IAN ΚΑΛΝΤΓΟΥΕΛ - ΝΤΑΣΤΙΝ ΤΟΜΑΣΟΝ Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2004
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Όπως πολλοί από μας, πιστεύω, ο πατέρας μου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του συνενώνοντας τις ψηφίδες μιας ιστορίας που δε θα καταλάβαινε ποτέ. Η ιστορία αυτή άρχισε σχεδόν πέντε αιώνες πριν φύγω εγώ για το πανεπιστήμιο και τελείωσε πολύ μετά το δικό του θάνατο. Μια νύχτα του Νοεμβρίου του 1497, δύο αγγελιοφόροι διέσχισαν με τα άλογά τους την απόσταση από τις σκιερές στοές του Βατικανού ως το παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο, έξω από τα τείχη της Ρώμης. Αυτό που συνέβη εκείνη τη νύχτα άλλαξε την τύχη τους, κι ο πατέρας μου πίστευε ότι ίσως άλλαζε και τη δική του. Εγώ δεν έδινα ποτέ ιδιαίτερη βάση στις πεποιθήσεις του. Ένας γιος είναι η υπόσχεση που δίνει ο χρόνος σ’έναν άντρα, η εγγύηση που λαμβάνει κάθε πατέρας πως, μια μέρα, ό,τι θεωρεί πολυτιμότερο θα χαρακτηριστεί επουσιώδες και πως το πιο προσφιλές του άτομο στον κόσμο θα παρανοήσει τα λόγια του. Αλλά ο πατέρας μου, καθηγητής πανεπιστημίου και μελετητής της Αναγέννησης ανέκαθεν πίστευε στην «αναγέννηση» και ως έννοια. Αφηγούνταν τόσο συχνά την ιστορία των δύο αγγελιοφόρων ώστε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μου, δεν μπόρεσα ποτέ να την ξεχάσω. Τώρα καταλαβαίνω ότι διαισθανόταν πως περιείχε ένα πολύτιμο μάθημα, μια αλήθεια που τελικά θα μας συνέδεε άρρηκτα. Οι αγγελιοφόροι είχαν σταλεί στο παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο για να παραδώσουν μια επιστολή. Ο ευγενής που
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
τους την εμπιστεύτηκε τους προειδοποίησε να μην την ανοίξουν επί ποινή θανάτου. Ήταν κλεισμένη με τέσσερις σφραγίδες από μαύρο κερί και περιείχε ένα μυστικό που ο πατέρας μου θα ξόδευε τρεις δεκαετίες της ζωής του για ν' ανακαλύψει. Αλλά εκείνη την εποχή η Ρώμη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι, το αίσθημα της τιμής της είχε χαθεί προσωρινά και δεν είχε αποκατασταθεί ακόμα. Η οροφή της Καπέλα Σιξτίνα εξακολουθούσε να είναι διακοσμημένη μ' έναν έναστρο ουρανό και κατακλυσμιαίες βροχές είχαν ξεχειλίσει τον Τίβερη, ξεβράζοντας στις όχθες του ένα τέρας με σώμα γυναίκας και κεφάλι γαϊδάρου, όπως διατείνονταν οι γηραλέες χήρες. Οι δύο άπληστοι ιππείς, ο Ροντρίγκο κι ο Ντονάτο, αγνόησαν την προειδοποίηση του κυρίου τους. Ζέσταναν τις κέρινες σφραγίδες στη φλόγα ενός κεριού κι άνοιξαν το γράμμα για να μάθουν το περιεχόμενο του. Πριν ξεκινήσουν για το παρεκκλήσι έκλεισαν ξανά την επιστολή, αντιγράφοντας τη σφραγίδα του ευγενούς με τόση προσοχή, ώστε θα ήταν αδύνατο να μαντέψει κανείς ότι ο φάκελος είχε παραβιαστεί. Αν ο κύριος τους δεν είχε πολύ ανώτερη ευφυία, οι δυο αγγελιοφόροι θα είχαν σίγουρα επιζήσει. Γιατί δεν ήταν οι σφραγίδες που ξεσκέπασαν τον Ροντρίγκο και τον Ντονάτο - ήταν το πηχτό μαύρο κερί με το οποίο είχαν φτιαχτεί. Όταν έφτασαν στο παρεκκλήσι, οι δύο άντρες συνάντησαν ένα λιθοδόμο που ήξερε τι περιείχε το κερί εκχύλισμα στρύχνου, ενός δηλητηριώδους φυτού που, όταν έρχεται σε επαφή με τα μάτια, διαστέλλει τις κόρες. Σήμερα το σκεύασμα χρησιμοποιείται στην ιατρική, αλλά εκείνη την εποχή το χρησιμοποιούσαν οι Ιταλίδες κυρίες ως καλλυντικό, επειδή οι διευρυμένες κόρες θεωρούνταν δείγμα 8
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ομορφιάς. Αυτή ακριβώς η συνήθεια προσέδωσε στο φυτό τη δεύτερη, κοινή ονομασία του: «όμορφη γυναίκα» ή μπελαντόνα. Λιώνοντας μία μία τις σφραγίδες, ο Ροντρίγκο κι ο Ντονάτο δεν είχαν καμιά ελπίδα να αποφύγουν την επίδραση του καπνού. Μόλις έφτασαν στο παρεκκλήσι, ο λιθοδόμος τους πήγε σ' ένα λυχνοστάτη κοντά στο ιερό. Όταν οι κόρες τους δε συστάλθηκαν, κατάλαβε τι είχαν κάνει. Οι δύο άντρες προσπαθούσαν ακόμα να τον αναγνωρίσουν με τη θολή όραση τους, όταν ο λιθοδόμος εκτέλεσε τη σαφή εντολή του κυρίου του: γύμνωσε το σπαθί του και τους αποκεφάλισε. Ήταν μια δοκιμασία της αφοσίωσης τους, κι αυτοί είχαν αποτύχει οικτρά. Τη μοίρα του Ροντρίγκο και του Ντονάτο ο πατέρας μου την πληροφορήθηκε από ένα έγγραφο που ανακάλυψε τυχαία λίγο καιρό πριν πεθάνει. Ο λιθοδόμος κάλυψε τα σώματα των αντρών και τα έσυρε έξω από την εκκλησία, σκουπίζοντας το αίμα τους με κουρέλια. Τα κεφάλια τα έχωσε στα δυο σακούλια που κρέμονταν στη σέλα του αλόγου του! τα σώματα τα φόρτωσε στις ράχες των δικών τους αλόγων κι έδεσε τα γκέμια στη σέλα του. Βρήκε την επιστολή στην τσέπη του Ντονάτο και την έκαψε, γιατί ήταν πλαστή και δεν είχε πραγματικό παραλήπτη. Πριν ξεκινήσει, γονάτισε μεταμελημένος μπροστά στην εκκλησία, φρίττοντας με την τρομερή αμαρτία που είχε διαπράξει κατ' εντολή του κυρίου του. Στα μάτια του, οι έξι κολόνες του παρεκκλησίου φάνταζαν σαν μαύρα δόντια. ο απλοϊκός λιθοδόμος παραδέχτηκε ότι τον έπιασε τρέμουλο όταν τις είδε, γιατί, παιδάκι ακόμα, καθισμένος πάνω σε γηραλέες χήρες, διδάχτηκε ότι ο ποιητής Δάντης είχε δει την κόλαση κι 9
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ότι η τιμωρία των χειρότερων αμαρτωλών ήταν να συνθλίβονται αιώνια στα σαγόνια του Ιο 'mperador del doloroso regno*. Ίσως τελικά ο Άγιος Λαυρέντιος να τινάχτηκε ξαφνιασμένος από τον τάφο του βλέποντας το αίμα στα χέρια του δύστυχου άντρα και να τον συγχώρεσε. Ή, ίσως, δεν υπήρξε συγχώρεση και, όπως οι άγιοι και οι μάρτυρες της σημερινής εποχής, ο Λαυρέντιος να έμεινε αινιγματικά βουβός. Αργότερα εκείνη τη νύχτα, ενεργώντας πάντα σύμφωνα με τις εντολές του κυρίου του, ο λιθοδόμος πήγε τα σώματα του Ροντρίγκο και του Ντονάτο σ' ένα σφαγέα. Ίσως είναι προτιμότερο να μην προσπαθήσουμε να μαντέψουμε τι απέγιναν τα πτώματα. Τα μέλη των δύο αντρών σκορπίστηκαν στους δρόμους, ελπίζω, για να μαζευτούν στα κάρα των οδοκαθαριστών ή να φαγωθούν από τα σκυλιά πριν καταλήξουν μέσα σε κάποια κρεατόπιτα... Αλλά ο σφαγέας βρήκε τρόπο να αξιοποιήσει και τα κεφάλια των δύο αντρών. Ένας ντόπιος φούρναρης, ένας άντρας που σίγουρα είχε το διάβολο μέσα του, τ' αγόρασε από το σφαγέα και τα έβαλε μέσα στο φούρνο του πριν φύγει για τη νύχτα. Βλέπετε, εκείνη την εποχή, οι χήρες της γειτονιάς είχαν τη συνήθεια να χρησιμοποιούν δωρεάν τους φούρνους των αρτοποιών μόλις έπεφτε το σκοτάδι, όσο ήταν ακόμα ζεστή η χόβολη. όταν έφτασαν εκείνο το βράδυ, ούρλιαξαν από τον τρόμο και σχεδόν λιποθύμησαν βλέποντας τι υπήρχε μέσα στο φούρνο. Αρχικά, η μοίρα των δύο αντρών φαίνεται πολύ κακή – να χρησιμοποιούνται για μια χοντροκομμένη φάρσα σε γριές 10
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
γκιόσες. Εντούτοις, ο τρόπος που πέθαναν απέφερε πολύ μεγαλύτερη φήμη στον Ντονάτο και τον Ροντρίγκο απ’ όση θ' αποκτούσαν ποτέ εν ζωή. Γιατί οι χήρες κάθε πολιτισμού είναι οι θεματοφύλακες της μνήμης του, κι αυτές που βρήκαν τα κεφάλια μέσα στο φούρνο του αρτοποιού δεν ξέχασαν ποτέ το περιστατικό. Ακόμα κι όταν ο αρτοποιός ομολόγησε την πράξη του, οι χήρες πρέπει να συνέχισαν να εξιστορούν την ανατριχιαστική ανακάλυψη τους στα παιδιά της Ρώμης που, τουλάχιστον για μία γενιά, θυμούνταν το θρύλο των ανεξήγητων κεφαλιών εξίσου ζωντανά όσο το τέρας που ξέβρασαν τα φουσκωμένα νερά του Τίβερη. Και, μόλο που η ιστορία των δύο αγγελιοφόρων τελικά θα ξεχνιόταν, ένα γεγονός παραμένει πέρα από κάθε αμφιβολία: ο λιθοδόμος έκανε καλά τη δουλειά του. Όποιο κι αν ήταν το μυστικό του κυρίου του, δε βγήκε ποτέ από το παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο. Το πρωί μετά τη δολοφονία του Ντονάτο και του Ροντρίγκο, καθώς οι οδοκαθαριστές στοίβαζαν βρομιές κι εντόσθια στα κάρα τους, κανείς δεν αντιλήφθηκε το διπλό φονικό. Η αργή μετεξέλιξη της ομορφιάς σε σήψη και πάλι σε ομορφιά συνεχίστηκε και, σαν τα δόντια του δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος, το αίμα του κακού πότισε τη ρωμαϊκή γη κι επέφερε την αναγέννηση. Πεντακόσια χρόνια θα περνούσαν μέχρι ν' ανακαλύψει κάποιος την αλήθεια. Όταν πέρασαν οι πέντε αιώνες, κι ο θάνατος βρήκε ένα καινούριο ζευγάρι αγγελιοφόρων, εγώ τελείωνα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
11
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
1 ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΡΑΓΜΑ Ο ΧΡΟΝΟΣ. Βαραίνει περισσότερο πάνω σ' αυτούς που έχουν το μικρότερο απόθεμα. Τίποτα δεν είναι πιο ελαφρύ από το να είσαι νέος, με ολάκερο τον κόσμο στους ώμους σου. σου δίνει μια τόσο συναρπαστική αίσθηση δυνατοτήτων, ώστε είσαι σίγουρος πως υπάρχει κάτι πιο σημαντικό που θα μπορούσες να κάνεις αντί να μελετάς για τις εξετάσεις. Μπορώ να δω τον εαυτό μου τώρα, το βράδυ που άρχισαν όλα. Είμαι μισοξαπλωμένος στον παλιό κόκκινο καναπέ του δωματίου μας στη φοιτητική εστία και παιδεύομαι με τον Παβλόφ και τους σκύλους του σ' ένα βιβλίο εισαγωγής στην ψυχολογία, απορώντας γιατί δεν πήρα το μάθημα στο πρώτο έτος, όπως όλοι. Στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά μου είναι πεταμένα δύο γράμματα- καθένα απ’ αυτά περιέχει κι από ένα όραμα για τον επόμενο χρόνο της ζωής μου. Είναι Μεγάλη Παρασκευή, έχει πέσει η νύχτα! είναι ένας ψυχρός Απρίλιος στο Νιου Τζέρσεϊ και, καθώς μου απομένει μόλις ένας μήνας μέχρι να τελειώσω τις σπουδές μου, δε διαφέρω από κανέναν άλλο στην τάξη του 1999: δυσκολεύομαι να ξεκολλήσω το μυαλό μου από το μέλλον. Ο Τσάρλι κάθεται στο πάτωμα δίπλα στο ψυγειάκι παίζοντας με το επιτραπέζιο παιχνίδι «Ο Σαίξπηρ σε Μαγνήτες» που άφησε κάποιος στο δωμάτιο μας την περασμένη βδομάδα. Το μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ που πρέπει να διαβάσει για την τελική εργασία του στη λογοτεχνία είναι ορθάνοιχτο στο πάτωμα δίπλα του, με τη 12
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ράχη του τσακισμένη, σαν πατημένη πεταλούδα, ενώ εκείνος σχηματίζει φράσεις με τις Σαιξπηρικές λέξεις στους μαγνήτες. Αν τον ρωτήσεις γιατί δε μελετάει, θ' απαντήσει μ' ένα γρύλισμα ότι είναι άσκοπο. Κατά τη γνώμη του, η λογοτεχνία δεν είναι παρά μια οργανωμένη απάτη, κάτι σαν τον «παπά» για μορφωμένους: αυτό που βλέπεις δεν είναι ποτέ το πραγματικό. Για κάποιον με τόσο σαφή κλίση στις θετικές επιστήμες όπως ο Τσάρλι αυτό αποτελεί το απόγειο της διαστροφής. Το φθινόπωρο θα συνεχίσει τις σπουδές του στην ιατρική, αλλά εμείς ακόμα υπομένουμε την γκρίνια του για το χαμηλό βαθμό του στις εξετάσεις λογοτεχνίας του Μαρτίου. Ο Γκιλ μας ρίχνει μια πλάγια ματιά και χαμογελάει. Παριστάνει ότι μελετάει για ένα διαγώνισμα στα οικονομικά, αλλά η τηλεόραση παίζει το Πρόγευμα στο Τίφανις, κι ο Γκιλ έχει μανία με τις παλιές ταινίες, ιδιαίτερα μ' αυτές στις οποίες πρωταγωνιστεί η Όντρεϊ Χέπμπορν. Η συμβουλή του στον Τσάρλι ήταν απλή: αν βαριέσαι να διαβάσεις το βιβλίο, δες την ταινία στο βίντεο. Κανείς δε θα καταλάβει τη διαφορά. Πιθανότατα έχει δίκιο, αλλά ο Τσάρλι βλέπει κάτι ανέντιμο στην ιδέα και, έτσι κι αλλιώς, θα του στερούσε τη δυνατότητα να παραπονιέται για τη δόλια φύση της λογοτεχνίας. Έτσι, αντί για την Ντέιζι Μπιουκάναν, βλέπουμε για άλλη μια φορά τη Χόλι Γκολάιτλι*. * Οι ηρωίδες αντίστοιχα των κινηματογραφικών μεταφορών των ομώνυμων μυθιστορημάτων ο Υπέροχος Γκάϊομπι (του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ) και του Πρωινού στο Τίφανις (του Τρούμαν Κάποτε). (Σ.τ.Μ.)
13
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Απλώνω το χέρι μου κι αναδιατάσσω μερικές από τις λέξεις του Τσάρλι γράφοντας τη φράση Να αποτύχει κανείς ή να μην αποτύχει: Ιδού η απορία. Ο Τσάρλι σηκώνει το κεφάλι του και μου ρίχνει μια επικριτική ματιά. Παρότι κάθεται στο πάτωμα κι εγώ στον καναπέ, βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο ύψος. Όταν στεκόμαστε δίπλα δίπλα, θυμίζει Οθέλο που παίρνει αναβολικά: είναι μαύρος, ζυγίζει εκατόν εφτά κιλά και χει ύψος ένα κι ενενήντα οχτώ, - το κεφάλι του ξύνει τα ταβάνια. Αντιθέτως, εγώ έχω ύψος ένα κι εβδομήντα με παπούτσια. Ο Τσάρλι σπάει πλάκα αποκαλώντας μας Κόκκινο Γίγαντα και Άσπρο Νάνο, επειδή ένας κόκκινος γίγαντας δεν είναι μόνο μεγάλο αστέρι αλλά κι εξαιρετικά φωτεινό, ενώ ένας άσπρος νάνος είναι μικρός, πολύ συμπαγής αλλά και σκοτεινός επίσης. Εγώ του υπενθυμίζω διαρκώς ότι ο Ναπολέοντας είχε ύψος μόλις ένα μέτρο και πενήντα οχτώ εκατοστά -αν και ο Πολ έχει δίκιο όταν λέει πως, αν μετατρέψεις τα γαλλικά πόδια σε αγγλικά, ανακαλύπτεις ότι στην πραγματικότητα ο αυτοκράτωρ ήταν ψηλότερος. Ο μόνος που λείπει από το δωμάτιο αυτή τη στιγμή είναι ο Πολ. Εξαφανίστηκε πριν από κάμποσες ώρες και έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Η κατάσταση ανάμεσα μας υπήρξε κάπως ασταθής τον τελευταίο μήνα και, με τόση ακαδημαϊκή πίεση πάνω του τελευταία, προτίμησε να μελετάει κυρίως στην Άϊβι, τη λέσχη σίτισης στην οποία είναι μέλη αυτός κι ο Γκιλ. Γράφει την πτυχιακή εργασία του, την οποία πρέπει να υποβάλουν όλοι οι τελειόφοιτοι του Πρίνστον για ν' αποφοιτήσουν. Ο Τσάρλι, ο Γκιλ κι εγώ θα είχαμε το ίδιο άγχος, με τη διαφορά ότι οι προθεσμίες των δικών μας 14
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τμημάτων είχαν ήδη έλθει και παρέλθει. Ο Τσάρλι προσδιόρισε μια καινούρια αλληλεπίδραση πρωτεϊνών σε ορισμένους νευροδιαβιβαστές μηνυμάτων κι ο Γκιλ ανέλυσε τις επιπτώσεις ενός ενιαίου φόρου. Όσο για μένα, συνέταξα κακήν κακώς τη δική μου την τελευταία στιγμή, μεταξύ αιτήσεων και συνεντεύξεων για δουλειά! στοιχηματίζω ότι η βιβλιογραφία σχετικά με τον Φρανκενστάϊν δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ χάρη στη δική μου συμβολή. Η πτυχιακή εργασία είναι ένας θεσμός που απεχθάνονται σχεδόν όλοι οι τελειόφοιτοι. Μόνο οι απόφοιτοι μιλούν με νοσταλγία γι' αυτή, σαν να μη θυμούνται τίποτα πιο απολαυστικό απ’ το να παλεύουν να γράψουν μια εργασία εκατό σελίδων, ενώ παράλληλα παρακολουθούν μαθήματα και προσπαθούν να πάρουν αποφάσεις για την επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Στην πραγματικότητα, η πτυχιακή εργασία είναι μια επαχθής υποχρέωση που κυριολεκτικά σε τσακίζει. Είναι μια εισαγωγή στην ενήλικη ζωή, είπε κάποτε στον Τσάρλι και σ' εμένα ένας καθηγητής κοινωνιολογίας μ' αυτό τον εξοργιστικό τρόπο που έχουν οι καθηγητές να συνεχίζουν τη διάλεξη κι αφού τελειώσει η παράδοση τους: σε αναγκάζει να επωμιστείς κάτι τόσο μεγάλο, ώστε είναι αδύνατο να του ξεφύγεις. Λέγεται υπευθυνότητα, κατέληξε. Δοκιμάστε το να δείτε την εφαρμογή του. Άλλο, βέβαια, που το μόνο πράγμα που «δοκίμασε» εκείνος για να δει «την εφαρμογή του» ήταν μια όμορφη φοιτήτρια, η Κιμ Σίλβερμαν, που έγραφε την εργασία της υπό την καθοδήγηση του. Ήταν θέμα υπευθυνότητας. Δεν μπόρεσα να μη συμφωνήσω με την κουβέντα που είπε ο Τσάρλι τότε: Αν η Κιμ Σίλβερμαν είναι αυτό από το οποίο 15
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
δεν μπορούν να ξεφύγουν οι ενήλικες, τότε είμαι μέσα. Αλλιώς, λέω να το ρισκάρω και να παραμείνω νέος κι ανώριμος. Ο Πολ, είναι ο τελευταίος από την τετράδα που δουλεύει ακόμα την εργασία του, και κανείς δεν αμφιβάλλει πως θα είναι η καλύτερη. Εδώ που τα λέμε, μπορεί να είναι η καλύτερη εργασία ολόκληρης της φουρνιάς των τελειοφοίτων - όχι μόνο από το τμήμα Ιστορίας, αλλά απ’ όλα τα τμήματα. Η μαγεία της ευφυίας του είναι ότι έχει μεγαλύτερη υπομονή απ’ οποιονδήποτε έχω γνωρίσει στη ζωή μου, και μ' αυτήν απλώς ξεπερνάει κάθε εμπόδιο. Το να μετρήσεις εκατό εκατομμύρια αστέρια, μου είπε κάποτε, με ρυθμό ένα το δευτερόλεπτο, ακούγεται σαν μια δουλειά που κανείς δε θα μπορούσε να ολοκληρώσει στη διάρκεια της ζωής του. Η αλήθεια είναι ότι δε θα του έπαιρνε πάνω από τρία χρόνια. Το κλειδί είναι η συγκέντρωση, η θέληση να μην αποσπαστείς. Κι αυτό είναι το χάρισμα του Πολ: μια ενστικτώδης διαίσθηση του πόσα μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος χωρίς βιασύνη. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που όλοι τρέφουν μεγάλες προσδοκίες για την πτυχιακή εργασία του: ξέρουν πόσα αστέρια θα ήταν ικανός να μετρήσει σε τρία χρόνια, και την εργασία του τη δουλεύει σχεδόν τέσσερα. Ενώ ο μέσος φοιτητής επιλέγει συνήθως το θέμα της έρευνάς του στις αρχές του τέταρτου έτους και την τελειώνει ως την ερχόμενη άνοιξη, ο Πολ παλεύει με τη δική του από το πρώτο κιόλας έτος. Κάνα δυο μήνες αφότου άρχισε το πρώτο εξάμηνο, αποφάσισε να αφοσιωθεί σ' ένα σπάνιο κείμενο της Αναγέννησης με τίτλο Hypnerotomachia Poliphili, ένα 16
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
γλωσσοδέτη που μόνο εγώ μπορώ να προφέρω σωστά επειδή ο πατέρας μου αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του μελετώντας το. Τρεισήμισι χρόνια μετά και λίγο παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας του, ο Πολ έχει αρκετό υλικό για να γίνει δεκτός και στο πιο απαιτητικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών. Το πρόβλημα είναι ότι πιστεύει πως θα έπρεπε να απολαμβάνω κι εγώ τις ίδιες τιμές. Στη διάρκεια του χειμώνα δουλέψαμε μαζί για ένα διάστημα πάνω στο βιβλίο και σημειώσαμε αρκετή πρόοδο ως ομάδα. Μόνο τότε κατάλαβα κάτι που έλεγε συχνά η μητέρα μου: ότι οι άντρες στην οικογένεια μας είχαν την τάση να ερωτεύονται μερικά βιβλία εξίσου κεραυνοβόλα όσο ερωτεύονται κάποιες γυναίκες. Η υπνερωτομαχία μπορεί να μην είχε ποτέ ιδιαίτερα εξωτερικά θέλγητρα, αλλά έχει την υπόγεια γοητεία μιας άσχημης γυναίκας, τη νωθρή, εθιστική έλξη ενός κρυφού μυστηρίου. Όταν έπιασα τον εαυτό μου να βυθίζεται μέσα στο κείμενο με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο του είχε παραδοθεί και ο πατέρας μου, κατάφερα να απαγκιστρωθώ και να τα βροντήξω πριν καταστρέψει το δεσμό μου με μια κοπέλα που άξιζε καλύτερη μεταχείριση. Από τότε η σχέση μου με τον Πολ άλλαξε. Ένας γνωστός του που παρακολουθεί μεταπτυχιακό στο Πρίνστον, ο Μπιλ Στάϊν, τον βοήθησε με την ερευνά του όταν αποσύρθηκα εγώ. Τώρα, καθώς η προθεσμία του κοντεύει να λήξει, ο Πολ έχει γίνει αλλόκοτα επιφυλακτικός. Συνήθως ήταν πολύ πιο ομιλητικός σε σχέση με την έρευνά του, όμως την τελευταία βδομάδα έχει γίνει ιδιαίτερα απόμακρος -όχι μόνο απέναντι' 17
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μου, αλλά κι απέναντι στον Τσάρλι και τον Γκιλ-, αρνούμενος να δώσει την παραμικρή πληροφορία για την πρόοδο του. «Λοιπόν, προς τα πού κλίνεις, Τομ?» ρωτάει ο Γκιλ. Ο Τσάρλι σηκώνει το βλέμμα από το ψυγείο. «Ναι, για πες μας», λέει. «Θα πεθάνουμε από αγωνία μέχρι να μάθουμε». Ο Γκιλ κι εγώ βογκάμε ταυτόχρονα. Η έκφραση που χρησιμοποιεί είναι μια από τις ερωτήσεις που απάντησε λανθασμένα στο τελευταίο διαγώνισμα λογοτεχνίας. Την απέδωσε στο Μόμπι Ντικ αντί για τις Περιπέτειες του Ρόντερι Ράντομ του Τομπάιας Σμόλετ, γιατί του φαινόταν περισσότερο σαν είδος αγκιστριού* παρά σαν συνώνυμο της εναγώνιας αναμονής. Και τώρα δεν μπορούσε να το ξεχάσει. «Ξεπέρασε το, επιτέλους», λέει απαυδισμένος ο Γκιλ. «Πες μου εσύ ένα γιατρό που ξέρει τι είναι το κροσέ!» συνεχίζει την γκρίνια ο Τσάρλι. Πριν προλάβουμε ν' απαντήσουμε, ακούμε θόρυβο απ’ το υπνοδωμάτιο που μοιράζομαι με τον Πολ. Ο συγκάτοικος μου εμφανίζεται ως διά μαγείας στην πόρτα, φορώντας μόνο το μποξεράκι του και μια μακό μπλούζα. «Μόνο έναν?» ρωτάει τρίβοντας τα μάτια του. «Ο Τομπάιας Σμόλετ», συμπληρώνει. «Ήταν χειρουργός». Ο Τσάρλι επιστρέφει στους μαγνήτες του. «Τώρα μάλιστα», μουρμουρίζει. Ο Γκιλ χαχανίζει, αλλά δε λέει τίποτα. * Λογοπαίγνιο που δε μεταφέρεται αυτούσια στα ελληνικά, αφού η λέξη «tenterhook» είναι το κροσέ ή βελονάκι (βελόνα σε σχήμα αγκιστριού), ενώ η έκφραση «be on tenterhooks» σημαίνει «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα». (Σ.τ.Μ.)
