\
NTON NTEAIAAO 01 XPONOI TOY IOMATOI M u 8 i o i o p q | j a Mexacppaori ©DMAI I K A I I H I
[StpXionoAeiov mq EZTIAZ
Οι χρόνοι του σ ώ μ α τ ο ς
Του ιδ ίο υ Α π ό τ ο Βι,βλι,οπωλείον της " Ε σ τ ί α ς "
Ντον ΝτεΛιλλο
Λευκός θόρυβος, 1991 Μετάφραση: Πέτρος Αμπατζόγλου Τα Ονόματα, 1996 Μετάφραση: Νινίλα Παπαγιάννη Υπόγειος κόσμος, 2000 Μετάφραση: Έφη Φρυδά
Οι χρόνοι του σώματος Μυθιστόρημα
lb---'.' Μετάφραση ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ
Παρακαλο') φροντίστε, το βιβλίο να επιστραφεί στην ίοκ? κατάσταση που το δανεΐϋϋήκαιε. Σε αντίθετη περιπί ο ι ρέπει να το αντικαιαοτησετε με καινούργιο.
'Z/J 117• ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕ10Ν ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ' Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΛΣ Α . Ε . ΑΘΗΝΑ 2002
ο χ ρ ο ν ο ς μ ο ι ά ζ ε ι να κυλάει. Ό,τι συμβαίνει στον κό
σμο εκτυλίσσεται μέσα σε στιγμές, κι εσύ στέκεσαι και παρατηρείς μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της. Στιλ πνές λωρίδες γοργοκίνητου φωτός αυλακώνουν τον όρμο και το περίγραμμα των πραγμάτων διακρίνεται ανάγλυφο. Μια ολόλαμπρη μέρα μετά την καταιγίδα, όταν η συναίσθηση τού ποιος είσαι διαπερνά και το πα ραμικρό πέσιμο ενός φύλλου, γνωρίζεις καλύτερα τον Σειρά ^ένηςΛογοτεχνίας Πρώτη έκδοση: Ιανουάριος 2002 Τίτλος πρωτοτύπου: Don DeLillo. The Body Artist © 2001, by Don DeLillo Σχεδιασμός εξωφύλλου: Φωκίων Κοπανάρης Διόρθωση: Βασιλική Δουκάκη Επεξεργασία κειμένου: Μαρία Γεωργακοπούλου Φιλμ. μοντάζ: «Αλφάβητο» Εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες «Corfu» Βιβλιοδεσία: Α. Πετρέλης & Υιός ΒΙΒΛΙΟΙΙΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΤ & ΣΙΛΣ Α.Ε. Ευριπίδου 84 - Αθήνα 105 53
[email protected] . www.hestia.gr ISBN 960-05-1001 -β
εαυτό σου. 0 αέρας σιγοσφυρίζει ανάμεσα στα κλα διά των πεύκων, ο κόσμος υπάρχει, αμετάκλητα, και η αράχνη τρέχει πάνω στον ιστό της που πάλλεται από την πνοή του ανέμου. Συνέβη το τελευταίο πρωινό που βρίσκονταν μαζί, την ίδια ώρα, εδώ, στην κουζίνα, διασταυρώνοντας τα κοντόσυρτα βήματα τους, βγάζοντας πράγματα από ντουλάπια και συρτάρια και περιμένοντας έπειτα ο ένας τον άλλο δίπλα στο νεροχύτη ή το ψυγείο μισοβυθισμένοι ακόμη στην αχλή του ονείρου, κι ενώ εκεί νη ξέπλενε με νερό της βρύσης μια χούφτα βατόμου-
8
Ντον
ΝτεΛιλλο
ρα κλείνοντας τα μάτια για να οσφρανθεί το άρωμα που ανέδιναν.
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
πατήματα ώσπου να ροδίσουν, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι τ ο υ συγκατανεύοντας αφηρημένα, μια π ο υ
Εκείνος πήρε την εφημερίδα, κάθισε και ανακάτε
επρόκειτο για τη δική του φρυγανιά και το δικό του
ψε τον καφέ του. Είχε το δικό του καφέ και το δικό
βούτυρο, κι έπειτα άναψε το ραδιόφωνο και πέτυχε το
του φλιτζάνι. Η εφημερίδα ήταν κοινή• στην πραγμα
δελτίο καιρού.
τικότητα όμως, σιωπηρά, ήταν δική της.
Τα σπουργίτια φτεροκοπούσαν στην ταΐστρα, πα
«Κάτι ήθελα να πω, αλλά τ ι ; »
λεύοντας να κερδίσουν χώρο πάνω στα τσέρκια που
Εκείνη άφηνε το νερό της βρύσης να τρέξει και τότε
την περιέβαλλαν.
της φάνηκε ότι το πρόσεξε. Ήταν η πρώτη φορά που πρόσεχε κάτι τέτοιο. « Α , ναι, για το σπίτι. Αυτό είναι» είπε εκείνος. «Ήθελα κάτι να σου π ω » . Παρατήρησε ότι το νερό της βρύσης, μετά από μερι κά δευτερόλεπτα, θόλωνε. Στην αρχή έτρεχε ασημί και διαυγές κι έπειτα, μέσα σε δευτερόλεπτα, θόλωνε, και
Εκείνη άνοιξε το διπλανό ντουλάπι, πήρε ένα μπολ, κούνησε το κουτί για να πέσει μέσα μια ποσότητα δη μητριακών και ύστερα έριξε από πάνω τα βατόμου ρα. Σκούπισε το χέρι της πάνω στο τζιν νιώθοντας κά που μια αίσθηση υγρού και ξέθωρου γαλάζιου. Πώς τον λένε; Μοχλό. Πίεσε προς τα κάτω το μο χλό για να κάνει το ψωμί του να ροδίσει.
της φάνηκε πολύ περίεργο που όλους αυτούς τους μή
Η φρυγανιά προοριζόταν για εκείνον, ο καιρός για
νες, τόσες φορές που είχε ανοίξει τη βρύση της κουζίνας
εκείνη. Άκουγε τα μετεωρολογικά δελτία κι έπαιρνε
δεν είχε προσέξει π ο τ έ π ω ς στην αρχή το νερό ήταν
συχνά τηλέφωνο για να μάθει τι καιρό θα έκανε, ενώ
διαυγές και ύστερα γινόταν όχι ακριβώς αδιαφανές,
κάποιες φορές έβγαινε και στεκόταν στην είσοδο
του
αλλά θαμπό- ίσως όμως και να μην είχε ξανασυμβεί, ή
σπιτιού αγναντεύοντας τον ουρανό πάνω από την πα
να το είχε παρατηρήσει και μετά να το είχε ξεχάσει.
ραλία κι αναζητώντας στην αύρα τα σημάδια κρυφών
Διέσχισε την κουζίνα, πήγε στο ντουλάπι κρατώντας στη χούφτα τα βρεγμένα βατόμουρα, άπλωσε το άλλο χέρι, πήρε το καφετί και άσπρο κουτί με τα δημητρια κά, το ακούμπησε στον πάγκο και τότε το μαραφέτι της φρυγανιέρας πετάχτηκε• εκείνη το ξαναπίεσε προς τα κάτω γιατί οι φέτες του ψωμιού χρειάζονταν δύο
επιπλοκών. «Μάλιστα. Ξέρω τι ήταν» είπε εκείνος. Εκείνη πλησίασε το ψυγείο και άνοιξε την πόρτα του. Κοντοστάθηκε εκεί και θυμήθηκε κάτι. « Τ ι ; » είπε. Εννοώντας τι είπες και όχι τι ήθελες να μου πεις.
10
Ν ΤΟΝ Ν ΤHΛ ΙΛΛ ο
Θυμήθηκε τις νιφάδες της σόγιας. Έκανε δυο βή ματα προς το απέναντι ντουλάπι, κατέβασε το κουτί κι έπειτα άρπαξε την πόρτα του ψυγείου που πήγαινε να κλείσει. Τη στιγμή που έπιανε το γάλα κατάλαβε τι της είχε πει πριν από οχτώ δευτερόλεπτα περίπου, που εκείνη δεν το είχε ακούσει. Κάθε φορά που χρειαζόταν να σκύψει, για να πιά σει κάτι που βρισκόταν στα πιο χαμηλά μέρη του ψυ γείου ή χωμένο στο βάθος -δηλαδή, στην πραγματι κότητα, όχι κάθε φορά- άφηνε ένα βογγητό που έμοια ζε με θρήνο ζωής. Ήταν αρκετά λεπτή και ευλύγιστη για να ζορίζεται από μια τέτοια κίνηση, και απλώς επαναλάμβανε ταυτόσημα το βογγητό του Ρέι σαν ηχώ του δικού του βογγητού, μόνο που το έκανε με τρόπο τόσο φυσικό και βαθύ, που ακουγόταν λες και η ενό χληση ήταν δική της. Τώρα που είχε θυμηθεί αυτό που ήθελε να της πει, ήταν σαν να είχε πάψει να τον ενδιαφέρει. Δεν χρεια ζόταν να τον κοιτάξει για να το καταλάβει. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Υπήρχε στην παύση των οχτώ, δέκα, δώδεκα δευτερολέπτων που ακολούθησε την παρατή ρηση του. Ήταν κάτι ασήμαντο. Θα θεωρούσε ότι θί γοντας ένα τόσο τετριμμένο ζήτημα υποτιμούσε τον εαυτό του. Πήγε στον πάγκο κι έριξε τη σόγια πάνω από τα δημητριακά και τα φρούτα. 0 μοχλός της φρυγανιέρας πετάχτηκε ή είχε πεταχτεί κι εκείνος σηκώθηκε,
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
πήρε τη φρυγανιά του, την άφησε στο τραπέζι κι έπειτα γύρισε για να πάρει το βούτυρο και, καθώς την πλη σίαζε, εκείνη αναγκάστηκε να τραβηχτεί από τον πά γκο κρατώντας μετέωρο στον αέρα το χαρτόκουτο με το γάλα της, για να μπορέσει αυτός ν' ανοίξει το συρ τάρι και να πάρει ένα μαχαίρι για το βούτυρο. Οι φωνές από το ραδιόφωνο ακούγονταν σαν να μι λούσαν ινδικά. Εκείνη έχυσε γάλα μέσα στο μπολ. Εκείνος κάθισε κι αμέσως ξανασηκώθηκε. Πήγε στο ψυγείο, πήρε την πορτοκαλάδα και στάθηκε στη μέση του δωματίου τα ρακουνώντας το χαρτόκουτο για ν' ανακατευτεί ο πολ τός και να γίνει ο χυμός πιο πυκνόρρευστος. Ποτέ του δεν θυμόταν το χυμό πριν γίνει η φρυγανιά. Μετά τα ρακουνούσε το χαρτόκουτο. Μετά, έχυνε το χυμό και κοιτούσε το κολάρο του αναβράζοντος αφρού που σχη ματιζόταν στην κορυφή του ποτηριού. Έβγαλε μια τρίχα από το στόμα της. Στεκόταν δίπλα στον πάγκο και κοίταζε αυτή την κοντή ανοιχτόχρωμη τριχούλα, που δεν ήταν ούτε δική της ούτε δική του. Εκείνος στεκόταν ταρακουνώντας το κουτί. Εκείνη σκέφτηκε ότι αυτό κράτησε περισσότερο απ' όσο χρεια ζόταν, γιατί το έκανε αφηρημένα και γιατί, για κάποιο χαζό αλλά αθώο λόγο, η κίνηση τού ήταν ευχάριστη, επειδή η αναπήδηση, το γλουγλούκισμα και το χαρτονέ νιο άρωμα της πορτοκαλάδας είχαν κάτι το παιδικό. «Θέλεις καθόλου;» είπε εκείνος.
Ντον
12
ΝτεΛιλλο
0 1 Χ Ρ Ο Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
13
Εκείνη κοιτούσε την τρίχα.
νισμένη, καθώς το στόμα της είχε μείνει τραβηγμένο
«Πες μου, γιατί δεν είμαι σίγουρος αν πίνεις χ υ μ ό »
σαν παράλυτο. « Α υ τ ό π ι σ τ ε ύ ω » .
είπε εξακολουθώντας να ταρακουνάει το καταραμένο κουτί, ενώ έφραζε το στόμιο του με δυο δάχτυλα. Έξυσε τη γλώσσα της στα πάνω δόντια, για να απο
« Ί σ ω ς την είχες από παιδί». Ξανάσκυψε πάνω από την εφημερίδα. «Μήπως είχες κανένα σκυλάκι στο σπί τι;»
διώξει τη συγκεχυμένη ανάμνηση της αίσθησης της τρί
« Ε ! Τι έγινε ξαφνικά;» είπε εκείνη.
χας κάποιου άλλου.
Η εφημερίδα ήταν δική της. Το τηλέφωνο δικό του
Μετά είπε: « Τ ι ; Δεν το πίνω ποτέ αυτό το πράγμα.
εκτός από τις φορές που εκείνη καλούσε το μετεωρο
Αφού το ξέρεις. Πόσο καιρό έχουμε που μένουμε μαζί;»
λογικό δελτίο. Το κομπιούτερ το χρησιμοποιούσαν και
«Όχι και π ο λ ύ » είπε εκείνος.
οι δύο, αλλά ψυχολογικά ήταν δικό της.
Πήρε ένα ποτήρι, έχυσε το χυμό και κοίταξε τον
Στεκόταν μπροστά στον πάγκο κοιτώντας την τρί
αφρό που σχηματιζόταν. Μετά έκανε στροφή σαν να
χα. Έπειτα, έστριψε τα δάχτυλα της και την άφησε να
πονούσε
και κάθισε στην καρέκλα του.
«Όχι τόσο ώστε να προσέχω τις λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς » ξανάπε. «Δεν περίμενα ποτέ ότι αυτό θα συνέβαινε εδώ. Οπουδήποτε αλλού ναι, αλλά όχι ε δ ώ » . Εκείνος είπε: « Π ο ι ο ; » «Να έχω μια τρίχα στο στόμα μου. Α π ό το κεφάλι κάποιου άλλου».
πέσει στο πάτωμα. Γύρισε στο νεροχύτη, άνοιξε το ζε στό νερό, έπλυνε το χέρι της και πήρε μετά το μπολ με τα δημητριακά και το ακούμπησε στο τραπέζι. Μό λις πλησίασε στο παράθυρο, τα πουλιά σκορπίστηκαν μακριά. « Σ ' έχω δει να πίνεις γαλόνια χυμού, απίστευτες ποσότητες, πώς να ο το π ω ; » είπε εκείνος. Το στόμα της στράβωνε ακόμη από την εμπειρία
Άλειψε τη φρυγανιά του με βούτυρο.
τού να έχει μοιραστεί την άγνωστη ζωή κάποιου σερ
«Πιστεύεις ότι συμβαίνει μόνο στις μεγάλες πόλεις,
βιτόρου ή από την πιο παράξενη και δαιδαλώδη πραγ
όπου υπάρχει λογιών λογιών κ ό σ μ ο ς ; »
ματικότητα της κρυφής διαδρομής της τρίχας από άτο
«Οπουδήποτε αλλού, αλλά πάντως όχι εδώ π έ ρ α » .
μο σε άτομο και, με κάποιο τρόπο, από στόμα σε στό
Κρατούσε την τριχούλα ανάμεσα στον αντίχειρα και το
μα δια μέσου των ετών, των πόλεων, των ασθενειών,
δείκτη της και την κοιτούσε με προσποιητή αποστρο
των ακάθαρτων τροφών και πολλών ολέθριων σωμα
φή, ή με πραγματική αποστροφή, αλλά θεατρικά το-
τικών υγρών.
Ντον
14
Ν τ ε Λ ι λ λ ο
ΟΙ Χ Ρ Ο Ν Ο Ι
ΤΟΥ
ΣΩΜΑΤΟΣ
15
« Τ ι ; Δεν νομίζω» είπε εκείνη.
ήξερε το γιατί. Το σπίτι που είχαν νοικιάσει, χωρίς να
Εντάξει, ακούμπησε το μπολ πάνω στο τραπέζι.
το δουν προηγουμένως, ήταν παλιό, ξύλινο, με πολλά
Πήγε στην κουζίνα του γκαζιού, πήρε το τσαγιερό και
δωμάτια, τζάκια που λειτουργούσαν ακόμη, μέσα
το γέμισε από τη βρύση. Εκείνος άλλαζε σταθμούς στο
στους τοίχους του κυκλοφορούσαν διάφορα ζωύφια και
ραδιόφωνο και είπε κάτι που της ξέφυγε. Έβαλε το
η μούχλα βρισκόταν παντού- ένα απομεινάρι της επο
τσαγιερό πάνω στο μάτι, γιατί έτσι γεμίζει κανείς τη
χής που ανθούσαν τα επαγγέλματα του ξυλουργού και
ζωή του ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιεί, και μετά
του ναυπηγού, που παραήταν μεγάλο για τους δυο
ξανάξυσε τη γλώσσα της πάνω στα δόντια για έμφα
τους, είχε στο πάτωμα σανίδες που έτριζαν και κουζι-
ση, κοιτάζοντας τη γαλάζια φλόγα που ξεπήδησε από
νικά που χρονολογούνταν ένας θεός ξέρει από πότε.
τα μπεκ.
Σχεδόν ξεγλίστρησε από την καρέκλα της κάνοντας
Όταν εκείνος είχε πλησιάσει για να πάρει το μα
μια κίνηση αυτοσαρκασμού και πήγε στον πάγκο να
χαίρι για το βούτυρο, εκείνη είχε σχεδόν διπλωθεί στα
πάρει ένα κουτάλι. Με την ευκαιρία έφερε στο τρα
δύο καθώς αποτραβιόταν από τον πάγκο.
πέζι και τις νιφάδες της σόγιας. Η μυρωδιά της σό
Κινήθηκε προς το τραπέζι και τα πουλιά ξανάρχι
γιας τής φαινόταν αταίριαστη με το αμμώδες περιε
σαν να τσιμπολογούν μέσα από την ταΐστρα. Έβγαι
χόμενο του κουτιού• μια ελαφριά μπόχα σταριού ανα
ναν από τη σκιά που έριχναν οι μαρκίζες και πετού
κατεμένη με ποδαρίλα. Κάθε φορά που έβαζε σόγια,
σαν μέσα στη λάμψη του ήλιου και τη σιωπή, κίνηση
τη μύριζε. Μύριζε το κουτί δυο τρεις φορές.
ασύλληπτη μες στη βουβή ομορφιά της που εκείνη
«Κόπηκες π ά λ ι ; »
έβλεπε εν μέρει, καθώς τα κεραυνοβολημένα από τον
« Τ ι ; » Έβαλε το χέρι του στο σαγόνι, ενώ το κεφά
ήλιο πουλιά διαλύονταν στο φως, εξαϋλώνονταν και
λι του ήταν βυθισμένο στην εφημερίδα. «Μια αμυχή εί
γίνονταν διάφανα, φευγαλέα, φωτεινά ξεφτίδια.
ναι».
Κάθισε και το βλέμμα της άρχισε να διατρέχει μια
Εκείνη άρχισε να διαβάζει ένα ρεπορτάζ στο δικό
σελίδα της εφημερίδας, όταν κατάλαβε ότι δεν είχε
της κομμάτι της εφημερίδας. Η εφημερίδα ήταν πα
κουτάλι. Δεν είχε κουτάλι. Τον κοίταξε και είδε ότι στο
λιά, Κυριακάτικη, από την πόλη, μια που δεν έφταναν
μάγουλο του είχε κολλήσει ένα τσιρότο.
μέχρις εδώ.
Εκείνη χρησιμοποιούσε το παλιό χτυπημένο τσαγιε
«Τελευταία το παθαίνεις συνεχώς, δεν ξέρω, ίσως
ρό αντί του καινούργιου που είχε αγοράσει γιατί - δεν
δεν θα 'πρεπε να ξυρίζεσαι πρωί πρωί. Περίμενε να κα-
16
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
17
λοξυπνήσεις πρώτα. Εξάλλου γιατί να ξυρίζεσαι; Ά σ ε
«Απίστευτα σκατά».
το μουστάκι σου να ξαναβγεί. Άσε γένια».
Ο τρόπος που τόνιζε το τα στη λέξη σκατά την εξευ
«Γιατί να ξυρίζομαι; Όλο και κάποιος λόγος θα
γένιζε.
υ π ά ρ χ ε ι » είπε εκείνος. « Θ έ λ ω να βλέπει ο Θεός το
«Δεν το άναψα εγώ. Εσύ το άναψες» είπε εκείνη.
πρόσωπο μου».
Εκείνος πήγε στο ψυγείο και γύρισε κρατώντας ένα
Σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα και γέ λασε με εκείνο το ανέκφραστο γέλιο που δεν της άρε σε. Εκείνη έφαγε μια μπουκιά δημητριακά και διάβα
μεγάλο μαύρο σύκο. Έκλεισε και το ραδιόφωνο. «Δωσ' μου λίγο» είπε, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από την εφημερίδα.
σε ένα άλλο ρεπορτάζ. Τελευταία είχε την τάση να βά
«Δεν κατηγορούσα κανέναν. Ποιος τ' άναψε και
ζει τον εαυτό της να συμμετέχει σε κάποια από τα ρε
ποιος δεν τ' άναψε. Κάποιος είναι λιγάκι ευέξαπτος
πορτάζ της εφημερίδας. Ήταν μια μορφή ονειροπόλη
σήμερα. Κι εγώ είμαι αυτός που -πώς το λ έ ν ε ; - π ρ έ
σης. Πρώτα το έκανε και μετά αντιλαμβανόταν ότι το
πει να απολογούμαι. Όχι η νεαρά κυρία που τρώει,
κάνει• μερικές φορές μάλιστα το ξανάκανε ύστερα από
κοιμάται και ζει αιώνια».
μερικά λεπτά με το ίδιο ή κάποιο άλλο ρεπορτάζ και
« Τ ι ; Έλα Ρέι. Κόφ' τ ο » .
το αντιλαμβανόταν ξανά σε λίγο.
Έ κ ο ψ ε το κοτσάνι και το πέταξε στο νεροχύτη.
Άπλωσε το χέρι της στο κουτί της σόγιας, χωρίς να ση
Μετά άνοιξε με τα νύχια τού αντίχειρα το σύκο στα
κώσει τα μάτια από την εφημερίδα, κι έριξε λίγες νιφά
δύο, πήρε το κουτάλι από το χέρι της, το έγλειψε και
δες μέσα στο μπολ, ενώ από το ραδιόφο)νο ακούγονταν
το χρησιμοποίησε για να βγάλει μια κουταλιά βαθυ
τα νέα για την κυκλοφορία και διάφορες συζητήσεις.
κόκκινη σάρκα μέσα από το χαίνοντα φλοιό του. Την
Της φαινόταν ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιεί το πα
έριξε πάνω στη φρυγανιά του -τη σάρκα, τη μάζα, τον
λιό τσαγιερό μέχρι τελικής πτώσεως, ξανά και ξανά
π ο λ τ ό - και την άπλωσε με την ανάποδη του κουτα
μέχρι να γεμίσει σκουριές και τρύπες, και μόνο τότε
λιού σχηματίζοντας αιματόχροες βουτυρένιες δίνες, απ'
θα της πήγαινε να το αντικαταστήσει με το καινούρ
όπου προεξείχαν σποράκια ζωής.
γιο που είχε μόλις αγοράσει.
« Ε γ ώ πρέπει να είμαι ευερέθιστος τα πρωινά. Εγώ
«Θες σώνει και καλά ν' ακούσεις ραδιόφωνο;»
πρέπει να παραπονιέμαι. Η φρίκη μιας ακόμη συνηθι
« Ό χ ι » είπε εκείνη διαβάζοντας την εφημερίδα.
σμένης μ έ ρ α ς » είπε εκείνος πονηρά. « Ε σ ύ δεν το έχεις
«Τι;»
νιώσει αυτό ακόμη».
18
Ντον
Ν τ ε Λ ι λ λ ο
ΟΙ Χ 1 Ό Ν 0 1 Τ Ο Ϊ
ΣΩΜΑΤΟΣ
19
« Ά σ ε μας στην ησυχία μ α ς » .
μετέωρο δυο εκατοστά μακριά από το στόμα, σκεφτό
Εκείνη έσκυψε προς τα μπρος κι εκείνος της άπλωσε
ταν κάτι, χωρίς να είναι σίγουρη τι ήταν αυτό.
τη φέτα του ψωμιού. Στα δέντρα που βρίσκονταν κο
Εκείνος είπε: « Τ ι ; »
ντά στο σπίτι είχαν μαζευτεί κοράκια που έκρωζαν
«Δεν είπα τ ί π ο τ ε » .
βραχνά. Έκοψε μια δαγκωνιά κι έκλεισε τα μάτια της
Σηκώθηκε να πάρει κάτι. Κοίταξε το τσαγιερό και κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτό που γύρευε. Ήξερε ότι
για να εκτιμήσει τη γεύση. Της επέστρεψε το κουτάλι. Μετά άναψε το ραδιό
θα της ερχόταν στο μυαλό, γιατί έτσι γινόταν πάντο
φωνο, θυμήθηκε ότι μόλις το είχε σβήσει και το ξανά-
τε, και τότε το βρήκε. Ήθελε μέλι για το τσάι της πα
κλεισε.
ρόλο που το νερό δεν είχε βράσει ακόμη. Βρισκόταν
Εκείνη έριξε νιφάδες μέσα στο μπολ. Η μυρωδιά της
σε μια κατάσταση υπερετοιμότητας ή υπερδιάχυσης ή
ναι,
υπερευαισθησίας -ο Ρέι το έλεγε συνέχεια ή το είπε
των κάτω άκρων, και σε αυθεντική γήινη φυτική ζωή,
κ ά π ο τ ε - ακούγοντας μια φωνή να αντηχεί στο μυαλό
βαθιά και ξεφλουδισμένη. Η περιγραφή αυτή, όμως,
της, μια φωνή που δεν ήταν δική της και μια έκανε διά
ήταν ελλιπής. Διάβασε στην εφημερίδα για ένα παιδί
λογο, μια μονολογούσε, και σηκώθηκε και πήγε στο
που το είχαν εγκαταλείψει σε κάποια ερημιά. Τίποτε
ντουλάπι, απ' όπου πήρε το μέλι και τα σακουλάκια
δεν μπορούσε να περιγράψει τη μυρωδιά. Ήταν σκέ
με το τσάι - μια φωνή που προερχόταν από ένα ρε
τη μυρωδιά. Ήταν αυτό που ήταν η μυρωδιά, πέρα
πορτάζ της εφημερίδας.
σόγιας ήταν κάτι ανάμεσα σε μυρωδιά σώματος,
από κάθε πηγή γνώσης. Λες και κάποιος, και παραλί
«Δεν ήθελες κάτι να μου π ε ι ς ; »
γο να κάνει κάποια σχετική παρατήρηση, μια που σκέ
Εκείνος είπε: « Τ ι ; »
φτηκε ότι μπορεί να τον διασκέδαζε, αλλά μετά το
Περνώντας δίπλα του, ακούμπησε το χέρι της στον
άφησε - λ ε ς και κάποιος σχολαστικός επιστήμονας, του
ώμο του και κατευθύνθηκε στη δική της πλευρά του
μεσαίωνα ίσως, είχε προσπαθήσει να ταξινομήσει όλες
τραπεζιού. Τα πουλιά πέταξαν μακριά από την ταΐ
τις γνωστές μυρωδιές και βρίσκοντας μία που δεν ταί
στρα με ένα φτεροκόπημα που ήταν όλο β και ρ, μια που
ριαζε στο σύστημα του, την αποκάλεσε σόγια, λέξη που
το βήτα το ακολουθούσε μια σειρά από τρεμουλιαστά
θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τμήμα ενός βαρύγδου
ρο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν ήταν καθόλου έτσι.
που λατινικού όρου, αλλά, και πάλι, δεν θα μπορού
«Κάτι έλεγες. Δεν ξέρω. Για το σπίτι».
σε. Έμεινε καθισμένη και, κρατώντας το κουτάλι της
«Δεν είναι τίποτε σημαντικό. Ξέχασε τ ο » .
20
Ντον
ΝτεΛιλλο
21
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
«Δεν θέλω να το ξεχάσω».
στο στήθος του, να κοντοστέκεται κι έπειτα να κατε
«Μα δεν είναι τίποτα ενδιαφέρον. Για να το πω αλ
βαίνει προς το φλιτζάνι. Ο καφές του, το φλιτζάνι του
λιώς, είναι ανούσιο».
και το τσιγάρο του. Πώς ένα συμβάν που περιγραφό
«Πες μου το πάντως».
ταν στην εφημερίδα έμοιαζε να ξεπηδάει μέσα από τις
«Είναι πολύ πρώιμο. Δεν αξίζει τον κόπο, είναι
μελανωμένες αράδες και να την παίρνει μαζί του. Ξε
ανούσιο». «Αντί να κάθεσαι εκεί και να μουρμουρίζεις, πες μ ο υ » είπε εκείνη. Έφαγε μια μπουκιά δημητριακά και διάβασε εφη μερίδα. «Θέλει προσπάθεια. Είναι σαν... είναι σαν να ξεκουνάς ολόκληρη κοτρόνα».
χωρίζεις τα Κυριακάτικα ένθετα από το σώμα της εφη μερίδας. «Πες το μου πάντως, γιατί έτσι κι αλλιώς το ξέρω». Εκείνος είπε: « Τ ι ; Επιμένεις να μου το βγάλεις με το ζόρι. Ευτυχώς που συνήθως δεν τρώμε μαζί το πρωί. Γιατί τα δικά μου π ρ ω ι ν ά . . . » « Σ ο υ είπα ότι το ξέρω. Λοιπόν, πες το μ ο υ » .
«Συνεχίζεις τα λ ό γ ι α » .
Εκείνος δεν σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα.
« Έ λ α κοντά» είπε εκείνος.
«Ωραία. Αφού το ξέρεις, δεν χρειάζεται να σ το π ω » .
« Ε ί π ε ς για το σπίτι. Τίποτε για το σπίτι δεν είναι
Διάβαζε κι ετοιμαζόταν να πιάσει τα τσιγάρα του.
ανούσιο. Μου αρέσει το σπίτι». « Ε σ έ ν α όλα σ' αρέσουν. Όλα τα λατρεύεις. Είσαι η ευτυχία του σπιτιού μου. Έ λ α » της είπε. Της έδωσε το υπόλοιπο της φρυγανιάς του κι εκεί
« Γ ι α το θόρυβο λ ε ς » είπε εκείνη. Την κοίταξε. Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε. Και τότε της χαμογέλασε πλατιά μ' εκείνα τα αστραφτερά δόντια πάνω στο σκουρόχρωμο σαν ελιά πρόσωπο του.
νη την έφαγε με μικρές δαγκωνιές μαζί με δημητρια
Είχε καιρό να το δει αυτό το έντονο
κά και βατόμουρα. Ξαφνικά κατάλαβε τι ήθελε να της
Ρέι να αναδύεται πίσω του με βλέμμα ευθύ, μάτια φω
πει. Άκουσε τα κοράκια που είχαν πληθύνει και φω
τισμένα και τις βαθιές ρυτίδες χαραγμένες
νασκούσαν στα δέντρα, καθώς γυρόφερναν, ίσως απει
από το στόμα του.
λητικά, κάποιο γεράκι. « Έ λ α , πες μου. Μια στιγμή θα σου πάρει μ ό ν ο » είπε εκείνη ξέροντας πια ξεκάθαρα τι ήταν. Είδε το χέρι του να κατευθύνεται προς το τσεπάκι
χαμόγελο και τον γύρω
« Ο ι θόρυβοι μέσα στους τοίχους. Ναι. Διάβασες τη σκέψη μ ο υ » . « Έ ν α ς θόρυβος ήταν» είπε, «ένας θόρυβος. Και δεν ήταν από μέσα από τον
τοίγρ».
Ντον
22
ΝτεΛιλλο
«Εντάξει. Ένας θόρυβος. Έχω καιρό να τον ακού
(II
ΧΡΟΝΟΙ
Τ 0 Ϊ
ΣΩΜΑΤΟΣ
23
τι κάνεις και σταματάς' και τότε, ό,τι κι αν βρίσκεται
σω. Αυτό ήταν που ήθελα να σου πω. Πάει. Πέρασε.
μπροστά σου σού φαίνεται σαν ένα μισογεμάτο ποτή
Τέρμα η συζήτηση».
ρι με πορτοκαλάδα στο χέρι του συζύγου σου.
«Σωστά. Μόνο που εγώ τον άκουσα χτες, έτσι μου φαίνεται». «Τότε δεν πέρασε. Ωραία. Χαίρομαι για λογαρια σμό σ ο υ » .
Έφαγε μια μπουκιά δημητριακά ξεχνώντας να νιώ σει τη γεύση τους. Η γεύση χάθηκε κάπου ανάμεσα στη στιγμή που έβαλε τη μπουκιά στο στόμα της και στο θλιβερό δευτερόλεπτο που την κατάπιε.
« Τ ο σπίτι είναι παλιό. Όλο ακούγονται θόρυβοι.
Εκείνος άφησε κάτω το ποτήρι με το χυμό. Έβγα
Αλλά ετούτος είναι διαφορετικός. Δεν είναι από εκεί
λε από την τσέπη του πουκαμίσου του το πακέτο και
να τα καταραμένα ζώα που τρέχουν πάνω κάτω όλη
άναψε ένα τσιγάρο, το τσιγάρο που, όπως της είχε πει,
νύχτα. Ούτε από το σπίτι που κάθεται. Δεν ξ έ ρ ω » είπε
κάπνιζε μαζί με τον καφέ του από τότε που ήταν δώ
μη θέλοντας να ακουστεί ανήσυχη. «Είναι σαν να
δεκα ετών, κρατώντας το σπίρτο αναμμένο για λίγο,
υπάρχει κάτι».
πριν το κουνήσει δεξιά αριστερά, για να σβήσει με μια
Διάβαζε την εφημερίδα, η φωνή της αργοσερνόταν.
στοχαστική, αργή κίνηση και να το αφήσει στην άκρη
«Ωραία. Χαίρομαι» είπε εκείνος. « Σ ο υ χρειάζεται
του πιάτου του. Η μυρωδιά του καπνού τής ήταν ευ
παρέα». Ξεχωρίζεις τα Κυριακάτικα ένθετα τα γ ε μ ά τ α με ατελείωτα πανομοιότυπα τυπωμένα κατεβατά με αν θρώπους που ζουν κάπου ανάμεσα στις λέξεις, και αυτή η παράξενη πραγματικότητα, που περικλείει το χαρτί και το μελάνι, διαποτίζει το σπίτι όλη την εβδο μάδα, κι όποτε κοιτάξεις κάποια σελίδα και ξεχωρίσεις τη μια αράδα από την άλλη, αρχίζουν να σε ρουφάνε
χάριστη. Αποτελούσε μέρος της γνώσης που είχε για το κορμί του. Αποτελούσε την αύρα του άντρα, ένα κατάλοιπο καπνού και αδιάσπαστης συνήθειας, μια διάσταση που είχε η νύχτα, όταν την έγλειφε από τις κατσαρές γκρίζες τρίχες του στήθους του και τη γευό ταν. Αντιπροσώπευε αυτό που ήταν εκείνος μες στο σκοτάδι, τσιγάρο, κοιμισμένα μουρμουρητά κι ένα σωρό άλλα πράγματα, ρητά και άρρητα.
