρόσφερε η στέγη της βεράντας. Η Άγκνες πήγε κοντά τους, τραβώντας μαζί της την Γκρέις, που είχε ακόμα την Έιντζελ στην αγκαλιά της. Τα μάτια της έλαμπαν από την έξαψη. «Τομ, εσύ είσαι άνθρωπος που πιστεύεις στον Θεό, όσο κι αν σε προβληματίζει καμιά φορά η πίστη σου. Πες μου, τι συμπέρασμα βγάζεις απ' όλα αυτά;» Ο Τομ ήξερε τι συμπέρασμα έβγαζε εκείνη κι έβλεπε πως το γνώριζαν και όλοι οι υπόλοιποι στη βεράντα. Επιπλέον, διέκρινε πως όλοι περίμεναν να επιβεβαιώσει κι αυτός το συμπέρασμα στο οποίο είχε ήδη καταλήξει η Άγκνες, πολύ πριν από την αποψινή βραδιά. Από την τραπεζαρία ακόμη, πριν από την απόδειξη της βροχής, ο Τομ είχε αναγνωρίσει τον ιδιαίτερο δεσμό που υπήρχε ανάμεσα στο τυφλό αγόρι και στο ζωηρό, χαριτωμένο κοριτσάκι. Όντως, ο Τομ δεν θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα απ' αυτό της Άγκνες, γιατί πίστευε κι ο ίδιος, όπως κι εκείνη, ότι τα γεγονότα της κάθε μέρας αποκαλύπτουν μυστηριώδεις προεκτάσεις σε όποιον έχει τα μάτια του ανοιχτά και τη θέληση να τις διακρίνει· πίστευε επίσης ότι η ζωή κάθε ανθρώπου έχει ένα πολύ βαθύτερο νόημα. «Απ' όλα τα πράγματα στη ζωή μου που ίσως να έχουν κάποια σημασία, πιστεύω ότι αυτό που θα έχει τη μεγαλύ-
τερη αξία είναι ο μικρός ρόλος που έπαιξα προκειμένου να συναντηθούν αυτά τα δυο παιδιά», είπε στην Άγκνες. Ύστερα κοίταξε όλα τα μέλη της συντροφιάς, το ένα μετά το άλλο, και συνέχισε: «Όταν αναλογίζομαι όσα χρειάστηκε να συμβούν για να σμίξουμε όλοι εμείς εδώ απόψε -τις τραγωδίες, αλλά και τα χαρούμενα γυρίσματα της τύχης-, όταν αναλογίζομαι τους πολλούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα -όλοι εμείς διασκορπισμένοι και οι περισσότεροι να μην έχουμε γνωριστεί ποτέ-, τότε είμαι σίγουρος ότι ανήκουμε εδώ, επειδή συγκεντρωθήκαμε εδώ ενάντια σε όλες τις πιθανότητες». Έστρεψε πάλι το βλέμμα τον στην Άγκνες και της έδωσε τελικά την απάντηση που ήξερε ότι εκείνη ήλπιζε ν' ακούσει. «Αυτό το αγόρι κι αυτό το κορίτσι γεννήθηκαν για να συναντηθούν, για λόγους που μόνο ο χρόνος θ' αποκαλύψει, ενώ όλοι εμείς δεν είμαστε παρά τα πιόνια κάποιου περίεργου πεπρωμένου». Μια αίσθηση αδελφοσύνης σε δύσκολους καιρούς τούς έκανε όλους να πλησιάσουν αυθόρμητα ο ένας τον άλλο, ν' αγκαλιαστούν, ν' αγγίξουν ο ένας τον άλλο, να μοιραστούν το θαύμα. Για αρκετή ώρα, παρά τη δυνατή μουσική της βροχής, παρά τους αμέτρητους ήχους που προκαλούσαν οι σταγόνες χτυπώντας τα έργα των ανθρώπων και της φύσης, ο Τομ είχε την αίσθηση ότι βασίλευε η πιο βαθιά σιωπή που είχε νιώσει ποτέ του. Και τότε, η Έιντζελ ρώτησε: «Τώρα, θα το πετάξεις το γουρούνι;»
Κεφάλαιο 80
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΙ που συνέβη, ήταν ένα λαμπερό ηλιόλουστο πρωινό του Μαρτίου, δυο μήνες απ' όταν ο Μπάρτι πήγε την Έιντζελ ένα στεγνό περίπατο στη βροχή, εφτά βδομάδες από το γάμο της Σελεστίνα και του Γουόλι και πέντε βδομάδες από τότε που οι ευτυχισμένοι νεόνυμφοι ολοκλήρωσαν την αγορά του σπιτιού των Γκάλογουεϊ, δίπλα στο σπίτι των Λάμπιον. Η Σέλμα Γκάλογουεϊ, γειτόνισσα της Άγκνες, συνταξιούχος καθηγήτρια εδώ και χρόνια, αποφάσισε να επωφεληθεί από την αξία του μεγάλου ιδιόκτητου σπιτιού της, για ν' αγοράσει μια μεζονέτα δίπλα στη θάλασσα στο κοντινό Κάρλσμπαντ και να εξασφαλίσει ένα πρόσθετο εισόδημα για την υπόλοιπη ζωή της. Η Σελεστίνα κοίταξε από το παράθυρο της κουζίνας της και είδε την Άγκνες στο δρομάκι του σπιτιού των Λάμπιον, όπου ήταν συγκεντρωμένο το καραβάνι των αυτοκινήτων. Η Άγκνες φόρτωνε το στέισον βάγκον της. Η Σελεστίνα κι ο Γουόλι, αφού μετακόμισαν σε τριάντα μέτρα απόσταση κι έχοντας βαρεθεί ν' ακούν την Γκρέις να γκρινιάζει διαρκώς ότι κάποιος μπορεί να χτυπούσε άσχημα, ξήλωσαν τελικά τον ξύλινο φράχτη που χώριζε τα δυο σπίτια, αφού στην ουσία αποτελούσαν όλοι μια οικογένεια με πολλά ονόματα: Λάμπιον, Γουάιτ, Λίπσκομπ και Άιζακσον. Ό τ α ν λοιπόν ενώθηκαν οι πίσω αυλές και φτιάχτηκε κι ένα τσιμεντένιο δρομάκι από τη μια βεράντα στην άλλη, οι διαδρομές του Μπάρτι από σπίτι σε σπίτι απλοποιήθηκαν πολύ και ταυτόχρονα διευκολύνθηκαν οι τακτικές επισκέ-
•ψεις των Γκονζάλες, Νταμάσκους και Βανάντιουμ, που ήταν μέλη της ευρύτερης οικογένειας. «Η Άγκνες θα μας κατσαδιάσει, μαμά. Αργήσαμε», είπε η Σελεστίνα. Από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, κρατώντας μια στοίβα από τέσσερα μεγάλα κουτιά ζαχαροπλαστείου, η μητέρα της στράφηκε και είπε: «Αγάπη μου, πιάσε τις τέσσερις τελευταίες πίτες από το τραπέζι, να τελειώνουμε. Και πρόσεχε μην τις ταρακουνήσεις πάλι». «Α, δεν το ήξερες ότι είμαι στη λίστα του FBI για τους δέκα πλέον καταζητούμενους ταρακουνητές πίτας στον κόσμο;» «Δεν εκπλήσσομαι», είπε η Γκρέις και βγήκε να φορτώσει τις πίτες στο Σαμπέρμπαν που είχε αγοράσει πρόσφατα ο Γουόλι, ειδικά γι' αυτή την επιχείρηση. Η Σελεστίνα την ακολούθησε, βάζοντας τα δυνατά της να μην ταρακουνήσει καθόλου τις πίτες μέσα στα κουτιά. Εκείνο το πρωινό του Μαρτίου, με τα τιτιβίσματα των πουλιών να αντηχούν στον αέρα, ήταν ιδανικό για να μοιραστούν πίτες. Με την καθοδήγηση της Σελεστίνα, οι άντρες - ο Γουόλι, ο Ίντομ, ο Τζέικομπ, ο Πολ κι ο Τομ- είχαν πακετάρει τα χαρτοκιβώτια με τα τρόφιμα, συν τα κουτιά με τα καινούρια ανοιξιάτικα ρούχα για τα παιδιά των οικογενειών που θα επισκέπτονταν. Ό λ α αυτά είχαν φορτωθεί στα αυτοκίνητα από το προηγούμενο βράδυ. Έ μ ε ν α ν τέσσερις βδομάδες ακόμη μέχρι το Πάσχα, αλλά η Σελεστίνα είχε ήδη αρχίσει να στολίζει πάνω από εκατό καλαθάκια, ώστε να μη χρειάζονται τίποτ' άλλο την τελευταία στιγμή παρά μόνο να τα γεμίσουν με γλυκά. Το σαλόνι του σπιτιού της είχε μετατραπεί σε εργαστήριο γεμάτο ψάθινα καλαθάκια, κορδέλες, φιόγκους, χάντρες, κόλλες σελοφάν σε κίτρινο, πράσινο, μοβ και ροζ χρώμα και μικρά διακοσμητικά λαγουδάκια και κοτοπουλάκια. Η Σελεστίνα αφιέρωνε τις μισές από τις εργάσιμες ώρες της στην εκστρατεία βοήθειας των συμπολιτών που είχαν ανάγκη, την οποία είχε ξεκινήσει και επέκτεινε σταθερά η Άγκνες, και τις υπόλοιπες μισές στη ζωγραφική της. Δεν βιαζόταν καθόλου να ετοιμάσει καινούρια έκθεση. Έ τ σ ι κι
αλλιώς, δεν θα τολμούσε να ε'ρθει σε επαφή με την Γκαλερί Γκρινμπάουμ, ή οποιονδήποτε άλλο από την παλιά της ζωή πριν η αστυνομία εντοπίσει και συλλάβει τον Ί ν ο χ Κάιν. Στην πραγματικότητα, οι ώρες που περνούσε βοηθώντας την Άγκνες της είχαν δώσει ε'μπνευση και είχαν χαρίσει στο έργο της ένα καινούριο βάθος που την ενθουσίαζε. «Όταν αδειάζεις τις τσέπες σου στις τσέπες άλλων, ξυπνάς πλουσιότερος το επόμενο πρωί», της είχε πει κάποτε η Άγκνες - κ α ι ήταν αλήθεια. Ενώ η Σελεστίνα και η μητέρα της φόρτωναν τις τελευταίες από τις πίτες τους στο Σαμπέρμπαν, ο Πολ και η Άγκνες βγήκαν από το στέισον βάγκον, που ήταν το πρώτο από τα οχήματα του καραβανιού. «Όλοι έτοιμοι;» ρώτησε η Άγκνες. Ο Πολ έλεγξε το φορτίο του Σαμπέρμπαν, για να σιγουρευτεί ότι τα κουτιά ήταν σωστά στοιβαγμένα και. δεν κινδύνευαν να κυλήσουν ή να πατικωθούν στη διάρκεια της διαδρομής. Του άρεσε να το κάνει, μια και είχε αυτοανακηρυχθεί υπεύθυνος καραβανιού. «Σωστό το φόρτωμα. Ό λ α εντάξει», δήλωσε ικανοποιημένος κι έκλεισε την πίσω πόρτα. Η Μαρία κατέβηκε από το Φολκσβάγκεν της, που βρισκόταν στη μέση του κομβόι. «Άγκνες, σε περίπτωση που χωριστούμε, εγώ δεν έχω το δρομολόγιο». Ο υπεύθυνος καραβανιού, ο Πολ Νταμάσκους, της έδωσε αμέσως μια φωτοτυπία. «Πού είναι ο Γουόλι;» ρώτησε η Μαρία. Τη στιγμή που ρωτούσε, ο Γουόλι κατέφτασε τρέχοντας, με τη βαριά ιατρική του τσάντα, μια και τώρα πρόσφερε τις ιατρικές τον συμβουλές σε κάποιους από τους ανθρώπους της διαδρομής. «Ο καιρός είναι πολύ καλύτερος απ' ό,τι είχα υποθέσει και πήγα να φορέσω κάτι ελαφρύτερο», εξήγησε. Ακόμη και τις μέρες που έκανε ψύχρα, το «καραβάνι της πίτας» σήμαινε μπόλικο ιδρώτα στο τέλος της ημέρας, γιατί με τη συμμετοχή τόσων αντρών σ' αυτή τη φιλόδοξη αποστολή δε μοίραζαν μόνο πίτες και τρόφιμα, αλλά έκαναν και αρκετές δουλειές που ήταν πρόβλημα για τους ηλικιωμένους ή τους αδύναμους. «Ξεκινάμε», έδωσε το σήμα ο Πολ κι επέστρεψε στο στέι-
σον βάγκον για να καθίσει δίπλα στην Άγκνες, που θα οδηγούσε. Μέσα στο Σαμπέρμπαν, με τον Γουόλι και την Γκρέις κι ενώ περίμεναν τη σειρά τους για να βγουν στον κεντρικό δρόμο, η Σελεστίνα είπε: «Την πήγε πάλι σινεμά. Την Τρίτη το βράδυ». «Ποιος, ο Πολ;» ρώτησε ο Γουόλι. «Ποιος άλλος. Σίγουρα κάτι ψήνεται. Έτσι που την κοιτάζει καμιά φορά, νομίζεις πως θα λιποθυμήσει από την ταραχή του αν τον γλυκοκοιτάξει κι αυτή». «Μην κουτσομπολεΰεις», τη μάλωσε η Γκρέις από το πίσω κάθισμα. «Εσύ κουτσομπολεύεις», της είπε η Σελεστίνα. «Ποιος μας είπε ότι κάθονταν πιασμένοι χέρι χέρι στην κούνια της βεράντας;» «Αυτό δεν ήταν κουτσομπολιό», διαμαρτυρήθηκε η Γκρέις. «Σου έλεγα ότι ο Πολ επισκεύασε την κούνια και την κρέμασε ξανά». «Κι όταν βγήκατε μαζί για ψώνια κι αυτή του αγόρασε εκείνο το πουκάμισο, μόνο και μόνο επειδή σκέφτηκε πως θα του πήγαινε πολύ;» «Αυτό σου το ανέφερα απλώς επειδή είναι ένα πολύ ωραίο πουκάμισο και ίσως να ήθελες να χαρίσεις κι εσύ ένα ίδιο στον Γουόλι», είπε η Γκρέις. «Μαμά, θα πας στην Κόλαση αν συνεχίσεις αυτού του είδους τις σοφιστείες». «Τους δίνω τρεις μήνες μέχρι να της κάνει πρόταση γάμου», είπε η Γκρέις. Η Σελεστίνα στράφηκε πάνω στο κάθισμά της και χαμογέλασε θριαμβευτικά στη μητέρα της. «Εγώ, ένα μήνα». «Αν αυτός και η Άγκνες ήταν στην ηλικία σου, θα συμφωνούσα. Όμως, αυτή είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερή σου κι εκείνος είκοσι, και οι προηγούμενες γενιές δεν ήταν τόσο έξαλλες σαν τη δική σου». «Να παντρεύονται μαύροι με λευκούς και τα λοιπά», αστειεύτηκε ο Γουόλι. «Ακριβώς», απάντησε η Γκρέις.
«Πέντε βδομάδες το πολΰ», είπε η Σελεστίνα, αναθεωρώντας την πρόβλεψη της. «Δέκα», της αντιγύρισε η μητέρα της. «Κι άμα κερδίσω;» ρώτησε η Σελεστίνα. «Θα κάνω εγώ τις δουλειές του σπιτιοΰ που σου αναλογούν για ένα μήνα. Αν πέσω εγώ πιο κοντά, θα κάνεις εσύ όλη τη λάτρα της κουζίνας για ένα μήνα -ταψιά, κατσαρόλες, μίξερ, τα πάντα». «Σύμφωνοι». Στην κορυφή του κομβόι, ο Πολ κούνησε ένα κόκκινο μαντίλι από το παράθυρο του στέισον βάγκον. Ο Γουόλι έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε. «Δεν ήξερα ότι οι βαπτιστές εγκρίνουν τα στοιχήματα». «Αυτό δεν ήταν στοίχημα», δήλωσε η Γκρέις. «Σωστά», συμφώνησε η Σελεστίνα. «Δε βάλαμε στοίχημα. Τι πρόβλημα έχεις;» «Αν αυτό δεν ήταν στοίχημα, τότε τι ήταν;» αναρωτήθηκε δυνατά ο Γουόλι. «Μια δέσμευση μεταξύ μητέρας και κόρης», απάντησε η Γκρέις. «Ναι, ακριβώς. Μια δέσμευση ήταν», συμφώνησε η Σε λεστίνα. Το στέισον βάγκον βγήκε στο δρόμο, ακολούθησε το Φόλκσβάγκεν και τελευταίος βγήκε ο Γουόλι με το τζιπ. «Φύγαμε!» φώναξε χαρωπά. Εκείνο το πρωί που συνέβη, ο Μπάρτι έπαιρνε πρωινό στην κουζίνα του σπιτιού των Λάμπιον παρέα με την Έιντζελ, τον θείο Τζέικομπ και δυο ανεγκέφαλες φιλενάδες. Ο Τζέικομπ είχε ψήσει καλαμποκίσιο ψωμί, ομελέτα με μαϊντανό και τυρί, και τραγανιστές σπιτικές πατάτες. Το στρογγυλό τραπέζι χωρούσε έξι άτομα, αλλά χρειάστηκαν μόνο τις τρεις καρέκλες, γιατί οι δυο ανεγκέφαλες φιλενάδες ήταν απλώς δυο κούκλες της Έιντζελ. Ο Τζέικομπ, ενώ έτρωγε, ξεφύλλιζε ένα καινούριο φωτογραφικό λεύκωμα με θέμα τις καταστροφές σε τεχνητά φράγματα. Μιλούσε κυρίως στον εαυτό του, παρά στον
Μπάρτι και στην Έιντζελ, καθώς κοίταζε τις φωτογραφίες και διάβαζε ατα πεταχτά τις μεγάλες λεζάντες με τα στοιχεία. «Πω, πω!» μουρμούριζε σε πένθιμο τόνο. Ή με θλίψη, πολλή θλίψη: «Πάσες ψυχές χαμένες!» Ή , με αγανάκτηση: «Εγκληματικά. Τάσες ατέλειες στην κατασκευή». Καμιά φορά κροτάλιζε τη γλώσσα του, ή αναστέναζε, ή βογκούσε απά συμπάνια. Το να είσαι τυφλός δεν έχει και πολλά πλεονεκτήματα, αλλά ο Μπάρτι είχε διαπιστώσει ότι ένα από τα ελάχιστα καλά ήταν ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ξαναδεί τους φακέλους και τα βιβλία των θείων του. Ούτε παλιότερα ήθελε πραγματικά να βλέπει εκείνες τις φριχτές φωτογραφίες, γεμάτες πτώματα καμένα σε πυρκαγιές και πνιγμένα σε πλημμύρες, αλλά τις κρυφοκοιτούσε καμιά φορά, όταν τύχαινε. Η μητέρα του θα ντρεπόταν για λογαριασμό του, έτσι και μυριζόταν αυτό το μικρό του αμάρτημα. Το μυστήριο του θανάτου όμως ασκεί μια παράξενη γοητεία και ήταν φορές που τα βιβλία από μόνα τους δεν αρκούσαν να ικανοποιήσουν την περιέργειά του. Πάντα το μετάνιωνε, αφότου είχε κοιτάξει εκείνες τις φωτογραφίες και είχε διαβάσει τις φριχτές λεπτομέρειες, αλλά τώρα που ήταν τυφλός είχε γλιτώσει τουλάχιστον από τις τύψεις. Ευτυχώς στο τραπέζι, εκτός από τον θείο Τζέικομπ, καθόταν και η Έιντζελ, κι έτσι ο Μπάρτι είχε επιτέλους κάποιον να μιλήσει, Παρ' όλο που αυτή επέμενε να του μιλάει μέσα από τις δυο κούκλες της παρά απευθείας. Οι κούκλες ήταν πάνω στο τραπέζι, στηριγμένες σε δυο μπολ. Η πρώτη, η δεσποινίς Πίξι Λη, είχε μια ψιλή, τσιριχτή φωνή όλο νάζι. Η δεύτερη, η δεσποινίς Τυρί Βελβίτα, μιλούσε με τον τρόπο που ένα τρίχρονο κοριτσάκι φανταζόταν ότι ακούγεται μια έμπειρη γυναίκα, με βραχνή, αισθησιακή φωνή. Στ' αυτιά του Μπάρτι πάντως, η φωνή της Τυρί Βελβίτα θα ταίριαζε περισσότερο σε αρκούδα που είχε παραφάει. «Είσαι πολύ, πολύ όμορφος σήμερα, Μπάρτι», τσίριξε η Πίξι Λη, που ήταν όλο τσαχπινιές. «Είσαι όμορφος σαν σταρ του σινεμά·». «Σου αρέσει το πρωινό σου, Πίξι Λη;» «Μακάρι να είχαμε δημητριακά και σοκολατούχο γάλα».
«Ο θείος Τζέικομπ δεν καταλαβαίνει τα παιδιά. Είναι υγιεινό το φαγητό που μας ετοίμασε, όμως, δεν μπορείς να πεις». Ο Τζέικομπ γρύλισε, όχι επειδή είχε ακούσει τα σχόλια που τον αφορούσαν, αλλά επειδή είχε μόλις γυρίσει σελίδα και είχε πέσει πάνω στη φωτογραφία μιας τυμπανισμένης αγελάδας που επέπλεε μέσα στη σάλα του Μεγάρου της Αμερικανικής Λεγεώνας, σε κάποια χτυπημένη από πλημμύρα πόλη του Αρκάνσας. Έ ξ ω ακούστηκαν μηχανές να παίρνουν μπρος και το καραβάνι της πίτας να ξεκινάει. «Στο σπίτι μου στην Τζόρτζια τρώμε ξερά δαμάσκηνα με σοκολατούχο γάλα για βραδινό». «Στο σπίτι σου όλοι πρέπει να έχουν μόνιμη διάρροια». «Τι είναι η... πώς την είπες... δάρια;» «Διάρροια. Είναι να κάνεις κακά ασταμάτητα, ανεξέλεγκτα». «Γίνεσαι αηδιαστικός, κύριε Μπάρτι. Κανένας στην Τζόρτζια δεν έχει διάρροια». Αρχικά, η δεσποινίς Πίξι Λη ήταν από το Τέξας, αλλά η Έιντζελ είχε ακούσει πρόσφατα ότι η Τζόρτζια φημιζόταν για τα καλά της ροδάκινα, πράγμα που αμέσως κέντρισε τη φαντασία της. Έτσι, η Πίξι Λη είχε αρχίσει καινούρια ζωή στην Τζόρτζια, σε μια υπέροχη βίλα, σκαλισμένη σ' ένα γιγάντιο ροδάκινο. «ΕΓΩ ΠΑΝΤΑ ΤΡΩΩ ΧΑΒΙ-ΓΙΑ-ΡΙ ΓΙΑ ΠΡΩΙΝΟ», είπε η Τυρί Βελβίτα, με φωνή χορτασμένης αρκούδας. «Χαβιάρι», τη διόρθωσε ο Μπάρτι. «ΔΕ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΕΣΥ ΠΩΣ ΝΑ ΛΕΩ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ ΜΠΑΡΤΙ». «Εντάξει - τότε θα μείνεις ένα κούφιο κεφάλι τυρί Βελβίτα». «ΚΑΙ ΠΙΝΟΥΜΕ ΣΑΜΠΑΝΙΑ ΟΛΗ ΜΕΡΑ», πρόσθεσε η δεσποινίς Τυρί, προφέροντας «σαν-πά-νια». «Κι εγώ θα έπινα όλη μέρα για να ξεχάσω, αν με έλεγαν Τυρί Βελβίτα». «Είσαι πολύ όμορφος με τα καινούρια μάτια σου, κύριε Μπάρτι», νιαούρισε η Πίξι Λη.
