Ψηφιακή έκδοση Μ άρτιος 2014
Τίτλος πρωτοτύπου Jennifer Crusie, Crazy for you, St. M artin‘s Griffin, 2010 Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Βάλια Μ πράβου Σχεδιασμός εξωφύλλου Δήμητρα Δαριώτη/Add Noise
© 1999, Jennifer Crusie Smith © 2013, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-630-9
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail:
[email protected]
Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
• Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085
JENNIFER CRUSIE Τρελός για σένα Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΑΛΜ ΥΡΑ ΙΣΜ ΥΡΙΔΟΥ
Στον Λι Κ. Άμποτ, έναν Θεό ανάμεσα στους ανθρώπους
1
του Μαρτίου, καθισμένη στη σχολική τάξη όπου δίδασκε εδώ και δεκατρία χρόνια, σφίγγοντας τα δόντια καθώς πληροφορούσε το έτερόν της ήμισυ –για εβδομηκοστή φορά αφότου είχαν γνωριστεί– ότι θα γύριζε σπίτι στις έξι, επειδή ήταν Τετάρτη και τις Τετάρτες επέστρεφε πάντα στις έξι, η Κουίν Μακένζι σήκωσε το βλέμμα από τις ακουαρέλες των μαθητών που είχε μπροστά της και αντίκρισε το πεπρωμένο της. Το πεπρωμένο της είχε τη μορφή ενός μικρόσωμου μαύρου σκυλιού με βλέμμα γεμάτο απόγνωση, γι’ αυτό και αρχικά η Κουίν δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Όμως όλα τα υπόλοιπα τα πρόσεξε. Το σκυλί που έτεινε προς το μέρος της η αγαπημένη της μαθήτρια στην τάξη των Καλλιτεχνικών ήταν ένα νευρόσπαστο, καχεκτικό πλάσμα με μαύρο τρίχωμα, άσπρα κοκαλιάρικα πόδια και λεπτό μαύρο κεφάλι, που έτρεμε ολόκληρο, το φουκαριάρικο. Φαινόταν φοβισμένο, πεινασμένο και ξεπαγιασμένο καθώς πάλευε να ξεφύγει από την αγκαλιά της Θία. Η Κουίν το λυπήθηκε από την πρώτη στιγμή. Ήταν κρίμα ένα ζώο να δείχνει τόσο τρομαγμένο. «Αχ!» έκανε και σηκώθηκε να πάει κοντά στη Θία, ενώ την ίδια στιγμή ο Μπιλ μουρμούριζε δυσανασχετώντας: «Ωχ, πάλι τα ίδια». «Το βρήκα στον χώρο του πάρκινγκ». Η Θία άφησε το σκυλί στο πάτωμα μπροστά στην Κουίν. «Ήμουν σίγουρη ότι εσύ θα ήξερες τι να κάνεις». «Έλα, καλό μου». Η Κουίν λύγισε τα γόνατα σε απόσταση ασφαλείας από το σκυλάκι και χτύπησε απαλά το δάπεδο. «Έλα εδώ, γλυκό μου. Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά τώρα. Θα σε φροντίσω εγώ». Το σκυλί άρχισε να τρέμει ακόμα πιο πολύ, τινάζοντας το κεφάλι δεξιά αριστερά. Έπειτα όρμησε προς την πλησιέστερη πόρτα, που δυστυχώς γι’ αυτό ήταν η αποθήκη. «Έτσι θα είναι ευκολότερο να το στριμώξουμε και να το τσακώσουμε» είπε ο Μπιλ με το αιώνιο κέφι και τη σιγουριά του. Η ζωή ήταν πάντα ωραία για τον Μπιλ, τον άνθρωπο που είχε εξασφαλίσει τη νίκη της ομάδας φούτμπολ του λυκείου του Τιμπέτ σε πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα και της ομάδας μπέιζμπολ σε τέσσερα –με το πέμπτο να ετοιμάζεται–, κι όλα αυτά, σχεδόν αποκλειστικά, κατά τη γνώμη της Κουίν, χάρη στην ικανότητά του να μη σκέφτεται ποτέ το ενδεχόμενο μιας ήττας. «Αποφασίστε πού ΕΝΑ ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
θέλετε να βρεθείτε και ορμήστε» έλεγε στα αγόρια, και αυτό έκαναν. Η Κουίν σκεφτόταν ότι εκείνη τη στιγμή θα προτιμούσε να βρίσκεται αλλού και να απολαμβάνει την πίτσα της, αλλά έπρεπε πρώτα να παρηγορήσει το σκυλί και μετά να ξεφορτωθεί τον Μπιλ. Σύρθηκε στα τέσσερα μέχρι την πόρτα, προσπαθώντας να δείχνει φιλική. «Ξέρεις, τα σκυλάκια με συμπαθούν» είπε με την πιο γλυκιά φωνή της, καθώς το σκυλί ζάρωνε πάνω σε ένα κιβώτιο με χαρτόνια στο βάθος της στενής αποθηκούλας. «Για κοίταξέ με καλύτερα. Ειλικρινά, είμαι πολύ καλή με τα σκυλιά, όλοι το λένε. Έλα» επέμεινε πλησιάζοντας κι άλλο, συνεχίζοντας να προχωράει στα τέσσερα, και το σκυλί μισόκλεισε τα μάτια. «Φαντάζομαι ότι δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά, ε;» είπε ο Μπιλ στη Θία σε εύθυμο τόνο. Η Κουίν ενοχλήθηκε μαζί του, από την άλλη όμως ένιωσε τύψεις επειδή τον είχε εξαπατήσει. «Τέρμα τα σκυλιά» της είχε πει την τελευταία φορά που εκείνη είχε περιθάλψει ένα αδέσποτο. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να τα σώζεις όλα». Η Κουίν είχε γνέψει καταφατικά για να του δείξει ότι τον είχε ακούσει, κι αυτός το είχε εκλάβει ως αποδοχή. Η Κουίν δεν τον είχε διορθώσει, επειδή έτσι ήταν πιο εύκολο και επειδή δεν ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα τα οποία κατόπιν θα απαιτούσαν λύση. Και να την τώρα που τον πρόδιδε για χάρη ενός αδέσποτου. Κοίταξε ξανά το σκυλί στα μάτια. Όλα θα πάνε καλά. Μην ακούς τι λέει ο ψηλός ξανθός άντρας. Το σκυλί ξεκόλλησε λίγο από το κιβώτιο και την κοίταξε δύσπιστα. Τα ανήσυχα ματάκια του δεν φανέρωναν πια τρόμο. Πρόοδος. Αν είχε στη διάθεσή της άλλες δέκα ώρες και ένα σάντουιτς με ζαμπόν, θα το έπειθε, ίσως, να την πλησιάσει. «Δεν πιστεύω να το κουβαλήσεις σπίτι;» Ο Μπιλ στεκόταν αποπάνω της κρύβοντας το θαμπό απογευματινό φως που εισχωρούσε από τα παράθυρα και σκεπάζοντάς τη με την πελώρια σκιά του. Μεμιάς το σκυλί ζάρωσε από φόβο. Δεν έφταιγε βέβαια εκείνος που ήταν μεγαλόσωμος, θα μπορούσε όμως τουλάχιστον να έχει υπόψη του ότι η σκιά του δέσποζε. «Δεν επιτρέπονται σκυλιά στο διαμέρισμά μας» συνέχισε ο Μπιλ με την υπομονετική φωνή του δασκάλου, επισημαίνοντας κάτι που εκείνη γνώριζε ήδη, καθοδηγώντας την ώστε να καταλήξει στο σωστό συμπέρασμα. Το συμπέρασμά μου είναι ότι με πατρονάρεις. «Κάποιος πρέπει να σώζει τα αδέσποτα και να τους βρίσκει στέγη» είπε η Κουίν δίχως να κοιτάξει πίσω της. «Ακριβώς» είπε ο Μπιλ. «Γι’ αυτό τον λόγο πληρώνουμε φόρους για την ενίσχυση του Κέντρου Προστασίας Ζώων. Λέω να τους τηλεφωνήσω…» «Στον μπόγια;» πετάχτηκε έντρομη η Θία. «Δεν τα θανατώνουν όλα» εξήγησε ο Μπιλ. «Μόνο τα άρρωστα». Η Κουίν κοίταξε πίσω της και αντίκρισε το έκπληκτο βλέμμα της Θία. Ναι, ήθελε να της πει, το πιστεύει στ’ αλήθεια. Τελικά απλώς χτύπησε ξανά απαλά το δάπεδο. «Έλα εδώ, μωράκι μου. Έλα». «Γλυκιά μου» της είπε ο Μπιλ πιάνοντάς την από τον ώμο. «Σήκω, πάμε να φύγουμε». Η Κουίν σκέφτηκε ότι αν έδιωχνε το χέρι του από τον ώμο της θα τον πλήγωνε, και αυτό θα ήταν άδικο. «Είμαι εντάξει» του είπε. Ο Μπιλ τράβηξε το χέρι και η Κουίν ξεφύσηξε με ανακούφιση. Δεν είχε αντιληφθεί ότι τόση ώρα
κρατούσε την ανάσα της. «Θα τηλεφωνήσω…» «Μπιλ». Η Κουίν προσπάθησε να διατηρήσει τον φιλικό τόνο της φωνής της. «Πήγαινε να τελειώσεις τη δουλειά σου στο γυμναστήριο, για να μπορέσω να ασχοληθώ μ’ αυτό εδώ. Θα γυρίσω στις έξι». Ο Μπιλ συγκατένευσε, δείχνοντας έτσι την ανοχή και την υποστήριξή του, παρά την παράλογη άρνησή της να ειδοποιήσουν την Προστασία Ζώων. «Σύμφωνοι. Πρώτα όμως θα σου ζεστάνω το αυτοκίνητο και θα το φέρω έξω από την είσοδο». Τη χτύπησε τρυφερά στον ώμο. «Εσύ μείνε εδώ» πρόσθεσε λες και η Κουίν σκόπευε να τον ακολουθήσει, κι αφού έφυγε, εκείνη τον φαντάστηκε να κατευθύνεται προς το αυτοκίνητό της, ένα Χόντα CR-X, διασχίζοντας το παγωμένο πάρκινγκ σαν να μην υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να γλιστρήσει. Πιθανώς γι’ αυτόν δεν υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο· οι Βίκινγκ λάτρευαν τον πάγο, και ο ξανθός Μπιλ, που είχε ύψος ένα ενενήντα τρία και ζύγιζε εκατόν είκοσι δύο κιλά, ήταν ένας καθαρόαιμος Βίκινγκ. Όλο το Τιμπέτ λάτρευε τον εξαιρετικό εκείνο προπονητή, αλλά η Κουίν άρχιζε να έχει τις αμφιβολίες της. Κι όμως, ήταν τόσο άδικο να αμφιβάλλει για κείνον… Ήξερε ότι θα της ζέσταινε το αυτοκίνητο, ότι θα άνοιγε την πόρτα με το κλειδί του – μια ακόμα λεπτομέρεια που την ενοχλούσε. Ο Μπιλ είχε βγάλει κλειδί πριν από δύο χρόνια, δίχως την άδειά της, λίγο καιρό αφότου είχαν αρχίσει να βγαίνουν. Ακριβώς για αυτό τον λόγο, επειδή είχε βγάλει κλειδί για να φροντίζει να εφοδιάζει το αμάξι της με καύσιμα, η Κουίν κατανοούσε πως ήταν εντελώς παράλογο εκ μέρους της να ενοχλείται. Δεν ήταν σωστό να παραπονιέται για έναν άντρα σχολαστικά καθαρό, γενναιόδωρο, στοργικό, προστατευτικό, επιτυχημένο, γεμάτο κατανόηση, που της γέμιζε για δύο χρόνια το ντεπόζιτο με καύσιμα αξίας εκατοντάδων δολαρίων. Ήταν πραγματικά ο ιδανικός άντρας, ο άτιμος. «Μόλις σε βγάλω από την αποθήκη, θα σκεφτώ σοβαρά το ζήτημα της ερωτικής μου ζωής» είπε η Κουίν κοιτάζοντας το σκυλί. «Πώς;» ρώτησε η Θία, αλλά η Κουίν κούνησε αμέσως το κεφάλι. «Τίποτα, τίποτα. Μήπως έχεις κάτι φαγώσιμο στην τσάντα σου; Μπορώ να το αρπάξω με το ζόρι, αλλά είναι τόσο φοβισμένο, που προτιμώ να με πλησιάσει με τη θέλησή του». «Στάσου» είπε η Θία ψαχουλεύοντας την τεράστια δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί της, και ψάρεψε μισή μπάρα γκρανόλα. «Γκρανόλα» μουρμούρισε η Κουίν. «Δεν βαριέσαι…» Έβγαλε το περιτύλιγμα, έκοψε ένα κομματάκι και το έσπρωξε προς το σκυλί. Αυτό οπισθοχώρησε κι έπειτα έκανε ένα βηματάκι μπρος, ανασηκώνοντας τη μικρή μαύρη μουσούδα του. «Είναι νόστιμο» ψιθύρισε η Κουίν, και το σκυλί το έπιασε απαλά με το στόμα του. «Τι καλό σκυλάκι» ψιθύρισε η Θία πλάι της. Η Κουίν έγνεψε καταφατικά και άφησε στο πάτωμα άλλο ένα κομμάτι, αυτή τη φορά πιο κοντά τους. Το σκυλί το πλησίασε, με το βλέμμα στυλωμένο πάνω τους για την περίπτωση που θα προέβαιναν σε εχθρική πράξη. Τα μεγάλα, υγρά, σκούρα μάτια του παρακαλούσαν την Κουίν να το βοηθήσει, να το σώσει, να του προσφέρει μια ξέγνοιαστη ζωή. «Έλα, καλό μου» ψιθύρισε η Κουίν και το σκυλί πλησίασε για να πάρει το επόμενο κομμάτι.
«Κοντεύουμε» είπε η Θία ξέπνοα, ενώ το σκυλί κάθισε μπροστά τους, πάντα επιφυλακτικό αλλά πιο ήρεμο τώρα, καθώς μασουλούσε τα δημητριακά. «Καλώς το» είπε η Κουίν. «Καλώς όρισες στη ζωή μου». Το σκυλί έγειρε το κεφάλι, και η μαύρη λεπτή ουρίτσα του άρχισε να ξεσκονίζει το δάπεδο. Το ένα του φρύδι ήταν άσπρο, είχε τέσσερα άσπρα καλτσάκια στα πόδια και η άκρη της ουράς του ήταν επίσης λευκή, θαρρείς και την είχε βουτήξει σε μπογιά. «Τώρα θα σε σηκώσω» το προειδοποίησε η Κουίν. «Δεν θέλω απότομες κινήσεις». Άπλωσε τα χέρια και σήκωσε μαλακά το σκυλί, που ζάρωνε πίσω φοβισμένο. Ύστερα κάθισε ώστε να το κρατήσει στην αγκαλιά της. Του έδωσε το τελευταίο κομμάτι της μπάρας, κι όταν αυτό ηρέμησε και βάλθηκε να το μασουλάει, η Κουίν το χάιδεψε στη ράχη. «Είναι πραγματικά πολύ γλυκό σκυλάκι» είπε στη Θία χαμογελώντας για πρώτη φορά από τότε που ο Μπιλ είχε μπει στην τάξη. Ένα ακόμα πρόβλημα είχε λυθεί. «Το αυτοκίνητο είναι απέξω» ανήγγειλε ο Μπιλ από το άνοιγμα της πόρτας, τρομάζοντας το ζωντανό. «Καθώς θα πηγαίνεις στην πιτσαρία, μπορείς να το αφήσεις στην Προστασία Ζώων». Η Κουίν χάιδεψε το σκυλί και αναλογίστηκε πόσο τυχερή ήταν. Ήταν όντως τυχερή που είχε τον Μπιλ· στο κάτω κάτω της γραφής, θα μπορούσε να ήταν με έναν άντρα με τον οποίο θα δυσκολευόταν να ζήσει, με κάποιον σαν τον πατέρα της, που όλη η ζωή του περιοριζόταν στο αθλητικό κανάλι, ή σαν τον τέως γαμπρό της, τον Νικ, ο οποίος ήταν ανίκανος εκ γενετής να αφοσιωθεί σε μια γυναίκα. Μέσα σε έναν χρόνο, ο Νικ θα την είχε βαρεθεί και θα την είχε παρατήσει, και είναι φρικτό να σε εγκαταλείπουν επειδή σε έχουν βαρεθεί. Αν δεν ήταν, η Κουίν θα είχε παρατήσει τον Μπιλ προ πολλού. «Βρίσκεται στον παλιό αυτοκινητόδρομο» της εξήγησε ο Μπιλ. «Μετά το παλιό ντράιβ ιν». Η Κουίν χαμογέλασε στη Θία. «Πολύ καλή η ιδέα σου, ευχαριστώ για την γκρανόλα» είπε και σηκώθηκε με το σκυλί στην αγκαλιά, ενώ ο Μπιλ πήρε το παλτό της. «Άφησέ το κάτω» της είπε κρατώντας της το παλτό για να το φορέσει. Η Κουίν έδωσε το σκυλί στη Θία και άφησε τον Μπιλ να τη βοηθήσει να φορέσει το παλτό της. «Μην καθίσεις με τις ώρες με την Ντάρλα» την προειδοποίησε και τη φίλησε ξανά στο μάγουλο. Η Κουίν τον προσπέρασε βιαστικά για να πάρει ξανά το σκυλί στην αγκαλιά της, λαχταρώντας τη ζεστασιά του κοκαλιάρικου αλλά νευρώδους μικροσκοπικού σώματός του. Το σκυλάκι την κοίταξε ανήσυχο. «Όλα καλά, μη φοβάσαι» του είπε. Ο Μπιλ τις συνόδευσε μέχρι την πόρτα και βγήκε έξω, στον κρύο μαρτιάτικο αέρα, ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου για την Κουίν, την ώρα που εκείνη ρωτούσε τη Θία: «Μήπως θέλεις να σε πάω κάπου;». «Μπα, όχι, τα λέμε αύριο» απάντησε η Θία. Κόμπιασε λίγο και, αφού έριξε μια επιφυλακτική ματιά στον Μπιλ, πρόσθεσε: «Ευχαριστώ, Μακένζι». «Ευχαρίστησή μου» αποκρίθηκε η Κουίν και κάθισε στη θέση του οδηγού, καθώς η Θία απομακρυνόταν πάνω στον πάγο, κατευθυνόμενη προς το πάρκινγκ των μαθητών. «Θα το πας στην Προστασία Ζώων, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μπιλ συνεχίζοντας να κρατάει
ανοιχτή την πόρτα της. «Τα λέμε αργότερα» απάντησε η Κουίν αποστρέφοντας το βλέμμα της. Έκλεισε την πόρτα και ο Μπιλ αναστέναξε, σαν να είχαν επιβεβαιωθεί οι χειρότερες υποψίες του. Εκείνη κοίταξε το σκυλί που έστεκε τώρα σφιγμένο στα γόνατά της. «Το ξέρεις ότι μου χαλάς τη μέρα;» του είπε με την πιο φιλική φωνή της. Εδώ πέρα δεν συμβαίνει τίποτα κακό, όλα μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο πάνε μια χαρά, προπάντων αν είσαι σκύλος. «Είχα ραντεβού με την Ντάρλα για πίτσα στις τρεισήμισι και άργησα. Δεν σε είχα υπολογίσει στα σχέδιά μου». Το σκυλί την κοίταξε με μάτια λαμπερά, σχεδόν με ενδιαφέρον, και η Κουίν τού χαμογέλασε, γιατί της φάνηκε πολύ έξυπνο. «Στοιχηματίζω ότι είσαι έξυπνο σκυλί» είπε. «Για να μην πω το εξυπνότερο σκυλί της περιοχής». Το σκυλάκι ακούμπησε τα κοκαλιάρικα καπούλια του στα γόνατά της, τυλίγοντας γύρω του την ουρά με την άσπρη άκρη, και γύρισε το κεφάλι στο πλάι παρακολουθώντας την. «Πολύ χαριτωμένο». Του χάιδεψε το γυαλιστερό μαλακό τρίχωμα, νιώθοντας πόσο παγωμένο ήταν –αυτή η γούνα ήταν αδύνατον να κρατήσει ζεστό το αδύνατο, μυώδες, σφιγμένο σώμα του–, και το σκυλί τρεμούλιασε στο άγγιγμα της παλάμης της. Η Κουίν ξεκούμπωσε το παλτό της και σκέπασε το τρεμάμενο κορμάκι, ενώ κάτω από το παλτό πρόβαλλε τώρα μονάχα το κεφάλι του. Το σκυλί αναστέναξε και κουλουριάστηκε πάνω στα ζεστά πόδια της. Η Κουίν βρήκε ανείπωτα ευχάριστη την εγκατάλειψή του πάνω της –ήταν ένα αληθινό, απλό, σωματικό ευχαριστώ, δίχως περιπλοκές– και απόλαυσε τη χαρά της στιγμής, έστω κι αν ήξερε ότι δεν θα είχε διάρκεια. Ο Μπιλ θα αναστατωνόταν αν την έβλεπε, θα της έλεγε ότι ο σκύλος μπορεί να τη δάγκωνε, να την κολλούσε ψύλλους, ή Κύριος οίδε τι άλλο, όμως η Κουίν ήξερε ότι αυτό το σκυλί δεν δάγκωνε, και εξάλλου οι ψύλλοι ψοφούσαν με τέτοιο κρύο. Πιθανόν. «Ησύχασε» του είπε κοιτάζοντας τα σκούρα, γεμάτα ευγνωμοσύνη μάτια του. Το σκυλάκι έχωσε το κεφάλι κάτω από το παλτό της, αναζητώντας περισσότερη ζεστασιά και ασφάλεια, και η Κουίν αισθάνθηκε να χαλαρώνει τελείως για πρώτη φορά μέσα στην ημέρα. Η διδασκαλία των Καλλιτεχνικών δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση –υπήρχαν μέρες που οι μαθητές κόβονταν με το κοπίδι ή έχυναν τα χρώματα, μέρες που οι διευθυντές έδειχναν υπερβάλλοντα ζήλο, μέρες καλλιτεχνικής απελπισίας–, ενώ τελευταία τα νεύρα της ήταν περισσότερο τεντωμένα από όσο συνήθως και συγχρόνως ένιωθε μια ελαφριά απογοήτευση, σαν να πήγαινε κάτι στραβά κι αυτή να μην το διόρθωνε. Τώρα όμως, καθώς έσφιγγε πάνω της το σκυλί που ζουλούσε με το κοκαλιάρικο γόνατό του το στομάχι της, αισθάνθηκε καλύτερα. «Τι γλυκιά που είσαι» ψιθύρισε μέσα στο πανωφόρι της. Ο Μπιλ χτύπησε το παράθυρο, κι αμέσως το σκυλί πρόβαλε τρομαγμένο το κεφάλι, ενώ η Κουίν ξεφυσούσε με σφιγμένα δόντια κατεβάζοντας το τζάμι. «Τι τρέχει;» «Σκεφτόμουν…» άρχισε να λέει ο Μπιλ, αλλά μετά πρόσεξε το σκυλί κάτω από το παλτό της. «Το βρίσκεις καλή ιδέα;» ρώτησε. «Ναι» αποκρίθηκε κοφτά η Κουίν. «Τι σκεφτόσουν λοιπόν;» «Εφόσον ούτως ή άλλως έχεις αργήσει για την πίτσα με την Ντάρλα, δεν είναι πιο λογικό να το
παραδώσεις τώρα στην Προστασία Ζώων ώστε να το δουν περισσότεροι άνθρωποι; Έτσι θα βρει γρηγορότερα στέγη». Η Κουίν φαντάστηκε το μικρό σκυλί να τρέμει πάνω στο παγωμένο τσιμεντένιο δάπεδο, παγιδευμένο, ολομόναχο, φοβισμένο, πίσω από χοντρά κάγκελα, διπλά προδομένο αφού του είχε υποσχεθεί ότι θα του πρόσφερε ζεστασιά. Κοίταξε ξανά τα κατάμαυρα μάτια του. Κάποιος είχε πετάξει στον δρόμο αυτό το αξιολάτρευτο σκυλάκι, κι αυτό δεν θα συνέβαινε για δεύτερη φορά. Δεν θα σε προδώσω, συλλογίστηκε. «Κουίν, σκέψου πρακτικά». Ο Μπιλ έμοιαζε να δείχνει κατανόηση αλλά και αποφασιστικότητα. «Το Κέντρο Προστασίας Ζώων είναι ένα καθαρό, ζεστό μέρος». Και το παλτό της ήταν καθαρό και ζεστό, όμως θα ήταν παιδιάστικο να του το πει. Εντάξει, δεν μπορούσε να κρατήσει το σκυλί, υπήρχαν πρακτικά προβλήματα, έπρεπε να βρει κάποιον για να το δώσει, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το πάει στην Προστασία Ζώων. Το σκυλί την κοιτούσε με τα μελαγχολικά μάτια του – ήταν αξιολάτρευτα. Η Κουίν τού χαμογέλασε. Έπρεπε να του βρει κάποιον ευγενικό, κάποιον ήρεμο, κάποιον που εμπιστευόταν απόλυτα. «Θα το χαρίσω στον Νικ» είπε τελικά. «Ο Νικ δεν θέλει σκύλο» αποκρίθηκε ο Μπιλ. «Η Προστασία Ζώων…» «Αυτό δεν το ξέρουμε». Η Κουίν έσφιξε πάνω της το σκυλί. «Έχει δικό του διαμέρισμα πάνω από το συνεργείο, επομένως δεν θα έχει προβλήματα με ιδιοκτήτες. Είμαι σίγουρη ότι θα το συμπαθούσε αυτό το πλασματάκι». «Ο Νικ δεν πρόκειται να το δεχτεί» είπε με σιγουριά ο Μπιλ, και η Κουίν ήξερε ότι είχε δίκιο. Όπως είχε πει κάποτε η Ντάρλα, η περιγραφή που ταίριαζε γάντι στον Νικ ήταν το «ψηλός, μελαχρινός, που νοιάζεται μονάχα για το τομάρι του». Κι αν τώρα η Κουίν πίστευε ότι ο Νικ θα δεχόταν να ξεβολευτεί για χάρη ενός σκυλιού, μάλλον ήταν υπερβολικά αισιόδοξη. «Πήγαινέ το στην Προστασία Ζώων» επέμεινε ο Μπιλ, αλλά η Κουίν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Γιατί;» ρώτησε ο Μπιλ κι εκείνη λίγο έλειψε να αποκριθεί: «Επειδή τη θέλω». Η σκέψη ήταν τόσο εγωιστική και φάνταζε τόσο υπέροχη, που η Κουίν κοίταξε το σκυλί με καινούργια μάτια. Ίσως ήταν γραφτό να το κρατήσει αυτό το ζωάκι. Η έξαψη που πλημμύρισε το κορμί της στη σκέψη τού να κάνει κάτι τόσο παράλογο έμοιαζε σχεδόν με σεξουαλική διέγερση. Δεν με νοιάζει αν είναι παράλογο, θα μπορούσε να πει. Εγώ τη θέλω. Πόσο εγωιστικό! Πόσο υπέροχο! Στη σκέψη και μόνο, η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. Δεν ήταν δα τρομερά εγωιστικό. Ένα σκυλάκι ήθελε, τίποτα το σπουδαίο δηλαδή, δεν ήταν σαν να άλλαζε ζωή ή εραστή, στην ουσία δεν θα άλλαζε πολλά πράγματα. Ήταν απλώς μια μικρή αλλαγή. Ήθελε απλώς ένα τοσοδά σκυλάκι. Κάτι νέο στη ζωή της. Κάτι αλλιώτικο. Έσφιξε πάνω της το σκυλί. Η καλύτερη φίλη της μητέρας της, η Ίντι, της έλεγε για χρόνια να πάψει να συμβιβάζεται, να πάψει να είναι τόσο λογική, να πάψει να διορθώνει τα στραβά όλων των άλλων και να διορθώσει τα δικά της στραβά. «Δεν είμαι στραβή» της είχε απαντήσει, αλλά ίσως η Ίντι είχε δίκιο. Ίσως άρχιζε με κάτι μικρό, με ένα σκυλί, με αυτό το σκυλί, με μια μικρή αλλαγή, μια μικρή βελτίωση, και κατόπιν θα
περνούσε σε μεγαλύτερες αλλαγές. Ίσως αυτό το σκυλί να ήταν ένας οιωνός, το πεπρωμένο της. Δεν γίνεται να πας κόντρα στο πεπρωμένο σου. Δες τι έπαθαν όλοι οι έλληνες ήρωες που το επιχείρησαν. «Δεν μπορείς να κρατήσεις το σκυλί» είπε ο Μπιλ επαναφέροντάς τη στην πραγματικότητα, και η Κουίν απάντησε: «Άσε με να μιλήσω στην Ίντι». Ο Μπιλ χαμογέλασε. Το όμορφο πρόσωπό του πλημμύρισε από ανακούφιση και διαλλακτική διάθεση. Ήταν ένας ευτυχισμένος Βίκινγκ. «Περίφημη ιδέα. Η Ίντι ζει ολομόναχη. Θα της έκανε καλό η συντροφιά του σκυλιού. Τώρα σκέφτεσαι σωστά». Δεν εννοούσα αυτό, ήθελε να του πει, αλλά δεν υπήρχε λόγος να ξεκινήσει καβγά, οπότε μουρμούρισε: «Ευχαριστώ, αντίο». Έπειτα ανέβασε το τζάμι και κοίταξε τα σκούρα μάτια του σκυλιού. «Όλα θα πάνε καλά». Η σκυλίτσα αναστέναξε σιγανά και ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος της Κουίν, κοιτάζοντάς την επίμονα στα μάτια σαν να εξαρτιόταν η ζωή της απ’ αυτό, τρέμοντας ελαφρά από την ένταση. Ήταν ένα έξυπνο, πολύ έξυπνο σκυλί. Η Κουίν το χάιδεψε και του χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Μοιάζεις με Κέιτι. Κ-Κ-Κ-Κέιτι, ακριβώς όπως το τραγούδι. Μια όμορφη, κοκαλιάρα Κ-Κ-Κ-Κέιτι».1 Έσκυψε κοντά του ψιθυρίζοντας: «Η δική μου Κέιτι», και το σκυλί συμφώνησε μ’ έναν αναστεναγμό και φώλιασε ξανά κάτω από τη σκοτεινή ζεστασιά του παλτού της Κουίν. Έξω από το παράθυρο, ο Μπιλ τής κουνούσε το χέρι, εμφανώς ευχαριστημένος για την τόσο πρακτική απόφασή της. Η Κουίν τού ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Θα ασχολιόταν μαζί του αργότερα. Προς το παρόν έπρεπε να βιαστεί να προλάβει το ραντεβού για πίτσα. Μαζί με το σκυλί της.
Στην άλλη άκρη της πόλης, στη φωτισμένη αίθουσα του συνεργείου των αδελφών Ζίγκλερ, ο Νικ Ζίγκλερ έσκυβε πάνω από το καπό του Κάμρι της Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τη μηχανή. Απ’ όσο έβλεπε, η μηχανή δεν είχε κανένα πρόβλημα, πράγμα που σήμαινε ότι η Μπάρμπαρα είχε κάτι άλλο στο μυαλό της. Δεν δυσκολεύτηκε να μαντέψει περί τίνος επρόκειτο, μια και ήταν γνωστή η αδυναμία της στους παντρεμένους τεχνίτες. Φαίνεται πως είχε έρθει η σειρά του αδελφού του, του Μαξ. Ο Νικ δεν ανησυχούσε. Το ζήτημα αφορούσε αποκλειστικά τον αδελφό του. Πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Νικ είχε μπλέξει άσχημα, είχε καταλάβει ότι οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να διαλέγουν οι ίδιοι την προσωπική τους κόλαση και, παρόλο που οι παλιές ιστορίες είχαν σημαδέψει τη ζωή του, την είχαν πλουτίσει επίσης με ενδιαφέρουσες αναμνήσεις. Δεν ήθελε λοιπόν να αναμειχθεί στις υποθέσεις του Μαξ. Έκλεισε με δύναμη το καπό του δούρειου ίππου της Μπάρμπαρα, έβγαλε ένα στουπί από την πίσω τσέπη του και σκούπισε την αστραφτερή επιφάνεια για να καθαρίσουν οι δαχτυλιές. Έπειτα πήγε δίπλα, για να ρίξει μια ματιά στο χαλασμένο σιλανσιέ του Μπάκι Μάντσεστερ. Ο Μαξ πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας του γραφείου. «Βρήκες τη διαρροή στο Τογιότα;» ρώτησε τον Νικ.
«Δεν χάνει λάδια». Ο Νικ χώθηκε κάτω από το Σεβρολέ του Μπάκι σκουπίζοντας τα χέρια στο στουπί και επιθεώρησε τη ζημιά. Ο ενδιάμεσος σωλήνας της εξάτμισης έμοιαζε με καφετιά δαντέλα. Θα αναγκαζόταν να τηλεφωνήσει στον Μπάκι για να του πει ότι η ζημιά θα του κόστιζε αρκετά. Ο Μπάκι δεν θα χαιρόταν βέβαια, αλλά είχε εμπιστοσύνη στον Νικ. «Αυτό είπα κι εγώ στην Μπάρμπαρα» εξήγησε ο Μαξ. «Αλλά αυτή επέμεινε: “Ρίξε άλλη μια ματιά, σε παρακαλώ” μου είπε. Αυτή η γυναίκα είναι πολύ ανασφαλής». Ο Νικ σκέφτηκε προς στιγμήν να ενημερώσει τον Μαξ ότι η Μπάρμπαρα δεν ενδιαφερόταν για μια φανταστική διαρροή λαδιού, αλλά το μετάνιωσε. Ο Μαξ δεν ήταν από τους άντρες που απατούν τη γυναίκα τους και, ακόμα κι αν έχανε για λίγο την μπάλα και έμπαινε στον πειρασμό, υπήρχε από πίσω η Ντάρλα. Η Ντάρλα δεν σήκωνε τέτοια. Αν αντιλαμβανόταν ότι ο άντρας της τσιλημπούρδιζε, θα του έκοβε τα πόδια. Όχι, η Μπάρμπαρα δεν ήταν πρόβλημα. «Πρώτη φορά είναι τόσο σχολαστική με το αμάξι της» γκρίνιαξε ο Μαξ βγαίνοντας από το γραφείο. «Θα έλεγε κανείς ότι έπαψε να μας εμπιστεύεται». Κοντοστάθηκε για να κοιτάξει έξω από το τζάμι της πόρτας της πρώτης θέσης εργασίας. «Δεν μου λες, μπας και ο Μπιλ γκάστρωσε την Κουίν και δεν το πήραμε είδηση;» Ο Νικ έσφιξε το στουπί και κοίταξε τον σωλήνα για λίγες στιγμές προτού απαντήσει. «Δεν νομίζω ότι ο Μπιλ θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο». «Η Κουίν πηγαίνει στο Άπερ Κατ». Ο Μαξ κοίταξε έξω μισοκλείνοντας τα μάτια. «Τη βλέπω να κρατάει το στομάχι της. Ίσως είναι άρρωστη». Πλησιάζοντας το παράθυρο, ο Νικ έσκυψε για να κοιτάξει πάνω από το αυτί του Μαξ. Πράγματι, η Κουίν φαινόταν παράξενη έτσι όπως αγωνιζόταν να ανοίξει την πόρτα του ινστιτούτου ομορφιάς. Το μπλε κοντό πανωφόρι της φούσκωνε στο ύψος της κοιλιάς, τα μακριά, γερά πόδια της αντιστέκονταν στον άνεμο κάτω από το τζιν παντελόνι, ενώ τα καστανοκόκκινα καρέ μαλλιά της έπεφταν μπροστά καθώς έσκυβε. Όταν η Κουίν έστριψε το σώμα προκειμένου να σπρώξει την πόρτα, ο Νικ είδε να προβάλλει από το άνοιγμα του παλτού το κεφάλι ενός σκύλου. «Ξέχνα το» είπε στον Μαξ. «Δεν είναι παρά ένας σκύλος». «Δεν υπάρχει περίπτωση να υιοθετήσω άλλον σκύλο» είπε ο Μαξ. «Δύο είναι παραπάνω από αρκετοί». Ο Νικ στάθηκε μπροστά στον νιπτήρα για να καθαρίσει τα χέρια του από τα υπολείμματα του λαδιού. «Ίσως το προορίζει για τη Λόις». «Είναι Τετάρτη» δήλωσε άκεφα ο Μαξ. «Έχουν ραντεβού με την Ντάρλα για πίτσα. Θα της πιπιλίσει το μυαλό και στο τέλος η Ντάρλα θα δεχτεί να φορτωθεί κι άλλον σκύλο. Εκτός αν η Λόις την πετάξει έξω από το μαγαζί της, επειδή κουβαλάει το σκυλί. Είναι εξαιρετικά σχολαστική με το ινστιτούτο της» πρόσθεσε, ξαναβρίσκοντας τη διάθεσή του. Ο Νικ άνοιξε τη στρόφιγγα με τον καρπό του. «Αν η Κουίν θελήσει να το βάλει μέσα, να είσαι σίγουρος ότι η Λόις θα της το επιτρέψει». Το ζεστό νερό έτρεξε στα χέρια του και βάλθηκε να τα τρίβει με το κοκκώδες σαπούνι με περίσσια αφοσίωση, επειδή είχε νευριάσει με τον Μαξ, πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου. Έκλεισε τη
βρύση και, την ώρα που σκούπιζε τα χέρια, συνειδητοποίησε ότι ο Μαξ τού μιλούσε κι αυτός δεν τον άκουγε. «Πώς είπες;» ρώτησε. «Λέω ότι η Λόις θα πρέπει να βρίσκεται σε εξαιρετικά κέφια για να το επιτρέψει». «Πολύ πιθανό». Ενοχλημένος με τον αδελφό του, ο Νικ αποφάσισε να του κάνει λίγο τη ζωή δύσκολη. «Πιθανώς έχει μάθει ότι η Μπάρμπαρα εγκατέλειψε τον Μάθιου». Ο Μαξ φάνηκε έκπληκτος – όσο έκπληκτος, δηλαδή, μπορεί να δείξει ένας άνθρωπος του οποίου το πρόσωπο είναι μονίμως ατάραχο. «Πώς είπες;» «Η Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ άφησε τον άντρα της Λόις» του εξήγησε ο Νικ. «Μου το είπε ο Πιτ Κάντορ σήμερα το πρωί». Ο Μαξ έδειξε με το δάχτυλο προς το μέρος του Νικ. «Αν η Μπάρμπαρα ζητήσει να ελέγξουμε άλλες βλάβες, θα το αναλάβεις εσύ». «Δεν πηγαίνεις καλύτερα να τσεκάρεις το κωλοαμάξι της, ώστε να είσαι σίγουρος πως δεν θα ξανάρθει;» Ο Νικ πήγε στο γραφείο για να τηλεφωνήσει στον Μπάκι. «Έτσι θα γλιτώσουμε αρκετή ταλαιπωρία». «Είναι ωραία γυναίκα, με καλή δουλειά» σχολίασε ο Μαξ. «Έχει μεγάλη θέση στην τράπεζα. Φρόντισε λοιπόν να ελέγξεις εσύ το αμάξι της». «Τι να την κάνω εγώ μια γυναίκα με καλή δουλειά; Το αυτοκίνητό της είναι όλο δικό σου, το ίδιο και η Μπάρμπαρα». «Το συνεργείο το έχουμε συνεταιρικά» συνέχισε ο Μαξ. «Διάβολε, είσαι εργένης. Γιατί δεν ζητάει από σένα να ελέγξεις τη διαρροή λαδιού;» «Γιατί προτιμάει εσένα, ευτυχώς!» Καθώς ο Νικ έμπαινε στο γραφείο, άκουσε πίσω του τον Μαξ να αναστενάζει. Δυο λεπτά αργότερα, ενώ σχημάτιζε τον αριθμό του Μπάκι, τον άκουσε να ανοίγει το καπό του Τογιότα της Μπάρμπαρα. «Νικ;» φώναξε ο Μαξ σκυμμένος πάνω από τη μηχανή. «Τι είναι;» «Με συγχωρείς που μίλησα έτσι για την Κουίν. Δεν το εννοούσα έτσι όπως ακούστηκε». Ο Νικ κρατούσε το ακουστικό στο αυτί ακούγοντας το σήμα κατειλημμένου στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο νους του ταξίδεψε στην Κουίν, αυτή τη ζεστή, μαχητική, υπεύθυνη γυναίκα που ήταν το ακριβώς αντίθετο της αλλοπρόσαλλης αδελφής της, της Ζόι. Η ιδέα ότι η Κουίν ενδεχομένως αντιμετώπιζε προβλήματα δεν ήταν διόλου αστεία. «Δεν πειράζει, ξέχνα το». «Ξέρω ότι έχετε στενή σχέση εσείς οι δύο». «Όχι σε τέτοιο βαθμό» είπε ο Νικ κατεβάζοντας το ακουστικό. Ο Μαξ σώπασε και ο Νικ γύρισε στο γκαράζ στρέφοντας την προσοχή του εκεί που έπρεπε, στη Σεβρολέ. Τα αυτοκίνητα μπορούσε να τα καταλάβει. Αρκεί να διέθετες λίγη υπομονή και ορισμένες γνώσεις, αφού ο τρόπος λειτουργίας τους δεν άλλαζε. Τα αυτοκίνητα επιδέχονταν διόρθωση, κάτι που δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί για τους ανθρώπους. Κανένας μηχανικός, λόγου χάρη, όσο καλός κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε να τον είχε βοηθήσει στον γάμο του με τη Ζόι. Ο Νικ δεν τη σκεφτόταν πια· ακόμα και όταν είχε μάθει, πριν από δέκα χρόνια, πως εκείνη είχε ξαναπαντρευτεί, το
θέμα ελάχιστα τον είχε απασχολήσει. Για την ακρίβεια, η κουβέντα του Μαξ σε βάρος της Κουίν πριν από λίγο τον είχε αναστατώσει πολύ περισσότερο. «Νικ;» είπε ο Μαξ, που ακουγόταν ακόμη κάπως ανήσυχος. «Λες η Μπάρμπαρα να διαθέτει και δεύτερο αμάξι; Θα μπορούσες να περάσεις πολύ χρόνο μαζί της» αστειεύτηκε ο Νικ. «Ας γελάσω» είπε ο Μαξ και αφοσιώθηκε ξανά στη δουλειά του, αφήνοντας τον αδελφό του να συγκεντρωθεί στο σιλανσιέ. Στο κάτω κάτω, το μόνο αληθινό πρόβλημά του ήταν το σιλανσιέ, αφού ο Μαξ δεν θα απατούσε ποτέ την Ντάρλα, και η Κουίν μια ζωή έσωζε αδέσποτα ζώα και τους έβρισκε στέγη. Τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει στον κόσμο του. Εκτός από το ενδιάμεσο σωληνάκι του Μπάκι Μάντσεστερ.
Στο Άπερ Κατ, το ινστιτούτο ομορφιάς που βρισκόταν απέναντι από το συνεργείο, η Ντάρλα Ζίγκλερ σωριάστηκε στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ με το τουίντ κάλυμμα, στο μικροσκοπικό δωμάτιο του προσωπικού, τη στιγμή που η Λόις Φέργκιουσον έμπαινε συνοφρυωμένη, με τα απίστευτα πορτοκαλιά μαλλιά της τα οποία, έτσι όπως τα έπιανε ψηλά στο κεφάλι, θύμιζαν μικρό πυρσό. Εδώ και έξι χρόνια, από τότε που η Λόις ανέλαβε τη διεύθυνση του Άπερ Κατ, αγωνιζόταν να επιβληθεί στην Ντάρλα, όμως η Ντάρλα είχε δει τη Λόις να τρώει αλευρόκολλα στο νηπιαγωγείο κι αυτό ήταν καθοριστικό για τη σχέση τους. «Τελείωσες για σήμερα;» τη ρώτησε απότομα η Λόις. «Είναι ακόμη τέσσερις». «Είναι η μέρα της πίτσας. Μόλις σχόλασα» αποκρίθηκε η Ντάρλα. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι κατόρθωσες να κάνεις την Τζίνι Σπέιντ να δείχνει όμορφη». Η Λόις δίπλωσε σφιχτά τα μπράτσα και η γκρίζα ποδιά της πίεσε το κοκαλιάρικο επίπεδο στήθος της. «Χρόνια είχα να τη δω έτσι». «Τέλεια. Ίσως τώρα γνωρίσει άλλον άντρα και ξεπεράσει εκείνο τον άχρηστο Ρόι που την κεράτωνε» σχολίασε η Ντάρλα κι αμέσως δαγκώθηκε, καθώς θυμήθηκε ότι, μόλις πριν από έναν χρόνο, ο ανάξιος και άπιστος Μάθιου εγκατέλειψε τη Λόις για άλλη γυναίκα. «Ο Μάθιου ζήτησε να γυρίσει σ’ εμένα» ανακοίνωσε η Λόις, και η Ντάρλα ανακάθισε για να την ακούσει με προσοχή αυτή τη φορά. Εκείνη την ώρα, η Κουίν μπήκε φουριόζα στο μαγαζί με τα χαλκόχρωμα μαλλιά της να ανεμίζουν κι ένα σκυλάκι χωμένο κάτω από το κοντό παλτό της. «Ξέρω ότι άργησα» είπε η Κουίν. «Με συγχωρείς…» Η Ντάρλα κοίταξε έκπληκτη το σκυλί κι έπειτα σήκωσε το χέρι. «Περίμενε ένα λεπτό». Κοίταξε τη Λόις. «Σοβαρολογείς; Δηλαδή την εγκατέλειψε;» «Ποιος εγκατέλειψε ποιον;» ρώτησε η Κουίν, πασχίζοντας να βγάλει το παλτό της με ένα χέρι. Η Ντάρλα παρατήρησε ότι το σκυλί έμοιαζε αρκετά ταλαίπωρο. Όμως η Κουίν μια ζωή έσωζε κακομούτσουνα σκυλιά, γεγονός που δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον όσο η βόμβα που μόλις είχε ρίξει η Λόις. Έτσι, λοιπόν, συνέχισε να έχει στραμμένη την προσοχή της στη Λόις. «Έχεις σκύλο» παρατήρησε η Λόις.
«Συγχαρητήρια, το πέτυχες». Η Κουίν κρέμασε το παλτό της στην πλάτη μιας πολυθρόνας στο χρώμα του αβοκάντο. «Θα την κρατάω πάνω μου όλη την ώρα. Δεν πρόκειται να αγγίξει το πάτωμά σου, στον λόγο μου. Ποιος εγκατέλειψε ποιον;» «Αχά!» Η Λόις χαμογέλασε βεβιασμένα επανερχόμενη στη θριαμβευτική είδηση. «Η Μπάρμπαρα εγκατέλειψε τον Μάθιου. Η τσούλα της τράπεζας τον παράτησε για τα καλά χτες». «Τι λες τώρα!» είπε η Κουίν και βούλιαξε στην πολυθρόνα με το σκυλί κουλουριασμένο στην αγκαλιά της. «Χριστέ μου!» Η Ντάρλα κάθισε πίσω ξεφυσώντας. «Για έναν ολόκληρο χρόνο αυτοί οι δύο ήταν αχώριστοι. Τι συνέβη;» «Κάτι έγινε στο αναθεματισμένο ταξίδι τους στη Φλόριντα» απάντησε η Λόις σφίγγοντας τα χείλη. «Εμένα πάντως δεν με πήγε ταξίδι στην κωλο-Φλόριντα». Η Ντάρλα εξέτασε νοερά τα διάφορα ενδεχόμενα. «Μήπως είναι στη μέση άλλος άντρας;» «Ακόμα κι αν ήταν, θα πρέπει να πήρε πόδι κι αυτός. Η τύπισσα γύρισε στην πόλη και μένει μόνη στο σπιτάκι της, ενώ ο Μάθιου έπιασε δωμάτιο στο Άντσορ». Η Λόις κάθισε στη βουλιαγμένη πολυθρόνα απέναντι στην Ντάρλα. «Μου ζήτησε να γυρίσει σπίτι». «Μου φαίνεται λογικό». Η Ντάρλα σήκωσε τους ώμους. «Σε ποιον αρέσει να μένει σε μοτέλ;» «Θα τον δεχτείς πίσω;» ρώτησε η Κουίν. «Για ποιον λόγο; Έχω όλο το σπίτι δικό μου, έχω το μαγαζί μου. Τι τον θέλω λοιπόν τον Μάθιου;» Η Ντάρλα σκέφτηκε τον Μαξ. «Για τη φιλία. Για τη διασκέδαση. Για το σεξ. Για τις αναμνήσεις. Για να έχεις κάποιον να φιλήσεις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς». «Με εγκατέλειψε για την τσούλα της τράπεζας» είπε η Λόις. «Πόσο φιλικά αισθήματα πιστεύεις ότι μπορεί να έχω απέναντί του;» Από τον τρόπο που η Λόις πρόφερε τον χαρακτηρισμό «τσούλα της τράπεζας», η Ντάρλα κατάλαβε ότι ο θυμός της φιλενάδας της δεν επικεντρωνόταν στον Μάθιου. Ίσως υπήρχε ελπίδα να σωθεί ο γάμος τους. Η Λόις θα μπορούσε να βάλει ένα χεράκι, αν υπήρχαν όντως ελπίδες. «Τον παντρεύτηκες την επομένη της αποφοίτησής μας από το λύκειο. Έζησες μαζί του δεκαέξι χρόνια. Ο Μάθιου πέρασε με την Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ μόλις έναν χρόνο και τώρα το μετάνιωσε. Για σκέψου το». Η Ντάρλα σκεφτόταν ότι ο Μάθιου λυπόταν, τουλάχιστον, γι’ αυτό που έκανε και ότι, εφόσον ήθελε να γυρίσει στη Λόις –γνωρίζοντας πολύ καλά πόσο σκληρή ήταν ώρες ώρες, ακόμα και προτού την αφήσει για μια νεότερη γυναίκα–, τότε θα πρέπει να ήταν αληθινά μετανιωμένος. «Επιπλέον κερδίζει πολλά χρήματα». Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ο Μάθιου τούς είχε επισκευάσει τον νεροχύτη και πρόσθεσε: «Πάρα πολλά». «Κι εγώ κερδίζω πολλά» είπε η Λόις. «Ποιος τον έχει ανάγκη;» «Εσύ» είπε η Κουίν με το γνωστό πρακτικό πνεύμα της. «Ειδάλλως δεν θα το κουβεντιάζαμε». «Απλώς μου δίνει στα νεύρα». Η Λόις έσφιξε κι άλλο τα δόντια και συνέχισε: «Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου μια μέρα εμφανίζεται η λεγάμενη με τη σπασμένη αποχέτευση της μπανιέρας της, τον βουλωμένο νεροχύτη και τα σχέδια για ένα δεύτερο μπάνιο στο ισόγειο, λες και της χρειαζόταν δεύτερο μπάνιο, τη στιγμή που ζούσε μόνη. Αν θέλεις τη γνώμη μου, ήταν προσχεδιασμένο…»
Η Ντάρλα έπαψε να ακούει. Τα είχε ακούσει όλα αυτά κάμποσες φορές από τότε που η Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ τα είχε φτιάξει με τον Μάθιου, τον περασμένο Απρίλιο. Εξάλλου, ο Μάθιου δεν ήταν ο πρώτος παντρεμένος τον οποίο η Μπάρμπαρα είχε βάλει στο μάτι. Πραγματικά, από τη στιγμή που είχε αρχίσει να συζητάει για δεύτερο μπάνιο, η Λόις έπρεπε να είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε. Η Ντάρλα θα το είχε μυριστεί από το δεύτερο κιόλας τηλεφώνημα. Αυτή η γυναίκα είχε κακό παρελθόν. Ο Μάθιου ήταν ο τρίτος στη σειρά, για όνομα του Θεού! «…και τώρα νομίζει ότι μπορεί να γυρίσει κοντά μου, σαν να μην τρέχει τίποτα» ολοκλήρωσε την αγόρευση η Λόις. «Ε, λοιπόν, στον διάβολο να πάει». «Εγώ θα το σκεφτόμουν λίγο περισσότερο» είπε η Ντάρλα. «Η Μπάρμπαρα είναι σαν τη γρίπη. Οι άντρες την κολλάνε, και μετά τους περνάει. Ο Γκιλ και ο Λούις έχουν αποτοξινωθεί τελείως. Πρόσφατα έμαθα ότι ο Λούις παντρεύεται ξανά. Θέλω να πω ότι, προφανώς, οι άντρες της Μπάρμπαρα συνέρχονται. Και ο Μάθιου κερδίζει πολλά λεφτά, επομένως θα είναι περιζήτητος, σε περίπτωση που αρνηθείς να τον δεχτείς πίσω». Η Λόις την αγριοκοίταξε. «Έχει δίκιο» είπε η Κουίν. «Αν τον θέλεις πίσω». Η Ντάρλα άνοιξε τα χέρια και πήρε ένα αθώο ύφος. «Εγώ υποστηρίζω απλώς ότι, αν πραγματικά δεν σε ενδιέφερε, δεν θα ήσουν πυρ και μανία. Δέξου τον ξανά κοντά σου. Τιμώρησέ τον. Αν κάνεις σωστές κινήσεις, θα σε πάει ταξίδι στη Φλόριντα». «Δεν μπορείς να το καταλάβεις» είπε η Λόις. «Τι θα έκανες αν ήταν ο Μαξ στη θέση του;» Το ενδεχόμενο μιας απιστίας του Μαξ ήταν τόσο γελοίο, που η Ντάρλα κάγχασε. Ο Μαξ ήταν κούκλος και καλός άντρας, όσο καλό βέβαια μπορεί να είναι ένα αρσενικό, αλλά οι γυναίκες δεν φλέρταραν καν μαζί του, ακριβώς επειδή φαινόταν ότι είχε έναν ευτυχισμένο γάμο. Ή, έστω, αν η Ντάρλα ήθελε να είναι ειλικρινής, ότι δεν τον ενδιέφερε καθόλου να αλλάξει τη ζωή του. Αυτό, βέβαια, ήταν ένα μελανό σημείο. Η Ντάρλα έχασε την όρεξή της να γελάσει κοροϊδευτικά και σκέφτηκε ότι ήταν τυχερή που ζούσε με έναν άντρα τόσο ευχαριστημένο από τη ζωή του. «Θα του έλεγα: “Μαξ, τι διάβολο πήγες κι έκανες, καθοίκι;”. Και μετά θα τον δεχόμουν ξανά κοντά μου. Είναι ο άντρας σου, Λόις. Τα σκάτωσε και θα πληρώσει γι’ αυτό, όμως δεν σε συμφέρει να τον χάσεις». Η Λόις φαινόταν ακόμη θυμωμένη, αλλά έμοιαζε και να το σκέφτεται κάπως. «Εκτός κι αν δεν τον αγαπάς πια» είπε η Κουίν. «Εκτός κι αν θέλεις στ’ αλήθεια να είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι σου καπνίσει». «Δεν είμαστε καλά!» πετάχτηκε η Ντάρλα. Πώς ήταν δυνατόν να λέει τέτοια πράγματα η Κουίν, αυτή που όλα τα διόρθωνε; «Και βέβαια τον θέλει πίσω». Η Λόις σηκώθηκε. «Είναι γελοίο» αποφάνθηκε και επέστρεψε στο μαγαζί χτυπώντας πίσω της την πόρτα. «Για να πω την αλήθεια, δεν την καταλαβαίνω την Μπάρμπαρα» είπε η Κουίν συνφρυωμένη, καθώς χάιδευε το σκυλί στην αγκαλιά της. «Είναι συμπαθητική κοπέλα. Άραγε γιατί επιμένει να κλέβει τους συζύγους άλλων γυναικών;» «Γιατί δεν είναι συμπαθητική» είπε ξερά η Ντάρλα. «Πώς σου ήρθε να προτείνεις στη Λόις να ζήσει ελεύθερη; Επιθυμεί την ελευθερία της όσο επιθυμεί και τα γεράματα».
«Απλώς αναρωτιόμουν μήπως πρέπει να το σκεφτεί» απάντησε η Κουίν ακουμπώντας πίσω την πλάτη και αποφεύγοντας να συναντήσει το βλέμμα της Ντάρλα. «Δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο ότι η ζωή είναι καλύτερη αν είσαι μαζί με έναν άντρα». «Στο Τιμπέτ αυτό ισχύει» είπε η Ντάρλα. «Πιστεύεις πραγματικά ότι η Λόις θέλει να συχνάζει στο μπαρ του Μπο και να ψωνίζει μεθυσμένους διαζευγμένους για ψυχαγωγία;» Η Κουίν έκανε μια γκριμάτσα. «Αχ, έλα τώρα, ασφαλώς υπάρχουν και άλλα πράγματα πέρα από τον γάμο και το μπαρ του Μπο». «Φυσικά. Υπάρχει η ζωή της Ίντι». Η Ντάρλα τεντώθηκε ξανά στον καναπέ. «Όλη την εβδομάδα διδάσκει, στον ελεύθερο χρόνο της πηγαίνει με τη μητέρα σου σε παζάρια μεταχειρισμένων ειδών και τις νύχτες τρώει ξαναζεσταμένα υπολείμματα σ’ ένα άδειο σπίτι» είπε η Ντάρλα, που θεωρούσε τη ζωή αυτή σωστή κόλαση. «Το να ζεις μόνος δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι υποφέρεις από μοναξιά» αντέτεινε η Κουίν. «Πιστεύω πως η Ίντι αγαπάει τη μοναχική ζωή της· πολλές φορές την έχω ακούσει να λέει πόσο όμορφο είναι να γυρίζει στην ησυχία του σπιτιού της. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να είσαι με κάποιον και παρ’ όλα αυτά να νιώθεις μοναξιά». Κατά τη γνώμη της Ντάρλα, η δεύτερη περίπτωση ήταν πιθανώς ο τρόπος ζωής της πλειονότητας του κόσμου. Όχι, βέβαια, ότι εκείνη ένιωθε μοναξιά πλάι στον Μαξ… Η Κουίν έσφιξε πάνω της το μικρόσωμο σκυλάκι, μοιάζοντας δυστυχισμένη. Η Ντάρλα την κοίταξε με καχυποψία. «Μήπως συμβαίνει κάτι με τον Μπιλ;» Η Κουίν χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε στα μάτια το σκυλί. «Όχι». «Μάλιστα» είπε η Ντάρλα. «Έλα, λοιπόν, μίλησέ μου». Η Κουίν αναδεύτηκε στην πολυθρόνα της, ενώ την ίδια στιγμή το σκυλί παρακολουθούσε και τις δύο γυναίκες. «Σκοπεύω να κρατήσω τη σκυλίτσα». Έχεις μπεζ χαλιά, ήθελε να πει η Ντάρλα, αλλά συγκρατήθηκε γιατί η φίλη της είχε ανάγκη από υποστήριξη. «Ο Μπιλ μού ζητάει να την παραδώσω στην Προστασία Ζώων» συνέχισε η Κουίν. «Εγώ όμως θα την κρατήσω, κι ας λέει ό,τι θέλει». «Χριστέ μου!» Η Ντάρλα πρόσεξε το ατίθασο τίναγμα του κεφαλιού της Κουίν και αντιλήφθηκε από τα πρώτα αμυδρά σημάδια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Μπιλ θα πρέπει να είχε φερθεί εξαιρετικά ανόητα σχετικά με το θέμα του σκυλιού. «Γνωρίζεστε δύο χρόνια και δεν σ’ έχει μάθει ακόμη; Είναι δυνατόν να πιστεύει ότι θα παρέδιδες ποτέ έναν σκύλο στον μπόγια;» «Είναι η πιο πρακτική λύση» είπε η Κουίν εξακολουθώντας να κοιτάζει το σκυλί. «Είμαι πρακτικός άνθρωπος». «Ναι, φυσικά». Η Ντάρλα ήταν τώρα πραγματικά αναστατωμένη. Ανέκαθεν επιθυμούσε για τη φιλενάδα της έναν γάμο τόσο καλό όσο ήταν ο δικός της. Μπορεί, βέβαια, ο Μπιλ να ήταν λίγο βαρετός, αλλά το ίδιο ίσχυε για τον Μαξ. Δεν γίνεται να τα έχεις όλα. Μαθαίνεις να συμβιβάζεσαι. Αυτό άλλωστε είναι ο γάμος. «Κι αν σου πει: “Ή τον σκύλο ή εμένα;”. Μη μου πεις ότι θα
διακινδυνεύσεις τη σχέση σου για έναν σκύλο!» Όση ώρα η Ντάρλα μιλούσε, το σκυλί την κοίταζε σχεδόν απειλητικά, και τότε εκείνη πρόσεξε πόσο ύπουλο ήταν το ύφος του. Σχεδόν διαβολικό. Αυτό το σκυλί ήταν ο πειρασμός προσωποποιημένος! Τώρα έβγαζε νόημα… Αν η Κουίν ζούσε στην Εδέμ, ο σατανάς θα παρουσιαζόταν με τη μορφή ενός κόκερ σπάνιελ. «Ο Μπιλ δεν είναι δύσκολος άνθρωπος». Η Κουίν έγειρε πίσω, προσπαθώντας ολοφάνερα να δείχνει ανέμελη, αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να ακουστεί ακόμα πιο σφιγμένη. «Δεν έχουμε προβλήματα. Θέλει όλες οι μέρες να είναι ίδιες και, όταν συμβαίνει αυτό, είναι ευτυχισμένος». Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για τον Μαξ. «Τι να γίνει, έτσι είναι οι άντρες». «Το ζήτημα είναι ότι εμένα αυτό δεν μου φτάνει». Η Κουίν χάιδεψε το σκυλί που ζάρωσε πάνω της, κοιτάζοντάς τη με εκείνα τα μαύρα μάτια που σε υπνώτιζαν, παροτρύνοντάς τη να καταστρέψει μια θαυμάσια σχέση. «Όταν σκέφτομαι ότι η ζωή μου θα είναι για πάντα έτσι, αρχίζω να ενοχλούμαι. Δεν λέω, μου αρέσει η διδασκαλία, και ο Μπιλ είναι καλό παιδί…» «Μια στιγμή». Η Ντάρλα ανακάθισε. «Ο Μπιλ είναι σπουδαίο παιδί». Η Κουίν μαζεύτηκε λίγο. «Το ξέρω». «Σκοτώνεται στη δουλειά για να προωθήσει τα παιδιά της ομάδας» συνέχισε η Ντάρλα. «Σκέψου ότι έμεινε μετά το σχόλασμα για να βοηθήσει τον Μαρκ στην προετοιμασία του για τις εισαγωγικές εξετάσεις…» «Το ξέρω». «…και είναι ο πρώτος στη σειρά κάθε φορά που έχουμε φιλανθρωπικό έρανο…» «Το ξέρω». «…και πέρσι ανακηρύχτηκε δάσκαλος της χρονιάς, κάτι που έπρεπε να είχε συμβεί από καιρό…» «Ντάρλα, το ξέρω». «…και σ’ έχει σαν βασίλισσα» συμπλήρωσε η Ντάρλα. «Τα έχω βαρεθεί όλα αυτά» είπε η Κουίν ρίχνοντας ξανά πίσω το κεφάλι. «Ο Μπιλ είναι καλός… εντάξει, είναι σπουδαίος» είπε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια, καθώς η Ντάρλα ετοιμαζόταν ξανά να προβάλει αντίρρηση. «Όμως αυτό που έχουμε δεν είναι συναρπαστικό. Ποτέ δεν είχα μια συναρπαστική σχέση. Και έτσι όπως ο Μπιλ προγραμματίζει τη ζωή μας, δεν πρόκειται ποτέ να ζήσω δυνατές συγκινήσεις». Εγώ αυτό το έζησα, ήθελε να πει η Ντάρλα. Κάποτε εκείνη και ο Μαξ ήταν φλογερό ζευγάρι. Τον θυμόταν να την κοιτάζει στα μάτια, θυμόταν το χαμόγελό του που έλεγε «έχω σχέδια για σένα», θυμόταν πώς γελούσαν οι δυο τους… Όμως αυτά τα πράγματα δεν κρατούν αιώνια. Ήταν δεκαεπτά χρόνια παντρεμένοι. Δεν γίνεται να έχεις τον ίδιο ενθουσιασμό έπειτα από δεκαεπτά χρόνια. «Δεν φταίει στ’ αλήθεια ο Μπιλ» είπε η Κουίν. «Θέλω να πω, και πριν απ’ αυτόν η ζωή μου δεν υπήρξε ποτέ συναρπαστική. Μάλλον δεν είναι το ριζικό μου. Δεν είμαι συναρπαστικό άτομο». Η Ντάρλα άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε. Η Κουίν ήταν αξιαγάπητη, αλλά… «Τα βλέπεις;» Η Κουίν συνάντησε επιτέλους τη ματιά της Ντάρλα με ύφος παραιτημένο. «Θέλεις να μου πεις ότι είμαι συναρπαστική αλλά δεν μπορείς. Η Ζόι ήταν συναρπαστική, εγώ είμαι βαρετή.
Η μαμά έλεγε παλιά: “Μερικοί άνθρωποι είναι ελαιογραφίες και μερικοί ακουαρέλες”, αλλά αυτό που εννοούσε στην πραγματικότητα ήταν ότι η Ζόι ήταν ενδιαφέρουσα κι εγώ ξενέρωτη». «Εσύ είσαι μια γυναίκα υπεύθυνη και συνετή» είπε η Ντάρλα. «Είσαι αυτή που μας στηρίζει όλους. Αν ήσουν συναρπαστική, θα είχαμε γίνει όλοι μαλλιά κουβάρια». Η Κουίν βούλιαξε στο κάθισμα. «Σε πληροφορώ ότι το βαρέθηκα αυτό το βιολί. Και δεν είπα ότι θα κάνω μπάντζι τζάμπινγκ και τέτοιες τρέλες. Θέλω απλώς αυτό το σκυλί». Η σκυλίτσα την κοίταξε ξανά, και η ανησυχία της Ντάρλα μετατράπηκε σε αληθινό φόβο. «Το να υιοθετήσει κανείς ένα σκυλί δεν είναι καν συναρπαστικό. Δεν ζητάω πολλά, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω… εξαρτάται». Η Ντάρλα αγριοκοίταξε το σκυλί· εσύ φταις για όλα. «Εσύ δεν θέλησες ποτέ κάτι παραπάνω;» Η Κουίν έγειρε μπροστά καρφώνοντας τα ανοιχτοκάστανα μάτια της σ’ εκείνα της Ντάρλα με ένα πάθος που έκανε τη φίλη της να αισθανθεί άβολα. «Εσύ δεν αναλογίζεσαι ποτέ τη ζωή σου, δεν λες ποτέ: “Αυτό είναι όλο κι όλο;”» «Όχι» αποκρίθηκε η Ντάρλα. «Όχι, όχι, ποτέ. Φυσικά, μερικές φορές είσαι υποχρεωμένη να συμβιβάζεσαι με λιγότερα, αν θέλεις να στηρίξεις τη σχέση σου». «Εσύ ποτέ δεν συμβιβάζεσαι με τον Μαξ» είπε η Κουίν, και η Ντάρλα δαγκώθηκε. «Ε, λοιπόν, τώρα θα γίνω σαν εσένα. Αυτή τη φορά δεν θα συμβιβαστώ». Έσφιξε πάνω της το σκυλί ενώ η Ντάρλα συλλογιζόταν ότι όλοι συμβιβάζονται. Το σκυλί, αυτός ο μεταμορφωμένος διάβολος, κοίταξε την Ντάρλα, προκαλώντας τη να το πει φωναχτά. Ξέχνα το, είπε μέσα της η Ντάρλα. Δεν θα επιτρέψω να δημιουργήσεις και σ’ εμένα προβλήματα. «Πώς θέλεις την πίτσα σου;» ρώτησε και έσκυψε προς το τραπέζι για να πιάσει το τηλέφωνο. «Τα συνηθισμένα;» «Όχι» απάντησε η Κουίν. «Θέλω κάτι αλλιώτικο».
2
Ο ΜΠΙΛ ΕΙΧΕ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ,
στην αίθουσα με τα βάρη, χαμογελώντας, παρόλο που η Κουίν τον είχε εξοργίσει. Όταν ο κομψός και ιδρωμένος διευθυντής του με την μπλε φόρμα, ο Ρόμπερτ Γκλόαμ, πρόσεξε το ύφος του, σταμάτησε να σκουπίζει το πρόσωπό του με την πανάκριβη πετσέτα του. «Ποιο είναι το αστείο, μεγάλε;» τον ρώτησε. Ο Μπιλ είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες στη ζωή του: Έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τους γονείς και τους τοπικούς παράγοντες, τους έφηβους αθλητές των οποίων οι ορμόνες έπαιζαν φλιπεράκι με τον οργανισμό τους, ενώ έπρεπε να εξηγεί έννοιες όπως αυτή του Μεγάλου Κραχ σε μια γενιά εθισμένη στα εμπορικά κέντρα και στις πιστωτικές κάρτες. Εντούτοις, ο πιο εκνευριστικός απ’ όλους ήταν ο μεγαλύτερος θαυμαστής του, ο Μπόμπι Γκλόαμ, το αγόρι-διευθυντής, όπως ήταν το παρατσούκλι του. Ο Μπιλ προσπαθούσε να μη σκέφτεται τον Ρόμπερτ ως Μπόμπι ούτε ως αγόριδιευθυντή, επειδή κάτι τέτοιο ήταν ασέβεια απέναντι στον Ρόμπερτ που δούλευε σκληρά – αν και, ομολογουμένως, η αγάπη του για τα σπορ έφτανε στα όρια της εμμονής. Όμως ο Ρόμπερτ ήταν τόσο νέος και τόσο αφελής, που τα παρατσούκλια γεννιούνταν σχεδόν αβίαστα. «Το αστείο; Α, ναι, η Κουίν βρήκε πάλι ένα σκυλί» εξήγησε ο Μπιλ, και ο Μπόμπι στριφογύρισε τα μάτια με συντροφική κατανόηση. «Έχεις απέραντη υπομονή, μεγάλε» αποφάνθηκε ο Μπόμπι. «Η Κουίν είναι πρακτικός άνθρωπος» εξήγησε ο Μπιλ. «Θα κάνει αυτό που πρέπει». Άρχισε τον τελευταίο έλεγχο στην αίθουσα των οργάνων, κάτι που ήταν μάλλον περιττό, αφού είχε εκπαιδεύσει άριστα τους μαθητές και, επιπλέον, το αγόρι-διευθυντής βρισκόταν εκεί κατά την απουσία του, γκρινιάζοντας για τις πεταμένες πετσέτες και τα βαράκια που δεν έμπαιναν στη θέση τους. Ο Μπόμπι αισθανόταν σαν να του ανήκε η αίθουσα· την είχαν ανακαινίσει μόλις πριν από έναν μήνα και τώρα ήταν ενοχλητικά λουσάτη – μια συμφωνία σε κόκκινες και γκρίζες αποχρώσεις. «Έτσι θα έπρεπε να είναι η αίθουσα των καθηγητών, όχι το γυμναστήριο» είχε σχολιάσει η Κουίν και ο Μπόμπι είχε απαντήσει: «Α, όλα κι όλα. Οι αθλητές το κέρδισαν με τον ιδρώτα τους. Τι έχουν προσφέρει ποτέ οι καθηγητές στους άλλους, μου λες;» «Μακάρι να έκανε το ίδιο και η Γκρέτα» συνέχιζε τώρα ο Μπόμπι. «Ξέρω, βέβαια, ότι σε λίγο καιρό βγαίνει στη σύνταξη, αλλά είναι άθλια γραμματέας και είμαι υποχρεωμένος να την ανεχτώ ακόμα ενάμιση χρόνο».
Ο Μπιλ τον άκουγε αφηρημένα. Πλησίασε τον διακόπτη του ηλεκτρικού, έτοιμος να κλείσει τα φώτα και να γυρίσει σπίτι για να ετοιμάσει φαγητό για την Κουίν, όπως κάθε Τετάρτη. Η Κουίν… Και μόνο η σκέψη της του έφτιαχνε τη διάθεση. «Θέλω να πω, μερικές φορές μού πηγαίνει κόντρα» έλεγε ο Μπόμπι. «Ομολογώ ότι καμιά φορά γίνεται κάπως αγενής, αλλά είναι σπουδαία δασκάλα των Καλλιτεχνικών, και αυτό είναι που μετράει» είπε ο Μπιλ. «Όχι η Κουίν, η Γκρέτα» διευκρίνισε ο Μπόμπι. «Αν και διατηρώ επίσης ορισμένες επιφυλάξεις για την Κουίν». «Τι ακριβώς σου έκανε η Γκρέτα;» ρώτησε ο Μπιλ νιώθοντας τύψεις επειδή δεν τον πρόσεχε. «Ας πάρουμε για παράδειγμα τον καφέ μου» είπε ο Μπόμπι. «Της ζητάω καφέ κι εκείνη τον σερβίρει και τον αφήνει στην άκρη του γραφείου της. Έτσι αναγκάζομαι να της ζητήσω να μου τον φέρει». «Γιατί δεν τον παίρνεις μόνος σου; Η καφετιέρα βρίσκεται στον πάγκο, έξω από την πόρτα σου. Πιθανόν είναι πιο κοντά σ’ εσένα παρά σ’ εκείνη». «Είναι ζήτημα ιεραρχίας» απάντησε ο Μπόμπι. «Πώς θα επιβληθώ στο προσωπικό, αν πρέπει να φτιάχνω μόνος μου τον καφέ μου;» Έτσι κι αλλιώς, κανένας δεν σε υπολογίζει. «Εσύ τι θα έκανες;» ρώτησε ο Μπόμπι. Ο Μπιλ συγκρατήθηκε για να μην πει «Θα τον έφτιαχνα μόνος μου» και αποκρίθηκε: «Θα φρόντιζα να της δώσω να καταλάβει τι περιμένω από εκείνη, όπως κάνω με τα αγόρια». Καθώς ο Μπόμπι φάνηκε σαστισμένος, ο Μπιλ συνέχισε: «Τους ξεκαθαρίζω τι περιμένω από αυτούς. Δεν εκνευρίζομαι, απλώς περιμένω να συμμορφωθούν με την επιθυμία μου. Δώσε στην Γκρέτα να καταλάβει τι περιμένεις απ’ αυτήν και στο τέλος θα συμμορφωθεί». «Πολύ αισιόδοξη άποψη» είπε ο Μπόμπι. «Καθόλου». Ο Μπιλ έσβησε τα φώτα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. «Πάρε για παράδειγμα το περιστατικό με την Κουίν και το σκυλί. Ξέρει ότι δεν γίνεται να το κρατήσουμε, κι έτσι φρόντισα να της το υπενθυμίσω αρκετές φορές, μέχρι να συμφωνήσει να το δώσει στην Ίντι». «Και για την Ίντι διατηρώ ορισμένες αμφιβολίες» είπε ο Μπόμπι. «Αυτές οι μεγάλες γυναίκες δεν ξέρουν τι θα πει σεβασμός στην ιεραρχία». «Ξέρεις» είπε ο Μπιλ, σίγουρος ότι έδινε μια χαμένη μάχη, «οι άνθρωποι θέλουν να κερδίζουν την εκτίμηση των άλλων, κι όταν την αποκτούν, κάνουν τα πάντα για να μην τη χάσουν. Αν δώσεις στους άλλους να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν για να κερδίσουν την εκτίμησή σου, θα το κάνουν, φτάνει να είναι στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους, φυσικά. Μην περιμένεις ποτέ από έναν άνθρωπο κάτι που δεν μπορεί να σου προσφέρει». «Η Γκρέτα μπορεί να μου φέρει καφέ» είπε ο Μπόμπι. «Και η Κουίν μπορεί να βρει στέγη για το σκυλί». Ο Μπιλ άνοιξε την πόρτα, τη στιγμή που το τελευταίο φως του απογευματινού ήλιου γλιστρούσε στο γυμναστήριο. «Το μόνο που χρειάζεται είναι υπομονή». «Είσαι το κάτι άλλο, μεγάλε» είπε το αγόρι-διευθυντής. «Είσαι αυθεντία στους ανθρώπους». Ο Μπιλ έβαλε πλώρη για το σπίτι πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας. Η ιδέα να δοθεί το σκυλί στην Ίντι
ήταν θαυμάσια και ταίριαζε τόσο πολύ στην Κουίν, αφού έτσι λυνόταν το πρόβλημα της μοναξιάς της Ίντι και βρισκόταν στέγη για ένα αδέσποτο – μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Ο Μπιλ είχε ζήσει μόνος κατά καιρούς, στα διαστήματα ανάμεσα σε δυο δεσμούς, και η μοναχική ζωή δεν του άρεσε διόλου. Ήταν σίγουρος πως ούτε στην Ίντι άρεσε η μοναξιά. Όταν γνώρισε την Κουίν, κατάλαβε αμέσως ότι ήταν η γυναίκα της ζωής του, μια γυναίκα πολύ πρακτική που ήξερε πώς να τα διορθώνει όλα. Όταν η Κουίν ήταν κοντά του, δεν υπήρχαν φουρτούνες· είχε την ικανότητα να καλμάρει τα νερά. Του πήρε έναν χρόνο μέχρι να την πείσει να συζήσουν και χρειάστηκαν άλλοι έξι μήνες για να την πείσει να μετακομίσουν στο υπέροχο διαμέρισμα που εκείνος είχε βρει. Στο τέλος η Κουίν είχε δεχτεί, και τώρα ζούσαν υπέροχα. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, τον Ιούνιο θα αρραβωνιάζονταν και τα Χριστούγεννα θα γινόταν ο γάμος τους. Ο Μπιλ τα είχε σχεδιάσει όλα έτσι ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα με το σχολείο και με την περίοδο των αγώνων. Καθώς τώρα πάρκαρε έξω από την πολυκατοικία τους, ονειρευόταν το μέλλον μαζί της. Εννοείται ότι θα αποκτούσαν παιδιά. Όσο αυτός θα προπονούσε τους γιους τους, η Κουίν θα περίμενε στην εξέδρα και τη νύχτα θα τους έβαζε στο κρεβάτι και θα τους σκέπαζε, όπως συνηθίζουν οι μανάδες. Κάθε φορά που ο Μπιλ έβλεπε στα μαγαζιά τις μανάδες που φώναζαν στα παιδιά τους, σκεφτόταν το στρογγυλό, γαλήνιο σαν της Παναγίας πρόσωπο της Κουίν και ήξερε ότι εκείνη δεν θα μιλούσε ποτέ έτσι στα παιδιά του. Επιπλέον, η Κουίν θα ήταν πάντα στο πλευρό του, στοργική και γεμάτη κατανόηση. Διέθετε όλα όσα εκείνος επιθυμούσε και αποτελούσε το στέρεο, ασφαλές κέντρο της ζωής του. Όταν λοιπόν η Κουίν μπήκε στο διαμέρισμα στις έξι και τέταρτο με το σκυλί να χαμογελάει αυτάρεσκα μες στην αγκαλιά της, ο Μπιλ τής μίλησε ήρεμα, προειδοποιώντας τη με τον τόνο του ότι το ζήτημα είχε λήξει: «Κουίν, ο σκύλος θα πάει στην Ίντι». Η Κουίν έριξε πίσω το κεφάλι, έσφιξε το σαγόνι και ξαφνικά το πρόσωπό της έχασε τη γνώριμη στρογγυλάδα του. Τα μαλλιά της τινάχτηκαν πίσω και δυο κόκκινες κηλίδες πρόβαλαν στα ζυγωματικά της. Είχε φρικτή όψη, το ίδιο και το σκυλί. Τώρα του φάνηκε ακόμα πιο ελεεινό, πιο άγριο, θαρρείς και την είχε δαγκώσει μολύνοντάς τη. «Όχι» δήλωσε η Κουίν.
«Γεια» χαιρέτησε η Ντάρλα τον Μαξ, όταν μπήκε στο βρόμικο, ακατάστατο γραφείο του συνεργείου, τη διακόσμηση του οποίου η Κουίν χαρακτήριζε ρυθμού προϊστορικού τεφτεριού. «Τίνος είναι το Τογιότα;» «Της Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ» απάντησε ο Μαξ χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τα χαρτιά με τους λογαριασμούς. «Και δεν πρόκειται να πάρουμε άλλον σκύλο, οπότε ξέχνα το». Η Ντάρλα χαμογέλασε πάνω από το κεφάλι του και σκέφτηκε πόσο σέξι ήταν ο αυχένας του έτσι όπως πρόβαλλε από το μακό μπλουζάκι του. Ο Μαξ είχε πάρει λίγο βάρος στα δεκαεπτά χρόνια που είχαν περάσει από την αποφοίτησή τους και τα σκούρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν, όμως η Ντάρλα εξακολουθούσε να βλέπει στο πρόσωπό του το ομορφότερο αγόρι της τάξης, το αγόρι που την είχε καλέσει να πάνε μαζί στο ντράιβ ιν με το αμάξι του, όταν είχε κατορθώσει
επιτέλους να το επισκευάσει μόνος του. Ήταν το πρώτο κορίτσι που ο Μαξ είχε πάρει βόλτα με το αμάξι του. Είχαν παρακολουθήσει, ως ένα σημείο τουλάχιστον, την ταινία Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται. Τώρα που τον παρατηρούσε, ήθελε να του ριχτεί λες και ήταν ακόμη παιδιά. Τελικά δεν τα πήγαιναν κι άσχημα, έπειτα από δεκαεπτά χρόνια. Η Ντάρλα έριξε μια ματιά στον χώρο του συνεργείου. «Πού είναι ο Νικ;» «Έχει ανέβει πάνω». Ο Μαξ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. «Ντάρλα, όταν λέω ότι δεν θέλω σκύλο, το εννοώ». Εκείνη κάθισε στην άκρη του γραφείου και έτριψε τον μηρό της στον δικό του. «Ούτε αν σου το ζητήσω ευγενικά;» «Ούτε» αποκρίθηκε ο Μαξ, αλλά ακούγοντας τον απαλό τόνο της φωνής της μισόκλεισε τα μάτια. «Παρ’ όλα αυτά, μπορείς να προσπαθήσεις να με πείσεις». Η Ντάρλα κατέβηκε από το γραφείο και στρίμωξε τα πόδια του Μαξ ανάμεσα στα δικά της, ακουμπώντας τις παλάμες της στα μπράτσα της πολυθρόνας του. «Λοιπόν, αυτό το σκυλί το θέλω πολύ. Τι ακριβώς πρέπει να κάνω;» «Να μου τρίψεις την πλάτη όταν γυρίσω σπίτι» είπε ο Μαξ. «Έχω και μερικές ιδέες ακόμα. Πάντως τον σκύλο να τον ξεχάσεις. Σ’ το ξεκαθαρίζω απ’ την αρχή». Βλέποντάς τον να προσπαθεί να πάρει αυστηρό ύφος, εκείνη γέλασε γέρνοντας πάνω του. «Ξέχνα το σπίτι» του ψιθύρισε. «Στο σπίτι είναι τα παιδιά. Εσύ κι εγώ, εδώ, επιτόπου, κούκλε». Καθώς ο Μαξ συνοφρυωνόταν, η Ντάρλα τον φίλησε κι εκείνος της ανταπέδωσε το φιλί, με τον παλιό, οικείο τρόπο του, ένα φιλί που τα έλεγε όλα, όμως απόψε οι παλμοί της αυξήθηκαν, επειδή δεν βρίσκονταν στο σπίτι, επειδή βρίσκονταν σ’ ένα γραφείο περιστοιχισμένο από παράθυρα, με τα φώτα ανοιχτά, και συμπεριφέρονταν ξανά σαν ανόητα πιτσιρίκια. Το σεξ με τον Μαξ ήταν καλό, ωστόσο δεν της άναβε πάντα τα αίματα· άσε που τελευταία δεν συνέβαινε συχνά. Τούτη τη στιγμή, ο σφυγμός της σφυροκοπούσε. «Μια στιγμή» είπε ο Μαξ διακόπτοντας το φιλί για να πάρει ανάσα. Η Ντάρλα κάθισε πάνω του όσο καλύτερα γινόταν, όμως τα μπράτσα της πολυθρόνας δεν της επέτρεπαν να κολλήσει σφιχτά στο σώμα του όπως το λαχταρούσε. «Έλα δω» του είπε. «Χριστέ μου, θα μας δουν» ψέλλισε εκείνος. «Ευκαιρία να μάθουν κάτι» απάντησε η Ντάρλα, αλλά την ίδια στιγμή ο Μαξ σηκώθηκε, κολλώντας πάνω της για μια υπέροχη στιγμή, κι ύστερα ίσιωσε το κορμί του και την έσπρωξε να καθίσει ξανά στο γραφείο. «Πάμε σπίτι» της είπε. «Στις έντεκα τα παιδιά θα πέσουν για ύπνο, και τότε θα είμαστε οι δυο μας, κορίτσι μου». Η Ντάρλα ένιωσε σαν να είχε δεχτεί ψυχρολουσία. «Μα μένουν ακόμα πέντε ώρες». «Θα το αντέξουμε» χαμογέλασε ο Μαξ. «Έλα, πάμε να φύγουμε αποδώ προτού μας δει κανείς να χαϊδολογιόμαστε». «Ναι, θα ήταν τρομερό» είπε ξερά η Ντάρλα και τον ακολούθησε έξω απ’ το γραφείο. Είδε ξανά το
άσπρο Τογιότα που έλαμπε κάτω από τα φώτα του συνεργείου. «Τίνος είπες ότι είναι αυτό το αμάξι;» «Της Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ» απάντησε ο Μαξ. «Μόλις παράτησε τον Μάθιου» του ανακοίνωσε η Ντάρλα και ξαφνικά κοντοστάθηκε. «Αχ, Θεέ μου, αυτό είναι, έβαλε στο μάτι τον Νικ». «Ίσως απλώς νόμιζε ότι είχε βλάβη το αυτοκίνητό της» είπε ο Μαξ. «Πες μου, θέλεις στ’ αλήθεια κι άλλο σκυλί;» «Όχι, και άλλωστε το θέλει η Κουίν». Η Ντάρλα βάλθηκε να αναλογίζεται το ζήτημα της Μπάρμπαρα, προκειμένου να μη σκέφτεται τη δική της απογοήτευση. «Άκου με που σου λέω, αν το Τογιότα ξανάρθει εδώ για δεύτερη φορά μέσα στην εβδομάδα, θα είναι βέβαιο πως η Μπάρμπαρα έχει βάλει στο μάτι τον Νικ» είπε και στράφηκε στον Μαξ: «Μήπως πρέπει να τον σώσουμε;». «Ο Νικ δεν έχει ανάγκη από σωτηρία» είπε ο Μαξ με τόση αυτοπεποίθηση, που η Ντάρλα σταμάτησε εκεί την κουβέντα. Ο Μαξ και ο Νικ ήταν συνδεδεμένοι, χωρίς ωστόσο να ανακατεύονται ο ένας στις υποθέσεις του άλλου, κάτι που είχε λειτουργήσει μια χαρά στα τριάντα πέντε χρόνια που ήταν αδέλφια. Δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει τώρα αυτό το καθεστώς. «Τι εννοείς όταν λες ότι το θέλει η Κουίν;» ρώτησε ο Μαξ. «Η Κουίν δεν είναι τέτοιος τύπος». Η Ντάρλα τον ακολούθησε έξω στο θλιβερό σούρουπο του Μαρτίου, σέρνοντας τα πόδια της στο λασπόχιονο. Σκεφτόταν πως η Κουίν θα γελούσε όταν θα μάθαινε πως η Μπάρμπαρα είχε βάλει στο μάτι τον Νικ, και προσπαθούσε να μη σκέφτεται πόσο πολύ ήθελε προηγουμένως να κάνουν έρωτα με τον Μαξ στο γραφείο, να κάνουν κάτι διαφορετικό έστω για μια φορά μέσα σε δεκαεπτά χρόνια. «Ίσως θέλει κάτι διαφορετικό» είπε η Ντάρλα. «Η Κουίν;» απόρησε ο Μαξ. «Αποκλείεται». Άνοιξε την πόρτα του οδηγού στην καμπίνα του ημιφορτηγού του και μπήκε μέσα. «Ζει καλά, κι αν παίξει σωστά τα χαρτιά της, θα ζήσει για πάντα καλά. Για ποιον λόγο να τα θαλασσώσει;» Η Ντάρλα στάθηκε καταμεσής στο πάρκινγκ. Το χιόνι έπεφτε γύρω της κι εκείνη ένιωσε ξάφνου να παγώνει ως το κόκαλο. «Επειδή μερικές φορές χρειάζεσαι κάτι καινούργιο για να νιώσεις ξανά ζωντανός, Μαξ. Μερικές φορές αυτό που ήταν καλό δεν είναι αρκετό». «Τι είναι αυτά που λες;» Ο Μαξ έσκυψε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. «Δεν έχω ξανακούσει μεγαλύτερη βλακεία. Μπες μέσα προτού ξεπαγιάσεις». Η Ντάρλα έκανε τον γύρο του ημιφορτηγού και σκαρφάλωσε στη θέση του συνοδηγού. Μπορεί να μην ήξερε τι έλεγε, αλλά ήταν σίγουρη για το πώς ένιωθε. Κι αν ο Μαξ πίστευε ότι το βράδυ θα έκαναν έρωτα όταν τα παιδιά θα έπεφταν για ύπνο, τότε δεν τη γνώριζε καθόλου καλά. «Μετά τις ειδήσεις, κορίτσι μου» της είπε χαϊδεύοντάς της απαλά το γόνατο. «Οι δυο μας».
Το γεγονός ότι είχε αρνηθεί έτσι απερίφραστα προκάλεσε ζαλάδα στην Κουίν, τη χτύπησε στο κεφάλι σαν το φτηνό κρασί. Βλέποντας το σφιγμένο χαμόγελο του Μπιλ, ένιωσε ναυτία.
«Μη λες χαζομάρες» της είπε εκείνος με το καλοσυνάτο ύφος του Άρχοντα του Σύμπαντος, χάρη στο οποίο ο Μπιλ είχε κερδίσει τον σεβασμό όλων των κατοίκων του Τιμπέτ. Ένα αληθινό αρσενικό, είχε πει ο πατέρας της την πρώτη φορά που τους τον έφερε στο σπίτι. Έτσι εξηγούνταν για ποιον λόγο η Κουίν δεν τον ήθελε τώρα. Ας τον κρατούσαν τα αρσενικά, χάρισμά τους. Η Κουίν άφησε κάτω την Κέιτι. Καθώς σηκωνόταν, είδε τον Μπιλ να ανακατεύει το φαγητό στη φωτιά και κοκκίνισε από θυμό. «Πάλι μαγείρεψες! Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι τις Τετάρτες τρώω με την Ντάρλα και…» «Τρώτε νωρίς» είπε ο Μπιλ. «Εξάλλου, η πίτσα δεν είναι καλή τροφή. Σου χρειάζεται καλή τροφή» είπε και άνοιξε το ντουλάπι για να βγάλει ένα πιάτο. Η Κουίν ήθελε να του πει ποιες ομάδες τροφίμων κάλυπτε η πίτσα, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν ευκολότερο να φάει παρά να τσακωθεί. Διασχίζοντας την κουζίνα, έψαξε στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη. Η Κέιτι την πλησίασε με νευρικότητα, ξύνοντας με τα νύχια τα πλακάκια του δαπέδου. «Πού είναι η τροφή για κουτάβια που είχαμε από την προηγούμενη φορά;» «Ψάξε στο βάθος» απάντησε ο Μπιλ με κάπως άχρωμη φωνή. Βγάζοντας έξω το κεφάλι, η Κουίν πρόλαβε να τον δει να αγριοκοιτάζει την Κέιτι. Έχωσε ξανά το κεφάλι της μες στο ντουλάπι και ψάρεψε την τροφή για κουτάβια. Όταν σηκώθηκε όρθια, ο Μπιλ τής είχε γυρισμένη την πλάτη και σέρβιρε νουντλ με σάλτσα. «Το συμβόλαιό μας γράφει ότι απαγορεύονται τα κατοικίδια». Ο Μπιλ ακούμπησε το πιάτο στο τραπέζι και στάθηκε δίπλα του σταυρώνοντας τα χέρια, ένας διόλου χαρούμενος και διόλου πράσινος γίγαντας. Η Κουίν έριξε ξηρά τροφή σ’ ένα δοχείο και το ακούμπησε στο πάτωμα. «Έλα, μωρό μου. Ώρα για φαγητό». Το σκυλί μύρισε την τροφή και άρχισε να τρώει με επιφύλαξη. Η Κουίν γέμισε ένα δεύτερο μπολ με νερό και το άφησε δίπλα στο άλλο. Καθώς η Κέιτι ήταν πολύ γλυκιά έτσι όπως έσκυβε για να φάει, η Κουίν δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τη χάιδεψε στο κεφάλι. Η Κέιτι λύγισε τα πίσω πόδια και κατούρησε. «Κουίν!» ξεφώνισε ο Μπιλ, και το σκυλί ζάρωσε φοβισμένο. «Άσ’ το σ’ εμένα». Η Κουίν έπιασε λίγο χαρτί κουζίνας από το ρολό πλάι στον νεροχύτη. Βλέποντας την Κέιτι να έχει ύφος ένοχο και σαστισμένο, η Κουίν την παρηγόρησε καθώς σκούπιζε το πάτωμα και έφερνε από το ντουλάπι το μπουκάλι με το απολυμαντικό. «Κάνει τσίσα σε ένδειξη υποταγής» εξήγησε στον Μπιλ τρίβοντας τα πλακάκια. «Δεν το είχα καταλάβει, επειδή όλη μέρα την κρατούσα στην αγκαλιά μου. Όταν οι άνθρωποι τη χαϊδεύουν, αυτή φοβάται και…» «Είναι προφανές ότι δεν γίνεται να την κρατήσουμε εδώ» είπε θριαμβευτικά ο Μπιλ. «Απόψε θα στρώσουμε το μπάνιο με χαρτί, αλλά αύριο θα πάρει πόδι». Η Κουίν τελείωσε το σφουγγάρισμα αμίλητη. Όταν έπλυνε τα χέρια, ο Μπιλ τής πρόσφερε κλάδο ελαίας. «Το στρογκανόφ σου θα κρυώσει». Η Κουίν κάθισε στην καρέκλα της και έπιασε το πιρούνι. Ο Μπιλ τής χαμογέλασε επιδοκιμαστικά.
«Η Ίντι θα πάρει το σκυλί…» «Το σκυλί θα το κρατήσω» τον έκοψε η Κουίν αφήνοντας κάτω το πιρούνι. «Αυτό δεν γίνεται» επέμεινε ο Μπιλ. «Θα καταστρέψει το χαλί και θα μας βάλει σε καινούργια έξοδα. Εξάλλου, εσύ λείπεις στο σχολείο όλη μέρα. Ποιος θα τη φροντίζει;» Κούνησε το κεφάλι του, σίγουρος για τη δύναμη της λογικής του. «Θα τη δώσεις στην Ίντι». «Όχι». «Τότε θα το κάνω εγώ» είπε ο Μπιλ και άρχισε να τρώει. Η Κουίν πάγωσε. «Αστειεύεσαι βέβαια». «Κουίν, συμπεριφέρεσαι παράλογα» είπε ο Μπιλ, αφού πρώτα μάσησε και κατάπιε την μπουκιά του. «Αυτό το σκυλί δεν θα αργούσε να σε τρελάνει. Κοίταξέ το. Το μόνο που κάνει είναι να τρέμει. Και να κατουράει». «Κρυώνει» είπε η Κουίν, και ο Μπιλ περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι συνεχίζοντας το φαγητό του. «Δεν ακούς τι σου λέω;» συνέχισε νιώθοντας να φουντώνει ο θυμός της. «Ναι, ακούω» είπε ο Μπιλ. «Μάθε λοιπόν ότι θα το δώσω στην Ίντι μόνο και μόνο επειδή σε φροντίζω και θέλω το καλό σου». Η Κουίν ζαλίστηκε από οργή, αλλά συγκράτησε τον θυμό της, γιατί, αν έβαζε τις φωνές, θα φορτωνόταν κι άλλα προβλήματα. «Είναι η πιο λογική λύση» συνέχισε ο Μπιλ. «Φάε το φαγητό σου». Καθώς κοιτούσε το αυτάρεσκο, γεμάτο σιγουριά πρόσωπό του, η Κουίν συνειδητοποίησε ότι είχε δημιουργήσει ένα τέρας. Ο Μπιλ θεωρούσε δεδομένη την υποχώρησή της, επειδή η Κουίν πάντα υποχωρούσε, επομένως γιατί να περιμένει κάτι διαφορετικό από αυτήν; Η Κουίν τού είχε μάθει να είναι αυτάρεσκος. Κοίταξε γύρω της. Τούτο δω δεν ήταν καν το δικό της διαμέρισμα. Το είχε διαλέξει ο Μπιλ και για τους δυο τους. Όταν το είχε ετοιμάσει και την είχε φέρει να το δει, εκείνη το είχε βρει «υπερβολικά μπεζ» και τότε αυτός είχε απαντήσει ότι απείχε μόλις πέντε λεπτά από το σχολείο. Η Κουίν το είχε βρει πολύ λογικό και είχε υποχωρήσει. Όταν ο Μπιλ είχε αγοράσει τα έπιπλα, τα πάντα σε μινιμαλιστικό αλουστράριστο ξύλο πεύκου, και τα είχαν κουβαλήσει στο διαμέρισμα, εκείνη είχε δηλώσει: «Δεν μου αρέσουν, τα βρίσκω ψυχρά και μοντέρνα». «Τα πλήρωσα και δεν αλλάζουν» είχε αποκριθεί εκείνος. «Δώσε τους μια ευκαιρία και, αν σε δυο μήνες εξακολουθούν να μη σου αρέσουν, θα αγοράσουμε κάτι άλλο». Εκείνη είχε συμφωνήσει, επειδή δεν άξιζε τον κόπο να τσακωθούν για τα έπιπλα. Η Κέιτι πλησίασε στο πόδι της, απλώνοντας τα καπούλια της στο χαλί. Η Κέιτι άξιζε τον κόπο, και η Κουίν θα έδινε μάχη για να την κερδίσει. Ίσως έπρεπε να είχε δώσει μάχη και για τα έπιπλα. Και για όλο αυτό το αναθεματισμένο μπεζ χρώμα. Ο Μπιλ τής χαμογέλασε από την άλλη άκρη του τραπεζιού, το ίδιο μπεζ και άχρωμος με εκείνο. Για την ακρίβεια, αυτή τη στιγμή, η Κουίν άξιζε να αγωνιστεί για τα πάντα. «Έλα τώρα, μην είσαι μουτρωμένη» είπε ο Μπιλ. «Η Ίντι θα είναι καλή με το σκυλί». «Σιχαίνομαι αυτά τα έπιπλα». Η Κουίν έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και σηκώθηκε για να πάρει το παλτό της.
«Κουίν;» Ο Μπιλ αιφνιδιάστηκε. «Τι είναι αυτά που λες;» «Όλα τα έπιπλα». Φόρεσε το πανωφόρι της. «Εμένα μου αρέσουν τα παλιά έπιπλα, το ζεστό περιβάλλον. Σιχαίνομαι αυτό το διαμέρισμα. Σιχαίνομαι το μπεζ χαλί». «Κουίν». Του γύρισε την πλάτη για να μαζέψει την Κέιτι. «Και αυτή τη στιγμή, δεν τρελαίνομαι ιδιαίτερα ούτε για σένα». Βγαίνοντας, άκουσε τον Μπιλ να λέει: «Κουίν, συμπεριφέρεσαι σαν παιδί».
Ο Νικ ετοιμαζόταν να διαβάσει το τελευταίο μυθιστόρημα του Καρλ Χάιασεν, όταν κάποιος του χτύπησε την πόρτα. Είχε σχολάσει από τη δουλειά μόλις πριν από μια ώρα, τα παγάκια στο δεύτερο ουίσκι του δεν είχαν προλάβει να λιώσουν, και να που τώρα του προέκυπτε συντροφιά. Ένα από τα πολλά πλεονεκτήματα της εργένικης ζωής ήταν το ότι έμενε μόνος σε ένα ήσυχο σπίτι. Ακούμπησε το βιβλίο στο πάτωμα και σηκώθηκε απρόθυμα από την παμπάλαια δερμάτινη πολυθρόνα του, αποφασισμένος να ξεφορτωθεί τον απρόσκλητο επισκέπτη. Όταν όμως άνοιξε απότομα την πόρτα, είδε μπροστά του την Κουίν, κουκουλωμένη μέχρι τη μύτη με ένα χοντρό, χνουδωτό μπλε κασκόλ. Τα κοκκινωπά μαλλιά της έλαμπαν στο φως της σκεπαστής βεράντας και κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μαύρο καχεκτικό σκυλί που τον κοίταζε με το ικετευτικό βλέμμα ενός αδέσποτου. Ο Νικ δεν θα έκλεινε ποτέ την πόρτα του στην Κουίν, κι έτσι παραμέρισε για να της αφήσει χώρο να περάσει. «Δεν θέλω σκύλο» ήταν η πρώτη του κουβέντα. Η Κουίν τον προσπέρασε, ακούμπησε κάτω το σκυλί και τον άφησε να κλείσει την πόρτα. Έπειτα κατέβασε το κασκόλ από το στόμα της. «Ευτυχώς, γιατί δεν θα σου την έδινα» του είπε. Χαμογέλασε στο σκυλί, το οποίο επιθεωρούσε επιφυλακτικά το διαμέρισμα, και μετά έστρεψε το στρογγυλό κοριτσίστικο προσωπάκι της με τα αστραφτερά μάτια, τα λαμπερά μαλλιά και τα κοκκινισμένα μάγουλα. «Θα την κρατήσω εγώ». «Ανόητη ιδέα» σχολίασε ο Νικ με ουδέτερη φωνή και της χαμογέλασε, αφενός από συνήθεια, αφετέρου από χαρά που την είχε κοντά του. «Θα πιεις κάτι;» «Ναι, παρακαλώ». Η Κουίν ξετύλιξε το κασκόλ και το άφησε να πέσει στο σανιδένιο πάτωμα δίπλα στο παλιό πλεχτό χαλί της μητέρας του, πάνω στο οποίο το σκυλάκι έσπευσε να κουλουριαστεί κοιτάζοντας τον Νικ σαν να ήλπιζε να το κρατήσει. Ούτε που να το σκέφτεσαι, σκύλε. «Θεέ μου, τι μέρα κι αυτή» είπε η Κουίν. «Για πες μου λοιπόν». Ο Νικ πήγε στη μικροσκοπική κουζίνα του κι εκείνη τον ακολούθησε, κατεβάζοντας ένα ποτήρι από τα ράφια από ξύλο πεύκου πάνω από τον νεροχύτη, καθώς εκείνος έβγαζε πάγο από μια θήκη του πανάρχαιου ψυγείου του. «Δεν ξέρω καν από πού να αρχίσω» του είπε. Η κουζινούλα παραήταν μικρή για δύο άτομα, όμως ο Νικ βρισκόταν εκεί με την Κουίν, οπότε δεν τον πείραζε. Η Κουίν κράτησε το ποτήρι στο στήθος της, επειδή δεν υπήρχε χώρος να τεντώσει το
χέρι ανάμεσά τους, κι αυτός έριξε τα παγάκια και μετά άπλωσε το χέρι δίπλα της για να πιάσει το ουίσκι από το ράφι, απολαμβάνοντας αφηρημένα το γεγονός ότι την είχε τόσο κοντά του. «Ξεκίνα από τα χειρότερα» της είπε, σερβίροντας μισό δάχτυλο ουίσκι στο ποτήρι της. Είχε έρθει με αυτοκίνητο, επομένως δεν θα την πότιζε με περισσότερο οινόπνευμα. «Έτσι θα καταλήξουμε με τα ευχάριστα και θα μας φτιάξει το κέφι». «Σ’ ευχαριστώ». Η Κουίν τού χαμογέλασε. «Μπορώ να έχω λίγο ακόμα;» «Όχι». Την έσπρωξε μαλακά με τον γοφό του προς το σαλόνι, επιστρέφοντας το ουίσκι στη θέση του. «Εξάλλου, είσαι πολύ μικρή για να πίνεις». «Είμαι τριάντα πέντε». Η Κουίν ξάπλωσε στο χαλί δίπλα στο σκυλί, με τα ατελείωτα πόδια της, τα λαμπερά μαλλιά, το λεκιασμένο με μπογιές πουλόβερ της και το τζιν παντελόνι. «Επιτρέπεται να κάνω ό,τι θέλω». Σώπασε προς στιγμήν, θαρρείς και η παρατήρησή της ήταν ριζοσπαστική και όχι σαρκαστική, κι έπειτα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Λοιπόν, το χειρότερο ήταν ο καβγάς μου με τον Μπιλ». Ο Νικ απόλαυσε για μια στιγμή το θέαμα των χρωμάτων, τα κοκκινωπά μαλλιά της, το μελί του δρύινου πατώματος, το απαλό θαλασσί του πουλόβερ της, τους ξέθωρους πράσινους τόνους του χαλιού, απόλαυσε την εικόνα της ίδιας της Κουίν, αυτό που ήταν, τη λάμψη της μέσα σ’ όλο εκείνο το ζεστό περιβάλλον. Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι του είχε μόλις πει. «Τι έκανε, λέει;» «Τσακώθηκα με τον Μπιλ. Δηλαδή, νομίζω ότι τσακώθηκα. Δυσκολεύομαι να το καταλάβω, γιατί εκείνος δεν θυμώνει ποτέ. Του δήλωσα ότι θα κρατήσω το σκυλί και εκείνος αρνήθηκε. Λες και ήμουν κανένα παιδάκι». Καθώς τον κοίταζε με τα ανοιχτοκάστανα, σαστισμένα μάτια της, ο Νικ τής χαμογέλασε. «Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές συμπεριφέρεσαι σαν παιδί. Ζεις σε διαμέρισμα. Πού θα βάλεις το σκυλί;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι και τα μεταξένια μαλλιά της αναδεύτηκαν. «Δεν είναι αυτό το ζήτημα. Το θέμα είναι ότι το θέλω κι ότι εκείνος είπε όχι». «Προφανώς ο Μπιλ δεν το θέλει». Ο Νικ ακούμπησε πίσω στην πολυθρόνα του, αποφασισμένος να μην ανακατευτεί στον καβγά της Κουίν, χωρίς αυτό να τον στενοχωρεί. Του ήταν εύκολο να μην ανακατεύεται στη ζωή της, αλλά του άρεσε η συντροφιά της. «Γιατί θα έπρεπε να ζήσει με ένα ζώο, τη στιγμή που δεν το θέλει;» Το σκυλί τον κοίταξε επιτιμητικά, κι αυτός απέστρεψε το βλέμμα. «Και γιατί εγώ να μην μπορώ να έχω για συντροφιά ένα κατοικίδιο, εφόσον το θέλω;» αντέτεινε η Κουίν. «Επομένως ένας από τους δυο σας θα πρέπει να υποχωρήσει» συμπέρανε ο Νικ. «Θα σκεφτείς μια λύση». Βλέποντάς τη να ρίχνει αγέρωχα το κεφάλι πίσω, σκέφτηκε: Μπιλ, φίλε μου, μόλις έγινες ζωόφιλος. Γνώριζε την Κουίν από τα δεκαπέντε της και, όταν την έβλεπε να μουλαρώνει κατ’ αυτό τον τρόπο, ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσει. «Δεν θέλω να σκεφτώ καμία λύση. Την Κέιτι θα την κρατήσω» είπε η Κουίν. «Ποια;» «Την Κέιτι. Έτσι την ονόμασα».
Η Κουίν πήρε το σκυλί στην αγκαλιά της και το χάιδεψε στο κεφάλι. Ο Νικ έμεινε να τους παρατηρεί, προσπαθώντας να καταλάβει τι έβρισκε η Κουίν σ’ αυτό το πλάσμα. Ήταν ένα κοκαλιάρικο σκυλί με πανούργα φάτσα, που θύμιζε ποντίκι με ξυλοπόδαρα· άσε που τα πελώρια σκούρα μάτια του σου προκαλούσαν νευρικότητα. Σώσε με, έμοιαζε να λέει. Φρόντισέ με. Ανάλαβε για πάντα την ευθύνη μου. Ο Νικ κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορούσες να της δώσεις ένα λιγότερο χαριτωμένο όνομα;» «Αν θέλεις να αποκτήσεις δικό σου σκύλο και να τον βαφτίσεις Φονιά, από μένα έχεις το ελεύθερο» αποκρίθηκε η Κουίν. «Αυτό εδώ είναι το σκυλί μου και το όνομά του είναι Κέιτι». Ξάφνου, τον κοίταξε συλλογισμένη. «Λοιπόν, ένα σκυλί δεν θα ήταν άσχημη ιδέα για σένα. Θα σε ωφελούσε». «Όχι» είπε κοφτά ο Νικ και χώθηκε βαθύτερα στην πολυθρόνα του. «Τα διαμερίσματα είναι ακατάλληλα για σκυλιά. Εξάλλου, δεν θέλω επιπλέον ευθύνες». Η Κουίν τον κοίταξε με στοργική περιφρόνηση. «Ένα σκυλί δεν θα ήταν επιπλέον ευθύνη, αφού προς το παρόν δεν έχεις άλλες ευθύνες. Θα ήταν η μοναδική. Θα ήταν σημάδι ότι ωριμάζεις». «Έχω αρκετά σημάδια ότι ωριμάζω» γκρίνιαξε ο Νικ. «Τα μαλλιά μου αρχίζουν να γκριζάρουν». «Το ξέρω». Η φωνή της Κουίν είχε περιπαικτικό τόνο. «Μόνο στους κροτάφους. Σου δίνουν γοητεία, αλλά πιθανώς θα ενοχλήσουν τις έφηβες κοπελίτσες με τις οποίες βγαίνεις». «Δεν βγαίνω με κοπελίτσες» είπε ο Νικ ρίχνοντάς της ένα άγριο βλέμμα. Δεν έβγαινε με έφηβες. Για όνομα του Θεού, ήταν άνθρωπος με ηθικές αρχές. «Αχ, έλα τώρα, πόσων χρονών είναι η Λίσα; Είκοσι;» «Είκοσι δύο» απάντησε ο Νικ. «Νομίζω». «Είναι μια ανώριμη εικοσιδυάχρονη» είπε η Κουίν. «Κι εσύ κοντεύεις τα σαράντα». «Τα τριάντα οκτώ». Ο Νικ σκέφτηκε να της πει ότι είχε να δει τη Λίσα από τα Χριστούγεννα, αλλά προτίμησε να το αποφύγει. Θα άνοιγε συζήτηση για ένα θέμα το οποίο δεν ήθελε να θίξει, ένα θέμα που είχαν κουβεντιάσει ήδη αρκετές φορές και που αφορούσε την τάση του να βγαίνει ραντεβού με γυναίκες κατά πολύ νεότερές του, ώστε να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Πράγματι, αυτό ήταν αλήθεια, αλλά λειτουργούσε θαυμάσια, επομένως γιατί να το κουβεντιάσουν; Ήταν ώρα να αλλάξουν θέμα. «Τι νέα, λοιπόν; Δεν έχω δει κανέναν όλη μέρα. Δούλευα μέχρι τις έξι. Έχει χαλάσει το σιλανσιέ της Σεβρολέ του Μπάκι Μάντσεστερ». «Έχει λεφτά για να το φτιάξει» είπε η Κουίν. «Σύμφωνα με τη μαμά, το κτηματομεσιτικό γραφείο του Μπάκι βγάζει λεφτά με τη σέσουλα» τον ενημέρωσε και ρούφηξε την πρώτη γουλιά από το ουίσκι, αδειάζοντας το μισό μονορούφι. «Ευτυχώς, γιατί ο Μαξ κι εγώ σκοπεύουμε να τον μαδήσουμε». Ο Νικ έστρεψε το δάχτυλο προς το μέρος της. «Μην το πίνεις μονοκοπανιά. Έχεις να οδηγήσεις». «Μόνο μέχρι το σπίτι όπου με περιμένει ο Μπιλ». Η Κουίν άδειασε το ποτό της, νιώθοντας πάλι τα νεύρα της τεντωμένα. «Αν δεν δεχτεί το σκυλί, θα φύγω απ’ το σπίτι». «Πρώτα να το σκεφτείς» τη συμβούλεψε ο Νικ, που δεν είχε καμία διάθεση να μιλήσουν για τον Μπιλ. «Πώς πάει το σχολείο;» «Το σχολείο;» Η Κουίν ανοιγόκλεισε τα μάτια για να προσαρμοστεί στην αλλαγή θέματος. «Τα
ίδια. Η Ίντι ανέλαβε ξανά τη σχολική θεατρική παράσταση και ο Μπόμπι τής κάνει τη ζωή δύσκολη. Τον ενδιαφέρει μόνο ό,τι έχει σχέση με αθλητισμό. Η Ίντι μού ζήτησε να αναλάβω τα σκηνικά και τα κοστούμια, αλλά αρνήθηκα. Μου φτάνουν οι σκοτούρες μου. Και ο Μπόμπι κοντεύει να τρελάνει και την Γκρέτα, όμως όλοι εμείς οι υπόλοιποι την υποστηρίζουμε, αφού είναι γραμματέας του σχολείου εδώ και κάτι αιώνες, ενώ αυτός είναι φρέσκος. Του είναι αδύνατον να διευθύνει το σχολείο χωρίς τη βοήθειά της». «Τον φωνάζετε Μπόμπι κατάμουτρα;» «Όχι. Αποφεύγουμε να τον λέμε Μπόμπι ακόμα και στην αίθουσα των καθηγητών. Όταν ο Μπόμπι ανέλαβε τη διεύθυνση, τον περασμένο Νοέμβριο, η Ίντι τον αποκάλεσε αγόρι-διευθυντή, και τώρα του έμεινε. Πιστεύω πως αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν τη χωνεύει». «Πολύ φυσικό» σχολίασε ο Νικ, περισσότερο για να την παρακινήσει να συνεχίσει να μιλάει. Η Κουίν ήταν πολύ παραστατική, μιλούσε με όλο της το σώμα: με τα χέρια, με τα μάτια, με τους ώμους, με το στόμα. Έδινε αληθινή παράσταση, ήταν τόσο ζωντανή, που μερικές φορές ο Νικ τής πήγαινε κόντρα μόνο και μόνο για να τη δει να αναψοκοκκινίζει και να χειρονομεί. Η Κουίν συνέχισε, κρύβοντας με δυσκολία το γέλιο της. «Εκτός αυτού, νομίζω πως μια μέρα που ο Μπόμπι είχε ανοίξει το στόμα του και έλεγε χαζομάρες, την άκουσε να λέει στους άλλους: “Ο Ρόμπερτ δεν είναι πολύ πιο συμπαθητικός όταν λείπει από το σχολείο;”». Η Κουίν μιμήθηκε τη σοπράνο φωνή της Ίντι με τη σχεδόν νότια προφορά της και τον δηκτικό τόνο της, και ο Νικ χαμογέλασε. «Ναι, τώρα γελάμε, αλλά το αγόρι-διευθυντής δεν το βρήκε διόλου αστείο». «Δεν έχει χιούμορ» σχολίασε ο Νικ. «Δεν σκέφτεται» είπε η Κουίν. «Νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Είναι ένα αυτάρεσκο βρομόπαιδο. Παλιά πίστευα πως ο Χάρβεϊ ήταν κακός διευθυντής, αλλά τώρα που έφυγε και μας ήρθε το αγόρι αντιλαμβάνομαι πόσο τυχεροί ήμασταν που άφηνε στην Γκρέτα το κουμάντο του σχολείου. Ο Μπόμπι έχει βαλθεί να τα αλλάξει όλα, ανακατεύεται παντού και τα θαλασσώνει, ενώ αρνείται να μας ακούσει όταν του επισημαίνουμε τα λάθη του. Ο μόνος τον οποίο ακούει είναι ο Μπιλ, αλλά βλέπεις τον Μπιλ τον έχει σαν θεό του. Τα πρωταθλήματα του έχουν πάρει το μυαλό. Αν ο Μπιλ κερδίσει το κύπελλο στο μπέιζμπολ την άνοιξη, να δεις που το αγόρι-διευθυντής θα του ζητήσει να τον υιοθετήσει. Κι αν θέλεις τη γνώμη μου, αυτοί οι δύο είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο». Βλέποντας το πρόσωπό της να συννεφιάζει ξανά, ο Νικ αισθάνθηκε αμήχανα. «Άκουσέ με, ο Μπιλ δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να ρισκάρει να σε χάσει εξαιτίας ενός σκυλιού» της είπε τελικά, γιατί, παρόλο που δεν ήθελε να μπλεχτεί στις υποθέσεις τους, ένιωθε την ανάγκη να την παρηγορήσει. «Όταν καταλάβει τι σημαίνει για σένα το σκυλί, θα υποχωρήσει». «Δεν ξέρω» είπε η Κουίν. «Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι δεν με βλέπει. Θαρρώ πως με βλέπει όπως με θέλει να είμαι, όχι όπως είμαι πραγματικά. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις… Βλέπει έναν άνθρωπο συνεργάσιμο, ενώ στην πραγματικότητα είμαι ένα άτομο δύσκολο και υπερβολικά μπερδεμένο». Ο Νικ κούνησε το κεφάλι. Αποκλείεται ο Μπιλ να ήταν τόσο ανόητος ώστε να μη βλέπει ποια ήταν η Κουίν και τι σήμαινε γι’ αυτόν. Η Κουίν έσκυψε για να πάρει τη σκυλίτσα στην αγκαλιά της, και τα μαλλιά της αναδεύτηκαν σαν κοκκινωπό μετάξι, λαμποκοπώντας πάνω στο χλωμό χρυσαφένιο
και αναψοκοκκινισμένο δέρμα της. Μονάχα ένας πανύβλακας θα άφηνε την Κουίν να του φύγει. «Πες μου, λοιπόν, πού το βρήκες αυτό το ποντίκι;» είπε μόνο και μόνο για να δει τη λάμψη των ματιών της, κι όταν εκείνη σήκωσε απότομα το κεφάλι και τον αγριοκοίταξε, ο Νικ γέλασε. Αυτή ήταν η παλιά καλή, ακίνδυνη και προβλέψιμη Κουίν.
Όταν ο Μπιλ άλλαξε πλευρό το επόμενο πρωί, βρήκε την Κέιτι ξαπλωμένη πάνω από το κάλυμμα, ανάμεσα σ’ αυτόν και στην Κουίν. Το καταραμένο το σκυλί είχε κοιμηθεί μαζί τους, παρά τα σχέδιά του να στρώσουν εφημερίδες στο μπάνιο. Η Κουίν είχε απλώς αρνηθεί και είχε διπλώσει μια κουβέρτα στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι, αλλά φυσικά τη νύχτα το σκυλί είχε πηδήσει πάνω. Ήταν θαύμα που δεν είχε κατουρήσει τα σεντόνια. Ο Μπιλ ένιωσε την οργή του να φουντώνει και προσπάθησε να ηρεμήσει, όπως πάντα, καθαρίζοντας τη σκέψη του με βαθιές αναπνοές. Η Κουίν ήταν απλώς μπερδεμένη. Είχε επιστρέψει στο σπίτι αργά τη νύχτα και, όταν εκείνος είχε δοκιμάσει να της μιλήσει, αυτή είχε κουνήσει το κεφάλι, αρνούμενη να φάει το στρογκανόφ που της είχε ξαναζεστάνει και παίρνοντας το σκυλί μαζί της στην κρεβατοκάμαρα. Συμπεριφερόταν σαν παιδί, αλλά εκείνος ήταν μαθημένος από παιδιά. Ήταν δάσκαλος και ήξερε ότι η υπομονή είναι το παν. Εξάλλου, το προηγούμενο βράδυ, όταν η Κουίν έφυγε οργισμένη από το σπίτι, εκείνος προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε και τότε συνειδητοποίησε ότι πιθανώς η Κουίν ήταν εκνευρισμένη επειδή ήθελε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, όπως και ο ίδιος, άλλωστε. Αυτός βέβαια είχε μπροστά του όλο τον χρόνο να κάνει παιδιά, αλλά η Κουίν είχε πατήσει τα τριάντα πέντε και ο καιρός περνούσε. Ήταν λάθος του που δεν της είχε ήδη μιλήσει για τον γάμο τους, και ο λόγος που το απέφευγε ήταν ότι προς το παρόν ήθελε να αφοσιωθεί στους αγώνες. Επομένως, τώρα δεν είχε παρά να ξεφορτωθεί το σκυλί και να της κάνει πρόταση γάμου νωρίτερα. Έπειτα θα παντρεύονταν, θα αποκτούσαν παιδιά, κι όταν αυτός θα ξυπνούσε το πρωί, θα έβρισκε ανάμεσά τους τον Μπιλ τον νεότερο. Η σκέψη τού δημιούργησε ευχάριστα συναισθήματα. Είδε νοερά ένα αγοράκι με τη δική του σωματική δύναμη, τη νοημοσύνη και την εντιμότητα, και με όλη τη γλύκα της Κουίν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη υπομονή και να ξεφορτωθεί το σκυλί, κι όλα θα διορθώνονταν. Το σκυλί τέντωσε τα λιγνά, κοκαλιάρικα πόδια του και μετά κουλουριάστηκε κοντά στην πλάτη της Κουίν. «Κατέβα κάτω» ψιθύρισε ο Μπιλ όσο αυστηρότερα γινόταν, μη θέλοντας να την ξυπνήσει. Το σκυλί άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε απειλητικά. Ο Μπιλ το έσπρωξε πιάνοντάς το απ’ τα καπούλια. «Κάτω». Το σκυλί ζάρωσε το πάνω χείλος και γρύλισε σιγανά, υπερασπίζοντας τη θέση του και την Κουίν, κι ο Μπιλ μάζεψε αμέσως το χέρι. «Τι κάνεις;» μουρμούρισε νυσταγμένα η Κουίν πάνω απ’ τον ώμο της. «Το σκυλί μού γρύλισε». «Μάλλον θα την ξύπνησες». Η Κουίν χασμουρήθηκε και χτύπησε μαλακά το στρώμα στην άλλη
πλευρά του κρεβατιού. «Έλα δω, Κέιτι». Η Κέιτι σηκώθηκε αργά, τεντώθηκε με αυθάδεια και μετά σκαρφάλωσε στη μέση της Κουίν, για να κουλουριαστεί θριαμβευτικά στο ύψος της κοιλιάς της. Εκείνη άπλωσε ανέμελα το μπράτσο στη ράχη του σκυλιού, το χάιδεψε και ξανακοιμήθηκε. Ο Μπιλ πήρε βαθιές εισπνοές και μετά φτερνίστηκε. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν αλλεργικός στα σκυλιά. Το σκυλί θα έπαιρνε πόδι.
«Μήπως είναι εδώ ο Μαξ;» Ο Νικ σήκωσε το κεφάλι από τη μηχανή του παλιού Σίβικ της Μέρι Γκάλμπρεϊθ. «Ορίστε;» είπε, έχοντας ωστόσο αναγνωρίσει τη φωνή, πριν ακόμη αντικρίσει τη λεπτή ξανθιά με το γαλάζιο ταγέρ. Η Μπάρμπι της Φερστ Νάσιοναλ Μπανκ, έτσι την αποκαλούσε η Ντάρλα και ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν πολύ πιο επιεικής από εκείνον που χρησιμοποιούσε η Λόις Φέργκιουσον. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πως αυτή η γυναίκα με την ατσαλάκωτη όψη είχε βάλει στο μάτι τον Μαξ, αλλά να που είχε έρθει ξανά στο συνεργείο. «Γεια σου, Μπάρμπαρα. Όχι, ο Μαξ λείπει. Ελπίζω το αυτοκίνητό σου να μην έχει πρόβλημα». «Α, όχι, κανένα, ο Μαξ έκανε θαυμάσια δουλειά». Η Μπάρμπαρα φαινόταν κάπως αβέβαιη, έξω από τα νερά της στο μουντό περιβάλλον του συνεργείου, από την άλλη όμως φαινόταν έξω από τα νερά της οπουδήποτε αλλού εκτός από την τράπεζα. Ο Νικ τη φοβόταν, αλλά ήξερε ότι την αδικούσε. Κατ’ αρχάς, ήταν πολύ καλή στη δουλειά της. Όταν η Μπάρμπαρα αναλάμβανε τις καταθέσεις σου, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσεις χρήματα. «Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψει» της είπε, καθώς εκείνη χασομερούσε προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι να πει. «Του έφερα αυτά εδώ». Η Μπάρμπαρα έτεινε διστακτικά προς το μέρος του ένα ζωγραφιστό τενεκεδένιο κουτί, και ο Νικ τη λυπήθηκε, ανησυχώντας συγχρόνως για λογαριασμό του Μαξ. Το κουτί ήταν τυλιγμένο με πράσινη κορδέλα, πάνω στην οποία ήταν καρφιτσωμένη μια λευκή κάρτα που έγραφε ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. «Του έφερα μερικά μπισκότα. Επειδή έκανε πολύ καλή δουλειά» εξήγησε η Μπάρμπαρα. «Α». Τι στον διάβολο θα τα έκανε τα μπισκότα; «Θέλεις να τα αφήσεις στο γραφείο; Θα πω στον Μαξ ότι είναι από σένα». «Ευχαριστώ, καλή ιδέα» είπε η Μπάρμπαρα και στάθηκε μαρμαρωμένη στη θέση της, με το άψογο ντύσιμό της. «Να, εκεί, στο γραφείο» προσπάθησε να την ενθαρρύνει ο Νικ. Η Μπάρμπαρα πήρε βαθιά εισπνοή. «Είναι πολύ καλός με τα αυτοκίνητα, έτσι δεν είναι;» «Ο καλύτερος» αποκρίθηκε ο Νικ. «Το γραφείο βρίσκεται εκεί, είναι η πόρτα που βλέπεις». «Γιατί το αμάξι μου δουλεύει θαυμάσια. Μου επισκεύασε ακόμα και το καλοριφέρ». «Ο διακόπτης δεν έκανε επαφή, αυτό ήταν όλο» είπε ο Νικ αποφεύγοντας να αναφέρει ότι το καλοριφέρ το είχε φτιάξει εκείνος. «Ο Μαξ είναι καλός σε κάτι τέτοια».
«Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ». Η Μπάρμπαρα προχώρησε ένα βήμα μπροστά, και ο Νικ συνειδητοποίησε ότι κάτι είχε αλλάξει πάνω της. Για κάποιον λόγο, δεν έδειχνε τόσο λαμπερή. Ήταν άραγε τα μαλλιά της πιο σκούρα από άλλες φορές; «Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να προσέχει κανείς τις λεπτομέρειες». «Σωστά». Ο Νικ παραιτήθηκε από την προσπάθεια να θυμηθεί τι χρώμα είχαν παλιά τα μαλλιά της, επειδή στην πραγματικότητα του ήταν αδιάφορο. «Μπορείς να αφήσεις, λοιπόν, τα μπισκότα στο γραφείο». «Είναι το ίδιο καλός και στη συντήρηση του σπιτιού;» ρώτησε η Μπάρμπαρα και ο Νικ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η γυναίκα συμπεριφερόταν σαφώς αλλόκοτα. «Τα καταφέρνει. Η Ντάρλα δεν έχει παράπονο» απάντησε ο Νικ προτιμώντας να μη συνεχίσει, παρόλο που μπήκε στον πειρασμό· καλύτερα να μην ανακατευόταν περισσότερο. «Το ξέρω. Η Ντάρλα είναι σπουδαία κομμώτρια. Είναι τυχερή που έχει τον Μαξ» είπε η Μπάρμπαρα και ακουγόταν ειλικρινής. «Να, εκεί, στο γραφείο» επανέλαβε ο Νικ. «Εκεί είναι το κατάλληλο μέρος για να αφήσεις τα μπισκότα». «Έχεις δουλειά». Η Μπάρμπαρα έκανε ένα βήμα πίσω. «Θα πρέπει να είναι θαυμάσιο να δουλεύεις με τον Μαξ». «Μου φτιάχνει τη διάθεση» είπε ο Νικ. «Σίγουρα είσαι κι εσύ εξίσου καλός» είπε ευγενικά η Μπάρμπαρα. «Όχι τόσο» αποκρίθηκε ο Νικ. «Πάω να τα αφήσω στο γραφείο». «Είναι το ιδανικό μέρος». Ο Νικ έχωσε το κεφάλι κάτω από το καπό του Χόντα και σκέφτηκε: Μαξ, αδελφέ μου, βγάλ’ τα πέρα μόνος σου. Έπειτα συγκεντρώθηκε στο Χόντα, γιατί ο Μαξ και η Μπάρμπαρα δεν τον αφορούσαν.