18
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Νομίζαμε ότι ήσουν στην Άϊβι», λέει ο Τσάρλι για να σπάσει τη σιωπή». Ο Πολ κουνάει αρνητικά το κεφάλι, πηγαίνοντας προς το γραφείο του για να πάρει το σημειωματάριο του. Τα αχυρένια μαλλιά του είναι πατικωμένα απ’ τη μια πλευρά, ενώ το πρόσωπο του έχει ακόμα ζάρες από το μαξιλάρι. «Δεν έχει αρκετή ησυχία», απαντάει. «Διάβαζα στο κρεβάτι πάλι. Και με πήρε ο ύπνος». Ζήτημα είναι αν έχει κλείσει μάτι τα δυο τελευταία βράδια, αν όχι περισσότερα. Ο σύμβουλος σπουδών του Πολ, ο δόκτωρ Βίνσεντ Ταφτ, τον πίεζε να υποβάλλει όλο και περισσότερα στοιχεία για την εργασία του κάθε βδομάδα και, αντίθετα από τους περισσότερους συμβούλους, που αφήνουν τους τελειόφοιτους να ανταποκρίνονται αποκλειστικά στις δικές τους προσδοκίες, ο Ταφτ ήταν πολύ απαιτητικός από την αρχή. «Λοιπόν, δε μας είπες, Τομ», επανέρχεται ο Γκιλ. «Τι αποφάσισες τελικά?» Ρίχνω μια ματιά στο τραπέζι. Μιλάει για τις επιστολές που κρυφοκοιτάζω κάθε τόσο ανάμεσα στις φράσεις του βιβλίου που υποτίθεται ότι μελετάω. Η πρώτη είναι από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και γράφει ότι με δέχονται για ένα διδακτορικό πρόγραμμα στη φιλολογία. Τα βιβλία είναι στο αίμα μου -όπως ακριβώς η ιατρική είναι στο αίμα του Τσάρλι-, κι ένα διδακτορικό από το Σικάγο θα μου ερχόταν κουτί. Η αλήθεια είναι ότι μ' αυτή την επιστολή αποδοχής παιδεύτηκα λίγο παραπάνω απ’ όσο ήθελα, εν μέρει επειδή οι βαθμοί μου στο Πρίνστον ήταν μέτριοι αλλά, κυρίως, 19
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
επειδή δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς θέλω να κάνω τελικά, κι ένα καλό μεταπτυχιακό μυρίζεται την αναποφασιστικότητα όπως ένα σκυλί μυρίζεται το φόβο. «Τσίμπα το παραδάκι», λέει ο Γκιλ, χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από την Όντρεϊ Χέπμπορν. Ο Γκιλ είναι γιος ενός τραπεζίτη από το Μανχάταν. Το Πρίνστον δεν υπήρξε ποτέ προορισμός γι' αυτόν ήταν απλώς μια θέση σε παράθυρο με θέα, μια στάση στη διαδρομή του για τη Γουόλ Στριτ. Απ’ αυτή την άποψη είναι μια καρικατούρα του εαυτού του, ωστόσο καταφέρνει πάντα να χαμογελάει όταν τον τσιγκλάμε υπερβολικά γι' αυτό. Θα συνεχίσει χαμογελαστός την πορεία του για την προεδρική καρέκλα της τράπεζας, αυτό το ξέρουμε όλοι ακόμα κι ο Τσάρλι, που σίγουρα θα πλουτίσει ως γιατρός, ούτε στον ύπνο του δε θα δει τους μισθούς που θα εισπράττει ο Γκιλ. «Μην τον ακούς», λέει ο Πολ από την άλλη άκρη του δωματίου. «Ακολούθα την καρδιά σου». Τον κοιτάζω ξαφνιασμένος. νόμιζα ότι ήταν πλήρως απορροφημένος από την εργασία του. «Εγώ επιμένω, ακολούθα τα λεφτά», επιμένει ο Γκιλ και σηκώνεται να πάρει ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο. «Πόσα σου δίνουν?» ρωτάει ο Τσάρλι, παίρνοντας για μια στιγμή το βλέμμα του από τους μαγνήτες. «Σαράντα ένα χιλιάρικα το χρόνο», μαντεύει ο Γκιλ, κάνοντας μερικές ελισαβετιανές λέξεις να κατρακυλήσουν από την πόρτα του ψυγείου όπως την κλείνει. «Με πρόσθετες παροχές άλλα πέντε, συν δικαιώματα σε μετοχές».
20
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Το εαρινό εξάμηνο είναι η περίοδος που οι τελειόφοιτοι αναζητούν θέσεις εργασίας, και το 1999 υπάρχει μεγάλη ζήτηση. Σαράντα μία χιλιάδες δολάρια το χρόνο είναι σχεδόν τα διπλά απ’ όσα περίμενα να κερδίζω με το ταπεινό πτυχίο φιλολογίας μου αλλά, σε σύγκριση με μερικές συμφωνίες που είδα να κλείνουν συμφοιτητές μου, θα 'λέγε κανείς ότι η πρόταση ήταν μόλις αποδεκτή. Παίρνω την επιστολή της Δαίδαλος, μιας εταιρείας του Τέξας που δραστηριοποιείται στο Διαδίκτυο και ισχυρίζεται ότι έχει το πιο προηγμένο λογισμικό για τη βελτιστοποίηση της εταιρικής μηχανοργάνωσης. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα περί «εταιρικής μηχανοργάνωσης», πόσο μάλλον για την ίδια την εταιρεία, αλλά ένας φίλος που μένει πιο κάτω στο διάδρομο με συμβούλεψε να πάω στη συνέντευξη και, καθώς κυκλοφορούσαν φήμες για πολύ γενναιόδωρους πρώτους μισθούς σ' αυτή την άγνωστη ανερχόμενη επιχείρηση του Τέξας, πήγα. Ακολουθώντας τη γενική τάση, η Δαίδαλος δεν έδωσε καμία σημασία στο γεγονός ότι δεν ήξερα το παραμικρό γι' αυτούς ή το αντικείμενο τους. Αν μπορούσα να λύσω μερικές σπαζοκεφαλιές σε μια συνέντευξη και να φαίνομαι αρκετά σαφής και φιλικός στην πορεία, η θέση ήταν δική μου. Μ' αυτή τη σειρά, λοιπόν, μπόρεσα, τις έλυσα και την έκανα δική μου. «Κοντά έπεσες», είπα, διαβάζοντας ξανά την επιστολή. «Σαράντα τρεις χιλιάδες το χρόνο. Τρεις χιλιάδες δώρο με την υπογραφή της σύμβασης. Και χίλια πεντακόσια δικαιώματα σε μετοχές». «Κι ένα λαγό με πετραχήλι», προσθέτει ο Πολ από την άλλη άκρη του δωματίου. Είναι ο μόνος που συμπεριφέρεται λες 21
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
και το να μιλάς για λεφτά είναι ρυπαρότερο κι από το να τ' αγγίζεις. «Ματαιότης ματαιοτήτων». Ο Τσάρλι μετακινεί πάλι τους μαγνήτες πάνω στο ψυγείο. Μιμείται τη βροντερή, βαθιά φωνή του ιερέα της εκκλησίας του, ενός κοντούλη μαύρου από την Τζόρτζια που μόλις πήρε το πτυχίο Θεολογίας από το Πρίνστον. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». «Να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, Τομ», λέει ανυπόμονα ο Πολ, αν και αποφεύγει το βλέμμα μου. «Όποια εταιρεία θεωρεί ότι αξίζεις τέτοιο μισθό, αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπήσει. Εδώ δεν ξέρεις καν το αντικείμενο τους!» Σκύβει πάλι στο σημειωματάριο του και συνεχίζει να γράφει. Όπως οι περισσότεροι προφήτες, είναι γραφτό του να αγνοείται. Ο Γκιλ φαίνεται απορροφημένος από την ταινία, αλλά ο Τσάρλι γυρίζει και με κοιτάζει, προσέχοντας το δηκτικό τόνο του Πολ. Τρίβει σκεφτικός το αξύριστο σαγόνι του και ξαφνικά λέει: «Εντάξει, τέρμα οι κουβέντα, Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να απελευθερώσουμε λίγο ατμό». Για πρώτη φορά, ο Γκιλ αποστρέφει τα μάτια από την τηλεόραση. Προφανώς έπιασε ό,τι κι εγώ: την έμφαση που έδωσε ο Τσάρλι στη λέξη «ατμό». «Τώρα?» τον ρωτάω. Ο Γκιλ κοιτάζει το ρολόι του και συμπαρατάσσεται αμέσως με τον Τσάρλι. «Σε μισή ωρίτσα θα έχουμε γυρίσει», αποφαίνεται και δείχνει έμπρακτα την προθυμία του κλείνοντας την τηλεόραση σ' ένα κοντινό της Όντρεϊ. Ο Τσάρλι κλείνει μ' ενθουσιασμό τον Φιτζέραλντ του, αλλά η τσακισμένη ράχη του βιβλίου ξανανοίγει στη σελίδα την 22
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
οποία υποτίθεται ότι διάβαζε. Εκνευρισμένος, το πετάει δίπλα μου στον καναπέ. «Εγώ έχω δουλειά», διαμαρτύρεται ο Πολ. «Πρέπει να τελειώσω κάποτε...» Μου ρίχνει μια επικριτική ματιά. «Τι έγινε?» τον ρωτάω. Όμως εκείνος παραμένει σιωπηλός. «Τι πρόβλημα έχετε, κορίτσια?» ρωτάει ανυπόμονα ο Τσάρλι. «Μα, έξω χιονίζει ακόμα», λέω με στόμφο. Η πρώτη χιονοθύελλα της χρονιάς χτύπησε με λύσσα σήμερα την πόλη, τη στιγμή που η άνοιξη φαινόταν κουρνιασμένη στην άκρη κάθε κλαδιού. Τώρα τα δελτία καιρού προειδοποιούν για τριάντα πόντους χιόνι, ίσως και περισσότερο. Μέχρι και οι πασχαλινές εορταστικές εκδηλώσεις του πανεπιστημίου, που φέτος περιλαμβάνουν τη διάλεξη της Μεγάλης Παρασκευής από το μεγάλο και τρανό Βίνσεντ Ταφτ, αναδιοργανώθηκαν. Με τον άνεμο να λυσσομανάει και τη θερμοκρασία να κατρακυλάει ιλιγγιωδώς, οι συνθήκες δεν είναι καθόλου κατάλληλες γι' αυτό που έχει κατά νου ο Τσάρλι. «Δε θα συναντήσεις τον Κάρι πριν απ’ τις οχτώμισι, έτσι δεν είναι?» ρωτάει ο Γκιλ τον Πολ προσπαθώντας να τον πείσει. «Θα είμαστε πίσω πολύ νωρίτερα. Μπορείς να δουλέψεις παραπάνω το βράδυ». Ο Ρίτσαρντ Κάρι, ένας εκκεντρικός παλιός φίλος του πατέρα μου και του Ταφτ, είναι ο μέντορας του Πολ από το πρώτο κιόλας έτος. Τον έφερε σ' επαφή με μερικούς από τους διαπρεπέστερους ιστορικούς τέχνης παγκοσμίως και
23
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
χρηματοδότησε το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του για την υπνερωτομαχία. Ο Πολ ζυγίζει το σημειωματάριο στο χέρι του. Και μόνο που το κοιτάζει, η κούραση σκοτεινιάζει ξανά τα μάτια του. Ο Τσάρλι διαισθάνεται ότι είναι έτοιμος να ενδώσει. «Θα έχουμε τελειώσει ως τις οχτώ παρά τέταρτο», λέει. «Πώς θα χωριστούμε?» ρωτάει ο Γκιλ. Ο Τσάρλι το σκέφτεται μια στιγμή. «Ο Τομ θα ρθει μαζί μου», δηλώνει τελικά. Αυτό που θα παίζαμε ήταν μια νέα παραλλαγή ενός παλιού αγαπημένου παιχνιδιού στο Πρίνστον: ένας αγώνας μεταξύ δύο ομάδων με αεροβόλα και σφαίρες μπογιάς μέσα στις δαιδαλώδεις σήραγγες ατμού κάτω από την πανεπιστημιούπολη, ο οποίος βασίζεται στην ταχύτητα των παικτών. Εκεί κάτω, οι αρουραίοι είναι περισσότεροι από τις λάμπες, η θερμοκρασία ξεπερνάει τους τριάντα πέντε βαθμούς στην καρδιά του χειμώνα και η περιοχή είναι τόσο επικίνδυνη, ώστε απαγορεύεται η καταδίωξη ακόμα και στους «ασφαλίτες», την αστυνομία του πανεπιστημίου. Ο Τσάρλι κι ο Γκιλ συνέλαβαν αυτή τη φοβερή ιδέα στη διάρκεια της εξεταστικής περιόδου του δεύτερου έτους. Πηγή της έμπνευσης τους στάθηκε ένας παλιός χάρτης που βρήκαν ο Γκιλ κι ο Πολ στη λέσχη Άϊβι, κι ένα παιχνίδι που έπαιζε εκεί κάτω ο πατέρας του Γκιλ με τους φίλους του όταν τελείωναν τις σπουδές τους εδώ. Η καινούρια αυτή παραλλαγή αποκτούσε ολοένα και περισσότερους οπαδούς, ώσπου έγινε μανία σε μια ντουζίνα σχεδόν μέλη της Άϊβι και σε σχεδόν όλους τους συναδέλφους του Τσάρλι στις Πρώτες Βοήθειες. Όλοι ξαφνιάστηκαν όταν ο Πολ έγινε ένας από 24
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τους καλύτερους πλοηγούς του παιχνιδιού. μόνο εμείς οι τρεις δεν απορήσαμε, ξέροντας πόσο συχνά χρησιμοποιούσε τις σήραγγες για να πηγαινοέρχεται μονάχος στην Άϊβι. Ωστόσο, σταδιακά, το ενδιαφέρον του για το παιχνίδι ξεθυμανε. Κανείς άλλος δεν έβλεπε τις στρατηγικές προεκτάσεις του, τη δυνατότητα τακτικών ελιγμών. Έτσι, δεν ήταν εκεί όταν μια άστοχη βολή τρύπησε μια σωλήνα ατμού στη διάρκεια ενός μεγάλου αγώνα στην καρδιά του χειμώνα. Με την έκρηξη έλιωσε η μόνωση ηλεκτροφόρων καλωδίων σε μήκος τριών μέτρων από κάθε πλευρά, και θα είχε κάνει ψητούς δύο πιωμένους πρωτοετείς, αν ο Τσάρλι δεν είχε προλάβει να τους τραβήξει στην άκρη. Οι «ασφαλίτες» τους έκαναν τσακωτούς και, τις επόμενες μέρες, ο κοσμήτορας έριξε ένα χείμαρρο αυστηρών ποινών. Λίγο αργότερα ο Τσάρλι είχε τη φαεινή ιδέα ν' αντικαταστήσει τα αεροβόλα με τις σφαίρες μπογιάς με κάτι ταχύτερο αλλά λιγότερο επικίνδυνο: ένα παλιό σετ με όπλα λέιζερ που αγόρασε από ένα ιδιωτικό παζάρι στην αυλή ενός σπιτιού. Ωστόσο, όσο πλησιάζει η μέρα της αποφοίτησης, η διοίκηση έχει επιβάλει πολιτική μηδενικής ανοχής σε πειθαρχικές παραβάσεις. Η σύλληψη μας στις σήραγγες απόψε θα μπορούσε να σημάνει ακόμα και αποβολή. Στο μεταξύ, ο Τσάρλι μπαίνει στο υπνοδωμάτιο που μοιράζεται με τον Γκιλ και βγάζει ένα μεγάλο σακίδιο, κι ένα δεύτερο, το οποίο πασάρει σε μένα. Στο τέλος φοράει το σκουφί του.
25
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Για το Θεό, Τσάρλι», αναφωνεί ο Γκιλ, «δε θα μείνουμε πάνω από μια ώρα εκεί κάτω! Πιο λίγα συμπράγκαλα κουβαλούσα στις ανοιξιάτικες διακοπές!» «Έσο έτοιμος», λέει ο Τσάρλι, περνώντας το μεγαλύτερο από τα δύο σακίδια στους ώμους του. «Αυτό είναι το σύνθημα μου». «Δικό σου και όλων των προσκόπων», μουρμουρίζω. «Της τάξης των Αετών, παρακαλώ», διορθώνει ο Τσάρλι, για να μου θυμίσει ότι ποτέ δεν ξεπέρασα τα λυκόπουλα. «Άντε, κυρίες, είστε έτοιμες?» διακόπτει ο Γκιλ, που στέκεται ήδη στην πόρτα. Ο Πολ, ντυμένος πλέον, παίρνει μερικές βαθιές ανάσες και νεύει καταφατικά. Μπαίνει μια στιγμή στο υπνοδωμάτιο μας για να πάρει το βομβητή του και τον κρεμάει στη ζώνη του. Στην πρόσοψη του Ντοντ, του κτιρίου της πανεπιστημιούπολης όπου μένουμε, ο Τσάρλι κι εγώ χωριζόμαστε απ’ τον Γκιλ και τον Πολ. Θα μπούμε στις σήραγγες από διαφορετικά σημεία και θα συνεχίσουμε μέχρι η μία ομάδα να εντοπίσει την άλλη και να την «εξουδετερώσει». «Είσαι ο πρώτος μαύρος πρόσκοπος που γνωρίζω», λέω στον Τσάρλι όταν παίρνουμε το δρόμο προς το κέντρο της πανεπιστημιούπολης. Το χιόνι είναι πυκνότερο και πιο παγερό απ’ όσο περίμενα. Σφίγγω το μπουφάν του σκι πάνω μου και χώνω τα χέρια μου σε γάντια. Ο Τσάρλι χαμογελάει. «Δεν πειράζει», αποκρίνεται. «Κι εσύ είσαι το πρώτο λευκό μανούλι που συναντώ».
26
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Η πορεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη περνάει μέσα σε παραζάλη. Μέρες τώρα, με την αποφοίτηση τόσο κοντά και έχοντας μόλις παραδώσει την πτυχιακή εργασία μου, ο κόσμος φαντάζει στα μάτια μου σαν ένα πανδαιμόνιο ξέφρενης δραστηριότητας -πρωτοετείς να τρέχουν βιαστικά σε νυχτερινές παραδόσεις, δευτεροετείς και τριτοετείς να δακτυλογραφούν τις τελευταίες παραγράφους εργασιών τους σε πνιγηρά εργαστήρια με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τώρα νιφάδες χιονιού παντού στον ουρανό, να περιδινίζονται στον άνεμο πριν καλύψουν τη γη. Όσο ξεμακραίνουμε απ’ το Ντοντ, αρχίζει να με πονάει το πόδι μου. Εδώ και χρόνια η ουλή στο μηρό μου «προβλέπει» τις αλλαγές του καιρού έξι ώρες αφού έχει γίνει η εκάστοτε αλλαγή. Είναι το αναμνηστικό ενός παλιού ατυχήματος. Λίγο μετά τα δέκατα έκτα γενέθλια μου είχα ένα τροχαίο δυστύχημα που μ' έριξε σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου για το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού μετά τη δευτέρα λυκείου. Οι λεπτομέρειες είναι πλέον συγκεχυμένες στο μυαλό μου, αλλά η μία και μοναδική σαφής ανάμνηση που έχω από κείνη τη νύχτα είναι η θέα του αριστερού μηριαίου οστού μου να σπάει και να διαπερνάει το μυ, ώσπου η μια του άκρη ξεπρόβαλε σαν λεπίδα μέσα από τη σάρκα. Μόλις που πρόφτασα να τη δω πριν λιποθυμήσω από το σοκ. Επίσης έσπασαν και τα δύο οστά του αριστερού μου πήχη, καθώς και τρία πλευρά από την ίδια πλευρά. Σύμφωνα με τους τραυματιοφορείς που με ανέλαβαν, μόλις που πρόλαβαν να σταματήσουν την αιμορραγία της αρτηρίας για να με σώσουν. Μέχρι να βγάλουν εμένα από τα συντρίμμια, όμως, ο πατέρας μου, που οδηγούσε το αυτοκίνητο, ήταν νεκρός. 27
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Το δυστύχημα αυτό με άλλαξε, φυσικά: ύστερα από τρεις χειρουργικές επεμβάσεις, δύο μαρτυρικούς μήνες ανάρρωσης και την εκδήλωση πόνων που εμφανίζονται σαν φαντάσματα σε κάθε αλλαγή του καιρού, έστω και με εξάωρη καθυστέρηση, είχα ακόμα μεταλλικά καρφιά μέσα στα κόκαλα μου, μια ουλή κατά μήκος του μηρού κι ένα αλλόκοτο ρήγμα στη ζωή μου, που φαινόταν να μεγαλώνει όσο περνούσε ο καιρός. Στην αρχή ήταν τα διαφορετικά ρούχα - εσώρουχα και παντελόνια σε μικρότερο νούμερο μέχρι να ξαναπάρω βάρος, και μετά διαφορετικά στιλ ντυσίματος για να κρύβω το μόσχευμα στο μηρό μου. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι είχε αλλάξει και η οικογένεια μου, με πρώτη και κυριότερη τη μητέρα μου, που είχε κλειστεί στον εαυτό της, αλλά και τις δύο μεγαλύτερες αδερφές μου, τη Σάρα και την Κρίστεν, που έμεναν όλο και λιγότερες ώρες στο σπίτι. Και, εντέλει, άλλαξαν και οι φίλοι μου - ή, μάλλον, εγώ ήμουν αυτός που τους άλλαξε. Δεν είμαι σίγουρος αν ήθελα φίλους που με καταλάβαιναν καλύτερα ή με έβλεπαν διαφορετικά - τέλος πάντων δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα, πάντως οι παλιοί μου φίλοι, όπως ακριβώς τα παλιά μου ρούχα, απλώς δε μου ταίριαζαν πια. Αυτό που όλοι αρέσκονται να λένε στα θύματα είναι ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Ο καλύτερος γιατρός, σου λένε, λες και πρόκειται για χαρισματικό άτομο. Ωστόσο, ύστερα από έξι χρόνια που είχα στη διάθεση μου να σκεφτώ το θέμα, σχημάτισα πολύ διαφορετική άποψη. Ο χρόνος είναι ο τύπος στο λούνα παρκ που ζωγραφίζει μπλουζάκια με πιστολάκι βαφής. Ψεκάζει το χρώμα δημιουργώντας ένα λεπτό σύννεφο, ώσπου δεν είναι παρά μοναχικά μόρια που 28
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αιωρούνται, περιμένοντας τη στιγμή που θα επικαθίσουν σε μια επιφάνεια. Το τελικό αποτέλεσμα, το σχέδιο πάνω στο μπλουζάκι όταν ολοκληρωθεί η δουλειά, συνήθως είναι μια σαχλαμάρα. Υποθέτω ότι όποιος αγοράζει αυτό το μπλουζάκι, ο ένας σπουδαίος, τακτικός πελάτης αυτού του ατελεύτητου λούνα παρκ, όποιος κι αν είναι, ξυπνάει το πρωί κι αναρωτιέται τι στην ευχή τού βρήκε και το πήρε. Εμείς είμαστε το χρώμα σ' αυτή την αναλογία, όπως χρειάστηκε να εξηγήσω στον Τσάρλι κάποτε που του το ανέφερα. Κι ο χρόνος είναι αυτός που μας διασπείρει. Ίσως είναι πιο κατανοητό όπως το έθεσε ο Πολ, λίγο καιρό αφού γνωριστήκαμε. Από τότε ήταν φανατικός της Αναγέννησης. στα δεκαοχτώ του χρόνια ήταν ήδη πεπεισμένος ότι ο πολιτισμός έχει πάρει την κατρακύλα από τότε που πέθανε ο Μιχαήλ Άγγελος. Είχε διαβάσει όλα τα βιβλία του πατέρα μου επί του θέματος και μου συστήθηκε λίγες μέρες αφότου άρχισαν τα μαθήματα του πρώτου έτους, αφού αναγνώρισε το μεσαίο όνομα μου στην επετηρίδα των πρωτοετών. Η αλήθεια είναι ότι έχω πολύ ασυνήθιστο μεσαίο όνομα, το οποίο, τουλάχιστον για κάποιες περιόδους της παιδικής ηλικίας μου, έφερα σαν θηλιά στο λαιμό μου. Ο πατέρας μου ήθελε να μου δώσει το όνομα του αγαπημένου του συνθέτη, ενός άσημου Ιταλού μουσικού του δέκατου έβδομου αιώνα χωρίς τον οποίο, έλεγε, δε θα υπήρχε ποτέ ο Χάϊντν και, ως εκ τούτου, ούτε ο Μότσαρτ. Η μητέρα μου, αντίθετα, αρνούνταν να εκδώσουν το πιστοποιητικό γέννησης όπως το ήθελε εκείνος, επιμένοντας ως τη στιγμή της πανηγυρικής άφιξης μου στον κόσμο ότι το Αρκάντζελο Κορέλι Σάλιβαν παραήταν 29
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
φρικαλέο, -κάτι σαν τρικέφαλο τέρας για να το φορτώσουν στους ώμους ενός αθώου παιδιού. Εκείνη προτιμούσε το Τόμας, το όνομα του πατέρα της, το οποίο, αν και υστερούσε σε πρωτoτυπία, υπερτερούσε σαφώς σε διακριτικότητα. Έτσι, όταν άρχισαν οι ωδίνες, επιδόθηκε σε μια παρελκυστική τακτική -όπως την ονόμασε η ίδια- μέσα στην αίθουσα τοκετού, εμποδίζοντας με να βγω στον κόσμο ώσπου ο πατέρας μου αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Σε μια στιγμή απόγνωσης μάλλον παρά έμπνευσης, έγινα ο Τομ Κορέλι Σάλιβαν, και αυτό το όνομα μου έμεινε διά βίου. Η μητέρα μου έλπιζε ότι θα κατάφερνα να το κρύβω ανάμεσα στα άλλα δύο, όπως χώνουμε τη σκόνη κάτω από το χαλί. Αλλά ο πατέρας μου, που έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στα ονόματα, έλεγε πάντα ότι το Κορέλι χωρίς το Αρκάντζελο ήταν σαν Στραντιβάριους χωρίς χορδές. Διατεινόταν ότι ο μόνος λόγος που έκανε το χατίρι της μητέρας μου ήταν επειδή διακυβεύονταν πολύ περισσότερα απ’ όσα ομολογούσε εκείνη. Συνήθιζε να λέει χαμογελώντας ότι η «παρελκυστική τακτική» της οργανώθηκε στη γαμήλια κλίνη, όχι στο κρεβάτι του τοκετού. Ο πατέρας μου ήταν ο τύπος του άντρα που πιστεύει ότι μια συμφωνία που συνάπτεται μέσα στην έξαρση του πάθους ήταν η μόνη αποδεκτή δικαιολογία για μια κακή απόφαση. Μίλησα για όλα αυτά στον Πολ μερικές βδομάδες αφότου γνωριστήκαμε. «Έχεις δίκιο», συμφώνησε όταν του είπα τη μικρή μεταφορά μου με το πιστολάκι βαφής. «Ο χρόνος δεν είναι δα κανένας Ντα Βίντσι». Το σκέφτηκε λίγο κι έπειτα χαμογέλασε με το 30
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
χαρακτηριστικό γλυκό τρόπο του. «Ούτε καν ένας Ρέμπραντ. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια φτηνή έκδοση του Τζάκσον Πόλοκ». Ο Πολ φαινόταν να με καταλαβαίνει από την αρχή. Και οι τρεις φαίνονταν να με καταλαβαίνουν: ο Πολ, ο Τσάρλι και ο Γκιλ. Τώρα ο Τσάρλι κι εγώ στεκόμαστε σε μια ανθρωποθυρίδα μπροστά στο Γυμναστήριο Ντίλον, νότια της πανεπιστημιούπολης. Το μπάλωμα με το έμβλημα των Philadelphia 76ers, της αγαπημένης του ομάδας στο μπάσκετ, κρέμεται μισοξηλωμένο από τον πλεκτό σκούφο του. Από πάνω μας, κάτω από το χτυπητό κίτρινο μάτι μιας λάμπας νατρίου, νιφάδες χιονιού στροβιλίζονται σε τεράστια σύννεφα. Περιμένουμε. Ο Τσάρλι αρχίζει να εκνευρίζεται επειδή δύο δευτεροετείς που στέκονται απέναντι στο δρόμο μας τρώνε πολύτιμο χρόνο. «Πες μου τι υποτίθεται ότι κάνουμε εδώ», του λέω. Ένα φωτάκι αναβοσβήνει στο ρολόι του και τραβάει την προσοχή του. «Τώρα είναι 7:07. Οι ασφαλίτες αλλάζουν βάρδια στις 7:30. Έχουμε είκοσι τρία λεπτά στη διάθεση μας». «Πιστεύεις ότι μας φτάνουν είκοσι λεπτά για να τους πιάσουμε?» «Σίγουρα», απαντάει. «Αν καταφέρουμε να μαντέψουμε πού είναι». Ο Τσάρλι κοιτάζει πάλι τις δευτεροετείς απέναντι. «Άντε, λοιπόν, κορίτσια!» Η μία, οπαδός προφανώς του ρητού «μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος», φοράει ανοιξιάτικη πλισέ φούστα, λες και το χιόνι την αιφνιδίασε καθώς ντυνόταν. Η άλλη, μια 31