μέσα τους και βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που
Η τρίχα, όμως, που είχε βρει στο στόμα της δεν ήταν
μιλάνε άλλες γλώσσες και βασανίζονται στα περισσότε
δική του. Οι υπάλληλοι πρέπει να πλένουν τα χέρια
ρα μέρη του κόσμου, και πιάνεις λίγο πολύ ανεξέλε
τους πριν βγουν από την τουαλέτα. Η φρυγανιά ήταν
γκτα τη συζήτηση μαζί τους, μέχρι που αντιλαμβάνεσαι
για εκείνον, αλλά τη μισή σχεδόν την είχε φάει αυτή.
24
Ντον
ΝτεΛιλλο
Είχε το δικό του καφέ και το δικό του φλιτζάνι. Αν άγγιζες το φλιτζάνι του, σου έριχνε ένα λοξό βλέμμα γεμάτο από την τελετουργική αγριάδα που έχει στο μάτι το προφίλ του πυγμάχου πριν αρχίσει ο αγώνας. Αυτή, όμως, ήξερε πως ήταν προσποιητό, αφού στην πραγματικότητα δεν έδινε δεκάρα για το τι έκανες με το φλιτζάνι του. Υπήρχαν ένα σωρό φλιτζάνια που μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Το τηλέφωνο ήταν δικό του. Τα πουλιά, τα σπουργίτια που τσιμπολογούσαν τα σπόρια του ηλιοτρόπιου, ήταν δικά της. Η τρίχα ήταν κάποιου άλλου. Κάτι είπε για το αυτοκίνητο του, για τα μίλια που έχει διανύσει, κάνοντας μια χειρονομία. Του άρεσε να διευθύνει, να τονίζει μια παρατήρηση κατευθύνοντας την με το χέρι κρατώντας δυο δάχτυλα ενωμένα. «Όλη μέρα χτες νόμιζα ότι ήταν Παρασκευή». Εκείνος είπε: «Τι;» Ή γίνεσαι κάποια άλλη, κάποιος άνθρωπος από αυτούς στο ρεπορτάζ, εφευρίσκοντας διάλογους. Με ρικές φορές γίνεσαι άντρας, ζώντας ανάμεσα στις γραμμές και δίνοντας μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Σκεφτόταν και διάβαζε. Έκανε να πιάσει ψηλαφη τά το κουτί με τη σόγια και το χέρι της σκούντησε το χαρτόκουτο της πορτοκαλάδας. Σήκωσε τα μάτια και αντιλήφθηκε ότι εκείνος δεν διάβαζε την εφημερίδα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της, αλλά δεν την διάβαζε τότε κατάλαβε αναδρομικά ότι όλη αυτή την
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
25
ώρα εκείνος κοίταζε την εφημερίδα, χωρίς να βλέπει τις λέξεις στη σελίδα. Η πορτοκαλάδα έμεινε όρθια. Έριξε λίγη σόγια ακόμη μέσα στο μπολ χάριν της σπυρωτής υφής και της μακροζωίας. «Όλη μέρα χτες νόμιζα ότι ήταν Παρασκευή». Εκείνος είπε: «Ήταν;» Του χαμογέλασε βεβιασμένα. Εκείνος είπε: «Μήπως έχει καμιά σημασία;» Είχε απλώσει το χέρι της στον ώμο του κι ύστερα της ήρθε να χαϊδέψει το σβέρκο του μέχρι πάνω στα μαλλιά του, αλλά δεν το έκανε. «Θέλω να πω μόνο πώς γίνεται η Πέμπτη να μοιά ζει με Παρασκευή. Είμαστε μακριά από την πόλη κι έχουμε χάσει τις μέρες. Η Παρασκευή εδώ δεν έχει τί ποτα το ξεχωριστό. Θες άλλο καφέ;» Πήγε να ρίξει κι άλλο νερό για το τσάι της και κο ντοστάθηκε μπροστά στην κουζίνα, περιμένοντας να ακούσει ένα ναι ή ένα όχι για τον καφέ. Μόλις στράφη κε για να γυρίσει στη θέση της, είδε μια κίσσα που είχε κουρνιάσει πάνω στην ταΐστρα. Έμεινε ακίνητη κρατώ ντας την αναπνοή της. Έτσι που την έβλεπε να στέκει παράμερα, με το πολύχρωμο φτέρωμά της και τη βασι λική αδιαφορία με την οποία αντιμετώπιζε τα άλλα πουλιά που το είχαν ρίξει στο φαί, κόντεψε να πιστέψει πως δεν είχε ξαναδεί κίσσα στη ζωή της. Ξεχώριζε, τε ράστια, και κοίταζε προς τα μέσα, προς το μέρος της,
Ν Τ Ο Ν Ν Τ Ε Λ 1Λ Λ Ο
26
ι>\ Μ Ό Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
27
βλέποντας ό.τι κι αν ήταν αυτό που έβλεπε, κι εκείνη
εί;ω απο τις πτυχές της κουρτίνας τη μέρα και τη νύ
ήθελε να πει του Ρέι να σηκώσει τα μάτια του.
χτα. Κοιτώντας ανάσανε προσεκτικά. Ρουφούσε τη
Κοίταζε τα μαύρα σιρίτια που αυλάκωναν τα φτε
διαύγεια της στιγμής ξέροντας ταυτόχρονα ότι τέλειοονε
ρά και την ουρά της και σκέφτηκε ότι ήταν σαν μόλις
ήδη. Ένιωσε ότι προερχόταν από την κίσσα. Ίσως πάλι
τώρα να είχε μάθει να βλέπει. Ποτέ δεν είχε αντικρί
και να μην ήταν έτσι. Το προκαλούσε η ίδια, γιατί δεν
σει κάτι τόσο ξεκάθαρα κι αυτό δεν οφειλόταν απλώς
μπορούσε να συνεχίσει να κοιτάει. Κάπως έτσι πρέ
στο ότι η κίσσα βρισκόταν εκεί που βρισκόταν, τόσο
πει να είναι όταν καταλαβαίνεις ότι ήσουνα σχεδόν τυ
κοντά ώστε να μπορεί να παρατηρεί τις λεπτομέρειες
φλός σε όλη σου τη ζωή. Είπε κάτι του Ρέι, ο οποίος
του φτερώματος και των χρωμάτων. Οφειλόταν επί
σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του διώχνοντας την κίσσα.
σης στο απόλυτο ξάφνιασμα της παρουσίας της ανά
χωρίς όμως να τρομάξει τα σπουργίτια.
μεσα στα μικρότερα καφετιά πουλάκια, στο φαρδύ
«Την είδες;»
γιορντάνι του λαιμού της με τις μεταλλικές μπλε, τις
Μισογύρισε για να της απαντήσει.
μουντές μπλε και τις μαύρες αποχρώσεις. Αν ο Ρέι σή
«Κάθε μέρα δεν τις β λ έ π ο υ μ ε ; »
κωνε το βλέμμα, το πουλί θα πετούσε μακριά.
«Όχι κάθε μέρα. Και ποτέ απύ τόσο κοντά».
Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό της τις λεπτο
«Εντάξει. Ποτέ από τόσο κοντά».
μέρειες και να συγκεντρωθεί στο ίδιο το πουλί, τον
«Με κοιτούσε».
κλέφτη των φωλιών και επιδέξιο μίμο, να συγκεντρω
« Σ ε κοιτούσε».
θεί στο ενδιαφέρον που έδειχναν αυτά τα μάτια, κάτι
Στεκόταν ακίνητη, λίγο πιο μακριά από τον αριστε
σαν ψυχρή περιέργεια, που έμοιαζε κάπως με πρό
ρό του ώμο. Μόλις κινήθηκε προς την καρέκλα της. τα
κληση.
σπουργίτια πέταξαν μακριά.
Τι απίστευτους κόσμους αντικρίζουν τα πουλιά, όταν κοιτούν μέσα στα σπίτια! Σκέψου. Τι ανατροπή κάθε γνωστής επιφάνειας και διαδικασίας! Ήθελε να πιστεύει ότι το πουλί έβλεπε αυτή την ίδια, μια γυ ναίκα που βαστούσε στο χέρι ένα φλιτζάνι του τσα γιού, ανεξάρτητα από το πώς του φαινόταν ένας εσω τερικός χώρος ξεκομμένος από το χρόνο, που κρατούσε
« Μ ε παρατηρούσε». «Και σου 'φτιάξε το κέφι;» «Ναι, και για σήμερα και για όλη τη βδομάδα. Τι άλλο;» Έπινε το τσάι της και διάβαζε. Σχεδόν όλα όσα διά βαζε, την έκαναν να αφαιρείται. Άναψε το ραδιόφωνο και, εξακολουθώντας να δια-
28
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
29
βάζει την εφημερίδα, έψαχνε τους σταθμούς για να πε
άκουσε. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για το δελτίο, μόνο
τύχει το δελτίο καιρού.
αφού αυτό είχε τελειώσει.
Εκείνος τελείωσε τον καφέ του και κάπνιζε. Καθόταν σκυμμένη πάνω από το μπολ με τα δη μητριακά. Το βλέμμα της είχε καρφωθεί σ' ένα σημείο
Εκείνος έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω κι έπει τα το έστρεψε αργά δεξιά κι αριστερά, για να χαλα ρώσει το σφίξιμο στο σβέρκο του.
που βρισκόταν πέρα από το μπολ και μέσα στο μυα
Έγλειψε το δάχτυλο του χεριού της που είχε χώσει
λό της, ένα σημείο που, ταυτόχρονα, ήταν εκεί μπρο
στο σύκο και σκέφτηκε τι πράγματα χρειάζονταν να
στά της.
ψωνίσουν.
Δίπλωσε ένα κομμάτι της εφημερίδας, διάβασε μια δυο αράδες, διάβασε κι άλλες, ή δεν τις διάβασε, πί νοντας γουλιές τσαγιού και ταξιδεύοντας μακριά. Τα νέα στο ραδιόφωνο κάτι έλεγαν για μια μυστη ριώδη υπόγεια έκρηξη πυραύλου στη Μοντάνα, αλλά δεν κατάλαβε αν είχε οπλισμένη κεφαλή ή όχι. Διάβαζε και ταξίδευε. Βρισκόταν εκεί κι αλλού. Το τσάι ήταν χωρίς μέλι. Είχε αφήσει το βάζο κλει στό δίπλα στην
κουζίνα.
Εκείνος κοίταξε τριγύρω γυρεύοντας τασάκι. Εκείνη είχε πιάσει συζήτηση μ' ένα γιατρό σε κά ποιο ρεπορτάζ.
Εκείνος έκλεισε το ραδιόφωνο. Ρούφηξε μια γουλιά τσάι και διάβασε. Έ β λ ε π ε τον εαυτό της να μιλάει μ' ένα γιατρό κάπου στη ζούγκλα, ενώ τριγύρω υπήρχαν πεινασμένοι άνθρωποι μες στη σκόνη. Το τσιγάρο κόντευε να του κάψει το χέρι. Έπιασε το κουτί της σόγιας, το έγειρε προς το πρό σωπο της και το μύρισε. Μόλις εκείνος βγήκε από το δωμάτιο, θυμήθηκε ότι κάτι ήθελε να του πει. Της συμβαίνει κάποιες φορές να μη σκέφτεται τι θέλει να του πει, μέχρι να βγει εκείνος από το δωμά
Για να φτάσεις στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που
τιο όπου βρίσκονται, όποιο κι αν είναι αυτό. Τότε της
πήγαινε στην πόλη, έπρεπε να διανύσεις δυο μίλια χα-
έρχεται στο νου. Και τότε. άλλοτε του φωνάζει κι άλ
λικόδρομου.
λοτε όχι, κι εκείνος άλλοτε απαντάει κι άλλοτε όχι.
Πήρε το σύκο από το πιάτο του, έχωσε μέσα το δά
Έμεινε καθισμένη εκεί τελειώνοντας το τσάι της και
χτυλο της και το γύρισε γύρω γύρω για να βρει λίγη
το μυαλό της το διαπερνούσαν οι σκέψεις που το δια
σάρκα.
περνούσαν, ξεφτίδια μνήμης και θαμπές εικόνες, και μια
Μια φωνή ανήγγειλε τον καιρό, αλλά εκείνη δεν τον
φίλη π ο υ είχε επιθυμήσει κι όλα τα δυσδιάκριτα πράγ-
Ν Τ Ο Ν Ν Τ Ε Λ ΙΛ Λ ο
30
ματα μιας αδιάσπαστης στιγμής ενός συνηθισμένου πρωινού, όταν κάποιος τρελαίνεται με τρόπο τόσο συ νηθισμένο στους ανθρώπους, που δεν μπορείς ούτε καν να σταματήσεις και να σκεφτείς κάτι άλλο εκτός από το Άζαξ που πρέπει ν' αγοράσει και τα πουλιά που κρο ταλίζουν το μεταλλικό πλαίσιο της ταΐστρας πίσω από την πλάτη της. Τι χαζό πράγμα π ο υ είναι να τρως διαβάζοντας εφημερίδα!
ΡΕΙ ΡΟΜΠΛΣ, 64 ετών, Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΕΡΗΜΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ
Τον είδε που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. «Μήπως είδες τα κλειδιά μ ο υ ; » Εκείνη είπε: « Τ ι ; »
Ο Ρέι Ρομπλς, δημιουργός δύο ταινιών που έτυχαν πα
Εκείνος περίμενε μέχρι να καταγραφεί η ερώτηση
γκόσμιας αναγνώρισης στα τέλη της δεκαετίας του '70,
από το μυαλό της.
βρέθηκε νεκρός χθες, Κυριακή πρωί, στο διαμέρισμα
«Ποια κλειδιά;» του είπε.
της πρώτης του γυναίκας, της συμβούλου μόδας Ιζα
Την κοίταξε.
μπέλ Κοράλες, στο Μανχάταν.
Εκείνη είπε: «Αγόρασα χτες μια αλοιφή. Ήθελα να σ το πω. Είναι για μυϊκές εντριβές. Ένα πράσινο και
Ο θάνατος, σύμφωνα με επιτόπια έρευνα της αστυ νομίας, οφείλεται σε αυτοπυροβολισμό.
άσπρο σωληνάριο στο ράφι του μεγάλου μπάνιου επά
Τα βιογραφικά στοιχεία που αφορούν στα παιδικά
νω. Δεν λεκιάζει. Είναι για εντριβές. Τρίψου, αγάπη
χρόνια του κυρίου Ρομπλς είναι αντιφατικά, αλλά οι
μου. Ή ζήτησε μου το ευγενικά και θα το κάνω ε γ ώ » . «Όλα τα κλειδιά μου είναι περασμένα ο έναν κρί κ ο » είπε εκείνος. Της ήρθε να πει: Και είναι έξυπνο αυτό; Αλλά δεν
πειστικότερες εκδοχές από διαφορετικές πηγές συμ φωνούν ότι ήταν 64 ετών. Γεννήθηκε στη Βαρκελώνη με το όνομα Αλεχάντρο Αλκεθάρ. Μια σύντομη βιογραφία του δημοσιευμένη
το έκανε. Γιατί θα ήταν τόσο ανούσιο, θα ήταν τόσο
στο περιοδικό Cahiers du Cinema βεβαιώνει ότι ο πα
μηδαμινό να ξεστομίσει κάτι τέτοιο το πρωί ή οποιαδή
τέρας του, εργάτης υφαντουργίας και στρατευμένος
ποτε ώρα μιας ολόλαμπρης μέρας μετά την καταιγίδα.
αντιφασίστας, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των αγριό-
Ντον
32
ΝτεΛιλλο
33
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
τερων οδομαχιών που έλαβαν χώρα σ' αυτή την πόλη.
οποία και έπεισε να του βρει δουλειά ως σκηνοθέτη
Το άρθρο αναφέρει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο
δεύτερου συνεργείου σ' ένα σπαγκέτι-γουέστερν, που
Αλεχάντρο, που ήταν τότε μικρός, βρισκόταν ανάμε
επρόκειτο να γυριστεί στην Ισπανία.
σα στα «παιδιά του πολέμου»
της Ισπανίας που στάλ
Δέκα χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ Κινηματογρά
θηκαν από τις οικογένειες τους στη Σοβιετική Ένωση,
φου των Καννών, ο κύριος Ρομπλς έλεγε σ' ένα κοινό
όταν έγινε φανερό ότι επίκειται η δικτατορία της δε
που τον άκουγε με θαυμασμό: « 0 κινηματογράφος εί
ξιάς.
ναι η απάντηση στη ζωή».
Δεν είναι σαφές πόσα χρόνια έζησε στην ΕΣΣΔ ούτε
Σκηνοθέτησε οκτώ ταινίες συνολικά. Η τρίτη από
αν συνάντησε ξανά τη μητέρα του. Γνωρίζουμε ότι πέ
αυτές, το Ή εγώ ή εσύ, μια γαλλοϊταλική συμπαρα
ρασε τα νεανικά του χρόνια στο Παρίσι κουβαλώντας
γωγή με θέμα την απαγωγή μιας πλούσιας γυναίκας
σκουπίδια, κάνοντας τον πλανόδιο ταχυδακτυλουργό
από Κορσικανούς ληστές, κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα.
και παίζοντας μικρούς ρόλους κλεφτών ή μαστροπών
Την ακολούθησε το Πολάρις,
σε αρκετές ταινίες. Τότε υιοθέτησε και το όνομα Ρέι
αστυνομικό δράμα, π ο υ το διέτρεχε ένας υ π ό γ ε ι ο ς
ένα έντονο αμερικανικύ
Ρομπλς, που το δανείστηκε από έναν ήρωα που υπο
ισπανικός σουρεαλισμός. Η ταινία έγινε καλτ και παι
δυόταν σε μια αστυνομική ταινία τρίτης διαλογής.
ζόταν για μακρές περιόδους σε καλλιτεχνικές αίθου
Έζησε μερικά χρόνια στη Νέα Τόρκη γράφοντας
σες στη χώρα μας και στο εξωτερικό.
υπότιτλους σε μια δράκα ισπανόφωνες και ρωσικές
«Οι καλύτερες στιγμές της δουλειάς του διευρύνουν
ταινίες κι έπειτα μετακόμισε δυτικά, όπου εργάστηκε
την κινηματογραφική γ λ ώ σ σ α » έγραψε ο κριτικός Φί-
ως ιδιωτικός σοφέρ πλουσίων στο Λος Άντζελες, ενώ
λιπ Στάνσκι. « Θ έ μ α του: ο άνθρωπος σε μέρη π ο υ
διατήρησε μια χαλαρή επαφή με τον κινηματογράφο,
αποξενώνουν. Στην ποίηση των απόκοσμων τοπίων,
εμφανιζόμενος ως έκτακτος σε πεντέξι ταινίες. Πίσω
όπου οι ακραίες καταστάσεις είναι αναπόφευκτες και
από την κάμερα πρωτοβρέθηκε, όταν έγινε προσωπι
οι ήρωες υποχρεωμένοι ν' αντιμετωπίσουν στιγμές απο
κός οδηγός ενός πολυεκατομμυριούχου τσιμεντοβιο-
φασιστικής σημασίας για τη ζωή τους, ανακάλυψε
μήχανου από το Λίχτενστάίν, ο οποίος ήταν ένας από
μια διάσταση της υπαρξιακής κόψης του ξυραφιού».
τους βασικούς χρηματοδότες διεθνών κινηματογραφι
Οι επύμενες ταινίες του ήταν εμπορικές αποτυχίες
κών παραγωγών. Κατά τη μαρτυρία του ίδιου του κυ
και καταδικάστηκαν σχεδόν ομόφωνα από την κριτι
ρίου Ρομπλς, είχε ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο του, την
κή. Φίλοι του κυρίου Ρομπλς αποδίδουν την παρακμή
34
Ντον
ΝτεΛιλλο
του στον αλκοολισμό και στις περιόδους κατάθλιψης που περνούσε. Εκείνο τον καιρό παντρεύτηκε την ηθο ποιό του θεάτρου Άννα Λάνγκτον. Πολύ γρήγορα βρέ θηκαν σε διάσταση εν μέσω κραυγαλέων τίτλων στις βρετανικές ταμπλόιντ, και τελικώς χώρισαν. Άφησε πίσω του την τρίτη του σύζυγο, την Άόρεν Χάρτκι, την Body a r t i s t ' . Η ΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΘΟΛΗ ΚΑΙ ΞΕΘΩΡΗ κι ο αυτοκινητόδρομος προεκτείνεται σ' ένα μουντό ουρανό. Το ρεύμα που πάει προς βορράν έχει τέσσερις λωρίδες κι εσύ οδηγείς στην τρίτη, ενώ μπροστά σου, πίσω σου και δίπλα σου, κι από τις δυο πλευρές, υπάρχουν άλλα αυτοκίνητα, κι ας μην είναι ούτε τόσο πολλά ούτε τόσο κοντά. Όταν φτάνεις στην κορυφή της ανωφέρειας, κάτι συμβαίνει και τα αυτοκίνητα κινούνται τώρα με λιγότερη βιασύ νη, μοιάζουν σαν να πηγαίνουν από μόνα τους γ λ ι στρώντας απαλά πάνω στην ε π ί π ε δ η επιφάνεια. Τα πάντα είναι αργά, θολά και μουντά και εξαρτώνται από τη λέξη μοιάζει.
Όλα τ α αυτοκίνητα, μαζί και το
δικό σου, μοιάζουν, δίνουν την εντύπωση ή φαίνονται σαν να κυλούν με μια ανεξάρτητη κίνηση, και ο αυτο κινητόδρομος μένει πίσω μ' έναν υπόκωφο βόμβο. Μετά, αυτή η διάθεση σού περνάει. 0 θόρυβος, η βιασύνη και η θολούρα επιστρέφουν κι εσύ ξαναγλιστράς μες στη ζωή σου νιώθοντας το οδυνηρό βάρος 1
(Σ.τ.μ.) Καλλιτέχνης ο οποίος εκφράζεται επεμβαίνοντας στο ίδιο του το σώμα.
στο στήθος σου.
36
Ν Τ ON Ν Τ Ε Λ Ι Λ Λ Ο
Αυτές τις μέρες τις θεωρούσε ως τις πρώτες μέρες του γυρισμού. Τις πρώτες μέρες του γυρισμού ανανέωνε τις προ μήθειες στο κελάρι και ψέκαζε με απορρυπαντικά τα πλακάκια του μπάνιου. Το κελάρι βρισκόταν δίπλα στην χοοζίνα
και ήταν ένα κανονικό σε μέγεθος σκο
τεινό δωμάτιο, που μύριζε κλεισούρα και δεν είχε ανά γκη από άλλες προμήθειες. Καθάριζε και γέμιζε τις ταΐστρες των πουλιών, οργανώνοντας τη μέρα της με άξονα ένα κύριο έργο με όλα του τα παρεπόμενα και την ποικιλία μιας πληθώρας παραλλαγών. Ψέκαζε τα πλακάκια και τα είδη υγιεινής με απορρυπαντικά π ο υ είχαν άρωμα πεύκου, μισοζαλισμένη από τις αναθυ μιάσεις. Σύμφωνα με το μισθωτήριο, έμεναν ακόμη δύο μήνες. Είχαν νοικιάσει το σπίτι για έξι και απέμεναν δύο. Ένα άτομο, δύο μήνες. Χρησιμοποιούσε μια φιά λη που είχε πάνω της βιδωμένο το πιστολάκι-ψεκαστήρι. Εδώ ένιωθε σαν στο σπίτι της, και οι καθημερινές ευχάριστες μικροασχολίες την απορροφούσαν βοηθώ ντας την να διατρέχει τη μια μέρα πίσω από την άλλη - μ έ ρ ε ς ίδιες, ελεγχόμενες και οργανωμένες, αλλά ταυ τόχρονα ρευστές και έκκεντρες, με κάποια νεκρά ση μεία, μέρες τόσο αργόσυρτες, που πονούσαν. Κοίταζε τις σελίδες της ψεύτικης αυτοβιογραφίας του Ρέι που είχαν δουλέψει μαζί. Το δακτυλογραφη μένο αντίγραφο βρισκόταν εκεί μπροστά της, τόσο ξερό
ΟΙ Χ Ρ Ο Ν Ο Ι
TOT
ΣΩΜΑΤΟΣ
37
απέναντι στην αίσθηση που της είχαν αφήσει οι προ φορικές αναμνήσεις του, ένα ψηφιδωτό γεμάτο ψέμα τα και επινοήσεις, ιστορίες διαμορφωμένες από μια απόγνωση που οι αιτίες της δεν της ήταν πάντα ξεκά θαρες. Χάιδεψε με την παλάμη της κάθε ρούχο του που είχε μείνει στην ντουλάπα του υπνοδωματίου. Δεν την καταρράκωναν τα πράγματα που αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν. Έπειτα, μάζεψε τα ρούχα σε μια κούτα για τους απόρους. Όποτε βρισκόταν στο ισόγειο, τον ένιωθε να κυκλο φορεί στα δωμάτια τού πάνω πατώματος. Συνήθιζε να περιφέρεται σ' αυτά τα δωμάτια, μ' ένα τσιγάρο να κρέμεται από το στόμα, ενόσω μιλούσε σ ένα μικρο σκοπικό μαγνητόφωνο καταγράφοντας ιδέες για κά ποιο χιλιοδουλεμένο σενάριο π ο υ απευθύνονταν σε κάποιο σεναριογράφο, του οποίου
το όνομα δεν μπο
ρούσε ποτέ να θυμηθεί. Τώρα. καπνός είχε γίνει ο ίδιος ο Ρέι, είχε γίνει αυτό το πράγμα στον αέρα, το εξαχνωμένο, που διαχεόταν αργά ή γρήγορα παντού, το άμορφο, που είχε όμως ένα πρόσωπο και αποτελούσε μέρος της ιδιαίτερης παρουσίας του περιφερόμενου άντρα. Ανέβαινε τα σκαλοπάτια ακούγοντας τον ήχο που κάνει κάποιος που ανεβαίνει σκαλιά, και φτάνοντας στο κεφαλοσκαλο άγγιζε το δρύινο ακροστατη στην κορυφή της κουπαστής. Όλα ήταν εντάξει. Κι εκείνη θα ήταν εντάξει, επει-
38
Ντον
ΝτεΛιλλο
0 1 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
39
δη ήθελε να βρίσκεται εδώ. Σ' αυτό το μέρος πέρασαν
κι ενα μικρότερο εαυτό να αιωρείται κάπου εκεί γύρω,
όλο τους το γάμο, όλο τον καιρό που έζησαν μαζί.
ενώ ήδη σκεφτόταν ότι είχε έρθει η επόμενη μέρα.
Ένιωθε το σώμα της διαφορετικό, χωρίς να καλο-
Ήθελε να χαθεί μέσα στον καπνό του Ρέι, να είναι
καταλαβαίνει πώς. Σφιγμένο, περιορισμένο - δ ε ν μπο
νεκρή, να είναι εκείνος, και έσκισε μια κόλλα λαδόχαρ
ρούσε να πει ακριβώς. Ελαφρώς ξένο και άγνωστο.
του πιέζοντας την πάνω στην οδοντωτή κόχη του κου
Διαφορετικό, πιο λεπτό - δ ε ν είχε σημασία.
τιού, απλώνοντας έπειτα το χέρι για να πιάσει το σα
Σ' ένα από τα ράφια, στο κελάρι, υπήρχε ένα σα
κουλάκι με τη γαλέτα.
κουλάκι γαλέτα. Θυμόταν ότι είχε βρει λαδόχαρτο
Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, δεν γύριζε να το κοι
μέσα σε κάποιο κουτί που ήταν απέξω μπλε και κάτι
τάξει όπως κάνουν στις ταινίες. Οι πραγματικοί άν
άλλο. Αυτά τα πράγματα ήταν τώρα τα σημαντικά: τα
θρωποι δεν κοιτούν τα τηλέφωνα που κουδουνίζουν.
γεύματα, τα καθήκοντα, οι μικροδουλειές.
Η λαδόκολλα κόπηκε από το ρολό κάνοντας δια
Βημάτιζε αργά μέσα στα δωμάτια. Όποτε γδυνό
δοχικούς κρακ-κρακ-κρακ ήχους, καθώς σκιζόταν
ταν, πατώντας ξυπόλητη στο κρύο πάτωμα, έχοντας
πάνω στην πριονωτή κόχη του κουτιού, κι εκείνης της
την πλάτη γυρισμένη στο κρεβάτι, βγάζοντας από πάνω
φάνηκε ότι αυτός ο ήχος προερχόταν από τη ραχοκο
της ένα παλιό πουλόβερ, τον ένιωθε να στέκεται πίσω
καλιά της.
της και τότε μισογυρνούσε προς το κρεβάτι.
Σκεφτόταν διαρκώς τι θα έκανε την επόμενη μέρα.
Τις πρώτες μέρες του γυρισμού βγήκε μια φορά από
Προγραμμάτιζε τις μέρες της. Καθόταν στο δωμάτιο
το αυτοκίνητο και κόντεψε να λιποθυμήσει - όχι, δεν
με την ξύλινη επένδυση. Στεκόταν όρθια μέσα στην
ήταν αυτή η κατάρρευση κάθε σημαντικής λειτουργίας
μπανιέρα και ψέκαζε τα πλακάκια του τοίχου από
του οργανισμού, αλλά ένα μικρό ανήμπορο βούλιαγ-
ψηλά, μέχρι που την κατέκλυζε η βαριά μυρωδιά πεύ
μα προς το έδαφος, κάτι σαν να είχε ξεχάσει π ώ ς στέ
κου που ανέδινε το οξύ κι ο αιθέρας. Της ήταν δύσκολο
κεται κανείς όρθιος.
να πάψει να πατάει τη σκανδάλη.
Σκεφτόταν να τηγανίσει μια κοτολέτα και είχε πλή
Έκαψε το χέρι της στο τηγάνι και πήγε γραμμή στο
ρη συναίσθηση πως ήταν μόνη, άλλοτε παρακολουθώ
ψυγείο, αλλά δεν υπήρχε πάγος στην καταραμένη. Δεν
ντας τον εαυτό της σαν από απόσταση, κι άλλοτε νιώ
είχε γεμίσει την καταραμένη παγοτέτοια.
θοντας τον να στέκεται εκεί ακριβώς που στεκόταν και
Οι άνθρωποι ή σηκώνουν τα τηλέφωνα που χτυ
να είναι αυτός που ήταν, αλλά βλέποντας ταυτόχρονα
πάνε ή δεν τα σηκώνουν. Το άκουγε να χτυπάει. Αντη-
40
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ Χ Ρ Ο Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
41
χούσε σ' ολόκληρο το σπίτι, μια που όλα τα ακου
Όταν σήκωνε το μπράτσο της ψηλά, για να βγάλει
στικά κουδούνιζαν ταυτόχρονα πάνω στις συσκευές
από πάνω της ένα παλιό πουλόβερ, και χτυπούσε ελα
τους.
φρά το χέρι της σε κάτι που βρισκόταν από πάνω, ανα
Πόσο παράδοξο της φάνηκε ξαφνικά το γεγονός ότι
ρωτιόταν τι ήταν, παρόλο που αυτό είχε ξανασυμβεί,
κάποιες από τις μεγαλύτερες εταιρείες παρήγαν μα
και τότε θυμόταν την κρεμαστή λάμπα με το μεταλλι
ζικά γαλέτα, τη συσκεύαζαν και την πουλούσαν σ' ολό
κό αμπαζούρ που πήγαινε πέρα δώθε, τη λάμπα που
κληρο τον κόσμο. Τότε κοίταξε για πρώτη φορά πραγ
ήταν εντελώς αταίριαστη με το δωμάτιο, και στρεφό
ματικά το σακουλάκι και είδε στ' αλήθεια τι ήταν και
ταν προς το κρεβάτι και κοιτούσε - έριχνε μια φευγα
τι περιείχε, δηλαδή γαλέτα.
λέα ματιά, δεν κοιτούσε με προσμονή, κάτι άλλο ήταν
Καθόταν στο δωμάτιο με την ξύλινη επένδυση και προσπαθούσε να διαβάσει. Προηγουμένως είχε ανάψει φωτιά στο τζάκι. Το δωμάτιο είχε σχεδιαστεί φιλόδο
- έ ν α νόημα τόσο αδιόρατο, που της ξέφευγε. Υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε να καταλά βει, και κυρίως ένα.
ξα ως χώρος όπου κάθεσαι και πίνεις ένα μπράντι δί πλα στη φωτιά, ήταν όμως καθαρή αποτυχία με τα
Στην πόλη αντίκρισε μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά, μια
τόσο παράταιρα έπιπλα. Εκεί καθόταν πίνοντας τσάι
Γιαπωνέζα, που στεκόταν μόνη σ' ένα λιθόστρωτο μο-
και προσπαθώντας να διαβάσει ένα βιβλίο. Μόλις όμως
νοπατάκι μπροστά στο σπίτι της. Κρατούσε ένα λά
το μάτι της διέτρεξε την πρώτη σελίδα, το βλέμμα της
στιχο του κήπου και φαινόταν τόσο ανάλαφρη κάτω
ξέφυγε κι έμεινε καρφωμένο αδιάφορα στα αντικείμενα
από το βαρύ ουρανό, τόσο επίπεδη και ακίνητη, που,
που υπήρχαν τριγύρω.
έτσι όπως πότιζε ένα παρτέρι με άλικες φλόγες κι ο
Τις πρώτες μέρες του γυρισμού έτρωγε κάτι θαλασ
ανάλαφρος πίδακας διέγραφε μια καμπύλη από το
σινά της συμφοράς και περνούσε κάποιες από τις επό
στόμιο, έμοιαζε με εικόνα σε χαρτί περιτυλίγματος
μενες ώρες τρέχοντας στην τουαλέτα. Τουλάχιστον
δώρων.
ένιωθε ξανά το σώμα της. Σκεφτόταν ότι τίποτε δεν
Ό,τι έβλεπε της φαινόταν συγκεχυμένο - ό χ ι συγκε
συνεφέρνει το μυαλό και το σώμα, όσο ένα γερό κό
χυμένο, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενο, σε διαδικασία
ψιμο.
μεταμόρφωσης, κάτι που ταυτόχρονα είναι και κάτι
Ανέβαινε τις σκάλες και είχε την εντύπωση ότι ακούει τον εαυτό της από άλλα σημεία του σπιτιού.
άλλο• τι όμως, τι; Άρχισε ν' απαντάει στο τηλέφωνο. Στην αρχή η φωνή
42
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
43
που έλεγε «εμπρός, ποιος είναι, ναι» δεν ήταν ακρι
λουθώντας το λασπωμένο μονοπάτι π ο υ περνούσε
βώς η δική της• έβγαινε πολύ μαλακή, σαν στρεβλή, δι
μπροστά από ανεμοδαρμένα σπίτια και μια εκκλησία
στακτική απόπειρα άλλης φωνής. Είχε μαθευτεί ότι
δίχως καμπαναριό, ένα σαραντάλεπτο περπάτημα μέ
βρισκόταν εδώ και την έπαιρναν από τη Νέα Τόρκη,
χρι το εγκαταλειμμένο εργαστήρι χειροτεχνίας, όπου
όπου βρισκόταν το σπίτι της, ή φίλοι και συνάδελφοι
μάλλον θα έφτιαχναν κλινοσκεπάσματα και ξυλόγλυ
από άλλες πόλεις. Της τηλεφωνούσαν από διάφορες
πτα, σίγουρα πάντως κεραμικά, κι έπειτα γυρνούσε
πόλεις, για να της πουν ότι δεν καταλάβαιναν γιατί είχε
αμέσως πίσω. Το φέριμποτ είχε τακτικά δρομολόγια
επιστρέψει σ αυτύ το μέρος. Αυτό ήταν το τελευταίο
κι αυτό ήταν αρκετός λόγος για να κάνει κάθε τόσο
μέρος που θα έπρεπε να βρίσκεται, μόνη σ' ένα μεγά
το ταξίδι.