Ο Μπάρτι είχε φορέσει τα τεχνητά μάτια του εδώ κι ένα μήνα. Είχε κάνει εγχείρηση για να συνδεθούν οι μύες που κινούσαν το βολβό με τον αμφιβληστροειδή, κι όλοι του έλεγαν ότι τα μάτια του έδειχναν και κινούνταν σαν αληθινά. Στην πραγματικότητα, του το έλεγαν τόσο συχνά την πρώτη βδομάδα, που έπαψε να τους πιστεύει και συμπέρανε ότι τα καινούρια μάτια του ήταν εντελώς εκτός ελέγχου και περιστρέφονταν σαν σβούρες. «ΜΠΟΡΟΥΜΕ Ν' ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΜΙΛΑΝΕ, ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΜΑΣ;» ρώτησε η δεσποινίς Τυρί Βελβίτα. «Αυτό που θ' αρχίσω είναι το Δόκτωρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ και είναι πολύ τρομακτικό». «ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΤΡΟΜΑΖΟΥΜΕ». «Μπα; Και η αράχνη την περασμένη βδομάδα;» «Δε φοβήθηκα εγώ μια χοντρή χαζοαράχνη», δήλωσε πεισματωμένη η Έιντζελ με την κανονική φωνή της. «Και τι ήταν όλα εκείνα τα ουρλιαχτά;» «Ήθελα να έρθουν όλοι έξω να δουν την αράχνη. Ή τ α ν πάρα πολύ μεγάλη και ήταν σπάνιο θέαμα». «Τρόμαξες τόσο πολύ που τα 'κάνες πάνω σου». «Αν τα κάνω ποτέ πάνω μου, εσύ θα φταις». Και ύστερα, με τη φωνή της Τυρί: «ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΟΥ Ν' ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ;» Της Έιντζελ της άρεσε να κουρνιάζει πλάγια στο φαρδύ περβάζι του παραθύρου στο δωμάτιο του Μπάρτι, να βλέπει τη μεγάλη βαλανιδιά από τον επάνω όροφο και να ζωγραφίζει, αντλώντας έμπνευση από διάφορα πράγματα που έπιανε τ' αυτί της από το βιβλίο που άκουγε ο Μπάρτι. Όλοι έλεγαν ότι ζωγράφιζε εξαιρετικά καλά για την ηλικία της κι ο Μπάρτι ευχόταν να μπορούσε να δει τις ζωγραφιές της. Μακάρι να έβλεπε και την Έιντζελ, έστω για μια φορά μόνο. «Ειλικρινά, Έιντζελ», της είπε με πραγματικό ενδιαφέρον. «Αυτό το βιβλίο μπορεί να είναι τρομακτικό. Έ χ ω κι άλλα ν' ακούσουμε, αν θέλεις». «Εμείς θέλουμε το τρομακτικό, ας έχει κι αράχνες», είπε η Πίξι Αη όλο νάζι κι αποφασιστικότητα. «Εντάξει, το τρομακτικό».
«ΕΓΩ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΡΩΩ ΚΑΙ ΑΡΑΧΝΕΣ ΜΕ ΤΟ ΧΑΒΙΑΡΙ ΜΟΥ». «Ποιος γίνεται αηδιαστικός τώρα;» Εκείνο το πρωί που συνέβη, ο Ίντομ είχε ξυπνήσει νωρίς από έναν εφιάλτη γεμάτο τριαντάφυλλα. Στο όνειρο του, ήταν δεκάξι χρονών, αλλά τον βάραιναν τριάντα χρόνια πόνου. Καλοκαίρι. Στην πίσω αυλή. Μέρα ζεστή, αέρας ακίνητος και βαρΰς σαν νερό σε ακύμαντη λίμνη, γλυκερός από τη μυρωδιά του γιασεμιού. Κάτω από την πελώρια γέρικη βαλανιδιά. Χορτάρι λαμπερό πράσινο εκεί που το λούζει το φως του ήλιου, σκούρο σμαραγδί κάτω από τη σκιά των κλαδιών και των φύλλων. Χοντρές κουρούνες, μαύρες σαν κομμάτια της νύχτας που δεν λένε να εξαφανιστούν με το ξημέρωμα, να φτερουγίζουν μέσα κι έξω από το δέντρο, από κλαδί σε κλαδί, κρώζοντας εκνευριστικά. Μια μόνιμη αναταραχή ψηλά στα κλαδιά, δυνατό, δαιμονικό φτεροκόπημα. Οι μοναδικοί άλλοι ήχοι είναι ο γδούπος από τις δυνατές γροθιές και η βαριά ανάσα του πατέρα του, που επιβάλλει την τιμωρία. Ο Ίντομ είναι πεσμένος στο χορτάρι, μπρούμυτα, βουβός γιατί είναι ήδη ημιαναίσθητος, πολύ βαριά χτυπημένος για να έχει δυνάμεις να διαμαρτυρηθεί ή να ικετέψει τον οίκτο, αλλά έχοντας ακόμα συνείδηση ότι, αν τολμήσει έστω και να βογκήξει από τον πόνο, θα του επιβληθεί ακόμη πιο επώδυνη τιμωρία απ' αυτή που ήδη υπομένει. Ο πατέρας του είναι από πάνω του και κατεβάζει με δύναμη τις μεγάλες γροθιές του στην πλάτη και στα πλευρά του. Ψηλοί, πυκνοί φράχτες από δαφνόδεντρα κι από τις δυο πλευρές του οικοπέδου απομονώνουν την πίσω αυλή. Οι γείτονες δεν βλέπουν, αλλά μερικοί απ' αυτούς ξέρουν, καιρό τώρα ξέρουν, αλλά δεν νοιάζονται περισσότερο από τις κουρούνες. Μπροστά στα θολωμένα μάτια του, πάνω στο χορτάρι: το σπασμένο κύπελλο που κέρδισε στο διαγωνισμό για το καλύτερο τριαντάφυλλο, το σύμβολο του αμαρτήματος του, η μόνη λαμπερή στιγμή περηφάνιας στη ζωή του, αλλά και η πιο αξιοκατάκριτη. Πρώτα τον χτύπησε μ' αυτό και τώρα τον χτυπάει με τις γροθιές του. Ο πατέρας του. Που
τώρα τον γυρίζει με τη βία ανάσκελα, χουφτώνει από κάτω τσακισμένα τριαντάφυλλα και του τα χώνει με δύναμη στο πρόσωπο, τα στρίβει, τα πιέζει, κι αγκάθια γδέρνουν το δέρμα του και του τρυπάνε τα χείλη. Ο πατέρας, αδιαφορώντας για τις δικές του πληγές από τ' αγκάθια, προσπαθεί ν' ανοίξει το στόμα του Ίντομ με τη βία. «Φάε την αμαρτία σου, νεαρέ, φάε την αμαρτία σου!» Ο Ίντομ αντιστέκεται, δεν θέλει να φάει την αμαρτία του, αλλά φοβάται για τα μάτια του, τρέμει, τ' αγκάθια αγκυλώνουν τα βλέφαρά του, σέρνονται σαν σουβλερά χτένια πάνω τους. Δεν έχει δύναμη ν' αντισταθεί. Το άγριο γρονθοκόπημα, ο φόβος και οι ταπεινώσεις χρόνων τον έχουν κάνει ανίκανο. Έτσι, ανοίγει το στόμα του, για να τελειώνει επιτέλους μ' αυτό, ανοίγει το στόμα διάπλατα και τον αφήνει να του παραχώνει μέσα τσακισμένα τριαντάφυλλα, γεύεται τον πικρό χυμό από τα λιωμένα κοτσάνια, νιώθει τ' αγκάθια να σκαλώνουν στη γλώσσα και στον ουρανίσκο του. Και τότε εμφανίζεται η Άγκνες. Η Άγκνες στην πίσω αυλή, ουρλιάζοντας, «Σταμάτα, σταμάτα!» Η Άγκνες, δέκα χρονών παιδάκι, λιγνή σαν καλάμι, έντρομη αλλά με όψη άγρια από τη δίκαιη οργή που ως τώρα κατάπινε από το φόβο κι από το ξύλο που έχει φάει κι εκείνη όλα αυτά τα χρόνια. Ουρλιάζει στον πατέρα τους και τον χτυπάει μ' ένα χοντρό βιβλίο που έχει φέρει μαζί της. Η Βίβλος. Η Άγκνες χτυπάει τον πατέρα τους με τη Βίβλο, απ' όπου αυτός τους διαβάζει αποσπάσματα κάθε βράδυ της ζωής τους. Ο πατέρας πετάει τα τριαντάφυλλα, αρπάζει το ιερό βιβλίο από τα χέρια της Άγκνες και το εκσφενδονίζει στην άλλη άκρη της αυλής. Χουφτώνει άλλη μια χεριά τριαντάφυλλα, για να συνεχίσει να ταΐζει το γιο του με την αμαρτία του, αλλά η Άγκνες ξανάρχεται, έχοντας μαζέψει τη Βίβλο, που τώρα την κρατάει ψηλά και του τη δείχνει, φωνάζοντας αυτό που όλοι ξέρουν πως είναι αλήθεια, αλλά που κανείς δεν έχει τολμήσει να ξεστομίσει ποτέ, και ύστερα από κείνη τη μέρα ούτε θα τολμήσουν ποτέ όσο ζει ο πατέρας τους, αλλά να που η Άγκνες τολμάει τώρα και το λέει, κρατώντας ψηλά τη Βίβλο για να του δείχνει τον χρυσό σταυρό που είναι τυπωμένος στο δερμάτινο εξώφυλλο. «Δολοφόνε», του λέει η Άγκνες. «Δολοφόνε». Κι ο Ίντομ ξέρει ότι αυτό
θα είναι το τε'λος τους, ότι ο πατέρας θα τους σφάξει όλους εδώ και τώρα, θα τους σκοτώσει μέσα στην οργή του. «Δολοφόνε», του ξαναλέει η Αγκνες, πίσω από την ασπίδα της Βίβλου, και δεν εννοεί ότι ο πατέρας της σκοτώνει τώρα τον Ίντομ, αλλά ότι σκότωσε τη μητέρα τους, ότι τον άκουσαν εκείνη τη νΰχτα, πριν από τρία χρόνια, ότι άκουσαν τη φριχτά βίαιη, σύντομη πάλη και ότι ξέρουν ότι ο θάνατος της δεν ήταν ατύχημα. Τριαντάφυλλα πέφτουν από τα ξεγδαρμένα, ματωμένα χέρια του πατέρα, βροχή από κίτρινα πέταλα, από κόκκινα πέταλα και βαθυπράσινα φύλλα. Αυτός σηκώνεται και κάνει ένα βήμα προς τη μεριά της Άγκνες, με τις γροθιές σφιγμένες να στάζουν αίμα δικό του και του Ίντομ. Η Αγκνες δεν οπισθοχωρεί. Η Άγκνες τεντώνει τη Βίβλο προς το μέρος του και πάνω στον χρυσό σταυρό λαμπυρίζει το φως του ήλιου. Αντί να της αρπάξει πάλι το βιβλίο από τα χέρια, ο πατέρας φεύγει με μεγάλα οργισμένα βήματα και μπαίνει στο σπίτι, σίγουρα για να επιστρέψει με τη βέργα ή το ρόπαλο... αλλά δεν τον ξαναβλέπουν καθόλου εκείνη τη μέρα. Ύστερα η Άγκνες -με ψαλιδάκι, τσιμπιδάκι για τ' αγκάθια, ιώδιο, γάζες και μια λεκάνη ζεστό ν ε ρ ό γονατίζει δίπλα στον Ίντομ πάνω στο χορτάρι. Βγαίνει κι ο Τζέικομπ από το στενό σκοτεινό λαγούμι κάτω από το ξύλινο δάπεδο της βεράντας, απ' όπου παρακολουθούσε έντρομος τη σκηνή όλη αυτή την ώρα. Ο Τζέικομπ τρέμει, κλαίει και ντρέπεται που ο ίδιος δεν μπήκε στη μέση, παρά προτίμησε να κρυφτεί για να γλιτώσει, γιατί συνήθως η υποδειγματική τιμωρία του ενός από τους δίδυμους, κατέληγε σε άσκοπο ξυλοδαρμό και του άλλου, για παραδειγματισμό. Η Άγκνες ηρεμεί σιγά σιγά τον Τζέικομπ, απασχολώντας τον στην προσπάθεια να περιποιηθούν τα τραύματα του αδερφού τους, και στον Ίντομ λέει συνέχεια, ενώ τον φροντίζει: «Εγώ αγαπώ τις τριανταφυλλιές σου, Ίντομ. Τις αγαπώ τις τριανταφυλλιές σου. Και ο Θεός τις αγαπάει τις τριανταφυλλιές σου, Ίντομ. Τις αγαπάει πολύ». Πάνω από τα κεφάλια τους, το νευρικό φτεροκόπημα αρχίζει να υποχωρεί και οι κουρούνες σταματάνε να κρώζουν. Ο αέρας γίνεται πάλι ακίνητος σαν επιφάνεια ακύμαντης λίμνης και βαρύς από το
άρωμα του γιασεμιού, όπως στον παραδείσιο κήπο των αναμάρτητων... Σαράντα χρονών πια, ο Ίντομ ε'βλεπε ακόμη στον ύπνο του εκείνο το τρομερό απόγευμα του καλοκαιριού, αν και όχι τόσο συχνά όσο παλιότερα. Αυτές τις μέρες, ο εφιάλτης πάντα κατέληγε να μεταμορφώνεται σε τρυφερό όνειρο ελπίδας. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το όνειρο πάντα σταματούσε εκεί που ο πατέρας τού έχωνε στο στόμα τα τριαντάφυλλα, ή εκεί που τ' αγκάθια τού αγκύλωναν τα μάτια, ή εκεί που η Άγκνες χτυπούσε τον πατέρα με τη Βίβλο κι απέμενε ο τρόμος μιας επαπειλούμενης, χειρότερης τιμωρίας. Αυτή η τελευταία πράξη, η μετάβαση από την απόγνωση στην ελπίδα, πριν ξυπνήσει, είχε προστεθεί στο όνειρο του από την εποχή που η Άγκνες ήταν έγκυος στον Μπάρτι. Ο Ίντομ δεν ήξερε γιατί, ούτε είχε προσπαθήσει να το αναλύσει. Απλώς χαιρόταν για την αλλαγή, γιατί τώρα πια ξυπνούσε σε κατάσταση γαλήνης, με μια μικρή ανατριχίλα το πολύ κι όχι με μια βραχνή κραυγή αγωνίας. Εκείνο το πρωινό του Μαρτίου, λίγα λεπτά αφότου ξεκίνησε το καραβάνι της πίτας, ο Ίντομ έβγαλε το φορτηγάκι του από το γκαράζ και ξεκίνησε για το θερμοκήπιο, που άνοιγε από νωρίς το πρωί. Η άνοιξη πλησίαζε και είχε πολλή δουλειά να κάνει στον τριανταφυλλώνα που ο Τζόι Λάμπιον τον είχε ενθαρρύνει να ξαναφτιάξει. Ο Ίντομ σκέφτηκε με χαρά τις ευχάριστες ώρες που θα περνούσε χαζεύοντας και διαλέγοντας φυτώρια, εργαλεία και διάφορα εφόδια της κηπουρικής. Εκείνο το πρωί που συνέβη, ο Τομ Βανάντιουμ σηκώθηκε από το κρεβάτι αργότερα απ' ό,τι συνήθιζε. Ξυρίστηκε, έκανε ντους και κατέβηκε στο γραφείο του Πολ, στο ισόγειο, για να τηλεφωνήσει από κει στον Μαξ Μπελίνι στο Σαν Φρανσίσκο, αλλά και στην Πολιτειακή Αστυνομία του Όρεγκον και στην Αστυνομία του Σπρους Χιλς. Ο Τομ ήταν ασυνήθιστα ανήσυχος. Η έμφυτη στωικότητάτου, η φιλοσοφία των ιησουιτών, που τον είχε διδάξει να παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, και η υπομονή που είχε
αποκτήσει από τη μακρόχρονη θητεία του στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών δεν αρκούσαν να εμποδίσουν τη νευρικότητα να τον κατακλύζει. Στο διάστημα των δύο μηνών και κάτι αφότου είχε εξαφανιστεί ο Ί ν ο χ Κάιν, αμέσως μετά τη δολοφονία του αιδεσιμότατου Γουάιτ, δεν είχε εντοπιστεί πουθενά ούτε ε'να ίχνος του. Βδομάδα τη βδομάδα, το βλαστάρι της απογοήτευσης φούντωσε πρώτα σε δεντράκι και ύστερα σε δάσος, με'χρι που ο Τομ είχε καταλήξει να ξεκινάει τη μέρα του αντικρίζοντας τον κόσμο πίσω από τα πυκνά κλαδιά της ανημπόριας και της ανυπομονησίας. Λόγω του Μπάρτι και της Έιντζελ, η Σελεστίνα, η Γκρέις κι ο Γουόλι δεν ήταν πια μια οικογένεια που έμενε προσωρινά εκεί, μέχρι να επιστρέψει στο Σαν Φρανσίσκο. Αντίθετα, είχαν αρχίσει μια καινούρια ζωή εδώ, στο Μπράιτ Μπιτς. Και κρίνοντας από όλες τις ενδείξεις, θα ζούσαν ευτυχισμένοι με τις καινούριες ασχολίες τους, όσο ευτυχισμένοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι στην από δω μεριά της ζωής. Ο ίδιος ο Τομ είχε επίσης αποφασίσει να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή εδώ, βοηθώντας την Άγκνες με τη δουλειάαποστολή της, της οποίας οι υποχρεώσεις συνεχώς αυξάνονταν. Δεν ήταν ακόμη σίγουρος αν θα επέστρεφε στο σχήμα του, φορώντας και πάλι το ράσο, ή αν θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του με πολιτικά. Ανέβαλλε την απόφαση για μετά τη σύλληψη του Ί ν ο χ Κάιν. Δεν ήθελε επίσης να συνεχίσει να επωφελείται από τη φιλοξενία του Πολ Νταμάσκους. Από τη μέρα που είχε φέρει τον Γουόλι, ο Τομ έμενε στο δωμάτιο των ξένων στο σπίτι του Πολ. Ή ξ ε ρ ε ότι θα ήταν ευπρόσδεκτος για μια ζωή και η αίσθηση της οικογένειας που είχε νιώσει κοντά σ' αυτούς τους ανθρώπους είχε αυξηθεί με τον καιρό, παρ' όλα αυτά όμως, συχνά αισθανόταν πως γινόταν βάρος. Τα τηλεφωνήματα στον Μπελίνι και στους άλλους στο Όρεγκον έγιναν με την ελπίδα να υπάρχει κάποιο νέο, αλλά οι προσδοκίες του έμειναν ανεκπλήρωτες. Κανείς δεν είχε δει, ακούσει, μυρίσει ή υποψιαστεί πού μπορεί να βρισκόταν ο Κάιν, ούτε τον είχε εντοπίσει κανείς από τους πολλούς ένθερμους εθελοντές που είχαν συγκλονιστεί απ' αυτή την υπόθεση.
Μ' ένα καινούριο δέντρο να έχει πυκνώσει το δάσος της απελπισίας του, ο Τομ σηκώθηκε από το γραφείο, μάζεψε την πρωινή εφημερίδα από το κατώφλι και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει τον πρωινό καφέ του. Έφτιαξε μια γερή δόση και κάθισε στο μεγάλο τραπέζι από ξύλο πεύκου, με μια κούπα γεμάτη σκέτο, δυνατό καφέ μπροστά του για παρηγοριά. Παραλίγο να είχε ανοίξει την εφημερίδα πάνω από το γυαλιστερό εικοσιπενταράκι χωρίς να το έχει προσέξει. Ο Τομ δεν ήταν από τους ανθρώπους που αναστατώνονταν με το παραμικρό. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν και η πιο λογική εξήγηση. Ο Πολ προσπαθούσε να μάθει πώς να στρίβει ένα νόμισμα με τους κόμπους των δαχτύλων του και ήλπιζε να το καταφέρει κάνοντας εξάσκηση. Σίγουρα, θα είχε καθίσει στο τραπέζι νωρίτερα το πρωί - ή μπορεί και το βράδυ, πριν πέσει για ύπνο-, προσπαθώντας να πετύχει το κόλπο, μέχρι που είχε εξαντληθεί η υπομονή του και είχε παρατήσει το νόμισμα στο τραπέζι. Ο Γουόλι είχε πουλήσει όλη την ακίνητη περιουσία του στο Σαν Φρανσίσκο, με την προσεκτική καθοδήγηση του Τομ. Κάθε προσπάθεια να τον εντοπίσει κανείς από το Σαν Φρανσίσκο στο Μπράιτ Μπιτς θα αποτύγχανε. Τα αυτοκίνητα τα είχε αποκτήσει μέσω ανώνυμης εταιρείας «at το καινούριο σπίτι είχε αγοραστεί στο όνομα μιας επιχείρησης που είχε ως επωνυμία το επίθετο της μακαρίτισσας της γυναίκας του. Η Σελεστίνα, η Γκρέις, ακόμη κι ο ίδιος ο Τομ είχαν πάρει πρόσθετες προφυλάξεις για να μην αφήσουν πίσω τους το παραμικρό ίχνος. Οι λίγοι αστυνομικοί που μπορούσαν να βρουν τον Τομ και, μέσω αυτού, τους άλλους ήξεραν ότι τόσο το τηλέφωνο του, όσο κι ο τόπος διαμονής ήταν αυστηρά απόρρητα. Μπροστά του, το εικοσιπενταράκι. Γυαλιστερό. Χρονολογία κοπής: 1965. Συμπτωματικά, η χρονιά που είχε σκοτωθεί η Ναόμι. Η χρονιά που ο Τομ είχε γνωρίσει τον Ί ν ο χ Κάιν. Η χρονιά που άρχισαν όλα. Ό τ α ν ο Πολ έκανε εξάσκηση στο κόλπο με το νόμισμα, συνήθως ήταν καθισμένος στον καναπέ ή στην πολυθρόνα
και πάντα σε δωμάτιο με χαλί, γιατί το κε'ρμα, όταν ε'πεφτε σε σκληρή επιφάνεια, κυλούσε σε απίθανα μέρη και ήταν δύσκολο να το μαζέψει. Από το συρτάρι με τα κουταλοπίρουνα, ο Τομ διάλεξε ένα μαχαίρι. Το μεγαλύτερο και το πιο κοφτερό της μικρής συλλογής από κουζινομάχαιρα του Πολ. Το περίστροφο του το είχε αφήσει επάνω, στο κομοδίνο. Παρ' ότι ήταν σίγουρος ότι αντιδρούσε υπερβολικά, ο Τομ βγήκε από την κουζίνα σαν αστυνομικός, όχι σαν ιερέας: σκυφτός, με το μαχαίρι μπροστά, ελέγχοντας αστραπιαία το άνοιγμα της πόρτας. Από την κουζίνα στην τραπεζαρία, από την τραπεζαρία στο διάδρομο, με την πλάτη στον τοίχο, γρήγορα, αθόρυβα, βγήκε τελικά στο χολ της εισόδου. Εκεί στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Ή τ α ν μόνος στο σπίτι. Θα έπρεπε να επικρατεί απόλυτη σιωπή. Η Χάνα Ρέι, η οικονόμος του Πολ, δεν θα ερχόταν πριν από τις δέκα. Η σιωπή που περίμενε τον κατέκλυσε σαν καταιγίδα, ώσπου καταστάλαξε στη ύποπτη βεβαιότητα ότι δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Η αναζήτηση του Κάιν ήταν δευτερεύον ζήτημα. Το πρωταρχικό ήταν να φτάσει στο περίστροφο του, να πάρει στα χέρια του το όπλο, και ύστερα να ψάξει το σπίτι, δωμάτιο το δωμάτιο, για πιθανά ίχνη. Να τον στριμώξει - α ν βρισκόταν ακόμη εκεί μέσα. Αν δεν τον στρίμωχνε πρώτος ο Κάιν. Ο Τομ ανέβηκε την εσωτερική σκάλα.
Ο θείος Τζέικομπ, μάγειρας, μπέιμπι σίτερ και εκτιμητής θανάτων από πνιγμό, καθάρισε το τραπέζι κι έπλυνε τα πιάτα, ενώ ο Μπάρτι υπέμενε στωικά μια ασυνάρτητη συζήτηση μετά το φαγητό με την Πίξι Λη και τη δεσποινίδα Τυρί Βελβίτα. Ο Μπάρτι αρχικά είχε νομίσει ότι το όνομα της δεύτερης ήταν τίτλος τιμής για την πρωτιά της σε καλλιστεία που είχε οργανώσει η βιομηχανία γαλακτοκομικών Κραφτ, αλλά τώρα πληροφορήθηκε από την Έιντζελ ότι η Βελβίτα
ήταν η «καλή» αδερφή εκείνου του παλιοψεύτη που διαφήμιζε τυριά στην τηλεόραση. Αφοΰ τελείωσε με τα πιάτα, ο Τζέικομπ αποσύρθηκε στο καθιστικό και βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα, όπου το πιθανότερο ήταν να βυθιστεί τόσο πολΰ στη μελέτη του καινούριου βιβλίου του που να ξεχάσει να φτιάξει σάντουιτς αργότερα, μέχρι που να έρθουν ο Μπάρτι και η Έιντζελ να τον τραβήξουν μακριά από τους μακάβριους πλημμυρισμένους δρόμους κάποιας άτυχης κωμόπολης. Έχοντας ξεμπλέξει προσωρινά με τις κούκλες, ο Μπάρτι και η Έιντζελ ανέβηκαν στο δωμάτιο του, όπου τους περίμενε βουβό το βιβλίο που μιλούσε. Η Έιντζελ σκαρφάλωσε αμέσως στην αγαπημένη της φωλιά στο περβάζι, με τα κραγ ιόνια της κι ένα μεγάλο μπλοκ ζωγραφικής. Ο Μπάρτι κάθισε στο κρεβάτι και πάτησε το κουμπί στο κασετόφωνο που ήταν πάνω στο κομοδίνο. Τα λόγια του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, όπως ακούγονταν από τη φωνή ενός ηθοποιού, γρήγορα μετέφεραν σε άλλο τόπο και χρόνο το δωμάτιο. Μια ώρα αργότερα, που ο Μπάρτι θέλησε ένα αναψυκτικό, έσβησε το κασετόφωνο και ρώτησε την Έιντζελ αν ήθελε κάτι να πιει. «Πορτοκαλάδα», του απάντησε. «Πάω εγώ να φέρω». Καμιά φορά ο Μπάρτι γινόταν αγροίκος με το ζήτημα της ανεξαρτησίας του -έτσι του είχε πει η μητέρα του- και τώρα αποπήρε την Έιντζελ χωρίς κανένα λόγο. «Δεν έχω ανάγκη να με υπηρετούν. Δεν είμαι ανίκανος, ξέρεις. Θα πάω εγώ να φέρω και για τους δυο μας». Αλλά όταν έφτασε στην πόρτα, είχε ήδη μετανιώσει για τον τρόπο του. Σταμάτησε, στράφηκε προς την κατεύθυνση που υπολόγιζε ότι ήταν το παράθυρο και είπε μουδιασμένα: «Έιντζελ;» «Τι είναι;» «Συγνώμη. Ήμουν αγενής». «Για νέο μου το λες;» «Εννοώ, τώρα». «Όχι μόνο τώρα». «Πότε;» «Και πριν, με την Τυρί Βελβίτα και την Πίξι Λη».