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Περουβιανή την οποία γνωρίζω από έναν ενδοπανεπιστημιακό διαγωνισμό, φοράει το πορτοκαλί αδιάβροχο της ομάδας κολύμβησης και καταδύσεων. «Ξέχασα να τηλεφωνήσω στην Κέιτι», λέω ξαφνικά. Ο Τσάρλι γυρίζει προς το μέρος μου. «Είναι τα γενέθλια της σήμερα. Έπρεπε να της πω τι ώρα θα πάω από κει». Η Κέιτι Μάρτσαντ, δευτεροετής, έχει εξελιχτεί σταδιακά στην κοπέλα που δε μου άξιζε να βρω. Ο ολοένα σημαντικότερος ρόλος που παίζει στη ζωή μου είναι ένα γεγονός που ο Τσάρλι αποδέχεται θυμίζοντας στον εαυτό του ότι οι έξυπνες γυναίκες έχουν συχνά απαίσιο γούστο στους άντρες. «Της πήρες δώρο?» με ρωτάει. «Ναι». Σχηματίζω ένα ορθογώνιο με τα χέρια μου. «Μια φωτογραφία από κείνη την γκαλερί στο...» Νεύει καταφατικά. «Τότε δεν πειράζει αν δεν της τηλεφωνήσεις». Ακολουθεί ένας ήχος σαν γρύλισμα, σαν πνιχτό γελάκι. «Εξάλλου, μάλλον θα έχει άλλα πράγματα στο μυαλό της τώρα». «Τι θέλεις να πεις?» Ο Τσάρλι απλώνει το χέρι του και πιάνει μερικές νιφάδες χιονιού. «Σήμερα είναι η πρώτη χιονόπτωση της χρονιάς. Άρα, οι Γυμνοί Ολυμπιακοί». «Χριστέ μου, τους ξέχασα!» Οι Γυμνοί Ολυμπιακοί είναι μια από τις πλέον ξακουστές παραδόσεις του Πρίνστον. Κάθε χρόνο, το βράδυ της πρώτης χιονόπτωσης, οι δευτεροετείς συγκεντρώνονται στο προαύλιο του Χόλντερ Χολ. Περιστοιχισμένοι από κτίρια της 32
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
φοιτητικής εστίας ξέχειλα από θεατές απ’ όλη την πανεπιστημιούπολη συρρέουν κοπαδιαστά, εκατοντάδες από δαύτους και, με την ηρωική αδιαφορία λεμουριών, πετάνε τα ρούχα τους και τρέχουν γύρω γύρω σαν τρελοί. Είναι ένα τελετουργικό που πρέπει να κρατάει από τις παλιές εποχές του κολεγίου, τότε που στο Πρίνστον φοιτούσαν αποκλειστικά άντρες και η μαζική γύμνια ήταν μια έκφραση της αρσενικής υπεροχής, όπως το κατούρημα σε όρθια στάση ή η διεξαγωγή του πολέμου. Αλλά μόνο όταν μπήκαν στο παιχνίδι και οι γυναίκες αυτή η διασκεδαστική κλοτσοπατινάδα έφτασε στο απόγειο της δόξας της, έγινε το γεγονός του ακαδημαϊκού έτους που κανείς δεν έπρεπε να χάσει. Ως και τηλεοπτικές κάμερες έρχονται να καταγράψουν το γεγονός, με φορτηγάκια που φέρουν δορυφορικά πιάτα και λογότυπα καναλιών από μέρη όπως η Φιλαδέλφεια και η Νέα Υόρκη. Και μόνο η σκέψη των Γυμνών Ολυμπιακών συνήθως ανάβει μια φωτιά κάτω από τους παγερούς χειμωνιάτικους μήνες, αλλά φέτος, που είναι η σειρά της Κέιτι να συμμετάσχει, με απασχολεί περισσότερο η διατήρηση της φλόγας στην οικογενειακή εστία. «Είσαι έτοιμος?» ρωτάει ο Τσάρλι μόλις οι δύο δευτεροετείς επιτέλους απομακρύνονται. Σέρνω το πόδι μου πάνω στο κάλυμμα της ανθρωποθυρίδας, καθαρίζοντας το χιόνι. Εκείνος γονατίζει και χώνει τους δείκτες του στα ανοίγματα του καλύμματος. Το χιόνι καταπνίγει το θόρυβο του ατσαλιού πάνω στην άσφαλτο όπως το σέρνει στην άκρη. Εγώ ελέγχω άλλη μια φορά το δρόμο πάνω κάτω. 33
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Μετά από σας», λέει ο Τσάρλι, ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη μου. «Και τα σακίδια?» «Μην καθυστερείς. Φύγε». Γονατίζω και κολλάω τις παλάμες μου στα πλάγια της ανοιχτής τρύπας. Από κάτω νιώθω να έρχεται μια πηχτή κάψα. Όταν επιχειρώ να γλιστρήσω μέσα από το άνοιγμα, τα εξογκώματα του μπουφάν μου σκαλώνουν στην περιφέρεια της τρύπας. «Για το Θεό, Τομ, οι νεκροί κινούνται πιο γρήγορα! Κλότσα τριγύρω μέχρι να βρεις το σιδερένιο σκαλοπάτι. Υπάρχει μια ανεμόσκαλα καρφωμένη στο τοίχωμα». Νιώθω το παπούτσι μου να βρίσκει στο πρώτο σκαλί κι αρχίζω να κατεβαίνω. «Αυτός είσαι!» λέει ο Τσάρλι. «Για πιάσε». Περνάει το σακίδιο μου μέσα απ’ το άνοιγμα, κι έπειτα περνάει και το δικό του. Το δίκτυο σωληνώσεων εκτείνεται μέσα στο σκοτάδι και προς τις δύο κατευθύνσεις. Η ορατότητα είναι περιορισμένη και η ατμόσφαιρα μοιάζει ζωντανή με τις μεταλλικές κλαγγές και τους συριστικούς ήχους. Αυτό είναι το κυκλοφορικό σύστημα του Πρίνστον, οι κοιλότητες που ωθούν τον ατμό από ένα μακρινό λέβητα σε κτίρια καταλυμάτων και διδασκαλίας στα βόρεια. Ο Τσάρλι λέει ότι μέσα στις σωλήνες ο ατμός έχει πίεση περίπου είκοσι χιλιόγραμμα ανά τετραγωνικό εκατοστό. Οι μικρότεροι κύλινδροι περιέχουν καλώδια υψηλής τάσης ή φωταέριο. Κι όμως, δεν έχω δει ποτέ προειδοποιητικές πινακίδες στις σήραγγες, ούτε καν ένα φωσφορίζον τρίγωνο ή 34
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
απαγορεύσεις από τη διεύθυνση του πανεπιστημίου. Η αλήθεια είναι ότι η ηγεσία του κολεγίου θα ήθελε να ξεχάσει την ύπαρξη αυτού του χώρου. Το μόνο μήνυμα σ' αυτή την είσοδο, ξεθωριασμένο ήδη από το χρόνο, είναι το LASCIATE OGNE SPERANZA, VOI CH'INTRATE. Ο Πολ, που δεν ένιωσε ποτέ τον παραμικρό φόβο εδώ κάτω, χαμογέλασε την πρώτη φορά που το διάβασε. Εγκατάλειψε κάθε ελπίδα, είπε, μεταφράζοντας τον Δάντη για μας τους υπόλοιπους, εσείς που εισέρχεστε εδώ. Ο Τσάρλι αρχίζει να κατεβαίνει, σέρνοντας το καπάκι πίσω στη θέση του. Μόλις πατάει σε στέρεο έδαφος, βγάζει το σκουφί του. Το φως κάνει τους κόμπους ιδρώτα στο μέτωπο του να γυαλίζουν. Η αφάνα που καλλιεργεί εδώ και τέσσερις μήνες που έχει να κουρευτεί σχεδόν σκουπίζει την οροφή. Δεν είναι αφάνα, λέει εδώ και βδομάδες. Θέλει άλλο τόσο για να γίνει αληθινή αφάνα. Παίρνει μερικές εισπνοές από το βαρύ, μπαγιάτικο αέρα που υπάρχει στις σήραγγες κι έπειτα βγάζει ένα βαζάκι κρέμα Βικς από το σακίδιο του. «Βάλε λίγο κάτω από τη μύτη σου. Σε λίγο δε θα μυρίζεις τίποτα». Του γνέφω αρνητικά. Είναι ένα κόλπο που έμαθε ως εσωτερικός βοηθός του τοπικού ιατροδικαστή, ένας τρόπος να μη μυρίζει το πτώμα στη διάρκεια της νεκροψίας. Ύστερα απ’ ό,τι συνέβη στον πατέρα μου, δεν είχα ποτέ το «λειτούργημα» του γιατρού σε ιδιαίτερη εκτίμηση! για μένα, οι γιατροί είναι κηφήνες, δευτέρες γνώμες με διαφορετικά πρόσωπα. Ωστόσο, το να βλέπεις τον Τσάρλι σ' ένα νοσοκομείο είναι πολύ διαφορετικό. Είναι ο αρχηγός της ομάδας που επανδρώνει τα ασθενοφόρα των Πρώτων 35
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Βοηθειών, ο ιδανικός άνθρωπος για τις πιο δύσκολες περιπτώσεις, και οποιαδήποτε μέρα θα βρει μια εικοστή πέμπτη ώρα για να δώσει σε ανθρώπους που βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του τη δυνατότητα να νικήσουν αυτόν που αποκαλεί «ο Κλέφτης». Τώρα τον παρακολουθώ να ξεφορτώνει ένα ζευγάρι γκρίζα όπλα με πάνινο λουρί κι έπειτα ένα σετ με ιμάντες που δένουν με βέλκρο κι έχουν μαύρα πλαστικά κουτιά στο κέντρο. Όσο εκείνος ψαχουλεύει τον εξοπλισμό του, εγώ αρχίζω να ξεκουμπώνω το μπουφάν μου. Ο γιακάς του πουκαμίσου μου έχει κολλήσει ήδη στο λαιμό μου. «Πρόσεχε», μου λέει τείνοντας το μπράτσο του πριν προφτάσω να κρεμάσω το μπουφάν μου στη χοντρότερη σωλήνα. «Θυμάσαι τι έπαθε το παλιό μπουφάν του Γκιλ?» Το είχα ξεχάσει τελείως. Μια σωλήνα ατμού είχε λιώσει το νάϊλον και η επένδυση είχε πάρει φωτιά. Πασχίσαμε κάμποση ώρα να τη σβήσουμε ποδοπατώντας τις φλόγες. «Θ' αφήσουμε τα μπουφάν εδώ και θα τα πάρουμε βγαίνοντας», λέει, αρπάζοντας το δικό μου και κάνοντας το ρολό για να το χώσει μαζί με το δικό του σε μια πρόχειρη πάνινη τσάντα. Την κρεμάει από ένα γάντζο στην οροφή. «Έτσι δεν τα φτάνουν και οι αρουραίοι», εξηγεί, βγάζοντας κι άλλα πράγματα από το σακίδιο του. Αφού μου δίνει ένα φακό κι έναν ασύρματο εκπομπήςλήψης, βγάζει δυο μεγάλα μπουκάλια νερό, ιδρωμένα ήδη από τη ζέστη, και τα βάζει στην εξωτερική, δικτυωτή θήκη του σακίδιού του. «Θυμήσου», μου λέει, «αν χωριστούμε πάλι και πρέπει να συνεχίσεις μόνος, σε καμία περίπτωση μην ακολουθήσεις τη 36
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ροή του νερού. Αν δεις τρεχούμενο νερό, πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα. Δε φαντάζομαι να θέλεις να καταλήξεις σε κανέναν αποχετευτικό αγωγό ή να γκρεμιστείς σε κανένα φρεάτιο αν αυξηθεί η ροή. Εδώ δεν είναι σαν τον Οχάϊο που έχετε στο χωριό σου. Εδώ η στάθμη του νερού ανεβαίνει γρήγορα». Αυτή είναι η τιμωρία μου που χάθηκα την περασμένη φορά που ήμασταν στην ίδια ομάδα. Τινάζω το πουκάμισο μου για να πάρω αέρα. «Τσακ, ο Οχάϊο δεν περνάει καν κοντά απ’ το Κολάμπους». Μου δίνει έναν από τους δέκτες και περιμένει να τον δέσω στο στήθος μου, αγνοώντας την τελευταία παρατήρηση. «Λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο?» Εκείνος χαμογελάει. «Εσύ θα μου πεις». «Δηλαδή?» Ο Τσάρλι μού χτυπάει χαϊδευτικά το κεφάλι. «Εσύ είσαι ο οδηγός ορειβασίας». Το λέει θαρρείς και οι οδηγοί ορειβασίας είναι μια μαγική φυλή νάνων πλοηγών, κάτι σαν τα χόμπιτ του Τόλκιν. «Τι ακριβώς θέλεις να κάνω?» «Ο Πολ ξέρει τις σήραγγες πολΰ καλύτερα από μας. Πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο». Το καλοσκέφτομαι. «Ποια είναι η κοντινότερη είσοδος στις σήραγγες από τη δική τους πλευρά;» «Υπάρχει μία πίσω από το Κλίο. Το «Κλιοσόφικ» είναι το παλιό κτίριο ενός συλλόγου ανοιχτών συζητήσεων, που έχει το όνομα της μούσας της Ιστορίας, της Κλειώς. Προσπαθώ να δω καθαρά τις αντίστοιχες θέσεις μας, αλλά η ζέστη θολώνει το μυαλό μου. 37
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Άρα αυτή η σήραγγα θα οδηγούσε κατευθείαν εδώ που στεκόμαστε», λέω. «Μια ευθεία προς το νότο. Σωστά;» Το σκέφτεται για λίγο. «Σωστά», συμφωνεί. «Κι ο Πολ δεν ακολουθεί ποτέ την ευθεία». «Ποτέ». Σκέφτομαι τον Πολ, που βρίσκεται πάντα δυο βήματα μπροστά από τους αντιπάλους του. «Τότε αυτό θα κάνει. Θα ακολουθήσει την ευθεία. Θα διαλέξει ένα δρόμο κάτω από το Κλίο και θα επιχειρήσει να μας αιφνιδιάσει». Ο Τσάρλι το σκέφτεται. «Ναι», λε'ει τελικά, στυλώνοντας το βλέμμα του στο σκοτεινό βάθος της σήραγγας. Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώνονται σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. «Άρα εμείς θα κάνουμε μια παράκαμψη», προσθέτω, «και θα τους βγούμε από πίσω». Βλέπω τη λάμψη στα μάτια του Τσάρλι. Με χτυπάει επιδοκιμαστικά στην πλάτη, - τόσο δυνατά, ώστε λίγο ακόμα και θα έπεφτα κάτω με τα μούτρα, έχοντας και το βάρος του σακιδίου στην πλάτη μου. «Φύγαμε!» Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε το σκοτεινό διάδρομο, όταν ξαφνικά ακούω ένα σφύριγμα από τον ασύρματο. Τραβάω το μικρόφωνο απ’ τη ζώνη μου και πατάω το κουμπί. «Γκιλ;» Σιωπή. «Γκιλ;... Δε σ' ακούω...» Καμιά απάντηση. «Παράσιτα πιάνεις», λέει ο Τσάρλι. «Είμαστε πολύ μακριά για να πιάσουμε σήμα τους». 38
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Εγώ μιλάω πάλι στο μικρόφωνο και περιμένω. «Είπες ότι αυτά τα μαραφέτια έχουν εμβέλεια πάνω από τρία χιλιόμετρα», του λέω. «Δεν είμαστε ούτε ενάμισι χιλιόμετρο μακριά τους». «Τρία χιλιόμετρα αέρα», διευκρινίζει ο Τσάρλι. «Μέσα από τοιχώματα χώματος και τσιμέντου ούτε κατά διάνοια». Ωστόσο, τους ασυρμάτους τους έχουμε μόνο για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, κι είμαι σίγουρος ότι άκουσα τη φωνή του Γκιλ. Συνεχίζουμε βουβοί για καμιά εκατοστή μέτρα, αποφεύγοντας λιμνούλες λασπόνερων και λοφίσκους περιττωμάτων. Ξαφνικά ο Τσάρλι μ' αρπάζει από το γιακά του πουκαμίσου μου και με τραβάει πίσω. «Τι στο δαίμονα;» γρυλίζω εκνευρισμένος, αφού παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου. Ρίχνει τη φωτεινή δέσμη του φακού του σε μια ξύλινη σανίδα που γεφυρώνει ένα βαθύ χαντάκι μέσα στη σήραγγα. Την έχουμε περάσει πολλές φορές σε προηγούμενα παιχνίδια. «Τι τρέχει;» Εκείνος πατάει δοκιμαστικά στη μέση της σανίδας. «Εντάξει», καταλήγει φανερά ανακουφισμένος. «Δεν έχει σαπίσει απ’ το νερό». Σκουπίζω τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο μου. Ο αιώνια προστατευτικός Τσάρλι. «Πάμε», μου λέει και διασχίζει τη σανίδα με δυο μεγάλες δρασκελιές. Εγώ νιώθω το συνηθισμένο καρδιοχτύπι μέχρι να πατήσω στο στέρεο έδαφος απέναντι.
39
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Πάρε», λέει τώρα, δίνοντας μου το ένα απ’ τα δυο μπουκάλια. «Πιες το». Πίνω μερικές μεγάλες γουλιές και τον ακολουθώ πιο βαθιά μέσα στις σήραγγες. Αυτό το μέρος θα ήταν παράδεισος για έναν εργολάβο κηδειών, με την ίδια εικόνα που θυμίζει φέρετρα να εκτείνεται προς κάθε κατεύθυνση, σκοτεινούς τοίχους που θαρρείς πως λεπταίνουν προς ένα ακαθόριστο σημείο σύγκλισης μέσα στο σκοτάδι. «Τελικά, όλο αυτό το μέρος θυμίζει κατακόμβη?» αναρωτιέμαι μεγαλόφωνα. Ο συριγμός του ασύρματου ηχεί σαν παράσιτα ανάμεσα στις σκέψεις μου. «Τι θυμίζει?» «Κατακόμβη. Τάφο...» «Όχι. Τα νεότερα τμήματα βρίσκονται μέσα σε μια τεράστια αυλακωτή σωλήνα». Ο Τσάρλι κουνάει κυματιστά τα χέρια του για να αναπαραστήσει την επιφάνεια. «Είναι σαν να περπατάς μέσα σε πλευρά - έχεις την αίσθηση ότι σ' έχει καταπιεί κήτος. Νιώθεις κάπως σαν...» Χτυπάει τα δάχτυλα του, ψάχνοντας μια παρομοίωση. Κάτι βιβλικό. Κάτι σε στιλ Χέρμαν Μέλβιλ, από την αγγλική φιλολογία για τελειόφοιτους. «...σαν τον Πινόκιο!» Ο Τσάρλι με κοιτάζει περιμένοντας να γελάσω. «Δεν πρέπει να είμαστε πολύ μακριά», συμπληρώνει όταν δεν αντιδρώ. Κάνει μεταβολή και χτυπάει το δέκτη στο στήθος του. «Μην ανησυχείς. Θα στρίψουμε στη γωνία, θα τους ρίξουμε μερικές και θα γυρίσουμε στο σπίτι».
40
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ασύρματος κροταλίζει ξανά. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία: είναι η φωνή του Γκιλ. Τέλος, Τσάρλι. Τέλος. Τον κοιτάζω ερωτηματικά. «Τι σημαίνει αυτό?» Ο Τσάρλι συνοφρυώνεται. Περιμένει να επαναληφθεί το μήνυμα, αλλά ο ασύρματος μένει βουβός. «Δεν το χάφτω», λέει. «Τι πράγμα, Τσάρλι?» «Τέλος. Δηλαδή τελειώνει το παιχνίδι». «Αυτό το κατάλαβα! Γιατί, όμως?» «Είναι κωδικός, για όταν κάτι πάει στραβά». «Στραβά?» Αλλά ο Τσάρλι σηκώνει ξαφνικά το δείκτη του, γνέφοντας μου να σωπάσω. Ακούω κι εγώ φωνές από μακριά. «Αυτοί είναι», ψιθυρίζω. Ο Τσάρλι σηκώνει το τουφέκι του. «Πάμε». Κάνοντας τεράστιες δρασκελιές, απομακρύνεται πολύ γρήγορα, κι εγώ δεν έχω άλλη επιλογή απ’ το να τον ακολουθήσω. Τώρα που προσπαθώ να διατηρήσω το ρυθμό του αντιλαμβάνομαι με πόση άνεση τρέχει ο Τσάρλι μέσα στο σκοτάδι. Μετά βίας καταφέρνω να τον κρατάω μέσα στη δέσμη του φακού μου. Καθώς πλησιάζουμε σε μια διασταύρωση, με σταματάει. «Μη στρίψεις. Σβήσε το φακό σου. Θα μας δουν να βγαίνουμε». Του γνέφω να προχωρήσει στο πλάτωμα. Ο ασύρματος ηχεί εκκωφαντικά αυτή τη φορά.
41
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Τέλος του παιχνιδιού, Τσάρλι. Ελάτε εδω. Είμαστε στον ανατολικό διάδρομο κάτω από το Έντουαρντς Χολ.
42
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
2 Η ΣΗΡΑΓΓΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ να έχει σχήμα κύβου όπως συνεχίζουμε να κατευθυνόμαστε βόρεια, αλλά τα τοιχώματα, που πριν ήταν τσιμεντένια, αντικαθίστανται από τα παλιότερα πέτρινα. Ακούω τον πατέρα μου να μου εξηγεί την ετυμολογία της λέξης «σαρκοφάγος». Είναι από τα ελληνικά, και σημαίνει «αυτός που τρώει τη σάρκα»... επειδή τα ελληνικά φέρετρα ήταν φτιαγμένα από ασβεστόλιθο, ο οποίος έλιωνε όλο το σώμα, -τα πάντα εκτός από τα δόντια- μέσα σε σαράντα μέρες. Ο Γκιλ προηγείται έξι εφτά μέτρα. Όπως και ο Τσάρλι, κινείται γρήγορα, πλήρως εξοικειωμένος με το περιβάλλον. Η σιλουέτα του Πολ διαγράφεται και χάνεται μέσα στο ασταθές φως. Τα μαλλιά του έχουν κολλήσει στο μέτωπο του από τον ιδρώτα. Θυμάμαι ότι έχει μέρες να κοιμηθεί. Καμιά δεκαριά μέτρα πιο μπροστά βρίσκουμε τον Γκιλ να μας περιμένει, σαρώνοντας με το βλέμμα του το χώρο γύρω του καθώς μας γνέφει προς την έξοδο. Προσπαθεί να καταστρώσει ένα εναλλακτικό σχέδιο. Αργούμε πολύ. Εγώ κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να φέρω στο νου μου το χάρτη της πανεπιστημιούπολης. «Καμιά δεκαπενταριά μέτρα ακόμα», φωνάζει ο Τσάρλι στον Πολ. «Τριάντα το πολύ». 'Οταν φτάνουμε κάτω από την ανθρωποθυρίδα κοντά στο Κλίο, ο Γκιλ στρέφεται προς το μέρος μας. «Θ' ανοίξω το καπάκι και θα κοιτάξω έξω. Να είστε έτοιμοι να τρέξετε πίσω από κει που ήρθαμε». Ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του. «Λέω 7:29». 43
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Πιάνει σφιχτά το χαμηλότερο μεταλλικό σκαλί, ανεβαίνει και πιέζει με τον πήχη του το κάλυμμα του φρεατίου. Πριν το σπρώξει, κοιτάζει πάνω από τον ώμο του και λέει: «Θυμηθείτε, οι ασφαλίτες δεν μπορούν να κατέβουν εδώ κάτω για να μας πιάσουν. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μας φωνάξουν να βγούμε. Προσπαθήστε να καλυφτείτε και μη σας ξεφύγει κανένα όνομα. Σύμφωνοι?» Γνέφουμε καταφατικά. Ο Γκιλ παίρνει βαθιά ανάσα, σπρώχνει δυνατά με τη γροθιά του και ρίχνει το βάρος στον αγκώνα του, για να σύρει το κάλυμμα καμιά δεκαριά πόντους στην άκρη. Ρίχνει μια βιαστική ματιά τριγύρω - και τότε ακούγεται μια βροντερή φωνή από πάνω. «Ακίνητοι! Μείνετε εκεί που είστε!» «Γαμώτο!» σφυρίζει ο Τσάρλι. Αρπάζοντας τον απ’ το πουκάμισο, ο Τσάρλι τον τραβάει κάτω, συγκρατώντας τον όρθιο μόλις προσγειώνεται. «Τρέξτε! Από κει! Σβήστε τους φακούς!» Εγώ παραπατάω μέσα στο σκοτάδι, σπρώχνοντας τον Πολ μπροστά μου. Προσπαθώ να θυμηθώ από πού ήρθαμε. Μείνε στα δεξιά. Σωλήνες στ' αριστερά, μείνε στα δεξιά. Ο ώμος μου τρίβεται στον τοίχο κι ακούω το μανίκι του πουκαμίσου μου να σκίζεται. Ο Πολ τρεκλίζει, εξαντλημένος από την πνιγηρή ζέστη. Καταφέρνουμε να κάνουμε καμιά εικοσαριά βήματα σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλο πριν μας σταματήσει ο Τσάρλι για να περιμένουμε τον Γκιλ. Από πίσω η φωτεινή δέσμη ενός φακού μπαίνει στο τούνελ από την ανοιχτή ανθρωποθυρίδα. την ακολουθεί ένα μπράτσο και μετά ένα κεφάλι. «Βγείτε αμέσως από κει!» 44
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Η δέσμη στρέφεται δεξιά κι αριστερά, σκίζοντας ύπουλα το σκοτεινό τούνελ. Τώρα ακούγεται μια δεύτερη φωνή, γυναικεία αυτή τη φορά. «Τελευταία προειδοποίηση!» Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στον Γκιλ. Μέσα στο σκοτάδι βλέπω το περίγραμμα του κεφαλιού του όπως το κουνάει αρνητικά, προειδοποιώντας μας να μη βγάλουμε άχνα. Νιώθω την αναπνοή του Πολ υγρή στο σβέρκο μου. Γέρνει καταπτοημένος στον τοίχο, σαν να είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Η γυναικεία φωνή ακούγεται ξανά, επίτηδες δυνατή καθώς μιλάει στο συνεργάτη της. «Δώσε σήμα. Να στείλουν άντρες σε όλες τις ανθρωποθυρίδες». Αμέσως το μπράτσο με το φακό αποσύρεται από το άνοιγμα. Ο Τσάρλι μας σπρώχνει να προχωρήσουμε. Τρέχουμε μέχρι μια διχάλα στις σήραγγες, την προσπερνάμε και στρίβουμε δεξιά σε μια γωνία μπαίνοντας σε άγνωστη περιοχή. «Εδώ δεν μπορούν να μας δουν», ψιθυρίζει ο Γκιλ με κομμένη την ανάσα, ανάβοντας το φακό του. Άλλο ένα μακρόστενο τούνελ χάνεται στο σκοτάδι, προς τα βορειοδυτικά της πανεπιστημιούπολης, αν υποθέτω σωστά. «Και τώρα τι κάνουμε?» ρωτάει ο Τσάρλι. «Γυρνάμε στο Ντοντ», προτείνει ο Γκιλ. Ο Πολ σκουπίζει το μέτωπο του. «Δε γίνεται. Έχουν βάλει λουκέτο στην έξοδο».
45
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Και θα παρακολουθούν όλες τις κύριες εισόδους», προσθέτει ο Τσάρλι. Κατευθύνομαι προς το τούνελ που εκτείνεται προς τα δυτικά. «Αυτός είναι ο συντομότερος δρόμος για τα βορειοδυτικά?» ρωτάω τους υπόλοιπους. «Γιατί?» «Γιατί νομίζω ότι μπορούμε να βγούμε κοντά στο Ρόκι-Μάθι. Πόσο απέχει από δω?» Ο Τσάρλι δίνει το νερό που μας απομένει στον Πολ, ο οποίος το πίνει με λαχτάρα. «Μερικές εκατοντάδες μέτρα. Παραπάνω ίσως». «Από δω?» τον ρωτάω. Ο Γκιλ το σκέφτεται λίγο και γνέφει καταφατικά. «Δεν έχω καμιά καλύτερη ιδέα», λέει ο Τσάρλι. Έτσι, οι τρεις τους αρχίζουν να μ' ακολουθούν στο σκοτάδι. Διανύουμε κάμποση απόσταση ακολουθώντας βουβοί το ίδιο τούνελ. Μόλις η ένταση του φακού μου εξασθενεί, ο Τσάρλι μου δίνει το δικό του. Έχει όλη του την προσοχή στραμμένη στον Πολ, που φαίνεται να χάνει ολοένα και περισσότερο τον προσανατολισμό του. Όταν τελικά σταματάει και στηρίζεται σ' έναν τοίχο, ο Τσάρλι σπεύδει να τον στηρίξει και τον βοηθάει να προχωρήσει, θυμίζοντας του να μην ακουμπήσει τις σωλήνες. Αρχίζω ν' αναρωτιέμαι αν προχωράω σωστά. «Παιδιά», φωνάζει ο Τσάρλι πίσω μας. «Ο Πολ κοντεύει να καταρρεύσει». «Πρέπει να καθίσω μια στιγμή», λέει αδύναμα ο Πολ.