λο σπίτι στην ερημική παραλία, κι εκείνη περιδιάβαζε στα δωμάτια κι ανέβαινε τις σκάλες και προγραμμά
Το σχέδιο της ήταν να οργανώνει το χρόνο μέχρι να μπορέσει να ξαναζήσει.
τιζε τις δουλειές της επομένης, γιατί τα πράγματα που έπρεπε να γίνουν ήταν πολλά κι ο χρόνος λιγόστευε καθώς έπεφτε το φως. Ξαφνικά κοιτούσες και ήταν κιόλας σκοτάδι, αναπάντεχα.
Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες του γυρισμού, ξανάρ χισε τις αναπνευστικές της ασκήσεις. Έ π ρ ε π ε να ξα ναδούλεψει το σώμα της, να επαναλάβει την αγωγή με
Τα πρωινά ξυπνούσε νωρίς κι αυτή ήταν η χειρότε
τις εκτατικές κινήσεις και τις μεθοδικές συστροφές.
ρη ώρα, η πρώτη φονική στιγμή που, ξαπλωμένη όπως
Ξεκινούσε με τη σπονδυλική στήλη και προχωρούσε
ήταν στο κρεβάτι, θυμόταν κάτι και μέχρι να πάρει μια
προς τα άκρα κινούμενη με τα τέσσερα στο πάτωμα
ανάσα, καταλάβαινε τι ήταν.
και νιώθοντας την αορτή της ν' αναπηδά σε κάθε εκ
Της τηλεφωνούσαν πεντέξι φορές την ημέρα κι έπει
πομπή του αίματος από την καρδιά. Έ π ρ ε π ε να κάνει
τα λίγο πιο αραιά, κι εκείνη σκεφτόταν ότι αυτό που
κατακόρυφο και κυβιστήσεις. Έβγαζε έξω τη γλώσ
έκανε η Γιαπωνέζα -αν ήταν Γιαπωνέζα- να ποτίζει
σα της κι έπαιρνε κοφτές ανάσες σε μια εσωτερικά
τον κήπο της, όταν ο ουρανός έδειχνε ότι θα βρέξει,
χρονομετρημένη αλληλουχία με την ακρίβεια που ανα
ήταν όμορφο και συνάμα προβληματικό.
γνώριζε στο κρακ-κρακ-κρακ των μεσοσπονδύλιων δί
Έπαιρνε το μικρό σαραβαλιασμένο φέριμποτ για το Λιτλ Μουν, όπου δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει παρά έναν περίπατο μέχρι την άλλη άκρη του νησιού, ακο-
σκων, καθώς η πλάτη της τραβιόταν από πάνω προς τα κάτω. Μέσα της όμως είχε χάσει τον κόσμο.
Ντον
44
ΝτεΛιλλο
Ο νυχτερινός ουρανός, διάσπαρτος από αστρική σκόνη και κατακλυσμούς ακτινών γάμμα, βρισκόταν τόσο κοντά, εκείνη όμως δεν τον έβλεπε, όπως άλλο τε, σαν πλάτεμα ψυχής, σαν ένα θαύμα που την άφηνε άφωνη, κάτι που υπήρχε πέρα από τη γλώσσα, κλει σμένο στο πιο αρχέγονο κομμάτι του εαυτού της. Σταμάτησε να ακούει τα δελτία καιρού. Αποδεχό ταν τον καιρό όπως ήταν μέρα με τη μέρα, άλλοτε κρύος, άλλοτε βροχερός κι άλλοτε όλο αέρα, ενώ στις πλαγιές οι καμπούρες των μεγάλων ογκόλιθων, που θύμιζαν εμβλήματα κάποιας φυλής, πάλλονταν κάτω από τις αστραπές της θύελλας της ιστορίας και του χρόνου. Έκοβε ξύλα για το τζάκι. Περνούσε ώρες και ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, χαζεύοντας τη συνεχή ροή του ζωντανού προγράμματος από την άκρη ενός δρόμου με δυο λωρίδες σε κάποια πόλη της Φινλανδίας. Στην Κότκα, στη Φινλανδία, ήταν μεσά νυχτα, κι εκείνη κοίταζε την οθόνη. Την ενδιέφερε γιατί ήταν κάτι που συνέβαινε τώρα, καθώς ήταν καθισμένη εκεί, και γιατί συνέβαινε συνεχώς όλο το εικοσιτετράω ρο, απρόσωπα' φαίνονταν αυτοκίνητα να μπαίνουν και να βγαίνουν από την Κότκα ή απλώς ο άδειος δρόμος στους νεκρούς χρόνους. Οι νεκροί χρόνοι ήταν οι κα λύτεροι. Καθόταν και κοίταζε την οθόνη. Παρακολουθούσε καταναγκαστικά, αλλά το θέαμα ήταν αρκετά αληθι νό, ώστε να αντέχεται η συγκυρία όταν δεν συνέβαινε
01 ΧΡΟΝΟΙ Τ 0 Γ
ΣΩΜΑΤΟΣ
45
τίποτε. Η συγκυρία έτρεφε την κατάσταση. Στην Κότ κα ήταν τρεις το πρωί' εκείνη περίμενε να εμφανιστεί κάποιο αυτοκίνητο - ό χ ι πως αναρωτιόταν ποιος ήταν μέσα. Υπήρχε απλώς το γεγονός που διαδραματιζό ταν στην Κότκα. Η αίσθηση της οργάνωσης, ένας τό πος βαλμένος σ' ένα σταθερό πλαίσιο όπως φαίνεται τη στιγμή που τον κοιτάς, ενώ σε μια γωνιά της οθό νης αναγραφόταν ψηφιακά η τοπική ώρα. Η Κότκα ήταν ένας εντελώς άλλος κόσμος, αλλά εκείνη τον έβλε πε μέσα στη δική του πραγματικύτητα, με τις ώρες του, τα λεπτά του και τα δευτερόλεπτα του. Σκέφτηκε ότι μπορεί κάποιος ν' αυνανιζόταν με αυτό το θέαμα, με την εμφάνιση ενός αυτοκινήτου στο δρόμο της Κότκα στη μέση της νύχτας. Η σκέψη πήγε να την κάνει να γελάσει. Έκοβε ξύλα. Καθημερινά φρόντιζε να έχει κάποιες ώρες για τη μετάδοση μέσω ίντερνετ από την Κότκα. Δεν γνώριζε το νόημα αυτής της μετάδοσης, αλλά την αντιμετώπιζε ως ποιητική πράξη που αιωρείται στον αέρα. Ήταν καλύτερα στους νεκρούς χρόνους. Το μυαλό της άδειαζε και η ίδια αι σθανόταν τη βαθιά σιωπή άλλων τόπων, το μυστήριο τού να βλέπει στην άλλη μεριά της γης ένα μέρος απο γυμνωμένο από οτιδήποτε άλλο πέραν ενός δρόμου που έρχεται και φεύγει -δύο πραγματικότητες που συμπίπτουν χρονικά-, ενώ οι αριθμοί στο ψηφιακό κα ντράν άλλαζαν με μια παράξενη και υπόκωφη βιασύ νη, με τα δευτερόλεπτα να αυξάνονται σε λεπτά, τα
Ντον
46
ΝτκΛιλλο
λεπτά να κυλούν προς τη συμπλήρωση της ώρας, κι εκείνη καθόταν και κοιτούσε περιμένοντας να δει στο
01 Χ Ρ Ο Ν Ο Ι ΤΟΥ
ΣΩΜΑΤΟΣ
47
«Μπουκώνομαι» είπε η Μαριέλα, «κοιτάω έξω από το παράθυρο και σου μιλάω».
βάθος του δρόμου το φευγαλέο σχήμα ενός αυτοκινή
«Τι τρως;»
του.
«Καροτάκια κομμένα λουρίδες». « Α υ τ ό δεν λέγεται μπούκωμα».
Τηλεφώνησε η Μαριέλα, μια φίλη της, συγγραφέας, από τη Νέα Υόρκη.
« Α υ τ ό λέγεται λιμοκτονώ - το ξέρω. Παίζονται κά ποιες από τις πρώτες ταινίες του στο Κέντρο Κινημα
«Είσαι καλά;»
τογράφου. Εσύ δεν τον ήξερες από τόσο παλιά. Αυτό
«Τι περιμένεις να σου π ω ; »
θα μπορούσε να είναι στα συν».
«Δεν ξέρω. Μήπως νιώθεις μοναξιά;» «Θα 'πρεπε να υπάρχει κάποια άλλη λέξη. Όλοι νιώθουν μοναξιά. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό». «Μην το σκέφτεσαι όμως. Δεν ξέρω. Θα σου ήταν πιο εύκολο».
Το πρωί άκουσε το θόρυβο. Είχε γίνει αντιληπτός με τον ίδιο τρόπο που τον είχε ξεχωρίσει την πρώτη φορά, πριν από τρεις μήνες περίπου, τότε που είχαν ανεβεί μαζί με τον Ρέι για να δουν τι ήταν. Εκείνος είπε ότι
«Αυτήν τη συζήτηση θα έπρεπε να την κάνεις με κά-
ήταν κάποιος σκίουρος ή ρακούν, που είχε παγιδευτεί
ποιαν άλλη. Εγώ δεν είμαι καλή σε τέτοιου είδους συ
σε κάποιο σημείο. Εκείνη σκέφτηκε ότι ήταν ηθελημέ
ζητήσεις».
να φευγαλέος. Ότι είχε μια συγκρατημένη χροιά. Δεν
«Αν δεν είχες εξοριστεί εκεί πέρα... Κανονικά θα
νόμιζε ότι προερχόταν από ζώο. Της έδωσε την αίσθηση
έπρεπε να βρίσκεσαι ανάμεσα στους δικούς σου αν
του σχεδόν οικείου, σαν κάτι να βρίσκεται εδώ, ν' ανα
θρώπους, στα πράγματα σου. Μόνη, δεν σου κάνει
πνέει τον ίδιο αέρα με μας και να κινείται όπως εμείς.
καλό. Ξέρω πώς ένιωθες για εκείνον. Και πόσο σπα
0 θόρυβος είχε τη χροιά ενός σώματος που διασχίζει
ρακτικό είναι. Θεέ μου. Αλλά δεν πρέπει να κλειστείς
το χώρο, αλλά, όταν κοίταξαν, δεν βρήκαν τίποτε.
στον εαυτό σου. Ξέρω ότι είσαι αποφασισμένη. Είσαι
Τούτη τη φορά τον άκουσε ενώ βρισκόταν στην κου
αρκετά ισχυρογνώμων παρά τους υπόγειους τρόπους
ζίνα. Πήρε το τσάι της κι ανέβηκε επάνω. Πέρασε τα
σου. Αλλά πρέπει να βγεις από αυτή την κατάσταση,
δωμάτια στο τέρμα του σαλονιού του δευτέρου ορό
όχι να χωθείς πιο βαθιά. Μην κλείνεσαι».
φου. Τον σκοτεινό τρίτο όροφο με τις καμένες λάμπες,
«Πες μου τι κάνεις τ ώ ρ α » .
απ' όπου τα περισσότερα έπιπλα είχαν αφαιρεθεί. Ανέ-
48
Ν ΤΟΝ ΝΤΕΛ ΙΛΛΟ
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
49
βηκε την κοντή σκαλίτσα που έβγαζε στη θολωτή σο
κτο. Διέτρεξε το χρόνο μέχρι πίσω στις πρώτες ενδεί
φίτα. Την ώρα που το πάνω μέρος του σώματος της
ξεις ότι υπήρχε κάποιος μέσα στο σπίτι, και όλες οι
πρόβαλε μέσα στο χώρο που ήταν αρκετά φαρδύς και
εντυπώσεις της, ξεκαθαρισμένες πια και επιβεβαιωμέ
χρησίμευε ως αποθτίΧΎ], γύρισε το κεφάλι της δεξιά κι
νες, την οδήγησαν αδιάψευστα στην παρούσα στιγμή.
αριστερά κοιτώντας την ακινησία. Όταν πάτησε το πάτωμα της σοφίτας, το τσάι της είχε κρυώσει. Ψα χούλεψε τα χαρτόκουτα με τις στρώσεις των παλιών ρούχων και κοίταξε έγγραφα που είχαν κιτρινίσει μέσα σε δερμάτινα ντοσιέ. Πιο κει υπήρχε μια βαλσαμωμέ νη κουκουβάγια και μια στοίβα υδατογραφίες χωρίς κορνίζα, πολύ σκεβρωμένες. Είδε ένα φύλλο που στρι φογύριζε στον αέρα, ακριβώς έξω από το παράθυρο. Ένα κεχριμπαρένιο φυλλαράκι κάτω από το κλαδί του δέντρου που απλωνόταν πάνω από τη σκεπή. Δεν φαι νόταν ίχνος ιστού χρυσαλλίδας απ' όπου θα μπορούσε να κρέμεται το φύλλο ούτε κάποια άκρη από τα υλι κά με τα οποία φτιάχνουν τα πουλιά τη φωλιά τους. Μόνο το φύλλο που στριφογύριζε στον αέρα. Τον ανακάλυψε την επόμενη μέρα σ ένα μικρό υπνοδωμάτιο του τρίτου πατώματος, που βρισκόταν δίπλα στο μεγάλο άδειο δωμάτιο στην άλλη άκρη του σαλονιού. Ήταν μικροκαμωμένος και λεπτύκορμος ώστε στην αρχή τον πήρε για παιδί, με μαλλιά στο χρώ μα της άμμου, και φαινόταν σαν να είχε μόλις ξυπνή σει από βαθύ ύπνο ή νάρκωση. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού φορώντας τα εσώρουχα του. Ακαριαία σκέφτηκε ότι ήταν αναπόφευ-
ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΖΕ.
«Πες μου. Πόσον καιρό βρίσκεσαι εδώ;» Δεν σήκωσε το κεφάλι του. Η παρουσία του είχε κάτι το τόσο παράξενο, που εκείνη άκουσε τα λόγια της να αιωρούνται στο δωμάτιο, αναμενόμενα και τε τριμμένα. Δεν ένιωσε φόβο. Της έδινε μια εντύπωση εγκατάλειψης -κάποιου που χάθηκε και βρέθηκε- κι εκείνη θεώρησε ευρέτη τον εαυτό της. «Ήσουνα εδώ» είπε μιλώντας αργά και καθαρά. Την κοίταξε και τώρα της φάνηκε μεγαλύτερος, λες κι αυτή η ελάχιστη κίνηση του σηκώματος του κε φαλιού, το απλό ανασήκωμα του πιγουνιού και των ματιών, να στάθηκε αποφασιστική για τη μεταμόρφωση του - μεγαλύτερος και ελαφρώς ιδρωμένος, μια γυα λάδα απλωνόταν στο μέτωπο και τα μάγουλα του. Κάτι της είπε. Εκείνη είπε: «Τι;» Τα εσώρουχα του αποτελούνταν από ένα λευκό μποξεράκι και μια κοντομάνικη φανέλα που του έπε φτε πολύ μεγάλη. Εκείνη τον παρατηρούσε από πάνω ως κάτω, ανοιχτά, παντού.
52
Ν 'Γ Ο Ν Ν Τ Ε Λ Ι Λ Λ ο
53
0 1 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
«Δεν μ π ο ρ ε ί » της είπε.
εδώ έξω. Προσπάθησε να μην τον πιέσει
«Μα, γιατί βρίσκεσαι εδώ; Ήσουνα πολύ καιρό;»
ρίες. Η απόσταση που κρατούσε, ο διστακτικός τρόπος
Έσκυψε το κεφάλι του και φάνηκε σαν να τα σκέ
που μιλούσε και κινούνταν σαν αυτοδίδακτος, η εντύ
φτεται, λες και επεξεργαζόταν τα δεδομένα ενός σύν
πωση που έδινε ότι δεν τον απασχολούσε το τι θα απο
θετου προβλήματος.
γίνει τώρα, όλα αυτά της κέντριζαν το ενδιαφέρον.
Στέκονταν έξω από το σπίτι, κοντά στην κορυφή του
ρία, αλλά στην περιορισμένη δυνατότητα του να σταθ
επικλινούς αγρού, κι αγνάντευαν στη θάλασσα ένα ψα
μίσει τις επιπλοκές. Δεν ήταν σίγουρη τι σήμαινε για
ροκάικο αστακών, που διέσχιζε αγκομαχώντας τις λευ
εκείνον το να τον έχουν βρει μέσα στο σπίτι αλλουνού.
κές κορυφές των κυμάτων. Τον είχε ταΐσει με τη σού
0 αέρας φυσούσε τώρα πιο δυνατά κι εκείνοι έκα
πα που είχε περισσέψει και λίγο ψωμί, μια δυο φρυ
ναν μεταβολή. Την διασκέδαζε η σκέψη ότι είχε έρθει
για πληροφο
Σκεφτόταν ότι δεν οφείλονταν σε απάθεια ή αδιαφο
γανιές. Έ π ρ ε π ε να πατήσεις δυο φορές το μαραφέτι
από τον κυβερνοχώρο, ότι ήταν ένας άντρας που είχε
για να ψηθούν σωστά οι φέτες του ψωμιού.
προβάλει μέσα από την οθόνη του κομπιούτερ της κα
« Τ ι βλέπεις;» του είπε, δείχνοντας με το χέρι προς το καΐκι και τα σύννεφα που μαζεύονταν. <Τα δέντρα είναι μερικά από α υ τ ά » είπε εκείνος. «. «ι<Λυγίζουν. Κουνιούνται από τον αέρα. Εκείνα εκεί είναι σημύδες. Λευκές. Α π ό αυτές βγαίνει το χαρτί».
ταμεσής της νύχτας. Ερχόταν από την Κότκα της Φιν λανδίας. Εκείνη είπε: «Δεν έβρεξε. Θα βρέξει». 0 τρόπος που κινούνταν στο χώρο, είτε μέσα στο σπίτι είτε έξω από αυτό, δεν ήταν άνετος, λες και
«Λευκές».
υπήρχαν ε μ π ό δ ι α στον αέρα. Τον παρακολουθούσε
«Ναι, λευκές. Αλλά πέρα από τα δέντρα».
πώς περπατούσε δειλά μέσα στο σπίτι, πώς βημάτιζε
«Πέρα από τα δέντρα».
σέρνοντας κάπως τα πόδια. Μπορεί να φοβόταν τη με
«Εκεί. μακριά» είπε εκείνη.
τεώριση. Της ήταν αδύνατο να πάψει να τον παρατη
Έμεινε για λίγο να κοιτάει σιωπηλός.
ρεί.
«Έβρεξε πολύ».
Ήταν συνεχώς σαν να. Ό,τι κι αν έκανε γινόταν σαν
«Θα βρέξει. Έρχεται βροχή» είπε εκείνη.
να. Της χρειαζόταν κάποια άλλη αναφορά για να μπο
Φορούσε ένα αντιανεμικό, ένα πρόχειρο πανταλόνι
ρέσει να τον καταλάβει.
εργασίας και δεν φαινόταν χαρούμενος που βρισκόταν
Ν τ ο ν Ν τ ι•: Λ ι Λ λ ο
54
55
οι ΧΡΟΝΟΙ τ ο ν ΣΩΜΑΤΟΣ
Κάθονταν στο καταθλιπτικό δωμάτιο με την ξύλινη
για να μην του κρεμάσει προς τα κάτω. Αυτό της θύ
επένδυση, κάτω από χαλκογραφίες ιστιοφόρων. Το τη
μισε κάποιον.
λέφωνο χτυπούσε. Εκείνος κοίταζε τα καρβουνιασμένα
«Μίλα μου. Εγώ μ ι λ ά ω » είπε εκείνος.
κούτσουρα, που είχαν απομείνει στο τζάκι από τη φω
Της φάνηκε ότι κατάλαβε τι εννοούσε
μ αυτό. Στον
τιά της περασμένης νύχτας, κι εκείνη τον παρατηρούσε.
τόνο της φωνής του διακρινόταν κάτι το μάταιο, μια
Τα βιβλία πάνω στα χαμηλά ράφια ήταν, ως επί το πλεί
κούραση από την ατέρμονη προσπάθεια, υποβάλλοντας
στον, καλοκαιρινά αναγνώσματα, απ' αυτά που βρίσκει
την αίσθηση ότι υπήρχαν πράγματα που, όσο κι αν μι
κανείς σε ενοικιαζόμενα σπίτια, βιβλία που ταίριαζαν
λούσε, δεν θα μπορούσε εύχολα
στην περίσταση, με ξεθωριασμένες εικόνες άλλων σπι
σει. Μέχρι και οι χειρονομίες του έμοιαζαν σημαδεμέ
τιών κι άλλων καλοκαιριών στο εξώφυλλο, ή καζαμίες
νες από αυτό τον αγώνα. Κι εκείνη κατάλαβε ότι θα
να της τα ξεκαθαρί
και άτλαντες, ενώ το πάνω μέρος αυτών που είχαν με
έπρεπε να τηλεφωνήσει σε νοσοκομεία και κλινικές, σε
γαλύτερο σχήμα φωτιζόταν από μια λωρίδα ήλιου.
ψυχιατρικά ιδρύματα, για να ρωτήσει μήπως έχασαν
Το πιγούνι του ήταν χωνεμένο προς τα μέσα, τόσο
κανέναν ασθενή.
ρουφηγμένο, που έδινε στο πρόσωπο του μια όψη ημι
Οι σταγόνες της βροχής αντήχησαν στην αρχή πάνω
τελή, ενώ τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και άγρια
στα τζάμια με ελαφρά αραιά χτυπήματα κι έ π ε ι τ α
σαν σύρμα, με τούφες που πετιούνταν δεξιά κι αρι
άνοιξαν οι ουρανοί βροντοχτυπώντας πάνω στη στέγη
στερά.
της κλειστής με τζαμαρία βεράντας και γεμίζοντας τις
Έ π ρ ε π ε να συγκεντρωθεί για να παρατηρήσει αυτά
υδρορρόες, ενώ εκείνοι χάθονταν
τα χαρακτηριστικά. Τον κοιτούσε κι ύστερα έπρεπε να
Εκείνη είπε: «Πώς σε λ έ ν ε ; »
τον ξανακοιτάξει. Στο παρουσιαστικό του υπήρχε από
Την κοίταξε.
λεπτό σε λεπτό κάτι το ρευστό, η φυσική του παρου
Εκείνη είπε: «Ήρθα εδώ για να είμαι μόνη μου. Εί
σία ήταν αχνή.
κι άκουγαν.
ναι πολύ σημαντικό για μένα αυτό. Είμαι διατεθειμέ
«Μίλα μ ο υ » του ψιθύρισε.
νη να περιμένω. Θα σου δώσω την ευκαιρία να μου πεις
Καθόταν με τα πόδια του σταυρωμένα αδέξια και,
ποιος είσαι. Δεν θέλω όμως κάποιον μέσα στο σπίτι
έτσι όπως το ένα μπατζάκι του ήταν μαζεμένο ψηλά
μου. Θα σου δώσω μια ευκαιρία» είπε, «αλλά δεν πρό
στην κνήμη, εκείνη μπορούσε να δει ότι είχε δέσει το
κειται να περιμένω επ' αόριστον».
πάνω μέρος της κάλτσας του μ' ένα κομμάτι σπάγγο,
Δεν είχε πρόθεση ν' ακουστούν αυτά που είπε σαν
56
Ντον
ΝτεΛιλλο
οι ΧΡΟΝΟΙ τ o r ΣΩΜΑΤΟΣ
57
επίσημη προειδοποίηση, αλλά μάλλον έτσι ακούστηκαν.
μέρες και φαλακρός όταν έλαμπε ο ήλιος, και ο οποίος
Θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στην κοντινότερη υπηρε
κόλλησε κάποτε με σελοτέιπ μια ξηλωμένη ραφή στα
σία αστέγων, που κάθε άλλο παρά κοντά θα βρισκό
παπούτσια του, ένας άνθρωπος που μιλούσε τόσο δι
ταν, και ίσως και στην εκκλησία στην πόλη ή την εκ
στακτικά, σχεδόν μπέρδευε τα λόγια του, που έκανε
κλησία που ήταν χωρίς καμπαναριό στο Λιτλ Μουν και,
τους λίγους ευαίσθητους μαθητές να νιώθουν ενοχλη
τελικά, αν τίποτε άλλο δεν έφερνε αποτέλεσμα, θα
μένοι για λογαριασμό του και πιο νευρικούς τους νευ
έπρεπε να φωνάξει την αστυνομία.
ρικούς, που ήταν όλοι οι υπόλοιποι.
« Ε γ ώ βρίσκομαι εδώ εξαιτίας του Ρέι που ήταν ο
Προς τιμήν του έδωσε στον επισκέπτη το όνομα του:
άντρας μου που πέθανε. Δεν ξέρω γιατί σ τα λέω αυτά,
κύριος Τάτλ. Νόμιζε ότι έτσι θα τον καταλάβαινε ευ
αφού σίγουρα δεν χρειάζεται. Έχω ανάγκη, όμως, να
κολότερα.
μείνω εδώ μόνη μου για λίγο. Θέλω απλώς να μου πεις αν με καταλαβαίνεις».
«Πες μου κάτι» του ψιθύρισε.
Κούνησε το χέρι του με τρόπο που φάνηκε να ση
Εκείνος ξεσταύρωσε τα πόδια του, κάθισε σαν κού
μαίνει ότι δεν χρειαζόταν να του πει περισσότερα. Φυ
κλα σε μια κόκκινη βαθιά πολυθρόνα ακουμπώντας
σικά και καταλάβαινε. Μπορεί όμως και όχι.
από ένα χέρι σε κάθε γόνατο και στράφηκε προς το
Η καταιγίδα λυσσομανούσε κι εκείνοι κάθονταν κι άκουγαν. Η βροχή ήταν τόσο έντονη, που δεν μπορού σαν να μην την ακούν. Θα μπορούσε να τηλεφωνήσει
μέρος της. « Ξ έ ρ ω π ό σ ο » είπε. « Ξ έ ρ ω πόσο αυτό το σπίτι. Μόνη δίπλα στη θάλασσα».
και στο μεσιτικό γραφείο και να παραπονεθεί ότι
Φαινόταν αν όχι ευχαριστημένος, πάντως ικανο
υπήρχε κάποιος άλλος στο κτίριο. Να κάτι άλλο που
ποιημένος, με την τεχνική σημασία του όρου, που είχε
μπορούσε να κάνει.
καταφέρει ν' αραδιάσει αυτές τις τελευταίες λέξεις. Και
Παρόλο που είχε μόλις μεσημεριάσει, είχε την εντύ
πράγματι, αυτήν τη φράση, την ειπωμένη από τον κύ
πωση ότι εκείνος βρισκόταν εδώ ολόκληρη εβδομάδα.
ριο Τατλ, την άκουσε σε όλη την αντήχηση του βάθους
Κάθονταν και κοιτούσαν τη χθεσινοβραδινή φωτιά.
της. Τέσσερις λέξεις ήταν όλες κι όλες. Κι όμως, την
Τότε συνειδητοποίησε ποιον της είχε θυμίσει.
είχαν τοποθετήσει στο κέντρο αντικρουόμενων κατα
Ήταν ένας καθηγητής της φυσικής που είχε στο γυ
στάσεων, εσωτερικών και εξωτερικών την ίδια στιγμή.
μνάσιο, που φαινόταν κατάξανθος τις συννεφιασμένες
Το σπίτι, η απλωσιά της θάλασσας απέξω, το πώς η
58
Ντον
ΝτεΛ
ιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT
ΣΩΜΑΤΟΣ
λέξη μόνη αναφερόταν σ εκείνη και στο σπίτι, και το
Εκείνος είπε: « Ε σ ύ όμως δεν έ φ υ γ ε ς » .
πώς η λέξη θάλασσα
Γύρισε και τον κοίταξε.
ενίσχυε την ιδέα της μοναξιάς,
59
υποβάλλοντας όμως και μια έντονη ανακούφιση, ένα
« Θ α φύγω. Σε μερικές βδομάδες. Όταν έρθει η
μέσο διαφυγής πέρα από τα όρια του περιτοιχισμέ
ώ ρ α » είπε. «Όταν λήξει η μίσθωση. Ή νωρίτερα. Θα
νου με βιβλία εαυτού
φύγω».
της.
Ήξερε ότι ήταν βλακώδες να τα ξεψαχνίζει τόσο.
« Α λ λ ά δεν το κάνεις» της είπε.
Να ανακαλύπτει π ρ ά γ μ α τ α εκεί π ο υ δεν υπήρχαν.
Αυτή η αλλαγή από τον αόριστο στον ενεστώτα
Αυτή, όμως, την επίδραση είχαν πάνω της τα λόγια του
ακούστηκε σαν να είχε υπερπηδηθεί κάποιο εμπόδιο
καθώς σχημάτιζαν τη φράση αργά, όπως προχωράει η
ή απαγόρευση. Χρειάστηκε να τεντώσει το κορμί του
σκιά, αναδεικνύοντας κάθε όψη και πλευρά των λέ
για να το ξεστομίσει. Κι εκείνη άκουσε κάτι στον τόνο
ξεων, λέξεων που έμοιαζαν με φεγγάρια σε διαφορε
της φωνής του. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό, αλλά την έκα
τική φάση.
νε να σηκωθεί και να πάει κοντά στο παράθυρο.
Του είπε: «Μ' αρέσει το σπίτι. Ναι, θέλω να βρί
Στάθηκε εκεί κοιτώντας τη βροχή. Σκέφτηκε ότι
σκομαι εδώ. Είναι όμως νοικιασμένο. Το νοικιάζω. Σε
ίσως εκείνος να έμενε σε κάποιο από τα τροχόσπιτα
έξι εφτά βδομάδες θα έχω φύγει. Ίσως και σε λιγότε
που ήταν σκορπισμένα στις παρυφές του δάσους έξω
ρο. Το έχουμε νοικιάσει αυτό το σπίτι. Πέντε ή έξι βδο
από την πόλη, κοντά της αλλά εντελώς αποκομμένα
μάδες. Πιο λ ί γ ο » είπε.
από αυτήν, με τις καρότσες πάνω σε τσιμεντόλιθους,
Δεν τον κοιτούσε τώρα. Κοιτούσε τις ανάστροφες
κι ένα κοπρόσκυλο να ξύνεται κουλουριασμένο πάνω
των χεριών της, τα τεντωμένα δάχτυλα, κοιτούσε και
στο χώμα και τα φύλλα ίσως ήταν ο μεγάλος γιος που
-
σκεφτόταν, ξανάφερνε στο νου της στιγμές με τον Ρέι,
ανέκαθεν ήταν έτσι, απρόσιτος, διαρκώς εξαρτώμενος
όχι ακριβώς στιγμές, αλλά διάρκειες ή στιγμές πυκνόρ-
από τους άλλους, ένα ζωντανό μέσα σ' ένα στενόμα
ρευστου χρόνου, έναν ερωτισμό του βλέμματος και του
κρο κουτί μαζί με τους ξερακιανούς γερασμένους γο
αγγίγματος, κι έχωσε τη μία παλάμη μέσα στην άλλη
νείς του, που ποτέ δεν αποκαλούν ο ένας τον άλλο με
νιώθοντας την έλλειψη του με όλο της το σώμα, νιώ
το όνομα του, ο γιος που πότε πότε φεύγει και περι
θοντας σεξουαλικά και αβυσσαλέα μόνη κι έχοντας τα
πλανιέται για μέρες πηγαίνοντας όπου πηγαίνει, μουρ
μάτια καρφωμένα στις αρθρώσεις των δαχτύλων της
μουρίζοντας, αλώβητος μέσα στη φυσαλίδα του κόσμου
που άσπριζαν από την πίεση.
του.
Ντον
60
ΝτεΛιλλο
0 1 Χ Ρ Ο Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
61
Μπορεί και να μην είναι έτσι, σκέφτηκε. Δεν άκου
και αντήχηση• και πόσο δύσκολο, σχεδόν απόκοσμο,
σε αυτό στη φωνή του. Υπήρχε κάτι στην άκρη, κάτι
στάθηκε στην αρχή το να διακρίνει τη δική της φωνή
άσχετο με το ύψος των εισοδημάτων, τους χρόνους των
στο στόμα κάποιου άλλου, στο δικό του, κι ύστερα
ρημάτων ή τα προγράμματα που έβλεπαν οι γονείς του
πόσο ενοχλητικό. Δεν ήταν βέβαιη ότι άκουγε τη φωνή της. Μετά,
στην τηλεόραση. Έκανε μεταβολή μπροστά στο παράθυρο και τον
ήταν. Εκείνη την ώρα δεν μιλούσε πια για καρέκλες,
παρότρυνε να μιλήσει λιγάκι. Φάνηκε να τον ευχαρι
λάμπες ή μοτίβα του χαλιού. Φάνηκε να υιοθετεί το
στεί η ιδέα. Κομπιάζοντας συνεχώς, μίλησε για αντι
δικό της ρόλο σε μια συζήτηση με κάποιον τρίτο. Προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που άκου
κείμενα που βρίσκονταν στο δωμάτιο κι εκείνη ανα ρωτιόταν τι ήταν αυτό που εκείνος έβλεπε ή δεν μπο ρούσε να δει ή έβλεπε τόσο διαφορετικά, ώστε να μην
γε. Εκείνος, μιλώντας, χειρονομούσε, τα χέρια του ακο- t
της είναι δυνατό ν' ανακαλέσει καν το περίγραμμα του.
λουθούσαν το ρυθμό των λέξεων κι εκείνη άρχισε να
Εκείνος μιλούσε κι εκείνη άρχισε ύστερα από λίγο
καταλαβαίνει ότι αυτά τα λόγια ή άλλα παρόμοια τα
να καταλαβαίνει τι άκουγε. Της χρειάστηκαν πολλα
είχε πει η ίδια στον Ρέι, εδώ, στο σπίτι. Ήταν συνηθι
πλά επίπεδα πρόσληψης. Της χρειάστηκε ολόκληρη η
σμένες παρατηρήσεις γ ι α ένα τηλεφώνημα π ο υ της
κοινωνική ιστορία τον πώς οι άνθρωποι ακούν ό,τι λένε
έκαναν κάποιοι φίλοι που ήθελαν να τους επισκεφτούν.
οι άλλοι. Η φωνή του είχε μια ιδιομορφία, ένα χαρα
Θυμήθηκε, ανακάλεσε θολά στο νου της την εικόνα του
κτηριστικό γνώρισμα που, όσο μιλούσε, εκδηλωνόταν
εαυτού της να στέκεται στα πόδια της σκάλας κι εκεί
σαφέστερα και που εκείνη κατάφερε ν' αναγνωρίσει την
νος, ο Ρέι, να βρίσκεται στο δεύτερο όροφο, βηματί
προέλευση του.
ζοντας πάνω κάτω στο σαλόνι και δουλεύοντας το σε
Τον παρατηρούσε. Εξακολουθούσε να είναι το ίδιο
νάριο.
ανθρωπάκι που είχε ανακαλύψει νωρίτερα, χωρίς την
Τώρα στεκόταν δίπλα στο παράθυρο. Η φωνή άρ
παραμικρή εμφανή συναίσθηση του τι προκαλούσε η
χισε να τρεμοπαίζει και να σβήνει, το χέρι του όμως
παρουσία του.