«Με συγχωρείς και για τότε». «Εντάξει», είπε η Έιντζελ. Καθώς ο Μπάρτι έβγαινε στο διάδρομο του επάνω ορόφου, η Πίξι Λη φώναξε πίσω του: «Είσαι πολύ γλυκός, Μπάρτι·». Ο Μπάρτι αναστέναξε καρτερικά. «ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ;» ρώτησε η δεσποινίς Τυρί Βελβίτα, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε εκφράσει καμιά ρομαντική διάθεση. «Θα το σκεφτώ», απάντησε ο Μπάρτι. Στο διάδρομο, υπολογίζοντας προσεκτικά το κάθε βήμα του, έμεινε κοντά στον τοίχο που ήταν απέναντι από το άνοιγμα της σκάλας. Μέσα στο μυαλό του είχε το σχέδιο του σπιτιού με περισσότερη ακρίβεια απ' ό,τι θα το είχε αποτυπώσει ακόμη κι ένας αρχιτέκτονας. Ή ξ ε ρ ε μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό και ρύθμιζε κάθε μήνα τους υπολογισμούς του και το ρυθμό βηματισμού του για να τους προσαρμόζει στη φυσική του ανάπτυξη. Κάθε στροφή, κάθε μικρή ιδιαιτερότητα στην ανάπτυξη του ορόφου ήταν αποτυπωμένες με απόλυτη σαφήνεια στη μνήμη του. Κάθε διαδρομή σαν αυτή που έκανε τώρα ήταν ένα περίπλοκο μαθηματικό πρόβλημα, αλλά ο Μπάρτι, όντας παιδί-θαύμα, μετακινούνταν μέσα στο σπίτι του με την ίδια άνεση που το έκανε και πριν χάσει το φως του. Δεν βασιζόταν στους ήχους για να βοηθηθεί να βρει το δρόμο του, αλλά πού και πού, κάτι πολύ χαρακτηριστικό τού χρησίμευε σαν σημάδι σε μια συγκεκριμένη διαδρομή. Στα δώδεκα βήματα από το δωμάτιο του, μια σανίδα έτριζε σχεδόν ανεπαίσθητα κάτω από τη μοκέτα, που σήμαινε ότι ήθελε άλλα δεκαεφτά βήματα για να φτάσει στη σκάλα. Δεν χρειαζόταν αυτόν το μικρό ήχο για να καταλάβει πού ακριβώς βρισκόταν, απλώς τον καθησύχαζε όταν τον άκουγε. Έ ξ ι βήματα πριν από το σανίδι-σημάδι, ο Μπάρτι είχε την πολύ περίεργη αίσθηση ότι κάποιος άλλος βρισκόταν μαζί του στο διάδρομο. Δεν βασιζόταν ούτε στην έκτη αίσθηση, που μερικοί τυφλοί ισχυρίζονται ότι τους βοηθάει να εντοπίζουν εμπόδια ή κενά διαστήματα μπροστά τους. Καμιά φορά, το ένστικτο
του του έλεγε ότι στο δρόμο του ήταν κάποιο αντικείμενο που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, αλλά πολύ συχνότερα, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν το εντόπιζε και σκόνταφτε πάνω του, όποτε δεν χρησιμοποιούσε το μπαστούνι του. Αυτή η έκτη αίσθηση ήταν πραγματικά υπερεκτιμημένη. Αν ήταν κάποιος στο διάδρομο, αποκλείεται να ήταν η Έιντζελ, γιατί απλούστατα, θα τον τρέλαινε στην πολυλογία με τη μια φωνή ή την άλλη. Ο θείος Τζέικομπ ποτέ δεν θα του έκανε τέτοια πλάκα -και στο σπίτι δεν υπήρχε κανένας άλλος. Παρ' όλα αυτά, ο Μπάρτι τραβήχτηκε από τον τοίχο και, με τα δυο του χέρια τεντωμένα μπροστά, ψηλάφισε το κενό μπροστά του. Τίποτα. Κανένας. Αγνοώντας τον ανεξήγητο φόβο του, ο Μπάρτι συνέχισε την πορεία του προς τη σκάλα. Και τη στιγμή που άγγιξε το πρώτο ξύλινο κολονάκι του κάγκελου, άκουσε πίσω του το αδιόρατο τρίξιμο της σανίδας που είχε για σημάδι. Στράφηκε ανοιγοκλείνοντας τα ψεύτικα μάτια του. «Ποιος είναι;» Δεν του απάντησε κανείς. Τα σπίτια κάνουν συνεχώς θορύβους από μόνα τους. Αυτός ήταν ο ένας λόγος που δεν μπορούσε να βασίζεται και πολύ στους ήχους για να τον καθοδηγούν στο σκοτάδι. Έ ν α ς θόρυβος που αυτός νόμιζε ότι ήταν απειλητικός μπορεί να ήταν απλώς ένας από τους ήχους που έκανε το σπίτι καθώς προσαρμοζόταν σε μια αλλαγή θερμοκρασίας, ή να οφειλόταν στο απλό γεγονός ότι ήταν πολύ παλιό. «Ποιος είναι;» ρώτησε ξανά, αλλά και πάλι δεν του απάντησε κανείς. Πεισμένος πια ότι το σπίτι τού έκανε κόλπα, ο Μπάρτι κατέβηκε τη σκάλα, βήμα το βήμα, προσεκτικά, έφτασε κάτω στο χολ, κι από κει στο διάδρομο του ισογείου. Καθώς περνούσε μπροστά από την καμάρα όπου άνοιγε το καθιστικό, είπε τρυφερά: «Να προσέχεις τα παλιρροϊκά κύματα, θείε Τζέικομπ». Γοητευμένος από την καταστροφή, και τόσο απορροφημένος από το βιβλίο του που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε
μπει μέσα οτις σελίδες με κάποιο μαγικά τρόπο, ο θείος Τζέικομπ δεν του απάντησε. Ο Μπάρτι έκοψε αριστερά στο διάδρομο του ισογείου και μπήκε στην κουζίνα, έχοντας στο μυαλό του το δόκτορα Τζέκιλ και τον φρικαλέο κύριο Χάιντ.
Κεφάλαιο 81
Μ Ε τ ο ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΤΟΥ ΧΕΡΙ στο κάγκελο και το δεξί με το μαχαίρι κολλημένο σφιχτά στο πλευρό του, σε ετοιμότητα, ο Τομ Βανάντιουμ ανέβηκε προσεκτικά από τη σκάλα στον επάνω όροφο, έχοντας κοιτάξει γρήγορα πίσω του δυο φορές, για να σιγουρευτεί ότι δεν τον ακολουθούσε ο Κάιν. Από το διάδρομο, στο δωμάτιο του. Γρήγορα και χαμηλά από το άνοιγμα της πόρτας. Προσοχή στο ένα φύλλο της ντουλάπας που ήταν μισάνοιχτο. Αμέσως μετά, στο κομοδίνο, όπου περίμενε να δει να λείπει το όπλο του από το συρτάρι. Κι όμως ήταν εκεί. Γεμάτο, όπως το είχε αφήσει. Πέταξε το μαχαίρι κι άρπαξε το περίστροφο. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την ιερατική σχολή -ακόμη μακρύτερα αν το μετρούσες σε βαθμούς χαμένης αθωότητας ή σε χιλιόμετρα σκληρής εμπειρίας-, ο Τομ Βανάντιουμ ξεκίνησε με σκοπό να σκοτώσει άνθρωπο. Κι αν ακόμη του δινόταν η ευκαιρία να αφοπλίσει τον Κάιν, ή απλώς να τον τραυματίσει, αυτός θα επέλεγε να τον πυροβολήσει στο κεφάλι ή στην καρδιά, να γίνει δικαστής κι εκτελεστής, να παίξει τον Θεό και ν' αφήσει τον Θεό να κρίνει την αμαρτωλή ψυχή του αργότερα. Δωμάτιο το δωμάτιο έψαξε όλο τον επάνω όροφο. Έλεγξε ντουλάπες. Κοίταξε πίσω από έπιπλα. Στο μπάνιο. Στον ιδιωτικό χώρο του Πολ. Πουθενά Κάιν. Ξανά στη σκάλα και πίσω στο ισόγειο, γοργά, αθόρυβα, συχνά κρατώντας την ανάσα του, στήνοντας αυτί ν' ακούσει
κάποια άλλη ανάσα, ή ένα ανάλαφρο πάτημα από λαστιχένιες σόλες -μολονότι δεν θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν άκουγε θόρυβο από διχαλωτές οπλές και μύριζε θειάφι. Τελικά, επέστρεψε στην κουζίνα έχοντας κάνει έναν ολόκληρο κύκλο, από το εικοσιπενταράκι στο τραπέζι του πρωινού, πίσω στο εικοσιπενταράκι. Πουθενά Κάιν. Ί σ ω ς αυτοί οι δυο μήνες της απογοήτευσης να τον είχαν οδηγήσει στα εξής: μόνιμα τεντωμένα νεύρα, νοσηρή φαντασία και μια αίσθηση δαρκούς αναμονής που είχε μετατραπεί σε τρόμο. Ί σ ω ς επίσης να είχε καταφέρει να αισθανθεί κανονικά ανόητος, όπως άρμοζε στην περίσταση, αν η προσωπική του εμπειρία από τον Ί ν ο χ Κάιν δεν ήταν τόσο τραυματική. Μάταιος ο συναγερμός, αλλά με τέτοιο εχθρό, δεν ήταν κακή ιδέα να δοκιμάζει πού και πού τ' αντανακλαστικά του. Ο Τομ άφησε το περίστροφο πάνω στην εφημερίδα και σωριάστηκε στην καρέκλα. Έπιασε τον καφέ του. Είχε ψάξει το σπίτι με τέτοια ταχύτητα, που το μαυροζούμι ήταν ακόμη ευχάριστα ζεστό. Κρατώντας την κούπα με το δεξί του χέρι, ο Τομ έπιασε το νόμισμα με το αριστερό κι άρχισε να το στρίβει με τους κόμπους των δαχτύλων του. Τελικά, το εικοσιπενταράκι ήταν του Πολ. Πανικός της πεντάρας. Προικισμένος με φυσική χάρη όσο και με ομορφιά, ο Τζούνιορ γλίστρησε από τη μισάνοιχτη πόρτα στο εσωτερικό του δωματίου, με τη σβελτάδα και την ευλυγισία αιλουροειδούς. Ακούμπησε πάνω στο πόμολο. Ακριβώς απέναντι, το κοριτσάκι που καθόταν στο μεγάλο περβάζι του παραθύρου δεν έδειξε να έχει αντιληφθεί την παρουσία του. Ή τ α ν καθισμένη πλάγια στην εσοχή, με την πλάτη της ν' ακουμπάει στο κάσωμα και ζωγράφιζε με ξυλομπογιές σ' ένα μεγάλο μπλοκ, που το στήριζε πάνω στα λυγισμένα πόδια της. Έ ξ ω από το μεγάλο παράθυρο πίσω της, τα κλαδιά της πελώριας βαλανιδιάς σχημάτιζαν ένα πυκνό δίχτυ με φόντο τον μπλε ουρανό και τα φύλλα τους τρε μούλιαζαν ελαφρά,
λες και η ίδια η φύση να τρόμαζε απ' αυτά που θα έκανε ο Κάιν Τζούνιορ. Πράγματι, αυτό το δέντρο τον ενέπνεε. Αφού θα σκότωνε το κορίτσι, θα άνοιγε το παράθυρο και θα πετούσε το πτώμα του πάνω στη βαλανιδιά. Ας την έβρισκε εκεί η Σελεστίνα την κόρη της, καρφωμένη στην τύχη από κλαδιά σε μια μοντέρνα Σταύρωση σε ελεύθερο στυλ. Η κόρη του, το βάσανο του, το βαρύ φορτίο του, η εγγονή του βαπτιστή ιερέα της μαύρης μαγείας... Αφού ένας χειρουργός τού άνοιξε με νυστέρι πενήντα τέσσερις σμηγματογόνες κύστεις κι αφαίρεσε τον πυρήνα από τριάντα δύο άλλες, πολύ πιο ζόρικες (έχοντας ξυρίσει προηγουμένως το κεφάλι του ασθενούς για να φτάσει δώδεκα απ' αυτές, που είχαν φουντώσει στο κρανίο του) κι αφού έμεινε τρεις μέρες στο νοσοκομείο για να προληφθεί πιθανή μόλυνση από σταφυλόκοκκο κι αφού επέστρεψε στον κόσμο πιο φαλακρός κι από τον Γιουλ Μπρίνερ και με την πιθανότητα να του μείνουν μόνιμες ουλές από τα σπυριά, ο Τζούνιορ είχε επισκεφτείτη βιβλιοθήκη του Ρίνο για να ενημερωθεί από τον Τύπο σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα. Η δολοφονία του αιδεσιμότατου Γουάιτ είχε λάβει σημαντική δημοσιότητα σε πανεθνικό επίπεδο, ειδικά στα έντυπα της Δυτικής Ακτής, γιατί υπήρχε η υποψία ότι τα κίνητρα ήταν ρατσιστικά, λόγω του εμπρησμού στο πρεσβυτέριο. Η αστυνομία είχε χαρακτηρίσει τον Τζούνιορ ως βασικό ύποπτο και τα περισσότερα ρεπορτάζ δημοσίευαν και τη φωτογραφία του. Αναφέρονταν σ' αυτόν με εκφράσεις όπως, «πολύ ωραίος άντρας», «εκθαμβωτικός», «όμορφος σαν σταρ του σινεμά». Είχε γραφτεί επίσης ότι ήταν πολύ γνωστός στους κύκλους της αβάν γκαρντ του Σαν Φρανσίσκο. Τον Τζούνιορ τον διέτρεξαν ρίγη συγκίνησης όταν διάβασε ότι ο Σκλεντ τον είχε αποκαλέσει «Χαρισματική μορφή, μεγάλο στοχαστή, άνθρωπο με βαθύ καλλιτεχνικό ένστικτο και... τόσο έξυπνο, που θα μπορούσε να τη σκαπουλάρει από φόνο με την ίδια ευκολία που κάποιος άλλος θα τη γλίτωνε από παράνομο παρκάρισμα». «Τύποι σαν κι αυτόν», συνέχιζε ο Σκλεντ, «επιβεβαιώνουν την άποψή μου για τον κόσμο, η οποία διαμορφώνει και τη ζωγραφική μου».
Ο Τζούνιορ χάρηκε πολύ για την τιμή, αλλά με την ευρύτατη διάδοση της φωτογραφίας του ήταν πολύ υψηλά το τίμημα που πλήρωνε για τη συνεισφορά του στην τε'χνη. Ευτυχώς που, με το ξυρισμένο κεφάλι και το σημαδεμένο πρόσωπο, δεν θύμιζε πια καθόλου τον Ί ν ο χ Κάιν που καταζητούσαν οι Αρχές. Επιπλέον, όλοι πίστευαν ότι οι γάζες στο πρόσωπο του ήταν απλώς μια εκκεντρική μεταμφίεση. Έ ν α ς ψυχολόγος μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδεση του προσώπου ήταν μια έκφραση των ενοχών και της ντροπής που πρέπει να ένιωθε υποσυνείδητα. Ναι, σίγουρα. Για τον Τζούνιορ, το 1968 - η Χρονιά του Πιθήκου για τους Κινέζους- θα ήταν η Χρονιά της Πλαστικής Χειρουργικής. Θα απαιτούνταν εκτεταμένες μεταμοσχεύσεις για να αποκατασταθούν η απαλότητα κι ο χρωματικός τόνος στο δέρμα του προσώπου του και για να ξαναγίνει ακαταμάχητα γοητευτικός όπως ήταν πριν. Κι αφού θα έμπαινε που θα έμπαινε στη φασαρία, θα έκανε και μικρές, αδιόρατες αλλαγές στα χαρακτηριστικά του. Σατανικό. Δεν θα χαράμιζε την τελειότητα για χάρη της ανωνυμίας. Θα φρόντιζε ώστε το παρουσιαστικό του, μετά τις πλαστικές κι αφού θα μεγάλωναν ξανά τα μαλλιά του και θα τα έβαφε ίσως σε άλλη απόχρωση, να μαγνητίζει τις γυναίκες εξίσου με την προηγούμενη εμφάνισή του. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, η αστυνομία τού απέδιδε επίσης τις δολοφονίες της Ναόμι, της Βικτόρια Μπρέσλερ και του Νεντ Γκνάθικ (τον οποίο είχαν συνδέσει με τη Σελεστίνα). Τον καταζητούσαν επίσης για απόπειρα δολοφονίας εναντίον του δόκτορα Λίπσκομπ (ο Ίκαμποντ, προφανώς) και της Γκρέις Γουάιτ, για ένοπλη επίθεση εναντίον της Σελεστίνα Γουάιτ και της κόρης της Έιντζελ, και για επίθεση εναντίον της Λενόρα Κίκμιουλ (της οποίας την Πόντιακ με την ουρά της αλεπούς στην κεραία είχε κλέψει στο Γιουτζίν του Όρεγκον). Ο Τζούνιορ επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη με πρωταρχικό σκοπό να βεβαιωθεί ότι ο Χάρισον Γουάιτ ήταν αναμφισβήτητα νεκρός. Τον είχε πυροβολήσει τέσσερις φορές. Οι δυο σφαίρες στο ντεπόζιτο της κλεμμένης Πόντιακ είχαν κάνει πυροτέχνημα το πρεσβυτέριο και, λογικά, ο αιδεσιμότατος
πρέπει να είχε αποτεφρωθεί. Ό τ α ν όμως έχεις να κάνεις με μαύρη μαγεία, καλύτερα να είσαι σίγουρος. Αφού διάβασε αρκετά μακάβρια ρεπορτάζ ώστε να πειστεί ότι ο παπάς που έκανε μάγια στους ανθρώπους ήταν οριστικά και αμετάκλητα νεκρός, ο Τζούνιορ κατέγραψε και τέσσερις απίθανες πληροφορίες. Πρώτον, η Βικτόρια Μπρέσλερ είχε χαρακτηριστεί ως δικό του θύμα, ενώ, απ' όσο ήξερε αυτός, οι Αρχές είχαν σοβαρούς λόγους να αποδίδουν τη δολοφονία της στον Βανάντιουμ. Δεύτερον, το όνομα Τομ Βανάντιουμ δεν αναφερόταν πουθενά. Επομένως, δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη το πτώμα του στο βυθό της λίμνης. Άρα, θα έπρεπε να εξακολουθεί να θεωρείται ύποπτος στην υπόθεση δολοφονίας της Μπρέσλερ. Και, αν υπήρχαν καινούρια στοιχεία που τον απάλλασσαν από τις υποψίες, λογικά θα έπρεπε να αναφέρεται η εξαφάνισή του κι ο ίδιος να καταγράφεται υ>ς πιθανό θύμα του Χασάπη με τις Γάζες, όπως χαρακτήριζαν τον Τζούνιορ τα ταμπλόιντ. Τρίτον, η Σελεστίνα είχε κόρη. Ό χ ι γιο που τον έλεγαν Μπαρθόλομιου. Η Σεραφείμ λοιπόν είχε γεννήσει κορίτσι. Που το ονόμασαν Έιντζελ. Αυτό ήταν μια μεγάλη έκπληξη για τον Τζούνιορ και τον μπέρδεψε εντελώς. Μπρέσλερ χωρίς Βανάντιουμ. Έ ν α κοριτσάκι που το έλεγαν Έιντζελ. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. Κάτι βρομούσε πολύ άσχημα. Τέταρτο και τελευταίο, το Κίκμιουλ ήταν κανονικό επώνυμο. Αυτή η πληροφορία δεν ήταν άμεσης σημασίας γι' αυτόν, αλλά αν ποτέ αποκαλύπτονταν οι ταυτότητές του με τα ονόματα Γκάμονερ και Πίντσμπεκ και χρειαζόταν να βγάλει καινούρια πλαστά χαρτιά, θα διάλεγε το όνομα Έ ρ ι κ Κίκμιουλ. Ή μάλλον, Βόλφγκανγκ Κίκμιουλ. Πολύ σκληρό. Κανένας δεν θα τολμούσε να τα βάλει με κάποιον που θα τον έλεγαν Βόλφγκανγκ Κίκμιουλ. Ό σ ο για το πολύ ενοχλητικό ζήτημα της κόρης της Σεραφείμ, ο Τζούνιορ σκέφτηκε αρχικά να πάει στο Σαν Φρανσίσκο και ν' αποσπάσει με βασανιστήρια την αλήθεια από τον Νόλι Γούλφσταν. Ύστερα θυμήθηκε ότι τον Γούλφσταν
του τον είχε συοτησει ο ίδιος άνθρωπος που του είχε δώσει και την πληροφορία άτι ο Τάμας Βανάντιουμ είχε εξαφανιστεί κι ότι τον θεωρούσαν ύποπτο για το φόνο της Βικτόρια Μπρεσλερ. Έτσι, αφού περίμενε δυο μήνες και κάτι, ώσπου να κρυώσει λίγο η καυτή υπόθεση Χάρισον Γουάιτ, ο Τζούνιορ επέστρεψε τελικά στο Σπρους Χιλς, όπου έφτασε νύχτα, φαλακρός, σημαδεμένος και με το όνομα Πίντσμπεκ. Δεν έμεινε για πολύ. Σχεδόν αμέσως γύρισε από το Σπρους Χιλς στο Γιουτζίν με αυτοκίνητο, από το Γιουτζίν πέταξε με ένα νοικιασμένο δικινητήριο αεροσκάφος για το Αεροδρόμιο της Κομητείας Όραντζ, κι από την Κομητεία Όραντζ κατέβηκε στο Μπράιτ Μπιτς με μια κλεμμένη Ολντσμόμπιλ, μοντέλο '68, όσο διατηρούσε ακόμη το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Έχοντας μαζί του ένα καινούριο πιστόλι των εννέα χιλιοστών με σιγαστήρα, μπόλικους γεμιστήρες, τρία κοφτερά μαχαίρια, ένα πασπαρτού της αστυνομίας για κλειδαριές και μια μοναδική αποσκευή, ο Τζούνιορ έφτασε στο Μπράιτ Μπιτς αργά το προηγούμενο βράδυ. Ανοίγοντας την κλειδαριά με το ειδικό εργαλείο, είχε μπει στο σπίτι του Νταμάσκους, όπου πέρασε τη νύχτα. Θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τον Βανάντιουμ ενώ ο αστυνομικός κοιμόταν. Αυτό όμως θα ήταν πολύ λιγότερο ικανοποιητικό από μια δόση ψυχολογικού πολέμου που θα άφηνε ζωντανό το κάθαρμα για να τρελαθεί από τις τύψεις του, όταν θα έβρισκε πάλι σκοτωμένα άλλα δυο παιδιά που είχε αναλάβει να προστατεύει. Άλλωστε, ο Τζούνιορ δεν ήθελε κατά βάθος να σκοτώσει τον Βανάντιουμ -κανονικά αυτή τη φ ο ρ ά - και να διακινδυνεύσει ν' ανακαλύψει και πάλι ότι το μοχθηρό, εκδικητικό πνεύμα του ντετέκτιβ δεν θα έβρισκε ησυχία ποτέ και δεν θα άφηνε ούτε κι αυτόν να ησυχάσει. Τα πνεύματα των δυο παιδιών που θα σκότωνε δεν τον απασχολούσαν. Σαν μεταφυσικές παρουσίες, αυτά θα ήταν απλές σκνίπες. Εκείνο το πρωί, ο Νταμάσκους έφυγε από το σπίτι νωρίς, πριν κατεβεί στην κουζίνα ο Βανάντιουμ, πράγμα πολύ βολικό για τον Τζούνιορ. Ό σ η ώρα ο μανιακός ντετέκτιβ ξυ-