46
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ξαφνικά ο Γκιλ ρίχνει τη δέσμη του φακού του μπροστά μας, φωτίζοντας μια σειρά από μεταλλικά κάγκελα. «Να πάρει!» «Πόρτα ασφαλείας», λέει αποκαρδιωμένος ο Τσάρλι. «Τι κάνουμε τώρα?» Ο Γκιλ κάθεται στις φτέρνες του για να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πολ. «Πολ», του λέει, τραντάζοντας τον μαλακά από τους ώμους. «Υπάρχει διέξοδος από δω?» Ο Πολ δείχνει τη σωλήνα ατμού δίπλα στην πόρτα ασφαλείας με τρεμάμενο χέρι. «Από κάτω», ψελλίζει αδύναμα. Ελέγχοντας τη σωλήνα με το φακό μου, βλέπω ότι στην κάτω πλευρά της το μονωτικό υλικό είναι φαγωμένο, μερικά εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος. Κάποιος έχει ξαναπεράσει από κει. «Αποκλείεται», λέει ο Τσάρλι. «Δε χωράμε». «Υπάρχει σύρτης στην άλλη πλευρά», λέει ο Γκιλ, δείχνοντας ένα μεταλλικό προσάρτημα στον τοίχο. «Αρκεί να περάσει ένας από μας και ν' ανοίξει την πόρτα για τους υπόλοιπους». Στρέφεται πάλι προς τον Πολ. «Το έχεις ξανακάνει?» Ο Πολ γνέφει καταφατικά. «Έχει αφυδατωθεί», μας ψιθυρίζει ο Τσάρλι. «Έχει κανείς λίγο νερό?» Ο Γκιλ δίνει ένα μισοάδειο μπουκάλι στον Πολ, που το πίνει λαίμαργα. «Ευχαριστώ. Νιώθω καλύτερα». «Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω», προτείνει ο Τσάρλι. «Όχι», επεμβαίνω. «Θα περάσω εγώ». 47
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Πάρε το μπουφάν μου για προστασία», προσφέρεται ο Γκιλ. Βάζω το χέρι μου πάνω στη σωλήνα του ατμού. Παρά τη χοντρή επένδυση, τη νιώθω να πάλλεται απ’ την κάψα. «Δε θα χωρέσει με το μπουφάν», παρατηρεί εύστοχα ο Τσάρλι. «Θα περάσω χωρίς αυτό», αποκρίνομαι θαρρετά. Όταν ξαπλώνω στο ρυπαρό δάπεδο συνειδητοποιώ πόσο στενό είναι το άνοιγμα. Πεσμένος μπρούμυτα, σέρνομαι αργά κάτω από τη σωλήνα. «Άδειασε τα πνευμόνια σου και σπρώξε δυνατά», με συμβουλεύει ο Γκιλ. Προχωράω πολύ αργά, κολλημένος εντελώς στο έδαφος, αλλά όταν φτάνω το στενότερο σημείο τα χέρια μου δε βρίσκουν πουθενά να πιαστούν το μόνο που αισθάνομαι είναι λιμνούλες βρομιάς. Ξαφνικά, βρίσκομαι σφηνωμένος κάτω απ’ τη σωλήνα. «Γαμώτο!» γρυλίζει ο Γκιλ και πέφτει στα γόνατα. «Τομ», ακούω την ψύχραιμη φωνή του Τσάρλι, νιώθοντας ταυτόχρονα δυο χέρια κάτω απ’ τις σόλες των παπουτσιών μου. «Δώσε ώθηση με τα πόδια σου». Αυτό ακριβώς κάνω, ενώ βρίσκομαι στα πρόθυρα πανικού. Το στήθος μου γδέρνεται στο άγριο μπετόν, ενώ ο μηρός μου τρίβεται πάνω στη σωλήνα, στο σημείο όπου έχει ξηλωθεί η μόνωση. Τον νιώθω να τινάζεται αντανακλαστικά τη στιγμή που αισθάνομαι έναν καυτό πόνο. «Είσαι εντάξει?» με ρωτάει ο Τσάρλι όταν βγαίνω επιτέλους στην άλλη πλευρά.
48
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Γύρνα το σύρτη προς τα δεξιά», με παροτρύνει ο πάντα πρακτικός Γκιλ. Επιτέλους, η πόρτα ασφαλείας ξεκλειδώνει. Ο Γκιλ την ανοίγει σπρώχνοντας, ενώ ο Τσάρλι ακολουθεί, κουβαλώντας σχεδόν τον Πολ. «Είσαι σίγουρος ότι πηγαίνουμε σωστά?» με ρωτάει ο Τσάρλι καθώς ξεμακραίνουμε μέσα στο σκοτάδι. Γνέφω καταφατικά. Μερικά βήματα πιο πέρα φτάνουμε σ' ένα προχειροφτιαγμένο «Ρ» πάνω στον τοίχο. Πλησιάζουμε στο Ροκφέλερ, ένα από τα κτίρια καταλυμάτων για φοιτητές. Όταν ήμουν στο πρώτο έτος έβγαινα με μια κοπέλα ονόματι Λάνα Μακνάϊτ που έμενε εκεί. Περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος εκείνου του χειμώνα καθισμένοι δίπλα στο τζάκι στο δωμάτιο της, πριν ακόμα σφραγιστούν οριστικά οι καπνοσωλήνες στην πανεπιστημιούπολη. Τα πράγματα που κουβεντιάζαμε μου φαίνονται τόσο μακρινά τώρα, όπως η Μέρι Σέλεϊ και το γοτθικό στοιχείο στη σχολή και οι Μπάκαις, η ομάδα χόκεϊ του Οχάϊο. Η μητέρα της δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Οχάϊο, όπως και ο πατέρας μου. Θυμάμαι ότι τα στήθη της Λάνα είχαν σχήμα μελιτζάνας και τ αφτιά της έπαιρναν το χρώμα των ροδοπέταλων όταν μέναμε πολλή ώρα κοντά στη φωτιά. Ο ήχος των φωνών δυναμώνει σταθερά από πάνω μας. Κι είναι πολλές. «Τι τρέχει?» ρωτάει ο Γκιλ πλησιάζοντας. Το κάλυμμα της ανθρωποθυρίδας είναι ακριβώς πάνω από τον ώμο του. «Αυτό», λέω βήχοντας, «είναι η διέξοδος μας». 49
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Με κοιτάζει σαστισμένος. Μέσα στη σιωπή, ακούω πιο καθαρά τις φωνές θορυβώδεις και χαρούμενες, από φοιτητές μάλλον, όχι ασφαλίτες. Δεκάδες απ’ αυτούς, που κινούνται κυκλικά πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Τσάρλι χαμογελάει. «Οι Γυμνοί Ολυμπιακοί!» Ξαφνικά μπαίνει και ο Γκιλ στο νόημα. «Είμαστε ακριβώς κάτω από τους Γυμνούς Ολυμπιακούς!» «Υπάρχει μια ανθρωποθυρίδα στη μέση ακριβώς του προαυλίου», τους θυμίζω, γέρνοντας ξέπνοος στον πέτρινο τοίχο. «Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να σηκώσουμε το καπάκι, να μπερδευτούμε με τους άλλους και να εξαφανιστούμε». «Όχι ακριβώς», λέει βραχνά ο Πολ από πίσω μου. «Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να γδυθούμε, να σηκώσουμε το καπάκι, να μπερδευτούμε με τους άλλους και να εξαφανιστούμε...» Για μια στιγμή πέφτει σιωπή. Ο Τσάρλι είναι ο πρώτος που αρχίζει να ξεκουμπώνεται. «Πάρτε.με από δω μέσα!» λέει, πνίγοντας ένα γέλιο καθώς βγάζει το πουκάμισο του. Εγώ βγάζω βιαστικά το τζιν μου. ο Γκιλ κι ο Πολ μας μιμούνται. Αρχίζουμε να χώνουμε τα ρούχα μας μέσα στο σακίδιο, ώσπου κάποια στιγμή φαίνεται έτοιμο να σκάσει. «Μπορείς να τα κουβαλήσεις όλα αυτά?» με ρωτάει ο Τσάρλι, που προσφέρεται να κουβαλήσει και τα δύο σακίδια. Διστάζω. «Το ξέρετε ότι θα παραμονεύουν ασφαλίτες εκεί πάνω, έτσι?» 50
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αλλά τώρα ο Γκιλ έχει ξεχάσει όλες τις επιφυλάξεις του. Σκαρφαλώνει ήδη τα μεταλλικά σκαλιά. «Υπάρχουν τριακόσιοι τσίτσιδοι δευτεροετείς εκεί πάνω, Τομ! Αν δεν μπορείς να ξεγλιστρήσεις με τέτοιου είδους αντιπερισπασμό, τότε σου αξίζει να σε πιάσουν». Ύστερα απ’ αυτό ανοίγει το καπάκι, αφήνοντας μια ριπή παγωμένου αέρα να μπουκάρει στο τούνελ. Ο αέρας αναζωογονεί τον Πολ σαν βάλσαμο. «Εντάξει, παιδιά», φωνάζει ο Γκιλ, γυρνώντας προς το μέρος μας. «Ας βγάλουμε αυτά τα καλούδια στο παζάρι!» Η πρώτη μου ανάμνηση από την ηρωική έξοδο μας από κείνη τη σήραγγα? είναι πόσο φωτεινά, έγιναν ξαφνικά όλα. Μεγάλοι φανοστάτες φωταγωγούσαν όλο το προαύλιο. Προβολείς ασφαλείας πηγαινοέρχονταν πάνω στο κατάλευκο έδαφος. Φλας άστραφταν στον ουρανό σαν υπερμεγέθεις πυγολαμπίδες. Ύστερα έρχεται ένα κύμα παγωνιάς: το ουρλιαχτό του ανέμου, δυνατότερο κι από τα ποδοβολητά και τις ενθουσιώδεις κραυγές. Νιφάδες χιονιού λιώνουν πάνω στο δέρμα μου σαν δροσοσταλίδες. Και τότε το βλέπω. Είναι σαν τοίχος από χέρια και πόδια που μας περικυκλώνει σαν ατελείωτο φίδι. Πρόσωπα ξεπροβάλλουν στο οπτικό μου πεδίο και χάνονται συμφοιτητές, αθλητές, γυναίκες που μου τράβηξαν την προσοχή στην πανεπιστημιούπολη-, αλλά ξεθωριάζουν μέσα στη γενική σύγχυση σαν αποκόμματα σε κολάζ. Εδώ κι εκεί βλέπω αλλόκοτες μεταμφιέσεις: ημίψηλα καπέλα και μπέρτες υπεράνθρωπων ηρώων, απίστευτα σχέδια ζωγραφισμένα σε αντρικά και γυναικεία στήθη, αλλά όλα 51
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
υποχωρούν μέσα στο πελώριο, κυματιστό πλάσμα, το δράκο της Τσαϊνατάουν, κινούμενο στον ήχο σφυριγμάτων και ξεφωνητών και των υπόκωφων εκρήξεων των φλας. «Άντε, κουνηθείτε», φωνάζει ο Γκιλ. Ο Πολ κι εγώ ακολουθούμε σαν υπνωτισμένοι. Είχα ξεχάσει πώς είναι το Χόλντερ το βράδυ της πρώτης χιονόπτωσης. Η τεράστια ουρά χορευτών κόνγκα μας καταπίνει και, για μια στιγμή, χάνω τον εαυτό μου, στριμωγμένος ανάμεσα σε δεκάδες κορμιά, προσπαθώντας να κρατήσω την ισορροπία μου με το σακίδιο στους ώμους και το χιόνι να γλιστράει κάτω απ’ τα πόδια μου. Κάποιος με σπρώχνει από πίσω κι ακούω το φερμουάρ να σκίζεται. Πριν καταφέρω να το κλείσω, τα ρούχα μας ξεχύνονται από το άνοιγμα. Μέχρι να γυρίσω, έχουν γίνει άφαντα, έχουν ποδοπατηθεί μέσα στη λάσπη. Ψάχνω τριγύρω ελπίζοντας ότι ο Τσάρλι θα περιμαζέψει ό,τι προλάβει, αλλά δεν τον βλέπω πουθενά. «Βυζιά και κώλοι, κώλοι και βυζιά», ψέλνει ένας νεαρός με λαϊκή λονδρέζικη προφορά, σαν να πουλάει λουλούδια στη σκηνή του Ωραία μου Κυρία. Απέναντι βλέπω ένα χοντρό πρωτοετή από το σεμινάριο φιλολογίας να χώνεται μέσα στο πλήθος των δευτεροετών, με την κοιλιά του να τραντάζεται. Φοράει μόνο μια κρεμαστή πινακίδα διπλής όψης που μπροστά γράφει: ΔΩΡΕΑΝ ΔΟΚΙΜΗ και Πίσω, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΝΤΟΣ. Επιτέλους, βλέπω τον Τσάρλι. Έχει φτάσει ήδη στην απέναντι μεριά του κύκλου, όπου ο Γουΐλ Κλέι, άλλο ένα μέλος της ομάδας Πρώτων Βοηθειών, φοράει ένα πλατύγυρο καπέλο με κουτάκια μπίρας στερεωμένα στο γείσο. Ο Τσάρλι του το αρπάζει απ’
52
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
το κεφάλι και οι δυο τους αρχίζουν να κυνηγιούνται μέσα στο προαύλιο ώσπου τους χάνω. Τα γέλια δυναμώνουν και χαμηλώνουν. Μέσα στην κοσμοσυρροή νιώθω ένα χέρι να με αρπάζει από το μπράτσο. «Πάμε». Ο Γκιλ με τραβάει προς την περιφέρεια του κύκλου. «Τι κάνουμε τώρα?» ρωτάει ο Πολ. Ο Γκιλ ρίχνει μια ματιά τριγύρω. Σε κάθε έξοδο βλέπει ασφαλίτες. «Ελάτε από δω», τους λέω. Πλησιάζουμε σε μία από τις εισόδους του Χόλντερ Χολ και μπαίνουμε τρέχοντας στο κτίριο. Μια μεθυσμένη δευτεροετής ανοίγει ξαφνικά την πόρτα του δωματίου της και στέκεται εκεί, σαστισμένη, λες και εμείς είμαστε αυτοί που θα έπρεπε να την καλωσορίσουμε. Μας κοιτάει από πάνω ως κάτω κι έπειτα σηκώνει ένα μπουκάλι μπίρα στο χέρι της. «Στην υγειά σας», λέει πνίγοντας ένα ρέψιμο και κλείνει την πόρτα. Μόλις έχω προλάβει να δω μια από τις συγκάτοικους της να ζεσταίνεται δίπλα στο τζάκι, κουκουλωμένη με μια πετσέτα. «Ελάτε», φωνάζω στους άλλους καθώς έχω προχωρήσει μπροστά. Μ' ακολουθούν στις σκάλες προς το πάνω πάτωμα, όπου κοπανάω δυνατά μία από τις πόρτες. «Τι πας να κά...» αρχίζει ο Γκιλ. Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, η πόρτα ανοίγει και μας υποδέχεται ένα ζευγάρι μεγάλα πράσινα μάτια. Τα ροδαλά χείλη μισανοίγουν από έκπληξη μπροστά στην εμφάνιση μου. Η Κέιτι φοράει στενό μπλουζάκι NAVY και 53
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ξεβαμμένο τζιν, τα πυρόξανθα μαλλιά της είναι μαζεμένα αλογοουρά. Πριν παραμερίσει για να μπούμε ξεσπάει σε ηχηρά γέλια. «Το ήξερα ότι θα ήσουν εδώ», της λέω, τρίβοντας τα χέρια μου για να ζεσταθώ. Όταν μπαίνω, με σφίγγει μια ζεστή και φιλόξενη αγκαλιά. «Μια έκπληξη για τα γενέθλια μου», λέει κοιτώντας με από πάνω ως κάτω. «Γι' αυτό δεν τηλεφώνησες, λοιπόν». Βλέπω τον Πολ να κοιτάζει απορημένος τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι της, μια Pentax με τηλεφακούς που φτάνουν σε μήκος τον πήχη της. «Τι το θέλεις αυτό το πράγμα?» τη ρωτάει, όταν η Κέιτι γυρίζει για να την ακουμπήσει σ' ένα ράφι της βιβλιοθήκης. «Τραβάω φωτογραφίες για την Prince», εξηγεί. «Ίσως δημοσιεύσουν κάποια αυτή τη φορά». Μάλλον γι' αυτό δεν τρέχει μαζί με τους άλλους. Όλο το χρόνο η Κέιτι προσπαθεί να δημοσιεύσει μια φωτογραφία της στο εξώφυλλο της Daily Princetonian, της καθημερινής εφημερίδας που κυκλοφορεί στην πανεπιστημιούπολη, αλλά δεν έχει καταφέρει να παρακάμψει το σύστημα που ευνοεί τους τελειόφοιτους. Επιτέλους, έχει την ευκαιρία ν' ανατρέψει την κατάσταση. Μόνο οι πρωτοετείς και οι δευτεροετείς έχουν δωμάτια στο Χόλντερ, και το δικό της έχει θέα σ' ολόκληρο το προαύλιο. «Που είναι ο Τσάρλι?» μας ρωτάει. Ο Γκιλ ανασηκώνει τους ώμους, κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο. «Κάπου εκεί έξω, παίζει κυνηγητό με τον Γουίλ Κλέι».
54
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Η Κέιτι στρέφεται πάλι προς το μέρος μου, χαμογελώντας πλατιά. «Πόσο καιρό το σχεδίαζες αυτό?» Εγώ τα χάνω. «Μέρες», αυτοσχεδιάζει ο Γκιλ, μαντεύοντας ότι ψάχνω τρόπο να της εξηγήσω ότι αυτή η θεαματική επίσκεψη δεν ήταν προσχεδιασμένη. «Μπορεί και βδομάδα». «Απίστευτο!» σχολιάζει η Κέιτι. «Οι μετεωρολόγοι δεν πρόβλεψαν τη χιονοθύελλα παρά μόλις σήμερα το πρωί». «Ε... για την ακρίβεια, κάτι ώρες», αναθεωρεί ο Γκιλ. «Άντε μια μέρα». Το βλέμμα της μένει στυλωμένο πάνω μου. «Λοιπόν, για να μαντέψω. Χρειάζεστε μια αλλαξιά ρούχα». «Τρεις, για να ακριβολογούμε». Η Κέιτι πηγαίνει στην ντουλάπα της. «Πρέπει να κάνει ψοφόκρυο έξω. Και, απ’ ό,τι βλέπω, δε σας άφησε ανεπηρέαστους...» Ο Πολ την κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια, μην μπορώντας να πιστέψει ότι εννοεί αυτό που κατάλαβε. «Υπάρχει κάπου τηλέφωνο?» τη ρωτάει όταν συνέρχεται απ’ το σοκ. Η Κέιτι του δείχνει ένα ασύρματο πάνω στο γραφείο της. Εγώ διασχίζω το δωμάτιο και κολλάω πάνω της, σπρώχνοντας τη μέσα στην ντουλάπα. Προσπαθεί να με απωθήσει αλλά, όταν την πιέζω πιο δυνατά, πέφτουμε κι οι δυο πάνω σε μια σειρά παπούτσια, με τα ψηλά τακούνια να μας πετυχαίνουν στα πιο ακατάλληλα σημεία. Χρειάζονται κάμποσες μανούβρες για να ξεμπλεχτούμε, κι εγώ σηκώνομαι περιμένοντας βογκητά από τον Πολ και τον Γκιλ. Αλλά αυτοί έχουν την προσοχή τους στραμμένη αλλού. Ο Πολ στέκεται στη γωνία και μιλάει ψιθυριστά στο 55
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
τηλέφωνο, ενώ ο Γκιλ κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Στην αρχή νομίζω ότι ψάχνει τον Τσάρλι. Ακολουθώντας το βλέμμα του, όμως, προσέχω τον ασφαλίτη που μιλάει στον ασύρματο του κατευθυνόμενος προς την είσοδο του Χόλντερ. «Έι, Κέιτι», λέει ανήσυχα ο Γκιλ, «μην ψάχνεις για ταιριαστά χρώματα. Ό,τι έχεις πρόχειρο δώσε μας». «Ηρέμησε», του λέει γυρίζοντας στο καθιστικό με μια αγκαλιά ρούχα. Μας δίνει τρία παντελόνια φόρμας γυμναστικής, δυο χνουδωτές κολεγιακές κι ένα γαλάζιο πουκάμισο που ψάχνω από το Μάρτιο. «Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω τόσο ξαφνικά». Ενώ ντυνόμαστε βιαστικά, ακούμε από την είσοδο το συριγμό ενός ασυρμάτου. Η εξωτερική πόρτα του κτιρίου κλείνει μ' ένα δυνατό βρόντο. Ο Πολ κλείνει το τηλέφωνο. «Πρέπει να πάω στη βιβλιοθήκη». «Παιδιά, εσείς φύγετε από την πίσω πόρτα», λέει η Κέιτι, που έχει μυριστεί ότι είμαστε μπλεγμένοι. «Θα το κανονίσω εγώ». Εγώ της πιάνω το χέρι, ενώ ο Γκιλ την ευχαριστεί για τα ρούχα. «Θα σε δω αργότερα?» με ρωτάει, με μια εύγλωττη λάμψη στα μάτια. Είναι μια λάμψη που συνοδεύεται πάντα από ένα χαμόγελο, γιατί δυσκολεύεται να πιστέψει ότι εξακολουθεί να με ξεμυαλίζει. Ο Γκιλ κοιτάζει το ταβάνι με απόγνωση και με τραβάει από το μπράτσο προς την πόρτα. Καθώς ξεμακραίνουμε στο διάδρομο προς την πίσω σκάλα, ακούω την Κέιτι να φωνάζει δυνατά: 56
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Κύριε αστυνόμε! Κύριε αστυνόμε! Χρειάζομαι τη βοήθεια σας...» Ο Γκιλ γυρίζει πίσω μία φορά, εντοπίζοντας το δωμάτιο της. Όταν βλέπει τον ασφαλίτη να στέκεται στην πόρτα της, η έκφραση του φωτίζεται. Λίγο αργότερα το Χόλντερ χάνεται πίσω από το πυκνό προπέτασμα του χιονιού. Η πανεπιστημιούπολη είναι σχεδόν έρημη καθώς κατηφορίζουμε προς το Ντοντ και η τελευταία ανάμνηση της κάψας των τούνελ φαίνεται να διαχέεται στο περιβάλλον, ξεπλυμένη από τις μικρές χάντρες χιονιού που ρέουν αργά στα μαγουλά μου. Ο Πολ βαδίζει δυο βήματα μπροστά μας. Η αγωνία του είναι φανερή στον τρόπο που είναι σφιγμένοι οι ώμοι του. Σ" όλη τη διαδρομή δε βγάζουμε άχνα.
