V2PP!*-«
Η παρούσα μετάφραση πραγματοποιήθηκε με την επιχορήγηση του Instituto Português do Livro e das Bibliotecas
MJC h MlMSTKMO DA CuLTL'RA
LsSTÎTUTO RjfiTtWÎUfeS DO LlVTMl H DAS BlBI.IOTKCAS
Στην Πιλάρ
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: José Saramago, Todos os nomes © Copyright José Saramago & Editorial Caminho, SA, Lisboa, 1997. By arrangement with Dr. Ray-Gûde Mertin Literarische Agentur, Bad Homburg, Germany θ Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1998 Έτος 1ης έκδοσης: 1999 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολο του ή τμημάτων του με οποιον δήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευση του με οποιονδήποτε τρόπο αναπα ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδο ποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνιοης του βφλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11,10678 Αθήνα ® 210-330.12.08 - 210-330.13.27 FAX : 210-384.24.31 e-mail:
[email protected] www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-2405-1
ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΥΠ 0ΘΗ Κ Ε ΣΕ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ Χ APT Ι O W K
«Γνωρίζεις το όνομα που σου έδωσαν, δεν γνωρίζεις το όνομα που έχεις». Το Βιβλίο των Αυταπόδεικτων
Π
ΑΝΩ ΑΠ' ΤΟ ΘΥΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΜΑΚΡΟ-
στενη μεταλλική επιγραφή επενδυμένη με σμάλτο. Στο λευκό φόντο τα μαύρα γράμματα γράφουν Γενικό Λη ξιαρχικό Μητρώο του Κράτους. Το σμάλτο είναι φαγωμένο και σαρακιασμένο σε μερικά σημεία. Η πόρτα είναι παλιά, η τελευταία στρώση της καφέ μπογιάς έχει αρχίσει να ξεφλουδί ζει, οι φλέβες του ξύλου που βγαίνουν στην επιφάνεια θυμί ζουν σταφιδιασμένο δέρμα. Υπάρχουν πέντε παράθυρα στην πρόσοψη. Μόλις πατήσει κανείς το πόδι του στο κατώφλι, αι σθάνεται τη μυρωδιά του παλιού χαρτιού. Είναι βέβαια αλή θεια πως ούτε μία μέρα δεν περνά χωρίς να μπουν καινούρια χαρτιά στο Ληξιαρχείο, χαρτιά ατόμων αρσενικού και θηλυ κού γένους που γεννιούνται διαρκώς εκεί έξω, όμως η μυρω διά δεν καταφέρνει ποτέ ν' αλλάξει, πρώτα απ' όλα γιατί ο προορισμός κάθε νέου χαρτιού, μόλις βγει από το εργοστάσιο, είναι ν' αρχίσει να παλιώνει, και κατά δεύτερο λόγο γιατί, πιο συχνά απ' ό,τι συμβαίνει στο παλιό χαρτί, δεν περνά ούτε μία μέρα χωρίς να γραφεί πάνω του κάποια αιτία θανάτου και ο α ντίστοιχος τόπος και χρόνος, συνεισφέροντας μ' αυτό τον τρό πο ο καθένας με τις δικές του μυρωδιές, που δεν προσβάλλουν πάντα τους ρινικούς βλεννογόνους, όπως αποδεικνύουν κά ποιες αρωματικές εκπομπές που από καιρό σε καιρό διαποτί-
ο
ζουν διακριτικά τον αέρα του Γενικού Ληξιαρχείου και στις ο ποίες οι ευαίσθητες μύτες αναγνωρίζουν μια αρωματική σύν θεση, μισό τριαντάφυλλο και μισό χρυσάνθεμο. Αμέσως μετά την πόρτα προβάλλει μια ψηλή τζαμόπορτα με δύο ρόπτρα απ' όπου προωθείται κανείς στην τεράστια ορ θογώνια αίθουσα όπου εργάζονται οι υπάλληλοι, που χωρίζο νται από το κοινό με μια μακριά κονσόλα που ενώνει τους δύο πλευρικούς τοίχους, με μόνη εξαίρεση, στο ένα άκρο, την κι νητή τάβλα που επιτρέπει την πρόσβαση στο εσωτερικό. Η διάταξη των θέσεων στην αίθουσα υπακούει φυσικά σε μια ιε ραρχική προτεραιότητα, επειδή όμως είναι, όπως θα περίμενε κανείς, αρμονική απ' αυτή την άποψη, είναι αρμονική και α πό γεωμετρική άποψη, κι αυτό αποδεικνύει πως δεν υπάρχει άλυτη αντίφαση ανάμεσα στην αισθητική και την εξουσία. Η πρώτη σειρά τραπεζιών, παράλληλη προς την κονσόλα, έχει καταληφθεί από οκτώ γραφείς που αναλαμβάνουν να εξυπη ρετήσουν το κοινό. Πίσω απ' αυτήν, τοποθετημένη επίσης κε ντρικά σε σχέση με το μεσαίο άξονα που ξεκινά από την πόρ τα και χάνεται κάτω στο βάθος, στα σκοτεινά πέρατα του κτη ρίου, υπάρχει μια σειρά με τέσσερα τραπέζια. Αυτά ανήκουν στους προϊστάμενους. Μετά από αυτούς μπορεί κανείς να δει τους υποδιευθυντές, που είναι δύο. Τέλος, απομονωμένος, μο νάχος, όπως αρμόζει, ο ληξίαρχος, αυτός που στην τρέχουσα γλώσσα τον αποκαλούν διευθυντή. Η διανομή των καθηκόντων στο σύνολο των υπαλλήλων συμμορφώνεται σ' έναν απλό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο , τα μέλη κάθε βαθμού έχουν την υποχρέωση να εκτελούν όσο περισσότερη δουλειά μπορούν, έτσι ώστε μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι της να περνά στον επόμενο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι οι γραφείς είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν ασταμάτητα από το πρωί ως το βράδυ, ενώ οι προϊστάμενοι το κάνουν πότε πό-
Μ
τε, οι υποδιευθυντές στη χάση και στη φέξη και ο ληξίαρχος σχεδόν ποτέ. Η αεικινησία των οκτώ μπροστινών, που μόλις καθίσουν πρέπει να ξανασηκωθούν, διαρκώς στην τρεχάλα απ' το τραπέζι στην κονσόλα, απ' την κονσόλα στους φακέλους κι απ' τους φακέλους στο αρχείο, επαναλαμβάνοντας ακούραστα τούτες και άλλες ακόμη αλληλουχίες και συνδυασμούς ενώπιον της αδιαφορίας των ανωτέρων τους, των άμεσων και των απώ τερων, είναι παράγοντας αναπόσπαστος για να κατανοήσουμε πώς στάθηκε δυνατό και ασυγχώρητα εύκολο να συμβούν οι καταχρήσεις, οι παρατυπίες και οι πλαστογραφήσεις που συνι στούν το κεντρικό υλικό της εξιστόρησης αυτής. Για να μη χάσουμε το νήμα της πλοκής αυτού του τόσο υ περβατικού θέματος, είναι σκόπιμο να ξεκινήσουμε γνωρίζο ντας το χώρο όπου βρίσκονται εγκατεστημένα τα αρχεία κα θώς και τον τρόπο λειτουργίας τους. Αυτά διαιρούνται, δομικά και κατά βάση, ή, για να το πούμε με απλές κουβέντες, υπα κούοντας στο νόμο της φύσης, σε δύο μεγάλες περιοχές, στην περιοχή των φακέλων και των αρχείων των νεκρών και στην περιοχή των φακέλων και των αρχείων των ζωντανών. Τα χαρ τιά αυτών που δεν ζουν πια είναι λίγο ως πολύ τακτοποιημένα και βρίσκονται στην πίσω πλευρά του κτηρίου, της οποίας ο τοίχος στο βάθος, κατά καιρούς και ως συνέπεια της ασταμά τητης αύξησης του αριθμού των εκλιπόντων, πρέπει να γκρεμί ζεται και να ξαναστήνεται μερικά μέτρα παρακάτω. Όπως εύ κολα συμπεραίνουμε, οι δυσκολίες της διευθέτησης των ζω ντανών, όσο κι αν είναι υπολογίσιμες, λαμβάνοντας υπόψη ότι διαρκώς γεννιούνται άνθρωποι, είναι πολύ λιγότερο πιεστικές και έχουν μέχρι στιγμής επιλυθεί με τρόπο αρκετά ικανοποιη τικό, είτε με τη βοήθεια της οριζόντιας συμπίεσης των ατομι κών φακέλων που είχαν τοποθετηθεί στα ερμάρια, όταν πρό κειται για το αρχείο, είτε με τη χρήση λεπτού και έξτρα λεπτού »3
ο
Μ
χαρτονιού, όταν πρόκειται για τα ντοσιέ. Παρ' όλο το ενοχλη τικό πρόβλημα του τοίχου στο βάθος, που αναφέραμε και προηγουμένως, το πνεύμα προνοητικότητας των ιστορικών αρ χιτεκτόνων που σχεδίασαν το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους αξίζει εύφημο μνεία, διότι πρότειναν και υπερασπί στηκαν, ενάντια στις συντηρητικές απόψεις κάποιων στενό μυαλων και προσκολλημένων στο παρελθόν, την εγκατάσταση πέντε γιγαντιαίων αρχειοθηκών που υψώνονται μέχρι την ο ροφή πίσω από τους υπαλλήλους, πιο απομακρυσμένη η κορυ φή της κεντρικής αρχειοθήκης, ακουμπά σχεδόν την πολυθρό να του ληξίαρχου, πιο χαμηλές οι κορυφές των δύο ακριανών αρχειοθηκών και οι άλλες με ύψος μεσαίο. Οι κατασκευές αυ τές, που φαντάζουν κυκλώπειες και υπεράνθρωπες στον πα ρατηρητή, εκτείνονται στο εσωτερικό του κτηρίου πέρα από κει που φτάνει το μάτι, κι ένας λόγος είναι ότι από ένα σημείο και πέρα βασιλεύει το σκοτάδι, ενώ τα φώτα ανάβουν μόνο ό ταν χρειάζεται ν' ανατρέξει κανείς σε κάποιο φάκελο. Αυτές οι αρχειοθήκες σηκώνουν το βάρος των ζωντανών. Οι νεκροί, τα χαρτιά τους δηλαδή, είναι τοποθετημένα πιο μέσα, όχι τόσο πε ριποιημένα όσο θα επέβαλλε ο σεβασμός, γι' αυτό και προκα λούν όλη αυτή την ταλαιπωρία κάθε φορά που ένας συγγενής, ένας συμβολαιογράφος ή ένας δικαστικός υπάλληλος έρχεται στο Γενικό Ληξιαρχείο να ζητήσει πιστοποιητικά ή αντίγραφα πιστοποιητικών μιας άλλης εποχής. Η αποδιοργάνωση του τμήματος αυτού του αρχείου προκαλείται και οξύνεται ακρι βώς από το γεγονός ότι οι αρχαιότεροι εκλιπόντες είναι αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά στην επονομαζόμενη ακτίνα δρά σης, αμέσως μετά τους ζωντανούς, συνιστώντας έτσι, όπως ευφυώς το όρισε ο διευθυντής του Γενικού Ληξιαρχείου, ένα δι πλά νεκρό βάρος, μιας και σπανίως ασχολείται κανείς μαζί τους, στη χάση και στη φέξη εμφανίζεται μόνο κάποιος εκκε-
ντρικός που ερευνά κάποιες ελάχιστα συναφείς, ασήμαντες ι στορικές λεπτομέρειες. Μέχρι να έρθει η μέρα που θα αποφα σιστεί ο διαχωρισμός των νεκρών από τους ζωντανούς, με την κατασκευή σε άλλο σημείο ενός νέου Ληξιαρχείου για τη στέ γαση αποκλειστικά των εκλιπόντων, άλλη λύση δεν υπάρχει, ό πως φάνηκε εξάλλου όταν ένας από τους υποδιευθυντές, σε μια άτυχη στιγμή, σκέφτηκε να προτείνει να γίνεται η τακτο ποίηση του αρχείου των νεκρών ανάποδα, προς τα πέρα οι πιο μακρινοί, προς τα δώθε οι πιο φρέσκοι, ώστε να διευκολυνθεί, όπως γραφειοκρατικά το διατύπωσε ο ίδιος, η πρόσβαση στους πρόσφατους εκλιπόντες οι οποίοι, ως γνωστόν, είναι αυτοί που γράφουν τις διαθήκες, αυτοί που κληροδοτούν κληρονομιές, και επομένως γίνονται συχνά αντικείμενα έριδας και διαμφισβήτησης όσο το σώμα είναι ακόμα ζεστό. Ο ληξίαρχος, σαρ καστικός, ενέκρινε την ιδέα με τον όρο να επιφορτιστεί ο ίδιος ο παραινέτης με το καθήκον να σπρώχνει στο βάθος, μέρα τη μέρα, τη γιγαντιαία μάζα ατομικών φακέλων των απαρχαιω μένων νεκρών για να μπορούν να εισέρχονται στο χώρο που ε ξοικονομείται οι ατομικοί φάκελοι πρόσφατης αποβίωσης. Σε μια προσπάθεια να κάνει να ξεχαστεί η αδέξια και απραγμα τοποίητη πρόταση, κι ακόμα για να διασκεδάσει το πνεύμα του από την ταπείνωση, ο υποδιευθυντής δεν σκέφτηκε άλλο κα λύτερο παρά ζήτησε από τους γραφείς να του δώσουν λίγη απ' τη δουλειά τους, τραυματίζοντας έτσι προς τα πάνω και προς τα κάτω την ιστορική γαλήνη της ιεραρχίας. Μετά από το ε πεισόδιο η αμέλεια αυγάτισε, η εγκατάλειψη ευημέρησε, η α βεβαιότητα πλήθυνε, σε τέτοιο σημείο ώστε μια μέρα στις λαβυρινθώδεις κατακόμβες του αρχείου των νεκρών να χαθεί έ νας ερευνητής, ο οποίος μήνες μετά την παράλογη πρόταση εί χε εμφανιστεί στο Γενικό Ληξιαρχείο για να πραγματοποιήσει κάποιες εραλδικές έρευνες που του είχαν παραγγείλει. Τον α-
»4
'5
ο
M
νακάλυψαν, από θαύμα σχεδόν, μετά από μία βδομάδα, πεινα λέο, διψαλέο, να παραληρεί εξαντλημένος, ζωντανό χάρη στην ανέλπιστη ιδέα του να καταπιεί τεράστιες ποσότητες παλιών χαρτιών που, επειδή δεν χρειάζονταν μάσημα γιατί διαλύονταν στο στόμα, δεν γέμιζαν το στομάχι, ούτε και χόρταιναν. Ο δι ευθυντής του Γενικού Ληξιαρχείου, που είχε ήδη δώσει εντολή να φέρουν στο γραφείο του την καρτέλα και το φάκελο του α πρόσεκτου ιστορικού για να τον καταχωρίσει ως νεκρό, απο φάσισε να κάνει τα στραβά μάτια στις καταστροφές, που απο δόθηκαν επισήμως στα ποντίκια, εκδίδοντας μια υπηρεσιακή οδηγία που όριζε, με την απειλή προστίμου και παρακράτησης μισθού, την υποχρεωτική χρήση του μίτου της Αριάδνης από ό ποιον χρειαζόταν να πάει στο αρχείο των νεκρών. Όπως και να 'χει όμως, δεν θα ήταν δίκαιο να παραβλέ ψουμε τις δυσκολίες των ζωντανών. Είναι γνωστό και επιβε βαιωμένο πως ο θάνατος, είτε από μια εγγενή ανικανότητα εί τε από επίκτητη κακοπιστία, λόγω πείρας, δεν επιλέγει τα θύ ματα του σύμφωνα με τη διάρκεια της ζωής που έχουν ζήσει, πρακτική η οποία εξάλλου, το αναφέρουμε εντελώς παρενθε τικά, για να πιστοποιήσει το αληθές του λόγου αμέτρητων φι λοσοφικών και θρησκευτικών αυθεντιών που έχουν αποφαν θεί σχετικά με το θέμα, κατέληξε να δημιουργήσει στην αν θρώπινη ύπαρξη, με τρόπο αντανακλαστικό και μέσ' από δια φορετικούς ως και αντιφατικούς δρόμους, το παράδοξο απο τέλεσμα της διανοητικής εξιδανίκευσης του φυσικού τρόμου απέναντι στο θάνατο. Για να περάσουμε όμως στο θέμα μας, αυτό για το οποίο δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατηγορήσου με το θάνατο είναι ότι άφησε κάποιον ξεχασμένο γέρο επ' αό ριστον στον κόσμο, να γερνάει όλο και περισσότερο με τον καιρό, δίχως ιδιαίτερη αξία ή κάποιο άλλο ορατό κίνητρο. Το ξέρουμε δα πως όση διάρκεια κι αν έχουν οι γέροι, στο τέλος
ο
Μ
κάποια στιγμή θα 'ρθει η ώρα τους. Δεν περνά ούτε μέρα που να μη χρειαστεί οι γραφείς να σηκώσουν φακέλους από τα ερ μάρια των ζωντανών και να τους αποθηκεύσουν στο βάθος, δεν περνά ούτε μέρα που να μη σπρώξουν προς την κορυφή του ερμαρίου αυτούς που παραμένουν, έστω κι αν μερικές φορές, από κάποιο ειρωνικό καπρίτσιο του αινιγματικού πεπρωμέ νου, είναι μονάχα για μια μέρα. Σύμφωνα με τη λεγόμενη φυ σική τάξη των πραγμάτων, όταν φτάσει κανείς στην κορυφή της αρχειοθήκης θα πει ότι η τύχη του κουράστηκε και δεν έ χει πολύ δρόμο πια μπροστά της. Το τέλος του ερμαρίου είναι, με κάθε έννοια, η αρχή της πτώσης. Ωστόσο συμβαίνει, και υ πάρχουν κάποιοι φάκελοι που, άγνωστο για ποιο λόγο, ανθί στανται στο χείλος του κενού, αναίσθητοι στην τελευταία σκοτοδίνη, για χρόνια και χρόνια πέρα από την πρέπουσα διάρ κεια της ανθρώπινης ύπαρξης όπως αυτή έχει συνομολογηθεί. Στην αρχή οι φάκελοι αυτοί διεγείρουν σε κάθε υπάλληλο την επαγγελματική περιέργεια, πολύ σύντομα όμως ξυπνά μέσα τους η ανυπομονησία, λες και το ξεδιάντροπο πείσμα των μα κρόβιων τους λιγοστεύει, τους τρώει, τους καταβροχθίζει τις προοπτικές της δικής τους ζωής. Δεν είχαν ολότελα άδικο οι προληπτικοί, αν λάβουμε υπόψη πόσες και πόσες είναι οι πε ριπτώσεις υπαλλήλων από διάφορες κατηγορίες των οποίων οι φάκελοι χρειάστηκε να απομακρυνθούν διά παντός από το (χρχείο των ζωντανών, την ίδια ώρα που τα χαρτιά των ισχυρογνωμόνων επιζώντων κιτρίνιζαν ολοένα και περισσότερο, μέχρι να καταλήξουν σκούροι και αντιαισθητικοί λεκέδες στην κορυφή των ερμαρίων, προσβάλλοντας τα μάτια του κοινού. Τότε ήταν που ο διευθυντής του Γενικού Ληξιαρχείου είπε σ' ένα γραφέα, Κύριε Ζοζέ, να μου αντικαταστήσεις τούτα τα εξώφυλλα.
ι6
17 Λ ' - Όλα τα
ονόματα
Μ
νυμα, από τα συνηθισμένα, χωρίς ονοματολογικές α κρότητες, ένα από την πλευρά του πατέρα του, το άλλο από την πλευρά της μητέρας του, όπως είναι το φυσιολογικό, που του μεταβιβάστηκαν διά της νομίμου οδού, όπως θα μπο ρούσαμε να εξακριβώσουμε στη ληξιαρχική πράξη που βρί σκεται στο Ληξιαρχείο αν η ουσία του ζητήματος δικαιολο γούσε τέτοιο ενδιαφέρον, και αν το αποτέλεσμα της διαλεύ κανσης αυτής ξεπλήρωνε τον κόπο να επιβεβαιώσουμε κάτι που είναι ήδη γνωστό. Ωστόσο για κάποιον ανεξιχνίαστο λό γο, εκτός κι αν οφείλεται απλώς στην ασημαντότητα της ύ παρξης του, όταν ρωτούν τον κ. Ζοζέ πώς ονομάζεται, ή όταν οι περιστάσεις απαιτούν να συστηθεί, Λέγομαι Τάδε Δείνα, ποτέ δεν έφερε αποτέλεσμα η αναφορά ολόκληρου του ονό ματος του, μιας και οι ακροατές του συγκρατούν στη μνήμη τους μόνο την πρώτη του λέξη, Ζοζέ, και σ' αυτήν κατόπιν θα προσθέσουν ή όχι, ανάλογα με το βαθμό εμπιστοσύνης ή τυπι κότητας, κάποια λέξη αβρότητας ή οικειότητας. Γιατί, ας το πούμε εξαρχής, η λέξη κύριε δεν έχει τόση αξία όσο φάνηκε να υπόσχεται αρχικά, τουλάχιστον όχι εδώ στο Ληξιαρχείο, ό που το γεγονός ότι απευθύνονται όλοι ο ένας στον άλλο με τον ίδιο τρόπο, από το ληξίαρχο μέχρι το νεότερο γραφέα, δεν έ-
χει πάντα την ίδια σημασία στην πρακτική των ιεραρχικών σχέσεων, αφού μπορεί πράγματι κανείς να παρατηρήσει, στους τρόπους εκφώνησης αυτής της σύντομης λέξης και ανά λογα με τις διαφορετικές κλίμακες εξουσίας ή και διάθεσης της στιγμής, ευδιάκριτες διακυμάνσεις που εκτείνονται από τη συγκατάβαση ως τον εκνευρισμό, την ειρωνεία, την περιφρό νηση, την ταπεινοφροσύνη, την κολακεία, κι αυτό έρχεται να μας δείξει σε ποιο βαθμό μπορεί να φτάσει η εκφραστικότητα τριών απλών φθόγγων που, με μια ματιά, έτσι ενωμένοι, μοιά ζουν να λένε μόνο ένα πράγμα. Με τις δύο συλλαβές του Ζο ζέ και τις άλλες τρεις τού κύριε, όταν οι τελευταίες προηγού νται του ονόματος, συμβαίνει λίγο ως πολύ το ίδιο. Μπορεί πά ντα να διακρίνει κανείς σ' αυτές, όταν απευθύνονται σε κά ποιον, μέσα στο Ληξιαρχείο ή και έξω από αυτό, έναν τόνο πε ριφρόνησης, ή ειρωνείας, ή εκνευρισμού, ή συγκατάβασης. Οι υπόλοιποι τόνοι, της ταπεινοφροσύνης και της κολακείας, αποχαυνωτικοί και μελωδικοί, ποτέ δεν ήχησαν στα αυτιά του γραφέα κ. Ζοζέ, αυτοί δεν βρήκαν ποτέ την είσοδο στη χρω ματική κλίμακα των αισθημάτων που του απευθύνονται συνή θως. Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινίσουμε πως μερικά απ' αυ τά τα αισθήματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα απ' όσα απαριθ μήσαμε προηγουμένως, που είναι κατά κάποιον τρόπο πρωτο γενή, προφανή και μονολιθικά. Όταν, λόγου χάρη, ο ληξίαρ χος έδωσε την εντολή, Κύριε Ζοζέ, να μου αντικαταστήσεις ε κείνα τα εξώφυλλα, ένα αυτί προσεκτικό και εκλεπτυσμένο θα είχε αναγνωρίσει στη φωνή κάτι που θα μπορούσε να αξιολο γηθεί, κι ας επιτραπεί η προφανής αντίφαση των όρων, ως μια ιξουσιαστική αδιαφορία, πράγμα που σημαίνει μια εξουσία τόσο σίγουρη για τον εαυτό της που όχι μόνο έδειξε να αγνοεί το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν, ούτε καν το κοίταξε, αλ λά επιπλέον έκανε σαφές πως δεν θα έριχνε ξανά τα μάτια χα-
ι8
19
Π
ΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΦΤΙΣΤΙΚΟ ΖΟΖΕ, Ο Κ. ΖΟΖΕ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΕΠΩ-
M
μηλά μόλις βεβαιωνόταν ότι η εντολή είχε εκτελεστεί. Για να φτάσει μέχρι τα ψηλότερα ερμάρια, στην κορυφή, κολλητά σχεδόν στο ταβάνι, ο κ. Ζοζέ έπρεπε να χρησιμοποιεί μια πο λύ ψηλή φορητή σκάλα, και επειδή υπέφερε, για κακή του τύ χη, από εκείνη την ενοχλητική ψυχογενή διαταραχή που κοι νώς αποκαλούμε σκοτοδίνη, δεν είχε άλλη επιλογή, για να μη βρεθεί φαρδύς πλατύς στα πλακάκια, παρά να δένεται από τα σκαλοπάτια μ' ένα γερό ζωνάρι. Εκεί κάτω χαμηλά, κανείς α πό τους ομόβαθμούς του συναδέλφους, για τους ανωτέρους του δεν αξίζει τον κόπο να το πούμε, δεν αναλογίστηκε να ση κώσει τα μάτια για να δει αν η δουλειά του προχωρούσε καλά. Ένας τρόπος να δικαιολογήσουν την αδιαφορία τους ήταν να θεωρήσουν δεδομένο ότι ήταν εντάξει. Στην αρχή, μια αρχή που χάνεται στους αιώνες, οι υπάλλη λοι εγκαθίσταντο στο Γενικό Ληξιαρχείο. Όχι ακριβώς μέσα, σε ομαδικό κοινόβιο, αλλά σε απλές και χοντροκομμένες κα τοικίας που είχαν κατασκευαστεί στο εξωτερικό του κτηρίου, κατά μήκος των πλευρικών τοίχων, σαν μικρά παρατημένα παρεκκλήσια που γραπώθηκαν από το θαλερό κορμό της μη τρόπολης. Τα σπίτια διέθεταν δύο πόρτες, μία κανονική πόρ τα που έβγαζε στο δρόμο και μία βοηθητική, διακριτική, αό ρατη σχεδόν, που επικοινωνούσε με το μεγάλο πλοίο των αρ χείων, πράγμα που τους καιρούς εκείνους και για πολλά χρό νια θεωρήθηκε γενικά ευεργετικό για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας, αφού οι υπάλληλοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να χά νουν χρόνο σε μετακινήσεις μέσα στην πόλη, ούτε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως δικαιολογία την κίνηση όταν έφταναν αργοπορημένοι για να χτυπήσουν κάρτα. Πέρα από αυτά τα λογιστικά πλεονεκτήματα, ήταν πανεύκολο να στείλουν την ε πιθεώρηση υγείας να επιβεβαιώσει αν όντως έλειπαν από το σπίτι όποτε τους κατέβαινε να δηλώσουν ασθενείς. Δυστυχώς,
ορισμένες αλλαγές στα κριτήρια του δήμου σχετικά με το πο λεοδομικό σχέδιο της συνοικίας όπου βρισκόταν το Γενικό Ληξιαρχείο υποχρέωσαν σε κατεδάφιση τα ενδιαφέροντα σπι τάκια, με μία μόνο εξαίρεση, που οι αρμόδιες αρχές αποφάσι σαν να συντηρήσουν ως αρχιτεκτονικό ντοκουμέντο μιας επο χής και ως ανάμνηση ενός συστήματος εργασιακών σχέσεων που, όσο κι αν δεν το παραδέχονται οι επιπόλαιοι κριτές της σύγχρονης εποχής, είχε και τα καλά του. Σ' αυτό το σπίτι μένει ο κ. Ζοζέ. Δεν έγινε από πρόθεση, δεν διάλεξαν αυτόν ως ε ναπομείναντα θεματοφύλακα του παρελθόντος, αν έλαχε έτσι ήταν εξαιτίας της θέσης της κατοικίας, βρισκόταν σε μια γω νιά που δεν εμπόδιζε τη νέα διάταξη, όπως δεν επρόκειτο για τιμωρία ή έπαθλο, μιας και δεν τ' άξιζε ο κ. Ζοζέ, ούτε το ένα ούτε το άλλο, απλώς του επιτράπηκε να συνεχίσει να ζει στο σπίτι, τίποτε άλλο. Όπως και να 'χει, ως ένδειξη ότι οι εποχές έχουν αλλάξει, και για να αποφευχθεί μια κατάσταση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προνόμιο, η πόρτα επικοινωνίας με το Ληξιαρχείο παραγκωνίστηκε, δηλαδή έδωσαν εντολή (ττον κ. Ζοζέ να την κλειδώσει και τον προειδοποίησαν ότι δεν μπορούσε πια να έρχεται από κει. Αυτός είναι και ο λόγος που ο κ. Ζοζέ πρέπει να μπαίνει και να βγαίνει κάθε μέρα από τη μεγάλη πόρτα του Γενικού Ληξιαρχείου, όπως όλοι οι άλλοι, ακόμα κι αν πάνοτστήν πόλη πέφτει μια μανιασμένη καταιγί δα. Θα πρέπει πάντωςΛα ειπωθεί πως το μεθοδικό του πνεύ μα αισθάνεται ξαλαφρωμένο που υπακούει σε μια αρχή ισό τητας, έστω κι αν σ' αυτή την περίπτωση είναι εις βάρος του, παρόλο που, για να πούμε την αλήθεια, θα προτιμούσε να μη χρειάζεται ν' ανεβαίνει πάντα αυτός στη φορητή σκάλα για ν' αλλάξει τα εξώφυλλα των παλιών φακέλων, ειδικά αφού υπο φέρει από υψοφοβία, όπως αναφέραμε. Ο κ. Ζοζέ έχει την α ξιέπαινη αιδώ των ανθρώπων εκείνων που δεν κόβουν βόλτες
M
παραπονούμενοι για τις νευρικές και ψυχολογικές ενοχλήσεις τους, αυθεντικές ή φανταστικές, και το πιθανότερο είναι να μην έχει μιλήσει ποτέ στους συναδέλφους του για την πάθηση του, σε αντίθετη περίπτωση τούτοι δω δεν θα έκαναν άλλη δουλειά παρά να τον κοιτάζουν ανήσυχοι κάθε φορά που βρί σκεται εκεί ψηλά, με το φόβο ότι, παρ' όλη την ασφάλεια της ζώνης, θα γκρεμοτσακιστεί στα σκαλοπάτια και θα πέσει πά νω στα κεφάλια τους. Όταν ο κ. Ζοζέ επιστρέφει επιτέλους στο έδαφος, μισοζαλισμένος ακόμη, αποκρύπτοντας όσο κα λύτερα μπορεί τις τελευταίες δίνες του ιλίγγου, οι υπόλοιποι υ πάλληλοι, οι ίσοι του αλλά και οι ανώτεροι, ούτε καν διανοού νται σε τι κίνδυνο βρέθηκαν. Έφτασε τώρα η ώρα να εξηγήσουμε ότι, ακόμα κι αν είναι υποχρεωμένος να κάνει ολόκληρο κύκλο για να μπει στο Γενι κό Ληξιαρχείο και για να επιστρέψει στο σπίτι του, ο κ. Ζοζέ μόνο ικανοποίηση και ανακούφιση αντλεί από την κατάργηση της πόρτας. Δεν είναι ο άνθρωπος που θα δεχόταν τις επισκέ ψεις συναδέλφων στο μεσημεριανό διάλειμμα, και, όποτε έπε φτε άρρωστος στο κρεβάτι, ο ίδιος οικειοθελώς εμφανιζόταν στην αίθουσα και παρουσιαζόταν στον αντίστοιχο υποδιευθυ ντή, ώστε να μην υπάρξουν αμφιβολίες για την τιμιότητα του υπαλλήλου και να μη χρειαστεί να του στείλουν την υγειονο μική επιθεώρηση στο προσκεφάλι του. Με την απαγόρευση της χρήσης της πόρτας είχαν μειωθεί ακόμη περισσότερο οι πι θανότητες μιας απρόσμενης παρεμβολής στο οικιακό του κα ταφύγιο, όταν, λόγου χάρη, έχει εκτεθειμένο πάνω στο τραπέ ζι, τυχαία, εκείνο που τόσο κόπο έχει αποκτήσει εδώ και κά μποσα χρόνια, δηλαδή τη σημαντική συλλογή του με ειδήσεις που αναφέρονται σε πρόσωπα της χώρας που καλώς ή κακώς είχαν γίνει διάσημα. Οι αλλοδαποί, όποια κι αν ήταν η έκταση της δημοτικότητας τους, δεν τον ενδιέφεραν, τα χαρτιά τους 22
Ο
Μ
βρίσκονταν αρχειοθετημένα σε μακρινά ληξιαρχεία, που είναι ζήτημα αν λέγονταν κι εκεί έτσι, κι ήταν γραμμένα σε γλώσσες που εκείνος δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει, διέπονταν α πό νόμους που δεν γνώριζε, κι ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε την πιο ψηλή φορητή σκάλα, δεν θα μπορούσε να τα φτάσει. Τέτοιους ανθρώπους, σαν τον κ. Ζοζέ, τους συναντάμε πα ντού, περνούν τον καιρό τους ή τον καιρό που νομίζουν ότι πε ρισσεύει απ' τη ζωή τους μαζεύοντας γραμματόσημα, νομί σματα, μετάλλια, βάζα, καρτ ποστάλ, σπιρτόκουτα, βιβλία, ρο λόγια, αθλητικές φανέλες, αυτόγραφα, πέτρες, πήλινες κού κλες, άδεια τενεκεδάκια αναψυκτικών, αγγελάκια, κάκτους, προγράμματα της όπερας, αναπτήρες, στυλό, σακίδια, μουσι κά κουτιά, μπουκάλια, μπονσάι, πίνακες, φλιτζάνια, πίπες, κρυστάλλινους οβελίσκους, πορσελάνινα παπάκια, παλιά παι χνίδια, αποκριάτικες μάσκες, κατά πάσα πιθανότητα το κά νουν από κάτι που^θα/μπορούσαμε να ονομάσουμε μεταφυσι κή αγωνία, ίσως επειδή δεν αντέχουν στην ιδέα ότι το χάος εί ναι ο μοναδικός κυβερνήτης του σύμπαντος, γι' αυτό και με τις λιγοστές δυνάμεις τους, δίχως θεϊκή βοήθεια, προσπαθούν διαρκώς να βάλουν λίγη τάξη στον κόσμο, για λίγο το κατα φέρνουν, για όσο χρόνο μπορούν και υπερασπίζονται τη συλ λογή τους, γιατί όταν φτάσει η ώρα να σκορπιστεί, και πάντα φτάνει αυτή η μέρα, είτε λόγω θανάτου είτε λόγω κόπωσης του συλλέκτη, όλα επιστρέφουν στην αρχή κι όλα συγχέονται ξανά. Επομένως, αφού η μανία αυτή του κ. Ζοζέ είναι ολοφάνε ρα αθώα, δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί παίρνει τόσες προφυ λάξεις ώστε κανείς να μην υποψιαστεί ότι κάνει συλλογή από αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών με ειδήσεις και φω τογραφίες διασήμων, δίχως άλλο κίνητρο από την ίδια τη δια σημότητα, αφού του είναι αδιάφορο αν πρόκειται για πολιτι κούς ή στρατηγούς, για ηθοποιούς ή αρχιτέκτονες, για μουσι23
M
Ο
κούς ή ποδοσφαιριστές, για ποδηλάτες ή συγγραφείς, για κερ δοσκόπους ή μπαλαρίνες, για δολοφόνους ή τραπεζίτες, για χαρτοκλέφτες ή βασίλισσες ομορφιάς. Δεν είχε πάντα αυτή τη μυστικοπάθεια. Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν θέλησε να μιλήσει για το πόνημα του στους λιγοστούς συναδέλφους που εμπι στευόταν, αυτό όμως οφειλόταν στο συνεσταλμένο χαρακτήρα του και όχι σε κάποιο συνειδητό φόβο ότι θα τον γελοιοποι ούσαν. Η έγνοια του να υπερασπιστεί με τέτοιο ζήλο τον ιδιω τικό του χώρο προέκυψε μετά από την κατεδάφιση των σπι τιών όπου έμεναν οι υπάλληλοι του Γενικού Ληξιαρχείου, ή, για να είμαστε ακριβείς, όταν τον ενημέρωσαν ότι δεν μπο ρούσε πλέον να χρησιμοποιήσει την ενδιάμεση πόρτα. Πιθα νόν να πρόκειται απλώς για μια σύμπτωση μέσα στις τόσες, ε φόσον δεν φαίνεται ποια άμεση ή κοντινή σχέση μπορεί να υ πάρχει ανάμεσα σ' εκείνο το γεγονός και σε μια τόσο ξαφνική ανάγκη για μυστικοπάθεια, είναι όμως πασίγνωστο ότι το αν θρώπινο πνεύμα πολλές φορές παίρνει αποφάσεις χωρίς να φαίνεται να ξέρει τις αιτίες τους, και επομένως μπορούμε να υ ποθέσουμε ότι το κάνει αυτό αφού έχει διατρέξει πια τους δρό μους του νου με τέτοια ταχύτητα που κατόπιν δεν είναι ικανός να τους αναγνωρίσει και πολύ λιγότερο να τους ξανασυναντή σει. Έτσι ή αλλιώς, είτε είναι αυτή η εξήγηση είτε οποιαδήπο τε άλλη, ένα βράδυ, περασμένη ώρα, όπως βρισκόταν στο σπί τι του και ασχολιόταν ήσυχα με την ανανέωση των εγγράφων ενός επισκόπου, ο κ. Ζοζέ είχε μια φαεινή ιδέα που έμελλε να του μεταμορφώσει τη ζωή. Είναι πολύ πιθανό η συνείδηση του, ξάφνου ανήσυχη από την παρουσία του Γενικού Ληξιαρ χείου στην άλλη πλευρά του χοντρού τοίχου, μ' εκείνα τα θεό ρατα ερμάρια φορτωμένα με ζωντανούς και νεκρούς, τη μικρή και αχνή λάμπα που αιωρούνταν από το ταβάνι πάνω από το τραπέζι του ληξίαρχου αναμμένη μέρα νύχτα, τα πυκνά σκο24
ο
Μ
τάδια που έφραζαν τους διαδρόμους ανάμεσα στα ερμάρια, την αβυσσαλέα σκοτεινιά που βασίλευε στο βάθος του πλοίου, τη μοναξιά, τη σιωπή, είναι πολύ πιθανό ότι μ' όλα αυτά, και μέσ' από τους περίπλοκους διανοητικούς δρόμους που αναφέ ραμε, να αντιλήφθηκε πως κάτι βασικό έλειπε από τις συλλο γές του, κι αυτό είναι η προέλευση, οι ρίζες, η καταγωγή, με άλλα λόγια, η απλή πράξη γέννησης των διάσημων προσώ πων από τη δημόσια ζωή των οποίων είχε βαλθεί να συγκε ντρώσει ειδήσεις. Δεν ήξερε, λόγου χάρη, πώς ονομάζονταν οι γονείς του επισκόπου, ούτε ποιοι ήταν οι νονοί που τον συνό δεψαν στη βάφτιση, ούτε πού ακριβώς είχε γεννηθεί, σε ποιο δρόμο, σε ποιο κτήριο, σε ποιον όροφο, κι όσο για την ημερο μηνία γέννησης, ακόμα κι αν παρεμπιπτόντως αναφερόταν σε κάποιο από τα αποκόμματα, μονάχα η επίσημη πράξη του Ληξιαρχείου προφανώς θα αποτελούσε τεκμήριο της, και όχι μια τυχάρπαστη πληροφορία που συλλέχθηκε από τον τύπο, ένας Θεός ξέρει σε ποιο βαθμό ακριβής, θα μπορούσε ο δημο σιογράφος να είχε ακούσει ή να είχε αντιγράψει λάθος, θα μπορούσε ο επιμελητής να είχε διορθώσει και να είχε γράψει το αντίθετο, μήπως θα ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της α παλοιφής που θα συνέβαινε αυτό.* Η λύση ήταν στο χέρι του. 11 αδιάσειστη πεποίθηση του πως ο διευθυντής του Γενικού Ληξιαρχείου έτρεφε, κάτω από το απόλυτο βάρος της εξου σίας του, τη βεβαιότητα πως οποιαδήποτε εντολή ξεστόμιζε θα την εκτελούσαν με τη μέγιστη αυστηρότητα και λεπτομέ-
* Αναφορά στον επιμελητή Ραϊμούντο Σίλβα, κεντρικό χαρακτήρα της Ιιπορίας της Πολιορκίας της Αισαβόνας του Ζοζέ Σαραμάγκου, που με την προσθήκη ενός «δεν» ανατρέπει το νόημα ενός ιστορικού βιβλίου. Απαλοι φή είναι το τυπογραφικό σημάδι που χρησιμοποιεί ο επιμελητής για να σβή σει κάτι στο πρωτότυπο που επιμελείται. (Σ.τ.Μ.) 25
M
ρεια, χωρίς κίνδυνο για ιδιότροπα παρατράγουδα ή αυθαίρε τα συνεπακόλουθα από μέρους του υφισταμένου που τη δεχό ταν, ήταν ο λόγος που το κλειδί της ενδιάμεσης πόρτας είχε παραμείνει στην κατοχή του κ. Ζοζέ. Ποτέ δεν θα σκεφτόταν να το χρησιμοποιήσει, ποτέ δεν θα έφτανε να το βγάλει απ' το συρτάρι όπου το είχε φυλαγμένο, αν δεν κατέληγε στο συμπέ ρασμα ότι οι προσπάθειες του ως εθελοντή βιογράφου πολύ λίγο εξυπηρετούσαν, αντικειμενικά, αν δεν επισυνάπτεται κά ποιο ενδεικτικό πιστοποιητικό, ή ένα πιστό αντίγραφο του, της ύπαρξης, όχι μόνο της ουσιαστικής αλλά και της τυπικής, των βιογραφούμενων. Ας φανταστούμε τώρα σε ποια κατάσταση νεύρων και με πόση ταραχή άνοιξε ο κ. Ζοζέ για πρώτη φορά την απαγο ρευμένη πόρτα, το ρίγος που τον σταμάτησε στην είσοδο, σαν να έβαζε το πόδι του στο κεφαλόσκαλο ενός άδυτου όπου βρί σκεται θαμμένος ένας θεός του οποίου η δύναμη, αντίθετα με την παράδοση, δεν πηγάζει από την ανάσταση, αλλά από την απάρνησή της. Μόνο οι νεκροί θεοί είναι θεοί για πάντα. Οι σκιώδεις όγκοι των ερμαρίων που ήταν φορτωμένα με χαρτιά έμοιαζαν να τρυπούν το αόρατο ταβάνι και ν' ανεβαίνουν στο μαύρο ουρανό, η αδύναμη φωτεινότητα πάνω απ' το γραφείο του ληξίαρχου έμοιαζε με μακρινό αστέρι που ασφυκτιά. Πα ρόλο που γνώριζε καλά το χώρο όπου επρόκειτο να κινηθεί, ο κ. Ζοζέ, όταν ανέκτησε τη σχετική ηρεμία, κατάλαβε πως θα χρειαζόταν τη βοήθεια κάποιου φωτός για να μη σκουντουφλήσει πάνω στα έπιπλα, κυρίως όμως για να μπορέσει να φτάσει στα πιστοποιητικά του επισκόπου χωρίς να χάσει πο λύτιμο χρόνο, πρώτα στην καρτέλα κι ύστερα στον ατομικό του φάκελο. Στο συρτάρι όπου φυλούσε το κλειδί είχε ένα φα κό τσέπης. Πήγε να τον πάρει κι ύστερα, λες και το γεγονός ό τι είχε μαζί του ένα φως τον γέμιζε με καινούριο κουράγιο, 26
ο
Μ
προχώρησε αποφασιστικά σχεδόν ανάμεσα στα τραπέζια, μέ χρι την κονσόλα πίσω απ' την οποία βρισκόταν εγκατεστημέ νη η αρχειοθήκη των ζωντανών. Ανακάλυψε γρήγορα την καρτέλα του επισκόπου κι είχε την τύχη να τη βρει αρχειοθε τημένη στο ύψος του ώμου του στο ερμάρι με το σχετικό φά κελο. Δεν χρειάστηκε επομένως να χρησιμοποιήσει τη σκάλα, (τκέφτηκε όμως με συναίσθηση πώς θα ήταν η ζωή του όταν θα έπρεπε να ανέβει σε υψηλότερες σφαίρες των ερμαρίων, ε κεί όπου απλωνόταν ο μαύρος ουρανός. Άνοιξε το ντουλάπι με τα έντυπα, έβγαλε ένα από κάθε πρότυπο και επέστρεψε στο σπίτι του αφήνοντας ανοιχτή την ενδιάμεση πόρτα. Κατόπιν κάθισε και, με χέρι τρεμάμενο ακόμη, άρχισε να αντιγράφει (ττα λευκά έγγραφα τα στοιχεία ταυτότητας του επισκόπου, το πλήρες όνομα, χωρίς να παραλείψει κανένα επώνυμο ή έστω μια. συλλαβή, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, τα ονό ματα των γονιών, τα ονόματα των νονών, το όνομα του εφη μέριου που τον βάφτισε, το όνομα του υπαλλήλου του Γενικού Ληξιαρχείου που έκανε την εγγραφή του στο μητρώο, όλα τα ονόματα. Όταν έφτασε στο τέλος της σύντομης εργασίας του ήταν εξουθενωμένος, τα χέρια του ίδρωναν, ένιωθε ρίγη στα πλευρά, είχε πλήρη συναίσθηση ότι είχε διαπράξει αμάρτημα ινάντια στο πνεύμα του υπαλληλικού σώματος, γιατί πράγμα τι δεν υπάρχει τίποτα που να κουράζει έναν άνθρωπο πιο πο λύ από την υποχρέωση του να παλέψει όχι με το πνεύμα του, αλλά με μια αφαίρεση. Παραβιάζοντας εκείνα τα χαρτιά είχε διαρρήξει την πειθαρχία και την ηθική, κι ίσως ακόμα τη νο μιμότητα. Όχι διότι οι πληροφορίες που αυτά μαρτυρούσαν ή ταν εμπιστευτικές ή μυστικές, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, εφό σον οποιοσδήποτε θα μπορούσε να εμφανιστεί στο Ληξιαρ χείο και να ζητήσει αντίγραφα ή βεβαιώσεις των πιστοποιητι κών του επισκόπου χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσει τους λό27
M
γους της αίτησης ή για ποιους σκοπούς τα προόριζε, αλλά ε πειδή δεν είχε σεβαστεί την ιεραρχική αλυσίδα και είχε ενερ γήσει χωρίς την απαραίτητη εντολή ή έγκριση ενός ανωτέρου. Σκέφτηκε για μια στιγμή να κάνει πίσω, να επανορθώσει την απίθανη πράξη του σκίζοντας και εξαφανίζοντας τα αναιδή αντίγραφα και παραδίνοντας το κλειδί στο ληξίαρχο, Κύριε δι ευθυντά, δεν θέλω να έχω ευθύνες αν τυχόν χαθεί τίποτε απ' το Ληξιαρχείο, και μετά απ' αυτό να ξεχάσει τις μεγαλειώδεις, τρόπον τινά, στιγμές που μόλις είχε ζήσει. Ωστόσο επικράτησε μέσα του η ικανοποίηση και η περηφάνια που είχε μάθει τα πάντα, αυτή ακριβώς τη λέξη χρησιμοποίησε, Τα πάντα, για τη ζωή του επισκόπου. Κοίταξε το ντουλάπι όπου φυλούσε τα κουτιά με τις συλλογές των αποκομμάτων και χαμογέλασε με κρυφή ευχαρίστηση, καθώς σκέφτηκε τη δουλειά που τον πε ρίμενε τώρα, τα νυχτερινά ξεπορτίσματα, τη διατεταγμένη πε ρισυλλογή των καρτελών και των φακέλων, την αντιγραφή με τα καλύτερα του γράμματα, ένιωθε τόσο ευτυχισμένος που ού τε το γεγονός πως θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει τη φορη τή σκάλα δεν έκαμψε το φρόνημα του. Επέστρεψε στο Λη ξιαρχείο και απόθεσε τα πιστοποιητικά του επισκόπου στη θέ ση τους. Κατόπιν, με μια αυτοπεποίθηση που ποτέ άλλοτε δεν είχε γευτεί στη ζωή του, περιέφερε το φακό στο χώρο σαν να καταλάμβανε επιτέλους κάτι που του ανήκε ανέκαθεν, μόνο τώρα όμως κατάφερνε να το αναγνωρίσει για δικό του. Στα μάτησε για μια στιγμή και κοίταξε το γραφείο του διευθυντή, στεφανωμένο απ' το λερό φως που κατέβαινε απ' την κορυφή, ναι, αυτό έπρεπε να κάνει, πήγε και κάθισε σ' εκείνη την κα ρέκλα, από σήμερα θα γινόταν αυτός ο πραγματικός άρχων των αρχείων, μόνο αυτός μπορούσε, αν το ήθελε, εκτός από τις μέρες που ήταν υποχρεωμένος να περνά εδώ, να ζει με δική του θέληση εδώ και τις νύχτες του, ο ήλιος κι η σελήνη να πε 28
ριστρέφονται ακούραστα γύρω απ' το Γενικό Ληξιαρχικό Μη τρώο του Κράτους, κόσμο και κέντρο του κόσμου. Όταν θέ λουμε να αναγγείλουμε την έναρξη κάποιου πράγματος, μιλά με πάντα για την πρώτη μέρα, ενώ η πρώτη νύχτα θα έπρεπε να μετρά, αυτή είναι η απαραίτητη συνθήκη για τη μέρα, η νύ χτα θα ήταν αιώνια αν δεν υπήρχε νύχτα. Ο κ. Ζοζέ είναι κα θισμένος στην καρέκλα του ληξίαρχου κι εκεί απομένει μέχρι το ξημέρωμα, ακούγοντας το υπόκωφο θρόισμα των χαρτιών των ζωντανών πάνω στη συμπαγή σιγή των νεκρών χαρτιών. Όταν έσβησαν τα φώτα του δρόμου και τα πέντε παράθυρα πάνω από τη μεγάλη πόρτα πήραν ένα σκούρο γκρίζο χρώμα, σηκώθηκε απ' την καρέκλα και μπήκε στο σπίτι κλείνοντας την ενδιάμεση πόρτα πίσω του. Πλύθηκε, ξυρίστηκε, πήρε το πρόγευμα του, τακτοποίησε χωριστά τα χαρτιά του επισκόπου, φόρεσε το καλύτερο κοστούμι του, κι όταν ήρθε η ώρα βγήκε από την άλλη πόρτα, την εξώπορτα, έκανε το γύρο του κτηρί ου και μπήκε στο Ληξιαρχείο. Κανείς από τους συναδέλφους του δεν κατάλαβε ποιος ήταν αυτός που μπήκε μέσα, απάντη σαν όπως συνήθως στο χαιρετισμό του, είπαν Καλημέρα, κ. Ζοζέ, και δεν ήξεραν με ποιον είχαν να κάνουν.
29
M
Ε
σκεται σε διαρκή κίνηση στην περιοχή που συμβατικά ονομά ζουμε οριακή. Η φήμη, αλίμονο μας, είναι αεράκι που όπως έρχεται φεύγει, είναι μια ανεμοδουρα που γυρνά πότε στο βορ ρά και πότε στο νότο, κι ακριβώς όπως περνά κανείς από την ανωνυμία στη δημοσιότητα χωρίς να καταλάβει το γιατί, αντί στοιχα είναι συχνό φαινόμενο, αφού φτεροκοπήσει στη θερμή (χύρα της δημοσιότητας, στο τέλος να μην ξέρει πώς ονομάζε ται. Αν εφαρμόσουμε τις απλές αυτές αλήθειες στη συλλογή του κ. Ζοζέ, γίνεται φανερό ότι σ' αυτήν ενυπάρχουν ένδοξες αναλαμπές και δραματικές εκπτώσεις, κάποιος που βγήκε α πό την ομάδα των αναπληρωματικών και μπήκε στη βασική ο μάδα, άλλος που δεν χώρεσε στο μπουκάλι και χρειάστηκε να τον πετάξουν έξω. Η συλλογή του κ. Ζοζέ μοιάζει πολύ με τη
ΥΤΥΧΩΣ ΟΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΛΟΙ. ΑΚΟΜΑ
κι αν υιοθετήσει κανείς κριτήρια επιλογής και αντιπροσωπευτικότητας τόσο εκλεκτικιστικά και ποιοτικά όπως αυτά που είδαμε να έχει ο κ. Ζοζέ, δεν είναι εύκολο, ειδικά ό ταν πρόκειται για μια μικρή χώρα, να συμπληρώσει μια στρογ γυλή εκατοντάδα προσώπων πραγματικά φημισμένων χωρίς να πέσει στη γνωστή ανεκτικότητα των ανθολογιών των εκα τό καλύτερων ερωτικών σονέτων ή των εκατό δηκτικότερων ε λεγειών, ενώπιον των οποίων μας αναγνωρίζεται κάθε δίκιο να υποπτευτούμε πως οι τελευταίες επιλογές συμπεριλήφθη καν μόνο και μόνο για να στρογγυλέψουν το λογαριασμό. Αν τη θεωρήσουμε στο σύνολο της, η συλλογή του κ. Ζοζέ ξεπερ νούσε κατά πολύ την εκατοντάδα, αλλά γι' αυτόν, όπως είχε συμβεί επίσης και για το συντάκτη των ανθολογιών ελεγειών και σονέτων, ο αριθμός εκατό ήταν ένα σύνορο, ένα όριο, ένα nee plus ultra, ή, για να μιλήσουμε λαϊκά, ένα μπουκάλι του λί τρου που, όσο κι αν το θέλουμε, δεν θα χωρέσει ποτέ παραπά νω από ένα λίτρο υγρού. Στην αντίληψη αυτή του σχετικού χα ρακτήρα της φήμης θα ταίριαζε να δώσουμε τον προσδιορι σμό δυναμική, δεδομένου ότι η συλλογή του κ. Ζοζέ, χωρι σμένη αναγκαστικά σε δύο μέρη, από τη μια δηλαδή οι εκατό πιο διάσημοι, από την άλλη αυτοί που δεν χώρεσαν εκεί, βρί
Ο κ. Ζοζέ δούλεψε με προσήλωση, συνεχίζοντας πολλές φορές και ολόκληρη τη νύχτα, μέχρι το ξημέρωμα, με τις προ βλέψιμες αρνητικές συνέπειες στους δείκτες παραγωγικότη τας που ήταν υποχρεωμένος να πιάνει στη διάρκεια της κανο νικής του βάρδιας, ολοκλήρωσε μέσα σε λιγότερο από δυο βδομάδες την περισυλλογή και μεταγραφή των στοιχείων κα ταγωγής στους ατομικούς φακέλους των εκατό διασημότερων προσώπων της συλλογής του. Πέρασε στιγμές ανεκδιήγητου πανικού, όντας υποχρεωμένος κάποιες φορές να σκαρφαλώ νει στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας για να φτάσει τα πά νω ερμάρια, όπου, σαν να μην του έφτανε το μαρτύριο της σκοτοδίνης, φαίνεται πως όλες οι αράχνες του Γενικού Λη ξιαρχικού Μητρώου του Κράτους είχαν αποφασίσει να υφάνουν τους πιο πυκνούς, σκονισμένους και ασφυκτικούς ιστούς που άγγιξαν ποτέ ανθρώπινο πρόσωπο. Η απαρέσκεια ή, για να μιλήσουμε ωμά, ο τρόμος τον έκανε να κουνά σαν τρελός τα χέρια του για να αποφύγει τη βρομερή επαφή, πάλι καλά που
3°
3»
ζ(ΐ)ή.
Ι
M
Ο
το ζωνάρι ήταν δεμένο γερά στα σκαλοπάτια της σκάλας, υ πήρχαν όμως και φορές που λίγο έλειψε κι αυτός κι αυτή να κουτρουβαλιαστούν κάτω, αφήνοντας πίσω τους ένα σύννεφο ιστορικής σκόνης, κάτω από μια θριαμβευτική βροχή χαρτιών. Σε μια τέτοια στενόχωρη στιγμή σκέφτηκε μάλιστα να λυθεί και να αποδεχτεί τον κίνδυνο μιας ασυγκράτητης πτώσης, αυ τό συνέβη όταν φαντάστηκε την ντροπή που θα λέκιαζε εις τους αιώνες το όνομα και τη μνήμη του όταν ο διευθυντής θα έμπαινε ένα πρωί και θα έβρισκε αυτόν, τον κ. Ζοζέ, ανάμεσα σε δυο ερμάρια, νεκρό, με το κεφάλι σπασμένο και τα μυαλά έξω, πιασμένο γελοία από μια ζώνη. Κατόπιν αναλογίστηκε ό τι αν λυνόταν το πολύ πολύ να σωζόταν από το γελοίο, όχι κι απ' το θάνατο, κι αν ήταν έτσι δεν άξιζε τον κόπο. Καθώς α ντιμαχόταν τη φοβιτσιάρα φύση με την οποία είχε έρθει στον κόσμο, κάπου προς το τέλος του πονήματος, και επειδή έπρε πε να εργαστεί στα σκοτεινά, κατόρθωσε να δημιουργήσει και να τελειοποιήσει μια τεχνική εντοπισμού και χειρισμού των φακέλων που του επέτρεπε να ανασύρει μέσα σε λίγα δευτε ρόλεπτα τα πιστοποιητικά που χρειαζόταν. Την πρώτη φορά που βρήκε το κουράγιο να μη χρησιμοποιήσει τη ζώνη ένιωσε σαν να χάραξε μια αθάνατη νίκη στο ταπεινότατο ιστορικό του ως γραφέα. Αισθανόταν εξαντλημένος, ξενυχτισμένος, με το στομάχι του να γουργουρίζει, αλλά ευτυχισμένος όσο δεν θυμόταν να είχε αισθανθεί ποτέ άλλοτε, τη στιγμή που η δια σημότητα που είχε ταξινομηθεί στην εκατοστή θέση, με όλα τα στοιχεία ταυτότητας τώρα, σύμφωνα με όλους τους κανόνες του Γενικού Ληξιαρχείου, καταλάμβανε τη θέση της στο αντί στοιχο κουτί. Σκέφτηκε τότε ο κ. Ζοζέ πως μετά από τέτοια μεγάλη προσπάθεια θα του έκανε καλό λίγη ανάπαυση, και μιας και το Σαββατοκύριακο ξεκινούσε από την επομένη, α ποφάσισε να αναβάλει για τη Δευτέρα την επόμενη φάση της
Μ
εργασίας του, να εγγράψει στο ληξιαρχικό του κώδικα καμιά σαρανταριά επώνυμους από αυτούς που είχαν καθυστερήσει και περίμεναν στη λίστα αναμονής. Δεν φανταζόταν ότι θα του συνέβαινε κάτι σοβαρότερο απ' το να πέσει απλώς από τη σκάλα. Το αποτέλεσμα μιας απλής πτώσης θα μπορούσε να σημάνει το τέλος του βίου του, πράγμα που δίχως άλλο θα εί χε κι αυτό τη σημασία του από στατιστική και προσωπική ά ποψη, τι σημασία έχει αυτό, ρωτούμε με τη σειρά μας, αν, ενώ βιολογικά εξακολουθεί να πρόκειται για την ίδια ζωή, δηλαδή το ίδιο ον, τα ίδια κύτταρα, τις ίδιες εκφράσεις, το ίδιο παρά στημα, τον ίδιο φαινομενικά τρόπο να κοιτάζει, να βλέπει και να παρατηρεί, αν, λέμε, χωρίς η στατιστική να πάρει είδηση την αλλαγή, τούτη η ζωή γίνεται τώρα μια άλλη ζωή, κι ο άν θρωπος που ξέραμε άλλος άνθρωπος. Πολύ του στοίχισε που υπέμεινε την αφύσικη βραδύτητα που χρειάστηκαν οι δυο μέρες για να συρθούν, εκείνο το Σάβ βατο και η Κυριακή τού φάνηκαν αιώνια. Σκότωσε την ώρα του κόβοντας αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, κά ποιες φορές άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα για να χαζέψει το Γε νικό Ληξιαρχείο σε όλο το σιωπηλό του μεγαλείο. Ένιωθε πως αγαπούσε τη δουλειά του περισσότερο από ποτέ, χάρη σ' αυ τήν είχε μπορέσει να εισδύσει στον ιδιωτικό χώρο τόσων φημι σμένων ανθρώπων και να μάθει, λόγου χάρη, πράγματα που έ καναν τα πάντα για να κρύψουν, όπως ότι είναι κόρες αγνώ(ττου μητρός ή πατρός, ή αγνώστων γονέων γενικώς, όπως συ νέβαινε με κάποια, ή όταν λένε ότι είναι γηγενείς κάποιου δή μου ή επαρχίας ενώ στην πραγματικότητα έχουν γεννηθεί σε κάποιο ξεχασμένο χωριουδάκι, σε κάποιο σταυροδρόμι με κα κόηχη παρήχηση ή σ' ένα μέρος που απλώς μύριζε σβουνιά και αχούρι και μπορούσε κάλλιστα να βολευτεί χωρίς όνομα. Με κάτι τέτοιες σκέψεις, κι άλλες ακόμη ανάλογου σκωπτικού 33
32 ,Ί
Όλα τα
ονόματα
M
M
περιεχομένου, έφτασε ο κ. Ζοζέ στη Δευτέρα έχοντας συνέλ θει αρκετά από τις τρομερές προσπάθειες που είχε καταβαλει και, παρ' όλη τη νευρική ένταση που προκαλούσε ένα θέλω κι ένα φοβάμαι σε διαρκή σύγκρουση, ήταν αποφασισμένος ν' α ναμετρηθεί και με άλλες ακόμα νυχτερινές διαδρομές και επί φοβες αναβάσεις. Η μέρα του όμως στράβωσε απ' το πρωί. Ο υποδιευθυντής στα καθήκοντα του οποίου ανήκε και η ευθύ νη της διαχείρισης ανακοίνωσε στο ληξίαρχο ότι τις τελευταί ες δύο εβδομάδες είχε παρατηρήσει μια ανάλωση καρτελών και εξώφυλλων φακέλων που, λαμβάνοντας έστω υπόψη έναν παραδεκτό από την υπηρεσία μέσο όρο λαθών στη συμπλή ρωση εντύπων, και πάλι δεν αντιστοιχούσε στον αριθμό νέων γεννήσεων που είχαν εγγραφεί στο Ληξιαρχείο. Ο ληξίαρχος ζήτησε να μάθει ποια μέτρα είχε λάβει ο υφιστάμενος του ού τως ώστε να εξιχνιάσει τους λόγους της απίστευτης αναντιστοιχίας στα αναλώσιμα και ποια άλλα μέτρα είχε σκεφτεί για να αποτρέψει την επανάληψη του συμβάντος. Διακριτικά ο υ ποδιευθυντής απάντησε ότι κανένα προς το παρόν, γιατί δεν του επιτρεπόταν να έχει ιδέες, και ακόμα λιγότερο να προωθεί πρωτοβουλίες, προτού εκθέσει το ζήτημα στην κρίση του ανω τέρου του, όπως ακριβώς έκανε εκείνη τη στιγμή. Ξερά, όπως πάντα, ο ληξίαρχος απάντησε, Το εξέθεσες, τώρα ενέργησε, και να μη χρειαστεί να ξανακούσω γι' αυτό το ζήτημα. Ο υπο διευθυντής πήγε κι έκατσε στο γραφείο του να σκεφτεί, και με τά από μια ώρα έφερε στο διευθυντή το προσχέδιο μιας εσω τερικής ανακοίνωσης, σύμφωνα με την οποία το ντουλάπι με τα έντυπα στο εξής θα κλείδωνε και το κλειδί θα παρέμενε διαρκώς στη δική του κατοχή, ως υπεύθυνου οικονομείου. Ο ληξίαρχος έγραψε Εγκρίνεται, ο υποδιευθυντής πήγε κι έκλει σε το ντουλάπι επιδεικτικά για να καταλάβουν όλοι την αλλα γή, κι ο κ. Ζοζέ, μετά την πρώτη τρομάρα, αναστέναξε ανα-
κουφισμένος που πρόλαβε να τελειώσει το πιο σημαντικό κομ μάτι της συλλογής του. Βάλθηκε να θυμηθεί πόσες εφεδρικές καρτέλες εγγραφής είχε ακόμα στο σπίτι, ίσως καμιά δωδεκαριά, δεκαπενταριά. Δεν ήταν και η συντέλεια του κόσμου. Ό ταν αυτές τελείωναν, θα αντέγραφε σε κοινές κόλλες χαρτιού τα υπόλοιπα τριάντα, η διαφορά μόνο την αισθητική μπορού σε να προσβάλει, Δεν μπορεί να τα 'χει όλα κανείς, σκέφτηκε για να παρηγορηθεί. Δεν υπήρχε λόγος να υποπτευτούν αυτόν ως υποθετικό αυ τουργό της παράβασης με τα έντυπα περισσότερο απ' ό,τι ο ποιονδήποτε άλλον ομόβαθμό του συνάδελφο, μιας και μόνο αυτοί, οι γραφείς, συμπλήρωναν τις καρτέλες και τα εξώφυλλα των φακέλων, όμως τα ευαίσθητα νεύρα του κ. Ζοζέ τον έκα ναν να τρέμει όλη μέρα πως οι αναταράξεις της συνείδησης του θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές και να καταγραφούν από τους άλλους. Παρ' όλα αυτά, βγήκε ασπροπρόσωπος από την ανάκριση στην οποία υποβλήθηκε. Με τις κατάλληλες για την περίσταση εκφράσεις προσώπου και φωνής δήλωσε ότι έκανε χρήση της μεγαλύτερης αυστηρότητας στην αξιοποίηση των ε ντύπων, κατ' αρχάς γιατί αυτός ο τρόπος δράσης ήταν ίδιον της φύσης του, κυρίως όμως γιατί είχε υπόψη του, σε κάθε περίιτταση, πως το χαρτί που αναλωνόταν στο Γενικό Ληξιαρχείο προερχόταν από τους δημόσιους φόρους, που σε πόσες και πό σες περιπτώσεις δεν πληρώνονταν με θυσίες από τους φορο λογούμενους, κι εκείνος, ως ευσυνείδητος υπάλληλος, είχε το απαρέγκλιτο καθήκον να το σέβεται και να το χρησιμοποιεί α ποδοτικά. Τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε μορφή, η δήλωση καλοφάνηκε στους ανωτέρους του, σε τέτοιο σημείο ώστε οι συνάδελφοι που κλήθηκαν να απαντήσουν κατόπιν να την ε παναλάβουν με ελάχιστες αποκλίσεις στο ύφος, εκείνη όμως η σιωπηλή και γενικευμένη πεποίθηση που με το πέρασμα του
34
35
ο
M
χρόνου είχε εμφυσήσει στο προσωπικό η παράδοξη προσωπι κότητα του διευθυντή, πως τίποτα στο Ληξιαρχείο, ό,τι και να συνέβαινε, δεν θα μπορούσε να στραφεί ενάντια στα συμφέρο ντα της υπηρεσίας, ήταν αυτό που δεν τους άφησε να προσέ ξουν πως ο κ. Ζοζέ από την πρώτη μέρα της δουλειάς του, πριν από πολλά χρόνια, δεν είχε ξεστομίσει ποτέ τόσες κουβέντες μαζεμένες. Αν τυχόν είχε εντρυφήσει ο υποδιευθυντής στις εν δελεχείς μεθόδους της εφαρμοσμένης ψυχολογίας, θα σωρια ζόταν στο πι και φι η παραπλανητική αγόρευση του κ. Ζοζέ, σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα όπου παραπάτησε ο ρήγας σπαθί, ή σαν ένας άνθρωπος με τάση για ίλιγγο που του ταρα κούνησαν το σκαμνί. Φοβούμενος μην τυχόν ένας εκ των υστέ ρων προβληματισμός του υποδιευθυντή που διεξήγαγε την έ ρευνα τον έκανε να υποπτευτεί πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα, ο κ. Ζοζέ αποφάσισε, για ν' αποφύγει μεγαλύτερες λαχτάρες, ότι θα έμενε στο σπίτι εκείνη τη νύχτα. Δεν θα κουνιόταν απ' τη γωνιά του, δεν θα έμπαινε στο Ληξιαρχείο ακόμα κι αν του υπόσχονταν την ανείπωτη τύχη να ανακαλύψει το πιο περιζή τητο πιστοποιητικό από τις απαρχές του κόσμου, ούτε λίγο ού τε πολύ δηλαδή, την επίσημη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Θεού. Ο σοφός είναι σοφός ανάλογα με το βαθμό σύνεσης που τον στολίζει, λένε, και παρ' όλες τις παρατυπίες που διαπράτ τει αυτό το τελευταίο διάστημα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον κ. Ζοζέ, έστω κι αν είναι απελπιστικά ασαφής και α προσδιόριστη, την ύπαρξη μιας ακούσιας σοφίας, από εκείνες που μοιάζουν να εισέρχονται στο σώμα διά της αναπνευστικής οδού ή όταν χτυπάει ο ήλιος κατακέφαλα, και για το λόγο αυ τόν δεν θεωρούνται άξιες ιδιαίτερης μνείας. Αφού τώρα η σύ νεση τον συμβούλευε να αποσυρθεί, εκείνος σοφά θα υπάκουε τη φωνή της σύνεσης. Μια δυο βδομάδες αναστολής των ερευ νών του θα τον βοηθούσαν να εξαλείψει από το πρόσωπο του
κάθε αποτύπωμα τρόμου ή ανησυχίας που είχε χαραχτεί εκεί. Μετά από ένα πενιχρό δείπνο, όπως πρόσταζε η συνήθεια αλλά και η ανάγκη, ο κ. Ζοζέ βρέθηκε να έχει ένα ολόκληρο απόγευμα χωρίς να ξέρει τι να το κάνει. Για κανένα μισάωρο κατάφερε να ξεχαστεί ξεφυλλίζοντας μερικούς από τους πιο διάσημους βίους της συλλογής του, τους πρόσθεσε μάλιστα με ρικά, πρόσφατα αποκόμματα, το μυαλό του όμως δεν ήταν ε κεί, έπλεε στα σκοτάδια του Ληξιαρχείου, σαν ένας μαύρος (Τκύλος που είχε βρει το ίχνος του τελευταίου μυστικού. Αρχι σε να σκέφτεται πως δεν θα υπήρχε κίνδυνος αν χρησιμοποι ούσε απλώς τις καρτέλες που είχε κρατήσει εφεδρικές για να περάσει την ώρα του και να κοιμηθεί κατόπιν ήσυχος. Η σύ νεση προσπαθούσε να τον συγκρατήσει, να τον τραβήξει απ' το μανίκι, αλλά, όπως όλοι ξέρουμε, ή θα 'πρεπε να ξέρουμε, η σύνεση είναι καλή όταν πρόκειται να διατηρήσουμε κάτι που δεν μας ενδιαφέρει πια, τι θα πείραζε αν άνοιγε την πόρτα, αν πήγαινε κι έβρισκε στα γρήγορα τρεις τέσσερις καρτέλες, άντε πέντε, για να στρογγυλέψει ο λογαριασμός, τα εξώφυλλα των φακέλων θα τα άφηνε για μια άλλη φορά, κι έτσι θ' απέφευγε να χρησιμοποιήσει τη σκάλα. Αυτή ήταν κυρίως η ιδέα που τον έκανε να τ' αποφασίσει. Φωτίζοντας το δρόμο του με το φακό στο τρεμάμενο χέρι, εισέδυσε στη θεόρατη σπηλιά του Ληξιαρχείου και πλησίασε το αρχείο. Πιο νευρικός απ' όσο περίμενε, γυρνούσε το κεφάλι του πότε από τη μια και πότε α πό την άλλη πλευρά, σαν να υποπτευόταν ότι τον παρακολου θούσαν χιλιάδες μάτια κρυμμένα στη σκοτεινιά των διαδρό μων ανάμεσα στις αρχειοθήκες. Ακόμα δεν είχε συνέλθει από το πρωινό σοκ. Όσο γρήγορα του επέτρεπαν τα νευρικά του δάχτυλα, βάλθηκε ν' ανοίγει συρτάρια, να ψάχνει στα διάφο ρα γράμματα του αλφαβήτου τις καρτέλες που χρειαζόταν, καναδυό φορές μπερδεύτηκε, μέχρι που στο τέλος κατόρθωσε
36
37
ο
να συγκεντρώσει τους πέντε πρώτους διάσημους βήτα κατη γορίας. Τρομαγμένος πια από την αλήθεια, επέστρεψε στο σπίτι τρέχοντας, με την ψυχή στο στόμα, σαν ένα παιδί που πήγε στο ντουλάπι να βουτήξει ένα γλυκό και στην επιστροφή του το καταδιώκουν όλα τα τέρατα του σκότους. Τους βρόντη ξε την πόρτα στη μούρη και γύρισε δυο φορές το κλειδί, δεν ή θελε να σκέφτεται πως θα έπρεπε να επιστρέψει στο Ληξιαρ χείο ξανά την ίδια νύχτα για να βάλει στη θέση τους τις ανα θεματισμένες καρτέλες. Για να μπορέσει να ηρεμήσει, πήγε και ήπιε μια γερή γουλιά από το μπουκάλι της αγκουαρδέντε που φυλούσε για ιδιαίτερες περιστάσεις, καλές και κακές. Από τη βιασύνη του και την έλλειψη εξοικείωσης, αφού στην ασήμα ντη ζωή του ακόμα και το καλό και το κακό σπάνιζαν, στραβοκατάπιε, έβηξε, ξανάβηξε, πνίγηκε σχεδόν ο ταλαίπωρος γραφέας που κρατούσε στο χέρι του πέντε καρτέλες, νόμιζε πως ήταν πέντε, με τα τραντάγματα του βήχα τού είχαν πέσει απ' τα χέρια, και δεν ήταν πέντε, ήταν έξι, σκορπισμένες στο πάτωμα, όπως θα μπορούσε οποιοσδήποτε να δει και να με τρήσει, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, πού ακούστηκε μια μονάχα γουλιά αγκουαρδέντε να έχει τέτοια επίπτωση. Όταν κατάφερε επιτέλους να πάρει ανάσα, έσκυψε για να πιάσει τις καρτέλες, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, δεν υπήρ χε αμφιβολία, έξι, καθώς τις μάζευε διάβαζε και τα ονόματα που είχαν πάνω τους, διάσημα όλα εκτός από ένα. Από τη φούρια και τη νευρική του ταραχή, η παρείσακτη καρτέλα εί χε κολλήσει στην προηγούμενη, έτσι λεπτές όπως ήταν η δια φορά στο πάχος μόλις που διακρινόταν. Όπως είναι κατανοη τό, όσο κι αν επεξεργαστεί και τελειοποιήσει κανείς την καλλιγραφία του, η αντιγραφή πέντε περιληπτικών ληξιαρχικών πράξεων γέννησης και ζωής είναι μια δουλειά απ' την οποία ξεμπερδεύει γρήγορα. Μέσα σε μισή ώρα ο κ. Ζοζέ μπορούσε 3»
Μ
πια να σταματήσει τη νυχτερινή υπερωρία και ν' ανοίξει ξανά την πόρτα. Θέλοντας και μη, μάζεψε τις έξι καρτέλες και ση κώθηκε απ' την καρέκλα. Δεν είχε καμία όρεξη να μπει στο Ληξιαρχείο, αλλά δεν είχε κι άλλη επιλογή, το αρχείο όφειλε να είναι πλήρες και στην αρμόζουσα τάξη το επόμενο πρωί. Αν χρειαζόταν να ανατρέξει κανείς σε κάποια απ' αυτές τις καρτέλες κι εκείνη δεν βρισκόταν στη θέση της, η κατάσταση θα γινόταν πολύ σοβαρή. Από υποψία σε υποψία και από ε ρώτηση σε ερώτηση, κάποιος στο τέλος θα παρατηρούσε πως ο κ. Ζοζέ ζει μεσοτοιχία με το Γενικό Ληξιαρχείο, το οποίο, ό πως γνωρίζουμε, δεν απολαμβάνει ούτε τη στοιχειώδη προιπασία μιας νυχτερινής περιπόλου, κάποιος θα θυμόταν να ρω τήσει πού βρίσκεται εκείνο το κλειδί της πρόσβασης που δεν παρέδωσαν ποτέ. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, σκέφτηκε χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας ο κ. Ζοζέ και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Στα μισά της διαδρομής ξαφνικά σταμάτησε, Περίεργο, δεν θυμάμαι αν ανήκει σε άντρα ή σε γυναίκα η καρτέλα που είχε κολλήσει. Η καρτέλα ανήκε σε μια γυναίκα τριάντα έξι χρό νων που είχε γεννηθεί σ' αυτήν ακριβώς την πόλη, κι αυτό το μαρτυρούσαν δύο πράξεις, μία πράξη γάμου και μία διαζυγί ου. Σαν αυτή την καρτέλα υπάρχουν σίγουρα εκατοντάδες στο < ιρχείο, αν όχι χιλιάδες, επομένως δεν καταλαβαίνουμε γιατί ο κ. Ζοζέ την κοιτάζει μ' αυτή την περίεργη έκφραση, που σε πρώτη ματιά μοιάζει με εγρήγορση, είναι όμως αόριστη και α νήσυχη, ίσως έτσι να είναι το βλέμμα κάποιου που, χωρίς να το (Ιέλει και χωρίς να το αρνείται, αφήνεται λίγο λίγο σε κάτι και 6εν βλέπει πού θα πρέπει ν' απλώσει το χέρι του για να κρα τηθεί ξανά. Θα βρεθούν πολλοί να υποδείξουν υποτιθέμενες και απαράδεκτες αντιφάσεις ανάμεσα στις λέξεις ανήσυχος, α όριστος και εγρήγορος, είναι οι άνθρωποι που παίρνουν τη ζωή όπως έρχεται, άνθρωποι που δεν ήρθαν ποτέ πρόσωπο με 39
ο
Μ
M
πρόσωπο με το πεπρωμένο. Ο κ. Ζοζέ κοιτάζει και ξανακοιτάζει αυτό που είναι γραμμένο στην καρτέλα, ο γραφικός χα ρακτήρας, δεν χρειάζεται να το πούμε, δεν είναι δικός του, εί ναι παλιομοδίτικος, κάποιος άλλος γραφέας έγραψε πριν από τριάντα έξι χρόνια τις λέξεις που διαβάζουμε εδώ, το όνομα του κοριτσιού, τα ονόματα των γονιών και των νονών, την η μερομηνία και την ώρα της γέννησης, την οδό, τον αριθμό και το διαμέρισμα όπου αυτή είδε το πρώτο φως κι ένιωσε τον πρώτο πόνο, μια αρχή σαν όλες τις αρχές των ανθρώπων, οι μεγάλες ή μικρές διαφορές έρχονται στη συνέχεια, μερικοί από αυτούς που γεννιούνται μπαίνουν στις εγκυκλοπαίδειες, στα ι στορικά βιβλία, στις βιογραφίες, στους καταλόγους, στα εγχει ρίδια, στις συλλογές αποκομμάτων, κι άλλοι, για να κάνουμε μια αδόκιμη σύγκριση, είναι σαν το σύννεφο που περνά και δεν αφήνει σημάδι ότι πέρασε, κι όταν βρέξει δεν καταφέρνει να μουσκέψει τη γη. Σαν εμένα, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ. Είχε ένα συρτάρι γεμάτο από άντρες και γυναίκες για τους οποίους οι ε φημερίδες μιλούσαν σχεδόν καθημερινά, πάνω στο τραπέζι τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός άγνωστου ανθρώπου, κι ή ταν σαν να τους είχε βάλει στις δυο πλάστιγγες της ζυγαριάς, τους εκατό από τη μια, τον έναν απ' την άλλη, κι ύστερα έκ πληκτος ανακάλυπτε πως όλοι εκείνοι μαζί δεν ζύγιζαν παρα πάνω απ' τον έναν, πως εκατό ήταν ίσοι με έναν, πως ένας ά ξιζε όσο εκατό. Αν έμπαινε κάποιος εκείνη τη στιγμή στο σπί τι κι απρόσμενα ρωτούσε, Πιστεύετε στ' αλήθεια ότι κι εσείς που είστε ένας αξίζετε όσο εκατό, ότι οι εκατό που έχετε μέσα στο συρτάρι σας, για να μην πάμε μακριά, αξίζουν όσο εσείς, θα απαντούσε δίχως δισταγμό, Αγαπητέ μου κύριε, εγώ είμαι ένας απλός γραφέας, τίποτα παραπάνω από έναν απλό γρα φέα πενήντα ετών που δεν προάχθηκε ποτέ σε προϊστάμενο, αν πίστευα πως αξίζω τόσο όσο ένας έστω απ' αυτούς που έ-
χω φυλαγμένους εδώ, ή όσο κάποιος απ' αυτούς τους πέντε λι γότερο διάσημους, δεν θα είχα αρχίσει ποτέ τη συλλογή μου, Τότε γιατί κοιτάτε έτσι επίμονα την καρτέλα αυτής της άγνω στης γυναίκας, σαν να 'ταν ξαφνικά αυτή πιο σημαντική απ' ό λους τους άλλους, Ακριβώς γι' αυτό, αγαπητέ κύριε, γιατί είναι άγνωστη, Μα καλά, το αρχείο του Ληξιαρχείου είναι γεμάτο από αγνώστους, Αυτοί όμως είναι στο αρχείο, όχι εδώ, Τι θέ λετε να πείτε, Δεν είμαι σίγουρος, Σ' αυτή την περίπτωση αφή στε κατά μέρος τις μεταφυσικές σκέψεις, δεν μου φαίνεται να σκαμπάζει από τέτοιες το κεφάλι σας, και πηγαίνετε να βάλε τε την καρτέλα στη θέση της και να κοιμηθείτε ήσυχα, Αυτό ελπίζω να κάνω, όπως κάθε βράδυ, ο τόνος της φωνής ήταν συμφιλιωτικός, αλλά ο κ. Ζοζέ είχε κάτι ακόμη να προσθέσει, Κι όσο για τις μεταφυσικές σκέψεις, θα μου επιτρέψετε, αγα πητέ κύριε, να σας πω πως κάθε κεφάλι είναι σε θέση να τις κατεβάσει, συμβαίνει όμως συχνά να μη βρίσκει τις λέξεις. Αντίθετα μ' αυτό που επιθυμούσε, ο κ. Ζοζέ δεν κατάφερε να κοιμηθεί με τη συνήθη σχετική ηρεμία. Καταδίωκε στο συ γκεχυμένο λαβύρινθο του άδειου από μεταφυσική κεφαλιού Του το ίχνος των κινήτρων που τον είχαν οδηγήσει να αντι γράψει την καρτέλα της άγνωστης γυναίκας, και δεν κατά φερνε να βρει έστω ένα που να ήταν σε θέση να καθορίσει συ νειδητά την ανέλπιστη πράξη. Το μόνο που κατάφερνε να θυ μηθεί ήταν το αριστερό του χέρι που έπιασε μια λευκή καρτέ λα, κι ύστερα το δεξί χέρι να γράφει, τα μάτια του περνούσαν από τη μια κάρτα στην άλλη, λες κι ήταν αυτά, στην πραγμα τικότητα, που μετέφεραν τις λέξεις από το ένα μέρος στο άλ λο. Θυμόταν ακόμα πώς, έκπληκτος κι ο ίδιος με τον εαυτό του, είχε μπει ήσυχα στο Γενικό Ληξιαρχείο κρατώντας στα θερά το φακό στο χέρι του, χωρίς νευρικότητα, χωρίς άγχος, εί χε τοποθετήσει τις έξι καρτέλες στη θέση τους, με τελευταία
4θ
4»
M
αυτή της άγνωστης γυναίκας, που φώτιζε μέχρι την έσχατη στιγμή η φωτεινή δέσμη του φακού, κι ύστερα πώς η καρτέλα γλίστρησε χαμηλά, χάθηκε, εξαφανίστηκε ανάμεσα στην κάρ τα του προηγούμενου γράμματος και στην κάρτα του επόμε νου γράμματος, ένα όνομα σε μια καρτέλα, τίποτα περισσότε ρο. Στη μέση της νύχτας, εξαντλημένος από την αϋπνία, άνα ψε το φως. Κατόπιν σηκώθηκε, φόρεσε την γκαμπαρντίνα πά νω από τα εσώρουχα και κάθισε στο τραπέζι. Αποκοιμήθηκε πολύ αργότερα, με το κεφάλι αναπαυμένο πάνω στο δεξιό του πήχυ και το αριστερό χέρι ακουμπισμένο πάνω στο αντίγραφο μιας καρτέλας.
Η
γότερα. Σε γενικές γραμμές δεν λέμε ότι μια απόφαση μας παρουσιάζεται, οι άνθρωποι παίρνουν τόσο σοβα ρά την ταυτότητα τους, όσο αφηρημένη κι αν είναι αυτή, και την εξουσία τους, όσο λίγη κι αν έχουν, που προτιμούν ν' αq)ήvoυv να εννοηθεί ότι συλλογίζονται πριν κάνουν το τελευ ταίο βήμα, ότι συνυπολογίζουν τα υπέρ και τα κατά, ότι ζυ γιάζουν τις δυνατότητες και τις εναλλακτικές λύσεις και ότι, (ΐτο τέλος μιας εντατικής διανοητικής εργασίας, παίρνουν επι τέλους την απόφαση. Θα πρέπει όμως να πούμε ότι τα πράγ ματα δεν συμβαίνουν ποτέ έτσι. Σίγουρα σε κανενός το κεφά λι δεν θα μπει η ιδέα να φάει αν δεν νιώσει την απαραίτητη ό ρεξη, και η όρεξη δεν εξαρτάται από τη θέληση του καθενός, δημιουργείται από μόνη της, προκύπτει από αντικειμενικές α νάγκες του σώματος, είναι ένα πρόβλημα φυσικής και χημείας του οποίου η λύση, κατά τρόπο λίγο ως πολύ ικανοποιητικό,
É 42
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Κ. ΖΟΖΕ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΑΡ-
βρίσκεται στο περιεχόμενο ενός πιάτου. Ακόμα και μια απλή πράξη, όπως το να κατέβει κανείς στο δρόμο για ν' αγοράσει μια εφημερίδα, προϋποθέτει όχι μόνο την αναγκαία επιθυμία να λάβει κανείς πληροφορίες, η οποία, για να το ξεκαθαρί σουμε, ως επιθυμία είναι αναγκαστικά και όρεξη, αποτέλεσμα συγκεκριμένων φυσικοχημικών δραστηριοτήτων του σώμα43
ο
Ο
Μ
τος, έστω και διαφορετικής φύσης, αλλά προϋποθέτει επίσης, αυτή η πράξη ρουτίνας, τη βεβαιότητα, λόγου χάρη, ή την πε ποίθηση, ή την ελπίδα, ασυνείδητα, ότι το φορτηγό της διανο μής δεν έχει καθυστερήσει, ή ότι το περίπτερο δεν έχει κλείσει λόγω ασθένειας ή εκούσιας απουσίας του ιδιοκτήτη. Εξάλλου, αν επιμέναμε να δηλώνουμε ότι τις αποφάσεις μας τις παίρ νουμε εμείς οι ίδιοι, τότε θα έπρεπε να διαλευκάνουμε, να δια χωρίσουμε, να διακρίνουμε ποιος μέσα μας είναι αυτός που πήρε την απόφαση και ποιος κατόπιν θα την εκτελέσει, λει τουργίες ασυμβίβαστες, όπου υπάρχουν. Αν θέλουμε να είμα στε ακριβείς, δεν παίρνουμε εμείς αποφάσεις, αυτές παίρνουν εμάς, μας καταλαμβάνουν. Και του λόγου το αληθές θα το συ ναντήσουμε στο γεγονός ότι, παρόλο που περνούμε όλη μας τη ζωή εκτελώντας διαδοχικά τις πιο διαφορετικές πράξεις, δεν διαθέτουμε προηγουμένως κάποιο διάστημα σκέψης, εκτίμη σης, υπολογισμού, στο τέλος του οποίου και μόνο θα μπορού σαμε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας σε θέση να αποφασί σουμε αν θα πάμε να φάμε, ν' αγοράσουμε εφημερίδα ή να ψάξουμε μια άγνωστη γυναίκα. Γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους και ο κ. Ζοζέ, ακόμα κι αν τον υπέβαλλαν στην πιο πιεστική ανάκριση, δεν θα ήξερε να πει πώς και γιατί τον κατέλαβε αυτή η απόφαση, ας ακούσου με τι εξήγηση θα έδινε, Ξέρω μονάχα πως ήταν την Τετάρτη το βράδυ, ήμουν στο σπίτι, τόσο κουρασμένος που δεν θέλησα ούτε να δειπνήσω, το κεφάλι μου γύριζε ακόμη από τις τόσες ώρες που πέρασα πάνω στη σκάλα, ο διευθυντής έπρεπε να εί χε καταλάβει ότι δεν είναι για την ηλικία μου αυτές οι ακρο βασίες, δεν είμαι κανένα παλικαράκι, κι ύστερα είναι κι η πά θηση μου, Ποια πάθηση, Υποφέρω από ίλιγγους, ζαλάδες, σκοτοδίνες, ή όπως στο καλό τις λένε, Δεν παραπονεθήκατε ποτέ, Δεν μ' αρέσει να παραπονιέμαι, Πολύ καλό αυτό από μέ-
ρους σας, συνεχίστε, Σκεφτόμουν λοιπόν να πέσω για ύπνο, ψέματα, είχα βγάλει τα παπούτσια μόνο, όταν ξαφνικά πήρα αυτή την απόφαση, Αφού πήρατε μια απόφαση, θα πρέπει να ξέρετε και γιατί την πήρατε, Νομίζω πως δεν την πήρα εγώ, αυτή ήρθε και με πήρε, Τα φυσιολογικά άτομα λαμβάνουν α ποφάσεις, δεν λαμβάνονται απ' αυτές, Μέχρι την Τετάρτη το βράδυ έτσι νόμιζα κι εγώ, Τι συνέβη λοιπόν την Τετάρτη το βράδυ, Αυτό ακριβώς που σας διηγούμαι, είχα την καρτέλα της άγνωστης γυναίκας πάνω στο κομοδίνο και βάλθηκα να την κοιτάζω σαν να 'ταν η πρώτη φορά, Την είχατε ξαναδεί όμως, Από τη Δευτέρα δεν έκανα τίποτε άλλο όσο ήμουν στο (τπίτι, Επομένως ωρίμαζε μέσα σας η απόφαση, Ή εγώ ωρί μαζα μέσα της, Παρακάτω, παρακάτω, μην αρχίζετε πάλι τα ίδια, Φόρεσα ξανά τα παπούτσια μου, έβαλα το σακάκι και την γκαμπαρντίνα και βγήκα, δεν θυμάμαι να έδεσα γραβάτα, Τι ώρα ήταν, Κάπου δέκα και μισή, Και πού πήγατε μετά, Στο δρόμο όπου γεννήθηκε η άγνωστη γυναίκα, Με τι πρόθεση, ΊΙ θελα να δω το μέρος, το κτήριο, το σπίτι, Επιτέλους ανα γνωρίζετε πως υπήρξε απόφαση και πως, όπως όφειλε, πάρ θηκε από εσάς, Όχι, κύριε, απλώς απέκτησα συνείδηση ότι υ πάρχει, Για γραφέας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ξέρετε να ε πιχειρηματολογείτε, Συνήθως κανείς δεν δίνει σημασία στους γραφείς και πολύ τους αδικεί, Συνεχίστε, Το κτήριο ήταν εκεί, τα παράθυρα ήταν φωτισμένα, Αναφέρεστε στο σπίτι της γυ ναίκας, Μάλιστα, Και μετά τι κάνατε, Έμεινα έτσι για μερικά λεπτά, Κοιτάζοντας, Μάλιστα, κύριε, κοιτάζοντας, Μόνο κοι τάζατε, Μάλιστα, κύριε, μόνο κοίταζα, Κι ύστερα, Ύστερα τί ποτε άλλο, Δεν χτυπήσατε την πόρτα, δεν ανεβήκατε, δεν κα ν* (τε ερωτήσεις, Πώς σας ήρθε, εμένα ούτε που μου πέρασε απ' το νου, τέτοια ώρα μέσα στη νύχτα, Τι ώρα ήταν, Πρέπει να ήταν πια κάπου έντεκα και μισή, Πήγατε με τα πόδια, Μά-
44
45
Μ
M
λίστα, κύριε, Και πώς γυρίσατε, Πάλι με τα πόδια, Θέλετε να πείτε ότι δεν έχετε μάρτυρες, Τι μάρτυρες, Τον άνθρωπο που σας άνοιξε την πόρτα, αν είχατε ανέβει, τον οδηγό του τραμ ή του λεωφορείου, λόγου χάρη, Κι αυτοί θα μαρτυρούσαν τι πράγμα, Ότι όντως πήγατε στην οδό της άγνωστης γυναίκας, Και σε τι θα χρησίμευαν αυτές οι μαρτυρίες, Για ν' αποδείξουν ότι όλα αυτά δεν ήταν όνειρο, Είπα την αλήθεια, όλη την αλή θεια και μόνο την αλήθεια, έχω ορκιστεί, ο λόγος μου θα 'πρεπε να είναι αρκετός, Θα μπορούσε να είναι, ίσως, αν δεν υ πήρχε στην αναφορά σας μια λεπτομέρεια ανακόλουθη που σας προδίδει κατάφωρα, Ποια λεπτομέρεια, Η γραβάτα, Τι σχέση έχει η γραβάτα με το θέμα μας, Ένας υπάλληλος του Γε νικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους δεν πάει πουθενά χωρίς να δέσει τη γραβάτα του, είναι αδύνατο, θα ήταν παρά λειψη ενάντια στη φύση του, Σας είπα ήδη ότι δεν ήμουν ο ε αυτός μου, με είχε καταλάβει η απόφαση, Αυτό θα ήταν ακό μα μία απόδειξη ότι επρόκειτο για όνειρο, Δεν καταλαβαίνω γιατί, Δύο τινά υπάρχουν, ή εσείς αναγνωρίζετε ότι πήρατε την απόφαση, όπως όλος ο κόσμος, και τότε εγώ είμαι διατε θειμένος να πιστέψω ότι πήγατε χωρίς γραβάτα στην οδό της άγνωστης γυναίκας, κατακριτέα παρέκκλιση από τον κώδικα επαγγελματικής συμπεριφοράς που προς το παρόν δεν προτίθεμαι να εξετάσω, ή επιμένετε να λέτε ότι σας κατέλαβε η α πόφαση, κι αυτό μαζί με το ανεπίλυτο ζήτημα της γραβάτας μόνο σε ονειρική κατάσταση θα ήταν αποδεκτό, Επαναλαμ βάνω ότι δεν πήρα την απόφαση, κοίταξα την καρτέλα, φόρε σα τα παπούτσια και βγήκα, Τότε ονειρευτήκατε, Δεν ονει ρεύτηκα, Ξαπλώσατε, αποκοιμηθήκατε και ονειρευτήκατε πως πήγατε στην οδό της άγνωστης γυναίκας, Μπορώ να σας περιγράψω το δρόμο, Θα πρέπει τότε να μου αποδείξετε πως δεν έχετε ξαναπεράσει προηγουμένως από κει, Μπορώ να σας
πω πώς είναι το κτήριο, Καλά τώρα, τη νύχτα όλα τα κτήρια είναι ίδια, Για τους γάτους λένε ότι είναι όλοι ίδιοι τη νύχτα, Και τα κτήρια το ίδιο, Επομένως δεν με πιστεύετε, Όχι, Γιατί, αν επιτρέπετε, Γιατί αυτό που δηλώνετε ότι κάνατε δεν χωρά στη δική μου πραγματικότητα, κι ό,τι δεν χωρά στη δική μου πραγματικότητα δεν υπάρχει, Το σώμα που ονειρεύεται είναι πραγματικό, επομένως, αν δεν υπάρχει άλλη αναγνωρισμένη άποψη, θα πρέπει εξίσου πραγματικό να είναι και το όνειρο που ονειρεύτηκε, Το όνειρο είναι πραγματικό μόνο ως όνειρο, Θέλετε να πείτε ότι η δική μου πραγματικότητα ήταν αυτή, Ν (χι, αυτή ήταν η μοναδική πραγματικότητα που βιώσατε, Μπορώ να επιστρέψω στην εργασία μου, Μπορείτε, αλλά προσέξτε, ακόμα δεν κλείσαμε το θέμα της γραβάτας. Μετά την ευτυχή έκβαση και την απαλλαγή του από την υ πηρεσιακή ανάκριση για τα εξαφανισμένα έντυπα, ο κ. Ζοζέ, για να μη χάσει τα ρητορικά κέρδη που είχε αποκομίσει, επι νόησε μέσα στο κεφάλι του τη φαντασίωση αυτού του νέου διαλόγου, από τον οποίο, παρά το ειρωνικό και εκφοβιστικό ύ φος του αντιπάλου, εύκολα βγήκε νικητής, όπως μπορεί να α ποδείξει μια νέα, πιο προσεκτική ανάγνωση. Και το έκανε με τέτοια πεποίθηση που κατάφερε να πει ψέματα και στον ίδιο του τον εαυτό και κατόπιν να υποστηρίξει το ψέμα χωρίς κα μία τύψη συνείδησης, σαν να μη γνώριζε αυτός πρώτος πρώ τος ότι μπήκε στο κτήριο και ανέβηκε τη σκάλα, ότι έστησε τ' αυτί του στην πόρτα του σπιτιού όπου, σύμφωνα με την καρ τέλα, γεννήθηκε η άγνωστη γυναίκα. Μπορεί βέβαια να μην τόλμησε να χτυπήσει το κουδούνι, στο σημείο αυτό είχε πει την αλήθεια, παρέμεινε όμως κάμποσα λεπτά στο σκοτεινό κατώ φλι, ακίνητος, τεταμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τους ήχους που έρχονταν από μέσα, τόσο περίεργος που ξεχνούσε σχεδόν το φόβο του να τον πιάσουν εξαπίνης και να τον θεω-
φ
47
M
ρήσουν διαρρήκτη. Άκουσε το εκνευρισμένο κλάμα ενός βρέ φους, Θα είναι το παιδί της, ένα γλυκό ψιθύρισμα γυναικείου νανουρίσματος, Αυτή θα είναι, ξαφνικά μια αντρική φωνή εί πε περνώντας απ' την άλλη πλευρά, Αυτό το παιδί δεν στα ματάει ποτέ, η καρδιά του κ. Ζοζέ κλότσησε απ' την τρομάρα, αν η πόρτα άνοιγε, κάλλιστα μπορούσε να συμβεί, αν ο άντρας ετοιμαζόταν να βγει, Ποιος είσαι εσύ, τι θέλεις εδώ, θα ρω τούσε, Τι πρέπει να κάνω τώρα, αναρωτιόταν ο καημένος ο κ. Ζοζέ, ο ταλαίπωρος, τίποτα δεν έκανε, απόμεινε εκεί παράλυ τος, αδρανής, τυχερός ήταν που ο πατέρας του μικρού δεν ή ταν από αυτούς που τιμούν την παλιά αντρική συνήθεια να πηγαίνουν στο καφενείο μετά το δείπνο για κουβέντα με τους φίλους. Έτσι, όταν ακούστηκε ξανά μόνο το κλάμα του μω ρού, ο κ. Ζοζέ άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα αργά, χωρίς ν' ανάψει το φως, αγγίζοντας απαλά τον τοίχο με το αριστερό χέρι για να μη χάσει την ισορροπία του, οι στροφές του δια δρόμου ήταν υπερβολικά στενές, κάποια στιγμή ένα κύμα τρό μου τον έπνιξε σχεδόν καθώς σκέφτηκε ότι θα μπορούσε κά ποιο άλλο άτομο, σιωπηλό, αόρατο στα δικά του μάτια, ν' α νεβαίνει εκείνη τη στιγμή τη σκάλα ακουμπώντας στον τοίχο με το δεξί χέρι, σε λίγο θα τσούγκριζαν, το κεφάλι του ενός στο στήθος του άλλου, σίγουρα θα ήταν πολύ χειρότερα απ' το να βρίσκεται πάνω σε μια φορητή σκάλα και να έρθει μια αράχνη να του γλείψει το πρόσωπο, θα μπορούσε ακόμα να είναι κά ποιος από το Γενικό Ληξιαρχείο που τον ακολούθησε μέχρι ε δώ με σκοπό να τον αιφνιδιάσει πάνω σε κατάφωρο αδίκημα, για να προσθέσει έτσι στον πειθαρχικό φάκελο που πιθανότα τα βρισκόταν σε εξέλιξη το αναπάντητο ενοχοποιητικό στοι χείο που του έλειπε. Όταν ο κ. Ζοζέ βγήκε επιτέλους στο δρό μο, τα πόδια του έτρεμαν, ο ιδρώτας είχε ποτίσει το μέτωπο του, Τα νεύρα μου είναι κουρέλια, παρατήρησε στον εαυτό
του. Ύστερα, εντελώς ανόητα, λες κι ο εγκέφαλος του έμεινε ξαφνικά ακυβέρνητος και κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν να είχε διπλωθεί ο χρόνος, από πίσω προς τα μπρος και από μπρος προς τα πίσω, συμπυκνωμένος σε μία μονάχα συμπαγή στιγμή, σκέφτηκε πως το παιδί που είχε ακούσει να κλαίει πίσω απ' την πόρτα ήταν, τριάντα έξι χρόνια νωρίτερα, η άγνωστη γυναίκα, πως ο ίδιος ήταν ένα αγόρι δεκατεσσά ρων χρόνων χωρίς κανένα λόγο να ψάχνει και ν' αναζητά ο ποιονδήποτε, και πολύ περισσότερο τέτοια ώρα μέσα στη νύ χτα. Σταματημένος στο πεζοδρόμιο, κοίταξε το δρόμο σαν να μην τον είχε δει ακόμα, πριν από τριάντα έξι χρόνια τα φανά ρια τού δημόσιου φωτισμού έδιναν ένα φως αχνό, το πλακό στρωτο δεν είχε ακόμη ασφαλτοστρωθεί, ήταν από ευθυγραμ μισμένες πέτρες, κι η επιγραφή του γωνιακού καταστήματος ανήγγελλε παπούτσια και όχι πρόχειρο φαγητό. Ο χρόνος κι νήθηκε, άρχισε να διαστέλλεται σιγά σιγά, ύστερα πιο γρήγο ρα, έμοιαζε να δίνει βίαιες κλοτσιές, σαν να βρισκόταν μέσα σε αυγό και προσπαθούσε να βγει, οι δρόμοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, αλληλοκαλύπτονταν, τα κτήρια εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν, άλλαζαν χρώμα, στυλ, τα πράγματα όλα ανα ζητούσαν ανήσυχα τις θέσεις τους προτού το φως της αυγής έρθει και τους αλλάξει πάλι τη σειρά. Ο χρόνος βάλθηκε να μετρά τις μέρες από την αρχή, χρησιμοποιώντας τώρα το χά ρακα του πολλαπλασιασμού για να αναπληρώσει την καθυοτέρηση, και το έκανε τόσο πετυχημένα που ο κ. Ζοζέ ήταν και πάλι πενήντα χρόνων όταν έφτασε στο σπίτι του. Όσο για το κλαψιάρικο μωρό, αυτό ήταν μόλις μια ώρα μεγαλύτερο, πράγμα που δείχνει πως ο χρόνος, κι ας θέλουν τα ρολόγια να μας πείσουν για το αντίθετο, δεν είναι ο ίδιος για όλους.
