»-^» ι*1·* ?»··'* " 5*1. *■>;
Μιά παληομοδίτικη ιστορία πού ξετυλίγεται σαν μαγευτικό παραμύθι, χάρη στήν ομορφιά καί τή λαχτάρα των νεαρών ηρωίδων πού αντιστέκονται στόν αμείλικτο χρόνο, περιμένοντας καρτερικά τήν προσγείωση του μεγάλου έρωτα. Γιατί ϋπηρχε μιά εποχή πού ή αγάπη άργοϋσε νά ' ρθεϊ. Αντίθετα μέ τή νεαρή ηρωίδα πού, έρμαιο του παρορμητικού της ενστίκτου, παραδίδεται σ' έναν άγγελο πού τήν περιμένει στό υπόγειο του σπιτιού της. Καί τολμά νά ζήσει συναρπαστικές περιπέτειες γιά νά εξελιχθεί έν αγνοία της σέ κατακτήτρια της πιό ουσιαστικής ελευθερίας. Γιατί ή ελευθερία καί τότε, πρίν πενήντα χρόνια, καί πάντοτε προκύπτει, όχι άπό συλλόγους καί κραυγαλέα μανιφέστα, άλλά άπό τήν ατομική συνειδητοποίηση, πού διαλέγει τελικά τό προσωπικό ήθος, αγνοώντας τούς περιορισμούς τών έξωθεν απαγορεύσεων.
| · . Ή μαχέτα τοϋ εξωφύλλου ΕΊΝΑΙ της Μαρίνας Όρφανίίου.
ΙΔΒΝ: 960221-080-Χ
Κάθε γνήσιο συγγραφέως.
αντίτυπο
φέρει
την
ΰπογρχφή
Λιλή Ζωγράφου
της
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ © Λιλή Ζωγράφου και ' Εκδόσεις "Αλεξάνδρεια, Σόλωνος 133, 106 77 Αθήνα, τηλ. 3806305, 3821813, ίβχ 3838173
Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 1994 Κεντρική
διάθεση:
Σόλωνος
133,106
77
Αθήνα,
τηλ.
ίαχ 3838173 Βιβλιοπωλείο: Πεσμαζόγλου 5 (Στοά τοϋ Βιβλίου), 105 64 Αθήνα,
3806305,
3821813,
44η έκδοση
τηλ. 3311719
Ι5ΒΝ 960-221-08-Χ Διορθώσεις: Δήμητρα Τουλάτου Στοιχειοθεσία: ϋπβ Ατί Φίλμ-μοντάζ: Γιώργος καί Εύη Κώτσου Εκτύπωση: Φωτοδότης Α.Ε. Βιβλιοδεσία: Κώστας Δελής
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Η
σιωπή βασίλευε στήν περιοχή τόσο πού φαινόταν ακατοίκητη μες στό φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στά ρόδινα ώς πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες πού πλέανε στό κενό ξεκολλημένες από τόν ουρανό. Τά θεριεμένα δέντρα, θάμνοι καί λουλούδια δλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν εναν φράχτη πού απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη άπό τό μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας τήν πυκνή πρασινάδα στό μονοπάτι πού οδηγούσε στή μισάνοιχτη καγκελένια ε'ίσοδο μπορούσες ν' αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες νά πηγαινοέρχονται μέ μπαμπακένια βήματα στόν εξώστη του σπιτιού. Δέν ήξερες άν ήταν τρεις ή μία καί ή σκιά της, τόσο ϊδιες, παμπάλαιες, σάν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων πού δέν ζουν τώρα καί δεκαετίες. Μέσα άπό τή χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ό θόρυβος μιας αναπνοής πού αγωνιζόταν νά επαναληφθεί. Ή αχαμνή φωτιά τοΰ τζακιού δπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια καί θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στά αντικείμενα πού περιβάλλανε τή γριά πού ξε-
8
Η
ΖΩΓΡΑΦΟΤ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΛΙΛΗ ΜΙΑ Μ ΕΡΑ
ψυχοΰσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν —κατ' έντολήν της ετοιμοθάνατης—ν' ανάψει πρίν πήξει τό σκοτάδι έξω. Οί τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στήν αυλή. Ό γιατρός ομολόγησε πρίν λίγο λυπημένος στήν Έργίνη δτι ή κυρία Ασπασία δέν θά ζοΰσε πέρα άπό ένα εικοσιτετράωρο τό πολύ. «Τά χρόνια, βλέπετε, δέν βοηθούνε». ' Η ' Εργίνη μέ κοψιά καί στήσιμο μόνιμου λοχία τόν κεραυνοβόλησε μέ τό βλέμμα γιά τή διπλή βλασφημία. Πρώτον ή Ασπασία είναι δεσποινίς, άλλά καί γιά τόν υπαινιγμό της ηλικίας πού ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ό παλιός οικογενειακός τους γιατρός πού σεβότανε τόν άγραφο νόμο νά αναφέρονται ηλικίες καί ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος καί άπό τόν μακαρίτη τόν πατέρα τους. Τί νά περιμένεις άπ,' αυτούς- τούς ανίδεους νέους επιστήμονες; Λές κι είναι δυνατό νά χαθεί ή αδελφή Ασπασία σάν νά 'ταν ό πρώτος τυχών. Ποιος θ' αποφάσιζε γιά την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών καί ποιος θά εμφανιζόταν σάν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη τήν έξοδο άπ' οπού έφυγε πρίν λίγο ό γιατρός, αγανακτισμένη γιά τήν ιεροσυλία πού ξεστόμισε. Ποιά ήταν ή Ασπασία γιά νά πεθάνει δπως δλοι; Ή Ασπασία πού τή σεβόταν δλο τό Νεοχώρι καί πού διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τόν "ίδιο κλονισμό εΐχαν ζήσει καί μέ τό θηριώδη πατέρα πού, άφου αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε ή Ασπασία πώς ένας Φτενοΰδος δέν πεθαίνει ετσι έτσι καί πώς θά νικούσε καθώς κι ό Διγενής τό Θάνατο στά μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτεν.οΰδος δέν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Καί είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, άλλά κανείς δέν έμαθε άπό τί έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε ή μητέρα, μ' δλο τό σεβασμό, νά καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σάν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ' άπό τ' αγκαθωτά άσπρα γένια του τά βρώ- , μικα κίτρινα δόντια του, «δέν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη νά μοΰ παραστήσει τόν πολύξερο. Έγώ ξέρω πότε θά σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια. Δέν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οί κόρες του, σίγου^ ρες γιά τήν παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν δταν φώναξε ή μάνα τους, «ό πατέρας σας πέθανε». Έτρε-
5
ξαν δλες κι έσκυψαν πάνω άπό τό ακίνητο πτώμα, βέβαιες δτι άντίκρυζαν μιά ανωμαλία της ζωής. Στά μάτια όλονών τους διάβαζες τήν Ί'δια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενοΰδος; Δυσκολεύτηκαν γιά καιρό νά παραδεχτούν τό θάνατο του. "Οχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τούς ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο άπό τήν τρομάρα. Καί τώρα τρόμαζαν γιά τήν ανατροπή του. Τόν ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο καί πολύ καιρό μετά τό θάνατο του κοψοχολιάζανε μπάς καί κάποια στιγμή εκτιναχτεί άπό τόν τάφο του —καθώς του άνα-
6
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛΙΛΗ
ΖΩΓΡΆΦΟΥ
βαν τό καντήλι—καί τούς ζητούσε τό λόγο, γιά τό πώς οντάς κατώτερες του τολμούσαν νά επιζούν μέ τέτοιο θράσος καί υγεία προσβάλλοντας τόν ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ νά συνηθίσουν στήν ιδέα πώς δέν θά χρειαζόταν νά λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας τήν εξουσία του αψηφώντας τον. Ζήλευαν τή μάνα τους τήν Εριφύλη πού αποδέχτηκε νηφάλια τό θάνατο του. Φοβότανε σίγουρα καί κείνη τή συνάντηση της μέ τόν Θεό γιά τό μεγάλο της αμάρτημα πού δέν εξομολογήθηκε ποτέ. Άλλά πίστευε πώς οί νεκροί δέν αισθάνονται σάν τούς κακόμοιρους τούς ζωντανούς καί πώς ή Ί'δια δέν θά φοβόταν πιά τίποτα καί κανέναν δσο τόν Μιχαήλο Φτενοΰδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα καί τρομοκρατημένα, μέ τήν ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους καί έξι θυγατέρες σύμφωνα μέ τά χαρτιά. "Οταν γεννήθηκε ή προτελευταία φώτισε ό κόσμος άπό τήν ομορφιά της νεογέννητης, μέ τήν πρώτη κιόλας μέρα τοΰ ερχομού της. Μέ δυό σπάνια μενεξελιά μάτια πού κοίταζαν εκστατικά τήν Εριφύλη. Κι ΑΥΤΉ τήν έσφιγγε σφιχτά στήν αγκαλιά της, νιώθοντας γιά πρώτη φορά στή ζωή της τό θαύμα τοΰ έρωτα. Καί πρώτη φορά χαμογέλασε πραγματικά ευτυχισμένη θαυμάζοντας τό όπάλινο πρόσωπο τοΰ παιδιού, καθώς τά μάτια του ρίχνανε γαλάζιες ανταύγειες σάν αποκόμματα τοΰ ούρανοΰ στό μέτωπο καί τά μάγουλα του, τόσο διάφανο καί λαμπερό σάν τά πρωινά τοΰ κόσμου. Κι δλη στεφανωμένη άπό άφθονα ξανθά μαλλιά, απροσδόκητα φωτεινή στήν καταμελάχρινη οικογένεια καί τόσο ξένη άπό τήν άγροίκα μαυριδερή μορφή τοΰ Μιχαήλο, πού θά 'λεγες πώς τή συνέλαβε μόνη της ή μάνα, μυρίζοντας τ' αγριολούλουδα τοΰ κήπου της, τόσο πού διψούσε γιά ομορφιά καί έρωτα. "Τστερα φοβήθηκε μήν τή χάσει τέτοια σπάνια κόρη. Ειχε ακούσει γιά ένα βρέφος πού πέθανε νωρίς χωρίς ΑΙΤΊΑ καί πώς ή μαμή πού τό φαλόδεσε τό 'πε: « "Οταν δώ νεογέννητο σάν άγγελο φρεσκοκομμένο άπό τά λουλούδια τοΰ παραδείσου, τό ξέρω πώς δέν θά μείνει γιά πολύ κοντά στους θνητούς καί πώς θά ξαναγυρίσει σύντομα στους ουρανούς πού ανήκει». Τή βάφτισε 'Ερατώ. Τί σημαίνει, τή ρώτησαν τ' άλλα της κορίτσια. «' Ερατώ σημαίνει ΑΥΤΉ πού ξυπνάει τήν επιθυμία. Ήταν μιά άπό τίς Μοΰσες, άλλά καί μιά Νηρηίδα ανάμεσα στις πενήντα θυγατέρες τοΰ Νηρέα, όλες αθάνατες νύμφες ξακουστές γιά τήν ομορφιά τους».
11
Σ' ΑΥΤΆ δέν ανακατευόταν ό Μιχαήλος. Εκείνος αποφάσισε μόνος του γιά τά ονόματα των τριών γιών του. Ή μισή ντουζίνα τά θηλυκά πού γέμιζαν τό σπιτικό του θά τόν άφηναν αδιάφορο άν δέν υποχρεωνόταν νά ταΐζει τόσα άχρηστα στόματα. Μόνο γιά τή γυναίκα του τήν Εριφύλη πού ήταν δασκάλα ένιωθε ένα σιωπηλό δέος. Στίς αρχές τοΰ αιώνα πού τήν παντρεύτηκε δέν Υπήρχαν ούτε στίς πόλεις πολλές γυναίκες δασκάλες.
12
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛΙΛΗ ΙΑ ΜΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΡΑ
'Τποχρεωτικά ωστόσο σταμάτησε νά διδάσκει Οσο πλήθαιναν τά παιδιά. Φυσικά δέν συμμεριζόταν τόν ενθουσιασμό της γυναίκας του γι' αυτή τή γαλατερή θυγατέρα μέ τά ξεπλυμένα σχεδόν άσπρα μαλλιά σάν άχυρα, άλλά δέν τολμούσε νά τό εκδηλώσει, γιατί συχνά ένιωθε στή σιωπή της μιά αποδοκιμασία πού ποτέ δέν άντεξε νά τή θεωρήσει σάν περιφρόνηση σέ βάρος του. Τό γαλανόξανθο κοριτσάκι ωστόσο προκαλούσε τήν Ί'δια αποδοκιμασία καί στίς γειτόνισσες πού προσφέρθηκαν νά της φέρουν βότανα άπό τό βουνό νά λούσει τό νεογέννητο, ώστε νά γίνουν τά μαλλιά του σκούρα σάν όλων τών ανθρώπων στό χωριό. Ή ' Εριφύλη τότε γελούσε συγκρατημένα, γεμάτη κρυφή περιφρόνηση, ρίχνοντας λατρευτικές ματιές στό κοριτσάκι πού έλαμπε σάν ήλιος στήν κρεμαστή κούνια πάνω άπό τό κρεβάτι της. Λίγα χρόνια πρίν χαμογέλασε ξανά μέ τήν ιδια κοροϊδευτική διάθεση μπροστά στήν αποκοτιά τοΰ άνδρα της. Θυμόταν πάντα κείνο τό απομεσήμερο σάν τό φαιδρότερο της ζωής της, δταν εμφανίστηκε στόν κήπο τους ό μαρμαράς τοΰ χωριού, καλλιτέχνης δλων τών μνημάτων καί τών σταυρών τους στό νεκροταφείο. Περπατοΰσε προσεχτικά σηκώνοντας στους ώμους του ένα μεγάλο δέμα τυλιγμένο σέ μιά κουρελού. Τό απόθεσε προσεχτικά μέ τή βοήθεια τοΰ Μιχαήλο στό πέτρινο τραπέζι τοΰ εξώστη κι έφυγε. Στή σκηνή ήτανπαρόντες ή Εριφύλη καί ό γιός του ό χωροφύλακας. «Φώναξε τίς αδελφές σου», είπε στήν πρωτοκόρη του Ασπασία πού παρουσιάστηκε στήν πόρτα. Τά κορίτσια τρέξανε πρόθυμα καί πάντα συνεσταλμένα στάθηκαν στή σειρά. «Ξέρετε τί είναι αυτό;» Τά κορίτσια δέν τόλμησαν νά σηκώσουν εντελώς τά μάτια τους, σύμφωνα μέ τήν απαγόρευση τοΰ πατέρα τους νά τόν κοιτούν κατάματα. Φαντάστηκαν ωστόσο πώς θά 'ταν κάποιο τεράστιο παπούτσι, σάν έκεϊνο πού είχε κάποτε στήν πόρτα τοΰ μαγαζιοΰ του, σάν διαφήμιση. Γιατί ό πατέρας τους ό Μιχαήλος ήταν τσαγκάρης, φημισμένος γιά τίς τέλειες μπότες του πού τίς έλεγαν καί στιβάνια. Όλοι οί χωρικοί τά χρόνια εκείνα φορούσαν τίς ψηλές μπότες του. Άλλά έκανε καί τόν μπαλωματή. Οί μπότες ήταν πολυτέλεια πού προϋπέθετε ευμάρεια καί δέν επαναλαμβανόταν συχνά γιά τούς περισσότερους. Τά παιδιά εξάλλου περπατούσαν δλα ξυπόλυτα στους δρόμους. Καθώς παίρνανε μπόι καί μαζί μεγάλωναν καί τά πόδια τους, ελάχιστοι
7
πλούσιοι μπορούσαν νά ξοδεύουν γιά νά τά παπουτσώνουν μέ καινούρια κάθε χρόνο. Φυσικά τά παιδιά τοΰ Μιχαήλο, κορίτσια κι αγόρια, δέν περπάτησαν ποτέ ξυπόλυτα, προκαλώντας τό φθόνο άλλά καί ανεβάζοντας τό γόητρο της οικογένειας, μιά καί τά παπούτσια καταξίωναν τήν κοινωνική ανωτερότητα. Αυτή ή κατά κάποιον τρόπο εξίσωση μέ τά παιδιά τοΰ τσαγκάρη ενοχλούσε λίγο τούς δυό γιατρούς καί τούς τέσσερις δικηγόρους της κωμόπολης πού συγκέντρωνε τά Δικα-
14
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛΙΛΗ ΙΑ ΜΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΡΑ
στήρια της επ αρ χί ας , τήν «Επιθεώρηση Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως» καί τήν Αστυνομική Διοίκηση τοΰ νομού. Μ Ινα σπάνια πρόσχαρο ύφος ό Μιχαήλος τράβηξε τήν κουρελού καί δήλωσε: «Αυτό είναι τό οίκόσημό μας». Παγερή σιωπή υποδέχτηκε τή στομφώδη δήλωση. «Έλα δώ έσύ, νά δούμε τί γράμματα έμαθες κοτζάμ χωροφύλακας». ' Ο ' Ελευθέριος διάβασε δυνατά τά χαραγμένα πάνω στό μαρμάρινο ημικύκλιο γράμματα. Οικογένεια Μιχαήλου Φτενούδου τοΰ Ευαγγέλου ' Υποδηματοποιού γεννηθέντος έν ετει 1879 Έν Νεοχωρίω 1925
' Ο Μιχαήλος κοίταζε ολόγυρα περιμένοντας κάποια εκδήλωση θαυμασμού ή ενθουσιασμού, λησμονώντας δτι τούς απαγόρευε νά μιλούν καί νά γελούν μπροστά του. «Καί τί τό κάνουν Μιχαήλο αυτό», ρώτησε ή Εριφύλη χαμογελώντας δσο πιό ταπεινά μπορούσε. «Τό βάζουν πάνω άπό τήν εξώπορτα έκεϊ πού είναι τώρα ή πέτρινη καμάρα». Τά παιδιά εξακολουθούσαν νά άποροΰν μέ τό άγνωστο χαρούμενο πρόσωπο τοΰ πατέρα τους. «Γιά νά ξέρουν οΐ χωριανοί ποΰ καθόμαστε;» επέμεινε ή Εριφύλη. «'Αφοΰ οί περισσότεροι είναι αγράμματοι», πετάχτηκε ό Ελευθέριος. «Μή λέτε βλακείες», τόνισε κοφτά ό Μιχαήλος. «Όταν έχουμε οίκόσημό δείχνουμε πώς είμαστε καί άρχοντες». «Σάν ποιους; 'Αφοΰ κανένας στό χωριό δέν έχει οίκόσημό», ρώτησε πάλι ή Εριφύλη. «Σάν ποιους; Σάν τούς Βενετσάνους. Καί βέβαια δέν έχει κανένας στό χωριό. Έμεϊς δμως βγάλαμε έναν λοχαγό, έναν χωροφύλακα καί μιά θυγατέρα πού λένε πώς θά βγει δασκάλα», φώναξε τσαντισμένος κι έφυγε. Τά παιδιά μαζεύτηκαν γύρω στή μητέρα τους γεμάτα περιέργειες. Πώς τό λένε, γιατί τό 'χουμε, ποΰ θά τό βάλουμε. Τότε πετάχτηκε ή πρωτοκόρη Ασπασία πού υποτίθεται πώς γνώριζε τά πάντα.
8
«Μά δέν καταλάβατε τίποτα; Αυτός ό μεγάλος άνθρωπος, ό πατέρας μας, μας ευεργέτησε, γιατί μας έκανε άρχοντες ανώτερους άπ' δλο τό Νεοχώρι». «Καί πώς γίνεται αυτό;» « Αδελφή Ασπασία, καί τί είναι οί Βενετσάνοι;» «Τί είναι οί Βενετσάνοι; 'Τποδηματοποιοί σάν τόν πατέρα μας, ανόητες...» ' Η ' Εριφύλη τή διέκοψε, «οί Βενετσάνοι κόρη μου ήταν άρχοντες, ευγενείς ιππότες, κόντηδες καί πρίγκηπες πού ήρθαν μέ μεγάλο στόλο καί κατακτήσανε τό νησί μας πρίν τούς Τούρκους».
9
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΛίΛΗ ΜΙΑΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
«Καί οί τσαγκάρηδες, μητέρα, υπήρχαν τότε;» ρώτησε ή Έργίνη, ή δεύτερη κόρη της πού γεννήθηκε όμως μετά τους τρεις γιους. «Πάντα φαντάζομαι», βεβαίωσε ή Εριφύλη προσπαθώντας νά κρύψει τήν όργή της γιά τά καμώματα του Μιχαήλο καί τήν ανοησία της πρωτοκόρης της. «Κι είχαν όλοι οίκόσημο σάν καί μας;» ' Η ' Εριφύλη προσποιούμενη πώς δέν άκουσε μπήκε στό σπίτι καί κοίταξε ολόγυρα τή φτώχεια του. «Κακορίζικε Φτενοΰδο», μονολογούσε, «νά 'ξερ,ες που πάνε τά μεταξωτά βρακιά! "Αν ερχόταν ή αρχοντιά μέ ταμπέλες!»
ωσε δεμένη στενά μέ τή συνομήλικη της κόρη του Μερίτ πασά διοικητή της επαρχίας. Όλους τούς θερμούς μήνες ήταν μόνιμα καλεσμένη στό θερινό σπίτι του, στό διπλανό χωριό δπου παίρνανε καί οί δυό νεαρές μαθήματα πιάνου, γαλλικών καί αργαλειού. Ή σχέση ανάμεσα στόν πατέρα της τόν άρχοντα Χατζηγιάννη καί τόν πασά χρονολογούνταν πρίν τή γέννηση της, γιατί άρεσαν ιδιαίτερα στόν πασά οί διανοούμενοι Ρωμιοί. Καί ό πατέρας της ήταν απόφοιτος της Ιερατικής Σχολής της Χάλκης, αυστηρός κι αυτός, άλλά μειλίχιος κι εξευγενισμένος. Ή ' Εριφύλη δέν συγχώρεσε ποτέ τή μάνα της πού μές στόν πανικό της γιά τόν ξαφνικό θάνατο του πατέρα της τήν έδωσε πρίν συμπληρώσει τά δεκάξι της στόν Φτενοΰδο μέ τή μεγάλη κτηματική περιουσία. Τά κορίτσια ξεφώνιζαν ακόμη στήν αυλή ενθουσιασμένα άπό τά αγγελάκια μέ τά κρίνα πού ανακάλυπταν στό υπέρθυρο. Ξεσηκωμένο άπό τίς φωνές καί τά χάχανα ξεπρόβαλε στή σκάλα τό Τέρας. Μέ άγρια πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, φυτρωμένα όρθια πολύ χαμηλά στό μέτωπο, σχεδόν πάνω άπό τά φρύδια, μέ δυό ολοστρόγγυλα δμοια μέ μικροσκοπικά λαμπιόνια ομιλούντα μαΰρα μάτια, αραιά μαΰρα μουστάκια, ίδια μέ τούς φαβορίτες πού πλαισίωναν τό πρόσωπο. Όταν γεννήθηκε πέντε χρόνια πρίν τήν Ερατώ, βύθισε τήν οικογένεια σέ πένθος. Ή ' Εριφύλη δέν δέχτηκε καμιά επίσκεψη ούτε γειτόνισσα μέ τό πρόσχημα δτι μητέρα καί νεογέννητο προσβλήθηκαν άπό Ίκτερο. Κι ήταν πράγματι κιτρινιάρικο καί καχεκτικό παρ' δλο πού ή μαμή βεβαίωνε τήν Εριφύλη πώς τό παιδί ήταν μιά
17
χαρά, δσο γιά τά μαλλιά ήταν της κοιλιάς καί θά πέφτανε δλα μέ τόν καιρό. Άλλά ή μάνα του υπέφερε τόσο πού ορκίστηκε νά μήν ξαναγεννήσει. Όταν τό θήλαζε τό σκέπαζε πάντα μέ μιά πετσέτα κατάλευκη γιά νά μήν τό βλέπει. Τό παιδί περπάτησε χωρίς τίποτα ν' αλλάξει. Μέ τά μικροσκοπικά του ποδαράκια καί χέρια ανάλογα μεγάλωνε ξένοιαστο, πανάσχημο, κρεμασμένο στά δέντρα του κήπου καί βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Βιάστηκαν νά τό βαφτίσουν γιατί ελπίζανε
10
ΖΩΓΡΑΦΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΛΙΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ
πώς γρήγορα θά πεθάνει. Καί τ' όνομα αυτής Πηνελόπη πού αμέσως τά ξέχασαν δλοι. Έκτος άπό τήν Ερατώ, πού μικρό ακόμη ψέλλιζε τ' όνομα, μιά καί οί δυό παίζανε συχνά μαζί. Όταν όμως έφτασε στά έξι, διατηρώντας πάντα τό μικροσκοπικό του ανάστημα, πού δέν ξεπέρασε ως τά γηρατειά τούς ενενήντα πόντους καί τό ίδιο μαλλιαρό πρόσωπο, έγινε οικογενειακό συμβούλιο άπό τούς τρεις, Μιχαήλο, Εριφύλη καί τήν πρωτοκόρη Ασπασία. Ή τελευταία δήλωσε τελεσίδικα πώς ή οικογένεια ενός Φτενούδου δέν επιτρέπεται νά εκτεθεί στήν κοινωνία αποδεχόμενη πώς έγέννησε παρόμοιο τέρας, Οταν κυρίως υπάρχουν κορίτσια σέ ώρα γάμου, οπότε αποφασίστηκε ομόφωνα νά τό αποσύρουν άπό τήν κυκλοφορία, Οχι τών δρόμων στους οποίους δέν εθεάθη ποτέ, άλλά καί αυτού τοΰ σπιτιού. Τό Τερατάκι περιορίστηκε στόν όντά αδιαμαρτύρητα όπου κοιμόντουσαν καί τρεις άπό τίς αδελφές του. Έκεΐ τοΰ πήγαιναν τό φαγητό του καί κατέβαινε μόνο σάν σκοτείνιαζε άπό τό πίσω πορτοπούλι γιά νά κατουρήσει, μιά καί τό αποχωρητήριο βρισκόταν έκτος τοΰ σπιτιού. Τότε ήταν ελεύθερο νά μείνει στόν κήπο όσες ώρες γούσταρε μιά καί δέν ήταν ορατό άπό τούς γειτόνους ή τούς σπάνιους περαστικούς. "Αν κοιμόνταν Ολοι καί οί πετρόλαμπες τοΰ σπιτιοΰ είχαν σβήσει, ανάστρεφε τό κεφάλι ανάποδα γιά ν ' άντικρύσει τόν ουρανό. Μέ τήν μπάσα φωνή του έδινε μιά δική του ερμηνεία, στ' άστρα πού λάμπανε, «θά 'ναι άλλες λάμπες σ' άλλο χωριό», έλεγε. Κλεισμένο στόν όντά έμαθε νά κάνει σπάνια χειροτεχνήματα άπό ξεραμένες φτέρες. Είχε ωστόσο πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο, άν καί άκουε Ολους τούς ήχους της γής κι όλες τίς συζητήσεις τών δικών της. Μέσα στή σιωπή έφτιαξε μιά συναρπαστική μυθολογία πού μάγευε τήν Ερατώ όταν χρειάστηκε κάποτε νά συμβιώσουν οί δυό τους. "Τστερα άπ' αυτή τήν άδικη δοκιμασία της μοίρας πέντε χρόνια μετά γεννήθηκε ό ξανθογάλανος άγγελος ή Ερατώ καί σταυροκοπήθηκαν Ολοι γιά τό θαύμα. Μόνο ή Εριφύλη πού ειχε ορκιστεί νά μήν ξαναπιάσει παιδί δέν μποροΰσε νά εξηγήσει τή θεία βούληση. Γιατί 'ταν βέβαιη πώς τό Τέρας ήταν αποτέλεσμα τής σιχαμάρας καί τής αηδίας πού τής προκαλούσε ό άνδρας της, μέ τό πέρασμα τών χρόνων, όταν έπεφτε απάνω της. Καί μήπως τήν Ερατώ τή συνέλαβε μέ διαφορετικά αισθήματα γιά τόν Μιχαήλο; 'Ή μήπως ειχε πάψει ν ' άμαρτάνει άν καί παραδέχτηκε τήν άποψη τής Ασπασίας νά καταδικάσουν τό άμοιρο τό Τέρας στόν Καιάδα; Τί άλλο ήταν ό οντάς πού τό φυλα-
19
κίσανε; Κάθε απόρριψη παιδιοΰ Καιάδας είναι. Καί νά ή ντροπή της νά μήν τολμά νά κοιτάξει τό Τέρας κατάματα καί νά οί εφιάλτες της νά περιμένει τίς νύχτες ν ' ακούσει τό κλάμα του, μά τό παιδί δέν έκλαψε ποτέ σάν όλα, γιατί τό 'ξερε, άπό μόνο του, πώς δέν υπήρχε γι' αυτό αγκαλιά νά τό νανουρίσει. Καί δέν ήταν ποινή καί καταδίκη γιά τήν πρωτοκόρη της πού 'κλείσε τά τριάντα χωρίς νά βάλει στεφάνι. Καί σάν νά μήν άρκοΰσαν όλ' αυτά ήρθε κι ό πόλε-
20
Η
11
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛίΛΗ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΐ
μος μέ άλλες τρεις θυγατέρες σέ ώρα γάμου. Βέβαια αυτές ήταν πολύ νεότερες γιατί ανάμεσα στήν Ασπασία καί σέ κείνες γεννήθηκαν τά τρία της παλληκάρια. Καί ποιος θά ξαγρύπναγε τώρα τούς γιους στό μέτωπο; Άλλά ή τελευταία δοκιμασία κράτησε σχετικά λίγο, γιατί τό μέτωπο κατέρρευσε. Μονομιάς τό χωριό γέμισε σκουροπράσινες ατσαλάκωτες στολές καί γυαλιστερές μαύρες μπότες. Οί οικογενειάρχες πανικόβλητοι κλείσανε γρήγορα τά μαγαζιά τους καί τρέξανε νά προστατέψουν τά γυναικόπαιδα τους. Αμπάρωσαν πόρτες καί παράθυρα κι άρχισαν νά μιλούν δλοι ψιθυριστά, στήνοντας αυτί σέ κάθε θόρυβο. Τίποτα ωστόσο δέν συνέβη καί τή δεύτερη μέρα βγήκαν δλοι επιφυλακτικοί στίς αυλόπορτες. Τό χωριό έμοιαζε νεκρό μέ τά μαγαζιά κλειστά καί τά καφενεία άδεια. Οί γείτονες χαιρετίστηκαν συνθηματικά μέ βουβά νοήματα, δταν έφτασε λαχανιασμένος ό κουρελής θεληματάρης του χωρίου καί τούς πληροφόρησε πώς οί στρατιώτες πού ήρθαν δέν ήταν Γερμανοί άλλά ' Ιταλοί. Καί πώς ζήτησαν ξενοδοχείο άλλά μιά καί τέτοιο πράμα δέν εϊχαν στρατοπέδευσαν στό κτίριο του Γηροκομείου πού τό κατοικούσαν τέσσερις γέροντες δλοι κι δλοι. Κανένας δέν παρηγορήθηκε γι' αυτό. Όλοι πίστευαν πώς μέ τόσους πολλούς ξένους άνδρες στό χωριό κάποιο κακό θά τούς έβρισκε. ΤνΧέ τόν καιρό ωστόσο οί ντόπιοι τούς συνήθισαν, χωρίς νά ομολογούν δτι κρυφά τούς συμπαθούσαν κιόλας, παρά τό δτι αντιστάθηκαν στίς προσπάθειες τους νά εξαγοράσουν μέ προσφορές τή φιλικότητα τους. Κι έγιναν ακόμη συμπαθέστεροι δταν ύστερα άπό δυό χρόνια άρχισε τό άγριο κυνηγητό των Ιταλών. Ή περιοχή τρομοκρατήθηκε άπό τις βάναυσες φωνές καί τό άγριο ύφος των Γερμανών πού τούς κυνηγούσαν. Ό Μιχαήλος δέν θέλησε ούτε ν' ακούσει πώς ή Αικατερίνη θά πήγαινε νά διδάξει στό γειτονικό χωριό δπου ειχε διοριστεί. Ούτε καί τήν Ερατώ άφησε νά συνεχίσει καί νά τελειώσει τό Γυμνάσιο, παρ' δλο πού καμάρωνε γιά τήν εξυπνάδα της, οχι άπό πρώτο χέρι φυσικά, μιά καί δέν μιλούσε ποτέ μέ τά παιδιά του, άλλά άπ' δ,τι του λέγανε οί καθηγητές της. ' Η ' Ερατώ πού συμπλήρωνε τά δεκαπέντε έβαζε τά κλάματα δταν έμενε μέ τή μάνα της. α' Ωραϊα! «άπό τή μιάοί Γερμανοί,άπό τήν άλλη ή Ασπασία μας, εγώ δηλαδή δέν εχω καμιά ελπίδα νά σπουδάσω ούτε καί νά παντρευτώ». Ή ' Εριφύλη έπαιρνε στίς παλάμες τό ξανθό της κεφάλι καί τό καταφιλοΰσε. «Έσυ κόρη μου θά παντρευτείς γιατί 'σαι όμορφη σάν τά πρωινά του κόσμου στό περβόλι μας».
«Μά θέλω πρώτα νά γίνω δασκάλα σάν τήν Αικατερίνη μας». «Καί δασκάλα θά γίνεις». «Καί θά παντρευτώ;»
22
Η
ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΛΙΛΗ ΜΕΡΑΖΩΓΡΑΦΟΥ
((Χιόνα μου, νά ' ξέρες πόσο ευτυχισμένη θά μέ κάνεις μέ τά εγγόνια μου». «Ποΰ θά τά βρεις;» «"Ε, θά 'ρθουνε κι αυτά». «Μά ή Ασπασία μας...» « Ή Ασπασία, παιδί μου, ειχε μιά μεγάλη ατυχία. Ήταν σχεδόν αρραβωνιασμένη πρίν αρχίσει ό πόλεμος, μ' έναν καλό κύριο, αξιωματικό, συνάδελφο τοΰ μεγάλου σου αδελφού Αντώνιου. 'Εμεϊς, εγώ καί κείνη, αναβάλαμε τόν επίσημο αρραβώνα γιατί θέλαμε νά πείσουμε τόν μπαμπά σου νά της δώσει προίκα». «Ποΰ νά τή βρει;» «Μά έχουμε, Χιόνα μου, πολλά κτήματα. Άλλά εκείνος, τόν ξέρεις τί τσιγκούνης είναι, ούτε νά τ' ακούσει, καί κηρύχτηκε ό πόλεμος...» «Ποιος τόν κήρυξε». «Οί Ιταλοί. Τής έγραψε της άμοιρης άπό τό μέτωπο όλο κι όλο ένα γράμμα». ((Κι ύστερα τήν ξέχασε;» ((Σκοτώθηκε άπό τούς πρώτους εκεί πάνω». «Τήν αγαπούσε δηλαδή στ' αλήθεια;» «Ναί βέβαια». ((Καί τί κάνουνε οί άνθρωποι πού άγαπιοΰνται;» «Έ, είναι ευτυχισμένοι». ((Καί ήταν αυτός ευτυχισμένος μέ τήν Ασπασία μας; Αδύνατον! Έγώ τή φοβάμαι». «Πρέπει νά τήν αγαπάς, Ερατώ, καί νά τή λυπάσαι». «Γιατί έκλαιγε; Δέν τό πιστεύω, μαμά. Έγώ θαρρώ πώς ή Ασπασία μας δέν αγαπά ούτε σένα πού είσαι μοναδική μαμά. Πές μου όμως πού ξέρεις πώς ό άρραβωνιαστικός πέθανε έκεϊπάνω. Ποΰ είναι τό απάνω, μακριά;» «Πολύ! Ό πόλεμος γινόταν στά βουνά». «Όλο βουνά εΐναι ό κόσμος καί πέρα άπό τό χωριό μας;» «"Οχι
βέβαια!
Είναι ή θάλασσα,
μεγάλες
πολι-
τείες». «"Ωστε πίσω άπό τά βουνά, άχ! νά μποροΰσα νά πάω πίσω άπό τά βουνά. Πάντα αυτό μέ βασανίζει, πόσο είναι ό άλλος κόσμος; Τόν Ογκο του δέν ξέρω».
ϋαφνικά αρρώστησε γιά πρώτη φορά ό Μιχαήλος. "Ενα πρωί δέν κατάφερε νά σηκωθεί. Ή ' Εριφύλη α-
12
νησύχησε μέ τήν πρωτοφανή άνημποριά του, ωστόσο τήν ευγνωμονούσε κρυφά κι απόκρυφα γιατί τήν απάλλαξε άπό τίς καθημερινές ερωτικές του επιθέσεις. Μά θεέ μου, αναρωτιότανε, πότε λοιπόν γερνούν οί σερνικοί; Ήταν κιόλας εξήντα πέντε χρόνων. Κάποιος ωστόσο έπρεπε νά τόν αντικαταστήσει άν Οχι στό τσαγκάρικο, άλλά στά κτήματα, γιατί 'ταν ή εποχή τής σποράς. Ό ϊδιος αποφάσισε πώς θά πήγαιναν οί δυό, ή
13
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΪ
' Εργίνη μέ τήν Αικατερίνη, νά επιβλέπουν τούς εργάτες. ' Η ' Ερατώ βρήκε καινούριο ενδιαφέρον μέ μιά άπό τίς γάτες πού γέννησε μισή ντουζίνα γατιά. Ώσπου ένα άπόγεμα, τά γατάκια πού είχαν αρχίσει νά περπατούν εξαφανίστηκαν άπό τόν κήπο. Έψαχνε μές στους θάμνους δταν τή σταμάτησε ένα νιαούρισμα πού φαινόταν νά 'ρχεται άπό τό σκοτεινό στόμιο του υπογείου. Τότε είδε ανάμεσα στίς πρασινάδες τήν Πηνελόπη, τό Τέρας, νά της δείχνει μέ τό μικροσκοπικό χεράκι της μέσα στό υπόγειο. Παρ ' δλο τό φόβο της κατέβηκε διστακτικά τά πέντε πέτρινα σκαλοπάτια καλώντας χαϊδευτικά τά γατιά. Καθώς σουρούπωνε έξω, δέν διέκρινε τίποτε καί ξαναγύρισε απάνω τρέχοντας. «Ποΰ τό πάς τό φανάρι», φώναξε ή μητέρα της. «Θά τό φέρω αμέσως. Έχασα τά γατιά μου». Ξανακατέβηκε άφοβα πιά κι άρχισε τήν περιήγηση στό υπόγειο πού είχε τήν έκταση του απάνω σπιτιού. Προσπέρασε τά καζάνια, τά βαρέλια, βούτηξε τό χέρι της μέσα στό πατητήρι, κι άγγιξε τήν άκρη ενός παπουτσιού. Ψαχουλευτά τό πέρασε δλο, σίγουρη πώς κάποιο γατί θά κρυβόταν μέσα. Δέν έβρισκε Ομως τό άνοιγμα του, ύψωσε τό φανάρι περίεργη καί τόν άντίκρυσε. Μέ στρατιωτικά ρούχα καί μπότες γυαλιστερές, ένας άνδρας ξαπλωμένος ανάσκελα σ' δλο τό μήκος του πατητηριοΰ τήν κοίταζε μέ τρομαγμένα μάτια. Κάτι έπνιξε τήν κραυγή πού ορμούσε άπό τό στήθος της. 'Άν αυτό ήταν ένα μυστικό της Πηνελόπης δέν έπρεπε νά τό προδώσει. Σήκωσε ξανά τό φανάρι κατά τήν είσοδο καί κει στό δεύτερο σκαλοπάτι στεκόταν τό Τέρας μέ τό δάχτυλο όρθιο στό στόμα της ζητώντας τή σιωπή της. Χάρηκε πού κατάλαβε έγκαιρα πώς ό άγνωστος ήταν κάποιος προστατευόμενος της καί χαμογέλασε συνωμοτικά. Τό Τέρας εξαφανίστηκε σάν αθόρυβο φαντασματάκι δπως πάντα. Ξαναγύρισε τό φανάρι της στό πατητήρι καί ρώτησε μέ κομμένη τήν ανάσα, «ποιος είστε; Τί κάνετε δώ; Ξέρετε τί θά πάθει ή αδελφή μου άν σας βρουν εδώ οί μεγάλοι;» «"Οχι, εγώ ' Ιταλός... Γερμανός κακός τουφεκίζουν Ιταλούς, μπάμ, μπάκ...» ειπε ό άγνωστος καί άνακάθησε ξεθαρρεμένος δταν διέκρινε πώς ή Ερατώ ήταν ένα κοριτσόπουλο. Σπασμένα καί τσάτρα-πάτρα της εξήγησε πώς κρυβόταν δυό μέρες στόν κήπο τους πίσω άπό τό πηγάδι, άλλά τόν βρήκε κείνο τό κοριτσάκι καί τήν τρίτη νύχτα τόν κατέβασε δώ καί τόν έκρυψε. Τό πρόσωπο του ξεφοβισμένο πιά χαλάρωσε καί φάνηκε όστεώδες, σκοτεινό άπό τά γένια πού άρχισαν
25
νά μεγαλώνουν, μ' ένα στόμα σκαλισμένο λές σέ πέτρα καί τά μάτια του λαμπερά γεμάτα θαυμασμό καθώς διέκριναν τώρα τήν ομορφιά της Ερατώ. «Δέν θά μέ προδώσεις;» τή ρώτησε. Ή ' Ερατώ κούνησε τό κεφάλι πέρα δώθε. Της εξήγησε πώς ήταν κιόλας πέντε μερόνυχτα στό πατητήρι κι έτρωγε δ,τι τοΰ ' φέρνε τό καλό κορίτσι καί της έδειξε ελιές, παξιμάδι κι ένα μήλο, φυλαγμένα σέ μιά πετσέτα της κου-
26
Η
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ Μ ΕΡΑ
ζίνας. Τοΰ χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε τί θά γινόταν απάνω άν έβλεπαν τήν πετσέτα δίπλα στόν Ιταλό. « ' Ερατώ», ακούστηκε στόν κήπο ή φωνή τής μάνας της. « "Ερχομαι, μαμά, δέν βρήκα πουθενά τά γατάκια μου». Πήγε κι έπεσε στά ρούχα σάν υπνοβάτης. Όλα τά παραμύθια τής μάνας της, όλα τά πριγκηπόπουλα τά περιπλανώμενα στά δάση αποχτούσαν πρόσωπο στό μεθυσμένο μυαλό της. Ξάφνου πετάχτηκε στήν άλλη άκρη τοΰ όντά καί βρήκε τό Τέρας πού καθότανε τρομοκρατημένο. Χάιδεψε τ' άγρια μαλλιά της, «ευχαριστώ Πηνελόπη, ευχαριστώ αδελφούλα», ψιθύρισε κι ούτε καταλάβαινε τί έλεγε. Τό Τέρας μαγεμένο άπό τό πρώτο χάδι τής ζωής του άρχισε νά κλαίει αθόρυβα. ' Η ' Ερατώ στριμώχτηκε κοντά της καί τή φίλησε. «Δέν θά μέ προδώσεις», τή ρώτησε. Ή ' Ερατώ τήν έσφιξε τρυφερά, «νά σέ προδώσω; Τώρα πού έχουμε ένα μυστικό οί δυό μας;» «Οί δυό μας», επανέλαβε τό Τέρας χαϊδεύοντας τή φράση στά χείλη της, ζευγαρώνοντας πάλι γιά πρώτη φορά μέ μιά άπό τίς αδελφές της. «Είσαι ωραία έσύ», είπε καί άγγιξε τά πλούσια μαλλιά τής 'Ερατώ. Τή νύχτα, Οταν στό σπίτι δέν ακουγόταν παρά οί βαριές ανάσες τών κοιμισμένων καί ό άγριος βήχας τοΰ μπαμπά καταλάγιασε, ή 'Ερατώ γλύστρησε αθόρυβα όμοια αερικό έξω άπό τά σκεπάσματα πού μοιραζόταν μέ τήν Αικατερίνη, τήν αδελφή της. Κατέβηκε ξυπόλυτη τή σκάλα καί βρέθηκε στήν αυλή. Τά άστρα λάμπανε φωτίζοντας τή δροσερή νύχτα. Κατεβαίνοντας στό υπόγειο βυθίστηκε στό σκοτάδι του. Μέ τά χέρια τεντωμένα μπροστά ακούμπησε στό πατητήρι καί πήδησε μέσα. Ό ' Ιταλός τή δέχτηκε στήν αγκαλιά του. ' Η ' Ερατώ μάζεψε τό κορμί της καί χώρεσε ολόκληρη σ' αυτή τή μοναδική αίσθηση τής παράδοσης τρέμοντας. «Μπέλα μία, ώ καί μπέλα», ψιθύρισε κείνος καί τήν άχνοφίλησε. «Μά θέλω νά σέ βλέπω», τοΰ 'πε ή 'Ερατώ μές στό αυτί, «φοβάμαι πώς δέν είσαι σύ», καί μέ τά δάχτυλα της περνοΰσε καί ξαναπερνοΰσε στό πρόσωπο του. Ό ' Ιταλός έβγαλε έναν μικρό φακό, φώτισε τό πρόσωπο της καί κείνη χαμογελώντας γύρισε τό φώς στό δικό του πρόσωπο πού τό φώτιζαν δυό σειρές λαμπερά δόντια. «Μπέλα, μπέλα», ψιθύριζε χαϊδεύοντας τά μαλλιά της. «Τί είναι μπέλα», τόν ρώτησε. « ' Εσένα τ' ονομά σου». «Μά έχω δικό μου Ονομα, μέ λένε 'Ερατώ». « "Οχι, μπέλα μόνο γιά μένα», καί τή φίλησε.