ριζόταν κι έκανε ντους, ο Τζούνιορ ανέβηκε στα κλεφτά επάνω για να ψάξει το δωμάτιο του. Ανακάλυψε το περίστροφο στο δεύτερο από τα τρία μέρη όπου περίμενε να το βρει, έκανε αυτό που ήταν να κάνει και το ξανάφησε μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου, ακριβώς στην ίδια θέση που ήταν και πριν. Αποφεύγοντας παρά τρίχα μια συνάντηση με τον Βανάντιουμ στο διάδρομο, επέστρεψε στο ισόγειο. Αφού έψαξε λίγο για την καλύτερη θέση να τοποθετήσει αυτά που ήθελε, άφησε το εικοσιπενταράκι και το ψυγειάκι, τη στιγμή ακριβώς που ακούστηκε ο Βανάντιουμ να κατεβαίνει τη σκάλα. Ο Τζούνιορ υποχρεώθηκε σε μια απρόσμενη καθυστέρηση, όταν ο κοντοστούπης αστυνομικός πέρασε μισή ώρα κάνοντας τηλεφωνήματα από το γραφείο στο ισόγειο, αλλά τελικά ο Βανάντιουμ μπήκε στην κουζίνα, δίνοντάς του την ευκαιρία να γλιστρήσει απαρατήρητος από το σπίτι και να ολοκληρώσει τη δουλειά του. Ύστερα, ήρθε κατευθείαν εδώ. Η Έιντζελ, στο περβάζι του παραθύρου, ήταν ντυμένη στα ολόλευκα. Άσπρα αθλητικά παπούτσια και κάλτσες. Άσπρο παντελόνι. Άσπρο μπλουζάκι. Δυο άσπροι φιόγκοι στα μαλλιά. Για να ταιριάζει απόλυτα με τ' όνομά της της έλειπαν μόνο δυο άσπρα φτερά. Θα της τα έδινε αυτός. Για να πετάξει από το παράθυρο ως τη βαλανιδιά. « Ή ρ θ ε ς ν' ακούσεις κι εσύ το βιβλίο που μιλάει;» τον ρώτησε το κοριτσάκι. Δεν είχε ανασηκώσει το κεφάλι της από το μπλοκ. Παρ' όλο που ο Τζούνιορ ήταν σίγουρος πως δεν τον είχε δει, εκείνη, προφανώς, είχε αντιληφθεί την παρουσία του από την αρχή. Ο Τζούνιορ προχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου. «Τι είδους βιβλίο είναι αυτό;» ρώτησε με τη σειρά του. «Λίγο πριν έρθεις μιλούσε για έναν τρελό γιατρό». Στα χαρακτηριστικά, η μικρή ήταν φτυστή η μητέρα της. Δεν έμοιαζε καθόλου του Τζούνιορ. Το μόνο στοιχείο για το ότι δεν είχε προκύψει από τη Σεραφείμ με παρθενογένεση ήταν η σοκολατένια απόχρωση που είχε το δέρμα της. «Δε μου αρέσει αυτός ο τρελός γιατρός», είπε η μικρή
χωρίς να σταματήσει να ζωγραφίζει. «Καλύτερα να έλεγε για τα κουνελάκια το βιβλίο, ή για τις περιπέτειες του βάτραχου που ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο». «Πού είναι η μαμά σου σήμερα;» τη ρώτησε ο Τζούνιορ, που είχε φανταστεί πως θα χρειαζόταν να σκοτώσει πρώτα μερικούς ενήλικους πριν φτάσει στα παιδιά. Είχε βρει άδειο το σπίτι των Λίπσκομπ όμως, και η καλή του τύχη του πρόσφερε το κορίτσι και το αγόρι μαζί, με έναν μόνο μεγάλο να τα φυλάει. «Πάει να μοιράσει τις πίτες», απάντησε η Έιντζελ. «Πώς σε λένε;» «Βόλφγκανγκ Κίκμιουλ». «Πολύ χαζό όνομα». «Δεν είναι καθόλου χαζό». «Εμένα με λένε Πίξι Λη». Ο Τζούνιορ έφτασε μπροστά στο παράθυρο και την κοίταξε αυστηρά. «Νομίζω ότι δε λες αλήθεια». «Λέω και παραλέω». «Δε σε λένε Πίξι Λη, μικρή ψεύτρα». «Σίγουρα πάντως, δε με λένε Τυρί Βελβίτα, κι εσύ είσαι πολύ αγενής». Τα διάφορα αναψυκτικά ήταν πάντα τοποθετημένα με την ίδια σειρά στο ψυγείο, για να μπορεί ο Μπάρτι να διαλέγει όποιο ήθελε χωρίς να μπερδεύεται. Πήρε μια πορτοκαλάδα για την Έιντζελ, μια γκαζόζα για τον εαυτό του κι έκλεισε το ψυγείο. Καθώς διέσχιζε ξανά την κουζίνα, έπιασε στον αέρα μια αχνή μυρωδιά γιασεμιού από την πίσω αυλή. Περίεργο. Γιασεμί; Εκεί μέσα; Δυο βήματα παρακάτω, αισθάνθηκε ένα μικρό ρεύμα αέρα. Ο Μπάρτι σταμάτησε, έκανε ένα γρήγορο υπολογισμό, στράφηκε και κινήθηκε προς την κατεύθυνση που θα έπρεπε να ήταν η πίσω πόρτα της κουζίνας. Τη βρήκε μισάνοιχτη. Για να μην μπαίνουν ποντίκια και σκόνη, οι πόρτες στο ισόγειο των Λάμπιον δεν έμεναν ποτέ μισάνοιχτες, ούτε μια χαραμάδα, πόσο μάλλον τόσο ανοιχτές σαν αυτή τώρα. Πιασμένος με το ένα χέρι από το πόμολο, ο Μπάρτι έσκυ-
ψ ε προς τα έξω κι αφουγκράστηκε τον κήπο. Πουλιά. Θρόισμα φύλλων. Κανένας στη βεράντα. Οι άνθρωποι, ακόμη κι όταν προσπαθούν να μην ακουστούν, πάντα κάνουν μικρούς θορύβους. «Θείε Τζέικομπ;» Καμιά απάντηση. Αφού έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και την έκλεισε, ο Μπάρτι, κρατώντας τα δυο αναψυκτικά, βγήκε από την κουζίνα στο διάδρομο. Στο καθιστικό ξανάκανε μια στάση. «Θείε Τζέικομπ;» Καμιά απάντηση. Κανένας μικρός θόρυβος. Ο θείος του δεν ήταν εκεί. Προφανώς, ο Τζέικομπ είχε πεταχτεί ως το διαμέρισμά του πάνω από το γκαράζ και, ξεχνώντας τα ποντίκια και τη σκόνη, δεν είχε κλείσει την πίσω πόρτα. «Μ' έχεις βάλει σε πολλούς μπελάδες, να το ξέρεις», είπε ο Τζούνιορ στο κοριτσάκι. Όλη τη νύχτασυσσιόρευε τον ωραίο θυμό του, με το να σκέφτεται τι είχε τραβήξει εξαιτίας της ακόλαστης μητέρας αυτού του παιδιού, που το πρόσωπο της ξανάβλεπε τώρα μπροστά τον σε μικρογραφία. «Σε πάρα πολλούς μπελάδες». «Τι λες εσύ για τα σκυλιά;» «Τι ζωγραφίζεις εκεί;» «Μιλάνε ή δε μιλάνε;» «Σε ρώτησα τι ζωγραφίζεις». «Κάτι που είδα το πρωί». Ο Τζούνιορ της άρπαξε απότομα το μπλοκ από τα χέρια κι εξέτασε τη ζωγραφιά. «Πού μπορεί να είδες αυτό το πράγμα;» Η μικρή αρνιόταν να τον κοιτάξει, έτσι όπως αρνιόταν και η μητέρα της, τη νύχτα που ο Τζούνιορ της έκανε έρωτα μέσα στο πρεσβυτέριο. Η Έιντζελ άρχισε να στρίβει ένα κόκκινο μολύβι σε μια ξύστρα, κρατώντας την πάνω από ένα τενεκεδάκι για να μην πέσουν κάτω τα ξύσματα. «Εδώ το είδα», του απάντησε. Ο Τζούνιορ πέταξε το μπλοκ στο πάτωμα. «Σκατά είδες». «Εμείς λέμε μόνο κακά σ' αυτό το σπίτι».
Πολΰ περίεργο παιδί. Τον αναστάτωνε. Ασπροντυμένη από την κορυφή ως τα νΰχια, να του λέει όλες αυτές τις ακατανόητες μποΰρδες για βιβλία που μιλάνε, για σκύλους που μιλάνε, για τη μητέρα της που πήγε να μοιράσει πίτες. Κι αυτή η ζωγραφιά, τόσο ασυνήθιστη για μικρό κοριτσάκι. «Κοίταξέ με, Έιντζελ». Η μικρή έξυνε, έξυνε, έξυνε το κόκκινο μολύβι. «Σου είπα να με κοιτάξεις». Ο Τζούνιορ της χτύπησε δυνατά το χέρι, τινάζοντας μακριά την ξύστρα και το κόκκινο μολύβι. Χτύπησαν και τα δυο στο τζάμι κι έπεσαν πάνω στα μαξιλάρια, στο περβάζι. Όταν και πάλι το κορίτσι αρνήθηκε να ανασηκώσει τα μάτια του, ο Τζούνιορ την άρπαξε από το πιγούνι και της γύρισε το κεφάλι προς τα πάνω. Στα μάτια της, τρόμος. Και αναγνώριση. «Με ξέρεις», είπε έκπληκτος ο Τζούνιορ. Το παιδί δεν μίλησε. «Με ξέρεις», επέμεινε ο Τζούνιορ. «Ναι, σίγουρα με ξέρεις. Πες μου ποιος είμαι, Πίξι Λη». Ύστερα από ένα μικρό δισταγμό, το κορίτσι είπε: «Είσαι ο μπαμπούλας, αλλά όταν σε πρωτοείδα, ήμουν εγώ κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι, αντί να είσαι εσύ». «Πώς με αναγνώρισες; Χωρίς μαλλιά, με τόσα σημάδια στο πρόσωπο;» «Σε βλέπω». «Τι βλέπεις;» ρώτησε άγρια ο Τζούνιορ, σφίγγοντας σκόπιμα το πιγούνι της, για να την πονέσει. Επειδή τα δάχτυλά του παραμόρφωναν το στόμα της, η φωνή της μικρής ακούστηκε παράξενα αλλοιωμένη όταν απάντησε. «Σε βλέπω με όλους τους τρόπους που είσαι». Ο Τομ Βανάντιουμ είχε αναστατωθεί τόσο πολύ από την τρομάρα που πήρε μόνος του, ώστε η εφημερίδα δεν τον ενδιέφερε πια. Κι ο δυνατός μαύρος καφές, που λίγο πριν του φαινόταν υπέροχος, τώρα ήταν δυσάρεστα πικρός. Πήγε την κούπα στο νεροχύτη, την άδειασε και τότε είδε το φορητό ψυγειάκι που ήταν αφημένο στη γωνία, πάνω στον
πάγκο. Δεν το είχε προσέξει πριν: γαλάζιο, μετρίου μεγέθους, από σκληρό πλαστικό με αεροστεγές καπάκι. Απ' αυτά που τα γεμίζεις μπίρες και τα παίρνεις στις ημερήσιες εκδρομές. Ο Πολ πρέπει να είχε ξεχάσει κάτι που σκόπευε να φορτώσει στο καραβάνι της πίτας. Το καπάκι του φορητού ψυγείου δεν ήταν ερμητικά κλειστό, όπως θα έπρεπε. Από τη μια πλευρά του έβγαινε αραιός, ασπριδερός καπνός. Σαν κάτι να καιγόταν. Ό τ α ν πήγε κοντά στο ψυγείο, ο Τομ κατάλαβε ότι δεν ήταν καπνός τελικά. Ή τ α ν ο πάγος από το εσωτερικό του που άχνιζε. Ο Τομ σήκωσε το καπάκι. Αντί για μπίρες, ένα κεφάλι. Το κομμένο κεφάλι του Σάιμον Μάγκιουσον, τοποθετημένο πάνω σε παγάκια, με το στόμα ανοιχτό σαν να αγόρευε στο δικαστήριο, αντικρούοντας τα επιχειρήματα του δημόσιου κατήγορου. Δεν είχε χρόνο να νιώσει φρίκη. Τώρα μετρούσε το κάθε δευτερόλεπτο και κάθε λεπτό ίσως να στοίχιζε κι άλλη μια ζωή. Στο τηλέφωνο. Την αστυνομία. Η γραμμή, νεκρή. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει. Το καλώδιο ήταν κομμένο. Οι γείτονες μπορεί να έλειπαν. Και μέχρι να φτάσει εκεί, να χτυπήσει, να ζητήσει να τον αφήσουν να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο τους, να τηλεφωνήσει... πολύς χαμένος χρόνος. Τρία λεπτά με το αυτοκίνητο ως το σπίτι των Λάμπιον. Ίσως και δύο, περνώντας τα στοπ και στρίβοντας στις γωνίες χωρίς να φρενάρει. Ο Τομ άρπαξε το περίστροφο από το τραπέζι και τα κλειδιά από το ταμπλό δίπλα στην πόρτα. Άνοιξε την πόρτα πέφτοντας πάνω της, την άφησε να επιστρέψει στη θέση της μ' ένα χτύπημα τόσο δυνατό που ράγισε το τζάμι, έτρεξε πάνω στην πίσω βεράντα και τότε, η ομορφιά της μέρας τον χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι. Ή τ α ν τόσο γαλανή, τόσο λαμπερή και τόσο υπέροχη, που ήταν αδύνατο να τρέφει κάπου το θάνατο -κι όμως τον έτρεφε, έτρεφε και τη γέννηση και το θάνατο και το άλφα και το ωμέγα, υφασμένα σ' ένα περίπλοκο όμορφο σχέδιο, που
επιδείκνυε καμαρωτά το μήνυμα του, αλλά παρέμενε ακατανόητο. Το αυτοκίνητο ήταν στο δρομάκι του σπιτιού. Νεκρό όσο και η τηλεφωνική γραμμή. Θεέ μου, βοήθησε με αυτή τη φορά. Δώσ' μου κι αυτόν, μόνο αυτόν, και μετά θα ακολουθήσω το δρόμο στον οποίο Εσύ με οδήγησες. Μετά, θα είμαι πάντα δούλος Σου, αλλά, Σε παρακαλώ, Θεέ μου, Σε παρακαλώ, ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΝΟΪΚΟ ΔΙΑΒΟΛΕΜΕΝΟ
ΚΑΘΑΡΜΑ!
Τρία λεπτά με το αυτοκίνητο, δυο χωρίς να σταματάει στα στοπ. Θα μπορούσε να το κάνει και τρέχοντας. Είχε ακόμη τα κότσια να προσπαθήσει. Απλώς, δεν ήταν αυτός που ήταν παλιά. Η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι, μετά το κώμα και τη θεραπεία αποκατάστασης, δεν ήταν πια παχύς, όσο όταν ο Κάιν τον είχε βυθίσει στη Λίμνη του Λατομείου. Σε βλέπω με όλους τους τρόπους που είσαι. Αυτό το παιδί ήταν διαβολικό, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο Τζούνιορ ένιωσε ακριβώς όπως είχε νιώσει εκείνο το βράδυ στα εγκαίνια της Σελεστίνα, όταν βγήκε από την γκαλερί, έχοντας ξεφορτωθεί τον Νέντι Γκνάθικ στον κάδο των απορριμμάτων, και διαπίστωσε ότι του έλειπε το ρολόι του. Κάτι του έλειπε και τώρα, αλλά δεν ήταν απλώς ένα Ρόλεξ, δεν ήταν καν ένα αντικείμενο, αλλά κάποια γνώση, κάποια θεμελιώδης αλήθεια. Άφησε το πιγούνι της μικρής κι αυτή αμέσως μαζεύτηκε στη γωνία του παραθύρου, όσο το δυνατόν πιο μακριά του. Εκείνο το όλο νόημα βλέμμα της δεν ήταν βλέμμα συνηθισμένου παιδιού, δεν ήταν καν βλέμμα παιδιού. Ούτε ήταν της φαντασίας του όλα αυτά. Ή τ α ν τρόμος, ναι, αλλά και περιφρόνηση και πρόκληση μαζί. Κι εκείνη η έκφραση η γεμάτη νόημα -λες και μπορούσε να βλέπει μέσα του, σαν να ήξερε γι' αυτόν πράγματα που ο ίδιος δεν είχε τρόπο ν' αντιληφθεί. Ο Τζούνιορ έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του το σιγαστήρα, τράβηξε το πιστόλι από τη θήκη κάτω από τη μασχάλη του κι άρχισε να βιδώνει το εξάρτημα στην κάννη.
Στην πρώτη απόπειρα έχασε τις στροφές, γιατί τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν. Θυμήθηκε τον Σκλεντ, ίσως εξαιτίας της περίεργης ζωγραφιάς στο μπλοκ της μικρής. Τον Σκλεντ σ' εκείνο το πάρτι της παραμονής των Χριστουγέννων, λίγους μήνες πριν και μια ολόκληρη ζωή μακριά. Τον Σκλεντ και τη θεωρία του περί πνευματικής μετά θάνατον ζωής, χωρίς την ύπαρξη Θεού. Πνεύματα που σου γίνονται κολλιτσίδες. Άλλα τριγυρίζουν άσκοπα, στοιχειώνοντας έτσι για πλάκα ό,τι τους κατέβει. Άλλα χάνονται με τον καιρό. Κι άλλα μετεμψυχώνονται. Η πολυαγαπημένη του γυναίκα είχε πέσει από τον πυροσβεστικό πύργο και είχε σκοτωθεί, λίγες ιορες πριν γεννηθεί αυτό το παιδί, αυτό το... σκεύος. Ο Τζούνιορ θυμήθηκε που στεκόταν στο νεκροταφείο, χαμηλά στην πλαγιά κάτω από τον τάφο της Σεραφείμ - α ν και τότε ήξερε μόνο ότι ήταν κάποια μαύρη και όχι η πρώην ερωμένη του- και σκεφτόταν ότι οι βροχές θα μετέφεραν με τον καιρό τους νέγρικους χυμούς της αποσύνθεσης ως τον τάφο που είχε δεχτεί το πτώμα της Ναόμι. Μήπως αυτή η σκέψη ήταν μια καθαρά μεταφυσική στιγμή στη ζιοή του, μια θολή αντίληψη ότι ένας πολύ πιο επικίνδυνος δεσμός είχε ήδη δημιουργηθεί ανάμεσα στη νεκρή Ναόμι και στη νεκρή Σεραφείμ; Αφού βίδωσε γερά το σιγαστήρα στο πιστόλι, ο Κάιν Τζούνιορ έσκυψε πάνω από το κοριτσάκι, το κοίταξε επίμονα στα μάτια και ρώτησε ψιθυριστά: «Ναόμι, είσαι εδώ;» Λίγο πριν φτάσει στην κορυφή της σκάλας, ο Μπάρτι νόμισε πως άκουσε φωνές στο δωμάτιο του. Χαμηλές και ακαθόριστες. Ό τ α ν σταμάτησε ν' ακούσει καλύτερα, οι φωνές σώπασαν, αλλά μπορεί και να ήταν μόνο στη φαντασία του. Βεβαίως, η Έιντζελ μπορεί να έπαιζε με το βιβλίο που μιλάει. Ή να σκότωνε την ώρα της μέχρι να γυρίσει ο Μπάρτι, έχοντας πιάσει ψιλή κουβεντούλα με την Πίξι και τη Βελβίτα, αν και αυτές τις είχε αφήσει κάτω στην κουζίνα. Είχε
κι άλλες φωνές όμως, για άλλες κούκλες κι άλλη μια για ένα σκυλάκι-κάλτοα που το φώναζε Λεχρίτη. Αν σκεφτείς ότι ήταν μόνο τριών χρονών και κάτι, ο Μπάρτι δεν είχε γνωρίσει άλλο άνθρωπο με τόσο ζωηρή φαντασία όπως της Έιντζελ. Μια μέρα θα την παντρευόταν, ίσως ύστερα από είκοσι χρόνια. Ακόμη και τα παιδιά-θαύματα δεν παντρεύονται στα τρία. Στο μεταξύ, μέχρι να έρθει η ώρα να κανονίσουν τα του γάμου, είχαν άφθονο χρόνο για μια πορτοκαλάδα και λίγο Δόκτωρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ ακόμη. Ο Μπάρτι έφτασε στην κορυφή της σκάλας και προχώρησε στο διάδρομο προς το δωμάτιο του. Ύστερα από δυο χρόνια θεραπεία αποκατάστασης, οι γιατροί είχαν ανακηρύξει τον Τομ ικανότατο σε όλα και θαύμα της σύγχρονης ιατρικής και της ανθρώπινης θέλησης. Τώρα, ο ίδιος ένιωθε σαν να τον είχαν αποκαταστήσει κολλώντας τον με σάλιο, σπάγκο και μονωτική ταινία. Τρέχοντας σαν δρομέας των εκατό μέτρων, αισθανόταν να βαραίνουν στα αναταγμένα κόκαλά του και στους πρώην-ατροφικούς-καιπλέον-αποκαταστημένους μυς του και οι οχτώ μήνες που είχε μείνει σε κώμα. Προσευχόταν μεγαλόφωνα, ενώ έτρεχε βαριανασαίνοντας. Τα πόδια του, που βροντούσαν στις πλάκες των πεζοδρομίων, ξεσήκωναν σμάρι τα πουλιά από τ' ανθισμένα τζακαράντα και τα πυκνά δαφνόδεντρα και κατατρόμαξαν έναν ποντικό, που ανέβηκε σαν σφαίρα στον ίσιο κορμό μιας φοινικιάς. Οι λίγοι άνθρωποι που συναντούσε παραμέριζαν απότομα, για να του κάνουν δρόμο. Φρένα στρίγκλιζαν καθώς περνούσε διασταυρώσεις χωρίς να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά, διακινδυνεύοντας να τον πατήσει αυτοκίνητο, φορτηγό ή και ρινόκερος. Ήταν στιγμές που ο Τομ, μέσα στο μυαλό του, δεν έτρεχε πια στους δρόμους του Μπράιτ Μπιτς, αλλά στο διάδρομο της πτέρυγας των κοιτώνων του ορφανοτροφείου όπου ήταν επιμελητής. Μεταφερόταν πίσω στο χρόνο, σ' εκείνη τη
νύχτα της φρίκης. Στο κρεβάτι του, να τον ξυπνάει ένας ήχος. Μια αδύναμη κραυγή. Να σκέφτεται πως ήταν στ' όνειρο του, αλλά να σηκώνεται παρ' όλα αυτά να ρίξει μια ματιά, να παίρνει ένα φακό και να βγαίνει για να ελέγξει τα παιδιά που είχε την ευθύνη τους. Χαμηλά φώτα ασφαλείας στο διάδρομο, μόλις που βλέπει να προχωρήσει.Τα δωμάτια σκοτεινά, οι πόρτες λίγο ανοιχτές, σύμφωνα με τους κανονισμούς, για να μην αποκλειστούν τα παιδιά σε περίπτωση πυρκαγιάς. Αφουγκράζεται. Τίποτα. Ύστερα μπαίνει στο πρώτο δωμάτιο - κ α ι στην Κόλαση επί γης. Δυο αγόρια ανά θάλαμο. Εύκολο να τα βάλει κάτω αθόρυβα ένας μεγαλόσωμος άντρας, με όλη τη δύναμη της τρέλας του. Στη φωτεινή δέσμη του φακού: νεκρά γυάλινα μάτια, συσπασμένα πρόσωπα, αίμα. Στο επόμενο δωμάτιο. Η φωτεινή δέσμη τρέμει, χοροπηδάει. Το μακελειό ακόμη χειρότερο. Ύστερα πάλι στο διάδρομο. Μια κίνηση στο μισοσκόταδο. Στη φωτεινή δέσμη του φακού, ο Τζόζεφ Κρεπ. Ο Τζόζεφ Κρεπ, ο αγαθός επιστάτης, ήσυχο ανθρωπάκι κατά τα φαινόμενα, υπάλληλος στο Σαν Ανσέλμο εδώ κι έξι μήνες, χωρίς να έχει δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα, με τις καλύτερες αναφορές στο φάκελο του. Ο Τζόζεφ Κρεπ, στο διάδρομο του παρελθόντος, να χαμογελάει τρελά, κάνοντας καραγκιοζιλίκια στο φως του φακού, φορώντας ένα περιδέραιο από αναμνηστικά που ακόμη έσταζαν αίμα. Στο παρόν, πολλά χρόνια μετά την εκτέλεση του Τζόζεφ Κρεπ και μισό οικοδομικό τετράγωνο μπροστά του, ο Τομ έβλεπε το σπίτι των Λίπσκομπ. Και πίσω του, το σπίτι των Λάμπιον. Μια μαύρη γάτα εμφανίστηκε δίπλα του, τον προσπέρασε τρέχοντας σαν αστραπή. Οι γάτες είναι οι αγαπημένες των μαγισσών. Άραγε, ήταν καλή ή κακή τύχη αυτή η γάτα; Να το επιτέλους, το σπίτι της Κυρίας με τις Πίτες, το πεδίο της μάχης. «Ναόμι, είσαι εδώ;» ψιθύρισε πάλι ο Τζούνιορ, κρυφοκοιτώντας από τα παράθυρα των ματιών στην ψυχή του κοριτσιού.