48
49
Ο κ. Ζοζέ πέρασε μια δύσκολη νύχτα που ήρθε να προστε θεί σ' όλες τις τελευταίες που δεν υπήρξαν καλύτερες. Ωστό-
4
Όλα τα
ονόματα
M
ο
σο, παρά τις εντονότατες συγκινήσεις που δοκίμασε στη διάρ κεια της σύντομης νυχτερινής εκδρομής του, δεν είχε καλά κα λά τραβήξει το σεντόνι μέχρι τ' αυτιά του, όπως το συνήθιζε, κι είχε ήδη βυθιστεί σ' έναν ύπνο που οποιοσδήποτε άνθρωπος, με μια πρώτη ματιά, θα περιέγραφε ως βαθύ και δυναμωτικό, ξύπνησε όμως αμέσως, απότομα, σαν να τον είχε ταρακουνή σει κάποιος απ' τον ώμο. Τον ξύπνησε μια ιδέα απρόσμενη που του 'κόψε στα δυο τον ύπνο, με τρόπο τόσο δριμύ που δεν έδωσε καν χρόνο σ' ένα όνειρο να υφανθεί μαζί της, η ιδέα πως ίσως η άγνωστη γυναίκα, αυτή της καρτέλας, ήταν εντέ λει εκείνη που είχε ακούσει να νανουρίζει το μωρό, αυτή με τον ανυπόμονο σύζυγο, στην περίπτωση αυτήν η αναζήτηση του είχε λήξει, είχε λήξει ηλιθιωδώς, ακριβώς τη στιγμή που έπρε πε ν' αρχίζει. Μια απότομη αγωνία τού έσφιξε το λαιμό καθώς το ταραγμένο του λογικό προσπαθούσε ν' αντισταθεί, ήθελε να δείξει αδιαφορία, να πει, Τόσο το καλύτερο, θα κάνω λιγότερο κόπο, όμως η αγωνία δεν το 'βάζε κάτω, συνέχιζε να σφίγγει, να σφίγγει, και τώρα ρωτούσε εκείνη το λογικό, Και τι θα κά νει αν δεν μπορεί από τώρα να πραγματοποιήσει αυτό που σκέφτηκε, Θα κάνει ό,τι έκανε πάντα, θα κόβει αποκόμματα από εφημερίδες, φωτογραφίες, ειδήσεις, συνεντεύξεις, σαν να μη συνέβη τίποτα, Ο ταλαίπωρος, δεν νομίζω ότι θα τα κατα φέρει, Γιατί, Η αγωνία, όταν έρθει, δεν φεύγει πια τόσο εύκο λα, Έχει τη δυνατότητα να διαλέξει άλλη καρτέλα και να ψά ξει για άλλο πρόσωπο, Η τύχη δεν διαλέγει, προτείνει, η τύχη τού έφερε την άγνωστη γυναίκα, μόνο η τύχη έχει λόγο σ' αυ τό το ζήτημα, Γεμάτο είναι το αρχείο από αγνώστους, Του λεί πει όμως το κίνητρο για να διαλέξει έναν απ' όλους, κάποιον ιδιαιτέρως, Δεν μου φαίνεται καλός οδηγός ζωής ν' αφήνει κανείς να τον κυβερνά η τύχη, Καλός ή κακός, βολικός ή α σύμφορος, η τύχη ήταν που του έβαλε στο χέρι εκείνη την καρ5°
Μ
τέλα, Κι αν η γυναίκα αποδειχτεί η ίδια, Αν η γυναίκα απο δειχτεί η ίδια, τότε αυτό ήταν το τυχερό, Χωρίς άλλες συνέ πειες, Ποιοι είμαστε εμείς για να μιλήσουμε για συνέπειες, αιρού από την ατελείωτη ουρά τους που ασταμάτητα προχωρά προς το μέρος μας εμείς βλέπουμε μονάχα την πρώτη, Αυτό σημαίνει ότι κάτι μπορεί να συμβεί ακόμα, Όχι κάτι, τα πάντα, Λεν καταλαβαίνω, Επειδή είμαστε απορροφημένοι με τη ζωή μας, δεν παρατηρούμε ότι αυτό που μας συμβαίνει κάθε φορά αφήνει άθικτο αυτό που μπορεί να μας συμβεί, Εννοείς δηλα δή ότι αυτό που μπορεί να συμβεί διαρκώς αναπλάθεται, Όχι μόνο αναπλάθεται αλλά και πολλαπλασιάζεται, αρκεί να συ γκρίνουμε δύο διαδοχικές μέρες, Ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι, Λυτά τα πράγματα μόνο όσοι ζουν στην αγωνία τα ξέρουν κα λά. Σαν να μην αφορούσε αυτόν η συζήτηση, ο κ. Ζοζέ στρι φογυρνούσε στο κρεβάτι χωρίς να τον παίρνει ο ύπνος, Αν η γυναίκα είναι η ίδια, επαναλάμβανε, αν μετά απ' όλα αυτά η γυναίκα είναι η ίδια, θα σκίσω την αναθεματισμένη την καρ τέλα και δεν ξανασχολούμαι με το ζήτημα. Ήξερε ότι προ σπαθούσε απλώς να συγκαλύψει τη ματαίωση, ήξερε πως δεν ()' άντεχε να επιστρέψει πλέον στις παλιές κινήσεις και σκέ ψεις του, ήταν σαν να είχε βρεθεί στα πρόθυρα να μπαρκάρει για την ανακάλυψη μιας μυστηριώδους νήσου και την τελευ ταία στιγμή, με το ένα πόδι στη σκάλα του καραβιού, εμφανί στηκε μπρος του κάποιος με το χάρτη απλωμένο, Μην κάνεις τον κόπο να ξεκινήσεις, η άγνωστη νήσος που ήθελες να βρεις είναι εδώ, κοίτα, τόσο γεωγραφικό πλάτος, τόσο γεωγραφικό μήκος, έχει τα λιμάνια και τις πόλεις, τα βουνά και τα ποτάμια, το καθένα με το όνομα και την ιστορία του, καλά θα κάνεις ν' απαρνηθείς αυτό που είσαι. Αλλά ο κ. Ζοζέ δεν ήθελε να τ' α παρνηθεί, συνέχιζε να κοιτά τον ορίζοντα που έμοιαζε χαμέ5*
νος, και ξαφνικά, λες κι ένα μαύρο σύννεφο είχε ξεμακρύνει για ν' αφήσει τον ήλιο να φανεί, κατάλαβε πως η ιδέα που τον ξαγρυπνούσε ήταν πλανερή, θυμήθηκε ότι στην καρτέλα ανα φέρονταν δύο πράξεις, μία γάμου και μία διαζυγίου, κι εκείνη η γυναίκα στο κτήριο ήταν σίγουρα παντρεμένη, αν ήταν η ί δια θα υπήρχε στην καρτέλα μια νέα πράξη γάμου, υπάρχουν βέβαια φορές που το Ληξιαρχείο κάνει λάθος, αλλά αυτό ο κ. Ζοζέ δεν θέλει να το σκεφτεί.
Ε
π ι κ α λ ο ύ μ ε ν ο ς λ ο γ ο ύ ς α ν ω τ έ ρ α ς και α ν α π ό φ ε υ κ τ η ς
βίας, οι οποίοι όμως παρακάλεσε να μην αναφερθούν, υ πενθυμίζοντας πάντως πως σε είκοσι πέντε χρόνια ευσυ νείδητης και συνεπούς υπηρεσίας αυτή ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, ο κ. Ζοζέ ζήτησε την άδεια να σχολά σει μία ώρα νωρίτερα. Ακολουθώντας τις διατάξεις που ρύθ μιζαν την πολύπλοκη ιεραρχική σχέση του Γενικού Ληξιαρχι κού Μητρώου του Κράτους, ξεκίνησε διατυπώνοντας το αίτη μα του στον προϊστάμενο της δικής του σειράς, από του οποί ου την καλή ή κακή διάθεση εξαρτιούνταν οι όροι με τους ο ποίους θα μεταφερόταν η αίτηση στον αντίστοιχο υποδιευθυ ντή, ο οποίος με τη σειρά του, παραλείποντας ή προσθέτοντας λέξεις, τονίζοντας αυτή τη συλλαβή ή απαλείφοντας την άλλη, θα μπορούσε μέχρι ενός σημείου να επηρεάσει την τελική α πόφαση. Ωστόσο πάνω στο ζήτημα αυτό οι αμφιβολίες υπερ τερούν των βεβαιοτήτων, αφού τα κίνητρα που οδηγούν το ληξίαρχο να συναινέσει ή ν' αρνηθεί σε τέτοιου είδους άδειες Ι'ί ναι γνωστά μόνο στον ίδιο, μιας και δεν θυμάται κανείς, ού τε έχει καταγραφεί, στα τόσα χρόνια του Ληξιαρχείου, καμία ΐτυμηγορία, γραπτή ή προφορική, που να φέρει την αντίστοι χη τεκμηρίωση. Αγνοούνται επομένως για πάντα οι λόγοι για τους οποίους ο κ. Ζοζέ έλαβε την άδεια να σχολάσει μισή ώρα
52
53
Ο
Μ
Ο άντρας δεν φάνηκε στην πόρτα, ούτε ακούστηκε αργό τερα η φωνή του μέσα απ' το σπίτι, επομένως θα ήταν ακόμα στη δουλειά ή στο δρόμο, και η γυναίκα δεν κρατούσε το παι δί στην αγκαλιά. Ο κ. Ζοζέ αντιλήφθηκε αμέσως ότι η άγνω στη γυναίκα, είτε ήταν παντρεμένη είτε χωρισμένη, αποκλείε ται να ήταν αυτή που είχε μπροστά του. Όσο καλά κι αν κρα τιόταν, όσο καλά κι αν της είχε φερθεί ο χρόνος, δεν ήταν φυ σιολογικό να κουβαλάει τριάντα έξι χρόνια στο κορμί και να μοιάζει λιγότερο από είκοσι πέντε στο πρόσωπο. Ο κ. Ζοζέ θα
μπορούσε απλώς να γυρίσει την πλάτη του, να επιστρατεύσει βιαστικά μια οποιαδήποτε εξήγηση, να πει, λόγου χάρη, Με (τυγχωρείτε, έκανα λάθος, ψάχνω για κάποιον άλλο, αλλά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η άκρη του μίτου της Αριάδνης, για να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα γλώσσα της μυθολογίας, βρισκόταν εκεί ακριβώς, κι ας μην ξεχνάμε εξάλλου την εύλο γη πιθανότητα να ζουν κι άλλα άτομα στο σπίτι κι ανάμεσα τους να βρίσκεται και το αντικείμενο της αναζήτησης του, αν και, όπως μάθαμε, το πνεύμα του κ. Ζοζέ απορρίπτει με σφο δρότητα μια τέτοια υπόθεση. Έβγαλε λοιπόν την καρτέλα α πό την τσέπη του καθώς έλεγε, Καλησπέρα, κυρία μου, Καλη σπέρα, τι θα θέλατε, ρώτησε η γυναίκα, Είμαι υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους και μου ανατέ θηκε να διερευνήσω ορισμένες αμφιβολίες που προέκυψαν σχετικά με την εγγραφή ενός ατόμου που γνωρίζουμε ότι γεν νήθηκε σ' αυτό το σπίτι, Ούτε εγώ ούτε ο σύζυγος μου γεννη θήκαμε εδώ, μονάχα η κόρη μας, που είναι τριών μηνών, υπο θέτω όμως ότι δεν πρόκειται γι' αυτήν, Όχι βέβαια, το άτομο που ψάχνω είναι μια γυναίκα τριάντα έξι χρονών, Εγώ είμαι είκοσι επτά, Επομένως δεν πρόκειται για το ίδιο άτομο, είπε ο κ. Ζοζέ, κι αμέσως μετά, Πώς λέγεστε. Η γυναίκα τού είπε, ε κείνος έκανε μια παύση για να χαμογελάσει κι ύστερα ρώτησε, Ζείτε χρόνια σ' αυτό το σπίτι, Εδώ και δυο χρόνια, Γνωρίσατε τους ανθρώπους που έμεναν εδώ προηγουμένως, τους εξής, και της διάβασε το όνομα της άγνωστης γυναίκας και των γο νιών της, Δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτά τα άτομα, το σπίτι ήταν ξινοίκιαστο κι ο σύζυγος μου κανόνισε την ενοικίαση με το δι κηγόρο του ιδιοκτήτη, Υπάρχει κανένας παλιός ένοικος στην πολυκατοικία, Στο δεξί διαμέρισμα του ισογείου ζει μια κυρία μεγάλης ηλικίας, απ' όσο έχω ακουστά είναι η αρχαιότερη έ νοικος, Πιθανότατα πριν από τριάντα έξι χρόνια να μη ζούσε
54
55
νωρίτερα αντί για μία ώρα όπως είχε ζητήσει. Δικαιούται λοι πόν να φανταστεί κανείς, αν και πρόκειται για μια υπόθεση α ναίτια που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, πως πρώτα ο προϊ στάμενος, ή κατόπιν ο υποδιευθυντής, ή και οι δυο μαζί, είχαν προσθέσει ότι μια παρατεταμένη απουσία θα είχε αρνητικό α ντίκτυπο στην υπηρεσία, ενώ το πιο πιθανό είναι ότι ο διευθυ ντής είχε απλώς αποφασίσει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να μειώσει ξανά τους υφισταμένους του με μια επίδειξη της μεροληπτικής του εξουσίας. 'Οταν ενημερώθηκε για την α πόφαση από τον προϊστάμενο, στον οποίο την είχε μεταφέρει ο υποδιευθυντής, ο κ. Ζοζέ υπολόγισε το χρόνο του και συ μπέρανε πως, αν δεν ήθελε να φτάσει αργά στον προορισμό του, αν δεν ήθελε να εμφανιστεί μπροστά του ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, που θα είχε πια επιστρέψει απ' τη δουλειά του, θα έ πρεπε να πάρει ταξί, μια πολυτέλεια εξαιρετικά σπάνια στη ζωή του. Κανείς δεν τον περίμενε, θα μπορούσε να μην υπάρ χει κανείς εκείνη την ώρα στο σπίτι, αυτό όμως που εκείνος α πευχόταν ήταν ν' αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την ανυπομο νησία του άντρα, θα ένιωθε πολύ μεγαλύτερη αμηχανία αν έ πρεπε να ικανοποιήσει τις αμφιβολίες ενός τέτοιου ανθρώπου παρά ν' απαντήσει στις ερωτήσεις μιας γυναίκας με παιδί στην αγκαλιά.
M
Μ
ακόμα εδώ, ο κόσμος σήμερα μετακομίζει συχνά, Αυτό δεν το γνωρίζω, καλύτερα θα ήταν να μιλήσετε με την ίδια, και τώρα με συγχωρείτε, όπου να 'ναι φτάνει ο σύζυγος μου και δεν του αρέσει να με βλέπει να μιλώ σε ξένους, εκτός αυτού μαγείρευα, Είμαι υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, δεν είμαι ξένος, και είμαι εδώ σε υπηρεσία, να με συγχωρείτε για την ενόχληση. Ο εκλεπτυσμένος τρόπος του κ. Ζοζέ μαλάκωσε τη γυναίκα, Μα τι λέτε, καμία ενόχληση, εν νοούσα απλώς ότι αν ήταν εδώ ο σύζυγος μου θα σας είχε ζη τήσει απ' την αρχή κάποια εξουσιοδότηση, Να σας δείξω α μέσως την υπαλληλική μου κάρτα, κοιτάξτε, Α, πολύ ωραία, λέγεστε κ. Ζοζέ, αλλά όταν είπα εξουσιοδότηση εγώ εννοού σα κάποια επίσημη βεβαίωση όπου αναφέρεται το ζήτημα που έχετε επιφορτιστεί να ερευνήσετε, Ο ληξίαρχος δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσα να συναντήσω δυσπιστία, Ο καθένας έχει το χούι του, κι όσο για την γειτόνισσα του ισογείου, ούτε να το συζητάτε, εκείνη δεν ανοίγει την πόρτα σε κανέναν, εγώ είμαι διαφορετική, μ' αρέσει να συζητώ με κόσμο, Σας ευχαριστώ πολύ για την καλοσύνη σας να μου απαντήσετε, Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σας φανώ πιο χρήσιμη, Αντιθέτως, με βοηθή σατε πολύ, μου αναφέρατε την κυρία του ισογείου και μου υ πενθυμίσατε το ζήτημα της εξουσιοδότησης, Χαίρομαι που το βλέπετε έτσι. Η συζήτηση είχε φόρα για να συνεχιστεί ακόμα για μερικά λεπτά, αλλά η ησυχία μέσα από το σπίτι διακόπη κε ξαφνικά από το κλάμα του παιδιού, που πρέπει να είχε ξυ πνήσει, Είναι το αγοράκι σας, είπε ο κ. Ζοζέ, Δεν είναι αγο ράκι, κοριτσάκι είναι, σας το είπα ήδη, χαμογέλασε η γυναίκα, κι ο κ. Ζοζέ χαμογέλασε κι αυτός. Τη στιγμή εκείνη χτύπησε η εξώπορτα και το φως της σκάλας άναψε, Είναι ο άντρας μου, τον καταλαβαίνω όταν μπαίνει, ψιθύρισε η γυναίκα, πηγαίνε τε και κάντε ότι δεν μιλήσατε μαζί μου. Ο κ. Ζοζέ δεν κατέ-
βηκε. Αθόρυβα, στις μύτες των ποδιών του, ανέβηκε γρήγορα μέχρι τον επάνω όροφο και έμεινε εκεί, με την πλάτη στον τοί χο και την καρδιά του να χτυπά σαν να ζούσε μια επικίνδυνη περιπέτεια, καθώς τα σταθερά βήματα του νεαρού άντρα δυ νάμωναν και πλησίαζαν. Το κουδούνι χτύπησε, από τη στιγμή που άνοιξε και μέχρι να κλείσει η πόρτα ακούστηκε το κλάμα του παιδιού, ύστερα μια μεγάλη σιωπή γέμισε τη σπείρα της ιτκάλας. Ένα λεπτό αργότερα έσβησε το κεντρικό φως. Τότε μόνο ο κ. Ζοζέ παρατήρησε πως ολόκληρος σχεδόν ο διάλο γος με τη γυναίκα είχε εκτυλιχθεί, σαν να 'χαν κι οι δυο να κρύψουν κάτι, στο συνένοχο ημίφως του εσωτερικού της πολιικατοικίας, συνένοχο ήταν η απρόσμενη λέξη που του ήρθε στο μυαλό, Συνένοχο με τι, συνένοχο για ποιο πράγμα, ανα ρωτήθηκε, το σίγουρο πάντως είναι ότι εκείνη δεν ξανάναψε το φως όταν, μετά από τις πρώτες λέξεις που αντάλλαξαν, αυ τό είχε σβήσει. Άρχισε επιτέλους να κατεβαίνει τη σκάλα, με όλες τις προφυλάξεις στην αρχή, κατόπιν βιαστικός, σταμάτη σε μονάχα μια στιγμή να αφουγκραστεί μπροστά στην πόρτα του δεξιού διαμερίσματος του ισογείου, ακουγόταν από μέσα ένας ήχος που πρέπει να ήταν του ραδιοφώνου, δεν σκέφτηκε να χτυπήσει το κουδούνι, θ' άφηνε τη νέα του έρευνα για το Σαββατοκύριακο, μία από τις δύο μέρες, τότε όμως δεν θα μπορούσαν να τον πιάσουν στον ύπνο, θα εμφανιζόταν με την ΐ'ξουσιοδότηση στο χέρι, ενδεδυμένος με μια επίσημη εξουσία που κανείς δεν θα τολμούσε ν' αμφισβητήσει. Εξουσιοδότηση πλαστή, εννοείται, που θα τον γλίτωνε όμως, με την ακαταμά χητη δύναμη μιας επίσημης βούλας και μιας ανάγλυφης σφρα γίδας, αυθεντικών και των δύο, από τον κόπο να διαλύσει αμ φιβολίες προτού μπει στην ουσία του ζητήματος. Όσο για την υπογραφή του διευθυντή, αισθανόταν απολύτως ήρεμος, δεν υπήρχε πιθανότητα η ηλικιωμένη κυρία του ισογείου διαμερί-
56
57
M
M
σματος να έχει δει ποτέ της την τζίφρα του ληξίαρχου, μ' εκεί νες τις φιοριτούρες που, αν το καλοσκεφτεί, χάρη στη διακο σμητική του φαντασία, δεν θα δυσκολευόταν να τις αντιγρά ψει. Αν όλα πήγαιναν καλά αυτή τη φορά, όπως ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, θα εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τη βε βαίωση κάθε φορά που συναντούσε ή προέβλεπε δυσκολίες στα μελλοντικά του εγχειρήματα, αφού ήταν πεπεισμένος ότι η αναζήτηση δεν θα σταματούσε στο προαναφερθέν ισόγειο. Αν υποθέσουμε ότι η ένοικος έμενε εκεί από την εποχή που η οικογένεια της άγνωστης γυναίκας ζούσε στο κτήριο, ίσως να μην είχαν σχέσεις μεταξύ τους, ίσως όλα να περιορίζονταν, μέ σα στην κουρασμένη μνήμη της γερόντισσας, σε μερικές αόρι στες ενθυμήσεις, ανάλογα με τα χρόνια που είχαν περάσει α πό τη μετακόμιση της οικογένειας του δευτέρου ορόφου σε άλλο σημείο της πόλης. Ή της χώρας, ή του κόσμου, σκέφτη κε ανήσυχος ενώ βρισκόταν ήδη στο δρόμο. Τα διάσημα πρό σωπα της συλλογής του, όπου κι αν πάνε, έχουν πάντα κάποια εφημερίδα ή ένα περιοδικό ν' ακολουθεί τα ίχνη τους και να τους ρινηλατεί για μια φωτογραφία ακόμα, για μια ερώτηση α κόμα, για τον κοινό άνθρωπο όμως κανείς δεν ρωτά, κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά γι' αυτόν, κανείς δεν ανησυχεί να μάθει τι κάνει, τι σκέφτεται, τι νιώθει, ακόμα και στις περι πτώσεις που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε το αντίθε το προσποιούνται. Αν η άγνωστη γυναίκα είχε πάει να ζήσει στο εξωτερικό, θα βρισκόταν έξω απ' το βεληνεκές του, θα ή ταν σαν να 'ταν νεκρή, Τελεία και παύλα, θα έληγε η ιστορία, μουρμούρισε ο κ. Ζοζέ, αμέσως όμως θεώρησε ότι δεν μπορεί να ήταν έτσι, φεύγοντας από δω θα είχε αφήσει τουλάχιστον μια ζωή πίσω της, ίσως μια μικρή ζωή, τέσσερα χρόνια, πέντε, τίποτα σχεδόν, ή δεκαπέντε, ή είκοσι, μια συνάντηση, μια κα τάπληξη, μια απογοήτευση, μερικά χαμόγελα, κάμποσα δά
κρυα, αυτά που με μια πρώτη ματιά είναι ίδια για όλους και στην πραγματικότητα είναι διαφορετικά για τον καθένα. Και διαφορετικά επίσης την κάθε φορά. Θα φτάσω μέχρι εκεί που μπορώ, έληξε το ζήτημα ο κ. Ζοζέ με μια γαλήνη που δεν έ μοιαζε δική του. Σαν να 'ταν αυτή η λογική κατάληξη όσων εί χε σκεφτεί, μπήκε σ' ένα χαρτοπωλείο κι αγόρασε ένα χοντρό τετράδιο με γραμμές, απ' αυτά που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να σημειώνουν τη διδακτέα ύλη καθώς νομίζουν ότι τη δι δάσκονται. Η πλαστογράφηση της εξουσιοδότησης δεν του πήρε πολ λή ώρα. Είκοσι πέντε χρόνια καθημερινής εξάσκησης στην καλλιγραφία κάτω από την εποπτεία πολύζηλων προϊσταμέ νων και απαιτητικών υποδιευθυντών είχαν αποδώσει έναν πλήρη έλεγχο των δακτύλων, του καρπού, της παλάμης, μια α πόλυτη σταθερότητα τόσο στις καμπύλες όσο και στις ευθείες γραμμές, μια ενστικτώδη σχεδόν αίσθηση των χοντρών και των λεπτών, μια τέλεια αντίληψη του βαθμού ρευστότητας και κολλώδους της μελάνης που, όταν δοκιμάστηκε σ' αυτή την περίπτωση, έδωσε ως αποτέλεσμα ένα έγγραφο ικανό να αντι σταθεί και στην εξονυχιστική έρευνα του πιο δυνατού μεγεθυ ντικού φακού. Τα μόνα που τον πρόδιδαν ήταν τα δακτυλικά αποτυπώματα και η αόρατη ύγρανση από ιδρώτα που έμειναν πάνω στο χαρτί, αλλά η πιθανότητα να πραγματοποιηθούν τε λικά τέτοιου είδους εξετάσεις ήταν προφανώς απειροελάχι στη. Και ο αξιότερος ειδικός στη γραφολογία, αν τον καλού σαν να καταθέσει, θα ορκιζόταν ότι το υπό εξέταση έγγραφο ήταν γραμμένο με το χέρι και τα γράμματα του διευθυντή του Ληξιαρχείου, και τόσο αυθεντικό σαν να το είχε γράψει πα ρουσία αξιόπιστων μαρτύρων. Η σύνταξη της εξουσιοδότη σης, το ύφος, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε, θα επαύξανε με τη σειρά του ένας ψυχολόγος ενισχύοντας τη γνωμοδότηση
58
59
ο
M
M
του αγαπητού συναδέλφου, καταδεικνύουν επαρκώς ότι ο αυ τουργός τους είναι άτομο εξαιρετικά εξουσιαστικό, προικισμέ νο με χαρακτήρα σκληρό, χωρίς ευελιξία ή ανοιχτή διάθεση, βέβαιο για την κρίση του, που περιφρονεί την άποψη των άλ λων, όπως κι ένα παιδί ακόμα θα μπορούσε εύκολα να συμπε ράνει από την ανάγνωση του κειμένου, που αναφέρει τα εξής, Εν ονόματι των εξουσιών που μου αναγνωρίζονται και που τε λώντας υπό όρκο ασκώ, εφαρμόζω και υπερασπίζομαι, γνω στοποιώ, ως ληξίαρχος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, προς όλους όσοι, πολίτες ή ένστολοι, ιδιώτες ή δημόσιοι φορείς, δουν, διαβάσουν ή συμβουλευτούν την πα ρούσα εξουσιοδότηση που φέρει την ιδιόχειρη γραφή και την υπογραφή μου, ότι ο Τάδε Δείνα, γραφέας στην υπηρεσία μου και στην υπηρεσία του Γενικού Ληξιαρχείου το οποίο διευθύ νω, διοικώ και διαχειρίζομαι, έλαβε από εμένα τον ίδιο την ά μεση εντολή και το καθήκον να διαλευκάνει και να εξακριβώ σει όλα όσα αφορούν στην παρελθούσα, παρούσα και μελλο ντική ζωή της Τάδε Δείνα, που γεννήθηκε στην πόλη αυτή το τότε, κόρη της Τάδε και του Δείνα, και θα πρέπει επομένως, χωρίς άλλη επίρρωση, να αναγνωρίζεται ως δική του, και για όσο διάστημα διαρκέσει η έρευνα, η απόλυτη εξουσία την ο ποία, διά του παρόντος και για την περίπτωση, μεταβιβάζω στο πρόσωπο του. Αυτό υπαγορεύουν οι ανάγκες των ληξιαρ χικών υπηρεσιών και έτσι αποφασίζω. Προς συμμόρφωση. Τρέμοντας από φόβο, μόλις διάβασε το εντυπωσιακό χαρτί, το παιδί που λέγαμε έτρεξε να κρυφτεί στην αγκαλιά της μάνας του, με την απορία πώς είναι δυνατόν ένας γραφέας σαν τον κ. Ζοζέ, τόσο ειρηνικός από τη φύση του, τόσο πιστός στην παράδοση, να στάθηκε ικανός να συλλάβει, να φανταστεί, να επινοήσει με το μυαλό του, χωρίς να διαθέτει κάποιο παλιότε ρο πρότυπο για να τον καθοδηγεί, μιας και δεν είναι ο κανό-
νας ούτε και έχει διαπιστωθεί η πρακτική αναγκαιότητα ώστε να χορηγήσει κάποτε το Γενικό Ληξιαρχείο εξουσιοδοτήσεις, την έκφραση μιας εξουσίας τόσο δεσποτικής ώστε αυτό να εί ναι το λιγότερο που μπορεί να την αποκαλέσει κανείς. Το τρο μαγμένο παιδί έχει να φάει πολύ ψωμί ακόμα μέχρι ν' αρχίσει να μαθαίνει τη ζωή, και τότε δεν θα παραξενευτεί όταν ανα καλύψει ότι, όταν σημάνει η ώρα, μέχρι και οι καλοί μπορούν να γίνουν αυστηροί και αυταρχικοί, ακόμα κι αν πρόκειται για τη σύνταξη μιας εξουσιοδότησης, πλαστογραφημένης ή όχι. Θα πουν τότε για να δικαιολογηθούν, Δεν ήμουν ο εαυτός μου, εγώ απλώς έγραφα, ενεργούσα εξ ονόματος άλλου, και στην καλύτερη περίπτωση θέλουν να ξεγελάσουν τον εαυτό τους, αφού στην πραγματικότητα η αυστηρότητα και ο αυταρ χισμός, αν όχι η απονιά, μέσα σ' αυτούς εκδηλωνόταν κι όχι μέσα σε κάποιον άλλον, ορατό ή αόρατο. Όπως και να 'χει, αν κρίνει κανείς από τα αποτελέσματα ό,τι συνέβη ως τώρα, δεν είναι πολύ πιθανό να ενσκήψουν από τις προθέσεις ή τα μελ λοντικά έργα του κ. Ζοζέ σοβαρές βλάβες για τον κόσμο, γι' αυτό ας αφήσουμε προσωρινά μετέωρη την κρίση μας μέχρις ότου άλλες ενέργειες, πιο διαφωτιστικές, προς το καλό ή προς το κακό, σχεδιάσουν το οριστικό του πορτρέτο. Το Σάββατο, ντυμένος με το καλύτερο κουστούμι του, το πουκάμισο πλυμένο και σιδερωμένο, με τη σωστή πάνω κάτω γραβάτα, σχεδόν ταιριαστή, με διπλωμένο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του το σφραγισμένο φάκελο με την εξου σιοδότηση, ο κ. Ζοζέ πήρε ένα ταξί από την πόρτα του σπιτιού του, όχι για να κερδίσει χρόνο, η μέρα ήταν όλη δική του, αλ λά γιατί τα σύννεφα απειλούσαν με βροχή, κι εκείνος δεν ήθε λε να εμφανιστεί στην κυρία του ισογείου στάζοντας απ' τα αυτιά και με τα ρεβέρ απ' τα μπατζάκια πιτσιλισμένα με λά σπη, διακινδυνεύοντας έτσι να του κλείσει την πόρτα κατά-
6ο
6ι
ο μούτρα προτού προλάβει να πει τι ήθελε. Αισθανόταν διέγερ ση καθώς φανταζόταν την υποδοχή της ηλικιωμένης κυρίας, την εντύπωση που θα έκανε στη γριά, η χλευαστική λέξη τού ήρθε ασυναίσθητα, η ανάγνωση ενός τέτοιου χαρτιού, προ στακτικού και εκφοβιστικού, υπάρχουν κι άνθρωποι που αντι δρούν αντίθετα απ' ό,τι περιμένει κανείς, ας ελπίσουμε ότι δεν θα γίνει το ίδιο σ' αυτή την περίπτωση. Ίσως οι λέξεις που εί χε επιστρατεύσει στη σύνταξη του κειμένου να ήταν υπερβο λικά σκληρές και αυταρχικές, ωστόσο η αληθοφάνεια του επέ βαλλε να είναι πιστός στο χαρακτήρα του ληξίαρχου όσο και στο γραφικό του χαρακτήρα, εξάλλου, όπως ξέρει όλος ο κόσμος, οι μύγες δεν πιάνονται με ξίδι, αν και υπάρχουν μερικές που δεν πιάνονται ούτε με μέλι. Θα δούμε, αναστέναξε. Το πρώτο πράγμα που είδε ύστερα από λίγο, αφού απάντησε στις επίμονες ερωτήσεις που έρχονταν από μέσα, Ποιος είναι, Τι θέλετε, Ποιος σας έστειλε εδώ, Τι σχέση έχω εγώ μ' αυτά, ήταν η κυρία του ισογείου, τελικά δεν ήταν τόσο ηλικιωμένη όσο την είχε φανταστεί, δεν ανήκαν σε γερόντισσα εκείνα τα ζω ντανά μάτια, εκείνη η ίσια μύτη, εκείνο το λεπτό αλλά σταθε ρό στόμα, χωρίς τα σημάδια του χρόνου στις άκρες του, εκείνο που έδειχνε την ηλικία της ήταν το χαλαρό δέρμα του λαιμού της, πιθανόν να εστίασε σ' αυτή τη λεπτομέρεια γιατί άρχιζε ή δη να παρατηρεί και στον εαυτό του αυτό το αδιάψευστο σημάδι σωματικής έκπτωσης, κι ακόμα ήταν μόνο πενήντα χρόνων. Η γυναίκα δεν άνοιγε την πόρτα της, έλεγε και ξανάλεγε ότι οι υποθέσεις των γειτόνων δεν την αφορούσαν. Απάντηση εξάλλου απολύτως δικαιολογημένη, αφού ο κ. Ζοζε, παίρνο ντας λάθος δρόμο, ξεκίνησε ανακοινώνοντας ότι έψαχνε κά ποιον από το αριστερό διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου. Η παρεξήγηση έληξε όταν επιτέλους πρόφερε το όνομα της ά γνωστης γυναίκας, τότε η πόρτα άνοιξε λίγο ακόμα κι ύστερα 62
M
Ι
Ι | Ι
|
επέστρεψε στην προηγούμενη θέση της, Γνωρίζετε αυτή την κυρία, ρώτησε ο κ. Ζοζέ, Ναι, τη γνώρισα, είπε η γυναίκα, Θα ήθελα να σας υποβάλω ορισμένες ερωτήσεις σχετικά μ' αυτήν, Εσείς ποιος είστε, Είμαι εντεταλμένος υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, σας το είπα, Και πώς μπορώ να ξέρω ότι λέτε την αλήθεια, Έχω εξουσιοδότηση α πό το ληξίαρχο, Βρίσκομαι στο σπίτι μου και δεν θέλω να μ' ε νοχλούν, Σ' αυτές τις περιπτώσεις είστε υποχρεωμένη να συ νεργαστείτε με το Γενικό Ληξιαρχείο, Σε ποιες περιπτώσεις, Στη διαλεύκανση αμφιβολιών που παραμένουν στο Ληξιαρ χείο, Γιατί δεν πάτε καλύτερα να ρωτήσετε την ίδια, Δεν γνω ρίζουμε την παρούσα διεύθυνση της, αν εσείς τη γνωρίζετε, να μου την πείτε και δεν θα σας ενοχλήσω περισσότερο, Πάνε κά που τριάντα χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, που δεν έχω νέα απ' αυτό το άτομο, Από παιδί, Ναι. Με αυτή τη μοναδική λέξη η γυναίκα έδειξε ότι θεωρούσε την κουβέντα λήξασα, αλλά ο κ. Ζοζέ δεν το 'βαλε κάτω, χαμένος για χαμένος θα ρισκάριζε. Έβγαλε το φάκελο από την τσέπη, τον άνοιξε, έβγαλε από μέ σα με μια βραδύτητα που πρέπει να φάνταζε απειλητική την εξουσιοδότηση, Διαβάστε, πρόσταξε. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της, Δεν το διαβάζω, το θέμα δεν με αφορά, Αν δεν το διαβάσετε, θα επιστρέψω με αστυνομική συνοδεία και τότε θα Είναι χειρότερα για σας. Η γυναίκα υποχώρησε και πήρε το χαρτί που της έτεινε, άναψε το φως του διαδρόμου, φόρεσε τα γυαλιά που κρέμονταν στο λαιμό της και διάβασε. Ύστερα το επέστρεψε και ελευθέρωσε την είσοδο, Καλύτερα να περάσε τε μέσα, οι διπλανοί θα μας κρυφακούν ήδη πίσω απ' την πόρ τα. Μπροστά στην αδήλωτη συμμαχία που έμοιαζε να εκφρά ζει η προσωπική αντωνυμία, ο κ. Ζοζέ κατάλαβε πως είχε κερ δίσει την αναμέτρηση. Κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο αυτή ήταν η πρώτη αντικειμενική νίκη της ζωής του, δολιότα63
M
Ο'
M
τη νίκη πράγματι, με όλους αυτούς όμως που κηρύσσουν πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ποιος είναι αυτός που θα τους δια ψεύσει. Πέρασε μέσα χωρίς επισημότητα, σαν νικητής που η γενναιοδωρία του δεν του επιτρέπει να υποπέσει στον εύκολο πειρασμό της ταπείνωσης του ηττημένου, αλλά που, όπως και να 'χει, θα ήθελε πολύ να προσέξουν το μεγαλείο του. Η γυναίκα τον οδήγησε σ' ένα τακτοποιημένο και καθαρό σαλονάκι, διακοσμημένο με το γούστο μιας άλλης εποχής. Του πρόσφερε μια καρέκλα, κάθισε κι εκείνη και, δίχως ν' αφήσει χρόνο στον επισκέπτη για νέες ερωτήσεις, είπε, Ήμουν η νονά στη βάφτιση της. Ο κ. Ζοζέ ήταν προετοιμασμένος για όλες τις αποκαλύψεις εκτός από αυτήν. Είχε πάει εκεί ως ένας απλός υπάλληλος που εκτελεί εντολές ανωτέρων του, χωρίς επομέ νως καμία ανάμιξη προσωπικού χαρακτήρα, έτσι έπρεπε να τον δει η γυναίκα που καθόταν απέναντι του, μονάχα όμως ο ίδιος ήξερε πόση προσπάθεια έπρεπε να καταβάλει για να μη χαμογελάσει από μακάρια ικανοποίηση. Έβγαλε από την άλ λη τσέπη του το αντίγραφο της καρτέλας, το κοίταξε ενδελεχώς σαν να αποστήθιζε όλα τα ονόματα που βρίσκονταν εκεί και στο τέλος είπε, Κι ο σύζυγος σας ήταν ο νονός, Ναι, Θα μπορούσα να μιλήσω και μ' εκείνον, Είμαι χήρα, Α, σ' αυτό το υπόκωφο επιφώνημα συνυπήρχαν η αυθεντική ανακούφιση με το προσποιητό συναίσθημα, είχε να παλέψει μ' έναν άν θρωπο λιγότερο. Η γυναίκα είπε, Τα πηγαίναμε καλά, εννοώ οι δυο οικογένειες, η δική μας κι η δική τους, ήμασταν φίλοι, όταν γεννήθηκε η μικρή μάς ζήτησαν να γίνουμε νονοί της, Τι ηλικία είχε η μικρή όταν μετακόμισαν, Νομίζω κάπου οκτώ χρόνων, Προηγουμένως είπατε ότι πάνε κάπου τριάντα χρό νια που δεν έχετε νέα τους, Έτσι είναι, Θέλετε να μου το εξη γήσετε αυτό, Έλαβα ένα γράμμα λίγο καιρό αφού μετακόμι σαν, Από ποιον, Από κείνη, Τι έλεγε, Τίποτα το ιδιαίτερο, ή
ταν το γράμμα που ένα οκτάχρονο παιδί, με τις λίγες λέξεις που ξέρει, έγραψε στη νονά του, Το έχετε ακόμα, Όχι, Και οι γονείς της δεν σας έγραψαν ποτέ, Όχι, Δεν σας φάνηκε πε ρίεργο, Όχι, Γιατί, Αυτά είναι προσωπικά θέματα, δεν μπο ρείτε ν' αναμιχθείτε, Για το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους δεν υπάρχουν προσωπικά ζητήματα. Η γυναίκα στύλ(οσε τα μάτια της πάνω του, Ποιος είστε, Πριν από λίγο σας ιίπε η εξουσιοδότηση μου ποιος είμαι, Μου είπε μόνο πώς λέ γεστε, είστε ο κ. Ζοζέ, Ναι, είμαι ο κ. Ζοζέ, Εσείς μπορείτε να μου κάνετε όποια ερώτηση θέλετε κι εγώ δεν μπορώ να σας κάνω καμία, Δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις σ' εμένα έχει μόνο ανώτερος υπάλληλος του Ληξιαρχείου, Είστε ένας ευτυ χισμένος άνθρωπος, μπορείτε να φυλάτε τα μυστικά σας, Δεν νομίζω να είναι κανείς ευτυχής μόνο και μόνο επειδή φυλάει μυστικά, Είστε ευτυχής, Τι είμαι εγώ δεν έχει σημασία, σας ει ξήγησα ότι μόνο οι ανώτεροι μου έχουν το δικαίωμα να μου χάνουν ερωτήσεις, Έχετε μυστικά, Δεν απαντώ, Εγώ όμως πρέπει ν' απαντήσω, Καλά θα κάνετε, Τι θέλετε να σας πω, Για τι προσωπικά ζητήματα πρόκειται. Η γυναίκα πέρασε το χέρι πάνω από το μέτωπο της, το άφησε να πέσει αργά πάνω οτα μαραμένα της βλέφαρα, ύστερα είπε δίχως ν' ανοίξει τα μάτια, Η μητέρα του κοριτσιού υποπτευόταν ότι διατηρούσα Ρχέσεις με το σύζυγο της, Κι ήταν αλήθεια, Ναι, πριν από πο λύ καιρό, Γι' αυτό το λόγο μετακόμισαν, Ναι. Η γυναίκα άνοι%ν τα μάτια και ρώτησε, Σας ευχαριστούν τα μυστικά μου, Α πό τα μυστικά σας μ' ενδιαφέρει μόνο ό,τι έχει σχέση με το ά τομο που ψάχνω, εξάλλου δεν μου αναγνωρίζεται δικαιοδοοία για τίποτε άλλο, Επομένως δεν θέλετε να μάθετε τι έγινε μετά, Επισήμως όχι, Ιδιαιτέρως όμως ίσως, Δεν συνηθίζω ν' α νακατεύομαι στις ζωές των άλλων, είπε ο κ. Ζοζέ ξεχνώντας τις εκατόν σαράντα τόσες που είχε μέσα στο ντουλάπι του, ύ-
64
65 5
(>Xit τα
ονόματα
ο
M
στερα πρόσθεσε, Σίγουρα όμως δεν μπορεί να συνέβη τίποτα το εξαιρετικό αφού μου είπατε πως είστε χήρα, Έχετε καλή μνήμη, Είναι θεμελιώδης όρος αν θέλει κανείς να γίνει υπάλ ληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου, ο διευθυντής μου, για παράδειγμα, έτσι για να πάρετε μια ιδέα, ξέρει απέξω όλα τα ονόματα που υπάρχουν και υπήρξαν, όλα τα ονόματα και όλα τα επώνυμα, Και σε τι χρησιμεύει αυτό, Ο εγκέφαλος ενός ληξίαρχου είναι σαν ακριβές αντίγραφο του Ληξιαρχείου, Δεν καταλαβαίνω, Έτσι όπως είναι ικανός να πραγματοποιεί ό λους τους δυνατούς συνδυασμούς ονομάτων και επωνύμων, ο εγκέφαλος του διευθυντή μου γνωρίζει όχι μόνο τα ονόματα όλων των ανθρώπων που βρίσκονται εν ζωή αλλά και όλων ό σοι πέθαναν, και θα μπορούσε κάλλιστα να σας πει πώς θα ο νομαστούν όλοι όσοι θα γεννηθούν στο εξής και μέχρι το τέ λος του κόσμου, Εσείς ξέρετε περισσότερα από το διευθυντή σας, Ούτε κατά διάνοια, σε σύγκριση μ' εκείνον εγώ δεν αξί ζω τίποτα, γι' αυτό εκείνος είναι ληξίαρχος ενώ εγώ είμαι ένας απλός γραφέας, Κι οι δυο ξέρετε τ' όνομα μου, Πράγματι, Ε κείνος όμως για μένα δεν ξέρει παρά μόνο το όνομα μου, Σ' αυτό έχετε δίκιο, η διαφορά είναι ότι εκείνος το ήξερε από πριν ενώ εγώ το έμαθα μόνο αφότου ανέλαβα αυτή την απο στολή, Και μ' ένα σάλτο τον προσπεράσατε, βρίσκεστε εδώ στο σπίτι μου, μπορείτε να με δείτε καταπρόσωπο, μ' ακούσα τε να λέω ότι απάτησα τον άντρα μου, και είστε το μόνο άτο μο στο οποίο το έχω πει όλα αυτά τα χρόνια, τι άλλο χρειάζε ται για να σας πείσω ότι μπροστά σ' εσάς ο διευθυντής σας εί ναι ένας άσχετος, Μην το λέτε αυτό, δεν είναι πρέπον, Έχετε καμιά άλλη ερώτηση να μου κάνετε, Τι ερώτηση, Λόγου χάρη, αν υπήρξα ευτυχισμένη στο γάμο μου μετά από το συμβάν, Εί ναι ζήτημα ξένο προς το φάκελο, Τίποτα δεν είναι ξένο, ακρι βώς όπως όλα τα ονόματα βρίσκονται στο κεφάλι του διευθυ 66
M
ντή σας, έτσι και ο φάκελος ενός ανθρώπου είναι ο φάκελος ό λων, Εσείς γνωρίζετε πολλά, Είναι φυσικό, έζησα πολύ, Είμαι ήδη πενήντα χρόνων και μπροστά σας δεν ξέρω τίποτα, Δεν φαντάζεστε τι μαθαίνει κανείς ανάμεσα στα πενήντα και στα εβδομήντα, Αυτή είναι η ηλικία σας, Λίγο παραπάνω, Υπήρ ξατε ευτυχής μετά από το συμβάν, Τελικά σας ενδιαφέρει, Εί ναι που ξέρω λίγα για τη ζωή των ανθρώπων, Ακριβώς όπως και ο διευθυντής σας, ακριβώς όπως το Ληξιαρχείο σας, Υπο θέτω πως ναι, Με συγχώρεσε, αν αυτό θέλετε να μάθετε, Σας «τυγχώρεσε, Ναι, συμβαίνει συχνά, συγχωρείτε αλλήλους, ό πως λέμε συνήθως, Η γνωστή φράση δεν είναι έτσι, είναι αγα πάτε αλλήλους, Το συμπέρασμα είναι το ίδιο, συγχωρεί κανείς επειδή αγαπά και αγαπά γιατί συγχωρεί, είστε παιδί ακόμα, έ χετε πολλά να μάθετε, Απ' ό,τι φαίνεται, Είστε παντρεμένος, Όχι, Ούτε ζήσατε ποτέ με κάποια γυναίκα, Να έζησα, έτσι ό πως το εννοείτε, όχι, Μόνο περιστασιακές σχέσεις, φευγάτες, Ούτε κι αυτό, ζω μόνος μου, όταν σφίγγει η ανάγκη κάνω ό,τι κάνουν όλοι, βγαίνω, ψάχνω και πληρώνω, Το προσέξατε ότι απαντάτε σε ερωτήσεις, Ναι, αλλά τώρα δεν με πειράζει, ίσως έτσι μαθαίνει κανείς, απαντώντας, Θα σας εξηγήσω κάτι, Ορί στε, Θ' αρχίσω ρωτώντας σας αν ξέρετε πόσα πρόσωπα υ πάρχουν σ' ένα γάμο, Δύο, ο άντρας και η γυναίκα, Όχι, κύριε, ιττο γάμο υπάρχουν τρία πρόσωπα, υπάρχει η γυναίκα, υπάρ χει ο άντρας και υπάρχει κι αυτό που εγώ ονομάζω το τρίτο πρόσωπο, το πιο σημαντικό, το πρόσωπο που αποτελείται από τον άντρα κι από τη γυναίκα μαζί, Δεν το είχα σκεφτεί αυτό, Οταν ο ένας από τους δύο διαπράττει μοιχεία, λόγου χάρη, ο πιο πληγωμένος, αυτός που δέχεται το πιο βαρύ χτύπημα, δεν είναι ο άλλος, αλλά αυτός ο άλλος που είναι το ζευγάρι, όχι ο ένας αλλά ο δύο, Και μπορεί κανείς να ζήσει πραγματικά μ' αυτό το ένα που είναι φτιαγμένο από δύο, εγώ καλά καλά δεν 67
M
Μ
μπορώ να ζήσω με τον εαυτό μου, Το πιο συνηθισμένο στο γά μο είναι να βλέπει κανείς τον άντρα ή τη γυναίκα, ή και τους δύο, τον καθέναν απ' την πλευρά του, να θέλουν να εξολο θρεύσουν αυτό τον τρίτο σύντροφο που είναι οι δυο τους, αυ τόν που αντιστέκεται, αυτόν που θέλει να επιβιώσει ό,τι κι αν γίνει, Αυτή η αριθμητική παραείναι πολύπλοκη για μένα, Πα ντρευτείτε, βρείτε μια γυναίκα και μετά ελάτε να μου πείτε, Λοιπόν, δεν έχω άλλο χρόνο, Μην είστε και τόσο σίγουρος, ποιος ξέρει τι θα συναντήσετε ακόμα μέχρι να φτάσετε στο τέ λος της αποστολής σας, ή όπως τη λέτε, Οι απορίες που ήρθα να διαλευκάνω είναι απορίες του Γενικού Ληξιαρχείου, δεν εί ναι δικές μου, Και τι απορίες είναι αυτές, αν επιτρέπετε να ρω τήσω, Με καλύπτει το επαγγελματικό απόρρητο, δεν μπορώ να σας απαντήσω, Πολύ λίγο σας χρησιμεύει το απόρρητο, κ. Ζοζέ, σε λίγο θα χρειαστεί να φύγετε και θα το κάνετε γνωρί ζοντας τα ίδια μ' αυτά που γνωρίζατε όταν ήρθατε, τίποτε, Αυτό είναι αλήθεια. Κι ο κ. Ζοζέ κούνησε το κεφάλι του αποθαρρημένος. Η γυναίκα τον κοίταξε σαν να τον μελετούσε, κατόπιν ρώ τησε, Πόσος καιρός είναι που έχετε αναμιχθεί σ' αυτή την έ ρευνα, Για να είμαι ακριβής, σήμερα άρχισα, αλλά ο ληξίαρ χος θα μου θυμώσει όταν του παρουσιαστώ με τα χέρια αδεια νά, είναι πολύ ανυπόμονος άνθρωπος, Θα ήταν μεγάλη αδι κία για έναν υπάλληλο που, απ' ό,τι φαίνεται, δουλεύει ακόμα και τα Σάββατα, Δεν είχα δικές μου δουλειές κι ήταν ένας τρό πος να βοηθήσω την υπηρεσία, Να όμως που δεν βοηθήσατε κανέναν απολύτως, κύριε, Πρέπει να σκεφτώ, Ζητήστε τη συμβουλή του διευθυντή σας, γι' αυτό είναι διευθυντής, Δεν τον ξέρετε καλά, δεν ανέχεται ερωτήσεις, μόνο διαταγές δίνει, Και τώρα, Σας είπα, πρέπει να σκεφτώ, Τότε σκεφτείτε, Εσείς όντως δεν ξέρετε τίποτα, ούτε πού πήγαν να ζήσουν όταν έ-
φυγαν από δω, το γράμμα που λάβατε θα πρέπει να είχε διεύ θυνση του αποστολέα, Θα πρέπει, ναι, αλλά το γράμμα αυτό δεν υπάρχει πια, Δεν της απαντήσατε, Όχι, Γιατί, Ανάμεσα στο να σκοτώσω και ν' αφήσω να πεθάνει, προτίμησα να σκο τώσω, φυσικά μιλάω μεταφορικά, Βρίσκομαι σε αδιέξοδο, Ίσως όχι, Τι θέλετε να πείτε, Δώστε μου ένα χαρτί και κάτι που να γράφει. Με χέρια τρεμάμενα ο κ. Ζοζέ τής έδωσε ένα μολύβι, Μπορείτε να γράψετε εδώ, στην πίσω πλευρά της καρ τέλας, είναι αντίγραφο. Η γυναίκα έβαλε τα γυαλιά κι έγραψε γρήγορα μερικές λέξεις, Ορίστε, προσέξτε όμως, δεν είναι η διεύθυνση τους, είναι η οδός όπου βρισκόταν το σχολείο που παρακολουθούσε η βαφτισιμιά μου όταν μετακόμισαν, ίσως α πό κει να καταφέρετε να φτάσετε εκεί που θέλετε, αν βρίσκε ται ακόμα εκεί το σχολείο. Το πνεύμα του κ. Ζοζέ βρέθηκε μοι ρασμένο ανάμεσα στην προσωπική ευγνωμοσύνη για τη χάρη που του έκανε και στην υπηρεσιακή δυσφορία που την άργη σε τόσο πολύ. Προσπέρασε τις ευχαριστίες μ' ένα Ευχαριστώ, χωρίς τίποτε άλλο, και σε τόνο μετριοπαθή άφησε να φανεί η δυσφορία, Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σας πήρε τόση ώρα για να μου δώσετε τη διεύθυνση του σχολείου αφού γνωρίζα τε ότι οποιαδήποτε πληροφορία, όσο ασήμαντη κι αν μοιάζει, θα ήταν ζωτικής σημασίας για μένα, Μη γίνεστε υπερβολικός, Ι Ιαρ' όλα αυτά, σας είμαι ευγνώμων, και το λέω τόσο προσω πικά για λογαριασμό μου όσο και εξ ονόματος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους που εκπροσωπώ, επιμέ νω όμως να μου εξηγήσετε γιατί καθυστερήσατε τόσο να μου δ(ί>σετε αυτή τη διεύθυνση, Ο λόγος είναι πολύ απλός, δεν έ χω με ποιον να μιλήσω. Ο κ. Ζοζέ κοίταξε τη γυναίκα, εκείνη κοίταζε αυτόν, δεν αξίζει τον κόπο να ξοδέψουμε λέξεις για να περιγράψουμε την έκφραση που είχαν τα μάτια του ενός και του άλλου, το σημαντικό είναι ότι μετά από μια παύση αυ-
68
69
Ο
Μ
τός κατάφερε να πει, Κι εγώ το ίδιο. Τότε η γυναίκα σηκώθη κε από την καρέκλα, τράβηξε ένα συρτάρι από το έπιπλο που βρισκόταν πίσω της και έβγαλε από μέσα κάτι που έμοιαζε με άλμπουμ, Είναι φωτογραφίες, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ ξεσηκωμέ νος. Η γυναίκα το άνοιξε, το ξεφύλλισε και σε δευτερόλεπτα βρήκε αυτό που ήθελε, η φωτογραφία δεν ήταν κολλημένη, τη συγκρατούσαν μονάχα τέσσερις γωνίες από χαρτί πιασμένες στο χαρτί, Ορίστε, πάρτε την, είπε, είναι η μοναδική που κρά τησα από εκείνη, και τώρα ελπίζω να μη με ρωτήσετε αν έχω φωτογραφίες και των γονιών της, Δεν θα σας ρωτήσω. Ο κ. Ζοζέ άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του, πήρε το ασπρόμαυρο πορτρέτο ενός κοριτσιού οκτώ ως εννέα χρόνων, ένα προσω πάκι που πρέπει να ήταν χλομό, με κάτι μάτια σοβαρά κάτω από τη φράντζα που ακουμπούσε στα φρύδια, το στόμα θέλη σε να χαμογελάσει, αλλά δεν μπόρεσε κι έμεινε έτσι. Ευαίσθη τη καρδιά, ο κ. Ζοζέ ένιωσε τα δάκρυα να πλημμυρίζουν και τα δικά του μάτια, Δεν μοιάζετε με υπάλληλο Ληξιαρχείου, εί πε η γυναίκα, Αυτή είναι η μοναδική μου ιδιότητα, είπε εκεί νος, Θέλετε ένα φλιτζάνι καφέ, Ωραία θα ήταν. Μίλησαν λίγο όση ώρα έπιναν τον καφέ και ροκάνιζαν ένα μπισκότο, λίγες κουβέντες μονάχα για το πόσο γρήγορα περνά ο κακούργος ο χρόνος, Περνά κι ούτε που το καταλαβαίνου με, πριν από λίγο ήταν πρωί κι έρχεται ήδη η νύχτα, πράγμα τι το απόγευμα έφτανε φανερά στο τέλος του, ίσως όμως να μι λούσαν για τη ζωή, τη ζωή τους ή τη ζωή γενικά, αυτό παθαί νουμε πάντα όταν παρακολουθούμε μια συζήτηση και δεν δί νουμε προσοχή, το πιο σημαντικό πάντα μας διαφεύγει. Τελεί ωσε ο καφές, οι κουβέντες είχαν τελειώσει κι αυτές, ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε και είπε, Πρέπει να πηγαίνω, σας ευχαριστώ για το πορτρέτο και τη διεύθυνση του σχολείου, η γυναίκα είπε, Αν τύχει και ξαναπεράσετε από δω, ύστερα τον συνόδεψε ως την
πόρτα, εκείνος της άπλωσε το χέρι, ξανάπε, Ευχαριστώ πολύ, σαν ιππότης μιας άλλης εποχής έφερε το χέρι της στα χείλη του, και τότε ακριβώς η γυναίκα χαμογέλασε πονηρά και είπε, Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να ψάχνατε στον τηλεφωνικό κατά λογο.
ηο
7»
Μ
πόδια του, παραπατώντας, βρίσκονταν ήδη στο δρόμο, χρειάστηκε ώρα για να αντιληφθεί πως μια ψιλή βροχούλα, διάφανη σχεδόν, απ' αυτές που μας μουσκεύουν ορι ζοντίως, καθέτως και πλαγίως, έπεφτε από ψηλά. Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να ψάχνατε στον τηλεφωνικό κατάλογο, είχε πει μοχθηρά η γριά αποχαιρετώντας τον, κι η κάθε μία από τις λέ ξεις της, αθώες αυτές καθαυτές, ανίκανες να προσβάλουν και το πιο ευαίσθητο πλάσμα, είχαν μεταμορφωθεί στη στιγμή σε βίαιη προσβολή, σε απόδειξη αβάσταχτης ηλιθιότητας, λες και σ' όλη τη συζήτηση, τόσο πλούσια σε συναίσθημα από ένα ση μείο κι ύστερα, εκείνη τον παρατηρούσε ψυχρά, για να συμπε ράνει πως ο ατζαμής υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, που είχε σταλεί ν' αναζητήσει το μα κρινό κι απόκρυφο, ήταν ανίκανος να δει αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια του και σε απόσταση αναπνοής. Χωρίς κα πέλο και ομπρέλα, ο κ. Ζοζέ δεχόταν κατευθείαν στο πρόσω πο το ψιλόβροχο, περιδινούμενο και συγκεχυμένο όπως οι δυ σάρεστες σκέψεις που πηγαινοέρχονταν μέσα στο κεφάλι του, όλες τους όμως, το πρόσεξε αυτό αμέσως, γύρω από ένα κε ντρικό σημείο, δυσδιάκριτο ακόμα, που όμως λίγο λίγο όλο και ξεκαθάριζε. Ήταν αλήθεια ότι δεν είχε σκεφτεί να κάνει
κάτι τόσο απλό και καθημερινό όπως είναι το να ψάξει κανείς στον τηλεφωνικό κατάλογο όταν θέλει να μάθει τον αριθμό ε νός τηλεφώνου καθώς και τη διεύθυνση του ατόμου στο οποίο ανήκει το τηλέφωνο. Η πρώτη του ενέργεια, αν ήθελε να εντο πίσει τα κατατόπια της άγνωστης γυναίκας, αυτή έπρεπε να εί ναι, σε λιγότερο από ένα λεπτό θα μάθαινε πού μπορούσε να τη βρει, κατόπιν, με το πρόσχημα της διευκρίνισης κάποιων φανταστικών αποριών στην εγγραφή της στο Ληξιαρχείο, θα μπορούσε να κλείσει μια συνάντηση μαζί της εκτός Ληξιαρ χείου, προφασιζόμενος ότι επιθυμούσε να την απαλλάξει από την πληρωμή κάποιου φόρου, λόγου χάρη, κι αμέσως εκείνη τη στιγμή, διακινδυνεύοντας τα πάντα με μια τρομακτική κί νηση, ή λίγες μέρες αργότερα, όταν πια θα τον εμπιστευόταν, να της ζητήσει, Διηγηθείτε μου τη ζωή σας. Δεν ενήργησε έτσι και, παρόλο που ήταν αρκετά αδαής στην τέχνη της ψυχολο γίας και τα μυστήρια του ασυνείδητου, άρχιζε τώρα με αξιο σημείωτη ευστοχία να καταλαβαίνει το γιατί. Ας πάρουμε έ ναν κυνηγό, έλεγε από μέσα του, ας πάρουμε έναν κυνηγό που έχει προετοιμάσει με κάθε φροντίδα τον εξοπλισμό του, το τουφέκι, τις μπαλάσκες, το δισάκι με τις προμήθειες, το πα γούρι με το νερό, το διχτυωτό σάκο για να μαζεύει τα θηρά ματα, τις μπότες εκστρατείας, ας τον φανταστούμε να ξεκινά με τους σκύλους του, αποφασισμένος, γεμάτος ενθουσιασμό, προετοιμασμένος για μια μεγάλη εκδρομή, όπως συμβαίνει στις κυνηγετικές περιπέτειες, και με το που στρίβει στην πρώ τη γωνία, δίπλα στο σπίτι του, του βγαίνουν μπροστά του ένα σμήνος πέρδικες διατεθειμένες να κάτσουν να τις σκοτώσει, που πετούν αλλά δεν φεύγουν από κει όσες σφαίρες κι αν τις χτυπήσουν, προς μεγάλη έκπληξη και δώρο στους σκύλους που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους να πέφτει το μάννα σε τέ τοιες ποσότητες από τον ουρανό. Ποιο θα ήταν για τον κυνη-
72
73
Τ
Ο ΧΤΥΠΗΜΑ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΣΚΛΗΡΟ ΠΟΥ Ο Κ. ΖΟΖΕ, ΕΝΩ ΤΑ
M
M
γό το ενδιαφέρον ενός τόσο εύκολου κυνηγιού, με τις πέρδικες να προσφέρονται στις κάνες των όπλων, ας πούμε, αναρωτή θηκε ο κ. Ζοζέ κι έδωσε την απάντηση που είναι προφανής σε όλους, Καμία. Το ίδιο συνέβη και σ' εμένα, πρόσθεσε, πρέπει να υπάρχει στο κεφάλι μου, και σίγουρα στα κεφάλια όλων των ανθρώπων, μια σκέψη αυτόνομη που σκέφτεται για λογα ριασμό της, που αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή άλλης σκέ ψης, αυτή που γνωρίζουμε από τότε που γνωρίσαμε τον εαυτό μας και που τη λέμε εσύ, αυτή που αφήνεται να την καθοδη γούμε για να μας πάει όπου νομίζουμε ότι συνειδητά θέλουμε να πάμε, αλλά που εντέλει μπορεί και να οδηγείται σε άλλο δρόμο, σε άλλη κατεύθυνση, και όχι στην πιο κοντινή γωνία, όπου ένα σμήνος πέρδικες μας περιμένουν χωρίς να το ξέ ρουν, το ξέρουμε όμως εμείς πως, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που δίνει πραγματικό νόημα στην εύρεση είναι η αναζήτηση και πως χρειάζεται να περπατήσει κανείς πολύ για να φτάσει αυτό που είναι δίπλα του. Η καθαρότητα της σκέψης, είτε της μιας είτε της άλλης, κάποιας ιδιαίτερης ή μιας συνηθισμένης, στην πραγματικότητα όταν έχει φτάσει κανείς κάπου έχει μι κρότερη σημασία πώς έφτασε, ήταν τόσο εκτυφλωτική που ο κ. Ζοζέ σταμάτησε παραζαλισμένος στο πεζοδρόμιο, τυλιγμέ νος στην ομιχλώδη ψιχάλα και το φως μιας λάμπας του δρό μου που συμπτωματικά είχε μόλις ανάψει. Τότε, από τα βάθη μιας μεταμελημένης και ευγνωμονούσας ψυχής, μετάνιωσε για τις κακές και ανάξιες σκέψεις, κι αυτές ήταν συνειδητές και με το παραπάνω, που είχε πετάξει πάνω στην ηλικιωμένη και κα λοπροαίρετη κυρία του ισογείου, ενώ της χρωστούσε και χάρη, όχι μόνο για τη διεύθυνση του σχολείου και το πορτρέτο, αλλά και για την τελειότερη και πληρέστερη ερμηνεία μιας διαδικα σίας που φαινομενικά δεν είχε τέτοια. Και καθώς η ίδια είχε α φήσει να πλανιέται στον αέρα εκείνη η πρόσκληση να την επι-
ιτκεφθεί ξανά, Αν τύχει και ξαναπεράσετε από δω, αυτά ήταν τα λόγια της, αρκετά σαφή ώστε να παραληφθεί το υπόλοιπο της φράσης, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα πήγαινε κά ποια απ' αυτές τις μέρες να της χτυπήσει την πόρτα, όχι μόνο για να την ενημερώσει για την πρόοδο των ερευνών αλλά και για να την αιφνιδιάσει με την αποκάλυψη του πραγματικού λύγου για τον οποίο δεν είχε ανατρέξει στον τηλεφωνικό κα τάλογο. Φυσικά αυτό θα σήμαινε ότι έπρεπε να της ομολογή σει ότι η εξουσιοδότηση ήταν πλαστή, ότι την αναζήτηση δεν την είχε διατάξει το Γενικό Ληξιαρχείο, ήταν δική του ιδέα, και αναπόφευκτα να μιλήσει και για τα υπόλοιπα. Τα υπόλοι πα ήταν η συλλογή του από διάσημα πρόσωπα, η υψοφοβία, τα μαυρισμένα χαρτιά, οι ιστοί απ' τις αράχνες, τα μονότονα Ερμάρια των ζωντανών, το χάος των νεκρών, η μπόχα, η σκό νη, η αποθάρρυνση και, τέλος, η καρτέλα που για κάποιο λό γο είχε πιαστεί στις άλλες, Για να μην την ξεχάσουν, και το ό νομα, Το όνομα του κοριτσιού που έχω εδώ, θυμήθηκε, και ο μόνος λόγος που δεν έβγαλε τη φωτογραφία απ' την τσέπη να την κοιτάξει ήταν γιατί οι κρουνοί του ουρανού ήταν ακόμα α νοιχτοί. Αν έφτανε ποτέ στο σημείο να πει σε κάποιον πώς εί ναι το Γενικό Ληξιαρχείο από μέσα, αυτός ο κάποιος θα ήταν 11 κυρία του ισογείου. Είναι ένα θέμα που θα λύσει ο χρόνος, αποφάσισε ο κ. Ζοζέ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο χρόνος τού έφερε το λεωφορείο που θα τον πήγαινε κοντά στο σπίτι του, με κάμποσους μουσκεμένους ανθρώπους μέσα, άντρες και γυ ναίκες διαφόρων ηλικιών και παραστημάτων, άλλους νέους, άλλους γέρους, άλλους πιο κοντά σ' αυτό κι άλλους πιο κοντά στο άλλο. Το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους τους γνώριζε όλους, ήξερε πώς λέγονταν, πού είχαν γεννηθεί κι α πό ποιον, μετρούσε προς τα πάνω και προς τα κάτω τις μέρες τους μία μία, εκείνη η γυναίκα, λόγου χάρη, με τα μάτια κλει-
74
75
M
στα, εκείνη που έχει το κεφάλι της ακουμπισμένο στο παρά θυρο, πρέπει να είναι κάπου τριάντα πέντε, τριάντα έξι χρό νων. Κι αυτό ήταν αρκετό για να τινάξει ο κ. Ζοζέ τα φτερά της φαντασίας του, Κι αν είναι αυτή η γυναίκα που ψάχνω, ό ντως δεν μπορεί κανείς να το αποκλείσει, από αγνώστους άλ λο τίποτα σ' αυτή τη ζωή, και δεν μπορεί παρά να παραιτηθεί κανείς, δεν μπορούμε να γυρνάμε και να ρωτάμε όλο τον κό σμο, Πώς σας λένε, κι ύστερα να βγάζουμε την καρτέλα από την τσέπη για να δούμε αν είναι το πρόσωπο που θέλουμε. Δυο στάσεις παρακάτω η γυναίκα κατέβηκε, ύστερα σταμάτη σε στο πεζοδρόμιο περιμένοντας το λεωφορείο να συνεχίσει τη διαδρομή του, ήθελε σίγουρα να περάσει απέναντι και, ό πως δεν είχε ομπρέλα, ο κ. Ζοζέ μπόρεσε να τη δει καταπρόσωπο, και παρ' όλες τις στάλες που κρέμονταν στο τζάμι, για μια στιγμή, ίσως από την ανυπομονησία της γιατί το λεωφο ρείο αργούσε να μαρσάρει, σήκωσε το κεφάλι της και τότε συ νάντησε το βλέμμα του. Έμειναν έτσι μέχρι που το λεωφορείο έβαλε μπρος, συνέχισαν έτσι μέχρι εκεί που μπορούσαν ακόμα να δουν ο ένας τον άλλο, ο κ. Ζοζέ τεντώνοντας και στρέφο ντας το λαιμό του, η γυναίκα ακολουθώντας από την πλευρά της την κίνηση, εκείνη ν' αναρωτιέται ίσως, Ποιος να 'ναι αυ τός, κι εκείνος ν' απαντά, Αυτή είναι. Ανάμεσα στη στάση όπου έπρεπε να κατεβεί ο κ. Ζοζέ και στο Γενικό Ληξιαρχείο, αξιέπαινη φροντίδα των υπηρεσιών δημόσιας συγκοινωνίας για τους ανθρώπους που χρειάζονταν να ρυθμίσουν τα χαρτιά τους στο Ληξιαρχείο, η απόσταση ή ταν μικρή. Παρ' όλα αυτά ο κ. Ζοζέ μπήκε στο σπίτι μουσκε μένος από την κορφή ως τα νύχια. Έβγαλε γρήγορα την γκαμπαρντίνα, άλλαξε παντελόνι, κάλτσες και παπούτσια, σκού πισε με μια πετσέτα τα μαλλιά του που έσταζαν, και όση ώρα τα έκανε όλα αυτά διαμειβόταν ένας εσωτερικός διάλογος,
Αυτή είναι, Δεν είναι αυτή, Θα μπορούσε, Θα μπορούσε αλλά δεν ήταν, Κι αν ήταν, Θα το μάθεις όταν θα βρεις τη γυναίκα της καρτέλας, Αν είναι αυτή, θα της πω ότι γνωριζόμαστε α πό πριν, πως ειδωθήκαμε στο λεωφορείο, Δεν θα το θυμηθεί, Αν δεν μου πάρει πολύ καιρό να τη βρω, θα το θυμηθεί σίγου ρα, Εσύ όμως δεν θέλεις να τη βρεις σε λίγο καιρό, ίσως ούτε και σε πολύ, αν πραγματικά το ήθελες θα πήγαινες να ψάξεις το όνομα της στον τηλεφωνικό κατάλογο, από κει ξεκινά κα νείς, Δεν το σκέφτηκα, Ο κατάλογος είναι μέσα, Δεν έχω όρε ξη τώρα να μπω στο Ληξιαρχείο, Φοβάσαι το σκοτάδι, Δεν φοβάμαι τίποτε, αυτό το σκοτάδι το ξέρω σαν την παλάμη μου, Μήπως εννοείς ότι ούτε την παλάμη σου δεν ξέρεις, Αν (χυτό νομίζεις, άφησε με στην άγνοια μου, και τα πουλιά δεν ξέρουν γιατί κελαηδούν, Είσαι λυρικός, Είμαι θλιμμένος, Με τη ζωή που κάνεις φυσικό είναι, Φαντάσου η γυναίκα του λειοφορείου να ήταν όντως αυτή της καρτέλας, φαντάσου να μην την ξανασυναντήσω, φαντάσου αυτή να ήταν η μοναδική ευ καιρία, το πεπρωμένο να ήταν εκεί κι εγώ το άφησα να φύγει, Ένας τρόπος υπάρχει να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση, Ποιος, Να κάνεις αυτό που σου είπε η ένοικος του ισογείου, η γριά, Ι Ιρόσεχε τη γλώσσα σου, σε παρακαλώ, Γριά είναι, Είναι μια κυρία κάποιας ηλικίας, Άσε τις υποκρισίες, κάποιας ηλικίας είμαστε όλοι, το ζήτημα είναι πόσης, αν είναι λίγη είσαι νέος, αν είναι πολλή είσαι γέρος, τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρα, Λ ς σταματήσουμε πια, Εντάξει, σταματάμε, Πάω να δω στον κατάλογο, Αυτό σου λέω κι εγώ μισή ώρα τώρα. Με πιτζάμα και πασούμια, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα, ο κ. Ζοζέ μπήκε στο Ληξιαρχείο. Αυτή η απίστευτη αμφίεση τον έκανε να νιώ θει άβολα, σαν να έδειχνε ασέβεια στα αξιοσέβαστα αρχεία, κάτω από το αιώνιο κιτρινωπό φως που, όμοιο με θνήσκοντα ήλιο, πλανιόταν πάνω από το γραφείο του ληξίαρχου. Ο κα-
76
77
M
M
ο
τάλογος βρισκόταν εκεί, σε μια γωνιά του τραπεζιού, δεν επι τρεπόταν να τον συμβουλευτούν χωρίς άδεια, ακόμα κι αν ε πρόκειτο για υπηρεσιακό τηλεφώνημα, και τώρα ο κ. Ζοζέ, ό πως είχε κάνει και άλλοτε, μπορούσε να καθίσει στο γραφείο του, είχε συμβεί μόνο μία φορά είναι η αλήθεια, σε μια στιγμή ανεπανάληπτη που σ' εκείνον φάνταξε θρίαμβος και δόξα, τώρα όμως δεν τολμούσε, ίσως λόγω της παράταιρης ενδυμα σίας, ίσως από τον παράλογο τρόμο πως κάποιος θα ερχόταν να τον αιφνιδιάσει σ' αυτή την κατάσταση, και ποιος θα μπο ρούσε να είναι, αφού κανένα ζωντανό ον εκτός από τον ίδιο δεν τριγυρνά εκεί μέσα εκτός υπηρεσίας. Σκέφτηκε ότι θα τον βόλευε να πάρει μαζί του τον τηλεφωνικό κατάλογο, στο σπί τι θα ένιωθε πιο ήσυχος, χωρίς την απειλητική παρουσία των πανύψηλων ερμαρίων που έμοιαζαν να θέλουν να φτάσουν τις σκιές στο ταβάνι, εκεί που οι αράχνες υφαίνουν και κατασπα ράζουν. Ρίγησε σαν να έπεφταν ήδη πάνω στο κεφάλι του οι σκονισμένοι και κολλώδεις ιστοί και παραλίγο να διαπράξει την απερισκεψία ν' απλώσει το χέρι του στον τηλεφωνικό κα τάλογο προτού πάρει την προφύλαξη να μετρήσει επακριβώς τις αποστάσεις που χώριζαν αυτόν, προς τα πάνω και προς τα πλάγια, από τις άκρες του τραπεζιού, κι όταν λέμε αποστά σεις, εννοούμε και γωνίες, αν η ευνοϊκή συγκυρία δεν προέ βλεπε ώστε οι γεωμετρικές και τοπογραφικές κλίσεις να τεί νουν καθαρά προς τα ορθογώνια και τις παραλλήλους. Μπή κε στο σπίτι σίγουρος πως σε λίγο, όταν θα πήγαινε πίσω τον τηλεφωνικό κατάλογο, θα τον έβαζε ακριβώς στη θέση του, χωρίς απόκλιση χιλιοστού, και πως ο ληξίαρχος δεν θα χρεια ζόταν να δώσει εντολή στους υποδιευθυντές του να ερευνή σουν ποιος τον είχε χρησιμοποιήσει και γιατί. Μέχρι την τε λευταία στιγμή περίμενε πως όλο και κάτι θα συνέβαινε που θα τον εμπόδιζε να πάρει τον κατάλογο, κάποιος ψίθυρος, έ
νας ύποπτος τριγμός, κάποια λάμψη κατευθείαν από τα νε κρικά βάθη του Γενικού Ληξιαρχείου, υπήρχε όμως απόλυτη γαλήνη, ούτε καν το μικροσκοπικό τρίξιμο των σιαγόνων των λεπιδοπτέρων, των ξυλοφάγων εντόμων, δεν ακουγόταν. Τώρα ο κ. Ζοζέ με την κουβέρτα στους ώμους κάθεται στο δικό του τραπέζι, έχει μπροστά του τον τηλεφωνικό κατάλογο, τον ανοίγει στην αρχή, καθυστερεί λίγο για να δει τις οδηγίες χρήσης, τους κωδικούς, τον τιμοκατάλογο, σαν να 'ταν αυτός ο σκοπός του. Μετά από μερικά λεπτά μια αιφνίδια παρόρμη ση, χωρίς να σκέφτεται, τον έκανε να τρέξει γρήγορα τις σελί δες μπρος πίσω, μέχρι που σταμάτησε σ' αυτή που αντιστοι χούσε στο όνομα της άγνωστης γυναίκας. Ή δεν είναι εκεί ή τα μάτια του αρνούνται να το δουν. Όχι, δεν είναι εκεί. Έπρεπε να ακολουθεί αυτό το όνομα και δεν ακολουθεί. Έπρεπε να εί ναι μετά απ' αυτό το όνομα και δεν είναι. Καλά το 'λεγα εγώ, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ, και δεν είναι αλήθεια ότι το είχε πει, αυ τός είναι ένας τρόπος για να δώσουμε δίκιο στον εαυτό μας α πέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, για να ξεσκάσουμε, σ' αυτή την περίπτωση, τη χαρά μας, οποιοσδήποτε αστυνομικός πράκτο ρας θα είχε εκδηλώσει τη δυσαρέσκεια του με μια κλοτσιά στο τραπέζι, ο κ. Ζοζέ όμως όχι, ο κ. Ζοζέ σκάει το ειρωνικό χα μόγελο κάποιου που τον έστειλαν να βρει κάτι που ήξερε πως δεν υπήρχε και επιστρέφει από την αναζήτηση με τη φράση, Καλά το 'λεγα εγώ, ή δεν έχει τηλέφωνο ή δεν θέλει να μπει τ' όνομα της στον κατάλογο. Ήταν τόση η ικανοποίηση του ώστε κατευθείαν, χωρίς να χάσει καιρό ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, έψαξε το όνομα του πατέρα της άγνωστης γυναίκας, κι αυτό πράγματι υπήρχε. Ούτε μία ίνα από το κορμί του δεν ρί γησε. Αντίθετα, αποφασισμένος τώρα να κόψει όλες τις γέφυ ρες πίσω του, παρασυρμένος από μια παρόρμηση που μόνο οι αληθινοί ερευνητές μπορούν να νιώσουν, έψαξε το όνομα του
78
79
Μ
ο
άντρα απο τον οποίο είχε χωρίσει η άγνωστη γυναίκα και το βρήκε κι αυτό. Αν είχε εκεί ένα χάρτη της πόλης, θα μπορού σε να σημειώσει τα πέντε πρώτα περάσματα που είχαν δια λευκανθεί, δύο στην οδό όπου έμενε το κορίτσι της φωτογρα φίας, ένα στο λύκειο, και τώρα αυτά, η αρχή ενός σχεδίου ό πως το σχέδιο κάθε ζωής, φτιαγμένο από διακεκομμένες γραμμές, διασταυρώσεις, τομές, ποτέ όμως διακλαδώσεις, για τί το πνεύμα δεν πάει πουθενά χωρίς τα πόδια του κορμιού, και το κορμί θα ήταν ανίκανο να κουνηθεί χωρίς τα φτερά του πνεύματος. Κατέγραψε τις διευθύνσεις, σημείωσε κατόπιν αυ τά που έπρεπε να αγοράσει, ένα μεγάλο χάρτη της πόλης, ένα χοντρό χαρτόνι για να τον στερεώσει, ένα κουτάκι καρφίτσες με χρωματιστά κεφαλάκια, κόκκινα για να φαίνονται από μα κριά, γιατί οι ζωές είναι σαν τους πίνακες, πάντα θα χρειάζε ται να κάνουμε τέσσερα βήματα πίσω για να τις κοιτάξουμε, ακόμα κι αν μια μέρα αγγίξουμε το δέρμα τους, μυρίσουμε την οσμή τους και δοκιμάσουμε τη γεύση τους. Ο κ. Ζοζέ ήταν ή ρεμος, δεν τον ενοχλούσε το γεγονός ότι είχε μάθει πού έμεναν οι γονείς και ο πρώην σύζυγος της άγνωστης γυναίκας, ο τε λευταίος, περιέργως, αρκετά κοντά στο Γενικό Ληξιαρχείο, εννοείται βέβαια ότι αργά ή γρήγορα θα πήγαινε να τους χτυ πήσει την πόρτα, μόνο όμως όταν θα ένιωθε πως είχε έρθει η στιγμή, μόνο όταν θα πρόσταζε η στιγμή, Τώρα. Έκλεισε τον τηλεφωνικό κατάλογο, πήγε να τον επιστρέψει στο γραφείο του διευθυντή, στο σημείο ακριβώς απ' όπου τον είχε πάρει, και γύρισε στο σπίτι του. Σύμφωνα με το ρολόι ήταν η ώρα του δείπνου, οι συγκινήσεις όμως της μέρας είχαν περισπάσει το στομάχι του, που δεν έδειχνε σημεία ανυπομονησίας. Ξανακά θισε βολεύοντας την κουβέρτα γύρω απ' το σώμα του, τραβώ ντας τις άκρες της για να σκεπάσει τα πόδια του, και τράβηξε κοντά του το τετράδιο που είχε αγοράσει από το χαρτοπωλείο.
Ήταν καιρός ν' αρχίσει να κρατάει σημειώσεις σχετικά με την πορεία της αναζήτησης, τις συναντήσεις, τις συζητήσεις, τις σκέψεις, τα σχέδια και την τακτική μιας έρευνας που προμη νυόταν περίπλοκη, Τα βήματα κάποιου που ψάχνει κάποιον, εί χε σκεφτεί, και πράγματι, παρόλο που η πορεία ήταν ακόμα στην αρχή, είχε πολλά να διηγηθεί, Αν τούτο εδώ ήταν μυθι στόρημα, μουρμούρισε καθώς άνοιγε το τετράδιο, μονάχα η (τυζήτηση με την κυρία του ισογείου θα έπιανε ένα κεφάλαιο. Έπιασε το στυλό να ξεκινήσει, αλλά στα μισά της κίνησης τα μάτια του έπεσαν στο χαρτί όπου είχε γράψει τις διευθύνσεις, υπήρχε κάτι που δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν, η υπόθεση, α πολύτως θεμιτή, ότι η άγνωστη γυναίκα μετά το διαζύγιο της ιίχε πάει να ζήσει με τους γονείς της, η υπόθεση, εξίσου πιθα νή, ότι ο σύζυγος ήταν αυτός που είχε φύγει απ' το σπίτι και το τηλέφωνο παρέμενε στο όνομα του. Αν έτσι είχαν τα πράγμα τα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο περί ου ο λόγος δρόμος βρι σκόταν κοντά στο Γενικό Ληξιαρχείο, ποιος μπορούσε να πει ότι η γυναίκα στο λεωφορείο δεν ήταν όντως η ίδια. Ο εσωτε ρικός διάλογος έμοιαζε έτοιμος να ξαναρχίσει, Ήταν, Δεν ή ταν, Ήταν, Δεν ήταν, αλλά ο κ. Ζοζέ δεν έκατσε να τον ακού σει αυτή τη φορά και, γερμένος πάνω στο χαρτί, άρχισε να γράφει τις πρώτες λέξεις, ως εξής, Μπήκα στην πολυκατοικία, ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι το δεύτερο όροφο και κρυφάκουσα απ' την πόρτα του σπιτιού όπου γεννήθηκε η άγνωστη γυναί κα, άκουσα τότε το κλάμα ενός βρέφους, σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν το παιδί της, και την ίδια στιγμή ένα γυναικείο να νούρισμα, Να 'ναι αυτή, κατόπιν έμαθα πως δεν ήταν.