εξακολουθούσε να κινείται τονίζοντας το αδύναμο τέ
Δεν επρόκειτο για ξεκάθαρη μίμηση, άκουσε, όμως,
μπο.
στοιχεία της δικής της φωνής, την κοφτή εκφορά, τον
Άρπαξε ένα πανωφόρι από την κρεμάστρα και βγή
ελαφρό βόμβο βαθιά μέσα στο λαιμό, το δικό της τόνο
κε έξω στη βροχή. Σήκωσε το μπράτσο της και το κρά-
Ντον
62
ΝτεΛιλλο
τησε απλωμένο πάνω από το κεφάλι της, ενώ διέσχιζε το γρασίδι γ ι α να πάει στο λασπωμένο δρομάκι όπου ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο. Η πόρτα του ήταν ξεκλείδωτη, γιατί δεν υπήρχε λόγος να κλειδώνει κα νείς τις π ό ρ τ ε ς σ' ένα μέρος τόσο απομονωμένο, κι εκείνη μπήκε μέσα και κάθισε. Η βροχή σάρωνε το μπαρμπρίζ κατά κύματα. Κάθισε εκεί τρέμοντας ολό κληρη και της ήταν δύσκολο να πάψει ν' ακούει αυτή
π έ ν τ ε π ο τ λ ι α ΚΑΘΟΝΤΑΝ α κ ί ν η τ α π ά ν ω στην τ α ΐ σ τ ρ α ,
τη φωνή. Το ένα από τα πίσω τζάμια ήταν κατεβα
στραμμένα όλα προς τα έξω, με την πλάτη γυρισμένη
σμένο δυο δάχτυλα και η μυρωδιά του βρεγμένου λι-
στην τροφή. Εκείνη τα κοίταζε. Δεν ήταν τ ό σ ο ότι
βαδιού, η ευωδιά της βροχής στην εξοχή και η επίδρα
άκουγαν ή έβλεπαν κάτι, όσο ότι το ένιωθαν, προση
ση της θάλασσας, της αύρας και της μνήμης ανακα
λωμένα στην αίσθηση.
τεύονταν στον αέρα, εκείνη όμως εξακολουθούσε να
Σκέφτηκε ότι όλες αυτές οι λέξεις ήταν λάθος.
ακούει τη φωνή και να βλέπει το χέρι να κινείται, το
Αυτή η ταΐστρα κρεμόταν έξω από την κλειστή βε
χέρι του Ρέι, με τα δυο δάχτυλα ενωμένα, να πηγαίνει
ράντα, κι εκείνη στεκόταν μπροστά στο μεγάλο παρά
πέρα δώθε.
θυρο του κάτασπρου δωματίου
Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί. Ίσως πολλή.
περιμένοντας τον κύ
ριο Τατλ.
Η βροχή μαστίγωνε τη σκεπή και το καπό. Πόση ώρα
Α π ό τότε που είχε γυρίσει δεν έπαψε να τοποθετεί
είναι η πολλή ώρα; Μπορεί να είναι τόση ή περισσό
ταΐστρες. Το εύρος της φύσης που περιέβαλλε το σπί
τερη. Στο τέλος, άνοιξε με μια σπρωξιά την πόρτα και
τι αποτελούσε το κυρίως πεδίο του γήινου περιβάλ
ξαναγύρισε στο σπίτι κρατώντας πάλι το πανωφόρι
λοντος της. Εκείνης, όμως, της δίνει την αίσθηση ότι
ψηλά.
ταΐζει όλα τα πουλιά της οικουμένης, κάθε ταΐστρα και διαφορετικός σπόρος, μερικές φορές διαφορετικά είδη σπόρων, ένα ανοιχτόχρωμο κι ένα σκούρο, στρωμένα στην ίδια ταΐστρα, κι αυτά έρχονται και τσιμπολογούν ή δεν έρχονται, αλλά και οι ταΐστρες είναι ανόμοιες, κλουβιά, κύλινδροι μέσα σε τσέρκια, κρεμαστά πιατά-
Ντον
64
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
65
κια. επάλληλοι δίσκοι, κι άλλοτε ίσως φταίει η παρου
που ουδέποτε
σία κάποιου γερακιού -πού να ξ έ ρ ε ι ; - π ο υ διώχνει τα
προστατεύει ο ύπνος στο βάθος του νευρικού συστή
πουλιά ή μιας κίσσας που μιμείται το γεράκι, ή μπο
ματος, στις φάσεις, τα στρώματα και τις πτυχές του.
ρεί και να διακρίνουν ένα μήνυμα σε κάποιο γεγονός που βρίσκεται πέρα από το ορατό φάσμα.
θα μάθεις, γιατί αυτό το μυστικό το
Τούτο το πρωί τού έκανε κουβέντα για το όνομα του, ή τουλάχιστον προσπάθησε. Προσπάθησαν μαζί,
Όταν εκείνος μπήκε στο δωμάτιο, δεν γύρισε να την
άρχιζαν και σταματούσαν. Αλλά όσο περισσότερο συ
κοιτάξει, μόνο πήγε κατευθείαν προς το γυάλινο τρα
ζητούσαν - κουβέντιαζαν για λίγο, μετά άλλαζαν θέμα,
πέζι με τα σκαλιστά πόδια.
εκείνος έκλεινε το μαγνητόφωνο κι εκείνη το ξανάνοι
Στη μέση του τραπεζιού βρισκόταν ανοιχτό το μα γνητόφωνο του Ρέι. Εκείνη κάθισε κι άρχισε να μιλάει περιγράφοντας
γε, και μπορεί πραγματικά να είχε κάποιο όνομα, ναι, αλλά το είχε ξεχάσει ή το είχε χάσει και δεν μπορούσε να το ξαναβρεί.
την εμφάνιση του. Πρόσωπο, μαλλιά και τα λοιπά. Αν
Εκείνη είπε: « Ε γ ώ είμαι η Λ ό ρ ε ν » .
έδειχνε σε εγρήγορση ή όχι. Σχεδόν περιποιημένος ή
Το επανέλαβε αρκετές φορές δείχνοντας τον εαυτό
μάλλον αφρόντιστος. Τι άλλο; Αν πέρασε μια καλή,
της, γιατί νόμιζε πως θα βοηθούσε και τους δυο τους,
κακή ή αδιάφορη νύχτα.
αν την αποκαλούσε με τ' όνομα της.
Όχι πως ήξερε π ώ ς ήταν οι νύχτες του. Μία ήξερε
Του είπε: « Α ν είχες όνομα. Μια υπόθεση κάνουμε.
μόνο. Της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί και, περασμένα
Υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να ξέρει ποιο είναι;
μεσάνυχτα, είχε πάει να σταθεί για λίγο έξω από την
Πού είναι η μητέρα σου; Όταν λέω μητέρα, η γυναίκα
πόρτα του ακούγοντας το γρατσούνισμα της αναπνοής
που γεννάει ένα παιδί, ο γονιός, ο θηλυκός γονιός, αυτή
του και νιώθοντας μια ασυνήθιστη συγκίνηση. Όταν
η λέξη τι σου...; Πες μου. Τ ι ; »
κοιμόταν ήταν το ίδιο μη αναγνωρίσιμος με οποιον
Εκείνος ήξερε τι είναι αυτό που λέγεται καρέκλα,
δήποτε άλλο. Κοίτα. Το σαβανωμένο κορμί δονείται
παράθυρο ή τοίχος, αλλά δεν ήξερε το μαγνητόφωνο,
ανάλαφρα. Έτσι νιώθεις όταν κοιτάζεις το σιωπηλό
παρόλο που ήξερε πώς κλείνει, ούτε, κατά τα φαινό
τρωτό σώμα οποιουδήποτε ή όταν είσαι ξαπλωμένη
μενα, ποια ήταν η μητέρα του ή πού θα μπορούσε να
δίπλα στον άντρα σου, αφού έχετε κάνει έρωτα, κι ανα
βρεθεί.
σαίνεις τη θέρμη των άσπλαχνων ονείρων του κι ανα ρωτιέσαι ποιος είναι, ζυγιάζοντας τρυφερά την αλήθεια
« Α ν μιλάς κάποια άλλη γ λ ώ σ σ α » του είπε, « π ε ς μου μερικές λέξεις».
66
Ν Τ Ο Ν Ν Τ Ε Λ ΙΛ Λ Ο
«Πες μερικές λέξεις». «Πες μερικές λέξεις. Δεν πειράζει αν δεν μπορέσω να τις καταλάβω». «Πες μερικές λέξεις για να πεις μερικές λέξεις». «Καλά. Κάνε μου τώρα και το δάσκαλο του Ζεν, απαίσιε τύπε. Πώς ξέρεις τι έλεγα στον άντρα μου; Πού βρισκόσουν; Ήσουνα κάπου εδώ γύρω και κρυφάκουγες; Ήταν η φωνή μου. Τα λόγια μου λέξη προς λέξη. Πες μου γι' αυτό». Όποτε η συζήτηση κοβόταν, το μαγνητόφωνο στα ματούσε το υπόκωφο σφύριγμα του. Τον κοιτούσε. Προσπάθησε να τον πιέσει σ' αυτό το ζήτημα, αλλά δεν κατέληξε πουθενά κι άλλαξε πάλι θέμα. «Τι εννοούσες πρωτύτερα, χτες, όταν είπες, όταν μου φάνηκε ότι είπες κάτι; Δεν θυμάμαι ακριβώς τις λέξεις σου. Χτες ήταν. Τη μέρα πριν από τη σημερινή. Είπες, νομίζω, ότι θα είμαι εδώ όταν η μίσθωση... Το θυμάσαι αυτό; Όταν θα πρέπει να φύγω. Είπες ότι δεν θα το κάνω». «Είπα αυτό που είπα». «Το είπες. Ότι εσύ κατά κάποιο τρόπο...» «Κατά κάποιο τρόπο. Τι είναι κατά κάποιο τρό πο;» «Πάψε. Ότι εσύ κατά κάποιο τρόπο, τέλος πάντων. Όταν λήξει η μίσθωση. Ή κάτι εντελώς διαφορετικό». Εκείνος έκλεισε το μαγνητόφωνο. Εκείνη το άνοι ξε, εκείνος το ξανάκλεισε. Από περιέργεια το κάνει,
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
67
σκέφτηκε, ή έτσι άσκοπα, για παιχνίδι. Ένιωσε όμως σαν να ήθελε να τον χτυπήσει. Όχι, δεν ήταν αυτό. Δεν ήξερε τι ένιωσε. Είχε έρθει η ώρα να τηλεφωνήσει στα νοσοκομεία και τα άλλα ιδρύματα. Αυτό ήταν που ένιωσε. Είχε περάσει πολύς χρόνος και ήταν λάθος της που δεν διερευνούσε το ζήτημα, που δεν τον πήγαινε σε κάποιον αρμόδιο, σ' ένα γιατρό, σ' έναν κρατικό υπάλληλο ή στην ευγενική και ικανή καλόγρια που διευθύνει τη στέγη απόρων, ήξερε όμως καλά ότι δεν επρόκειτο να το κάνει. Πέρασε μία ολόκληρη ώρα μέσα στο γραφειάκι του δευτέρου πατώματος, μεταγράφοντας επιλεγμένες παρατηρήσεις από τη μαγνητοταινία που είχε γράψει μαζί του. Άκουσε τον εαυτό της να λέει «Είμαι η Λόρεν», σαν την ηρωίδα την ντυμένη με στολή από μαύρο πολυουρεθάνιο σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ώσπου τελικά το βρήκε. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι εκείνος είχε ακούσει τη φωνή της στο μαγνητόφω νο. Πρέπει κάποια στιγμή, πριν εκείνη βάλει την και νούργια άγραφη κασέτα, να πίεσε το κουμπί και να την άκουσε που μιλούσε στον Ρέι, την ώρα που αυτός βρι σκόταν στο δεύτερο πάτωμα και κατέγραψε τις ιδέες του για το σενάριο στο μαγνητόφωνο που κρατούσε στο χέρι. Να πώς κατάφερε να επαναλάβει τη φωνή της.
68
Ν ΤΟΝ Ν ΤΚΛ 1ΛΛ ο
01 ΧΡΟΝΟΙ
T0VΣΩΜΑΤΟΣ
69
Και οι χειρονομίες; Έδιωξε τη σκέψη. Οι χειρονο
τό. Αυτές οι ώρες των τόσο εμφατικών και παράλο
μίες ήταν κάτι το συμπτωματικό, το περιστασιακό, κάτι
γων αναπνοών την έφερναν σε τέτοια κατάσταση υπε
που εν μέρει το είχε κατασκευάσει ο νους της. Ένιωσε καλύτερα τώρα.
ρέντασης, με τα μάτια γουρλωμένα και τις αρτηρίες να τρεμοπαίζουν στο λαιμό, που, όταν έφτανε στο τέρ μα, ένιωθε στα μύχια του λουσμένου με άχραντο φως
Όσο περνούσαν οι μέρες γύμναζε σκληρά το σώμα της.
είναι της τι σημαίνει το να είσαι ζωντανός.
Θα υπήρχε πάντα κάποιο βήμα που ξεπερνούσε τις
Άρχισε ν' ασκείται γυμνή σ' ένα κρύο δωμάτιο.
προηγούμενες ακραίες επιδόσεις. Ήταν ικανή να τρα
Ξάπλωνε στο γυμνό πάτωμα κι έκανε τις εκτάσεις των
βάει κάτι σε δυσυπόφερτα άκρα όσον αφορά την ανα
ποδιών και τους κοιλιακούς της, ασκήσεις που κορόι
πνοή, τη σωματική ρώμη, τη χρονική διάρκεια ή τη δύ
δευαν μεν την ερωτική διαδικασία, αλλά ήταν και ερω
ναμη της θέλησης και μετά ν' αποφασίζει να ξεπερά
τικές, καθώς και τις επαναλήψεις καθημερινών χειρο
σει και αυτό το όριο.
νομιών σε αργή κίνηση, πώς κοιτάς την ώρα στο ρολόι
Μου φαίνεται ότι έχεις στήσει τη δική σου ολοκλη
που φοράς στον καρπό σου ή πώς γυρνάς για να κά
ρωτική κοινωνία, της είπε μια μέρα ο Ρέι, όπου εσύ
νεις νόημα σ ένα ταξί, κινήσεις που εντάσσονται μη
είσαι ο απόλυτος δικτάτορας, αλλά και ο καταπιεσμέ
χανικά σ' ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο, επα
νος λαός ταυτόχρονα, έτσι είπε, θαυμάζοντας την, ίσως,
ναλαμβάνοντας τις όλο και πιο αργά, ξανά και ξανά,
ως καλλιτέχνης προς καλλιτέχνη.
κι έχοντας το στόμα να χάσκει από έκπληξη και τα μά
Η άσκηση του κορμιού της έκανε τα πάντα διαφα νή. Έβλεπε και σκεφτόταν πιο καθαρά, πράγμα που
τια ερμητικά κλειστά μπροστά στην ένταση της συναί σθησης μιας τόσο κοινής εμπειρίας.
θα μπορούσε απλώς να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και πολλά να δει ή να σκεφτεί. Ίσως όμως και να ήταν κάτι
Τηλεφώνησε η 'Ιζαμπέλ, η πρώτη σύζυγος του Ρέι.
βαθύτερο, οι στάσεις που έπαιρνε και κρατούσε για
«Δεν ανταλλάξαμε ούτε δυο λόγια στην κηδεία. Με
ώρα, οι υπερβολικές περιστροφές, τα φιδίσια σχήμα
απέφευγες με τρόπο, πράγμα που, πίστεψε με, το κα
τα και τα λυγίσματα του λουλουδιού, τα μεσοδιαστή
ταλαβαίνω και το συμμερίζομαι. Όπως αποδέχομαι κι
ματα αυτοσυγκέντρωσης με τις συστηματικές ανα
αυτό που έκανε, γιατί τον ξέρω καλά. Για σένα, όμως,
πνοές, όλη η ζωή βιωμένη απόλυτα ως σκέτη ανάσα.
είναι διαφορετικά. Αισθάνομαι άσχημα που δεν μιλή
Πρώτα αναπνοή, μετά λαχάνιασμα, έπειτα αγκομαχη-
σαμε. Το ήξερα εδώ και χρόνια ότι θα ερχόταν αυτή η
70
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
71
ώρα. Ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όλοι ξέραμε ότι
ματά του πάνω της και όλα τ' άλλα -να μη σ' τα περι
θα το έκανε. Χρόνια ολόκληρα το ετοίμαζε. Το κου
γράφω, εντάξει;- ως πειστήριο. Θ' αγοράσω, λοιπόν,
βαλούσε μέσα του. Ήταν ο τρόπος διαφυγής του. Δεν
κι ε γ ώ άλλη πολυθρόνα. Κανένα πρόβλημα. Στο με
ήταν ζήτημα απελπισίας. Είχε καταστρώσει το σχέδιο
ταξύ βλέπω το κενό. Γιατί, φυσικά, ήθελε να γλιτώσει
στο μυαλό του. Ήταν η ζαβολιά του και ήξερε ότι μπο
εσένα από το θέαμα. Κι έτσι ήρθε στη Νέα Υόρκη και
ρούσε να την κάνει όταν τη χρειαζόταν. Σκέψου κι εμέ
βρήκε την πολυθρόνα μου να κάτσει».
να, που με ανάγκασε να τον δω στην πολυθρόνα». «Μα, δεν καταλαβαίνεις;»
«Η πολυθρόνα ήταν δική σου. Το όπλο ήταν κι αυτό δικό σου; Ποιανού όπλο χρησιμοποίησε;»
« Σ ε π α ρ α κ α λ ώ ! Αν δεν καταλαβαίνω εγώ, ποιος
«Τρελάθηκες; Το όπλο δικό μου; Να, ούτε αυτό το
καταλαβαίνει; Ήταν απίστευτος άνθρωπος. Ήδη από
ξέρεις. Πάντα είχε όπλο. Όπου κι αν ζούσε είχε όπλο.
τον καιρό του Παρισιού ήταν δύσκολος. Σχεδόν έντε
Μια το ένα, μια το άλλο. Είχα χάσει το λογαριασμό».
κα χρόνια υπήρξαμε παντρεμένοι. Έχω περάσει εγώ πράγματα μαζί του, που δεν μπορώ ούτε να σ' τα πω.
«Όχι. Δεν καταλαβαίνεις; Δεν θέλω να τ'
αχούαο)
αυτά».
Και μη νομίζεις ότι δεν σε προφυλάσσω. Α π ό όλα σε
« Ε γ ώ όμως θέλω να σ' τα πω. Επιμένω. Αυτός ο
προφυλάσσω. Δεν έφταιγαν οι χημικές ουσίες του εγκε
άνθρωπος μισούσε τον εαυτό του. Γιατί, πόσο τον ξέρω
φάλου γι' αυτά π ο υ είχε στο μυαλό του. Ήταν έτσι
εγώ και πόσο τον ήξερες εσύ; Εγώ δεν έφυγα ποτέ.
φτιαγμένος ο ίδιος. Ειλικρινά, δεν είχες τον καιρό να
Έ φ υ γ α ; Είχαμε χωρίσει ποτέ στ' αλήθεια; Τον ήξερα
τον ανακαλύψεις. Γιατί, θα σου πω κάτι. Εμείς ήμα
απέξω κι ανακατωτά. Και ξέρω ακριβώς πώς δούλευε
σταν δυο άνθρωποι, αλλά ζούσαμε μία ζωή, τη δική
το μυαλό του. Κι αυτός δυο π ρ ά γ μ α τ α σκεφτόταν:
του. Ε γ ώ έμεινα μαζί τ ο υ μέχρι που μου κατέστρεψε
αυτή τη γυναίκα την ξέρω ανέκαθεν. Και μάλλον δεν
την υγεία μου, πράγμα που ακόμα το πληρώνω. Ανα
θα την πειράξει η ανακατωσούρα».
γκάστηκα να φύγω νυχτιάτικα. Και γιατί το έκανα νο μίζεις; Διότι απειλούσε ότι θα με σκοτώσει. Και τώρα,
Πήγε να βρει τον κύριο Τατλ. Δεν είχε ιδέα πού πή
εδώ που στέκομαι και σου μιλάω, βλέπω τον άδειο
γαινε και τι έκανε, όταν τον έχανε από τα μάτια της.
χώρο που ήταν η πολυθρόνα. Μία ολόκληρη μέρα την
Για εκείνη ήταν πιο κατανοητός όταν κοιμόταν παρά
είχα εδώ, μπροστά μου, μέχρι που την πήραν από τα
όταν καθόταν απέναντι της στο τραπέζι, με μάτια ελα
μάτια μου και την πήγαν στον ιατροδικαστή, με τα αί-
φρώς γουρλωμένα, ή όταν τον φανταζόταν. Της ήταν
72
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
73
δύσκολο να τον σκεφτεί, έστω και στιγμιαία, αναπλά
άκουγε. Πίεσε τον εαυτό της να ακούσει. Το χέρι της
θοντας τον υποθετικά ακόμη και με τον πιο επιπόλαιο
είχε μείνει μετέωρο, δείχνοντας του το μέγεθος του εμ
τρόπο, σαν φιγούρα δίπλα στο παράθυρο κάτω από
βρύου με τον αντίχειρα κολλημένο πάνω στον δείκτη.
το ημίφως.
Παρακολουθούσε λέξη προς λέξη τα λεγόμενα του,
Στάθηκε στη μέση του μπροστινού σαλονιού και φώναξε: «Πού είσαι;»
αλλά έκανε προσπάθεια για να κατανοήσει το περιε χόμενο. 0 λόγος του κλωθογύριζε χωρίς συνοχή. Κάτι έ λ ε γ ε για μάρκες τσιγάρων, για Πλέιερς και Ζιτάν,
Εκείνη τη νύχτα κάθονταν στο δωμάτιο με την ξύλινη
μπορώ να διασχίσω την έρημο για ένα Κάμελ, και τότε
επένδυση και του διάβαζε ένα βιβλίο για το σώμα. Είχε
άκουσε ξεκάθαρα το καμπανιστό γέλιο του Ρέι, κι αυτό
φωτογραφίες αιμοσφαιρίων μεγεθυμένες αρκετές χι
δεν προήλθε από κανένα μαγνητόφωνο.
λιάδες φορές, καθώς κι ένα κείμενο που αναφερόταν
Τώρα απευθυνόταν σ' εκείνη και όχι σε κάποιο σε
στη φυσιολογία της γέννησης, κι αυτό ακριβώς του διά
ναριογράφο στη Ρώμη ή στο Λ ο ς Άντζελες. Ήταν ο
βαζε, αργά, παρεμβάλλοντας δικά της σχόλια, κάνο
ίδιος ο Ρέι στο ρόλο του γοητευτικού μοιρολάτρη, που
ντας του ερωτήσεις και πίνοντας τσάι, κι αφοό
είχαν
έλεγε την ιστορία τού πώς απέκτησε το πάθος για τη
περάσει καμιά σαρανταριά λεπτά, την ώρα που του
νικοτίνη, κι εκείνη άκουσε μες στη κουβέντα ν' αναφέ
διάβαζε ένα απόσπασμα για το έμβρυο που είχε μέ
ρεται το όνομα της - πρώτη φορά που ο κύριος Τατλ
γεθος μισής ίντσας και κολυμπούσε στο αμνιακό υγρό,
το χρησιμοποιούσε.
συνειδητοποίησε ότι της μιλούσε.
Δεν επρόκειτο για κάποιου είδους επικοινωνία με
Η φωνή όμως που άκουγε ήταν του Ρέι. Η έκφρα
τους νεκρούς. Ήταν ο Ρέι, ολοζώντανος, σε μια συζή
ση έμοιαζε πολύ, η προφορά και το τράβηγμα των φω
τηση που είχαν εδώ, σ' αυτό το δωμάτιο, λίγο καιρό
νηέντων, η τόσο οικεία διαφορά της από όλες τις άλ
αφότου είχαν έρθει. Ήταν σίγουρη γι' αυτό, γιατί θυ
λες, η άρθρωση που βγαίνει από ένα συγκεκριμένο
μόταν πώς είχαν πάει επάνω και είχαν ριχτεί σ' ένα
φωνητικό σύστημα κι όχι από άλλο, όλες οι λεπτομέ
ολονύχτιο κυμάτισμα των αισθήσεων, όπου την παλίρ
ρειες που είχε γνωρίσει στη φωνή του Ρέι και μόνο του
ροια του έρωτα τη διαδέχονταν οι εξομολογήσεις κι ο
Ρέι- έμεινε με το κεφάλι χωμένο στο βιβλίο, μην μπο
ανάλαφρος ύπνος, και οι εξομολογήσεις τους ήταν έκ
ρώντας να γυρίσει να τον κοιτάξει.
φραση της πίστης του ενός προς τον άλλον, ήταν -ιδίως
Πάλευε να συγκεντρωθεί αποκλειστικά σ' αυτό που
οι δικές τ ο υ - ομολογίες
πίστης σημαδεμένες από την
Ντον
74
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
ανάγκη, όχι ξεφόρτωμα ενοχών, κι έπειτα ήρθε ένα νέο
«Μιλάμε τώρα εμείς».
κύμα νυσταλέου έρωτα, όπου δύο άνθρωποι διαπερ
«Ναι. Μου λες ναι; Πες ναι. Πότε τον γνώρισες;»
75
νούσαν ο ένας τον άλλο χαλαρά κι ανάλαφρα σαν τον
«Τον γνωρίζω εκεί που ήταν».
αφρό της θάλασσας, και πώς της είπε τότε ότι τον βοη
«Τότε και τώρα. Αυτό μου λες; Στεκόσουν έξω από
θούσε να ξαναβρεί την ψυχή του. Κι όλα αυτά υπήρχαν κάπου σαν λευκή λάμψη, σαν ουράνια αντανάκλαση του πάγου της μνήμης, κι από την άλλη υπήρχαν τα ίδια τα λόγια, τα λόγια του Ρέι,
το δωμάτιο και μας άκουγες που μιλούσαμε; Όταν λέω Ρέι, ξέρεις ποιον εννοώ; Μιλούσαμε στο δωμάτιο. Εκείνος κι ε γ ώ » . Το σώμα του άρχισε να κινείται ελαφρά, δεξιά αρι
που τα πρόφερε αυτός ο άντρας ο καθισμένος εκεί δί
στερά, με μια μηχανική κίνηση, ένα τικ τακ, σαν να ήταν
πλα, στην πολυθρόνα.
το πρώτο παιχνίδι που φτιάχτηκε με κινητά μέλη.
«Μ' εσένα κατάφερα να ξαναβρώ τον εαυτό μου.
Αγνοούσε τον τρόπο σκέψης που ήταν κατάλληλος
Τώρα σκέφτομαι όπως είμαι εγώ ο ίδιος κι όχι όπως
για ν' αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Η στιγμή είχε κάτι
αυτός που είχα γίνει. Τρώω και κοιμάμαι όπως εγώ,
το ωμό, σαν ανοιχτή πληγή. Την απογύμνωνε μπρο
άσχημα, κι αυτό είναι κακό, αλλά είναι όπως ο εαυτός
στά σε πράγματα που βρίσκονταν έξω από τον κύκλο
μου, όταν ήμουν εγώ κι όχι ο άλλος».
της εμπειρίας της, αλλά, ταυτόχρονα, κατά κάποιο τρό
Τον κοίταξε και είδε αυτό το σαν καρτούν σώμα και το κεφάλι με το ανύπαρχτο πιγούνι και το επίπεδο
πο, στο κέντρο του. Κατά κάποιο τρόπο. Τι σημαίνει αυτό;
πρόσωπο, που είχε όμως την ικανότητα να κάνει τον
Του έκανε ερωτήσεις κι εκείνος απαντούσε με τη
άντρα της να ζει στον αέρα που ξεχυνόταν από τα
δική του φωνή, που ήταν λεπτή, τσιριχτή και με μονό
πνευμόνια του στις φωνητικές χορδές - αέρας που γι
τονη εκφορά, μπερδεύοντας χρόνους και πτώσεις, ενώ
νόταν ήχος, ήχος που γινόταν λέξεις, λέξεις που σχη
εκείνη συνειδητοποιούσε ότι την ίδια στιγμή περιέγρα
μάτιζαν πιστά τον άνθρωπο πάνω στα χείλη και τη
φε νοερά ό,τι της έλεγε σε κάποιον τρίτο, ίσως στη φίλη
γλώσσα του.
της τη Μαριέλα, σε κάποιον ακροατή αντικειμενικό,
«Τι κάνεις;» ψιθύρισε.
αξιόπιστο, ικανό να συμβουλέψει και γνωστό για την
«Κάνω. Ναι, αυτό, το άλλο. Πες μερικές λέξεις».
ειλικρίνεια του, κρατώντας όμως πεισματικά δική της
«Μίλησες ποτέ...; Κοίτα μ ε ! Μίλησες ποτέ με τον
κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του.
Ρέι; Έτσι όπως μιλάμε τώρα εμείς;»
76
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
77
Άρχισε να κουβαλάει μαζί της το μαγνητόφωνο όπου
ρικό κέντρο, στα μεσόγεια, μες στις εξατμίσεις των
κι αν πήγαινε. Ήταν μικρό, ελαφρύ και χωρούσε στο
αυτοκινήτων και την πυκνή κυκλοφορία, κι αυτό το
τσεπάκι του στήθους. Φορούσε φανελένια πουκάμισα
έκανε παρορμητικά, όπως κάνεις κάτι πιο ακραίο κι
που είχαν τσέπες με καπάκι. Έβαζε τις αδιάβροχες ζε
από όλα όσα θεωρούσες πολύ ακραία για να τα κά
στές μπότες της και περπατούσε με τις ώρες γύρω από
νεις, για να εκτονώσει την ανάγκη της να κάνει μια
τα έλη με την αλμυρή βλάστηση ή καταμεσής ερημι
απερισκεψία, καθώς επίσης επειδή ήθελε αμυδρά, και
κών δρόμων ακούγοντας τον κύριο Τατλ.
ίσως ματαιόδοξα, να δει τα πράγματα μέσα από τα μάτια του, να δει τον κόσμο με γεωμετρική μορφή σαν
Κοιτούσε το πρόσωπο της στον καθρέφτη του μπάνιου
ένα σωρό σχημάτων, τις μακριές στοές με τα προϊό
και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί έδειχνε τόσο δια
ντα, τους πελάτες που διαβαίνουν μπροστά τους σ'
φορετικό από ό,τι το ίδιο πρόσωπο όταν καθρεφτιζό
έναν αργό υπνωτισμένο χορό, κι οτιδήποτε άλλο από
ταν κάτω, στον ολόσωμο καθρέφτη του μπροστινού
τα πράγματα που εσύ έχεις ξεχάσει να βλέπεις θα μπο
σαλονιού, αν και δεν θα έπρεπε, σκεφτόταν, να είναι
ρούσε να τραβήξει το βλέμμα του.
διόλου δύσκολο να το καταλάβει, μια που τα πρόσω
Όταν όμως έφτασαν εκεί, τον άφησε να κάθεται δε
πα φαίνονται πάντα και παντού διαφορετικά, εξαρτώ
μένος με τη ζώνη ασφαλείας του, τον κλείδωσε μέσα
μενα από δεκάδες καθημερινές μεταβλητές, αλλά πάλι,
στο αυτοκίνητο, κι εκείνη πήγε στο μαγαζί με τα ηλε
αναρωτιόταν, γιατί φαίνομαι διαφορετική;
κτρονικά, στο σούπερ μάρκετ και σ' ένα παπουτσίδικο. Του αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια και μερικές κάλτσες. Αγόρασε και άδειες κασέτες για το μαγνη τόφωνο, που δεν υπήρχαν στην πόλη, και γύρισε στο
Δεν τον πήρε μαζί της στην πόλη, γιατί εκεί μπορεί κά
αυτοκίνητο μεταφέροντας τις τσάντες με τα είδη μπα
ποιος να τον γνώριζε και γιατί, απ' όσο ήξερε, εκείνος
καλικής μέσα σ' ένα αστραφτερό καροτσάκι, για να τον
δεν εγκατέλειπε ποτέ το σπίτι οικειοθελώς και δεν ήθε
βρεί στη θέση του κατουρημένο και χεσμένο.
λε να τον υποβάλει σε μια δοκιμασία που μπορούσε να τον φοβίσει, πάνω απ' όλα, όμως, ήθελε να τον κρα
Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να βιώνει μια διαφορετική
τήσει μακριά από τα βλέμματα των άλλων.
πραγματικότητα όπου νιώθει να βρίσκεται εδώ κι αλ
Από την άλλη, τον πήρε μαζί της στο αχανές εμπο-
λού, πριν και μετά, και να κινείται από τη μια στην
78
Ντον
ΝτεΛιλλο
άλλη σε κατάσταση σοκ, όντας στα πρόθυρα της κα τάρρευσης, χωρίς επιπλέον να έχει ταυτότητα, γλώσ σα και τρόπο ν' απολαύσει τη γεύση της αλειμμένης με μέλι φρυγανιάς που τον βλέπει να τρώει. Σκεφτόταν ότι μπορεί να ζούσε σ' ένα είδος χρόνου που δεν είχε γραμμική αφηγήσιμη δομή. Τι άλλο σκε φτόταν; Καθόταν στο σχεδόν άδειο γραφείο του δευτέ ρου πατώματος και δεν ήξερε τι άλλο σκεφτόταν. Μιλούσαν κάθε πρωί καθισμένοι στο γυάλινο τραπέζι στην κλειστή βεράντα. 0 χώρος δεν θερμαινόταν, αλλά ένιωθαν άνετα μπροστά στα φλιτζάνια με το τσάι μέ ντας, καθώς οι ηλιόλουστες μέρες διαδέχονταν τώρα η μία την άλλη. Εκείνος καθόταν καμπουριάζοντας, μιλώντας προς τη συσκευή, κολλώντας, σχεδόν, μερικές φορές πάνω της, απευθυνόμενος φαινομενικά σ' αυτή, όντας μαζί της, μόνο αυτός και η συσκευή, κι όταν κοβόταν από τομα στη μέση μιας φράσης, το στόμα του εξακολου θούσε να πάλλεται ελαφρά, κάνοντας μια σκιώδη κί νηση που έμοιαζε με τρέμουλο γέρου, εξαιτίας των ανακλαστικών ή της ταραχής. «Ήξερες τον Ρέι; Καταλαβαίνεις ποιον εννοώ λέ γοντας Ρέι;» «Δεν μπορεί». «Προσπάθησε ν' απαντήσεις. Σε παρακαλώ. Βλέπεις πόσο σημαντικό είναι για μένα. Πες μερικές λέξεις».