57
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
3 ΤΟΝ ΠΟΛ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΑ μέσω ενός βιβλίου. Πιθανότατα θα είχαμε γνωριστεί έτσι κι αλλιώς στη βιβλιοθήκη ή σε κάποια ομάδα μελέτης ή σ' ένα από τα μαθήματα λογοτεχνίας που παρακολουθούσαμε και οι δυο στο πρώτο έτος, οπότε αυτό το βιβλίο ίσως δεν έπαιξε κανέναν ιδιαίτερο ρόλο. Απ’ την άλλη, όμως, αν σκεφτείς ότι το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν πεντακοσίων χρονών, κι ήταν το ίδιο που μελετούσε ο πατέρας μου πριν πεθάνει, η αφορμή αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα. Το βιβλίο με τον τίτλο Hypnerotomachia Poliphili, που στα λατινικά σημαίνει «Μάχη για τον Έρωτα Μέσα σ' ένα Όνειρο του Πολύφιλου», εκδόθηκε γύρω στο 1499 από ένα Βενετό τυπογράφο ονόματι Άλδο Μανούτιο. Η Υπνερωτομαχία είναι μια εγκυκλοπαίδεια μεταμφιεσμένη σε μυθιστόρημα, μια πραγματεία που καλύπτει τα πάντα, από την αρχιτεκτονική ως τη ζωολογία, γραμμένη μ" ένα ύφος που ακόμα και μια χελώνα θα έβρισκε αργό. Είναι το μεγαλύτερο βιβλίο του κόσμου σχετικά μ' έναν άντρα που βλέπει ένα όνειρο και κάνει τον Μαρσέλ Προυστ, που έγραψε το μεγαλύτερο βιβλίο του κόσμου για έναν άντρα που τρώει ένα κεκάκι, να μοιάζει με τον Έρνεστ Χεμινγουέϊ. Τολμοί να συμπεράνω ότι την ίδια αίσθηση είχαν και οι αναγνώστες της Αναγέννησης. Η Υπνερωτομαχία ήταν ένας δεινόσαυρος ακόμα και στην εποχή της. Μόλο που ο Άλδος ήταν ο μεγαλύτερος εκδότης της εποχής του, η Υπνερωτομαχία είναι ένα κουβάρι ιστοριών και χαρακτήρων που συνδέονται αποκλειστικά και 58
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μόνο μέσω του πρωταγωνιστή, ενός αλληγορικού κοινού θνητού ονόματι Πολύφιλου. Η κεντρική ιδέα είναι απλή: ο Πολύφιλος βλέπει ένα παράξενο όνειρο μέσα στο οποίο αναζητά την αγαπημένη του. Αλλά ο τρόπος που εξιστορείται αυτή η υπόθεση είναι τόσο περίπλοκος, ώστε οι περισσότεροι και σπουδαιότεροι μελετητές της Αναγέννησης -οι ίδιοι άνθρωποι που διαβάζουν Πλωτίνο περιμένοντας το λεωφορείο- θεωρούν την Υπνερωτομαχία αβάσταχτα πληκτική και δυσνόητη. Οι περισσότεροι, να σημειώσω, με εξαίρεση τον πατέρα μου. Εκείνος προέλαυνε μέσα από την ιστορική μελέτη της Αναγέννησης υπό τους ήχους του δικού του τύμπανου κι όταν οι περισσότεροι συνάδελφοι του γύρισαν την πλάτη στην Υπνερωτομαχία, αυτός την έβαλε στο μάτι. Είχε προσηλυτιστεί στον ιδεολογικό αυτό αγώνα στο Πρίνστον από έναν καθηγητή ευρωπαϊκής ιστορίας που λεγόταν δόκτωρ Μακμπΐ. Ο Μακμπί, που πέθανε ένα χρόνο πριν γεννηθώ εγώ, ήταν ένας κατσιασμένος άντρας με αφτιά ελέφαντα και μικρά δόντια, ο οποίος όφειλε όλη την επιτυχία του στην πληθωρική προσωπικότητα του και σε μια οξυδερκή συναίσθηση αυτού που κάνει αξιόλογη την ιστορία. Παρότι εξωτερικά μόνο εντυπωσιακός δεν ήταν, ο μικροκαμωμένος άντρας είχε υψηλό παράστημα στον ακαδημαϊκό κόσμο. Κάθε χρόνο η τελευταία διάλεξη του σχετικά με το θάνατο του Μιχαήλ Αγγέλου γέμιζε τη μεγαλύτερη αίθουσα του πανεπιστημίου με ακροατές κι έκανε φοιτητές και καθηγητές να ψάχνουν μαντίλια για να σκουπίσουν τα μάτια τους. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Μακμπί ήταν υπέρμαχος του βιβλίου που όλοι οι συνάδελφοι' του 59
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
καταφρονούσαν. Πίστευε ότι υπήρχε κάτι ιδιαίτερο στην Υπνερωτομαχία, πιθανότατα κάτι μεγαλειώδες, κάτι που έπειθε τους φοιτητές του ν' αναζητήσουν το αληθινό νόημα πίσω από τη μυστηριώδη πλοκή του. Ένας απ’ αυτούς ρίχτηκε στην αναζήτηση με μεγαλύτερο πάθος απ’ όσο θα έλπιζε ακόμα και ο ίδιος ο Μακμπί. Ο πατέρας μου, γιος ενός βιβλιοπώλη στο Οχάϊο, έφτασε στην πανεπιστημιούπολη μία μέρα μετά τα δέκατα όγδοα γενέθλια του, σχεδόν πενήντα χρόνια αφότου ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ επέβαλε τα αγόρια από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες στο Πρίνστον. Από τότε είχαν αλλάξει πολλά. Το πανεπιστήμιο απεκδυόταν το αριστοκρατικό παρελθόν του και, πιστό στο πνεύμα της εποχής, απαρνιόταν την προηγουμένη προσήλωση του στην παράδοση. Οι πρωτοετείς συμφοιτητές του πατέρα μου ήταν η τελευταία φουρνιά που ήταν υποχρεωμένη να εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή. Την επόμενη χρονιά από την αποφοίτηση του έγιναν για πρώτη φορά δεκτές φοιτήτριες στο πανεπιστήμιο. Ο WPRB, ο κολεγιακός ραδιοφωνικός σταθμός, χαιρέτισε την είσοδο τους με το χορωδιακό Αλληλούια από το Μεσσία του Χέντελ. Ο πατέρας μου αρεσκόταν να λέει ότι το πνεύμα της νιότης του αποδιδόταν καλύτερα στην πραγματεία του Ιμάνουελ Καντ: «Τι Είναι Διαφωτισμός?» Στο μυαλό του, ο Καντ ήταν ο Μπομπ Ντίλαν της δεκαετίας του 1790. Κάπως έτσι λειτουργούσε γενικώς ο πατέρας μου: ήθελε να σβήσει από την ιστορία τη διαχωριστική γραμμή πέρα από την οποία όλα φαίνονται σχολαστικά και απόκρυφα. Αντί για χρονικές περιόδους και σπουδαίους άντρες, η ιστορία ήταν για εκείνον ιδέες και βιβλία. Ακολούθησε τη συμβουλή 60
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
του Μακμπί για δυο ακόμα χρόνια στο Πρίνστον και, αφού αποφοίτησε, την ακολούθησε σε όλη τη διαδρομή πίσω στα δυτικά, στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου έκανε το διδακτορικό του πάνω στην Ιταλία της Αναγέννησης. Ακολούθησε ένας χρόνος κατά τον οποίο εργάστηκε ως βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ώσπου το Πανεπιστήμιο του Οχάϊο του πρόσφερε μόνιμη έδρα στο τμήμα ιστορικών σπουδών του ιταλικού 15ου αιώνα κι άρπαξε την ευκαιρία να γυρίσει στην πατρίδα του. Η μητέρα μου, μια λογίστρια με αδυναμία στον Σέλεϊ και τον Μπλέικ, ανέλαβε το βιβλιοπωλείο στο Κολάμπους όταν αποσύρθηκε ο παππούς μου και, ανάμεσα στους δυο τους, μεγάλωσα σ' ένα καθεστώς βιβλιολατρίας, με τον ίδιο τρόπο που τα παιδιά των θρησκόληπτων μεγαλώνουν μέσα στους κόλπους της θρησκείας. Και δε διέφερε και πολύ από θρησκεία. Στα τέσσερα μου χρόνια ταξίδευα με τη μητέρα μου για να παρακολουθήσουμε παρουσιάσεις βιβλίων. Ως τα έξι ήξερα τη διαφορά μεταξύ περγαμηνής και μεμβράνης καλύτερα απ’ όσο ήξερα να ξεχωρίζω τις συλλεκτικές κάρτες με παίκτες του μπέϊζμπολ. Πριν κλείσω τα δέκα είχα ξεφυλλίσει μισή ντουζίνα αντίγραφα του παγκόσμιου εκδοτικού επιτεύγματος, της Βίβλου του Γουτεμβέργιου. Αλλά δε θυμάμαι ούτε μία περίοδο στη ζωή μου που να μην είχα μπροστά μου τη Βίβλο της δικής μας πίστης: την Υπνερωτομαχία. «Είναι το τελευταίο μεγάλο μυστήριο της Αναγέννησης, Τόμας», μ' έψελνε ο πατέρας μου, με τον ίδιο τρόπο που
61
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
πρέπει να τον έψελνε ο Μακμπί. «Αλλά κανείς δεν έχει πλησιάσει καν στη λύση του μυστηρίου που περικλείει». Είχε δίκιο: κανείς δεν το είχε κάνει. Φυσικά, χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες από την έκδοση του για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι επρόκειτο για ένα γρίφο που έπρεπε να λυθεί. Τότε ήταν που ένας λόγιος έκανε μια παράξενη ανακάλυψη: βάζοντας στη σειρά το πρώτο γράμμα κάθε κεφαλαίου της Υπνερωτομαχίας, σχημάτισε μια ακροστιχίδα στα λατινικά: Poliam Frater Franciscus Columna Peramavit, που σημαίνει «Ο αδερφός Φραντσέσκο Κολόνα αγαπούσε την Πόλια με πάθος». Καθώς «Πόλια» είναι το όνομα της γυναίκας που αναζητά ο Πολύφιλος, άλλοι λόγιοι άρχισαν επιτέλους να αναρωτιούνται ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο συγγραφέας της Υπνερωτομαχίας. Το ίδιο το βιβλίο δεν το αναφέρει πουθενά, κι ακόμα και ο Άλδος, ο εκδότης του, δεν έμαθε ποτέ την ταυτότητα του συγγραφέα. Όμως, απ’ αυτό το σημείο και μετά όλοι συμφώνησαν στην υπόθεση ότι ο συγγραφέας ήταν ένας Ιταλός καθολικός καλόγερος του τάγματος των Δομινικανών ονόματι Φραντσέσκο Κολόνα. Και σε μια μικρή ομάδα επαγγελματιών ερευνητών, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους είχαν εμπνευστεί από τον Μακμπί, κατέστη προφανές ότι η ακροστιχίδα ήταν απλώς και μόνο μια νύξη των μυστικών που κρύβονταν στο βιβλίο. Έτσι, η έρευνα αυτής της ομάδας επικεντρώθηκε στην ανακάλυψη των υπόλοιπων μυστικών του. Ο πατέρας μου διεκδίκησε το στεφάνι της δόξας μ' ένα έγγραφο που ανακάλυψε το καλοκαίρι που έκλεισα τα δεκαπέντε μου χρόνια. Εκείνη τη χρονιά -τη χρονιά πριν από 62
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
το τροχαίο δυστύχημα- με πήρε μαζί του σ' ένα ερευνητικό ταξίδι σ' ένα μοναστήρι της νότιας Γερμανίας κι έπειτα στις βιβλιοθήκες του Βατικανού. Μοιραζόμασταν μια κλασική ιταλική γκαρσονιέρα με δυο πτυσσόμενα κρεβάτια κι ένα προϊστορικό στερεοφωνικό συγκρότημα, κάθε πρωί, με την ακρίβεια μεσαιωνικού βασανιστηρίου, διάλεγε ένα καινούριο αριστούργημα του Κορέλι από μια συλλογή που είχε φέρει μαζί του και με ξυπνούσε με τους ήχους από βιολιά και άρπες στις εφτά και μισή ακριβώς, θυμίζοντας μου ότι η έρευνα δεν περιμένει κανένα. Οταν σηκωνόμουν, τον έβρισκα να ξυρίζεται πάνω απ’ το νιπτήρα, να σιδερώνει τα πουκάμισα του ή να μετράει τις λιρέτες στο πορτοφόλι του, σιγοτραγουδώντας τη μελωδία. Καθώς ήταν μικροκαμωμένος, φρόντιζε σχολαστικά κάθε εκατοστό της εξωτερικής του εμφάνισης, ξεριζώνοντας τις γκρίζες τρίχες από τα πυκνά καστανά μαλλιά του με τον ίδιο τρόπο που οι ανθοπώλες μαδάνε τα μαραμένα πέταλα από τα τριαντάφυλλα. Είχε μια εσωτερική ζωντάνια την οποία προσπαθούσε να διατηρήσει, μια ζωντάνια που πίστευε ότι υπονόμευαν οι ρυτίδες στις γωνίες των ματιών του και οι βαθιές χαρακιές περισυλλογής στο ψηλό μέτωπο του. Όποτε ένιωθα ν' αποβλακώνομαι ανάμεσα στα ατέλειωτα ράφια με τα βιβλία όπου περνούσαμε τις μέρες μας, αμέσως συμμεριζόταν την ανία μου. Τα μεσημέρια τριγυρίζαμε στους δρόμους σε αναζήτηση σπιτικών ζυμαρικών και παγωτού. κάθε βράδυ με κατέβαζε στην πόλη για να δούμε τα αξιοθέατα. Ένα βράδυ στη Ρώμη με ξενάγησε στις πιο ξακουστές κρήνες της πόλης, παροτρύνοντας με να ρίξω από μια δεκάρα στην καθεμιά τους. 63
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Μία για τη Σάρα και την Κρίστεν», είπε πλησιάζοντας στην Μπαρκάτσα. «Για να γιατρευτούν οι ραγισμένες καρδιές τους». Και οι δυο αδερφές μου είχαν υποστεί σφοδρές ερωτικές απογοητεύσεις πριν φύγουμε. Ο πατέρας μου, που ποτέ δεν είχε σε εκτίμηση τους φίλους τους, θεώρησε ευτύχημα τους χωρισμούς τους - μακροπρόθεσμα, έστω. «Μία για τη μητέρα σου», μου είπε στη Φοντάνα ντελ Τριτόνε, την κρήνη των Τριτώνων, «που με ανέχεται τόσα χρόνια». Όταν η αίτηση του πατέρα μου για χρηματοδότηση της έρευνάς του από το πανεπιστήμιο ναυάγησε, η μητέρα μου αποφάσισε να ανοίγει το βιβλιοπωλείο και τις Κυριακές για να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού μας. «Και μία για μας», είπε στην Κρήνη των Τεσσάρων Ποταμών. «Είθε να βρούμε αυτό που ψάχνουμε». Στην ουσία, εγώ δεν είχα ιδέα τι ψάχναμε - τουλάχιστον ως τη στιγμή που πέσαμε τυχαία πάνω του. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ο πατέρας μου πίστευε ότι η επιστημονική μελέτη της υπνερωτομαχίας είχε φτάσει σε αδιέξοδο επειδή όλοι κοίταζαν τα δέντρα και παρέβλεπαν το δάσος. Χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι, επέμενε ότι οι μελετητές που διαφωνούσαν μαζί του αρνούνταν να βγάλουν το κεφάλι τους απ’ την άμμο. Το ίδιο το βιβλίο ήταν υπερβολικά ακατανόητο εκ των έσω, τόνιζε, η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν να ψάξουν για έγγραφα που υποδήλωναν την ταυτότητα του πραγματικού συγγραφέα και τους λόγους για τους οποίους το έγραψε.
64
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Γεγονός είναι ότι ο πατέρας μου απομάκρυνε πολλούς ανθρώπους από κοντά του με την πεισματική επιμονή του ότι είχε δίκιο. Αν δεν κάναμε την ανακάλυψη εκείνο το καλοκαίρι, μάλλον η επιβίωση της οικογένειας μου θα βασιζόταν αποκλειστικά πλέον στο βιβλιοπωλείο. Όμως, η τύχη χαμογέλασε στον πατέρα μου λιγότερο από ένα χρόνο πριν του κόψει το νήμα της ζωής. Στο παράρτημα του τρίτου ορόφου μιας από τις βιβλιοθήκες του Βατικανού, σ' ένα διάδρομο με χωνευτά ράφια όπου δεν έφταναν ούτε τα μοναστικά ξεσκονόπανα, όπως στεκόμασταν πλάτη με πλάτη ψάχνοντας για το στοιχείο που αναζητούσε επί χρόνια, ο πατέρας μου βρήκε ένα γράμμα διπλωμένο ανάμεσα στις σελίδες ενός χοντρού τόμου οικογενειακής ιστορίας. Χρονολογημένο δύο χρόνια πριν κυκλοφορήσει η Υπνερωτομαχία, απευθυνόταν στον εξομολογητή μιας τοπικής εκκλησίας κι αφορούσε το γόνο μιας πανίσχυρης οικογένειας της Ρώμης. Το όνομα του ήταν Φραντσέσκο Κολόνα. Δεν μπορώ να περιγράψω τον ενθουσιασμό του πατέρα μου όταν είδε το όνομα. Τα γυαλιά με το συρμάτινο σκελετό που φορούσε, τα οποία γλιστρούσαν όλο και χαμηλότερα στη μύτη του καθώς διάβαζε, μεγέθυναν αρκετά τα μάτια του, προβάλλοντας ακόμα περισσότερο την έμφυτη περιέργεια του - το πρώτο και τελευταίο πράγμα που πρόσεχαν και θυμούνταν σ' αυτόν οι περισσότεροι άνθρωποι που τον γνώριζαν. Τη στιγμή που συνειδητοποίησε τι είχε βρει, όλο το φως μέσα στο δωμάτιο φάνηκε να συγκεντρώνεται σ' εκείνα τα μάτια. Το γράμμα ήταν γραμμένο με αδέξιο γραφικό χαρακτήρα, σε σπασμένη διάλεκτο της Τοσκάνης, 65
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
σαν να το είχε γράψει κάποιος που δεν ήταν εξοικειωμένος με τη γλώσσα ή με τη γραφή αυτή καθεαυτή. Πλάτειαζε ατελείωτα σαν παραμιλητό, άλλοτε χωρίς ν' απευθύνεται πουθενά, άλλοτε σαν ν' απευθυνόταν στο Θεό. Ο επιστολογράφος απολογούνταν που δεν έγραφε στα ελληνικά ή τα λατινικά, γλώσσες που δε γνώριζε. Κι έπειτα, προς το τέλος, απολογούνταν γι' αυτό που είχε κάνει. Συγχώραμε, Άγιε Πατέρα, γιατί σκότωσα δύο άντρες. Ήταν το δικό μου χέρι που κατάφερε το πλήγμα, αλλά όχι η βούληση πίσω από την πράξη μου. Ο αφέντης Φραντσέσκο Κολόνα με έβαλε να το κάνω. Κρίνε μας και τους δυο με έλεος. Το γράμμα υποστήριζε ότι οι φόνοι αποτελούσαν μέρος ενός περίπλοκου σχεδίου, ενός σχεδίου που κανείς άνθρωπος τόσο απλοίκός όσο ο γράφων δε θα μπορούσε να συλλάβει. Τα δύο θύματα ήταν άντρες που ο Κολόνα υποψιαζόταν για προδοσία και τους έστειλε σε μια ασυνήθιστη αποστολή. Τους ανέθεσε να παραδώσουν μια επιστολή σ' ένα παρεκκλήσι έξω από τα τείχη της Ρώμης, όπου θα περίμενε να την παραλάβει ένας τρίτος άντρας. Είχαν σαφείς εντολές, επί ποινή θανάτου, να μη διαβάσουν την επιστολή, να μην τη χάσουν, ούτε καν να την αγγίξουν με γυμνά χέρια. Έτσι άρχιζε η ιστορία του απλού Ρωμαίου λιθοδόμου που φόνευσε τους δύο αγγελιοφόρους μπροστά στο παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο. Η ανακάλυψη που έκανε εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας μου έγινε γνωστή στους ακαδημαϊκούς κύκλους ως το Ντοκουμέντο της Μπελαντόνας. Ο πατέρας μου ήταν σίγουρος ότι θα αποκαθιστούσε οριστικά την υπόληψη του 66
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
και, μέσα σε έξι μήνες, εξέδωσε ένα μικρό ΒιΒλίο μ' αυτό τον τίτλο, υποστηρίζοντας τη σύνδεση αυτού του γράμματος με την υπνερωτομαχία. Το βιβλίο ήταν αφιερωμένο σ' εμένα. Σ' αυτό υποστήριζε ότι ο Φραντσέσκο Κολόνα που είχε γράψει την υπνερωτομαχία δεν ήταν ο Βενετός μοναχός που πίστευαν οι περισσότεροι μελετητές, αλλά ο Ρωμαίος αριστοκράτης που αναφερόταν στο γράμμα μας. Για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του, πρόσθεσε ένα παράρτημα όπου παρέθετε όλες τις γνωστές μαρτυρίες που αναφέρονταν στη ζωή του Βενετού μοναχού, τον οποίο αποκαλούσε «Φαύλο Διεκδικητή», και του Ρωμαίου Κολόνα, έτσι ώστε οι αναγνώστες να συγκρίνουν μόνοι τους. Αυτό το παράρτημα ήταν υπεραρκετό για να πείσει τόσο τον Πολ όσο κι εμένα. Οι λεπτομέρειες είναι σαφείς. Το μοναστήρι στη Βενετία όπου έζησε ο ψεύτικος Φραντσέσκο ήταν ολότελα αταίριαστος χώρος για ενδιαίτημα ενός φιλοσόφου και συγγραφέα! τον περισσότερο καιρό, όπως το περιέγραφε ο πατέρας μου, η μονή ήταν ένα άντρο ακόλαστων διασκεδάσεων, μεθοκοπημάτων και ασύλληπτων σεξουαλικών οργίων. Όταν ο πάπας Κλήμης Ζ' επιχείρησε να περιορίσει την ακολασία εκείνων των αδερφών, του απάντησαν ότι προτιμούσαν να προσχωρήσουν στο λουθηρανισμό παρά να υποταχτούν στην εκκλησιαστική πειθαρχία. Ακόμα και σε τέτοιο περιβάλλον, η βιογραφία του Φαύλου Διεκδικητή θυμίζει μελανό ποινικό μητρώο. Στα 1477 εκδιώχτηκε από το μοναστήρι για ακατονόμαστες παραβάσεις. Τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε για να
67
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
διαπράξει ένα νέο έγκλημα, για το οποίο παραλίγο να του αφαιρεθεί το μοναστικό σχήμα. Το 1516 δεν αρνήθηκε μια κατηγορία βιασμού και εξορίστηκε για πάντα. Απτόητος, επέστρεψε ξανά στο μοναστήρι κι εκδιώχτηκε εκ νέου, αυτή τη φορά για ένα σκάνδαλο στο οποίο εμπλεκόταν κι ένας κοσμηματοπώλης. Βρήκε το θάνατο στα 1527. ο Βενετός Φραντσέσκο Κολόνα κατηγορούμενος για ληστεία, βιαστής κατ" ομολογία, ισόβιος δομινικανός- ήταν ενενήντα τριών χρονών. Ο Ρωμαίος Φραντσέσκο, από την άλλη, παρουσιαζόταν ως υπόδειγμα αρετής με κάθε κριτήριο των λογίων. Σύμφωνα με τον πατέρα μου, ήταν γόνος μιας πανίσχυρης οικογένειας ευγενών που τον μεγάλωσε στους καλύτερους κύκλους της ευρωπαϊκής κοινωνίας κι ανέθεσε τη μόρφωση του στους πιο αξιόλογους διανοούμενους της Αναγέννησης. Ο θείος του Φραντσέσκο, ο Πρόσπερο Κολόνα, δεν ήταν μόνο σεβαστός προστάτης των τεχνών και καρδινάλιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά και ξακουστός ουμανιστής που δεν αποκλείεται να ενέπνευσε το χαρακτήρα του Πρόσπερο στην Τρικυμία του Σαίξπηρ. Ο πατέρας μου υποστήριζε πως είχε το είδος των διασυνδέσεων που θα επέτρεπαν σ' έναν άντρα να γράψει μόνος του ένα βιβλίο τόσο περίπλοκο όσο η υπνερωτομαχία - καθώς και να εξασφαλίσει τη δημοσίευση του από έναν κορυφαίο εκδότη. Η αναμφίβολη επιβεβαίωση της άποψης του, τουλάχιστον για μένα, ήταν το γεγονός ότι αυτός ο γαλαζοαίματος Φραντσέσκο υπήρξε μέλος της Ρωμαϊκής Ακαδημίας, μιας αδελφότητας αντρών που ήταν ταγμένοι στα παγανιστικά 68
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ιδεώδη της παλιάς Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ιδανικά που εκφράζονται με τόσο έκδηλο θαυμασμό στην υπνερωτομαχία. Αυτό εξηγούσε γιατί ο Κολόνα προσδιορίστηκε στη μυστική ακροστιχίδα ως Fra: ο τίτλος αδερφός, τον οποίο άλλοι μελετητές της Αναγέννησης εξέλαβαν ως απόδειξη ότι ο Κολόνα ήταν μοναχός, ήταν επίσης η κλασική προσφώνηση των μελών της Ακαδημίας. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του πατέρα μου, που φαινόταν τόσο ξεκάθαρος στον Πολ και σ' εμένα, τάραξε τα ακαδημαϊκά ύδα-τα. Ο πατέρας μου δεν έζησε αρκετά για να αντιμετωπίσει την τρικυμία που προκάλεσε μέσα στο μικρόκοσμο των μελετητών της υπνερωτομαχίας αλλά, ακόμα κι έτσι, σχεδόν τον αφάνισε. Σύσσωμη η κοινότητα των συναδέλφων του απέρριψε την ερμηνεία του, ενώ ειδικά ο Βίνσεντ Ταφτ ξεπέρασε τον εαυτό του δυσφημώντας τον ίδιο. Στο μεταξύ, τα επιχειρήματα υπέρ του Βενετού Κολόνα είχαν παγιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε, όταν ο πατέρας μου παρέλειψε να αντικρούσει κάποια απ’ αυτά στο σύντομο παράρτημα του, αμφισβητήθηκε ολόκληρο το έργο του. Η ιδέα να συνδεθούν δύο αμφίβολοι φόνοι μ' ένα από τα πιο αξιόλογα έργα της παγκόσμιας τυπογραφίας, έγραψε ο Ταφτ, δεν ήταν παρά «μια θλιβερή και κραυγαλέα απόπειρα αυτοπροβολής». Ο πατέρας μου, φυσικά, καταρρακώθηκε. Γι' αυτόν, εκείνο που απέρριπταν ήταν η πεμπτουσία της καριέρας του, ο καρπός της αναζήτησης στην οποία αφοσιώθηκε από τότε που ήταν φοιτητής του Μακμπί. Ποτέ δεν κατάλαβε τη σφοδρότητα των αντιδράσεων ενάντια στην ανακάλυψη του. Ο μόνος σταθερός οπαδός του Ντοκουμέντου της 69
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Μπελαντόνας, απ’ όσο μπορώ να ξέρω, ήταν ο Πολ. Διάβασε το τελευταίο πόνημα του πατέρα μου τόσες φορές, ώστε ακόμα και η αφιέρωση καρφώθηκε στη μνήμη του. Όταν έφτασε στο Πρίνστον και είδε έναν Τομ Κορέλι Σάλιβαν στην επετηρίδα των πρωτοετών, αναγνώρισε αμέσως το μεσαίο όνομα μου κι αποφάσισε να με γνωρίσει πάση θυσία. Πάντως, αν περίμενε να συναντήσει μια νεότερη εκδοχή του πατέρα μου, σίγουρα απογοητεύτηκε. Ο πρωτοετής που γνώρισε ο Πολ κούτσαινε ελαφρώς, φαινόταν να ντρέπεται για το μεσαίο όνομα του κι είχε κάνει το αδιανόητο: είχε αποκηρύξει την Υπνερωτομαχία και είχε γίνει ο άσωτος υιός μιας οικογένειας που είχε αναγορεύσει την ανάγνωση σε θρησκεία. Τα κρουστικά κύματα του δυστυχήματος αντηχούσαν ακόμα στη ζωή μου, αλλά η ωμή αλήθεια είναι πως, και πριν ακόμα πεθάνει ο πατέρας μου, είχα αρχίσει να χάνω την πίστη μου στα βιβλία. Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι υπήρχε μια σιωπηρή προκατάληψη που συμμερίζονταν όλοι οι βιβλιολάτρες, μια μυστική πεποίθηση ότι η ζωή όπως την ξέρουμε είναι μια ατελής άποψη της πραγματικότητας, κι ότι μόνο η τέχνη, σαν ζευγάρι γυαλιά ανάγνωσης, μπορεί να τη διορθώσει. Οι λόγιοι και οι διανοούμενοι που έρχονταν για δείπνο στο σπίτι μας φαίνονταν να τρέφουν μια ανεξήγητη χαιρεκακία απέναντι στον κόσμο. Δεν κατάφερναν ποτέ να συμφιλιωθούν πλήρως με την ιδέα ότι η ζωή μας δεν ακολουθεί τη δραματική τροχιά που δίνει ένας καλός συγγραφέας σ' ένα σπουδαίο λογοτεχνικό ήρωα. Μόνο σε τυχαία γεγονότα απαράμιλλης τελειότητας μετατρέπεται πραγματικά ο 70
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
κόσμος σε σκηνή έργου. Κι αυτό, φαίνονταν να πιστεύουν, ήταν κρίμα. Κανείς ποτέ δεν το διατύπωσε ακριβώς έτσι αλλά, όταν άρχισαν να παρελαύνουν στο νοσοκομείο οι φίλοι και οι συνάδελφοι του πατέρα μου -όλοι εκτός από τον Βίνσεντ Ταφτ-, κάπως αμήχανοι λόγω των κριτικών που είχαν γράψει για το βιβλίο του κι έτοιμοι να μουρμουρίσουν τους μικρούς επικήδειους που είχαν σκαρώσει στην αίθουσα αναμονής, διέκρινα τα πρώτα κακά προμηνύματα. Το παρατήρησα τη στιγμή που πλησίαζαν στο κρεβάτι μου: ήταν όλοι τους φορτωμένοι με αγκαλιές βιβλία. «Αυτό με βοήθησε όταν έχασα το δικό μου πατέρα», είπε ο πρόεδρος του Ιστορικού Τμήματος, αφήνοντας το Επιτομο Βουνό του Μέρτον στο δίσκο του φαγητού δίπλα μου. «Βρίσκω μεγάλη παρηγοριά στον Όντεν», είπε η νεαρή τελειόφοιτη που έγραφε τη διατριβή της με σύμβουλο τον πατέρα μου. Μου άφησε μια χαρτόδετη έκδοση με τη μια γωνιά σκισμένη για να βγάλει την τιμή. «Αυτό που χρειάζεσαι είναι κάτι τονωτικό», ψιθύρισε ένας άλλος όταν αποσύρθηκαν οι υπόλοιποι. «Όχι αυτές τις άνευρες αηδίες». Δε θυμόμουν καν ποιος ήταν. Άφησε ένα αντίγραφο του Κόμη Μοντεχρηστου, το οποίο είχα ήδη διαβάσει, κι αναρωτήθηκα αν πίστευε πραγματικά ότι η δίψα για εκδίκηση ήταν το καλύτερο συναίσθημα που μπορούσε να μου εμφυσήσει κανείς εκείνη τη στιγμή. Συνειδητοποίησα ότι κανένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στην πραγματικότητα καλύτερα απ’ όσο εγώ. Ο θάνατος του πατέρα μου είχε κάτι 71
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
το οδυνηρά οριστικό, κι ήταν σαν παρωδία των κανόνων που εφάρμοζαν στη ζωή τους: ότι κάθε συμβάν επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες και κάθε τέλος μπορεί να αλλάξει. Ο Ντίκενς είχε ξαναγράψει τις Μεγάλες Προσδοκίες για να ζήσει ευτυχισμένος ο Πιπ. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξαναγράψει τη δική μου ιστορία. Έτσι, όταν γνώρισα τον Πολ, ήμουν επιφυλακτικός. Είχα περάσει τις δύο τελευταίες χρονιές του σχολείου επιβάλλοντας ορισμένες αλλαγές στον εαυτό μου: όταν με πονούσε το πόδι μου, συνέχιζα το περπάτημα. όποτε το ένστικτο μου με παρότρυνε να προσπεράσω μια πόρτα χωρίς να σταθώ, -την πόρτα για το γυμναστήριο, ας πούμε, ή του καινούριου αυτοκινήτου ενός φίλου ή του σπιτιού μιας κοπέλας που είχε αρχίσει να μου αρέσει-, πίεζα τον εαυτό μου να σταθεί και να τη χτυπήσει και, όποτε μου επιτρεπόταν, να τη διαβώ. Αλλά εδώ, στο πρόσωπο του Πολ, έβλεπα αυτό που θα μπορούσα να είχα γίνει. Ήταν μικροκαμωμένος και χλομός κάτω από τα ατίθασα μαλλιά του και θύμιζε περισσότερο αγόρι παρά νεαρό άντρα. Το κορδόνι του ενός παπουτσιού του ήταν λυτό και κουβαλούσε ένα βιβλίο στο χέρι του, όπως ένα παιδί κουβαλάει την κουβερτούλα που του παρέχει αίσθηση ασφάλειας. Με το που μου συστήθηκε, ανέφερε την Υπνερωτομαχία. Ένιωθα ότι ήδη τον ήξερα καλύτερα απ’ όσο θα ήθελα. Με είχε στριμώξει σε μια καφετέρια κοντά στην πανεπιστημιούπολη την ώρα που έδυε ο ήλιος στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να τον αγνοήσω εκείνο το βράδυ και να τον αποφεύγω συστηματικά στο εξής. 72
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αυτό που τα άλλαξε όλα ήταν κάτι που είπε λίγο πριν βρω κάποια πρόφαση για να φύγω. «Κατά κάποιο τρόπο», είπε, «νιώθω σαν να είναι και δικός μου πατέρας». Δεν του είχα μιλήσει ακόμα για το δυστύχημα, αλλά ήταν η πιο λάθος κουβέντα την πιο λάθος στιγμή. «Δεν ξέρεις τίποτα γι' αυτόν». «Και βέβαια ξέρω. Έχω αντίγραφα όλων των έργων του». «Άκουσε με...» «Ως και τη διατριβή του κατάφερα να βρω...» «Ο άνθρωπος δεν είναι βιβλίο. Δεν μπορείς να τον μάθεις απλώς διαβάζοντας τον». Αλλά ήταν σαν να μην άκουγε. «...Η Ρώμη του Ραφαήλ, 1974. Ο Μαρσίλιο Φυτσίνο* και η Αναγέννηση του Πλάτωνα, 1979. Οι Άντρες του Τίμιου Σταυρού,** 1985». Άρχισε να μετράει στα δάχτυλα του. «Η HYpnerotomachia Poliphili και τα Ιερογλυφικά του Ωραπόλλωνα.*** Στην Τριμηνιαία Επιθεώρηση της Αναγέννησης, Ιούνιος του '87. Η Ανατομία του Λεονάρντο, στο Περιοδικό Ιατρικής Ιστορίας, το 1989». Τα παρέθετε με χρονολογική σειρά, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Ο Δημιουργός του Περισκελίδαν,**** 1991, στο Περιοδικό Διεπιστημονικης Ιστορίας». «Ξέχασες το άρθρο στο Δελτίο της Αμερικανικής Εταιρείας Μελετητών της Αναγέννησης», τον διέκοψα. «Αυτό ήταν το '92». «Το '91 ήταν».