8ο
8ι II
Όλα τ
ο
Α
ΝΤΙΘΕΤΑ Μ' ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ
τα πράγματα απ' έξω, συνήθως δεν είναι εύκολη η ζωή στις δημόσιες υπηρεσίες, κι ακόμα λιγότερο σ' αυτό το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο, όπου, από καιρούς που δεν θα ο νομάσουμε αμνημόνευτους μόνο και μόνο επειδή όλα και όλοι είναι εγγεγραμμένοι εδώ μέσα, ως αποτέλεσμα της επίμονης προσπάθειας μιας αδιάρρηκτης σειράς μεγάλων ληξιάρχων, έ χουν συγκεντρωθεί ταυτόχρονα όλο το μεγαλείο και οι μικρό τητες του δημοσίου, όλα αυτά που κάνουν τον δημόσιο υπάλ ληλο ένα ξεχωριστό ον, που επωφελείται και ταυτόχρονα ε ξαρτάται από τον φυσικό και πνευματικό χώρο που καθορίζε ται από το βεληνεκές του κοντυλιού του. Με απλά λόγια, και για να έχουμε μια ακριβέστερη κατανόηση των γενικών γεγο νότων που διαπραγματεύτηκε αφηρημένα αυτός ο πρόλογος, ο κ. Ζοζέ έχει ένα πρόβλημα και πρέπει να το λύσει. Γνωρίζο ντας πόσο επίπονο στάθηκε γι' αυτόν να αποσπάσει από τους καταστατικούς δισταγμούς των ιεραρχικά ανωτέρων εκείνο το άθλιο μισάωρο άδειας από την υπηρεσία, χάρη στο οποίο γλί τωσε από τον επ' αυτοφώρω αιφνιδιασμό του άντρα της νεαρής κυρίας του δευτέρου ορόφου, μπορούμε να φανταστούμε τι στενοχώρια περνά τώρα, μέρα και νύχτα, ψάχνοντας για μια εύλογη δικαιολογία που θα του επιτρέψει να ζητήσει, ού- ) 82
M
τε μία ώρα, ούτε δύο, αλλά τρεις, όσες δηλαδή θα χρειαστεί πι θανότατα για να φέρει σε πέρας με σχετική αποτελεσματικό τητα την επίσκεψη στο σχολείο και την απαραίτητη έρευνα των αρχείων του. Το αποτέλεσμα αυτής της διαρκούς, έμμονης ανησυχίας δεν άργησε να εκδηλωθεί με λάθη στην εργασία του, με απροσεξίες, με ξαφνική υπνηλία λόγω της νυχτερινής αϋπνίας, με λίγα λόγια ο κ. Ζοζέ, που ως τότε οι διάφοροι α νώτεροι του εκτιμούσαν ως υπάλληλο ικανό, μεθοδικό και α φοσιωμένο, άρχισε να γίνεται αντικείμενο αυστηρών παρατη ρήσεων, επιπλήξεων, επαναφορών στην τάξη, που του έφερ ναν απλώς μεγαλύτερη σύγχυση, χωρίς να υπολογίσουμε ότι με το δρόμο που είχε πάρει μπορούσε να θεωρεί σίγουρη την αρνητική απάντηση αν ποτέ κατάφερνε να ζητήσει την πο θούμενη άδεια. Η κατάσταση έφτασε σε τέτοια άκρα ώστε, α φού την ανέλυσαν χωρίς αποτέλεσμα διαδοχικά προϊστάμενοι και υποδιευθυντές, δεν απέμενε άλλη λύση παρά να τη γνω στοποιήσουν στο ληξίαρχο, ο οποίος την πρώτη στιγμή δεν κατάφερε να καταλάβει τι συνέβαινε, τόσο παράλογο του φαι νόταν. Ένας υπάλληλος που είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθ μό τις υποχρεώσεις του ήταν κάτι που καθιστούσε αδύνατη τυ χόν καλοπροαίρετη διάθεση για μια εφετική απόφαση, ήταν κάτι που προσέβαλλε σοβαρά τις παραδόσεις της λειτουργίας του Γενικού Ληξιαρχείου, κάτι που μόνο μια βαριά αρρώστια θα μπορούσε να δικαιολογήσει. Όταν ο παραβάτης βρέθηκε ε νώπιον του, αυτό ακριβώς ρώτησε ο ληξίαρχος τον κ. Ζοζέ, Είστε άρρωστος, Δεν νομίζω, κύριε, Αφού δεν είστε άρρω στος, μπορείτε να μου εξηγήσετε το κακό έργο που έχετε επι δείξει τις τελευταίες μέρες, Δεν ξέρω, κύριε, ίσως είναι επειδή κοιμάμαι άσχημα, Σ' αυτή την περίπτωση είστε πράγματι άρ ρωστος, Απλώς κοιμάμαι άσχημα, Αφού κοιμάστε άσχημα, θα είστε άρρωστος, ένας άνθρωπος υγιής κοιμάται πάντα καλά, ε83
M
M
Ο
κτός κι αν έχει βάρος στη συνείδηση του, κάποιο κατακριτέο σφάλμα απ' αυτά που η συνείδηση δεν συγχωρεί, η συνείδηση είναι πολύ σημαντική, Μάλιστα, κύριε, Αν τα λάθη σας στην υπηρεσία προκαλούνται απ' την αϋπνία, και η αϋπνία προκα λείται από τις επικρίσεις της συνείδησης, τότε πρέπει ν' ανα καλύψετε τι σφάλμα πράξατε, Δεν διέπραξα κανένα σφάλμα, κύριε, Αδύνατο, το μόνο άτομο εδώ μέσα που δεν διαπράττει σφάλματα είμαι εγώ, τι συμβαίνει τώρα, γιατί κοιτάτε τον τη λεφωνικό κατάλογο, Αφαιρέθηκα, κύριε, Κακό σημάδι, γνω ρίζετε ότι οφείλετε να με κοιτάζετε όταν σας μιλώ, υπάρχει στον πειθαρχικό κώδικα, εγώ είμαι ο μόνος που έχει το δικαί ωμα να αποστρέφει το βλέμμα του, Μάλιστα, κύριε, Ποιο είναι το σφάλμα, Δεν ξέρω, κύριε, Τότε η κατάσταση είναι ακόμα πιο σοβαρή, τα σφάλματα που λησμονούνται είναι τα χειρότε ρα, Εκπλήρωνα πάντα τα καθήκοντα μου, Οι πληροφορίες που διαθέτω για λογαριασμό σας ήταν ικανοποιητικές, αυτό ό μως χρησιμεύει ακριβώς για να αποδείξει πως η κακή επαγ γελματική σας συμπεριφορά τις τελευταίες ημέρες δεν είναι α ποτέλεσμα κάποιου λησμονημένου, αλλά κάποιου πρόσφατου σφάλματος, τωρινού, Η συνείδηση μου δεν με κατηγορεί για τίποτα, Οι συνειδήσεις σωπαίνουν παραπάνω απ' όσο θα 'πρεπε, γι' αυτό και φτιάχτηκαν οι νόμοι, Μάλιστα, κύριε, Πρέπει να πάρω μια απόφαση, Μάλιστα, κύριε, Και την πήρα ήδη, Μάλιστα, κύριε, Σας θέτω σε διαθεσιμότητα μίας ημέρας, Και η διαθεσιμότητα αυτή, κύριε, αφορά μόνο στο μισθό ή και στην υπηρεσία, ρώτησε ο κ. Ζοζέ βλέποντας ν' ανάβει μια α χτίδα ελπίδας, Στο μισθό, στο μισθό, η υπηρεσία δεν πρέπει να ζημιωθεί περισσότερο, πριν από λίγο καιρό σάς είχα δώσει μι σή ώρα άδεια, μη μου πείτε ότι περιμένατε να επιβραβευτείτε για την κακή σας συμπεριφορά με μια ολόκληρη μέρα, Όχι, κύριε, Εύχομαι για το καλό σας να διορθωθείτε και να ξαναγί
νετε γρήγορα ο σωστός υπάλληλος που ήσασταν παλιά, για το συμφέρον του Γενικού Ληξιαρχείου, Μάλιστα, κύριε, Τίποτε άλλο, πηγαίνετε στη θέση σας. Απελπισμένος, με νεύρα σπασμένα και σχεδόν κλαίγοντας, ο κ. Ζοζέ πήγε εκεί που τον πρόσταξαν. Στη διάρκεια των λί γων λεπτών που είχε κρατήσει η δύσκολη συζήτηση με το δι ευθυντή η δουλειά είχε συσσωρευτεί στο γραφείο του, λες κι οι υπόλοιποι γραφείς, οι συνάδελφοι του, επωφελούμενοι από την απειλή πειθαρχικής ποινής που τον έβλεπαν ν' αντιμετω πίζει, θέλησαν επιπλέον να τον τιμωρήσουν και για λογαρια σμό τους. Εκτός αυτού, κάμποσα άτομα περίμεναν τη σειρά τους για να εξυπηρετηθούν. Είχαν σταθεί όλοι μπροστά του και δεν συνέβη τυχαία, ούτε γιατί είχαν σκεφτεί, μπαίνοντας (ττο Γενικό Ληξιαρχείο, ότι ο απών υπάλληλος θα ήταν ίσως πιο συμπαθητικός και εξυπηρετικός από εκείνους που έβλε παν στην κονσόλα, αλλά γιατί αυτοί οι ίδιοι τους είχαν υπο δείξει ότι εκεί έπρεπε να απευθυνθούν. Καθώς ο εσωτερικός κανονισμός όριζε πως η εξυπηρέτηση των πελατών είχε από λυτη προτεραιότητα έναντι της γραφικής δουλειάς, ο κ. Ζοζέ πήγε στην κονσόλα γνωρίζοντας πως πίσω του θα συνέχιζε να βρέχει χαρτιά. Ήταν χαμένος. Τώρα, μετά από την οργίλη πα ρατήρηση του ληξίαρχου και την επακόλουθη τιμωρία, ακόμα κι αν επινοούσε την απίθανη γέννηση ενός παιδιού ή τον αμ φίβολο θάνατο ενός γονιού, μπορούσε να βγάλει απ' το μυαλό του κάθε ελπίδα ότι το επόμενο διάστημα θα του έδιναν άδεια να σχολάσει ή να πιάσει δουλειά μία ώρα, μισή, ένα λεπτό έστω αργότερα. Η μνήμη σε τούτο τον οίκο αρχείων είναι ακλόνητη, αργή στην απόσβεση, τόσο αργή που ποτέ δεν θα καταφέρει να λησμονήσει κάτι εντελώς. Ας κάνει καμιά απροσεξία ο κ. Ζοζέ σε δέκα χρόνια και, όσο ασήμαντη κι αν είναι, θα δει πώς όλο και κάποιος θα του θυμίσει αμέσως όλες τις λεπτομέρειες των
«4
85
M
ο
Μ
τελευταίων ατυχών ημερών. Σ' αυτό αναφερόταν προφανώς ο ληξίαρχος όταν είπε πως τα χειρότερα σφάλματα είναι αυτά που ξεχνιούνται. Για τον κ. Ζοζέ, η υπόλοιπη μέρα έμοιαζε με οδυνηρό γολγοθά, πιεσμένος όπως ένιωθε από τη δουλειά και αγχωμένος από τις σκέψεις. Ενώ ένα μέρος της συνείδησης του έδινε συνετά απαντήσεις στους πελάτες, συμπληρώνοντας και σφραγίζοντας έγγραφα, αρχειοθετώντας καρτέλες, το άλλο μέ ρος αναθεμάτιζε μονότονα την τύχη και τη συγκυρία που είχαν μεταμορφώσει σε νοσηρή περιέργεια κάτι που δεν θ' άγγιζε ποτέ ούτε φευγαλέα τη φαντασία ενός ανθρώπου λογικού, με μυαλό ισορροπημένο. Ο διευθυντής έχει δίκιο, σκεφτόταν ο κ. Ζοζέ, το συμφέρον του Ληξιαρχείου έπρεπε να τεθεί υπεράνω όλων, αν ζούσα κι εγώ με τρόπο μετρημένο, φυσιολογικό, σί γουρα δεν θα καθόμουν σ' αυτή την ηλικία να κάνω συλλογή από ηθοποιούς, χορεύτριες, επισκόπους και ποδοσφαιριστές, είναι ανόητο, είναι άχρηστο, είναι γελοίο, ωραία κληρονομιά θ' αφήσω όταν πεθάνω, ευτυχώς που δεν έχω απογόνους, για ό λο αυτό το κακό ίσως να φταίει που ζω χωρίς συντροφιά, αν εί χα μια γυναίκα. Φτάνοντας στο σημείο αυτό η σκέψη διακό πηκε, ύστερα πήρε άλλη οδό, ένα δρόμο στενό, συγκεχυμένο, στην αρχή του οποίου μπορεί να δει το πορτρέτο ενός μικρού κοριτσιού, και στο τέλος του οποίου θα πρέπει να υπάρχει, αν υπάρχει, το πραγματικό πρόσωπο μιας σωστής γυναίκας, ενή λικης, τριάντα έξι χρόνων και χωρισμένης, Και γιατί τη θέλω ε γώ, γιατί, τι θα έκανα μαζί της αν τη συναντούσα. Η σκέψη του διακόπηκε ξανά και πήρε πίσω τα βήματα που είχε διανύσει, Και πώς νομίζεις ότι θα τη συναντήσεις όταν δεν σ' αφήνουν να την ψάξεις, τον ρώτησε, κι εκείνος δεν απάντησε, τη στιγμή εκείνη ήταν απασχολημένος γιατί ενημέρωνε το τελευταίο άτο μο στην ουρά πως το πιστοποιητικό θανάτου που είχε ζητήσει θα ήταν έτοιμο την επομένη.
Ωστόσο υπάρχουν ερωτήσεις πεισματάρες, που δεν το βά ζουν κάτω, και τούτη επιτέθηκε ξανά όταν εκείνος, κουρασμέ νος σωματικά, εξαντλημένος ψυχικά, μπήκε επιτέλους στο σπίτι του. Ρίχτηκε πάνω στο κρεβάτι σαν κουρέλι, ήθελε να κοιμηθεί, να ξεχάσει το πρόσωπο του διευθυντή, την άδικη τι μωρία, η ερώτηση όμως πήγε και ξάπλωσε δίπλα του ψιθυρί ζοντας, Δεν μπορείς να την ψάξεις, δεν σ' αφήνουν, αυτή τη φορά ήταν αδύνατο να προσποιηθεί τον απασχολημένο, προ σπάθησε βέβαια να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, είπε πως θα κάποιος τρόπος θα βρισκόταν, και πως αν δεν βρισκόταν θα τα παρατούσε όλα, όμως η ερώτηση ήταν πεισματάρα, Αφή νεις να σε νικούν εύκολα, αν είναι έτσι δεν άξιζε να πλαστο γραφήσεις μια εξουσιοδότηση και να υποχρεώσεις κι εκείνη τη συμπαθητική κυρία του ισογείου να μιλήσει για το αμαρτωλό της παρελθόν, είναι ασέβεια προς τους άλλους να μπαίνεις έ τσι μέσα στο σπίτι τους και να εισβάλλεις στα προσωπικά τους. Η νύξη στην εξουσιοδότηση τον έκανε ν' ανακαθίσει ξαφνικά στο κρεβάτι τρομαγμένος. Ήταν στο σακάκι του, κυκλοφο ρούσε μαζί του όλες αυτές τις μέρες, φανταστείτε να του είχε πέσει για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ή στην παράφορα των νεύ ρων του να τον έπιανε μια συγκοπή, απ' αυτές που αφήνουν τον άνθρωπο χωρίς επαφή με τον εαυτό του, και κάποιος συ νάδελφος, χωρίς κακή πρόθεση, καθώς τον ξεκούμπωνε για μπορέσει ν' ανασάνει, να έβλεπε το λευκό φάκελο με τη σφρα γίδα του Γενικού Ληξιαρχείου και να έλεγε, Τι είναι αυτό, κι ύστερα ένας προϊστάμενος, κι ύστερα ένας υποδιευθυντής, κι ύστερα ο διευθυντής. Ο κ. Ζοζέ δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τι θα γινόταν μετά, πετάχτηκε πάνω μεμιάς, πήγε μέχρι το σα κάκι του που ήταν κρεμασμένο στην πλάτη μιας καρέκλας, έ βγαλε την εξουσιοδότηση και ανήσυχος, κοιτάζοντας τριγύρω, αναρωτήθηκε πού διάβολο θα μπορούσε να την κρύψει. Κα-
86
87
Μ
M
νένα από τα έπιπλα δεν είχε κλειδί, όλα του τα πενιχρά υπάρ χοντα βρίσκονταν στη διάθεση κάθε κουτσομπόλικου πνεύμα τος που έμπαινε μέσα. Τότε πρόσεξε τις τακτοποιημένες συλ λογές στο συρτάρι, εκεί πρέπει να βρισκόταν η λύση στο πρό βλημα του. Έψαξε το χάρτινο ντοσιέ του επισκόπου κι έχωσε μέσα το φάκελο, ένας επίσκοπος δεν κινεί την περιέργεια όσο φημισμένος και ελεήμων κι αν είναι, δεν είναι μοτοσικλετι στής, ούτε οδηγός της φόρμουλα ένα. Γύρισε στο κρεβάτι του ανακουφισμένος, η ερώτηση όμως ήταν εκεί και τον περίμενε, Δεν έλυσες τίποτα, το πρόβλημα δεν είναι η εξουσιοδότηση, το ίδιο κάνει είτε την κρύψεις είτε τη φανερώσεις, δεν θα σε οδη γήσει στη γυναίκα, Σου είπα ότι θα βρω τρόπο, Αμφιβάλλω, ο διευθυντής σ' έχει δεμένο για τα καλά, χεροπόδαρα, δεν σ' α φήνει να κάνεις βήμα, Θα περιμένω μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα, Κι ύστερα, Δεν ξέρω, κάποια ιδέα θα κατεβάσω, Θα μπορούσες να λύσεις το ζήτημα τώρα αμέσως, Πώς, Να τηλεφωνήσεις στους γονείς της και να πεις ότι τηλεφωνείς εκ μέρους του Ληξιαρχείου, να ζητήσεις να σου δώσουν τη διεύ θυνση της, Αυτό δεν το κάνω, Αύριο να πας στο σπίτι της γυ ναίκας, δεν μπορώ να φανταστώ τι είδους συζήτηση θα κάνε τε, αλλά τουλάχιστον θα βγάλεις κάποια άκρη, Το πιο πιθανό είναι να μη θελήσω να της μιλήσω όταν θα την έχω μπροστά μου, Αν είναι έτσι, τότε γιατί την ψάχνεις, γιατί κάνεις έρευνα για τη ζωή της, Και για τον επίσκοπο μαζεύω εφημερίδες, αλ λά αυτό δεν σημαίνει ότι ενδιαφέρομαι να μιλήσω μαζί του κά ποτε, Μου φαίνεται παράλογο, Είναι παράλογο, καιρός ήταν όμως να κάνω κάτι παράλογο στη ζωή μου, Θέλεις να μου πεις δηλαδή ότι, αν καταφέρεις να συναντήσεις τη γυναίκα, εκείνη δεν θα μάθει ότι την έψαξες, Το πιο πιθανό, Γιατί, Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, Όπως και να 'χει, ούτε στο σχολείο της μι κρής δεν θα καταφέρεις να πας, τα σχολεία είναι όπως τα Λη-
ξιαρχεία, είναι κλειστά τα Σαββατοκύριακα, Στο Ληξιαρχείο μπαίνω ό,τι ώρα θέλω, Δεν είναι δα και κανένα εξαιρετικό κα τόρθωμα, εκεί βγάζει η πόρτα του σπιτιού σου, Πώς φαίνεται ότι εσύ δεν έχεις πάει ποτέ μόνη σου, Πάω όπου πας κι εσύ, παρακολουθώ ό,τι κάνεις, Μπορείς να συνεχίσεις, Θα συνεχί σω, αλλά εσύ στο σχολείο δεν θα μπεις, Θα το δούμε. Ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε, ήταν η ώρα του δείπνου, αν μπορεί κανείς να ο νομάσει έτσι τα ελαφρά γεύματα που έτρωγε συνήθως το βρά δυ. Όση ώρα έτρωγε σκεφτόταν, κατόπιν έπλυνε το πιάτο, το ποτήρι, τα μαχαιροπίρουνα, μάζεψε τα ψίχουλα που είχαν πέ σει στην πετσέτα, σκεπτόμενος πάντα, και σαν να 'ταν η κίνη ση του αυτή το αναπόφευκτο συμπέρασμα αυτού που σκέφτη κε, άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο δρόμο. Απέναντι, στην άλλη πλευρά του πλακόστρωτου δρόμου, υπήρχε ένας τηλε φωνικός θάλαμος, μες στα πόδια του σαν να λέμε, με είκοσι βήματα θα έφτανε στην άκρη του καλωδίου που θα του έδινε την απάντηση, κι εκεί, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα τελείωναν οι α ναζητήσεις και θα μπορούσε πια να επιστρέψει στο σπίτι του ήσυχος, να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του διευθυντή του, κι έπειτα ο κόσμος, γυρνώντας γύρω από το ίδιο του το αόρατο ίχνος, θα ξανάπαιρνε τη συνηθισμένη του τροχιά, τη βαθιά η ρεμία κάποιου που απλώς περιμένει την ώρα που όλα τα πράγματα θα εκπληρωθούν, αν υποθέσουμε πως τέτοιες λέ ξεις, που τόσες φορές έχουν ειπωθεί και επαναληφθεί, έχουν κάποια πραγματική σημασία. Ο κ. Ζοζέ δεν διέσχισε το δρό μο, φόρεσε το σακάκι και την γκαμπαρντίνα του και βγήκε. Χρειάστηκε να πάρει δύο λεωφορεία για να φτάσει στον προορισμό του. Το σχολείο ήταν ένα κτήριο μακρόστενο, διώ ροφο με ταράτσα, μ' έναν ψηλό τοίχο να το χωρίζει από το δρόμο. Ο ενδιάμεσος χώρος, μια λωρίδα εδάφους όπου έβλε πε κανείς διάσπαρτα μερικά δέντρα μικρού εκτοπίσματος,
88
89
M
πρέπει να ήταν το προαύλιο των μαθητών. Δεν υπήρχε κανέ να φως. Ο κ. Ζοζέ κοίταξε τριγύρω, ο δρόμος ήταν έρημος πα ρόλο που δεν ήταν αργά, αυτό το καλό έχουν οι απόκεντρες συνοικίες, ειδικά όταν ο καιρός δεν επιτρέπει ανοιχτά παρά θυρα, οι γείτονες μαζεύονται στο εσωτερικό της εστίας τους, κι εξάλλου δεν υπάρχει τίποτα να δει κανείς έξω. Ο κ. Ζοζέ περ πάτησε μέχρι το τέλος του δρόμου, άλλαξε πεζοδρόμιο, τώρα προχωρά προς το σχολείο, αργά, όπως περπατά κάποιος που του αρέσει να παίρνει φρέσκο νυχτερινό αέρα και δεν έχει κα νέναν να τον περιμένει. Δίπλα στην πύλη έσκυψε διαγράφο ντας την τροχιά κάποιου που μόλις πρόσεξε πως το κορδόνι του παπουτσιού του έχει λυθεί, το κόλπο είναι παλιό και φθαρ μένο, δεν ξεγελά κανέναν, αλλά χρησιμοποιείται ελλείψει κα λύτερου, όταν η φαντασία δεν φτάνει πιο πέρα. Με τον αγκώ να έσπρωξε την πύλη που μετακινήθηκε λίγο, δεν ήταν κλει δωμένη. Μεθοδικά ο κ. Ζοζέ έκανε ένα δεύτερο κόμπο πάνω στον πρώτο, σηκώθηκε και χτύπησε με το πόδι το έδαφος για να δοκιμάσει τη σταθερότητα των κορδονιών και συνέχισε το δρόμο του, πιο γρήγορα τώρα, έμοιαζε σαν να 'χε ξαφνικά θυ μηθεί πως τελικά κάποιος τον περίμενε.
Μ
Τις μέρες που απέμεναν μέχρι το Σαββατοκύριακο ο κ. Ζο ζέ τις έζησε σαν να παρακολουθούσε τα ίδια του τα όνειρα. Στο Ληξιαρχείο δεν τον είδαν να κάνει το παραμικρό λάθος, δεν α φαιρέθηκε, δεν έμπλεξε κανένα χαρτί με άλλο, ξεπέταξε τερά στιες ποσότητες δουλειάς που σε άλλη περίπτωση θα τον έκα ναν να διαμαρτυρηθεί, σιωπηλά φυσικά, για την απάνθρωπη συμπεριφορά θύματα της οποίας υπήρξαν ανέκαθεν οι γρα φείς, κι όλα αυτά τα έκανε και τα υπέμεινε χωρίς μια λέξη, χω ρίς ένα μουρμουρητό. Ο ληξίαρχος τον κοίταξε δυο φορές από μακριά, γνωρίζουμε ότι δεν τον συνηθίζει αυτό, να κοιτάζει τους υφιστάμενους του, πολύ λιγότερο τους κατώτερους στην
ιεραρχία, η πνευματική συγκέντρωση του κ. Ζοζέ άγγιζε τέτοια επίπεδα έντασης που ήταν αδύνατο να μην την αντιληφθεί κα νείς στη μονίμως ρευστή ατμόσφαιρα του Γενικού Ληξιαρχεί ου. Την Παρασκευή, την ώρα που η υπηρεσία έκλεινε και δί χως να το προμηνύει τίποτα, ο ληξίαρχος παραβίασε όλους τους κανονισμούς, παραμέρισε όλες τις παραδόσεις, εξέπληξε όλους τους υπαλλήλους, όταν στο σχόλασμα, περνώντας δίπλα (χπό τον κ. Ζοζέ, τον ρώτησε, Είστε καλύτερα. Ο κ. Ζοζέ απά ντησε πως μάλιστα, ήταν πολύ καλύτερα, πως δεν είχε πια αϋ πνίες, κι ο ληξίαρχος είπε, Σας έκανε καλό η κουβέντα μας, φά νηκε πως θα πρόσθετε κάτι ακόμα, κάποια ιδέα που του είχε έρθει ξαφνικά, έκλεισε όμως το στόμα του και έφυγε, δεν μπο ρούσε να γίνει αλλιώς, η ακύρωση τιμωρίας που έχει ήδη επι βληθεί θα σήμαινε υπονόμευση της πειθαρχίας. Οι υπόλοιποι γραφείς, οι προϊστάμενοι, ακόμα κι οι υποδιευθυντές, κοίταξαν τον κ. Ζοζέ σαν να τον έβλεπαν για πρώτη φορά, οι λιγοστές λέξεις του διευθυντή τον είχαν μεταμορφώσει σ' έναν άλλο άν θρωπο, το ίδιο περίπου που συμβαίνει όταν φέρνουμε ένα παι δί να βαφτιστεί, άλλο παιδί φέρνουμε κι άλλο παίρνουμε. Ο κ. Ζοζέ τακτοποίησε το τραπέζι του, ύστερα περίμενε τη σειρά του να σχολάσει, ήταν ρυθμισμένο ώστε πρώτος να σχολάει ο αρχαιότερος υποδιευθυντής, κατόπιν οι προϊστάμενοι κι ύστε ρα οι γραφείς, σύμφωνα πάντα με τη σειρά αρχαιότητας στην υπηρεσία, ο άλλος υποδιευθυντής αναλάμβανε να κλειδώσει την πόρτα. Αντίθετα με το συνήθειο, ο κ. Ζοζέ δεν έκανε το γύ ρο του Γενικού Ληξιαρχείου για να μπει στο σπίτι του, χάθηκε ιττους γύρω δρόμους, πήγε σε τρία διαφορετικά μαγαζιά και ιττο καθένα έκανε από μία αγορά, μισό κιλό χοιρινό λαρδί στο ένα, μια πετσέτα μπάνιου στο άλλο, κι ακόμα ένα μικρό αντι κείμενο, ασήμαντο, που χωρούσε στην παλάμη του χεριού του και που το έβαλε στην εξωτερική τσέπη του σακακιού του για-
9°
91
M
τί δεν χρειαζόταν τύλιγμα. Μετά πήγε στο σπίτι του. Ήταν πε ρασμένα μεσάνυχτα όταν ξαναβγήκε. Λίγα λεωφορεία κυκλο φορούσαν τέτοια ώρα, αραιά και πού εμφανιζόταν κανένα, γι' αυτό ο κ. Ζοζέ, για δεύτερη φορά από τότε που εμφανίστηκε μπροστά του η καρτέλα της άγνωστης γυναίκας, αποφάσισε να πάρει ταξί. Ένιωθε κάτι σαν δόνηση στον οισοφάγο, κάτι σαν βούισμα, σαν φρενίτιδα, όμως το κεφάλι του παρέμενε ήρεμο, ή απλώς ήταν ανίκανος να σκεφτεί. Για μια στιγμή ο κ. Ζοζέ, ζαρωμένος στο κάθισμα του ταξί σαν να φοβόταν μήπως τον δουν, έκανε μια προσπάθεια να φανταστεί τι θα του συνέβαινε, τι επιπτώσεις θα σήμαινε για τη ζωή του, αν η πράξη που ήταν έτοιμος να εκτελέσει είχε κακό τέλος, η σκέψη του όμως κρύ φτηκε πίσω από έναν τοίχο, Δεν το κουνάω από δω, του είπε α πό τη θέση της, κι εκείνος κατάλαβε, γιατί γνώριζε καλά τον ε αυτό του, ότι η σκέψη ήθελε να τον προστατέψει όχι από το φό βο, αλλά από τη δειλία. Κοντά πια στον προορισμό του, ζήτη σε από το ταξί να σταματήσει, θα έκανε με τα πόδια τη μικρή διαδρομή που απέμενε. Είχε τα χέρια του στις τσέπες κι έπια νε, κάτω απ' την κουμπωμένη γκαμπαρντίνα, τα πακέτα που περιείχαν το λαρδί και την πετσέτα. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να στρίψει στη γωνία για να μπει στο δρόμο όπου βρισκόταν το σχολείο, έπεσαν από ψηλά μερικές αδέσποτες σταγόνες βρο χής που αμέσως αντικαταστάθηκαν, όταν πια πλησίαζε στην πύλη, από μια δυνατή μπόρα που σάρωσε με κρότο το πλακό στρωτο. Από την αρχαιότητα ακόμα λένε ότι η τύχη βοηθά τους τολμηρούς, σ' αυτή την περίπτωση ο μεσολαβητής που α νέλαβε αυτή την προστασία ήταν η βροχή ή, με άλλα λόγια, ο ουρανός αυτοπροσώπως, αφού αν κάποιος περνούσε από κει τέτοια περασμένη ώρα, θα τον απασχολούσε ασφαλώς περισ σότερο να φυλαχτεί από την ξαφνική κατεβασιά παρά να πα ρακολουθήσει τις μανούβρες ενός υποκειμένου με γκαμπαρντί92
Μ
Ο
να που, συγκριτικά με την ηλικία του, είχε γλιτώσει από το μουσκίδι με απρόσμενη γρηγοράδα, πριν από λίγο ήταν εκεί και τώρα δεν είναι. Στεγασμένος κάτω από ένα δέντρο του προαυ λίου και με την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, ο κ. Ζοζέ α νάσαινε με αγωνία, κατάπληκτος από την ευελιξία με την ο ποία είχε κινηθεί, εκείνος που από φυσική άσκηση το μόνο που έκανε ήταν να σκαρφαλώνει στην κορυφή της σκάλας του Γε νικού Ληξιαρχείου, μάρτυς του ο Θεός με πόση απροθυμία. Βρισκόταν μακριά από τα βλέμματα του δρόμου και πίστευε πως, αν περνούσε προσεκτικά από δέντρο σε δέντρο, θα έφτα νε στην είσοδο του σχολείου χωρίς να γίνει αντιληπτός απ' έ ξω. Ήταν πεπεισμένος πως δεν υπήρχε φύλακας μέσα, πρώτα απ' όλα γιατί δεν είχε φως, ούτε την άλλη μέρα ούτε σήμερα, κι ύστερα γιατί τα σχολεία, εκτός κι αν υπάρχουν ειδικοί ή ε ξαιρετικοί λόγοι, δεν αξίζει τον κόπο να τα διαρρήξει κανείς. Ειδικοί και εξαιρετικοί ήταν οι δικοί του λόγοι, γι' αυτό και βρι σκόταν εκεί, εξοπλισμένος με μισό κιλό λαρδί, μια πετσέτα κι έ να κοπίδι, αυτό ήταν το αντικείμενο που δεν χρειαζόταν τύλιγ μα. Έπρεπε ωστόσο να συλλογιστεί καλά αυτό που πήγαινε να κάνει. Από την μπροστινή πλευρά θα ήταν παράτολμο να μπει, μπορεί κάποιος από τους γείτονες που ζούσαν στους επάνω ο ρόφους της απέναντι πλευράς του δρόμου να έβγαινε να κοι τάξει τη βροχή, που συνέχιζε να πέφτει δυνατή, και να έβλεπε έναν άντρα να κάνει διάρρηξη στο παράθυρο του σχολείου, εί ναι πολλοί αυτοί που δεν θα κουνούσαν το δαχτυλάκι τους για να εμποδίσουν μια βίαιη ενέργεια, αντίθετα, θα κατέβαζαν την κουρτίνα και θα επέστρεφαν στα κρεβάτια τους λέγοντας, Πρόβλημα τους, υπάρχουν όμως και κάτι άλλοι που θέλουν να σώσουν τον κόσμο, κι αν δεν το κάνουν είναι γιατί ο κόσμος δεν θέλει να σωθεί, αυτοί θα καλούσαν αμέσως την αστυνομία και θα έβγαιναν στο μπαλκόνι να φωνάξουν, Πιάστε τον, κλέ93
Μ
M
ρατήρητη, κι άλλο πράγμα, διαφορετικό και πολύ χειρότερο, μια δέσμη φωτός που κόβει βόλτες και προδίνεται, Κοιτάξτε πού είμαι. Είχε μαζευτεί κάτω από το υπόστεγο, άκουγε τη βροχή να παίζει ακούραστα ταμπούρλο πάνω στον τσίγκο της σκεπής και δεν ήξερε τι να κάνει. Κι από τούτη την πλευρά υ πήρχαν δέντρα, πιο ψηλά και δασύφυλλα απ' ό,τι μπροστά, κι (χν πίσω τους κρύβονταν κτήρια, από κει που ήταν δεν μπο ρούσε να τα δει, Επομένως ούτε κι αυτά μπορούν να με δουν, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ, και μετά από μονόλεπτο δισταγμό άναψε το φακό και τον μετακίνησε από τη μια άκρη στην άλλη μ' ένα γρήγορο πέρασμα. Δεν είχε κάνει λάθος, η αποθήκη του πα λιατζίδικου του σχολείου ήταν τακτοποιημένη και τα πράγμα τα παραταγμένα με σειρά, σαν να 'ταν μηχανήματα βαλμένα το ένα μέσα στ' άλλο. Άναψε ξανά το φακό, στρέφοντας τον αυτή τη φορά προς τα πάνω. Πάνω στα παλιά έπιπλα κειτόταν ξέ χωρα από τ' άλλα, σαν ένα κομμάτι που κατά καιρούς χρησι μοποιούσαν, ένα σκαμνί. Είτε λόγω της απρόσμενης ανακάλυ ψης, είτε από κάποια ξαφνική και ξεστρατισμένη ανάμνηση α πό τα ύψη του Γενικού Ληξιαρχείου, ο κ. Ζοζέ ένιωσε μεγάλη αντράλα, εκφραστικός και τρέχων τρόπος του λέγειν με τον ο ποίο αποφεύγεται, με το σχετικό επικοινωνιακό πλεονέκτημα, η χρήση της λέξης ίλιγγος από λαϊκά στόματα που δεν κάνουν γι' αυτήν. Το σκαμνί δεν ήταν τόσο ψηλό ώστε να φτάνει στο παράθυρο, του έκανε όμως για ν' ανέβει στο υπόστεγο, κι από κει και πέρα ο Θεός να βάλει το χέρι του.
φτης, σκληρή κουβέντα που ο κ. Ζοζέ δεν την αξίζει, κι ας εί ναι πλαστογράφος, αυτό όμως μόνο εμείς το ξέρουμε. Θα κά νω το γύρο του κτηρίου, ίσως από την άλλη να 'ναι πιο εύκολο, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ και πιθανόν να έχει δίκιο, πόσες φορές δεν συμβαίνει το πίσω μέρος των κτηρίων να είναι αφρόντιστο, πα λιά έπιπλα στοιβαγμένα, κούτες που περιμένουν να τις χρησι μοποιήσουν ξανά, κουτιά από μπογιές, σπασμένα τούβλα από κάποια επισκευή, ό,τι καλύτερο για κάποιον που θέλει να φτιά ξει μια σκάλα, να φτάσει στο παράθυρο και να μπει μέσα. Πράγματι συνάντησε μερικά απ' αυτά τα χρειώδη ο κ. Ζοζέ, ή ταν όμως όλα τακτοποιημένα κάτω από ένα υπόστεγο του τοί χου, σχολαστικά, όπως φαινόταν από το ψηλάφισμα εδώ κι ε κεί, θα χρειαζόταν πολλή δουλειά και χρόνος για να ξεδιαλεξει στα σκοτεινά και να τραβήξει τα πιο κατάλληλα για τις δομι κές ανάγκες της πυραμίδας απ' όπου θα έπρεπε ν' ανέβει, Αν τα κατάφερνα ν' ανέβω στη στέγη, μουρμούρισε, και η ιδέα κατ' αρχάς ήταν άριστη, μιας και υπήρχε ένα παράθυρο δυο παλάμες πάνω από την ένωση του πάνω μέρους του υπόστεγου με τον τοίχο, Ακόμα κι έτσι δεν είναι εύκολο, η στέγη είναι πο λύ επικλινής και με τη βροχή πρέπει να γίνεται ολισθηρή, γλι στερή, σκέφτηκε. Ο κ. Ζοζέ ένιωσε να χάνει το κουράγιο του, αυτό παθαίνει όποιος δεν έχει εμπειρία στη διάρρηξη, όποιος δεν επωφελήθηκε από το μάθημα των μετρ της αναρρίχησης, δεν είχε καν σκεφτεί να έρθει να επιθεωρήσει προηγουμένως το μέρος, θα μπορούσε να είχε επωφεληθεί τις προάλλες, όταν α ντιλήφθηκε ότι η πύλη δεν ήταν κλειδωμένη, του φάνηκε όμως τόσο μεγάλη η τύχη του τότε που προτίμησε να μην την κατα χραστεί. Είχε στην τσέπη του τον μικρό ηλεκτρικό φακό που εί χε χρησιμοποιήσει στο Ληξιαρχείο για να φωτίσει τις καρτέλες, δεν ήθελε όμως να τον ανάψει εδώ, άλλο πράγμα είναι μια σκιά μέσα στο σκοτάδι, που μπορεί να περάσει λίγο ως πολύ απα-
Μιας και τον επικαλέστηκαν, ο Θεός αποφάσισε να βοη θήσει τον κ. Ζοζέ στον κίνδυνο, πράγμα διόλου εξαιρετικό αν συλλογιστεί κανείς πόσοι και πόσοι διαρρήκτες από τις απαρ χές του κόσμου είχαν την τύχη να επιστρέψουν από τις διαρ ρήξεις τους όχι μόνο εφοδιασμένοι με αγαθά, αλλά και σώοι και αβλαβείς, δηλαδή χωρίς θεία δίκη. Θέλησε λοιπόν η Θεία
94
95
M
Πρόνοια και οι αυλακωτοί τσίγκοι που σχημάτιζαν τη σκεπή του υπόστεγου, εκτός από τις ρυτιδώσεις στα τελειώματα, να έχουν στις κάτω ακμές τους μια προεξοχή που στη διακοσμη τική της γοητεία δεν κατάφερε να αντισταθεί ο ασύνετος σχε διαστής του εργοστάσιου. Χάρη σ' αυτήν, και παρά τη μεγάλη κλίση του υπόστεγου, με το πόδι εδώ, το χέρι εκεί, βογκώντας, ξεφυσώντας, ξύνοντας με τα νύχια και γδέρνοντας τις μύτες των παπουτσιών του, ο κ. Ζοζέ κατάφερε να συρθεί μέχρι πά νω. Τώρα έμενε μόνο να μπει μέσα. Είναι λοιπόν η στιγμή να πούμε ότι, ως αναρριχητής και τοιχωρύχος, ο κ. Ζοζέ χρησι μοποιεί μεθόδους εντελώς ξεπερασμένες, για να μην πούμε α παρχαιωμένες ή και παλαιολιθικές. Κάποτε, ούτε κι εκείνος ξέρει πότε, ούτε σε ποιο βιβλίο ή ποιο χαρτί, διάβασε ότι το λαρδί και μια χνουδωτή πετσέτα είναι το απαραίτητο συμπλή ρωμα ενός κοπιδιού όταν προτίθεται κανείς να μπει με κακές προθέσεις από το παράθυρο, και μ' αυτά τα ανεκδιήγητα βοη θήματα έχει, με πίστη τυφλή, εφοδιαστεί. Μπορούσε προφα νώς, για να συντομέψει τη διαδικασία, να δώσει μια απλή κλο τσιά στο τζάμι, είχε φοβηθεί όμως, όταν μαγείρευε τη διάρρη ξη, πως το αναπόφευκτο θρυμμάτισμα μετά το χτύπημα, ακό μα κι αν η κακοκαιρία με τους φυσικούς της θορύβους κατόρ θωνε τελικά να μειώσει τον κίνδυνο, θα ξεσήκωνε τη γειτονιά στο πόδι, το καλύτερο θα ήταν να συμμορφωθεί αυστηρά στη μέθοδο του. Με τα πόδια στηριγμένα στη ρουστίκ προεξοχή, τα γόνατα ακουμπισμένα στους τραχείς τσίγκους, ο κ. Ζοζέ βάλθηκε να κόβει το τζάμι με το διαμάντι κολλητά στην κάσα | του παραθύρου. Αμέσως μετά, με το μαντίλι του, ασθμαίνο ντας απ' την προσπάθεια και την άβολη στάση, σκούπισε ό- Ι πως όπως το τζάμι ώστε να μην επηρεαστεί η πολυπόθητη κολλώδης ιδιότητα του λαρδιού, ή αυτού που είχε απομείνει | απ' το λαρδί, μιας και οι βίαιες προσπάθειες που είχε καταβά-
Ο
Ο
M
λει για ν' ανέβει στο κεκλιμένο επίπεδο είχαν μετατρέψει το πακέτο του σε μια μάζα άμορφη και κολλώδη, με τις συνέπει ες που μπορεί κανείς να φανταστεί για τα ρούχα που φορού σε. Παρ' όλα αυτά κατάφερε να απλώσει σ' ολόκληρο το τζά μι μια ικανοποιητικά παχιά στρώση λίπους, πάνω από την ο ποία κατόπιν, με όση δεξιοτεχνία είχε, βάλθηκε να κολλά την πετσέτα που, με χίλια ζόρια, αξιώθηκε στο τέλος να βγάλει α πό την τσέπη της γκαμπαρντίνας. Τώρα έπρεπε να υπολογίσει με ακρίβεια τη δύναμη του χτυπήματος, που δεν έπρεπε να εί ναι ούτε τόσο απαλό ώστε να χρειαστεί να το επαναλάβει, ού τε τόσο δυνατό ώστε να ξεκολλήσει το γυαλί από το ύφασμα. Πιέζοντας με το αριστερό χέρι το πάνω μέρος της πετσέτας πάνω στην κάσα για να μη γλιστρήσει, ο κ. Ζοζέ έκλεισε τη δε ξιά γροθιά, έφερε το βραχίονα πίσω και κατάφερε ένα ξερό χτύπημα που ευτυχώς απέδωσε, υπόκωφο, πνιχτό, σαν την εκ πυρσοκρότηση ενός όπλου με σιγαστήρα. Τα είχε καταφέρει με την πρώτη, αξιοσημείωτο κατόρθωμα για αρχάριο. Ένα δυο μικρά κομμάτια γυαλιού έπεσαν μέσα, τίποτε άλλο, αυτό όμως δεν έχει σημασία, εκεί μέσα δεν υπήρχε κανείς. Για μερι κά δευτερόλεπτα, παρά τη βροχή, ο κ. Ζοζέ έμεινε ξαπλωμέ νος πάνω στο υπόστεγο, ανακτώντας δυνάμεις και απολαμβά νοντας το θρίαμβο. Ύστερα, ορθώνοντας το κορμί του, έχωσε το χέρι του στο άνοιγμα, έψαξε και βρήκε το χερούλι του πα ραθύρου, Θεέ μου, τι ζωή κι αυτή του διαρρήκτη, το άνοιξε διάπλατα και, πιασμένος απ' το περβάζι, με τη βοήθεια των τρεμάμενων ποδιών του που είχαν βρει σημεία στήριξης, κα τάφερε να ορθωθεί, να σηκώσει το ένα πόδι, μετά το άλλο και εντέλει να πέσει από την άλλη πλευρά, απαλά, όπως πέφτει έ να φύλλο από το δέντρο.
96
97 '/
Ολα τα
ονόματα
Μ
ηθικό μας χρέος να μην προσβάλουμε την ευπιστία ό σων έδειξαν τη διάθεση να δεχτούν ως εύλογες και συ νεκτικές τις περιπέτειες μιας τόσο ανήκουστης αναζήτησης α παιτούν πάραυτα να διευκρινίσουμε ότι ο κ. Ζοζέ δεν έπεσε α παλά από το περβάζι του παραθύρου, όπως πέφτει το φύλλο από το κλαδί. Το αντίθετο, στην πραγματικότητα πήγε και γκρεμίστηκε όπως θα 'πέφτε το δέντρο ολόκληρο, ενώ θα ή-, ταν τόσο εύκολο να γλιστρήσει σιγά σιγά από το μεταβατικό του κάθισμα μέχρι ν' ακουμπήσει με τα πόδια στο πάτωμα. Η πτώση, από το βίαιο σοκ και τα διαδοχικά επώδυνα χτυπήμα τα, και προτού ακόμα τα μάτια μπορέσουν να το επιβεβαιώ σουν, του έδειξε πως το μέρος όπου βρισκόταν ήταν ένα είδος προέκτασης του εξωτερικού υπόστεγου, ή μάλλον αντίστρο φα, και οι δυο χώροι προορίζονταν για τη φύλαξη αντικειμέ νων που είχαν πέσει σε αχρηστία, πρώτα όμως τούτος, και με τά, όταν δεν υπήρχε άλλος χώρος εδώ, έξω. Ο κ. Ζοζέ έμεινε εκεί καθισμένος λίγα λεπτά, μέχρι να συνέλθει η αναπνοή του και να πάψουν να τρέμουν τα χέρια και τα πόδια του. Ύστερα άναψε το φακό, προσέχοντας να φωτίζει μονάχα το πάτωμα μπροστά του, και είδε πως ανάμεσα στα στοιβαγμένα έπιπλα, από τη μια άκρη ως την άλλη, είχαν αφήσει ένα διάδρομο που
έφτανε μέχρι την πόρτα. Ανησύχησε όταν σκέφτηκε πως μπο ρεί να ήταν κλειδωμένη, και σ' αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να τη διαρρήξει χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία, με αποτέλεσμα τον αναπόφευκτο θόρυβο. Έξω η βροχή συνεχιζόταν, οι γεί τονες έπρεπε όλοι να κοιμούνται, δεν μπορούμε όμως να βα σιστούμε σ' αυτό, υπάρχουν άνθρωποι με ύπνο τόσο ελαφρύ που και το βούισμα ενός κουνουπιού αρκεί για να τους ξυπνή σει, κι ύστερα σηκώνονται, πηγαίνουν στην κουζίνα να πιουν ένα ποτήρι νερό, κοιτάζουν τυχαία έξω και βλέπουν μια μαύ ρη ορθογώνια τρύπα στον τοίχο του λυκείου, ίσως σχολιάσουν, Τι απρόσεχτοι που είναι αυτοί στο σχολείο, με τέτοιο καιρό α φήνουν το παράθυρο ανοιχτό, ή αλλιώς, Αν θυμάμαι καλά, (χυτό το παράθυρο ήταν κλειστό, μάλλον απ' τον αέρα θα έγι νε, κανείς δεν θα κάτσει να σκεφτεί πως μπορεί να βρίσκεται κλέφτης μέσα, κι εξάλλου θα έσφαλλαν κατάφωρα, γιατί ο κ. Ζοζέ, το υπενθυμίζουμε ακόμα μια φορά, δεν ήρθε εδώ για να κλέψει. Τώρα μόλις του πέρασε απ' το μυαλό ότι θα 'πρεπε να κλείσει το παράθυρο για να μην καταλάβουν απ' έξω την πα ραβίαση, κατόπιν όμως έχει αμφιβολίες, αναρωτιέται μήπως είναι καλύτερα να το αφήσει όπως είναι, Θα σκεφτούν ότι εί ναι απ' τον αέρα ή από αμέλεια κάποιου υπαλλήλου, αν την κλείσω θα φανεί αμέσως ότι λείπει το τζάμι, πολύ περισσότε ρο που το τζάμι του παραθύρου είναι φιμέ, λευκό σχεδόν. Ελ πίζοντας ότι ο υπόλοιπος κόσμος χρησιμοποιεί το μυαλό του με τον ίδιο επαγωγικό τρόπο όπως ο ίδιος, ο κ. Ζοζέ αποφά σισε ν' αφήσει το παράθυρο ανοιχτό και βάλθηκε αμέσως να μπούσουλα ανάμεσα στα έπιπλα μέχρι που έφτασε στην πόρ τα. Που δεν ήταν κλειδωμένη. Αναστέναξε με ανακούφιση, α πό κει και πέρα δεν πρέπει να υπήρχαν άλλα εμπόδια. Τώρα χρειαζόταν μια άνετη καρέκλα, ακόμα καλύτερα έναν καναπέ, για να περάσει ξεκούραστα την υπόλοιπη νύχτα, αν τα νεύρα
98
99
Ο
ΣΕΒΑΣΜΟΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΛΗΘΙΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ
ο
M
Ο
του το επέτρεπαν θα μπορούσε και να κοιμηθεί. Σαν πεπειρα μένος σκακιστής είχε υπολογίσει όλες τις κινήσεις, στην πραγ ματικότητα, όταν κανείς είναι αρκετά σίγουρος για τα άμεσα αντικειμενικά αίτια, είναι αρκετά εύκολο να προχωρήσει επα γωγικά με βάση το πλέγμα των πιθανών και δυνατών αποτε λεσμάτων και του μετασχηματισμού τους σε αιτίες, γεννώντας διαδοχικά αποτελέσματα αιτίες αποτελέσματα και αιτίες απο τελέσματα αιτίες, μέχρι το άπειρο, γνωρίζουμε όμως ήδη πως η περίπτωση του κ. Ζοζέ δεν πάει τόσο μακριά. Στους φρόνι μους θα μοιάζει ανοησία να έρθει ένας γραφέας και να μπει στο στόμα του λύκου, και τώρα, σαν να μην έφτανε το θράσος του, να θέλει να περάσει ήσυχα το υπόλοιπο της νύχτας και ό λη την επόμενη μέρα, με κίνδυνο να τον πιάσει επ' αυτοφώρω να παρανομεί κάποιος πιο επαγωγικός από τον ίδιο σε σχέση με τα ανοιχτά παράθυρα. Θα πρέπει πάντως να αναγνωρίσου με ότι πολύ μεγαλύτερη ανοησία θα ήταν αν κυκλοφορούσε α πό αίθουσα σε αίθουσα ανάβοντας τα φώτα. Αν βάλουμε μα ζί ανοιχτό παράθυρο και φως αναμμένο, ενώ είναι γνωστό ότι απουσιάζουν οι νόμιμοι χρήστες ενός σπιτιού ή ενός σχολείου, είναι στις δυνατότητες οποιουδήποτε ανθρώπου, ακόμα κι αν δεν είναι καχύποπτος, να κάνει τη λογική επεξεργασία και να φωνάξει την αστυνομία. Ο κ. Ζοζέ πονούσε σ' όλο του το κορμί, τα γόνατα του πρέ πει να ήταν γδαρμένα, ίσως να μάτωσαν, η ενόχληση από το άγγιγμα του παντελονιού τι άλλο μπορούσε να σημαίνει, κι ε κτός αυτού ήταν μουσκεμένος και βρόμικος από την κορυφή ως τα νύχια. Έβγαλε την γκαμπαρντίνα που έσταζε, σκέφτη κε, Αν υπήρχε ένα τυφλό δωμάτιο θα μπορούσα ν' ανάψω το φως, και μια τουαλέτα, μια τουαλέτα για να πλυθώ, τουλάχι στον τα χέρια. Ψηλαφώντας το δρόμο, ανοίγοντας και κλείνο ντας πόρτες, βρήκε αυτό που ζητούσε, στην αρχή ένα μικρό
Μ
δωμάτιο χωρίς παράθυρο, με ράφια όπου υπήρχαν είδη σχο λείου και γραφείου, μολύβια, τετράδια, κόλλες χαρτιού, στυλό, γομολάστιχες, βαζάκια με μπογιές, χάρακες, τρίγωνα, υποδε κάμετρα, μοιρογνωμόνια, κουτιά σχεδίου, σωληνάρια κόλλας, κουτάκια με πινέζες, και άλλα που δεν κατάφερε να δει. Με το φως ανοιχτό μπόρεσε επιτέλους να εξετάσει τις καταστροφές από την εξόρμηση. Οι πληγές στα γόνατα δεν έδειχναν τόσο άσχημα όσο είχε νομίσει, τα γδαρσίματα ήταν επιφανειακά, ε πώδυνα πάντως. Στο φως της μέρας, όταν δεν θα χρειαζόταν πια ν' ανάψει φως, θα έψαχνε να βρει αυτό που υπάρχει σε ό λα τα σχολεία, το λευκό ντουλάπι των πρώτων βοηθειών, το α ντισηπτικό, το οινόπνευμα, το οξυζενέ, το βαμβάκι, τον επίδε σμο, την κομπρέσα, το τσιρότο, αν και δεν χρειάζονταν όλα αυτά. Εκεί που τα φάρμακα αυτά δεν βοηθούν είναι στην γκα μπαρντίνα του, που είναι γεμάτη βρόμα από το λαρδί που πό τισε το ύφασμα, Ίσως με το οινόπνευμα να φύγει το πιο πολύ, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ. Πήγε κατόπιν να ψάξει για τουαλέτα και στάθηκε τυχερός, δεν χρειάστηκε να περπατήσει πολύ για να βρει μία που, κρίνοντας από την τάξη και την καθαριότητα της, πρέπει να ήταν για τη χρήση των καθηγητών. Το παράθυ ρο, που έβγαζε κι αυτό στο πίσω μέρος του σχολείου, εκτός α πό τα φιμέ τζάμια, που προφανώς ήταν πιο απαραίτητα εδώ απ' ό,τι στο κουβούκλιο απ' όπου είχε μπει, είχε και ξύλινα ε σωτερικά παντζούρια, χάρη στα οποία μπόρεσε επιτέλους ο κ. Ζοζέ να ανάψει το φως και να πλυθεί βλέποντας τι έκανε. Ύστερα, αναζωογονημένος σε δυνάμεις και λίγο ως πολύ κα θαρός, έψαξε να βρει μέρος να κοιμηθεί. Αν και στα μαθητικά του χρόνια δεν πέρασε ποτέ από ένα τέτοιο λύκειο, με τέτοιες διαστάσεις και μεγαλεία, ήξερε πως όλα τα σχολεία έχουν το διευθυντή τους, όλοι οι διευθυντές έχουν το γραφείο τους κι ό λα τα γραφεία έχουν τον καναπέ τους, αυτό ακριβώς που ζη-
ο
Ο
Μ
τούσε τώρα το κορμί του. Συνέχισε λοιπόν ν' ανοιγοκλείνει πόρτες, κοίταξε το εσωτερικό των αιθουσών που στο διάχυτο εξωτερικό φως έδινε την αίσθηση του στοιχειωμένου, όπου οι τσάντες των μαθητών έμοιαζαν με ευθυγραμμισμένους τάφους, όπου η έδρα του καθηγητή έμοιαζε με σκιώδη χώρο θυσίας, και ο μαυροπίνακας με το μέρος όπου ήταν όλοι μετρημένοι. Είδε να κρέμονται στους τοίχους, σαν αδιόρατοι λεκέδες που αφήνει πίσω του ο χρόνος πάνω στο δέρμα όντων και πραγ μάτων, οι χάρτες του ουρανού, του κόσμου και των χωρών, οι γεωφυσικοί χάρτες υδάτων και ορέων του ανθρώπινου σώμα τος, το κυκλοφορικό σύστημα, η διαδρομή της πέψης, η διά ταξη των μυών, η σύνδεση των νεύρων, οι κατασκευές των ο στών, το φυσερό των πνευμόνων, ο λαβύρινθος του εγκεφά λου, η τομή του ματιού, το αίνιγμα του φύλου. Αίθουσες διδα σκαλίας διαδέχονταν η μια την άλλη κατά μήκος των τοίχων που περιέβαλλαν το λύκειο, από παντού αναδινόταν η μυρω διά της κιμωλίας, αρχαία όσο σχεδόν κι η μυρωδιά των σωμά των, υπάρχουν μάλιστα και κάποιοι που ισχυρίζονται πως ο Θεός, προτού βαλθεί να πλάσει με πηλό αυτό που κατόπιν κα τασκεύασε, πρώτα σχεδίασε μ' ένα κομμάτι κιμωλία τον άντρα και τη γυναίκα στην επιφάνεια της πρώτης νύχτας, από κει προέρχεται και η μοναδική βεβαιότητα που έχουμε, ότι ήμα σταν, είμαστε και θα γίνουμε σκόνη, και πως μια νύχτα βαθιά σαν εκείνη θα χαθούμε. Σε κάποια σημεία το σκοτάδι ήταν πη χτό, ολοκληρωτικό, σαν να το είχαν τυλίξει σε μαύρα πανιά, αλλού όμως πλανιόταν μια πάλλουσα αντήχηση ενυδρείου, μια φωσφορίζουσα αίσθηση, μια γαλαζωπή φωτεινότητα που δεν μπορεί να ερχόταν από τις λάμπες του δρόμου, ή, αν ερ χόταν απ' αυτές, όπως διαπερνούσε τα τζάμια μεταμορφωνό ταν. Ενθυμούμενος το ωχρό φως που αιωρούνταν αιωνίως πά νω από το γραφείο του ληξίαρχου, που τα σκοτάδια κύκλωναν
κι έμοιαζαν έτοιμα να το κατασπαράξουν, ο κ. Ζοζέ μουρμού ρισε, Στο Γενικό Ληξιαρχείο είναι διαφορετικά, ύστερα πρό σθεσε, σαν να 'πρεπε ν' απαντήσει στον εαυτό του, Πιθανώς, όσο πιο μεγάλη είναι η διαφορά, τόσο μεγαλύτερη και η ομοι ότητα, κι όσο μεγαλύτερη η ομοιότητα, τόσο μεγαλύτερη και η διαφορά, και τη στιγμή εκείνη δεν ήξερε πόσο δίκιο είχε. Σ' αυτό τον όροφο υπήρχαν μόνο αίθουσες διδασκαλίας, το γραφείο του διευθυντή θα βρισκόταν σίγουρα στον επάνω, μα κριά από τις φωνές, τους ενοχλητικούς θορύβους, την οχλο βοή της έναρξης και της λήξης του μαθήματος. Η σκάλα είχε ψηλά ένα φεγγίτη, καθώς την ανέβαινε το σκοτάδι προοδευτι κά γινόταν φως, το οποίο, σ' αυτή την περίσταση, δεν έχει άλ λη αξία από την κοινή, να βλέπουμε δηλαδή πού πατάμε. Θέ λησε η τύχη της νέας αναζήτησης, προτού συναντήσει το γρα φείο του διευθυντή, να χρειαστεί ο κ. Ζοζέ να μπει στη γραμ ματεία του σχολείου, μια αίθουσα με τρία παράθυρα που έ βλεπαν στο δρόμο. Η επίπλωση ήταν αυτή που βρίσκουμε συ νήθως σε τέτοιες υπηρεσίες, υπήρχαν κάμποσα γραφεία, οι α ντίστοιχες καρέκλες, ντουλάπια, αρχεία, φάκελοι, η καρδιά του κ. Ζοζέ πετάρισε μόλις τα είδε, αυτά είχε έρθει να ψάξει, φακέλους, καρτέλες, μητρώα, αποδεικτικά, σημειώσεις, την ι στορία της άγνωστης γυναίκας την εποχή που αυτή ήταν κο ριτσάκι και έφηβος, αν υποθέσουμε ότι αυτό ήταν το μοναδι κό σχολείο της ζωής της. Ο κ. Ζοζέ άνοιξε ένα συρτάρι του αρχείου στην τύχη, αλλά το φως που ερχόταν απ' το δρόμο δεν ήταν αρκετό για να καταλάβει τι ακριβώς ήταν εγγεγραμ μένο στις καρτέλες. Ε χ ω καιρό, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ, τώρα χρειάζομαι ύπνο. Βγήκε από τη γραμματεία και δυο πόρτες πιο κάτω συνάντησε επιτέλους το γραφείο του διευθυντή. Α ν το συνέκρινε κανείς με τη λιτότητα του Γενικού Ληξιαρχείου, δεν θα ήταν υπερβολή να μιλήσει για πολυτέλεια. Το πάτωμα
102
ιο3
ο
Ο
είχε μοκέτα, το παράθυρο είχε κουρτίνα από χοντρό ύφασμα που ήταν τώρα κλειστή, το γραφείο, σε παλιό ρυθμό, ήταν ευ ρύχωρο, η πολυθρόνα από μαύρο δέρμα, μοντέρνα, κι όλα αυ- | τά τα έμαθε ο κ. Ζοζέ γιατί, όταν άνοιξε την πόρτα και βρέ θηκε σε απόλυτο σκοτάδι, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό ν' ανά ψει πρώτα το φακό και κατόπιν το φωτιστικό της οροφής. Α φού όντας μέσα δεν έβλεπε φως απ' έξω, κάποιος απ' έξω ε πίσης δεν θα έβλεπε φως μέσα. Η πολυθρόνα του διευθυντή ή ταν άνετη, μπορούσε να κοιμηθεί εκεί, καλύτερα όμως θα ήταν στον τριθέσιο, βαθύ καναπέ που έμοιαζε να του ανοίγει σπλα χνικά την αγκαλιά για να κουρνιάσει μέσα της και να ξαπο στάσει το καταπονημένο του κορμί. Ο κ. Ζοζέ κοίταξε το ρο λόι, ήταν τρεις παρά. Βλέποντας πόσο αργά ήταν, δεν είχε κα ταλάβει πώς πέρασε η ώρα, αισθάνθηκε ξαφνικά πολύ κουρα σμένος, Δεν αντέχω άλλο, σκέφτηκε, και μην μπορώντας να κρατηθεί, από καθαρή νευρική εξάντληση, ξέσπασε σε λυγ μούς, ένα κλάμα ξέφρενο, σχεδόν σπασμωδικό, εκεί, όρθιος, σαν να 'χε ξαναγίνει, σε κάποιο άλλο σχολείο, το αγοράκι των πρώτων τάξεων που έκανε κάποια αταξία και το φώναξε ο δι ευθυντής για να εισπράξει την τιμωρία που του αξίζει. Παρά τησε τη βρεγμένη γκαμπαρντίνα στο πάτωμα, έβγαλε το μα ντίλι από την τσέπη του παντελονιού και το 'φέρε στα μάτια, όμως το μαντίλι ήταν τόσο μουσκεμένο όσο και όλα τα άλλα, όσο ο ίδιος, από την κορυφή ως τα νύχια, τώρα το αντιλαμ βανόταν, ήταν σαν να έσταζε νερό, σαν να 'ταν ολόκληρος έ να σφουγγάρι στυμμένο, βρόμικο το σώμα, πληγωμένο το πνεύμα, και τα δυο δυστυχισμένα, Τι κάνω εγώ εδώ, αναρω τήθηκε, δεν θέλησε όμως ν' απαντήσει, φοβήθηκε πως ο λόγος που τον είχε οδηγήσει σ' αυτό το μέρος, αν αποκαλυπτόταν, θα έμοιαζε παράλογος, μια χαζομάρα, μια τρέλα. Ξαφνικά ρίγη ] τον συντάραξαν, Να δεις που την άρπαξα, είπε δυνατά, αμέι ο 4
Ο
Μ
σως μετά φταρνίστηκε δυο φορές, και μετά, καθώς έβηχε, βρέ θηκε ν' αναπολεί, μέσ' από τους ιδιόρρυθμους δρόμους μιας σκέψης που πάει όπου θέλει και δεν δίνει λογαριασμό, εκεί νους τους ηθοποιούς του κινηματογράφου που στάζουν πάντα νερό ντυμένοι, ή μοιάζουν μουσκεμένοι ως το κόκαλο από τον κατακλυσμό, και ποτέ δεν αρπάζουν μια πνευμονία, ούτε καν ένα απλό συνάχι, όπως συμβαίνει καθημερινά στην πραγματι κή ζωή, αυτό που κάνουν το πολύ πολύ είναι να τυλιχτούν με μια κουβέρτα πάνω από τα βρεγμένα ρούχα, ιδέα απολύτως η λίθια αν δεν γνωρίζαμε ότι το γύρισμα θα διακοπεί για ν' α ποσυρθεί ο ηθοποιός στο καμαρίνι του, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να βάλει το μπουρνούζι με το μονόγραμμα του. Ο κ. Ζοζέ άρχισε να ξεντύνεται από τα παπούτσια, κατόπιν έ βγαλε το σακάκι και το πουκάμισο, πέταξε το παντελόνι του και πήγε και το κρέμασε σ' έναν καλόγερο που βρισκόταν σε μια γωνιά, το μόνο που έλειπε τώρα ήταν να τυλιχτεί με την κουβέρτα της ταινίας, σύνεργο που δύσκολα συναντά κανείς στο γραφείο ενός διευθυντή λυκείου, εκτός κι αν ο διευθυντής είναι ηλικιωμένος, απ' αυτούς που τα γόνατα τους κρυώνουν όταν κάθονται πολλή ώρα. Το επαγωγικό πνεύμα του κ. Ζοζέ τον οδήγησε για άλλη μια φορά στο σωστό συμπέρασμα, η κουβέρτα βρισκόταν προσεκτικά διπλωμένη πάνω στο μαξι λάρι της πολυθρόνας. Δεν ήταν μεγάλη, δεν έφτανε για να τον σκεπάσει ολόκληρο, ήταν όμως καλύτερα από το να έμενε όλη νύχτα ξεσκέπαστος. Ο κ. Ζοζέ έσβησε το φως της οροφής, κα θοδηγήθηκε από το φακό και, αναστενάζοντας, ξάπλωσε στον καναπέ, για να διπλωθεί αμέσως έτσι που να χωρά ολόκληρος κάτω από την κουβέρτα. Εξακολουθούσε να τρέμει, τα εσώ ρουχα που κρατούσε ακόμα πάνω του ήταν υγρά, πιθανότατα από τον ιδρώτα, από την προσπάθεια, η βροχή δεν μπορεί να είχε εισδύσει τόσο πολύ. Ανακάθισε στον καναπέ, έβγαλε τη ι ο 5
Μ
M
φανέλα και το σώβρακο, έβγαλε και τις κάλτσες, κι ύστερα τυ λίχτηκε στην κουβέρτα σαν να 'θελε να την κάνει δεύτερο δέρ μα του, κι έτσι τυλιγμένος σαν κρεμμύδι βούλιαξε στο σκοτάδι του γραφείου, περιμένοντας λίγη φιλάνθρωπη θέρμη να τον μεταφέρει στη φιλανθρωπία του ύπνου. Άργησε το ένα, άργη σε και το άλλο, τα απομάκρυνε μια σκέψη που δεν έλεγε να βγει από το μυαλό του, Κι αν έρθει κανείς και με πιάσει σ' αυ τή την κατάσταση, εννοούσε γυμνό, θα καλούσαν την αστυνο μία, θα του περνούσαν χειροπέδες, θα ρωτούσαν το όνομα του, την ηλικία και το επάγγελμα, πρώτα θα ερχόταν ο διευ θυντής του σχολείου, ύστερα θα εμφανιζόταν ο διευθυντής του Γενικού Ληξιαρχείου, αυτός ανάμεσα τους, και θα τον κοι τούσαν με σφοδρή αποδοκιμασία, Τι κάνετε εδώ, θα τον ρω τούσαν, κι εκείνος δεν θα είχε φωνή ν' απαντήσει, δεν θα μπο ρούσε να τους εξηγήσει πως έψαχνε μια άγνωστη γυναίκα, σί γουρα θα ξεσπούσαν όλοι σε χαχανητά κι ύστερα θα τον ξα ναρωτούσαν, Τι κάνετε εδώ, και δεν θα σταματούσαν να τον ρωτούν μέχρι να τα ομολογήσει όλα, κι η απόδειξη είναι ότι συνέχισαν να επαναλαμβάνουν την ερώτηση και στον ύπνο του, όταν επιτέλους το πρωί ξημέρωσε στον κόσμο κι ο κ. Ζοζέ μπόρεσε να εγκαταλείψει την εξουθενωτική αγρύπνια, ε κτός κι αν τον εγκατέλειψε εκείνη. Ξύπνησε αργά, βλέποντας στ' όνειρο του πως βρισκόταν ξανά στο υπόστεγο, η βροχή να τον χτυπά από ψηλά με το βουητό καταρράκτη, και πως η άγνωστη γυναίκα, με τη μορ φή μιας ηθοποιού του κινηματογράφου από τη συλλογή του, καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου και με την κουβέρτα του διευθυντή διπλωμένη στην ποδιά της, τον περίμενε ν' ανέ βει και του έλεγε, Καλύτερα να χτυπούσες την κύρια είσοδο, κι εκείνος, ασθμαίνοντας, απαντούσε, Δεν ήξερα ότι είσαι μέ σα, κι εκείνη, Είμαι πάντα μέσα, δεν βγαίνω ποτέ, μετά φάνηιο6
κε σαν να πήγαινε να σκύψει για να τον βοηθήσει ν' ανέβει, ξαφνικά όμως εξαφανίστηκε, το υπόστεγο εξαφανίστηκε μαζί της, κι έμεινε μόνο η βροχή, να πέφτει, να πέφτει ασταμάτητα πάνω στην καρέκλα του διευθυντή του Γενικού Ληξιαρχείου, όπου ο κ. Ζοζέ είδε τον εαυτό του καθισμένο. Του πονούσε κά πως το κεφάλι, αλλά το κρύωμα δεν φαινόταν να έχει επιδει νωθεί. Ανάμεσα απ' τα φύλλα της κουρτίνας έπηζε μια ισχνή λεπίδα γκρίζου φωτός, πράγμα που σημαίνει πως, αντίθετα μ' αυτό που είχε νομίσει, δεν ήταν ολότελα κλειστά. Κανείς δεν θα το πρόσεξε, σκέφτηκε, κι είχε δίκιο, αφού το πλέον εκτυ φλωτικό φως, αυτό των αστεριών, όχι μόνο χάνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο διάστημα, αλλά αρκεί μια ομίχλη για να κλείσει τα μάτια μας στο φως που τους απέμεινε. Ένας γείτονας από την απέναντι πλευρά του δρόμου, ακόμα κι αν έ βγαινε να παραφυλάξει στο παράθυρο για να δει τον καιρό, θα σκεφτόταν πως ήταν το σπινθήρισμα της ίδιας της βροχής ε κείνη η φωτεινή κλωστή που κυμάτιζε ανάμεσα στις σταγόνες που γλιστρούσαν στο τζάμι. Τυλιγμένος στην κουβέρτα, ο κ. Ζοζέ άνοιξε λίγο τις κουρτίνες, ήταν η σειρά του να δει τι και ρό έκανε. Δεν έβρεχε εκείνη τη στιγμή, ο ουρανός όμως φαι νόταν σκεπασμένος από ένα και μοναδικό σκοτεινό σύννεφο, τόσο χαμηλό που έμοιαζε ν' αγγίζει τις στέγες, σαν μια πελώ ρια ταφόπλακα. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε, όσο λιγότερος κό σμος κυκλοφορεί στο δρόμο τόσο το καλύτερο. Ψαχούλεψε τα ρούχα που είχε βγάλει και βεβαιώθηκε ότι ήταν σε κατάσταση να φορεθούν. Το πουκάμισο, η φανέλα, το σώβρακο και οι κάλτσες ήταν σχετικά στεγνά, το παντελόνι κάπως λιγότερο, αλλά το σακάκι και η γκαμπαρντίνα ήθελαν ακόμα ώρα. Φό ρεσε τα υπόλοιπα εκτός από το παντελόνι, για ν' αποφύγει το άγγιγμα του σκληρού απ' την υγρασία υφάσματος πάνω στα γδαρμένα γόνατα, κι άρχισε να ψάχνει για το φαρμακείο. Λοιθ7
M
Ο
γικά πρέπει να το είχαν εγκαταστήσει στο ισόγειο, κοντά στο γυμναστήριο και στα ατυχήματα που κατά κόρον συμβαίνουν εκεί, δίπλα στο προαύλιο, όπου στο διάλειμμα οι μαθητές ε κτονώνουν σε παιχνίδια λιγότερο ή περισσότερο βίαια την ε νέργεια τους, αλλά κυρίως την πλήξη και το άγχος της μελέ της. Πέτυχε διάνα. Αφού πρώτα έπλυνε τις πληγές με οξυζενέ, τις πασάλειψε με αντισηπτικό που μύριζε ιώδιο και τις έ δεσε προσεκτικά, με τέτοια υπερβολή επιδέσμων και τσιρότων που έμοιαζε σαν να 'χε βάλει επιγονατίδες. Πάντως μπορούσε να λυγίσει τις κλειδώσεις όσο χρειαζόταν για να περπατά. Φό ρεσε το παντελόνι κι ένιωσε άλλος άνθρωπος, όχι όμως και τό σο ώστε να ξεχάσει μια γενική αδιαθεσία που ένιωθε στο σώ-1 μα. Πρέπει να υπάρχει κάτι για το συνάχι και τον πονοκέφα λο εδώ μέσα, σκέφτηκε, και σε λίγο βρήκε αυτό που χρειαζό ταν κι είχε κιόλας δυο χαπάκια στο στομάχι. Δεν υπήρχε λό γος να προσέχει μήπως τον δουν απ' έξω, μιας και το δωμάτιο του φαρμακείου, όπως θα περίμενε κανείς, είχε τζάμια φιμέ, από δω και πέρα όμως έπρεπε να επιστήσει όλη του την προ σοχή στις κινήσεις του, καμιά αφηρημάδα, να κινείται στο μέ σον της αίθουσας, να προχωρά μπουσουλώντας όταν χρειάζε ται να πλησιάσει κάποιο παράθυρο, να συμπεριφέρεται, εν ο - 1 λίγοις, σαν να μην έκανε άλλο πράγμα στη ζωή του από διαρ- | ρήξεις σπιτιών. Μια ξαφνική καούρα στο στομάχι τού θύμισε | το σφάλμα του που πήρε δυο χάπια χωρίς τη συνοδεία λίγης ] τροφής, έστω ενός μπισκότου, Πολύ καλά, πού είναι τα μπι σκότα εδώ μέσα, αναρωτήθηκε, αντιλαμβανόμενος ότι είχε | τώρα να λύσει ένα νέο πρόβλημα, το πρόβλημα της σίτισης, α φού δεν μπορούσε να βγει από το κτήριο προτού νυχτώσει, Και μάλιστα για τα καλά, ακριβολόγησε. Έστω κι αν πρόκει ται, όπως γνωρίζουμε, για άνθρωπο που ικανοποιείται εύκολα στο ζήτημα της τροφής, έπρεπε με κάτι ν' αποκοιμίσει την πει- Ι ιο8
M
να του μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι, ωστόσο ο κ. Ζοζέ απά ντησε στην ανάγκη με τις εξής στωικές λέξεις, Εντάξει, μια μέ ρα είναι, δεν πέθανε κανείς από ασιτία για μερικές ώρες. Βγή κε από το φαρμακείο, και παρόλο που η γραμματεία, όπου ε πρόκειτο να κάνει τις έρευνες του, βρισκόταν στο δεύτερο ό ροφο, αποφάσισε από καθαρή περιέργεια να κάνει μια βόλτα στις εγκαταστάσεις του πρώτου ορόφου. Συνάντησε πρώτα το γυμναστήριο, με τα αποδυτήρια, με τους βατήρες του και τα υ πόλοιπα όργανα, τη δοκό, το εφαλτήριο, τους κρίκους, τον ίπ πο, το τραμπολίνο, τα στρώματα, στην εποχή του δεν έβλεπε κανείς τέτοιο αθλητικό εξοπλισμό στα σχολεία, ούτε και τον ε πιθύμησε ποτέ για τον εαυτό του, όντας, όπως ήταν πάντα και εξακολουθεί ως σήμερα να είναι, αυτό που λέμε καχεκτικός. Η καούρα στο στομάχι εντάθηκε, ανέβηκε στο στόμα του μια ξινίλα που του έτσουξε στο λαρύγγι, ας του ανακούφιζε τουλά χιστον τον πονοκέφαλο, Και το κρύωμα, μάλλον έχω πυρετό, σκέφτηκε τη στιγμή που άνοιγε άλλη μια πόρτα. Ήταν, ας εί ναι ευλογημένο το πνεύμα της περιέργειας, η τραπεζαρία. Τό τε η σκέψη του κ. Ζοζέ έβγαλε φτερά κι έτρεξε ταχύτατα πί σω απ' το φαγητό, Αφού υπάρχει τραπεζαρία, θα υπάρχει και κουζίνα, κι αν υπάρχει κουζίνα, δεν χρειάστηκε να συνεχίσει τη σκέψη του, ιδού η κουζίνα, με το φούρνο της, τα τηγάνια και τις κατσαρόλες της, τα πιάτα και τα ποτήρια, τα ντουλά πια, το τεράστιο ψυγείο της. Προς αυτό κατευθύνθηκε, το ά νοιξε διάπλατα, τα τρόφιμα φάνταζαν στεφανωμένα από με γαλείο, ας είναι ευλογημένος για άλλη μια φορά ο θεός των περίεργων, κι ακόμα ο θεός των διαρρηκτών, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι ισάξιος. Ένα τέταρτο αργότερα ο κ. Ζοζέ ή ταν εντελώς άλλος άνθρωπος, είχε συνέλθει στο σώμα και την ψυχή, τα ρούχα ήταν σχεδόν στεγνά, τα γόνατα γιατρεμένα και το στομάχι επεξεργαζόταν κάτι πιο θρεπτικό και περιεκτιîog
ο
κό από δυο πικρά χάπια για το κρύωμα. Την ώρα του μεσημε ριανού θα επέστρεφε στην κουζίνα, στο φιλάνθρωπο αυτό ψυ γείο, τώρα είχε να ερευνήσει τους φακέλους της γραμματείας, να προχωρήσει ένα βήμα ακόμα, θα μάθαινε αμέσως πόσο με γάλο ή μικρό, στη διαλεύκανση των γεγονότων της ζωής της άγνωστης γυναίκας που πριν τριάντα χρόνια, όταν ήταν ακό μα ένα κοριτσάκι με σοβαρά μάτια και μια φράντζα πάνω στα φρύδια, είχε καθίσει σ' εκείνο τον πάγκο για να φάει το κολα τσιό της από ψωμί και μαρμελάδα, λυπημένη ίσως γιατί έκανε μουντζούρα στην αντιγραφή, ή ίσως χαρούμενη γιατί η νονά της της είχε υποσχεθεί μια κούκλα. Η ετικέτα του συρταριού ήταν σαφής, Μαθητές με Αλφα βητική Σειρά, άλλα συρτάρια επιγράφονταν αλλιώς, Μαθητές 1 Πρώτης Τάξης, Μαθητές Δευτέρας Τάξης, Μαθητές Τρίτης Τάξης, και ούτω καθεξής μέχρι το τελευταίο έτος σπουδών. Το επαγγελματικό πνεύμα του κ. Ζοζέ εκτίμησε με μεγάλη ικανο ποίηση το σύστημα του αρχείου, που ήταν οργανωμένο ώστε να διευκολύνει την πρόσβαση στις καρτέλες των μαθητών μέ σω δύο συμπληρωματικών οδών που συνέκλιναν, μιας γενικής και μιας ειδικής. Ένα χωριστό συρτάρι περιείχε τους φακέ λους των καθηγητών, όπως μπορούσε κανείς να διαβάσει στην Ι ετικέτα που είχε πάνω, Καθηγητές. Καθώς το κοιτούσε, τέθη καν αμέσως σε λειτουργία μέσα στο μυαλό του κ. Ζοζέ τα γρα νάζια του αποδοτικού του επαγωγικού μηχανισμού, Αν, όπως λογικά υποθέτω, σκέφτηκε, οι καθηγητές που βρίσκονται στο συρτάρι είναι αυτοί που υπηρετούν τώρα στο σχολείο, τότε και οι καρτέλες των μαθητών, από απλή αρχειοθετική συνοχή, θα Ι πρέπει να αναφέρονται στον σύγχρονο σχολικό πληθυσμό, ε ξάλλου ο καθένας αντιλαμβάνεται πως οι φάκελοι των μαθη τών τριάντα σχολικών ετών, έστω με μετριοπαθείς υπολογι σμούς, δεν θα μπορούσαν ποτέ να χωρέσουν σε μισή ντουζίνα
M
συρτάρια, όσο λεπτό κι αν ήταν το χαρτόνι που χρησιμοποι ούσαν. Χωρίς καμιά ελπίδα, απλώς για να 'χει ήσυχη τη συ νείδηση του, ο κ. Ζοζέ άνοιξε το συρτάρι όπου, σύμφωνα με την αλφαβητική σειρά, έπρεπε να βρίσκεται η καρτέλα της ά γνωστης γυναίκας. Δεν ήταν εκεί. Έκλεισε το συρτάρι και κοί ταξε τριγύρω, Πρέπει να υπάρχει άλλο ένα αρχείο με τις καρ τέλες των παλιών μαθητών, σκέφτηκε, αποκλείεται να τις κα ταστρέφουν στο τέλος των σπουδών τους, θα ισοδυναμούσε με απόπειρα εναντίον των θεμελιωδών κανόνων της αρχειοθέτη σης. Αν όντως υπήρχε τέτοιο αρχείο, δεν βρισκόταν πάντως ε κεί. Νευρικός, και μ' όλο που μάντευε πως η αναζήτηση θα ή ταν ανώφελη, άνοιξε τα ντουλάπια και τα συρτάρια της γραμ ματείας. Τίποτα. Το κεφάλι του, σαν να μην άντεχε τη διά ψευση, άρχισε να πονά περισσότερο. Και τώρα, αναρωτήθηκε ο κ. Ζοζέ. Τώρα, ψάξε, απάντησε. Βγήκε από τη γραμματεία, κοίταξε από τη μια και την άλλη πλευρά του μεγάλου διαδρό μου, Εδώ δεν υπήρχαν αίθουσες διδασκαλίας, ωστόσο οι χώ ροι αυτού του ορόφου θα πρέπει, εκτός από το γραφείο του δι ευθυντή, να είχαν κι άλλες χρήσεις, ένας απ' αυτούς, όπως δια πίστωσε αμέσως, ήταν η αίθουσα των καθηγητών, ένας άλλος χρησίμευε ως αποθηκούλα σχολικού υλικού που δεν χρησιμο ποιούσαν πια, και οι υπόλοιποι δύο περιείχαν, τέλος, αυτό που προφανώς ήταν, τακτοποιημένο σε κούτες στα μεγάλα ερμά ρια, το ιστορικό αρχείο του σχολείου. Πανηγύρισε ο κ. Ζοζέ, αυτό όμως είναι το πλεονέκτημα κάποιου που έχει εμπειρία (ττο επάγγελμα, ή αν το δούμε από την πλευρά της ελπίδας που μόλις χάθηκε, το επώδυνο μειονέκτημα, λίγα λεπτά ήταν αρκετά για να διαπιστώσει ότι ούτε εκεί βρισκόταν αυτό που έψαχνε, το αρχείο ήταν καθαρά γραφειοκρατικού χαρακτήρα, ήταν επιστολές που είχαν λάβει, τα αντίγραφα των επιστολών που είχαν στείλει, στατιστικές, απουσιολόγια, γραφικές πάρα-
M
Ο
στάσεις προόδου, βιβλιαράκια με τη νομοθεσία. Σκάλισε μια φορά, σκάλισε δύο, ανώφελο. Απελπισμένος βγήκε στο διά δρομο, Τόση προσπάθεια για το τίποτα, είπε, κι ύστερα, για άλλη μια φορά, υποχρεωμένος να υπακούσει στη λογική, Α ποκλείεται, κάπου πρέπει να βρίσκονται οι αναθεματισμένες οι καρτέλες, αφού δεν κατέστρεψαν την αλληλογραφία τόσων ετών, μια αλληλογραφία που δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, πολύ λιγότερο θα το έκαναν στους φακέλους των μαθητών, αυτά εί ναι έγγραφα εξαιρετικής σημασίας για τις βιογραφίες, δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν κάποιος από τη συλλογή μου εί χε φοιτήσει σ' αυτό το λύκειο. Κάτω από άλλες συνθήκες ίσως ο κ. Ζοζέ να σκεφτόταν ότι, όπως του κατέβηκε η ιδέα να ε μπλουτίσει τα αποκόμματα του με τα αντίγραφα των πιστο ποιητικών γέννησης, θα ήταν ενδιαφέρον επίσης αν μπορούσε να προσθέσει σ' αυτά και τα έγγραφα που αναφέρονται στην παρακολούθηση των μαθημάτων και τη σχολική επίδοση. Όπως και να 'χει, αυτό θα παρέμενε πάντα ένα απραγματο ποίητο όνειρο. Άλλο πράγμα να έχει κανείς τα πιστοποιητικά γέννησης μέσα στα πόδια του, στο Γενικό Ληξιαρχείο, και άλ λο να γυρνά στα σχολεία και να κάνει διαρρήξεις μόνο και μό νο για να μάθει αν η τάδε είχε πάρει οκτώ ή δεκαπέντε στα μα θηματικά της τετάρτης κι αν ο δείνα ήταν τόσο απείθαρχος ό σο αρεσκόταν να δηλώνει στις συνεντεύξεις. Κι αν σε καθένα από τα σχολεία που έπρεπε να μπει χρειαζόταν να υποφέρει ό σο και σ' αυτό, τότε θα ήταν καλύτερα να κάτσει στ' αυγά του, συμβιβασμένος με την ιδέα να γνωρίσει από τον κόσμο μονά χα αυτά που φτάνει το χέρι του χωρίς να βγει από το σπίτι, λέ ξεις, εικόνες, ψευδαισθήσεις. Αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει την απόφαση οριστικά, ο κ. Ζοζέ επέστρεψε στο αρχείο, Αν υπάρχει ακόμα λογική σ' αυτό τον κόσμο, οι καρτέλες πρέπει να βρίσκονται εδώ, είπε.
Μ
ο
Τα ράφια του πρώτου χώρου, τη μια κούτα μετά την άλλη, το ένα πακέτο μετά το άλλο, τα χτένισε με ψιλό χτένι, τρόπος του λέγειν που πρέπει να αντλεί την προέλευση του από την επο χή που οι άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν για να χτενιστούν, το επονομαζόμενο και ψειρόχτενο, για να μπορούν να κυνηγούν αυτό που η κανονική χτένα άφηνε να της ξεφύγει, η αναζήτη ση κατέληξε πάλι σε αποτυχία, καρτέλες δεν υπήρχαν. Ή μάλ λον υπήρχαν, βαλμένες μέσα σ' ένα μεγάλο κιβώτιο, αλλά ή ταν μόνο των τελευταίων πέντε χρόνων. Πεπεισμένος τώρα ό τι όλες οι άλλες καρτέλες τελικά είχαν καταστραφεί, είχαν σκι στεί, τις είχαν πετάξει στα σκουπίδια, αν δεν τις είχαν κάψει, χωρίς ελπίδα πια, με την αδιαφορία κάποιου που θα περιορι στεί να εκτελέσει μια ανώφελη υποχρέωση, ο κ. Ζοζέ μπήκε και στο δεύτερο χώρο. Ωστόσο τα μάτια του, αν το ρήμα δεν είναι ολότελα παράταιρο σε τούτο το λόγο, τον λυπήθηκαν, γιατί πώς αλλιώς εξηγείται που του έβαλαν μπρος του αμέσως εκείνη τη στενή πόρτα ανάμεσα σε δυο ράφια, σαν να 'ξεραν από την αρχή πως εκείνη βρισκόταν εκεί. Πίστεψε ο κ. Ζοζέ πως είχε φτάσει στο πέρας των εργασιών του, στην επιβρά βευση των προσπαθειών του, θα πρέπει πραγματικά να ανα γνωρίσει κανείς ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα επρόκειτο για (χπαράδεκτη σκληρότητα του πεπρωμένου, έχει τους λόγους του ο λαός που επιμένει να δηλώνει, παρ' όλες τις αντιξοότη τες της ζωής, πως η κακή η τύχη δεν βρίσκεται πάντα πίσω απ' την πόρτα, πίσω από τούτη τουλάχιστον, όπως στις παλιές διηγήσεις, πρέπει να βρίσκεται ένας θησαυρός, έστω κι αν, για να φτάσει σ' αυτόν, θα χρειαστεί ακόμα να αναμετρηθεί με το δράκοντα. Μπορεί να μην αφρίζει το στόμα του από οργή, να μην ξεπηδά καπνός και φωτιά απ' τα ρουθούνια του, να μην αφήνει μουγκρητά που σείουν τη γη, είναι απλώς ένα σκοτάδι (τταματημένο που περιμένει, πυκνό και σιωπηλό σαν τον πάτο ιι 3 Η - Όλα τα
ονόματα
M
Ο
της θάλασσας, κάποιοι απ' τους ανθρώπους που φημίζονται ως γενναίοι δεν θα είχαν το κουράγιο να περάσουν, μερικοί μάλιστα θα το έβαζαν αμέσως στα πόδια τρομοκρατημένοι, α πό φόβο μήπως το μιαρό θεριό τους πετάξει στα τάρταρα του λαρυγγιού του. Ακόμα κι αν δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορεί κανείς να υποδείξει ως παράδειγμα ή πρότυπο ανδρείας, ο κ. Ζοζέ, μετά από τόσα χρόνια στο Γενικό Ληξιαρχείο, είχε απο κτήσει μια γνώση της νύχτας, της σκιάς, του σκοταδιού και του ερέβους που τελικά αναπλήρωσε τη φυσική του συστολή και | τώρα του επιτρέπει, χωρίς υπερβολικό τρόμο, ν' απλώνει το χέρι μέσα στο σώμα του δράκου αναζητώντας το διακόπτη του φωτός. Τον βρήκε, τον έβαλε σε λειτουργία, αλλά δεν ά ναψε κανένα φως. Σέρνοντας τα πόδια για να μη σκοντάψει, « προχώρησε λίγο μέχρι που το καλάμι του δεξιού του ποδιού χτύπησε σε μια σκληρή αιχμή. Ψηλάφησε το εμπόδιο και, τη στιγμή που καταλάβαινε ότι πρόκειται για ένα μεταλλικό σκα λοπάτι, αισθάνθηκε στην τσέπη του τον όγκο του φακού, που μέσα σε τόσες και τόσο αντιφατικές συγκινήσεις τον είχε ξε-i χάσει. Είχε μπροστά του μια σκάλα σαλίγκαρο που ανέβαινε στην κατεύθυνση ενός σκοταδιού ακόμα πιο πυκνού απ' αυ τού στο κατώφλι της πόρτας και κατάπινε τη δέσμη του φωτός προτού εκείνο μπορέσει να του δείξει το δρόμο προς τα πάνω. Η σκάλα δεν είχε κουπαστή, ό,τι χειρότερο δηλαδή μπορούσε να συμβεί σε κάποιον που υπέφερε από ιλίγγους, στο πέμπτο σκαλοπάτι, αν τα καταφέρει να φτάσει ως εκεί, ο κ. Ζοζέ θα χάσει την αίσθηση του πραγματικού ύψους στο οποίο βρίσκε ται, θα νιώσει ότι χωρίς στήριγμα πρόκειται να πέσει, και θα πέσει. Δεν έγινε έτσι. Ο κ. Ζοζέ γίνεται γελοίος, αλλά δεν έχει σημασία, μόνο εκείνος ξέρει πόσο παράλογο και ανόητο είναι αυτό που κάνει τώρα, κανείς δεν θα μπορέσει να τον δει να σέρνεται στη σκάλα σαν σαύρα μισοκοιμισμένη ακόμη από τη ιΐ4
Μ
χειμέρια νάρκη, γραπωμένος με αγωνία απ' τα σκαλοπάτια, διαδοχικά, το σώμα προσπαθεί να ακολουθήσει την ελικοειδή στροφή που μοιάζει να μην τελειώνει πουθενά, τα γόνατα περ νούν νέο μαρτύριο. Όταν τα χέρια του κ. Ζοζέ επιτέλους άγ γιξαν το επίπεδο πάτωμα της σοφίτας, οι δυνάμεις του σώμα τος του είχαν προ πολλού χάσει τη μάχη με το τρομαγμένο πνεύμα, γι' αυτό και δεν μπόρεσε να σηκωθεί αμέσως, έμεινε έτσι μπρούμυτα, με το πουκάμισο και τα πρόσωπο βουτηγμέ να στη σκόνη που κάλυπτε το πάτωμα, τα πόδια στα σκαλο πάτια, πόσες ταλαιπωρίες πρέπει να περάσουν οι άνθρωποι που βγήκαν από την ηρεμία του σπιτιού τους για να μπλεχτούν σε τρελές περιπέτειες. Μετά από μερικά λεπτά, ξαπλωμένος ακόμα μπρούμυτα, γιατί δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να κάνει την απερισκεψία να σταθεί όρθιος μέσα σ' εκείνο το σκοτάδι, με κίνδυνο να κά νει ένα λάθος βήμα και να πέσει μοιραία στην άβυσσο απ' ό που ήρθε, ο κ. Ζοζέ, καταβάλλοντος προσπάθεια, συστρέφοντας το κορμί, κατάφερε να τραβήξει για άλλη μια φορά το φακό που είχε φυλάξει στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Τον άναψε και έριξε το φως στο έδαφος μπροστά του. Υπήρ χαν σκόρπια χαρτιά, χάρτινα κιβώτια, μερικά απ' αυτά ξεχαρ βαλωμένα, τα πάντα καλυμμένα με σκόνη. Μερικά μέτρα πιο μπροστά διέκρινε κάτι που έμοιαζε με πόδια καρέκλας. Ανέ βασε ελαφρά το φακό, ήταν όντως μια καρέκλα. Το κάθισμα, η ράχη, φαίνονταν σε καλή κατάσταση, και πάνω της, αιω ρούμενη από το χαμηλό ταβάνι, ήταν μια λάμπα γυμνή, Όπως (ττο Γενικό Ληξιαρχείο, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ. Κατηύθυνε το φακό στους τοίχους τριγύρω, φευγαλέες μορφές εμφανίστηκαν στα ράφια που έμοιαζαν να κάνουν το γύρο του δωματίου. Δεν ήταν ψηλά ράφια, δεν θα μπορούσαν άλλωστε λόγω της κλί σης της στέγης, κι ήταν βαρυφορτωμένα με άμορφες κούτες "5
M
M
και πακέτα χαρτιού. Πού να είναι άραγε ο διακόπτης του φω τός, αναρωτήθηκε ο κ. Ζοζέ, και η απάντηση ήταν αυτή που θα 'πρεπε να περιμένει, Είναι κάτω και δεν λειτουργεί, Με τούτο το φακό μόνο δεν νομίζω ότι θα καταφέρω να βρω τις καρτέλες, εκτός αυτού έχω την εντύπωση ότι η μπαταρία είναι στα τελευταία της, Αυτό να το σκεφτόσουν νωρίτερα, Ίσως να έχουν βάλει κι άλλο διακόπτη εδώ, Ακόμα κι έτσι να 'ναι, εί δαμε ότι η λάμπα είναι καμένη, Δεν το ξέρουμε, Αν δεν ήταν καμένη θα είχε ανάψει, Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι πατή σαμε το διακόπτη και το φως δεν άναψε, Ορίστε λοιπόν, Μπο ρεί να σημαίνει άλλο πράγμα, Τι, Ότι κάτω δεν υπάρχει λά μπα, Επομένως και πάλι έχω δίκιο, αυτή εδώ είναι καμένη, Και ποιος μας λέει ότι δεν υπάρχουν δύο διακόπτες και δύο λάμπες, μία της σκάλας και μία της σοφίτας, η κάτω πρέπει να είναι καμένη, για την επάνω δεν ξέρουμε ακόμη, Αφού κατά φερες να κάνεις αυτή την επαγωγή, ανακάλυψε τώρα και το διακόπτη τούτης εδώ. Ο κ. Ζοζέ άφησε την άβολη στάση στην οποία βρισκόταν ακόμα και ανακάθισε στο έδαφος, Τα ρούχα μου θα γίνουν άθλια εδώ μέσα, σκέφτηκε και σημάδεψε με το φακό τον τοίχο που βρισκόταν πιο κοντά στην έξοδο της σκά λας, Αν υπάρχει, πρέπει να είναι εδώ. Τον ανακάλυψε τη στιγ μή ακριβώς που προσέγγιζε το αποθαρρυντικό συμπέρασμα ότι ο μοναδικός διακόπτης ήταν ο κάτω. Όπως έβαλε την ε λεύθερη παλάμη του τυχαία στο πάτωμα για να στηριχτεί κα λύτερα, το φως στο ταβάνι άναψε, ο διακόπτης, με τη μορφή κουμπιού, ήταν εγκατεστημένος στο πάτωμα ώστε να τον βρί σκει αμέσως όποιος ανέβαινε τη σκάλα. Το κιτρινωπό φως της λάμπας μετά βίας έφτανε στον τοίχο του βάθους, στο δάπεδο δεν υπήρχαν ίχνη από πατημασιές. Ενθυμούμενος τις καρτέ λες που είχε δει στον κάτω όροφο, ο κ. Ζοζέ είπε δυνατά, Έχει να μπει άνθρωπος εδώ μέσα τουλάχιστον έξι χρόνια. Όταν ο
απόηχος των λέξεων έσβησε, ο κ. Ζοζέ παρατήρησε ότι είχε δημιουργηθεί στη σοφίτα μια μεγάλη σιωπή, λες κι η σιωπή που υπήρχε προηγουμένως περιείχε μια μεγαλύτερη σιωπή, θα ήταν τα μαμούνια του ξύλου που είχαν διακόψει τη σκαπτική τους δραστηριότητα. Από το ταβάνι αιωρούνταν ιστοί αρά χνης μαύροι από τη σκόνη, οι ιδιοκτήτριες τους πρέπει να εί χαν πεθάνει πριν από πολύ καιρό από έλλειψη τροφής, εδώ δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να προσελκύσει μια πα ραστρατημένη μύγα, πολύ περισσότερο με την κάτω πόρτα κλειστή, και ο σκώρος, η βώτριδα, όπως το σαράκι στα θεμέ λια, δεν είχαν κανένα λόγο ν' αφήσουν τις στοές κυτταρίνης για να έρθουν να ζήσουν στον έξω κόσμο. Ο κ. Ζοζέ σηκώθη κε, προσπάθησε ανώφελα να τινάξει τη σκόνη από το παντε λόνι και το πουκάμισο, το πρόσωπο του έμοιαζε ν' ανήκει σε εκκεντρικό παλιάτσο, μ' ένα μεγάλο λεκέ απ' τη μια μόνο πλευ ρά. Πήγε και κάθισε στην καρέκλα, κάτω από τη λάμπα, κι άρ χισε να μιλά μονάχος του, Ας κάνουμε την εικασία, είπε, ας κάνουμε την εικασία ότι αν οι παλιές καρτέλες βρίσκονται ε δώ, όπως όλα μαρτυρούν, δεν είναι καθόλου πιθανό να βρε θούν συγκεντρωμένες κατά μαθητή, να βρίσκονται δηλαδή οι καρτέλες του κάθε μαθητή όλες μαζεμένες ώστε να μπορέσει κανείς να παρακολουθήσει με μια ματιά όλη τη σχολική του πορεία, λογικότερο είναι η γραμματεία στο τέλος κάθε σχολι κού έτους να κάνει ένα δέμα όλες τις καρτέλες που αντιστοι χούν σ' αυτό το έτος και να τις τακτοποιεί εδώ, δεν φαντάζο μαι να μπήκαν καν στον κόπο να τις φυλάξουν σε κούτες, μπο ρεί όμως και να το έκαναν, αυτό θα το δούμε, ελπίζω, αν έχει γίνει έτσι, τουλάχιστον να τους πέρασε από το μυαλό να γρά ψουν απ' έξω τη χρονιά όπου αναφέρονται, πάντως με τον έ ναν ή τον άλλο τρόπο είναι πια ζήτημα χρόνου και υπομονής. Το συμπέρασμα δεν προσέθετε τίποτα το ιδιαίτερο στις αρχι-
ιι6
ιΐ7
M
Ο
ο
Μ
κές προτάσεις, κι από το ξεκίνημα της ζωής του γνωρίζει ο κ. Ζοζέ πως μόνο χρόνος χρειάζεται για να χρησιμοποιήσει την υπομονή, από το ξεκίνημα ελπίζει να μην ξεμείνει η υπομονή από χρόνο. Σηκώθηκε και, πιστός στον κανόνα πως σ' όλες τις επιχειρήσεις το καλύτερο είναι ν' αρχίζει κανείς από μια άκρη και να προχωρά με μέθοδο και πειθαρχία, έπιασε δουλειά α πό την άκρη μιας σειράς ραφιών, αποφασισμένος να μην αφή σει χαρτί για χαρτί μέχρι να διαπιστώσει ότι ανάμεσα στο πιο ψηλό και στο πιο χαμηλό δεν κρύβεται άλλο χαρτί. Κάθε φο ρά που άνοιγε μια κούτα, που έλυνε ένα πακέτο, σε κάθε κίνη ση που έκανε σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης, τόσο που, για να μην πάθει ασφυξία, χρειάστηκε να δέσει το μαντίλι πάνω στη μύτη και το στόμα του, μια προληπτική διαδικασία που συμ βούλευαν πάντα τους γραφείς να εφαρμόζουν κάθε φορά που χρειαζόταν να μπουν στο αρχείο των νεκρών του Γενικού Λη ξιαρχείου. Σε λίγα λεπτά τα χέρια του είχαν γίνει μαύρα, το μα ντίλι έχασε τη λίγη λευκότητα που του απέμενε, ο κ. Ζοζέ είχε μεταμορφωθεί σ' έναν ανθρακωρύχο που ελπίζει να συναντή σει στον πάτο του ορυχείου τον καθαρό άνθρακα ενός διαμα ντιού. Η πρώτη καρτέλα φάνηκε μετά από μισή ώρα. Το κορίτσι δεν είχε πια φράντζα, αλλά τα μάτια, σ' αυτή τη φωτογραφία των δεκαπέντε χρόνων της, διατηρούσαν το ίδιο ύφος πονεμέ νης σοβαρότητας. Προσεκτικά ο κ. Ζοζέ την έβαλε πάνω στην καρέκλα και συνέχισε την αναζήτηση. Δούλευε σαν μέσα σε ό νειρο, εξονυχιστικός, πυρετώδης, κάτω απ' τα δάχτυλα του ξε γλιστρούσαν σκώροι τρομοκρατημένοι από το φως, και σιγά σιγά, σαν να αναμόχλευε τα υπολείμματα σε τάφο, η σκόνη αρπάχτηκε πάνω στο δέρμα του, τόσο λεπτή ώστε διαπερνού σε τα ρούχα. Αρχικά, όταν έβρισκε ένα δέμα με καρτέλες, πή γαινε απευθείας σ' αυτό που τον ενδιέφερε, ύστερα άρχισε να
χασομερά σε ονόματα, εικόνες, χωρίς λόγο, μόνο και μόνο ε πειδή βρίσκονταν εκεί και δεν θα ξανάμπαινε κανείς σ' αυτή τη σοφίτα για να διώξει τη σκόνη που τα κάλυπτε, εκατοντά δες, χιλιάδες πρόσωπα αγοριών και κοριτσιών που κοιτούσαν μπροστά στο στόχο, την άλλη πλευρά του κόσμου, περιμένο ντας ποιος ξέρει τι. Στο Γενικό Ληξιαρχείο δεν ήταν έτσι, στο Γενικό Ληξιαρχείο υπήρχαν μόνο λέξεις, στο Γενικό Ληξιαρ χείο δεν μπορούσε να δει κανείς πώς είχαν αλλάξει και συνέ χιζαν ν' αλλάζουν τα πρόσωπα, ενώ το πιο σημαντικό ήταν αυτό ακριβώς, ό,τι αλλάζει με το χρόνο, και όχι τα ονόματα που δεν μεταβάλλονται ποτέ. Όταν το στομάχι του κ. Ζοζέ έ δωσε το παρόν, πάνω στην καρέκλα βρίσκονταν επτά καρτέ λες, δύο απ' αυτές είχαν την ίδια φωτογραφία, η μητέρα της θα είχε πει, Πάρε την περσινή, δεν χρειάζεται να πας σε φω τογράφο, κι εκείνη πήρε τη φωτογραφία με λύπη που δεν μπο ρούσε να βγάλει καινούρια αυτή τη χρονιά. Προτού κατέβει στην κουζίνα, ο κ. Ζοζέ μπήκε στην τουαλέτα του διευθυντή για να πλύνει τα χέρια του κι έμεινε κατάπληκτος όταν είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη, δεν φανταζόταν ότι το πρόσω πο του θα βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, βρόμικο, χαραγμέ νο από τις γραμμές του ιδρώτα, Μοιάζω σαν να μην είμαι εγώ, σκέφτηκε και ίσως να μην έμοιαζε ποτέ. Όταν τελείωσε το φα γητό, ανέβηκε στη σοφίτα όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν τα γόνατα του, του πέρασε η σκέψη πως αν το φως κοβόταν, υ πολογίσιμη πιθανότητα μ' αυτές τις βροχές, δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει την αναζήτηση. Αν υποθέσουμε ότι δεν έμει νε σε καμία τάξη, του απέμεναν να βρει πέντε καρτέλες μόνο, κι αν τώρα έπεφτε σε σκοτάδι, η προσπάθεια του εν μέρει θα πήγαινε χαμένη, αφού δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στο σχολείο. Απορροφημένος στην εργασία του, είχε ξεχάσει τον πονοκέφαλο, το κρύωμα και τώρα καταλάβαινε ότι ήταν χει-
ιι8
ιΐ9
M
Ο
ρότερα. Κατέβηκε ξανά για να πάρει άλλα δύο χάπια, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία, ανέβηκε και ξανάπιασε δουλειά. Ήταν αργά το απόγευμα όταν βρήκε και την τελευταία καρτέλα. Έσβησε το φως της σοφίτας, έκλεισε την πόρτα και, σαν υ πνοβάτης, φόρεσε το σακάκι και την γκαμπαρντίνα, καθάρισε όσο καλύτερα μπορούσε τα ίχνη της παρουσίας του και κάθι σε να περιμένει τη νύχτα.