Η μικρή δεν του απάντησε, αλλά η σιωπή της τον έπεισε όσο και μια ομολογία - ή και μια άρνηση, δεν είχε καμιά διαφορά. Τον έπεισαν τα αγριεμένα μάτια της, το στόμα της που έτρεμε. Η Ναόμι είχε γυρίσει πίσω για να είναι μαζί του, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι το ίδιο είχε κάνει και η Σεραφείμ, από μια άλλη σκοπιά, αφού το κορίτσι αυτό ήταν σάρκα και αίμα της Σεραφείμ. Ο Τζούνιορ αισθάνθηκε κολακευμένος, αληθινά κολακευμένος. Τελικά, οι γυναίκες δεν τον χόρταιναν ποτέ. Αυτή ήταν η ιστορία της ζωής του. Δεν έλεγαν να το πάρουν απόφαση και να τον ξεχάσουν. Τον ήθελαν, τον ποθούσαν, τον χρειάζονταν, τον λάτρευαν κυριολεκτικά. Οι γυναίκες συνέχιζαν να τον διεκδικούν, κι όταν ακόμη θα έπρεπε να είχαν πιάσει το νόημα και να εξαφανιστούν από τη ζωή του, αντί να του στέλνουν σημειώματα και δωράκια, ακόμη κι αφού τους έλεγε σταράτα πως όλα είχαν τελειώσει μεταξύ τους. Γι' αυτό δεν απόρησε που, μέχρι και οι γυναίκες που είχε σκοτώσει, τον αναζητούσαν και μετά θάνατον κι έβρισκαν τρόπο να επιστρέψουν από το Υπερπέραν για να τον βρουν, χωρίς διάθεση εκδικητική, χωρίς κακία, απλώς και μόνο από λαχτάρα να είναι ξανά μαζί του, να τον σφίξουν στην αγκαλιά τους και να ικανοποιηθούν από εκείνον. Ό σ ο κολακευτικό κι αν ήταν αυτό για την ακαταμάχητη γοητεία του, ο Τζούνιορ δεν έτρεφε πια κανένα ρομαντικό συναίσθημα ούτε για τη Ναόμι ούτε για τη Σεραφείμ. Αυτές οι γυναίκες ήταν παρελθόν κι αυτός μισούσε το παρελθόν. Αν δεν τον άφηναν ήσυχο, δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει στο μέλλον. Ο Τζούνιορ πίεσε το στόμιο της κάννης στο μέτωπο του κοριτσιού. «Ναόμι, Σεραφείμ, υπήρξατε και οι δυο υπέροχες. Ας είμαστε ρεαλιστές, όμως. Αποκλείεται να έχουμε κοινή ζωή». « Έ ι , ποιος είναι εδώ;» φώναξε το τυφλό αγόρι, που ο Τζούνιορ το είχε σχεδόν ξεχάσει. Στράφηκε από το κοριτσάκι που είχε ζαρώσει στο περβάζι και κοίταξε το αγόρι, που στο μεταξύ είχε μπει στο δωμάτιο κρατώντας από ένα κουτάκι αναψυκτικό στα κάθε του χέρι. Τα ψεύτικα μάτια του ήταν αρκετά πειστικά, αλλά δεν
είχαν εκείνο το βλέμμα όλο νόημα όπως τα μάτια του παράξενου κοριτσιού. Ο Τζούνιορ σημάδεψε με το πιστόλι του το αγόρι. «Ο Σάιμον μου είπε ότι σε λένε Μπαρθόλομιου». «Ποιος Σάιμον;» «Δε φαίνεσαι και πολύ επικίνδυνος. Δεν είσαι παρά ένα τυφλό αγόρι». Το παιδί δεν απάντησε. «Σε λένε πράγματι Μπαρθόλομιου;» «Ναι». Ο Τζούνιορ έκανε δυο βήματα προς το μέρος του, στοχεύοντας ταυτόχρονα το πρόσωπο του. «Γιατί να φοβηθώ ένα τυφλό νιάνιαρο που σκοντάφτει εδώ κι εκεί;» «Πολύ λίγες φορές σκοντάφτω», είπε ο Μπάρτι, και ύστερα απευθύνθηκε στο κορίτσι. «Έιντζελ, είσαι καλά;» «Θα κάνω επάνω μου διάρροια», είπε η μικρή. «Γιατί να φοβηθώ ένα τυφλό νιάνιαρο που σκοντάφτει εδώ κι εκεί;» επανέλαβε ο Τζούνιορ. Αυτή τη φορά όμως, τα ίδια λόγια ακούστηκαν μ' έναν πολύ διαφορετικό τόνο, γιατί ξαφνικά διαισθάνθηκε ότι το αγόρι είχε μια έκφραση όλο νόημα, παρόμοια μ' εκείνη που είχε το κοριτσάκι στο βλέμμα του, «Γιατί είμαι παιδί-θαύμα», απάντησε ο Μπαρθόλομιου και του πέταξε την γκαζόζα. Πριν προλάβει ο Τζούνιορ να σκύψει, το κουτάκι τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο και του έσπασε τη μύτη. Έξαλλος, πυροβόλησε δυο φορές. Περνώντας μπροστά από το καθιστικό, ο Τομ είδε τον Τζέικομπ στην πολυθρόνα, μ' ένα βιβλίο στην αγκαλιά, γερμένο στο πλάι, σαν να τον είχε πάρει ο ύπνος. Το κατακόκκινο στήθος του, όμως, ήταν η απόδειξη ότι δεν κοιμόταν απλώς. Φωνές ακούγονταν στον επάνω όροφο. Ο Τομ ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο. Δυο φωνές, μια αντρική, μια αγορίστικη. Ο Μπαρθόλομιου κι ο Κάιν. Αριστερά στο διάδρομο, και ύστερα σ' ένα δωμάτιο στη δεξιά πλευρά. Αγνοώντας όλους τους κανόνες της τυπικής αστυνομικής
προσέγγισης, ο Τομ όρμησε στο δωμάτιο, πέρασε το κατώφλι και είδε τον Μπάρτι να πετάει ένα κουτί αναψυκτικό στο ξυρισμένο και χιλιοσημαδεμένο κεφάλι ενός αγνώριστου Ί ν ο χ Κάιν. Το αγόρι έπεσε στο πάτωμα και κύλησε πάνω στην πλάτη του, αμέσως μόλις πέταξε το κουτί, προφανώς περιμένοντας τις σφαίρες που έριξε ο Κάιν και που καρφώθηκαν και οι δυο στο πλαίσιο της πόρτας, λίγα εκατοστά πέρα από τα γόνατα του Τομ. Ο Τομ σήκωσε το περίστροφο του και πάτησε δυο φορές τη σκανδάλη. Το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε. «Μπλοκαρισμένος επικρουστήρας», τον πληροφόρησε ο Κάιν μ' ένα φαρμακερό χαμόγελο. «Εγώ τον χάλασα. Ή λ πιζα ότι θα έφτανες εγκαίρως εδώ για να προλάβεις να δεις τις συνέπειες του ανόητου παιχνιδιού σου». Ο Κάιν έστρεψε το όπλο εναντίον του Μπάρτι, αλλά όταν του επιτέθηκε ο Τομ, γύρισε επιτόπου σαν σβούρα και πυροβόλησε. Η σφαίρα αυτή θα είχε σακατέψει ή και σκοτώσει σίγουρα τον Τομ, αν η Έιντζελ δεν πετιόταν από το περβάζι πίσω από τον Κάιν και δεν του έδινε μια γερή σπρωξιά, κάνοντάς τον να μη σημαδέψει σωστά. Ο δολοφόνος παραπάτησε και ύστερα τρεμόπαιξε. Και χάθηκε. Εξαφανίστηκε μέσα σε κάποια τρύπα, ή σχισμή, ή άνοιγμα αρκετά μεγαλύτερο απ' όλα εκείνα όπου ο Τομ πετούσε τα εικοσιπενταράκια του. Ο Μπάρτι δεν το είχε δει, αλλά το αισθάνθηκε με κάποιον τρόπο. «Μπράβο, Έιντζελ!» «Τον έστειλα κάπου που εμείς δεν είμαστε», εξήγησε το κοριτσάκι. « Ή τ α ν πολύ αγενής». Ο Τομ είχε μείνει κατάπληκτος. «Και... πότε έμαθες να το κάνεις αυτό;» «Τώρα». Η Έιντζελ, αν και προσπαθούσε να παραστήσει την άνετη, έτρεμε σύγκορμη. «Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να το ξανακάνω». «Μέχρι να σιγουρευτείς... πρόσεχε». «Εντάξει».
«Θα ξαναγυρίσει αυτός;» Η Έιντζελ έγνεψε αρνητικά. «Δεν μπορεί». Έ δ ε ι ξ ε το μπλοκ της ζωγραφικής στο πάτωμα. «Τον πέταξα εκεί μέσα». Ο Τομ κοίταξε σαν υπνωτισμένος τη ζωγραφιά του παιδιού -εξαιρετική για την ηλικία της, λίγο ακατέργαστη ακόμη ως προς το στυλ, αλλά εκπληκτικά πειστική στις λεπτομέρειες- κι ανατρίχιασε μ' έναν τρόπο που ήταν σαν να ζάρωσε όλο του το δέρμα και να τεντώθηκε ξανά, δυο και τρεις φορές στη σειρά. «Αυτά είναι;...» «Μεγάλες αράχνες», είπε το κοριτσάκι. «Πολλές». «Ναι. Είναι κακό μέρος». Ο Μπάρτι σηκώθηκε στα πόδια του. «Έιντζελ;» «Ναι;» «Το πέταξες μόνη σου το γουρούνι». «Ναι, το πέταξα». Τρέμοντας από φόβο, που δεν είχε πια σχέση ούτε με τον Ί ν ο χ Κάιν και τις σφαίρες του, ούτε με τις αναμνήσεις από τον Τζόζεφ Κρεπ και το μακάβριο κολιέ του, ο Τομ Βανάντιουμ έκλεισε το μπλοκ και το ακούμπησε πάνω στο φαρδύ περβάζι. Ύστερα άνοιξε το παράθυρο κι άφησε να ορμήσει στο δωμάτιο ο αέρας, που έφερνε μαζί του το θρόισμα των φύλλων της βαλανιδιάς. Ο Τομ πήρε στην αγκαλιά του την Έιντζελ, και μετά και τον Μπάρτι. «Κρατηθείτε», τους είπε. Μετέφερε και τα δυο παιδιά έξω από το δωμάτιο, κάτω στο ισόγειο, πέρα στην πίσω αυλή και κάτω από το μεγάλο δέντρο, όπου θα έμεναν να περιμένουν την αστυνομία κι όπου δεν θα έβλεπαν το πτώμα του θείου Τζέικομπ, όταν ο ιατροδικαστής θα το έβγαζε από την μπροστινή πόρτα του σπιτιού. Η ιστορία που συμφώνησαν να πουν ήταν ότι το όπλο του Κάιν είχε μπλοκάρει τη στιγμή που ο Βανάντιουμ έμπαινε στο δωμάτιο του Μπάρτι. Πολύ δειλός για ν' αποτολμήσει μια πάλη σώμα με σώμα, ο Χασάπης με τις Γάζες το είχε σκάσει από το ανοιχτό παράθυρο. Ο δολοφόνος ήταν και πάλι ελεύθερος, σ' έναν κόσμο ανυποψίαστο. Το τελευταίο ήταν αλήθεια. Απλώς, ήταν ελεύθερος όχι
σ' ετούτο τον κόσμο. Και σ' εκείνον τον κόσμο που είχε πάει, δεν θα έβρισκε πια εύκολα θύματα. Ο Τομ άφησε τα παιδιά κάτω από το δέντρο και γύρισε στο σπίτι για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Σύμφωνα με το ρολόι του, η ώρα ήταν 9:05 το πρωί εκείνης της μοναδικής μέρας.
Κεφάλαιο 82
Ο Σ Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ κι αν ήταν ο θάνατος του Τζέικομπ στο μικρόκοσμο της οικογένειας του, δεν ξέφυγε από την προσοχή της Άγκνες Λάμπιον το γεγονός ότι υπήρξαν κι άλλοι, πολύ σημαντικότεροι θάνατοι για τον κόσμο γενικά, πριν τελειώσει το 1968 και ακολουθήσει η Χρονιά του Πετεινού. Στις 4 Απριλίου, ο Τζέιμς Ερλ Γκρέι πυροβόλησε και σκότωσε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο μπαλκόνι ενός μοτέλ, στο Μέμφις, αλλά οι προσδοκίες του δολοφόνου διαψεύστηκαν τελικά, αφού εξαιτίας της δολοφονίας, το δέντρο της ελευθερίας τράφηκε από το αίμα του μάρτυρα και φούντωσε ακόμη πιο πολύ. Την 1η Ιουνίου, η Έ λ ε ν Κέλερ έσβησε γαλήνια στα ογδόντα εφτά της χρόνια. Τυφλή και κουφή από τα πρώτα παιδικά της χρόνια, μουγκή μέχρι την εφηβεία της, η Κέλερ κατόρθωσε εκπληκτικά πράγματα στη ζωή της. Έ μ α θ ε να μιλάει, να ιππεύει, να χορεύει βαλς. Αποφοίτησε με άριστα από το Ράντκλιφ, αποτέλεσε έμπνευση για εκατομμύρια ανθρώπους και απέδειξε ότι ακόμη κι ο πιο καταδικασμένος από τη φύση άνθρωπος έχει απεριόριστες δυνατότητες. Στις 5 Ιουνίου, ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Φ. Κένεντι δολοφονήθηκε στην κουζίνα του ξενοδοχείου Αμπάσαντορ, στο Λος Αντζελες. Άγνωστος ήταν ο αριθμός των νεκρών όταν τα σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία κι εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι χάθηκαν στη διάρκεια των τελευταίων ημερών της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα. Ο Τζον Στάινμπεκ, συγγραφέας, και η Ταλούλα Μπάνκχεντ, ηθοποιός, τέλειωσαν το ταξίδι τους σ' αυτό τον κόσμο κι
αναχώρησαν για κάπου αλλού. Αλλά οι Τζέιμς Λάβελ, Γουίλιαμ Άντερς και Φρανκ Μπάρμαν - ο ι πρώτοι άνθρωποι που μπήκαν σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη- ταξίδεψαν 400.000 χιλιόμετρα στο διάστημα κι επέστρεψαν σώοι στη Γη. Απ' όλα τα καλά που μπορούμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο εμείς οι άνθρωποι, μόνο ένα δεν μας ανήκει για να το χαρίσουμε: ο χρόνος. Η Άγκνες, που το ήξερε καλά αυτό, έβαλε τα δυνατά της να οδηγήσει τη διευρυμένη οικογένειά της από το πένθος για τους θανάτους του Χάρισον και του Τζέικομπ σε μέρες πιο ευτυχισμένες. Ο σεβασμός στη μνήμη πρέπει να διατηρείται, οι πολύτιμες αναμνήσεις πρέπει να συντηρούνται ζωντανές, αλλά η ζωή πρέπει να συνεχίζεται. Τον Ιούλιο, η Άγκνες πήγε μια βόλτα στην παραλία με τον Πολ Νταμάσκους για να σκαλίσουν την άμμο και να γελάσουν με τους κάβουρες που το έσκαγαν τρέχοντας. Κάπου ανάμεσα στα κοχύλια και στα καβούρια όμως, ο Πολ τη ρώτησε αν θα μπορούσε ποτέ να τον αγαπήσει. Ο Πολ ήταν υπέροχος άνθρωπος, πολύ διαφορετικός από τον Τζόι στην εμφάνιση, αλλά ολόιδιος στην καρδιά. Η Άγκνες τον αιφνιδίασε προτείνοντάς του να πάνε αμέσως σπίτι του, και μάλιστα στην κρεβατοκάμαρά του. Κατακόκκινος από ντροπή, έτσι όπως δεν θα κοκκίνιζε ποτέ ένας ήριοας εικονογραφημένων, ο Πολ της απάντησε τραυλίζοντας ότι δεν ήταν προετοιμασμένος για μια στενή επαφή τώρα αμέσως, και η Άγκνες τον διαβεβαίωσε ότι ούτε εκείνη σκόπευε να του την προσφέρει τόσο σύντομα. Μόνη της με τον Πολ, στο υπνοδωμάτιο του, κι ενώ εκείνος στεκόταν αμήχανος σαν κούτσουρο, η Άγκνες έβγαλε την μπλούζα και το σουτιέν της. Με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος, του έδειξε την πλάτη της. Ενώ ο πατέρας τους χρησιμοποιούσε τις γροθιές και τα χαστούκια για να διδάξει στους δίδυμους γιους του το θέλημα του Κυρίου, προτιμούσε τη βέργα και το καμτσίκι σαν εκπαιδευτικό μέσο για τη διαπαιδαγώγηση της κόρης του, γιατί φοβόταν μήπως η άμεση επαφή μαζί της τον παρασύρει σε βαρύ αμάρτημα. Οι ουλές είχαν παραμορφώσει την πλάτη της Άγκνες από τους ώμους μέχρι τους γλουτούς -μακριές ρόδινες ουλές κι άλλες
σκουρότερες, που αλληλοδιασταυρώνονταν και σχημάτιζαν χοντρά εξογκώματα σε πολλά σημεία. «Πολλοί άντρες θα έχαναν κάθε ερωτική διάθεση με το που θ' άγγιζαν την πλάτη μου», είπε στον Πολ. «Δε θα με πειράξει αν είσαι ένας απ' αυτοΰς. Η πλάτη μου είναι αποκρουστική στην όψη και τραχιά σαν κορμός βαλανιδιάς στην αφή. Γι' αυτό σε έφερα εδώ, για να το ξέρεις, ώστε ν' αποφασίσεις κατά που θέλεις να πας από... από εδώ που βρισκόμαστε τώρα». Ο υπέροχος αυτός άνθρωπος έκλαψε, φίλησε τις ουλές της και της είπε πως στα δικά του μάτια ήταν η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Έ μ ε ι ν α ν για λίγο αγκαλιασμένοι, με τα χέρια του Πολ πάνω στην πλάτη της, το στήθος της πάνω στο δικό του, και φιλήθηκαν δυο φορές, βιαστικά, πριν ξαναφορέσει η Άγκνες την μπλούζα της. «Είμαι κι εγώ σημαδεμένος με τον τρόπο μου», της είπε ο Πολ. «Το δικό μου σημάδι είναι η απειρία μου. Για άντρας της ηλικίας μου, Άγκνες, είμαι απερίγραπτα αθώος. Δε θ' άλλαζα με τίποτε τα χρόνια της ζωής μου με την Πέρι, αλλά ο έρωτάς μας, όσο έντονος κι αν ήταν, δεν κατέληγε... Θέλω να πω... ίσως να είμαι ανεπαρκής σ' αυτό τον τομέα... καταλαβαίνεις...» «Σε βρίσκω επαρκέστατο σε όλους τους τομείς που έχουν σημασία, Πολ. Άλλωστε, ο Τζόι ήταν καλός και γενναιόδωρος εραστής. Αυτά που μου έμαθε μπορώ να σου τα δείξω». Η Άγκνες χαμογέλασε. «Θα δεις ότι είμαι πολΰ καλή δασκάλα και διαισθάνομαι ότι κι εσυ είσαι πολΰ άξιος μαθητής». Παντρεύτηκαν το Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς, πολΰ αργότερα ακόμη κι από την πρόβλεψη της Γκρέις Γουάιτ. Επειδή όμως η Γκρέις είχε πέσει πιο κοντά στην ημερομηνία απ' ό,τι η κόρη της, η Σελεστίνα έκανε για ένα μήνα όλη τη λάτρα της κουζίνας. Ό τ α ν η Άγκνες κι ο Πολ επέστρεψαν από το μήνα του μέλιτος στο Καρμέλ, διαπίστωσαν ότι ο Ίντομ είχε αδειάσει τελικά το διαμέρισμα του Τζέικομπ. Τους πολυάριθμους φακέλους και τα δεκάδες βιβλία του αδερφού του τα είχε δω-
ρίσει στη βιβλιοθήκη κάποιου πανεπιστημίου, που είχε εγκαινιάσει μια συλλογή προκειμε'νου να ικανοποιήσει το αυξανόμενο επαγγελματικό και σπουδαστικό ενδιαφέρον σε τομείς σχετικούς με μεγάλες καταστροφές. Ξαφνιάζοντας τον εαυτό του περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλο, ο Ίντομ δώρισε και τη δική του συλλογή στο ίδιο πανεπιστήμιο. Τέρμα πια οι τυφώνες, οι κυκλώνες, τα παλιρροϊκά κύματα, οι σεισμοί και τα ηφαίστεια. Καιρός για τριαντάφυλλα. Ανακαίνισε διακριτικά και το μικρό του διαμέρισμα, βάφοντάς το με πιο ζωηρά χρώματα και μέσα στο φθινόπωρο γέμισε τα άδεια ράφια της βιβλιοθήκης του με βιβλία ανθοκομίας και κηπουρικής, σχεδιάζοντας μια μεγάλη επέκταση του τριανταφυλλώνα του την ερχόμενη άνοιξη. Ο Ίντομ ήταν σχεδόν σαράντα χρονών και μια ζωή φόβου για τη φΰση δεν μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε έρωτα γι' αυτή. Υπήρχαν νύχτες που εξακολουθούσε να ξαγρυπνά κοιτώντας το ταβάνι και περιμένοντας τον Μεγάλο Σεισμό, κι ακόμη δεν τολμούσε να πάει περίπατο στην παραλία από το φόβο των παλιρροϊκών κυμάτων. Κάθε τόσο επισκεπτόταν τον τάφο του αδερφού του. Καθόταν στο γρασίδι, δίπλα στην επιτύμβια στήλη, κι απήγγελλε από μνήμης λεπτομερή στοιχεία για θανατηφόρες καταιγίδες και καταστροφικά γεωλογικά φαινόμενα. Σ' αυτές τις επισκέψεις διαπίστωσε ότι είχε απομνημονεύσει μέσω του Τζέικομπ και στοιχεία για δολοφονίες κατά συρροή ή για πολύνεκρα δυστυχήματα που οφείλονταν στις μηχανές και στις ανθρώπινες παραλείψεις. Αυτές οι επισκέψεις ήταν ευχάριστα νοσταλγικές. Ωστόσο, ο Ίντομ πάντα πήγαινε φέρνοντας στον αδερφό του φρέσκα τριαντάφυλλα και νέα από τον Μπάρτι, την Έιντζελ και όλα τα άλλα μέλη της οικογένειας. Ό τ α ν ο Πολ πούλησε το σπίτι του για να ζήσει με την Άγκνες, ο Τομ Βανάντιουμ εγκαταστάθηκε στο πρώην διαμέρισμα του Τζέικομπ. Ή τ α ν πλέον κανονικός συνταξιούχος αστυνομικός, αλλά όχι ακόμη έτοιμος να ξαναφορέσει το ράσο. Ανέλαβε λοιπόν το συντονισμό τού διαρκώς επεκτεινόμενου κοινωφελούς έργου της οικογένειας και τις διαδικασίες για
την ίδρυση ενός φιλανθρωπικού σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η Άγκνες πρότεινε μια σειρά από εύηχα και σεμνά ονόματα για το σωματείο, αλλά η πλειοψηφία απέρριψε όλες τις προτάσεις της και, παρά την αμηχανία της Άγκνες, επέλεξε το «Φίλοι της Κυρίας με τις Πίτες». Ο Σάιμον Μάγκιουσον, που δεν είχε οικογένεια, είχε αφήσει με διαθήκη όλη την περιουσία του στον Τομ. Αυτό ήρθε σαν μια μεγάλη έκπληξη. Και το συνολικό ποσόν ήταν τόσο μεγάλο, που ο Τομ, παρ' ότι είχε απαλλαγεί από τους ιερατικούς όρκους που απαγόρευαν την κτήση περιουσιακών στοιχείων, ένιωθε αμήχανος και δεν ήξερε πραγματικά τι να την κάνει τόση περιουσία. Γρήγορα όμως βρήκε τη λύση για να ξανανιώσει άνετα με τον εαυτό του: έκανε δωρεά το σύνολο της κληρονομιάς στους Φίλους της Κυρίας με τις Πίτες.