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
79
Ακόμη και στην απλούστερη συζήτηση υπάρχει ένας κώδικας που δείχνει στους συνομιλητές τι συμβαίνει πέρα από τα απλά ακουστικά ερεθίσματα. Κάτι τέ τοιο απουσίαζε από τη συζήτηση τους. Έλειπε ο ρυθ μός που θα έκανε εκείνη να βρει το τέμπο. Το μόνο που είχαν ήταν ασύνδετες λέξεις. Έχανε την επαφή μαζί του, κάποιες φορές έχανε και το ενδιαφέρον της, δεν μπορούσε να εντοπίσει ρυθμικές επαναλήψεις, χρο νικά σήματα, ούτε καν μουρμουρίσματα ή κομπιάσματα, έστω τις ακουστικές παύσεις που χρωματίζουν μια παρατήρηση. Η έκφραση του προσώπου του δεν φα νέρωνε καμιά αντίδραση σε ό,τι του έλεγε κι αυτό την αναστάτωνε. Δεν υπήρχαν τη μια διαβαθμίσεις στην έκφραση και την άλλη μονοτονία. Άρχισε να καταλα βαίνει ότι από τις συζητήσεις τους έλειπε η χρονική διάσταση, καθώς κι ότι όλες οι αναφορές σε άρρητο επίπεδο, τα πράγματα που κάποιος που μιλάει ολλαν δικά μπορεί να τα μοιραστεί με κάποιον που μιλάει κινέζικα, όλα αυτά απουσίαζαν. «Πάτα το αυτό». «Πάτα το κουμπί, λέμε. Όχι, μην πατάς το κουμπί. Μ' αυτό το κουμπί κλείνει. Μας άκουσες όταν ήμα σταν στο δωμάτιο; Εκείνος κι εγώ. Και μιλούσαμε». Ήθελε να τον αγγίξει. Ποτέ της δεν τον είχε αγγί ξει, έτσι νόμιζε τουλάχιστον, ή ίσως μια φορά, φευγα λέα, όταν του έδεσε τη ζώνη στο αυτοκίνητο, τότε που φορούσε ένα πουλόβερ ή τζάκετ.
80
Ντον
Ν τ ε Λ ιλ λ ο
«Τον γνωρίζεις από κεί που ήταν πριν. Τον ξέρεις
ΟΙ Χ Ρ Ο Ν Ο Ι ΤΟΤ
81
ΣΩΜΑΤΟΣ
αφήστε / το μήνυ/μά
σας /μετά
το /χαρακτη/ριστικο
/
από παλιά. Τον άκουσες να μου μιλάει. Εμείς σε εί
ήχο. Οι λέξεις δεν προέρχονταν από ανθρώπινη φωνή,
δαμε; Ή ήσουνα κρυμμένος κάπου που δεν μπορού
αλλά ήταν ηλεκτρονικά επεξεργασμένες και τις χώρι
σαμε να σε δούμε; Καταλαβαίνεις τι θα πει κρυμμέ
ζαν σύντομες αλλά έντονες παύσεις. Έκλεισε και ξα
νος; Ξέρεις τη φωνή του. Κάνε με να την ακούσω».
ναπήρε αμέσως, μόνο και μόνο για ν' ακούσει πάλι τη
Ήξερε καλά, το έλεγε στον εαυτό της ότι δεν ήταν
φωνή. Πόσο παράξενη ήταν αυτή η ασυνέχεια. Η αντή
καμιά καταρρακωμένη γυναίκα που συνάντησε ένα
χηση της μιας λέξης μετά την άλλη έμοιαζε με την τυ
άτομο με ιδιαίτερες ψυχικές δυνάμεις, ικανό να τη φέ
χαία αναπήδηση των κβάντα. Το έκλεισε και ξαναπή
ρει σε επαφή με το νεκρό σύζυγο της.
ρε. Κάθε λέξη και άλλη φωνή. Εννέα διαφορετικές φω
Αυτό που γινόταν ήταν κάτι το εντελώς διαφορετι
νές. Όχι ακριβώς εννέα διαφορετικές φωνές, αλλά μια
Τον κοιτούσε. Σήμερα τα μαλλιά του φαίνονταν
κι αυτή ήταν καθαρά αντρική. Και δεν επρόκειτο ακρι
άσπρα σαν κιμωλία. Και η παρουσία του μόλις που γι
βώς για λέξεις παρά μάλλον για συλλαβές, αλλά ούτε
νόταν αισθητή, κι ας καθόταν δυο βήματα πιο πέρα.
κι αυτό ήταν. Το έκλεισε και ξαναπήρε.
κό.
αντρική φωνή σε εννέα χρονικούς κύκλους. Ούτε όμως
Δεν ήξερε πώς να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα σ αυτό που αποκαλούμε το Τώρα. Και τι να σημαίνει
Διέσχισε το μακρόστενο σαλόνι, ανέβηκε τις σκάλες
άραγε αυτό; Είναι πιθανό να μην υπάρχει τέτοια διά
μέχρι το τρίτο πάτωμα, πέρασε τα άδεια δωμάτια και
σταση για όσους δεν την παίρνουν ως δεδομένη. Ίσως
πήγε στο μπάνιο που βρισκόταν στην άλλη άκρη του
της χρειαζόταν να συμβουλευτεί κάποιον που να έχει
σπιτιού. Όταν άνοιξε την πόρτα, τον βρήκε να κάθε
ασχοληθεί με τη φυσική, κάποιον -δεν ήταν σίγουρη-
ται μέσα στην μπανιέρα. Δεν κούνησε το κεφάλι του
που θα ήταν σε θέση να της εξηγήσει όλες τις παρα
ούτε έδειξε να την αντιλαμβάνεται. Εκείνη στάθηκε και
μέτρους. Απεχθανόταν αυτή τη λέξη. Τη χρησιμοποιού
τον κοιτούσε. Στο ένα του χέρι κρατούσε το σαπούνι
σε χωρίς να ξέρει το νόημα της- πάντως τη χρησιμο
και στο άλλο το σφουγγάρι. Έμενε σ αυτή τη θέση,
ποιούσε. Τα πουλιά έκαναν σαν τρελά στην ταΐστρα.
με τα χέρια μετέωρα, κι εκείνη τον κοιτούσε. Δεν κου νήθηκε διόλου. Δεν την κοίταξε ούτε έδειξε άλλο ση
Τηλεφώνησε στη Μαριέλα κι έπεσε πάνω στον τηλε
μάδι αναγνώρισης. Τα χέρια του μόλις που εξείχαν από
φωνητή. Μια ηλεκτρονική φωνή έλεγε: Παρακαλώ
το νερό - από τη μια ένα απολειφάδι σαπουνιού, από
/
82
Ντον
ΝτεΛιλλο
την άλλη το στρογγυλό σφουγγάρι. Το σαπούνι σ' αυτή τη μορφή λέγεται απολειφάδι. «Κοίτα με» του ψιθύρισε. Όταν αυτός το έκανε, χωρίς ντροπή, εκείνη γονάτι σε δίπλα στην μπανιέρα και του πήρε το σφουγγάρι από το χέρι. Του έτριψε τους ώμους και μετά την πλάτη μέχρι κάτω. Του έπλυνε το λακουβάκι κάτω από το μπράτσο. Αυτή είναι η μασχάλη, η μία και η άλλη. Του πήρε το σαπούνι από το άλλο χέρι, το έτριψε πάνω στο σφουγγάρι κι έπλυνε το στήθος και τα μπράτσα, ονομά ζοντας μέσα της τα μέλη του για λογαριασμό του. Άφησε το σφουγγάρι μαλακά πάνω στο νερό κι αυτό μούλιασε και μισοβυθίστηκε, ενώ εκείνη έτριβε κυκλι κά την κοιλιά του κάτω από το νερό με το σαπούνι, κί νηση ράθυμη του χεριού της γύρω από τον αφαλό του. Μετά έγειρε από πάνω του για ν' αφήσει το σαπούνι, το απολειφάδι του σαπουνιού, στη σαπουνοθήκη και, χω ρίς ν' αποτραβήξει το βλέμμα της. ξανάχωσε το χέρι της στο νερό, άγγιξε το πέος του, να το, και χούφτωσε απα λά κι έτριψε τους όρχεις του ονομάζοντας κι αριθμώντας τα μέλη του, ένα και δύο, ενώ μια ελαφριά υγρασία έκανε το πάνω χείλος του να γυαλίζει. Το χέρι του πρόβαλε έξω από το νερό κρατώντας το σφουγγάρι. Του το πήρε, πίεσε τους πόρους του πάνω στο πρόσωπο της, το έτριψε γύρω από το στό μα της και του το ξανάδωσε. Ύστερα, άγγιξε το πρό σωπο του που είχε ένα ελαφρό χνούδι -ξυρίζεται άρα-
0 1 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
83
γε; ποιος του το 'μ°<θε;- κι έσυρε απαλά το δάχτυλο της πάνω στο στόμα του ακολουθώντας το σχήμα των χειλιών. Έκανε το ίδιο στη μύτη του, τα φρύδια του, το πτερύγιο του αυτιού του και τις εσωτερικές πτυχές του. Το ένα ακολούθησε το άλλο. Το ένα έφερε το άλλο. Το άγγιγμα της δεν τον έκανε νευρικό, ίσως μόνο στο συνηθισμένο βαθμό, κι εκείνη σκέφτηκε ότι τίποτε δεν μπορούσε να του φανεί ασυνήθιστο, τίποτε δεν τον ξάφνιαζε ούτε τον ερέθιζε συγκρινόμενο με το γεγο νός, με τη θολή αίσθηση, ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων - μ ε το απόλυτο σοκ της παρουσίας του εδώ. Αισθάνθηκε κάτι λεπτό στην άκρη του στόματος της, μισό έξω μισό μέσα, που δεν μπορούσε να είναι τίπο τε άλλο από τρίχα. Έκανε μια γρήγορη κίνηση του αντίχειρα, για ν' απομακρύνει την τριχούλα που προερ χόταν από το σφουγγάρι κι έπαψε να τη νιώθει στο πρόσωπο της, κοιτώντας τον, κοιτώντας μετά το χέρι της, ίσως να ήταν απλώς μια φαγούρα. Μετά κατέβηκε στο σαλόνι και, φυσικά, δεν είχε την αίσθηση ότι έπλυνε ένα παιδί, αλλά ούτε κι ότι επρό κειτο και για άντρα, αλλά, πάλι, αυτό ακριβώς ήταν εκείνος, κάτι πέρα από την εύκολη διάκριση του ενός ή του άλλου, κι εκείνη ανακάλυπτε διαρκώς ότι υπήρ χαν κι άλλα πράγματα που ήθελαν διερεύνηση, και κα θώς περπατούσε μίλια ολόκληρα στο χερσότοπο με τις βατομουριές, μέσα στον ομιχλώδη αέρα, έχοντας το φερμουάρ του τζάκετ της τραβηγμένο ώς πάνω κι
84
Ντον
ΝτκΛιλλο
0 1 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
85
ακούγοντας κασέτες μαγνητοφώνου, αναρωτιόταν φω
λούσε ανεξάρτητα σπιτάκια με ωραία θέα, δίπλα σε
ναχτά πώς και χρησιμοποιούσε σφουγγάρι, πράγμα
μια λίμνη γεμάτη κουνούπια. Τον ήξερε. Της ήταν δια
που έδειχνε ιδιαίτερη εκλέπτυνση, δικαιολογούσε στον
φανής. Μέσα σ' ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού, τον
εαυτό της τις πράξεις της και ανέλυε τις αντιδράσεις
είδε που καθόταν εκεί, χωρισμένος από τη γυναίκα του,
της στη κίνηση του χεριού της πάνω στο σ<ύμα του.
επιρρεπής στο ποτό, συναισθηματικά απομακρυσμέ νος από τα παιδιά του, τους γιους του, δυο γιους που
«Πώς γίνεται να ζούσες εδώ χωρίς να το ξ έ ρ ω ; »
φορούσαν σακάκια σχολικής στολής.
«Μα το ξέρεις. Ζ ω » .
Μια φωνή στο ραδιόφωνο απήγγειλε τις ειδήσεις.
Έδωσε μόνος του έναν ελαφρύ μπάτσο στο μάγου
Όταν το αυτοκίνητο προσπέρασε το σπίτι, και κύ
λο του, κάνοντας ίσως ένα αστειάκι.
λησε ολόκληρο το δευτερόλεπτο, κατάλαβε ότι δεν
«Ναι, αλλά πριν; Ακούω ένα θόρυβο και σε βρίσκω
έβλεπε έναν καθιστό άντρα, αλλά ένα βαμμένο ντενε-
σ' ένα δωμάτιο, επάνω. Πόσον καιρό ήσουν εδώ; Εδώ
κέ πάνω σε μια σανίδα που ακουμπούσε σε δυο κα
μίλα, στο μικρόφωνο».
ρέκλες. Ο άσπρος και κίτρινος ντενεκές ήταν το πρό
« Ε δ ώ μίλα, στο μικρόφωνο» επανέλαβε και η φωνή
σωπο του, η σανίδα ήταν τα χέρια του, και η ουσία του
του ακούστηκε σαν αθέλητη ίσως μίμηση της δικής της.
ανθρώπου βρισκόταν κάπου στον αέρα, χαμένη ήδη πίσω από τη φωνή του εκφωνητή των ειδήσεων.
Βρισκόταν στην πόλη, οδηγούσε σε μια κατηφόρα με ξύλινα σπίτια όταν, ανάμεσα από δέντρα και θάμνους,
Σχημάτισε τον αριθμό της Μαριέλας κι έπεσε πάνω στον
αντίκρισε απέναντι της έναν άντρα, ένα στρογγυλοπρό-
τηλεφωνητή. Άκουσε το μήνυμα, το έκλεισε και μετά ξα
σωπο ξανθωπό άντρα που καθόταν ραχατλίδικα, με τα
ναπήρε και το ξανάκλεισε. Όλη την επόμενη μέρα και το
χέρια απλωμένα, στην μπροστινή σκεπαστή βεράντα
μισό της μεθεπόμενης τηλεφώνησε πολλές φορές ακού
του σπιτιού του. Της φάνηκε πως μέσα σ' αυτό το
γοντας τη φωνή, χωρίς όμως ν' αφήσει μήνυμα. Όταν
απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, σ αυτή την κουκί
κάποια στιγμή απάντησε η Μαριέλα, εκείνη κατέβασε
δα τού ενός τετάρτου του δευτερολέπτου περίπου, τον
μαλακά το ακουστικό και στάθηκε εντελώς ακίνητη.
είδε ξεκάθαρα κι ολοκληρωτικά, πως η ζωή του απο καλύφθηκε στο περαστικό βλέμμα της. Ήταν άνθρω
Του είπε: «Μίλα όπως εκείνος. Θέλω να το κάνεις για
πος τεμπέλης και καταφερτζής, ένας μεσίτης, που που-
μένα. Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις. Κάν' το για μένα.
Ντον
86
ΝτεΛιλλο
Μίλα όπως εκείνος. Πες κάτι που θυμάσαι ότι είπε. Ή πες ό,τι σου έρχεται στο μυαλό. Ναι, αυτό είναι καλύ τερο. Πες ό,τι σου 'ρχεται στο μυαλό, μόνο κάν' το έτσι που ν' ακούγεται σαν να 'ναι εκείνος. Δεν θα σε ρωτή σω πώς μπορείς και το κάνεις. Θέλω μύνο να σ' ακού σω. Μίλα όπως εκείνος. Κάνε όπως εκείνος. Μίλα με τη φωνή του. Κάνε τον Ρέι. Κάνε με να τον ακούσω. Σ' το ζητάω ευγενικά. Γίνε φίλος μου. Φίλος είναι κάποιος που εμπιστευόμαστε. Κάν' το αυτό για χάρη μου». Έρχονταν και προσγειώνονταν κάθετα πάνω στα ορι ζόντια ξυλαράκια, αλληλοσπρώχνονταν για να βρουν χώρο μπροστά στις θήκες με την τροφή ραμφίζοντας το ένα τ' άλλο, κι όλο πετάριζαν με στήθη που άστρα φταν στον ήλιο και τα σπόρια τους έπεφταν από τα ράμφη. Έπειτα πετούσαν μακριά κι επέστρεφαν, μισοπλανάροντας στον αέρα, εννέα, δέκα, έντεκα που λιά, άλλα κάθονταν κολλητά στο τζάμι του παραθύ ρου κι άλλα στα γύρω δέντρα, όχι ακριβώς κελαηδώ ντας, αλλά -πώς λέγεται;-τιτιβίζοντας ή τερετίζοντας ή τσιρίζοντας, και πάλευαν αναμεταξύ τους πάνω στα ξυλαράκια ή ανακατεύονταν στον αέρα, πουλιά πολύ χρωμα, πουλιά που επαναλαμβάνουν το όνομα τους2, πουλιά που τρώνε με το κεφάλι προς τα κάτω.
;
(Σ.τ.μ.) Όπως η δεκαοχτούρα ή ο κούκος.
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
87
Τις νύχτες στεκόταν στην πόρτα του δωματίου του και τον κοιτούσε που κοιμόταν. Έμενε έτσι καμιά ώρα κι έπειτα συνδεόταν με το διαδίκτυο για να δει τα αυ τοκίνητα που εμφανίζονταν στο δρόμο με τις δύο λω ρίδες που διέσχιζε την Κότκα, στη Φινλανδία, μέχρι να νιώσει τελικά ότι μπορεί και η ίδια να πάει για ύπνο, την ώρα που χάραζε το σκανδιναβικό φως.
ΗΤΑΝ ΕΝΑ α κ ο μ η α ρ γ ο ς τ ρ τ ο πρωινό, ομιχλώδες και γα λήνιο, και το τηλέφωνο χτυπούσε. Εκείνη στεκόταν γυ μνή στο δωμάτιο της γυμναστικής, γέρνοντας προς τα αριστερά, κάνοντας με κλειστά μάτια την άσκηση με το αριστερό χέρι μισοσηκωμενο σαν να κοιτάει την ώρα στο ρολόι του καρπού της. Ή καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα και την πλά τη ολόισια, αναπνέοντας σαν παλαβή. Ξεφυσούσε τον αέρα από τα ρουθούνια της, έκανε με το λαιμό υπό κωφους ήχους, ενώ έβλεπε νοερά το σώμα της ν' ανυ ψώνεται και να στριφογυρίζει - κάθε αναπνοή και μια περιστροφή. Ή μπουσούλαγε με τα τέσσερα, έχοντας τα γόνα τα ανοιχτά στην απόσταση των γοφών, τους -γλουτούς ανασηκωμένους, νιώθοντας με αυτή τη στάση απ' άκρη σ' άκρη σαν γάτα και στριφογυρίζοντας αργά τους ώμους. Στεκόταν όρθια και ταλαντευόταν μπρος πίσω, δε ξιά αριστερά, κοιτάζοντας διαρκώς την ώρα, στρέφο ντας το πάνω μισό του κορμιού μαζί με την αψίδα του
90
Ντον
ΝτεΛιλλο
αριστερού χεριού ή χρησιμοποιώντας το χέρι σαν μο χλό για να ωθεί το κορμί, ενώ το κεφάλι μαζί με το άλλο χέρι έστριβαν σαν ξεχαρβαλωμένοι δείκτες πάνω από το ανύπαρχτο ρολόι, κι έχοντας συνεχώς το στό μα ορθάνοιχτο και τα μάτια ερμητικά κλειστά. Άκουσε ένα αεροπλάνο που διέσχιζε τον ουρανό, μετά, το φως τρεμόπαιξε, κι αυτό το ηλιόφως, αυτή η ακτίνα του ήλιου που έφυγε και ξανάρθε -ένα συμβάν που το αντιλήφθηκε μέσα από τα κλειστά της βλέφα ρα-την έκανε να καταλάβει ότι η ομίχλη είχε διαλυθεί. Όποτε στην κλειστή βεράντα είχε υγρασία και ψύχρα, οι δυο τους κάθονταν στο δωμάτιο με την ξύλινη επέν δυση κι εκείνη κρατούσε σημειώσεις και μαγνητοφω νούσε. Μερικά πρωινά έμενε σχεδόν αμίλητος, άλλα, πάλι, ήταν πιο ομιλητικός. Κάθονταν κοντά στη φω τιά που εκείνη είχε ανάψει, ενώ στο σπίτι επικρατού σε νέκρα. «Το να είμαι εδώ μού ήρθε. Εγώ είμαι με τη στιγ μή, θα αφήσω τη στιγμή. Καρέκλα, τραπέζι, τοίχος, σαλόνι, όλα για τη στιγμή, μέσα στη στιγμή. Μου ήρθε. Εδώ και κοντά. Από τη στιγμή έχω φύγει, έφυγα, φεύ γω. Θα αφήσω τη στιγμή από τη στιγμή». Εκείνη δεν ήξερε πώς να τα χαρακτηρίσει όλα αυτά και τα έλεγε τραγούδι. Εκείνος συνέχιζε για λίγο αυτό το πάρε δώσε, το τραγούδι, το μονότονο τροπάρι που την μαγνήτιζε. Αυτό το επίπεδο έκφρασης έδειχνε ότι
01 ΧΡΟΝΟΙ Τ Ο Ϊ
ΣΩΜΑΤΟΣ
91
δεν του έλειπε η έμπνευση. Η χαλάρωση που ένιωθε στο σώμα της ήταν τέτοια, ώστε την απέσπασε από τις επίπονες σκέψεις και την έφερε σε μια κατάσταση σχε δόν ανεξέλεγκτη. Απορροφήθηκε από τη φωνή του γε λώντας. Ήθελε κι αυτή να κρατήσει το ίσο στο μονό τονο ψάλσιμό του, να μπαινοβγαίνει στο χρόνο, στις λέξεις, στα πράγματα, να κάνει ό,τι έκανε κι εκείνος, αλλά το μόνο που μπορούσε ήταν να γελάει. «Φεύγοντας πάω κι έρχομαι. Θα πάω και θα έρθω. Το φεύγω μού ήρθε. Εμείς όλοι, όλοι μας θα, όλοι θα είμαστε φύγει. Γιατί είμαι εδώ και πού. Και θα πάω ή όχι ή ποτέ. Και είδα ό,τι θα δω. Αν είμαι όπου θα είμαι. Γιατί τίποτα δεν έρχεται ανάμεσα μου». Εκείνη γελούσε, εκείνος, όμως, όχι. Οι λέξεις έβγαι ναν ασταμάτητα από το στόμα του, αλλά δεν ήταν λό για σχιζοφρενούς ούτε ενθουσιώδεις κορόνες κορμιών που παφλάζουν κάτω από την επήρεια του θείου πα ραληρήματος. Καθόταν ακίνητος και ωχρός. Εκείνη τον κοίταζε. Ήταν άραγε σκέτη μωρολογία δίχως νόημα ή μήπως κάτι της έλεγε; Ένιωθε τέτοια αγαλλίαση, που δυσκολευόταν να τον ακούσει προσεκτικά. Μήπως της περιέγραφε πώς αισθάνεται ο ίδιος, πώς είναι να ζεις μέσα στο σώμα και το μυαλό του; Προσπάθησε να δια κρίνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν μπόρεσε. Οι λέξεις έρρεαν αισθησιακές και άδειες, κι εκείνη ήθελε να γελάσει κι αυτός μαζί της και να την ακολουθήσει έξω από τον εαυτό της. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα, ναι, αυτή
92
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟ Γ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
93
είναι η ταραχή της πραγματικής κατάπληξης. Γιατί στις
σε. Αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πάει να δει κανέ
παρυφές της παραμονεύει ένα ίχνος τρόμου από το
ναν οπτικό, γιατί αρκετές φορές -ή μια δυο οπωσδή
φόβο της παραδοχής ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, παρα
π ο τ ε - της συνέβη να νομίζει ότι είδε κάτι πέρα από
μονεύει μια μετατόπιση του εαυτού, αυτό όμως είναι
τη γωνιά του δεξιού ματιού, ή έναν οφθαλμίατρο, ήξερε
το βαθύτερο νόημα, η σφήνα που ανοίγει την πόρτα
όμως ότι δεν θα έμπαινε στον κόπο να το κάνει. Το
της έκστασης, με την παλιά βαθιά σημασία της λέξης,
τηλέφωνο χτυπούσε. Το σήκωσε και περίμενε ν' ακού
την ώρα που οι βολβοί των ματιών σου αναστρέφο
σει τον άλλο να μιλάει.
νται γυρνώντας προς τα μέσα. Είχε έρθει η ώρα για την απολέπιση του σώματος της. «Τι είναι η στιγμή; Είπες τη λέξη στιγμή. Πες μου τι
Έτριψε τις πατούσες της με ελαφρόπετρα κάνοντας
σημαίνει αυτή για σένα. Δείξε μου τη στιγμή».
κυκλικές κινήσεις στα μαξιλαράκια κάτω από τα δά
Εκείνος είπε: « Ε δ ώ μίλα, στο μικρόφωνο».
χτυλα και στις φτέρνες, έπειτα ξανασαπουνισε το πόδι
«Τι ξέρεις; Ποιος είναι ο Ρέι; Του μιλάς; Μιλήσατε
και το γύρισε πάλι προς τα πάνω με το χέρι της. Της
ποτέ; Ξέρεις ποιον εννοώ όταν λέω Ρέι; Εγώ είμαι η
άρεσε να κρατάει το πόδι της με το χέρι. Έκοψε υπο
Λόρεν. Ποιος είναι ο Ρέι; 0 Ρέι είναι ένας άντρας. Τόσο
μονετικά το μοναδικό κάλο που είχε, τραβώντας τη
ψηλός. Κοίτα με. Τόσο ψηλός. Να, έτσι. Έχει και μου
διαδικασία για μέρες, εντελώς απορροφημένη από το
στάκι. Ένας άντρας με τρίχες στο πάνω χείλος του.
έργο της, με το κορμί συσπειρωμένο από την πληρό
Εδώ κοίτα, θεοπάλαβε. Πόσο ψηλός; Τόσο. Ένας
τητα της πρόθεσης, όντας σε μια κατάσταση κατανυ
άντρας με ένα βουρτσάκι τρίχες στο πάνω χείλος του.
κτικής εσωστρέφειας, που αποτελεί κατάλοιπο της
Μετά όμως το ξύρισε το μουστάκι τ ο υ » .
παιδικής ηλικίας.
Ξύρισε το μουστάκι του. Το είχε ξεχάσει μέχρι αυτή τη στιγμή.
Είχε σμυριδόχαρτα και λίμες νυχιών, πολλά είδη ψαλιδιών, πένσες και κρέμες, που ενεργοποιούνταν από τα ρήματα που δήλωναν σύντμηση και αποκοπή. Εξέταζε με προσοχή τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της. Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο ν' απομονώνει
Είδε κάτι με την άκρη του ματιού της. Γύρισε το κε
κάθε δάχτυλο, χρησιμοποιώντας ένα φακό κι ένα μαύ
φάλι της, αλλά δεν ήταν τίποτε. Το τηλέφωνο χτυπού-
ρο χαρτονάκι, και τότε πετσάκια, παρανυχίδες, ξεφτί-
!
94
Ντον
ΝτεΛιλλο
δια, κύτταρα νεκρού δέρματος και κομματάκια νυχιών πετούσαν δεξιά κι αριστερά στον αέρα. Ένιωθε καλά που επαναλάμβανε αυτήν τη διαδικασία.
Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να είναι ανυπεράσπιστος απέναντι στην αλήθεια του κόσμου. Ποια αλήθεια; σκέφτηκε. Ποια αλήθεια; Υποτίθεται ότι ο χρόνος περνάει, σκέφτηκε. Ίσως όμως εκείνος να ζει σε άλλη διάσταση. Σ' ένα είδος χρόνου που απλώς είναι συντριπτικά παρών, ενιαίος και αμετάβλητος, ενώ εκείνου του λείπει η εγγενής ικα νότητα να συλλάβει αυτή την κατάσταση. Ποια ικανότητα; Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να φανταστεί την ύπαρξη του χρόνου σαν μια καθησυχαστική αλληλου χία, κάτι που περνάει, ρέει, συμβαίνει -ο κόσμος συμ βαίνει, έτσι πρέπει, το αισθανόμαστε- κι έχει ονομα σίες, ημερομηνίες και διακρίσεις. Το δικό του μέλλον είναι ακατανόμαστο. Είναι κατά κάποιο τρόπο ταυτόχρονο με το παρόν. Κανένα δεν συμβαίνει πριν ή μετά από το άλλο, ενώ και τα δύο τα προσεγγίζει μάλλον με τον ίδιο τρόπο, έστω και μόνο στο μυαλό του. Σκεφτόταν ότι οι νόμοι της φύσης επιτρέπουν πράγ ματα που στην πράξη δεν συμβαίνουν ποτέ.
0 1 Χ Ρ Ο Ν Ο Ι TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
95
Θα μπορούσαν όμως. Αλλά και δεν θα μπορούσαν. Και πάλι θα μπορούσαν. Έστω και μόνο στο μυα λό του, σκέφτηκε. Το βράδυ έτρωγε στα γρήγορα άγευστα κι ελαφριά φαγητά για να τελειώνει. Κάποιες φορές εκείνος ούτε που εμφανιζόταν, άλλες πάλι εμφανιζόταν, αλλά δεν έτρωγε, και μια φορά τον έχασε για έξι εφτά ώρες, έφαγε όλο το σπίτι να τον ψάχνει κι ύστερα βγήκε μες στο σκοτάδι και πήρε το δρομάκι ρίχνοντας το φως του φακού προς τις συστάδες των δέντρων και λέγοντας μαλακά: «Πού είσαι;» Μπήκε και τον περίμενε μέσα, κάθισε κρατώντας γι' αποκούμπι ένα βιβλίο στα χέρια και σκεφτόταν, χωρίς να σκέφτεται, όπως κάνει κάθε γυναίκα που προβλέ πει τα χειρότερα. Τότε εκείνος μπήκε στο δωμάτιο προχωρώντας αργά, σαν κουρδισμένος, λες και, λες και... Τον κοί ταζε καθώς προσπαθούσε να βολευτεί σε μια πολυθρό να με ψηλή πλάτη και επέτρεψε στον εαυτό της να νιώ σει κάποια ανακούφιση, μια σωματική ευεξία που την απελευθέρωσε ονειρικά από την απάθεια της γυναί κας που κρατούσε το βιβλίο. Φαντάστηκε πως εμφανιζόταν αναπάντεχα ένας άντρας. Όχι αυτός ο άντρας. Κάποιος άλλος. Δεν ήταν τίποτε
96
01 ΧΡΟΝΟΙ Τ Ο Ϊ
Ν τ ο ν Ν τκ Λ ι λλ ο
ΣΩΜΑΤΟΣ
97
δεύτερος ξάδελφος ή μάλλον, ακόμη καλύτερα, γιος
σοβαρό, ήταν κάτι που πέρασε από το μυαλό της, ενώ
μιας πολυαγαπημένης αδελφής, έχει περάσει μεγάλο
έτρωγε το πρωινό της, ένας άντρας που εμφανίζεται
μέρος της ζωής του σ' αυτό το σπίτι, ζώντας σε μια κα
ξαφνικά, όπως στις ταινίες, και τον φιλμάρουν από χα
τάσταση που κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να διαγνώ
μηλά. Δεν τον φιλμάρουν, τον φωτογραφίζουν. Δεν πρό
σει τη φύση της ή, καλύτερα, πάσχοντας από κάποια
κειται για καθεαυτό φιλμάρισμα, αλλά γι' αποτύπωση
εγκεφαλική βλάβη, ενώ κάποιες ώρες της μέρας τον
στα κινούμενα καρέ του φιλμ, με την κάμερα χαμηλά,
φρόντιζε μία νοσοκόμα που είχε προσλάβει αυτός ο
ώστε αυτός να δεσπόζει. Έτσι όπως το κάνουν σε ξαφ
άντρας, ο ιδιοκτήτης, που είναι ταυτόχρονα καλοντυ
νιάζει, ένας άντρας στο κατώφλι της πόρτας, φωτισμέ
μένος και αφρόντιστος, μα, πάνω απ' όλα, λυπημένος,
νος κατάλληλα για να φαίνεται απειλητικός, ή έξω, ένα
σαν να κουβαλάει ένα οικογενειακό δράμα• κι όταν ο
συναπάντημα στο δρομάκι, τη στιγμή που βγαίνει από
ιδιοκτήτης και η γυναίκα του, η Άλμα, αποφάσισαν να
το αυτοκίνητο της, ένας σωματώδης άντρας που γέρνει
πάνε να ζήσουν αλλού, μια που τα παιδιά τους είχαν
ξαφνικά από πάνω της. Το ξάφνιασμα που προκαλεί ο
πια μεγαλώσει και είχαν ξεκινήσει τις δικές τους οι
εξωτερικός κόσμος, το σοκ, η κατάπληξη που προκαλεί
κογένειες, σκέφτηκαν να νοικιάσουν αυτό το μισογερ-
η παρείσακτη παρουσία κάνουν τη στιγμή να παίρνει μια
μένο ερείπιο, την προσφιλή τους εστία και το σπιτικό
άκρως απειλητική χροιά στο νου δυο ανθρώπων που
όπου φώλιαζαν οι αναμνήσεις τους, και ίσως τελικά και
ζουν απορροφημένοι ο ένας από τον άλλον. Ώσπου απο
να το πουλήσουν, και έβαλαν τον κύριο Τατλ, του
καλύπτεται ότι αυτός ο άντρας, ο σωματώδης άντρας,
οποίου το πραγματικό όνομα δεν αναφέρεται, σε κά
ναι, για να κάνει εντύπωση, ο γερασμένος αλλά σε φόρ
ποιο ίδρυμα καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα μακριά από
μα, ή μπορεί και να μην είναι και τόσο γέρος, είναι ο
δώ, ειδικό για ανθρώπους που πάσχουν από το ένα ή
ιδιοκτήτης του σπιτιού και μάλιστα έχει έρθει για να
το άλλο, για περιπτώσεις που υπερβαίνουν και τις πιο
μιλήσει για τον κύριο Τατλ.
παράτολμες εικασίες, χωρίς ποτέ μέχρι τώρα η οικο
Είδε τον εαυτό της να παίζει τη σκηνή, να στέκεται
γένεια να διανοηθεί, όταν έμαθε ότι ο κύριος Τατλ είχε
έξω, στο δρομάκι, και ν' ακούει αυτό τον άντρα. Ήταν
εξαφανιστεί από το ίδρυμα, ότι θα μπορούσε να βρει
κάτι που πέρασε από το μυαλό της, μια περαστική
το δρόμο να επιστρέψει στο σπίτι. Τώρα το είχαν σκε
ιστορία που διηγήθηκε ή πρόβαλε στον εαυτό της. 0
φτεί και γι' αυτό ήρθε κι αυτός, ο ιδιοκτήτης, να το
άντρας τής εξηγεί ότι ο κύριος Τατλ, ή όπως αλλιώς
ερευνήσει.
τον αποκαλεί, είναι μέλος της οικογενείας του, κάτι σαν
.
98
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
99
Εξαιτίας ποιος ξέρει ποιων ενδοιασμών, αποφεύ
Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε, μόλις μπήκε μέσα,
γει να παραλληλίσει στη φαντασία της τον κύριο Τατλ
ήταν ότι εκείνος φορούσε τα αναπαυτικά παπούτσια
με σκυλί, όπως κάνει ο ιδιοκτήτης, και κάπως έτσι, λίγο
με κορδόνια που του είχε αγοράσει, κι αυτό τη χαρο
πολύ, τελειώνει η ιστορία, την ώρα που τρώει το πρωι
ποίησε.
νό της, με τον ιδιοκτήτη και την ενοικιάστρια να στέ
Κάθισαν στο δωμάτιο με την ξύλινη επένδυση έχο
κονται καταμεσής στο δρομάκι και να κοιτάζουν αφη
ντας ανάμεσα τους ένα τραπεζάκι του καφέ και πάνω
ρημένα προς το σπίτι.
του το μαγνητόφωνο.