Τ
Ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΗΞΙΑΡΧΕΙΟ ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΑΝΟΙ-
ξει, οι υπάλληλοι ήταν ήδη καθισμένοι στις θέσεις τους, ο κ. Ζοζέ άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα κι έκανε ψιτ-ψιτ για να προσελκύσει την προσοχή του συναδέλφου γραφέα που βρισκόταν πιο κοντά. Ο άνθρωπος γύρισε το κεφάλι του κι εί δε ένα αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο να του κλείνει το μάτι, Τι θέλετε, ρώτησε με χαμηλή φωνή για να μην ενοχλήσει την υ πηρεσία, αφήνοντας στις λέξεις του να διαφανεί ένα ύφος επι κριτικής ειρωνείας, λες και το σκάνδαλο της απουσίας ερχό ταν να δικαιώσει όσους είχαν ήδη σκανδαλιστεί από την κα θυστέρηση, Είμαι άρρωστος, είπε ο κ. Ζοζέ, δεν μπορώ να έρ θω για δουλειά. Ο συνάδελφος σηκώθηκε ενοχλημένος, έκανε τρία βήματα προς την κατεύθυνση του προϊσταμένου της πτέ ρυγας του και τον ενημέρωσε, Με συγχωρείτε, κύριε, είναι εδώ ο κ. Ζοζέ και λέει ότι είναι ασθενής. Με τη σειρά του ο προϊ στάμενος σηκώθηκε, έκανε τέσσερα βήματα προς την κατεύ θυνση του αντίστοιχου υποδιευθυντή και τον ενημέρωσε, Με συγχωρείτε, κύριε, είναι εδώ ο γραφέας κ. Ζοζέ και λέει ότι εί ναι ασθενής. Προτού διανύσει τα πέντε βήματα που τον χώρι ζαν από το γραφείο του ληξίαρχου, ο υποδιευθυντής θέλησε να διακριβώσει τη φύση της ασθένειας, Τι έχετε, ρώτησε, Εί μαι κρυωμένος, απάντησε ο κ. Ζοζέ, Ένα κρύωμα δεν είναι
M
λόγος για να απουσιάσετε από την εργασία, Έχω πυρετό, Πώς ξέρετε ότι έχετε πυρετό, Έβαλα θερμόμετρο, Μερικά δέκατα πάνω απ' το κανονικό, Όχι, κύριε, έχω τριάντα εννιά, Ένα α πλό κρύωμα δεν ανεβάζει ποτέ τέτοια θερμοκρασία, Τότε μπορεί να έχω γρίπη, Ή μια πνευμονία, Πάει μακριά ο οιωνός, Απλώς μια υπόθεση κάνω, δεν προοιωνίζω τίποτα, Με συγ χωρείτε, τρόπος του λέγειν, Και πώς βρεθήκατε σ' αυτή την κατάσταση, Νομίζω από μια βροχή που μ' έπιασε, Οι απερι σκεψίες πληρώνονται, Έχετε δίκιο, Ασθένειες που προκλήθη καν από αίτια αλλότρια προς την υπηρεσία δεν θα έπρεπε να υπολογίζονται, Όντως δεν ήμουν σε υπηρεσία, Θα το γνωστο ποιήσω στο διευθυντή, Μάλιστα, κύριε, Μην κλείσετε την πόρτα, μπορεί να θελήσει να σας δώσει κάποιες οδηγίες, Μά λιστα, κύριε. Ο ληξίαρχος δεν έδωσε οδηγίες, αρκέστηκε να κοιτάξει πάνω από τα σκυμμένα κεφάλια των υπαλλήλων και να κάνει μια κίνηση με το χέρι, μια σύντομη χειρονομία, σαν να περιφρονούσε το ζήτημα ή σαν να ανέβαλλε για αργότερα την προσοχή που ήταν διατεθειμένος να του αφιερώσει, από κείνη την απόσταση ο κ. Ζοζέ δεν θα ήταν σε θέση να διακρί νει τη διαφορά, ακόμα κι αν τα κλαμένα και ερεθισμένα μάτια του έφταναν ως εκεί. Όπως και να 'χει, τρομοκρατημένος υ ποθέτουμε από το βλέμμα, ο κ. Ζοζέ, χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει, άνοιξε λίγο ακόμα την πόρτα και εμφανίστηκε ολόκλη ρος στο Γενικό Ληξιαρχείο, με μια παλιά ρόμπα πάνω απ' την πιτζάμα, τα πόδια χωμένα σε κάτι πατημένες παντόφλες, με το μαραμένο ύφος κάποιου που άρπαξε ένα βαρύ κρύωμα, ή μια ύπουλη γρίπη, ή μια θανατηφόρα βρογχοπνευμονία, ποτέ δεν ξέρει κανείς, πόσες και πόσες φορές στη ζωή μια απλή αύρα δεν καταλήγει σε καταστροφικό τυφώνα. Ο υποδιευθυντής ερχόταν να του πει ότι σήμερα ή αύριο θα τον επισκεπτόταν ο υπηρεσιακός γιατρός, αμέσως μετά, μέγα θαύμα, πρόφερε κά-
ο
ο
Μ
τι λέξεις που κανένας κατώτερος υπάλληλος του Γενικού Λη ξιαρχείου, ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος, δεν είχε ποτέ την ευ τυχία να ακούσει, Ο διευθυντής σάς εύχεται περαστικά, ο ί διος ο υποδιευθυντής έμοιαζε να μην πιστεύει ότι έλεγε αυτό που έλεγε. Αποσβολωμένος ο κ. Ζοζέ διατηρούσε πάντως αρ κετά ίχνη διαύγειας ώστε να κοιτάξει προς το ληξίαρχο για να τον ευχαριστήσει για την απρόσμενη ευχή, εκείνος όμως είχε το κεφάλι σκυμμένο, σαν να είχε πέσει με τα μούτρα στη δου λειά, πράγμα που, απ' όσα γνωρίζουμε για τις εργασιακές σχέ σεις αυτού του Γενικού Ληξιαρχείου, είναι κάτι παραπάνω α πό αμφίβολο. Αργά ο κ. Ζοζέ έκλεισε την πόρτα και, τρέμο ντας από συγκίνηση και πυρετό, πήγε κι έπεσε στο κρεβάτι του. Δεν ήταν μόνο η βροχή που έπεσε πάνω του όταν σκαρφά λωνε στο υπόστεγο προσπαθώντας να μπει στο σχολείο. Όταν, νύχτα πια, βγήκε επιτέλους από το παράθυρο και βρέθηκε στο δρόμο, δεν μπορούσε να φανταστεί, ο ταλαίπωρος, τι τον πε ρίμενε. Οι επώδυνες και με το παραπάνω συνθήκες της ανά βασης, κυρίως όμως η συσσωρευμένη σκόνη της σοφίτας, τον είχαν φέρει από την κορυφή ως τα νύχια σε μια απερίγραπτη κατάσταση βρόμας, με το πρόσωπο και τα μαλλιά βουτηγμένα στη μαυρίλα, τα χέρια σαν κούτσουρα καρβουνιασμένα, για να μην πούμε για τα ρούχα, η γκαμπαρντίνα ποτισμένη στο λίπος και κουρέλι, το παντελόνι λες και σερνόταν σε κατράμι και το πουκάμισο σαν να είχε καθαρίσει μια καμινάδα από φούμο αιιόνων, ένας οποιοσδήποτε αλήτης, έστω κι αν ζούσε στο έσχα το όριο της ένδειας, θα έκανε αξιοπρεπέστερη εμφάνιση στο δρόμο. Όταν ο κ. Ζοζέ, δυο τετράγωνα μετά το σχολείο, η βροχή είχε πια σταματήσει, κάλεσε ένα ταξί να σταματήσει για να επιστρέψει στο σπίτι του, συνέβη αυτό που θα συνέβαινε, ο οδηγός του, βλέποντας εκείνη τη μαύρη φιγούρα να προβάλ123
M
λει ξαφνικά από τα έγκατα της νύχτας, φοβήθηκε και άνοιξε ταχύτητα, και δεν ήταν ο μόνος, τα τρία ταξί στα οποία έκανε νόημα ο κ. Ζοζέ να σταματήσουν εξαφανίστηκαν όλα στη στροφή σαν να τα κυνηγούσε ο διάολος. Ο κ. Ζοζέ συμβιβά στηκε και γύρισε στο σπίτι με τα πόδια, τώρα ούτε σε λεωφο ρείο δεν τολμούσε να μπει, τι να γίνει, άλλη μια κούραση για να προστεθεί σε τούτη που μόλις του επιτρέπει να σύρει τα πόδια του, το χειρότερο όμως ήταν ότι μετά από λίγο η βροχή άρχι σε ξανά να πέφτει και δεν σταμάτησε σε όλο τον ατελείωτο δρόμο, τόσες οδοί, πλακόστρωτα, πλατείες, λεωφόροι, διέσχι ζαν μια πόλη που έμοιαζε έρημη, κι εκείνος ο μοναχός άν θρωπος να στάζει νερό, δίχως έστω μια ομπρέλα να τον προ στατέψει από το πολύ νερό, είναι κατανοητό γιατί, κανείς δεν πάει με την ομπρέλα του σε διάρρηξη, ούτε και στον πόλεμο, θα μπορούσε να μαζευτεί στο κεφαλόσκαλο μιας πόρτας και να περιμένει απ' τον ουρανό μια παύση, δεν αξίζει όμως τον κόπο, ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Όταν ο κ. Ζοζέ έφτασε στο σπίτι, το μοναδικό σχετικά στεγνό κομμάτι των ρούχων του ήταν μία τσέπη του σακακιού του, η εσωτερική στ' αριστερά, όπου είχε βάλει τις σχολικές καρτέλες του άγνωστου κοριτσιού, όλη αυτή την ώρα περπατούσε με το δεξί χέρι πά νω τους για να τις προστατέψει απ' τη βροχή, όποιος τον έ βλεπε έτσι θα σκεφτόταν, ειδικά μ' εκείνη την ταλαίπωρη έκ φραση στο πρόσωπο, πως είχε πρόβλημα με την καρδιά του. Τουρτουρίζοντας, γδύθηκε εντελώς κι αναρωτιόταν με σύγχυ ση πώς θα κατόρθωνε να καθαρίσει τα ρούχα που στοιβαζό ταν στο πάτωμα, δεν είχε τόσο πολλά κοστούμια, παπούτσια, κάλτσες και πουκάμισα ώστε να μπορεί να στείλει στο καθα ριστήριο όλα μαζί, λες κι ήταν κανένας οικονομημένος, μια ο λόκληρη αλλαξιά, σίγουρα θα του έλειπε κάποιο ρούχο όταν την επομένη θα έπρεπε να ντυθεί με ό,τι του είχε απομείνει. Α124
Μ
ποφασισε ν' αφήσει την έγνοια του για αργότερα, τώρα το θέ μα ήταν να βγάλει όλη αυτή τη βρόμα από το κορμί του, το χει ρότερο ήταν ότι ο θερμοσίφωνας λειτουργούσε ελαττωματικά, το νερό βγαίνει πότε καυτό και πότε τόσο κρύο που κοκαλώνει κανείς, μόνο που το σκέφτηκε ανατρίχιασε ολόκληρος, κι ύστερα, σαν να 'θελε να πείσει τον εαυτό του, μουρμούρισε, Μπορεί και να μου κάνει καλό στο κρύωμα, μία ζεστό, μία κρύο ντους, έτσι έχω ακούσει. Μπήκε στο δωματιάκι που χρη σίμευε για μπάνιο, κοίταξε στον καθρέφτη και δικαιολόγησε την τρομάρα των ταξιτζήδων, στη θέση τους κι αυτός το ίδιο θα έκανε, θα έφευγε απ' αυτό το φάντασμα με τις σκαμμένες κόγχες και τις άκρες του στόματος που στάζουν μαύρο σάλιο. Ο θερμοσίφωνας δεν φέρθηκε άσχημα αυτή τη φορά, του πέ ταξε μονάχα δυο κρύες ριπές στην αρχή, το υπόλοιπο ήταν ευ χάριστα χλιαρό, λίγο καυτό νερό πότε πότε για να βοηθήσει να διαλυθεί η βρομιά. Βγαίνοντας από το μπάνιο, ο κ. Ζοζέ ένιω θε ξανανιωμένος, σαν καινούριος, μόλις όμως χώθηκε στο κρεβάτι τού ξανάρθε η τρεμούλα, τότε ήταν που σκέφτηκε ν' ανοίξει το συρτάρι του κομοδίνου του, όπου φυλούσε το θερ μόμετρο, και σε λίγο έλεγε, Τριάντα εννιά, αν αύριο το πρωί εί μαι ακόμα όπως είμαι τώρα, δεν θα μπορέσω να πάω για δου λειά. Είτε λόγω του πυρετού είτε λόγω της κούρασης, η σκέψη αυτή δεν τον ανησύχησε, δεν του φάνηκε παράξενη η ασυνή θιστη ιδέα να λείψει από την υπηρεσία, εκείνη τη στιγμή ο κ. Ζοζέ έμοιαζε να μην είναι ο κ. Ζοζέ, ή ήταν δύο κύριοι Ζοζέ αυτοί που ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, με την κουβέρτα τρα βηγμένη μέχρι τη μύτη, ένας κ. Ζοζέ που είχε χάσει την αί σθηση της υπευθυνότητας, κι ο άλλος κ. Ζοζέ που του ήταν ε ντελώς αδιάφορο. Με το φως αναμμένο βυθίστηκε για μερικά λεπτά, κι αμέσως πετάχτηκε από τον ύπνο όταν ονειρεύτηκε ότι εγκατέλειπε τις καρτέλες πάνω στην καρέκλα της σοφίτας, 125
Μ
M
ότι ηθελημένα τις εγκατέλειπε, λες και σ' ολόκληρη την περι πέτεια του να μην είχε άλλη έγνοια από το να ψάξει και να τις βρει. Κι επίσης ονειρευόταν πως κάποιος έμπαινε στη σοφίτα μόλις εκείνος είχε βγει και έβλεπε το βουναλάκι με τις δεκα τρείς καρτέλες και ρωτούσε, Τι μυστήριο είναι αυτό. Μισοζαλισμένος σηκώθηκε και πήγε να τις βρει, τις είχε βάλει πάνω στο τραπέζι όταν άδειασε τις τσέπες του σακακιού, και επέ στρεψε στο κρεβάτι. Οι καρτέλες ήταν βρόμικες από μαύρες δαχτυλιές, μερικές έδειχναν με απόλυτη καθαρότητα μέχρι και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, την επομένη θα έπρεπε να τις καθαρίσει για να παραπλανήσει οποιαδήποτε απόπειρα α ναγνώρισης, Τι ανοησία, σκέφτηκε, ό,τι αγγίζουμε παίρνει τα δακτυλικά μας αποτυπώματα, καθαρίζω τούτα κι αφήνω άλ λα, η διαφορά είναι ότι τα μεν είναι ορατά, τα δε όχι. Έκλεισε τα μάτια και σε λίγο έπεσε πάλι σε υπνηλία, το χέρι που μόλις συγκρατούσε τις καρτέλες έπεσε πάνω στο στρώμα, μερικές σκόρπισαν στο πάτωμα, τα πορτρέτα ενός κοριτσιού σε δια φορετικές ηλικίες, από κορίτσι μέχρι έφηβη, που μεταφέρθη καν καταχρηστικά εδώ, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ιδιο ποιείται φωτογραφίες που δεν του ανήκουν, εκτός κι αν του προσφερθούν, όταν κουβαλάει κανείς τη φωτογραφία ενός αν θρώπου στην τσέπη είναι σαν να κουβαλάει λίγη απ' την ψυ χή του. Άλλο ήταν τώρα το όνειρο του κ. Ζοζέ, κι απ' αυτό δεν ξύπνησε, έβλεπε τον εαυτό του να καθαρίζει τα δακτυλικά α ποτυπώματα που είχε αφήσει στο σχολείο, υπήρχαν παντού, στο παράθυρο απ' όπου είχε μπει, στο φαρμακείο, στη γραμ ματεία, στο γραφείο του διευθυντή, στην τραπεζαρία, στην κουζίνα, στο αρχείο, για εκείνα της σοφίτας θεώρησε ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχήσει, εκεί δεν θα έμπαινε κανείς για να ρωτήσει κατόπιν, Τι μυστήριο είναι αυτό, το πρόβλημα ήταν ό- ϊ τι τα χέρια που καθάριζαν το ορατό ίχνος άφηναν πίσω τους 126
ένα αόρατο ίχνος, αν ο διευθυντής του σχολείου δηλώσει τη διάρρηξη στην αστυνομία και γίνει πραγματική έρευνα, ο κ. Ζοζέ θα καταλήξει στη φυλακή, κι αυτό είναι τόσο σίγουρο ό σο ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα, και τότε μπορεί κανείς να φανταστεί την ατίμωση και την ντροπή που θα λέκιαζαν για πάντα τη φήμη του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου. Όταν μέ σα στη νύχτα ο κ. Ζοζέ ξύπνησε, ψηνόταν από τον πυρετό, έ μοιαζε να παραληρεί και έλεγε, Δεν έκλεψα τίποτα, δεν έκλε ψα τίποτα, κι ήταν αλήθεια ότι, αν θέλουμε να κυριολεκτή σουμε, δεν είχε κλέψει τίποτα, όσο κι αν ψάξει ο διευθυντής και διερευνήσει, όσες επαληθεύσεις, καταμετρήσεις και συνε δριάσεις αν πραγματοποιήσει με το ερωτηματολόγιο στο χέρι, τσεκάροντας ένα ένα τα αντικείμενα, το συμπέρασμα του θα είναι πάντα το ίδιο, Κλοπή, αυτό που συνήθως ονομάζουμε κλοπή, δεν υπάρχει, βέβαια η υπεύθυνη της κουζίνας θα εμ φανιστεί και θα πει ότι λείπουν τρόφιμα από το ψυγείο, αλλά (χν υποθέσουμε ότι αυτό υπήρξε το μοναδικό παράπτωμα που διαπράχθηκε, όταν κλέβει κανείς για να φάει, σύμφωνα με μια λίγο ως πολύ γενικευμένη άποψη, δεν είναι κλοπή, σ' αυτό θα (τυμφωνήσει μέχρι κι ο διευθυντής, η αστυνομία είναι αυτή που κατεξοχήν καλλιεργεί μια διαφορετική άποψη, τώρα ό μως η μόνη της επιλογή είναι να φύγει μουρμουρίζοντας, Εδώ υπάρχει κάποιο μυστήριο, κανείς δεν κάνει διάρρηξη σ' ένα (τπίτι για να φάει πρωινό. Όπως και να 'χει, αφού η υπεύθυνη δήλωση του διευθυντή, γραπτή, έλεγε πως δεν έλειπε από το σχολείο τίποτε αξίας ή απαξίας, οι αστυνομικοί αποφάσισαν να μην πάρουν δακτυλικά αποτυπώματα, όπως πρόσταζε η υ πηρεσιακή ρουτίνα, Δουλειά έχουμε και μας περισσεύει, είπε αυτός που ήταν υπεύθυνος της ερευνητικής ομάδας. Παρ' ό λες αυτές τις καθησυχαστικές κουβέντες, ο κ. Ζοζέ δεν κατά(|)ερε να κοιμηθεί για την υπόλοιπη νύχτα, από φόβο μήπως το 127
M
ο
Ο
όνειρο επαναληφθεί και η αστυνομία επιστρέψει με γάντια και ειδικές σκόνες. Δεν υπάρχει τίποτα στο σπίτι να ανακόψει αυτό τον πυρε τό κι ο γιατρός δεν θα εμφανιστεί πριν το απόγευμα, ή ίσως να μην έρθει καν σήμερα, ούτε θα φέρει φάρμακα μαζί του, θα πε ριοριστεί να γράψει τη συνηθισμένη συνταγή που δίνουν στις περιπτώσεις κρυώματος και γρίπης. Τα ρούχα του, βρόμικα, βρίσκονται ακόμα στοιβαγμένα μες στη μέση και ο κ. Ζοζέ τα κοιτάζει απ' το κρεβάτι του με ύφος μπερδεμένο, σαν να μην του ανήκουν, μονάχα ένα ίχνος κοινής λογικής τον εμποδίζει να ρωτήσει, Ποιος είναι αυτός που ήρθε και γδύθηκε, κι ήταν η ίδια κοινή λογική που τον υποχρέωσε να σκεφτεί εντέλει τις επιπλοκές, τόσο προσωπικής όσο και επαγγελματικής φύσης, που θα προέκυπταν αν ερχόταν μέσα κάποιος συνάδελφος για να ενημερωθεί για την κατάσταση του, με εντολή του διευθυ ντή ή με δική του πρωτοβουλία, και συναντούσε μπροστά του όλη αυτή τη βρόμα. Όταν σηκώθηκε όρθιος, ένιωσε σαν να τον είχαν πετάξει ξαφνικά κάτω απ' τη σκάλα, τούτη η ζαλά δα όμως δεν έμοιαζε με τις άλλες, προερχόταν απ' τον πυρε τό, ίσως λίγο και από την αδυναμία, μιας κι αυτά που είχε φά ει στο σχολείο μπορεί να του φαίνονταν αρκετά εκείνη τη στιγμή, χρησίμευαν όμως περισσότερο για να ξεγελάσει τον ε κνευρισμό του παρά για να θρέψει το σώμα του. Με δυσκολία, τοίχο τοίχο, κατάφερε να φτάσει σε μια καρέκλα και να κάτσει. Περίμενε να συνέλθει το κεφάλι του για να σκεφτεί πού βό λευε να κρύψει τα βρόμικα ρούχα του, όχι στο μπάνιο, οι για τροί πλένουν πάντα τα χέρια τους φεύγοντας, κάτω απ' το κρεβάτι αδύνατον, ήταν από κείνες τις παλιές κατασκευές με τα ψηλά πόδια, οποιοσδήποτε, χωρίς καν να σκύψει, θα αντι λαμβανόταν τα κουρέλια, στο ντουλάπι με τους διάσημους ού τε χωρούσαν ούτε και ήταν σωστό, η θλιβερή αλήθεια είναι ό-
Μ
τι το κεφάλι του κ. Ζοζέ εξακολουθούσε να λειτουργεί άσχημα παρόλο που δεν γύριζε πια, το μοναδικό σημείο όπου προφα νώς τα βρόμικα ρούχα θα ήταν προφυλαγμένα από αδιακρισίες ήταν εκεί που τα έβαζε κι όταν ήταν καθαρά, δηλαδή πί σω από την κουρτίνα που κάλυπτε την αποθηκούλα που χρη σιμοποιούσε για ντουλάπα, θα πρέπει να ήταν πολύ κακοαναθρεμμένος ο συνάδελφος ή ο γιατρός για να χώσει εκεί τη μύ τη του. Ικανοποιημένος από τον εαυτό του έστω επειδή κατέ ληξε, μετά από τόσους υπολογισμούς, σ' αυτό που κάτω από άλλες συνθήκες θα ήταν προφανέστατο, ο κ. Ζοζέ βάλθηκε να σπρώχνει τα ρούχα με το πόδι για να μη λερώσει την πιτζάμα, προς την πλευρά της κουρτίνας. Στο πάτωμα απέμεινε ένας μεγάλος λεκές υγρασίας που θα έπαιρνε ώρες για να εξατμι στεί εντελώς, αν ερχόταν νωρίτερα κάποιος κι άρχιζε τις ερω τήσεις, θα εξηγούσε ότι του είχε χυθεί νερό κατά λάθος ή ότι υπήρχε ένας λεκές στο πάτωμα κι είχε προσπαθήσει να τον κα θαρίσει. Το στομάχι του κ. Ζοζέ από την ώρα που σηκώθηκε τον ικέτευε για έλεος και μια κούπα καφέ με γάλα, ένα μπι σκότο, μία φέτα ψωμί με βούτυρο, οτιδήποτε μπορούσε να κα τευνάσει την όρεξη που ξύπνησε ξαφνικά, τώρα που οι ανη συχίες για το άμεσο μέλλον των ρούχων είχαν εξαφανιστεί. Το ψωμί ήταν σκληρό και ξερό, το βούτυρο ελάχιστο, το γάλα εί χε τελειώσει, δεν υπήρχε παρά μόνο καφές, κι αυτός μέτριας ποιότητας, αλλά βέβαια ένας άντρας που καμιά γυναίκα δεν τον αγάπησε αρκετά ώστε να δεχτεί να έρθει να ζήσει σ' αυτό το καλύβι, ένας τέτοιος άντρας, εκτός από ελάχιστες εξαιρέ σεις που δεν έχουν θέση στην εξιστόρηση μας, θα είναι πάντα ένας φτωχοδιάβολος, περίεργο που λέμε πάντα φτωχοδιάβολος και δεν λέμε ποτέ φτωχοθεός, πόσο μάλλον όταν έχει την κακή τύχη να βγει τόσο άχαρος όπως τούτος εδώ, προσοχή, για τον άντρα μιλάμε τώρα, όχι για κάποιο θεό. Παρόλο που «g
128 ί) - Όλα τα
ονόματα
M
η τροφή ήταν λίγη και δεν τον παρηγόρησε, ο κ. Ζοζέ βρήκε κουράγιο να ξυριστεί, μια διαδικασία από την οποία πίστεψε ότι βγήκε με καλύτερο πρόσωπο, τόσο που στο τέλος είπε στον καθρέφτη, Μου φαίνεται πως έπεσε ο πυρετός. Η σκέψη αυτή τον έκανε να αναλογιστεί μήπως θα ήταν καλή και συνετή πο λιτική να εμφανιστεί εθελοντικά στη δουλειά, μισή ντουζίνα βήματα και θα βρισκόταν εκεί, Η υπηρεσία του Ληξιαρχείου πάνω απ' όλα, θα έλεγε, αν σκεφτεί κανείς το κρύο που έκανε έξω, ο ληξίαρχος σίγουρα θα τον συγχωρούσε που δεν είχε κά νει το γύρο για να έρθει από το δρόμο, όπως ήταν υποχρέωση του, κι ίσως να κατέγραφε στο φύλλο αξιολόγησης του κ. Ζο ζέ μια τόσο έκδηλη απόδειξη ψυχή τε και σώματι αφοσίωσης στην εργασία. Το σκέφτηκε αλλά δεν το έκανε. Πονούσε σ' ό λο του το κορμί, σαν να τον είχαν κάνει ρολό, να τον χτύπησαν και να τον ταρακούνησαν, πονούσαν οι μύες του, πονούσαν οι αρθρώσεις του, και δεν ήταν από την πολλή προσπάθεια που είχε καταβάλει ως αναρριχητής και διαρρήκτης, ο καθένας θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι πρόκειται για διαφορετικούς πόνους, Αυτό που έχω εγώ είναι γρίπη, κατέληξε. Μόλις είχε πέσει στο κρεβάτι όταν άκουσε να χτυπά η πόρ τα που έβγαζε στο Ληξιαρχείο, θα ήταν κανένας φιλεύσπλα χνος συνάδελφος που πήρε στα σοβαρά τη χριστιανική προ τροπή να επισκεπτόμαστε τους ασθενείς και τους φυλακισμέ νους, όχι, δεν μπορεί να ήταν συνάδελφος, το διάλειμμα για το μεσημεριανό ήθελε ώρα ακόμα, οι πράξεις ελεημοσύνης γίνο νται μόνο εκτός υπηρεσίας, Περάστε, είπε, δεν είναι κλειδω μένα, η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε ο υποδιευθυ ντής στον οποίο είχε δηλώσει την ασθένεια του, Ο διευθυντής με στέλνει να μάθω αν παίρνετε κάποιο φάρμακο μέχρι να έρ θει ο γιατρός, Όχι, κύριε, δεν διαθέτω τίποτα σχετικό στο σπί τι, Τότε πάρτε αυτές τις κάψουλες, Ευχαριστώ πολύ, αν δεν ΐ3θ
Μ
σας πειράζει, για να μη σηκώνομαι τώρα, θα σας τις πληρώσω αργότερα, τι οφείλω, Είναι εντολή του διευθυντή, το διευθυ ντή δεν τον ρωτούν ποτέ τι του οφείλουν, Ναι, βέβαια, συγ γνώμη, Θα ήταν καλό να παίρνατε τώρα ένα χάπι, κι ο υποδι ευθυντής πέρασε μέσα χωρίς να περιμένει απάντηση, Μάλι στα, ευχαριστώ πολύ, μεγάλη καλοσύνη από μέρους σας, ο κ. Ζοζέ δεν μπορούσε να τον σταματήσει, να του πει, Αλτ, εδώ δεν μπορείτε να μπείτε, είναι σπίτι, πρώτον γιατί δεν μιλά κα νείς με τέτοιον τρόπο σ' έναν ανώτερο, και δεύτερον γιατί δεν υπήρχε ανάμνηση από την προφορική παράδοση ούτε και γραπτή πηγή στα χρονικά του Ληξιαρχείου που να αναφέρει ότι ενδιαφέρθηκε ποτέ διευθυντής για την υγεία ενός γραφέα τόσο ώστε να στείλει απεσταλμένο με κάψουλες. Ο ίδιος ο υ ποδιευθυντής ήταν σαστισμένος με το νεωτερισμό, δεν θα έ παιρνε ποτέ ο ίδιος την πρωτοβουλία να το κάνει, πάντως δεν έχασε τον μπούσουλα, έμοιαζε να ξέρει απολύτως για τι ερχό ταν και να γνωρίζει κάθε γωνιά του σπιτιού, πού είναι το πα ράξενο, πριν τις πολεοδομικές αλλαγές της συνοικίας ζούσε σ' ένα σπίτι σαν αυτό. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν ο μεγάλος λεκές από την υγρασία στο πάτωμα, Τι είναι αυτό, διάβρωση, ρώτησε, ο κ. Ζοζέ ήταν έτοιμος ν' απαντήσει ναι προκειμένου να μη δώσει άλλες εξηγήσεις, προτίμησε όμως να μιλήσει για απροσεξία του, όπως είχε σκεφτεί εξαρχής, το μό νο που του έλειπε τώρα ήταν να έρθει και ο υδραυλικός στο σπίτι και να φτιάξει κατόπιν αναφορά στο διευθυντή που να δηλώνει ότι οι σωλήνες, αν και παλιοί, δεν ευθύνονταν κατά κανέναν τρόπο για την εμφάνιση του λεκέ υγρασίας. Ο υποδι ευθυντής ερχόταν μ' ένα ποτήρι νερό και το χάπι, η αποστολή του εντεταλμένου νοσοκόμου γλύκαινε κάπως τη συνηθισμένη αυταρχική έκφραση του προσώπου του, η οποία όμως επέ στρεψε ξαφνικά, οξυμένη από κάτι που θα μπορούσε να αξιο»3»
Ν
M
λογηθεί ως πληγωμένη έκπληξη, όταν, πλησιάζοντας το κρε βάτι, παρατήρησε τις σχολικές καρτέλες του άγνωστου κορι τσιού πάνω στο κομοδίνο. Ο κ. Ζοζέ πρόσεξε την έκπληξη του άλλου τη στιγμή ακριβώς που αυτή γεννιόταν κι ήταν λες και γκρεμίστηκε ο κόσμος όλος. Ο εγκέφαλος έστειλε στη στιγμή μια εντολή στους μυς του χεριού της ίδιας πλευράς, Πάρ' τα α πό κει, βρε βλάκα, αμέσως όμως, με την ίδια ταχύτητα, η μια ηλεκτρική παρόρμηση πίσω από την άλλη, διόρθωσε κάπως την κίνηση του χεριού του, σαν κάποιος που αναγνωρίζει την ίδια του τη βλακεία, Σε παρακαλώ, μην τ' αγγίξεις, κάνε ότι δεν καταλαβαίνεις. Γι' αυτό, με μια σβελτάδα απρόσμενη από κά ποιον που βρίσκεται σε κατάσταση σωματικής και πνευματι κής κατάπτωσης, που είναι και η γνωστότερη συνέπεια της γρίπης, ο κ. Ζοζέ ανακάθισε στο κρεβάτι προσποιούμενος ότι ήθελε να διευκολύνει την ευγενή χειρονομία του υποδιευθυ ντή, άπλωσε το χέρι του να πάρει το χάπι, που έβαλε στο στό μα του, και το νερό για να καταφέρει να το περάσει από το τυραννισμένο και αγχωμένο λαρύγγι του, ενώ ταυτόχρονα, επω φελούμενος από το γεγονός ότι το στρώμα όπου ήταν ξαπλω μένος βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το κομοδίνο, σκέπαζε με τον αγκώνα του άλλου του χεριού τις καρτέλες, αφήνοντας κατό πιν να πέσει μπροστά ο πήχυς του, με την παλάμη ανοιχτή, προστακτική, σαν να διέταζε τον υποδιευθυντή Σταμάτα εκεί. 1 Τυχερός ήταν που υπήρχε η φωτογραφία κολλημένη στο φά- ι κελο, αυτή είναι η πιο ευδιάκριτη διαφορά ανάμεσα στις σχο- 1 λικές καρτέλες και στις καρτέλες γέννησης και ζωής, αυτό δα ] έλειπε, να λαμβάνει το Γενικό Ληξιαρχείο κάθε χρόνο μια φωτογραφία των ζωντανών εγγεγραμμένων, και γιατί κάθε χρό νο κι όχι κάθε μήνα, ή κάθε βδομάδα, ή κάθε μέρα, ή μια φω τογραφία την ώρα, Θεέ μου, πώς περνά ο καιρός, και τι δου λειά θα έπεφτε, πόσοι γραφείς θα έπρεπε να προσληφθούν, 132
M
μια φωτογραφία το λεπτό, το δευτερόλεπτο, τι ποσότητες κόλ λας, πόση φθορά για τα ψαλίδια, πόση προσοχή στην επιλογή προσωπικού, ούτως ώστε να αποκλειστούν οι αιθεροβάμονες που ήταν ικανοί να κάθονται έναν αιώνα να κοιτάζουν μια φωτογραφία, ονειροπολώντας σαν ηλίθιοι μπροστά σ' ένα πε ραστικό σύννεφο. Το πρόσωπο του υποδιευθυντή είχε πάρει την έκφραση που είχε στις κακές του μέρες, όταν συσσωρεύο νταν χαρτιά σε όλα τα γραφεία και ο διευθυντής τον καλούσε για να τον ρωτήσει αν ήταν απολύτως βέβαιος ότι εκτελούσε τα καθήκοντα του. Χάρη στη φωτογραφία δεν σκέφτηκε πως οι καρτέλες που βρίσκονταν πάνω στο κομοδίνο του υφιστα μένου του ανήκαν στο Γενικό Ληξιαρχείο, όμως η βιασύνη με την οποία τις σκέπασε ο κ. Ζοζέ, πολύ περισσότερο που έ δρασε σαν να το έκανε τυχαία ή αφηρημένα, του φάνηκε ύπο πτη. Ήδη ο λεκές της υγρασίας στο πάτωμα του είχε κινήσει υ ποψίες, τώρα είχε αυτές τις καρτέλες άγνωστης προέλευσης με μια φωτογραφία κολλημένη, ενός παιδιού, απ' ό,τι είχε προ λάβει να δει. Δεν μπορούσε να μετρήσει τους φακέλους έτσι που ήταν τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά από τον όγκο τους δεν πρέπει να ήταν κάτω από δέκα, Δέκα φά κελοι με φωτογραφίες παιδιών, σπάνιο φαινόμενο, τι γυρεύ ουν εδώ, σκέφτηκε φιλύποπτα, και θα γινόταν ακόμα πιο φιλύποπτος αν ήξερε ότι οι καρτέλες εντέλει ανήκαν όλες στο ί διο πρόσωπο και ότι οι φωτογραφίες των δύο τελευταίων α νήκαν πια σε μια έφηβο, με πρόσωπο σοβαρό αλλά συμπαθη τικό. Ο υποδιευθυντής άφησε το κουτί με τις κάψουλες πάνω στο κομοδίνο και αποσύρθηκε. Καθώς έβγαινε, κοίταξε πίσω του και είδε τον υφιστάμενο του να σκεπάζει ακόμα με τον α γκώνα του τους φακέλους, Πρέπει να μιλήσω στο διευθυντή, μονολόγησε. Δεν είχε καλά καλά κλείσει η πόρτα κι ο κ. Ζοζέ, με μια κίνηση απότομη, σαν να φοβόταν μήπως τον πιάσουν, 133
έχωσε τις καρτέλες κάτω από το στρώμα. Δεν υπήρχε κανείς για να του πει πως ήταν πολύ αργά, κι εκείνος δεν ήθελε να το σκεφτεί.
Γ
ΡΙΠΗ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΠΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ, ΠΑΡΤΕ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΑΝΑΡΡΩ-
τική για αρχή. Το κεφάλι του στριφογύριζε, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Ο κ. Ζοζέ είχε σηκωθεί από το κρε βάτι για ν' ανοίξει την πόρτα, Με συγχωρείτε που σας άφησα να περιμένετε έξω, γιατρέ, αυτά συμβαίνουν όταν ζει κανείς μόνος του, ο γιατρός πέρασε μέσα γογγύζοντας, Έχει έναν καιρό ελεεινό, έκλεισε την ομπρέλα που έσταζε, την άφησε στην είσοδο, Λοιπόν τι συμπτώματα έχετε, ρώτησε όταν ο κ. Ζοζέ, με τα δόντια του να τρίζουν, μπήκε πάλι ανάμεσα στα σεντόνια, και χωρίς να περιμένει απάντηση του είπε, Γρίπη εί ναι. Του πήρε το σφυγμό, τον έβαλε ν' ανοίξει το στόμα, του έ βαλε γρήγορα το στηθοσκόπιο στο στήθος και την πλάτη, Γρί πη είναι, ξαναείπε, τυχερός είστε, θα μπορούσε να είναι πνευ μονία, αλλά είναι γρίπη, πάρτε τρεις μέρες αναρρωτική για αρχή και μετά βλέπουμε. Είχε μόλις καθίσει στο τραπέζι για να γράψει μια συνταγή όταν άνοιξε η πόρτα επικοινωνίας με το Ληξιαρχείο, δεν ήταν κλειδωμένη, κι εμφανίστηκε ο διευ θυντής, Καλησπέρα, γιατρέ, Κακή εσπέρα να λέτε καλύτερα, κύριε ληξίαρχε, καλησπέρα θα ήταν αν βρισκόμουν τώρα στη ζέστα του ιατρείου μου αντί να τριγυρνάω στους δρόμους μ' αυτό τον απαίσιο καιρό, Πώς πάει ο ασθενής μας, ρώτησε ο ληξίαρχος, κι ο γιατρός απάντησε, Του έδωσα τρεις μέρες α-
•34
135
M
ο
Μ
ναρρωτική, μια απλή γρίπη είναι. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν μια απλή γρίπη. Κουκουλωμένος μέχρι τη μύτη, ο κ. Ζοζέ έ τρεμε σαν να είχε πάθει κρίση επιληψίας, τόσο πολύ ώστε τρά νταζε το σιδερένιο κρεβάτι όπου κειτόταν, ωστόσο ο τρόμος του, ασυγκράτητος, δεν προερχόταν από τον πυρετό αλλά α πό ένα είδος πανικού, έναν απόλυτο αποπροσανατολισμό του μυαλού του, Ο διευθυντής εδώ, σκέφτηκε, ο διευθυντής στο σπίτι μου, ο διευθυντής που τον ρωτούσε τώρα, Πώς αισθάνε στε, Καλύτερα, κύριε, Πήρατε τα φάρμακα που σας έστειλα, Μάλιστα, κύριε, Είχαν αποτέλεσμα, Μάλιστα, κύριε, Τώρα θα τα σταματήσετε αυτά και θα παίρνετε αυτά που σας έγραψε ο γιατρός, Μάλιστα, κύριε, Εκτός κι αν είναι τα ίδια, για να δω, όντως τα ίδια είναι, μόνο που έχει μερικές ενέσεις επιπλέον, θα το τακτοποιήσω εγώ. Ο κ. Ζοζέ δεν μπορούσε να πιστέψει ό τι ο άνθρωπος που μπροστά στα μάτια του δίπλωνε τη συντα γή και τη φύλαγε προσεκτικά στην τσέπη του ήταν πραγματι κά ο διευθυντής του Γενικού Ληξιαρχείου. Ο σκληροτράχηλος διευθυντής που εκείνος γνώριζε δεν θα συμπεριφερόταν ποτέ έτσι, δεν θα ερχόταν αυτοπροσώπως να ενδιαφερθεί για την κατάσταση της υγείας του, και η πιθανότητα να θελήσει ο ίδιος ν' αναλάβει την αγορά φαρμάκων για ένα γραφέα θα ήταν α πλώς παράλογη. Αργότερα θα χρειαστεί ένα νοσοκόμο να του κάνει τις ενέσεις, υπενθύμισε ο γιατρός αφήνοντας το πρό βλημα σ' όποιον ήταν διατεθειμένος και ικανός να το λύσει, ό χι ο γριπιασμένος κακομοίρης, που είχε ρέψει απ' την αδυνα μία, με κάτι γκρίζα γένια να ξεφυτρώνουν, σαν να μην του έ φταναν τα εμφανή προβλήματα του σπιτιού, εκείνος ο λεκές υ γρασίας στο πάτωμα που μαρτυρούσε προβληματικές σωλη νώσεις, πόσα βάσανα ζωής δεν έχει να διηγηθεί ένας γιατρός, ας όψεται το επαγγελματικό απόρρητο, Πάντως σας απαγο ρεύω να βγείτε στο δρόμο σ' αυτή την κατάσταση, κατέληξε,
Θα τα κανονίσω όλα εγώ, γιατρέ, είπε ο ληξίαρχος, θα τηλε φωνήσω στο νοσοκόμο του Ληξιαρχείου, θ' αγοράσει εκείνος τα φάρμακα και θα έρθει να κάνει τις ενέσεις, Δεν υπάρχουν πια διευθυντές σαν εσάς, είπε ο γιατρός. Ο κ. Ζοζέ κούνησε α δύναμα το κεφάλι του, ήταν το περισσότερο που κατάφερνε να κάνει, υπάκουος και συνεπής, μάλιστα, αυτό ήταν πάντα, και με κάποια παράδοξη περηφάνια γι' αυτό, χαμερπής και δουλοπρεπής όμως όχι, ποτέ δεν θα 'λέγε, λόγου χάρη, ανόητες κολακείες όπως, Είναι ο καλύτερος διευθυντής του Ληξιαρ χείου, Δεν υπάρχει άλλος καλύτερος στον κόσμο, Έσπασε το καλούπι μόλις βγήκε τούτος, Για χάρη του, παρ' όλες τις ζα λάδες μου, ανεβαίνω και την αναθεματισμένη σκάλα. Ο κ. Ζο ζέ έχει τώρα άλλη έγνοια, άλλη ανησυχία, να φύγει αμέσως ο διευθυντής, να αποσυρθεί πριν από το γιατρό, τρέμει να φα νταστεί τον εαυτό του μόνο μαζί του, στο έλεος των μοιραίων ερωτήσεων, Τι σημαίνει αυτός ο λεκές υγρασίας, Τι καρτέλες ήταν αυτές που βρίσκονταν πάνω στο κομοδίνο, Πού τις βρή κατε, Πού τις κρύψατε, Σε ποιον ανήκει η φωτογραφία. Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια έκφραση ανυπόφορης ταλαιπω ρίας, Αφήστε με ήσυχο στο κρεβάτι του πόνου, έμοιαζε να ι κετεύει, τα άνοιξε όμως ξαφνικά, τρομοκρατημένος, ο γιατρός έλεγε, Να πηγαίνω κι εγώ, καλέστε με αν χειροτερέψετε, πά ντως μπορούμε να είμαστε σχετικά ήσυχοι, δεν είναι πνευμο νία, Θα σας κρατώ ενήμερο, γιατρέ, είπε ο ληξίαρχος καθώς συνόδευε το γιατρό. Ο κ. Ζοζέ έκλεισε ξανά τα μάτια, άκουσε την πόρτα να χτυπά, Ήρθε η ώρα, σκέφτηκε. Το σταθερό βή μα του ληξίαρχου πλησίαζε, κατευθυνόταν προς το κρεβάτι, σταμάτησε, Τώρα σίγουρα με κοιτάζει, ο κ. Ζοζέ δεν ήξερε τι να κάνει, θα μπορούσε να προσποιηθεί ότι αποκοιμήθηκε, α ποκοιμήθηκε αργά όπως αποκοιμιέται ένας κουρασμένος άρ ρωστος, αλλά τα βλέφαρα του που έπαιζαν πρόδιδαν ήδη την
136
137
M
απάτη, ή θα μπορούσε, καλύτερα ή χειρότερα, να δημιουργή σει στο λαρύγγι του ένα πονεμένο βογκητό, απ' αυτά που σου μαχαιρώνουν την καρδιά, αλλά η κοινή γρίπη δεν προβλέπει τέτοιο πράγμα, μονάχα ένας βλάκας θα ξεγελιόταν. Κι όχι αυ τός ο ληξίαρχος, που γνωρίζει το βασίλειο του ορατού και του αόρατου απέξω κι ανακατωτά. Άνοιξε τα μάτια κι αυτός ήταν εκεί, δυο βήματα απ' το κρεβάτι, με πρόσωπο εντελώς ανέκ φραστο, να τον παρατηρεί. Τότε ο κ. Ζοζέ νόμισε ότι είχε μια σωτήρια ιδέα, έπρεπε να ευχαριστήσει τη φροντίδα του Γενι κού Ληξιαρχείου, να ευχαριστήσει με παρρησία, με διαχυτικό τητα, ίσως μ' αυτό τον τρόπο να καταφέρει να αποφύγει τις ε ρωτήσεις, ακριβώς όμως τη στιγμή που πήγαινε ν' ανοίξει το στόμα του για να αρθρώσει την πασίγνωστη φράση, Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, ο διευθυντής γύρισε την πλάτη του ενώ ταυτόχρονα πρόφερε μια λέξη, μια απλή λέξη, Περαστικά, είπε μ' ένα ύφος συγκαταβατικό μαζί και επιτακτικό, μόνο οι Ι καλύτεροι διευθυντές έχουν την ικανότητα να συνενώνουν αρ μονικά τόσο αντιφατικά αισθήματα, γι' αυτό συγκεντρώνουν το θαυμασμό των κατωτέρων τους. Ο κ. Ζοζέ προσπάθησε να πει τουλάχιστον, Ευχαριστώ πολύ, κύριε, αλλά ο διευθυντής είχε ήδη βγει κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του, όπως αρ μόζει σε δωμάτιο ασθενούς. Ο κ. Ζοζέ βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση σύγχυσης που η πρώτη του κίνηση, μόλις έφυγε ο S ληξίαρχος, ήταν να βάλει το χέρι του κάτω από το στρώμα για να βεβαιωθεί ότι οι καρτέλες ήταν ακόμα εκεί. Ακόμα πιο α σύμβατη με την κοινή λογική ήταν η δεύτερη του κίνηση, που τον έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να γυρίσει δυο φο ρές το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας επικοινωνίας με το Ληξιαρχείο, όπως φυσάει κάποιος μάταια το γιαούρτι αφού έ χει ήδη καεί απ' το χυλό. Στην τέταρτη κίνηση πήγε και ξά πλωσε, η τρίτη ήταν όταν γύρισε πίσω γιατί σκέφτηκε, Κι αν ι38
Ο
Λ
Μ
σκεφτεί ο διευθυντής να έρθει ξανά, στην περίπτωση αυτή εί ναι πιο συνετό, για ν' αποφύγω τις υποψίες, ν' αφήσω ξεκλείδωτη την πόρτα. Κυριολεκτικά ο κ. Ζοζέ αλλού πατάει κι αλ λού βρίσκεται. Όταν φάνηκε ο νοσοκόμος ήταν πια νύχτα. Εκτελώντας την εντολή που είχε λάβει από το ληξίαρχο, κουβαλούσε τα χά πια και τις αμπούλες που είχε συνταγογραφήσει ο γιατρός, αλ λά, προς μεγάλη έκπληξη του κ. Ζοζέ, κουβαλούσε μαζί κι έ να πακέτο που πήγε και τοποθέτησε με πολλή προσοχή πάνω στο τραπέζι λέγοντας, Είναι ζεστό ακόμα, ελπίζω να μη χύθη κε τίποτα, πράγμα που σήμαινε ότι εκεί μέσα υπήρχε φαγητό, όπως επιβεβαίωναν και οι επόμενες κουβέντες του, Σερβιρι στείτε πριν κρυώσει, πρώτα όμως να κάνουμε την ενεσούλα μας. Λοιπόν ο κ. Ζοζέ δεν συμπαθούσε τις ενέσεις, και πολύ λιγότερο στη φλέβα του χεριού, απ' όπου πάντα απέστρεφε το βλέμμα, γι' αυτό και πολύ ευχαριστήθηκε όταν ο νοσοκόμος τού είπε ότι το τρύπημα θα γινόταν στο γλουτό, ο νοσοκόμος είναι άνθρωπος ευάγωγος, από μια άλλη εποχή, έχει συνηθίσει να χρησιμοποιεί τον όρο γλουτοί αντί για οπίσθια ώστε να μην προσβάλλει την αιδώ των κυριών, κι έφτασε να ξεχάσει σχεοόν την τρέχουσα ονομασία, έλεγε γλουτός ακόμα κι όταν φρόντιζε αρρώστους που γι' αυτούς τα καπούλια δεν ήταν πα ρά μια γελοία γλωσσική επιτήδευση ενώ εκείνοι προτιμούσαν τη χυδαία παραλλαγή κωλομέρια. Η απρόσμενη εμφάνιση του φαγητού και η ανακούφιση που δεν θα τον τρυπούσαν στο χέ ρι αφόπλισαν τις αντιστάσεις του κ. Ζοζέ, ή πολύ απλά δεν θυ μήθηκε, ή ακόμη απλούστερα δεν είχε ακόμα προσέξει, ότι το παντελόνι της πιτζάμας του ήταν λεκιασμένο με αίμα στο ύψος του γόνατου, αποτέλεσμα των νυχτερινών κατορθωμάτων του ως διαρρήκτη σχολείων. Ο νοσοκόμος, με τη σύριγγα έ τοιμη στον αέρα, αντί να του πει Γυρίστε ρώτησε, Τι είναι αυ139
M
Μ
τό, και ο κ. Ζοζέ, που μετά απ' αυτό το μάθημα ζωής μεταπεί στηκε οριστικά για την ωφέλεια των ενέσεων στο χέρι, απά ντησε ενστικτωδώς, Έπεσα, Μα εσάς σας δέρνει η ατυχία, πρώτα πέφτετε, ύστερα αρπάζετε γρίπη, τυχερός είστε που έ χετε αυτόν το διευθυντή, γυρίστε από δω, μετά θα ρίξω μια ματιά και στα γόνατα. Αδύναμος στο κορμί, την ψυχή και τη Ι θέληση, τεντωμένος μέχρι το τελευταίο νεύρο, λίγο θέλησε να βάλει ο κ. Ζοζέ τα κλάματα σαν παιδί όταν ένιωσε το τσίμπη μα της βελόνας και την αργή επώδυνη εισαγωγή του υγρού στο μυ, Είμαι ένα κουρέλι, σκέφτηκε, κι ήταν αλήθεια, ένα φτωχό ανθρώπινο ζώο με πυρετό, ξαπλωμένο στο φτωχό κρε βάτι ενός φτωχού σπιτιού, με τα βρόμικα ρούχα της παρανομίας κρυμμένα κι ένα λεκέ υγρασίας στο πάτωμα που δεν λέει να στεγνώσει. Ξαπλώστε ανάσκελα, για να δούμε τις πληγές, είπε ο νοσοκόμος, κι ο κ. Ζοζέ, αναστενάζοντας, βήχοντας, υ πάκουσε, γύρισε με κόπο το κορμί του, και τώρα, γέρνοντας το j κεφάλι μπροστά, βλέπει το νοσοκόμο να του γυρίζει τα μπατζάκια μέχρι πάνω απ' το γόνατο, να του βγάζει τους βρόμι-j κους επιδέσμους ρίχνοντας επάνω τους οξυζενέ και ξεκολλώ ντας τους σε λίγο με εξαιρετική προσοχή, ευτυχώς που είναι ε- ι παγγελματίας πρώτης κατηγορίας, το βαλιτσάκι χειρός που Ι κουβαλά μαζί του είναι ένα τέλειο φαρμακείο, έχει γιατρικά σχεδόν για τα πάντα. Μόλις είδε τις πληγές, πήρε ένα ύφος σαν να μην πίστευε στην εξήγηση που του είχε δώσει ο κ. Ζο ζέ, ότι είχε πέσει δηλαδή, η εμπειρία του από γδαρσίματα και μώλωπες τον έκανε να σχολιάσει με ασυνείδητη οξυδέρκεια, Μα εσείς, άνθρωπε μου, μοιάζετε να τρίψατε τοίχο με τα γό- ] νατα, Σας είπα ότι έπεσα, Ενημερώσατε γι' αυτό το διευθυντή, j Δεν είναι υπηρεσιακό ζήτημα, ένας άνθρωπος μπορεί να πέσει χωρίς να χρειαστεί να δώσει λόγο στους ανωτέρους του, Εκτός κι αν ο νοσοκόμος που έρχεται για τις ενέσεις χρειαστεί να δώ-
σει συμπληρωματική περίθαλψη, Πράγμα που εγώ δεν σας ζή τησα, Μάλιστα, κύριε, πράγματι δεν μου τη ζητήσατε, αν ό μως αύριο πάθετε μια μεγάλη μόλυνση εξαιτίας αυτών των πληγών, αυτός που φορτωθεί το φταίξιμο για αμελή συμπερι φορά και έλλειψη επαγγελματισμού θα είμαι εγώ, κι εξάλλου ο διευθυντής θέλει να τα ξέρει όλα, αυτός είναι ο τρόπος του για να κάνει πως δεν δίνει σημασία σε τίποτα, Θα του το πω αύριο, Σας συνιστώ θερμά να το κάνετε, έτσι θα επιβεβαιωθεί και η αναφορά, Ποια αναφορά, Η δική μου, Δεν καταλαβαί νω τι σημασία έχουν μερικές απλές πληγές ώστε να πρέπει να περιληφθούν στην αναφορά σας, Ακόμα κι η πιο απλή πληγή έχει σημασία, Οι δικές μου, όταν θρέψουν, θ' αφήσουν κάτι α διόρατες ουλές που με τον καιρό θα εξαφανιστούν, Ναι, στο σώμα οι πληγές κλείνουν, αλλά στην αναφορά μένουν πάντα ανοιχτές, ούτε κλείνουν ούτε εξαφανίζονται, Δεν καταλαβαί νω, Πόσο καιρό δουλεύετε στο Γενικό Ληξιαρχείο, Κλείνω εί κοσι έξι χρόνια, Πόσους διευθυντές γνωρίσατε μέχρι τώρα, Μαζί μ' αυτόν τρεις, Απ' ό,τι φαίνεται δεν παρατηρήσατε τί ποτα, Να παρατηρήσω τι πράγμα, Απ' ό,τι φαίνεται δεν πή ρατε είδηση τίποτα, Δεν καταλαβαίνω πού το πάτε, Είναι ή ό χι αλήθεια ότι οι διευθυντές έχουν λίγη δουλειά, Αλήθεια είναι, το ξέρει όλος ο κόσμος, Μάθετε λοιπόν ότι η βασική τους α πασχόληση, στις τόσες αδειανές ώρες που απολαμβάνουν, ενώ το προσωπικό εργάζεται, είναι να συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τους υφισταμένους τους, πληροφορίες κάθε είδους, το κάνουν αυτό από τότε που υπάρχει Γενικό Ληξιαρχείο, ο έ νας μετά τον άλλον, ανέκαθεν. Η τρεμούλα του κ. Ζοζέ δεν πέ ρασε απαρατήρητη από το νοσοκόμο, Έχετε ρίγη, τον ρώτησε, Ναι, έχω ένα ρίγος, Για να πάρετε μια ιδέα γι' αυτό που σας λέω, μέχρι κι αυτό το ρίγος πρέπει να καταγράφεται στη ανα φορά μου, Δεν θα καταγραφεί όμως, Πράγματι, δεν θα κατα-
140
141
M
ο γραφεί, Φαντάζομαι γιατί, Σας ακούω, Γιατί τότε θα έπρεπε να γράψετε ότι η τρεμούλα μ' έπιασε καθώς μου εξιστορούσα τε ότι οι διευθυντές συλλέγουν πληροφορίες για τους υφιστά μενους του Γενικού Ληξιαρχείου, κι ο διευθυντής θα ήθελε τό τε να μάθει για ποιο λόγο είχατε αυτή τη συζήτηση μαζί μου, κι ακόμα πώς γίνεται ένας νοσοκόμος να γνωρίζει ένα εμπι στευτικό ζήτημα, τόσο εμπιστευτικό ώστε στα είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας μου στο Γενικό Ληξιαρχείο να μην έχω α κούσει τίποτα σχετικά, Οι νοσοκόμοι ξέρουν πολλά απόρρη τα, αν και όχι τόσα όσα οι γιατροί, Υπονοείτε ότι ο διευθυντής συνηθίζει να σας εμπιστεύεται μυστικά, Ούτε εκείνος μου ε μπιστεύεται, ούτε εγώ υπονοώ ότι κάνει τέτοιο πράγμα, απλώς παίρνω εντολές, Επομένως δεν έχετε παρά να τις εκτελέσετε, Γελιέστε, έχω να κάνω κάτι παραπάνω από το να τις εκτελέ σω, έχω και να τις ερμηνεύσω, Γιατί, Γιατί ανάμεσα σ' αυτό που προστάζει και σ' αυτό που θέλει υπάρχει συνήθως διαφο ρά, Εδώ σας έστειλε για να μου κάνετε ένεση, Αυτό είναι αυ τό που φαίνεται, Και τι είδατε στην περίπτωση μου πέρα απ' αυτό που φαίνεται, Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα πράγ ματα ανακαλύπτει κανείς κοιτάζοντας μερικές πληγές, Ήταν απλή σύμπτωση που είδατε τις δικές μου, Πρέπει να υπολογί ζει πάντα κανείς στις απλές συμπτώσεις, βοηθούν πολύ, Τι πράγματα ανακαλύψατε λοιπόν στις δικές μου πληγές, Ότι ξύσατε έναν τοίχο με τα γόνατα σας, Έπεσα, Αυτό μου το εί πατε, Μια τέτοια πληροφορία, αν υποθέσουμε ότι είναι ακρι βής, δεν θα είχε ιδιαίτερη χρησιμότητα για το διευθυντή, Αν έ χει χρησιμότητα ή δεν έχει εμένα δεν με αφορά, εγώ περιορί-1 ζομαι να προμηθεύω αναφορές, Είναι ήδη ενήμερος για τ η | γρίπη που άρπαξα, Όχι όμως και για τις πληγές στα γόνατα, ; Καθώς επίσης και για το λεκέ της υγρασίας στο πάτωμα, Όχι Ι όμως και για τα ρίγη, Αν δεν έχετε να κάνετε κάτι άλλο εδώ, 142
σας παρακαλώ θερμά να πηγαίνετε, είμαι κουρασμένος, χρει άζομαι ύπνο, Πρώτα πρέπει να φάτε, μην το ξεχνάτε, ελπίζω το φαγητό σας μ' όλη αυτή την κουβέντα να μην έχει κρυώσει τελείως, Ένα κορμί ξαπλωμένο αντέχει πολλή πείνα, Δεν την αντέχει όμως κι όλη, Ο διευθυντής σάς έδωσε εντολή να μου φέρετε φαγητό, Ξέρετε κανέναν άλλο που θα ήθελε να το κά νει, Ναι, αν ήξερε πού μένω, Ποιο είναι αυτό το άτομο, Μια η λικιωμένη γυναίκα που μένει σ' ένα ισόγειο, Πληγές στα γόνα τα, ξαφνική και ανεξήγητη τρεμούλα, μια γριά σ' ένα ισόγειο, Διαμέρισμα δεξιά, Αυτή θα ήταν η πιο σημαντική αναφορά της ζωής μου αν την έγραφα, Εντέλει δεν θα τη γράψετε, Ναι, θα τη γράψω, αλλά μόνο για να ενημερώσω ότι σας έκανα μία ένεση στον αριστερό γλουτό, Ευχαριστώ που μου περιποιηθή κατε τις πληγές, Απ' τα πολλά που διδάχθηκα αυτό είναι που έμαθα να κάνω καλύτερα. Μόλις έφυγε ο νοσοκόμος, ο κ. Ζοζέ έμεινε ξαπλωμένος μερικά λεπτά ακόμα, χωρίς να κουνιέ ται, μέχρι να ξαναβρεί τη γαλήνη και τις δυνάμεις του. Η συ νομιλία υπήρξε δύσκολη, με παγίδες και ψεύτικες πόρτες σε κάθε βήμα, το παραμικρό γλίστρημα θα μπορούσε να τον είχε σύρει σε μια πλήρη ομολογία αν το πνεύμα του δεν παρέμενε ιγρήγορο στις πολλαπλές έννοιες των λέξεων που προσεκτικά πρόφερε, ειδικότερα αυτών που έμοιαζαν να έχουν μόνο μία έννοια, γιατί αυτές πρέπει να προσέχει κανείς πιο πολύ. Αντί θετα μ' αυτό που γενικά πιστεύεται, έννοια και σημασία ποτέ δεν είναι το ίδιο πράγμα, η σημασία βγαίνει αμέσως μπροστά, είναι άμεση, κυριολεκτική, ρητή, κλεισμένη μέσα στον εαυτό της, μονοσήμαντη, σαν να λέμε, ενώ η έννοια δεν μπορεί να κάτσει στην ησυχία της, είναι γεμάτη από δευτερεύουσες, τριτεύουσες και τεταρτεύουσες έννοιες προς αστραφτερές κατευ θύνσεις που διαιρούνται και υποδιαιρούνται σε κλάδους και παρακλάδια, μέχρι που χάνονται από τα μάτια μας, η έννοια 143
ο
ο
της κάθε λέξης μοιάζει μ' ένα αστέρι όταν αυτό προβάλλει έ ξω στο σύμπαν παλίρροιες, συμπαντικούς ανέμους, μαγνητι κές διαταραχές, στενοχώριες. Τελικά ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε από το κρεβάτι, έχωσε τα πό δια του στις παντόφλες και φόρεσε τη ρόμπα που χρησιμοποι ούσε και ως συμπληρωματικό κουβερτάκι τις κρύες νύχτες. Παρόλο που τον έζωνε η πείνα, άνοιξε την πόρτα και κοίταξε το Ληξιαρχείο. Αντιλαμβανόταν μέσα του ένα περίεργο σφίξι μο, μια αίσθηση απουσίας, σαν να 'χαν περάσει πολλές μέρες από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί. Τίποτα δεν είχε αλλάξει στο μεταξύ, στη θέση της η μακριά κονσόλα όπου ε ξυπηρετούσαν αιτούμενους και ικέτες, από κάτω της τα συρ τάρια όπου φυλάσσονταν οι καρτέλες των ζωντανών, κατόπιν τα οκτώ γραφεία των γραφέων, τα τέσσερα των προϊσταμέ νων, τα δύο των υποδιευθυντών, το μεγάλο γραφείο του διευ θυντή με το φως αναμμένο να κρέμεται από ψηλά, τα θεόρα τα ερμάρια ν' ανεβαίνουν ως την οροφή, το πετρωμένο σκο τάδι απ' την πλευρά των νεκρών. Αν και δεν υπήρχε κανείς στο Γενικό Ληξιαρχείο, ο κ. Ζοζέ γύρισε στην πόρτα το κλει δί, μπορεί να μην ήταν κανείς στο Γενικό Ληξιαρχείο, εκείνος όμως γύρισε στην πόρτα το κλειδί. Χάρη στους καινούριους ε πιδέσμους που του είχε βάλει στα γόνατα ο νοσοκόμος, περ πατούσε καλύτερα, δεν αισθανόταν τις πληγές να τραβάνε. Κάθισε στο τραπέζι, ξετύλιξε το πακέτο, υπήρχαν δυο δοχεία το ένα πάνω στ' άλλο, το από πάνω είχε σούπα, το από κάτω πατάτες και κρέας, όλα χλιαρά ακόμη. Έφαγε τη σούπα λαί μαργα, κατόπιν χωρίς βιασύνη περιποιήθηκε το κρέας και τις πατάτες. Πάλι καλά που έχω τέτοιο διευθυντή, μουρμούρισε ! υπενθυμίζοντας τα λόγια του νοσοκόμου, αν δεν ήταν αυτός, ; θα πέθαινα από την πείνα και την εγκατάλειψη, σαν αδέσπο το σκυλί. Ναι, πάλι καλά, επανέλαβε, σαν να προσπαθούσε να
Μ
πείσει τον εαυτό του γι' αυτό που είχε πει. Ανακουφισμένος, μετά από μια επίσκεψη και στο δωματιάκι που εξυπηρετούσε ως μπάνιο, μαζεύτηκε στο κρεβάτι. Ήταν έτοιμος να παραδο θεί στον ύπνο όταν θυμήθηκε το τετράδιο σημειώσεων όπου είχε αφηγηθεί τα πρώτα βήματα της αναζήτησης του. Θα γρά ψω αύριο, είπε, τούτη όμως η νέα επείγουσα ανάγκη ήταν σχε δόν τόσο επιτακτική όσο και το φαγητό, γι' αυτό σηκώθηκε να βρει το τετράδιο. Ύστερα, καθισμένος στο κρεβάτι, φορώντας τη ρόμπα, με το πουκάμισο της πιτζάμας κουμπωμένο ως το λαιμό, βολεμένος μέσα στις κουβέρτες, συνέχισε την αναφορά από το σημείο όπου την είχε αφήσει. Ο διευθυντής μού είπε, Αφού δεν είστε άρρωστος, μπορείτε να μου εξηγήσετε το κα κό έργο που έχετε επιδείξει τις τελευταίες μέρες, Δεν ξέρω, κύ ριε, ίσως είναι επειδή κοιμάμαι άσχημα. Με τη βοήθεια του πυ ρετού συνέχισε να γράφει όλη νύχτα.
144
145 ι Ο - Όλα τα
ονόματα
ο
ο
Μ
ζέ για να του πέσει ο πυρετός και να υποχωρήσει ο βή χας. Ο νοσοκόμος ερχόταν καθημερινά για να του κά νει την ένεση και να του φέρει φαγητό, ο δε γιατρός μέρα πα ρά μέρα, αυτή η εξαιρετική επιμέλεια, αναφερόμαστε στο για τρό, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε βιαστικές κρίσεις σχε τικά με την υποτιθέμενη συνήθη αποτελεσματικότητα των υ πηρεσιών υγείας και της κατ' οίκον περίθαλψης του δημοσίου, j αφού αυτή ήταν απλούστατα συνέπεια της ξεκάθαρης εντολής j του διευθυντή του Γενικού Ληξιαρχείου, Γιατρέ, να περιποιη θείτε αυτό τον άνθρωπο σαν να ήμουν εγώ, είναι σημαντικό. Ο j γιατρός δεν μυρίστηκε τους λόγους της εμφανώς προνομιακής μεταχείρισης που του συνιστούσαν αλλά ούτε και την ελάχι στα αντικειμενική αξιολογική κρίση που τη συνόδευε, γιατί α-| πό κάποια επαγγελματική επίσκεψη γνώριζε το σπίτι του λη-, ξίαρχου, τον άνετο και πολιτισμένο τρόπο ζωής του, έναν ε σωτερικό κόσμο που δεν είχε καμία σχέση με την άξεστη πα-Ι ράγκα αυτού του κ. Ζοζέ, που ήταν διαρκώς αξύριστος κι έ-Ι μοιάζε να μην έχει σεντόνια ν' αλλάξει. Σεντόνια, μάλιστα, εί-1 χε ο κ. Ζοζέ, δεν ήταν τόσο φτωχός, αλλά, για λόγους που μό-1 νο ο ίδιος γνώριζε, απέρριψε ξερά την πρόταση του νοσοκό- j μου όταν αυτός προσφέρθηκε να αερίσει το στρώμα και ν' αλ-|
λάξει τα σεντόνια που βρομούσαν ιδρώτα και πυρετό, Σε πέ ντε λεπτά θα σας έχω το κρεβάτι καινούριο, Καλά είμαι έτσι, μην ενοχλείστε, Αλίμονο, είναι μέρος της δουλειάς μου, Σας εί πα, καλά είμαι κι έτσι. Ο κ. Ζοζέ δεν μπορούσε ν' αποκαλύψει μπροστά στα μάτια κανενός πως έκρυβε ανάμεσα στο στρώμα και στο σομιέ τις σχολικές καρτέλες μιας άγνωστης γυναίκας κι ένα τετράδιο σημειώσεων με την καταγραφή της διάρρηξης στο σχολείο όπου εκείνη φοιτούσε όταν ήταν κοριτσάκι και έ φηβη. Αν τις έκρυβε κάπου αλλού, ανάμεσα στους χαρτοφύ λακες με τα αποκόμματα των διασήμων, λόγου χάρη, θα λυ νόταν αμέσως το πρόβλημα του, αλλά η αίσθηση ότι υπερα σπιζόταν ένα μυστικό με το ίδιο του το κορμί ήταν υπερβολι κά δυνατή, αν όχι εκστατική, για να είναι διατεθειμένος ο κ. Ζοζέ να παραιτηθεί απ' αυτή. Για να μη χρειαστεί να συζητή σει το ίδιο θέμα με το νοσοκόμο ή με το γιατρό που, παρόλο που δεν έκανε κανένα σχόλιο, είχε ρίξει ήδη μια επικριτική μα τιά στα τσαλακωμένα σεντόνια ξινίζοντας επιδεικτικά τη μύ τη στην μπόχα που ανέδιναν, ο κ. Ζοζέ έκανε την ανάγκη φι λοτιμία και άλλαξε μόνος του τα σεντόνια. Και για να μη βρουν, ούτε ο γιατρός ούτε ο νοσοκόμος, το παραμικρό πρό σχημα για να επανέλθουν στο θέμα και, ποιος ξέρει, να προ φτάσουν στο ληξίαρχο το αδιόρθωτο κουσούρι του γραφέα, χώθηκε στο μπάνιο, ξυρίστηκε, πλύθηκε όσο καλύτερα μπο ρούσε, κατόπιν ξεκαταχώνιασε από ένα συρτάρι μια πιτζάμα παλιά αλλά καθαρή και ξανάπεσε στο κρεβάτι. Ένιωθε τόσο ευχαριστημένος και δυναμωμένος που, σαν να ήθελε να παίξει με τον εαυτό του, αποφάσισε να περιγράψει στο τετράδιο των (τημειώσεων εκτενώς, με όλες τις λεπτομέρειες, τις φροντίδες και τις διαδικασίες υγιεινής από τις οποίες μόλις πέρασε. Ήταν η υγεία που ήθελε πια να επιστρέψει, όπως σύντομα α νακοίνωσε ο γιατρός στο ληξίαρχο, Ο άνθρωπος θεραπεύτη-
146
147
Ο
ΧΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ, ΑΛΛΑ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ Ο Κ. ΖΟ-
M
ο
Μ
κε, σε δυο μέρες θα μπορέσει να επιστρέψει στη δουλειά του χωρίς κίνδυνο υποτροπής. Ο ληξίαρχος είπε, Πολύ καλά, αλ λά μ' ένα ύφος αφηρημένο, σαν να σκεφτόταν κάτι άλλο. Πράγματι ήταν θεραπευμένος ο κ. Ζοζέ, αλλά είχε χάσει πολύ βάρος, παρ' όλο το κολατσιό που του έφερνε ο νοσοκό μος ανελλιπώς, μία φορά την ημέρα μόνο βέβαια, αλλά σε πο σότητα αρκετή και με το παραπάνω για να συντηρήσει ένα ε νήλικο κορμί που δεν καταβάλλει σωματική προσπάθεια. Θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ωστόσο το φθοροποιό αποτέ λεσμα του πυρετού και του ιδρώτα πάνω στους λιπώδεις ι στούς, ειδικά μάλιστα αν δεν του περίσσευαν από πριν, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του. Το Γενικό Ληξιαρχείο δεν έ βλεπε με καλό μάτι τις παρατηρήσεις προσωπικού χαρακτή ρα, ειδικά αυτές που είχαν σχέση με την κατάσταση υγείας, γι' αυτό η αδυναμία και η κακή όψη του κ. Ζοζέ δεν έγιναν αντι κείμενο σχολιασμού από μέρους των συναδέλφων και των προϊσταμένων του, σχολιασμού προφορικού, θα πρέπει να πούμε καλύτερα, μιας και τα βλέμματα όλων ήταν αρκετά εύ γλωττα στην κοινή τους έκφραση περιφρονητικού οίκτου, που άλλοι άνθρωποι, αγνοώντας τις συνήθειες του χώρου, θα είχαν λανθασμένα ερμηνεύσει ως διακριτική και σιωπηλή επιφύλα ξη. Για να φανεί πόσο μεγάλη σημασία έδινε στο γεγονός ότι απουσίασε από την υπηρεσία τόσες μέρες, ο κ. Ζοζέ πήγε πρώτος πρώτος και στήθηκε το πρωί στην πόρτα του Ληξιαρ χείου, περιμένοντας την άφιξη του νεότερου σε υπηρεσία υπο διευθυντή, που ήταν επιφορτισμένος να την ανοίγει, όπως ή ταν επιφορτισμένος και να την κλείνει το απόγευμα. Το πρω τότυπο κλειδί, έργο τέχνης ενός παλαιού μπαρόκ χαράκτη και υλικό σύμβολο εξουσίας, του οποίου ακριβές και υποτελές α ντίγραφο αποτελούσε το κλειδί του υποδιευθυντή, βρισκόταν στην κατοχή του ληξίαρχου, που προφανώς δεν χρησιμοποι-
ούσε ποτέ, είτε λόγω του βάρους και του πολύπλοκου διακό σμου που το καθιστούσαν άβολο στη μεταφορά, είτε γιατί, σύμφωνα με το άγραφο και ισχύον από καιρούς αμνημόνευ τους πρωτόκολλο της ιεραρχίας, ήταν υποχρεωτικά ο τελευ ταίος που έμπαινε στο κτήριο. Ένα από τα πολλά μυστήρια της ζωής του Ληξιαρχείου, που θα άξιζε πραγματικά τον κό πο να διαλευκάνουμε αν δεν είχε απορροφήσει την προσοχή μας κατ' αποκλειστικότητα η περίπτωση του κ. Ζοζέ και της άγνωστης γυναίκας, είναι με ποιον τρόπο τα κατάφερναν οι υ πάλληλοι ώστε, παρ' όλες τις κυκλοφοριακές δυσχέρειες που τυραννούν την πόλη, να φτάνουν στη δουλειά τους πάντα με την ίδια σειρά, πρώτα οι γραφείς, χωρίς σειρά αρχαιότητας, κατόπιν ο υποδιευθυντής που άνοιγε την πόρτα, ακολούθως οι προϊστάμενοι, τηρώντας προτεραιότητα, μετά ο αρχαιότε ρος υποδιευθυντής, και τέλος ο ληξίαρχος, που φτάνει όποτε θέλει και λογαριασμό δεν δίνει σε κανέναν. Όπως και να 'χει, αυτή είναι η σειρά. Το συναίσθημα περιφρονητικού οίκτου που, όπως είπαμε, υποδέχτηκε την επιστροφή του κ. Ζοζέ στην εργασία του κρά τησε μέχρι την είσοδο του ληξίαρχου, μισή ώρα μετά το ά νοιγμα της υπηρεσίας, οπότε αμέσως αντικαταστάθηκε από έ να συναίσθημα φθόνου, ευνόητο στο κάτω κάτω της γραφής, που ευτυχώς όμως δεν εκδηλώθηκε με λόγια ή έργα. Ξέρουμε τι είναι η ανθρώπινη ψυχή, κι ας μην μπορούμε να καυχηθού με ότι τα ξέρουμε όλα, γι' αυτό θα 'πρεπε να το περιμένουμε. Τις μέρες εκείνες είχε ήδη κυκλοφορήσει στο Ληξιαρχείο μια είδηση που μπήκε από πλαϊνές πόρτες και διαδόθηκε στις γω νίες, ότι ο διευθυντής είχε ανησυχήσει κατά τρόπο ασυνήθιστο με τη γρίπη του κ. Ζοζέ, φτάνοντας μάλιστα να του στείλει φα γητό με το νοσοκόμο, πέρα απ' το ότι πήγε και τον είδε στο σπίτι τουλάχιστον μία φορά, κι αυτή σε ώρα υπηρεσίας, μπρο-
148
149
Μ
M
στά σ' όλο τον κόσμο, ποιος ξέρει αν επαναλήφθηκε αυτή η ε πίσκεψη. Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε λοιπόν το βουβό σκάνδαλο του προσωπικού, αδιακρίτως βαθμού, όταν ο λη ξίαρχος, προτού καν κινηθεί προς τη θέση του, κατευθύνθηκε προς τον κ. Ζοζέ και τον ρώτησε αν είχε αναλάβει απολύτως από την ασθένεια. Το σκάνδαλο ήταν ακόμα μεγαλύτερο για τί αυτή ήταν η δεύτερη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο, κι ό λοι είχαν στη μνήμη τους την άλλη περίσταση, δεν πέρασε πο λύς καιρός, που ο διευθυντής είχε ρωτήσει τον κ. Ζοζέ αν είχε υποχωρήσει η αϋπνία του, σαν να ήταν οι αϋπνίες του κ. Ζοζέ ζήτημα ζωής και θανάτου για την ομαλή λειτουργία του Γενι κού Ληξιαρχείου. Μην πιστεύοντας στ' αυτιά τους, οι υπάλλη λοι παρακολούθησαν ένα διάλογο ίσου προς ίσον, παράλογο από κάθε άποψη, με τον κ. Ζοζέ να ευχαριστεί το διευθυντή για την καλοσύνη του, φτάνοντας μάλιστα να αναφερθεί ανοι χτά στο φαγητό, πράγμα που, στα στενά πλαίσια του Ληξιαρ χείου, ακουγόταν ως χοντροκοπιά, ως αισχρότητα, και το δι ευθυντή να εξηγεί ότι δεν μπορούσε να τον εγκαταλείψει στη δεινή μοίρα αυτών που ζουν μόνοι τους, χωρίς να έχουν κά ποιον να τους δώσει ένα πιάτο ζωμό και να τους στρώσει το κρεβάτι, Η μοναξιά, κ. Ζοζέ, δήλωσε με επισημότητα ο λη ξίαρχος, δεν υπήρξε ποτέ καλή συντροφιά, οι μεγάλες λύπες, οι μεγάλοι πειρασμοί και τα μεγάλα σφάλματα προκύπτουν σχεδόν πάντα όταν είμαστε μόνοι στη ζωή, χωρίς ένα συνετό φίλο να του ζητήσουμε συμβουλή όταν μας απασχολεί κάτι πε ρισσότερο από το καθημερινό και το συνηθισμένο, Εγώ λυπη μένος, με την κυριολεκτική σημασία, κύριε, δεν νομίζω ότι εί μαι, απάντησε ο κ. Ζοζέ, ίσως η φύση μου να είναι κάπως μελαγχολική, αυτό όμως δεν είναι μειονέκτημα, κι όσο για τους πειρασμούς, εντάξει, θα πρέπει να πω πως ούτε η ηλικία ούτε η θέση μου κλίνουν προς αυτούς, θέλω να πω, ούτε εγώ τους ΐ5θ
κυνηγώ ούτε αυτοί κυνηγούν εμένα, Και τα λάθη, Αναφέρεστε στα υπηρεσιακά λάθη, κύριε, Αναφέρομαι στα λάθη γενικότε ρα, τα λάθη της υπηρεσίας αργά ή γρήγορα η υπηρεσία τα κά νει, η υπηρεσία τα διορθώνει, Δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέ ναν, τουλάχιστον ενσυνείδητα, αυτό μπορώ μόνο να πω, Και λάθη ενάντια στον εαυτό σας, Θα πρέπει να έχω κάνει πολλά, ίσως γι' αυτό να είμαι μόνος, Για να κάνετε κι άλλα λάθη, Μό νο αυτά της μοναξιάς, κύριε. Ο κ. Ζοζέ, που, όπως ήταν χρέ ος του, είχε σηκωθεί όρθιος όταν τον πλησίασε ο διευθυντής του, αισθάνθηκε ξαφνικά τα πόδια του πλαδαρά κι ένα κύμα ιδρώτα να πλημμυρίζει το κορμί του. Χλόμιασε, τα χέρια του έψαξαν ανήσυχα να στηριχτούν στο τραπέζι, το στήριγμα ό μως δεν ήταν αρκετό, ο κ. Ζοζέ χρειάστηκε να καθίσει στην καρέκλα ενώ μουρμούριζε, Με συγχωρείτε, κύριε, με συγχω ρείτε. Ο ληξίαρχος τον κοίταξε με μια έκφραση ανεξιχνίαστη για μερικά δευτερόλεπτα και κατευθύνθηκε προς τη θέση του. Κάλεσε τον υποδιευθυντή που ήταν υπεύθυνος στην πτέρυγα του κ. Ζοζέ, του έδωσε μια εντολή χαμηλόφωνα, προσθέτο ντας έτσι που να ακούγεται, Χωρίς να περάσει από προϊστά μενο, πράγμα που σήμαινε πως οι οδηγίες που μόλις είχε λά βει ο υποδιευθυντής, και προορίζονταν για κάποιο γραφέα, ό φειλαν, ενάντια στους κανόνες, τις συνήθειες και τις παραδό σεις, να εκτελεστούν από τον ίδιο. Πριν ακόμη απ' αυτό, όταν ο ληξίαρχος είχε στείλει τον ίδιο υποδιευθυντή να πάει τα φάρμακα στον κ. Ζοζέ, είχε ήδη ανατραπεί η ιεραρχική αλυ σίδα, εκείνη όμως η παραβίαση μπορούσε ακόμα να δικαιολο γηθεί από την επιφύλαξη ότι ο αντίστοιχος προϊστάμενος θα ήταν ανίκανος να φέρει σε πέρας την αποστολή, η ουσία της ο ποίας δεν ήταν τόσο να πάει σ' έναν άρρωστο κάψουλες για τη γρίπη όσο να ρίξει μια ματιά στο σπίτι και να 'ρθει μετά να πει τι είδε. Ένας προϊστάμενος θα θεωρούσε απολύτως ευνόητο, ΐ5ΐ
ο
ο
ο
Μ
δηλαδή κατανοητό από μόνο του και λόγω του χειμωνιάτικου καιρού που έκανε τότε, το λεκέ υγρασίας στο πάτωμα και, μη δίνοντας πιθανότατα σημασία στις καρτέλες που βρίσκονταν πάνω στο κομοδίνο, θα επέστρεφε στο Ληξιαρχείο με την ικα νοποίηση ότι εκτέλεσε το καθήκον του για να δηλώσει στο δι ευθυντή, Όλα εντάξει. Θα πρέπει να ευτωθεί ωστόσο ότι οι δύο υποδιευθυντές, και τούτος ειδικά, επειδή βρισκόταν άμε σα αναμιγμένος στην υπόθεση λόγω της ενεργής του συμμετο χής όπου αυτή είχε ζητηθεί, αντιλαμβάνονταν ότι η προσέγγι ση του ληξίαρχου καθοριζόταν από κάποιο σκοπό, από κά ποια στρατηγική, από κάποια κεντρική ιδέα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ποια ήταν η ουσία αυτής της ιδέας ούτε το σκοπό της, αλλά η εμπειρία και η γνώση του χαρακτήρα του διευθυντή τους δήλωναν πως όλες οι λέξεις και όλες οι πρά ξεις του τούτη τη φορά πρέπει να σκόπευαν μοιραία σε κάποιο στόχο, και ότι ο κ. Ζοζέ, τοποθετημένος, από μόνος του ή από το τυχαίο της περίστασης, στο δρόμο για να φτάσει εκεί, είτε αποτελούσε χρήσιμο εργαλείο χωρίς συναίσθηση, είτε ήταν ο ίδιος η απρόσμενη και από κάθε άποψη εκπληκτική αιτία του. Τόσο αντίθετες συλλογιστικές, τόσο αντιφατικά συναισθήμα τα, είχαν ως αποτέλεσμα η εντολή, από το ύφος με το οποίο α νακοινώθηκε κατόπιν στον κ. Ζοζέ, να μοιάζει πιο πολύ με χά ρη που τον είχε στείλει ο ληξίαρχος να ζητήσει παρά με τις σα φείς και αμετάκλητες οδηγίες που είχε πράγματι δώσει, Κ. Ζο ζέ, είπε ο υποδιευθυντής, ο διευθυντής είναι της άποψης ότι η υγεία σας δεν είναι ακόμη αρκετά ασφαλής για να έρθετε να δουλέψετε, όπως φάνηκε με τη λιποθυμία πριν από λίγο, Δεν ήταν λιποθυμία, δεν έχασα τις αισθήσεις μου, μια στιγμιαία α δυναμία ήταν μόνο, Αδυναμία ή λιποθυμία, στιγμιαία ή διαρ κείας, αυτό που θέλει το Γενικό Ληξιαρχείο είναι να συνέλθε τε εντελώς, Θα εργάζομαι καθιστός όσο γίνεται, σε λίγες μέρες
θα είμαι όπως πρώτα, Ο διευθυντής θεωρεί ότι θα ήταν καλύ τερο για σας να ζητήσετε μια ολιγοήμερη άδεια, όχι είκοσι μέ ρες μια κι έξω, βέβαια, ίσως όμως δέκα, δέκα μέρες ανάπαυ λας, με καλή διατροφή, ανάπαυση, με μικρούς περιπάτους στην πόλη, τόσοι κήποι υπάρχουν, τόσα πάρκα, κι ο καιρός αρχίζει να φτιάχνει, για μια πραγματική ανάρρωση, κι όταν ε ντέλει επιστρέψετε δεν θα σας αναγνωρίζουμε. Ο κ. Ζοζέ κοί ταξε κατάπληκτος τον υποδιευθυντή, δεν ήταν συζήτηση αυ τή μ' ένα γραφέα, στο λόγο του υπήρχε κάποια απρέπεια. Προφανώς ο διευθυντής ήθελε εκείνος να πάρει την άδεια, πράγμα που από μόνο του ήταν ύποπτο, και σαν να μην έφτα νε αυτό, επιδείκνυε μια πρωτοφανή και δυσανάλογη έγνοια για την υγεία του. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν ανταποκρινόταν στα πρότυπα συμπεριφοράς του Γενικού Ληξιαρχείου, όπου το πρόγραμμα αδειών ήταν πάντα υπολογισμένο μέχρι χιλιο στού, ώστε να επιτυγχάνει, μέσω της στάθμισης πολλαπλών παραγόντων, κάποιων μάλιστα γνωστών μόνο στο διευθυντή, μια δίκαιη κατανομή του χρόνου που διατίθεται ετησίως στην αεργία. Το γεγονός ότι ο διευθυντής, υπερπηδώντας το πρό γραμμα που είχε ήδη εκπονηθεί για το τρέχον έτος, έστελνε ού τε λίγο ούτε πολύ ένα γραφέα στο σπίτι του ήταν πράγμα πρω τάκουστο. Ο κ. Ζοζέ βρισκόταν σε σύγχυση, όπως πρόδιδε το πρόσωπο του. Αισθανόταν στην πλάτη του τα σαστισμένα βλέμματα των συναδέλφων του, διέκρινε την αυξανόμενη α νυπομονησία του υποδιευθυντή μπροστά στην αστήριχτη, ό πως θα φαινόταν σ' εκείνον, αναποφασιστικότητα του, κι ήταν ίτοιμος να πει Μάλιστα κύριε όπως όταν υπακούει κανείς σε μια διαταγή, όταν ξαφνικά το πρόσωπο του φωτίστηκε ολό κληρο, μόλις καταλάβαινε τι θα μπορούσαν να σημαίνουν γι' αυτόν δέκα μέρες ελευθερίας, δέκα μέρες έρευνας χωρίς να εί ναι δεσμευμένος στη δουλεία της υπηρεσίας, στο ωράριο της
152
153
M
δουλειάς, ποια πάρκα, ποιοι κήποι, ποια ανάπαυλα, απ' τον ουρανό είναι σταλμένες οι γρίπες, χαμογελώντας έτσι ο κ. Ζοζέ είπε, Μάλιστα, κύριε, η έκφραση του όφειλε να είναι πιο διακριτική, κανείς δεν ξέρει ποτέ τι είναι ικανός να πάει να πει ένας υποδιευθυντής στο διευθυντή του, Κατά την άποψη μου, αντέδρασε περίεργα, πρώτα μου έδωσε την εντύπωση ότι δυ σαρεστήθηκε, ή ότι δεν καταλάβαινε πολύ καλά τι του έλεγα, κατόπιν έκανε σαν να του έπεσε ο πρώτος αριθμός του λαχεί ου, έμοιαζε άλλος άνθρωπος, Έχει καταλάβει με τι έχει να κά νει, Δεν νομίζω, μεταφορικά το είπα, Τότε θα είναι άλλος ο λό γος. Ο κ. Ζοζέ έλεγε ήδη στον υποδιευθυντή, Πραγματικά αυ τές οι μέρες θα μου έκαναν καλό, πρέπει να ευχαριστήσω τον κύριο ληξίαρχο, Θα του μεταφέρω εγώ τις ευχαριστίες, Ίσως θα έπρεπε να το κάνω προσωπικά, Γνωρίζετε πολύ καλά ότι αυτό δεν συνηθίζεται, Παρ' όλα αυτά, και δεδομένου του έ κτακτου χαρακτήρα της περίστασης, με τα λόγια αυτά, από τα πλέον συνήθη στη γραφειοκρατία, ο κ. Ζοζέ γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του ληξίαρχου, δεν περίμενε να κοιτάζει ε κείνος προς το μέρος του, κι ακόμα λιγότερο να έχει αντιλη φθεί ολόκληρη τη συζήτηση, πράγμα που αναμφισβήτητα ή θελε να δείξει μ' εκείνη την ξερή κίνηση του χεριού, που ήταν ταυτόχρονα αποδοκιμαστική και προστακτική, Αφήστε τις γε λοίες ευχαριστίες, κάντε αυτή την αίτηση και πηγαίνετε. Στο σπίτι η πρώτη φροντίδα του κ. Ζοζέ δεν μπορούσε πα ρά να είναι τα ρούχα που είχε φυλαγμένα στην αποθηκούλα που χρησιμοποιούσε για ντουλάπα. Αν πριν ήταν βρόμικα, τώ ρα πια είχαν μεταμορφωθεί σε απόλυτο μίασμα, απ' όπου ξε πηδούσε μια στυφή μυρωδιά ανακατεμένη με την αύρα δυσωδίας, μέχρι πράσινοι λεκέδες μούχλας φάνηκαν στις τσακίσεις, φαντάζεστε, ένα υγρό κουβάρι, σακάκι, πουκάμισο, παντελό νι, κάλτσες, εσώρουχα, όλα τυλιγμένα μέσα σε μια γκαμπαρ»54
Ο
M
ντίνα που εκείνη τη στιγμή έσταζε νερό, πώς να 'ναι άραγε ό λα αυτά μια βδομάδα αργότερα. Έβαλε τα ρούχα όπως όπως σε μια μεγάλη πλαστική σακούλα, βεβαιώθηκε ότι οι καρτέλες και το τετράδιο σημειώσεων εξακολουθούσαν να βρίσκονται χωμένα ανάμεσα στο στρώμα και το σομιέ, στο προσκέφαλο το τετράδιο, στα πόδια οι καρτέλες, έλεγξε αν η πόρτα επικοι νωνίας με το Ληξιαρχείο ήταν κλειδωμένη, και εντέλει, κου ρασμένος αλλά με το κεφάλι του ήσυχο, βγήκε για να πάει σ' ένα καθαριστήριο όπου ήταν πελάτης, αν και όχι ιδιαίτερα τα κτικός. Η υπάλληλος δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε ν' αποφύγει μια έκφραση αποδοκιμασίας όταν άδειασε και άπλωσε το πε ριεχόμενο της τσάντας πάνω στον πάγκο, Με συγχωρείτε, αλ λά τούτα εδώ μοιάζουν να 'χουν μουλιάσει στη λάσπη, Το βρή κατε, ο κ. Ζοζέ, μιας κι ήταν αναγκασμένος να πει ψέματα, α ποφάσισε να το κάνει σεβόμενος τη λογική των πιθανοτήτων, Πριν από δυο βδομάδες, έφερνα τα ρούχα για καθάρισμα, σκί στηκε η τσάντα ξαφνικά και έπεσαν όλα στο έδαφος, ακριβώς στο σημείο όπου υπήρχε μια λακκούβα με λάσπες από κάτι έρ γα στο δρόμο, θυμάστε που είχε βρέξει πολύ εκείνες τις μέρες, Και γιατί δεν μου φέρατε τα ρούχα μετά, Μετά έπεσα στο κρε βάτι με γρίπη, ήταν παρακινδυνευμένο να βγω απ' το σπίτι, θα μπορούσα ν' αρπάξω πνευμονία, Θα σας στοιχίσει αρκετά πιο ακριβά, πρέπει να μπει δυο φορές στο πλυντήριο, κι ίσως ού τε τότε, Τι να κάνουμε, Και το παντελόνι, πώς έγινε έτσι το πα ντελόνι, είστε σίγουρος ότι θέλετε να το καθαρίσουμε, κοιτάξ τε τα γόνατα, λες και σκαρφάλωσε σε τοίχο κανείς μ' αυτό. Ο κ. Ζοζέ δεν είχε παρατηρήσει σε πόσο άθλια κατάσταση είχε καταντήσει η αναρρίχηση το φτωχό του παντελόνι, μισολειωμένο στο ύψος του γόνατου. Είχε ένα μικρό σκίσιμο στο ένα μπατζάκι, ζημιά πολύ σοβαρή για έναν άνθρωπο σαν αυτόν, με μικρό ενδυματολογικό εξοπλισμό. Δεν διορθώνεται, ρώτη155
M
σε, Διορθώνεται, απλά θα χρειαστεί να το δώσετε σε μανταρίστρα, Δεν ξέρω καμία, Μπορούμε να το αναλάβουμε εμείς, αλ λά μη νομίζετε ότι θα σας έρθει φτηνά, οι μανταρίστρες παίρ νουν πολλά λεφτά, Από το να μείνω χωρίς παντελόνι καλύτε ρα θα είναι, Εκτός αν του βάλετε μπάλωμα, Μπαλωμένο μόνο για το σπίτι, δεν θα μπορώ να το βάλω στη δουλειά, Ναι, βέ βαια, Είμαι υπάλληλος στο Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους, Α είστε υπάλληλος στο Ληξιαρχείο, είπε η υπάλλη λος του καθαριστήριου με μια νέα χροιά σεβασμού στη φωνή που ο κ. Ζοζέ αποφάσισε να πάρει σοβαρά υπόψη του, μετα νιωμένος που για πρώτη φορά έπεσε στο σφάλμα να πει πού δούλευε, ένας σοβαρός επαγγελματίας νυχτερινών διαρρήξε ων δεν τριγυρνά εδώ κι εκεί μοιράζοντας στοιχεία, ας φαντα στούμε ότι η υπάλληλος του καθαριστήριου είναι παντρεμένη με τον υπάλληλο του σιδηροπωλείου όπου ο κ. Ζοζέ αγόρασε το κοπίδι ή του κρεοπωλείου όπου αγόρασε το λαρδί, κι ότι το ίδιο βράδυ, σε μια απ' αυτές τις τετριμμένες κουβέντες που κά νουν οι άντρες με τις γυναίκες τους για να περάσει η ώρα, έρ χονται στο προσκήνιο αυτά τα μικρά καθημερινά επεισόδια της δουλειάς, για λιγότερο από τόσο άλλοι εγκληματίες έχουν βρεθεί στη φυλακή την ώρα που νόμιζαν ότι δεν τους υποψια ζόταν κανείς. Όπως και να 'χει, δεν φαινόταν να υπάρχει κίν δυνος εδώ, εκτός αν η υπάλληλος έκρυβε κάποια πρόθεση ε παίσχυντης προδοσίας, λέγοντας του με χαμόγελο συμπάθειας πως αυτή τη φορά θα του κάνει ειδική τιμή και ότι θ' αναλά βει το καθαριστήριο να πληρώσει τη δουλειά της μανταρίστρας, Ειδική περιποίηση επειδή είστε υπάλληλος του Λη ξιαρχείου, διευκρίνισε. Ο κ. Ζοζέ ευχαρίστησε ευγενικά αλλά χωρίς διαχυτικότητες κι έφυγε. Είχε αρχίσει ν' αφήνει πολλά ίχνη, να μιλάει με πολύ κόσμο, δεν ήταν έτσι η έρευνα που εί χε φανταστεί, για να πούμε την αλήθεια δεν είχε φανταστεί α156
Μ
πολύτως τίποτα, τώρα του κατέβηκε η ιδέα, η ιδέα να ψάξει και να βρει την άγνωστη γυναίκα χωρίς ν' αντιληφθεί κανείς τις δραστηριότητες του, σαν να επρόκειτο για έναν αόρατο που αναζητούσε άλλον αόρατο. Κι αντί για σφραγισμένο μυ στικό, αντί για απόλυτο μυστήριο, δύο άτομα ήδη, η γυναίκα του ζηλιάρη συζύγου και η ηλικιωμένη κυρία του ισόγειου δια μερίσματος, είχαν λάβει γνώση τού τι έκανε κι αυτό από μόνο του ήταν ήδη επικίνδυνο, ας υποθέσουμε λόγου χάρη ότι κά ποια από τις δυο τους, με την αξιέπαινη πρόθεση να βοηθήσει στις έρευνες, όπως συμβαίνει με τους ενάρετους πολίτες, εμ φανιζόταν στο ληξιαρχείο στη διάρκεια της απουσίας του, Θα ήθελα να μιλήσω με τον κ. Ζοζέ, Ο κ. Ζοζέ δεν βρίσκεται στην υπηρεσία, είναι σε άδεια, Α, τι κρίμα, του φέρνω μια σημαντι κή πληροφορία για το άτομο που ψάχνει, Τι πληροφορία, ποιο άτομο, ο κ. Ζοζέ δεν ήθελε να βάλει με το νου του τι θα γινόταν κατόπιν, την υπόλοιπη συζήτηση ανάμεσα στη γυναί κα του ζηλιάρη συζύγου και τον προϊστάμενο, Βρήκα κάτω α πό μια σανίδα που είχε ξεχαρβαλωθεί στο δωμάτιο μου ένα η μερολόγιο, Ημερολόγιο τοίχου, Όχι, κύριε, ημερολόγιο, απ' αυτά που γράφουν, κι εγώ είχα ένα ημερολόγιο πριν παντρευ τώ, Και τι σχέση έχουμε εμείς με το θέμα, εδώ στο Ληξιαρχείο μάς ενδιαφέρει να ξέρουμε μόνο ποιοι γεννιούνται και πεθαί νουν, Ίσως το ημερολόγιο ν' ανήκει σε κάποιον συγγενή του α τόμου που ψάχνει ο κ. Ζοζέ, Δεν έχω ενημέρωση ότι ο κ. Ζο ζέ ψάχνει κάποιον, όπως και να 'χει το ζήτημα δεν αφορά το Γενικό Ληξιαρχείο, το Γενικό Ληξιαρχείο δεν ανακατεύεται στην ιδιωτική ζωή των υπαλλήλων του, Δεν είναι ιδιωτικό ζή τημα, εμένα ο κ. Ζοζέ μού είπε ότι εκπροσωπούσε το Ληξιαρ χείο, Περιμένετε ένα λεπτό να φωνάξω τον υποδιευθυντή, ό ταν όμως ο υποδιευθυντής πλησίασε την κονσόλα η ηλικιωμέ νη κυρία του ισογείου έκανε ήδη μια κίνηση αποχώρησης, η 157
M
Ο
ο
Μ
ζωή τής είχε διδάξει ότι ο καλύτερος τρόπος για να διαφυλά ξει κανείς τα μυστικά του είναι να σέβεται τα μυστικά των άλ λων, Όταν επιστρέψει από την άδεια ο κ. Ζοζέ, αν έχετε την καλοσύνη πείτε του ότι πέρασε η γριά από το ισόγειο διαμέρι σμα δεξιά, Δεν θέλετε ν' αφήσετε όνομα, Δεν χρειάζεται, ξέρει περί τίνος πρόκειται. Ο κ. Ζοζέ μπορούσε πια να ανασάνει α νακουφισμένος, η κυρία του ισογείου δεξιά ήταν η διακριτικό τητα προσωποποιημένη, ποτέ δεν θα έλεγε στον υποδιευθυντή ότι μόλις είχε λάβει ένα γράμμα από τη βαφτισιμιά της, Η γρί πη με πείραξε στο κεφάλι, σκέφτηκε, αυτές είναι φαντασιώ σεις που δεν συμβαίνουν στ' αλήθεια, δεν υπάρχουν ημερολό- Ι για κρυμμένα κάτω από το πάτωμα, κι ούτε θα συνέβαινε τώ- Ι ρα, μετά από τόσα χρόνια σιωπής, να σκεφτεί εκείνη να γρά- ] ψει γράμμα στη νονά της, πάλι καλά που της έκοψε της γριάς ; και δεν είπε όνομα, θα ήταν αρκετό να πιαστεί το Ληξιαρχείο από αυτή την άκρη του νήματος για να τ' ανακαλύψει σε λίγο | όλα, την αντιγραφή των καρτελών, την πλαστογραφία της εξουσιοδότησης, θα ήταν τόσο εύκολο γι' αυτούς όσο το να μα- ι ζέψουν τα κομμάτια μιας εικόνας που έχουν μπροστά τους. Ο ! κ. Ζοζέ πήγε κατευθείαν στο σπίτι, την πρώτη αυτή μέρα δεν ! θέλησε ν' ακολουθήσει τις συμβουλές που του είχε δώσει ο υ ποδιευθυντής, να κάνει βόλτες, να πάει στο άλσος, να μαζέψει ι ήλιο στο χλομό του πρόσωπο που βρισκόταν σε ανάρρωση, με μια λέξη, να ανακτήσει τις δυνάμεις που του είχε στερήσει ο Ι πυρετός. Έπρεπε να αποφασίσει ποια βήματα τον συνέφερε να κάνει από τώρα και στο εξής, χρειαζόταν όμως πρώτα να j καθησυχάσει μια ανησυχία του. Είχε αφήσει το μικρό του σπί τι εκεί στο έλεος του Ληξιαρχείου, κολλημένο στον κυκλώπειο τοίχο σαν να επρόκειτο αυτός να το καταβροχθίσει. Κάποιο ί- : χνος πυρετού θα πρέπει να παρέμενε ακόμη στο παραζαλισμένο του κεφάλι για να σκεφτεί ξαφνικά ότι αυτό ακριβώς εί-
χε συμβεί στα σπίτια των υπόλοιπων υπαλλήλων, που τα κα ταβρόχθισε όλα το Ληξιαρχείο για να χοντραίνουν οι τοίχοι του. Ο κ. Ζοζέ επιτάχυνε το βήμα του, κι αν όταν έφτανε εκεί το σπίτι είχε εξαφανιστεί, αν είχαν εξαφανιστεί μαζί του οι καρτέλες και το τετράδιο με τις σημειώσεις, ούτε γι' αστείο δεν ήθελε να σκέφτεται τέτοια καταστροφή, θα πήγαιναν στα χα μένα οι προσπάθειες εβδομάδων, θα γίνονταν ανώφελοι οι κίνδυνοι που είχε διατρέξει. Θα μαζευόταν κόσμος περίεργος και θα τον ρωτούσαν αν έχασε τίποτε αξίας στην καταστροφή, κι εκείνος θα απαντούσε ναι, Κάτι χαρτιά, κι εκείνοι θα ξανα ρωτούσαν, Πράξεις Μετοχών, Ομολογίες, Ονομαστικούς Τί τλους, μόνο κάτι τέτοια σκέφτεται ο κοινός άνθρωπος χωρίς πνευματικούς ορίζοντες, οι σκέψεις του περιστρέφονται όλες γύρω από υλικά συμφέροντα και κέρδη, κι εκείνος θα ξανάλε γε ναι, δίνοντας όμως νοητικά διαφορετική σημασία σ' εκείνες τις λέξεις, θα ήταν οι πράξεις που είχε διαπράξει, οι ομολογίες που είχε δώσει, οι τίτλοι που είχε κερδίσει. Το σπίτι ήταν εκεί, έμοιαζε όμως πολύ πιο μικρό, εκτός κι αν ήταν το Ληξιαρχείο αυτό που είχε μεγαλώσει σε όγκο μέσα σε λίγες ώρες. Ο κ. Ζοζέ μπήκε μέσα με το κεφάλι κατεβα σμένο κι ωστόσο δεν χρειαζόταν να σκύψει, το υπέρθυρο της πόρτας που έβλεπε στο δρόμο βρισκόταν στο ίδιο ύψος όπως πάντα κι εκείνος δεν είχε ψηλώσει, σωματικά, ούτε από τις πράξεις, ούτε από τις ομολογίες, ούτε από τους τίτλους. Πήγε και κρυφάκουσε απ' την ενδιάμεση πόρτα, όχι γιατί ήλπιζε ό τι θ' άκουγε από την άλλη πλευρά φωνές, η συνήθεια ήθελε να εργάζονται σιωπηλά στο Ληξιαρχείο, αλλά για να καθησυχά σει το αίσθημα συγκεχυμένης καχυποψίας που τον είχε κατα λάβει από την ώρα που ο διευθυντής τού παρήγγειλε να ζητή σει άδεια. Κατόπιν πήγε και σήκωσε το στρώμα του κρεβατιού, πήρε τις καρτέλες και τις έβαλε με χρονολογική σειρά πάνω στο
ι58
159
M
τραπέζι, από την παλαιότερη προς την πιο πρόσφατη, δεκα τρία μικρά ορθογώνια από χαρτόνι, μια σειρά προσώπων που ξεκινούσε από μικρό κορίτσι, γινόταν μεγάλο κορίτσι, περνού σε στην αρχή της εφηβείας κι έφτανε σε μια σωστή σχεδόν γυ ναίκα. Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων η οικογένεια εί χε αλλάξει τρία σπίτια, ποτέ όμως δεν μετακόμισε τόσο μα κριά ώστε να χρειαστεί ν' αλλάξει σχολείο. Δεν είχε νόημα να εκπονήσει περίπλοκα σχέδια δράσης, το μόνο πράγμα που μπορούσε τώρα να κάνει ο κ. Ζοζέ ήταν να πάει στη διεύθυν ση που δήλωνε η τελευταία καρτέλα.