Η Κουίν γύρισε σπίτι λίγο μετά τις τρεις, πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως, επειδή ανυπομονούσε να δει την Κέιτι. Θα την έβγαζε αμέσως βόλτα, θα την πήγαινε πίσω από την πολυκατοικία, όπως είχε κάνει το πρωί, θα την παρακολουθούσε καθώς τα ποδαράκια της θα γλιστρούσαν στο παγωμένο έδαφος, και αμέσως μετά θα τη μάζευε και θα επέστρεφε στο σπίτι, απολαμβάνοντας τη χαρά, την ευφορία που της έδινε η σκέψη ότι είχε ένα πλασματάκι που την αγαπούσε δίχως να περιμένει τίποτα σε αντάλλαγμα. Θα σήκωνε την Κέιτι αποκάτω, καθώς αυτή θα έξυνε με την πατούσα της το παλτό της τρέμοντας από έξαψη και ανησυχία, θα τη ζέσταινε στην αγκαλιά της και θα ένιωθε το κεφαλάκι της να γέρνει ξανά πάνω στον ώμο της. Ήταν τόσο υπέροχο να έχει δικό της σκυλί! Άνοιξε την εξώπορτα του διαμερίσματος μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και τη φώναξε περιμένοντας να ακούσει τα νυχάκια της στα πλακάκια της κουζίνας. Όμως στο διαμέρισμα επικρατούσε σιωπή. «Κέιτι;» Κανένας ήχος. Η Κουίν έκλεισε την πόρτα και άρχισε να ψάχνει με καρδιοχτύπι, προκειμένου να
βεβαιωθεί ότι η Κέιτι δεν ήταν κλειδωμένη στο μπάνιο ή ότι δεν κοιμόταν στο κρεβάτι με ουρανό από ξύλο πεύκου. Το διαμέρισμα ήταν αρκετά μικρό, οπότε το ψάξιμο δεν κράτησε περισσότερο από δύο λεπτά. Η Κέιτι δεν ήταν πουθενά. Σκέφτηκε με αγωνία ότι το σκυλί είχε βρει τρόπο να το σκάσει, αλλά όταν πήγε να δει πόση τροφή είχε μείνει στο πιάτο της, για να υπολογίσει ενδεχομένως πριν από πόση ώρα το είχε σκάσει, διαπίστωσε ότι και τα δύο μπολ έλειπαν. Τα βρήκε μέσα στον νεροχύτη. Ο Μπιλ ήταν ανέκαθεν τακτικός άνθρωπος. Ξάφνου της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Όλος ο θυμός και η απογοήτευση που ένιωθε μετατράπηκαν σε οργή. Ο Μπιλ είχε πάρει το σκυλί της. Είχε κλέψει το σκυλί της. Η Κουίν γύρισε στο σχολείο σε χρόνο ρεκόρ.
3
ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ,
στο Άπερ Κατ, η Ντάρλα κρέπαρε τα μαλλιά τη Σούζαν Μπρίτζις, προσπαθώντας συγχρόνως να πνίξει τον θυμό της. Δεν υπήρχε λόγος να θυμώνει. Το προηγούμενο βράδυ, ο Μαξ είχε δίκιο. Το να κάνουν σεξ με όλο το Τιμπέτ να τους βλέπει απέξω θα ήταν δυσφήμηση για το συνεργείο του. Και, εν πάση περιπτώσει, εκείνη είχε πάρει το αίμα της πίσω το βράδυ, μετά τις έντεκα, απορρίπτοντας τις ερωτικές προτάσεις του Μαξ. Όταν ο Μαρκ και ο Μιτς πήγαν επιτέλους για ύπνο, ο Μαξ την αγκάλιασε στην έρημη κουζίνα, και τότε εκείνη του είπε: «Δεν έχω διάθεση». Ο Μαξ κατέβασε τα χέρια ψελλίζοντας ένα ξερό «Εντάξει» και πήγε για ύπνο χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς καμία κουβέντα. «Αχ!» φώναξε η Σούζαν, και η Ντάρλα ζήτησε συγγνώμη και έστρεψε ξανά την προσοχή της στα μαλλιά της πελάτισσάς της. «Σκέφτηκες ποτέ να αλλάξεις χτένισμα;» ρώτησε τη Σούζαν κοιτάζοντάς τη στον καθρέφτη με το γκριζοκόκκινο πλαίσιο. «Έχεις το ίδιο χτένισμα εδώ και… κάμποσο καιρό». Γύρω στα τριάντα χρόνια, είπε μέσα της. «Θα σου ταίριαζαν οι μύτες. Θα αναδείκνυαν τα ζυγωματικά σου». Η Σούζαν ρούφηξε τα μάγουλά της και επιθεώρησε τον εαυτό της στον καθρέφτη. «Ο Ντάριλ δεν θα με αναγνώριζε». «Αυτό θα ήταν καλό» σχολίασε η Ντάρλα. «Πρόσφερέ του κάτι διαφορετικό. Κάν’ τον να σε κοιτάξει ξανά. Κάν’ τον να σκεφτεί ότι κοιμάται με καινούργια γυναίκα». «Δεν έχω δει να άλλαξες εσύ ποτέ χτένισμα» παρατήρησε η Σούζαν. Η Ντάρλα κοίταξε στον καθρέφτη τον καστανόξανθο γαλλικό κότσο της. «Στον Μαξ αρέσουν τα μακριά μαλλιά, κι εγώ μόνο έτσι μπορώ να τα ανεχτώ στη διάρκεια της ημέρας». «Τότε κόψ’ τα» πρότεινε η Σούζαν. «Κάν’ τον να πιστέψει ότι σε απατά». «Δεν εννοούσα αυτό» είπε η Ντάρλα. Στην πραγματικότητα, η ιδέα να κόψει κοντά τα μαλλιά της ήταν δελεαστική. Με τη διαφορά ότι ο Μαξ τα ήθελε μακριά. Θα ήταν ανήθικο να τον εκδικηθεί για κάτι που ο ίδιος δεν ήξερε καν ότι έκανε, για κάτι που ούτε η ίδια δεν μπορούσε να του εξηγήσει. Θέλω κάτι διαφορετικό, ήθελε να του πει. Θέλω να ξανανιώσουμε. Και ο φουκαράς ο Μαξ δεν θα είχε ιδέα πώς να της προσφέρει αυτό που του ζητούσε. Δεν έφταιγε εκείνος. «Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο στον Μαξ». «Τα βλέπεις, λοιπόν;» είπε η Σούζαν.
Όταν η Σούζαν έφυγε, η αδελφή της Ντάρλα, η Ντέμπι, επέστρεψε από το διάλειμμά της και βούλιαξε στο διπλανό κόκκινο κάθισμα. «Η μαμά γκρινιάζει ότι δεν της τηλεφώνησες». Η Ντέμπι επιθεώρησε στον καθρέφτη τα κατάξανθα μαλλιά της. «Είπε ότι αυτό δεν ταιριάζει με την ανατροφή που σου έδωσε. Για πες μου, τα μαλλιά μου σου θυμίζουν καθόλου την πριγκίπισσα Νταϊάνα; Τα βρίσκω μάλλον υπερβολικά μακριά, αλλά ο Ρόνι λέει πως είναι εντάξει. Η Σούζαν Μπρίτζις ήταν αυτή που μόλις έφυγε; Αυτή η γυναίκα έχει το ίδιο χτένισμα από τον καιρό που διαλύθηκαν οι Ντούμπι Μπράδερς2». «Γεια σου, Ντέμπι». Η Ντάρλα σκούπισε τις τρίχες της Σούζαν από τα γκριζοκόκκινα πλακάκια του δαπέδου και κατάπιε την επιθυμία να επισημάνει πως, από τη στιγμή που η πριγκίπισσα Νταϊάνα δεν ήταν πια στη μόδα, το να προσπαθείς να της μοιάσεις ήταν κάπως κακόγουστο. Η Ντέμπι διόρθωσε την ποδιά του Άπερ Κατ παρατηρώντας το είδωλό της στον καθρέφτη και συνέχισε να φλυαρεί. «Ξέρεις τι έμαθα;» Τέντωσε το κεφάλι για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ακουστεί, αλλά, ούτως ή άλλως, μόνο τρία άτομα δούλευαν στην αίθουσα, κι αυτά μακριά, στην άλλη άκρη. «Η Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ τα χάλασε με τον Μάθιου Φέργκιουσον. Τον παράτησε στα κρύα του λουτρού» είπε γνέφοντας επιδοκιμαστικά. Περσινά ξινά σταφύλια, Ντεμπ, συλλογίστηκε η Ντάρλα, όμως κράτησε το στόμα της κλειστό συνεχίζοντας να καθαρίζει. Ήξερε ότι η Ντέμπι λάτρευε το κουτσομπολιό. Κατά πάσα πιθανότητα, τα μόνα πράγματα που ήθελε στη ζωή της ήταν ο Ρόνι, το Άπερ Κατ και η ευκαιρία να είναι η πρώτη που μάθαινε τα κουτσομπολιά. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Αύριο μεθαύριο, θα μας έρθει για να αλλάξει χτένισμα, να μου το θυμάσαι, και τότε θα ξέρουμε ποιος έχει σειρά». Η Ντάρλα άφησε στη μέση το συγύρισμα. «Τι είναι αυτά που λες;» «Θα σου εξηγήσω» είπε η Ντέμπι και έγειρε μπροστά συνωμοτικά, περιμένοντας να πλησιάσει η Ντάρλα. Εκείνη κοίταξε το ρολόι της. Ήταν τέσσερις η ώρα. «Περιμένω να έρθει η Μάρτι Γιάκομπσεν για το ραντεβού της». Η Ντέμπι κούνησε το χέρι. «Η Μάρτι πάντα αργεί. Σίγουρα θα έχει βγει στη γύρα για να μάθει κουτσομπολιά. Μερικοί άνθρωποι είναι φοβεροί!» «Πράγματι» συμφώνησε η Ντάρλα και κάθισε. «Εντάξει, λοιπόν, είμαι όλη αυτιά». «Θυμάσαι το διάστημα προτού η Μπάρμπαρα βάλει στο μάτι τον Μάθιου; Είχε έρθει εδώ και μου είχε ζητήσει να της αλείψω με χένα τα μαλλιά και να τα σηκώσω ψηλά, προσθέτοντας: “Θέλω να είναι καλόγουστα και απαλά, σαν της Ιβάνα”. Εγώ παραξενεύτηκα, όταν όμως ο Ρόνι μού είπε πως η Μπάρμπαρα παράτησε τον Μάθιου, αναρωτήθηκα αν θα έρθει πάλι για νέο χτένισμα, και τότε κατάλαβα». «Τι κατάλαβες; Γιατί εγώ σ’ έχασα» είπε η Ντάρλα. Η Ντέμπι έγειρε πιο κοντά και το μπράτσο της πολυθρόνας ζούληξε τη μαλακή μέση της.
«Προσπαθούσε να μοιάσει στη Λόις». «Η Μπάρμπαρα;» ρώτησε η Ντάρλα κοιτάζοντας έκπληκτη την Ντέμπι. «Ακριβώς». Η Ντέμπι έγειρε πίσω όλο ικανοποίηση. «Γιατί θυμήθηκα πως, όταν κυνηγούσε τον Γκιλ της Τζάνις, είχε πιάσει τα μαλλιά της αλογοουρά, όπως η Τζάνις, με τη διαφορά ότι τα φούσκωσε λίγο, και μου ζήτησε να της τα πλέξω γαλλική κοτσίδα στην κορυφή για να δείχνει αριστοκρατική. Κι έπειτα, όταν ήρθε η σειρά της Μπέα Λούις, τα ήθελε κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, με τη διαφορά ότι άφησε να κρέμονται στο πλάι μερικά τσουλούφια που την έκαναν πολύ σέξι, το θυμάσαι; Η δύστυχη Μπέα έμοιαζε σαν να είχε ένα στρογγυλό ψωμάκι στο κεφάλι, ενώ η Μπάρμπαρα φαινόταν κουκλάρα. Έπειτα τα έβαψε κοκκινόξανθα για χάρη του Μάθιου, και η καημένη η Λόις έμεινε μ’ εκείνη την πορτοκαλί κόμμωση, σε στιλ λάχανο, την οποία δεν λέει να αλλάξει – και να σκεφτεί κανείς ότι διευθύνει ινστιτούτο ομορφιάς, βρε αδερφέ! Γι’ αυτό λοιπόν» συνέχισε η Ντέμπι σκύβοντας ξανά μπροστά «σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή μέσα στον μήνα η Μπάρμπαρα θα ζητήσει αλλαγή χτενίσματος. Και τότε, ανάλογα με το ποια γυναίκα θα θυμίζει το καινούργιο λουκ της, θα ξέρουμε ποιον κυνηγάει. Δεν είναι τελείως τρελό;». «Έχει βάλει στο μάτι τον Νικ» είπε η Ντάρλα. «Χτες του πήγε στο συνεργείο το αμάξι της, ενώ δεν είχε τίποτα». «Τον Νικ». Η Ντέμπι κάθισε πίσω, αποφεύγοντας να ζαρώσει το μέτωπο για να μην κάνει ρυτίδες, αλλά εμφανώς προβληματισμένη. «Χριστέ μου. Τότε θα μπορούσε να αντιγράψει ένα σωρό γυναίκες. Με ποια βγαίνει τώρα ο Νικ; Μ’ εκείνη τη Λίσα;» «Όχι». Η Ντάρλα σηκώθηκε και άρχισε να τακτοποιεί ξανά τον χώρο της. «Έχουν διακόψει εδώ και καιρό. Η Λίσα ήθελε δαχτυλίδι για τα Χριστούγεννα κι αυτός της χάρισε την ανθολογία των τραγουδιών της Ντάστι Σπρίνγκφιλντ3. Εκείνη δεν ήξερε καν ποια ήταν η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ. Προς το παρόν, δεν νομίζω ότι βγαίνει με κάποια». «Πάντως, κανένας από τους δεσμούς του δεν διαρκεί. Άντε να κρατήσει έναν χρόνο το πολύ». Η Ντέμπι κούνησε το κεφάλι με συγκατάβαση. «Όταν ένας άντρας δεν έχει ξεπεράσει το διαζύγιό του έπειτα από είκοσι χρόνια, τότε κάτι δεν πάει καλά». «Το διαζύγιό του το ξεπέρασε είκοσι λεπτά αφότου οριστικοποιήθηκε» αντέτεινε η Ντάρλα, προσπαθώντας να πνίξει τον πικρόχολο τόνο της φωνής της. Μπορεί ο Νικ να μην είχε σταθερή σχέση, όμως ήταν εξαιρετικός κουνιάδος και θαυμάσιος άνθρωπος. Και δεν ήταν βυθισμένος σε τέλμα σαν μερικούς μερικούς. «Απλώς δεν του αρέσει η δέσμευση». «Ο άντρας πρέπει να παντρεύεται». «Γιατί;» ρώτησε η Ντάρλα θυμωμένη. Κοιτάχτηκαν με το ίδιο βλέμμα το οποίο αντάλλασσαν μεταξύ τους από την πρώτη φορά που η Ντάρλα κοίταξε πάνω από την κούνια της νεογέννητης αδελφούλας της και δεν εντυπωσιάστηκε από το θέαμα. Ο γάμος δεν ήταν κάτι το υποχρεωτικό για τους άντρες. Ούτε για τις γυναίκες, έστω κι αν η Ντέμπι ήταν ευχαριστημένη από τον γάμο της μ’ αυτό τον βλάκα τον Ρόνι. Και η ίδια μ’ αυτό τον μούχλα τον Μαξ, τρομάρα της. Μερικές φορές οι σκέψεις της ξεστράτιζαν. Δεν έπρεπε να ταράζεται τόσο πολύ, ειδικά με τον Μαξ που δεν της έφταιγε σε τίποτα και που άξιζε όσο είκοσι χαζοβιόληδες σαν τον Ρόνι. Η Ντάρλα δεν έπρεπε να τον βαριέται, ντρεπόταν για τα αισθήματά της, δεν ήταν σωστό.
Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να αισθάνεται έτσι. «Γιατί έγινες ξαφνικά τόσο οξύθυμη;» ρώτησε η Ντέμπι και η Ντάρλα κυριεύτηκε ξανά από ενοχές. Μπορεί η Ντέμπι να μην είχε εφεύρει την πυρίτιδα, όμως ήταν καλή αδελφή. Για σκέψου η Ντάρλα να είχε για αδελφή τη συναρπαστική Ζόι που έκανε την Κουίν να νιώθει άχρωμη και άοσμη! Η Ντεμπ ήταν απλώς η Ντεμπ. «Ξέχνα το» της είπε. «Να μου το θυμάσαι» κατέληξε η Ντέμπι «από μέρα σε μέρα η Μπάρμπαρα θα μας επισκεφτεί. Και αν θελήσει να μοιάσει στη Λίσα, θα χρειαστεί να βάλει ψεύτικα μαλλιά, γιατί την τελευταία φορά που είδα τη Λίσα, τα μαλλιά της έφταναν ως τον πισινό». «Ο Νικ δεν βγαίνει με τη Λίσα». Η Ντάρλα σηκώθηκε, καθώς η Μάρτι Γιάκομπσεν όρμησε μέσα, καθυστερημένη. «Ίσως η Μπάρμπαρα έβαλε μυαλό και αρχίσει να βγαίνει με ελεύθερους άντρες». «Να το δω και να μην το πιστέψω» είπε η Ντέμπι. «Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Αυτή, παιδί μου, θα συνεχίσει να τα φτιάχνει με παντρεμένους. Και να ξέρεις ότι, έτσι και αρχίσει ποτέ να συχνάζει στο σιδηροπωλείο και να ζαχαρώνει τον Ρόνι, δεν θα χρειαστεί αλλαγή στα μαλλιά της, γιατί θα της τα μαδήσω τρίχα τρίχα». «Οι άνθρωποι αλλάζουν» επέμεινε η Ντάρλα. «Αν έχουν σοβαρούς λόγους, τότε…» Η Μάρτι θρονιάστηκε στο κάθισμα μπροστά στην Ντάρλα. «Γεια» είπε. «Δεν άργησα πολύ, ε; Για την Μπάρμπαρα λέγατε; Γιατί σίγουρα τελείωσε με τον Μάθιου. Άκουσα ότι…»
Κατά τις τέσσερις, ο Μπιλ ένιωθε πια κουρασμένος. Είχε περάσει δύσκολη μέρα, που την έκανε δυσκολότερη η επιμονή του Μπόμπι να βοηθήσει τα αγόρια στα βάρη, έστω κι αν εκείνα ήξεραν πολύ περισσότερα από αυτόν. «Δεν μου λες, μεγάλε, μήπως ο Κόρεϊ χρειάζεται μεγαλύτερα βαράκια;» του φώναζε τώρα ο Μπόμπι, καθώς ο Κόρεϊ Μόσερτ, ο πιο γεροδεμένος και ο πιο χοντροκέφαλος από τους αθλητές του Μπιλ, στριφογύριζε τα μάτια με απόγνωση. «Αυτά είναι εντάξει» απάντησε ο Μπιλ και προχώρησε στον επόμενο αρσιβαρίστα, με τον Μπόμπι από δίπλα. «Αυτή η Γκρέτα κοντεύει να με τρελάνει. Έχει γεράσει πια». Ο Μπόμπι κούνησε το κεφάλι και ο Μπιλ λίγο έλειψε να πει: «Είναι πενήντα χρονών, δεν είναι γριά», αλλά μια και το αγόρι-διευθυντής είχε μόλις πατήσει τα είκοσι οκτώ, πιθανώς ήταν ανώφελο να αναφερθεί στη σχετικότητα της ηλικίας. «Θέλει να γίνονται όλα όπως τα έκανε ο Χάρβεϊ» συνέχισε ο Μπόμπι. «Το φαντάζεσαι;» «Ο Χάρβεϊ, ξέρεις, έκανε ό,τι του έλεγε η Γκρέτα» είπε ο Μπιλ επιθεωρώντας τον επόμενο αρσιβαρίστα. «Στην πραγματικότητα εκείνη διευθύνει το σχολείο εδώ και χρόνια». Και αυτό ήταν αλήθεια. Η Γκρέτα διηύθυνε το σχολείο εδώ και είκοσι χρόνια, από τότε που ο Χάρβεϊ έχασε την όρεξη για ζωή, αρνούμενος ωστόσο να βγει σε σύνταξη, ώσπου το μοιραίο έμφραγμα στο Φεστιβάλ Κολοκύθας τον έστειλε στον τάφο, πριν από τέσσερις μήνες. Τότε πέθανε στ’ αλήθεια, αν και, όπως έλεγε η Κουίν, ήταν δύσκολο να καταλάβεις τη διαφορά, καθώς η όψη του
νεκρού ήταν όμοια μ’ αυτήν που παρουσίαζε στις συγκεντρώσεις του προσωπικού. «Ορίστε, τα βλέπεις;» είπε ο Μπόμπι. «Γι’ αυτό το σχολείο είχε πάρει την κάτω βόλτα. Δεν υπήρχε ηγεσία. Μα όλα αυτά άλλαξαν τώρα». Ο Μπιλ επιθεώρησε τα βάρη του Τζέισον Μπαρνς, που ήταν ακριβώς όσο έπρεπε. Είχε εμπιστοσύνη στον Τζέισον. Έγνεψε επιδοκιμαστικά στον ψηλό, ξανθό τελειόφοιτο τον οποίο η Κουίν αποκαλούσε «Μπιλ της επόμενης γενιάς». Οι γιοι τους θα ήταν ακριβώς σαν τον Τζέισον, ψηλοί, δυνατοί, αξιόπιστοι. «Ξέρεις τι μου είπε ο Καρλ Μπρούκνερ;» έλεγε τώρα ο Μπόμπι. «Τι;» ρώτησε ο Μπιλ, μόνο και μόνο για να πάει με τα νερά του. «Πιστεύει πως φέτος η χρηματοδότηση είναι σίγουρη». Τα μάτια του Μπόμπι γυάλιζαν, καθώς κοίταζε αφηρημένα το κενό. «Είπε ότι πρόσεξε τις τοιχογραφίες και σκέφτηκε ότι ένα καινούργιο γυμναστήριο δεν ήταν αρκετή ανταμοιβή για τη δουλειά που έκανες με τα αγόρια». «Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε τη χρηματοδότηση» είπε ήρεμα ο Μπιλ. «Καινούργια εγχειρίδια, αυξήσεις στους μισθούς των καθηγητών… όλα αυτά έχουν μείνει πίσω». Οι τοιχογραφίες ήταν ακανθώδες θέμα, γιατί όταν είχε ζητήσει από την Κουίν και την τάξη των Καλλιτεχνικών να τις αναλάβουν, η Κουίν ήταν εντελώς αντίθετη. «Πες μου για ποιον λόγο οι μαθητές των Καλλιτεχνικών θα έπρεπε να βάλουν πλάτη για το αθλητικό τμήμα» του είχε πει, αλλά ο Μπιλ δεν είχε χάσει την υπομονή του, και στο τέλος η Κουίν είχε υποχωρήσει. «Ναι, αλλά άκου τι άλλο είπε» συνέχισε ο Μπόμπι. «Τόνισε ότι οφείλουμε να έχουμε υψηλές προσδοκίες. Είπε ότι το φθινόπωρο θα εκδοθεί ομόλογο για τη χρηματοδότηση των καινούργιων κτιριακών εγκαταστάσεων». Η φωνή του Μπόμπι έσβησε, καθώς χάθηκε στην ονειροπόλησή του. «Για ένα στάδιο και ένα καινούργιο κλειστό γυμναστήριο». Ο Μπιλ αναπήδησε. «Με δουλεύεις». «Καθόλου». Ο Μπόμπι κούνησε το κεφάλι αφηρημένα ατενίζοντας το μέλλον του. «Στάδιο Μπιλ Χίλιαρντ». Δεν πρόσθεσε «Κλειστό γήπεδο Ρόμπερτ Γκλόαμ», όμως ο Μπιλ ήξερε ότι το σκεφτόταν. «Μου είναι αδιάφορο πώς θα το ονομάσουν. Πάντως ένα στάδιο το χρειαζόμαστε» δήλωσε ο Μπιλ. «Το ξέρω, το ξέρω, μεγάλε» είπε το αγόρι-διευθυντής, ανυπομονώντας να βρεθούν ξανά στο ίδιο μήκος κύματος. «Αν κερδίσεις το δέκατο κύπελλο, το στάδιο είναι σίγουρη υπόθεση». Ο Μπιλ θα το κέρδιζε το δέκατο κύπελλο. Πέντε χρόνια τώρα ετοίμαζε μια εξαιρετική ομάδα του μπέιζμπολ, για την οποία ήταν βέβαιος ότι θα έβγαινε πρωταθλήτρια. Και τότε θα αποκτούσαν το στάδιο. Ο Μπιλ χαμογέλασε. «Το μέλλον διαγράφεται λαμπρό» σχολίασε ο Μπόμπι. Προτού ο Μπιλ προλάβει να απαντήσει, η πόρτα που οδηγούσε στο πάρκινγκ βρόντησε κι αμέσως μετά ακούστηκε η φωνή της Κουίν. «Πρέπει να σου μιλήσω». Ο Μπιλ γύρισε και είδε μια έξαλλη Κουίν να τον αγριοκοιτάζει λαχανιασμένη. Μερικά αγόρια σταμάτησαν να σηκώνουν βάρη και έμειναν να την κοιτάζουν, όταν όμως ο Μπιλ τούς κάρφωσε με
το βλέμμα του, επέστρεψαν στη δουλειά τους, με εξαίρεση τον Τζέισον Μπαρνς, που άφησε κάτω τα βάρη του. «Τζέισον» τον προειδοποίησε ο Μπιλ και περίμενε μέχρι να ακούσει ξανά τα βάρη του καλύτερου αθλητή του να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά. Έπειτα στράφηκε στον Μπόμπι, που κοιτούσε θυμωμένος την Κουίν, και του είπε: «Ρόμπερτ, αναλαμβάνεις εσύ». Η Κουίν βγήκε βροντώντας τα πόδια στο πάτωμα και ο Μπιλ την ακολούθησε, υποθέτοντας ότι ήταν λίγο ταραγμένη εξαιτίας του σκυλιού. Ήξερε ότι ήταν εύκολο να τη λογικέψει. «Πού είναι;» ρώτησε η Κουίν μόλις βρέθηκαν έξω, δίπλα στο αμάξι της. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια της πετούσαν σπίθες και τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα. Ήταν πολύ όμορφη. «Βρίσκεται σε ασφαλές και ζεστό μέρος». Ο Μπιλ τη χτύπησε τρυφερά στο μπράτσο. «Όλα είναι μια χαρά. Ηρέμησε». Η Κουίν απομάκρυνε το χέρι του από το μπράτσο της και προχώρησε ένα βήμα μπρος. «Όχι, δεν είναι μια χαρά. Θέλω πίσω αυτό το σκυλί. Δεν ξέρω πού το έχεις πάει, αλλά θα πάμε αμέσως να το πάρουμε πίσω. Και φρόντισε να μην είναι στον μπόγια, γιατί δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ». «Νομίζω ότι η αντίδρασή σου είναι κάπως υπερβολική». Ο Μπιλ μιλούσε ήρεμα, ωστόσο ήταν προβληματισμένος. Τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως είχε προβλέψει. Κανονικά, η Κουίν δεν έπρεπε να ήταν τόσο θυμωμένη. «Το σκυλί είναι εντάξει. Τους είπα να μην το κοιμίσουν. Τους είπα να μας τηλεφωνήσουν σε περίπτωση που δεν βρεθεί κανείς να…» «Την πήγες στον μπόγια!» Η φωνή της έτρεμε. «Εμπρός, πήγαινέ με αμέσως εκεί». «Κουίν, προσπάθησε να λογικευτείς…» «Μιλάω πολύ λογικά». Η φωνή της ήταν απόλυτα σοβαρή και το στρογγυλό της πρόσωπο φάνταζε πιο χλωμό απ’ όσο συνήθως. «Αλλά είμαι έτοιμη να προκαλέσω τέτοια σκηνή, που θα σου μείνει αξέχαστη. Εμπρός, λοιπόν, πήγαινέ με να πάρω πίσω το σκυλί μου, που να με πάρει και να με σηκώσει!» Της άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού κι εκείνος κάθισε στο τιμόνι, παρατηρώντας ότι τα καλύμματα των καθισμάτων στο αμάξι της χρειάζονταν επειγόντως αντικατάσταση. Όταν θα κατόρθωνε να την ηρεμήσει, θα περνούσαν από το Τάργκετ για να διαλέξει η Κουίν καινούργια. «Λυπάμαι αν ταράχτηκες». «Αν;» Η φωνή της ακούστηκε σχεδόν σαν στριγκλιά. «Τόση ώρα με ακούς και εξακολουθείς να αναρωτιέσαι; Ε, λοιπόν, πίστεψέ με, είμαι έξω φρενών!» «Παρ’ όλα αυτά, δεν γίνεται να κρατήσουμε το σκυλί» συνέχισε ο Μπιλ με ήρεμη φωνή, καθώς έβαζε μπρος και οδηγούσε το αυτοκίνητο έξω από το πάρκινγκ. «Μίλησα με τη διαχειρίστρια και μου είπε ότι απαγορεύεται». «Τότε θα μετακομίσω αλλού» δήλωσε η Κουίν σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. Ο Μπιλ πήρε βαθιά εισπνοή. Ήταν φανερό πως η Κουίν ήταν ταραγμένη, όμως θα ηρεμούσε. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε το διαμέρισμα. Είναι πολύ βολικό. Και βρίσκεται κοντά στο σχολείο. Είναι…» «Είπα ότι εγώ θα μετακομίσω. Εσύ μπορείς να μείνεις εκεί» δήλωσε η Κουίν.
«Κουίν…» «Ούτως ή άλλως, το πράγμα δεν πήγαινε άλλο» του είπε ανέκφραστα, με σφιγμένη φωνή αλλά χωρίς κανένα συναίσθημα. «Και τώρα που έκλεψες το σκυλί μου, δεν υπάρχει ελπίδα να διορθωθεί η κατάσταση». Ο Μπιλ ήθελε να της βάλει τις φωνές, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν υπήρχε λόγος να παραφερθούν και οι δύο. «Μη λες ανοησίες. Δεν πρόκειται να μετακομίσεις αλλού». Η Κουίν γύρισε και τον κάρφωσε με το βλέμμα, κάνοντάς τον να ζαρώσει. «Περίμενε και θα δεις. Περίμενε να με δεις να φεύγω» του αποκρίθηκε ήρεμα. Ο Μπιλ σταμάτησε τον καβγά. Ήταν μάταιο, όσο η Κουίν επέμενε να συμπεριφέρεται παράλογα. Όταν θα ηρεμούσε, ήταν σίγουρος πως θα αντιμετώπιζε τα πράγματα πιο λογικά. Έτσι, αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του στους αθλητές του –σκεφτόταν ποιος είχε μείνει πίσω, ποιος έπρεπε να σηκώσει περισσότερα βάρη, ποιος είχε φουσκώσει υπερβολικά σε βάρος της ευκινησίας του– και απορροφήθηκε τόσο πολύ από τα σχέδιά του, ώστε λίγο έλειψε να προσπεράσει τη στροφή προς το Κέντρο Προστασίας Ζώων. Όταν βρέθηκαν μέσα στο κτίριο, η Κουίν φάνηκε ακόμα πιο αναστατωμένη, σχεδόν όρμησε στο γραφείο υποδοχής για να αρπάξει απ’ τα μούτρα τη δύστυχη γυναίκα με την καφέ στολή. Αν μη τι άλλο, η υπάλληλος ήταν μια συμπαθητική γυναίκα, οπαδός των Τάιγκερ, όπως του είχε πει όταν εκείνος είχε φέρει το σκυλί. «Κάνετε πολύ καλή δουλειά, κύριε προπονητή» τον είχε επαινέσει, κι εκείνος την είχε ευχαριστήσει, γιατί η υποστήριξη της κοινότητας ήταν ζωτικής σημασίας για ένα καλό αθλητικό πρόγραμμα. Την έλεγαν Μπέτι – τώρα το θυμήθηκε. Ο Μπιλ σχεδόν ντράπηκε όταν η γυναίκα τούς οδήγησε στα κλουβιά και η Κουίν γονάτισε στο τσιμέντο και άπλωσε τα χέρια ανάμεσα απ’ τα κάγκελα φωνάζοντας το όνομα της Κέιτι λες και είχε αποχωριστεί το κοπρόσκυλο όχι για λίγες ώρες αλλά για αιώνες. Το σκυλί την πλησίασε πατώντας στις μύτες των ποδιών, τρέμοντας ολόκληρο. Ο Μπιλ ήταν βέβαιος ότι έπαιζε θέατρο. Τα σκυλιά τα συνήθιζαν κάτι τέτοια, να κοιτάζουν μονίμως με μάτια γεμάτα υπολογισμό, προπάντων τούτο δω το ύπουλο, πανούργο ποντίκι. Το κλουβί ήταν θεόρατο, ο χώρος ζεστός και μπροστά του υπήρχαν ένα μπολ με τροφή κι άλλο ένα με νερό· ήταν φανερό λοιπόν ότι αυτό το σκυλί δεν υπέφερε. «Θέλω να τη βγάλεις αποδώ μέσα» είπε η Κουίν δίχως να τον κοιτάζει. Χάιδευε το σκυλί πίσω απ’ τα κάγκελα, έχοντας στραμμένη την προσοχή της αποκλειστικά σ’ αυτό. «Βγάλ’ την τώρα αμέσως». Κάτι στη φωνή της, κάτι παράξενο και ελαφρώς ανησυχητικό, έδωσε στον Μπιλ να καταλάβει πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να προβάλει αντιρρήσεις. «Έφερα τη σκυλίτσα σήμερα το πρωί» είπε στην Μπέτι. «Θα ήθελα να την πάρω πίσω». «Λυπάμαι, κύριε προπονητή, αλλά θα σας κοστίσει τριάντα δολάρια, συν τα έξοδα για την άδεια κατοχής» αποκρίθηκε η Μπέτι εμφανώς στενοχωρημένη. «Δυστυχώς, έτσι λέει ο νόμος». Ο Μπιλ ήθελε να διαμαρτυρηθεί, να πει ότι, εφόσον το σκυλί το είχε φέρει ο ίδιος, θα έπρεπε να μπορεί να το πάρει πίσω δωρεάν, όμως του φάνηκε απλούστερο να πληρώσει τα χρήματα. Δεν ήθελε να διαπληκτιστεί με μια οπαδό των Τάιγκερ και, άλλωστε, όσο πιο γρήγορα έφευγαν με την Κουίν αποκεί, τόσο πιο γρήγορα θα την έπειθε να λογικευτεί και να ξεφορτωθεί το σκυλί μια και καλή. Βέβαια, θα έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος να του βρει στέγη. Προφανώς η Προστασία Ζώων δεν
ικανοποιούσε την Κουίν. Ποτέ της δεν είχε συμπεριφερθεί τόσο παράλογα. Ίσως επρόκειτο για προεμμηνορροϊκό σύνδρομο. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, η Κουίν έσφιξε πάνω της το σκυλί δίχως να μιλάει, κι αυτό κοίταζε πάνω από τον ώμο της τον Μπιλ χαμογελώντας αυτάρεσκα. Ο Μπιλ το αγνόησε. Μπορεί να ήταν υποχρεωμένος να ανεχτεί την παρουσία του για ένα διάστημα, αλλά όχι για πολύ. Το μέλλον του με την Κουίν δεν περιλάμβανε σκύλο, έστω κι αν τώρα εκείνη ήταν ακόμη θυμωμένη μαζί του. «Ποια είναι τα σχέδιά σου για το απόγευμα;» τη ρώτησε εγκάρδια, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους. «Θα μετακομίσω» είπε η Κουίν, με την ίδια φυσικότητα όπως θα έλεγε ότι θα πήγαινε να φάει πίτσα με την Ντάρλα. «Αχ, έλα τώρα, Κουίν!» Ο Μπιλ έστριψε στον δρόμο του σχολείου κάπως απότομα. «Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν παιδί. Δεν πρόκειται να πας πουθενά. Όταν γυρίσω σπίτι, θα το κουβεντιάσουμε». Εκλαμβάνοντας τη σιωπή της ως αποδοχή, άφησε τον νου του να πλανηθεί στους αθλητές του. Ορισμένα από τα αγόρια, μεταξύ των οποίων ο Κόρεϊ Μόσερτ, κάποιες φορές αντιδρούσαν άσχημα. Κρίμα που ο Κόρεϊ δεν ήταν σαν τον Τζέισον Μπαρνς. Από την άλλη, ο Κόρεϊ και ο Τζέισον ήταν κολλητοί. Θα μιλούσε στον Τζέισον – δεν ήταν κακή ιδέα. Δίπλα του, η Κουίν καθόταν σιωπηλή, με το σκυλί να τον παρατηρεί πάνω από τον ώμο της.
«Εντάξει, διάβολε, ας προσπαθήσουμε να μιλήσουμε ήρεμα» είπε ο Νικ από την άλλη άκρη ενός Σεβρολέ Μπλέιζερ, διερωτώμενος αν τελικά ήταν η μέρα του να αντιμετωπίζει σαλταρισμένες γυναίκες. Η Κουίν τον αγριοκοίταξε, θαρρείς και διάβασε τη σκέψη του. «Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσουμε ήρεμα». Έσφιξε την Κέιτι στην αγκαλιά της, και το σκυλί ακούμπησε το πιγούνι στο μπράτσο της, κοιτάζοντάς τον εριστικά. Οι δυο τους παρουσίαζαν όμορφο θέαμα, όμως ο Νικ αποφάσισε να μην αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί. «Αν δεν γνωρίζω τι συμβαίνει, δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω, και για να το μάθω, πρέπει να μου εξηγήσεις». Η Κουίν πήρε βαθιά ανάσα. «Θέλω απλώς να με βοηθήσεις να μεταφέρω τα πράγματά μου από το διαμέρισμα στο σπίτι της μαμάς, όσο ακόμη ο Μπιλ βρίσκεται στο σχολείο. Αυτό είναι όλο». Αυτό είναι όλο! Ο Νικ στηρίχτηκε στο αυτοκίνητο και ευχήθηκε να βρισκόταν κάπου αλλού. Συμπαθούσε τον Μπιλ. Έπαιζαν πόκερ μαζί. «Ίσως αν του μιλούσες…» «Μου πήρε τη σκυλίτσα μου και την παράτησε σ’ ένα κρύο κλουβί όλη μέρα. Κι αν ψοφούσε;» Η Κουίν έσφιξε την Κέιτι στην αγκαλιά της γεμάτη αγωνία. «Το ξέρεις ότι εκεί σκοτώνουν όσα σκυλιά θεωρούν άρρωστα; Σκέψου ότι η Κέιτι τρέμει διαρκώς. Θα μπορούσαν να της είχαν κάνει ευθανασία».
Ο Νικ κούνησε το κεφάλι. «Ο Μπιλ είναι καλός άνθρωπος. Ίσως…» «Δεν άκουσες λέξη απ’ ό,τι σου είπα;» ρώτησε η Κουίν. «Παρέδωσε την Κέιτι στον μπόγια». «Ναι, το κατάλαβα». Ο Νικ προσπαθούσε να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να της μιλήσει, προκειμένου να την ηρεμήσει, αλλά και να μη βρεθεί ο ίδιος μπλεγμένος στον καβγά. «Όμως δεν είναι κακός άνθρωπος, Κουίν, και το ξέρεις. Πρέπει να ηρεμήσεις, προτού κάνεις κάτι που ύστερα θα το μετανιώσεις». «Όχι». Η Κουίν άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο συνεργείο, εξακολουθώντας να σφίγγει την Κέιτι στην αγκαλιά της. «Δεν πρόκειται να ηρεμήσω, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Αυτό ήταν εξαρχής το πρόβλημά μου. Η Ζόι μια ζωή παραβίαζε τους κανόνες και η μαμά μου έκανε ότι δεν συνέβαινε τίποτα, ο μπαμπάς μου έβλεπε τηλεόραση ώσπου να περάσει η μπόρα, η Ντάρλα είχε το δικαίωμα να προσβάλλει τους άλλους, εσύ δεν ήθελες να ανακατεύεσαι πουθενά, και εγώ ήμουν πάντα η ήρεμη, αυτή που διόρθωνε τα πράγματα». «Είσαι καλή σ’ αυτό» είπε ο Νικ, ευχόμενος να σταματήσει επιτέλους αυτό το αδιάκοπο πηγαινέλα. «Μα δεν είμαι ήρεμη. Αυτό είναι ψέμα». Η Κουίν έσφιξε κι άλλο την Κέιτι, ανασαίνοντας λαχανιασμένα. «Απλώς, όταν όλοι ουρλιάζουν, κάποιος πρέπει να φανεί ώριμος και ψύχραιμος, γι’ αυτό κι εγώ έχω αυτές τις στιγμές που παριστάνω το φυτό και που δεν αντιδρώ όπως θα αντιδρούσε κάθε λογικός άνθρωπος. Διατηρώ την ψυχραιμία μου, καταπιέζω τα συναισθήματά μου, συμβιβάζομαι και φροντίζω όλα να γίνουν σαν πρώτα. Όμως, ως εδώ και μη παρέκει, δεν θα το ξανακάνω. Στο εξής, θα είμαι σαν τη Ζόι. Στον διάβολο η ηρεμία. Ας φροντίσουν οι άλλοι να είναι οι ώριμοι της υπόθεσης, γιατί αποδώ και πέρα εγώ θα γίνω εγωίστρια και θα κάνω αυτό που θέλω». Ο Νικ την παρακολουθούσε, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να του πει, τρομάζοντας κάπως με το παράξενο βλέμμα της. Το να δηλώνει η Κουίν ότι θα έπαυε να είναι ήρεμη ήταν σαν να έλεγε ότι θα έπαυε να αναπνέει. Όταν η μητέρα της είχε ρίξει το αυτοκίνητο στη μεγάλη βελανιδιά, στρίβοντας απότομα το τιμόνι για να αποφύγει τον υπαίθριο πάγκο που πουλούσε αναψυκτικά, η Κουίν ήταν αυτή που είχε προσπαθήσει να σταματήσει την αιμορραγία της χρησιμοποιώντας μια αθλητική κάλτσα, ενόσω η Ζόι ούρλιαζε πανικόβλητη. Όταν η Ζόι είχε λιγοψυχήσει στην τελετή του γάμου τους, την ώρα που διέσχιζε τον διάδρομο της εκκλησίας, η Κουίν ήταν αυτή που την είχε πείσει να γυρίσει στην εκκλησία. Όταν ο Μαξ τα είχε θαλασσώσει στις απολυτήριες εξετάσεις στο μάθημα της Ιστορίας, η Κουίν ήταν αυτή που τον είχε βοηθήσει να διαβάσει για την επαναληπτική εξέταση, την οποία επίσης εκείνη είχε ζητήσει κατ’ εξαίρεση από τον καθηγητή, προκειμένου να μπορέσει να αποφοιτήσει ο Μαξ. Ο Νικ γνώριζε την Κουίν εδώ και είκοσι χρόνια, και σ’ όλο αυτό το διάστημα, εκείνη ήταν πάντα ο άνθρωπος που έβγαζε το φίδι απ’ την τρύπα, εκείνη ήταν η ψύχραιμη, εκείνη ήταν που φρόντιζε όλα να ξαναγίνουν όπως πριν. Τώρα που το σκεφτόταν, συνειδητοποιούσε ότι μάλλον γερνούσαν. Το μόνο που ήθελε η Κουίν ήταν ένα σκυλί. Και της άξιζε να έχει ό,τι επιθυμούσε. «Εντάξει» είπε ο Νικ όταν η Κουίν σταμάτησε το κατηγορητήριό της για να πάρει ανάσα. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Αυτό έχεις να πεις όλο κι όλο; Εντάξει;» «Τι θα κουβαλήσουμε;» «Δηλαδή… θα με βοηθήσεις;» «Πάντα αυτό δεν κάνω;» είπε, ενοχλημένος με την έκπληξή της. «Πάντα» έσπευσε να απαντήσει η Κουίν, και ξαφνικά ο θυμός του ξεθύμανε. «Ήθελα απλώς να σιγουρευτώ ότι το θέλεις πραγματικά». «Το θέλω πραγματικά». «Δεν εννοώ το σκυλί. Εννοώ το ότι θέλεις να εγκαταλείψεις τον Μπιλ». «Ναι, το θέλω στ’ αλήθεια» επανέλαβε η Κουίν με φωνή σταθερή. «Εντάξει». Ο Νικ απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο και πήγε να πάρει το παλτό του από τον καλόγερο. «Θέλεις να μου πεις για ποιον λόγο πρέπει να το κάνουμε την ώρα που ο Μπιλ λείπει στη δουλειά;» «Δεν θέλω να τον ξαναδώ» αποκρίθηκε η Κουίν. «Του είπα στο αυτοκίνητο ότι τον εγκαταλείπω, κι αυτός απλώς χαμογέλασε». Καθώς ο Νικ άπλωνε το χέρι να πιάσει το πανωφόρι του, το χέρι του έμεινε μετέωρο. «Τι έκανε, λέει;» «Απλώς χαμογέλασε». Η Κουίν κούνησε το κεφάλι. «Θέλει να το κουβεντιάσουμε όταν γυρίσει σπίτι, αλλά δεν πρόκειται να με ακούσει, κι εγώ δεν θέλω να μιλάω άλλο σ’ έναν τοίχο». «Απλώς χαμογέλασε; Είσαι σίγουρη ότι του το είπες;» «Είπα: “Θα μετακομίσω αλλού”. Και: “Περίμενε και θα δεις. Περίμενε να με δεις να φεύγω”». «Κι αυτός χαμογέλασε!» Ο Νικ πήρε το πανωφόρι του. «Υπάρχει πρόβλημα». «Γι’ αυτό ακριβώς μετακομίζω». Η Κουίν στηριζόταν ανυπόμονα πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. «Μπορείς να βιαστείς, σε παρακαλώ; Απόψε ο Μπιλ θα αργήσει, επειδή έχουν αγώνα μπέιζμπολ, αλλά μη φανταστείς ότι έχουμε όλη νύχτα μπροστά μας». «Έρχομαι. Τι θα μεταφέρουμε;» Η Κουίν σταμάτησε να κουνιέται νευρικά, προκειμένου να σκεφτεί. «Τον κομό, το έπιπλο με το λαβομάνο και τα ασημικά της γιαγιάς. Επίσης τα βιβλία μου, τα παπλώματά μου, τις φωτογραφίες μου και τα ρούχα μου. Είναι σπουδαίο αυτό που κάνεις για μένα, Νικ». «Έχεις κούτες για τα βιβλία;» «Όχι» απάντησε και η φωνή της έχασε τη σιγουριά της. «Δεν πειράζει, θα κουβαλήσω μερικές αύριο». Ο Νικ τής γύρισε την πλάτη, για να μη βλέπει το σαγόνι της που έτρεμε, κι έβγαλε τα γάντια από τις τσέπες του. «Εντωμεταξύ, θα πάρουμε τα έπιπλα και τα υπόλοιπα πράγματά σου, ώστε να αισθάνεσαι πως έχεις μετακομίσει. Αργότερα επιστρέφουμε για τα βιβλία και ό,τι άλλο έχεις ξεχάσει». «Σ’ ευχαριστώ» είπε πίσω του η Κουίν. «Σιγά το πράγμα». Γυρίζοντας, την είδε να σφίγγει πάνω της το σκυλί. Είχε ανοίξει διάπλατα τα ζωηρά, ανοιχτοκάστανα μάτια της και τον κοιτούσε με ευγνωμοσύνη, πιο επίμονα από κάθε άλλη φορά. «Για μένα είναι σημαντικό» δήλωσε. «Ξέρω ότι το κάνεις για χάρη μου. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι
για σένα το να αναμειγνύεσαι στα προσωπικά των άλλων, πόσο το απεχθάνεσαι αυτό, και ξέρω ότι θα σου είναι δύσκολο να αντικρίσεις τον Μπιλ». «Δεν πειράζει» της αποκρίθηκε και τότε την είδε έντρομος να πλησιάζει και να τον αγκαλιάζει, με το σκυλί ανάμεσά τους. Τα απαλά, λεία μαλλιά της χάιδεψαν το πιγούνι του. Το σώμα της ήταν ζεστό, μύριζε σαπούνι. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ξαφνικά, ξέχασε τα πάντα γύρω του και το μόνο που σκεφτόταν ήταν η εγγύτητα του κορμιού της, οι καμπύλες της, η κάθε ανάσα της. Για όλους αυτούς τους λόγους απέφυγε να την αγκαλιάσει. «Πειράζει» του ψιθύρισε στον λαιμό. «Κάνεις κάτι που σιχαίνεσαι, μόνο και μόνο επειδή σε χρειάζομαι. Είσαι ο καλύτερος». Έπειτα, μετά από ένα διάστημα που του φάνηκε δυο χιλιάδες χρόνια το λιγότερο, τον άφησε και προχώρησε προς την έξοδο. Ο Νικ ανέπνευσε ξανά. «Τέλεια. Να το θυμάσαι αυτό». Την ακολούθησε έξω, ελαφρώς σαστισμένος από την τόσο θερμή της αντίδραση, φωνάζοντας στον Μαξ να έχει τον νου του στην αντλία, αποφασισμένος να μην ξανακάνει κάτι που θα την έφερνε τόσο κοντά του.
Η σύντομη διαδρομή μέχρι το διαμέρισμα της Κουίν τού φάνηκε μεγαλύτερη απ’ ό,τι συνήθως, και η καμπίνα του ημιφορτηγού του μικρότερη. Ο Νικ στενοχωριόταν που την έβλεπε έτσι ταραγμένη, ενώ συγχρόνως ένιωθε ενοχές επειδή πρόδιδε τον Μπιλ. Το χειρότερο όμως ήταν ότι αισθανόταν σφιγμένος και ανήσυχος. Καθώς η Κουίν καθόταν πλάι του κρατώντας αγκαλιά το αναθεματισμένο σκυλί, η λαχτάρα να βρεθεί ξανά στη ζεστή αγκαλιά της γινόταν όλο και πιο έντονη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήταν πιο ήσυχος όταν η Κουίν είχε δεσμό. Όσο ανήκε σε κάποιον άλλο, η Κουίν ήταν απλώς η Κουίν, και ο Νικ δεν την πολυσκεφτόταν. Τα δύσκολα άρχιζαν όταν εκείνη χώριζε με κάποιον και ήταν ελεύθερη, πράγμα που, δόξα τω Θεώ, δεν συνέβαινε συχνά, γιατί η Κουίν δεν ήταν επιπόλαια, αλλά… «Γιατί είσαι τόσο σιωπηλός;» τον ρώτησε. «Επειδή σιχαίνεσαι αυτό που πας να κάνεις, έτσι δεν είναι;» «Θέλω να είσαι ευτυχισμένη» της είπε με ειλικρίνεια. «Δεν θέλω να είσαι μόνη». «Δεν θα είμαι μόνη». Η ελαφρώς τρεμουλιαστή, εξαιτίας της συγκίνησης, φωνή της φανέρωνε έκπληξη. «Ποτέ δεν είμαι μόνη. Έχω ένα σωρό ανθρώπους στη ζωή μου». «Εννοώ χωρίς σύντροφο». «Δεν χρειάζομαι σύντροφο». Η Κουίν απέστρεψε το βλέμμα και κοίταξε έξω. «Προπάντων έναν σύντροφο που κλέβει το σκυλί μου». «Σίγουρα». Ο Νικ σταμάτησε στο ιδιωτικό δρομάκι της πολυκατοικίας της Κουίν. «Το σκυλί θα μείνει στο φορτηγάκι» δήλωσε. Η Κουίν αγκάλιασε το κοπρόσκυλο μια τελευταία φορά και κατέβηκε για να κλειδώσουν την καμπίνα. Το σκυλί τούς κοίταζε επικριτικά καθώς ξεμάκραιναν. Τι θα γίνει μ’ εμένα; έμοιαζε να λέει. Ποιος θα με φροντίζει;
Ο Νικ το αγνόησε. Όταν ανέβηκαν στο διαμέρισμα, διαπίστωσε ότι η Κουίν είχε δίκιο· πράγματι εκεί μέσα δεν υπήρχαν πολλά δικά της πράγματα. Σε λιγότερο από μισή ώρα είχαν φορτώσει στο φορτηγάκι όλα τα υπάρχοντά της, εκτός από τα ρούχα. «Αυτά ήταν όλα;» ρώτησε ο Νικ. «Δεν θα πάρεις τίποτ’ άλλο;» «Μου φτάνουν οι τύψεις μου που τον εγκαταλείπω» είπε η Κουίν. «Δεν λέω, μου έκλεψε το σκυλί και δεν μπορώ να μείνω, αλλά δεν σκοπεύω να τον αφήσω δίχως έπιπλα. Πήρα κυρίως τα οικογενειακά μου κειμήλια. Τα υπόλοιπα τα αγοράσαμε μεταχειρισμένα απ’ τα παζάρια, εκτός από μερικά καινούργια που τα ψώνισε ο Μπιλ και που εγώ τα απεχθάνομαι, ούτως ή άλλως. Θα βάλω τα ρούχα μου σε σακούλες σκουπιδιών και τελειώσαμε. Μήπως εκεί μέσα κάνει κρύο για την Κέιτι;» Ο Νικ κοίταξε τη σκυλίτσα που τους παρακολουθούσε με αγωνία από το πίσω παράθυρο του φορτηγού, έχοντας κολλημένες τις πατουσίτσες της στο τζάμι. Για ποντίκι, ήταν αρκετά χαριτωμένη. Που λέει ο λόγος, δηλαδή. «Είναι μια χαρά. Πάμε να φέρουμε τα ρούχα σου». «Εκτιμώ αυτό που κάνεις για μένα, Νικ». Εκείνος συνέχισε να κοιτάζει την Κέιτι. «Πάμε να φέρουμε τα ρούχα σου». Ήταν λάθος του να την ακολουθήσει στο διαμέρισμα για να βοηθήσει. Δεν ήταν πρόβλημα το να την κοιτάζει να διπλώνει τα ρούχα της και να τα χώνει στις σακούλες, μα όταν η Κουίν άνοιξε τα συρτάρια και άρχισε να ρίχνει σωρηδόν τα κιλοτάκια της σε μια σακούλα –όλα στους πιο αλλόκοτους χρωματισμούς, όπως το μπλε ελεκτρίκ, το έντονο ροζ και το μεταλλικό χρυσό, με σχέδια καρό, με βούλες, με ρίγες, λεοπαρδαλέ–, ο Νικ άρχισε να φαντάζεται πώς θα έδειχναν όλα εκείνα τα χρώματα πάνω στη χλωμή, μελιά επιδερμίδα της, πώς τα μεταξωτά υφάσματα θα άγγιζαν το ζεστό, καλλίγραμμο κορμί της, το κορμί που τον είχε αγκαλιάσει προηγουμένως… «Θα κατεβάσω τις σακούλες» είπε αδράχνοντάς τες, όταν εκείνη άρχισε να βγάζει τα νυχτικά της. «Επιστρέφω αμέσως». Κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και πέταξε τις σακούλες στην καρότσα του φορτηγού. Έπειτα στάθηκε έξω στο κρύο, προσπαθώντας να συμμαζέψει το μυαλό του και να σκεφτεί τι στην ευχή τού συνέβαινε, ενώ την ίδια στιγμή η Κέιτι τον κοίταζε επιτιμητικά πίσω από το τζάμι. Η Κουίν ήταν φίλη, τίποτα περισσότερο. Συγκεκριμένα, ήταν η καλύτερή του φίλη μαζί με τον Μαξ και την αγαπούσε όπως αγαπάμε έναν φίλο, τίποτα περισσότερο. Δεν σκεφτόταν την Κουίν με τρόπο ερωτικό. Κάτι τέτοιο θα ήταν τρελό. Δεν είναι η πρώτη φορά, υπενθύμισε στον εαυτό του, και ο νους του ταξίδεψε δεκαεννιά χρόνια νωρίτερα, τον Αύγουστο που εκείνος και η Ζόι είχαν επιστρέψει στο Τιμπέτ, επειδή η σχέση τους πήγαινε κατά διαόλου. Στο διάστημα των τριών μηνών μετά τον γάμο τους, είχαν ανακαλύψει ότι το μόνο κοινό ανάμεσά τους ήταν τα νευρικά ξεσπάσματά τους. Όμως στο ίδιο αυτό διάστημα, η Κουίν είχε αλλάξει. Όταν ο Νικ είχε φύγει, εκείνη δεν ήταν παρά μια μπερδεμένη δεκαεξάχρονη πιτσιρίκα ντυμένη παράνυμφος, με γαλάζιο τούλι, η οποία, όταν η αδελφή της το είχε σκάσει από την εκκλησία, είχε αναλάβει να επανορθώσει. «Μπορώ να τη φέρω πίσω» του είχε πει, και έτσι είχε κάνει, ενόσω εκείνος έβραζε από θυμό και αναρωτιόταν αν τελικά ήθελε όντως να παντρευτεί τη Ζόι.
Όταν όμως είχε επιστρέψει στο Τιμπέτ, έπειτα από τρεις μήνες, η Κουίν είχε τρέξει προς το αμάξι τους για να αγκαλιάσει την αδελφή της, φορώντας σκισμένο τζιν και εφαρμοστό φανελάκι –η Ζόι, μάλιστα, είχε σφίξει πάνω της την Κουίν με περισσότερο πάθος απ’ όσο είχε δείξει ποτέ για κείνον–, και ο Νικ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη και ένοχο πόθο, καθώς η Κουίν γελούσε και κουνούσε τη Ζόι δεξιά αριστερά, χαρούμενη και σίγουρη για τον εαυτό της, μ’ ένα κορμί όλο καμπύλες που φάνταζε ξάφνου πολύ ερωτικό. Γαμώτο, παντρεύτηκα λάθος αδελφή, είχε πει μέσα του, με τη συναισθηματική ωριμότητα ενός δεκαεννιάχρονου. Η Ζόι είχε σηκώσει το βλέμμα και τον είχε τσακώσει να κοιτάζει την Κουίν. Αμέσως τον είχε αγριοκοιτάξει, κι εκείνος είχε κάνει μεταβολή και είχε επιδοθεί στο ξεφόρτωμα των αποσκευών τους, προτού ανοίξει το στόμα της και μιλήσει. Αργότερα εκείνη τη νύχτα, η Ζόι τον είχε στριμώξει πάνω στο μεταλλικό ντουλάπι της κουζίνας της μητέρας της και κρατώντας ένα κουζινομάχαιρο κάτω από το πιγούνι του τον είχε απειλήσει: «Είναι μόλις δεκάξι ετών, βρε αλήτη». Τώρα που το θυμόταν, ο Νικ δαγκώθηκε. Είχε λιμπιστεί ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι! Βέβαια, τότε εκείνος ήταν δεκαεννιά, δεν πλησίαζε τα σαράντα, όπως τώρα. Σκέφτηκε την Κουίν μ’ εκείνο το χρυσαφένιο λεοπαρδαλέ σουτιέν που είχε ρίξει στη σακούλα. Ναι, ο Νικ είχε πράγματι μεγαλώσει… «Αν με απατήσεις ποτέ, Νικ Ζίγκλερ» τον είχε προειδοποιήσει η Ζόι «θα σε παρατήσω. Αλλά αν αγγίξεις ποτέ την αδελφή μου, πρώτα θα σου κόψω το συκώτι με το ψαλιδάκι των νυχιών και μετά θα σε παρατήσω». Γνωρίζοντας ότι η Ζόι ήταν άνθρωπος που κρατούσε τον λόγο του, εκείνος είχε σταματήσει να κοιτάζει την Κουίν και την είχε βγάλει τελείως απ’ το μυαλό του. Ο γάμος τους αντιμετώπιζε ήδη πολλά προβλήματα, δεν χρειαζόταν να προστεθεί σ’ αυτά το ψαλιδάκι των νυχιών. Τρεις μήνες αργότερα, προς μεγάλη του έκπληξη και ακόμα μεγαλύτερη ανακούφιση, η Ζόι τον εγκατέλειψε, κι αυτός ξέχασε και τη Ζόι και την Κουίν και όλο το Τιμπέτ. Υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στον στρατό και χρησιμοποίησε τους μισθούς του για να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και αγγλική ποίηση. Η ποίηση ήταν ο ιδανικός τρόπος για να προσελκύει κορίτσια, τα οποία τον βοήθησαν να βγάλει εύκολα από το μυαλό του τις αδελφές Μακένζι. Όταν πια επέστρεψε στη γενέτειρά του, η Κουίν δίδασκε Καλλιτεχνικά σε σχολείο και τα είχε με κάποιον Γκρεγκ, έναν συμπαθητικό τύπο. Το γεγονός αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να νιώσει ο Νικ ασφαλής απέναντί της. Η απαγγελία στίχων του Νταν και του Μάρβελ4 κατέπληξαν και εντυπωσίασαν τον γυναικείο πληθυσμό του Τιμπέτ, και το ψαλιδάκι των νυχιών έγινε μια θολή ανάμνηση. Ο νους του επέστρεψε στο λεοπαρδαλέ σουτιέν της Κουίν. Για κάποιον λόγο πίστευε ότι ο Μπιλ δεν θα ένιωθε ανακούφιση όταν θα συνειδητοποιούσε ότι τον άφησε η Κουίν, αντίθετα από τη δική του εμπειρία όταν τον εγκατέλειψε η Ζόι. Όχι, ο Μπιλ κάθε άλλο παρά ανακούφιση θα ένιωθε.
Στο διαμέρισμα, η Κουίν πήρε ένα σημειωματάριο από το γραφείο και κάθισε να γράψει στο αλουστράριστο τραπέζι της τραπεζαρίας. Αγαπητέ Μπιλ, ξεκίνησε. Και τώρα τι έπρεπε να γράψει; Μπορεί να ήταν έξω φρενών μαζί του λόγω του σκυλιού, εντούτοις
όφειλε να του αφήσει ένα σημείωμα. Έπειτα από δύο χρόνια, πραγματικά του το χρωστούσε. Φεύγω. Μμμ, δεν ήταν κακό· αυτή ήταν η ουσία. Όχι μόνο εξαιτίας της Κέιτι. Πάντως αυτός ήταν ο βασικός λόγος. Ο Μπιλ τής είχε πάρει το σκυλί, λες και η δική της βούληση δεν μετρούσε. Ο Μπιλ είχε πιστέψει πως θα ήταν κάτι περαστικό. Δεν την ήξερε καθόλου καλά. Αλλά αυτό που συνέβη με την Κέιτι με έκανε να συνειδητοποιήσω πως δεν γνωρίζουμε καθόλου ο ένας τον άλλο. Βέβαια, πιθανώς το λάθος ήταν δικό της. Ποτέ δεν τον ανάγκασε να την κοιτάξει πραγματικά, ποτέ δεν του είπε ότι διαφωνούσε, ποτέ δεν του είπε: «Θέλω στ’ αλήθεια ένα σκυλί», παρά μόνο εγκατέλειπε όλα τα σκυλιά που περιμάζευε. Το λάθος ήταν δικό της. Παρόλο που δεν γινόταν να μείνει μαζί του, αφού κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο μετά το επεισόδιο με τον μπόγια, δεν υπήρχε λόγος να του κρατήσει κακία, ούτε να του μιλήσει σκληρά κάνοντας τα πράγματα δυσκολότερα για όλους. Εγώ φταίω που δεν υπήρξα ειλικρινής μαζί σου, αλλά τώρα ξέρω ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί και ότι η σχέση μας ήταν καταδικασμένη. Αυτό της φάνηκε λογικό. Καθώς δεν είχε πολλά να του πει, αποφάσισε να κλείσει το σημείωμα ως εξής: Πηγαίνω να μείνω με τη μαμά και τον μπαμπά, ώσπου να βρω δικό μου σπίτι. Θα γυρίσω αργότερα για να μαζέψω τα βιβλία μου και να σου αφήσω το κλειδί. Παραλίγο να υπογράψει από συνήθεια Σ’ αγαπώ , Κουίν, αλλά σταμάτησε εγκαίρως. Δεν τον αγαπούσε. Ποτέ δεν τον αγάπησε. Τον είχε συμπαθήσει αρκετά ώστε να μείνει μαζί του, επειδή δεν τον αντιπαθούσε αρκετά ώστε να τον εγκαταλείψει. Πόσο θλιβερό! Αποφάσισε λοιπόν να υπογράψει απλώς Κουίν και κατέβηκε στον δρόμο όπου την περίμεναν ο Νικ και η Κέιτι, νιώθοντας κάποιες ενοχές αλλά πάνω απ’ όλα ανακούφιση που είχε λήξει επιτέλους αυτό το κομμάτι της ζωής της.
Ο Νικ βοήθησε την Κουίν να ξεφορτώσει τα έπιπλά της στο γκαράζ των Μακένζι και, παρόλο που ήξερε ότι δεν ήταν καλή ιδέα, κάθισε να πιει μια μπίρα και να της κρατήσει συντροφιά μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς της. «Δεν θα αργήσουν» είχε πει η Κουίν όταν του ζήτησε να μείνει. «Ανυπομονώ να τους εξηγήσω τι έγινε». «Λες να ταραχτούν;» Ο Νικ την ακολούθησε στην κουζίνα, προσπαθώντας να μην κοιτάζει τα οπίσθιά της. Το τζιν της παραήταν εφαρμοστό. Δεν το είχε προσέξει άλλη φορά, αλλά ήταν σαφές ότι η Κουίν φορούσε υπερβολικά στενά παντελόνια. Απορούσε μάλιστα που στον δρόμο οι άντρες δεν σχημάτιζαν ουρά πίσω της. «Σίγουρα έχουν συνηθίσει να με βλέπουν μαζί με τον Μπιλ». Η Κουίν άφησε στα πλακάκια της κουζίνας της μητέρας της την τελευταία σακούλα με τα ρούχα, για να τη μυρίσει η Κέιτι όπως είχε μυρίσει τις άλλες οκτώ προκειμένου να σιγουρευτεί ότι δεν κρυβόταν εκεί μέσα κάτι απειλητικό. «Δεν ξέρω αν μπορούν να με δουν χωρίς αυτόν. Έπειτα από δύο χρόνια σχέση, φαντάζομαι ότι
κανένας δεν με βλέπει πια όπως είμαι αληθινά. Πάρε τον εαυτό σου για παράδειγμα». Ο Νικ, που εκείνη τη στιγμή έβγαζε μια μπίρα από το ψυγείο, μαρμάρωσε. «Εμένα να μη μ’ ανακατεύεις» είπε ανοίγοντας το καπάκι και έκλεισε την πόρτα του ψυγείου σπρώχνοντάς τη με τον ώμο. Η Κουίν έγειρε στον πάγκο και σταύρωσε τα χέρια. Το ροζ πουλόβερ της κόλλησε στο στήθος της καθώς τον κοίταζε βλοσυρά, με απόγνωση. «Στοιχηματίζω πως μια ζωή με έβλεπες σαν την αδελφή της Ζόι ή σαν τη φιλενάδα κάποιου». «Δεν με ξέρεις καλά» απάντησε ο Νικ, που ήξερε πολύ καλά πώς την έβλεπε, αλλά δεν ήθελε να το σκέφτεται. «Όταν η Ζόι ήταν εδώ, δεν έδινα σημασία». Η Κουίν άνοιξε το ψυγείο. «Είχα συμβιβαστεί με την ιδέα πως όσο εκείνη ήταν εδώ, κανείς δεν κοίταζε εμένα». Ένας αληθινός τζέντλεμαν θα της έλεγε πως αυτό δεν ήταν αλήθεια – αλλά ήταν. Η Ζόι ήταν υπέροχη, εξωτική, με πικάντικο προσωπάκι και ατίθασα, σκούρα κόκκινα μαλλιά που σκέπαζαν τους ώμους της και που τη νύχτα φάνταζαν σχεδόν μαύρα. «Το είχα συνηθίσει». Η Κουίν έπιασε μια μπίρα απ’ το ψυγείο. «Αλλά το να σβήνω επίσης από τον χάρτη όντας στο πλευρό ενός άντρα, ε, αυτό πάει πολύ». Άνοιξε το μπουκάλι της και ήπιε. Ο Νικ παρατηρούσε το τόξο του αυχένα της καθώς εκείνη έγερνε πίσω το κεφάλι, παρατηρούσε την κίνηση των μυών στον λαιμό της και αγωνιζόταν να μη χαμηλώσει το βλέμμα στο αναθεματισμένο ροζ πουλόβερ. Τα μαλλιά της ήταν κομμένα καρέ όπως τα είχε από δεκαπέντε χρονών. Η Κουίν δεν έχει πάνω της τίποτα το ατίθασο, σκεφτόταν ο Νικ και, προκειμένου να κρατήσει τη σκέψη του μακριά από τις καμπύλες της, συγκέντρωσε την προσοχή του στα μεταξένια χρυσοκόκκινα μαλλιά που του έδιναν την εντύπωση ότι θα γλιστρούσαν σαν νερό ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Εγώ σε έβλεπα» δήλωσε ο Νικ αφήνοντας την μπίρα του. «Είναι ώρα να πηγαίνω». «Δεν τελείωσες την μπίρα σου» είπε η Κουίν. «Όμως έπιασα το υπονοούμενο. Θα σταματήσω την γκρίνια». Βγαίνοντας από την κουζίνα, διέσχισε τη φαρδιά καμάρα, μπήκε στο σκοτεινό σαλονάκι, με την Κέιτι να την ακολουθεί ανήσυχη, και παρέκαμψε τον μεγάλο κόκκινο καναπέ που έστεκε μπροστά στην καμάρα από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. «Δεν το πιστεύω» είχε πει η Ζόι, όταν ήταν ακόμη τελειόφοιτοι. «Η μάνα μου αγόρασε έναν κατακόκκινο καναπέ. Με το που τον βλέπεις, σου ’ρχεται να πηδηχτείς, καλά δεν λέω;» Καθώς ο Νικ ήταν τότε δεκαοκτώ ετών και ήθελε να πηδήξει ό,τι βρισκόταν μπροστά του, το ερώτημα ήταν ρητορικό, αλλά να που είχε επανέλθει να τον στοιχειώσει, τώρα που η Κουίν είχε θρονιαστεί καταμεσής του καναπέ. Ροζ πουλόβερ, κοκκινωπά μαλλιά, κόκκινος καναπές: πώς να μη φουντώσει ένας άνθρωπος; Σήκω φύγε, είπε μέσα του, αλλά η Κουίν ακούμπησε το κεφάλι στην πλάτη του καναπέ και του χαμογέλασε. «Ειλικρινά, θα σταματήσω την κλάψα. Σου είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια και ζητώ συγγνώμη που σ’ έπρηξα με τη μουρμούρα μου». Τα μαλλιά της λαμποκοπούσαν στο φως που ερχόταν από την κουζίνα. «Η μητέρα σου πρέπει να αλλάξει επίπλωση» είπε ο Νικ και πήγε να καθίσει δίπλα της στον
καναπέ. «Η μητέρα μου πρέπει να κάνει πολλά». Η Κουίν τού έκανε χώρο και η Κέιτι κάθισε ανήσυχη πλάι στα πόδια της. «Να φτιάξει τη ζωή της, για παράδειγμα. Πιστεύω πως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αποφάσισα να πάρω την Κέιτι». Η Κουίν χαμογέλασε στη σκυλίτσα. Ύστερα το χαμόγελο έσβησε. «Και να αφήσω τον Μπιλ. Δεν θέλω να καταλήξω σαν τη μητέρα μου, να πηγαίνω σε παζάρια με την κολλητή μου, ενώ ο άντρας μου βλέπει τηλεόραση αντί να κοιτάζει εμένα, και είναι βέβαιο πως με τον Μπιλ προς τα κει πηγαίναμε. Τα θέλω όλα. Θέλω τις δυνατές συγκινήσεις. Το πάθος». Ο Νικ ξάπλωσε στα μαξιλάρια απλώνοντας το μπράτσο στην πλάτη του καναπέ χωρίς να την ακουμπάει –δεν έπρεπε να την αγγίξει, όχι, δεν θα το έκανε– και, καθώς παρατηρούσε τα απαλά χείλη της να ανοιγοκλείνουν όπως του μιλούσε, η αναπνοή του έγινε πιο γρήγορη. Μην κάνεις βλακείες, φύγε, είπε μέσα του και απέστρεψε το βλέμμα του από τα χείλη της, τη στιγμή που εκείνη έλεγε: «Θέλω κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό, κάτι συναρπαστικό. Θέλω να γίνω η Ζόι». «Το τελευταίο καλύτερα να το αποφύγεις» σχολίασε ο Νικ. «Πιστεύω πως η Κέιτι ήταν ένας οιωνός. Ξέρεις, ένα σημάδι από το πεπρωμένο που λέει ότι πρέπει να ζήσω τη ζωή μου». Η Κουίν τού χαμογέλασε και πρόσθεσε: «Δεν μπορείς να αγνοήσεις το πεπρωμένο σου». Ο Νικ έχασε ξανά το νήμα της κουβέντας. Η Κουίν ήταν ένας ζεστός άνθρωπος, αυτό το ήξερε ήδη, αλλά για είκοσι ολόκληρα χρόνια ξεγελούσε τον εαυτό του λέγοντας ότι η ζεστασιά της ήταν ευχάριστη, χαριτωμένη και ακίνδυνη σαν του κουταβιού. Να όμως που τώρα κοίταζε το στόμα της, το φιλήδονο και χαμογελαστό εκείνο στόμα… «Νικ;» Η Κουίν έγειρε ελαφρά μπροστά και τα μαλλιά της απλώθηκαν στην πλάτη του καναπέ. «Είσαι καλά;» Η φωνή της ερχόταν από μακριά. Αν ο Νικ κουνούσε το δάχτυλό του, θα άγγιζε τα μαλλιά της. Ένα δάχτυλο, αυτό μονάχα. Ήταν τόσο απλό. Τα τσουλούφια θα γλιστρούσαν σαν δροσερό μετάξι, όπως το είχε φανταστεί αμέτρητες φορές. Του κόπηκε η ανάσα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι εκείνος μαρμάρωσε… και οι δύο μαρμάρωσαν, καθώς κοιτάζονταν στα μάτια για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα, μερικές ώρες, χαμένοι ο ένας στο βλέμμα του άλλου, κι όσο περισσότερο κοιτούσε, τόσο έβλεπε την Κουίν με τα πελώρια τρομαγμένα μάτια, την Κουίν με τα μισάνοιχτα απαλά χείλη, την Κουίν, πιο ερωτική απ’ όσο την είχε ποτέ φανταστεί, την Κουίν. Ο Νικ άρχισε να γέρνει μπροστά, μαγνητισμένος από τη θέρμη της, ελαφρώς ζαλισμένος από τον πόθο του για τα χείλη της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και έγειρε μπροστά επίσης, ήταν κοντά του, ήταν προσιτή, υπερβολικά προσιτή, μην το κάνεις, άκουσε μια φωνή μέσα του, ωστόσο εκείνος έγειρε κι άλλο για να ρουφήξει τη φλόγα της, και ξάφνου μια πόρτα έκλεισε με θόρυβο έξω στον δρόμο, η Κέιτι γάβγισε και ο Νικ τινάχτηκε πίσω. «Σκατά». Ο Νικ σηκώθηκε απότομα κι εκείνη έχασε λίγο την ισορροπία της κι έπεσε μπρος, ενώ η Κέιτι χώθηκε έντρομη κάτω από ένα πλαϊνό τραπεζάκι. Είσαι τελείως ηλίθιος, είπε μέσα του. «Λοιπόν» της είπε βιαστικά, ενώ το μόνο που πρόδιδε την κατάστασή του ήταν η βραχνάδα της φωνής του. «Δεν έγινε τίποτα. Δεν είσαι ο εαυτός σου. Εσύ δεν τα κάνεις αυτά. Με συγχωρείς.
Φταίει ο καναπές. Πρέπει να φύγω». Η Κουίν πήρε βαθιά ανάσα κι αυτός απέστρεψε το βλέμμα από το στήθος που ανεβοκατέβηκε. Ψαλιδάκι των νυχιών, είπε μέσα του. Κουνιάδα. Κολλητή. Το κορίτσι του Μπιλ. Τίποτα δεν βοηθούσε. «Ίσως φταίω εγώ» είπε η Κουίν ξεψυχισμένα. «Ίσως τα κάνω αυτά. Σήμερα νιώθω αλλαγμένη». Στραβοκατάπιε, και η κίνηση του λαιμού της τον τρέλανε ξανά. «Όχι, δεν άλλαξες» είπε ο Νικ. «Και τώρα φεύγω». Τη στιγμή που οπισθοχωρούσε και απομακρυνόταν από τον καναπέ, η μητέρα της Κουίν μπήκε στο σπίτι βγάζοντας μια στριγκλιά.
4
μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση, κι αυτό κυρίως επειδή ο Νικ μουρμούριζε ακατάληπτα, με ένοχο ύφος. «Δεν συνέβη τίποτα» δήλωσε τέλος ο Νικ, ενώ η Κουίν ανακάθισε στον καναπέ λέγοντας: «Μαμά, μην τρομάζεις, εμείς είμαστε». «Εμείς;» απόρησε η μητέρα της, και ο Νικ απάντησε: «Όχι, δεν υπάρχει “εμείς”, είναι απλώς η Κουίν. Κι εγώ. Όχι μαζί». Έπειτα ο πατέρας της Κουίν ήρθε από το γκαράζ. «Τι διάβολο συμβαίνει εδώ;» ρώτησε. Καλή ερώτηση, συλλογίστηκε ο Νικ. «Τι κάνετε εδώ;» Η Μέγκι Μακένζι κοίταξε τον Νικ και την Κουίν και ύστερα τις σακούλες σκουπιδιών στην κουζίνα της. Έτσι όπως έστεκε κάτω από το φως, τα κοντά σγουρά καστανοκόκκινα μαλλιά της σχημάτιζαν ένα απίθανο χρυσοκόκκινο φωτοστέφανο γύρω από το όμορφο, σαστισμένο πρόσωπό της. «Τι είναι τούτα δω; Γιατί έχετε κλειστά τα φώτα;» «Γεια σου, Νικ» είπε ο άντρας της διστακτικά, ελαφρώς καχύποπτα, πασχίζοντας να δει μέσα στο σκοτεινό σαλόνι. Ο Τζο ήταν ένας εύσωμος άντρας, λίγο φαλακρός, με κοιλίτσα, ένας αξιόπιστος, σε γενικές γραμμές, ηλεκτρολόγος που τώρα κοίταζε τον Νικ με δυσφορία. Ο Νικ τον καταλάβαινε. Εκείνη τη στιγμή, ούτε ο ίδιος δεν ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Γεια σου, Τζο. Ώρα να πηγαίνω. Καλό βράδυ. Η Κουίν θα σας εξηγήσει». Παρακάμπτοντας τη Μέγκι, βγήκε από την εξώπορτα προτού εκείνη προλάβει να υποβάλει ερωτήσεις, όπως για παράδειγμα: «Τι έκανες στον καναπέ μου με την κόρη μου;». Ήταν η δεύτερη κατά σειρά κόρη της με την οποία ο Νικ είχε μοιραστεί εκείνο τον καναπέ. Ούτε να το σκέφτεσαι. Όταν εκείνος βρέθηκε στο φορτηγό του, αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει το μπουφάν του, όμως δεν τον ένοιαζε. Το κρύο θα τον βοηθούσε να συνέλθει, θα κυκλοφορούσε επιτέλους το αίμα στις φλέβες του, ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει. Κάθισε για λίγο, προσπαθώντας να μη σκέφτεται πόσο ανόητα είχε φερθεί τινάζοντας στον αέρα είκοσι χρόνια αυτοσυγκράτησης. «Αυτό το πράγμα δεν συνέβη» είπε και έβαλε μπρος τη μηχανή. Για όλα έφταιγε το καταραμένο σκυλί. Αν δεν ήταν αυτό, η Κουίν θα εξακολουθούσε να ζει με τον Μπιλ, και όσο η Κουίν ήταν με τον Μπιλ, ο Νικ ήξερε πώς λειτουργούσε το σύμπαν. Πριν από τον ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ
Μπιλ ήταν ο Άλεξ, πιο πριν ο Γκρεγκ και πιο πριν… Γιατί, διάβολε, η Κουίν δεν παντρεύτηκε κάποιον απ’ αυτούς; Όχι ότι ήταν αντάξιοί της δηλαδή, όμως γιατί συνέχιζε να κυκλοφορεί στην πόλη αδέσμευτη, ένα αδέσποτο κανόνι μ’ ένα στόμα που έκανε τους άντρες να χάσκουν σαν ηλίθιοι; Κι αυτόν τι τον ένοιαζε; Έβαλε όπισθεν και βγήκε από το δρομάκι, μπερδεμένος και προβληματισμένος, κι όσο απομακρυνόταν από το σπίτι της, τόσο ευκολότερο ήταν να αρνείται πως κάτι είχε γίνει, πως κάτι είχε αλλάξει ανάμεσά τους. Γιατί στην πραγματικότητα τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Η Κουίν καθόταν καθηλωμένη στον μεγάλο κόκκινο καναπέ, ενώ η μητέρα της κοίταζε τις σακούλες σκουπιδιών στην κουζίνα της. Ο πατέρας της έσπευσε να ανοίξει την τηλεόραση στο κανάλι ESPN5. Στην οθόνη πρόβαλε ένας άντρας με μπλέιζερ και κακοφτιαγμένη περούκα που μιλούσε για την ήττα μιας ομάδας λες και επρόκειτο για σοβαρή τραγωδία. «Γεια σου, μπαμπά». Η Κουίν τού έκανε χώρο στον καναπέ, προσπαθώντας ακόμη να συνέλθει από την έξαψη και την έκπληξή της. Ο Νικ σχεδόν της είχε ριχτεί. Κι εκείνη δεν είχε κάνει πίσω. Καταπληκτικό! «Τι κάνεις;» ρώτησε ο πατέρας της και κάθισε δίχως να ξεκολλήσει το βλέμμα του από την οθόνη. Η ερώτηση του Τζο ήταν μηχανική, στην πραγματικότητα δεν ζητούσε πληροφορίες. Η Κουίν ήταν σίγουρη ότι ο πατέρας της δεν ήθελε να ξέρει τι έτρεχε με τον Νικ – σε περίπτωση που κάτι έτρεχε. «Εγκατέλειψα τον Μπιλ» δήλωσε η Κουίν για να ελέγξει αντιδράσεις. «Ωραία» είπε ο πατέρας της εξακολουθώντας να κοιτάζει τηλεόραση, αλλά ξάφνου φάνηκε σαν κάτι να κατάλαβε. «Πώς;» έκανε ζαρώνοντας ελαφρά το μέτωπο, όμως η Κουίν ήξερε πως ήταν μπλόφα. «Τίποτα, ξέχασέ το» είπε η Κουίν, κι όταν εκείνος της χάιδεψε το γόνατο και έστρεψε πάλι την προσοχή του στην τηλεόραση, η Κουίν έστρεψε την προσοχή της στη δική της ζωή, η οποία είχε αποκτήσει άξαφνα ενδιαφέρον. Ο Νικ σχεδόν της είχε ριχτεί κι αυτή είχε δεχτεί. Σε λιγότερο από μια ώρα αφότου εγκατέλειψε έναν άντρα, η Κουίν έστελνε μηνύματα σε άλλον, νιώθοντας πιο ερωτική από κάθε άλλη φορά στη ζωή της και, το πιο παράξενο, νιώθοντας έτσι απέναντι στον Νικ. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο μεθούσε από ίλιγγο. Πόσο καιρό μου συμβαίνει άραγε αυτό το πράγμα; αναρωτήθηκε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μέγκι από την κουζίνα. «Εδώ μέσα υπάρχουν εννέα σακούλες σκουπιδιών. Εννέα». «Σωστά». Η Κουίν σηκώθηκε από τον καναπέ, όπου παραλίγο να είχε κάνει κάτι συναρπαστικό, και μπήκε στην αμυδρά φωτισμένη κουζίνα των παιδικών της χρόνων. «Θα μείνω για λίγο μαζί σας, αν δεν έχετε αντίρρηση». «Εδώ πέρα είναι ένα σκυλί» φώναξε ο πατέρας της από το σαλόνι. «Μην τη χαϊδέψεις» τον προειδοποίησε η Κουίν, και τότε η Κέιτι έφερε έναν γύρο τον καναπέ χτυπώντας τα νύχια της στο πάτωμα, ρίχνοντας ανήσυχα βλέμματα πάνω απ’ τον ώμο της προς τη
μεριά του Τζο. «Δαγκώνει;» ρώτησε η Μέγκι. «Όχι, κάνει τσίσα». Η Κουίν σήκωσε την Κέιτι στην αγκαλιά της. «Τη λένε Κέιτι. Θα την κρατήσω. Στο εξής θα έχω σκυλί». Ακουγόταν υπέροχο. Έχω σκυλί. Επιπλέον, υπήρχε και ο Νικ. Η ζωή της είχε αποκτήσει ενδιαφέρον. Επιτέλους. «Στο διαμέρισμα;» Η Μέγκι συνοφρυώθηκε. Το όμορφο, ξέθωρο πρόσωπό της ζάρωσε με απορία. «Γι’ αυτό εγκατέλειψες τον Μπιλ; Δεν είναι δυνατόν να είσαι τόσο επιπόλαια…» «Γιατί όχι;» Η Κουίν έσφιξε πάνω της την Κέιτι. «Έφυγα. Τελειώσαμε». Το μέτωπο της Μέγκι χαλάρωσε και τώρα φαινόταν απλώς λίγο ανήσυχη. «Θεέ μου, πιστεύω πως είναι λάθος. Οι σχέσεις απαιτούν συμβιβασμούς. Ίσως αν γύριζες πίσω…» «Πήγε τη σκυλίτσα μου στον μπόγια» είπε η Κουίν. «Του δήλωσα ότι θα την κρατήσω, κι αυτός την πήγε στον μπόγια όσο έλειπα στο σχολείο». Η Μέγκι φαινόταν διχασμένη, επιθυμώντας από τη μια να την αφήσουν στην ησυχία της, κι από την άλλη να γλιτώσει την κόρη της από τη μοναξιά. «Κουίν, γλυκιά μου, δημιουργείς τόση ιστορία για ένα σκυλί; Εσύ δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος. Εσύ είσαι…» «Όχι, δεν είμαι» την έκοψε η Κουίν. «Όχι πια. Βαρέθηκα να είμαι μυαλωμένη και διαλλακτική. Είμαι τριάντα πέντε χρονών. Αν δεν κυνηγήσω αυτό που θέλω τώρα, δεν θα το κάνω ποτέ». Τον Νικ, λόγου χάρη. Η Κουίν δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα ότι τον ήθελε. Το κατάλαβε όταν αυτός την κοίταξε με εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο. Ο Νικ ήταν η προσωποποίηση του συναρπαστικού άντρα, δεν υπήρχε πιο ακατάλληλος άντρας στον κόσμο για κείνη. Υπέροχα! Φυσικά, αν σκεφτόταν κανείς ότι είχε φύγει κακήν κακώς από το σπίτι, θα χρειαζόταν να βάλει τα δυνατά της για να τον δελεάσει. Ίσως ήταν προτιμότερο να βάλει έναν ευκολότερο στόχο για αρχή και σταδιακά να αρχίσει να το δουλεύει με τον Νικ. «Η ζωή δεν τελειώνει στα τριάντα πέντε» σχολίασε η Μέγκι. «Εγώ είμαι πενήντα οκτώ και τα πάω μια χαρά. Σταμάτα λοιπόν να διακινδυνεύεις αυτό που έχεις, γιατί στο τέλος θα τα χάσεις όλα». Η Κουίν αναρωτήθηκε αν η μητέρα της είχε θελήσει ποτέ κάτι περισσότερο, αν είχε νιώσει ποτέ τη χημεία και την έλξη που εκείνη είχε μόλις νιώσει για τον Νικ. Να σταματήσει να διακινδυνεύει; Μια ζωή η Μέγκι τής έδινε την ίδια ακριβώς συμβουλή, όμως τώρα η Κουίν ενοχλήθηκε. «Δεν θέλω να γίνω σαν εσένα» είπε στη μητέρα της. «Κάνεις ακριβώς αυτό που έκανες πάντα. Σηκώνεσαι το πρωί, απαντάς στο τηλέφωνο του Μπάκι στο μεσιτικό γραφείο, πηγαίνεις σε παζάρια μεταχειρισμένων ειδών με την Ίντι μετά το σχολείο, γυρίζεις σπίτι και ετοιμάζεις το φαγητό του μπαμπά και μετά βλέπετε μαζί τηλεόραση» συνέχισε, αλλά της κόπηκε η φόρα, καθώς είδε το πρόσωπο της Μέγκι να συννεφιάζει. «Αν εσύ είσαι ευτυχισμένη έτσι, ωραία, όμως εμένα αυτό δεν μου αρκεί. Αν μείνω με τον Μπιλ, θα καταλήξω σαν εσένα, δίχως πάθος, δίχως έντονες συγκινήσεις, δίχως ουσιαστικό λόγο για να σηκώνομαι κάθε πρωί. Δεν θέλω να ζήσω έτσι». «Και όλα αυτά θα σου τα προσφέρει το σκυλί» ειρωνεύτηκε η Μέγκι με ύφος σφιγμένο. «Όχι, το σκυλί είναι μόνο η αρχή». Η Κουίν ακούμπησε κάτω την Κέιτι, αφήνοντάς τη να εξερευνήσει ξανά την κουζίνα. «Η Κέιτι είναι ένα σημάδι σταλμένο από τη μοίρα. Δεν είχα
αντιληφθεί πόσο ασφυκτική ήταν η ζωή μου, μέχρι τη στιγμή που ο Μπιλ μού απαγόρευσε να την κρατήσω». Η Κουίν πήρε βαθιά ανάσα. «Έπαψα να προσαρμόζομαι στις ανάγκες των άλλων, μαμά. Στο εξής, οι άλλοι θα προσαρμόζονται στις ανάγκες μου. Θα κάνω αυτό που θέλω». Αυτό που έλεγε ήταν τόσο υπέροχα εγωιστικό, που προς στιγμήν η Κουίν μέθυσε απ’ τα λόγια της. Στο σημείο αυτό χρειαζόταν μουσική υπόκρουση. Σάλπιγγες. Ο Νικ. «Θέλω μπίρα» φώναξε ο Τζο από το σαλόνι, και η Μέγκι έβγαλε μηχανικά από το ψυγείο μια μπίρα και του την πήγε με ύφος σκυθρωπό. Όταν επέστρεψε στην κουζίνα, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και περίμενε περισσότερες εξηγήσεις, εξακολουθώντας να μην έχει πειστεί και επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση, αν σκεφτεί κανείς ότι η συνηθισμένη αντίδρασή της σε οτιδήποτε τη στενοχωρούσε ήταν ένα ξερό «Τώρα μάλιστα!». «Μήπως πρόκειται για τον Νικ;» ρώτησε τέλος. Η Κουίν ένιωσε να κοκκινίζει. «Όχι, πρόκειται για μένα». «Γιατί εσύ κι ο Νικ… θα ήταν τρομερό» είπε η Μέγκι. «Ο Μπιλ…» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Μέγκι τής γύρισε την πλάτη για να απαντήσει. «Εμπρός; Μια στιγμή». Έτεινε το τηλέφωνο στην Κουίν. «Είναι ο Μπιλ» είπε μ’ έναν τόνο που υπονοούσε: Πρόσεχε τι θα του πεις, γλυκιά μου. «Σκατά». Καθώς η Κουίν έπαιρνε στα χέρια της το τηλέφωνο, ένιωσε το στομάχι της να κατεβαίνει ως τα γόνατά της. «Γεια σου, Μπιλ». «Τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνος. «Τα ρούχα σου λείπουν». «Το ξέρω. Έφυγα απ’ το σπίτι. Σου άφησα σημείωμα». Η Κουίν έκλεισε τα μάτια και στηρίχτηκε στα ντουλάπια. «Θα περάσω αργότερα να πάρω τα βιβλία μου. Τα υπόλοιπα πράγματα μπορείς να τα κρατήσεις». «Το σημείωμά σου δεν βγάζει νόημα» είπε ο Μπιλ. «Λείπουν επίσης τα μαχαιροπίρουνα». «Το ξέρω». Η Κουίν δοκίμασε πάλι. «Τα πήρα. Έφυγα απ’ το σπίτι. Θα χρειαστεί να αγοράσεις άλλα». «Μα τότε θα τα έχουμε διπλά» σχολίασε ο Μπιλ, και η Κουίν έπαψε να νιώθει ενοχές. «Μπιλ, έφυγα απ’ το σπίτι. Δεν είμαστε πια μαζί. Έφυγα. Τελειώσαμε». «Μη λες ανοησίες». Η ήρεμη σιγουριά της φωνής του πυροδότησε ξανά τον θυμό της. «Δεν λέω ανοησίες. Έφυγα». Χαϊδολογιέμαι με άλλους άντρες. Περίπου. «Δεν μπορούσα άλλο, Μπιλ». «Μα τι λες τώρα! Έρχομαι να σε πάρω. Θα γυρίσεις σπίτι και θα το κουβεντιάσουμε αύριο, μετά το σχολείο». «Όχι». Η Μέγκι γύρισε ξαφνιασμένη, και η Κουίν τής έγνεψε να ησυχάσει. «Όχι, δεν θα έρθεις να με πάρεις» δήλωσε στον Μπιλ με αποφασιστικότητα. «Σε εγκατέλειψα. Τελειώσαμε». «Θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά» είπε ο Μπιλ και έκλεισε. «Δεν το πιστεύω». Η Κουίν κατέβασε το ακουστικό. «Έρχεται αποδώ. Του είπα ότι τελειώσαμε κι αυτός μου είπε να μη λέω ανοησίες. Πιστεύει ότι θα γυρίσω». Στράφηκε προς τη Μέγκι που
εξακολουθούσε να κοιτάζει επίμονα τις σακούλες που στοιβάζονταν στην κουζίνα της, λες και, αν τις κοίταζε, θα εξανεμίζονταν. «Ξέχνα το. Αν θέλεις, θα πάω σε ξενοδοχείο, πάντως σ’ αυτόν δεν γυρίζω». «Ώστε το θέλεις πραγματικά» συμπέρανε η Μέγκι με ύφος θλιμμένο. «Θέλω πραγματικά να γίνω ελεύθερη» είπε η Κουίν. «Νιώθω υπέροχα που είμαι μακριά του». «Πρέπει να το κουβεντιάσω με την Ίντι» είπε η Μέγκι. «Έγιναν όλα τόσο βιαστικά… Μακάρι να…» «Μαμά» την έκοψε η Κουίν. «Τελειώσαμε. Αύριο θα βρω ένα διαμέρισμα, αλλά απόψε θα προτιμούσα να κοιμηθώ εδώ…» «Και βέβαια μπορείς να κοιμηθείς εδώ απόψε» είπε η Μέγκι. «Είσαι κόρη μου κι εδώ θα είναι πάντα σπίτι σου, έστω κι αν κάνεις ένα μεγάλο λάθος». «Μαμά…» «Αύριο θα σου δώσω μια λίστα με διαμερίσματα. Πέρνα από το γραφείο μου μετά το σχολείο και, αν δεν έχεις έρθει ακόμη στα συγκαλά σου, θα σου δώσω τον κατάλογο από τον υπολογιστή». Η Μέγκι τη χτύπησε απαλά στον ώμο εξακολουθώντας να κοιτάζει με καχυποψία την Κέιτι, που της ανταπέδιδε τις ματιές. «Διαμερίσματα που δέχονται σκύλους» της επέστησε την προσοχή η Κουίν. Η Μέγκι παρατηρούσε με εμφανή αποδοκιμασία την Κέιτι, που ξανάρχισε να μυρίζει τις σακούλες. «Αυτό το σκυλί κάτι σκαρώνει. Είναι πανούργο». Η Κέιτι την κοίταξε ανοίγοντας διάπλατα τα σκούρα αθώα και ανήσυχα μάτια της. «Όχι, δεν είναι. Κοίτα τι γλυκιά μουσουδίτσα έχει». «Αυτό το σκυλί κρύβει ένα μυστικό» επέμεινε η Μέγκι. «Μητέρα…» «Εντάξει, διαμερίσματα που δέχονται σκύλους. Είπες ότι έρχεται ο Μπιλ;» «Ναι» αποκρίθηκε η Κουίν. «Νομίζει ότι θα γυρίσω μαζί του». «Πάντως, μη βιαστείς να πάρεις οριστικές αποφάσεις» είπε η Μέγκι. «Ο Μπιλ είναι καλός άνθρωπος, με καλή δουλειά και σίγουρο μέλλον. Είμαι βέβαιη ότι θα βρείτε τη λύση». «Ο Μπιλ σημαίνει για μένα άλλα τριάντα χρόνια με αλουστράριστα έπιπλα, σχολικές αθλητικές διοργανώσεις και αθλητικά προγράμματα στην τηλεόραση» αντέτεινε η Κουίν, και η Μέγκι έριξε μια ματιά προς την καμάρα· το σαλόνι φωτιζόταν από το γαλάζιο θαμπό φεγγοβόλημα της τηλεόρασης, ενώ από μέσα ακουγόταν ο απόηχος των ιαχών του πλήθους που χειροκροτούσε σε κάποιον αγώνα. «Έχουμε καθόλου πατατάκια;» φώναξε ο Τζο, και η Κουίν πήγε να του τα φέρει σιωπηλή, νιώθοντας τύψεις για όσα είχε ήδη πει στη μητέρα της. Η Μέγκι αγαπούσε την πληκτική ζωή της. Το πάθος θα της δημιουργούσε μπελάδες, κατά πάσα πιθανότητα. «Με συγχωρείς, μαμά» είπε επιστρέφοντας από το σαλόνι. «Δεν έπρεπε να τα πω όλα αυτά. Ζεις με τον τρόπο που εσύ θέλεις. Τι ξέρω εγώ για σένα;» «Τίποτα» απάντησε κοφτά η Μέγκι, αλλά όταν ο Μπιλ εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού, την ώρα που η Κουίν ανέβαζε τα ρούχα της στον πάνω όροφο, η Μέγκι τού άνοιξε λέγοντας: «Θα μείνει εδώ για ένα διάστημα, Μπιλ, γύρνα σπίτι σου» και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
«Μπράβο, μάνα» είπε η Κουίν από το κεφαλόσκαλο. «Ο Μπιλ ήταν;» ρώτησε ο Τζο. «Εσύ βλέπε τηλεόραση» είπε η Μέγκι. «Αν ασχοληθείς με κάτι άλλο, μπορεί να χάσεις κάτι σημαντικό!» «Τι έκανα πάλι;» ρώτησε ο Τζο, αλλά η Μέγκι τον αγνόησε και ανέβηκε στον πάνω όροφο. Όταν η Μέγκι έφυγε, η Κουίν πήγε στην κουζίνα, πάτησε την ταχεία κλήση του τηλεφώνου και κατόπιν το «1», περιμένοντας να το σηκώσει η Ζόι. Η Κουίν ήταν το «2» στην ταχεία κλήση. Της απάντησε ο άντρας της Ζόι. «Εμπρός» είπε ο Μπεν, και η Κουίν τον φαντάστηκε να στηρίζεται στο ψυγείο, ψηλός και ατάραχος, ο μόνος άντρας που αγάπησε ποτέ τη Ζόι δίχως αυτή να τον τρελάνει. «Είμαι η κουνιάδα σου» του είπε. «Τι κάνουν τα παιδιά;» «Γεια σου, Κιου» είπε ο Μπεν. «Τα παιδιά είναι μια χαρά. Ο Χάρι πήρε άριστα στο τεστ ανάγνωσης και η Τζίνι κόλλησε ψείρες στον παιδικό σταθμό. Εσύ, τι νέα;» «Εγκατέλειψα τον Μπιλ» δήλωσε η Κουίν. «Όπα! Τότε μάλλον θα θέλεις να μιλήσεις με τη Ζόι». Σκεπάζοντας με την παλάμη το ακουστικό, φώναξε: «Ζο, είναι η Κουίν». «Να υποθέσω λοιπόν ότι δεν έχεις διάθεση να συζητήσουμε για τα προσωπικά μου;» είπε η Κουίν. «Με τίποτα, διάβολε!» απάντησε ο Μπεν. «Αν και ποτέ δεν θεώρησα ότι έκανε για σένα». «Ευχαριστώ πολύ! Δεν μπορούσες να μου το έλεγες αυτό πριν από δύο χρόνια;» «Με τίποτα!» είπε ο Μπεν. «Έρχεται η Ζόι. Μην κλείσεις». «Τι έγινε;» ρώτησε η Ζόι. «Εγκατέλειψα τον Μπιλ» απάντησε η Κουίν. Το επαναλάμβανε σχεδόν σαν μαγική επωδό. Κάθε φορά που το έλεγε, της έφτιαχνε το κέφι. «Έφυγα απ’ το σπίτι. Είμαι στης μαμάς και στου μπαμπά». «Σοβαρολογείς; Δηλαδή θα μείνεις μαζί τους τώρα;» «Μόνο για λίγο». Η Κουίν κάθισε στον πάγκο και άρχισε να κουνάει τα πόδια της και να κλοτσάει το μεταλλικό ντουλάπι. Ήταν κάτι που συνήθιζε – να μιλάει στη Ζόι κλοτσώντας τα ντουλάπια. «Μόλις ήρθα. Ο Νικ με βοήθησε να μεταφέρω τα πράγματά μου και τη Δευτέρα θα ξαναπάει στο διαμέρισμα για τα υπόλοιπα. Μέχρι τότε θα ξέρω πού θα μείνω» είπε περιμένοντας να ακούσει κάποιο σχόλιο σχετικά με τον Νικ, ή έστω κάποια ερώτηση για κείνον. «Τι συνέβη λοιπόν μ’ εσένα και τον Μπιλ;» «Μου έκλεψε τον σκύλο» απάντησε η Κουίν. «Ποιον σκύλο;» ρώτησε η Ζόι, και η Κουίν τής διηγήθηκε την ιστορία από την αρχή. «Διάβολε» είπε η Ζόι όταν ολοκληρώθηκε η αφήγηση. «Τι πιστεύεις εσύ;» ρώτησε η Κουίν κυρτώνοντας ελαφρά την πλάτη πάνω στο ντουλάπι. «Η μαμά λέει ότι κάνω λάθος». «Τώρα μάλιστα, την είδαμε και τη ζωή της μαμάς!» είπε ειρωνικά η Ζόι. «Πρέπει να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου, μικρή μου». «Η μαμά λέει ότι είμαι τρελή που τον αφήνω για ένα σκυλί». «Δεν πρόκειται για το σκυλί» είπε η Ζόι κι έπειτα πρόσθεσε καλύπτοντας το ακουστικό: «Σταμάτα, σου λέω, αργότερα. Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω». Επιστρέφοντας στη γραμμή, η φωνή της
ακούστηκε πάλι καθαρά: «Ο Μπεν πιστεύει πως το Τιμπέτ μοιάζει με σαπουνόπερα. Περιμένει διαρκώς να ακούσει ότι κάποιος παντρεύτηκε την ξαδέλφη του και υιοθέτησε το μωρό του θείου της. Του αρέσουν τα πιπεράτα κουτσομπολιά». Μόλις ερεθίστηκα κοιτάζοντας απλώς τον τέως σύζυγό σου, συλλογίστηκε η Κουίν. «Η Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ παράτησε τον Μάθιου Φέργκιουσον» είπε φωναχτά και, ανοίγοντας το ντουλάπι δίπλα της, αναζήτησε με το ένα χέρι τα κρακεράκια. «Σπουδαία τα λάχανα!» σχολίασε η Ζόι. «Η Μπάρμπαρα είναι βαρετή, κάνει συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Πες μου κάτι καλό». «Ο Νικ τα χάλασε με τη Λίσα» είπε η Κουίν προσπαθώντας να στρέψει την κουβέντα στον Νικ, καθώς ψάρευε ένα κρακεράκι από το κουτί. «Ποια είναι η Λίσα;» «Την ξέρεις, η Λίσα Γουέμπστερ». «Αυτή που πρόσεχα όταν ήταν μωρό;» «Ακριβώς». «Και ο Νικ βγαίνει με ένα κορίτσι στο οποίο έκανα κάποτε μπέιμπι σίτινγκ;» «Η Λίσα είναι είκοσι δύο ετών» είπε η Κουίν μπουκωμένη με κρακεράκια, σε μια προσπάθεια να τον δικαιολογήσει. «Κι αυτός είναι δώδεκα» είπε η Ζόι. «Πίστεψέ με, αυτός ο άνθρωπος δεν θα μεγαλώσει ποτέ». «Είναι αρκετά αξιόπιστος, ξέρεις. Ο Νικ και ο Μαξ κάνουν θαυμάσια δουλειά στο συνεργείο τους». «Εννοούσα κοινωνικά» εξήγησε η Ζόι. «Εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται ακόμη στο γυμνάσιο. Όμως δεν είναι πια δικό μου πρόβλημα, δόξα τω Θεώ». «Είναι καλός μαζί μου». «Πάντα ήταν. Έχω την εντύπωση πως είσαι το μοναδικό πράγμα που κράτησε από τον γάμο μας. Πάντα έλεγε ότι ήσουν το καλύτερο κομμάτι αυτής της ιστορίας». Η Κουίν ξεροκατάπιε. «Σοβαρά;» «Ναι. Έλεγε ότι πάντα ήθελε μια μικρή αδελφή και ότι στο πρόσωπό σου είχε βρει την ιδανική. Όπως όλος ο κόσμος, σε θεωρούσε κι αυτός άγιο πλάσμα». «Και, όπως όλος ο κόσμος, εσένα σε θεωρούσε συναρπαστική» παρατήρησε η Κουίν. «Μιλάς κάπως παράξενα. Είσαι εντάξει;» ρώτησε η Ζόι. «Απλώς κουράστηκα να είμαι λογική» είπε η Κουίν. «Δεν θέλω πια να με θεωρούν υπεύθυνη και συνετή. Θέλω να γίνω συναρπαστική». «Τότε έπραξες άριστα που παράτησες τον Μπιλ» είπε η Ζόι. «Ανέκαθεν τον βαριόμουν σαν τις αμαρτίες μου. Φρόντισε τώρα να κάνεις κάτι που θα σοκάρει τους πάντες και νιώσε ελεύθερη επιτέλους. Ήσουν η μόνη που πίστευε πως είχε χρέος να είναι το καλό παιδί». «Και η μαμά το πιστεύει» είπε η Κουίν. «Πάντα έλεγε ότι ήμουν ήρεμη όπως εκείνη, θυμάσαι;» «Η μαμά δεν είναι ήρεμη, είναι κατατονική». Η φωνή της Ζόι απομακρύνθηκε ξανά από το ακουστικό. «Έρχομαι σ’ ένα λεπτό» φώναξε στον Μπεν κι έπειτα έστρεψε ξανά την προσοχή της στην Κουίν. «Πρέπει να κλείσω, γιατί θα με τρελάνει. Σ’ αγαπώ, Κιου. Μην αφήσεις τους γονείς να
σε τρελάνουν. Αν θελήσεις να φύγεις μακριά απ’ όλα, έλα να μείνεις μαζί μας για λίγο καιρό». «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Ζο. Λυπάμαι για τις ψείρες». «Τις προτιμάω από το να μένω με τη μαμά και τον μπαμπά. Φρόντισε να βρεις γρήγορα σπίτι» είπε η Ζόι. Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο, η Κουίν κάθισε στον πάγκο τσιμπολογώντας αφηρημένα το κρακεράκι, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις νέες πτυχές της ήδη στραπατσαρισμένης ζωής της. Δεν ένιωθε τύψεις για τον Μπιλ, πραγματικά δεν ένιωθε. Δηλαδή… ίσως λίγο, αλλά όχι τόσο ώστε να αναγκαστεί να επιστρέψει· δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει κοντά του. Όχι, την επόμενη μέρα θα έβρισκε ένα διαμέρισμα, ένα δικό της σπίτι –οι παλμοί της αυξήθηκαν στη σκέψη και μόνο–, και τότε θα μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί με την Κέιτι. Κοίταξε τη σκυλίτσα που περίμενε με αγωνία στα πόδια της και της έδωσε ένα κρακεράκι, παρατηρώντας την. Η Κέιτι το πήρε απαλά με το στόμα της, χωρίς να το αρπάξει. Θα αγόραζε δικά της έπιπλα και ίσως ο Νικ ερχόταν να μείνει μαζί της… «Κάνε κάτι που θα σοκάρει τους πάντες» είχε πει η Ζόι. Το να βγει ραντεβού με τον τέως σύζυγο της αδελφής της ήταν ό,τι έπρεπε για την περίπτωσή της. Η σκέψη τής προκάλεσε ανατριχίλα. Ο Νικ ήταν το μοναδικό συναρπαστικό πράγμα στη ζωή της· πώς ήταν δυνατόν να μην το έχει αντιληφθεί μέχρι εκείνη την ημέρα; Ανέκαθεν αυτός θεωρούνταν ο πιο έξαλλος από τους αδελφούς Ζίγκλερ, όμως η Κουίν δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς σήμαινε αυτό, μια και η ίδια ένιωθε απολύτως ασφαλής κοντά του – μέχρι τη στιγμή που την κοίταξε μ’ εκείνο το βλέμμα. Μέχρι τη στιγμή που τον κοίταξε κι αυτή, και τον είδε όπως ήταν αληθινά, σκοτεινό, επικίνδυνο, γεμάτο αναρίθμητες παράτολμες υποσχέσεις. Πραγματικά, ήταν ο ιδανικός άντρας γι’ αυτήν τούτη τη στιγμή: ένας επικίνδυνος τύπος που δεν θα της έκανε ποτέ κακό· που θα της χάριζε δυνατές συγκινήσεις, δίχως ρίσκο. Όσο το σκεφτόταν, τόσο πιο ελκυστική της φαινόταν η ιδέα. Δεν είχε παρά να τον αναγκάσει να πάψει να το βάζει στα πόδια ξεφωνίζοντας κάθε φορά που την κοίταζε, και τότε θα γινόταν κι αυτή συναρπαστική. Ακριβώς όπως η Ζόι.
Ο Μπιλ στεκόταν στην αυλή του ξύλινου άσπρου σπιτιού των Μακένζι, βλαστημώντας τη θεοπάλαβη μητέρα της Κουίν. Το πιθανότερο ήταν να μην ενημέρωσε καν την Κουίν για την επίσκεψή του, γιατί αν η Κουίν το ήξερε, θα είχε κατεβεί να του μιλήσει και θα γύριζε σπίτι μαζί του. Κοίταξε στον πάνω όροφο το κίτρινο φως του παραθύρου της κάμαράς της. Διέκρινε καθαρά τον τοίχο και το φως της οροφής. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές. Μα καλά, η Κουίν δεν ήξερε πως αυτό ήταν επικίνδυνο; Ένα σωρό άντρες ενδέχεται να επιχειρούσαν να κρυφοκοιτάξουν. Προσπάθησε να συμμαζέψει το μυαλό του και να θυμηθεί τη διάταξη των δωματίων του πάνω ορόφου, ωστόσο ήταν σχεδόν βέβαιος πως αυτό ήταν το παράθυρο της Κουίν, γυμνό και απροστάτευτο, προσπελάσιμο στον καθένα, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο. Ξάφνου την είδε να στέκει μπροστά στο παράθυρο. Το καλλίγραμμο κορμί της διακρινόταν καθαρά κάτω από το ροζ πουλόβερ, με φόντο το κίτρινο φως του δωματίου. Η Κουίν τεντώθηκε για να πιάσει την κουρτίνα και ο Μπιλ διέκρινε τις καμπύλες του στήθους, της μέσης, των γοφών της κι
ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται, ένιωσε την απώλειά της σε κάθε εκατοστό του σώματός του, αλλά αμέσως μετά έδιωξε τη σκέψη, όχι, δεν την είχε χάσει, θα της μιλούσε, όλα θα διορθώνονταν, θα ζούσαν για πάντα μαζί, θα αποκτούσαν γιους, θα πήγαιναν σε δείπνα, η ζωή τους θα ήταν όπως την είχε σχεδιάσει· δεν την είχε χάσει. Η Κουίν τράβηξε την κουρτίνα, και τότε έμεινε μόνος. Στάθηκε για άλλο ένα μισάωρο παρατηρώντας το παράθυρο, δίχως να έχει επίγνωση του κρύου, κι όταν είδε το φως να σβήνει πίσω από την κουρτίνα και το παράθυρο να σκοτεινιάζει, τότε υπέθεσε πως η Κουίν είχε πέσει για ύπνο ή είχε κατεβεί στο ισόγειο· δεν είχε πλέον νόημα να μένει στον κήπο της. Μπήκε στο αμάξι του και γύρισε σπίτι, με την πεποίθηση πως την επόμενη μέρα εκείνη θα γύριζε κοντά του. «Δηλαδή έφυγες απ’ το σπίτι» είπε η Ντάρλα για τεσσαρακοστή φορά το επόμενο απόγευμα μετά το σχολείο, και η Κουίν προσπάθησε να μην εκνευριστεί. Κάτι είχε η Ντάρλα, κάτι που επιδεινώθηκε με τα νέα που της ανακοίνωσε η Κουίν, επομένως δεν έπρεπε να την αποπάρει, προπάντων καθώς εδώ και μισή ώρα τη βοηθούσε στο πακετάρισμα των βιβλίων της. Η Κουίν έσυρε τα τελευταία χαρτοκιβώτια προς την εξώπορτα του διαμερίσματος και η Κέιτι τινάχτηκε έντρομη για να αποφύγει να βρεθεί αποκάτω τους. «Ναι, ο Μπιλ είναι παρελθόν. Μόλις ο Νικ μεταφέρει κι αυτά τα κουτιά τη Δευτέρα, θα έχω φύγει για πάντα». Κοίταξε το ρολόι. «Ας βιαστούμε. Σε δεκαπέντε λεπτά ο Μπιλ τελειώνει με το γυμναστήριο» είπε φορώντας πρόχειρα το παλτό της και σήκωσε την Κέιτι, που κοίταζε πάνω απ’ τον ώμο της καχύποπτη όπως πάντα. «Λοιπόν, πες πως είμαι λίγο χοντροκέφαλη και δεν τα καταλαβαίνω» είπε η Ντάρλα, όταν μπήκαν στο αμάξι της και περίμεναν να ζεστάνει ο χώρος και να κυκλοφορήσει το αίμα στις φλέβες τους. «Μου εξηγείς, σε παρακαλώ, πώς γίνεται να εγκαταλείπεις έναν τύπο με τον οποίο ήσουν για δύο χρόνια;» «Δεν “ήμουν” μαζί του». Η Κουίν κράτησε την Κέιτι, που είχε ακουμπήσει τις πατούσες στο τζάμι και αναζητούσε εχθρούς στο πεζοδρόμιο. «Ήμουν απλώς δίπλα του. Μου ζήτησε να πάμε στο πάρτι όταν η ομάδα μπέιζμπολ κέρδισε το τρίτο πρωτάθλημα, μου φέρθηκε ευγενικά, αρχίσαμε να βγαίνουμε, στη συνέχεια άρχισε σταδιακά να αφήνει πράγματά του στο διαμέρισμά μου, ώσπου εγκαταστάθηκε για τα καλά, και μετά βρήκε αυτό το διαμέρισμα και φρόντισε να μετακομίσουμε εδώ. Στην ουσία δεν είπα το “ναι” για τίποτα απ’ όλα αυτά. Έχει τεράστια αποθέματα υπομονής, ποτέ δεν παραιτείται, και σιγά σιγά σε φέρνει εκεί που θέλει. Αλλά εγώ δεν θέλω να ζω μαζί του. Το κατάλαβα για πρώτη φορά όταν έδωσε την Κέιτι στον μπόγια». Η Κουίν ανατρίχιασε ελαφρώς και η Κέιτι έστρεψε σ’ εκείνη την προσοχή της, διαισθανόμενη ότι τελικά το πρόβλημα δεν ήταν έξω αλλά μέσα στο αυτοκίνητο. «Ήρθε σήμερα στο μάθημα των Καλλιτεχνικών κι έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να είχα πάει απλώς επίσκεψη στη μαμά και στον μπαμπά, σαν να πίστευε ότι από στιγμή σε στιγμή θα γυρίσω πίσω. Ειλικρινά, με τρομάζει ώρες ώρες». Η Κουίν χάιδεψε την Κέιτι για να την ηρεμήσει και το σκυλί κουλουριάστηκε στην αγκαλιά της, ρίχνοντάς της κάθε τόσο ανήσυχες ματιές. «Μπορείς να με πετάξεις και κάπου αλλού, σε παρακαλώ; Η μαμά με περιμένει στο μεσιτικό γραφείο για να πάρω έναν κατάλογο με ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Ας περάσουμε αποκεί».
Η Ντάρλα έβαλε ταχύτητα. «Όταν ο Νικ μεταφέρει τα βιβλία, δεν είναι δυνατόν, ακόμα και ο Μπιλ θα αντιληφθεί ότι έφυγες για πάντα. Αλήθεια, πώς έπεισες τον Νικ να ανακατευτεί στην υπόθεση; Πίστευα ότι θα προτιμούσε να πάρει τα βουνά προκειμένου να μη βρεθεί στη μέση». Η Κουίν θυμήθηκε τον Νικ το προηγούμενο βράδυ. Τον θυμόταν χειροπιαστό και ζεστό πλάι της στο φορτηγάκι, χειροπιαστό και φλογερό στον καναπέ. «Είναι καλό παιδί» είπε με προσποιητή αδιαφορία. Η Ντάρλα έκοψε ταχύτητα για να στρίψει στη Μέιν Στριτ. «Μήπως έχασα κάτι;» «Έχω την εντύπωση ότι ο Νικ σχεδόν με φίλησε χτες το βράδυ» αποκάλυψε η Κουίν νιώθοντας ανόητη αλλά συγχρόνως ανακουφισμένη. Η Ντάρλα σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. «Το μεσιτικό γραφείο απέχει άλλα δύο τετράγωνα» διαμαρτυρήθηκε η Κουίν. «Ναι, αλλά εδώ πέρα συμβαίνουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα». Η Ντάρλα φαινόταν περισσότερο σοκαρισμένη παρά περίεργη. «Σε φίλησε;» «Δεν είπα ότι με φίλησε, είπα σχεδόν». Η Κουίν αναδεύτηκε στο κάθισμα, ενοχλώντας την Κέιτι. «Καθόμασταν στον καναπέ και μιλούσαμε, κι αυτός σταμάτησε ξαφνικά και κοιταχτήκαμε για πολλή ώρα, καταλαβαίνεις…» «Ναι, καταλαβαίνω» είπε η Ντάρλα. «Μιλάς για κείνα τα βλέμματα που στην αρχή σε αφήνουν αδιάφορο και στο τέλος σού κόβουν την ανάσα». Η Κουίν έγνεψε καταφατικά χαϊδεύοντας το σκυλί για να το ηρεμήσει. «Αλλά μετά σηκώθηκε λέγοντας: “Δεν είσαι ο εαυτός σου” και έφυγε». Η Ντάρλα σωριάστηκε στο κάθισμα. «Κύριε ελέησον! Τι να πω; Εσύ και ο Νικ;» «Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσά μας». Ωστόσο θα μπορούσε. «Υπήρξε μια σπίθα για απειροελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι να αντιληφθώ ότι με κοίταζε σαν να με ήθελε, και τότε αυτός το έβαλε στα πόδια». «Μια σπίθα, είπες;» ρώτησε η Ντάρλα κοιτάζοντας έξω από το παρμπρίζ. «Δύο χρόνια ζούσα με τον Μπιλ και ποτέ το φιλί του δεν μ’ έκανε να νιώσω τόσο ζωντανή – και να σκεφτείς ότι ο Νικ δεν με φίλησε καν». «Η σπίθα δεν διαρκεί» είπε η Ντάρλα ανέκφραστα, γεγονός που αιφνιδίασε την Κουίν. «Να το ξέρεις. Επομένως, αν αφήνεις τον Μπιλ επειδή σας λείπει η σπίθα, τότε… Από τη στιγμή που έχεις δεσμό με ένα καλό παιδί που σου είναι πιστό και που σ’ αγαπάει, τι τη θέλεις τη σπίθα;» «Δεν συμφωνώ». Η Κουίν κοίταξε την Ντάρλα με περίσκεψη. Η Ντάρλα μιλούσε για τα προβλήματά της μόνο όταν αισθανόταν έτοιμη. Άραγε ήταν έτοιμη τώρα; «Ο πρώτος ενθουσιασμός περνάει γρήγορα» συνέχισε η Ντάρλα. «Σβήνει. Και τότε είσαι υποχρεωμένη να συμβιβαστείς με αυτό που έχεις, κι αν είσαι με ένα αληθινά καλό παιδί, αυτό σου φτάνει, σου φτάνει και σου περισσεύει, είναι υπέροχο. Ίσως ο Μπιλ να σε παρεξήγησε σχετικά με το σκυλί. Ίσως πρέπει να του δώσεις άλλη μια ευκαιρία. Θα μπορούσε να σου προσφέρει μια ζωή
ασφαλή, ένα…» «Δεν είναι αυτό που θέλω» την έκοψε η Κουίν. «Ζω μια ασφαλή ζωή εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Μπούχτισα πια. Θέλω να ξυπνάω το πρωί και να ξέρω ότι έχω να περιμένω κάτι καλό, ότι έχω λόγο για να σηκωθώ από το κρεβάτι. Τι λόγο να βρω, όταν η κάθε μέρα είναι μια επανάληψη της προηγούμενης;» Η Ντάρλα μισόκλεισε τα μάτια στοχαστικά κι έσφιξε λίγο το σαγόνι. «Τότε άλλαξέ τη λίγο. Βρες μια μικρή αλλαγή, όχι κάτι τόσο μεγάλο». «Το έκανα» είπε η Κουίν. «Υιοθέτησα την Κέιτι». Η Κέιτι την κοίταξε και η Κουίν τής χάιδεψε το κεφαλάκι. «Ήταν κάτι σχεδόν ασήμαντο, αλλά τώρα πήρε διαστάσεις, επειδή ο Μπιλ δεν με βλέπει όπως είμαι στ’ αλήθεια, με θέλει όπως εκείνος με φαντάζεται. Τουλάχιστον ο Νικ με βλέπει». Το μυαλό της ταξίδεψε ξανά στον καναπέ που είχαν καθίσει οι δυο τους το προηγούμενο βράδυ και αμέσως την κατέκλυσε ένα ζεστό κύμα. «Χτες το βράδυ με είδε πραγματικά». «Σ’ έναν χρόνο θα σ’ έχει παρατήσει» είπε η Ντάρλα το ίδιο ανέκφραστα. «Ή θα σε τρελάνει σε τέτοιο βαθμό που θα τον παρατήσεις εσύ, με τη διαφορά ότι έτσι θα τον χάσεις από φίλο, και είναι ο καλύτερος φίλος σου μετά από μένα. Αν μείνεις με τον Μπιλ, μπορείς να τους έχεις και τους δύο, ειδάλλως θα χάσεις και τον Νικ. Το θέλεις στ’ αλήθεια, επομένως, αυτό που πας να κάνεις;» «Θέλω να νιώσω ξανά αυτό το συναίσθημα» είπε πεισματικά η Κουίν. «Είμαι σίγουρη ότι ο Νικ δεν το θέλει, όμως εγώ το θέλω. Το τι θα συμβεί σ’ έναν χρόνο προς το παρόν με αφήνει αδιάφορη. Εμένα με νοιάζει το τώρα και είμαι αποφασισμένη να πάψω να συμβιβάζομαι». Η Ντάρλα κούνησε το κεφάλι. Φαινόταν έτοιμη να κλάψει. «Κουίν…» «Έχεις προβλήματα με τον Μαξ;» ρώτησε η Κουίν κι αμέσως το μετάνιωσε, καθώς το πρόσωπο της Ντάρλα συσπάστηκε από πόνο. «Με συγχωρείς. Θα το κουβεντιάσουμε αργότερα…» «Τον Μαξ τον αγαπώ» είπε η Ντάρλα. «Το ξέρω ότι τον αγαπάς». «Τα έχω όλα υπό έλεγχο. Είμαι ευτυχισμένη» είπε η Ντάρλα. «Εννοείται» συμφώνησε η Κουίν μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. «Μου αρέσει η ζωή μου» συνέχισε η Ντάρλα. «Έχω σπουδαία παιδιά, ένα όμορφο σπίτι, απολαμβάνω τη δουλειά μου, ο άντρας μου είναι δουλευταράς και πιστός». «Όλα αυτά είναι θαυμάσια» είπε η Κουίν. «Μου έρχεται να ουρλιάξω από την πλήξη» δήλωσε κοφτά η Ντάρλα. «Κατάλαβα» είπε η Κουίν, ανακουφισμένη που η Ντάρλα το έβγαλε επιτέλους από μέσα της. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Τίποτα». Η Ντάρλα την κοίταξε επικριτικά. «Δεν σκοπεύω να καταστρέψω μια καλή σχέση απλώς και μόνο επειδή βαριέμαι». «Εγώ δεν είχα καλή σχέση» αντέτεινε η Κουίν. «Ο Μπιλ δεν είναι Μαξ». «Έτσι όπως μου τον περιγράφεις, μου θυμίζει τον Μαξ» μουρμούρισε αποθαρρυμένα η Ντάρλα. «Να πάρει η οργή, άσε, ξέχνα το, πάμε να σου βρούμε διαμέρισμα». «Ίσως χρειάζεσαι απλώς μια μικρή αλλαγή» είπε η Κουίν. «Τίποτα το σπουδαίο, μια τοσηδά αλλαγή για να ταράξεις λίγο τα νερά, για να ανανεωθείς». Κοίταξε την Κέιτι στην αγκαλιά της. «Όχι,
άσ’ το καλύτερα, πες πως δεν το είπα». «Μια μικρή αλλαγή» μουρμούρισε η Ντάρλα. «Οι μικρές αλλαγές έχουν την τάση να πολλαπλασιάζονται. Ίσως…» «Όχι, μου αρέσει η ιδέα». Η Ντάρλα έσφιξε το τιμόνι. «Μια μικρή αλλαγή. Κάτι που θα τον κάνει να με δει στ’ αλήθεια, όπως είπες». Στράφηκε προς την Κουίν και την κοίταξε στα μάτια. «Νομίζω ότι έχει χρόνια να με κοιτάξει. Με θεωρεί δεδομένη, καταλαβαίνεις; Ούτε κι εγώ τον κοιτάζω πραγματικά. Και τις προάλλες, στο συνεργείο, ήθελα να κάνουμε έρωτα στο γραφείο…» «Με τόσα παράθυρα γύρω σας;» Η Κουίν σκανδαλίστηκε, αλλά συγχρόνως αφυπνίστηκε η περιέργειά της. Ο Νικ, για παράδειγμα, ήταν ικανός να κάνει έρωτα μπροστά σ’ ένα παράθυρο. «…κι αυτός δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Δεν είπε καν: “Ας δοκιμάσουμε στο μπάνιο καλύτερα”. Είπε: “Περίμενε πρώτα να πάνε για ύπνο τα παιδιά”. Το βρίσκω φρικτό». «Δεν ξέρω…» είπε η Κουίν. «Κάποτε δεν μ’ άφηνε σε ησυχία και τώρα μου ζητάει να περιμένουμε;» πρόσθεσε η Ντάρλα υψώνοντας τη φωνή, ενώ το πρόσωπό της συσπάστηκε από έναν μορφασμό. «Έχει πάψει να με βλέπει πραγματικά». «Λοιπόν, ηρέμησε». Η Κουίν έγειρε προς το μέρος της και τη χτύπησε μαλακά στο μπράτσο. «Θα φροντίσουμε να το διορθώσουμε. Πρέπει απλώς να τραβήξουμε την προσοχή του. Δηλαδή, εσύ να τραβήξεις την προσοχή του». «Πώς;» ξεφώνισε η Ντάρλα. «Τις προάλλες στο γραφείο κόντεψα να τον βιάσω, κι αυτός αντιστάθηκε. Τι άλλο να…» «Ίσως παραήσουν διακριτική». Το μυαλό της Κουίν δούλευε πυρετωδώς. «Πρέπει να τον σοκάρεις. Να τον υποδεχτείς στο σπίτι, ας πούμε, τυλιγμένη με διαφανή μεμβράνη απ’ αυτήν που τυλίγουμε τα τρόφιμα, ή κάτι τέτοιο». Η Κουίν ζήλεψε την Ντάρλα, γιατί ο άντρας της ήταν άνθρωπος που θα εκτιμούσε τη διαφανή μεμβράνη. Έτσι και έκανε κάτι τέτοιο στον Μπιλ, αυτός θα λιποθυμούσε από τη χυδαιότητα της σκηνής. Ο Νικ, πάλι, θα έπαιρνε τη μεμβράνη και θα τη χρησιμοποιούσε με άλλη γυναίκα. «Διαφανή μεμβράνη» επανέλαβε η Ντάρλα. «Ή ένα πραγματικά σέξι νυχτικό» συμπλήρωσε η Κουίν. «Ή μαύρα δαντελωτά εσώρουχα…» «Έχω ένα διάφανο πλαστικό αδιάβροχο» είπε η Ντάρλα ανακτώντας τον ήρεμο τόνο της φωνής της. «Μου το χάρισε ο Μαξ, για να πηγαίνει με όλα μου τα ρούχα». «Δεν είναι κακή ιδέα». «Την Παρασκευή τα αγόρια γυρίζουν σπίτι αργά» είπε η Ντάρλα. «Σήμερα, κατά τις πεντέμισι, ο Μαξ θα είναι μόνος στο σπίτι». «Σήμερα;» Η Κουίν αιφνιδιάστηκε κάπως από τη βιαστική απόφαση της Ντάρλα –η κατάσταση θα πρέπει να ήταν όντως άσχημη–, ωστόσο συγκατένευσε. «Ωραία ιδέα». «Μου αρέσει» δήλωσε η Ντάρλα. «Θα είναι υπέροχο να κάνουμε έρωτα στο σαλόνι μέρα μεσημέρι». «Ζηλεύω» είπε η Κουίν, εν μέρει για να την ενθαρρύνει, εν μέρει επειδή ζήλευε αληθινά. «Δεν είναι κακό το σχέδιο». Η Ντάρλα κούνησε το κεφάλι ξαναβρίσκοντας την αισιοδοξία της.