Το όνομα Άλμα της ήρθε από το πουθενά. Ήταν απόλυτα αληθοφανές. Όλα ήταν αληθοφανή, ως και η
Ποιος του είχε μάθει να δένει τα κορδόνια του; Εκείνος την κοιτούσε μες στα μάτια. Έτσι φαινό
σκύλου, κι όλο το ζήτημα με
ταν, μπορεί όμως και να μην ήταν έτσι. Δεν πίστευε
αυτή την ιστορία είναι ότι δεν έφτασε ποτέ μέχρι το
ότι το μάτι του μπορούσε να ξεχωρίσει και να δώσει
σημείο όπου εκείνη θ' αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να
σχήμα στα πράγματα. Τουλάχιστον όχι έτσι ό π ω ς συ
τον παραδώσει, να τον προδώσει, απλώς έληξε, έτσι
νηθίζεται. Υποτίθεται ότι το μάτι αντιλαμβάνεται τη
απότομα.
μορφή, την επεξεργάζεται και τη χρωματίζει. Μας λέει
επιστροφή του χαμένου
μια ιστορία που θέλουμε να πιστέψουμε. Περπατούσε στον κήπο και την κατέκλυζε η αίσθηση
« Τ ό τ ε όταν έρθει σε μένα».
αυτού που υπήρχε, τα πάντα γύρω ήταν ουρανός, φως,
«Τι;»
κι ο ήχος σφυριού που ακουγόταν, διακριτικός, από
«<Ένα πράγμα από τα πιο. Μέρες ναι χρόνια». «Ι(Ξέρεις τι σημαίνουν αυτά; Μια μέρα. Ένας χρό
σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακριά, από κάποια από τις παράγκες δίπλα στο χωματόδρομο, και του πώς η δια
νος. Ή μήπως άκουσες εμένα να τα αναφέρω;»
φάνεια των πραγμάτων μπορεί να κάνει το βήμα σου
«Πες μερικές λέξεις».
πιο σταθερό, να σου δώσει κάτι να πιαστείς και να στη
«Πες εσύ μερικές λέξεις».
ριχτείς, μέχρι που οι σφυριές σταμάτησαν. Περπατού
«Μέσα όταν έρθει».
σε και σκεφτόταν. Ήταν ένα από τα πρωινά που τα
« Τ ι όταν έρθει μ έ σ α ; » είπε εκείνη.
πουλιά είχαν εξαφανιστεί. Οι ταΐστρες ήταν έρημες και
«Να φύγει μέσα στο φεύγοντας».
το κενό ήταν τόσο έντονο, που την έπιανε από το λαι
«Ποιος θα φ ύ γ ε ι ; »
μό.
« Α υ τ ό είναι όταν εσύ, ναι, εσύ ε ί π ε ς » .
100
Ντο.\
ΝτεΛιλλο
«Τι είπα ε γ ώ ; » Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν τον είχε αποκαλέσει π ο τ έ με το όνομα του. Το έλεγε μόνο όταν βρισκόταν
101
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
ρασε αθόρυβα πάνω από το κεφάλι της. τραβώντας κατά την άκρη του κόσμου να βρει τη μυστική του νύ χτα.
μόνη της και μιλούσε στο μαγνητόφωνο. Γιατί, φυσι
Άρχισε να καταλαβαίνει ότι της ήταν αδύνατο να
κά, -παραδέξου τ ο - το όνομα είναι χαριτωμένο αλλά
νιώσει την έλλειψη του Ρέι, να αναλογιστεί την απου
και συγκαταβατικό.
σία του, την απώλεια του, χωρίς να σκέφτεται με τον
«Μην τ' αγγίζεις» είπε εκείνος με φωνή που ακού στηκε διαφορετική από τη δική του. « θ α τα καθαρίσω εγώ αργότερα». Και μετά από αυτό, βυθίστηκε στη σιωπή. Ναι, βυ θίστηκε. Το βλέμμα του βούλιαξε προς τα κάτω και,
τρόπο του κυρίου Τατλ. Όποτε σήκωνε το τηλέφωνο, περίμενε να μιλήσει πρώτος αυτός που χαλούσε
κι ένιωθε μια μικρή απάν
θρωπη ικανοποίηση στην απειροελάχιστη σιωπή της σύγχυσης που μεσολαβούσε.
αν εκείνη το αντιλαμβανόταν σωστά, η διάθεση του
Μια ξάστερη νύχτα τον έβγαλε έξω και του έδειξε
βάρυνε. Εκείνη άρχισε να λέει ένα παιδικό τραγουδά
με το δάχτυλο έναν αστερισμό. Το έκανε αφού είχε
κι στα γαλλικά. Προσπάθησε να τον κάνει να πει κάτι
μείνει για λίγο κοιτάζοντας το νυχτερινό ουρανό κι ενώ
ακόμη, πάλεψε και η προσπάθεια της ήταν συγκινητι
οι ανάσες τους κάπνιζαν στον ψυχρό αέρα. Τον τρά
κή αλλά μάταιη, και τότε έπιασε τον εαυτό της να πε
βηξε κοντά της κατά μέτωπο, έβαλε τα χέρια του στις
ριγράφει νοερά τη σκηνή σε κάποιον τρίτο, που μπο
τ σ έ π ε ς του τζάκετ της και του φύσηξε στο πρόσωπο
ρεί να ήταν η Μαριέλα ή ίσως και όχι, λες κι εκείνος
λόγια που του ζήτησε να τα επαναλαμβάνει.
ήταν ένα πρωτοφανέρωτο αντικείμενο τέχνης, που έπρεπε να καθορίσουν τη χρησιμότητα του.
Εκείνος είπε: «Η λέξη για το φεγγαρόφωτο είναι φεγγαρύφωτο». Αυτό την έκανε να χαρεί. Ήταν λογικά σύνθετο,
Τα απογεύματα έφευγαν τώρα πιο γοργά, οι λόφοι
παράξενα συγκινητικό και έμμεσα όμορφο κι αληθινό
απέναντι από τον κόλπο ρουφούσαν το τελευταίο φως
- ίσως, πάλι, να μην ήταν τόσο έμμεσο, αλλά άμεσο,
της μέρας, όπως το ίδιο έκανε και καθετί τριγύρω, τα
πιο άμεσο δεν γινόταν.
δέντρα, η γη και τα φύλλα στο χρώμα της κεχριμπαρένιας σκουριάς και του χρυσού, που πατιούνταν κάτω από τα πόδια της, και μια φορά ένα κοπάδι χήνες πέ-
Έ π ρ ε π ε να βρει ένα όνομα με το οποίο θα τον φώ ναζε όταν ήταν μπροστά.
102
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
103
Η σκέψη ότι εκείνος ζούσε σε αλληλοεπικαλυπτόμενες
άλλη, πάλι, όμως, είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο δεν
πραγματικότητες της κέντριζε το ενδιαφέρον.
γίνεται.
Πολλά πράγματα είναι ενδιαφέροντα, ανόητη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν κόκκο αλήθειας. Θυμήθηκε ότι της χρειάζονταν μπαταρίες για το μα γνητόφωνο.
Θύμησε στον εαυτό της ότι χρειαζόταν μπαταρίες. Είπε μέσα της: Θυμήσου. Ήταν μία από κείνες τις μέρες που ξεχνάς τι θέλεις να πεις, σου πέφτουν τα πράγματα από τα χέρια και,
Της άρεσε να σκέφτεται. Τι της άρεσε να σκέφτε
μπαίνοντας στο δωμάτιο, αναρωτιέσαι τι ήρθες να πά
ται; Είχε περάσει μια βουβή μέρα και ήθελε να τα βά
ρεις, γιατί κάποιος λόγος θα υπάρχει που στέκεσαι
λει με την ομίχλη.
εδώ, και τότε λες στον εαυτό σου ότι είναι απλώς ζή
Μπορεί και να μεταπηδήσει, να γλιστρήσει -αν λέει τίποτε αυτή η λ έ ξ η - α π ό τη δική του εμπειρία ενός αντι κειμενικού κόσμου, σύμφωνα με την άκρως επιστημονι κή περιγραφή του χωροχρόνου, όπου δεν έχει αίσθηση
τημα χρόνου, αργά ή γρήγορα θα θυμηθείς, γιατί πά ντοτε θυμάσαι όποτε βρίσκεσαι εδώ. Λ ε ς και το πράγμα επικοινωνεί με κάποιο τρόπο μαζί σου.
της μελλοντικής διάστασης, να γλιστρήσει μέσα στη δική της, σ' ολωνών μας την εμπειρία, στη σταθερή χρονολό
Αφαίρεσε με κερί τις τρίχες από τις μασχάλες και τα
γηση των γεγονότων με βάση την πορεία του ηλίου.
πόδια της. Το κερί ξεκολλούσε κάνοντας ένα τσιριχτό
Μήπως είμαι ο πρώτος άνθρωπος που απάγει έναν εξωγήινο;
ήχο κι αφήνοντας μια κρύα αίσθηση. Είχε πάρει με συ νταγή γιατρού μια πολύ δραστική όξινη κρέμα απο
Όσο η ομίχλη σερνόταν χαμηλά πλησιάζοντας την
λέπισης και, αφού ολοκλήρωσε την αποτρίχωση, την
ακτή ήταν σαν ένα σκοτεινό χαλκοπράσινο στρώμα,
έτριψε από πάνω για να φύγουν τα υπολείμματα του
αλλά, μόλις έφτανε πάνω από τη γη, έχανε το σχήμα
δέρματος, ξεφλουδίσματα, λέπια και μικρά στρογγυ
της και διαχεόταν καλύπτοντας τα πάντα με μια ζο
λά βολαράκια που της άρεσε να τα κρατάει ανάμεσα
φερή θολούρα. Αν δεν υφίσταται τέτοια τάξη αλληλοδιαδοχής παρά είναι γέννημα του μυαλού μας, για να νιώθουμε ασφα λείς μέσα στον κόσμο, τότε ίσως να είναι πιθανό —τι; — να περάσει κανείς από τη μια ανώνυμη κατάσταση στην
στα δάχτυλα και να τα φαντάζεται, χωρίς νοσηρότη τα, σαν τα νεκρά κύτταρα κάποιου πράγματος που υπήρχε μέσα της. Έτριψε τους αγκώνες και τα γόνατα της με μια βούρ τσα από τρίχα μαϊμούς. Ήθελε να νιώσει τον πόνο.
104
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
105
Δεν ήταν ανάγκη να τρέχει στην Ταγγέρη για ν' αγο
λιπαρών εκκρίσεων, των αδενικών γεγονότων στον κό
ράσει φυσικά σφουγγάρια και μυτερά ξυλαράκια για
σμο του σώματος, οι μικροκακοφορμίσεις και οι εκρή
πεντικιούρ. Στις ψηλοτάβανες στοές των εμπορικών
ξεις, τα συσσωρευμένα λίπη, έλαια, άλατα και σάκχα
κέντρων έβρισκες τα πάντα, από πινέλα προσώπου και
ρα, και πόσο άγγιζε τα όρια της επιστημονικής διαδι
ξυράφια μέχρι αφρόλουτρα απολέπισης με βάση τη
κασίας η ευχαρίστηση της απομάκρυνσης τους.
βρώμη. Το είχε βάλει στόχο να εξαφανίσει όλα τα
Βρήκε τη μυοχαλαρωτική κρέμα που είχε αγοράσει
προηγούμενα χαρακτηριστικά της εμφάνισης και του
για τον Ρέι λίγο πριν εκείνος φύγει, και τη χρησιμο
παρουσιαστικού της και να μετατρέψει το σώμα της
ποίησε απλώς για να τη χρησιμοποιήσει.
σε μια άγραφη πλάκα απαλλαγμένη από κάθε παλιά ομοιότητα.
Στεκόταν και τον κοιτούσε' δυο σώματα παρόντα στο
Είχε μια ειδική λευκαντική κρέμα και την άλειφε
ίδιο δωμάτιο. Της φαινόταν ότι ο τρόπος που τον
σχεδόν παντού για να αποχρωματίσει το δέρμα της.
παρατηρούσε τον έκανε να αποτραβιέται, να μαζεύε
Στην αρχή κόντυνε λίγο τα μαλλιά της και μετά τα έκο
ται μέσα του, και σκέφτηκε ότι αυτό δεν γινόταν επει
ψε περισσότερο.Το σκληρό αυτό έργο έγινε πραγμα
δή ένιωθε άβολα, αλλά ήταν μια αυθόρμητη όσο και
τικά βάναυσο, όταν ήρθε η ώρα της απολεύκανσης.
αυτόνομη λειτουργία, που καθοριζόταν από κάποιο
Ήθελε ν' αντικρίζει στον καθρέφτη έναν άνθρωπο τυ
νόμο της σωματικής του κατασκευής. Έβαλε τα χέρια
πικά μη αναγνωρίσιμο, έναν άνθρωπο διαφανή, αφαι-
της πάνω στους ώμους του και τον κοίταξε κατάμα
μαγμένο από τα οικεία γνωρίσματα, ένα ενοχλητικό
τα. Τότε σκέφτηκε: Πότε άραγε αρχίζουν οι άνθρω
φάντασμα, σαν αυτά που στοιχειώνουν τις νύχτες κάθε
ποι να κοιτιούνται στα μάτια; Αυτό έκανε, διερευνη
δημόσια τουαλέτα.
τικά, την ώρα που στεκόταν στην κουζίνα με τον κύ
Χρησιμοποίησε αυτοκόλλητα για ν' αφαιρέσει τα
ριο Τατλ.
υπολείμματα σαπουνιού, λίπους και χρόνιας βρόμας,
Μην τ' αγγίζεις. Θα τα καθαρίσω εγώ αργότερα.
που καραδοκούσαν στο δέρμα. Κολλούσε πάνω στο
Τα μάτια του ήταν γκρίζα, αλλά τι σημασία είχε
σώμα της κάτι πλαστικές λωρίδες που μετά, όταν τις
αυτό; Τα μάτια του ήταν υπόγκριζα, ήμερα, ακίνητα
τραβούσε, έπαιρναν μαζί τους ένα σωρό ακαθαρσίες
και καθόλου ανήσυχα. Τον κοιτούσε. Διαρκώς αυτύ
που είχαν αποφράξει τους θύλακες και τους πόρους.
έκανε. Ποτέ δεν της ήταν αρκετό. Ο έντονος φωτισμός
Πόσο ενδιαφέρον ήταν αυτό το κρυφό σύστημα των
τους έδινε ένα ωχρό γκρι, ελαφρώς υποκίτρινο χρώμα
106
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
107
και μέσα τους δεν καθρεφτιζόταν καμιά συγκίνηση ή
Εκείνος είπε: «Πάω για λίγο στην πόλη».
νευρικότητα.
Εκείνος είπε: «Μα δεν χρειαζόμαστε τίποτε. Κι αν
Πήρε το πρόσωπο του ανάμεσα στα χέρια της κοι
είναι κάτι, θα πάω εγώ. Ξέρω τι να πάρω. Μας χρειά
τάζοντας τον συνεχώς κατάματα. Τι να σήμαινε άρα
ζεται λίγη πώς-τη-λένε. Σκόνη καθαρισμού».
γε η πρώτη φορά που ένα σκεπτόμενο ον κοίταξε βα
Εκείνος είπε: « Τ ι ; »
θιά κάποιο άλλο στα μάτια; Χρειάστηκε να περάσουν
Το κατάλαβε σχεδόν αμέσως, πριν ακόμη ανοίξει το
εκατό χιλιάδες χρόνια πριν συμβεί κάτι τέτοιο, ή μή
στόμα του. Δεν ήξερε ακριβώς τι θα πει, αλλά διαι
πως αυτό, το βλέμμα που δείχνει ότι είμαστε κατά βά
σθάνθηκε, ένιωσε την αλλαγή που έγινε μέσα του. Το
θος μόνοι, ήταν το πρώτο πράγμα που έκαναν υπερ
τσάι άχνιζε μέσα στο κύπελό της. Καθόταν στο τρα
βαίνοντας τα όρια τους, αυτό που τους έκανε ανώτε
πέζι και τον κοιτούσε, και με την πρώτη σπίθα του δια
ρους και σύγχρονους;
λόγου ήταν απολύτως σίγουρη, γιατί η φωνή, οι φωνές
Εκείνη είπε: «Γιατί έχω την εντύπωση ότι εγώ βρί
δεν ήταν δικές του.
σκομαι πιο κοντά σου απ' ό,τι ε σ ύ ; »
« Μ α δεν μας χρειάζεται σώνει και καλά τούτη τη
Δεν προσπαθούσε να γίνει διασκεδαστική. Ήταν
στιγμή. Θα το πάρω εγώ όταν πάω. Άζαξ. Έτσι το
αλήθεια, ένα παράδοξο οπτικής τάξεως. Μετά προ
λένε. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε τίποτε για πλύσιμο
σπάθησε να γίνει διασκεδαστική χρησιμοποιώντας γλυ
τώρα».
κόλογα και παρατσούκλια, σύντομα όμως ένιωσε σαν
Τον άκουγε κι άκουγε τη δική της φωνή. Ποιανού
χαζή και σταμάτησε.
άλλου; Άκουγε αυτά τα πράγματα που είχε πει.
Εκείνος έφαγε το πρωινό του, ή μάλλον δεν το έφαγε,
τον Τρωικό Πόλεμο. Μάλλον χρειαζόμαστε και εφη
αφού άφησε το περισσότερο. Μετά στάθηκε στο άνοιγ
μερίδα, γιατί η παλιά μπαγιάτεψε. Πολύ γενναίος πο
μα της πόρτας που ένωνε την κουζίνα με τη μεγάλη
λεμιστής και σπουδαίος ακοντιστής. Και καθαριστικό
αίθουσα, που με τη σειρά της έβγαζε στο χολ της ει
μπάνιου».
«Ο Αίας ο Τελαμώνιος, νομίζω, αν θυμάμαι καλά
σόδου. Εκείνη κάθισε στο τραπέζι και περίμενε. Το
Πώς να μην αναγνωρίσεις αυτά που είπες πριν από
βλέμμα του τη διαπερνούσε σαν να ήταν αόρατη, και
εβδομάδες, ναι, όταν ακούς να σου τα ξαναλένε, ναι,
τότε εκείνη κατάλαβε τι θα επακολουθούσε.
όταν αυτά είναι τα τελευταία λόγια που είπες, μαζί με
Εκείνος είπε: «Μα πού π α ς ; »
κάποια άλλα, σε κάποιον που αγαπούσες και δεν θα
11
108
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Τ Ο Ϊ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
109
ξανάβλεπες ποτέ. Αυτά του είχε πει, όταν εκείνος πήρε
πέος του. Το δέρμα της ήταν ηλεκτρισμένο. Και τότε
το αυτοκίνητο για να πάει -πού να το φ α ν τ α σ τ ε ί - μ έ
είδε τον εαυτό της, τότε βλέπει τον εαυτό της να σέρ
χρι τη Νέα Υόρκη.
νεται προς το μέρος του. Έχει την εικόνα μπροστά στα
«Πάω μια βόλτα. Αυτό είν' όλο. Θα πάρω το Το-
μάτια της. Σέρνεται με τα τέσσερα στο πάτωμα και
γ ι ό τ α » είπε εκείνος ότι είπε εκείνος, «αρκεί μόνο να
της φαίνεται τόσο αληθινό, σαν να συμβαίνει. Αισθά
βρω τα κλειδιά μ ο υ » .
νεται σαν κάτι να έχει χωριστεί από εκείνη, να έχει
Αυτά έλεγε ο άντρας που στεκόταν στο άνοιγμα της
αποσπαστεί μαλακά, και βλέπει ότι προσπαθεί να τον
πόρτας και φαινόταν τόσο μικρός κι αδύναμος, λες και
τραβήξει κάτω στο πάτωμα μαζί της, να τον σταμα
κάτι τον είχε καταβάλει. Δεν έμοιαζε με μνημονική
τήσει, να τον κρατήσει εδώ, ή ότι σκαρφαλώνει πάνω
ανάκληση. Μπορεί να ήταν η φωνή του Ρέι, η ιδιαίτε
του, ότι διαλύεται και χώνεται μέσα του ή απλώς ότι
ρη τονικότητα του συζύγου της, εκείνη όμως δεν είχε
μένει μπρούμυτα στο πάτωμα και ξεσπάει σε αστα
την εντύπωση ότι αυτός ο άντρας έλεγε κάτι που θυ
μάτητους λυγμούς, ενώ ο εαυτός της την κοιτάζει από
μόταν. Αυτά συμβαίνουν τώρα. Να τι σκέφτηκε. Τον
ψηλά.
κοίταζε που πάλευε με την άρθρωση του και σκεφτό
Ανάσαινε πάνω στο σώμα της τη μυρωδιά της δι
ταν ότι στο δικό του πλαίσιο ύπαρξης, στο δικό του
κής του κρέμας για εντριβές, του μυοχαλαρωτικού του,
κατακερματισμένο χρόνο, αυτά γίνονται κατά κάποιο
και τότε εκείνος σταμάτησε να μιλάει.
τρόπο τώρα, κι εκείνος, ανήμπορος να κάνει αλλιώς, απλώς αναφέρει όσα λέγονται από τους δυο τους. Εκείνος είπε: «Γιατί δεν πας κανέναν περίπατο; Κάνει υπέροχο καιρό. Παράτα το αυτοκίνητο και τα κλειδιά». Εκείνος είπε: « Τ α έχω αφήσει μέσα στο αυτοκίνη το. Βέβαια. Πού αλλού; Είναι προφανές. Πώς να σ' το πω; Πάντα έτσι γίνεται». Εκείνος στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας παίζο ντας τα βλέφαρα. Ο Ρέι ζει τώρα στο μυαλό αυτού του άντρα, μέσα στο στόμα και το σώμα του, μέσα στο
6
διάφορα χαρτιά και κάτι σου πέφτει κάτω. Μόνο που δεν το ξέρεις. Πρέ πει να περάσουν ένα δυο δευτερόλεπτα πριν το κα ταλάβεις, αλλά ακόμη και τότε το αντιλαμβάνεσαι ως άμορφη παραμόρφωση του χώρου που περιβάλλει το σώμα σου. Μόλις όμως συνειδητοποιήσεις ότι κάτι σου έχει πέσει, το ακούς, καθυστερημένα, να χτυπάει στο πάτωμα. Ο ήχος έρχεται σαν μέσα από ένα αχανές πλέγμα αποστάσεων. Ακούς αυτό που πέφτει και ταυ τόχρονα ξέρεις λίγο πολύ τι είναι, είναι ένας συνδετή ρας. Κι αυτό το ξέρεις τόσο από τον ήχο που κάνει πέφτοντας στο πάτωμα, όσο και από την ανάκληση στη μνήμη σου της ίδιας της πτώσης, την ώρα που σου έπε σε από τα χέρια ή ξεγλίστρησε από την άκρη της σελί δας όπου ήταν πιασμένος. Ξεγλίστρησε από την άκρη της σελίδας. Τώρα που ξέρεις ότι σου έπεσε, θυμάσαι το πώς έγινε ή το μισοθυμάσαι, κάπως σαν να το βλέ πεις να συμβαίνει ίσως, αλλά μπορεί πάλι και να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αναπήδηση του συνδε τήρα, που χτυπάει στο πάτωμα με τις άκρες, αφήνει κάθεσαι ς τ ο τραπεζι σκαλίζοντας
112
Ντον
ΝτκΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
113
έναν ήχο ανάλαφρο και μισοσβησμένο. έναν ήχο για τον
συνηθισμένη. Να ήταν ένας μουρλός που προσπαθεί να
οποίο δεν υφίσταται λέξη που να τον μιμείται, τον ήχο
ζήσει μέσα από τις φωνές των αλλωνών.
ενός συνδετήρα που πέφτει- όταν όμως σκύβεις για να τον μαζέψεις, δεν είναι εκεί.
Κειτόταν κουλουριασμένος μέσα σε μια λεπτή κου βέρτα. Τον ξεσκέπασε και ξάπλωσε πάνω του. Λένε ότι πρέπει να δίνεις στους άλλους παρηγοριά. Τον φί
Εκείνη τη νύχτα στάθηκε έξω από το δωμάτιο του και
λησε στο πρόσωπο και το λαιμό και τον έτριψε να ζε
τον άκουσε να κλαψουρίζει. 0 ήχος που άκουγε ήταν
σταθεί. Έχωσε το χέρι της μέσα από το σορτς του και
μια σειρά από αδύναμα διακοπτόμενα αναφιλητά, μο
άρχισε να αναπνέει στο δικό του ρυθμό και να προ
νότονα και ομοιόμορφα, είχε μια ελαφριά ηχώ, κάτι
καλεί τα κοφτά βογγητά που έβγαιναν με κάθε του
σαν ανατροφοδότηση, και μετέδιδε μια απελπισία που
ανάσα. Αυτό πρέπει να κάνεις όταν φοβούνται.
σάρωνε όλες τις λέξεις, τις δικές της ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό. Μα βέβαια και ήξερε. Εκείνος δεν είχε καμιά ασπίδα προστασίας. Ήταν μό
Της φάνηκε πως είδε ένα πουλί. Με την άκρη του μα
νος και ανίκανος να αυτοσχεδιάσει για να συνεφέρει
τιού της είδε κάτι να σηκώνεται στον αέρα, έξω από
τον εαυτό του. Πλησίασε στο κρεβάτι και κάθισε πλάι
το παράθυρο, κάτι περίεργο που θύμιζε πουλί, αλλά
του αγγίζοντας τον και προφέροντας καταπραϋντικά
μπορεί και να μην ήταν. Κοίταξε και ήταν πράγματι
λόγια, νυχτερινά κανακέματα.
πουλί, ένα σπουργίτι που δεν αιωρούνταν απλώς στον
Φοβόταν. Τόσο απλό και αληθινό ήταν. Προσπά
αέρα, αλλά υψωνόταν εντελώς κάθετα, κρατώντας το
θησε να του συμπαρασταθεί, να μετριάσει το φόβο του.
ριγωτό καφέ σώμα του οριζόντιο και κουνώντας μα
Εκείνος βρισκόταν εδώ, ριγμένος καταμεσής στο ουρ
λακά τα φτερά του, κι έπειτα, μέσα σε μια στιγμή, χά
λιαχτό του κόσμου. Κι αυτό ήταν το γυμνό, το οδυνη
θηκε.
ρό, το απροσποίητο πρόσωπο των πραγμάτων. Πώς μπορούσε όμως εκείνη να ξέρει κάτι τέτοιο; Δεν το ήξερε.
Το είδε μάλλον εκ των υστέρων, μια που στην αρχή δεν καλοκατάλαβε τι έβλεπε, κι έτσι χρειάστηκε να αναπλάσει τη φευγαλέα στιγμή, να την καταγράψει σαν
Μπορεί και να ήταν απλώς παράφρων, μια ασυνή
φράση σε πεζογράφημα, και μπορεί να μην ήταν καν
θιστη περίπτωση τρέλας. Όχι ποκ ι τρέλα είναι ποτέ
σπουργίτι αλλά κάποιο μικρότερο πουλί, μπορεί να
114
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
115
ήταν γκρίζο κι όχι καφετί, να είχε βούλες κι όχι ρίγες,
κριβώς είναι μια πλευρά της σύγχυσης και της οδύνης
πάντως δεν ήταν τόσο μικρό σαν κολιμπρί - π ώ ς θα
του.
μπορούσε να ήταν βέβαιη αν δεν ξανασυνέβαινε, μα ακόμη και τότε, σκέφτηκε, ακόμη και τότε πάλι...
Κάπως.
Η πιο αδύναμη λέξη σ' ολύκληρη τη γλώσ
σα. Και η έκφραση λίγο πολύ. -
ίσως , το πιθανώς.
Και το ίσως. Πάντα το
Κι εκείνη συνεχώς πιθανολογεί.
Δεν είναι αλήθεια, γιατί δεν μπορεί να είναι αλήθεια.
Ήταν γονατιστή, με τα πόδια μισάνοιχτα στο άνοιγ
0 Ρέι δεν ζει μες στη συνείδηση αυτού του ανθρώπου
μα των γοφών, τον κορμό ίσιο και άκαμπτο, το κεφά
ούτε στην έωλη γλωσσική σύνδεση του με τον κόσμο,
λι ριγμένο προς τα πίσω, το ίδιο και τα χέρια, και τη
σ αυτό το αδιάπτωτο συνεχές.
λεκάνη να προβάλλει μπροστά.
Ωραία λέξη το συνεχές. Τι να σημαίνει άραγε; Σκέφτηκε ότι σημαίνει κάτι που διαρκεί, ένα διαρ κές όλον, όπου ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσεις το ένα μέρος από το άλλο, τούτο
από
εκείνο, το τώρα από
το τότε, είναι να κάνεις αυθαίρετους διαχωρισμούς. Κι αυτό ακριβώς είναι π ο υ δεν μπορεί να κάνει εκείνος. Έκανε τις ασκήσεις της διπλωμένη στο κρύο πάτω μα και αναπνέοντας τη μυρωδιά του εαυτού της.
Α σ ε τα χέρια να πέσουν. Ά σ ε το δεξί χέρι να αιωρηθεί πάνω από το δεξί πόδι και μετά το αριστερό πάνω από το άλλο. Τα πάντα ρέουν από τη λεκάνη προς τα πάνω. Βάλε την κάθε παλάμη πάνω στην αντίστοιχη πα τούσα. 0 χρόνος είναι η μόνη αφήγηση που έχει σημασία. Επιμηκύνει τα γεγονότα και μας δίνει τη δυνατότητα να υποφέρουμε και να το ξεπερνάμε, να βλέπουμε το
Δεν μπορεί, ύμως. να είναι αλήθεια ύτι μεταπηδάει
θάνατο και να τον ξεπερνάμε. Για εκείνον, όμως, δεν
από τη μια πραγματικότητα στην άλλη, ανεξάρτητα
είναι έτσι. Εκείνος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια
από τη λογική του χρόνου. Αυτό δεν γίνεται. Είμαστε
άλλη δομή, σε άλλη κουλτούρα, όπου ο χρόνος είναι
προϊόντα του χρόνου. Αυτή η δύναμη μάς λέει ποιοι
αυτό ακριβώς που είναι: καθαρός, γυμνός και δίχως
είμαστε. Κλείσε τα μάτια σου και νιώσε την. 0 χρόνος
καταφύγιο.
ορίζει την ύπαρξη μας.
Κρατήσου σ αυτήν τη θέση.
Κι όμως, αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα, ότι εκεί
Τα πάντα ρέουν από τη λεκάνη προς τα πάνω, προς
νος κάπως ξεγλιστράει και διαχέεται σε άλλες εκτά
το στήθος, τους ώμους, τα χέρια, για να καταλήξουν
σεις της ύπαρξης, σε άλλες χρονο-ζωές, κι αυτή α-
στο κεφάλι που είναι με λύσσα ριγμένο προς τα πίσω.
116
Ντον
ΝτεΛιλλο
Κρατήσου σ' αυτήν τη θέση αναπνέοντας κανονικά,
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
117
Είπε: «Μην τ' α γ γ ί ξ ε ι ς » κι άπλωσε το ένα της χέρι
μετά ακανόνιστα.
να προλάβει κάθε κίνηση που μπορεί να έκανε εκείνος
Επανάλαβε.
για να μαζέψει τα σπασμένα κομμάτια. « Θ α τα κα θαρίσω ε γ ώ αργότερα». 0 αέρας προκαλεί κάτι περίεργο. Έτσι όπως δου λεύει μέσα σου, ακατάπαυστα, σου αφαιρεί κάθε σι
Α π ό το μεσημέρι έπιασε αέρας που συνέχιζε να τα
γουριά και σε κάνει να νιώθεις την κρυφή ισχνοτητα
ρακουνάει τα παράθυρα, όταν εκείνη διέσχιζε τα δω
όλων των π ρ α γ μ ά τ ω ν γ ύ ρ ω σου, μετατρέποντας τη
μάτια πέντε ώρες αργότερα.
στέρεα υπόσταση τους σε απογυμνωμένο ευτελές υπο κατάστατο.
Χτυπούσε το τηλέφωνο. Εκείνου του έπεσε στην κουζίνα ένα ποτήρι με νερό κι εκείνη άπλωσε το χέρι της κοιτάζοντας το υγρό με
Τα μάζεψε αμέσως. Δεν τα άφησε για αργότερα. Ήθελε να διατηρήσει αυτό το κάτι που είχε η στιγμή.
τα γυαλάκια ν' απλώνεται στο σανιδένιο πάτωμα. Το στρίγγλισμα του αέρα τής προκαλούσε αναστά τωση, την έκανε να κλείνεται στον εαυτό της, και ήταν κατά κάποιο τρόπο χειρότερο απ' ό,τι το χιόνι που
Σήκωσε το τηλέφωνο π ο υ χτυπούσε και άκουσε από
εξαφάνιζε τα πάντα ή ο πάγος που έριχνε κάτω τα ηλε
την άλλη άκρη της γραμμής το δικηγόρο του Ρε ι. Κάτι
κτρικά καλώδια.
της έλεγε για χρέη. Χρωστούσε πολλά. Υπήρχαν ένα
Έφτιαξε τη φωτιά στο τζάκι κι έπειτα βγήκε από
σωρό υποχρεώσεις και οφειλές. Τα παλιά χρέη γεννού
το δωμάτιο κι ανέβηκε τη σκάλα ακούγοντας τους τοί
σαν καινούργια. Αυτό την έκανε να νιώσει καλά. Έτσι
χους να αγκομαχούν κάτω από την πίεση.
ακριβώς ήταν ο Ρέι. Παρόλο που τα νέα την έκαναν ν'
«Μην τ' αγγίζεις» είπε στην κουζίνα.
αναλογιστεί και τη δική της γκρίζα οικονομική κατά
Τα καλύτερα πράγματα σ' αυτό το σπίτι ήταν το
σταση, αισθάνθηκε να την πλημμυρίζει η στοργή. Αυ
και η δρύινη κουπαστή
τός ήταν ο Ρέι που ήξερε, κι όχι κάποιος άλλος. Ήταν
της σκάλας. Και μόνο που ανέφερε αυτές τις λέξεις
σίγουρη ότι και ο ίδιος αγνοούσε την κατάσταση ή τη
ήταν αρκετό για να νιώσει καλά. Και μόνο που τις σκε
θεωρούσε τόσο αναπόσπαστα δεμένη με τις συνθήκες
φτόταν.
της ζωής του, ώστε το να την ξέρει ήταν μια άλλη όψη
σανιδένο πάτωμα της κουζίνας
»
Ντον
118
ΝτεΛιλλο
119
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
του να την αγνοεί. Δεν τον απασχολούσε περισσότερο
Μερικές φορές τον έπαιρνε από πίσω όπου κι αν πή
απ' όσο ένα βηχαλάκι μια καλοκαιριάτικη μέρα. Υπήρ
γαινε μέσα στο σπίτι. Τον παρατηρούσε όταν κοιμόταν.
χαν ανεξόφλητα δάνεια, τραπεζικοί λογαριασμοί στο
Οι πρωινές μαγνητοφωνήσεις, οι ερωταπαντήσεις, τα μα
κόκκινο και φόροι που έπρεπε να είχαν καταβληθεί εδώ
θήματα και οι απομνημονεύσεις, όλα αυτά έσβησαν μες
και καιρό. Η φωνή του άντρα ανέφερε ποσά με την
στη σύγχυση της ασύνδετης κουβέντας και μετά στη λίγο
επισημότητα κυβερνητικής ανακοίνωσης. Της υπογράμ
πολύ συμφωνημένη σιωπή. Μια φορά τον τάισε σούπα
μισε τις επιπλοκές, τη δυσοίωνη προοπτική της μετα
την ώρα που ήταν καθισμένος στη λεκάνη της
βίβασης της ευθύνης μεταξύ συζύγων. Εκείνη γέλασε
Οι μέρες κυλούσαν μονότονες και δίχως νεύρο.