Π
ΗΓΕ ΩΣ ΕΚΕΙ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΟ ΠΡΩΙ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΜΩΣ
να μην ανέβει να ρωτήσει τους τωρινούς κατοίκους του διαμερίσματος και τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυ κατοικίας αν είχαν γνωρίσει το κορίτσι στη φωτογραφία. Το πιο πιθανό είναι ότι θα της απαντούσαν πως δεν την γνώρι ζαν, πως έμεναν λίγο καιρό εκεί ή πως δεν θυμούνταν, Κατα λαβαίνετε, κόσμος πάει κι έρχεται, πραγματικά δεν τη θυμά μαι καθόλου αυτή την οικογένεια, δεν αξίζει καν να σκαλίσω τη μνήμη μου, κι αν κάποιος έλεγε μάλιστα, πως νόμιζε ότι έ χει μια ιδέα, θα ήταν για να προσθέσει αμέσως πως οι σχέσεις τους ήταν αυτές που υπάρχουν συνήθως μεταξύ ανθρώπων με καλή ανατροφή, Δεν τους ξαναείδατε, θα ρωτούσε ξανά ο κ. Ζοζέ, Ποτέ πια, αφού μετακόμισαν δεν τους ξαναείδα, Τι κρί μα, Σας είπα ό,τι ήξερα, λυπάμαι που δεν μπόρεσα να φανώ πιο χρήσιμος στο Γενικό Ληξιαρχείο. Μια τέτοια τύχη, να συ ναντήσει εξαρχής την κυρία του ισογείου που ήταν τόσο καλά ενημερωμένη και τόσο κοντά στις άμεσες πηγές της υπόθεσης, δεν θα μπορούσε να συμβεί δυο φορές, μόνο όμως πολύ αρ γότερα, όταν τίποτε απ' αυτά που καταγράφονται εδώ δεν θα χει πια σημασία, τότε ο κ. Ζοζέ θ' ανακαλύψει πως η ίδια ευ νοϊκή τύχη και σε τούτη την περίσταση στάθηκε κατά τρόπο θαυματουργό και πάλι στο πλευρό του, γλιτώνοντας τον από ι6ι
ι6ο - Όλα τα
ονόματα
m M
ο
τις πιο καταστροφικές συνέπειες. Δεν γνώριζε πως ένας από τους ενοίκους του κτηρίου ήταν ακριβώς, και κατά διαβολική σύμπτωση, ο ένας υποδιευθυντής του Ληξιαρχείου, μπορεί κα νείς να φανταστεί την τρομερή σκηνή, τον αμέριμνο κ. Ζοζέ μας να χτυπάει την πόρτα, να δείχνει την καρτέλα, ίσως ακό μα και την πλαστή εξουσιοδότηση, κι η γυναίκα που θα του εί χε ανοίξει να του λέει ύπουλα, Περάστε αργότερα, που θα εί- j ναι ο άντρας μου εδώ, αυτά είναι δική του δουλειά, κι ο κ. Ζο ζέ θα επέστρεφε, με την καρδιά γεμάτη ελπίδα και θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο μ' έναν έξαλλο υποδιευθυντή που θα τον έστελνε κατευθείαν στη φυλακή, κυριολεκτικά, οι κανονι σμοί του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους δεν α νέχονται επιπολαιότητες και αυτοσχεδιασμούς, και το χειρότε ρο είναι ότι δεν τους γνωρίζουμε όλους αυτούς τους κανονι σμούς. Αποφασίζοντας αυτή τη φορά, σαν να του το υπέβαλ λε επίμονα στ' αυτί κάποιος φύλακας άγγελος, να κατευθύνει τις εξερευνήσεις του στα τριγύρω εμπορικά, ο κ. Ζοζέ είχε σω- j θεί, χωρίς να το ξέρει, από τη μεγαλύτερη κακοτοπιά στη μα κρά πορεία του ως υπαλλήλου. Αρκέστηκε λοιπόν να κοιτάξει τα παράθυρα του σπιτιού όπου είχε ζήσει η άγνωστη γυναίκα όταν ήταν νέα και, για να μπει στο πετσί ενός αυθεντικού ε ρευνητή, τη φαντάστηκε να βγαίνει με τη σχολική τσάντα για το λύκειο, να περπατά μέχρι τη στάση του λεωφορείου και να] περιμένει εκεί, ποιος ο λόγος να την πάρει από πίσω, ο κ. Ζο ζέ ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε, είχε τις αδιάσειστες αποδεί ξεις φυλαγμένες ανάμεσα στο στρώμα και το σομιέ του. Ένα τέταρτο αργότερα βγήκε κι ο πατέρας της, ακολουθεί την α ντίθετη κατεύθυνση, γι' αυτό και δεν συνοδεύει την κόρη του στο σχολείο, εκτός κι αν απλώς πατέρας και κόρη δεν θέλουν να περπατούν μαζί και χρησιμοποιούν αυτό το πρόσχημα, ή ί σως και να μην το έχουν αντιληφθεί, ίσως να είναι ένα είδος 162
ο
Μ
σιωπηλού διακανονισμού ανάμεσα τους για να μην καταλά βουν οι γείτονες την αμοιβαία αδιαφορία. Τώρα το μόνο που απομένει είναι να δείξει λίγη υπομονή ο κ. Ζοζέ και να περι μένει τη μητέρα να βγει για ψώνια, όπως συνηθίζεται στις οι κογένειες, έτσι θα μάθει προς τα πού είναι καλύτερο να κα τευθύνει τις έρευνες του, το κοντινότερο εμπορικό κατάστημα, τρία κτήρια πιο κάτω, είναι ένα φαρμακείο, αλλά ο κ. Ζοζέ αμφιβάλλει ήδη από την είσοδο του πως θα μπορέσει να βγά λει κάποια χρήσιμη πληροφορία από δω, ο υπάλληλος είναι έ νας νεαρός άντρας, νέος στην ηλικία και στο μαγαζί, ο ίδιος λέει, Δεν ξέρω, μόνο δυο χρόνια είμαι εδώ. Δεν πρόκειται να αποθαρρυνθεί τόσο σύντομα ο κ. Ζοζέ, έχει διαβάσει αρκετά σε εφημερίδες και περιοδικά, εκτός από την εμπειρία που του χάρισε η ζωή, ώστε να αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοιου είδους έρευνα, με παλιομοδίτικες μεθόδους, σημαίνει πολλή δουλειά, θα πρέπει να περπατήσει πολύ, να δρασκελίσει δρόμους και σοκάκια, ν' ανέβει σκάλες, να κάνει χίλιες φορές τις ίδιες ερω τήσεις για να πάρει απαντήσεις παρόμοιες, σχεδόν πάντα με ύφος μετρημένο, Δεν ξέρω, δεν έχω υπόψη μου αυτό το άτο μο, σπάνιο πράγμα να πεταχτεί από μέσα ένας γηραιότερος φαρμακοποιός που άκουσε την κουβέντα και να είναι άνθρω πος με μεγάλη περιέργεια, Τι θα θέλατε, ρώτησε, Ψάχνω κά ποιο πρόσωπο, απάντησε ο κ. Ζοζέ, ενώ την ίδια στιγμή έβα ζε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του για να δείξει την εξουσιοδότηση. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κίνηση, τον συγκράτησε μια ξαφνική ανησυχία, αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για έργο φύλακα αγγέλου, αυτό που τον έκανε να τραβήξει αργά το χέρι του ήταν το βλέμμα του φαρμακο ποιού, ένα βλέμμα που έμοιαζε με στιλέτο, με τρυπάνι, δεν γε μίζει το μάτι, μ' εκείνο το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τα λευκά μαλλιά, αυτά τα μάτια κάνουν και την πιο αφελή ύπαρξη να 163
M
κρατά πισινή, ίσως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν είναι ποτέ ι κανοποιημένη η περιέργεια του φαρμακοποιού, όσο πιο πολ λά θέλει να μάθει τόσο λιγότερα του λένε. Έτσι έγινε και με τον κ. Ζοζέ. Δεν παρουσίασε την πλαστή εξουσιοδότηση, ούτε εί πε ότι έρχεται εκ μέρους του Γενικού Ληξιαρχείου, αρκέστηκε να βγάλει από την άλλη τσέπη την τελευταία σχολική καρτέ λα του κοριτσιού, που κατά ευτυχή σύμπτωση είχε σκεφτεί να φέρει, Το λύκειο μας πρέπει να επικοινωνήσει με αυτή την κυ ρία σχετικά μ' ένα δίπλωμα που δεν εμφανίστηκε για να πάρει από τη γραμματεία μας, ο κ. Ζοζέ παρακολουθούσε με ευχα ρίστηση, με ενθουσιασμό σχεδόν, την επίδειξη ικανοτήτων ε πινόησης που δεν φανταζόταν ποτέ ότι διέθετε, τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ώστε δεν τον έφερε σε αμηχανία η ερώτηση του φαρμακοποιού, Και την ψάχνετε τόσα χρόνια μετά, Μπο ρεί να μην την ενδιαφέρει, απάντησε, αλλά το σχολείο είναι υ ποχρεωμένο να κάνει παν δυνατόν ώστε να της επιδοθεί το δί πλωμα, Και όλο αυτό τον καιρό περιμένατε να εμφανιστεί, Για να πούμε την αλήθεια, οι υπηρεσίες μας δεν είχαν αντιληφθεί το γεγονός, ήταν μια ατυχής παράλειψη δική μας, ένα γραφει οκρατικό λάθος, ας πούμε, ποτέ όμως δεν είναι αργά για να διορθωθεί ένα σφάλμα, Αν η κυρία έχει πεθάνει, τότε θα είναι αργά, Έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως είναι ζωντανή, Για τί, Ενημερωθήκαμε αρχικά από το μητρώο, ο κ. Ζοζέ φρόντι σε να μην προφέρει τις λέξεις Γενικό Ληξιαρχείο, φτηνά τη γλίτωσε, γιατί απέφυγε, τουλάχιστον προς στιγμήν, να θυμίσει στο φαρμακοποιό ότι ένας υποδιευθυντής του ίδιου αυτού Γε νικού Ληξιαρχείου ήταν πελάτης του κι έμενε τρία κτήρια πα ρακάτω. Για δεύτερη φορά ο κ. Ζοζέ είχε γλιτώσει την καρα τόμηση. Η αλήθεια είναι ότι ο υποδιευθυντής πολύ σπάνια ερ χόταν στο φαρμακείο, τα ψώνια αυτά, όπως εξάλλου κι όλα τ' άλλα, με εξαίρεση τα προφυλακτικά, που ο υποδιευθυντής εί164
Ο
M
χε τη λεπτότητα και το τακτ να πηγαίνει σε άλλη γειτονιά για να τα αγοράσει, τα έκανε η γυναίκα του, γι' αυτό και δύσκολα θα φανταζόμασταν μια συζήτηση ανάμεσα σ' αυτόν και το φαρμακοποιό, αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πι θανότητα ενός άλλου διαλόγου, το φαρμακοποιό να λέει στη γυναίκα του υποδιευθυντή, Ήταν εδώ ένας υπάλληλος από έ να σχολείο κι έψαχνε κάποιον που ζούσε κάποτε στην πολυ κατοικία σας, μου είπε κάποια στιγμή ότι ενημερώθηκε και στο μητρώο, μόνο όταν έφυγε παραξενεύτηκα που είχε πει μη τρώο αντί για Γενικό Ληξιαρχείο, έμοιαζε να κρύβει, κάποια στιγμή μάλιστα έφερε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του σαν να είχε κάτι να μου δείξει, το μετάνιωσε ό μως και το πήρε πίσω, τράβηξε από την άλλη τσέπη μια σχο λική καρτέλα εγγραφής, σπάω το κεφάλι μου να βρω τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά, νομίζω ότι θα έπρεπε να μιλήσετε στο σύζυγο σας, δεν ξέρει κανείς καμιά φορά, με τό ση κακία που υπάρχει στον κόσμο, Ίσως να ήταν ο ίδιος ά ντρας που είχε σταθεί προχτές στο πεζοδρόμιο και κοίταζε τα παράθυρα μας, Ένας μεσήλικας, λίγο νεότερος από μένα και με όψη σαν να είχε αρρωστήσει πρόσφατα, Έτσι ακριβώς, Κα λά το είπα εγώ, δεν με γελά εμένα η μύτη μου, δεν γεννήθηκε ακόμη αυτός που θα με πιάσει κορόιδο, Κρίμα που δεν ήρθε να χτυπήσει την πόρτα μου, θα του έλεγα να περάσει το από γευμα, όταν θα ήταν στο σπίτι ο σύζυγος μου, και τώρα θα ξέ ραμε ποιος ήταν και τι ήθελε, Θα 'χω το νου μου μην τυχόν ξαναφανεί από δω, Κι εγώ δεν θα παραλείψω να πω τα καθέκα στα στο σύζυγο μου. Πράγματι δεν παρέλειψε, δεν τα είπε ό μως όλα, άθελα της ξέχασε στην αναφορά της μια σημαντική λεπτομέρεια, ίσως την πιο σημαντική απ' όλες, δεν είπε ότι ο άντρας που περιτριγύριζε το σπίτι τους είχε την όψη κάποιου που αρρώστησε πρόσφατα. Μαθημένος στη συσχέτιση αιτίων 165
M
Μ
ο
και αποτελεσμάτων, γιατί σ' αυτό συνίσταται ουσιαστικά το σύστημα των δυνάμεων που διοικεί από αμνημονεύτων χρό νων το Γενικό Ληξιαρχείο, εκεί που όλα πάντα υπήρξαν, είναι και θα συνεχίσουν να είναι συνδεδεμένα με τα πάντα, το ζω ντανό μ' αυτό που είναι πια νεκρό, αυτό που πεθαίνει μ' αυτό που γεννιέται, όλα τα πλάσματα με όλα τα πλάσματα, όλα τα πράγματα με όλα τα πράγματα, ακόμα κι όταν φαίνονται να ε νώνονται, και τα μεν και τα δε, μονάχα μ' αυτό που εκ πρώτης όψεως τα χωρίζει, ο οξυδερκής υποδιευθυντής θα είχε θυμη θεί οπωσδήποτε τον κ. Ζοζέ, εκείνο το γραφέα που τον τελευ ταίο καιρό, μπροστά στην ανεξήγητη μεγαλοθυμία του διευ θυντή, συμπεριφερόταν με τρόπο περίεργο. Από κει ένα βήμα τον χώριζε από την άκρη του νήματος και το ξετύλιγμα του κουβαριού ολόκληρου. Τέτοιο πράγμα δεν πρόκειται να συμ βεί ωστόσο, και τον κ. Ζοζέ δεν θα τον ξαναδούν σ' αυτά τα μέρη. Από τα δέκα διαφορετικά μαγαζιά όπου μπήκε και ρώ τησε, μονάχα στα τρία συνάντησε κάποιον που είπε πως θυ μόταν το κορίτσι και τους γονείς του, η φωτογραφία της καρ τέλας βοήθησε πολύ τη μνήμη τους, φυσικά, ή ίσως απλώς την αντικατέστησε, είναι πολύ πιθανό τα άτομα που ερωτήθηκαν να θέλησαν να δείξουν συμπάθεια, να μην απογοητεύσουν έ ναν άνθρωπο με όψη γριπιασμένου που δεν είχε καλογιατρευτεί και τους μιλούσε για ένα σχολικό δίπλωμα που δεν επιδό θηκε πριν από μια εικοσαετία. Όταν ο κ. Ζοζέ έφτασε στο σπί τι, εξαντλημένος και αποθαρρημένος, η πρώτη απόπειρα της νέας φάσης της έρευνας του δεν του υπεδείκνυε ποιο δρόμο ν' ακολουθήσει, το αντίθετο μάλιστα, ήταν σαν να είχαν τοποθε τήσει μπροστά του τοίχο απροσπέλαστο. Ρίχτηκε πάνω στο κρεβάτι ο ταλαίπωρος κι αναρωτιόταν γιατί δεν έκανε αυτό που του είχε πει ο φαρμακοποιός με απροσποίητο σαρκασμό, Εγώ, αν ήμουν στη θέση σας, θα το είχα λύσει το πρόβλημα,
Πώς, είχε ρωτήσει ο κ. Ζοζέ, Ψάχνοντας στον τηλεφωνικό κα τάλογο, στην εποχή μας αυτός είναι ο πιο εύκολος τρόπος να βρει κανείς κάποιον, Ευχαριστώ για την υπόδειξη αλλά αυτό το κάναμε ήδη, το όνομα της κυρίας δεν υπάρχει, απάντησε ο κ. Ζοζέ πιστεύοντας ότι έκλεινε το στόμα του φαρμακοποιού, εκείνος όμως επέστρεψε δριμύτερος, Αφού είναι έτσι, πηγαί νετε στην εφορία, στην εφορία ξέρουν τα πάντα για τους πά ντες. Ο κ. Ζοζέ απέμεινε να κοιτάζει αυτό το στραβόξυλο, προσπάθησε να κρύψει τη δυσθυμία του, αυτό δεν το είχε σκε φτεί η κυρία του ισογείου, εντέλει κατάφερε να μουρμουρίσει, Καλή ιδέα, θα το πω στο διευθυντή μου. Βγήκε από το φαρ μακείο οργισμένος με τον εαυτό του, σαν να τον είχε εγκατα λείψει την τελευταία στιγμή η ευφυΐα να απαντήσει σε μια προσβολή, και αποφασισμένος να επιστρέψει στο σπίτι χωρίς άλλες ερωτήσεις, μετά όμως σκέφτηκε μεταμελημένα, Το πο τήρι γέμισε, πρέπει να το πιω, δεν είπε όπως κάποιος άλλος, Πάρτε από μένα αυτό το ποτήρι, μη θέλετε να με σκοτώσετε. Το δεύτερο κατάστημα έτυχε να είναι ένα παντοπωλείο, το τρί το ένα κρεοπωλείο, το τέταρτο ένα χαρτοπωλείο, το πέμπτο έ να μαγαζί με ηλεκτρικές συσκευές, το έκτο ένα μπακάλικο, η γνωστή συνοικιακή ρουτίνα, μέχρι το δέκατο κατάστημα, ευ τυχώς στάθηκε τυχερός, μετά το φαρμακοποιό κανείς δεν του ξαναμίλησε για εφορίες και τηλεφωνικούς καταλόγους. Τώρα, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι, ο κ. Ζοζέ κοιτάζει το ταβάνι και το ρωτά, Τι θα κάνω από δω και πέρα, και το ταβάνι τού απαντά, Τίποτα, βρήκες την τελευταία της διεύθυνση, δηλαδή την τελευταία διεύθυν ση την εποχή που φοιτούσε στο σχολείο, δεν σου έδωσε κανέ να στοιχείο για να συνεχίσεις την αναζήτηση, φυσικά μπορείς να ανατρέξεις σε παλιότερες διευθύνσεις, αλλά θα ήταν χάσι μο χρόνου, αφού οι καταστηματάρχες αυτού του δρόμου, που
ι66
167
M
είναι πιο πρόσφατος, δεν σε βοήθησαν, πώς θα σε βοηθήσουν οι άλλοι, Επομένως πιστεύεις ότι πρέπει να τα παρατήσω, Κα τά πάσα πιθανότατα δεν έχεις άλλη επιλογή, εκτός κι αν απο φασίσεις να ρωτήσεις στην εφορία, δεν θα είναι δύσκολο με την εξουσιοδότηση που έχεις, Η εξουσιοδότηση είναι πλαστή, Πράγματι, καλύτερα να μην τη χρησιμοποιήσεις, δεν θα ήθελα να βρεθώ στο πετσί σου αν καμιά μέρα σ' έπιαναν επ' αυτο φώρω, Δεν μπορείς να έρθεις στη θέση μου, εσύ είσαι μόνο έ να ταβάνι με σοβά, Ναι, αλλά κι αυτό που εσύ βλέπεις από μέ να ένα πετσί είναι, εξάλλου το πετσί είναι το μόνο που θέλου με να βλέπουν οι άλλοι από μας, από κάτω του ούτε οι ίδιοι δεν καταφέρνουμε να μάθουμε ποιοι είμαστε, Θα κρύψω την εξουσιοδότηση, Στη θέση σου θα την έσκιζα ή θα την έκαιγα, Θα τη φυλάξω μαζί με τα έγγραφα του επισκόπου, εκεί που την είχα, Εσύ ξέρεις, Δεν μ' άρεσε το ύφος σου, ακούγεται σαν κακός οιωνός, Άπειρη είναι η σοφία των ταβανιών, Αφού εί σαι ένα σοφό ταβάνι, δώσε μου καμιά ιδέα, Συνέχισε να με κοιτάζεις, μερικές φορές έχει αποτέλεσμα. Η ιδέα που έδωσε το ταβάνι στον κ. Ζοζέ ήταν να διακόψει την άδεια και να γυρίσει στη δουλειά του, Θα πεις στο δΐ£υθυντή ότι νιώθεις αρκετά δυνατός και θα του ζητήσεις να σου φυλάξει τις υπόλοιπες μέρες για άλλη στιγμή, αν δεν βρεις κά ποιον τρόπο να βγεις από το λάκκο όπου πήγες κι έπεσες, μ' όλες τις πόρτες κλειστές και χωρίς ένα στοιχείο για να προσα νατολιστείς, Ο διευθυντής θα θεωρήσει περίεργο ένας υπάλ ληλος να εμφανιστεί στην υπηρεσία χωρίς να είναι υποχρεω μένος να το κάνει και χωρίς να τον έχουν καλέσει, Έχεις κάνει πολύ πιο περίεργα πράγματα τον τελευταίο καιρό, Ζούσα ή συχος πριν απ' αυτή την παράλογη μανία, τώρα τρέχω ψά χνοντας μια γυναίκα που δεν γνωρίζει την ύπαρξη μου, Γνω ρίζεις εσύ τη δική της ύπαρξη, αυτό είναι το πρόβλημα, Το κα ι68
M
λύτερο θα ήταν να τα παρατήσω μια και καλή, Μπορεί, μπο ρεί, όπως και να 'χει το θέμα, να θυμάσαι ότι δεν είναι μόνο η σοφία των ταβανιών άπειρη αλλά και οι εκπλήξεις της ζωής, Τι θέλεις να πεις μ' αυτό το διφορούμενο απόφθεγμα, Ότι οι μέρες διαδέχονται και δεν επαναλαμβάνουν η μία την άλλη, Τούτο είναι ακόμα πιο διφορούμενο, μη μου πεις ότι η σοφία των ταβανιών είναι όλη κι όλη κάτι τέτοιες κοινοτοπίες, σχο λίασε περιφρονητικά ο κ. Ζοζέ, Δεν ξέρεις τίποτα για τη ζωή αν νομίζεις ότι υπάρχει κάτι ακόμα να μάθεις, απάντησε το τα βάνι και σώπασε. Ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε από το κρεβάτι, έκρυ ψε την εξουσιοδότηση στο ντουλάπι, ανάμεσα στα έγγραφα του επισκόπου, κι ύστερα βρήκε το τετράδιο των σημειώσεων και βάλθηκε να εξιστορεί τα απογοητευτικά συμβάντα του πρωινού, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους αντιπαθητικούς τρόπους του φαρμακοποιού και σ' εκείνο το βλέμμα ξυράφι. Στο τέλος της αναφοράς του έγραψε, σαν να 'ταν δική του η ι δέα, Νομίζω ότι είναι καλύτερα να γυρίσω στη δουλειά. Την ώρα που έκρυβε το τετράδιο κάτω από το στρώμα θυμήθηκε ότι δεν είχε φάει μεσημεριανό, του το είπε το κεφάλι του, όχι το στομάχι, με τον καιρό και την αμέλεια στο φαγητό οι άν θρωποι παύουν ν' ακούν το ρολόι της όρεξης. Μπορούσε να συνεχίσει τις διακοπές ο κ. Ζοζέ, δεν θα τον πείραζε να περά σει στο κρεβάτι την υπόλοιπη μέρα, να μείνει νηστικός, να μη φάει βραδινό, ίσως ακόμα και να κοιμηθεί όλη τη νύχτα ή να καταφύγει στην εθελούσια χαύνωση αυτών που αποφάσισαν να γυρίσουν την πλάτη τους στα δυσάρεστα γεγονότα της ζω ής. Έπρεπε όμως να θρέψει το σώμα του για να δουλέψει την επομένη, δεν ήθελε επ' ουδενί η αδυναμία να τον λούσει πάλι με κρύο ιδρώτα και γελοίες ζαλάδες μπροστά στον προσποιη τό οίκτο των συναδέλφων και τη δυσανασχέτηση των ανωτέ ρων του. Χτύπησε δυο αυγά, έριξε μέσα και λίγες φέτες λου169
M
κάνικο, μια πρέζα χοντρό αλάτι, έριξε λάδι σ' ένα τηγάνι, πε ρίμενε μέχρι να κάψει όσο πρέπει, αυτό είναι και το μοναδικό μαγειρικό του ταλέντο, το υπόλοιπο το ξόδευε ανοίγοντας κονσέρβες. Έφαγε την ομελέτα αργά, σε κομματάκια γεωμε τρικά τεμαχισμένα, προσπαθώντας να την κάνει να φτουρήσει όσο γίνεται περισσότερο, μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα και όχι από γαστρονομική απόλαυση. Πάνω απ' όλα δεν ήθε λε να σκέφτεται. Ο φανταστικός και μεταφυσικός διάλογος με το ταβάνι τον είχε διευκολύνει να συγκαλύψει την ολοκληρω τική παραπλάνηση του μυαλού του, το συναίσθημα πανικού που πήγαζε από την ιδέα ότι δεν είχε πια τίποτε άλλο να κά νει στη ζωή του αν, όπως είχε λόγους να φοβάται, η αναζήτη ση της άγνωστης γυναίκας είχε φτάσει στο τέλος της. Αισθα νόταν ένα σκληρό κόμπο στο λαιμό, όπως όταν τον κατσάδιαζαν μικρό κι ήθελαν να τον κάνουν να κλάψει, κι εκείνος αντι στεκόταν, αντιστεκόταν μέχρι που στο τέλος ξεπηδούσαν τα δάκρυα, όπως και τώρα άρχιζαν εντέλει να ξεπηδούν. Παρα μέρισε το πιάτο του, άφησε το κεφάλι του να κρεμάσει πάνω στα σταυρωμένα χέρια του κι έκλαψε χωρίς ντροπή, τουλάχι στον αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανείς εκεί για να τον κοροϊ δέψει. Αυτή είναι μία από τις περιπτώσεις που τα ταβάνια δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο στενοχωρημένο, αρκούνται να περιμένουν από κει πάνω να περάσουν τα βάσανα, να ξεθυμάνει η ψυχή, να κουραστεί το σώμα. Έτσι έγινε και με τον κ. Ζοζέ. Μετά από μερικά λεπτά αισθανόταν πια καλύτερα, σφούγγισε απότομα τα δάκρυα με το μανίκι του πουκαμίσου του και πήγε να πλύνει το πιάτο και το μαχαιροπίρουνο. Είχε όλο το απόγευμα στη διάθεση του και δεν είχε τι να το κάνει. Σκέφτηκε να πάει επίσκεψη στην κυρία του ισογείου, να της διηγηθεί μέσες άκρες τι είχε συμβεί, ύστερα όμως σκέφτηκε πως δεν είχε νόημα, εκείνη είχε πει ό,τι 170
Ο
^^Μ
M
γνώριζε, κι ίσως στο τέλος να τον ρωτούσε ποιος δαίμονας έ πιασε το Γενικό Ληξιαρχείο και μπαίνει σε τόσο κόπο για έναν απλό άνθρωπο, για μια γυναίκα άνευ σημασίας, θα ήταν ανέ ντιμο ψέμα αλλά και ύψιστη ηλιθιότητα να της απαντήσει ότι για το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους είμαστε όλοι ίσοι, ακριβώς όπως ο ήλιος που ανατέλλει για όλους, υπάρ χουν κάποια πράγματα που είναι καλύτερο να μην τα λέμε μπροστά σ' ένα γέρο άνθρωπο αν δεν θέλουμε να γελάσει μέ σα στα μούτρα μας. Ο κ. Ζοζέ πήγε σε μια γωνιά του σπιτιού να ψάξει μια στοίβα παλιά περιοδικά και εφημερίδες απ' όπου είχε ήδη κόψει ειδήσεις και φωτογραφίες, ίσως κάτι ενδιαφέ ρον να του είχε ξεφύγει, ή να μιλούσαν πρώτη φορά για κά ποιον που φαινόταν αρκετά υποσχόμενος για τους δύσκολους δρόμους της δόξας. Ο κ. Ζοζέ επέστρεφε στη συλλογή του. Απ' όλους αυτός που εξεπλάγη λιγότερο ήταν ο ληξίαρχος. Όταν μπήκε, όπως συνήθιζε, όταν όλο το προσωπικό βρισκό ταν πια στις θέσεις του και δούλευε, σταμάτησε για τρία δευ τερόλεπτα δίπλα στο γραφείο του κ. Ζοζέ αλλά δεν είπε λέξη. Ο κ. Ζοζέ περίμενε να υποβληθεί σε μια ανοιχτή ανάκριση σχετικά με τους λόγους της εσπευσμένης επιστροφής του στην υπηρεσία, αλλά ο διευθυντής περιορίστηκε ν' ακούσει τις εξη γήσεις που παρουσίασε αμέσως ο υποδιευθυντής της πτέρυ γας, τον οποίο κατόπιν σταμάτησε με μια ξερή κίνηση του δε ξιού χεριού, ενωμένοι και τεντωμένοι ο δείκτης και ο μέσος, μισόκλειστα τα υπόλοιπα δάχτυλα, πράγμα που, σύμφωνα με τον κώδικα χειρονομιών του Ληξιαρχείου, σήμαινε ότι δεν ή ταν διατεθειμένος ν' ακούσει λέξη πάνω στο ζήτημα. Μέσα (ττη σύγχυση, ανάμεσα στην αρχική προσδοκία να τον ανα κρίνουν και στην ανακούφιση που τον άφησαν στην ησυχία του, ο κ. Ζοζέ προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του, να συγκεντρώσει τις αισθήσεις του στη δουλειά που είχε φέρει ΐ7ΐ
M
μπροστά του ο προϊστάμενος, δύο ντουζίνες πιστοποιητικά γέννησης που τα στοιχεία τους έπρεπε να αντιγραφούν κατό πιν στις καρτέλες κι εκείνες να αρχειοθετηθούν στα ντοσιέ της κονσόλας με την αρμόζουσα αλφαβητική σειρά. Ήταν μια δουλειά απλή αλλά υπεύθυνη, που για τον κ. Ζοζέ, με τα πό δια και το κεφάλι αδύναμα ακόμα, είχε τουλάχιστο το πλεονέ- 9 κτήμα ότι μπορούσε να την κάνει καθιστός. Τα λάθη των αντι γραφέων δεν έχουν δικαιολογία, δεν βοηθά σε τίποτα να έρ θουν και να μας πουν, Αφαιρέθηκα, το αντίθετο, όταν ανα γνωρίζουν την αφηρημάδα τους είναι σαν να ομολογούν ότι σκέφτονταν κάτι άλλο, αντί να δώσουν την προσοχή τους στα ονόματα και τις ημερομηνίες, η ύψιστη σημασία των οποίων προέρχεται από το γεγονός ότι αυτά δίνουν νόμιμη ύπαρξη στην πραγματικότητα της ύπαρξης. Προπάντων το όνομα του ανθρώπου που γεννήθηκε. Ένα απλό λάθος στη μεταγραφή, η αλλαγή του αρχικού γράμματος του επωνύμου, λόγου χάρη, θα είχε ως αποτέλεσμα η καρτέλα να απομακρυνθεί από την κανονική της θέση και να βρεθεί μάλιστα πολύ μακριά από κει που θα 'πρεπε να είναι, όπως αναπόφευκτα θα συνέβαινε σε τούτο το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους, όπου ονό ματα υπάρχουν πολλά, για να μην πούμε πως υπάρχουν όλα. Αν ο γραφέας που σε καιρούς περασμένους αντέγραψε σε μια καρτέλα το όνομα του κ. Ζοζέ, είχε γράψει Ζωζέ, μπερδεμέ νος από μια ομοιότητα στην προφορά που αγγίζει τα όρια της σύμπτωσης, θα ήταν μεγάλος μπελάς να βρει κανείς την πα ραστρατημένη εγγραφή και να σημειώσει επάνω οποιαδήποτε από τις τρεις τρέχουσες και συνηθισμένες πράξεις, του γάμου, του διαζυγίου, του θανάτου, οι δυο λίγο πολύ φευκτές, η τρίτη ποτέ. Γι' αυτό ο κ. Ζοζέ αντιγράφει με ακρίβεια και προσοχή, γράμμα το γράμμα, τις βεβαιώσεις ζωής των νέων υπάρξεων που του εμπιστεύτηκαν, έχει ήδη αντιγράψει δεκαέξι πιστό 172
Μ
ποιητικά γέννησης, τώρα φέρνει προς το μέρος του το δέκατο έβδομο, ετοιμάζει την καρτέλα και το χέρι του ξαφνικά τρέμει, τα μάτια του τρεμοπαίζουν, το μέτωπο του γεμίζει ιδρώτα. Το όνομα που έχει μπροστά του, και ανήκει σε άτομο θηλυκού γέ νους, είναι σχεδόν σε όλα ίδιο μ' αυτό της άγνωστης γυναίκας, μονάχα στο δεύτερο επώνυμο υπάρχει μια διαφορά, κι εκεί ό μως το πρώτο γράμμα είναι το ίδιο. Επομένως είναι πολύ πι θανό αυτή η καρτέλα, με το όνομα που φέρει πάνω της, να πρέπει να αρχειοθετηθεί μετά ακριβώς από την άλλη, γι' αυτό ο κ. Ζοζέ, σαν να μην μπορεί πια να δαμάσει την ανυπομονη σία του καθώς πλησιάζει η πολυαναμενόμενη συνάντηση, ση κώθηκε από την καρέκλα αμέσως μόλις τελείωσε την αντι γραφή, έτρεξε στο αντίστοιχο συρτάρι του αρχείου, φυλλομέ τρησε με τα νευρικά του δάχτυλα τους φακέλους, έψαξε, βρή κε τη θέση. Η καρτέλα της άγνωστης γυναίκας δεν ήταν εκεί. Μια λέξη μοιραία άστραψε αμέσως μέσα στο κεφάλι του κ. Ζοζέ, η καταιγιστική λέξη Πέθανε. Γιατί ο κ. Ζοζέ είναι υπο χρεωμένος να ξέρει ότι η απουσία μιας καρτέλας από το αρ χείο σημαίνει αμετάκλητα το θάνατο του κατόχου της, αμέ τρητοι είναι οι φάκελοι που ο ίδιος, στα είκοσι πέντε χρόνια της υπηρεσίας του, πήρε από δω και τους μετέφερε στο αρχείο των νεκρών, τώρα όμως αρνείται να δεχτεί το αυταπόδεικτο, πως αυτός είναι ο λόγος της εξαφάνισης, κάποιος απρόσεκτος κι ανίκανος συνάδελφος άλλαξε θέση στην καρτέλα, ίσως να ίίναι λίγο πιο μπροστά, ίσως λίγο πιο πίσω, ο κ. Ζοζέ στην α πελπισία του θέλει να ξεγελάσει τον εαυτό του, ποτέ, στους αι ώνες αιώνων του Γενικού Ληξιαρχείου, ο φάκελος ενός αρ χείου δεν τοποθετήθηκε σε λάθος μέρος, υπάρχει μία πιθανό τητα, και μόνο μία, να είναι η γυναίκα ακόμα ζωντανή, αν η καρτέλα της βρίσκεται προσωρινά στη δικαιοδοσία κάποιου άλλου γραφέα για μια καινούρια ληξιαρχική πράξη. Μπορεί 173
M
να ξαναπαντρεύτηκε, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ και, για μια στιγμή, η απρόσμενη δυσαρέσκεια που του προκάλεσε αυτή η ιδέα με τρίασε τον εκνευρισμό του. Κατόπιν, χωρίς να καταλαβαίνει καλά καλά τι έκανε, έβαλε την καρτέλα όπου είχε αντιγράψει το πιστοποιητικό γέννησης στη θέση αυτού που είχε εξαφανι στεί, και με πόδια τρεμάμενα, γύρισε στο γραφείο του. Δεν μπορούσε να ρωτήσει τους συναδέλφους του μήπως κατά τύ χη είχαν πάρει την καρτέλα της κυρίας, δεν μπορούσε να κά νει ένα γύρο απ' όλα τα γραφεία για να κοιτάξει κλεφτά τα χαρτιά που εκείνοι δούλευαν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να παρακολουθεί το συρτάρι του αρχείου για να δει αν κάποιος θα πήγαινε να ξαναβάλει στη θέση του το μι κρό ορθογώνιο χαρτόνι που είχε ξεστρατίσει από κει από πα ρεξήγηση ή από κάποια αιτία λιγότερο τετριμμένη από το θά νατο. Οι ώρες περνούσαν, το πρωί έγινε απόγευμα, ο κ. Ζοζέ κατάφερε να κατεβάσει ελάχιστο από το γεύμα του, κάτι πρέ πει να έχει στο λαρύγγι για να νιώθει τόσο συχνά κόμπους, σφίξιμο, αγωνία. Ολόκληρη τη μέρα κανένας συνάδελφος δεν πήγε ν' ανοίξει το συρτάρι του αρχείου, καμία παραστρατημέ νη καρτέλα δεν βρήκε το δρόμο της επιστροφής, η άγνωστη γυναίκα ήταν νεκρή.
174
Ε
ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ Ο Κ. ΖΟΖΕ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΤΟ ΛΗΞΙΑΡΧΕΙΟ.
Κουβαλούσε μαζί του ένα φακό τσέπης κι ένα ρολό εκα τό μέτρων σκληρό κορδόνι. Ο φακός είχε καινούρια μπαταρία, με διάρκεια αρκετών ωρών σε συνεχή χρήση, αλλά ο κ. Ζοζέ, που το πάθημα των δυσκολιών που είχε αναγκαστεί να αντιμετωπίσει στη διάρκεια της επικίνδυνης περιπέτειας α νάβασης και κλοπής στο σχολείο τού είχε γίνει μάθημα, ήξερε ότι στη ζωή όσο και να προσέχει κανείς δεν είναι αρκετό, ειδι κά όταν εγκαταλείπει την ευθεία οδό της τιμιότητας για να βα δίσει στις λοξές ατραπούς του εγκλήματος. Ας υποθέσουμε ό τι το μικροσκοπικό λαμπάκι καίγεται, ας υποθέσουμε ότι ο με γεθυντικός φακός που προστατεύει και εντείνει το φως ξεκολ λάει από τη θέση του, ας υποθέσουμε ότι ο φακός, με την μπα ταρία, το μεγεθυντικό φακό και το λαμπάκι άθικτα, πάει και πέφτει μέσα σε μια τρύπα και δεν μπορεί να τον φτάσει ούτε με το χέρι ούτε με γάντζο, τότε, χωρίς τον αυθεντικό μίτο της Αριάδνης, που δεν θα τολμήσει ποτέ να χρησιμοποιήσει πα ρόλο που δεν κλειδώνει ποτέ το συρτάρι του γραφείου όπου φυλάσσεται, μαζί μ' έναν ισχυρό φακό για κάθε ενδεχόμενο, ο κ. Ζοζέ θα χρησιμοποιήσει ένα χοντροκομμένο και κοινό ρο λό κορδόνι, που αγόρασε στο παντοπωλείο και το οποίο κάνει τη δουλειά του, για να τον οδηγήσει ξανά στον κόσμο των ζω«75
Μ
M
ντανών, εκείνον που εκείνη τη στιγμή ετοιμάζεται να εισέλθει στο βασίλειο των νεκρών. Ως υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρ χείου, ο κ. Ζοζέ διαθέτει κάθε νόμιμο δικαίωμα να ανατρέξει σε οποιαδήποτε έγγραφα του μητρώου, πράγμα που συνιστά, δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε, την ίδια την ουσία της ερ γασίας του, επομένως μπορεί κάποιος να παραξενευτεί από το γεγονός ότι τη στιγμή που εντόπισε την απουσία της καρτέλας δεν είπε απλώς στον προϊστάμενο στον οποίο αναφέρεται, Πάω μέσα να ψάξω για το φάκελο μιας γυναίκας που πέθανε. Το ζήτημα είναι ότι δεν αρκούσε να το ανακοινώσει, θα έπρε πε να δώσει και κάποιο λόγο που να ευσταθεί υπηρεσιακά και να διέπεται από τη γραφειοκρατική λογική, ο προϊστάμενος δεν θα παρέλειπε να ρωτήσει, Τι τον θέλετε, κι ο κ. Ζοζέ δεν θα μπορούσε να του απαντήσει, Για να σιγουρευτώ ότι είναι ό ντως νεκρή, πού θα κατέληγε το Γενικό Ληξιαρχείο αν άρχιζε να ικανοποιεί τέτοιου είδους περιέργειες, που είναι όχι μόνο νοσηρές αλλά και αντιπαραγωγικές. Το χειρότερο που μπορεί να προκύψει από τη νυχτερινή εκστρατεία του κ. Ζοζέ είναι να μην καταφέρει να βρει τα χαρτιά της άγνωστης γυναίκας στο χάος που λέγεται αρχείο των νεκρών. Είναι αναμενόμενο κατ' αρχάς, μιας και πρόκειται για πρόσφατο θάνατο, τα χαρ τιά να βρίσκονται σ' αυτό που κοινώς περιγράφεται ως είσο δος, το πρόβλημα όμως εδώ ξεκινά ίσα ίσα από το γεγονός ό τι κανείς δεν ξέρει ακριβώς πού βρίσκεται η είσοδος του αρ χείου των νεκρών. Θα ήταν υπερβολικά απλοϊκό να πει κα νείς, όπως επιμένουν οι πείσμονες αισιόδοξοι, ότι ο χώρος των νεκρών ξεκινά αναγκαστικά εκεί που τελειώνει ο χώρος των ζωντανών και τανάπαλιν, ίσως τα πράγματα κάπως έτσι να έ χουν στον έξω κόσμο, δεδομένου ότι, εκτός από εξαιρετικά πε ριστατικά, αν και όχι τόσο εξαιρετικά είναι η αλήθεια, όπως οι φυσικές καταστροφές και οι πολεμικές διαμάχες, δεν συνηθί-
ζεται να βλέπουμε στο δρόμο τους νεκρούς ανάκατα με τους ζωντανούς. Ε λοιπόν, για λόγους δομικούς, και όχι μόνο, αυτό στο Γενικό Ληξιαρχείο μπορεί να συμβεί. Μπορεί να συμβεί και συμβαίνει. Ήδη έχουμε εξηγήσει αλλού πως από καιρό σε καιρό, όταν η συμφόρηση που προκαλείται από τη διαρκή και ακαταμάχητη συσσώρευση των νεκρών αρχίζει να κλείνει το πέρασμα των υπαλλήλων στους διαδρόμους, και επομένως δυ σχεραίνει οποιαδήποτε έρευνα εγγράφων, δεν υπάρχει άλλη λύση από την κατεδάφιση του τοίχου του βάθους και την α νοικοδόμηση του μερικά μέτρα πιο κάτω. Ωστόσο, από αθέ λητη παράλειψη δική μας, δεν αναφέραμε τα δύο παράδοξα αποτελέσματα αυτής της συμφόρησης. Πρώτα απ' όλα, όσο καιρό ο τοίχος χτίζεται, οι καρτέλες και οι φάκελοι των πρό σφατα αποθανόντων αναπόφευκτα, λόγω έλλειψης δικού τους χώρου στο βάθος του κτηρίου, πλησιάζουν όλο και πιο επικίν δυνα και αγγίζουν, στην από δω πλευρά, τους φακέλους των ζωντανών που έχουν τακτοποιηθεί στο άκρο της εσωτερικής πλευράς των αντίστοιχων ερμαρίων, δίνοντας το έναυσμα σε πλήθος καταστάσεις σύγχυσης ανάμεσα σ' αυτούς που είναι α κόμα ζωντανοί και σ' αυτούς που είναι ήδη νεκροί. Κατά δεύ τερο λόγο, όταν ο τοίχος έχει υψωθεί και έχει προεκταθεί η ο ροφή, όταν η αρχειοθέτηση των νεκρών μπορεί επιτέλους να ε πιστρέψει στην ομαλότητα, η ίδια αυτή σύγχυση, η μετωπική, ας πούμε, θα κάνει αδύνατη, ή τουλάχιστον θα ζημιώσει σε με γάλο βαθμό, τη μεταφορά προς τα σκότη στο βάθος του συνό λου των σφετεριστών νεκρών, ας συγχωρεθεί η ανάρμοστη λέ ξη. Ας προστεθεί σ' αυτά τα διόλου ευκαταφρόνητα εμπόδια το γεγονός ότι οι δύο νεότεροι γραφείς, χωρίς να υποπτεύο νται τίποτα ο διευθυντής και οι συνάδελφοι τους, από καιρό σε καιρό δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό, είτε λόγω κενών στην ε παγγελματική τους κατάρτιση είτε λόγω σοβαρής προσωπικής 177
176 ι ί - Όλα
τοΌνόματα
M
ο
Μ
τους αδυναμίας σε δεοντολογικά ζητήματα, να παρατήσουν έ ναν νεκρό όπου βρουν, χωρίς να μπουν στον κόπο να πάνε μέ σα και να δουν αν υπήρχε ή όχι χώρος γι' αυτόν. Αν αυτή τη φορά η τύχη δεν σταθεί στο πλευρό του κ. Ζοζέ, αν δεν τον ευ νοήσει η συγκυρία, τότε η περιπέτεια της διάρρηξης του σχο λείου, σε σύγκριση μ' αυτό που τον περιμένει εδώ, ήταν περί πατος. Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει σε τι θα χρησιμεύσει του κ. Ζοζέ ένα τόσο μακρύ σκοινί, εκατό μέτρα, αφού το μήκος του Γενικού Ληξιαρχείου, παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις, δεν ξε περνά τα ογδόντα. Αυτή είναι μια χαρακτηριστική απορία κά ποιου που φαντάζεται πως όλα σ' αυτή τη ζωή μπορούν να γί νουν ακολουθώντας προσεκτικά την ευθεία οδό, πως είναι πά ντα δυνατό να πάει κανείς από το ένα μέρος στο άλλο από το συντομότερο δρόμο, ίσως κάποιοι άνθρωποι στον έξω κόσμο να νομίζουν πως τα έχουν καταφέρει, όμως εδώ, όπου ζωντα νοί και νεκροί μοιράζονται τον ίδιο χώρο, υπάρχουν φορές που πρέπει κανείς να περιφερθεί πολύ για να συναντήσει κά ποιον απ' αυτούς, θα πρέπει να φέρει βόλτα βουνά ολόκληρα πακέτων, κολόνες φακέλων, στοίβες καρτελών, όγκους από παλιά υπολείμματα, να βαδίσει σε ερεβώδη φαράγγια, ανάμε σα σε τοίχους από βρόμικο χαρτί που ενώνονται σχεδόν στην κορυφή, πολλά μέτρα κορδονιού θα πρέπει να απλωθούν και να ξεμείνουν πίσω, σαν ένα φιδωτό και περίπλοκο ίχνος στη σκόνη, είναι ο μοναδικός τρόπος για να ξέρει από πού του μέ νει ακόμα να περάσει, ο μοναδικός τρόπος να βρει το δρόμο της επιστροφής. Ο κ. Ζοζέ πήγε και στερέωσε τη μια άκρη στο ένα πόδι του γραφείου του διευθυντή, δεν το έκανε από έλλει ψη σεβασμού αλλά για να εξοικονομήσει μερικά μέτρα, έδεσε την άλλη στον αστράγαλο του και, αμολώντας πίσω του στο πάτωμα το ρολό που σε κάθε βήμα του ξετυλίγεται, προχώρη
σε προς έναν από τους κεντρικούς διαδρόμους του αρχείου των ζωντανών. Το σχέδιο του ήταν ν' αρχίσει την αναζήτηση (χπό το χώρο στο βάθος, εκεί όπου θα πρέπει να βρίσκονται ο φάκελος και η καρτέλα της άγνωστης γυναίκας, παρόλο που, για τους λόγους που εκθέσαμε, δεν είναι πολύ πιθανό να έχει γίνει η αρχειοθέτηση με το σωστό τρόπο. Ως υπάλληλος μιας άλλης εποχής, εκπαιδευμένος σύμφωνα με τις μεθόδους και τη σπουδή του πάλαι ποτέ, ο αυστηρός χαρακτήρας του κ. Ζοζέ αρνιόταν να συμφιλιωθεί με την ανευθυνότητα των νεότερων γενεών, αρχίζοντας την αναζήτηση στο σημείο όπου μόνο α πό μια ηθελημένη και σκανδαλώδη παραβίαση των βασικών αρχειοθετικών κανόνων θα μπορούσε να είχε τοποθετηθεί έ νας νεκρός. Ξέρει ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που έχει να α ντιμετωπίσει είναι η έλλειψη φωτισμού. Αν εξαιρέσει κανείς το γραφείο του διευθυντή, πάνω στο οποίο εξακολουθεί να λά μπει μουντά η γνωστή λάμπα, το Ληξιαρχείο βρίσκεται ολό κληρο μέσα στη μαυρίλα, βυθισμένο στα πιο πυκνά σκοτάδια, θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο ν' ανάψει κι άλλες λάμπες στο κτήριο, έστω κι έτσι αχνές που είναι, ένας προσεχτικός α στυνομικός κάνοντας το γύρο της γειτονιάς ή ένας καλός πο λίτης απ' αυτούς που ανησυχούν για την ασφάλεια της κοινό τητας θα μπορούσαν να αντιληφθούν μέσ' από τα ψηλά πα ράθυρα τη διάχυτη φωτεινότητα και θα σήμαιναν αμέσως συ ναγερμό. Ο κ. Ζοζέ δεν πρόκειται λοιπόν να έχει βοήθεια από άλλο φως πέρα απ' τον αδύναμο φωτεινό κύκλο που, στο ρυθ μό των βημάτων του αλλά και εξαιτίας του τρέμουλου του χε ριού που κρατά το φακό, τρεμοπαίζει μπροστά του. Άλλο πράγμα είναι να μπει στο αρχείο των νεκρών μέσα στο κανο νικό ωράριο της υπηρεσίας, με την παρουσία, εκεί πίσω, των συναδέλφων του, που, παρότι δεν είναι ιδιαίτερα αλληλέγγυ οι, όπως είδαμε, όλο και θα τον συνέτρεχαν σε περίπτωση
178
179
Ο
M
Μ
πραγματικού κινδύνου ή σε μια αναπόφευκτη νευρική κρίση, ειδικά αν έχουν το διευθυντή να προστάζει, Πηγαίνετε να δεί τε τι έπαθε αυτός, κι άλλο πράγμα να βολοδέρνει μόνος, μέσα στη μαύρη νύχτα, σ' αυτές τις κατακόμβες της ανθρωπότητας, περιτριγυρισμένος από ονόματα, ακούγοντας το σούσουρο των χαρτιών ή το μουρμουρητό φωνών, ποιος μπορεί να τα ξε χωρίσει. Ο κ. Ζοζέ έφτασε στην τελευταία αρχειοθήκη των ζωντα νών, τώρα αναζητά ένα πέρασμα για να φτάσει στο βάθος του Γενικού Ληξιαρχείου, κατ' αρχάς, και σύμφωνα με τον τρόπο σχεδιασμού της οργάνωσης του χώρου, το πέρασμα πρέπει να βρίσκεται στην επιμήκη διχοτόμηση του σχεδίου, εκείνη που διαιρεί νοητά το ορθογώνιο σχήμα του κτηρίου σε δύο όμοια μέρη, αλλά οι κατεδαφίσεις των φακέλων, που διαρκώς συμ βαίνουν όσο στοιβάζονται όγκοι από χαρτιά, μετέτρεψαν αυ τό που προοριζόταν για άμεση και γρήγορη πρόσβαση σ' ένα πολύπλοκο δίχτυ από μονοπάτια και σοκάκια, όπου ανά πά σα στιγμή προβάλλουν εμπόδια και αδιέξοδα. Στη διάρκεια της μέρας και με όλα τα φώτα αναμμένα είναι σχετικά εύκολο να κρατηθεί ο ερευνητής στη σωστή κατεύθυνση, αρκεί να εί ναι προσεκτικός, σε εγρήγορση, να φροντίζει να παίρνει το δρόμο με τη λιγότερη σκόνη, είναι το σημάδι ότι από κει περ νά κόσμος συχνά, μέχρι σήμερα, παρ' όλες τις τρομάρες και κάποιες ανησυχητικές καθυστερήσεις, δεν αναφέρθηκε ούτε, μία περίπτωση όπου δεν επέστρεψε υπάλληλος από την εκ στρατεία. Όμως το φως του φακού τσέπης δεν είναι αξιόπι στο, μοιάζει σαν να φτιάχνει σκιές από μόνο του, ο κ. Ζοζέ έ πρεπε, αφού δεν τολμούσε να χρησιμοποιήσει το φακό του λη ξίαρχου, να είχε αγοράσει έναν απ' αυτούς τους σύγχρονους, τους πολύ δυνατούς, που είναι ικανοί να φωτίσουν μέχρι το τέ λος του κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι ο φόβος μήπως χαθεί δεν
τον απασχολεί ιδιαίτερα, τον καθησυχάζει ως ένα βαθμό το διαρκές τέντωμα του σκοινιού που είναι δεμένο στον αστρά γαλο, αλλά, αν αρχίσει και κάνει γύρους εδώ, να κόβει βόλτες και να τυλίγεται σαν σε κουκούλι, στο τέλος δεν θα μπορεί να κάνει ούτε βήμα, θα πρέπει να γυρίσει πίσω και ν' αρχίσει απ' την αρχή. Και ήδη κάποιες φορές χρειάστηκε να το κάνει για άλλους λόγους, όταν το σκοινί, υπερβολικά λεπτό, χώθηκε στα πακέτα των χαρτιών και κόλλησε στις γωνίες, κι από κει δεν έ κανε ούτε μπρος ούτε πίσω. Με όλα αυτά τα προβλήματα και τα μπλεξίματα, όπως καταλαβαίνει κανείς, η προώθηση πρέ πει να είναι αργή, γιατί ελάχιστα ωφελούν τον κ. Ζοζέ οι γνώ σεις που έχει για την τοπογραφία του μέρους, πόσο μάλλον που μόλις γκρεμίστηκε ένας θεόρατος σωρός φακέλων που έ φραζε μέχρι το ύψος ενός ανθρώπου κάτι που θα μπορούσε να είναι ο σωστός δρόμος, σηκώνοντας ένα πυκνό σύννεφο σκό νης μέσ' από το οποίο φτεροκόπησαν τρομοκρατημένοι σκώ ροι, μεταμορφωμένοι σε διαφάνειες σχεδόν από το φως του φακού. Ο κ. Ζοζέ απεχθάνεται όλα αυτά τα ζωύφια, που με μια πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς ότι ήρθαν στον κόσμο για να τον διακοσμήσουν, ακριβώς όπως απεχθάνεται και τις βώτριδες που επίσης αυξάνονται και πληθύνονται εδώ, γιατί αυτά όλα είναι οι αδηφάγοι φταίχτες τόσης κατεστραμμένης μνή μης, τόσων γιων δίχως πατέρες, τόσης κληρονομιάς που έπεσε ιττα άπληστα χέρια του Κράτους λόγω έλλειψης νομικής επι κύρωσης, όσο κι αν ορκίζεται κάποιος ότι το αποδεικτικό έγ γραφο φαγώθηκε, λεκιάστηκε, ροκανίστηκε, κατασπαράχθη κε από τα ζωύφια που μολύνουν το Γενικό Ληξιαρχείο, και πως από ανθρωπιά και μόνο αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπό ψη, ατυχώς κανείς δεν μπορεί να πείσει το νομικό σύμβουλο χηρών και ορφανών, που θα έπρεπε να πάρει το μέρος τους και δεν το κάνει, Ή θα βρεθεί το χαρτί ή δεν έχει κληρονομιά.