«Εξάλλου, είναι κάτι πολύ μικρό, τίποτα σημαντικό δεν θα αλλάξει, θα ανάψει απλώς λίγο τα αίματα, για να θυμηθούμε πώς ήμασταν» πρόσθεσε κοιτάζοντας χαρούμενα την Κουίν. «Πολύ έξυπνη ιδέα. Σ’ ευχαριστώ». Η Κουίν κοίταξε αμήχανα την Κέιτι. «Δεν έκανα τίποτα». «Πάμε να σου βρούμε διαμέρισμα στα γρήγορα». Η Ντάρλα έβαλε ταχύτητα. «Θέλω να είμαι σπίτι στις πέντε». «Πάντως, μην επενδύσεις πολλά στο σχέδιο» τη συμβούλεψε η Κουίν. «Μια μικρή αλλαγή δεν βλάπτει, αλλά δες το λογικά και μην περιμένεις θαύματα, ούτε καμιά επανάσταση». «Όπως εσύ με τον Νικ;» είπε η Ντάρλα. Η Κουίν έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε τον Νικ. Σκέφτηκε τη σπίθα. «Εντάξει, έχεις δίκιο. Έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε στα θαύματα και στην επανάσταση. Ας ορμήσουμε και οι δύο». «Και βέβαια θα ορμήσουμε. Θα είναι υπέροχα» είπε η Ντάρλα. «Φυσικά» συμφώνησε η Κουίν, αλλά μέσα της ένιωθε ανησυχία.
5
–«Σε κανένα άλλο δεν επιτρέπονταν τα σκυλιά, γλυκιά μου»– το οποίο, ωστόσο, δεν ήταν όμορφο. «Δεν γίνεται να ζήσεις εδώ» είχε ψιθυρίσει η Ντάρλα, κοιτάζοντας έντρομη τους γεμάτους υγρασία τοίχους, και η Κουίν είχε απαντήσει: «Γίνεται, από τη στιγμή που μου επιτρέπουν να κρατήσω τη σκυλίτσα μου», ενώ την ίδια στιγμή ο ιδιοκτήτης έσκυβε να χτυπήσει φιλικά την Κέιτι στην πλάτη. Την επόμενη στιγμή, βρέθηκαν στον δρόμο, στον παγωμένο αέρα του Μαρτίου. «Είπα ότι δέχομαι μόνο σκυλιά εκπαιδευμένα να ζουν σε διαμέρισμα» διευκρίνισε ο άντρας, προτού τους κλείσει την πόρτα κατάμουτρα. «Είναι εκπαιδευμένη» είπε η Κουίν, ενώ μέσα της καταριόταν τον ιδιοκτήτη, που προφανώς δεν ήξερε από σκυλιά. Η Ντάρλα κοίταξε για πρώτη φορά την Κέιτι επιδοκιμαστικά. «Κατάλαβε ότι ήταν άθλιο μέρος για εσάς» σχολίασε. «Μπράβο, καλό σκυλί». «Ακούστε λοιπόν την εναλλακτική λύση» είπε η Κουίν αγριοκοιτάζοντας και τις δύο. «Τώρα είμαι υποχρεωμένη να μείνω με τους γονείς μου». «Δεν μπορεί, κάτι θα βρεθεί» είπε η Ντάρλα. «Αν, βέβαια, είσαι σίγουρη ότι δεν θέλεις να γυρίσεις στον Μπιλ». «Δεν τον συμπαθώ» είπε η Κουίν. «Το καταλαβαίνεις; Πότε επιτέλους θα το χωνέψεις; Έκλεψε το σκυλί μου. Τελειώσαμε με τον Μπιλ». «Εντάξει. Λοιπόν, ας τον ξεχάσουμε, δεν πρόκειται να τον αναφέρω ξανά. Πώς θα σου φαινόταν η ιδέα να αγοράσεις κάτι; Αν καταφέρεις να συγκεντρώσεις μια προκαταβολή, οι δόσεις της υποθήκης θα σου έρθουν φθηνότερα από το ενοίκιο». «Να αγοράσω σπίτι;» Η Κουίν σκέφτηκε τα τεράστια σπίτια του Τιμπέτ που θύμιζαν την Τάρα 6. Η αγορά μιας μονοκατοικίας ήταν σοβαρή υπόθεση. «Τι να το κάνω ολόκληρο σπίτι;» «Δεν είναι όλα τα σπίτια μεγάλα» της εξήγησε υπομονετικά η Ντάρλα. «Βρες ένα σπιτάκι με δύο κρεβατοκάμαρες. Η μητέρα σου δουλεύει σε μεσιτικό γραφείο, διάβολε! Πάμε να τη ρωτήσουμε». «Να αγοράσω σπίτι, είπες». Η Κουίν κάθισε ξανά στη θέση του συνοδηγού και άφησε την Κέιτι να περάσει στο πίσω κάθισμα, απορροφημένη στις σκέψεις της. Ένα σπίτι. Ένα δικό της σπίτι. Ανεξαρτησία. Ωριμότητα. Προσωπικός χώρος. Ένιωσε ξανά την έξαψη που την είχε κυριεύσει όταν είχε αποφασίσει να κρατήσει την Κέιτι και να φιλήσει τον Νικ. «Ε, λοιπόν, να δεις που μπορώ να το Η ΜΕΓΚΙ ΕΙΧΕ ΒΡΕΙ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΣΤΟ ΤΙΜΠΕΤ
κάνω. Θα αγοράσω σπίτι. Μόνο για μένα». Ένα δικό της σπίτι με περιφραγμένη αυλή για την Κέιτι. Κι έναν καναπέ στο σαλόνι για τον Νικ. «Γιατί όχι; Ίσως το κάνω. Μου αρέσει». «Γιατί έχεις αυτό το ύφος;» ρώτησε η Ντάρλα. «Μιλάμε για σπίτια, όχι για σεξ». «Τα βρίσκω και τα δύο πολύ συναρπαστικά» της απάντησε η Κουίν. «Απόψε θα το πω στη μαμά και θα δω αν μπορώ να το αντέξω οικονομικά. Αύριο αρχίζουμε το ψάξιμο. Δουλεύεις αύριο;» «Το πρωί μόνο, που θα είμαι στο μαγαζί. Και απόψε. Απόψε θα είμαι εξαιρετικά απασχολημένη» πρόσθεσε η Ντάρλα χαμογελώντας.
Όταν ο Μαξ επέστρεψε στο σπίτι στις πεντέμισι το απόγευμα, η Ντάρλα τον υποδέχτηκε στην είσοδο, γυμνή κάτω από το διάφανο αδιάβροχο. «Γεια σου, μωρό μου» της είπε εκείνος και τη φίλησε στο μάγουλο καθώς την προσπερνούσε για να κατεβεί τα σκαλοπάτια του σαλονιού, που εκτεινόταν σε δύο επίπεδα. «Έχουμε μόνο…» «Γεια σου…» του είπε η Ντάρλα. «Θεέ μου, στ’ αλήθεια δεν με κοιτάζεις πια». Ο Μαξ έκανε μεταβολή την ώρα που εκείνη έβγαζε το αδιάβροχο. «Τι;…» «Έχω σχέδια για σένα». Η Ντάρλα άφησε το αδιάβροχο να πέσει στο πάτωμα τη στιγμή ακριβώς που η πόρτα άνοιγε πίσω της. «Έφερα…» άκουσε τον Νικ να λέει κι αμέσως πάγωσε ολόκληρη, όπως ήταν επόμενο, αν σκεφτεί κανείς πως ήταν γυμνή και πως το δυνατό μαρτιάτικο ρεύμα τη χτυπούσε στην πλάτη. Φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να σκύψει να πιάσει το αδιάβροχο, το οποίο άλλωστε ήταν διάφανο. Προτού προλάβει να σκεφτεί την επόμενη κίνησή της, άκουσε τον Νικ να λέει: «Ξέχασέ το» και η πόρτα έκλεισε ξανά. «Μα τι κάνεις εκεί;» Ο Μαξ φαινόταν έκπληκτος και τρομοκρατημένος – καμία σχέση με το είδος της αντίδρασης που η Ντάρλα είχε ελπίσει να προκαλέσει. «Από στιγμή σε στιγμή θα μπουν τα αγόρια» της ανακοίνωσε. «Εγώ…» Η Ντάρλα βρέθηκε παγιδευμένη. «Άι στον διάβολο» μουρμούρισε και, παρατώντας το αδιάβροχο, τον προσπέρασε βιαστικά. Ένιωθε τόση αμηχανία, που το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τρέξει να κλειδωθεί στην κρεβατοκάμαρα και να καθίσει στο κρεβάτι με τα χέρια τυλιγμένα στο κορμί της θέλοντας να αυτοκτονήσει. «Ντάρλα!» φώναξε ο Μαξ από την άλλη πλευρά της πόρτας. «Φύγε» του είπε, και αμέσως μετά κάποιος χτύπησε την εξώπορτα. Όταν ο Μαξ άνοιξε, ακούστηκαν οι φωνές των παιδιών: «Γιατί δεν μας αφήσατε να μπούμε πιο πριν;» ρώτησαν. «Αχ, Θεέ μου» αναστέναξε η Ντάρλα και έπεσε πίσω στο κρεβάτι. Αφού πέρασαν δέκα λεπτά αυτομαστιγώματος, φόρεσε το τζιν και το μακό μπλουζάκι της και προσπάθησε να σκεφτεί με ποιον από τους δύο ήταν περισσότερο οργισμένη, με τον Μαξ ή με τον Νικ. Το γεγονός ότι κανένας τους δεν έφταιγε σε τίποτα, ότι στην ουσία αυτή ήταν που είχε κάνει
βλακεία, δεν βοηθούσε για να τους συγχωρήσει. Μια ώρα αργότερα, έχοντας ηρεμήσει κάπως, πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει χοτ ντογκ για τους τέσσερις αρσενικούς που είχαν στηθεί μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθούσαν τη βιντεοκασέτα του τελευταίου αγώνα φούτμπολ του σχολείου, εστιάζοντας στα σημεία όπου ο Μαρκ είχε σκοράρει. «Η κασέτα έφτασε σήμερα το απόγευμα» της εξήγησε ο Μαξ όταν μπήκε στην κουζίνα για να πάρει φαγητό. «Τηλεφώνησε ο Μπιλ από το σχολείο. Δεν πρόλαβα να σε ενημερώσω…» «Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε η Ντάρλα και του έδωσε ένα μπολ με ποπκόρν. «Το πηγαίνεις μέσα, σε παρακαλώ; Ευχαριστώ». Ο Μαξ αποσύρθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ύστερα από μισή ώρα, εμφανίστηκε ο Νικ για να πάρει μπίρες. «Λυπάμαι γι’ αυτό» είπε η Ντάρλα, ευχόμενη ο Μαξ να ήταν μοναχογιός. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Νικ. «Σου βρίσκονται καθόλου πατατάκια;» «Ναι, βέβαια». Η Ντάρλα άνοιξε το ντουλάπι, ευγνώμων που γύρισε την πλάτη κρύβοντας το κοκκίνισμά της. «Ευχαριστώ» του είπε δίνοντάς του το σακουλάκι από την άλλη άκρη του πάγκου που βρισκόταν καταμεσής στην κουζίνα. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ανέμελα ο Νικ. Η Ντάρλα πήρε βαθιά ανάσα. «Επειδή παριστάνεις ότι δεν συνέβη τίποτα για να μη με κάνεις να νιώθω άσχημα. Το κόλπο δεν πιάνει, ωστόσο το εκτιμώ». «Όπως και να ’χει, η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου» την πείραξε ο Νικ. «Έχεις ωραίο κώλο». «Ε!» διαμαρτυρήθηκε η Ντάρλα κοκκινίζοντας ακόμα περισσότερο, παρ’ όλα αυτά όμως χαμογέλασε. «Ξέρω, φυσικά, ότι δεν θα τον ξαναδώ άλλη φορά» σχολίασε ο Νικ και επέστρεψε στο σαλόνι. Ωραία λοιπόν, τον Νικ θα τον συγχωρούσε. Αλλά τον Μαξ… Όταν έφαγαν όλοι τους, η Ντάρλα ετοίμασε ένα πιάτο για τον εαυτό της και κλειδώθηκε πάλι στην κρεβατοκάμαρα. Από όλα όσα είχε καταφέρει στη ζωή της, λίγα πράγματα είχαν πάει τόσο στραβά. Και ο Μαξ δεν είχε βοηθήσει. Την είχε απλώς κοιτάξει, με μάτια γουρλωμένα, να στέκει ολόγυμνη. Θα μπορούσε τουλάχιστον να δείξει ευχαριστημένος έστω και για ένα δευτερόλεπτο… Βέβαια, το γεγονός ότι ο Νικ ερχόταν πίσω του ίσως εξηγούσε τη στάση του, εντούτοις θα μπορούσε, διάβολε, να δείξει λίγη καλή θέληση. Ήταν γυμνή, και μάλιστα καταμεσής στο σαλόνι. Η Ντάρλα σκέφτηκε πόσο συναρπαστικό θα ήταν να κυλιστούν οι δυο τους γυμνοί στο σαλόνι μέρα μεσημέρι. Θα μπορούσαν να… Είδε ξανά νοερά την έντρομη φάτσα του Μαξ. Κολοκύθια. Δάγκωσε μια μπουκιά από το χοτ ντογκ και, καθώς μασούσε, άρχισε να κάνει μοχθηρές σκέψεις εναντίον του άντρα της.
Το ίδιο βράδυ, στις έντεκα, ο Μαξ μπήκε σκουντουφλώντας στο θεοσκότεινο υπνοδωμάτιο, χώθηκε
δίπλα της στο κρεβάτι και ψιθύρισε: «Όσο για το απόγευμα που εμφανίστηκες γυμνή στην πόρτα…» «Έτσι και με ακουμπήσεις, πέθανες» είπε η Ντάρλα με φωνή που δεν σήκωνε πολλά. «Καληνύχτα» είπε ο Μαξ και αποτραβήχτηκε στη μεριά του.
Το πρωί του Σαββάτου, η μητέρα της Κουίν την πληροφόρησε πως, με τα χρήματα που διέθετε, ήταν αδύνατον να βρεθεί σπίτι της προκοπής. «Μπορείς να διαθέσεις το πολύ εβδομήντα πέντε χιλιάδες» της είπε η Μέγκι. «Με αυτά τα λεφτά δεν θα βρεις πολλά. Ίσως είναι προτιμότερο να μείνεις μαζί μας μέχρι να ξανασμίξετε με τον Μπιλ». «Δώσε μου τον κατάλογο» είπε η Κουίν και το μεσημέρι πέρασε να πάρει την Ντάρλα, αποφασισμένη να βρει δικό της σπίτι. Όλη τη νύχτα το σκεφτόταν, ονειρευόταν ένα συμπαθητικό σπιτάκι όπου θα μαζεύονταν οι φίλοι της δίχως να νοιάζονται για τους γείτονες που κρυφάκουγαν. Ποτέ ως τώρα δεν είχε κάνει κάτι που θα μπορούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των γειτόνων, αλλά σ’ ένα δικό της σπίτι ποτέ δεν ήξερες… Αυτό και μόνο ήταν αρκετός λόγος για να αγοράσει κάτι επιτόπου. «Τι έγινε λοιπόν; Το διάφανο αδιάβροχο τρέλανε τον Μαξ;» ρώτησε την Ντάρλα μόλις σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. «Όχι». Η φωνή της Ντάρλα ήταν πάλι άχρωμη και, όταν η Κουίν τής έριξε μια κλεφτή ματιά, πρόσεξε ότι το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο. «Θέλεις να το κουβεντιάσουμε;» «Τον υποδέχτηκα στην είσοδο, γυμνή. Ήταν μαζί του ο Νικ. Ήταν σκέτη καταστροφή». «Αχ, όχι!» Η Κουίν βούλιαξε στο κάθισμά της. «Θα μπορούσες να στείλεις τον Νικ σ’ εμένα». «Δεν σου είπε τίποτα ακόμη;» ρώτησε η Ντάρλα αναθαρρώντας κάπως, καθώς βρήκε σύμμαχο στη δυστυχία της. «Είναι μεγάλο καθοίκι!» Η Κουίν τής έριξε μια λοξή ματιά. «Να υποθέσω, επομένως, ότι δεν έχεις πλέον αντιρρήσεις για μένα και τον Νικ;» «Να μην υποθέσεις τίποτα». Η Ντάρλα χώθηκε βαθύτερα στο κάθισμα και δίπλωσε τα χέρια. «Αλλά αν εσύ τον θέλεις, τότε θα σε υποστηρίξω». «Ευχαριστώ». Η Κουίν άκουσε τη φωνή της το ίδιο άχρωμη με της φίλης της. Φαίνεται ότι η κατάθλιψη ήταν μεταδοτική. «Έχεις καμιά ιδέα;» «Προς το παρόν, όχι. Προσπαθώ ακόμη να συνέλθω από τα χθεσινοβραδινά. Όμως δεν θα το βάλω κάτω». «Ωραία» είπε η Κουίν. «Πάμε να αγοράσουμε ένα σπίτι κι έπειτα θα σκεφτούμε ένα σχέδιο Β για σένα κι ένα σχέδιο Α για μένα». Αφού πέρασαν το απόγευμα ζυγίζοντας τις επιλογές, η Κουίν αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως η μητέρα της είχε δίκιο. «Είναι άσχημα. Ακόμα κι αν τα επισκευάσω, θα παραμείνουν άσχημα, στενόχωρα σπιτάκια. Εγώ ήθελα κάτι συμπαθητικό και ζεστό, ενώ όλα αυτά είναι…»
«Τρισάθλια» συμφώνησε η Ντάρλα. «Γι’ αυτό τα πουλάνε φτηνά. Μας μένουν άλλα δύο σε τούτη τη γειτονιά…» «Όχι» δήλωσε η Κουίν. «Όλα μοιάζουν μεταξύ τους. Τα βρίσκω απαίσια». «…και ένα τελευταίο στην άλλη άκρη της πόλης, που κοστίζει ογδόντα πέντε χιλιάδες, αλλά η μητέρα σου έχει σημειώσει εδώ πως πουλιέται εδώ και καιρό, επομένως ίσως κατεβάσουν την τιμή». «Στην άλλη άκρη της πόλης». Η Κουίν αναστέναξε και έβαλε μπρος τη μηχανή. «Είκοσι λεπτά μακριά απ’ το σχολείο και από όλα τα υπόλοιπα. Για να μην έχει πουληθεί τόσο καιρό, φαντάσου σε τι χάλι θα βρίσκεται!» Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, η Ντάρλα είπε: «Δεν είμαστε υποχρεωμένες να μπούμε μέσα». Ήταν μια ψηλή, στενή μονοκατοικία με μήκος το πολύ όσο ένα δωμάτιο. Οι τοίχοι εξωτερικά ήταν από γκρίζο, ξεφλουδισμένο αμιαντοτσιμέντο, με σκούρα γκρι ξύλινα κουφώματα. Διέθετε μικρή πλαϊνή βεράντα, της οποίας τα περισσότερα κάγκελα είχαν καταρρεύσει. Αρκετά από τα εξωτερικά διπλά παράθυρα ήταν σπασμένα, η υδρορροή κρεμόταν σαν μεθυσμένη από τη στέγη και στην μπροστινή μικρή αυλή υπήρχαν δυο σκεβρωμένα δέντρα, εκ των οποίων το ένα ήταν ξερό. Το σπίτι γειτόνευε από τη μια πλευρά με ένα άλλο ακόμα πιο ερειπωμένο κι από την άλλη με ένα οικόπεδο πνιγμένο στα αγριόχορτα. Και σαν τελευταία πινελιά, η ταμπέλα ΠΩΛΕΙΤΑΙ βρισκόταν πεσμένη στο έδαφος. «Εφόσον έχουμε το κλειδί, ας μπούμε να του ρίξουμε μια ματιά» πρότεινε η Κουίν. «Δες το έτσι: Αν το εσωτερικό είναι υποφερτό, θα πετύχουμε καλή τιμή». «Έλα να προλάβουμε, προτού καταρρεύσει» είπε η Ντάρλα, μα όταν μπήκαν μέσα, κατάπιε τη γλώσσα της. Το ισόγειο αποτελούνταν από τρία δωμάτια στη σειρά και η είσοδος έδινε κατευθείαν στο μεσαίο. Το παρκέ έλαμπε στο φως των δύο ψηλών παραθύρων με το λευκό, ξεφλουδισμένο, ξύλινο κούφωμα. Η καμάρα οδηγούσε στην πρόσοψη του σπιτιού, στο σαλόνι, που διέθετε τούβλινο τζάκι πλαισιωμένο από εντοιχισμένη βιβλιοθήκη με γυάλινα πορτάκια από τα οποία έλειπαν τα περισσότερα τζάμια. Δύο επίσης ψηλά παράθυρα είχαν θέα στον έρημο δρόμο και στο ξερό δέντρο. «Είναι πολύ φωτεινό» παρατήρησε η Ντάρλα. «Βέβαια, τα δέντρα θα σου προκαλούν εφιάλτες». Η Κουίν περιπλανήθηκε στο σαλόνι. Το φανταζόταν στολισμένο με αναπαυτικά έπιπλα – αναμφίβολα όχι από αλουστράριστο ξύλο πεύκου. Οπωσδήποτε θα έβαζε μεγάλο καναπέ. «Νομίζω ότι μου αρέσει». Η δεύτερη πόρτα του μεσαίου δωματίου οδηγούσε στην κουζίνα, στην πίσω πλευρά του σπιτιού, ένα άσχημο δωματιάκι με γκρίζα ντουλάπια και πάγκους, που ωστόσο διέθετε επίσης μεγάλο παράθυρο και εξώπορτα με ειδικό πορτάκι για να βγαίνουν τα σκυλιά στην πίσω αυλή, έναν μεγάλο περίβολο που, ως εκ θαύματος, ήταν περιφραγμένος! «Αν βαφτεί, θα δείχνει καλύτερο». Η Ντάρλα κοίταξε τα ντουλάπια διατηρώντας τις αμφιβολίες της. «Ο προηγούμενος ένοικος θα πρέπει να υπέφερε από κατάθλιψη». Η Κουίν αφαίρεσε τη σανίδα που έφραζε το πορτάκι του σκύλου· η Κέιτι το μύρισε σαν να ήταν βέβαιη πως οδηγούσε στην κόλαση και κατόπιν χώθηκε στο άνοιγμα. Έπειτα από μια προσεκτική επιθεώρηση της χορταριασμένης αυλής, άρχισε να τρέχει ελεύθερα, σε μια σκυλίσια έκδοση του
Γεννημένη ελεύθερη7. «Ε, λοιπόν, ναι, μου αρέσει». «Λόγω της πίσω αυλής;» «Είναι μεγάλη» απάντησε η Κουίν. «Αν ο πάνω όροφος δεν είναι χάλια, το αγοράζω». Ο πάνω όροφος δεν ήταν χάλια. Περιλάμβανε δύο μικρές κρεβατοκάμαρες και μια μεγάλη με τούβλινο τζάκι επίσης, μπάνιο, μπανιέρα με ποδαράκια που κάποτε ήταν άσπρη, και υπέροχο άφθονο φως. «Αυτή η πόρτα έχει φάει κλοτσιά» είπε η Ντάρλα σκύβοντας για να εξετάσει την ξύλινη επιφάνεια. «Ντάρλα, όλα αυτά διορθώνονται». Καθώς η Κουίν κοίταζε τον πάνω όροφο από το κεφαλόσκαλο, ένιωσε στο διάφραγμα το ίδιο ζεστό κύμα που την είχε κατακλύσει όταν είχε πρωτοδεί την Κέιτι στο αυτοκίνητο εκείνη τη μέρα, την ίδια ζεστασιά που είχε νιώσει όταν ο Νικ είχε κοντέψει να τη φιλήσει. «Θα το αγοράσω». Ξάφνου χαμογέλασε γεμάτη ευφορία. «Πριν από τρεις μέρες, η ζωή μου ήταν γκρίζα σαν την κουζίνα αυτού του σπιτιού, και σήμερα είναι γεμάτη αναρίθμητες δυνατότητες. Σκέψου πώς θα είναι το αύριο!» «Ναι, για σκέψου» είπε η Ντάρλα κοιτάζοντας γύρω της.
Μέχρι να έρθει το βράδυ της Κυριακής, η Μέγκι δεν είχε μόνο υποχρεώσει τον Μπάκι να διαπραγματευτεί την τιμή του σπιτιού στα εβδομήντα χιλιάρικα, αλλά είχε πείσει τον πωλητή να το νοικιάσει στην Κουίν πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας. «Μπορείς να μετακομίσεις την Παρασκευή» είπε στην κόρη της, ενώ την ίδια στιγμή έριχνε στη φοβισμένη Κέιτι, που περίμενε καθισμένη υπομονετικά στα πλακάκια της κουζίνας, ένα βλέμμα που έλεγε: Ούτε λεπτό αργότερα. «Σ’ ευχαριστώ». Η Κουίν αγκάλιασε τη μητέρα της. «Σου είμαι ειλικρινά ευγνώμων. Ξέρω ότι πιστεύεις πως οφείλω να επιστρέψω στον Μπιλ…» «Τώρα θα μπορεί να μετακομίσει αυτός σ’ εσένα» είπε η μητέρα της. «Είναι καλό σπίτι. Ζήτησα να το ελέγξουν σήμερα το πρωί. Θέλει πολλή δουλειά, αλλά έχει γερά θεμέλια. Ο Μπιλ θα το φροντίσει». Πάνω απ’ το πτώμα μου, συλλογίστηκε η Κουίν, αλλά κράτησε το στόμα της κλειστό. «Πρέπει να δώσεις επτά χιλιάδες δολάρια προκαταβολή» συνέχισε η Μέγκι. «Ωραία. Οι οικονομίες μου ξεπερνούν τις έντεκα χιλιάδες. Θα περισσέψουν χρήματα για να αγοράσω έπιπλα». Καινούργιο κρεβάτι. Και ο Νικ θα με βοηθήσει στη μετακόμιση, σκέφτηκε. «Καινούργια έπιπλα…» Η μητέρα της πλησίασε την καμάρα και επιθεώρησε το σαλόνι που φωτιζόταν μόνο από την τηλεόραση. «Πάνε χρόνια που δεν έχω αλλάξει τίποτα εδώ μέσα». Το βλέμμα της έπεσε στον καναπέ όπου καθόταν ο άντρας της, ο οποίος δεν είχε καν αντιληφθεί την παρουσία της. «Ίσως αγοράσω καινούργιο καναπέ και σου χαρίσω τον παλιό». Η Κουίν θυμήθηκε ότι ο Νικ είχε ρίξει το φταίξιμο στον καναπέ. «Μετά χαράς θα πάρω αυτό τον καναπέ» είπε. «Αλλά τον μπαμπά θα τον κρατήσεις εσύ». «Μμμ…» μουρμούρισε αφηρημένα η μητέρα της και γύρισε να κοιτάξει το υπόλοιπο δωμάτιο.
«Εδώ μέσα χρειάζονται μερικές αλλαγές». «Μικρές αλλαγές» διευκρίνισε η Κουίν, κυριευμένη από ξαφνική ανησυχία. «Ασφαλώς» είπε η μητέρα της κοιτάζοντας πάλι τον καναπέ. Ο Τζο ξεκόλλησε το βλέμμα από την οθόνη και τις τσάκωσε να τον κοιτάζουν. «Έχουμε μπίρα;» Η Κουίν πήγε στην κουζίνα για να του τη φέρει. «Μικρές αλλαγές, μαμά. Μόνο μικρές».
Τη Δευτέρα, η Κουίν διατηρούσε ακόμη τη σιγουριά της ότι η αγορά του σπιτιού είχε υπάρξει λαμπρή απόφαση, ωστόσο η αισιοδοξία της υποχώρησε λίγο, εξαιτίας της άσχημης μέρας που είχε στο σχολείο. Την πρώτη ώρα, καθώς έπαιρνε παρουσίες, αρκετοί μαθητές που συμμετείχαν σε αθλητικές ομάδες την αγριοκοίταζαν, ενώ οι υπόλοιποι με δυσκολία συγκρατούσαν την απογοήτευσή τους. Είχε μαθευτεί πως η Κουίν είχε παρατήσει τον προπονητή τους. Μαθημένη να την αγαπούν οι μαθητές της, η Κουίν ένιωσε άβολα, έστω κι αν ήξερε ότι σύντομα θα τους περνούσε. Στο διάλειμμά της, καθώς πήγαινε στην αίθουσα των καθηγητών, το αγόρι-διευθυντής τη σταμάτησε στον διάδρομο και της είπε: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αποφάσισες τέτοιο πράγμα για χάρη ενός σκυλιού. Αντιλαμβάνεσαι πόσο κακό κάνεις στον Μπιλ; Στο σχολείο; Περιμένουμε τη χρηματοδότηση, Κουίν». Εκείνη τον κοίταξε με περιφρόνηση κι αυτός νευρίασε περισσότερο, ωστόσο ήξερε ότι, αν κάτι πήγαινε στραβά με το δέκατο κύπελλο ή τη χρηματοδότηση, θα ξεσπούσε φοβερός σάλος και ότι θα έριχναν τις ευθύνες σ’ εκείνη. Αργότερα, στο μεσημεριανό φαγητό, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την Ίντι και τους υπόλοιπους διδάσκοντες. «Η μαμά σου λέει ότι εγκατέλειψες τον Μπιλ» είπε η Ίντι παρατηρώντας την επίμονα με τα φωτεινά γαλάζια μάτια της από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού της αίθουσας των καθηγητών, ενός τραπεζιού με σημαδεμένη πλαστική επιφάνεια σε απομίμηση ξύλου. «Είναι αναστατωμένη». «Ναι, φυσικά». Η Κουίν άνοιξε την κόκα κόλα διαίτης, αγνοώντας την αχόρταγη περιέργεια της ομήγυρης, και προπάντων των δύο γυναικών που κάθονταν πλάι της. Η Μάρτζορι Κάντορ, η μεγαλύτερη κουτσομπόλα του σχολείου, πιθανώς πάλευε ανάμεσα στην επιθυμία της να καλοπιάσει την Κουίν για να αποσπάσει περισσότερες πληροφορίες, και να της κόψει την καλημέρα επειδή παράτησε τον ωραίο προπονητή. Η σεμνότυφη Πέτρα Χάουαρντ φαινόταν απλώς σαστισμένη. Η Πέτρα, που μονίμως βρισκόταν στον δικό της κόσμο, τον περασμένο μήνα είχε πιστέψει ότι οι μαθητές συνωμοτούσαν εναντίον της –δεδομένου ότι δεν ήταν καλή καθηγήτρια, αυτό δεν ήταν αποκλειστικά αποκύημα της φαντασίας της–, και τώρα πια κρυβόταν όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα στο γραφείο του προσωπικού και ασχολιόταν με τη ζωή των συναδέλφων, προκειμένου να διασκεδάσει την πλήξη της. «Ωραίο πουλόβερ, Κουίν» είπε η Πέτρα. «Τι όμορφο χρώμα».
«Ευχαριστώ» απάντησε η Κουίν, προτού στραφεί ξανά στην Ίντι. «Τη μαμά πάντα την αναστατώνουν οι αλλαγές». «Φοβάται μήπως χάσεις τη σιγουριά της ζωής σου». Η Ίντι σούφρωσε ελαφρώς τα χείλη. «Η Μέγκι έχει εμμονή με το θέμα της σιγουριάς». «Πραγματικά, είναι πολύ ωραίο πουλόβερ» επανέλαβε η Πέτρα. «Μπορώ να φροντίσω μόνη μου για μια σίγουρη ζωή» είπε η Κουίν. «Εγώ είμαι με το μέρος σου. Η μαμά σου είναι αυτή που αναστατώνεται» είπε η Ίντι. «Πού το βρήκες αυτό το ωραίο πουλόβερ;» ρώτησε η Πέτρα και η Μάρτζορι στριφογύρισε τα μάτια με αγανάκτηση. Η συζήτηση περί πουλόβερ δεν θα της πρόσφερε αυτό που ήθελε… Η Μάρτζορι διψούσε για λεπτομέρειες σχετικά με τον μεγαλύτερο χωρισμό που έγινε στο Τιμπέτ από τότε που ο προηγούμενος προπονητής εγκατέλειψε τη σύζυγό του για μια υπάλληλο καφετέριας. Η Κουίν χαμογέλασε γλυκά στην Πέτρα μόνο και μόνο για να εκνευρίσει τη Μάρτζορι. «Είναι παλιό. Το βρήκα σ’ ένα μαγαζί στο Κολόμπους την τελευταία φορά που πήγα να δω την αδελφή μου». «Πιστεύω ότι τη βοηθάς να κάνει μια επανεκτίμηση της ζωής της» συνέχισε η Ίντι. «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε έκπληκτη η Κουίν. «Το τι κάνω εγώ είναι δικός μου λογαριασμός, δεν βλέπω σε τι αφορά τη μητέρα μου». «Βγαίνει και σε άλλα χρώματα;» ρώτησε η Πέτρα. «Εμένα δεν μου πάει το χρώμα της λεβάντας. Παραείμαι χλωμή». Η Πέτρα έμοιαζε με ζόμπι, αλλά δεν έφταιγαν γι’ αυτό τα ρούχα της. «Τη δεκαετία του ’60 σίγουρα έβγαινε και σε άλλα χρώματα» απάντησε η Κουίν, προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της. «Είναι παλιό. Δεν υπάρχουν πια τέτοια πουλόβερ» – εκτός αυτού, κόστιζε πέντε δολάρια, αλλά η Κουίν δεν είχε σκοπό να δώσει τροφή στη Μάρτζορι διαλαλώντας την τιμή του. «Κατά πάσα πιθανότητα, σε τίποτα» συνέχισε τη συζήτησή τους η Ίντι σε καθησυχαστικό τόνο. «Τώρα, λοιπόν, που έχεις ελεύθερο χρόνο, μήπως θέλεις να αναλάβεις τα σκηνικά και τα κοστούμια της θεατρικής παράστασης; Η αμοιβή είναι χίλια δολάρια, δεν είναι καθόλου άσχημα, κι αν δεν το κάνεις εσύ, στο τέλος θα αναγκαστώ να το αναθέσω σε κάποιον γονιό. Θυμάσαι τότε με τη Μελωδία της ευτυχίας;» Η Κουίν ανατρίχιασε. Δεν είχε δει στη ζωή της πιο κακοφτιαγμένες Άλπεις. «Πρέπει να δουλεύω κάθε βράδυ για δέκα εβδομάδες εκτός από τα Σαββατοκύριακα. Είναι λιγότερο κι απ’ το κατώτερο μεροκάματο». «Σε γαλάζιο ίσως» είπε η Πέτρα. «Είναι μάλλινο;» «Σε παρακαλώ, μη μου πεις όχι». Η Ίντι προσπάθησε να δείξει συντετριμμένη, αλλά δεν ήταν του χαρακτήρα της. Οι γυναίκες με φουντωτά ξανθά μαλλιά δεν απελπίζονταν ποτέ. «Ξεκινάω νέα ζωή» είπε η Κουίν. «Θα γίνω εγωίστρια». Με την άκρη του ματιού της, είδε τη Μάρτζορι που έσκυβε προς το μέρος της. «Δεν φοβάσαι μήπως το φάει ο σκώρος;» συνέχισε η Πέτρα, προκαλώντας το ξέσπασμα της
Μάρτζορι: «Σώπα επιτέλους, Πέτρα» την επέπληξε. «Μπορείς να είσαι όσο εγωίστρια θέλεις, δεν έχω αντίρρηση, αλλά μήπως θα μπορούσες να κάνεις μια εξαίρεση για μένα;» ρώτησε η Ίντι. «Είμαι δημοκρατική εγωίστρια» απάντησε η Κουίν. «Οπότε θα πω όχι». «Ανεβάζουμε το έργο Μέσα στο δάσος 8. Ένα παραμύθι με δέντρα και πύργους. Σκέψου πόσο διασκεδαστικό θα είναι». «Όχι» επέμεινε η Κουίν, προσπαθώντας να μη σχεδιάζει με τον νου της δέντρα και πύργους. «Να βάλεις ναφθαλίνη» είπε η Πέτρα. «Αλλά η αλήθεια είναι ότι βρομάει». «Φαντάσου πόσο άσχημο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα αν δεν τα αναλάβεις εσύ. Κυριολεκτικά θα σώσεις το έργο αν αναλάβεις τα σκηνικά και τα κοστούμια». «Ώστε εγκατέλειψες τον προπονητή;» ρώτησε η Μάρτζορι, που προφανώς δεν άντεξε άλλο. «Πρέπει να πηγαίνω» είπε η Κουίν και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Έπειτα ο Μπιλ πέρασε από την αίθουσα των Καλλιτεχνικών. «Ήθελα απλώς να δω πώς είσαι» είπε. «Απορώ πώς αντέχεις να μένεις με τους γονείς σου. Πρέπει να έχεις μπουχτίσει» αστειεύτηκε. «Όχι» απάντησε εκείνη χωρίς να έχει διάθεση να του μιλήσει για το σπίτι, από φόβο μήπως του δώσει λαβή για κουβέντα. «Έχω πολλή δουλειά, Μπιλ» είπε, αλλά εκείνος παρέμεινε στην τάξη, με τους μαθητές να παρακολουθούν γοητευμένοι από τα θρανία τους τη ζωντανή σαπουνόπερα, ενώ ορισμένοι εξακολουθούσαν να την κοιτάζουν εχθρικά επειδή είχε παρατήσει τον προπονητή τους. «Είναι καλός άνθρωπος» είπε ο Κόρεϊ Μόσερτ όταν ο Μπιλ εγκατέλειψε επιτέλους την προσπάθεια και έφυγε. «Κόρεϊ, ανακατεύτηκα ποτέ στα προσωπικά σου; Μην ασχολείσαι λοιπόν με τα δικά μου» του απάντησε εκείνη. Όταν ο Τζέισον Μπαρνς την είδε στην τελευταία ώρα, περιορίστηκε στο να κουνήσει απλώς το κεφάλι, αλλά η Θία, που βοηθούσε την Κουίν και ως εκ τούτου δεν ήταν απορροφημένη στο έργο της, δεν υποχώρησε τόσο εύκολα. «Τι σου έκανε;» ρώτησε. «Δεν ήταν ο κατάλληλος» απάντησε η Κουίν. «Και δεν ήθελα να συμβιβαστώ, δεν θα ήταν καλό ούτε για κείνον ούτε για μένα». «Τι εννοείς όταν λες ότι δεν ήθελες να συμβιβαστείς;» Η Θία έγειρε πάνω στην έδρα, ελέγχοντας τα υλικά που επέστρεφαν σποραδικά οι μαθητές. «Εδώ μιλάμε για τον προπονητή! Για τον βασιλιά του σχολείου, σαν να λέμε». «Υπάρχει ζωή και εκτός σχολείου» της είπε η Κουίν. «Και δεν θέλω να ξυπνήσω μια μέρα ευχόμενη να είχα κάνει αυτό που ήθελα και να μη συμβιβαζόμουν με αυτό που είχα. Όλοι αυτό μου ζητάνε να κάνω, αλλά εγώ δεν το θέλω». Σώπασε προς στιγμήν, ξέροντας ότι οι γονείς της Θία την προόριζαν για πράγματα τα οποία η ίδια δεν ήταν σίγουρη αν τα ήθελε. Δεν υπήρχε λόγος να αναστατώσει τη Θία τρεις μόλις μήνες πριν από την αποφοίτησή της. «Ας πούμε απλώς ότι δεν είναι ο κατάλληλος άντρας για μένα». «Μάλιστα» είπε η Θία. «Πώς ξέρεις ότι δεν είναι ο κατάλληλος;»
«Έδωσε τη σκυλίτσα μου στον μπόγια». Η Θία γούρλωσε τα μάτια. «Όντως δεν είναι ο κατάλληλος. Και πώς ξεχωρίζει μια γυναίκα τον κατάλληλο άντρα;» Η Κουίν σκέφτηκε τον Νικ. «Δεν έχω ιδέα. Ξέρω κάποιον που κάθε φορά που τον κοιτάζω μου έρχεται να κάνω εμετό, αλλά ίσως έχω γρίπη». «Όχι, μου είναι γνώριμο αυτό το συναίσθημα» είπε η Θία. «Σκέφτεσαι να βγεις μ’ αυτό τον άντρα;» «Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται» αποκρίθηκε η Κουίν. «Πάντως, μάλλον θα κάνω μια προσπάθεια». Η σκέψη την τρομοκρατούσε, αλλά και η εναλλακτική λύση δεν ήταν καλύτερη. «Ειδάλλως, θα γεράσω περιμένοντας να το καταλάβει μόνος του». «Καλύτερα όχι» είπε η Θία και, όταν ο Τζέισον πλησίασε την έδρα ένα δυο λεπτά αργότερα αναζητώντας ένα κοπίδι, του το έδωσε λέγοντας: «Τι θα γίνει, θα πάμε σινεμά απόψε;» Ο Τζέισον τράβηξε απότομα το χέρι μ’ ένα ξερό «όχι». «Καλά» είπε η Θία και έτρεξε να χωθεί στην αποθηκούλα πίσω από την έδρα κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Ωραία το χειρίστηκες» ειρωνεύτηκε η Κουίν, μην ξέροντας αν έπρεπε να κατσαδιάσει τον Τζέισον ή να τον λυπηθεί. «Με αιφνιδίασε» διαμαρτυρήθηκε εκείνος κοιτάζοντας συνοφρυωμένος την πόρτα της αποθήκης. «Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έγινε». «Νομίζω ότι ήθελε να πάτε σινεμά μαζί» είπε η Κουίν. «Μπορεί βέβαια να κατάλαβα λάθος». «Δηλαδή τώρα θα τα βάλεις κι εσύ μαζί μου; Τι άλλο να της έλεγα δηλαδή;» ρώτησε ο Τζέισον. «Τίποτα. Θα μπορούσες απλώς να μη βιαστείς να απαντήσεις». «Με αιφνιδίασε» επανέλαβε ο Τζέισον κουνώντας το κεφάλι. «Γυναίκες…» Όταν γύρισε στο θρανίο του, η Κουίν μπήκε στη στενή αποθήκη όπου η Θία τακτοποιούσε τις μπογιές. «Όλα καλά;» «Ναι». Η Θία τής έδωσε το άδειο κουτί με τα χρώματα. «Θα γεμίσω τα δοχεία». «Θία…» «Δεν τρέχει τίποτα». Η Θία σήκωσε από το πάτωμα το κουτί με τις μπογιές. «Σκέφτηκα απλώς να δοκιμάσω, όπως είπες κι εσύ. Δεν έχω τίποτα να χάσω». Η Κουίν στενοχωρήθηκε με τον αδιάφορο τόνο της φωνής της Θία. «Θία, ο Τζέισον αιφνιδιάστηκε, αυτό είναι όλο. Ίσως όταν…» «Μακένζι» την έκοψε η Θία. «Με γνωρίζει από το νηπιαγωγείο. Μη μου ζητήσεις λοιπόν να περιμένω να γνωριστούμε καλύτερα. Με ξέρει». Έσκισε το κιβώτιο με τις μπογιές βάζοντας περισσότερη δύναμη απ’ όσο χρειαζόταν. Τα πλαστικά δοχεία σκορπίστηκαν στο τσιμεντένιο πάτωμα, χωρίς να σπάσουν. «Γαμώτο». Καθώς έσκυβε να τα μαζέψει, κοντοστάθηκε και κοίταξε την Κουίν. «Άκουσέ με. Η μαμά θέλει να είμαι πρώτη στην τάξη, ο μπαμπάς θέλει να μαζέψω υποτροφίες για να σπουδάσω και η κοινωνική ζωή μου περιορίζεται στο να διαβάζω τα μαθήματά μου και να σε βοηθάω στο δικό σου. Ασχολούμαι αποκλειστικά με το σχολείο και τους βαθμούς.
Και ξάφνου βλέπω τον Τζέισον, που έχει αληθινή ζωή, που κάνει διάφορα πράγματα. Ξέρεις… έχει εμπειρία». Η Κουίν δεν ήξερε, επειδή ήταν βέβαιη ότι τα μόνα πράγματα που έκανε ο Τζέισον στη ζωή του ήταν να συχνάζει σε γήπεδα και να στριμώχνει μαζορέτες στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. Ωστόσο όφειλε να παραδεχτεί πως η Θία έκανε ακόμα λιγότερα. «Περίπου» είπε, ενώ σκεφτόταν: Όπως ο Νικ, που είναι διαφορετικός από μένα. «Προηγουμένως είπες» συνέχισε η Θία «ότι δεν είναι καλό να συμβιβαζόμαστε στη ζωή μας και σκέφτηκα…» Σήκωσε τους ώμους προσθέτοντας: «Έκανα βλακεία». «Όχι, δεν ήταν βλακεία». Η Κουίν έσκυψε να τη βοηθήσει στο μάζεμα των δοχείων. «Στους άντρες δεν αρέσουν οι εκπλήξεις. Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ για έναν άντρα, αλλά αυτός δεν θέλει πολλά πολλά μαζί μου». «Οι άντρες είναι ηλίθιοι» σχολίασε η Θία και καταπιάστηκε με την τακτοποίηση των δοχείων στο ράφι. «Ναι, αρκετά» συμφώνησε η Κουίν και, γυρίζοντας στην τάξη, βάλθηκε να αγριοκοιτάζει τον Τζέισον, ώσπου εκείνος αναρωτήθηκε τι είχε κάνει, και η Κουίν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το φταίξιμο δεν ήταν δικό του. Καημένη Θία. Η κατανόησή της για το πρόβλημα της Θία μεγάλωσε όταν, μετά το μάθημα, πήγε στο συνεργείο για να πάρει τα βιβλία της και να επιστρέψει στον Νικ το μπουφάν του. Η καρδιά της φτεροκοπούσε την ώρα που χτυπούσε την πίσω πόρτα και έμπαινε στο γκαράζ φωνάζοντας: «Νικ; Γεια σου!» «Εδώ είμαι». Ο Νικ έσφιγγε τα μπουλόνια του τροχού ενός Έσκορτ, και προς στιγμήν η Κουίν κοντοστάθηκε για να θαυμάσει κρυφά τους μυς των μπράτσων του, τους πήχεις αλλά και τους δικέφαλους κάτω από το πουκάμισό του. Ο Νικ δεν ήταν ιδιαίτερα μυώδης, ήταν μάλλον ψηλόλιγνος, αλλά η δουλειά στο συνεργείο τον είχε κάνει εύρωστο και δυνατό, και τα μπράτσα του ήταν υπέροχα. Κατά πάσα πιθανότητα, το υπόλοιπο κορμί του θα ήταν εξίσου υπέροχο. Σύνελθε επιτέλους, είπε στον εαυτό της, ωστόσο της άρεσε να τον κοιτάζει. Δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει κάτι τέτοιο. Η Κουίν δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο, αρκεί να θυμόταν ότι δεν έπρεπε να του ζητήσει να πάνε στον κινηματογράφο. Ο Νικ σταμάτησε τη δουλειά του και την κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του – ήταν κούκλος. Η Κουίν δεν τον είχε κοιτάξει ποτέ με τέτοιον τρόπο, γι’ αυτήν ήταν πάντα απλώς ο Νικ, και όλοι ήξεραν ότι ο Μαξ ήταν ο ωραίος αδελφός Ζίγκλερ. Μα να που τώρα τον έβλεπε αλλιώτικα, κοίταζε τα φλογερά σκούρα μάτια του, τα ατίθασα πυκνά μαλλιά του, που ήταν σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι του. Ο Νικ έμοιαζε σαν να είχε μόλις κάνει έρωτα ή σαν να επρόκειτο να το κάνει λίαν συντόμως. Να μια καλή ιδέα… Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, έμοιαζε επιφυλακτικός, και η Κουίν ήξερε ότι αν επιχειρούσε να οδηγήσει την κουβέντα στο περιστατικό εκείνης της νύχτας στον καναπέ του σπιτιού της, αυτός θα έβρισκε τρόπο να το αποφύγει. Όμως κάτι έπρεπε να του πει, κι έτσι προφασίστηκε έναν λόγο για την επίσκεψή της. «Σου έφερα το μπουφάν σου» του είπε ακουμπώντας το στον πάγκο εργασίας. «Το ξέχασες σπίτι
την Πέμπτη το βράδυ» – το βράδυ που με κοίταξες στα μάτια. «Ευχαριστώ» κατένευσε ο Νικ. Ωραία. «Ήρθα επίσης για να μάθω αν δυσκολεύτηκες στη μεταφορά των βιβλίων. Ήταν πολλά, το ξέρω». «Δεν υπήρχε ούτε ένα» είπε ο Νικ και πήγε να κρεμάσει το κλειδί. Οι ώμοι του ήταν υπέροχοι. Πώς ήταν δυνατόν να μην είχε προσέξει ποτέ τους ώμους του; Πού ζούσε, στον Πλούτωνα; Ο Νικ σκούπισε την παλάμη σ’ ένα κουρέλι γυρίζοντάς της την πλάτη. «Εσύ με την Ντάρλα τα πακετάρατε την Παρασκευή, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Ο Νικ κούνησε το κεφάλι. «Τα βρήκα όλα στη θέση τους στα ράφια της βιβλιοθήκης, ταξινομημένα με αλφαβητική σειρά. Δεν υπήρχαν κουτιά. Σαν να μην τα πακετάρατε ποτέ». Η Κουίν στηρίχτηκε στον πάγκο, νιώθοντας ξάφνου τα γόνατά της να μην την κρατάνε. Ο Μπιλ είχε βγάλει από τα κιβώτια όλα τα βιβλία. Τον είδε νοερά να επιστρέφει σπίτι, να βλέπει τα κουτιά, να τακτοποιεί προσεκτικά στα ράφια ένα ένα τα βιβλία αλφαβητικά, κατά συγγραφέα, να πετάει τα χαρτοκιβώτια στα σκουπίδια, και όλα να γίνονται όπως πρώτα – κι όλα αυτά δίχως να είναι θυμωμένος. Όσο γι’ αυτό, η Κουίν ήταν βέβαιη. Ο Μπιλ είχε τακτοποιήσει απλώς τα βιβλία στη θέση τους, εκεί όπου πίστευε ότι ανήκαν. «Του μίλησες;» ρώτησε ο Νικ. «Γιατί φαίνεται ότι δεν έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει». «Του άφησα σημείωμα» είπε η Κουίν, κι εκείνος κάγχασε. «Όχι, ειλικρινά, ήταν ένα ξεκάθαρο σημείωμα. Κι έπειτα μου τηλεφώνησε στης μαμάς και του το επανέλαβα. Αυτός είπε ότι έλειπαν τα μαχαιροπίρουνα κι εγώ απάντησα ότι ήταν της γιαγιάς μου και ότι έπρεπε να αγοράσει δικά του. “Μα τότε θα τα έχουμε διπλά” μου απάντησε». Ο Νικ συνάντησε επιτέλους το βλέμμα της. «Κακό αυτό». «Του το είπα επίσης στο σχολείο την Παρασκευή. Έκλεισα σε κούτες όλα τα βιβλία. Και του το επανέλαβα σήμερα στο σχολείο». «Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνεις πολύ πιο σαφής» είπε ο Νικ πετώντας το κουρέλι στον πάγκο. «Με ποιον τρόπο;» ρώτησε η Κουίν. «Πόσο πιο σαφής μπορώ να γίνω, όταν του έχω ήδη πει ότι έφυγα και δεν θα ξαναγυρίσω;» «Του εξήγησες τον λόγο;» «Όχι». Η Κουίν χαμήλωσε το βλέμμα της. «Είναι δύσκολο να του εξηγήσω». «Για να δούμε, τι έκανε λοιπόν;» ρώτησε ο Νικ θέλοντας να βοηθήσει. Στηρίζοντας την πλάτη στον τοίχο, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος επιδεικνύοντας τους υπέροχους πήχεις του. «Είναι ευκολότερο να καταλάβεις ότι σε εγκαταλείπουν όταν σου εξηγούν τον λόγο». Η Κουίν σήκωσε τους ώμους. «Συνειδητοποίησα απλώς ότι δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσά μας» – και ότι υπάρχει κάτι ανάμεσα σ’ εσένα κι εμένα. «Ξέρω, το έχω ζήσει. Η έξαψη χάθηκε για πάντα».
«Δεν υπήρξε ποτέ». Η Κουίν κάθισε πάνω στον πάγκο πλημμυρισμένη από έναν παράλογο θυμό, επειδή ο Νικ είχε ζήσει στο παρελθόν δυνατές συγκινήσεις. «Με ξέρεις. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που εμπνέουν στους άλλους δυνατές συγκινήσεις». Ο Νικ ξεδίπλωσε τα χέρια και γύρισε να πιάσει ξανά το κουρέλι. «Δεν ήταν μόνο η απουσία της έξαψης» συνέχισε η Κουίν, ενώ εκείνος γονάτιζε ξανά στο τσιμέντο για να γυαλίσει το τάσι του Έσκορτ. «Απήγαγε την Κέιτι, και τότε κατάλαβα ότι δεν ήθελα να ζω με έναν άντρα που είναι ικανός για τέτοιες ενέργειες, που πιστεύει ότι τα ξέρει όλα καλύτερα από μένα και που, σε τελική ανάλυση, δεν με γνωρίζει καθόλου» πρόσθεσε έχοντας πάρει φόρα. «Μπορεί να μην είμαι από τις γυναίκες που προκαλούν έντονες συγκινήσεις, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να συμβιβαστώ με κάτι τέτοιο. Και, για να πω την αλήθεια, όταν έφυγα ένιωσα όμορφα, ήμουν σίγουρη πως δεν θα το μετάνιωνα». Η Κουίν τον πλησίασε, προσπαθώντας να του δώσει να καταλάβει τι ένιωθε. Ήταν σημαντικό γι’ αυτή να τον έχει συμπαραστάτη σ’ αυτή την ιστορία, να μην του επιτρέψει να ταχθεί με το μέρος του Μπιλ – δυο άντρες ενωμένοι. «Όμως δεν μπορώ να του πω: “Λυπάμαι, Μπιλ, μόλις κατάλαβα ότι όχι μόνο ήσουν ανιαρός αλλά ότι επιπλέον δεν είχες ιδέα για τις ανάγκες μου. Αντίο”. Αυτός θα μου απαντούσε: “Θα μάθω ποιες είναι οι ανάγκες σου”, οπότε θα αναγκαζόμουν να πω: “Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση”, και τότε όλοι θα με θεωρούσαν σκύλα». Ο Νικ αρνιόταν να την κοιτάξει. Η Κουίν έπρεπε να το περιμένει, μια και γνώριζε ότι δεν του άρεσε να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. «Έτσι, μένω κι εγώ στο “Απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλο”» συμπλήρωσε στο τέλος. «Δεν του λέω ότι στην ουσία δεν βρεθήκαμε ποτέ κοντά». Σήκωσε τους ώμους με νευρικότητα, προσπαθώντας να ελαφρύνει τη σιωπή. «Λυπάμαι για τα βιβλία. Θα σκεφτώ μια λύση». Καθώς ο Νικ εξακολουθούσε να σωπαίνει, εκείνη κατευθύνθηκε προς την έξοδο. «Ευχαριστώ για την προθυμία σου να με βοηθήσεις» πρόσθεσε. Καμία αντίδραση. Η Κουίν βγήκε και κοπάνησε πίσω της την πόρτα, νιώθοντας δυστυχισμένη και συγχρόνως έξαλλη. Μια λογική γυναίκα θα ανέλυε τα συναισθήματά της και θα συμφιλιωνόταν με τις σκέψεις της. Η Κουίν σκεφτόταν απλώς ότι ήθελε να δολοφονήσει όλους τους άντρες.
Όταν η πόρτα χτύπησε δυνατά, ο Νικ σταμάτησε να γυαλίζει το τάσι, που δεν χρειαζόταν γυάλισμα, και ακούμπησε το μέτωπο στο πλάι του αυτοκινήτου. Ώστε η Κουίν πίστευε πως δεν ανήκε στην κατηγορία των συναρπαστικών γυναικών. Όμως εκείνος είχε διακρίνει τη λάμψη στα μάτια της τη νύχτα που την είχε πλησιάσει, είχε ακούσει το απαλό λαχάνιασμά της, είχε διαισθανθεί την έξαψή της όταν είχαν κοκκινίσει τα μάγουλά της, και τώρα διψούσε να τα ζήσει όλα αυτά απ’ την αρχή, λαχταρούσε να την αγγίξει, να την ακούσει να βαριανασαίνει, να της ανεβάσει τους παλμούς, να φιλήσει το στόμα της, να χαϊδέψει τον λαιμό και κατόπιν τα στήθη της. Εγώ θα μπορούσα να σε κάνω να νιώσεις συναρπαστική, σκέφτηκε κι αμέσως μετά προσπάθησε να καταχωνιάσει τις σκέψεις του στο σκοτεινό λαγούμι του μυαλού του από όπου είχαν ανασυρθεί. Διάβολε. Ο Νικ κάθισε στο κρύο τσιμέντο και ευχήθηκε να μπορούσε να διαγράψει από τη ζωή
του το τελευταίο τούτο μισάωρο. Για την ακρίβεια, αν ήταν να διαγράψει κάτι, θα προτιμούσε αυτό να περιλαμβάνει ολόκληρο το τελευταίο πενθήμερο. Η Κουίν αποτελούσε σταθερό κομμάτι της ζωής του –δεν γινόταν να κοιμηθεί μαζί της, την αγαπούσε– και οι λέξεις «σεξ» και «σταθερό» δεν συνυπήρχαν ποτέ στο λεξιλόγιό του ούτε στη ζωή του. Ήταν ευχαριστημένος με τη ρουτίνα του, απολάμβανε την ελευθερία και την ποικιλία της, δεν είχε ευθύνες, η ζωή του ήταν εύκολη και, ομολογουμένως, δεν σκόπευε να τα τινάξει όλα στον αέρα επειδή γούσταρε την καλύτερή του φίλη. Ξέχασέ το, είπε μέσα του και προσπάθησε να ασχοληθεί με το άλλο, το ασφαλές πρόβλημα, δηλαδή με τον Μπιλ. Ο Μπιλ ήταν σπουδαίος τύπος, λίγο ρηχός αλλά έντιμος και δουλευταράς – Θεέ μου, πόσο βαρετά ήταν όλα αυτά, τι στην ευχή τού είχε βρει η Κουίν; Γιατί λοιπόν ο Μπιλ συμπεριφερόταν σαν να μην αντιλαμβανόταν ότι εκείνη τον είχε εγκαταλείψει; Ο Νικ ακούμπησε ξανά στο φτερό και προσπάθησε να μπει στη θέση του Μπιλ, κάτι αρκετά δύσκολο, μια και συνήθως αδιαφορούσε για το τι έκαναν οι άλλοι. Ωραία, λοιπόν, ήταν ο Μπιλ. Ζούσε με την Κουίν –στο σημείο αυτό το μυαλό του ξεστράτισε, θυμήθηκε τα εσώρουχά της– κι εκείνη τον εγκατέλειψε και έφυγε απ’ το σπίτι. Δεν ήταν δα τόσο φοβερό· πολλές γυναίκες κατά καιρούς είχαν απηυδήσει με τον Νικ και τον είχαν παρατήσει, κι εκείνος δεν είχε χολοσκάσει ιδιαίτερα. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι ο Νικ ήταν με την Κουίν. Ας υποθέσουμε πως είχε συνηθίσει να επιστρέφει κάθε βράδυ στο σπίτι και να τη βρίσκει να διαβάζει στον καναπέ ή να γελάει στο τηλέφωνο με την Ντάρλα ή να είναι στο ντους –το τελευταίο άσ’ το καλύτερα–, και πως μια μέρα γυρίζει σπίτι και βρίσκει ένα σημείωμα. Το κομμάτι με το ντους τον αποσπούσε, η συγκεκριμένη φαντασίωση περιλάμβανε άφθονη σαπουνάδα, ωστόσο έβαλε τα δυνατά του να φανταστεί ένα σημείωμα που έγραφε: Αγαπητέ Νικ, σ’ εγκαταλείπω, και τότε ενοχλήθηκε περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε. Τέρμα η Κουίν στη ζωή του, τέρμα τα γέλια και τα λαμπερά, δροσερά κοκκινωπά μαλλιά, τέρμα οι καβγάδες και τα παιχνίδια, τέρμα οι εκπλήξεις του τύπου εκνευριστικά αδέσποτα σκυλάκια που πάσχουν από μανία καταδίωξης. Αν ήταν ο Μπιλ, δεν θα ξάπλωνε ξανά στο κρεβάτι τη νύχτα νιώθοντας πάνω του το απαλό κορμί της, δεν θα άπλωνε πια τα χέρια του να τη χαϊδέψει, δεν θα φιλούσε το φιλήδονο, φλογερό στόμα της νιώθοντας τα μαλλιά της να σκεπάζουν σαν μετάξι τη σάρκα του, νιώθοντας να γλιστράει βαθιά μέσα της… «Σταμάτα» είπε μεγαλόφωνα και σηκώθηκε. Η Κουίν αντιμετώπιζε προβλήματα. Ο Μπιλ φαινόταν αποφασισμένος να μην παραιτηθεί εύκολα. Ο Νικ έδειχνε κατανόηση, το ίδιο θα έκανε στη θέση του, όμως ήταν βέβαιος πως ο Μπιλ στο τέλος θα έπαιρνε απόφαση το γεγονός ότι η Κουίν ήθελε την ελευθερία της. «Τότε θα τα έχουμε διπλά» είχε πει ο Μπιλ. Και είχε χαμογελάσει όταν η Κουίν τού είχε ανακοινώσει ότι τον εγκατέλειπε. Ο Νικ σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να έχει τον νου του στην Κουίν. Όχι υπερβολές, απλώς θα την πρόσεχε, αδελφικά, μέχρι ο Μπιλ να χωνέψει την ιδέα ότι η Κουίν είχε φύγει, κι έπειτα όλα θα
ξανάβρισκαν τον φυσιολογικό ρυθμό τους. Σταμάτησε να σκέφτεται τον Μπιλ, την Κουίν, τα ντους και τα κρεβάτια, κι έστρεψε ξανά την προσοχή του στο Έσκορτ. Δεν μπόρεσε όμως να μην αναρωτηθεί τι χρώμα σουτιέν φορούσε η Κουίν κάτω από εκείνο το πουλόβερ.
6
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΡΙΤΗ,
όταν η Κουίν γύρισε σπίτι το βράδυ, βρήκε δυο ντουζίνες κόκκινα τριαντάφυλλα σταλμένα από τον Μπιλ. Όταν ο Μπιλ τής τηλεφώνησε για να της δώσει την ευκαιρία να τον ευχαριστήσει, εκείνη είπε: «Μπιλ, τελειώσαμε. Μη μου ξαναστείλεις λουλούδια». Αμέσως μετά του έκλεισε το τηλέφωνο και κάλεσε την Ντάρλα. «Κόκκινα τριαντάφυλλα» είπε, αφού της εξήγησε τι είχε συμβεί. «Τυπικός Μπιλ, ε; Μου έστειλε το πιο συνηθισμένο δώρο στην Αμερική». «Προσπαθεί να σε καλοπιάσει» τον δικαιολόγησε η Ντάρλα. «Όχι, κάνεις λάθος. Προσπαθεί να αγνοήσει την πραγματικότητα». «Πιθανώς πιστεύει πως, αν την αγνοήσει, το πρόβλημα θα λυθεί» σχολίασε η Ντάρλα. «Στους άντρες δεν αρέσουν οι αλλαγές» πρόσθεσε σκυθρωπά. «Το πρόβλημα δεν θα λυθεί» είπε η Κουίν. «Αύριο το πρωί έχω ραντεβού στην τράπεζα για την αίτηση του δανείου για το σπίτι μου, και τότε θα τελειώσουν όλα. Μετά από αυτό, ακόμα και ο Μπιλ θα αναγκαστεί να το χωνέψει ότι έφυγα». «Μην είσαι τόσο σίγουρη» είπε η Ντάρλα, ωστόσο την επομένη, την ώρα που είχε κενό στο σχολείο, η Κουίν μπήκε στη μαρμάρινη αίθουσα με το μπρούντζινο ντεκόρ της Φερστ Νάσιοναλ Μπανκ του Τιμπέτ, κυριευμένη από το αίσθημα ότι διακήρυσσε την ανεξαρτησία της. Στην άλλη άκρη της αίθουσας, η Μπάρμπαρα, πάντα κομψή, μ’ ένα απαλό ροζ ταγέρ τύπου Σανέλ, ανοιχτόχρωμο καλσόν, ροζ ψηλοτάκουνα παπούτσια και νέα κόμμωση, έναν καστανόξανθο χαλαρό γαλλικό κότσο, ήταν απορροφημένη σε μια σοβαρή συζήτηση μ’ έναν στρουμπουλό άντρα με γκρίζο κοστούμι. Η Κουίν έκλεισε σφιχτά το πανωφόρι της, νιώθοντας άβολα με το τζιν και τα ίσια πάνινα παπουτσάκια της. Μολονότι είχε φορέσει για την περίσταση την καλή μπλε σκούρα μπλούζα της –κι ας ήξερε ότι, μέχρι το σχόλασμα, θα την είχε λερώσει με μπογιά και πηλό–, τώρα δεν της φαινόταν αρκετά καθωσπρέπει. Έπρεπε να είχε ντυθεί πιο επίσημα, μια και από εκείνη τη μέρα θα ζούσε χρεωμένη ως τον λαιμό. Η Μπάρμπαρα την είδε και της κούνησε το χέρι, κι εκείνη πλησίασε λέγοντας: «Η μητέρα μου τηλεφώνησε για ένα δάνειο». Ξαφνικά, εκτός από ένοχη, ένιωσε επίσης ανόητη. Ήταν τριάντα πέντε χρονών και έβαζε τη μητέρα της να τηλεφωνήσει για να της εγκρίνουν το δάνειο;
Η Μπάρμπαρα έγνεψε καταφατικά. «Πρόκειται να αγοράσεις το παλιό σπίτι της Απλ Στριτ, σωστά;» Το ξινισμένο ύφος της φανέρωνε ότι η ιδέα δεν την έβρισκε σύμφωνη. «Ναι, ξέρεις, είναι καιρός να φύγω από το ενοίκιο» ψέλλισε η Κουίν διερωτώμενη για ποιον λόγο ήταν καιρός. Η ιδέα να αποκτήσει δικό της σπίτι, να απολαύσει την ελευθερία, την ωριμότητα και την ανεξαρτησία της ήταν όντως μεθυστική, αλλά τώρα που είχε πατήσει το πόδι της στην τράπεζα, συνειδητοποίησε ότι για να αποκτήσει κανείς δική του κατοικία πρέπει να διαθέτει πολλά λεφτά. Χαμογέλασε στην Μπάρμπαρα και προσπάθησε να ηρεμήσει. «Εσύ δεν είσαι ευχαριστημένη που έχεις δικό σου σπίτι;» τη ρώτησε. «Όχι» αποκρίθηκε η Μπάρμπαρα. «Ω». Διάολε. «Θα φέρω τα χαρτιά». Η Μπάρμπαρα έδειξε πίσω της. «Κάθισε στο δεύτερο γραφείο». Η Κουίν συγκατένευσε και πήγε να καθίσει στην άκρη της πελώριας πράσινης δερμάτινης πολυθρόνας πίσω από το πελώριο γραφείο από μαόνι. Αισθάνθηκε σαν υπάκουο δωδεκάχρονο κορίτσι και χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην καμπουριάσει και να μην αρχίσει να κλοτσάει νευρικά τα πόδια της καρέκλας. Για ποιον λόγο η αγορά ενός σπιτιού τής προκαλούσε παλιμπαιδισμό; Όταν η Μπάρμπαρα κάθισε κρατώντας ένα πάκο αιτήσεις, η Κουίν τη ρώτησε: «Για ποιον λόγο δεν σου αρέσει το σπίτι σου; Θέλω να ξέρω, μήπως τυχόν πάω να κάνω κάτι που θα το μετανιώσω». Η Μπάρμπαρα άφησε κάτω τα χαρτιά. «Η αγορά ενός σπιτιού είναι εξαιρετική επένδυση την οποία εκτιμά κανείς ακόμα περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Το νοίκι είναι έξοδο, ενώ οι δόσεις της υποθήκης είναι επένδυση. Και το επιτόκιο αφαιρείται από τους φόρους, επομένως πρόκειται για φρόνιμη κίνηση από οικονομική άποψη». Η Κουίν κοίταζε την Μπάρμπι της Φερστ Νάσιοναλ με δυσπιστία. «Τότε γιατί εσύ δεν είσαι ευχαριστημένη;» Η Μπάρμπαρα αναδεύτηκε στο κάθισμά της. «Ένα σπίτι χρειάζεται έναν άντρα» είπε τέλος. «Τα πράγματα φθείρονται και τότε αναγκάζεσαι να καταφύγεις στις υπηρεσίες των τεχνιτών επί πληρωμή. Τις περισσότερες φορές είναι ανίκανοι, και βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση γιατί εσύ δεν έχεις ιδέα από τέτοιου είδους επισκευές. Ένας ικανός άντρας αυτά τα παίζει στα δάχτυλα. Επομένως, η παρουσία του είναι απαραίτητη σε ένα σπίτι». Τάδε έφη η Μπάρμπαρα, η φεμινίστρια οικονομολόγος! «Αλλά εσύ δεν αντιμετωπίζεις τέτοιο πρόβλημα, μια και ζεις με τον προπονητή Χίλιαρντ, ο οποίος, απ’ όσο γνωρίζω, είναι ικανότατος άντρας» συνέχισε χαμογελώντας η Μπάρμπαρα. «Δεν είμαστε πια μαζί» είπε η Κουίν. «Τον επέστρεψα. Το σπίτι προορίζεται αποκλειστικά για μένα». Η Μπάρμπαρα την κοίταξε με κατανόηση, αφήνοντας κατά μέρος το προσωπείο της Μπάρμπι της τράπεζας.
«Αχ, Κουίν, λυπάμαι πολύ, θα πρέπει να είναι φρικτό. Δεν ξέρεις πόσο ενοχλούμαι όταν σε απογοητεύουν έτσι». Η Κουίν ήθελε να τη ρωτήσει τι εννοούσε μ’ αυτό το «έτσι», αλλά κάτι τέτοιο θα οδηγούσε την κουβέντα στους άντρες, κι εκείνη ήθελε μονάχα να εγκριθεί το δάνειό της. Περίπου, δηλαδή. «Νομίζεις ότι μπορείς να βασιστείς πάνω τους» συνέχισε η Μπάρμπαρα «αλλά στη συνέχεια δεν στέκονται αντάξιοι των προσδοκιών σου, και τότε αναρωτιέσαι: “Γιατί να σ’ έχω στην πλάτη μου; Μπορώ να νιώθω αβοήθητη και χωρίς εσένα”, όμως αυτοί δεν το καταλαβαίνουν». Μήπως εγώ καταλαβαίνω; συλλογίστηκε η Κουίν, αλλά συγκατένευσε. «Δεν μου λες, εσύ δεν είσαι στενή φίλη με την Ντάρλα Ζίγκλερ;» Η Μπάρμπαρα της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. «Ο άντρας της είναι πολύ ικανός». «Ναι, πράγματι…» άρχισε να λέει η Κουίν και ξάφνου σκέφτηκε: Μη μου πεις! «Έμαθα ότι ασχολείται ακόμα και με τα υδραυλικά του σπιτιού τους» συνέχισε η Μπάρμπαρα παίρνοντας ύφος ονειροπόλο. «Είναι από τους άντρες στους οποίους μπορείς να βασίζεσαι. Η Ντάρλα είναι τυχερή». Έπειτα συνήλθε από την ονειροπόληση και πρόσθεσε: «Είμαι σίγουρη λοιπόν ότι μπορείς να απευθυνθείς σ’ αυτόν αν χρειαστείς βοήθεια. Ασφαλώς, θα ξέρει τα πάντα». «Μπάρμπαρα, αν το σπίτι σου σ’ ενοχλεί τόσο πολύ, πούλα το» είπε η Κουίν» – και σταμάτα να ξελογιάζεις παντρεμένους υδραυλικούς και ηλεκτρολόγους· ενδεχομένως και μηχανικούς. «Δεν μπορώ» αποκρίθηκε εκείνη. «Είναι το πατρικό μου και θεωρείται θαυμάσια επένδυση». «Τότε θα μπορούσες να παρακολουθήσεις νυχτερινά μαθήματα για υδραυλικούς» πρότεινε η Κουίν. Η Μπάρμπαρα έγειρε πίσω, παίρνοντας ξανά το απρόσωπο ύφος της. «Παρακολουθώ νυχτερινά μαθήματα σχετικά με επενδύσεις. Έλα να συμπληρώσεις τις αιτήσεις και να επισυνάψεις τα σχετικά έγγραφα…» Η Κουίν άκουγε αφηρημένα, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να καταλάβει αν θα έπρεπε να μιλήσει στην Ντάρλα για το ξαφνικό ενδιαφέρον της Μπάρμπαρα για τον Μαξ. Πιθανώς δεν ήταν τίποτα το σοβαρό, αφού δεν υπήρχαν άλλες ενδείξεις, όπως, για παράδειγμα, συχνές επισκέψεις της Μπάρμπαρα στο συνεργείο και τα συναφή. Πριν από μια εβδομάδα, η ζωή ήταν πολύ πιο απλή. Είχε τη δουλειά της, το διαμέρισμά της, τη φιλία της με τον Νικ –προς στιγμήν ένιωσε σαν χαμένη, ο Νικ τής έλειπε, αφού τώρα την απέφευγε–, αλλά, φυσικά, πριν από μια εβδομάδα υπήρχε επίσης ο Μπιλ και δεν υπήρχε η Κέιτι. Η Μπάρμπαρα έδειχνε μια αίτηση ακουμπώντας το χαρτί με το άψογο ροζ νύχι της. «…Συμπλήρωσε αυτά τα στοιχεία και υπόγραψε εδώ. Έχεις καμιά απορία;» Απορία… Αν υπέγραφε εκεί, θα έβαζε ένα χρέος ύψους εξήντα τριών χιλιάδων δολαρίων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των οικονομιών της θα εξανεμιζόταν. Επίσης, στο εξής θα ήταν ελεύθερη. Μια ενήλικη γυναίκα με δικό της σπίτι. Και δικό της καναπέ. «Καμία» αποκρίθηκε. «Είμαι σίγουρη ότι δεν θα το μετανιώσω». Στην επιστροφή προς το σχολείο, πέρασε από το μοναδικό κατάστημα επίπλων του Τιμπέτ και, θέλοντας να το γιορτάσει, αγόρασε ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό από ξύλο βελανιδιάς. Μπορεί, μετά το μονό κρεβάτι στο πατρικό της και το διπλό που είχε μοιραστεί με τον Μπιλ, τούτο δω να έμοιαζε με γήπεδο του φούτμπολ, και τα χίλια διακόσια δολάρια να ήταν πολλά λεφτά για να τα
σκορπίσει κανείς σε μια παρόρμηση της στιγμής, όμως η Κουίν ένιωσε τόσο καλά, που δεν δίστασε ούτε λεπτό. Είχε σχέδια για κείνο το κρεβάτι.
Το ίδιο απόγευμα, μετά το σχολείο, ο Μπιλ κάθισε στην άκρη ενός πάγκου στο γυμναστήριο και περίμενε να τελειώσει ο Μπόμπι με τα βάρη του, αναλογιζόμενος αυτό που προσπαθούσε να διώξει απ’ το μυαλό του όλη μέρα: Η Κουίν αγόραζε σπίτι. Την είχε συναντήσει τυχαία, για την ακρίβεια την περίμενε έξω από την τάξη των Καλλιτεχνικών, όταν εκείνη είχε επιστρέψει μετά την κενή ώρα της –άραγε πού είχε πάει;– και την είχε ρωτήσει χαρούμενα, σαν να ήταν ακόμη μαζί, αφού στην ουσία ο χωρισμός τους ήταν προσωρινός: «Πού ήσουν, κυρία μου;». Η Κουίν τον είχε κοιτάξει αγέλαστη και είχε αποκριθεί: «Στην τράπεζα. Αγοράζω σπίτι». Σπίτι. Η σκέψη τον αρρώσταινε. Έπειτα ανακάλυψε ότι επρόκειτο για το παλιό, ερειπωμένο σπίτι της Απλ Στριτ – για όνομα του Θεού! Ήταν ένα παλιό σπίτι σε μια παλιά γειτονιά, υπερβολικά μακριά από το σχολείο, σε απαγορευτική απόσταση για να γυρίζουν τα παιδιά τους με τα πόδια. Πώς της είχε έρθει να το διαλέξει; «Δεν σε βλέπω στα κέφια σου, μεγάλε». Το αγόρι-διευθυντής, που φορούσε επώνυμη φόρμα σε χακί απόχρωση, ήρθε να σταθεί πλάι του. Ο Μπιλ έκλεισε τα μάτια και είπε μέσα του: Πάρε δρόμο, Μπόμπι, γιατί θα σε λιώσω. Έτσι έλεγε η Κουίν: «Είναι τέτοιο τσιμπούρι, που σου έρχεται να τον βάλεις κάτω και να τον λιώσεις». Κάποτε η Κουίν είχε πει: «Δεν νιώθεις την ανάγκη να τον χαστουκίσεις όταν σε φωνάζει “μεγάλο”;» κι αυτός είχε αποκριθεί: «Όχι, φυσικά, αφού είναι πιο μικρόσωμος από μένα». Εξάλλου, ο φουκαράς ο Μπόμπι δεν είχε δική του ζωή. Ξάφνου ο Μπιλ συνειδητοποίησε πως δίχως την Κουίν η ζωή του θα έμοιαζε με του Μπόμπι, αλλά αμέσως έδιωξε την ιδέα. Δεν υπήρχε τέτοια πιθανότητα. Ο Μπόμπι κάθισε δίπλα του ρίχνοντας στον σβέρκο μια πετσέτα ασορτί με τη φόρμα του. Τα μάτια του έφταναν στο ύψος των ώμων του Μπιλ. «Εξακολουθούν τα προβλήματα με τον γυναικείο πληθυσμό;» ρώτησε και ο Μπιλ σκέφτηκε να του σπάσει τη μύτη με μια αγκωνιά. Ήταν απλώς μια σκέψη… δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει. «Μαζί τους δεν κάνεις και χώρια δεν μπορείς». Τι σήμαινε αυτό, αλήθεια; Ο Μπιλ δεν είχε πρόβλημα να ζήσει με την Κουίν. Και σίγουρα δεν θα ζούσε χώρια της. «Όμως δεν πρέπει αυτό να επηρεάζει την ομάδα» συνέχισε ο Μπόμπι. «Πρέπει να στηρίξεις τα παιδιά, ξέρεις». Ο Μπιλ γύρισε και τον κοίταξε. «Εννοείς ότι υπάρχει πρόβλημα με τον τρόπο που προπονώ την ομάδα;» «Α, όλα κι όλα, δεν είπα τέτοιο πράγμα!» Ο Μπόμπι σηκώθηκε όρθιος. «Όχι, μεγάλε, είσαι ο καλύτερος, όλοι το ξέρουν αυτό. Αν και απόψε χάσαμε… Αλλά μη φανταστείς ότι παραπονιέμαι» πρόσθεσε συλλογισμένος. «Τι κόπανος!» συνήθιζε να λέει η Κουίν και είχε δίκιο.
«Όμως η στάση μας απέναντι στα πράγματα παίζει ρόλο, έτσι δεν είναι, μεγάλε; Και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η στάση σου δεν είναι αυτή που ήταν». Ο Μπόμπι κάθισε στον πάγκο με την κόκκινη μαλακή επίστρωση, παίρνοντας ύφος έμπειρου αρσιβαρίστα. «Δεν θέλω να σου προσθέσω περισσότερες σκοτούρες, όμως η χρηματοδότηση…» «Ξέρω για τη χρηματοδότηση» είπε ο Μπιλ. «Η ομάδα θα πάει καλά. Όλοι αντιμετωπίζουν μια ήττα μια στο τόσο». «Δεν είναι μόνο η χρηματοδότηση» είπε ο Μπόμπι, και η φωνή του έχασε την προηγούμενη σιγουριά της. «Είναι η δουλειά μου». Ξαφνικά φάνηκε τόσο ευάλωτος, που ο Μπιλ γύρισε και τον κοίταξε. «Τι συμβαίνει με τη δουλειά σου;» «Έχω αναλάβει διευθυντής για το υπόλοιπο αυτής της χρονιάς» εξήγησε ο Μπόμπι. «Μου έδωσαν τη θέση απλώς και μόνο επειδή ήμουν υποδιευθυντής και δεν ήθελαν να αρχίσει η υποβολή υποψηφιοτήτων πριν από την άνοιξη. Διάβολε, δεν χρειάζεται καν να ψάξουν, ο Ντένις Ρουλ από το Σιλίνα θέλει πολύ αυτή τη θέση και έχει ήδη προϋπηρεσία δέκα χρόνια ως διευθυντής. Έχει εμπειρία» είπε ο Μπόμπι με βδελυγμία. «Πάντως εσύ είσαι καλός στη δουλειά σου…» είπε μειλίχια ο Μπιλ. «Δεν αρκεί» μουρμούρισε ο Μπόμπι με σφιγμένη φωνή. «Αν όμως καταφέρω να εγκριθεί η χρηματοδότηση, θα αναγκαστούν να μου τη δώσουν. Έτσι, την επόμενη χρονιά θα αρχίσουν οι εργασίες ανέγερσης του σταδίου και του κλειστού γηπέδου, θα κερδίσουμε κι άλλα πρωταθλήματα…» Τα μάτια του κοίταζαν το κενό κι έβλεπαν ένα λαμπρό μέλλον. Κατόπιν, επέστρεψαν ξανά στο σκληρό έδαφος της πραγματικότητας. «Αλλά όλα αυτά θα ισχύσουν μόνο αν πάρουμε την άνοιξη το πρωτάθλημα και τη χρηματοδότηση. Χρειάζομαι την υποστήριξή σου, μεγάλε. Πες μου, λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για σένα; Πες το και θα γίνει». «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα» απάντησε ο Μπιλ, που σκεφτόταν την Κουίν σ’ ένα σπίτι δίχως αυτόν. Αν έμενε με τους γονείς της, θα αναγκαζόταν να γυρίσει κοντά του, αλλά αν αγόρασε σπίτι… «Είμαι ικανός για πολλά» είπε ο Μπόμπι. «Εντάξει». Ο Μπιλ σηκώθηκε. «Θέλω να εμποδίσεις την Κουίν να αγοράσει σπίτι σε μια ακατάλληλη περιοχή της πόλης. Αυτό θα μου έφτιαχνε το κέφι». «Αγοράζει σπίτι;» ρώτησε ο Μπόμπι συνοφρυωμένος. «Ξέχασέ το». Ο Μπιλ έκανε την τελική επιθεώρηση του γυμναστηρίου. Δεν είχε νόημα να περάσει την υπόλοιπη νύχτα με τον Μπόμπι. «Ήθελα να πω μ’ αυτό ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». «Α, δεν ξέρω». Ο Μπόμπι είχε πάρει ένα παράξενο, σκεφτικό ύφος. «Θα προχωρήσει μέσω της Φερστ Νάσιοναλ;» «Ορίστε;» «Για το δάνειο. Θα χρησιμοποιήσει τη Φερστ Νάσιοναλ;» Ο Μπιλ κοκάλωσε. «Δεν ξέρω. Πάντως εκεί έχουμε τα χρήματά μας». Ο Μπόμπι συγκατένευσε ικανοποιημένος. «Τότε εκεί θα πάει. Δεν υπάρχει πρόβλημα». «Τι διάβολο μου λες τόση ώρα;»
Ο Μπόμπι σταύρωσε τα χέρια κοιτάζοντάς τον με ύφος αλαζονικό. «Ο Καρλ Μπρούκνερ είναι αντιπρόεδρος εκεί». Σιγά το πράγμα. Ο πρόεδρος των Μπούστερς ήταν αντιπρόεδρος μιας τράπεζας. «Και λοιπόν;» «Λοιπόν, θα αναφέρω απλώς ότι η παράξενη συμπεριφορά της Κουίν τώρα τελευταία ίσως την καθιστά αφερέγγυα. Θα αναφέρω, ας πούμε, ότι από τη μια στιγμή στην άλλη σε παράτησε και θέλει να αγοράσει σπίτι, κι αυτός θα επανεξετάσει τους όρους του δανείου και θα το απορρίψει». Ο Μπιλ ήθελε να διαμαρτυρηθεί ότι αυτό ήταν άδικο, ότι δεν έπρεπε να γίνει. Όμως δεν είπε τίποτα. Καθετί που θα μπορούσε να εμποδίσει την εγκατάσταση της Κουίν σ’ εκείνο το σπίτι θα ήταν προς όφελός της. Δεν έπρεπε να μείνει σ’ εκείνο το σπίτι που δεν ήταν καθόλου ασφαλές, θα ήταν άθλια κατοικία για τα παιδιά τους και, συν τοις άλλοις, δεν θα το είχαν αγοράσει μαζί, όχι, η Κουίν δεν έπρεπε να ζήσει εκεί, θα ήταν κακό για κείνη… «Τι λες λοιπόν;» ρώτησε ο Μπόμπι. «Εμπρός, κάν’ το» είπε ο Μπιλ.
«Έμαθα ότι πήγες στον κινηματογράφο» είπε η Ντάρλα, όταν η Λόις μπήκε στο δωμάτιο προσωπικού εκείνο το απόγευμα. Η Λόις σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Μου αρέσει ο Τομ Κρουζ και, επιπλέον, πλήρωσε ο Μάθιου. Δεν είναι σπουδαίο πράγμα». «Το να βγαίνεις ραντεβού με τον τέως άντρα σου είναι σπουδαίο, και μάλιστα πολύ. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι τον έβαλες να πληρώσει. Κυριολεκτικά» επισήμανε η Ντάρλα, αλλά της Λόις το αυτί δεν ίδρωνε. «Δεν είναι ακριβώς τέως. Δεν έχω υπογράψει ακόμη τα χαρτιά». «Έτσι μπράβο» είπε η Ντάρλα. «Εγώ δεν υπογράφω ποτέ χαρτιά. Μόνο σε μπελάδες σε βάζουν». «Σε μπελάδες σε βάζει μονάχα η τσούλα της τράπεζας» σχολίασε η Λόις σφίγγοντας τα χείλη. «Σωστά». Η Ντάρλα προτίμησε να μην αναφέρει στη Λόις ότι οι τσούλες της τράπεζας δεν κατορθώνουν ποτέ να διαλύσουν έναν καλό γάμο. Εφόσον όμως η Λόις ήθελε να πάρει πίσω τον άντρα της, ας έριχνε το φταίξιμο στην Μπάρμπαρα. «Μάλλον βγήκε παγανιά για τον επόμενο» συνέχισε η Λόις σκυθρωπιάζοντας. «Πώς έχει κάνει τα μαλλιά της;» ρώτησε η Ντάρλα, ανακαλώντας στη μνήμη τη θεωρία της Ντέμπι. «Πού να ξέρω; Λες και θα ερχόταν εδώ για να τα φτιάξει». Εκείνη τη στιγμή, μπήκε ορμητικά η Κουίν λάμποντας από έξαψη για το καινούργιο σπίτι της. «Αχ, είναι κουκλίστικο, Λόις» είπε και σωριάστηκε σε μία από τις πολυθρόνες στο χρώμα του αβοκάντο. «Σήμερα το πρωί συμπλήρωσα την αίτηση του δανείου, επομένως το σπίτι είναι δικό μου». «Έχω περάσει απέξω και σίγουρα δεν είναι κουκλίστικο» σχολίασε η Λόις. Όταν βγήκε από το δωμάτιο, η Κουίν ρώτησε:
«Τι στην ευχή έχει αυτή;» «Βγαίνει ραντεβού με τον άντρα της» απάντησε η Ντάρλα. «Θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν χαρούμενη, αλλά είναι ακόμη έξω φρενών με την Μπάρμπαρα». «Βγαίνει με τον άντρα της;» Η Κουίν συνοφρυώθηκε. «Και γιατί θα έπρεπε να είναι χαρούμενη γι’ αυτό;» «Ε, να, οπωσδήποτε είναι μια αλλαγή» είπε η Ντάρλα, προσπαθώντας να διώξει από τον νου της την αλλαγή που είχε επιχειρήσει να φέρει στον δικό της γάμο. «Πού τη βλέπεις την αλλαγή; Ο Μάθιου ήταν ήδη φύρα, πολύ πριν η Μπάρμπαρα απλώσει τα πλοκάμια της. Πώς, λοιπόν, η Λόις να μην αισθάνεται απελπισία στη σκέψη ότι βγαίνει ξανά μαζί του;» «Είναι ο άντρας της» είπε η Ντάρλα χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. «Σωστά» είπε η Κουίν, μαντεύοντας τα ευκόλως εννοούμενα. «Τι θα κάνεις εσύ με τον Μαξ;» «Δεν ξέρω ακόμη. Κάτι θα σκεφτώ, απλώς όχι τώρα. Πες μου κανένα κουτσομπολιό. Η έγκριση του δανείου πέρασε από την Μπάρμπαρα; Πώς ήταν τα μαλλιά της;» «Πώς ξέρεις για τα μαλλιά της;» ρώτησε η Κουίν. «Τους άλλαξε χρώμα. Είναι όμορφα, με καστανές ανταύγειες, αρκετά διαφορετικά. Από ξανθά που ήταν πάντα, τώρα έχουν πιο καστανό τόνο». Η Ντάρλα κυριεύτηκε από ξαφνικό φόβο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αν η Μπάρμπαρα είχε βάλει στο μάτι τον Νικ, τώρα τα μαλλιά της θα ήταν σκούρο καστανό σαν της Λίσα. «Ανοιχτό καστανό;» Η Κουίν συγκατένευσε. «Τα έχει πιάσει κότσο σαν τον δικό σου, σε πιο χαλαρό στιλ. Θυμίζει λίγο τις κομμώσεις στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Της πάνε πολύ». Σαν τον δικό σου. «Ντάρλα;» «Σαν τα δικά μου;» «Πιο χαλαρά και κάπως πιο ανάλαφρα». Η Κουίν έδειξε με τα χέρια της. «Μοιάζουν με τα δικά σου αλλά όχι εντελώς. Έχει αφήσει μικρά τσουλουφάκια γύρω από το πρόσωπό της. Ξέρεις». «Με τη διαφορά ότι άφησε να κρέμονται στο πλάι μερικά τσουλούφια που την έκαναν πολύ σέξι» είχε πει η Ντέμπι. «Η δύστυχη Μπέα έμοιαζε σαν να είχε ένα στρογγυλό ψωμάκι στο κεφάλι, ενώ η Μπάρμπαρα φαινόταν κουκλάρα». Η Ντάρλα άγγιξε τον γαλλικό κότσο της, τον αιώνιο σφιχτό κότσο που έφτιαχνε από τότε που ήταν στο σχολείο. Πλήξη. Μαξ. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε η Κουίν. «Μια χαρά» είπε η Ντάρλα. «Μια χαρά». «Όχι, δεν λες αλήθεια. Μίλα μου» την παρότρυνε η Κουίν. «Θα μιλήσω» συμφώνησε η Ντάρλα και πήρε την τσάντα της. «Στον Μαξ».
Όταν η Ντάρλα μπήκε στο συνεργείο, βγήκε τον Μαξ σκυμμένο πάνω από ένα Σάνμπερντ και πρόσεξε με απάθεια ότι τα οπίσθιά του εξακολουθούσαν να είναι υπέροχα. Όφειλε να ομολογήσει ότι οι αδελφοί Ζίγκλερ διατηρούνταν σε φόρμα. Κι εκείνη είχε διαλέξει τον πιο όμορφο. Ο Νικ ήταν ο ατίθασος αδελφός, ένα αγόρι με λεπτό, υπερβολικά οστεώδες πρόσωπο που στο γυμνάσιο τον έκανε να δείχνει μεγαλύτερος. Ο Μαξ ήταν ο όμορφος, το καλό παιδί με το χαρούμενο πρόσωπο. Η μητέρα τους της είχε πει: «Εσύ πήρες τον καλό, δεν θα σου δημιουργήσει προβλήματα ποτέ». Ο κόσμος φοβόταν λίγο τον Νικ, αλλά όλοι αγαπούσαν τον Μαξ. Και εξακολουθούσαν να τον αγαπούν, προφανώς. Ο Μαξ σήκωσε το κεφάλι κι όταν την είδε αναπήδησε ξαφνιασμένος. «Γεια σου» της είπε. «Δεν σε άκουσα να μπαίνεις. Τι τρέχει;» «Γιατί δεν μου είπες ότι η Μπάρμπαρα έβαλε στο μάτι εσένα και όχι τον Νικ;» τον ρώτησε με φωνή καθαρή, αλλά τα λόγια της ακούγονταν στ’ αυτιά της σαν από μακριά, σαν να τα πρόφερε ένας άλλος. Ο Μαξ κατέβασε το καπό του Σάνμπερντ και το δοκίμασε για να σιγουρευτεί ότι είχε κλείσει καλά. «Δεν υπήρχε λόγος». «Μια διαβόητη αντροχωρίστρα κυνηγάει τον άντρα μου κι εσύ έκρινες ότι δεν υπήρχε λόγος να μου το πεις;» Η ηρεμία της φωνής της πραγματικά την εντυπωσίασε. Ο Μαξ, από την άλλη, δεν εντυπωσιάστηκε. «Από τη στιγμή που εγώ είμαι ο άντρας σου και δεν σκοπεύω να σε απατήσω, ναι, όντως, δεν το θεώρησα απαραίτητο». Σταύρωσε τα χέρια και ακούμπησε στο αμάξι, παίρνοντας την επιθετική στάση του. Ο γαλήνιος Μαξ, σε όλους τους καβγάδες τους, στεκόταν ακριβώς έτσι. «Με άφησες να πιστέψω ότι επρόκειτο για τον Νικ» είπε η Ντάρλα. «Κάτι τέτοιο δεν θα έβλαπτε κανέναν». «Ναι, αλλά εγώ έμοιαζα με ηλίθια». Ο Μαξ κούνησε το κεφάλι, εμφανώς ενοχλήμενος. «Κάθε άλλο. Όλη η πόλη ξέρει ότι δεν θα σε απατούσα ποτέ». Ξαφνικά η Ντάρλα συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν αλήθεια. Ο Μαξ την ερωτεύτηκε στα δεκαοκτώ, την παντρεύτηκε, απέκτησε μαζί της δυο γιους, της έφτιαξε ένα σπίτι και είχε την πρόθεση να πεθάνουν μαζί. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι που θα αναστάτωνε αυτή τη ζωή. «Έχεις όλα όσα θέλησες στη ζωή σου, έτσι δεν είναι;» του είπε με φρίκη, ενώ της φάνηκε ακόμα πιο τρομακτικό το γεγονός πως ούτε αυτή ήθελε κάτι άλλο. Ζούσαν μαζί, είχαν φτάσει στην κορυφή, και τώρα είχαν πάρει την κάτω βόλτα. «Ώστε γι’ αυτό θύμωσες τις προάλλες, με το αδιάβροχο; Επειδή σου χάλασα τη ρουτίνα;» «Αιφνιδιάστηκα, δεν θύμωσα» είπε εκνευρισμένος ο Μαξ. «Και δεν θέλω την Μπάρμπαρα». «Ώρες ώρες εύχομαι να την ήθελες» μουρμούρισε εκείνη και ο Μαξ την αγριοκοίταξε.
«Αυτό το θεωρώ γαϊδουριά εκ μέρους σου». Η Ντάρλα αναψοκοκκίνισε από οργή. «Μη με λες εμένα γαϊδούρα…» «Δεν σε είπα γαϊδούρα». Ο Μαξ σταύρωσε πιο σφιχτά τα χέρια. «Είπα ότι αυτό που είπες ήταν γαϊδουριά, αλλά αν συνεχίσεις έτσι, ίσως…» «Γεια σας, παιδιά» είπε ο Νικ επιστρέφοντας από τον πίσω περίβολο. «Διάβολε» μουρμούρισε αφού τους κοίταξε καλά καλά, και βγήκε ξανά. «Εντάξει» είπε η Ντάρλα. «Αλλά την επόμενη φορά, φρόντισε να μη μου πεις ψέματα». «Δεν είπα ψέματα». «Δεν είπες την αλήθεια» είπε η Ντάρλα. «Αυτό δεν σημαίνει ότι είπα ψέματα». Ο Μαξ ελευθέρωσε τα χέρια του και πήγε να τα πλύνει στον νιπτήρα. «Δεν με ελκύει σαν γυναίκα. Ούτε στο ελάχιστο. Αλλά ακόμα κι αν μου άρεσε, δεν θα σε απατούσα. Έχω οικογένεια». «Είσαι πολύ μεγαλόψυχος, Μαξ. Η οικογένεια κι εγώ το εκτιμούμε». «Εκτός αυτού, σ’ αγαπάω» συνέχισε ο Μαξ. «Αν και, αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να θυμηθώ για ποιον λόγο». «Κι εγώ σ’ αγαπώ» είπε η Ντάρλα. «Αλλά κι εμένα η μνήμη μου δεν με βοηθάει τούτη τη στιγμή». Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε. «Έλα μέσα προτού ξεπαγιάσεις» φώναξε στον Νικ, που έβαζε καλάθια στην μπασκέτα απ’ όπου έπεφταν κρυσταλλάκια. «Ο καβγάς έληξε». Όμως δεν είχε λήξει, ήταν σίγουρη. Θα τελείωνε μόνο όταν η Ντάρλα καταλάβαινε για ποιο αναθεματισμένο πράγμα είχαν τσακωθεί! Είχε την εντύπωση πως η αιτία δεν ήταν η Μπάρμπαρα. Η Κουίν άρχισε τη μετακόμιση την Παρασκευή μετά το σχολείο. Φόρτωσε στο αμάξι της μια ανήσυχη Κέιτι, τα ασημένια μαχαιροπίρουνα της γιαγιάς, συν τις εννέα σακούλες σκουπιδιών, και τα μετέφερε όλα στο καινούργιο σπίτι. Η Ίντι και η Μέγκι ήρθαν να συνδράμουν και βάλθηκαν να γυαλίζουν πατώματα και παράθυρα, ενώ η Κουίν καταπιάστηκε με το καθάρισμα των ραφιών, με το κρέμασμα των ρούχων και την τακτοποίηση των μαχαιροπίρουνων. «Το σπίτι είναι πραγματικά όμορφο, Κουίν» σχολίασε η Ίντι όταν τελείωσαν. «Έχει υπέροχη ησυχία». «Εγώ το θεωρώ επικίνδυνο τόλμημα» πετάχτηκε η μητέρα της. «Τι θα λέει ο κόσμος που ήρθες να μείνεις ολομόναχη στην άγρια ερημιά; Για όνομα του Θεού, σκέψου ότι έχεις γειτόνισσα την Πάτσι Μπρέιντι! Όλοι ξέρουμε πόσο ανυπόληπτη είναι αυτή η γυναίκα». Η Ίντι στριφογύρισε τα μάτια και η Κουίν έσπευσε να τη βάλει στη θέση της: «Μαμά, σταμάτα. Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων. Η ζωή μου μου ανήκει, πρέπει να ζήσω για μένα, όχι για τους άλλους». «Ναι, δεν λέω, ακούγεται ωραίο…» άρχισε να λέει η Μέγκι. «Είναι ωραίο». Η Κουίν στάθηκε καταμεσής στο σπίτι της νιώθοντας αήττητη. «Είμαι πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Το ρίσκο να κρατήσω την Κέιτι και να αγοράσω αυτό το σπίτι» –και να θέλω τον Νικ– «με κάνει να νιώθω ζωντανή». Κοίταξε τα πατώματα που τώρα λαμποκοπούσαν, τα παράθυρα απ’ όπου έμπαινε άπλετο φως. «Πώς είναι δυνατόν να κοιτάζεις αυτό τον χώρο και να μην
τον βρίσκεις υπέροχο; Γιατί δεν είσαι λίγο χαρούμενη για μένα;» «Είμαι χαρούμενη για σένα» είπε η Μέγκι. «Απλώς, όλες αυτές οι αλλαγές…» Πήρε την τσάντα της αναστενάζοντας. «Ξέχνα το, το πιθανότερο είναι ότι ζηλεύω». «Θέλεις καινούργιο σπίτι;» ρώτησε η Κουίν σαστίζοντας, αλλά η Μέγκι κούνησε το κεφάλι και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. «Είναι υπέροχο, Κουίν» είπε η Ίντι. «Κάλεσέ μας για φαγητό όταν έρθουν τα έπιπλα». «Προς το παρόν έχω μόνο τον κομό, το λαβομάνο, τον κόκκινο καναπέ και την πολυθρόνα της μαμάς και τα παλιά μονά κρεβάτια μας» εξήγησε η Κουίν. «Πάντως, παρήγγειλα ένα εξαίσιο κρεβάτι για μένα. Μου αξίζει». «Και βέβαια σου αξίζει». Η Ίντι τη φίλησε στο μάγουλο, καθώς η Μέγκι κόρναρε απέξω. «Εύχομαι να περάσεις μια όμορφη ζωή εδώ πέρα, Κουίν». «Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου» αποκρίθηκε η Κουίν και έφυγε για να πάρει την Ντάρλα από το Άπερ Κατ και να επισκεφτούν το τμήμα με τα είδη σπιτιού του Τάργκετ, αφήνοντας την Κέιτι να εξερευνήσει το καινούργιο της σπίτι και την αυλή, με τη συνηθισμένη καχυποψία και τον φόβο της. «Το ευχαριστήθηκα» είπε η Ντάρλα δυο ώρες αργότερα, διπλώνοντας την τελευταία τιρκουάζ πετσέτα της Κουίν και τοποθετώντας τη στο παλιομοδίτικο εντοιχισμένο ντουλάπι του μπάνιου του νέου σπιτιού. «Σκέφτομαι να βάλω χέρι στις οικονομίες μου και να τα αγοράσω όλα απ’ την αρχή». Παραμέρισε τη στοίβα με τα νυχτικά της Κουίν, για να χωρέσουν οι πετσέτες. «Τι είναι αυτό εδώ;» ρώτησε πιάνοντας ένα διπλωμένο ρούχο από λευκό τούλι και ξεδιπλώνοντάς το. Η Κουίν στραβομουτσούνιασε. «Είναι ένα νυχτικό που μου είχε αγοράσει ο Μπιλ. Δεν είναι φρικτό; Όταν το είδα, ένιωσα σαν παρθένα που ετοιμάζεται για θυσία. Και όταν το φόρεσα, φαίνονταν όλα από μέσα, πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου». «Όλα, ε;» Η Ντάρλα το κράτησε μπροστά της και κοίταξε την Κουίν πάνω από το αραχνοΰφαντο ύφασμα. «Και δεν του άρεσε;» «Δεν του αρέσουν τα σέξι» απάντησε η Κουίν. «Ο Μαξ είναι ακριβώς το αντίθετο» είπε η Ντάρλα. «Ή τουλάχιστον ήταν μέχρι τώρα». «Τότε σ’ το χαρίζω». Η Κουίν κούνησε το χέρι. «Απόλαυσέ το, με τις ευλογίες μου». «Ωραία ιδέα». Η Ντάρλα δίπλωσε ξανά το νυχτικό και το έχωσε στην τσάντα της. Η Κέιτι το μύρισε κι έπειτα αναστέναξε, επειδή δεν ήταν φαγητό. Η Ντάρλα πλησίασε τον νιπτήρα και άνοιξε το ντουλάπι του τοίχου για να βάλει μέσα τα σαπούνια και τις οδοντόπαστες. «Αγόρασες δύο οδοντόβουρτσες;» «Αγόρασα και κρεβάτι». Η Κουίν κοίταξε το ταβάνι. «Ποτέ δεν ξέρεις αν θα ξεμείνει κάποιος το βράδυ στο σπίτι σου». «Αν αναφέρεσαι στον Νικ, αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Βγάζει σπυράκια μ’ αυτά. Η Λίσα είχε εκνευριστεί τόσο πολύ, που την παραμονή των Χριστουγέννων παρουσιάστηκε στο σπίτι του και του είπε ότι θα διανυκτέρευε εκεί για να ξυπνήσουν μαζί το πρωί των Χριστουγέννων». Μια και η Λίσα ανήκε στο παρελθόν, η Κουίν δεν είχε λόγο να ζηλεύει, και άλλωστε δεν είχε καν δεσμό με τον Νικ. Παρ’ όλα αυτά, ζήλεψε. Πραγματικά, ήταν αξιολύπητη.
«Η Λίσα επιδίωξε τουλάχιστον να κάνει αυτό που ήθελε». «Ναι, αλλά απέτυχε» κάγχασε η Ντάρλα. «Όταν ήρθαν για φαγητό, η Λίσα ήταν έξαλλη από οργή. Είπε πως, όταν ξύπνησε, βρήκε τον Νικ να κοιμάται στο σαλόνι στην πολυθρόνα του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, της χάρισε μια συλλογή σιντί, ενώ εκείνη περίμενε δαχτυλίδι». Η Ντάρλα έκλεισε την πόρτα του ντουλαπιού και πέταξε την άδεια σακούλα του Τάργκετ στα σκουπίδια. «Έτσι τον παράτησε». «Ο Νικ στενοχωρήθηκε όταν εκείνη έφυγε;» ρώτησε η Κουίν θυμώνοντας με τον εαυτό της για την αδυναμία της. «Αντίθετα, ανακουφίστηκε» απάντησε η Ντάρλα με φωνή γεμάτη κατανόηση. «Πάντα έτσι γίνεται. Στον χρόνο απάνω, όλα αρχίζουν να του φταίνε». «Μ’ εμένα ήταν στο μισάωρο» σχολίασε η Κουίν. «Απόψε θα μείνει περισσότερο. Έχει να ξεφορτώσει πολλά έπιπλα» είπε η Ντάρλα και κοίταξε το ρολόι της. «Θα πρέπει να έχουν ήδη φτάσει στο πατρικό σου. Πάμε». Στη σκέψη ότι θα τον ξανάβλεπε, η Κουίν ένιωσε ναυτία. «Περίφημα» είπε.
Ο Μπιλ περίμενε να φύγει η Κουίν με την Ντάρλα κι έπειτα κοίταξε το έρημο σπίτι με ύφος βλοσυρό. Ήταν άσχημο, βρόμικο και γκρίζο, ένα στενόμακρο, ερειπωμένο και απομονωμένο σπίτι. Η ιδέα ότι η Κουίν σκόπευε να ζήσει εκεί –να ζήσει, προπάντων, χωρίς αυτόν, μ’ εκείνο το σατανικό σκυλί– τον γέμιζε φρίκη. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έκανε τον γύρο του σπιτιού, κουνώντας το κεφάλι στη θέα του παραμελημένου κήπου με τα αγριόχορτα και τις πέτρες· όταν διέσχισε την αυλόπορτα και πέρασε στην πίσω αυλή, διαπίστωσε πως εκεί η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Ξάφνου, το σκυλί όρμησε μέσα από το ειδικό πορτάκι της πίσω πόρτας γαβγίζοντάς του υστερικά, μόνο και μόνο για να του προκαλέσει μπλεξίματα, κι ο Μπιλ οπισθοχώρησε, σπεύδοντας να απομακρυνθεί προτού τον πάρει κανένα μάτι και καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα. Βρισκόταν εκεί για να προστατέψει την Κουίν, για να εξακριβώσει πόσο άσχημο ήταν αυτό το σπίτι – το οποίο ήταν όντως τόσο άσχημο, που έπρεπε οπωσδήποτε να βρει τρόπο να την απομακρύνει. «Τι κάνεις εκεί;» φώναξε μια γυναίκα, κι αυτός γύρισε τρομαγμένος και είδε μια ασουλούπωτη μελαχρινή να τον κοιτάζει πίσω από τον φράχτη. «Ήρθα για να μετρήσω την κατανάλωση του ρεύματος» της απάντησε δήθεν αδιάφορα, φροντίζοντας να κρύψει το πρόσωπό του, και βγήκε χαιρετώντας μ’ ένα νεύμα του χεριού. Το σκυλί τον ακολούθησε έξω, χαλώντας τον κόσμο με τα γαβγίσματά του. Αν το σκυλί έφευγε απ’ τη μέση, η Κουίν δεν θα χρειαζόταν καινούργιο σπίτι. Ο Μπιλ έκλεισε την αυλόπορτα και το σκυλί έμεινε έξω στον δρόμο – ίσως το πατούσαν τα αυτοκίνητα, δεν ήταν δα τόσο έξυπνο. Έπειτα μπήκε στο αυτοκίνητό του και πήγε να βρει έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Θα τηλεφωνούσε στην Προστασία Ζώων και θα τους έλεγε ότι ένα επικίνδυνο σκυλί κυκλοφορούσε ελεύθερο. Η Κουίν δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για το κοπρόσκυλό της που το είχε σκάσει απ’ το σπίτι, το φταίξιμο θα ανήκε καθαρά στο σκυλί. Και η Προστασία Ζώων θα τηλεφωνούσε σ’
αυτόν, μια και αυτός θα είχε πληρώσει την άδεια. «Κοιμίστε το» θα τους έλεγε. «Αν θέλετε τη γνώμη μου, είναι επικίνδυνο». Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Το σκυλί ήταν επικίνδυνο. Καθώς απομακρυνόταν, το είδε στον καθρέφτη να γυροφέρνει τους σκουπιδοτενεκέδες και να τους μυρίζει, δίχως να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για να το σκάσει. Ηλίθιο κοπρόσκυλο. Του άξιζε να πεθάνει.
Ξεφόρτωσαν τα έπιπλα από το σπίτι της Μέγκι και τα κουβάλησαν στο καινούργιο σπίτι κάτω από το περίεργο βλέμμα της Πάτσι Μπρέιντι, που φώναξε από τη βεράντα της στον Μαξ την ώρα που εκείνος κουβαλούσε μια πολυθρόνα: «Γεια σου, ομορφόπαιδο». «Όλες οι ωραίες εσένα θέλουν» σχολίασε ο Νικ. «Πάω επάνω για να συναρμολογήσω το κρεβάτι» δήλωσε ο Μαξ. «Τράβα εσύ να της μιλήσεις». «Να λείπει το βύσσινο. Ξέρω να αποδέχομαι την ήττα μου. Μόλις σε βλέπουν, δεν έχουν πια μάτια για μένα». «Αυτό το πράγμα είναι πελώριο» είπε ο Μαξ έπειτα από μισή ώρα, σφίγγοντας την τελευταία βίδα. «Μήπως η Κουίν έχει σχέδια τα οποία εμείς αγνοούμε;» «Δεν έχω ιδέα» απάντησε ο Νικ, αλλά του ήταν δύσκολο να κοιτάζει το κρεβάτι, που ακόμα και στο θαμπό φως του σούρουπου έλαμπε σαν τα πατώματα, και να μη σκέφτεται την Κουίν πάνω του, μέσα από τα σκεπάσματα, κάτω από αυτόν. Κόφ’ το, είπε στον εαυτό του, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται. «Υπάρχει πρόβλημα» είπε η Ντάρλα πίσω του, κι αυτός αναπήδησε με ένοχο ύφος. «Χάθηκε μάλλον εκείνο το διαβολεμένο το σκυλί». «Δεν είναι στο σπίτι ούτε στη διπλανή αυλή» πρόσθεσε η Κουίν πίσω της με φωνή που έτρεμε ελαφρά. «Δεν καταλαβαίνω. Η αυλόπορτα είναι ακόμη κλειστή και δεν υπάρχουν τρύπες κάτω από τον φράχτη. Η γειτόνισσα είπε ότι πέρασε ένας υπάλληλος για να μετρήσει την κατανάλωση του ρεύματος. Ίσως της άνοιξε αυτός». «Μήπως λέτε για ένα μαύρο καχεκτικό σκυλί;» είπε ο Μαξ κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. «Γιατί βλέπω ένα στον δρόμο. Βλέπω επίσης το φορτηγάκι της Προστασίας Ζώων να έρχεται κατά δω». Η Κουίν κατέβηκε σαν σίφουνας τη σκάλα. Ο Νικ την ακολούθησε στο σαλόνι και στην εξώπορτα, ακριβώς τη στιγμή που η Κέιτι έμπαινε στον κήπο μυρίζοντας το χώμα. Το αυτοκίνητο της Προστασίας Ζώων έκοψε ταχύτητα. «Πηγαίνω να τους ενημερώσω» είπε στον Νικ. «Εσύ πιάσε την Κέιτι». Η Κέιτι χοροπηδούσε στην αυλή κοιτάζοντάς τον επιφυλακτικά με μάτια σπινθηροβόλα. Ο Νικ την πλησίασε κι αυτή λύγισε τα μπροστινά πόδια τουρλώνοντας τα κοκαλιάρικα καπούλια της, έτοιμη για παιχνίδι. «Δεν σε κυνηγάω, βρε κοπριτάκι» της είπε, κι εκείνη έγειρε στο πλάι το κεφάλι έτοιμη να το σκάσει αν την πλησίαζε περισσότερο. «Πολύ χαριτωμένο! Αν βγεις στον δρόμο, θα γίνεις χάμπουργκερ» της είπε ξέροντας ότι, όσο της μιλούσε, η σκυλίτσα θα είχε στραμμένη την προσοχή
της σ’ αυτόν. «Δεν σταματάμε καλύτερα αυτό το παιχνίδι;» Προχώρησε ένα βήμα μπροστά και η σκυλίτσα οπισθοχώρησε παιχνιδιάρικα, χωρίς να πάρει το βλέμμα της αποπάνω του. Εντάξει, όπως θες. Ένα κομμάτι του εαυτού του ήθελε να την αφήσει να το σκάσει –εξαιτίας της είχαν δημιουργηθεί τόσα προβλήματα, εξαιτίας της είχαν χωρίσει η Κουίν και ο Μπιλ, εξαιτίας της είχε αναστατωθεί η δική του ζωή–, όμως η Κουίν τού είχε ζητήσει να τη φροντίσει, και άλλωστε ο Νικ δεν ήθελε να συμβεί κακό στην Κέιτι –κι ας μην ήταν παρά ένα ποντίκι με ξυλοπόδαρα–, πόσω μάλλον τώρα που βρισκόταν εκεί η Προστασία Ζώων. Άρχισε να σκέφτεται τρόπους για να τη δελεάσει. Πιθανόν στο φορτηγάκι του να υπήρχε παρατημένη μια σακούλα από το Μπέργκερ Κινγκ. «Τι θα έλεγες για μερικές μπαγιάτικες τηγανητές πατάτες;» φώναξε στη σκυλίτσα, κι αυτή τον πλησίασε χοροπηδώντας, κάνοντας δυο βήματα μπρος κι ένα πίσω. Ο Νικ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και σκύβοντας ψαχούλεψε κάτω από το κάθισμα μήπως ξετρυπώσει κανένα σκουπίδι. Η Κέιτι πήδησε μέσα και σκαρφάλωσε στην πλάτη του για να καθίσει στη θέση του οδηγού. Ο Νικ μπήκε κι έκλεισε την πόρτα με φόρα, εγκλωβίζοντάς τη μέσα στο αυτοκίνητο. «Σε τσάκωσα». Η Κέιτι ακούμπησε τα ποδαράκια της στο πλαϊνό τζάμι του οδηγού και κοίταξε έξω με ανησυχία, πιθανώς διερωτώμενη για ποιον λόγο δεν κουνιούνταν. Κοίταξε τον Νικ πάνω από τον ώμο της και κλαψούρισε. «Δεν θα πάμε βόλτα» της είπε, κι αυτή του γάβγισε. Όταν το ξανασκέφτηκε όμως, δεν του φάνηκε κακή ιδέα. Αν την ξεγελούσε με μια μικρή βόλτα με το φορτηγάκι, μετά θα ήταν εύκολο να την πιάσει. Αν την πήγαινε βόλτα στο τετράγωνο, θα έδινε λύση σε πολλά μελλοντικά προβλήματα της Κουίν. Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ότι ο ίδιος θα καθυστερούσε για κανένα τέταρτο να επιστρέψει σ’ εκείνο το φωτεινό σπίτι με τα κρεβάτια και την Κουίν. Κάθισε λοιπόν στο κάθισμα του οδηγού, αλλάζοντας θέση με την Κέιτι, και έκανε όπισθεν, κουνώντας το χέρι στην Κουίν καθώς απομακρυνόταν. Η Κέιτι σκαρφάλωσε αμέσως στην αγκαλιά του για να κολλήσει τη μύτη της στο πλαϊνό τζάμι. «Έχεις παράθυρο κι από τη μεριά σου» της είπε, αλλά η Κέιτι ήταν ελαφριά και δεν τον ενοχλούσε. Όταν πέρασε το πρώτο λεπτό, η σκυλίτσα αναστέναξε και κάθισε στα πόδια του γέρνοντας πάνω του δίχως να τρέμει. Και ενώ εκείνος οδηγούσε, αυτή κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο τις εικόνες να εναλλάσσονται, ακουμπώντας το σαγόνι στον ώμο του. Ο Νικ την είδε με άλλο μάτι. Παρότι εξακολουθούσε να του θυμίζει τον Σατανά, τελικά ήταν συμπαθητικό σκυλάκι. Την έξυσε πίσω από το αυτί και η Κέιτι έγειρε ελαφρά προς την παλάμη του, ακριβώς όπως είχε κάνει η Κουίν τις προάλλες. Η Κουίν ήταν τόσο ελκυστική εκείνη τη νύχτα, στα σκοτεινά, τόσο ενδοτική. Αποτελούσε επίσης απαγορευμένη περιοχή, κι ο Νικ απορούσε με τον εαυτό του που συνέχιζε να τη σκέφτεται. Ολοκληρώνοντας τη διαδρομή, μπήκε ξανά στο δρομάκι. Η Κουίν ήρθε να τους προϋπαντήσει με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο χνουδωτό μοβ πουλόβερ της, προσπαθώντας να ζεσταθεί. Ήταν πανέμορφη. Ο Νικ άνοιξε την πόρτα και της παρέδωσε την Κέιτι.
«Της αρέσουν οι βόλτες με αυτοκίνητο, επομένως να ένας εύκολος τρόπος για να την πιάνεις» της είπε. «Ευχαριστώ» άρχισε να λέει η Κουίν χαμογελώντας του με το φιλήδονο στόμα της, κοιτάζοντάς τον με τα πελώρια μάτια της, και επειδή ο νους του άρχισε να πηγαίνει στις καμπύλες του θερμού κορμιού της, την έκοψε απότομα μ’ ένα: «Δεν κάνει τίποτα, ευχαρίστησή μου. Η μετακόμιση τελείωσε, οπότε είναι ώρα να του δίνω». Κοπάνησε την πόρτα και της κούνησε το χέρι, κάνοντας όπισθεν. Η Κουίν έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Όταν ο Νικ έφτασε στο συνεργείο, συνειδητοποίησε ότι φεύγοντας είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του τον Μαξ.
Ο Μπιλ περίμενε στον δρόμο μέχρι να φύγουν η Ντάρλα και ο Μαξ. Έπειτα πάρκαρε στο δρομάκι της Κουίν και χτύπησε την άσχημη μαύρη εξώπορτα – μια τζαμωτή πόρτα που κάθε άλλο παρά ασφαλής ήταν, ιδού επομένως ακόμα ένας λόγος για να την πείσει να φύγει αποκεί. Όταν η Κουίν τού άνοιξε, ήταν τόσο όμορφη που προς στιγμήν απέμεινε να την κοιτάζει άναυδος. «Μπιλ;» είπε εκείνη κι αυτός της χαμογέλασε λέγοντας: «Έχω γεμίσει το αμάξι με τα βιβλία σου. Πού να τα βάλω;» Η Κουίν δίστασε αρχικά κι έπειτα βγήκε στη βεράντα. «Προς το παρόν, ας τα στοιβάξουμε στην τραπεζαρία». Τη βοήθησε στη μεταφορά, πράγμα σπουδαίο επειδή είχε την ευκαιρία να βρίσκεται στο πλευρό της, αλλά συγχρόνως δυσάρεστο γιατί το κουβάλημα θα τελείωνε στον μισό χρόνο και δεν θα προλάβαινε να της μιλήσει, να βεβαιωθεί αν ήταν καλά, να την πείσει να του μιλήσει ξανά όπως παλιά. Ήθελε να μπορεί να τη βλέπει συχνότερα, γι’ αυτό, σε μία από τις διαδρομές στο εσωτερικό του σπιτιού, την ώρα που εκείνη βρισκόταν στο αυτοκίνητο, άνοιξε το παντζούρι της πίσω πλευράς, ώστε σε περίπτωση ανάγκης να μπορεί να κοιτάζει μέσα. Ήθελε να μπορεί να σιγουρεύεται ότι η Κουίν ήταν καλά. Ήταν το παράθυρο πίσω από τον φράχτη, αυτό που έβλεπε στο άδειο οικόπεδο, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να τον δουν και να τον εμποδίσουν να έρχεται κρυφά να τη βλέπει. Το καταραμένο σκυλί τού γρύλισε, κι αυτός με δυσκολία κρατήθηκε να μην του ρίξει κλοτσιά. Κανονικά δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, έπρεπε να το είχε πατήσει αυτοκίνητο ή να το είχε μαζέψει ο μπόγιας. Όμως θα ήταν ανόητο να το κλοτσήσει. Μπορεί να τον έβλεπε η Κουίν, και τότε θα τον υποψιαζόταν, θα καταλάβαινε ότι αυτός το είχε αφήσει να το σκάσει. Όταν επέστρεψε, έπειτα από δύο γύρους, διαπίστωσε πως η Κουίν είχε κλείσει ξανά το παντζούρι. Άραγε είχε μαντέψει τις προθέσεις του; Όταν την είδε να βγαίνει για να κουβαλήσει το τελευταίο κιβώτιο, πλησίασε το παράθυρο και έσπασε μία από τις χαμηλές γρίλιες. Ήταν ένα πολύ μικρό άνοιγμα, δεν ήξερε καν αν θα κατόρθωνε να δει αποκεί μέσα, αλλά, από το τίποτα, καλό ήταν κι αυτό. Ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα προκειμένου να μπορεί να βλέπει την Κουίν, να παρακολουθεί τη ζωή της και να είναι μαζί της μέχρι να έρθει στα συγκαλά της. «Τελειώσαμε» του ανακοίνωσε εκείνη μπαίνοντας στο δωμάτιο με το τελευταίο κιβώτιο. Ήταν
λαχανιασμένη, τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει από το κρύο και φάνταζε τόσο όμορφη, που εκείνος παρασύρθηκε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Η Κουίν κούνησε το κεφάλι και πισωπάτησε, ενώ την ίδια στιγμή το σκυλί τού έδειξε τα δόντια. «Όχι» επέμεινε η Κουίν. «Λυπάμαι, αλλά είμαι ευτυχισμένη, δεν πρόκειται να γυρίσω. Αυτό είναι το σπίτι μου τώρα και εδώ θα μείνω». Ο Μπιλ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να συγκατανεύσει, να χαμογελάσει και να της ευχηθεί καλή τύχη, έστω κι αν αισθανόταν απαίσια, έστω κι αν ήθελε να της βάλει τις φωνές, να την αρπάξει με τη βία, να την υποχρεώσει να τον ακούσει. Ευτυχώς ο Μπόμπι θα εμπόδιζε την έγκριση του δανείου της, οπότε η Κουίν θα έμενε πολύ σύντομα άστεγη. Και όταν θα την πετούσαν έξω από το σπίτι, θα αναγκαζόταν να ξεφορτωθεί το σκυλί, και η ζωή τους θα επανερχόταν στους φυσιολογικούς ρυθμούς της. Αν δεν ήταν ο Μπόμπι με τα μέσα και τις γνωριμίες, ο Μπιλ πραγματικά δεν ήξερε τι θα έκανε.
Η Ντάρλα άφησε τον Μαξ στο συνεργείο και λίγο αργότερα εκείνος της τηλεφώνησε για να της πει ότι, εξαιτίας της μετακόμισης της Κουίν, η δουλειά τους είχε μείνει πίσω και ότι θα δούλευε με τον Νικ ως αργά το βράδυ. Η Ντάρλα τρομοκρατήθηκε ελαφρώς –βρε, μπας και είναι με την Μπάρμπαρα;–, αλλά φρόντισε να διώξει αμέσως τις δυσάρεστες σκέψεις, ξέροντας πως ο Μαξ δεν θα της έλεγε ψέματα. «Όπως θες» είπε σαν καλή σύζυγος με κατανόηση. «Θα σου κρατήσω ζεστό το φαγητό». «Δεν χρειάζεται» της είπε ο Μαξ. Δεν χρειάζεται; «Πάντως εγώ θα είμαι σπίτι» του αποκρίθηκε ευδιάθετα, αποφασισμένη να εφαρμόσει το σχέδιό της. «Μάλιστα» είπε ο Μαξ κάπως σαστισμένος. «Το φαντάστηκα». Η Ντάρλα έβαλε στα παιδιά να φάνε, τα μάλωσε για να τελειώσουν τα μαθήματά τους και, την ώρα που τα ετοίμαζε για ύπνο, ο Μαξ γύρισε επιτέλους στο σπίτι, πασαλειμμένος με γράσα και εξουθενωμένος. Όταν ο Μαξ βγήκε από το ντους, τα αγόρια είχαν κοιμηθεί. Η Ντάρλα τον ρώτησε αν θα έτρωγε, αλλά εκείνος προτίμησε να καθίσει μόνος στο σκοτεινό σαλόνι για να δει τις ειδήσεις στο απόκοσμο γαλάζιο φως της τηλεόρασης. «Σ’ ευχαριστώ» της είπε «αλλά είμαι πτώμα». «Κανένα πρόβλημα» του αποκρίθηκε κεφάτα και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Έλυσε τον κότσο, αφήνοντας ελεύθερα τα μαλλιά της στο ζωηρό φως των στρογγυλών λαμπτήρων που πλαισίωναν τον πελώριο καθρέφτη, και τα βούρτσισε μέχρι να ισιώσουν τελείως και να τα νιώσει ανάλαφρα σαν μετάξι στους ώμους. Ο Μαξ λάτρευε τα μακριά μαλλιά. Καμιά φορά που εκείνη ψαλίδιζε τις άκρες, το πολύ έναν πόντο, για να δυναμώσουν, εκείνος διαμαρτυρόταν: «Έκοψες τα μαλλιά σου». «Ελάχιστα» του απαντούσε η Ντάρλα και τα άφηνε να πέσουν αποπάνω του, να τον γαργαλήσουν, κι αυτός την αγκάλιαζε… Πόσο καιρό είχε να συμβεί αυτό; Η Ντάρλα έπνιξε τις αρνητικές σκέψεις. Δεν είχε σημασία. Απόψε θα θυμούνταν τα παλιά. Έριξε τα μαλλιά πίσω από τους ώμους. Ήταν κάπως μεγάλη πια για να κυκλοφορεί με τόσο μακρύ
μαλλί. Αν είχε μια πελάτισσα σαν την ίδια, θα τη συμβούλευε να τα κόψει, να διαλέξει κάτι πιο κομψό, πιο επιτηδευμένο. Έτσι κι αλλιώς, τα μακριά μαλλιά ήταν για τα κοριτσόπουλα. Για τις παιδούλες, τις αιώνιες Αλίκες. Και για τις γυναίκες που είχαν άντρα σαν τον Μαξ. Αγνοώντας το μακρύ, σοβαρό φανελένιο νυχτικό που κρεμόταν πίσω από την πόρτα –είχε μια ντουζίνα παρόμοια νυχτικά, χριστουγεννιάτικα δώρα από τη μητέρα της–, ξεντύθηκε και πέρασε στο κεφάλι το λευκό σιφόν. Το ένιωσε να γλιστρά σαν κρέμα πάνω στο δέρμα της, δροσερό, απαλό και ρευστό, καθώς έπεφτε γύρω της σαν καταρράκτης. Τραβώντας το μαλακά για να το τεντώσει, παρατήρησε ότι κολάκευε εμφανώς τις καμπύλες της. Το διάφανο ύφασμα άφηνε να φανούν οι σκούρες ρώγες και παρακάτω… Αν ο Μαξ τρομοκρατούνταν στη θέα της, σίγουρα θα τον χώριζε και θα τον έστελνε συστημένο στην Μπάρμπαρα. Έκανε μερικές βόλτες μέσα στο μπάνιο για να ακούσει το θρόισμα του νυχτικού, δίχως να πάρει το βλέμμα από τον καθρέφτη, μαγεμένη από τον τρόπο που το απαλό ύφασμα αναδευόταν, από τον τρόπο που τα μαλλιά άγγιζαν τους ώμους της, ερεθισμένη από το χάδι του σιφόν στο κορμί της και με τη σκέψη ότι ο Μαξ θα τρελαινόταν όταν την έβλεπε. Τον άκουσε να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και ξεκλείδωσε την πόρτα του λουτρού, σίγουρη ότι ο Μαξ θα έμπαινε στο μπάνιο για να ετοιμαστεί για ύπνο. Και τότε, ίσως να μην προλάβαιναν καν να φτάσουν στο κρεβάτι. Ίσως ο Μαξ την ανέβαζε πάνω στον πάγκο. Το είχαν κάνει μια φορά στο μπάνιο του συνεργείου, επομένως αποκλείεται να της το αρνιόταν τώρα, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Πάντως, στο συνεργείο δεν είχε πει όχι. Η Ντάρλα ανατρίχιασε στην ανάμνηση εκείνης της περίστασης. Το είχαν κάνει και σε άλλα μέρη, όπως στην κρεβατοκάμαρά της, με τη μητέρα της να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο· η Ντέμπι ήταν καλεσμένη σε πιτζάμα-πάρτι και η Ντάρλα είχε ψιθυρίσει: «Θέλω κι εγώ ένα πάρτι». Έτσι ο Μαξ είχε ανεβεί σ’ ένα δέντρο και λίγο είχε λείψει να σκοτωθεί την ώρα που σκαρφάλωνε στο παράθυρό της. Το είχαν κάνει επίσης στο πίσω κάθισμα του παλιού σαράβαλου του Μαξ εκατοντάδες φορές, όπως της φαινόταν, αλλά στην πραγματικότητα θα πρέπει να ήταν το πολύ καμιά τριανταριά. Μια φορά, μάλιστα, το επιχείρησαν στο μπροστινό κάθισμα του φορτηγού του συνεργείου. Είχαν πάει μ’ αυτό στο ντράιβ ιν, επειδή είχε ψηλό κάθισμα και έβλεπαν καλύτερα, αλλά εντέλει είχαν παρακολουθήσει μονάχα το πρώτο μισό της πρώτης ταινίας. Καθίσαμε εκεί ώρες, συλλογίστηκε. Χαϊδευόμασταν ώρες ατελείωτες. Ήταν η πρώτη φορά που είχε έρθει σε οργασμό, η πρώτη φορά που είχε ανακαλύψει γιατί οι γυναίκες την πατούσαν και έμεναν έγκυες – ο καθένας θα ρίσκαρε για χάρη μιας τέτοιας απόλαυσης. Τώρα, κοίταζε τις ρώγες της να διαγράφονται πάνω στο λεπτό ύφασμα και τον ήθελε τόσο πολύ, που της κοβόταν η ανάσα. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι ο Μαξ δεν είχε μπει στο μπάνιο. Άνοιξε την πόρτα. Το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο. «Μαξ;» είπε και με τη βοήθεια του λιγοστού φωτός που ερχόταν από το λουτρό προχώρησε προσεκτικά προς το κρεβάτι, προσέχοντας να μη σκουντουφλήσει πουθενά. «Μαξ;» Άναψε το πορτατίφ. Ο Μαξ ήταν ξαπλωμένος πάνω από το πάπλωμα· το όμορφο πρόσωπό του
ήταν παραδομένο στον ύπνο. «Μαξ;» Ανέβηκε με τα τέσσερα στο κρεβάτι και τον σκούντησε απαλά. «Μαξ, γλυκέ μου;» Εκείνος πήρε βαθιά αναπνοή σε μικρές δόσεις που έμοιαζαν με αναστεναγμούς και η Ντάρλα, που κοιμόταν μαζί του για δεκαεπτά χρόνια, κατάλαβε ότι είχε πέσει σε λήθαργο. Ακόμα κι αν κατόρθωνε να τον ξυπνήσει, θα ανοιγόκλεινε απλώς τα μάτια, δίχως να ξυπνήσει στ’ αλήθεια. Να τι παθαίνει κανείς όταν περιμένει μέχρι την ώρα του ύπνου. Αλλά, πάλι, όταν δεν ήταν η ώρα του ύπνου, ο Μαξ τρομοκρατούνταν. Ακριβώς όπως ο αναθεματισμένος ο Μπιλ. Πάνω στα νεύρα της, του έριξε μια γροθιά στον ώμο. Εκείνος συνοφρυώθηκε, μα δεν ξύπνησε. Η Ντάρλα ξάπλωσε πλάι του ξεφωνίζοντας αποκαρδιωμένη, αλλά ούτε αυτό τον ξύπνησε. Τίποτα δεν ήταν ικανό να αφυπνίσει τον Μαξ. Ούτε καν η σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας. Η Ντάρλα θυμήθηκε πόσο ερεθισμένη ήταν πριν από λίγο και εξαγριώθηκε. Του κοπάνησε λοιπόν άλλη μία κι έπειτα χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα για να προσπαθήσει να κοιμηθεί.