73
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Συνοφρυώθηκε. «Το '92 ήταν η πρώτη χρονιά που δέχτηκαν άρθρα από μη μέλη. Εμείς πηγαίναμε στη δευτέρα λυκείου τότε, θυμάσαι? Ήταν το Σεπτέμβριο του '92». * Μαρσίλιο Φιτσίνο (1433-99)-. Φλωρεντινός φιλόσοφος, θεολόγος και μεταφραστής και σχολιαστής έργων του Πλάτωνα και της αρχαίας ελληνικής πραγματείας. (Σ.τ.Μ.) ** Τίμιος Σταυρός (Santa Croce): Εκκλησία των φραγκισκανών στη Φλωρεντία όπου βρίσκονται οι τάφοι του Μιχαήλ Αγγέλου, του Γαλιλαίου, του Μακιαβέλι και του συνθέτη Ροσίνι. (Σ.τ.Μ.) *** Ωραπόλλωνας: Άγνωστος συγγραφέας του βιβλίου Ιερογλυφικά, στο οποίο προσπάθησε να σώσει τα σύμβολα της αρχαίας αιγυπτιακής γραφής και τη σημασία τους. Αν και μελετήθηκε ιδιαίτερα από τους ουμανιστές, η γνησιότητα του έχει αμφισβητηθεί. (Σ.τ.Μ.) **** Περίπου μια δεκαετία μετά τη δημιουργία (το 1536-41) της μεγαλειώδους Δευτέρας Παρουσίας στο ιερό της Καπέλα Σιξτίνα από τον Μιχαήλ Άγγελο, και στα πλαίσια της Αντιμεταρρύθμισης, η παπική Εκκλησία κάλυψε τα γυμνά της Ανάστασης με περισκελίδες, θεωρώντας τα άσεμνα. (Σ.τ.Μ.)
74
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Πολ σταμάτησε. Για μια στιγμή φάνηκε αμήχανος. Όχι γιατί μπορεί να έκανε λάθος εκείνος, αλλά γιατί έκανα λάθος εγώ. «Ίσως το έγραψε το '91», υποχώρησε τελικά. «Αλλά αυτοί το δημοσίευσαν στο τεύχος του '92. Αυτό εννοούσες?» Έγνεψα καταφατικά. «Τότε ήταν πράγματι το '91. Είχες δίκιο». Και τότε μου έδειξε το βιβλίο που κουβαλούσε. «Κι έπειτα, αυτό». Μια πρώτη έκδοση του Ντοκουμέντου της Μπελαντόνας. Το ζύγισε ευλαβικά στο χέρι του. «Το καλύτερο έργο του μέχρι σήμερα. Ήσουν εκεί όταν το βρήκε? Το γράμμα για τον Φραντσέσκο Κολόνα?» «Ναι». «Μακάρι να το είχα δει. Πρέπει να ήταν συναρπαστικό». Κοίταξα πάνω από τον ώμο του, από ένα παράθυρο στον απέναντι τοίχο. Τα φύλλα ήταν κίτρινα. Είχε πιάσει βροχή. «Ήταν», παραδέχτηκα. Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του. «Ήσουν πολύ τυχερός». Τα δάχτυλα του χάιδευαν μαλακά τις σελίδες του βιβλίου του πατέρα μου. «Πέθανε πριν από δύο χρόνια», του είπα. «Είχαμε ένα τροχαίο δυστύχημα». Ο Πολ γούρλωσε τα μάτια. «Πώς?» «Σκοτώθηκε λίγο καιρό αφότου έγραψε το βιβλίο που κρατάς». Το παράθυρο πίσω του είχε αρχίσει να θολώνει στις γωνίες. Ενας άντρας πέρασε απέξω με μια εφημερίδα στο κεφάλι του, προσπαθώντας να προστατευτεί απ’ τη βροχή. «Έπεσε κάποιος πάνω σας?» 75
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Οχι. Ο πατέρας μου έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου». Ο Πολ έτριψε με το δείκτη του την εικόνα στο κάλυμμα του βιβλίου. Ένα μοναδικό έμβλημα, ένα δελφίνι που περιελισσόταν γύρω από μια άγκυρα σαν φίδι γύρω από κηρύκειο. Το σύμβολο των Αλδινών εκδόσεων στη Βενετία. «Δεν το ήξερα», είπε. «Δεν πειράζει». «Ο δικός μου πατέρας πέθανε όταν ήμουν τεσσάρων χρονών», είπε τελικά. «Έπαθε καρδιακή προσβολή». «Λυπάμαι». «Ευχαριστώ». «Με τι ασχολείται η μητέρα σου?» τον ρώτησα. Εκείνος βρήκε μια ζάρα στο κάλυμμα κι άρχισε να την ισιώνει με τ' ακροδάχτυλά του. «Η μητέρα μου... πέθανε ένα χρόνο μετά τον πατέρα μου». Προσπάθησα να πω κάτι, αλλά όλες οι λέξεις που είχα ακούσει τόσες φορές είχαν μια λανθασμένη αίσθηση και φράκαραν κάπου στο λαιμό μου. Ο Πολ προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μεγάλωσα κάπως σαν τον Όλιβερ Τουίστ», είπε σχηματίζοντας γούβα με τις χούφτες του. «Σας παρακαλώ, κύριε, θα ήθελα λίγο ακόμα». Πίεσα τον εαυτό μου να γελάσω, αβέβαιος αν αυτό ήταν το ζητούμενο εκείνη τη στιγμή. «Απλώς ήθελα να καταλάβεις πώς το εννοούσα», είπε. «Για τον μπαμπά σου...» «Καταλαβαίνω». «Το είπα μόνο γιατί...» Έξω απ’ το παράθυρο έβλεπα ομπρέλες ν' αναπηδούν σαν πεταλοειδή καβούρια στην παλίρροια. Το μουρμουρητό 76
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μέσα στην καφετέρια είχε δυναμώσει. Ο Πολ άρχισε να μιλάει, προσπαθώντας να τονώσει το ενδιαφέρον της συζήτησης. Μου είπε ότι, μετά το θάνατο των γονιών του, τον έστειλαν σ' ένα ενοριακό οικοτροφείο που φιλοξενούσε ορφανά και παιδιά που το είχαν σκάσει από το σπίτι τους. Μου είπε ότι, αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών κι εφηβικών χρόνων του συντροφιά με τα βιβλία, είχε έρθει στο πανεπιστήμιο αποφασισμένος να καταφέρει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Μου είπε, με πόση λαχτάρα έψαχνε φίλους με τους οποίους να μπορεί να συζητήσει. Στο τέλος σώπασε και χαμήλωσε αμήχανος το βλέμμα, νιώθοντας ότι τα είχε θαλασσώσει. «Λοιπόν, σε ποιο κτίριο της εστίας μένεις?» τον ρώτησα, καταλαβαίνοντας πώς ένιωθε. «Στο Χόλντερ. Όπως κι εσυ», απάντησε με ελαφρώς αναπτερωμένο ηθικό. Έβγαλε ένα αντίγραφο της επετηρίδας των πρωτοετών και μου έδειξε μια σελίδα τσακισμένη στη γωνία. «Πόσο καιρό μ' έψαχνες?» τον ρώτησα. «Από τη μέρα που ήρθα», αποκρίθηκε ειλικρινά. Έστρεψα πάλι το βλέμμα μου στο παράθυρο. Μια κόκκινη ομπρέλα πέρασε αργά. Στάθηκε μπροστά στο τζάμι της καφετέριας και φάνηκε να αιωρείται εκεί για μερικές στιγμές πριν τελικά χαθεί. Στράφηκα στον Πολ. «Θέλεις άλλο έναν καφέ?» «Ναι», απάντησε. «Σ' ευχαριστώ». Κι έτσι άρχισαν όλα. Τι παράξενο πράγμα να χτίζεις ένα κάστρο στον αέρα. Δημιουργήσαμε τη φιλία μας από το τίποτα, γιατί το τίποτα 77
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ήταν η καρδιά αυτού που μοιραζόμασταν. Ύστερα από κείνη τη νύχτα φαινόταν όλο και πιο φυσικό να μιλάμε με τον Πολ. Πριν περάσει πολύς καιρός είχα αρχίσει να νιώθω όπως ένιωθε εκείνος για τον πατέρα μου: ότι ίσως πράγματι τον μοιραζόμασταν. ξέρεις τι έλεγε συχνά?» τον ρώτησα ένα βράδυ που μιλούσαμε για το δυστύχημα στο δωμάτιο του. «Τι?» «Ο δυνατός υπερτερεί έναντι τον αδυνάτον, αλλά ο έξυπνος υπερτερεί έναντι του δυνατού». Χαμογέλασε. «Υπήρχε κάποτε ένας προπονητής του μπάσκετ στο Πρίνστον που το έλεγε αυτό», του είπα. «Πρωτοετής στο γυμνάσιο, πριν από το δυστύχημα, πέρασα δοκιμαστικά για την ομάδα του μπάσκετ. Ο μπαμπάς μου μ έπαιρνε κάθε μέρα από την προπόνηση κι όταν παραπονιόμουν για το πόσο κοντύτερος ήμουν απ’ όλους τους άλλους, μου έλεγε: "Δεν έχει σημασία πόσο ψηλοί είναι, Τομ. Να θυμάσαι: Ο δυνατός υπερτερεί έναντι τον αδυνάτον, αλλά ο έξυπνος υπερτερεί έναντι του δυνατού". Πάντα το ίδιο πράγμα». Κούνησα το κεφάλι μου. «Θεέ μου, είχα σιχαθεί να τ' ακούω!» «Πιστεύεις ότι είναι αλήθεια?» «Ότι ο έξυπνος μπορεί να νικήσει το δυνατό?» «Ναι». Γέλασα. «Δε μ έχεις δει ποτέ να παίζω μπάσκετ». «Εσύ, πάντως, το πιστεύω», είπε. «Είμαι σίγουρος ότι ισχύει». «Πλάκα μου κάνεις...»
78
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Πολ είχε στριμωχτεί διά της βίας σε περισσότερα ντουλάπια αποδυτηρίων, είχε υποστεί περισσότερους εκφοβισμούς και ταπεινωτικούς καταναγκασμούς από νταήδες απ’ οποιονδήποτε άλλο είχα γνωρίσει στη ζωή μου! «Καθόλου». Σήκωσε τα χέρια του. «Εμείς είμαστε εδώ, έτσι δεν είναι?» κατέληξε, με σαφή έμφαση στο εμείς. Μέσα στη σιωπή που ακολούθησε, κοίταξα τα τρία βιβλία στο γραφείο του. Τις βασικές Αρχές του Ύφους, των Στρανκ και Γουάιτ, τη Βίβλο και το Ντοκουμέντο της Μπελαντόνας. Το Πρίνστον ήταν δώρο γι' αυτόν. Χάρη σ' αυτό, μπορούσε να ξεχάσει όλα τ' άλλα.
79
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
4 Ο ΠΟΛ, Ο ΓΚΙΛ ΚΙ ΕΓΩ συνεχίζουμε να κατευθυνόμαστε νότια προς το κέντρο της πανεπιστημιούπολης. Τα ψηλά, στενά παράθυρα της Βιβλιοθήκης Φαϊρστόουν σκίζουν το προπέτασμα του χιονιού φέγγοντας ελαφρά στα ανατολικά. Στο σκοτάδι, το κτίριο θυμίζει αρχαίο λέβητα, με τους χοντρούς πέτρινους τοίχους να απομονώνουν τον εξωτερικό κόσμο από την κάψα και το φούντωμα της μάθησης. Κάποτε, σ' ένα όνειρο, επισκέφτηκα τη Φαϊρστόουν στην καρδιά της νύχτας και τη βρήκα γεμάτη έντομα, χιλιάδες βιβλιοφάγα σκουλήκια που φορούσαν μικροσκοπικά γυαλιά μυωπίας και σκούφους ύπνου και τρέφονταν ως διά μαγείας διαβάζοντας ιστορίες. Ελίσσονταν από σελίδα σε σελίδα, έρποντας πάνω στις λέξεις και, καθώς η ένταση κορυφωνόταν, καθώς οι εραστές έσμιγαν και οι κακούργοι έβρισκαν το τέλος που τους άξιζε, οι ουρές των σκουληκιών άρχιζαν να λαμπυρίζουν, ώσπου τελικά ολόκληρη η βιβλιοθήκη φάνταζε σαν εκκλησία, με κεριά που κινούνταν κυματιστά από τ αριστερά προς τα δεξιά. «Ο Μπιλ με περιμένει εδώ», λέει ο Πολ σταματώντας απότομα. «Θέλεις να έρθουμε μαζί σου?» ρωτάει ο Γκιλ. Ο Πολ κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Δε χρειάζεται». Ωστόσο, εγώ αντιλαμβάνομαι το δισταγμό του. «Εγώ θα έρθω», λέω. «Τα ξαναλέμε στο δωμάτιο τότε», λέει ο Γκιλ. «Θα γυρίσετε έγκαιρα για τη διάλεξη του Ταφτ στις εννιάμισι?» 80
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Ναι», απαντάει ο Πολ. «Φυσικά». Ο Γκιλ μας αποχαιρετάει μ' ένα νεύμα κι απομακρύνεται. Ο Πολ κι εγώ κατηφορίζουμε το μονοπάτι προς τη Φαιρστόουν. Μόλις μένουμε μόνοι, συνειδητοποιώ ότι κανείς μας δεν ξέρει τι να πει. Έχουν περάσει μέρες από την τελευταία φορά που συζητήσαμε ουσιαστικά. Σαν αδερφοί που δεν εγκρίνουν ο ένας τη γυναίκα του άλλου, δεν τα βγάζουμε πέρα ούτε με μια απλή κουβέντα χωρίς να σκοντάψουμε στις διαφορές μας: εκείνος πιστεύει ότι εγκατέλειψα την υπνερωτομαχία για να είμαι με την Κέιτι, εγώ πιστεύω ότι εγκατέλειψε πολύ περισσότερα απ’ όσα συνειδητοποιεί για χάρη της υπνερωτομαχίας. «Τι σε θέλει ο Μπιλ?» ρωτάω καθώς φτάνουμε στην κεντρική είσοδο. «Δεν ξέρω. Δεν ήθελε να μου πει». «Πού θα τον βρούμε?» «Στην Αίθουσα των Σπάνιων Βιβλίων». Εκεί φυλάσσεται το μοναδικό γνήσιο αντίγραφο της υπνερωτομαχίας που έχει το Πρίνστον. «Νομίζω ότι ανακάλυψε κάτι σημαντικό». «Σαν τι?» «Δεν ξέρω». Ο Πολ κομπιάζει, σαν να ψάχνει για τις κατάλληλες λέξεις. «Αλλά το βιβλίο είναι πολύ σημαντικότερο απ’ όσο νομίζαμε. Είμαι σίγουρος πια. Κι ο Μπιλ κι εγώ νιώθουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια σημαντική ανακάλυψη». Έχουν μεσολαβήσει βδομάδες από την τελευταία φορά που πήρε το μάτι μου τον Μπιλ Στάϊν. Παραδέρνοντας στον έκτο 81
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
χρόνο ενός φαινομενικά ατέρμονου μεταπτυχιακού προγράμματος. ο Στάϊν συντάσσει αργά μια διατριβή με θέμα την τεχνολογία της τυπογραφίας στην εποχή της Αναγέννησης. Νευρικός και λιπόσαρκος σαν σκελετός, είχε σκοπό να γίνει επαγγελματίας βιβλιοθηκονόμος, ώσπου του προέκυψαν μεγαλύτερες φιλοδοξίες - διδακτορικό, καταξίωση και μόνιμη πανεπιστημιακή έδρα, όλες οι ιδεοληψίες που κυριεύουν τους ανθρώπους που θέλουν να υπηρετήσουν τα βιβλία και μετά απαιτούν ανταπόδοση απ’ αυτά. Κάθε φορά που τον βλέπω έξω από τη Φαϊρστόουν μου θυμίζει φάντασμα, ένα όρθιο λείψανο με ανοιχτόχρωμα μάτια και αλλόκοτα σγουρά κόκκινα μαλλιά που παραπέμπουν σε μια πρόσμειξη Εβραίου με ιρλανδικό αίμα. Το δέρμα του αναδίνει τη μυρωδιά της μούχλας από τις σκοτεινότερες γωνιές της βιβλιοθήκης, κατάφορτες με βιβλία που έχουν ξεχαστεί απ’ όλους. 'Οταν μιλάω μαζί του, συχνά μετά βλέπω εφιάλτες ότι το Πανεπιστήμιο του Σικάγο θα κατοικείται από πολυάριθμους κλώνους του Μπιλ Στάϊν, τελειόφοιτους που εκτελούν τις εργασίες τους με μια ρομποτική απάθεια -που, προσωπικά, δεν ανέπτυξα ποτέ κι έχουν μάτια στο χρώμα του νίκελ που με διαβάζουν σαν ανοιχτό βιβλίο. Ο Πολ το βλέπει διαφορετικά. Υποστηρίζει ότι ο Μπιλ, ο οποίος σαφώς είναι απαθής, έχει ένα διανοητικό ελάττωμα: του λείπει η σπίθα. Ο Στάϊν σέρνεται στη βιβλιοθήκη όπως μια αράχνη σε μια σοφίτα, μασουλώντας νεκρά βιβλία και υφαίνοντας τα μέσα σ' ένα σχεδόν αόρατο ιστό. Ό,τι αποκομίζει απ’ αυτά είναι πάντα μηχανιστικό και πεζό, 82
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ωθούμενο από μια εμμονή στη συμμετρία που είναι ανίκανος να κατανικήσει. «Από δω είναι?» τον ρωτάω. Ο Πολ προπορεύεται στο διάδρομο. Η Αίθουσα Σπάνιων Βιβλίων είναι απομονωμένη σε μια άκρη της Φαϊρστόουν εύκολα μπορείς να την προσπεράσεις χωρίς να την προσέξεις. Στο εσωτερικό, όπου τα πιο καινούρια βιβλία μετρούν την ηλικία τους σε αιώνες, ο υπολογισμός του χρόνου γίνεται σχετικός. Πρωτοετείς και αμύητοι σε λογοτεχνικά σεμινάρια επισκέπτονται αυτή την αίθουσα όπως πάνε τα νήπια σε εκπαιδευτικές εκδρομές: τα μολύβια και τα στιλό τους κατάσχονται, τα βρόμικα δάχτυλα τους παρακολουθούνται άγρυπνα από κάμερες. Ακούς βιβλιοθηκάριους να κατσαδιάζουν επίδοξους μόνιμους καθηγητές ότι πρέπει να κοιτάζουν χωρίς ν’αγγίζουν. Υπερήλικες επίτιμοι καθηγητές έρχονται εδώ για να ξανανιώσουν νέοι. «Κανονικά θα 'πρεπε να έχει κλείσει», λέει ο Πολ ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο ψηφιακό ρολόι του. «Ο Μπιλ πρέπει να παιδεύτηκε για να πείσει την κυρία Λόκχαρτ ν αφήσει ανοιχτό το τμήμα». Και τώρα μπαίνουμε στον κόσμο του Στάϊν. Η κυρία Λόκχαρτ, η βιβλιοθηκάριος που θαρρείς ότι την ξέχασε ο χρόνος, στα νιάτα της μάλλον μπάλωνε κάλτσες μαζί με την κυρία Γουτεμβέργιου. Έχει λεία, κατάλευκη επιδερμίδα που καλύπτει ένα ελαφρύ, σχεδόν αέρινο σώμα φτιαγμένο για να αερολάμνει ανάμεσα στα ράφια των βιβλίων. Τις περισσότερες ώρες της μέρας τη βρίσκεις να μουρμουρίζει σε νεκρές γλώσσες στα βιβλία γύρω της, σαν ταριχευτής που 83
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μιλάει στα ζωάκια του. Την προσπερνάμε αποφεύγοντας το βλέμμα της, αφού υπογράφουμε και οι δύο στο φύλλο εισόδου με το στιλό που είναι στερεωμένο με αλυσίδα στο ντοσιέ πάνω στο γραφείο της. «Εκεί μέσα είναι», λέει στον Πολ, αναγνωρίζοντας τον αμέσως. Εμένα με υποδέχεται μ ένα παγερό ρουθούνισμα. Περνώντας ένα στενό προθάλαμο, στεκόμαστε μπροστά σε μια πόρτα που δεν έχω ξαναδιαβεί ποτέ ως τώρα. Ο Πολ πλησιάζει, χτυπάει δύο φορές και περιμένει. «Κυρία Λόκχαρτ?» έρχεται η τσιριχτή απάντηση. «Εγώ είμαι», λέει ο Πολ. Απ’ την άλλη μεριά ακούγεται μια κλειδαριά που ξεκλειδώνει και η πόρτα ανοίγει αργά. Ο Μπιλ Στάϊν εμφανίζεται στο άνοιγμα, τριάντα πόντους ψηλότερος από μας. Το πρώτο πράγμα που προσέχω είναι το μεταλλικό γκρίζο των ματιών του, ακόμα πιο έντονο τώρα που το ασπράδι γύρω τους είναι κατακόκκινο. Το πρώτο πράγμα που προσέχει εκείνος είμαι εγώ. «Α, ήρθε κι ο Τομ μαζί σου», λέει, ξύνοντας το πιγούνι του. «Εντάξει. Καλά». Ο Μπιλ έχει την τάση να ξαναδιατυπώνει τις δηλώσεις του, λες και κάποια σύνδεση ανάμεσα στο μυαλό και το στόμα του δε λειτουργεί σωστά. Ωστόσο, η εντύπωση είναι παραπλανητική. Μετά την αρχική ανία που σου προξενεί, διακρίνεις αναλαμπές της φυσικής ικανότητας του. «Πέρασα άσχημη μέρα», εξηγεί οδηγώντας μας στο εσωτερικό της αίθουσας. «Ή, για να είμαι πιο ακριβής, άσχημη βδομάδα. Αλλά δεν πειράζει. Είμαι καλά».
84
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Γιατί δεν ήθελες να μιλήσουμε απ’ το τηλέφωνο?» ρωτάει ο Πολ. Ο Στάϊν ανοίγει το στόμα του, αλλά δεν απαντάει. Τώρα σκαλίζει κάτι στα μπροστινά του δόντια. Ξεκουμπώνει το μπουφάν του και στρέφεται στον Πολ. «Ψαχούλεψε κανείς τα βιβλία σου?» ρωτάει. «Τι?» «Γιατί κάποιος ψαχούλεψε τα δικά μου». «Καλά, Μπιλ, αυτό δεν είναι δα και τόσο ασυνήθιστο». «Δεν είναι ασυνήθιστο να ψαχουλεύουν τη διατριβή μου για τον Γουίλιαμ Κάξτον? Το μικροφίλμ μου για τον Άλδο Μανούτιο?» «Ο Κάξτον είναι μεγάλη μορφή», λέει ο Πολ. Εγώ δεν τον έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου. «Την εργασία του 1877 για το έργο του?» επιμένει ο Μπιλ. «Υπάρχει μόνο στο Παράρτημα της Βιβλιοθήκης Φόρεσταλ. Και στις Επιστολές της Αγίας Αικατερίνης* του Άλδου» στρέφεται προς εμένα- «όπου δε γίνεται, όπως πιστεύεται γενικώς, για πρώτη φορά χρήση των πλάγιων τυπογραφικών στοιχείων. Κοιτάζει ξανά τον Πολ. «Ένα μικροφίλμ που δεν κοίταξε κανείς άλλος εκτός από μένα κι εσένα από τη δεκαετία του '70! Από τις αρχές της δεκαετίας του '70, μάλιστα! Κάποιος τη σκάλισε χτες! Δε συμβαίνει και σ' εσένα κάτι παρόμοιο?» Ο Πολ συνοφρυώνεται. «Μίλησες με το τμήμα διανομής?» «Μίλησα με την ίδια τη Ρόντα Κάρτερ. Δεν ξέρουν τίποτα». Η Ρόντα Κάρτερ είναι η επικεφαλής της βιβλιοθήκης Φαϊρστόουν. Φύλλο δεν κινείται στη βιβλιοθήκη χωρίς να το γνωρίζει. 85
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Δεν ξέρω», λέει ο Πολ, προσπαθώντας να μην τον αναστατώσει περισσότερο. «Ίσως είναι απλή σύμπτωση. Δε θ' ανησυχούσα τόσο στη θέση σου». «Κι εγώ δε θ' ανησυχούσα. Αλλά να...» Ο Μπιλ φτάνει στην άλλη άκρη του δωματίου, σε μια στενωπό ανάμεσα στο γραφείο και τον τοίχο. Γλιστράει ανάμεσα χωρίς δυσκολία και χτυπάει την τσέπη του παλιού δερμάτινου μπουφάν του. «Είναι κι αυτά τα τηλεφωνήματα. Απαντάω... και το κλείνουν. Απαντάω... το κλείνουν. Πρώτα στο διαμέρισμα μου, τώρα στο γραφείο...» Κουνάει το κεφάλι του. «Ας τ' αφήσουμε, όμως, αυτά και ας κοιτάξουμε τη δουλειά μας. Βρήκα κάτι», συνεχίζει, κοιτάζοντας νευρικά τον Πολ. «Ίσως είναι αυτό που χρειάζεσαι, ίσως πάλι όχι. Δεν ξέρω. Αλλά νομίζω ότι θα σε βοηθήσει να τελειώσεις την εργασία σου». * Η Αικατερίνη της Σιένα (1347-80), αγία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που άσκησε μεγάλη επιρροή με τα οράματα και τις αποκαλύψεις της, έγραψε δυο έργα που θεωρούνται κλασικά για την ιταλική φιλολογία (Διάλογος και Το Βιβλίο του Θείου Δόγματος), ενώ η αλληλογραφία της εκδόθηκε από τον Άλδο Μανούτιο το 1500. (Σ.τ.Μ.)