τουαλέτας.
χαρούμενα και του ευχήθηκε καλή τύχη. Στο τέλος, πήρε το αυτοκίνητο κι άρχισε να τριγυρ Τότε εκείνος σταμάτησε να τρώει. Τον κάθιζε στο τρα
νάει σε απόμερους δρόμους, σε δασικές οδούς, σε μέρη
πέζι και τον τάιζε με το χέρι. Τον παρότρυνε και τον
που δεν πήγαινε κανένας• το άφηνε, διέσχιζε με τα πό
πείραζε. Εκείνος έτρωγε λίγο, μετά λιγότερο. Προσπά
δια τους αγρούς, ανέβαινε στα πιο ψηλά σημεία, σε
θησε να τον ταίσει με το ζόρι, εκείνος, όμως, αρνιόταν
λοφίσκους και πλαγιές, και σκιάζοντας με την παλά
ήρεμα, παθητικά, αποστρέφοντας το κεφάλι ή παίρ
μη τα μάτια ερευνούσε όλη την περιοχή αναζητώντας
νοντας τη μπουκιά στο στόμα κι αφήνοντας την έπει
τον κύριο Τατλ.
τα να τρέχει έξω ή φτύνοντας την. Άρχισε κι εκείνη να τρώει λιγότερο. Έβλεπε εκεί νον και δεν ήθελε να φάει ούτε η ίδια. Επί τρεις συνε
Πώς θα φαινόταν άραγε από τόσο μακριά περπα τώντας με τον τρόπο που περπατούσε, με μικρά βηματάκια, μέσα στον καμπύλο χώρο;
χόμενες μέρες εκείνος δεν έβαλε σχεδόν τίποτε στο
Σαν κάποιον που δύσκολα τον προσέχεις. Σαν κά
στόμα του κι εκείνη λίγο περισσότερο. Η κατάσταση
ποιον που μπορεί να τον βλέπεις, αλλά στην ουσία δεν
κατά κάποιο τρόπο τη βόλευε. Και ήταν κάτι που δεν
καταγράφεις την παρουσία του με το συνηθισμένο ερ
θα το σκεφτόταν ποτέ από μόνη της.
μηνευτικό τρόπο.
Τον κοιτούσε. Καημένε μου. Τον παρατηρούσε με όλη την ένταση του πρώτου καιρού, αλλά τώρα στο βλέμμα της υπήρχε κάτι το διαφορετικό, κάτι που άγ γιζε μια θανατερή αφοσίωση.
Σαν άνθρωπος που παραμένει ανώνυμος και για τον ίδιο του τον εαυτό. Σαν κάποιον που βλέπεις και μετά ξεχνάς ότι τον είδες. Έτσι, ακαριαία.
1 Ντον
120
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
121
Δεν είχε καταφέρει να βρει κιάλια στο σπίτι, αλλά
απόηχο παρουσίας. Μα ακόμη και καθώς τα δωμάτια
έτσι κι αλλιώς σε τι θα χρησίμευαν; Εκείνος δεν βρι
στριφογύριζαν άδεια γύρω της, εκείνη ένιωθε πως κάτι
σκόταν πουθενά εδώ έξω. Εκείνη πάντως περνούσε
μέσα της πάλευε να τον κρατήσει εδώ.
ώρες και ώρες σε διάφορες τοποθεσίες και ερευνούσε
Άρχισε να τηλεφωνάει σε διάφορα ιδρύματα έχο
το χώρο σκιάζοντας τα μάτια της με την παλάμη για
ντας κατά νου την ειρωνεία του πράγματος, και άκουγε
να προστατευτεί από την αντηλιά.
μαγνητοφωνημένες φωνές, πατούσε αριθμούς επιλογής
Πώς θα μπορούσε μια τέτοια υπερβολικά τρωτή φύση να βρει μόνη το δρόμο της μέσα στον κόσμο; Γιατί έτσι είναι φτιαγμένο αυτό το πλάσμα: τρωτό και μόνο. Εκτός κι αν το δεις ανεστραμμένο, όπως βλέπει το μάτι πριν παρέμβει ο νους.
και μερικές φορές μιλούσε με κάποιους που έδειχναν ένα προσποιητό μέτριο ενδιαφέρον. Πέρασε δύο μέρες κάνοντας αυτή τη δουλειά. Το απόγευμα της δεύτερης μέρας μίλησε με το διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής ενός μικρού νοσοκομείου, που βρισκόταν σε μια ώρα απόσταση με τ ο αυτοκίνητο
Γύριζε στο σπίτι και το έφερνε όλο βόλτα, δωμά
προς τα νότια, κι εκείνος της είπε ότι ένας άντρας που
τιο με δωμάτιο, για ακόμη μια φορά. Νόμιζε ότι εκεί
ταίριαζε χοντρικά στη δική της γενική περιγραφή είχε
νος θα είχε ανέβει τη σκάλα, θα είχε διασχίσει το σα
εισαχθεί την προηγουμένη και του γίνονταν εξετάσεις.
λόνι και θα είχε πάει στο τρίτο πάτωμα, όπου θα τον
Δεν επέμεινε για λεπτομέρειες. Ήθελε να πιστεύει
έβρισκε στη μικρή κρεβατοκάμαρα δίπλα στο μεγάλο
ότι ήταν εκείνος, και τώρα τον φρόντιζαν, τον τάιζαν
άδειο δωμάτιο στην άλλη άκρη του σαλονιού, καθισμέ
και του παρείχαν καθαριότητα, ασφάλεια και νοσηλεία
νο στην άκρη του κρεβατιού φορώντας μόνο τα εσώ
- ό τ ι ήταν επιτέλους ελεύθερος να μην υποφέρει.
ρουχα, όπως είχε γίνει την πρώτη φορά. Τη μέρα όμως που δεν ήταν εκεί, εκείνη ήξερε ότι
Γιατί όμως θα έπρεπε να είναι εκείνος; Δεν ήταν ψυχασθενής. Γιατί, μόλις τον είχε ανακαλύψει, σκέφτη
δεν θα ήταν - αν αυτό λέει τίποτε. Λίγα βήματα πριν
κε να τηλεφωνήσει σε ψυχιατρεία; Δεν συμπεριφερό
φτάσει στο κατώφλι της πόρτας, ήξερε ότι δεν θα τον
ταν σαν τρελός, μόνο οι δυνατότητες του να εκφρα
έβρισκε εκεί, και δεν ήταν. Το ήξερε εξαρχής.
στεί και να κατανοήσει ήταν περιορισμένες. Α π ό πού
Της έμεινε να περιπλανιέται στα σαλόνια νιώθοντας
κι ώς πού της πέρασε από το νου ότι ήταν ψυχωτικός,
την έλλειψη του. Η φυγή του ήταν τόσο οριστική που
πέρα από το γεγονός ότι πάντοτε οι άνθρωποι που
δεν είχε αφήσει τίποτε πίσω, ούτε τον παραμικρό
απειλούν τις παραδοχές μας θεωρούνται τρελοί;
•
122
Ν ΤΟΝ ΝΤΕΛ Ι ΛΛΟ
Πάλι όμως, μπορούσε να είναι εκείνος.
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
123
Άκουσε την ταινία καμιά ντουζίνα φορές. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή και ο θάνατος σου είναι
Είχε ένα πράγμα που το έβαζε στο στόμα της. ένα μι
ήδη εδώ κι απλώς περιμένουν να τηρήσεις τα ραντε
κρό κοφτερό εργαλείο φτιαγμένο από πλαστικό, που
βού σου μαζί τους.
το πίεζε στη βάση της γλώσσας και μάζευε ό,τι υπήρ χε εκεί: πολτοποιημένα υπολείμματα τροφής, βλέννες και βακτηρίδια. Δεν το έκανε για ν' αντικρούσει τις φυσικές λειτουρ γίες του σώματος. Το έκανε πάντως. Καθόταν και σκεφτόταν κάθε εύλογη δραστική επέμβαση στο σώμα της. Ύστερα την έκανε πράξη ξε περνώντας το αναγκαίο μέτρο και καταλύοντας την
Τον άκουγε να λέει: Μην τ' αγγίζεις. Θα τα καθα ρίσω εγώ αργότερα. Είναι κάτι για το οποίο αγνοείς τα πάντα. Αυτή τη φράση την είπε και η ίδια μερικές μέρες αργότερα. Κι εκείνος βρισκόταν εκεί, μαζί της. Ήταν το δικό της μέλλον, όχι το δικό του. Με πόσο μύθο είναι πλασμένη η εμπειρία του χρό νου π ο υ έχουμε;
πρακτική σημασία της. Γιατί έτσι έ π ρ ε π ε να γίνει.
Μην τ' αγγίζεις, είπε εκείνη.
Ένιωθε την ανάγκη να αλλοιώσει την ορατή μορφή της
Εκείνος ήξερε ότι θα συνέβαινε αυτό. Ότι αυτές τις
φτάνοντας μέχρι τη γλώσσα. Αποκλείοντας κάθε πρό σβαση στον παλιό εαυτό της, φτάνοντας μέχρι το κα
λέξεις θα έλεγε. Βρισκόταν εκεί, μαζί της. Θα τα καθαρίσω εγώ αργότερα.
θάρισμα της γλώσσας ώς τη ρίζα της που δεν βρισκό
Ήθελε να δημιουργεί η ίδια το μέλλον της κι όχι να
ταν σε κοινή θέα, απωθούσε κάτι. 0 νους επέβαλλε τη
προσχωρεί σε μια κατάσταση που το περίγραμμα της
θέληση του στο σώμα.
ήταν ήδη διαμορφωμένο.
Ήταν απαραίτητο, γιατί εκείνη ένιωθε την ανάγκη να το κάνει. Κι αυτό το καθιστούσε απαραίτητο.
Εκείνη πίστευε ότι κάτι συμβαίνει, συνέβη ή θα συμ βεί. Ότι υπάρχει μια ιστορία που εξελίσσεται, μια ροή της συνείδησης και των πιθανοτήτων. Ότι το μέλλον
Το δικό του μέλλον δεν χτιζόταν σιγά σιγά. Ήταν ήδη παρόν και κάθε στιγμή προσιτό. Το είχε γραμμένο στην ταινία της κασέτας. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε. Γιατί ήταν και το δικό της μέλλον. Το δικό της.
γεννιέται. Αυτά όμως δεν ισχύουν για εκείνον. Δεν έχει μάθει τη γλώσσα. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιο φανταστικό σημείο, ένας μη τόπος, όπου η γλώσσα τέμνεται με τις αντιλήψεις μας περί χρόνου και
Ντον
124
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
χώρου, εκείνου, όμως, του είναι άγνωστο αυτό το
Όχι όμως αν είσαι εκείνος.
σταυροδρόμι χωρίς λέξεις και ορόσημα.
Αυτός ο άνθρωπος θυμάται το μέλλον.
Κι εκείνη όμως τι ήξερε; Τίποτε δεν ήξερε. Αυτός είναι ο νόμος του χρόνου. Είναι κάτι για το οποίο αγνοείς τα πάντα. Τον άκουγε να το λέει από την ταινία, και η φωνή του ίσως ήταν η δική της.
125
Μην τ' αγγίζεις. Θα τα καθαρίσω εγώ αργότερα. Στάσου και εξέτασε το ζήτημα μεθοδικά, σκέφτη κε. Φανού έξυπνη και ανάλυσε το ψύχραιμα. Διαχώ ρισε τις παραμέτρους του και δες τες μία μία με προ σοχή.
Μπορεί όμως τα περισσότερα να τα είχε επινοήσει.
Αν εξετάσεις το ζήτημα με μεθοδικότητα, θα συνει
Όχι όλα εξαρχής, αλλά αναδρομικά, μέσω της ανάμνη
δητοποιήσεις ότι πρόκειται για ένα καθυστερημένο
σης.
άτομο, ιδιαίτερα προικισμένο σε κάποιους ειδικούς
Τον είχε όμως γραμμένο στην ταινία, ήταν η φωνή του κι εκείνος το έλεγε. Μετά το έλεγε και η ίδια, αλλά και τι μ' αυτό; Τι σημαίνει που είπε το ίδιο πράγμα με τα ίδια λόγια; Τίποτε δεν σημαίνει. Απλώς δυο άνθρωποι που λένε το ίδιο πράγμα.
τομείς, όπως η μνημονική ικανότητα και η μίμηση, για έναν άνθρωπο που είχε κρυφτεί σε ένα μεγάλο σπίτι και άκουγε. Δεν υπάρχει άλλη λογική εξήγηση. Είναι κάτι που κανένας δεν καταλαβαίνει. Αυτό όμως σε καθορίζει και σε διαμορφώνει. Και τις νύχτες,
Τον είχε μαγνητοφωνημένο, να το λέει, αλλά είναι
από τότε που εκείνος έφυγε, εκείνη καθόταν μερικές
πολύ πιθανό να την ξεγελάει και εκείνη η μνήμη της
φορές μ' ένα βιβλίο στην ποδιά της και τα μάτια κλει
ως προς το τι είπε, όταν εκείνος έριξε το ποτήρι με το
στά και τον ένιωθε να ζει κάπου στο σκοτάδι -εκεί που
νερό. Μπορεί να έγιναν διαφορετικά τα πράγματα.
βρίσκεται κάνει πιο κρύο, πιο χειμωνιά- κι ήθελε να
Λίγο, πολύ ή κάπως διαφορετικά.
τον περιμαζέψει, να προσπαθήσει να τον γνωρίσει
Αλλά, ακόμη κι αν το είπε έτσι ακριβώς, τι σημαί νει αυτό;
στους χώρους όπου παραμονεύει το δικό του χάος, σε όλα τα κυκλικά δωμάτια και τα αποκαλυπτικά ρήμα
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν είναι ευ
τα, τα μέρη του λόγου όπου εκείνος πάλευε να εντο
κολίες της γλώσσας. 0 χρόνος εκτυλίσσεται στα μύχια
πίσει την ύπαρξη του, και στο υλικό εκείνο σημείο όπου
της ύπαρξης και σε διαπερνά καθορίζοντας και δια
ο Ρέι ζει μέσα του όντας ξανά ζωντανός, λέξη τη λέξη,
μορφώνοντας σε.
άγγιγμα το άγγιγμα, και τότε ανοιγόκλεινε τα μάτια
Ντον
126
ΝτεΛιλλο
της, κι όσο κρατούσε αυτό το πετάρισμα των βλεφά ρων της σκεφτόταν ότι ο κόσμος είχε αλλάξει. Εκείνος παραβιάζει τα όρια της ανθρώπινης φύσης. Για ένα διάστημα σταμάτησε ν' απαντάει στο τηλέφω νο, όπως έκανε περιοδικά από τις πρώτες μέρες του γυρισμού, και όταν άρχισε να το ξανασηκώνει, απα
Α Κ Ρ Α Ι Α ΤΕΧΝΗ ΣΩΜΑΤΟΣ:
ντούσε αλλάζοντας τη φωνή της.
ΑΡΓΗ, ΛΙΤΗ ΚΑΙ ΟΔΥΝΗΡΗ
Τα μάτια της αναγκάζονταν να προσαρμοστούν στο φως του νυχτερινού ουρανού. Έ φ ε υ γ ε πεζή μακριά από το σπίτι, έβγαινε από την ακτίνα του ηλεκτρικού
Καθόμαστε στο μισοσκότεινο πατάρι ενός αραβικού
φωτός, και τότε ο ουρανός βάθαινε. Έμενε και τον κοι
καφενείου στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, και η
τούσε πολλή ώρα κι αυτός άρχιζε να διαστέλλεται, να
Λόρεν Χάρτκι τρώει μια σαλάτα με κατσικίσιο τυρί
ρευστοποιείται και να βαθαίνει ακόμη περισσότερο δη
καρφώνοντας την με το πιρούνι λες και τη μισεί.
μιουργώντας νέα στρώματα, νέους βαθμούς λαμπερό-
Ανάμεσα στις μπουκιές μιλάει για την πρόσφατη
τητας και έτη φωτός σε τόσο απρόσιτους αριθμούς,
παράσταση που έδωσε σ έναν υπόγειο χώρο του Κέ
που χρειάστηκε κάποιος να επινοήσει μερικούς χαζούς
ντρου Τέχνης της Βοστόνης, που έμοιαζε με μπου
όρους, για να παραστήσει την παράταξη μονάδων και
ντρούμι.
μηδενικών, φυσικών δυνάμεων και αγγελικών ταγμά
Για το σκοπό αυτό παραμορφώθηκε τρομερά και
των, γιατί μόνο η γλώσσα των παιδιών πριν τα πάρει
παρόλο που οι σύντομης διάρκειας παραστάσεις έλη
ο ύπνος μπορεί να μας λυτρώσει από το δέος και την
ξαν, εκείνη εξακολουθεί να έχει εμφάνιση - π ώ ς να το
ντροπή.
πω;-ερειπίου.
Στην αρχή, η φωνή που χρησιμοποιούσε στο τηλέφω
Το δέρμα της δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς
νο δεν ήταν κανενός, ήταν γενικώς, ουδέτερα ανθρώπι
ωχρό, αλλά άχρωμο, και η ίδια μοιάζει αφαιμαγμένη
νη, ύστερα, όμως, άρχισε να χρησιμοποιεί τη δική του.
και χωρίς ηλικία. Έχει μείνει πετσί και κόκκαλο και
Η φωνή του ήταν ένας ξερός, κατσαρός, βαθύς ήχος, σαν
τα μάτια της είναι ελαφρώς πεταγμένα προς τα έξω.
το φτερούγισμα ενός πουλιού πάνω στη γλώσσα της.
Τα μαλλιά της είναι σαν τρομοκράτισσας. Δεν τα έχει
128
Ντον
ΝτεΛιλλο
κουρέψει αλλά πετσοκόψει και το φυσικό στιλπνό κα
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
129
ανυπόμονο κοινό, η ένταση της προσοχής του οποίου
στανό χρώμα τους έχει αντικατασταθεί από ένα ασπρι-
δεν διατηρήθηκε πάντα καθ' όλη τη διάρκεια της πα
δερό της στάχτης με αχνά ροζ ίχνη.
ράστασης. Ήταν φανερό πως η Χάρτκι ήθελε να νιώ
Πώς θα μπορέσω να χρησιμοποιήσω ξανά σ' αυτή
σουν οι θεατές της το πέρασμα του χρόνου να τους
την πόλη τη λέξη « α λ μ π ί ν ο ς » και να ξαναφάω μεση
σφίγγει τα σωθικά με τρόπο σχεδόν οδυνηρό. Κι αυτό
μεριανό;
ακριβώς συνέβη, με αποτέλεσμα οι λιγότερο αποφα
«Μια ματαιοδοξία είναι. Περί αυτού π ρ ό κ ε ι τ α ι »
σισμένοι να σηκωθούν να φύγουν στα μισά.
λέει. «Αλλά η ματαιοδοξία είναι ουσιώδης για τον ηθο
Έχασαν το καλύτερο.
ποιό. Ένα κενό. Α π ό εκεί προέρχεται η λέξη. Κι ε γ ώ
Η Χάρτκι είναι μια b o d y a r t i s t που αποπειράται να
προς τα εκεί θέλω να βαδίσει η δουλειά μ ο υ » .
απαλλαγεί από το σώμα - το δικό της τουλάχιστον.
Η Χάρτκι, 36 ετών σήμερα, ήταν παντρεμένη με τον
Ένας άντρας που τον πυροβολεί στο μπράτσο ένας
σκηνοθέτη Ρέι Ρομπλς τότε που εκείνος αυτοκτόνησε.
συνάδελφος του μέσα σε μια γκαλερί, κάνει τέχνη. Ένας
0 πατέρας της, ο Δρ. Ρόμπερτ Χάρτκι, είναι κλασικός
άντρας με πολυποίκιλα τατουάζ που φοράει ο ίδιος στον
φιλόλογος και περνάει τον καιρό του ως συνταξιού
εαυτό του ένα αγκάθινο στεφάνι, κάνει τέχνη. Η δουλειά
χος παρέχοντας εθελοντική εργασία σε αρχαιολογικές
της Χάρτκι, όμως, δεν έχει τίποτε το αγέρωχο ή τραυμα
ανασκαφές σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Η μακαρίτισ-
τικό. Εκείνη ποιεί ήθος προσπαθώντας πάντα να γίνει
σα η μητέρα της, η Ζενεβιέβ Λαστ, ήταν αρπίστρια στη
κάποιος άλλος ή να διερευνήσει μια αρχέγονη ταυτότη
Συμφωνική Ορχήστρα του Μιλγουόκι. Έχει κι έναν
τα. Μία γυναίκα που ζωγραφίζει με το αιδοίο της, κά
αδελφό, τον Τοντ, ειδικό σινολόγο του Υπουργείου
νει τέχνη. Ένας άντρας και μία γυναίκα π ο υ ορμούν
Εξωτερικών.
επανειλημμένως με όλο και μεγαλύτερη φόρα ο ένας
«Δεν ξέρω αν το έργο έβγαλε αυτά που ήθελα» λέει.
στον άλλον - αυτό είναι τέχνη, σεξ και επιθετικότητα
«Μερικά σημεία τα δουλεύω ακόμα στο μυαλό μου,
μαζί. Ένας άντρας π ο υ φοράει ματωμένα γυναικεία
και τα αλλάζω».
εσώρουχα και στοιβάζει ένα βουνό απύ κιμά για χά
Το έργο, που τιτλοφορείται Χρόνος
πα
μπουργκερ - αυτό είναι τέχνη, σεξ, επιθετικότητα, πο
ρουσιάστηκε επί τρεις βραδιές στην πόλη σχεδόν στα
λιτιστική κριτική και αλήθεια. Κι ένας άντρας που χώ
κρυφά, χωρίς διαφήμιση, εκτός από αυτή που έγινε
νει καρφιά στο πέος του - αυτό είναι μόνο αλήθεια.
σώματος,
στόμα με στόμα, και προσέλκυσε ένα ενθουσιώδες και
Η παράσταση της Χάρτκι ξεκινάει με μια γριά Για-
130
Ντον
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
131
πωνέζα της παλαιάς εποχής, που χειρονομεί πάνω στην
Η φωνή παρεισφρέει κυρίως στο μεσαίο μέρος. Εδώ,
άδεια σκηνή με το στιλιζαρισμένο τρόπο του θεάτρου
παρακολουθούμε μια γυναίκα ντυμένη σαν στέλεχος
No, και τελειώνει εβδομήντα πέντε λεπτά αργότερα με
επιχείρησης που κρατάει χαρτοφύλακα, κοιτάει την
ένα γυμνό άντρα, σκελετωμένο και αφασικό, που προ
ώρα στο ρολόι του καρπού της και προσπαθεί να κά
σπαθεί απεγνωσμένα να μας πει κάτι.
νει νόημα σ' ένα ταξί. Ο τρόπος με τον οποίο γλιστράει
Παρακολούθησα τις δύο από τις τρεις παραστάσεις
(επηρεασμένη ίσως από την ηλικιωμένη Γιαπωνέζα)
και δεν έχω ιδέα πώς καταφέρνει η Χάρτκι να αλλά
από τη μια πράξη στην άλλη έχει μάλλον μια επιση
ζει το σώμα και τη φωνή της. Κι εκείνη είναι αρκετά
μότητα. Επαναλαμβάνει αυτές τις κινήσεις πολλές,
γενικόλογη όταν αναφέρεται σ' αυτό το ζήτημα.
αναρίθμητες φορές. Μετά τις επαναλαμβάνει
χάνοντας
« Τ ο σώμα δεν υπήρξε ποτέ εχθρός μ ο υ » λέει. «Πά
μισή πιρουέτα σε πολύ αργή κίνηση. Τότε μπορεί να
ντα ένιωθα πολύ καλά με το σώμα μου. Το έμαθα να
πιάσετε τον εαυτό σας να παρακολουθεί και να ακούει
κάνει πράγματα που άλλα σώματα δεν μπορούν. Αυτό
υπνωτισμένος από τη γοητεία, νιώθοντας σωματικά και
προσαρμόζεται άψογα κι εγώ προσπαθώ ν' αναλύω και
πνευματικά μετέωρος, ή μπορεί να ρίξετε κι εσείς μια
ν' ανασχεδιάζω».
ματιά στο ρολόι σας και να σύρετε τα βαριεστημένα
(Προσωπική εκμυστήρευση: Με τη Χάρτκι ήμασταν συμφοιτήτριες και κρατήσαμε τακτική επαφή. Εκείνο
βήματα σας έξω στη νύχτα. Η Χάρτκι λέει: «Γνωρίζω ότι κάποιοι θεωρούν το
τον καιρό κάναμε συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομέ
έργο πολύ αργό και επαναλαμβανόμενο και, υποθέ
νου. Παρακολούθησα κι εγώ μερικά μαθήματα. Εκεί
τω, χωρίς δράση. Κι όμως, μάλλον παραέχει δράση. Το
νη ήταν αρκετά διεστραμμένη ώστε να ειδικευτεί στο
έχω φορτώσει με πάρα π ο λ λ ά . Θα έ π ρ ε π ε να είναι
θέμα, ώ σ π ο υ τ α παράτησε γ ι α ν' ακολουθήσει ένα
ακόμα πιο λιτό, πιο αργό απ' ό,τι είναι, ίσως μάλιστα
μπουλούκι ηθοποιών του δρόμου στο Σιάτλ.)
και πιο μεγάλης διάρκειας. Κανονικά θα έ π ρ ε π ε να
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου συνοδεύεται από
κρατάει τρεις ώ ρ ε ς » .
ηχητική υπόκρουση, που δεν είναι άλλη από μια ανώ
« Κ α ι γιατί όχι τέσσερις ή π έ ν τ ε ; »
νυμη ρομποτική φωνή τηλεφωνητή που επαναλαμβά
«Γιατί όχι ε φ τ ά ; » λέει.
νει μια τυποποιημένη αναγγελία. Η ακατάπαυστη επα
Τη ρωτώ για το βίντεο που προβάλλεται πίσω στον και διατρέχει όλο το έργο. Δείχνει απλώς ένα
νάληψη αρχίζει να εγγράφεται στον οπτικό καμβά της
τοίχο
παράστασης.
δρόμο διπλής κατεύθυνσης με αραιή κυκλοφορία. Μια
132
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
133
περνάει ένα αυτοκίνητο προς τα εδώ, μια προς τα εκεί.
σας ή κουλτούρας. Η μορφή κινείται με έναν παράξε
Υπάρχει κι ένα ψηφιακό ρολόι που καταγράφει το χρό
νο τρόπο, λες και βρίσκεται σ' ένα κατασκότεινο δω
νο.
μάτιο, μόνο που το κάνει πιο αργά και χειρονομεί πε «Είναι κάτι που έχει να κάνει με το παρελθόν και
ρισσότερο. Κάτι θέλει να μας πει. Η φωνή του αντη
το μέλλον» μας λέει. «Με αυτά που μπορούμε να γνω
χεί ακατάπαυστα μέσω της μαγνητοταινίας, ενώ η
ρίσουμε και μ' αυτά που δεν μ π ο ρ ο ύ μ ε » .
Χάρτκι κουνάει αντίστοιχα τα άφωνα χείλη της.
« Μ α εδώ τα γνωρίζουμε και τα δ ύ ο » .
Ουδέποτε μου συνέβη, αντικρίζοντας μια μορφή επί
« Τ α γνωρίζουμε, τα βλέπουμε και τα δ ύ ο » λέει κι εκεί σταματάει. Κάθομαι και περιμένω. Τσιμπολογάω το γκανούς
σκηνής, να δω έναν άνθρωπο τόσο μόνο κι έρημο. Τα λόγια του είναι ένας μονόλογος δίχως ειρμό. Ρή
μπαμπα-
ματα και αντωνυμίες διασκορπίζονται στον αέρα και
μου. Κοιτάω τη Χάρτκι. Τι είναι το μπαμπα-
τότε συμβαίνει κάτι εντυπωσιακό. Το σώμα μεταπη
γκανούς;''
δά σε άλλο επίπεδο. Μια σειρά ηλεκτρικών συσπάσεων
« Ί σ ω ς το ζήτημα είναι να σκεφτούμε το χρόνο με
το κάνει να χτυπιέται χάνοντας τον έλεγχο, να κινεί
διαφορετικό τ ρ ό π ο » λέει μετά από λίγο. «Να τον κά
ται σπασμωδικά και να συστρέφεται με τρόπο φριχτό.
νουμε να σταματήσει, να διασταλεί ή ν' ανοίξει. Να
Η Χάρτκι κάνει με το σώμα της πράγματα που έχω
φτιάξουμε μια νεκρή φύση που ζει, κι όχι μόνο ζωγρα
δει να γίνονται μόνο σε κινούμενα σχέδια. Είναι φα
φιστή. Όταν ο χρόνος σταματάει, το ίδιο παθαίνουμε
νερό ότι η κρίση αυτή μεταφέρει τον άντρα από μια
κι εμείς. Όχι, δεν σταματάμε, αποδιοργανωνόμαστε,
πραγματικότητα σε κάποια άλλη.
χάνουμε την αυτοπεποίθηση μας. Δεν ξέρω. Μήπως στα
Το έργο πλησιάζει στο τέλος του.
όνειρα ή όταν έχουμε ψηλό πυρετό ή είμαστε φτιαγ
Παίρνω βαθιά ανάσα και κάνω την ερώτηση π ο υ
μένοι ή νιώθουμε κατάθλιψη, δεν μοιάζει ο χρόνος να
απέφευγα τόση ώρα. Αφορά στον Ρέι Ρομπλς, το σύ
σταματάει; Και τότε τι μένει; Ποιος μένει;»
ντομο γάμο τους και το σοκ της αυτοκτονίας του.
Το τελευταίο σώμα που παριστάνει, αυτό του γυ
Με κοιτάει σαν να μη με βλέπει. Επιμένω, με ελεει
μνού άντρα, δεν μετέχει καμιάς αναγνωρίσιμης γλώσ-
νό τρόπο, θυμίζοντας της τη μοναδική φορά που βρε θήκαμε και οι τρεις μαζί στη Ρώμη, τότε που ο Ρέι εμ
3
(Σ.τ.μ.) Πιάτο της Μ. Ανατολής από πουρέ μελιτζάνας, πλιγούρι, σκόρδο και λεμόνι.
φανίστηκε στο δείπνο έχοντας γαντζωμένο στον ώμο του ένα αδέσποτο
γατάκι.
134
Ν Τ Ο Ν Ν Τ Ε Λ ΙΛ Λ Ο
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
135
Η ανάμνηση φωτίζει τα μάτια της και την κάνει κά
όπως στο έργο, κι ότι το στήθος της είναι τυλιγμένο
π ω ς να μαλακώσει. Θέλω να τα βάλω με το μαγνητό
σφιχτά μ' ένα φαρδύ επίδεσμο στην απόχρωση του δέρ
φωνο που στέκει πάνω στο τραπέζι. Πρόκειται για μια
ματος για να εξαφανιστεί, κι έχει μια τούφα τρίχες φυ
έξυπνα και εργονομικά σχεδιασμένη συσκευή ψηφια
τεμένες πάνω του. Ή ότι έχει εκπαιδεύσει το πάνω
κής καταγραφής της φωνής και αποθήκευσης μηνυμά
μέρος του κορμιού της να ξεφουσκώνει και το κάτω
των, που έχει μήκος τέσσερις ίντσες και βάρος μιάμι
να βλασταίνει. Και μην το θεωρήσετε αδύνατο κάτι τέ
ση ουγγιά - αυτή είναι π ο υ με αναγκάζει να κάνω ό,τι
τοιο εκ μέρους της. Σηκώνεται λέγοντας ότι πάει στις τουαλέτες. Μόνο
κάνω. Το βλέμμα της χάνεται στο κενό.
όταν εμφανίζεται μια σερβιτόρα με το λογαριασμό,
« Θ α ήταν πολύ απλό αν μπορούσα να πω ότι αυτό
σκέφτομαι ότι μπορώ πια να κλείσω το μαγνητόφω
το έργο βγαίνει άμεσα από αυτό που συνέβη στον Ρέι,
νο.
αλλά δεν μπορώ. Θα ακουγόταν ωραίο αν έλεγα ότι
Το πιο δυνατό συστατικό του έργου είναι το σώμα
είναι το δράμα του άντρα και της γυναίκας που αντι
της Χάρτκι. Είναι στιγμές που δίνει στη θηλυκότητα
μετωπίζουν το θάνατο. Θα ήθελα να το πω αυτό, αλλά
μια τόσο έντονη και μυστηριώδη υφή, που περιλαμβά
δεν μπορώ. Είναι τόσο λίγο και περιορισμένο και ταυ
νει και τα δύο φύλα καθώς και διάφορες καταστάσεις,
τόχρονα περίπλοκο, που δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν
για τις οποίες δεν υφίσταται όνομα. Στο παρελθόν είχε
μπορώ».
κατοικήσει σε σώματα εφήβων, ιεροκηρύκων της πε
Τότε γίνεται κάτι που με κάνει να π α γ ώ σ ω στην
ντηκοστής, μιας γυναίκας εκατόν είκοσι ετών που τρε
καρέκλα μου. Αλλάζει τη φωνή της. Και η φωνή που
φόταν μόνο με γιαούρτι και -το πιο αλησμόνητο- ενός
ακούγεται είναι εκείνου, του γυμνού άντρα, είναι φωνή
έγκυου άντρα. Σ' αυτό το έργο κάνει μια τέχνη σκο
ανατριχιαστική σαν να ακούγεται αυλός μέσα στην
τεινή, αργή, δύσκολη και κάποιες φορές αγωνιώδη. Δεν
ντουλάπα σας. Και δεν είναι μαγνητοφωνημένη, είναι
πρόκειται όμως για την επιβλητική αγωνία μεγαλόπρε
ζωντανή. Όχι βουβά χείλη που μιμούνται, αλλά πραγ
πων εικόνων και σκηνών. Είναι κάτι πολύ ανθρώπινο
ματική φωνή. Μου απευθύνεται, κι εγώ ψάχνω το πρό
που μας αφορά όλους.
σωπο της φίλης μου, μα δεν τη βρίσκω. Δεν καλοκα-
ναχικότητα γίνεται οικείο, μέχρι και προσωπικό. Τα
ταλαβαίνω τι κάνει. Είμαι σχεδόν έτοιμη να πιστέψω
πάντα αναφέρονται στο ποιοι είμαστε όταν δεν παί
ότι έχει αντρικά γεννητικά όργανα, πρόσθετα φυσικά,
ζουμε το ρόλο του ποιοι είμαστε.
Ό,τι ξεκινάει ως αλλότρια μο
136
Ντον
ΝτεΛιλλο
Κάθομαι και περιμένω την Χάρτκι, εκείνη όμως δεν επιστρέφει. Μαριέλα Τσάπμαν
ο ψόφιος σκίουρος ποτ αντικρίζεις στο δρομάκι νεκρό
και αποκεφαλισμένο αποδεικνύεται ότι είναι ένα κομ μάτι τσαλακωμένης λινάτσας• παρ' όλα αυτά το κοι τάς και την ώρα π ο υ το προσπερνάς περπατώντας, νιώθεις ανάμεικτα συναισθήματα φρίκης και
οίκτου.