Το Σάββατο το πρωί, όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι για να πάει στο μπάνιο, ο Μαξ την περιεργάστηκε με μάτι θολό απ’ τον ύπνο. «Τι φοράς;» τη ρώτησε αγουροξυπνημένος, αρχίζοντας να δείχνει ενδιαφέρον. «Κάτι που δεν πρόκειται να ξαναδείς» του αποκρίθηκε χτυπώντας πίσω της την πόρτα του μπάνιου.
7
στην Κουίν από την τράπεζα, αργά το πρωί του Σαββάτου, εκείνη ήταν καθισμένη μπροστά στον πάγκο στο κέντρο της κουζίνας, σ’ ένα από τα καινούργια λευκά σκαμνιά της, και έτρωγε τηγανίτες στο σπίτι της –στο δικό της σπίτι–, με το σκυλί της να στέκει υπομονετικά στα πόδια της ελπίζοντας σε κανένα κέρασμα. Η Κουίν απολάμβανε το κάθε λεπτό. Όλα γύρω της, η λιακάδα, η άνεση, η ελευθερία και το γυαλισμένο παρκέ, όλα ήταν δικά της και δεν έβλεπε την ώρα να καταστρώσει σχέδια και να ριχτεί σε νέες περιπέτειες. Όπως ο Νικ, ας πούμε. Σκόπευε να γίνει πολύ πιο επιθετική στο θέμα του Νικ… Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Καρλ Μπρούκνερ. «Η κυρία Μακένζι;» της είπε. «Υπάρχει πρόβλημα με το δάνειό σας. Δυστυχώς θα χρειαστεί να δώσετε προκαταβολή το είκοσι τοις εκατό, αντί του δέκα τοις εκατό της αξίας». Η Κουίν έμεινε εμβρόντητη. «Δηλαδή μου ζητάτε άλλες επτά χιλιάδες δολάρια. Γιατί;…» «Ακριβώς» την έκοψε ο Μπρούκνερ. «Θα κρατήσουμε, φυσικά, την αρχική επιταγή των επτά χιλιάδων μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, στις δεκαπέντε Απριλίου, ώστε να μπορέσετε να προσκομίσετε το υπόλοιπο ποσό. Όπως αντιλαμβάνεστε, είστε μια ανύπαντρη γυναίκα, ξέρετε πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα… Θα χρειαστούμε απλώς μεγαλύτερη προκαταβολή». Μα δεν τα έχω αυτά τα χρήματα, σκέφτηκε η Κουίν. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, ήταν φοβισμένη και αισθανόταν ενοχές. Να τι παθαίνει κανείς όταν μπλέκεται με τις τράπεζες: Νιώθει μειονεκτικά, νιώθει ότι είναι φτωχός. Κοίταξε γύρω της την ηλιόλουστη κουζίνα. Επιπλέον, νιώθει ευάλωτος. Την περασμένη εβδομάδα δεν ήξερε καν ότι το ήθελε αυτό το σπίτι. Τώρα, την τρομοκρατούσε η ιδέα ότι θα μπορούσε να το χάσει. Έπιασε ξανά το ακουστικό και τηλεφώνησε στην Ντάρλα, έτοιμη να πει τον πόνο της, όμως η φίλη της την πρόλαβε. «Σου επιστρέφω το νυχτικό σου» είπε μόλις άκουσε τη φωνή της Κουίν. «Σοβαρολογείς;» «Ήταν τόσο κουρασμένος, που έπεσε ξερός για ύπνο. Ούτε καν το είδε» είπε η Ντάρλα αποθαρρυμένη. «Εγώ φταίω». Η Κουίν χτύπησε μαλακά την παλάμη στα πόδια της και η Κέιτι πήδησε στην αγκαλιά της· ήταν αρκετά ευγενική ώστε να μην αγγίξει το πιάτο της Κουίν, ωστόσο το κοιτούσε ΟΤΑΝ Ο ΚΑΡΛ ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕ
επίμονα τρέμοντας σύγκορμη από λαχτάρα. «Η μετακόμιση. Ίσως…» «Όχι» την έκοψε η Ντάρλα. «Δεν φταίει η μετακόμιση, φταίει ο γάμος μας. Κανένα κόλπο δεν πιάνει. Είμαι χαμένη». «Έλα τώρα, τι είναι αυτά που λες;» Η Κουίν έκοψε ένα κομματάκι τηγανίτα και το έδωσε στην Κέιτι, η οποία το πήρε αναστενάζοντας με ευγνωμοσύνη και ανακούφιση. «Χρειάζεται απλώς καλύτερος προγραμματισμός. Στείλε τα παιδιά να κοιμηθούν αλλού, ώστε να αρχίσετε τη βραδιά σας νωρίτερα, που δεν θα είναι τόσο εξαντλημένος». «Και να σκεφτεί κανείς ότι κάποτε δεν έλεγε να μ’ αφήσει σε ησυχία» είπε η Ντάρλα. «Τώρα πρέπει να προσαρμοστώ εγώ στους βιορυθμούς του». «Εδώ που τα λέμε, ούτε ο αδελφός του είναι κανένας φλογερός εραστής» σχολίασε η Κουίν. «Ίσως είναι οικογενειακό». «Όχι, φταίει απλώς η ρουτίνα» αποφάνθηκε η Κουίν. «Και οι δύο έχουν συνηθίσει σε μια ρουτίνα την οποία υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια. Δεν έχουμε παρά να αναταράξουμε λίγο τα νερά, ώστε να προσέξουν ότι τα πράγματα αλλάζουν. Να τινάξουμε στον αέρα τη ρουτίνα τους, βρε αδερφέ». «Να την τινάξουμε στον αέρα» επανέλαβε η Ντάρλα. «Ναι. Το σκέφτηκα καλά και πιστεύω ότι και εσύ και εγώ θα πρέπει να γίνουμε λίγο πιο επιθετικές». Η Κέιτι έτριψε τη μύτη στο μπράτσο της Κουίν, κι αυτή της έδωσε κι άλλο κομματάκι. «Επιθετικές» αναστέναξε η Ντάρλα. «Οι προηγούμενες φορές ήταν απλώς δοκιμαστικές» συνέχισε η Κουίν. «Τώρα όμως περιμένουμε αποτέλεσμα». «Ίσως» είπε η Ντάρλα χωρίς να το πολυπιστεύει. «Αρκετά ασχοληθήκαμε μ’ αυτό. Πες μου κάτι χαρούμενο. Πώς είναι η ζωή στο ιδιόκτητο σπίτι;» «Μόλις πληροφορήθηκα ότι το δάνειό μου σκάλωσε». «Τι;» είπε αγανακτισμένη η Ντάρλα, πράγμα που παρηγόρησε κάπως τη φίλη της. Η Κουίν τής εξήγησε, προσθέτοντας: «Έχουν περισσέψει λίγα χρήματα από τις οικονομίες μου, αλλά εξακολουθούν να μου λείπουν πέντε χιλιάδες δολάρια». «Θα σου τα δώσω εγώ» είπε η Ντάρλα. «Μαζεύουμε λεφτά για τις σπουδές των παιδιών…» «Όχι. Αλλά θα ήθελα από σένα άλλου είδους βοήθεια». «Ό,τι θες». Η Κουίν ξεροκατάπιε. «Πιθανόν μπορώ να πάρω τρεις χιλιάδες προκαταβολή και να τα χρεώσω στη Visa μου». «Για όνομα του Θεού, ξέρεις τι τόκο θα πληρώσεις;» «Δεν έχω επιλογή. Αλλά και πάλι θα μου λείπουν δύο χιλιάδες. Αν αναλάβω τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης, θα κερδίσω χίλια δολάρια». «Ας την αναλάβεις, λοιπόν». «Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω ιδέα ούτε από ραπτική ούτε από κομμωτική». «Θα σε βοηθήσω».
«Θα σε πληρώσω αργότερα» είπε η Κουίν. «Όταν θα διευκολυνθώ, θα σου δώσω τη μισή αμοιβή μου». «Ξέχνα το. Πες πως είναι δώρο για το καινούργιο σπίτι. Ή, μάλλον, πες πως είναι προκαταβολή του ενοικίου μου, γιατί, αν ο Μαξ δεν αλλάξει τακτική σύντομα, προβλέπω να μετακομίζω σπίτι σου. Εσύ τουλάχιστον με προσέχεις». Όταν έκλεισαν με την Ντάρλα, η Κουίν κατέβασε την Κέιτι από τα πόδια της και τηλεφώνησε στην Ίντι. «Ισχύει ακόμη η προσφορά;» «Ναι» απάντησε αμέσως η Ίντι. «Ξεκινάμε τη Δευτέρα στις έξι το απόγευμα. Δεν ξέρεις πόση ανακούφιση νιώθω που θα αναλάβεις εσύ τη δουλειά». «Αν σκεφτείς και τίποτα επιπρόσθετο, έχε με υπόψη σου. Χρειάζομαι δύο χιλιάδες δολάρια μέχρι τις δεκαπέντε Απριλίου» είπε η Κουίν. «Όμως τα λεφτά δεν θα τα έχεις στα χέρια σου μέχρι τότε. Θα πάρεις τα μισά μέχρι τις δεκαπέντε, μείον τις κρατήσεις, και τα υπόλοιπα τέλος Μαΐου. Δεν μου λες, μήπως ενδιαφέρεσαι να αναλάβεις και τον φωτισμό; Έτσι θα κερδίσεις άλλα επτακόσια πενήντα δολάρια». «Έχω μεσάνυχτα από σκηνικό φωτισμό» απάντησε η Κουίν. «Κι εγώ, ωστόσο το έχω αναλάβει μυριάδες φορές» αντέτεινε η Ίντι. «Σου συνιστώ να δεχτείς». «Εντάξει, δέχομαι» είπε η Κουίν. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, άρχισε να κάνει μερικούς γρήγορους υπολογισμούς. Αν είχε στα χέρια της μέχρι τις δεκαπέντε Απριλίου τη μισή αμοιβή από αυτά τα δύο συμβόλαια, αν χρησιμοποιούσε τη Visa και αν δεν έτρωγε για έναν μήνα… Τα λεφτά πάλι θα της έλειπαν. «Δεν έπρεπε να ξοδέψω δύο δολάρια και είκοσι εννέα σεντς για τη δεύτερη οδοντόβουρτσα» είπε στην Κέιτι, που την κοίταζε ανήσυχη. «Τέρμα η σπατάλη για χάρη των φαντασιώσεών μου». Η Κέιτι αναστέναξε και ξάπλωσε στα πόδια της, ακουμπώντας το κεφαλάκι στις πατούσες της. «Έτσι ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ» είπε η Κουίν.
Την ερχόμενη εβδομάδα, ο Μπιλ προσπάθησε να της μιλήσει στο σχολείο, για το δικό της καλό. «Αυτό το σπίτι δεν είναι καλή ιδέα» της είπε. «Είναι ετοιμόρροπο κι εσύ δεν είσαι σε θέση να το επισκευάσεις. Γιατί να μη δούμε…» «Μπιλ, εμείς οι δύο τελειώσαμε» είπε η Κουίν. «Όσο για το σπίτι, είναι μια χαρά. Αν χρειαστεί επισκευή, έχω τον Νικ, τον μπαμπά μου και τον Μαξ. Ακόμα κι εγώ μπορώ να μάθω να επισκευάζω πράγματα. Θα μείνω εκεί. Και τώρα φύγε, έχω μάθημα». «Ο Νικ…» μουρμούρισε εκείνος κουνώντας το κεφάλι. «Ακόμα και ο Μαξ, δεν είναι καλή ιδέα. Τι θα πει ο κόσμος;» «Μπιλ» του είπε κλείνοντας τα μάτια για να μην τον βλέπει. «Φύγε». Ο Μπιλ ήταν εκνευρισμένος επειδή, τώρα που η Κουίν είχε αναλάβει όλη εκείνη τη δουλειά για λογαριασμό της Ίντι, την έβλεπε ακόμα σπανιότερα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε επιστρατεύσει για το έργο τον Τζέισον και τον Κόρεϊ, με την υπόσχεση να τους βάλει μεγαλύτερο βαθμό· το καλό
ήταν ότι αυτό του πρόσφερε μια καλή δικαιολογία για να περάσει να τη δει την επομένη μετά το σχόλασμα. «Οι πρόβες του έργου αρχίζουν στις έξι» του εξήγησε εκείνη όταν της εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την ανάμειξη των αγοριών. «Αν συμπίπτει με την ώρα της προπόνησης, μπορούν να παραιτηθούν από την παράσταση». Όταν εκείνος ξαναπέρασε την επομένη, η Κουίν τού είπε: «Μπιλ, εμείς οι δύο δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε. Φύγε, σε παρακαλώ». Ήταν λοιπόν αναγκασμένος να βρει τρόπο να τη φέρει ξανά κοντά του. Καλή η υπομονή, αλλά ήταν πια καιρός να αναλάβει πιο δραστικά μέτρα. Αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο που είχε κατά νου: Θα ξεφορτωνόταν το βρομόσκυλο και το βρομόσπιτο. Την επόμενη μέρα, πήρε άδεια στην κενή ώρα του και πήγε στο σπίτι. Ήταν ένα φρικτό σπίτι χωρίς καμία ασφάλεια και σίγουρα θα έκρυβε παγίδες τις οποίες ο Μπιλ θα εκμεταλλευόταν προκειμένου να τη βγάλει από εκεί μέσα. Ήθελε να κάνει για μια ακόμα φορά τον γύρο του, αλλά επειδή κατά πάσα πιθανότητα η βλαμμένη γειτόνισσα παρακολουθούσε, άφησε το αμάξι του σ’ έναν πλαϊνό δρόμο και μπήκε αθόρυβα από το πορτάκι της πίσω αυλής. Εντούτοις, δεν αρκούσε μόνο η επιθεώρηση της αυλής. Έπρεπε να κοιτάξει το εσωτερικό, να εντοπίσει ενδεχόμενους κινδύνους για την ακεραιότητά της, να βρει τρόπους για να την πείσει να φύγει. Δοκίμασε να ανοίξει την εξώπορτα, αλλά ήταν κλειδωμένη. Όσο κι αν έστριβε το πόμολο, όσο κι αν το πίεζε προς τα κάτω, η πόρτα δεν άνοιγε. Το μόνο που πέτυχε ήταν να αρχίσει το σκυλί να γαβγίζει και να του δείχνει τα δόντια του. Το σκασμένο, ήταν επικίνδυνο. Κι αν δάγκωνε την Κουίν; Ο Μπιλ είχε δίκιο που ήθελε να του κάνουν ευθανασία. Κοίταξε προς το διπλανό σπίτι, για να δει αν είχε ξεσηκωθεί η γειτόνισσα, κι ύστερα προχώρησε στην πλαϊνή πλευρά του σπιτιού. Εκεί δεν υπήρχε παρά ένα χέρσο οικόπεδο από όπου κανείς δεν τον έβλεπε. Δοκίμασε την πλαϊνή πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη. Στη συνέχεια επιχείρησε να ανοίξει τα παράθυρα του υπογείου –ίσως δυσκολευόταν να χωρέσει στο στενό τους άνοιγμα, αλλά μετά θα μπορούσε να βγει από την πόρτα–, μα όλα ήταν ασφαλισμένα. Καθώς στηριζόταν πάνω σ’ ένα από τα παράθυρα, το τζάμι έσπασε, οπότε μπόρεσε να περάσει μέσα το χέρι και να το απασφαλίσει. Αποκεί και πέρα, δεν δυσκολεύτηκε διόλου να χωθεί κρυφά στο υπόγειο. Όταν ανέβηκε τη σκάλα του υπογείου, το σκυλί άρχισε να γαβγίζει σαν τρελό, αλλά όσο αυτός πλησίαζε, τόσο εκείνο οπισθοχωρούσε. Κοίταξε γύρω του την κουζίνα, ένα όμορφο, ζεστό δωμάτιο φρεσκοβαμμένο σε μπλε και άσπρη απόχρωση· στον τοίχο δίπλα στο κόκκινο σουρωτήρι της Κουίν υπήρχε μια αφίσα με το εξώφυλλο του βιβλίου Στη νυχτερινή κουζίνα,9 ακριβώς όπως στο διαμέρισμά τους. Ο Μπιλ προσπάθησε να αψηφήσει το μανιασμένο γάβγισμα, αλλά στο τέλος απηύδησε και, ανοίγοντας την πίσω πόρτα, πέταξε το σκυλί έξω με τις κλοτσιές. Ακόμα κι αν η κουτσομπόλα γειτόνισσα κοίταζε κατά κει, δεν θα έβλεπε παρά το βρομόσκυλο. Ο Μπιλ ήταν πεπεισμένος ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να τον δει. Πήγε στην τραπεζαρία όπου τον υποδέχτηκε το άπλετο, ζεστό φως που γλιστρούσε στο δωμάτιο αφενός από τα ψηλά παράθυρα στα δεξιά του –έριξε μια στοργική ματιά στο δικό του παράθυρο, αυτό με το σπασμένο παντζούρι–, αφετέρου από τα παράθυρα του σαλονιού, στην πρόσοψη του σπιτιού, μέσω της ενδιάμεσης καμάρας. Παρ’ όλα αυτά, στο σύνολό του ήταν ένα ψυχρό παλιόσπιτο, με σκασμένους τοίχους και γδαρμένα κουφώματα, και το φως του ήλιου δεν αρκούσε
για να το βελτιώσει. Δυστυχώς, ο σκασμένος σοβάς και τα κακόγουστα χρώματα δεν αποτελούσαν πειστικό επιχείρημα ώστε η Κουίν να το εγκαταλείψει. Έπρεπε να ανακαλύψει κάτι πολύ χειρότερο. Προχώρησε στο σαλόνι και στάθηκε στο κέντρο του κάνοντας αργά μια πλήρη περιστροφή. Κοντά στα παράθυρα της πρόσοψης βρίσκονταν ένας παλιός κόκκινος καναπές κι ένα οκτάγωνο τραπέζι. Δίπλα στην πολυθρόνα υπήρχε ένα καφέ καλάθι φτιαγμένο από φαρδιά ξύλινα πηχάκια. Ο Μπιλ κάθισε και το άνοιξε. Περιείχε νήμα και βελονάκι, ήταν το πλεχτό της Κουίν. Ασφαλώς έπλεκε κουβέρτα για το μωρό τους. Όταν θα επέστρεφε στο διαμέρισμά τους, θα κάθονταν οι δυο τους στην τηλεόραση κι εκείνη θα έπλεκε για το μωρό. Κράτησε στην παλάμη του το απαλό και ελαφρύ κουβάρι, κοιτάζοντας το γαλάζιο χρώμα του: Η Κουίν ήξερε ότι θα αποκτούσαν αγόρι. Έναν γιο σαν τον Τζέισον Μπαρνς. Θα τον φώναζαν Μπιλ Τζούνιορ, αλλά επειδή το σωστό θα ήταν να έχει κάτι και από το όνομα της Κουίν, το οποίο άλλωστε ταίριαζε και για τα δύο φύλα, θα τον έλεγαν Ουίλιαμ Κουίν Χίλιαρντ. Σπουδαίο όνομα. Άρχισε να σφίγγει το κουβάρι, ώσπου η γροθιά του έγινε πέτρα. Αληθινά σπουδαίο όνομα. Άφησε κάτω το κουβάρι και σηκώθηκε. Τα ράφια γύρω από το τζάκι ήταν φορτωμένα με τα βιβλία τέχνης της Κουίν. Καθώς τα παρατηρούσε, ένιωσε ένα σφίξιμο· κανονικά, η θέση τους είναι στο διαμέρισμά μας, συλλογίστηκε κι άφησε το χέρι του να γλιστρήσει στην απαλή επιφάνεια των ραφιών και στο γείσο του τζακιού, άγγιξε το εξωφρενικό χρυσό ρολόι, χάιδεψε για λίγες στιγμές τις ράχες των βιβλίων κι ακούμπησε στη γυαλισμένη επιφάνεια του οκτάγωνου τραπεζιού. Αν ακουμπούσε αυτά τα πράγματα, αυτομάτως θα γίνονταν και δικά του. Στην άλλη άκρη του δωματίου, ο παλιός κόκκινος καναπές της μητέρας της έπιανε υπερβολικά πολύ χώρο. Εκείνος ο ελεεινός καναπές ήταν τεράστιος, έφτανε σχεδόν τα δύο μέτρα μήκος, σχεδόν όσο ένα κρεβάτι. Σ’ αυτή τη σκέψη, έσφιξε ξανά τη γροθιά του, παρόλο που δεν υπήρχε λόγος. Αν η Κουίν ήθελε αληθινά αυτό τον καναπέ, θα μπορούσαν να τον μεταφέρουν στο διαμέρισμά τους. Θα τον σκέπαζαν μ’ ένα όμορφο καφέ ριχτάρι. Αργά το βράδυ, θα ξάπλωναν με την Κουίν στον καναπέ για να δουν τις ειδήσεις, τον καιρό, τα αποτελέσματα των αθλητικών συναντήσεων, θα παρακολουθούσαν τις εκπομπές της βραδινής ζώνης και θα γελούσαν. Έπειτα εκείνος θα έκλεινε την τηλεόραση από το τηλεχειριστήριο και θα την αγκάλιαζε… Παρατηρώντας ότι η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη, προσπάθησε να αλλάξει την πορεία της σκέψης του. Το θέμα δεν ήταν το σεξ, ο δεσμός τους δεν βασιζόταν εκεί, αφορούσε καλύτερα πράγματα, όπως την οικογένεια και το σχολείο. Κοίταξε ξανά την πολυθρόνα, προκειμένου να σκεφτεί κάτι λιγότερο επικίνδυνο, και τότε αντίκρισε ξανά το νήμα. Έσκυψε, μάζεψε το κουβάρι, ένα τοσοδά κουβάρι του οποίου την απουσία η Κουίν δεν θα αντιλαμβανόταν καν, και το έχωσε στην τσέπη του σακακιού του. Θα το κρατούσε για να θυμάται ότι σύντομα εκείνη θα γύριζε κοντά του και θα έπλεκε τα ρουχαλάκια του Μπιλ Τζούνιορ. Βλέποντας την ώρα στο ρολόι πάνω από το τζάκι, διαπίστωσε ότι είχε αργήσει. Πήγε στην εξώπορτα, αλλά μετά σκέφτηκε ότι ήταν προτιμότερο να βγει από πίσω, επειδή θα ήταν πιο κοντά στο αυτοκίνητό του. Την ίδια στιγμή, το βλέμμα του έπεσε σ’ ένα κλειδί στη βιβλιοθήκη κοντά στην πόρτα. Το δοκίμασε και διαπίστωσε πως ήταν το σωστό κλειδί. Έπρεπε να το είχε φανταστεί πως η Κουίν θα άφηνε ένα κλειδί κοντά στην εξώπορτα. Η γυάλινη
πόρτα είχε κλειδαριά κι απ’ τις δύο πλευρές, κι εκείνη φρόντιζε να έχει ένα δεύτερο κλειδί κοντά στην πόρτα για ώρα ανάγκης. Ο Μπιλ το θεώρησε πολύ λογικό. Το κράτησε στο χέρι του. Αν είχε δικό του κλειδί, θα μπορούσε να μπαίνει ανά πάσα στιγμή, για να επιθεωρεί το σπίτι, να καταστρώνει σχέδια για το μέλλον τους… Ωστόσο, η Κουίν θα ανακάλυπτε ότι έλειπε. Επιπλέον, ήταν ώρα να επιστρέψει στο σχολείο, είχε χασομερήσει πολύ στην προσπάθεια να μπει στο σπίτι και τώρα έπρεπε να βιαστεί. Βγαίνοντας, κράτησε την αυλόπορτα ανοιχτή, μέχρι το ηλίθιο σκυλί να ορμήσει έξω χαλώντας τον κόσμο. Έπειτα την έκλεισε, αφήνοντάς το στον δρόμο, μπήκε στο αμάξι του και έβαλε μπρος. Καθ’ οδόν προς το σχολείο, άφησε το κλειδί στο κατάστημα σιδηρικών του Ρόνι Χένταπολ και ζήτησε να του βγάλει αντικλείδι. Όταν επέστρεψε στο σχολείο, τηλεφώνησε από τον κοινόχρηστο θάλαμο του διαδρόμου στην Προστασία Ζώων για να καταγγείλει ότι τον είχε δαγκώσει ένα επικίνδυνο σκυλί που κυκλοφορούσε ελεύθερο στην Απλ Στριτ. Η πληγή είχε ματώσει· έπρεπε να το θανατώσουν. Έδωσε το όνομα Χάρβεϊ Ρόμπερτς και μια ψεύτικη διεύθυνση για να γίνει επίσημη καταγγελία, και έπειτα έκλεισε νιώθοντας ότι είχε κάνει τεράστια πρόοδο, έστω κι αν δεν είχε εντοπίσει σοβαρά προβλήματα στο σπίτι. Δυο ώρες αργότερα, ζήτησε την άδεια να λείψει στο μεσημεριανό διάλειμμα, πήρε το κλειδί και επέστρεψε στο σπίτι της Κουίν. Το σκυλί δεν φαινόταν πουθενά και το καινούργιο κλειδί λειτουργούσε άψογα. Ακούμπησε το πρωτότυπο στο ράφι και γύρισε στο σχολείο ανακουφισμένος. Η Μπέτι από το Κέντρο Προστασίας Ζώων τού είχε αφήσει ένα μήνυμα σύμφωνα με το οποίο είχαν περιμαζέψει τον σκύλο που είχε δαγκώσει άνθρωπο. «Μας δημιουργεί διαρκώς προβλήματα» της παραπονέθηκε στο τηλέφωνο, μετά το σχολείο. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά πρέπει να του κάνετε ευθανασία. Αυτό θα είναι το καλύτερο για όλους μας. Αύριο θα περάσω να πληρώσω τα έξοδα». Καθώς έκλεινε το τηλέφωνο, σκεφτόταν ότι δεν είχε πει ψέματα. Όταν τα πράγματα θα ξανάβρισκαν τον συνηθισμένο ρυθμό τους, η ζωή θα ήταν και πάλι καλύτερη για όλους.
«Τι γίνεται, λοιπόν, η Λόις συνεχίζει να βγαίνει με τον Μάθιου;» ρώτησε η Κουίν την Ντάρλα τρώγοντας πίτσα μετά το σχόλασμα. «Ναι, αλλά δεν τη βλέπω τόσο χαρούμενη» απάντησε η Ντάρλα. «Η ζωή της φαίνεται άδεια, τώρα που δεν έχει λόγο να βρίζει την Μπάρμπαρα. Εξακολουθεί να με πρήζει, λες και θα κάνω κόμμα μαζί της για να γκρινιάζουμε παρέα για την τσούλα της τράπεζας». «Φαντάζομαι ότι θα το ήθελες» είπε η Κουίν. «Όχι ιδιαίτερα». Η Ντάρλα άφησε το κομμάτι της πίτσας στο κουτί, μισοφαγωμένο. «Ο Μαξ δεν θα με κεράτωνε ποτέ. Εδώ δεν έχει δυνάμεις για μένα, θα έχει για την Μπάρμπαρα;» «Σκέφτηκα κάτι πάνω σ’ αυτό» είπε η Κουίν. «Σκέφτηκα ότι ένα νυχτικό που άρεσε στον Μπιλ πιθανόν να μην είναι του γούστου του Μαξ. Αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να διαλέξεις κάτι που να βγάζει μάτι». «Μήπως προτιμάς να τον αρπάξω απ’ τον λαιμό και να του πω: “Πήδηξέ με αλλιώς σε σκότωσα;”» μουρμούρισε η Ντάρλα.
«Σκεφτόμουν περισσότερο κάτι σε μαύρη δαντέλα» εξήγησε η Κουίν. «Ξέρεις, κάτι που να κάνει εντύπωση. Από αυτά που αρέσουν στους άντρες κι εμείς τα κοροϊδεύουμε». «Δεν ξέρω…» «Έχεις μάθει πολλά ήδη» παρατήρησε η Κουίν. «Μην του κάνεις ανήθικες προτάσεις μπροστά σε παράθυρα ή μπροστά σε άλλους, και μην το αφήνεις τελευταία στιγμή, όταν είναι υπερβολικά κουρασμένος. Πιστεύω πως βρίσκεσαι σε καλό δρόμο. Μην τα παρατάς τώρα». «Το πιστεύεις αλήθεια;» Η Κουίν έγειρε μπρος και έκλεισε το κουτί της πίτσας. «Είμαι σίγουρη. Έλα, πάμε αμέσως στο εμπορικό κέντρο. Δεν θέλω να αργήσω, γιατί η Κέιτι είναι μόνη στο σπίτι, αλλά μπορώ να θυσιάσω άλλη μια ώρα για να σώσουμε τον γάμο σου». «Λες να τα καταφέρω;» ρώτησε η Ντάρλα. «Α, όλα κι όλα, δεν θέλω ηττοπάθεια. Πάμε να αγοράσουμε κάτι που θα τρελάνει τον άντρα σου». «Αυτό το έχει ήδη» είπε η Ντάρλα. «Έχει εμένα».
Πέντε μέρες αφότου η Κουίν είχε μετακομίσει, ο Νικ είχε κατορθώσει να απωθήσει τη σκέψη της στο βάθος του μυαλού του, χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι δεν επανερχόταν κάθε τόσο για να τον βασανίσει. Αυτά έχουν οι αλλαγές, είπε μέσα του. Δεν σ’ αφήνουν να ηρεμήσεις. Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να αγνοήσει το γεγονός της ύπαρξής της, πράγμα δύσκολο αρχικά, και εντελώς αδύνατο από τη στιγμή που ο Μπιλ πέρασε από το συνεργείο μετά την προπόνηση. «Νικ, μπορώ να σου μιλήσω μια στιγμή;» φώναξε ο Μπιλ, και ο Νικ, που ήταν σκυμμένος πάνω από τη μηχανή του τζιπ του Πιτ Κάντορ, σηκώθηκε. «Ναι, βέβαια. Τι συμβαίνει;» «Πρόκειται για την Κουίν» εξήγησε ο Μπιλ και ο Νικ είπε με τον νου του: Διάβολε, ούτε που την άγγιξα. «Ξέρω ότι τη βοηθάς και το εκτιμώ, αλλά νομίζω ότι αυτή η μετακόμιση δεν θα την ωφελήσει». Ο Νικ απέβαλε αυτομάτως το αίσθημα ενοχής γεμάτος ευγνωμοσύνη και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην κουβέντα τους. «Τι πράγμα;» «Αυτό το σπίτι, ξέρεις, δεν είναι καλή ιδέα» επανέλαβε ο Μπιλ με ύφος σοφού αλλά περίλυπου Βίκινγκ. «Δεν είναι σωστό να μένει εκεί ολομόναχη, άσε που κινδυνεύει να της πέσει το σπίτι στο κεφάλι από στιγμή σε στιγμή». «Η Μέγκι λέει ότι είναι γερό» είπε ο Νικ και καταπιάστηκε ξανά με τη δουλειά του. «Πιστεύω ειλικρινά ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». «Τι ξέρει η Μέγκι απ’ αυτά;» Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι με δυσπιστία. «Πρέπει να την απομακρύνουμε από εκεί». Ο Νικ σταμάτησε τη δουλειά του. «Μπιλ, το σπίτι τής αρέσει. Νομίζω ότι θα μείνει». «Αν δεν την είχες βοηθήσει στη μετακόμιση…» άρχισε να λέει ο Μπιλ με φωνή σφιγμένη, σχεδόν θυμωμένη.
«Εννοείται ότι θα τη βοηθούσα να μετακομίσει. Όλοι βοηθήσαμε» είπε ο Νικ καρφώνοντάς τον με βλέμμα βλοσυρό. «Σας παρακαλώ να σταματήσετε» ζήτησε ευγενικά ο Μπιλ. «Είναι κακό για την Κουίν. Άσε που ο κόσμος θα αρχίσει να κουτσομπολεύει. Οι άλλοι δεν ξέρουν ότι εσείς οι δύο είστε σαν αδέλφια μεταξύ σας. Θέλεις, λοιπόν, να καταστρέψεις την υπόληψή της;» Ο Νικ προσπάθησε να σκεφτεί κάτι για να τον βάλει στη θέση του, αλλά στο τέλος κατάφερε να πει μόνο: «Τι διάβολο είναι αυτά που λες;» «Λέω ότι, επειδή τη βοήθησες στη μετακόμιση, ο κόσμος θα αρχίσει να πιστεύει ότι η Κουίν είναι μία από τις…» απάντησε και η φωνή του έσβησε, καθώς αναζητούσε την κατάλληλη λέξη. «Για συνέχισε» είπε ο Νικ με τόνο απειλητικό. «Μία από τις φιλενάδες σου» ολοκλήρωσε την πρότασή του ο Μπιλ. «Θα νομίζουν ότι είναι σαν τα υπόλοιπα κορίτσια με τα οποία βγαίνεις ραντεβού, καταλαβαίνεις…» «Μπιλ, δεν δίνω δεκάρα για το τι λέει ο κόσμος». Ο Νικ συγκράτησε τον θυμό του. «Αν ενδιαφέρει την Κουίν, τότε θα μου ζητήσει να πάρω πόδι. Έχω να τη δω από την ημέρα που μετακόμισε και δεν σκοπεύω να την επισκεφτώ στο προσεχές μέλλον, επομένως, αν αυτό είναι που σε ανησυχεί, ξέχασέ το». Το πρόσωπο του Μπιλ φωτίστηκε. «Σ’ ευχαριστώ, Νικ. Ήξερα ότι θα με καταλάβαινες». Τότε ξέρεις περισσότερα από μένα, συλλογίστηκε ο Νικ, αλλά τον άφησε να φύγει χωρίς να μιλήσει. Αρκετά είχε κουβεντιάσει με τον Μπιλ Χίλιαρντ για ένα απόγευμα. Εδώ που τα λέμε, αν σκεφτεί κανείς το περιεχόμενο της συζήτησης, ο Νικ θα προτιμούσε να μην ξαναμιλήσουν ποτέ. Δέκα λεπτά αργότερα, κάποιος χτύπησε την πίσω πόρτα. Αχ, Χριστέ μου, όχι πάλι τα ίδια, συλλογίστηκε, μα όταν άνοιξε, αντίκρισε μπροστά του την Κουίν και το χλωμό από το κρύο προσωπάκι της. Χάρηκε τόσο που την είδε, ώστε αμέσως ξέχασε τις εκλογικεύσεις και τις υποσχέσεις του στον Μπιλ, και λίγο έλειψε να την αγκαλιάσει. «Τι τρέχει;» τη ρώτησε δήθεν ανέμελα, με ύφος απόμακρο, έχοντας απόλυτη επίγνωση πως η αγκαλιά δεν ήταν καλή ιδέα. Εκείνη τον προσπέρασε και χώθηκε στο συνεργείο. Φορούσε μπλε πουπουλένιο μπουφάν που την έκανε να δείχνει πελώρια, παντελόνι τζιν και μαύρες γαλότσες με αγκράφες. Παρόλο που έμοιαζε με κλόουν, γεγονός για το οποίο ο Νικ όφειλε να την ευγνωμονεί, η πρώτη του σκέψη ήταν να αναρωτηθεί τι φορούσε από μέσα. Βλέποντας όμως την έκφραση του προσώπου της, έδιωξε τις πονηρές σκέψεις. «Την Κέιτι τη μάζεψε ο μπόγιας» είπε η Κουίν σχεδόν πανικόβλητη. «Τηλεφώνησα για να δηλώσω την εξαφάνισή της και μου είπαν ότι την είχαν εκεί και ότι δεν μπορώ να την πάρω, επειδή η άδεια κατόχου είναι σε άλλο όνομα. Είπαν ότι δάγκωσε άνθρωπο και ότι θα τη θανατώσουν…» «Μια στιγμή, μια στιγμή» τη διέκοψε ο Νικ συγκρατώντας με δυσκολία την παρόρμησή του να την πάρει στην αγκαλιά του για να την ηρεμήσει. «Ας το πιάσουμε από την αρχή. Πώς βρέθηκε στον μπόγια;» «Δεν ξέρω» αποκρίθηκε εκείνη. «Η αυλόπορτα ήταν κλειστή, αλλά η Κέιτι κατόρθωσε να το
σκάσει, και τώρα θέλουν να τη σκοτώσουν». Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο από την αγωνία. Ο Νικ αρρώσταινε μόνο που την έβλεπε. «Απόψε;» «Δεν ξέρω. Πήγα στο Κέντρο Προστασίας Ζώων, αλλά μου είπαν ότι πρέπει να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως ο κάτοχος της άδειας, και ο Μπιλ τούς είπε να κάνουν αυτό που πρέπει, επειδή δάγκωσε άνθρωπο και είναι επικίνδυνη. Δεν μ’ αφήνουν να την πάρω, επειδή η άδεια είναι στο όνομα του Μπιλ, κι αυτός δεν απαντάει στο τηλέφωνο, επομένως μπορεί να βρίσκεται ήδη εκεί και να υπογράφει για να τη σκοτώσουν, γιατί τη μισεί…» «Ποιον δάγκωσε;» ρώτησε ο Νικ προσπαθώντας να καταλάβει – η Κέιτι δεν ήταν από τα σκυλιά που δαγκώνουν. «Δεν ξέρω. Κάποιος τους τηλεφώνησε και είπε ότι τον δάγκωσε ένα αδέσποτο σκυλί και, όταν πήγαν να το ελέγξουν, βρήκαν την Κέιτι». Η Κουίν κατάπιε με δυσκολία, προσπαθώντας μάταια να ηρεμήσει. «Και τώρα την έχουν εκεί…» «Να πάρει η ευχή» είπε ο Νικ. «Πάμε να τους μιλήσουμε». Πήρε το μπουφάν του, έχοντας επίγνωση ότι ήταν προτιμότερο να μην μπλέξει, αλλά νιώθοντας ταυτόχρονα ευχαριστημένος που του δινόταν η ευκαιρία να την έχει ξανά κοντά του. «Είπαν όχι» τραύλισε η Κουίν με τρεμάμενη φωνή. «Πήγα ήδη εκεί και μου αρνήθηκαν. Δεν μ’ άφησαν ούτε να τη δω». «Θα τους μιλήσουμε μέχρι να πουν το ναι» την παρηγόρησε ο Νικ, δίχως να έχει ιδέα πώς θα πετύχαινε κάτι τέτοιο. Όμως η Κουίν ένιωσε καλύτερα και προσπάθησε να του χαμογελάσει. «Σ’ ευχαριστώ» του είπε. «Ξέρω ότι είμαι μπελάς, αλλά ειλικρινά σε χρειάζομαι τώρα». «Δεν είσαι μπελάς» της είπε ψέματα. «Έλα, πάμε να σώσουμε ένα σκυλί».
Η διαδρομή με το φορτηγάκι του μέχρι το Κέντρο Προστασίας Ζώων ήταν εύκολη, και ο Νικ είχε άφθονο χρόνο για να σκεφτεί την Κουίν που καθόταν πλάι του. Έτσι όπως την είχε στο πλευρό του τη γλυκιά ώρα του δειλινού, του ερχόταν πραγματικά να τρελαθεί, ωστόσο ήξερε ότι το ίδιο αισθανόταν όπου κι αν βρισκόταν μόνος με την Κουίν – γι’ αυτό άλλωστε είχε φροντίσει να την αποφεύγει τις τελευταίες ημέρες. Οι σκέψεις, ωστόσο, που κλωθογύριζαν στο μυαλό του τελευταία δεν βοηθούσαν, καθώς η φαντασία του έπλεκε εικόνες της Κουίν με ζωηρόχρωμα εσώρουχα τα οποία εκείνος της έβγαζε, ρίχνοντάς τη σ’ εκείνο το πελώριο κρεβάτι… Σταμάτα, είπε μέσα του. Κινδυνεύει να χάσει το σκυλί της, είναι αναστατωμένη, κι εσύ το μόνο που σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή είναι πώς θα την πηδήξεις! Τι σόι άνθρωπος είσαι; Κι όμως, έτσι ήταν ο Νικ. Δίπλα του, η Κουίν καθάρισε το τζάμι με το μανίκι, κι εκείνος προσπάθησε να την κοιτάξει όπως παλιά, όπως τότε που εκείνη δεν στοίχειωνε ακόμη τη σκέψη του. Αυτή είναι η Κουίν, επαναλάμβανε στον εαυτό του, αλλά κι αυτή ακόμα η προειδοποίηση άρχιζε να χάνει τη δύναμή της. Ήταν η Κουίν, κι αυτός την ποθούσε. «Να, βλέπεις το ντράιβ ιν; Η Προστασία Ζώων είναι αμέσως μετά» του είπε, κι εκείνος ένιωσε τη
σιγανή, επιτακτική φωνή της κατευθείαν στο διάφραγμά του. Μα είναι η Κουίν, συλλογίστηκε ξανά, και το διάφραγμά του απάντησε: Ναι, φυσικά. Εμπρός, λοιπόν, όρμα της. «Η στροφή είναι αμέσως μετά… να, εκεί!» Η Κουίν τον άδραξε απ’ το μπράτσο κι αυτός προσπάθησε να μη σκέφτεται πόσο κοντά της καθόταν, καθώς πάρκαρε έξω από το κτίριο. Όλα ήταν κλειστά. Καθώς κανένα αυτοκίνητο δεν φαινόταν ολόγυρα, ο Νικ φοβήθηκε ότι οι υπάλληλοι είχαν φύγει και δεν θα μπορούσαν να τους μιλήσουν. Κοίταξε το ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Ήταν έξι και τέταρτο, κακό αυτό. «Εσύ μείνε εδώ». «Όχι» είπε η Κουίν, κι όταν εκείνος χτύπησε την πόρτα, αυτή στεκόταν ακριβώς πίσω του. Ο Νικ χρειάστηκε να καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μη γυρίσει να την αγγίξει. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε και χτύπησε δυνατά την πόρτα. «Έχουν κλείσει, έχουν φύγει» είπε η Κουίν μέσα στο αυτί του, και η ζεστή ανάσα της του προκάλεσε ανατριχίλα. Ο Νικ δοκίμασε την πόρτα, αλλά ήταν κλειστή. «Δεν γίνεται τίποτα» της είπε. «Τότε να τη σπάσουμε» πρότεινε εκείνη. «Εκεί μέσα βρίσκεται το σκυλί μου». «Κουίν, σύνελθε» της είπε γυρίζοντας προς το μέρος της. «Δεν σκοπεύω να σπάσω καμία πόρτα και, προπάντων, την πόρτα μιας δημόσιας υπηρεσίας». Όταν όμως αυτή τον κοίταξε με τα πελώρια ανοιχτοκάστανα μάτια της μες στο δειλινό, ο Νικ κατάλαβε ότι έπρεπε να αναλάβει δράση, να απασχοληθεί με κάτι άλλο, ειδάλλως δεν θα άντεχε, θα την άρπαζε στην αγκαλιά του. «Εκεί μέσα βρίσκεται το σκυλί μου» επανέλαβε η Κουίν, κι αυτός πήγε μουρμουρίζοντας να κοιτάξει πίσω από το κτίριο, στον χώρο με τα κλουβιά. Μια ντουζίνα σκυλιά εμφανίστηκαν για να δουν τι συμβαίνει, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τα γαβγίσματά τους. Η Κέιτι βρισκόταν στο τελευταίο κλουβί στη σειρά. «Αχ, όχι». Η Κουίν έτρεξε στο κλουβί και έπεσε στα γόνατα. «Αχ, μωρό μου, λυπάμαι, λυπάμαι πολύ». Το μικρό ποντίκι είχε όντως αξιοθρήνητη όψη έτσι όπως έτρεμε από το κρύο και ζουλούσε τον κορμό του με απόγνωση πάνω στο συρματόπλεγμα, παλεύοντας μάταια να σκαρφαλώσει στην αγκαλιά της Κουίν. «Λοιπόν» είπε ο Νικ «θα έρθουμε πρωί πρωί και…» «Θα τη σκοτώσουν» τον έκοψε η Κουίν. «Θα έρθουμε αξημέρωτα…» «Όχι» δήλωσε εκείνη. «Δεν πρόκειται να την αφήσω». «Κουίν, λογικέψου…» άρχισε να λέει ο Νικ, αλλά εκείνη τον διέκοψε, τινάζοντας το κεφάλι αγέρωχα. «Έτσι θα μιλούσε ο Μπιλ. Η πράξη μου δεν υπαγορεύεται από τη λογική. Έχει να κάνει με την αφοσίωση και την αγάπη, με την εμπιστοσύνη, με την προδοσία, και δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω μόνο του αυτό το σκυλί. Σκοπεύουν να το σκοτώσουν». «Δηλαδή προτιμάς να καθίσεις εδώ και να πεθάνεις απ’ το κρύο;» ρώτησε ο Νικ. «Είδα μια κουβέρτα στο φορτηγό σου. Άφησέ την εδώ».
«Δεν θα σε παρατήσω μόνη εδώ» είπε ο Νικ ενοχλημένος. «Για τι άνθρωπο με περνάς;» «Κι εγώ δεν θα αφήσω την Κέιτι» επέμεινε η Κουίν. «Δεν ξέρω τι άνθρωπος είσαι, αλλά προφανώς ανήκουμε στο ίδιο είδος». «Γαμώτο». Ο Νικ κοίταξε την Κουίν, που έστεκε εκεί ανυποχώρητη, ακαταμάχητη, και κατόπιν έριξε μια ματιά στην Κέιτι, που έτρεμε πάνω στο συρματόπλεγμα. Άθελά του, άρχισε να καταστρώνει σχέδια. Ο φράχτης είχε ύψος μόλις δύο μέτρα και η κορυφή του ήταν επίπεδη. Δυστυχώς, ήταν εύκολο να τον πηδήξει. Εύκολο, αλλά απολύτως παράνομο. «Δεν πειράζει» είπε η Κουίν. «Άφησέ μου την κουβέρτα και γύρνα σπίτι. Ξέρω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Και να σκεφτεί κανείς ότι η Κουίν αποτελούσε κάποτε το ήρεμο κομμάτι της ζωής του. «Λοιπόν» της είπε «πηγαίνω στο φορτηγό. Εσύ τραβήξου από τον φράχτη». «Σου είπα ότι δεν θα την αφήσω» διαμαρτυρήθηκε η Κουίν. «Ούτε εγώ» της απάντησε «αλλά αν θέλεις να τη βγάλουμε από εκεί μέσα, θα πρέπει να κολλήσω εδώ το φορτηγό με την όπισθεν». Η Κουίν έμεινε εμβρόντητη. «Θα την ελευθερώσεις;» «Εφόσον δεν έχω καμία όρεξη να ξεπαγιάσω εδώ μαζί σου όλη τη νύχτα, δεν μένει άλλη επιλογή» εξήγησε ο Νικ. «Μου αρέσει η συντροφιά σου, δεν λέω, αλλά μέχρις ενός σημείου» – αν και τα όρια είναι εξαιρετικά ρευστά, πρόσθεσε μέσα του. «Είσαι ο πιο υπέροχος άνθρωπος στον κόσμο» είπε η Κουίν και σηκώθηκε αργά κοιτάζοντάς τον στα μάτια με λατρεία, κι εκείνος ένιωσε να φουντώνει, παρ’ όλη την παγωνιά. «Δεν πρόκειται να σε κριτικάρω άλλη φορά, το υπόσχομαι». «Περίφημα» είπε ο Νικ. «Γι’ αυτό και μόνο σχεδόν αξίζει τον κόπο να πάω φυλακή. Άντε τώρα, φύγε απ’ τη μέση. Εγώ πηγαίνω να φέρω το φορτηγό». Από τη στιγμή που κόλλησε το φορτηγάκι με την όπισθεν στο συρματόπλεγμα, το σκαρφάλωμα ήταν παιχνιδάκι. Το δύσκολο ήταν να πείσει την Κέιτι να τον πλησιάσει, γιατί μόλις εκείνος προσγειώθηκε στο τσιμεντένιο δάπεδο, το σκυλί έτρεξε να κρυφτεί. Η Κουίν τη φώναζε καλοπιάνοντάς την, ώσπου εκείνη βγήκε σιγά σιγά, σκύβοντας υποτακτικά το κεφάλι, και όταν τη γράπωσε και τη σήκωσε, η Κέιτι τον κατούρησε. «Λυπάμαι ειλικρινά» είπε η Κουίν από την καρότσα του φορτηγού, καθώς έπαιρνε από τα χέρια του τη σκυλίτσα της. Σφίγγοντας την Κέιτι στην αγκαλιά της, τη μάλωσε τρυφερά. «Αχ, Κέιτι». Ο Νικ, πάλι, σκεφτόταν πόσο ειρωνικό ήταν το γεγονός ότι το σκυλί είχε ανταμειφθεί με χάδια και φιλιά, ενώ εκείνος βρισκόταν μόνος στο κλουβί, με κατουρημένο μπουφάν, τρέμοντας από το κρύο. «Μου χρωστάς τεράστια χάρη» της είπε και μετά κρατήθηκε από το πάνω μέρος του φράχτη για να πηδήξει έξω. «Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις» του αποκρίθηκε η Κουίν, κι εκείνος είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται διάφορα πράγματα, προτού καν βγει από το κλουβί. Τη στιγμή που προσγειωνόταν στην καρότσα του φορτηγού, το περιπολικό έστριψε στη γωνία.
Η Ντάρλα κοίταζε έντρομη το είδωλό της στον καθρέφτη του μπάνιου. Προσπάθησε να ξεχάσει ότι αυτό το πράγμα που φορούσε λεγόταν εύθυμη χήρα, πράγμα που, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν κακός οιωνός. Προσπάθησε να ξεχάσει ότι η μαύρη δαντέλα του της προκαλούσε φαγούρα, ότι ήταν τόσο στενό που τα στήθη της στέκονταν στητά σαν να ακουμπούσαν σε ράφι, προσπάθησε να ξεχάσει ότι το ασορτί μπικίνι ήταν τόσο μικροσκοπικό που δεν θα της έφτανε ούτε το κερί αποτρίχωσης του κόσμου όλου. Έπρεπε να συγκεντρώσει την προσοχή της στο γεγονός ότι έμοιαζε με πόρνη σαδίστρια. Στήριξε τα χέρια στους γοφούς και προσπάθησε να βγει από τον εαυτό της. Έπρεπε να δείχνει επιθετική, άγρια, τυραννική… Αν ο Μαξ δεν έκρυβε μέσα του μια μαζοχιστική πλευρά, η Ντάρλα ήταν χαμένη. Ίσως και όχι. Κατέβασε τα χέρια και δοκίμασε να πάρει άγριο ύφος. Ναι, αυτό ήταν, ο θυμός τής πήγαινε. Ήταν θυμωμένη επειδή αναγκαζόταν να παλέψει τόσο σκληρά για να αποπλανήσει τον άντρα της, επειδή έπρεπε να φορέσει αυτό το ηλίθιο δαντελωτό πράγμα –που, σύμφωνα με την Κουίν, ήταν σέξι: «Θα του ’ρθει κόλπος. Θα μου το δανείσεις αν γίνει κάτι με τον Νικ;» την είχε ρωτήσει–, επειδή έπρεπε να κάνει ό,τι έκανε εκείνος παλιά, όταν κατέστρωνε σχέδια για να τη χαϊδολογήσει και να την καταφέρει. Πραγματικά, ο Μαξ ήταν άφταστος στο ξελόγιασμα. «Δεν θα αγγίξεις τίποτα κάτω από τη μέση» του έλεγε η Ντάρλα, αποφασισμένη να είναι φρόνιμη, γιατί έτσι και το μάθαινε η μάνα της, θα έβρισκε μπελά, «το εννοώ, Μαξ», κι εκείνος έλεγε: «Ναι, φυσικά» συνεχίζοντας τα φιλιά και τα φλογερά χάδια του που την έκαναν να λιώνει, και σε λίγο ανάσαιναν λαχανιασμένα ο ένας στο στόμα του άλλου, τα χέρια τους εξερευνούσαν ελεύθερα, κι αυτός της ψιθύριζε: «Θα ήταν υπέροχο», κι αυτή πέθαινε από τον πόθο… «Μαξ!» φώναξε η Ντάρλα και άνοιξε την πόρτα για να μπει στο μπάνιο. «Μπορώ να μπω ένα λεπτό;» Όχι, το σχέδιο άλλα προέβλεπε. Προσπάθησε να θυμηθεί το σχέδιο, αλλά το μόνο που ήθελε να θυμάται ήταν τα χέρια του στο κορμί της… «Τι θέλεις;» ρώτησε ο Μαξ από το άνοιγμα της πόρτας κρατώντας ένα αθλητικό περιοδικό, αρχικά ελαφρώς ενοχλημένος και την επόμενη στιγμή έκπληκτος. «Χριστός και Παναγία!» αναφώνησε. «Λάθος» μουρμούρισε η Ντάρλα. «Εδώ μιλάμε για αισθησιασμό, ετοιμάσου να πάμε στην κόλαση. Ας το εκμεταλλευτούμε λοιπόν». Πήγε κοντά του, κι εκείνος πέταξε αυτόματα το περιοδικό και την αγκάλιασε από τη μέση, που ήταν πιο σφιγμένη, πιο στενή απ’ όσο συνήθως, κι όταν εκείνη ένιωσε το άγγιγμά του, αισθάνθηκε πιο ερωτική και κόλλησε πάνω του τη λεκάνη της, φιλώντας τον. Ο Μαξ τής έδωσε ένα παθιασμένο φιλί σαν τον παλιό καιρό, αυθόρμητο και αδυσώπητο, κι η Ντάρλα τον ποθούσε αφάνταστα… «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» τη ρώτησε διακόπτοντας ξαφνικά το φιλί τους. Εκείνη πάγωσε κυριολεκτικά από την απόρριψη. «Πώς;»
«Μήπως το κάνεις για την Μπάρμπαρα;» Ο Μαξ κατέβασε τα χέρια του. «Γιατί τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι δεν μου έχεις ξανακάνει τέτοια κόλπα». Η Ντάρλα λαχάνιασε ξαφνικά, και αυτή τη φορά δεν ήταν από λαγνεία. «Δεν το πιστεύω!» «Σου είπα να μην ανησυχείς για την Μπάρμπαρα» είπε ο Μαξ σχεδόν με θυμό. «Αλλά εσύ δεν με εμπιστεύεσαι. Ο γάμος μας είναι μια χαρά». «Όχι, δεν είναι, να πάρει η οργή!» φώναξε η Ντάρλα και μπαίνοντας στο μπάνιο τού κοπάνησε την πόρτα στα μούτρα και τον κλείδωσε απέξω. Έβγαλε τη στολή της εύθυμης χήρας, την πέταξε στο πάτωμα και φόρεσε το παλιό φανελένιο νυχτικό της. Προφανώς, η μητέρα της ήξερε καλύτερα. Ήταν φως φανάρι ότι δεν ήταν ερωτική γυναίκα, αφού δεν μπορούσε ούτε τον ίδιο της τον άντρα να ξελογιάσει. «Ντάρλα;» φώναξε ο Μαξ πίσω από την πόρτα. «Άι στον διάολο!» έβρισε εκείνη και έπειτα κάθισε στα πλακάκια του μπάνιου κλαίγοντας από οργή. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι έκλαιγε από οργή. Ο Νικ έβγαλε το κατουρημένο μπουφάν και το φανελένιο πουκάμισο και τα πέταξε στην καρότσα του φορτηγού. Έπειτα μπήκε στην καμπίνα και κάθισε πλάι στην Κουίν. «Δεν φαντάζομαι να σε συλλάβει;» τον ρώτησε εκείνη και ο Νικ αναστέναξε. «Με συνέλαβε ήδη» αποκρίθηκε και έβαλε μπρος τη μηχανή. «Ο μόνος λόγος που δεν βρίσκομαι αυτή τη στιγμή πίσω απ’ τα σίδερα και που η Κέιτι δεν επιστρέφει στο κλουβί είναι ότι ο αστυνόμος βαριόταν τη γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτούνταν για να με κλείσει μέσα και για να κουβαλήσει βραδιάτικα εδώ τους ανθρώπους της Προστασίας Ζώων». Η αστυνομία του Τιμπέτ, ακόμα και στις καλύτερες στιγμές της, δεν φημιζόταν για τον δυναμισμό της. Επιπλέον, ο Γκάρι Φάρμερ δεν φημιζόταν για την αποτελεσματικότητά του ούτε καν στις μέτριες στιγμές της. «Είμαστε τυχεροί που πέσαμε στον Γκάρι και όχι στον Φρανκ Άτσιτι». «Θα τους πω ότι εγώ έφταιγα» είπε η Κουίν. «Θα τους πούμε ότι σου έκλεψαν το σκυλί, που έχει πρόβλημα με την υγεία του» τη συμβούλεψε ο Νικ. «Ένα πρόβλημα με την κύστη του που έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα». «Λυπάμαι ειλικρινά για το μπουφάν σου. Δεν κρυώνεις μόνο με το μακό μπλουζάκι;» Ο Νικ την κοίταξε αποπάνω ως κάτω, καθώς έσφιγγε το σκυλί στην αγκαλιά της. Στο φως του δειλινού, τα πελώρια μάτια της τον κοίταζαν με ευγνωμοσύνη, ενώ το κορμί της φάνταζε αναμφίβολα θελκτικό κάτω από το πουπουλένιο μπουφάν. «Όχι» της απάντησε, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του πως, όταν θα έφταναν στο σπίτι της, θα την κατέβαζε και αυτός θα συνέχιζε. «Σου είμαι ειλικρινά ευγνώμων» είπε η Κουίν, και τότε εκείνος σκέφτηκε να μη σταματήσει καθόλου, απλώς να κόψει ταχύτητα κι αυτή να πηδήξει έξω μαζί με το σκυλί. Μα όταν έφτασαν στο σπίτι της, πρόσεξαν ότι τα φώτα ήταν αναμμένα και ότι απέξω ήταν σταθμευμένο ένα νοικιασμένο φορτηγάκι μεταφορών. «Έχεις ιδέα περί τίνος πρόκειται;» τη ρώτησε, κι όταν η Κουίν απάντησε αρνητικά, ο Νικ έσβησε τη μηχανή και την ακολούθησε στο σπίτι, προκειμένου να ανακαλύψει τι άλλο συνταρακτικό θα
συνέβαινε στη ζωή της.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε η Κουίν μπαίνοντας στο σπίτι της ήταν έπιπλα που θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια. Το τραπέζι της μητέρας της βρισκόταν στην τραπεζαρία της, μαζί με τις καρέκλες, ενώ στο σαλόνι αντίκρισε τρία γνώριμα τραπεζάκια και μια επιπλέον πολυθρόνα. «Κουίν;» είπε η μητέρα της, και γυρίζοντας η Κουίν την είδε να στέκει στο κατώφλι της κουζίνας. «Σου φέραμε μερικά πραγματάκια». Η Μέγκι ήταν αναψοκοκκινισμένη, μ’ ένα χαμόγελο εγκάρδιο, γεμάτο έξαψη. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι η Κουίν. «Μαμά;» «Ξέραμε ότι χρειαζόσουν έπιπλα και, μια που είχαμε νοικιάσει το φορτηγάκι, σου φέραμε ό,τι περίσσευε» εξήγησε η Μέγκι. «Μου φέρατε; Ποιοι;» Η Κουίν άκουσε τον Νικ που έκλεισε πίσω της την πόρτα. Το χαμόγελο της μητέρας της έσβησε ελαφρώς σαν τον είδε. «Ποιοι, μαμά; Γιατί νοίκιασες φορτηγάκι; Τι εννοείς όταν λες “ό,τι περίσσευε”;» «Είμαι με την Ίντι» εξήγησε η Μέγκι και γύρισε στην κουζίνα, ενώ την ίδια στιγμή η Κουίν κοίταζε τον Νικ, που έμοιαζε σαστισμένος. «Αν δεν με χρειάζεσαι άλλο…» άρχισε να λέει εκείνος, μα του έκοψε τη φόρα. «Σε χρειάζομαι» του είπε και, βλέποντάς τον να διστάζει, πρόσθεσε: «Το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σου προσφέρω μια μπίρα. Έλα, πάμε». Η Κουίν μπήκε στην κουζίνα με την Κέιτι πάντα στην αγκαλιά, λες και φοβόταν μήπως τη χάσει, κι εκείνος την ακολούθησε αναστενάζοντας. Η Ίντι τακτοποιούσε στο ντουλάπι τα μπολ της Μέγκι. «Αγόρασες καινούργια μπολ;» ρώτησε η Κουίν, αφήνοντας επιτέλους την Κέιτι κάτω και πιάνοντας μια μπίρα από το ψυγείο. «Όχι, απλώς της Ίντι ήταν πιο όμορφα» αποκρίθηκε η Μέγκι. Η Κουίν έδωσε στον Νικ την μπίρα. «Τι σχέση έχει αυτό μ’ εσένα;» «Η μητέρα σου κι εγώ θα συγκατοικήσουμε» ανακοίνωσε η Ίντι. «Σκέφτηκε ότι, αφού εσύ βρήκες τη δύναμη να αλλάξεις τη ζωή σου, το ίδιο θα μπορούσε να κάνει κι εκείνη» συμπλήρωσε κοιτάζοντας τη Μέγκι τρυφερά και επιδοκιμαστικά. «Με την Ίντι περνάμε τόσο πολλές ώρες μαζί, που σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ευκολότερο αν συζούσαμε». Η Κουίν κοίταξε το ακτινοβόλο πρόσωπο της μητέρας της και μετά την Ίντι. «Να συζήσετε» επανέλαβε. «Ναι» είπε η Μέγκι με καμάρι. «Κι όλα αυτά χάρη σ’ εσένα. Είπες πως δεν σε νοιάζει η γνώμη των άλλων, πως πρέπει να ζήσεις τη ζωή σου όπως θέλεις, και τότε σκέφτηκα πόσο πολύ θα μου άρεσε κι εμένα να το κάνω, να ζήσω όπως θέλω». Η Μέγκι χαμογέλασε στην Ίντι. Χρόνια είχε να τη δει τόσο ευτυχισμένη η Κουίν. «Το κουβεντιάσαμε και αποφασίσαμε ότι θα ήταν εξαιρετικά βολικό.
Έτσι η Ίντι μετακόμισε σ’ εμένα απόψε, και δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένη νιώθω. Το ήθελα εδώ και χρόνια». «Χρόνια». Η Κουίν έριξε μια κλεφτή ματιά στον Νικ, ο οποίος απέστρεψε το βλέμμα. «Και τι λέει ο μπαμπάς για όλα αυτά;» «Δεν του το ανακοινώσαμε ακόμη. Παίζει μπόουλινγκ». «Καλά να πάθει» μουρμούρισε ο Νικ, και η Κουίν τον αγριοκοίταξε κάνοντάς τον να σωπάσει. «Ώστε εσύ και η Ίντι θα συγκατοικήσετε, χωρίς να το πείτε στον μπαμπά» είπε προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της. «Πιθανώς δεν θα το πάρει καν είδηση, εκτός κι αν σταθώ μπροστά στην τηλεόραση» παρατήρησε η Ίντι. «Το κάνω μόνο και μόνο επειδή το είπες εσύ, γλυκιά μου» της εξήγησε η Μέγκι. «Θέλω να ζήσω τη ζωή μου. Είχες δίκιο». «Δεν είχα υπόψη μου αυτό ακριβώς» μουρμούρισε η Κουίν. «Πρέπει να πηγαίνουμε». Η Ίντι πήρε την τσάντα της, με τις γρήγορες, σίγουρες κινήσεις της, όπως πάντα. «Από στιγμή σε στιγμή ο πατέρας σου θα γυρίσει σπίτι, και θα πρέπει να δοθούν ορισμένες εξηγήσεις». «Αυτό μάλιστα, θα μου άρεσε να το δω από κοντά» είπε ο Νικ, αλλά η Μέγκι τον αγνόησε και αποχαιρέτησε την Κουίν μ’ ένα φιλί. «Θέλω απλώς να ζήσω ευτυχισμένη, Κουίν» δήλωσε και ύστερα έφυγαν. Η Κουίν στηρίχτηκε στον πάγκο. «Κεραυνός εν αιθρία» είπε στον Νικ με τόνο ανάλαφρο. «Η νύχτα σου αποδείχτηκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα» συγκατένευσε ο Νικ. «Δεν φαντάζομαι ότι θα συγκατοικήσουν για να μπορούν να πηγαίνουν στα παζάρια…» «Σίγουρα όχι». Η Κουίν στραβοκατάπιε. «Είδες πώς κοιτάζονταν; Για χρόνια, είπε. Πώς είναι δυνατόν να μην το πήρα χαμπάρι; Πώς είναι δυνατόν να υπήρξα τόσο τυφλή;» «Σίγουρα δεν το διαλαλούσαν. Εξάλλου, ποιος ενδιαφέρθηκε ποτέ για την ερωτική ζωή των γονιών του;» είπε ο Νικ ελαφρώς αηδιασμένος. «Δεν θέλω να το σκεφτώ αυτή τη στιγμή». «Βρέθηκα απροετοίμαστη» συνέχισε η Κουίν. «Η μητέρα μου δεν μ’ έχει συνηθίσει σε εκπλήξεις. Η μητέρα μου είναι απλώς εκεί, ένας βράχος που δεν αλλάζει ποτέ». Η Κέιτι σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το πορτάκι του σκύλου, με την Κουίν να την ακολουθεί για να την έχει στον νου της. «Η μητέρα μου οφείλει να είναι βαρετή. Όλα αυτά δεν μου αρέσουν καθόλου… αλλάζει τα δεδομένα». «Καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι» είπε ο Νικ και πήρε την μπίρα του στο σαλόνι.
8
την Κέιτι, τα πέντε λεπτά που έμειναν έξω στο κρύο, αλλά ο νους της ήταν στη Μέγκι. «Το ήθελα εδώ και χρόνια» είχε πει. Χρόνια! Και τώρα που είχε αποφασίσει να κυνηγήσει το όνειρό της, φαινόταν ευτυχισμένη. Έλαμπε ολόκληρη, έτσι όπως κοίταζε την Ίντι. Βέβαια, ήταν εγωιστικό να παρατήσει τον Τζο από τη μια στιγμή στην άλλη, ήταν εγωιστικό να αναστατώσει τη ζωή όλων, ωστόσο έδειχνε τόσο ευτυχισμένη… Λοιπόν, μπράβο της, κατέληξε η Κουίν. Αυτός που συνέλαβε την ιδέα ότι οι γυναίκες οφείλουν να θυσιάζονται για τους άλλους κατά πάσα πιθανότητα ήταν άντρας. Μπράβο στη Μέγκι που το τόλμησε. Όταν η Κέιτι ξαναμπήκε στο σπίτι, η Κουίν έκλεισε το πορτάκι του σκύλου για να μην μπορεί να το σκάσει και άρχισε να καταστρώνει σχέδια. Ο Νικ βρισκόταν στο σαλόνι – όπως ο καναπές, άλλωστε. Και όταν η Κουίν ζήτησε τη βοήθειά του, αυτός έσπευσε να σώσει το σκυλί της, επομένως ήταν υποχρέωσή της να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη της. Είτε ο Νικ το ήθελε είτε όχι. Όταν μπήκε στο σαλόνι, με την Κέιτι να την ακολουθεί με περίσκεψη, πατώντας στα νύχια, ο Νικ στεκόταν δίπλα στο στερεοφωνικό συγκρότημα μ’ ένα σιντί στα χέρια, αισθησιακός και ηρωικός όπως πάντα, αλλά, μόλις την άκουσε, άφησε το σιντί στη στοίβα με τα υπόλοιπα και απομακρύνθηκε με ένοχο ύφος. «Μουσική;» τον ρώτησε. «Όχι» απάντησε αυτός. Αυτό το «όχι» δεν έμοιαζε να αφορά μόνο τη μουσική. Εξάλλου, η Κουίν φορούσε το χοντρό μπουφάν και τις χοντροκομμένες γαλότσες της, ενώ μόλις προ ολίγου τον είχε συλλάβει η αστυνομία εξαιτίας της, επομένως το πιθανότερο ήταν να μην έχει διάθεση για χαϊδολογήματα. Αντιθέτως η Κουίν είχε, και πολύ μάλιστα. Λίγο νωρίτερα, όταν της είπε ότι θα αναλάμβανε να σώσει την Κέιτι, λίγο έλειψε να του ριχτεί επιτόπου, εκεί, στο πεζοδρόμιο. Επιπλέον, είχαν συμφωνήσει με την Ντάρλα να είναι πιο επιθετικές στο εξής. Η Ντάρλα έφτασε στο σημείο να φορέσει μαύρη δαντέλα, διάβολε. Για να μη μιλήσει κανείς για τη μητέρα της και την Ίντι… Αποφάσισε λοιπόν να το επιχειρήσει, κι ας γινόταν ό,τι ήταν να γίνει. Ο Νικ έχωσε τα χέρια στις τσέπες με νευρικότητα, γοητευτικός όπως πάντα, προσπαθώντας να την αγνοήσει. Κάτι έχει στο μυαλό του, διαφορετικά θα είχε φύγει, συλλογίστηκε η Κουίν παίρνοντας θάρρος. Η ΚΟΥΙΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΜΕ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΛΕΜΜΑ
«Πρέπει να πηγαίνω» είπε ο Νικ. «Αύριο δουλεύω» – αλλά δεν το κούνησε. Η Κουίν έβγαλε το μπουφάν της και το πέταξε στην καρέκλα πίσω της. «Η μητέρα μου το τόλμησε» είπε. Πλησίασε το στερεοφωνικό προσπαθώντας να δείχνει ανέμελη, παρά το σφυροκόπημα της καρδιάς της, και πήρε στα χέρια της το σιντί που είχε αφήσει ο Νικ. Ήταν το Greatest Hits των Fleetwood Mac. Θα πρέπει να το ξέθαψε από το σωρό. Δεν βαριέσαι… Άνοιξε τη συσκευή αναπαραγωγής σιντί και έβαλε μέσα το δισκάκι. «Μπράβο της. Στο κάτω κάτω, μια ζωή την έχουμε, γιατί να μην την απολαύσουμε όσο μπορούμε;» Η μελωδία του «Rhiannon» πλημμύρισε το δωμάτιο. Δεν ήταν από τα αγαπημένα της Κουίν. Χαμήλωσε τον ήχο για να μπορέσουν να κουβεντιάσουν – για την ακρίβεια, να συνεχίσει τη φλυαρία της, αφού ο Νικ δεν συμμετείχε ιδιαίτερα. «Η ζωή μας θα έπρεπε να είναι γεμάτη με συναρπαστικά πράγματα, δεν συμφωνείς; Ζούμε μονάχα μια φορά». Ο Νικ την παρατηρούσε μ’ ένα περίεργο ύφος, πιθανώς επειδή η Κουίν μιλούσε σαν διαφήμιση μπίρας. Γλίστρησε –όσο ανάλαφρα της το επέτρεπαν οι γαλότσες– προς τον κόκκινο καναπέ της μητέρας της και κάθισε. Την προηγούμενη φορά που πήγε να γίνει κάτι, κάθονταν στον ίδιο καναπέ. Η Κουίν δεν ήταν διόλου περήφανη γι’ αυτό που έκανε, αλλά ίσως το κόλπο έπιανε. Έλυσε τις αγκράφες από τις λαστιχένιες μπότες και, όταν τον ένιωσε πλάι της, ο σφυγμός της χτύπησε ξέφρενα. Για την ώρα, όλα πήγαιναν καλά. Πέταξε τις γαλότσες και κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών. «Θέλω να ξέρεις ότι σου είμαι ευγνώμων για όσα έκανες απόψε για μένα» του είπε, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά κάτω από τα βλέφαρά της. Ο Νικ την κοίταζε βλοσυρά, με το ένα μπράτσο απλωμένο στην πλάτη του καναπέ. Εκείνη έγειρε πίσω και έφερε το κεφάλι πιο κοντά στο χέρι του. «Πάντα μου παραστέκεσαι στις δύσκολες στιγμές. Είσαι πραγματικά ο ήρωάς μου». «Το ξέρεις ότι με τρελαίνεις;» «Για να πω την αλήθεια, το ήλπιζα». Η Κουίν προσπάθησε να ελέγξει το τρεμούλιασμα της φωνής της. «Το σκεφτόμουν διαρκώς». Το πρόσωπό του παρέμεινε ανέκφραστο. «Δεν είναι καλή ιδέα. Είσαι κουνιάδα μου». «Τέως κουνιάδα σου. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Η Ντάρλα λέει ότι δεν υφίσταται πλέον περιορισμός». «Ώστε η Ντάρλα το ξέρει» είπε ο Νικ κλείνοντας τα μάτια. «Φυσικά». «Δεν το θέλω, δεν γίνεται» είπε ο Νικ. «Είσαι φίλη μου. Η καλύτερή μου φίλη. Θέλω να μείνουμε έτσι». Η Κουίν ήθελε να του ρίξει κλοτσιά για τη δειλία του, αλλά σκέφτηκε ότι της είχε σώσει το σκυλί και, επιπλέον, τον ήθελε πολύ. «Τότε γιατί είσαι εδώ στον καναπέ μαζί μου;» «Έχεις δίκιο, ο καναπές φταίει» είπε ο Νικ αποφεύγοντας να την κοιτάξει. «Κλασική περίπτωση. Δεν φταίω εγώ, ο καναπές φταίει. Πάμε στην κουζίνα». Ωστόσο δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του.
«Μου αρέσει αυτός ο καναπές» δήλωσε η Κουίν και, όταν επιτέλους την κοίταξε με τα σκοτεινά, φλογερά μάτια του, ένιωσε τον λαιμό της να στεγνώνει. «Κι εμένα μου αρέσει». Η Κουίν ξεροκατάπιε και έγειρε ελαφρά, έτσι ώστε το μάγουλό της να αγγίξει ανεπαίσθητα το χέρι του. «Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει κάτι ανάμεσά μας». «Είναι βλακεία. Αυτό που κάνουμε είναι μεγάλη βλακεία» είπε ο Νικ. «Όχι, δεν είναι…» άρχισε να λέει εκείνη, και ξάφνου τα δάχτυλά του χώθηκαν ανάμεσα στα μαλλιά της, το χέρι του ήταν απτό, δεν ήταν πια φαντασίωση, και τότε η Κουίν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα και σταμάτησε να μιλάει, γιατί τον ήθελε, γιατί τον φοβόταν, γιατί δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. «Είναι βλακεία» συνέχισε ο Νικ «όμως, από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε σ’ αυτό τον καταραμένο καναπέ, δεν έχω πάψει να το σκέφτομαι, επομένως ας το επιτρέψουμε μόνο γι’ αυτή τη φορά». Άφησε το χέρι του να γλιστρήσει πίσω από το κεφάλι της και την τράβηξε κοντά του. «Ίσως είναι χάλια, οπότε δεν θα θελήσουμε να το επαναλάβουμε». Από τη φωνή του, η Κουίν κατάλαβε ότι ο Νικ είχε χάσει τον έλεγχο του εαυτού του. Καθώς το πρόσωπό του πλησίαζε το δικό της, κράτησε την ανάσα της, μαγεμένη από την εγγύτητα του κορμιού του, μαγεμένη από το πόσο θερμός, πόσο σκοτεινός φάνταζε… Έπειτα εκείνος άγγιξε απαλά τα χείλη της, τόσο ανάλαφρα που ήταν σχεδόν σαν να μην τα ακουμπούσε, παίζοντας βασανιστικά μαζί της, ώσπου στο τέλος η Κουίν ήθελε να τον αρπάξει, να σκαρφαλώσει πάνω του γυρεύοντας ένα δυνατό φιλί. Αδράχνοντας το μπλουζάκι του, τον τράβηξε κοντά της και τότε τα χείλη του σφράγισαν παθιασμένα τα δικά της, φουντώνοντας τη φλόγα μέσα της. Τη στιγμή που έγερνε πάνω του, ο Νικ τραβήχτηκε. «Να πάρει η οργή, δεν ήταν καθόλου χάλια» της ψιθύρισε. «Συνέχισε» τον παρότρυνε η Κουίν. Ο Νικ έκλεισε τα μάτια και τη φίλησε ξανά, τούτη τη φορά πιο επίμονα. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά όταν την έπιασε ξανά πίσω από το κεφάλι. Σφίγγοντας τις γροθιές της, τον άρπαξε από την μπλούζα και κόλλησε πάνω του λαχταρώντας να μην τελειώσει ποτέ το φιλί τους. Ο Νικ τραβήχτηκε κι εκείνη έγειρε κοντά του, με τα χείλη σε απόσταση αναπνοής από τα δικά του, ώσπου βρέθηκε σχεδόν στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να τον τραβήξει ξανά κοντά της, για να ρουφήξει τα φιλιά του και όλα όσα είχε να της προσφέρει. «Δεν είναι καλή ιδέα» την προειδοποίησε ο Νικ με φωνή βραχνή. «Φίλα με κανονικά» απάντησε εκείνη τυλίγοντας τα μπράτσα γύρω από τον λαιμό του. Ο Νικ την έσφιξε πάνω του, φέρνοντας την πλάτη της στον καναπέ έτσι ώστε να βρεθεί παγιδευμένη στην αγκαλιά του, κι εκείνη κόλλησε τη λεκάνη της στο υπέροχα σκληρό κορμί του. Τα χέρια του ταξίδεψαν στην πλάτη της, δυο χέρια τραχιά που την ερέθιζαν και συγχρόνως της ενέπνεαν φόβο. Το φιλί του Νικ ήταν συναρπαστικό, ήταν επικίνδυνο και συγχρόνως ασφαλές, επειδή ακριβώς ήταν ο Νικ, ο Νικ που τη φιλούσε εδώ και μερικά υπέροχα, ατελείωτα λεπτά –ο χρόνος έσβηνε στην αγκαλιά του– διεγείροντάς την, σημαδεύοντάς την, τρελαίνοντάς την, επειδή την ποθούσε τόσο πολύ και επειδή ο ασυγκράτητος πόθος τον έκανε βίαιο. Η Κουίν σφίχτηκε πάνω
του, κι αυτός ρίγησε και πίεσε τη λεκάνη του στη λεκάνη της, ενώ συγχρόνως η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα της. Όταν οι γλώσσες τους έσμιξαν, την έριξε ανάσκελα στα μαξιλάρια του καναπέ πέφτοντας αποπάνω της, πιέζοντας τον μηρό του ανάμεσα στους δικούς της. Αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν μια ακαθόριστη έξαψη, ξάφνου έγινε πύρινη φλόγα, και η Κουίν έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του. Το κορμί του ήταν πιο σκληρό από το κορμί του Μπιλ, πιο σφιχτό, πιο λυγερό, λιγότερο αβρό. Η Κουίν προσπάθησε να προσαρμοστεί στον ρυθμό του, καθώς τη φιλούσε και σάλευε πάνω της, αλλά την αποσυντόνιζε ο πυρετός του πάθους καθώς και το γεγονός ότι αυτός που την αγκάλιαζε τόσο παθιασμένα, αυτός που τη φιλούσε μ’ έναν τρόπο που κανείς δεν την είχε φιλήσει ποτέ ήταν ο Νικ, ο Νικ, κι αυτή η σκέψη έμπαινε διαρκώς στη μέση, μπλοκάροντάς την και συγχρόνως κόβοντάς της την ανάσα. Η καρδιά του Νικ χτυπούσε εξίσου δυνατά, η Κουίν ένιωθε τους παλμούς στο κορμί της, και σε λίγο η παλάμη του ακούμπησε στο πλευρό της. Η Κουίν ένιωσε το καυτό χέρι πάνω από το μαλακό φανελένιο πουκάμισο και τότε ξέχασε την καρδιά του, τα ξέχασε όλα· το κορμί της σφίχτηκε, επειδή αυτός που την άγγιζε ήταν ο Νικ, αλλά όταν το χέρι του γλίστρησε κάτω από το στήθος της και μετά πάνω στο στήθος της, σφίγγοντάς το, χαϊδεύοντάς το πάνω από το πουκάμισο, αυτή ανατρίχιασε, επειδή τον ποθούσε και δεν χόρταινε τα φιλιά του. Καθώς ο Νικ άδραχνε με πάθος το στήθος της, ξαφνικά σταμάτησε, πάγωσε προς στιγμήν. Μάταια η Κουίν συνέχισε να τρίβεται πάνω του. Ο Νικ ανασηκώθηκε. Η σκοτεινή λάμψη των ματιών του είχε χαθεί. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε και μισοσηκώθηκε για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσά τους. Και τότε άκουσε το κουδούνισμα. Κάποιος είχε κολλήσει το δάχτυλο στο κουδούνι της πόρτας και το πατούσε συνεχόμενα. Ο Νικ την κοίταξε. «Χριστέ μου» μουρμούρισε και σηκώθηκε απότομα. Η Κουίν, που εξακολουθούσε να τον κρατάει από το μπλουζάκι, βρέθηκε μπρούμυτα στον καναπέ. «Νικ;» του είπε όταν αυτός ελευθέρωσε την μπλούζα του, κι ύστερα τον είδε να κατευθύνεται προς την εξώπορτα κουνώντας το κεφάλι και τον άκουσε να ανοίγει την πόρτα. «Α… Γεια σου, Τζο». Γέρνοντας το κεφάλι πίσω στον καναπέ, η Κουίν έσφιξε τα δόντια ξεφυσώντας με δυσφορία. Ο πατέρας της μπήκε στο σαλόνι κουβαλώντας τη φορητή τηλεόραση της κρεβατοκάμαράς του και μια σακούλα σκουπιδιών, γεμάτη ρούχα, απ’ όσο έδειχνε. «Γεια σου, μπαμπά» του είπε προσπαθώντας να κρύψει την αναστάτωσή της. «Η μητέρα σου με πέταξε έξω» της ανακοίνωσε έκπληκτος και συνάμα θυμωμένος. «Της ζήτησα μια μπίρα κι αυτή με πέταξε έξω». «Δεν νομίζω ότι το πρόβλημα ήταν η μπίρα» είπε η Κουίν. «Είχε μαζί της την Ίντι;» «Σκέφτηκα ότι φταίει η κλιμακτήριος». Ο Τζο ακούμπησε την τηλεόραση στο τραπεζάκι που βρισκόταν κοντά στην καμάρα και έψαξε για πρίζα. «Μπήκε στο σπίτι, μου ανακοίνωσε ότι η Ίντι θα μείνει μαζί μας για λίγο, κι εγώ είπα: “Όπως θες” και τότε έβαλε τις φωνές, άρχισε να λέει ότι ποτέ δεν δίνω προσοχή στα λόγια της. Τη ρώτησα αν περνάει κλιμακτήριο, κι αυτή άρχισε να ουρλιάζει ότι αυτό ήταν πριν από δύο χρόνια και με έδιωξε απ’ το σπίτι». Στράφηκε στον Νικ. «Λες να περνούν και δεύτερη κλιμακτήριο;» τον ρώτησε.
Ο Νικ κοίταξε την Κουίν και έκλεισε τα μάτια του. «Όχι. Ώρα να πηγαίνω». «Δεν έχεις να πας πουθενά» είπε η Κουίν κεραυνοβολώντας τον με το βλέμμα της. «Θα μείνεις εκεί που είσαι». Έπειτα στράφηκε στον πατέρα της: «Στη δεύτερη κρεβατοκάμαρα, στον πάνω όροφο, υπάρχουν δύο μονά κρεβάτια. Διάλεξε όποιο θέλεις. Εγώ πρέπει να μιλήσω με τον Νικ». «Μα έχει αρχίσει ο αγώνας» διαμαρτυρήθηκε ο Τζο. «Ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ» είπε η Κουίν. «Άκου τώρα τα δυσάρεστα νέα: Δεν έχω καλωδιακή τηλεόραση». «Διάβολε!» μουρμούρισε ο Τζο και ανέβηκε τη σκάλα μαζί με τη σακούλα σκουπιδιών. Η Κουίν έστρεψε την προσοχή της στον Νικ. «Πώς το πετυχαίνεις κάθε φορά; Μπας και πληρώνεις τον κόσμο για να μας διακόπτει;» «Μην αρχίζεις τα ίδια». Ο Νικ κούνησε το κεφάλι με αποστροφή. «Με το πρώτο φιλί, μου ζητάς περισσότερα. Όχι. Αυτό που κάναμε ήταν λάθος». «Πες μου ότι αστειεύεσαι». Η Κουίν συγκράτησε τα νεύρα της, επειδή ήξερε πως οι φωνές δεν θα διόρθωναν την κατάσταση. Θα τη βοηθούσαν απλώς να εκτονωθεί. «Δηλαδή θα ’χουμε πάλι τα ίδια;» «Νομίζω ότι φταίνε τα μαλλιά σου». Ο Νικ κοιτούσε το ταβάνι, κοιτούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από την Κουίν. «Θα πρέπει να μου έστριψε για τα καλά». «Τα μαλλιά μου». Η Κουίν ένιωσε ξανά να κοκκινίζει. «Τα μαλλιά μου. Μου βάζεις χέρι στον καναπέ μου και μετά μου λες όχι εξαιτίας των μαλλιών μου». Έπιασε ένα μαξιλάρι και το έσφιξε πάνω της, τυλίγοντας τα μπράτσα γύρω του για να μην του ρίξει γροθιά. «Έχεις δίκιο. Είσαι τρελός». «Είσαι ίδια όπως ήσουν στα δεκάξι σου» είπε ο Νικ. «Αλλά πιο μεγάλη». Η Κουίν δεν είχε αντιληφθεί ότι έσφιγγε τα δόντια. Το κατάλαβε όταν ξεφύσηξε και η ανάσα της ακούστηκε σαν σιγανό σφύριγμα. «Δεν το εννοούσα έτσι». Ο Νικ σφάλισε τα μάτια και έριξε πίσω το κεφάλι. «Ζω έναν εφιάλτη». «Εσύ ζεις τον εφιάλτη;» Ένα κύμα θυμού την κατέκλυσε προκαλώντας της πονοκέφαλο. «Η τράπεζα απορρίπτει το δάνειό μου, μου κλέβουν το σκυλί, η μητέρα μου αποφασίζει να εκδηλωθεί, ο πατέρας μου μετακομίζει στο σπίτι μου» –η φωνή της έγινε τσιριχτή– «ο τέως γαμπρός μου αρνείται να κοιμηθεί μαζί μου, και μετά μου λες ότι εσύ ζεις τον εφιάλτη; Όχι δα!» Του πέταξε το μαξιλάρι σημαδεύοντας το καβάλο του, αλλά αυτός στάθηκε ασάλευτος. «Η τράπεζα απέρριψε το δάνειό σου;» «Σκοτίστηκα για το δάνειο» είπε η Κουίν παίρνοντας βαθιά εισπνοή για να πάψει να τσιρίζει. Ο Νικ οπισθοχώρησε ένα βήμα. «Μια στιγμή, μια στιγμή, το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό μου. Με αποκάλεσες “τέως γαμπρό” σου. Ήξερες ότι αυτό δεν μπορούσε να συμβεί ανάμεσά μας, ειδάλλως δεν θα με σκεφτόσουν σαν γαμπρό σου. Πόσω μάλλον όταν παλιά εγώ…» Σώπασε απότομα. «Δεν θέλω να το κουβεντιάσω». «Το πρόβλημα δεν είμαι εγώ» αντέτεινε η Κουίν. «Εγώ ήμουν έτοιμη να ξεντυθώ και να κάνω ό,τι μου ζητούσες». Ο Νικ έκλεισε ξανά τα μάτια.
«Μη μου το κάνεις αυτό». «Δεν σου κάνω τίποτα». Της ερχόταν να τον πνίξει. «Το πρόβλημα δεν είμαι εγώ, είσαι εσύ. Γιατί με φίλησες αν δεν είχες σκοπό να φτάσεις ως το τέλος;» «Θα έφτανα ως το τέλος» είπε ο Νικ. «Ήθελα να φτάσω ως το τέλος, πίστεψέ με. Όμως εσύ…» Άνοιξε τα χέρια και τα τίναξε, σαν να δυσκολευόταν να διαλέξει τις κατάλληλες λέξεις. «Δεν μπορώ να το κάνω. Σκεφτόμουν να το κάνω, ένας Θεός ξέρει πόσο το θέλω, τις τελευταίες μέρες δεν σκέφτομαι τίποτ’ άλλο, αλλά όταν σε κοιτάζω βλέπω την Κουίν, όχι μια φαντασίωση. Σ’ αγαπώ αλλά όχι με τέτοιον τρόπο, δεν μπορώ, επομένως δεν θα γίνει τίποτα μεταξύ μας. Ποτέ. Πες πως δεν έγινε τίποτα· έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να επαναληφθεί» κατέληξε και την προσπέρασε για να πάρει το πανωφόρι του. «Ξέρεις, δεν μπορείς να γυρίζεις πίσω και να σβήνεις την πραγματικότητα όποτε σου καπνίσει. Αυτό που ισχυρίζεσαι ότι δεν έγινε, έγινε. Με φίλησες». Φόρεσε το παλτό του αποφεύγοντας το βλέμμα της. «Δεν θέλω να το συζητήσω». «Μου έβαλες χέρι». «Ειλικρινά δεν θέλω να το κουβεντιάσω». Έβγαλε τα κλειδιά του από την τσέπη του παλτού και τα έτεινε προς το μέρος της. «Δεν θα το ξανακάνουμε. Δεν θα μου ξανακάνεις τα γλυκά μάτια στον καναπέ». «Α, ώστε εγώ φταίω λοιπόν». «Ναι». Της γύρισε την πλάτη και, διασχίζοντας την καμάρα, τράβηξε για την εξώπορτα. Η Κουίν τον ακολούθησε. Από τη μια ήθελε να τον αγκαλιάσει και να τον παρασύρει με το ζόρι στον καναπέ και, από την άλλη, ήθελε να του δώσει μια γερή κλοτσιά. «Εσύ φταις» συνέχισε εκείνος. «Από τότε που περιμάζεψες αυτό το καταραμένο σκυλί, έχεις αλλάξει. Εγώ δεν έκανα τέτοια πράγματα, αλλά όταν άλλαξες, σε είδα με άλλο μάτι». Σώπασε για να ανοίξει την εξώπορτα. «Ή, τουλάχιστον, είχα πολλά χρόνια να σε κοιτάξω με τέτοιον τρόπο». «Τι σημαίνει αυτό;» Η Κουίν τον αγριοκοίταξε. «Δηλαδή παλιά με σκεφτόσουν διαφορετικά; Ειλικρινά δεν το χωράει ο νους μου ότι φεύγεις και με παρατάς έτσι». «Καληνύχτα» είπε ο Νικ και κοπάνησε την πόρτα βγαίνοντας. «Να τη βράσω την καληνύχτα σου» του φώναξε πίσω από το τζάμι της πόρτας. Καθώς εκείνος συνέχισε τον δρόμο του δίχως να της απαντήσει, η Κουίν κοίταξε την Κέιτι που είχε έρθει να δει τι συμβαίνει. «Τα μαλλιά μου» είπε στη σκυλίτσα. «Με απέρριψε εξαιτίας των μαλλιών μου». Η Κέιτι έγειρε στο πλάι το κεφάλι ελαφρώς φοβισμένη, με εμφανή δυσπιστία. «Ναι, ξέρω, ούτε εγώ το έχαψα» είπε η Κουίν, ωστόσο, όταν το φορτηγάκι του Νικ απομακρύνθηκε, πήγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Σύμφωνοι, είχε το ίδιο χτένισμα που είχε και στο σχολείο. Σπουδαία τα λάχανα. Τι φτωχή δικαιολογία! Στο σαλόνι, ακουγόταν το τραγούδι των Fleetwood Mac: «Go Your Own Way». «Κι εσείς τι παριστάνετε, γαμώτο, το σάουντρακ της ζωής μου;» μουρμούρισε και πήγε να κλείσει το στερεοφωνικό – ο Νικ είχε άθλιο γούστο στη μουσική. «Κουίν;» φώναξε ο Τζο αποπάνω. «Μήπως σου βρίσκεται μια παραπανίσια οδοντόβουρτσα;»
«Στο ντουλάπι του μπάνιου» του απάντησε κοφτά και πήγε στην κουζίνα για να τηλεφωνήσει στη Ζόι. «Νομίζω ότι η μαμά είναι λεσβία» της ανακοίνωσε, όταν η αδελφή της απάντησε στο τηλέφωνο. «Τι;» «Η μητέρα μας είναι λεσβία. Δεν παίρνω όρκο, πάντως με την Ίντι δεν ανταλλάσσουν συνταγές αλλά φιλιά με γλώσσα». «Όχι, διάβολε!» Στο βάθος, η Κουίν άκουσε τη βροντερή φωνή του Μπεν και μετά της Ζόι, ελαφρώς πνιχτή, καθώς του έλεγε: «Όχι, δεν συμβαίνει τίποτα». Όταν ξαναμίλησε στο ακουστικό, ακουγόταν προβληματισμένη. «Πώς είναι ο μπαμπάς;» «Πιστεύω ότι ακόμη δεν το έχει συνειδητοποιήσει» είπε η Κουίν. «Παρ’ όλα αυτά, εγκαταστάθηκε σ’ εμένα». «Αχ, Θεέ μου, λυπάμαι, Κουίν». Η βαριά φωνή του Μπεν αντήχησε ξανά και η Ζόι τού φώναξε: «Σου είπα ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Απλώς η πεθερά σου είναι λεσβία. Άντε, φύγε». Η Κουίν άκουσε το γέλιο του Μπεν στο βάθος και τη φωνή της Ζόι που τον κατσάδιαζε: «Δεν αστειεύομαι, αλλά, αν με διακόπτεις διαρκώς, δεν θα μάθω τις λεπτομέρειες». Έπειτα η Ζόι μίλησε ξανά στην Κουίν. «Ξέρεις, οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε στη μαμά ότι, ενώ μοιάζει να προσαρμόζεται, φροντίζει να αποκτά αυτό που θέλει». «Ναι, δεν θα ήταν υπέροχο να μας είχε μεγαλώσει κι εμάς έτσι;» είπε η Κουίν και άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω, τεντώνοντας το καλώδιο του τηλεφώνου. «Ακούγεσαι κάπως ενοχλημένη» είπε η Ζόι. «Προσωπικά, δεν ξέρω ακόμη πώς να το αντιμετωπίσω, απλώς μου φαίνεται κάπως αλλόκοτο να μαθαίνω στα καλά καθούμενα ότι η μαμά έχει ερωτική ζωή χωρίς τον μπαμπά. Πιστεύω ωστόσο πως κι εκείνη θα νιώθει περίεργα, έπειτα από τόσα χρόνια. Πότε το ανακάλυψε;» «Δεν κατάλαβες». Η Κουίν κάθισε σ’ ένα σκαμνί της κουζίνας και η Κέιτι κουλουριάστηκε στα πόδια της, έχοντας πειστεί ότι προς το παρόν η Κουίν δεν επρόκειτο να κάνει τίποτα το απρόβλεπτο. «Είπε ότι το ήθελε από χρόνια». «Τι έκανε, λέει;» «Σοβαρολογώ» είπε η Κουίν, ικανοποιημένη από την οργισμένη αντίδραση της Ζόι. «Όλο αυτό τον καιρό που μας οδηγούσε στον ίσιο και ηθικό δρόμο και που υπηρετούσε τον μπαμπά, είχε τη θεία Ίντι στο πλευρό της». «Ξέρεις πόσες φορές μού είπε ότι το σεξ δεν ήταν αναγκαίο και να πάψω να κυνηγάω τα αγόρια;» Η Κουίν κατάλαβε πως η αδελφή της αισθανόταν προδομένη. «Κι εγώ τη θεωρούσα βαρετή και πίστευα πως όλα αυτά τα χρόνια εφάρμοζε όσα διακήρυττε». «Πιθανόν όσες φορές είπε σ’ εμένα ότι ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους μου που δεν είχα ερωτικές σχέσεις» είπε η Κουίν. «Όταν της εκμυστηρεύτηκα ότι η πρώτη φορά ήταν απαίσια, το μόνο που βρήκε να μου πει ήταν: “Τι να γίνει, έτσι είναι το σεξ”. Εκείνη άφηνε να εννοηθεί ότι ήταν ανιαρό, εσύ μου έλεγες ότι ήταν υπερτιμημένο. Συμβιβάστηκα, λοιπόν, γιατί πίστεψα ότι δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο, και τώρα είμαι εξοργισμένη». «Πάψε» άκουσε τη Ζόι να λέει. «Όχι, δεν το είπα σ’ εσένα αλλά στον άντρα μου, τον καλαμπουρτζή. Λέει ότι η μαμά προτιμούσε να κυνηγάμε κοριτσάκια. Είπα εγώ ποτέ ότι το σεξ ήταν
υπερτιμημένο;» «Κάμποσες φορές. Δεν καταλάβαινα για ποιον λόγο συνέχιζες να βγαίνεις με αγόρια, και στο τέλος κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το έκανες απλώς για να δαιμονίζεις τη μαμά». «Δεν αποκλείεται» είπε η Ζόι. «Στην πραγματικότητα, μυήθηκα μετά τα τριάντα στα μυστικά του σεξ». Ο Μπεν κάτι σχολίασε στο βάθος κι εκείνη του απάντησε: «Όχι μ’ εσένα, αλλά κι εσύ καλός είσαι. Θα φύγεις επιτέλους για να μπορέσω να μιλήσω σαν άνθρωπος;» «Με τον Νικ δεν ήταν καλά;» ρώτησε ένοχα η Κουίν, αλλά ένιωθε την ανάγκη να ξέρει. «Ούτε κρύο ούτε ζέστη» αποκρίθηκε η αδελφή της. «Ήμουν δεκαεννιά τότε και γνώριζα ελάχιστα. Όσο για τη μαμά, δεν βοηθούσε καθόλου». «Ο Νικ δεν γνώριζε περισσότερα; Σας φανταζόμουν να κάνετε έρωτα στον καναπέ και πίστευα πως ήταν κάτι το σπουδαίο». «Ο Νικ ήταν επίσης στα δεκαεννιά. Όσα ήξερε τα είχε ανακαλύψει μαζί μου. Ο Γρήγορος και η Άσχετη – ζευγάρι να σου πετύχει! Και να σκεφτεί κανείς πως όλο αυτό το διάστημα η μαμά…» «Θαυμάσια» μουρμούρισε η Κουίν. «Έξοχα. Εσύ χώρισες, εγώ περνούσα από τη μια βαρετή σχέση στην άλλη, ενώ η μαμά έχει μόνιμη σχέση και με τον μπαμπά και με την Ίντι. Τα νεύρα μου!» «Φαντάσου πώς αισθάνεται ο μπαμπάς». «Προς το παρόν, το αποδίδει στην εμμηνόπαυση». «Σκατά. Μήπως θέλεις να έρθω σπίτι;» «Για να κάνεις τι; Να εξηγήσεις στον μπαμπά τι πάει να πει λεσβία; Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η συνδρομητική τηλεόραση». «Δεν σ’ ακούω και τόσο καλά». «Πέρασα ένα φρικτό βράδυ». Ο πρώην σύζυγός σου μου είπε «όχι» για δεύτερη φορά. «Όλοι μου πάνε κόντρα». «Χέσ’ τους» είπε η Ζόι. «Βρες αυτό που θέλεις στη ζωή, Κιου. Εγώ το βρήκα στον Μπεν, και προφανώς το έχει βρει και η μαμά. Το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ». «Θα το θυμάμαι» είπε η Κουίν. «Αναλαμβάνεις να τους πεις να μου δώσουν αυτό που θέλω;»
Το επόμενο πρωί, στην κενή ώρα, η Κουίν μπήκε στο Άπερ Κατ αναζητώντας την Ντάρλα. Η Ντέμπι τη χαιρέτησε από την άλλη άκρη της αίθουσας. Ανάμεσά τους υπήρχαν τέσσερις θέσεις εργασίας και τρεις γυναίκες τυλιγμένες με κόκκινες πλαστικές ποδιές. «Γεια σου, γλυκιά μου» της φώναξε η Ντέμπι, που με τη νέα ξανθιά κόμμωση είχε μια αλλόκοτη ομοιότητα με τη μακαρίτισσα πριγκίπισσα Νταϊάνα. «Έμαθα για το καινούργιο σου σπίτι». Δυο γυναίκες γύρισαν να δουν ποιος μετακόμισε σε καινούργιο σπίτι, ενώ η τρίτη συνέχισε να διηγείται τον καβγά της με μια άλλη: «Και μετά αυτή γυρίζει και μου λέει…» «Είναι εδώ η Ντάρλα;» ρώτησε η Κουίν προχωρώντας προς τη συνηθισμένη θέση της Ντάρλα. «Έρχεται όπου να ’ναι». Η Ντέμπι ψέκασε τα σαμπανιζέ μαλλιά της πελάτισσάς της, ολοκληρώνοντας τον πανύψηλο κότσο της. «Πώς σου φαίνονται, Κόρι;» Το σταφιδιασμένο πρόσωπο της Κόρι Γκέρμπερ πρόβαλε κάτω από ένα σύννεφο κοκαλωμένες μπούκλες. Έμοιαζε με ποντίκι παγιδευμένο κάτω από ένα βουνό μαρέγκα.
«Είναι τέλεια, Ντέμπι, όπως πάντα». «Θέλουμε ο πελάτης να μένει ικανοποιημένος». Με μια απότομη κίνηση η Ντέμπι αφαίρεσε την πλαστική ποδιά της Κόρι και καθάρισε τους ώμους της από τις τρίχες. «Είσαι έτοιμη, γλυκιά μου. Τον νου σου όπως θα φεύγεις, το πάτωμα γλιστράει». Η Κόρι, που μετά βίας έφτανε το ένα και πενήντα, σηκώθηκε από την καρέκλα και στάθηκε όρθια επιθεωρώντας την κορυφή του κεφαλιού της στον καθρέφτη. Καθώς κοίταζε πάνω απ’ τον ώμο της, είδε την Κουίν που πάσχιζε να μην καρφώνει το βλέμμα της στην κόμμωσή της. «Έμαθα για σένα» της είπε. «Έμαθα ότι παράτησες τον προπονητή και ότι τώρα μένεις στο παλιό σπίτι στην Απλ Στριτ. Είσαι με τα καλά σου, κορίτσι μου;» «Είμαι φεμινίστρια» αποκρίθηκε η Κουίν «κι εμείς οι φεμινίστριες τα συνηθίζουμε κάτι τέτοια τρελά». Η Ντάρλα μπήκε στην αίθουσα τόσο ορμητικά, που λίγο έλειψε να ρίξει κάτω την Κουίν. «Ε, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Γεια σου, Κόρι, ωραία μαλλιά. Ντεμπ, έχει έρθει το ραντεβού των εντεκάμισι;» «Όχι» απάντησε η Ντέμπι. «Αλλά το ραντεβού σου είναι η Νέλα, οπότε μην εκπλήσσεσαι. Τι έχεις; Σε βλέπω τσιτωμένη». «Πάρε εμένα» πετάχτηκε η Κουίν. «Θέλω κούρεμα». «Εντάξει, δεν έχω αντίρρηση. Θα σου ψαλιδίσω λίγο τις άκρες για να δυναμώσουν» είπε η Ντάρλα και της έγνεψε να καθίσει, όλο φούρκα. «Σου συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η Κουίν. «Αργότερα» αποκρίθηκε η Ντάρλα. «Τώρα έχει σειρά το ψαλίδισμα». «Όχι, θέλω κανονικό κούρεμα. Πάρ’ τα όλα». Τρία κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος της. «Αχ, όχι, γλυκιά μου, μην τα κόψεις, τόσο ωραία μαλλιά» είπε η Ντέμπι. «Μήπως έγινες λεσβία;» ρώτησε η Κόρι. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε η Ντάρλα. «Ναι» απάντησε η Κουίν και στις τρεις. «Κλάδεψέ τα». Κάθισε στην πολυθρόνα όπου δούλευε η Ντάρλα και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό, αλλά οπωσδήποτε έδειχνε αλλιώτικη. «Όχι έτσι». Η Ντάρλα τής ακινητοποίησε τα χέρια, υποχρεώνοντάς τη να τα κατεβάσει, και κατόπιν φούσκωσε ελαφρώς τα μαλλιά γύρω από τους κροτάφους. «Ξύρισέ τα» επέμεινε η Κουίν. «Να υποθέσω ότι θέλεις να μου πεις κάτι;» ρώτησε η Ντάρλα. Η Κουίν κοίταξε στον καθρέφτη την Ντέμπι και την Κόρι, που πέθαιναν από περιέργεια. «Αργότερα». Η Ντάρλα στράφηκε προς το μέρος τους. «Μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο για εσάς, κυρίες μου;» «Πάει, τρελάθηκε» σχολίασε η Κόρι και πήγε στο ταμείο να πληρώσει για το χτένισμα. «Εγώ απλώς θα σκουπίσω τον χώρο μου» είπε η Ντέμπι. «Δεν πρόκειται να ενοχλήσω».
«Ενοχλείς» τη μάλωσε η Ντάρλα. «Δώσε μας δέκα λεπτά καιρό. Πήγαινε να πιεις μια κόκα κόλα». Η Ντέμπι πήρε το ύφος που έπαιρνε από παιδί όταν η Ντάρλα δεν την άφηνε να παίξει με τα μεγάλα κορίτσια, και η Κουίν ήταν βέβαιη πως η Ντέμπι θα κλαψούριζε ότι ήταν άδικο, όπως το συνήθιζε όταν ήταν παιδιά. Τελικά, τους έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του προσωπικού. Η Ντάρλα άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε τη θήκη με τα ψαλίδια. «Λέγε, γιατί αλλιώς δεν έχει κούρεμα». «Χτες το βράδυ, ο Νικ με φίλησε. Κι όταν λέω με φίλησε, το εννοώ» είπε η Κουίν και είδε τη φίλη της στον καθρέφτη να χαμογελάει για πρώτη φορά από τη στιγμή που μπήκε στο μαγαζί. «Υπέροχα. Και τώρα εξήγησέ μου γιατί θέλεις να τα κόψεις». «Έπειτα ήρθε ο πατέρας μου και ο Νικ βρήκε δικαιολογία για να σταματήσει». Και μόνο στη σκέψη, έσφιγγε τα δόντια απ’ τα νεύρα της. «Σταμάτησε, το φαντάζεσαι;» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη. «Εγώ του είπα ότι έχω αλλάξει, κι αυτός απάντησε ότι φαίνομαι ίδια. Όταν έφυγε, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και διαπίστωσα ότι είχε δίκιο. Έχω το ίδιο χτένισμα από το γυμνάσιο. Τότε ήταν απλώς λίγο πιο μακριά μαλλιά, αλλά τα χτενίζω πάντα με χωρίστρα στη μέση. Θέλω να ανανεωθώ, θέλω να καταλάβουν όλοι ότι άλλαξα και ότι δεν γυρίζω πίσω. Κόφ’ τα». «Έλα στον λουτήρα» είπε η Ντάρλα. «Θα τα βρέξουμε και μετά θα τα κόψουμε». «Μια στιγμή. Ξέχασα να σε ρωτήσω. Τι έγινε χτες το βράδυ, η γη ταρακουνήθηκε καθόλου;» Το πρόσωπο της Ντάρλα στον καθρέφτη παρέμεινε ανέκφραστο. «Ω, γαμώτο. Τι στην ευχή έχουν πάθει οι άντρες;» «Τι έχουμε πάθει εμείς, δεν λες καλύτερα;» είπε η Ντάρλα. Όταν οι ματιές τους διασταυρώθηκαν ξανά στον καθρέφτη, η Κουίν τής ξεκαθάρισε τι ακριβώς ήθελε. «Κούρεψέ με. Κόψ’ τα όλα. Θέλω να αλλάξω όσο το δυνατόν περισσότερο. Άλλαξέ τα σε τέτοιο βαθμό, που να μην μπορώ να επανέλθω εκεί που ήμουν». «Έγινε» συγκατένευσε η Ντάρλα. «Ακόμη δεν έγινε τίποτα. Αλλά θα γίνει» δήλωσε η Κουίν.
9
ΟΤΑΝ Ο ΝΙΚ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ,
στις δέκα το πρωί, η αίθουσα ήταν σχεδόν έρημη, με αποτέλεσμα η φωνή της Μπάρμπαρα να δημιουργεί αντίλαλο. «Νικ!» τον υποδέχτηκε με χαμόγελο διευθύντριας. «Είναι πολύ νωρίς για την κατάθεση». «Τα χρήματα για την κατάθεση θα τα φέρει ο Μαξ αργότερα» της εξήγησε κι αμέσως το πρόσωπό της έλαμψε. Δεν προβλέπονταν καλά τα πράγματα για τον Μαξ. Ώστε γι’ αυτό ήταν τόσο εκνευρισμένος όλο το πρωί. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου». «Ευχαρίστως». Η Μπάρμπαρα πάτησε τον διακόπτη και ξανάγινε πάλι η Μπάρμπι της τράπεζας. «Πώς μπορώ να σε εξυπηρετήσω;» Ο Νικ έριξε μια ματιά ολόγυρα, για να βεβαιωθεί ότι δεν κρυφάκουγε κανείς. Έπειτα έγειρε μπρος και η Μπάρμπαρα τον μιμήθηκε, παρασυρμένη προφανώς από το συνωμοτικό ύφος του. «Απορρίφθηκε το δάνειο της Κουίν». «Δεν είναι δυνατόν» είπε εκείνη ισιώνοντας αμέσως την πλάτη. «Σσς» ψιθύρισε ο Νικ, και η Μπάρμπαρα έγειρε ξανά μπροστά. «Δεν είναι δυνατόν» επανέλαβε εκείνη ψιθυριστά. «Τα χαρτιά της ήταν εντάξει. Ποιος σου το είπε;» «Η ίδια. Μήπως θα μπορούσες να δεις;…» «Περίμενέ με εδώ» είπε η Μπάρμπαρα και απομακρύνθηκε με βήμα αποφασιστικό. Αμέσως ανέβηκε στην εκτίμησή του. Βέβαια, αυτό που έκανε ήταν αντιδεοντολογικό, ωστόσο ήταν για καλό σκοπό, για το καλό της Κουίν. Όχι δηλαδή ότι αυτός ανακατευόταν στα προσωπικά της… Όσο περίμενε, ο Νικ στηρίχτηκε στον πάγκο και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι όντως δεν ανακατευόταν στα προσωπικά της. Η Κουίν μπορούσε μια χαρά να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της, όμως η απόρριψη του δανείου της φαινόταν ύποπτη, και οι φίλοι αλληλοβοηθιούνταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ήταν από τα πράγματα που τα εμπιστευόταν ο ένας στον άλλο, επομένως δεν επρόκειτο για αληθινή ανάμειξη. Δεν βρισκόταν κοντά της, δεν την άγγιζε, δεν τη σκεφτόταν με τα εσώρουχά της – αν και του ήταν αδύνατον να ξεχάσει πόσο απαλό ήταν το πουκάμισό της το προηγούμενο βράδυ και δεν μπορούσε να σταματήσει να αναρωτιέται πόσο απαλότερη θα ήταν η σάρκα της αποκάτω· θυμόταν πώς σάλευε το σώμα της, πώς τινάζονταν οι γοφοί της κάτω από το βάρος του κορμιού του, πώς κόντεψε να τον τρελάνει… Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να την
πλησιάσει ξανά, αν πρώτα δεν του περνούσε αυτή η βασανιστική ερωτική έξαψη. Όταν η Μπάρμπαρα επέστρεψε, τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα – από θυμό, όπως αποδείχτηκε. «Άλλαξαν τους όρους του δανείου της» τον ενημέρωσε. «Δεν το απέρριψαν, αλλά ζήτησαν είκοσι τοις εκατό προκαταβολή. Και η Κουίν δεν διαθέτει αυτό το ποσό». «Γιατί το άλλαξαν;» Η Μπάρμπαρα έγειρε κοντά του, σφίγγοντας τα χείλη. «Κανονικά δεν πρέπει να σου το πω, αλλά ούτε αυτοί ενήργησαν σωστά. Ο διευθυντής της έγραψε μια επιστολή στην οποία υποστήριζε ότι η Κουίν τελευταία συμπεριφερόταν παρανοϊκά, και τη χαρακτήριζε αναξιόπιστη». «Ο Μπιλ» μουρμούρισε ο Νικ. «Όχι, ο διευθυντής της, ο Ρόμπερτ Γκλόαμ» τον διόρθωσε η Μπάρμπαρα. «Διάβασα το γράμμα». «Ναι, αλλά ο Μπιλ τον έβαλε να το γράψει». Μεμιάς χάθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα συμπάθειας του Νικ προς τον Μπιλ. «Πόση είναι η προκαταβολή;» «Δεκατέσσερις χιλιάδες. Αλλά η Κουίν έχει καταβάλει ήδη τις επτά». «Θα ήθελα να μεταφέρω μερικά ποσά» είπε ο Νικ. «Στο δάνειο της Κουίν;» Η Μπάρμπαρα κούνησε το κεφάλι λυπημένα. «Δεν μπορώ να το κάνω. Είναι στο όνομά της και…» «Θέλεις να περάσει το δικό τους;» ρώτησε ο Νικ. Η Μπάρμπαρα δάγκωσε το χείλος της. «Δεν της αξίζει τέτοια μεταχείριση» επέμεινε ο Νικ. Η Μπάρμπαρα το σκέφτηκε για δέκα ατελείωτα δευτερόλεπτα κι έπειτα συγκατένευσε. «Έχεις δίκιο, δεν της αξίζει. Από πού θα τα μεταφέρουμε;» «Έχω μια προθεσμιακή κατάθεση» είπε ο Νικ. «Αλλά να μην το μάθει κανείς, σύμφωνοι;» «Η χειρονομία σου είναι πολύ ευγενική» του χαμογέλασε επιδοκιμαστικά η Μπάρμπαρα με το ψυχρό, αποστασιοποιημένο χαμόγελο ενός τραπεζικού υπαλλήλου. Μετά το χαμόγελο της Κουίν, ο Νικ το βρήκε τουλάχιστον ανακουφιστικό. «Πρέπει να φροντίζουμε τους φίλους μας» της είπε, και τότε η Μπάρμπαρα άλλαξε ύφος. «Ναι, έτσι είναι» συμφώνησε κοιτάζοντάς τον για πρώτη φορά με αληθινή εγκαρδιότητα. «Ούτε λόγος». «Μάλιστα» ψέλλισε αμήχανα εκείνος και η Μπάρμπαρα του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.
Η Ντάρλα χώρισε τα βρεγμένα μαλλιά της Κουίν σε μικρότερες τούφες, ενώ η σκέψη της γύριζε γύρω από τη φίλη της, τον Νικ, τον Μαξ και γενικότερα τις αλλαγές. Το καλό με τα κοντά μαλλιά της Κουίν ήταν ότι ο κόσμος θα έβλεπε επιτέλους τα υπέροχα ζυγωματικά της. Και ίσως ο Νικ έβλεπε επιτέλους την Κουίν, πράγμα ευχάριστο – ενδεχομένως. Κοίταξε πάνω από το κεφάλι της Κουίν τον καλοφτιαγμένο γαλλικό κότσο της. Ήταν πολύ λιτός σε σχέση με την πιο ανάλαφρη και πιο σέξι εκδοχή της Μπάρμπαρα. Να πάρει η οργή!
«Από το γυμνάσιο» είχε πει η Κουίν. Αλλά και η Ντάρλα άφηνε μακριά τα μαλλιά της από τα χρόνια του σχολείου. Συγκεκριμένα, από τότε που τσάκωσε τον Μαξ να κοιτάζει μια νεαρή μαζορέτα κι αυτός είπε απλώς: «Μου αρέσουν τα μακριά μαλλιά». Αντί η Ντάρλα να του πει: «Εμένα δεν μου αρέσουν, κι αν την ξανακοιτάξεις, πέθανες», έπαψε να κόβει τα δικά της. «Ντάρλα;» την έβγαλε από τις σκέψεις της η Κουίν. «Το βρίσκω θαυμάσια ιδέα» είπε η Ντάρλα. Έκοψε τα μαλλιά της φίλης της καπελάκι, φιλαριστά, με χωρίστρα στο πλάι ώστε να μην τονίζεται το στρογγυλό πρόσωπό της, απορώντας και η ίδια πόσο άλλαζε η Κουίν με κάθε ψαλιδιά. Όταν τη χτένισε, της φάνηκε πιο μεγάλη, αλλά και πιο όμορφη. Πιο κομψή. Πιο σβέλτη. Πιο ερωτική. Και μετά σου λένε ότι τα μακριά μαλλιά είναι σέξι. «Πώς σου φαίνεται;» Η Κουίν έγνεψε καταφατικά με άδειο αλλά αποφασιστικό βλέμμα. «Νιώθω περίεργα, αλλά μου αρέσουν. Μόλις περάσει το πρώτο σοκ, πιθανώς θα τα λατρέψω». Κούνησε μπρος πίσω το κεφάλι. «Είχα συνηθίσει τα μαλλιά μου να τινάζονται όταν κουνάω το κεφάλι». «Πάνε αυτά. Θέλεις να τα στεγνώσω με πιστολάκι;» ρώτησε η Ντάρλα, αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Νέλα, με καθυστέρηση μισής ώρας. «Ελπίζω ότι δεν άργησα» είπε η Νέλα και, καθώς η Κουίν σηκωνόταν, έπεσαν στο δάπεδο τα κομμένα κοκκινωπά τσουλούφια. «Όχι, καθόλου, Νέλα» είπε ψέματα η Ντάρλα. «Κάθισε. Έρχομαι αμέσως». Ακολουθώντας την Κουίν στο ταμείο, είπε: «Είναι κερασμένο από μένα. Τηλεφώνησέ μου αργότερα». Όταν η Κουίν έφυγε, η Ντάρλα έτρεξε στο δωμάτιο του προσωπικού για να μιλήσει στην Ντέμπι. «Ήρθε το ραντεβού μου των δώδεκα;» ρώτησε η Ντέμπι κάπως ψυχρά. «Όχι. Μπορείς να με κουρέψεις μετά;» Η Ντέμπι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Να σε κουρέψω;» «Ναι. Θέλω να τα κόψω κοντά. Με μύτες». «Θεέ μου!» αναφώνησε η Ντέμπι, ξεχνώντας ότι προηγουμένως είχε θιχτεί. «Ο Μαξ θα σε σκοτώσει». «Το κεφάλι είναι δικό μου, δεν είναι του Μαξ» απάντησε η Ντάρλα και βγήκε για να πάει στη Νέλα, προτού η αδελφή της προλάβει να της επισημάνει ότι ο Μαξ ήταν αυτός που τα έβλεπε. Δικό του πρόβλημα.
Η Κουίν καθόταν στο αυτοκίνητο, έξω από το συνεργείο, προσπαθώντας να συνηθίσει τα κοντά μαλλιά. Κοίταξε το καθρεφτάκι που βρισκόταν στην εσωτερική πλευρά του σκίαστρου επιθεωρώντας το κεφάλι της, αλλά το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό ήταν η λέξη «κοντά». Στο τέλος βαρέθηκε και τα παράτησε. Ήταν ένα ωραίο κούρεμα, η Ντάρλα δεν έκανε άσχημα κουρέματα, επομένως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ανέβασε το σκίαστρο, πήρε βαθιά εισπνοή και μπήκε στο συνεργείο για να μιλήσει στον Νικ. Τον βρήκε να μιλάει με τον Μαξ. Αντικρίζοντας το βλοσυρό πρόσωπό τους, καθώς ήταν και οι
δύο απορροφημένοι από τη συζήτηση, η Κουίν διαισθάνθηκε ότι δεν κουβέντιαζαν για αυτοκίνητα. Έκλεισε με θόρυβο την πόρτα πίσω της, και αυτοί γύρισαν το κεφάλι προς το μέρος της ξαφνιασμένοι. «Τι έκανες στα μαλλιά σου;» τη ρώτησε ο Νικ, που συνήλθε γρήγορα από την έκπληξη. «Είσαι τρελή;» «Όχι» του αποκρίθηκε. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να σταματήσεις να το λες αυτό; Είμαι μεγάλη πια. Είμαι τριάντα πέντε». «Έτσι εξηγείται η ωριμότητα που έδειξες χτες το βράδυ» είπε ο Νικ. «Τι έγινε χτες το βράδυ;» ρώτησε ο Μαξ. «Χτες το βράδυ, ο αδελφός σου μου ρίχτηκε και μετά είπε ότι δεν είμαι από τις γυναίκες που χαϊδολογιούνται» του εξήγησε η Κουίν. «Μη μου πείτε, δεν θέλω να ξέρω» δήλωσε ο Μαξ και αποσύρθηκε στο γραφείο, βροντώντας την πόρτα πίσω του. «Εύγε» είπε ο Νικ. «Έχε υπόψη σου ότι την τελευταία φορά που μου το έκανες αυτό ήμουν ευγενική. Όμως η ευγένειά μου εξαντλήθηκε. Τι στον διάβολο θέλεις από μένα;» Ο Νικ σφίχτηκε ακόμα περισσότερο και την κοίταξε σκυθρωπός. «Δεν ξέρω. Ξέρω απλώς ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί». «Και γιατί όχι;» Η Κουίν τον πλησίασε για να τον χαστουκίσει ή να του ριχτεί, αναλόγως με την έκβαση της συνομιλίας. «Εγώ, πάλι, το θέλω πολύ… Για την ακρίβεια, θα το θελήσω όταν θα πάψω να σκέφτομαι τρόπους για να σε σκοτώσω». «Είσαι σημαντική για μένα» της είπε, και ο θυμός της καταλάγιασε. «Ω» έκανε καταπίνοντας με δυσκολία. «Δεν θέλω να είσαι μια ακόμα…» – ο Νικ αναζήτησε την κατάλληλη λέξη. «Χαζογκόμενα;» τον βοήθησε να ολοκληρώσει τη φράση του, με τον θυμό της να ξαναφουντώνει. «Δεν είμαι από τους ανθρώπους που κάνουν δεσμό. Δεν αναλαμβάνω ευθύνες. Μου αρέσει η ζωή μου όπως είναι, και θέλω να είσαι κομμάτι της, αλλά πρέπει να παραμείνεις φίλη, ώστε να μπορώ να σ’ έχω για πάντα κοντά μου». Ήταν φανερό ότι το σχέδιό του δεν τον ικανοποιούσε, αλλά έδειχνε αποφασισμένος να το ακολουθήσει. «Δεν πρέπει να κάνω έρωτα μαζί σου, εμείς οι δύο έχουμε άλλου είδους σχέση. Επομένως, δεν πρόκειται να το κάνω». «Τότε γιατί με φίλησες;» τον ρώτησε. «Ήταν βλακεία μου» της αποκρίθηκε, και η Κουίν ξενέρωσε. Πραγματικά, τι άλλο μπορούσε να κάνει; Να τον υποχρεώσει να της κάνει έρωτα με το ζόρι; Δεν ήξερε καν αν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της. Είχε βρει το θάρρος να του τα πει έξω απ’ τα δόντια. Η εκλογίκευση, η σύνεση, η ασφάλεια, όλες αυτές οι έννοιες την πλάκωσαν ταυτόχρονα, καταλύοντας την αποφασιστικότητά της. «Καλά, λοιπόν» είπε η Κουίν και έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν θέλω να σε πληγώσω». Ο Νικ είχε δυστυχισμένο ύφος. «Ποτέ δεν θέλησα να σε πληγώσω. Λυπάμαι ειλικρινά, Κουίν». «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν είμαι ευαίσθητη. Εγώ είμαι ανθεκτική. Αποτελεσματική. Υπεύθυνη».
«Κουίν…» «Δεν σκοπεύω να σου ζητήσω δεσμό» του είπε ανάλαφρα, οπισθοχωρώντας προς την πόρτα. «Είμαι απολύτως υπεύθυνη για τον εαυτό μου. Επομένως, δεν υπάρχει πρόβλημα». «Μην το κάνεις αυτό». «Τα λέμε, λοιπόν». Η Κουίν έπεσε με την πλάτη στην πόρτα και αναζήτησε το χερούλι. «Καλή τύχη στο μέλλον». «Κουίν…» Όταν αντίκρισε το βλέμμα του, έχασε την αυτοκυριαρχία της. «Δεν πρόκειται να με ξεχάσεις» του είπε ρίχνοντας αγέρωχα το κεφάλι πίσω. «Να τα βράσω τα σχέδιά σου, εγώ ξέρω ότι με θέλεις ακόμη. Αλλά μη φανταστείς ότι θα καθίσω να σε περιμένω μέχρι να λύσεις τα προβλήματά σου με τη δέσμευση, γιατί σκοπεύω να αλλάξω ζωή, όπως άλλαξα χτένισμα, και φυσικά να εξερευνήσω καινούργιους ερωτικούς δρόμους. Κρίμα που δεν θα με ακολουθήσεις». Άνοιξε την πόρτα, βγήκε χτυπώντας κάτω τα πόδια και μόλις βρέθηκε στο αυτοκίνητό της έβαλε μπρος, ώστε να ξεκινήσει αμέσως, σε περίπτωση που εκείνος ερχόταν ξοπίσω της, πράγμα που φυσικά δεν συνέβη. «Καλά τα κατάφερα» μονολόγησε. Τώρα έπρεπε να αποκτήσει ερωτική ζωή – αφού έτσι τον είχε απειλήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε μείνει χωρίς μαλλιά. Και ο πατέρας της ζούσε μαζί της και χρησιμοποιούσε την οδοντόβουρτσα του Νικ. «Βρε, δεν πάνε όλοι στον διάβολο» μουρμούρισε και γύρισε στο σχολείο.