Όλους αυτούς τους ανθρώπους τούς είχαν ενώσει δυο ιδιαίτερα χαρισματικά παιδιά και η κοινή τους πεποίθηση ότι ο Μπάρτι και η Έιντζελ ήταν μέρος κάποιου σχεδίου με τεράστιες συνέπειες. Αλλά, πολύ συχνά, ο Θεός υφαίνει σχέδια που φανερώνονται σ' εμάς τους ανθρώπους ύστερα από πολύ καιρό, ή και ποτέ. Ύστερα από τρία χρόνια γεμάτα συνταρακτικά γεγονότα, δεν υπήρχαν πια θαύματα, ούτε σημάδια στη γη ή στον ουρανό, ούτε αποκαλύψεις από φλεγόμενες βάτους ή από πιο συνηθισμένες μορφές επικοινωνίας. Ούτε ο Μπάρτι, ούτε η Έιντζελ αποκάλυψαν άλλα, καινούρια εκπληκτικά ταλέντα. Στην πραγματικότητα, ήταν τόσο φυσιολογικά, όσο μπορούν να είναι τα παιδιά-θαύματα, με εξαίρεση το γεγονός ότι εκείνος ήταν τυφλός κι εκείνη λειτουργούσε σαν το μάτι του στον κόσμο. Η ύπαρξη της οικογένειας δεν εξαρτιόταν από τις εξελίξεις που αφορούσαν τον Μπάρτι και την Έιντζελ, δεν είχε βάλει τα δυο παιδιά στο επίκεντρο του μικρόκοσμού της. Αντίθετα, όλοι εξακολουθούσαν να κάνουν το καλό, μοιράζονταν την ευχαρίστηση που έπαιρναν καθημερινά από τη δουλειά στο σωματείο και συνέχιζαν ομαλά τη ζωή τους. Διάφορα πράγματα συνέβαιναν.
Η Σελεστίνα ζωγράφιζε καλύτερα απά ποτέ και τον Οκτώβρη έμεινε έγκυος. Το Νοέμβριο, ο Ίντομ έβγαλε τη Μαρία Γκονζάλες για σινεμά και δείπνο σε εστιατόριο. Αποδείχτηκε ότι ήταν η αρχή. Το Νοέμβριο επίσης, η Γκρέις ανακάλυψε ένα μικρό όγκο στο στήθος της. Αποδείχτηκε καλοήθης. Ο Τομ αγόρασε καινούριο κυριακάτικο κοστούμι. Ή τ α ν ολόιδιο με το παλιό του. Το δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών ήταν μια πολύ χαρούμενη συγκέντρωση και τα Χριστούγεννα ακόμη καλύτερα. Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ο Γουόλι ήπιε κάνα δυο παραπανίσια ποτήρια, με αποτέλεσμα να προσφέρεται κάθε τόσο να εγχειρήσει όποιο μέλος της οικογένειας είχε ανάγκη, δωρεάν, «εδώ και τώρα», αρκεί η επέμβαση να ήταν στα πλαίσια της ειδικότητάς του. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, η πόλη πληροφορήθηκε ότι είχε χάσει το πρώτο παιδί της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η Άγκνες, που γνώριζε τους γονείς του από μικρή, δήλωσε πως όσο κι αν ήθελε να τους παρηγορήσει, όσο κι αν προσπαθούσε, τίποτα δεν θα μπορούσε ν' απαλύνει τον πόνο τους. Θυμήθηκε τη δική της αγωνία όταν περίμενε να μάθει αν ο καρκίνος στα μάτια του Μπάρτι είχε εξαπλωθεί από τα οπτικά νεύρα στον εγκέφαλο. Η σκέψη ότι οι γείτονες και φίλοι της είχαν χάσει το γιο τους στον πόλεμο την έκανε να χωθεί στην αγκαλιά του Πολ εκείνη τη νύχτα και να του ψιθυρίσει: «Μη μ' αφήσεις». Ο Μπάρτι και η Έιντζελ σύντομα θα έκλειναν τα τέσσερα. Από το 1969 ως το 1973: τη Χρονιά του Πετεινού, κυνήγησε η Χρονιά του Σκύλου, που την ακολούθησε τρέχοντας ο Χοίρος, πιο γρήγορα ο Αρουραίος, και ύστερα το Βόδι, σε πανικόβλητη φυγή. Πέθανε ο Αϊζενχάουερ. Οι Άρμστρονγκ, Κόλινς και Όλντριν πάτησαν στο φεγγάρι. Έ ν α γιγάντιο βήμα σ' έναν τόπο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πόλεμο. Καυτά σορτς, αεροπειρατείες, ψυχεδέλεια. Η Σάρον Τέιτ και
οι φίλοι της δολοφονούνται από τα κορίτσια του Μάνσον, εφτά μέρες πριν από το Γούντστοκ. Η Εποχή του Υδροχόου είχε γεννηθεί πεθαμένη, μόνο που ο θάνατος της δεν έγινε αντιληπτός παρά μόνο έπειτα από χρόνια. Φεύγει ο Μακάρτνεϊ, διαλύονται οι Μπιτλς. Σεισμός στο Λος Άντζελες. Ο Τρούμαν νεκρός, χάος mo Βιετνάμ, ταραχές στην Ιρλανδία, καινούριος πόλεμος στη Μέση Ανατολή. Σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ. Η Σελεστίνα γέννησε τη Σεραφείμ το '69, είδε έναν πίνακά της να γίνεται εξώφυλλο στο Αμερικαν Άρτιστ το '70 και το '72 γέννησε τον Χάρισον. Το 1971, με την οικονομική υποστήριξη της αδερφής του, ο Ίντομ αγόρασε ένα ανθοπωλείο, αφού πρώτα σιγουρεύτηκε ότι η εμπορική ζώνη στην οποία βρισκόταν το κατάστημα πληρούσε με το παραπάνω τους όρους του κανονισμού αντισεισμικής προστασίας, δεν ήταν χτισμένη σε επικλινές έδαφος, ούτε πάνω σε ρέμα, κι ότι το υψόμετρο της ήταν αρκετό για να μην την καλύψει ένα παλιρροϊκό κύμα τέτοιου μεγέθους, που μόνο η σύγκρουση της γης μ' έναν αστεροειδή θα μπορούσε να προκαλέσει. Το '73, ο Ίντομ παντρεύτηκε τη Μαρία Έ λ ε ν α (εκείνο το φλερτ, τελικά), οπότε η Μαρία έγινε και αδερφή εξ αγχιστείας της Άγκνες, εκτός από αδερφική φίλη της. Το ζευγάρι αγόρασε το σπίτι από την άλλη πλευρά του σπιτιού των Λάμπιον και γκρεμίστηκε άλλος ένας πίσω φράχτης, για να ενωθούν κι αυτές οι αυλές. Ο Τομ αποδείχτηκε πολύ πιο χρήσιμος από αστυνομικός ή κληρικός για τις υποθέσεις των Φίλων της Κυρίας με τις Πίτες, όταν εκδήλωσε το ταλέντο του στην οικονομική διαχείριση. Ό χ ι μόνο προστάτευσε αποτελεσματικά τα κεφάλαια του σωματείου από έναν πληθωρισμό που έφτασε το δώδεκα τοις εκατό, αλλά έκανε και επενδύσεις σε ακίνητα. Ύστερα ήρθε η Χρονιά του Τίγρη, το 1974. Πετρελαϊκή κρίση, καταναλωτικός πανικός, ουρές στα βενζινάδικα. Η Πάτι Χιρστ, θύμα απαγωγής. Ο Νίξον αναγκάζεται να παραιτηθεί. Ο Χανκ Άαρον ξεπερνάει το ρεκόρ που κατείχε για πολλά χρόνια ο Μπέιμπ Ρουθ στα χόουμραν, ο πληθωρισμός ξεπερνάει το δεκαπέντε τοις εκατό κι ο θρυλικός Μοχάμεντ Άλι νικάει τον Τζορτζ Φόρμαν και ξαναγίνεται παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών.
Σε ένα συγκεκριμένο δρόμο του Μπράιτ Μπιτς, όμως, το σημαντικότερο γεγονός εκείνης της χρονιάς συνέβη ένα γλυκό απόγευμα στις αρχές του Απριλίου, όταν ο Μπάρτι, εννιά χρονών πια, σκαρφάλωσε ως την κορυφή της μεγάλης βαλανιδιάς και κούρνιασε θριαμβευτικά στο ψηλότερο κλαδί -άρχοντας του δέντρου και κυρίαρχος του σκοταδιού των ματιών του. Η Άγκνες επέστρεψε στο σπίτι ύστερα από μια διαδρομή με τη συνηθισμένη ομάδα - τ ο καραβάνι της πίτας τώρα διέθετε πέντε οχήματα και έμμισθους υπαλλήλους- και είδε κόσμο συγκεντρωμένο στην αυλή και τον Μπάρτι στα μισά της βαλανιδιάς. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν του λαγού που τον κυνηγάει αλεπού. Παράτησε το αυτοκίνητο στο δρομάκι κι έτρεξε προς τα κει. Θα είχε τσιρίξει αν ο τρόμος δεν της είχε φράξει το λαιμό κι αν δεν είχε δει πως το αγόρι της βρισκόταν ήδη σε ύψος που άνετα θα έσπαγε το σβέρκο του αν έπεφτε. Ό τ α ν ξαναβρήκε τη φωνή της, είχε την ψυχραιμία να σκεφτεί ότι μια δυνατή φωνή, ακόμη και μια σιγανή αλλά ξαφνική παράκληση, μπορεί να τρόμαζε τον Μπάρτι, να τον έκανε να παραπατήσει στο κλαδί που βρισκόταν, να πέσει και να τσακιστεί στο χώμα. Ανάμεσα σ' αυτούς που ήταν παρόντες πριν επιστρέψει το καραβάνι, βρίσκονταν μερικοί που όφειλαν να έχουν τη σύνεση να μην επιτρέψουν αυτή την παραφροσύνη. Ο Τομ Βανάντιουμ, ο Ίντομ και η Μαρία. Κοίταζαν και οι τρεις προς τα πάνω, σοβαροί, με απόλυτη προσήλωση, και το μόνο που μπόρεσε να υποθέσει η Άγκνες ήταν ότι είχαν φτάσει κι αυτοί καθυστερημένα, όταν ο Μπάρτι είχε ήδη σκαρφαλώσει αρκετά ψηλά. Την Πυροσβεστική. Να καλέσει την Πυροσβεστική. Οι πυροσβέστες θα έρχονταν χωρίς σειρήνες και θα έστηναν ήσυχα ήσυχα τις σκάλες τους, χωρίς να τρομάξουν τον Μπάρτι. «Μη φοβάσαι, θεία Άγκνες», είπε η Έιντζελ. «Θέλει πολύ να το κάνει αυτό». «Το τι θέλει να κάνει και το τι πρέπει να κάνει είναι δυο διαφορετικά πράγματα», είπε αυστηρά η Άγκνες. «Ποιος σε
μεγάλωσε, κούκλα μου, και δεν το έμαθες αυτό; Μη μου πεις πως σε μεγάλωσαν οι λύκοι στο δάσος». «Το σχεδιάζαμε εδώ και πολύ καιρό», είπε η Έιντζελ. «Εγώ σκαρφάλωσα στο δέντρο εκατό φορές, μπορεί και διακόσιες. Το περιέγραψα όλο στον Μπάρτι με κάθε λεπτομέρεια, πόντο πόντο: τον κορμό και τις τέσσερις βασικές διακλαδώσεις, όλα τα κύρια και δευτερεύοντα κλαδιά, το πάχος του καθενός, το πόσο λυγίζει το καθένα με το βάρος, τις γωνίες που σχηματίζει και τις διακλαδώσεις του, τους κόμβους και τα κενά. Δεν άφησα ούτε ένα τοσοδά κλαράκι που να μην του το περιγράψω. Τα έχει υπολογίσει όλα, θεία Άγκνες, τα έχει όλα στο μυαλό του. Γι' αυτόν είναι απλά μαθηματικά τώρα». Ο γιος της κι αυτό το λατρευτό πλάσμα ήταν αχώριστοι, κυριολεκτικά από την πρώτη μέρα που είχαν γνωριστεί, πριν από έξι χρόνια. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην ιδιαίτερη αντίληψη της πραγματικότητας που ήταν κοινή και στους δυο -όλοι οι τρόποι που υπάρχουν τα πράγματα-, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο δεσμός μεταξύ τους ήταν τόσο βαθύς που γινόταν ακατανόητος, ήταν μυστηριώδης όσο και η ιδέα της Αγίας Τριάδας: τρεις θεϊκές φύσεις σε μία. Επειδή ήταν τυφλός, αλλά και λόγω της εξαιρετικής ευφυΐας του, ο Μπάρτι μορφωνόταν μόνος του στο σπίτι. Άλλωστε, κανένας δάσκαλος δεν θα μπορούσε να καλύψει τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου παιδιού, ούτε να του εμπνεύσει μεγαλύτερη δίψα για μάθηση απ' αυτή που διέθετε ήδη έμφυτη. Η Έιντζελ παρακολουθούσε την ίδια άτυπη τάξη κι ο μοναδικός συμμαθητής της ήταν ταυτόχρονα και δάσκαλος της. Και τα δυο παιδιά αρίστευαν σταθερά στις τακτικές εξετάσεις που απαιτούσε ο νόμος. Κι ενώ η αχώριστη συντροφιά τους έμοιαζε με ατέλειωτο παιχνίδι, στην ουσία ήταν γεμάτη από διαρκή μάθηση. Έτσι λοιπόν, είχαν οργανώσει μαζί αυτό το παράτολμο σχέδιο. Η Άγκνες, παρ' όλο που ήξερε ότι ήταν μάταιο, δεν άντεξε να μη ρωτήσει: «Γιατί; Θεέ μου, γιατί είναι ανάγκη ένα τυφλό παιδί να σκαρφαλώνει στα δέντρα;» «Είναι τυφλός, σίγουρα, αλλά είναι και αγόρι», είπε η
Έιντζελ. «Και τ' αγόρια πρέπει να σκαρφαλώνουν στα δέντρα». Ό λ ο ι από το καραβάνι της πίτας είχαν τώρα μαζευτεί κάτω από τη βαλανιδιά. Ό λ η η μεγάλη οικογένεια με τα πολλά ονόματα, μεγάλοι και παιδιά, με τα κεφάλια ανασηκωμένα να κοιτάζουν ψηλά και τα χέρια να σκιάζουν τα μάτια τους από τον ήλιο, παρακολουθούσαν τον Μπάρτι μέσα σε απόλυτη σιωπή. «Σχεδιάσαμε τρεις διαδρομές προς την κορυφή», εξήγησε η Έιντζελ. «Η καθεμιά έχει διαφορετικό βαθμό δυσκολίας. Ο Μπάρτι θα τις δοκιμάσει όλες κάποια στιγμή, αλλά για σήμερα διάλεξε τη δυσκολότερη». «Ποια άλλη θα διάλεγε ο Μπάρτι;» είπε η Άγκνες εκνευρισμένη. Η Έιντζελ χαμογέλασε. «Έτσι είναι ο Μπάρτι». Το αγόρι ανέβαινε κι ανέβαινε, από τον κορμό σε κλάρα, από κλάρα σε κλαδί, από κλαδί πίσω στον κορμό. Χεριά τη χεριά, διπλώνοντας τα δυο του γόνατα, ύστερα όρθιος και πάλι, να περπατάει σαν σχοινοβάτης πάνω στα κλαδιά που είχαν κατεύθυνση οριζόντια, να κρεμιέται στα κενά διαστήματα για να περάσει από τη μία κλάρα στην άλλη, να μικραίνει σαν να γινόταν όλο και πιο μικρό παιδάκι όσο ανέβαινε, ήδη ψηλότερα από το σπίτι, με στόχο να εκπορθήσει το καταπράσινο κάστρο της κορυφής. Καθώς μετακινούνταν γύρω από τη βάση της βαλανιδιάς, αλλάζοντας κάθε τόσο θέσεις για να βλέπουν καλύτερα, οι άλλοι κοντοστέκονταν για να δώσουν κουράγιο στην Άγκνες, χωρίς κανείς να λέει κουβέντα, λες και θα ήταν γρουσουζιά το να μιλήσουν. Η Μαρία της έσφιξε τρυφερά το μπράτσο. Η Σελεστίνα την έτριψε μαλακά στο σβέρκο. Ο Ίντομ της έκανε μια γρήγορη αγκαλιά. Η Γκρέις την αγκάλιασε για μια στιγμή από τη μέση και την έσφιξε. Ο Γουόλι της χαμογέλασε κι έκανε το σήμα της νίκης, με τον αντίχειρα προς τα επάνω. Ο Τομ σχημάτισε έναν κύκλο με το δείκτη και τον αντίχειρά του - ό λ α εντάξει, δηλαδή. Μια χαρά ήταν εκεί πάνω ο μικρός. Σήματα και χειρονομίες αισιοδοξίας, ίσως γιατί κι αυτοί δεν τολμούσαν να μιλήσουν, μήπως κι ακούσουν τη φωνή τους να τρέμει, ή την ανάσα τους να λαχανιάζει.
Ο Πολ έμεινε συνεχώς στο πλευρό της Άγκνες. Κάποιες φορές κοίταζε μόνο κάτω, μορφάζοντας, σαν να βρισκόταν εκεί ο κίνδυνος κι όχι ψηλά -που από μια άποψη ίσχυε, γιατί η σύγκρουση με το έδαφος ήταν το επικίνδυνο κι όχι η πτώση καθαυτή-, και κάποιες άλλες προς τα επάνω, το παιδί που σκαρφάλωνε. Κρατούσε σταθερά στην αγκαλιά του την Άγκνες και δεν έβγαζε οΰτε αυτός άχνα. Μόνο η Έιντζελ μιλούσε, με απόλυτα σταθερή φωνή κι απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μπάρτι. «Ό,τι μου διδάσκει ο Μπάρτι εγώ το μαθαίνω, κι ό,τι μπορώ εγώ να δω αυτός το ξέρει. Τα πάντα, θεία Άγκι». Ό σ ο ανέβαινε ο Μπάρτι, τόσο πιο απόλυτος γινόταν ο φόβος της Άγκνες, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε και μια υπέροχη, παράλογη έξαψη. Αγαλλίαζε η ψυχή της στη σκέψη ότι αυτό μποροΰσε να γίνει, μπορούσε να νικηθεί το σκοτάδι. Κάθε τόσο, ο Μπάρτι σταματούσε είτε για να ξεκουραστεί, είτε για να συμβουλευτεί τον τρισδιάστατο χάρτη μέσα στο απίστευτο μυαλό του. Κάθε φορά που ξανάρχιζε, τοποθετούσε τα χέρια του ακριβώς στη σωστή θέση και η Άγκνες φώναζε από μέσα της ένα βουβό Να// Η καρδιά της ήταν μαζί του, ήταν μαζί με τον Μπάρτι, ψηλά στο δέντρο, έτσι όπως εκείνος ήταν κάποτε ασφαλής μέσα στην κοιλιά της. Ο ήλιος κόντευε ν' αγγίξει τον ορίζοντα, όταν ο Μπάρτι έφτασε επιτέλους στην ψηλότερη διακλάδωση. Πέρα απ' αυτή, τα κλαδιά ήταν πολύ νεαρά και αδύναμα για να τον κρατήσουν. Με φόντο έναν ουρανό τόσο κόκκινο που θα καθησύχαζε ακόμη και τους πιο απαισιόδοξους ναύτες, ο Μπάρτι στάθηκε όρθιος πάνω στην τελευταία διχάλα των κλαδιών, πιασμένος με το αριστερό του χέρι από ένα τρίτο ψηλότερο κλαδί για ισορροπία, και με το δεξί καμαρωτά στη μέση -περήφανος, ικανοποιημένος, κυρίαρχος του δέντρου. Είχε παραμερίσει όλα τα εμπόδια που του έβαζε το σκοτάδι και τα είχε μετατρέψει σε σταθερή σκάλα. Τα μέλη της μεγάλης οικογένειας ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και η Άγκνες φαντάστηκε τι σήμαινε αυτό για τον Μπάρτι, τον τυφλό, χαρισματικό Μπάρτι, που είχε τόση καλοσύνη στην καρδιά του όσο και κουράγιο. «Τώρα δε χρειάζεται πια ν' ανησυχείς τι θα γίνει ο Μπάρ-
τι, αν τύχει και πεθάνεις εσύ, θεία Αγκι», είπε η Έιντζελ. «Αφού μπόρεσε να το κάνει αυτό, μπορεί να κάνει τα πάντα. Μην ανησυχείς πια». Η Άγκνες ήταν μόνο τριάντα εννιά χρονών, γεμάτη ζωντάνια και σχε'δια για ζωή, γι' αυτό τα λόγια της Έιντζελ ακούστηκαν κάπως παράταιρα. Κι όμως, σε λίγα χρόνια, της έμελλε ν' αναρωτηθεί μήπως αυτά τα δυο χαρισματικά παιδιά είχαν προβλέψει, ασυνείδητα, ότι εκείνη η αναρρίχηση που είχε παρακολουθήσει με τα μάτια της θα της έδινε σύντομα μεγάλη παρηγοριά. «Πάω επάνω», δήλωσε η Έιντζελ. Με την ευλυγισία και τη σβελτάδα αγριόγατας, το κορίτσι σκαρφάλωσε ως την πρώτη μεγάλη διχάλα. «Όχι, στάσου», φώναξε πίσω της η Άγκνες. «Καλύτερα να κατεβεί ο Μπάρτι, πριν σκοτεινιάσει». Το κορίτσι χαμογέλασε πάνω από το δέντρο. «Ακόμη κι αν μείνει εκεί ψηλά μέχρι να ξημερώσει, πάλι σκοτάδι θα είναι γι' αυτόν όταν θα κατεβαίνει. Μην ανησυχείς, θεία Άγκι». Δοκιμάζοντας τα νεύρα της Σελεστίνα, όπως είχε δοκιμάσει κι ο Μπάρτι της μητέρας του, η Έιντζελ σκαρφάλωσε τόσο γρήγορα στο πελώριο δέντρο, που όταν έφτασε στην κορυφή και στον Μπάρτι, υπήρχε ακόμη μια λωρίδα από κόκκινο φως στον ορίζοντα, που βαφόταν μενεξεδής. Η Έ ι ντζελ στάθηκε δίπλα στον Μπάρτι στην ψηλότερη διχάλα και το κρυστάλλινο καμπανιστό γέλιο της αντιλάλησε από την κορυφή του καταπράσινου θόλου.