14
Κάποια στιγμή στό άνοιγμα τοΰ υπογείου άπ' Οπου έβλεπε ένα κομμάτι ουρανό, διέκρινε τή μικροσκοπική σκιά τής Πηνελόπης. «Πρέπει νά φύγω», είπε, σφίγγοντας τά χέρια γύρω άπό τό λαιμό του καί πήδησε έξω άπό τό πατητήρι. «Αύριο πάλι». Τό άλλο πρωί φίλησε μέ πάθος τήν Εριφύλη δηλώνοντας σάν σημαντικό νέο, «σ' αγαπώ μαμά, σ' αγαπώ».
15
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΛΙΛΗ
ΖΩΓΡΑΦΟΤ
' Η ' Εριφύλη έμενε πάντα εκστατική μέ τή δροσιά του προσώπου της καί τή λαμπρότητα τών ματιών της λές καί τήν έβλεπε κάθε πρωί γιά πρώτη φορά. «Θά ' σαι τυχερή εσύ, θ' αγαπηθείς πολύ», της εϊπε χωρίς νά τό σκεφτεί. «Πές μου, μαμά, ό έρωτας είναι πώς σ' αγαπώ;» «Φυσικά κόρη μου». «Κι οποίον κι άν αγαπώ έρωτας θά 'ναι;» «Βέβαια, κι έτσι θά παντρευτείς όποιον αγαπήσεις δταν μεγαλώσεις». ((Τώρα δέν είμαι μεγάλη;» «"Οχι αρκετά, άφοΰ δέν τέλειωσες ακόμη τό σχολείο σου. 'Ύστερα θέλεις νά γίνεις καί δασκάλα. Έ, δταν θά τελειώσεις καί μ' αυτό θά 'σαι μεγάλη». «Μά ό έρωτας μαμάκι δέν εϊναι πρόγραμμα, σχολείο, διδασκαλείο, θέλω νά πώ, παίρνει κι αυτός τήν άδεια σας ή έρχεται μόνος του;» Ή ' Εριφύλη γέλασε, «εντάξει θά 'ρθει μόνος του». ((Μά πότε, άπό που; 'Εγώ πότε θά ερωτευτώ εγώ;» «Πότε;» «Ναί, δταν θέλω;» επέμεινε πιάνοντας την άπό τά μπράτσα. Τά μάτια της άστραφταν έναν θρίαμβο ζωής. «Λέγε». «Φαντάζομαι, δταν θέλεις». Αυτό τό παιδί δέν έμοιαζε μέ κανέναν, τή συγκλόνιζε, πέρα άπό τήν ομορφιά της λές κι είναι ή εκλεκτή του Θεού. Δίνε μου, Θεέ μου, χρόνια γιά νά χορτάσω τή χάρη της. Όλα της τά παιδιά, αγόρια καί κορίτσια, μεγάλωσαν σάν φταίχτες, ένοχοι, μέ τό στίγμα αυτής τής απάνθρωπης επαρχίας πού δημιουργούσε ανάπηρους μέ μάτια χαμηλωμένα, ταπεινωμένοι έκ τών προτέρων. Μόνο ή 'Ερατώ διατήρησε τήν ξεγνοιασιά καί τήν ανεξαρτησία της αθωότητας. Δέν έβλεπε τήν ασκήμια ή τήν απαξιούσε, δλα λές καί είχαν τήν προέλευση τους μόνο άπό μέσα της, ολοκαίνουρια, αστραφτερά. Οί βαναυσότητες καί οί αύστηρότητες του πατέρα της γλυστροΰσαν άπό πάνω της χωρίς νά τής προκαλούν ούτε φόβο ούτε υποκρισία.
Ενα βράδυ ή Αικατερίνη ξύπνησε γιατί κρύωνε. Σηκώθηκε νά πάρει μιά κουβέρτα άπό τήν κασέλα. Τήν άπλωσε πάνω στά στρωσίδια τους, φροντίζοντας νά
29
σκεπάσει καί τήν αδελφή της. Άλλά δταν ξαναπλάγιασε διαπίστωσε πώς ή 'Ερατώ δέν κοιμόταν δίπλα της. Καθησύχασε καθώς νύσταζε μέ τή σκέψη πώς θά 'χε κατέβει γιά κατούρημα. Στήν ώρα πάνω άρχισε ό πατέρας νά βήχει καί ν ' αγκομαχάει. Ή ' Εριφύλη ανέβασε τό φιτίλι τής λάμπας καί βγήκε νά του ζεστάνει χαμόμηλο στήν κουζίνα. Όχι πώς θά σταματούσε ό άγριος βήχας, άλλά περισσότερο γιά νά τόν παρηγο-
30
Η
ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛίΛΗ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ρεΐ καί νά παρηγοριέται καί ή ίδια. Άν καί ήταν τόσο πέτρινος στήν κτηνωδία του, πού δέν αναγνώριζε ούτε τή μυρουδιά ούτε τήν άφή της τρυφερότητας ακόμα κι όταν τόν ακουμπούσε. Όπως έβγαινε άπό τήν κουζίνα ξαφνιάστηκε σάν είδε τήν είσοδο ν' ανοίγει καί τήν ' Ερατώ νά γλυστράει μέσα μέ τό χασεδένιο μισοφόρι τεντωμένο στό κορμί της πού ' δείχνε φυλακισμένο. «Χιόνα μου, ποΰ ήσουνα τέτοια ώρα;» «Πρός νεροΰ μου, μητέρα». «Τρέχα γρήγορα πάνω, έσύ τρέμεις». Πώς μεγάλωσε μονομιάς τό κοριτσάκι μου, άλλά σταμάτησε τρομαγμένη μέ τό φλυτζάνι στό χέρι καί τά μάτια ορθάνοιχτα. «Τί έγινε, τό 'φερες;» Τοΰ άπλωσε τό φλυτζάνι κοιτώντας τόν άγιο ' Ελευθέριο πάνω άπό τό κρεβάτι. ((Μεγάλωσε καί πάχυνε», ψιθύρισε χωρίς νά τό καταλάβει. «Έκανε καί βυζιά ενώ είχε πολύ μικρά στηθάκια», συνέχισε, τραβώντας τό άδειο φλυτζάνι άπό τό χέρι τοΰ Μιχαήλο. Χαμήλωσε τή λάμπα καί ξαναβγήκε στό πόρτεγο. «Τό παιδί, τό παιδί», μονολογούσε ανατριχιάζοντας. Είχε καρφώσει τά διεσταλμένα μάτια της, λές κι άντίκρυζε στό πυκνό σκοτάδι κάτι φρικιαστικό, χωρίς νά συνειδητοποιεί τό χρόνο πού τήν κατάπινε μέ τήν ακινησία του. Ώσπου αποφάσισε νά σηκώσει τό σώμα της άπό τόν καναπέ, λές κι είχαν σωριαστεί απάνω της χρόνια γνώσης κι ανέβηκε στόν όντά. Γονάτισε στά στρωσίδια προσεκτικά κι έβαλε τό χέρι της κάτω άπό τά σκεπάσματα. Ή ' Ερατώ κοιμόταν ανάσκελα. Τό χέρι τής μάνας της προχώρησε ψηλά στά σκέλια της καί βρέθηκε μέ τήν παλάμη ανοιχτή πάνω άπό τό εφηβαίο στό μικρό εξόγκωμα της κοιλιάς πού καμπύλωνε σταθερά, τεντωμένη πρός τά πάνω. Τ' αυτιά της βούιζαν, έγκυος... ή Ερατώ μου... ή Ερατώ τό μωρό μου έγκυος.
Δέν κλείδωναν ποτέ τά σπίτια τους μέρα καί νύχτα, ούτε καί τώρα μέ τήν Κατοχή. Σπίτι χωρίς τιμή ήταν κάτι τό αδιανόητο στό κεφαλοχώρι. Κανείς δέν θά σκεφτόταν ποτέ νά προσβάλει τήν τιμή τοΰ άλλου οικογενειάρχη, γιατί αυτόματα θά 'χανε τή δική του καί τή ζωή του. Κι Οταν μιλούσαν γιά τιμή οί άνδρες έννοοΰσαν φυσικά τίς γυναίκες. Άλλά κι αυτές τά σκέλια τους σέβονταν Οσο κι άν τούς στοίχιζε τό νά τά προφυλάξουν. Φυσικά κανείς δέν εγγυάται πώς παρόμοια
16
χωριά άποτελοΰν κοινωνίες αγγέλων. Οί ξεκλείδωτες πόρτες ωστόσο ήταν μιά πρόκληση γιά τό ποιος θά τολμήσει νά παραβιάσει τό άβατον τοΰ βάρβαρου πατέρα αφέντη. Κι όλα αυτά δέν προκύπτουν άπό τό μεγάλο σεβασμό πού τρέφουν γιά τή γυναίκα, κάθε άλλο. Απλούστατα άρνοΰνται νά τή χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος ενώ αποτελεί ιδιοκτησία τους. Ή βεβαιότητα αυτή κάλυπτε καί τίς θυγατέρες. Ακόμα καί οί
17
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
γιοί τρέμανε τή «σκιά» του πατέρα αφέντη, πού επίσης μέσα άπό τό αίσθημα ιδιοκτησίας απαιτούσαν άπ' αυτούς νά γίνουν σπουδαίοι, οχι ευτυχισμένοι, σπουδαίοι, πάντα στά μέτρα της δικής τους βαρβαρότητας καί αμορφωσιάς. Όταν ξεπροβόδιζαν έναν γιό - μιά καί τό χωριό δέν πρόσφερε καμιά διέξοδο ούτε καί προοπτικές — τόν αποχαιρετούσαν λέγοντας, «άντε στό καλό καί νά γίνεις μεγάλος». Όχι τίμιος, καλός, ευτυχισμένος, άλλά μεγάλος. ' Ο Μιχαήλος δέν ειχε γιά τά παιδιά του ούτε αυτή τήν παρανοϊκή φιλοδοξία. Τούς απέκλειε νά γίνουν καλύτεροι ή ανώτεροι του. Γι' αυτό υποχρέωνε τούς γιους του μόλις τέλειωναν τό Δημοτικό νά μάθουν τήν τέχνη του δουλεύοντας στό τσαγκάρικό του, τουλάχιστον ώσπου νά ενηλικιωθούν. Εκμεταλλεύτηκαν τή θητεία τους γιά νά μείνουν μόνιμοι, άφοΰ έβγαλαν τό νυκτερινό Γυμνάσιο. Ό Αντώνιος πέτυχε νά μπει στή Σχολή Ευελπίδων καί ό Ελευθέριος στή Χωροφυλακή. Ύστερα άπό χρόνια κατάφερε μέ ιδρώτα καί αίμα νά φύγει γιά τό Παρίσι, δπου σπούδασε εγκληματολογία κι ανέβηκε στίς υψηλότερες βαθμίδες τής ιεραρχίας. Στό Παρίσι τόν βοήθησε φιλοξενώντας τον ό πρώτος αδελφός ό Κωνσταντίνος πού αυτοεξορίστηκε φτύνοντας τή χωριάτικη ξιπασιά καί τήν οικογενειακή παραφροσύνη. Πέθανε σέ βαθιά γηρατειά πολύ πλούσιος. Γι' αυτόν τόν αποστάτη δέν μιλούσαν ποτέ στό σπίτι του Φτενούδου ώσπου τόν λησμόνησαν δλοι, έκτός άπό μία, μιά άπληστη μεγαλομανή πού διατήρησε κρυφά άπ' δλη τήν οικογένεια εγκάρδιες σχέσεις μέ τόν μοναχικό γέροντα μέ αποτέλεσμα νά τόν κληρονομήσει. Αυτή θά γεννηθεί στίς επόμενες σελίδες, μέ τό όνομα Αμαλία.
Η
' Εριφύλη δέν ξαναγύρισε στό κρεβάτι τους. Κράτησε τή λάμπα αναμμένη γιατί δέν ειχε φωτίσει ακόμα. Μπήκε στό πόρτεγο καί κοίταξε τριγύρω παραξενεμένη, σάν νά ' βλέπε γιά πρώτη φορά τόν ψηλά τοποθετημένο καθρέφτη μέ δεκάδες φωτογραφίες στό πλαίσιο κι ολόγυρα του. Στόν άλλο τοϊχο ή μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία μέ τήν 'Ερατώ εννιά μηνών στήν αγκαλιά της. Τό 'Ερατώ! Άρπαξε τήν κοτσίδα της αμήχανα καί τήν τύλιξε σ' ένα χοντρό κότσο. Ποιος τό α-
33
ποπλάνησε καί πότε νά λαμπάδιασε αυτή ή μαύρη συμφορά... ή τό μαχαίρι του Μιχαήλο στόν κατάλευκο λαιμό, καί κείνης; Δέν θά ζητούσε ευθύνες άπό τή μάνα; Ποιόν νά βρει καί νά κυλιστεί στά πόδια του, βοήθα, βοήθα... οχι στήν Ασπασία βέβαια, αυτή δέν τό αγαπούσε τό παιδί, μόνη, ολομόναχη μέ τό κεφάλι απάνω στό κουτσούρι ό άγγελος μου, Ιφιγένεια τοΰ Μιχαήλο; Κι άν κάνω λάθος; Μά πώς; Είχε γεννήσει οχτώ παιδιά! Όχτώ φορές πλάστηκε μέσα της ό κό-
34
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
σμος κι έσκισε τα τοιχώματα ανυπόμονα νά βγει στό φώς πασπατεύοντας γιά αγάπη. Τό σπίτι ξύπνησε. Ή ' Ερατώ κατέβηκε πρώτη, όπως πάντα μέ τήν μπλέ ριχτή ποδιά καί τό άσπρο γιακαδάκι, όλα ραμμένα άπό τή μάνα της. Ένα λαμπερό πρόσωπο αθώο μέ άφοβα μάτια καί ακατάστατα ξανθά μαλλιά πού περίμεναν τά επιδέξια χέρια τής ' Εριφύλης νά τά πλέξουν κοτσίδα. «Καλημέρα, μαμά». «Καλημέρα, κόρη μου», κι ανακάλυψε στήν μπουκωμένη φωνή της πώς ένα ποτάμι δάκρυα παραφύλαγε στό τρομαγμένο στήθος της έτοιμο νά ξεχυθεί στίς πλάκες, στήν αυλή νά μουσκέψει άπ' άκρη σ' άκρη τή γη· Πάντα τά πρωινά άδειαζε αστραπιαία τό σπίτι. Οί δύο στά κτήματα, ή Ασπασία στόν αργαλειό της πού συνέχιζε πάντα νά υφαίνει τά αριστουργήματα τηςπροίκα. Ή ' Εριφύλη έστειλε καί τήν Ερατώ νά βοηθήσει τίς αδελφές της στά χωράφια κι έμεινε πάλι ολομόναχη. Ειχε ξεχάσει νά υπολογίζει στήν παρουσία τής Πηνελόπης. Τήν ειδε τυχαία καθισμένη στήν κορφή τής σκάλας νά τήν παρακολουθεί μέ τά κατάμαυρα μάτια της λατρευτικά. Μιά ιδέα άστραψε στό μυαλό της. Οι δύο μικρές, ή 'Ερατώ καί ή Πηνελόπη, κάνανε πιό συχνά άπό ποτέ συντροφιά. ((Πηνελόπη, έλα κάτω νά σοϋ πώ». Ξαφνιασμένη μέ τήν πρόσκληση κατέβηκε αδέξια, αποφεύγοντας νά κοιτάξει τή μάνα της. «"Ελα, κάθησε καλό μου εδώ, κοντά μου», καί τήν αγκάλιασε άπό τούς ώμους. Τό Τέρας χλώμιασε θανάσιμα κι άρχισε νά τρέμει. Κανένας ποτέ δέν τήν ειχε αγκαλιάσει στά είκοσι ένα χρόνια της. ((Πηνελόπη καλή μου, μ' αγαπάς;» Ούτε αγάπη τής ειχε ζητήσει κανένας. «Πολύ, ναί πολύ», τή βεβαίωσε μέ τήν μπάσα φωνή της. «Πηνελόπη καλή μου, θές νά μοΰ πεις πού πάει τό ' Ερατώ μας, σάν βγαίνει άπό τό σπίτι τίς νύχτες;» Τά δασωμένα φρύδια της σμίξανε μά δέν απάντησε. Ή ' Εριφύλη επέμεινε σφίγγοντας την τρυφερά στό πλευρό της. «"Ελα, Πηνελόπη μου, μή φοβάσαι. ' Εσύ ξέρεις, δέν ξέρεις; Έγώ δέν θά τό πώ σέ κανέναν», τή βεβαίωσε φιλώντας της τό μάγουλο. ' Η Πηνελόπη άρχισε νά κλαίει. Τόση αγάπη δέν είχε ξανανιώσει, άλλά δέν μπορούσε νά προδώσει τήν 'Ερατώ, τή μοναδική αγαπημένη τούτου τοΰ σπιτιού. «Σιγά χρυσή μου, γιατί κλαις;» Σιγά μή μας ακούσει ό μπαμπάς. Άλλά πρέπει νά μοΰ τό πεις, μήν τό μάθει καμιά άλλη καί τό προλάβει στόν μπαμπά καί πάθει τό παιδί μας κακό. Έλα πού τήν αγαπάς όσο
18
καί γώ, πές μου πού πάει τίς νύχτες τό Ερατώ μας δταν βγαίνει έξω». «Δέν βγαίνει έξω, στό υπόγειο πάει». «Στό δικό μας υπόγειο;» «Ναί». «Καί τί κάνει έκεϊ;» «Παίζει».
19
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ
«Τί παίζει, Πηνελόπη μου;» «Τό αντρόγυνο». «Μέ ποιόν τό παίζει τό αντρόγυνο;» «Μέ τό στρατιώτη». «Καί που τό ξέρεις έσύ πώς είναι στρατιώτης;» «Φοράει τά ίδια μέ τόν δικό μας Αντώνιο». «Καί άπό ποΰ έρχεται ό στρατιώτης καί τή βρίσκει;» ((Δέν έρχεται». «Πώς δέν έρχεται;» ( ( ' Εκεϊ είναι, μέσα». «Στό υπόγειο μας; Έσυ τόν έκρυψες;» «Στό πατητήρι, ναί». «Καί πώς τόν λένε;» « ' Ιταλό». ' Η ' Εριφύλη μακάριζε τή στιγμή πού βρέθηκε καθισμένη. Τό κορμί της άδειαζε καί τό αισθανόταν νά βαραίνει κατά κάτω, μά δέν σωριάστηκε όπως τό επιθυμούσε, γιά νά μήν τρομάξει τό μικρό πού αγνοούσε τό κακό πού συντελοΰνταν. «Καί δέν μοΰ λές κορίτσι μου, αυτό τό ξέρεις μόνο έσύ καί ή Ερατώ μας ή τό 'πατε καί σέ κάποιον άλλον». «Όοοχι!» «Μπράβο! Κι άν σέ ρωτήσει καμιά άπό τίς αδελφές σου έσύ θά λές, δέν ξέρω τίποτα, ναί παιδί μου;» «Ναί, δέν ξέρω τίποτα». Τήν έσφιξε δυνατά πάνω στά πλούσια στήθια της καταφιλώντας την. Τό Τέρας έκλαιγε μέ αθόρυβους λυγμούς. Ή ' Εριφύλη τήν κανάκιζε όπως κανακίζουν τά μωρά ψιθυρίζοντας, «Θεέ μου, τί ορφανό πού σ ' άφησα ή σκύλα».
Ανοιξε ήρεμα τήν πόρτα τής απάνω κάμαρας πού δέν επικοινωνούσε μέ τό κυρίως σπίτι κι έπρεπε ν ' ανέβεις άπό τήν εξωτερική πέτρινη σκάλα. Τό βασίλειο τής Ασπασίας, όπου ειχε μεταφέρει τόν αργαλειό τής γιαγιάς καί γιατί είχε περισσότερο φώς όσο βράδιαζε, άλλά καί γιά νά μή βλέπει κανένας τά πολύπλοκα υφαντά της καί ζητούσε νά τά αντιγράψει. Τό κορμί τής μεγαλοκόρης της κρατιόταν εύθυτενές ακολουθώντας τούς ρυθμούς τοΰ πέταλου. Ή ' Εριφύλη έβλεπε κάθε λεπτομέρεια λές καί δέν έγνώριζε τό δωμάτιο, τό κόκκινο-πράσινο τής κουβέρτας, τό
37
φώς πού έπεφτε αριστερά άπό τό μικρό παράθυρο στό πρόσωπο τής Ασπασίας, αναδεικνύοντας τή σκληρότητα τοΰ στόματος πλαισιωμένου άπό τίς δυό κατακόρυφες ρυτίδες. «Πώς είναι ό πατέρας σήμερα», ρώτησε χωρίς νά χάσει τό ρυθμό της.
38
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ
20
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΆΦΟΥ
«Δέν ξέρω, θά κοιμάται. Σταμάτα, θέλω νά σου μιλήσω». Γύρισε καί κοίταξε τή μητέρα της ξαφνιασμένη άπό τήν πυκνότητα τής φωνής της. Τό πρόσωπο της πελιδνό καί τελείως άχρωμο, ακόμα καί τά χείλη. «Τί συμβαίνει μητέρα;» «Συμβαίνει, τί συμβαίνει; Ποιό εϊναι τό χειρότερο πού μπορείς νά φανταστείς;)) «Πέθανε ό πατέρας;» ' Η ' Εριφύλη χαμογέλασε σάν νά ' βρίσκε πενιχρό τό μαντάτο. «"Οχι βέβαια. Καί δέν ξέρω άν ό θάνατος του θά 'ταν τώρα πιά δυστύχημα». «Τί λέτε, μητέρα;» ρώτησε ή Ασπασία πού επιστράτευε τόν πληθυντικό όταν ήθελε νά δώσει στόμφο στή συζήτηση. «Αυτό πού άκουσες. Λέω πώς μές στό σπίτι μας κάτω άπό τή στέγη μας ζει ένας άνδρας άγνωστων στοιχείων». «Μητέρα; Ζεϊ; Καί πότε ήρθε;» ((Τόν Σεπτέμβρη. Όταν ήρθαν οΐ Γερμανοί καί μάζεψαν τούς Ιταλούς». «Τί σχέση έχει». «Τότε μπήκε κρυφά ένας Ιταλός στό περβόλι μας καί κρύφτηκε στό υπόγειο». «Καί ποΰ, πώς τό ξέρετε; Είναι ακόμα;» «Ναί, ναί, τώρα καί τέσσερις μήνες κρύβεται στό υπόγειο μας». «1 ον ειοατε;» «"Οχι. Ούτε θέλω νά τόν δώ γιατί φυσικά θά τόν σκότωνα... τό σκέφτηκα κι αυτό, άλλά όλα θά πέφτανε στό παιδί...» "Εγινε μιά μεγάλη παύση. Καμιά τους δέν τολμούσε νά ξεσκεπάσει τίς λέξεις. Επιτέλους ή Εριφύλη τό ξεστόμισε, «ή 'Ερατώ είναι έγκυος». ' Η ' Ασπασία φούχτωσε τό πρόσωπο της τραβώντας τά μάγουλα της νά τά σκίσει. « ' Η τιμή μας, μητέρα, καταστράφηκε ή τιμή τής φαμίλιας μας». « ' Η τιμή; Λειτουργεί σάν φονικό όπλο γιά τό θύμα καί σάν ελαφρυντικό γιά τό φονιά. Τό πρόβλημα εΐναι πώς τό παιδί μας είναι γκαστρωμένο κι ούτε πού τό ξέρει». «Τό δικαιολογείς τώρα τό πορνίδιο», ξεφώνισε ή Ασπασία. « ' Ακούς έκεϊ δεκαπέντε χρόνων κι έπεσε στήν αγκαλιά ενός βρωμοϊταλοΰ».
«Νά ' ξέρες ποιος τήν έριξε». ' Η ' Ασπασία περίμενε εξαγριωμένη. « Ή Πηνελόπη». «Τό Τέρας; "Ας γελάσω!» «Ναί ή Πηνελόπη, Ασπασία. Τήν πήγε λέει γιά νά παίξουνε». «Καί οί τρεις;» ((Τό καθυστερημένο μας άναψε φουνάρα πού θά μας κάψει Ολους». « Ή Πηνελόπη ή ή γειτόνισσα δέν μ' ενδιαφέρει.
21
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΛίΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
' Η ' Ερατώ τό 'κανε καί θά πληρώσει γιατί αυτό δέν κρύβεται», φώναξε ή Ασπασία. «Πώς εννοείς ότι θά πληρώσει;» « "Αμα τό μάθει ό πατέρας πιστεύεις εσύ πώς θά γλυτώσει άπό τή φαλτσέτα του;» «Χαράς τόν Αγαμέμνονα... άν τό μάθει». «"Ετσι τόν λένε τόν Ιταλό; Κι αναλαμβάνεις έσύ τήν ευθύνη νά μήν του τό ποΰμε;» «Καί βέβαια δέν θά του τό πώ. Παραλόισες καί φαντάζεσαι πώς θά τό μάθει αυτό τό κτήνος; Πού του γέννησα οχτώ πριγκηπόπουλα καί δέν γύρισε ποτέ νά σας κοιτάξει, δέν ξέρει τά πρόσωπα σας, μόνο νά σάς τρομοκρατεί επιδεικνύοντας τή φαλτσέτα ή τό τσεκούρι τών ξύλων. Μέ τό δίκιο σου φοβάσαι, άλλά οχι καί γώ... άλλο προικιό άπό τά παιδιά μου δέν έχω... τούς γιους του πού τούς ευνούχισε δέν τούς γλύτωσα... καί σένα». «"Ασε με μένα! Καί τί θά κάνεις, μητέρα». «Μή μέ ρωτάς τί θά κάνω. "Η μάλλον αναλαμβάνω τό τί δέν θά κάνω. Σίγουρα δέν θά παραδώσω τό κοριτσάκι στή σφαγή, γιά νά κάνει ό βρωμόγερος επίδειξη τιμής. Σίγουρα θά 'ταν άξιος νά τό σκοτώσει, γιά νά καμαρώνει ύστερα πώς όλη ή Κρήτη θά μιλούσε μέ θαυμασμό γιά τήν άντρειά του. Μά αλλάξανε οί καιροί... Δέν έχω κόρη γιά θυσία...» «Καί πώς θά του τό κρύψουμε, μητέρα; Τί σκέφτεσαι; νά τό ρίξεις;» «Τρελάθηκες κόρη μου! Θά τό γεννήσω». «Μάνα». ((' Εγώ κόρη μου έχω ακόμη περίοδο κι είμαι σαράντα οχτώ χρόνων. Ηρέμησε θυγατέρα, άπό πιστοποιητικά διαθέτουμε. Ή μοναδική ζημιά θά 'ναι πώς ή 'Ερατώ μας δέν θά παντρευτεί ποτέ. Τό ζουμπούλι μου, Ί'δια άνθος λεμονιάς. Τό παραθαύμαζα! Κι αυτή ή αλαζονεία τιμωρείται».
Η ανακοίνωση πού έκανε ή ' Εριφύλη στίς άλλες δυό, 'Εργίνη καί Αικατερίνη, όταν γύρισαν άπό τά χωράφια τό σούρουπο, έμοιαζε τόσο πολύ μέ επιτελικό σχέδιο πού απέκλειε κάθε εκδήλωση άπό μέρους τους. Οί δυό αδελφές μείνανε άλαλες μπροστά στήν ψυχραιμία τής μάνας τους.
41
«'Εσύ 'Εργίνη, κατέβα τώρα στό υπόγειο καί πάρ' τον. 'Εξήγησέ του ότι θά τόν πάς στό βουνό νά τόν παραδώσεις στους δικούς μας αντάρτες. Ξεκινήστε τώρα, σκοτείνιασε ήδη». «Πώς είναι, τόν είδατε;» «Δέν χρειάζεται. Θά τόν δεις έσύ. Φαίνεται πάντως νά 'ναι καλό παιδί γιά νά τόν αγαπήσει τόσο ή Πηνελόπη μας πού λειτουργεί μόνο μέ τό ένστικτο. Μέ τήν ευκαιρία πρέπει νά συμφωνήσουμε όλες γιά κάτι πολύ σοβαρό. Τήν Πηνελόπη δέν θά τήν αποκαλέσει
22
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
κανείς καί ποτέ πιά Τέρας. Ποτέ! εξηγήθηκα; Γιά οποίαν τό λησμονήσει θά 'χω ράμματα γιά τή γούνα της. Καί δεύτερο, άπό σήμερα, δταν τύχει κι οπού τύχει θ' αφήνετε νά εννοηθεί πώς είμαι πάλι έγκυος». « ' Εσείς μητέρα;» «'Εγώ, μάλιστα! Λές πώς δέ θά τά καταφέρω; Καί στό παιδί, τήν 'Ερατώ, δέν θά κάνετε ποτέ κουβέντα επί του θέματος. Ούτε καί θά τήν αφήσετε νά καταλάβει δτι παρασύρθηκε σ' εναν ανίερο δεσμό. Αυτό τό ξέρουμε μεΐς καί άρκεϊ. Δέν θέλω τό παιδί νά πνιγεί άπό ενοχές...» «Μητέρα», τή διέκοψε ή Αικατερίνη, «δέν σκεφθήκατε τήν πιθανότητα νά επιστρέψει κάποιος άπό τούς αδελφούς μας; Καταλαβαίνω νά τήν κρύψετε άπό τόν πατέρα...» «Ούτε κι αυτό είναι σίγουρο», πετάχτηκε ή Ασπασία. «"Αν καλυτερέψει καί σηκωθεί; Πού θά σηκωθεί, δέν μπορεί...» «Αυτό, θυγατέρα, άσ' το σέ μένα. Ή ' Ερατώ μας είναι λιγνή σάν κλαράκι. "Ασε πού οί πρωτογεννοΰσες δέν κάνουν μεγάλη κοιλιά!» «Καί οί αδελφοί μας;» επέμεινε ή Αικατερίνη. « Αποκλείεται νά 'ρθουν. Ό πατέρας σας τούς έκανε χέστηδες καί δέν θά κατέβουν στήν Κρήτη πού φλέγεται. Θά τούς γράψω καί γώ πόσο επικίνδυνο είναι, αν βρω κανέναν νά στείλω γράμμα. Άντε, Έργίνη, ξεκίνα».
Η
' Εριφύλη παρακολούθησε πίσω άπό τό νταντελένιο κουρτινάκι τίς δυό σκοτεινές φιγούρες νά διασχίζουν τόν κήπο. Τότε μόνο φώναξε στήν 'Ερατώ νά κατέβει άπό τόν οντά πού τήν είχε στείλει. «Κάθησε Χιόνα μου, θέλω νά κουβεντιάσουμε οί δυό μας». ' Η ' Ερατώ κάθησε ανέμελα δίπλα της. Ή ' Εριφύλη άπλωσε τήν παλάμη της στήν κοιλιά του κοριτσιού. «Ξέρεις, κόρη μου, δτι είσαι έγκυος;» «"Οχι. Πώς είναι αυτό;» «"Οταν έπαιζες μέ κείνο τό αγόρι τόν Ιταλό... δέν παίζατε τό αντρόγυνο;» «"Αχ, μαμά, τό 'μαθές! Κι δλο ήθελα νά σ ' τό πώ». «Καί γιατί δέν μοΰ τό 'πες;» «Γιατί φοβόμαστε πώς θά μαλώσεις τήν Πηνελόπη πού τόν βρήκε καί τόν έκρυψε». «Παίζατε λοιπόν».
43
((Δέν παίζαμε μαμά! Αγάπη είχαμε». «Ναί, άλλά παίζατε καί τό αντρόγυνο». «"Ετσι κάνουν τά αντρόγυνα; Δηλαδή εσύ καί ό πατέρας, μά εκείνος δέν είναι καλός, ούτε λέει λόγια αγάπης, σοΰ λέει;» «"Οχι, οχι βέβαια. Τώρα δμως δσο θά περνάει ό καιρός ή κοιλίτσα σου θά φουσκώνει, γιατί θά μεγαλώνει τό μωράκι πού είναι μέσα σου». «Αυτό είναι, έχω καί μωράκι;»
23
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΤ
«Ναί Ερατώ, άλλά αυτό δέν πρέπει νά τό μάθει κανένας, δέν θά τό κουβεντιάσεις ούτε μέ τίς αδελφές σου...» «Καί άφοΰ θά 'ναι μωράκι, δέν θά κλαίει;» Αυτό θά τό κανονίσουμε τότε, άφοΰ γεννηθεί. Έχουμε ακόμη πολύ καιρό. Δέν έχεις πιά περίοδο, έτσι;» «"Οχι, πάει πολύς καιρός». «Καί γιατί δέν μοΰ τό 'πες, κορίτσι μου;» ((Γιατί φχαριστήθηκα, τά σιχαίνομαι αυτά τά αίματα». ((Καλά! Είμαστε σύμφωνες. Δέν θά μιλήσεις γι' αυτό στίς αδελφές σου». «Μά γιατί, άφοΰ τίς αγαπώ». «Ναί, άλλά δέν είναι σωστό πού βρήκες έσύ αγόρι καί δέν βρήκαν οί μεγαλύτερες, πρέπει πρώτα νά παντρευτούνε κείνες... κατάλαβες τώρα, κουβέντα σέ κανέναν». «Μά ή Πηνελόπη, μαμά, είναι φίλη μου». «Καλά μέ τήν Πηνελόπη έτσι κι αλλιώς θά κάνεις πολλή παρέα γιατί δέν θά ξαναβγείς έξω ώσπου νά τελειώσει αυτό...» «Στό περβόλι μας όμως, όταν βραδιάσει». «Ούτε στό περβόλι». ' Η ' Ερατώ έβαλε τά κλάματα κι έπεσε στήν αγκαλιά τής Εριφύλης, «μά τόν αγαπώ, μαμά». «Καταλαβαίνω, παιδί μου, άλλά δέν θά τόν ξαναδείς. Τό μεσημέρι, όσο λείπατε μέ τίς αδελφές σου, ήρθαν δυό αντάρτες, παιδί μου, καί τόν πήρανε στό βουνό γιά νά τόν σώσουν, γιατί οί Γερμανοί ψάχνουν σ' όλα τά σπίτια κι άν τόν έβρισκαν θά τόν σκότωναν». Τά δάκρυα τής Ερατώ γίνανε ποτάμια απελπισίας. Όσο περισσότερο τή χάιδευε ή μάνα της τόσο φούσκωνε τό κλάμα της σέ κραυγαλέους λυγμούς. «Μά τόν αγαπώ, μαμά, δέν ξέρεις τί ώραϊο πράγμα είναι ν ' αγαπάς. Πάντα ήθελα ν' αγαπώ κάποιον άλλά είσαστε όλοι τόσο σοβαροί πού σας φοβόμουν... Τόν Τονίνο δέν τόν φοβόμουν, γελούσαμε μαζί, μ ' άφηνε νά τόν αγαπώ καί ξέρεις πώς μέ φώναζε;» «Φτάνει τώρα, Ερατώ, ανέβα πάνω νά ξαπλώσεις καί θά σοΰ φέρω έγώ τό γάλα σου».
Τό άλλο πρωί ή Εριφύλη έβαλε μέσα στήν κυλόττα πού άλλαξε μιά παλιά πετσέτα πολυδιπλωμένη. Ό-
45
ταν ντύθηκε έδινε τήν εντύπωση πολύ πιό γεμάτης άπ' Οσο ήταν. Έτσι επιδεικτικά μπήκε μέ τό τσάι στό δωμάτιο τους. «Είχες δέν είχες τό 'κάνες τό θαύμα σου. Καί δέν μέ λυπήθηκες μεγάλη γυναίκα νά μέ ρεζιλέψεις...» «Γιατί σέ ρεζίλεψα;» διαμαρτυρήθηκε ό Μιχαήλος. «Γιατί μέ γκάστρωσες! Μά βέβαια άφοΰ δέν ντρέ■ πεσαι σύ γέρος άνθρωπος. Πότε τό σταματάτε επιτέλους αυτό τό καταραμένο καί νά 'ξερα».
46
ΛίΛΗΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ
«Άντί νά περηφανεύεσαι». « "Ορεξη έχεις γι' αστεία». αΕίσαι βέβαιη;» «Δέν μέ ρωτάς εάν κοιμήθηκα δλη νύχτα. Όσο δέν τά 'βλεπα νά 'ρχουνται έλεγα, μέ τό καλό, μεγάλη γυναίκα είμαι καιρός νά σταματήσουν... κι Οταν άκουσα τό παιδί χθες βράδυ ήθελα νά πεθάνω άπό τήν ντροπή μου». «Γιατί; Μέ τόν άντρα σου τό 'πιασες». « ' Ωραίος είσαι, μέ κορίτσια τής παντρειάς νά γεννοβολά ή μάνα τους». « "Ετσι κι αλλιώς δέν βλέπω τήν ψηλομύτα τή θυγατέρα σου νά παντρεύεται... πές πώς θά μεγαλώσεις εν' άγγόνι». «Ναί, απο γέρικο άλογο». «Μά φοράδα νταρντάνα!»
Η ζωή πήρε τόν κανονικό της ρυθμό. Ή ' Εργίνη επέστρεψε άπό τό βουνό τό άλλο απομεσήμερο, κρύβοντας μέ κόπο τόν ενθουσιασμό της. «Ε'ίχατε δίκιο μητέρα. Ό ' Ιταλός είναι ευγενικό παλληκάρι. Μέ βεβαίωσε πώς μόλις τελειώσει ό πόλεμος θά 'ρθει νά παντρευτεί τήν 'Ερατώ μας». «Μήν της πεις κουβέντα)). «Μέ παρακάλεσε νά τό πώ σέ σας καί σέ κείνη». «Ούτε λέξη. Θ' αρχίσει νά λιώνει τό παιδί άπό τήν αναμονή. Άσε πού δέν αποκλείεται νά σκοτωθεί στό βουνό. Καλύτερα νά τό πάρει απόφαση πώς δέν θά τόν ξαναδεί. Μακάρι, μακάρι νά 'ρχότανε κείνη ή ώρα νά τοΰ ανοίξω μέ τά χέρια μου τήν πόρτα. Σκέψου το, ' Εργίνη, ν ' αποκατασταθεί τό κορίτσι μας)). «Καί κάτι άλλο, μητέρα. Μου 'δωσε τό χρυσό του σταυρό νά τής τόν δώσω». «Κουβέντα, 'Εργίνη μου, φέρ' τον έδώ». Ή ' Εριφύλη πήρε τό σταυρό καί τόν φόρεσε στό λαιμό της, άλλά μέσα άπό τό μπούστο της. «Παιδί είναι ακόμη. Θά ξεχάσει. Τό πρόβλημα μου είναι άλλο, κόρη μου. Πώς θά τής πούμε ότι θά μείνει άσχετη μέ τό μωρό». «Δέν θά τό θηλάσει;» «Μακάρι νά μήν ήταν ανάγκη. Άλλά όταν θά γεννήσει, ή κατσίκα θά 'ναι γκαστρωμένη». «Κάτι θά βρείτε σεις μητέρα». Τό μόνο πού βρήκε ή Εριφύλη ήταν πώς γιά τήν ώρα έπρεπε νά διπλασιάσει τόν Ογκο της πετσέτας πού φορούσε μέσα άπό τήν κυλόττα της. Μετά τόν έκτο μήνα όταν φούσκωσε γιά καλά ή 'Ερατώ, έφτιαξε
24
ένα μαξιλαράκι άπό κουρέλια - Οπως γέμιζαν άλλωστε όλα τους τά μαξιλάρια πού γίνονταν σκληρά σάν πέτρα. ' Η ' Ερατώ, παρ' όλο τόν περιορισμό καί τόν καημό, άνθιζε. Ή ' Ασπασία βλέποντας τό εκθαμβωτικό πρόσωπο τής αδελφής της, πλαισιωμένο άπό τό
25
49
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΜΕΡΑ ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΛΦΟΤ
χρυσό φωτοστέφανο τών μαλλιών της πρότεινε στή μητέρα της, «δέν νομίζεις πώς θά 'πρεπε νά κουρέψουμε τήν Ερατώ;» ' Η ' Εριφύλη αγρίεψε, «τρελάθηκες, κόρη μου! Κατάδικος είναι τό παιδί;» καί σταυροκοπήθηκε. "Οσο περνούσε ό καιρός ή αμηχανία της μεγάλωνε. Τό μόνο ουσιαστικό πού έλπιζε νά λύσει ώς τό τέλος ήταν ή κάλυψη τής 'Ερατώ κοινωνικά. Άλλά πώς θά συμβίωναν μάνα καί παιδί στήν 'ίδια στέγη χωρίς νά συνδεθούν; "Ενα πρωί κατέβηκε ή 'Ερατώ πρίν άπ' όλους όπως συνήθιζε. «Μαμά, γιατί δέν μέ κοιτάς πιά;» τή ρώτησε. «Κάποτε κοιταζόμαστε καί μέ γέμιζες μέ ευχές καί Ονειρα γιά τό μέλλον. Τώρα μόνο θλίψη καί λύπηση έχουν τά μάτια σου. Γιατί μανούλα; Τό κατάλαβα τώρα πιά πώς ό,τι έγινε ήταν πολύ άσχημο». «Έσύ», τή σταμάτησε ή Εριφύλη, «δέν έκανες τίποτα άσχημο. 'Εγώ είμαι ό φταίχτης γιά όλα όσα έπαθες έσύ. 'Εγώ πού δέν κατάλαβα πώς έχω παλιώσει μαζί καί ή αναθεματισμένη ανατροφή μου. 'Εγώ, πού έπρεπε νά σοΰ είχα μιλήσει γιά τόσα πράματα καί δέν τό 'κανα». «Μαμά, σέ παρακαλώ, τώρα καταλάβαμε μέ τήν Πηνελόπη πώς αυτό δέν τό κάνει ένα κορίτσι άπάντρευτο. Άλλά τό κρίμα είναι όλο δικό μου γιατί, νά, γιατί κι άν τό 'ξερα, έγώ πάλι θά τόν αγαπούσα τόν Τονίνο». «'Ερατώ, δέν ζούμε μόνες στή γη. Σ' ένα χωριό ζούμε κι Ολοι ξέρουν τί κάνει ό άλλος, κανένα έγκλημα δέν μένει κρυφό...» ((Καί πώς θά ' μαστέ ευτυχισμένες, μάνα, άν πιστέψουμε όλοι πώς ή αγάπη είναι έγκλημα;» «Μόνο τόν άνδρα πού θά παντρευτείς, 'Ερατώ, επιτρέπεται ν' αγαπήσεις». «Γιατί; Έσύ αγαπάς τόν μπαμπά κι άς τόν παντρεύτηκες;» «"Ασε με μένα». ((' Εγώ τέτοιο γάμο δέν θά κάνω ποτέ». « "Αχ παιδί μου, λυπήσου με. Ξέρεις τί είσαι; Ένας άγγελος πού κατέβηκες κατά λάθος σέ τούτο τό βρωμοχώρι. Έγώ τό ξέρω, άλλά μέ τούς άλλους τί νά κάνω. Πώς ν ' αντέξω τή μοίρα σου πού 'κλείσε - έκλεισε Ερατώ, τό κατάλαβες;» ' Αγκαλιαστήκανε κλαίγοντας ή μιά στόν ώμο τής άλλης. «Μοναδική μου έσύ, μάνα μου, πόσο σέ πίκρανα μικρή μου... είσαι ή μικρή μου, έγώ μάνα γέρασα μέ τούτο τό παιδί στήν κοιλιά μου, καλή μου, μεγάλη μου μάνα».