Το κεφάλι του Μαξ πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας. «Έφυγε;» «Ναι». Ο Νικ κάρφωσε το βλέμμα στο Χόντα του Ιλάι Στράους. «Για πάντα». Ο Μαξ συγκατένευσε από το ασφαλές καταφύγιο του γραφείου. «Κι αυτό είναι καλό;» «Είναι υπέροχο» είπε ο Νικ με τραχιά φωνή. «Και δεν μου λες, γιατί έκοψε τα μαλλιά της;» «Δεν έχω ιδέα» είπε ψέματα ο Νικ. «Απεχθάνομαι τις γυναίκες με τα κοντά μαλλιά. Δείχνουν πολύ ζόρικες». «Ναι» μουρμούρισε ο Νικ και ορκίστηκε μέσα του ότι, αν ο Μαξ δεν το βούλωνε και δεν τον άφηνε στην ησυχία του, θα τον σκότωνε. «Ώστε ρίχτηκες στην Κουίν;» Ο Νικ γύρισε απότομα και έριξε στον μικρό αδελφό του ένα δολοφονικό βλέμμα. «Θα είμαι στο γραφείο» είπε ο Μαξ και μπήκε πάλι μέσα. Ο Νικ ασχολήθηκε άλλη μια ώρα με το Χόντα, χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα τι έκανε. Βασικά, ήταν θυμωμένος με την Κουίν. Η αντίδρασή της ήταν υπερβολική, δυο φιλιά είχαν ανταλλάξει όλα κι όλα, χαρά στο πράγμα! Προσπάθησε να ξεχάσει πώς ένιωσε όταν κράτησε στα χέρια του τα στήθη της… Τώρα η Κουίν αντιδρούσε λες και είχαν κάνει… Η σκέψη του ταξίδεψε στο τι θα μπορούσαν
να είχαν κάνει, στο τι δεν έκαναν, φαντάστηκε πώς θα ήταν αν της έβγαζε το απαλό πουκάμισο, φαντάστηκε πώς θα γλιστρούσε το κορμί της μέσα στην αγκαλιά του… Ακούμπησε το χέρι στην άκρη του Χόντα και είπε μέσα του: Η αντίδρασή της δεν ήταν υπερβολική, κι εγώ είμαι ένας υποκριτής. Ας υποθέσουμε ότι δεν είχαν διακόψει, ας υποθέσουμε ότι της είχε βγάλει το πουκάμισο, το τζιν, ας υποθέσουμε ότι έκαναν έρωτα… Δεν θα μπορούσε ποτέ να την αφήσει. Του ήταν αδύνατον να φανταστεί τη ζωή του χωρίς την Κουίν. Ήταν ένας από τους αγαπημένους του ανθρώπους, όπως ο Μαξ, η Ντάρλα και τα αγόρια. Όχι, όχι, την ήθελε πάντα κοντά του. Από την άλλη, η ζωή με την Κουίν στο κρεβάτι του σε μόνιμη βάση ήταν επίσης κάτι που δεν μπορούσε να γίνει. Ο Νικ αγαπούσε τη μοναχική ζωή του. Αν κοιμόταν με την Κουίν, αυτή θα ήθελε να εγκατασταθεί στο σπίτι του, ή να μετακομίσει αυτός στο δικό της, και δεν θα ήταν ποτέ πια μόνος, και το χειρότερο –εφιάλτης!– ήταν ότι θα του ζητούσε να μιλάνε για τη σχέση τους. Ο Νικ ζούσε μια υπέροχη ζωή, είχε ένα υπέροχο διαμέρισμα, επομένως είχε πράξει άριστα που την είχε αρνηθεί. Δεν ήταν από τους άντρες που τους άρεσε να φροντίζουν τους άλλους, δεν ήθελε να αναλάβει ευθύνες, ήθελε να κάνει ό,τι του κάπνιζε, όποτε του κάπνιζε, να είναι ελεύθερος να πλαγιάζει με όποια γούσταρε και να ξυπνάει μόνος… Ξάφνου συνειδητοποίησε ότι, μετά τη Λίσα, δεν είχε πλαγιάσει με άλλη γυναίκα. Και με τη Λίσα, η τελευταία φορά ήταν πριν από τα Χριστούγεννα. Ήταν μόνος, η Κουίν ήταν επίσης μόνη, και απλώς είχαν υποκύψει σε μια στιγμή αδυναμίας. Μόλις θα άρχιζαν να βγαίνουν με άλλους, να κοιμούνται με άλλους, το πρόβλημα θα λυνόταν. Όμως αυτός δεν ήθελε καμία άλλη, κι αν η Κουίν πραγματοποιούσε την ηλίθια απειλή να κάνει σεξ με άλλον άντρα… Η πίσω πόρτα χτύπησε ξανά δυνατά. Γυρίζοντας απότομα, ο Νικ κοπάνησε τον ώμο στο καπό του Χόντα, όμως δεν ήταν η Κουίν, ήταν η Ντάρλα, με κομμένα μαλλιά, πιο κοντά από αυτά της Κουίν. «Χριστέ μου!» αναφώνησε. «Τι πάθατε ξαφνικά, μπας και ασπαστήκατε καμιά αίρεση; Ο Μαξ θα γίνει μπουρλότο». «Στον διάβολο ο Μαξ» είπε η Ντάρλα, κι ο Νικ έχωσε ξανά το κεφάλι κάτω από το καπό του Χόντα, γιατί η ζωή έξω από τις μηχανές των αυτοκινήτων παραήταν συναισθηματικά περίπλοκη.
«Τι έκανες στα μαλλιά σου;» ρώτησε ο Μαξ. «Τα έκοψα». Η Ντάρλα μπήκε στο γραφείο και έκλεισε την πόρτα. «Ήθελα κάτι διαφορετικό και…» «Εγώ όχι». Ο Μαξ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και την αγριοκοίταξε. «Δεν το πιστεύω. Τι στον διάβολο έχεις πάθει;» «Δεν έχω πάθει τίποτα» είπε η Ντάρλα συγκρατώντας τα νεύρα της με κάθε κύτταρο του κορμιού της. «Πιστεύω ότι έχουμε τελματώσει. Όλο τα ίδια και τα ίδια…» «Εμένα μου αρέσουν τα ίδια και τα ίδια» δήλωσε ο Μαξ βράζοντας από θυμό. «Έστρωσα κώλο για να φτάσουμε εδώ που είμαστε…»
«Α, όλα κι όλα, μήπως εγώ δεν δούλεψα σκληρά;» «…και τώρα η ζωή μας είναι ακριβώς όπως τη θέλουμε…» «Όπως τη θέλεις εσύ». «…και θέλεις να την αλλάξουμε;» Ο Μαξ δεν μπορούσε να την κοιτάξει από τα νεύρα του. «Θέλεις να καταστρέψεις μια υπέροχη ζωή, μόνο και μόνο επειδή σου κόλλησε η ιδέα να αλλάξεις». «Εγώ δεν τη θεωρώ υπέροχη» είπε η Ντάρλα και τότε ο Μαξ την κοίταξε. «Είναι ίδια εδώ και χρόνια, Μαξ. Τη σχέση μας πρέπει να την καλλιεργούμε, πρέπει να εξελίσσεται, αλλιώς θα…» «Θέλεις να πεις ότι δεν είμαι καλός για σένα» συμπέρανε ο Μαξ. «Όχι». Η Ντάρλα κούνησε το κεφάλι, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Όχι, είσαι ο ιδανικός άντρας για μένα, ανέκαθεν ήσουν, σ’ αγαπώ…» «Τότε γιατί όλα αυτά; Τι σημαίνουν όλες αυτές οι βλακείες περί σεξ;» Η Ντάρλα πάγωσε. «Ήθελα κάτι συναρπαστικό. Προφανώς, εσύ όχι». «Η σχέση μας είναι αρκετά συναρπαστική» δήλωσε ο Μαξ. «Όχι» του απάντησε με σφιγμένα δόντια. «Δεν είναι». Ο Μαξ την κοίταξε πεισμωμένα, έτσι όπως μόνο αυτός ήξερε να πεισμώνει. «Θέλεις να πεις ότι εγώ δεν είμαι αρκετά συναρπαστικός». «Ναι» συμφώνησε η Ντάρλα. Ο Μαξ συγκατένευσε μην μπορώντας να μιλήσει από θυμό. «Θέλω κάτι διαφορετικό για εμάς τους δύο» συνέχισε η Ντάρλα. «Εγώ, πάλι, όχι». Ο Μαξ έλυσε τα χέρια και έκανε μεταβολή. «Επομένως θα χρειαστεί να αναζητήσεις αλλού αυτό το διαφορετικό». «Έτσι φαίνεται» είπε η Ντάρλα και βγήκε χτυπώντας τα πόδια στο πάτωμα. «Κι εσύ ίδιος κόπανος είσαι» είπε στον Νικ, που ήταν σκυμμένος πάνω από το Χόντα, καθώς τον προσπερνούσε, κι έπειτα βγήκε χτυπώντας την πόρτα.
«Ωραίο κούρεμα. Πώς και τα έκοψες;» ρώτησε η Θία την Κουίν, αργότερα το ίδιο απόγευμα, και η Κουίν αποκρίθηκε: «Μερικές φορές αναγκαζόμαστε να περάσουμε σε ριζοσπαστικές ενέργειες, προκειμένου να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να μας κοιτάξουν στ’ αλήθεια και να αντιληφθούν ότι δεν είμαστε αυτό που πίστευαν για εμάς». Βλέποντάς τη σκεφτική, πρόσθεσε: «Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κόψεις κι εσύ τα μαλλιά σου». «Το ξέρω» είπε η Θία. «Τα μαλλιά μου μου αρέσουν έτσι μακριά. Όμως έχεις δίκιο σ’ αυτό που είπες, ότι οι άνθρωποι δεν σε βλέπουν. Για παράδειγμα, όλο το σχολείο πιστεύει πιθανώς ότι είσαι απλώς η φιλενάδα του προπονητή και η δασκάλα των Καλλιτεχνικών που δίνει λύσεις σε όλα. Δεν σε βλέπουν έτσι όπως είσαι αληθινά». «Σ’ ευχαριστώ» είπε η Κουίν. «Μου έφτιαξες το κέφι». «Τώρα πάντως θα σε προσέξουν. Παράτησες τον προπονητή και έκοψες τα μαλλιά σου, συνεπώς θα αναγκαστούν να σε δουν με άλλο μάτι».
«Ας το ελπίσουμε» είπε η Κουίν. «Η ιδέα σου ήταν πολύ έξυπνη. Εσύ, τουλάχιστον, προσπαθείς να κάνεις τους άλλους να σε δουν διαφορετικά. Αν και εγώ σε προτιμώ με μακριά μαλλιά». Η Κουίν ήταν σίγουρη πως η Θία κάτι σκάρωνε. Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν όταν, δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Τζέισον ήρθε στην έδρα για να δανειστεί ένα κοπίδι και η Θία τού είπε με γλυκιά φωνή: «Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη». Ο Τζέισον την κοίταξε επιφυλακτικά, όπως το συνήθιζε μετά το επεισόδιο με τον κινηματογράφο. «Ξέρεις… τότε που σου ζήτησα να πάμε σινεμά, στην πραγματικότητα σε χρησιμοποίησα, επειδή προσπαθούσα να πετύχω μερικές αλλαγές στη ζωή μου» του είπε με ειλικρίνεια. Ο Τζέισον την άκουγε άναυδος, χωρίς να καταλαβαίνει. «Ήθελα απλώς κάτι πιο συναρπαστικό από τη διαρκή μελέτη. Και σκέφτηκα ότι, αν βγαίναμε μαζί, θα πήγαινα σε πάρτι, θα έπινα, θα έκανα σεξ μέσα σε αυτοκίνητα, τέτοια πράγματα». «Τι;» εξεπλάγη ο Τζέισον. «Δεν ήταν σωστό». Η Θία τού χαμογέλασε απολογητικά. «Θέλω να πω, για σκέψου να με καλούσες εσύ να βγούμε, θέλοντας μόνο και μόνο να με χρησιμοποιήσεις για το σεξ. Θα ήσουν ένας αλήτης, και να που τώρα πήγα να σ’ το κάνω εγώ. Ειλικρινά λυπάμαι». «Μια στιγμή» είπε ο Τζέισον. «Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί» κατέληξε η Θία με ύφος καθησυχαστικό και χώθηκε στην αποθήκη. «Με δουλεύει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τζέισον την Κουίν. «Είμαι βέβαιη ότι η μεταμέλειά της είναι ειλικρινής» αποκρίθηκε εκείνη. «Δεν πρέπει να τα λέει αυτά τα πράγματα, δεν πρέπει να λέει ότι ψάχνει για σεξ. Αν μαθευτεί, όλα τα καθοίκια του σχολείου θα τρέχουν από πίσω της». Η Κουίν προσπάθησε να μιμηθεί το αθώο ύφος της Θία. «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» «Είναι καλό κορίτσι». Ο Τζέισον είχε εξοργιστεί. «Μπορεί να μην είναι ο τύπος μου, αλλά είναι εντάξει παιδί. Καλύτερα να σταματήσει τις σαχλαμάρες περί σεξ, γιατί θα μπλέξει άσχημα». «Θα της το μεταφέρω» είπε η Κουίν και, όταν ο Τζέισον ξεκουμπίστηκε επιτέλους από την έδρα, πήγε στην αποθήκη. «Αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό» είπε στη Θία. «Η εκδίκηση είναι γλυκιά» απάντησε η Θία. «Εξάλλου, μη φανταστείς ότι θα χάσει τον ύπνο του επειδή θα σκέφτεται τι έχασε. Ο άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται». «Φαίνεται όμως ότι ανησυχεί» είπε η Κουίν. «Και έχει δίκιο, πιθανώς. Καλύτερα να σταματήσεις να διαδίδεις ότι ψάχνεις για σεξ». «Σιγά μην ψάχνω!» Η Θία χαμογέλασε. «Όμως όντως με είδε με άλλο μάτι, το πρόσεξες;» «Ναι. Σε κοίταξε με φρίκη» απάντησε η Κουίν. «Προτιμώ να τους σοκάρω, παρά να τους προκαλώ πλήξη. Και δεν χρειάστηκε καν να κόψω τα μαλλιά μου» πρόσθεσε η Θία. Ένα τέταρτο αργότερα, χτύπησε το τελευταίο κουδούνι. Η Κουίν άρπαξε το παλτό της και έφυγε τρέχοντας, προκειμένου να αποφύγει τον Μπιλ και το αγόρι-διευθυντή, αλλά τελικά έπεσε πάνω
στην Ίντι. Στο μεσημεριανό διάλειμμα, δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουν, επειδή η Μάρτζορι εξέφραζε μεγαλόφωνα την άποψή της πως όλοι ήξεραν ποιος έφταιγε για τις τρεις απανωτές ήττες της ομάδας του σχολείου, και η Πέτρα μουρμούριζε για τη φαυλότητα που φωλιάζει στις καρδιές των μαθητών, και προπάντων των διεστραμμένων αγοριών, και γύρευε να μάθει πού είχε αγοράσει η Κουίν το χαριτωμένο μπλουζάκι της. «Ώρες ώρες έχω την εντύπωση πως όλοι είναι τρελοί σε τούτο το σχολείο» σχολίασε η Ίντι, καθώς έβγαιναν από την πίσω πόρτα. Η Κουίν συγκατένευσε. «Ο Μπόμπι θα με τρελάνει. Κάθε μέρα βρίσκει κάτι καινούργιο για να με επιπλήξει. Στο τέλος θα με πεθάνει με την γκρίνια του». «Δεν έχει προσωπική ζωή» παρατήρησε η Ίντι θέλοντας να την παρηγορήσει. «Ενώ εσύ έχεις. Παρεμπιπτόντως, ωραίο κούρεμα!» «Απ’ όσο ξέρω, ούτε εγώ έχω προσωπική ζωή» είπε η Κουίν. «Όλο τα ίδια. Εκτός από σένα και τη μαμά». «Κουίν…» άρχισε να λέει η Ίντι, αλλά εκείνη την έκοψε. «Όχι, δεν πειράζει. Μου αρκεί που είστε ευτυχισμένες. Και είμαι σίγουρη ότι με τον καιρό θα συνηθίσω να μένω με τον μπαμπά. Οι ανάγκες του είναι υποτυπώδεις». «Να μη λυπάσαι. Όλα θα πάνε καλά». Όμως στις πεντέμισι το απόγευμα, την ώρα που ετοίμαζε βραστά λουκάνικα και ξινολάχανο για τον πατέρα της, λίγο προτού αναχωρήσει για τις πρόβες του έργου, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Όταν άνοιξε, είδε μπροστά της την Ντάρλα με μια βαλίτσα, κοντό κούρεμα που της αφαιρούσε δέκα χρόνια και μια βασανισμένη έκφραση στο πρόσωπο που της τα έδινε πίσω. «Ωραία μαλλιά» είπε η Κουίν οπισθοχωρώντας για να την αφήσει να περάσει. «Θα μείνω για λίγο μαζί σου» ανακοίνωσε η Ντάρλα. «Αν δεν έχεις αντίρρηση». «Μα, ναι, φυσικά». Όσο κι αν ήθελε να είναι διακριτική, η Κουίν δεν βρήκε τα κατάλληλα λόγια, κι έτσι πέρασε κατευθείαν στο ψητό. «Τι συνέβη;» «Δεν του άρεσαν τα μαλλιά μου». Η Ντάρλα άφησε κάτω τη βαλίτσα για να τη μυρίσει η Κέιτι. «“Τι στον διάβολο έχεις πάθει;” μου είπε κι εγώ απάντησα: “Θέλω κάτι διαφορετικό”. “Εγώ όχι” μου αποκρίθηκε και τότε έφυγα απ’ το σπίτι. Να ποιο είναι το διαφορετικό για μένα». Η Ντάρλα μιλούσε με φωνή σφιγμένη, σαν τη Λόις, έχοντας χάσει το συνηθισμένο σπινθηροβόλο βλέμμα της. Ίσως έτσι συμβαίνει όταν χωρίζεις με τον άντρα σου. Όχι δηλαδή ότι η Κουίν θα το γνώριζε ποτέ από πρώτο χέρι. Μια και η Ντάρλα είχε καταπιεί τη γλώσσα της, η Κουίν προσπάθησε να την εμψυχώσει. «Ναι, σίγουρα είναι κάτι το διαφορετικό. Πάμε πάνω να μεταφέρουμε το ένα κρεβάτι στο γραφείο» πρόσθεσε όταν είδε ότι η προσπάθειά της δεν έφερε αποτέλεσμα. «Γιατί;» ρώτησε η Ντάρλα και σήκωσε ξανά τη βαλίτσα, αιφνιδιάζοντας την Κέιτι, που πισωπάτησε έντρομη. «Ο μπαμπάς μετακόμισε στο σπίτι μου χτες το βράδυ. Υποθέτω πως δεν θέλεις να μοιραστείς μαζί του το ίδιο δωμάτιο». «Μάλωσε με τη μαμά σου;»
«Όχι. Η μαμά μου είναι ερωτευμένη με την Ίντι. Δεν το έχουμε πει ακόμη στον μπαμπά». Η Ντάρλα την κοίταξε έκπληκτη. «Μάλιστα. Και τι έγινε μ’ εσένα και τον Νικ;» «Εγώ είμαι δυσαρεστημένη κι αυτός βρίσκεται σε άρνηση». «Με λίγα λόγια, έχουμε γίνει όλοι μαλλιά κουβάρια» αποφάνθηκε η Ντάρλα και πήρε τον δρόμο για τη σκάλα.
Εξετάζοντας εκ των υστέρων τις δύο εβδομάδες που ακολούθησαν, η Κουίν αναρωτιόταν πώς κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Η Ντάρλα αρνιόταν πεισματικά να γυρίσει σπίτι και ο Μαξ, εξίσου πεισματικά, αρνιόταν να παραδεχτεί ότι υπήρχε πρόβλημα. «Παραλογίζεται» είπε ο Μαξ στην Κουίν. «Ξέρει ότι δεν θα την κεράτωνα ποτέ». «Το θέμα δεν είναι η Μπάρμπαρα, Μαξ» επισήμανε η Κουίν, και τότε ο Μαξ πήρε το γνωστό μουλαρίσιο ύφος του και αρνήθηκε να το συζητήσει περισσότερο. «Είναι χαμένη υπόθεση» της είπε η Ντάρλα αργότερα. «Τουλάχιστον δεν ζω τόσο βαρετά όσο πρώτα. Σταμάτησα να θέλω να ουρλιάζω όλη την ώρα. Ελπίζω να μη σε πειράζει που μένω μαζί σου». «Δεν με πειράζει» απάντησε η Κουίν. «Είναι διασκεδαστικό. Άλλωστε, δεν έχω προσωπική ζωή. Για να πω την αλήθεια, όσο περνά ο καιρός, γίνομαι σαν τη μάνα μου· εκείνη είχε την Ίντι, εγώ έχω εσένα. Όχι με τον ίδιο τρόπο, φυσικά». «Ποτέ δεν ξέρεις» είπε η Ντάρλα. «Αν ζήσουμε μαζί καμιά δεκαριά ή εικοσαριά χρόνια, ίσως βρούμε την υγειά μας». Φυσικά, η ζωή της Ίντι και της Μέγκι δεν ήταν τέλεια. «Η Ίντι είναι τόσο ήσυχη» παραπονέθηκε η Μέγκι στην Κουίν, όταν άφησαν την Ίντι στο σχολείο για τις πρόβες του έργου. Όταν βεβαιώθηκε ότι η Ίντι δεν μπορούσε να τις ακούσει, συνέχισε: «Συνέχεια κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα και, όποτε μπαίνω μέσα, τη βρίσκω να διαβάζει». «Είναι φιλόλογος, και οι φιλόλογοι διαβάζουν» τη δικαιολόγησε η Κουίν. «Έχει μάθει να μένει πολλές ώρες μόνη» σχολίασε η Μέγκι. «Τη λυπάμαι την καημένη». Η Κουίν σκέφτηκε το δικό της σπίτι. Η τηλεόραση έπαιζε διαρκώς στο αθλητικό κανάλι, τώρα που ο Τζο είχε συνδέσει την καλωδιακή τηλεόραση, τα αγόρια της Ντάρλα έρχονταν για φαγητό κάθε βράδυ, και η μητέρα της Ντάρλα περνούσε επίσης κάθε βράδυ για να δει αν η κόρη της είχε συνετιστεί, επιτέλους, και είχε επιστρέψει στον Μαξ, που ήταν καλός οικογενειάρχης. «Ναι, την καημένη» συμφώνησε. Αργότερα εκείνο το βράδυ, τη βρήκε η Ίντι. «Η μητέρα σου κοντεύει να με τρελάνει» της εξομολογήθηκε. «Μου φέρνει διαρκώς διάφορα πράγματα, όλο με ρωτάει τι θέλω για φαγητό και μου ζητάει να αφήσω το διάβασμα και να δω μαζί της τηλεόραση». «Σας χρειάζεται λίγος χρόνος για να προσαρμοστείτε» αποφάνθηκε η Κουίν. «Πέρασαν μονάχα δυο εβδομάδες. Σκέψου ότι εκείνη έζησε σχεδόν σαράντα χρόνια με τον μπαμπά κι εσύ ζούσες
πάντα μόνη. Πρέπει σταδιακά να το συνηθίσετε και οι δύο». Σκέφτηκε τον Τζο, που παρέμενε στο σπίτι της Απλ Στριτ επειδή πίστευε ότι ο χωρισμός ήταν προσωρινός και ότι, μέχρι να αρχίσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, θα είχε γυρίσει στο σπίτι του, στη μεγάλη τηλεόραση. «Μου άρεσε η μοναχική ζωή μου» είπε η Ίντι. «Τότε γιατί μετακόμισες;» ρώτησε η Κουίν εκνευρισμένη, νιώθοντας συγχρόνως τύψεις για τον εκνευρισμό της. «Γιατί η Μέγκι φαινόταν ενθουσιασμένη» της απάντησε η Ίντι μελαγχολικά. «Διαρκώς ονειρευόταν την ώρα που θα ζούσαμε μαζί. Πώς να της πω λοιπόν ότι προτιμούσα τη μοναχική ζωή; Θα ήταν φοβερό για κείνη». Η Κουίν θυμήθηκε το πλατύ χαμόγελο της μητέρας της εκείνη τη νύχτα στην κουζίνα. «Έχεις δίκιο, ούτε εγώ θα μπορούσα να της το αρνηθώ». «Θα το συνηθίσω» είπε η Ίντι. «Ούτως ή άλλως, περνάω τόσες ώρες στις πρόβες, που θα βρίσκομαι στο σπίτι ελάχιστα». Ο Μπιλ, από την άλλη, ήταν συνέχεια μες στα πόδια της Κουίν. Κάθε τόσο περνούσε από την τάξη της για να της μιλήσει για τη συμμετοχή του Τζέισον, παρόλο που εκείνη του είχε δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν ήθελε να του μιλήσει. «Ανησυχώ απλώς μήπως έχει φορτώσει το πρόγραμμά του με πολλές υποχρεώσεις» είπε ο Μπιλ, επιχειρώντας να την υποχρεώσει να συμμεριστεί τις ανησυχίες του. «Αυτό αφορά τον Τζέισον» του απάντησε η Κουίν και γύρισε ξανά στη δουλειά της. Ο Μπόμπι, ωστόσο, δεν ήταν τόσο διακριτικός. «Καταστρέφεις την ομάδα» της είπε όταν την κάλεσε στο γραφείο του την τελευταία Τετάρτη του Μαρτίου – και ήταν η πέμπτη κατά σειρά προειδοποίηση μέσα σ’ έναν μήνα. «Ο Τζέισον Μπαρνς έχει γίνει απείθαρχος, το ίδιο και ο Κόρεϊ Μόσερτ. Πες τους να μη συμμετάσχουν στο θεατρικό, ειδάλλως θα το κάνω εγώ». «Να τους το πεις εσύ. Είναι δεκαοκτώ ετών, Μπόμπι» είπε η Κουίν. «Είναι ικανοί να παίρνουν μόνοι τις αποφάσεις τους όσον αφορά τις εξωσχολικές δραστηριότητες». «Το μπέιζμπολ δεν είναι εξωσχολική δραστηριότητα» αντέτεινε ο Μπόμπι και τα μάτια του φωτίστηκαν από θρησκευτικό μένος. «Καλά, εντάξει» είπε η Κουίν και βγήκε από το γραφείο του. «Έχει αποτρελαθεί, ή μήπως είναι ιδέα μου;» ρώτησε την Γκρέτα. «Ιδέα σου» αποκρίθηκε η Γκρέτα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το πληκτρολόγιο. «Πάντα ήταν ανυπόφορος». Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάποιος έκανε διαρκώς καταγγελίες στις Αρχές σχετικά με το σπίτι της. Κάθε λίγο και λιγάκι, έρχονταν για επιθεώρηση υπάλληλοι από διάφορες υπηρεσίες, όπως από την εταιρεία ύδρευσης, την πολεοδομία, την υπηρεσία απεντόμωσης, την υπηρεσία φωταερίου, την υπηρεσία πρασίνου του δήμου και ένα σωρό άλλες. Στο τέλος, είχε τόσο κουραστεί από τις διαρκείς ενοχλήσεις, που είχε φτάσει στο σημείο να μετανιώσει που είχε αγοράσει το σπίτι. «Κάποιος έχει αποφασίσει να σε τρελάνει» παρατήρησε η Ντάρλα. «Το σκέφτηκα κι εγώ. Ζήτησα από τον Μπιλ να πάψει να κάνει ανυπόστατες καταγγελίες εναντίον
μου στις Αρχές, κι εκείνος με διαβεβαίωσε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη. Πώς να αντιμετωπίσει κανείς τέτοιο μουλάρωμα, μου λες;» «Εγώ μετακόμισα» απάντησε η Ντάρλα. «Αλλά εσύ το έκανες ήδη, επομένως βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Α, να μην το ξεχάσω, ήρθε η αλληλογραφία. Σου ήρθε νέα ειδοποίηση από τον δήμο». Ο Μπιλ δεν ήταν ο μόνος που της έβαζε τρικλοποδιές. Μέσα σ’ όλα, ο Νικ είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Για ολόκληρα χρόνια μιλούσαν καθημερινά και τώρα, από τη μια στιγμή στην άλλη, απλώς είχε χαθεί. Η Κουίν θύμωσε, πληγώθηκε και στο τέλος ένιωσε ακόμα πιο μόνη – της έλειπε η συντροφιά του. Ώστε αυτό εννοούσε ο Νικ όταν της έλεγε ότι έθεταν σε κίνδυνο τη φιλία τους… Προσπάθησε να νιώσει μεταμέλεια για τη νύχτα που έζησαν μαζί στον καναπέ, αλλά στάθηκε αδύνατον. Ονειρευόταν κάτι το συναρπαστικό, κι αυτός της το είχε προσφέρει. Πώς ήταν δυνατόν να νιώσει μετανιωμένη, τη στιγμή που η καρδιά της λαχταρούσε ακόμα περισσότερα; Αντιστάθηκε στην επιθυμία να πάει να τον βρει και να του μιλήσει, επιλέγοντας να περιμένει από αυτόν το πρώτο βήμα. Το Τιμπέτ ήταν μικρός τόπος, ο Νικ δεν θα μπορούσε να την αποφεύγει για πολύ. Αργά ή γρήγορα θα ερχόταν να τη βρει, ή θα αναγκαζόταν, έστω, να σταματήσει να παριστάνει ότι αγνοούσε την ύπαρξή της. Αυτό, τουλάχιστον, ήλπιζε.
Στο διάστημα αυτών των δύο εβδομάδων, ο Νικ υπέφερε εξίσου. Είχε γλιτώσει τη φυλακή, πληρώνοντας πρόστιμο για παραβίαση ιδιωτικού χώρου και για την Κέιτι. Το Κέντρο Προστασίας Ζώων δεν θέλησε να δώσει συνέχεια, μια και ο ανώνυμος που είχε τηλεφωνήσει δεν παρουσιάστηκε να υπογράψει την καταγγελία του ότι τον δάγκωσε το σκυλί, κι έτσι επιτράπηκε στην Κουίν να κρατήσει την Κέιτι, με τον όρο να μην την αφήσει να το σκάσει άλλη φορά. Η καινούργια άδεια βγήκε στο όνομά της. Μπορεί το πρόβλημα με την Κέιτι να είχε λυθεί, ωστόσο το πρόβλημα με την Κουίν παρέμενε. Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι η στάση του να εγκαταλείψει τον καναπέ μαρτυρούσε ηθική ακεραιότητα, του ήταν αδύνατο να πάψει να σκέφτεται τι θα συνέβαινε αν είχε παραμείνει. Η λίμπιντό του πρόβαλλε στερεοφωνικά στον νου του την έγχρωμη ταινία με τον τίτλο Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, ενώ η ιδέα πως η Κουίν τού είχε θυμώσει αλλά εξακολουθούσε να τον θέλει τον έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα. Μόνο μια φορά, έλεγε το ορμέμφυτό του. Μόνο μια φορά, για να το βγάλω από μέσα μου και να πάψω να το σκέφτομαι. Η Κουίν θα είναι όπως όλες οι άλλες. Να το κάνω μόνο μια φορά. Ήξερε ότι ήταν κακή ιδέα, γι’ αυτό, όταν δύο εβδομάδες μετά τη φυγή της Ντάρλα ο Μαξ ήρθε στη δουλειά και είπε: «Απόψε θα πάω στου Μπο, θέλεις να έρθεις;», αντί ο Νικ να απαντήσει: «Δεν έχω καμία διάθεση να μπλέξω με έναν παντρεμένο που σκοπεύει να πάει στο μπαρ για να ψαρέψει γυναίκες», δέχτηκε, γιατί οτιδήποτε άλλο ήταν προτιμότερο από το να περάσει μια νύχτα ακόμα με την Κουίν να τον στοιχειώνει. Για κακή του τύχη, εκείνη τη στιγμή έτυχε να βρίσκεται δίπλα του ο Τζο. «Ωραία ιδέα. Θα έρθω κι εγώ. Με το δικό μου αμάξι, μπας και σταθώ τυχερός» δήλωσε.
«Τυχερός;» απόρησε ο Νικ νιώθοντας ναυτία. «Κατά πάσα πιθανότητα, προβλέπω ότι θα περάσουν τουλάχιστον άλλες δύο εβδομάδες μέχρι να με νοσταλγήσει η Μέγκι. Γιατί να κάθομαι να περιμένω με τα χέρια σταυρωμένα; Καλά δεν λέω, Μαξ;» είπε ο Τζο. «Ναι, βέβαια» μουρμούρισε ο Μαξ δίχως τον παραμικρό ενθουσιασμό. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν καταστροφική. Το Μπαρ-Ψησταριά του Μπο δεν ήταν άσχημο μαγαζί. Ο Νικ είχε περάσει εκεί όμορφες στιγμές: Η μπίρα ήταν κρύα, η πίτσα ζεστή, το τζουκ μποξ έπαιζε σχετικά συμπαθητικά κομμάτια, ενώ καραόκε είχαν μόνο κάθε Τετάρτη βράδυ, επομένως μπορούσες εύκολα να το αποφύγεις. Βέβαια, ο χώρος δεν ήταν ελκυστικός –τα τραπέζια φορμάικα ήταν σημαδεμένα και οι μεταλλικές καρέκλες πιθανώς στο φως του ήλιου θα είχαν άθλια όψη–, όμως κανένας δεν πήγαινε στου Μπο για το ντεκόρ. Πήγαινε για ποτό, για τηλεόραση και για συντροφιά. Το συγκεκριμένο βράδυ, ο Νικ θα προτιμούσε να του έλειπε η συντροφιά. «Ώστε εδώ συναντάς γυναίκες» είπε ο Μαξ όταν κάθισαν, προσπαθώντας να νιώσει σαν έμπειρος άντρας και πετυχαίνοντας να ακουστεί σαν γυμνασιόπαιδο που προσπαθούσε να παραστήσει τον έμπειρο άντρα. Ο Τζο έγειρε πάνω στον πάγκο και επιθεώρησε την αίθουσα. «Υπάρχει πολύ ψωμί εδώ μέσα. Εύγε, Νικ». «Δεν θα μείνουμε πολύ» είπε ο Νικ και παρήγγειλε μπίρα. Φαντάστηκε πως ο Τζο θα βαριόταν γρήγορα και θα άρχιζε να παρακολουθεί τον αγώνα στην τηλεόραση πάνω από το μπαρ, που έδειχνε μονίμως αθλητικά. Επίσης, οι γυναίκες δεν θα αργούσαν να την πέσουν στον Μαξ –το πρόσωπό του ήταν ακαταμάχητο–, κι αυτός θα τρομοκρατούνταν και θα ήθελε να φύγουν. Έτσι θα πήγαιναν στου Μαξ –ο Τζο ήταν πρόθυμος να τους συνοδεύσει οπουδήποτε, φτάνει να υπήρχε καλωδιακή τηλεόραση– και ο εφιάλτης θα έπαιρνε τέλος. «Γεια σου, Νικ» είπε η Λίσα πίσω του, κι εκείνος κοκάλωσε. «Γεια σου, Λίσα» της απάντησε γυρίζοντας από ευγένεια. «Πώς πάει;» «Μοναχικά» του αποκρίθηκε χαμογελώντας του. Ήταν νέα, ήταν όμορφη, αλλά δεν ήταν αυτό που γύρευε ο Νικ. «Έλα να καθίσεις μαζί μας, δεσποσύνη» είπε ο Τζο και μετατοπίστηκε κατά μια θέση για να της αφήσει χώρο ανάμεσά τους, κάτω από το δολοφονικό βλέμμα του Νικ. «Με λένε Τζο» της συστήθηκε όταν εκείνη σκαρφάλωσε στο σκαμνί, γέρνοντας προς το μέρος της με χαμόγελο ακόμα μεγαλύτερο από το χαμόγελο που η Λίσα προόριζε για τον Νικ. «Να σου προσφέρω μια μπίρα;» «Ναι, αμέ» είπε η Λίσα κοιτάζοντας τον Νικ, ο οποίος ένιωσε τον Μαξ να γέρνει προς το μέρος του και γύρισε για να δει ποιον προσπαθούσε να αποφύγει ο αδελφός του. «Είσαι καινούργιος εδώ;» ρώτησε τον Μαξ μια καλοφτιαγμένη ξανθούλα. «Μμμ, Μαξ» είπε εκείνος δίνοντάς της το χέρι. «Τίνα» του συστήθηκε η ξανθιά κρατώντας το χέρι του περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. «Χαίρω πάρα πολύ». «Ε… θα πιεις μια μπίρα;» μουρμούρισε ο Μαξ δείχνοντας το μπουκάλι που κρατούσε με το αριστερό του χέρι, μια και η Τίνα δεν έλεγε να αφήσει το δεξί. «Τι λες;»
Με μια απότομη κίνηση, η Τίνα άφησε το χέρι του θαρρείς και ήταν βρόμικο. «Σαν δεν ντρέπεσαι, αλήτη» μουρμούρισε και έφυγε νευριασμένη. «Τι έκανα;» ρώτησε ο Μαξ πανικόβλητος και η φωνή του έγινε ακόμα πιο λεπτή. «Υποτίθεται ότι τους προσφέρεις κάτι να πιουν». Στην άλλη άκρη της αίθουσας, η Τίνα κάτι ψιθύριζε στις φιλενάδες της, που γύρισαν όλες μαζί και αγριοκοίταξαν τον Μαξ. Το βλέμμα του Νικ έπεσε στο μπουκάλι που ο Μαξ έσφιγγε με το αριστερό του χέρι. «Δεν είμαι βέβαιος, αλλά ίσως φταίει η βέρα σου». «Διάβολε!» έβρισε ο Μαξ αφήνοντας κάτω το μπουκάλι και τράβηξε τη βέρα του, που δεν έλεγε να βγει από το δάχτυλό του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Τζο πίσω από τη Λίσα, και τότε είδε τον Μαξ που πάλευε με τη βέρα. «Καλή ιδέα» είπε και, βγάζοντας τη δική του, την έχωσε στην τσέπη κάτω από το έκπληκτο βλέμμα της Λίσα. «Η γυναίκα μου με εγκατέλειψε» της ανακοίνωσε λυπημένα. «Με πέταξε έξω, έπειτα από τριάντα εννιά χρόνια που της ήμουν πιστός». «Είναι τρομερό» είπε η Λίσα. «Τριάντα εννιά χρόνια πιστός». Έπειτα έριξε ένα λοξό βλέμμα στον Νικ προσθέτοντας: «Αυτό θα πει αφοσίωση». Ο Νικ στράφηκε στον Μαξ, που εξακολουθούσε να παλεύει με τη βέρα. «Ξέρεις, ίσως είναι σημάδι ότι δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ». «Μιλάς σαν την Κουίν» γκρίνιαξε ο Μαξ. «Σημάδια και πράσινα άλογα. Ε!» φώναξε στον μπάρμαν. «Μήπως σου βρίσκεται λίγο βούτυρο;» «Μαξ, παράτα τα και γύρνα πίσω» είπε ο Νικ. «Δεν θέλεις καμία αποδώ μέσα, εσύ θέλεις την Ντάρλα». «Με εγκατέλειψε» απάντησε ο Μαξ με το γνώριμο μουλαρίσιο ύφος. «Έχουν περάσει δύο εβδομάδες και συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι θέλει κάτι καινούργιο». Κοίταξε γύρω του το μπαρ του Μπο σαν να ήταν τα Σόδομα. «Ορίστε, να κάτι καινούργιο, να πάρει ο διάολος». «Πιστεύω πως είχε στο μυαλό της κάτι καινούργιο για εσάς τους δύο». Ο Νικ τον κοίταξε με απέχθεια. «Μου φαίνεται απίστευτο που πας να καταστρέψεις τον γάμο σου από βλακεία, να πάρει η οργή». Ο Μαξ τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. «Δεν σε αφορά». «Όπως θες». Ο Νικ επέστρεψε στην μπίρα του. «Εμπρός, λοιπόν, προχώρα, βγάλε τα μάτια σου μόνος σου». Ύστερα από μια σύντομη σιωπή, ο Μαξ ρώτησε: «Εσύ γιατί δεν χτυπάς καμιά γκόμενα;» «Ξεκουράζομαι» βρυχήθηκε απειλητικά ο Νικ. «Θα τηλεφωνήσεις στην Κουίν;» «Όχι». «Και μετά λες εμένα ανόητο. Η Κουίν σε θέλει, μπουμπούνα». «Ναι, αλλά εγώ δεν τη θέλω» απάντησε ο Νικ και σκέφτηκε προς στιγμήν να φλερτάρει τη Λίσα για να ξεφορτωθεί τον Μαξ, αλλά αμέσως εγκατέλειψε την ιδέα.
«Ναι, καλά». Με τον καβγά, ο Μαξ είχε ξαναβρεί την κανονική φωνή του. «Ανέκαθεν την ήθελες». «Εσύ δεν ήρθες εδώ για να ψωνίσεις γυναίκα;» είπε ο Νικ και, προτού ολοκληρώσει τη φράση του, μια γυναίκα κάθισε δίπλα στον Μαξ. «Γεια σου, Μαξ Ζίγκλερ» του είπε. «Τι γυρεύεις εσύ σ’ ένα τέτοιο μαγαζί;» Ο Μαξ έχωσε το αριστερό χέρι στην τσέπη του και γύρισε. «Ωχ. Γεια σου, Μάρτι». Ο Νικ κοίταξε τη γυναίκα μισοκλείνοντας τα μάτια. Ήταν η Μάρτι Γιάκομπσεν, τακτική πελάτισσα της Ντάρλα. Υπέροχα. Καλά να πάθει ο Μαξ. Την Κουίν δεν την ήθελε ανέκαθεν. Μόνο τα τελευταία είκοσι χρόνια. «Η Ντάρλα ξέρει ότι βγήκες απόψε;» ρώτησε η Μάρτι γέρνοντας ελαφρώς προς το μέρος του. «Όχι» απάντησε ο Μαξ γέρνοντας λίγο πίσω το σώμα. Ο Νικ τον υποχρέωσε να καθίσει κανονικά, καθώς ο αδελφός του πρόσθετε: «Βγήκα απλώς με τον Νικ και τον Τζο». Βγάζοντας από την τσέπη το αριστερό χέρι, έχωσε τη βέρα του κάτω απ’ τη μύτη της. «Έμαθα ότι σε παράτησε». Η Μάρτι έγειρε περισσότερο. «Μεγάλη βλακεία να παρατήσει έναν άντρα σαν εσένα». «Πήγε να μείνει απλώς με την Κουίν για ένα διάστημα» εξήγησε ο Μαξ δείχνοντας νευρικός. «Ναι, το έμαθα» είπε η Μάρτι κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση. «Θα πρέπει να είναι φρικτό για σένα, να το ανακαλύψεις έτσι, στα καλά καθούμενα». «Τι να ανακαλύψω;» «Πρώτα η μαμά της Κουίν με την κυρία Μπάκμαν και κατόπιν η Κουίν με την Ντάρλα». Ο Νικ γέλασε, καταλαβαίνοντας πού το πήγαινε η Μάρτι, κι εκείνη τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα. «Μη φανταστείς ότι το θεωρώ κακό. Θέλω να πω… Η Ντάρλα θα συνεχίσει να μου βάφει τα μαλλιά». «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες» μουρμούρισε ο Μαξ σαστισμένος. «Αν θελήσεις παρηγοριά… να ξέρεις ότι είμαι πρόθυμη να βοηθήσω». Η Μάρτι έπαιξε τα βλέφαρα προς το μέρος του. «Ευχαρίστως θα βοηθήσω». «Μάρτι, δεν έχουν ερωτικές σχέσεις» παρενέβη ο Νικ. «Απλώς δουλεύουν μαζί για το έργο». «Ερωτικές σχέσεις;» απόρησε ο Μαξ. «Εσείς οι άντρες είστε τόσο τυφλοί» είπε η Μάρτι. «Η Κουίν δεν παράτησε τον προπονητή; Τον καλύτερο άντρα της πόλης; Και μετά έκοψαν τα μαλλιά τους κοντά. Είναι ολοφάνερο» πρόσθεσε κουνώντας το κεφάλι. «Ερωτικές σχέσεις;» επανέλαβε ο Μαξ κοιτάζοντας τον Νικ συνοφρυωμένος και, καθώς συνειδητοποιούσε τι εννοούσαν, ο θυμός του φούντωσε περισσότερο. «Δεν έχουν ερωτικές σχέσεις, Μαξ. Σύνελθε επιτέλους» είπε ο Νικ. «Ναι, αλλά ο κόσμος πιστεύει…» «Μαξ, θα με κεράσεις μια μπίρα; Διψάω» είπε η Μάρτι. «Ναι, βέβαια» είπε ο Μαξ γνέφοντας στον μπάρμαν και άφησε στον πάγκο ένα χαρτονόμισμα. «Η κυρία θέλει μια μπίρα». Έπειτα στράφηκε στη Μάρτι. «Πρέπει να πηγαίνουμε. Χάρηκα που σε είδα». Κατέβηκε από το σκαμνί, προς μεγάλη ανακούφιση του Νικ και απογοητεύοντας τη Μάρτι.
«Τζο, πάμε;» είπε στον πατέρα της Κουίν. Ο Νικ γύρισε και είδε τον Τζο καθισμένο με την πλάτη στο μπαρ να κουβεντιάζει με τη Λίσα και δυο φίλες της, μια κοκκινομάλλα και μια καστανή. «Αν ο νεροχύτης σου είναι παλιός, πιθανόν να έχει χαλάσει το λαστιχάκι της βρύσης» έλεγε ο Τζο. «Είναι πολύ παλιός» είπε η Λίσα κοιτάζοντάς τον με θαυμασμό. «Αν θέλεις, μπορώ να περάσω αύριο να το επιδιορθώσω». «Σύμφωνοι». Η Λίσα έριξε μια κλεφτή ματιά στον Νικ για να δει αν άκουγε. «Ραντεβού αύριο, λοιπόν». «Δεν είμαστε καλά!» ψιθύρισε ο Μαξ μέσα απ’ τα δόντια του. «Τζο, φεύγουμε» τον ειδοποίησε ο Νικ. «Καλά να περάσεις». «Όσο γι’ αυτό, να είσαι σίγουρος» είπε ο Τζο υψώνοντας το μπουκάλι της μπίρας. Η Λίσα αγνόησε εντελώς τον Νικ. «Προτείνω να βγαίνουμε πιο συχνά μαζί» είπε ο Νικ, ακολουθώντας τον αδελφό του στο αυτοκίνητο. «Βούλωσέ το» είπε ο Μαξ.
10
και για τον Μπιλ σωστή κόλαση. Κατ’ αρχάς, η Κουίν είχε κόψει τα μαλλιά της, πράγμα που εκείνος θεώρησε φρικτό. Απαίσιο. Στη θέα του κεφαλιού της και μόνο, τον έπιανε πονοκέφαλος. Προτού τα κόψει, η Κουίν ήταν τόσο γλυκιά, έμοιαζε σαν μητέρα, σαν το κορίτσι του, μα τώρα ήταν διαφορετική, περισσότερο απόμακρη, κι αυτό του φαινόταν φρικτό. Φυσικά, τα μαλλιά θα μεγάλωναν. Ήταν απλώς μια φάση που θα περνούσε, κι όταν θα έσμιγαν πάλι με την Κουίν, θα της έλεγε να μην τα ξανακόψει κι εκείνη στο εξής θα ήταν γλυκιά όπως πάντα, και τα μαλλιά της θα μάκραιναν. Ο Μπιλ ανυπομονούσε. Εντωμεταξύ, το αγόρι-διευθυντής είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. «Θα διαδώσουμε ότι φλερτάρει με τον Τζέισον Μπαρνς» ανακοίνωσε στον Μπιλ παραληρώντας σχεδόν από τη χαρά του. «Έτσι ο Τζέισον θα παρατήσει το καταραμένο έργο και αυτή θα γυρίσει κοντά σου, προκειμένου να μη χάσει τη δουλειά της. Δεν είναι φοβερή ιδέα;» Ο Μπιλ τον κοίταξε σαν να τον θεωρούσε παράφρονα. «Η Κουίν δεν θα έμπλεκε ποτέ μ’ έναν μαθητή». «Αυτό δεν το ξέρουμε». Ο Μπόμπι κούνησε το κεφάλι. «Η Κουίν συμπεριφέρεται παράξενα, κι αυτό το αγόρι είναι συνεχώς μαζί της. Δεν θα μου προξενούσε εντύπωση αν…» Ο Μπιλ τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα και ο Μπόμπι κατάπιε τη γλώσσα του. Η Κουίν δεν είχε σχέσεις με κανέναν, πόσω μάλλον με τον Τζέισον Μπαρνς που ήταν μαθητής και που ο Μπιλ τον είχε σαν παιδί του· όχι, η Κουίν δεν είχε σχέσεις με κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο. «Το σχέδιό μου θα πετύχει» είπε ο Μπόμπι και ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι, αλλά τον άφησε να φύγει, καθώς είχε καταστρώσει τα δικά του σχέδια. Το είχε χωνέψει πλέον ότι η Κουίν θα επέμενε στην πεισματική απόφασή της να έχει δικό της σπίτι. Της είχε στείλει ένα σωρό δημόσιες υπηρεσίες για να το ελέγξουν, αλλά εκείνη είχε αντιμετωπίσει τους ελέγχους ακλόνητη, σωστός βράχος. Έτσι ο Μπιλ αποφάσισε να βρει ένα ωραίο σπίτι για να ζήσουν οι δυο τους. Απορούσε, μάλιστα, πώς δεν είχε σκεφτεί νωρίτερα κάτι τόσο προφανές. Θα τηλεφωνούσε στον Μπάκι, τον μεσίτη, και, όταν θα βρισκόταν το ιδανικό σπίτι, θα της το έδειχνε, εκείνη θα συνειδητοποιούσε πως ήταν καλύτερο από το δικό της και θα ζούσαν πάλι μαζί. Η Κουίν θα άφηνε τα μαλλιά της να μακρύνουν κι αυτός θα συγκεντρωνόταν ξανά στην ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΗΤΑΝ
ομάδα. Στην πραγματικότητα, οι τέσσερις ήττες δεν τον ανησυχούσαν. «Θα αναλάβω εγώ την Κουίν» είπε ο Μπόμπι. «Εσύ φρόντισε απλώς να κερδίσει η ομάδα». Ο Μπιλ όμως τον αγνόησε, επειδή είχε καλύτερη ιδέα. Ο κόσμος πίστευε ότι ο Τζέισον και η Κουίν ήταν μαζί επειδή δούλευαν για την παράσταση. Ε, λοιπόν, γιατί να μη δουλέψει κι αυτός για την παράσταση; Αν βοηθούσε στο τεχνικό κομμάτι, θα είχε την ευκαιρία να τη βλέπει κάθε βράδυ. Αυτό, σε συνδυασμό με το σπίτι, θα συνέβαλλαν στην αποκατάσταση της σχέσης τους μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Τη Δευτέρα, το αγόρι-διευθυντής κάλεσε την Κουίν στο γραφείο του στην κενή ώρα της. «Τι θέλει πάλι, Γκρέτα;» ρώτησε η Κουίν. «Του χαλάς τη ζωή». Η Γκρέτα συνέχισε να δακτυλογραφεί, ρίχνοντάς της ωστόσο μια κλεφτή ματιά γεμάτη κατανόηση. «Τη ζωή όπως τη γνωρίζει αυτός, αν το προτιμάς. Άντε, πήγαινε, σε περιμένει». Το αγριεμένο βλέμμα που της έριξε ο Μπόμπι ήταν πιο επιδεικτικά ενάρετο απ’ ό,τι συνήθως. «Υπάρχει πρόβλημα» είπε ο Μπόμπι. «Και πότε δεν υπάρχει;» απάντησε η Κουίν, χωρίς καμία προσπάθεια να κρύψει την αγανάκτησή της. «Όπως σου έχω ήδη επισημάνει, ο Τζέισον Μπαρνς τελευταία αργεί να έρθει στο γυμναστήριο για να σηκώσει βάρη και, σαν να μην έφτανε αυτό, φεύγει νωρίτερα». Ο Μπόμπι έσφιξε τα χείλη, τα οποία σχεδόν εξαφανίστηκαν. «Η ενασχόλησή του με τη θεατρική παράσταση επηρεάζει αρνητικά τις αθλητικές επιδόσεις του. Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει». «Και εγώ σου έχω ήδη πει ότι κανένας δεν αναγκάζει τον Τζέισον να δουλέψει για το έργο. Ειλικρινά, δεν βλέπω τι σχέση έχει αυτό μ’ εμένα» είπε η Κουίν. «Ο κόσμος κουβεντιάζει τη σχέση σου με το αγόρι» είπε ο Μπόμπι. «Μη με υποχρεώσεις να ειδοποιήσω τους γονείς του». Η Κουίν πάγωσε. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Μπόμπι δεν ήταν απλώς βλάκας, ήταν επικίνδυνος. «Ποιος κόσμος, ποια σχέση και γιατί να ειδοποιήσεις τους γονείς του;» «Σας έχουν δει μαζί» εξήγησε ο Μπόμπι. «Ο κόσμος αφήνει να εννοηθεί ότι έχει αναπτυχθεί μεταξύ σας ιδιαίτερη οικειότητα». «Είναι μαθητής μου! Είναι σπουδαίο παιδί, αλλά είναι παιδί, τελεία και παύλα». «Όλο κουβεντιάζετε και γελάτε». Ο Μπόμπι την κοίταξε με ύφος βλοσυρό. «Σε ακολουθεί παντού, εσύ τον ενθαρρύνεις, με αποτέλεσμα να μη συγκεντρώνεται στην ομάδα. Έχω δει πώς τον…» «Κατάλαβα». Η Κουίν σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και τον κάρφωσε με το γεμάτο οργή βλέμμα της. «Ο “κόσμος” είσαι εσύ, και έχεις θυμώσει επειδή θέλεις να φύγει ο Τζέισον από την παράσταση κι εγώ να γυρίσω στον Μπιλ για να του μαγειρεύω». Της ερχόταν να πνίξει επιτόπου αυτό το σκουλήκι. Με ποιο δικαίωμα επιχειρούσε να σπιλώσει την υπόληψή της κατ’ αυτό τον τρόπο; «Αργά ή γρήγορα θα το προσέξουν και οι άλλοι» επέμεινε ο Μπόμπι. «Πιθανώς θα…»
«Φυσικά. Από τη στιγμή που θα το επισημάνεις, ακόμα και μια απλή εργασία να δώσω στο παιδί, θα μοιάζει σαν παρενόχληση». Η Κουίν κούνησε το κεφάλι απειλητικά. «Δεν θα υποκύψω στον εκβιασμό σου, Ρόμπερτ. Απορώ πώς εσύ και ο Μπιλ πέσατε τόσο χαμηλά. Ντροπή σας». «Δεν έχω κανέναν λόγο να ντρέπομαι» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Μπόμπι. «Εμένα δεν με κατηγόρησε κανείς για υπερβολική οικειότητα με τους μαθητές…» Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο, αφού όλοι τον θεωρούσαν βαρετό. «…επομένως το ίδιο το γεγονός ότι είσαι ευάλωτη θα έπρεπε να σου λέει κάτι». Σώπασε προς στιγμήν, με ύφος αυτάρεσκο, και η Κουίν ήθελε να τον χαστουκίσει, επειδή είχε δίκιο. «Ξέρεις πολύ καλά ότι οι καθηγητές οφείλουν να είναι υπεράνω υποψίας. Να πεις στον Τζέισον ότι στο εξής δεν θα ασχοληθεί άλλο με την παράσταση. Να τον στείλεις στον Μπιλ, όπου είναι η θέση του». «Θα πω στον Τζέισον ότι εσύ και ο Μπιλ ανησυχείτε για την επίδοσή του στην άρση βαρών» είπε η Κουίν. «Τα υπόλοιπα θα του τα πεις εσύ. Αλλά να ξέρεις ένα πράγμα» πρόσθεσε γέρνοντας προς το μέρος του, έξαλλη από θυμό. «Έτσι και διαδώσεις φήμες για τον Τζέισον κι εμένα, θα υποβάλω καταγγελία εναντίον σου για να καταλάβει ο Καρλ Μπρούκνερ τι καθοίκι είσαι». Ο Μπόμπι χλώμιασε. Έσμιξε τα φρύδια γεμάτος οργή κι εκείνη ένιωσε καλύτερα. Αυτό που τη νευρίαζε πάνω απ’ όλα ήταν το αυτάρεσκο ύφος του. «Αν δεν πεις τίποτα σε κανέναν, δεν διατρέχεις κίνδυνο» του επισήμανε με πιο ήπιο τόνο. «Και τότε δεν θα υπάρξει πρόβλημα, γιατί ο μόνος άνθρωπος στο σχολείο που έχει τόσο βρόμικο μυαλό ώστε να τολμήσει έστω και να διανοηθεί ότι θα είχα σχέσεις με μαθητή είσαι εσύ». «Φρόντισε να προσέχεις» είπε ο Μπόμπι. «Να προσέχεις. Ο κόσμος βλέπει, μιλάει. Ήδη σε θεωρούν τρελή, επειδή εισέβαλες παράνομα στο Κέντρο Προστασίας Ζώων για να πάρεις έναν σκύλο». Η Κουίν κούνησε το κεφάλι και έφυγε. Περνώντας από το γραφείο της Γκρέτα, κοντοστάθηκε. «Έχω την εντύπωση ότι κοντεύει να του στρίψει τελείως». «Εγώ είμαι σίγουρη» είπε η Γκρέτα. «Α, σου ήρθε ένα μήνυμα από την τράπεζα σχετικά με το δάνειό σου». «Να πάρει η ευχή» μουρμούρισε η Κουίν και πήγε να πάρει τηλέφωνο. «Ήθελα απλώς να σου γνωστοποιήσω πως το δάνειό σου εγκρίθηκε» της ανακοίνωσε η Μπάρμπαρα. «Μπορείς να περάσεις όποτε σε βολεύει για την υπογραφή των χαρτιών». «Το δάνειο;» Η Κουίν σάστισε. «Ποιο δάνειο; Νόμιζα ότι χρειαζόταν μεγαλύτερη προκαταβολή». «Τακτοποιήθηκε» είπε η Μπάρμπαρα με χαρούμενη φωνή. «Πέρνα όποτε θέλεις». Η Κουίν απόρησε, γιατί η Μπάρμπαρα δεν μιλούσε σαν την Μπάρμπι της τράπεζας που διευθετεί ένα ακόμα οικονομικό ζήτημα. «Θα περάσω στο κενό μου» της απάντησε. «Πρέπει να μιλήσουμε». Όταν η Κουίν έφτασε στην τράπεζα, η Μπάρμπαρα, που φορούσε ένα κομψό γκρίζο ταγέρ, φάνηκε κάπως νευρική. «Σε πέντε λεπτά θα φύγω για το μεσημεριανό φαγητό» είπε στην Κουίν σπρώχνοντας τα χαρτιά προς το μέρος της. «Αν θέλεις, υπόγραψε…» «Ωραία» συγκατένευσε η Κουίν. «Θα έρθω μαζί σου». Η Μπάρμπαρα φάνηκε σαστισμένη.
«Θέλω να μάθω τι συνέβη» της εξήγησε η Κουίν. «Του υποσχέθηκα να μη μιλήσω» είπε η Μπάρμπαρα κοκκινίζοντας. «Του υποσχέθηκες; Σε ποιον το υποσχέθηκες;» Η Μπάρμπαρα έριξε μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο της και κατόπιν ψιθύρισε: «Στον Νικ». «Στον Νικ;» «Σσς». «Τώρα είναι που θα φάμε μαζί οπωσδήποτε» είπε η Κουίν με αποφασιστικότητα. Μισή ώρα αργότερα, έτρωγαν στο Άντσορ Ιν τάρτα σοκολάτα. Η Κουίν δυσκολευόταν ακόμη να χωνέψει την πληροφορία. Ο Νικ δεν της μιλούσε, αλλά είχε πληρώσει τη μισή προκαταβολή για το σπίτι της. Ένας Θεός ξέρει τι τον είχε ωθήσει να το κάνει. Και τώρα εκείνη αισθανόταν από τη μια ευγνωμοσύνη κι από την άλλη οργή – ευγνωμοσύνη για το ενδιαφέρον του και οργή επειδή είχε τολμήσει να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Ο Μπιλ είχε ενεργήσει πίσω από την πλάτη της για να ακυρωθεί το δάνειο –όσο γι’ αυτό ήταν σίγουρη– και τώρα ο Νικ ενεργούσε επίσης πίσω από την πλάτη της για να τη σώσει, αντιμετωπίζοντάς τη σαν μωρό. «Δεν μπορώ να το πιστέψω» είπε στην Μπάρμπαρα. «Εγώ το βρίσκω υπέροχο. Είσαι πολύ τυχερή που σε φροντίζει» της απάντησε εκείνη. «Προτιμώ να φροντίζω μόνη τον εαυτό μου. Προτιμώ να με αντιμετωπίζει σαν άτομο ικανό να φροντίσει μόνο τον εαυτό του». «Γιατί;» ρώτησε η Μπάρμπαρα κοιτώντας τη σαν χαμένη. «Ειλικρινά δεν σε καταλαβαίνω. Έχεις μια θαυμάσια καριέρα στην τράπεζα και κερδίζεις αρκετά χρήματα. Για ποιον λόγο αναζητάς έτσι επίμονα τη στήριξη ενός άντρα;» ρώτησε η Κουίν. Η Μπάρμπαρα αποτραβήχτηκε και τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. «Δεν θέλω να στηριχτώ σε κανέναν άντρα. Ποτέ δεν στηρίζομαι οικονομικά στους άντρες». «Τότε γιατί συνεχίζεις να βγαίνεις με παντρεμένους;» «Κάνεις λάθος» είπε με θλίψη η Μπάρμπαρα. «Το λέω με κάθε ειλικρίνεια. Βγαίνω μαζί τους αφού χωρίσουν. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βρεις κάποιον να σε φροντίζει; Όταν βρίσκεις έναν καλό τεχνίτη, πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ τυχερό». Η Κουίν σκέφτηκε την αλυσίδα των αντρών που είχαν περάσει από το σπίτι της για όλους εκείνους τους ατελείωτους ελέγχους. Στεκόταν και κοίταζε τους τεχνίτες σαν χαζή, συλλογιζόμενη ότι είχε μεσάνυχτα απ’ όλα αυτά. «Εντάξει, αυτό το κατάλαβα, αλλά στο τέλος μετακομίζουν στο σπίτι σου, Μπάρμπαρα». «Αυτό συνέβη μόνο με τρεις από αυτούς» επισήμανε εκείνη. «Είσαι μόλις είκοσι οκτώ ετών. Τρεις παντρεμένοι μέχρι τα είκοσι οκτώ σου στατιστικά δεν είναι αμελητέα ποσότητα». «Δεν βγαίνω μαζί τους όσο είναι παντρεμένοι» επέμεινε η Μπάρμπαρα. «Ποτέ δεν βγαίνω με παντρεμένους. Απλώς, όταν βρω κάποιον καλό, που ξέρει τη δουλειά του, έχω πολλά να του αναθέσω». «Κι έτσι αρχίζει να έρχεται τακτικά στο σπίτι σου» – η Κουίν τής έγνεψε να συνεχίσει. «Καμιά φορά μού προτείνουν να βγούμε» είπε η Μπάρμπαρα. «Αλλά εγώ τους λέω πάντα ότι,
παρότι τους είμαι υπόχρεη για την καλή δουλειά, και παρότι τους βρίσκω υπέροχους –γιατί όντως είναι–, δεν θα έβγαινα ποτέ ραντεβού με έναν παντρεμένο. Δεν θα μπορούσα». «Και τότε εγκαταλείπουν τις συζύγους τους» είπε η Κουίν καταλαβαίνοντας τον συλλογισμό της· μπορούσε να φανταστεί τον Μάθιου, μπουχτισμένο από τα αμέτρητα χρόνια που ήταν υποχρεωμένος να ανέχεται τις φωνές της Λόις, να συναντάει μια όμορφη ξανθούλα που τον βρίσκει υπέροχο. «Και πραγματικά, για ένα διάστημα είναι υπέροχα» συνέχισε η Μπάρμπαρα σχεδόν σαν να μονολογούσε. «Αισθάνομαι ασφαλής και ξέρω ποια είμαι, επειδή έχω σχέση μ’ αυτό τον υπέροχο άντρα που γνωρίζει τα πάντα. Αλλά στο τέλος αποδεικνύεται πως αυτό δεν ισχύει» κατέληξε και τα πόδια της πάτησαν ξανά στη γη. «Δεν φαντάζεσαι πόσο απογοητευτικό είναι όταν σου λένε ότι τα ξέρουν όλα και τελικά διαπιστώνεις πως δεν έχουν ιδέα. Στο τέλος αποδεικνύεται ότι δεν μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη». «Υποτίθεται ότι τους αγαπάς γι’ αυτό που είναι» σχολίασε η Κουίν. «Πράγματι, μέχρι να με απογοητεύσουν». Η Κουίν επανήλθε στην ουσία του θέματος. «Γιατί θέλεις να σχετιστείς με έναν άντρα που θα παρατούσε τη γυναίκα του;» Η Μπάρμπαρα έμεινε εμβρόντητη. «Οι άνθρωποι χωρίζουν όλη την ώρα. Ο Νικ είναι χωρισμένος, και είστε μαζί». «Όχι, δεν είμαστε μαζί. Δεν μου μιλάει καν». «Τότε γιατί πλήρωσε το δάνειό σου; Θα πρέπει να πιστεύει ότι είστε μαζί». «Δεν ξέρω τι πιστεύει» είπε η Κουίν. «Δεν ξέρω καν τι πιστεύω εγώ. Βρίσκομαι σε μια αλλόκοτη φάση στη ζωή μου». «Η Ντάρλα Ζίγκλερ μένει μαζί σου;» ρώτησε η Μπάρμπαρα. «Όχι». Η Κουίν συνοφρυώθηκε. «Μένει απλώς προσωρινά, επειδή συνεργαζόμαστε για τη σχολική παράσταση». Ήταν σαφές ότι η Μπάρμπαρα δεν θα έχαβε μια τόσο αστεία δικαιολογία, οπότε προτίμησε να πει την αλήθεια. «Δεν έχει εγκαταλείψει τον Μαξ. Είναι ακόμη παντρεμένοι». «Αν είχα έναν άντρα σαν τον Μαξ, δεν θα τον άφηνα μόνο» επισήμανε η Μπάρμπαρα. «Έμαθα ότι χτες το βράδυ ήταν στου Μπο. Το βρίσκω φρικτό». Στου Μπο; Διάβολε! «Δεν πρόκειται να χωρίσουν, Μπάρμπαρα. Ξέχασέ το». Η Μπάρμπαρα αναψοκοκκίνισε και η Κουίν τη λυπήθηκε. «Κάποια μέρα θα βρεις έναν ανύπαντρο με πολλές γνώσεις γύρω από τα τεχνικά ζητήματα» τη διαβεβαίωσε η Κουίν. Αργότερα, καθώς επέστρεφε με το αμάξι της στο σχολείο, συνειδητοποίησε ότι είχε μιλήσει κάπως συγκαταβατικά. Στην πραγματικότητα, βρισκόταν στην ίδια μοίρα με την Μπάρμπαρα. Η τελευταία, τουλάχιστον, είχε λύσει το πρόβλημα των επισκευών του σπιτιού της. Η Κουίν δεν κατόρθωνε καν να πείσει τον άντρα που ήθελε να την προσέξει (αν και, ο ανόητος, είχε πληρώσει την προκαταβολή της), ούτε να πείσει τον άντρα τον οποίο δεν ήθελε να την αφήσει ήσυχη. Λύσε πρώτα τα δικά σου προβλήματα και μετά ασχολήσου με την Μπάρμπαρα, είπε μέσα της. Αποφάσισε να ξεκινήσει πρώτα από τον Τζέισον. «Ο κύριος Γκλόαμ είναι ανήσυχος επειδή ασχολείσαι και με το θεατρικό και με το μπέιζμπολ».
«Την ομάδα δεν τη χαλάω εγώ» είπε ο Τζέισον. «Κατά τη γνώμη του, ο υπαίτιος είμαι εγώ» τον πληροφόρησε η Κουίν. «Άφησε επίσης να εννοηθεί ότι η σχέση μας ενδέχεται να είναι κάτι παραπάνω, ας πούμε, από τη σχέση δασκάλας και μαθητή». «Ο τύπος είναι για δέσιμο» είπε ο Τζέισον. Η Κουίν τον πήρε λίγο παράμερα, καθώς εκείνη τη στιγμή η Θία έβγαινε από την αποθήκη κουβαλώντας χαρτιά. «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω, αλλά επειδή ενδέχεται να μου κάνει τη ζωή δύσκολη, στο εξής θα προτιμούσα να μη με πλησιάζεις. Θα μου μιλάς από έξι μέτρα μακριά». «Αστειεύεσαι» είπε ο Τζέισον αηδιασμένος. «Τι τρέχει;» ρώτησε η Θία. «Ο Γκλόαμ πιστεύει ότι είμαι καψούρης με τη Μακένζι» της εξήγησε ο Τζέισον. «Προσπαθεί να με εκβιάσει για να διώξω τον Τζέισον από την ομάδα» της είπε η Κουίν. «Δεν το πιστεύει στ’ αλήθεια». «Δεν φαντάζομαι να με διώξεις;» ρώτησε ο Τζέισον, και η Κουίν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έτσι μπράβο. Εδώ μέσα είναι όλοι τρελοί» μουρμούρισε κοιτάζοντας τη Θία κι έπειτα γύρισε στη θέση του, αλλά προτού περάσουν μερικά λεπτά σηκώθηκε ξανά να της μιλήσει. «Κοίτα, Θία, αν ο Γκλόαμ εμφανιστεί στις πρόβες, εγώ θα κολλήσω δίπλα σου. Ίσως έτσι σκεφτεί ότι έχω στο μάτι εσένα αντί για τη Μακένζι και την αφήσει ήσυχη». «Ώστε είσαι τόσο καλός ηθοποιός;» είπε ψυχρά η Θία, και ο Τζέισον κούνησε το κεφάλι με απόγνωση. «Σίγουρα είναι όλοι τρελοί εδώ μέσα». «Όχι μόνο εδώ» τον διόρθωσε η Κουίν και η σκέψη της πήγε στον Νικ. Έπρεπε να τον ευχαριστήσει επειδή είχε πληρώσει το δάνειό της. Στη σκέψη αυτή, οι σφυγμοί της αυξήθηκαν. Μπορεί η συναρπαστική ζωή να μην ήταν τόσο εύκολη υπόθεση, αλλά αναμφίβολα άξιζε τον κόπο να την κυνηγήσει. Όφειλε να του εκφράσει τις ευχαριστίες της, έστω κι αν αυτός την αγνοούσε εδώ και δύο εβδομάδες. Έστω κι αν αυτός δεν το ήθελε.
Η Ντάρλα στέγνωνε με το πιστολάκι τα μαλλιά της Τζόαν Ντάρλινγκ, όταν ο Μαξ μπήκε στο Άπερ Κατ. «Να ο άντρας σου» είπε η Τζόαν. «Αλήθεια;» μουρμούρισε η Ντάρλα προσθέτοντας μέσα της: Βούλωσέ το, Τζόαν. «Λείπεις από το σπίτι σου τόσο καιρό, που κοντεύεις να τον ξεχάσεις» παρατήρησε η Τζόαν. «Έτοιμη» ανακοίνωσε η Ντάρλα κλείνοντας το πιστολάκι προτού στεγνώσει τελείως το πίσω μέρος του κεφαλιού της Τζόαν – καλό θα της έκανε να κυκλοφορήσει με υγρά μαλλιά. «Εσύ και η Κουίν δεν μας ξεγελάτε» είπε η Τζόαν καθώς σηκωνόταν. «Έχουμε ακούσει τις φήμες, και η Κόρι Γκέρμπερ είπε ότι η Κουίν το παραδέχτηκε μπροστά της, την ώρα που βρισκόταν καθισμένη σ’ αυτήν εδώ την πολυθρόνα».
«Τι παραδέχτηκε;» ρώτησε η Ντάρλα, αλλά ο Μαξ την πλησίασε λέγοντας ότι ήθελε να της μιλήσει κι εκείνη κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του προσωπικού, με τον Μαξ κατά πόδας, κάτω από το αχόρταγο βλέμμα της Τζόαν, που δεν έβλεπε την ώρα να διαδώσει τα κουτσομπολιά. Ο Μαξ έκλεισε την πόρτα πίσω τους. «Πόσο καιρό ακόμα θα τραβήξει αυτή η βλακεία;» «Ποια βλακεία; Το ότι μένω με την Κουίν κι όχι μαζί σου; Μέχρι να μου δώσεις έναν καλό λόγο για να γυρίσω σπίτι». «Λοιπόν, να ένας λόγος» είπε ο Μαξ. «Κυκλοφορεί η φήμη ότι εσύ και η Κουίν πλαγιάζετε μαζί». Η Ντάρλα γέλασε, ανίκανη να συγκρατηθεί μόλις αντίκρισε το αγανακτισμένο ύφος του. «Και δεν μου λες, εσύ ανησυχείς μήπως το κάνουμε ή επειδή δεν το κάνουμε;» «Δεν είναι αστείο». Ο Μαξ την αγριοκοίταξε. «Όλος ο κόσμος γελάει σε βάρος μου». «Δεν καταλαβαίνω τον λόγο. Αντιθέτως, θα έπρεπε να σε οικτίρουν. Στοιχηματίζω ότι όλοι σου φέρνουν σπιτικά μπισκότα». «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα σε απατούσα;» Ο Μαξ κοκκίνισε. «Το πιστεύεις στ’ αλήθεια;» «Όχι» αποκρίθηκε η Ντάρλα. «Αλλά πιστεύω στ’ αλήθεια ότι δεν έχεις πάρει χαμπάρι τίποτα». Φαινόταν τόσο δυστυχισμένος, που της ερχόταν να τον αγκαλιάσει, όμως έτσι θα επέστρεφαν απλώς στο ίδιο σημείο. «Μας χρειάζεται μια αλλαγή, Μαξ. Πρέπει να κοιτάξουμε ξανά ο ένας τον άλλο, να ρισκάρουμε, να θυμηθούμε ότι είμαστε ζωντανοί. Αν γυρίσω σπίτι, θα είναι μια απ’ τα ίδια, κι αυτό δεν το αντέχω πια». Η Ντάρλα σώπασε, μαντεύοντας από το ύφος του ότι ο Μαξ όχι μόνο δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, αλλά είχε θυμώσει ακόμα περισσότερο. «Ξέχνα το» του είπε γυρνώντας του την πλάτη. «Ξέχνα το». «Πες μου τι θέλεις και θα το έχεις» δήλωσε ο Μαξ με φωνή κουρασμένη, γεμάτη απόγνωση. «Δεν έχει νόημα να σου το πω εγώ. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Θέλω απλώς να συνειδητοποιήσεις ότι μετατρεπόμαστε σε απολιθώματα, και δεν είμαστε ούτε σαράντα χρονών ακόμη. Προσπάθησα να κάνω κάτι διαφορετικό, αλλά δεν με πρόσεχες. Τώρα προσπάθησε εσύ να σκεφτείς κάτι άλλο. Αιφνιδίασέ με. Απόδειξέ μου ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί». «Δεν καταλαβαίνω τίποτα». «Ακριβώς γι’ αυτό κοιμάμαι με την Κουίν κι όχι μαζί σου» είπε η Ντάρλα.
Αργά το ίδιο απόγευμα, ο Νικ ήταν σκυμμένος πάνω από τη μηχανή του τζιπ της Μάρσι Μπένμποου και σκεφτόταν την Κουίν. Και το σεξ. Αισθανόταν αμήχανα όταν σκεφτόταν αυτά τα δύο πράγματα σε συνδυασμό μεταξύ τους, ωστόσο του ήταν αδύνατον να κάνει διαφορετικά. Ίσως την έπειθε να το κάνουν μονάχα μια φορά, για να μπορέσουν να το βγάλουν από μέσα τους και να επιστρέψουν στην προηγούμενη ζωή τους. Μια φορά, αυτό ήθελε μόνο. Μια ευκαιρία να της σκίσει εκείνα τα εσώρουχα και να τη ρίξει στο κρεβάτι, κι έπειτα θα επέστρεφαν στις παλιές καλές ημέρες. Ένα γρήγορο, απαγορευμένο πήδημα, και μετά… Απέξω ακούστηκε η πόρτα ενός αυτοκινήτου που έκλεινε, και αμέσως μετά η Μπάρμπαρα Νίντεμαϊερ κατευθύνθηκε προς την είσοδο του συνεργείου. Αυτή τη φορά είχε έρθει με το Κάμρι της μαμάς της, πράγμα πολύ λογικό, αφού δεν έμενε τίποτα να επισκευάσουν στο δικό της αμάξι. Ο
Νικ χώθηκε κάτω από το καπό του τζιπ, σκοπεύοντας να παραστήσει τον πολυάσχολο για να γλιτώσει τις πολλές κουβέντες. Από τότε που είχε πληρώσει το υπόλοιπο της προκαταβολής της Κουίν, η Μπάρμπαρα του χαμογελούσε το ίδιο πλατιά όπως στον Μαξ. Ήταν συμπαθητική, αλλά δεν ανήκε στην κατηγορία των γυναικών με τις οποίες ο Νικ ήθελε να έχει σχέσεις. Προπάντων τώρα που το μυαλό του μονοπωλούσε η Κουίν και… «Νικ» του είπε κι αυτός αναπήδησε, επειδή δεν την είχε ακούσει να τον πλησιάζει. Να πάρει η οργή, αυτή η γυναίκα περπατούσε αθόρυβα σαν γάτα. «Πρέπει να σου μιλήσω». «Και βέβαια» της είπε και σηκώθηκε. «Η Κουίν ξέρει για το δάνειο» τον ενημέρωσε η Μπάρμπαρα με ύφος ένοχο και συγχρόνως χαρούμενο. «Ρώτησε πού βρέθηκαν τα χρήματα και αναγκάστηκα να της το αποκαλύψω. Δεν γινόταν διαφορετικά». «Δεν πειράζει» είπε ο Νικ, βλαστημώντας από μέσα του. «Ταράχτηκε λίγο» συνέχισε η Μπάρμπαρα, και ο Νικ δαγκώθηκε. «Αλλά μέχρι να τελειώσουμε το φαγητό, ήταν μια χαρά». «Λαμπρά» σχολίασε εκείνος. «Σ’ ευχαριστώ». Τη χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα και έσκυψε ξανά στη μηχανή του τζιπ ελπίζοντας ότι η Μπάρμπαρα θα έφευγε, όμως εκείνη τη στιγμή ο Μαξ βγήκε από το γραφείο. «Έφερες το αμάξι της μαμάς σου αυτή τη φορά;» της φώναξε ευδιάθετα. «Ανησυχώ, ξέρεις» του αποκρίθηκε και τον πλησίασε για να του παραδώσει τα κλειδιά. «Είναι πια αρκετά μεγάλη σε ηλικία, και θέλω να είμαι σίγουρη για το αυτοκίνητο». «Κανένα πρόβλημα» είπε ο Μαξ. Συμπλήρωσε το δελτίο εργασιών φλυαρώντας, και ο Νικ άφησε στη μέση τη δουλειά στο αμάξι της Μάρσι, παραξενεμένος που ο Μαξ χασομερούσε μαζί της, αντί να προσπαθήσει να την ξεφορτωθεί. Ωχ, όχι, σκέφτηκε. Για όνομα του Θεού, Μαξ, μην κάνεις τέτοια κουταμάρα. «Πώς θα γυρίσεις σπίτι;» τη ρώτησε ο Μαξ όταν άφησε το κλειδί και το δελτίο εργασιών στο γραφείο. «Δεν μένω πολύ μακριά. Έχει ωραία μέρα. Θα περπατήσω» αποκρίθηκε η Μπάρμπαρα. «Θα σε γυρίσω εγώ» προθυμοποιήθηκε ο Μαξ. «Έχουμε πολλή δουλειά εδώ» φώναξε ο Νικ πίσω από το τζιπ. «Στην ώρα του διαλείμματος. Δεν μου λες, Μπάρμπαρα, πεινάς καθόλου;» Όχι, ρε γαμώτο! «Η αλήθεια είναι ότι το μεσημέρι τσίμπησα κάτι πολύ ελαφρύ» απάντησε εκείνη ενθουσιασμένη. «Πάμε στο Άντσορ Ιν;» πρότεινε ο Μαξ. «Μας έχεις αναθέσει ένα σωρό εργασίες, και θέλω να σου το ανταποδώσω με ένα δείπνο». «Μπορώ να σου πω μια στιγμή;» τον έκοψε ο Νικ. «Θα περιμένω στο αυτοκίνητο» είπε η Μπάρμπαρα χαμογελώντας και στους δύο και απομακρύνθηκε. «Μην αρχίσεις» είπε ο Μαξ στον Νικ. Ο Νικ τού έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα, όρθιος πίσω από το τζιπ.
«Είσαι πολύ μαλάκας. Η Ντάρλα θα σε σκίσει στα δύο, αν είσαι τυχερός δηλαδή, γιατί διαφορετικά θα σε παρατήσει στα κρύα του λουτρού και τότε πού θα καταλήξεις;» «Εκεί που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή» απάντησε ο Μαξ πεισμωμένα. «Αφού δεν φροντίζει αυτό που έχει, θα το χάσει». «Ίσως αυτός είναι ο λόγος που έχασες εσύ το δικό σου, μπουμπουνοκέφαλε». Ο Νικ έκλεισε με θόρυβο το καπό του τζιπ. «Πότε πήγες για τελευταία φορά στο Άντσορ Ιν με την Ντάρλα;» «Με εγκατέλειψε επειδή δεν την πήγαινα να φάει άθλιο αστακό;» Ο Μαξ κούνησε το κεφάλι με δυσπιστία. «Αυτά είναι βλακείες». «Για πες μου, τι της πρόσφερες;» Ο Νικ ακούμπησε στο τζιπ, νιώθοντας πολύ πιο αναστατωμένος από όσο ήθελε. «Αν είχα μια γυναίκα σαν την Ντάρλα, να με περιμένει γυμνή στην είσοδο, δεν θα έβγαινα με την Μπάρμπι της τράπεζας. Αλλά εσύ όχι, εσύ προτιμάς να βλέπεις στο βίντεο αγώνες φούτμπολ μαζί μου, όσο αυτή είναι κλειδωμένη στην κρεβατοκάμαρα. Τι ήταν αυτή η ιστορία, μου λες, σε παρακαλώ;» «Πρέπει να φύγω» δήλωσε ο Μαξ και του γύρισε την πλάτη. «Δεν αποκλείεται να έκοψε τα ρημάδια τα μαλλιά της ώστε να την προσέξεις» του φώναξε ο Νικ. «Και μετά πηγαίνεις στου Μπο. Τα έχεις κάνει σκατά, χοντροκέφαλε». Ο Μαξ κοντοστάθηκε στην πόρτα και γύρισε να τον κοιτάξει. «Και γιατί η Κουίν έκοψε τα δικά της, εξυπνάκια; Ποια μπορεί να ήταν η αιτία;» «Η Κουίν είναι φίλη» απάντησε ο Νικ. «Είσαι μεγάλος κόπανος» είπε ο Μαξ και κατευθύνθηκε προς το μέρος της Μπάρμπαρα.
Εκείνο το βράδυ, η Κουίν δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί στην κατασκευή των σκηνικών. Ήταν αποφασισμένη να πάει στου Νικ μετά την πρόβα για να τον ευχαριστήσει. Παρόλο που δεν ήταν ακόμη σίγουρη ότι ο Νικ ήταν το εισιτήριο για τη ζωή που θα της πρόσφερε δυνατές συγκινήσεις, ήθελε να τον ευχαριστήσει. Τι πιο λογικό; Μήπως να πήγαινε χωρίς σουτιέν; Στην άλλη άκρη της σκηνής, κάτι σωριάστηκε κάτω με κρότο. Αμέσως έδιωξε τον Νικ από το μυαλό της και πήγε να επιθεωρήσει την καινούργια καταστροφή. Ο Τζέισον και ο Κόρεϊ έστηναν τα χάρτινα δέντρα που είχαν ζωγραφίσει οι μαθητές των Καλλιτεχνικών, κι όταν η Κουίν πήγε κοντά τους, είδε τον Κόρεϊ να σηκώνει έναν κορμό λέγοντας: «Ρε συ, η Θία είναι το κάτι άλλο. Πώς μου είχε ξεφύγει μέχρι τώρα;» «Εξακολουθεί να σου ξεφεύγει». Ο Τζέισον στερέωσε τον κορμό στην τροχήλατη πλατφόρμα με την οποία μετακινούσαν τα δέντρα και άρχισε να τον βιδώνει εκεί πάνω. «Ξέχασέ τη». «Την έχεις καπαρώσει;» ρώτησε ο Κόρεϊ. «Όχι. Δεν είναι ο τύπος μου». Τζέισον, καθοίκι. Η Κουίν νόμιζε ότι άκουγε τον Νικ. «Όλα εντάξει εδώ;» τους ρώτησε. «Μια χαρά» απάντησε ο Τζέισον, χώνοντας το χέρι μέσα στον κορμό για να τον στερεώσει. «Ωραία» είπε η Κουίν και πήγε να ελέγξει τους κορμούς που ήταν ήδη βιδωμένοι.
Καθώς δεν είχε απομακρυνθεί ακόμη αρκετά, είδε τον Κόρεϊ να κοιτάζει τη Θία που έσκυβε για να δώσει μια κολλητική ταινία στους τεχνικούς στην άκρη της σκηνής, και να σχολιάζει: «Είναι όμως ο δικός μου τύπος. Κοίτα ένας ωραίος κώλος». «Ξέχνα το» είπε ο Τζέισον εξακολουθώντας να βιδώνει. «Δεν είναι ο τύπος σου». Ο Κόρεϊ τον κοίταξε εκνευρισμένος. «Αν δεν τη θέλεις εσύ, γιατί να μην είναι δική μου;» «Δεν είναι κανενός». Ο Τζέισον σηκώθηκε. «Για ρίξε μια ματιά στη δεύτερη θετή αδελφή. Είναι μαζί μας στην τάξη της Χημείας. Ούτε αυτή την είχες προσέξει». «Ποια λες;» «Αυτή με τα μεγάλα…» «Α, κατάλαβα» είπε ο Κόρεϊ ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Θία. «Όχι» τον έκοψε ο Τζέισον. «Πήγαινε να ζητήσεις από την άλλη να σε βοηθήσει στο εργαστήριο της Χημείας. Σου χρειάζεται». «Εντάξει, ρε φίλε» είπε ο Κόρεϊ και ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους πήγε να μιλήσει στη συμμαθήτριά του στη Χημεία. Εκείνη τα έχασε και χάρηκε για το ενδιαφέρον. «Θέλεις να μου πεις τι σήμαιναν όλα αυτά;» ρώτησε η Κουίν προβάλλοντας πίσω από το δέντρο. «Όχι» της απάντησε ο Τζέισον και σήκωσε το προσχέδιο για να το δώσει στη Θία. «Η Θία έχει κάθε δικαίωμα να βγει με όποιον θέλει» επισήμανε η Κουίν. «Αλλά όχι με τον Κόρεϊ» είπε ο Τζέισον, και την επόμενη στιγμή αναπήδησαν και οι δύο αιφνιδιασμένοι, ακούγοντας τη φωνή του Μπιλ πίσω τους. «Κουίν;» «Γεια σου, κύριε προπονητή» είπε ο Τζέισον και αμέσως διέσχισε τη σκηνή για να πάει να βρει τη Θία. Από λεπτούς τρόπους άλλο τίποτα, συλλογίστηκε η Κουίν και γύρισε να κοιτάξει τον Μπιλ. «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω» της είπε εκείνος. «Να βάλω κι εγώ ένα χεράκι για το έργο». «Όχι» απάντησε η Κουίν όσο το δυνατόν πιο αποφασιστικά. «Κουίν, πρέπει να είμαστε μαζί» της χαμογέλασε ο Μπιλ με το παλιό, γνώριμο χαμόγελο που ήταν σαν να της έλεγε ότι εκείνος ήξερε καλύτερα, και η Κουίν ένιωσε τον θυμό της να φουντώνει. «Πόσο πιο ξεκάθαρα να σου το πω; Μου είναι αδιάφορο αν διαδίδεις φήμες για τον Τζέισον κι εμένα…» «Δεν το έκανα εγώ» διαμαρτυρήθηκε θιγμένος. «…μου είναι αδιάφορο το τι κάνεις, δεν είμαστε πια μαζί και δεν πρόκειται να είμαστε ούτε στο μέλλον». «Δεν διέδωσα εγώ τις φήμες» επανέλαβε ο Μπιλ. «Στον λόγο μου…» «Σε πιστεύω. Είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν δουλειά του Μπομπ. Όμως ως εδώ. Άφησέ με ήσυχη. Φύγε». Ο Μπιλ ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά μετά σήκωσε τους ώμους. «Ίσως αργότερα» είπε.
Εκείνη τον κοίταζε να απομακρύνεται σφίγγοντας τα δόντια της, νιώθοντας ενοχή και κατόπιν θυμό, επειδή ακριβώς είχε νιώσει ενοχή. Δεν είχε φταίξει σε τίποτα. Είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψει έναν άντρα τον οποίο δεν ήθελε. Και να ξελογιάσει αυτόν που ήθελε. Στις εννιά το βράδυ, όταν έφυγαν όλα τα παιδιά και αφού έλεγξε την πόρτα του θεάτρου για να σιγουρευτεί ότι ήταν κλειδωμένη, η Κουίν έβγαλε το σουτιέν της και πήγε με το αμάξι της στο σπίτι του Νικ, νιώθοντας παγωμένη και με ένα αίσθημα αναγούλας, περισσότερο από νευρικότητα αλλά και επειδή δεν φορούσε εσώρουχα. Δεν ήξερε τι ακριβώς θα του έλεγε –είχε προβάρει εκατό διαφορετικές προσεγγίσεις, μα όλες ανεξαιρέτως φανέρωναν την απόγνωσή της– και κατά βάθος ήλπιζε ότι η απουσία στηθόδεσμου κάτω από την μπλούζα θα καθιστούσε περιττή τη συζήτηση. Ανέβηκε από την πίσω σκάλα του συνεργείου μέχρι την πόρτα του. Όταν ο Νικ τής άνοιξε και την κοίταξε ξαφνιασμένος, αυτή είπε: «Έμαθα για το δάνειο της τράπεζας» και μπήκε στο σπίτι του ευχόμενη να της ριχτεί αμέσως, ώστε να ξεπεράσει τη νευρικότητά της. «Ήταν απλό πράγμα» είπε ο Νικ, αλλά όταν η Κουίν γύρισε να τον αντικρίσει, πρόσεξε ότι είχε κλείσει την πόρτα και φαινόταν αρκετά σφιγμένος. «Τη ζημιά την έκανε ο Μπιλ» του εξήγησε. «Ενήργησε πίσω από την πλάτη μου για να εμποδίσει την έγκριση». «Το φαντάστηκα». «Κι έπειτα ανέλαβες να διορθώσεις εσύ την κατάσταση, πάλι πίσω από την πλάτη μου. Δεν είναι κάπως πατερναλιστική η συμπεριφορά σου;» Ο Νικ σάστισε ελαφρώς. «Θέλεις να πεις ότι είσαι θυμωμένη;» «Όχι ιδιαίτερα». Η Κουίν πλησίασε τη βιβλιοθήκη, ώστε να μην είναι υποχρεωμένη να τον κοιτάζει. Ο Νικ φάνταζε εξαιρετικά ωραίος έτσι ψηλός και άνετος, με το ανοιχτό στον λαιμό πουκάμισο. Ήταν επίσης ξυπόλυτος, μια λεπτομέρεια άκρως ερωτική. Για ποιο θέμα μιλούσαν; Α, για το δάνειο. «Προτιμώ να γνωρίζω τι γίνεται με τα οικονομικά μου» του είπε, προσπαθώντας να διατηρήσει ήρεμη τη φωνή της. «Δεν μου αρέσει εσείς οι δύο να συνωμοτείτε πίσω από την πλάτη μου». «Πιο ακριβές είναι να πεις ότι κινηθήκαμε αθόρυβα πίσω από την πλάτη σου. Δεν ήταν τόσο δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς ότι έχεις εξαφανιστεί». Η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. Ο Νικ φαινόταν ενοχλημένος. Άραγε του είχε λείψει; «Οι πρόβες μάς τρώνε πολλές ώρες» είπε η Κουίν. «Η παράσταση θα είναι εξαιρετική. Η Ίντι…» «Θέλεις ένα ποτό;» Η Κουίν συγκατένευσε. Ώστε δεν σκόπευε να την πετάξει έξω. Αντιθέτως, προσπαθούσε να την καλοπιάσει προσφέροντάς της ποτό. Αυτά ήταν καλά σημάδια. Μέχρι ο Νικ να φέρει το ουίσκι, η Κουίν έψαξε τα σιντί του με χέρια ελαφρώς τρεμάμενα, αναζητώντας κάτι ακαθόριστα ερωτικό, κάτι που να μην ήταν, ας πούμε, το «Μπολερό». Όταν βρήκε το Greatest Hits των Fleetwood Mac, το έβαλε να παίξει. Στο σπίτι της είχε βοηθήσει την κατάσταση. Μακάρι να είχαν τώρα τον καναπέ της μητέρας της…
Όταν ακούστηκαν τα πρώτα μέτρα του «Rhiannon», η Κουίν ξίνισε τα μούτρα και προχώρησε στα επόμενα κομμάτια, ώσπου βρήκε το «Hold Me». Ενδιαφέρων τίτλος. Γύρισε να δει τον Νικ που στεκόταν τώρα στο άνοιγμα της κουζίνας μ’ ένα ποτήρι σε κάθε χέρι και μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο. «Τι;» του είπε πλησιάζοντάς τον για να πάρει το ποτό της. «Ενδιαφέρουσα μουσική επιλογή» σχολίασε εκείνος. «Τελικά είσαι ή δεν είσαι θυμωμένη;» Την κάρφωσε με το βλέμμα του, κι όταν οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, της κόπηκε η ανάσα, γιατί ήταν πανέμορφος, νευρώδης, σκοτεινός, επικίνδυνος. Ο Νικ διέφερε από όλους τους προηγούμενους εραστές της, η Κουίν σχεδόν φοβόταν να κάνει έρωτα μαζί του, αλλά ακόμα περισσότερο φοβόταν την απόρριψή του. Αρκετά τον είχε στερηθεί... «Δεν είμαι θυμωμένη» του αποκρίθηκε. «Είμαι ευγνώμων. Αγαπάω το σπίτι μου. Σ’ ευχαριστώ. Εννοείται ότι θα σου ξοφλήσω το χρέος μου». «Παρακαλώ». Το βλέμμα του εξακολουθούσε να κρατά αιχμάλωτο το δικό της, κι όσο την κοίταζε, τόσο το αίμα κόχλαζε στις φλέβες της. Όμως, από την άλλη πλευρά, την έκανε να νιώθει άβολα. Η Κουίν ήπιε μια γουλιά ουίσκι, προσπαθώντας να σκεφτεί άλλο θέμα συζήτησης. Ο καιρός ήταν καλός τις τελευταίες μέρες. Ίσως… «Λοιπόν, για ποιον λόγο βρίσκεσαι εδώ;» Η Κουίν κόντεψε να πνιγεί. Κατάπιε τη γουλιά της σκουπίζοντας το στόμα με την ανάστροφη του χεριού. «Για να σε ευχαριστήσω». Εκείνος την κοιτούσε επίμονα, με τα μάτια ενός αρπακτικού, με έναν τρόπο που δεν την είχε κοιτάξει άλλη φορά. Ακόμα και εκείνη τη φορά που την είχε φιλήσει, το βλέμμα του έδειχνε πάνω απ’ όλα απροθυμία. Κάτι είχε αλλάξει στο μεταξύ. Ο Νικ είχε πάψει να είναι απρόθυμος. Αμέσως εκείνη σκέφτηκε ότι ίσως δεν είχε διαλέξει την κατάλληλη μέρα. Καλύτερα να το έπαιζε τολμηρά μια άλλη φορά, που εκείνος δεν θα είχε την όψη ενός κατά συρροή δολοφόνου. «Τώρα που σ’ ευχαρίστησα, λοιπόν…» Του έδωσε το ποτήρι της κι εκείνος το ακούμπησε στο ράφι της βιβλιοθήκης, χωρίς να ξεκολλήσει το βλέμμα του αποπάνω της. Φαινόταν να διασκεδάζει με την ταραχή της. «…είναι ώρα να πηγαίνω». Σηκώνοντας ξανά το βλέμμα, είδε τα υπέροχα πύρινα μάτια του να την παρατηρούν με αυταρέσκεια πάνω από το χείλος του ποτηριού. Η Κουίν τον περίμενε να πιει κι έπειτα είπε: «Στην πραγματικότητα, ήρθα για να πλαγιάσω μαζί σου». Ο Νικ πνίγηκε με το ουίσκι. Έξοχα. «Αλλά, φυσικά, εσύ δεν ενδιαφέρεσαι…» «Μόνο μια φορά» είπε ο Νικ αφήνοντας κάτω το ποτήρι με υπερβολική βιασύνη. Η Κουίν ένιωσε το έδαφος να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια της. «Πώς;» «Μόνο μια φορά, για να το βγάλουμε από μέσα μας». Ο Νικ μιλούσε απολύτως λογικά, σαν να της έλεγε ότι καλό είναι να γίνεται ένας οδοντικός έλεγχος δύο φορές τον χρόνο. «Έτσι θα πάψουμε και οι δύο να το σκεφτόμαστε». Μια φορά, για να το βγάλουμε από μέσα μας. Ιδού η κατάληξη του ονείρου της για ένα υπέροχο
ειδύλλιο με δυνατές συγκινήσεις. Η Κουίν άνοιξε το στόμα κι αμέσως το έκλεισε, γυρεύοντας έναν πνευματώδη και πολιτισμένο τρόπο για να διαολοστείλει κι αυτόν και την περιπέτεια της μιας βραδιάς. «Ώστε το σκεφτόσουν, ε;» «Ναι, διάβολε» παραδέχτηκε ο Νικ και στηρίχτηκε στη βιβλιοθήκη. Φαινόταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, που της ερχόταν να τον χαστουκίσει. «Όπως κι εσύ». «Μόνο μια φορά για να το βγάλουμε από μέσα μας, ε;» Η φωνή της έτρεμε από οργή. Μόνο πάνω από το πτώμα της – ή, καλύτερα, πάνω από το πτώμα του. Ο τύπος ήταν μεγάλο καθοίκι. «Ώστε αυτό είναι το σχέδιό σου;» πρόσθεσε αγριοκοιτάζοντάς τον. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι, γαμώτο;» «Νομίζω ότι είμαι αυτός με τον οποίο θέλεις να πηδηχτείς» είπε ο Νικ, κι όταν η Κουίν σήκωσε το χέρι να τον χτυπήσει, αυτός την έπιασε από τις μασχάλες και την έφερε κοντά του, παίρνοντας το στόμα της στο δικό του, παραλύοντας την αντίστασή της, μεταδίδοντάς της τη φλόγα του φιλιού του, κι αυτή ρίγησε από ανακούφιση, αφού βρισκόταν επιτέλους στην αγκαλιά του. «Είμαι έξαλλη μαζί σου» του είπε καθώς τραβήχτηκε ελαφρώς. «Παρ’ όλα αυτά με θέλεις» συμπλήρωσε αυτός και σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του τη φίλησε ξανά, χώνοντας το χέρι μέσα από το πουλόβερ της, αναζητώντας τα στήθη της, κι εκείνη αναστέναξε όντας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Το θέμα είναι η ερωτική απόλαυση, σκεφτόταν η Κουίν πασχίζοντας να σκεφτεί λογικά. Ο Νικ συμπεριφερόταν σαν ένας συνηθισμένος κόπανος, όχι σαν τον Νικ· επιδείκνυε με έπαρση τη δήθεν αντρική υπεροχή του, όμως είχε απίθανα χέρια και επιτέλους τη φιλούσε, τη φιλούσε στ’ αλήθεια, κόβοντάς της την ανάσα. Τα φλογερά χάδια του την έκαναν να τρέμει από λαχτάρα, κι όταν η γλώσσα του χώθηκε στο στόμα της, η Κουίν εγκατέλειψε κάθε αντίσταση κι έγειρε πάνω του. «Η κρεβατοκάμαρα είναι αποδώ» της είπε ο Νικ όταν διέκοψαν το φιλί για να πάρουν αέρα. «Δεν τελειώσαμε ακόμη τον καβγά» του επισήμανε εκείνη. «Αργότερα» μουρμούρισε ο Νικ και η Κουίν σκέφτηκε: Ναι. Αργότερα.
11
κι έπεσε αποπάνω της. Το βάρος του κορμιού του ήταν από μόνο του τόσο ερωτικό, ώστε εκείνη τυλίχτηκε γύρω του και γαντζώθηκε πάνω του. Αργότερα, θα έβρισκε τρόπο να πάρει το αίμα της πίσω για κείνο το αυτάρεσκο: «Είμαι αυτός με τον οποίο θέλεις να πηδηχτείς». Για την ώρα, τον είχε ανάγκη. Ο Νικ τής έβγαλε το πουλόβερ και τη φίλησε με πάθος στα χείλη, έγλειψε τον λαιμό της, βρήκε το στήθος της και βάλθηκε να την τρελάνει, παρασέρνοντάς τη σ’ ένα σκοτεινό, άγνωστο μέχρι τότε σ’ αυτήν τούνελ γιατί δεν είχε πάει ποτέ με κάποιον σαν τον Νικ, έναν άντρα επικίνδυνο που δεν δίσταζε να πει «είμαι αυτός με τον οποίο θέλεις να πηδηχτείς», πράγμα που την ερέθιζε και συγχρόνως της γεννούσε την επιθυμία να τον σκοτώσει, έναν άντρα που ήξερε πώς να εξουδετερώνει τις αναστολές μιας γυναίκας… Σχεδόν. Ένα κομμάτι του εαυτού της αρνιόταν να υποταχτεί και συνέχιζε να της υπενθυμίζει πως ήταν με τον Νικ και πως όφειλε να σκέφτεται λογικά, να μη σταματήσει να σκέφτεται. Ύστερα τα χείλη του ταξίδεψαν στο στήθος της, κι εκείνη ενέδωσε στην απόλαυση, παλεύοντας κάτω από το βάρος του κορμιού του με το σκοτάδι που την κατάπινε, κι ύστερα σκεφτόταν: μια στιγμή, αυτός είναι ο Νικ, και τότε αναδυόταν ξανά στην επιφάνεια· το θέλω στ’ αλήθεια αυτό; αναρωτιόταν, θα περιπλεχθούν τα πράγματα, αλλά μετά εκείνος της πιπίλιζε τη σάρκα ή της δάγκωνε τον ώμο ή της κατέβαζε το φερμουάρ –Θεέ μου, τι υπέροχη αίσθηση– και η Κουίν βυθιζόταν πάλι, χάνοντας το μυαλό της, ώσπου η λογική σκέψη την ανέσυρε ξανά στην επιφάνεια – Είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που κάνουμε; Μήπως το μετανιώσω; Έπειτα από μισή ώρα σκαμπανέβασμα, αισθανόταν σαν φελλός στην άκρη μιας πετονιάς. Αισθανόταν σαν… Ο Νικ έχωσε το χέρι κάτω από το κιλοτάκι της και η Κουίν βούλιαξε ξανά, αλλά αμέσως μετά αναδύθηκε στην επιφάνεια, καθώς εκείνος μισοσηκώθηκε για να της βγάλει το παντελόνι. Λοιπόν, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι το θέλω, γι’ αυτό ήρθα, άλλωστε, αλλά η Ζόι θα με σκοτώσει… Όμως το πρόβλημα δεν ήταν η Ζόι, ήταν η έλλειψη συγκέντρωσης από μέρους της: λαγνεία ή λογική, λαγνεία ή λογική. Αν δεν κατέληγε σύντομα σε ένα από τα δύο, θα τρελαινόταν. Καθώς ο Νικ κατέβαζε το παντελόνι της, η Κουίν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι προτιμούσε τη λογική, το κομμάτι του εαυτού της που μπορούσε να αποστασιοποιηθεί και να αποφανθεί με νηφαλιότητα: «Ο τύπος είναι λίγο άγαρμπος, αλλά ξέρει τον δρόμο για τον γυναικείο κόλπο», το κομμάτι που αρνιόταν να βουτήξει στο σκοτεινό τούνελ της ανυπαρξίας στο οποίο η Κουίν Ο ΝΙΚ ΤΗΝ ΞΑΠΛΩΣΕ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
βυθιζόταν όταν το μυαλό της σταματούσε να λειτουργεί. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε έρωτα, στη ζωή της είχε βιώσει άφθονους οργασμούς, υπέροχους μικρούς οργασμούς με γεύση βανίλια, μα τώρα ήταν με τον Νικ που έφερνε περισσότερο προς την πικρή σοκολάτα, και δεν ήταν σίγουρη ότι ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που προτιμούσαν την πικρή σοκολάτα, επομένως αν δεν… Ο Νικ έγλειψε την κοιλιά της και κατέβηκε χαμηλότερα, κι αυτή έγειρε πίσω το κεφάλι εγκαταλείποντας προς στιγμήν κάθε λογική σκέψη. Έπειτα του έσπρωξε πίσω το κεφάλι για να ελευθερώσει τα πόδια της από το τζιν χωρίς να του συνθλίψει το κρανίο, κι αυτός έβγαλε το πουκάμισο και το παντελόνι του. Έμειναν γυμνοί. Ήταν εξαίσιος, ωραίος, λεπτός, ελαφρώς μυώδης και ερχόταν να την αγκαλιάσει… «Να κάτι διαφορετικό για εμάς τους δύο» του είπε ευδιάθετα, προσπαθώντας να κάνει εκλεπτυσμένα σχόλια την ώρα που αυτός έπεφτε πάνω της. Διάβολε, είμαστε γυμνοί. «Διαφορετικό, ναι» της είπε με φωνή βραχνή και μάτια θολά κι ύστερα την αγκάλιασε και την ξάπλωσε πάνω του –το τριχωτό στήθος του δεν θύμιζε διόλου τον λείο θώρακα του Μπιλ– φέρνοντας χαμηλά στην κοιλιά της τα ομολογουμένως υπέροχα χέρια του, τρελαίνοντάς την. Τα επόμενα πέντε λεπτά, η Κουίν έχασε κάθε επαφή με τον χρόνο, καθώς η παλάμη του γλίστρησε ανάμεσα στους μηρούς της –ναι, εκεί– και τα δάχτυλά του γλίστρησαν μέσα της –μη σταματάς– κι όταν ο Νικ τη γύρισε ανάσκελα και έπεσε πάνω της, το επίμονο χάδι του τη βύθισε ξανά στο σκοτεινό τούνελ… Αυτός είναι ο Νικ, έλεγε το αναλυτικό μυαλό της. Αυτό που συμβαίνει είναι πραγματικά ενδιαφέρον. Πρόσεξε πόσο διαφορετικό είναι από άλλες φορές… Το σώμα του τη συνέθλιβε, δυσκολευόταν να αναπνεύσει –αυτό δεν είναι και τόσο ερωτικό, συλλογίστηκε η Κουίν– και τότε συνειδητοποίησε ότι ο Νικ προσπαθούσε να πιάσει το προφυλακτικό από το κομοδίνο του – για φαντάσου, ο άνθρωπος είναι τζέντλεμαν… Έπειτα ο Νικ τής άνοιξε τα πόδια πιέζοντάς τα με τους γοφούς του, γλιστρώντας το χέρι ανάμεσά τους, τρελαίνοντάς την, παραλύοντας το μυαλό της, ανοίγοντάς τη με τα δάχτυλά του –στάσου μια στιγμή– και τότε μπήκε μέσα της, κι εκείνη κόλλησε το σώμα της στο δικό του ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, γιατί ήταν εξαίσιο να τον νιώθει μέσα της άκαμπτο, σκληρό, κάμπτοντας το κορμί της έτσι ώστε να τον δεχτεί όλο μέσα της, μπήγοντας τα νύχια στους ώμους του, επειδή ήταν υπέροχος, εκπληκτικός. Κάτι της είπε με πνιχτή φωνή. Η Κουίν δεν μπορούσε να ακούσει τα λόγια του μέσα στην παραζάλη της, όμως ο ήχος της φωνής του στάθηκε αρκετός για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Άραγε το κάνω καλά; Ο Νικ την έσπρωξε δυνατά κι αυτή έχασε πάλι τον νου της, αλλά μετά αναδύθηκε ξανά στην επιφάνεια –ας διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας–, εκείνος σάλεψε ξανά και η Κουίν παραδόθηκε στην έξαψη, στο ρίγος, στον ρυθμό, τον δικό του ρυθμό – αχ, νομίζω ότι μένω πίσω, αν μειώσει τον ρυθμό του, θα τον προλάβω, είναι σαν να χορεύουμε ρούμπα… Πρώτη φορά ήταν τόσο αναλυτική στο κρεβάτι, αλλά, πάλι, πρώτη φορά ένιωθε τόσο τρομοκρατημένη, τόσο έκθαμβη. Μια γυναίκα
κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχό της κάνοντας έρωτα. Φαντάσου τι προβλήματα θα μπορούσαν να προκύψουν… Ο Νικ εισχώρησε βαθύτερα στο κορμί της και άρχισε να κουνιέται γρήγορα, και η Κουίν χάθηκε πάλι, επανερχόμενη ξανά μόνο και μόνο επειδή σκέφτηκε πως θα έπρεπε να συμμετάσχει πιο ενεργητικά, αναμφίβολα ο Νικ ήταν μαθημένος σε πιο περίπλοκα κόλπα, μ’ όλες εκείνες τις ευλύγιστες εικοσάχρονες που κυκλοφορούσε – δεν θα έβλαπτε να χάσω λίγα κιλά, δηλαδή όχι λίγα, γύρω στα πέντε… Βγήκε από μέσα της και η Κουίν τον έσφιξε με δύναμη. Έπειτα τη φίλησε με πάθος, κατέβασε το κεφάλι στο στήθος της και βάλθηκε να το πιπιλάει με το ίδιο πάθος· μετά κατέβηκε χαμηλότερα για να τη δαγκώσει στην κοιλιά κι ακόμα χαμηλότερα για να τη γλείψει –είναι τόσο υγρά εκεί μέσα, συλλογίστηκε η Κουίν, γιατί το κάνει;– κι όταν η γλώσσα του άγγιξε το ευαίσθητο σημείο της, εκείνη τινάχτηκε σπασμωδικά από έκπληξη, ενώ τα χέρια του την ακινητοποιούσαν, αδράχνοντάς τη από τη λεκάνη, ώσπου της ήταν αδύνατον πλέον να σκεφτεί λογικά, ο Νικ ήταν το κάτι άλλο, κι άρχισε να κουνιέται με τον ρυθμό του, με την ένταση να κορυφώνεται, ξεφωνίζοντας μπροστά στην άβυσσο. Αν ο Νικ δεν σταματούσε, θα έπεφτε μέσα –μη σταματάς–, όμως σταμάτησε, κι εκείνη ρίχτηκε πίσω, με ευγνωμοσύνη αλλά και απογοήτευση, και τότε εκείνος γλίστρησε ξανά πάνω της και βυθίστηκε με δύναμη μέσα της. Άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω, λέγοντας «ναι» στο αυτί της, χωρίς την παραμικρή αυταρέσκεια –«Θεέ μου, Κουίν» της ψιθύρισε–, κι εκείνη συνήλθε για μια ακόμα φορά –τι κάνεις, έχεις χάσει τον έλεγχο– για να βυθιστεί κατόπιν στο μαύρο τούνελ, με το χέρι του να κρατάει βάναυσα το πρόσωπό της, τα μάτια του μαύρα από πόθο καθώς σφιγγόταν μέσα της. «Έλα!» της είπε με σφιγμένα δόντια, κι εκείνη τον κοίταξε στα μάτια, είδε τον Νικ, κι αυτό στάθηκε αρκετό για να διαλυθεί σε χίλια κομμάτια, σοκαρισμένη και ξαφνιασμένη, γρήγορα, απότομα, άγρια. Ύστερα εκείνος κατέρρευσε πάνω της κι αυτή τον αγκάλιασε, προσπαθώντας να θυμηθεί πώς ανέπνεε κανείς. Ο Νικ γλίστρησε έξω από το σώμα της φέρνοντας το χέρι στην κοιλιά της, εκεί όπου προηγουμένως ακουμπούσε το κορμί του, και μετά ανάμεσα στα πόδια της, προκαλώντας τον αναστεναγμό της. Έπειτα ανέβηκε ψηλότερα, στο στήθος της, κι εκείνη κουλουριάστηκε στο πλάι για να αισθανθεί την πίεση. Όταν ο Νικ έσκυψε να τη φιλήσει πρώτα στο στήθος –εκείνη φώλιασε πάνω του– και μετά στο στόμα –το φιλί του ήταν καυτό, παράξενο, απολαυστικό–, η Κουίν απέκτησε ξανά συνείδηση του εαυτού της, οριστικά αυτή τη φορά, κι αυτός ξάπλωσε δίπλα της ανάσκελα. «Θεέ μου» ψέλλισε η Κουίν.
Διάβολε, σκέφτηκε ο Νικ. Παρόλο που δεν ήταν εύκολο να νιώσει κανείς κατάθλιψη μετά από ένα απολαυστικό σεξ, ο Νικ το πέτυχε. Ήταν σπουδαία η ιδέα του να κοιμηθεί μαζί της μόνο μια φορά, ώστε να διαλυθεί η μαγεία και το επόμενο πρωί να πάει στη δουλειά ανανεωμένος, απαλλαγμένος από τις ηλίθιες φαντασιώσεις, ξέροντας ότι η Κουίν ήταν όπως όλες οι άλλες γυναίκες, χαριτωμένη, διασκεδαστική, ενδιαφέρουσα – μια ακόμα ανάμεσα στις πολλές που είχαν κοιμηθεί με τον Νικ Ζίγκλερ.
Με τη διαφορά ότι η Κουίν εξακολουθούσε να αποτελεί μυστήριο και ότι εκείνος την ήθελε πάλι. Σήκω απ’ το κρεβάτι, πρόσταξε τον εαυτό του, όμως το χέρι του ενεργούσε από μόνο του, το σώμα της ήταν τόσο ερωτικό μ’ όλες αυτές τις καμπύλες. Γυρίζοντας στο πλάι στηρίχτηκε στον αγκώνα, νιώθοντας απίστευτα κουρασμένος, και χρειάστηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια απλώς και μόνο για να την κοιτάξει. Αυτή η γυναίκα με τα κοντά ανακατεμένα μαλλιά, η γυμνή, με το ξαναμμένο πρόσωπο, που είχε κουλουριαστεί στο πλευρό του χορτάτη από ηδονή, δίχως να λογαριάζει τίποτα, αυτή η γυναίκα δεν έμοιαζε με την Κουίν. Φαινόταν εξωτική, ερωτική, φλογερή, ήταν το είδος της γυναίκας που όλοι οι άντρες ποθούν, και την ποθούσε ξανά. Επιθεώρησε το κορμί της, προσπαθώντας να τη δει σαν μια συνηθισμένη γυναίκα, υπολόγισε την καμπύλη του στήθους της, πρόσεξε την αμυδρή τομή από την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας στην κοιλιά της, υπολόγισε το εύρος των γοφών της, σκέφτηκε πως το κορμί της δεν ήταν τέλειο, εκτός κι αν ήθελες να βυθιστείς μέσα σ’ αυτή τη λεκάνη, εκτός αν ήθελες μια γυναίκα με πλούσια τα ελέη, μια γυναίκα φλογερή, δυνατή, ενδοτική. Χάιδεψε την κοιλιά της, για να τη δει να τεντώνεται και να αναστενάζει σαν όλες τις γυναίκες –θέλω να της δώσω αληθινές διαστάσεις, συλλογίστηκε, να βεβαιωθώ ότι μοιάζει με όλες τις άλλες–, όμως εκείνη κοκκίνισε και κουλουριάστηκε προς το μέρος του, καλύπτοντας τα στήθη με το μπράτσο της, απομακρύνοντας με τον μηρό της το χέρι του, σεμνή παρά τα όσα είχαν συμβεί ανάμεσά τους, κι αυτός ξέχασε μονομιάς την κούρασή του. «Όχι» της είπε απομακρύνοντας το μπράτσο της. Ύστερα έσκυψε και πήρε το στήθος της στο στόμα του, ένιωσε τη ρώγα να σκληραίνει στο άγγιγμα της γλώσσας του, το κορμί της πήρε φωτιά, κι ήταν τόσο απαλή καθώς ριγούσε στο χάδι του, που ο Νικ άδραξε με δύναμη τη σάρκα της για να τη νιώσει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Περνώντας το χέρι στην πλάτη της, ζούληξε τους σπονδύλους, ενώ συγχρόνως πιπίλιζε τη σάρκα της, και όπως η παλάμη του εξερευνούσε τους καμπύλους γλουτούς δίνοντας σάρκα και οστά στις φαντασιώσεις του, ένιωσε ότι την ήθελε ξανά αποκάτω του, ανοιχτή, την ήθελε απαλή, σφαιρική, υγρή, στενάζουσα. Τη φίλησε με πάθος, χάιδεψε την κοιλιά της, γλίστρησε την παλάμη ανάμεσα στα πόδια της και βάλθηκε να την κοιτάζει, κατακτώντας τη με το βλέμμα του αυτή τη φορά. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι επίμονα;» του ψιθύρισε πιάνοντάς του το χέρι, προσπαθώντας να υποκριθεί ότι δεν ήταν ζαλισμένη και πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο, επειδή υποκρινόταν· έχοντας χάσει το μυαλό της από τον πόθο, ήταν θεσπέσια ευάλωτη και απόλυτα δική του. «Έχω κάθε δικαίωμα να κοιτάζω» της είπε. «Εδώ είναι το κρεβάτι μου και μπορώ να σ’ έχω με όποιον τρόπο θέλω». Σκέφτηκε να τη γυρίσει στο πλάι, να κολλήσει πάνω στους σφιχτούς γλουτούς, πιάνοντας τα στήθη της από πίσω. Σκέφτηκε να τη φέρει αποπάνω του στην άκρη του κρεβατιού, διεισδύοντας στο κορμί της καθώς θα φιλούσε τα στήθη της. Σκέφτηκε να πέσει πάνω της και να κατεβεί χαμηλά, να τη γλείψει, να απολαύσει την καυτή, υγρή, γλυκιά γεύση της, τρελαίνοντάς την… Ξάφνου εκείνη έγειρε προς το μέρος του και τον φίλησε αιφνιδιάζοντάς τον, καθώς έχωνε τη γλώσσα στο στόμα του· ύστερα τον έσπρωξε, τον έριξε ανάσκελα στο κρεβάτι, έπεσε πάνω του και με αργές κινήσεις εξερεύνησε το κορμί του, ενώ συγχρόνως δάγκωνε το χείλος του. Όταν ο Νικ γέλασε και την κοίταξε, είδε ξάφνου απέναντί του ξανά την Κουίν, αλλά μια Κουίν μεταμορφωμένη,
με τις κόρες των ματιών διασταλμένες από την ηδονή, το στόμα κόκκινο και ερεθισμένο από τα αμέτρητα παθιασμένα φιλιά του, μια Κουίν με ύφος πρόστυχο, μια γυναίκα που του είχε δοθεί με αυταπάρνηση, που είχε έρθει σε οργασμό, κι αυτός την είχε δαγκώσει, την είχε ρουφήξει, την είχε πηδήξει… «Χριστέ μου, είσαι πανέμορφη» της είπε και τη φίλησε, αγγίζοντας το καυτό κορμί, σφίγγοντας τη σάρκα της, απολαμβάνοντας την αίσθηση –τούτο δω είναι δικό μου–, θέλοντας να την κάνει δική του, να την πάρει, να τη διεκδικήσει, να τη ρουφήξει, να την κατακτήσει, να την κρατήσει… Σταμάτησε απότομα, λαχανιασμένος, νιώθοντας φρίκη στην ιδέα ότι συνέχιζε να τη θέλει. Να την κρατήσει; Πάρε δρόμο. Κλείνοντας τα μάτια ώστε η Κουίν να μη διαβάσει τη σκέψη του, ελευθέρωσε τη λεκάνη του μ’ έναν επιδέξιο ελιγμό και κατόπιν ανασηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Πεθαίνω της πείνας» είπε πιάνοντας το παντελόνι του, προσπαθώντας να ελέγξει το τρέμουλο της φωνής του. «Τι λες για μια πίτσα;» Αιφνιδιασμένη, η Κουίν ανασηκώθηκε αδέξια, προσπαθώντας ακόμη να συνέλθει από τον ερωτικό πυρετό. Ο Νικ χρειάστηκε να καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μην της ριχτεί ξανά. «Πίτσα;» επανέλαβε σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά της, κι αυτός της πέταξε το πουλόβερ της για να μην είναι αναγκασμένος να βλέπει πόσο όμορφη ήταν έτσι γυμνή. «Κάψαμε πολλές θερμίδες» της εξήγησε με φωνή ευδιάθετη. «Έχεις καμιά προτίμηση;» «Προτίμηση». Η Κουίν καθόταν στο κρεβάτι γυμνή, σφίγγοντας το πουλόβερ στην αγκαλιά της, κι εκείνος της γύρισε την πλάτη για να σταματήσουν οι ανόητες σκέψεις που του τριβέλιζαν το μυαλό. «Πεπερόνι, μανιτάρια…» «Δεν πεινάω» του είπε ξερά. «Εγώ πεινάω». Ο Νικ δραπέτευσε στο σαλόνι διώχνοντας την ανάμνηση του γυμνού κορμιού της, προσπαθώντας να σκεφτεί πώς θα την απομάκρυνε από το διαμέρισμά του. Θα μπορούσε να τη στείλει να φέρει πίτσα και εντωμεταξύ αυτός να μετακομίσει αλλού. Ήταν μια σκέψη αντάξια των φαεινών ιδεών που κατέβαζε το κεφάλι του τελευταία. Όταν όμως η Κουίν βγήκε από το δωμάτιο, πέντε λεπτά αργότερα, φορώντας όλα τα ρούχα της, μάζεψε το παλτό της χωρίς τη δική του παρότρυνση. «Πηγαίνω» του είπε «αλλά οφείλω να σε πληροφορήσω ότι το φινίρισμά σου υστερεί. Είναι πραγματικά ελεεινό, Ζίγκλερ». Ο Νικ δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει θιγμένος ή ξαλαφρωμένος. «Γιατί το λες αυτό; Αφού ήρθες σε οργασμό». «Ήμουν απλώς ευγενική» του πέταξε θυμωμένα και βγήκε. «Όχι, λες ψέματα» της φώναξε. Την είχε νιώσει να σπαρταράει κάτω από το βάρος του κορμιού του, είχε νιώσει το σφίξιμο των μυών της, το τρέμουλο, την πλήρη εξάντλησή της, ενώ ο ίδιος είχε μοχθήσει για να τη φέρει σε οργασμό. Προσπάθησε να νιώσει προσβεβλημένος, αλλά του ήταν αδύνατον να λησμονήσει πόσο
υπέροχα είχε αισθανθεί όταν κρατούσε στα χέρια του το κορμί της Κουίν, καθοδηγώντας τη στους δρόμους της ηδονής. Το κορμί της Κουίν. «Να πάρει η οργή» μουρμούρισε και πήγε να κάνει ντους και να αλλάξει σεντόνια, αποφασισμένος να εξαφανίσει κάθε ίχνος της παρουσίας της στο διαμέρισμά του μια για πάντα.
Ο Μπιλ καθόταν στο αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισμένο απέναντι από το συνεργείο και κοίταζε την Κουίν την ώρα που έφευγε. Είχε μείνει στο σπίτι του Νικ πάνω από μια ώρα, κι αυτός ζήλεψε γιατί ήξερε ότι κάθονταν εκεί κουβεντιάζοντας και γελώντας, όπως τους είχε δει να κάνουν χιλιάδες φορές. Ο Νικ δεν είχε κάτι που τον ανησυχούσε, ήταν απλώς ο Νικ· αυτό που τον έκανε να ζηλεύει ήταν ο χρόνος που περνούσε ο Νικ με την Κουίν. Ο Μπιλ την είχε περιμένει έξω από το σχολείο, καθώς εκείνη δούλευε στις πρόβες γελώντας και κουβεντιάζοντας με τα παιδιά μέσα –ήταν βέβαιος ότι δεν έλειπε το γέλιο και η κουβέντα–, και μετά την είχε ακολουθήσει μέχρι του Νικ, περιμένοντας πάλι απέξω, όσο αυτοί γελούσαν και κουβέντιαζαν στο διαμέρισμα του τελευταίου. Ήταν άδικο αυτός να μην μπορεί να την πλησιάσει, να είναι υποχρεωμένος να περιμένει και να παραφυλάει, ναι, ήταν πολύ άδικο, ο Μπιλ το σιχαινόταν… Πήρε βαθιά εισπνοή και έτριψε το κεφάλι του που είχε αρχίσει ξανά να πονάει. Έπειτα έβαλε ταχύτητα στο αμάξι. Θα περνούσε έξω από το σπίτι της, προκειμένου να σιγουρευτεί ότι η Κουίν είχε επιστρέψει με ασφάλεια στον μπαμπά της και στην Ντάρλα, στο σπίτι της, όπου θα γελούσε και θα κουβέντιαζε κι άλλο, δίχως αυτόν, αλλά δεν τον πείραζε, γιατί σύντομα θα ήταν πάλι μαζί. Θα φρόντιζε ο ίδιος γι’ αυτό.
Όταν η Ζόι απάντησε στο τηλέφωνο, η Κουίν πήρε βαθιά ανάσα. «Γιατί χωρίσατε με τον Νικ;» τη ρώτησε. «Δεν θέλησες ποτέ να το συζητήσουμε, αλλά τώρα πρέπει να μάθω». «Επειδή τον εγκατέλειψα» είπε η Ζόι. «Του συμβαίνει κάτι; Γιατί με ρωτάς συνέχεια γι’ αυτόν;» «Είναι καλά». Η Κουίν έψαξε να βρει μια δικαιολογία. Δεν ήθελε να της πει: «Απλώς έτυχε να κοιμηθώ μαζί του και στο τέλος μού έκανε κάτι περίεργα. Το συνηθίζει;». «Απλώς χώρισε με τη Λίσα. Είναι το εικοστό κορίτσι που αλλάζει μετά τον χωρισμό σας». «Είναι ταραγμένος;» ρώτησε η Ζόι. Η Κουίν θυμήθηκε το καυτό κορμί του πάνω στο δικό της. «Δεν θα το έλεγα. Απλώς αναρωτιόμουν». «Έχουν περάσει πολλά χρόνια» είπε η Ζόι. «Σου είπα, πιστεύω ότι τον παντρεύτηκα για να τσαντίσω τη μαμά και να φύγω από το Τιμπέτ. Και περνούσαμε αρκετά καλά μέχρι που καταλήξαμε στο Ντέιτον. Τότε έλειπε διαρκώς στη δουλειά, κι όταν γύριζε σπίτι προτιμούσε να αράζει». «Να αράζει;» «Ξέρεις, διάβαζε, έπαιζε μπάσκετ με τους φίλους του, τέτοια πράγματα». «Το ίδιο κάνει και τώρα. Έχουν βάλει με τον Μαξ μια μπασκέτα στην πίσω αυλή του συνεργείου».