Από το 1975 ως το 1978: Ο Λαγός το έσκασε από τον Δράκο, το Φίδι έφυγε για να έρθει το Άλογο και το '78 μπήκε δυνατά, σε ρυθμό δύο τετάρτων, γιατί βασίλευε η μουσική ντίσκο. Οι ξαναγεννημένοι Μπι Τζιζ κυριαρχούσαν στα ραδιοκύματα. Ο Τζον Τραβόλτα ήταν το στυλ. Ροδεσιανοί επαναστάτες, με μαχαίρια κατάλληλα για μάχη μεταξύ ίσων, είχαν τον ανδρισμό και το θάρρος να σφάξουν τις άοπλες καλόγριες και μαθήτριες μιας αποστολής. Ο Σπινκς κέρδι-
σε τον τίτλο από τον Άλι κι ο Άλι τον ξανακέρδισε από τον Σπινκς. Εκείνο το πρωινό του Αυγούστου που η Άγκνες γύρισε σπίτι από το ιατρείο του Τζόσουα Ναν με τ' αποτελέσματα των εξετάσεων και τη διάγνωση για οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία, ζήτησε απ' όλους να τα μαζέψουν και να ξεκινήσουν, όχι για να μοιράσουν πίτες, αλλά για να πάνε σ' ένα μεγάλο λούνα παρκ. Ή θ ε λ ε να κάνει ένα γύρο με το τρενάκι, να της κοπεί η ανάσα από την ταχύτητα και τις απότομες κατηφορικές διαδρομές και, κυρίως, ν' ακούσει τα παιδιά να γελάνε. Είχε σκοπό ν' αποθηκεύσει στη μνήμη της το γέλιο του Μπάρτι, όπως εκείνος είχε απομνημονεύσει το πρόσωπο της πριν από την εγχείρηση όπου θα του αφαιρούσαν τα μάτια του. Δεν έκρυψε από τους δικούς της τη διάγνωση, αλλά καθυστέρησε να τους πει την πρόγνωση, που ήταν ζοφερή. Τα οστά της ήταν ήδη ευάλωτα, γεμάτα μεταλλαγμένα, ανώριμα λευκοκύτταρα, που εμπόδιζαν να παραχθούν τα φυσιολογικά λευκά και κόκκινα αιμοσφαίρια, καθώς και τα αιμοπετάλια. Ο Μπάρτι, που ήταν δεκατριών χρονών αλλά ικανός να χρησιμοποιεί ακουστικά βιβλία πανεπιστημιακού επιπέδου, είχε διαβάσει τα πάντα για τη λευχαιμία όσο περίμεναν τ' αποτελέσματα, για να είναι έτοιμος να κατανοήσει τη διάγνωση. Προσπάθησε να κρύψει το σοκ του όταν άκουσε οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία, που ήταν η χειρότερη μορφή της νόσου, αλλά η προσποίησή του ήταν τόσο βεβιασμένη, που ήταν σαν να είχε αποκαλύψει ότι κατάλαβε. Κι αν τα μάτια του δεν ήταν ψεύτικα, θα είχε προδωθεί εντελώς. Πριν ξεκινήσουν για το λούνα παρκ, η Άγκνες τον τράβηξε παράμερα από τους άλλους και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Άκου, παιδί μου», του είπε γλυκά. «Θέλω να ξέρεις πως δεν εγκαταλείπω. Μη σου περάσει ποτέ τέτοιο πράγμα από το μυαλό. Σήμερα, ας πάμε να διασκεδάσουμε. Και το βράδυ, εσύ, εγώ και η Έιντζελ θα οργανώσουμε σύσκεψη της Πολικής Αδελφότητας των Μη Σατανικών Ηρώων...» - τ ο κορίτσι είχε γίνει το τρίτο μέλος της αδελφό-
τητας εδώ και χρόνια- «όπου θα ειπωθούν όλα τα μυστικά και θα φανερωθούν οι αλήθειες». «Α, αυτή η χαζομάρα», είπε ο Μπάρτι, με μια νότα βαρεμάρας, «Αυτό μην το ξαναπείς. Η αδελφότητα δεν είναι χαζομάρα, ειδικά τώρα. Η αδελφότητα είμαστε εμείς, είναι το πώς είμαστε και πού βρισκόμαστε τώρα. Κι εγώ αγαπώ όλα όσα είμαστε εμείς». Στο λούνα παρκ, μέσα στο τρενάκι που εκτοξευόταν με τρελή ταχύτητα στις τεράστιες κατηφόρες, ο Μπάρτι έζησε μια καινούρια εμπειρία, που δεν ήταν απλώς η αντίδρασή του στις απότομες στροφές και στις βουτιές στο κενό. Τον κατέλαβε εκείνο το είδος της έξαψης που η Άγκνες είχε προσέξει ότι τον έπιανε κάθε φορά που αντιλαμβανόταν κάποια καινούρια στρυφνή μαθηματική θεωρία, που για το δικό της μυαλό ήταν απλώς κορακίστικα. Στα λούνα παρκ, οι τυφλοί δεν στέκονται ποτέ στην ουρά, μπαίνουν πάντα μπροστά. Η Άγκνες έκανε και δεύτερη κούρσα μαζί του, ύστερα ο Πολ έκανε άλλες δυο και τελικά η Έιντζελ τον συνόδευσε σε άλλους τρεις γύρους. Η εμμονή του Μπάρτι για το τρενάκι δεν είχε σχέση με τη συγκίνηση της ταχύτητας, ούτε καν με τη διασκέδαση. Η έξαψη έδωσε τη θέση της σε μια σιωπή όλο περίσκεψη, ειδικά μετά την προτελευταία κούρσα, όπου ένας γλάρος πέρασε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο του, κουνώντας τις φτερούγες του, και τον έκανε να τιναχτεί αλαφιασμένος. Ύστερα απ' αυτό, έχασε κάθε ενδιαφέρον για το λούνα παρκ και το μόνο που είπε ήταν πως είχε σκεφτεί έναν καινούριο τρόπο να αισθάνεται τα πράγματα -εννοώντας, βεβαίως, όλους τους τρόπους που υπάρχουν τα πράγματα-, μια καινούρια γωνία προσέγγισης σ' αυτό το μυστήριο. Μετά το λούνα παρκ, η Κυρία με τις Πίτες δεν πήγε σε νοσοκομείο. Με τον Γουόλι δίπλα, είχε το γιατρό στο σπίτι της να την παρακολουθεί, να της δίνει τα φάρμακα και να της κάνει τις μεταγγίσεις αίματος που απαιτούνταν. Ενώ στην περίπτωση της λεμφοβλαστικής λευχαιμίας συνιστάται η θεραπεία με ακτινοβολίες, στην περίπτωση της μυελοβλαστικής δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Στο συγκεκριμένο περιστατικό
κρίθηκε περιττή -πράγμα που διευκόλυνε την παραμονή της Άγκνες στο σπίτι. Τις πρώτες δυο εβδομάδες, τις ώρες που δεν ακολουθούσε το καραβάνι της πίτας, η Άγκνες δεχόταν επισκέψεις στο σπίτι, σε εξαντλητικούς ρυθμούς. Ή τ α ν πάρα πολλοί οι φίλοι που ήθελε να δει για τελευταία φορά. Πολεμούσε σκληρά την αρρώστια και κρατιόταν ακόμη γερά από την ελπίδα, αλλά δεχόταν επισκέπτες έτσι κι αλλιώς, για την περίπτωση που... Χειρότερη κι από την αδυναμία στα κόκαλα, την αιμορραγία των ούλων, τους πονοκεφάλους, τις μελανιές σιο δέρμα, χειρότερη κι από την αίσθηση κόπωσης και τις κρίσεις δύσπνοιας ήταν η στενοχώρια που προκαλούσε η πάλη της με τη λευχαιμία σ' αυτούς που την αγαπούσαν. Ό λ ο και συχνότερα, όσο περνούσαν οι μέρες, δεν έκρυβαν την ανησυχία και τη λύπη τους. Η Άγκνες τους κρατούσε το χέρι όταν φοβούνταν. Τους ζητούσε να προσευχηθούν μαζί της, όποτε έλεγαν με θυμό ότι ήταν άδικο να της συμβεί αυτό -ειδικά στην Άγκνες, απ' όλους τους ανθρώπους- και δεν τους άφηνε να φύγουν από κοντά της πριν περάσει ο θυμός τους. Πολύ συχνά έπαιρνε τη λατρευτή Έιντζελ στην αγκαλιά της, της χάιδευε τα μαλλιά και την παρηγορούσε με γλυκά λόγια για όλες τις ωραίες στιγμές και τις υπέροχες μέρες που είχαν μοιραστεί. Κι ο Μπάρτι δεν την άφηνε από τα μάτια του κι ας ήταν τυφλός —παρ' όλο που ήξερε ότι η μητέρα του δεν θα πέθαινε σε όλα τα μέρη που ήταν, δεν έβρισκε παρηγοριά στο γεγονός ότι θα εξακολουθούσε να υπάρχει σε άλλους κόσμους, αφού αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ δίπλα της. Ό σ ο δύσκολη ήταν η κατάσταση για τον Μπάρτι, άλλο τόσο ήταν και για τον Πολ. Η Άγκνες το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τον αγκαλιάζει τις νύχτες, και να φωλιάζει κι εκείνη στην αγκαλιά του. Πολλές φορές του έλεγε: «Αν έρθει το χειρότερο, μην ξαναρχίσεις το περπάτημα. Σε παρακαλώ». «Εντάξει», απαντούσε ο Πολ, μάλλον πολύ άνετα. «Το εννοώ. Έ χ ε ι ς πολλές ευθύνες εδώ. Τον Μπάρτι. Το σωματείο. Ανθρώπους που εξαρτώνται από σένα. Φίλους που σ' αγαπάνε. Ό τ α ν έμπλεξες μαζί μου, κύριε, μπήκες σ' έναν κόσμο απ' όπου δε θα μπορέσεις να την κοπανήσεις εύκολα περπατώντας».
«Σου το υπόσχομαι, Άγκι. Αλλά δεν πρόκειται να φύγεις». Την τρίτη βδομάδα του Οκτωβρίου, η Άγκνες έπεσε στο κρεβάτι. Την πρώτη Νοεμβρίου μετέφεραν το κρεβάτι της Άγκνες στο καθιστικό, για να μπορεί να βρίσκεται στο κέντρο του σπιτιού, όπως ήταν πάντα. Δεν δεχόταν πια επισκέπτες, μόνο τα μέλη της μεγάλης οικογένειας με τα πολλά ονόματα. Το πρωί της τρίτης μέρας του Νοεμβρίου, ο Μπάρτι ζήτησε από τη Μαρία να ρωτήσει την Άγκνες τι θα προτιμούσε να της διαβάσει. «Όταν σου πει, βγες από το δωμάτιο και μετά θ' αναλάβω εγώ». «Τι θ' αναλάβεις εσύ μετά;» ρώτησε η Μαρία. «Θέλω να κάνω ένα μικρό αστείο». Σ' ένα τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι υπήρχαν στοίβες βιβλία, αγαπημένα μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές, που η Άγκνες τα είχε διαβάσει όλα αρκετές φορές. Στο λίγο χρόνο που της απέμενε, προτιμούσε τη σιγουριά του γνώριμου από την πιθανότητα να την απογοητεύσουν καινούριες ιστορίες ή καινούριοι συγγραφείς. Ο Πολ της διάβαζε συχνά, το ίδιο και η Έιντζελ. Ο Τομ Βανάντιουμ καθόταν και της κρατούσε συντροφιά, όπως και η Σελεστίνα και η Γκρέις. Εκείνο το πρωί, ο Μπάρτι άκουσε τη μητέρα του να ζητάει από τη Μαρία τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον. Η Μαρία, απορημένη αλλά συνεργάσιμη, έφυγε από το δωμάτιο, όπως είχαν συμφωνήσει, κι ο Μπάρτι τράβηξε το σωστό βιβλίο από το τραπεζάκι χωρίς να τον καθοδηγήσει κανείς. 'Υστερα κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας του κι άρχισε να διαβάζει: «Ποτέ δεν είδα ένα Θαμνότοπο Ποτέ δεν είδα τη Θάλασσα Κι όμως ξέρω πώς είναι το Ρείκι Και τι είναι το Μεγάλο Κύμα». Η Άγκνες ανακάθισε στο κρεβάτι και τον κοίταξε καχύποπτα. «Πήγες κι έμαθες απέξω όλη την Έμιλι Ντίκινσον».
«Απλώς διαβάζω από τη σελίδα», την καθησύχασε ο Μπάρτι. «Ποτέ δε μίλησα με τον Θεό Ούτε και ανέβηκα στον Ουρανό Σίγουρη όμως είμαι για το μέρος Σαν να έχω πάει και ξέρω». «Μπάρτι;» είπε ερωτηματικά η Άγκνες. Συνεπαρμένος από χαρά που της είχε προκαλέσει τέτοιο θαυμασμό, ο Μπάρτι έκλεισε το βιβλίο. «Θυμάσαι τι λέγαμε πριν από χρόνια; Με είχες ρωτήσει πώς γίνεται, αφού μπορώ να περπατήσω εκεί που δεν είναι η βροχή...» «...γιατί να μην μπορείς να πας κι εκεί όπου τα μάτια σου είναι γερά;» θυμήθηκε η Άγκνες. «Σου είχα πει ότι δε λειτουργεί έτσι. Δεν μπαίνω στην κυριολεξία σ' αυτούς τους άλλους κόσμους για ν' αποφύγω τη βροχή. Μπαίνω, κατά κάποιον τρόπο... στην ιδέα αυτών των κόσμων...» «Πολύ κβαντικά πράγματα», είπε η Άγκνες. Ο Μπάρτι έγνεψε καταφατικά. «Σ' αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα όχι μόνο προηγείται του αιτίου, αλλά προκύπτει εντελώς χωρίς αίτιο. Το αποτέλεσμα είναι να μένεις στεγνός στη βροχή, αλλά το αίτιο - ν α μπαίνεις, ας πούμε, σ' έναν κόσμο που δε βρέχει- δε συμβαίνει. Συμβαίνει μόνο η ιδέα του». «Ακόμη πιο περίεργα απ' ό,τι τα λέει ο Τομ Βανάντιουμ». «Τέλος πάντων, εμένα κάτι μου έκανε κλικ όταν ήμαστε στο τρενάκι και κατάλαβα πώς θα μπορούσα να προσεγγίσω το πρόβλημα από μια καινούρια σκοπιά. Σκέφτηκα ότι μπορώ να μπω στην ιδέα της όρασης, να μοιραστώ κατά κάποιον τρόπο την όραση ενός άλλου εγώ μου, σε μια άλλη πραγματικότητα, χωρίς να μεταπηδήσω ολοκληρωτικά σ' αυτή». Ο Μπάρτι χαμογέλασε με την κατάπληξή της. «Λοιπόν, τι λες;» " Η Άγκνες λαχταρούσε να πιστέψει, να ξαναδεί το γιο της
ακέραιο, και το περίεργο ήταν ότι μπορούσε να πιστέψει, κι όχι συναισθηματικά, αλλά επειδή ήταν αλήθεια. Για να της το αποδείξει, ο Μπάρτι της διάβασε ένα απόσπασμα από τις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς. Τέλος, μισή σελίδα από έργο του Μαρκ Τουέιν. Η Άγκνες του ζήτησε να της πει πόσα δάχτυλα του έδειχνε, ο Μπάρτι της απάντησε τέσσερα -και ήταν όντως τέσσερα. Ύστερα, δύο δάχτυλα. Ύστερα, εφτά. Τα χέρια της ήταν κάτασπρα, σι παλάμες της γεμάτες μελανιές. Επειδή οι δακρυγόνοι αδένες του ήταν ανέπαφοι, ο Μπάρτι μπορούσε να κλαίει με τα ψεύτικα μάτια του. Κατ' αντιστοιχία, δεν ήταν και τόσο απίθανο να μπορεί και να βλέπει μ' αυτά. Αυτό το κόλπο όμως ήταν πολύ πιο δύσκολο από το περπάτημα εκεί όπου η βροχή δεν υπήρχε. Το σωματικό και διανοητικό τίμημα που πλήρωνε γι' αυτή τη δανεική όραση ήταν πολύ βαρύ. Η χαρά της μητέρας του, όμως, άξιζε οποιοδήποτε κόστος. Εκτός από την εξουθενωτική νοητική και οργανική προσπάθεια να διατηρεί τη δανεική του όραση, ακόμη πιο σκληρό ήταν για τον Μπάρτι να κοιτάζει ξανά το πρόσωπο της μητέρας του ύστερα από τόσα χρόνια και να το βλέπει τόσο χλομό και αποστεωμένο. Η εικόνα της όμορφης ολοζώντανης γυναίκας που είχε κρατήσει σαν θησαυρό στη μνήμη του θα παραμεριζόταν από δω κι εμπρός από την τωρινή της ταλαιπωρημένη όψη. Συμφώνησαν οι δυο τους πως για τον έξω κόσμο ο Μπάρτι θα εξακολουθούσε να εμφανίζεται σαν τυφλός. Αλλιώς, κινδύνευε να αντιμετωπιστεί σαν φαινόμενο ή σαν πειραματόζωο, ακόμη και παρά τη θέλησή του. Ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει ανοχή στα θαύματα. Μόνο η οικογένεια θα μάθαινε γι' αυτή την εξέλιξη. «Αφού μπορεί να συμβεί ένα τόσο εκπληκτικό πράγμα, Μπάρτι, τι άλλο;...» «Ίσως αυτό να είναι αρκετό». «Ω, σίγουρα είναι! Είναι υπεραρκετό! Μόνο που... ξέρεις, δε λυπάμαι τόσο πολύ που θα... Λυπάμαι που δε θα
είμαι πια εδώ να καταλάβω την αιτία που σμίξατε εσύ και η Έιντζελ. Ξέρω ότι θα είναι κάτι υπέροχο, Μπάρτι. Κάτι μοναδικό». Πέρασαν μερικές μέρες γιορτάζοντας το θαΰμα και, στο διάστημα αυτό, η Άγκνες δεν χόρταινε να τον βλέπει να της διαβάζει. Ο Μπάρτι δεν πίστευε ότι η μητέρα του άκουγε καν το κείμενο. Αυτό που της έδινε τόσο μεγάλη χαρά ήταν το γεγονός ότι ο γιος της είχε ξαναβρεί το φως του κι όχι οι στίχοι ή τα ωραία λόγια κάποιου συγγραφέα. Το απόγευμα της ένατης μέρας του Νοέμβρη, ο Πολ κι ο Μπάρτι κρατούσαν συντροφιά στην Άγκνες και μοιράζονταν όμορφες αναμνήσεις, ενώ η Έιντζελ ήταν στην κουζίνα κι ετοίμαζε ποτά για όλους. Ξαφνικά, η Άγκνες κοκάλωσε και της κόπηκε η αναπνοή. Αγκομαχώντας για αέρα, έγινε άσπρη σαν κιμωλία, κι όταν μπόρεσε ν' αναπνεύσει και να μιλήσει ξανά, είπε ξέπνοα: «Φέρτε την Έιντζελ. Τώρα. Τους άλλους... δεν προλαβαίνουμε». Μαζεύτηκαν γρήγορα και οι τρεις γύρω από το κρεβάτι της και την κρατούσαν σφιχτά, σαν να ήταν δυνατόν να μην την πάρει ο Θάνατος αν δεν την άφηναν. Στον Πολ, η Άγκνες είπε: «Αγάπησα πολύ την αθωότητά σου... και μου άρεσε που σου χάρισα την εμπειρία μου». «Όχι, Άγκι», είπε παρακλητικά ο Πολ. «Και μην ξαναρχίσεις το περπάτημα». Η φωνή της έγινε ακόμη πιο αδύναμη καθώς μιλούσε στην Έιντζελ, αλλά φανέρωνε τόση αγάπη που ο Μπάρτι συγκλονίστηκε από τη δύναμή της. «Ο Θεός είναι μέσα σου, Έ ι ντζελ, γι' αυτό να φωτίσεις τον κόσμο με τη λάμψη σου και τίποτα κακό να μη συμβεί». Το κορίτσι, ανίκανο να μιλήσει από τη συγκίνηση, τη φίλησε κι ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της Άγκνες, αποτυπώνοντας την ανάμνηση από τον αγνό και άδολο χτύπο της καρδιάς της. «Παιδί-θαύμα», είπε η Άγκνες στον Μπάρτι. «Σούπερ μαμά». «Ο Θεός μου χάρισε μια υπέροχη ζωή. Να το θυμάσαι αυτό». Ο Μπάρτι φάνηκε δυνατός για χάρη της. «Εντάξει».
Είδε να κλείνουν τα μάτια της και νόμισε πως την έχασε, αλλά η Άγκνες τ' άνοιξε πάλι. «Υπάρχει ένα μέρος πέρα από όλους τους τρόπους που υπάρχουν τα πράγματα». «Έτσι ελπίζω», είπε ο Μπάρτι. «Η γριά μητέρα σου δε θα σου έλεγε ποτέ ψέματα, έτσι δεν είναι;» «Ποτέ». «Μονάκριβο... παιδί». Ο Μπάρτι της είπε ότι την αγαπούσε κι αυτή ξεψύχησε πάνω στα λόγια του. Καθώς έφευγε, εκείνη η σχεδόν μακάβρια όψη της άρρωστης στο τελικό στάδιο λευχαιμίας εξαφανίστηκε και, πριν την αντικαταστήσει η γκρίζα μάσκα του θανάτου, ο Μπάρτι ξαναείδε όλη την ομορφιά και τη φρεσκάδα που είχε διατηρήσει στη μνήμη του από τριών χρονών, πριν τυφλωθεί. Την ξαναείδε φευγαλέα, σαν να ανέβλυσε από μέσα της κάτι άυλο, ένα τέλειο φως, η ουσία της ψυχής
της·
Από σεβασμό στη μητέρα του, ο Μπάρτι αγωνίστηκε να διατηρήσει τη δανεική όρασή του, ζώντας στην ιδέα ενός κόσμου όπου δεν ήταν τυφλός, ως τη στιγμή που της αποδόθηκαν όλες οι τιμές που της άξιζαν και αφέθηκε ν' αναπαυθεί αιώνια δίπλα στον πατέρα του. Εκείνη τη μέρα φορούσε το καλό του μπλε κοστούμι. Παρίστανε για όλους τον τυφλό, κρατώντας το μπράτσο της Έιντζελ, αλλά δεν του ξέφυγε το παραμικρό και χάραξε στη μνήμη του όλες τις λεπτομέρειες για να μπορεί να τις ανασύρει ξανά, όταν θα βυθιζόταν και πάλι στο σκοτάδι. Η Άγκνες ήταν σαράντα τριών χρονών, πολύ νέα για το τόσο σημαντικό σημάδι που άφησε στον κόσμο. Κι όμως, πάνω από δυο χιλιάδες άτομα παρακολούθησαν την κηδεία της -όπου συμμετείχαν κληρικοί από εφτά διαφορετικά δόγματα- και η πομπή που ακολούθησε προς το νεκροταφείο ήταν τόσο μεγάλη, που αρκετοί πάρκαραν μέχρι κι ενάμισι χιλιόμετρο μακρύτερα και συνέχισαν με τα πόδια. Οι πενθούντες είχαν απλωθεί στα καταπράσινα λοφάκια κι ανάμεσα στους τάφους από πολύ νωρίς, αλλά ο ιερέας που θα τε-
λούσε τη δέηση ξεκίνησε μόνο όταν έγινε βέβαιο ότι είχαν συγκεντρωθεί όλοι. Κανένας δεν έδειξε ανυπομονησία για την καθυστέρηση. Αντίθετα, μετά την τελευταία προσευχή και αφού το φέρετρο κατέβηκε στον τάφο, ο κόσμος δίσταζε να φύγει, όλοι χασομερούσαν με τον πιο ασυνήθιστο τρόπο κι ο Μπάρτι συνειδητοποίησε τότε, πως κατά βάθος, όλοι, όπως κι ο ίδιος, περίμεναν να συμβεί ένα θαύμα, μια ανάσταση και ανάληψη, γιατί ήξεραν ότι ανάμεσά τους είχε ζήσει μέχρι πρόσφατα μια άσπιλη ψυχή. Η Αγκνες Λάμπιον. Η Κυρία με τις Πίτες. Πίσω στο σπίτι, στην ασφάλεια της οικογένειας, ο Μπάρτι κατέρρευσε από την εξαντλητική προσπάθεια να βλέπει με τα μάτια που δεν είχε. Έμεινε δέκα μέρες στο κρεβάτι, με πυρετό, ιλίγγους, ναυτία και ημικρανίες, κι έχασε τέσσερα κιλά μέχρι να αναρρώσει εντελώς. Δεν είχε πει ψέματα στη μητέρα του. Εκείνη είχε συμπεράνει ότι με κάποια κβαντική μαγεία, ο γιος της είχε ξαναβρεί την όρασή του κι ότι αυτό δεν του κόστιζε τίποτα. Ο Μπάρτι απλώς την είχε αφήσει να φύγει με την παρήγορη, λαθεμένη εντύπωση ότι ο γιος της είχε ελευθερωθεί οριστικά από το σκοτάδι. Ο Μπάρτι ξανάγινε τυφλός για πέντε χρόνια, μέχρι το 1983.