Γιατί βασίλευε η μοναξιά. Γιατί καπνός ανέβαινε από τις γούβες των δασωμένων λόφων και ο χρόνος είχε ξε ράνει τις φτέρες. Η ερημιά είχε μια αυστηρότητα, βα θυκόκκινες σκιές από τα φθινοπωριάτικα βατόμουρα απλώνονταν κάτω από το μουντό ουρανό, και οι λείοι βράχοι, οι ξεβρασμένοι από τη θάλασσα στις παρυφές του πευκοδάσους, ανέδιναν μια πανάρχαια π α γ ε ρ ή σκληρότητα, μια άκαμπτη απονιά όμοια με εκείνη όσων ορκίζονταν παλιά στο όνομα του Θεού. Και γιατί εκεί νος είχε πει ό,τι είπε, ότι εκείνη στο τέλος θα κατέλη γ ε εδώ. Είχε μια παλιά μάλλινη μπλούζα, ένα πουλόβερ που το φόρεσε, κατά λάθος, ανάποδα, κι έμεινε μετά να σκέφτεται αν θα το έβγαζε, για να το ξαναβάλει κα-
138
Ντον
ΝτεΛιλλο
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
139
νονικά, ή θα το άφηνε έτσι νιώθοντας στο λαιμό της
ντας τη σωστή μεριά μπροστά, όπως το ήθελαν οι Τάί-
την ελαφριά ενόχληση από το δικό του λαιμό που ανέ
βανέζοι κατασκευαστές του.
βαινε ψηλά. Το πουλόβερ είχε ναυτική λαιμόκοψη. Ένιωθε την ετικέτα να της γδέρνει το λαιμό. Δεν επρό
Ενώ ήξερε ότι ήταν πεντέμισι, κοίταξε το ρολόι της. Τόσο ήταν.
κειτο ακριβώς για γδάρσιμο, αλλά για κάτι άλλο, κι
Όποτε δεν μπορούσε να θυμηθεί τη φυσιογνωμία
εκείνη έχωσε το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο από
του, έσκυβε κοντά σ' έναν καθρέφτη και τον έβλεπε
μέσα σηκώνοντας τους αγκώνες ψηλά και προς τα έξω,
μπροστά της. όχι στ' αλήθεια, μα υπαινικτικά, σχεδόν
ενώ καταλάβαινε ότι το έκανε χωρίς να συνειδητοποιεί
καθόλου κι όμως κατά κάποιο τρόπο, κατά κάποια έν
ακριβώς το λόγο.
νοια, παρόντα, σε κάποιους καθρέφτες περισσότερο
0 χειμώνας θα ήταν βαρύς, έτσι έλεγαν.
απ' ό,τι σε άλλους, περισσότερο από μια θλιβερή απο
Εκείνη όμως βρίσκεται πάλι εδώ, στο σπίτι, όπως
μίμηση, ανάλογα με την ώρα, το φως ή την ποιότητα
το είχε πει εκείνος, κι ας είχε λήξει η μίσθωση. Δεν θυ
του γυαλιού και το φτιάξιμο του καθρέφτη με την ανα
μάται ακριβώς τα λόγια του. Αυτό όμως είχε καταλά
στροφή του ειδώλου από τα αριστερά στα δεξιά, κι
βει απ' όσα της είχε πει, από τα συγκεχυμένα λόγια
ανάλογα με το δωμάτιο που βρισκόταν ο καθρέφτης,
με το σαφές ή το θολό τους νόημα. Ανεξάρτητα από
γιατί κάθε εικόνα σε κάθε καθρέφτη είναι εικονική -
το πώς της το είχε πει, εκείνη είχε παρατείνει τη διάρ
ακόμη κι όταν περιμένεις να αντικρίσεις τον ίδιο σου
κεια της μίσθωσης και ξέρει ότι έκανε αυτή την ενέρ
τον εαυτό.
γεια, για να γίνει πραγματικότητα η πρόβλεψη του, γε
Ανέβαινε τις σκάλες κι όταν έφτανε στο κεφαλόσκα-
γονός που πιθανώς ακυρώνει όποια πραγματικότητα
λο, άγγιζε τον ακροστάτη στην κορυφή της κουπαστής.
κι αν υπήρχε στα λόγια. Δεν την κράτησαν εδώ οι πε
Αυτό το έκανε κάθε φορά γιατί αισθανόταν την ανά
ριστάσεις ή κάποια τυχαία σύμπτωση, αλλά μόνο η
γκη να ψαύει τη δρύινη υφή, τις καμπύλες προεξοχές
παρατήρηση του, την οποία μόλις και μετά βίας τον
και τα αυλάκια του ξύλου. Το κολονάκι κατέληγε σ'
θυμάται να την κάνει.
ένα μοτίβο άκανθας που, μαζί με το σανιδένιο δάπε
Έβγαλε το πουλόβερ και χτύπησε το χέρι της στη λάμπα που κρεμόταν από πάνω και που πάντα ξεχνού σε την ύπαρξη της, μετά ξανατράβηξε το πουλόβερ προς τα κάτω περνώντας μέσα το κεφάλι και φέρνο-
δο της κουζίνας, ήταν σχεδόν ό,τι καλύτερο υπήρχε στο σπίτι. Μετά το βραδινό φαγητό, έβλεπε τι γινόταν στη Φινλανδία, στην Κότκα.
Ντον
140
ΝτεΛιλλο
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
141
Επί πέντε συνεχόμενες μέρες οδηγούσε το αυτοκί
λογική του λόγου και της σκέψης, θα μπορούσε να πε
νητο της στη μύτη του ακρωτηρίου με τους πανύψη
ράσει στη δική του πραγματικότητα, μια που αυτός
λους βράχους, γιατί οι γλάροι που μαζεύονταν εκεί, και
έμοιαζε να είναι ο τρόπος με τον οποίο εκείνος έβρι
φαίνονταν κάπως χοντρουλοί πάνω στα ξυλοπόδαρα
σκε το δρόμο του, όταν ήθελε να δηλώσει κάτι ή απλώς
τους, έπαιρναν μαζί τους στο λοξό τους πέταγμα όλον
να διασχίσει ένα δωμάτιο.
αυτό τον πέτρινο χρόνο αποσπώντας τον από τη γ ε ω
Μπορεί κάποιες φορές να γλιστράμε σε μια άλλη
λογία, την επιστήμη και το νου, και κουβαλώντας τον
πραγματικότητα, αλλά να μην είμαστε σε θέση να το
στους μύες των φτερών και στο αίμα τους, στις ρω
θυμηθούμε, να μην αποδεχόμαστε το γεγονός, γιατί η
μαλέες καρδιές τους, στις καρδιές-μετρονόμους που
πρόσληψη του θα απέβαινε καταστροφική.
σφυροκοπούσαν αδιάκοπα, του έδιναν σώμα και ύψος
Ήξερε ότι αυτό θα συνέβαινε. Τριγυρνώντας μέσα
κι αλαφράδα, και γιατί ήξερε ότι εκείνη τη μέρα θα
στα υπνοδωμάτια και τα σαλόνια, το είχε βιώσει νοε
συνέβαινε.
ρά μέχρις ενός ορισμένου σημείου, αλλά δεν το είχε
Όποτε έσκιζε το λαδόχαρτο από το ρολό του, πρό σεχε τον ήχο που έκανε καθώς τριβόταν πάνω στην οδοντωτή
κόχη του κουτιού.
προχωρήσει περισσότερο. Πήγαινε με τα πόδια από το δασικό δρόμο μέχρι το ετοιμόρροπο κτίριο με το φρεσκοβαμμένο άσπρο
Τώρα πια η κλαγγή των σωμάτων του καλοριφέρ
σταυρό, που υψωνόταν πάνω από την κόχη της λοξής
που διαστέλλονταν από τη ζέστη, ήταν καθημερινό φαι
στέγης, και από κάτω την πινακίδα που έγραφε ΣΩ
νόμενο.
ΘΗΚΑΝ.
Καθόταν να φάει ένα πιάτο φαΐ και σκεφτόταν: Δεν
Καθάρισε το μπάνιο με τη φιάλη του απολυμαντι
πεινάω. Το τηλέφωνο χτυπούσε. Μερικές φορές σκε
κού π ο υ είχε το πιστολάκι βιδωμένο στο καπάκι της.
φτόταν απευθείας με λέξεις κι όχι με εικόνες, παρορ
Μετά έστρεψε το στόμιο του ψεκαστήρα προς το κε
μήσεις ή συναισθήματα, σκεφτόταν με φράσεις ολοκλη
φάλι της θεωρώντας ότι κάνει κάτι φυσικό, κάτι που
ρωμένες, όχι αποσπασματικές. Δεν ήταν σίγουρη πότε
το κάνουν όλοι οι άνθρωποι όταν είναι μόνοι, χωρίς να
άρχισε αυτό να συμβαίνει, πριν από μια μέρα ή πριν
απαιτούνται ιδιαίτερες περιστάσεις. Ήταν η φιάλη με
από ένα μήνα, γιατί είχε την εντύπωση π ω ς έτσι γινό
το άρωμα πεύκου, η φιάλη με τη λαβή του πιστολιού
ταν ανέκαθεν.
και το απορρυπαντικό δαπέδου και τοίχων, τον εξο
Ίσως πίστευε ότι, αν καλλιεργούσε τη συμβολική
λοθρευτή της μούχλας, κι εκείνη έστρεψε το στόμιο, τη
142
Ντον
ΝτεΛιλλο
μπούκα στο πρόσωπο της, πιέζοντας το δάχτυλο πάνω στην πλαστική σκανδάλη και βγάζοντας για έμφαση έξω τη γλώσσα. Έτσι κάνουν όλοι, σκέφτηκε, όταν ζουν μόνοι τους. Από μία άποψη, και περισσότερες, το γεγονός ότι υπήρχε το σπίτι για να επιστρέφει, αφού είχε τριγυρί σει πρωινά ολόκληρα ανάμεσα σε συστάδες πεύκων και ελάτων, όπου του ανέφερε τα ονόματα διάφορων φυ τών του βάλτου συλλαβίζοντας τις λέξεις, ή είχε πε ράσει το απόγευμα της καθισμένη ανακούρκουδα πάνω στις γρανιτένιες πλάκες στη μύτη του ακρωτηρίου, πα ρατηρώντας πώς φούσκωνε ο καιρός και πώς τα λο φία των αφρισμένων κυμάτων σηκώνονταν ψηλότερα, την έκανε να νιώθει χαρούμενη κι όλο προσδοκία για τί ήξερε ότι αυτό θα γινόταν, ότι στο γυρισμό της, αφού θα είχε περάσει το χέρι της πάνω από το χαλί των θα λασσινών βρύων κι αφού θα είχε ανέβει τη σκάλα και θα είχε χαϊδέψει τον ξύλινο ακροστάτη στο κεφαλόσκαλο, θα διέσχιζε το σαλόνι και θα βρισκόταν μέσα στο δικό του χρόνο. Οι ιστορίες που έλεγε στον εαυτό της δεν ήταν ακρι βώς δικές της. Αφηνόταν σ' αυτές τόσο ασυναίσθητα, που έμοιαζε να αναβλύζουν από κάποια βαθύτερη πηγή, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό - κι αυτό την αιφνιδία ζε. Από πού έρχονταν; Δεν οφείλονταν στην εφημέρι
ο ι ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
143
δα, γιατί είχε πολύ καιρό να διαβάσει. Είχε δει μία σ' ένα μαγαζί γενικού εμπορίου στην πόλη, μόνο την πρώ τη σελίδα, και της είχε φανεί εντελώς άλλος κόσμος, μια γυαλιστερή υστερία εικόνας και μελανιού, ένας κόσμος τόσο εύκολος ν' αγαπηθεί πρόσκαιρα ή να μι σηθεί, τόσο αξιόπιστος και ευκολολησμόνητος με τις ρετσέτες του, τους πολέμους του και τα τυπογραφικά του λάθη. Την ώρα που έβγαινε από το μαγαζί, είδε εκείνη την ηλικιωμένη Γιαπωνέζα με τα άσπρα μαλλιά να έρχε ται προς το μέρος της φορώντας ένα σακάκι με βάτες κι έχοντας τα χέρια της κρυμμένα. Τα είχε χώσει μέσα στα μανίκια για ζεστασιά. Κοιτούσε τη γυναίκα με τα μανίκια που έμοιαζαν άδεια και τα έβαλε με τον εαυ τό της που δεν το είχε σκεφτεί αυτό για το έργο, γιατί ήταν φανταστικό, δεν χρειαζόταν να ξέρει τίποτε άλλο γι' αυτήν τη γυναίκα, θα ταίριαζε τέλεια με το έργο, χέρια που λείπουν ανεξήγητα, και παίδευε το μυαλό της με το μυστήριο μιας μορφής που θα χειρονομούσε δίχως χέρια όταν διασταυρώθηκαν, της μισοχαμογέλασε. Γιατί να μη βυθιστείς μέσα του; Γιατί να μην αφή σεις το θάνατο να σε νικήσει; Γιατί να μην αναγνωρί σεις την κυριαρχία του; Γιατί δεν θα έπρεπε ο θάνατος ενός ανθρώπου που αγαπάς να σε τσακίσει; Δεν ξέρεις να αγαπάς αυτούς που αγαπάς, ώσπου, ξαφνικά, χάνονται. Τότε μόνο κα-
144
Ντον
ΝτκΛιλλο
01 Χ Ρ Ο Ν Ο Ι ΤΟΥ
ΣΩΜΑΤΟΣ
145
ταλαβαίνεις από πόσο κοντά βίωνες την οδύνη τους,
πρόσωπα, όπως εκείνο του εξαφανισμένου ανθρωπά
πόσο φειδωλή ήσουν συχνά στο δόσιμο του εαυτού
κου - ό π ο τ ε κατάφερνε να το θυμηθεί.
σου, πόσο σπάνια άνοιγες την καρδιά σου, αναπτύσ
Είμαι η Λόρεν, αλλά όλο και λιγότερο.
σοντας το πλέγμα των σχέσεων σου στη βάση του δού ναι και λαβείν. Άφηνε αυτές τις ιδέες να διαποτίζουν όλο της το εί
Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο βρήκε κάποιον να την περιμένει. Δεν είχε βγει ακριβώς, μισοκαθόταν ακόμη
ναι μάτια, μυαλό και σώμα. Περιδιάβαζε απαρατήρητη
μέσα και πήγαινε να σηκωθεί, όταν μια φιγούρα έσκυ
στους επικλινείς δρόμους της πόλης και την ώρα που
ψε από πάνω της στο δρομάκι.
-
ψώνιζε σε παντοπωλεία και μαγαζιά ειδών κιγκαλε
Κόντεψε να πισωκαθίσει στη θέση του οδηγού.
ρίας, μέσα στους στενόμακρους διαδρόμους με τις
Ένιωσε ένα έντονο ξάφνιασμα. Σήκωσε το κεφάλι και
κλειδαριές, τα εργαλεία και τα γυαλικά, ο νους της
αντίκρισε ένα σωματώδη μεσήλικα που της μιλούσε.
ήταν συνεχώς εκεί, παίζοντας ώς ένα βαθμό μ' αυτές τις σκέψεις.
Μόνο όταν στάθηκε όρθια μπόρεσε να διακρίνει το αυτοκίνητο του, που ήταν παρκαρισμένο στο πλάι του
Γιατί δεν θα έπρεπε ο θάνατος του να σε φέρει σε
σπιτιού. Τον άκουγε αμίλητη. Προσπαθούσε να κατα
τέτοια κατάσταση σπαραγμού, που να σκίζεις τα ρούχα
λάβει τι της έλεγε και να ζυγιάσει την κατάσταση, να
σου; Γιατί θα έπρεπε να τον συνηθίσεις; Ή να του πα
καθορίσει επακριβώς τα όρια της.
ραδοθείς γευόμενη τη στέρηση με σφιγμένα χείλη;
« Σ α ς διαβεβαιώ ότι δεν έχω πρόθεση να σας ενο
Γιατί ν' απαρνηθείς τον Ρέι, όταν μπορείς να διασχί
χλήσω. Πολλές φορές προσπάθησα να σας τηλεφωνή
σεις το σαλόνι και να βρεις έναν τρόπο να τον κρατή
σω, αλλά δεν απαντούσατε. Καταλαβαίνω απολύτως.
σεις κοντά σου;
Βρίσκεστε εδώ για να ξεφύγετε».
Βυθίσου πιο μέσα, σκέφτηκε. Άσ' τον να σε καταβάλει. Ακολούθησε το δρόμο που σου δείχνει. Υπήρχαν φορές που σκεφτόταν σ' αυτό το επιτα
« Κ ι εσείς γιατί βρίσκεστε ε δ ώ ; » Είχε θυμώσει. II απειλή άρχισε να ξεθωριάζει και ο κόμπος του φόβου να διαλύεται μέσα στο σώμα της,
κτικό μοτίβο σαν ν' απευθυνόταν σε κάποιον που δεν
στη ροή του αίματος και τις νευρικές ίνες, στις άκρες
ήταν ακριβώς ο εαυτός της, κι άλλες που το έκανε δια
των δαχτύλων, και τότε έκλεισε την πόρτα του αυτο
φορετικά. Σκεφτόταν σαν έξω από τις οστεώδεις κό
κινήτου, της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και την έκλεισε
χες των ματιών της να αιωρούνταν στον αέρα άλλα
με πάταγο.
146
Ντον
ΝτεΛιλλο
« Γ ι α να μιλήσουμε για το σ π ί τ ι » είπε εκείνος σε
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
«Γιατί, αν συμβαίνει κάτι...»
αρκετά απόμακρο τόνο. «Βλέπετε, εξακολουθεί να εί
«Όχι, όλα είναι μια χαρά. Τα δωμάτια...»
ναι δικό μου. Της γυναίκας μου και δικό μ ο υ » .
«Ναι».
Έκανε ένα βήμα πίσω και στράφηκε αργά να κοι τάξει το σπίτι βάζοντας το κι αυτό στη συζήτηση - το σπίτι του. Τώρα που είχε κοιτάξει δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά αμφιβολία. <Άρα «J
υπάρχει κάτι που θέλετε να συζητήσουμε;»
«j<Ακριβώς»
είπε, και φάνηκε να παίρνει ένα ροδο
κόκκινο χρώμα ευχαριστημένος από τη δική της αντι μετώπιση της στιγμής. Έγινε μια παύση. 0 άντρας είχε ένα ελαφρώς κου ρασμένο ύφος, κάτι σαν στενοχώρια που είχε διαμορ φωθεί με τα χρόνια. Εκείνη είπε: «Ποιος πρέπει να καλέσει τον άλλο μέσα;»
147
«Πολλά δωμάτια». Έκανε κρύο. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να κάνει τύσο κρύο τέτοια εποχή. « Έ τ σ ι είναι» είπε εκείνος. «Ανήκε στην οικογένεια μας, ας πούμε, ανέκαθεν. Η συντήρηση ό μ ω ς . . . » «Φαντάζομαι». «Η δουλειά, η φροντίδα. Φοβάμαι ότι έχουμε πα ράδοση στις πολυμελείς οικογένειες. Και ξέρετε τώρα π ώ ς είναι αυτά: συνέχεια επισκευές, βαψίματα. Πά ντα υπάρχει κάτι που χρειάζεται φτιάξιμο». Περίμενε ότι μ' αυτή την ευκαιρία θα ανέφερε την Άλμα, τη γυναίκα του, και θα μιλούσε για τα παιδιά που μεγάλωσαν και ζούσαν κάπου αλλού.
Εκείνος σήκωσε τα χέρια του.
«Εκείνο που θα θέλαμε...»
«Δεν είναι απαραίτητο. Δεν το νομίζω. Όχι, όχι, δεν
Το κορμί του τεντώθηκε, τραβήχτηκε λοξά προς τα
χρειάζεται».
πάνω, σαν να το στύλωνε μια λαμπρή προσδοκία. Κι
Ύστερα γέλασε με την παρατήρηση της. Την κατά
αυτή του η κίνηση τον έκανε στα μάτια της να φανεί
λαβε και γέλασε καθυστερημένα φανερώνοντας τα κι
σαν άνθρωπος που προσπαθεί ν' απαλλαγεί από τη συ
τρινισμένα δόντια του. Εκείνη περίμενε. Η κατάσταση
στολή και τους περιορισμούς μιας ολόκληρης ζωής.
άρχισε να της κεντρίζει το ενδιαφέρον. Ένιωθε τώρα
«... είναι, αν δεν σας πείραζε...»
ότι προσαρμοζόταν σε κάτι, ότι ήταν άνετα εδώ έξω,
Τον άκουγε προσεκτικά, σχεδόν έβλεπε τα λόγια,
στο δρομάκι, με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
και τον συμπαθούσε κάπως περισσότερο, ενώ ένιωθε
«Και το σπίτι, εντάξει; Σας ικανοποιεί;>
να βρίσκεται σε μια ευχάριστη επιφυλακή, σαν να
«Ναι, σε γενικές γραμμές, έτσι νομίζω? )».
γευόταν την πεμπτουσία της στιγμής.
148
Ντον
ΝτεΛιλλο
«Παρακαλώ». «Να, υπάρχει μια σιφονιέρα. Είναι σε κάποιο δω μάτιο επάνω. Νομίζω ότι είναι αμπαλαρισμένη. Μάλ λον μ' εκείνο το χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιούν. Ίσως την έχετε δει. Γιατί την είχαμε έτοιμη για απο στολή, με το πλοίο, αλλά μετά, ξέρετε, τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα υπολογίζει κανείς. Είναι πολύ κομψό έπιπλο, σε δύο κομμάτια, και αρκετά πα λιό». Δεν περίμενε ότι θα της έλεγε κάτι τέτοιο. «Είναι σε κάποιο από τα κλειστά δωμάτια τού πάνω ορόφου, τυλιγμένη μ' ένα πάπλωμα. Κι εκείνο που θα θέλαμε...» είπε εκείνος. Πρόσεξε τις γραμμές των αιμοφόρων αγγείων στο πρόσωπο του, σωματώδης άντρας, σίγουρα, και μεγά λος, στα πρόθυρα του γήρατος, με δέρμα που είχε αρ χίσει να κρεμάει και ρυτίδες που βάθαιναν γύρω από τα μάτια, αλλά υποτίθεται ότι θα μιλούσε για τον κύριο Τατλ, γιατί έφυγε και πού πήγε κι οτιδήποτε άλλο υπήρ χε να λεχθεί γι' αυτό τον άνθρωπο, για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, να τα εξηγήσει και να τ' αναλύσει. «... είναι, αν στείλουμε κάποιον να την πάρει, δεν θα σας προκαλούσαμε μεγάλη ενύχληση. Προσπαθή σαμε να σας τηλεφωνήσουμε, και η κυρία τηλεφώνη σε, από το μεσιτικό γραφείο εννοώ. Είναι οικογενεια κό κειμήλιο. Σκεφτόμαστε να το επισκευάσουμε και να το βάλουμε στην κρεβατοκάμαρα μας, στο σπίτι.
01 ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΤ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
149
Το κουβεντιάζαμε κάμποσο καιρό. Στο τωρινό μας σπίτι εννοώ. Αλλά μια το ένα, μια το άλλο...» Φοβόταν να σταματήσει να μιλάει, γιατί κι εκείνη δεν του είχε δώσει την παραμικρή ένδειξη για το αν συμφωνούσε ή όχι και έδειχνε σαν να είχε απομακρυν θεί από τη σκηνή. Έκανε ένα βήμα πίσω, μισογύρισε ξανά, και τότε ιδιοκτήτης και ενοικιάστρια έμειναν ασάλευτοι στο δρομάκι, μες στο κρύο, να κοιτάζουν αφηρημένα προς το σπίτι. Προσπάθησε να θυμηθεί τη φυσιογνωμία του κι έπει τα, για μια στιγμή, ξέχασε και το όνομα του. Μόνο για μια στιγμή όμως, άσε που δεν επρόκειτο για το δικό του όνομα. Εκείνη του το είχε δώσει. Το πρωί άκουσε το θόρυβο. Ήξερε ότι ήταν εφτά και είκοσι, περίπου, και κοί ταξε το ρολόι της κουζίνας. Τόσο ήταν. Κατάλαβε αμέσως ότι αυτός δεν ήταν ο θόρυβος του τρίτου πατώματος. Ήταν διαφορετικός, ερχόταν από κάπου πιο χαμηλά κι ακουγόταν λιγότερο μου λωχτός απ' ό,τι τις άλλες φορές. Άρχισε να διασχίζει με αργό βήμα τα δωμάτια, ξέ ροντας ότι κάπως έτσι θα συνέβαινε, σαν μονότονο τροπάρι αντρικής φωνής, της δικής του, που συντόνιζε τα βήματα της στα σκαλιά και το παίξιμο του χεριού της πάνω στον ακροστάτη της κουπαστής. Το να εί μαι εδώ μού ήρθε. Γιατί η ακτή ήταν τέτοια εποχή ερη-
150
Ντον
ΝτεΛιλλο
μική, και γιατί ένιωθε την παρόρμηση να αγγίζει κάθε φορά τον ακροστάτη.
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΓ Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
151
που προσπερνούσε με το αυτοκίνητο τις πινακίδες ΣΑΣΙ και ΚΑΙΝΟΥΡΓΉ -ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ, με τα στοι
Προσπέρασε το κεφαλόσκαλο και μπήκε στο σαλόνι
βαγμένα καυσόξυλα τα καλυμμένα με μουσαμάδες και
νιώθοντας ό,τι ένιωθε εκείνη τη στιγμή, εκτεθειμένη,
καραβόπανα, πλησίαζε προς την πόρτα νιώθοντας ότι
ανοιχτή, κάτι που θα μπορούσες ίσως να το πεις ξερι
την είχε ξεγελάσει το ένα ή το άλλο, αλλά όχι και το
ζωμένη -αν σημαίνει τίποτε α υ τ ό - και σε κάθε της
δωμάτιο της, γιατί εκεί βρισκόταν ο Ρέι ολόκληρος, με
βήμα είχε απόλυτη συναίσθηση του κόσμου.
το πραγματικό του σώμα και καπνούς τσιγάρου να τυ
Την ώρα που προσπερνούσε με το αυτοκίνητο τις
λίγουν τα μαλλιά και τα ρούχα του.
μάντρες με τις πινακίδες Κ ΑΙΝΟΤΡΓΗ -ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕ
Ήξερε πώς θα γινόταν όταν ξεπερνούσε το στάδιο
ΝΑ, με τα καυσόξυλα τα στοιβαγμένα κάτω από κάθε
της νοερής αναπαράστασης της σκηνής, γιατί αρνιόταν
υπόστεγο ή καλυμμένα με μπλε μουσαμάδες έξω από
να υποταχθεί σ' αυτό που ορίζει ο συμβατικός τρόπος
γκαράζ και αχυρώνες, ήξερε πώς θα γινόταν. Θα γυρ
σκέψης.
νούσε στο σπίτι, σκεφτόταν ενώ περνούσε μπροστά από
Μόλις πατήσει το πόδι της στο κατώφλι του δω
τις ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ και τα ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΛΐΤ/ΤΩΝ, θ' ανέ
ματίου, θα είναι σαν να βρισκόταν ήδη εκεί, τώρα, μες
βαινε τη σκάλα και θα διέσχιζε το σαλόνι του δευτέρου
στη νύχτα, και να γδυνόταν. Το όλο ζήτημα ήταν να
πατώματος βαδίζοντας ρυθμικά, προσαρμόζοντας τον
προσαρμοστεί σ' εκείνη τη στιγμή που πετάει από
εαυτό της σ' ένα σώμα που γινόταν σιγά σιγά δικό της.
πάνω της ένα παλιό πουλόβερ έχοντας την πλάτη γυ
Άκουγε τη φωνή του να μιλάει σαν υπνωτισμένη
ρισμένη προς το κρεβάτι. Που στέκεται ξυπόλητη ση
μέσα από το στήθος και το λαιμό της, και πλησίασε
κώνοντας το μπράτσο της ψηλά και χτυπώντας ελα
στην πόρτα του δωματίου της, της κρεβατοκάμαρας
φρά το χέρι σε κάτι που βρίσκεται από πάνω. Που θυ
της, που δεν βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του σπι
μάται την κρεμαστή λάμπα με το μεταλλικό αμπαζούρ
τιού. Στο επάνω δωμάτιο δεν υπήρχε τίποτε άλλο από
που πάει πέρα δώθε, τη λάμπα που είναι εντελώς αταί
μια σιφονιέρα τυλιγμένη με παπλώματα που χρησιμο
ριαστη με το δωμάτιο, και τότε να στραφεί και να κοι
ποιούν οι μεταφορείς. Εδώ κάτω υπήρχε ο δικός του
τάξει ξέροντας τι θ' αντικρίσει.
χρόνος, η δική του διάσταση ή όποια άλλη περίπλοκη φράση σού ερχόταν να χρησιμοποιήσεις. Ένιωθε ότι είχε ξεγελαστεί χιλιάδες φορές. Την ώρα
Είναι καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού φορώ ντας τα εσώρουχα του, κι ανάβει το τελευταίο τσιγά ρο της ημέρας.
152
Ντον
ΝτεΛιλλο
Δεν μπορείς να φανταστείς κάτι τέτοιο ακόμη κι όταν το βλέπεις μπροστά στα μάτια σου; Είναι άραγε αυτό που συμβαίνει τόσο έξω από την εμπειρία σου, ώστε να χρειάζεται να βρεις δικαιολο γίες ή να το αποδώσεις σε κάποιο ασήμαντο ξεγέλασμα της αντίληψης; Έχει άραγε η πραγματικότητα τόση δύναμη πάνω σου; Διακινδύνεψε το. Πίστεψε σ' αυτό που σου λένε τα μάτια και τα αυτιά σου. Αυτός είναι ο σφυγμός κάθε κρυφής νύξης που πάντοτε ένιωθες στα όρια της συ νείδησης σου. Οι δυο τους είναι δύο αληθινά κορμιά μέσα σ' ένα δωμάτιο. Έτσι τα αισθάνεται σ' εκείνο το ξεφτίδι του μισού δευτερολέπτου που της παίρνει για να παρα κάμψει τον παραστάτη της πόρτας. Δυο κορμιά με χέ ρια που αγγίζουν και τρίβουν, και στόματα που μισα νοίγουν αργά. Το πέος του μεγαλώνει τυλιγμένο μέσα στη χαλαρή ρόδινη παλάμη της. Τα στόματα τους εί ναι ορθάνοιχτα για να δεχτούν γλώσσες, ρώγες, δάχτυ λα κι όποια άλλη προεξοχή της σάρκας, και να ψιθυ ρίσουν λόγια του χθες και του σήμερα, και τα μάτια τους ανοίγουν μες στην ψυχή του άλλου. Στάθηκε μπροστά στο κατώφλι έχοντας αντιληφθεί το ύφος της. Θα έχουν ήδη κοιμηθεί και ξυπνήσει και θα έχουν κατεβεί κάτω για πρωινό, κι εκεί θα μπλέκει ο ένας στα
01 ΧΡΟΝΟΙ TOT Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
153
πόδια του άλλου, καθώς θα κάνουν τις ξεχωριστές κι νήσεις της καθημερινής τους ρουτίνας, βάζοντας γάλα και ανακατεύοντας το χυμό, ενώ μια κίσσα θα τους κοι τάει από την ταΐστρα, κι εκείνη θα μυρίσει το κουτί με τις νιφάδες της σόγιας. Και τότε θα κάνει το απλούστε ρο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο. Θα βγει, θα πάει στο αυτοκίνητο του, θα του πάρει τα κλειδιά και θα τα κρύψει, θα τα πατήσει, θα τα σπάσει, θα τα φάει, θα τα θάψει στο χώμα το γεμάτο με οργανικές ουσίες, ενώ γύρω της θα είναι μια ολόλαμπρη μέρα του τέλους του καλοκαιριού μετά το χαλασμό της καταιγίδας. Πριν όμως περάσει το κατώφλι του δωματίου, ένιω σε το ύφος της. Το ήξερε καλά αυτό το ύφος: μια με τόπη ψεύτικων προσδοκιών. Στάθηκε λίγο να το σκεφτεί. Σταμάτησε στο έμπα του δωματίου κοιτάζοντας προς το σαλόνι, κι ένιωσε το κενό να την περιβάλλει. Ταλαντεύτηκε και κάθισε στο πάτωμα ακουμπώντας την πλάτη της στην κάσα της πόρτας. Γλίστρησε προς τα κάτω αργά, στοχαστι κά, και το στόμα της άνοιξε σχηματίζοντας ένα ωχ, ένα βογγητό που δεν ακούστηκε ποτέ. Κάθισε στο πάτω μα έξω από το δωμάτιο. Το πρόσωπο της φωτιζόταν ακόμη από ένα ίχνος που είχε αφήσει στα μάτια της η προσδοκία του θαύματος. Και το ύφος αυτό ξεκόλλη σε από πάνω της και αιωρήθηκε μπροστά της έτσι, που να μπορέσει να φουσκα>σει τα μάγουλα της σαν παιδί και να το φυσήξει μακριά.
154
Ντον
Ν τ ε Λ ι λ λ ο
0 1 ΧΡΟΝΟΙ
ΤΟΪ
ΣΩΜΑΤΟΣ
155
Αποφάσισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να κοιτάξει εκεί
θυρο. Το άνοιξε. Το άνοιξε διάπλατα. Δεν ήξερε γιατί
μέσα. Κάτι τέτοιο θα ήταν οικτρό. Το δωμάτιο ήταν
το έκανε αυτό. Μετά κατάλαβε. Ήθελε να νιώσει την
ανατολικό και μέσα του θα επικρατούσε τώρα ένα
αψιά αλμύρα της θάλασσας στο πρόσωπο της και τη
θολό ανακάτεμα πρωινού φωτός, υπολειμμάτων από
ροή του χρόνου στο σώμα της να της λένε ποια ήταν.
ιστούς αράχνης και ακτινών ηλιόλουστης σκόνης, μάτων,
ψηγ
όπως συνήθιζε να τα λέει η μητέρα της.
Ίσως να ήταν απλώς ένα ερωτικό ονειροπόλημα. Όλη η ιστορία δεν ήταν παρά ένα σκηνικό φτιαγμένο για να υπηρετήσει μια βρόμικη σκέψη. Την είχε πιάσει σεξουαλική υστερία, χα! Όχι πως το πίστευε βέβαια. Καθόταν εκεί και σκεφτόταν ότι και αυτή η από φαση της ήταν ανεξήγητη. Μετά, άρχισε να σηκώνεται αργά από την ανακούρκουδη στάση της, ακουμπώντας στον παραστάτη της πόρτας και αναπνέοντας βαθιά, νιώθοντας την πλάτη της να τρίβεται πάνω στ' αυλά κια του ξύλου και τραβώντας την κίνηση σε μάκρος. Η μητέρα της πέθανε όταν εκείνη ήταν εννιά χρονών. Δεν έφταιγε γι' αυτό. Ήταν κάτι άσχετο με εκείνη. Κοίταξε και είδε ότι το δωμάτιο ήταν άδειο. Μέσα δεν υπήρχε ψυχή. Το φως ήταν τόσο έντονο, που διέ κρινε τα πραγματικά χρώματα των τοίχων και του δα πέδου. Ποτέ πριν δεν είχε δει έτσι τους τοίχους.
Το
κρεβάτι ήταν άδειο. Το ήξερε όλον αυτό τον καιρό, τώρα όμως το αποδεχόταν. Κοίταξε το σεντόνι και την κουβέρτα που ήταν ανακατεμένα στη δική της μεριά του κρεβατιού, τη μόνη που χρησιμοποιόταν. Προχώρησε μέσα στο δωμάτιο και πήγε στο παρά-