«Τα βλέπεις;» είπε η Ζόι σαν να είχε υποχρεωθεί να εξηγήσει το προφανές. «Εγώ ενδιαφερόμουν για το σεξ και γρήγορα βαρέθηκα. Τι ακριβώς συμβαίνει;» «Σε ήθελε μόνο για σεξ;» ρώτησε η Κουίν με δυσκολία, επειδή, εκτός όλων των άλλων, δεν ήθελε να θυμάται ότι ο Νικ είχε κάνει έρωτα με τη Ζόι. «Όχι, εγώ τον ήθελα μόνο γι’ αυτό. Το τι ήθελε εκείνος από μένα δεν το γνωρίζω. Υποθέτω ότι αναζητούσε μια σύζυγο» είπε σκεφτικά η Ζόι. «Αν και ποτέ δεν υπήρξε ιδιαίτερα κτητικός. Όλα έδειχναν ότι η σχέση μας ήταν συγκυριακή. Έπειτα από τρεις μήνες, τον υποχρέωσα να με φέρει σπίτι για να δω εσένα και τη μαμά, και χάρηκα τόσο πολύ που βρισκόμουν ξανά στο Τιμπέτ, ώστε κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον γάμο μας. Όταν γυρίσαμε στο Ντέιτον, τον άφησα. Δεν άντεχα άλλο». «Το μετάνιωσες;» ρώτησε η Κουίν γυρεύοντας άφεση, επιθυμώντας η Ζόι να γυρίσει και να της πει: «Πάρ’ τον, χάρισμά σου». «Όχι. Εκείνος;» Η Κουίν έφερε στον νου της τις λίγες φορές που ο Νικ αναφερόταν στη Ζόι. Πρόφερε το όνομά της δίχως συγκίνηση, όπως όλα τα άλλα, σαν να μην ήταν κάτι το ξεχωριστό. «Όχι, δεν νομίζω. Εξάλλου, δεν είναι από τους ανθρώπους που κρύβουν τα αισθήματά τους». Η Ζόι γέλασε σαρκαστικά στην άλλη άκρη της γραμμής. «Άρα, σίγουρα δεν έχει μετανιώσει. Ακόμα και αν το ήθελε, ο Νικ δεν θα μπορούσε να κρύψει τίποτα. Αυτό που βλέπεις, αυτό είναι». Η Κουίν είδε νοερά το γυμνό, γεροδεμένο κορμί του ξαπλωμένο πλάι της. «Καλά, καλά». «Είχε πλάκα, απλώς δεν ήταν αρκετά τρελός». Η Ζόι δεν ακουγόταν στενοχωρημένη, και έπειτα η φωνή της αντήχησε πιο μακρινή, καθώς γύρισε για να πει στον άντρα της: «Ναι, εσύ είσαι τρελούτσικος. Γι’ αυτό είμαι μαζί σου». Η Κουίν άκουσε το βραχνό γέλιο του Μπεν και κατόπιν της Ζόι, κι ένιωσε ένα κέντρισμα ζήλιας. Θα πρέπει να ήταν υπέροχο να ζεις με έναν άντρα που αγαπάς και που σ’ αγαπάει, όπως ο Μπεν με τη Ζόι. «Πώς κατάλαβες ότι ο Μπεν ήταν ο άντρας της ζωής σου;» ρώτησε ξαφνικά. «Πώς ήσουν τόσο σίγουρη; Ξέρω ότι γνωριστήκατε στη δουλειά, αλλά πώς το κατάλαβες;» «Η αλήθεια είναι ότι δεν τον γνώρισα στη δουλειά» της αποκάλυψε η Ζόι. «Έτσι είπα σ’ εσένα και στη μαμά, αλλά στην πραγματικότητα μου έκανε καμάκι σ’ ένα σιντριβάνι». «Τι;» «Υπήρχε ένα σιντριβάνι έξω από το κτίριο της δουλειάς» εξήγησε αμήχανα η Ζόι. «Μια μέρα βγήκα να πάρω αέρα, νιώθοντας στα όρια της κατάθλιψης επειδή κόντευα τα τριάντα και δεν θα αποκτούσα ποτέ παιδιά, ενώ εγώ ήθελα παιδιά, και επειδή φορούσα ταγέρ και ζούσα συμβατικά αντί να… ξέρεις…» «Αντί να είσαι η Ζόι» είπε η Κουίν, που καταλάβαινε πολύ καλά τι εννοούσε η αδελφή της. «Έβγαλα λοιπόν τα παπούτσια και το καλσόν και βούτηξα στο σιντριβάνι, γιατί έτσι θα συμπεριφερόμουν τότε που δεν είχα αρχίσει ακόμη να φοράω ταγέρ. Δεν είχα αντιληφθεί την παρουσία του Μπεν, μέχρι που εκείνος είπε: “Έχεις ωραία πόδια”. Καθόταν στην άλλη άκρη του
σιντριβανιού με τα μπατζάκια ανεβασμένα και τα πόδια βουτηγμένα στο νερό, και με παρατηρούσε πίσω από τα γυαλιά με τον κοκάλινο σκελετό. Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε καμάκι και του το ξέκοψα. Αλλά αυτός είπε ότι επρόκειτο απλώς για μια επιστημονική παρατήρηση, γιατί ήταν ευτυχισμένος σύζυγος και πατέρας ενός υπέροχου γιου που τον έλεγαν Χάρολντ…» «Σίγουρα θα αστειεύεσαι» είπε η Κουίν. «…κι εγώ του είπα ότι μόνο ένας σαδιστής θα βάφτιζε το παιδί του Χάρολντ, και ότι η κόρη μου λεγόταν Τζίνι και ήταν το αστέρι της τάξης στο μπαλέτο…» «Καταπληκτικό!» «Το ξέρω» είπε η Ζόι. «Ξαφνικά ξαναβρήκα τον παλιό εαυτό μου. Και μετά αρχίσαμε να λέμε πόσο σπουδαίοι ήταν οι σύντροφοί μας, ώσπου σε λίγο κατάλαβα ότι με φλόμωνε στα ψέματα, και του είπα ότι ήμουν ρωσίδα κατάσκοπος εξουσιοδοτημένη να σκοτώνει, κι αυτός απάντησε: “Πάντα ήθελα να κάνω σεξ το απόγευμα με μια ρωσίδα κατάσκοπο εξουσιοδοτημένη να σκοτώνει”. Του είπα λοιπόν ότι ήταν κρίμα που ήταν παντρεμένος με μια τόσο υπέροχη γυναίκα, γιατί, αν δεν ήταν, θα μπορούσαμε να κάνουμε έρωτα. “Με εγκατέλειψε” απάντησε ο Μπεν, κι έτσι περάσαμε πέντε μέρες σε μια σουίτα στο Γκρέιτ Σάουδερν, και μετά κλεφτήκαμε και παντρευτήκαμε στο Κεντάκι». «Τι έκανε, λέει;» «Ναι. Γι’ αυτό σας είπα ότι τον γνώρισα στη δουλειά και ότι γνωριζόμαστε πολύ καιρό. Βλακεία, ε;» «Είναι υπέροχο!» αναφώνησε η Κουίν. «Έτσι εξηγείται γιατί δεν σου λείπει ο Νικ». «Κοίτα, ο Νικ ήταν καλό παιδί. Απλώς δεν ήταν ο κατάλληλος άντρας για μένα. Αλλά γιατί ρωτάς συνέχεια γι’ αυτόν;» «Σκεφτόμουν απλώς την παλιά μας ζωή» απάντησε η Κουίν με ειλικρίνεια. «Πώς ήμασταν και πώς γίναμε». «Να σου πω, ο Νικ δεν άλλαξε, είναι ίδιος όπως παλιά. Οι άντρες δεν αλλάζουν. Ο Νικ ενδιαφερόταν πάντα για τα σπορ, τα αυτοκίνητα και το σεξ». Πράγματι, η περιγραφή τού ταίριαζε γάντι. «Όχι ότι αυτό ήταν κακό. Απλώς μπούχτισα τόσο τους Fleetwood Mac, που μου ερχόταν να βάλω τις φωνές…» Η Κουίν πάγωσε. «Πώς είπες;» «Τους Fleetwood Mac. Του άρεσε να πηδιέται ακούγοντας Fleetwood Mac, και πάω στοίχημα ότι συνεχίζει τα ίδια. Ρώτα τη Λίσα. Θα έχει ακούσει το “The Chain” τόσες φορές, που ασφαλώς θα έρχεται σε οργασμό και χωρίς αυτόν». «Θα τον σκοτώσω» είπε η Κουίν. «Τι;» Ορίστε, λοιπόν. Μια ακόμα γυναίκα της σειράς με πρωταγωνιστή τον Νικ Ζίγκλερ. Μουσική Fleetwood Mac. Το κάθαρμα! «Κουίν;» Εκείνη τη νύχτα, στο σπίτι της, μετά την αναχώρηση της Μέγκι και της Ίντι, εκείνος είχε ψαρέψει το σιντί μέσα από το σωρό. Προφανώς ήταν η στιγμή που είχε αλλάξει γνώμη και είχε αποφασίσει
να περάσει στην επίθεση. Τη φίλησε λόγω των Fleetwood Mac και σταμάτησε να τη φιλάει λόγω των μαλλιών της. Έπειτα η Κουίν τα κούρεψε και… «Θα τον σκοτώσω». «Κοιμήθηκες μαζί του» αποφάνθηκε η Ζόι ανέκφραστα. «Ναι» απάντησε η Κουίν, που όσο το σκεφτόταν, τόσο έβραζε μέσα της. «Μάλιστα». «Μάλιστα τι;» ρώτησε η Κουίν, έτοιμη για καβγά. «Τίποτα. Εκτός από το γεγονός ότι κοιμήθηκες με τον πρώην άντρα μου, ότι είσαι αδελφή μου και ότι ακουγόμαστε σαν μία από τις επιτυχίες του Τζέρι Σπρίνγκερ10». «Νόμιζα ότι δεν σε ενδιέφερε με ποια πλαγιάζει». «Όντως δεν με ενδιαφέρει». Η Ζόι ακούστηκε κάπως ξαφνιασμένη. «Αλλά με νοιάζει με ποιον πλαγιάζεις εσύ». «Μείνε ήσυχη, στο εξής δεν πρόκειται να πλαγιάσω με κανέναν». Η Κουίν σκέφτηκε το γυμνό, φλογερό κορμί του Νικ πάνω στο δικό της και βιάστηκε να απωθήσει τη σκέψη. «Ποτέ ξανά». «Τόσο χάλια ήταν;» «Όχι». Η Κουίν προσπάθησε να μην το σκέφτεται. «Δεν μπορώ να χωνέψω το γεγονός ότι άκουσε και μαζί μου τους Fleetwood Mac. Άρχισε να με φιλάει στο “Hold Me” και όταν το σιντί έφτασε στο “You Make Lovin’ Fun” με είχε γδύσει τελείως». «Μ’ εμένα δεν έφτασε ποτέ μέχρι το “You Make Lovin’ Fun”» σχολίασε η Ζόι. «Ήταν το τελευταίο κομμάτι στο άλμπουμ. Ο Νικ δεν κρατούσε τόσο. Αυτό που σου είπα για το “The Chain” δεν ήταν αστείο. Η μοναδική ελπίδα μου ήταν να έρθω σε οργασμό μέχρι τότε, γιατί ο Νικ εκεί τελείωνε». «Έχει αλλάξει» της είπε η Κουίν. «Όταν τελείωσα, το “Hold Me” έπαιζε για δεύτερη φορά. Μου φαίνεται απίστευτο». «Το “Hold Me” δεν το θυμάμαι καθόλου. Μιλάμε για το άλμπουμ The Rumours, έτσι δεν είναι;» «Έχουν κυκλοφορήσει και άλλα άλμπουμ από τότε που ήσουν δεκαοκτώ χρονών» είπε η Κουίν. «Αυτό που σου λέω ήταν το Greatest Hits». «Φαντάζομαι ότι θα έριξε κάμποσες στο κρεβάτι και με αυτό τον δίσκο» είπε η Ζόι. «Ήταν πάντα καλός στο να ξελογιάζει τα κορίτσια, ο άτιμος!» «Συνεχίζει να το κάνει» σχολίασε η Κουίν. «Μου ’ρχεται να σκάσω απ’ το κακό μου». «Δεν το χωράει ο νους μου ότι αποπλάνησε τη μικρή αδελφή μου» είπε η Ζόι. «Πάντα είχε μανία με το σεξ, αλλά πίστευα πως τώρα πια θα είχε ωριμάσει…» «Εγώ τον αποπλάνησα» τη διόρθωσε η Κουίν. «Πώς είπες;» «Πήγα στο σπίτι του για να πλαγιάσω μαζί του». Η Κουίν ένιωσε ανόητη. «Ήθελα να μάθω πώς θα ήταν το σεξ μαζί του, κι έτσι πήγα στο σπίτι του και του το πρότεινα». «Α». Η Ζόι προσπαθούσε να καταλάβει. «Τότε γιατί είσαι θυμωμένη μαζί του; Θέλω να πω, εγώ θυμώνω μαζί του επειδή είσαι εσύ θυμωμένη, αλλά τώρα δεν ξέρω γιατί είσαι θυμωμένη. Ήταν χάλια;» «Πίστευα ότι ήμουν διαφορετική» – και μόνο που το έλεγε, η Κουίν αισθανόταν ανόητη.
«Πιθανώς ήσουν, μέχρι που πλάγιασες μαζί του» σχολίασε η Ζόι. «Θα πρέπει να είσαι η μόνη γυναίκα με την οποία είχε στενή φιλία και δεν την είχε δει γυμνή. Με εξαίρεση τη μητέρα του και την Ντάρλα, φυσικά». «Ευχαριστώ» είπε η Κουίν. «Τώρα νιώθω πολύ καλύτερα». «Κατά πάσα πιθανότητα, ένιωθε πιο κοντά μ’ εσένα παρά με τις γυναίκες που είχε δει γυμνές. Ο συνδυασμός των αισθημάτων και του σεξ δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο. Μην περιμένεις πολλά τηλεφωνήματα και συζητήσεις σχετικά με τη σχέση σας». «Τόσο χαζή ήμουν λοιπόν; Δεν το χωράει ο νους μου» είπε η Κουίν. «Για ξαναπές μου, γιατί το έκανες;» ρώτησε η Ζόι. «Γιατί, μα την πίστη μου, δεν μπορώ να το καταλάβω». Επειδή είναι αξιολάτρευτος. Επειδή είναι σέξι. Επειδή τον εμπιστεύομαι. «Επειδή ήθελα να γίνω σαν εσένα. Συναρπαστική και όχι απλώς… Καταλαβαίνεις». Η Ζόι έμεινε σιωπηλή για λίγο και η Κουίν νόμισε ότι έπεσε η γραμμή. «Ζόι;» «Σκέφτομαι. Τι σ’ έπιασε έτσι ξαφνικά; Ποτέ δεν ήθελες να είσαι σαν εμένα. Άφησες τον Μπιλ, μετά κοιμήθηκες με τον Νικ… Τι έχεις πάθει;» «Δεν ξέρω. Ήθελα απλώς κάτι διαφορετικό». «Ορίστε, το δοκίμασες το διαφορετικό. Μήπως θέλεις να έρθω σπίτι για ένα διάστημα;» «Όχι». Η Κουίν αναστέναξε. «Σε τι μπορείς να βοηθήσεις, άλλωστε; Όχι, άσε, κάτι θα σκεφτώ». «Μπορώ να ευνουχίσω τον Νικ μ’ ένα στομωμένο κουτάλι. Κάποτε του είχα πει ότι, αν ποτέ τολμούσε να σε ακουμπήσει, θα τον σκότωνα, οπότε τώρα μάλλον θα με περιμένει». «Σοβαρολογείς;» Η Κουίν ανακάθισε. «Τι του είχες πει δηλαδή;» «Μια φορά τον τσάκωσα να σε κοιτάζει. Ήσουν ακόμη μωρό, κι αυτός σε κοίταζε με το γνωστό βλέμμα. Έπεσα απ’ τα σύννεφα». «Πόσων ετών μωρό;» «Ήμασταν παντρεμένοι. Μόλις είχαμε γυρίσει σπίτι και…» «Δηλαδή δεκάξι. Πριν από δεκαεννιά χρόνια. Περιμένει δεκαεννιά χρόνια και μετά βάζει τους Fleetwood Mac». «Ίσως το παίρνεις υπερβολικά σοβαρά» της είπε η Ζόι. «Στο κάτω κάτω, απλώς κάνατε σεξ, δεν πέθανες. Εκτός κι αν τσιμπήθηκες μαζί του». «Δεν τσιμπήθηκα» απάντησε η Κουίν, απολύτως σίγουρη ότι έλεγε την αλήθεια. «Απλώς σκέφτηκα ότι το σεξ μαζί του θα ήταν συναρπαστικό και ήθελα να ζήσω μια τέτοια εμπειρία προτού πεθάνω». «Δεν ήταν;» «Δεν ξέρω» αποκρίθηκε η Κουίν. «Την περισσότερη ώρα προσπαθούσα να καταλάβω τι διάβολο συνέβαινε και ξαφνικά ήρθα σε οργασμό. Μου φαινόταν πολύ παράξενο να βιώνω τέτοια κατάσταση με τον Νικ». «Ωραίο ακούγεται». Η Ζόι γέλασε στην άλλη άκρη της γραμμής. «Δηλαδή, όχι και τόσο». «Προς το τέλος ήταν καλά» είπε η Κουίν προσπαθώντας να κρύψει τον ονειροπόλο τόνο της φωνής της. «Όταν το πήρα απόφαση να πάψω να αναρωτιέμαι, η βραδιά άγγιξε την τελειότητα. Μετά
αυτός πείνασε, θέλησε να φάει πίτσα, και όλα πήγαν κατά διαόλου». «Είσαι βέβαιη ότι δεν θέλεις να έρθω σπίτι;» «Βεβαιότατη. Μπορώ να το αντιμετωπίσω. Έχω δικά μου στομωμένα κουτάλια». «Θα με ενημερώνεις;» ρώτησε η Ζόι. «Α, φυσικά. Εννοείται ότι θα σε κρατώ ενήμερη για το τι συμβαίνει» της απάντησε η Κουίν.
«Πώς ήταν λοιπόν το καυτό ραντεβού με την Μπάρμπαρα;» ρώτησε ο Νικ όταν ο Μαξ ήρθε στη δουλειά το επόμενο πρωί. Ο Μαξ μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και πήγε στο γραφείο. «Είσαι ο νούμερο τέσσερα, το ξέρεις;» του φώναξε ο Νικ, νιώθοντας την ανάγκη να διοχετεύσει κάπου την πίκρα του. «Σε λίγο η Μπάρμπαρα θα αγοράσει αυτά τα μηχανάκια με τους αριθμούς που έχουν στα σούπερ μάρκετ. Τώρα εξυπηρετείται ο αριθμός τάδε». Άκουσε τον Μαξ να κοπανάει συρτάρια και ένιωσε ικανοποιημένος επειδή κατάφερε να τον τσαντίσει. «Μπορείτε να φτιάξετε λέσχη» συνέχισε ο Νικ φωνάζοντας μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. «“Λέσχη των αντρών που καταπατούν τον όρκο τους”. Θα σηκώνεστε ένας ένας όρθιος και θα λέτε: “Είμαι ο Μαξ και είμαι…”». «Υπάρχει λόγος που με πρήζεις πρωινιάτικα;» ρώτησε ο Μαξ από το κατώφλι του γραφείου. «Ναι». Ο Νικ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και ακούμπησε στον πάγκο εργασίας. «Ναι, υπάρχει. Συμπαθώ την Ντάρλα». «Εγώ όχι» είπε ο Μαξ. «Μη μου λες εμένα μαλακίες. Αν δεν νοιαζόσουν, δεν θα ήσουν τόσο θυμωμένος. Ούτε θα έκανες τέτοια ανοησία χτες το βράδυ». «Δεν πλάγιασα μαζί της» είπε ο Μαξ. «Μετά το Μαντ Πάι, τη γύρισα στο σπίτι της. Είναι η πιο βαρετή γυναίκα που γνώρισα ποτέ». «Ναι, επειδή όλα αυτά τα χρόνια ζεις με την Ντάρλα, η οποία έχει ανεβάσει ψηλά τον πήχη». «Άντε γαμήσου» είπε ο Μαξ και χώθηκε ξανά στο γραφείο, ενώ ο Νικ δεν ξαναμίλησε με άνθρωπο παρά έπειτα από τρεις ώρες, όταν η Κουίν ήρθε να τον βρει στο συνεργείο.
«Fleetwood Mac» είπε η Κουίν βλέποντας με ικανοποίηση τον Νικ να σηκώνει απότομα το κεφάλι από τη μηχανή του Χόντα και να χτυπάει στο καπό. «Τι;» ρώτησε εκείνος τρίβοντας το κεφάλι, καθώς την κοίταζε πίσω από το αυτοκίνητο. «Μην μπαίνεις έτσι αθόρυβα και με τρομάζεις. Από πού έρχεσαι; Γιατί δεν είσαι στο σχολείο;» «Ζήτησα άδεια» απάντησε η Κουίν. «Είναι η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος. Μην αλλάζεις θέμα. Με πήδηξες με τη συνοδεία των Fleetwood Mac». Ο Νικ κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του και έπειτα πήγε κοντά της και την τράβηξε από το μπράτσο. «Μήπως γίνεται να το κουβεντιάσουμε κάπου αλλού, σε παρακαλώ;» Όταν την οδήγησε στο πίσω μέρος του συνεργείου, η Κουίν είπε: «Πίστευα πως ήμουν διαφορετική».
«Είσαι διαφορετική» τη διαβεβαίωσε ο Νικ. «Για ποιο πράγμα μιλάμε; Διαφορετική από ποιον;» «Διαφορετική από όλες τις γυναίκες που…» – πάσχισε να βρει μια λέξη που να μην είναι χυδαία ούτε ωμή. «Είσαι διαφορετική από όλες τις γυναίκες που είχα ως τώρα». Ο Νικ είχε πάρει βλοσυρό ύφος. «Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν σε άγγιζα». «Χαίρομαι που ανήκω πλέον κι εγώ στο κλαμπ» είπε η Κουίν. «Τι είναι αυτά που λες;» τη ρώτησε αγριοκοιτάζοντάς την. «Ήξερες ότι δεν ήμουν παρθένος. Τι σ’ έπιασε;» Η Κουίν κατάπιε με δυσκολία, προσπαθώντας να κρατήσει σταθερή τη φωνή της. «Και με τη Ζόι το κάνατε υπό τους ήχους των Fleetwood Mac». «Με όλες το κάνω υπό τους ήχους των Fleetwood Mac, να πάει ο διάβολος» είπε ο Νικ κι έπειτα πρόσθεσε κάνοντας έναν μορφασμό: «Θα το θέσω αλλιώς… Αλλά, για στάσου, μη μου πεις ότι μίλησες στη Ζόι!» «Κι εγώ η ηλίθια νόμιζα ότι ήμουν διαφορετική, ότι δεν ήμουν μία ακόμα ανάμεσα στις πολλές. Δεν το χωράει ο νους μου». «Ούτε εμένα». Ο Νικ την αγριοκοίταξε. «Έχεις θυμώσει επειδή μου αρέσει να κάνω έρωτα ακούγοντας τους Fleetwood Mac; Περίφημα! Διάλεξε λοιπόν άλλο συγκρότημα. Είμαι ευέλικτος άνθρωπος. Στο κάτω κάτω της γραφής, εσύ έβαλες το σιντί χτες το βράδυ». Ο τόνος του ήταν σαρκαστικός, δεν είχε σκοπό να απολογηθεί. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το είπες στη Ζόι». Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν η Κουίν ήταν ο σαρκασμός του. «Είσαι πολύ ευέλικτος» του είπε. «Η Ζόι μού το ανέφερε αυτό όταν μιλήσαμε. Από την άλλη μεριά όμως, φαίνεται ότι σου αρέσει να διατηρείς τις παλιές σου συνήθειες». Ο Νικ την κοίταξε βλοσυρά. «Όταν παντρεύτηκα τη Ζόι, ήμουν μόλις δεκαοκτώ χρονών, επομένως μη μου κολλάς». «Επιπλέον, από συγκρίσεις που κάναμε, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως δεν έχεις αλλάξει πολύ» συνέχισε εκείνη χαιρέκακα. Ο Νικ έκλεισε τα μάτια του. «Αρκετά ως εδώ». «Αυτό έπρεπε να το είχες σκεφτεί προτού ανοίξεις το στερεοφωνικό σου, κόπανε». Η Κουίν τον κάρφωσε με το βλέμμα της. «Δεν το χωράει ο νους μου ότι ήμουν σαν όλες τις άλλες». «Δεν ήσουν σαν όλες τις άλλες» επανέλαβε ο Νικ. «Εξακολουθείς να μην είσαι. Με καμία δεν έχω φρικάρει όπως μου συμβαίνει τώρα μαζί σου». «Μια στιγμή…» «Επίσης, σου υπενθυμίζω ότι το στερεοφωνικό το άνοιξες εσύ, μωρό μου, όχι εγώ». Ο Νικ σταύρωσε τα χέρια. «Εσύ είσαι αυτή που έκοψε τα μαλλιά της και ήρθε να με βρει χωρίς σουτιέν, εσύ έβαλες να παίζει το “Hold Me”». «Εγώ φταίω για όλα». Η Κουίν κατάπιε την επιθυμία να αρπάξει ένα κλειδί και να του το φέρει στο κεφάλι, επειδή, κατά βάση, ο Νικ είχε δίκιο. Αν δεν τον είχε επισκεφτεί στο διαμέρισμά του… «Και μετά πήγες και τηλεφώνησες στη Ζόι» συνέχισε ο Νικ «η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, αυτή
τη στιγμή ακονίζει το μαχαίρι της». Ακούμπησε στο αυτοκίνητο και σταύρωσε ξανά τα χέρια. «Ξέρεις τι σκέφτηκα ξαφνικά; Όλος αυτός ο καβγάς δεν γίνεται εξαιτίας μου». «Σοβαρά;» είπε η Κουίν υψώνοντας τη φωνή από αγανάκτηση. «Όλα ξεκίνησαν επειδή εσύ αποφάσισες να γίνεις σαν τη Ζόι». Ο Νικ την κοίταξε με αυτοπεποίθηση. «Εκείνη τη νύχτα στον καναπέ, είπες ότι ήθελες να είσαι σαν τη Ζόι. Κι αν κοιμήθηκες μαζί μου, το έκανες μόνο και μόνο γιατί αυτό είχε κάνει και η Ζόι». «Δεν είναι αλήθεια» διαμαρτυρήθηκε η Κουίν, σίγουρη για την απάντησή της. «Σε ήθελα στ’ αλήθεια. Κι εσύ με ήθελες, να πάρει ο διάβολος». Βλέποντάς τον να κουνάει το κεφάλι του τάχα με αποστροφή, πρόσθεσε: «Εντάξει λοιπόν. Σε πληροφορώ ότι αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί». «Λαμπρά» είπε ο Νικ, και η Κουίν ένιωσε τα λόγια του σαν μαχαιριά. «Χαίρομαι που το παίρνεις τόσο καλά» τον ειρωνεύτηκε. «Ώστε σου άλλαξα τη ζωή, ε;» «Είχε πλάκα» παραδέχτηκε ο Νικ. «Με παίδεψες, αλλά είχε πλάκα. Ωστόσο, δεν χρειάζομαι τέτοιου είδους περιπλοκές στη ζωή μου, και σίγουρα δεν θέλω να είμαι το εισιτήριό σου για να γίνεις η Ζόι». Καθώς της γύριζε την πλάτη για να επιστρέψει στο αυτοκίνητο, η Κουίν τον κλότσησε δυνατά. «Ε!» διαμαρτυρήθηκε αυτός τρίβοντας το καλάμι του και στράφηκε ξανά προς το μέρος της. «Αυτό είναι μια πρώτη δόση, ώσπου να βρω ένα στομωμένο κουτάλι» του πέταξε και έφυγε οργισμένη.
Ο Νικ την ακολούθησε με το βλέμμα προσπαθώντας να νιώσει ικανοποιημένος, ενώ έτριβε το καλάμι του. Η Κουίν κλοτσούσε δυνατά. Σκέφτηκε τους λόγους για τους οποίους όφειλε να νιώθει ικανοποιημένος: Κατ’ αρχάς, δεν θα έτρωγε άλλη κλοτσιά· δεύτερον, δεν θα ξυπνούσε μόνος με τη σκέψη ότι είχε πηδήξει την καλύτερή του φίλη. Και δεν θα σκεφτόταν πόσο το είχε απολαύσει όταν την έκανε δική του, όταν την έκανε να τον ποθήσει, όταν την έφερε σε οργασμό παρά την αντίστασή της, όταν την κοίταζε να σκιρτάει στην αγκαλιά του μεθυσμένη από τα χάδια του… Όχι, ήταν πολύ τυχερός που η Κουίν τού είχε ζητήσει να διακόψουν, γιατί έτσι δεν θα υποχρεωνόταν να της το ζητήσει αυτός. Αυτή ήταν η τυχερή του μέρα. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Μαξ πλησιάζοντας από πίσω του. «Τίποτα το σπουδαίο». Ο Νικ ίσιωσε το σώμα και γύρισε στο αυτοκίνητο κουτσαίνοντας. «Δεν την έχω ξαναδεί έτσι μπουρλότο» είπε ο Μαξ, μοιάζοντας ευχαριστημένος. «Ούτε θα την ξαναδείς». «Μήπως έχασα κάτι καλό;» «Όχι» αποκρίθηκε ο Νικ, και ο Μαξ τον άφησε για να γυρίσει στο γραφείο. «Όχι, ρε γαμώτο» μουρμούρισε, βλέποντας την Μπάρμπαρα να κατευθύνεται προς το συνεργείο. «Φύγε» του είπε ο Νικ σηκώνοντας το κεφάλι, και ο Μαξ το έσκασε από την πίσω πόρτα. «Μήπως είναι ο Μαξ εδώ;» ρώτησε η Μπάρμπαρα την επόμενη στιγμή, χώνοντας το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. «Χρειάστηκε να λείψει για λίγο». Ο Νικ έσκυψε ξανά πάνω από τη μηχανή και κοίταξε την
Μπάρμπαρα σαν πιθανή ερωμένη, για πρώτη φορά. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτή, κάπως φευγάτη αλλά διόλου κουτή, μια καθαρή, κομψή και όμορφη γυναίκα. Δεν ήταν κακή λύση, ιδίως εφόσον, με τον τρόπο αυτό, ο Νικ θα μπορούσε να σώσει τον αδελφό του και να γλιτώσει από δυο επικίνδυνες αδελφές με δολοφονικά ένστικτα. Ήθελε να της πει: «Τι γνώμη έχεις για τους Fleetwood Mac;», αλλά τελικά κατέβασε το καπό του Χόντα και είπε: «Ετοιμαζόμουν να διακόψω για φαγητό. Έχεις δουλειά;» «Ποιος, εγώ;» ρώτησε η Μπάρμπαρα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Θέλεις να φάμε μαζί;» ρώτησε ευγενικά ο Νικ, βλέποντάς την τόσο έκπληκτη. «Σκέφτομαι να μη φάω απόψε χάμπουργκερ και να σε πάρω να πάμε στο Άντσορ Ιν». «Ω» έκανε η Μπάρμπαρα, στέκοντας ακόμη μαρμαρωμένη. «Έφτιαξα το καλοριφέρ σου» της είπε, με την ελπίδα ότι ίσως εκείνη ερχόταν μαζί του από ευγνωμοσύνη. «Πώς;» «Το καλοριφέρ που ήταν χαλασμένο, θυμάσαι; Εγώ το επισκεύασα, όχι ο Μαξ. Έλα να φάμε μαζί για να με ευχαριστήσεις» της χαμογέλασε με το χαμόγελο που αφόπλιζε τις γυναίκες. «Έφτιαξες το καλοριφέρ μου;» «Ακριβώς» είπε ο Νικ, μετανιώνοντας που είχε ξεκινήσει αυτή τη συζήτηση. «Αυτό που έκανες για την Κουίν ήταν πολύ ευγενικό». «Τι;» απόρησε ο Νικ. «Α, λες για το δάνειο». «Πραγματικά ευγενικό». Η Μπάρμπαρα του χαμογέλασε. «Η φροντίδα σου είναι συγκινητική. Μετά χαράς θα φάω μαζί σου». «Τέλεια» είπε ο Νικ και αναρωτήθηκε για ποιον λόγο αισθανόταν τόσο χάλια, τη στιγμή που όλα πήγαιναν περίφημα.
Μετά το σχόλασμα, ο Μπιλ στάθηκε στη βεράντα του σπιτιού της Απλ Στριτ –ποτέ δεν θα το αποκαλούσε σπίτι της Κουίν, άλλωστε η διαμονή της εκεί ήταν προσωρινή– περιμένοντας να του ανοίξει η Κουίν. Ήταν χαρούμενος, είχε να νιώσει έτσι από τότε που εκείνη έφυγε απ’ το σπίτι, ίσως και πιο χαρούμενος από πριν, γιατί η ζωή του είχε βρει ξανά τον δρόμο της και ο ίδιος μπορούσε πάλι να συγκεντρωθεί στη δουλειά του. Ο αέρας μοσχοβολούσε άνοιξη, το μέλλον ανοιγόταν μπροστά τους, όλα θα διορθώνονταν… Η πόρτα άνοιξε και η Κουίν στάθηκε στο κατώφλι με το πιτσιλισμένο από χρώματα πουκάμισό της, κρατώντας ένα πινέλο των πέντε εκατοστών. Φαινόταν αναψοκοκκινισμένη και πανέμορφη, η όψη της του έκοψε την ανάσα. Ο Μπιλ λαχταρούσε να απλώσει το χέρι να την αγγίξει… «Μπιλ;» «Είσαι στις ομορφιές σου» της είπε. Το αναθεματισμένο σκυλί άρχισε να τον μυρίζει και να του δείχνει τα δόντια. «Ήσυχα, Κέιτι» είπε η Κουίν αγέλαστη, όμως ο Μπιλ ήξερε πως σε λίγο θα άλλαζε στάση. «Πάρε το παλτό σου» της είπε με ένα πλατύ χαμόγελο, παροτρύνοντάς τη να του χαμογελάσει κι αυτή. «Έχω κάτι να σου δείξω».
«Μπιλ…» Η Κουίν σταμάτησε, κοιτάζοντάς τον σαν να ήταν θυμωμένη. «Δεν έχω διάθεση για παιχνίδια. Πέρασα μια πολύ άσχημη μέρα». «Δεν θα αργήσουμε, θα μας πάρει μονάχα ένα λεπτό». Το χαμόγελό του πλάτυνε. «Σου έχω μια έκπληξη που θα σου φτιάξει τη μέρα». «Αμφιβάλλω». Η Κουίν έκανε ένα βήμα πίσω και ετοιμάστηκε να του κλείσει την πόρτα. «Πρέπει να σ’ αφήσω». «Μια στιγμή» είπε ο Μπιλ ακουμπώντας την παλάμη στην πόρτα για να μην κλείσει. «Δεν κατάλαβες. Μας βρήκα σπίτι». «Τι έκανε, λέει;» «Μας βρήκα σπίτι». Όλα θα πήγαιναν καλά. «Βρίσκεται στο συγκρότημα πίσω από το σχολείο και μπορείς να πας με τα πόδια στο λύκειο και το δημοτικό. Για το γυμνάσιο, τα παιδιά θα παίρνουν λεωφορείο, αλλά δεν πειράζει». «Ποια παιδιά;» απόρησε η Κουίν. «Τα δικά μας». Ο Μπιλ κόντεψε να βάλει τα γέλια βλέποντας το έκπληκτο ύφος της. Ορίστε, είχε καταφέρει να την ταρακουνήσει για τα καλά. «Είναι ένα υπέροχο σπίτι, με τέσσερις κρεβατοκάμαρες, μεγάλη αυλή, τεράστιο υπόγειο…» «Μπιλ, δεν θα αποκτήσουμε παιδιά». «…και πού να δεις το καθιστικό, τα παιδιά…» «Μπιλ!» Ο Μπιλ σώπασε απότομα· το αγριεμένο βλέμμα της τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Δεν θα αποκτήσουμε παιδιά» του δήλωσε. «Και δεν πρόκειται να αγοράσω σπίτι μαζί σου. Αγόρασα χτες αυτό εδώ. Εσύ μπορείς να αγοράσεις όποιο άλλο θέλεις, όμως εγώ αγόρασα ήδη το δικό μου. Δεν θα αγοράσουμε σπίτι μαζί». Η Κουίν σώπασε, κι εκείνος άκουγε ένα βουητό στ’ αυτιά του καθώς η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. «Λυπάμαι, αλλά σου το έχω ξεκαθαρίσει επανειλημμένα. Δεν θα γυρίσω κοντά σου». «Πώς μπόρεσες να αγοράσεις αυτό το σπίτι;» τη ρώτησε. «Μπιλ, σου είπα ότι θα…» «Πώς πήρες το δάνειο;» τη ρώτησε προτού προλάβει να σκεφτεί, κι εκείνη μαρμάρωσε στη θέση της. «Χρειάστηκε να δώσω μεγαλύτερη προκαταβολή» του απάντησε τέλος. «Δική σου ήταν η ιδέα;» Ο Μπιλ ένιωσε ένα πλάκωμα στο στήθος που τον δυσκόλευε στην αναπνοή και, για κάποιον λόγο, τα μάτια του θάμπωσαν. «Κουίν, δεν πρέπει να μένεις εδώ μόνη» άρχισε να λέει και ξαφνικά το μυαλό του άδειασε, γιατί δεν μπορούσε να της εξηγήσει ότι τα έκανε όλα αυτά για το συμφέρον της, ότι στην ουσία δεν το έκανε αυτός, ότι δεν έπρεπε να τον μισήσει… Το βρομόσκυλο προχώρησε μπροστά από τα πόδια της και άρχισε να του γαβγίζει. «Μεσολάβησες για να μην εγκριθεί το δάνειο» του είπε η Κουίν φωνάζοντας για να ακουστεί πάνω από τα γαβγίσματα. «Τηλεφωνείς διαρκώς στον δήμο για το σπίτι μου, έβαλες τον Μπόμπι να με απειλήσει με τον Τζέισον και έκλεψες το σκυλί μου τρεις φορές…» «Όχι» απάντησε εκείνος προσπαθώντας να την κάνει να τον ακούσει.
«Σταμάτα να ανακατεύεσαι στη ζωή μου». Η Κουίν τού έκλεισε την πόρτα αφήνοντάς τον μόνο στη βεράντα, να προσπαθεί να πάρει ανάσα προκειμένου να προφέρει τα λόγια που θα την έφερναν ξανά κοντά του, όμως ο αέρας δεν έφτανε στα πνευμόνια του. Όλα θα πάνε καλά, συλλογίστηκε μέσα στον πανικό του. Όλα θα διορθωθούν. Μπορεί το καινούργιο σπίτι να αποκλείστηκε ως εναλλακτική λύση, όμως δεν ήταν το τέλος του κόσμου. Ίσως τούτο δω το σπιτάκι να μην ήταν τελικά τόσο άσχημο. Πραγματικά, δεν ήταν τόσο άσχημο. Ήταν μικρό, το πολύ πολύ να είχε δύο υπνοδωμάτια, αλλά θα μπορούσαν να χτίσουν κι άλλα. Ναι, αυτό ήταν. Θα το επέκτειναν. Κατέβηκε από τη βεράντα και έκανε τον γύρο του σπιτιού για να πάει στην πίσω αυλόπορτα, με βήματα προσεκτικά, καθώς ήταν ελαφρώς ζαλισμένος. Η πίσω αυλή δεν ήταν μεγάλη, αλλά ήταν ό,τι έπρεπε για τα παιδιά μέχρι να πάνε στο γυμνάσιο, και σ’ εκείνη την ηλικία, ούτως ή άλλως, την περισσότερη ώρα θα βρίσκονταν στο σχολείο, όπου υπήρχε άφθονος χώρος για ένα σωρό δραστηριότητες. Εξάλλου, η μικρή αυλή δεν θα είχε ανάγκη και από μεγάλη φροντίδα. Αυτό ήταν θετικό. Θα μπορούσαν να προσθέσουν ένα μπάνιο και μια κρεβατοκάμαρα στον πάνω όροφο κι ένα καθιστικό στο ισόγειο, ενώ θα περίσσευε χώρος και για μια βεράντα. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν φέρθηκε από την πρώτη στιγμή με ευελιξία. Ήταν λάθος του που δεν την άκουσε από την αρχή. Τώρα αισθανόταν πολύ πιο ήρεμος. Τούτο δω το σπίτι ήταν θαυμάσιο. Γυρίζοντας προς την αυλόπορτα, το μάτι του έπιασε μια κίνηση μέσα στην κουζίνα. Πλησίασε το πλαϊνό παράθυρο και προσπάθησε να δει πίσω από τη δαντελωτή κουρτίνα. Δεν ήταν εύκολο, γιατί το δωμάτιο δεν ήταν φωτισμένο, ωστόσο διέκρινε την Κουίν στον νεροχύτη. Τα χέρια της πηγαινοέρχονταν, πιθανώς ξέπλενε το πινέλο. Ο Μπιλ την παρακολούθησε για λίγο καθώς εκείνη έσκυβε πάνω από τον νεροχύτη. Οι καμπύλες των γλουτών της του ήταν τόσο οικείες, που του γεννήθηκε η επιθυμία να απλώσει το χέρι και να τη χτυπήσει χαϊδευτικά, όπως παλιά, αν και, εδώ που τα λέμε, δεν το είχε κάνει ποτέ. Δεν ήταν του χαρακτήρα του, ούτε η Κουίν ήταν από τις γυναίκες που τους άρεσαν κάτι τέτοια, μα να που τώρα του είχε γεννηθεί η επιθυμία να το κάνει. Τούτη τη στιγμή ένιωθε πιο κοντά της απ’ όσο όταν ζούσαν μαζί, ίσως επειδή η Κουίν δεν ήξερε ότι την παρατηρούσε κι έτσι δεν κλεινόταν στον εαυτό της, ούτε τον κοίταζε με αδειανό βλέμμα όπως το συνήθιζε κάθε φορά που εκείνος επιχειρούσε να της μιλήσει. Ο Μπιλ δυσκολευόταν να κατανοήσει τη στάση της· αφού φρόντιζε να της αφιερώνει τόσο πολύ από τον χρόνο του. Πότε επιτέλους η Κουίν θα σταματούσε αυτή την τρέλα και θα τον δεχόταν ξανά στη ζωή της; Είχε αρχίσει να βρέχει, κι όταν σήκωσε το βλέμμα του, είδε την Πάτσι Μπρέιντι που είχε βγει να μαζέψει τα ευτελή έπιπλα του κήπου της και τον κοιτούσε με ενδιαφέρον. Γεμάτος περιφρόνηση, ο Μπιλ την αγνόησε και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Θα πίστευε κανείς ότι είχε χάσει την Κουίν. Όμως τα πράγματα θα έφτιαχναν. Με λίγη υπομονή και λίγη κατανόηση, τα πράγματα θα έφτιαχναν. Εξάλλου, αν ήθελε, μπορούσε να μπει στο σπίτι της. Και βέβαια μπορούσε, ανά πάσα στιγμή. Έσυρε τα βήματά του μέχρι το αυτοκίνητο, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του να τηλεφωνήσει στον Μπάκι και να του πει ότι δεν ενδιαφερόταν πλέον να αγοράσει σπίτι, ενώ οργάνωνε ήδη νοερά τη
μετακόμισή του στο σπίτι της Κουίν. Το πιθανότερο ήταν ότι δεν θα χρειαζόταν όλα τα έπιπλά του, αφού εκείνη είχε ήδη αγοράσει καινούργια, αλλά, πάλι, τα δικά της ήταν από δεύτερο χέρι, και ίσως να τα ξεφορτώνονταν όταν ο Μπιλ θα μετέφερε εκεί τα έπιπλα του διαμερίσματός τους που ήταν από αλουστράριστο ξύλο πεύκου. Όμως αυτό θα το συζητούσαν όταν θα ήταν έτοιμος για τη μετακόμιση. Η σκέψη και μόνο ότι θα συζητούσαν με την Κουίν τού έφτιαξε τη διάθεση. Σ’ όλη τη διαδρομή της επιστροφής οραματιζόταν τις συζητήσεις τους.
«Έμαθα ότι η τσούλα της τράπεζας βγαίνει με τον άντρα σου» είπε η Λόις στο δωμάτιο προσωπικού του Άπερ Κατ, την επόμενη μέρα. Η Ντάρλα ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό, αλλά πίεσε τον εαυτό της να ακουμπήσει πίσω στον καναπέ λέγοντας ανέμελα: «Τι μου λες;» Αχ, Μαξ. «Την πήγε για φαγητό τη Δευτέρα το βράδυ» συνέχισε η Λόις χαιρέκακα. «Στο Άντσορ Ιν. Εκείνη έφαγε αστακό». «Όποιος παραγγέλνει αστακό στο Άντσορ Ιν είναι άξιος της τύχης του». Η Ντάρλα πάσχιζε για να συνεχίσει να αναπνέει φυσιολογικά. «Για πες μου όμως, τι γίνεται με τον Μάθιου;» Η Λόις εγκατέλειψε το αυτάρεσκο ύφος της. «Γύρισε στο σπίτι» είπε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι. «Κι εγώ τον δέχτηκα». «Εύγε» είπε η Ντάρλα – κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. «Προς το παρόν είναι υπό δοκιμή» συνέχισε η Λόις. «Περιμένω να δω πώς θα συμπεριφερθεί» πρόσθεσε χωρίς να φαίνεται ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Εκείνη τη στιγμή η Κουίν μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο και ρίχτηκε στην πολυθρόνα απέναντι από την Ντάρλα. «Γεια σου, Λόις» είπε. «Τι νέα;» «Ο Μάθιου γύρισε σπίτι και ο Μαξ βγήκε με την Μπάρμπαρα για φαγητό» ανήγγειλε η Ντάρλα ατάραχα, αντιμετωπίζοντας το ξαφνιασμένο βλέμμα της Κουίν με μάτια ασάλευτα. «Ενδιαφέρον» σχολίασε η Κουίν και σώπασε, μέχρι να βαρεθεί η Λόις και να φύγει. Έπειτα ρώτησε: «Τι πήγε κι έκανε ο Μαξ;» «Η Λόις είπε ότι ο Μαξ έβγαλε την Μπάρμπαρα για φαγητό τη Δευτέρα το βράδυ. Την πήγε για αστακό στο Άντσορ Ιν» μουρμούρισε η Ντάρλα προσπαθώντας να καταπιεί. Η Κουίν την κοίταξε περίλυπη. «Προσπαθεί να σε κάνει να θυμώσεις». «Το πέτυχε». Η Ντάρλα έγειρε μπροστά για να τακτοποιήσει τα περιοδικά στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ, προκειμένου να μη βλέπει το γεμάτο κατανόηση βλέμμα της Κουίν. «Νόμιζα ότι δεν του άρεσαν οι αλλαγές». «Θέλεις να γυρίσεις κοντά του;» ρώτησε η Κουίν. «Δεν γίνεται». Η Ντάρλα άφησε κάτω τα περιοδικά και ακούμπησε πίσω. «Μήπως άλλαξε κάτι; Αν
γυρίσω, τα πράγματα θα είναι όπως πριν, κι αυτός είναι ο λόγος που έφυγα». Ήταν τόσο στενοχωρημένη, που της ερχόταν ναυτία. «Αν γυρίσω, και ο Μαξ δεν έχει καν υποψιαστεί για ποιον λόγο έφυγα, θα πιστέψει απλώς ότι ήταν ένα καπρίτσιο μου και δεν θα μου έχει πια εμπιστοσύνη. Αν δεν καταλάβει…» «Κι αν δεν το καταλάβει ποτέ;» ρώτησε η Κουίν. «Θα περιμένεις αιώνια;» «Κοίτα ποιος μιλάει» της πέταξε η Ντάρλα. «Είδαμε και τα δικά σου». «Σε πληροφορώ ότι εγώ είχα εξελίξεις» είπε η Κουίν με ύφος δυστυχισμένο. «Χτες το βράδυ κοιμήθηκα με τον Νικ». «Ω! Διάβολε!» Η Ντάρλα ανασυντάχτηκε. «Πώς ήταν λοιπόν;» «Ήταν παράξενα» απάντησε η Κουίν. «Ευχάριστα παράξενα και μετά απλώς παράξενα. Το βέβαιο είναι πως δεν ενδιαφέρεται να το επαναλάβουμε. Τελειώσαμε. Όχι ότι αρχίσαμε ποτέ δηλαδή» πρόσθεσε γέρνοντας μπροστά τους ώμους. «Σκατά» είπε η Ντάρλα. «Ναι, λίγο ως πολύ» συμφώνησε η Κουίν.
12
να μελετήσει τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού της Κουίν για να σχεδιάσει τις απαραίτητες προσθήκες. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μπει ξανά μέσα. Ήταν αναπόφευκτο, δεν γινόταν διαφορετικά. Μόλις μπήκε, το σκυλί τον υποδέχτηκε με γαβγίσματα. Ο Μπιλ πήρε το μπουκάλι του καθαριστικού τζαμιών που η Κουίν είχε παρατήσει μες στη μέση –έτσι ήταν πάντα, ακατάστατη– και ψέκασε το σκυλί στα μάτια. Σκούζοντας απ’ τον πόνο, εκείνο χώθηκε κάτω από μια καρέκλα, και ο Μπιλ γέλασε και πήγε να μετρήσει την κουζίνα, κανονίζοντας τις προσθήκες, κρατώντας σημειώσεις στο σημειωματάριό του. Όταν τελείωσε με το ισόγειο, ανέβηκε στο πάνω πάτωμα για τις υπόλοιπες προσθήκες. Για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ο πάνω όροφος ήταν πιο σκοτεινός. Το στενό χολ είχε μόνο ένα παράθυρο με θέα στον τούβλινο τοίχο του γειτονικού σπιτιού. Είχε επίσης πέντε πόρτες, που του φάνηκαν υπερβολικά πολλές για έναν τόσο στενό διάδρομο. Η πρώτη, στην κορυφή της σκάλας, ήταν η πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Κουίν. Ο Μπιλ κοντοστάθηκε στο κατώφλι πλημμυρισμένος από συγκίνηση, μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος. Έπειτα μπήκε και συμπεριφέρθηκε σαν να βρισκόταν στο σπίτι του. Η Κουίν δεν θα είχε αντίρρηση, αντιθέτως θα το χαιρόταν. Ως συνήθως, είχε αφήσει το δωμάτιό της ακατάστατο. Τα συρτάρια ήταν στραβά κλεισμένα, το φύλλο της ντουλάπας μισάνοιχτο, το κρεβάτι άστρωτο –έτσι ήταν η Κουίν του–, ωστόσο τούτο δω ήταν το δωμάτιό της όπως το θυμόταν από το διαμέρισμά τους, προτού εκείνη μετακομίσει – να και το λαβομάνο του παππού της και ο κομός της γιαγιάς όπου η Κουίν φυλούσε τα σεντόνια και… Προς στιγμήν απέστρεψε το βλέμμα από το κρεβάτι. Ήταν καινούργιο. Το παλιό το χρησιμοποιούσε αυτός. Όταν θα μετακόμιζε, θα το μετέφερε εδώ και τότε όλα θα ήταν όπως παλιά. Δίπλα στο κρεβάτι υπήρχε ένα βαρύ πορτατίφ, καινούργιο κι αυτό, με γυάλινο αμπαζούρ. Ο Μπιλ το μίσησε, μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν το δικό τους. Μόλις μετακόμιζε, θα το ξεφορτώνονταν. Οι παντόφλες-λαγουδάκια που ήταν πεταμένες κοντά στο τζάκι –η Κουίν είχε τζάκι στην κρεβατοκάμαρά της, έξοχα– έμοιαζαν πολύ αστείες και θύμιζαν πολύ την Κου ίν· έτσι όπως ήταν αναποδογυρισμένες, σου έδιναν σχεδόν την εντύπωση ότι το έκαναν… Το βλέμμα του ταξίδεψε ξανά στο κρεβάτι. Ήταν ξέστρωτο. Η χοντρή μπλε κουβέρτα και το Ο ΜΠΙΛ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΑΝΑΓΚΗ
πάπλωμα με τους μπλε και κίτρινους τόνους ήταν κουλουριασμένα στα πόδια του κρεβατιού, ενώ το κατωσέντονο είχε ακόμη το αποτύπωμα του κορμιού της Κουίν. Ο Μπιλ πλησίασε –γιατί άραγε δυσκολευόταν να αναπνεύσει, αφού όλα πήγαιναν καλά;– κι άγγιξε με το χέρι το σημείο όπου είχε ακουμπήσει το σώμα της. Το σεντόνι ήταν κρύο, η Κουίν είχε φύγει πριν από ώρες. Ξάπλωσε στη θέση της, για μια στιγμή μονάχα, ακούμπησε στο κίτρινο μαξιλάρι το κεφάλι του που πήγαινε να σπάσει –το μαξιλάρι ήταν ανοιχτόχρωμο σαν την Κουίν– και μύρισε τη ζεστή μυρωδιά του κορμιού της, σχεδόν άκουγε το γέλιο της –άραγε το σαμπουάν της ήταν αυτό που ευωδίαζε έτσι; Η Κουίν δεν φορούσε ποτέ άρωμα, επομένως τούτη δω ήταν η μοσχοβολιά της– και του ήρθε να κλάψει, επειδή την ήθελε ξανά κοντά του. Φυσικά, δεν την είχε χάσει. Κάθε άλλο. Περνούσαν απλώς μια φάση επαναπροσδιορισμού της σχέσης τους. Όλα θα πήγαιναν καλά. Έμεινε για λίγο ξαπλωμένος, κάνοντας όνειρα για την κοινή ζωή τους. Θα άναβαν φωτιά στο τζάκι, θα αγκαλιάζονταν εκεί, σ’ εκείνο το κρεβάτι, και η Κουίν θα βρισκόταν ξανά αποκάτω του και… Το μυαλό του παρέλυσε καθώς σκεφτόταν ότι την κρατούσε στην αγκαλιά του, ότι την έσφιγγε πάνω του, ότι σύντομα θα ήταν πάλι δική του, ότι πάνω σ’ εκείνο το κρεβάτι θα την έκανε δική του… Στο μεταξύ είχε λαχανιάσει και είχε κλείσει τόσο σφιχτά τα μάτια, που στο τέλος δεν έβλεπε τίποτα. Σηκώθηκε και προσπάθησε να αναπνεύσει κανονικά, ήρεμα. Έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιό τους, χασομερώντας επειδή δεν ήθελε να φύγει, γιατί αν ήταν να φύγει, θα προτιμούσε να την πάρει μαζί του. Ένιωσε την ανάγκη να πάρει κάτι δικό της. Έβγαλε τη μαξιλαροθήκη από το μαξιλάρι και την έφερε στο πρόσωπό του ανασαίνοντας τη μοσχοβολιά της Κουίν. Το μαξιλάρι κειτόταν λευκό και γυμνό στο κρεβάτι. Δεν ήταν σωστό να το αφήσει έτσι. Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του κομού και έβγαλε μια καινούργια κίτρινη μαξιλαροθήκη. Την πέρασε στο μαξιλάρι κι έπειτα δίπλωσε τη χρησιμοποιημένη, αυτή που είχε τη μυρωδιά της Κουίν, και την έχωσε κάτω από το παλτό του. Επέστρεψε στο σχολείο, αφού προηγουμένως κλείδωσε με προσοχή την πόρτα πίσω του, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να μπει και να της κάνει κακό. Το αγόρι-διευθυντής τον περίμενε στο γυμναστήριο. «Μπιλ» του είπε. «Πρέπει να συνέλθεις». «Είμαι μια χαρά» αποκρίθηκε αυτός νιώθοντας την επιθυμία να λιώσει τον Μπόμπι σαν κουνούπι. «Σε απασχολεί ακόμη αυτή η γυναίκα, έτσι δεν είναι; Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τη βγάζεις μια για πάντα από το μυαλό σου» είπε ο Μπόμπι κουνώντας το κεφάλι. «Δεν της αξίζει. Γιατί δεν;…» «Της αξίζει» μουρμούρισε ο Μπιλ με σφιγμένα δόντια. «Θα ζήσουμε ξανά μαζί, γι’ αυτό παράτα με, Μπόμπι». Στο άκουσμα εκείνου του «Μπόμπι» το αγόρι-διευθυντής κατέβασε μούτρα, και ο Μπιλ κατάλαβε το ατόπημά του. Έπρεπε να τον πει «Ρόμπερτ», αλλά καλά να πάθει, αφού είχε τολμήσει να αμφισβητήσει την Κουίν. «Αν χάσουμε άλλους τρεις αγώνες» είπε ο Μπόμπι «δεν θα παίξουμε ούτε στο τοπικό». «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί» τον διαβεβαίωσε ο Μπιλ παραμερίζοντάς τον για να περάσει. «Πες μου, αλήθεια, πού πηγαίνεις στις κενές σου ώρες;» του φώναξε ο Μπόμπι, αλλά ο Μπιλ τον
αγνόησε. Εννοείται ότι θα έπαιζαν στο τοπικό πρωτάθλημα. Και θα κέρδιζαν το κύπελλο. Μόλις θα είχε ξανά κοντά του την Κουίν, όλα θα επανέρχονταν στους κανονικούς ρυθμούς. Θα φρόντιζε ο ίδιος γι’ αυτό. Εκείνο το βράδυ θα την υποχρέωνε να δει την αλήθεια.
Η Κουίν βρισκόταν μόνη στην αποθήκη της αίθουσας των Καλλιτεχνικών. Είχε ανεβεί για να προμηθευτεί τα πινέλα που χρειάζονταν για τα σκηνικά εκείνο το βράδυ. Ήταν ακόμη έξαλλη με τον Νικ, αλλά και με τον εαυτό της για τη βλακεία της –λες και δεν ήξερε ότι ο Νικ απέφευγε τις δεσμεύσεις–, όταν ο Μπιλ μπήκε στην αίθουσα και ήρθε να σταθεί δίπλα στην πόρτα της αποθήκης, φράζοντάς της το πέρασμα. Όταν η Κουίν γύρισε και τον είδε να δεσπόζει στο άνοιγμα της πόρτας, τρόμαξε προς στιγμήν, γιατί ήταν εύσωμος κι αυτή βρισκόταν ολομόναχη στην αίθουσα. Τα παιδιά δούλευαν κάτω, στο θέατρο, και δεν υπήρχε κανένας από τον οποίο μπορούσε να ζητήσει βοήθεια σε περίπτωση που τη χρειαζόταν… Όμως τι ανόητη που ήταν, ο Μπιλ δεν ήταν κανένας άγνωστος. «Με τρόμαξες» του είπε και ετοιμάστηκε να βγει από την αποθήκη, ωστόσο φοβόταν να προχωρήσει, φοβόταν μήπως ο Μπιλ τής έφραζε τη δίοδο. «Ήθελα απλώς να σου μιλήσω» της εξήγησε χαμογελώντας. Η Κουίν απεχθανόταν εκείνο το χαμόγελο. «Μπιλ, δεν έχουμε να πούμε τίποτα, και έχω αργήσει». Έκανε ένα βήμα μπρος, αλλά αυτός δεν σάλεψε, οπότε εκείνη κοντοστάθηκε. «Με εμποδίζεις». «Δεν σε εμποδίζω, γιατί εμείς ανήκουμε ο ένας στον άλλο, οι δρόμοι μας ταυτίζονται». «Όχι» του είπε. «Αν καθίσεις να με ακούσεις, θα διαπιστώσεις ότι μπορούμε να τα βρούμε» επέμεινε εκείνος. «Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα» είπε η Κουίν με ελαφρώς τρεμουλιαστή φωνή. «Ποτέ δεν υπήρχε ουσιαστική επαφή ανάμεσά μας, Μπιλ. Ποτέ δεν συνδεθήκαμε πραγματικά». «Και βέβαια υπήρχε. Εξάλλου, θα παντρευτούμε αμέσως μόλις…» «Όχι!» του φώναξε και τότε η έκφρασή του άλλαξε, το πρόσωπό του συσπάστηκε προς στιγμήν κι έπειτα χαλάρωσε. «Μην ανησυχείς, δεν έχω αντίρρηση να μείνουμε στο σπίτι της Απλ Στριτ» της είπε. Η Κουίν ακούμπησε το χέρι σ’ ένα ράφι για να ηρεμήσει. Ο νους της είχε θολώσει, ήταν πολύ θυμωμένη με τον Μπιλ που δεν εννοούσε να ακούσει αυτά που του έλεγε, που δεν έβλεπε πόσο είχε αλλάξει η ίδια αλλά και πόσο φοβισμένη ήταν τώρα, αν και ήταν ανόητο να φοβάται τον Μπιλ. «Δεν πρόκειται να παντρευτούμε» του είπε όσο το δυνατόν πιο ήρεμα. «Δεν σ’ αγαπώ. Ποτέ δεν σ’ αγάπησα. Η σχέση μας ήταν ένα λάθος και τώρα τελείωσε, και δεν μπορείς να έρθεις να μείνεις στο σπίτι της Απλ Στριτ. Έλα, λοιπόν, άφησέ με να φύγω τώρα». «Δεν μ’ ακούς που σου μιλάω;» της φώναξε ο Μπιλ σφίγγοντας το σαγόνι. Η Κουίν προχώρησε ένα βήμα, αποφασισμένη να μην του επιτρέψει να την εμποδίσει να περάσει. «Άφησέ με να βγω!» φώναξε, αλλά εκείνος της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα της αποθήκης,
εγκλωβίζοντάς τη. «Μπιλ;» Η Κουίν άρχισε να βροντάει την πόρτα. «Άφησέ με να βγω! Μη γίνεσαι γελοίος. Σου είπα…» «Άκουσέ με, αυτό θέλω μόνο» της είπε από την άλλη πλευρά της πόρτας. «Έχω κάνει σχέδια. Ξέρω ότι πιστεύεις πως δεν υπάρχει χώρος, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε μια προέκταση». Ο Μπιλ συνέχισε να της μιλάει, να της εξηγεί πώς θα έχτιζαν μια προέκταση στο σπίτι, πού θα έβαζαν τις πόρτες και τα παράθυρα, πού θα κοιμούνταν τα παιδιά τους, και η Κουίν τον άκουγε παραλυμένη από τρόμο, παγιδευμένη όχι μόνο σε μια κρύα αποθήκη αλλά και στον παγερό κόσμο της άρνησης του Μπιλ, ενώ αυτός συνέχιζε με τη γαλήνια φωνή του καθηγητή, θαρρείς και μιλούσε λογικά. Ξαφνικά, την ώρα που της εξηγούσε για τη βεράντα που θα έφτιαχναν στην πίσω αυλή, σταμάτησε να μιλάει, και η Κουίν κόλλησε στην πόρτα για να καταλάβει τι συνέβαινε. «Μήπως είναι εδώ η Μακένζι;» Ήταν η φωνή του Τζέισον. «Τη χρειαζόμαστε κάτω στη σκηνή και η κυρία Μπάκμαν είπε να την αναζητήσουμε στην τάξη». «Τζέισον!» φώναξε η Κουίν, προτού ο Μπιλ προλάβει να μιλήσει, «εδώ είμαι». Προσπάθησε να στρίψει το πόμολο της πόρτας της αποθήκης, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ο Μπιλ θα πρέπει να το κρατούσε απέξω. «Μπιλ, άφησέ με να βγω» είπε. «Με χρειάζονται κάτω, στις πρόβες». «Τώρα μιλάμε» άκουσε τον Μπιλ να λέει στον Τζέισον. «Θα κατεβεί σε λίγο». «Όχι!» φώναξε η Κουίν πανικόβλητη, αλλά αμέσως μετά προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Δεν ήθελε να μπλέξει τον Τζέισον σ’ αυτή την ιστορία. «Τζέισον» του είπε «πήγαινε να ειδοποιήσεις την κυρία Μπάκμαν, σε παρακαλώ. Και την κυρία Ζίγκλερ». Ήταν σίγουρη ότι ο Μπιλ δεν ήταν επικίνδυνος, απλώς είχε χάσει επαφή με την πραγματικότητα σε ό,τι αφορούσε την ίδια. Αν, λοιπόν, καλούσαν την Ίντι και την Ντάρλα, ο Μπιλ θα αντιλαμβανόταν πόσο παράλογη ήταν η συμπεριφορά του και θα άνοιγε την πόρτα. Έτσι ήλπιζε, τουλάχιστον. «Κύριε προπονητή, τη χρειαζόμαστε κάτω» είπε ο Τζέισον. «Καλύτερα να της ανοίξεις». «Θα κατεβεί μόλις ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας» του απάντησε ευγενικά ο Μπιλ. «Πήγαινε εσύ και θα έρθει». «Δεν γίνεται» εξήγησε ο Τζέισον. «Μας τελείωσε η κόκκινη μπογιά και τα αποθέματα βρίσκονται στην αποθήκη». Δεν ήταν άσχημο ψέμα, μια και ο Μπιλ αγνοούσε το γεγονός ότι τα υλικά για το έργο τα φυλούσαν στην αποθήκη του θεάτρου, ωστόσο εκείνος έμεινε ανυποχώρητος. «Θα τη φέρει η Κουίν όταν κατεβεί». «Πρέπει να πάω τώρα, Μπιλ» είπε η Κουίν. «Καθυστερείς τις πρόβες. Άφησέ με να βγω». «Τη χρειαζόμαστε επειγόντως, κύριε προπονητή». Η φωνή του Τζέισον ακούστηκε τώρα πιο κοντά, και η Κουίν τούς φαντάστηκε να στέκουν ο ένας δίπλα στον άλλο μπροστά στην πόρτα. Ο Τζέισον ήταν εξίσου εύσωμος με τον Μπιλ και, στα δεκαοκτώ του, ήταν ουσιαστικά άντρας, ένας δυνατός αρσιβαρίστας έτοιμος να αντιμετωπίσει τον Μπιλ. Η Κουίν άνοιξε το στόμα θέλοντας να προλάβει τον Τζέισον από ενδεχόμενη απερισκεψία, αλλά
την ίδια στιγμή το πόμολο έστριψε και ο Τζέισον άνοιξε την πόρτα, παραγκωνίζοντας συγχρόνως μαλακά τον Μπιλ για να περάσει. «Έχετε αργήσει» της είπε με προσποιητά εύθυμη φωνή. «Ετοιμαστείτε να τ’ ακούσετε». Εκείνη βγήκε, αγνοώντας τον Μπιλ που στεκόταν απελπισμένος πίσω από τον Τζέισον, προσπαθώντας να συγκρατήσει την τρεμούλα του, καθώς την έβλεπε να κατευθύνεται προς την πόρτα με τον Τζέισον στο πλευρό της για προστασία. «Στάσου» είπε ο Μπιλ, κι εκείνη γύρισε ενώ την ίδια στιγμή πιανόταν από το μπράτσο του Τζέισον. «Ξέχασες τα χρώματα» της υπενθύμισε, μα η Κουίν κούνησε το κεφάλι. «Θα στείλω κάποιον να τα πάρει» του απάντησε και βγήκε στον διάδρομο, συνεχίζοντας να στηρίζεται στο μπράτσο του Τζέισον. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε εκείνος όταν έστριψαν στον κεντρικό διάδρομο, όπου, νιώθοντας πλέον αρκετά ασφαλής, η Κουίν κατέβασε το χέρι της. «Ναι». «Ήταν πολύ αλλόκοτη σκηνή». «Πάρα πολύ» συμφώνησε η Κουίν καταπίνοντας με δυσκολία. Ο Τζέισον την αγκάλιασε από τους ώμους. «Καλύτερα να μην τριγυρίζεις μόνη εδώ. Φρόντισε να έχεις πλάι σου τον Κόρεϊ ή εμένα. Αυτό που συνέβη ήταν πολύ άσχημο». Η Κουίν αισθάνθηκε ακόμα χειρότερα, γιατί ήταν δυσάρεστο οι μαθητές του σχολείου να εκτίθενται σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Εντούτοις έκλεισε τα μάτια, ξέροντας ότι ο Τζέισον είχε δίκιο. Το αγόρι τής έσφιξε τον ώμο για να την παρηγορήσει. «Όλα θα πάνε καλά» της είπε, αλλά ρίχνοντας μια ματιά πίσω της βιάστηκε να κατεβάσει το χέρι του. Η Κουίν γύρισε και είδε τον Μπόμπι να τους καρφώνει μ’ ένα βλοσυρό βλέμμα. Τι διάβολο γύρευε στο σχολείο τόσο αργά; Μήπως την παρακολουθούσε; Η Κουίν δεν το βρήκε διόλου αστείο. «Δεσποινίς Μακένζι, θα ήθελα να μιλήσουμε στο γραφείο μου» της είπε ψυχρά. «Δεν μπορώ τώρα, Ρόμπερτ» του απάντησε. Και μόνο που αντίκρισε την ανόητη φάτσα του, ο φόβος της μετατράπηκε σε οργή. «Αλλά καλό θα ήταν να πας να ρίξεις μια ματιά στον προπονητή του μπέιζμπολ. Μόλις πριν από λίγο με κλείδωσε στην αποθήκη». Ο Μπόμπι σταμάτησε, μοιάζοντας ξαφνικά πιο επιφυλακτικός, κι εκείνη πρόσθεσε: «Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν, Ρόμπερτ. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Πρέπει να του μιλήσεις. Πες του να μην τολμήσει να με πλησιάσει άλλη φορά». «Γίνεσαι υπερβολική» είπε ο Μπόμπι, ωστόσο κατευθύνθηκε προς το βάθος του διαδρόμου.
Ο Μπιλ καθόταν στην άδεια τάξη, με το σώμα σφιγμένο από την απόγνωση. Ο Τζέισον είχε καλές προθέσεις, αλλά τα είχε χαλάσει όλα. Η Κουίν καθόταν ήσυχα εκεί μέσα και τον άκουγε που της τα εξηγούσε όλα όμορφα κι ωραία, και αν του είχε δοθεί η ευκαιρία να ολοκληρώσει, προτού τους διακόψουν… «Μπιλ;» είπε ο Μπόμπι από το κατώφλι της πόρτας. «Είσαι εντάξει; Τι συνέβη;» «Δεν με αφήνει να τη φροντίσω» είπε ο Μπιλ. «Όλη την ώρα ασχολείται μ’ αυτό το θεατρικό, είναι
τόσο απασχολημένη που…» Ο Μπόμπι πήγε να καθίσει δίπλα του. «Ξέρεις, πιστεύω ότι πρέπει να την αφήσεις ήσυχη…» «Αν καθόταν λιγάκι να μ’ ακούσει…» «Ναι, θα μπορούσα να της σπάσω το πόδι» είπε σαρκαστικά ο Μπόμπι. «Αλλά, και πάλι, θα αγόραζε πατερίτσες και θα έφευγε. Έχει τελειώσει μαζί σου». «Δεν καταλαβαίνεις» διαμαρτυρήθηκε ο Μπιλ. «Ανήκουμε ο ένας στον άλλο». «Όπως νομίζεις» είπε ο Μπόμπι. «Μετά το πρωτάθλημα του μπέιζμπολ, θα έχεις όλο το καλοκαίρι για να την ξανακερδίσεις». «Είναι πολύς καιρός». Ο Μπιλ συνοφρυώθηκε. «Δεν μπορώ να περιμένω τόσο πολύ». «Άκουσέ με, Μπιλ, μη μ’ αναγκάσεις να σου φερθώ άσχημα» είπε ο Μπόμπι. «Είμαι ο διευθυντής σου, εξαρτάσαι από μένα και είναι στο χέρι μου να σου δημιουργήσω ιστορίες, αλλά δεν θα το κάνω, επειδή δεν θέλω να έχεις άλλες σκοτούρες πέρα από την ομάδα». Ο Μπιλ σηκώθηκε, νιώθοντας μπουχτισμένος με την ομάδα. «Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από το μπέιζμπολ, Ρόμπερτ» είπε και βγήκε από την αίθουσα, βέβαιος ότι ο Μπόμπι δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε ένα. Ήταν πραγματικά θλιβερό.
«Ο τύπος τα ’παιξε» είπε η Κουίν στον Τζο και στην Ντάρλα, όταν γύρισε το βράδυ στο σπίτι. «Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Νομίζει ότι θα μετακομίσει εδώ και ότι θα αποκτήσουμε παιδιά». «Θα του μιλήσω» αποφάσισε ο Τζο, και η Κουίν τον κοίταξε έκπληκτη. «Θα του πω να σ’ αφήσει ήσυχη». «Δεν ωφελεί. Του το έχω πει ήδη και δεν με πίστεψε» είπε η Κουίν και ύστερα χαμογέλασε στον πατέρα της. «Πάντως σ’ ευχαριστώ. Είπα στον Μπόμπι να τον αναλάβει. Ίσως…» «Δεν αρκεί» την έκοψε ο Τζο. «Έχει δίκιο, Κουίν» συμφώνησε η Ντάρλα. «Αν ο Μπιλ έχει αρχίσει να σε κλειδώνει σε αποθήκες, αυτό σημαίνει ότι έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Πρέπει να σκεφτούμε κάτι». «Τι;» ρώτησε η Κουίν. «Να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία και να πω ότι ο Μπιλ Χίλιαρντ, ο ήρωας του Τιμπέτ, με έκλεισε στην αποθήκη μου και δεν με άφηνε να βγω; Ακούγεται σαν παιδική φάρσα. Ποιον θα πίστευε ο κόσμος, τον Μπιλ ή τη γυναίκα που έκλεψε το σκυλί της από τον μπόγια;» «Άφησέ με να μιλήσω στον Φρανκ Άτσιτι» είπε ο Τζο. «Παίζουμε πόκερ μαζί. Να τον ενημερώσω απλώς για το συμβάν. Και στο εξής, δεν θα πηγαίνεις πουθενά ασυνόδευτη». «Για την υπόλοιπη ζωή μου;» «Ο πατέρας σου έχει δίκιο» είπε η Ντάρλα. «Δεν θα πηγαίνεις πουθενά μόνη. Και θα πεις στο αγόρι-διευθυντή ότι, αν δεν συμμαζέψει τον Μπιλ, θα τον καταγγείλεις στην αστυνομία. Κάτι τέτοιο θα τον θορυβήσει». Τελικά, ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισε η Κουίν την άλλη μέρα το πρωί, όταν έφτασε στο σχολείο, ήταν το αγόρι-διευθυντής, που έτρεμε από θυμό περιμένοντάς την έξω από την πόρτα της
τάξης της. «Ο Τζέισον παραιτήθηκε από την ομάδα σήμερα το πρωί» της ανακοίνωσε μόλις εκείνη ξεκλείδωσε. «Λες και δεν χρωστούσε τίποτα στον Μπιλ». Πανάθεμά σε, Τζέισον, συλλογίστηκε η Κουίν κι έπειτα άναψε το φως και μπήκε στην αίθουσα. «Λυπάμαι γι’ αυτό, ωστόσο δεν εκπλήσσομαι. Χτες το βράδυ, ο Τζέισον είδε τον Μπιλ σε κατάσταση αμόκ. Δεν αστειεύομαι, Ρόμπερτ, κάτι δεν πάει καθόλου καλά με την περίπτωσή του. Αν δεν κρατήσεις τον Μπιλ μακριά από μένα, θα πάω στην αστυνομία και θα ζητήσω περιοριστικά μέτρα. Αποκεί και πέρα, οι φήμες θα οργιάσουν, οπότε αντίο χρηματοδότηση». «Εσύ φταις για όλα». Ο Μπόμπι άλλαξε χρώμα. «Εσένα θέλει, Κύριος οίδε γιατί. Είσαι το πιο αχάριστο…» «Μπόμπι, επιτέλους, ξέχασέ το». Η Κουίν στράφηκε προς το μέρος του. «Τι πρέπει να κάνω για να;…» «Μόνο μέχρι τον Ιούνιο» συνέχισε ο Μπόμπι. «Αυτό μόνο σου ζητώ. Γύρισε κοντά του μέχρι να πάρουμε το κύπελλο και μετά θα σε βοηθήσω εγώ ο ίδιος να μετακομίσεις σε δικό σου σπίτι». «Είσαι το ίδιο τρελός μ’ εκείνον» αποφάνθηκε η Κουίν. «Η απάντηση είναι όχι. Και φρόντισε να τον κρατήσεις μακριά μου. Διαφορετικά… είπαμε». «Εσύ φταις για όλα» της πέταξε πάλι ο Μπόμπι και έφυγε από την τάξη. Η Κουίν κατάλαβε ότι όλοι το ίδιο θα πίστευαν. Ο Μπιλ ήταν απολύτως φυσιολογικός μέχρι την ημέρα που τον εγκατέλειψε. Όσο φυσιολογικός, δηλαδή, μπορεί να είναι ένας αμερικανός προπονητής. Οι μαθητές της άρχισαν να καταφτάνουν, αγουροξυπνημένοι και βαρύθυμοι όπως πάντα, και η Κουίν προσπάθησε να διώξει τη σκέψη του Μπιλ για να συγκεντρωθεί στη δουλειά της. Αυτό το κομμάτι της ζωής της, τουλάχιστον, λειτουργούσε κανονικά: Μπορούσε να βασίζεται στα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά, την ώρα που έπαιρνε απουσίες, ο Μπιλ καραδοκούσε στο βάθος του μυαλού της, αρνούμενος να αποχωρήσει. Η Κουίν έπρεπε οπωσδήποτε να βρει λύση. Ποια θα ήταν αυτή όμως;
Ο Τζέισον είχε παραιτηθεί. Ο Μπιλ προσπάθησε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν ο καλύτερος μαθητής του να τον αφήσει σύξυλο έπειτα από τέσσερα χρόνια. Τέσσερα χρόνια τώρα ο Τζέισον ασχολούνταν με το φούτμπολ και το μπέιζμπολ, και ξαφνικά το πρωί εμφανίστηκε στο γυμναστήριο και ανήγγειλε με άδειο βλέμμα: «Λυπάμαι, κύριε προπονητή. Έχω χάσει το ενδιαφέρον μου». «Τζέισον» είπε ο Μπιλ, αλλά εκείνος του έσφιξε απλώς το χέρι και βγήκε από την αίθουσα. Ο Μπιλ στράφηκε αμέσως στον Κόρεϊ Μόσερτ. «Μίλησέ του, προσπάθησε να τον μεταπείσεις». «Κάτι έγινε χτες, μετά το σχόλασμα» απάντησε ο Κόρεϊ κουνώντας το κεφάλι. «Δεν μου είπε τι, αλλά η απόφασή του είναι αμετάκλητη. Έφυγε, κύριε προπονητή. Καλύτερα να το πάρεις απόφαση». Ο Μπιλ πάγωσε. Κατάλαβε πως η αιτία ήταν το επεισόδιο στην τάξη της Κουίν την ώρα που προσπαθούσε να της μιλήσει, τότε που ο Τζέισον μπήκε στη μέση και τα χάλασε όλα. Ποια ήταν τα
λόγια της Κουίν; Τι είπε άραγε στον Τζέισον και τον ώθησε να παραιτηθεί; Ο Μπιλ κατάλαβε ότι έπρεπε να δραστηριοποιηθεί. Έπρεπε να κάνει κάτι. Οι πονοκέφαλοί του χειροτέρευαν. Τίποτα δεν πήγαινε καλά. Τίποτα απολύτως. Στην κενή ώρα, επέστρεψε στο σπίτι της Κουίν –ήταν ανάγκη να ξαναπάει, επειδή στην προηγούμενη επίσκεψή του είχε ξεχάσει να μετρήσει τα πάνω δωμάτια– και, όταν βρέθηκε μέσα, ένιωσε καλύτερα. Ήταν σχεδόν σαν να βρισκόταν μέσα στην Κουίν. Όχι, δεν εννοούσε αυτό, εννοούσε με την Κουίν. Δεν έβλεπε την ώρα να μετακομίσει στο σπίτι της. Το σκυλί χώθηκε κάτω από μια καρέκλα μόλις τον είδε, γρυλίζοντάς του, δίχως να τολμήσει να πλησιάσει. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα, ο Μπιλ πρόσεξε πόσο επικίνδυνα ήταν τα κάγκελα. Ήταν απλώς βιδωμένα στον τοίχο, και οι βίδες θα μπορούσαν εύκολα να χαλαρώσουν. Αν ζούσε εκεί εκείνος, θα φρόντιζε να στηρίξει πιο σωστά την κουπαστή της σκάλας. Πραγματικά, η Κουίν τον χρειαζόταν. Καθώς πλησίαζε το κεφαλόσκαλο, έκοψε το βήμα του. Μήπως η λύση ήταν ακριβώς αυτό; Αν η Κουίν συνειδητοποιούσε πόσο πολύ τον χρειαζόταν… Κατέβηκε ξανά και πήγε στην πίσω βεράντα όπου η Κουίν φυλούσε την εργαλειοθήκη της. Μ’ ένα κατσαβίδι, χαλάρωσε τις βίδες της κουπαστής της σκάλας, και μετά μπήκε στο σπίτι και χαλάρωσε τις βίδες στα χερούλια και στις πρίζες, κι ύστερα χαλάρωσε τα καλώδια πίσω από τις πρίζες. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιες άλλες μικροζημιές θα μπορούσε να προκαλέσει. Αν ξεβίδωνε τους σωλήνες του γκαζιού, θα προκαλούσε μικρή διαρροή, τίποτα το επικίνδυνο. Τα σκαλοπάτια της μπροστινής βεράντας ήταν άθλια. Θα μπορούσε να πριονίσει ελάχιστα το ένα από αυτά, ώστε να μη χαλάσουν όλα με τη μία. Θα μπορούσε επίσης να χαλαρώσει το κάγκελο της κουπαστής. Μπορούσε να προκαλέσει μυριάδες μικροζημιές – κι έτσι η Κουίν θα τον είχε ανάγκη ξανά. Όταν ανέβηκε στον πάνω όροφο, μια ώρα αργότερα, δούλεψε γρήγορα και αποτελεσματικά, βέβαιος ότι πολύ σύντομα θα μετακόμιζε εκεί. Η δεύτερη πόρτα του διαδρόμου ήταν η πόρτα μιας ακόμα κρεβατοκάμαρας που βρισκόταν κάτω από το πρόστεγο, μ’ ένα μονό κρεβάτι, πιθανώς της Κουίν ή της Ζόι από την εποχή που ήταν παιδιά, κι εκείνος χαμογέλασε, γιατί σ’ αυτό το δωμάτιο θα κοιμούνταν τα παιδιά τους. Τα δύο δωμάτια στο βάθος του διαδρόμου ήταν ένα γραφείο, όπου βρισκόταν το δεύτερο κρεβάτι, και ένα μπάνιο. Το μπάνιο ήταν υπερβολικά μικρό, αναμφίβολα θα το επέκτειναν, και ίσως να εγκαθιστούσαν ένα δεύτερο πίσω του, μετατρέποντας το γραφείο σε κυρίως υπνοδωμάτιο –θαυμάσια ιδέα– με συνεχόμενο λουτρό, πίσω από το παλιό λουτρό. Ο Μπιλ κατέγραψε τις μετρήσεις κι έπειτα έβαλε στην τσέπη τη μετροταινία και το σημειωματάριο. Είχε ό,τι χρειαζόταν και, από τη στιγμή που η Κουίν θα αντιλαμβανόταν πόσο πολύ τον είχε ανάγκη, τα πράγματα θα ήταν απλά. Θα τον ήθελε ξανά κοντά της. Φανταζόταν την έκπληξή της όταν θα της έδειχνε τα σχέδια, αφότου θα είχε εγκατασταθεί στο σπίτι μαζί της. «Χαζούλα» θα της έλεγε. «Ήξερες ότι θα χρειαζόμασταν μεγαλύτερο χώρο. Έπρεπε να είχες μαντέψει πως τα είχα προβλέψει όλα». Προχωρώντας στον διάδρομο, άνοιξε την πέμπτη πόρτα από απλή περιέργεια. Ήταν η ντουλάπα της Κουίν. Είδε τα μανίκια των φορεμάτων της. Το πράσινο το είχε φορέσει στο πρώτο ραντεβού τους, το μπλε καρό το είχε φορέσει με σακάκι στη φθινοπωρινή γιορτή του σχολείου, το κόκκινο σκοτσέζικο
φουστανάκι το είχε φορέσει στον τελευταίο αγώνα μπάσκετ στον οποίο είχαν πάει μαζί – στο σημείο αυτό, ένιωσε ένα σφίξιμο μέσα του, γιατί θυμήθηκε πόσο ευτυχισμένοι ήταν. Το μαύρο το φορούσε στην τάξη, όταν το μάθημα δεν απαιτούσε χρήση υλικών που λέρωναν, όσο για το καφέ με τις στάμπες, και το τζιν… Έκλεισε τα μάτια. Το στήθος του πονούσε. Αποκλείεται να πάθαινε έμφραγμα, ήταν πολύ νέος και πολύ υγιής. Ίσως ήταν μια απλή δυσπεψία. Έπρεπε να ξαπλώσει. Μόλις πλάγιασε στο κρεβάτι της Κουίν και κουκουλώθηκε με το πάπλωμα, αυτομάτως αισθάνθηκε καλύτερα. Προς στιγμήν νευρίασε μαζί της, ήταν τόσο πεισματάρα, που της άξιζαν όλες εκείνες οι μικροζημιές που της είχε προκαλέσει στο σπίτι της… Αν τον άκουγε, τώρα θα ήταν χωμένοι οι δυο τους κάτω από το πάπλωμα, όμως δεν ήθελε να τον ακούσει. Μακάρι να υπήρχε τρόπος να την υποχρεώσει να τον ακούσει… Άρχισε να σκέφτεται τρόπους για να την κάνει να τον ακούσει, ενώ συγχρόνως ήθελε να την τιμωρήσει για την ανυπακοή της, τόσο πολύ ήταν θυμωμένος, τόσο έξαλλος ήταν μαζί της, επειδή δεν έλεγε να τον ακούσει… Η αναπνοή του έγινε βαριά, το δωμάτιο χάθηκε από τα μάτια του, το μόνο που σκεφτόταν ήταν η Κουίν και πώς θα την ανάγκαζε να υποταχθεί, πώς θα την ανάγκαζε να τον δεχτεί ξανά κοντά της· τώρα πια θα ήταν υποχρεωμένη να τον δεχτεί κοντά της, αρκετά είχε κρατήσει αυτή η ιστορία, αρκετά, αρκετά… Όταν ηρέμησε, επανέλαβε στον εαυτό του το παλιό παραμύθι, πως όλα θα διορθώνονταν, πως στο εξής εκείνη θα τον άκουγε –είχαν περάσει δύο μήνες–, πως σε λίγο καιρό όλα θα έφτιαχναν κι εκείνη θα τον άκουγε… Όχι, δεν πρόκειται να μ’ ακούσει. Ένιωσε ξανά το ίδιο σφίξιμο, σαν να τον άδραχνε μια γιγάντια γροθιά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήταν καλά, η Κουίν θα συμμορφωνόταν, όλα θα διορθώνονταν. Περιφέρθηκε στο δωμάτιο και άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας –εκεί φυλούσε η Κουίν τα πουκάμισα και τις φούστες, ενώ τα τζιν ήταν διπλωμένα στο πάνω ράφι–, άνοιξε τον κομό με τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες και τα μακό μπλουζάκια, άνοιξε τα συρτάρια του επίπλου με το λαβομάνο… Εκεί μέσα φυλούσε η Κουίν τα εσώρουχά της. Η κρυφή ζωή μου, έτσι τα αποκαλούσε. Γελοία χρώματα, φανταχτερά ροζ, μεταλλικό χρυσό, πράσινο λαχανί και… Έχωσε τα χέρια του στο συρτάρι μέσα στις δαντέλες, στα σατέν και τα μεταξωτά –«μπορεί στη δουλειά να είμαι υποχρεωμένη να ντύνομαι σαν λιμενεργάτης, αλλά τίποτα δεν με εμποδίζει να φοράω από μέσα τα καλά μου» του είχε πει κάποτε–, τα οποία στην πραγματικότητα ο Μπιλ απεχθανόταν. Όχι, δεν του άρεσαν καθόλου όλα εκείνα τα έντονα χρώματα, δεν την ήθελε έτσι την Κουίν του, φανταχτερή και σέξι, όχι, η Κουίν του ήταν άσπιλη, λευκή κι απέριττη –στη σκέψη αυτή έσφιξε άθελά του στις χούφτες τα αποτρόπαια εσώρουχα–, μια καλή κοπέλα που του ανήκε, όφειλε να το γνωρίζει ότι του ανήκε…
Τα πέταξε ξανά στο συρτάρι σαν να ήταν ακάθαρτα, μολυσμένα, σαν να τη μόλυναν, ήθελε να τα
σκίσει, να τα κάνει κομμάτια, να τα κάψει, ώστε να μην αγγίξουν ξανά το κορμί της. Τα πήρε όλα στα χέρια του και τότε είδε το λευκό στο κάτω μέρος του συρταριού. Δεν ήταν ένα απλό βαμβακερό λευκό εσώρουχο, ήταν δαντελωτό και μικροσκοπικό, ένα μπικίνι που αναμφίβολα δεν την κάλυπτε εντελώς, όμως ήταν λευκό σαν της νύφης, και ο Μπιλ το μάζεψε με κομμένη την ανάσα. Μερικοί άντρες τα έλεγαν κιλοτάκια, αλλά ο Μπιλ θεωρούσε τη λέξη πρόστυχη, γι’ αυτό τα αποκαλούσε απλώς εσώρουχα, μια ωραία αγνή ονομασία, και το συγκεκριμένο εσώρουχο ήταν δαντελωτό, με μια λωρίδα από λευκό σατέν στο καβάλο –«καβάλο», τι χυδαία λέξη, όχι, δεν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για την Κουίν–, στο σημείο ανάμεσα στα σκέλια της, στο σημείο… Ανατρίχιασε κι αμέσως έκλεισε το συρτάρι, εξακολουθώντας να κρατάει σφιχτά το κιλοτάκι. Το εσώρουχο. Ήταν από λευκή δαντέλα. Η Κουίν θα μπορούσε να το φορέσει στον γάμο τους. Έπρεπε να τον ακούσει. Έπρεπε να την αναγκάσει να τον ακούσει. Η υπομονή είχε και τα όριά της. Περίμενες ένα διάστημα, έδινες λίγο χρόνο σε μια γυναίκα, αλλά μετά έπρεπε να δείξεις πυγμή. Θα έδειχνε πυγμή, κι εκείνη θα καταλάβαινε. Θα του χρωστούσε ευγνωμοσύνη, γιατί ήταν βέβαιος πως και η Κουίν πίστευε πως αυτή η ιστορία έπρεπε να τελειώσει. Θα γύριζε κοντά του, φορώντας τούτο το κιλοτάκι, θα τον αγκάλιαζε, θα του δινόταν στο σκοτάδι… Όλα θα έφτιαχναν. Συνεχίζοντας να κρατάει το κιλοτάκι, προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή του και, καθώς το κοίταζε, απλώς το κοίταζε, άκουσε τον Μπόμπι να λέει πίσω του: «Ώστε εδώ συχνάζεις στις κενές ώρες σου». Ο Μπιλ αναπήδησε και ο Μπόμπι ακούμπησε στο κούφωμα της πόρτας χαμογελώντας. «Είσαι κυριολεκτικά για κλάματα, Χίλιαρντ». «Πώς;…» «Σε ακολούθησα» εξήγησε ο Μπόμπι ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους. «Έχεις αρχίσει να το χάνεις, Χίλιαρντ. Και το σημαντικότερο, έχεις αρχίσει να χάνεις αγώνες. Αυτό δεν θα σου το επιτρέψω» δήλωσε με φωνή προκλητική και αυτάρεσκο ύφος. Ο Μπιλ στραβοκατάπιε. «Φύγε αποδώ». «Είναι πολύ αργά πια. Εμπρός, βάλε αυτό το πράγμα στην τσέπη σου, εφόσον το χρειάζεσαι, αλλά πρέπει να φύγουμε. Δεν έχω καμία διάθεση να δίνω εξηγήσεις για το πώς βρεθήκαμε εδώ». «Δεν καταλαβαίνεις» είπε ο Μπιλ. «Δεν είναι…» «Καταλαβαίνω πολύ καλά» αποκρίθηκε ο Μπόμπι. «Και τώρα βούλωσέ το και πάρε δρόμο προτού σε τσακώσουν. Χριστέ μου, είσαι τελείως ηλίθιος». «Δεν έχεις το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι» εναντιώθηκε ο Μπιλ, αλλά μέσα του ένιωθε ατάραχος – μπορεί να είχε πολλά προβλήματα στη ζωή του, όμως δεν ήταν πια και τόσο σοβαρά. «Έπειτα από το σημερινό, θα σου μιλάω όπως θέλω». Το χαμόγελο του Μπόμπι αναμειγνυόταν με την αποστροφή που ένιωθε καθώς κοίταζε το κιλοτάκι που ο Μπιλ εξακολουθούσε να κρατάει στο χέρι του. «Τώρα εγώ είμαι ο Μεγάλος, και θα κάνεις ό,τι σου λέω». Έδειξε με το κεφάλι προς τη μεριά της σκάλας και κατόπιν κατευθύνθηκε προς την πόρτα,
μοιάζοντας βέβαιος ότι ο Μπιλ θα τον ακολουθούσε. Παραζαλισμένος καθώς ήταν από τη σύγχυση και τον αφόρητο πονοκέφαλο, ο Μπιλ όντως τον ακολούθησε. «Τι διάβολο θέλει να πετύχει;» είπε ο Μαξ κοπανώντας το τηλέφωνο του γραφείου. Ο Νικ σήκωσε το κεφάλι από το Σουμπαρού που επισκεύαζε και προσπάθησε να δει έξω από το παράθυρο. «Ποιος;» «Δεν λέω για εκεί έξω, λέω για την Ντάρλα» είπε ο Μαξ με φωνή γεμάτη αγανάκτηση. «Μόλις άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή να πάνε τα παιδιά ξανά για φαγητό. Δεν κάλεσε εμένα, μόνο τα παιδιά». «Πιθανώς υπέθεσε ότι εσύ θα φας στο Άντσορ Ιν». «Άντε γαμήσου» βλαστήμησε ο Μαξ. «Τι βλακείες είναι αυτές; Είμαστε παντρεμένοι. Πρέπει να γυρίσει σπίτι». «Ό,τι πεις». «Συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Έχουν αρχίσει να μας κουβεντιάζουν». «Αν τους φερθούμε ευγενικά, ίσως μας αφήσουν να κοιτάξουμε» είπε ο Νικ, συνεχίζοντας να είναι σκυμμένος πάνω από τη μηχανή. «Κάνεις πλάκα, αλλά εσύ τα έχεις όλα» είπε ο Μαξ. Σκατά έχω. «Έχει περάσει ένας μήνας» συνέχισε ο Μαξ βράζοντας από θυμό. «Ούτε στο γυμνάσιο δεν περίμενα τόσο καιρό!» «Ώστε γι’ αυτό είσαι τόσο κατσούφης». «Εσύ στη θέση μου δεν θα ήσουν;» Ο Νικ σκέφτηκε να του πει ότι, στην περίπτωσή του, δεν είχε σημασία πόσος καιρός είχε περάσει, ότι αυτό που τον τρέλαινε ήταν η σκέψη πως δεν θα ξανασυνέβαινε, ωστόσο δεν μίλησε. Μερικά πράγματα δεν ήθελε να τα συζητάει με τον Μαξ, έστω κι αν του ήταν αδύνατον να τα βγάλει από το μυαλό του. Καθημερινά, ήταν αναγκασμένος να καταπνίγει την επιθυμία του να περάσει από το σπίτι της Κουίν για να διαπιστώσει αν χρειαζόταν κάτι. Να πλαγιάσει μαζί του, για παράδειγμα. Φυσικά, τώρα που η Ντάρλα και ο Τζο έμεναν στο σπίτι της, δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, και η Κουίν δεν περνούσε πια από το δικό του, επομένως η μόνη ελπίδα του ήταν να την πετύχει τυχαία στον δρόμο. Ίσως έτσι ήταν καλύτερα. Η Κουίν ήταν απλώς φίλη και, ούτως ή άλλως, σπάνια μια κοπέλα μονοπωλούσε για πολύ το ενδιαφέρον του. Κανονικά, θα έπρεπε να την έχει ξεπεράσει. Δεν ήταν από τους άντρες που προσκολλούνταν σε μια γυναίκα. Την ήθελε ξανά γυμνή κάτω απ’ το σώμα του. Όχι, δεν ήταν αλήθεια. «Πέρασα από το Άπερ Κατ» συνέχισε ο Μαξ, που είχε τα δικά του βάσανα. «Αρνήθηκε. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Πηγαίνω στου Μπο και με κοροϊδεύει. Βγαίνω με την Μπάρμπαρα για να την κάνω να ζηλέψει, κι αυτή μου λέει την επόμενη φορά να αποφύγω τον αστακό». «Σου είπα ότι ήταν ανόητη ενέργεια» είπε ο Νικ.
«Της ζητάω να μου πει τι θέλει, της λέω ότι θα της το δώσω, ό,τι κι αν είναι, και μου λέει πως δεν έχει νόημα αν πρόκειται να μου το πει η ίδια». «Αυτό μου τη δίνει κι εμένα πολύ» είπε ο Νικ με κατανόηση. «Θέλει μια αλλαγή» εξήγησε ο Μαξ. «Εμένα μου αρέσει η ζωή μας. Γιατί να αλλάξω;» «Για να αποκτήσεις ξανά τη ζωή που σου αρέσει». «Είναι γυναίκα μου» επέμεινε πεισματικά ο Μαξ. «Μου ανήκει. Θα περιμένω. Κάποια στιγμή θα βρει τα λογικά της». «Προτού χάσεις εσύ τα δικά σου;» ήθελε να του πει ο Νικ, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι το μυαλό του Μαξ είχε ξεστρατίσει, και ο Νικ δεν ήταν σε θέση να τον κατακρίνει, τη στιγμή που ο ίδιος βρισκόταν σε ανάλογη μοίρα. Στο κάτω κάτω της γραφής, αυτός είχε προσκολληθεί σε μια γυναίκα την οποία δεν θα ξανάβλεπε ποτέ γυμνή, δεν θα την αγκάλιαζε, ούτε θα την άγγιζε ούτε θα τη χάιδευε ούτε θα την έσφιγγε ούτε θα βυθιζόταν μέσα της… Όχι δηλαδή ότι το ήθελε… πολύ. «Πήγαινε να απαγάγεις τη γυναίκα σου και άσε κατά μέρος τις αναμονές» κατέληξε ο Νικ. Ο Μαξ γύρισε στο γραφείο μουρμουρίζοντας ακατάληπτα, και ο Νικ κοίταξε το Σουμπαρού και προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη λογική αυτό που ένιωθε για την Κουίν – αλλά χωρίς να μπορεί να σκεφτεί τι ακριβώς ένιωθε. Λοιπόν, όλα βρίσκονταν υπό έλεγχο. Την είχε χάσει και τις προάλλες, για δύο ολόκληρες εβδομάδες μετά τη νύχτα στον καναπέ, και τότε είχε γίνει επίσης λίγο νευρικός, αλλά μόνο και μόνο επειδή του άρεσε να κάνει παρέα μαζί της, επειδή του άρεσε να ακούει τη φωνή της, το γέλιο της, να βλέπει το πρόσωπό της, τα μαλλιά της να ανεμίζουν –τα κομμένα μαλλιά της Κουίν που σάλευε κάτω από το βάρος του κορμιού του, τα υπέροχα ζυγωματικά, το σχήμα του κρανίου της κάτω απ’ τα χέρια του καθώς βυθιζόταν μέσα της–, του άρεσε πραγματικά σαν φίλη, αγαπούσε τη συντροφιά της, τις συζητήσεις τους. Με λίγα λόγια, ήταν σαν να διάβαζε τα άρθρα του Πλεϊμπόι, που, παρεμπιπτόντως, τα έβρισκε εξαιρετικά. Και τώρα κόντευε να περάσει μια εβδομάδα που δεν την έβλεπε –γυμνή, σφαιρική και υγρή– και την είχε επιθυμήσει. Ήθελε να της μιλήσει. Δυσκολευόταν να πιστέψει πόσο πολύ του έλειπε. Σαν φίλη. Ήταν η καλύτερη φίλη του, και τώρα την είχε χάσει, του έλειπε, ήθελε να κουβεντιάσουν. «Τα βλέπεις;» ήθελε να της πει. «Γι’ αυτό τον λόγο δεν έπρεπε να κάνουμε έρωτα εμείς οι δύο, το ήξερα ότι αυτό θα συνέβαινε, σου το είπα, δεν σου το είπα;» Η αλήθεια ήταν ότι μόνο τώρα που είχαν πάψει να μιλούν ο Νικ είχε συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτόν η συνομιλία με μια γυναίκα. Η Μπάρμπαρα ήταν μια συμπαθέστατη γυναίκα, αν εξαιρούσε κανείς τη λόξα της με τους παντρεμένους τεχνίτες, αλλά προς το παρόν θα του ήταν αδύνατον να περάσει έστω και πέντε λεπτά μαζί της. Με την Κουίν είχαν πάντα πολλά να πουν. Κουβέντιαζαν για βιβλία, για ταινίες, για ανθρώπους, για τα μαθήματά της και τις αβυσσαλέες συνήθειές του όσον αφορούσε τις φιλενάδες του, και μόνο αυτή την εβδομάδα, που βγήκε με την Μπάρμπαρα, ο Νικ συνειδητοποίησε ότι πάνω απ’ όλα του έλειπαν οι συζητήσεις του με την Κουίν. Ήταν φίλοι. Έπρεπε να συνεχίσουν να κουβεντιάζουν.
Γι’ αυτό, λοιπόν, την ήθελε πίσω. Κούνησε το κεφάλι του · αυτή ήταν η πιο λογική, η πιο υγιής εξήγηση. Αγαπούσε την Κουίν σαν αδελφή, επομένως ήταν φυσικό να θέλει να είναι μαζί της. Δεν αγαπούσε το κορμί της –να γλιστράει κάτω από το δικό του, σφιχτό και λάγνο, όχι, ξέχνα τα περί αδελφής, λάθος συσχετισμός, βλακώδης σκέψη–, όχι, ο Νικ αγαπούσε το πνεύμα της, αυτό που ήταν η Κουίν, το άτομο, όχι το σώμα. Του φάνηκε απολύτως λογικό. Το πρόβλημα ήταν ότι λαχταρούσε το φλογερό κορμί της. Όμως άλλο η αγάπη κι άλλο ο πόθος, αυτά τα δύο πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά, ανήκαν σε δυο ξεχωριστά σύμπαντα. Αυτό το καταλαβαίνω, συλλογίστηκε ο Νικ. Το ζήτημα ήταν αρκετά απλό. Έμοιαζε με τον χωρισμό μεταξύ εκκλησίας και κράτους που αποτελούσε εγγύηση της ελευθερίας και των δύο. Αγάπη εδώ, σεξ εκεί, δίχως αυτά τα δύο να μπερδεύονται μεταξύ τους. Βέβαια, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα αν οι γυναίκες ήταν δύο αντί για μία. Μόλις τώρα ο Νικ συνειδητοποιούσε πως, αν η ζωή του ήταν εύκολη μέχρι τώρα, αυτό το χρωστούσε στο γεγονός ότι αγαπούσε την Κουίν και κοιμόταν με άλλες. Επομένως, εφόσον ευκολότερα έβρισκε κανείς γυναίκες για να πλαγιάσει παρά για να αγαπήσει, εκείνος θα εξακολουθούσε να αγαπάει την Κουίν –έτσι κι αλλιώς, θα του ήταν αδύνατον να σταματήσει– και θα έβρισκε μια άλλη για το πήδημα. Η ανάμνηση του κορμιού της –του ερωτικού και ενδοτικού κορμιού κάτω απ’ τα χέρια του, του κορμιού που αυτός το εξερεύνησε, το ένιωσε, το γνώρισε, όταν διαισθάνθηκε τις ανάγκες της, όταν την έκανε να τρέμει και να τελειώνει– επανήλθε ολοζώντανη, διεγείροντάς τον ξανά. Αν δεν την έκανε ξανά δική του, δεν θα κατόρθωνε να ξεφύγει από το αδιέξοδο. Ο Νικ ακούμπησε στο Σουμπαρού σχεδόν ηττημένος. Όχι, δεν πρέπει να πανικοβάλλομαι, συλλογίστηκε. Θα τα καταφέρω. Δεν έχω παρά να θυμάμαι ότι είναι δύο πράγματα που πρέπει να τα μπλέξω μεταξύ τους. Αγαπάω το πνεύμα, πηδάω το κορμί. Έτσι, όταν θα έπαυε να πηδάει το κορμί, θα μπορούσε να συνεχίσει να αγαπάει το πνεύμα της. Η λογική του ήταν ακαταμάχητη. Ίσως κατόρθωνε να την εξηγήσει στην Κουίν. Πρώτα όμως έπρεπε να την πείσει να τον αφήσει να την πλησιάσει δίχως να του ρίξει κλοτσιά. Κι ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί τρόπο προσέγγισης, χτύπησε το τηλέφωνο. «Νικ;» του είπε ο Τζο. «Μπορείς να έρθεις αποδώ απόψε, όταν σχολάσεις;» «Εδώ;» απόρησε ο Νικ. «Εννοείς στης Κουίν;» – ήταν δυνατόν να είχε σταθεί τόσο τυχερός; «Ναι» απάντησε ο Τζο. «Η Κουίν έπεσε απ’ τη σκάλα και χτύπησε στον αστράγαλο. Το κάγκελο της σκάλας έχει λασκάρει». «Διάβολε». Η λίμπιντο του Νικ έκανε αμέσως φτερά μπροστά στην ανησυχία του. «Είναι καλά; Μήπως πρέπει να τη μεταφέρω στο νοσοκομείο;» «Θα την πάει η Ντάρλα». Ο Τζο ακουγόταν ανήσυχος. «Έχω την εντύπωση ότι κάποιος χαλάρωσε τις βίδες της κουπαστής. Υποτίθεται ότι υπάρχουν τρεις βίδες σε κάθε στήριγμα, ενώ βρίσκω μόνο μία στο καθένα. Τη στερέωσα πρόχειρα, αλλά είναι ακόμη λασκαρισμένη. Κι όταν γύρισα σπίτι χτες το βράδυ, μου μύρισε γκάζι. Κάποιος είχε πειράξει τη βαλβίδα στο υπόγειο, και όταν κατέβηκα, βρήκα το ένα τζάμι σπασμένο. Ο καθένας θα μπορούσε να μπει μέσα. Πιστεύω ότι το σπίτι είναι παγιδευμένο».
«Ποιος;…» άρχισε να λέει ο Νικ και μετά σώπασε. «Λες να είναι ο Μπιλ;» «Δεν θέλω να το πιστέψω, αλλά, μετά το επεισόδιο στην αποθήκη, δεν το αποκλείω». «Ποιο επεισόδιο;» ρώτησε ο Νικ και, καθώς ο Τζο τού διηγήθηκε τα καθέκαστα, η ανησυχία του για την ασφάλεια της Κουίν μετατράπηκε σε οργή, ένα συναίσθημα που μπορούσε να διαχειριστεί πιο εύκολα απ’ όσο την αγάπη και τον φόβο. «Χριστέ μου. Έπρεπε να με είχατε ειδοποιήσει για να πάμε να τον βρούμε». «Η Κουίν δεν ήθελε» είπε ο Τζο. «Την ξέρεις, της αρέσει τα πράγματα να κυλούν ήρεμα. Μάλλον πίστευε ότι με λίγη υπομονή και αδιαφορία ο Μπιλ θα τα παρατούσε, αλλά έπειτα από αυτό πρέπει να έχουμε τον νου μας. Τηλεφώνησα στον Φρανκ Άτσιτι και τώρα κάνω μια έρευνα στο σπίτι, αλλά θέλω να το δει κι ένα δεύτερο μάτι. Αν μπορέσεις…» «Έρχομαι αμέσως» είπε ο Νικ. «Μαζί με τον Μαξ. Είναι Σάββατο, μπορούμε να κλείσουμε μια ώρα νωρίτερα». «Ευχαριστώ» είπε ο Τζο. «Εγώ σ’ ευχαριστώ» απάντησε ο Νικ.
13
σε όλες τις εισόδους καθώς και στην πόρτα του υπογείου. Έπειτα ξεκίνησαν την επιθεώρηση, αρχίζοντας από το υπόγειο. Δυο ώρες αργότερα, είχαν ελέγξει μόνο το υπόγειο και το ισόγειο. Ο Μπιλ είχε κάνει σχολαστική δουλειά. Καθετί μέσα στο σπίτι που διέθετε βίδα ή καρφί το είχε λασκάρει. Είχε μαδήσει τη μόνωση από τα καλώδια, είχε ξεβιδώσει ελαφρώς τους σωλήνες, είχε πριονίσει το ένα πόδι του καναπέ, είχε τοποθετήσει τις κονσέρβες στην άκρη των ραφιών ώστε να πέφτουν αυτόματα, με το άνοιγμα του ντουλαπιού. «Θα πρέπει να δούλεψε πολλές ώρες» παρατήρησε στο τέλος ο Μαξ, και ο Τζο, που ήταν έμπειρος τεχνίτης και ηλεκτρολόγος, κούνησε το κεφάλι. «Χρειάζεται περισσότερη ώρα για να επισκευάσεις κάτι παρά για να το χαλάσεις. Όταν καταστρέφεις, δεν έχεις λόγο να είσαι προσεκτικός». Ο Νικ παρέμενε βουβός, επιθεωρώντας κάθε πράγμα δυο φορές, θυμώνοντας όλο και περισσότερο με κάθε δολιοφθορά που ανακάλυπταν. Την ώρα που ανέβαιναν τη σκάλα για να ελέγξουν τον πάνω όροφο, χτύπησε το τηλέφωνο και απάντησε ο Νικ. «Εμπρός;» είπε και άκουσε τη Ζόι να ρωτάει: «Ποιος είναι;» «Α, τώρα μάλιστα, εσύ μας έλειπες» είπε ο Νικ στη φωνή που τον γύριζε είκοσι χρόνια πίσω. «Νικ;» «Ναι». «Έμαθα ότι πηδάς την αδελφή μου». «Με κάθε ευκαιρία που μου δίνεται» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν είναι εδώ. Θα της πω ότι τηλεφώνησες». «Μια στιγμή, αν δεν είναι εκεί, τότε εσύ τι δουλειά έχεις στο σπίτι της;» Όταν της εξήγησε, η Ζόι έμεινε μια στιγμή βουβή και κατόπιν είπε: «Σκατά. Μείνε μαζί της». «Ορίστε;» «Μείνε μαζί της. Σ’ αγαπάει, την αγαπάς, κι αυτός ο τρελάρας πρέπει να το καταλάβει. Σταμάτα να Ο ΝΙΚ ΕΦΕΡΕ ΣΥΡΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΑΝ
τσιλημπουρδίζεις με άλλες και μείνε μαζί της». «Δεν είναι τόσο απλό» διαμαρτυρήθηκε ο Νικ. «Ουφ, πότε θα μεγαλώσεις επιτέλους;» είπε η Ζόι. «Την αγαπάς, πάντα την αγαπούσες. Σταμάτα να παριστάνεις τον μπέμπη». «Κι εμένα μου έλειψες. Θα πω στην Κουίν ότι τηλεφώνησες». «Εννοείται. Αλλά, εντωμεταξύ, μείνε εκεί να την προσέχεις. Δεν αστειεύομαι, Νικ. Μην τα θαλασσώσεις» πρόσθεσε η Ζόι, προκαλώντας του ακόμα περισσότερη δυσφορία, και του έκλεισε το τηλέφωνο. «Ποιος ήταν;» ρώτησε ο Τζο κατεβαίνοντας τη σκάλα. «Η Ζόι» απάντησε ο Νικ κατεβάζοντας το ακουστικό. «Η ζωή σου είναι στ’ αλήθεια ενδιαφέρουσα» σχολίασε ο Τζο και πήρε ένα κατσαβίδι από το συρτάρι. «Τι είπε;» «Μου ζήτησε να μείνω με την Κουίν» αποκρίθηκε ο Νικ. «Βλέπεις τι κόρη έχω! Έτσι είναι η Ζόι μου!» χαμογέλασε ο Τζο και ανέβηκε ένα δυο σκαλιά, αλλά κοντοστάθηκε, καθώς η εξώπορτα άνοιξε και η Κουίν μπήκε κουτσαίνοντας, πιασμένη από τους ώμους της Ντάρλα, κρατώντας ένα ζευγάρι δεκανίκια· ο αστράγαλός της ήταν δεμένος και ο αγκώνας της είχε έναν μεγάλο λευκοπλάστη, όμως αυτό που ανησύχησε περισσότερο τον Νικ ήταν η μελανιά στο μέτωπό της. «Έχεις τα χάλια σου» είπε ο Μαξ, και ο Τζο τον αγριοκοίταξε. «Είμαι καλά» τους είπε. «Αισθάνομαι καλύτερα απ’ όσο δείχνω». Έβαλε τα δεκανίκια κάτω από τις μασχάλες της. «Στο τέλος της εβδομάδας δεν θα τα χρειάζομαι πια. Με βοηθούν απλώς να μη ρίχνω βάρος στον αστράγαλο. Είναι ένα στραμπούληγμα…» «Ένα άσχημο στραμπούληγμα» τη διόρθωσε η Ντάρλα με ύφος σκυθρωπό, κλείνοντας την εξώπορτα. «…και σε δυο εβδομάδες θα είμαι περδίκι». Η Κουίν πήρε βαθιά ανάσα και χαμογέλασε, ενώ ο Νικ σκεφτόταν: Θα τον σκοτώσω. Αν τολμήσει να την ξαναπλησιάσει, θα… «Τώρα όμως πηγαίνω να ξαπλώσω». Η Κουίν περπάτησε αδέξια προς τη σκάλα χρησιμοποιώντας τα δεκανίκια. «Είμαι πτώμα». Ο Νικ έτρεξε για να τη σηκώσει στα χέρια, αλλά τον πρόλαβε ο Τζο. «Έλα να σε ανεβάσω εγώ» της είπε σηκώνοντάς τη στην αγκαλιά του. «Θα σου φύγει η μέση» διαμαρτυρήθηκε η Κουίν αφήνοντας τις πατερίτσες. «Μπορώ να περπατήσω». «Όχι». Ο Τζο την ανέβασε στη σκάλα, με τον Νικ να ακολουθεί κατά πόδας για να τους πιάσει σε περίπτωση που ο πατέρας της πάθαινε καρδιακή προσβολή. Ο Τζο απίθωσε την Κουίν καταμεσής στο μεγάλο δρύινο κρεβάτι και στηρίχτηκε στον τοίχο. «Το έκανα συχνά όταν ήσασταν μικρές» είπε ασθμαίνοντας. «Έχεις πάρει βάρος». «Σ’ αγαπώ, μπαμπά» είπε η Κουίν χαμογελώντας, και ο Τζο τής ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ο Νικ τούς κοίταξε εμβρόντητος. Ήταν η πρώτη φορά που πρόσεχε πόσο πολύ έμοιαζαν πατέρας και κόρη. Η Μέγκι και η Ζόι ήταν οι φασαριόζες της οικογένειας, αυτές που τραβούσαν την προσοχή, ενώ η Κουίν και ο Τζο ήταν άνθρωποι χαμηλού προφίλ, άνθρωποι δυναμικοί που
προτιμούσαν να μένουν στο περιθώριο. Με τη διαφορά ότι, τώρα πια, η σκέψη της Κουίν συνόδευε τον Νικ μέρα νύχτα, όπου βρισκόταν κι όπου στεκόταν. Αλλά δεν ήταν κάτι καινούργιο. Απλώς παλιά η σκέψη της δεν τον βασάνιζε όπως τον βασάνιζε εδώ και μερικές εβδομάδες. Παλιά, επίσης, ο Νικ δεν ανησυχούσε γι’ αυτήν, ενώ τώρα ήταν κυριολεκτικά τρομοκρατημένος. «Κι εγώ σ’ αγαπώ» είπε ο Τζο με φωνή τραχιά, όταν μπόρεσε να ανασάνει κανονικά. Τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού. «Μείνε εδώ για λίγο, μέχρι να πάρω ανάσα. Είναι καιρός να αρχίσω γυμναστική» πρόσθεσε και απομακρύνθηκε κουνώντας το κεφάλι. Μην ξέροντας τι να κάνει, ο Νικ πλησίασε το κρεβάτι και τράβηξε αποκάτω από το πάπλωμα το παραπανίσιο μαξιλάρι. «Σήκω λίγο» της είπε και, όταν εκείνη υπάκουσε, έβαλε πίσω της το μαξιλάρι. «Μήπως έχεις κανένα ακόμα;» «Γιατί;» ρώτησε η Κουίν κοιτάζοντάς τον παραξενεμένη. «Αυτό μου αρκεί. Σ’ ευχαριστώ». «Για το πόδι σου. Κανονικά, πρέπει να είναι ανασηκωμένο». Ο Νικ άνοιξε τον κομό πίσω του και βρήκε μια κουβέρτα. «Αυτή εδώ μας κάνει». Την τύλιξε ρολό και κατόπιν σήκωσε μαλακά το μπανταρισμένο πόδι της και ακούμπησε αποκάτω την κουβέρτα. «Έτσι δεν θα πρηστεί πολύ. Μήπως έχεις παγοκύστη; Μπορώ να πάω…» «Ηρέμησε, είμαι εντάξει. Δεν μ’ έχεις συνηθίσει σε τόση περιποίηση» είπε η Κουίν. «Σωστά». Ο Νικ οπισθοχώρησε ένα βήμα. «Μήπως χρειάζεσαι κάτι άλλο; Καμιά κόκα κόλα διαίτης; Κάτι να φας;» «Είμαι μια χαρά» αποκρίθηκε η Κουίν κι εκείνος οπισθοχώρησε άλλο ένα βήμα. «Ειλικρινά. Είσαι πολύ γλυκός, Νικ, αλλά είμαι εντάξει. Η Ντάρλα και ο μπαμπάς θα με τρελάνουν με τις περιποιήσεις τους, να είσαι σίγουρος. Δεν υπάρχει λόγος να με φροντίσεις». «Σωστά» επανέλαβε ο Νικ κοιτάζοντας του μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια της και το μωλωπισμένο μέτωπο. «Ανησυχώ πολύ για σένα» είπε τέλος. «Δεν τον είχα ικανό να σε πληγώσει». «Πιστεύω ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση. Πιθανώς δεν σκέφτηκε τις συνέπειες. Έχει σοβαρό πρόβλημα». «Χέσ’ τον». Η φωνή του ακούστηκε πιο τραχιά απ’ όσο περίμενε, και η Κουίν φάνηκε ανήσυχη. «Άκουσέ με, δεν υπάρχει πρόβλημα». Η φωνή της φανέρωνε όπως πάντα πρακτικό πνεύμα και σιγουριά. «Έχω εδώ την Ντάρλα και τον μπαμπά, στο σχολείο υπάρχει ένα σωρό κόσμος, και στις πρόβες έχω την Ντάρλα και την Ίντι. Είμαι ασφαλής». «Πιστεύεις πραγματικά ότι η Ντάρλα είναι σε θέση να σε προστατέψει από τον Μπιλ;» ρώτησε ο Νικ με δυσπιστία. «Νομίζω…» «Δεν μου λες, ποιον θα προτιμούσες να ανταμώσεις σε ένα σκοτεινό σοκάκι;» Η Κουίν χαμογέλασε και ο Νικ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν θα ήθελε να αντάμωνε την Ντάρλα. Όταν η Ντάρλα τσαντιζόταν, δεν έμενε τίποτα όρθιο! «Να προσέχεις» της είπε. «Σύμφωνοι, θα προσέχω!» του απάντησε αναστενάζοντας. «Εντάξει» είπε ο Νικ και ετοιμάστηκε να φύγει, όταν εκείνη τον σταμάτησε. «Νικ;» του είπε.
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Η Κουίν είχε γείρει ελαφρώς προς το μέρος του και τον κοίταζε με τα πελώρια όμορφα μάτια της. Τα ανάκατα κοκκινωπά μαλλιά της απλώνονταν στο μαξιλάρι. «Σ’ ευχαριστώ» του είπε. «Ειλικρινά. Είσαι καλός φίλος». Εκείνος στραβοκατάπιε. Η λέξη «φίλος» τον κάρφωσε σαν μαχαιριά. «Αν χρειαστείς οτιδήποτε, τηλεφώνησέ μου». «Σύμφωνοι» του είπε, και τώρα πια δεν έμενε παρά να την αφήσει και να βγει στον διάδρομο. Φίλος. Μήπως αυτό δεν ήθελε κι ο ίδιος; Όλα είχαν γίνει πάλι όπως πρώτα. «Αυτό το κάθαρμα είχε προκαλέσει φθορά στο καλώδιο του σεσουάρ της» τον ενημέρωσε ο Μαξ βγαίνοντας από το μπάνιο. Η Κουίν θα μπορούσε να πάθει ηλεκτροπληξία». Ο Νικ πάγωσε. «Θα ελέγξουμε τα πάντα μέσα στο σπίτι τρεις φορές. Τα πάντα, να πάρει η οργή!» Όταν έφυγε, έπειτα από δύο ώρες, είδε την Πάτσι Μπρέιντι να κοιτάζει από το παράθυρό της και, σε μια έμπνευση της στιγμής, πήγε και της χτύπησε το κουδούνι. «Σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα» του είπε εκείνη όταν του άνοιξε. «Δεν νομίζω» της έκοψε τη φόρα ο Νικ. «Μήπως είδες κάποιον να τριγυρίζει έξω από το διπλανό σπίτι;» Η Πάτσι ακούμπησε νωχελικά στο κούφωμα της πόρτας και η ρόμπα της, που δεν ήταν καλά κουμπωμένη, μισάνοιξε. «Στο διπλανό σπίτι; Στης δασκάλας;» «Ακριβώς». «Είδα μόνο τον ψηλέα». Το κορμί του Νικ σφίχτηκε. «Τον ψηλέα;» «Ναι». Η Πάτσι άλλαξε στάση και η ρόμπα της άνοιξε περισσότερο. «Έναν ψηλό ξανθό που τριγυρίζει συχνά στην πίσω αυλή της. Μια φορά άφησε ανοιχτή την αυλόπορτα και το σκυλί της βγήκε στον δρόμο». «Τον γνωρίζεις;» «Όχι». Η Πάτσι άλλαξε πάλι στάση, καταλήγοντας σε μια μάλλον άσεμνη εμφάνιση. «Θέλεις να περάσεις;» «Όχι» επέμεινε ο Νικ. «Μήπως έμοιαζε με τον προπονητή Χίλιαρντ;» «Μπα, όχι» είπε η Πάτσι. «Τον έχω δει στο γήπεδο. Αυτός εδώ είναι ψηλός, αλλά ο προπονητής είναι πελώριος». «Μερικές φορές, από κοντά, οι άντρες μοιάζουν πιο μικρόσωμοι» είπε ο Νικ. «Εμένα μου λες!» σχολίασε η Πάτσι. «Λοιπόν, ας το πάρουμε αλλιώς». Ο Νικ έπιασε ένα κιτρινισμένο διαφημιστικό φυλλάδιο από τη βεράντα της Πάτσι και έβγαλε το στιλό του για να σημειώσει τον αριθμό του Φρανκ Άτσιτι. «Αν ξαναδείς τον ψηλό ξανθό, θα τηλεφωνήσεις σ’ αυτό τον αριθμό;» «Είναι το τηλέφωνό σου;» ρώτησε η Πάτσι υψώνοντας το ένα φρύδι. «Είναι ο αριθμός του σερίφη» αποκρίθηκε ο Νικ. «Κάνε μου τη χάρη». «Δεν υπάρχει περίπτωση να τηλεφωνήσω στον σερίφη» δήλωσε η Πάτσι και τραβήχτηκε.
«Μια στιγμή» είπε ο Νικ και, σβήνοντας τον αριθμό, έγραψε δύο άλλους. «Τότε τηλεφώνησε σ’ εμένα» της είπε δίνοντάς της το χαρτί. «Ο πρώτος αριθμός είναι το τηλέφωνο της δουλειάς μου και ο δεύτερος του διαμερίσματός μου. Έτσι και τον δεις, τηλεφώνησέ μου». Η Πάτσι συνοφρυώθηκε, ωστόσο πήρε το χαρτί. «Τι συμβαίνει;» «Κάποιος παγίδεψε το σπίτι της» εξήγησε ο Νικ δείχνοντας μ’ ένα νεύμα το σπίτι της Κουίν. «Η κοπέλα έπεσε από τη σκάλα και στραμπούλησε τον αστράγαλό της». «Όχι, ρε γαμώτο». Η Πάτσι κοίταξε ξανά τον αριθμό. «Εντάξει, θα σου τηλεφωνήσω. Ακούς εκεί, ο σαχλαμάρας! Εγώ φαντάστηκα απλώς πως ο τύπος τη γούσταρε. Τον είδα να κοιτάζει από το παράθυρο το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά δεν έδωσα σημασία». «Είναι επικίνδυνος» της επέστησε την προσοχή ο Νικ. «Κι εσύ το ίδιο». Η Πάτσι τον κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. «Αλλά φαντάζομαι ότι είσαι ο δικός της, ε;» «Ναι, σωστά» είπε ο Νικ για να μην μπλέξει σε εξηγήσεις. «Τυχερή η δασκάλα». «Όχι τόσο» είπε ο Νικ. «Είμαι κακός μπελάς. Σ’ ευχαριστούμε για τη βοήθεια. Μας υποχρεώνεις». «Εμείς τα κορίτσια πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε, έτσι όπως έχουν γίνει σήμερα οι άντρες. Ο τύπος είναι καθοίκι» είπε η Πάτσι κουνώντας το κεφάλι με αγανάκτηση και έκλεισε τη ρόμπα της. «Σωστά» είπε πάλι ο Νικ. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια της βεράντας, δικαιωμένος για το γεγονός ότι οι υποψίες του είχαν επαληθευτεί, αλλά ακόμα περισσότερο φοβισμένος για την Κουίν. Προσπάθησε να σκεφτεί τρόπους για να την προστατέψει. Όσο έμεναν μαζί της στο σπίτι η Ντάρλα και ο Τζο, δεν υπήρχε κίνδυνος, ωστόσο όταν έλειπε από το σπίτι, όταν περνούσε τόσες ώρες δουλεύοντας για εκείνη την καταραμένη την παράσταση… Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εξακολουθούσε να τη θέλει, να τη χρειάζεται, κι αυτό ήταν χειρότερο. Μια ώρα αργότερα, και ενώ βρισκόταν στο σπίτι του αναζητώντας πάντα τρόπους για να γυρίσει κοντά της –μήπως να της έστελνε λουλούδια, για αρχή;–, του τηλεφώνησε ο Τζο. «Μιλήσαμε με τον Φρανκ Άτσιτι» τον ενημέρωσε. «Προσπαθήσαμε να τον πείσουμε να έρθει για να πάρει αποτυπώματα, αλλά δεν έδειξε ενδιαφέρον». «Γιατί όχι, γαμώτο;» ρώτησε ο Νικ – οι αστυνομικοί του Τιμπέτ δεν ήταν βέβαια τίποτα σαΐνια, αλλά ο Φρανκ είχε υπάρξει πάντα συνεργάσιμος στο παρελθόν. «Γιατί δεν έχουμε αποδείξεις» είπε ο Τζο, εξίσου απηυδισμένος. «Το σπίτι είναι παλιό, οι δημόσιες υπηρεσίες το έχουν ήδη επισκεφτεί καμιά δεκαριά φορές για διάφορες παραβάσεις, οπότε, όπως αντιλαμβάνεσαι, η διαρροή του γκαζιού και το σπασμένο τζάμι δεν του έκαναν καμία εντύπωση. Επιπλέον, ο Μπιλ είναι ο Θεός της περιοχής, λόγω της εθελοντικής προσφοράς του και της δουλειάς του με τα πιτσιρίκια. Ο Φρανκ δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Είπε ότι θα περάσει αύριο να ρίξει μια ματιά, ωστόσο ήταν φανερό πως δεν το πήρε ζεστά το θέμα». «Γαμώτο» είπε ξανά ο Νικ. «Θα του μιλήσω». «Όχι» είπε ο Τζο. «Άφησέ το σ’ εμένα. Εγώ είμαι ο πατέρας της. Παίζω πόκερ μαζί του. Αύριο που
θα έρθει αποδώ, θα τον υποχρεώσω να ενδιαφερθεί πιο ενεργά». Ο Νικ καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα, μέχρι τις οκτώ το βράδυ που του τηλεφώνησε η Ίντι. «Γεια σου, Νικ» του είπε. «Η Κουίν και η Ντάρλα έχουν αναλάβει τα σκηνικά της παράστασης, αλλά ο χρόνος μάς πιέζει, και χρειαζόμαστε βοήθεια με τα φώτα και τον ήχο. Αναρωτιόμουν…» «Σου τηλεφώνησε ο Τζο» είπε ο Νικ, ξέροντας ότι δεν ήταν δυνατό η τύχη να του χαμογελούσε δύο φορές την ίδια μέρα. «Ναι» παραδέχτηκε η Ίντι. «Ανησυχεί για την Κουίν. Το ίδιο κι εγώ». «Κι εγώ» είπε ο Νικ. «Θα έρθω. Θα φέρω και τον Μαξ. Δεν θα την αφήνω απ’ τα μάτια μου». «Ακριβώς όπως ο Μπιλ» μουρμούρισε η Ίντι. «Καμία σχέση» δήλωσε ο Νικ. Τη Δευτέρα το πρωί, τηλεφώνησε στο ανθοπωλείο και παρήγγειλε να στείλουν στην Κουίν στο σχολείο μια ντουζίνα κόκκινα τριαντάφυλλα. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν μια αρχή.
Τη Δευτέρα, η Κουίν στεκόταν στη σκηνή με τα δεκανίκια της και μιλούσε στη Θία για το σκηνικό του βάθους της σκηνής, όταν ξάφνου είδε τον Νικ με τον Μαξ να μπαίνουν από την πίσω πόρτα. Στη θέα του και μόνο, της κόπηκε η ανάσα, ενώ ξέχασε να ολοκληρώσει τη φράση της. Προσπάθησε να σκεφτεί ότι ο Νικ ήταν ένα χαμένο κορμί που λάτρευε τις πίτσες και τα κόκκινα τριαντάφυλλα, όμως κάθε κύτταρο του κορμιού της λαχταρούσε να βρεθεί κοντά του. «Ποιοι είναι τούτοι;» ρώτησε η Θία. «Ο άντρας της κυρίας Ζίγκλερ και ο κουνιάδος της» απάντησε η Κουίν και έστρεψε ξανά το βλέμμα στο σκηνικό του βάθους. «Ο νοστιμούλης είναι ο σύζυγος και ο σέξι είναι ο κουνιάδος, καλά μαντεύω;» ρώτησε η Θία. «Εύγε». «Και τι έχεις εσύ με τον κουνιάδο;» ρώτησε η Θία. «Τίποτα απολύτως. Λοιπόν, αν αραιώσουμε το χρώμα καθώς ανεβαίνουμε προς την κορυφή…» «Και να σκεφτεί κανείς ότι νόμιζα πως μόνο εγώ καρφώνομαι με τον Τζέισον» παρατήρησε η Θία. «Όχι και τίποτα. Ακόμα κι αν δεν ήξερες ποιος είναι, δεν θα σε άφηνε αδιάφορη». «Πίστεψέ με» είπε η Κουίν. «Για μένα δεν υπάρχει καν». «Τι σου έκανε;» «Θία» την έκοψε αυστηρά η Κουίν. «Απλώς ρωτάω». Η Θία κοίταξε πίσω από τον ώμο της Κουίν. «Γεια». «Γεια» είπε ο Νικ, και η Κουίν ανατρίχιασε νιώθοντάς τον τόσο κοντά της. «Το Σάββατο σου είπα ότι είμαι καλά» του ανακοίνωσε δίχως να γυρίσει. «Δεν σε χρειάζομαι εδώ». «Με κάλεσαν άλλοι» της εξήγησε εκείνος, καθώς έστεκε ακριβώς πίσω της. «Η Ίντι μού ζήτησε να έρθω». Η Κουίν γύρισε απότομα, προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά της που τον είχε ξανά κοντά της. «Δεν είναι δυνατόν». «Ο φωτισμός» της είπε ο Νικ κοιτάζοντάς τη μ’ εκείνα τα σκοτεινά, σκούρα μάτια. «Χρειαζόταν
έναν ηλεκτρολόγο». «Εσύ δεν είσαι ηλεκτρολόγος». «Και βέβαια είμαι». Ο Νικ τής χαμογέλασε και οι σκέψεις της σκορπίστηκαν. «Ο Τζο μού έμαθε την τέχνη». Η Κουίν τού γύρισε την πλάτη. «Θα βρεις την Ίντι μπροστά στη σκηνή. Είναι με την Ντάρλα. Πλησίασε στην άκρη της σκηνής και θα τη δεις». «Εντάξει». Όταν απομακρύνθηκε ο Νικ, η Θία στράφηκε προς το μέρος της. «Θα πρέπει να έκανε κάτι πολύ δυσάρεστο». «Κάτι χειρότερο κι από το δυσάρεστο» είπε η Κουίν. «Τόσο δυσάρεστο που να μην του αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία;» Η Κουίν πρόσεξε το γεμάτο κατανόηση βλέμμα της Θία καθώς κοιτούσε τον Νικ. Πιθανώς σκεφτόταν τα δικά της προβλήματα με τον Τζέισον. «Του έδωσα τρεις ευκαιρίες. Τις κατέστρεψε και τις τρεις». «Ωχ, κατάλαβα». Η Θία άλλαξε στρατόπεδο παίρνοντας το μέρος της Κουίν. «Είναι από αυτούς τους τύπους». Κοίταξε ξανά τον Νικ. «Πάντως, τον βρίσκω πολύ σέξι. Αυτόν είχες στον νου σου όταν μου μίλησες τις προάλλες; Αυτός είναι που σου προκαλούσε τάση για εμετό; Αυτός σου έστειλε τα τριαντάφυλλα; Πώς τον έριξες;» «Δεν τον έριξα» εναντιώθηκε η Κουίν. «Και δεν τον θέλω». «Ναι, αλλά η χημεία υπάρχει» παρατήρησε η Θία. «Το κατάλαβα από τον τρόπο που σε κοίταξε όταν στάθηκε πλάι σου. Ο τύπος φτιάχνεται και μόνο που σε κοιτάζει». «Ωραία φρασεολογία» σχολίασε η Κουίν. «Σχετικά με το χρώμα που λέγαμε…» Όταν η Θία πήγε να δουλέψει στο σκηνικό του βάθους, η Κουίν κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και προσπάθησε να αντικρίσει ξανά τη ζωή με πρακτικό πνεύμα. Ήταν φανερό πως το κυνήγι των έντονων συγκινήσεων είχε ως αποτέλεσμα να χαλάσουν πολλές ισορροπίες, και προπάντων η ισορροπία της ερωτικής ζωής της. Ο Νικ ήταν σπουδαίος φίλος και άθλιος εραστής. Εκείνη χρειαζόταν έναν άντρα αξιόπιστο, έναν άντρα που θα έμενε στο πλευρό της και θα ξυπνούσε δίπλα της, έναν άντρα στον οποίο θα μπορούσε να βασιστεί… Ωχ, να πάρει η ευχή, όχι, δεν ήταν αλήθεια, δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, αυτή η περιγραφή ταίριαζε γάντι στον Μπιλ. Ή, τουλάχιστον, στον Μπιλ όπως ήταν πριν από το επεισόδιο με την αποθήκη και το σαμποτάζ. Από την άλλη άκρη της σκηνής έφτασε στ’ αυτιά της το γέλιο του Νικ. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά από μακριά, τον είδε να χαμογελάει στην Ίντι που τον κοίταζε με ευγνωμοσύνη. Ο Νικ με τους φαρδιούς ώμους και τους στενούς γοφούς –ο Νικ που σε πήδηξε υπό τους ήχους των Fleetwood Mac, επισήμανε η συνετή πλευρά του εαυτού της–, ο Νικ που σάλευε παθιασμένα ανάμεσα στα σκέλη της και ρουφούσε τα χείλη της –ο Νικ που σε παράτησε για να φάει πίτσα, της υπενθύμισε το πρακτικό πνεύμα της–, ο Νικ που την ανέβασε σε τέτοια ύψη ηδονής ώστε να χάσει προς στιγμήν το φως και την ανάσα της – ω, διάβολε, δέξου τον ξανά κοντά σου, έλεγε τώρα η πρακτική Κουίν. Τέτοιοι οργασμοί δεν φυτρώνουν στα δέντρα.