1^
Μιχαήλος χαροπάλευε πιά μέ τό έμπα τής άνοιξης, άλλά εξακολουθούσε πάντα νά αποκλείει έστω καί μιά ιατρική επίσκεψη.
50
ΖΩΓΡΑΦΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛίΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ
Ένα πρωί έπιασε τό χέρι της Εριφύλης καθώς του τακτοποιούσε τά σκεπάσματα. «Γυναίκα, τό παιδί πώς θά τό 'νοματίσεις;» «Ξέρεις, Μιχαήλο, άν είναι αγόρι θά τό βαφτίσω μέ τ ' ονομά σου». «Μή φωνάξεις τούς γιους μου... δέν υπάρχει καιρός... γιατί νά διακινδυνέψουν μέ κανένα καΐκι... έγώ σήμερα φεύγω... γυναίκα...» Τόν έπιασε πάλι ό άγριος βήχας. Ή ' Εριφύλη δέν πρόλαβε νά φέρει τή λεκάνη κι άδειασε τό τελευταίο του αίμα στά πεντακάθαρα σεντόνια. Τοΰ καθάρισε τά γένια, σκέπασε τά ματωμένα σεντόνια μέ μία μεγάλη πετσέτα, άνοιξε τήν πόρτα καί φώναξε, «κορίτσια τρεχάτε, πέθανε ό πατέρας σας». Σήκωσε τά μάτια, ειδε στήν κορφή τής σκάλας τίς δυό μικρές, « ' Ερατώ μήν κατέβεις», ειπε επιτακτικά. Ντυμένη στά μαΰρα μέ τό πρόσωπο σκεπασμένο άπό τήν πλερέζα καί τήν κοιλιά ετοιμόγεννης εμφανίστηκε στήν εκκλησία μέ τίς τρεις μεγάλες της κόρες όλες στά μαΰρα. Κάνοντας μέ ειλικρινή κατάνυξη τό σταυρό της έλεγε μεσάτης, σ ' ευχαριστώ Θεέ μου, σ ' ευχαριστώ πού άπλωσες τό σπλαχνικό σου χέρι καί μέ σκέπασες. Μέ τήν ευκαιρία τής κηδείας έσωσε τά προσχήματα καί τήν τιμή τής οικογένειας, άφοΰ όλο τό χωριό τή λυπότανε πού έχασε «μέ τήν κοιλιά στό στόμα» τόν προστάτη της. Μιά γαλήνη απλωνόταν στά σωθικά της. ' Ο θάνατος τοΰ Φτενούδου δημιούργησε μιά εύφορία αναγέννησης στήν οικογένεια. Κανένας-καμία δέν ειχε τήν υποκρισία νά κλάψει μετά τήν κηδεία. Ή Αικατερίνη δήλωσε τήν επομένη ότι θά πήγαινε στό χωριό Οπου ειχε διοριστεί μιά καί ή έδρα χήρευε. Ή ' Ερατώ μπορούσε νά ζεϊ κάτω όσο τουλάχιστον δέν περίμεναν κάποια επίσκεψη. Ή μητέρα τής έπλεκε πάλι τήν ξανθιά κοτσίδα τών μαλλιών της χαϊδεύοντας τό κεφάλι της. Τήν ειχε προειδοποιήσει Οτι θά 'πρεπε νά τή φωνάξει, αμέσως μόλις θά 'νιωθε ύγρά νά φεύγουν άπό μέσα της. Έτσι κι αλλιώς τήν κατέβασε καί τήν κοίμιζε δίπλα της στό μεγάλο κρεβάτι. "Οταν ήρθε ή ώρα τοΰ τοκετοΰ έγιναν όλα όπως τά 'χε σχεδιάσει ή Εριφύλη σέ συνεννόηση μέ τίς κόρες της. Ρίξανε μιά στρώση εφημερίδες πάνω στά άσπρα σεντόνια, όπως συνηθιζόταν, γιά ν' άπορροφοΰν τό περισσότερο αίμα. Μετά έβαλε τήν 'Ερατώ ν ' ακουμπήσει σέ τρία όρθια μαξιλάρια, καθιστή μέ τά γόνατα διπλωμένα πρός τά πάνω καί τίς πατοΰσες στέ-
26
ρεα στό στρώμα, «κοριτσάκι, νά, πάρε τά χέρια μου δάγκωσε τα, σκίσε τα, άλλά μή φωνάξεις καρδούλα μου καί μάς ακούσει ή γειτονιά». "Οταν γεννήθηκε τό παιδί, ή Εριφύλη έκοψε τόν αφαλό μ ' ένα ψαλίδι καμένο στά κάρβουνα άπό τήν 'Εργίνη. Τύλιξε τό βρέφος σέ μιά πάνα καί τ ' ακούμπησε στά πόδια της, τή στιγμή πού τό ύστερο γλύστρησε καί τό παιδί έκλαιγε σπαρακτικά. Αμέσως σήκωσε τή φούστα της κι έβγαλε άπό τό βρακί της τό
27
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΜΕΡΑ
53
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
μαξιλάρι. Ανάλαφρη πιά πήρε τή λεχώνα στά μπράτσα της καί τήν ανέβασε στόν όντά. «Ασπασία, πάρε τό ζεστό νερό κι ανέβα νά τήν πλύνεις μαλακά». Γύρισε γρήγορα στό κρεβάτι της, πασάλειψε μέ τό ύστερο τά μπούτια της ψηλά στά σκέλια καί ξάπλωσε όσο ή Έργίνη τάχα βιαστική έτρεχε νά φωνάξει τή μαμή. Εκείνη μπήκε φουριόζα στήν τόσο γνωστή της κάμαρα κι άντίκρυσε τήν Εριφύλη ξαπλωμένη μέ τό νεογέννητο πάνω στά πλούσια στήθια της τυλιγμένο στήν πάνα. «"Αργησες, κυρία Αγλαΐα, καί τούτη ή κόρη παραείναι βιαστική, μόνο πάρ' την νά τήν πλύνεις. Δέν ήταν τυχερός ό Μιχαήλος νά κάνω γιό νά του βγάλω τ ' Ονομα». «Καί ποΰ είναι οί κόρες σου;» « ' Η Ασπασία εϊναι πάνω στόν όντά γιατί τό Ερατώ έχει πονόλαιμο καί πυρετό... ή Αικατερίνη στό σχολείο». «Καλέ, καλέ αυτό δέν είναι άνθρωπος, άγγελο γέννησες, μοναδικό, δές καί σύ». Καί τής έφερε τό παιδί πεντακάθαρο. Ή ' Εριφύλη χαμογέλασε, «έχεις δίκιο, πιό Ομορφο κι άπό τήν Ερατώ μου. Τή θυμάσαι όταν γεννήθηκε; Τά ιδια μοΰ 'λεγες καί μέ κατατρόμαξες». "Εβγαλε άπό τό λαιμό της τή χρυσή αλυσίδα μέ τό σταυρό τοΰ Τονίνο καί τήν πέρασε στό λαιμό τής νεογέννητης. ' Η ' Ασπασία μπήκε γελαστή κι άρχισε νά μαζεύει τίς ματωμένες εφημερίδες άπό τό κρεβάτι, «έσύ μητέρα;» «Θά πλυθώ μόνη μου όπως πάντα. Μά δές τί αδελφή σοΰ γέννησα. Αυτήν Ομως θά τή μεγαλώσεις έσύ Ασπασία... έγώ γέρασα». «Ναί, γιατί δέν μεγάλωσα γώ καί τήν Ερατώ». «Τότε ήμουνα νέα». « ' Εμένα μοΰ λές. "Αν δέν πέθαινε ό μακαρίτης ό πατέρας θά γεννούσες δέκα χρόνια ακόμη». Τό άπόγεμα ή Εριφύλη φόρεσε στήν Ερατώ ένα μπούστο πολύ πιεστικό πού σήκωνε ψηλά τούς μαστούς. ((Μά γιατί μοΰ τό φοράς αυτό;» «Γιατί κόρη μου εϊσαι πολύ μικρή καί ό θηλασμός θά σοΰ χαλάσει τό στήθος». «Καί δέν θά βυζάξω τό παιδί μου;» «Αυτό τό λόγο νά τόν ξεχάσεις. Δέν έχεις παιδί. Τό παιδί τό γέννησα έγώ, όπως ξέρει Ολο τό χωριό. Έσύ δέν έχεις παιδί. Είσαι ακόμα κοριτσάκι».
((Μά άφοΰ γέννησα, εδώ μέσα στό σπίτι μας δέν θά μπορώ...» ((Δέν γέννησες, Ερατώ. Ή μαμά σου γέννησε. Καί δέν θέλω ν ' ασχολείσαι καθόλου μαζί του. Τό μωρό θά τό μεγαλώσει ή Ασπασία μας». ' Η ' Ερατώ βούτηξε τό πρόσωπο στό μαξιλάρι γιά νά μήν ακουστεί τό ξεκαρδιστικό της κλάμα. Κάποτε σήκωσε τό πρησμένο άπ' τό κλάμα πρόσωπο της καί ρώτησε σιγανά, «καί τί θά τρώει;»
54
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛίΛΗ ΜΈΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΤ
«Γάλα της γαϊδούρας». Τά μάτια της άνοιξαν πελώρια, «της γαϊδούρας, μαμά; Καί γώ; Έμενα δέν θά μοΰ αφήσετε κανέναν νά τόν αγαπώ;»
Στό Δήμο πήγε ή Αικατερίνη, ή μορφωμένη τής οικογένειας, καί δήλωσε τή γέννηση τής θυγατέρας «Μιχαήλου καί Εριφύλης Φτενούδου-άβάπτιστον». Ή Ασπασία αφοσιώθηκε μέ πάθος στό νεογέννητο σφετεριζόμενη συνειδητά τά φυσικά αισθήματα τής Ερατώ, πιστεύοντας ότι καμιά ποινή δέν ήταν αρκετή γι' αυτό τό τέρας πού τόλμησε, άν καί είκοσι χρόνια νεότερη της, νά γευτεί ολοκληρωτικά έναν άνδρα. Τό γεγονός ότι αυτή ή θρασύτατη μικρή έζησε τέσσερις μήνες στήν αγκαλιά ενός νέου, κάτι πού ή Ί'δια δέν διανοήθηκε ποτέ νά δοκιμάσει καί πίστευε ότι αυτή ήταν καί ή αρετή της, τή θάμπωνε ώς τόν ΐλιγγο καί τήν εξαγρίωνε. Ή τόλμη καί ή ολοκλήρωση τής επιθυμίας. Ανακηρύσσοντας τή νεογέννητη βασίλισσα τής ομορφιάς δέν καθαιροΰσε μόνο τά πρωτεία τής ' Ερατώ σάν ωραιότερης στήν οικογένεια άλλά υπερτόνιζε τήν άξια τοΰ θησαυροΰ πού ή Ερατώ έχασε σάν αντίποινο τής ξεδιαντροπιάς της. Έπεισε τήν Εριφύλη νά τής βρει ένα βασιλικό ονομα γιατί ισχυριζόταν δέν θά γινόταν μόνο τοΰ σπιτιοΰ βασίλισσα άλλά κι όλης τής κωμόπολης. Έτσι τή βαφτίσανε Αμαλία, άφοΰ συμπληρώθηκε χρόνος άπό τό θάνατο τοΰ Μιχαήλο. ' Αποφάσισαν νά κάνουν τά βαπτίσια μέ καλεσμένους, Οπως θά 'καναν γιά κάθε νόμιμο παιδί. Καί καθώς τότε τά βαπτίσια, οί γάμοι καί οί πεθαμένοι διανυχτέρευαν στά σπίτια στά μέρη τους, γιατί οί καλεσμένοι κατέφθαναν κι άπό τά γύρω χωριά, κατεβάσανε τό Τέρας στό υπόγειο μέ δυό παξιμάδια κι έναν κιασέ ελιές. Τό ξεχάσανε ώς τήν παράλλη μέρα, είκοσι ενός χρόνων κορίτσι, άν καί δέν είχε ποτέ ηλικία, όπως Ολοι πού δέν αγαπήθηκαν καί γι' αυτό δέν έλειψαν σέ κανέναν. Καί δέν τό θυμήθηκε ή μάνα του, μόνο ό λοχίας ή ' Εργίνη γιά νά τή βοηθήσει νά πλύνει τό καζάνι πού βράσανε τό χοιρινό μέ τίς σπιτικές χυλοπίτες. Τό πρόβλημα ωστόσο ήταν ή 'Ερατώ. Ή Ασπασία θά προτιμοΰσε νά μήν παρίσταται ούτε ή μικρότερη κόρη. Ή ' Εριφύλη Ομως δέν δέχτηκε κάν νά τ' ακούσει. «Πιό πολύ θά κάνει εντύπωση ή απουσία της», τή βεβαίωσε. «Ξέρεις τήν καχυποψία τοΰ χωριοΰ, τήν παρουσία της δέν θά τήν προσέξει κανένας». Άλλά ή 'Ερατώ πού 'χε χαθεί δυό χρόνια ξάφνιασε μέ τήν εκθαμβωτική ομορφιά της. Αύριο κιόλας,
28
σχολίαζαν οί καλεσμένοι, θά πέσουν βροχή τά προξενιά. Κείνο τό βράδυ ή Αμαλία οχτώ μηνών άπλωσε γιά πρώτη φορά τά χεράκια της, σάν νά 'θελε νά πετάξει πρός τήν Εριφύλη, ψελλίζοντας μά-μά.
29
Η
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΪ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΈΡΑ
Καλεσμένος στά βαπτίσια ήταν κι Ινας ευκατάστατος έμπορος, ό κύριος Ευάγγελος Σπυρίδος, χήρος μ' εναν δωδεκάχρονο γιό. Ή γυναίκα του, πού πέθανε στόν τοκετό, ήταν ξαδέλφη τής Εριφύλης. Ή ιδέα νά τόν καλέσουν ήταν τής Αγλαΐας τής μαμής, πού επέμενε πώς θά 'ταν ιδανικός σύζυγος γιά τήν Ασπασία. Άλλά εκείνη τόν απέρριψε, «βρίσκω πολύ λαϊκό εναν έμπορο». «Καί ποιόν θά ' θελες, κόρη μου», ρώτησε ή μάνα της. «Κάποιον μέ αξίωμα, μητέρα, σάν τούς αδελφούς μου». «Καί ποΰ νά τόν βροΰμε δώ, παιδί μου, μόνο περαστικοί είναι αραιά καί ποΰ οί αξιωματικοί». ' Η ' Ασπασία σήκωσε τούς ώμους αδιάφορα, «προτιμώ νά μήν παντρευτώ, μητέρα, παρά νά πάρω κάποιον κατώτερο μου». ' Η ' Εριφύλη δέν θέλησε νά τήν πληγώσει θυμίζοντας της πώς ήταν ήδη μιά μεγαλοκοπέλα καί πώς οί ευκαιρίες δέν παρουσιάζονται κάθε μέρα. Τρεις μέρες αργότερα ό κύριος Σπυρίδος έστειλε επίσημα αίτηση γάμου μέ τήν ελπίδα, όπως είπε στήν Αγλαΐα τή μαμή, ότι καί ή ωραία δεσποινίς θά συμφωνούσε. Μάταια τήν παρακάλεσαν ή μάνα της καί ή μαμή, οπότε αποφάσισαν νά μήν απαντήσουν γιά τήν ώρα τίποτε. Άλλά ό γαμπρός βιαζόταν. Στά χωριά ακόμα καί στίς κωμοπόλεις Οπως τό Νεοχώρι ή γυναίκα δημιουργεΐ μεγάλο πρόβλημα. Μπορντέλα γιά νά ξεδώσουν δέν υπάρχουν καί ή ελειψη θηλυκού γίνεται βασανιστική. Γι' αυτό οί σερνικοί βιάζονται νά παντρευτούν. Ό κύριος Σπυρίδος ωστόσο βεβαίωσε τήν Αγλαΐα πώς θά περίμενε ώσπου ή δεσποινίς Ασπασία νά αποφασίσει.
Η ' Ερατώ, πράγμα σπάνιο γιά γυναίκα, δέν παραπονέθηκε, δέν έκλαψε γιά τήν περιθωριοποίηση της. Οί έξοδοι τής ήταν απαγορευμένοι, ωρίμαζε όμως πρόωρα στήν ακαθόριστη αίσθηση αφόρητης μοναξιάς. Μέσα στήν τυραννική ανοχή καί σιωπή τών δικών της, συντηρούσε άσβηστο τόν ερωτά της γιά τόν Ιταλό, γι' αυτόν τόν μακρινό πού γινόταν άδηλος καί σάν εικόνα, θαμπώνοντας άπό τά χρόνια. Κάτι σάν Ονειρο έπλεε στά μάτια της πού πρόδιδε τή φυγή της άπό τόν κόσμο πού τήν περιέβαλε. Στά είκοσι της ήταν μιά καλλονή
57
πού σοΰ 'κοβε τήν ανάσα, μόνο πού δέν τήν έβλεπε άνθρωπος. Αντίθετα ή Αμαλία μεγάλωνε μέσα στόν πληθωρικό θαυμασμό τής οικογένειας μέ τά μελιά της μάτια καί όμοιόχρωμα μαλλιά πού μέ τά χρόνια πλούταιναν καί γίνονταν βαριά άπό τόν όγκο τους. ' Ο πόλεμος ειχε τελειώσει σάν κάποιο άσχετο γιά τή γυναικεία οικογένεια γεγονός, μέ μοναδικό άποτέ-
58
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
λεσμα τήν ευκολότερη επικοινωνία πού στάθηκε καταστροφική γιατί δέχτηκαν τό χτύπημα ότι καί οί δύο αδελφοί είχαν στό μεταξύ παντρευτεί στήν Αθήνα. Ή παραβίαση τών άγραφων νόμων, πού απέκλειαν τό γάμο τών σερνικών όσο τό θηλυκό στοιχείο τής οικογένειας δέν είχε ακόμη αποκατασταθεί, αναστάτωσε κυρίως τήν Ασπασία. Κανένας τους δέν απόκτησε παιδιά, γιατί καί κείνοι ζούσαν μέ μάτι θολωμένο άπό τή στέρηση, δέν τολμούσαν ωστόσο ν ' αντιμετωπίσουν ούτε κάν νά πλησιάσουν τή νέα γυναίκα πού εκτινάχτηκε άπό τήν Κατοχή, τήν Αντίσταση καί τή μοιραία χαλάρωση τών ηθών. Μέ τήν απειρία τους καί τήν οικονομική στενότητα πού τούς βασάνιζε ολόκληρη ζωή δέχτηκαν τίς ευκατάστατες νύφες πού τούς πάσαραν, υποφερτά διατηρημένες, άλλά μέ τή σφραγίδα τής προπολεμικής εγγυημένης παρθενιάς. Στό σπίτι ή λέξη «γάμος» δέν προφερόταν τώρα πιά, παρά τό ότι ό κύριος Σπυρίδος εξακολουθούσε νά βομβαρδίζει τήν Ασπασία μέ μηνύματα ερωτικής ανυπομονησίας. ' Η Αικατερίνη πού ειχε συμπληρώσει τά είκοσι πέντε δούλευε σάν δασκάλα σέ μιά άλλη επαρχία. Δέν ήταν καλλονή, ειχε ωστόσο μιά φυσική ευγένεια καί τό χαρακτηριστικό χαμόγελο τής μάνας τους πού ακτινοβολούσε καλοσύνη καί απαντοχή. Ένα χαμόγελο πού κατανοούσε τό καθετί καί τά συγχωρούσε όλα, ακόμα καί τή μοίρα τους. Καμιά γυναίκα στήν επαρχία τους δέν θά τολμούσε νά πάρει πρωτοβουλία γιά τή ζωή της. Όλοι κι όλες εξαρτιόνταν άπό τόν πατέρα, άν έλειπε κείνος άπό τούς αδελφούς καί μετά τήν αποστασία τών τελευταίων, αυτόματα χρίστηκε αρχηγός ή Ασπασία. Ή Αικατερίνη ξεμονάχιασε τήν Εριφύλη μιά Κυριακή πρωί πού ή Ασπασία είχε πάει τήν Αμαλία στήν εκκλησία γιά νά τήν επιδείξει. «Μητέρα, υπάρχει ένας νέος συνάδελφος πού δείχνει πολύ, θέλω νά πώ, ενδιαφέρεται γιά μένα κι ήθελα νά τό ξέρεις, μητέρα». «Γιατί κόρη μου, τί ώφελει νά τό ξέρω; Γνωρίζεις τούς κανόνες τής οικογένειας ή οχι; Όσο ή μεγάλη είναι άπάντρευτη δέν μπορούμε νά μιλήσουμε γιά κανέναν άλλο γάμο μέσα δώ». «Καί γιατί δέν παίρνει τόν Σπυρϊδο πού τή θέλει;» «Τόν βρίσκει κατώτερο μας!» «Γιά τόν Θεό, μάνα, πώς επαναλαμβάνεις τούς παραλογισμούς της. Ποιοι είμαστε, βρέ μάνα; Πού έρχομαι τά Σαββατοκύριακα γιά νά πάρω βραστά κουκιά ή φάβα καί τά τρώω όλη τή βδομάδα, γιά νά μή χαλώ άπό τό μισθό μου πού σας τόν διαθέτω γιά νά ζείτε;
30
Είμαστε κατώτεροι τών κατώτατων! Ποιόν φαντάζεται πώς θά πάρει ή ξιπασμένη πού τό πίστεψε πώς είναι Βενετσιάνα αρχόντισσα;» Τό ξημέρωμα τής Δευτέρας πού ή Αικατερίνη μάζευε γρήγορα τό σάκο της γιά νά προλάβει τό λεωφορείο, ή Εριφύλη τή συνόδεψε στόν κήπο. «Τήν επίσημη άδεια μου δέν μπορώ, κόρη μου, νά σοΰ τή δώσω,
31
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛΙΛΗ ΙΑ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
άλλά θά εγκρίνω οποιαδήποτε απόφαση σου)), τής είπε καί τή φίλησε στό μέτωπο. «Πήγαινε στήν ευχή μου». Στό τέλος τής σχολικής χρονιάς έφτασε στό σπίτι ένα γράμμα. Σεβαστή μου μητέρα, δέν θά επιστρέφω στό σπίτι μέ τό κλείσιμο τών σχολείων. Γνώρισα έδώ εναν συνάδελφο μέ τόν όποιο αγαπηθήκαμε καί παντρευτήκαμε χθες 21 Ιουνίου. Σας φιλούμε καί οί δυό τόχέρι, ή κόρη σας Αικατερίνη Κωνσταντίνου Αασκαλάκη ' Η ' Ασπασία έπαθε υστερική κρίση. Τό στόμα της πέταγε σάλια καθώς ξεστόμιζε ύβρεις πού δέν είχαν ποτέ ακουστεί στό σπίτι τους. Ή ' Εριφύλη τήν άκουε μέ τό πρόσωπο κρυμμένο στίς παλάμες της. «Δέν μιλάς τοΰ λόγου σου; Έσύ πού έχεις τόσο εφευρετικό μυαλό καί αντιμετώπισες τά χειρότερα μέ τό πορνίδιο, βουβάθηκες τώρα;» «Τί νά πώ, κόρη μου; Τό βλέπεις ότι είμαστε ανίσχυρες μπροστά σ' ενα τετελεσμένο», ψέλλισε ή Εριφύλη. «Θά ακυρώσουμε τό γάμο». « Ή Αικατερίνη είναι ενήλικη». « Άά, Οχι, δέν θά τ' αφήσω νά περάσει έτσι τούτη τή φορά. Δέν θά βγάζουν όλοι τά μάτια τους πίσω άπό τήν πλάτη μου... θά τή σκοτώσω», φώναξε καί κατέβασε άπό τόν τοίχο τό κυνηγετικό όπλο τοΰ Μιχαήλο. Στάθηκε μπροστά στή μάνα της μέ τό όπλο Ορθιο στά πόδια της. «Θά συγκαλέσουμε οικογενειακό συμβούλιο. Τώρα αμέσως πάω στό ταχυδρομείο νά τηλεγραφήσω καί στους δυό προκομμένους, στόν Αντώνιο καί τόν Ελευθέριο νά κατέβουν. Θά τήν άποκληρώσουμε καί...» «Καί θά γράψεις τί στό τηλεγράφημα, τό σκέφτηκες; Σέ μισή ώρα θά τό ξέρει όλο τό χωριό καί θά γελοΰνε σέ βάρος μας...» «' Εσύ, μιλάς έσύ, πού γκαστρώθηκες γιά τό χατίρι τής κανακάρας σου». « Ασπασία, οί τοίχοι έχουν αυτιά καί ή Αμαλία σέ ακούει». «Καί λοιπόν; Θά καλύπτουμε όλες τίς πουτάνες τής φαμίλιας... Θά τούς τηλεγραφήσω ότι ή δεύτερη πόρνη τής μεγάλης οικογένειας, ή Αικατερίνη μας, μάς ατίμασε γιά νά τούς υποχρεώσω νά λουστούν καί κείνοι τήν ατίμωση, Οχι όλο άπ' έξω, οπότε θά υποχρεωθεί ό ένας άπό τούς δυό νά τή σκοτώσει».
61
«Πώς θά γράψεις, παιδί μου, τέτοιες λέξεις στό τηλεγράφημα μέ τήν υπογραφή σου, έσύ μιά Φτενούδου». «Ώραΐα, εντάξει, τότε λοιπόν θά γίνεις έσύ τάχα μου ετοιμοθάνατη τώρα... μόνο έτσι θά τούς ξεσηκώσω, ότι τάχα μου πεθαίνεις. Θά 'ρθοΰνε δώ κοτζάμ άνδρες νά δώ τήν πυγμή τους...» Φυσικά καί οί δυό γιοί μέ τήν είδηση τής ετοιμοθάνατης μάνας πήραν τό αεροπλάνο καί κατέβηκαν.
62
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛίΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Βρήκαν τήν Εριφύλη νεκρή. Λίγο μετά τή σκηνή τής Ασπασίας έπαθε ένα εγκεφαλικό. Τό ξημέρωμα ειχε τελειώσει. Ή ' Ερατώ τήν κρατούσε στήν αγκαλιά της καί παρακαλούσε κλαίγοντας «μαμά, έλα, έλα ξύπνα, που μ ' αφήνεις καλή μου, ποιόν θ ' αγαπάω εγώ τώρα...» καί πάλι καί πάλι. Τά δυό αδέλφια κοίταζαν χαμένα τούς γειτόνους πού μπαινόβγαιναν καί κανείς δέν τούς πρόσεχε. Μετάνιωσαν πού δέν φορούσαν στολή καί περνούσαν απαρατήρητοι. Επιτέλους ή Ασπασία βρέθηκε μπροστά τους, «τή σκότωσε ή πόρνη, τή σκότωσε... που νά τ ' αντέξει ή μαύρη ή μάνα μας νά δίνει τά ραντεβού της στά χωράφια... όλόγδυμνη τήν πιάσανε». Κείνη τή στιγμή παρουσιάστηκε καί ή 'Εργίνη συντετριμμένη. «Πολλές μέρες;» ρώτησε ό Ελευθέριος. « "Α, μπά, χθες τ' απόγευμα ζύμωσε». Απάνω στήν ώρα εμφανίστηκε ή Αικατερίνη μ* έναν νέο ξανθομάλλη. Έξαλλη ή Ασπασία τοΰ Ορμησε, «Τί θές έσύ έδώ; Ποιος είσαι; Μέ ποιό δικαίωμα πέρασες τό κατώφλι τών Φτενούδων...» ' Ο ' Αντώνιος έκανε νά τή συγκρατήσει πιάνοντας την άπό τό χέρι. Μέ τό άλλο τοΰ ' δείξε τήν Αικατερίνη, «ιδού ή ένοχος. Αυτή ή πόρνη δολοφόνησε τή μάνα μας, Αντώνιε». Οί δυό άνδρες πλάι-πλάι παρακολουθούσαν άνευροι, σχεδόν ατάραχοι, τίς σκηνές πού διαδέχονταν ή μιά τήν άλλη. Ή έξαλοσύνη τής Ασπασίας μπροστά στήν απάθεια τους κορυφώθηκε καί φώναξε σπρώχνοντας τήν Αικατερίνη, «φύγε αμέσως. Πάρε αυτό τό άποφόρι πού παντρεύτηκες καί πήγαινε έξω, έξω». Ή Αικατερίνη υποχωρούσε κατά τήν έξοδο μέ τά μάτια καρφωμένα στους αδελφούς της πού παρακολουθοΰσαν αμήχανοι. «Τή σκότωσε», ακολουθούσε ή στριγκιά φωνή τής Ασπασίας τό ζευγάρι πού απομακρυνόταν. « ' Η μάνα μας ήταν μιά χαρά ώσπου πήραμε τήν είδηση ότι παντρεύτηκε κρυφά μας ή ξεφτελισμένη καί τό βράδυ ήρθε τό μοιραίο...» Τό χωριό πού ήταν ήδη αναστατωμένο άπό τό βραδινό τηλεγράφημα, άρχισε νά μαζεύεται σύμφωνα μέ τά έθιμα. Ή ' Ασπασία δεχότανε τόν κόσμο μέ μάτια στεγνά καί τό πρόσωπο πάντα εξαγριωμένο. Κάποια στιγμή πήρε τό μάτι της τήν Ερατώ πού 'κλαίγε πάνω στήν Εριφύλη κι έτρεξε, «έσύ πορνίδιο δέν έχεις καμιά θέση έδώ, ανέβα αμέσως στόν όντά μέ τό Τέρας». Κανείς δέν τής ειχε ποτέ μιλήσει έτσι όσο ζούσε ή μάνα της κι είχαν κιόλας περάσει όχτώ χρόνια ά-
32
πό τή γέννηση τής Αμαλίας. Ανέβηκε κλαίγοντας κι έπεσε μπρούμυτα στά στρωσίδια, «τί έκανα, τί έκανα», αναρωτιόταν μές στ' αναφιλητά της. «Τώρα», μουρμούρισε μέ τήν μπάσα φωνή της ή Πηνελόπη, «τώρα θ' αρχίσουν τά δύσκολα, Ερατώ, μόνο κουράγιο». Οί δυό άνδρες παρακολουθοΰσαν άφωνοι τά διαδραματιζόμενα. Ή ' Ασπασία τούς γέμισε τρόμο όσο κι ό πατέρας τους άλλοτε. Αισθάνθηκαν νά πνίγουνται
33
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΙ
καί χωρίς συνεννόηση δέν έβλεπαν τήν ώρα νά τελειώσει ή κηδεία γιά νά πάρουν ξανά τό αεροπλάνο καί νά βρεθούν μακριά άπ' αυτή τήν υστερία. Άλλά ή Ασπασία τούς σταμάτησε αποφασιστικά. «Δέν έχετε νά πάτε πουθενά. Απόψε θά κάνουμε οικογενειακό συμβούλιο καί πρέπει νά πάρετε ορισμένα μέτρα σάν αρχηγοί τής φαμίλιας». Κρύβοντας τόν πανικό τους, αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τό ρόλο πού τούς φόρτωσε. ' Η ' Ασπασία πρόσταξε τήν Έργίνη νά αναλάβει τήν Αμαλία ώσπου νά πλαγιάσει. « ' Η μακαρίτισσα ή μητέρα», άρχισε ή Ασπασία, «στάθηκε δυστυχώς άβουλη καί χωρίς πυγμή». Στή συνέχεια τούς διηγήθηκε μέ περίσσεια ωμότητα τίς σεξουαλικές δραστηριότητες τής Ερατώ καί τόν τρόπο πού τήν κάλυψε ή Εριφύλη. «Καί τώρα», ολοκλήρωσε, «επειδή δέν δέχτηκε νά ξεκάνουμε τήν Ερατώ καί ν ' αφήσουμε τό μπάσταρδό της νά πεθάνει άπό ασιτία, αποθρασύνθηκε καί ή άλλη μας αδελφή καί παντρεύτηκε κρυφά τό γελοίο υποκείμενο πού ε'ίδατε, έναν χωρικό δασκαλάκο, πού φαντάστηκε μαζί μέ τήν πόρνη του πώς θά περάσει ποτέ τό κατώφλι τών Φτενούδων». «Τώρα όμως, αδελφή Ασπασία, όλ' αυτά είναι τετελεσμένα», τόλμησε νά πει ό Αντώνιος. «Καί κατά κάποιον τρόπο παρελθόν», συμπλήρωσε ό Ελευθέριος. ((Λάθος», φώναξε έκτος εαυτής. « ' Οφείλετε νά πάρετε τίς αποφάσεις σας γιά νά ξεπλύνετε τήν τιμή τής οικογένειας πού γιά μένα μόνο ένας θάνατος θά εξαγνίσει». Τά δυό αδέλφια ζώντας τόσα χρόνια στήν Αθήνα, εξουθενωμένα άπό τήν ανωνυμία τους μες στά πλήθη τής πρωτεύουσας, αισθάνθηκαν τρόμο άλλά καί μιά ηδονική ζεστασιά μέ τό νά ξαναγευτοΰν τήν εξουσία, Οχι σάν υποτελείς πιά άλλά σάν αφέντες. Όλα αυτά τά χρόνια ευγνωμονούσαν τόν πατέρα τους πού απαίτησε άπ' αυτούς νά γίνουν σπουδαίοι καί τό πέτυχαν μέ τά αξιώματα πού κατάχτησαν δικαιώνοντας τον. Δέν δυσκολεύτηκαν πολύ. Άπό φτωχοί επαρχιώτες έντάχτηκαν εύκολα στήν περιορισμένη στρατιωτική νοοτροπία καί αποδέχτηκαν τήν αλλοτρίωση τους στό στράτευμα σάν φυσιολογική συνέχεια τής εξουθενωτικής υποταγής τους στόν άξεστο Μιχαήλο. Τώρα πιά μέ αυτοπεποίθηση ξανάνιωθαν ευεργετικό τό βάπτισμα στό άλλοτε ανίκητο οχυρό τής φαμίλιας, σάν σέ μητρική αγκαλιά.
65
«Μεγάλε αδελφέ, περιμένω τίς αποφάσεις σου...» ' Ο ' Αντώνιος ξερόβηξε, έψαξε μάταια μέ τά δάχτυλα του νά βρει τό σκληρό κολλάρο τής στολής του, γιά νά αισθανθεί σιγουριά καί ειπε: «Νομίζω πώς καλώς κατέκρινες τή μητέρα γιά απαράδεκτη επιείκεια ώς πρός τήν Ερατώ». «Ναί», τόν διέκοψε ό Ελευθέριος, «άλλά άν εϊχαν εφαρμοστεί τά σκληρά μέτρα τής Ασπασίας^ τώρα δέν θά μιλούσαμε πιά γιά τήν τιμή τής οικογένειας, μέ
34
Η
ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛίΛΗ ΜΕΡΑ
τή μητέρα στή φυλακή... γιατί κάποιος θά έπωμίζετο τό φόνο...» « ' Ορθώς, ορθώς», έσπευσε νά παραδεχτεί ό Αντώνιος. « "Οσο γιά τήν άποστάτισσα Αικατερίνη, πού δέν σεβάστηκε τήν ιεραρχία καί έσπασε τή γραμμή τής δικής σου προτεραιότητας, πιστεύω ότι ή πλέον αρμόδια νά αποφασίσεις γιά τήν ποινή της είσαι συ, αδελφή ' Ασπασία, κρατώντας πάντοτε άκηλίδωτο τό λάβαρο τής οικογενειακής μας τιμής». «Τί προτείνεις λοιπόν, αδελφή», ρώτησε ό Ελευθέριος. ( ( ' Εγώ θά πρότεινα νά τήν αποκηρύξουμε άπό τή μεγάλη μας οικογένεια τών Φτενούδων, μέ επίσημη δήλωση στόν εντόπιο τύπο». ((Αγαπητή αδελφή», τή διέκοψε ό Αντώνιος, «μέ τόν άθλιο γάμο της απαρνήθηκε αυτομάτως τό μεγάλο Ονομα τής φαμίλιας». «Νά ορκιστούμε τότε», πρότεινε ή Ασπασία, «τόν αιώνιο εξοστρακισμό της άπό τό οικογενειακό λίκνο» καί σηκώθηκε Ορθια απλώνοντας μπροστά τό χέρι. Οί δυό άνδρες τή μιμήθηκαν. « ' Ορκιζόμαστε». « ' Ορκιζόμαστε». « ' Ορκιζόμαστε». «Καί», συμπλήρωσε ή Ασπασία, «δέν θά τής απευθύνουμε ποτέ πλέον τό λόγο μισώντας την πάντα μέχρι τοΰ θανάτου της». «Μισώντας την...» επανέλαβαν οί αδελφοί καί κάθησαν. «Δέν τελειώσαμε», ειπε ή Ασπασία. «Μένει νά ακούσω ποιά μέτρα προτείνετε κατά τής Ερατώ γιά τά όσα έτόλμησε». «Μά αυτά, αγαπητή μου, άποτελοΰν παρελθόν. Αλήθεια πόσα χρόνια έχουν περάσει;» «Όχτώ, οχι, όχτώ είναι ή Αμαλία, εννέα». «Τόσα πολλά!» ((Αγαπητοί μου αδελφοί, ξέρετε πόσων ετών είναι τώρα ή 'Ερατώ; Είκοσι τεσσάρων», τόνισε μέ έμφαση ή Ασπασία. «Καί ποιος εγγυάται Οτι τό διεφθαρμένο έκ γενετής αυτό θηλυκό δέν θά επαναλάβει παρόμοια άνομήματα;» ρώτησε ή Ασπασία κοιτώντας τους επιτιμητικά. «Αναλαμβάνετε τήν ευθύνη γιά δ,τι γίνει... άν καί σεις βέβαια ζείτε έξω άπό τά δικά μας προβλήματα». «Μά τί λές τώρα αδελφή. Ξεχνάς δτι ένας πόλεμος μας απέκλεισε επί πέντε περίπου χρόνια καί μετά...» «Καί μετά;» ρώτησε ή Ασπασία.
67
«Οικογένεια, υποχρεώσεις, μιά ασθένεια τής συζύγου μου», δικαιολογήθηκε ό Ελευθέριος. «"Ας τ' αφήσουμε τώρα αυτά», διέκοψε ό Αντώνιος. «Γιατί νά τ' αφήσουμε;» φώναξε ή Ασπασία. « ' Εμείς όμως φορτωθήκαμε τό μπάσταρδο μιας έκφυλης αδελφής, γιά μας ό κοινωνικός πανικός, οί δαπάνες καί, τό μέλλον;»
68
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
«Δέν εννοούσα αυτό, αγαπητή Ασπασία, καί είμεθα έτοιμοι ν ' αναλάβουμε στό άκέραιον τίς ευθύνες τώρα πού γνωρίζομεν». «Καί σέ ερωτούμε, ποιό προληπτικό μέτρο προτείνεις...» «Τό σκέφτηκα πολύ καί θά πρότεινα τήν καταστροφή τοΰ πειρασμοΰ...» «Δηλαδή;» ' Η ' Ασπασία δίστασε λίγο. «Άν» ειπε, «άν ρίχναμε στό πρόσωπο της βιτριόλι γιά νά πάψει ν ' αποτελεί κίνδυνο πρόκλησης...» Οί δύο άνδρες κοιτάχτηκαν τρομοκρατημένοι. «Αδελφή Ασπασία, τότε αντιμετωπίζουμε ποινικό πρόβλημα καί μή λησμονείτε ότι ή διωχθεϊσα πλέον Αικατερίνη καραδοκεί...» επενέβη ό Ελευθέριος ό ειδικός περί τά εγκληματολογικά. ((Καραδοκεί», επανέλαβε ό Αντώνιος, «καί ευχαρίστως θά σας καταγγείλει γιά μύρια όσα, πού δέν σέ γλυτώνουν ωστόσο άπό τό ποινικό αδίκημα...» «Ναί, ναί», έσπευσε νά τόν ενισχύσει ό Ελευθέριος. «Καί τί θά πείτε εις τό δικαστήριον; Πώς θά δικαιολογήσετε τήν πράξη σας, αποκαλύπτοντας τό παρελθόν καί εκθέτοντας Οχι τούς ζωντανούς, άλλά τή νεκρή μας μητέρα ψευδόμενη απέναντι στό κράτος μέ τήν πλαστογραφία μή συμβάντος». «Πώς, μή συμβάντος». ((Δέν δηλώθηκε εις τόν Δήμο ή γέννηση τής Αμαλίας άπό τή μάνα μας;» «Μά γιατί δέν απαγορεύετε τήν ίδια τή ζωή γιά τήν Οντως νεαρή 'Ερατώ», ρώτησε ό Ελευθέριος. «Πώς δηλαδή;» « ' Απλόν. Δέν θά κυκλοφορήσει ποτέ πλέον έξω. Ούτε κάν γιά αγροτικές εργασίες. Θά τήν καθηλώσετε εντός». «Μά εντός βρισκόταν όταν σκάρωσε τό μπαστάρδι της». Σιωπή αμηχανίας απλώθηκε στό μίζερο καθιστικό. Τό σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο. Τά δυό κορίτσια, ή Πηνελόπη καί ή 'Ερατώ, καθόντουσαν κολλητά, στό μισοσκόταδο πού μόλις ξεγελούσε ή φλόγα τοΰ καντηλιοΰ, τρέμοντας γιά τίς επιπτώσεις τής οικογενειακής μάζωξης. ((Λές νά μ' αφήνουν τώρα νά βγαίνω στά κτήματα;» ρώτησε ή 'Ερατώ. «Τώρα πού πέθανε ή μάνα μας», ψιθύρισε ή Πηνελόπη, «θά σέ θάψει ή μεγάλη όσο πιό βαθιά μπορεί, πάρ' το απόφαση. Σέ ζηλεύει κακόμοιρο θανάσιμα».