86
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Βγάζει από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του κάτι περίπου στο μέγεθος τούβλου, τυλιγμένο σε διαδοχικές στρώσεις υφάσματος. Αφού το τοποθετεί μαλακά στο τραπέζι, αρχίζει να το ξετυλίγει. Είναι ένα κουσούρι του Στάϊν που έχω προσέξει και άλλες φορές: τα χέρια του συσπώνται νευρικά αν δεν έχουν ένα βιβλίο ανάμεσα τους. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. καθώς ανοίγει το ύφασμα, οι κινήσεις του γίνονται πιο ελεγχόμενες. Επιτέλους αποκαλύπτει ένα φαγωμένο τόμο, λίγο παραπάνω από εκατό σελίδες. Στον αέρα διαχέεται ένα αμυδρό άρωμα αλμύρας. «Από ποια συλλογή είναι?» ρωτάω, καθώς δε βλέπω τίτλο στη ράχη. «Δεν είναι από συλλογή», απαντάει. «Είναι από τη Νέα Υόρκη. Από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Το βρήκα τυχαία». Ο Πολ μένει βουβός. Απλώνει αργά το χέρι του για να πιάσει το βιβλίο. Το δέρμα που έχει χρησιμοποιηθεί, στο κάλυμμα είναι σχεδόν ακατέργαστο και γεμάτο χαρακιές, ραμμένο με δερμάτινο σπάγκο. Οι σελίδες είναι κομμένες με το χέρι. Το τεχνούργημα κάποιου ακρίτα, ίσως. Το βιβλίο ενός πιονέρου. «Πρέπει να είναι τουλάχιστον εκατό χρονών», λέω, όταν ο Στάϊν δεν προσφέρει διαφωτιστικές λεπτομέρειες. «Μπορεί κι εκατόν πενήντα». Το πρόσωπο του Στάϊν παίρνει μια θυμωμένη έκφραση, σαν σκυλιού που λέρωσε κατά λάθος το χαλάκι του. «Λάθος», μου λέει ξερά. «Λάθος». Ξαφνικά, νιώθω σαν να είμαι εγώ το εν λόγω σκυλί. «Είναι πεντακοσίων χρονών». Το βλέμμα μου επιστρέφει στο βιβλίο σαν υπνωτισμένο. 87
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Από τη Γένοβα», συνεχίζει ο Μπιλ, στρέφοντας την προσοχή του στον Πολ. «Μύρισε το». Ο Πολ παραμένει βουβός. Βγάζει ένα μολύβι από την τσέπη του κι ανοίγει απαλά το εξώφυλλο με τη μαλακή γόμα που υπάρχει στην άκρη του. Ο Μπιλ έχει τοποθετήσει μια μεταξωτή κορδέλα σαν σελιδοδείκτη ανάμεσα στις σελίδες. «Πρόσεχε», του λέει ο Στάϊν, απλώνοντας προστατευτικά τα χέρια του πάνω από το βιβλίο. Τα νύχια του είναι φαγωμένα ως τη ρίζα. «Μην κάνεις δαχτυλιές, είναι δανεικό». Διστάζει. «Πρέπει να το επιστρέψω μόλις τελειώσω». «Ποιος το είχε?» ρωτάει ο Πολ. «Το βιβλιοπωλείο Ραγοΰσιο», απαντάει ο Μπιλ. «Στη Νέα Υόρκη. Είναι αυτό που χρειαζόσουν, έτσι δεν είναι? Τώρα μπορούμε να τελειώσουμε». Ο Πολ δε φαίνεται να προσέχει τη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. «Τι είναι?» ρωτάω πιο αυταρχικά αυτή τη φορά. «Το ημερολόγιο ενός Γενοβέζου διευθυντή ταχυδρομείου», αποκρίνεται ο Πολ. Ο τόνος του είναι απόλυτα ήρεμος, το βλέμμα του φτερουγίζει στις χειρόγραφες σελίδες. Μένω εμβρόντητος. «Εννοείς το ημερολόγιο του Ρίτσαρντ Κάρι?» ρωτάω. Ο Πολ γνέφει καταφατικά. Ο Κάρι μελετούσε ένα παμπάλαιο γενοβέζικο χειρόγραφο πριν από τριάντα χρόνια, ισχυριζόμενος ότι περιείχε το κλειδί που θα αποκάλυπτε τα μυστικά της Υπνερωτομαχίας. Λίγο καιρό αφότου το ανέφερε στον Ταφτ, το ημερολόγιο έκανε φτερά από το διαμέρισμα του. Ο Κάρι ήταν βέβαιος ότι το είχε κλέψει ο Ταφτ. Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, ο Πολ κι εγώ 88
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
είχαμε συμβιβαστεί από την αρχή με την ιδέα ότι δεν είχαμε καμιά ελπίδα να το μελετήσουμε ποτέ, και ριχτήκαμε στη δουλειά προσπαθώντας να το ξεχάσουμε. Τώρα που ο Πολ δεχόταν τόση πίεση να παραδώσει την εργασία του, το ημερολόγιο είχε ανεκτίμητη αξία. «Ο Ρίτσαρντ μου είπε ότι εδώ μέσα υπήρχαν αναφορές στου φραντσέσκο Κολόνα», λέει ο Πολ. «Ο Φραντσέσκο περίμενε να φτάσει ένα πλοίο στο λιμάνι. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου έγραφε καθημερινά στο ημερολόγιο του για εκείνον και τους άντρες του. Που έμεναν, τι έκαναν». «Θα σου το δώσω μόνο για μία μέρα», τον διακόπτει ο Μπιλ, ενώ σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα. «Φτιάξε αντίγραφο, αν το χρειάζεσαι. Χειρόγραφο, εννοείται. Κάνε ό,τι χρειάζεται για να τελειώσεις την εργασία. Αλλά το θέλω πίσω». Ο Πολ παίρνει επιτέλους το βλέμμα του από το ημερολόγιο. «Φεύγεις?» «Πρέπει». «Θα σε δούμε στη διάλεξη του Βίνσεντ?» «Διάλεξη?» Ο Στάϊν σταματάει απότομα. «Όχι. Δεν μπορώ να έρθω». Η νευρικότητα του είναι μεταδοτική. «Θα βρίσκομαι στο γραφείο μου», συνεχίζει, τυλίγοντας ένα κόκκινο καρό κασκόλ στο λαιμό του. «Θυμήσου, το θέλω πίσω». «Μείνε ήσυχος», λέει ο Πολ τραβώντας το πολύτιμο δέμα λίγο πιο κοντά του. «Θα το μελετήσω απόψε. Θα κρατήσω σημειώσεις». «Και μην το πεις στον Βίνσεντ», προσθέτει ο Στάϊν, κουμπώνοντας το μπουφάν του. «Να μείνει μεταξύ μας». «Θα το έχεις πίσω αύριο», του λέει ο Πολ. «Η προθεσμία μου λήγει τα μεσάνυχτα». 89
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Αύριο, λοιπόν», επαναλαμβάνει ο Στάϊν. Οι έξοδοι του είναι πάντα τόσο απότομες, ώστε καταντούν δραματικές. Διασχίζει τον προθάλαμο με μερικές μεγάλες δρασκελιές, το βασίλειο της κυρίας Λόκχαρτ, και γίνεται άφαντος. Η γηραλέα βιβλιοθηκάριος περνάει το μαραμένο χέρι της πάνω από ένα παλιό αντίγραφο ενός έργου του Ουγκό, σαν να χαϊδεύει το σβέρκο ενός παλιού φίλου. «Κυρία Λόκχαρτ», ακούγεται η φωνή του Μπιλ από μακριά. «Αντίο σας». «Είναι στ' αλήθεια το ημερολόγιο?» ρωτάω ξανά μόλις μένουμε μόνοι με τον Πολ. «Άκουσε τι γράφει εδώ», λέει ο Πολ. Συγκεντρώνεται πάλι στο μικρό βιβλίο κι αρχίζει να διαβάζει δυνατά. Στην αρχή κομπιάζει κάπως στη μετάφραση, αφού έχει να παλέψει με τη λιγυρική διάλεκτο, τη γλώσσα της Γένοβας του Κολόμβου, ανακατεμένη με διάσπαρτες λέξεις με γαλλική ρίζα. Σιγά σιγά, όμως, βρίσκει το ρυθμό του. «Είχε φουρτούνα χτες βράδυ. Ένα καράβι... τσακίστηκε στην ακτή. Ξεβράστηκαν καρχαρίες, ένας μάλιστα πολύ μεγάλος. Γάλλοι ναυτικοί πάνε στα μπορντέλα. Ένα μαυριτανικό... κουρσάρικο?... εθεάθη σε κοντινή απόσταση». Γυρίζει κάμποσες σελίδες, διαβάζοντας αποσπάσματα στην τύχη. «Ωραία μέρα. Η Μαρία αναρρώνει. Τα ούρα της είναι καλύτερα, λέει ο γιατρός. Πανάκριβος κομπογιαννίτης! ο... βοτανολόγος... λέει ότι θα την κουράρει με τα μισά λεφτά. Και στο μισό χρόνο!» Ο Πολ κάνει μια παύση, κοιτώντας τη σελίδα με γουρλωμένα μάτια. «Η κοπριά νυχτερίδας», συνεχίζει, «θεραπεύει τα πάντα». 90
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την υπνερωτομαχία?» τον ρωτάω ανυπόμονα. Όμως εκείνος συνεχίζει να φυλλομετράει προσεχτικά το βιβλίο. «Ένας Βενετός καπετάνιος παράπιε χτες βράδυ κι άρχισε τις κομπορρημοσύνες. Για την αδυναμία μας στο Φόρνοβο. Την παλιά ήττα μας στο Πορτοφίνο. Οι άντρες τον έφεραν στο... καρνάγιο... και τον κρέμασαν από το ψηλότερο κατάρτι. Ακόμα εκεί κρέμεται σήμερα το πρωί». Είμαι έτοιμος να επαναλάβω την προηγούμενη ερώτηση μου όταν βλέπω τα μάτια του να γουρλώνουν ξανά. «Ο ίδιος άντρας ήρθε ξανά χτες βράδυ από τη Ρώμη», διαβάζει. «Ντυμένος πιο πλούσια κι από δούκας. Κανείς δεν ξέρει τι δουλειές έχει εδώ. Γιατί ήρθε? ρωτάω τους άλλους. Κι όσοι ξέρουν δε λένε κουβέντα. Οι φήμες λένε ότι θα δέσει ένα πλοίο του στο λιμάνι. Έχει έρθει για να βεβαιωθεί ότι θα φτάσει ασφαλές». Ανακάθομαι στην καρέκλα μου. Ο Πολ γυρίζει σελίδα και συνεχίζει. «Τι μπορεί να είναι τόσο σημαντικό για να επιβλέψει την άφιξη του ένας τέτοιος άρχοντας? Τι φορτίο έχει, άραγε? Γυναίκες, λέει ο μεθύστακας ο Μπάρμπα. Τούρκους σκλάβους, κανένα χαρέμι. Αλλά εγώ τον έχω δει αυτό τον άντρα που οι υπηρέτες του τον φωνάζουν κύριο Κολόνα και οι φίλοι του αδερφό: είναι αληθινός αριστοκράτης. Κι έχω δει τι υπάρχει μέσα στα μάτια του. Δεν είναι πόθος. Είναι φόβος. Μοιάζει με λύκο που αντίκρισε τίγρη. Ο Πολ σταματάει, στυλώνοντας το βλέμμα του στις λέξεις. Ο Κάρι έχει επαναλάβει αμέτρητες φορές αυτή την τελευταία 91
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
φράση. Ως κι εγώ την αναγνωρίζω. Λύκος που αντίκρισε τίγρη. Το βιβλίο κλείνει απότομα μέσα στα χέρια του Πολ, σαν σκληρό μαύρο σπέρμα μέσα σε υφασμάτινο κουκούλι. Η μυρωδιά της αλμύρας έχει βαρύνει την ατμόσφαιρα. «Παιδιά!» Τιναζόμαστε και οι δυο ξαφνιασμένοι. «Πρέπει να κλείσω». «Ερχόμαστε αμέσως, κυρία Λόκχαρτ». Ο Πολ ζωντανεύει αμέσως, τυλίγοντας σφιχτά το βιβλίο στο προστατευτικό κάλυμμα. «Τι κάνουμε τώρα?» τον ρωτάω. «Πρέπει να το δείξω στον Ρίτσαρντ», λέει, χώνοντας το μικρό δέμα κάτω από το πουκάμισο που του δάνεισε η Κέιτι. «Απόψε?» τον ρωτάω απορημένος. Κατευθυνόμαστε ήδη προς την έξοδο. Η κυρία Λόκχαρτ μουρμουρίζει κάτι, αλλά δε σηκώνει το βλέμμα της. «Ο Ρίτσαρντ πρέπει να μάθει ότι το βρήκε ο Μπιλ», μου λέει ο Πολ ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του. «Πού είναι?» «Στο μουσείο. Γίνεται μια εκδήλωση απόψε για το διοικητικό συμβούλιο». Εγώ διστάζω. Είχα υποθέσει ότι ο Ρίτσαρντ Κάρι θα βρισκόταν στην πόλη για να γιορτάσει την ολοκλήρωση της εργασίας του προστατευόμενου του. «Θα το γιορτάσουμε αύριο», μου λέει, σαν να διάβασε τη σκέψη μου. Το ημερολόγιο εξέχει ελαφρά από το πουκάμισο του, ένα μπανταρισμένο μαύρο άτριχο ζωάκι. Από πάνω μας αντηχεί μια διαπεραστική φωνή, σαν ξερό γέλιο σχεδόν. 92
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Weh! Steck ich in dem Kerker noch? Verfluchtes dumpfes Mauerloch, Wo selbst das iiebe Himmelslicht Triib durch gernalte Scheiben bricht!*» «Γκέτε», μου λέει ο Πολ. «Πάντα κλείνει απαγγέλλοντας αποσπάσματα από το Φάουστ». Κρατώντας την πόρτα ανοιχτή, γυρίζει και φωνάζει πάνω απ’ τον ώμο του: «Καλή σας νύχτα, κυρία Λόκχαρτ». Η φωνή της έρχεται κυματιστή, από το λαιμό, θαρρείς, της ίδιας της βιβλιοθήκης. «Ναι. Καληνύχτα», λέει. * «Ωιμέ, στη φυλακή κλεισμένος, σ’αυτή την τρύπα θα σαπίσω, ακόμα και το φως το Θείο Μπαίνει αχνό από βαμμένα τζάμια», Γκέτε, Φάουστ, στ. 398-401, μτφρ. Πέτρος Μάρκαρης, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2001. (Σ.τ.Ε.)
93
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
5 ΑΠ’ Ο,ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑ συνδυάζοντας όσα ήξερα από τον πατέρα μου κι όσα έμαθα από τον Πολ, ο Βίνσεντ Ταφτ και ο Ρίτσαρντ Κάρι γνωρίστηκαν στη Νέα Υόρκη όταν ήταν είκοσι και κάτι χρονών. Βρέθηκαν και οι δυο στο ίδιο πάρτι σ' ένα προάστιο του Μανχάταν. Νεαρός καθηγητής στο Κολούμπια τότε, ο Ταφτ ήταν μια πιο λεπτή εκδοχή του μεταγενέστερου εαυτού του, ωστόσο είχε ήδη αναπτύξει την ακόρεστη λαιμαργία και τη νοοτροπία αγριάνθρωπου. Στο σύντομο διάστημα των δεκαοχτώ μηνών από τη στιγμή που τελείωσε τη διδακτορική του είχε γράψει δυο βιβλία! ήταν η αδυναμία των κριτικών, ένας σύγχρονος διανοούμενος, περιζήτητος στους πιο εκλεκτούς κοσμικούς κύκλους. Ο Κάρι, από την άλλη μεριά, που είχε εξαιρεθεί από τη στρατολογία λόγω ενός μυστηριώδους φυσήματος στην καρδιά, άρχιζε μόλις την καριέρα του στον κόσμο της τέχνης. Σύμφωνα με τον Πολ, δημιουργούσε τις κατάλληλες φιλίες, οικοδομώντας σταδιακά τη φήμη του στη διαρκώς μεταβαλλόμενη σκηνή του Μανχάταν. Η πρώτη επαφή τους έγινε ενώ το πάρτι είχε προχωρήσει για τα καλά, όταν ο Ταφτ, ζαλισμένος από το ποτό, έχυσε ένα κοκτέιλ πάνω στον αθλητικό τύπο που καθόταν δίπλα του. Ήταν ένα κλασικό ατύχημα, είπε ο Πολ, αφού εκείνη την εποχή ο Ταφτ ήταν επίσης γνωστός ως γερό ποτήρι. Ο Κάρι θα παρέβλεπε το επεισόδιο, αλλά κατάλαβε ότι ο Ταφτ δε σκόπευε καν να ζητήσει συγγνώμη. Ακολουθώντας τον ως την πόρτα, ο Κάρι άρχισε ν' απαιτεί ικανοποίηση, αλλά ο Ταφτ τον αγνόησε τρεκλίζοντας προς το ασανσέρ. Καθώς οι 94
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
δυο άντρες κατέβαιναν δέκα ορόφους, ο Ταφτ αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του, εξαπολύοντας έναν καταρράκτη βρισιών στον όμορφο πεισματάρη νεαρό που τον ενοχλούσε, γκαρίζοντας, όπως τρέκλιζε προς την έξοδο, ότι το θύμα του ήταν «ατελέσφορο, αισχρό, κτηνώδες και ανεπαρκές». Προς μεγάλη του έκπληξη, ο νεαρός χαμογέλασε πλατιά. «Λεβιάθαν», είπε ο Κάρι, που είχε γράψει μια εργασία πάνω στον Χομπς όταν ήταν τριτοετής στο Πρίνστον. «Και ξέχασες το "μοναχικός". "Η ζωή του ανθρώπου είναι μοναχική, ατελέσφορη, αισχρή, κτηνώδης και ανεπαρκής"». «Όχι», απάντησε ο Ταφτ χαμογελώντας ασυναίσθητα και έγειρε πάνω σ' ένα φανοστάτη για να στηριχτεί, «δεν το ξέχασα. Απλώς κράτησα το "μοναχικός" για τον εαυτό μου. Εντούτοις, σου χαρίζω πρόθυμα όλα τα υπόλοιπα επίθετα!» Ύστερα απ’ αυτό, είπε ο Πολ, ο Κάρι σταμάτησε ένα ταξί, έβαλε μέσα τον Ταφτ κι έδωσε τη διεύθυνση του δικού του σπιτιού, όπου ο Ταφτ έμεινε σε μια ληθαργική αποχαύνωση για όλο σχεδόν το επόμενο δωδεκάωρο. 'Οταν ξύπνησε, σαστισμένος και ντροπιασμένος, κατά τον αφηγητή, οι δύο άντρες άρχισαν να συζητάνε αμήχανα. Ο Κάρι τού μίλησε για τη δουλειά του, και το ίδιο έκανε κι ο Ταφτ. και πάνω που φαινόταν ότι η αμηχανία της κουβέντας θα έριχνε στο κενό αυτή τη γνωριμία, ο Κάρι ανέφερε την υπνερωτομαχία, ένα βιβλίο που είχε μελετήσει υπό την καθοδήγηση ενός ιδιαίτερα δημοφιλούς καθηγητή του Πρίνστον ονόματι Μακμπί. Μποροί να φανταστώ την αντίδραση του Ταφτ. Όχι μόνο είχε ακούσει για το μυστήριο που περιέβαλλε το βιβλίο, αλλά
95
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
σίγουρα παρατήρησε και τη σπίθα στα μάτια του Κάρι. Σύμφωνα με τον πατέρα μου, οι δύο άντρες άρχισαν να συζητούν για την καθημερινή ζωή τους, συνειδητοποιώντας πόσα κοινά είχαν. Ο Ταφτ περιφρονούσε τους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς, θεωρώντας τη δουλειά τους κοντόθωρη και επουσιώδη, ενώ ο Κάρι έβλεπε τους συνεργάτες του σαν χάρτινους χαρακτήρες, άχρωμους και μονοδιάστατους. Και οι δύο διέκριναν την απουσία ευρωστίας στους γύρω τους, την πλήρη απουσία σκοπού. Κι ίσως αυτό εξηγούσε τις προσπάθειες που κατέβαλλαν κι οι δυο να υπερνικήσουν τις διαφορές τους. Γιατί υπήρχαν διαφορές, και δεν ήταν καθόλου αμελητέες. Ο Ταφτ ήταν ένα ευμετάβλητο πλάσμα που δύσκολα γνώριζες κι ακόμα δυσκολότερα συμπαθούσες. Έπινε πολύ όταν ήταν με παρέα κι ακόμα περισσότερο όταν έμενε μόνος. Η ευφυία του ήταν αδυσώπητη και αχαλίνωτη, μια φωτιά που ούτε ο ίδιος μπορούσε να ελέγξει. Καταβρόχθιζε ολόκληρα βιβλία στην καθισιά του, εντοπίζοντας ρωγμές στα επιχειρήματα, κενά στις τεκμηριώσεις, σφάλματα στην ερμηνεία - και μάλιστα σε θέματα που απείχαν πολύ από τον τομέα του. Ο Πολ ισχυριζόταν ότι ο Ταφτ δεν είχε καταστρεπτική προσωπικότητα αλλά καταστρεπτικό πνεύμα. Η φωτιά φούντωνε όσο περισσότερο την τροφοδοτούσε, αφήνοντας πίσω της μόνο στάχτες. Κι αφού έκαψε τα πάντα στο πέρασμα της, δεν της απέμενε παρά να στραφεί ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό. Ο Κάρι, αντίθετα, ήταν δημιουργός, όχι καταστροφέας -, λάτρης των δυνατοτήτων μάλλον παρά των γεγονότων. Δανειζόμενος το συλλογισμό του Μιχαήλ Αγγέλου, 96
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αρεσκόταν να λέει ότι η ζωή ήταν σαν τη γλυπτική: έπρεπε να μπορείς να δεις αυτό που δε βλέπουν οι άλλοι και στη συνέχεια να του δώσεις μορφή με το σκαρπέλο. Γι' αυτόν, το παλιό βιβλίο ήταν σαν ένα κομμάτι μάρμαρο που περίμενε να λαξευτεί. Αν επί πεντακόσια χρόνια δεν το είχε καταλάβει κανείς, προφανώς ήταν καιρός πλέον ν' απασχολήσει καινούρια μάτια και φρέσκα χέρια, κι ας έτριζαν τα κόκαλα των παλιών. Παρ' όλες αυτές τις διαφορές τους, πάντως, ύστερα από λίγο καιρό ο Ταφτ και ο Κάρι βρήκαν κοινό έδαφος. Εκτός από το παλιό βιβλίο, εκείνο που μοιράζονταν ήταν η τάση να προσηλώνονται ολοκληρωτικά σε αφηρημένες έννοιες. Πίστευαν στην έννοια του μεγαλείου: στο μεγαλείο του πνεύματος, της μοίρας, των μεγαλόπνοων σχεδίων. Σαν δίδυμοι καθρέφτες τοποθετημένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, με τα είδωλα τους να αντιστρέφονται, ουσιαστικά είδαν τους εαυτούς τους για πρώτη φορά, και μάλιστα στη χιλιοστή δύναμη. Ήταν η παράδοξη αλλά αναμενόμενη σπουδαιότητα αυτής της φιλίας που, εντέλει, τους έκανε πιο μοναχικούς απ’ όσο ήταν όταν ξεκίνησε. Το πολυπρόσωπο παρασκήνιο του κόσμου του Ταφτ και του Κάρι, -οι συνάδελφοι και οι φίλοι τους απ’ το πανεπιστήμιο, οι αδερφές και οι μανάδες, οι παλιοί τους έρωτες- σκοτείνιασε σε μια άδεια σκηνή μ' ένα μοναδικό προβολέα. Παράλληλα, οι καριέρες τους ανθούσαν. Ο Ταφτ σύντομα έγινε φημισμένος ιστορικός και ο Κάρι ιδιοκτήτης μιας γκαλερί που θα τον καθιέρωνε στο χώρο της τέχνης. Αλλά πάλι, δεν κάνει ενός τρανού η μανία να τριγυρνάει χωρίς επίβλεψη καμία* Οι δύο άντρες εργάζονταν 97
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ακατάπαυστα. Μοναδική τους ψυχαγωγία ήταν οι εβδομαδιαίες συναντήσεις τους κάθε Σάββατο βράδυ, όταν ανασυντάσσονταν στο διαμέρισμα του ενός ή του άλλου ή σ' ένα άδειο μικρό εστιατόριο και μετουσίωναν το μοναδικό κοινό ενδιαφέρον τους σε κοινή ψυχαγωγία: την υπνερωτομαχία. * Από τον Άμλετ, του Γουίλιαμ Σαίξπηρ (ο τελευταίος στίχος της πρώτης σκηνής της Γ' Πράξης, μτφρ. Βασίλης Ρώτας, εκδόσεις «Επικαιρότητα»), (Σ.τ.Μ.)