Έτσι όμως θα κατέληγε πάλι μόνη. Νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό, συνειδητοποίησε ότι οι οργασμοί δεν αρκούσαν, ότι είχε ανάγκη να ζήσει αυτό που είχε η Ζόι με τον Μπεν, ήθελε την προσοχή, το αίσθημα της ασφάλειας και τις ειλικρινείς εκδηλώσεις αγάπης, όλα όσα είχε στερηθεί τόσα χρόνια. Και ο Νικ δεν μπορούσε να της τα προσφέρει. Τον είχε κοιτάξει αμέτρητες φορές με τον τρόπο που τον κοιτούσε τώρα, λαχταρώντας να τη σφίξει στην αγκαλιά του τη στιγμή που αυτός της γύριζε την πλάτη. Επομένως, ήταν απλώς φίλος. Ένας απόμακρος φίλος. Του γύρισε την πλάτη και συγκεντρώθηκε στη δουλειά της.
Την Τρίτη, όταν η Κουίν πήγε στο θέατρο, τον βρήκε εκεί. «Εντάξει» της είπε όταν συναντήθηκαν στο τραπέζι πάνω στη σκηνή. «Ο θάλαμος ρύθμισης του φωτισμού είναι εντάξει, όσο γίνεται δηλαδή, γιατί το κτίριο είναι παλιό». «Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια» του είπε. «Μπορείς να πηγαίνεις». «Και τώρα ασχολούμαστε με τους προβολείς» συνέχισε εκείνος, κοιτάζοντας ψηλά τις βάσεις των φωτιστικών σωμάτων. «Πρέπει να μου πεις πού θέλεις να τους τοποθετήσω και τι χρώματος φίλτρα χρειάζεσαι». Η Κουίν τον κοίταξε σαστισμένη. «Τα παιδιά του συνεργείου μπορούν…» «Μπορούν». Ο Νικ έστρεψε το βλέμμα ξανά πάνω της και η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. «Αλλά μόνο αν κάποιος τους δείξει τον τρόπο. Ο φωτισμός είναι σοβαρή υπόθεση, κι εσύ το αναβάλλεις διαρκώς. Σε τρεις εβδομάδες έχετε την πρόβα κοστουμιών. Η Ίντι μού έδωσε ένα βιβλίο σχετικό με τον φωτισμό της σκηνής ενός θεάτρου και το μελέτησα χτες το βράδυ. Ξέρω πώς γίνεται, επομένως θα μείνω για να βοηθήσω». Η Κουίν ένιωσε στεγνό τον λαιμό της. «Είσαι πολύ καλός». «Σιγά! Το κάνω επειδή μου αρέσει». «Ω». «Ορισμένα από τα παιδιά είναι καταπληκτικά και η Ίντι δουλεύει σκληρά. Γίνεται ωραία δουλειά. Σας αξίζει λίγη υποστήριξη». Η Κουίν τον κοίταξε ερευνητικά προσπαθώντας να καταλάβει αν την ειρωνευόταν, αλλά αυτός είχε σηκώσει ξανά το βλέμμα στα φώτα και παρατηρούσε συνοφρυωμένος τα στηρίγματα του φωτισμού. «Αυτή η σκαλωσιά δείχνει επικίνδυνη» παρατήρησε. «Μη στείλεις παιδιά εκεί πάνω». «Τότε να μην ανεβείς ούτε εσύ». «Θα προσέχω. Έχω σοβαρούς λόγους για να ζήσω» αποκρίθηκε ο Νικ και την κοίταξε στα μάτια. «Πρέπει να σε κάνω ξανά δική μου προτού πεθάνω». Τα γόνατά της λύγισαν και η Κουίν έπεσε βαριά στο σκαμνί. «Ο αστράγαλός σου;» ρώτησε ο Νικ γεμάτος ανησυχία. «Είναι μια χαρά» του αποκρίθηκε εκείνη. «Όλα καλά». «Κουίν, ξέρω ότι τα έκανα θάλασσα» παραδέχτηκε πλησιάζοντάς την και συγχρόνως
χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Πιθανώς θα το επαναλάβω. Ξέρω ότι πληγώθηκες και ότι τώρα η στιγμή δεν είναι κατάλληλη, όμως σε θέλω ξανά». Εκείνη έριξε πίσω αγέρωχα το κεφάλι για να συγκρατήσει το τρέμουλο του σαγονιού της. «Ποτέ δεν με απέκτησες». «Ε, όχι δα» της είπε, και η γεμάτη πάθος φωνή του της έφερε ζαλάδα. «Κατάφερα να σε κάνω να μου μιλάς και να γελάς, σε ξέντυσα, σε έφερα σε κατάσταση παροξυσμού – είμαι σίγουρος πως όλα αυτά τα θυμάσαι». «Μέσες άκρες» είπε σιγανά η Κουίν. «Οπωσδήποτε δεν έχω ξεχάσει την πίτσα». «Θυμάσαι πόσο διασκεδάσαμε οι δυο μας και θυμάσαι το σεξ» είπε ο Νικ. «Θυμάσαι ότι έλιωσες από ηδονή, παρόλο που αντιστάθηκες, και, για να είμαι ειλικρινής, ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί δεν ήθελες να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο. Την επόμενη φορά που θα το κάνουμε, ελπίζω να συνεργαστείς». «Αν δεν απατώμαι, έπαιζαν οι Fleetwood Mac» είπε η Κουίν ξαναβρίσκοντας τη φωνή της. «Που είναι εξαιρετικό γκρουπ» συμπλήρωσε ο Νικ. «Μπορείς να πεις όσες κακίες θέλεις, δεν με νοιάζει. Όταν βαρεθείς να με τιμωρείς, θα γελάσουμε ξανά μαζί και μετά θα γδυθούμε». Η Κουίν προσπάθησε να πει κάτι πνευματώδες πέρα από το «Άντε, επιτέλους», αλλά ο Νικ είχε στρέψει ξανά το βλέμμα στα φώτα. «Αυτό το κτίριο είναι φτιαγμένο με τσίχλες και σπάγκους» γκρίνιαξε και έβαλε πλώρη για τη σκαλωσιά. «Μπορείς να βρεις, σε παρακαλώ, το πλάνο του φωτισμού της σκηνής;» της φώναξε. «Δεν ξέρω να διαβάζω τη σκέψη σου». «Ευτυχώς» μουρμούρισε η Κουίν.
Ο Μπιλ στεκόταν στο σκοτεινό πάρκινγκ και κοίταζε τους μαθητές που έφευγαν ένας ένας. Από τότε που η Κουίν τον είχε αρνηθεί, πήγαινε εκεί κάθε βράδυ, προσπαθώντας να την πετύχει μόνη, προκειμένου να καθίσουν στο αυτοκίνητο και να μιλήσουν, όμως εκείνη έβγαινε πάντα με την Ντάρλα και καμιά φορά με τον Τζέισον και τη Θία, ενώ ο Νικ, ο Μαξ και η Ίντι την είχαν από κοντά. Η Κουίν δεν ήταν ποτέ μόνη, κι αυτός ήθελε να την ξεμοναχιάσει για να μπορέσει να της μιλήσει. Για να την πείσει να τον ακούσει. Την ώρα που σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα ξεφορτωνόταν την Ντάρλα, η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και μπήκε ο Μπόμπι. «Το ξέρεις, Χίλιαρντ, ότι το να παρακολουθείς τον κόσμο απαγορεύεται από τον νόμο;» είπε με τον δηκτικό τόνο που είχε υιοθετήσει από την ημέρα που τον είχε τσακώσει στο υπνοδωμάτιο της Κουίν. «Δεν παρακολουθώ κανέναν» αποκρίθηκε ο Μπιλ. «Βγες από το αμάξι μου». «Έρχεσαι εδώ κάθε βράδυ» παρατήρησε ο Μπόμπι. «Μεγάλο λάθος. Αν σε δει κανείς, μπορεί να καταλήξει σε λάθος συμπέρασμα. Ή στο σωστό» πρόσθεσε γελώντας κοροϊδευτικά. «Βγες» επανέλαβε ο Μπιλ. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ στον χώρο στάθμευσης» είπε ο Μπόμπι, λες και είχε σημασία το τι ήθελε. «Θέλω να γυρίζεις στο σπίτι σου και να οργανώνεις τις προπονήσεις».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα με…» «Έχασες άλλες δύο φορές αυτή την εβδομάδα. Με μια τρίτη ήττα, δεν θα πάμε στο τοπικό πρωτάθλημα». «Δεν υπάρχει…» «Θα το πω στην Κουίν». Ο Μπιλ σκέφτηκε να τον χτυπήσει, να τον υποχρεώσει να καταπιεί αυτό το ξιπασμένο χαμόγελο, σκέφτηκε να αρπάξει την Κουίν όταν θα έβγαινε –στο κάτω κάτω, τι μπορούσε να του κάνει η Ντάρλα;–, σκέφτηκε να… Ο Μπόμπι άνοιξε την πόρτα. «Γύρισε σπίτι. Αμέσως» τον προειδοποίησε κοπανώντας την πόρτα, προχώρησε ένα βήμα πίσω και μετά στάθηκε εκεί, περιμένοντας. Στην άλλη άκρη του πάρκινγκ εμφανίστηκε η Κουίν με την Ντάρλα, κουβεντιάζοντας και γελώντας. Στηριγμένη στις πατερίτσες, η Κουίν προχώρησε προς το αυτοκίνητο. Μπήκαν στο αμάξι της Ντάρλα, και ο Μπιλ άκουσε το μουγκρητό της μηχανής και είδε τα κόκκινα πίσω φώτα να ανάβουν μες στο σκοτάδι. Όταν έφυγαν, ξεκίνησε κι αυτός. Δεν είχε λόγο να μείνει περισσότερο, ούτε είχε καμία διάθεση να αφήσει τον Μπόμπι να τον κοιτάζει με περιφρόνηση μες στο σκοτάδι.
Την Τετάρτη, η Κουίν καθόταν στην άκρη του τραπεζιού της σκηνής, ελέγχοντας καλά το πρόγραμμά της και προσπαθώντας να ξεχάσει τη μέρα που την περίμενε. Τα πράγματα, αντί να βελτιώνονται, πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και δεν είχε ιδέα πώς να τα διορθώσει. Επιπλέον, τελευταία τα νεύρα της ήταν πολύ τεντωμένα, γεγονός που επιδείνωνε την κατάσταση. Στο μεσημεριανό διάλειμμα, η Πέτρα είχε εκδηλώσει όλη την κακία της, ρίχνοντας εχθρικά βλέμματα προς τη μεριά της Ίντι και μουρμουρίζοντας για τον καημένο τον προπονητή και για τις ανώμαλες, ώσπου η Κουίν δεν άντεξε και της είπε: «Πέτρα, ξεκόλλα». Την ίδια στιγμή, μπήκε στην αίθουσα η Μάρτζορι, που κοπάνησε την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι μπροστά στην Κουίν λέγοντας με έμφαση: «Εσύ φταις». «Ορίστε;» ρώτησε ήρεμα η Κουίν, μια και ο κεντρικός τίτλος της εφημερίδας αφορούσε τους νέους υπονόμους του Τιμπέτ. «Διάβασε αυτό» της πέταξε η Μάρτζορι και, γυρίζοντας την εφημερίδα στη σελίδα με τα αθλητικά, χτύπησε με το δάχτυλο τον τίτλο που έγραφε ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ: ΑΠΑΝΩΤΕΣ ΗΤΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΞΕΔΟΝΤΙΑΣΜΕΝΟΥΣ ΤΙΓΡΕΙΣ. «Τα κατέστρεψες όλα». «Δεν πας στον διάολο, Μάργκαρετ, λέω εγώ!» είπε η Κουίν. «Αν το θέλεις τόσο πολύ το πρωτάθλημα, κοιμήσου εσύ με τον Μπιλ». Η Μάρτζορι κόντεψε να πνιγεί απ’ το κακό της. «Ωραία το έθεσες» σχολίασε η Ίντι ατάραχη, και η Μάρτζορι βγήκε χτυπώντας δυνατά τα πόδια στο πάτωμα, πιθανώς πηγαίνοντας να την αναφέρει στη διεύθυνση.
«Ανώμαλοι» πέταξε η Πέτρα γενικά και αόριστα. «Πέτρα, η ομάδα του μπέιζμπολ σκοπεύει να σε σκοτώσει μετά τον τελευταίο αγώνα» είπε η Κουίν. «Αν θέλεις να επιβιώσεις μέχρι να έρθει το καλοκαίρι, καλύτερα να τα μαζέψεις και να φύγεις». Όταν η Πέτρα βγήκε κακήν κακώς από την αίθουσα, η Κουίν αποφάνθηκε: «Πιστεύω πως πιάσαμε πάτο εδώ μέσα». «Μην είσαι τόσο σίγουρη» έσπευσε να απαντήσει η Ίντι. Κοιτάζοντας τώρα στην άλλη άκρη της σκηνής, η Κουίν ευχήθηκε να πάνε όλα καλά. Ίσως… «Μπορώ να σου μιλήσω ένα λεπτό;» είπε ο Μαξ. Η Κουίν αναπήδησε. «Ναι, βέβαια. Πώς είναι ο ήχος;» «Τον ήχο μπορώ να τον φτιάξω μόνος μου, αλλά όσον αφορά την Ντάρλα, θα χρειαστώ βοήθεια» είπε ο Μαξ. Η Κουίν τον κοίταξε επιφυλακτικά. «Δεν νομίζω…» «Πώς είναι ο ήχος;» ρώτησε πίσω τους ο Νικ. «Είναι εντάξει» αποκρίθηκε ο Μαξ. «Δίνε του». «Δεν μπορώ να σου πω τι να κάνεις με την Ντάρλα» είπε η Κουίν. «Η Ντάρλα εσένα θέλει, επομένως εσύ είσαι αυτός που πρέπει να μαντέψει ποιες είναι οι ανάγκες της». «Εγώ άλλα μαθαίνω». Ο Νικ έκανε τον γύρο του τραπεζιού για να καθίσει κοντά της – και η Κουίν έβαλε τα δυνατά της για να κρύψει την ευχαρίστησή της. «Ο Μαξ κι εγώ δεν θυμώνουμε μαζί σας, επειδή ελπίζουμε ότι θα μας αφήσετε να πάρουμε μάτι». Ο Μαξ τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. «Θα φύγεις, επιτέλους;» Το σωστό θα ήταν να κρατήσω αποστάσεις, σκέφτηκε η Κουίν, ωστόσο θα ήταν κρίμα. Η παρουσία του, ομολογουμένως, τη διασκέδαζε. Στράφηκε λοιπόν στον Μαξ λέγοντας: «Η Ντάρλα θέλει απλώς να δοκιμάσει ξανά κάτι καινούργιο». «Δεκαεπτά χρόνια είμαστε παντρεμένοι. Μου λες, σε παρακαλώ, πού θα το βρούμε το καινούργιο;» αντέτεινε ο Μαξ, μοιάζοντας απελπισμένος. «Όχι» απάντησε η Κουίν. «Δεν θέλω να μπλέξω σε τέτοια συζήτηση». «Θα μπορούσες να του δώσεις μερικές ιδέες» πρότεινε ο Νικ πλάι της, μιλώντας ψιθυριστά, σχεδόν στο αυτί της. «Παραδόξως, στην προκειμένη περίπτωση ο Μαξ δεν έχει μουλαρώσει, απλώς δεν το καταλαβαίνει. Όπως κι εγώ, άλλωστε». Μη μου πεις! συλλογίστηκε η Κουίν. «Λοιπόν, η Ντάρλα θέλει να την κάνεις να νιώσει ξεχωριστή, ότι δεν είναι απλώς η σύζυγός σου» του εξήγησε. «Εντάξει» είπε ο Μαξ. «Θα της στείλω λουλούδια». «Μόνο αν θέλεις να σου κόψει την καλημέρα». Ο Μαξ κοίταξε τον Νικ, ο οποίος έσπευσε να πει: «Μην κοιτάς εμένα, ούτε εγώ το καταλαβαίνω». «Οι γυναίκες» εξήγησε η Κουίν, σαν να απευθυνόταν σε παιδιά του νηπιαγωγείου, «θέλουν να
αισθάνονται ότι ο άντρας με τον οποίο σχετίζονται τις βλέπει σαν κάτι το διαφορετικό, το ξεχωριστό. Όλοι οι άντρες σ’ αυτό τον πλανήτη στέλνουν λουλούδια· είναι εντελώς απρόσωπο. Αν σκοπεύεις να στείλεις λουλούδια, θα πρέπει να είναι αληθινά κάτι το διαφορετικό, κάτι που δείχνει ότι την ξέρεις και ότι την καταλαβαίνεις. Τα κόκκινα τριαντάφυλλα δεν είναι ξεχωριστά» συνέχισε ρίχνοντας ένα επιτιμητικό βλέμμα στον Νικ. «Ούτε το να βάζεις την ίδια μουσική με κάθε γυναίκα που… βγαίνεις ραντεβού». Ο Νικ στριφογύρισε τα μάτια με αγανάκτηση, αλλά αυτή τον αγνόησε και στράφηκε ξανά στον Μαξ. «Η Ντάρλα αισθάνεται ότι δεν τη βλέπεις πια. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τη θεωρείς δεδομένη, είναι ότι νιώθει πως σιγά σιγά γίνεται αόρατη. Προσπάθησε να σου το δείξει με κάθε τρόπο, αλλά εσύ δεν την πρόσεχες». «Σ’ το είχα πει, δεν σ’ το είχα πει;» μουρμούρισε ο Νικ στον Μαξ. «Έφυγε λοιπόν από το σπίτι, για να αναγκαστείς να την προσέξεις» συμπλήρωσε η Κουίν. «Και τώρα πρέπει να της αποδείξεις ότι τη βλέπεις πραγματικά, ότι την ακούς, ότι δεν είναι απλώς η ταπετσαρία στη ζωή σου». «Δεν έχω ακούσει μεγαλύτερη βλακεία» είπε ο Μαξ. «Τι φοράει;» ρώτησε η Κουίν. «Δεν είναι εδώ» απάντησε ο Μαξ κοιτάζοντας γύρω του. «Ασχολείται με την τελευταία πρόβα κοστουμιών στον διάδρομο, όμως την είδες προηγουμένως. Τι φορούσε;» «Ποτέ δεν προσέχω τι φοράει» διαμαρτυρήθηκε ο Μαξ. «Είμαι άντρας. Έλεος πια». «Μια φορά γύρισα σπίτι με άδεια» είπε ο Νικ «και το μόνο που άκουγα όλη τη νύχτα ήταν για το αναθεματισμένο κόκκινο πουλόβερ της Ντάρλα. Ήσουν τόσο εντυπωσιασμένος, που δεν μπορούσες να μιλήσεις για τίποτ’ άλλο». «Επειδή ήθελα να χωθώ από μέσα του» δικαιολογήθηκε ο Μαξ, ωστόσο φάνηκε σκεφτικός. «Αναρωτιέμαι αν το έχει ακόμη». «Ήταν το χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα» είπε η Κουίν «επομένως το θεωρώ κάπως δύσκολο. Ξέχνα το κόκκινο πουλόβερ. Πού πηγαίνατε στα πρώτα ραντεβού, πώς διασκεδάζατε; Μόνο, να χαρείς, μη μου πεις λεπτομέρειες». «Εμένα δεν θα με χάλαγε» πετάχτηκε ο Νικ. «Θυμάμαι ένα βράδυ στην κρεβατοκάμαρά της, με τη μάνα της στο διπλανό δωμάτιο» είπε ο Μαξ. «Για κάποιον λόγο, εκείνη τη νύχτα με είχε ξετρελάνει». «Αστειεύεσαι, βέβαια» είπαν συγχρόνως η Κουίν και ο Νικ. «Με τη μάνα της;» πρόσθεσε ο Νικ με απέχθεια. «Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις, με ενθουσίαζε η σκέψη ότι κινδυνεύαμε να μας πιάσουν στα πράσα» εξήγησε ο Μαξ. «Ένιωθα πραγματικά σαν να πραγματοποιούσα άθλο». «Γνωρίζοντας τη μητέρα της Ντάρλα, θα συμφωνήσω ότι ήταν άθλος» σχολίασε ο Νικ, εξακολουθώντας να δείχνει αηδιασμένος. «Η μαμά της εξακολουθεί να μένει στο ίδιο σπίτι» είπε η Κουίν με περίσκεψη. «Θα μπορούσατε, φαντάζομαι, να το επιχειρήσετε εκ νέου εκεί. Θα πρέπει, βέβαια, να πείσεις την Ντάρλα να επισκεφτεί τη μητέρα της μια απλή καθημερινή και όχι σε μέρα γιορτής». «Δεν θέλω να δω τη μητέρα της» είπε ο Μαξ. «Δεν με βοηθάς».
Ο Νικ κροτάλισε τα δάχτυλα. «Το βρήκα! Το ντράιβ ιν! Μια φορά είχες γυρίσει από το ντράιβ ιν μ’ ένα χαμόγελο σαν να είχες δει τον Θεό». «Α, ναι». Ο Μαξ χαμογέλασε στη θύμηση. «Ήταν η πρώτη φορά που…» «Τι;» ρώτησε ο Νικ. «Ξέχασέ το». Το χαμόγελο του Μαξ έσβησε. «Πιστεύεις αλήθεια ότι αν την πάω στο ντράιβ ιν…» «Έχει κλείσει εδώ και χρόνια» του υπενθύμισε ο Νικ. «…θα βοηθούσε;» «Όχι» απάντησε η Κουίν. «Αλλά σ’ αυτό περίπου το μήκος κύματος πρέπει να κινηθείς. Να θυμηθείς ότι τότε τις νύχτες έβλεπες τον Θεό, ενώ τώρα το μόνο που βλέπεις είναι οι βραδινές ειδήσεις. Η Ντάρλα θέλει να δει ότι άλλαξες, ότι είσαι έτοιμος να ρισκάρεις ξανά για χάρη της, ότι τη βλέπεις στ’ αλήθεια». «Τώρα μάλιστα» μουρμούρισε ο Μαξ. «Εγώ σ’ το είχα πει» είπε ο Νικ. «Εκείνο το απόγευμα που τη βρήκες γυμνή, έπρεπε να με στείλεις με τα παιδιά έξω να φάμε πίτσα». «Δεν καταλαβαίνω με ποιο δικαίωμα μου παριστάνεις τον έξυπνο» πέρασε στην επίθεση ο Μαξ. «Δεν είσαι καλύτερος από μένα» είπε κοιτάζοντας και τους δύο με αποστροφή, και επέστρεψε στη δουλειά του με το ηχητικό σύστημα. «Ωραία το έθεσε». Ο Νικ χαμογέλασε στην Κουίν και οι σφυγμοί της αυξήθηκαν. «Θα μου δώσεις κι εμένα μερικές ιδέες;» «Όχι» του αποκρίθηκε εκείνη, αποστρέφοντας το βλέμμα. «Με συγχωρείς για τα τριαντάφυλλα» είπε ο Νικ. «Άφησέ με να το πάρω από την αρχή. Μου λείπεις. Θέλεις να πάμε στο ντράιβ ιν;» Ναι. «Όχι». «Τότε τι θέλεις;» Η ειλικρίνεια θα τη βοηθούσε να δώσει γρήγορα τέλος σε τούτη τη συζήτηση. Η Κουίν τον κοίταξε στα μάτια. «Δέσμευση». Ο Νικ σούφρωσε τα χείλη. «Ζητάς δέσμευση από την πρώτη φορά;» «Όχι» απάντησε η Κουίν. «Ζητάω δέσμευση επειδή αγαπιόμαστε μια ολόκληρη ζωή. Όμως…» Βλέποντάς τον έτοιμο να τη διακόψει, ύψωσε το χέρι να τον εμποδίσει. «Όμως θα συμβιβαστώ αν μείνεις μαζί μου τη νύχτα. Όλη τη νύχτα». «Θα ταλαιπωρηθείς άδικα, κοιμάμαι πολύ άτσαλα. Κλοτσάω τα σεντόνια. Δεν θα σου αρέσει». «Θα προσαρμοστώ. Απλώς θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα μείνεις». «Αυτό είναι όλο κι όλο;» ρώτησε ο Νικ κοιτώντας τη συλλογισμένος. «Είναι μια αρχή». «Εντάξει» της είπε αποστρέφοντας το βλέμμα. «Θα μείνω». «Λες ψέματα».
«Φυσικά και λέω ψέματα». Ο Νικ βρισκόταν σε απόγνωση. «Μένεις με την Ντάρλα και τον μπαμπά σου. Πιστεύεις πραγματικά ότι είναι δυνατόν να ξυπνήσω το πρωί και να τους δω μπροστά μου; Να κατεβώ στην κουζίνα και να τους καλημερίσω μ’ ένα ποτήρι πορτοκαλάδα;» Στην άλλη άκρη της σκηνής, το αγόρι-διευθυντής ανέβηκε τα σκαλιά και άρχισε να μιλάει στην Ίντι, της οποίας το πρόσωπο συσπάστηκε καθώς εκείνος έγερνε προς το μέρος της. «Γαμώτο» μουρμούρισε η Κουίν και σηκώθηκε. «Είμαι μαζί σου» της είπε ο Νικ κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της. «Πάμε». Ωραία, συλλογίστηκε η Κουίν καθώς κατευθυνόταν προς την Ίντι για να τη σώσει. Όχι τέλεια, αλλά ωραία.
14
ΟΤΑΝ ΤΟΥΣ ΕΙΔΕ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ,
ο Μπόμπι απομακρύνθηκε και η Ίντι είπε ότι η βασική παρατήρησή του ήταν ότι δεν έκλειναν καλά την πόρτα του πάρκινγκ –«Έμεινε ανοιχτή τρεις ολόκληρες νύχτες μέχρι τώρα» είχε δηλώσει ένας λάβρος Μπόμπι–, όμως αυτό δεν δικαιολογούσε την τόσο μεγάλη αναστάτωσή της. Την Πέμπτη το βράδυ, εξακολουθούσε να είναι ωχρή. Αυτό παρατηρούσε η Κουίν, όταν ο Τζέισον διέκοψε ξαφνικά τις σκέψεις της. «Γιατί μιλάει με τον Μπράιαν;» τη ρώτησε αγανακτισμένος, και η φωνή του ακούστηκε διαπεραστική. Η Κουίν απομάκρυνε το βλέμμα από την Ίντι και είδε στο βάθος τη Θία να γελάει με το αγόρι που είχε αναλάβει τον ρόλο του πρίγκιπα της Σταχτοπούτας. «Δεν βλέπω τίποτα το κακό. Είναι φίλοι». «Ο τύπος είναι ο μεγαλύτερος μπήχτης του σχολείου». Ο Τζέισον κοίταξε την Κουίν με μάτια μισόκλειστα, γεμάτα κατηγόρια. «Σαν να μην έφτανε αυτό, του ανέθεσες τον ρόλο του πρίγκιπα. Τα θερμά μου συγχαρητήρια, Μακένζι». «Δεν του ανέθεσα εγώ τον ρόλο» δικαιολογήθηκε η Κουίν, και στη συνέχεια έριξε αλάτι στην πληγή προσθέτοντας: «Ίσως της προτείνει να πάνε μαζί στον χορό της αποφοίτησης». «Ο χορός της αποφοίτησης θα γίνει έπειτα από αρκετές εβδομάδες. Δεν της ζητάει να πάνε στον χορό». «Ποτέ δεν ξέρεις» είπε η Κουίν. «Άφησέ την ήσυχη. Όλο και κάποιον θα βρει για να τη συνοδεύσει». «Η Θία δεν μπορεί να βγει με τον πρώτο τυχόντα. Είναι απίστευτο». «Εσύ είσαι απίστευτος». Η Κουίν κοπάνησε το σενάριο στο τραπέζι για να δώσει έμφαση στα λόγια της. «Αν ζηλεύεις, γιατί δεν βγαίνεις μαζί της;» «Αυτή είναι έξυπνη». Ο Τζέισον σήκωσε τους ώμους. «Θα θέλει να συζητήσουμε για Σαίξπηρ και τέτοια». «Κι εσύ είσαι έξυπνος. Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω. Για όνομα του Θεού, πήγαινε να της ζητήσεις να βγείτε». «Το έκανα ήδη» είπε ο Τζέισον με δυσφορία. Η Κουίν κάθισε για να μπορέσει να συγκεντρωθεί. «Τι συνέβη;»
Εκείνος σήκωσε πάλι τους ώμους, κρύβοντας τη στενοχώρια του πίσω από τη μάσκα της ανεμελιάς. «Της πρότεινα να βγούμε, για να μη νομίζει ο κόσμος ότι είμαι καψούρης μαζί σου. Εκείνη απάντησε ότι κανένας δεν νόμιζε κάτι τέτοιο και με ευχαρίστησε για την πρόταση που της έκανα». Ο Τζέισον την κοίταξε, κυριευμένος από ξαφνική ανησυχία. «Μην εξάπτεσαι, κανείς δεν το πιστεύει. Απλώς σκέφτηκα ότι ήταν ένας ωραίος τρόπος για να… ξέρεις… για να της ζητήσω ραντεβού». «Λάθος» είπε η Κουίν. «Ο τρόπος σου ήταν άθλιος. Πήγαινε να της πεις ότι θέλεις να βγείτε επειδή ενδιαφέρεσαι γι’ αυτήν». «Αυτό δεν γίνεται». Η έκφρασή του της φάνηκε γνώριμη, και τότε η Κουίν συνειδητοποίησε ότι την είχε ξαναδεί στο πρόσωπο του Μαξ και του Νικ. Ήταν το μουλαρίσιο ύφος που έλεγε: «Παρατήστε με ήσυχο, δεν θέλω ούτε να το ακούσω». Η Κουίν σηκώθηκε με προσοχή, δίνοντας στη φωνή της ξανά τόνο κοφτό. «Τότε δεν θα βγεις ποτέ μαζί της. Δεν χάθηκε ο κόσμος». «Μπα; Και ποιος το λέει αυτό;» διαμαρτυρήθηκε ο Τζέισον με ύφος προσβεβλημένο. «Τζέισον, για όνομα του Θεού, πήγαινε να της ζητήσεις να βγείτε και μίλησέ της με ειλικρίνεια. Σε συμπαθεί. Θέλει να βγει μαζί σου. Απλώς δεν θέλει να το κάνεις από οίκτο». Ο Τζέισον κοίταξε τη Θία που γελούσε με κάποιο αστείο του Μπράιαν. «Αν με συμπαθεί, τότε γιατί σαλιαρίζει με δαύτον;» «Επειδή την αγνοείς και επειδή κάποια μέρα θέλει να αποκτήσει παιδιά. Αυτή είναι η τελευταία μου λέξη επί του θέματος». Η Κουίν σήκωσε το κουτί του φροντιστή. «Ορίστε, πήγαινέ της αυτό εδώ και πες της ότι ζητάω από εσάς τους δύο να ετοιμάσετε έναν λεπτομερή κατάλογο των υλικών». «Είναι αστεία δικαιολογία». «Σαν εσένα. Εμπρός, πήγαινε». Η Κουίν πήρε τα δεκανίκια και πήγε να ακουμπήσει στον τοίχο, από όπου θα έβλεπε καλύτερα. Ο Τζέισον μετέφερε το κουτί στην άλλη άκρη της σκηνής, με ύφος κατσούφικο, ευάλωτο, και τούτη τη φορά η Κουίν δεν ανησυχούσε για τη Θία. Αν η Θία τού φερόταν άσχημα, θέλοντας να πάρει το αίμα της πίσω… «Με τι ασχολείσαι, λοιπόν, όταν δεν κανονίζεις τα ραντεβού των τεχνικών;» ρώτησε ο Νικ αφήνοντας μια κουλούρα καλώδιο στο τραπέζι. «Σκέφτομαι την άθλια ερωτική ζωή μου» απάντησε η Κουίν, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. «Η οποία έχει παρουσιάσει βελτίωση, εφόσον είναι ανύπαρκτη. Θεαματική βελτίωση». Ο Νικ στάθηκε μπροστά της, αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. Το ύφος του ήταν σκοτεινό, ερωτικό, επικίνδυνο, και η Κουίν συνειδητοποίησε ότι της άρεσε τώρα που τα πράγματα είχαν αλλάξει και που την κυνηγούσε αυτός. Ο Νικ τής χαμογελούσε με την αιώνια αυτοπεποίθησή του. «Εντάξει, θα το επαναλάβω, τα έκανα θάλασσα». Η Κουίν έριξε πίσω το κεφάλι. «Αναμφίβολα». «Εντούτοις, παρότι ο Τζέισον τα έκανε επίσης θάλασσα, ελπίζεις ότι η Θία θα τον συγχωρήσει». «Ο Τζέισον δεν απογοήτευσε τη Θία τρεις φορές».
«Ούτε εγώ σε απογοήτευσα την τρίτη φορά». Ο Νικ την πλησίασε, αποκόβοντάς την από την υπόλοιπη σκηνή. Η καρδιά της Κουίν χτυπούσε δυνατά καθώς οπισθοχωρούσε μέχρι να ακουμπήσει η πλάτη της στον τοίχο. «Μπορεί να μου ξέφυγε μια μικρή λεπτομέρεια όσον αφορά τη μουσική και να τα θαλάσσωσα στο τέλος, αλλά δεν σε απογοήτευσα. Θα μου επιτρέψεις να σου επαναλάβω ότι σε έφερα σε οργασμό». «Υποκρίθηκα». «Δεν είναι αλήθεια. Σε είδα πώς ήσουν μετά, έμοιαζες σαν μουσκεμένο χαρτομάντιλο». «Μάλιστα» είπε η Κουίν. «Πολύ ρομαντικό. Και τώρα μπορείς να πηγαίνεις». «Σου άρεσε» επέμεινε ο Νικ, αλλά εκείνη αρνήθηκε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Λίγο». «Πολύ». Ο Νικ έγειρε προς το μέρος της, στηρίζοντας την παλάμη του στον τοίχο, πάνω από το κεφάλι της, κι εκείνη ένιωσε να κοκκινίζει απλώς και μόνο επειδή βρισκόταν τόσο κοντά της. «Προτείνω να το επαναλάβουμε. Δεν είναι κρίμα να διασκεδάζουν μόνο ο Τζέισον και η Θία; Θέλεις να κουβεντιάσουμε για Σαίξπηρ;» «Δεν έχεις ιδέα από Σαίξπηρ» του πέταξε η Κουίν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περιφρόνηση. «“Δεν είναι αγάπη η αγάπη που αλλάζει με του καιρού τις αλλαγές”11» της είπε. «Και να σκεφτείς ότι εγώ δεν άλλαξα καν. Όμως εγώ είμαι πιο έξυπνος. Τέρμα οι Fleetwood Mac, αν και το θεωρώ αμαρτία, εφόσον αποδείχτηκαν αποτελεσματικοί». Η Κουίν προσπάθησε να τον κοιτάξει με αυστηρό ύφος, αποφεύγοντας ωστόσο να συναντήσει το βλέμμα του. «Πού διάβασες τα σονέτα; Μήπως είναι της μόδας να τα τυπώνουν πάνω στα κουτιά των δημητριακών;» «Στο κολέγιο» απάντησε ο Νικ. «Θυμάσαι που ήμουν στρατιώτης; Θυμάσαι που σπούδασα διοίκηση επιχειρήσεων και αγγλική φιλολογία; Η ποίηση είναι ιδανική για να ξελογιάζω γυναίκες. «“Στον τάφο είναι ήσυχα κι ωραία, μα όχι, όπως μαθαίνω, για παρέα”12». «Μπορώ να το αντέξω». Ο Νικ έγειρε ακόμα πιο κοντά. Το μάγουλό του σχεδόν άγγιξε το δικό της καθώς της ψιθύριζε στο αυτί: «“Δώσ’ μου το ελεύθερο, τα χέρια μου άφησε μπρος, πίσω, ανάμεσα, αποπάνω, αποκάτω να ταξιδέψουν”13». Η ανάσα του ήταν ένα ζεστό χάδι στο δέρμα της. «Άφησέ με να σ’ αγγίξω ξανά. Γύρνα κοντά μου, Κουίν. Σου υπόσχομαι να σε κάνω να χάσεις το μυαλό σου». «Ποιος ήταν ο τελευταίος;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα. «Τον Μάρβελ τον κατάλαβα, αλλά ποιος ήταν ο…» «Ήταν στίχοι του Νταν. Είναι ο αγαπημένος μου». Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του στο δικό της. «“Η σταθερότητά σου δίνει στον κύκλο μου ακρίβεια κι έτσι το τέλος και η αρχή μου συμπίπτουν”.14 Έλα απόψε μαζί μου, στο σπίτι μου». Το στόμα του απείχε μια ανάσα απ’ το δικό της. Η Κουίν σκέφτηκε να τον φιλήσει εκεί, πάνω στη σκηνή, ενώπιον όλων, όμως είχε επίγνωση του κινδύνου. «Μη» του είπε και, μες στην παραζάλη της, δεν ήταν καν σίγουρη αν έβγαινε η φωνή της. «Μη
στέκεσαι τόσο κοντά. Θα μας δουν». «Σκασίλα μας» είπε ο Νικ, αλλά εκείνη τον παραμέρισε και πήγε να βρει την Ίντι, περπατώντας σαν υπνοβάτης. «Έχεις κάτι;» τη ρώτησε η Ίντι. «Μοιάζεις σαν να έχεις πυρετό». «Προσπαθώ να θυμηθώ για ποιον λόγο λέω όχι στον Νικ». Η Κουίν κούνησε το κεφάλι. «Είχα σοβαρό λόγο, μα τώρα μου διαφεύγει». «Ναι, τους Fleetwood Mac» είπε η Ίντι. «Μου αρέσουν οι Fleetwood Mac» είπε η Κουίν και, παρατηρώντας ξαφνικά το ωχρό και τραβηγμένο πρόσωπο της Ίντι, ξέχασε τα δικά της προβλήματα. «Τι σου συμβαίνει; Μήπως είσαι άρρωστη;» τη ρώτησε. «Δεν έχω τίποτα. Αλήθεια». «Σίγουρα κάτι σου έκανε το αγόρι-διευθυντής» είπε η Κουίν κι αμέσως είδε το χαμόγελο της Ίντι να χάνεται. «Τι συνέβη;» Η Ίντι έκλεισε τα μάτια. «Οι γονείς παραπονέθηκαν». «Για το θεατρικό;» Η Κουίν συνοφρυώθηκε. «Δεν είναι δυνατόν. Εμείς…» «Για την ηθική μου» απάντησε η Ίντι, χάνοντας κι άλλο το χρώμα της. «Για την ηθική σου;» Η Κουίν είδε νοερά το αυτάρεσκο ύφος του Μπόμπι και της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ήταν ένα σιχαμερό σκουλήκι. «Αυτό δεν το λένε οι γονείς, το λέει ο γελοίος ο Μπόμπι. Μην ανησυχείς, θα τον βάλω στη θέση του. Αύριο το πρωί, θα τον κάνω να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε».
«Είναι μέσα;» ρώτησε η Κουίν την επομένη, πριν αρχίσουν τα μαθήματα, και η Γκρέτα έγνεψε καταφατικά. Φαινόταν κουρασμένη, και η Κουίν ήθελε να σταθεί για λίγο να τη ρωτήσει τι είχε, όμως προείχε το καθήκον της να κατσαδιάσει τον διευθυντή. Όρμησε, λοιπόν, στο γραφείο του Μπόμπι λέγοντας: «Ρόμπερτ, αυτή τη φορά ξεπέρασες τα όρια». «Γκρέτα, πού είναι ο καφές μου;» φώναξε εκείνος και η Γκρέτα τού απάντησε απέξω: «Στη γωνία του γραφείου μου». «Φέρ’ τον λοιπόν, να πάρει η οργή!» φώναξε το αγόρι-διευθυντής αγανακτισμένος. «Ρόμπερτ, πρέπει να σταματήσεις να παρενοχλείς την Ίντι» – είσαι μεγάλο κάθαρμα. Η Γκρέτα έφερε το φλιτζάνι με τον καφέ και το ακούμπησε μπροστά του. «Τόσο δύσκολο ήταν;» της είπε ο Μπόμπι, κι εκείνη βγήκε από το γραφείο αγνοώντας τον επιδεικτικά. «Αυτή η γυναίκα πρέπει να πάρει πόδι» είπε στην Κουίν και, πίνοντας μια γουλιά καφέ, ξίνισε τα μούτρα. «Άσε που ο καφές έχει κρυώσει. Πάντα μου τον φέρνει κρύο». «Ρόμπερτ, άκουσες τι σου είπα;» Εκείνος έσπρωξε το φλιτζάνι με απέχθεια. «Πρέπει να πάρει πόδι» επανέλαβε, και η Κουίν κοντοστάθηκε. «Η Γκρέτα;» «Όχι, αλλά κι αυτή είναι υποψήφια. Αναφερόμουν στην Ίντι. Δεν μπορούμε να ανεχτούμε τέτοιου
είδους δασκάλα εδώ πέρα». Η Κουίν καθυστέρησε μια στιγμή για να καταπιεί, προκειμένου να μην του βάλει τις φωνές. «Η συγκεκριμένη δασκάλα διδάσκει στο σχολείο εδώ και τριάντα χρόνια» του υπενθύμισε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Πριν από τρία χρόνια ψηφίστηκε Καθηγήτρια της Χρονιάς. Οι μαθητές της τη λατρεύουν. Οι γονείς τη ζητάνε για τα παιδιά τους…» «Αυτά ίσχυαν παλιότερα» αντέτεινε ο Μπόμπι. «Δεν τη ζητάνε πια» είπε με το γνωστό αυτάρεσκο ύφος του. «Τι πήγες κι έκανες;» ρώτησε η Κουίν, μολονότι το ήξερε ήδη. «Όταν τηλεφωνούν, είμαι αναγκασμένος να τους λέω την αλήθεια. Πιστεύω ότι οι καθηγητές του σχολείου μας οφείλουν να έχουν άμεμπτη ηθική…» «Για ποιον λόγο τηλεφωνούν;» Η Κουίν έγειρε πάνω από το γραφείο του νιώθοντας την ακατανίκητη επιθυμία να χαστουκίσει το ηλίθιο μούτρο του. «Εσύ το ξεκίνησες, έτσι δεν είναι; Είπες σε ένα δυο άτομα ότι ήταν ηθικά μεμπτή, και αυτοί άρχισαν να το διαδίδουν…» «Κουίν, είναι λεσβία» είπε ο Μπόμπι. «Το δηλώνει απροκάλυπτα. Επηρεάζει τα παιδιά. Πάρε παράδειγμα τη Θία Χολμς». Η Κουίν σάστισε και σηκώθηκε ξανά. «Τι έχει η Θία Χολμς;» «Ντύνεται όλο με μαύρα και φοράει εκείνα τα βαριά χοντροπάπουτσα» εξήγησε ο Μπόμπι. «Με δουλεύεις; Ακόμα κι εσύ, δεν είναι δυνατό να είσαι τόσο ανόητος. Η Θία φοράει Ντοκ Μάρτενς. Όλοι οι μαθητές έτσι ντύνονται. Και για να σε εισαγάγω στον εικοστό αιώνα, προτού φτάσει στο τέλος του, σε πληροφορώ ότι μια λεσβία δεν την ξεχωρίζεις από τα πόδια της». Η Κουίν κούνησε το κεφάλι με αγανάκτηση συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο πολύ τον απεχθανόταν. «Είναι απίστευτο». «Είναι κίνδυνος για τα παιδιά μας» επέμεινε ο Μπόμπι. «Με ποιον τρόπο δηλαδή;» ρώτησε η Κουίν τόσο εξοργισμένη, που η φωνή της έσπασε. Ο Μπόμπι σούφρωσε το στόμα σφίγγοντάς το δυνατά και την αγριοκοίταξε. «Και μόνο που βρίσκονται κοντά της, επηρεάζονται». «Α, φυσικά». Η Κουίν κρατήθηκε από το γραφείο, τρέμοντας από τα νεύρα της. «Τα λεσβιακά σταγονίδια είναι άκρως μεταδοτικά. Χτες, καθώς έπινα μια κόκα κόλα με την Ίντι, ξαφνικά μου ήρθε η όρεξη να την πέσω στην Ντάρλα». «Δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι επιθετική» είπε ο Μπόμπι και τραβήχτηκε πίσω. «Έχεις δίκιο, είσαι αρκετά επιθετικός και για τους δυο μας». Η Κουίν έσκυψε κοντά του αναγκάζοντάς τον να την κοιτάξει στα μάτια. Το βλέμμα της είχε τόση ένταση, που θα μπορούσε να σηκώσει ολόκληρο γραφείο. «Άκουσέ με, άθλιο σκουλήκι. Αν δημιουργήσεις άλλα προβλήματα στην Ίντι, θα σε κυνηγήσω και θα σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκες». «Με απειλείς;» απόρησε ο Μπόμπι. «Ναι, σε απειλώ. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω γι’ αυτό το σχολείο είναι να σε διώξω αποδώ, και μη φανταστείς ότι δεν έχω τη δύναμη να το πετύχω. Έτσι και δημιουργήσεις άλλα προβλήματα σ’ εμένα ή στους δικούς μου, θα σταματήσω να σου μιλάω με το καλό και θα σε συντρίψω. Άφησέ την ήσυχη».
Καθώς η Κουίν έκανε μεταβολή, είδε τη Μάρτζορι Κάντορ να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας τρέμοντας από χαρά. Ήταν βέβαιο ότι η Μάρτζορι θα ξεγοφιαζόταν για να μεταφέρει την είδηση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην αίθουσα των καθηγητών. «Μήπως σου ξέφυγε κάτι, Μαρτζ; Μήπως επιθυμείς μια επανάληψη;» «Εγώ ήθελα απλώς να δώσω στον Ρόμπερτ την κατάσταση με τα εγχειρίδια» είπε η Μάρτζορι και φούσκωσε σαν αθώα περιστερά, με δήθεν θιγμένη αξιοπρέπεια, ωστόσο το μάτι της γυάλιζε. «Έξοχα» είπε η Κουίν γυρίζοντας ξανά στον Μπόμπι, που την αγριοκοίταζε με ύφος θυμωμένο και συνάμα τρομαγμένο. «Εσύ ασχολήσου με την καταμέτρηση των εγχειριδίων και άφησε τη διδασκαλία σε επαγγελματίες όπως η Ίντι. Σε ανεχόμαστε μόνο και μόνο επειδή δεν μπλέκεσαι στα πόδια μας. Έτσι και αρχίσεις να ανακατεύεσαι σε θέματα διδασκαλίας, διώχνοντας την καλύτερη δασκάλα μας, θα λάβουμε τα μέτρα μας». Παραμερίζοντας τη Μάρτζορι, βγήκε στον προθάλαμο όπου βρισκόταν το γραφείο της Γκρέτα και την είδε να κουνάει το κεφάλι, σκυμμένη πάνω στο πληκτρολόγιό της. «Πώς τον αντέχεις;» ρώτησε η Κουίν και η Γκρέτα αποκρίθηκε, δίχως να πάψει να πληκτρολογεί: «Ποιος σου είπε ότι τον αντέχω;» Εκείνη την ημέρα, ο Μπόμπι δεν τους ενόχλησε καθόλου. Κατά τις εννέα το βράδυ, η Κουίν ήταν εξουθενωμένη τόσο ψυχικά, εξαιτίας της πρωινής διαμάχης, όσο και σωματικά. Επιπλέον, πονούσε ο αστράγαλός της, επειδή ήταν η πρώτη μέρα που κυκλοφορούσε χωρίς τα δεκανίκια. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού, στη μισοσκότεινη σκηνή, και προσπάθησε να μην αφήσει τον πόνο και την κούραση να τη βυθίσουν σε κατάθλιψη. Τα περισσότερα παιδιά είχαν φύγει· η Ίντι είχε αποχωρήσει, εξακολουθώντας να δείχνει χλωμή και μελαγχολική· ακόμα και η Ντάρλα είχε φύγει νωρίτερα, με τον Μαξ, για το σπίτι της Απλ Στριτ. Τα κοστούμια ήταν έτοιμα, το σύστημα του ήχου επίσης, οπότε είχαν αφήσει το αυτοκίνητο στην Κουίν για να επιστρέψει μόνη της. «Μη βγεις στο πάρκινγκ ασυνόδευτη» είχε πει η Ντάρλα στην Κουίν. «Ζήτα από τον Νικ να σε βγάλει μέχρι έξω». Όμως η Κουίν, που δεν είχε δει τον Νικ εδώ και αρκετή ώρα, υπέθεσε ότι είχε φύγει κι αυτός. Είχε φύγει δίχως να της πει αντίο, πράγμα παράξενο, γιατί δεν ήταν από τους ανθρώπους που παραιτούνταν εύκολα. Ούτε ήταν από τους ανθρώπους που θα την άφηναν μόνη. Βέβαια, ο Μπιλ δεν την είχε πλησιάσει καθόλου όλη την εβδομάδα, επομένως αυτή η απειλή πιθανώς είχε εξαλειφθεί. Ο μπαμπάς της είχε ζητήσει από τον Φρανκ Άτσιτι να του πει δυο κουβέντες. Ίσως αυτό να τον είχε συνεφέρει… «Μακένζι, λέω να πηγαίνω» είπε η Θία δίπλα της. «Είμαι η τελευταία. Χρειάζεσαι κάτι προτού φύγω;» «Μπα, όχι». Η Κουίν προσπάθησε να φανεί ανέμελη. «Πώς τα πας;» «Ο Τζέισον θα με γυρίσει σπίτι» ανακοίνωσε η Θία και κατόπιν χαμογέλασε. «Το φαντάζεσαι; Χτες το βράδυ, την ώρα που κουβέντιαζα με τον Μπράιαν, μας πλησίασε και ζήτησε από τον Μπράιαν να πάρει δρόμο. Αυτός θύμωσε κι έφυγε, και τότε ο Τζέισον μού είπε: “Θέλω να είμαι μαζί σου”. Δεν πολυκατάλαβα τι εννοούσε, αλλά μου φάνηκε συγκινητικό».
«Ο άνθρωπος προσπαθεί» αποφάνθηκε η Κουίν. «Διευκόλυνέ τον. Τα αγόρια είναι αδέξια». «Αυτό έκανα. Και σε πληροφορώ ότι δεν είναι καθόλου αδέξιος». Η Κουίν ύψωσε ερωτηματικά το ένα της φρύδι. «Χτες το βράδυ με γύρισε σπίτι. Φιλάει υπέροχα» της εξήγησε η Θία. Η Κουίν γέλασε. Χαιρόταν που επιτέλους κάτι πήγαινε καλά στη ζωή της. «Είμαι πολύ χαρούμενη για σένα». «Ε, Θία!» φώναξε ο Τζέισον από την έξοδο. «Κοντεύω να γεράσω εδώ πέρα». «Θα γεράσεις ούτως ή άλλως» του φώναξε η Θία. «Ναι, αλλά θα έχει περισσότερη πλάκα αν είσαι μαζί μου» της απάντησε, και η Θία κοκκίνισε. «Τα λέμε» είπε στην Κουίν χωρίς να πάρει το βλέμμα από τον Τζέισον, κι έπειτα κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ο Τζέισον χαμογέλασε και αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του χεριού την Κουίν. Αμέσως μετά αγκάλιασε τη Θία από τους ώμους, κι αυτή τον κοίταξε με μια θριαμβευτική λάμψη στο βλέμμα. Η Κουίν κυριεύτηκε ξάφνου από θλίψη. Σας περιμένουν φρικτά πράγματα, ήθελε να τους πει, αλλά συγκρατήθηκε. Ίσως να μην ήταν απαραίτητο· αν είσαι προσεκτικός και ξέρεις τι θέλεις στη ζωή σου, αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και δεν συμβιβάζεσαι, ίσως αποφύγεις τα φρικτά πράγματα. Η πόρτα έκλεισε μαλακά πίσω τους. Σκέφτηκε να τους φωνάξει: «Χτυπήστε τη δυνατά, αλλιώς δεν κλείνει», αλλά είχαν ήδη απομακρυνθεί. Θα την έκλεινε η ίδια αργότερα. Τώρα που είχε μείνει μόνη, είχε όλο τον χρόνο δικό της. «Ο κόσμος αν περίσσευε κι ο χρόνος» είχε γράψει ο Μάρβελ «δε θα ’ταν η σεμνότητά σου πόνος».15 Ποιος θα το πίστευε ότι ο Νικ θα της απήγγελλε στίχους; Εκείνο το πρωί, είχε έρθει ξανά ο ανθοπώλης, φέρνοντας αυτή τη φορά μια χρυσαφένια και μια χαλκόχρωμη ζέρμπερα. «Σου μοιάζουν» είχε γράψει ο Νικ σε μια κάρτα –τα γράμματα ήταν τα δικά του, όχι του ανθοπώλη, ο Νικ είχε επισκεφτεί προσωπικά το ανθοπωλείο– κι εκείνη τις είχε βάλει σε βάζο καταμεσής στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Τα πελώρια, φανταχτερά λουλούδια δέσποζαν στο δωμάτιο. Όταν τα είδε η Κουίν, στάθηκε αδύνατο να μη χαμογελάσει, να μη νιώσει συγκίνηση. «Πού τα βρήκες;» είχε ρωτήσει η Ντάρλα όταν γύρισε σπίτι. «Είναι από τον Νικ» είχε αποκριθεί η Κουίν καμαρώνοντας ανόητα για λογαριασμό του – και συγχρόνως πασχίζοντας να το κρύψει, επειδή ο Μαξ δεν εννοούσε ακόμη να πιάσει το νόημα. Έπειτα πρόσεξε την τεράστια μοβ ορχιδέα που ήταν καρφιτσωμένη στο μπλουζάκι της Ντάρλα και μόρφασε με αποτροπιασμό. Κάτω από την ορχιδέα κρέμονταν κόκκινες και γκρίζες κορδέλες – ήταν αναμφίβολα το πιο άσχημο λουλούδι που είχε δει ποτέ να κοσμεί το στήθος μιας γυναίκας. «Ο Μαξ;» ρώτησε. «Ναι» αποκρίθηκε η Ντάρλα μ’ ένα πλατύ αυτάρεσκο χαμόγελο. «Δεν είναι τέλειο;» Όχι, είναι κακόγουστο. «Δεν ήξερα ότι ήσουν λάτρης της ορχιδέας». «Δεν είμαι». Το χαμόγελο της Ντάρλα έγινε ακόμα πιο πλατύ. «Χόουμκαμινγκ16 1981». «Σου πήρε ορχιδέα για το Χόουμκαμινγκ;» ρώτησε η Κουίν γελώντας. «Μάλιστα». Η Ντάρλα ξεκαρφίτσωσε με προσοχή το λουλούδι από το στήθος της. «Ήταν το
δεύτερο ραντεβού μας. Όλες οι άλλες είχαν κάτι πελώρια κίτρινα και λευκά χρυσάνθεμα, κι εγώ πήρα δώρο αυτή την άσχημη ορχιδέα. Και τον ευχαρίστησα, γιατί ήταν από τον Μαξ και για χάρη του ήμουν ικανή να φορέσω ακόμα και τσουκνίδα. “Ήθελα να σου διαλέξω κάτι διαφορετικό, γιατί εσύ δεν είσαι σαν τα άλλα κορίτσια” μου είχε πει. Παραλίγο να λιποθυμήσω επιτόπου». Η Κουίν σταμάτησε να γελάει. «Πού στην ευχή βρήκε;…» «Αναγκάστηκε να κάνει ειδική παραγγελία» είπε η Ντάρλα με ελαφρώς τρεμάμενη φωνή. «Τηλεφώνησα στο ανθοπωλείο. Κίνησαν γη και ουρανό για να βρουν την ορχιδέα. Η κοπέλα στο τηλέφωνο μου ζήτησε συγγνώμη για τα χρώματα. Μου εξήγησε ότι ο Μαξ είχε επιμείνει για τα συγκεκριμένα». Η Κουίν ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. «Ντάρλα, ο Μαξ προσπαθεί. Σε άκουσε». «Το ξέρω». Η Ντάρλα κάθισε στο τραπέζι. «Μόνο που ήλπιζα σε κάτι πιο σπουδαίο». Κοίταξε την ορχιδέα. «Όμως κι αυτό καλό είναι. Είναι τόσο γλυκό! Τόσο… Μαξ». «Θα γυρίσεις κοντά του». «Πρέπει». Η Ντάρλα ακούμπησε πίσω. Το χαμόγελό της έσβησε. «Τα αγόρια έχουν δείξει κατανόηση, δεδομένων των συνθηκών, όμως χρειάζονται μια μάνα στο σπίτι. Και ο Μαξ χρειάζεται μια σύζυγο. Δηλαδή, εμένα». Έστρεψε το βλέμμα στην Κουίν. «Προσπάθησε στ’ αλήθεια. Και δεν τα πήγε άσχημα. Αυτό μου αρκεί». «Θα ήθελα να χαρώ περισσότερο με το νέο. Πραγματικά, θέλω να σας δω ξανά μαζί. Απλώς να… ήλπιζα ότι θα έκανε κάτι συνταρακτικό για σένα». «Το Σάββατο το πρωί θα γυρίσω σπίτι» ανακοίνωσε η Ντάρλα. «Μέχρι τότε οι εργασίες όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι της παράστασης θα έχουν ολοκληρωθεί. Ο Μαξ μπορεί να περιμένει δυο μέρες ακόμα. Εσύ θα έχεις εδώ τον Τζο να σε προσέχει…» «Μπορείς να γυρίσεις απόψε» είπε η Κουίν. «Όχι». Η Ντάρλα κοίταξε ξανά την ορχιδέα. «Υποθέτω πως εξακολουθώ να ελπίζω σ’ αυτό το συνταρακτικό πράγμα που λέγαμε. Άραγε είναι πολύ εγωιστικό;» «Θα έχεις, τουλάχιστον, πάντα ορχιδέες». Κι αυτή θα είχε ζέρμπερες. Καθισμένη τώρα μόνη στη μισοσκότεινη σκηνή του θεάτρου, σκεφτόταν τον Νικ. Σύμφωνοι, ο Νικ δεν ήθελε δεσμεύσεις, δεν θα ερχόταν να μείνει στο σπίτι της και δεν θα την έπαιρνε ποτέ να κοιμηθούν πέντε μέρες στο Γκρέιτ Σάουδερν, ούτε θα κλέβονταν μαζί στο Κεντάκι. Όμως θα την αγαπούσε πάντα, έστω κι αν δεν της το έλεγε, θα την αγαπούσε πάντα, ό,τι και να γινόταν. Κι εκείνη ήθελε να είναι μαζί του, ήθελε να κάνει έρωτα μαζί του –ήταν σίγουρη ότι την επόμενη φορά όλα θα πήγαιναν θαυμάσια–, επομένως είχε έρθει ο καιρός να σταματήσει τους ρομαντισμούς και να πάψει να ονειρεύεται πράγματα ακατόρθωτα. Αν η Ντάρλα μπορούσε να είναι ικανοποιημένη με τις ορχιδέες, της Κουίν θα της αρκούσαν οι ζέρμπερες. Ίσιωσε τους ώμους της και πλησίασε τον πίνακα του φωτισμού. Άρχισε να κατεβάζει τους διακόπτες τον έναν μετά τον άλλο, αφήνοντας αναμμένη μόνο μια λάμπα στην οροφή, στο φέγγος της οποίας η σκαλωσιά των φώτων έμοιαζε σαν μεγάλο δίχτυ ψηλά αποπάνω της. Την επόμενη μέρα
θα τον δεχόταν ξανά κοντά της, αποφάσισε ενώ έστεκε χωμένη στους ίσκιους, στο πλάι της σκηνής. Δεν θα δυσκολευόταν να τον ξεμυαλίσει· ένα χαμόγελό της αρκούσε, πιθανώς, για να την κάνει δική του ο Νικ επιτόπου, στο τραπέζι της σκηνής. Τώρα που το σκεφτόταν, το γεγονός ότι την ποθούσε ένας άντρας σαν τον Νικ τής φάνηκε ιδιαίτερα κολακευτικό. Ίσως, λοιπόν, να του το έλεγε το επόμενο κιόλας βράδυ, όταν όλοι θα είχαν φύγει, παρόλο που τέτοια ώρα ήταν συνήθως πολύ κουρασμένη. Το σκοτεινό θέατρο είχε μια μελαγχολική, ρομαντική, ερωτική ατμόσφαιρα, έστω κι αν δεν επρόκειτο παρά για ένα σχολικό θεατράκι με στρώματα γυμναστικής και ψεύτικους θάμνους στοιβαγμένους στο πλάι. Αν του χαμογελούσε το επόμενο βράδυ, ίσως ο Νικ να την έκανε δική του πάνω στα στρωματάκια γυμναστικής στα παρασκήνια, εν είδει ψευτοβιασμού, μια και εκείνη θα ήταν υπερβολικά κουρασμένη για πιο ενεργή συμμετοχή. Στον διάολο η ισότητα! Έτριψε τα μπράτσα της και ευχήθηκε να τον είχε εκεί, στο πλευρό της, να κουβέντιαζαν όπως παλιά, να έκαναν έρωτα. Έπειτα σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον, ούτως ή άλλως· δεν γινόταν να κάνουν έρωτα εκεί. Αν ο Μπόμπι έσκιζε τα ιμάτιά του επειδή ο Τζέισον είχε σηκώσει δήθεν το βλέμμα του πάνω της –για να μην αναφερόταν στο τι φανταζόταν ότι έκαναν η Μέγκι με την Ίντι όταν ήταν μόνες στο σπίτι τους–, σκέψου πώς θα αντιδρούσε αν τσάκωνε τον Νικ να σηκώνει άλλα πράγματα πάνω της! Έσκυψε να πιάσει την τσάντα της, τεντώνοντας την πλάτη με απόλαυση. Έπειτα ίσιωσε το σώμα και κόλλησε την πλάτη στα δροσερά πλακάκια του τοίχου, περιστρέφοντας τους ώμους για να χαλαρώσουν οι μύες της πλάτης και των ώμων, που ήταν ακόμη πιασμένοι από τα δεκανίκια με τα οποία κυκλοφορούσε όλη την εβδομάδα. Η αίσθηση ήταν τόσο ευχάριστη, που άφησε κάτω την τσάντα της και συνέχισε να τεντώνεται, σηκώνοντας τα μπράτσα πάνω από το κεφάλι, χαλαρώνοντας τις γάμπες, νιώθοντας το τάνυσμα να απλώνεται σ’ ολόκληρο το κορμί της, συνεχίζοντας να ακουμπά στα δροσερά πλακάκια. Κατεβάζοντας τα μπράτσα, σταύρωσε τους καρπούς και τους στήριξε στην κορυφή του κεφαλιού. Στη συνέχεια έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε τι θα έκαναν το επόμενο βράδυ με τον Νικ. Τον ονειρευόταν δίπλα της, αποκάτω της, αποπάνω της, να εξερευνά το σώμα της με το δυνατό κορμί του γκρεμίζοντας το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της, να τη διεγείρει, να την οδηγεί στην κορύφωση. Ονειρευόταν την ατόφια ευχαρίστηση της επαφής με το κορμί του, άκουγε νοερά το σιγανό γέλιο του πάνω στον λαιμό της και τους βαθείς αναστεναγμούς της, καθώς ο Νικ σάλευε μέσα της… «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ο Νικ. Ακούγοντας τη φωνή του μες στο σκοτάδι, η Κουίν κατέβασε απότομα τα χέρια. Παραδόξως, το ύφος του δεν ήταν περιπαικτικό αλλά σαστισμένο. Μαζεύοντας τις σκόρπιες σκέψεις της, η Κουίν συνειδητοποίησε ότι το θέαμα που παρουσίαζε ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον, έτσι όπως έστεκε με τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι. «Τεντώνομαι» του είπε. «Πού είσαι; Δεν σε βλέπω». Άκουσε τα πόδια του να χτυπάνε στο πάτωμα – θα πρέπει να ήταν ανεβασμένος στη σκάλα της εξέδρας των φώτων. Έπειτα τα βήματά του αντήχησαν πάνω στο σανιδένιο δάπεδο, ώσπου τελικά βρέθηκε στον φωτεινό κύκλο που σχημάτιζε πάνω στη σκηνή η λάμψη του μοναδικού αναμμένου προβολέα. Έτσι όπως φωτιζόταν από ψηλά, το πρόσωπό του φάνταζε πιο γωνιώδες, τα μαύρα
μαλλιά του αποκτούσαν μια στιλπνή λάμψη και το κορμί του φάνταζε πιο ψηλόλιγνο, πιο δυνατό κάτω από το βαμμένο με χρώματα μακό μπλουζάκι και το τζιν. Εκείνη τη στιγμή, ο Νικ ήταν το πιο σέξι πλάσμα που είχε αντικρίσει ποτέ η Κουίν. «Δεν πρέπει να μένεις μόνη εδώ» της είπε. «Αφού το ξέρεις, είναι επικίνδυνο». «Δεν είμαι μόνη, είσαι κι εσύ εδώ» του απάντησε. «Ακόμα χειρότερα» σχολίασε ο Νικ και την πλησίασε με σοβαρό ύφος. Έλα και άγγιξέ με, συλλογίστηκε η Κουίν. «Ευχαριστώ για τις ζέρμπερες» του είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Είναι υπέροχες. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω». Η βραχνή φωνή του έσκισε το σκοτάδι. «Κι όμως, ξέρεις». Ο Νικ προχώρησε άλλο ένα βήμα προς το μέρος της και στάθηκε μπροστά της με βλέμμα σκοτεινό, σκιάζοντάς τη με το κορμί του. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». Η Κουίν τον κοίταζε μαγνητισμένη ανασηκώνοντας ελαφρώς το πιγούνι, κι όταν τα βλέμματα σοβάρεψαν, η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπάει. Έπειτα ο Νικ χαμογέλασε, κι εκείνη ανατρίχιασε ανταποδίδοντας το χαμόγελο, ανασηκώνοντας ελαφρά την άκρη των χειλιών σ’ ένα προκλητικό κάλεσμα, ενώ η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. «Μπορείς, ας πούμε, να με αφήσεις να κάνω αυτό». Της έπιασε τους σταυρωμένους καρπούς και τους κράτησε ψηλά ακινητοποιώντας την. Η Κουίν σκέφτηκε πόσο της είχε λείψει το άγγιγμά του και μονομιάς σφάλισε τα μάτια απολαμβάνοντας την αίσθηση της καυτής παλάμης του πάνω στους καρπούς της. «Επίσης, αυτό» συνέχισε εκείνος πλησιάζοντας με το ελεύθερο χέρι του το άνοιγμα του σαμπρέ πουκαμίσου της δουλειάς και, πιέζοντας με το δάχτυλο, άνοιξε το πρώτο κουμπί. «Έι!» Η Κουίν έγειρε μπροστά για να ελευθερώσει τους βραχίονες, κι αυτός την κράτησε σφιχτά από τους καρπούς. «Επίσης, αυτό». Το ελεύθερο χέρι του ταξίδευε τώρα στο στήθος της. Καθώς ο αντίχειράς του διέγραφε κύκλο πάνω από το πουκάμισο, ο Νικ τής χαμογελούσε βυθίζοντας το βλέμμα του στα μάτια της. Η ανάσα του έβγαινε τώρα γοργή. Η Κουίν ρίγησε, κι εκείνος έχωσε τον αντίχειρα μέσα από το πουκάμισο, ανάμεσα από τα στήθη της, και άνοιξε το επόμενο κουμπί. Τα στήθη της σφίχτηκαν και τρίφτηκαν πάνω του. Η Κουίν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. «Όλα αυτά για δύο ζέρμπερες;» τον ρώτησε. «Ξέχασέ το» – μη σταματάς. «Ξανασκέψου το» είπε εκείνος, ενώ ένα κουμπί ακόμα υποχώρησε. Ο Νικ έσκυψε για να φιλήσει τη γούβα του λαιμού της και, καθώς τα χείλη του τη γαργαλούσαν, η Κουίν κράτησε την αναπνοή της. Έπειτα την ξαναφίλησε, πιο χαμηλά τούτη τη φορά, ξεκουμπώνοντας τα υπόλοιπα κουμπιά, το ένα μετά το άλλο, αργά, συνοδεύοντας κάθε κουμπί που άνοιγε μ’ ένα φιλί, ώσπου το πουκάμισο άνοιξε ολότελα κι αυτός έγλειψε τη ζεστή σάρκα ανάμεσα στα στήθη της. Έπειτα παραμέρισε το ρούχο και χάιδεψε το στήθος της πάνω από το σατέν σουτιέν,
γυμνώνοντάς τη –«Ώστε έτσι, ε; Σέξι ροζ καρό!» μουρμούρισε–, κοιτώντας τη με βαθιά ικανοποίηση και ύφος κτητικό, κι εκείνη μέθυσε από τη γλυκιά προσμονή. Στη συνέχεια, έπειτα από ώρες, όπως της φάνηκε, έσκυψε για να χαϊδέψει το στήθος της με τη γλώσσα του, και η Κουίν ρίγησε λιώνοντας από ηδονή. Έτσι όπως της κρατούσε τα χέρια καρφωμένα στον τοίχο, ο δικέφαλός του διαγραφόταν κάτω από το κοντό μανίκι. Η Κουίν κάρφωσε το βλέμμα στον δυνατό σβέρκο του, νιώθοντας την πίεση της μιας παλάμης του στους καρπούς της και της άλλης στο πλευρό της, ενώ η γλώσσα του αργοσάλευε πάνω στο δέρμα της. Μια γλυκιά αδημονία την είχε κυριέψει, μια αδημονία να τον αγγίξει, να του βγάλει την μπλούζα και να τον αγκαλιάσει, να νιώσει πάνω της το τριχωτό στήθος του και τους μυς της πλάτης του να συσπώνται κάτω από τα δάχτυλά της. «Άφησέ με» του ψιθύρισε. «Άφησέ με για να μπορέσω να σε αγγίξω». Ο Νικ ανασήκωσε το κεφάλι για να την κοιτάξει στα μάτια –μη σταματάς– και ύστερα ένευσε αργά αρνητικά, χαμογελώντας της, μεταδίδοντάς της τη φλόγα του ως τα μύχια της ύπαρξής της. «Δεν υπάρχει περίπτωση» της είπε και τη φίλησε στο στόμα ρουφώντας τη φωνή και την ανάσα της, ζουλώντας την πάνω στον δροσερό τοίχο, όσο εκείνη πάλευε να απαγκιστρωθεί. Πήρε το στήθος της στην παλάμη του χαϊδεύοντάς το συγχρόνως με τον αντίχειρα και γυμνώνοντάς το. Η Κουίν αισθάνθηκε το απαλό σατέν ύφασμα να γλιστράει πάνω στη ρώγα της και μονομιάς το κορμί της τεντώθηκε πάνω στο δικό του. Όταν ο Νικ έσκυψε κοντά της, τα μαλλιά του της γαργάλησαν απαλά τον λαιμό και το κορμί της τραντάχτηκε από ένα ρίγος. Όταν ένιωσε το υγρό, καυτό στόμα του πάνω στη σάρκα της, το ρίγος δυνάμωσε και, όταν άρχισε να την πιπιλάει ανελέητα, το κορμί της τρεμούλιασε πιο δυνατά. «Άφησέ με» του είπε και προσπάθησε να απαγκιστρώσει τα χέρια για να τον αγγίξει, τρίβοντας συγχρόνως τους γοφούς πάνω του, όμως αυτός τα κράτησε πιο σφιχτά. Τα χείλη του κατέβηκαν χαμηλότερα και ετοιμάζονταν να γυμνώσουν το άλλο στήθος της και να παίξουν μαζί του. Με το ελεύθερο χέρι του της κατέβασε το φερμουάρ. «Όχι» είπε η Κουίν, αλλά την ίδια στιγμή πίεσε το κορμί της πάνω στο χέρι του από ευχαρίστηση, επειδή ήθελε να τον νιώσει παντού. Η παλάμη του χάιδεψε τη μέση της και κατόπιν χώθηκε κάτω από το τζιν της, κάτω από το απαλό ελαστικό εσώρουχο, αγκαλιάζοντας την καμπύλη των γλουτών, σφίγγοντας πάνω του το σώμα της, κατεβάζοντας χαμηλά στους μηρούς το παντελόνι και το μεταξωτό κιλοτάκι της. Στη συνέχεια πίεσε με τους γοφούς την πλάτη της πάνω στο κρύο, λείο πλακάκι του τοίχου, της χαμογέλασε και μετά τη φίλησε. Η Κουίν ένιωσε το σώμα του να πάλλεται πάνω της και κατόπιν ένιωσε τα δάχτυλά του να γλιστρούν μέσα της, στις καυτές, υγρές πτυχές του κορμιού της, και αναστέναξε σιγανά, νιώθοντας υπέροχα. «Πιο δυνατά» της ψιθύρισε στο αυτί δίχως να διακόψει τα χάδια του. «Θέλω να φωνάξεις». Η Κουίν κούνησε το κεφάλι αρνητικά, αλλά η γοργή ανάσα της την πρόδωσε και αναστέναξε ξανά. Κάπου κάτι σάλεψε, ακούστηκε ένας πνιχτός ήχος, κι εκείνη κοκάλωσε. Ο Νικ σταμάτησε επίσης, εξακολουθώντας να την κοιτάζει στα μάτια, αλλά αφηρημένα, σαν να αφουγκραζόταν. Ο μόνος ήχος που έσπαγε τη βαθιά σιγαλιά ήταν η αναπνοή του. Η βαριά αναπνοή του. «Καλύτερα να σταματήσουμε» του ψιθύρισε, αλλά οι ήχοι είχαν σβήσει, δεν ήταν καν σίγουρη ότι είχε ακούσει κάτι, δεν ήταν καν σίγουρη ότι την ενδιέφερε.
Πίεσε λοιπόν το κορμί της πάνω στην παλάμη του και, όταν τα δάχτυλά του αργοσάλεψαν ξανά μέσα της, η Κουίν άφησε τα μάτια της να κλείσουν. «Δεν νομίζω» ψιθύρισε ο Νικ ξανά στο αυτί της. «Λέω να το κάνουμε τώρα, εδώ, πάνω σ’ αυτό τον τοίχο». Η Κουίν ανατρίχιασε. Θα ήταν ανόητο να το κάνουν εκεί, θα έπρεπε να πει όχι, να του πει να συνεχίσουν στο σπίτι, στο διαμέρισμά του, έστω και στο φορτηγάκι του, όμως ήταν τόσο γλυκιά τούτη η στιγμή και θα ήταν τόσο όμορφο να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο μια φορά, δίχως να σκέφτεται, απλώς να αισθάνεται, να βυθιστεί στο σκοτεινό τούνελ στο οποίο είχε προσπαθήσει ο Νικ να την παρασύρει την προηγούμενη φορά, στο σκοτεινό τούνελ από το οποίο το μυαλό της διαρκώς την ανέσυρε, το σκοτεινό τούνελ που το ένιωθε τώρα να την κυριεύει. «Πέρασε πολύς καιρός» της είπε χαμηλόφωνα. «Πέρασε αφάνταστα πολύς καιρός από τότε που ήμουν μέσα σου, που σε έβλεπα να τελειώνεις, που σε έφερα σε οργασμό». Τα δάχτυλά του χώθηκαν βαθύτερα, ο ρυθμός τους επιταχύνθηκε, η ανάσα της κόπηκε, ο λαιμός της στέγνωσε. «Νικ…» «Γι’ αυτό θα το κάνουμε τώρα». Τα αυτιά της βούιζαν με τον απόηχο της φωνής του. «Νικ…» «Θα σε πάρω τώρα, άγρια, πάνω σ’ αυτόν εδώ τον τοίχο» της ψιθύρισε στο αυτί συνεχίζοντας τα χάδια. «Πιο άγρια απ’ όσο βάζει ο νους σου. Τόσο άγρια, που θα με νιώθεις σε κάθε σου κίνηση για μια εβδομάδα. Με κάθε σου πνοή, θα θυμάσαι ότι ήσουν δική μου». Η Κουίν ανατρίχιασε στο χάδι της ανάσας του και στην πίεση του χεριού του, αλλά προπάντων ακούγοντας τα λόγια του –«είσαι δική μου»–, και το σκοτεινό ποτάμι τη ρούφηξε ξανά, αργά, κατά κύματα συγχρονισμένα με την κίνηση του χεριού του. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν μέσα της κι εκείνη εγκατέλειψε κάθε αντίσταση και παραδόθηκε. Το αίμα κύλησε γοργά στις φλέβες της συγχρονισμένο με τον ρυθμό που έδινε το χέρι του Νικ, και το μυαλό της συγκεντρώθηκε σ’ αυτό το χέρι εγκαταλείποντας κάθε άλλη σκέψη· σκεφτόταν τα μακριά, δυνατά δάχτυλα του Νικ με τα τετράγωνα νύχια, ένα ξένο σώμα που εισέβαλλε μέσα της, που σάλευε στις υγρές πτυχές εντός της και κατόπιν εκτός, πάνω στον μικρό σκληρό πυρήνα της. Εκεί, συλλογίστηκε η Κουίν, κι όταν τα υγρά δάχτυλά του την άγγιξαν σ’ αυτό το σημείο, φώναξε: «Ναι, εκεί» λυγίζοντας τη μέση για να τον καθοδηγήσει, ανατριχιάζοντας στο άγγιγμά του. «Εκεί» επανέλαβε, κι όταν ο Νικ έσκυψε κοντά στο στήθος της, του ψιθύρισε: «Αχ, εκεί» και κόλλησε πάνω του. Το πρακτικό μυαλό της διαμαρτυρήθηκε –Αφού άκουσες κάτι–, όμως εκείνη το αγνόησε και συγκεντρώθηκε ξανά σ’ αυτό που συντελούνταν εντός της, σ’ αυτό που της έκανε ο Νικ, στο χέρι που την κρατούσε ακίνητη, στο κορμί του που την πίεζε με το βάρος του –είχε πάρει φωτιά–, στο στόμα του που ρουφούσε το δικό της, στις γρήγορες κινήσεις των δαχτύλων του εκεί κάτω, στο χέρι του που της έλιωνε τους καρπούς –«Θα σε πάρω άγρια»–, στη φλόγα της σάρκας του, στην τραχιά ομορφιά του, στη σκοτεινή πλευρά του, στις διαφορές τους και στην απειλή του, στο… «Σε θέλω μέσα μου» του ψιθύρισε κι ο νους της παρέλυσε καθώς τα δάχτυλά του την άφησαν, κι
ένιωσε τόσο άδεια που φώναξε και έγειρε μπροστά κολλώντας τη λεκάνη της στη δική του, στα δάχτυλα που τώρα κατέβαζαν το δικό του φερμουάρ, ώσπου ένιωσε ξανά το χέρι του πάνω της, όχι μόνο το χέρι του, ένιωσε το μεστό κορμί του ανάμεσα στα σκέλια της και τον οδήγησε μέσα της. Η επαφή τής προκάλεσε δυνατό ρίγος, αλλά στη συνέχεια άνοιξε για να τον δεχτεί, καθώς εκείνος κουνιόταν μέσα της, καθηλώνοντάς τη στον τοίχο με κάθε τίναγμα των γοφών του. Μέσα μου, είπε στον εαυτό της συγκεντρώνοντας τη σκέψη της στο στιλπνό, μεστό κορμί που γλιστρούσε βαθιά μέσα της, μέσα στην απαλή, καυτή, ροδαλή σάρκα της, σκληρό, επίμονο, ώσπου τον δέχτηκε ολοκληρωτικά μέσα της. Ήταν συναρπαστική, συγκλονιστική τούτη η βουτιά της Κουίν μέσα στο ίδιο της το κορμί, ο τρόπος που το σκεφτόταν· κι άλλες φορές είχε δεχτεί άντρες μέσα της, όμως εκείνη ήταν απούσα, ποτέ δεν είχε γνωρίσει αυτό το κομμάτι του εαυτού της, το φλογισμένο και χυμώδες από τον πόθο, ποτέ δεν αγάπησε τον εαυτό της όπως τούτη τη στιγμή, πρώτη φορά τολμούσε να αγαπήσει τον εαυτό της, γιατί εμπιστευόταν απόλυτα τον Νικ και δεν χρειαζόταν να σκεφτεί τίποτα άλλο. Για πρώτη φορά, ήταν περισσότερο αληθινή μέσα παρά έξω, ήταν καμωμένη από αίμα, από σάρκα, από νεύρα, και απολάμβανε ανέμελα μια δίχως όρια ηδονή που άκουγε στο όνομα Νικ. Εκείνος ανασήκωσε τους γοφούς της με τους δικούς του σπρώχνοντάς τη σε κάθε ανάσα του, ανατρέποντας την ισορροπία της, αναγκάζοντάς τη να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών, παγιδεύοντάς την πάνω στον ψυχρό, λείο τοίχο. Το μυρμήγκιασμα στις φλέβες της έδωσε τη θέση του σε μια ανεξιχνίαστη φαγούρα που απλώθηκε σ’ όλο της το κορμί. Η Κουίν άρχισε να σπαρταράει και λίγο έλειψε να χάσει τη συγκέντρωσή της, όμως τούτη τη φορά είχε προνοήσει. Μέσα μου, σκέφτηκε ξανά και προσηλώθηκε στο σκοτεινό τούνελ για να νιώσει τις συσπάσεις του κορμιού της, κι όταν άνοιξε τα μάτια και τον έπιασε να την κοιτάζει, τον ρούφηξε με το βλέμμα της, τον κατάπιε, τον έκανε δικό της. «Κουίν» ψιθύρισε ο Νικ και, ελευθερώνοντας τους καρπούς της, πήρε στα χέρια του το πρόσωπό της και τη φίλησε. Η Κουίν τον έσφιξε πάνω της και παραδόθηκε. Κι όπως ο Νικ σάλευε μέσα της, ψιθύριζε το όνομά της, ψιθύριζε ασταμάτητα και την κοίταζε στα μάτια, κι όταν αυτή έμπηξε τα νύχια στους ώμους του, ο Νικ την έπιασε από τους γοφούς για να κουνηθεί πιο άγρια, πιο γρήγορα, σπαρταρώντας, δίχως να την αφήνει απ’ τα μάτια του, χώνοντας τα δάχτυλά του στη σάρκα της, κι όλα αυτά αποτελούσαν μέρος του σκοταδιού που κατέκλυζε το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη, κατακλύζοντας τα ακροδάχτυλα, τα στήθη, τους μηρούς, τους γοφούς, κάθε πόρο του κορμιού της που άνοιγε για να το δεχτεί. «Θεέ μου, Κουίν» ψιθύρισε ο Νικ κοιτάζοντάς την επίμονα στα μάτια. Τη φίλησε με πάθος, και το σκοτάδι πύκνωσε και βάθυνε. Το σώμα της τραντάχτηκε από ρίγος την ώρα που το παλλόμενο πύρινο σκοτάδι διαχεόταν μέσα της. Η Κουίν αναστέναζε ξεψυχισμένα, καθώς ο Νικ πηγαινοερχόταν πάνω στο κορμί της – ο Νικ μέσα της, ο Νικ φλογερός, παραδομένος, σκληρός και μεστός μέσα της… Το αίμα βούιζε στ’ αυτιά της, πιο δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά – πιο δυνατά–, ώσπου άκουσε τον εαυτό της να φωνάζει εκστατικά το όνομά του, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, φωνάζοντας και πάλι, καθώς παράδερνε στα κύματα της ηδονής, καθώς τρανταζόταν από ρίγη απανωτά και δυνατούς σπασμούς, πιο δυνατούς, ακόμα πιο δυνατούς, ξανά και ξανά, κι ύστερα κρεμάστηκε πάνω του, ανυπεράσπιστη, ανοιχτή, εκστατική, ασφαλής στην αγκαλιά του, δίχως να νοιάζεται για τίποτα άλλο πέρα από το πόσο σκοτεινά, πόσο όμορφα, πόσο συγκλονιστικά ήταν τα
βάθη της ύπαρξής της. Έπειτα κατέρρευσε, κι εκείνος την κράτησε σφιχτά, γιατί τα γόνατά της δεν βαστούσαν άλλο το χορτάτο από ηδονή κορμί της που εξακολουθούσε να τρέμει και να τον ποθεί. Ήταν υπέροχο να βρίσκεται στην αγκαλιά του, ν’ ακουμπάει το μάγουλο στο φθαρμένο μπλουζάκι του και στο σφριγηλό στήθος αποκάτω, με τα χέρια του να την κρατούν σφιχτά από τη μέση… Έπειτα ο Νικ έσκυψε να τη φιλήσει απαλά στα χείλη, και η Κουίν αναστέναξε γιατί όλα ήταν όπως θα έπρεπε να είναι. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Νικ ψιθύρισε: «Φαντάσου τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σ’ ένα κρεβάτι». «Δεν θέλω να το φανταστώ» του είπε με σιγανή, βραχνή φωνή. «Θέλω να το ζήσω». «Στο σπίτι σου ή στο σπίτι μου;» τη ρώτησε σφίγγοντάς την πάνω του. «Στο δικό σου». Η Κουίν έτριψε το πρόσωπο στην μπλούζα του, εξακολουθώντας να κρατιέται πάνω του, αφού τα γόνατά της εξακολουθούσαν να μην τη στηρίζουν. «Ο Μαξ πήγε την Ντάρλα στο σπίτι μου πριν από μια ώρα, κι εγώ θέλω να φωνάξω ξανά». Όταν ο Νικ έφυγε για να φέρει το φορτηγό –«Θα ζεστάνω τη μηχανή και θα το φέρω έξω στην πόρτα» της είχε πει γελώντας, καθώς φορούσε το φανελένιο πουκάμισό του. «Δεν θέλω να μου κρυώσεις περιμένοντας να ζεσταθεί το ρημάδι»–, η Κουίν στάθηκε ολομόναχη πάνω στη σκηνή, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της επειδή όλα είχαν πάει καλά, επειδή τα είχε καταφέρει μια χαρά και τώρα πια πίστευε πως όλα θα μπορούσαν να συμβούν. Η Ντάρλα θα γύριζε στον Μαξ, το έργο θα είχε μεγάλη επιτυχία, ο Μπιλ θα έβρισκε άλλη, κι αυτή με τον Νικ θα βουτούσαν αιώνια στο καυτό, υγρό τούνελ. Σήκωσε την τσάντα της και βγήκε με καρδιοχτύπι να τον συναντήσει στο σκοτεινό πάρκινγκ. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και μετά την έλεγξε για να βεβαιωθεί ότι είχε κλείσει. Αν το αγόριδιευθυντής την έβρισκε ανοιχτή, θα γινόταν… «Πρέπει να μιλήσουμε» είπε ο Μπιλ πίσω της.
15
και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως όλα πήγαιναν καλά, πως ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος διατηρούνταν ανέπαφος, αλλά χωρίς επιτυχία. Η δημοκρατία του είχε μετατραπεί σε θεοκρατία, ωστόσο δεν του καιγόταν καρφί. Κάποια στιγμή την ώρα που πηδούσε την Κουίν στα όρθια, πάνω σ’ έναν τοίχο, την ώρα που οι σκέψεις του είχαν χάσει τον ειρμό τους και σκεφτόταν μόνο ότι επρόκειτο για εκπληκτικό σεξ, άκουσε την Κουίν να μουρμουρίζει «εκεί, ναι, εκεί», ψιθυρίζοντας ξέπνοα το όνομά του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Νικ συνειδητοποίησε ότι η Κουίν τον είχε δεχτεί δίχως όρους, ότι του είχε δοθεί με αυταπάρνηση, ότι τον κοίταζε στα μάτια, και τότε κατάλαβε ότι η Κουίν, η γυναίκα την οποία ποθούσε, και η Κουίν, η γυναίκα την οποία αγαπούσε, ήταν ένα και το αυτό. Αποκεί και πέρα οι σκέψεις του βραχυκύκλωσαν και αφοσιώθηκε στο να της κάνει έρωτα. Κακά μαντάτα, σκεφτόταν τώρα, πιο πολύ από συνήθεια, αλλά αισθανόταν τόσο χαρούμενος, ώστε θα ήταν αδύνατον να νιώσει κατάθλιψη. Το γεγονός ότι την είχε κρατήσει στην αγκαλιά του, ότι την αγαπούσε, ότι τη χρειαζόταν, ότι ήταν δική του, όλα αυτά μαζί συνιστούσαν μια συγκλονιστική εμπειρία, την οποία σκόπευε να γεύεται με κάθε ευκαιρία. Αιωνίως. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα τα πήγαινε καλά στην αποψινή δοκιμασία. «Μην τα θαλασσώσεις» είπε στον εαυτό του. «Μην τα θαλασσώσεις». Φυσικά, η Κουίν διατηρούσε τις επιφυλάξεις της. «Με απογοήτευσες τρεις φορές», του είχε πει, επομένως, όταν θα καθόταν πλάι του στο φορτηγό, ο Νικ θα έπρεπε να την καθησυχάσει και να της δώσει να καταλάβει ότι δεν θα την πήγαινε για πίτσα. Όταν η Κουίν θα έμπαινε στο φορτηγό, θα της έλεγε ότι την αγαπούσε. Όχι, όχι, δεν θα μπορούσε να διαλέξει χειρότερη χρονική στιγμή για να της το πει, αμέσως μετά το σεξ. Η Κουίν δεν θα τον πίστευε – ειδικά μετά το καψόνι της προηγούμενης φοράς. Άσε που δεν θα έτρωγαν ποτέ ξανά πίτσα. Χάθηκε ο κόσμος να της είχε πει: «Πάμε να φάμε μπρόκολο;». Αφού, λοιπόν, εκείνο το βράδυ δεν ήταν η κατάλληλη περίσταση, θα της το έλεγε την επομένη. Το επόμενο βράδυ, όταν θα τελείωναν τη δουλειά στο θέατρο, θα την πήγαινε στο σπίτι του και, προτού κάνουν σεξ, θα της το έλεγε. Όχι, δεν του άρεσε ούτε αυτό το σενάριο. Η Κουίν θα το έβλεπε σαν κόλπο για να τη ρίξει στο κρεβάτι. Εκτός αν της το έλεγε και μετά δεν πλάγιαζαν μαζί… Ανοησία. Ο ΝΙΚ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΦΟΡΤΗΓΟ
Ο Νικ απέρριψε όλα τα σχέδια. Κατά βάθος δεν ήθελε να της το πει, λέγονται αυτά τα πράγματα; Γι’ αυτό οι άντρες στέλνουν λουλούδια. Ιδού η λύση, θα της έστελνε κι άλλες ζέρμπερες. Θα της το έγραφε σε κάρτα. Όχι, αδύνατον. Λοιπόν, πρώτα έπρεπε να συνηθίσει ο ίδιος την ιδέα και μετά να της μιλήσει. Ουφ, διάβολε, τελικά δεν θα της το έλεγε ποτέ. Ίσως η Κουίν να το μάντευε. Αν έμενε μαζί της τη νύχτα, ίσως η Κουίν να το καταλάβαινε. Αλλά τότε θα έπρεπε να μείνει όντως μαζί της τη νύχτα. Ο Νικ δαγκώθηκε, αλλά μετά τη είδε νοερά φωλιασμένη στην αγκαλιά του, προστατευμένη και ασφαλή, είδε νοερά τον εαυτό του να την αγκαλιάζει, να την αγαπάει, να νιώθει πάνω του το ζεστό κορμί της όλη νύχτα, να ξυπνάει δίπλα της, να μην είναι αναγκασμένος να περιμένει για να την αγκαλιάσει ξανά, και τότε σταμάτησε να δαγκώνεται και είπε μέσα του πως όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Θα ξυπνούσε απλώς πολύ νωρίς. Όλα θα πήγαιναν καλά. Έβαλε μπρος το φορτηγό. Και τι θα της πω όταν καθίσει δίπλα μου; αναρωτήθηκε και έσβησε ξανά τη μηχανή για να το σκεφτεί.
Ο Μπιλ τη βρήκε χλωμή. Χλωμή, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, προφανώς ήταν άρρωστη και χρειαζόταν τη φροντίδα του. «Έλα σπίτι» της είπε κι εκείνη κούνησε γελώντας το κεφάλι, όμως το γέλιο της ηχούσε παράξενο. «Με τρόμαξες» ψέλλισε η Κουίν και προσπάθησε ξανά να γελάσει. Λάθος. Λάθος. Ο Μπιλ άρχισε να νιώθει ξανά τις σφυριές μέσα στο κεφάλι του. «Μπιλ, δεν έχεις ιδέα πόσο κουρασμένη είμαι». Η Κουίν τραβήχτηκε. «Μου είναι αδύνατον να μιλήσω τώρα». «Έλα σπίτι» επανέλαβε και προσπάθησε να την πιάσει από το χέρι, αλλά εκείνη το τράβηξε απότομα, λες και ήταν μολυσμένος, όμως όχι, δεν είχε τίποτα. «Μπιλ, είμαι κουρασμένη». Προσπάθησε να τον παρακάμψει, αλλά της έκοψε τον δρόμο κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της, χωρίς να την ακουμπήσει, θέλοντας απλώς να την εμποδίσει να φύγει. «Έλα σπίτι» της είπε πάλι. «Μπορούμε να μιλήσουμε». «Δεν θέλω να μιλήσουμε, Μπιλ» – η φωνή της έγινε άχρωμη ξανά, τέρμα οι προσποιήσεις, ο Μπιλ είχε καταλάβει ότι το γέλιο ήταν ψεύτικο, και τώρα εκείνη του έλεγε ότι δεν ήθελε, σαν να μην του είχε καμία υποχρέωση, σαν να μην ήταν υπαίτια για… «Εγώ θέλω» της είπε και την πλησίασε περισσότερο, απολαμβάνοντας το ανήσυχο ύφος της, καθώς η Κουίν οπισθοχωρούσε –επιτέλους τον πρόσεχε!–, και συνέχισε να την πλησιάζει όλο και περισσότερο, ώσπου βρέθηκε παγιδευμένη, με την πλάτη στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου. Τώρα θα του μιλούσε, να πάρει η οργή! «Σταμάτα». Η Κουίν τέντωσε τα χέρια μπροστά για να τον απομακρύνει. «Σταμάτα. Άσε τις ανοησίες». Τον έσπρωξε μαλακά κι αυτός εξοργίστηκε – ακούς εκεί, να τον σπρώχνει! Όμως την ίδια στιγμή
ένιωσε να την ποθεί, έτσι όπως τον άγγιζε, μα αυτό ήταν λάθος, το ζητούμενο δεν ήταν το σεξ, και όταν εκείνη προσπάθησε να τον παρακάμψει, τη σταμάτησε πιάνοντάς την από τον καρπό. Και τότε αυτή το βούλωσε, κατάλαβε ότι ο Μπιλ δεν αστειευόταν· τούτη τη φορά θα τον άκουγε. «Πες μου μονάχα τι λάθος έκανα, για να το διορθώσω και να επιστρέψεις κοντά μου». Ο Μπιλ άκουσε την ίδια του τη φωνή κι ήταν αγνώριστη, βαριά, λες και κάτι του έφραζε τον λαιμό. Έτσι ακούγονται οι άνθρωποι που είναι έτοιμοι να κλάψουν, συλλογίστηκε. «Δεν έκανες τίποτα λάθος». Η Κουίν προσπάθησε να απαγκιστρωθεί, αλλά εκείνος την κράτησε πιο σφιχτά νιώθοντας να συνθλίβονται τα λεπτά κόκαλα των καρπών της, την είδε να κρατάει την ανάσα της, να μορφάζει από τον πόνο. Τώρα θα με ακούσεις, είπε μέσα του και μετά σκέφτηκε να τη σπρώξει πάνω στον τοίχο, να πέσει πάνω της, μόνο και μόνο για να τη νιώσει ξανά πάνω του, μόνο και μόνο για να… «Μπιλ, άφησέ με». Το βλέμμα της ήταν αγριεμένο, το πρόσωπό της δεν είχε την έκφραση που επιθυμούσε ο Μπιλ. «Κανένας δεν φταίει. Απλώς δεν ταιριάζαμε». Η φωνή της έτρεμε ελαφρώς, κι όταν εκείνος το αντιλήφθηκε, της έσφιξε τους καρπούς πιο δυνατά. Έδειχνε φοβισμένη, τώρα τον πρόσεχε στ’ αλήθεια, τώρα μπορούσε επιτέλους να της μιλήσει. «Άφησέ με» του είπε κι αυτός αντιλήφθηκε την προσπάθειά της να διατηρήσει την ψυχραιμία της, έτσι ήταν η Κουίν του, ήξερε να αντιμετωπίζει κάθε δυσκολία, ήξερε όλα να τα διορθώνει· όλα, εκτός από τούτο δω. Αυτή τη φορά, ο έλεγχος είχε περάσει στα χέρια του. Καθώς η Κουίν αγωνιζόταν να του ξεφύγει, ο πόθος του φούντωσε ξανά, ένιωσε την ανάγκη να τη σπρώξει, να πέσει πάνω της, πάνω στο μαλακό σώμα που υποτίθεται ότι ήταν δικό του, δικό του… «Μπιλ, μη γίνεσαι γελοίος» του είπε κοφτά. «Με πονάς». Αφού δεν κάθεσαι να με ακούσεις διαφορετικά, ήθελε να της πει, αλλά δεν έπρεπε να χάσει χρόνο, έπρεπε να την αναγκάσει να δει… «Σε τι δεν ταιριάζαμε;» τη ρώτησε. «Μου οφείλεις μια απάντηση, τι ήταν πια τόσο χάλια ώστε να θελήσεις να με αφήσεις; Πες μου μονάχα αυτό». «Μπιλ, δεν μου αρέσει αυτό που κάνεις». Η Κουίν προσπάθησε να μιλήσει με φωνή σταθερή, ήταν φανερό ότι κατέβαλλε σκληρή προσπάθεια, παρ’ όλα αυτά η φωνή της τρεμούλιασε. Ωραία, σκέφτηκε εκείνος, ήταν ωραίο να υποφέρει κάποιος άλλος και όχι πάντα αυτός, ήταν ωραίο που η Κουίν αντιλαμβανόταν επιτέλους ποιος έκανε κουμάντο. «Άφησέ με» του είπε, κι ένα ζεστό κύμα τον πλημμύρισε, γιατί δεν είχε σκοπό να την αφήσει· η Κουίν ήταν άτυχη. «Κι εμένα δεν μου αρέσει να σ’ αφήνω». Ο Μπιλ μιλούσε με δυσκολία, ο λαιμός του είχε σχεδόν κλείσει. Ήθελε να την κάνει να καταλάβει, να την αναγκάσει να καταλάβει πόσο μεγάλο ήταν το λάθος της να τον αφήσει μόνο σ’ εκείνο το διαμέρισμα που έμοιαζε με τάφο. Την έσπρωξε ξανά πάνω στον τούβλινο τοίχο, τραντάζοντάς τη με κάθε του λέξη για να την αναγκάσει να καταλάβει. «Δεν μου αρέσει να γυρίζω σπίτι και να μη σε βρίσκω εκεί». Όπως δεν του άρεσε να την κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο, αποκλεισμένος από τη ζωή της. Όχι, το λάθος ήταν δικό της. Την τράβηξε προς το μέρος του και έπειτα την κοπάνησε στον τοίχο, πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Δεν μου αρέσει να μην μπορώ να σε βλέπω. Δεν μου αρέσει που δεν με κοιτάζεις, που μου συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχω καν, επομένως και οι δύο αντιμετωπίζουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν». «Φεύγω». Η Κουίν προσπάθησε να τραβήξει απότομα τους καρπούς, αλλά ο Μπιλ δεν αστειευόταν πλέον,
αρκετά είχε ανεχτεί, κι έτσι την τράβηξε κοντά του και μετά την κοπάνησε με δύναμη στον τοίχο για να την αναγκάσει να ακούσει. Το κεφάλι της χτύπησε στα τούβλα, κι εκείνη ξεφώνισε και δάκρυσε από τον πόνο, ναι, τον πόνο, εκείνος ήξερε καλά τι θα πει πόνος, γι’ αυτό το χάρηκε. Ζούληξε τους καρπούς της πάνω στον τοίχο, ακινητοποιώντας το κεφάλι της ανάμεσα στα δυο του χέρια, κι έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της, για να την υποχρεώσει να τον κοιτάξει. «Έκανα τα πάντα για σένα, ήμουν αυτός που χρειαζόσουν κι εσύ με άφησες εξαιτίας του βρομόσκυλου. Ήσουν ευτυχισμένη μαζί μου». «Μπιλ…» την άκουσε να λέει πνιχτά. «Ήσουν» της είπε «ήσουν, ήσουν, ήσουν…» Κάθε φορά που πρόφερε τη λέξη, κοπανούσε τους καρπούς της πάνω στα τούβλα κι ένιωθε ικανοποίηση βλέποντας τον μορφασμό του πόνου στο πρόσωπό της, ενώ κάθε φορά που εκείνη μόρφαζε, η ανάσα του έβγαινε όλο και πιο λαχανιασμένη, ο Μπιλ χαιρόταν που τον πρόσεχε, ένιωθε περίφημα, πραγματικά περίφημα, αλλά όταν την τράβηξε ξανά πάνω του για να τη σπρώξει πάλι στον τοίχο, αυτή ρίχτηκε στο πλάι προσπαθώντας να του ξεφύγει. «Μη!» της φώναξε και την άδραξε απ’ το πουκάμισό της, αλλά αυτή δεν στάθηκε, του ξέφυγε κι άρχισε να τρέχει μακριά του, κουτσαίνοντας, παραπατώντας, τρέχοντας γυμνή στο σκοτάδι, κι αυτός έμεινε με το πουκάμισό της στο χέρι, λάθος, μέγα λάθος... «Να πάρει ο διάολος!» φώναξε και πετώντας το πουκάμισο την κυνήγησε για να την πάρει πίσω, δεν ήταν δυνατόν να την αφήσει να του φύγει, δεν θα την άφηνε να του φύγει ποτέ ξανά. Με τρεις δρασκελιές, την πρόλαβε και την άρπαξε από το γυμνό μπράτσο νιώθοντας τη ζεστή σάρκα κάτω από τα δάχτυλά του καθώς την τραβούσε πίσω φωνάζοντας: «Σταμάτα να μου το σκας». Τη γύρισε απότομα προς το μέρος του –ήταν γυμνή, σχεδόν ολόγυμνη, φορούσε ένα από εκείνα τα φανταχτερά σουτιέν, ένα φρικαλέο ροζ, το στήθος της ήταν υπέροχα σφαιρικό, άπλωσε το χέρι του, ήθελε να μπήξει τα δάχτυλά του μέσα της– κι εκείνη ούρλιαξε και του έριξε μια κλοτσιά στο γόνατο. Ο Μπιλ ένιωσε μια σουβλιά πόνου, το γόνατό του λύγισε κι αυτός σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο, ενώ η Κουίν τού ξέφυγε και άρχισε να τρέχει πάλι παραπατώντας. Ο Μπιλ πετάχτηκε πάνω και την κυνήγησε, αλλά εκείνη τη στιγμή ένα φορτηγό έστριψε στη γωνία κι αυτός ούρλιαξε βουβά «Όχι», γιατί το φορτηγό έκοψε ταχύτητα.
«Νικ!» ούρλιαξε η Κουίν νιώθοντας τον λαιμό της να σκίζεται. Το φορτηγό σταμάτησε κοντά της κι εκείνη όρμησε στην πόρτα, τη στιγμή που ο Νικ τής άνοιγε από μέσα. Ο Μπιλ την άρπαξε ξανά από πίσω, τραβώντας απότομα το μπράτσο της, κι εκείνη ήθελε να φωνάξει, προσπαθώντας συγχρόνως να πιαστεί από την πόρτα, από το χέρι του Νικ, έπρεπε πάση θυσία να πάει κοντά του, να νιώσει ασφαλής, να γλιτώσει από τούτη την τρέλα που την καταδίωκε. «Χριστέ μου!» Ο Νικ τεντώθηκε πάνω από το κάθισμα την ώρα που η Κουίν άπλωνε το χέρι να πιαστεί. «Άφησέ τη!» Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε μέσα στην καμπίνα, παρασέρνοντας μαζί τον Μπιλ στο άνοιγμα της πόρτας. Έτσι όπως την τραβούσαν ο καθένας προς τη μεριά του, οι ώμοι της πονούσαν. Αρπάχτηκε από τον Νικ με όλες τις δυνάμεις της, μπήγοντας τα νύχια στην παλάμη του, γέρνοντας προς το μέρος του, προσπαθώντας να γίνει ξανά κομμάτι του εαυτού του, ώστε ο Μπιλ να μην
μπορεί να την τραβήξει πίσω. «Μη μ’ αφήσεις» είπε ξέπνοα στον Νικ. «Μη φοβάσαι» την καθησύχασε. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό έτσι όπως έγερνε προς το μέρος της πιέζοντάς την πάνω στο κάθισμα με τον ώμο του, προστατεύοντάς τη με το βάρος του κορμιού του. Κοίταξε τον Μπιλ με ύφος βλοσυρό. «Μπιλ, άφησέ τη». Αντιλαμβανόμενη ότι ο Νικ ετοιμαζόταν να κατεβεί από το φορτηγό, η Κουίν τον κράτησε με δύναμη. «Μη» του είπε. «Μη μ’ αφήσεις». «Πρέπει να μιλήσουμε» είπε ο Μπιλ εξακολουθώντας να την τραβάει προς το μέρος του. «Απλώς να μιλήσουμε. Είναι κάτι που αφορά εμένα κι αυτή, Νικ. Μην ανακατεύεσαι». Η φωνή του ήταν βαριά από την ένταση και την οργή. Η Κουίν κυριεύτηκε από ένα κύμα ναυτίας· πρώτη φορά άκουγε τον Μπιλ να μιλάει έτσι. Το γεγονός ότι είχε μπει παράνομα στο σπίτι της ήταν πράξη εκδικητική, αλλά αυτό εδώ ήταν καθαρή τρέλα. «Δώσ’ τη μου» φώναξε ο Μπιλ στον Νικ, και η Κουίν πανικοβλήθηκε. «Μη μ’ αφήσεις» είπε στον Νικ τρομαγμένη, γαντζωμένη πάνω του. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να έκανε ο Νικ. «Μη μ’ αφήσεις. Μη μ’ αφήσεις». Εκείνος πήρε βαθιά εισπνοή και τράβηξε το χειρόφρενο με το ελεύθερο χέρι. Έπειτα πέρασε αποπάνω της, σπρώχνοντάς τη με τον γοφό του προς τη μεριά του οδηγού, και η Κουίν βρέθηκε σχεδόν ξαπλωμένη πάνω στο κάθισμα, επειδή ο Μπιλ εξακολουθούσε να την τραβάει από τον καρπό. Ο Νικ έγειρε πάνω στο μπράτσο της κρύβοντάς της εντελώς τη θέα του Μπιλ –το κορμί του ήταν βράχος ακλόνητος, η άγκυρά της, η τελευταία ελπίδα της–, προσπαθώντας να χαλαρώσει τα δάχτυλα του Μπιλ που έσφιγγαν το μπράτσο της. «Μπιλ, την πονάς» είπε με ήρεμη απειλητική φωνή, και αυτός επιτέλους την άφησε. Η Κουίν έκλαψε σχεδόν από ανακούφιση. Σταυρώνοντας τα μπράτσα, τα έτριψε με τα χέρια της για να απαλύνει τον πόνο στους καρπούς και στους ώμους. Είχε μείνει με το σουτιέν της και ένιωθε γυμνή και εκτεθειμένη. Το πουκάμισό της βρισκόταν πεταμένο κάπου στο πεζοδρόμιο, μαζί με όλα όσα ήξερε μέχρι σήμερα για τον εαυτό της και για τον κόσμο. Αυτό που της συνέβαινε δεν το χωρούσε ο νους της. Ποτέ κανείς δεν την είχε πληγώσει. Ποτέ δεν είχε φοβηθεί τόσο πολύ. Η Κουίν δεν έχανε ποτέ την αυτοκυριαρχία της, ήταν μια γυναίκα υπεύθυνη που ήξερε να λύνει όλα τα προβλήματα, ήταν… «Μην μπαίνεις ανάμεσά μας, Νικ». Ο Μπιλ στεκόταν πολύ κοντά και εμπόδιζε με το σώμα του τον Νικ να κλείσει την πόρτα. «Ξέρω ότι είσαι καλός φίλος, αλλά το θέμα είναι σοβαρό. Μη με αναγκάσεις να την πάρω με το ζόρι». Η φωνή του ήταν πολύ ήρεμη. Πάει, το έχασε εντελώς, συλλογίστηκε η Κουίν. Στο εξής ο Μπιλ θα ήταν ικανός για οποιαδήποτε τρέλα, πιστεύοντας ότι είχε δίκιο. Θα μπορούσε να την πληγώσει. Να τη σύρει έξω διά της βίας, απλώς και μόνο επειδή πίστευε ότι του ανήκε. «Άκου πώς έχουν τα πράγματα, Μπιλ» είπε ο Νικ με εξίσου ήρεμη φωνή. Η Κουίν κατάλαβε ότι, παρά την επιφανειακή ηρεμία του, μέσα του κόχλαζε η οργή και πάλευε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Σίγουρα μπορείς να ασκήσεις βία για να με βγάλεις απ’ τη μέση, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις και συγχρόνως να σύρεις έξω την Κουίν. Ενόσω εμείς οι δύο θα πλακωνόμαστε, εκείνη
θα προλάβει να κλειδωθεί μέσα στο αμάξι και να καλέσει από το κινητό την Άμεση Δράση. Αποκεί και πέρα, θα κληθείς να εξηγήσεις στον Φρανκ Άτσιτι γιατί η Κουίν είναι τόσο ταραγμένη και γιατί εγώ αιμορραγώ. Μην ξεχνάς ότι ο Φρανκ έχει ήδη αρκετές υποψίες σε βάρος σου. Η δεύτερη λύση είναι να με αφήσεις να τη γυρίσω στο σπίτι της, και αύριο να το κουβεντιάσουμε για να δούμε τι σκατά συμβαίνει. Διάλεξε». Ο Μπιλ έμοιαζε με ταύρο σε υαλοπωλείο, αλλά όταν κοίταξε στα μάτια την Κουίν πάνω από τον ώμο του Νικ και την είδε να τρέμει, η έκφρασή του άλλαξε. «Μην κλαις» της είπε. «Θέλω απλώς να μιλήσουμε». «Αργότερα» είπε εκείνη για να τον καθησυχάσει. «Πολύ αργότερα» – Σε μισώ. Δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου. Εύχομαι να ψοφήσεις. «Τώρα θα τη γυρίσω σπίτι» είπε ο Νικ. «Κάνε πίσω για να κλείσω την πόρτα». Ο Μπιλ στάθηκε ασάλευτος για ένα λεπτό, το πιο ατελείωτο λεπτό που είχε βιώσει ποτέ η Κουίν. Έπειτα οπισθοχώρησε, και ο Νικ έκλεισε την πόρτα και έβαλε την ασφάλεια. «Χριστέ μου, τι ήταν αυτό το πράγμα;» είπε και γύρισε να την αγκαλιάσει. Εκείνη έγειρε στην αγκαλιά του κολλώντας πάνω του, αναζητώντας τη ζεστασιά και την προστασία του. «Είμαι εντάξει» τον διαβεβαίωσε. «Δεν με πείθεις. Μόλις σε πλήγωσε ένας άνθρωπος τον οποίο αγαπούσες μέχρι πρόσφατα». Την έσφιξε πάνω του, κι εκείνη κρατήθηκε από το πουκάμισό του και έκλαψε –δεν το ήθελε, σχεδόν δεν κατάλαβε πώς της συνέβη– κι αυτός την κράτησε στην αγκαλιά του μέχρι να ηρεμήσει. «Πήγαινέ με σπίτι» του είπε με το στόμα κολλημένο στο πουκάμισό του. «Πάρε με αποδώ». Ο Νικ τη φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα έβγαλε το φανελένιο πουκάμισό του, την τύλιξε και σκαρφάλωσε αποπάνω της για να καθίσει στη θέση του οδηγού. Η Κουίν πήρε βαθιά, αγχωμένη ανάσα και γύρισε για να δέσει τη ζώνη της. Από το τζάμι είδε τον Μπιλ που τους κοίταζε κρατώντας το πουκάμισό της. «Πάρε με αποδώ» επανέλαβε. «Χριστέ μου» μουρμούρισε ο Νικ κοιτάζοντας πάνω απ’ τον ώμο της και πάτησε τέρμα το γκάζι για να απομακρυνθούν μια ώρα αρχύτερα.
Ο Νικ την πήγε στο σπίτι της, προσπαθώντας να μην τρέμει, προσπαθώντας να σκέφτεται λογικά, να είναι ήρεμος και να την παρηγορεί, τη στιγμή που το μόνο που επιθυμούσε ήταν να σκοτώσει τον Μπιλ. Όταν μπήκαν στην τραπεζαρία της, βρήκαν τον Μαξ και την Ντάρλα να κάθονται σιωπηλοί. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. «Τι σου συνέβη;» ρώτησε η Ντάρλα, βλέποντας το πρόσωπο της Κουίν. «Νικ, τι της;…» «Δεν το έκανε ο Νικ» την έκοψε η Κουίν. «Ήταν ο Μπιλ. Με άρπαξε διά της βίας. Βρίσκεται εκτός ελέγχου, τελείως εκτός ελέγχου». «Να ειδοποιήσουμε την αστυνομία» είπε η Ντάρλα. «Αμέσως» συμφώνησε ο Νικ. «Το σιχαίνομαι αυτό το πράγμα». Η Κουίν σωριάστηκε σε μια καρέκλα. «Το σιχαίνομαι! Γιατί δεν το παίρνει απόφαση, γιατί δεν μ’ αφήνει ήσυχη;»
Ακούμπησε το κεφάλι στο τραπέζι, και η Ντάρλα έτρεξε να σταθεί πίσω της χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά. Ο Νικ αισθανόταν χάλια. «Δεν φταις εσύ» προσπάθησε να την καθησυχάσει η Ντάρλα. «Είναι τρελός». «Θα καλέσουμε αμέσως την αστυνομία» είπε ο Νικ, που δεν μπορούσε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια, αλλά η Κουίν σήκωσε το κεφάλι. «Όχι τώρα». «Κουίν!» διαμαρτυρήθηκε ο Νικ. «Δώσ’ της πέντε λεπτά καιρό» παρενέβη η Ντάρλα. «Στην κατάστασή της, δεν είναι σε θέση να μιλήσει σε κανέναν». «Τι μας λες;» Ο Μαξ πετάχτηκε όρθιος, εξίσου τσιτωμένος με τον Νικ. «Κι αν αυτός ο παράφρονας την καταδιώξει; Όχι, ο Νικ πρέπει να τηλεφωνήσει αμέσως στην αστυνομία». «Δεν πρόκειται να έρθει εδώ» είπε η Κουίν με φωνή κουρασμένη, και ο Νικ ήθελε να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει, να της πει ότι θα την προστάτευε, ότι… «Εξάλλου, είναι εδώ ο μπαμπάς και η Ντάρλα…» «Την Ντάρλα ξέχνα την» είπε ο Μαξ. «Αυτό ήταν». Έπειτα στράφηκε στην Ντάρλα και πρόσθεσε: «Ξέρω ότι θέλεις να περιμένεις μέχρι το Σάββατο, αλλά ήρθε η ώρα να γυρίσεις σπίτι. Δεν θα σ’ αφήσω εδώ όσο αυτός ο τρελάρας κυκλοφορεί ελεύθερος». Η Ντάρλα κούνησε το κεφάλι σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά της. «Πώς είναι δυνατόν να αφήσω την Κουίν; Ο Μπιλ…» «Ας έρθει να μείνει μαζί μας» αντέτεινε ο Μαξ, ενώ την ίδια στιγμή ο Νικ πέταξε: «Θα μείνω εγώ με την Κουίν». «Ή μπορεί να μείνει ο Νικ μαζί της» πρόσθεσε ο Μαξ αδράχνοντας την ευκαιρία. «Όμως εσύ δεν θα μείνεις εδώ. Είναι επικίνδυνο». «Αν είναι επικίνδυνο, τότε ένας λόγος παραπάνω να μην την αφήσω μόνη» απάντησε η Ντάρλα πεισμωμένη αλλά με φωνή αβέβαιη. «Ο Νικ δεν θα μείνει, τον ξέρεις…» «Ε!» διαμαρτυρήθηκε ο Νικ θιγμένος και συγχρόνως κυριευμένος από ενοχή. Και βέβαια θα έμενε. Ομολογουμένως δεν του άρεσε να ξενοκοιμάται, αλλά τώρα το πράγμα διέφερε. Θα έμενε. Θα έμενε τουλάχιστον μέχρι να τιμωρηθεί ο Μπιλ και να μπει φυλακή. «…και άλλωστε δεν μπορώ να την αφήσω μόνη» ολοκλήρωσε την πρότασή της η Ντάρλα. «Δεν πειράζει…» άρχισε να λέει η Κουίν, αλλά ο Μαξ τη διέκοψε. «Τέρμα οι βλακείες, θα φύγεις» είπε και βουτώντας την Ντάρλα τη φόρτωσε στον ώμο του. «Για στάσου μια στιγμή!» φώναξε η Ντάρλα και πάλεψε για να ελευθερωθεί. «Δεν είναι καλή ιδέα» είπε ο Νικ στον Μαξ μέσ’ απ’ τα δόντια, ωστόσο του άνοιξε την πόρτα και ο Μαξ την κουβάλησε έξω. «Είπα “στάσου μια στιγμή”!» διαμαρτυρήθηκε η Ντάρλα, καθώς έβγαιναν στη βεράντα. «Μη βιαστείτε να γυρίσετε» τους φώναξε ο Νικ και έκλεισε την εξώπορτα, ενώ στη συνέχεια στηρίχτηκε πάνω της και την κλείδωσε. Η Κουίν σηκώθηκε με ύφος σφιγμένο. «Είναι η καλύτερη φίλη μου. Δεν του το επιτρέπω».
«Κι όμως… Είσαι το ίδιο ευχαριστημένη όπως εγώ που έσμιξαν πάλι. Έλα τώρα…» είπε ο Νικ πλησιάζοντάς την. «Ίσως ήταν νωρίς» αντιγύρισε η Κουίν. «Η Ντάρλα δεν φαινόταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένη. Όπως κι εγώ δεν ενθουσιάστηκα με τα καμώματα του Μπιλ». Ο Νικ κοντοστάθηκε, φανερά ενοχλημένος από τη σύγκριση. «Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ο Μαξ είναι ο άντρας της». «Δεν είμαι τόσο σίγουρη». Η Κουίν μπήκε κουτσαίνοντας στο σαλόνι και σωριάστηκε στον καναπέ. «Δεν είμαι πια σίγουρη για τίποτα». Έτριψε τον αστράγαλό της. «Ο Μπιλ δεν ήταν ποτέ έτσι, ποτέ δεν ήταν κτητικός ούτε βίαιος. Άλλαξε. Ίσως να άλλαξε και ο Μαξ». «Το ελπίζω». Ο Νικ την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της. «Γι’ αυτό δεν τον άφησε η Ντάρλα; Εσείς δεν αναζητούσατε μια αλλαγή;» «Όχι τέτοιου είδους» απάντησε η Κουίν. «Δεν τον καταλαβαίνω καθόλου τον Μπιλ». Φαινόταν κουρασμένη, μπερδεμένη και πληγωμένη. Ο Νικ αισθάνθηκε άσχημα. «Εγώ τον καταλαβαίνω. Είναι κόπανος, πρέπει να ειδοποιήσουμε αμέσως την αστυνομία, ωστόσο τον καταλαβαίνω. Πιστεύει ότι του ανήκεις». «Μα του έχω πει…» «Κι εμένα μου είπες, αλλά δεν έφυγα». Ο Νικ κάθισε πλάι της στον καναπέ και πήρε το χέρι της στο δικό του, προσπαθώντας να της εξηγήσει πώς είχαν τα πράγματα προκειμένου να τη βγάλει από τη σύγχυσή της. «Εδώ και δυο εβδομάδες σε περίμενα, σε παρακολουθούσα, ήξερα ότι θα γυρίσεις κοντά μου, επειδή μου ανήκεις. Κάθε άντρας το ίδιο πιστεύει για τη γυναίκα που αγαπάει». Ακούγοντας τη λέξη «αγαπάει», η Κουίν αναπήδησε ξαφνιασμένη. Ο Νικ την αγνόησε και συνέχισε: «Γι’ αυτό σε αιχμαλώτισα στον τοίχο, έπειτα από δυο εβδομάδες μακριά σου. Σε πήρα πίσω». Καθώς μιλούσε, τον κατέκλυσε ένα ζεστό κύμα. Την ήθελε ξανά, ήθελε να την πάρει ξανά με τον ίδιο τρόπο, ήθελε να του δοθεί ξανά, αλλά τότε η Κουίν έκλεισε τα μάτια κι αυτός ένιωσε απαίσια. «Λυπάμαι». «Εγώ καθόλου». Ανοίγοντας τα μάτια, τον κοίταξε επίμονα. «Μόλις θυμήθηκα πόσο υπέροχα ερωτικό ήταν αυτό που ζήσαμε. Πολιτικά ανορθόδοξο, αναμφίβολα, αλλά απίστευτα ερωτικό». Ο Νικ ήθελε να την ξαπλώσει επιτόπου στον καναπέ, αλλά συγχρόνως ένιωσε ενοχή. Αρκετά είχε περάσει η Κουίν εκείνο το βράδυ. Παρ’ όλα αυτά, την ήθελε. «Ξέρω ότι δεν ήταν σωστό, αλλά έτσι ένιωθα. Καθώς σε κοίταζα από πίσω να διασχίζεις τη σκηνή, σκέφτηκα: Είναι δική μου. Σε είδα να τεντώνεσαι για να πιάσεις το δοχείο της μπογιάς από τη Θία και, καθώς το πουκάμισό σου μισάνοιξε, σκέφτηκα: Είναι δική μου. Ακούω τη φωνή σου, το γέλιο σου, κοιτάζω τα μάτια, τα χείλη σου και σκέφτομαι: Είναι δική μου. Ακόμα κι όταν με αρνήθηκες, ήσουν δική μου. Είναι φύσει αδύνατο να το ξεπεράσω. Ό,τι κι αν μου πεις, δεν θα μου αλλάξεις γνώμη. Κάθε σου κίνηση μου ανήκει. Το ξέρω ότι δεν είναι σωστό, μα δεν δίνω δεκάρα». «Ε…» «Και το πρόβλημα είναι ότι ο Μπιλ δεν αντιλαμβάνεται καν το σφάλμα του. Σκέφτεται απλώς ότι είσαι δική του και ότι δεν είσαι μαζί του». «Δηλαδή δεν θα παραδεχτεί ποτέ την αλήθεια;» «Θα την παραδεχτεί, αλλά θα χρειαστεί βοήθεια. Η απλή συζήτηση δεν ωφελεί. Δεν ξέρω με ποιον
τρόπο θα το ξεπεράσει, όμως θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από το να του πεις: “Μπιλ, εμείς οι δύο τελειώσαμε”. Αν το έλεγες σ’ εμένα, δεν θα το πίστευα. Είσαι δική μου. Όπως ακριβώς η Ντάρλα ανήκει στον Μαξ». Ο Νικ σκέφτηκε προς στιγμήν τον Μαξ που μόλις είχε απαγάγει τη γυναίκα του. «Ελπίζω, δηλαδή». «Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ καθαρά αυτή τη στιγμή». Η Κουίν έπεσε πίσω στον καναπέ. «Ξέρω ότι δείχνω αδύναμη, αλλά θα το αντιμετωπίσω αύριο. Αρκετά τράβηξα απόψε». «Να σου φέρω λίγο πάγο για τον αστράγαλο, προτού τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία;» ρώτησε ο Νικ, μα εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι. Δεν θέλω την αστυνομία. Δεν μπορώ να τους μιλήσω απόψε. Θα το κάνω αύριο, στον λόγο μου, μα όχι απόψε». Ο Νικ ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ξαφνικά πρόσεξε πόσο εξαντλημένη έδειχνε. Θα έμενε μαζί της και ο Μπιλ δεν θα την ενοχλούσε. «Εντάξει, λοιπόν, θα τους ειδοποιήσουμε αύριο το πρωί. Μου το υποσχέθηκες». «Αύριο» συμφώνησε εκείνη γνέφοντας καταφατικά. «Ωραία. Έλα, λοιπόν, κουτσό μου κορίτσι. Πάμε για ύπνο» της είπε τείνοντάς της το χέρι. «Θα μείνεις, στ’ αλήθεια;» Η Κουίν πήρε το χέρι του κι αυτός κοίταξε εξεταστικά τους γδαρμένους καρπούς της. Η φωνή της του φάνηκε σαν να ερχόταν από μακριά την ώρα που του έλεγε: «Ο μπαμπάς είναι πάνω. Δεν είσαι υποχρεωμένος να…» «Τι έπαθαν οι καρποί σου;» Η Κουίν κοίταξε τα χέρια της. «Α, ο Μπιλ τούς έτριψε πάνω στα τούβλα». «Αυτό ήταν» δήλωσε ο Νικ. «Θα σαπίσει στη φυλακή, το κάθαρμα…» «Δεν είναι τόσο άσχημα…» «Χέσ’ τον. Θα πάει φυλακή». Ο Νικ έσφιξε τα δόντια, αλλά βλέποντάς τη να ταράζεται, σώπασε. «Αύριο. Πού έχεις το φαρμακείο σου;» «Στην κουζίνα. Δεν πιστεύω ότι συνειδητοποίησε…» «Σκασίλα μου. Μου είναι αδιάφορο το τι συνειδητοποίησε. Θα πάει φυλακή» δήλωσε ο Νικ.