35
«Γιατί; Μήπως κι ή Αμαλία δέν εΐναι Ομορφη; Κι όμως τή λατρεύει». «Μή λές βλακείες! Ή ' Ασπασία μας δέν άγαποΰσε ούτε τή μάνα πού τή γέννησε. Καί τό 'δες καί τό 'δαμε. Δείχνει πώς αγαπάει τήν Αμαλία γιατί έτσι έχει τή χαρά νά σοΰ τήν κλέβει. Ή μάνα μας, Ερατώ, ήτανε σοφή, γιά νά σέ σώσει άπό τά νύχια τής ζήλειας της, βρήκε στά χέρια της δουλειά, ρίχνοντας τήν
70
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛίΛΗ ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΕΡΑ
' Αμαλία στήν αγκαλιά της... γι' αυτό καί σοΰ απαγόρευσε κάθε σχέση μέ τό παιδί σου». «Καί ποιόν θ' αγαπάω εγώ, μαμά», τή ρώτησε τότε. «Έμενα Χιόνα μου, έμενα καλή μου...» ' Η ' Ερατώ δίστασε λίγο άλλά ειπε, ((μαμά, σέ λάτρευα ήδη άλλά αγάπησα καί τόν Τονίνο. Νομίζω, μαμά, πώς αλλιώς αγαπάς Ινα αγόρι, εΐναι άλλη αγάπη... έσύ δέν τή δοκίμασες, καλή μου...» « ' Ωραία, έχεις δίκιο... νά όμως πού έσύ θά 'χεις νά θυμάσαι έναν μεγάλο έρωτα σ ' όλη σου τή ζωή...» «Σ' Ολη μου τή ζωή; Θές νά πεις, μαμά, ότι έδώ τέλειωσε ή ζωή μου;» Μές στό σπίτι αντήχησε πάλι ή στριγκιά φωνή τής Ασπασίας. «Καί ποιος μοΰ εγγυάται μένα πώς δέν θά σοφιστεί κάτι άλλο προκειμένου νά βγάλει τά μάτια της ξανά; Αυτή δέν είναι κορίτσι μά μιά αδιάντροπη σκύλα... όταν έτόλμησε στά δεκαπέντε της χρόνια νά γκαστρωθεί μέσα σέ μιά στέρνα...» ((Στό πατητήρι, μάς είπες αρχικά αδελφή». «Τό ίδιο κάνει. Αυτό πού έχει σημασία είναι ή τόλμη της κι ή αδιαφορία της γιά τήν τιμή τών Φτενούδων... κι ύστερα μιά κι έχασε ό,τι πολυτιμότερο έχει τί θά τήν εμποδίσει νά τό επαναλάβει...» «Τό νά ξαναποκτήσει τήν παρθενιά της». «Βρίσκεις πώς είναι ώρα γιά αστεία, Ελευθέριε;» «Καθόλου. Μιλώ πολύ σοβαρά. Στίς μέρες μας ή επιστήμη κάνει θαύματα, αγαπητή αδελφή». «Δέν σέ καταλαβαίνω». « ' Απλά, γίνεται μιά συγκολλητική επέμβαση άπό γυναικολόγο φυσικά, λεγόμενη παρθενορραφή καί είναι τόσο κοινή στίς μέρες μας πού έχει καί ταρίφα...» ((Τί θά πει αυτό;» «'Έ, όσο καλύτερος ό γιατρός τόσο ακριβότερος. Τήν αποκαθιστούμε λοιπόν καί τής κλείνουμε τό δρόμο γιά άλλες περιπέτειες». «Ναί», ξεφώνισε ή Ασπασία, «άλλά τότε μπορεί νά ξαναπαντρευτεϊ μιά καί ούτε γάτα ούτε ζημιά...» «Μά δέν θά τό μάθει! Αυτό νά λέγεται», τή βεβαίωσε ό Ελευθέριος. «"Ασ' το σέ μένα! Θά τήν αφήσουμε νά κολυμπάει στήν ενοχή έφ' όρου ζωής».
36
Οί δυό αδελφοί έφυγαν τά ξημερώματα άπό τό χωριό έχοντας ανάμεσα τους τήν Ερατώ. Δέν έτόλμησε νά ρωτήσει πού τήν πάνε. Τής άρκοΰσε πού έφευγε, πού όσο έτρεχε τό ταξί τά βουνά λιγοστεύανε πίσω της μέ ταχύτητα κι απλωνόταν δεξιά κι αριστερά ό κάμπος. Ξαφνικά φώναξε «Θεέ μου τί είναι αυτό;» «Θάλασσα», τής απάντησε ό Αντώνιος μαγεμένος άπό τό κάλλος της καί τήν αθωότητα τών ματιών της.
37
Η
ΖΩΓΡΑΦΟΪ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛΙΛΗ ΙΑ ΜΕΡΑ
«"Ολο αυτό, όλο αυτό τό γαλανό είναι θάλασσα δηλαδή;» ' Ο ενθουσιασμός της κράτησε ώσπου φτάσανε στό αεροδρόμιο. Τής φαινόταν απίστευτο πώς θά πετούσαν πάνω άπό τή γή. Τό ευτυχισμένο ύφος της, τά έκθαμβα μάτια της, οί αφελείς ερωτήσεις της έφερναν τούς αδελφούς σέ δύσκολη θέση. Χρειάστηκε νά συγκρατηθούν γιά νά μήν ανταποκριθούν στά αισθήματα πού τούς,προκαλούσε καί τήν τρυφερότητα πού τούς ξυπνούσε. «Καί γιατί θά μπούμε καί μεϊς στό αεροπλάνο; Ποΰ θά πάμε;» «Στήν Αθήνα φυσικά». «Τί ευτυχισμένη πού μέ κάνετε! Αυτό ήταν τόσο ανέλπιστο κι ύστερα μάλιστα άπό τό θάνατο της μαμάς... θά 'νιωθα τόσο μόνη...» «Καλά δέν έ'χεις τίς αδελφές σου;» « ' Εσείς λείπετε πολλά χρόνια καί φοβάμαι πώς δέν γνωρίσατε αρκετά τή μητέρα μας. Ήταν... ήταν...» ένας κόμπος τήν έπνιξε στό λαιμό καί σταμάτησε. «Τί ήταν, 'Ερατώ, πού δέν τό καταλάβαμε μεϊς». «Δέν εμπιστεύομαι τά αξιώματα ούτε καί θά τήν πώ βασίλισσα γιατί κι οί τίτλοι δικά μας κατασκευάσματα είναι, έμεϊς τά αποδίδουμε σέ κάποιους είτε άπό δουλοπρέπεια ή κι άπό άγνοια. Άπό τή μητέρα μας κατάλαβα ότι ή γυναίκα είναι ενα φυσικό αγαθό :ως κι ή γή καί τό ποτάμι. Ή μάνα μας ήταν γλυκοφιλούσα ζωοδότρα, ζέσταινε τίς βαρυχειμωνιές καί ξαναστέριωνε τήν ομορφιά τοΰ κόσμου. Όχι δέν ήταν θεός, είναι αδιάφορος αυτός, ή μάνα μας άγαποΰσε, Θεέ πόσο άγαποΰσε... άν μοΰ σκίσεις μέ μιά μαχαιριά τό δέρμα δέν θά τρέξει αίμα μά ή αγάπη της, τέτοια αγάπη βύζαξα...» Οί δύο άνδρες κοίταζαν σάν κεραυνόπληκτοι μιά έκείνην καί μιά ό ένας τόν άλλον, ανίκανοι νά πιστέψουν ότι αυτή ή βουνίσια πού ' βλέπε πρώτη φορά τή θάλασσα στά είκοσι τέσσερα της εκφραζόταν πιό όμορφα άπό τήν ομορφιά της. «Τέλειωσες τό Γυμνάσιο;» τή ρώτησε ό Ελευθέριος. «"Οχι. Μας σταμάτησε ό πατέρας όταν ήρθαν οί Γερμανοί κι αντικατέστησαν τούς κακόμοιρους τούς 'Ιταλούς». «Ήταν καλοί οί Ιταλοί;» ρώτησε ό Αντώνιος. «Μήπως τούς ξέρω; Μόνον έναν Ιταλό γνώρισα». «Τότε γιατί τούς λές κακόμοιρους;»
73
«Κάθε κυνηγημένος πού δέν έχει ποΰ νά. σταθεί καί ποΰ νά κρυφτεί άπό τήν ασκήμια καί τήν απανθρωπιά τοΰ πολέμου, είναι άξιολύπητος... κάθε πολέμου». Τήν άκουαν έκπληκτοι. Όχι, δέν συμμετείχαν, απλά σάν νά 'βλεπαν μιά ιστορία στόν κινηματογράφο πού τά γεγονότα δέν συνέβαιναν σ' αυτούς, ούτε κάν κοντά τους. «Αυτά ποιος σοΰ τά 'μαθε, 'Ερατώ;» «Εκείνος».
74
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ
Στήν Αθήνα δέν τήν πήγαν τ' αδέλφια της στό σπίτι τους όπως περίμενε. Τήν έκλεισαν σ ' ενα μικρό βρώμικο δωμάτιο ξενοδοχείου σέ κάποια πάροδο τής ' Ομόνοιας. Άπό τό παράθυρο έβλεπε απέναντι άλλα λιγδιασμένα παράθυρα ώσπου βράδιασε μέ τή συντροφιά τοΰ νεότερου άδελφοΰ Ελευθέριου πού καθόταν αμήχανος στή μοναδική καρέκλα τοΰ άθλιου δωματίου. "Επληττε καί ό ίδιος θανάσιμα άλλά δέν θ' άνοιγε ποτέ κουβέντα μαζί της. Ή αμεσότητα τοΰ λόγου της καί ή ειλικρίνεια της τοΰ 'φερναν αμηχανία. Δέν φαινόταν νά φοβάται τίποτε καί κανέναν εκφράζοντας τό καθετί πού τής ερχόταν στό μυαλό σάν φυσικό. Δέν φαινόταν νά έχει καμιά αίσθηση τοΰ καλοΰ άπό τό κακό, τοΰ επιτρεπόμενου άπό τό απαγορευμένο. Τό μυαλό του είχε καρφωθεί σέ κείνη τή φράση της, «καί γώ γνώρισα μόνον έναν Ιταλό». Ένας Θεός ξέρει τί άλλο θά ξεφούρνιζε άν άνοιγε συζήτηση μαζί της. Μόνο όταν νύχτωσε τής είπε πώς μπορεί νά ξαπλώσει καί νά κοιμηθεί. «Καί σεις;» ρώτησε απορημένη. Δέν πήρε όμως καμιά απάντηση. Τό άλλο πρωί εμφανίστηκε ό Αντώνιος γύρω στίς οχτώ καί βγήκαν όλοι μαζί. Μπήκαν στήν είσοδο ενός πολυώροφου κτιρίου. Τό ασανσέρ πού τούς ανέβασε ψηλά τής έφερε λιγούρα καί τάση πρός έμετο. Ό Αντώνιος πάτησε ένα κουμπί καί ή πόρτα άνοιξε μόνη της. Βρέθηκαν σ ' έναν καθαρό χώρο καί κάθησαν σέ καφετιά χαμηλά καθίσματα πού όμοια τους δέν είχε ξαναδεί. Σέ λίγο εμφανίστηκε μιά χοντρή μέ άσπρη φορεσιά, τήν πλησίασε καί τής είπε, ((έλα μαζί μου». ' Η ' Ερατώ τήν κοίταξε απορημένη κι ύστερα στράφηκε στους αδελφούς της πού τής έκαναν συναινετικό νόημα μέ τό κεφάλι καί ακολούθησε τήν άγνωστη. Μπήκαν σ ' έναν άλλο πιό άσπρο, πιό φωτεινό χώρο μ ' ένα στενό κρεβατάκι. Τήν έβαλε νά καθήσει έκεΐ καί σήκωσε τό μανίκι τοΰ πένθιμου βαμβακερού της φορέματος. Παρακολουθούσε περίεργη γιατί δέν καταλάβαινε τί ήθελε κει μέσα. Τής έδεσε μ' ένα λαστιχάκι τό μπράτσο, σφίγγοντας δυνατά, ώσπου τήν πόνεσε. « Ήσυχα, ήσυχα, δέν θά πονέσεις, μόνο ένα τσιμπηματάκι θά νιώσεις». Είδε τήν ένεση πού πλησίαζε κι έπειτα ένα κόκκινο πανό νά κουνιέται άπό άνεμο καί κείνη νά πετάει δίπλα του. Ένα μπατσάκι στό μάγουλο τήν ξύπνησε. Ή άσπροφορεμένη τής χαμογελούσε άν καί δέν τή διέκρινε καλά. ((Λοιπόν; Είμαστε ώραΐα;»
38
«Ναί, βέβαια, άλλά ποΰ είμαι;» «Ξεκουράσου λίγο! Άπ' έξω σέ περιμένουν οί δικοί σου». Δέν έμαθε ποτέ πόση ώρα έμεινε κει ούτε τί τής έκαναν. Μ ένα ταξί γύρισαν πάλι στό βρώμικο ξενοδοχείο όπου τής έδωσαν εντολή νά μείνει ξαπλωμένη Ολη μέρα. Άκουσε τό κλειδί πού γύρισε έξω άπό τήν πόρτα. Νύσταζε κι αποκοιμήθηκε κάμποσες ώρες. Ξύπνησε άπό τήν πείνα. Τό άλλο πρωί ό Ελευθέριος ξεκλείδωσε καί τής πρόσφερε ένα κουλούρι. Τό κατάπιε
39
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
κυριολεκτικά μέ τρεις μπουκιές. Τή διαδρομή τής επιστροφής τήν έκαναν οί δυό τους. Άλλά τά πλήθη τής Αθήνας, τά τεράστια κτίρια καί τά αμέτρητα αυτοκίνητα δέν ενθουσίασαν τήν 'Ερατώ όπως δυό μέρες πρίν. Ή παγερή περιφρόνηση τών αδελφών της, τό μυστήριο τοΰ ταξιδιού της πού πίστευε πώς γινόταν γιά μιά ευχάριστη αλλαγή τρυφερότητας, τήν ταπείνωναν τόσο ώστε προτιμούσε νά βγει ακόμη κι ό φόβος της αληθινός, πώς Ίσως κάποιος άπό τούς αδελφούς της τήν προόριζε γιά υπηρέτρια τής γυναίκας του. Τό μυστήριο δέν διαφωτίστηκε περισσότερο μέ τήν επιστροφή της στό σπίτι. Ή ' Ασπασία τή δέχτηκε παγερά. «Αδελφή Ασπασία, γιατί μέ στείλατε στήν Αθήνα», τόλμησε ωστόσο νά ρωτήσει. Τήν κοίταξε μέ τό σκληρότερο ύφος πού διέθετε, «δέν έχουμε καμιά υποχρέωση νά σοΰ λογοδοτήσουμε. Έτσι κι αλλιώς είσαι μιά πόρνη γιά τή φαμίλια μας». «Τί είναι πόρνη, αδελφή Ασπασία». «Πόρνη είναι όποια γεννάει εξώγαμα παιδιά». «Καί τί θά πεϊ εξώγαμο;» «Δέν ξέρεις; Ένα παιδί χωρίς πατέρα, μπάσταρδο». «Μά ό Τονίνο ήταν έδώ, στό σπίτι μας. Θέλω νά πώ, τό παιδί έχει πατέρα τόν Τονίνο». «Σοΰ απαγορεύω νά προφέρεις αυτό τό Ονομα έδώ μέσα, ιερόσυλη, όπως σοΰ απαγορεύω νά ξαναμιλήσεις γι' αυτό τό θέμα... καί άπό δώ κι εμπρός θά μοΰ μιλάς στόν πληθυντικό. Καί τώρα νά βγεις νά ξεχορταριάσεις τόν κήπο». "Ορμησε αληθινά ανακουφισμένη έξω άπό τό κουζινάκι. Κάθε φορά πού κατέβαζε τή σκαπάνη έβγαζε έναν βαθύ αναστεναγμό καί, «νά αδελφέ Αντώνιε» καί, «πάρ' την καί σύ Ελευθέριε, άντρες ξεφτίλες, άψυχοι, θλιβερότεροι κι άπό γελοίοι». Τό άπόγεμα κουρασμένη σκαρφάλωσε στόν όντά πού τήν περίμενε ή Πηνελόπη, μπάς καί λύσουν οί δυό τους τό μυστήριο τοΰ ταξιδιοΰ. Άλλά καί πρίν τό θάνατο τής μάνας τους ήταν αδύνατο νά κοιμηθούν χωρίς νά τά πουν αύτη κι ή Πηνελόπη, πάντα τά ίδια, οί παιδικές εντυπώσεις, πού μέ τά χρόνια ωρίμαζαν κι αυτές μόνο πού τό αντικείμενο τοΰ πόθου ήταν πάντα ό 'ίδιος, ό μοναδικός σερνικός πού γνώριζαν κι οί δυό τους, ό υπέροχος, ζεστός σάν τίς χρυσαφένιες μέρες τοΰ Σεπτέμβρη πού τήν έκανε ένα τόσο δά παιδάκι μές στά δυνατά του μπράτσα. Μά πώς, πώς, πές μου, ρωτοΰσε κάθε βράδυ ή Πηνελόπη μέ μιά φλόγα στά μάτια λές
77
καί θά μάθαινε τό πιό κρυφό, τό πιό μύχιο μυστικό τής ζωής καί ή ' Ερατώ άρχιζε μέ άφατη χαρά τόν ερωτικό της μύθο συντηρώντας τον όλ' αυτά τά χρόνια ζωντανό. "Αρχιζε πρώτα μέ τά δάχτυλα πού καίγονται σάν τά ξερόκλαδα όταν αρπάζουν στό τζάκι... καθώς τό στόμα σου ενώνεται μέ τό δικό του καί δέν ανασαίνεις, κρέμεσαι κει, άπό τά χείλη πού προσκυνούνε τήν ένωση πού έρχεται καθώς τά κορμιά φλέγονται όμοια μέ κορμούς δέντρων, ώσπου τεντώνονται αφήνοντας μι-
40
Η
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΤ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΈΡΑ
κρές κραυγές πού δέν κατάλαβα ποτέ άν βγαίνανε άπό τό στόμα μου ή τό πετσί μου καί τότε σέ φτάνει ό έρωτας μέ μεγάλες πατούσες πού σέ ζυμώνουνε στό ένα, ένα κορμί, μιά ανάσα, μιά θανατερή κραυγή... Ή Πηνελόπη έκλαιγε αθόρυβα όσο ή 'Ερατώ κοίταζε επίμονα τό σκοτάδι γιά νά σμίξει τή μορφή του. Τώρα μπήκε στή νύχτα τους καί ή ταπείνωση της 'Ερατώ, κλειδωμένης σέ κείνο τό φριχτό ξενοδοχείο καί τό μυστήριο τής λευκής γυναίκας μέ τήν ένεση. "Ωσπου ήρθε καί ή ώρα της θάλασσας πού τή διέσχισε άπό ψηλά ή 'Ερατώ, τήν έβλεπε όμως ν ' αναδίνει μιλιούνια διαμάντια άπό τίς πρώτες πρωινές ακτίνες. Όχι, δέν τήν πάτησε, ξέρει πώς είναι υγρή, απέραντη, Οσο κι ό πόθος τους νά τήν έβλεπαν άπό κοντά. Οί μέρες περνούσαν καί οί νύχτες αργές, καί σμίγανε σέ χρόνια, σχεδόν βουβά μές στό ρημαγμένο σπίτι, χρόνια άχαρα, χωρίς διακριτικά, πέτρινα χρόνια μέ κολλημένες απάνω τους ξεθωριασμένες αναμνήσεις, ούτε πού τά μετρούσαν πιά, μόνο ή ' Εργίνη πηγαινορχότανε στά χωράφια κι ακουγόταν μονότονο τό τάκα-τάκα τοΰ άργαλειοΰ τής αμίλητης Ασπασίας πού ήταν πάντα ζωσμένη μέ μιά ζώνη άπ' όπου κρεμόταν μιά άρμαθιά κλειδιά, άλλα μικρά καί κάποια τεράστια πού δέν είχαν σ' όλο τό σπίτι υποδοχές ανάλογες. Όλα κι όλα ή κασέλα πού φύλαγε τά υφαντά της κι ένα παλιό κομό μές στό πόρτεγο όπου κλείδωνε μπαγιάτικα γλυκά — σπάνια δώρα, σοκολατάκια νταγκιασμένα καί περσινά μελομακάρουνα, μουχλιασμένα άπό κάτω. ' Αλλά ή τελετή γινόταν τίς σπάνιες φορές πού κατάφθανε ένας επισκέπτης. Ή ' Εργίνη στεκόταν Ορθια λίγο πίσω άπό τήν καρέκλα τής Ασπασίας, ώσπου ρωτούσε, «αδελφή Ασπασία νά φέρω τό δίσκο;» ' Η Ασπασία συγκατάνευε μέ τό κεφάλι καί τότε ή Εργίνη έβγαινε καί ξαναγύριζε μέ τό μικρό δίσκο πού χώραγε ένα ποτήρι νερό κι ένα άδειο γυαλένιο πιατάκι. «Αδελφή Ασπασία, θά σερβίρετε;» ' Η ' Ασπασία τότε σηκωνότανε καί μέ μικρά βήματα, όπως στό θέατρο, πλησίαζε άργά στό παλιό κομό, έπαιρνε ένα κλειδί άπό τήν άρμαθιά της, ξεκλείδωνε τό μεσ αο συρτάρι, κι έβγαζε μέ κομψές κινήσεις τό μουχλιασμένο μελομακάρουνο καί τό τοποθετούσε στό κενό πιατάκι. Κανείς ποτέ δέν έτόλμησε νά περιφρονήσει τό πρασινωπό στή βάση γλύκισμα. Αντίθετα τό 'τρωγαν Ολο, ή Ασπασία παρακολουθούσε μέ βασιλική συγκατάβαση τόν επισκέπτη της, χαμογελώντας άχνά. "Ενα χειμωνιάτικο πρωινό πού ή Πηνελόπη κι ή ' Ερατώ καθισμένες μπροστά στό τζάκι κεντούσαν σιωπηλές, ακούστηκε στό ρημαγμένο άπό τούς άγέρηδες
79
κήπο μιά φωνή πού αντήχησε όμοια μέ σάλπιγγα έξω άπό τό βουβό σπίτι. «Κυρία Φτενοΰδος!» ' Η ' Ασπασία πετάχτηκε άπό τόν αργαλειό στό μικρό παράθυρο, ((ποιος είναι κει», ρώτησε μέ τήν ξυλένια φωνή της. Τό χέρι της 'Ερατώ άρπαξε τό χέρι τής Πηνελόπης κι έμοιαζε καρφωμένη μές στό χώρο.
80
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
«Παρακαλώ τήν κυρία Φτενοΰδος», αντήχησε χαρούμενη ή φωνή τοΰ αθέατου επισκέπτη. ' Η ' Ερατώ έσπρωξε τήν Πηνελόπη πρός τήν πόρτα τής κουζίνας, «τρέχα, τρέχα». Τό Τερατάκι γλύστρησε αθόρυβα καί βρέθηκε πίσω άπό τήν Ασπασία πού είχε κατέβει άπό τό εργαστήρι της καί στεκότανε τεντωμένη στό άνοιγμα τής πόρτας. Κάτω άπό τά σκαλοπάτια τοΰ εξώστη στεκόταν ένας άνδρας μελαχρινός πού χαμογελούσε φιλικά προφέροντας τά πενιχρά ελληνικά του. « ' Εγκώ ' Ιταλός πόλεμος». «Τί θέλετε», ρώτησε παγερά ή Ασπασία. «'Εγκώ Τονίνο». «Τί θέλετε, ρώτησα». « ' Εγκώ γνωρίζει 'Ερατώ». «Δέν έχουμε καμιά 'Ερατώ έδώ». «Ναί, εγώ γνωρίζει καλά αδελφή 'Εργίνη μαζί πηγαίνομε βουνό αντάρτες». ((Δέν έχουμε καμιά 'Εργίνη». «Μαμά Φτενοΰδος θέλω, έγκώ φέρνω μαμά δαχτυλίδι μικρή 'Ερατώ γυναίκα μου». «"Εξω, πήγαινε έξω άπό δώ, άθλιο υποκείμενο, νά μή φωνάξω τή Χωροφυλακή, νά ' ρχεσαι σέ ξένο σπίτι, παλιάνθρωπε». ' Ο ' Ιταλός ύποχωροΰσε όσο εκείνη αγρίευε, βέβαιος πιά πώς έκανε λάθος τό σπίτι. Ή ' Ασπασία τόν ακολούθησε απειλητική κι έκλεισε πίσω του τή σιδερένια πόρτα τοΰ κήπου μέ τό πρόσωπο πανιασμένο. ' Η Πηνελόπη υποχώρησε κι εξαφανίστηκε πρίν επιστρέψει ή Ασπασία. Βρήκε τήν 'Ερατώ ανάσκελα στά στρωσίδια τους μέ τά μάτια κλειστά. Γονάτισε καί τή χάιδεψε μέ τά αδέξια χεράκια της, «άκουσες;» « "Ολα». "Εμεινε κει, ασάλευτη ώρες μέ τή βασανιστική ανάγκη νά σκοτώσει τήν Ασπασία. Κι ύστερα; Ελευθερία!-Φυλακή-μά πάλι ελευθερία καί απέραντη ανακούφιση όσο θά ' νιώθε πώς αύτή-αύτή δέν θά ζοΰσε πιά. Μιά αγαλλίαση απλωνόταν στό κορμί της. 'Έ, καί; Ή ίδια θά περνούσε τήν υπόλοιπη ζωή της στή φυλακή. Γιατί βέβαια δέν θά 'λεγε τίποτα στή δίκη γιά ν ' απολογηθεί. Πώς νά περιγράψει αυτή τή φυλάκιση, πόσο, πόσα χρόνια, δεκαεννιά, ξεκίνησε άπό τότε μέ τήν εγκυμοσύνη της — θεέ μου πέρασε τόσος καιρός; Μιά ζωή — πώς χάνεις έτσι μιά ζωή, θά 'χεις κι άλλη; Καί κείνη; Θά τήν εκδικηθεί πραγματικά σκοτώνοντας την; Όχι βέβαια. Θά τήν εκδικηθεί μόνο άν τήν αφήσει νά ζήσει ή ίδια τό τίποτα τής χαμένης ζωής, τής ανέραστης, πολλά, πολλά χρόνια έτσι αυτοκαταδικασμένη στό μηδέν ύπαρξης μιάς άθλιας άξιολύ-
41
πητης κι ανεδαφικής υπεροψίας. Ναί, άλλά πόσο θά τήν εκδικηθώ; Γιατί μέ μίσησε τόσο; Γιατί τόλμησε κι έζησε αυτό πού εκείνη δέν αξιώθηκε. 'Έ, λοιπόν πρέπει νά ξαναζήσω. Πρέπει νά ξεφύγω άπό τήν κηδεμονία της. Άλλά νά πάω πού; Πουθενά, στό πουθενά. Στό σπίτι ακούστηκε μιά εκκωφαντική φωνή, «τό βρήκααα», ούρλιαζε κατρακυλώντας τή σκαλίτσα, έ-
42
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛΙΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
σπρώξε τήν Ασπασία πού 'χε μείνει πετρωμένη μπροστά στήν πόρτα τής κουζίνας, χύμηξε στά σκαλοπάτια τής βεράντας, φωνάζοντας πάντα μ' έναν αλαλαγμό χωρίς λέξεις σάν πολεμιστής πού όρμά στή μάχη, όρμησε στόν κήπο καί βγήκε στό δρόμο χωρίς νά σταματήσει τό τρεχαλητό. Δέν ούρλιαζε πιά, μόνο έτρεχε στους έρημους δρόμους του απομεσήμερου φεύγοντας ολοένα καί μακρύτερα άπό τόν εφιάλτη πού μόνη της συντηρούσε. Ποτέ πιά, ποτέ πιά, τό 'λεγε ή αντηχούσε στ' αυτιά της. Ό φόβος καί ή υποταγή της σ' αυτόν ειχε εξαφανιστεί. Ειχε ξαναβρεί τήν άκακη καί άφοβη ψυχή της αθωότητας πού δέν γνωρίζει τό ' αποτέλεσμα. Παράξενα ένιωθε δίπλα της τή μάνα της, κρατημένη άπό τό χέρι, απόλυτα σύμφωνη μέ τήν αμετάκλητη φυγή της. Κι έτρεχε ανεβαίνοντας τό κατακόρυφο βουνό, ώσπου κανένα γυμνό μάτι δέν μπορούσε πιά νά διακρίνει τή μαυροφορεμένη σιλουέτα της.
Η Ασπασία έμεινε στή θέση πού τή μετατόπισε παραμερίζοντας την, ΐδια κεραυνόπληκτη, πολλή ώρα άφοΰ ή 'Ερατώ είχε χαθεί στή στροφή τοΰ δρόμου. Ή Πηνελόπη στεκόταν κι αυτή στήν κορφή τής σκάλας μέ τά μάτια χαμηλωμένα κρύβοντας ένα ευφρόσυνο χαμόγελο πού τής γαργαλούσε τό λαρύγγι. Πάει νά τόν βρει, πάει κοντά του, θριαμβολογούσε μυστικά μέσα της. Επιτέλους ή Ασπασία έκανε απότομη στροφή, «τρέχα γρήγορα νά φωνάξεις τήν ' Εργίνη». «Πού νά πάω», ρώτησε τρομαγμένη. «Πουθενά! κάτσε κάτω νά μή σέ βλέπω!» ' Η Πηνελόπη υπάκουσε, κάθησε κάτω, ειδε τό κέντημα τής 'Ερατώ, τό πήρε καί τό 'σφίξε απάνω της ένώ ό θρίαμβος, «πάει νά τόν βρει, πάει νά τόν απαντήσει», τραγουδούσε τώρα στό καχεκτικό στήθος της. Λίγο αργότερα άκουσε βήματα καί τό γλυκερό καλησπέρα τής Αμαλίας. ((Τρέχα, αγάπη μου — στό πατατοχώραφο, πίσω άπό τόν Άγιο Δημήτριο νά φωνάξεις τήν Έργίνη». «Συμβαίνει τίποτα; Γιατί είστε τόσο χλωμή, αδελφή Ασπασία;» «Τίποτα κορίτσι μου, τίποτα, πήγαινε όμως γρήγορα, άλλά μήν τρέχεις στό δρόμο καί σέ προσέξουν. Νά 'ρθετε μαζί, αμέσως». ' Η ' Εργίνη έφτασε σέ λίγα λεπτά μέ τήν Αμαλία.
83
«Έφυγε, έφυγε ή 'Ερατώ», φώναζε ή Ασπασία χειρονομώντας. «Αδελφή Ασπασία». «Χάνομαι, τελειώνω, έφυγε άπό τό μεσημέρι καί δέν θά ξαναγυρίσει». «Μά τ ' είναι αυτά πού λές; Κάθησε πρώτα. Ποΰ τό ξέρεις; Πές μας τί συνέβη». «Τίποτα, δέν συνέβη τίποτα... άρχισε νά ουρλιάζει
43
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΕΡΑ ΛίΛΗ
σάν δαιμονισμένη καί χάθηκε άπό τό δρόμο καί τά μάτια μου». «Μά γιά τόν Θεό, τί λέτε; Έτσι στά καλά καθούμενα», απόρησε ή Αμαλία. «Πήγαινε Αμαλία μου, πήγαινε σύ νά διαβάσεις τά μαθήματα σου καί γώ θά τήν ηρεμήσω», είπε ή 'Εργίνη πού κατάλαβε ότι κάτι έκρυβε ή Ασπασία. Πράγματι όταν μείνανε οί δυό τους τής τά 'πε μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. «Άχ αδελφή Ασπασία! Τώρα χρειαζόταν ένα οικογενειακό συμβούλιο, οχι τότε, πρίν επτά χρόνια γιά τό γάμο τής Αικατερίνης». «"Ασ' τα αυτά! Τώρα τί θά κάνουμε νά λές». « ' Εσύ ξέρεις». «Νά πάς νά τή βρεις, Οπου κι άν είναι, νά τή φέρεις πίσω». «'Από που;» « Άπό τήν αγορά, ξέρω γώ; Μόλις κυκλοφορήσεις όλο καί κάποιος χαιρέκακος θά σέ πλησιάσει νά σοΰ πει πώς εΐδε τήν αδελφή σου μέ τόν Ιταλό». «Καί γώ τί θά πώ; Πώς τό ξέρω ή πώς δέν ξέρω τίποτα;» «Κάπου θά τούς δεις, θέλω νά τή φέρεις πίσω». «Καί αποκλείεις νά τήν πήρε μ ' ενα ταξί νά φύγανε; Άχ αδελφή, άφοΰ σοΰ ειπε πώς ήρθε νά τήν παντρευτεί, γιατί...» «Γιατί θά 'πρεπε νά περάσει πάνω άπό τό πτώμα μου, γι' αυτό. Αρκετά μας ξεφτίλισε πού πήγε καί γκαστρώθηκε μές στό σπίτι μας μές στό πατητήρι μας, στό ιερό καί αμόλυντο σπίτι τών Φτενούδων. Άντε πήγαινε τώρα, καί νά τή βρεις, άκοΰς;» ' Η ' Εργίνη επέστρεψε σ' ενα μισάωρο απογοητευμένη, «τίποτε αδελφή, άνοιξε ή γη καί τήν κατάπιε». «Κι αυτόν;» «Κανείς, δέν μοΰ μίλησε. Έπιασα κουβέντα μέ όλους τούς πρόθυμους κουτσομπόληδες. Ώς καί στό καφενείο τής Νταουλίνας μπήκα, γεμάτο άνδρες, μέ τή δικαιολογία πώς ψάχνω τό δραγάτη. Οί πιό πολλοί δέν γυρίσανε τό κεφάλι νά μέ δοΰνε». «Πάει φύγανε! Τό 'ξερα γώ, τό κατάλαβα έδώ στήν καρδιά μου πού τήν πλάκωσε ταφόπλακα». «Είσαι βέβαιη ότι όλη αυτή ή ιστορία έγινε αδελφή; Τόν είδες καλά τόν Ιταλό στόν κήπο μας;» «Θά μέ βγάλεις τρελή τώρα ή φαντασιόπληκτη;» «Μά οΰτε γιά τόν Ιταλό δέν μοΰ μίλησε κανείς. Βρήκες τό χωριό νά μήν ξαφνιαστεί άπό έναν ξένο χειμωνιάτικα; Άν ειχε 'ρθεϊ, σέ κάποιον θά μίλησε».
85
' Η ' Ασπασία έβαλε μιά φωνή, «Πηνελόπη, έλα κάτω». Τό Τερατάκι γλύστρησε σάν στοιχειό καί στάθηκε μπροστά τους. «Πές στήν Έργίνη μας τί έγινε τό πρωί». «Τό πρωί;» «Ναί, ήρθε κανείς; Άπό πίσω μου ήσουνα ζώον, ποιόν είδες».
44
Η
«Τόν Ιταλό πού σοΰ φώναζε πώς θέλει τήν Ερατώ μας καί τή μάνα μας». «Καί ή Ερατώ μας ποΰ ήταν; Τόν άκουσε;» ρώτησε ή Έργίνη. «Δέν ξέρω». «"Ασ' τηνε, άσ' τηνε τήν ηλίθια, πήγαινε απάνω». «Ξέχασες τό φαΐ καί πεινώ». «Τράβα απάνω γρήγορα». «Καί τί θά ποΰμε στήν Αμαλία;» «Κι άν ή 'Ερατώ επιστρέψει», είπε διστακτικά ή Έργίνη. «Αυτό ξέγραψε το, νύχτωσε κιόλας... άχου, άχου κι έφυγε μαζί του ή πόρνη». «Μά θά τήν παντρευτεί, δέν είπε;» ((Σταμάτα, σταμάτα τίς βλακείες, δέν μπορεί νά παντρευτεί μιά πόρνη... ήταν ένας καθωσπρέπει κύριος».
' Ερατώ περπατούσε ασταμάτητα. Ασυνήθιστη ωστόσο νά περπατά, τόσα χρόνια κλεισμένη μέσα, ένιωθε τά πόδια της τρυπημένα άπό καρφιά. Συνέχιζε Ομως μέ τή βεβαιότητα Οτι άν περνούσε τό βουνό, θά κατέβαινε άπό τήν άλλη πλευρά στους κάμπους πού χειμώνας μπήκε βαρύς, άλλά στό σπίτι είχε απλωθεί ή θλίψη καί ή σιωπή σάν κατάρα. Ή ' Ασπασία δέν μπορούσε νά συμφιλιωθεί μέ τήν ήττα της άπό τήν ' Ερατώ πού κατάφερε τελικά νά τής ξεφύγει καί μαζί του μάλιστα. Ή ' Εργίνη λιγώθηκε συναντώντας τήν
0
87
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ Μ ΙΑ Μ ΈΡΑ ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
είδε πρίν χρόνια στή διαδρομή μέ τ' αδέλφια της, όπου κανείς δέν θά τή γνώριζε. Μιά μπόρα πού ξέσπασε τήν ξάφνιασε στήν άρχή ευχάριστα καί ζωντάνεψε τό βάδισμα της. Άλλά σέ ελάχιστο χρόνο τό βαμβακερό φόρεμα καί ή πλεκτή ζακέτα γίνανε μούσκεμα. Τό κρύο άρχισε νά τήν πηρουνιάζει κι έψαξε στό σούρουπο πού έπηζε νά βρει καμιά κώχη στους απόκρημνους βράχους νά προφυλαχτεί. Δύσκολα κι άβολα προσπάθησε νά φυλαχτεί σέ μιά έσωχή χωρίς νά προστατεύεται άπό τή βροχή πού δέν έλεγε νά σταματήσει. Καί μονομιάς αισθάνθηκε νά πεινά. Μιά σουβλερή πείνα τής άνακά- » τευε τά σωθικά. Ή κοτσίδα της μάζευε στήν πλάτη της άφθονο νερό. Τήν τράβηξε μπροστά καί τή στράγγιξε. Καθώς έτρεμε άπό τόν άνεμο πού τή βίτσιζε ολόγυρα άρχισε νά ξεπλέκει τά μαλλιά της, μέ τήν ελπίδα πώς λυτά θά μάζευαν λιγότερο νερό καί θά στέγνωναν ευκολότερα, άν φυσικά σταματούσε ή καταραμένη βρ°χή·
88
ΙΛΗ ΖΩΓΡΆΦΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ Λ ΜΙΑΜΕΡΑ
Αικατερίνη μέ τήν κοιλιά στό στόμα περιμένοντας τό δεύτερο της παιδί, χωρίς ή 'ίδια νά 'χει καμιά πιθανότητα νά ονειρευτεί κάτι τέτοιο γιά τόν εαυτό της. Απορούσε μέ τή ζωή πού συνεχιζόταν αγνοώντας τούς δρακόντειους απαγορευτικούς ηθικούς νόμους, νομοθετημένους μισό αιώνα πρίν δυό πολέμους άπό τό βάναυσο γερο-Φτενοΰδο. Απορούσε μέ τήν υπέροχη φουσκωμένη κοιλιά τής Αικατερίνης καί τό δικαίωμα τών ανθρώπων νά 'νειρεύουνται καί νά γεννούν παιδιά. ' Η ' Εργίνη τυφλά προσηλωμένη στήν οικογενειακή παράδοση δέν είχε κανένα περιθώριο νά αναμειχθεί στά ανθρώπινα όνειρα καί νά ελπίσει οτιδήποτε γιά λογαριασμό της έφ' όσον ήταν άμεσα μικρότερη τής αδελφής Ασπασίας. "Ετσι, άξαφνα συνέβη κάτι πού άλλαξε κυριολεκτικά τή ζωή τής Ασπασίας άλλά καί όλης τής οικογένειας, καθώς έφτασε ένα φακελάκι μέ τό ταχυδρομείο. Στήν κάρτα τυπωμένο ένα άγνωστο Ονομα «Επαμεινώνδας Παπαηλιόπουλος» καί άπό κάτω, «Επιθεωρητής Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως». Στήν άλλη πλευρά γραμμένο μέ λίγο σγουρό γραφικό χαρακτήρα: «Δεσποινίς Ασπασία Φτενούδου, παρακαλώ νά μοΰ επιτρέψετε νά σάς επισκεφθώ δι' άκρως έμπιστευτικήν ύπόθεσιν τήν 12ην Νοεμβρίου, ήμέραν Πέμπτη, τέσσερις τό απόγευμα». "Αχ, τί νά μέ θέλει, αναρωτιόταν αναστατωμένη ή Ασπασία. Κοτζάμ ' Επιθεωρητής επιθυμεί νά μέ δει έμπιστευτικώς. Τό σπίτι αναποδογυρίστηκε γιά νά εμφανιστεί καθαρό καί ευπρεπές γιά έναν τέτοιο σημαντικό επισκέπτη. Ή Αμαλία έμαθε τελευταία τό νέο επιστρέφοντας άπό τό Διδασκαλείο. « "Αν τόν ξέρω, αδελφή Ασπασία; Είναι στριμμένος, οί δάσκαλοι μας τόν τρέμουν». «Ώστε τόν ξέρεις! Καί πώς είναι, Αμαλία μου, ωραίος κύριος;» «Ένας γέρος είναι ψηλός σάν ταβανόσκουπα». « ' Αμαλία, Αμαλία, τί εκφράσεις είναι αυτές γιά ένα επίσημο πρόσωπο!» «"Ετσι τόν φωνάζουν όλοι στό Διδασκαλείο. Μαθήτριες καί προσωπικό». «Μέ απογοητεύεις, Αμαλία! Νόμιζα πώς στό σχολείο σου θά μιλούσατε μέ λεπτότητα γιά τόν ανώτατο αξιωματούχο». ' Ο ανώτατος έλαβε τήν τιμήν νά ζητήσει τήν χείρα τής δεσποινίδος Αμαλίας. Μετά τήν αναχώρηση τοΰ κυρίου Επαμεινώνδα ή Ασπασία παραληρούσε όλο τό βράδυ, δίνοντας χαϊδευτικά μπατσάκια στήν Αμαλία. «Τέτοιοι γάμοι
45
αρμόζουν στήν οικογένεια μας καί σύ κόρη μου θά βουτηχτεϊς στήν πολυτέλεια τής μεγάλης ζωής, πού σέ περιμένει κοντά σέ τέτοιο σύζυγο... άσε πού θά πεθάνουν άπό τή ζήλεια τους, όλοι στό χωριό... έμ, τί νά κάνουμε; Έναν αξιωματούχο έχει τό χωριό κι αυτόν προλάβαμε μεΐς καί τόν καπαρώσαμε. Συμφωνήσαμε βέβαια πώς δέν θά επισημοποιήσουμε τόν αρραβώνα
46
Η ΑΓΑΠΗ
ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛΙΛΗ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
παρά μέ τή λήξη τοΰ σχολικού έτους πού θά πάρεις τό δίπλωμα διδασκαλίσσης καί θά συμπληρώσεις τά δεκαεννιά». ' Η ' Εργίνη καί ή Αμαλία άκουαν χαμογελαστές τά σχέδια τής μεγάλης αδελφής, πού συναποφασίστηκαν μέ τόν κύριο Επαμεινώνδα. « " Αμ, τί φαντάστηκες πώς ή καθεμιά παντρεύεται έναν Επιθεωρητή; Άσε πού θά 'χω μεγάλο μέσο καί θά μέ προσκυνούν Ολες οί δασκάλες τοΰ Νεοχωρίου. "Οχι παίζουμε! Θά πάρουν πόδι γιά τή βόρειο ' Ελλάδα όλες οί άχώνευτες δασκάλες. Καί τήν αδελφούλα μας Αικατερίνη στή Σιβηρία θά τή μεταθέσω» Βέβαια ή πληγή τής 'Ερατώ πού τής ξέφυγε δέν είχε κλείσει. Άλλά τώρα πού τό σκεφτόταν είδε στήν εξαφάνιση της τό θέλημα τής Παναγιάς, νά απαλλαγεί ή έντιμη φαμίλια τών Φτενούδων άπ' αυτή τήν ανήθικη θυγατέρα, αντίθετα μέ τήν περηφάνια πού ένιωθε γιά τήν πειθαρχική Αμαλία. ((Κρίνο σάς δίνω, κύριε 'Επιθεωρητά, κρίνο λευκό καί πάναγνο», τοΰ ειπε Οταν τής ζήτησε τό χέρι της. Λίγο τή στενοχώρησε ό Αντώνιος, ό μεγάλος αδελφός πού τής έγραψε, καλά καί άγια όλα αυτά αδελφή μου, άλλά δέν μοΰ γράφεις τήν ηλικία τοΰ γαμπρού. Γιά νά 'χει τό υψηλότερο αξίωμα τοΰ κλάδου του πρέπει νά 'ναι ήδη ηλικιωμένος άνθρωπος. Επιμένω νά μήν τό λησμονήσεις στό επόμενο γράμμα σου. ' Η ' Ασπασία πού φρόντισε νά πληροφορηθεί τά σχόλια καί τά κουτσομπολιά πού προκάλεσε ό μελλοντικός γάμος, έμαθε φυσικά ότι ό κύριος Επαμεινώνδας ήταν γεμάτα πενηνταπεντάρης καί πώς όλοι αναρωτιόντουσαν τί θά τήν κάνει μιά εικοσάχρονη σύζυγο καί τόσο Ομορφη, άλλά όπως έγραψε στόν Αντώνιο δέν θεωρούσε τόν άνθρωπο υπερβολικά μεγάλο. Καί άς μήν ξεχνάμε τόν μακαρίτη τόν πατέρα μας πού στά σαράντα του παντρεύτηκε τή μάνα μας μόλις δεκάξι χρόνων κοριτσόπουλο, γιά νά μή θυμηθούμε τήν προκομμένη 'Ερατώ.