ι8ο
ι8ι
M
Κι όσο για τα ποντίκια, δεν χρειάζεται να πει κανείς πόσο κα ταστροφικά είναι. Όπως και να 'χει, παρά τις ανυπολόγιστες φθορές που προκαλούν, τούτα τα τρωκτικά έχουν και τα θετι κά τους, αν δεν υπήρχαν αυτά, το Γενικό Ληξιαρχείο θα είχε σκάσει ή θα είχε το διπλάσιο μήκος. Ένας ανυποψίαστος πα ρατηρητής πιθανόν να εκπλήσσεται που δεν πολλαπλασιάζο νται οι αποικίες των ποντικών μέχρι την ολοκληρωτική κατα βρόχθιση των αρχείων, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη την προ φανή αδυναμία μιας εκατό τοις εκατό αποτελεσματικής απο λύμανσης. Η εξήγηση, κι ας τρέφει πάντα κάποιος αμφιβολίες για την καταλληλότητα της, πρέπει να βρίσκεται στην έλλειψη νερού ή της αναγκαίας υγρασίας της ατμόσφαιρας, βρίσκεται στην ξηρή διατροφή στην οποία υπόκεινται τα ζωντανά στο περιβάλλον όπου επέλεξαν να ζουν ή τα έφερε η κακή τους τύ χη, πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα τη γνωστή ατροφία του γεννητικού μυϊκού συστήματος με συνέπειες ιδιαίτερα αρ νητικές στην άσκηση της συνουσίας. Σε διάσταση μ' αυτή την απόπειρα ερμηνείας, άλλοι υποστηρίζουν ότι οι μύες δεν έ χουν καμία σχέση με το ζήτημα, πράγμα που σημαίνει ότι η πολεμική παραμένει ανοιχτή. Στο μεταξύ, καλυμμένος από σκόνη, με βαριά κουρέλια ι στών αράχνης κολλημένα στα μαλλιά και τους ώμους, ο κ. Ζοζέ έφτασε επιτέλους στον ανοιχτό χώρο που υπάρχει ανάμεσα στα τελευταία χαρτιά που αρχειοθετήθηκαν και στον τοίχο του βάθους, μεταξύ τους απέχουν τρία μέτρα περίπου και σχημα τίζουν έναν ακανόνιστο διάδρομο, όλο πιο στενό κάθε μέρα που περνά, που ενώνει τους δυο πλαϊνούς τοίχους. Το σκοτάδι στο σημείο αυτό είναι απόλυτο. Το αδύναμο εξωτερικό φως που κατόρθωνε μέχρι τώρα να διασχίσει το στρώμα βρομιάς που καλύπτει μέσα κι έξω τους πλαϊνούς φεγγίτες, και ειδικά τους τελευταίους της κάθε πλευράς, που είναι και οι πλησιέΐ82
M
Ο
Ι
στεροι, δεν φτάνει ως εδώ εξαιτίας του κάθετου στοιβάγματος πακέτων εγγράφων που σχεδόν αγγίζουν το ταβάνι. Όσο για τον τοίχο του βάθους, αυτός, ολόκληρος, είναι για ανεξήγητο λόγο τυφλός, δεν υπάρχει δηλαδή ούτε ένα φινιστρίνι να έρθει τώρα να βοηθήσει το λιγοστό φως του φακού. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε την ξεροκεφαλιά της συντεχνίας των αρχιτεκτόνων που, με την κάλυψη μιας ελάχιστα πειστικής αισθητικής δι καιολογίας, αρνούνται να τροποποιήσουν το ιστορικό σχέδιο και να επιτρέψουν το άνοιγμα παραθύρων στον τοίχο κάθε φορά που χρειάζεται να τον μετακινήσουν πιο πέρα, παρόλο που κι ένας ανίδεος στο θέμα αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται α πλώς για την ικανοποίηση μιας λειτουργικής ανάγκης. Αυτούς έπρεπε να είχα εδώ τώρα, γκρίνιαξε ο κ. Ζοζέ, να δουν τι ση μαίνει. Οι σωροί χαρτιού που έχουν παραταχθεί στις δυο πλευ ρές του κεντρικού περάσματος έχουν διαφορετικά ύψη, η καρ τέλα και ο φάκελος της άγνωστης γυναίκας μπορεί να βρίσκο νται σε οποιονδήποτε απ' αυτούς, το πιο πιθανό πάντως είναι να τα απαντήσει σ' έναν από τους χαμηλούς σωρούς, αν ο υ πεύθυνος γραφέας διάλεξε για την τακτοποίηση τους το νόμο της ελάχιστης προσπάθειας. Ατυχώς δεν λείπουν από την απο προσανατολισμένη μας ανθρωπότητα τα διεστραμμένα πνεύ ματα, γι' αυτό και δεν πρέπει να παραξενευτούμε αν ο υπάλ ληλος που ήρθε να αρχειοθετήσει το φάκελο και την καρτέλα της άγνωστης γυναίκας, αν όντως κατέληξαν εδώ, είχε την πο νηρή ιδέα, από καθαρή λόξα και μόνο, να στήσει στον πιο ψη λό και τεράστιο σωρό χαρτιών τη φορητή σκάλα που χρησι μοποιούν στην υπηρεσία και να πάει να τα τοποθετήσει ψηλά, στην κορυφή όλων. Έτσι είναι ο κόσμος μας. Με μεθοδικότητα, δίχως βιασύνες, δείχνοντας μάλιστα να ανακαλεί τις χειρονομίες και τις κινήσεις της νύχτας που πέ ρασε στο πατάρι του σχολείου, όταν ακόμα η άγνωστη γυναίι8 3
M
Κ
Ο
Μ
κα ήταν κατά πάσα πιθανότητα ζωντανή, ο κ. Ζοζε άρχισε την αναζήτηση. Εδώ η σκόνη που κάλυπτε τα χαρτιά ήταν πολύ λιγότερη, κι αυτό είναι εύκολο να το καταλάβουμε αν λάβου με υπόψη ότι δεν περνά ούτε μία μέρα που να μη φέρουν φα κέλους και καρτέλες εκλιπόντων, κι αυτό, σε γλώσσα ευφά νταστη, αν και ολοφάνερα κακόγουστη, είναι σαν να λέμε ότι στο βάθος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους οι νεκροί είναι πάντα καθαροί. Μονάχα ψηλά στην κορυφή, ό που τα χαρτιά, όπως ειπώθηκε, αγγίζουν σχεδόν το ταβάνι, η σκόνη που ο χρόνος κοσκίνισε κατακάθεται ήσυχα πάνω στην κοσκινισμένη από το χρόνο σκόνη, τόσο που θα χρειαστεί να ξεσκονίσουμε, να τινάξουμε με δύναμη τα εξώφυλλα των φα κέλων που βρίσκονται στην κορυφή αν θέλουμε να μάθουμε για ποιους πρόκειται. Στην περίπτωση που δεν καταφέρει να ανακαλύψει στα κατώτερα στρώματα αυτό που αναζητά, ο κ. Ζοζέ θα αναγκαστεί ξανά να κάνει τη θυσία και ν' ανέβει στη φορητή σκάλα, αυτή τη φορά όμως δεν θα χρειαστεί να σκο νιστεί για παραπάνω από ένα λεπτό, ούτε και θα προλάβει να νιώσει ζαλάδα, μόλις ρίξει τη δέσμη του φακού του θα φανεί αν άφησαν εκεί κάποιο φάκελο αυτές τις τελευταίες μέρες. Αν τοποθετήσουμε την αποβίωση της άγνωστης γυναίκας, όπως είναι πολύ πιθανό, σ' ένα σχετικά σύντομο διάστημα χρόνου, που αντιστοιχεί, πάνω κάτω, όπως πιστεύει ο κ. Ζοζέ, σε μία από τις δύο περιόδους κατά τις οποίες απουσίασε από την υ πηρεσία του, πρώτα η εβδομάδα της γρίπης και κατόπιν η σύ ντομη άδεια, τότε ο εντοπισμός των εγγράφων σε κάθε μία α πό τις στοίβες μπορεί να πραγματοποιηθεί σχετικά γρήγορα, κι αν ακόμα ο θάνατος της γυναίκας είχε επέλθει νωρίτερα, αμέ σως μετά την αξιομνημόνευτη μέρα που έπεσε η καρτέλα στα χέρια του κ. Ζοζέ, έστω και τότε ο χρόνος που έχει μεσολαβή σει δεν είναι τέτοιος ώστε να έχουν αρχειοθετηθεί τα έγγραφα
κάτω από έναν υπερβολικό αριθμό άλλων φακέλων. Η επα νειλημμένη αυτή εξέταση των καταστάσεων που προκύπτουν, αυτοί οι επίμονοι συλλογισμοί, αυτές οι εξονυχιστικές γνωμο δοτήσεις σχετικά με το φωτεινό και το σκοτεινό, σχετικά με το ευθύ και το λαβυρινθώδες, σχετικά με το καθαρό και το βρό μικο, λαμβάνουν χώρα, έτσι ακριβώς όπως καταγράφονται, μέσα στο κεφάλι του κ. Ζοζέ. Ο χρόνος που καταναλώσαμε για να τις εξηγήσουμε ή, για να είμαστε ακριβείς, για να τις α ναπαραγάγουμε, προφανώς υπερβολικός, είναι η αναπόφευ κτη συνέπεια όχι μόνο της πολυπλοκότητας του βάθους, της μορφής και των παραγόντων που αναφέρθηκαν, αλλά και της ιδιαίτερης φύσης των διανοητικών κυκλωμάτων του γραφέα μας. Που τώρα έχει μπροστά του μια σκληρή δοκιμασία. Βήμα το βήμα, βαδίζοντας κατά μήκος του στενού διαδρόμου που σχηματίζουν, όπως είπαμε, οι σωροί των εγγράφων και ο τοί χος του βάθους, ο κ. Ζοζέ όλο και πλησιάζει τον έναν πλαϊνό τοίχο. Κατ' αρχάς, έτσι αφηρημένα, κανείς δεν θα σκεφτόταν να θεωρήσει στενό ένα διάδρομο σαν αυτόν, με πλάτος άνετα τριών μέτρων, αν όμως αναλογιστούμε το πλάτος του σε σχέ ση με το μήκος του διαδρόμου, το οποίο, ας το επαναλάβουμε ακόμα μια φορά, πάει από επέκταση σε επέκταση, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς έγινε και ο κ. Ζοζέ, πού ξέρου με πόσο επιρρεπής είναι σε διαταραχές ψυχολογικής υφής, ό πως λόγου χάρη σε ιλίγγους και αϋπνίες, δεν έπαθε τώρα σ' αυτό τον κλειστό και αποπνικτικό χώρο μια βίαιη κρίση κλειστοφοβίας. Η εξήγηση βρίσκεται ίσως στο γεγονός ακριβώς ό τι, το σκοτάδι δεν τον αφήνει να αντιληφθεί τα όρια του χώρου, που θα μπορούσαν να είναι εδώ ή παραπέρα, και ότι το μόνο ορατό μπροστά του είναι η οικεία και καθησυχαστική μάζα χαρτιού. Ο κ. Ζοζέ δεν έχει μείνει ποτέ τόση ώρα εδώ, συνή θως έρχεται, τακτοποιεί τα έγγραφα μιας ζωής που έληξε κι α-
184
«85
M
Ο
Y '
Μ
μέσως επιστρέφει στην ασφάλεια του γραφείου του, και παρό λο που αυτή την φορά, ήδη από την ώρα που μπήκε στο αρ χείο των νεκρών, δεν μπορεί να απαλλαγεί από μια αίσθηση α νησυχίας, σαν να τον τριγυρίζει μια παρουσία, την απέδωσε σ' εκείνο το συγκεχυμένο τρόμο του απόκρυφου και αγνώστου στον οποίο έχει ανθρώπινο δικαίωμα και ο πιο γενναίος άν θρωπος. Φόβο με όλη τη σημασία της λέξης ο κ. Ζοζέ δεν έ νιωσε μέχρι τη στιγμή που έφτασε στο τέλος του διαδρόμου κι έπεσε πάνω στον τοίχο. Έσκυψε για να εξετάσει τα χαρτιά που ήταν πεσμένα στο πάτωμα, που θα μπορούσαν κάλλιστα να εί ναι της άγνωστης γυναίκας και να τα είχε αφήσει εκεί τυχαία κάποιος αδιάφορος υπάλληλος, και ξαφνικά, προτού καλά καλά προλάβει να τα εξετάσει, έπαψε να είναι ο κ. Ζοζέ, ο γραφέας του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, έ παψε να είναι πενήντα χρόνων, τώρα είναι ένας μικρός Ζοζέ που ξεκίνησε το σχολείο, είναι το παιδί που δεν ήθελε να κοιμηθεί γιατί κάθε βράδυ έβλεπε έναν εφιάλτη, επίμονα τον ίδιο, αυτή τη γωνιά του τοίχου, αυτό το κλειστό τείχος, αυτή τη φυ λακή, κι από την άλλη πλευρά, στην άλλη άκρη του διαδρό μου, κρυμμένη μέσα στο σκοτάδι, τίποτε άλλο από μια απλή μικρή πέτρα. Μια μικρή πέτρα που μεγάλωνε αργά, που δεν μπορούσε τώρα να τη δει με τα μάτια του, αλλά η μνήμη των ονείρων που ονειρεύτηκε του έλεγε πως βρισκόταν εκεί, μια πέτρα που μεγάλωνε και μετακινιόταν σαν να 'τον ζωντανή, μια πέτρα που επεκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις και προς τα πάνω, που ανέβαινε σε τοίχους και που προχωρούσε προς το μέρος του έρποντας, περιστρεφόμενη γύρω από τον ε αυτό της, σαν να μην ήταν πέτρα αλλά λάσπη, σαν μην ήταν λάσπη αλλά πυκνό αίμα. Το παιδί ξύπνησε από τον εφιάλτη ουρλιάζοντας όταν η μιαρή μάζα τού άγγιζε τα πόδια, όταν ο βρόγχος της ταραχής ήταν έτοιμος να τον στραγγαλίσει, αλλά
ο κ. Ζοζέ, ο ταλαίπωρος, δεν μπορεί να ξυπνήσει από ένα ό νειρο που δεν είναι πια δικό του. Διπλωμένος πάνω στον τοί χο σαν τρομαγμένος σκύλος, σημαδεύει με το φακό στο τρε μάμενο χέρι του την άλλη άκρη του διαδρόμου, το φως όμως δεν φτάνει τόσο μακριά, ξεμένει στα μισά, περίπου στο σημείο που βρίσκεται το πέρασμα για το αρχείο των ζωντανών. Σκέ φτεται ότι αν βάλει μια γρήγορη τρεχάλα θα μπορέσει να ξε φύγει από την πέτρα που προχωρά, αλλά ο φόβος τού λέει, Πρόσεχε, πού ξέρεις ότι δεν είναι εκεί σταματημένη και σε πε ριμένει, θα πέσεις στο στόμα του λύκου. Στο όνειρο η προώ θηση της πέτρας συνοδευόταν από μια παράξενη μουσική, που μοιάζει να γεννιέται απ' τον αέρα, όμως η σιωπή εδώ εί ναι απόλυτη, ολοκληρωτική, τόσο πυκνή που καταπίνει την α νάσα του κ. Ζοζέ όπως ακριβώς η σκοτεινιά καταπίνει το φως του φακού. Που τώρα μόλις κατάπιε εντελώς. Ήταν λες και το (τκοτάδι ξαφνικά είχε προχωρήσει για να έρθει να κολλήσει σαν βεντούζα στο πρόσωπο του κ. Ζοζέ. Ο εφιάλτης του παι διού πάντως είχε τελειώσει. Για εκείνο, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, το γεγονός ότι δεν έβλεπε τους τοίχους του κάτερ γου, κοντινούς και μακρινούς, ήταν το ίδιο σαν να μη βρίσκο νταν πια εκεί, ήταν σαν ο χώρος να είχε ανοίξει, ελευθερωθεί μέχρι το άπειρο, σαν να ήταν οι πέτρες το αδρανές υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες, σαν να ήταν το νερό απλώς η αιτία της λάσπης, σαν να έτρεχε το αίμα μονάχα μέσα στις φλέβες του κι όχι έξω απ' αυτές. Τώρα δεν είναι πια ένας παιδικός ε φιάλτης που τρομάζει τον κ. Ζοζέ, αυτό που τον παραλύει α πό φόβο είναι και πάλι η σκέψη ότι θα μπορούσε να πεθάνει «' αυτή τη γωνιά, όπως όταν πριν από καιρό είχε φανταστεί ό τι θα μπορούσε να πέσει από τη σκάλα, νεκρός εδώ χωρίς χαρ τιά ανάμεσα στα χαρτιά των νεκρών, συνθλιμμένος από το έ ρεβος, από τη χιονοστιβάδα που δεν θ' αργήσει να κυλήσει α-
ι86
187
M
Y
πό την κορυφή, και ότι την επομένη θα τον ανακαλύψουν, Ο κ. Ζοζέ απουσιάζει απ' την υπηρεσία, πού να βρίσκεται, Θα φανεί, και όταν κάποιος συνάδελφος θα ερχόταν να μεταφέρει άλλους φακέλους και καρτέλες, θα τον έβρισκε εκεί, εκτεθει μένο στο φως ενός φακού καλύτερου από τούτον, που τόσο λί γο του χρησίμεψε τη στιγμή που τον είχε περισσότερο ανάγκη. Πέρασαν κάμποσα λεπτά, όσα χρειάζονταν ώστε ο κ. Ζοζέ σι γά σιγά ν' αρχίσει ν' αντιλαμβάνεται μέσα του μια φωνή που έλεγε, Άνθρωπε μου, μέχρι τώρα, αν εξαιρέσεις το φόβο, δεν έπαθες κανένα κακό, είσαι εδώ και κάθεσαι, σώος, μπορεί να σου έσβησε ο φακός, αλλά έχεις το σκοινί δεμένο στον αστρά γαλο και πιασμένο στην άλλη άκρη από το πόδι του γραφείου του διευθυντή, είσαι ασφαλής, όμοια με νεογέννητο συνδεδε μένο με ομφάλιο λώρο στη μήτρα της μητέρας του, όχι πως ο διευθυντής είναι η μητέρα σου, ούτε κι ο πατέρας σου, τέλος πάντων οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εδώ είναι περίπλο- J κες, εσύ πρέπει να σκέφτεσαι ότι οι εφιάλτες της παιδικής η λικίας δεν βγαίνουν ποτέ αληθινοί, κι ακόμα λιγότερο τα όνει ρα, αυτό με την πέτρα ήταν πραγματικά φρικτό, αλλά σίγουρα έχει κάποια επιστημονική εξήγηση, όπως τότε που ονειρευό σουν ότι πετούσες πάνω από τους κήπους, ανέβαινες, κατέ βαινες, αιωρούσουν με τα χέρια ανοιχτά, το θυμάσαι, ήταν ση μάδι ότι μεγάλωνες, ίσως κι η πέτρα να έχει την ίδια λειτουρ γία, αφού θα πρέπει να ζήσεις την εμπειρία του τρόμου, όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο, εξάλλου εσύ οφείλεις περισ σότερο απ' τον καθένα να γνωρίζεις ότι αυτοί οι νεκροί δεν είναι αληθινοί, είναι μακάβρια υπερβολή ν' αποκαλούμε έτσι το αρχείο τους, αν τα χαρτιά που κρατάς στο χέρι σου ανήκουν στην άγνωστη γυναίκα, είναι ακριβώς χαρτιά, δεν είναι κόκα λα, είναι χαρτιά, δεν είναι σαπισμένη σάρκα, αυτό είναι το | θαύμα που διενήργησε το Γενικό Ληξιαρχείο σου, μεταμόρι88
Μ
φωσε σε απλά χαρτιά τη ζωή και το θάνατο, ήθελες βέβαια να συναντήσεις αυτή τη γυναίκα, αλλά δεν πρόλαβες, ούτε καν αυτό δεν στάθηκες ικανός να καταφέρεις, ή μπορεί να ήθελες και να μην ήθελες, δίσταζες ανάμεσα στην επιθυμία και στον τρόμο όπως συμβαίνει σε τόσο κόσμο, στο κάτω κάτω θα μπο ρούσες όντως να είχες πάει στην εφορία, όπως σε συμβούλεψε κάποιος, τελείωσε, καλύτερα να την αφήσεις ήσυχη, δεν υ πάρχει άλλος χρόνος γι' αυτήν και το τέλος του δικού σου πλη σιάζει. Κολλητά στον ασταθή τοίχο που σχημάτιζαν οι φάκελοι, με μεγάλη προσοχή για να μην πέσουν πάνω του, ο κ. Ζοζέ άρχι σε αργά να σηκώνεται. Η φωνή που του είχε κάνει τη διάλεξη τώρα του έλεγε άλλα πράγματα, Άνθρωπε μου, μη φοβάσαι, το σκοτάδι όπου έχεις χωθεί εδώ δεν είναι μεγαλύτερο απ' αυ τό που υπάρχει μέσα στο σώμα σου, είναι δυο σκοτάδια που τα χ<ορίζει ένα δέρμα, πάω στοίχημα πως αυτό δεν το 'χεις σκε φτεί ποτέ, μεταφέρεις διαρκώς από τη μια πλευρά στην άλλη ένα σκοτάδι, κι αυτό δεν σε τρομάζει, ενώ προηγουμένως λίγο έλειψε να μπήξεις τις φωνές μόνο και μόνο επειδή φαντάστη κες κάποιους κινδύνους, μόνο και μόνο επειδή θυμήθηκες έ ναν εφιάλτη απ' όταν ήσουν παιδί, αγαπητέ μου, πρέπει να μάθεις να ζεις με το έξω σκοτάδι όπως έμαθες να ζεις με το μέ σα σκοτάδι, τώρα σήκω πάνω, σε παρακαλώ, βάλε το φακό στην τσέπη σου, δεν σου χρησιμεύει πουθενά, φύλαξε τα χαρ τιά, μιας και θέλεις να τα πάρεις μαζί σου, ανάμεσα στο σακά κι και το πουκάμισο, ή ανάμεσα στο πουκάμισο και το σώμα, που είναι και το πιο ασφαλές, πιάσε το σκοινί δυνατά, τύλιξε το καθώς προχωράς για να μην μπερδευτεί στα πόδια σου, και τώρα εμπρός, μη γίνεσαι δειλός, αυτό είναι το χειρότερο απ' ό λα. Αγγίζοντας το χάρτινο τοίχο απαλά με τον ώμο, ο κ. Ζοζέ διακινδύνευσε δυο δειλά βήματα. Τα σκοτάδια άνοιξαν σαν ι89
ο
μαύρο νερό, έκλεισαν πίσω του, άλλο ένα βήμα, κι ένα ακόμα, πέντε μέτρα σκοινί είχαν ήδη σηκωθεί από το έδαφος και τυ λιχτεί, πολύ θα τον βόλευε τον κ. Ζοζέ να είχε τώρα κι ένα τρί το χέρι για να ψηλαφεί τον αέρα μπροστά του, αλλά η λύση εί ναι απλή, αρκεί ν' ανεβάσει στο ύψος του προσώπου τα δύο χέρια που διαθέτει, το ένα που τυλίγει μπρος και τ' άλλο πίσω, αυτή είναι η αρχή του τυλίγματος. Ο κ. Ζοζέ ήταν έτοιμος να βγει στο διάδρομο, λίγα βήματα ακόμα και θα σωζόταν από μια νέα επίθεση της πέτρας του εφιάλτη, το σκοινί τώρα αντι στάθηκε λίγο, αυτό όμως είναι καλό σημάδι, σημαίνει ότι έχει πιαστεί, κοντά στο έδαφος, στη γωνία του περάσματος που βγάζει στο αρχείο των ζωντανών. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσει, κατά περίεργο τρόπο, σαν να τα πετούσε κάποιος από ψηλά, έπεφταν διαρκώς χαρτιά πάνω στο κεφάλι του κ. Ζοζέ, αργά, ένα εδώ, άλλο ένα, κι ύστερα άλλο ένα, σαν αποχαιρετι σμός. Κι όταν τελικά έφτασε στο γραφείο του διευθυντή, όταν, προτού ακόμα λύσει το σκοινί, έβγαλε από κάτω απ' το που κάμισο του το φάκελο που είχε μαζέψει απ' το πάτωμα, όταν τον άνοιξε και είδε ότι ανήκε στην άγνωστη γυναίκα, η συγκί νηση του ήταν τόσο δυνατή που δεν τον άφησε ν' ακούσει την πόρτα του Ληξιαρχείου να χτυπά σαν να έφευγε μόλις κάποιος,
îgo
Ο
ΤΙ Ο ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΙ ΣΤΟΝ ΜΑΘΗ-
ματικό το είχε μάθει ο κ. Ζοζέ με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είχε αποκτήσει στη ζωή του κάποιες άλλες γνώ σεις διαφορετικών χρήσεων, κατ' αρχάς, με το φυσικό τρόπο, χάρη στα δικά του βιώματα, γιατί δεν είναι απ' τους ανθρώ πους, παρόλο που έμεινε γραφέας μια ζωή, που ζουν για να παρακολουθούν τους άλλους να ζουν, καθώς επίσης από την ιπιμορφωτική εισροή κάμποσων εκλαϊκευτικών επιστημονικών βιβλίων και περιοδικών άξιων εμπιστοσύνης ή πίστης, αναλό γως με το συναίσθημα της περίστασης, κι ακόμα, στο ένα ή το άλλο έργο λαϊκής φιλολογίας περί ενδοσκόπησης που, με δια φορετική μέθοδο και πληθωρική φαντασία, πραγματεύονταν το ίδιο θέμα. Σε καμία από τις προηγούμενες περιστάσεις ωοτόσο δεν είχε βιώσει την πραγματική, αντικειμενική εντύπω ση, τόσο σωματική όσο και μια ξαφνική μυϊκή σύσπαση, της αδυναμίας να μετρήσει πραγματικά το χρόνο αυτόν που ονο μάζουμε της ψυχής, όπως τη στιγμή που, στο σπίτι του πια, κοιτάζοντας για άλλη μια φορά την ημερομηνία θανάτου της («γνωστής γυναίκας, θέλησε αόριστα να την τοποθετήσει στο χρόνο που είχε κυλήσει από τότε που ξεκίνησε να την αναζη τά Στην ερώτηση, Τι κάνατε εσείς εκείνη την ημέρα, εκείνος θα μπορούσε να δώσει μια αυτόματη σχεδόν απάντηση, αρκεί 191
M
ο
Μ
να ανέτρεχε στο ημερολόγιο του, να σκεφτόταν τον εαυτό του μόνο ως κ. Ζοζέ, ως τον υπάλληλο του Ληξιαρχείου που α πουσίαζε από την υπηρεσία λόγω ασθένειας, Εκείνη την ημέ ρα ήμουν στο κρεβάτι με γρίπη, δεν πήγα στη δουλειά, θα έ λεγε, αν όμως κατόπιν τον ρωτούσαν, Συνδέστε το τώρα με την ερευνητική σας δραστηριότητα και πείτε μου πότε συνέβη αυτό, τότε θα έπρεπε πλέον να ανατρέξει στο τετράδιο των ση μειώσεων που φυλούσε κάτω από το στρώμα, Συνέβη δυο μέ ρες μετά από τη διάρρηξη μου στο σχολείο, θα απαντούσε. Πράγματι, αν θεωρήσουμε σωστή την ημερομηνία θανάτου που αναγράφεται στην καρτέλα με το όνομα της, η άγνωστη γυναίκα είχε πεθάνει δυο μέρες μετά από το οικτρό επεισόδιο που μεταμόρφωσε σε παραβάτη τον τίμιο μέχρι τούδε κ. Ζοζέ, αυτές όμως οι διασταυρωμένες δηλώσεις, αυτή του γραφέα α πό τον ερευνητή και αυτή του ερευνητή από το γραφέα, που φαινομενικά αρκούσαν και με το παραπάνω για να κάνουν να συμπέσει ο ψυχολογικός χρόνος του ενός με το μαθηματικό χρόνο του άλλου, δεν τους ανακούφιζε, ούτε τον έναν ή τον άλλο, από μια αίσθηση ιλιγγιώδους αποπροσανατολισμού. Oj κ. Ζοζέ δεν βρίσκεται στα τελευταία σκαλοπάτια μια πανύ ψηλης σκάλας, ώστε να κοιτάζει κάτω και να τα παρακολου θεί να στενεύουν όλο και περισσότερο μέχρι να καταλήξουν σε κουκίδα εκεί που ακουμπούν στο πάτωμα, το σώμα του όμως, αντί να το αισθάνεται ενιαίο και αδιαίρετο στις διαδοχικές στιγμές, ήταν κατακερματισμένο στη διάρκεια των τελευταίων αυτών ημερών, στην ψυχολογική ή υποκειμενική διάσταση, ό χι στη μαθηματική ή πραγματική, και μ' αυτή συστελλόταν και διαστελλόταν. Είμαι εντελώς παράλογος, μεμφόταν τον εαυτό του ο κ. Ζοζέ, η μέρα είχε είκοσι τέσσερις ώρες ανέκαθεν, η ώ ρα έχει και πάντα είχε εξήντα λεπτά, τα εξήντα δευτερόλεπτα του λεπτού είναι προαιώνια, όταν ένα ρολόι αρχίζει να πηγαί•
νιι πίσω ή μπροστά δεν φταίει ο χρόνος, φταίει ο μηχανισμός, Επομένως μάλλον έχει χαλάσει το κουρδιστήρι. Η ιδέα αυτή τον έκανε να χαμογελάσει αμυδρά, Μιας και η απορρύθμιση, απ' όσο ξέρω, δεν είναι στο μηχανισμό του πραγματικού χρό νου αλλά στον ψυχολογικό μηχανισμό που τον μετρά, θα έ πρεπε να βρω έναν ψυχολόγο να μου διορθώσει το γρανάζι που χαλάρωσε. Χαμογέλασε ξανά, ύστερα σοβάρεψε, Η περί πτωση μου είναι πολύ πιο απλή, εξάλλου τακτοποιήθηκε από μόνη της, η γυναίκα είναι νεκρή, δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να κάνω, θα φυλάξω το φάκελο και την καρτέλα αν θέλω να κρατήσω μια απτή ανάμνηση απ' αυτή την περιπέτεια, για το ΓΥνικό Ληξιαρχείο θα είναι σαν να μη γεννήθηκε ποτέ το άτο μο αυτό, το πιθανότερο είναι κανείς να μη χρειαστεί αυτά τα χαρτιά, μπορώ ακόμα να τ' αφήσω οπουδήποτε στο αρχείο των νεκρών, στην είσοδο ακριβώς, μαζί με τα παλαιότερα, ε ι δώ ή εκεί το ίδιο κάνει, η ιστορία είναι η ίδια για όλους, γεν νήθηκε, πέθανε, και ποιος θα ενδιαφερθεί τώρα να μάθει ποια ήταν, οι γονείς, αν την αγαπούσαν, θα την κλάψουν για ένα διάστημα, κατόπιν θα την κλάψουν λιγότερο κι ύστερα θα οταματήσουν να την κλαίνε, έτσι συνηθίζεται, όσο για τον ά ντρα από τον οποίο χώρισε του κάνει το ίδιο, φυσικά θα μπο ρούσε εκείνη να είχε κάποιο πρόσφατο δεσμό, να ζει με κά ποιον ή να ετοιμάζεται να ξαναπαντρευτεί, αυτό όμως θα ήταν 1| ιστορία ενός μέλλοντος που δεν θα μπορέσει να ζήσει, δεν υ πάρχει κανείς στον κόσμο που να ενδιαφέρεται για την περίιργη περίπτωση της άγνωστης γυναίκας. Είχε μπροστά του το φάκελο και την καρτέλα, είχε επίσης τις δεκατρείς καρτέλες του σχολείου, το ίδιο όνομα επαναλαμβανόμενο δεκατρείς φοηι'ς, δώδεκα διαφορετικές εικόνες του ίδιου προσώπου, η μία οι επανάληψη, το καθένα όμως απ' αυτά πεθαμένο στο παor λθόν, πεθαμένα ήδη προτού πεθάνει η γυναίκα στην οποία
192
193 Ι ;|
Όλα τα
ονόματα
M
ο
εξελίχθηκαν αργότερα, οι παλιές φωτογραφίες ξεγελούν, μας δίνουν την εντύπωση ότι είμαστε ζωντανοί μέσα τους, και δεν είναι αλήθεια, το πρόσωπο που κοιτάζουμε δεν υπάρχει πια, κι εκείνο, αν μπορούσε να μας δει, δεν θ' αναγνώριζε τον εαυτό του σ' εμάς, Ποιος να 'ναι αυτός που με κοιτάζει μ' αυτό το λυ πημένο ύφος, θα έλεγε. Τότε ξαφνικά ο κ. Ζοζέ θυμήθηκε ότι υπήρχε ακόμα μια φωτογραφία, αυτή που του είχε δώσει η κυ ρία του ισογείου. Δίχως να το περιμένει, μόλις είχε βρει απά ντηση στην ερώτηση ποιος μπορούσε να ενδιαφέρεται για την περίεργη περίπτωση της άγνωστης γυναίκας. Ο κ. Ζοζέ δεν περίμενε να έρθει το Σάββατο. Την επόμενη μέρα, μόλις τελείωσε τη βάρδια στο Γενικό Ληξιαρχείο, πήγε στο καθαριστήριο να πάρει τα ρούχα που είχε αφήσει για καθάρισμα. Άκουσε αφηρημένα την ευσυνείδητη υπάλληλο που του έλεγε, Κοιτάξτε εδώ λεπτοδουλειά, κοιτάξτε, περάστε το χέρι σας από πάνω και πείτε μου αν αισθάνεστε τη διαφορά, Ι σαν να μην έγινε τίποτα, έτσι συνηθίζουν να μιλούν οι άνθρω- ! ποι που αρκούνται στα φαινόμενα. Ο κ. Ζοζέ πλήρωσε, πέρα-1 σε το πακέτο κάτω απ' τη μασχάλη και πήγε στο σπίτι του νΊ αλλάξει ρούχα. Επρόκειτο να επισκεφθεί την κυρία του ισο-1 γείου και ήθελε να είναι καθαρός και ευπαρουσίαστος, επωφε λούμενος όχι μόνο από την τέλεια δουλειά της μανταρίστρας, που πραγματικά άξιζε επαίνους, αλλά και την ολόισια τσάκι- i ση του παντελονιού, το αστραφτερό κολλάρισμα του πουκαμί- ! σου, τη θαυματουργή επαναφορά της γραβάτας. Ετοιμαζόταν να βγει όταν μια νοσηρή σκέψη τού πέρασε απ' το μυαλό, που ] είναι, απ' όσο ξέρουμε, το μόνο σκεπτόμενο όργανο του σώ-1 ματος, Κι αν η κυρία του ισογείου διαμερίσματος δεξιά πέθα νε κι αυτή, αληθινά δεν έσφυζε από υγεία, κι εξάλλου για να | πεθάνει κανείς το μόνο που χρειάζεται είναι να είναι ζωντα*| νός, και μάλιστα σ' αυτή την ηλικία, φαντάστηκε τον εαυτό του Ι 194
Μ
να χτυπάει το κουδούνι, μία φορά, άλλη μία φορά, και μετά α πό πολλή επιμονή ν' ακούει ν' ανοίγει η πόρτα του ισογείου διαμερίσματος αριστερά, να εμφανίζεται μια γυναίκα και να του λέει, απηυδισμένη από το θόρυβο, Μην κουράζεστε, δεν είναι κανείς μέσα, Βγήκε, Πέθανε, Πέθανε, Ακριβώς, Πότε έ γινε αυτό, Πριν από δεκαπέντε μέρες, εσείς ποιος είστε, Είμαι (χπό το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους, Απ' ό,τι φαίνεται η υπηρεσία σας δεν λειτουργεί πολύ καλά, είστε απ' το Ληξιαρχείο και δεν γνωρίζετε ότι πέθανε. Ο κ. Ζοζέ απο κάλεσε τον εαυτό του καταναγκαστικό, αλλά προτίμησε να ξε καθαρίσει το ζήτημα επιτόπου αντί να βρεθεί να ανέχεται την (χγένεια της γυναίκας του ισογείου διαμερίσματος αριστερά. Θα έμπαινε στο Ληξιαρχείο και σε λιγότερο από ένα λεπτό θα έλεγχε το φάκελο της, αυτή την ώρα οι δύο καθαρίστριες πρέ πει να είχαν τελειώσει τη δουλειά τους, εξάλλου δεν τους παίρ νει ώρα, σκουπίζουν και σφουγγαρίζουν ελαφρά το πάτωμα μέχρι την αρχειοθήκη πίσω απ' το γραφείο του διευθυντή, εί ναι αδύνατο να τις πείσει κανείς, με το καλό ή με το κακό, να πάνε παραπέρα, φοβούνται, λένε πως ούτε πεθαμένες δεν το κάνουν, είναι κι αυτές από εκείνους που αρκούνται στα φαι νόμενα, τι να τις κάνουμε. Αφού έψαξε στην καρτέλα της ά γνωστης γυναίκας να θυμηθεί το όνομα της κυρίας του ισογεί ου, της νονάς δηλαδή, ο κ. Ζοζέ άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα με μεγάλη προσοχή και παραφύλαξε. Όπως το είχε προβλέ ψει, οι καθαρίστριες δεν βρίσκονταν πια εκεί. Μπήκε μέσα, πήγε γρήγορα στο αρχείο, έψαξε το όνομα, Να τη, είπε κι α ναστέναξε ανακουφισμένος. Επέστρεψε στο σπίτι, ετοιμάστη κε και βγήκε. Για να πάρει το λεωφορείο που θα τον έβγαζε κοντά στο σπίτι της κυρίας του ισογείου, έπρεπε να πάει στην πλατεία απέναντι από το Ληξιαρχείο, εκεί ήταν η στάση. Μό λο που ήταν προχωρημένο σούρουπο, πάνω απ' την πόλη πλα195
Μ
M
νιόταν ακόμη αρκετό φως από τη μέρα που περίσσευε στον ουρανό, πριν περάσουν τουλάχιστον είκοσι λεπτά δεν θ' άρχι ζαν ν' ανάβουν τα φώτα του δρόμου. Ο κ. Ζοζέ περίμενε το λεωφορείο μαζί με μερικούς ακόμη ανθρώπους, ήταν πολύ πι θανό να μην μπορούσε ν' ανεβεί στο πρώτο που θα περνούσε, Πραγματικά, έτσι κι έγινε. Ένα δεύτερο λεωφορείο όμως φά νηκε κατόπιν κι αυτό δεν ήταν γεμάτο. Ο κ. Ζοζέ ανέβηκε ε γκαίρως ώστε να προλάβει μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Κοίταξε έξω και πρόσεξε πως η διάχυση του φωτός στην α τμόσφαιρα, μ' ένα ασυνήθιστο οπτικό φαινόμενο, φώτιζε σε τόνο κοκκινωπό τις προσόψεις των κτηρίων, λες και για το κα θένα απ' αυτά ο ήλιος γεννιόταν μόλις εκείνη τη στιγμή. Να και το Ληξιαρχείο, με την παμπάλαια πόρτα του και τα τρία σκαλοπάτια από μαύρη πέτρα που έβγαζαν εκεί, τα πέντε μα κρόστενα παράθυρα, το κτήριο ολόκληρο που μοιάζει με ερεί πια ακινητοποιημένα στο χρόνο, σαν να το είχαν ταριχεύσει α ντί να το ανοικοδομήσουν όταν η φθορά των υλικών του το α παιτούσε. Κάποιο πρόβλημα στην κυκλοφορία δεν άφηνε το λεωφορείο να προχωρήσει. Ο κ. Ζοζέ αισθανόταν νευρικός, δεν ήθελε να φτάσει πολύ αργά στο σπίτι της κυρίας του ισο γείου δεξιά. Παρ' όλη τη συζήτηση που είχαν, ευρεία, ειλικρι νή, παρ' όλες τις εκμυστηρεύσεις που είχαν ανταλλάξει, κά ποιες μάλιστα απρόσμενες ανάμεσα σ' ανθρώπους που είχαν μόλις γνωριστεί, δεν είχαν εξοικειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να πάει να της χτυπήσει την πόρτα σε ακατάλληλη ώρα. Ο κ. Ζοζέ κοίταξε άλλη μια φορά την πλατεία. Το φως είχε αλλά ξει, η πρόσοψη του Γενικού Ληξιαρχείου είχε γίνει ξαφνικά γκρίζα, ένα γκρι όμως φωτεινό ακόμα που έμοιαζε να πάλλε ται, να δονείται, κι ήταν τότε που, τη στιγμή ακριβώς που το: λεωφορείο έβαζε μπρος και κινούνταν αργά πάνω στη λωρίδα της κυκλοφορίας, ένας άντρας ψηλός, σωματώδης, ανέβηκε ig6
τα σκαλιά του Ληξιαρχείου, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο διευθυντής, μουρμούρισε ο κ. Ζοζέ, τι να γυρεύει άραγε στο Ληξιαρχείο τέτοια ώρα. Παρασυρμένος από έναν αιφνίδιο και ανεξήγητο πανικό, σηκώθηκε απότομα απ' το κάθισμα του, έ κανε μια κίνηση για να κατέβει, προκαλώντας μια χειρονομία έκπληξης και εκνευρισμού στο διπλανό επιβάτη, κατόπιν ξα νακάθισε, σαστισμένος με τον εαυτό του. Αντιλαμβανόταν ότι η παρόρμηση του ήταν να τρέξει στο σπίτι, σαν να έπρεπε να το προστατέψει από κάποιον κίνδυνο, πράγμα που προφανώς ήταν εντελώς παράλογο. Ένας κλέφτης, αν φανταστούμε ως τέτοιον, παράλογα και πάλι, το διευθυντή, δεν θα έμπαινε από την πόρτα του Ληξιαρχείου για να βγει στη δική του πόρτα. Α πό την άλλη όμως άγγιζε τα όρια του παράλογου το γεγονός ότι ο διευθυντής, μετά τη λήξη της βάρδιας, είχε θελήσει να ε πιστρέψει στο Ληξιαρχείο, όπου, όπως έγινε ξεκάθαρο στην ε ξιστόρηση μας σε μια επίκαιρη στιγμή, δεν είχε καμία δουλειά να τον περιμένει, γι' αυτό ο κ. Ζοζέ βάζει το χέρι του στη φω τιά. Το να υποθέσει κανείς ότι ο διευθυντής του Ληξιαρχείου έκανε υπερωρίες θα ήταν περίπου σαν να προσπαθεί κανείς να φανταστεί έναν τετράγωνο κύκλο. Το λεωφορείο είχε φύγει α πό την πλατεία και ο κ. Ζοζέ εξακολουθούσε να αναζητά τα βαθύτερα κίνητρα που τον είχαν ωθήσει να φερθεί μ' αυτό τον παράταιρο τρόπο. Στο τέλος αποφάσισε ότι ο λόγος πρέπει να βρίσκεται στο γεγονός ότι είχε συνηθίσει εδώ και κάμποσα χρόνια να είναι αυτός ο μοναδικός νυχτερινός ένοικος του οι κοδομικού συγκροτήματος που σχημάτιζε το Γενικό Ληξιαρχιίο και το σπίτι του, αν υποθέσουμε ότι αυτό άξιζε να απο καλείται οικοδόμημα, κατάλληλο αναμφίβολα από αυστηρά γλωσσολογική άποψη, αφού οικοδόμημα είναι οτιδήποτε οι κοδομείται, αλλά προφανώς ακατάλληλο σε σύγκριση με την αίσθηση αρχιτεκτονικής αξιοπρέπειας που μοιάζει να εκλύε197
M
Μ
ται από τη λέξη, ειδικά όταν την προφέρουμε. Το θέαμα του διευθυντή στο Ληξιαρχείο τον είχε εντυπωσιάσει τόσο όσο θα τον εντυπωσίαζε, σκέφτηκε, αν επέστρεφε στο σπίτι του και τον έβρισκε καθισμένο στην καρέκλα του. Η σχετική ηρεμία που έδωσε η ιδέα αυτή στον κ. Ζοζέ, δηλαδή, χωρίς να υπο λογίσει κανείς τους συναφείς και ηθικά ανασταλτικούς συλλο γισμούς, το πόσο απίθανο ήταν από σωματική και υλική άπο ψη να παρεισφρήσει ο διευθυντής του Γενικού Ληξιαρχείου στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του υφισταμένου του σε σημείο ώ στε να κάνει χρήση της καρέκλας του, διαλύθηκε αμέσως όταν θυμήθηκε τις σχολικές καρτέλες της άγνωστης γυναίκας και α ναρωτήθηκε αν τις είχε φυλάξει κάτω από το στρώμα ή αν, α πό απροσεξία, τις είχε αφήσει εκτεθειμένες πάνω στο τραπέζι. Ακόμα κι αν το σπίτι του ήταν τόσο ασφαλές όσο και το χρη ματοκιβώτιο της τράπεζας, με κλειδαριές με μυστικό συνδυασμό κι ενισχυμένη θωράκιση στο δάπεδο, την οροφή και τους τοίχους, οι καρτέλες δεν έπρεπε ποτέ και για κανένα λόγο να βρεθούν σε κοινή θέα. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί για τις δει δεν ήταν δικαιολογία για τη σοβαρή απερισκεψία που είχε διαπράξει, γιατί πού ξέρουμε εμείς, οι αδαείς, μέχρι πού μπορεί να έχει φτάσει η πρόοδος της επιστήμης, με τον ί διο τρόπο που τα κύματα του ραδιοφώνου, που κανείς δεν βλέπει, μπόρεσαν να μεταφέρουν τους ήχους και τις εικόνες μέσ' από τον αέρα και τον άνεμο, πηδώντας πάνω από βουνά και ποτάμια, διασχίζοντας ωκεανούς και έρημους, δεν θα ήταν διόλου παράξενο να έχουν ήδη ανακαλυφθεί ή επινοηθεί, σή μερα ή αύριο, κύματα αναγνωστικά και κύματα φωτογραφικά ικανά να διαπεράσουν τοίχους και να καταγράψουν και να με ταδώσουν προς τα έξω περιστατικά, μυστήρια και ντροπές α πό τη ζωή μας που θεωρούσαμε προστατευμένα από την αδιακρισία. Το να κρύβουμε τα περιστατικά, τα μυστήρια και
τις ντροπές μας κάτω απ' το στρώμα εξακολουθεί να είναι η πιο ασφαλής πράξη απόκρυψης, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την όλο και μεγαλύτερη δυσκολία που συναντούν οι σημερινές ί συνήθειες όταν προσπαθούν να κατανοήσουν τις συνήθειες του χθες. Όσο ξύπνια κι αν είναι αυτά τα αναγνωστικά και ι φωτογραφικά κύματα, ποτέ δεν θα τους περάσει απ' το νου να χώσουν τη μύτη τους ανάμεσα σ' ένα στρώμα κι ένα σομιέ. Είναι γνωστό ότι οι σκέψεις μας, τόσο οι ανήσυχες όσο κι loi ευχάριστες, κι άλλες ακόμα που δεν ανήκουν ούτε στις μεν [ούτε στις δε, καταλήγουν αργά ή γρήγορα να κουραστούν και να βαρεθούν τους εαυτούς τους, είναι ζήτημα χρόνου, αρκεί να τις αφήσουμε να παραδοθούν στο τεμπέλικο ονειροπόλημα που φέρουν από τη φύση τους, να μη ρίξουμε στη φωτιά κα νέναν καινούριο συλλογισμό, εκνευριστικό ή αμφιλεγόμενο, να δίνουμε πάνω απ' όλα ύψιστη προσοχή κάθε φορά για να μην παρεμβαίνουμε μπροστά σε μια σκέψη που είναι από μό| νι| της διατεθειμένη να αφαιρεθεί όταν βρεθεί μια ελκυστική οιχάλα, ένα παρακλάδι, μια γραμμή παρέκκλισης. Ή να πα ρέμβουμε, έστω, αλλά για να την ταρακουνήσουμε απαλά οτην πλάτη, ειδικά αν είναι απ' αυτές που φέρνουν ανησυχία, ! σαν να τη συμβουλεύουμε, Κάτσε εκεί, καλά τα πας. Αυτό α κριβώς έκανε ο κ. Ζοζέ όταν πρόβαλε μπροστά του η απόκοΤΙ| και επίκαιρη ονειροπόληση για το φωτογραφικό και το αναγνωστικό κύμα, αμέσως μετά εγκαταλείφθηκε στη φαντα t σία του, την έβαλε να του δείξει τα καταδρομικά κύματα ν' α νακατεύουν ολόκληρο το δωμάτιο ψάχνοντας για τις καρτέλις, που τελικά είχαν ξεμείνει πάνω στο τραπέζι, σαστισμένα και ντροπιασμένα που δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν την εντο λή που είχαν λάβει, Να ξέρετε, ή θα βρείτε τις καρτέλες, θα τις διαβάσετε και θα τις φωτογραφίσετε, ή επιστρέφουμε στην κλασική κατασκοπεία. Ο κ. Ζοζέ σκέφτηκε ξανά το διευθυ-
ι98
199
M
ντή, αλλά ήταν το υπόλειμμα μιας σκέψης, ό,τι απλώς του ή ταν χρήσιμο ώστε να βρει μια αποδεκτή εξήγηση για το γεγο νός ότι εκείνος είχε επιστρέψει στο Ληξιαρχείο εκτός ωρών ερ γασίας, Κάτι ξέχασε και θα το χρειάζεται, δεν μπορεί να είναι άλλος ο λόγος. Χωρίς να το καταλάβει, επανέλαβε με δυνατή φωνή το τελευταίο κομμάτι της φράσης, Δεν μπορεί να είναι άλλος ο λόγος, προκαλώντας για δεύτερη φορά την καχυπο ψία του επιβάτη που καθόταν δίπλα του, του οποίου η σκέψη, από την κίνηση που έκανε για ν' αλλάξει θέση, έγινε ξαφνικά ρητή και ξεκάθαρη, Τούτος ο τύπος είναι μουρλός, βάζουμε στοίχημα πως σκέφτηκε με τούτες ή άλλες λέξεις. Ο κ. Ζοζέ δεν αντιλήφθηκε την αποχώρηση του διπλανού επιβάτη, απα σχολήθηκε ακάθεκτος με την κυρία του ισογείου διαμερίσμα τος δεξιά, την είχε μπροστά του, στο κατώφλι της πόρτας, Με θυμάστε, είμαι από το Γενικό Ληξιαρχείο, Σας θυμάμαι πολύ καλά, Έρχομαι για το ίδιο ζήτημα με τις προάλλες, Βρήκατε τη βαφτισιμιά μου, Όχι, όχι, δεν τη βρήκα, ή μάλλον ναι, θέλω να πω όχι, θα ήθελα να έχω δυο λόγια μαζί σας, αν δεν είναι πρόβλημα και αν έχετε ένα λεπτό καιρό, Περάστε, κι εγώ έχω κάτι να σας πω. Με απόκλιση μιας δυο λέξεων, αυτές ήταν οι κουβέντες που αντάλλαξαν ο κ. Ζοζέ και η κυρία του ισογεί- '' ου τη στιγμή που εκείνη άνοιξε την πόρτα και είδε τον άντρα, Α, εσείς είστε, αναφώνησε, επομένως εκείνος δεν χρειαζόταν να ρωτήσει, Με θυμάστε, είμαι ο κ. Ζοζέ από το Γενικό Λη ξιαρχείο, ωστόσο δεν αντιστάθηκε και έκανε την ερώτηση, τό σο σταθερή, τόσο επιτακτική, τόσο απαιτητική φαίνεται πως είναι η ανάγκη μας να βγούμε στον κόσμο και να πούμε ποιοι είμαστε, ακόμα κι όταν μόλις μας έχουν πει, Α, εσείς είστε, λες κι επειδή μας αναγνώρισαν μας γνωρίζουν κιόλας και δεν υ πάρχει τίποτε άλλο να μάθουν για μας, ή αυτό το λίγο που α πομένει δεν αξίζει τον κόπο για μια καινούρια ερώτηση. Τί-
ο
Μ
ποτά δεν είχε αλλάξει στο μικρό σαλόνι, η καρέκλα όπου είχε καθίσει ο κ. Ζοζέ την πρώτη φορά βρισκόταν στην ίδια θέση, η απόσταση ανάμεσα σ' αυτή και το τραπέζι ήταν η ίδια, οι κουρτίνες κρέμονταν με τον ίδιο τρόπο, έκαναν τις ίδιες πιέτες, 11 ίδια ήταν ακόμα η κίνηση της γυναίκας που ξαπόσταινε τα χέρια στην ποδιά της, το δεξί πάνω απ' το αριστερό, μονάχα το φως της οροφής έμοιαζε λίγο πιο αχνό, σαν να έφτανε η λά μπα στο τέλος της. Ο κ. Ζοζέ ρώτησε, Λοιπόν πώς περάσατε από τότε που σας επισκέφθηκα, κι αμέσως επέκρινε τον εαυΙτό του για την έλλειψη ευαισθησίας ή, ακόμα χειρότερα, για την πλήρη ανοησία που έδειχνε, είχε την υποχρέωση να γνω ρίζει ότι οι κανόνες καλής συμπεριφοράς δεν είναι για να τους παίρνουμε πάντα κατά γράμμα, πρέπει να παίρνουμε υπόψη μας τις περιστάσεις, πρέπει να σταθμίζουμε κάθε περίπτωση, ας φανταστούμε τώρα ότι η γυναίκα απαντά μ' ένα πλατύ χα μόγελο, Ευτυχώς πολύ καλά, από υγεία καλύτερα δεν γίνεται, από διάθεση άριστα, καιρό είχα να νιώσω τόσο δυνατή, κι ε κείνος της πετά χωρίς δισταγμό, Μάθετε τότε ότι η βαφτισιμιά σας πέθανε και ζωή σ' εσάς. Η γυναίκα όμως δεν απάντησε οτην ερώτηση, περιορίστηκε ν' ανασηκώσει τους ώμους με α διαφορία, ύστερα είπε, Ξέρετε, κάμποσες μέρες τώρα σκεφτό μουν να σας τηλεφωνήσω στο Γενικό Ληξιαρχείο, ύστερα πα ράτησα την ιδέα μου, υπολόγισα πως αργά ή γρήγορα θα ερ χόσασταν να μ' επισκεφθείτε, Πάλι καλά που δεν τηλεφωνή σατε, δεν του αρέσει του ληξίαρχου να δεχόμαστε τηλεφωνή ματα, λέει ότι βλάπτουν την υπηρεσία, Καταλαβαίνω, αλλά αυτό θα λυνόταν εύκολα, αρκεί να του ανακοίνωνα, απευθεί1 ας στον ίδιο, την πληροφορία που έχω, δεν χρειαζόταν να του ζητήσω να σας καλέσει. Το μέτωπο του κ. Ζοζέ γέμισε ξαφνι κά κρύο ιδρώτα. Μόλις τώρα μάθαινε ότι για βδομάδες ολό κληρες, αγνοώντας τον κίνδυνο, μη συνειδητοποιώντας την α-
M
M
πειλή, βρισκόταν στο έλεος της απόλυτης καταστροφής που θα συνεπαγόταν η δημόσια αποκάλυψη της ιδιόρρυθμης ε παγγελματικής του συμπεριφοράς, των συνεχών και ηθελημέ νων αποπειρών που διέπραττε ενάντια στους αξιοσέβαστους δεοντολογικούς κανόνες του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, του οποίου τα κεφάλαια, άρθρα, παράγραφοι και εδάφια, με όλη τους την πολυπλοκότητα, κυρίως εξαιτίας της αρχαϊκού ιδιώματος της γλώσσας, η εμπειρία αιώνων είχε τελικά συμπυκνώσει σε επτά πρακτικές λέξεις, Μη φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν. Για μια στιγμή ο κ. Ζοζέ μίσησε πα ράφορα τη γυναίκα που είχε μπροστά του, την πρόσβαλε νοε ρά, την αποκάλεσε καχεκτική γριά, ηλίθια, σκιάχτρο και, σαν να μην έβρισκε τίποτα καλύτερο για να πάρει το αίμα του πί σω για τη βίαιη και απρόσμενη τρομάρα, έφτασε στο παραπέ- Ι ντε να της πει, Ώστε έτσι ε, άκου τώρα τα χαμπάρια, εκείνη η βαφτιστήρα σου, αυτή στη φωτογραφία, τα κακάρωσε. Η γυ ναίκα ρώτησε, Έχετε τίποτα κ. Ζοζέ, θέλετε ένα ποτήρι νερό, Καλά είμαι, μην ανησυχείτε, απάντησε εκείνος, ντροπιασμέ νος για την κακοήθη παρόρμηση, Θα σας φτιάξω ένα τσάι, Δεν χρειάζεται, σας ευχαριστώ, μην ενοχλείστε, εκείνη τη στιγ μή ο κ. Ζοζέ ένιωθε πιο χαμερπής και ταπεινωμένος κι από τη σκόνη του δρόμου, η κυρία του ισογείου είχε βγει απ' το σα λόνι, την άκουγε να ανακατεύει κατσαρολικά στην κουζίνα, πέρασαν λίγα λεπτά, πρώτα απ' όλα πρέπει να βράσει το νερό, ο κ. Ζοζέ θυμάται ότι το διάβασε αυτό κάπου, πιθανότατα σε κάποιο απ' τα περιοδικά απ' όπου κρατά αποκόμματα διασή μων προσώπων, ότι το τσάι γίνεται από νερό που κόχλασε αλ λά δεν βράζει πια, εκείνος θα ήταν ευχαριστημένος και μ' ένα ποτήρι νερό, αλλά το αφέψημα θα του πέσει πολύ καλύτερα, οι πάντες γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για την ανόρθωση του ηθικού από ένα φλιτζάνι τσάι, το λένε όλα τα
ι γχειρίδια, της ανατολής και της δύσης. Η οικοδέσποινα εμ φανίστηκε μ' ένα δίσκο, έφερνε ακόμα ένα πιατάκι με μπισκό τα, εκτός από την τσαγιέρα, τα φλιτζάνια και τη ζαχαριέρα, Λιν σας ρώτησα αν σας αρέσει το τσάι, σκέφτηκα όμως ότι ! αιιτή την ώρα θα ήταν προτιμότερο από τον καφέ, είπε, Μ' αΙρέσει το τσάι, μου αρέσει πολύ, Θέλετε ζάχαρη, Δεν βάζω ποκέ, ξαφνικά χλόμιασε, ίδρωσε, θεώρησε ότι έπρεπε να δικαιο λογηθεί, Πρέπει να είναι ο απόηχος μιας γρίπης που άρπαξα, Ετην περίπτωση αυτή, αν τελικά σας τηλεφωνούσα, το πιθα νότερο θα ήταν να μη σας βρω στο Γενικό Ληξιαρχείο και τό• θα έπρεπε πράγματι να διηγηθώ στο διευθυντή σας αυτό ίϊου μου συνέβη. Αυτή τη φορά ο ιδρώτας ύγρανε απλώς τις παλάμες του κ. Ζοζέ, και πάλι όμως τυχερός ήταν που το φλι τζάνι βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, αν το κρατούσε εκείνη τη οτιγμή, η πορσελάνη θα κατέληγε στο πάτωμα ή θα χυνόταν Β καυτό τσάι στα πόδια του αλαφιασμένου γραφέα, με τις •ροφανείς συνέπειες, άμεσα το έγκαυμα, κατόπιν την επι[στροφή του παντελονιού στο καθαριστήριο. Ο κ. Ζοζέ πήρε έku μπισκότο από το πιάτο, έκοψε μια αργή δαγκωνιά, χωρίς όΒ«••ξη, και, κρύβοντας πίσω απ' το μασούλημα τη δυσκολία με ki|v οποία του έβγαιναν οι λέξεις, κατάφερε να σχηματίσει την Ιΐρώτηση που όλο καθυστερούσε, Και ποια πληροφορία είχα|Τΐ• να μου δώσετε. Η γυναίκα ήπιε λίγο τσάι, άπλωσε το χέρι ρης διστακτικά στο πιάτο με τα μπισκότα, αλλά δεν αποτελείοε την κίνηση. Είπε, Θυμάστε που σας είχα υποδείξει, στο |ρλος της επίσκεψης σας, όταν φεύγατε, να αναζητήσετε στον [τηλεφωνικό κατάλογο το όνομα της βαφτισιμιάς μου, Το θυ μάμαι, αλλά προτίμησα να μην ακολουθήσω τη συμβουλή σας, Γιατί, Είναι δύσκολο να σας εξηγήσω, Σίγουρα θα είχατε τους λόγους σας, Το να βρίσκει κανείς λόγους γι' αυτά που κάνει και γι' αυτά που επιτρέπει να γίνουν είναι το πιο εύκολο, όταν 203
ο
αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε ή ότι δεν έχουμε αρκετούς φρο ντίζουμε να τους επινοήσουμε, στην περίπτωση της βαφτισιμιάς σας, για παράδειγμα, θα μπορούσα να δηλώσω τώρα πως θεώρησα προτιμότερο ν' ακολουθήσω τον πιο μακρύ και πε ρίπλοκο δρόμο, Κι ο λόγος, σας ρωτώ κι εγώ, είναι από τους αληθινούς ή απ' αυτούς που επινοούμε, Ας συμφωνήσουμε ό τι είναι τόσο αληθινός όσο και ψεύτικος, Και ποιο είναι το ψεύτικο κομμάτι, Το γεγονός ότι εγώ ενεργώ με τρόπο ώστε < λόγος που σας έδωσα να θεωρηθεί εξ ολοκλήρου αληθινός, '. νώ δεν είναι, Όχι, γιατί παραλείπω το λόγο για τον οποίο προ τίμησα αυτό το δρόμο και όχι τον άλλο, τον ευθύ, Βαρεθήκα τε τη ρουτίνα του επαγγέλματος, Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας άλλος λόγος, Πού βρίσκονται τώρα οι έρευνες σας, Μι λήστε μου πρώτα γι' αυτό που σας συνέβη, ας υποθέσουμε ότι εγώ βρισκόμουν στο Γενικό Ληξιαρχείο όταν σκεφτήκατε να] μου τηλεφωνήσετε και ότι ο διευθυντής δεν έχει πρόβλημα νο φωνάζει τους υπαλλήλους του στο τηλέφωνο. Η γυναίκα έφε ρε ξανά το φλιτζάνι στα χείλη, το τοποθέτησε στο πιατάκι χω ρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο και είπε, καθώς τα χέρια! της επέστρεφαν στην ποδιά για ν' αναπαυτούν, ξανά με το δε- ] ξι χέρι πάνω από το αριστερό, Έκανα εγώ αυτό που είπα σ' ε-1 σάς να κάνετε, Της τηλεφωνήσατε, Ναι, Μιλήσατε μαζί της, | Ναι, Πότε έγινε αυτό, Λίγες μέρες μετά τον ερχομό σας εδώ, | δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ στις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να| κοιμηθώ, Και τι συνέβη, Συζητήσαμε, Εκείνη θα πρέπει να ξεπλάγη, Δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο, Αυτό θα ήταν το φυσι* μετά από τόσα χρόνια χωρισμού και σιωπής, Πώς φαίνεται ό-Ι τι δεν ξέρετε καλά τις γυναίκες, ειδικά τις δυστυχισμένες, E-s κείνη ήταν δυστυχισμένη, Μετά από λίγο βάλαμε τα κλάματα j κι οι δυο, σαν να 'μασταν δεμένες η μία με την άλλη από μια | κλωστή δακρύων, Κι ύστερα, σας διηγήθηκε κάτι απ' τη ζωή] 204
M
Κης, Ποιος, Εκείνη, σ' εσάς, Τίποτα σχεδόν, πως είχε πα; ντριυτεί αλλά τώρα ήταν χωρισμένη, Αυτά τα ξέραμε, τα λέει m καρτέλα, Κανονίσαμε λοιπόν ότι θα ερχόταν να μ' επισκεΙφΟιί μόλις μπορούσε, Και ήρθε, Μέχρι τώρα όχι, Τι θέλετε να Ιΐΐπ'τε, Απλώς ότι δεν ήρθε, Ούτε τηλεφώνησε, Ούτε τηλεφώ νησε, Πριν πόσες μέρες έγινε αυτό, Πάνε κάπου δυο βδομά|6ι ς. Πάνω από δυο βδομάδες ή κάτω, Κάτω από δυο βδομά^ ς , νομίζω, ναι, κάτω, Κι εσείς τι κάνατε, Αρχικά σκέφτηκα Π άλλαξε γνώμη, πως τελικά δεν ήθελε να συσφίξει παλιούς Ιΐσμούς, δεν ήθελε πολλές οικειότητες μεταξύ μας, πως εκείψ. τα δάκρυα ήταν μονάχα μια στιγμή αδυναμίας και τίποτε ^λο, συμβαίνει συχνά, υπάρχουν φορές στη ζωή μας που αρηνόμαστε, που είμαστε ικανοί να διηγηθούμε τα βάσανα μας tov πρώτο άγνωστο που θα παρουσιαστεί μπροστά μας, θυϊατε, όταν είχατε έρθει, Θυμάμαι και σας είμαι πάντα υπό•εος για την εμπιστοσύνη σας, Μη νομίζετε ότι επρόκειτο για εμπιστοσύνη, ήταν απλώς απελπισία, Όπως και να 'χει, σας υΐόοχομαι ότι δεν θα το μετανιώσετε, μπορείτε να είστε ήσυχη ΙΚίζί μου, είμαι διακριτικός άνθρωπος, Ναι, είμαι σίγουρη ότι •ρν θα το μετανιώσω, Ευχαριστώ, Είναι όμως γιατί, κατά βά ρος, όλα είναι αδιάφορα πια για μένα κι είμαι σίγουρη ότι δεν ; (Ιιι το μετανιώσω, Α. Το να περάσει από αυτό το απαρηγόρη το ι πιφώνημα σε μια ευθεία επερώτηση του είδους, Κι ύστερα Β κάνατε, δεν ήταν εύκολο πράγμα, απαιτούσε χρόνο και τακτ, γι ' αυτό ο κ. Ζοζέ έμεινε σιωπηλός και περίμενε να δει τι θα γίνι ι Σαν να το 'ξέρε κι εκείνη, η γυναίκα ρώτησε, Θέλετε κι άλλι> τσάι, εκείνος δέχτηκε, Ναι παρακαλώ, και έτεινε το φλιΒζάνι. Ύστερα η γυναίκα είπε, Πριν από λίγες μέρες τηλεφώΙτησα στο σπίτι της, Λοιπόν, Δεν απάντησε κανείς, μου απά|ντΐ|(τε ο τηλεφωνητής, Μια φορά τηλεφωνήσατε μόνο, Την Ιΐϊϋώτη μέρα ναι, τις επόμενες μέρες όμως το επανέλαβα κά205
Μ
M
ο
μποσες φορές και σε διαφορετικές ώρες, τηλεφώνησα πρωί, τηλεφώνησα απόγευμα, τηλεφώνησα βράδυ, μέχρι και τα με σάνυχτα πήρα, Και τίποτα, Τίποτα, σκέφτηκα πως θα είχε βγει έξω, Σας είχε πει πού δούλευε, Όχι. Η συζήτηση δεν μπο ρούσε να συνεχίσει να τριγυρίζει γύρω από τη μαύρη τρύπα που έκρυβε την αλήθεια, πλησιάζει η στιγμή για να πει ο κ. Ζοζέ Η βαφτισιμιά σας πέθανε, μάλλον έπρεπε να το είχε πει α μέσως μόλις μπήκε μέσα, γι' αυτό ακριβώς τον κατηγορεί σε λίγο η γυναίκα, Γιατί δεν μου το είπατε αμέσως, γιατί μου κά νατε όλες αυτές τις ερωτήσεις αφού ξέρατε ότι είναι νεκρή, κι εκείνος δεν μπορεί να πει ψέματα υπαινισσόμενος ότι σώπαι-1 νε για να μην της δώσει ξαφνικά, χωρίς προετοιμασία, χωρίς σεβασμό, την επώδυνη είδηση, στην πραγματικότητα η μονάδική αιτία αυτού του παρατεταμένου και αργού διαλόγου ή ταν οι κουβέντες που είχε πει εκείνη στην είσοδο, Κι εγώ έχω; κάτι να σας πω, τη στιγμή εκείνη δεν βρήκε ο κ. Ζοζέ την υ ποχωρητική ηρεμία που θα τον έκανε να αντισταθεί στον πει-* ρασμό να προσπαθήσει να μάθει κάτι μικρό κι ασήμαντο, ό,τι] κι αν ήταν αυτό, δεν βρήκε την ήρεμη υποχωρητικότητα να πεύ Μην κάνετε τον κόπο, πέθανε. Ήταν λες κι αυτό που είχε νο« του ανακοινώσει η κυρία του ισογείου μπορούσε, ένας ΘεόςΙ ξέρει πώς, να κάνει τον χρόνο να γυρίσει πίσω και την τελευ^ ταία απ' όλες τις στιγμές να κλέψει από το θάνατο την άγναΜ στη γυναίκα. Κουρασμένος, χωρίς άλλη επιθυμία τώρα am την καθυστέρηση για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα του αναπό• φευκτου, ο κ. Ζοζέ ρώτησε, Δεν σκεφτήκατε να πάτε στο σπί• τι της, να ρωτήσετε τους γείτονες αν την είχαν δει, Φυσικά καί το σκέφτηκα, αλλά δεν το έκανα, Γιατί, Γιατί θα ήταν σαν vd παρεμβαίνω κι αυτή μπορεί να μην ήθελε, Τηλεφωνήσατε ό μως, Αυτό είναι άλλο. Έπεσε σιωπή, κατόπιν η έκφραση στ< πρόσωπο της γυναίκας άρχισε ν' αλλάζει, έγινε ερωτηματικ' 2θ6
ο κ. Ζοζέ κατάλαβε ότι θα τον ρωτούσε επιτέλους ποια ζητή ματα σχετικά με το θέμα τον είχαν φέρει σήμερα στο σπίτι της, αν είχαν φτάσει να μιλήσουν και πότε, κι αν το πρόβλημα με το Γενικό Ληξιαρχείο είχε λυθεί και πώς, Κυρία μου, λυπάμαι πολύ αλλά πρέπει να σας ενημερώσω ότι η βαφτισιμιά σας πέ θανε, είπε ο κ. Ζοζέ γρήγορα. Η γυναίκα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, σήκωσε τα χέρια από την ποδιά της και τα έφερε Ιστό στόμα, Τι πράγμα, Η βαφτισιμιά σας, είπα ότι η βαφτισι μιά σας αποδήμησε, Πού το ξέρετε, ρώτησε η γυναίκα δίχως ψ/α σκεφτεί, Γι' αυτό υπάρχουν τα Ληξιαρχεία, είπε ο κ. Ζοζέ και σήκωσε ελαφρά τους ώμους, σαν να πρόσθετε Δεν φταίω Ιΐγώ, Πότε πέθανε, Έχω εδώ την καρτέλα της αν θέλετε να τη ψύχε. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι, πλησίασε το βλέμμα της Βτην καρτέλα, μετά το απομάκρυνε μουρμουρίζοντας, Τα γυαλιά μου, αλλά δεν τα βρήκε, ήξερε ότι δεν θα τη βοηθούbav σε τίποτα, ακόμα και να 'θελε δεν θα μπορούσε να διαβάbiîi αυτό που ήταν γραμμένο, τα δάκρυα έκαναν τις λέξεις να μοιάζουν μουντζούρες. Ο κ. Ζοζέ είπε, Λυπάμαι πολύ. Η γυ ναίκα βγήκε από το σαλόνι, έλειψε λίγες στιγμές, κι όταν επέ στρεψε σφούγγιζε τα μάτια της μ' ένα μαντίλι. Κάθισε, σερβί ρισε ξανά τσάι, ύστερα ρώτησε, Ήρθατε εδώ μόνο και μόνο για να με ενημερώσετε για το θάνατο της βαφτισιμιάς μου, Ναι, Μεγάλη καλοσύνη από μέρους σας, Σκέφτηκα απλώς ό τι ήταν υποχρέωση μου, Γιατί, Γιατί αισθανόμουν ένα χρέος α πέναντι σας, Γιατί, Λόγω της συμπάθειας με την οποία με υ ποδεχτήκατε και με αντιμετωπίσατε, με βοηθήσατε, απαντήΙοατε στις ερωτήσεις μου, Τώρα που η εργασία με την οποία Οας επιφόρτισαν έφτασε στο τέλος της λόγω της πορείας των πραγμάτων, δεν θα χρειαστεί να κουραστείτε άλλο ψάχνοντας τη δύστυχη τη βαφτισιμιά μου, Πράγματι, έτσι είναι, Ίσως μά λιστα να σας έδωσαν ήδη εντολή από το Γενικό Ληξιαρχείο να 207
ο
M
αρχίσετε ν' αναζητάτε άλλο πρόσωπο, Όχι, όχι, είναι σπάνιες αυτές οι περιπτώσεις, Αυτό είναι το καλό με το θάνατο, μ' αυ τόν τελειώνουν όλα, Δεν είναι πάντα έτσι, αρχίζουν αμέσως οι έριδες ανάμεσα στους κληρονόμους, η αγριότητα της μοιρα σιάς, ο φόρος κληρονομιάς που πρέπει να καταβληθεί, Εγώ α ναφερόμουν στον άνθρωπο που πεθαίνει, Όσο γι' αυτόν, ναι, έχετε δίκιο, τελείωσαν όλα, Περίεργο, ποτέ δεν μου εξηγήσα τε τελικά για ποιο λόγο το Γενικό Ληξιαρχείο έψαχνε τη βαφτιστικιά μου, την αιτία ενός τόσο μεγάλου ενδιαφέροντος, Όπως μόλις είπατε, ο θάνατος λύνει όλα τα προβλήματα, Ε πομένως υπήρχε κάποιο πρόβλημα, Ναι, Ποιο, Δεν αξίζει το\ κόπο να μιλάμε πια γι' αυτό, το ζήτημα έπαψε να έχει ενδια φέρον, Ποιο ζήτημα, Σας παρακαλώ να μην επιμείνετε, είναι εμπιστευτικό, την έκοψε ο κ. Ζοζέ απελπισμένος. Η γυναίκε ακούμπησε ξερά το φλιτζάνι στο πιατάκι και είπε, κοιτάζο ντας κατάματα τον επισκέπτη της, Εδώ που καθόμαστε σήμε ρα, όπως και τις προάλλες, εσείς κι εγώ, υπάρχει ανάμεσα μας ένας που από την αρχή έλεγε συνεχώς την αλήθεια κι ένας πο συνεχώς έλεγε ψέματα, Ούτε είπα, ούτε λέω ψέματα, Παραδέ χεστε ότι όσες φορές σας μίλησα, το έκανα καθαρά και ειλι κρινά, ανοιχτά, και ότι δεν σας πέρασε ούτε για μια στιγμή απ' το μυαλό ότι σας έλεγα ψέματα, Το αναγνωρίζω, το αναγνω ρίζω, Τότε, αν εδώ μέσα υπάρχει ένας ψεύτης, κι είμαι σίγου ρη ότι υπάρχει, αυτός δεν είμαι εγώ, Δεν είμαι ψεύτης, Το πι στεύω πως δεν είστε εκ φύσεως, αλλά λέγατε ψέματα όταν μπήκατε εδώ μέσα για πρώτη φορά, κι από τότε εξακολουθεί τε να ψεύδεστε, Δεν μπορείτε να καταλάβετε, κυρία, Καταλα^ βαίνω όσο χρειάζεται για να μην πιστέψω ότι είναι δυνατό vc σας έστειλε το Ληξιαρχείο εδώ να βρείτε τη βαφτιστικά μου,• Κάνετε λάθος, σας διαβεβαιώ ότι με έστειλε, Τότε, αν δεν έχε τε τίποτε άλλο να μου πείτε, αν η τελευταία σας κουβέντα εί4
ναι (χυτή, φύγετε απ' το σπίτι μου τώρα αμέσως, τώρα αμέσως, Κΐ,ς δύο τελευταίες λέξεις η γυναίκα τις είπε ξεφωνίζοντας σχεΚόν, και μετά έβαλε τα κλάματα. Ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε, έκανε •να βήμα προς την πόρτα, κατόπιν γύρισε πίσω και κάθισε, Ευγχωρήστε με, είπε, μην κλαίτε, θα σας τα διηγηθώ όλα.
2θ8
209 14
ί
'^"
τα ονόματα
ο
Ο
ΤΑΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ ΝΑ ΜΙΛΑΩ, ΕΚΕΙΝΗ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ, ΚΑΙ ΤΩΡΑ
τι σκέφτεστε να κάνετε, Τίποτα, είπα εγώ, Θα γυρίσετε στις συλλογές διασήμων ανθρώπων, Δεν ξέρω, ίσως, κάτι πρέπει να βρω ν' απασχολήσω το χρόνο μου, σώπασα λί γο, σκέφτηκα και απάντησα, Όχι, δεν νομίζω, Γιατί, Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ζωή τους είναι πάντα η ίδια, δεν έχει ποι κιλία, εμφανίζονται, μιλούν, επιδεικνύονται, χαμογελούν στους φωτογράφους, διαρκώς αφικνούνται ή αναχωρούν, Όπως ό λοι μας, Εγώ όχι, Εσείς, κι εγώ, και όλοι μας επιδεικνυόμαστε, μιλάμε επίσης, βγαίνουμε από το σπίτι και επιστρέφουμε επί σης, μερικές φορές χαμογελάμε κιόλας, η διαφορά είναι ότι κανείς δεν το κάνει ζήτημα για μας, Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι διάσημοι, Τόσο το καλύτερο για σας, φαντάζεστε τη συλ λογή σας με την έκταση του Γενικού Ληξιαρχείου, Έπρεπε να είναι ακόμα μεγαλύτερο, το Ληξιαρχείο το ενδιαφέρει μονάχα να μάθει πότε γεννιόμαστε, πότε πεθαίνουμε και πολύ λίγα α κόμη, Αν παντρευτήκαμε, αν χωρίσαμε, αν χηρέψαμε, αν ξαναπαντρευτήκαμε, για το Ληξιαρχείο είναι αδιάφορο αν μέσα σ' όλα αυτά υπήρξαμε ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι, Η ευτυ χία και η δυστυχία είναι σαν τους διάσημους ανθρώπους, έρ χονται και πάνε, το κακό με το Ληξιαρχείο είναι ότι δεν θέλει να μάθει ποιοι είμαστε, γι' αυτό δεν είμαστε παρά ένα χαρτί με
ο
Μ
μερικά ονόματα και ημερομηνίες, Όπως η καρτέλα της βαφτιστικιάς μου, Ή η δική σας, Ή η δική μου, Τι θα κάνατε αν κα ταφέρνατε να τη συναντήσετε, Δεν ξέρω, ίσως να της μιλούσα, ίσως όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ, Και σκεφτήκατε πως εκείνη τη στιγμή, όταν θα την είχατε επιτέλους μπροστά σας, θα ξέ ρατε γι' αυτήν όσα και τη μέρα που πήρατε την απόφαση να την αναζητήσετε, δηλαδή τίποτα, ότι αν είχατε την πρόθεση να μάθετε ποια πραγματικά ήταν, θα έπρεπε να ξεκινήσετε την αναζήτηση ξανά κι ότι από κει κι ύστερα θα μπορούσε να είναι πολύ πιο δύσκολο αν, αντίθετα με τους διάσημους αν θρώπους, που τους αρέσει να δείχνονται, εκείνη δεν ήθελε να τη βρουν, Έτσι είναι, Αλλά αφού είναι νεκρή, μπορείτε να συ νεχίσετε να την αναζητάτε, εκείνη πια δεν θα την πειράζει, Δεν καταλαβαίνω, Μέχρι τώρα, παρά τις τόσες προσπάθειες, είχατε καταφέρει μόνο να εντοπίσετε ότι φοίτησε σ' εκείνο το σχολείο, εξάλλου εγώ η ίδια σας το υπέδειξα, Έχω φωτογρα φίες, Κι οι φωτογραφίες χαρτιά είναι, Μπορούμε να τις μοιρα στούμε, Και θα νομίζαμε ότι μοιραζόμαστε εκείνη, ένα κομμά τι για σας, ένα κομμάτι για μένα, Δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο, έτσι είπα εγώ στο σημείο αυτό θεωρώντας το ζήτημα λή ξαν, αλλά εκείνη με ρώτησε, Γιατί δεν πηγαίνετε να μιλήσετε με τους γονείς της, με τον πρώην σύζυγο, Για ποιο λόγο, Για να μάθετε κάτι ακόμα για κείνη, πώς ζούσε, τι έκανε, Ο σύζυ γος δεν θα έχει όρεξη για κουβέντες, νερό που κύλησε δεν γυ ρίζει μύλο. Οι γονείς όμως σίγουρα ναι, οι γονείς ποτέ δεν αρ νούνται να μιλήσουν για τα παιδιά τους, ακόμα κι αν είναι νε κρά, αυτό έχω παρατηρήσει, Αφού δεν πήγα πρωτύτερα, ού τε και τώρα θα πάω, προηγουμένως θα μπορούσα να τους πω ότι μ' έστελνε το Γενικό Ληξιαρχείο, Από τι πέθανε η βαφτιστικιά μου, Δεν ξέρω, Πώς γίνεται αυτό, ο θάνατος της θα πρέπει να είναι καταγραμμένος στο Ληξιαρχείο σας, Στην
ο
M
Κ
Μ
Ο
καρτέλα σημειώνουμε μόνο την ημερομηνία θανάτου, όχι την αιτία, Θα υπάρχει όμως σίγουρα κάποιο πιστοποιητικό, οι για τροί υποχρεούνται από το νόμο να διακριβώσουν το θάνατο, δεν μπορεί να περιορίστηκαν να γράψουν Είναι νεκρή όταν πέθανε, Στα χαρτιά που βρήκα στο αρχείο δεν υπήρχε πιστο ποιητικό θανάτου, Γιατί, Δεν ξέρω, θα πρέπει να έπεσε στο δρόμο όταν πήγαν να αρχειοθετήσουν το φάκελο, ή μου έπεσε έμενα, πάντως χάθηκε, θα ήταν σαν να ψάχναμε ψύλλους στ' άχυρα, εσείς δεν φαντάζεστε πώς είναι εκεί μέσα, Απ' αυτά που μου διηγηθήκατε φαντάζομαι, Δεν μπορείτε να φαντα στείτε, είναι αδύνατο, μονάχα αν βρεθείτε εκεί, Αν είναι έτσι, έχετε έναν πολύ καλό λόγο για να πάτε να μιλήσετε με τους γονείς, πείτε τους ότι το πιστοποιητικό θανάτου ατυχώς κάπου παράπεσε στο Ληξιαρχείο, πως πρέπει να ξαναφτιάξετε το φάκελο αλλιώς ο διευθυντής θα σας τιμωρήσει, φανείτε ταπει νός κι ανήσυχος, ρωτήστε ποιος ήταν ο γιατρός που την πα ρακολούθησε, πού πέθανε, από τι αρρώστια, αν πέθανε στο σπίτι ή στο νοσοκομείο, ρωτήστε τα πάντα, έχετε ακόμα μαζί σας την εξουσιοδότηση φαντάζομαι, Ναι, αλλά είναι πλαστή, μην το ξεχνάτε, Αφού ξεγέλασε εμένα, θα ξεγελάσει κι αυτούς, αν είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει ζωή δίχως ψέμα, ίσως κάτι να μας ξεγελά σ' αυτό το θάνατο, Αν ήσασταν υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχείου, θα ξέρατε ότι είναι αδύνατο να ξεγελά σει κανείς το θάνατο. Εκείνη θα πρέπει να θεώρησε πως δεν ά ξιζε τον κόπο να μου απαντήσει κι είχε κάθε δίκιο, γιατί αυτό που είχα πει ήταν μια φράση εντυπωσιασμού, κενή, απ' αυτές που μοιάζουν βαθιές αλλά δεν έχουν τίποτε από μέσα. Μείνα με σιωπηλοί καναδυό λεπτά, εκείνη με κοιτούσε με ύφος επι κριτικό, σαν να είχα πάρει ιερό όρκο και τελευταία στιγμή τον είχα πατήσει. Δεν ήξερα πού να κρυφτώ, μου ερχόταν να πω καληνύχτα και να φύγω από κει μέσα, αλλά θα ήταν ηλίθια
χοντροκοπια, μια αγένεια που η καημένη η κυρία δεν την άξι ζε, αυτή η συμπεριφορά δεν είναι του χαρακτήρα μου, έτσι εί μαι εγώ, η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι να ήπια ποτέ τσάι μι κρός, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Καθόμουν και σκε φτόμουν ότι καλύτερα θα ήταν να αποδεχόμουν την ιδέα, να εγκαινιάσω μια νέα αναζήτηση σε αντίθετη κατεύθυνση από την πρώτη, δηλαδή από το θάνατο προς τη ζωή, όταν εκείνη είπε, Μη δίνετε σημασία, αυτές είναι ανοησίες δικές μου, όταν γερνάμε και αντιλαμβανόμαστε ότι μας τελειώνει ο χρόνος, καθόμαστε και φανταζόμαστε πως έχουμε στο χέρι το φάρμα κο για όλα τα κακά του κόσμου και απελπιζόμαστε που δεν μας δίνουν προσοχή, Ποτέ δεν σκέφτηκα τέτοιο πράγμα, Θα έρθει κι η σειρά σας, ακόμα είστε πολύ νέος, Νέος εγώ, κλείνω τα πενήντα δύο, Είστε στο άνθος της ηλικίας σας, Μην παίζε τε μαζί μου, Μετά τα εβδομήντα γίνεται κανείς σοφός, τότε ό μως δεν του χρησιμεύει σε τίποτα, ούτε στον ίδιο ούτε σε κα νέναν. Μιας και μου υπολείπεται πολύ μέχρι να φτάσω σ' αυ τή την ηλικία, δεν ήξερα αν έπρεπε να συμφωνήσω ή όχι, γι' αυτό θεώρησα καλύτερο να σωπάσω. Ίσως είναι ώρα να σας αποχαιρετήσω, είπα, να μη σας ενοχλήσω περισσότερο, σας ευχαριστώ για την υπομονή και την ευγένεια σας, σας ζητώ να με συγχωρέσετε, η αιτία όλων αυτών ήταν εκείνη η τρέλα μου, εκείνη η ανήκουστη ιδέα μου, εσείς καθόσασταν ήσυχη στο σπίτι σας κι ήρθα εγώ εδώ με μεταμφίεση, με παραπλανητικές ιστορίες, νιώθω να κοκκινίζω από ντροπή όταν θυμάμαι κά ποιες ερωτήσεις που σας έκανα, Αντίθετα μ' αυτό που μόλις εί πατε, δεν ήμουν ήσυχη, ήμουν μόνη, όταν σας διηγήθηκα με- : ρικά θλιβερά πράγματα από τη ζωή μου ήταν σαν να έβγαζα ένα βάρος από πάνω μου, Αν το βλέπετε έτσι, πάλι καλά, Έτσι το βλέπω, και δεν θα ήθελα να φύγετε προτού σας ζητήσω μια χάρη, Ό,τι θέλετε, εκτός αν δεν περνάει απ' το χέρι μου, Μό213
ο
ο
Μ
νο απ' το δικό σας χέρι περνάει, αυτό που θέλω να σας ζητή σω είναι απλό, να έρχεστε να με επισκέπτεστε πότε πότε, ό ποτε το θυμάστε κι έχετε όρεξη, ακόμα κι αν δεν είναι για να μιλήσουμε για τη βαφτιστικά μου, Θα έρχομαι να σας βλέπω με μεγάλη ευχαρίστηση, Θα υπάρχει πάντα ένα φλιτζάνι τσάι να σας περιμένει, Αυτό από μόνο του είναι ένας καλός λόγος, έχω όμως κι άλλους. Ευχαριστώ, και κοιτάξτε, σας το ξανα λέω, μη δίνετε σημασία σ' εκείνη την ιδέα μου, κατά βάθος εί ναι τόσο τρελή όσο κι εκείνη η δική σας, Θα το σκεφτώ. Της φίλησα το χέρι όπως την πρώτη φορά, αλλά τώρα συνέβη κά τι που δεν το περίμενα, εκείνη κράτησε το χέρι μου σφιχτά και το έφερε στα χείλη. Ποτέ στη ζωή μου δεν μου είχε κάνει τέ τοιο πράγμα γυναίκα, ένιωσα σοκ στην ψυχή, τρεμούλα στην καρδιά, και τώρα ακόμα, που είναι ξημέρωμα κι έχουν περά σει τόσες ώρες, καθώς τελειώνω τις σημειώσεις μου στο τετρά διο από τα γεγονότα της ημέρας, κοιτάζω το δεξί μου χέρι και μου φαίνεται διαφορετικό, παρόλο που δεν μπορώ να πω σε τι συνίσταται η διαφορά, πρέπει να έχει σχέση με το από μέσα, όχι με το απ' έξω. Ο κ. Ζοζέ σταμάτησε το γράψιμο, άφησε το μολύβι, φύλαξε προσεκτικά στο τετράδιο τις σχολικές καρτέ λες της άγνωστης γυναίκας, που εντέλει είχαν όντως ξεμείνει πάνω στο τραπέζι, και πήγε και τις έβαλε ανάμεσα στο στρώ μα και το σομιε, στο βάθος βάθος. Κατόπιν ζέστανε το κοκκι νιστό που είχε περισσέψει απ' το μεσημεριανό και κάθισε να φάει. Η σιγή ήταν απόλυτη σχεδόν, μόλις που ακουγόταν ο θόρυβος των λιγοστών αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν α κόμα στην πόλη. Αυτό που ακουγόταν καλύτερα ήταν ένας πνιχτός ήχος που ανέβαινε και κατέβαινε, σαν μακρινή ανάσα, αυτόν όμως ο κ. Ζοζέ τον είχε συνηθίσει, ήταν το Ληξιαρχείο που ανέπνεε. Ο κ. Ζοζέ έπεσε να κοιμηθεί αλλά δεν είχε ύπνο. Ανακαλούσε τα συμβάντα της ημέρας, τον εκνευρισμό και την
έκπληξη όταν είδε το διευθυντή να μπαίνει στο Ληξιαρχείο σε ώρες ασυνήθιστες, τη θυελλώδη συζήτηση με την κυρία του ι σογείου, της οποίας τη μαρτυρία είχε γράψει στο τετράδιο, πι στός στο νόημα όχι όμως και στη μορφή, πράγμα που μπορεί να καταλάβει κανείς και να συγχωρήσει, μιας και η μνήμη, που είναι εύθικτη και δεν της αρέσει να την πιάνουν αδιάβαστη, τείνει να συμπληρώσει όσα ξεχνά με δικά της δημιουργήματα αλήθειας, κίβδηλα προφανώς, λίγο ως πολύ όμως παρακείμε να στα γεγονότα από τα οποία έχει απομείνει μόνο μια αφη ρημένη ανάμνηση, σαν αυτό που απομένει από το πέρασμα μιας σκιάς. Ο κ. Ζοζέ αισθανόταν πως δεν είχε ακόμα κατα λήξει σε κάποιο λογικό συμπέρασμα για όσα είχαν συμβεί, πώς έμενε ακόμη να πάρει μια απόφαση, αλλιώς οι κουβέντες που είχε πει στην κυρία του ισογείου, Θα τό σκεφτώ, δεν ήταν άλλο από μια μάταιη υπόσχεση, απ' αυτές που προκύπτουν πάντα στις συζητήσεις και που κανείς δεν περιμένει να πραγ ματοποιηθούν. Αγωνιούσε ο κ. Ζοζέ να αποκοιμηθεί όταν ξαφνικά του ήρθε, ποιος ξέρει από τι βάθη, σαν την άκρη ενός νέου μίτου της Αριάδνης, η πολυπόθητη λύση, Το Σάββατο θα πάω στο νεκροταφείο, είπε με δυνατή φωνή. Αναστατωμένος ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι, αλλά η ήρεμη φωνή της λο γικής συνέδραμε και τον συμβούλεψε, Αφού αποφάσισες τι θα κάνεις, πέσε και κοιμήσου, μην κάνεις σαν παιδί, μήπως θέλεις τέτοια ώρα να πηγαίνεις και να πηδάς τον τοίχο του νεκροτα φείου, τρόπος του λέγειν φυσικά. Υπάκουος ο κ. Ζοζέ αφέθη κε να γλιστρήσει στα σεντόνια, σκεπάστηκε μέχρι τη μύτη, έ μεινε όμως για ένα ακόμα λεπτό με τα μάτια ανοιχτά και σκέ φτηκε, Δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ, Το επόμενο λεπτό κοιμό ταν.
214
215
Ξύπνησε αργά, την ώρα σχεδόν που άνοιγε το Ληξιαρχείο, δεν είχε καν χρόνο να ξυριστεί, ντύθηκε σαν σίφουνας και
M
Κ
Ο
Μ
βγήκε απ' το σπίτι μ' ένα ξέφρενο τρεχαλητο, αταίριαστο με την ηλικία και την κατάσταση του. Όλοι οι υπάλληλοι, από τους οκτώ γραφείς ως τους δύο υποδιευθυντές, ήταν καθισμέ νοι με τα μάτια στυλωμένα στο ρολόι του τοίχου, περιμένοντας το λεπτοδείκτη να σκεπάσει τον αριθμό δώδεκα. Ο κ. Ζοζέ κατευθύνθηκε στον προϊστάμενο της πλευράς του, στον οποίο έπρεπε να δώσει τις πρώτες εξηγήσεις, και ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση, Κοιμήθηκα άσχημα, δικαιολογήθηκε, γνωρίζοντας ωστόσο από πολυετή εμπειρία πως μια τέτοια δι καιολογία δεν χρησίμευε σε τίποτα, Καθίστε, ήταν η ξερή α πάντηση που πήρε. Όταν αμέσως μετά το τελευταίο γλίστρημα του λεπτοδείκτη σημείωσε τη μετάβαση από το χρόνο ανα μονής στο χρόνο εργασίας, ο κ. Ζοζέ μπλέχτηκε στα κορδόνια των παπουτσιών του, που είχε ξεχάσει να δέσει, και δεν είχε καταφέρει να φτάσει ακόμα στο τραπέζι του, περιστατικό που παρατηρήθηκε με παγωμένο ύφος από τον προϊστάμενο, ο ο ποίος σημείωσε το απαράδεκτο συμβάν στην ατζέντα της ημέ ρας. Πέρασε άλλη μια ώρα για να έρθει και ο ληξίαρχος. Μπή κε μέσα μ' ένα ύφος μαζεμένο, σκυθρωπό σχεδόν, που έκανε τους υπαλλήλους να λιγοψυχήσουν, με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να πει κανείς ότι κι αυτός είχε κοιμηθεί άσχημα, εί ναι όμως αλήθεια ότι ήταν περιποιημένος ως συνήθως, ξυρι σμένος στην τρίχα, χωρίς ούτε μια ζάρα στο κουστούμι ή μια τρίχα ξεχτένιστη. Σταμάτησε για μια στιγμή δίπλα στο τραπέ ζι του κ. Ζοζέ και τον κοίταξε με αυστηρότητα, χωρίς μια λέ ξη. Αμήχανος, ο κ. Ζοζέ πήγε να κάνει μια κίνηση που φαίνε ται πως είναι ενστικτώδης στους άντρες, να φέρει το χέρι του στο πρόσωπο και να τρίψει τα γένια του για να δει αν μεγά λωσαν, η κίνηση του όμως έμεινε στη μέση, σαν να προσπα θούσε μ' αυτό τον τρόπο να κρύψει αυτό που ήταν σ' όλους φανερό, την ασυγχώρητη ατημελησία της εμφάνισης του. Τώ-
ρα θα πέσει η μομφή, σκέφτηκαν όλοι. Ο ληξίαρχος κατευ θύνθηκε προς το γραφείο του, κάθισε και φώναξε τους δύο υ ποδιευθυντές. Η γενική εντύπωση ήταν ότι την είχε άσχημα ο κ. Ζοζέ, γιατί αλλιώς δεν θα καλούσε και τους δυο υφισταμέ νους του μαζί ο διευθυντής, θα ήθελε φαίνεται ν' ακούσει τη γνώμη τους για τις αυστηρές κυρώσεις που σκόπευε να επιβά λει, Η υπομονή του εξαντλήθηκε, σκέφτηκαν με χαρά οι γρα φείς, που τελευταία είχαν σκανδαλιστεί με τη συμπεριφορά α δικαιολόγητης εύνοιας της οποίας αντικείμενο υπήρξε ο κ. Ζοζέ από μέρους του διευθυντή, Καιρός του ήταν, τον κατα δίκαζαν νοερά. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι τα σκάγια δεν ήταν γι' αυτόν. Καθώς ο ένας υποδιευθυντής έδινε εντολή να παρουσιαστούν όλοι, προϊστάμενοι και γραφείς, μπροστά στο ληξίαρχο, ο άλλος έκανε το γύρο της κονσόλας και πήγαι νε να κλείσει την πόρτα της εισόδου, τοποθετώντας προηγου μένως στην εξωτερική της πλευρά μια επιγραφή που έλεγε Προσωρινά κλειστόν ένεκα υπηρεσιακών λόγων. Τι συμβαί νει, τι γίνεται εδώ πέρα, αναρωτιούνταν οι υπάλληλοι, συμπε ριλαμβανομένων και των υποδιευθυντών, που ήξεραν όσα και οι υπόλοιποι, και μόνο ένα επιπλέον, ότι ο διευθυντής τους εί χε ανακοινώσει ότι θα μιλούσε. Η πρώτη κουβέντα που τους είπε ήταν Καθίστε. Η διαταγή πέρασε από τους υποδιευθυντές στους προϊστάμενους και από τους προϊστάμενους στους γρα φείς, υπήρξε ο αναπόφευκτος θόρυβος που δημιουργείται από τη μετακίνηση των καθισμάτων, που είχαν τοποθετηθεί με την πλάτη στα αντίστοιχα γραφεία, όλα τούτα όμως έγιναν πολύ γρήγορα, σε λιγότερο από ένα λεπτό η σιωπή στο Γενικό Λη ξιαρχείο ήταν απόλυτη. Δεν ακουγόταν ούτε μύγα, ενώ απ' ό σο ξέρουμε υπάρχουν, κάποιες αραγμένες σε ασφαλή σημεία κι άλλες που χαροπαλεύουν στους μιαρούς ιστούς αράχνης στο ταβάνι. Ο ληξίαρχος σηκώθηκε αργά, με την ίδια βραδύ-
2ΐ6
217
Μ
τητα πέρασε με το βλέμμα του έναν έναν τους υπαλλήλους, σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά ή σαν να προσπαθούσε να τους αναγνωρίσει μετά από μια μακρά απουσία, παραδό ξως η έκφραση του δεν ήταν πλέον σκυθρωπή, ή ήταν αλλά με άλλη έννοια, σαν να τον βασάνιζε ένα ηθικός πόνος. Ύστερα μίλησε, Κύριοι, με την ιδιότητα του διευθυντή του Γενικού αυ τού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, ως ο τελευταίος εν ενεργεία μιας μακράς σειράς ληξίαρχων που εγκαινιάστηκε ι στορικά με την περισυλλογή του αρχαιότερου εγγράφου που βρίσκεται στα αρχεία μας, καθώς επίσης σύμφωνα με την ά σκηση των δικαιοδοσιών που μου ανατέθηκαν και πιστός στο παράδειγμα των προκατόχων μου, εκπλήρωνα και φρόντιζα να εκπληρώνονται με κάθε αυστηρότητα οι γραπτοί νόμοι που ρυθμίζουν τη λειτουργία των υπηρεσιών, χωρίς να παραβλέ πω, αντιθέτως, λαμβάνοντας υπόψη ανά πάσα στιγμή, την πα ράδοση. Έχω συνείδηση των αλλαγών του χρόνου, της ανα γκαιότητας για διαρκή εκσυγχρονισμό των μέσων και των δια δικασιών στο κοινωνικό γίγνεσθαι, κατανοώ όμως, όπως το εί χαν κατανοήσει όσοι διηύθυναν το Ληξιαρχείο αυτό πριν από εμένα, πως η συντήρηση του πνεύματος που θα ονόμαζα πνεύ μα οργανικής συνέχειας και αυτοαναγνώρισης οφείλει να επι κρατεί πάνω σε οποιαδήποτε άλλη μέριμνα, υπό την απειλή, αν δεν ενεργήσουμε κατ' αυτό τον τρόπο, να βρεθούμε αντιμέ τωποι με την κατεδάφιση του ηθικού οικοδομήματος το οποίο, ως πρώτοι και τελευταίοι θεματοφύλακες της ζωής και του θα νάτου, εξακολουθούμε να εκπροσωπούμε εδώ. Θα υπάρξει βεβαίως κάποιος που θα διαμαρτυρηθεί, γιατί δεν μπορεί να δει το Γενικό Ληξιαρχείο ως κάτι άλλο από μια γραφομηχανή, για να μην αναφερθούμε στα πλέον σύγχρονα εργαλεία, που τα ντουλάπια και οι αρχειοθήκες εξακολουθούν να είναι από φυσικό ξύλο, που οι υπάλληλοι οφείλουν ακόμα να βουτούν 2ΐ8
πένες σε μελανοδοχεια και να χρησιμοποιούν στυπόχαρτο, θα υπάρξουν κάποιοι που θα μας θεωρήσουν γελοία προσκολλη μένους στο παρελθόν, που θα απαιτήσουν από την κυβέρνηση την άμεση εισαγωγή προηγμένης τεχνολογίας στις υπηρεσίες μας, αν όμως οι νόμοι και οι κανονισμοί μπορούν πράγματι να αλλάξουν ή να αντικατασταθούν ανά πάσα στιγμή, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο με την παράδοση, η οποία, ως τέτοια, τόσο στην ουσία όσο και στην σημασία της, παραμένει αναλλοίωτη. Κανείς δεν μπορεί να ταξιδέψει στο παρελθόν για να αλλάξει μια παράδοση που γεννήθηκε στο χρόνο και από το χρόνο τράφηκε και συντηρήθηκε. Κανείς δεν μπορεί να έρθει να μας πει ότι το υπάρχον δεν υπήρξε, κανείς δεν θα τολμήσει να θε λήσει, όπως τα παιδιά, να μην είχε συμβεί αυτό που συνέβη. Κι αν κάποιος το έκανε θα έχανε απλώς το χρόνο του, Αυτά είναι τα θεμέλια του νου και της δύναμης μας, αυτό είναι το τείχος πίσω απ' το οποίο καταφέραμε να υπερασπιστούμε μέχρι σή μερα τόσο την ταυτότητα όσο και την αυτονομία μας. Έτσι έ χουμε ενεργήσει. Και έτσι θα συνεχίζαμε να ενεργούμε αν νέOL συλλογισμοί δεν έρχονταν να μας υποδείξουν την ανάγκη νέων δρόμων. Μέχρι εδώ κανένας νεωτερισμός δεν προέκυψε από την ο μιλία του διευθυντή, εκτός ίσως από το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που ακούστηκε στο Γενικό Ληξιαρχείο κάτι που να μοιάζει με επίσημη διακήρυξη αρχών. Η ομοιογενής νοο τροπία των υπαλλήλων διαμορφωνόταν κυρίως μέσα από την πρακτική της υπηρεσίας, που ρυθμιζόταν τους πρώτους και ρούς με αυστηρότητα και ακρίβεια, ενώ επέτρεψε στις νεότε ρες γενεές, ίσως από μια ιστορική κόπωση του θεσμού, τα σο βαρά και συνεχή παραπτώματα που γνωρίζουμε και είναι αξιοκατάκριτα ακόμα και από τη σκοπιά της αγαθότερης κρί σης. Με τη χαλαρή τους συνείδηση θιγμένη, οι υπάλληλοι σκέ219
M
φτηκαν πως αυτό θα ήταν το κεντρικό θέμα της απρόσμενης διάλεξης, αλλά δεν άργησαν να βγουν από την πλάνη τους. Ε ξάλλου, αν είχαν δώσει μεγαλύτερη προσοχή στη φυσιογνωμική έκφραση του ληξίαρχου, θα είχαν καταλάβει αμέσως ότι ο στόχος του δεν ήταν πειθαρχικού χαρακτήρα, δεν προσέβλεπε σε μια γενική μομφή, περίπτωση στην οποία τα λόγια του θα ηχούσαν σαν ξερές γροθιές και το πρόσωπο του ολόκληρο θα είχε καλυφθεί από μια περιφρονητική αδιαφορία. Ε λοιπόν, τέτοιου είδους σημάδι δεν φαινόταν στη στάση του διευθυντή, μονάχα μια διάθεση όμοια με κάποιου που, ενώ έχει συνηθίσει πάντα να νικά, βρίσκεται για πρώτη φορά στη ζωή του μπρο στά σε μια δύναμη μεγαλύτερη από τη δική του. Και κάτι λί γοι, κυρίως οι υποδιευθυντές ή κάποιος προϊστάμενος, που νό μισαν ότι από την τελευταία φράση που ακούστηκε μπορού σαν να συμπεράνουν την είδηση της άμεσης εισαγωγής νεωτε ρισμών που ήταν ήδη διαδεδομένης χρήσης έξω από τα τείχη του Γενικού Ληξιαρχείου, κι αυτοί επίσης πολύ σύντομα ανα γνώρισαν, αμήχανοι, ότι είχαν παρανοήσει. Ο ληξίαρχος συ νέχιζε να μιλά, Μην απατάστε ωστόσο και φαντάζεστε ότι οι συλλογισμοί στους οποίους αναφέρομαι είναι απλώς εκείνοι που θα μας οδηγήσουν να ανοίξουμε τις πόρτες μας σε νέες ε φευρέσεις, για τούτο δεν υπήρχε ανάγκη περισυλλογής, θα ή ταν αρκετό να καλέσουμε έναν ειδικό σ' αυτά τα θέματα και μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο θα γέμιζε η υπηρεσία από μηχα νήματα κάθε είδους. Όσο κι αν μου στοιχίζει που σας το δη λώνω, και όσο σκανδαλώδες κι αν σας φαίνεται, το ζήτημα που έρχονται να θέσουν οι συλλογισμοί μου, ποιος να μου το 'λέγε, είναι ακριβώς μία από τις θεμελιώδεις πλευρές της πα ράδοσης του Γενικού Ληξιαρχείου, δηλαδή η χωροταξική δια νομή ζωντανών και νεκρών, ο υποχρεωτικός διαχωρισμός τους, όχι μόνο σε ξεχωριστά αρχεία αλλά και σε διαφορετικές 220
Μ
περιοχές του κτηρίου. Ακούστηκε ένα ελαφρύ σούσουρο, λες κι η κοινή σκέψη των κατάπληκτων υπαλλήλων αποκτούσε ή χο, δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο αφού κανείς τους δεν είχε τολμήσει να πει λέξη. Κατανοώ ότι τούτο σας ταράζει, συ νέχισε ο ληξίαρχος, διότι κι εγώ ο ίδιος αισθάνθηκα ως υπό λογος αίρεσης όταν το σκέφτηκα, χειρότερα ακόμα, ένοχος προσβολής προς τη μνήμη όλων όσοι, πριν από εμένα, κατέ λαβαν την αρχηγική θέση αυτή, και όσοι επίσης εργάστηκαν στις θέσεις που τώρα καταλαμβάνετε εσείς, όμως μια δύναμη ακαταμάχητα αυταπόδεικτη με υποχρέωσε να αντιμετωπίσω το βάρος της παράδοσης, μιας παράδοσης που σε όλη τη διάρ κεια της ζωής μου θεωρούσα πάντα αμετακίνητη. Η συνειδη τοποίηση αυτών των γεγονότων δεν ήταν έργο της τύχης ούτε μιας ξαφνικής επιφοίτησης. Δύο φορές από τότε που είμαι δι ευθυντής του Ληξιαρχείου έλαβα προειδοποιητικά σημεία, στα οποία προς στιγμήν δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, πέρα α πό το γεγονός ότι αντέδρασα σ' αυτά κατά τρόπο που δεν φο βάμαι να αξιολογήσω ως πρωτογενή, τα οποία όμως, σήμερα το κατανοώ, προετοίμασαν το δρόμο για να γίνει δεκτή με ευ ρύτητα πνεύματος η τρίτη και πιο πρόσφατη ειδοποίηση για την οποία, για λόγους που κρίνω σκόπιμο να κρατήσω μυστι κούς, δεν θα σας μιλήσω σήμερα. Το πρώτο περιστατικό, το ο ποίο ασφαλώς όλοι θυμάστε, ήταν όταν ένας υποδιευθυντής μου, που είναι σήμερα παρών, πρότεινε να γίνει η διευθέτηση των αρχείων των νεκρών αντίστροφα, δηλαδή οι παλαιότεροι πιο μακριά, οι πρόσφατοι πιο κοντά. Λόγω του όγκου εργα σίας που θα απαιτούσε μια τέτοια αλλαγή, και λαμβάνοντας υ πόψη τις ελλείψεις στον αριθμό του προσωπικού που διαθέ ταμε, η πρόταση ήταν καταφανώς απραγματοποίητη, και αυτό ακριβώς έκανα σαφές στον παραινέτη, με τρόπο ωστόσο που θα επιθυμούσα να λησμονήσω και κυρίως να μπορέσει και ο ί-
ο
M
λο τέτοιο ή έστω παρόμοιο περιστατικό. Θα ρωτήσετε ίσως ποια συμπεράσματα, στα πλαίσια αυτής μου της ανακοίνωσης, θα έπρεπε εγώ να εξαγάγω από το περιστατικό του χαμένου οικοσημολόγου, κι εγώ θα σας απαντήσω με πραγματική τα πεινοφροσύνη ότι, αν δεν είχαν συμβεί πρόσφατα κάποια άλ λα περιστατικά και αν δεν είχαν υποκινήσει μέσα μου κάποιους άλλους συλλογισμούς, δεν είχα φτάσει ποτέ στο σημείο να κα ταλάβω το διπλό παραλογισμό της διάκρισης των νεκρών από τους ζωντανούς. Εν πρώτοις, είναι παραλογισμός από αρχειοθετική άποψη, αν σκεφτούμε ότι ο πιο απλός τρόπος να βρού με τους νεκρούς θα ήταν να τους αναζητήσουμε εκεί όπου βρί σκονται οι ζωντανοί, δεδομένου ότι τούτους, λόγω του ότι εί ναι ζωντανοί, τους έχουμε διαρκώς μπροστά μας, και κατά δεύτερο λόγο, είναι επίσης παραλογισμός από μνημονική ά ποψη, διότι αν οι νεκροί δεν βρίσκονται ανάμεσα στους ζω ντανούς θα καταλήξουν αργά ή γρήγορα στη λησμονιά και τό τε, επιτρέψτε μου τη λαϊκή έκφραση, θα είναι μεγάλο μανίκι να τους βρούμε όταν τους χρειαζόμαστε, όπως επίσης αργά ή γρήγορα θα συμβεί. Σε όλους όσοι με ακούν εκεί, χωρίς διά κριση θέσης ή προσωπικής κατάστασης, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι αναφέρομαι σε ζητήματα του Γενικού Ληξιαρχείου, και όχι του έξω κόσμου, όπου, για λόγους που αφορούν στη σωματική υγιεινή και την ψυχική υγεία των ζωντανών, είθι σται οι νεκροί να θάβονται. Τολμώ όμως να πω ότι η ίδια α κριβώς αναγκαιότητα για σωματική υγιεινή και ψυχική υγεία προτάσσει ώστε εμείς εδώ στο Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους, εμείς που γράφουμε και μεταφέρουμε τα χαρτιά της ζωής και του θανάτου, να ενοποιήσουμε σε ένα μόνο αρ χείο, που θα ονομάζεται απλώς ιστορικό, τους νεκρούς και τους ζωντανούς, καθιστώντας τους αχώριστους σ' αυτό εδώ το μέρος, μιας και έξω, ο νόμος, τα ήθη και ο φόβος δεν το επι-
διος να λησμονήσει. Ο υποδιευθυντής τον οποίο υπαινισσόταν κόρωσε από ικανοποίηση, κοίταξε πίσω για να τον δουν και, γυρνώντας πρόσωπο με πρόσωπο με τον προϊστάμενο του, έ γνεψε ελαφρά το κεφάλι σαν να σκεφτόταν, Άλλη φορά ν' α κούς τι σου λένε. Ο ληξίαρχος συνέχισε, Δεν κατάλαβα τότε πως, πίσω από αυτή την ιδέα που μου φαινόταν παράλογη και που, ιδωμένη από λειτουργική σκοπιά, ήταν πράγματι τέτοια, υπήρχε η διαίσθηση μιας επαναστατικής ιδέας, μια διαίσθηση ακούσια, ασυνείδητη βέβαια, αλλά το δίχως άλλο αποτελε σματική. Φυσικά από το μυαλό ενός υποδιευθυντή δεν θα μπορούσε κανείς να έχει μεγαλύτερη απαίτηση, εγώ όμως που είμαι ληξίαρχος είχα χρέος, με τα καθήκοντα με τα οποία έχω επιφορτιστεί και τη γνώση της εμπειρίας μου, να αντιληφθώ αμέσως αυτό που έκρυβε το φαινομενικό παιδαριώδες της ι δέας. Αυτή τη φορά ο υποδιευθυντής δεν κοίταξε πίσω, κι αν κόρωσε από δυσαρέσκεια κανείς δεν το πρόσεξε, γιατί είχε το κεφάλι κατεβασμένο. Ο ληξίαρχος έκανε μια παύση, αναστέ ναξε βαθιά και συνέχισε, Το δεύτερο περιστατικό ήταν μ' ε κείνον τον ερευνητή της εραλδικής που εξαφανίστηκε στα αρ χεία των νεκρών και καταφέραμε να τον βρούμε μόλις μία βδομάδα αργότερα, στα τελευταία του σχεδόν, όταν πια είχα με χάσει κάθε ελπίδα να τον συναντήσουμε ζωντανό. Μιας και επρόκειτο για ένα επεισόδιο με τόσο συνηθισμένα χαρακτηρι στικά, πραγματικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς που τουλά χιστον μια φορά στη ζωή του να μην έχει χαθεί εκεί πέρα, πε ριορίστηκα να λάβω τα μέτρα που επιβάλλονται, κοινοποιώ ντας μια υπηρεσιακή εντολή που όριζε ως υποχρεωτική τη χρήση του μίτου της Αριάδνης, ορισμός κλασικός και, ας μου επιτραπεί να πω, ειρωνικός του σκοινιού που κρατώ φυλαγμέ νο στο συρτάρι. Το μέτρο υπήρξε επιτυχές και αυτό αποδει κνύεται από το γεγονός ότι δεν έχει διαπιστωθεί από τότε άλ
223
Ι
1 ο Μ
ο
τρέπουν. Θα εκδώσω λοιπόν μια υπηρεσιακή εντολή όπου θα επισημαίνεται, πρώτον, ότι από σήμερα και στο εξής οι νεκροί θα παραμένουν στην ίδια θέση του αρχείου που καταλάμβα ναν εν ζωή, δεύτερον, ότι προοδευτικά, φάκελο το φάκελο, έγ γραφο το έγγραφο, από τους πλέον πρόσφατους προς τους αρ χαιότερους, θα προωθηθεί η επανένταξη των νεκρών του πα ρελθόντος στο αρχείο που θα καταστεί το παρόν όλων. Γνω ρίζω ότι το δεύτερο σημείο θα χρειαστεί δεκαετίες για να πραγματοποιηθεί, πως δεν θα είμαστε πλέον ζωντανοί, ίσως ούτε καν η επόμενη γενιά, όταν τα χαρτιά του τελευταίου νε κρού, κουρελιασμένα, φαγωμένα από το σκώρο, μαυρισμένα από τη σκόνη αιώνων, θα επιστρέψουν στον κόσμο απ' όπου, με ακραία και ανώφελη βία είχαν απομακρυνθεί. Όπως ο ορι στικός θάνατος είναι ο τελευταίος καρπός της επιθυμίας για λήθη, έτσι και η επιθυμία για θύμηση θα μπορέσει να παρα τείνει τη ζωή μας. Θα ισχυριζόσασταν, ίσως, με υποτιθέμενη οξύνοια, αν εγώ σας έδινα το λόγο, ότι μια τέτοια παράταση δεν πρόκειται να ωφελήσει σε τίποτε αυτούς που πέθαναν. Αυτό θα ήταν ένα χαρακτηριστικό επιχείρημα ανθρώπων που δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν και εφόσον θεωρούσα εγώ σκόπιμο να σας απαντήσω, θα σας εξηγούσα ότι μόνο για τη ζωή σάς μιλώ όλη αυτή την ώ ρα, και όχι για το θάνατο, και ότι εάν δεν το έχετε κατανοήσει αυτό μέχρι τώρα, είναι γιατί είστε ανίκανοι να κατανοήσετε ο τιδήποτε. Η κατανυκτική στάση με την οποία έγινε δεκτή το τελικό μέρος της ομιλίας ταρακουνήθηκε άγρια από το σαρκασμό των ύστατων λέξεων. Ο ληξίαρχος είχε ξαναγίνει ο διευθυντής που γνώριζαν πάντα, υπερόπτης και είρωνας, αδυσώπητος στην κρίση του, αυστηρός στην πειθαρχία, όπως έγινε ξεκά θαρο αμέσως στη συνέχεια, Για το δικό σας συμφέρον, και ό
χι για το δικό μου, έχω ακόμα να σας πω ότι το χειρότερο σφάλμα στη ζωή σας θα ήταν να θεωρήσετε ως σημείο προ σωπικής αδυναμίας ή έκπτωση της διοικητικής μου εξουσίας το γεγονός ότι σας μίλησα με ανοιχτό μυαλό και καρδιά. Δεν αρκέστηκα να διατάξω απλώς, χωρίς εξηγήσεις, όπως είναι δικαίωμα μου, την επανένταξη ή ενοποίηση των αρχείων, κι αυτό γιατί θέλησα να σας κάνω να καταλάβετε τους βαθύτε ρους λόγους της απόφασης που έλαβα, κι αυτό γιατί επιθυμώ να εκτελέσετε το έργο που σας περιμένει με το πνεύμα κάποιου που αισθάνεται ότι συμμετέχει σε μια οικοδόμηση, και όχι με τη γραφειοκρατική αποξένωση κάποιου που τον διέταξαν να προσθέσει χαρτιά σ' άλλα χαρτιά. Η πειθαρχία στο Γενικό Λη ξιαρχείο θα συνεχίσει να είναι αυτή που ήταν πάντα, ούτε αφηρημάδες, ούτε ονειροπολήματα, ούτε λέξη που να μη συν δέεται άμεσα με την υπηρεσία, ούτε αργοπορίες, ούτε επίδει ξη αμέλειας στη συμπεριφορά, στους τρόπους ή την εμφάνιση. Ο κ. Ζοζέ σκέφτηκε, Αυτό το είπε για μένα, σίγουρα, επειδή δεν ξυρίστηκα, αλλά δεν ανησύχησε, το πιθανότερο ήταν να έ μενε εκεί ο υπαινιγμός, για κάθε περίπτωση χαμήλωσε το κε φάλι πολύ αργά, σαν ένας μαθητής που δεν διάβασε το μάθη μα του και θέλει ν' αποφύγει να τον σηκώσουν στον πίνακα. Η ομιλία έμοιαζε να έχει φτάσει στο τέλος της, κανείς όμως δεν κουνιόταν, περίμεναν την εντολή να επιστρέψουν στη δουλειά τους, γι' αυτό αιφνιδιάστηκαν όλοι όταν ο ληξίαρχος φώναξε με δυνατή και ξερή φωνή, Κ. Ζοζέ. Ο εγκαλούμενος σηκώθη κε γρήγορα, Τι να με θέλει άραγε, δεν πίστευε πια ότι η αιτία της απότομης κλήσης του ήταν τα γένια, επρόκειτο να συμβεί κάτι πολύ πιο σοβαρό από μια απλή επίπληξη, αυτό του α νήγγελλε η αυστηρή έκφραση του διευθυντή, αυτό άρχιζε να του φωνάζει μέσα στο κεφάλι του μια τρομερή αγωνία όταν τον είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του, να σταματά 225
224
Μ
Ο
15 - Όλα τα
ονόματα
M
μπροστά του, ο κ. Ζοζέ μετά βίας αναπνέει, περιμένει την πρώ-βη λέξη όμως περιμένει ο μελλοθάνατος να πέσει ο πέλεκυς, να τεντώσει το σκοινί ή να πυροβολήσουν οι σκοπευτές, ο διευθυντής τότε είπε, Τα γένια. Ύστερα γύρισε την πλάτη του και έκανε νόημα στους υποδιευθυντές να ξαναπιάσουν δου λειά. Τώρα διακρινόταν στο πρόσωπο του κάποια πραότητα, ένας ύφος περίεργης ησυχίας, σαν να είχε φτάσει στο τέλος ε νός ταξιδιού. Κανείς δεν θα βρεθεί να σχολιάσει με τον κ. Ζο ζέ αυτές του τις εντυπώσεις, πρώτον για να μην του γεμίσει πε ρισσότερο το κεφάλι με ονειροφαντασίες, και δεύτερον γιατί η διαταγή είναι ξεκάθαρη, Ούτε λέξη που να μη συνδέεται άμε σα με την υπηρεσία.