Η Ντάρλα έριξε μια κλεφτή ματιά στον Μαξ, καθώς το φορτηγάκι του σκαμπανέβαζε στον δρόμο. Η συμπεριφορά του δεν την είχε παραξενέψει, ωστόσο ο Μαξ δεν έλεγε να ανοίξει το στόμα, κι εκείνη αναζητούσε τρόπο για να τον κάνει να μιλήσει. Είχε ήδη δοκιμάσει το: «Η Κουίν με χρειάζεται», για να πάρει την απάντηση: «Έχει τον Νικ». Έτσι η Ντάρλα κατάπιε τη γλώσσα της και τώρα αναρωτιόταν πώς είχε μπλέξει έτσι. Είχε επιθυμήσει λίγη συγκίνηση στη ζωή της και να που την είχε αποκτήσει. Είχε λάβει δώρο μια ορχιδέα και είχε πέσει θύμα απαγωγής από τον ίδιο τον άντρα της. Αυτό από μόνο του είχε ενδιαφέρον, έστω κι αν επρόκειτο να γυρίσουν σπίτι, στα ίδια και στα ίδια… Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, παρατήρησε ότι δεν κατευθύνονταν προς το σπίτι. «Μαξ, πού πηγαίνουμε;» Εκείνος γύρισε και την κοίταξε βουβός, και τότε η Ντάρλα συνειδητοποίησε ότι είχαν φτάσει στις
παρυφές της κωμόπολης. Ο Μαξ πήρε απότομα μια δεξιά στροφή και μπήκε στον δρόμο του παλιού ντράιβ ιν. «Το μέρος είναι περιφραγμένο εδώ και χρόνια» του υπενθύμισε. «Μαξ, πρόσεχε!» Εκείνος συνέχισε να οδηγεί προς την αλυσίδα που έφραζε την είσοδο, κι όταν έπεσαν πάνω της, σπάζοντάς τη μαζί με το μπροστινό φανάρι, η Ντάρλα έκλεισε τα μάτια. Σίγουρα του είχε στρίψει. Ο Μαξ κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του περιφραγμένου χώρου, και προς στιγμήν εκείνη νόμισε ότι θα γκρέμιζαν και τον πίσω φράχτη, όπως είχαν κάνει με την αλυσίδα, αλλά την τελευταία στιγμή εκείνος έστριψε. Το φορτηγό έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και σταμάτησε στην τελευταία σειρά του σινεμά. «Είκοσι χρόνια είχα να το κάνω» είπε ο Μαξ με βαθιά ικανοποίηση. «Δεκαπέντε» τον διόρθωσε η Ντάρλα. Το ντράιβ ιν εκτεινόταν σ’ έναν χώρο τεσσάρων στρεμμάτων. Οι πάσσαλοι που σημάδευαν τις σειρές του χώρου στάθμευσης υψώνονταν σαν φαντάσματα. Τα μεγάφωνα έλειπαν, ενώ μερικά σπιράλ καλώδια κρέμονταν μετέωρα. Η οθόνη στο βάθος έμοιαζε πιο μικρή απ’ όσο τη θυμόταν η Ντάρλα, αλλά το παλιό κιόσκι ήταν όπως το θυμόταν, ένα παράπηγμα φτιαγμένο από τσιμεντόλιθους που έφτιαχνε το καλύτερο μπάρμπεκιου και είχε τις χειρότερες τουαλέτες του Τιμπέτ. Με τον Μαξ έρχονταν τακτικά στα δεκαεπτά τους, μωρά παιδιά, ουσιαστικά, θαμπωμένα από τη ζωή, από τη σχέση τους και προπάντων από το σεξ. Ίσως γι’ αυτό ο Μαξ την είχε φέρει εκεί, για να κάνουν ξανά σεξ στο μπροστινό κάθισμα. Δεν είναι κακή ιδέα, συλλογίστηκε κουρασμένα, αλλά θα ήταν προτιμότερο να γυρίσουν στο σπίτι, στο κρεβάτι τους. Μήπως εκεί δεν θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της; Γιατί λοιπόν να το αναβάλλουν; Ο Μαξ έσβησε τη μηχανή και ακουμπώντας πίσω στο κάθισμα γύρισε να την κοιτάξει. «Έχουμε περάσει εδώ αξέχαστες στιγμές». Της χαμογέλασε με νευρικότητα, όπως όταν ήταν πιτσιρικάς. «Θυμάσαι;» «Ναι» συμφώνησε η Ντάρλα. «Συναρπαστικές στιγμές». «Μμμ…» συγκατένευσε ο Μαξ, μην ξέροντας πώς να συνεχίσει, κι εκείνη τον λυπήθηκε· ο άνθρωπος της είχε χαρίσει ολόκληρη ορχιδέα, πώς ήταν δυνατόν να συνεχίσει να τον τυραννά; «Δεν πειράζει, Μαξ. Ξέρω ότι δεν γίνεται να το ξαναζήσουμε. Είσαι πολύ γλυκός που με έφερες εδώ για να θυμηθούμε τα παλιά». «Δεν κάνει τίποτα» είπε ο Μαξ ανασηκώνοντας τους ώμους με αμηχανία. Η φωνή του ακουγόταν ατάραχη, αλλά η στάση του, έτσι όπως κρατούσε το τιμόνι γεμάτος αβεβαιότητα, έκανε την καρδιά της να λιώσει. Μπορεί παλιά να της προκαλούσε ρίγη συγκίνησης σε τούτο δω το ντράιβ ιν, αλλά τώρα ήταν περισσότερο αξιαγάπητος. Η Ντάρλα συνειδητοποίησε πως, όταν χάνεται η έξαψη από μια σχέση, παίρνουν άλλα πράγματα τη θέση της. Μπορεί στο σχολείο ο Μαξ να ήταν ένα συναρπαστικό, γλυκό αγόρι, αλλά η Ντάρλα προτιμούσε χίλιες φορές τον σημερινό άντρα. Ο Μαξ γύρισε να την κοιτάξει και ξάφνου έχασε το κουράγιο του. «Λοιπόν; Τι νέα;» ρώτησε αμήχανα. «Πέρα από το γεγονός ότι ο Μπιλ επιτέθηκε στην Κουίν; Τίποτα το σπουδαίο» του αποκρίθηκε.
«Εσύ;» «Ε, να, έκανα μερικές αλλαγές». «Μάλιστα». Η Ντάρλα αναστέναξε. Τώρα στενοχωριόταν και για τους δυο τους. «Εντάξει, Μαξ. Παραιτούμαι. Θα γυρίσω σπίτι». «Δεν είναι ανάγκη να παραιτηθείς» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Πήρα μερικά ρίσκα. Διάβολε, έφτασα στο σημείο να βγω για φαγητό με την Μπάρμπαρα. Αυτό κι αν ήταν αλλαγή!» «Ναι, ενθουσιάστηκα» είπε η Ντάρλα ξερά. «Και το θεατρικό έργο; Πού το πας το θεατρικό έργο;» Ο Μαξ έμοιαζε σαν να αγωνιζόταν να σκεφτεί επιχειρήματα. Ήταν ολοφάνερο ότι προσπαθούσε, ο δύστυχος. «Μου αρέσει πολύ που συμμετέχω στις ετοιμασίες της παράστασης. Δεν μπορείς να πεις, είναι μεγάλη αλλαγή». Κούνησε το κεφάλι του μες στο μισοσκόταδο. «Και μαγειρεύω, σου είπα ότι μαγειρεύω;» συνέχισε κουνώντας ξανά το κεφάλι. «Ψωνίζω και μαγειρεύω. Και τα καταφέρνω αρκετά καλά». «Δεν εκπλήσσομαι». Η Ντάρλα ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. Ο Μαξ κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες. «Πάντα ήσουν καλός σ’ ό,τι κι αν έκανες. Μη στενοχωριέσαι, γυρίζω σπίτι, δεν είσαι υποχρεωμένος να…» Ο Μαξ κοίταξε γύρω του κάπως αλαφιασμένος. «Επίσης… αγόρασα αυτό το ντράιβ ιν». «Ορίστε;» αναπήδησε η Ντάρλα. Ο Μαξ έγνεψε καταφατικά, με περισσότερη αυτοπεποίθηση τώρα. «Αγόρασα αυτό το ντράιβ ιν». Την κοίταξε και κούνησε ξανά το κεφάλι. «Σήμερα το απόγευμα. Το συνεργείο πηγαίνει καλά, δεν έχω παράπονο, αλλά σκέφτηκα ότι η νέα γενιά δεν πρέπει να στερηθεί τις απολαύσεις που δοκιμάσαμε εμείς στα νιάτα μας, κι έτσι το αγόρασα. Το αποφάσισα και πήρα το ρίσκο, διάβολε». Η Ντάρλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν θα το φανταζόταν ποτέ αυτό. Ούτε την ορχιδέα είχε φανταστεί, αλλά αυτό, πάλι… Αυτό ήταν κοσμογονικό. «Μαξ» του είπε με κομμένη ανάσα. «Θα χρειαστώ, βέβαια, βοήθεια. Δεν γίνεται να τα βγάλω πέρα ολομόναχος» συνέχισε εκείνος καταπίνοντας με δυσκολία. Έτσι όπως την κοίταζε, έμοιαζε με ευάλωτο δεκαεπτάχρονο αγόρι. «Σκέφτηκα να το δουλέψουμε οι δυο μας. Όπως τον παλιό καιρό που είχες αναλάβει το ταμείο στο συνεργείο». Προσπαθούσε να μιλάει δήθεν ανέμελα, αλλά η Ντάρλα έβλεπε την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια του. «Είσαι μέσα;» «Φυσικά είμαι μέσα» του απάντησε με δάκρυα συγκίνησης. «Δεν μπορώ να πιστέψω…» Ο Μαξ έσκυψε και τη φίλησε. Ήταν ο Μαξ, ο αξιόπιστος Μαξ, κι εκείνη ένιωσε τόσο όμορφα, ώστε τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε σαν να ’ταν η τελευταία φορά τους. «Μη με αφήσεις ποτέ» της ψιθύρισε κολλώντας τα χείλη στα μαλλιά της. «Ποτέ ξανά». «Δεν μπορώ» του είπε. «Πώς να σ’ αφήσω, έτσι απρόβλεπτος που είσαι; Ένας Θεός ξέρει τι θα σου ’ρθει να αγοράσεις την επόμενη φορά». Τον φίλησε ξανά, παθιασμένα, χαρούμενη που μπορούσε να το κάνει, χαρούμενη που ήταν ξανά μαζί. «Αχ, πόσο μου έλειψες! Είμαι τόσο ευτυχισμένη! Δεν τη χωράει ο νους μου τόση ευτυχία». Ο Μαξ γέλασε με ανακούφιση και την ίδια στιγμή έχασε όλη την έντασή του και έγινε ξανά ο
παλιός καλός Μαξ. «Σου έχω πει πόσο σέξι είσαι με το μακό μπλουζάκι;» τη ρώτησε κι εκείνη ανατρίχιασε, καθώς ένιωσε τα χέρια του στην πλάτη της. «Όχι». Η Ντάρλα κούνησε το κεφάλι καταπίνοντας τα δάκρυά της. Δεν ήταν ώρα για κλάματα. «Δεν μου το έχεις πει». «Ακόμα πιο σέξι είσαι δίχως την μπλούζα» της είπε και πέρασε το χέρι του κάτω από την μπλούζα της. Η Ντάρλα κόλλησε πάνω του ανασαίνοντας τη μοσχοβολιά του και, κλείνοντας τα μάτια, απόλαυσε τα χάδια του. «Μου έλειψες τόσο πολύ». «Δόξα τω Θεώ» μουρμούρισε εκείνος και της έβγαλε την μπλούζα. «Μαξ, είμαστε σε δημόσιο χώρο» ανατρίχιασε η Ντάρλα καλύπτοντας με τα χέρια το σουτιέν της. «Όχι, το ντράιβ ιν δεν είναι δημόσιος χώρος, είναι δικός μας χώρος». Την κοίταξε επίμονα στο φως του δειλινού, και η Ντάρλα κατέβασε τα χέρια, γιατί ήταν φανερό ότι την έβλεπε στ’ αλήθεια. «Ξέρω ότι δεν πέφτεις εύκολα» συνέχισε εκείνος ξεκουμπώνοντας το σουτιέν της με το ένα χέρι, όπως παλιά. «Ξέρω ότι δεν μασάς» πρόσθεσε και, κατεβάζοντας την τιράντα του σουτιέν, της άγγιξε τη γυμνή σάρκα κι εκείνη έκλεισε τα μάτια. «Επομένως μπορούμε απλώς να χαμουρευτούμε μέχρι να μου ζητήσεις να σταματήσω». Έσκυψε το κεφάλι του κοντά στο στήθος της και το φίλησε. «Σου ορκίζομαι ότι θα σταματήσω μόλις μου το ζητήσεις» είπε και έγειρε πάνω της, σκεπάζοντάς τη σχεδόν με το καυτό κορμί του, ενώ συγχρόνως της κατέβαζε το φερμουάρ. «Μη σταματάς» του είπε καθώς έσκυβε κοντά της. «Συνέχισε ως το τέλος». Η Ντάρλα άρχισε να του ξεκουμπώνει τα κουμπιά ψηλαφιστά, μια και το κεφάλι του την εμπόδιζε να βλέπει. «Φτάνει να μην το πεις στα παιδιά στο σχολείο. Θέλω να με θεωρούν καλό κορίτσι». «Το καλύτερο» είπε ξέπνοα ο Μαξ, κι εκείνη του έβγαλε το πουκάμισο και σκαρφάλωσε πάνω του.
Έξω από το σπίτι της Κουίν, ο Μπιλ στεκόταν και κοίταζε από το σπασμένο παντζούρι. Η Κουίν και ο Νικ κάθονταν στο σαλόνι, όπου δεν μπορούσε να τους δει. Έπρεπε να είχε σπάσει κι εκεί το παντζούρι, έπρεπε να το είχε προβλέψει, αλλά δεν πείραζε, θα το φρόντιζε την επομένη. Άλλωστε, κάποια στιγμή ο Νικ θα σηκωνόταν να φύγει και τότε θα έβγαιναν από το σαλόνι. Μέχρι τότε, ο Μπιλ ήταν αποφασισμένος να μείνει εκεί που ήταν και να κοιτάζει το άδειο δωμάτιο. Σε λίγο πράγματι έφυγαν από το σαλόνι και κατευθύνθηκαν προς την κουζίνα. Ο Μπιλ γλίστρησε αθόρυβα στην πίσω αυλή για να τους παρακολουθήσει ανάμεσα από τα δαντελωτά κουρτινάκια του παραθύρου της κουζίνας. Είδε τον Νικ να ανοίγει ένα ντουλάπι και την Κουίν να ξεπλένει τους καρπούς της στη βρύση. Ο Μπιλ δαγκώθηκε, γιατί κατάλαβε ότι την είχε πληγώσει περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί. Αν όμως η Κουίν τον είχε ακούσει, δεν θα την είχε πληγώσει καθόλου. Κοίταξε βλοσυρά το σκυλί που στεκόταν τώρα στα πίσω πόδια παρακολουθώντας τις κινήσεις της. Αυτό το καταραμένο σκυλί έφταιγε για όλα. Ο Νικ έβγαλε από το ντουλάπι ένα κουτί και το ακούμπησε στον πάγκο. Ύστερα έπιασε μια μπλε καρό πετσέτα και, όταν η Κουίν έτεινε τους καρπούς προς τη μεριά του, αυτός τους σκούπισε με
προσοχή. Ο Μπιλ ένιωσε έναν κόμπο στο λαρύγγι. Δεν ήταν σωστό να τη φροντίζει ο Νικ· ο Νικ ήταν ένας απλός φίλος, δεν θα την έπαιρνε αργότερα στην αγκαλιά του. Οι φίλοι ήταν χρήσιμοι, αναμφίβολα, ο Μπιλ χαιρόταν που η Κουίν είχε τον Νικ, αλλά θα ήταν προτιμότερο αν απόψε ο Νικ είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Αν δεν ήταν μαζί της, η Κουίν θα είχε γυρίσει στο σπίτι με τον Μπιλ, ο οποίος και θα περιποιούνταν τους καρπούς της. Ο Νικ άνοιξε το κουτί, έβγαλε από μέσα μια γάζα τυλιγμένη σε ρολό και άρχισε να τυλίγει τους καρπούς της, σκύβοντας κοντά της –υπερβολικά κοντά της, κατά τη γνώμη του Μπιλ– για να βλέπει καλύτερα. Αν τους έβλεπε κανείς, θα σχημάτιζε λανθασμένη εντύπωση, παρόλο που ο Νικ ήταν παλιός φιλαράκος της… Ο Νικ που τώρα στερέωνε τη γάζα με λευκοπλάστη και γελούσε με κάτι που του είχε πει η Κουίν, γέρνοντας ακόμα πιο κοντά της. Ο Μπιλ συνοφρυώθηκε. Η Κουίν έπρεπε να είναι πιο προσεκτική, μπορεί ο Νικ να σχημάτιζε λάθος εντύπωση. Ο Νικ έπιασε ξανά τη γάζα και την τύλιξε γύρω από τον έναν καρπό της –ήταν παράλογο, αφού ήταν ήδη μπανταρισμένος– και κατόπιν γύρω από τον άλλο, δένοντάς τους χαλαρά μεταξύ τους καθώς την κοίταζε στα μάτια γελώντας. Η Κουίν σήκωσε τα χέρια και ο Νικ χώθηκε αποκάτω, κι όταν εκείνος ανασηκώθηκε, αυτή τον αγκάλιασε από τον σβέρκο και κόλλησε πάνω του. Η υπόλοιπη γάζα ξετυλίχτηκε από τους καρπούς της και έπεσε στο δάπεδο. Ο Μπιλ συγκεντρώθηκε στο βαμβακερό ύφασμα που κατρακύλησε στην πλάτη του Νικ, προσπαθώντας να μην κοιτάζει την Κουίν που γελούσε και κολλούσε πάνω του, να μην κοιτάζει τα χέρια του Νικ που την έπιασαν από τους γοφούς. Ένα δυνατό βουητό αντηχούσε τώρα μέσα στο κεφάλι του. Έπειτα ο Νικ τη φίλησε με πάθος, μ’ ένα φιλί κάθε άλλο παρά φιλικό, μ’ ένα φιλί ερωτικό, ήταν εραστές, ο Νικ τη φιλούσε παθιασμένα, την έπιανε από τους γλουτούς, τα χέρια του χώθηκαν κάτω από το τζιν της κι εκείνη τον άδραξε από τον γιακά της μπλούζας –αυτό ήταν το χειρότερο, ο Μπιλ πνιγόταν– σφίγγοντας το ύφασμα σαν να ήθελε να το σκίσει, κι έπειτα την παρέσυρε προς τη σκάλα, εξακολουθώντας να τη φιλάει, να φιλάει τη δική του Κουίν, ο Νικ δεν είχε το δικαίωμα, κι εκείνο το καταραμένο σκυλί χοροπηδούσε γύρω τους… Μόνο όταν τους έχασε πλέον απ’ τα μάτια του, έπειτα από μερικά λεπτά, ή μερικές ώρες –ο Μπιλ δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει–, συνειδητοποίησε ότι οι κραυγές του ήταν βουβές, ότι τις άκουγε μονάχα μέσα στο κρανίο του.
Η Κουίν παρακολουθούσε τις κινήσεις του Νικ καθώς έβγαζε την μπλούζα του. Το κορμί του ήταν θεσπέσιο και σε λίγες στιγμές θα γινόταν δικό της. Ξανά. Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά θα είχε τη δυνατότητα να τον χαϊδεύει. Ήθελε να τον νιώσει παντού, πάνω της, μέσα της, να ξορκίσει τις δυσάρεστες αναμνήσεις. Θυμήθηκε τον Μπιλ και προς στιγμήν πάγωσε, αλλά μετά έδιωξε τη σκέψη. Τώρα είχε κοντά της τον Νικ. Ήταν ασφαλής. «Μην αργείς» του είπε. «Σσς». Ο Νικ κοίταξε την κλειστή πόρτα. «Καλύτερα να μην ξυπνήσουμε τον Τζο. Δεν έχω καμία όρεξη να μου επιτεθεί με καμιά καρέκλα». Ο Νικ έβγαλε το τζιν του. Ήταν πανέμορφος.
«Τρελαίνομαι για το κορμί σου. Έλα δω» του ψιθύρισε η Κουίν. «Απαιτητικό κορίτσι!» Ο Νικ χώθηκε κάτω από τα σεντόνια για να την αγκαλιάσει. Το σκληρό κορμί του ακούμπησε τη μαλακή σάρκα της και, με μια στροφή, η Κουίν βρέθηκε αποπάνω του. «Είσαι δικός μου» δήλωσε. «Εννοείται». Ο Νικ ακούμπησε τις παλάμες στα πλευρά της, ώσπου εκείνη τον έπιασε από τους καρπούς και ανέβασε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του. «Θα με νιώθεις για μια εβδομάδα» του ψιθύρισε αργοσαλεύοντας πάνω του. «Γλυκιά μου, σε νιώθω ήδη κάθε λεπτό της ημέρας» της αποκρίθηκε και ανασηκώνοντας το κεφάλι τη φίλησε ρουφώντας τα χείλη της, χώνοντας τη γλώσσα ανάμεσά τους, προκαλώντας της ρίγη. «Είναι καιρός που σε σκέφτομαι, και απορώ πώς λειτουργούσα όλο αυτό το διάστημα. Κάθε φορά που μου γυρίζεις την πλάτη, θέλω να σε βάλω κάτω, κι όταν δεν μου γυρίζεις την πλάτη, θέλω να σε κολλήσω σ’ έναν τοίχο και να σε πάρω, και όταν δεν σ’ έχω κοντά μου, κλείνω τα μάτια και σε φαντάζομαι γυμνή, φαντάζομαι ότι είμαι μέσα σου» είπε και τη φίλησε ξανά ανάβοντάς τη με τα λόγια του, με τα χείλη του, με το ψηλό, υπέροχο κορμί του που αναδευόταν κάτω από το δικό της. «Το κόλπο της κυριαρχίας πάνω στον άλλο δεν πιάνει όταν έχω εγώ το πάνω χέρι» του γκρίνιαξε με κομμένη ανάσα προσπαθώντας να παραστήσει την ψύχραιμη, όμως ο Νικ ήταν σκληρός κάτω από τους γοφούς της κι εκείνη σφίχτηκε πάνω του μόνο και μόνο για να νιώσει την πίεση του κορμιού του. «Δεν ξέρω». Ο Νικ τη φίλησε στον λαιμό, κι ας του κρατούσε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι. «Μ’ ένα μαστίγιο και χειροπέδες, θα τα κατάφερνες». Η Κουίν τον άφησε ελεύθερο. «Τα καταφέρνω και δίχως μαστίγιο» του ψιθύρισε και άρχισε να τον φιλάει στο στήθος κατεβαίνοντας όλο και πιο χαμηλά. «Χριστέ μου» άκουσε τον Νικ να μουρμουρίζει όταν η γλώσσα της ταξίδεψε στην κοιλιά του. «Έχεις δίκιο. Είμαι δικός σου». Εννοείται, συλλογίστηκε η Κουίν και τον έκανε δικό της.
Ο Νικ ξύπνησε το άλλο πρωί στις οκτώ όπως πάντα, χωρίς σκεπάσματα, όπως πάντα, με το κεφάλι της Κουίν πάνω στο μπράτσο του, όχι όπως πάντα. Αμέσως πανικοβλήθηκε, αλλά μετά εκείνη σάλεψε στον ύπνο της, τα μεταξένια μαλλιά της χάιδεψαν την επιδερμίδα του και ο Νικ θυμήθηκε τη σκηνή του θεάτρου καθώς και τα γεγονότα της περασμένης νύχτας με τον Μπιλ, κι αμέσως αισθάνθηκε ανακούφιση, επειδή η Κουίν βρισκόταν ασφαλής στο πλευρό του. Όταν εκείνη σάλεψε, ο Νικ το βρήκε απολαυστικό και κόλλησε στην πλάτη της απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του κορμιού της. Την ώρα που της έπιανε το στήθος, η Ντάρλα χτύπησε την πόρτα και μπήκε χωρίς να περιμένει, λέγοντας: «Ο Μαξ περιμένει, γύρισα απλώς να πάρω…» Ο Νικ κοκάλωσε. Στις οκτώ το πρωί δεν ήταν σε φόρμα για να σκεφτεί γρήγορα, πόσω μάλλον
τώρα που βρισκόταν γυμνός σε ξένο κρεβάτι. «Ωραίος κώλος» παρατήρησε η Ντάρλα. «Ξέρω, φυσικά, ότι δεν θα τον ξαναδώ άλλη φορά». «Ευχαριστώ» είπε ο Νικ, κι εκείνη βγήκε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. «Τι έγινε;» ρώτησε η Κουίν αγουροξυπνημένη. «Μετά απ’ αυτό, να ξέρεις ότι μου χρωστάς μεγάλη υποχρέωση» της είπε ξαπλώνοντάς την ανάσκελα. «Έλα δω». «Γιατί;» ρώτησε η Κουίν, αλλά υπάκουσε ως το τέλος.
Μία ώρα αργότερα, η Κουίν καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε στη ζωή της. Της συνέβαιναν ταυτόχρονα πράγματα όμορφα, άσχημα, αλλά και εξαιρετικά δυσάρεστα. Έπρεπε να πάει στην αστυνομία. Ο Μπιλ ήταν εκτός ελέγχου, πράγμα για το οποίο εκείνη αισθανόταν φρικτά. Ο Μπιλ ήταν απολύτως φυσιολογικός, μέχρι που έμπλεξε μαζί της, και πιθανώς θα συνερχόταν τελείως όταν θα την ξεχνούσε. Ίσως αν περίμενε… Θυμήθηκε με πόση αγριότητα την είχε κολλήσει στον τοίχο το προηγούμενο βράδυ. Μερικές φορές η συμπόνια καταντάει συνώνυμη της βλακείας. Το πήρε απόφαση, θα πήγαινε στην αστυνομία. Ο Νικ ήρθε στην κουζίνα φορώντας το πουκάμισο και το τζιν του. Τα μαλλιά του ήταν ακόμη βρεγμένα από το ντους. Στη θέα του, η Κουίν θυμήθηκε το ευχάριστο κομμάτι της προηγούμενης νύχτας. «Είσαι κούκλος» του είπε. «Όχι, ο κούκλος είναι ο Μαξ» αποκρίθηκε αυτός και τη φίλησε, υπενθυμίζοντάς της ότι τούτο το ηλιόλουστο πρωινό του Σαββάτου ήταν ερωτευμένη. «Όχι, επιμένω. Σίγουρα ο κούκλος είσαι εσύ». «Χαίρομαι που το πιστεύεις». Ο Νικ ακούμπησε στον νεροχύτη με επιδεικτική ανεμελιά, κι εκείνη κατάλαβε αμέσως ότι κάτι έτρεχε. «Γιατί στο εξής θα ξυπνάς και θα βλέπεις δίπλα σου εμένα. Μετακομίζω στο σπίτι σου». Η Κουίν αιφνιδιάστηκε. Το ύφος του ήταν αβέβαιο, εριστικό και ελαφρώς θλιμμένο. «Για ποιον λόγο;» «Επειδή χρειάζεσαι κάποιον να σε προσέχει». Ο Νικ στριφογύρισε τα μάτια. «Τι σόι άντρας θα ήμουν αν…» «Σήμερα θα πάω στην αστυνομία. Έχω εδώ τον μπαμπά μου. Δεν είσαι υποχρεωμένος να μείνεις». «Νόμιζα ότι ήθελες…» είπε σαστισμένος ο Νικ. «Θέλω να μείνουμε μαζί, αλλά όταν το θελήσεις εσύ, όχι για μένα. Δεν χρειάζομαι χάρες». «Μην αρχίζεις». Ο Νικ έβγαλε από το ψυγείο το χάρτινο μπουκάλι με το γάλα. «Αποκλείεται να πιστεύεις ότι δεν είμαστε μαζί, έπειτα από τη χτεσινή νύχτα». «Φυσικά είμαστε μαζί» είπε η Κουίν. «Σ’ αγαπώ». Σώπασε μια στιγμή για να δει αν θα της πει κι αυτός το ίδιο, κι έπειτα συνέχισε. «Αυτό δεν σημαίνει ότι είσαι υποχρεωμένος να μένεις εδώ. Σου αρέσει να έχεις τον προσωπικό σου χώρο. Ο μπαμπάς βρίσκεται εδώ για να με προστατεύει από τον Μπιλ μέχρι να τον αναλάβει η αστυνομία. Δεν είσαι υποχρεωμένος, λοιπόν, να μετακομίσεις».
Ο Νικ στάθηκε ασάλευτος, με το μπουκάλι στο χέρι, κοιτάζοντάς τη βλοσυρά. «Δεν είναι αυτό. Θέλω να σε φροντίζω». Η Κουίν προσπάθησε να κρύψει έναν μορφασμό δυσφορίας· ήταν σαν να άκουγε τον Μπιλ. «Το ξέρω. Αλλά δεν χρειάζεται. Μείνε στο σπίτι σου, όπου είσαι ευτυχισμένος, κι εγώ θα μείνω στο δικό μου. Θα βλεπόμαστε κάθε μέρα, όπως πάντα, με τη διαφορά ότι τώρα θα απολαμβάνουμε το σεξ, άφθονο, σπουδαίο σεξ» πρόσθεσε χαμογελώντας του. «Αυτό δεν είναι η τέλεια ζωή για σένα;» «Σωστά» αποκρίθηκε εκείνος και ήπιε γάλα από το μπουκάλι. «Επομένως, όλα καλά» σχολίασε η Κουίν κάνοντας ότι δεν το πρόσεξε αυτό με το μπουκάλι. «Ναι» είπε ο Νικ. «Σ’ ευχαριστώ».
16
, ο Νικ πέρασε από το αστυνομικό τμήμα και έκανε καταγγελία, ενημερώνοντας τους αστυνομικούς για την επικείμενη επίσκεψη της Κουίν. Όταν όμως ο Φρανκ Άτσιτι του τηλεφώνησε από το τμήμα λίγο αργότερα, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικός. «Μιλήσαμε με τον Μπιλ προτού αναχωρήσει για τον αγώνα, το μεσημέρι» είπε ο Φρανκ. «Πιστεύει ότι υπερβάλλετε». «Η Κουίν έχει σημάδια στους καρπούς» διαμαρτυρήθηκε έξαλλος ο Νικ. «Την τραυμάτισε». «Ο διευθυντής του σχολείου ήρθε στο τμήμα και μας αποκάλυψε ότι ο Μπιλ τού είχε πει πως της Κουίν… της αρέσουν οι αγριάδες». Ο Φρανκ ξερόβηξε. «Ο Μπιλ το επιβεβαίωσε». Ο Νικ κόντεψε να σπάσει το τηλέφωνο από τα νεύρα του. «Της Κουίν δεν της αρέσουν οι αγριάδες. Αυτό το κάθαρμα της επιτέθηκε στα σκοτεινά, στο πάρκινγκ, και την τρομοκράτησε». «Πώς ξέρεις ότι δεν της αρέσουν;» ρώτησε ο Φρανκ. «Το ξέρω. Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος» απάντησε ο Νικ, που δεν αντιλήφθηκε αμέσως τον καχύποπτο τόνο της φωνής του αστυνομικού. «Δεν συμπαθώ τους άντρες που σηκώνουν χέρι σε μια γυναίκα, αλλά επίσης δεν μου αρέσει να ανακατεύομαι στον καβγά δύο αντρών που τους παίζει μια γυναίκα. Σε πληροφορώ επίσης ότι η Κουίν δεν έχει εμφανιστεί ακόμη για να καταγγείλει το γεγονός». «Διάβολε. Φρανκ…» «Η ουσία είναι ότι εγώ είμαι σερίφης και ότι δεν πρέπει να με βλέπεις σαν συμπαίκτη του Τζο στο πόκερ. Χρειάζομαι αποδείξεις. Και προτού διεξαγάγω οποιαδήποτε έρευνα, η Κουίν οφείλει να έρθει εδώ και να υποβάλει επίσημη καταγγελία». «Θα έρθει» είπε ο Νικ νευριασμένος. «Και δεν παίζει κανένα παιχνίδι. Αυτός ο τύπος βρίσκεται εκτός ελέγχου». «Θα μείνεις μαζί της για να αναλάβεις την προστασία της;» «Όχι» απάντησε ο Νικ. «Παρ’ όλα αυτά διατείνεσαι ότι ανησυχείς, ε;» «Φρανκ…» «Φέρ’ την εδώ» κατέληξε ο Φρανκ «ειδάλλως ξέχνα το. Ή το ένα ή το άλλο». Ο Νικ κοπάνησε το τηλέφωνο και στράφηκε στον Μαξ, που έφτασε με λίγα λεπτά καθυστέρηση. ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
«Άργησες». «Μάλιστα» συμφώνησε ο Μαξ με εκνευριστικά χαρούμενη διάθεση. Όταν άρχισε να σφυρίζει, ο Νικ ένιωσε την επιθυμία να τον πνίξει. «Να υποθέσω ότι η γυναίκα σου γύρισε κοντά σου;» «Φυσικά» είπε ο Μαξ, αλλά αμέσως μετά η χαρά του μετριάστηκε ελαφρώς. «Α, κάτι θέλω να σε ρωτήσω». Ο Νικ τον κοίταξε με επιφύλαξη. «Τι τρέχει;» «Μήπως θέλεις να αγοράσουμε μισό μισό το ντράιβ ιν;» ρώτησε ο Μαξ με επιδεικτικά αθώο ύφος. «Όχι» αποκρίθηκε ο Νικ και κατευθύνθηκε προς το Φορντ, στην τελευταία θέση εργασίας. «Νικ» είπε ο Μαξ. Ο Νικ κοντοστάθηκε κλείνοντας τα μάτια. «Για ποιον λόγο να αγοράσω ένα ντράιβ ιν;» «Επειδή χτες το βράδυ είπα στην Ντάρλα ότι αγόρασα ήδη ένα, και σήμερα το πρωί που τους τηλεφώνησα, μου ζήτησαν εκατόν είκοσι χιλιάδες γι’ αυτό το ρημάδι». «Της είπες ότι αγόρασες το ντράιβ ιν;» «Ήταν η πιο έξυπνη ιδέα που κατέβασα εδώ και πολύ καιρό» είπε ο Μαξ κι έπειτα πήρε ύφος ονειροπόλο. «Σε πληροφορώ ότι έπιασε. Ζήσαμε μια εξαίσια ερωτική βραδιά». Ο Νικ κοίταξε εξεταστικά τον αδελφό του. Δεν αστειευόταν. «Αγόρασες ένα εγκαταλειμμένο ντράιβ ιν για να κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου;» «Το θέμα δεν είναι το σεξ. Είδα ξανά τον Θεό. Μπροστά σ’ αυτό, οι εκατόν είκοσι χιλιάδες δολάρια είναι μικρό τίμημα». «Φυσικά, αφού πληρώνω τα μισά» τον χλεύασε ο Νικ. «Ναι ή όχι;» τον αγριοκοίταξε ο Μαξ. «Ναι» απάντησε ο Νικ. «Αλλά να ξέρεις ότι το κάνω μόνο για την Ντάρλα». Κούνησε το κεφάλι και μετά γέλασε. «Ακούς εκεί, ένα ντράιβ ιν!» «Μπορεί να κερδίσουμε χρήματα». «Μόνο αν προβάλουμε σε ανηλίκους το φιλμ Φλογερές φοιτήτριες έτοιμες για όλα». «Δεν καμαρώνω για το κατόρθωμά μου» παραδέχτηκε ο Μαξ και πήγε να ασχοληθεί με την επόμενη επισκευή. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, καθώς έσκυβε πάνω από τη μηχανή ενός Σεβρολέ, ο Μαξ ευχαρίστησε τον αδελφό του. «Δεν βαριέσαι» μουρμούρισε ο Νικ.
«Ο Μαξ ήταν αυτός που σε έφερε;» ρώτησε η Ντέμπι όταν η Ντάρλα μπήκε στο Άπερ Κατ. «Ναι. Χτες το βράδυ γύρισα σπίτι. Μου αγόρασε ένα ντράιβ ιν». «Ποιο, εκείνο το αχούρι στον παλιό αυτοκινητόδρομο; Γιατί;» ρώτησε η Ντέμπι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια έκπληκτη. «Για να με ξανακερδίσει. Δεν είναι απίστευτα ρομαντικό;»
«Προτιμώ τα τριαντάφυλλα» είπε η Ντέμπι. Ο Μπιλ καθόταν στην αίθουσα με τα βάρη αγνοώντας τον Μπόμπι, με το μυαλό του κολλημένο στην Κουίν. Τώρα που είχε τελειώσει το μπέιζμπολ, θα μπορούσε να τη βλέπει συχνότερα, να δουλεύει στο σπίτι. «Είσαι μεγάλο βόδι» του είπε κατάμουτρα ο Μπόμπι. «Δεν με ακούς καν που σου μιλάω. Σήμερα είπα ψέματα σε έναν αστυνομικό κι εσύ με αντάμειψες με τον πιο άθλιο αγώνα που έχω δει στη ζωή μου από πλευράς προπόνησης. Δεν μπήκαμε καν στο τοπικό πρωτάθλημα». «Παράτα με, Μπόμπι». Ο Μπιλ σηκώθηκε. «Έχω δουλειές». «Χάσαμε τον αγώνα εξαιτίας σου» είπε έξαλλος ο Μπόμπι. «Τα σκάτωσες. Εσύ φταις». «Μου είναι αδιάφορο». Ο Μπιλ έσβησε τα φώτα της αίθουσας και κίνησε για την πόρτα. «Χάσαμε στο μπέιζμπολ, χαρά στο πράγμα». «Χαρά στο πράγμα;» Το αγόρι-διευθυντής ούρλιαξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του και ο Μπιλ γέλασε σε βάρος του. Τι κόπανος! Η Κουίν είχε απόλυτο δίκιο. «Ώστε το βρίσκεις αστείο;» ρώτησε ο Μπόμπι κολλώντας σχεδόν τη μούρη του στο πρόσωπο του Μπιλ. «Άκου τώρα κάτι ακόμα πιο αστείο. Χτες το βράδυ, είχα έρθει για να ελέγξω την πόρτα του θεάτρου, επειδή αυτή η σκρόφα που σου ’χει πάρει το μυαλό είναι εντελώς ανίκανη». Σώπασε μια στιγμή να πάρει ανάσα και μετά πρόσθεσε, βράζοντας από θυμό: «Σε πληροφορώ ότι με απείλησε και ότι είναι εντελώς ανίκανη». «Δεν είναι ανίκανη» την υπερασπίστηκε ο Μπιλ. «Μερικές φορές είναι λίγο απρόσεκτη» –άφησε τον Νικ να την αγγίξει– «αλλά δεν είναι ανίκανη». «Σοβαρά;» κάγχασε ο Μπόμπι και τον πλησίασε περισσότερο. «Ε, λοιπόν, χτες το βράδυ, όταν γύρισα για να ελέγξω την πόρτα του θεάτρου, τη βρήκα ξεκλείδωτη, εξαιτίας της ανικανότητάς της, και όταν μπήκα μέσα την είδα. Και ξέρεις τι έκανε;» «Μπόμπι, δεν με ενδιαφέρει. Φύγε από μπροστά μου». «Πηδούσε εκείνο τον μηχανικό». Ο Μπιλ δαγκώθηκε και ο Μπόμπι συνέχισε σιγανά, με χαιρεκακία. «Ήταν κολλημένη στον τοίχο, σαν πόρνη. Πάνω στη σκηνή. Τους έβλεπα. Όση ώρα εσύ περίμενες έξω στο πάρκινγκ σαν ηλίθιο βόδι που είσαι, αυτή η τσούλα…» Ο Μπιλ τον ξάπλωσε κάτω με μια ανάστροφη. Ήταν απλό, σαν να έλιωνε μια μύγα, κι όταν είδε ότι ο Μπόμπι δεν σηκωνόταν, συγκατένευσε με ικανοποίηση και έφυγε. Καθώς έβαζε τα ρούχα του στις ομοιόμορφες βαλίτσες του, γυρόφερνε στο μυαλό του το περιστατικό και σκεφτόταν ότι, στην ουσία, ο Μπόμπι τού είχε προσφέρει εξυπηρέτηση. Αν ίσχυε αυτό που είχε πει για την Κουίν –που κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν αλήθεια, η Κουίν ήταν ενάρετη γυναίκα, δεν θα έκανε κάτι τέτοιο, πιθανώς φίλησε απλώς τον Νικ, όχι ότι αυτό ήταν σωστό, φυσικά, αλλά ο Μπόμπι είχε βρόμικο μυαλό, του άξιζε που τις έφαγε–, τότε ήταν καιρός να μετακομίσει στο σπίτι της. Το κόλπο είχε πιάσει στο παρελθόν. Θα μετέφερε τα πράγματά του σταδιακά, όπως είχε γίνει παλιότερα, και η Κουίν δεν θα έφερνε αντιρρήσεις, ήταν καλόβολη κοπέλα… Προς το παρόν θα μετέφερε μόνο τα ρούχα του, και αργότερα θα ακολουθούσαν τα έπιπλα. Πραγματικά, απορούσε γιατί δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Όταν όμως ανέβηκε τα σκαλοπάτια της βεράντας και ξεκλείδωσε, η πόρτα δεν άνοιγε. Το κλειδί
γύριζε στην κλειδαριά, αλλά το πορτόφυλλο παρέμενε κλειστό. Κι όταν πήγε στην πλαϊνή αυλή, διαπίστωσε ότι το σπασμένο τζάμι είχε επισκευαστεί και ότι το παράθυρο είχε σφραγιστεί με μια σανίδα, οπότε θα ήταν αδύνατον να χωρέσει να περάσει από εκεί. Θα έλεγε κανείς ότι η Κουίν προσπαθούσε να τον εμποδίσει να μπει στο σπίτι της. Ο Μπιλ νευρίασε, αλλά φρόντισε να ηρεμήσει. Ήταν τυχαίο γεγονός. Η Κουίν τον ήθελε κοντά της. Θα το συνειδητοποιούσε μόλις εκείνος μετακόμιζε στο σπίτι της. Αν κατόρθωνε να μπει. Άφησε τις βαλίτσες στη βεράντα της πρόσοψης και πήγε στην πίσω πόρτα, ανησυχώντας ελαφρώς μήπως τον αντιληφθεί το βρομόσκυλο, γιατί τότε θα άρχιζε τα γαβγίσματα και θα ξεσήκωνε τη γειτόνισσα, άσε που η Κουίν θα τρόμαζε. Καθώς έστεκε στην πίσω αυλή, άκουσε το νερό της ντουσιέρας –το παράθυρο του λουτρού της ήταν ανοιχτό και, αν δεν βρισκόταν στο πάνω πάτωμα, ο Μπιλ θα σκαρφάλωνε από εκεί– και τότε κατάλαβε πως ούτε η Κουίν ούτε το σκυλί θα τον άκουγαν, όσο έτρεχε το νερό στο ντους. Και η Κουίν καθόταν με τις ώρες κάτω από το ντους. Μερικές φορές εκείνος στεκόταν μέσα στο λουτρό μόνο και μόνο για να τη δει να βγαίνει από το ντους, με τα μαλλιά τυλιγμένα σε πετσέτα, πανέμορφη, σφαιρική… Σήκωσε αποκάτω ένα σπασμένο κομμάτι τσιμέντου που βρήκε πλάι στο σκαλί –η πρώτη του δουλειά όταν θα μετακόμιζε εκεί θα ήταν το καθάρισμα της αυλής, αυτό το πράγμα ήταν αίσχος– και έσπασε το τζάμι της πίσω πόρτας. Έπειτα πέρασε από μέσα το χέρι και γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά –τι αφηρημένη που ήταν, να αφήνει το κλειδί πάνω σε μια πόρτα με τζάμι–, αλλά καθώς η πόρτα εξακολουθούσε να μην ανοίγει, ψηλάφισε το φύλλο και ανακάλυψε τον σύρτη. Ώστε προσπαθούσε να τον εμποδίσει να μπει. Τι χαζομάρα! Τράβηξε τον σύρτη και άνοιξε την πόρτα. Το σκυλί ήταν εκεί, φυσικά. Ο Μπιλ τράβηξε για την μπροστινή εξώπορτα, μ’ αυτό το καταραμένο πλάσμα να τον ακολουθεί γαβγίζοντας. Ξεκλείδωσε, έβγαλε τον σύρτη με τον οποίο υποτίθεται ότι η Κουίν θα τον εμπόδιζε να μπει και μετά άρπαξε το κοπρόσκυλο και κρατώντας το όσο το δυνατόν πιο μακριά του, ενόσω αυτό αλυχτούσε και κατουριόταν, το κουβάλησε έξω στη βεράντα και το πέταξε μ’ όλη του τη δύναμη στην αυλή. Το σκυλί κατρακύλησε κι έμεινε ασάλευτο. Στα τσακίδια. Έπειτα σήκωσε τις βαλίτσες του και τις ανέβασε στην κρεβατοκάμαρά του για να τακτοποιήσει τα ρούχα του.
Το απόγευμα, η Κουίν είχε πάει στην αστυνομία όπου είχε συναντήσει ένα κλίμα όχι τόσο ευνοϊκό. Συμπλήρωσε την καταγγελία, εξηγώντας στον Φρανκ Άτσιτι τι είχε συμβεί. Εκείνος δεν την αντιμετώπισε με ιδιαίτερη κατανόηση, ωστόσο δεν της πήγε κόντρα. «Θέλουμε μόνο τα βασικά γεγονότα, κυρία». «Θα ήθελα να ξαναμιλήσεις με τον Μπιλ» είχε πει ο Φρανκ. «Το απόγευμα θα γυρίσει από τον αγώνα. Θα σου τηλεφωνήσω». «Δεν γίνεται να εφαρμοστούν περιοριστικά μέτρα ή κάτι τέτοιο μέχρι τότε;» ρώτησε η Κουίν. «Ειλικρινά δεν θέλω να με πλησιάσει. Με τρομάζει». Θυμήθηκε τον τρόπο με τον οποίο ο Μπιλ την είχε στριμώξει το προηγούμενο βράδυ και άθελά της ανατρίχιασε. «Μοιάζει σαν να ζει σε
διαφορετικό σύμπαν. Πιστεύει πραγματικά ότι θα ξανασμίξουμε, παρόλο που τον διαβεβαιώνω για το αντίθετο. Θέλω να πω, έφυγα από το διαμέρισμά του, αγόρασα σπίτι. Τι άλλο πρέπει να κάνω για να πειστεί;» Αυτή τη φορά, ο Φρανκ φάνηκε να δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση. «Θα επικοινωνήσω με τον δικαστή σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα. Εσύ πήγαινε στο σπίτι σου, κι αν έρθει, μην του ανοίξεις». «Βρίσκει τρόπο να μπαίνει κρυφά» του εξήγησε η Κουίν. «Δεν ξέρουμε πώς, ίσως από το υπόγειο, πάντως κατάφερε να μπει και να παγιδέψει το σπίτι. Βάλαμε σύρτες, αλλά…» «Ηρέμησε» είπε ο Φρανκ. «Σήμερα το απόγευμα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το πρόβλημα θα λυθεί. Μην ξεχνάς ότι μιλάμε για τον προπονητή». «Ξέρω για ποιον μιλάμε. Είναι επικίνδυνος» επέμεινε η Κουίν. Όταν γύρισε σπίτι, δεν βρήκε κανέναν. Την υποδέχτηκε μόνο η Κέιτι, που έτρεξε κοντά της, αγωνιώντας όπως πάντα, και για πρώτη φορά η Κουίν κατάλαβε πώς ακριβώς αισθανόταν το δόλιο το σκυλί. Κλείδωσε όλες τις πόρτες, έβαλε τους σύρτες κι έπειτα κάθισε στο σαλόνι προσπαθώντας να ξεπεράσει τους γελοίους φόβους της. Είχε ένα σωρό δουλειές να κάνει. Ο Φρανκ Άτσιτι θα σταματούσε τον Μπιλ, ο μπαμπάς της θα γύριζε σπίτι και όλα θα πήγαιναν καλά. Περιπλανήθηκε στα δωμάτια του σπιτιού ελέγχοντας δύο φορές τα παράθυρα, με την Κέιτι να την ακολουθεί, ώσπου στο τέλος συνειδητοποίησε ότι, όσο το σκυλί ήταν ήρεμο, δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Η Κέιτι ήταν ο καλύτερος συναγερμός προστασίας από τον Μπιλ, αφού τον μισούσε με όλη τη δύναμη της καχεκτικής σκυλίσιας ψυχής της. Εφόσον η Κέιτι ήταν ήσυχη, η Κουίν δεν διέτρεχε κίνδυνο. Ανέβηκε στο πάνω πάτωμα και έστρωσε το κρεβάτι, με τη σκέψη ότι εκείνο το βράδυ θα έβλεπε ξανά τον Νικ. Απόψε, συλλογίστηκε. Το βράδυ ο Νικ θα ερχόταν πάλι. Θα ακολουθούσαν κι άλλες νύχτες, μέχρι να συνηθίσει να είναι μαζί της, και ίσως τότε θα δεχόταν να συγκατοικήσουν. Ακόμα κι αν το σχέδιο ναυαγούσε, αυτοί θα ήταν μαζί, πράγμα σπουδαίο. Σκέφτηκε να τυλιχτεί με διαφανή μεμβράνη ή να φορέσει τη στολή της εύθυμης χήρας, την οποία η Ντάρλα δεν ήθελε να ξαναδεί στα μάτια της. Προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό της με μαύρη δαντέλα. Μπα, όχι, τα χρώματά της ταίριαζαν περισσότερο με το κόκκινο και το μοβ σατέν. Πήγε στο μπάνιο για να κοιτάξει τα νυχτικά της μήπως βρει κάτι τολμηρό για να το σκίσει ο Νικ, και στη συνέχεια έριξε μια ματιά στο ρολόι. Ήταν τέσσερις. Εκείνος σχολούσε στις πέντε. Άκουσε τα νυχάκια της Κέιτι στο πάτωμα του διαδρόμου έξω από το μπάνιο. Το σκυλί περπατούσε ήρεμα, επομένως δεν υπήρχε πρόβλημα. Γδύθηκε, λοιπόν, και χώθηκε κάτω από το ντους. Με λίγη τύχη, ο Νικ θα γύριζε πριν από τον Τζο, και θα μπορούσαν να φωνάζουν όσο τραβούσε η όρεξή τους. Το νερό ήταν υπέροχο. Αφύπνιζε ένα ένα τα νεύρα του κορμιού της, ερεθισμένα από τα χάδια του Νικ την περασμένη νύχτα – και μετά ξανά το πρωί. Όση ώρα σαπουνιζόταν, το μυαλό της έπλαθε φλογερές φαντασιώσεις. Ίσως έκαναν έρωτα στην ντουσιέρα. Τέτοια συλλογιζόταν, ώσπου έκλεισε το νερό και τίναξε ελαφρώς το κεφάλι για να επανέλθει στην πραγματικότητα. Ναι, έπρεπε οπωσδήποτε να το κάνουν στην ντουσιέρα, σκεφτόταν καθώς άνοιγε την κουρτίνα. «Γεια σου, Κουίν» είπε ο Μπιλ.
Όταν ο Νικ άνοιξε την πόρτα του στις τρεισήμισι, ο Τζο έστεκε στο κατώφλι με τη φορητή τηλεόρασή του και έναν σάκο σκουπιδιών. «Θα μείνω στο σπίτι σου» ανακοίνωσε ο Τζο μπαίνοντας. «Ναι, καλά» είπε ο Νικ. Ο Τζο άφησε κάτω τον σάκο και επιθεώρησε το διαμέρισμα. «Αυτό είναι όλο κι όλο;» «Φτάνει και περισσεύει για ένα άτομο». Ο Νικ άνοιξε ξανά την πόρτα. «Σ’ ευχαριστώ που πέρασες». «Δεν θα σ’ ενοχλήσω. Σε τρεις ώρες έχω ραντεβού» είπε ο Τζο κλείνοντας πονηρά το μάτι στον Νικ. «Θα φάω με την Μπάρμπαρα στο Άντσορ Ιν». «Με την Μπάρμπαρα;» «Πέρασα για δουλειά από την τράπεζα και πιάσαμε την κουβέντα». «Δεν αμφιβάλλω». Βλέποντας ότι ο Τζο δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί, ο Νικ έκλεισε την πόρτα. «Γιατί δεν είσαι στο σπίτι της Κουίν;» «Σιγά μη φέρω την Μπάρμπαρα στο σπίτι της κόρης μου!» γέλασε σαρκαστικά ο Τζο. «Ούτε εδώ μπορείς να τη φέρεις. Το διαμέρισμα διαθέτει μόνο ένα κρεβάτι» είπε ο Νικ. Ο Τζο έσπρωξε μερικά βιβλία και χαρτιά που βρίσκονταν στο χαμηλό τραπεζάκι του Νικ και ακούμπησε την τηλεόραση. «Έτσι κι αλλιώς εσύ θα λείπεις, θα είσαι στης Κουίν. Έχεις καλωδιακή;» ρώτησε δείχνοντας τη συσκευή του Νικ. «Τζο, δεν μπορείς να μείνεις» είπε ο Νικ, αλλά ο Τζο είχε ήδη ξεκινήσει για την κουζίνα. «Έχω δει φορητά ψυγειάκια μεγαλύτερα από τούτο δω το ψυγείο» σχολίασε όταν επέστρεψε με μια μπίρα. «Μόλις εγκατασταθείς στης κόρης μου, θα αγοράσω ένα μεγαλύτερο». «Δεν πρόκειται να φύγω» δήλωσε ο Νικ. «Νόμιζα ότι θα μετακόμιζες στης Κουίν». Ο Τζο άνοιξε το καπάκι και ήπιε λίγη μπίρα. Στο μεταξύ, ο Νικ σκεφτόταν τρόπους για να τον δολοφονήσει. «Δεν το δέχτηκε» τον ενημέρωσε. Ο Τζο κόντεψε να πνιγεί με την μπίρα. «Τι της έκανες;» «Τίποτα». Ο Νικ κάθισε. Είχε κουραστεί να προσπαθεί να ξεφορτωθεί τον Τζο και να σκέφτεται την Κουίν. «Αν το βουλώσεις, θα σ’ αφήσω να μείνεις μέχρι τις επτά. Πάντως δεν υπάρχει περίπτωση να διανυκτερεύσεις εδώ. Πήγαινε να μείνεις στης Μπάρμπαρα». «Θα αφήσεις την Κουίν μόνη, όσο ο άλλος κυκλοφορεί ελεύθερος;» Ο Τζο κούνησε το κεφάλι. «Σε θεωρούσα καλύτερο άνθρωπο». «Τζο, μη νομίζεις ότι δεν προσπάθησα» αντέτεινε ο Νικ. «Της είπα ότι πρέπει να μείνω μαζί της για να τη φροντίζω, κι αυτή απάντησε ότι ξέρει να φροντίζει μόνη τον εαυτό της». «Είναι ανεξάρτητη. Έτσι τα μεγάλωσα και τα δυο τα κορίτσια μου, τους έμαθα να είναι
ανεξάρτητα». Ο Τζο ύψωσε το μπουκάλι και ήπιε στην υγειά του. Έπειτα σφούγγισε το στόμα προσθέτοντας: «Φυσικά, εσύ το ξέρεις από πρώτο χέρι». «Μην αρχίζεις» είπε ο Νικ μισοκλείνοντας απειλητικά τα μάτια. «Δύο γυναίκες σού μεγάλωσα, για να τις παντρευτείς, κι εσύ αρνείσαι να με φιλοξενήσεις». Ο Τζο κούνησε το κεφάλι. «Τι αχαριστία! Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι με τη Ζόι υπήρχαν προβλήματα – η Ζόι μου είναι ατίθασο παιδί. Αλλά η Κουίν; Η Κουίν είναι χρυσό κορίτσι, ένας γλυκός, εύκολος άνθρωπος. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν επέμεινες περισσότερο». «Τζο…» Εκείνος τον αγνόησε και έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. «Θεέ μου, πόσο καιρό σκοπεύεις να μείνεις ακόμα εδώ;» «Για πάντα» απάντησε ψυχρά ο Νικ. «Παίρνω πίσω την πρόταση να μείνεις μέχρι τις επτά. Καλύτερα να πηγαίνεις…» «Για πάντα, ε;» μουρμούρισε ο Τζο. «Έχεις ένα ψυγείο που ο Φορντ δεν θα το χρησιμοποιούσε καν σε τροχόσπιτο, η βιβλιοθήκη σου είναι φτιαγμένη από τσιμεντόλιθους και σανίδες και δεν διαθέτεις καν συνδρομητική τηλεόραση. Το “για πάντα” μου ακούγεται κάπως προσωρινό» πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Νικ στα μάτια. «Πολύ φιλοσοφημένο αυτό, Τζο. Εμπρός, τελείωνε την μπίρα σου». Ο Τζο χασκογέλασε και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, πιθανώς για να εκτιμήσει τον χώρο σε περίπτωση μελλοντικής χρήσης. Ο Νικ κοίταξε τα αυτοσχέδια ράφια συλλογιζόμενος ότι ίσως έπρεπε να φτιάξει μια κανονική βιβλιοθήκη. Η σκέψη δεν τον χαροποίησε καθόλου. Ωραία, θα είχε σανίδες στηριγμένες σε τσιμεντόλιθους μέχρι τα ογδόντα του. Τι πείραζε; Τα βιβλία του χωρούσαν μια χαρά εκεί πάνω. Με τη διαφορά ότι του ήταν αδύνατον να φανταστεί τον εαυτό του να μένει σ’ αυτό το σπίτι μέχρι τα ογδόντα. Ποτέ δεν είχε τέτοια φιλοδοξία. Ο Τζο είχε δίκιο. Στο βάθος του μυαλού του πίστευε ότι ήταν προσωρινό. Εδώ είχε μείνει η μαμά και ο μπαμπάς του τον πρώτο καιρό του γάμου τους, μέχρι να αποκτήσουν χρήματα για κανονικό σπίτι, εδώ έζησαν ο Μαξ με την Ντάρλα στην αρχή, και τώρα συνειδητοποιούσε ότι κατά βάθος πίστευε πως και ο ίδιος θα μετακόμιζε αλλού κάποια μέρα. «Τα αεροπλάνα έχουν πιο μεγάλο μπάνιο από δαύτο» σχολίασε ο Τζο βγαίνοντας από την κρεβατοκάμαρα. «Τζο…» «Πάντως, με μια μικρή ανακαίνιση, το διαμερισματάκι σου θα γινόταν πρώτης τάξης γκαρσονιέρα για εργένηδες». «Με αηδιάζεις» είπε ο Νικ. «Εδώ πέρα δεν είναι γκαρσονιέρα κι εσύ δεν είσαι εργένης». «Ούτε εσύ» αντέτεινε ο Τζο. «Είναι μεγάλη βλακεία που δεν γυρίζεις στη γυναίκα σου και δεν απαιτείς να ζήσετε μαζί. Αργά ή γρήγορα θα την παντρευτείς» αποφάνθηκε επιστρέφοντας στην κουζίνα και άρχισε να ανοίγει τα ντουλάπια. «Αλήθεια, πώς είναι η Μέγκι;» ρώτησε ο Νικ στάζοντας χολή. «Μια χαρά». Ο Τζο έβγαλε μια σακούλα με πρέτσελ και τα δοκίμασε. «Είναι μπαγιάτικα. Πρέπει να πάρεις αυτά τα αεροστεγή δοχεία που έχει η Κουίν. Ακόμα και τα γαριδάκια διατηρούνται φρέσκα εκεί μέσα» είπε φέρνοντας τη σακούλα στο σαλόνι και κάθισε.
«Τζο, δίνε του» είπε ο Νικ, χωρίς μεγάλη πειστικότητα. «Ώστε σκοπεύεις να μείνεις εδώ». Ο Τζο μασούλησε το πρέτσελ του. «Στην Απλ Στριτ σε περιμένει το καλύτερο πράγμα που συνέβη ποτέ στη ζωή σου, κι εσύ σκοπεύεις να μείνεις τελματωμένος μέσα σε τούτο το αχούρι». «Η έξοδος είναι από εκεί» είπε ο Νικ και σηκώθηκε. «Τι ήταν αυτό που σου ζήτησε και που δεν μπορούσες να της το προσφέρεις, μου λες; Γιατί σε πέταξε έξω;» «Δεν με πέταξε έξω». Ο Νικ πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. «Μου ζήτησε να μείνω μαζί της μόνο όταν θα το προτιμώ στ’ αλήθεια από το να μένω μόνος μου». «Δεν σου ζητάει πολλά» είπε ο Τζο κοιτάζοντας γύρω του. «Τζο, πάρε δρόμο» είπε ο Νικ, και ο Τζο άφησε στο τραπέζι τα πρέτσελ. «Είσαι στρεσαρισμένος. Θα φύγω». Σήκωσε την τηλεόραση και έσκυψε να σηκώσει τον σάκο. «Ωχ! Διάβολε» βλαστήμησε κι έπειτα ίσιωσε το κορμί εμφανώς ξαλαφρωμένος. «Προς στιγμήν νόμιζα ότι πιάστηκα. Φαντάσου να πιανόμουν απόψε που έχω σημαντικό ραντεβού». «Θα ήταν τραγωδία. Πρόσεχε τη σκάλα» είπε ο Νικ. Ο Τζο έγνεψε καταφατικά και τράβηξε για την έξοδο. «Θα γυρίσεις λοιπόν στο σπίτι της Κουίν;» ρώτησε ο Νικ προσπαθώντας να πνίξει τις ενοχές του. «Μπα, λέω να γυρίσω σπίτι». «Στη Μέγκι;» «Πιστεύω ότι η Ίντι είναι έτοιμη να μετακομίσει» απάντησε ο Τζο. «Η Μέγκι μπορεί να σε τρελάνει αν δεν είσαι μαθημένος. Εγώ είμαι μαθημένος». «Δεν νομίζω ότι θα είναι τόσο απλό» είπε ο Νικ, και ο Τζο κούνησε το κεφάλι από το κατώφλι της πόρτας. «Εσύ δεν σκέφτεσαι τίποτα, παιδί μου. Αυτό είναι το πρόβλημά σου. Υπακούς στις ορμόνες σου και δεν κάθεσαι να σκεφτείς τι σου συμβαίνει». Ο Τζο ακούμπησε στο κούφωμα και άρχισε να φιλοσοφεί, με την τηλεόραση παραμάσχαλα. «Αν το καλοσκεφτείς, οι σχέσεις είναι σαν τα αυτοκίνητα». «Καμία σχέση» αντέτεινε ο Νικ. «Τα καλά αμάξια αντέχουν στους κραδασμούς, αν με εννοείς. Η Μέγκι κι εγώ έχουμε καλές αναρτήσεις». «Τότε άκου τα μαντάτα. Η Μέγκι και η Ίντι κοιμούνται μαζί» είπε ο Νικ. «Το ξέρω» δήλωσε ο Τζο και το χαμόγελό του πλάτυνε. «Το ξέρεις;» «Ναι, διάβολε! Αυτή η ιστορία κρατάει χρόνια». Ο Τζο κούνησε το κεφάλι με θαυμασμό. «Η Μέγκι είναι συναρπαστική γυναίκα. Της αρέσει η ποικιλία». «Δεν θέλω να ξέρω λεπτομέρειες». «Όπως σου είπα προηγουμένως» συνέχισε ο Τζο κατεβαίνοντας τα σκαλιά «δεν σκέφτεσαι αρκετά». Ο Νικ έκλεισε την πόρτα και κοίταξε γύρω του. Ξεφτισμένο χαλί, έπιπλα από τέταρτο χέρι, ράφια από σανίδες και τσιμεντόλιθους… το σπίτι του είχε όψη εγκατάλειψης, σαν να μην τον ενδιέφερε.
Πιθανόν όντως δεν τον ενδιέφερε. Ήταν ένα προσωρινό κατάλυμα. «Γαμώτο. Μου αρέσει να ζω μόνος». Κάθισε στην πολυθρόνα του, χύνοντας κατά λάθος την μπίρα του Τζο. Έφερε μια πετσέτα από την κουζίνα –Θεέ μου, σε σύγκριση με της Κουίν ήταν μια σταλιά– και, αφού σκούπισε την μπίρα από το πάτωμα –μια χαρά πάτωμα, εξίσου καλό με αυτό της Κουίν–, κάθισε να διαβάσει. Τέτοια ώρα, η Κουίν θα είχε επιστρέψει στο σπίτι της. Θα κοιμόταν ή θα έπλεκε ή θα τριγύριζε στην κουζίνα, παίζοντας με την Κέιτι ή τηλεφωνώντας στην Ντάρλα. Αν ο Νικ είχε πάει στο σπίτι της, τώρα θα του μιλούσε. Ορίστε, τα βλέπεις; Θα του μιλούσε. Πώς είναι δυνατόν να διαβάσει ένας άνθρωπος όταν του μιλάνε; Κοίταξε το βιβλίο που τόση ώρα δεν το διάβαζε, ακριβώς επειδή σκεφτόταν την Κουίν. Αν ήθελε να διαβάσει, υπήρχαν έξι δωμάτια στα οποία θα μπορούσε να απομονωθεί. Και έξι δωμάτια στα οποία θα μπορούσε να βρει την Κουίν. Ωστόσο, πώς ήταν δυνατόν να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του; Κοίταξε ξανά τον χώρο γύρω του και του φάνηκε ψυχρός και απαίσιος, έτσι όπως ήταν σκοτεινός, χωρίς καναπέ, χωρίς την Κουίν. «Είμαι ευτυχισμένος μόνος μου» είπε φωναχτά και αυτομάτως χαμήλωσε το βλέμμα για να δει αν η Κέιτι έστριβε απαλά το κεφαλάκι της, τρέμοντας σαν νευρόσπαστο. Α, ναι, σωστά, η Κέιτι δεν ήταν εδώ. Γαμώτο. Έπρεπε να βρίσκεται κοντά της. Αν η Κουίν είχε αναβάλει ξανά την επίσκεψη στο αστυνομικό τμήμα, δεν αποκλείεται ο Μπιλ να εξακολουθούσε να τριγυρίζει έξω από το σπίτι της. Το πιθανότερο ήταν ότι δεν είχε κάνει ακόμη καταγγελία. Κάτι τέτοια τα συνήθιζε η Κουίν, απέφευγε να δημιουργεί προβλήματα τα οποία μετά θα αναγκαζόταν να επιλύσει. Καλύτερα, λοιπόν, να την επισκεπτόταν για να την πιέσει να πάει στην αστυνομία. Άφησε κάτω το βιβλίο και σηκώθηκε για να πάει να τη βρει. «Θέλω να μείνουμε μαζί, αλλά μονάχα αν το κάνεις για τον εαυτό σου» είχε πει η Κουίν. Εντάξει, θα της έλεγε ψέματα. Καθώς ετοιμαζόταν να βγει, χτύπησε το τηλέφωνο. «Μου είπες να σου τηλεφωνήσω αν αντιληφθώ ότι κάτι δεν πάει καλά» του είπε στο τηλέφωνο η Πάτσι Μπρέιντι. Ο Νικ πάγωσε. «Τι συμβαίνει;» «Εκείνο το σκυλάκι βγήκε πάλι στον δρόμο» απάντησε η Πάτσι. «Περπατούσε παράξενα και κλαψούριζε, γι’ αυτό του άνοιξα την αυλόπορτα και το είδα που προσπαθούσε να μπει από την πίσω πόρτα, αλλά δεν μπορούσε, γι’ αυτό πήγα να το βοηθήσω…» «Ειδοποίησε αμέσως την Άμεση Δράση» είπε ο Νικ. «Έρχομαι». «…και τότε είδα ότι το παράθυρο της πίσω πόρτας ήταν σπασμένο» συμπλήρωσε η Πάτσι. «Το δύστυχο το ζωάκι όρμησε μέσα στα γυαλιά…» «Γαμώτο!» Ο Νικ κοπάνησε το τηλέφωνο και έτρεξε στην πόρτα.
Η κραυγή της Κουίν αντήχησε στο μικρό μπάνιο και ο Μπιλ χαμογέλασε. «Εγώ είμαι» της είπε. Η Κουίν κάλυψε το σώμα της με την κουρτίνα της μπανιέρας. «Βγες έξω! Έξω!» «Έλα, ηρέμησε» της είπε και της χαμογέλασε ξανά για να την καθησυχάσει. «Σκέψου το λίγο». «Μπιλ…» «Ξέρω πως αυτή τη στιγμή είσαι ταραγμένη, αλλά στην πραγματικότητα φταίει μονάχα το πείσμα σου. Ήξερες ότι αργά ή γρήγορα θα ξανασμίγαμε και πιστεύω πως ήρθε η ώρα. Ειλικρινά, δεν χρειάζεται να αναστατώνεσαι τόσο». Η Κουίν έσφιξε πάνω της την κουρτίνα του ντους και προσπάθησε να σταματήσει να τρέμει, όσο αυτός της χαμογελούσε για να της δώσει θάρρος. Κράτα την ψυχραιμία σου και θα βρεις μια λύση, είπε μέσα της. Μπορεί ο Μπιλ να ήταν τρελός, αλλά δεν ήταν βίαιος. Για την ώρα. Έσφιξε τα δόντια, νιώθοντας ότι η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Ναι, θα έβρισκε τη λύση. Αν και θα προτιμούσε να μη βρίσκεται γυμνή μέσα στην μπανιέρα. Φυσικά, αυτή ήταν η τελευταία σκέψη της Τζάνετ Λι όταν ο Τόνι Πέρκινς την επισκέφτηκε στο λουτρό.17 «Γιατί κρύβεσαι πίσω από την κουρτίνα, χαζούλα;» είπε ο Μπιλ και η Κουίν πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Με τρόμαξες» του αποκρίθηκε. «Δεν σε περίμενα. Ε… μπορώ να έχω μια πετσέτα, παρακαλώ;» «Ω, συγγνώμη» είπε ο Μπιλ και της έδωσε την πετσέτα από την κρεμάστρα πίσω του. «Σ’ ευχαριστώ» του είπε και την τύλιξε γύρω της, νιώθοντας έτσι λιγότερο ευάλωτη. Όχι πολύ λιγότερο, μα κάτι ήταν κι αυτό. Έπειτα παραμέρισε την κουρτίνα και βγήκε από την μπανιέρα με τα βρεγμένα μαλλιά της να στάζουν. «Πηγαίνω να ντυθώ και επιστρέφω αμέσως». «Θα έρθω μαζί σου για να μιλήσουμε» είπε ο Μπιλ και την ακολούθησε στον διάδρομο, ανοίγοντας το βήμα του όταν εκείνη επιτάχυνε. Η Κουίν επιχείρησε να τον κλείσει απέξω, αλλά αυτός ακούμπησε την παλάμη στο πορτόφυλλο, κι έτσι εκείνη οπισθοχώρησε προς τη μια πλευρά του κρεβατιού, αναποδογυρίζοντας τις βαλίτσες που είχε αφήσει ο Μπιλ στα πόδια του κρεβατιού. Οι βαλίτσες έπεσαν ανάλαφρα, σαν να ήταν άδειες, η μία πάνω στην άλλη, και η Κουίν οπισθοχώρησε κοιτάζοντάς τες έκπληκτη. «Με συγχωρείς, θα τις τακτοποιήσω στο υπόγειο αργότερα» της είπε. Η Κουίν άνοιξε το πάνω συρτάρι του επίπλου του λαβομάνου αναζητώντας απελπισμένα να φορέσει όσο το δυνατόν περισσότερα ρούχα, προκειμένου να αποτρέψει αυτό που θα μεσολαβούσε ανάμεσα στο τώρα και στο «αργότερα». Τα εσώρουχά της είχαν γίνει άφαντα. Στη θέση τους βρίσκονταν δικά του ρούχα, μακό μπλουζάκια, σλιπάκια, κάλτσες. «Πού είναι τα… πράγματά μου;» ρώτησε προσπαθώντας να μιλήσει φυσιολογικά. «Εκείνα τα κακόγουστα εσώρουχα δεν ήταν κατάλληλα για σένα. Εσύ δεν είσαι τέτοια γυναίκα» της απάντησε.
Είμαι και παραείμαι. «Καλά» του είπε και έπιασε ένα από τα μπλουζάκια του. «Καλά λοιπόν». «Όταν προσθέσουμε την προέκταση, θα υπάρχει άφθονος χώρος για τα ρούχα μας» της είπε και, δρασκελίζοντας τις βαλίτσες, κάθισε στο κρεβάτι. «Σκέφτομαι να βγούμε απόψε για φαγητό και να το κουβεντιάσουμε, ώστε μόλις κλείσει το σχολείο να είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε». Η Κουίν κοίταξε το ατάραχο, γεμάτο σιγουριά πρόσωπό του και προσπάθησε να καταλάβει αν θα αντιδρούσε βίαια σε περίπτωση που του έλεγε την αλήθεια. Ίσως ήταν πιο έξυπνο να μη διαφωνήσει μαζί του, απλώς να αγνοεί ό,τι της έλεγε. Φόρεσε την μπλούζα του, παρόλο που την απεχθανόταν επειδή ήταν δική του. Σίγουρα δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για ιδιοτροπίες. Εξακολούθησε να έχει τυλιγμένη την πετσέτα γύρω από τη μέση σαν να φορούσε χοντρό παρεό κάτω από την μπλούζα που της έφτανε ως το γόνατο. Όσο περισσότερα ρούχα παρεμβάλλονταν ανάμεσά τους, τόσο το καλύτερο. «Ο μπαμπάς μένει μαζί μου, ξέρεις» του είπε με δήθεν ανέμελη φωνή. «Όπου να ’ναι θα επιστρέψει». «Αμφιβάλλω». Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι. «Η Ίντι γύρισε στο διαμέρισμά της, επομένως ο Τζο πρέπει να επέστρεψε ήδη στης μητέρας σου». «Η Ίντι γύρισε στο διαμέρισμά της;» ξαφνιάστηκε η Κουίν κι αμέσως μετά ένιωσε τρόμο· αν ο πατέρας της δεν επρόκειτο να έρθει… «Όλες οι μανάδες στον αγώνα αυτό κουβέντιαζαν» είπε ο Μπιλ. «Έμαθα ότι η Ντάρλα γύρισε επίσης στον Μαξ. Έτσι κατάλαβα ότι είχε έρθει η δική μας η σειρά». «Μπιλ, δεν είμαστε πια μαζί». Η Κουίν τον παρατηρούσε με προσοχή για να δει αν φαινόταν ενοχλημένος από τα λόγια της. «Και βέβαια είμαστε». Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι υπομονετικά, όπως πάντα. «Τα ίδια έλεγες την προηγούμενη φορά που ήρθα να ζήσω μαζί σου. Κάθε φορά που το πρότεινα, εσύ αρνιόσουν, ώσπου στο τέλος μετακόμισα απλώς στο σπίτι σου και όλα ήταν μια χαρά. Το ίδιο συνέβη με το καινούργιο διαμέρισμα. Από τη στιγμή που μας εγκατέστησα εκεί, ήσουν ευχαριστημένη. Όπως αντιλαμβάνεσαι, ορισμένες φορές δεν ξέρεις τι θέλεις, οπότε αναγκάζομαι να σου το υποδείξω». Η Κουίν άνοιξε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί, αλλά το μετάνιωσε. Ο Μπιλ είχε δίκιο. Όχι σε ό,τι αφορούσε τις επιθυμίες της, αλλά σχετικά με το γεγονός ότι κάθε φορά εκείνη υποχωρούσε. Επομένως, δεν ήταν ένας τρελός που πίστευε ότι το κόλπο θα πετύχαινε ξανά. Ήταν απλώς τρελός, τελεία και παύλα. «Δεν το ήθελα» του είπε με περίσκεψη, παρατηρώντας τα μάτια του για να δει αν θα νευρίαζε. «Απλώς δεν ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα εκφράζοντας τη διαφωνία μου. Ήταν βλακεία μου. Αυτό φταίει για την τωρινή μας κατάσταση». «Είμαστε όπως ήμασταν πάντα» είπε ο Μπιλ σχεδόν σαν να μονολογούσε. «Όχι, Μπιλ. Κοίταξέ με. Εγώ έχω αλλάξει». «Εμένα μου φαίνεσαι πάντα ίδια». Της χαμογέλασε. «Θυμάσαι που μερικές φορές κοιμόσουν με το μπλουζάκι μου; Είσαι όπως ήσουν πάντα». «Όχι, Μπιλ, σου είπα, έχω αλ…» «Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Νομίζουν ότι αλλάζουν, αλλά στην πραγματικότητα, κατά βάθος,
μένουν ίδιοι. Πάρε παράδειγμα τον Μαξ και την Ντάρλα. Ακόμα και ο πατέρας σου, κατά πάσα πιθανότητα, θα γυρίσει στη μητέρα σου. Όπως γύρισα εγώ σ’ εσένα. Οι άνθρωποι πειραματίζονται, αλλά δεν αλλάζουν πραγματικά». «Εγώ άλλαξα» δήλωσε η Κουίν. «Και δεν…» «Απατάσαι. Έκοψες τα μαλλιά σου, σιγά το πράγμα, θα μακρύνουν. Τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, όταν επιστρέψεις στα μαθήματα, τα μαλλιά σου θα είναι μακριά όπως πάντα. Είσαι απαράλλαχτη». Ο Μπιλ έδειξε την κάμαρά της. «Η κρεβατοκάμαρά σου έχει τα ίδια έπιπλα, τις ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους. Στην κουζίνα κρέμασες το σουρωτήρι δίπλα στη φωτογραφία του παιδικού βιβλίου, στην ίδια θέση που βρισκόταν και στα δύο διαμερίσματά μας. Δεν άλλαξες». Η Κουίν ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένη. Ήταν αλήθεια. «Και ξέρω ότι κατά τη γνώμη σου δεν ανήκω εδώ, αλλά περίμενε και θα δεις. Σε λίγο θα είναι όλα όπως πρώτα» συνέχισε συγκατανεύοντας. «Είμαι ερωτευμένη με τον Νικ» του ξεφούρνισε, πιο πολύ για να αποδείξει στον εαυτό της ότι είχε αλλάξει. «Κάνεις λάθος, απλώς τον αγαπάς» τη διόρθωσε εκείνος με ήπιο ύφος. «Ανέκαθεν τον αγαπούσες. Μόνο που μπέρδεψες το είδος της αγάπης επειδή δεν βρισκόμουν στο πλευρό σου». «Κοιμάμαι μαζί του» είπε η Κουίν. «Είναι σαφές το είδος της αγάπης μου γι’ αυτόν». «Όχι» επέμεινε ο Μπιλ σκυθρωπός, και ξάφνου η Κουίν θυμήθηκε πόσο δεινή ήταν η θέση της εκείνη τη στιγμή. «Πες του απλώς ότι δεν τον αγαπάς με τέτοιον τρόπο. Ότι ήταν λάθος. Θα καταλάβει. Ξέρεις πώς είναι ο Νικ, έτσι κι αλλιώς απεχθάνεται τη δέσμευση». «Λοιπόν, πρέπει να με ακούσεις» είπε η Κουίν όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Μάλλον έχεις δίκιο, δεν άλλαξα» συμφώνησε, κι αυτός της χαμογέλασε, «γιατί πιστεύω ότι ήμουν ανέκαθεν ερωτευμένη με τον Νικ». «Όχι». «Πιστεύω πως τον αγαπούσα όταν έπειθα τη Ζόι να τον παντρευτεί» συνέχισε η Κουίν με όσο το δυνατόν πιο ήρεμη φωνή. «Πιστεύω ότι απλώς νόμιζα πως ήταν αδύνατον να τον αποκτήσω. Γι’ αυτό ήθελα να γίνω η Ζόι. Για να μπορέσω να τον διεκδικήσω. Γιατί πάντα τον αγαπούσα». «Όχι» είπε ο Μπιλ και σηκώθηκε. «Κι αυτός μ’ αγαπούσε πάντα». Η Κουίν πισωπάτησε συνεχίζοντας με τον ίδιο δήθεν ανάλαφρο τόνο. «Και τώρα είμαι μαζί του με τον τρόπο που το ήθελα από την αρχή…» «Όχι!» επανέλαβε ο Μπιλ. «…γι’ αυτό πρέπει να φύγεις τώρα». «Είναι γελοίο» της είπε κοφτά. «Έχω αδειάσει τις βαλίτσες μου. Δεν πρόκειται να πάω πουθενά, τα ρούχα μου είναι εδώ». Η Κουίν πήγε να πει κάτι, αλλά κάποιος χτύπησε την πίσω πόρτα, και προς στιγμήν μαρμάρωσαν. Άκουσε τα νύχια της Κέιτι στο πάτωμα της κουζίνας, άκουσε την πονεμένη κραυγή της. «Να πάρει η οργή, αφού το ξεφορτώθηκα το βρομόσκυλο. Ποιος διάολος;…» «Τι έκανες;» Η Κουίν τον έσπρωξε με δύναμη κι έτρεξε στο κεφαλόσκαλο την ίδια στιγμή που η Κέιτι ανέβαινε κουτσαίνοντας τη σκάλα, αλυχτώντας από πόνο. «Τι της έκανες;» ξεφώνισε η Κουίν και σήκωσε την Κέιτι στην αγκαλιά της για να διαπιστώσει τι της είχε συμβεί.
«Το σκυλί θα φύγει» διέταξε ο Μπιλ με τη φωνή του Άρχοντα του Σύμπαντος απλώνοντας τα χέρια προς το μέρος της. «Μη!» φώναξε η Κουίν και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, πηδώντας τα σκαλιά δύο δύο προκειμένου να σώσει την Κέιτι. «Να πάρει ο διάολος, Κουίν!» φώναξε πίσω της ο Μπιλ, και τη στιγμή που εκείνη έφτανε στο ισόγειο, αυτός πατούσε στο κεφαλόσκαλο. «Δώσε μου το αναθεματισμένο το κοπρόσκυλο!» Η Κουίν γύρισε και ξάφνου τον είδε να χάνει την ισορροπία του και να πιάνεται από την κουπαστή της σκάλας, η οποία, με το βάρος του, υποχώρησε. Ο Μπιλ ξεφώνισε καθώς έπεφτε με φόρα στον απέναντι τοίχο, ενώ την ίδια στιγμή η Κουίν ορμούσε στην τραπεζαρία σφίγγοντας την Κέιτι που έτρεμε στην αγκαλιά της. Τον άκουσε να σκάει στη βάση της σκάλας, αλλά εκείνη βρισκόταν ήδη στην είσοδο ψάχνοντας το κλειδί. Ο Μπιλ βλαστήμησε πίσω της και προσπάθησε να σηκωθεί. Η Κουίν κράτησε την Κέιτι στο ένα μπράτσο, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, το έστριψε και, τη στιγμή που η πόρτα άνοιγε, τα χέρια του την άδραξαν από την μπλούζα σε μια προσπάθεια να της πάρει την Κέιτι. Η Κουίν όρμησε έξω, νιώθοντας τα νύχια του να της γδέρνουν την πλάτη και, διασχίζοντας τη βεράντα, πήδησε σκουντουφλώντας στα σκαλιά σφίγγοντας την Κέιτι. Καθώς πιανόταν από το περίφραγμα της βεράντας, το κάγκελο έσπασε και εκείνη βρέθηκε ξαπλωμένη στο χορτάρι κρατώντας ένα σπασμένο κομμάτι του. Άφησε ελεύθερη την Κέιτι, φωνάζοντάς της να τρέξει. Καθώς πάλευε να σηκωθεί, αντίκρισε το παραμορφωμένο από οργή πρόσωπο του Μπιλ, τον είδε να πηδάει στο κεφαλόσκαλο και να το σπάει στα δύο. Χάνοντας την ισορροπία του, ο Μπιλ έσκασε με δύναμη στην αυλή τινάζοντας συγχρόνως τη γροθιά προς την Κέιτι, ενώ η Κουίν ούρλιαζε: «Μη!» κι έπεφτε πάνω του για να προστατέψει το σκυλί της. «Θα το σκοτώσω το καταραμένο» βρυχήθηκε ο Μπιλ δίνοντας στην Κουίν μια γερή σπρωξιά τη στιγμή που σηκωνόταν, αλλά εκείνη, παραπατώντας, προσπάθησε να του κόψει τον δρόμο. «Σταμάτα, άφησέ την!» του φώναξε, κι αυτός την έριξε καταγής μ’ ένα χαστούκι. «Σ’ το είχα πει» μουρμούρισε ο Μπιλ με ήρεμη φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση. «Δεν θα το κρατήσεις αυτό το σκυλί». Την προσπέρασε και έσκυψε να πιάσει την Κέιτι, που ζάρωσε φοβισμένη τρέμοντας και γαβγίζοντας. Με μια αστραπιαία κίνηση, η Κουίν άρπαξε το σπασμένο κάγκελο από το χορτάρι και τον χτύπησε πίσω στο κεφάλι. Εκείνος κούνησε το κεφάλι δεξιά αριστερά σαν ταύρος και γύρισε προς το μέρος της. «Δώσε μου αυτό το κέρατο». «Άκουσέ με» του είπε η Κουίν βράζοντας από θυμό και πισωπάτησε. «Σε μισώ. Μισώ καθετί σ’ εσένα. Θέλω να φύγεις αμέσως από το σπίτι μου και από τη…» Ο Μπιλ δοκίμασε να της αρπάξει το κάγκελο, βλαστημώντας όταν εκείνη του το κοπάνησε στο χέρι και τον πέτυχε στις αρθρώσεις. «Πάρε δρόμο» του είπε, κι όταν αυτός όρμησε ξανά καταπάνω της, η Κέιτι τον άρπαξε από το μπατζάκι. Ο Μπιλ γύρισε και τη χτύπησε. Η σκυλίτσα έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή και τότε η Κουίν, τρελή από θυμό, του κατέβασε το κάγκελο πίσω στον σβέρκο. Ο Μπιλ παραπάτησε. Καθώς έκανε στροφή, η Κουίν πήρε φόρα και τον χτύπησε με δύναμη στο αυτί. «Μην τολμήσεις» του είπε
και τον ξάπλωσε κάτω μ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι «να πλησιάσεις» πρόσθεσε και μ’ ένα δεύτερο χτύπημα τον πέτυχε στον ώμο «το σκυλί μου» –αυτή τη φορά αστόχησε γιατί ο Μπιλ έσκυψε– «ή εμένα» συνέχισε πετυχαίνοντάς τον στο σβέρκο και ρίχνοντάς τον στα γόνατα «άλλη φορά!» Καθώς η Κουίν σήκωνε το κάγκελο σημαδεύοντάς τον ανάμεσα στα μάτια –στον διάβολο οι συμβιβασμοί–, κάποιος την άρπαξε και την τράβηξε πίσω. Η Κουίν αντιστάθηκε, ήθελε να τον χτυπήσει κι αυτόν, μέχρι που της πήρε το κάγκελο λέγοντάς της ξέπνοα: «Νομίζω ότι έγινες σαφής. Καιρός να σταματήσεις!» «Νικ;» ψέλλισε, και εκείνος την κράτησε σφιχτά για μια στιγμή. Έπειτα του ξέφυγε, φωνάζοντας την Κέιτι. Γυρίζοντας προς τα πίσω, είδε την Κέιτι να γρυλίζει στον ζαβλακωμένο Μπιλ που κειτόταν στο γρασίδι. Λίγο πιο πέρα, ο Φρανκ Άτσιτι κατέβαινε από το περιπολικό του. Ο Φρανκ διέσχισε την αυλή με το πάσο του όπως πάντα, την ώρα που η Κουίν πετούσε το κάγκελο παίρνοντας αθώο ύφος. «Νομίζω ότι κατάλαβα τι εννοούσες σχετικά με τον προπονητή» της είπε, επιθεωρώντας τον ξαπλωμένο Μπιλ. «Δεν νομίζω ότι της αρέσουν σε τέτοιον βαθμό οι αγριάδες, Μπιλ» πρόσθεσε κουνώντας επιτιμητικά το κεφάλι. Ο Μπιλ ακούμπησε πίσω το ματωμένο κεφάλι του και, όσο ο Φρανκ τού διάβαζε τα δικαιώματά του, η Κέιτι τούς πλησίασε γαβγίζοντας. «Θα μείνω εδώ» είπε ο Νικ στην Κουίν κι εκείνη τον κοίταξε απορημένη. «Το κάνω για μένα. Σ’ αγαπώ. Πάντα σ’ αγαπούσα». Έριξε μια ματιά στον Μπιλ. «Επίσης, θα κοιμάμαι καλύτερα αν ξέρω πού βρίσκεται αυτό το κάγκελο. Χριστέ μου, του άλλαξες τα φώτα. Πιστεύω ότι τώρα πια το κατάλαβε». Ο Φρανκ σταμάτησε προς στιγμήν και κοίταξε ενοχλημένος την Κέιτι. «Σκύλε, αν δεν μ’ ακούσει, δεν θα ξέρει τα δικαιώματά του». Έσκυψε να τη χαϊδέψει για να την ηρεμήσει, και η Κέιτι λύγισε τα πίσω ποδαράκια της και κατούρησε δίπλα στο αυτί του Μπιλ. «Έτσι μπράβο» είπε η Κουίν, που προσπαθούσε να αναπνεύσει πάλι κανονικά, εξακολουθώντας να αγωνιά για την Κέιτι. «Αυτό το κάθαρμα πείραξε το σκυλί μου». «Αυτό ήταν το πρώτο λάθος του» παρατήρησε ο Νικ. «Έλα, πάμε να ντυθείς και μετά να επισκεφτούμε με την Κέιτι τον κτηνίατρο». Η Κουίν έριξε μια τελευταία ματιά στον Μπιλ. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Είχε χάσει το αυτάρεσκο ύφος του. «Ποτέ ξανά» του είπε, κι εκείνος απέστρεψε το κεφάλι. «Πάμε, Κέιτι» είπε στη σκυλίτσα, η οποία την πλησίασε κουτσαίνοντας, λαχανιασμένη από το γάβγισμα, δίχως να τρέμει πια.
Το ντράιβ ιν άνοιξε το πρώτο Σάββατο του Ιουνίου, και η Κουίν με τον Νικ πάρκαραν στην τελευταία σειρά, επειδή η Κουίν δεν είχε βρεθεί ποτέ εκεί στα μαθητικά της χρόνια. «Πάντα έβγαινα με αγόρια που δεν τολμούσαν να προχωρήσουν» εκμυστηρεύτηκε στον Νικ. «Σε πληροφορώ ότι αυτές οι μέρες ανήκουν στο παρελθόν» της είπε εκείνος. «Σήμερα πέρασα να δω τη μαμά» του είπε την ώρα που άρχιζαν τα κινούμενα σχέδια –μια
ασπρόμαυρη ταινία με τον Γούντι τον Τρυποκάρυδο και μια μικρή μπετονιέρα– και έγειρε το κεφάλι στον ώμο του. «Κανένα νέο;» ρώτησε ο Νικ δίνοντάς της ένα κουτί με ποπκόρν. «Η εταιρεία του συνδρομητικού καναλιού μόλις πρόσθεσε το κανάλι ESPN2 και το κανάλι του γκολφ». Η Κουίν πήρε μερικά ποπκόρν, ενώ η Κέιτι δίπλα της παρίστανε την πεινασμένη. «Ο μπαμπάς σταμάτησε να βγαίνει με την Μπάρμπαρα, επειδή τον πίεζε για αποκλειστικότητα, και αυτός της είπε ότι ήταν ήδη αφοσιωμένος στη μαμά. Και η μαμά με την Ίντι πήγαν ξανά σε παζάρι». Ο Νικ γέλασε. «Μια που το έφερε η κουβέντα» είπε η Κουίν και ανακάθισε «σήμερα είδα την Μπάρμπαρα, και θα έπαιρνα όρκο ότι μοιάζει με την πριγκίπισσα Νταϊάνα. Λες να σχεδιάζει ταξίδι στην Αγγλία; Μήπως πρέπει να προειδοποιήσουμε τον πρίγκιπα Κάρολο;» «Δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω». Ο Νικ την αγκάλιασε και την έβαλε να ακουμπήσει ξανά στον ώμο του. «Δεν έχω ευχάριστες αναμνήσεις από την Μπάρμπαρα». «Εσύ ίσως όχι, αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους. Η Λόις έδιωξε τον Μάθιου». Η Κουίν χαλάρωσε στο πλευρό του, γεμάτη αγαλλίαση. «Είπε ότι περνούσε καλύτερα χωρίς αυτόν, και δεν θα το είχε ανακαλύψει αν η Μπάρμπαρα δεν της τον είχε κλέψει. Ισχυρίζεται ότι εξακολουθεί να τη μισεί, ωστόσο σταμάτησε να την αποκαλεί τσούλα της τράπεζας». «Λατρεύω τις ιστορίες που έχουν ευτυχισμένο τέλος». Ο Νικ έριξε μια ματιά στην Κέιτι, που είχε σταματήσει να ζητιανεύει ποπκόρν και κοίταζε έξω από το παράθυρο του συνοδηγού για τυχόν απειλητικές κινήσεις, παρόλο που ήταν πλέον σχετικά πιο ήρεμη, σαν να ήξερε ότι ο Μπιλ θα έμενε στη φυλακή για αρκετά χρόνια ακόμα. «Μην την αφήσεις να πηδήσει απ’ το παράθυρο. Αρκετά λεφτά πληρώσαμε φέτος στον κτηνίατρο για σπασμένα πλευρά». Η Κουίν χάιδεψε τα μικροσκοπικά καπούλια της Κέιτι. «Δεν πρόκειται να πάει πουθενά». Η Κέιτι εγκατέλειψε το πόστο της και έστρεψε ξανά την προσοχή στα ποπκόρν. Τους πλησίασε κουτσαίνοντας πάνω στο κάθισμα, κλαψουρίζοντας για να τη λυπηθούν. «Πρόσεξες ότι αυτό το σκυλί κουτσαίνει μόνο όταν θέλει κάτι;» είπε ο Νικ. «Ναι, το πρόσεξα». Η Κουίν τής έδωσε ένα ποπκόρν. «Δεν είναι πανέξυπνη;» «Όχι» απάντησε ο Νικ και έσκυψε για να ανοίξει το ντουλαπάκι. «Τα ποπκόρν είναι βλαβερά για τα σκυλιά. Δώσ’ της ένα μπισκότο σκύλου». «Μη μου πεις ότι φυλάς μπισκότα σκύλου στο ντουλαπάκι». «Μην αρχίζεις» είπε ο Νικ και άλλαξε θέμα. «Δεν μου είπες όμως, τι γίνεται τελικά με την Ίντι, τη μαμά και τον μπαμπά σου;» «Απ’ όσο αντιλαμβάνομαι, η Ίντι δείχνει ανακουφισμένη, η μαμά δείχνει ευχαριστημένη και ο μπαμπάς βλέπει τηλεόραση». Η Κουίν τού χαμογέλασε στο φως του δειλινού. «Πιστεύω ότι είναι αρκετά ευτυχισμένοι. Είναι σαν να ξαναγύρισαν στην καθημερινότητά τους, έπειτα από θαυμάσιες διακοπές. Α, επίσης η Ίντι είπε ότι το συμβούλιο του σχολείου αποφάσισε να προσλάβει τον Ντένις Ρουλ στη θέση του διευθυντή». «Βρε τον καημένο τον Μπόμπι» σχολίασε ο Νικ. «Αν ο Μπιλ είχε κερδίσει το πρωτάθλημα…» «Δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτα». Η Κουίν προσπάθησε να κρύψει την ικανοποίησή της, αλλά
δεν ήταν εύκολο. «Ο Μπόμπι τα είχε θαλασσώσει από μόνος του. Ο προϊστάμενος του Γραφείου Διοίκησης που οργάνωσε την επιτροπή για τις προσλήψεις επέλεξε άτομα που ήξεραν καλά πώς λειτουργεί το σχολείο». «Και λοιπόν;» «Περιέλαβε, λοιπόν, την Γκρέτα στην επιτροπή» είπε η Κουίν χαμογελώντας απροκάλυπτα. «Και τι δεν θα ’δινα για να έβλεπα τη φάτσα του Μπόμπι όταν το πληροφορήθηκε. Αν και έτσι όπως είναι δεμένο με σύρμα το σαγόνι του, δεν θα έβλεπα πολλά πράγματα». «Επομένως, όλοι είναι ευχαριστημένοι» είπε ο Νικ. «Όλοι, εκτός από μένα». Η Κουίν ανακάθισε και η καρδιά της χτύπησε δυνατά. «Δεν είσαι ευχαριστημένος;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Παρά το μισοσκόταδο, η Κουίν πρόσεξε ότι ο Νικ κάτι σκάρωνε. «Σκεφτόμουν ότι μας χρειάζεται μια αλλαγή» της είπε. «Τρελάθηκες; Η ζωή μας είναι σχεδόν τέλεια κι εσύ θέλεις…» «Σε κρεβάτια, καναπέδες, τοίχους, στον πάγκο της κουζίνας, στην πίσω αυλή, στο μπάνιο του συνεργείου…» Ο Νικ έσκυψε προς το μέρος της και κούνησε το κεφάλι του. «Όλο τα ίδια και τα ίδια. Έχουμε μουχλιάσει». Τα σκοτεινά μάτια του πλανήθηκαν πάνω της. Το κορμί του ήταν σκληρό και ζεστό καθώς έγερνε κοντά της εκείνος ο συναρπαστικός, ο αξιαγάπητος, ο αξιόπιστος άντρας που αντιπροσώπευε όλα όσα είχε θελήσει στη ζωή της. Διάβολε, είμαι πολύ τυχερή, συλλογίστηκε η Κουίν, ενώ την ίδια στιγμή ρωτούσε ανέμελα: «Πού θέλεις να καταλήξεις;» Ο Νικ γλίστρησε το χέρι του κάτω από την μπλούζα της γέρνοντας κοντά στο αυτί της για να της ψιθυρίσει, κι εκείνη ανατρίχιασε, καθώς ζωντάνευε μέσα της κάθε κύτταρο του κορμιού της. «Σου έχει τύχει να απολαύσεις υπέροχο, γυμνό σεξ με φωνές και με τα όλα του στο μπροστινό κάθισμα ενός φορτηγού, στο ντράιβ ιν, με όλη την πόλη γύρω σου να παρακολουθεί μια πραγματικά άθλια κόπια της ταινίας Πάρτι εργένηδων και το σκυλί σου να τρώει ποπκόρν;» «Είναι καιρός για μια αλλαγή» είπε η Κουίν και έβγαλε το πουλόβερ της.
EΥΧΑΡΙΣΤΊΕΣ
για να εκφράσω έστω και με καθυστέρηση την ευγνωμοσύνη μου στο επιστημονικό προσωπικό του Τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου του Οχάιο, και ειδικά τους Lee K. Abbott, Melanie Rae Thon, Lore Segal, Michelle Herman και Bill Roorbach για την υποστήριξη, την καθοδήγηση και τις συμβουλές τους. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω τον Ron Carlson και την Alice MacDermott, επισκέπτες καθηγητές, που με δίδαξαν τόσo πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, και τους Christopher Griffin και Cartha Sexton που φρόντισαν να πάρω το πτυχίο μου. Τέλος, πρέπει να ευχαριστήσω τους συμφοιτητές μου στο Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής για την έσχατη τιμή που μου επιφύλαξαν αντιμετωπίζοντας τη δουλειά μου με σεβασμό και προσοχή, καθώς και για την ενθάρρυνση και τη συντροφικότητά τους. Είμαι ιδιαίτερα υποχρεωμένη στους Will Allison, Richard Ashbrook, Michael Azre, Michael Charlton, Jennifer CognardBlack, Kristina Emick, Polly Farquhar, David Ferguson, Kathryn Flewelling, Steve Guinan, Vicki Henriksen, Michael Lohre, Jeff MacGregor, Bruce Machart, Susan McGowan, Susan Metcalfe, Tom Moss, Jason Nunemaker, Dan O’Dair, Bruce Ortquist, Todd Renger, Bonnie Riedinger,Vicki Schwab, John Shamlou, Deborah Sobeloff, Tamara Stevens, Laura Swenson, Mary Tabor, Rick Vartorella και Deborah Way. Ζητώ συγγνώμη αν ξέχασα κάποιους. ΕΠΩΦΕΛΟΥΜΑΙ ΤΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
1. Κ-K-K Katy: Δημοφιλές αμερικανικό τραγούδι του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου. 2. The Doobie Brothers: Αμερικανικό ροκ συγκρότημα των αρχών της δεκαετίας του ’70. 3. Dusty Springfield: Αγγλίδα τραγουδίστρια της ποπ που έκανε καριέρα από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τη δεκαετία του ’90. 4. John Donne (1572-1631) και Αndrew Marvell (1621-1678): Άγγλοι ποιητές. 5. Αμερικανικό καλωδιακό κανάλι με αθλητικά προγράμματα. 6. Αναφορά στο ιστορικό μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ Όσα παίρνει ο άνεμος. «Τάρα» ονομαζόταν μια φυτεία του αμερικανικού νότου που αποτελούσε τη γενέτειρα της κεντρικής ηρωίδας. 7. Αγγλική κινηματογραφική ταινία του 1966 με θέμα την εξημέρωση των άγριων ζώων. 8. Into the Woods: Μιούζικαλ του 1986 σε στίχους και μουσική του Stephen Sondheim. Μέσα στο 2014 αναμένεται η κυκλοφορία της ομώνυμης κινηματογραφικής ταινίας. 9. In the Night Kitchen: Δημοφιλές παιδικό βιβλίο του αμερικανού συγγραφέα Maurice Sendak, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1970. 10. Gerry Springer: Αμερικανός πρώην πολιτικός, παρουσιαστής τηλεοπτικής εκπομπής. 11. Στίχοι του Ουίλιαμ Σαίξπηρ από το Σονέτο 116, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα. 12. Άντριου Μάρβελ, «Στη σεμνότυφη ερωμένη του», σε μετάφραση Διονύση Καψάλη. 13. Από το ποίημα του Τζον Νταν, «Ελεγεία Κ΄. Στην ερωμένη του που πηγαίνει να πλαγιάσει». 14. Από το ποίημα του Τζον Νταν, «A Valediction: Forbidding Mourning». 15. Απόσπασμα επίσης από το ποίημα «Στη σεμνότυφη ερωμένη του». 16. Homecoming: Ετήσια αμερικανική γιορτή για την υποδοχή των αποφοίτων στα σχολεία, τα κολέγια και τα πανεπιστήμια. 17. Η Τζάνετ Λι και ο Άντονι Πέρκινς πρωταγωνιστούσαν στην ταινία τρόμου του Άλφρεντ Χίτσκοκ Ψυχώ.
Διαβάστε μερικές σελίδες από το επόμενο βιβλίο της Jennifer Crusie Το στοίχημα (μετάφραση: Παλμύρα Ισμυρίδου).
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 2014
O ΚΑΛ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΣΕ ΤΟ ΣΟΚΑΡΙΣΜΕΝΟ ΥΦΟΣ της Μιν. Η νεαρή γυναίκα μόλις συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά τι ακριβώς ήταν το Εμίλιο’ς, κοιτάζοντας σαν χαμένη το αγαπημένο του εστιατόριο σε όλη την αλλοπρόσαλλη δόξα του – τους πολυέλαιους από σφυρήλατο σίδηρο με τα κεχριμπαρένια λαμπιόνια σε σχήμα φλόγας, τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους, τα κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα πάνω στα τετράγωνα τραπέζια, τα μπηγμένα στα χιλιομεταχειρισμένα μπουκάλια του Κιάντι κεριά, τους χειρόγραφους καταλόγους και τα παράταιρα μαχαιροπίρουνα. Περίμενε να δει να σκάει στα χείλη της το χαμόγελο, αλλά κατάλαβε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, επειδή η Μιν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Καλά να πάθει, τέτοιος μπελάς που ήταν… «Είναι καταπληκτικό» είπε η Μιν και έβαλε τα γέλια. «Θεέ μου, πώς είναι δυνατόν ένας άντρας σαν εσένα να ανακαλύψει ένα τέτοιο μέρος;» «Τι πάει να πει ένας άντρας σαν εμένα;» ρώτησε ο Καλ. Η Μιν πλησίασε για να δει από κοντά τις φωτογραφίες της οικογένειας του Εμίλιο, που κάλυπταν μια περίοδο ογδόντα χρόνων. «Πού τα βρήκαν όλα αυτά;» Χαμογέλασε μισανοίγοντας τα απαλά χείλη της, ενώ την ίδια στιγμή τα σκούρα μάτια της φωτίστηκαν, καθώς ο Εμίλιο εμφανίστηκε πίσω του. «Α, ο αγαπητός κύριος Μόρισεϊ!» φώναξε ο Εμίλιο, και γυρίζοντας ο Καλ αντίκρισε το βλοσυρό βλέμμα του παλιού συγκατοίκου του. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». «Εμίλιο, να σου συστήσω τη Μιν Ντομπς» είπε ο Καλ και στράφηκε ξανά στη Μιν. «Ο Εμίλιο κάνει το καλύτερο ψωμί στην πόλη». «Είμαι σίγουρη πως ό,τι και να κάνεις, Εμίλιο, το κάνεις θαυμάσια» σχολίασε η Μιν δίνοντάς του το χέρι. Καθώς τον κοίταζε κάτω από τα ματόκλαδά της, το ακτινοβόλο χαμόγελο τρεμόπαιξε πονηρά στα χείλη της. Ο Εμίλιο ενθουσιάστηκε και ο Καλ σκέφτηκε: Εμένα γιατί δεν μου χαμογέλασε; Ο Εμίλιο της έσφιξε το χέρι. «Για σένα, το ψωμί μου είναι ποίηση. Θα σου προσφέρω το ψωμί μου δώρο στην ομορφιά σου, ένα ποίημα για το ζωηρό χαμόγελό σου» είπε φιλώντας της με αβρότητα το χέρι και η Μιν τού χαμογέλασε πρόσχαρα, χωρίς να το τραβήξει. «Εμίλιο, η Μιν έχει βγει ραντεβού μαζί μου. Φτάνουν τα φιλιά» τον έκοψε ο Καλ. Η Μιν κούνησε το κεφάλι και τον κοίταξε αγέλαστη.
«Δεν είμαι το ραντεβού κανενός. Δεν συμπαθούμε καν ο ένας τον άλλο». Έπειτα στράφηκε στον Εμίλιο χαμογελώντας ξανά. «Χωριστούς λογαριασμούς, Εμίλιο, σε παρακαλώ». «Έναν λογαριασμό, Εμίλιο» δήλωσε ο Καλ με αγανάκτηση αφήνοντας κατά μέρος τις ευγένειες. «Αλλά προηγουμένως χρειαζόμαστε τραπέζι, ξέρεις». «Ό,τι θέλει το κορίτσι μας» είπε ο Εμίλιο στη Μιν και της ξαναφίλησε το χέρι. Απίστευτο, σκέφτηκε ο Καλ και κλότσησε τον Εμίλιο στον αστράγαλο όταν η Μιν γύρισε για να περιεργαστεί τον χώρο του εστιατορίου. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο τύπος είναι παντρεμένος! «Ελάτε αποδώ» είπε ο Εμίλιο μορφάζοντας. Τους οδήγησε στο καλύτερο τραπέζι πλάι στο παράθυρο, τράβηξε μια ξύλινη καρέκλα για να καθίσει η Μιν και μετά έσκυψε κοντά στον Καλ ίσα για να του σφυρίξει μέσα απ’ τα δόντια: «Βρε ρεμάλι, έδιωξα τους σερβιτόρους εδώ και μισή ώρα». «Παρακαλώ, ευχαρίστησή μου» είπε μεγαλόφωνα ο Καλ νεύοντας με το κεφάλι. Ο Εμίλιο παραιτήθηκε και επέστρεψε στην κουζίνα, αφήνοντας τον Καλ να παρατηρεί τη Μιν, που επιθεωρούσε επίμονα την αίθουσα. «Μοιάζει με τα ιταλικά εστιατόρια που βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες» είπε η Μιν στον Καλ. «Αλλά, πάλι, όχι τόσο. Μου αρέσει. Και ο Εμίλιο μου αρέσει». «Το πρόσεξα» είπε ο Καλ. «Από όσες γυναίκες έχω φέρει εδώ, είσαι η πρώτη που τη φιλάει προτού ακόμη καθίσουμε στο τραπέζι». «Ο άνθρωπος πρόκειται να με ταΐσει, έτσι θα τον αφήσω;» Σήκωσε την πετσέτα της. «Αυτό είναι πάντα καλό σημάδι σ’ έναν άντρα». Άπλωσε την πετσέτα στα πόδια της, αλλά σιγά σιγά το χαμόγελό της έσβησε και φάνηκε πάλι σφιγμένη. «Μόνο που…» Ο Καλ ετοιμάστηκε να δεχτεί το επόμενο χτύπημα. Η Μιν έγειρε μπροστά. «Δεν μπορώ να φάω ψωμί ούτε ζυμαρικά, αλλά δεν θέλω να τον πληγώσω. Μήπως γίνεται να παραγγείλουμε κάτι άλλο;» «Πώς, βέβαια» απάντησε έκπληκτος ο Καλ. «Σαλάτα. Κοτόπουλο μαρσάλα, που δεν συνοδεύεται από ζυμαρικά». «Ευχαριστώ». Η Μιν τού χαμογέλασε. «Δεν θα ήθελα να του χαλάσω τη βραδιά». «Πιστεύω ότι μόλις του έφτιαξες τη βραδιά» παρατήρησε ο Καλ. Τα χείλη της ήταν απαλά και σαρκώδη, και όταν του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη, το πρόσωπό της φωτίστηκε· σε μια στιγμή, από βλοσυρή δεσμοφύλακας η Μιν μεταμορφώθηκε σε θερμή κουκλίτσα. Ωστόσο, η πονηρή λάμψη που είχαν τα μάτια της την ώρα που φλέρταρε με τον Εμίλιο είχε χαθεί, κι αυτό ήταν κρίμα. Ο Εμίλιο έφερε το ψωμί και η Μιν έσκυψε μπροστά για να το περιεργαστεί. «Μμμ, μυρίζει υπέροχα. Είμαι νηστική όλη μέρα και τούτο δω τώρα μου φαίνεται εξαιρετικό». «Είναι όντως καλό» συμφώνησε ο Καλ. «Εμίλιο, θα μας φέρεις τη σπιτική σαλάτα σου για αρχή και μετά το κοτόπουλο μαρσάλα». «Εξαιρετική επιλογή, κύριε Μόρισεϊ» σχολίασε ο Εμίλιο – όπως ακριβώς το περίμενε ο Καλ, αφού όλα ήταν εύκολα στην ετοιμασία τους. «Και ένα καλό κόκκινο κρασί για συνοδεία, συμφωνείς;» «Περίφημα» είπε ο Καλ, ξέροντας ότι ο Εμίλιο θα τους έφερνε ό,τι περίσσευμα είχε μείνει στην κουζίνα από τα ανοιχτά μπουκάλια.
«Εγώ θα πιω κρύο νερό» δήλωσε η Μιν και κοίταξε το ψωμί με βαθύ αναστεναγμό. «Το ψωμί είναι έξοχο» της είπε ο Καλ όταν ο Εμίλιο απομακρύνθηκε. «Το φτιάχνει εδώ». «Υδατάνθρακες» μουρμούρισε η Μιν και συνοφρυώθηκε ξανά. Ο Καλ, που είχε μπουχτίσει να ακούει για υδατάνθρακες στους εννέα μήνες που είχε κρατήσει η σχέση του με τη Σίνθι, προτίμησε να μη δώσει συνέχεια. «Για πες μου, λοιπόν» της είπε πιάνοντας ένα καρβελάκι. «Με τι ασχολείσαι;» Άνοιξε το αφράτο ψωμάκι στη μέση και η ζεστή μυρωδιά μαγιάς τον χτύπησε στα ρουθούνια. «Είμαι αναλογίστρια» απάντησε η Μιν έχοντας ανακτήσει τον δηκτικό τόνο της. Αναλογίστρια. Ο Καλ είχε βγει για φαγητό με μια ιδιόρρυθμη, πεινασμένη, κάθε άλλο παρά ριψοκίνδυνη στατιστικολόγο. Ομολογουμένως, δεν του είχε τύχει ποτέ κάτι παρόμοιο. «Ε… ενδιαφέρον» σχολίασε, εκείνη όμως είχε καρφώσει το βλέμμα στο ψωμί και δεν τον πρόσεχε. Ο Καλ τής πρόσφερε το μισό καρβελάκι του. «Πάρε». «Δεν μπορώ» του απάντησε. «Μου μένουν τρεις εβδομάδες για να αδυνατίσω ώστε να μου χωρέσει ένα φόρεμα». «Με μια μπουκιά ψωμί δεν αλλάζει τίποτα». Ο Καλ κούνησε το καρβέλι γνωρίζοντας ότι η μοσχοβολιά του ψωμιού του Εμίλιο είχε λυγίσει και τους πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς της δίαιτας. «Όχι» επέμεινε εκείνη κλείνοντας σφιχτά μάτια και στόμα, πράγμα ανώφελο γιατί ο κίνδυνος δεν προερχόταν από τη θέα του ψωμιού, αλλά από τη μοσχοβολιά του. «Ίσως είναι η μοναδική σου ευκαιρία να δοκιμάσεις το ψωμί του Εμίλιο» επέμεινε, και η νεαρή γυναίκα πήρε βαθιά εισπνοή. «Ουφ, διάβολε». Η Μιν άνοιξε τα μάτια και πήρε το ψωμί. «Είσαι στ’ αλήθεια φρικτός άνθρωπος». «Ποιος, εγώ;» είπε ο Καλ παρακολουθώντας τη να κόβει ένα κομμάτι και να το δαγκώνει. «Μμμ» αναστέναξε η Μιν συνεχίζοντας να μασάει με μάτια κλειστά και μια ηδονική έκφραση στο πρόσωπο. Θέλω εμένα να κοιτάζεις μ’ αυτό τον τρόπο, συλλογίστηκε ο Καλ ενώ την ίδια στιγμή ένιωσε ένα σκούντημα στον ώμο. Σηκώνοντας το βλέμμα, είδε τον Εμίλιο που κοίταζε τη Μιν κρατώντας στα χέρια του μισό μπουκάλι κρασί. Ο Εμίλιο έγνεψε επιδοκιμαστικά στον Καλ και του ψιθύρισε: «Αυτό το κορίτσι είναι κελεπούρι». «Εμίλιο, είσαι ιδιοφυΐα» σχολίασε η Μιν ανοίγοντας τα μάτια. «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου» είπε ο Εμίλιο. «Ευχαριστώ, Εμίλιο» μουρμούρισε ξερά ο Καλ παίρνοντας το μπουκάλι και κοιτάζοντάς τον με δυσφορία. Ο Εμίλιο κούνησε το κεφάλι και επέστρεψε στην κουζίνα για τις σαλάτες. Όταν τις έφερε και ξαναέφυγε, ο Καλ προσπάθησε να συνεχίσει την προηγούμενη συζήτησή τους: «Ώστε είσαι αναλογίστρια». Εκείνη τον κοίταξε ξανά με περιφρόνηση. «Άσ’ τα αυτά. Δεν σε ενδιαφέρει πραγματικά η δουλειά μου. Μπορείς να σχολάσεις για απόψε, κύριε γόη».
«Α, όλα κι όλα» διαμαρτυρήθηκε ο Καλ και έπιασε ξανά το ψωμί του. «Δεν το κάνω αυτό κάθε βράδυ. Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που φλέρταρα μια γυναίκα». Η Μιν κοίταξε το ρολόι της συνεχίζοντας να μασάει. «Έχουν περάσει μόλις είκοσι οκτώ λεπτά» είπε μόλις κατάπιε. «Αν εξαιρέσουμε εσένα. Ο τελευταίος δεσμός μου τελείωσε πριν από δύο μήνες και από τότε απολαμβάνω τη γαλήνη και την ησυχία μου». Βλέποντάς τη να στριφογυρίζει τα μάτια με αγανάκτηση, ο Καλ πρόσθεσε: «Και φυσικά, μόλις αποφάσισα να μπω ξανά στο παιχνίδι, διάλεξα μια γυναίκα που δεν με χωνεύει. Για ποιον λόγο όλη αυτή η εχθρότητα;» «Εχθρότητα; Ποια εχθρότητα;» Η Μιν τσίμπησε μια πιρουνιά σαλάτα και τη δοκίμασε. «Θεέ μου, νοστιμιά!» Ο Καλ την παρατηρούσε να απολαμβάνει τη σαλάτα της, προσπαθώντας να καταλάβει τι λάθος είχε κάνει. Για ποιον λόγο άραγε δεν τον συμπαθούσε; Αφού ήταν γοητευτικός, να πάρει η οργή. «Ποια είναι λοιπόν τα ενδιαφέροντά σου στη ζωή πέρα από τα υπέροχα παπούτσια;» «Α, για κάνε μου τη χάρη» είπε η Μιν αφού κατάπιε. «Μίλησέ μου εσύ καλύτερα. Εγώ ξέρω για ποιον λόγο σε ξεχώρισα. Πες μου εσύ γιατί με διάλεξες». Ο Καλ έμεινε με το ποτήρι μετέωρο. «Μου έκανες καμάκι;» Η Μιν κούνησε το κεφάλι. «Είπα ότι σε ξεχώρισα. Σε είδα στο μπαρ. Δηλαδή, πρώτα σε πρόσεξε η φίλη μου η Λίζα, αλλά σε άφησε για μένα». «Πολύ μεγαλόψυχη είναι η φίλη σου» παρατήρησε ο Καλ. «Επομένως, όταν σε πλησίασα, με περίμενες;» «Περίπου». Η Μιν έσπρωξε το ψωμί προς το μέρος του. «Πάρ’ το αυτό εδώ από κοντά μου, προτού ρεζιλευτώ». «Τότε γιατί με παίδεψες τόσο πολύ;» ρώτησε ο Καλ τραβώντας το καλάθι προς το πιάτο του. «Εσύ αυτό το θεωρείς παίδεμα;» Η Μιν έκανε έναν μορφασμό. «Μάλλον δεν σε έχουν παιδέψει οι γυναίκες». «Τουλάχιστον όχι μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά της γνωριμίας μας» είπε ο Καλ. «Το φυλάνε για το μέλλον». «Εμείς όμως δεν έχουμε μέλλον» επισήμανε η Μιν κοιτάζοντας με λαχτάρα το ψωμί. «Έπρεπε να δράσω προκαταβολικά». Ο Καλ έσπρωξε το καλάθι προς το μέρος της. «Γιατί δεν έχουμε μέλλον;» τη ρώτησε, παρόλο που είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα τριάντα δευτερόλεπτα μετά τη γνωριμία τους στο μπαρ. «Επειδή δεν ενδιαφέρομαι για το σεξ» απάντησε η Μιν τσιμπώντας άλλο ένα κομματάκι ψωμί και δαγκώνοντάς το, ενώ ο Καλ παρατηρούσε την απόλαυση στο πρόσωπό της. Λες ψέματα, συλλογίστηκε. «Και συνεπώς δεν σε ενδιαφέρω» κατέληξε η Μιν όταν σταμάτησε να μασάει. «Για στάσου» διαμαρτυρήθηκε ο Καλ νιώθοντας θιγμένος. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι με ενδιαφέρει μόνο το σεξ;»
«Είσαι άντρας». Η Μιν έπιασε πάλι το ψωμί. «Σύμφωνα με τις στατιστικές, τρία πράγματα ενδιαφέρουν τους άντρες: η καριέρα, τα σπορ και το σεξ. Γι’ αυτό ερωτεύονται τις επαγγελματίες μαζορέτες». Ο Καλ άφησε κάτω το πιρούνι του. «Αυτό που λες είναι σεξιστικό». Η Μιν έγλειψε ένα ψίχουλο από το χείλος της, κάνοντας τον εκνευρισμό του να ξεθυμάνει στη στιγμή. Ήταν απολαυστική όταν δεν έπαιρνε το συνοφρυωμένο ύφος της: Είχε λεία αλαβάστρινη επιδερμίδα, σκουρόχρωμα μεγάλα μάτια, κομψή μυτούλα κι εκείνα τα σαρκώδη, απαλά, γεμάτα, τριανταφυλλένια χείλη… «Ναι, σωστά. Αλλά είναι αλήθεια, δεν είναι;» «Πώς;» Ο Καλ προσπάθησε να συνέλθει για να συνεχίσει τη συζήτηση. «Α, λες για τα σπορ και το σεξ; Όχι, καθόλου. Ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Έχουμε μάθει να είμαστε ευαίσθητοι». «Σοβαρολογείς;» «Φυσικά. Ειδάλλως δεν θα βρίσκαμε ποτέ γυναίκα». Η Μιν στριφογύρισε τα μάτια κι εκείνος έπιασε το μπουκάλι του κρασιού και γέμισε το ποτήρι της. «Δεν μπορώ να πιω άλλο» του είπε. «Ήπια πολύ στο μπαρ». Εκείνος έσπρωξε το ποτήρι κοντά της. «Θα φροντίσω να επιστρέψεις σώα στο σπίτι». «Και ποιος θα με προστατέψει από σένα;» τον ρώτησε. «Αυτό ήταν χτύπημα κάτω από τη ζώνη» είπε με τόνο πιο κοφτό απ’ όσο θα ήθελε και άφησε κάτω το μπουκάλι. Η Μιν τον κοίταξε στα μάτια κι εκείνος σκέφτηκε: Διάβολε, όχι πάλι τα ίδια! «Έχεις δίκιο» του είπε τέλος κουνώντας το κεφάλι καταφατικά. «Δεν σου άξιζε. Ζητώ συγγνώμη». Έπειτα κατσούφιασε σαν να πέρασε άλλη μια σκέψη από το μυαλό της. «Για την ακρίβεια, σου ζητώ συγγνώμη για όλη τη βραδιά. Ο φίλος μου με παράτησε μισή ώρα προτού μου την πέσεις…» «Αχά!» «…και ήμουν πυρ και μανία εναντίον του. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν καν σίγουρη αν τον συμπαθούσα πια, και ότι στην πραγματικότητα είμαι θυμωμένη με τον εαυτό μου επειδή φέρθηκα τόσο ηλίθια». «Δεν είσαι ηλίθια» τη διαβεβαίωσε ο Καλ. «Δεν είμαστε ηλίθιοι όταν κάνουμε λάθη, τα λάθη είναι για να μαθαίνουμε». Εκείνη τον κοίταξε με μάτια μισόκλειστα, γεμάτα απορία. «Σ’ ευχαριστώ. Εν πάση περιπτώσει, δεν φταις εσύ για το αποψινό. Θέλω να πω, έχεις τα ελαττώματά σου, αλλά δεν ήταν σωστό να ξεσπάσω πάνω σου. Λυπάμαι». «Δεν πειράζει» της είπε εξίσου σαστισμένος. Ελαττώματα; Ποια ελαττώματα; «Πιες το κρασί σου. Είναι πολύ καλό». Η Μιν σήκωσε το ποτήρι και ήπιε. «Έχεις δίκιο. Το κρασί είναι εξαιρετικό». «Τέλεια, θα ερχόμαστε συχνά εδώ» είπε ο Καλ κι αμέσως δαγκώθηκε, επειδή δεν σκόπευε να βγει μαζί της άλλη φορά.
«Κι άλλο κλισέ» σχολίασε η Μιν, μα όχι επιθετικά αυτή τη φορά. «Δεν πρόκειται να ξαναβγούμε μαζί και το ξέρεις. Τι σε πιάνει, μου λες; Μόλις δεις μια γυναίκα βάζεις τον αυτόματο πιλότο;» «Αυτό τώρα γιατί το είπες;» Ο Καλ μαζεύτηκε. «Άραγε η αφορμή ήταν πάλι ο πρώην σου; Δεν θέλω να γίνω παρανοϊκός, αλλά είναι σαφές ότι μ’ έχεις βάλει στόχο και όλο με κατακρίνεις». «Μην είσαι γκρινιάρης» τον αποπήρε η Μιν κόβοντας το ψωμί. «Είσαι κούκλος, έχεις ένα σώμα που κάνει τις γυναίκες να τους κόβονται τα πόδια, αλλά είσαι πολύ κλαψιάρης, βρε παιδάκι μου». «Εσένα σου κόπηκαν τα πόδια όταν με είδες;» τη ρώτησε χαμογελώντας ο Καλ. Η Μιν δάγκωσε το ψωμί της και βάλθηκε να το μασουλάει. «Ναι, μέχρι που άρχισες την γκρίνια» του αποκρίθηκε και κατάπιε την μπουκιά της. «Τώρα ξέρω. Χάθηκε η μαγεία». Ο Καλ την παρατηρούσε καθώς έγλειφε το σαρκώδες κάτω χείλος της, και ξάφνου οι δύο μήνες εργένικης ζωής καθώς και η συνήθεια μιας ολόκληρης ζωής υπερίσχυσαν. «Δώσε μου μια ευκαιρία» της είπε. «Στοιχηματίζω ότι μπορώ να φέρω πίσω τη μαγεία». Η Μιν έμεινε με την άκρη της γλώσσας πάνω στο χείλος. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια σκοτεινή, ερεθιστική στιγμή· τούτη τη φορά η σπίθα υπήρχε ανάμεσά τους. Όλα σώπασαν γύρω του και κάθε νεύρο του κορμιού του ζωντάνεψε λέγοντας: Αυτή είναι. Έπειτα η γλώσσα της εξαφανίστηκε και ο Καλ κούνησε το κεφάλι για να καθαρίσει ο νους του, ενώ σκεφτόταν: Δεν υπάρχει περίπτωση. «Δεν στοιχηματίζω ποτέ» δήλωσε η Μιν. «Τα τυχερά παιχνίδια είναι μια στατιστικά μη πρακτική μορφή παραγωγής πλούτου». «Τα στοιχήματα δεν είναι τρόπος παραγωγής πλούτου. Είναι τρόπος ζωής» εξήγησε ο Καλ. «Υπάρχουν άραγε άνθρωποι πιο αταίριαστοι μεταξύ τους από εμάς τους δύο;» ρώτησε η Μιν. «Το θεωρώ απίθανο» αποκρίθηκε εκείνος, αλλά την ίδια στιγμή το βλέμμα της καρφώθηκε πίσω του και εκείνη έμεινε ξέπνοη. Ο Καλ γύρισε και είδε τον Εμίλιο που αυτή τη φορά κουβαλούσε μια πιατέλα με ευωδιαστό κοτόπουλο μαρσάλα, χρυσαφένια φιλέτα κοτόπουλου και πελώρια μανιτάρια μπρεζέ περιχυμένα με διαυγή σάλτσα από μαύρο κρασί. «Κύριε ελέησον!» αναφώνησε η Μιν. Ο Εμίλιο σέρβιρε το φαγητό στο πιάτο της, χαρίζοντάς της συγχρόνως ένα πλατύ χαμόγελο. «Δεν ξέρεις πόσο μεγάλη είναι η χαρά μου όταν σερβίρω ανθρώπους που εκτιμούν το φαγητό. Δοκίμασε». Η Μιν έκοψε ένα φιλετάκι κοτόπουλο και έβαλε μια πιρουνιά στο στόμα. Στην αρχή φάνηκε να ξαφνιάζεται· κατόπιν έκλεισε τα μάτια και άρχισε να μασάει με απόλαυση κοκκινίζοντας από ευχαρίστηση. Όταν κατάπιε, κοίταξε τον Εμίλιο με μάτια που έλαμπαν. «Είναι απίστευτο» είπε, ενώ ο Καλ έλεγε μέσα του: Εμένα, εμένα να κοιτάζεις έτσι. «Δοκίμασε τα μανιτάρια» της πρότεινε ο ιταλός εστιάτορας πανευτυχής. «Φύγε» του ζήτησε ο Καλ, αλλά ο Εμίλιο περίμενε πρώτα να δαγκώσει η Μιν ένα από τα πελώρια μανιτάρια και να του δηλώσει με ανυπόκριτο πάθος ότι ήταν πραγματική ιδιοφυΐα. «Μου αναγνωρίζεις, τουλάχιστον, το γεγονός ότι σε έφερα εδώ;» τη ρώτησε ο Καλ όταν ο Εμίλιο απομακρύνθηκε.
«Έχεις δίκιο» είπε η Μιν. «Είσαι ειδικός στα εστιατόρια. Σταμάτα τώρα για να μπορέσω να συγκεντρωθώ σε τούτο δω». Ο Καλ αναστέναξε και εγκατέλειψε την προσπάθεια να της πιάσει την κουβέντα. Στο τέλος του δείπνου, λογόφεραν προς στιγμήν επειδή η Μιν επέμεινε να πληρώσουν χωριστά, όμως ο Καλ ήταν ανένδοτος. «Εγώ σε προσκάλεσα, εγώ θα κεράσω. Μην πας να τα βάλεις μαζί μου». Η Μιν ήταν έτοιμη να φέρει αντίρρηση, αλλά εντέλει συγκατένευσε. «Σ’ ευχαριστώ πολύ» του είπε. «Μου πρόσφερες ένα υπέροχο γεύμα σε ένα καινούργιο αγαπημένο εστιατόριο». Ήταν η πρώτη φορά μέσα σ’ όλη τη βραδιά που ο Καλ αισθάνθηκε ότι εκείνη τον εκτιμούσε. Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, η Μιν φίλησε τον Εμίλιο στο μάγουλο. «Το ψωμί σου, Εμίλιο, είναι ό,τι καλύτερο, αλλά το κοτόπουλο είναι αληθινό αριστούργημα» του είπε και τον φίλησε και στο άλλο μάγουλο. «Ε!» διαμαρτυρήθηκε ο Καλ. «Είμαι κι εγώ εδώ. Εγώ πλήρωσα το κοτόπουλο». «Μη ζητιανεύεις» τον συμβούλεψε η Μιν και βγήκε από το μαγαζί. «Μόρισεϊ, νομίζω ότι μόλις βρήκες τον δάσκαλό σου» σχολίασε ο Εμίλιο. «Πέφτεις τελείως έξω» είπε ο Καλ, ανακουφισμένος που έμεινε για μια στιγμή μόνος. «Απόψε ήταν το πρώτο, το τελευταίο και το μοναδικό ραντεβού μας». «Δεν νομίζω» είπε ο Εμίλιο. «Σας είδα πώς κοιταζόσασταν». «Αυτό που είδες ήταν φόβος και απέχθεια» αποκρίθηκε ο Καλ ανοίγοντας την πόρτα. «Θεέ μου, τι κουτός που είσαι» παρατήρησε ο Εμίλιο. Ο Καλ τον αγνόησε και βγήκε έξω στη σκοτεινή νύχτα για να συναντήσει τη Μιν.