ΐνίετά μιά διήμερη βροχή ό καιρός μαλάκωσε, ευκαιρία γιά τή δόκιμη καλόγρια νά βγει νά μαζέψει χόρτα γιά τίς δυό κατσίκες. Όταν βρέθηκε πίσω ακριβώς άπό τό Μοναστήρι τής Παναγιάς τής Καλογεννούσας είδε ένα πόδι βουτηγμένο σέ μιά λακκούβα μέ βροχόνερα. Πλησίασε περίεργη κι άντίκρυσε μιά νέα γυναίκα
91
αναίσθητη σφηνωμένη πίσω άπό τό βράχο. Τρομαγμένη άπό τούς θρύλους τών στοιχειών, σκέφτηκε πώς μπορεί νά 'ναι καί ξωτικό τόσο όμορφη πού τής φάνηκε. Τή σκούντησε λίγο μέ τό πόδι της καί ή άγνωστη αναστέναξε βαθιά. Τότε τρόμαξε ακόμη περισσότερο κι άρχισε νά τρέχει πίσω κατά τό μοναστήρι, φωνάζοντας, τρεχάτε, ένα στοιχειό σάν τήν Αγία Αθανασία ψυχομαχεϊ πί-
92
Η
ΛίΛΗ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΖΩΓΡΑΦΟΥ ΈΡΑ
σω άπό τό βράχο. Οί άλλες καλόγριες πού σπεύσανε τήν κουβαλήσανε στό υπόστεγο καί φωνάξανε τήν Άγια ' Ηγουμένη, μιά αγαθή έξηνταπεντάρα. Μέ εντολή της τή μεταφέρανε σ' ενα κρεβάτι, τή γδύσανε, τή σκουπίσανε γερά νά τή ζεστάνουν καί τήν ντύσανε μέ μιά χοντρή πουκαμίσα τής Ηγουμένης. Ή άγνωστη παραμιλούσε, έκλαιγε, τράβαγε τά χρυσά μαλλιά της νά τά ξεριζώσει. Έτρεμε άλλά έκαιγε μέ πέντε κουβέρτες σκεπασμένη. Φωνάξανε τό γιατρό τοΰ πιό πάνω χωριοΰ. Ήρθε, τής έ'βαλε θερμόμετρο, τήν άκουσε στό στήθος καί τήν πλάτη. « ' Αγία ' Ηγουμένη, πλευρίτιδα, πνευμονία, καί ζωή σέ λόγου μας». Οί καλόγριες σταυροκοπήθηκαν, Θεέ μου συχώρεσε τον, μά τέτοιος ήταν πάντα. Δέν ξέρεις πότε καλαμπουρίζει καί πότε μιλάει σοβαρά. ((Τί κάθεστε καί μέ κοιτάτε σάν κλώσες. Τρεχάτε νά βράσετε δυό καζάνια νερό νά τή βάλετε μέσα στή μεγάλη σκάφη. Καί δυό καί τρεις φορές ώς νά νυχτώσει, ούστ, γρήγορα». Οί καλόγριες ερωτεύτηκαν κυριολεκτικά τήν ωραία άγνωστη πού τούς θύμιζε άγια. Τήν περιποιήθηκαν μέ πείσμα βάζοντας καί βγάζοντας την άπό τό νερό ώς τό βράδυ πού ξανάρθε ό γιατρός. Τό θαΰμα είχε γίνει, ό πυρετός είχε πέσει στους τριάντα εννιά βαθμούς. Ό γιατρός τής χτύπησε ελαφρά τό μάγουλο, «έλα, έλα κοπελιά, ποιά τραμουντάνα σέ πέταξε στά κακόβραχά μας;» Μά ή άρρωστη τόν κοίταζε μέ μάτια απλανή χωρίς νά δείχνει ότι καταλαβαίνει. Άκουε στόσο ξεκάθαρα τούς ψίθυρους ολόγυρα της... μά ποιά νά 'ναι... θές νά κατέβηκε άπό τό άλλο μοναστήρι καί νά τήν έπιασε ή μπόρα... Τοΰ Χρίστου; Έκεϊ μένει μόνο μιά μισότυφλη μοναχή μ ' ενα φαμέγιο. Μή ξέροντας τί ν' απαντήσει, εξακολούθησε νά σωπαίνει δυό μέρες ακόμη. Τήν προσωρινή λύση τής τήν έδωσε ή άποψη τοΰ γιατροΰ πού δήλωσε τήν εκδοχή ότι άν έκανε εγκεφαλικό πυρετό δέν αποκλείεται νά μή βλέπει καί νά μήν ακούει. Τήν τρίτη μέρα πιά χαμογέλασε αυθόρμητα σέ μιά νέα μοναχή πού τήν περιποιόταν. «Καλημέρα, ψιθύρισε». «Είσαι καλύτερα;» Τή βεβαίωσε μ ' ένα κούνημα τοΰ κεφαλιού. « Ά π ό ποΰ έρχεσαι;» ' Η ' Ερατώ κοίταξε γύρω της τό άδειο καθαρό δωματιάκι, «ποΰ είμαι», ρώτησε. «Στήν Παναγιά τήν Καλογεννούσα, ψηλά στό βουνό. Έσύ άπό ποΰ έρχεσαι;»
ω-
47
«Μά δέν θυμάμαι». ' Η μοναχή προσπαθούσε νά ξεμπερδέψει προσεχτικά τά ολόξανθα μαλλιά. « ' Εσύ κοπέλα μου μοιάζεις μέ ξωτικό. Έχεις όνομα; Πώς σέ λένε;» ' Η ' Ερατώ δέν ήθελε νά θυμηθεί τό τελευταίο της εικοσιτετράωρο. Πώς διώχτηκε ό Τονίνο, πόσο μισούσε πιά συνειδητά τήν Ασπασία καί πώς τό μόνο πού δέν θά 'κανε ποτέ θά 'ταν νά γυρίσει πίσω στό πατρικό
48
Η
ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛΙΛΗ ΜΕΡΑ
της. Έτρεμε μή μάθουν τό οικογενειακό ονομά της γιατί 'ταν βέβαιη πώς θά γνώριζαν τή μεγάλη μέ όλα τά άγιωτικά καί τό Δεσποτικό πού ανακατευόταν. ' Η ' Ηγουμένη ζήτησε τή βοήθεια τοΰ γιατρού. «Τί θά κάνουμε μέ τήν άρρωστη. Αυτή 'ναι νέα κοπέλα, λές νά χάθηκε άπό πουθενά;» «Δέν τήν έχω ξαναδεί σ ' όλη τήν επαρχία». « ' Εμείς έχουμε ευθύνη; Λέει πώς δέν θυμάται ποιά είναι αυτή καί τά γονικά της. Μήπως πρέπει νά ειδοποιήσουμε τή Χωροφυλακή;» «"Ε, Οχι καί τή Χωροφυλακή! Μή βιαστείτε, Ηγουμένη. Αφήστε νά συνέλθει τελείως, νά σταθεί στά πόδια της... μπορεί σιγά σιγά νά ηρεμήσει καί νά ξανάρθει καί ή μνήμη της)).
ΐνΐιά
Κυριακή μετά τίς επιτυχημένες εξετάσεις τής ' Αμαλίας όπου καί άρίστευσε διότι κανένας εξεταστής δέν θά τολμούσε νά βαθμολογήσει μέ λιγότερο άπό άριστα τή μνηστή τοΰ κυρίου Γενικοΰ, ό κύριος Επαμεινώνδας ντυμένος μέ τό μπλέ του κουστούμι έφερε τίς βέρες. Στό Φτενουδαίικο περίμενε ό παπάς καί ευλόγησε τά δαχτυλίδια. Ό μνηστήρας ζήτησε άπό τήν Ασπασία τήν άδεια νά βγει μέ τή μνηστή του στόν κήπο νά περπατήσουν. Κρατώντας ελαφρά τόν αγκώνα τής Αμαλίας άρχισαν νά περπατούν. «Πέστε μου, Αμαλία, είστε ευτυχισμένη», τή ρώτησε διστακτικά. «Μά καί βέβαια, κύριε Επαμεινώνδα, είμαι ή πιό ευτυχισμένη κοπέλα τοΰ Νεοχωρίου». «Τί ποίηση! Θεέ μου είστε ένας επίγειος άγγελος. Πέστε μου, Αμαλία, τί ονειρεύεστε γιά τό αΰριον». «Νά πάμε εις τάς Αθήνας φυσικά, γιά νά γνωρίσω, όπως μέ βεβαίωσε ή μεγάλη μου αδελφή, όλα τά μεγαλεία πού απολαμβάνετε άπό τό άξίωμά σας». «Εννοείτε, Αμαλία μου, νά ζητήσω μετάθεσιν εις τάς Αθήνας;» «Μάλιστα». « ' Α λ λ ' αυτό, αγαπητό μου κορίτσι, θά ήτο σφάλμα. Κατ' αρχήν δέν σας λυπεί ή ιδέα πώς θά απομακρυνθείτε άπό τήν οικογένεια σας πού σάς λατρεύει;» «Ασφαλώς! Άλλά τί άλλο είναι ό γάμος παρά μιά μεγάλη αλλαγή στή ζωή μας». «Σύμφωνοι. Μά δέν είναι ήδη αλλαγή τό γεγονός ότι θά ζοΰμε πλέον σ' ένα σπιτάκι οί δυό μας; Έξαλλου εις τάς Αθήνας έχει πολλούς έπιθεωρητάς διαφόρων αρμοδιοτήτων. Ένώ εδώ είμαι ό μοναδικός επι-
95
θεωρητής εις όλόκληρον τήν έπαρχίαν, μέ αποτέλεσμα νά συγκαταλέγομαι στους ανώτατους αξιωματικούς, τόν κύριο Νομάρχη, τόν Διοικητή Χωροφυλακής, τόν Πρόεδρο καί τόν Εισαγγελέα καί τόν Δεσπότη τέλος. Θά είμαστε στήν εξέδρα τών επισήμων κατά τήν παρέλασιν τής 25ης Μαρτίου, τής 28ης 'Οκτωβρίου καί τή νύχτα τής Αναστάσεως. Καί όπως θά μέ κρατάτε ά-
96
Η
49
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΈΡΑ
ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
γκαζέ θά λένε δλοι, τί ωραία κυρία είναι ή σύζυγος του Επιθεωρητού Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως. Δέν θά σας κάνει αυτό ευτυχισμένη;» «Καί βέβαια ευτυχισμένη καί περήφανη». «"Αστε πού όταν θά υποχρεώνομαι νά επιθεωρώ άλλες έδρες θά έχω τό κεφάλι μου ήσυχο δτι δέν είστε μόνη, άλλά μέ τίς αδελφές σας». ' Η ' Αμαλία σταμάτησε πίσω άπό ένα πυκνόφυλλο δέντρο περιμένοντας δτι θά τή φιλήσει. Ειχε υποσχεθεί στίς συμμαθήτριες της πώς θά τίς συναντούσε τήν επομένη καί θά τούς έλεγε τά πάντα σχετικά μέ τό πρώτο φιλί. ' Ο κύριος Επαμεινώνδας σήκωσε τό κεφάλι στόν ουρανό, «βράδιασε γιά καλά... θέλετε νά επιστρέψουμε;» ' Η Αμαλία δμως έμενε ασάλευτη, μέ τό πρόσωπο στραμμένο ψηλά πρός τό δικό του. «Δέν θά μέ φιλήσετε», ρώτησε. Ό κύριος Επαμεινώνδας έβγαλε τά γυαλιά του καί σκύβοντας τή φίλησε στό μέτωπο. «Εϊστε άγνή, πάναγνη καί τέτοια θέλω νά παραμείνετε», ειπε. ' Η ' Αμαλία δέν πήγε τήν επομένη νά συναντήσει τίς συμμαθήτριες της.
Η ' Ερατώ σηκώθηκε άπό τό κρεβάτι. Μιλούσε, χαμογελούσε άλλά εξακολουθούσε νά ισχυρίζεται ότι δέν θυμόταν ποιά ήταν ούτε άπό ποΰ ερχόταν. Ό δικηγόρος Γιάννης Τάγαρης παρουσιάστηκε στό μοναστήρι τήν εβδομάδα τών Χριστουγέννων. ~ Ηταν κατά κάποιον τρόπο νομικός σύμβουλος γιά όλα τά προβλήματα πού αντιμετώπιζε ή ' Ηγουμένη μέ καταπατήσεις καί τίς διεκδικήσεις τής περιουσίας τοΰ μοναστηρίου, πού εκτείνονταν στό διπλανό χωριό Κρυονέρι δπου ό δικηγόρος είχε τήν εδρα του. ' Η ' Ηγουμένη τοΰ αφηγήθηκε τά συμβάντα πρίν ένα μήνα, σχετικά μέ τή μυστηριώδη κοπέλα καί τόν ρώτησε πόση ευθύνη είχε κι άν έπρεπε ν ' ανακατέψει τή Χωροφυλακή. «Καλά», είπε ό Τάγαρης, «χάθηκε μιά χωριατοπούλα καί θά ξεσηκώσουμε τή Χωροφυλακή;» ((Δέν είναι καθόλου χωριατοπούλα, αγαπητέ μου. Είναι μορφωμένο κορίτσι καί πολύ Ομορφη». « ' Αφήστε νά τή δώ έγώ». Καί τήν είδε καί άλάλιασε. Τί χωριατοπούλα καί κουρουφέξαλα. Ή ' Ερατώ μ ' ένα μάλλινο καφετί ράσο, τόσο ωραία μέ τά αστραφτερά μαλλιά της χυμένα στους ώμους, δέν τοΰ θύμιζε τίποτε καί καμιά γυναίκα, καθώς τόν κοίταζε άφοβα. Τελείως αμήχανος σκέφτηκε πώς πρέπει νά τής πάρει τόν αέρα, αμέσως.
«Πώς σέ λένε κοπελιά;» «"Οπως θέλετε».
50
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΛΙΛΗ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΤ
((Γιατί; άβάφτιστη είσαι;» Τοΰ χαμογέλασε καί κείνος έχασε όλη του τήν αύθάδεια. αΔέν καθόμαστε;» είπε κι άρπαξε μιά καρέκλα. ' Η ' Ερατώ κάθησε απέναντι του στό τραπέζι. «Τώρα πρέπει νά τά ποΰμε οί δυό μας. Ή μάλλον νά τά βροΰμε... Ή ' Ηγουμένη μέ κάλεσε νά μέ συμβουλευτεί τί νά κάνει μέ σένα. Είμαι δικηγόρος τοΰ μοναστηρίου». ' Η ' Ερατώ άκουε ακίνητη . «Δέν σέ τρομάζει αυτό;» ((Γιατί νά μέ τρομάζει;» «Μά θέλει νά ειδοποιήσει τή Χωροφυλακή». «Τί κακό έκανα;» «Άπλα έχεις βγει άπό τούς κανόνες τοΰ παιχνιδιού, τουλάχιστον γιά τά χωριά μας, σ ' αυτή τήν επαρχία». «Ποιου παιχνιδιού;» ρώτησε γιά νά κερδίσει καιρό. «Πάρ' το κι αλλιώς. Μιά κοπέλα μόνη στό βουνό μέ αμνησία, έστω. Αποκλείεται νά έχεις μιά οικογένεια πού σέ ζητάει απεγνωσμένα; Μέ τή Χωροφυλακή θά τό μάθουμε. Θά τήν έχουν ήδη κινητοποιήσει οί δικοί σου. Είσαι ενήλικη;» «"Εχω περάσει τά τριάντα». «Μπά; Αυτό τό θυμήθηκες, καλό σημάδι! Προσπάθησε νά θυμηθείς κι άλλα ώσπου νά ξανάρθω». Τό άλλο πρωί ό Τάγαρης ξαναπήγε στό μοναστήρι. «Νά 'τα μας!» τοΰ είπε χαμογελώντας ή Ήγουμένη. '0 κυρ Γιάννης ενδιαφέρεται μετά πάθους, άν Οχι γιά τό μοναστήρι, τουλάχιστον γιά τό περιεχόμενο του». ' Ο Τάγαρης χαμογέλασε μέ τά στενά σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, πού δίνανε μιά σκληρότητα στήν έκφραση του. « "Ελα τώρα», είπε ή ' Ηγουμένη, «πές μου τί σκέφτεσαι γι' αυτήν». «Αποκλείω σχεδόν τελείως νά 'ρχεται άπό χωριό... έχει μιά φινέτσα». « ' Εκτός άπό τήν ομορφιά». «Καλά! Αυτή βάζει σέ πειρασμούς Ολους τούς αγίους μαζί. Πάντως είναι έξυπνη καί ψύχραιμη άλλά κρύβει κάτι σοβαρό». «Θά τή δεις σήμερα;» «Ναί, ναί, βλέποντας καί κάνοντας». Βρήκε τήν 'Ερατώ στό καθιστικό όπως τήν προηγουμένη. Τοΰ φάνηκε πιό Ομορφη. «Λοιπόν; Τί θυμήθηκες;» «Νά φωνάξουμε καί τήν Ηγουμένη», πρότεινε, «είναι προτιμότερο».
99
"Οταν ήρθε ή Ηγουμένη ή 'Ερατώ στράφηκε σ' αυτήν. «Κάτι πού δέν σκεφτήκατε, είναι ή πιθανότητα νά θέλω ν ' αφιερωθώ στόν Θεό καί νά μή μοΰ τό επιτρέπει ή οικογένεια μου». « ' Ομολογώ Οχι», είπε ή ' Ηγουμένη. «Καί ποιά είναι ή οικογένεια σου», πετάχτηκε ό
51
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛίΛΗ ΙΑ Μ ΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
« ' Εφ' δσον είμαι ενήλικη κανένας, ούτε καί ή οικογένεια μου μπορεί νά μ' εμποδίσει. Δέν νομίζετε, κύριε δικηγόρε;» «Λές σοβαρά κόρη μου πώς θές νά γίνεις καλόγρια;» ρώτησε ή ' Ηγουμένη. «... Ναί», απάντησε διστακτικά. «Καί θές νά σέ δεχτεί ή ' Ηγουμένη, έτσι ανώνυμα;» «Γιατί οχι; Δέν εΐμαι ή πριγκήπισσα τοΰ παραμυθιού. Μιά έπαρχιωτοπούλα σάν Ολες...» «Καί βρέθηκες έδώ στό βουνό μέ κατακλυσμό άπό δική σου θέληση», επέμεινε ό δικηγόρος. «Ασφαλώς! Δέν ήξερα όμως ποΰ ακριβώς είναι τό μοναστήρι ούτε κι ότι βρισκόμουν τόσο κοντά... μέ ειχε λιώσει ή καταιγίδα». «Τί κρύβεις;» ρώτησε ό Τάγαρης κρατώντας την μές στά μάτια του. «Τήν ψυχή μου βέβαια... τό μόνο κοινό πού έχω μέ τόν Θεό, τόν μοναδικό πού εμπιστεύομαι». ' Η ' Ηγουμένη σηκώθηκε μαζί καί ό δικηγόρος πού τή βεβαίωσε, «έμεϊς πάντως θά τά ξαναπούμε». «"Αν τό θεωρείτε απαραίτητο». "Οταν βρέθηκαν μόνοι ή Ηγουμένη τόν ρώτησε, «τήν πιστεύεις;» «Ούτε λέξη! Ούτε καί πρόκειται νά γίνει καλόγρια». «Γιατί τό αποκλείεις;» «Γιατί θά τήν παντρευτώ, 'Αγία Μητέρα». «Γιάννη, παραλογίζεσαι; Είναι πολύ νέα, είσαι σαράντα πέντε χρόνων». «Εντάξει! Καί όσα άλλα έχετε ακόμη νά μοΰ πείτε. Μιά τέτοια γυναίκα συναντάς —άν έχεις τύχη— μιά στό εκατομμύριο. Είναι πεντακάθαρη σάν τόν ουρανό... ακόμα κι άν έχει εγκαταλείψει κάποιον βάναυσο σύζυγο καί κρύβεται τώρα, αδιαφορώ». ' Η ' Ηγουμένη τόν άκουε σιωπηλά, «πρέπει νά τό σκεφτείς, γιέ μου. Βέβαια είναι πανέμορφη κι αμφιβάλλω άν τό ξέρει...» «Μπράβο καλή μου, τό πρόσεξες; Δέν έχει τήν προσποιητή συμπεριφορά κάποιων πού καμώνονται τίς ώραϊες...»
]\/[ετά τό γάμο ό κύριος Επαμεινώνδας έφυγε μέ τή γυναίκα του γαμήλιο ταξίδι στήν Αθήνα. Πήγαν στό
101
ξενοδοχείο «Κάρλτον» στό κέντρο τής Όμόνοιας. Ή Αμαλία έμεινε έκθαμβη άπό τό τετραώροφο κτίριο. Άλλά τήν εντύπωση τής μεγάλης πολυτέλειας τής τήν έδωσε ή τηλεφωνική συσκευή στό κομοδίνο, ανάμεσα στά δύο κρεβάτια, καί τό ασανσέρ. Καθώς είχαν δηλώσει στή ρεσεψιόν Οτι ήταν νεόνυμφοι, γι' αυτό ή κυρία ειχε διαφορετικό Ονομα στήν ταυτότητα της, τούς συνόδεψε ό γκρουμ μέ τήν εντολή νά βγάλει τό κομοδί-
102
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛΜΕΡΑ ΙΛΗ ΖΩΓΡΆΦΟΥ
νο πού χώριζε τά κρεβάτια καί νά τά ενώσει. Μόλις έκλεισε τήν πόρτα πίσω του, περιμένοντας μάταια ένα φιλοδώρημα, ξαφνικά όλα έγιναν δύσκολα ανάμεσα τους. Ή Αμαλία άνοιξε τή βαλίτσα της, έβγαλε τό μοναδικό περκαλένιο νυχτικό πού τής έραψε ή μεγάλη αδελφή έπί τούτου καί κοίταξε γύρω της αμήχανα. Στό μικρό τετραγωνισμένο δωμάτιο δέν υπήρχε τρόπος νά αποσυρθεί γιά νά γδυθεί. Τότε πρότεινε στόν άνδρα της: «Τί θά λέγατε άν σάς ζητούσα νά βγαίνατε γιά λίγο ώσπου νά ετοιμαστώ». «Καί βέβαια, αγαπητή μου», είπε καί βγήκε πρόθυμα. ' Η Αμαλία έβγαλε γρήγορα τό φόρεμα της, κράτησε τό ψιλό φανελάκι καί τή ζέρσεϋ κομπινεζόν καί πέρασε απάνω της τό νυφικό νυχτικό. "Υστερα σήκωσε τό σκέπασμα του κρεβατιού κι έστρωσε προσεκτικά διπλωμένο στά δύο ένα σεντόνι πού της ειχε παραγγείλει ή αδελφή Ασπασία σάν απαραίτητο γιά τήν πρώτη νύχτα τοΰ γάμου χωρίς άλλες εξηγήσεις. Έλα όμως πού ή Αμαλία ήξερε. Χάρη στή φίλη της Χρυσάνθη πού τής έδωσε κρυφά βέβαια ένα βιβλίο μέ τίτλο, «Τί πρέπει νά γνωρίζει κάθε κορίτσι γιά τήν πρώτη νύχτα». ' Ο κύριος Επαμεινώνδας χτύπησε διακριτικά καί βρήκε τήν Αμαλία σκεπασμένη στό κρεβάτι της. Έσβησε τόν διακόπτη. Τό δωμάτιο, στόν δεύτερο Οροφο, έφεγγε αρκετά άπό τά φώτα της πλατείας. Σκεπασμένη ώς τό σαγόνι ή Αμαλία γιά νά μή δώσει τήν εντύπωση τής προκλητικής, διέκρινε καθαρά τόν άνδρα της όσο γδυνόταν μέ τήν πλάτη γυρισμένη. 'Αφοΰ έβγαλε τό κουστούμι του έμεινε πολύ αδύνατος σάν σανίδα μέ φαρδιά εσώρουχα πού κολυμπούσε μέσα τους. Φόρεσε άπό πάνω τίς πιζάμες του καί ξάπλωσε στό άδειο κρεβάτι. Έμειναν κάμποση ώρα ανάσκελοι κι οί δυό σέ απελπιστική αμηχανία. Επιτέλους ή Αμαλία τόν ρώτησε σιγανά, «δέν θά 'ρθετε κοντά μου;» «Καί βέβαια, αγαπητή μου, άν τό επιθυμείτε καί σεις. Δέν ήθελα νά εκβιάσω τή διάθεση σας». «Μά τί λέτε τώρα! Μιά τέτοια νύχτα!» ειπε ή Αμαλία καί ανοίγοντας τά χέρια της τόν τράβηξε απάνω της. «Φιλήστε με», τοΰ πρότεινε προβάλλοντας τά χείλη της. Ό κύριος Επαμεινώνδας τή φίλησε ένάερα στήν άκρη τοΰ σαγονιοΰ της. Ή Αμαλία τράβηξε τό αδρανές χέρι του καί τό ακούμπησε στήν κοιλιά της. Προσπάθησε τότε νά σφιχτεί απάνω του, άλλά τό μισό του κορμί, άπό τή μέση καί κάτω, είχε μείνει έξω άπό τό σκέπασμα της στό διπλανό κρεβάτι. Έμειναν εκεί
52
αμήχανοι ώσπου κατέβασε μόνη της τήν κυλόττα της. "Οταν τήν έβγαλε τελικά κατέβασε τήν παλάμη του καί τήν ακούμπησε ανάμεσα στά σκέλια της. Σιγά άλλά αποφασιστικά άρχισε νά κινεί ενστικτωδώς όλο τό κάτω μέρος τοΰ κορμιοΰ της πρός εκείνον. Επιτέλους κάποια στιγμή τόν είδε μισοσηκωμένο νά ψάχνει ταραγμένα μές στά εσώρουχα του. Δέν είδε νά έβγαλε τίποτα άπό κει, άλλά προσγειώθηκε απάνω της κι έκανε δυό τρεις κινήσεις, χωρίς ωστόσο νά γίνεται κα-
53
ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
μιά επαφή μέ τό κορμί της, έτσι τουλάχιστον κατάλαβε, Οτι δέν τήν άγγιξε απολύτως τίποτε. Μετά έπεσε ξανά πλάι της. ((Ευχαριστήθηκες, αγαπητή μου», τή ρώτησε. Ή ' Αμαλία έμεινε ακίνητη μέ τά μάτια της διάπλατα νά τρυπούν τό μισοσκόταδο τής οροφής. Τής ψέλλισε μιά καληνύχτα κι άποτραβήχτηκε στό δικό του κρεβάτι. ' Αμέσως μετά τήν επιστροφή τοΰ ζεύγους άπό τό δεκαήμερο γαμήλιο ταξίδι, ή Ασπασία ρώτησε τήν Αμαλία τί έκανε τό ειδικό σεντόνι πού τής έβαλε στή βαλίτσα καί κείνη απάντησε στεγνά, ((δέν χρησιμοποιήθηκε», προκαλώντας την νά ρωτήσει τό γιατί. Άλλά ή σεμνοτυφία δέν επέτρεψε στήν Ασπασία νά τολμήσει τήν επόμενη ερώτηση καί χάθηκε ή ευκαιρία γιά τήν Αμαλία νά αποκαλύψει όλη τήν αλήθεια εκδικούμενη τή μεγάλη αδελφή γιά τήν επιλογή της. Αντίθετα, μέ τίς πρώτες απογευματινές συγχαρητήριους επισκέψεις ή Αμαλία εμφανίστηκε μέ τό εκθαμβωτικό χαμόγελο τής ευτυχισμένης νιόπαντρης. 'Έτσιτό ' θ ε λ ε ή Ασπασία κι ειχε μάθει καί ή Αμαλία νά τό θέλει, πιστεύοντας ότι στήν οικογένεια τους δέν επιτρεπόταν ή αποτυχία καί ή δυστυχία. Ή ' Αμαλία θά 'μενε πάντα ή πολύ ευτυχισμένη κυρία τοΰ κυρίου 'Επιθεωρητοΰ, προκαλώντας τή ζήλεια όλου τοΰ χωριοΰ καί τών αδελφών της, ακόμη. Καί τίς απόφοιτες συμμαθήτριες της μέ τό 'ίδιο ευτυχισμένο καί γεμάτο πονηρά υπονοούμενα χαμόγελο τίς δέχτηκε, χωρίς καμιά ιδιαίτερη εκμυστήρευση άφοΰ μαζί της δεχόταν φυσικά καί ή αδελφή Ασπασία. Λίγες μέρες μετά τήν επιστροφή τους έγινε γνωστή ή κυβερνητική απόφαση τής μεταφοράς τών δικαστηρίων σέ μιά μεγαλύτερη γειτονική κωμόπολη καθώς καί ή κατάργηση τής έδρας 'Επιθεωρητοΰ Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως. Ό κύριος Επαμεινώνδας πήρε ταυτόχρονα τή μετάθεση του γιά τό Καρπενήσι. Τά γεγονότα δέχτηκε ή Ασπασία σάν προσωπικά κτυπήματα. «Γιατί νά λέγομαι Ασπασία», αναρωτιόταν δυνατά, «άφοΰ δέν έχω δίπλα μου έναν Περικλή; "Εστω καί τόν Βενιζέλο». Ή απογύμνωση τοΰ χωρίου άπό αξιωματούχους καί κυβερνητικές υπηρεσίες ταπείνωνε, κατά τήν άποψη της, τούς κατοίκους καί έμείωνε τό γόητρο τοΰ Νεοχωρίου. ' Η ' Αμαλία έδειχνε νά συμφωνεί, άλλά αισθανόταν γοητευμένη άπό τήν ιδέα τής αλλαγής. Μισοΰσε τό χωριό τους. Άσε πού ζουν σάν μιά οικογένεια κολλητοί καί ό καθένας ελέγχεται άπό τά άγρυπνα μάτια όλων. Άπ' Οταν γνώρισε τήν Αθήνα κατάλαβε πώς
105
ή ζωή στήν επαρχία μαραζώνει τούς κατοίκους. Καί τό Καρπενήσι ήταν οπωσδήποτε πιό κοντά στήν Αθήνα καί πολύ μακριά άπό τό Νεοχώρι καί τόν ασφυκτικό έλεγχο τής αδελφής Ασπασίας. Δέν ήξερε γιατί, οΰτε σκεφτόταν τίποτα συγκεκριμένο, άλλά ονειρευόταν νά απαλλαγεί μιά γιά πάντα άπό τήν αθλιότητα πού μέσα της μεγάλωσε.
54
Η ΑΡΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛΙΛΗ ΜίΑ ΖΩΓΡΑΦΟ ΜΕΡΑ Γ
27 Φεβρουαρίου — πάντα, άπό τό μοναστήρι μιας Παναγιάς. Πηνελόπη αδελφή μου, άπό χθες πού έγραψα τά τρία πρώτα φύλλα τοΰ Ημερολογίου νιώθω ανάλαφρη. Άπ' όταν εγκατέλειψα τό σπίτι μας δέν είχα κανέναν νά μιλήσω μαζί του. Εννοώ, κάποιον νά μέ ξέρει εμένα καί τά καμώματα μου. Ευχαριστώ τόν Θεό γιά τήν ιδέα μου νά σέ μάθω, καλή μου, γραφή καί ανάγνωση στίς ατέλειωτες ώρες της απομόνωσης μας στόν όντά, τό κλουβί μας, γιά νά διαβάσεις κάποια μέρα τά παθήματα μου, μιά καί τώρα ακόμη θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια. Άπό τά χθεσινά γραφόμενα, κατάλαβες φυσικά πώς δέν είχα ούτε στιγμή πιστέψει δτι θά μποροΰσα νά γίνω καλογριά καί νά ζήσω κλεισμένη στό μοναστήρι τήν υπόλοιπη ζωή μου. "Οχι πώς δέν ζοΰσα καί στό σπίτι μας φυλακισμένη, άλλά μποροΰσα νά 'χω πάντα τήν ελπίδα δτι κάτι θ' άλλαζε απρόοπτα, δπως πηγε νά συμβεί μέ τήν απροσδόκητη επιστροφή τοΰ Τονίνο υστέρα άπό δεκαεννιά χρόνια. Θυμάσαι πού σοΰ 'λεγα πώς είμαι προορισμένη γιά τήν ευτυχία δπως μέ βεβαίωνε ή μάνα μας; Αυτό εξακολουθώ νά τό πιστεύω καί τώρα παρ' δλο πού κινδύνεψα νά πεθάνω άπό πνευμονία, δπως σοΰ περίγραψα στίς πρώτες σελίδες. Θές γιατί γνώρισα τόσο μικρή τόν έρωτα καί αισθάνθηκα πώς αυτός είναι ή ουσία, μιά πραγματική αίσθηση ευτυχίας; Πάντως τό ν ' αγαπάς έναν ωραίο νέο καί νά τοΰ παραδίνεσαι είναι μιά αστείρευτη πηγή χαράς αληθινής. "Οταν λοιπόν σηκώθηκα κι ένιωθα γερή καί ασφαλής κάτω άπό τή στέγη τοΰ μοναστηρίου μοΰ 'ρθε ή κεραμίδα! Καταλαβαίνεις τήν έκπληξη μου δταν εκείνος ό γερο-δικηγόρος τοΰ μοναστηρίου, ό Γιάννης Τάγαρης, μέ ζήτησε σέ γάμο, καί γιά νά δώσει επισημότητα στην πρόταση του μοΰ τό ζήτησε μπροστά στήν Ηγουμένη. Μή χαίρεσαι! Κατ' αρχήν τόν βρίσκω άσκημο μέ τήν κυρτωμένη του πλάτη. Νομίζω, Πηνελόπη μου, πώς ό έρωτας είναι προνόμιο της νιότης, χρειάζεται τά δώρα της ομορφιάς καί τά φτερά της. Αυτά τά δώρα τά ' πνίξε μέσα της ή μεγάλη μας αδελφή πού είχε σάν μοναδική της φιλοδοξία νά είναι τό πρότυπο της άρετης κι έφαγε τά νιάτα της στόν αργαλειό υφαί-
107
νοντας τήν προίκα της, χο)ρίς νά ψάξει νά βρει ποιόν θά προικίσει καί ζηλεύοντας λυσσασμένα δσες δέν της μοιάζανε. "Αντε τώρα πού γέρασε νά γυρίσει πίσω τόν τροχό. Καταλαβαίνεις πώς ή θέση μου έγινε πολύ δυσκολότερη καθώς ή Ηγουμένη, πού τή σέβομαι πάρα πολύ, τό 'νιωθα, πώς περίμενε μέ ανυπομονησία τήν απάντηση μου. Βρήκα δμως τό κουράγιο καί αρνήθηκα, λέγοντας του, «μά δέν μέ γνωρίζετε». Εκείνος πολύ αισιόδοξος μοΰ απάντησε δτι έχουμε καιρό γι ' αυτό, φτά-
55
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛίΛΗ ΙΑ ΜΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΡΑ
νει νά τό επιθυμούμε οί 8υό μας. Θύμωσα ειλικρινά. αΚαί ποιος σας είπε Οτι επιθυμώ νά μέ γνωρίσετε», τόν ρώτησα. Καί ξέρεις τί μοΰ απάντησε; »Δέν πειράζει! Φτάνει που τό επιθυμώ εγώ τόσο ώστε νά 'μαι βέβαιος πώς θά τό κατορθώσω». Τρομοκρατημένη δτι ήθελε νά παραβιάσει τή μυστική μου ζωή, τόν άποπηρα, αά, οχι, ή προσωπική μας ζωή μας ανήκει καί 8έν ξέρω γιατί πρέπει νά τήν αποκαλύψω στήν περιέργεια σας». Καί γελούσε τό κτήνος γεμάτος σιγουριά! Φυσικά πόνταρε στό πόσο ξεκρέμαστη ήμουν, σέ κυριολεκτικό ά8ιέξο8ο. αΚαί τί θά κάνεις», μέ ρώτησε. ((Πώς θά ζήσεις άφοΰ φαίνεσαι αποφασισμένη νά μή γυρίσεις πίσω;» (("Ωστε ελπίζεις στην απελπισία μου γιά νά μέ αναγκάσεις νά σέ παντρευτώ; Απορώ πώς τό κατα8έχεσαι!» αΜά σ' αγαπώ 8έν τό καταλαβαίνεις», φώναξε έτσι ξεκάθαρα μπροστά στήν Ηγουμένη, κι έφυγε. Έγώ ξέσπασα σέ κλάματα. Ή ' Ηγουμένη ήρθε καί κάθησε κοντά μου. Άλλά έγώ συνέχισα τό κλάμα νιώθοντας απελπισμένη καί ανίσχυρη, απέναντι σ' έναν άγνωστο άν8ρα πού 8έν μοΰ άρεσε, τί λέω, μ ' άναγούλιαζε, τόσο μακρινός καί ξένος κι άπό τήν άλλη τί; Νά γυρίσω πίσω; Νά ξαναζήσω μέ τήν Ασπασία; Αυτό, Πηνελόπη μου, ξέχασε το, 8έν θά τό μπορέσω ποτέ πιά καί συχώρα με γιατί ξέρεις πόσο σ' αγαπώ καί πόσο μοΰ λείπεις, άλλά προτιμώ νά πεθάνω. Στήν απελπισία μου σκέφτηκα νά εμπιστευτώ αυτή τή σοφή γνναίκα, τήν Ηγουμένη, πού καθόταν πλάι μου τόσο 8ιακριτικά καί ήσυχα. Καί της τά 'πα Ολα. Πόσο ευτυχισμένο παι8Ί ήμουν κοντά σέ κείνη τή μονα8ική, τή μαγευτική μητέρα καί πόσο παι8ί ήμουν ακόμη ή Ϊ8ια δταν γέννησα τήν κόρη μου, άπό8ειξη πώς 8έν κατάλαβα τό κοινωνικό μου έγκλημα καί πώς, γιά μιά ακόμα φορά, ή σπάνια εκείνη γυναίκα ή μάνα μας μέ κάλυψε άπ' δλο τόν κόσμο. Τί μάνα στάθηκε, πόσο άντιαγία, χωρίς νά μοΰ 8ημιουργήσει καμιά επίγνωση σφάλματος ή ενοχής. Ήξερε ή μάνα μας πώς θά καταλάβαινα μιά μέρα τή γιγάντεια παρουσία της 8Ίπλα μου καί πώς θά γινόμουν τελικά ενα ηθικό άτομο. Πηνελόπη καλή μου, ίσως ν ' αξίζει δτι περάσαμε άπ' αυτή τή ζωή —μετά τό θάνατο της— γιατί αξιωθήκαμε νά μας γεννήσει εκείνη ή μάνα, ή Εριφύλη. Καί, νά σοΰ πώ, μήπως είναι ΰβρις τό νά μή μας άρκεϊ πώς γευτήκαμε αυτή τήν τελειότητα; Πόσους τέλειους ανθρώπους μπορεί νά συναντήσει κανείς στή ζωή του; Καί τό πιστεύω δταν τήν αποκαλώ άντιαγία γιατί οι άγιοι καί ό Θεός έχουν απάνθρωπες απαιτήσεις άπό
109
τούς θνητούς, ενώ ή μάνα μας, τόσο ενάρετη ή Ϊ8ια, ήξερε πόσο άντιανθρώπινο είναι τό νά είσαι αλάθητος. Καί 8έν θά τό πιστέψεις, άλλά εκείνη ή άγνωστη, ή Ηγουμένη, μέ άκουε δπως ή μάνα μας μέ τόση πραότητα καί καλή πίστη. "Οταν τέλειωσα μέ συμβούλεψε νά παντρευτώ τό 8ικηγόρο πού, δπως είναι σέ θέση νά ξέρει, μέ αγαπάει ειλικρινά. Γιατί, επέμεινε, δτι ό Θεός 8έν προσφέρεται σάν καταφύγιο σέ μιά τόσο νέα
110
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛΙΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
κι όμορφη, οΰτε είναι λύση. Θά γίνεις, μοΰ ειπε, μιά αποτυχημένη καλόγρια. Καί αποκλείεται νά γίνω μιά αποτυχημένη σύζυγος, τη ρώτησα. ((Αυτό είναι ανθρώπινη διάσταση. Αλλά στόν Θεό πρέπει νά καταφεύγουμε μόνο όταν δέν μποροΰμε νά ζήσουμε χωρίς εκείνον. Τό ίδιο άδικο θά 'ναι», συνέχισε, ανά καταλύσεις τήν υπόλοιπη νιότη σου δίπλα στήν απάνθρωπη σκληρότητα της αδελφής σου Ασπασίας». Τής εξήγησα πώς αγαπώ πάντα τόν Τονίνο καί πώς δέν μπορώ ν ' αγαπήσω αυτόν τόν ξένο, τό γέρο κιτρινιάρη κύριο. Πάλι κατάλαβε καί μοΰ είπε Οτι ούτε ό Τονίνο θά μείνει πάντα νέος καί πώς ίσως τώρα νά 'χει τήν ίδια ηλικία μέ τόν κύριο Τάγαρη τό δικηγόρο. Έξαλλου, μέ παρακάλεσε, δές στή θέση μου τή μαμά σου καί σκέψου ειλικρινά τί διαφορετικό θά σοΰ 'λεγε κείνη σ' αυτή τή δύσκολη, αδιέξοδη στιγμή της ζωής σου. Μά θά είχα έκείνην ν ' αγαπώ καί νά μέ προστατεύει, φώναξα. Ναί, άλλά δέν τήν έχεις πιά, Ερατώ.