226
Σ
ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΜΠΑΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΚΤΗΡΙΟ
του οποίου η πρόσοψη είναι η δίδυμη αδερφή της πρό σοψης του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους. Έχει να επιδείξει ομοίως τρία σκαλοπάτια από μαύρη πέτρα, μια παλιά πόρτα στη μέση και αντίστοιχα πέντε μακρόστενα παράθυρα ψηλά. Αν δεν ήταν η μεγάλη πύλη με τα δυο θυρόφυλλα κολλητά στην πρόσοψη, η μοναδική ορατή διαφορά θα ήταν η επιγραφή πάνω από την είσοδο, επίσης με γράμματα α πό σμάλτο, που γράφει Γενικό Νεκροταφείο. Η πύλη έχει κλεί σει εδώ και πολλά χρόνια, όταν έγινε φανερό ότι η πρόσβαση από κει ήταν αδύνατη, ότι είχε πάψει να ικανοποιεί επαρκώς το σκοπό για τον οποίο προοριζόταν, να ανοίγει δηλαδή άνε το πέρασμα όχι μόνο στους μακαρίτες και τους συνοδούς τους, αλλά επίσης στους επισκέπτες που θα δέχονταν αυτοί αργότε ρα. Όπως ακριβώς συνέβη με τα νεκροταφεία τούτου ή οποι ουδήποτε άλλου κόσμου, ξεκίνησε σαν ένα μικροσκοπικό πραγματάκι, ένα στενό κομμάτι γης στην περιφέρεια μιας πό λης που βρισκόταν σε εμβρυακή ακόμα κατάσταση, ανοιχτό στην ύπαιθρο και τα χωράφια, αργότερα όμως, με το πέρασμα του χρόνου, όπως δυστυχώς θα συνέβαινε αναγκαστικά, μεγά λωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε, μέχρι να μεταμορφωθεί στη θεό ρατη νεκρόπολη που είναι σήμερα. Αρχικά ήταν περιτειχισμέ227
M
ο
vo γύρω γύρω, και για γενιές ολόκληρες κάθε φορά που το στριμωξίδι εκεί μέσα άρχιζε να παρεμποδίζει τόσο την ευτα ξία της εγκατάστασης των νεκρών όσο και την κυκλοφορία των ζωντανών, γινόταν το ίδιο όπως και στο Γενικό Ληξιαρ χείο, γκρέμιζαν τους τοίχους και τους ξανάχτιζαν λίγο πιο πέ ρα. Μια μέρα, πάνε κάπου τέσσερις αιώνες από τότε που συ νέβη αυτό, ο τότε έφορος του Νεκροταφείου είχε την ιδέα να το ανοίξει προς όλες τις κατευθύνσεις, εκτός από την πλευρά που έβλεπε στο δρόμο, υπαινισσόμενος ότι αυτός ήταν ο μο ναδικός τρόπος να αναζωογονηθεί η συναισθηματική σχέση ανάμεσα στους μέσα και τους έξω, που είχε πολύ ατονήσει τον καιρό εκείνο, όπως θα μπορούσε ο καθένας να διαπιστώσει παρατηρώντας την εγκατάλειψη στην οποία είχαν παραδοθεί οι τάφοι, κυρίως οι αρχαιότεροι. Θεωρούσε εκείνος ότι τα τεί χη, παρόλο που είχαν θετική συνεισφορά στην υγιεινή και τη διακόσμηση, κατέληγαν στο αντίξοο αποτέλεσμα να δίνουν φτερά στη λησμονιά, πράγμα που κατά τα άλλα δεν θα 'πρεπε να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν, μιας και η λαϊκή σοφία το λέει από τις απαρχές του κόσμου, πως μάτια που δεν βλέ πονται γρήγορα λησμονιούνται. Έχουμε πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι είχαν μόνο εσωτερική προέλευση τα κίνητρα που οδήγησαν το διευθυντή να λάβει την απόφαση να ενοποι ήσει, ενάντια στην παράδοση και τη ρουτίνα, τα αρχεία των νεκρών και των ζωντανών, επανεντάσσοντας με τον τρόπο αυ τόν στη συγκεκριμένη περιοχή των εγγράφων, διευρυμένη από τη δικαιοδοσία του, την ανθρώπινη κοινωνία. Γι' αυτό δυσκο λευόμαστε να αντιληφθούμε γιατί δεν εφαρμόστηκε αμέσως 1 το προαναγγελτικό παράδειγμα ενός ταπεινού και πρωτόγο νου εφόρου νεκροταφείου, με φώτα λιγοστά, το δίχως άλλο, ό πως ήταν φυσικό σ' αυτό το επάγγελμα και αναμενόμενο για την εποχή του, αλλά με επαναστατική ενόραση, ο οποίος επι 228
M
πλέον, κι αυτό το καταθέτουμε με λύπη, δεν έχει στον τάφο του μια ταφόπλακα της προκοπής για να σηματοδοτεί το γεγονός στις μελλούμενες γενιές. Αντίθετα, εδώ και τέσσερις αιώνες μόνο αναθέματα, προσβολές, συκοφαντίες και ταπεινώσεις πέφτουν στη μνήμη του δύστυχου νεωτεριστή, που θεωρείται ιστορικά υπεύθυνος για την παρούσα κατάσταση της νεκρό πολης, που χαρακτηρίζεται ολέθρια και χαοτική, κυρίως διότι το Γενικό Νεκροταφείο όχι μόνο εξακολουθεί να μην έχει τεί χος τριγύρω, αλλά και είναι αδύνατο να αποκτήσει ξανά κάτι τέτοιο. Ας εξηγηθούμε καλύτερα. Ειπώθηκε παραπάνω ότι το Νεκροταφείο μεγάλωσε, όχι βέβαια ως αποτέλεσμα ή προνό μιο δικής του ενδογενούς αναπαραγωγικής ικανότητας, όπως, ας επιτραπεί το μακάβριο παράδειγμα, θα συνέβαινε αν οι νε κροί γεννούσαν ασυλλόγιστα νεκρούς, αλλά γιατί η πόλη αυ ξανόταν διαρκώς σε πληθυσμό και επομένως και σε επιφά νεια. Όταν ακόμα το Γενικό Νεκροταφείο ήταν περικυκλωμέ νο από τείχος, συνέβη περισσότερες από μία φορές και σε δια φορετικές εποχές αυτό που αργότερα, στη γλώσσα της γρα φειοκρατίας των δήμων, θα ονομαζόταν δημογραφική και πο λεοδομική έξαρση. Σιγά σιγά οι εκτενείς αγροί πίσω από το Νεκροταφείο άρχισαν να εποικίζονται, ξεφύτρωσαν μικροί καταυλισμοί, χωριά, συνοικισμοί, εξοχικές κατοικίες, που με τη σειρά τους μεγάλωσαν, εδώ κι εκεί άρχισαν ν' αγγίζουν το ένα το άλλο, αφήνοντας όμως ακόμα ανάμεσα ευρύχωρα κε νά, που ήταν χώροι καλλιέργεια της γης, ή δάση, ή βοσκοτό πια ή βαλτώδεις περιοχές. Προς τα εκεί προχώρησε το Γενικό Νεκροταφείο όταν γκρεμίστηκαν τα τείχη του. Σαν την μπόρα που πλημμυρίζει πρώτα τα χαμηλότερα στρώματα εδάφους, γλιστρώντας σαν φίδι στις πεδιάδες, κι ύστερα ανεπαίσθητα ανεβαίνει στις πλαγιές, έτσι και οι τάφοι άρχισαν να κερδίζουν έδαφος, συχνά με σοβαρές επιπτώσεις στη γεωργία, όταν οι 22g
M
ο
Μ
γαιοκτήμονες εξαναγκάζονταν από την πολιορκία, αφού δεν είχαν άλλη λύση, να πουλήσουν την αρόσιμη γη, κι άλλες φο ρές να κόβουν δρόμο από περιβόλια, χωράφια, σιτοβολώνες και μαντριά, σε οπτική επαφή πάντα με τους οικισμούς και, με ρικές φορές, πόρτα με πόρτα. Αν το παρατηρήσει κανείς από πάνω, το Γενικό Νεκροταφείο μοιάζει με τεράστιο ξαπλωμένο δέντρο, με κορμό κοντό και χοντρό, που αποτελείται από τον αρχικό πυρήνα τάφων, απ' όπου φύονται τέσσερα κραταιά κλαριά, που γεννήθηκαν όμορα, αλλά κατόπιν, με διαδοχικές διακλαδώσεις, εκτείνονται πέρα από κει που φτάνει το μάτι, σχηματίζοντας, όπως θα έλεγε ένας ποιητής με έμπνευση, μια θαλερή φυλλωσιά όπου μπλέκονται η ζωή και ο θάνατος, ό πως μπλέκονται στα πραγματικά δέντρα τα πουλάκια και τα φυλλώματα. Αυτός είναι ο λόγος που η πύλη του Γενικού Νε κροταφείου έχει πάψει να εξυπηρετεί τη διέλευση των νεκρι κών πομπών. Ανοίγει μόνο μια φορά στο τόσο, όταν κάποιος ερευνητής παλιών λίθων, αφού έχει ερευνήσει στο ίδιο αυτό μέρος κάποια επιτύμβια στήλη του παλιού καιρού, ζητά την ά δεια να φτιάξει μερικά καλούπια απ' αυτήν, χρησιμοποιώντας τις σχετικές ακατέργαστες ύλες, όπως είναι ο γύψος, το στουπί και τα σύρματα, και συχνά, συμπληρωματικά, λεπτές και α κριβείς φωτογραφίες, απ' αυτές που θέλουν φακούς, σκόπευτρα, μπαταρίες, φωτόμετρα, σκιάδια κι άλλα σύνεργα, τα ο ποία, για να μην παρενοχλείται η διοικητική υπηρεσία, δεν ε πιτρέπεται να περάσουν από τη μικρή πόρτα που ενώνει από μέσα το κτήριο με το Νεκροταφείο. Παρ' όλη αυτή την εξαντλητική συσσώρευση λεπτομερει ών, που πιθανόν να θεωρούνται ασήμαντες, περίπτωση στην οποία, αν θέλουμε να επιστρέψουμε στις βοτανικές συγκρί σεις, το δάσος δεν πρέπει να κρύβει το δέντρο, είναι πολύ πι θανό κάποιος ακροατής αυτής της εξιστόρησης, ένας απ' αυ-
τούς που επαγρυπνούν και προσέχουν, επιμένοντας δογματι κά στους κανόνες, κληροδότημα των νοητικών διεργασιών που καθορίζονται προπάντων από τη λογική της πρόσληψης των γνώσεων, είναι πολύ πιθανό ένας τέτοιος ακροατής να δη λώσει ακραία αντίθετος στην ύπαρξη και πολύ περισσότερο στη γενίκευση τόσο ακυβέρνητων και παραληρηματικών νε κροταφείων όπως τούτο δω, που φτάνει στο σημείο να κόβει βόλτες, σχεδόν ξυστά, από τα μέρη που οι ζωντανοί προορί ζουν για αποκλειστική τους χρήση, δηλαδή τα σπίτια, τους δρόμους, τις πλατείες, τους κήπους και άλλους κοινόχρηστους χώρους, τα θέατρα και τους κινηματογράφους, τα καφενεία και τα εστιατόρια, τα νοσοκομεία, τα τρελοκομεία, τα αστυνο μικά τμήματα, τις παιδικές χαρές, τα γήπεδα, τις αγορές και τις εκθέσεις, τους χώρους στάθμευσης, τις μεγάλες αποθήκες, τα μικρά μαγαζιά, τις παρόδους, τα αδιέξοδα, τις λεωφόρους. Να πει πως, παρόλο που κατανοεί πόσο ακαταμάχητη είναι η ανάγκη ανάπτυξης του Γενικού Νεκροταφείου, σε αρμονική συμβίωση με την επέκταση της πόλης και την αύξηση του πλη θυσμού, θεωρεί ότι ο χώρος που προορίζεται για τελευταία κατοικία θα έπρεπε να συνεχίσει να περιορίζεται σε στενά πλαίσια και να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. Ένα κοινό τε τράπλευρο με ψηλά τείχη, δίχως στολίδια ή αποκυήματα αρ χιτεκτονικής φαντασίας, θα ήταν υπεραρκετό, αντί γι' αυτό το έξαλλο χταπόδι, πραγματικά μοιάζει περισσότερο με χταπόδι παρά με δέντρο, όσο κι αν θα πικραθούν οι ποιητικές καρδιές, όπως απλώνει πέρα τα οκτώ του, δεκάξι, τριάντα δύο, εξήντα τέσσερα πλοκάμια, σαν να θέλει να περικλείσει τον κόσμο. Πως στα πολιτισμένα κράτη η ορθή χρήση, με πλεονεκτήματα εμπειρικά επιβεβαιωμένα, είναι να διατηρούν τις σορούς κάτω από τη γη για μερικά χρόνια, πέντε συνήθως, μετά το πέρας των οποίων, με εξαίρεση κάποια θαυματουργή αφθαρσία, α-
23Q
231
M
Ο
Ο
Μ
νασύρονται τα λιγοστά που έχουν απομείνει από το διαβρωτι κό έργο του ασβέστη και την πέψη των σκουληκιών για να δώ σουν τη θέση τους σε νέους ενοίκους. Στα πολιτισμένα κράτη δεν υπάρχει αυτή η παράλογη πρακτική των αιχμάλωτων το ποθεσιών, η ιδέα αυτή που θεωρεί για πάντα άφθαρτο οποι ονδήποτε τάφο, λες και, αφού δεν μπόρεσε η ζωή να είναι ο ριστική, θα μπορούσε να γίνει ο θάνατος. Τα αποτελέσματα εί ναι αυτά που βλέπουμε, αυτή η καταδικασμένη πύλη, η αναρ χία στην εσωτερική κυκλοφορία, ο ολοένα και μεγαλύτερος κύκλος που πρέπει να κάνουν οι κηδείες έξω από το Γενικό Νεκροταφείο μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, σε μια κάποια άκρη ενός από τα εξήντα τέσσερα πλοκάμια του χτα ποδιού, όπου δεν θα κατόρθωναν ποτέ να φτάσουν αν δεν εί χαν μπροστά τους έναν οδηγό. Κατά τον ίδιο τρόπο με το Λη ξιαρχικό Μητρώο, παρόλο που η αντίστοιχη πληροφορία, από αξιοθρήνητη παράλειψη, δεν δόθηκε στην ώρα της, το άγρα φο έμβλημα του Γενικού Νεκροταφείου είναι Όλα τα Ονόμα τα, αν και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, στην πραγματικό τητα, αυτές οι τρεις λέξεις πηγαίνουν γάντι στο Ληξιαρχείο, γιατί σ' αυτό απαντώνται όλα τα ονόματα όντως, αυτά των νε κρών και αυτά των ζωντανών, σε σύγκριση με το Νεκροταφείο που, από την ίδια του τη φύση ως τελευταίου προορισμού και τελευταίας εναπόθεσης, θα πρέπει να αρκείται στα ονόματα των θανόντων. Αυτή η μαθηματική απόδειξη ωστόσο δεν εί ναι αρκετή για να υποχρεώσει σε σιωπή τους εφόρους του Γε νικού Νεκροταφείου, οι οποίοι, μπροστά σ' αυτό που αποκα λούν φαινομενική αριθμητική κατωτερότητα δική τους, συνή θως σηκώνουν τους ώμους και επιχειρηματολογούν, Με τον καιρό και με υπομονή εδώ θα καταλήξουν όλοι, το Ληξιαρχι κό Μητρώο δεν είναι παρά ένας παραπόταμος του Γενικού Νεκροταφείου. Περιττό να πούμε ότι για το Ληξιαρχείο είναι
προσβολή να το αποκαλέσουν παραπόταμο. Παρ' όλες τις έ ριδες και την επαγγελματική άμιλλα, οι σχέσεις μεταξύ των υ παλλήλων του Ληξιαρχείου και του Νεκροταφείου είναι σχέ σεις απολύτως φιλικές και αμοιβαίου σεβασμού, γιατί κατά βάθος, πέρα από τη θεσμική συνεργασία στην οποία υποχρε ούνται από τυπική ομοιότητα και την αντικειμενική γειτνίαση των αντίστοιχων κανονισμών, ξέρουν ότι σκάβουν κι οι δυο τις άκρες της ίδιας κληματαριάς, αυτής που τη λένε ζωή και είναι βαλμένη ανάμεσα στο τίποτα και στο τίποτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο κ. Ζοζέ εμφανιζόταν στο Γε νικό Νεκροταφείο. Η γραφειοκρατική ανάγκη να διενεργήσουν ορισμένες επαληθεύσεις, τη διαλεύκανση κάποιας ασυμφω νίας, την αντιπαράθεση στοιχείων, το ξεκαθάρισμα διαφορών, υποχρεώνουν αρκετά συχνά σε μετακινήσεις τους υπαλλήλους του Ληξιαρχείου και του Νεκροταφείου, που είναι σχεδόν πά ντα οι γραφείς, λίγο οι προϊστάμενοι και ποτέ, δεν χρειάζεται να το πούμε, οι υποδιευθυντές και ο ληξίαρχος. Παρομοίως οι γραφείς και αραιά και πότε οι προϊστάμενοι του Γενικού Νε κροταφείου, για παρόμοιους λόγους, πηγαίνουν στο Ληξιαρ χείο, και παρομοίως τους υποδέχονται εκεί με εγκαρδιότητα α ντίστοιχη μ' αυτήν που θα συναντήσει εδώ ο κ. Ζοζέ. Όπως η πρόσοψη, έτσι και το εσωτερικό του κτηρίου είναι μια πιστή α ντιγραφή του Ληξιαρχείου, αν και θα πρέπει να διευκρινίσου με ότι οι υπάλληλοι του Γενικού Νεκροταφείου συνηθίζουν να λένε ότι το Ληξιαρχικό Μητρώο είναι αντίγραφο του Νεκρο ταφείου, και ότι επιπλέον, αν υπολογίσουμε ότι από κείνο λεί πει η πύλη, είναι ατελές, πράγμα στο οποίο οι άλλοι από το Ληξιαρχείο απαντούν ότι ωραία πύλη είναι αυτή, εντέλει, που είναι πάντα κλειστή. Όπως και να 'χουν τα πράγματα, βρίσκε ται κι εδώ η ίδια μακριά κονσόλα, σε όλο το πλάτος της θεό ρατης αίθουσας, οι ίδιες πανύψηλες αρχειοθήκες, η ίδια διά-
232
233
Μ
M
τάξη του προσωπικού, σε τρίγωνο, οι οκτώ γραφείς στην πρώ τη σειρά, οι τέσσερις προϊστάμενοι κατόπιν, ύστερα οι δύο διαχειριστές, γιατί έτσι τους ονομάζουν εδώ και όχι υποδιευ θυντές, όπως ακριβώς και ο έφορος, στην κορυφή του τριγώ νου, δεν είναι ληξίαρχος, αλλά έφορος. Ωστόσο το διοικητικό προσωπικό δεν είναι το σύνολο του προσωπικού του Νεκρο ταφείου. Καθισμένοι σε δυο μακρόστενους πάγκους, από τη μια και την άλλη πλευρά της εισόδου, απέναντι από την κον σόλα, βρίσκονται οι οδηγοί. Υπάρχουν κάποιοι που άσπλαχνα εξακολουθούν να τους αποκαλούν νεκροθάφτες, όπως τον παλιό καιρό, αλλά η ονομασία της επαγγελματικής τους κατη γορίας, στον επίσημο οδηγό της πόλης, είναι οδηγός νεκροτα φείου, πράγμα που, αν το καλοσκεφτεί κανείς, και αντίθετα μ' αυτό που θα φανταζόταν, δεν αντιστοιχεί σ' έναν καλοπροαί ρετο ευφημισμό που προτίθεται να καλύψει την επώδυνη σκληράδα ενός φτυαριού που κάνει μια τετράγωνη τρύπα στο χώμα, είναι μάλλον η ακριβής έκφραση ενός λειτουργήματος που δεν περιορίζεται στο να κατεβάσει τον νεκρό στο βάθος, αλλά επίσης τον καθοδηγεί και στην επιφάνεια. Αυτοί οι ά ντρες που δουλεύουν σε ζεύγη, περιμένουν εκεί καθισμένοι, σιωπηλά, να έρθουν οι επικήδειες πομπές, κι ύστερα, εφοδια σμένοι με τον αντίστοιχο οδηγό πορείας που συμπληρώνεται από το γραφέα στον οποίο έλαχε ο μακαρίτης, μπαίνουν σ' έ να από τα αυτοκίνητα της υπηρεσίας που περιμένουν στο χώ ρο στάθμευσης, αυτά που έχουν στο πίσω μέρος μια φωτεινή επιγραφή που ανάβει, σβήνει και λέει Ακολουθήστε με, όπως συνηθίζεται στα αεροπλάνα, τουλάχιστο απ' αυτή την άποψη έχει κάθε δίκιο ο έφορος του Γενικού Νεκροταφείου όταν ι σχυρίζεται ότι είναι περισσότερο προηγμένοι στη σύγχρονη τεχνολογία από ό,τι το Ληξιαρχικό Μητρώο, όπου η παράδο ση προστάζει ακόμα να γράφουν με πένα βουτηγμένη στο με-
λανοδοχείο. Πραγματικά, όταν βλέπει κανείς τη νεκροφόρα και τη συνοδεία της να ακολουθεί υπάκουα τους οδηγούς στους φροντισμένους δρόμους της πόλης και τους κακοτράχα λους δρόμους των περιχώρων, με το φως ν' αναβοσβήνει μέχρι το σημείο όπου θα γίνει η ταφή, Ακολουθήστε με, Ακολουθή στε με, είναι αδύνατο να διαφωνήσει ότι οι αλλαγές σ' αυτό τον κόσμο δεν είναι πάντα προς το χειρότερο. Και παρόλο που αυτή η λεπτομέρεια δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στην σφαιρική κατανόηση της ιστορίας, μας έρχεται λουκούμι για να εξηγή σουμε ότι ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της προσω πικότητας αυτών των οδηγών είναι ότι πιστεύουν πως το σύ μπαν διέπεται τελικά από μια ανώτερη σκέψη που είναι διαρ κώς σε εγρήγορση απέναντι στις ανθρώπινες ανάγκες, γιατί αν δεν ήταν έτσι, επιχειρηματολογούν οι ίδιοι, τα αυτοκίνητα δεν θα είχαν εφευρεθεί ακριβώς τη στιγμή που άρχισαν να γίνο νται απαραίτητα, δηλαδή όταν το Γενικό Νεκροταφείο είχε ε πεκταθεί τόσο πολύ που ήταν πραγματικός Γολγοθάς να με ταφέρει κανείς το μακαρίτη σ' αυτό τον κρανίου τόπο με τα παραδοσιακά μέσα, είτε αυτά είναι ξύλο και σκοινί, είτε είναι δίτροχη άμαξα. Όταν με ευθυκρισία τους επισημαίνεται ότι θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί με τις λέξεις, μιας και Γολγο θάς και κρανίου τόπος είναι ένα και το αυτό, και ότι δεν βγαί νει νόημα όταν χρησιμοποιούμε όρους που δηλώνουν πόνο σχετικά με τη μεταφορά κάποιου που δεν πρόκειται πια να υ ποφέρει, είναι βέβαιο και εγγυημένο ότι θα μας απαντήσουν κακότροπα πως ο καθένας ξέρει τον εαυτό του και μονάχα ο Θεός μάς ξέρει όλους. Πέρασε μέσα λοιπόν ο κ. Ζοζέ και προχώρησε κατευθείαν στην κονσόλα, ρίχνοντας στο πέρασμα του ένα παγωμένο βλέμμα στους καθισμένους οδηγούς, τους οποίους δεν συμπα θούσε γιατί η ύπαρξη τους διατάρασσε την αριθμητική ισορ-
234
235
Ο
M
ροπία του υπαλληλικού προσωπικού υπέρ του Νεκροταφείου. Μιας κι ήταν γνωστός στην υπηρεσία, δεν ήταν απαραίτητο να δείξει την ταυτότητα που τον διαπίστευε ως υπάλληλο του Λη ξιαρχικού Μητρώου, κι όσο για την περίφημη εξουσιοδότηση, ούτε καν του είχε περάσει από το νου να τη φέρει, αφού κι ο πιο άπειρος γραφέας με μια ματιά και μόνο θα ήταν σε θέση να καταλάβει ότι ήταν πλαστή από την πρώτη ως την τελευ ταία σειρά. Από τους οκτώ υπαλλήλους που βρίσκονταν ευθυ γραμμισμένοι πίσω από την κονσόλα, ο κ. Ζοζέ διάλεξε έναν απ' αυτούς που θεωρούσε πιο βολικό, έναν άντρα λίγο μεγα λύτερο από τον ίδιο, με το αποξενωμένο ύφος κάποιου που δεν καρτερεί άλλη ζωή. Κι αυτόν, όπως και τους άλλους, ό ποια μέρα κι αν ερχόταν, θα τον συναντούσε εκεί. Αρχικά είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι υπάλληλοι του Νεκροταφεί ου δεν απολάμβαναν το εβδομαδιαίο τους ρεπό ούτε και δια κοπές, ότι δούλευαν όλες τις μέρες του χρόνου, μέχρι που κά ποιος του είπε πως δεν ήταν έτσι, πως υπήρχε μια ομάδα ω ρομίσθιων που δούλευαν μόνο τις Κυριακές, δεν είμαστε πια στην εποχή της δουλείας, κ. Ζοζέ. Δεν χρειάζεται βέβαια να πούμε ότι επιθυμία των υπαλλήλων του Γενικού Νεκροταφεί ου εδώ και πολύ καιρό είναι αυτοί οι ωρομίσθιοι να επιφορτι στούν κάποτε και με τα απογεύματα του Σαββάτου, αλλά για λόγους προϋπολογισμού και οικονομικών πόρων η διεκδίκη- { ση δεν έχει ακόμα ικανοποιηθεί, και δεν κερδίζει τίποτα το προσωπικό του Νεκροταφείου που επικαλείται το παράδειγμα του Ληξιαρχικού Μητρώου, που τα Σάββατα δουλεύει μόνο το πρωί, γιατί, σύμφωνα με τη σιβυλλική δικαιολογία του ανωτέ ρου που απέρριψε το αίτημα, Οι ζωντανοί μπορούν να περι μένουν, οι πεθαμένοι όχι. Όπως και να 'χει, ήταν πρωτοφανές για έναν υπάλληλο του Ληξιαρχείου να εμφανίζεται εκεί υπη ρεσιακώς ακριβώς απόγευμα Σαββάτου, όταν υποτίθεται ότι 236
M
απολάμβανε το ρεπό της εβδομάδας με την οικογένεια, με μια βόλτα στην εξοχή, ή απασχολημένος με ετοιμασίες στο σπίτι που αναβάλλονται για αργότερα, ή απλώς τεμπελιάζοντας, ή έστω αναρωτώμενος σε τι χρησιμεύει η ξεκούραση όταν δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Με σκοπό να αποφύγει τα άκαιρα ξαφνιάσματα που εύκολα φέρνουν σε αμηχανία, ο κ. Ζοζέ φρόντισε να προσπεράσει την περιέργεια του συνομιλητή του δίνοντας τη δικαιολογία που είχε ετοιμάσει, Είναι ένα έκτακτο περιστατικό, άμεση ανάγκη, ο υποδιευθυντής μου χρειάζεται αυτή την πληροφορία τη Δευτέρα πρωί πρωί, γι' αυτό μου ζή τησε να έρθω σήμερα στο Γενικό Νεκροταφείο, εκτός ωραρί ου, Α, καλά, τότε πείτε μου περί τίνος πρόκειται, Είναι πολύ απλό, θα θέλαμε να μάθουμε μονάχα πότε ενταφιάστηκε αυτή η γυναίκα. Ο άντρας πήρε την καρτέλα που του έδειχνε ο κ. Ζοζέ, αντέγραψε σ' ένα χαρτί το όνομα και την ημερομηνία θανάτου και πήγε να συσκεφθεί με τον αντίστοιχο προϊστάμε νο. Ο κ. Ζοζέ δεν κατάλαβε τι έλεγαν, εδώ, όπως και στο Λη ξιαρχείο, επιτρέπεται να μιλά κανείς μόνο χαμηλόφωνα, και ο' αυτή την περίπτωση πρέπει να συνυπολογιστεί και η απόστα ση, τον είδε όμως να κουνάει το κεφάλι του συναινετικά και α πό την κίνηση των χειλιών δεν είχε αμφιβολία τι είχε πει, Μπο ρείτε να ενημερώσετε. Ο άντρας πήγε να ψάξει στο αρχείο που υπήρχε κάτω από την κονσόλα, εκεί που βρίσκονται αρ χειοθετημένες οι καρτέλες των πεθαμένων τα τελευταία πενή ντα χρόνια, οι άλλοι γεμίζουν τα ψηλά ερμάρια που εκτείνο νται προς το εσωτερικό του κτηρίου, άνοιξε ένα συρτάρι, βρή κε την καρτέλα της γυναίκας, αντέγραψε στο χαρτί την απα ραίτητη ημερομηνία και επέστρεψε εκεί που βρισκόταν ο κ Ζοζέ, Ορίστε, είπε, και πρόσθεσε, σαν να θεωρούσε ότι η πλη ροφορία του θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη, Βρίσκεται στους αυτόχειρες. Ο κ. Ζοζέ ένιωσε μια απότομη συστολή στον οι237
ο
Μ
σοφάγο, που είναι λίγο ως πολύ το σημείο όπου, σύμφωνα μ' ένα άρθρο που είχε διαβάσει κάποτε σ' ένα επιστημονικό ε κλαϊκευτικό περιοδικό, υπάρχει ένα είδος άστρου νεύρων με πολλές αιχμές, ένα ιριδίζον σύμπλεγμα που ονομάζεται ηλια κό πλέγμα, ωστόσο κατάφερε να αποκρύψει την έκπληξη πί σω από μια αυτόματη προσποίηση αδιαφορίας, η αιτία θανά του θα βρισκόταν αναγκαστικά στη χαμένη πράξη θανάτου, που εκείνος δεν είδε ποτέ, αλλά ως υπάλληλος του Ληξιαρχεί ου, πολύ περισσότερο ερχόμενος στο Νεκροταφείο σε απο στολή της υπηρεσίας του, δεν μπορούσε να δείξει ότι αγνοού σε. Με κάθε προσοχή δίπλωσε το χαρτί και το φύλαξε στο πορτοφόλι του, ευχαρίστησε τον πληροφοριοδότη του, μην παραλείποντας να προσθέσει, μεταξύ στελεχών του ίδιου ε παγγέλματος, τρόπος του λέγειν βέβαια, μιας και οι δυο τους είναι απλοί γραφείς, ότι ήταν στη διάθεση του για οτιδήποτε χρειαζόταν από το Ληξιαρχείο και ήταν μέσα στις δυνατότη τες του. Είχε κάνει δυο βήματα με κατεύθυνση την πόρτα όταν γύρισε πίσω, Μου ήρθε τώρα μια ιδέα, λέω να εκμεταλλευτώ αυτό το απόγευμα και να κάνω μια βολτίτσα στο Νεκροταφείο, αν μου επιτρέπετε να μπω από δω, θα με γλιτώνατε από τον κύκλο, Περιμένετε να ρωτήσω, είπε ο γραφέας. Πήγε το αίτη μα στον προϊστάμενο με τον οποίο είχε μιλήσει προηγουμένως, αυτός όμως, αντί ν' απαντήσει, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το διαχειριστή της πλευράς του. Παρόλο που η απόστα ση ήταν μεγαλύτερη, ο κ. Ζοζέ μπόρεσε και κατάλαβε από το νεύμα της κεφαλής και την κίνηση των χειλιών πως θα του ε πιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει την εσωτερική πόρτα. Ο γρα φέας δεν επέστρεψε αμέσως στην κονσόλα, άνοιξε πρώτα ένα συρτάρι απ' όπου έβγαλε ένα μεγάλο χαρτόνι που πήγε κατό πιν και τοποθέτησε κάτω από το σκέπασμα ενός μηχανήματος με κάτι χρωματιστά φωτάκια. Πάτησε το κουμπί, ακούστηκε ο
θόρυβος ενός μηχανισμού, άναψαν άλλα φώτα και αμέσως βγήκε ένα μικρότερο φύλλο χαρτί από μια πλαϊνή σχισμή. Ο γραφέας ξανάβαλε το χαρτόνι στο συρτάρι και εντέλει επέ στρεψε στην κονσόλα, Είναι καλύτερα να πάρετε ένα χάρτη μαζί σας, είχαμε ήδη περιπτώσεις ανθρώπων που χάθηκαν κι ύστερα είναι πολύ μεγάλο μπλέξιμο να τους βρούμε, βάζουμε τους οδηγούς να τους ψάχνουν με τα αυτοκίνητα κι αυτό φέρ νει σύγχυση στην υπηρεσία, μαζεύονται κηδείες που περιμέ νουν, Οι άνθρωποι πανικοβάλλονται εύκολα, ενώ θα ήταν αρ κετό να ακολουθούν πάντα σε μια ευθεία την ίδια κατεύθυν ση, και κάπου θα βγουν, στο αρχείο των νεκρών του Γενικού Ληξιαρχείου είναι δύσκολο γιατί εκεί δεν υπάρχουν ευθείες ο δοί, Στη θεωρία έχετε δίκιο, αλλά οι ευθείες εδώ είναι σαν τις ευθείες των διαδρόμων λαβυρίνθων, διαρκώς διακόπτονται, αλλάζουν κατεύθυνση, κάνουν το γύρο ενός τάφου και ξαφνι κά δεν ξέρουμε πια πού βρισκόμαστε, Εκεί στο δικό μου το Ληξιαρχείο χρησιμοποιούμε συνήθως το μίτο της Αριάδνης, είναι αλάνθαστος, Υπήρχε μια εποχή που τον χρησιμοποιού σαμε κι εμείς, αλλά δεν κράτησε πολύ, ο μίτος βρέθηκε κομ μένος σε διάφορες περιπτώσεις και κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν ο αυτουργός αυτής της κατεργαριάς, ούτε για ποιο λόγο την έκανε, Οι νεκροί δεν ήταν, σίγουρα, Ποιος ξέρει, Αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν πρέπει να μην είχαν καθόλου πρωτο βουλία, θα μπορούσαν να προσανατολιστούν με τον ήλιο, Κά ποιος το έκανε, η ατυχία του ήταν ότι εκείνη τη μέρα ο ουρα νός ήταν συννεφιασμένος, Στο Ληξιαρχείο δεν έχουμε από ε κείνα τα μηχανήματα, Ε λοιπόν, σας λέω ότι βάζουν τάξη στην υπηρεσία. Η συζήτηση δεν μπορούσε να προχωρήσει πολύ α κόμα, ο προϊστάμενος είχε ήδη κοιτάξει δυο φορές, με τη δεύ τερη είχε σουφρώσει το φρύδι, μάλιστα ήταν ο κ. Ζοζέ που το πρόσεξε, Ο προϊστάμενος σας έριξε το βλέμμα του προς τα ε-
238
239
M
M
δώ δυο φορές ήδη, δεν θέλω να έχετε προβλήματα εξαιτίας μου, Θα σας δείξω μόνο πού βρίσκεται το μέρος όπου είναι θαμμένη η γυναίκα, κοιτάξτε την άκρη αυτής της διακλάδω σης, η καμπύλη γραμμή που βλέπετε εδώ είναι ένα ποταμάκι που προς το παρόν παίζει ρόλο συνόρου, ο τάφος βρίσκεται σ' αυτή την εσοχή, θα τον αναγνωρίσετε από τον αριθμό, Κι από το όνομα, Ναι, αν του έχουν βάλει ήδη, τα νούμερα είναι όμως που έχουν σημασία, τα ονόματα δεν θα μπορούσαν να χωρέ σουν στο χάρτη, θα χρειαζόταν ένας χάρτης στο μέγεθος του κόσμου, Σε κλίμακα ένα προς ένα, Ναι, κλίμακα ένα προς ένα, ακόμα κι έτσι πολλά θα αλληλοκαλύπτονταν, Ο χάρτης είναι ενημερωμένος, Τον ενημερώνουμε κάθε μέρα, Για πείτε μου ό μως, τι σας έκανε να φανταστείτε ότι σκοπεύω να δω τον τά φο αυτής της γυναίκας, Τίποτα, ίσως επειδή το ίδιο θα έκανα εγώ στη θέση σας, Γιατί, Για να βεβαιωθώ, Ότι είναι νεκρή, Όχι, για να βεβαιωθώ ότι υπήρξε ζωντανή. Ο προϊστάμενος κοίταξε για τρίτη φορά, έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να ση κωθεί, αλλά δεν την ολοκλήρωσε, ο κ. Ζοζέ αποχαιρέτησε ε σπευσμένα το γραφέα, Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε, ενώ ταυ τόχρονα έσκυβε ελαφρά το κεφάλι στραμμένος προς τον έφο ρο, οντότητα στην οποία πρέπει να απευθύνονται πάντα οι υ ποκλίσεις όπως απευθύνει κανείς ευχαριστίες στον ουρανό, α κόμα κι όταν αυτός είναι συννεφιασμένος, με τη σημαντική διαφορά ότι σ' εκείνη την περίπτωση το κεφάλι δεν χαμηλώ νει, σηκώνεται. Η αρχαιότερη πλευρά του Γενικού Νεκροταφείου, αυτή που εκτεινόταν κάμποσες δεκάδες μέτρα στο πίσω μέρος του κτηρίου των υπηρεσιών, ήταν αυτή που προτιμούσαν οι αρ χαιολόγοι για τις έρευνες τους. Οι πολυκαιρινές πέτρες, κά ποιες τόσο φθαρμένες απ' το χρόνο ώστε το μόνο που διέκρι νε κανείς πάνω τους ήταν μισοσβησμένες χαρακιές που θα
μπορούσαν κάλλιστα να είναι υπολείμματα γραμμάτων αλλά και αποτέλεσμα κάποιας αδέξιας σμίλης που παραστράτησε, εξακολουθούσαν να είναι αντικείμενο έντονων αντιρρήσεων και διχογνωμιών όπου, όταν χανόταν, οριστικά στις περισσό τερες περιπτώσεις, η ελπίδα να μαθευτεί ποιος βρισκόταν από κάτω τους, το μόνο που συζητιόταν, σαν να επρόκειτο για ζω τικό ζήτημα, ήταν η πιθανή χρονολόγηση των τάφων. Κάτι α σήμαντες διαφορές της τάξης των εκατό χρόνων μπροστά ή πίσω ήταν αιτία μακρών αντιπαραθέσεων, άλλοτε δημόσιων κι άλλοτε ακαδημαϊκών, απ' όπου προέκυπταν σχεδόν πάντα όχι μόνο βίαιες ρήξεις προσωπικών σχέσεων αλλά και κάποιες θανάσιμες έχθρες. Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο όταν οι ιστορικοί και οι κριτικοί τέχνης εμφανίζο νταν κι έβαζαν κι αυτοί το χεράκι τους, γιατί αν είναι σχετικά εύκολο το σώμα των αρχαιολόγων να καταλήξει σε συμφωνία πάνω σε μια ευρεία αντίληψη του αρχαίου που να είναι απο δεκτή απ' όλους, αφήνοντας τις ημερομηνίες για αργότερα, το ζήτημα του ωραίου και του αληθινού βάζει τους άντρες και τις γυναίκες της αισθητικής και της ιστορίας να σηκώνουν ό κα θένας μπαϊράκι, και δεν είναι σπάνιο να δει κανείς έναν κριτι κό ν' αλλάζει ξαφνικά άποψη απλώς και μόνο επειδή η αλλα γή της άποψης ενός άλλου κριτικού έκανε τις δύο να συμπί πτουν. Στη διάρκεια αιώνων η ανείπωτη γαλήνη του Γενικού Νεκροταφείου, με τις δυο πτέρυγες με αυτοφυή χλωρίδα, τα λουλούδια τους, τα αναρριχητικά τους, τις πυκνές συστάδες θάμνων, τις γιρλάντες και τα στεφάνια τους, τις τσουκνίδες και τα γαϊδουράγκαθα, τα κραταιά δέντρα μ' εκείνες τις ρίζες που συχνά αναποδογύριζαν τις επιτύμβιες πέτρες και ανέβα ζαν στο φως του ήλιου κάτι έκπληκτα κόκαλα, είχε γίνει στό χος και μάρτυρας άγριων λεκτικών πολέμων που καμιά φορά περνούσαν και στα έργα. Κάθε φορά που συνέβαιναν περι-
240
241 16 - Όλα τα
ονόματα
M
στατικά τέτοιας φύσης, το πρώτο που έκανε ο έφορος ήταν να διατάξει τους διαθέσιμους οδηγούς να χωρίσουν τους δύστρο- | πους φωστήρες και έφτανε στο σημείο, όταν κάποια περίστα ση επιτακτικής ανάγκης το απαιτούσε, να παρουσιαστεί ο ί διος αυτοπροσώπως για να υπενθυμίσει ειρωνικά στους δια- ] πληκτιζόμενους ότι δεν αξίζει τον κόπο να ξεμαλλιάζονται για j τόσο μικρά πράγματα στη ζωή τους, αφού εκεί θα συναντιούνταν όλοι τους στο τέλος φαλακροί. Όπως ακριβώς ο διευθυ ντής του Ληξιαρχικού Μητρώου, έτσι και ο έφορος του Γενι κού Νεκροταφείου καλλιεργεί λαμπρά το σαρκασμό, πράγμα που επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι αυτό το χαρακτηριστικό της προσωπικότητας είναι απαραίτητο για να μπορούν να α νταποκρίνονται στα υψηλά καθήκοντα τους, πέρα προφανώς από τις αντίστοιχες πρακτικές και θεωρητικές γνώσεις της αρχειοθετικής τεχνικής. Υπάρχει κάτι πάντως στο οποίο ιστορι κοί, κριτικοί τέχνης και αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν ότι συμ φωνούν, το προφανές γεγονός ότι το Γενικό Νεκροταφείο εί ναι ένας τέλειος κατάλογος, ένα δειγματολόγιο, μια σύνοψη ό λων των στυλ, κυρίως της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της διακόσμησης, και επομένως ένα είδος απογραφής όλων των τρόπων τού οράν, είναι και κατοικείν που υπήρξαν μέχρι σήμερα, από το πρώτο στοιχειώδες σχέδιο του περιγράμματος | του ανθρώπινου σώματος, κατόπιν στο ελεύθερο και σκαλι σμένο με την αξίνα στη ζωντανή πέτρα, μέχρι το ατσάλι με κράμα χρωμίου, τα πάνελ, τις συνθετικές ίνες και τα θραύσμα τα γυαλιού, που χρησιμοποιούνταν δεξιά κι αριστερά την επο χή για την οποία μιλάμε. Τα πρώτα επιτάφια μνημεία κατασκευάστηκαν από δολο μίτες και ασβεστομαγνησίτες, κατόπιν εμφανίστηκαν, σαν μια μεγάλη κόλλα χαρτί, σε ανάγλυφο οι κόγχες, οι βωμοί, τα σκη- ] νώματα, οι λάρνακες από γρανίτη, οι μαρμάρινοι κύβοι, οι ε 242
Ο
M
πίπεδες και δουλεμένες πλάκες, οι δωρικοί, ιωνικοί, κορινθια κοί και σύνθετοι κίονες, οι καρυάτιδες, οι ζωφόροι, οι άκαν θοι, οι θόλοι και τα φατνώματα, οι θριγκοί, τα αετώματα κι α κόμα οι τοιχογραφίες οι χτισμένες με επάλληλες στρώσεις τού βλων, τα κουφιστικά τρίγωνα στα κυκλώπεια τείχη, οι φεγγί τες, οι ρόδακες, τα αρχιτεκτονικά τύμπανα, οι μονόλιθοι, τα πλακόστρωτα, οι αντηρίδες, οι στύλοι, οι παραστάδες, τα α γάλματα κοιμωμένων που παριστάνουν άντρες με κράνος, σπαθί και πανοπλία, τα κιονόκρανα, με ιστορίες ή χωρίς ιστο ρίες, τα ρόδια, τα κρίνα, οι αμάραντοι, τα καμπαναριά, οι τρούλοι, τα αγάλματα κοιμωμένων που παριστάνουν γυναίκες με σφιγμένα στήθη, οι ζωγραφιές, οι αψίδες, οι πιστοί σκύλοι ξαπλωμένοι, τα φασκιωμένα παιδιά, οι κομιστές προσφορών, οι μοιρολογίστρες με μαντίλι στο κεφάλι, οι μονόλιθοι, τα βιτρό, τα βάθρα, οι άμβωνες, οι εξώστες, κι άλλα αρχιτεκτονικά τύμπανα, κι άλλα κιονόκρανα, κι άλλες αψίδες, κάποιοι άγγε λοι με ανοιχτά φτερά, κάποιοι άγγελοι με πεσμένα φτερά, στρογγυλά ανάγλυφα, άδειες υδρίες, που παριστάνουν φλόγες στην πέτρα, ή αφήνουν να βγει άτονα ένα κρεπ, μελαγχολία, δάκρυα, μεγαλοπρεπείς άντρες, επιβλητικές γυναίκες, αξιαγά πητα παιδιά που θερίστηκαν στον ανθό τους, πρεσβύτεροι και γερόντισσες που δεν μπορούσαν να περιμένουν πια, σταυροί ολόκληροι και σταυροί σπασμένοι, σκάλες, καρφιά, ακάνθινα στεφάνια, λόγχες, αινιγματικά τρίγωνα, κάποιο αναληθοφανές μαρμάρινο περιστέρι, σμήνη αληθινών περιστεριών που πετούν σε κύκλο πάνω από το κοιμητήριο. Και σιωπή. Μια σιωπή που διακόπτεται σπανίως μόνο από τα βήματα κάποιου περιστασιακού και στενάζοντα εραστή της μοναξιάς που κά ποια ξαφνική θλίψη τον έφερε από τα θορυβώδη περίχωρα, ό που ακόμη ακούγονται κραυγές, στην άκρη του τάφου που πάνω του έχουν αποθέσει φρέσκα μπουκέτα λουλουδιών, υ243
M
M
ο
γρά προς το παρόν απ' το χυμό τους, να διασχίζουν, ας πούμε, την ίδια την καρδιά του χρόνου, αυτά τα τρεις χιλιάδες χρόνια μνημάτων όλων των ειδών, πνευμάτων και διαθέσεων, ενωμέ να από την ίδια εγκατάλειψη, από την ίδια μοναξιά, αφού οι πόνοι που τα γέννησαν κάποτε είναι πολύ παλιοί για να έχουν κληρονόμους. Με οδηγό το χάρτη, αλλά μετανιωμένος που δεν είχε μια πυξίδα, ο κ. Ζοζέ προχωρά με κατεύθυνση την περιοχή των αυτοχείρων όπου βρίσκεται θαμμένη η γυναίκα της καρτέλας, το βήμα του όμως τώρα είναι λιγότερο βιαστικό, λιγότερο αποφασιστικό, πότε πότε κοντοστέκεται και ατενίζει μια λεπτομέρεια γλυπτού λεκιασμένη απ' τις λειχήνες ή τις βροχοπτώσεις, κάτι μοιρολογίστρες σιωπηλές ανάμεσα σε δυο κραυγές, κάποιους επίσημους επικήδειους, κάποια ιερατικά κηρύγματα, ή συλλαβίζει με δυσκολία μια επιγραφή που η γραφή της τον προσέλκυσε, όπως περνούσε, φαίνεται από την πρώτη σειρά ότι του παίρνει πολλή ώρα να την αποκρυπτο γραφήσει, είναι που ο υπάλληλος αυτός, παρόλο που κάμπο σες φορές χρειάστηκε να εξετάσει πέρα στο Ληξιαρχείο περ γαμηνές πάνω κάτω σύγχρονες αυτής της εποχής, δεν έχει κλί ση στις παλιές γραφές, γι' αυτό και παρέμεινε γραφέας. Στην κορυφή ενός στρογγυλού λόφου, στη σκιά ενός οβελίσκου που υπήρξε παλιά γεωδαιτικό σημάδι, ο κ. Ζοζέ κάθεται και κοιτά τριγύρω, μέχρι εκεί που φτάνει η όραση του, και δεν βλέπει άλ λο από τάφους που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τις διακυ μάνσεις του εδάφους, κατηφορίζοντας κάποια απότομη πλα γιά, σκορπώντας τριγύρω στις πεδιάδες, Είναι εκατομμύρια, μουρμούρισε, και τότε σκέφτεται τις τεράστιες εκτάσεις χώρου που θα είχαν εξοικονομηθεί αν οι νεκροί είχαν θαφτεί όρθιοι, πλάι πλάι, σε παράταξη, σαν ένας στρατός σε στάση προσο χής, έχοντας ο καθένας τους μοναδικό σημάδι της παρουσίας του εκεί έναν πέτρινο κύβο τοποθετημένο κάθετα πάνω απ' το 244
κεφάλι, όπου θα αναγράφονταν, στις πέντε ορατές πλευρές του, τα βασικά γεγονότα της ζωής του θανόντα, πέντε πέτρινα τετράγωνα όμοια με πέντε σελίδες, περίληψη ολόκληρου του βιβλίου που δεν στάθηκε δυνατό να γράψει. Σαν ν' αγγίζουν τον ορίζοντα, πέρα μακριά, ο κ. Ζοζέ βλέπει κάτι φώτα που μετακινούνται αργά, σαν κίτρινοι κεραυνοί που ανάβουν και σβήνουν σε τακτά διαστήματα, είναι τα αυτοκίνητα των οδη γών που καλούν τον κόσμο που τους ακολουθεί, Ακολουθήστε με, Ακολουθήστε με, ένα απ' όλα σταματά απότομα, το φως ε ξαφανίζεται, θα πει πως έφτασε στον προορισμό του. Ο κ. Ζο ζέ κοίταξε πού βρίσκεται ο ήλιος, κατόπιν το ρολόι του, σουρουπώνει, θα πρέπει να περπατήσει με βήμα ταχύ αν θέλει να φτάσει στη γυναίκα της καρτέλας πριν το δειλινό. Συμβουλεύ τηκε το χάρτη, γλίστρησε πάνω του το δείκτη για να αναπα ραστήσει, κατά προσέγγιση, τη διαδρομή που είχε διατρέξει α πό το κτήριο της διοίκησης μέχρι το σημείο όπου βρισκόταν τώρα, τη συνέκρινε μ' αυτήν που του απέμενε να διανύσει και σχεδόν αποκαρδιώθηκε. Σε ευθεία, σύμφωνα με την κλίμακα του χάρτη, είναι κάπου πέντε χιλιόμετρα, όμως η συνεχής ευ θεία στο Γενικό Νεκροταφείο, όπως ήδη ειπώθηκε, δεν είναι κάτι που διαρκεί πολύ, σ' αυτά τα πέντε χιλιόμετρα αν πήγαι νε πετώντας, θα πρέπει να προστεθούν άλλα δύο, ή και τρία, όταν περπατά κανείς στη γη. Ο κ. Ζοζέ μέτρησε το χρόνο και την αντοχή στα πόδια που του έμενε, άκουσε τη φωνή της σύ νεσης να του λέει ν' αφήσει για άλλη μέρα, με μεγαλύτερη ά νεση, την επίσκεψη στον τάφο της άγνωστης γυναίκας, μιας και, τώρα που ήξερε πού βρίσκεται, ένα ταξί ή ένα λεωφορείο θα μπορούσαν να τον φέρουν, κάνοντας τον κύκλο του Νε κροταφείου απ' έξω, κοντά στο μέρος, όπως κάνουν οι οικο γένειες όταν είναι να πάνε να κλάψουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα και να βάλουν καινούρια λουλούδια στα βάζα ή να 245
Μ
M
ανανεώσουν το νερό, ειδικά το καλοκαίρι. Ο κ. Ζοζε ταλα ντευόταν σ' αυτή την περίπλοκη κατάσταση όταν του ήρθε στη θύμηση η περιπέτεια του στο σχολείο, εκείνη η άφεγγη βροχε ρή νύχτα, εκείνη η ψηλή και γλιστερή πλαγιά βουνού στην ο ποία είχε μεταμορφωθεί το σκέπαστρο του υπόστεγου, κι ύ στερα η αγωνιώδης αναζήτηση στο εσωτερικό του κτηρίου, μούσκεμα απ' την κορυφή ως τα νύχια, με τα γόνατα γδαρμέ να να αγγίζουν επώδυνα το παντελόνι, και πώς με επιμονή και ευφυΐα κατόρθωσε να νικήσει τους ίδιους του τους φόβους και να επιβληθεί στις χίλιες δυο δυσκολίες που φρέναραν το βήμα του, μέχρι τελικά να ανακαλύψει και να εισδύσει στη μυστη ριώδη σοφίτα, αντιμέτωπος μ' ένα σκοτάδι πιο τρομακτικό κι από το σκοτάδι του αρχείου των νεκρών. Αφού έφτασε και τόλμησε τόσα, δεν έχει τώρα το δικαίωμα να λιγσψυχεί μπρο-. στά στη δυσκολία μιας πορείας, όσο μεγάλη κι αν είναι, ειδικά όταν αυτή γίνεται στο ελεύθερο φως του καθαρού ήλιου που, ως γνωστόν, αγαπά τους ήρωες. Αν οι σκιές του δειλινού τον προλάβουν προτού καταφέρει να φτάσει στον τάφο της άγνω στης γυναίκας, αν έρθει η νύχτα και του κόψει το δρόμο, σπέρ νοντας τον με τις αόρατες σκιές της και εμποδίζοντας τον κ. Ζοζε να προχωρήσει παρακάτω, τότε αυτός μπορεί να περιμέ νει τη γέννηση της καινούριας μέρας ξαπλωμένος σε μια απ' αυτές τις χορταριασμένες πλάκες, μ' ένα θλιμμένο άγγελο να τον ξενυχτά στον ύπνο του. Ή υπό την προστασία μερικών αντηρίδων. Χάρη στις γενιές που είναι να 'ρθουν και στην ανα μενόμενη ανάπτυξη της πολεοδομίας, δεν είναι μακριά η μέρα που θ' αρχίσουν να επινοούνται τρόποι λιγότερο πολυέξοδοι για να στηρίζεται μια πέτρα όρθια, πράγματι, σ' ένα Γενικό Νεκροταφείο συναντούν μπροστά τους τα αποτελέσματα της προόδου οι φιλομαθείς ή οι απλοί περίεργοι, υπάρχουν μάλι στα κάποιοι που ισχυρίζονται ότι ένα Νεκροταφείο είναι σαν
μια βιβλιοθήκη, μόνο που τη θέση των βιβλίων καταλαμβά νουν άνθρωποι θαμμένοι, στην πραγματικότητα είναι αδιάφο ρο, μπορεί κανείς να μάθει κι από τα μεν κι από τους δε. Ο κ. Ζοζέ κοίταξε πίσω, από κει που βρισκόταν το μάτι έφτανε μό νο, πάνω από τις ψηλές κατασκευές των μνημείων, στη μακρι νή κορφή της στέγης του κτηρίου της διαχείρισης, Δεν φαντα ζόμουν ότι έφτασα τόσο μακριά, μουρμούρισε, και κάνοντας αυτή την παρατήρηση, λες και περίμενε ν' ακούσει πρώτα τον ήχο της δικής του φωνής για να πάρει την απόφαση, έκοψε ξανά δρόμο. Όταν έφτασε επιτέλους στον τομέα των αυτοχείρων, ο ου ρανός κοσκίνιζε τις στάχτες λευκές ακόμη απ' το σούρουπο, ο κ. Ζοζέ σκέφτηκε πως είχε χάσει τον προσανατολισμό του ή ο χάρτης έκανε λάθος. Είχε μπροστά του μια μεγάλη πεδινή έ κταση, με πολυάριθμα δέντρα, δάσος σχεδόν, όπου τα μνήμα τα, αν δεν υπήρχαν οι επιτύμβιοι λίθοι που μετά βίας φαίνο νταν, θα έμοιαζαν περισσότερο με θυσάνους φυσικής χλωρί δας. Από κει δεν φαινόταν το ρυάκι, ακουγόταν όμως το ελα φρύ του θρόισμα που γλιστρούσε πάνω στις πέτρες, και στην ατμόσφαιρα, που έμοιαζε με πράσινο κρύσταλλο, πλανιόταν μια δροσιά που έμελλε να κρατήσει πολύ μετά από τούτη την πρώτη βραδινή ώρα. Μιας κι ήταν τόσο πρόσφατο, λίγων μό λις ημερών, το μνήμα της άγνωστης γυναίκας θα πρέπει να βρισκόταν αναγκαστικά στο εξωτερικό όριο της περιοχής, το ζήτημα τώρα ήταν να μάθει προς ποια κατεύθυνση. Ο κ. Ζοζέ σκέφτηκε ότι το καλύτερο για να μη χαθεί θα ήταν να παρεκ κλίνει προς την πλευρά του νερού και κατόπιν κατά μήκος της όχθης μέχρι να βρει τα τελευταία μνήματα. Η σκιά των δέ ντρων τον σκέπασε αμέσως ολόκληρο, λες κι είχε πέσει άξαφ να η νύχτα. Εγώ τώρα έπρεπε να φοβάμαι, μουρμούρισε ο κ. Ζοζέ, μέσα σε τούτη τη σιωπή, ανάμεσα στους τάφους, μ' όλα
246
247
αυτά τα δέντρα να με κυκλώνουν, και παρ' όλα αυτά αισθά νομαι ήρεμος σαν να βρίσκομαι στο σπίτι μου, μόνο που με πο νούν τα πόδια απ' το πολύ περπάτημα, να το ρυάκι, αν φοβό μουν θα μπορούσα να φύγω από δω αυτή τη στιγμή, αρκεί να το διασχίσω, πρώτα όμως θα έπρεπε να βγάλω τα παπούτσια και να μαζέψω τα μπατζάκια, να κρεμάσω τα παπούτσια στο λαιμό και να το διασχίσω, το νερό δεν πρέπει να μου φτάνει ούτε ως το γόνατο, και σε λίγο θα βρισκόμουν με τους ζωντα νούς, στα φώτα απέναντι που σταμάτησαν ν' ανάβουν. Μισή ώρα αργότερα ο κ. Ζοζέ έφτασε στην άκρη του χωραφιού, ό ταν η σελήνη, στη φέξη της σχεδόν, στρογγυλή σχεδόν, άρχι σε να βγαίνει στον ορίζοντα. Εκεί τα μνήματα δεν είχαν ακό μα πέτρες σκαλισμένες με ονόματα να τις καλύπτουν γλυπτά στολίδια, αναγνωρίζονταν μονάχα από τους λευκούς αριθμούς που ήταν ζωγραφισμένοι σε μαύρες πλάκες, μπηγμένες στο προσκέφαλο, σαν πεταλούδες που πεταρίζουν. Το φεγγαρό φωτο πλημμύρισε σε λίγο το χωράφι, σύρθηκε αργά ανάμεσα στα δέντρα σαν γνώριμο και καλόβολο φάντασμα. Σε μια λάμψη ο κ. Ζοζέ βρήκε αυτό που έψαχνε. Δεν έβγαλε από την τσέπη του το χαρτί που του είχε δώσει ο γραφέας του Νεκρο ταφείου, δεν έκανε καμία προσπάθεια για να απομνημονεύσει τον αριθμό, τον ήξερε όμως όταν τον χρειάστηκε και τώρα τον είχε μπροστά του, ολόφωτο, σαν να τον είχαν ζωγραφίσει με φωσφορούχο μπογιά. Εδώ είναι, είπε.
248
Ο
Κ. ΖΟΖΕ ΠΕΡΑΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΚΡΥΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ. ΜΟΛΙΣ
πρόφερε εκείνες τις περιττές κι αχρείαστες λέξεις, Εδώ είναι, βρέθηκε να μην ξέρει τι άλλο έπρεπε να κάνει. Ήταν βέβαιο ότι μετά από πολλές και επίπονες προσπάθειες είχε κατορθώσει επιτέλους να συναντήσει την άγνωστη γυναί κα, ή για να το πούμε καλύτερα, το σημείο όπου αυτή κειτό ταν, επτά παλάμες κάτω από το έδαφος που κρατούσε επάνω του εκείνον ακόμη, αλλά ο ίδιος μέσα του σκεφτόταν ότι το πιο φυσικό θα ήταν να είναι φοβισμένος, τρομοκρατημένος α πό το μέρος, από την ώρα, από το θρόισμα των δέντρων, από το μυστηριώδες φεγγαρόφωτο, ειδικά στο ιδιόρρυθμο κομμά τι του νεκροταφείου που τον έζωνε, μια συνέλευση αυτοχείρων, μια συνάθροιση σιωπών που από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να ξεσπάσει σε φωνές, Ήρθαμε πριν την ώρα μας, ήρθαμε με τη θέληση μας, αλλά αυτό που αντιλαμβανόταν μέ σα του έμοιαζε περισσότερο με αναποφασιστικότητα, με αμ φιβολία, λες και, ενώ πίστευε πως είχε φτάσει στο τέλος όλων, η αναζήτηση του δεν είχε λήξει ακόμα, λες και το γεγονός ότι είχε έρθει εκεί δεν αντιπροσώπευε παρά ένα μεταβατικό ση μείο, χωρίς μεγαλύτερη σημασία από το σπίτι της ηλικιωμένης κυρίας του ισογείου, ή το σχολείο, ή το φαρμακείο όπου είχε μπει για ερωτήσεις, ή το αρχείο όπου πέρα στο Ληξιαρχείο 249
M
Ο
Λ
Α
Τ
Ο
A
Ν
Ο
Μ
Α
T A
φυλούσαν τα χαρτιά των νεκρών. Η εντύπωση ήταν τόσο ι σχυρή που τον οδήγησε στο ακραίο σημείο να μουρμουρίσει, σαν να προσπαθούσε να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό, Είναι νεκρή, δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια, απέναντι στο θάνατο κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα πια. Όλες αυτές τις ατέλειω τες ώρες είχε περπατήσει μέσ' από το Γενικό Νεκροταφείο, εί χε περάσει από χρόνους, εποχές και δυναστείες, από βασίλεια, αυτοκρατορίες και δημοκρατίες, από πολέμους και επιδημίες, από άπειρους μεμονωμένους θανάτους, ξεκινώντας από τα βρεφικά πονάκια της ανθρωπότητας και τελειώνοντας σε τού τη τη γυναίκα που αυτοκτόνησε πριν από λίγες μέρες, γι' αυτό ο κ. Ζοζέ έχει την υποχρέωση να ξέρει ότι απέναντι στο θάνα το δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα. Σ' ένα δρόμο καμωμένο από τόσους νεκρούς κανείς τους δεν σηκώθηκε όταν τον ά κουσαν να περνά, κανείς τους δεν τον ικέτεψε να τον βοηθή σει να ξαναενώσει τη σκορπισμένη σκόνη της σάρκας με τα ξεκάρφωτα κόκαλα στα φέρετρα, κανείς δεν του ζήτησε, Έλα να εμφυσήσεις στα μάτια μου την ανάσα της ζωής, αυτοί το ξέ ρουν καλά πως απέναντι στο θάνατο δεν μπορεί να κάνει κα νείς τίποτα, το ξέρουν αυτοί, το ξέρουμε όλοι, αλλά αν είναι έ τσι, από πού προέρχεται αυτή η αγωνία που σφίγγει το λαιμό του κ. Ζοζέ, από πού αυτή η ανησυχία πνεύματος, σαν να 'χει εγκαταλείψει δειλά μια δουλειά στη μέση και τώρα δεν ξέρει πώς να την ξαναπιάσει χωρίς να ντροπιαστεί. Από την άλλη πλευρά του ρυακιού, όχι μακριά, προβάλλουν κάποια σπίτια με τα παράθυρα φωτισμένα, οι ξεψυχισμένες ακτίνες του δη μόσιου φωτισμού των περιχώρων, μια φευγαλέα λάμψη αυτο κινήτου που τρέχει στον αυτοκινητόδρομο. Και αμέσως μπρο στά, μόλις τριάντα βήματα, όπως θα συνέβαινε αργά ή γρήγο ρα, ένα γεφυράκι ενώνει τις δυο όχθες του μικρού ποταμού, ε πομένως ο κ. Ζοζέ δεν θα χρειαστεί να βγάλει τα παπούτσια
και να ανεβάσει τα μπατζάκια όταν θελήσει να περάσει απέ ναντι. Υπό κανονικές συνθήκες θα το είχε κάνει εδώ και ώρα, μιας και δεν είναι γνωστός για το εξαιρετικό του θάρρος, που θα του χρειαστεί για να παραμείνει απαθής σ' ένα νεκροτα φείο τη νύχτα, μ' έναν νεκρό κάτω από τα πόδια κι ένα φεγ γαρόφωτο ικανό να βάλει τις σκιές να περπατήσουν. Οι συν θήκες ωστόσο είναι αυτές και όχι άλλες, εδώ δεν είναι ζήτημα θάρρους και δειλίας, εδώ είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, γι' αυτό ο κ. Ζοζέ, παρόλο που γνωρίζει πως θα φοβηθεί πολλές φορές μέσα στη νύχτα, παρόλο που γνωρίζει ότι θα τον τρο μοκρατήσουν οι ψίθυροι του ανέμου, ότι κατά το χάραμα το κρύο που κατεβαίνει από τον ουρανό θα ενωθεί με το κρύο που ανεβαίνει από τη γη, ο κ. Ζοζέ πηγαίνει να καθίσει κάτω από ένα δέντρο και κουρνιάζει στο κατάλυμα μιας θεόσταλτης κουφάλας ενός κορμού. Ανεβάζει το πέτο στο σακάκι του, μα ζεύεται όσο περισσότερο μπορεί για να κρατήσει τη θέρμη του σώματος του, σταυρώνει τα χέρια σφίγγοντας τις παλάμες κά τω απ' τις μασχάλες, στρώνεται και περιμένει τη μέρα. Αισθά νεται το στομάχι του να του ζητάει τροφή αλλά δεν τον νοιά ζει, κανείς δεν πέθανε ποτέ επειδή μεσολάβησε μεγάλο διά στημα ανάμεσα σε δύο γεύματα, εκτός κι αν το δεύτερο άργη σε τόσο να προσφερθεί που δεν πρόλαβε να προσφέρει τίπο τα. Ο κ. Ζοζέ θέλει να ξέρει αν στ' αλήθεια έχουν τελειώσει ό λα ή αν, αντίθετα, απομένει κάτι ακόμα που ξέχασε να κάνει, ή, ακόμα πιο σημαντικό κι απ' αυτό, κάτι που δεν του πέρασε ποτέ από το νου και που κατέληγε, στο τέλος τέλος, να είναι αυτό το ουσιώδες της περίεργης περιπέτειας στην οποία τον έ μπλεξε η τύχη. Είχε αναζητήσει την άγνωστη γυναίκα παντού κι ήρθε να τη συναντήσει εδώ, κάτω από κείνο το λοφάκι γης που τα άγρια βλαστάρια γρήγορα θα σκεπάσουν, αν δεν προ λάβει πρώτα ο λιθοδόμος να το ισιώσει για να τοποθετήσει τη
250
251
M
M
μαρμάρινη πλάκα με τη συνηθισμένη επιγραφή ημερομηνιών, της πρώτης και της τελευταίας, και το όνομα, ή μπορεί επίσης η οικογένεια της να είναι από κείνες που προτιμούν για τους πεθαμένους τους ένα απλό ορθογώνιο πλαίσιο στο εσωτερικό του οποίου θα σπείρουν κατόπιν ένα διακοσμητικό χορτάρι, λύση που προσφέρει το διπλό πλεονέκτημα να κοστίζει λιγό τερο και να χρησιμεύει ως κατάλυμα των ζωυφίων της επιφά νειας. Η γυναίκα βρίσκεται λοιπόν εκεί, έκλεισαν γι' αυτήν ό λοι οι δρόμοι στον κόσμο, περπάτησε όσο ήταν να περπατή σει, σταμάτησε όπου ήθελε, τελεία, ωστόσο ο κ. Ζοζέ δεν κα ταφέρνει να ελευθερωθεί από μια έμμονη ιδέα, ότι κανείς άλ λος εκτός από τον ίδιο δεν μπορεί να κουνήσει το έσχατο πιό νι που έμεινε στη σκακιέρα, το καθοριστικό πιόνι, εκείνο που, αν μετακινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση, θα δώσει πραγμα τικό νόημα στο παιχνίδι, και η τιμωρία, αν δεν το κάνει, είναι να τον αφήσει αιώνιο ηττημένο. Δεν ξέρει ποια θα είναι αυτή η μαγική κίνηση, όταν αποφάσισε να περάσει εδώ τη νύχτα του δεν το έκανε επειδή ήλπιζε ότι η σιωπή θα ερχόταν να του το ψιθυρίσει στ' αυτί, ούτε ότι το φως της σελήνης θα ερχόταν να του το σχεδιάσει ανάμεσα στις σκιές των δέντρων, μοιάζει με κάποιον που, αφού ανέβηκε ένα βουνό για να φτάσει στο τοπίο της άλλης πλευράς, αποφασίζει να επιστρέψει στην κοι λάδα μέχρι να αισθανθεί ότι τα θαμπωμένα μάτια του αντέ χουν κι άλλη απεραντοσύνη. Το δέντρο που βρήκε για κατάλυμα ο κ. Ζοζέ είναι μια πα λιά ελιά, που τους καρπούς της έρχεται και μαζεύει ο κόσμος από τα περίχωρα, παρόλο που ο ελαιώνας έχει γίνει νεκροτα φείο. Με τα χρόνια ο κορμός της άνοιξε εντελώς από τη μια με ριά, από πάνω ως κάτω, σαν ένα λίκνο που το έστησαν όρθιο για να πιάνει λιγότερο χώρο, κι εκεί ο κ. Ζοζέ λαγοκοιμάται, ε κεί ξυπνά αλαφιασμένος ξαφνικά από μια ριπή ανέμου που
* Εννοεί τη λάμψη που βγαίνει στους τάφους και προέρχεται από την καύση του φωσφορούχου υδρογόνου που απελευθερώνουν τα σώματα σε α ποσύνθεση. (Σ.τ.Μ.)
252
253
τον χτύπησε στο πρόσωπο, ή όταν η σιγή και η ακινησία του α έρα έγιναν τόσο βαθιές ώστε το πνεύμα του, που μόλις είχε α ποκοιμηθεί, άρχισε να ονειρεύεται τις κραυγές ενός κόσμου που ολισθαίνει προς το κενό. Κάποια στιγμή, αποφασισμένος να γιατρέψει το φόβο με φόβο, ο κ. Ζοζέ άρχισε να χρησιμο ποιεί τη φαντασία του για να αναπαραστήσει νοητικά όλες τις κλασικές σκηνές τρόμου που χαρακτηρίζουν το μέρος όπου βρισκόταν, τις λιτανείες κριματισμένων ψυχών τυλιγμένων σε λευκά σεντόνια, τους μακάβριους χορούς σκελετών με τα κό καλα να τρίζουν ρυθμικά, τη δυσοίωνη μορφή του θανάτου που σαρώνει το έδαφος μ' ένα ματωμένο δρεπάνι για ν' ανα γκαστούν οι νεκροί να παραμείνουν νεκροί, αλλά επειδή τίπο τε απ' αυτά δεν συνέβαινε στην πραγματικότητα, γιατί ήταν ό λα έργα της φαντασίας του, ο κ. Ζοζέ σιγά σιγά γλιστρούσε σε μια απέραντη εσωτερική γαλήνη, που την ενοχλούσαν κάποιες φορές οι ανεύθυνες χορευτικές φιγούρες του φωσφορούχου υ δρογόνου,* ικανές να φέρουν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης τον καθένα, όσο γενναία ψυχή κι αν έχει και όσο καλά κι αν γνωρίζει τα στοιχειώδη της οργανικής χημείας. Εντέλει ο δει λός κ. Ζοζέ επιδεικνύει εδώ ένα κουράγιο που όλες οι στενο χώριες και ταλαιπωρίες που τον είδαμε να περνά δεν θα μας ε πέτρεπαν να περιμένουμε απ' αυτόν, πράγμα που για μια ακό μα φορά έρχεται να αποδείξει ότι σε συνθήκες ακραίου μπλε ξίματος το πνεύμα δίνει το πραγματικό μέτρο του μεγαλείου του. Κοντά στο ξημέρωμα, μισοξεχασμένος από τις τρομάρες, ανακουφισμένος από την απαλή ζέστη του δέντρου που τον α γκάλιαζε, ο κ. Ζοζέ αποκοιμήθηκε με αξιοπρόσεχτη ηρεμία, ε-
M
νόσω ο κόσμος γύρω του πρόβαλλε ξανά αργά από τις κακό βουλες σκιές της νύχτας και το αμφίσημο φεγγοβόλημα ενός σεληνόφωτος που αποχαιρετούσε. Όταν ο κ. Ζοζέ άνοιξε τα μάτια του, ήταν μέρα ξημερωμένη. Ήταν ξυλιασμένος, το φιλι κό φυτικό αγκάλιασμα πρέπει να ήταν κάποιο άλλο απατηλό όνειρο, εκτός αν το δέντρο, θεωρώντας ότι εκπλήρωσε το χρέ ος της φιλοξενίας που οφείλουν όλες οι ελιές από την ίδια τους τη φύση, τον είχε διώξει από πάνω της πριν την ώρα του και τον είχε εγκαταλείψει αβοήθητο στην παγωνιά της λεπτής κα ταχνιάς που πλανιόταν αναρριχώμενη πάνω από το κοιμητή ριο. Ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε με δυσκολία, νιώθοντας όλες τις αρ θρώσεις του να τρίζουν, και προχώρησε σκοντάφτοντας προς τον ήλιο, ενώ ταυτόχρονα τίναζε με δύναμη τα χέρια του για να ζεσταθεί. Δίπλα στο μνήμα της άγνωστης γυναίκας, μασουλώντας το υγρό χορτάρι, ήταν ένα άσπρο πρόβατο. Τριγύρω εδώ κι εκεί έβοσκαν άλλα πρόβατα. Κι ένας ηλικιωμένος άντρας με την γκλίτσα στο χέρι ερχόταν προς την κατεύθυνση του κ. Ζο ζέ. Τον συνόδευε ένας κοινός σκύλος, ούτε μικρός ούτε μεγά λος, που δεν έδειχνε επιθετικός, έμοιαζε όμως να περιμένει κά ποια εντολή του αφεντικού του για να εκδηλωθεί. Ο άντρας σταμάτησε στην άλλη πλευρά του τάφου με την ερευνητική στάση κάποιου που, χωρίς να ζητά εξηγήσεις, πιστεύει ότι του τις οφείλουν, κι ο κ. Ζοζέ είπε, Καλημέρα, στο οποίο ο άλλος απάντησε, Καλημέρα, Ωραίο πρωινό, Καλό είναι, Αποκοιμή θηκα, είπε μετά ο κ. Ζοζέ, Α, αποκοιμηθήκατε, επανέλαβε ο ά ντρας μ' έναν τόνο αμφισβήτησης, Ήρθα να δω τον τάφο ενός φιλικού μου προσώπου, έκατσα να ξεκουραστώ κάτω από μια ελιά κι αποκοιμήθηκα, Εδώ περάσατε τη νύχτα, Ναι, Πρώτη φορά συναντώ άνθρωπο τέτοια ώρα, είναι η ώρα που φέρνω τα πρόβατα να βοσκήσουν, Τις άλλες ώρες όχι, ρώτησε ο κ. Ζοζέ, Θα έκανε κακή εντύπωση, θα ήταν ασέβεια, τα πρόβατα να
τριγυρνούν ανάμεσα στα μνήματα ή ν' αφήνουν τις κακαράντζες τους την ώρα που έρχονται άνθρωποι για να θυμηθούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που βρίσκονται εδώ, να προσευ χηθούν και να κλάψουν, εξάλλου οι οδηγοί δεν θέλουν να τους ενοχλούν όταν ανοίγουν τους λάκκους, γι' αυτό δεν μου μένει άλλη λύση παρά να τους φέρνω κανένα τυρί πότε πότε για να μην πάνε να παραπονεθούν στον έφορο, Αφού το Νεκροτα φείο είναι απ' όλες τις πλευρές ανοιχτός χώρος, ο καθένας μπορεί να μπει μέσα, κι όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και τα ζω ντανά, εντύπωση μου κάνει που δεν είδα ούτε ένα σκύλο ή μια γάτα από το κτήριο της διοίκησης ως εδώ, Από σκύλους και γάτες αδέσποτους άλλο τίποτα, Ναι, αλλά εγώ δεν συνάντησα κανένα, Κάνατε όλα αυτά τα χιλιόμετρα με τα πόδια, Ναι, Μπορούσατε να είχατε πάρει το λεωφορείο της γραμμής, ή ένα ταξί, ή το αυτοκίνητο σας, αν έχετε, Δεν ήξερα πού είναι το μνήμα, γι' αυτό χρειάστηκε να ζητήσω ενημέρωση πρώτα στη διοίκηση κι ύστερα, έτσι όπως ήταν όμορφη η μέρα, αποφάσι σα να έρθω με τα πόδια, Περίεργο που δεν σας έστειλαν να κά νετε το γύρο, όπως κάνουν πάντα, Τους ζήτησα να μ' αφήσουν να περάσω και μου έδωσαν την άδεια, Είστε αρχαιολόγος, Όχι, Ιστορικός, Ούτε, Κριτικός τέχνης, Όχι δα, Οικοσημολόγος ερευνητής, Ούτε κατά διάνοια, Τότε δεν καταλαβαίνω για τί θελήσατε να κάνετε όλο αυτό το περπάτημα, ούτε πώς κα ταφέρατε και κοιμηθήκατε ανάμεσα στα μνήματα, εγώ που εί μαι μαθημένος στο μέρος δεν θα στεκόμουν λεπτό μετά το η λιοβασίλεμα, Συνέβη απλά, κάθισα κι αποκοιμήθηκα, Είστε γενναίος άνθρωπος, Ούτε γενναίος άνθρωπος είμαι, Βρήκατε το άτομο που ψάχνατε, Είναι αυτό εδώ, ακριβώς δίπλα σας, Είναι άντρας ή γυναίκα, Είναι γυναίκα, Δεν έχει όνομα ακόμα, Υποθέτω ότι η οικογένεια θα έχει φροντίσει για την ταφόπλα κα, Έχω παρατηρήσει ότι οι οικογένειες των αυτοχείρων πα-
254
255
M
ραμελούν περισσότερο απ' τις άλλες αυτή τη βασική τους υπο χρέωση, μάλλον έχουν ενοχές, νομίζουν ότι αυτοί φταίνε, Πο λύ πιθανό, Αφού δεν γνωριζόμαστε από κάπου, γιατί απαντά τε σ' όλες τις ερωτήσεις που σας κάνω, το φυσιολογικό θα ήταν να μου λέγατε να μην ανακατεύομαι στη ζωή σας, Έτσι είμαι ε γώ, πάντα απαντώ όταν με ρωτούν, Είστε υποτελής, υποτακτι κός, εξαρτημένος, υπηρέτης στις διαταγές των άλλων, παιδί για τα θελήματα, Είμαι γραφέας στο Γενικό Ληξιαρχικό Μη τρώο του Κράτους, Τότε είστε ο κατάλληλος για να μάθετε την αλήθεια για τα μνήματα των αυτοχείρων, πρώτα όμως πρέπει να πάρετε επίσημο όρκο πως δεν θ' αποκαλύψετε το μυστικό σε κανέναν, Ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό στη ζωή μου, Και ποιο | είναι, για να 'χουμε καλό ρώτημα, το πιο ιερό πράγμα στη ζωή σας, Δεν ξέρω, Όλα, Ή τίποτα, Πρέπει να αναγνωρίσετε ότι θα ήταν κάπως αφηρημένος ένας τέτοιος όρκος, Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που ν' αξίζει περισσότερο, Επιτέλους, ορκιστείτε στην τιμή σας, παλιότερα αυτός ήταν ο σιγουρότερος όρκος, Ε ντάξει λοιπόν, θα ορκιστώ στην τιμή μου, να ξέρετε πάντως ό τι ο διευθυντής του Ληξιαρχείου θα έσκαγε στα γέλια αν ά κουγε ένα γραφέα του να ορκίζεται στην τιμή του, Ανάμεσα σ' έναν τσομπάνη με πρόβατα κι ένα γραφέα είναι ένας όρκος αρ κετά σοβαρός, ένας όρκος που δεν φέρνει γέλιο, γι' αυτό ας αρ κεστούμε σ' αυτόν, Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια για τα μνήμα τα των αυτοχείρων, ρώτησε ο κ. Ζοζέ, Ότι σ' αυτό το μέρος δεν είναι όλα αυτό που φαίνονται, Είναι ένα νεκροταφείο, είναι το Γενικό Νεκροταφείο, Είναι ένας λαβύρινθος, Λαβύρινθους βλέπει κανείς και έξω, Όχι όλους, τούτος εδώ ανήκει στους α όρατους, Δεν καταλαβαίνω, Για παράδειγμα, το άτομο που βρίσκεται εδώ, είπε ο βοσκός αγγίζοντας με την άκρη της γκλίτσας του ένα λοφάκι από χώμα, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Ξαφνικά το έδαφος δονήθηκε κάτω απ' τα πόδια του κ. Ζοζέ,
Ο
M
η τελευταία θεμέλια λίθος, η έσχατη βεβαιότητα του, η άγνω στη γυναίκα που επιτέλους είχε συναντήσει, μόλις εξαφανίστη κε, Θέλετε να πείτε ότι ο αριθμός κάνει λάθος, ρώτησε τρέμο ντας, Ο αριθμός είναι αριθμός, δεν κάνει ποτέ λάθος, απάντη σε ο βοσκός, αν τον πάρουν από δω και τον τοποθετήσουν αλ λού, ακόμα και στην άλλη άκρη του κόσμου, εξακολουθεί να εί ναι ο ίδιος αριθμός, Δεν καταλαβαίνω, Θα καταλάβετε, Σας παρακαλώ, το μυαλό μου είναι σε σύγχυση, Κανένα από τα σώ ματα που είναι θαμμένα εδώ δεν αντιστοιχεί στα ονόματα που υπάρχουν στις ταφόπλακες, Δεν το πιστεύω, Σας το λέω εγώ, Και οι αριθμοί, Είναι όλοι ανακατωμένοι, Γιατί, Γιατί κάποιος τους αλλάζει προτού τοποθετηθούν οι πλάκες με τα ονόματα, Ποιος το κάνει αυτό, Εγώ, Αυτό όμως είναι έγκλημα, διαμαρ τυρήθηκε αγανακτισμένος ο κ. Ζοζέ, Δεν υπάρχει κανένας νό μος που το λέει αυτό, Θα πάω τώρα αμέσως να σας καταγγεί λω στη διοίκηση του Νεκροταφείου, Μην ξεχνάτε ότι έχετε ορ κιστεί, Παίρνω πίσω τον όρκο, σ' αυτή την περίπτωση δεν ι σχύει, Μπορούμε πάντα να προσθέσουμε έναν καλό λόγο πά νω σ' έναν κακό, αλλά δεν μπορούμε να αποσύρουμε ούτε τον έναν ούτε τον άλλο, ο λόγος είναι λόγος και ο όρκος όρκος, Ο θάνατος είναι ιερός, Η ζωή είναι ιερή, κύριε γραφέα, τουλάχι στον έτσι λένε, Πρέπει όμως να υπάρχει, στο όνομα της ευπρέ πειας, λίγος σεβασμός σ' αυτόν που πέθανε, έρχονται εδώ άν θρωποι να θυμηθούν συγγενείς και φίλους, να διαλογιστούν και να προσευχηθούν, να βάλουν λουλούδια ή να κλάψουν μπροστά σ' ένα αγαπημένο όνομα, και τελικά αποδεικνύεται ό τι εξαιτίας της μοχθηρίας ενός τσομπάνη με πρόβατα το πραγ ματικό όνομα αυτού που βρίσκεται εδώ είναι άλλο, τα νεκρικά απομεινάρια που λατρεύουν δεν είναι αυτού που νομίζουν, ο θάνατος έτσι γίνεται φάρσα, Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτε ρος σεβασμός από το να κλαίει κανείς για κάποιον που δεν
256
257 ι 7 - Όλα τα
ονόματα
M
γνώριζε, Όμως το θάνατο, Τι, Το θάνατο πρέπει να τον σεβό μαστε, Θα 'θελα πολύ να μου λέγατε σε τι συνίσταται κατά τη γνώμη σας ο σεβασμός προς το θάνατο, Πάνω απ' όλα, στο να μην τον βεβηλώνουμε, Ο θάνατος, ως τέτοιος, δεν βεβηλώνε ται, Ξέρετε πολύ καλά ότι μιλώ για τους νεκρούς, όχι για το θά νατο καθεαυτό, Πείτε μου πού βλέπετε εδώ το παραμικρό ίχνος βεβήλωσης, Δεν είναι μικρή βεβήλωση που τους αλλάξατε τα ονόματα, Καταλαβαίνω ότι ένας γραφέας του Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους έχει τέτοιου είδους απόψεις για τα ο νόματα. Ο τσομπάνης σταμάτησε, έκανε σινιάλο στο σκύλο να πάει να φέρει ένα πρόβατο που είχε ξεστρατίσει κι ύστερα συ νέχισε, Δεν σας είπα ακόμα για ποιο λόγο άρχισα ν' αλλάζω τις επιγραφές όπου είναι γραμμένοι οι αριθμοί των μνημάτων, Αμ φιβάλλω αν μ' ενδιαφέρει να το μάθω, Αμφιβάλλω ότι δεν σας ενδιαφέρει, Πείτε μου, Αν είναι αλήθεια, όπως πιστεύω εγώ, ό τι οι άνθρωποι αυτοκτονούν επειδή δεν θέλουν να τους βρουν, τούτοι εδώ, χάρη σ' αυτό που ονομάσατε μοχθηρία ενός τσομπάνη, απαλλάχθηκαν για πάντα από τις ενοχλήσεις, στην πραγματικότητα ούτε εγώ ο ίδιος, και να ήθελα, δεν θα μπο ρούσα να θυμηθώ τις σωστές θέσεις, το μοναδικό πράγμα που ξέρω είναι αυτό που σκέφτομαι όταν περνώ μπροστά από ένα τέτοιο μάρμαρο με πλήρες ονοματεπώνυμο και τις αντίστοιχες ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, Τι σκέφτεστε, Ότι είναι δυνατό να μη βλέπουμε το ψέμα ακόμα κι αν το έχουμε μπρο στά στα μάτια μας. Ήδη εδώ και ώρα η καταχνιά είχε διαλυθεί, τώρα φαινόταν πόσο μεγάλο ήταν το κοπάδι, ο βοσκός έκανε με την γκλίτσα μια κίνηση πάνω απ' το κεφάλι του, ήταν η δια ταγή στο σκύλο να μαζέψει το κοπάδι. Είπε ο βοσκός, Είναι ώ ρα να πηγαίνω με τα πρόβατα, όπου να 'ναι θ' αρχίσουν να έρ χονται οι οδηγοί, βλέπω ήδη τα φώτα δυο αυτοκινήτων, αλλά δεν έρχονται προς τα εδώ, Εγώ θα κάτσω ακόμα, είπε ο κ. Ζο258
ζέ, Σκέφτεστε αληθινά να με καταδώσετε, ρώτησε ο βοσκός, Είμαι άνθρωπος που κρατά το λόγο του, αυτό που ορκίστηκα ισχύει, Αφού μάλιστα θα σας συμβούλευαν σίγουρα να σωπά σετε, Γιατί, Φαντάζεστε πόση δουλειά θέλει να ξεθάψουν όλο αυτό τον κόσμο, να τους αναγνωρίσουν, πολλοί απ' αυτούς έ χουν γίνει χους εις χουν. Τα πρόβατα είχαν πια συγκεντρωθεί, κάποιο αργοπορημένο πηδούσε επιδέξια πάνω από τους τά φους για να ξεφύγει από το σκύλο και να ενωθεί με τ' αδέρφια του. Ο βοσκός ρώτησε, Ήσασταν φίλος ή συγγενής του ατόμου που ήρθατε να επισκεφθείτε, Ούτε που την ήξερα, Και παρ' ό λα αυτά ήρθατε και την αναζητήσατε, Επειδή δεν την ήξερα την αναζητούσα, Βλέπετε λοιπόν που είχα δίκιο όταν σας είπα ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος σεβασμός απ' το να κλάψει κα νείς για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισε, Χαίρετε, Μπορεί και να ξανασυναντηθούμε κάποια φορά, Δεν νομίζω, Κανείς δεν ξέρει, Ποιος είστε, Είμαι ο βοσκός αυτού του κοπαδιού, Τίπο τε άλλο, Τίποτε άλλο. Ένα φως σπινθήρισε από μακριά, Εκεί νο εκεί έρχεται προς τα εδώ, είπε ο κ. Ζοζέ, Έτσι φαίνεται, εί πε ο βοσκός. Με το σκύλο μπροστά το κοπάδι άρχισε να κινεί ται με κατεύθυνση τη γέφυρα. Προτού εξαφανιστεί πίσω από τα δέντρα της απέναντι όχθης, ο βοσκός γύρισε κι έκανε μια χειρονομία αποχαιρετισμού. Ο κ. Ζοζέ σήκωσε κι αυτός το χέ ρι του. Τώρα φαινόταν πιο καθαρά το διακεκομμένο φως του αυτοκινήτου των οδηγών. Πού και πού εξαφανιζόταν, κρυβό ταν στα σκαμπανεβάσματα του εδάφους ή στις ανώμαλες κα τασκευές του Νεκροταφείου, στους πύργους, τους οβελίσκους, τις πυραμίδες, κι ύστερα ξαναφαινόταν πιο δυνατό και κοντι νό, κι ερχόταν βιαστικά, σημάδι προφανές ότι η συνοδεία δεν ήταν μεγάλη. Η πρόθεση του κ. Ζοζέ, όταν είχε πει στο βοσκό Εγώ θα κάτσω ακόμα, ήταν απλώς να μείνει λίγες παραπάνω στιγμές μονάχος προτού κινήσει για το δρόμο του. Το μόνο που 259
ο
ο
ήθελε ήταν να σκεφτεί λιγάκι για τον εαυτό του, να βρει το πραγματικό μέτρο της πλάνης του, να τη δεχτεί, να γαληνέψει το πνεύμα του, να πει μεμιάς, Τελείωσε, τώρα όμως μια άλλη ι δέα τού είχε κατέβει. Πλησίασε το μνήμα και πήρε μια στάση σαν να διαλογιζόταν βαθιά την αναπότρεπτη προσωρινότητα της ύπαρξης, τη ματαιότητα όλων των ονείρων και των ελπί δων, την απόλυτη ευθραυστότητα κάθε εγκόσμιας και θεϊκής δόξας. Ονειροπολούσε τόσο συγκεντρωμένα ώστε δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την άφιξη των οδηγών και μισής ντουζίνας ανθρώπων, ή κάτι παραπάνω, που παρακολουθούσαν την κη δεία. Δεν κουνήθηκε όση ώρα κράτησε το άνοιγμα του λάκκου, η κάθοδος του φέρετρου, το ξαναγέμισμα της τρύπας, ο σχη ματισμός του συνηθισμένου λοφίσκου από το χώμα που είχε περισσέψει. Δεν κουνήθηκε όταν ένας από τους οδηγούς κάρ φωσε στο προσκέφαλο τη μαύρη μεταλλική επιγραφή με τον α ριθμό του μνήματος σε λευκό. Δεν κουνήθηκε όταν το αυτοκί νητο των οδηγών και η νεκροφόρα απομακρύνθηκαν, δεν κου νήθηκε εκείνα τα πενιχρά δύο λεπτά που οι συνοδοί παρέμει ναν στον τάφο λέγοντας κουβέντες ανώφελες και σφουγγίζοντας κάποιο δάκρυ, δεν κουνήθηκε όταν τα δυο αυτοκίνητα με τα οποία είχαν έρθει έβαλαν μπρος και πέρασαν τη γέφυρα. Δεν κουνήθηκε μέχρι που έμεινε πάλι μόνος. Τότε πήγε κι έ βγαλε τον αριθμό που αντιστοιχούσε στην άγνωστη γυναίκα και τον τοποθέτησε στον καινούριο τάφο. Κατόπιν ο αριθμός τούτου πήγε και πήρε τη θέση του άλλου. Η ανταλλαγή είχε γί νει, η αλήθεια είχε γίνει ψέμα. Σε κάθε περίπτωση μπορούσε κάλλιστα την επομένη ο βοσκός, βρίσκοντας εδώ έναν καινού ριο τάφο, να πάρει, χωρίς να το ξέρει, τον ψεύτικο αριθμό που υπήρχε πάνω του και να τον πάει στον τάφο της άγνωστης γυ ναίκας, ειρωνική περίπτωση στην οποία ένα ψέμα, που μοιάζει να επαναλαμβάνεται, θα κατέληγε να είναι αλήθεια. Άπειρα τα 26θ
Μ
έργα της τύχης. Ο κ. Ζοζέ γύρισε στο σπίτι του. Στο δρόμο μπήκε σ' ένα ζαχαροπλαστείο. Πήρε έναν καφέ με γάλα και φρυγανισμένο ψωμί. Δεν άντεχε άλλο την πείνα.
26ΐ
Μ
Ζοζέ έπεσε στο κρεβάτι μόλις μπήκε στο σπίτι, δεν εί χαν περάσει όμως καλά καλά δυο ώρες κι ήταν ξανά ξύπνιος. Είχε δει ένα όνειρο περίεργο, αινιγματικό, είχε δει τον εαυτό του στη μέση του νεκροταφείου, ανάμεσα σ' ένα πλήθος πρόβατα τόσο μεγάλο που με το ζόρι άφηναν να φα νούν τα λοφάκια των τάφων, και το καθένα τους είχε στο κε φάλι έναν αριθμό που άλλαζε διαρκώς, αλλά καθώς ήταν όλα ίδια, δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς αν ήταν τα πρόβατα που άλλαζαν αριθμό ή οι αριθμοί που άλλαζαν πρόβατα. Α κουγόταν μια φωνή που φώναζε, Είμαι εδώ, είμαι εδώ, δεν μπορούσε να έρχεται απ' τα πρόβατα γιατί αυτά πάει καιρός που σταμάτησαν να μιλούν, επίσης δεν μπορούσε να είναι από τα μνήματα γιατί δεν θυμάται ποτέ κανείς να έχουν μιλήσει, κι ωστόσο επίμονη η φωνή εξακολουθούσε να καλεί, Είμαι εδώ, είμαι εδώ, κι εκείνος έστρεφε το κεφάλι του γρήγορα, αλλά δεν μπορούσε να βρει από πού ερχόταν. Ο κ. Ζοζέ συγχιζόταν, ή θελε να ξυπνήσει και δεν μπορούσε, το όνειρο συνεχιζόταν, τώρα εμφανιζόταν ο βοσκός με το σκύλο, τότε ο κ. Ζοζέ σκέ φτηκε, Αυτός ο βοσκός τα ξέρει όλα, αυτός θα μου πει σε ποιον ανήκει αυτή η φωνή, αλλά ο βοσκός δεν μίλησε, έκανε μόνο μια χειρονομία με την γκλίτσα πάνω απ' το κεφάλι του, ο σκύ-
λος πήγε και κύκλωσε τα πρόβατα αναγκάζοντας τα να κινη θούν προς την κατεύθυνση μιας γέφυρας απ' όπου περνούσαν σιωπηλά αυτοκίνητα με φωτεινές πινακίδες που αναβόσβηναν και έλεγαν Ακολουθήστε με, Ακολουθήστε με, Ακολουθήστε με, σε μια στιγμή το κοπάδι εξαφανίστηκε, εξαφανίστηκε ο σκύλος, εξαφανίστηκε ο βοσκός, έμεινε μονάχα το χώμα του νεκροταφείου καλυμμένο από αριθμούς, οι ίδιοι που βρίσκο νταν προηγουμένως στα κεφάλια των προβάτων, αλλά, επειδή τώρα ήταν όλα μαζεμένα, όλα πιασμένα στη σειρά, σε μια α διάρρηκτη σπείρα με κέντρο της τον ίδιο, δεν μπορούσε να κα ταλάβει πού άρχιζε ο ένας και πού τελείωνε ο άλλος. Γεμάτος αγωνία και ιδρώτα, ο κ. Ζοζέ ξύπνησε λέγοντας, Είμαι εδώ. Είχε τα βλέφαρα κλειστά κι ήταν μισοξύπνιος, αλλά επανέλα βε δυο φορές δυνατά, Είμαι εδώ, είμαι εδώ, κατόπιν άνοιξε τα μάτια στο μίζερο μέρος όπου ζούσε εδώ και τόσα χρόνια, είδε το χαμηλό ταβάνι με το σκασμένο σοβά, το πάτωμα με τις σκεβρωμένες σανίδες, το τραπέζι και τις δυο καρέκλες στη μέση του σαλονιού, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι ένας τέτοιος χώ ρος, το ντουλάπι όπου φύλαγε τις ειδήσεις και τις εικόνες των διασημοτήτων, τη γωνιά που έβγαζε στην κουζίνα, την αποθηκούλα που χρησίμευε για μπάνιο, και τότε είπε, Πρέπει να βρω έναν τρόπο να απελευθερωθώ απ' αυτή την τρέλα, ανα φερόταν προφανώς στη γυναίκα που τώρα θα έμενε για πάντα άγνωστη, το σπίτι, το ταλαίπωρο, δεν έφταιγε σε τίποτα, ήταν απλώς ένα θλιβερό σπίτι. Από φόβο μήπως τυχόν επιστρέψει το όνειρο, ο κ. Ζοζέ δεν επιχείρησε να ξανακοιμηθεί. Ήταν ξα πλωμένος ανάσκελα, κοιτάζοντας το ταβάνι, περιμένοντας να τον ρωτήσει, Γιατί κάθεσαι και με κοιτάς, αλλά το ταβάνι δεν έκανε σχόλιο, αρκέστηκε να τον παρατηρεί χωρίς ν' αλλάζει έκφραση. Ο κ. Ζοζέ παραιτήθηκε απ' την ελπίδα να βρει βοή θεια από κει, έπρεπε να λύσει μόνος του το πρόβλημα του, κι
262
263
Α
π ο φ α σ ι σ μ έ ν ο ς ν α α ν α π λ η ρ ώ σ ε ι τ ο χ α μ έ ν ο ύ π ν ο , ο κ.