Κεφάλαιο 83
Κ Α Θ Ε ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΕΡΑ, η δουλειά γινόταν καλά, στη μνήμη της μητε'ρας του. Στους Φίλους της Κυρίας με τις Πίτες αναζητούσαν πάντα νέες συνταγές και νέους τρόπους για να φωτίσουν τη μικρή γωνιά του κόσμου όπου βρίσκονταν. Η μαθηματική ιδιοφυΐα του Μπάρτι βρήκε μια ανεκτίμητη πρακτική εφαρμογή. Ακόμη και τυφλός, έβλεπε καθαρά τις παραμέτρους εκεί που άλλοι, με ακέραιη την όρασή τους, δεν μπορούσαν καν να τις διακρίνουν. Σε συνεργασία με τον Τομ Βανάντιουμ, κατέστρωσαν εκπληκτικά επιτυχημένες επενδυτικές στρατηγικές, βασισμένες στις περιπλοκές του χρηματιστηρίου εκείνης της ιστορικής περιόδου. Ως το 1980, οι ετήσιες αποδόσεις του σωματείου έφταναν κατά μέσο όρο το εξήντα τοις εκατό του κληροδοτήματος. Εξαιρετικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι είχε ήδη σημειωθεί κάμψη στον ξέφρενο πληθωρισμό της δεκαετίας του '70. Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο της Άγκνες, η οικογένεια με τα πολλά ονόματα άκμασε. Ο Μπάρτι και η Ειντζελ είχαν γίνει αιτία να σμίξουν σε τούτο το μέρος όλοι αυτοί οι άνθρωποι, πριν από δεκαπέντε χρόνια, αλλά το πεπρωμένο για το οποίο είχε κάνει λόγο ο Τομ στην πίσω βεράντα, εκείνη τη νύχτα με τη νεροποντή, προφανώς δεν βιαζόταν να φανερωθεί. Ο Μπάρτι δεν μπόρεσε να βρει ανώδυνο τρόπο να διατηρεί τη δανεική του όραση, κι έτσι ζούσε χωρίς το φως του. Η Έιντζελ δεν είχε λόγο να σπρώξει κανέναν άλλο στον κόσμο με τις μεγάλες αράχνες, όπου είχε πετάξει τον Κάιν. Τα μόνα θαύματα στις ζωές τους ήταν
τα θαύματα της αγάπης και της αδερφικότητας. Παρ' όλα αυτά, τα μέλη της οικογένειας διατηρούσαν την πίστη τους σε μελλούμενα θαύματα, ενώ παράλληλα ζούσαν την κάθε μέρα. Η πρόταση του, η αποδοχή της κι ο γάμος τους δεν αποτέλεσε έκπληξη για κανέναν. Ο Μπάρτι και η Έιντζελ ήταν και οι δυο δεκαοχτώ χρονών όταν παντρεύτηκαν, τον Ιούνιο του 1983. Για μια ώρα μόνο, που δεν ήταν πολύ εξαντλητικό διάστημα, ο Μπάρτι μπήκε στην ιδέα ενός κόσμου όπου τα μάτια του ήταν ακέραια και μοιράστηκε την όραση άλλων Μπάρτι, σε άλλα μέρη, για να μπορέσει να δει τη νύφη όταν περπάτησε στο διάδρομο, στάθηκε στο πλευρό του, έδωσαν μαζί τους όρκους αιώνιας πίστης και της πέρασε στο χέρι το δαχτυλίδι του γάμου. Με τους πολλούς τρόπους που υπάρχουν τα πράγματα, στους άπειρους κόσμους και σε όλη τη Δημιουργία, ο Μπάρτι δεν πίστευε ότι υπήρχε ομορφότερη γυναίκα με καλύτερη καρδιά. Με τη λήξη του μυστηρίου, εγκατέλειψε τη δανεική όρασή του. Θα ξαναζούσε στο σκοτάδι μέχρι το Πάσχα του 1986, αν και κάθε λεπτό της ζωής του το φώτιζε με την παρουσία της η λατρευτή του γυναίκα. Η γαμήλια δεξίωση -μεγάλη, θορυβώδης και πολύ εύθυμη-δόθηκε στις τρεις αυλές χωρίς φράχτες. Το όνομα της μητέρας του αναφερόταν τόσο συχνά και η επιρροή της ήταν τόσο αισθητή στις ζωές όλων όσοι την είχαν γνωρίσει, που ήταν σαν να βρισκόταν κι εκείνη ανάμεσά τους. Το πρωί, μετά την πρώτη τους νύχτα στο ίδιο κρεβάτι και χωρίς κανείς από τους δυο να έχει πει τι ήθελε να κάνει, ο Μπάρι και η Έιντζελ βγήκαν αμίλητοι στην πίσω αυλή και σκαρφάλωσαν μαζί στη μεγάλη βαλανιδιά, για να δουν από την κορυφή της την ανατολή του ήλιου.
Τρία χρόνια αργότερα, την Κυριακή του Πάσχα του 1986, το πασχαλινό κουνελάκι τούς έφερε ένα δώρο: η Έιντζελ
γέννησε τη Μαίρη. «Καιρός για ένα ωραίο, συνηθισμένο όνομα σ' ετούτο το σπίτι», δήλωσε. Για να δει τη νεογέννητη κόρη του, ο Μπάρτι δανείστηκε την όραση άλλων Μπάρτι και τόσο πολΰ λάτρεψε το ζαρωμένο μουτράκι της Μαίρης, που κράτησε την όραση όλη τη μέρα, μέχρι που η αφόρητη ημικρανία σε συνδυασμό με μια ξαφνική, ανησυχητική σΰγχυση του λόγου τον έριξαν πίσω στην ασφάλεια του σκοταδιοΰ. Η ομιλία του επανήλθε σχεδόν αμέσως, αλλά φοβήθηκε πραγματικά μήπως η τρομερά έντονη προσπάθειά του να κρατήσει τη δανεική όραση τόσες πολλές ώρες κατέληγε σε εγκεφαλικό, ή τίποτα χειρότερο. Τυφλός έμεινε ως ένα απόγευμα του Μαρτίου του 1993, οπότε κι έγινε επιτέλους το θαΰμα κι αποκαλύφθηκε το νόημα που είχε προβλέψει πριν από πολλά χρόνια ο Τομ Βανάντιουμ. Όταν η Έιντζελ ήρθε τρέχοντας να φωνάξει τον Μπάρτι, ξέπνοη από τη συγκίνηση, αυτός συζητοΰσε με τον Τομ Βανάντιουμ στα γραφεία του σωματείου, πάνω από το γκαράζ. Εδώ και χρόνια, τα πρώην διαμερίσματα των διδΰμων είχαν ενοποιηθεί κι επεκταθεί, όταν το γκαράζ από κάτω διπλασιάστηκε σε έκταση, προσφέροντας έτσι μια άνετη κατοικία στον Τομ Βανάντιουμ αλλά και χώρο εργασίας ταυτόχρονα. Ο Τομ, που ήταν πια εβδομήντα έξι χρονών, συνέχιζε να δουλεΰει για το σωματείο και επειδή δεν υπήρχε όριο συνταξιοδότησης, ο πάτερ Τομ ήξερε ότι θα δοΰλευε μέχρι να πεθάνει. «Κι αν τΰχει σε μέρα καραβανιοΰ», συνήθιζε ν' αστειεύεται, «αφήστε με εκεί που θα πέσω κι ελάτε να με μαζέψετε στο γυρισμό, όταν θα έχετε παραδώσει όλες τις πίτες. Δε θέλω να γίνω εγώ υπεΰθυνος να χάσει κάποιος την πίτα που περιμένει». Ο Βανάντιουμ ήταν και πάλι πάτερ Τομ, έχοντας επιστρέψει στο σχήμα του πριν από τρία χρόνια. Ύστερα από αίτησή του, η Εκκλησία τον είχε ορίσει εφημέριο των Φίλων της Κυρίας με τις Πίτες. Ο Μπάρτι κι ο Τομ εκείνη την ώρα έτυχε να κουβεντιάζουν για κάποιον καθηγητή της κβαντικής μηχανικής που
είχαν δει στην τηλεόραση. Ή τ α ν ε'να ντοκιμαντέρ με θέμα την παράξενη συγγένεια ανάμεσα στην πίστη ότι το σύμπαν είναι δημιούργημα ανώτερης δύναμης και σε μερικές πρόσφατες ανακαλύψεις στους τομείς της κβαντικής μηχανικής και της μοριακής βιολογίας. Ο καθηγητής είχε ισχυριστεί ότι μερικοί συνάδελφοι του, μια ελάχιστη μειοψηφία για την ακρίβεια, πίστευαν ότι με τη βαθύτερη αντίληψη της πραγματικότητας σε κβαντικό επίπεδο, θα οδηγηθούμε σε μια απρόσμενη προσέγγιση επιστήμης και θρησκευτικής πίστης. Η Έιντζελ τους διέκοψε ορμώντας σαν σίφουνας στο δωμάτιο, με κομμένη την ανάσα. «Τρέξτε γρήγορα! Είναι απίστευτο. Είναι υπέροχο. Πρέπει να το δείτε. Μπάρτι, εννοώ ότι πρέπει να το δεις». «Εντάξει». «Σου λέω ότι πρέπει να το δεις οπωσδήποτε». «Τι μου λέει;» ρώτησε ο Μπάρτι τον Τομ. «Σου λέει ότι έχεις πρόβλημα ακοής». Ό π ω ς σηκωνόταν από την καρέκλα του, ο Μπάρτι άρχισε να εξοικειώνεται πάλι με την αίσθηση όλων των τρόπων με τους οποίους υπάρχουν τα πράγματα και να μπαίνει με το μυαλό του μέσα στις θηλιές, τις σχισμές και τα ανοίγματα της πραγματικότητας που είχε συλλάβει εκείνη την ημέρα πάνω στο τρενάκι του λούνα πάρκ. Ό τ α ν έφτασε πια στη βάση της σκάλας και στην αυλή που σκίαζε η μεγάλη βαλανιδιά, ακολουθώντας τον Τομ και την Έιντζελ, εκείνη η μέρα εμφανίστηκε σταδιακά μπροστά του σε όλη της την καθαρότητα. Η Μαίρη έπαιζε στην αυλή κι ο Μπάρτι, όταν την είδε για πρώτη φορά ύστερα από εφτά χρόνια, ένιωσε σαν να μην τον κρατούσαν τα γόνατά του. Ή τ α ν ολόιδια η μητέρα της. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν η Έιντζελ τότε, στα τρία της, όταν είχε πρωτοέρθει εδώ, το 1968, τη μέρα που είχε εξερευνήσει την κουζίνα και είχε βρει μια τοστιέρα κάτω από μια κάλτσα με πουλιά. Αν η θέα της κόρης του τον έκοψε τα γόνατα, η θέα της γυναίκας του, πάλι ύστερα από εφτά χρόνια, τον ανέβασε στα ουράνια. Το τετράχρονο γκόλντεν ριτρίβερ τους, η Κοκό, κυλιόταν ανάσκελα στο γρασίδι, με τις τέσσερις πατούσες στον αέρα,
προσφέροντας τη μαλλιαρή κοιλιά του για χάδια από τα χεράκια της μικρής κυράς του. «Αγάπη μου», είπε η Έιντζελ στην κόρη της. «Δείξε μας το παιχνίδι που έπαιζες λίγο πριν με την Κοκό. Δείξε μας, κούκλα μου. Έ λ α , δείξε μας. Δείξε μας». «Η μαμά έχει ξετρελαθεί», είπε η Μαίρη στον Μπάρτι. «Την ξέρεις τη μαμά», της είπε τρυφερά ο Μπάρτι, ρουφώντας λαίμαργα την κάθε λεπτομέρεια από το πρόσωπο του κοριτσιού κι αποτυπώνοντας τις εικόνες στη μνήμη του για να τις ανασύρει αργότερα, στο σκοτάδι. «Δηλαδή, τώρα μπορείς να με βλέπεις κανονικά, μπαμπά;» «Ναι, μπορώ». «Σ' αρέσουν τα παπούτσια μου;» «Είναι απίθανα». «Τα μαλλιά μου, έτσι που τα έχω...» «Δείξε μας, δείξε μας!» φώναξε ανυπόμονα η Έιντζελ. «Εντάξει», είπε βαριεστημένα η Μαίρη. «Κοκό! Έ λ α να παίξουμε». Το σκυλί έφερε τούμπα και πετάχτηκε πάνω κουνώντας την ουρά, έτοιμο για παιχνίδια. Η Μαίρη είχε μια κίτρινη πλαστική μπάλα, απ' αυτές που η Κοκό ευχαρίστως θα κυνηγούσε όλη τη μέρα και, αν την άφηναν, θα μασούσε όλη τη νύχτα ξεσηκώνοντας το σπίτι με τα σκουξίματά της. «Θέλεις την μπάλα;» ρώτησε την Κοκό. Η Κοκό την ήθελε, βεβαίως, την ήθελε πάρα πολύ, έπρεπε να την πάρει οπωσδήποτε, και ρίχτηκε στο κυνήγι αμέσως μόλις η Μαίρη προσποιήθηκε πως πετούσε την μπάλα. Αφού είχε φύγει κάνα δυο μέτρα μπροστά και κατάλαβε ότι η κυρά του δεν είχε πετάξει τελικά την μπάλα, το σκυλί έκανε απότομη μεταβολή και όρμησε προς τα πίσω. Η Μαίρη έτρεξε -«Πιάσε με, αν μπορείς!»-, αλλάζοντας απότομα κατευθύνσεις. Η Κοκό έτρεξε πίσω από το κορίτσι, ακολουθώντας κάθε αλλαγή κατεύθυνσης με τρελές σβούρες πάνω στο χορτάρι. Η Μαίρη έφερε κι αυτή σβούρα, στράφηκε απότομα αριστερά... ...κι εξαφανίστηκε.
«Ω Θεέ μου», είπε ο Τομ. Τη μια στιγμή, το κορίτσι και η κίτρινη μπάλα. Την επόμενη στιγμή, τίποτα. Σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Η Κοκό φρέναρε απότομα, σταμάτησε απορημένη, κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, και κοκάλωσε με τ' αυτιά ανασηκωμένα, να ακούσει κάποιον ήχο από το κοριτσάκι. Και ύστερα, πίσω από το σκυλί, εμφανίστηκε η Μαίρη, από το πουθενά, με την μπάλα στα χέρια. Η Κοκό στριφογύρισε έκπληκτη και το κυνηγητό ξανάρχισε. Τρεις φορές εξαφανίστηκε η Μαίρη κι άλλες τρεις εμφανίστηκε ξανά, πριν οδηγήσει τη λαχανιασμένη και σαστισμένη Κοκό κοντά στον πατέρα και στη μητέρα της. «Καλό, ε;» «Πότε κατάλαβες ότι μπορείς να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε ο Τομ. «Πριν από λίγο», είπε το κορίτσι. «Καθόμουν εκεί στη βεράντα κι έπινα μια Πέπσι και τότε μου ήρθε». Ο Μπάρτι κοίταξε την Έιντζελ, η Έιντζελ κοίταξε τον Μπάρτι και γονάτισαν και οι δυο στο χορτάρι μπροστά στην κόρη τους. Χαμογελούσαν συνωμοτικά... και ύστερα έπαψαν να χαμογελάνε. Η Έιντζελ σίγουρα επειδή είχε σκεφτεί τον τόπο με τις μεγάλες αράχνες όπου είχε σπρώξει τον Ί ν ο χ Κάιν, κι ο Μπάρτι μάλλον επειδή είχε σκεφτεί ακριβώς το ίδιο. «Αγάπη μου, είναι εκπληκτικό, είναι θαυμάσιο», είπε η Έιντζελ στην κόρη της. «Αλλά πρέπει να προσέχεις». «Μη φοβάσαι, μαμά. Απλώς μπαίνω για λίγο σ' ένα άλλο μέρος και ξαναγυρίζω. Είναι σαν να πηγαίνεις από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Δε γίνεται να κολλήσω εκεί». Κοίταξε τον πατέρα της. «Ξέρεις πώς είναι, μπαμπά». «Περίπου. Αυτό που εννοεί η μητέρα σου είναι ότι...» «Κάποια απ' αυτά ίσως είναι κακά μέρη», την προειδοποίησε η Έιντζελ. «Ναι, βέβαια, το ξέρω», είπε η Μαίρη. «Αλλά όταν το μέρος είναι κακό, το αισθάνεσαι πριν μπεις μέσα. Έτσι, περνάς στο επόμενο, που δεν είναι κακό. Σιγά το πρόβλημα». Σιγά το πρόβλημα. Ο Μπάρτι ήθελε να την αγκαλιάσει. Την αγκάλιασε.
Αγκάλιασε και την Έιντζελ. Αγκάλιασε και τον Τομ Βανάντιουμ. «Χρειάζομαι ένα ποτό», είπε ο πάτερ Τομ. Η Μαίρη Λάμπιον μορφώθηκε στο σπίτι, όπως ο πατέρας και η μητέρα της. Μόνο που δεν μελέτησε μόνο ανάγνωση, γραφή κι αριθμητική. Με τον καιρό ανέπτυξε μια σειρά από εκπληκτικές ικανότητες που δεν διδάσκονται σε κανένα σχολείο κι εξερεύνησε ένα μεγάλο αριθμό από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους υπάρχουν τα πράγματα, ταξιδεύοντας σε κόσμους που είναι εδώ και δεν είναι ορατοί. Ο Μπάρτι άκουγε τις περιγραφές της και, διά μέσου αυτής, αν και τυφλός, είδε περισσότερα απ' όσα θα είχε μπορέσει να δει αν δεν έχανε τα μάτια του. Το βράδυ των Χριστουγέννων του 1996, η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο μεσαίο από τα τρία σπίτια για το γιορταστικό δείπνο. Τα έπιπλα του καθιστικού μεταφέρθηκαν στην άκρη και ενώθηκαν τρία τραπέζια από τοίχο σε τοίχο, κατά μήκος του δωματίου, για να χωρέσουν όλοι. Ό τ α ν το μακρύ τραπέζι γέμισε φαγητά και τα ποτήρια κρασί κι αφού όλοι είχαν καθίσει στις θέσεις τους, εκτός από τη Μαίρη, η Έιντζελ πήρε το λόγο. «Η κόρη μου θέλει να κάνει μια μικρή παρουσίαση πριν πω την προσευχή. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά με διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται ούτε να μας τραγουδήσει, ούτε να μας χορέψει, ούτε να μας διαβάσει ποιήματά της». Ο Μπάρτι, που καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού, αισθάνθηκε την παρουσία της Μαίρης μόνο όταν το κορίτσι ήταν έτοιμο να τον αγγίξει. Τον έπιασε από το μπράτσο και είπε: «Μπαμπά, μπορείς να στρίψεις λίγο την καρέκλα σου από το τραπέζι για να καθίσω στα γόνατά σου;» «Αν πρόκειται για παρουσίαση, μάλλον εμένα θα παρουσιάσεις», αστειεύτηκε ο Μπάρτι. Τράβηξε την καρέκλα και πήρε την κόρη του στα γόνατά του. «Θυμήσου όμως ότι δε φοράω γραβάτα». «Σ' αγαπώ, μπαμπά», είπε η Μαίρη κι έβαλε τις παλάμες της στο μέτωπο του.
Μέσα στο σκοτάδι του Μπάρτι ήρθε το φως, χωρίς αυτός να το έχει επιδιώξει. Είδε τη Μαίρη χαμογελαστή στην αγκαλιά του, καθώς κατέβαζε τα χέρια της από το μέτωπο του, είδε τα πρόσωπα της οικογένειάς του, το τραπέζι στολισμένο χριστουγεννιάτικα και πολλά κεριά αναμμένα. «Αυτό είναι πια δικό σου, μπαμπά», είπε η Μαίρη. «Είναι μοιρασμένη όραση, απ' όλους τους άλλους εαυτοΰς σου, σε όλα τα άλλα μέρη που υπάρχουν, αλλά δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα για να την κρατήσεις. Ούτε πονοκέφαλοι πια, ούτε άλλα προβλήματα. Καλά Χριστούγεννα, μπαμπά». Έτσι, σε ηλικία τριάντα ενός χρονών, ύστερα από είκοσι οχτώ χρόνια ζωής στο σκοτάδι, εκτός από μερικά μικρά διαλείμματα, ο Μπάρτι Λάμπιον πήρε το δώρο της όρασης από τη δεκάχρονη κόρη του.
Από το 1996 μέχρι το 2000: Μέρα τη μέρα, γινόταν η δουλειά στη μνήμη της Άγκνες Λάμπιον, του Τζόι Λάμπιον, του Χάρισον Γουάιτ, της Σεραφείμ Γουάιτ, του Τζέικομπ Άιζακσον, του Σάιμον Μάγκιουσον, του Τομ Βανάντιουμ, της Γκρέις Γουάιτ και πολύ πρόσφατα του Γουόλι Λίπσκομπ. Στη μνήμη όλων εκείνων που έδωσαν τόσα πολλά και που, αν και ίσως είναι ακόμα ζωντανοί σε άλλα μέρη, δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Στο δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών της χρονιάς με τα τρία μηδενικά, στήθηκαν πάλι τρία τραπέζια από τη μια άκρη στην άλλη και η Μαίρη Λάμπιον, δεκατεσσάρων ετών πια, έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανακοίνωση όταν σέρβιραν την παραδοσιακή κολοκυθόπιτα. Στα ταξίδια της, εκεί όπου κανένας άλλος εκτός απ' αυτή δεν μπορούσε να πάει, ύστερα από εφτά απίθανα χρόνια εξερευνήσεων ενός ελάχιστου μέρους των άπειρων άλλων κόσμων, διαισθανόταν χωρίς καμιά αμφιβολία ότι - ό π ω ς είχε πει και στον Μπάρτι η μητέρα του από το νεκρικό της κρεβάτι-, από όλους τους τρόπους που υπάρχουν τα πράγματα, είναι ένα ξεχωριστό μέρος, ένα μέρος που λάμπει. «Με τον καιρό, θα βρω τον τρόπο να πάω εκεί και να το δω».
«Χωρίς να πεθάνεις πρώτα», είπε αναστατωμένη η μητέρα της. « Ό χ ι βέβαια», απάντησε η Μαίρη. «Χωρίς να πεθάνω πρώτα. Αυτός θα ήταν ο εύκολος τρόπος να φτάσω. Είμαι μιο Λάμπιον, το ξέχασες; Παίρνουμε εμείς ποτέ τον εύκολο δρόμο, όταν μπορούμε να το αποφύγουμε; Διάλεξε μήπως ο μπαμπάς την ευκολότερη διαδρομή για την κορυφή της βαλανιδιάς;» Ο Μπάρτι όρισε έναν κανόνα: «Χωρίς να πεθάνεις πρώτα... και αφού βεβαιωθείς ότι μπορείς να ξαναγυρίσεις». «Αν πάω ποτέ εκεί, θα γυρίσω», υποσχέθηκε η Μαίρη στην οικογένειά της. «Φανταστείτε πόσα πράγματα θα έχουμε να κουβεντιάσουμε. Ίσως να φέρω και καμιά καινούρια συνταγή για πίτες από το Εκεί Πέρα». Το 2000, η Χρονιά του Δράκου, αποχωρεί χωρίς βρυχηθμούς μπροστά στη Χρονιά του Φιδιού, και μετά το Φίδι έρχεται το Άλογο. Μέρα τη μέρα, γίνεται η δουλειά στη μνήμη εκείνων που έφυγαν πριν από μας και, έχοντας βάλει μπροστά τη δική της δουλειά, η νεαρή Μαίρη βρίσκεται κάπου ανάμεσά σας. Μέχρι στιγμής, μόνο η οικογένειά της ξέρει πόσο ξεχωριστή είναι. Κάποια μοναδική μέρα όμως, αυτό θ' αλλάξει.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Για χάρη της αφήγησης, έχω παραλλάξει ελαφρά την εσωτερική διαρρύθμιση των ορόφων του νοσοκομείου Σεντ Μαίρη στο Σαν Φρανσίσκο. Σ' αυτό το μυθιστόρημα, τα πρόσωπα που εργάζονται στο Σεντ Μαίρη είναι φανταστικά και δεν έχουν καμία σχέση με κανένα από τα μέλη του προσωπικού του εξαιρετικού αυτού ιδρύματος, παλαιότερα ή τωρινά. Δεν είμαι ο πρώτος που παρατηρεί ότι πολλά από αυτά που μας αποκαλύπτει η κβαντική μηχανική για τη φύση της πραγματικότητας είναι μυστηριωδώς συμβατά με την πίστη, και ειδικότερα με την ιδέα περί δημιουργίας του σύμπαντος. Αρκετοί εξέχοντες φυσικοί έχουν γράψει γι' αυτό το θέμα πριν από μένα. Απ' όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, ωστόσο, η ιδέα ότι οι ανθρώπινες σχέσεις αντανακλούν τη θεωρία της κβαντικής μηχανικής παρουσιάζεται για πρώτη φορά σ' αυτό το βιβλίο: Κάθε ανθρώπινη ζωή είναι περίπλοκα συνδεδεμένη με κάθε άλλη, σε ένα επίπεδο τόσο βαθύ όσο είναι αντίστοιχα το υποατομικό για τον φυσικό κόσμο. Ως υπόβαθρο του φαινομενικού χάους λειτουργεί μια παράξενη τάξη. Και οι «αλλόκοτες συνέπειες σε απόσταση», όπως θα το έθετε ο γνώστης της κβαντικής θεωρίας, παρατηρούνται τόσο συχνά στην κοινωνία των ανθρώπων όσο και στα ατομικά, μοριακά ή άλλα φυσικά συστήματα. Σ' αυτή την ιστορία, ο Τομ Βανάντιουμ αναγκάζεται να απλουστεύσει και να συμπτύξει περίπλοκα θέματα της κβαντικής μηχανικής μέσα σε λίγες προτάσεις, σε ένα και μόνο κεφάλαιο, γιατί, παρ' όλο
που δεν γνωρίζει ότι είναι φανταστικός χαρακτήρας, είναι υποχρεωμένος να διασκεδάσει και όχι να μπερδέψει τον αναγνώστη. Ελπίζω οι φυσικοί που θα διαβάσουν αυτό το βιβλίο να τον κρίνουν με επιείκεια.