Άθή να 26 Μαρτίου Πηνελόπη μου, τελικά παντρεύτηκα τόν κύριο Τάγαρη εκεί στό Μοναστήρι της Παναγιάς της Καλογεννούσας. Αφοΰ φυσικά τοΰ είπα, κατά τή συμβουλή της Ηγουμένης, ποιά είναι ή οικογένεια μου καί τή δυσκολία νά ζήσω μέ τό νέο αρχηγό της οικογένειας, μιά ανέραστη γεροντοκόρη σάν τήν αδελφή Ασπασία. Αυτό καί τίποτ' άλλο. Αυτός αρπάχτηκε άπό τήν ανομολόγητη δυστυχία μου καί ανέλαβε αμέσως τό ρόλο τοΰ σωτήρα πού θά μ ' έκανε νά τά ξεχάσω Ολα σάν κακό Ονειρο. Ωστόσο μ ' έφερε δώ σ' ένα απομονωμένο ξενοδοχείο της Κηφισιάς—νομίζω πώς είμαστε ο'ι μοναδικοί πελάτες— γιατί δπως μοΰ 'πε έχω ανάγκη ηρεμίας καί ξεκούρασης. Αές καί τρεις μήνες στό Μοναστήρι διασκέδαζα. Αγαπημένη μου αδελφούλα, μικροσκοπικό μου αγρίμι, έ, ναί, είμαι πολύ δυστυχισμένη. Ό Γιάννης ό σύζυγος μου είναι στ ' αλήθεια ερωτευμένος μαζί μου ό καημένος. Θεέ μου, πόσο ανυποψίαστοι είναι γιά τόν έρωτα. "Ορμησε μέσα μου τόσο άγαρμπα, μά δέν κατάλαβε πώς είχε τό δικό μου κορμί, δπως δέν τό κατάλαβα οϋτ' έγώ, δέν τό 'δε, δέν έχει μάτια νά τό δει χωρίς τά γυαλιά, πού φοράει πάντα, δάχτυλα νά παίξουν χορδές, αφή νά τόν μεθύσει. Τίποτα, Πηνελόπη,
56
57
113
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΤ
τίποτα δέν αντιλαλεί τή χαρά πού ξέφευγε φτερουγίζοντας μέσα άπό τό πέτρινο λίκνο τοΰ πατητηριοΰ. Αύτη ή υποχρεωτική επαφή ανανέωσε τό πάθος μου γιά τόν Τονίνο. Ξέρεις, θέλω νά σοΰ ομολογήσω γιατί έφυγα κείνο τό μεσημέρι άπό τό σπίτι μας ουρλιάζοντας. Γιά νά μήν τή σκοτώσω, νά 'ξέρες πόσο ήθελα νά σκοτώσω τή μεγάλη μας αδελφή, άπό τή στιγμή πού Ορθια στόν οντά άκουα τή φωνή του νά μέ ζητά καί κείνη ν ' αρνιέται κι έβλεπα τό κορμί της Ορθιο στήν πόρτα, αδιαπέραστο βράχο-τοϊχο κλειστό καί τότε είδα τό σκεπάρνι τών ξύλων όρθιο δίπλα της στή γωνιά της πόρτας καί πόσο εύκολο γινόταν στή σφοδρή επιθυμία μου νά τό υψώσω πίσω της καί νά τό κατεβάσω μέ ορμή, νά πνιγεί στό κύμα τοΰ αίματος ή άρνηση της, «δέν έχουμε καμιά 'Ερατώ έδώ», νά τή σωριάσω στίς "Ακουσε τήν πόρτα τοΰ δωματίου ν ' ανοίγει πίσω της κι εΐδε τόν Τάγαρη δίπλα της. Μέ τό καλό του χαμόγελο, έσκυψε πλάι στό κεφάλι της κι είδε τό στυλό στό χέρι της καί τό ανοιχτό τετράδιο στό τραπέζι. «Τί είναι αυτό;» ρώτησε καλοπροαίρετα κι άπλωσε νά τό πάρει. Ή ' Ερατώ έπεσε μπρούμυτα στό τραπέζι καί σκέπασε τό τετράδιο. Ή αγωνία τών ματιών της καθώς τόν κοίταζε άπ' τό πλάι τόν πονήρεψε καί άρπαξε τούς βραχίονες της μέ απροσδόκητη δύναμη καί τούς σταύρωσε πίσω άπό τήν πλάτη της, γυρίζοντας τό κορμί της πίσω στό έρεισίνωτο τής καρέκλας. Κάθησε κει, απέναντι της, στήν πολυθρόνα καί τό διάβασε άπό τήν άρχή. Τό πρόσωπο του σκούραινε όσο προχωρούσε, γίνηκε άπό θαμπό, καφετί σάν σκοτωμένο αίμα, ώσπου τό 'κλείσε. «"Αν είμαστε στό Μεσαίωνα» είπε, «μ' αυτή τήν ομολογία θά σέ κρεμοΰσαν ή θά σ' έκαιγαν ζωντανή. Υπήρχε τέτοια, ακέραιη δικαιοσύνη ξέρεις στό Μεσαίωνα. Τώρα δέν μπορώ παρά νά σέ παραιτήσω, άλλά μετά. Τώρα θά μείνεις έδώ, μαζί μου τίς υπόλοιπες είκοσι μέρες, ώσπου νά ολοκληρωθεί, γιά τόν κόσμο, ό μήνας τοΰ μέλιτος. "Υστερα θά σέ στείλω στό Βόλο όπου είναι παντρεμένη ή αδελφή μου, νά περάσεις άλλους δυό μήνες. Καί μετά θά κινήσω τό διαζύγιο». ' Η ' Ερατώ τόν άκουε ακίνητη μέ τό κορμί της γκαταλειμμένο στό κάθισμα. Τί άλλο μπορεί πιά νά συμβεί. Πέτρινη αισθανόταν, ωραία πέτρινη. «Τί τό 'κανε ή άγια μαμά σου τό νόθο; Τό 'πνίξε καί τό 'θαψε στόν κήπο σας; "Α, ναί, γιά τήν παρθενορραφή δέν μάς γράφεις τίποτα διαφωτιστικό. Ποιος σοΰ τήν έκανε;» Δέν κατάλαβε γιά ποιό πράγμα τή ρωτοΰσε. ((Λέγε ποιος σοΰ τήν έκανε». «Ποιάν;»
ε-
((Τήν παρθενορραφή, έλα ' μολόγα». «Τί είναι;» «Ποΰ, ποιος, πότε σέ ράψανε γιά νά μοΰ παίξεις τήν άμωμη παρθένα». «Μά δέν ήμουνα παρθένα». « ' Εγώ πάντως σέ ξεπαρθένεψα, λέγε».
58
ΖΩΓΡΑΦΟΤ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΛΙΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ
«Δέν ξέρω τί θέλεις νά σου πω». Τήν κοίταζε στά μάτια. Ήταν τόσο αθώα, τόσο πειστική πού φοβήθηκε μήν τή σκοτώσει. Έβαλε τό τετράδιο στό τραπέζι κι έφυγε. Μαμά βοήθα, βοήθα μάνα μου!
Η ' Αμαλία ενθουσιάστηκε μέ τό Καρπενήσι. Ήταν ή πρώτη καί περιζήτητη, μιά καί μέ τό γέροντα σύζυγο πού τή συνόδευε γινόταν αυτόματα υποψήφια γκόμενα. Έφτασαν αρχές Δεκεμβρίου. Πρίν τό καταλάβουν ήρθαν τά Χριστούγεννα καί μαζί οί προσκλήσεις. Ό κύριος Επαμεινώνδας τής έφερε μέ πολύ καμάρι τήν πρόσκληση τοΰ Νομάρχη. Ή ' Αμαλία τήν πήρε στά χέρια της καί τήν ακούμπησε στό μέρος τής καρδιάς μ ' ευγνωμοσύνη γιά τά μεγαλεία πού τής είχε υποσχεθεί ή αδελφή Ασπασία. Χαμογέλασε στό σύζυγο της απολύτως επίσημα. Αυτός, μέ ύφος πού θά τό 'θελε νά είναι πονηρό, έβγαλε άπό τήν τσέπη του δεύτερο φάκελο, θαλασσί τούτη τή φορά. Ή ' Αμαλία μεθυσμένη άπό τή συγκίνηση ρώτησε, ((κι άλλη;» «Μέ ποιόν θά συμφάγομεν δέν φαντάζεσαι!» «Μέ ποιόν, μέ ποιόν Επαμεινώνδα;» ((Τόν υπουργό Μεταφορών πού θά εϊναι κουμπάρος τοΰ διοικητού Χωροφυλακής». «Αγαπημένε! δέν είναι δυνατόν», ξεφώνισε ή Αμαλία έτοιμη νά λιποθυμήσει, Οπως ομολόγησε σέ γράμμα της πρός τήν αδελφή Ασπασία. «Χρειάζομαι ένα βραδινό φόρεμα». «Μά έχεις τό νυφικό σου». ((Δέν γίνεται, αγαπητέ μου. Είναι λευκό καλοκαιρινό». ' Η παρουσία της πραγματικά εντυπωσίαζε τόσο νέα καί χυμώδης δίπλα σ ' αυτόν τόν ξύλινο γέροντα. Μιλοΰσε λίγο στήν άρχή, άλλά άκουε μέ μεγάλη προσοχή. Κι Οπως σ ' όλα τά σαλόνια τής άρχουσας τάξης στήν επαρχία γίνονταν ποικίλες συζητήσεις άπό τοπικά γεγονότα μέχρι Καβάφη καί Καμύ. Κι ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σέ ρομαντικούς πού απάγγελλαν Ούράνη καί προοδευτικούς πού εντυπωσίαζαν μέ τούς «Μοιραίους» τοΰ Βάρναλη. Ή Αμαλία αισθανόταν απόλυτα ξαρμάτωτη καί γιά κάποιους σύγχρονους επιφυλλιδογράφους σέ μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες τής Αθήνας. « ' Εσείς, διαβάζετε τόν Αποστόλου», τή ρωτούσαν.
115
ε-
' Η ' Αμαλία έπεσε μέ τά μούτρα στό διάβασμα φημερίδων, περιοδικών καί βιβλίων ποίησης. Όμως στάθηκε μέ πάθος σ ' έναν επιφυλλιδογράφο μέ ρομαντικές αναπολήσεις καί αναφορές σέ προσωπικότητες τής τέχνης, Παρισινούς πάντοτε. Κι Ομως αυτόν δέν είχε ακούσει νά τής τόν αναφέρουν οί διανοούμενοι. Τούς προκάλεσε λοιπόν σέ μιά συγκέντρωση, δηλώνο-
59
Η
ΛΙΛΗ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ Μ ΕΡΑΖΩΓΡΑΦΟΥ
ντας δτι εκείνη προτιμούσε άπ' Ολους τούς σύγχρονους τόν Κωνσταντίνου πού, κατ' αρχήν, πρέπει νά ειχε ζήσει στό Παρίσι στίς αρχές τοΰ αιώνα καί γι' αυτό σκίτσαρε τόσο γραφικά Γάλλους επώνυμους. Όλοι συμφώνησαν μαζί της όπως συμφωνούν πάντοτε οί σερνικοί μέ μιά ωραία γυναίκα καί υποψήφια τής αχόρταγης επαρχιακής λαγνείας τους. ' Η ' Αμαλία κολακευμένη άπό τό ενδιαφέρον πού προκάλεσε, σκέφτηκε νά γράψει άπ' ευθείας στόν Κωνσταντίνου πόσο τόν διάβαζε καί τόν θαύμαζε. Κράτησε κι ενα αντίγραφο πού ταχυδρόμησε στήν αδελφή Ασπασία γιά νά τής δώσει τή χαρά τών υψηλών γνωριμιών της. Άλλά καί γιά νά συνεχίσει νά υφαίνει τά δώδεκα ολομέταξα σεντόνια πού τής ειχε υποσχεθεί. Φυσικά δέν είχε καμιά ελπίδα νά πάρει απάντηση άπό τόν δημοσιογράφο, άλλά στίς κοσμικές συγκεντρώσεις δήλωνε πώς ((ναί, αλληλογραφούμε μέ τόν κύριο Κωνσταντίνου». Επειδή δμως ό αύτοενθουσιασμός δλο καί μεγάλωνε, τά γράμματα της γίνονταν δλο καί πιό ερωτικά. Ώσπου ενα γεγονός φλόγισε κυριολεκτικά τή φαντασία της. Ό κύριος Επαμεινώνδας έπρεπε νά χειρουργήσει τόν προστάτη του στήν Αθήνα. Ή ' Αμαλία ρώτησε τί πάθηση ήταν αυτή καί πήρε κάποιες αόριστες απαντήσεις άπό τό σύζυγο της. Δέν ανησύχησε περισσότερο ξαναμμένη άπό τήν ιδέα δτι θά πήγαινε στήν Αθήνα δπου θά γνώριζε προσωπικά τόν αγαπημένο της επιφυλλιδογράφο. Όταν κανονίστηκε ή ημερομηνία τής εγχείρησης τοΰ έγραψε, στό πεντηκοστό πρώτο γράμμα της. Πολύτιμε φίλε της μοναξιάς μου. Επιτέλους Θά πραγματοποιήσω τό μεγάλο όνειρο τής ζωής μου νά σας γνωρίσω άπό κοντά. "Ας ελπίσω Οτι καί γιά σας θά 'ναι άν Οχι Ονειρο ή συνάντηση μας, άλλά χαρά. Θά εμφανιστώ στήν εφημερίδα σας στίς 11 ή 12 Μαΐου. Σας πληροφορώ δτι είμαι ήδη είκοσι πέντε χρόνων, άνοιχτοκάστανη μεσαίου ΰφους. Θέλω νά σας ευχαριστήσω άπό κοντά επειδή αλλάξατε τή ζωή μου. Δική σας όλόφυχα Αμαλία ' Ο Κωνσταντίνου άνοιξε βαριεστημένα τό φάκελο μέ τή σφραγίδα τοΰ Καρπενησίου. Δέν ήταν ή μόνη επαρχιώτισσα πού τόν βομβάρδιζε μέ ερωτικά γράμματα. Έπαιρνε παρόμοια άπ' όλη τήν Ελλάδα. Τίς γνώριζε καλά αυτές τίς βαθύτατα πλήττουσες δίπλα σ ' εναν σύζυγο πού δέν τόν έβλεπαν πιά όσο καί τίς κατσαρόλες τοΰ μαγειρέματος. Πέρα άπό τό δτι τόν
117
ευχαριστούσαν οί εκδηλώσεις θαυμασμού, ένιωθε μιά τρυφερή συμπόνια γι' αυτές τίς γυναικοΰλες μέ τίς πνευματικές όνειρώξεις. Σημείωσε στό επιτραπέζιο ημερολόγιο του στήν ημερομηνία τοΰ έρχομοΰ της τή λέξη Καρπενήσι καί τό ξέχασε. Στίς 11 Μαΐου είπε στόν κλητήρα τοΰ τμήματος του, «Θανάση, θά ' ρθει μιά κυρία πού δέν τήν ξέρεις, ούτε καί γώ δηλαδή, βοήθησε
118
60
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛίΛΗ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
την σέ παρακαλώ νά βρει τό γραφείο μου», καί τοΰ ' κλείσε τό μάτι. «Μείνε ήσυχος, κύριε Γιώργο». Ό Κωνσταντίνου πήγε στήν τουαλέτα, ήλεγξε τή θαυμάσια χωρίστρα τών πλούσιων 'ίσιων μαλλιών του, καλή μου κυρία, άρχισε νά μονολογεί κοιτώντας στόν καθρέφτη, δυστυχώς μεγαλώσαμε! Άλλά τόσο Οσο νά ευχαριστήσουμε τή θλιμμένη πλήξη σας ή τήν πλήττουσα θλίψη σας μ ' ενα καλό πήδημα, τά καταφέρνουμε... βέβαια αυτό τό μάλλον τετράγωνο πρόσωπο δέν ισχυρίζεται ότι θά σάς θαμπώσει, άλλά δέν έχουμε άλλο. Γύρισε στό γραφείο του όπου κατά τίς τέσσερις ήμισυ, ό κλητήρας χτύπησε συνθηματικά τήν πόρτα καί τήν άνοιξε, αφήνοντας τή γυναίκα νά περάσει. Αυτή έκανε δυό βήματα καί κοκκάλωσε άντικρύζοντάς τον. ' Ο Κωνσταντίνου μέ μιά ματιά αναγνώρισε αύτη τή σκονισμένη εικόνα κάθε επαρχιώτισσας μέ τά στημένα μπουκλάκια άπό ήμερες, πού δέν έχουν κυλιστεί στόν έρωτα, τό βεραμάν φόρεμα, τήν παλιομοδίτικη τσαντούλα καί τίς λουστρινένιες γόβες. Σηκώθηκε κουμπώνοντας τό σακάκι του καί ύποκλήθηκε μπροστά, σάν σέ πριγκήπισσα. Τής φίλησε τό παγωμένο τρεμουλιαστό χέρι καί διαπιστώνοντας τήν ταραχή της άπό τήν πούδρα πού φούσκωνε στήν επιδερμίδα της, αποκαλύπτοντας τή χλωμάδα τοΰ προσώπου της, «καθήστε παρακαλώ», είπε καί κάθησε απέναντι της. ' Η ' Αμαλία έτρεμε όλη άπό συγκεχυμένες εντυπώσεις. Τοΰτος ό άνδρας πού ώς τώρα ήταν χάρτινος τήν ξάφνιαζε μέ τήν άρσενικάδα πού άνέδινε καθώς, όπως έλεγε στους φίλους του, επιστρατευόταν αυτόματα ό έντονος ερεθισμός του. «Δέν σοΰ χρωστοΰν τίποτα οί καημενοΰλες πού κουβαλοΰν άπό τόσο μακριά τήν ελπίδα τους γιά ένα ρωμαλέο πάρσιμο, έσύ τούς χρωστάς νά υλοποιήσεις τό Ονειρο πού μέ τήν ανάμνηση του θά ζήσουν Ολη τήν υπόλοιπη ζωή τους». « ' Ελπίζω», τής είπε τήν κοινοτοπία, «νά μή σάς απογοητεύει ή γνωριμία μας άπό κοντά». «Θά αστειεύεστε βέβαια», ψέλλισε εξουθενωμένη ή Αμαλία, «μάλλον έγώ αμφιβάλλω γιά πρώτη φορά, ομολογώ, γιά τόν εαυτό μου». « ' Εσείς; μιά τόσο ωραία κυρία... Μέ συγχωρείτε, κυρία ή δεσποινίς;» «Κυρία. Συνόδεψα τό σύζυγο μου πού χειρούργησε χθες τόν προστάτη του», είπε μέ τέτοια άγνοια. (("Α, τόν καημένο! Ό χρόνος βλέπετε, ό χρόνος είναι τόσο αμείλικτος... καί σεις τόσο νέα...» ((Ναί, πολλές φορές μέ νομίζουν κόρη του». ((Λυπάμαι, καλή μου... τό ονοματάκι σας;» « ' Αμαλία».
« "Α, βέβαια, είμαι καί γώ ταραγμένος άπό τήν τόσο εντυπωσιακή παρουσία σας... δυστυχώς, βλέπετε, τό γραφείο μιάς εφημερίδας δέν προσφέρεται γιά πνευματικές συζητήσεις. Μήπως θά μπορούσαμε νά συναντηθοΰμε μεθαύριο γιά έναν ώραϊο περίπατο;» «"Αχ, οχι, μόνο αύριο, γιατί μεθαύριο ό σύζυγος θά βγει καί θά φύγουμε γιά Καρπενήσι». « ' Ωραία!»
61
Η
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
«Νωρίς μόνο, όπως σήμερα». «Νωρίς, νωρίς, εμείς θά πάμε κάπου άπ' όπου θά δοΰμε τό ηλιοβασίλεμα. Νά σας περιμένω;» ρώτησε μέ επιδεικτική αγωνία. ' Η ' Αμαλία σηκώθηκε, ((ορκίζομαι», ειπε, «νά μήν ξαναδώ άλλο ηλιοβασίλεμα στή ζωή μου». Ό Κωνσταντίνου πλησίασε κι ένώ φάνηκε πώς άπλωνε τό χέρι του στήν πόρτα τήν αγκάλιασε άπό τή μέση, «ενα φιλί γιά έπισφράγισμα» καί τή φίλησε μέ πάθος στό στόμα. «Μά τί κάνετε, κύριε Κωνσταντίνου», ένώ μέ τό άλλο του χέρι χούφτωσε τό βυζί της, πλούσιο όπως τοΰ άρεσε. «Σβήνω, κύριε Κωνσταντίνου, Θεέ μου!» Τήν έστησε στά πόδια της κι άνοιξε τήν πόρτα, «αύριο λοιπόν στίς πέντε εδώ άπ' έξω στήν πλατεία Κολοκοτρώνη». Τό αύριο πάντα άργεΐ Οταν έρχεσαι άπό τό Καρπενήσι καί πλακώνει στά γρήγορα όταν δέν είσαι πεινασμένος. Τήν πήγε στά ανοιχτά σεπαρέ τοΰ Μέτς, όπου παραγγέλλεις υποχρεωτικά μπιφτέκια μέ μπύρες καί σοΰ 'ρχονται οί πατάτες κρύες καί οί μπύρες ζεστές. Κάνεις πώς τσιμπάς ψάχνοντας θέμα γιά συζήτηση, άλλά ευτυχώς άρχισε κείνη. «Πρώτη φορά πού έκρυψα κάτι άπό τό σύζυγο κι ένιωθα ένοχη χθες βράδυ». «Ένοχη; Μά δέν υπάρχουν ένοχοι εραστές, αγαπητή μου», καί τή φίλησε. Τό στόμα της σήμερα δέν ήταν παγωμένο, αντίθετα τοΰ ανταπέδωσε μέ πάθος τό φιλί του κι άφησε τό χέρι του νά γλυστρήσει στό ντεκολτέ της, διαμαρτυρόμενη πάντα μετά μέ «νά χαρείτε, μά τί κάνετε;» «Απολαμβάνω τά κάλλη της Αφροδίτης». Ή Αμαλία τράβηξε τό χέρι του άπό τό στήθος της, πού έσπευσε νά χωθεί στά μπούτια της. «Αυτό Οχι, ποτέ», είπε καί τίναξε τό χέρι του πέρα. « ' Ωραία μου, δέν φταίω, έσεϊς βάζετε σέ πειρασμό καί δέκα αγίους». «Δείτε, κύριε Κωνσταντίνου, πώς κοκκίνισε ό ουρανός! Τί ηλιοβασίλεμα...» άλλά δέν πρόλαβε νά τελειώσει τή φράση της γιατί κόλλησε πάλι τό στόμα του στό δικό της. Ανακουφίστηκε γιατί όσο περνοΰσε ή ώρα ανταποκρινόταν ερεθιστικά στό φιλί του. Ξαναβούτηξε τό ελεύθερο χέρι του στά μπούτια της. Ή ζαρτιέρα πού συνάντησε τόν αναστάτωσε, άλλά καί πάλι εκείνη πέταξε βίαια τό χέρι του μακριά. '0 Κωνσταντίνου τσαντίστηκε. Τήν κοίταξε καί κείνη τοΰ ανταπέδωσε τό βλέμμα ξελιγωμένη. Όρμάμε, σκέφτηκε, καί τήν ξαναπήρε στήν αγκαλιά του. Τό πάνω μέρος τοΰ κορμιού της ήταν Ολο παραδωμένο στά χάδια
121
του, «σβήνω, σβήνω», ψιθύριζε ανάμεσα στά φιλιά του. Ξανακούμπησε τήν παλάμη στό παχουλό της γόνατο. Άλλά όταν ξαναπροχώρησε κάτω άπό τή φούστα τεντώθηκε όλη πείσμα, ((αυτό αποκλείεται». ' 0 Κωνσταντίνου βαρέθηκε. «"Ολοι είμαστε αδύνατοι μπροστά στήν ομορφιά)), είπε αόριστα. Έφτιαξε τή γραβάτα του, έστρωσε τά γυαλιστερά μαλλιά του καί φώναξε στό γκαρσόνι «λογαριασμό παρακα-
122
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΆΦΟΥ
λώ». Ή Αμαλία τόν κοίταξε άπό τό πλάι. Κατάλαβε Οτι δέν θά ξαναπροσπαθούσε καί ότι πράγματι ειχε παραιτηθεί. Καί ειπε σιγά άλλά ξεκάθαρα, ((έκτος κι άν με βιάσετε». Ό Κωνσταντίνου τινάχτηκε χαμογελώντας, «νά σέ βιάσω κυρά μου καί βέβαια θά σέ βιάσω». Τήν άρπαξε, τής σήκωσε τή φούστα, τήν κάθισε στά γόνατα του καί χώθηκε μέ αρκετή δυσκολία μέσα της. Ένα βαρύ «άάχ» βγήκε άπό τό στήθος της κι έριξε τό κεφάλι της στόν ώμο του. Όταν τή σήκωσε όσο άβρότερα γινόταν καί τήν κάθισε στήν καρέκλα της μισολιπόθυμη, ειδε τό πουκάμισο του στήν άκρη ματωμένο. Τής σήκωσε αλαφρά τή φούστα. Καί ή δική της κομπινεζόν ήταν ματωμένη. Έβγαλε γρήγορα τό μαντήλι του, τό μούσκεψε στήν μπύρα καί καθαρίστηκε. «Αμαλία, Αμαλία δέν σέ λένε; Ήσουν αδιάθετη;» Άνοιξε επιτέλους τά μάτια της, τόν κοίταξε καί ειπε σταθερά, «Οχι βέβαια». «Γιά τόν Θεό σέ ξεπαρθένεψα;» «Ναί». «Καί πόσο καιρό είσαι παντρεμένη;» «Πέντε νρόνια».
15 τοΰ Μάη άπό τό Βόλο Πηνελόπη αγάπη μου, αδελφούλα μοναδική. Τί γιορτάζουμε, τή Μεγάλη Βδομάδα; Τή σταύρωση τοΰ Κυρίου; Καί γιά μένα ποιος θά θρηνήσει, Πηνελόπη, ποιος θά μοΰ πλύνει τό βρώμικο κορμί πού τραβώ, ποιος θά μέ βγάλει άπό τήν ταπείνωση της αθωότητας μου.. Γιατί, καλή μου, ό καθένας μας είναι αθώος ώσπου νά γνωρίσει τή χυδαιότητα, τή βαναυσότητα τών απάνθρωπων, ώσπου νά βουτήξει ώς τό λαιμό στή λάσπη πού εκκρίνει ό άλλος. Κείνο τό πρωί σταμάτησα απότομα, γιατί μπήκε μέσα ό Τάγαρης καί μ ' έπιασε νά γράφω τοΰτο τό ίδιο τετράδιο. Μέ υποχρέωσε νά μείνω ενα ολόκληρο εικοσαήμερο μαζί του γιά νά μήν καταλάβει ό κόσμος πώς διακόψαμε βίαια τό μήνα τοΰ μέλιτος. Δικηγόρος, λέμε μεϊς οί κακόμοιροι, μορφωμένος άνθρωπος! Ό χωρικός πού αισθάνεται πώς είναι ό άξονας της γης καί πώς άν χωρίσει άπό τήν άλλη χωρική -εμένα δηλαδήθά σταματήσει ήγήνά κινείται περί τόν άξονα της. Κι ή ανθρωπότητα θά βουβαθεϊ άπό τρόμο, καί θ ' αναρωτιέται γιατί, καί τότε θ' αντιλαλεί ή γη άπό τήν είδηση, «χώρισε 6 Τάγαρης, ό Τάγαρης χώρισε».
62
Πηνελόπη, μισώ γιά πρώτη φορά στή ζωή μου. Μίσησα τούς άνδρες, μίσησα τίς γυναίκες πού τούς κατασκευάζουν, μίσησα τά παραμύθια καί τίς γαλάζιες βασιλοποΰλες, μισώ κάθε ψεΰδος πού απάνω του χτίζεται ή ζωή μας καί χαλκεύεται 6 μύθος πώς θά παντρευτοΰμε όταν μεγαλώσουμε καί θά 'μαστέ ευτυχισμένες μ ' αυτούς τούς ύπανθρώπους. Μέ κράτησε είκοσι μέρες κλειδωμένη μέσα καί μέ βίαζε, Πηνελόπη, ναί σοΰ λέω. Μέ βίαζε νύχτα μέρα Οσες φορές ξαναεϊχε στύση κι είχε αμέτρητες. Μέ έδερνε καί μέ υποχρέωνε
124
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ Μ ΛΙΑ ΙΛΗΜΖ ΕΡΑ ΩΓΡΆΦΟΥ
νά γλείφω τό πράμα του πού βρωμούσε, άπό αυτό, άλλά πώς μέ υποχρέωνε τραβώντας μου τά μαλλιά κατά πίσω. Μέ υποχρέωνε στόν παρά φύσιν έρωτα κι επειδή ούρλιαζα άπό τούς πόνους μου σφράγιζε τό στόμα μέ φαρδύ λευκοπλάστη πού πήγε καί αγόρασε έπί τούτου. Μέ υποχρέωνε νά καταπίνω τό σπέρμα του κι επειδή τό ξερνούσα μέ πασάλειβε στά μούτρα μέ τόν εμετό μου. Είμαι νεκρή, Πηνελόπη. "Οχι ακόμα έγώ, θά γίνει κι αυτό, μά ή ζωή μου έφυγε άπό τό ληστεμένο κορμί μου, δέν βύζαξα ποτέ της μάνας μου τό γάλα οΰτε έπαιξα μαζί σου στόν κήπο, οΰτε μέ τά γατιά μου ποτέ, ποτέ δέν Θά ξανασμίξω πιά τό παρελθόν μου γιατί δέν είμαι κείνη-έγώ. Θέλω νά βρώ μιά γωνιά, ένας τάφος μοΰ κάνει, νά κρύψω μέσα τήν ασκήμια πού έγινα. Θέλω νά μέ βοηθήσεις νά πεθάνω, έρημη όπως μ ' άφησε χωρίς παιδική ηλικία καί εφηβικό έρωτα. "Οχι δέν θά μποροΰσα νά συχωρέσω τήν Ασπασία μας γιατί ή μαρτυρική ζωή κοντά της ήταν ό πρόλογος τών δσων ακολούθησαν. Γιά λίγες μέρες ακόμη θά ζήσω έδώ, στό Βόλο, μέ τήν αδελφή του πού δέν μοΰ απηύθυνε ποτέ λέξη κατ' εντολή του. Διάβασα αμέτρητα βιβλία πού βρίσκονται στό δωμάτιο πού μένω κλεισμένη. Κι ύστερα τήν ερχόμενη Τετάρτη θά 'μαι λεύτερη. Ελεύθερη άπό τί, άφοΰ θά κουβαλάω αυτό τό βρωμισμένο κορμί καί τίς απερίγραπτες ταπεινώσεις του. Τί θά πει ελευθερία; Μά ή αθωότητα νά μή γνωρίζεις τήν ασκήμια τών ανθρώπων. Μόνο ώς τότε είσαι λεύτερος. Θά πάρω τό τραίνο νά κατέβω στήν Αθήνα κι άπό κει τό αεροπλάνο ή τό βαπόρι, ανάλογα μέ τά λεφτά πού της άφησε, νά κατέβω στήν Κρήτη. Ποιά Κρήτη; Ποΰ θ ' ακουμπάνε τά μάτια μου τυφλωμένα άπό τή λάσπη. Ποιόν θ ' ατενίσω καί δέν θά διακρίνει τήν ταπείνωση πού μ ' έντυσε; Μόνο εσένα νά δώ, μαΰρο μου περιστέρι, πόσο κλαίω μόνο πού τό αναλογίζομαι. Καί θά μέ δεχτεί ή πικρή μας αδελφή; 17 τοΰ Μάη Δέν είμαι πιά ή 'Ερατώ πού ξέραμε, άλλαξα. Άπό κει πού νόμιζα πώς δέν μπορώ νά ζήσω χωρίς τούς ανθρώπους μοΰ συμβαίνει τό αντίθετο. Έπαθα άνθρωποφοβία άλλά σέ βαθμό υστερίας. Σήμερα μοΰ μίλησε ή αδελφή του γιά πρώτη φορά. Ανέβηκε δώ, στό δωμάτιο πού μέ κλείσανε άπό τήν πρώτη μέρα, τώρα καί δυό μήνες. Μέ ρώτησε ήρεμα πότε θέλω νά φύγω. Δέν τήν κοίταξα καί γιατί άρχισα νά τρέμω καί κείνη
63
έβαλε τίς φωνές, «Θεέ μου, τί έπαθες, τί σπασμοί εΐν ' αυτοί;» Έγώ έκρυψα τό πρόσωπο μου στίς παλάμες μου καί άκουσα πρώτα ένα μουγκρητό, χωρίς νά καταλάβω πώς έβγαινε άπό μέσα μου. Νόμιζα μόνο πώς ντρεπόμουνα νά μέ βλέπει έτσι κουρεμένη σάν τραγί. "Α, ναί, ξέχασα νά σοΰ πώ πώς μέ κούρεψε, μοΰ πετσόκοψε τά μαλλιά μέ τό σουγιά του κι έβλεπα νά σωριάζουνται τοΰφες ολόκληρες καθώς φώναζε, «νά, νά έτσι
64
Η
ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛίΛΗ ΙΑ Μ ΕΡΑ
σημάδεψαν οί Γάλλοι όσες πουτάνες γαμήθηκαν με τόν κατακτητή!» Δέν θά μέ γνωρίσεις. Φοβόμουνα καί χειρότερα, πώς θά μοΰχαράκωνε τό πρόσωπο. Μέ μισούσε ολόκληρη. Μ έγδυνε καί μέ πετούσε στό κρεβάτι ή στό πάτωμα καί μετά καθότανε καί μέ κοιτούσε καπνίζοντας. Νόμιζα πώς σχεδίαζε πώς νά μέ παραμορφώσει παντού. Δέν έτόλμησε όμως γιατί θά σκέφτηκε πώς μπορούσα νά τόν καταγγείλω, ποΰ νά τολμήσει τέτοιος δειλός κι άναντρος που μέ κακοποιούσε κρυφά άπ' όλο τόν κόσμο. Τό πιστεύεις ότι παράγγελνε κάθε μέρα πρωινό καί μεσημεριανό γιά δυο άτομα, γιά νά μήν καταλάβει τίποτα τό προσωπικό του ξενοδοχείου; Τίς περισσότερες φορές γέμιζε τό δικό του φλυτζάνι κι άδειαζε τόν υπόλοιπο καφέ στό λαβουμάνο. Πηνελόπη, πώς θ' αντέξω τόσο μίσος πού κατακλύζει τήν ψυχή μου καί κατακάθισε στά σπλάχνα μου. "Ας ζούσε ή μάνα μας! Μόνο κείνη θά ξόρκιζε τό δηλητήριο καί τήν ανυπόφορη γεύση τοΰ μίσους στό στόμα μου. Σέ ποιόν νά καταφύγω; Στους δυό γελοίους ευνούχους τ ' αδέλφια μας; Νά δεις πού όταν μοΰ 'καναν κείνο τό αφόρητα σιωπηλό ταξίδι στήν Αθήνα μοΰ σκαρώσανε αυτοί τήν περίφημη παρθενορραφή πούσκύλιασε τόν Τάγαρη. Τώρα τά κατάλαβα όλα, όλα. Κι αυτό σχέδιο της Ασπασίας. Καί τί μένει; Ή αδελφή Αικατερίνη. Μά πώς νά παρουσιαστώ μπροστά τους καί πώς νά ξεστομίσω τά όσα συνέβησαν. Πώς νά μ ' άντικρύσουν μέ κουρεμένο κεφάλι. Γιατί ρώτησα τήν αδελφή του άν είναι εύκολο νά φέρει κάποια κομμώτρια νά μαζέψει τά κακοποιημένα μαλλιά μου. Δέν ξέρω τί τής ειπε κάτω γιατί καί κείνη μουγκή ήταν, άλλά μοΰ 'πε «είναι τόσο κακοκομμένα πού γιά νά τά φέρω σέ λογαριασμό πρέπει νά τά κοντύνω πάρα πολύ». «Στήν ανάγκη ξούρισέ το, δέν μέ πειράζει», της απάντησα. Μοιάζω μέ κοτόπουλο πού μόλις βγήκε άπό τό αυγό. Παρακάλεσα τήν αδελφή του νά μοΰ δώσει ένα μαντήλι γιά νά μπορέσω νά κυκλοφορήσω. Φτάνει νά φύγω άπό δώ μέσα. Γιά τήν ώρα δέν εχω ποΰ νά πάω. Βλέπεις τί αστεία είμαι; Αές καί τό ποΰ θά πάω εξαρτάται άπό μένα. "Ολα γιά τήν ώρα όδηγοΰν πουθενά.
127
Μέρος Δεύτερο
Π 'Ερατώ άντίκρυσε μέ ανακούφιση τή σιδερένια πόρτα τοΰ Μοναστηριού τής Παναγιάς τής Καλογεννούσας. Έδώ πίστευε ότι τέλειωναν τά βάσανα της. Πήγε κατ' ευθείαν στό κελλί τής αγαπημένης της τής ' Αγίας ' Ηγουμένης. Έσκυψε καί τής φίλησε τό χέρι. « ' Αγία Μητέρα, δέν μοΰ ' μείνε στή γή άλλος κανένας. Μή μέ κοιτάτε έ'τσι, δέν έχω τήν πρόθεση νά γίνω καλόγρια. Τό ξέρω πώς είμαι ανάξια γιά κάτι τέτοιο. Μοΰ άρκεϊ νά σας προσφέρω τίς υπηρεσίες μου είτε σάν καθαρίστρια τής Μονής είτε γιά νά βόσκω τίς κατσίκες». «Κάθησε, Ερατώ μου, έδώ κοντά μου». ' Η ' Ερατώ κάθησε στό σκαμνί μπροστά στά πόδια της, «σάς ακούω». ((Δέν έχεις ανάγκη ούτε τήν καθαρίστρια νά κάνεις, κόρη μου, ούτε τή βοσκαρού. Μοΰ τά είπε όλα ό κυρ Γιάννης. Πώς τόν εξαπάτησες καί πώς σοΰ είπε πικρά λόγια. Άλλά μέ βεβαίωσε ότι δέν θά προχωρήσει στό διαζύγιο καί επιπλέον σέ συγχωρεί καί θά σέ κρατήσει σάν γυναίκα του». ' Η ' Ερατώ αισθάνθηκε νά ξαναζωντανεύει απειλητικά ό εφιάλτης τών τελευταίων μηνών. Τήν έπιασαν πάλι οί σπασμοί κι έσφιξε τίς παλάμες γύρω άπό
132
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΛίΛΗΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΙ
τό κορμί της γιατί φοβήθηκε μήν πέσει άπό τό σκαμνί. Ταυτόχρονα συνειδητοποίησε τήν ψυχρότητα τής ' Ηγουμένης πού τής έφερε νερό. «Τί είναι αυτά, κόρη μου, τί σ ' έπιασε», τή ρώτησε άλλά μέ φωνή ψυχρή. ' Η ' Ερατώ άργησε νά μιλήσει, ξέροντας πιά ότι ειχε απέναντι της άν οχι έναν εχθρό, άλλά έναν σύμμαχο τοΰ Τάγαρη. Όταν πειθάρχησε τό κορμί της κοίταξε κατάματα τήν ' Ηγουμένη προσπαθώντας νά καταλάβει ποιόν ειχε απέναντι της. « Α γ ί α Μητέρα, λάθος, δέν θέλω δουλειά. Ένα μόνο αξίζει νά σάς πώ, ότι άν τολμοΰσα νά σάς ανιστορήσω τό μήνα πού πέρασα μαζί του θά ντρεπόσαστε πού είστε άνθρωπος. Έγώ, ντρέπομαι, άλλά δυστυχώς τίποτα άπ' ό,τι συνέβη δέν εϊναι γιά τ ' αυτιά σας». «Γιά στάσου, Ερατώ. Γιά τό νόμο καί τήν εκκλησία είσαι ακόμη γυναίκα του κι έχεις υποχρέωση νά γυρίσεις κοντά του». Τώρα ήξερε τί κατεστημένο κουμάσι ήταν καί τούτη δώ πού σεβόταν σάν πάνω άπό τά ανθρώπινα. Ξέρασε τήν περιφρόνηση της μιλώντας της στόν ενικό. « " Ακου νά δεϊς, μέ κούρεψε μέ τό σουγιά του. Έγώ! έχω υποχρέωση έγώ;» Κι έλυσε γρήγορα τό μαντήλι πού 'κρυβε τό κεφάλι της. Πρός στιγμήν ή ' Ηγουμένη τρόμαξε στή θέα του. «Κι όμως σέ βεβαιώνω», τόνισε μέ χαμηλή άλλά τεντωμένη φωνή ή Ερατώ, «πώς αυτό είναι τό πιό μικρό, τό πιό ασήμαντο άπ' όσα μοΰ 'κανε, ό κανακάρης σου ό δικηγόρος. Καί νά τοΰ πεις πώς πάω πίσω στήν οικογένεια μου καί άν τολμήσει άς περάσει άπ' έξω, γιατί ψάχνω ευκαιρία νά τόν καθαρίσω μέ τήν καραμπίνα τοΰ πατέρα μου. Κι ακόμα πές στό καθίκι τόν Τάγαρή σου πώς μετά τό φόνο θά παραδοθώ μόνη μου στή Χωροφυλακή, γιά νά 'χω τήν ευκαιρία νά ομολογήσω στή δίκη τό καθετί πού μοΰ 'κανε, γιά νά τόν φτύσουν οί άνθρωποι καί νεκρό. Καί άκου νά δεις, κυρά, μάθε πώς μιά γυναίκα πού πέρασε άπό τήν κόλαση τοΰ Τάγαρη δέν λογαριάζει ούτε φοβάται πιά τίποτα. Συνεννοηθήκαμε;» τής πέταξε σάν φτυσιά, άνοιξε τήν πόρτα κι έφυγε. Κατέβηκε τήν πλαγιά καί κατηφόρισε σταθερά γιά τό Νεοχώρι. Μπήκε στήν αγορά, βέβαιη ότι κανείς δέν τή γνώριζε καί ζήτησε άπό ένα μαγαζάτορα φυσίγγια. Τά 'βαλε στό σάκκο της καί πήρε τό δρόμο γιά τό Φτενουδαίικο. Ή εξώπορτα ήταν πνιγμένη στους θάμνους πού είχαν θεριέψει. Ένιωσε ένα χέρι νά φουχτώνει τήν καρδιά της, άπό χαρά. Όχι, δέν φοβόταν
67
ούτε τήν Ασπασία πιά. Μάνα μου, ψιθύρισε, μάνα ή μοίρα μ ' αξίωσε τό χειρότερο κι άπό τό θάνατο σου, τήν έσχατη ταπείνωση. Όχι μάνα, ό θάνατος δέν είναι τό χειρότερο. Τό χειρότερο είναι ό άνθρωπος. Δείλιασε. Στ' αλήθεια δέν άντεχε ν ' αντιμετωπίσει τήν Ασπασία. Ήταν ακόμη εξουθενωμένη, πονούσε τό σώμα της στό μέρος τής καρδιάς, καί τά πόδια της βαριά σάν μολύβι τής αντιστέκονταν. Καθώς ύποχωροΰσε πρός τά έξω, ένιωσε κάτι σάν ζεστό άνεμο
68
Η
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
στήν κοιλιά της κι έκλεισε τά χέρια της γύρω άπό τό κορμάκι της Πηνελόπης πού κολλημένη απάνω της έκλαιγε μέ βογκητά κι αναφιλητά. Τή σήκωσε στό ύψος τοΰ προσώπου της καταφιλώντας την, ώσπου πέσανε καί κυλίστηκαν χάμω γελώντας καί κλαίγοντας ταυτόχρονα, σφιγμένες ή μιά στήν αγκαλιά τής άλλης. «Θά μας δουν καί θά πουν πώς τρελαθήκαμε». «Νά τό πουν, Πηνελόπη, τί μέ νοιάζει; Είσαι ή τελευταία μου καί μοναδική ανθρώπινη συνάντηση, καλή μου, πλάσμα μου...» καί τήν απομάκρυνε κοιτώντας μέ λαχτάρα τό άγριωπό μουτράκι πού κρατοΰσε στίς παλάμες της. «Είναι βέβαιο πώς δέν μας παρακολουθεί ή ' Ασπασία;» ' Η Πηνελόπη ξανάρχισε τό βογκητό κλάμα της. « ' Η Ασπασία μας είναι πολύ άρρωστη, σ' ένα νοσοκομείο καί τής κάνανε εγχείρηση, τήν πήγε ή ' Εργίνη». «Τί εγχείρηση;» «Τής κόψανε τό βυζί». «Καρκίνος». «Ποΰ τό ξέρεις;» ' Η ' Ερατώ ανακουφίστηκε γιά τήν απουσία. Καλύτερα, σκεφτόταν, καλύτερα, Οχι όλα μαζί, «πάμε τότε μέσα». « Έ λ α » , φώναξε τό τερατάκι, «καί σύ; δέν έγινες καλογριά;» « "Α, πά, πά» καί ξεσπάσανε σέ δυνατά γέλια τρέχοντας. Τό σπίτι φαινόταν εγκαταλειμμένο, αράχνες, σκόνες παντοΰ. «Τό Φτενουδαίικο ξηλώνει, λιώνει, διαλύεται, Πηνελόπη... όλα στό τίποτα έξανεμίζουνται... Ονειρα, αγάπη, μίσος, λάθη, λάθη καί τώρα οί ζωές μας μετά τή νιότη μας πού 'φυγε καπνός! Καί χωρίς απογόνους». « "Α, νά δεις, Ερατώ, δυό παιδάκια πού έχει ή Αικατερίνη μας, όμορφούλικα! Άλλά ή Αμαλία μέ τό γέρο πού πήρε δέν θά κάνει οΰτε γατιά». Γελώντας ή Ερατώ έλυσε τό μαντήλι αφηρημένη. ' Η Πηνελόπη έβγαλε μιά κραυγή άντικρύζοντας τό κουρεμένο της κεφάλι, ((τά μαλλιά σου, Ερατώ, τί πάθανε τά μαλλιά σου πού ή μάνα μας τά 'λεγε κάμπο μέ στάχυα». «Τάχτηκα, Πηνελόπη, τάχτηκα στήν Παναγία». «Καί τά 'κοψες σύρριζα; Γιατί...» ((Γιά νά ξανασυναντηθούμε, αδελφούλα, γιά ν ' αναστηθώ, καλή μου)). «Ν' αναστηθείς; Μά δέν πέθανες...» «Ναί, Οχι ολάκερη. Σοΰ 'φερα όμως ό,τι απόμεινε, τό καλύτερο, τήν αγάπη μου μικρό μου».