M
ο καλύτερος τρόπος μάλιστα θα ήταν να πείσει τον εαυτό του ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, Αν ψοφήσει το ζώο, ψοφά ει κι η ψώρα του, ήταν η ελάχιστα ευσεβής παροιμία που του ξέφυγε, κι αποκάλεσε ψωριάρικο ζώο την άγνωστη γυναίκα, λησμονώντας για μια στιγμή ότι υπάρχουν δηλητήρια που ε νεργούν τόσο αργά ώστε δεν θυμόμαστε πια την προέλευση τους. Μετά, όταν ήρθε στα συγκαλά του, μουρμούρισε, Προ σοχή, ο θάνατος πολλές φορές είναι αργό δηλητήριο, ύστερα αναρωτήθηκε, Πότε και γιατί άρχισε άραγε εκείνη να πεθαί νει. Ήταν εκείνη τη στιγμή που το ταβάνι, χωρίς να μοιάζει να έχει κάποια σχέση, άμεση ή έμμεση, μ' αυτό που είχε μόλις α κούσει, βγήκε από την αδιαφορία του για να θυμηθεί, Υπάρ χουν τουλάχιστον άλλα τρία άτομα με τα οποία δεν έχεις μι λήσει, Ποια είναι αυτά, ρώτησε ο κ. Ζοζέ, Οι γονείς και ο πρώην σύζυγος, Πραγματικά, δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να μι λήσω με τους γονείς της, στην αρχή το σκέφτηκα κι εγώ, αλλά 1 αποφάσισα να τ' αφήσω για μια άλλη φορά, Ή θα το κάνεις τώρα ή ποτέ, για πολύ λίγο ακόμα μπορείς να το διασκεδάζεις και να περιφέρεσαι προτού χτυπήσεις οριστικά τη μύτη σου στον τοίχο, Αν δεν ήσουν συνέχεια κολλημένο εκεί που είσαι, μιας κι είσαι ταβάνι, θα γνώριζες καλά ότι δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό, Διασκέδασε την προσοχή σου όμως, Ποια εί ναι η διαφορά, Πήγαινε και βρες τη στο λεξικό, γι' αυτό τα έ χουμε, Έτσι ρώτησα, όλοι ξέρουμε ότι άλλη διασκέδαση η μία κι άλλη η άλλη, Για τον άλλο τι λες, Ποιον άλλο, Τον πρώην σύζυγο, κατά πάσα πιθανότητα αυτός είναι ο άνθρωπος που θα μπορέσει να σου πει περισσότερα γι' αυτή την άγνωστη γυ ναίκα, υποθέτω ότι ο έγγαμος βίος, η κοινή ζωή τους, θα ήταν ένα είδος μεγεθυντικού φακού, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει ε πιφύλαξη ή μυστικό που να μπορούν ν' αντισταθούν για πολύ καιρό στο μικροσκόπιο μιας διαρκούς παρατήρησης, Υπάρ 264
M
χουν άλλοι που λένε, αντίθετα, ότι όσο πιο πολύ κοιτά κανείς τόσο πιο λίγα βλέπει, όπως και να 'χει δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να πάω να μιλήσω σ' αυτό τον άνθρωπο, Φοβάσαι μην αρχίσει να μιλάει για την αιτία του διαζυγίου, δεν θέλεις ν' ακούσεις τίποτα που να τη δυσφημίζει, Συνήθως οι άνθρω ποι δεν καταφέρνουν να φανούν δίκαιοι, ούτε με τους εαυτούς τους ούτε με τους άλλους, επομένως το πιο πιθανό είναι να μου τα διηγηθεί έτσι που να έχει αυτός όλο το δίκιο, Πολύ έξυπνη ανάλυση, μπράβο, Δεν είμαι ηλίθιος, Πράγματι, ηλίθιος δεν εί σαι, απλώς αργείς πολύ να αντιληφθείς τα πράγματα, ειδικά τα πιο απλά, Λόγου χάρη, Ότι δεν είχες κανένα κίνητρο να πας να ψάξεις αυτή τη γυναίκα, εκτός, Εκτός από τι, Εκτός απ' τον έρωτα, Πρέπει να είναι κανείς ταβάνι για να σκεφτεί τέτοια παράλογη ιδέα, Σου έχω πει φαντάζομαι ότι τα ταβάνια των σπιτιών είναι το πολλαπλό μάτι του Θεού, Δεν το θυμά μαι, Αν δεν σ' το είπα μ' αυτά τα λόγια, σ' το λέω τώρα, Τότε πες μου πώς γίνεται να μου άρεσε μια γυναίκα που δεν γνώρι ζα, που δεν είδα ποτέ μου, Η ερώτηση είναι εύλογη, δεν υ πάρχει αμφιβολία, αλλά μόνο εσύ μπορείς να δώσεις την απά ντηση, Η ιδέα αυτή δεν έχει ούτε κεφάλι ούτε πόδια, Είναι α διάφορο αν έχει πόδια ή κεφάλι, εγώ για άλλο μέρος του σώ ματος μιλάω, για την καρδιά, αυτή που εσείς λέτε πως είναι ο κινητήρας και η έδρα των συναισθημάτων, Επαναλαμβάνω ό τι δεν είναι δυνατόν να μου άρεσε μια γυναίκα που δεν γνωρί ζω, που δεν είδα ποτέ μου, εκτός από μερικές παλιές φωτο γραφίες, Ήθελες να τη δεις, ήθελες να τη γνωρίσεις, κι αυτό, είτε συμφωνείς είτε όχι, σήμαινε ότι σου άρεσε, Φαντασίες ε νός ταβανιού, Φαντασίες δικές σου, ανθρώπινες, όχι δικές μου, Είσαι αύθαδες, νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα για μένα, Τα πάντα όχι, αλλά όλο και κάτι πρέπει να έχω μάθει μετά από τό σα χρόνια κοινής ζωής, πάω στοίχημα ότι δεν το 'χες σκεφτεί 265
M
ποτέ ότι εσύ κι εγώ ζούμε από κοινού, η μεγάλη μιας διαφορά είναι ότι εσύ μου δίνεις σημασία μόνο όταν χρειάζεσαι συμ βουλές και σηκώνεις τα μάτια σου ψηλά, ενώ εγώ περνώ όλο μου τον καιρό κοιτάζοντας εσένα, Το μάτι του Θεού, Μπορείς να πάρεις τη μεταφορά μου στα σοβαρά, αν θέλεις, αλλά μην την επαναλαμβάνεις σαν να 'ταν δικιά σου. Μετά απ' αυτό το ταβάνι αποφάσισε να σωπάσει, είχε αντιληφθεί ότι οι σκέψεις του κ. Ζοζέ είχαν συγκεντρωθεί στην επίσκεψη που επρόκειτο να κάνει στους γονείς της άγνωστης γυναίκας, το τελευταίο βήμα προτού χτυπήσει τη μύτη του στον τοίχο, έκφραση εξί σου μεταφορική που σημαίνει Έφτασες στο τέλος. Ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε απ' το κρεβάτι, έκανε την τουαλέτα του, ετοίμασε κάτι για φαγητό και, ανακτώντας έτσι τη φυσική του ρώμη, επικαλέστηκε την ηθική του ρώμη για να τηλεφω νήσει, με την απαραίτητη γραφειοκρατική ψυχρότητα, στους γονείς της άγνωστης γυναίκας, πρώτα απ' όλα για να δει αν ή ταν στο σπίτι, κι ύστερα για να τους ρωτήσει αν θα μπορού σαν, σήμερα κιόλας, να δεχτούν την επίσκεψη ενός υπαλλή λου του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους που εί χε κάποιο ζήτημα να λύσει μαζί τους σχετικό με τη μακαρίτισσα την κόρη τους. Αν επρόκειτο για ένα άλλο τηλεφώνημα, ο κ. Ζοζέ θα είχε πάει να μιλήσει από τον τηλεφωνικό θάλαμο που βρίσκεται απέναντι ακριβώς, ωστόσο στην περίπτωση αυ τήν υπήρχε ο κίνδυνος, μόλις του απαντούσαν, να αντιλαμβά νονταν το θόρυβο του νομίσματος που πέφτει στο εσωτερικό του τηλεφώνου, και ο λιγότερο καχύποπτος άνθρωπος στον κόσμο θα ήθελε εξηγήσεις για ποιο λόγο ένας υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχείου τηλεφωνεί από θάλαμο, και μάλιστα την Κυριακή, για υπηρεσιακό ζήτημα. Φαινομενικά η λύση στο πρόβλημα βρισκόταν κοντά στον κ. Ζοζέ, αρκούσε να μπει γι' άλλη μια φορά λαθραία στο Ληξιαρχείο και να χρησιμοποιή 266
M
σει το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο του διευθυντή, αλλά ο κίν δυνος αυτής της ενέργειας δεν ήταν μικρότερος, αφού στην α ναφορά των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που αποστελλόταν από το κέντρο κάθε μήνα και επαληθευόταν, αριθμό τον αριθ μό, από το ληξίαρχο αναγκαστικά θα αναφερόταν και η μυ στική επικοινωνία, Τι τηλεφώνημα είναι αυτό που έγινε από δω Κυριακή, θα ρωτούσε ο ληξίαρχος τους υποδιευθυντές, κι αμέσως, δίχως να περιμένει απάντηση θα διέταζε, Να διενερ γηθεί έρευνα αμέσως. Η επίλυση του μυστηρίου της μυστικής κλήσης θα ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, ήταν αρ κετό να σχηματίσουν τον ύποπτο αριθμό και ν' ακούσουν από κει την πληροφορία, Μάλιστα, την ημέρα εκείνη μας τηλεφώ νησε ένας υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, κι όχι μόνο τηλεφώνησε, πέρασε κι από δω, ήθελε να μάθει για ποιο λόγο αυτοκτόνησε η κόρη μας, ανέφερε ότι ή ταν για μια στατιστική, Για μια στατιστική, Μάλιστα, κύριε, για μια στατιστική, τουλάχιστον έτσι μας είπε, Πολύ καλά, α κούστε με τώρα με προσοχή, Παρακαλώ, Για να υπάρξει πλή ρης διαλεύκανση της υπόθεσης είναι απαραίτητο εσείς και ο σύζυγος σας να συνεργαστείτε με τις ληξιαρχικές αρχές, Τι πρέπει να κάνουμε, Ελάτε αύριο στο Ληξιαρχείο να αναγνω ρίσετε τον υπάλληλο που σας επισκέφθηκε, Θα είμαστε εκεί, Θα έρθει να σας πάρει αυτοκίνητο. Η φαντασία του κ. Ζοζέ δεν περιορίστηκε στη δημιουργία αυτού του ανησυχητικού διαλόγου, μόλις τον τελείωσε πέρασε στη νοητική αναπαρά σταση αυτού που θα συνέβαινε μετά, όταν οι γονείς της άγνω στης γυναίκας θα έμπαιναν μέσα στο Ληξιαρχείο και θα έδει χναν ξαφνικά, Αυτός ήταν. Ο κ. Ζοζέ μουρμούρισε, Πάω χα μένος, δεν έχω καμία διέξοδο. Και βέβαια είχε, κι ήταν βολική και οριστική, να παραιτηθεί από την επίσκεψη στο σπίτι των γονιών της άγνωστης γυναίκας, ή να πάει χωρίς να ειδοποιή267
M
σει προηγουμένως, να χτυπήσει απλώς την πόρτα και να πει, Καλησπέρα, είμαι υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μη τρώου του Κράτους, με συγχωρείτε που σας ενοχλώ σε αργία, αλλά οι υποθέσεις του Ληξιαρχείου έχουν συσσωρευτεί σε τέ τοιο βαθμό, μ' όλο αυτό τον κόσμο που γεννιέται και πεθαίνει, που χρειάστηκε να περάσουμε σ' ένα εργασιακό καθεστώς διαρκών υπερωριών. Αυτός ήταν αναμφισβήτητα ο πιο έξυ πνος τρόπος να κινηθεί, αυτός που έδινε στον κ. Ζοζέ τις πε ρισσότερες δυνατές εγγυήσεις σχετικά με τη μελλοντική του α σφάλεια, ήταν όμως λες κι οι τελευταίες αυτές ώρες που είχε βιώσει, εκείνο το τεράστιο νεκροταφείο με τα πλοκάμια του α πλωμένα, η νύχτα με το θαμπό φεγγάρι και τις σκιές που περ πατούν, ο σπασμωδικός χορός των σπινθήρων απ' τους τά φους, ο γερο-βοσκός με τα πρόβατα, ο σκύλος, σιωπηλός σαν να του είχαν βγάλει τις φωνητικές χορδές, οι τάφοι με τους μπερδεμένους αριθμούς, όλα τούτα έμοιαζαν να του συσκοτί ζουν τις σκέψεις, που συνήθως ήταν αρκετά καθαρές και ξά στερες στην πορεία της ζωής του, αλλιώς πώς να καταλάβει κανείς γιατί εκείνος επιμένει πεισματικά στην ιδέα να τηλε φωνήσει, κι ακόμα περισσότερο, προσπαθεί να τη δικαιολογή σει στον εαυτό του με το παιδιάστικο επιχείρημα ότι ένα τηλε φώνημα θα του άνοιγε το δρόμο για να συγκεντρώσει πληρο φορίες. Πιστεύει στ' αλήθεια ότι βρήκε μια διατύπωση ικανή να διαλύσει εξαρχής κάθε δυσπιστία, θα πει, και το λέει ήδη, καθισμένος στην καρέκλα του ληξίαρχου, Σας τηλεφωνούμε από το ειδικό παράρτημα του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, η λέξη ειδικό παράρτημα, πιστεύει, είναι το α ντικλείδι που θα του ανοίξει όλες τις πόρτες, κι απ' ό,τι φαίνε ται δεν είναι παράλογος, από την άλλη πλευρά τού απαντούν, Μάλιστα, κύριε, περάστε όποτε θέλετε, σήμερα θα είμαστε στο σπίτι. Ένα τελευταίο ίχνος λογικής έφερε στο κεφάλι του κ. 268
Μ
ο
Ζοζέ τη σκέψη ότι μόλις έδεσε τον κόμπο στο σκοινί που θα τον κρεμάσει, αλλά η τρέλα τον καθησύχασε, του είπε πως η α ναφορά των συνδιαλέξεων θα καθυστερούσε μερικές βδομά δες να έρθει από τα κεντρικά και ότι, ποιος ξέρει, μπορεί ο λη ξίαρχος να βρίσκεται σε διακοπές τότε ή να είναι άρρωστος στο σπίτι του, ή απλούστατα να διατάξει έναν υποδιευθυντή να επαληθεύσει εκείνος τους αριθμούς, δεν θα ήταν η πρώτη φορά, πράγμα που θα σήμαινε ότι κατά πάσα πιθανότητα το παράπτωμα του δεν θα αποκαλυπτόταν, μιας και σε κανέναν απ' τους υποδιευθυντές δεν αρέσει η αγγαρεία, Λοιπόν, ανά μεσα σε δυο ξυλιές ξεκουράζεται η πλάτη, μουρμούρισε ο κ. Ζοζέ καταλήγοντας και εγκαταλείφθηκε σ' αυτό που προστά ζει το πεπρωμένο. Τακτοποίησε τον τηλεφωνικό κατάλογο στην ακριβή θέση πάνω στο γραφείο, ευθυγραμμίζοντας τον ακριβώς με την ορθή γωνία της επιφάνειας, καθάρισε το α κουστικό με το μαντίλι για να φύγουν τα δακτυλικά του απο τυπώματα και μπήκε στο σπίτι του. Άρχισε να γυαλίζει τα πα πούτσια του, κατόπιν βούρτσισε το κουστούμι του, έβαλε ένα πλυμένο πουκάμισο, την καλύτερη του γραβάτα, κι ήταν πια με το χέρι στο πόμολο όταν θυμήθηκε την εξουσιοδότηση. Αν παρουσιαστεί στο σπίτι των γονιών της άγνωστης γυναίκας και πει απλώς, Εγώ είμαι που σας τηλεφώνησα από το Λη ξιαρχείο, δεν θα έχει ασφαλώς από άποψη πειθούς και εξου σίας το ίδιο αποτέλεσμα όπως αν τους βάλει μπροστά στη μύ τη τους ένα χαρτί υπογεγραμμένο, σφραγισμένο και χαρτοση μασμένο που αναγνωρίζει στον φέροντα κάθε δικαίωμα και ε ξουσία να ασκήσει τα καθήκοντα του για την ακέραια εκτέλε ση της αποστολής που του έχει ανατεθεί. Άνοιξε το ντουλάπι, αναζήτησε το φάκελο του επισκόπου και έβγαλε την εξουσιο δότηση, ωστόσο ρίχνοντας μια ματιά κατάλαβε ότι δεν έκανε. Πρώτα απ' όλα λόγω ημερομηνίας, που ήταν προγενέστερη 269
ο
Μ
της αυτοκτονίας, και κατά δεύτερο λόγο για την ορολογία με την οποία είχε συνταχθεί, λόγου χάρη εκείνα τα εντολή και κα θήκον να διαλευκάνει και να εξακριβώσει όλα όσα αφορούν την παρελθούσα, παρούσα και μελλοντική ζωή της άγνωστης γυναίκας, Δεν ξέρω καν πού βρίσκεται τώρα, σκέφτηκε ο κ. Ζοζέ, κι όσο για τη μελλοντική της ζωή, εκείνη τη στιγμή θυ μήθηκε το λαϊκό τετράστιχο που λέει, Τι είναι μετά το θάνατο ποτέ κανείς δεν είδε, τόσοι πέρασαν προς τα εκεί, πίσω κανείς δεν ήρθε. Ετοιμαζόταν να βάλει την εξουσιοδότηση στη θέση της, αλλά την τελευταία στιγμή αναγκάστηκε να υποταχθεί και πάλι σ' εκείνη την πνευματική κατάσταση που τον υπο χρεώνει να συγκεντρώνεται καταναγκαστικά σε μια ιδέα και να εμμένει σ' αυτήν μέχρι να την πραγματοποιήσει. Από τη στιγμή που σκέφτηκε την εξουσιοδότηση, έπρεπε οπωσδήπο τε να έχει μαζί του εξουσιοδότηση. Ξαναμπήκε στο Ληξιαρ χείο, πήγε στο ντουλάπι με τα έντυπα, είχε όμως ξεχάσει ότι μετά την έρευνα ήταν πάντα κλειδωμένο. Για πρώτη φορά στην ειρηνική ζωή του αισθάνθηκε έξαλλος από θυμό, σε τέ τοιο σημείο που του πέρασε απ' το νου να δώσει μια γροθιά στο τζάμι κι ας πάνε στο διάολο οι συνέπειες. Ευτυχώς θυμή θηκε εγκαίρως ότι ο υποδιευθυντής που είναι επιφορτισμένος να επιβλέπει την κατανάλωση εντύπων φυλούσε το κλειδί του αντίστοιχου ντουλαπιού σ' ένα συρτάρι του γραφείου του, και ότι τα συρτάρια των υποδιευθυντών, όπως ήταν αυστηρός κα νόνας στο Γενικό Ληξιαρχείο, δεν έπρεπε να κλειδώνουν, Ο μοναδικός εδώ που έχει το δικαίωμα να διατηρεί μυστικά είμαι εγώ, είχε πει ο διευθυντής, κι ο λόγος του ήταν νόμος, που του λάχιστον αυτή τη φορά δεν εφαρμοζόταν σε προϊστάμενους και γραφείς για τον απλούστατο λόγο ότι αυτοί, όπως είδαμε, εργάζονται σε απλά τραπέζια χωρίς συρτάρια. Ο κ. Ζοζέ τύ λιξε το δεξί του χέρι στο μαντίλι για να μην αφήσει το παραμι-
κρό αποτύπωμα που θα μπορούσε να τον προδώσει, πήρε το κλειδί και ξεκλείδωσε το ντουλάπι με τα έντυπα. Έβγαλε ένα φύλλο χαρτί με το έμβλημα του Ληξιαρχείου, κλείδωσε το ντουλάπι, κατόπιν ξανάβαλε το κλειδί στο συρτάρι του υποδι ευθυντή, και τη στιγμή εκείνη άκουσε την κλειδαριά της εξω τερικής πόρτας του κτηρίου να τρίζει, άκουσε το γλωσσίδι της κλειδαριάς να γλιστρά μια φορά, για μια στιγμή ο κ. Ζοζέ παρέλυσε, αλλά αμέσως, όπως σ' εκείνα τα παλιά όνειρα των παιδικών χρόνων όπου πετούσε αβαρής πάνω από κήπους και στέγες, κινήθηκε απαλότατα στις μύτες των ποδιών του, όταν το γλωσσίδι της κλειδαριάς άνοιξε εντελώς ο κ. Ζοζέ βρισκό ταν πια στο σπίτι του, ασθμαίνοντας, με την ψυχή στο στόμα. Πέρασε ένα ατελείωτο λεπτό μέχρι που από την άλλη πλευρά της πόρτας ακούστηκε κάποιος να βήχει, Ο διευθυντής, σκέ φτηκε ο κ. Ζοζέ νιώθοντας τα πόδια του να λυγίζουν, φτηνά τη γλίτωσα, παρά τρίχα. Ακούστηκε ξανά ο βήχας, πιο δυνα τός, ίσως πιο κοντινός, με τη διαφορά τώρα ότι έμοιαζε επιτη δευμένος, ηθελημένος, σαν κάποιος που μπήκε μέσα και θέλει να γνωστοποιήσει την παρουσία του. Ο κ. Ζοζέ κοιτούσε τρο μοκρατημένος την κλειδαριά της λεπτής πόρτας που τον χώ ριζε από το Ληξιαρχείο. Δεν είχε προλάβει να γυρίσει το κλει δί, η πόρτα έκλεινε μονάχα από το σύρτη, Αν έρθει, αν κατε βάσει το χερούλι, αν μπει εδώ μέσα, φώναζε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του κ. Ζοζέ, θα σε πιάσει επ' αυτοφώρω, μ' αυτό το χαρτί στο χέρι, την εξουσιοδότηση πάνω στο τραπέζι, η φω νή δεν είπε τίποτε άλλο, λυπήθηκε το γραφέα, δεν του μίλησε για τις συνέπειες. Ο κ. Ζοζέ πισωπάτησε αργά μέχρι το τρα πέζι, πήρε την εξουσιοδότηση και πήγε να την κρύψει, μαζί με το χαρτί που είχε πάρει από το ντουλάπι, ανάμεσα στα σεντό νια, ξέστρωτα ακόμα. Ύστερα κάθισε και περίμενε. Αν τον ρωτούσαν τι περιμένει, δεν θα ήξερε ν' απαντήσει. Πέρασε μια
270
271
M
Ο
ώρα κι ο κ. Ζοζε άρχισε να ανυπομονεί. Από την άλλη πλευ ρά της πόρτας δεν ερχόταν κανένας θόρυβος. Οι γονείς της ά γνωστης γυναίκας θα είχαν ήδη απορήσει με την αργοπορία του υπαλλήλου του Ληξιαρχείου, αν θεωρήσει κανείς αρχή ό τι η επείγουσα ανάγκη είναι το βασικό χαρακτηριστικό των υ ποθέσεων που ανατίθενται σ' ένα ειδικό παράρτημα, όποια κι αν είναι η φύση τους, νερό, αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα ή αυτοχει ρία. Ο κ. Ζοζέ περίμενε ακόμα ένα τέταρτο χωρίς να κουνηθεί από την καρέκλα του. Στο τέλος κατάλαβε ότι είχε πάρει την απόφαση του, δεν επρόκειτο απλώς για την παρακολούθηση μιας έμμονης ιδέας όπως συνήθως, επρόκειτο πραγματικά για μια απόφαση, παρόλο που δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς την πήρε. Είπε σχεδόν φωναχτά, Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει, με το φόβο δεν λύνεται τίποτα. Με μια ηρεμία που πια δεν τον εξέπληττε, πήγε και έφερε την εξουσιοδότηση και το φύλλο χαρτί, κάθισε στο τραπέζι, έβαλε μπροστά του το μελανοδοχείο και με αντιγραφές, περικοπές και προσαρμογές συνέταξε το νέο έγγραφο, Γνωστοποιώ, ως Ληξίαρχος του Γενικού Λη ξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, προς όλους όσοι, πολίτες ή ένστολοι, ιδιώτες ή δημόσιοι φορείς, δουν, διαβάσουν ή συμ βουλευτούν την εξουσιοδότηση, ότι ο Τάδε Δείνα έλαβε από εμένα τον ίδιο την άμεση εντολή και το καθήκον να διαλευκά νει και να εξακριβώσει όλα όσα αφορούν τις συνθήκες αυτο χειρίας της Τάδε Δείνα, και ειδικότερα τα αίτια της, άμεσα και απώτερα, μετά απ' αυτό το κείμενο έμεινε περίπου ως είχε μέ χρι την τελική προστακτική αποστροφή, Προς συμμόρφωση. Δυστυχώς το χαρτί δεν μπορούσε να φέρει τη λευκή σφραγίδα, που είχε γίνει απρόσιτη από την είσοδο του διευθυντή στο Λη ξιαρχείο, αυτό που βάραινε όμως ήταν η ρητή εξουσία της κά θε λέξης. Ο κ. Ζοζέ φύλαξε την πρώτη εξουσιοδότηση ανάμε σα στ' αποκόμματα του επισκόπου, έβαλε στην εσωτερική τσέ-
Μ
πη του σακακιού του αυτή που είχε μόλις γράψει και κοίταξε με προκλητικό ύφος την ενδιάμεση πόρτα. Η σιωπή στην άλ λη πλευρά συνεχιζόταν. Τότε ο κ. Ζοζέ μουρμούρισε, Το ίδιο μου κάνει κι αν είσαι κι αν δεν είσαι. Προχώρησε προς την πόρτα και την κλείδωσε απότομα, με δυο γρήγορες κινήσεις του καρπού, ζαπ, ζαπ. Ένα ταξί τον πήγε στο σπίτι των γονιών της άγνωστης γυ ναίκας. Χτύπησε το κουδούνι, εμφανίστηκε μια κυρία που έ μοιαζε κάπου εξήντα και κάτι, επομένως νεότερη από την κυ ρία του ισογείου, με την οποία την είχε απατήσει ο σύζυγος της τριάντα χρόνια πριν, Είμαι εγώ που σας τηλεφώνησα από το Γενικό Ληξιαρχείο, είπε ο κ. Ζοζέ, Παρακαλώ περάστε, σας περιμέναμε, Με συγχωρείτε που δεν ήρθα αμέσως, αλλά είχα να τακτοποιήσω ένα άλλο θέμα πολύ επείγον, Δεν πειρά ζει, περάστε, περάστε, από δω. Το σπίτι είχε μια ατμόσφαιρα σκυθρωπή, χοντρές κουρτίνες κάλυπταν όλα τα παράθυρα και τις πόρτες, τους τοίχους σκούραιναν πίνακες με τοπία που δεν πρέπει να υπήρξαν ποτέ. Η οικοδέσποινα κάλεσε τον κ. Ζοζέ να περάσει σ' ένα δωμάτιο που έμοιαζε με γραφείο, όπου πε ρίμενε ένας άντρας αρκετά πιο ηλικιωμένος από την ίδια, Εί ναι ο κύριος από το Ληξιαρχείο, είπε η γυναίκα, Καθίστε, τον κάλεσε ο άντρας δείχνοντας μια καρέκλα. Ο κ. Ζοζέ έβγαλε την εξουσιοδότηση από την τσέπη και είπε κρατώντας τη στο χέρι, Λυπάμαι που έρχομαι να σας ενοχλήσω στο πένθος σας, αλλά η υπηρεσία το απαιτεί, αυτό το έγγραφο θα σας εξηγή σει επακριβώς σε τι συνίσταται η αποστολή μου εδώ. Έδωσε το χαρτί στον άντρα, που το διάβασε φέρνοντας το πολύ κο ντά στα μάτια του και στο τέλος είπε, Θα πρέπει να είναι πο λύ σημαντική η αποστολή σας για να δικαιολογεί τέτοια ορο λογία στη σύνταξη του κειμένου, Είναι το ύφος του Γενικού Ληξιαρχείου, ακόμα κι όταν πρόκειται για μια απλή αποστο2
272 18 - Όλα τα ονόματα
'!
73
Μ
λή όπως αυτή, την έρευνα των αιτίων μιας αυτοχειρίας, Σας φαίνεται μικρό πράγμα, Μη με παρεξηγείτε, αυτό που εννοού σα είναι ότι σε οποιαδήποτε από τις αποστολές που επωμιζό μαστε θεωρηθεί απαραίτητο να φέρουμε εξουσιοδότηση, αυτό είναι το ύφος της, Η ρητορική της εξουσίας, Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Η γυναίκα παρενέβη και ρώτησε, Και τι επιθυμεί το ληξιαρχείο να μάθει από εμάς, Την άμεση αιτία της αυτο χειρίας, κατά πρώτο λόγο, Και κατά δεύτερο λόγο, ρώτησε ο άντρας, Τα προηγηθέντα, τις περιστάσεις, τις ενδείξεις, οτιδή ποτε μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το συμβάν, Δεν είναι αρκετό για το Ληξιαρχείο να γνωρίζει ότι η κόρη μου αυτοκτόνησε, Όταν σας έλεγα ότι ήταν ανάγκη να μιλήσω μαζί σας για ζητήματα στατιστικής, απλοποιούσα κά πως το θέμα, Μπορείτε να μας το εξηγήσετε τώρα, Πέρασε ο καιρός που αρκούμασταν στους αριθμούς, σήμερα αυτό που α ναζητούμε είναι να γνωρίσουμε, όσο πιο ολοκληρωμένα γίνε ται, το ψυχολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται η δια- j δικασία της αυτοχειρίας, Για ποιο λόγο, ρώτησε η γυναίκα, αυ τό δεν ξαναφέρνει στη ζωή την κόρη μου, Σκοπός μας είναι να εντοπίσουμε τις παραμέτρους μιας παρέμβασης, Δεν καταλα βαίνω, είπε ο άντρας. Ο κ. Ζοζέ ίδρωνε, η υπόθεση είχε πε ρισσότερο πολύπλοκη εξέλιξη απ' όσο είχε προβλέψει, Τι ζέ στη, αναφώνησε, Θέλετε ένα ποτήρι νερό, ρώτησε η γυναίκα, Αν δεν σας είναι κόπος, Τι λέτε, η γυναίκα σηκώθηκε και βγή κε έξω, σ' ένα λεπτό ήταν πίσω. Ο κ. Ζοζέ, καθώς έπινε, απο φάσισε ότι έπρεπε ν' αλλάξει τακτική. Άφησε το ποτήρι στο δί σκο που κρατούσε η γυναίκα και είπε, Ας υποθέσουμε ότι η κόρη σας δεν έχει αυτοκτονήσει ακόμη, ας υποθέσουμε ότι η έρευνα στην οποία έχει εμπλακεί το Γενικό Ληξιαρχικό Μη τρώο έχει επιτρέψει ήδη τον καθορισμό ορισμένων συμβου λών και προτροπών που είναι ικανές τελικά, αν εφαρμοστούν Ι 274
εγκαίρως, να ανακόψουν αυτό που προηγουμένως όρισα ως διαδικασία της αυτοχειρίας, Είναι αυτό που ονομάσατε παρά μετροι παρέμβασης, ρώτησε ο άντρας, Ακριβώς, είπε ο κ. Ζο ζέ, και χωρίς ν' αφήσει χρόνο για άλλο σχόλιο έκανε την πρώ τη κρούση, Αφού δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε την κόρη σας από την αυτοκτονία, θα μπορούσαμε ίσως, με τη δική σας συνεργασία και την συνεργασία άλλων ατόμων που βρίσκο νται σε ανάλογη θέση, να αποφύγουμε πολλές στενοχώριες και πολλά δάκρυα. Η γυναίκα έκλαιγε μουρμουρίζοντας, Κο ρούλα μου, ενώ ο άντρας στέγνωνε τα μάτια του περνώντας από πάνω τους με συγκρατημένη βία την ανάστροφη του χεριού του. Ο κ. Ζοζέ έλπιζε ότι δεν θα υποχρεωνόταν να προσφύγει στην τελευταία του λύση, που ήταν, σκέφτηκε, η ανάγνωση της εξουσιοδότησης με φωνή δυνατή κι άτεγκτη, λέξη λέξη, σαν πόρτες που κλείνουν διαδοχικά, μέχρι ν' αφήσουν μία μόνο διέξοδο σ' αυτόν που ακούει, να εκτελέσει αμέσως το καθήκον του να μιλήσει. Αν αποτύγχανε κι αυτή η δυνατότητα, δεν θα του έμενε άλλη λύση παρά να σκαρώσει στα γρήγορα μια δι καιολογία και να αποσυρθεί όσο πιο φυσικά γίνεται. Και να προσευχηθεί ώστε ο άκαμπτος τούτος πατέρας της άγνωστης γυναίκας να μη σκεφτεί να τηλεφωνήσει στο Ληξιαρχείο για να ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με την επίσκεψη ενός υπαλ λήλου ονόματι κ. Ζοζέ, δεν θυμάμαι το άλλο. Δεν χρειάστηκε. Ο άντρας δίπλωσε την εξουσιοδότηση και την έδωσε πίσω. Κατόπιν είπε, Είμαστε στη διάθεση σας. Ο κ. Ζοζέ αναστένα ξε με ανακούφιση, ο δρόμος επιτέλους είχε ανοίξει για να μπει στο θέμα, Η κόρη σας άφησε κάποιο γράμμα, Ούτε γράμμα, ούτε λέξη, Θέλετε να πείτε ότι αυτοκτόνησε χωρίς πολλή σκέ ψη, Δεν μπορεί να ήταν χωρίς πολλή σκέψη, σίγουρα είχε τους λόγους της, εμείς όμως δεν τους γνωρίζουμε, Η κόρη μας ήταν δυστυχισμένη, είπε η γυναίκα, Κανείς δεν αυτοκτονεί αν είναι 275
Μ
ο ευτυχισμένος, την έκοψε ανυπόμονα ο άντρας της, Και γιατί ήταν δυστυχισμένη, ρώτησε ο κ. Ζοζέ, Δεν ξέρω, από κορίτσι ήταν θλιμμένη, εγώ της ζητούσα να μου πει τι είχε κι εκείνη μου απαντούσε πάντα με την ίδια κουβέντα, δεν έχω τίποτα, μαμά, Τότε μήπως η αιτία της αυτοκτονίας ήταν το διαζύγιο, Αντίθετα, η μοναδική φορά που είδα την κόρη μου ευχαρι στημένη ήταν όταν χώρισε, Δεν τα πήγαινε καλά με το σύζυ γο, Ούτε καλά ούτε κακά, ήταν ένας γάμος όπως τόσοι άλλοι, Ποιος ζήτησε το διαζύγιο, Εκείνη, Υπήρχε κάποιος συγκεκρι μένος λόγος, Απ' όσο γνωρίζουμε όχι, έφτασαν κι οι δυο τους στο τέλος του δρόμου, Εκείνος πώς είναι, Κανονικός, είναι έ νας αρκετά συνηθισμένος άνθρωπος, με καλό χαρακτήρα, δεν μας έδωσε ποτέ αφορμή για παράπονα, Και την αγαπούσε, Νομίζω πως ναι, Κι εκείνη τον αγαπούσε, Πιστεύω πως ναι, Και παρ' όλα αυτά δεν ήταν ευτυχισμένοι, Δεν υπήρξαν ποτέ ευτυχισμένοι, Τι περίεργη κατάσταση, Η ζωή είναι περίεργη, είπε ο άντρας. Έπεσε σιωπή, η γυναίκα σηκώθηκε και βγήκε έξω. Ο κ. Ζοζέ έμεινε μετέωρος, δεν ήξερε αν ήταν καλύτερα να την περιμένει να επιστρέψει ή να συνεχίσει τη συζήτηση. Έτρεμε μήπως η διακοπή ξεστράτιζε την ανάκριση του, η έ νταση στην ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν απτή. Ο κ. Ζοζέ αναρω τιόταν αν εκείνες οι κουβέντες του άντρα, Η ζωή είναι περίερ γη, ήταν ο απόηχος της παλιάς του σχέσης με την κυρία του ι σογείου, κι αν η απότομη φυγή της γυναίκας του δεν ήταν η α πάντηση κάποιου που δεν είχε άλλη απάντηση να δώσει. Ο κ. Ζοζέ πήρε το ποτήρι, ήπιε λίγο νερό για να κερδίσει χρόνο, ύ στερα έκανε μια ερώτηση στην τύχη, Η κόρη σας εργαζόταν, Ναι, ήταν καθηγήτρια μαθηματικών, Πού, Στο ίδιο σχολείο που είχε μαθητεύσει κι εκείνη πριν περάσει στο πανεπιστήμιο. Ο κ. Ζοζέ άπλωσε πάλι το χέρι του στο νερό, παρά λίγο να του πέσει από τη βιασύνη, τραύλισε γελοία, Με συγχωρείτε, με
συγχωρείτε, και ξαφνικά η φωνή του έσβησε, ο άντρας τον κοιτούσε με μια έκφραση περιφρονητικής περιέργειας καθώς εκείνος έπινε, απ' ό,τι φαινόταν, το Γενικό Ληξιαρχικό Μη τρώο του Κράτους δεν είχε μεγάλη τύχη στους υπαλλήλους του, τι νόημα είχε να εμφανίζεται εξοπλισμένος με μια τέτοια εξουσιοδότηση και μετά να φέρεται σαν ηλίθιος. Η γυναίκα ήρθε τη στιγμή που ο άντρας της ρωτούσε ειρωνικά, Μήπως θέλετε και το όνομα του σχολείου, μπορεί να βοηθήσει στην αί σια έκβαση της αποστολής σας, Ευχαριστώ πολύ. Ο άντρας έ γειρε προς το γραφείο, έγραψε σ' ένα χαρτί το όνομα του σχο λείου και τη διεύθυνση και το έδωσε με μια ξερή κίνηση στον κ. Ζοζέ, όμως ο άνθρωπος που είχε τώρα μπροστά του δεν ή ταν ο ίδιος με προηγουμένως, ο κ. Ζοζέ είχε ανακτήσει την ψυχραιμία του καθώς θυμήθηκε ότι γνώριζε το μυστικό αυτής της οικογένειας, ένα παλιό μυστικό που αυτοί οι δυο δεν φα ντάζονταν καν ότι αυτός το γνώριζε. Απ' αυτή τη σκέψη γεν νήθηκε η ερώτηση που έκανε αμέσως μετά, Γνωρίζετε αν η κό ρη σας κρατούσε ημερολόγιο, Δεν νομίζω, εγώ τουλάχιστον δεν βρήκα τέτοιο πράγμα, είπε η μητέρα, Θα πρέπει να είχε ό μως κάποια χαρτιά, σημειώσεις, πάντα υπάρχουν τέτοια, αν μου επιτρέπετε να ρίξω μια ματιά ίσως να έβρισκα κάτι ενδια φέρον, Δεν έχουμε πειράξει τίποτε απ' το σπίτι της ακόμη, ού τε και ξέρω πότε θα γίνει αυτό, Το σπίτι της κόρης σας ήταν νοικιασμένο, Όχι, ήταν δικό της, Καταλαβαίνω. Έγινε μία παύση, ο κ. Ζοζέ ξεδίπλωσε την εξουσιοδότηση, την κοίταξε από πάνω ως κάτω σαν να βεβαιωνόταν για τις εξουσίες που είχε ακόμα στα χέρια του, κατόπιν είπε, Μου επιτρέπετε να πάω εκεί, με την παρουσία σας φυσικά, Όχι, η απάντηση ήταν ξερή, κοφτή, Η εξουσιοδότηση μου, υπενθύμισε ο κ. Ζοζέ, Η εξουσιοδότηση σας θα πρέπει να αρκεστεί προς το παρόν στις πληροφορίες που πήρατε ήδη, είπε ο άντρας και πρόσθεσε,
276
277
M
Μπορούμε αν θέλετε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας αύριο, στο Ληξιαρχείο, τώρα να με συγχωρείτε, με απασχολούν κι άλ λα ζητήματα, Δεν χρειάζεται να έρθετε στο Ληξιαρχείο, αυτά που άκουσα σχετικά με τα προηγηθέντα της αυτοκτονίας νο μίζω ότι είναι αρκετά, απάντησε ο κ. Ζοζέ, έχω όμως να σας κάνω ακόμα τρεις ερωτήσεις, Ορίστε, Από τι πέθανε η κόρη σας, Πήρε υπερβολική ποσότητα υπνωτικών, Ήταν μόνη στο σπίτι, Ναι, Και το μάρμαρο του τάφου της έχει ήδη τοποθετη θεί, Τώρα το φροντίζουμε, προς τι αυτή η ερώτηση, Τίποτε, α πλή περιέργεια. Ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε. Να σας συνοδεύσω, εί πε η γυναίκα. Όταν έφτασαν στο διάδρομο, εκείνη έφερε ένα δάχτυλο στα χείλη της και του έκανε νόημα να περιμένει. Από το συρτάρι ενός μικρού τραπεζιού που υπήρχε εκεί, κολλημέ νο στον τοίχο, έβγαλε αθόρυβα ένα μάτσο κλειδιά. Κατόπιν, καθώς άνοιγε την πόρτα, τα έβαλε στο χέρι του κ. Ζοζέ, Είναι δικά της, ψιθύρισε, θα περάσω μια απ' αυτές τις μέρες από το Ληξιαρχείο να τα πάρω. Και πλησιάζοντας ακόμα περισσότε ρο, σαν αναστεναγμό σχεδόν, είπε τη διεύθυνση.
278
Ο
Κ. ΖΟΖΕ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ ΣΑΝ ΠΕΤΡΑ. ΟΤΑΝ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ
την παρακινδυνευμένη αλλά επιτυχή επίσκεψη στους γονείς της άγνωστης γυναίκας, θέλησε να γράψει στο τετράδιο τα εξαιρετικά συμβάντα του Σαββατοκύριακου, η νύ στα του όμως ήταν τόση που δεν κατάφερε να προχωρήσει πέ ρα από τη συζήτηση με το γραφέα του Γενικού Νεκροταφείου. Έπεσε στο κρεβάτι χωρίς να δειπνήσει, αποκοιμήθηκε σε λι γότερο από δύο λεπτά, κι όταν άνοιξε τα μάτια του, στο πρώ το χάραμα της αυγής, ανακάλυψε ότι, χωρίς να ξέρει πώς και πότε, είχε πάρει την απόφαση να μην πάει για δουλειά. Ήταν Δευτέρα, η χειρότερη μέρα ακριβώς για να λείψει κανείς απ' τη δουλειά, ιδιαίτερα αν πρόκειται για γραφέα. Όποιο λόγο κι αν επικαλούνταν, κι όσο πειστικός θα μπορούσε να ήταν σε άλλη περίσταση, θα τον υποπτεύονταν σαν ένα ψευδές πρό σχημα, προοριζόμενο να δικαιολογήσει την προέκταση την κυριακάτικης νωθρότητας σε μια μέρα από το νόμο και την παράδοση αφιερωμένη στην εργασία. Μετά από τις-διαδοχι κές και ολοένα σοβαρότερες ιδιορρυθμίες της συμπεριφοράς που παρουσίασε από τότε που είχε αρχίσει να ψάχνει την ά γνωστη γυναίκα, ο κ. Ζοζέ έχει συνείδηση ότι η απουσία από την υπηρεσία μπορεί να γίνει η σταγόνα που θα κάνει να ξε χειλίσει μεμιάς το ποτήρι της υπομονής του διευθυντή. Αυτή η 279
ο
M
Μ
απειλητική προοπτική ωστόσο δεν στάθηκε αρκετή για να μει ώσει τη σταθερότητα της απόφασης. Για δύο ισχυρούς λόγους, αυτό που έχει να κάνει ο κ. Ζοζέ δεν μπορεί να περιμένει ένα ελεύθερο απόγευμα. Ο πρώτος λόγος είναι ότι μια απ' αυτές τις μέρες θα έρθει η μητέρα της άγνωστης γυναίκας στο Λη ξιαρχείο για να πάρει πίσω τα κλειδιά, ο δεύτερος είναι ότι το σχολείο, όπως γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Ζοζέ, και με γνώση που απέκτησε από σκληρή εμπειρία, είναι κλειστό τα Σαββα τοκύριακα. Παρόλο που είχε αποφασίσει ότι δεν θα πήγαινε για δου λειά, ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε πολύ νωρίς. Ήθελε να βρίσκεται ή δη μακριά όταν θα άνοιγε το Ληξιαρχείο, μην τύχει κι ο υπο διευθυντής του σκεφτεί να στείλει κάποιον στην πόρτα να τον φωνάξει ρωτώντας αν είναι πάλι άρρωστος. Όση ώρα ξυριζό ταν, ζύγιασε αν ήταν προτιμότερο να ξεκινήσει από το σπίτι της άγνωστης γυναίκας ή από το σχολείο, αυτός ο άντρας α νήκει στο πλήθος εκείνων που αφήνουν πάντα τα πιο σημα ντικά για αργότερα. Αναρωτήθηκε επίσης αν έπρεπε να πάρει μαζί του την εξουσιοδότηση ή μήπως, αντίθετα, ήταν επικίν δυνο να τη δείξει, λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας διευθυντής σχολείου, λόγω καθηκόντων, οφείλει να είναι άτομο με αγωγή και μόρφωση, πολυδιαβασμένο, ας υποθέσουμε ότι η ορολο γία στην οποία έχει συνταχθεί το έγγραφο του φαίνεται απί στευτη, εξωφρενική, υπερβολική, ας υποθέσουμε ότι απαιτεί να μάθει το λόγο για τον οποίο απουσιάζει η ανάγλυφη σφρα γίδα, η σύνεση ορίζει ν' αφήσει τούτη την εξουσιοδότηση δί πλα στην άλλη, ανάμεσα στην ανώδυνη χαρτούρα του επισκό που, Η ταυτότητα που πιστοποιεί ότι είμαι υπάλληλος του Γε νικού Ληξιαρχείου πρέπει να είναι αρκετή και με το παραπά νω, κατέληξε ο κ. Ζοζέ, θα ζητήσω να επιβεβαιώσω μόνο ένα στοιχείο, συγκεκριμένο, αντικειμενικό, τεκμηριωμένο, ότι υ-
πήρξε καθηγήτρια μαθηματικών σ' εκείνο το σχολείο μια γυ ναίκα που αυτοκτόνησε. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς όταν βγήκε από το σπίτι, τα μαγαζιά ήταν κλειστά, χωρίς φώτα, με τα ρο λά κατεβασμένα, η κίνηση στο δρόμο ήταν αραιή, το πιο πι θανό είναι ότι μόλις τώρα σηκωνόταν από το κρεβάτι του ο πρώτος αγουροξυπνημένος υπάλληλος του Ληξιαρχείου. Για να μην τον δουν κάπου τριγύρω, ο κ. Ζοζέ πήγε και κρύφτηκε σ' έναν κήπο που υπήρχε δυο τετράγωνα πιο πάνω στην κε ντρική λεωφόρο, την ίδια όπου είχε πάρει το λεωφορείο που τον πήγε στο σπίτι της κυρίας του ισογείου εκείνο το απόγευ μα που είδε το διευθυντή να μπαίνει στο Ληξιαρχείο. Αν δεν ήξερε κανείς εκ των προτέρων ότι βρισκόταν εκεί, δεν θα μπο ρούσε να τον διακρίνει ανάμεσα στους θάμνους, ανάμεσα στα χαμηλά κλαδιά του σύδεντρου. Εξαιτίας της νυχτερινής υγρα σίας ο κ. Ζοζέ δεν κάθισε σε παγκάκι, πέρασε την ώρα του κό βοντας βόλτες στις αλέες του κήπου, ξεχάστηκε κοιτάζοντας τα λουλούδια, ρωτώντας τον εαυτό του πώς άραγε τα λένε, δεν είναι περίεργο που ξέρει τόσο λίγα από βοτανική ένας άνθρω πος που πέρασε όλη του τη ζωή κλεισμένος σε τέσσερις τοί χους, αναπνέοντας τη διαπεραστική μυρωδιά παλιού χαρτιού, πιο διαπεραστική ακόμα όταν πλανιέται στον αέρα εκείνη η ο σμή χρυσάνθεμου και ρόδου που αναφέραμε στην πρώτη σε λίδα της εξιστόρησης μας. Όταν το ρολόι σήμανε την ώρα που ανοίγει το Γενικό Ληξιαρχείο για το κοινό, ο κ. Ζοζέ, έχοντας γλιτώσει πια από τα κακά συναπαντήματα, ξεκίνησε για το σχολείο. Δεν βιαζόταν, σήμερα είχε όλη τη μέρα μπροστά του, γι' αυτό αποφάσισε να πάει με τα πόδια. Καθώς έφευγε από τον κήπο είχε αμφιβολία ποιο δρόμο να πάρει, σκέφτηκε ότι έ πρεπε να είχε αγοράσει ένα χάρτη της πόλης, όπως το είχε σκοπό, δεν θα χρειαζόταν τώρα να ζητήσει από έναν αστυνο μικό να τον προσανατολίσει, η αλήθεια όμως είναι ότι αυτή η
28θ
28ΐ
M
ο
ο
Μ
κατάσταση, ο νόμος να συμβουλεύει το έγκλημα, του έδωσε κάποια ανατρεπτική χαρά. Η υπόθεση της άγνωστης γυναίκας είχε φτάσει στο τέλος, έλειπε μονάχα αυτή η ερευνητική απο στολή στο σχολείο, κατόπιν η επιθεώρηση του σπιτιού, αν είχε χρόνο θα μπορούσε να κάνει ακόμα μια γρήγορη επίσκεψη στην κυρία του ισογείου για να της διηγηθεί τα τελευταία γε γονότα, κι ύστερα τίποτε άλλο. Αναρωτήθηκε πώς θα ζούσε τη ζωή του από κει και πέρα, αν θα επέστρεφε στη συλλογή διασήμων ατόμων, για μερικές σύντομες στιγμές απόλαυσε τη φαντασίωση του εαυτού του, καθισμένου στο τραπέζι το βρά δυ, να κόβει ειδήσεις και φωτογραφίες με μια στοίβα εφημερί δες και περιοδικά δίπλα του, να διαισθάνεται μια διασημότη τα που ξεφύτρωνε ή, αντιθέτως, μαραινόταν, μιας και στο πα ρελθόν, σε διάφορες περιπτώσεις, είχε εκ των προτέρων την εικόνα του πεπρωμένου κάποιων ατόμων που κατόπιν έγιναν σημαντικά, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις ήταν ο πρώτος που υποψιάστηκε ότι οι δάφνες αυτού του άντρα ή εκείνης της γυ ναίκας άρχιζαν να μαραίνονται, να ζαρώνουν, να πέφτουν σε αχρηστία, Όλα καταλήγουν στα σκουπίδια, είπε ο κ. Ζοζέ, χω ρίς να αντιλαμβάνεται αν εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν τις χα μένες δόξες ή τη συλλογή του. Με τον ήλιο να χτυπάει κατά μέτωπο την πρόσοψη, τα δέ ντρα τριγύρω πρασινωπά, τις ανθοστήλες να ανθίζουν, τίποτα στην όψη του σχολείου δεν θύμιζε το ερεβώδες κτήριο όπου είχε εισχωρήσει ο κ. Ζοζέ μια νύχτα βροχερή, με αναρρίχηση και διάρρηξη. Τώρα έμπαινε από την κύρια είσοδο, έλεγε σε μια υπάλληλο, Είναι ανάγκη να μιλήσω με το διευθυντή, όχι, όχι, δεν είμαι επιθεωρητής εκπαίδευσης, ούτε και προμηθευ τής σχολικού υλικού, είμαι υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχι κού Μητρώου του Κράτους, πρόκειται για ένα υπηρεσιακό ζή τημα. Η υπάλληλος επικοινώνησε με το εσωτερικό τηλέφωνο,
ανακοίνωσε σε κάποιον την άφιξη του επισκέπτη, ύστερα είπε, Παρακαλώ ανεβείτε, ο κύριος διευθυντής είναι στη γραμμα τεία, στο δεύτερο όροφο, Ευχαριστώ πολύ, είπε ο κ. Ζοζέ, α νεβαίνοντας τη σκάλα ήρεμα, ότι η γραμματεία βρισκόταν στον δεύτερο το ήξερε ήδη. Ο διευθυντής μιλούσε με μια γυ ναίκα που πρέπει να ήταν η υπεύθυνη σπουδών, της έλεγε, Χρειάζομαι τα διαγράμματα αύριο κιόλας, κι εκείνη απαντού σε, Μείνετε ήσυχος, κύριε διευθυντά, ο κ. Ζοζέ είχε σταματή σει στην είσοδο περιμένοντας να αντιληφθούν την παρουσία του. Ο διευθυντής τελείωσε τη συνομιλία, τον κοίταξε, και τό τε ο κ. Ζοζέ είπε, Καλημέρα, κύριε διευθυντά, ύστερα με την ταυτότητα στο χέρι έκανε τρία βήματα μπροστά, όπως μπο ρείτε να διαπιστώσετε, είμαι υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρ χικού Μητρώου του Κράτους, έχω έρθει για ένα υπηρεσιακό ζήτημα. Ο διευθυντής αρνήθηκε με μια χειρονομία την ταυτό τητα, κατόπιν ρώτησε, Περί τίνος πρόκειται, Πρόκειται για μια καθηγήτρια, Και τι σχέση έχει το Γενικό Ληξιαρχείο με τους καθηγητές αυτού του σχολείου, Ως καθηγητές καμία, ως άτομα όμως που ζουν ή έζησαν, Εξηγήστε μου, σας παρακα λώ, Εργαζόμαστε σε μια έρευνα πάνω στο φαινόμενο της αυ τοχειρίας, τόσο σε σχέση με τις ψυχολογικές της εκφάνσεις ό σο και με τα κοινωνιολογικά συμφραζόμενα, κι εγώ είμαι επι φορτισμένος με την περίπτωση μιας κυρίας που υπήρξε καθη γήτρια μαθηματικών στο σχολείο αυτό και αυτοκτόνησε. Ο δι ευθυντής πήρε μια έκφραση λύπησης, Η καημένη η κυρία, εί πε, αυτή είναι μια θλιβερή ιστορία την οποία κανείς μας μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να κατανοήσει, Η πρώτη πράξη που πρέπει να διενεργήσω, είπε ο κ. Ζοζέ, χρησιμοποιώντας την πιο διοικητική γλώσσα που ήξερε, είναι να αντιπαραθέσω τα στοιχεία ταυτότητας που απαντώνται στα αρχεία του Γενικού Ληξιαρχείου με την επαγγελματική ταυτότητα της καθηγή-
282
283
M
Μ
τριας, Υποθέτω ότι αναφέρεστε στο μητρώο της ως μέλους του εκπαιδευτικού μας προσωπικού, Μάλιστα. Ο διευθυντής στράφηκε προς την υπεύθυνη της γραμματείας, Ψάξτε αυτή την καρτέλα, Δεν την έχουμε βγάλει ακόμη από το συρτάρι, εί πε με απολογητικό ύφος η γυναίκα, φυλλομετρώντας ταυτό χρονα τους φακέλους σ' ένα συρτάρι, Να τη, είπε. Ο κ. Ζοζέ αισθάνθηκε μια απότομη σύσπαση στον οισοφάγο, το κεφάλι του σάρωσαν τα προεόρτια μιας ζαλάδας που ευτυχώς δεν πήγε παραπέρα, πράγματι το νευρικό σύστημα αυτού του αν θρώπου βρίσκεται σε αξιολύπητη κατάσταση, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το σηκώνει η υπόθεση, αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι την καρτέλα που του δείχνουν αυτή τη στιγμή την είχε του χεριού του, αρκεί να άνοιγε αυτό το συρτάρι, αυτό που έχει την ετικέτα που λέει Καθηγητές, ωστόσο πώς θα μπορού σε να είχε φανταστεί τότε ότι το κοριτσάκι που έψαχνε θα κα τέληγε να διδάσκει μαθηματικά στο ίδιο ακριβώς σχολείο ό που είχε σπουδάσει. Καλύπτοντας την ενόχληση του, όχι όμως και το τρέμουλο των χεριών του, ο κ. Ζοζέ προσποιήθηκε ότι συνέκρινε την καρτέλα του σχολείου με το αντίγραφο της καρ τέλας του Ληξιαρχείου, κατόπιν είπε, Είναι το ίδιο πρόσωπο. Ο διευθυντής τον κοιτούσε με ενδιαφέρον, Δεν αισθάνεστε κα λά, ρώτησε κι εκείνος απάντησε απλά, Είναι φυσικό, δεν είμαι πια νέος, Υποθέτω πως θα θέλετε να μου κάνετε κάποιες ερω τήσεις, Έτσι είναι, Ελάτε στο γραφείο μου. Ο κ. Ζοζέ χαμογέ λασε από μέσα του καθώς ακολουθούσε από πίσω τον διευθυ ντή, Δεν το ήξερα ότι η καρτέλα της ήταν ακόμα εκεί, κι εσύ δεν ξέρεις ότι πέρασα μια νύχτα στον καναπέ σου. Μπήκαν στο γραφείο, ο διευθυντής προειδοποίησε, Δεν έχω πολύ χρό νο αλλά είμαι στη διάθεση σας, καθίστε, κι έδειξε τον καναπέ που είχε χρησιμέψει για κρεβάτι στον επισκέπτη, Θα επιθυ μούσα να μάθω, είπε ο κ. Ζοζέ, αν παρατηρήσατε κάποια αλ-
λαγή στη συνήθη της πνευματική διάθεση τις ημέρες που προηγήθηκαν της αυτοκτονίας, Καμία, ήταν πάντα άνθρωπος διακριτικός και πολύ σιωπηλός, Ήταν καλή καθηγήτρια, Απ' τις καλύτερες του σχολείου μας, Είχε φιλίες με κάποιο συνά δελφο, Φιλίες, με ποια έννοια, Φιλίες, τίποτε άλλο, Ήταν α ξιαγάπητη, ευγενική με όλους, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί κα νείς εδώ να πει ότι είχε φιλικές σχέσεις μαζί της, Και οι μαθη τές την εκτιμούσαν, Πολύ, Ήταν υγιής, Απ' όσο μπορώ να γνωρίζω, ναι, Είναι περίεργο, Ποιο πράγμα είναι περίεργο, Μίλησα ήδη με τους γονείς της κι όλα όσα άκουσα από το στό μα τους, μαζί μ' αυτά που ακούω τώρα, υποδεικνύουν μια α νεξήγητη αυτοκτονία, Αναρωτιέμαι, είπε ο διευθυντής, αν η αυτοκτονία μπορεί να εξηγηθεί, Αναφέρεστε στη συγκεκριμέ νη, Αναφέρομαι στην αυτοκτονία γενικά, Κάποιες φορές αφή νουν γράμματα, Πράγματι, αυτό που δεν ξέρω είναι αν μπορεί να θεωρηθεί εξήγηση αυτό που λένε μέσα, στη ζωή είναι πολ λά τα ανεξήγητα πράγματα, Αυτό είναι αλήθεια, Τι εξήγηση έ χει, λόγου χάρη, αυτό που συνέβη εδώ λίγες μέρες πριν την αυ τοκτονία, Τι συνέβη, Διέρρηξαν το σχολείο, Α ναι, Πού το ξέ ρετε, Με συγχωρείτε, το ναι ήταν ερωτηματικό, ίσως να μην το είπα με το σωστό τονισμό, όπως και να 'χει οι διαρρήξεις εύ κολα εξηγούνται, Εκτός από την περίπτωση που ο διαρρήκτης ανεβαίνει σε μια στέγη, μπαίνει από ένα παράθυρο αφού σπά σει το τζάμι, κυκλοφορεί σε όλο το χώρο, κοιμάται στον κανα πέ μου, τρώει ό,τι βρίσκει στο ψυγείο, χρησιμοποιεί υλικό από το φαρμακείο κι ύστερα φεύγει χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του, Γιατί λέτε ότι κοιμήθηκε στον καναπέ σας, Γιατί στο πά τωμα βρέθηκε το κουβερτάκι που έχω για να σκεπάζω τα γό νατα μου όταν κρυώνουν, ούτε κι εγώ είμαι νέος, όπως είπατε κι εσείς, Το αναφέρατε στην αστυνομία, Για ποιο λόγο, από τη στιγμή που δεν εκλάπη τίποτα δεν είχε νόημα, η αστυνομία θα
284
285
ο
Μ
μου έλεγε ότι έχει πολλά εγκλήματα να ερευνήσει και δεν μπο ρεί να ξεδιαλύνει μυστήρια, Είναι περίεργο, δεν χωράει αμφι βολία, Ελέγξαμε παντού, όλες τις εγκαταστάσεις, το χρηματο κιβώτιο ήταν άθικτο, όλα ήταν στη θέση τους, Εκτός από το κουβερτάκι, Πείτε μου τώρα εσείς τι εξήγηση δίνετε, Θα πρέ πει να ρωτήσετε το διαρρήκτη, εκείνος θα ξέρει, και λέγοντας αυτά τα λόγια ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε, Κύριε διευθυντά, να μην κλέβω άλλο από το χρόνο σας, σας ευχαριστώ για την προσο χή που είχατε την καλοσύνη να δώσετε στο ατυχές περιστατι κό που μ' έφερε εδώ, Δεν νομίζω ότι σας βοήθησα πολύ, Πι θανότατα είχατε δίκιο όταν λέγατε ότι καμία αυτοκτονία δεν έχει εξήγηση, Λογική εξήγηση, εννοείται, Όλα έγιναν σαν ν' ά νοιξε την πόρτα και να βγήκε, Ή να μπήκε, Ναι, ή να μπήκε, ανάλογα με την οπτική γωνία, Ιδού λοιπόν μια θαυμάσια εξή γηση, Ήταν μια μεταφορά, Η μεταφορά ήταν πάντα ο καλύ τερος τρόπος να εξηγούμε τα πράγματα, Καλημέρα, κύριε δι ευθυντά, σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας, Καλημέρα, χαρά μου που συζητήσαμε, προφανώς δεν αναφέρομαι στο θλιβερό ζήτημα αλλά στο πρόσωπο σας, Φυσικά, τρόπος του λέγειν, Θα σας συνοδεύσω μέχρι τη σκάλα. Όταν ο κ. Ζοζέ κατέβαι νε τη δεύτερη σκάλα πια, ο διευθυντής θυμήθηκε ότι δεν τον είχε ρωτήσει το όνομα του, Δεν έχει σημασία, ξανασκέφτηκε αμέσως, αυτή η ιστορία έληξε. Δεν μπορούσε να πει το ίδιο και ο κ. Ζοζέ, κι εκείνος είχε να κάνει ακόμα το τελευταίο βήμα, να ψάξει και να βρει στο σπίτι της άγνωστης γυναίκας ένα γράμμα, ένα ημερολόγιο, έ να απλό χαρτί που χώρεσε το ξέσπασμα, την κραυγή, το δεναντέχω-άλλο που κάθε αυτόχειρας οφείλει ν' αφήνει πίσω του προτού χρησιμοποιήσει αυτή την έξοδο, ούτως ώστε αυτοί που συνεχίζουν στην από δω πλευρά να μπορούν να κατευνάσουν το συναγερμό της συνείδησης τους λέγοντας, Τον καημένο, εί-
χε τους λόγους του. Το ανθρώπινο πνεύμα ωστόσο, πόσες φο ρές θα χρειαστεί να το πούμε ακόμα, είναι ο επίλεκτος χώρος των αντιφάσεων, αφού δεν έχει παρατηρηθεί τελευταία αυτές να ευδοκιμούν ή απλώς να βρίσκουν εφικτές συνθήκες ύπαρ ξης έξω από αυτό, και τούτος πρέπει να είναι ο λόγος που ο κ. Ζοζέ κόβει βόλτες στην πόλη, από τη μια άκρη στην άλλη, πά νω κάτω, σαν χαμένος χωρίς χάρτη και μπούσουλα, ενώ γνω ρίζει πολύ καλά τι έχει να κάνει αυτή την τελευταία μέρα, αύ ριο αρχίζει άλλη εποχή, ή θα είναι εκείνος διαφορετικός στην ίδια εποχή, και απόδειξη ότι το γνωρίζει είναι το γεγονός ότι σκέφτηκε, Μετά απ' αυτό ποιος θα είμαι αύριο, τι είδους γρα φέα θα έχει το Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους. Δυο φορές πέρασε μπροστά από το σπίτι της άγνωστης γυναίκας, δυο φορές δεν σταμάτησε, φοβόταν, δεν θα τον ρωτήσουμε τι, αυτή η αντίφαση είναι από τις πιο φανερές, ο κ. Ζοζέ θέλει και δεν θέλει να μπει, επιθυμεί και τρέμει αυτό που επιθυμεί, όλη του τη ζωή ήταν έτσι. Τώρα, για να κερδίσει χρόνο, για να α ναβάλει αυτό που ξέρει πως είναι αναπόφευκτο, σκέφτηκε πρώτα να γευματίσει σ' ένα φτηνό εστιατόριο, όπως επιβάλλει η μικρή του τσέπη, αλλά κυρίως κάπου μακριά από τούτο το μέρος, μην τύχει και κάποιος περίεργος γείτονας αρχίσει να υ ποπτεύεται τις προθέσεις του ανθρώπου που πέρασε ήδη δυο φορές από κει. Παρόλο που το πρόσωπο του δεν διαφέρει απ' αυτά που έχουν συνήθως οι έντιμοι άνθρωποι, είναι βέβαιο ό τι κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος γι' αυτό που φαί νεται, τα φαινόμενα απατούν, γι' αυτό ακριβώς τα λέμε φαι νόμενα, μολονότι στην περίπτωση που εξετάζουμε, αν προσέ ξει κανείς το βάρος της ηλικίας του και την εύθραυστη σωμα τική κατασκευή του, δεν θα σκεφτεί να πει, λόγου χάρη, ότι ο κ. Ζοζέ ζει σκαρφαλώνοντας σε σπίτια νυχτιάτικα. Έφαγε με το πάσο του το λιτό του γεύμα, όταν σηκώθηκε από το τραπέ-
286
287
M
ζι ήταν περασμένες τρεις, και, χωρίς βιασύνη, σαν να έσερνε τα πόδια του, προχώρησε προς το δρόμο όπου είχε ζήσει η ά γνωστη γυναίκα. Προτού στρίψει στην πρώτη στροφή σταμά τησε, ανέπνευσε βαθιά, Δεν είμαι φοβητσιάρης, σκέφτηκε για να πάρει κουράγιο, ήταν όμως όπως συμβαίνει σε τόσους γεν ναίους ανθρώπους, ατρόμητος σε κάποια πράγματα, δειλός σε άλλα, το γεγονός ότι πέρασε μια νύχτα στο νεκροταφείο δεν μπορεί να διώξει το τρέμουλο από τα πόδια του τώρα. Έχωσε το χέρι του στην εξωτερική τσέπη του σακακιού του, ψηλάφησε τα κλειδιά, το ένα, του γραμματοκιβωτίου, μικρό, στενό, α ποκλειόταν εξαρχής, τα δύο υπόλοιπα ήταν όμοια σχεδόν, το ένα όμως ήταν της εξώπορτας και το άλλο της πόρτας του δια μερίσματος, μακάρι να το βρει με την πρώτη, αν το κτήριο έχει θυρωρό απ' αυτές που χώνουν τη μύτη τους μόλις ακούσουν τον παραμικρό θόρυβο, τι εξήγηση θα δώσει, μπορεί να πει ό τι βρίσκεται εκεί με την άδεια των γονιών της γυναίκας που αυτοκτόνησε, ότι έχει έρθει για να κάνει απογραφή περιουσια κών στοιχείων, είμαι υπάλληλος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους, κυρία μου, ορίστε η ταυτότητα, και ό πως βλέπετε, μου εμπιστεύτηκαν τα κλειδιά του σπιτιού. Ο κ. Ζοζέ πέτυχε το κλειδί με την πρώτη προσπάθεια, φύλακας της πόρτας, αν η πολυκατοικία διαθέτει τέτοια, δεν εμφανίστηκε για να τον ρωτήσει, Πού πάτε, κύριε, καλά το λένε, ο φόβος φυλάει τα έρημα, επομένως η καλύτερη συμβουλή είναι να ξε κινήσει κατανικώντας το φόβο του, κι ύστερα βλέπουμε αν θα χρειαστεί ν' αντιμετωπίσει άλλο φύλακα. Η πολυκατοικία, πα ρότι παλιά, έχει ασανσέρ, χωρίς το οποίο ο κ. Ζοζέ, έτσι όπως βαραίνουν τα πόδια του, δεν θα κατάφερνε ποτέ να φτάσει στον έκτο όροφο όπου ζούσε η καθηγήτρια μαθηματικών. Η πόρτα έτριξε καθώς άνοιξε, αιφνιδιάζοντας τον επισκέπτη, που ξαφνικά αμφέβαλλε για την αποτελεσματικότητα της δι-
ο
ο
Μ
καιολογίας που είχε σκεφτεί να δώσει στη θυρωρό στην περί πτωση που έπεφτε πάνω της. Γλίστρησε αργά στο εσωτερικό του σπιτιού, έκλεισε την πόρτα με μεγάλη προσοχή και βρέθη κε μέσα σ' ένα πυκνό ημίφως που λίγο απείχε από το σκοτάδι. Ψηλάφησε τον τοίχο απ' την πλευρά της κάσας της πόρτας, συνάντησε ένα διακόπτη, αλλά πολύ συνετά δεν τον πάτησε, μπορεί να ήταν επικίνδυνο ν' ανάψει φώτα. Λίγο λίγο τα μά τια του κ. Ζοζέ συνήθιζαν στο ημίφως, μπορεί να πει κανείς ό τι το ίδιο συμβαίνει σε ανάλογες συνθήκες με οποιονδήποτε άνθρωπο, αυτό όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι οι γραφείς του Γενικού Ληξιαρχείου, δεδομένου ότι είναι υπο χρεωμένοι να επισκέπτονται τακτικά το αρχείο των νεκρών, α ποκτούν τελικά, μετά από κάποιο διάστημα, ικανότητες οπτι κής δεξιότητας εντελώς έξω από τα συνηθισμένα. Θα έφταναν να έχουν μάτια γάτας αν δεν τους πρόφταινε νωρίτερα η ηλι κία για σύνταξη. Αν και το πάτωμα είχε μοκέτα, ο κ. Ζοζέ θεώρησε καλύτε ρο να βγάλει τα παπούτσια για να αποφύγει οποιονδήποτε χτύπο ή δόνηση που θα πρόδιδε την παρουσία του στους ε νοίκους τού από κάτω ορόφου. Με χίλιες προφυλάξεις άνοιξε τα παντζούρια ενός παράθυρου που έβλεπε στο δρόμο, τόσο όμως όσο χρειαζόταν για να μπει λίγο φως. Βρισκόταν σε μια κρεβατοκάμαρα. Υπήρχαν μια συρταριέρα, μια ντουλάπα κι έ να κομοδίνο. Το κρεβάτι ήταν στενό, μονό όπως λένε. Τα έπι πλα ήταν σε γραμμή απλή και καθαρή. Το αντίθετο από το σκοτεινό και βαρύ στυλ της επίπλωσης του σπιτιού των γο νιών της. Ο κ. Ζοζέ έκανε ένα γύρο στο υπόλοιπο διαμέρισμα, που περιοριζόταν σ' ένα σαλόνι επιπλωμένο με τους συνηθι σμένους καναπέδες και μια βιβλιοθήκη που έπιανε τον τοίχο από το ένα άκρο στο άλλο, ένα μικρότερο ακόμα δωμάτιο που χρησίμευε για γραφείο, μια μικροσκοπική κουζίνα, το μπάνιο 289
288 ι g - Όλα τα
ονόματα
M
Y
περιορισμένο στα απολύτως απαραίτητα. Εδώ έζησε η άγνω στη γυναίκα, μια γυναίκα που αυτοκτόνησε για άγνωστους λό γους, που υπήρξε παντρεμένη και διαζευγμένη, που θα μπο ρούσε να είχε πάει να ζήσει με τους γονείς της μετά από το δια ζύγιο, αλλά προτίμησε να μείνει μόνη της, μια γυναίκα που, ό πως όλες, υπήρξε κορίτσι και κοπέλα, ήδη όμως από εκείνη την εποχή, κατά κάποιον αδιευκρίνιστο τρόπο, ήταν η γυναί κα στην οποία εξελίχθηκε αργότερα, μια καθηγήτρια μαθημα τικών που είχε το όνομα της ως ζωντανή στο Ληξιαρχικό Μη τρώο δίπλα στα ονόματα των ζωντανών ανθρώπων αυτής της πόλης, μια γυναίκα που με όνομα νεκρής γύρισε στο ζωντανό κόσμο, το όνομα μονάχα, όχι εκείνη, δεν φτάνει μέχρι εκεί η δύναμη ενός γραφέα. Με όλες τις εσωτερικές πόρτες ανοιχτές το φως του ήλιου φωτίζει αρκετά το σπίτι, αλλά ο κ. Ζοζέ πρέ πει να επισπεύσει την έρευνα του αν δεν θέλει να την αφήσει στη μέση. Άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου, έριξε μια αφηρη μένη ματιά σε ό,τι υπήρχε μέσα, του φάνηκαν σχολικές ασκή σεις μαθηματικών, υπολογισμοί, εξισώσεις, τίποτα που θα μπορούσε να εξηγήσει τους λόγους της ζωής και του θανάτου μιας γυναίκας που καθόταν σ' αυτή την καρέκλα, που άναβε αυτό το φωτιστικό, που κρατούσε αυτό το μολύβι και έγραφε μ' αυτό. Ο κ. Ζοζέ έκλεισε αργά το συρτάρι, πήγε μάλιστα ν' ανοίξει ένα άλλο, δεν ολοκλήρωσε την κίνηση του, σταμάτησε και σκέφτηκε για ένα ατελείωτο λεπτό, ή ίσως να ήταν μονά χα μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν ώρες, ύστερα έσπρωξε το συρτάρι σταθερά, κατόπιν βγήκε από το γραφείο, πήγε και κάθισε σ' ένα μικρό καναπέ του σαλονιού, κι έτσι απόμεινε. Κοιτούσε τις παλιές μπαλωμένες κάλτσες που φορούσε, το παντελόνι χωρίς τσάκιση κάπως ανασηκωμένο, τις γάμπες του λευκές κι αδύνατες, με αραιό τρίχωμα. Αισθανόταν ότι όλο του το σώμα βολευόταν στο απαλό κοίλωμα της στόφας και 29°
Ο
M
των ελατηρίων του καναπέ που ένα άλλο σώμα είχε αφήσει, Ποτέ ξανά δεν θα καθίσει εδώ, μουρμούρισε. Η σιωπή, που του είχε φανεί απόλυτη, τώρα κοβόταν από τους θορύβους του δρόμου, κυρίως από κάποιο περαστικό αυτοκίνητο πότε πότε, στον αέρα όμως υπήρχε μια στατική αναπνοή, ένας αργός παλμός, ίσως ήταν η ανάσα των σπιτιών όταν τα αφήνουν μό να τους, τούτο δω φαίνεται δεν κατάλαβε ακόμα πως έχει κά ποιον μέσα του. Ο κ. Ζοζέ λέει στον εαυτό του ότι έχει κι άλ λα συρτάρια να ερευνήσει, αυτά της συρταριέρας, όπου συνη θίζουμε να φυλάμε τον πιο προσωπικό μας ρουχισμό, τα συρ τάρια του κομοδίνου, όπου βρίσκουν συνήθως καταφύγιο άλ λου είδους προσωπικά αντικείμενα, της ντουλάπας, σκέφτεται πως αν ανοίξει την ντουλάπα δεν θ' αντισταθεί στην επιθυμία να περάσει τα δάχτυλα του απ' τα κρεμασμένα φορέματα, έ τσι, σαν να χαϊδεύει τα πλήκτρα ενός βωβού πιάνου, σκέφτε ται πως θα σηκώσει κάποια φούστα για να εισπνεύσει την ευ ωδιά, το άρωμα, την απλή μυρωδιά. Κι είναι ακόμα τα συρτά ρια του γραφείου που δεν ερεύνησε, και τα ντουλαπάκια της βιβλιοθήκης, κάπου θα βρίσκεται αυτό που ψάχνει, το γράμ μα, το ημερολόγιο, η λέξη του αποχωρισμού, το σημάδι από το τελευταίο δάκρυ. Για ποιο λόγο, ρώτησε, αν υποθέσουμε ότι υ πάρχει ένα τέτοιο χαρτί, εγώ να το διαβάσω, μήπως αν το δια βάσω θα πάψουν τα φορέματα της να 'ναι αδειανά, από τώρα και στο εξής οι ασκήσεις μαθηματικών δεν θα έχουν λύση, δεν θα ανακαλυφθούν άλλοι άγνωστοι στις εξισώσεις, το στρώμα του κρεβατιού δεν θα τραβηχτεί, η άκρη του σεντονιού δεν θα διπλώσει πάνω στο στήθος, το πορτατίφ του κομοδίνου δεν θα φωτίσει τη σελίδα του βιβλίου, ό,τι τελείωσε τελείωσε. Ο κ. Ζοζέ έγειρε μπροστά, άφησε το μέτωπο να ακουμπήσει πάνω στα χέρια του σαν να ήθελε να συνεχίσει να σκέφτεται, αλλά δεν ήταν έτσι, οι σκέψεις τού είχαν τελειώσει. Το φως χάθηκε 291
M
ξαφνικά, κάποιο σύννεφο περνά απ' τον ουρανό. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν το είχε προσέξει προηγου μένως, ήταν όμως εκεί, σ' ένα τραπεζάκι, σε μια γωνιά, σαν α ντικείμενο που δεν πολυχρησιμοποιείται. Ο μηχανισμός του τηλεφωνητή ενεργοποιήθηκε, μια γυναικεία φωνή είπε τον α ριθμό του τηλεφώνου, κατόπιν πρόσθεσε, Δεν είμαι στο σπίτι, αφήστε μήνυμα μετά τον ήχο. Όποιος κι αν ήταν αυτός που τη λεφώνησε το έκλεισε, υπάρχουν άνθρωποι που απεχθάνονται να μιλούν σε μηχανήματα, ή σ' αυτή την περίπτωση επρόκειτο για λάθος, πραγματικά, αν δεν γνωρίζουμε τη φωνή που βγαί νει από την κασέτα δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε. Αυτό έ πρεπε να το εξηγήσει κάποιος στον κ. Ζοζέ, που ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει τέτοια συσκευή από κοντά, το πιο πιθανό ό μως είναι ότι δεν θα έδινε σημασία στις εξηγήσεις, τόσο τον τάραξαν οι λίγες λέξεις που άκουσε, Δεν είμαι στο σπίτι, αφή στε μήνυμα μετά τον ήχο, μάλιστα, δεν είναι στο σπίτι, ποτέ ξανά δεν θα είναι στο σπίτι, έμεινε μονάχα η φωνή της, σοβα ρή, βραχνή, κάπως αφηρημένη, σαν να σκεφτόταν κάτι άλλο όταν έκανε την εγγραφή. Ο κ. Ζοζέ είπε, Μπορεί να ξαναπά ρουν, και μ' αυτή την ελπίδα δεν κουνήθηκε από τον καναπέ για μια ώρα ακόμα, το ημίφως πύκνωνε διαρκώς στο σπίτι και το τηλέφωνο δεν ξαναχτύπησε. Τότε ο κ. Ζοζέ σηκώθηκε, Πρέπει να φύγω, μουρμούρισε, πριν φύγει όμως έκανε έναν τε λευταίο γύρο του σπιτιού, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, όπου υπήρχε περισσότερο φως, κάθισε για μια στιγμή στην άκρη του κρεβατιού, μια δυο φορές άφησε το χέρι του να γλιστρήσει αργά στο κέντημα του σεντονιού, ύστερα άνοιξε την ντουλά πα, ήταν εκεί τα φορέματα της γυναίκας που είχε πει τις ορι στικές κουβέντες, Δεν είμαι στο σπίτι. Έγειρε προς το μέρος τους μέχρι που τα άγγιξε με το πρόσωπο, τη μυρωδιά που ανέδιναν θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς μυρωδιά της α292
Μ
πουσίας, ή ίσως να ήταν εκείνο το άρωμα από ρόδο και χρυ σάνθεμο ανάκατα που διαπερνά πότε πότε το Γενικό Ληξιαρ χείο. Η θυρωρός δεν εμφανίστηκε να τον ρωτήσει από πού ερ χόταν, το κτήριο είναι σιωπηλό, μοιάζει ακατοίκητο. Αυτή η σιωπή ήταν που γέννησε στο κεφάλι του κ. Ζοζέ μια ιδέα, την πιο τολμηρή ιδέα της ζωής του, Αν έμενα εκεί απόψε, αν κοι μόμουν στο κρεβάτι της, κανείς δεν θα το μάθαινε. Πρέπει να πούμε στον κ. Ζοζέ ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο, πως χρειάζεται απλώς να ανέβει ξανά με το ασανσέρ, να μπει στο διαμέρισμα, να βγάλει τα παπούτσια, ίσως κάποιος να κάνει ξανά λάθος στο νούμερο, Αν γίνει αυτό θα έχεις την ευχαρί στηση ν' ακούσεις ακόμα μια φορά τη βραχνή και σοβαρή φω νή της καθηγήτριας των μαθηματικών, Δεν είμαι στο σπίτι, θα πει εκείνη, κι αν τη νύχτα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της, κά ποιο ευχάριστο όνειρο ξυπνήσει το γέρικο κορμί σου, ξέρεις δα, η λύση είναι στο χέρι σου, να προσέξεις μόνο τα σεντόνια. Τόσο σαρκασμό και χοντράδα ο κ. Ζοζέ δεν τ' αξίζει, η δική του τολμηρή ιδέα, περισσότερο ρομαντική παρά τολμηρή, ό πως ήρθε έτσι έφυγε, κι αυτός δεν βρίσκεται πια μέσα στην πο λυκατοικία αλλά έξω, φαίνεται πως τον βοήθησε να βγει η ε πώδυνη ανάμνηση της εικόνας με τα παλιά μπαλωμένα του σοσόνια και τις λευκές και αδύνατες γάμπες με το αραιό τρί χωμα. Τίποτα στον κόσμο δεν έχει νόημα, μουρμούρισε ο κ. Ζοζέ και κίνησε για την οδό όπου μένει η κυρία του ισογείου. Βραδιάζει, το Γενικό Ληξιαρχείο έκλεισε πια, δεν απομένουν πολλές ώρες στο γραφέα για να επινοήσει την ιστορία που θα δικαιολογήσει την απουσία του από την υπηρεσία για μια ο λόκληρη ημέρα. Όλοι ξέρουν ότι δεν έχει συγγενείς που χρει άζεται να προστρέξει σε μια ανάγκη, κι ακόμα κι αν είχε, δεν υπάρχει δικαιολογία στην περίπτωση του, αφού μένει μεσο293
M
Μ
τοιχία με το Ληξιαρχείο, ήταν αρκετό να μπει μέσα και να πει από την πόρτα, Γεια σας, θα τα πούμε αύριο, πεθαίνει μια ξα δέρφη μου. Ο κ. Ζοζέ είναι αποφασισμένος για όλα, μπορούν και να τον απολύσουν αν το θέλουν, να τον διώξουν από το υ παλληλικό σώμα, ίσως ο βοσκός με τα πρόβατα να χρειάζεται βοηθό για να μπερδεύει τους αριθμούς των τάφων, κυρίως αν διευρύνει το πεδίο δράσης του, πραγματικά δεν υπάρχει λόγος να περιορίζεται στους αυτόχειρες, σε τελευταία ανάλυση όλοι οι νεκροί είναι ίδιοι, ό,τι μπορεί να κάνει με τους μεν μπορεί να το κάνει με όλους, να τους μπερδέψει, να τους ανακατέψει, το ίδιο κάνει, ο κόσμος δεν έχει νόημα. Όταν ο κ. Ζοζέ χτύπησε την πόρτα της κυρίας του ισογεί ου, το μόνο που σκεφτόταν ήταν το φλιτζάνι τσάι που θα έπι νε. Χτύπησε μια φορά, δύο φορές, κανείς δεν ήρθε να του α νοίξει. Σαστισμένος, ανήσυχος, χτύπησε το κουδούνι του ισο γείου διαμερίσματος αριστερά. Φάνηκε στην πόρτα μια γυναί κα που τον ρώτησε στεγνά, Τι θα θέλατε, Δεν απαντούν απέ ναντι, Και λοιπόν, Μήπως ξέρετε αν συνέβη κάτι, Τι πράγμα, Κάποιο ατύχημα, κάποια αρρώστια, λόγου χάρη, Πιθανόν, ήρθε ένα ασθενοφόρο και την πήρε, Πότε έγινε αυτό, Πριν α πό τρεις μέρες, Και δεν είχατε νέα της, μήπως ξέρετε πού βρί σκεται, Όχι, κύριε, με συγχωρείτε τώρα. Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα αφήνοντας τον κ. Ζοζέ στο σκοτάδι. Αύριο πρέπει να πάω στα νοσοκομεία, σκέφτηκε. Αισθανόταν εξαντλημέ νος, όλη μέρα να τρέχει πέρα δώθε, όλη μέρα συγκινήσεις, και τώρα αυτό το σοκ για αποκορύφωμα. Βγήκε από την πολυκα τοικία κι έμεινε ακίνητος στο πεζοδρόμιο ν' αναρωτιέται αν υ πήρχε τίποτε άλλο που μπορούσε να κάνει, να πάει να ρωτή σει τους άλλους ενοίκους, δεν μπορεί να είναι όλοι τόσο απρό θυμοι όσο η γυναίκα του ισογείου διαμερίσματος αριστερά, ο κ. Ζοζέ ξαναμπήκε στην πολυκατοικία, χτύπησε την πόρτα
της μάνας με το παιδί και το ζηλιάρη σύζυγο, αυτή την ώρα πρέπει να έχει γυρίσει από τη δουλειά, αυτό όμως δεν έχει ση μασία, ο κ. Ζοζέ πάει μόνο για να ρωτήσει αν ξέρουν κάτι για τη γειτόνισσα του ισογείου. Το φως της σκάλας είναι αναμμέ νο. Η πόρτα άνοιξε, η γυναίκα δεν έχει το παιδί στην αγκαλιά και δεν αναγνωρίζει τον κ. Ζοζέ, Τι θέλετε, ρώτησε, Με συγ χωρείτε για την ενόχληση, ήρθα για επίσκεψη στην κυρία που μένει στο ισόγειο διαμέρισμα δεξιά, αλλά δεν είναι εκεί και η ένοικος του άλλου διαμερίσματος του ορόφου μού είπε ότι την πήρε ένα ασθενοφόρο πριν από τρεις μέρες, Ναι, έτσι είναι, Μήπως τυχόν γνωρίζετε πού βρίσκεται, σε ποιο νοσοκομείο, ή αν είναι στο σπίτι κάποιου συγγενούς. Προτού προλάβει η μά να του παιδιού να απαντήσει, μια αντρική φωνή ρώτησε από μέσα, Ποιος είναι, εκείνη έστρεψε το κεφάλι, Είναι κάποιος και ρωτάει για την κυρία στο ισόγειο, ύστερα κοίταξε τον κ. Ζοζέ και είπε, Όχι, δεν ξέρουμε τίποτα. Ο κ. Ζοζέ χαμήλωσε τη φωνή του και ρώτησε, Δεν με αναγνωρίζετε, εκείνη δίστα σε, Α ναι, σε θυμάμαι, είπε ψιθυριστά και έκλεισε αργά την πόρτα. Στο δρόμο ο κ. Ζοζέ έκανε νόημα σ' ένα ταξί, Πηγαίνουμε στο Ληξιαρχείο, είπε αφηρημένα στον οδηγό. Θα προτιμούσε να είχε περπατήσει για να κάνει οικονομία στα λιγοστά λεφτά του και για να τελειώσει τη μέρα όπως την είχε ξεκινήσει, αλ λά ο κάματος δεν τον άφηνε να κάνει βήμα. Έτσι νόμιζε. Όταν ο οδηγός του ανακοίνωσε, Φτάσαμε, ο κ. Ζοζέ είδε ότι δεν βρισκόταν μπροστά στο σπίτι του, αλλά στην είσοδο του Λη ξιαρχείου. Δεν άξιζε τον κόπο να εξηγήσει στον άνθρωπο ότι έπρεπε να κάνει το γύρο της πλατείας και να συνεχίσει στον πλαϊνό δρόμο, στο τέλος τέλος είχε να περπατήσει κάπου πε νήντα μέτρα μόνο, ίσως και λιγότερο. Πλήρωσε με τα τελευ ταία του κέρματα, βγήκε, κι όταν ακούμπησε τα πόδια του στο
294
295
ο
Μ
πλακόστρωτο και σήκωσε το κεφάλι του, είδε τα παράθυρα του Ληξιαρχείου φωτισμένα, Πάλι το ίδιο, σκέφτηκε, ξαφνικά εξανεμίστηκε η έγνοια του για την τύχη της κυρίας του ισογεί ου και η ανάμνηση της μητέρας με το παιδί, το πρόβλημα τώ ρα είναι να βρει μια δικαιολογία για την επόμενη μέρα. Έστρι ψε στη γωνία, να το σπίτι του, χαμηλό, ερείπιο σχεδόν, ακου μπισμένο στον ψηλό τοίχο του κτηρίου που έμοιαζε έτοιμο να το συνθλίψει. Τότε κάτι άγρια δάχτυλα έσφιξαν την καρδιά του κ. Ζοζέ. Το σπίτι είχε φως. Ήταν σίγουρος ότι το είχε σβή σει όταν βγήκε έξω, αλλά, αναλογιζόμενος τη σύγχυση που ε πικρατεί εδώ και μέρες στο κεφάλι του, παραδεχόταν ότι θα μπορούσε να το είχε ξεχάσει, αν δεν υπήρχε και το άλλο φως, αυτό του ληξιαρχείου, τα πέντε ολόφωτα παράθυρα. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, ήξερε ποιον θα έβλεπε μπροστά του, αλ λά σταμάτησε στο κατώφλι λες κι οι κοινωνικές συμβάσεις τον εμπόδιζαν να δείξει την έκπληξη του. Ο διευθυντής ήταν κα θισμένος στο τραπέζι, μπροστά του υπήρχαν χαρτιά προσεκτι κά ξεδιπλωμένα. Ο κ. Ζοζέ δεν χρειαζόταν να πλησιάσει για να μάθει περί τίνος επρόκειτο, ήταν οι δυο πλαστές εξουσιο δοτήσεις, οι καρτέλες της άγνωστης γυναίκας, το τετράδιο με τις σημειώσεις, το εξώφυλλο του φακέλου του Ληξιαρχείου με τα επίσημα έγγραφα. Περάστε, είπε ο διευθυντής, είστε στο σπίτι σας. Ο γραφέας έκλεισε την πόρτα, προχώρησε προς την κατεύθυνση του τραπεζιού και σταμάτησε. Δεν μίλησε, ένιωθε το μυαλό του να κατακλύζεται από έναν υγρό στρόβιλο μέσα στον οποίο διαλύονταν όλες οι σκέψεις του. Καθίστε, σας είπα ήδη πως βρίσκεστε στο σπίτι σας. Ο κ. Ζοζέ παρατήρησε πως πάνω στις σχολικές καρτέλες υπήρχε ένα κλειδί ίδιο με το δι κό του. Το κλειδί κοιτάτε, ρώτησε ο ληξίαρχος και ήρεμα συ νέχισε, Μη νομίσετε ότι πρόκειται για πλαστό αντίγραφο, τα σπίτια των υπαλλήλων, όταν αυτά υπήρχαν, είχαν πάντα δύο
κλειδιά για την εσωτερική πόρτα, το ένα προφανώς ήταν για χρήση των ιδίων, το άλλο έμενε στην κατοχή του ληξιαρχείου, κι έτσι όλα έχουν τη θέση τους, όπως βλέπετε, Εκτός από το γεγονός ότι μπήκατε εδώ μέσα χωρίς την άδεια μου, κατάφε ρε να πει ο κ. Ζοζέ, Δεν την χρειαζόμουν, ο ιδιοκτήτης του κλειδιού είναι ιδιοκτήτης του σπιτιού, ας πούμε ότι είμαστε κι οι δυο ιδιοκτήτες αυτού του σπιτιού, όπως απ' ό,τι φαίνεται κι εσείς νιώσατε αρκετά ιδιοκτήτης του Ληξιαρχείου ώστε να α φαιρείτε επίσημα έγγραφα από το αρχείο, Να σας εξηγήσω, Δεν χρειάζεται, έχω παρακολουθήσει ανελλιπώς τις δραστη ριότητες σας, εξάλλου το σημειωματάριο σας με βοήθησε πο λύ, παρεμπιπτόντως ήθελα να σας συγχαρώ για την ωραία γλώσσα και τη σύνταξη, Αύριο θα υποβάλω την παραίτηση μου, Κι εγώ δεν θα τη δεχτώ. Ο κ. Ζοζέ τον κοίταξε έκπλη κτος, Δεν θα τη δεχτείτε, Όχι, δεν θα τη δεχτώ, Γιατί, αν επι τρέπεται, Επιτρέπεται, δεν θα τη δεχτώ γιατί είμαι έτοιμος να γίνω συνένοχος στις αφύσικες πράξεις σας, Δεν καταλαβαίνω. Ο ληξίαρχος πήρε το φάκελο της άγνωστης γυναίκας, ύστερα είπε, Τώρα θα καταλάβετε, πρώτα όμως διηγηθείτε μου τι συ νέβη στο νεκροταφείο, η εξιστόρηση σας σταματά στο διάλο γο που είχατε με το γραφέα εκεί, Θα μου πάρει πολλή ώρα να σας τα πω, Με λίγες λέξεις, για να έχω μια συνολική εικόνα, Διέσχισα με τα πόδια το Γενικό Νεκροταφείο μέχρι την περιο χή των αυτοχείρων, κοιμήθηκα κάτω από μια ελιά, το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησα, βρέθηκα μέσα σ' ένα κοπάδι με πρόβα τα, κατόπιν έμαθα ότι ο βοσκός διασκεδάζει μπερδεύοντας τους αριθμούς των τάφων προτού τοποθετηθούν οι επιτύμβιες πλάκες, Γιατί, Είναι δύσκολο να σας το εξηγήσω, έχει να κά νει με το αν ξέρουμε πού πραγματικά βρίσκονται οι άνθρωποι που ψάχνουμε, εκείνος πιστεύει ότι δεν θα το μάθουμε ποτέ, Όπως εκείνη που ονομάσατε άγνωστη γυναίκα, Μάλιστα, Τι
296
297
ο
M
κάνατε σήμερα, Πήγα στο σχολείο όπου εκείνη εργάστηκε ως καθηγήτρια, πήγα στο σπίτι όπου έζησε, Ανακαλύψατε τίπο τα, Όχι, και ένιωσα ότι δεν ήθελα να ανακαλύψω. Ο ληξίαρ χος άνοιξε το φάκελο, έβγαλε την καρτέλα που είχε κολλήσει στις καρτέλες των πέντε τελευταίων διάσημων προσώπων με τα οποία είχε ασχοληθεί ο κ. Ζοζέ, Ξέρετε τι θα έκανα στη θέ ση σας, ρώτησε, Όχι, κύριε, Ξέρετε ποιο είναι το μοναδικό λο γικό συμπέρασμα όλων όσα συνέβησαν μέχρι τώρα, Όχι, κύ ριε, Να φτιάξετε μια καινούρια καρτέλα γι' αυτή τη γυναίκα, όμοια με την παλιά, με όλα τα στοιχεία ακριβή αλλά χωρίς την ημερομηνία θανάτου, Κι ύστερα, Ύστερα να την τοποθετήσε τε στο αρχείο των ζωντανών, σαν μην πέθανε, Θα ήταν απά τη, Ναι, θα ήταν απάτη, αλλά όλα όσα κάναμε, κι εσείς κι εγώ, δεν θα είχαν κανένα νόημα αν δεν τη διαπράξουμε, Δεν κατα λαβαίνω τίποτα. Ο ληξίαρχος τεντώθηκε στην καρέκλα, πέ ρασε αργά τα χέρια από το πρόσωπο του, ύστερα ρώτησε, Θυ μάστε αυτά που είπα εκεί μέσα την Παρασκευή, όταν εμφανι στήκατε στην υπηρεσία αξύριστος, Μάλιστα, Όλα, Όλα, Θυ μάστε επομένως ότι αναφέρθηκα σε κάποια γεγονότα χωρίς τα οποία δεν θα έφτανα ποτέ να κατανοήσω πόσο παράλογο είναι να διαχωρίζουμε τους νεκρούς από τους ζωντανούς, Μά λιστα, Χρειάζεται τώρα να σας πω σε ποια γεγονότα αναφε ρόμουν, Όχι, κύριε. Ο ληξίαρχος σηκώθηκε, Σας αφήνω εδώ το κλειδί, δεν σκο πεύω να το ξαναχρησιμοποιήσω, και πρόσθεσε χωρίς ν' αφή σει χρόνο στον κ. Ζοζέ να μιλήσει, Υπάρχει ένα τελευταίο ζή τημα να λύσουμε, Ποιο, κύριε, Από το φάκελο της άγνωστης γυναίκας λείπει το πιστοποιητικό θανάτου, Δεν κατάφερα να το βρω, θα πρέπει να έμεινε στο βάθος του αρχείου ή θα μου έπεσε στο δρόμο, Όσο είναι χαμένο η γυναίκα θα είναι νεκρή, Νεκρή θα είναι ακόμα κι αν το βρω, Εκτός κι αν το καταστρέ298
Μ
ψετε, είπε ο ληξίαρχος. Ο κ. Ζοζέ απόμεινε ακίνητος στη μέ ση του δωματίου. Δεν ήταν ανάγκη να συμπληρώσει καινού ρια καρτέλα γιατί είχε ήδη αντίγραφο του φακέλου της. Αυτό που χρειαζόταν όντως ήταν να σκίσει ή να κάψει το πρωτότυ πο, όπου ήταν αναγραμμένη η ημερομηνία θανάτου. Κι υπήρ χε ακόμα το πιστοποιητικό θανάτου. Ο κ. Ζοζέ μπήκε στο Λη ξιαρχείο, πήγε στο γραφείο του διευθυντή, άνοιξε το συρτάρι όπου τον περίμενε ο φακός και ο μίτος της Αριάδνης. Έδεσε τη μια άκρη του σκοινιού στον αστράγαλο και προχώρησε στο σκοτάδι.
299
TO ΒΙΒΛΙΟ TOY ZOZE ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ ΟΛΑ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΘΗΝΑΣ ΨΥΛΛΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΝΟΥΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ME TIMES, DIDOT 6f ARTEMI SIA ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚ ΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. ΤΗ ΜΑΚΕΤΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΕ Ο ΑΝΤΩ ΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ, ΤΑ ΦΙΛΜ ΕΚΑΝΕ Η «Α. ΜΠΑΣΤΑΣ Δ. ΠΛΕΣΣΑΣ Α.Β.Ε.Ε.» ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ 2.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟ ΚΛΑΔΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ «Θ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε.» ΤΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1999 ΓΙΑ
11
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