135
«Μά είσαι πάλι Ομορφη, πάλι θά σέ ζηλέψει ή Ασπασία μας». «"Οχι, δέν θά τή δώ τώρα. Λές νά μέ δεχτεί στό σπίτι της ή Αικατερίνη μας;» «Νά πάς, νά πάς, έχει καί τά παιδάκια. Άν μοΰ 'λεγες γιά τήν Αμαλία». «Δέν είμαστε καλά. 'Ήθελα νά ξέρω ποιανού έμοιασε αυτή ή ξιπασμένη».
69
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛΙΛΗ ΙΑ ΜΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΡΑ
«Σ' αυτήν πού τή μεγάλωσε θαρρώ... γι' αυτό παντρεύτηκε καί τήν ταβανόσκουπα τό γέρο, επειδή άρεσε στήν Ασπασία». «Πεινώ! έχεις τίποτα νά φάμε;» «Τίποτα, 'Ερατώ μου, κουλούρα κι ελιές. Ά, δέν ξέρεις, πέθανε κι ή γαϊδούρα μας κι άπό πίσω πάει κι ή κατσίκα. Ούτε γάλα πιά. Τίποτα δέν έχουμε, τίποτα». «Ούτε αυγά νά κάνουμε ομελέτα;» «Καί ποιος θά τήν κάνει;» Καμιά άπό τίς αδελφές δέν ήξερε νά μαγειρεύει. Τούς τό απαγόρευε ή Ασπασία. Κράτησε γιά τόν εαυτό της τό μονοπώλιο τοΰ μαγειρέματος γιά νά δικαιολογεί τήν υπεροχή της σάν άρχηγοΰ τής οικογένειας. «Ξέρεις τί θά κάνουμε; Θά φάμε τήν κουλούρα μας, θά μείνουμε απόψε μαζί καί θά πάω αύριο στήν Αικατερίνη μας».
Η υγεία τοΰ κυρίου Επαμεινώνδα αποκαταστάθηκε πολύ ικανοποιητικά. Ένα μεσημέρι ή Αμαλία τόν υποδέχτηκε μέ τό πιό φωτεινό χαμόγελο πού διέθετε. «Σάς έχω μιά έκπληξη, αγαπητέ μου», τοΰ ειπε χαδιάρικα. « ' Ελάτε καθήστε δώ, κοντά μου. Καί τώρα πάρτε με στήν αγκαλιά σας». «Τί συμβαίνει; Όρίστε, σάς αγκάλιασα, Αμαλία». ((Συμβαίνει κάτι μεγάλο! Αγαπητέ μου σύζυγε, μέ κάνατε τήν πιό ευτυχισμένη γυναίκα τοΰ Καρπενησίου». «Χαίρομαι ειλικρινά, άλλά πέστε μου γιατί». «Μέ κάνατε μητέρα, αγαπητέ μου». «'Εγώ; Μά... πώς δηλαδή;» «"Οπως Ολοι οί σύζυγοι». «Πότε Αμαλία;» «Θυμάστε λίγες μέρες πρίν πάμε στάς Αθήνας νά χειρουργηθείτε, πού ήρθατε στό κρεβάτι μου καί μέ πήρατε αγκαλιά; Νομίζω ότι άπό κείνο τό βράδυ έμεινα έγκυος». «Μά αυτό δέν άρκεϊ», είπε μέ τά μάτια γουρλωμένα μέσα άπό τούς χοντρούς φακούς, τρομαγμένος άπό τήν έκφραση ευτυχίας πού αναδυόταν άπό τό πρόσωπο της. «Καί βέβαια άρκεϊ», τόν βεβαίωσε καί κρεμάστηκε στό λαιμό του μέ ένα ύφος ναζιάρικο πού δέν τοΰ είχε
137
ποτέ εκδηλώσει, ((πόσο ευτυχισμένη μέ κάνατε, αγαπημένε μου σύζυγε!» ((Είσαι βέβαιη, Αμαλία», ρώτησε γνωρίζοντας τήν αθωότητα της πού μποροΰσε νά τής δημιουργήσει κάποιες πλάνες, οί όποιες διαψευδόμενες θά τή συνέτριβαν. «Βεβαιότατη, αγαπητέ μου! Όταν μία σύζυγος διαπιστώσει τή διακοπή τής περιόδου της έπί δύο συ-
70
ΛίΛΗ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑΖΩΓΡΑΦΟΤ ΜΕΡΑ
ναπτούς μήνες, αυτό δέν σημαίνει εγκυμοσύνη;» «Φυσικά, βέβαια! Άλλά σέ βεβαίωσε ό γιατρός;» « Επαμεινώνδα, τί είπατε; Πώς θά πήγαινα μόνη μου σ ' έναν άγνωστο γιατρό;» «Μά δέν γνωρίζουμε τόν γυναικολόγο;» « ' Επαμεινώνδα», ειπε ώς άπόπληκτη. «Θά πήγαινα μόνη μου σ ' εναν γυναικολόγο; Γιά ενα τόσο σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα! Καί τί θά σκεφτόταν ό κόσμος καί ό ίδιος!» «"Εχεις δίκιο! Πάντα έχεις δίκιο, φιλτάτη σύζυγος». "Οταν τήν εξέτασε ό γυναικολόγος κύριος Φουντούκης, τήν άφησε νά ντυθεί καί επέστρεψε στό γραφείο του όπου τόν περίμενε ό κύριος Επαμεινώνδας. Του άπλωσε τό χέρι, πασίχαρος. «Κύριε Παπαηλιόπουλε, θερμά συγχαρητήρια. Ή καλή μας κυρία Αμαλία είναι δύο μηνών έγκυος συμπληρωμένους». ' Ο κύριος Επαμεινώνδας έδωσε τό παγωμένο χέρι του στό γιατρό μ' ένα μορφασμό πού νόμιζε χαμόγελο. « Ά λ λ ά είσθε απολύτως σίγουρος;» «Μά τί λέτε, 'Επιθεωρητά μου. Προχωρούμε ολοταχώς πρός τόν τρίτο μήνα. Άχ, τά νιάτα! φτάνει νά 'χεις τήν τύχη νά τά απολαμβάνεις». Ό κύριος Επαμεινώνδας έσκυψε πάνω άπό τό γραφείο πού τούς χώριζε, «γιατρέ», ψιθύρισε, «πιστεύετε στά θαύματα;» "Ετρεμε. Ήθελε νά τόν κάνει κοινωνό της ανακάλυψης του ότι ή Αμαλία είναι παρθένα μήτηρ ή κάτι παρεμφερές. Άλλά άνοιξε ή πόρτα καί εμφανίστηκε ή Αμαλία λάμπουσα, τόν αγκάλιασε καί τόν φίλησε σχεδόν στό στόμα, «είσαι ήσυχος τώρα, αγαπητέ μου σύζυγε;» Σέ έπτά μήνες καί κάτι ή Αμαλία έφερε στόν κόσμο ένα γερό αγοράκι.
Από τόν δεύτερο βιασμό της ή Αμαλία απέκτησε τρία χρόνια αργότερα καί τήν κορούλα της. Πού, όπως ισχυρίστηκε τήν ήμερα τής βάπτισης της, αυτή ή πονηρή φώναξε πρώτα μπαμπά πρίν συλλαβίσει τό μαμά, πρός μεγάλη αγαλλίαση τοΰ κυρίου Επαμεινώνδα πού είχε βγει στή σύνταξη. Τότε ή Αμαλία πραγματοποίησε τό μεγάλο Ονειρο νά εγκατασταθεί στάς Αθήνας αγοράζοντας σπίτι άπό τό εφάπαξ τοΰ ' Επιθεωρητού. Μέ τήν ευκαιρία παράγγειλε καινούριες κάρτες γιά τό κουδούνι τοΰ σπιτιοΰ, άλλά τόν προήγαγε τυπογρα-
139
φικά σέ Επιθεωρητή Μέσης Εκπαιδεύσεως. Ό ίδιος ό κύριος Επαμεινώνδας δέν έμαθε ποτέ τήν αλλαγή, μιά καί ή Αμαλία τό αποφάσισε μόνη της. Τό ' βρίσκε πολύ πιό σίκ γιά τό κύρος τής οικογένειας καί τών παιδιών όσο μεγάλωναν. Μόνο πού, τούτη τή φορά, ή σχέση της μέ τόν δεύτερο βιαστή δέν ήταν τόσο βραχυπρόθεσμη όσο μέ τόν
140
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛΙΑΙΛΗ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΆΦΟΥ
κύριο Κωνσταντίνου πού δέν τόν ξανάδε ποτέ ούτε καί τοΰ έγραψε τά κατορθώματα του. Ό Χριστόφορος, νέος οδοντίατρος, διαπίστωσε στήν άρχή πώς ήταν μιά σχετικά Ομορφη άν καί λίγο βαριά επαρχιώτισσα. Άλλά πελάτης του ήταν ό σύζυγος της γιά τήν τοποθέτηση καινούριας οδοντοστοιχίας. Μιά μέρα τοΰ ζήτησε κι αυτή νά ρίξει μιά ματιά στά δόντια της. Όταν ξάπλωσε στό ανάκλιντρο πρόσεξε Οτι παρ' όλο τό συγκρατημένο ύφος της τόν κοίταζε μέ ήδυπάθεια. Τή βεβαίωσε μπροστά στό σύζυγο ότι τά δόντια της είναι σέ αρίστη κατάσταση άλλά δέν θά έβλαπτε ένας καθαρισμός γιά πρόληψη τερηδόνας. Πήγε τό άλλο πρωί μόνη της, μέ τή δικαιολογία Οτι μιά καί βρέθηκε έξω γιά ψώνια νά επωφεληθεί τής ευκαιρίας. Τόν έθελγε αυτή ή σεμνοφάνεια πού έκρυβε έναν αδηφάγο ερωτισμό πού εκδηλώθηκε μέ τό πρώτο φιλί. Καί ό Χριστόφορος πίστεψε ότι τήν ανακάλυψε καί τήν αφύπνισε σάν γυναίκα. Μιλοΰσαν γιά μεγάλο έρωτα καί ανυπόφορης έντασης αγάπη. Όταν γκαστρώθηκε τοΰ τό ανήγγειλε ενθουσιασμένη. Αυτός τή ρώτησε ταραγμένος άν καί πόσο φοβόταν μήν υποψιαστεί τίποτα ό κύριος Επαμεινώνδας, α Αυτό αποκλείεται», τόν βεβαίωσε χωρίς άλλες εξηγήσεις. Μετά τόν τοκετό οί συναντήσεις τους έγιναν ανετότερες. Έβγαζε τόν μικρό στό πάρκο τά πρωινά μόνον του γιατί, ισχυριζόταν, ήταν πολύ ζωηρός κι έπρεπε ν ' ασχολείται συνεχώς μαζί του. Τά απομεσήμερα κρατοΰσε ό κύριος Επαμεινώνδας τό γιό, ένώ ή Αμαλία, άψογη μητέρα, έπαιρνε τό καρότσι νά πάει τό μωρό στό πάρκο καί άφηνε τό καρότσι στό χώλ τοΰ οδοντιατρείου τοΰ αγαπημένου της. "Οταν ό Χριστόφορος γνώρισε μιά ενδιαφέρουσα νεαρή, υποχρεώθηκε νά μετακομίσει πολύ μακριά, στό Κολωνάκι, γιά νά απαλλαγεί άπό τό πάθος τής Αμαλίας.
Επεσε μέ τά μούτρα στά παιδιά της, απαιτώντας νά αριστεύουν στό σχολείο. «Στήν οικογένεια μας», συνήθιζε νά τούς λέει, «απαγορεύονται δύο πράγματα. Νά μήν είμαστε επιτυχημένοι πρώτον καί δεύτερον νά μήν είμαστε ευτυχισμένοι». «Καί τώρα πού είναι άρρωστος ό μπαμπάς;» τή ρωτοΰσε τό κοριτσάκι. «Πάντα», ήταν ή απάντηση της. Πάντα πρέπει νά δεχόμαστε χαμογελαστοί τή ζωή καί νά δείχνουμε στους άλλους ένα πρόσωπο ευτυχισμένο. Ή φιλοσο-
141
φία της αυτή κρατοΰσε τά παιδιά σ' ένα επίπεδο αφέλειας καί ανωριμότητας. Γιατί σύμφωνα μέ τήν επιχειρηματολογία της ένώ εκείνα δέν ήξεραν τίποτα, αυτή ή ίδια ήταν ή πηγή τής παντογνωσίας. Στά δεκατρία της ή Μάρλεν καί στά δεκάξι του ό Φαίδων αντίστοιχα, δέν έβλεπαν τήν ώρα νά πάνε στήν πατρίδα της, τό Νεοχώρι, νά δουν επιτέλους τόν πατρογονικό πύργο της οικογένειας της. Άπ' Οταν ήταν μικρά ή
142
Η
ΖΩΓΡΆΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛ ΙΑΙΛΗ ΜΕΡΑ
' Αμαλία τά συνόδευε στά κρεβάτια τους τά βράδια καί τούς διηγιόταν πόσο ευτυχισμένα καί πλουσιοπάροχα μεγάλωσε ή Ί'δια καί τ' αδέλφια της, στό αρχοντικό μέ τίς βελούδινες κουρτίνες καί τά περσικά χαλιά πού πνίγανε κάθε θόρυβο άπό τά πήγαιν ' έλα τών υπηρετών. Πώς ό πύργος διατηρούνταν άπό τούς Βενετσάνους αφέντες πού τά 'κτισαν, όπου καί στεγαζόταν τό διοικητήριο όλης τής επαρχίας. Δόγηδες, μαρκήσιοι καί ιππότες μέ λευκά γάντια μπαινόβγαιναν ολημερίς. Στά ύγρά υπόγεια κρατούσαν δεμένους μέ αλυσίδες τούς εγκληματίες καί στασιαστές. Συχνά οί περίοικοι άκουγαν οιμωγές κρατουμένων πού βασανίζονταν άπό τούς φρουρούς. Άλλοτε πάλι άκουαν θειες μουσικές άπό τόν πρώτο καί δεύτερο Οροφο τοΰ πύργου, όπου δίνονταν δεξιώσεις καί συμπόσια στό φώς εκτυφλωτικών πολυέλαιων. ((Καί τούς έχουμε ακόμα στό σπίτι μας τούς πολυέλαιους, μαμά;» «Μή μέ διακόπτεις, Φαίδων! Λοιπόν στίς δεξιώσεις οί ωραίες καλεσμένες μέ τά έξωμα φορέματα υποκλίνονταν μπροστά στήν πυργοδέσποινα μέ τά χρυσά κρινολίνα. Σ' ένα ανεξάρτητο σπίτι, πλάι στόν πύργο στεγάζονταν σαράντα πέντε κυνηγόσκυλα μέ τούς φυλακές τους, στή διάθεση τοΰ πυργοδεσπότη διοικητή πού έβγαινε γιά κυνήγι στά απέραντα δάση του». «Πήγαινε καί ό παππούς Μιχαήλος μαζί», ρωτούσε μέ φλογερό ενδιαφέρον ό Φαίδων. «Μιλάμε γιά τόν προπάππο σου, έγώ ούτε τόν παππού σου δέν πρόλαβα ζωντανό». «Καί τότε πώς τά ξέρεις ό λ ' αυτά;» «Είναι ή ιστορία τής οικογένειας μας, αγόρι μου, τή γνωρίζουμε όλοι». «Καί ή πυργοδέσποινα μέ τά χρυσά κρινολίνα ήταν ή γιαγιά μου;» ρωτοΰσε ή Μάρλεν. «Προγιαγιά σου κι αυτή», διόρθωνε ή Αμαλία. Τά παιδιά δέν μποροΰσαν ωστόσο νά καταλάβουν τίς υπεκφυγές τής μητέρας τους προκειμένου νά κατέβουν γιά διακοπές στήν Κρήτη. Κατάφερνε πάντα νά βρίσκει κάποιο πρόσχημα καί νά τούς κουβαλά στό Καρπενήσι, Οπου εξακολουθούσε νά κινεϊ τό ενδιαφέρον στους παλιούς γνωστούς επιδεικνύοντας τήν πληρότητα τής οικογενειακής της επιτυχίας. Γιατί κάποιοι χαιρέκακοι παλαιότερα τής είχαν μεταφέρει τόν οίκτο ορισμένων γιά τόν αταίριαστο γάμο της. Κάποτε ωστόσο ό Φαίδων γύρισε άπό τό σχολείο ενθουσιασμένος
72
γιατί, όπως τής ειπε, κανένα παιδί άπό τούς τριάντα δύο συμμαθητές του δέν εΐγε προγονικό πύργο. « Άλλά, μαμά, τ' αστεία τέλειωσαν καί φέτος τό καλοκαίρι θά πάμε στό Νεοχώρι», δήλωσε μέ στόμφο. «Δέν γίνεται, γιέ μου, εχω άλλα σχέδια». ((Καί τί θά πώ γώ στους συμμαθητές μου». «"Οτι θά πάμε στό Παρίσι». «Καί θά πάμε;» « "Οχι, θά πάω μόνη μου, γιατί όπως σάς έλεγα ζεϊ έκεϊ ό μεγάλος μου αδελφός ό Κωνσταντίνος, ό πά-
73
Η
ΖΩΓΡΑΦΟΤ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛΙΛΗ ΜΕΡΑ
μπλουτος άρχοντας πού δέν γνώρισα ώς τώρα». «Καί πώς θά πώ έγώ πώς πήγα στό Παρίσι άφοΰ δέν τό ξέρω;» « Έ λ α αγόρι μου, σέ τόσες ταινίες σάς έχω πάει. Δέν μπορείς νά περιγράψεις μιά μεγαλούπολη; Όλες ίδιες είναι». * Άλλά καί στίς απεγνωσμένες παρακλήσεις τής Ασπασίας νά κατέβει μέ τά παιδιά νά τά γνωρίσει πιτέλους, ή Αμαλία άπαντοΰσε διαφορετικά άπ' ό,τι στά παιδιά της.
ε-
Σεβαστή μου αδελφή Ασπασία -. Μά δέν καταλαβαίνετε ότι πεθαίνω άπό νοσταλγία νά σάς ξαναδώ, νά σάς γνωρίσουν καί τά παιδία μου που σάς λατρεύουν. Γνωρίζουν πόσα σάς οφείλω καί ότι μόνο εξαιτίας σας, Ασπασία, καί τής σοφίας σας έγινα ή ευτυχέστερη γυναίκα της Κρήτης μέ τόν θαυμάσιο άνθρωπο πού μοΰ διαλέξατε σάν σύζυγο, πού στή συνέχεια έγινε ένας ιδανικός πατέρας. Πόσα σχέδια κάναμε γιά τό φετινό καλοκαίρι οί δυό μας. Δυστυχώς όμως άλλαι αί βουλαί Κυρίου, άφοΰ ό κύριος Επαμεινώνδας είναι κατάκοιτος, πράγμα πού δέν ήθελα νά σάς γνωστοποιήσω, καί δέν γίνεται νά τόν μεταφέρουμε οΰτε νά φύγουμε οί τρεις άπό τό σπίτι καί νά τόν αφήσουμε ολομόναχο. Παρακαλώ νά μήν ανησυχείτε, έπαθε ένα μάλλον μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο, τελείως ασήμαντο, άπό τό όποιο δυστυχώς δέν συνήλθε ακόμη τελείως. Δέν πρόκειται γιά τίποτε σοβαρό, άπλά έχει παράλυση της αριστερής πλευράς καί έχει πίσης προσβληθεί τό κέντρον ομιλίας. Διατρέφεται βέβαια μέ σωληνάκι, άλλά συντηρείται θαυμάσια. Γιά νά σάς πείσω μάλιστα πόσο μέ καθησύχασαν οί καθηγητές, διότι λόγω της υψηλής του θέσεως εις τήν ίεραρχίαν τής Παιδείας ασχολούνται μόνο καθηγητές μαζί του καί μιά καί δέν μπορούσαμε νά κατέβουμε όλοι μαζί, στό αγαπημένο μου πατρικό, πετάχτηκα εις Παρισίους όπου έμαθα ότι υπάρχει ένοις υπέροχος νευροχειρουργός ειδικός διά παθήσεις ώς τοΰ κυρίου Επαμεινώνδα. Μέ τήν ευκαιρία έγνώρισα καί τόν αδελφό μας Κωνσταντΐνον άπό τοΰ όποιου τό σπίτι σάς γράφω. γιατί βρίσκομαι ακόμη εις Παρισίους. Πρόκειται γιά πολύ πλούσιον έπιχειρηματίαν, ό όποιος επέμεινε νά μέ φιλοξενήσει εις τό μέγαρόν του, άλλά πέραν τούτου ουδέν. Τό εργοστάσιο του είναι τεράστιο μέ αμέτρητο προσωπικό. Προσπάθησα νά τόν συγκινήσω μέ σάς πού ζείτε στό ερειπωμένο μας πατρικό σπίτι. Μάταια, δέν μοΰ ΰπεσχέθη τίποτε. Φαίνεται ότι δέν απαρνήθηκε μόνο τό μεγάλο Ονομα της φαμίλιας μας, γιατί τώ-
ε-
145
ε-
ρα ονομάζεται Κωνσταντέν Φτενό, άλλά καί Ολους μάς. Λυπήθηκε πώς δέν μπορούσε νά μέ βγάλει ένα βράδυ έξω γιατί όπως είπε μέ θεωρούσε ακατάλληλα ντυμένη. Μέ πλήγωσε πολύ, καθώς καί τό ότι μιλούσε μέ μεγάλη περιφρόνηση γιά τόν πατέρα μας, ειρωνευόταν τούς αδελφούς μας Ελευθέρων καί Άντώνιον αποκαλώντας τους δραχμοδίαιτους καραβανάδες. Άλλά εκείνο πού μέ έπίκρανε ιδιαίτερα ήταν μιά προ-
146
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛίΛΗ ΙΑ ΜΖΩΓΡΑΦΟΤ ΕΡΑ
σβλητική του έκφραση γιά τη μητέρα μας. Μέ ρώτησε πόσων χρόνων είμαι κι όταν τοΰ είπα τριάντα οκτώ ξεκαρδίστηκε στά γέλια. Δέν μέ πιστεύετε, ρώτησα. Κάθε άλλο, άλλά νά, θαυμάζω κείνη τή Σάρα τή μητέρα μας, μοΰ ειπε, πώς λέτε νά τά κατάφερε; Καί κοιτώντας με κατάματα μέ ρώτησε, μήπως ξέρετε πόσων χρόνων ήταν ή κυρά Εριφύλη όταν σάς γέννησε; Τά 'χασα τελείως γιατί φυσικά δέν ήξερα. Τότε πήρε τήν εφημερίδα του, τήν άνοιξε καί είπε, κάτι λάκκον έχει ή φάβα! Πάντως, αγαπητή μου αδελφή, πρόκειται γιά τελείως διεστραμμένο άτομο, άσχετο πρός τήν οίκογένειάν μας καί τίς αρχές μας. Ελπίζω νά σάς ευχαρίστησαν τά διάφορα νέα πού σάς έγραφα. Σάς φιλώ τό χέρι, μάνα καί αδελφή μου Ασπασία. Χαιρετισμούς στίς αδελφές μου. Αμαλία.
0
Κωνσταντέν πέρασε άπό πολλές περιπέτειες κι άλλαξε αμέτρητα επαγγέλματα ώσπου ν ' αποφασίσει οριστικά κι αμετάκλητα νά ξαναγίνει παπουτσής όπως έμαθε κοντά στόν «καταραμένο» όπως έλεγε Μιχαήλο Φτενοΰδο κι άπό τότε πήρε τά πάνω του καί χόρτασε ψωμί. Τήν ιδέα τοΰ τήν έδωσε ένας ορθοπεδικός παπουτσής πού τόν ειχε προσλάβει σάν βοηθό στή διάρκεια τοΰ πολέμου. Γιατί απόλαυσε τουλάχιστον αυτό τό πλεονέκτημα νά μήν υπηρετήσει στό στρατό. Αυτός ό γερο-Ζάκ τοΰ φώναζε, «μήν τεμπελιάζεις, ό πόλεμος έχει πάντα πολύ ψωμί όσο καί κανόνια, γιατί έχει πολλούς τραυματίες, στά πόδια κυρίως». Όταν τό ' σκάσε άπό τό Νεοχώρι μπάρκαρε πραγματοποιώντας τό μεγάλο του Ονειρο καί γύρισε Ολες τίς θάλασσες. Άλλά μέ τήν έκκρηξη τοΰ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σταμάτησε ή θαλασσινή περιπέτεια.. Βρέθηκε ωστόσο μ ' ένα μικρό κομπόδεμα, όχι σπουδαία πράματα, αρκετά όμως γιά νά νοικιάσει μιά τρύπα καί ν ' αρχίσει νά δουλεύει μόνος του. Παρακολουθώντας τό αφεντικό του τόν γερο-Ζάκ διαπίστωνε τή δυσκολία του νά πετύχει τήν ορθοπεδική μπότα ανάλογα μέ τήν πάθηση τοΰ κάθε τραυματία. Ή θητεία του στά χωριάτικα στιβάνια τόν βοήθησε πάρα πολύ. Γρήγορα ή φήμη του απλώθηκε στά νοσοκομεία καί στά σανατόρια πού έστελναν βαριά τραυματισμένους Γερμανούς, Ιταλούς γιά αποθεραπεία καί πολύ αργότερα Γάλλους πού νοσήλευαν κρυφά.
74
Νοίκιασε καινούριο μαγαζί μέ ταμπέλα πού διαφήμιζε τήν ειδικότητα του. Μέ τήν ευκαιρία συντόμεψε τό επίθετο του έπί τό γαλλικότερο σέ Φτενό. Μέ πολλούς άπό τούς πελάτες, Ολους τραυματίες, περνούσε κάμποσες ώρες σέ αλλεπάλληλες επισκέψεις ώσπου νά επιτύχει τήν τέλεια καί κατά τό δυνατόν ανώδυνη προσαρμογή. Ένας άπ' αυτούς τούς πελάτες ήταν καί ό Άντονίνο Ταλιέρι, φοιτητής τής ιατρικής
75
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛΙΛΗ ΙΑ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
στό Μονπελιέ Οταν ξέσπασε ό πόλεμος. Στόν Κωνσταντέν εμφανίστηκε μετά τόν πόλεμο. Ή φιλία τους άρχισε μέ τήν αποκάλυψη Οτι ό Ταλιέρι είχε υπηρετήσει στήν Ελλάδα καί στήν Κρήτη ιδιαίτερα. Ό Κωνσταντέν τοΰ ομολόγησε ότι δέν ήταν μόνο Έλληνας άλλά καί Κρητικός. Ό Ταλιέρι διασκέδαζε πολύ μέ τήν ιδιορρυθμία τοΰ γεροντοπαλλήκαρου. Οί ουσιαστικότερες εκμυστηρεύσεις ήρθαν πολύ αργότερα, όταν πιά ό Κρητικός κι ό ' Ιταλός πήγαιναν παρέα στά μπιστρό γιά κρασί καί άνισέτ, πού θύμιζε καί στους δυό τό ελληνικό ούζο. Ό Ταλιέρι πολύ νέος ακόμη ανοίχτηκε καί ομολόγησε πώς άγαποΰσε μιά κοπελίτσα πού ξεπαρθένεψε μέσα σέ μιά στέρνα στό υπόγειο τοΰ σπιτιοΰ πού κρυβόταν. «Καί πόσο καιρό κράτησε αυτό;» «Τέσσερις μήνες...» ((Καί γλύτωσες θηρίο άπό τό κρητικό μαχαίρωμα; Μπράβο! Καί σέ ποιό μέρος είπες;» «Σ' ενα χωριό Νεοχώρι, ναί...» ' Ο Κωνσταντέν τό άκουσε αδιάφορα. «Καί πώς τούς λέγανε αυτούς πού σέ κρύβανε;» «Νά δεις, τό 'χω γραμμένο γιατί 'ναι δύσκολο». Έβγαλε τό καρνέ του, «νά 'το, τό βρήκα... Φτενοΰδο, άλλά δέν μ ' έκρυβε ή οικογένεια, μόνο τό κοριτσάκι καί ή αδελφούλα του καί νά δεις είχε τό πιό παράξενο Ονομα τοΰ κόσμου, 'Ερατώ τό λέγανε, φαντάσου». «Παράξενο, αλήθεια παράξενο», επέμενε ό Κωνσταντέν. ((Καί δέν μοΰ λές, περάσατε μαζί τέσσερις μήνες πρίν σάς πιάσουν;» «Ναί, ναί, άλλο πράμα... κάθε βράδυ καταλαβαίνεις; Κάθε βράδυ μ ' αυτό τό μωρό...» ((Καλά καί δέν γκαστρώθηκε;» «Ποΰ νά ξέρω; Ένα απόγευμα κατέβηκε μιά άλλη μεγάλη, νά δεις, γράφω καί τό δικό της Ονομα, νά 'το, ' Εργίνη, θά σέ πάω τώρα στό βουνό, λέει. Τήν ακολούθησα υποχρεωτικά. Πηγαίνοντας τής είπα Οτι αγαπώ τό Ερατώ καί θά γυρίσω νά τό παντρευτώ». « Ά λ λ ά τό ξέχασες!» «"Οχι Κωνσταντέν. Τραυματίστηκα στό βουνό, έγινε συρίγγιο, κινδύνεψα νά μοΰ κόψουν τό πόδι Οταν γύρισα στήν Ιταλία, τό είδες τό χάλι του. Μή μοΰ κάνεις πλάκα τήν αγαπώ ακόμη. Δέν ξέρεις γιά ποιά καλλονή μιλάμε. Θά πάω, νά δεις πού θά πάω». «Καλά τέλειωσες τό πανεπιστήμιο;» «"Οχι, άλλά Οταν θά τελειώσω. Τί πάς στοίχημα πώς θά σοΰ τή φέρω μιά μέρα». «Έμενα; Γιατί;»
149
((Μόνο όταν τή δεϊς, τί ομορφιά, Κωνσταντέν». «"Ασε τήν πλάκα! Άμα πάρεις τό δίπλωμα καί γίνεις ό ενδοκρινολόγος Ταλιέρι, θά παντρευτείς μιά χωριατοπούλα;» Καί όμως πήγε. Μά δέν ξαναβρήκε τό σπίτι. Ή οικογένεια είχε εξαφανιστεί. Στήν πόρτα εμφανίστηκε μιά φοβερή μαυροφόρα γριά κιτρινιάρα, λάθος, λάθος, λάθος, όλα τά ονόματα πού τής αράδιασε.
150
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛ ΙΑΙΛΗ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΆΦΟΥ
' Ο Κωνσταντέν είχε ξεραθεί άπό τά γέλια αναγνωρίζοντας στήν περιγραφή τό πορτραίτο τής μεγάλης του αδελφής. Αρκέστηκε μόνο νά ρωτήσει. «Καλά, δέν αναγνώρισες τό σπίτι;» «"Οχι βέβαια! Νύχτα είχα τρυπώσει μέσα κι έμεινα κρυμμένος σ' ενα πράμα ανάμεσα τουαλέτα καί κοτέτσι. Έκεΐ μέ ανακάλυψε τό ραχιτικό τερατώδες κοριτσάκι πού σοΰ είπα. Πολύ καλό παιδάκι, αυτό μ ' έκρυψε μετά στό υπόγειο. Καί νύχτα ξανάφυγα, δέν είχα δει τίποτα, μόνο δέντρα. Καί στό υπόγειο σκοτάδι ήταν». ' Ο Ταλιέρι δούλεψε στό αιματολογικό κέντρο τοΰ Φράιμπουργκ όπου πίστευε πώς πήγε προσωρινά, άλλά έμεινε. Πάντα όμως όταν ερχόταν στό Παρίσι γιά συνέδρια ή κατέβαινε στήν πατρίδα του γιά διακοπές, έμενε μιά μέρα γιά νά συναντηθεί μέ τό φίλο του τόν Έλληνα.
Π
Αμαλία κατέβηκε άπό τό τραίνο, μπήκε σ ' ένα ταξί κι έδωσε τή διεύθυνση τοΰ σπιτιοΰ της. Στήν είσοδο τή σταμάτησε μόλις κατέβηκε ένας νέος άγνωστος της, «μέ συγχωρείτε, εΐστε ή κυρία έπιθεωρητοΰ;» τή ρώτησε τραυλίζοντας. «Ναί, βέβαια, τί θέλετε;» «Νά σάς συστηθώ κυρία, Θανάσης Άναγνώστου, είμαι ό γιατρός τοΰ ΙΚΑ τής περιοχής κατά κάποιον τρόπο, άφοΰ κατοικώ έδώ... ξέρετε σάς έχω ξαναδεί καί...» ' Η ' Αμαλία χαμογέλασε ελαφριά μέ τήν αμηχανία τοΰ γιατρουδάκου πού ήταν βέβαιη ότι θά τής εκδήλωνε τό θαυμασμό του. Τόν ζύγισε άπό πάνω ώς κάτω, τό κουστουμάκι του φαινόταν πολυφορεμένο. ((Λυπάμαι πού είμαι υποχρεωμένος νά σάς αναγγείλω...» «Δέν νομίζετε πώς δέν είναι κατάλληλα ούτε ή ώρα ούτε τό πεζοδρόμιο γιά νά μοΰ αναγγείλετε οτιδήποτε», είπε καί προχώρησε πρός τήν πόρτα της. «Σταθείτε, κυρία, σάς παρακαλώ, είμαι γιατρός καί επισκέφθηκα χθες τό πρωί τό σύζυγο σας...» « ' Εσείς, μέ ποιό δικαίωμα», ρώτησε φανερά ενοχλημένη, «ποιος σάς φώναξε;» « Ό γιός σας, ήταν τρομαγμένος...» « Ό σύζυγος μου;» «Ακριβώς! ήταν νεκρός δυστυχώς». «Νεκρός!»
151
«Μάλιστα, είχε ήδη πεθάνει άπό τά ξημερώματα». ((Πώς νεκρός; 'Από ποΰ τό καταλάβατε». « Ά π ό τήν ακαμψία... θά ήμουν ευτυχής νά κάνω κάτι γιά σάς, έμεινα λίγο μέ τά παιδιά πού ήταν πανικοβλημένα εξαιτίας τής απουσίας σας στό Παρίσι, άλλά δέν μπορούσα νά πάρω καμιά πρωτοβουλία, ευτυχώς πού ήρθατε γιατί ό νεκρός άρχισε νά μυρίζει δυσάρεστα...»
152
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ Μ ΙΑ Μ ΕΡΑ ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΤ
Σάν νά συνειδητοποίησε ξαφνικά τήν πραγματικότητα καί όρμησε στήν πόρτα, φωνάζοντας, «Φαίδων, Μάρλεν, παιδιά μου», εκείνα πέσανε στήν αγκαλιά της, κλαίγοντας απελπισμένα, «παιδιά μου, χάσαμε τόν πατερούλη μας», τά παιδιά τώρα ξεφώνιζαν υστερικά, «Φαίδων, περίμενα νά φροντίσεις έσύ τή Μάρλεν κι Οχι νά κλαις σάν σχολιαρόπαιδο, δεκαοχτώ χρόνων...» άλλά ή άγρια δυσοσμία τήν έπνιξε. «Γρήγορα, γρήγορα σάς παρακαλώ, γιατρέ, ενα γραφείο κηδειών, νά τόν θάψουμε πρίν τό μεσημέρι». ' Ο γιατρουδάκος τηλεφωνούσε ήδη, «βέβαια είμαι ό γιατρός, ναί, ναί, έγώ θά εκδώσω τό πιστοποιητικό θανάτου... πέθανε χθες, ...γιατί αργήσαμε;» κοίταξε τήν Αμαλία κλείνοντας τό ακουστικό. « ' Η μητέρα ήταν επίσης κατάκοιτη γιατί πάσχει άπό νευρικούς πονοκεφάλους, καί δέν ήταν σέ θέση νά επικοινωνήσει», του ψιθύρισε ή Αμαλία καί πήρε τά παιδιά στό χώλ, «Φαίδων, Μάρλεν, πώς τολμήσατε καί είπατε σ ' έναν άγνωστο Οτι έλειπα στό Παρίσι;» «Μάς ρώτησε, μαμά». «Καί δέν ξέραμε πότε ακριβώς θά γυρίσεις», συμπλήρωσε ό Φαίδων. ((Καλά, καλά, άλλά δέν θά πείτε στους θείους σας, όταν έρθουν σέ λίγο, γιά τό ταξίδι μου... ούτε Οτι πέθανε χθες ό μπαμπάς, έτσι;» ' Η κηδεία έγινε στή μία τό μεσημέρι μέ επιπλέον πληρωμή γιά τό κατεπείγον. Ό ' Ελευθέριος δήλωσε αδυναμία νά παραστεί γιατί ήταν καί ή γυναίκα του έτοιμοθάνατη. Παραβρέθηκε μόνο ό Αντώνιος μέ τή σύζυγο του. ((Μά καλά», ρώτησε τήν Αμαλία, «ειχε σαπίσει άπό. καιρό καί βρωμάει έτσι;» «Τί ήθελες νά κάνω», τόν ρώτησε καί αναλύθηκε σέ κλάματα. Τελικά τόν κήδεψαν οί πέντε τους καί ό γιατρός πού υπηρετούσε γιά όλα τήν Αμαλία τρέχοντας άπό πίσω της καί πού έμεινε μετά τόν παραδοσιακό καφέ. ' Η ' Αμαλία πού δέν ήθελε καθόλου νά μείνει μόνη της μέ τά παιδιά, δέχθηκε ευχαρίστως νά ικανοποιήσει τήν περιέργεια του Οταν τή ρώτησε πώς καί δέν παραβρέθηκαν άλλοι συγγενείς. Λύθηκε τότε στίς μελαγχολικές εκμυστηρεύσεις γιά τή μεγάλη βενετσάνικη οικογένεια τών προγόνων της καί τά απέραντα κτήματα πού οί μεγαλύτερες αδελφές καλλιεργούν, μέ κολλήγους φυσικά, καί γι' αυτό ζουν υποχρεωτικά στήν επαρχία, αποφεύγοντας νά συγκεκριμενοποιήσει τήν Κρήτη πού θεωρούσε βάρβαρη καί καθυστερημένη. ' Ο γιατρουδάκος πίστευε πώς χτύπησε τή φλέβα πού θά τόν προωθούσε κοινωνικά καί οικονομικά κα-
77
θώς του ανέφερε υψηλές σχέσεις μέ νομάρχες καί γεύ^ ματα μέ υπουργούς. Έδειχνε κάθε μέρα πιό ερωτευμένος καί πιό παράφορος. Είστε μιά θεά, τής έλεγε, πού μόνο ένα θαύμα θά μπορούσε νά μοΰ προσφέρει στή ζωή μου τήν ευτυχία νά γίνω δοΰλος σας. ' Η ' Αμαλία δεχότανε συγκαταβατικά τίς ερωτικές του εκμυστηρεύσεις καί τά φιλιά πού της έκλεβε, ένώ ταυτόχρονα έγραφε σπαρακτικά γράμματα στήν
78
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΛίΛΗ ΜΙΑΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΕΡΑ
Ασπασία, άφοΰ πρώτα προμηθεύτηκε επιστολόχαρτο μέ πένθιμο περίγυρο. Ή ' Ασπασία απορούσε πώς ό θάνατος τοΰ Επαμεινώνδα δέν προκάλεσε εθνικό πένθος. Καί ή Αμαλία τή βεβαίωνε ανελλιπώς πώς δέν θά συνέλθει ποτέ άπό τό άδικο χτύπημα τής απώλειας τοΰ λατρευτοΰ της συζύγου.
Τό αληθινό χτύπημα περίμενε τήν Αμαλία δύο χρόνια μετά, πραγματικά καίριο. Όσο ό Φαίδων παρακολουθούσε τό δεύτερο έτος τοΰ Πολυτεχνείου, ένας υψηλός πυρετός τόν έριξε στό κρεβάτι. Ό γιατρουδάκος, πάντα πιστός, πρότεινε στήν Αμαλία τήν τρίτη μέρα νά τόν μεταφέρουν σέ νοσοκομείο. Τό ίδιο υποστήριζε καί ό ξένος γιατρός πού κάλεσαν, ιδιαίτερα ανήσυχος. Στό νοσοκομείο διαπιστώθηκε ύστερα άπό εξετάσεις οξεία λευχαιμία. Οί γιατροί εξήγησαν στή μητέρα Οτι ή πάθηση δέν έπαιρνε καμιά θεραπεία. Ή μοναξιά μεγάλωνε τήν απόγνωση τής Αμαλίας. Τηλεφώνησε στους αδελφούς της ζητώντας βοήθεια. Έξω άπό τή συμπόνια τους δέν είχαν τίποτα νά προσφέρουν. Φίλους ή φίλες δέν είχε ποτέ. Κρυψίνους καί αυτάρεσκη μέχρι πάθους δέν συμπαθούσε άλλες γυναίκες. Τότε σκέφτηκε τόν Κωνσταντέν. Γιατί νά μή μετέφερε τόν Φαίδωνα στό Παρίσι; Τηλεγράφησε στόν αδελφό της ότι φτάνει μέ τό γιό της πού προσεβλήθη άπό λευχαιμία. Εκείνος τήν πρόλαβε συστήνοντας της νά τόν πάει κατ' ευθείαν στό αιματολογικό Κέντρο στό Φράιμπουργκ όπου θά ζητήσει άπό μέρους του τόν καθηγητή Ταλιέρι. Στό Φράιμπουργκ κατάφερε νά στείλει μιά ευγενική κάρτα στόν καθηγητή πού όπως τής είπε μετά είχε ήδη ειδοποιηθεί άπό τόν προσωπικό του φίλο Κωνσταντέν Φτενό. Πράγματι ό Ταλιέρι έλαβε ένα τηλεγράφημα άπό τόν Κωνσταντέν. «Φρόντισε τήν Ελληνίδα κυρία πού θά σέ ζητήσει δίορ. Προσπάθησε νά εκμαιεύσεις τό πατρικό της Ονομα 5ίορ. Σέ περιμένει έκπληξη». Τό θαύμα γιά τήν Αμαλία ήταν ότι δέχτηκαν αμέσως τόν Φαίδωνα μιά ώρα μετά τήν άφιξη τους. Επιπλέον ό Ταλιέρι τής εξασφάλισε άδεια ολοήμερης παραμονής στό Κέντρο είτε στό δωμάτιο τοΰ γιου της είτε στό σαλόνι. "Ενιωθε νεκρή άπό τήν αγωνία καθισμένη ολομόναχη στήν πολυθρόνα τοΰ σαλονιοΰ. 'Αργά, κατά τίς έπτά εμφανίστηκε ό καθηγητής μέ κάποιον άγνωστο. Ψηλός, μελαχρινός μέ γκρίζα μαλλιά καί γκρίζο, αρκε-
155
τά ξυρισμένο, μούσι καί δυό σκοΰρα καστανά πολύ λαμπερά μάτια. Τής πρότεινε νά κατέβουν παρέα γιά μιά μπύρα. Στήν επιφύλαξη τής Αμαλίας γιά τήν πιθανότητα νά τή ζητοΰσαν τής εξήγησε πώς ήταν άσκοπο, γιατί ό ασθενής θά κοιμόταν τώρα καί ή νύχτα στό ξενοδοχείο της όπου αναγκαστικά θά επέστρεφε θά τής φαινόταν μεγάλη. Έξαλλου, τή βεβαίωσε, θά μιλή-
79
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕΛΙΛΗ ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΕΡΑ
σουμε Οσο θέλετε γιά τήν κατάσταση του ασθενούς. ' Ο συνοδός τοΰ καθηγητή ήταν ό διερμηνέας τους, νέος Έλληνας γιατρός εκπαιδευόμενος στό Κέντρο. Μόλις κάθησαν ή Αμαλία τοΰ ζήτησε νά τής μιλήσει γιά τίς πιθανότητες τής ασθένειας. Απόψε, τή βεβαίωσε, δέν θά μπορέσω νά σάς πώ τίποτα, όσο οί εξετάσεις συνεχίζονται. Αΰριο τό μεσημέρι θά ξέρουμε οριστικά καί θά σάς ενημερώσουμε πάνω σέ θετικά δεδομένα. Οί εικασίες είναι άντιεπιστημονικές. Τόν κοίταξε ικετευτικά καί τόσο λυπημένα πού τής χαμογέλασε πολύ φιλικά. «Θέλετε νά μιλήσουμε λίγο γιά τήν πατρίδα σας πού πολύ αγαπώ;» Έτσι κι αλλιώς δέν μποροΰσε νά 'χει αντίρρηση. Ζήτησε συγνώμη, γιά νά πάει στήν τουαλέτα νά φρεσκαριστεΐ. Κατάλαβε ότι άρεσε στόν Ταλιέρι πού, παρ' όλο Οτι δέν ήταν πιά πολύ νέος, διέθετε μιά γοητεία πού τήν ερέθισε παρά τήν αγωνία της. Επιθεώρησε τόν ώραϊο κότσο τών καστανόχρυσων μαλλιών της, έβαλε λίγη πούδρα καί ξαναγύρισε στό τραπέζι. ((Μιλούσαμε γιά έναν κοινό φίλο», τής είπε όταν ξαναγύρισε στή θέση της, «πού έζησε στήν Κρήτη στή διάρκεια τοΰ πολέμου καί μάλιστα στό χωριό σας. Διάβασα στό διαβατήριο σας πώς γεννηθήκατε στό Νεοχώριον, τό λέω καλά;» «Ναί βέβαια», συμφώνησε ή Αμαλία κοκέτικα, «είναι ή πρωτεύουσα τής επαρχίας. Πληκτικό χωριουδάκι. Δέν ξέρω γιά τόν πόλεμο, έγώ γεννήθηκα τό '44 Οταν τέλειωνε». ((Καί ζήσατε καθόλου έκεΐ;» «Φυσικά! Τέλειωσα τό σχολείο, τό Διδασκαλείο μετά, έ, ύστερα παντρεύτηκα κι έφυγα». « Ά λ λ ά ή οικογένεια μένει πάντα έκεϊ; Έχετε αδέλφια;» «Πολλά! Έκτος άπό τόν Κωνσταντέν». ((Είναι αδελφός σας ό Κωνσταντέν;» «Βέβαια! Επειδή έκοψε τ' ονομά του; Είναι πάντα ένας Φτενοΰδος». · «Φτε-νοΰ-δος;» «Ναί είναι τό οικογενειακό μας Ονομα, παλιά οικογένεια, κρατάμε άπό τούς Βενετσάνους, άρχοντες τής Κρήτης». «Λοιπόν;» επέμεινε ό Ταλιέρι αναστατωμένος άπό τήν αποκάλυψη τοΰ ονόματος, ((μοΰ λέγατε πώς έχετε πολλά αδέλφια... Πόσο πολλά;» « ' Οχτώ. Δύο ακόμα αδελφούς καί πέντε αδελφές. Άλλά έγώ γεννήθηκα δεκαπέντε χρόνια μετά τήν πέμπτη αδελφή, τήν Ερατώ...»
157
' Ο Ταλιέρι άδειασε Ολο τό ούίσκυ. « Έ-ρα-τώ; Τί Ονομα είναι αυτό;» « ' Ελληνικό. Αρχαίο βέβαια, άπό τή μυθολογία, ή μητέρα μας ήταν πολύ μορφωμένη άπό μεγάλη οικογένεια». «Δέν έχετε βέβαια γεννηθεί άπό τήν 'ίδια μητέρα μέ τόν Κωνσταντέν!» ' Η ' Αμαλία γέλασε, «μά τί λέτε τώρα; Όλοι της Εριφύλης παιδιά είμαστε...»
80
Η
159
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΛίΛΗ ΙΑ Μ ΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
«Μέ συγχωρείτε, ό Κωνσταντέν είναι τώρα εβδομήντα πέντε χρόνων καί σεις; Φαίνεστε πολύ νέα, γύρω στά σαράντα. Καί είπατε Οτι υπάρχει καί μιά αδελφή πρώτη άπό τόν Κωνσταντέν...» «Είπα τέτοιο πράμα; Ναί ή Ασπασία». «Μά τότε, αγαπητή μου, δέν βγαίνει ό λογαριασμός. Άν γεννηθήκατε τό '44, πόσων χρόνων σάς γέννησε ή Εριφύλη; Εξήντα;» «Μά ή μητέρα μου ήταν πολύ νέα». ((Κάποτε σίγουρα! Άλλά δέν βγαίνει ό λογαριασμός. Πρός Θεοΰ, δέν θέλω νά σάς προσβάλω αμφισβητώντας τά χρόνια σας. Άλλωστε λάμπετε άπό νιάτα κι ομορφιά. Μήπως ξαναπαντρεύτηκε ό πατέρας σας καί δέν σάς τό έχουν πει;» «Μά ό πατέρας μου πέθανε πρίν γεννηθώ». Ή εύθυμη φωνή της κόπηκε απότομα, κι όταν συνέχισε δέν έδειχνε πιά τήν ίδια αυτοπεποίθηση. «Καί γνώρισα καλά τή μαμά μου τήν Εριφύλη. Ήμουν δεκατριών χρόνων όταν τή χάσαμε». «Μέ συγχωρείτε, σάς μπέρδεψα». «"Οχι, κάθε άλλο! Κανονικά, μάλλον έχετε δίκιο», είπε, παίζοντας νευρικά τήν αλυσίδα πού φορούσε στό λαιμό της. Ύστερα έπιασε τό σταυρό καί τόν κοίταζε αφηρημένη. « ' Ωραίος είναι ό σταυρός σας! οικογενειακό κειμήλιο κι αυτός;» «Βέβαια! μοΰ τόν φόρεσε ή μαμά μου μόλις γεννήθηκα, πρίν μέ ντύσουν, δπως μοΰ είπε ή μεγάλη μου αδελφή... αλήθεια δμως μέ μπερδέψατε». «Τό 'κανα επίτηδες γιά νά ξεχάσετε λίγο τό γιό σας». «Ναί; Τά καταφέρατε! Βάζοντας με μπροστά σ ' ένα σταυρόλεξο ακαταλαβίστικο». Γέλασαν καί οί τρεις. « Άλλά δέν μοΰ είπατε, καί συγχωρέστε με γιά τήν άδιακρισία μου, είστε ή ωραιότερη άπό δλες τίς αδελφές;» ' Η ' Αμαλία γέλασε πολύ κοκέτικα... «μά είναι ερώτηση αυτή;» «"Αν μπορείτε ν ' απαντήσετε αντικειμενικά, γιατί 3χι;»
«Λοιπόν ή αδελφή Ασπασία πίστευε αυτό. Άλλά έγώ νομίζω πώς ή ωραιότερη Φτενούδου ήταν ή 'Ερατώ». «Γιατί ήταν;» ρώτησε φανερά ανήσυχος ό Ταλιέρι, «δέν ζει;» ' Η ' Αμαλία τόν βεβαίωσε κοιτώντας τον κατάματα, ((καί βέβαια ζει».
' Ο Ταλιέρι χαλάρωσε καί χαμογέλασε. «Καί σεις, γιατρέ; Έχετε παιδιά;» «Μά δέν είμαι κάν παντρεμένος».
160
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑΛΙΛΗ ΜΕΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Αυτή τήν ψυχή μου τί νά τήν κάνω; Ποιος τή χρειάζεται έτσι πού τήν έχω αφανίσει κάτω άπό χιλιάδες ψεύδη; Έλεος! Τί θ' απογίνω, Θεέ μου, μέ τήν τόση απουσία σου; Πώς νιώθω έτσι γυμνωμένη άπό τό θάνατο! Τί απόγινε ό γιός μου πού μόνο ή παρουσία του μέ βεβαίωνε ότι δέν είμαι λάθος. Λάθος άνθρωπος στάθηκα μιά ζωή, κάλπικα προσχήματα, προσποιητά αισθήματα καί μόνο τώρα υποχρεώνομαι άπό τό φοβερό θάνατο νά κομματιαστώ άπό τόν πόνο. Είναι κανείς κοντά μου, μά ποιος, άφοΰ κανέναν δέν αγάπησα, κανέναν ούτε τή μάνα πού μέ γέννησε, άν ήταν αυτή ή μάνα μου. Μά Οταν δέν ρίζωσε μέσα μου αγάπη ποΰ νά μένει ό Θεός; Έξω άπό τήν καρδιά μου; Μά ό Θεός χρειάζεται στέγη, πίστη, μαλακές παντοΰφλες, θαλπωρή. Καί γώ είμαι άστεγη, άπιστη, αφιλόξενη. Όχι, δέν ήξερα ούτε τό γιό μου ν ' αγαπώ, απόδειξη πώς μέ τό θάνατο του βρήκα τήν καρδιά μου ρημαγμένη άπό τήν εγκατάλειψη, ακατοίκητη καί μόνο τή φιλοδοξία μου στραπατσαρισμένη, γιατί μόνο μ ' αυτήν άντίκρυζα τήν ανέχεια Ολων τών άλλων μου αδελφών κι έτρεφα τήν περηφάνια μου μέ τίς στείρες κοιλιές τους. Καί τώρα, τώρα βγαίνει κι αυτό ένα ακόμη ψέμα άπό τίς άπειρες αθλιότητες πού διέπραξα μόνο καί μόνο γιά νά δείξω στους άλλους πώς ήμουν ευτυχισμένη. Ποιανής παιδί είμαι άν δέν μέ γέννησε ή Εριφύλη; Πόσο καί πότε αγάπησε ό Ταλιέρι τήν Ερατώ; "Ωστε ή Ερατώ αξιώθηκε τόν έρωτα πού δέν αξιώθηκα έγώ; Πόσο αγάπησε ό Ταλιέρι τήν Ερατώ; Ή ερώτηση βούιζε στό κεφάλι της πιό έντονα άπό τό βόμβο τοΰ αεροπλάνου. Ή Ασπασία ξανάπεσε μέ αλλεπάλληλες μεταστάσεις, τρία χρόνια άφοΰ χειρουργήθηκε. Απαιτούσε ικετευτικά τήν παρουσία τής Αμαλίας. Πιό πολύ κι άπό τό ότι θά τήν έκανε γενική κληρονόμο της, τήν έβγαλε άπό τόν αποκλεισμό τοΰ βαρύτατου πένθους της ή ανάγκη νά διαφωτίσει τό μυστήριο τής γέννησης της. Δέν μπορούσε νά φανταστεί πώς θά τολμοΰσε νά κάνει αυτή τήν ερώτηση κι όμως όταν μπήκε στό κουζινάκι καί κάθησε κοντά στήν Ασπασία ή ερώτηση ανέβηκε αβίαστα στά χείλη της. «Αδελφή Ασπασία, έχεις υποχρέωση νά μοΰ πεϊς, νά μοΰ αποκαλύψεις, ποιά μέ γέννησε». ' Η ' Ασπασία κράτησε μέ προσπάθεια ανοιχτά τά μάτια της, «ποιος σοΰ τό πρόδωσε; Είδες αυτή τή μικρή πόρνη;» ' Ο χρόνος είχε επιστρέψει πίσω, τά γεγονότα καί οί άνθρωποι ξαναγύριζαν στίς τότε διαστά-
81
σεις, τοΰ παρελθόντος. «Κανείς άλλος δέν τό 'ξερε, εκτός άπό τήν ίδια καί μάς». «Μάνα μου είναι μένα ή 'Ερατώ;» ξεφώνισε ή Αμαλία κι έφερε μέσα τήν Έργίνη. « "Ωστε είμαι νόθος;» ( ( ' Ησύχασε αδελφή, ό Τονίνο κράτησε τό λόγο του καί ήρθε καί ζήτησε νά τήν παντρευτεί...» «Ήρθε ό Ταλιέρι έδώ; Μά ξέρετε ποιος είναι; ' 0 καθηγητής, ό μεγάλος καθηγητής πού παρακολουθούσε τόν Φαίδωνα μου στήν κλινική τοΰ Φράι-
82
ΛίΛΗ Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΕΡΑ
μπουργκ. Καί γιατί δέν τήν παντρεύτηκε τελικά; Έμαθε οτι επρόκειτο γιά πόρνη;» «"Οχι αδελφή Αμαλία! Τόν έδιωξε ή αδελφή Α σπασία», τή βεβαίωσε ή Έργίνη. «Τόν έδιωξες αδελφή; Καί εμπόδισες τήν αποκατάσταση μου;» «Μά ήσουν αποκαταστημένη. Στό ληξιαρχείο είσαι εγγεγραμμένη σάν νόμιμη θυγατέρα Φτενούδου». «Καί είναι τό ίδιο; Μέ στερήσατε άπό τόν φυσικό μου πατέρα τόν μέγα καθηγητή Ταλιέρι;» ' Η ' Αμαλία έξω φρενών εγκατέλειψε τήν ετοιμοθάνατη κι άρχισε νά πηγαινοέρχεται πέρα-δώθε, μονολογώντας. «Μέ τό δίκιο μου τήν αντιπαθούσα πάντα αυτή τήν ψηλομύτα, μέ απωθούσε. Γιά σκέψου κάτι περίεργο, δέν θυμάμαι νά μ ' άγγιξε ποτέ, μά ποτέ, όπως μέ κανακίζατε δλες!» «Σέ ζήλευε», είπε ή Ασπασία, «γιατί ήσουν πιό ωραία άπό κείνη». «Νομίζεις; Λές νά μή μ ' αγάπησε ποτέ άπό ζήλεια; Καί τό μητρικό ένστικτο; Τί ρόλο έπαιξε; Δέν τής ενέπνευσα τό παραμικρό! Ποιος μπορεί ωστόσο νά μήν αγαπήσει τό παιδί του; Μόνο ένα τέρας. Ναί, αυτό ταιριάζει στήν ωραία 'Ερατώ, τέρας». Τής φαινόταν αδιανόητο πού κάποιος άπό τήν οικογένεια δέν τήν αγάπησε κι αυτός ήταν ή ίδια της ή μάνα. Τό άλλο πρωί κατά τίς δέκα, βέβαιη δτι ή Αικατερίνη καί ό άνδρας της τέτοια ώρα βρίσκονταν στό σχολείο τους, χτύπησε τήν πόρτα τους. "Ανοιξε ή ' Ερατώ. Κοιτάχτηκαν στά μάτια χωρίς κουβέντα. Τστερα ή Ερατώ παραμέρισε. «Ήρθες γιά επίσκεψη;» ρώτησε, προχωρώντας στό εσωτερικό τοΰ σπιτιού. Παρέμενε ωραία γυναίκα, λιγνή καί λυγερή όπως τή θυμόταν άπό παλιά μέ κείνα τά μοναδικά μοβιά μάτια. Μόνο τό χρυσαφί τών μαλλιών της έμοιαζε σάν νά τό σκέπαζαν ποΰ καί ποΰ άσπρα περαστικά σύννεφα. Κάθησε στήν καρέκλα πού τής πρόσφερε ή Ερατώ. Ή Αμαλία ένιωθε διαλυμένη άπό τήν ψυχραιμία τής Ερατώ καί γι' αυτό εχθρική. «Απορώ πώς μπορείς νά δείχνεις αυτή τήν υπεροψία». «Γιατί ν ' απορείς;» ρώτησε χαμογελώντας ή Ερατώ. «Μπορεί νά 'χω κάποια υπεροψία τώρα πιά, ναί, έχω απέναντι σ' Ολους εσάς, γιατί τελικά ήμουν ή μόνη, μέ εξαίρεση τήν Αικατερίνη μας, πού έζησα φυσιολογικά, πού γεύτηκα τόν πραγματικό έρωτα μ' ε-
163
ναν αυθεντικό νέο άνδρα. Αυτό ήταν τό προικιό μου γιά τή ζωή, έτσι τήν άντεξα...» « ' Εννοείς τόν τελευταίο σου σύζυγο;» ρώτησε δηκτικά ή Αμαλία. «"Οχι, εννοώ τόν πρώτο μου εραστή». « Ό όποιος ήτο;» «Φαντάρος». ((Πάντα μέ άπωθοΰσε αυτή ή κυνική καρτερικότητα πού υπονοείς καί στά λεγόμενα σου παρ' όλες τίς ασκήμιες πού διέπραξες», τόνισε ή Αμαλία.
83
ΛίΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ
«Τήν καρτερικότητα νά τή χρεώσεις στή μάνα μου». «Πού σέ κάλυψε όταν μέ γέννησες;» πέταξε προκλητικά ή Αμαλία. ' Η ' Ερατώ πού κατάλαβε ότι Ολα είχαν αποκαλυφθεί δέν ταράχτηκε καθόλου. «"Οχι γι' αυτό μόνο», τή βεβαίωσε. «Βέβαια είναι δύσκολο νά καταλάβεις. Γιά τό χατίρι της, τής μάνας μου, τό νά 'πεφτα στή φωτιά ήταν ασήμαντο. Άλλά πέτυχα, γιά νά τήν ευχαριστήσω, γι' αυτό τό θεσπέσιο πού υπήρξε, πέτυχα τήν υπέρτατη καρτερικότητα. Νά μή σέ λιγουρευτώ ούτε στιγμή όσο τριβόσουνα στίς αγκαλιές τών άλλων, νά μήν πληγωθώ ούτε νά νιώσω ορφανή μάνα καί τελικά νά μή σ' αγαπήσω». ' Η ' Αμαλία πίστεψε ότι πέτυχε τό στόχο. « Ένα ανήλικο πορνίδιο πώς ν' αγαπήσεις τό νόθο σου;» «Ναί, ήμουνα μόλις δεκάξι χρόνων Οταν σέ γέννησα, κι όμως είχα ήδη αγαπήσει δύο ανθρώπους. Τόν πατέρα σου καί τή μάνα μου, αυτή τήν καταπληκτική γυναίκα πού αξιώθηκα νά μέ γεννήσει. Μήν παραπονιέσαι, Αμαλία, πώς είσαι τό νόθο μου. Έτσι κι αλλιώς δέν κατάλαβες τίποτα άπό τήν Εριφύλη». «Μπά; Ώστε έσύ είσαι ή μόνη προνομιούχα;» « Έ σ ύ πάντως, Αμαλία, δέν είσαι, γιατί μπόρεσες νά κάνεις τό γάμο πού έκανες. Ή φαντάζεσαι πώς άν εκείνη ζούσε θά σ ' άφηνε νά χαλαλίσεις τή νιότη σου σ ' αυτό τό γερόντιο». «Δέν σοΰ επιτρέπω», φώναξε έξαλλη ή Αμαλία. «Τό δυστύχημα είναι πώς δέν επέτρεψες πολλά ούτε στόν εαυτό σου». «Σάν τί, Οψιμη πάνσοφη». «Νά εναντιωθείς στήν Ασπασία πού ήταν άπό γεννησιμιοΰ της παλιά, παμπάλαιη. Κι ανέλαβες στά δεκαεννιά σου έσύ νά πραγματοποιήσεις τήν ηλίθια φιλοδοξία της. Αντίθετα μέ τή μάνα μας πού ήταν τόσο νέα όσο καί γώ. Ήταν ή ίδια ή ελευθερία. Μά πρέπει νά 'χεις μέσα σου τήν ελευθερία γιά νά τήν αναγνωρίσεις Οταν τή συναντήσεις, έσύ ωστόσο δέν είχες μέσα σου παρά τό Νεοχώρι καί τήν αντίστοιχη ξιπασιά νά τό εντυπωσιάσεις». « Ή τ α ν ή Εριφύλη ή χωρική πιό ελεύθερη άπό μένα πού πήγα καί στό Παρίσι μόνη μου;» «Δέν μιλάμε τήν ίδια γλώσσα. Ή ' Εριφύλη δέν είχε πάει ούτε στήν Αθήνα. Άλλά μέσα άπό τή δική της μοίρα είχε διασχίσει τούς αιώνες καί τά εκατομμύρια καταπιεσμένων γυναικών, Ολα τά μαρτύρια καί τήν αυταρχικότητα άπό σερνικούς καί θηλυκούς τυράννους, υπάρχει μεγαλύτερος δυνάστης άπό τήν Ασπασία μας; Γ ι ' αυτό σεβότανε τή ζωή τών άλλων, τόν ερωτά τους, ό,τι αληθινό καί γνήσιο είχες μέσα σου καί κυρίως τήν αγνότητα...»
165
«Μετά άπό όχτώ παιδιά διατηρούσε τήν αγνότητα της;» «Ναί, μετά άπό όχτώ παιδιά ή μαμά ήταν χορτάτη, είχε ικανοποιήσει τό κορμί της, έχυσε ποτάμια γάλα άπό τά βυζιά της, χόρτασε τή μήτρα της καί δέν
84
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ Μ ΙΑ ΜΖΩΓΡΑΦΟϊ ΕΡΑ ΛΙΛΗ
έμεινε γωνιά στό κορμί της ή στό μυαλό της νά φωλιάσει ό φθόνος καί ή υστερία. Αντίθετα αναγνώριζε τήν αγνότητα καί τήν υπερασπιζότανε σάν λιονταρίνα...» « "Ολα αυτά μοΰ τά τσαμπούνας γιά νά αποδείξεις Οτι ήσουν άγνή όταν κυλιόσουνα στό πατητήρι μέ τόν ' Ιταλό;» ((Κάνεις λάθος! Δέν θέλω ούτε χρειάζομαι νά σοΰ αποδείξω τίποτα. Δέν ήρθα έγώ νά σέ βρώ. Καιρός λοιπόν νά πεις σέ τί οφείλουμε τήν τιμή τής επίσκεψης σου». ' Η ' Αμαλία είχε σφίξει τά χαρακτηριστικά της καί τήν κοιτοΰσε απορημένη. «Λοιπόν; Τί θέλεις;» επανέλαβε ή Ερατώ. «Δηλαδή», ρώτησε ή Αμαλία, «δέν χαίρεσαι πού έμαθα πώς είσαι ή μάνα μου». «Καθόλου! Δέν μέ άφορα». «Μά είμαι κόρη σου, πώς μοΰ μιλάς έτσι;» « ' Υπάρχουν ιδιότητες πού συρρικνώνονται ώς τό θάνατο, έφ' όσον δέν εξασκούνται. Τί σημαίνει κόρη μου; Μέ άγνοοΰσες ώς αδελφή καί περιμένεις νά συγκινηθώ πού μοΰ άλλαξες τίτλο;» «Πάλι ή υπεροψία τής καρτερικότητας;» «Τί νά κάνουμε; "Αμα κερδίσεις τόν κόσμο καί τόν χάσεις γίνεσαι πολύ καρτερικός άρκούμενος σέ λίγες αξίες, ελάχιστες». « ' Εννοείς τή μαμά;» «Καί τήν Πηνελόπη μας πού θεωρείτε καί αποκαλείτε τέρας». «Μά εμένα δέν μέ γνωρίζεις, μέ εκτιμούν πολλοί άνθρωποι». «Τό φαντάζομαι! Οί πολλοί είναι παντού, οί λίγοι είναι σπάνιοι». «Σάν τήν Εριφύλη». «Φυσικά! Δέν μπορείς βέβαια νά διανοηθείς πώς στό βάθος της σκέψης της ήταν ευτυχισμένη πού αγάπησα τόν Τονίνο, πού δόθηκα στόν Τονίνο καί σέ συνέλαβα...» « Ή μάνα μας; Συκοφάντρια!» ((Δές γύρω σου καί μέσα σου τά χάλια σας, τέσσερις γυναίκες νεκρές, άθλιες, κακορίζικες μέ μαΰρα κεφαλομάντηλα πού πενθοΰν τήν προσωπική τους νέκρα». ' Η Αμαλία τράβηξε τή μαύρη ζορζέτα πού σκέπαζε τό κεφάλι της, «γιά τό χωριό τό φόρεσα...» «Πάντα γιά τούς άλλους μασκαρεύεσαι, γιά τό θάνατο, γιά τό γάμο».
167
((Καί νά μή μέ ξαναπείς έμενα νεκρή, έγώ γέννησα δυό παιδιά». «Αλήθεια, μέ ποιόν;» ' Η ' Αμαλία άνοιξε τά μάτια διάπλατα γεμάτα μίσος. «Τολμάς;» «Γιατί Οχι; Νομίζεις πώς πιστεύει κανείς ότι αυτός ό γέρος», «Είμαι τίμια έγώ», ξεφώνισε ή Αμαλία έξαλλη. ((Είσαι άξιολύπητη! Ούτε ό θάνατος τοΰ γιου σου
168
Η
85
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ Μ ΙΑ Μ ΕΡΑ
δέν σέ λύτρωσε... Ή συζήτηση δέν έχει κανένα ενδιαφέρον μαζί σου, άντε πήγαινε...» Τά μάτια τής Αμαλίας ήταν γεμάτα φόβο τώρα, άλλά σηκώθηκε. «Μιά τελευταία παράκληση, πές μου, ήταν ό Ταλιέρι ό πατέρας μου;» «Δέν έμαθα ποτέ τό επίθετο του. Είσαι αυθεντικό νόθο». «Ευχαριστώ. Δέν έχεις ανάγκη νά μέ ξαναδείς;» «Δέν βλέπω τό λόγο». «Μά είμαι τό παιδί σου». « "Ασε τ' άστεϊα, κάποιος σοφός έγραψε ότι οί κατεστραμμένοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι γιατί ξέρουν ότι μπορούν νά επιζήσουν. "Αντε στό καλό».
Η σιωπή βασίλευε στήν περιοχή τόσο πού φαινόταν ακατοίκητη μές στό φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στά ρόδινα ώς πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες πού πλέανε στό κενό ξεκολλημένες άπό τόν ουρανό. Τά θεριεμένα δέντρα, θάμνοι καί λουλούδια Ολα προμηνύματα εγκατάλειψης, ακατάστατα φυτρωμένα δημιουργούσαν έναν φράχτη πού απόκοβε τή θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη άπό τό μισοερειπωμένο σιωπηλό σπίτι τών Φτενούδων. Παραμερίζοντας τήν πυκνή πρασινάδα στό μονοπάτι πού οδηγούσε στή μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν ' αντιληφθείς άθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές καί αθόρυβες φιγούρες, μάλλον γυναικείες νά πηγαινοέρχονται μέ μπαμπακένια βήματα στόν εξώστη τοΰ σπιτιού. Δέν ήξερες άν ήταν τρεις ή μία καί ή σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σάν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων πού δέν ζουν τόσο, όσο κι άν δέν έζησαν ποτέ. Μέσα άπό τή χαμηλοτάβανη κουζίνα τοΰ πάλαι ποτέ άρχοντικοΰ ακουόταν ό θόρυβος μιάς αναπνοής πού αγωνιζόταν νά επαναληφθεί. Ή αχαμνή φωτιά τοΰ τζακιοΰ όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια καί θαμνόκλαδα έδινε φιαλτικά σχήματα στά αντικείμενα πού περιβάλλανε τήν άρρωστη πού ξεψυχοΰσε. «Ποΰ είσαι; Ποΰ είναι;» ακούστηκε ξάφνου νά ρωτά. Ή ' Εργίνη έτρεξε κοντά της. Οί δυό άλλες, ή Αικατερίνη καί ή 'Ερατώ, στάθηκαν στό κατώφλι, γιά νά μήν αποκαλυφθεί ή παρουσία τους στήν ετοιμοθάνατη. Τίς είχε κρυφά ειδοποιήσει ή Έργίνη πώς ή Ασπασία ήταν στά τελευταία της. «Μ αφήνετε νά πεθάνω μόνη μου», άκουσαν τήν Ασπασία νά λέει. «'Αφοΰ μάς σκότωσε όλες», ψιθύρισε ή Ερατώ στό αυτί τής Αικατερίνης. Καί πάλι ακούστηκε ή ξε-
ε-
πνεμένη φωνή της... «καμιά σας δέν προθυμοποιήθηκε νά διαμαρτυρηθεί γιά τό θάνατο μου...» ' Η ' Ερατώ χαμογέλασε καί ψιθύρισε ξανά, ((ή Βυζαντινή αυτοκράτειρα περιμένει ομαδικούς θανάτους στά πόδια της σέ ένδειξη διαμαρτυρίας... Ντρέπομαι, Αικατερίνη, μά δέν λυπούμαι καθόλου. Ούτε καί χαίρομαι. Ό,τι κακό ήταν νά μοΰ κάνει, τό 'κανε. Δέν έχει πιά τί νά έξουσιά-
86
Η
ΛίΛΗ ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ Μ ΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΈΡΑ
σει άπ' όλες εμάς τίς γριές... Έδώ μέσα σ ' αυτό τό περβόλι αγαπιόμουνα κι αγαπούσα. Έβλεπα τή ζωή ένα ρόδινο πανηγύρι. Πόση βία μπορεί νά εξασκήσει κανείς στή ζωή τών άλλων! "Ισως ν ' άξιζε τόν κόπο νά παίξει κάποιος μιά φάρσα έτσι σάν φωνή θριάμβου, πεθαίνω άπό τή χαρά μου πώς ό τύραννος πέθανε. Τώρα πού δέν έχω πιά καμιά ελπίδα οΰτε καί μπορώ νά πάρω πίσω τήν πανέμορφη νιότη μου, τόν πανέμορφο έρωτα μου. Ένας τελευταίος σαρκασμός γι' αυτή τή λάμια πού σκότωσε τέσσερις ανθρώπους, τή μάνα μας, τήν Έργίνη, τήν Πηνελόπη καί μένα, ένα φτύσιμο στή μούμια πού μάς αφάνισε. Ναί, τό μπορώ», ειπε καί χάθηκε στή σκοτεινή είσοδο τοΰ υπογείου. Έδώ, έδώ, στό ερωτικό μου λίκνο. Πήρε τό σκοινί κι ανέβηκε στό γείσο τοΰ πατητηριοΰ, άπ' όπου πέρασε τήν άκρη στό δοκάρι. Κατέβηκε άλαφριά καί τοποθέτησε τό σκαμνί κάτω άπό τή θηλιά πού έφτιαξε. Έσφιξε καλά τόν κόμπο καί κει, ανεβασμένη στό σκαμνί, πέρασε τό κεφάλι της μέσα στή θηλιά. Έμεινε ακίνητη μέ τά σκοΰρα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στήν οροφή. Τά πόδια της βάρυναν μονομιάς σάν μολυβένια καί δέν κινούνταν γιά νά κλωτσήσει τό σκαμνί. Ό πόνος εκείνος, τό άγριο χέρι πού ' σφίγγε τό στήθος της άπό τίς νύχτες τών βιασμών τοΰ Τάγαρη, ξαναγύρισε στήν καρδιά της. Ένα υπόκωφο μουγκρητό ακούστηκε άπό τήν κουζίνα καί ή 'Εργίνη έτρεξε στό υπόγειο μέ τήν Πηνελόπη πίσω της. Ανέβηκε γρήγορα στό γείσο τοΰ πατητηριοΰ κι έβγαλε τή θηλιά άπό τό λαιμό της λαχανιάζοντας. «Δέν χρειάζεται πιά, κατέβα, ή αδελφή Ασπασία πέθανε», ειπε μέ τήν απάθεια πού μιλοΰσε γιά Ολα. Στάθηκαν γιά λίγο πρόσωπο μέ πρόσωπο. Ένας τελευταίος πόνος μαχαίρωσε τά στήθια τής ' Ερατώ κι ανέβασε δάκρυα στά μάτια της. «Αυτό απαγορεύεται στήν οικογένεια μας», τόνισε ή Έργίνη επιτακτικά καί ή Ερατώ σωριάστηκε στά πόδια της. « ' Ερατώ, 'Ερατώ», άλλά ή Πηνελόπη ειχε πέσει απάνω της κι έκλαιγε μουγκρητά, όπως καί γελούσε. «Συγκοπή», ειπε ό γιατρός δέκα λεπτά αργότερα. Είχε παραπονεθεί ποτέ γιά τήν καρδιά της; «Ποτέ», βεβαίωσε ή Αικατερίνη. Τίς κήδεψαν μαζί καί τίς έθαψαν σέ δυό κολλητούς τάφους. Ό θύτης δέν θά ' φεύγε άν δέν έπαιρνε μαζί του τό θύμα έτσι κι αλλιώς. Ανάμεσα στους δύο τάφους στήθηκε ένας σταυρός. Ένθάδε κείνται αί δυο άδελφαί Ασπασία καί 'Ερατώ Φτενούδου άποθανοΰσαι ταυτοχρόνως την 19ην Όκτωβρίου 1977.
171
Τήν επομένη ή Αικατερίνη δέχτηκε τόν ταχυδρόμο στό σχολείο. «Κυρία δασκάλα, έχω τοΰτο τό γράμμα, νομίζω πώς έπρεπε νά σάς τό παραδώσω, άφοΰ έχει τή δική σας διεύθυνση πρώτα καί άπό κάτω τό Ονομα τής μακαρίτισσας».
87
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜίΑ ΜΕΡΑ ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
' Η Αικατερίνη περίμενε νά γυρίσει σπίτι της γιά ν ' ανοίξει τό χοντρό φάκελο. Αγαπημένη μου αδελφή 'Ερατώ Σου γράφω άπό δώ, άπό τό Παρίσι, οπού ζέρεις οτι ζώ τώρα καί εξήντα χρόνια. Είμαι ό αδελφός σου Κωνσταντίνος πού φυσικά δέν έχω τήν απαίτηση νά μέ θυμάσαι μιά κι Οταν έφυγα ήσουν ένα υπέροχο μωρό στίς φασκιές. Αυτά γιά νά γνωριστούμε. Γιατί άπό μιά σύμπτωση έγώ ξέρω δτι έζησες μιά πρόωρη νιότη καί μιά επώδυνη νεότητα. Ξέρω ακόμη δτι σέ βασάνισαν, μοΰ τά 'πε αυτή ή ηλίθια ή θυγατέρα σου Αμαλία, ιδιαίτερα ενθουσιώδης γιά τήν ηθική της τήν όποια πιστεύω δτι μοΰ έπλάσαρε μέ τή φιλοδοξία νά μέ κληρονομήσει. Γνωρίζω δτι καί φυλακισμένη τής φοβερής Ασπασίας δέν έλύγισες καί ότι διέλυσες σέ λίγα εικοσιτετράωρα έναν εκβιαστικό γάμο. Σέ εκτιμώ γιά όλα αυτά, 'Ερατώ κορίτσι μου, καί θά 'θελα νά σέ πάρω κοντά μου γιά νά ζήσεις γαλήνια καί πλούσια τήν υπόλοιπη ζωή σου. Άλλά έχω κάτι ακόμα σπουδαιότερο νά σοΰ πώ. Γνωρίζω τόν Τονίνο καί συνδέομαι αδελφικά μαζί του άν καί πολύ νεότερος μου. Αυτός ό θαυμάσιος άνθρωπος κατά σύμπτωση δέν παντρεύτηκε ποτέ καί είναι σήμερα ένα συμπαθητικό γεροντοπαλλήκαρο. Άλλά τί νά σοΰ πρωτοεξηγήσω, αδελφή μου, μέ ένα γράμμα. Μόλις μέ βεβαιώσεις πώς πήρες στά χέρια σου τούτο τό γράμμα θά σοΰ στείλω Οσα χρήματα χρειάζεσαι γιά νά πάρεις τό τραίνο ή τό αεροπλάνο νά 'ρθεις κοντά μου. Ειλικρινά είμαι ξανανιωμένος μέ τή βεβαιότητα πώς θά σμίξουμε εμείς οί δυό. Ό αδελφός σου Κωνσταντίνος Σοΰ έσωκλείω ενα γράμμα τοΰ Τονίνο, σήμερα καθηγητή Ταλιέρι, πού έγραφα μέ υπαγόρευση του. ' Η Αικατερίνη περίμενε νά σταματήσει τό κλάμα της γιά νά διαβάσει καί τό επόμενο γράμμα. 'Ερατώ, τρέμω πώς υπάρχεις, τρέμω πού ζει μαζί σου ή πρώτη λαμπρή εικοσαετία της ζωής μου. 'Ερατώ, κορίτσι μου, τολμώ καί λέω κορίτσι μου γιατί έμαθα άπό τόν φίλτατο Κωνσταντέν δτι δέν έφτιαξες οΰτε σύ τή ζωή σου οπότε μιλάμε γιά ένα παραμύθι πού μετανάστευσε στήν πραγματικότητα ύστερα άπό σαράντα καί χρόνια.
173
Βέβαια, 'Ερατώ, δέν είμαι ό έφηβος πού ερωτεύτηκες οΰτε καί σύ τό μικροσκοπικό κοριτσάκι πού εξαφάνιζα στίς παλάμες μου. Άν συμφωνείς μέ τήν πρόταση τοΰ αδελφού σου κι έρθεις κοντά του, τότε μικρή μου θά ιδωθούμε καίμείς καί θά διαπιστώσουμε άν είμαστε ένα μαγευτικό παραμύθι πού επέζησε. 'Εγώ ομολογώ θά 'θελα ν ' άντικρύσω ξανά τά μαγευτικά μάτια σου καί ν ' ακουμπήσω απάνω τους τήν υπόλοιπη ζωή μου όση κι άν είναι. Φυσικά δέν θά κάνω τίποτα γιά νά σοΰ επιβάλω τή
88
Η
ΑΓΆΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΛίΛΗ ΜΙΑΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΕΡΑ
σημερινή εικόνα, μου, αγαπημένη μικρή 'Ερατώ. Θά είσαι ελεύθερη νά ζήσεις κοντά στόν αδελφό σου καί νά βλεπόμαστε σάν φίλοι. Μήπως κι αυτό δέν είναι ύπέρ°χο; Δικός σου Τονίνο ' Η Αικατερίνη έκρυψε τό γράμμα στήν τσέπη της κι έφυγε τό απομεσήμερο γιά τό νεκροταφείο, ν ' ανάψει τά καντήλια, όπως ειπε στήν Αγγελική τήν κόρη της. Ό τάφος τής Ερατώ καί τό χώμα απάνω του ήταν χλωρό. Μ' ένα μαχαιράκι άνοιξε μιά τρύπα Οσο γινόταν βαθύτερη καί παράχωσε τό φάκελο μέ τά δυό γράμματα.
Η Πηνελόπη καθισμένη στό σκαλοπάτι τοΰ εξώστη, μιά καί κανείς πιά δέν τής τό απαγόρευε μετά τό θάνατο τής Ασπασίας, ένιωθε νά πλέει στό άδειο τής ελευθερίας της καί στό κενό πού άφησε ή απουσία τής ' Ερατώ. Αναρωτιόταν άν ή ζωή τελειώνει μέ τό θάνατο μας ή μέ τήν οριστική εξαφάνιση εκείνων πού αγαπούμε. Αναρωτιόταν ακόμα τί θά 'κανε μέσα σ ' αυτό τό κουφό καί βουβό σπίτι, χωρίς ν' ακουμπά πουθενά ή καρδιά της. Όχι, μονολογούσε μέ τήν μπάσα φωνή της, ή ανάμνηση τών νεκρών δέν μάς άρκεΐ.
175
Βέβαια έμενε ή 'Εργίνη, άλλά εκείνη δέν ειχε ποτέ πολλές κουβέντες, άσε πού έλειπε στά χωράφια ολημερίς καί επέστρεφε τά βράδια ψόφια άπό τήν κούραση. Έξαλλου ή Ερατώ τή βοηθοΰσε νά ονειρεύεται. Τίς απέραντες θάλασσες, τούς μεγάλους σιδηρόδρομους, τά αεροπλάνα πού πετοΰν ολομόναχα πουλιά στόν ουρανό. Γι' αυτό ένα απομεσήμερο ξαφνιάστηκε ευχάριστα βλέποντας στήν πόρτα τήν Αγγελική καί τόν Πέτρο τό μνηστήρα της. 'Ήρθαμε νά σέ πάρουμε, τής είπαν, νά σοΰ κάνουμε μιά βόλτα. Διέσχισαν γρήγορα τά δεκαπέντε χιλιόμετρα πού τούς χώριζαν άπό τήν πρώτη ακρογιαλιά. Ό Πέτρος τήν κατέβασε στήν αγκαλιά του καί τήν έστησε Ορθια στά βράχια. Ή Πηνελόπη ξεφώνισε άντικρύζοντας τά ήσυχα νερά τοΰ μικροΰ Ορμου. α "Α, άχ, ή θάλασσα», ξεφώνισε καί κάτι μέσα στή βραχνή βαθιά φωνή της γελούσε θριαμβευτικά, καθώς άνοιγε τά κοντά χεράκια της, λές καί ή θάλασσα θά ορμούσε στήν αγκαλιά της. «Σ' αρέσει, Πηνελόπη;» Μέ τά μάτια ορθάνοιχτα, χαμογελούσε οπισθοχωρώντας, σκόνταψε σ' ενα ανώμαλο βραχάκι κι έπεσε ανάσκελα. Τό ξαφνιασμένο χαμόγελο πάγωσε στά ορθάνοιχτα μάτια καί τό στόμα, τίς λίγες μέρες πού επέζησε άπό τό κάταγμα τοΰ κρανίου. Ή Αγγελική επέμεινε καί στόλισε τά ανάκατα φυτρωμένα μαλλιά της μ ' ένα νυφικό στεφάνι άπό λεμονανθούς.