98
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Είχε μπει ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς όταν ο Ρίτσαρντ Κάρι σύστησε τελικά στον Ταφτ έναν από τους φίλους του με τον οποίο δεν είχε χάσει ποτέ επαφή, - αυτόν που είχε γνωρίσει πριν από πολύ" καιρό στην τάξη του καθηγητή Μακμπί στο Πρίνστον και ο οποίος έτρεφε επίσης ένα άσβεστο ενδιαφέρον για την Υπνερωτομαχία. Ειλικρινά δυσκολεύομαι να φανταστώ τον πατέρα μου εκείνη την εποχή. Ο άντρας που ξέρω είναι ήδη παντρεμένος, χαράζει το ύφος των τριών παιδιών του στον τοίχο του γραφείου του, ανυπομονεί να δει το μοναχογιό του να μεγαλώνει και ν' αφοσιώνεται στη μελέτη παλιών βιβλίων σε νεκρές γλώσσες καθώς ο κόσμος γυρίζει ή γκρεμίζεται γύρω του. Αλλά αυτή είναι η πλευρά του άντρα που αφορούσε εμάς, τη μητέρα μου, τις αδερφές μου κι εμένα, όχι ο άνθρωπος που γνώριζε ο Ρίτσαρντ Κάρι. Ο πατέρας μου, ο Πάτρικ Σάλιβαν, ήταν ο καλύτερος φίλος του Κάρι στο Πρίνστον. Οι δυο τους θεωρούσαν τους εαυτούς τους βασιλιάδες της πανεπιστημιούπολης και φαντάζομαι ότι μοιράζονταν το είδος της φιλίας που ενίσχυε αυτή την εντύπωση. Ο πατέρας μου συμμετείχε για μια σεζόν στην πανεπιστημιακή ομάδα μπάσκετ, καθηλωμένος στον πάγκο σε όλη τη διάρκεια της, ώσπου ο Κάρι, ως αρχηγός της ομάδας ράγκμπι ελαφρών βαρών, τον στρατολόγησε στο γήπεδο. Εκεί ο πατέρας μου τον δικαίωσε με το παραπάνω. Τον επόμενο χρόνο έγιναν συγκάτοικοι και έτρωγαν σχεδόν πάντα μαζί. ως τριτοετείς, έφτασαν να βγαίνουν ως τετράδα με δύο δίδυμες αδερφές από το Βάσαρ, τις Μόλι και Μάρθα Ρόμπερτς. Η σχέση, την οποία ο πατέρας μου σύγκρινε κάποτε με παραίσθηση σε αίθουσα με 99
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
καθρέφτες λούνα παρκ, έληξε την ερχόμενη άνοιξη, όταν οι αδερφές φόρεσαν πανομοιότυπα φορέματα σ' ένα χορό και οι δύο νεαροί, προφανώς πιο πιωμένοι απ’ όσο έπρεπε, και γι' αυτό απρόσεχτοι, ρίχτηκαν ο καθένας στη λάθος αδερφή. Τείνω να πιστέψω ότι ο πατέρας μου και ο Βίνσεντ Ταφτ προσέλκυαν δυο διαφορετικές πλευρές του χαρακτήρα του Ρίτσαρντ Κάρι. Ο φιλικός νεαρός από τα μεσοδυτικά με την καθολική ανατροφή και ο αμείλικτος, προσηλωμένος στο στόχο του Νεοϋορκέζος ήταν δυο εντελώς διαφορετικά πλάσματα, και θα πρέπει να το διαισθάνθηκαν απ’ τη στιγμή που αντάλλαξαν την πρώτη χειραψία τους, όταν το χέρι του πατέρα μου χάθηκε μέσα στην κρεατωμένη λαβή χασάπη του Ταφτ. Ο Ταφτ ήταν εκείνος που είχε το σκοτεινότερο μυαλό από τους τρεις τους. Τα αποσπάσματα της υπνερωτομαχίας που τον γοήτευαν περισσότερο ήταν τα πιο αιματοβαμμένα και απόκρυφα. Επινοούσε συστήματα ερμηνείας για να καταλάβει το νόημα των θυσιών μέσα στην ιστορία, -τον τρόπο που κόβονταν οι λαιμοί ζώων, τον τρόπο που πέθαιναν οι χαρακτήρες του έργου-, προσπαθώντας να επιβάλει νόημα στη βία. Κοπίαζε πάνω στις διαστάσεις των κτιρίων που αναφέρονταν στην ιστορία, αναλύοντας τες εξαντλητικά για να βρει κάποια διάταξη αριθμολογίας, αντιπαραβάλλοντας τες με αστρολογικούς πίνακες και ημερολόγια από την εποχή του Κολόνα, ελπίζοντας να βρει συνταυτίσεις. Η προσέγγιση του πατέρα μου ήταν εντελώς διαφορετική. Αυτό που τον μάγευε περισσότερο στην υπνερωτομαχία ήταν η απερίφραστη σεξουαλική διάσταση της. Στους πιο 100
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
σεμνότυφους αιώνες μετά τη δημοσίευση της, οι εικόνες του βιβλίου είχαν λογοκριθεί, μουντζουρωθεί ή αφαιρεθεί εντελώς, με τον ίδιο τρόπο που πολλά γυμνά της Αναγέννησης καλύφτηκαν με φύλλα συκής όταν άλλαξαν τα γούστα και προσβάλλονταν οι ευαισθησίες. Στην περίπτωση του Μιχαήλ Αγγέλου αυτό φαντάζει εγκληματικό. Αλλά ακόμα και σήμερα, κάποιες από τις ξυλογραφίες της υπνερωτομαχίας φαίνονται κάπως σκανδαλώδεις. Οι πομπές γυμνών αντρών και γυναικών είναι μόνο η αρχή. Ο Πολύφιλος ακολουθεί μια θορυβώδη συντροφιά νυμφών σ' ένα ανοιξιάτικο γλέντι - κι εκεί, αιωρούμενος στη μέση των πανηγυρισμών, ακριβώς στο κέντρο της ζωγραφιάς, βρίσκεται ο πελώριος φαλλός του θεού Πρίαπου. Νωρίτερα, η μυθολογική βασίλισσα Λήδα απεικονίζεται στην έξαψη του πάθους μαζί με τον Δία, ο οποίος εμφανίζεται σφηνωμένος ανάμεσα στους μηρούς της με τη μορφή κύκνου. Το κείμενο είναι ακόμα πιο αναλυτικό, περιγράφοντας συνευρέσεις υπερβολικά αλλόκοτες για τις ξυλογραφίες. Όταν ο Πολύφιλος κυριεύεται από σαρκική έλξη προς τα έργα της αρχιτεκτονικής που βλέπει, παραδέχεται ότι συνουσιάζεται μαζί τους. Και τουλάχιστον μία φορά ισχυρίζεται ότι η ικανοποίηση ήταν αμοιβαία. Όλα αυτά σαγήνευαν τον πατέρα μου, του οποίου η άποψη για το βιβλίο είχε προφανώς ελάχιστα κοινά μ' εκείνη του Ταφτ. Αντί να την αντιμετωπίζει σαν μια άκαμπτη μαθηματική πραγματεία, ο πατέρας μου θεωρούσε την υπνερωτομαχία ένα φόρο τιμής στον έρωτα ενός άντρα για μια γυναίκα. Απ’ όλα τα έργα τέχνης που ήξερε, αυτό ήταν 101
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
το μοναδικό που απέδιδε το εξαίσιο χάος του συγκεκριμένου συναισθήματος. Η ονειροπόλα ατμόσφαιρα της ιστορίας, η αμείωτη σύγχυση των χαρακτήρων της και η απελπισμένη περιπλάνηση ενός άντρα κατά την αναζήτηση του έρωτα όλα έβρισκαν συσχετισμούς μέσα του. Κατά συνέπεια, ο πατέρας μου -όπως και ο Πολ στην αρχή της έρευνας του- θεωρούσαν άστοχη την προσέγγιση του Ταφτ. Τη μέρα που θα νιώσεις τον έρωτα, μου είπε κάποτε ο πατέρας μου, θα καταλάβεις τι εννοούσε ο Κολόνα. Αν όντως υπήρχε ένα μυστικό στις σελίδες αυτού του βιβλίου, ο πατέρας μου πίστευε ακράδαντα ότι θα βρισκόταν έξω απ’ αυτό: σε ημερολόγια, επιστολές, οικογενειακά αρχεία. Ποτέ δε μου το είπε ευθέως, αλλά νομίζω ότι ανέκαθεν υποψιαζόταν πως υπήρχε ένα μεγάλο μυστικό κλειδωμένο μέσα του. Ωστόσο, κόντρα στα στεγνά μαθηματικά του Ταφτ, ο πατέρας μου πίστευε πως ήταν ένα μυστικό σχετικό με τον έρωτα: μια ερωτική σχέση ανάμεσα στον Κολόνα και μια γυναίκα κατώτερης τάξης, μια πολιτική βόμβα, ένας νόθος διάδοχος-, ένα ειδύλλιο απ’ αυτά που φαντάζονται οι έφηβοι πριν έρθει η άσχημη νύφη της ενηλικίωσης και σβήσει τα παιδιάστικα όνειρα. Εντούτοις, όσο κι αν η προσέγγιση του απείχε από κείνη του Ταφτ, όταν ο πατέρας μου κατέφθασε στο Μανχάταν για μια χρονιά έρευνας μακριά από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, διαισθάνθηκε ότι οι δύο άντρες προχωρούσαν με μεγάλα βήματα. Ο Κάρι πίεσε τον παλιό του φίλο να συμμετάσχει στην ερευνά τους, κι ο πατέρας μου δέχτηκε. Σαν θηρία στο ίδιο κλουβί, οι τρεις άντρες πάσχισαν να προσαρμοστούν μεταξύ τους, διαγράφοντας κύκλους με 102
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
έκδηλη καχυποψία, έως ότου οριοθετήθηκαν καινούριοι ζωτικοί χώροι και δημιουργήθηκαν νέες ισορροπίες. Κι όμως, ο χρόνος ήταν σύμμαχος τους εκείνη την εποχή, και μοιράζονταν και οι τρεις την ίδια πίστη στην Υπνερωτομαχία. Σαν κοσμικός κρατικός επίτροπος, ο Φραντσέσκο Κολόνα τους επιτηρούσε και τους καθοδηγούσε, κουκουλώνοντας τις διαφωνίες με απανωτές στρώσεις ελπίδας. Και, για ένα διάστημα τουλάχιστον, η επίφαση ομοψυχίας άντεξε. Ο Κάρι, ο Ταφτ και ο πατέρας μου δούλευαν μαζί πάνω από δέκα μήνες, ώσπου ο Κάρι έκανε την ανακάλυψη που θ' αποδεικνυόταν μοιραία για τη συνεργασία τους. Στο μεταξύ, είχε στρέψει το ενδιαφέρον του από τις γκαλερί στους οίκους δημοπρασιών, εκεί όπου παίζονταν τα μεγάλα ποσά στο εμπόριο έργων τέχνης. προετοιμαζόταν για την πρώτη του μεγάλη πώληση, όταν έπεσε στα χέρια του ένα κουρελιασμένο σημειωματάριο που ανήκε σ' ένα συλλέκτη αντικών ο οποίος είχε αποβιώσει πρόσφατα. Το σημειωματάριο ανήκε στο Γενοβέζο διευθυντή του ταχυδρομείου, ένα γέρο με απαίσιο γραφικό χαρακτήρα που είχε μανία να παρατηρεί τις αλλαγές του καιρού και τη φθίνουσα υγεία του, αλλά, παράλληλα, κρατούσε αρχείο με όλα τα πηγαινέλα στο λιμάνι την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1497, περιλαμβανομένων και των αλλόκοτων συμβάντων που περιέβαλαν την άφιξη ενός άντρα ονόματι Φραντσέσκο Κολόνα. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου -τον οποίο ο Κάρι βάφτισε Γενοβέζο, αφού το όνομα του δεν αναφερόταν πουθενάσυγκέντρωσε όσες φήμες κυκλοφορούσαν στις αποβάθρες 103
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
σχετικά με τον Κολόνα και δεν παρέλειπε να στήνει αφτί στις συζητήσεις που έκανε ο Κολόνα με τους ντόπιους που πήρε στη δούλεψη του. Έτσι έμαθε ότι ο πλούσιος Ρωμαίος είχε έρθει στη Γένοβα για να επιβλέψει την άφιξη ενός σημαντικού πλοίου, του οποίου μόνο ο ίδιος γνώριζε το φορτίο. Ο Γενοβέζος ανέλαβε να μεταφέρει στα διαμερίσματα του Κολόνα τα νέα για τα πλοία που έδεναν στο λιμάνι. Μια φορά μάλιστα έπιασε τον Κολόνα να γράφει κάτι το οποίο έκρυψε βιαστικά μόλις μπήκε στο δωμάτιο ο Γενοβέζος. Αν το θέμα είχε μείνει εκεί, το ημερολόγιο του διευθυντή του ταχυδρομείου θα είχε ρίξει ελάχιστο φως στην υπνερωτομαχία. Όμως ο γέροντας ήταν αθεράπευτα περίεργος και, καθώς έχανε την υπομονή του εν αναμονή του καραβιού του Κολόνα, κατάλαβε ότι μοναδικός τρόπος ν' ανακαλύψει τις προθέσεις του ευγενούς ήταν να δει τον κατάλογο των ειδών που περιλαμβάνονταν στο φορτίο. Έτσι, πήγε στον κουνιάδο του, τον Αντόνιο, έναν έμπορο που κάπου κάπου διακινούσε τη λεία πειρατών, και του ζήτησε να προσλάβει έναν κλέφτη για να μπει στα διαμερίσματα του Κολόνα και ν' αντιγράψει ό,τι χαρτιά θα έβρισκε. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια του Γενοβέζου να φέρει άλλη μια παρτίδα λαθραία εμπορεύματα, ο Αντόνιο δέχτηκε να μεσολαβήσει. Το πρώτο πράγμα που ανακάλυψε ο Αντόνιο ήταν ότι και οι πιο απελπισμένοι άντρες απέρριπταν τη δουλειά μόλις άκουγαν το όνομα του Κολόνα. Ο μόνος που ανταποκρίθηκε στην πρόταση ήταν ένας αγράμματος πορτοφολάς, ο οποίος, ωστόσο, έκανε καλά τη δουλειά του. 104
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αντέγραψε και τα τρία έγγραφα που βρήκε στο γραφείο του Κολόνα: το πρώτο ήταν τμήμα μιας ιστορίας στην οποία ο Γενοβέζος δε βρήκε κανένα ενδιαφέρον και γι' αυτό περιέγραψε ελάχιστα. το δεύτερο ήταν ένα κομμάτι δέρμα μ' ένα περίπλοκο σχεδιάγραμμα ζωγραφισμένο πάνω, το οποίο παρέμεινε άλυτο μυστήριο για το Γενοβέζο, και το τρίτο ήταν ένα ιδιόμορφο είδος χάρτη, που όριζε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα συνοδεύοντας το καθένα από κάποιες μονάδες, που ο Γενοβέζος μάταια παιδεύτηκε να καταλάβει. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου είχε αρχίσει να μετανιώνει για τα λεφτά που πλήρωσε στον κλέφτη, όταν αποκαλύφτηκε ένα γεγονός που τον έκανε να φοβηθεί για την ίδια του τη ζωή. Επιστρέφοντας στο σπίτι του το ίδιο βράδυ, ο Γενοβέζος βρήκε τη γυναίκα του να κλαίει. Του εξήγησε ότι ο αδερφός της, ο Αντόνιο, είχε φαρμακωθεί δειπνώντας μέσα στο ίδιο του το σπίτι, και το πτώμα του ανακαλύφτηκε από έναν μικρό που του έκανε τα θελήματα. Παρόμοια ήταν και η τύχη του πορτοφολά: καθώς τα 'πίνε σ' ένα καπηλειό, τον μαχαίρωσε ένας περαστικός ξένος. Προτού ο κάπελας αντιληφτεί το παραμικρό, ο άμοιρος κλέφτης είχε πεθάνει από αιμορραγία και ο ξένος είχε εξαφανιστεί. Ο Γενοβέζος έζησε τις επόμενες μέρες μέσα στην αγωνία, ασκώντας μετά βίας τα καθήκοντα του στις αποβάθρες. Δεν ξαναπάτησε ποτέ το πόδι του στα διαμερίσματα του Κολόνα, αλλά στο ημερολόγιο του σημείωνε κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια γι' αυτά που είχε βρει ο κλέφτης και περίμενε ανυπόμονα το καράβι του Κολόνα, με την ελπίδα ότι ο ευγενής θα έφευγε μαζί με δαύτο. Τέτοιος ήταν ο φόβος του, 105
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ώστε μεγάλα εμπορικά πλοία που ήρθαν κι έφυγαν ελάχιστα αναφέρθηκαν στο ημερολόγιο του. Κι όταν επιτέλους έφτασε το πλοίο του Φραντσέσκο, ο γερο-Γενοβέζος δεν πίστευε στα μάτια του. Γιατί θα σκοτιζόταν ένας ευγενής για ένα τέτοιο ασήμαντο μπάρκο, έγραψε, για ένα σκουληκοφαγωμένο σαπιοκάραβο? Τι θα μπορούσε να έχει στ' αμπάρια του, το οποίο θα ενδιέφερε έστω και στο ελάχιστο έναν τόσο ισχυρό άντρα? Όταν, μάλιστα, άκουσε ότι είχε διαπλεύσει το Γιβραλτάρ μεταφέροντας αγαθά από το βορρά, κόντεψε να πάθει αποπληξία. Γέμισε το ημερολόγιο του με βρισιές, λέγοντας ότι ο Κολόνα ήταν ένας συφιλιδικός παράφρων, αφού μόνο ένας πανηλίθιος ή ένας φρενοβλαβής θα πίστευε πως ένας τόπος σαν το Παρίσι είχε παράγει ποτέ οτιδήποτε αξιόλογο. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Κάρι, υπήρχαν άλλες δύο αναφορές στον Φραντσέσκο Κολόνα. Στην πρώτη, ο Γενοβέζος κατέγραφε μια συζήτηση που κρυφάκουσε ανάμεσα στον Κολόνα κι ένα Φλωρεντινό αρχιτέκτονα που ήταν ο μοναδικός τακτικός επισκέπτης του Ρωμαίου. Σ' αυτήν ο Φραντσέσκο αναφερόταν σ' ένα βιβλίο που συνέγραφε, ένα χρονογράφημα των ταραχών των τελευταίων χρόνων. Ο Γενοβέζος, έντρομος πάντα, τη μετέφερε προσεχτικά στο ημερολόγιο του. Η δεύτερη αναφορά, τρεις μέρες αργότερα, ήταν πιο αινιγματική, αλλά παρέπεμπε ακόμα πιο έντονα στο γράμμα που βρήκε αργότερα ο πατέρας μου. Ως τότε προφανώς ο Γενοβέζος είχε πειστεί ότι ο Κολόνα ήταν στ' αλήθεια φρενοβλαβής. Ο Ρωμαίος απαγόρευσε στους άντρες του να ξεφορτώνουν το πλοίο με το φως της μέρας, επιμένοντας ότι 106
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
το φορτίο του μπορούσε να μεταφερθεί με ασφάλεια μόνο αφού έπεφτε το σκοτάδι. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου σημείωνε ακόμα ότι πολλά από τα ξύλινα κιβώτια ήταν τόσο ελαφριά, ώστε ακόμα και μια γυναίκα ή ένας γέροντας μπορούσε να τα μεταφέρει κι έσπαγε το κεφάλι του να σκεφτεί κάποιο μπαχαρικό ή πολύτιμο μέταλλο που ίσως προερχόταν από τα δυτικά της Μεσογείου. Σταδιακά, ο Γενοβέζος άρχισε να υποπτεύεται ότι οι συνέταιροι του Κολόνα -ο αρχιτέκτονας και δυο αδερφοί, επίσης από τη Φλωρεντία- ήταν πρωτοπαλίκαρα ή μισθοφόροι σε κάποια σκοτεινή συνωμοσία. Όταν μια φήμη ήρθε να επιβεβαιώσει τις υποψίες του, την κατέγραψε με πυρετώδη μανία. Λέγεται ότι ο Αντόνιο και ο κλέφτης δεν είναι τα πρώτα θύματα αυτού του άντρα, αλλά πως ο Κολόνα έβαλε να σκοτώσουν άλλους δύο άντρες από καπρίτσιο. Δεν ξέρω ποιοι είναι και δεν έχω ακούσει ακόμα ν' αναφέρονται τα ονόματα τους, αλλά είμαι βέβαιος πως οι φόνοι έχουν κάποια σχέση με το φορτίο του. Έμαθαν, φαίνεται, τι περιείχε, κι εκείνος φοβήθηκε πως θα πρόδιδαν το μνστικό. Τώρα πια έχω πειστεί: ο φόβος είναι η κινητήρια δύναμη αυτού του άντρα. Τα μάτια του τον προδίδουν, έστω κι αν οι άντρες του κρατούν το στόμα τους κλειστό. Σύμφωνα με τον πατέρα μου, ο Κάρι δε στάθηκε τόσο στη δεύτερη αναφορά όσο στην πρώτη, θεωρώντας προφανές ότι αφορούσε τη συγγραφή της υπνερωτομαχίας. Αν ήταν αλήθεια, τότε η ιστορία που είχε ανακαλύψει ο κλέφτης ανάμεσα στα υπάρχοντα του Κολόνα, οι λεπτομέρειες που ο Γενοβέζος δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να αντιγράψει, ίσως ήταν ένα πρώιμο προσχέδιο του χειρόγραφου. 107
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Όμως ο Ταφτ, που είχε αφοσιωθεί πλέον στη μελέτη του βιβλίου από τη δική του οπτική γωνία, συγκεντρώνοντας τεράστιους κατάλογους με παραθέσεις άλλων κειμένων σε αλφαβητικά ευρετήρια, έτσι ώστε κάθε λέξη του Κολόνα να μπορεί να αναχθεί μέχρι τη ρίζα της, δεν μπόρεσε να καταλάβει τη σχέση με τα ορνιθοσκαλίσματα που ο Γενοβέζος ισχυριζόταν πως είχε δει τον Κολόνα να γράφει. Μια τόσο γελοία ιστορία, έλεγε, δε θα μπορούσε ποτέ να ρίξει φως στο σχεδόν αποκρυφιστικό μυστήριο αυτού του μεγαλειωδους βιβλίου. Πολύ γρήγορα μεταχειρίστηκε την ανακάλυψη όπως είχε μεταχειριστεί κάθε άλλο βιβλίο που είχε διαβάσει επί του θέματος: σαν προσάναμμα για τη φωτιά. Πιστεύω πως η αντίδραση του δεν απέρρεε αποκλειστικά από τα αισθήματα του για το ημερολόγιο. Είχε δει την ισορροπία δυνάμεων να γέρνει εναντίον του, τη μαγεία της συνεργασίας του με τον Ρίτσαρντ Κάρι να αποδυναμώνεται, καθώς ο πατέρας μου δελέαζε τον Κάρι με νέες προσεγγίσεις και εναλλακτικές πιθανότητες. Κι έτσι προέκυψε η ρήξη, μια σύγκρουση δυνάμεων που γέννησε το μίσος ανάμεσα στον Βίνσεντ Ταφτ και τον πατέρα μου, ένα μίσος που θα έκαιγε αμείωτο ως το θάνατο του τελευταίου. Ο Ταφτ, ξέροντας ότι δεν είχε τίποτα να χάσει, διέσυρε το μέχρι τότε έργο του πατέρα μου σε μια προσπάθεια να ξαναπάρει τον Κάρι με το μέρος του. Ο πατέρας μου, βλέποντας τον παλιό του φίλο να μαραζώνει κάτω από την πίεση του Ταφτ, αντέδρασε εξίσου μαχητικά. Σ' ένα μόλις μήνα η δουλειά των προηγούμενων δέκα διαγράφηκε. Όση πρόοδο είχαν κάνει από κοινού οι τρεις 108
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
άντρες διασπάστηκε στα εξ ων συνετέθη, με τον καθένα να διεκδικεί την πατρότητα των χωριστών κομματιών της, αφού ούτε ο Ταφτ ούτε ο πατέρας μου ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση ο ένας με τη συνεισφορά του άλλου. Όλο αυτό το διάστημα ο Κάρι έμεινε προσηλωμένος στο ημερολόγιο του Γενοβέζου. Αδυνατούσε να καταλάβει πώς οι φίλοι του είχαν επιτρέψει σε παιδιάστικα πείσματα να τους αποσπάσουν την προσοχή. Στα νιάτα του είχε την ίδια αρετή που αργότερα θα διέκρινε και θα εκτιμούσε στον Πολ: ακλόνητη αφοσίωση στην αλήθεια και βαθιά απέχθεια απέναντι σε οτιδήποτε του αποσπούσε την προσοχή. Πιστεύω πως από τους τρεις άντρες, ο Κάρι ήταν αυτός που είχε γοητευτεί περισσότερο από το βιβλίο του Κολόνα, που λαχταρούσε περισσότερο να λύσει το μυστήριο. Ίσως επειδή ο πατέρας μου και ο Ταφτ, όντας πανεπιστημιακοί, έβλεπαν με ακαδημαϊκό μάτι την υπνερωτομαχία. Ήξεραν ότι ένας λόγιος μπορούσε να αφιερώσει όλη του τη ζωή στη μελέτη ενός μόνο βιβλίου, κι αυτό άμβλυνε την ανυπομονησία τους. Μόνο ο Ρίτσαρντ Κάρι, ο έμπορος τέχνης, διατηρούσε το φρενιασμένο ρυθμό του. Ίσως να προαισθανόταν κιόλας το μέλλον του. Η ζωή του μέσα στα βιβλία ήταν προσωρινή. Δεν ήταν ένα αλλά δυο τα συμβάντα που οδήγησαν τα πράγματα στην κορύφωση τους. Το πρώτο σημειώθηκε όταν ο πατέρας μου γύρισε για λίγο στο Κολάμπους για να καθαρίσει το μυαλό του. Τρεις μέρες πριν ξαναφύγει για τη Νέα Υόρκη έπεσε -κυριολεκτικά- πάνω σε μια φοιτήτρια του Πανεπιστημίου του Οχάϊο. Αυτή και οι φίλες της από την αδελφότητα Πι Βήτα, Φι είχαν αναλάβει να συγκεντρώσουν δωρεές από τα τοπικά καταστήματα για μια ετήσια 109
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
φιλανθρωπική εκδήλωση. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν στην πόρτα του βιβλιοπωλείου του παππού μου, χωρίς κανείς τους να προλάβει να αντιδράσει. Μέσα σε μια έκρηξη χαρτιών και βιβλίων που σκόρπισαν στον αέρα, οι γονείς μου βρέθηκαν πεσμένοι κάτω και η βελόνα της μοίρας πύκνωσε τις βελονιές της γαζώνοντας το κοινό μέλλον τους. Μέχρι να γυρίσει στο Μανχάταν, ο πατέρας μου ήταν οριστικά χαμένος, σαν κεραυνόπληκτος μετά τη συνάντηση του με τη μακρομαλλουσα, γαλανομάτα κοπέλα που τον φώναζε Τίγρη και δε μιλούσε για το Πρίνστον αλλά για τον Μπλέικ. Ακόμα και πριν τη γνωρίσει ήξερε ότι είχε σιχαθεί τον Ταφτ. Όπως ήξερε επίσης ότι ο Ρίτσαρντ Κάρι είχε χαράξει το δικό του δρόμο, προσκολλημένος στο ημερολόγιο του Γενοβέζου. Τώρα η νοσταλγία τον κέντριζε πιο επίμονα. Με την υγεία του πατέρα του κλονισμένη και μια γυναίκα να τον περιμένει στο μοναδικό αληθινό λιμάνι του, ο πατέρας μου επέστρεψε στο Μανχάταν απλώς και μόνο για να μαζέψει τα πράγματα του και να πει αντίο. Τα χρόνια του στην ανατολική ακτή, που είχαν αρχίσει με τόσες υποσχέσεις στο Πρίνστον μαζί με τον Ρίτσαρντ Κάρι, έφταναν στο τέλος τους. Ωστόσο, όταν έφτασε στο σημείο των εβδομαδιαίων συναντήσεων τους, προετοιμασμένος να ανακοινώσει τις αποφάσεις του, βρέθηκε αντιμέτωπος με καινούριες εκρηκτικές εξελίξεις. Στη διάρκεια της απουσίας του, ο Ταφτ και ο Κάρι είχαν τσακωθεί το πρώτο βράδυ και είχαν έρθει στα χέρια το δεύτερο. Ο παλιός αρχηγός της ομάδας ράγκμπι αποδείχτηκε αστείος αντίπαλος για το γιγαντόσωμο Βίνσεντ Ταφτ, που έσπασε τη μύτη του 110
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
νεότερου άντρα με μια γροθιά. Κι έπειτα, την παραμονή της επιστροφής του πατέρα μου, ο Κάρι βγήκε το βράδυ με μαυρισμένα μάτια και μπανταρισμένη μύτη για να δειπνήσει με μια συνεργάτισσα από την γκαλερί του. Όταν επέστρεψε αργότερα, ανακάλυψε ότι είχαν εξαφανιστεί έγγραφα σχετικά με τη δημοπρασία, μαζί με όλο το υλικό της έρευνάς του πάνω στην υπνερωτομαχία. Και μαζί μ αυτά είχε κάνει φτερά και το ημερολόγιο του διευθυντή του ταχυδρομείου, που ο Κάρι φυλούσε ως κόρη οφθαλμού. Ο Κάρι εξαπέλυσε αμέσως τις κατηγορίες του, αλλά ο Ταφτ τις αρνήθηκε πεισματικά. Η αστυνομία, επικαλούμενη το πλήθος των διαρρήξεων που είχαν σημειωθεί στην περιοχή, έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για την εξαφάνιση μερικών παλιών βιβλίων. Ο πατέρας μου, που κατέφθασε μέσα σ' αυτό το πανδαιμόνιο, συμπαρατάχτηκε αμέσως με τον Κάρι. Και οι δυο δήλωσαν στον Ταφτ πως πλέον δεν ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση μαζί του. έπειτα ο πατέρας μου τους πληροφόρησε ότι θα έφευγε το επόμενο πρωί για το Κολάμπους και δε σκόπευε να επιστρέψει. Αυτός και ο Ρίτσαρντ αποχαιρετίστηκαν σαν καλοί φίλοι, ενώ ο Ταφτ παρακολουθούσε απαθής τη σκηνή. Έτσι έληξε η πιο διαπλαστική περίοδος της ζωής του πατέρα μου, η χρονιά που έθεσε σε λειτουργία όλο τον ωρολογιακό μηχανισμό της μελλοντικής του ταυτότητας. Όταν τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά, αναρωτιέμαι αν δε συμβαίνει το ίδιο σε όλους μας. Η ενηλικότητα είναι σαν παγετώνας που καλύπτει αθόρυβα τη νιότη. Όταν έρχεται, η σφραγίδα των παιδικών μας χρόνων παγώνει ξαφνικά, αιχμαλωτίζοντας μας οριστικά στην εικόνα της τελευταίας μας ενέργειας, 111
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
στην πόζα που πήραμε όταν άρχισε να μας καλύπτει ο πάγος της ηλικίας. Οι τρεις διαστάσεις του Πάτρικ Σάλιβαν όταν άρχισε να παγιώνεται στην τελική του μορφή ήταν αυτές του πατέρα, του συζύγου και του ακαδημαϊκού. Κι αυτές τον όριζαν μέχρι το τέλος. Μετά την κλοπή του ημερολογίου του Γενοβέζου, ο Ταφτ εξαφανίστηκε από την ιστορία της ζωής του πατέρα μου, για να εμφανιστεί ξανά στον επαγγελματικό στίβο του στο ρόλο του οίστρου, της αλογόμυγας που τον τσιμπούσε κάτω από την πανεπιστημιακή τήβεννο. Στο μεταξύ, ο Κάρι είχε να επικοινωνήσει με τον πατέρα μου τρία χρόνια, από τότε που έφυγε από τη Νέα Υόρκη μέχρι το γάμο των γονιών μου. Το γράμμα που του έγραψε τότε ήταν μάλλον ανησυχητικό, παγιδευμένο στους ίσκιους σκοτεινότερων ημερών. Στις λίγες πρώτες αράδες συνέχαιρε τους νεόνυμφους. όλες οι υπόλοιπες ήταν αφιερωμένες στην υπνερωτομαχία. Ο χρόνος περνούσε και οι κόσμοι τους απομακρύνονταν. Ο Ταφτ, σπρωγμένος από την κεκτημένη ταχύτητα εκείνων των πρώτων χρόνων, δέχτηκε τη θέση Ισόβιου Μέλους που του πρότεινε το Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών, η αριστοκρατική ακαδημαϊκή κοινότητα κοντά στο Πρίνστον όπου έζησε ο Αϊνστάϊν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ήταν μια τιμή που αναμφίβολα ζήλεψε ο πατέρας μου, αφού απάλλασσε τον Ταφτ απ’ όλες τις υποχρεώσεις του καθηγητή: πέρα από το ρόλο συμβούλου σπουδών του Μπιλ Στάϊν και του Πολ -τον οποίο δέχτηκε οικειοθελώς-. η γέρικη αρκούδα δεν ανέχτηκε άλλο φοιτητή ούτε δίδαξε, ποτέ σε αμφιθέατρο. Στο μεταξύ, ο Κάρι ανέλαβε ηγετική θέση στον 112
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Οίκο Δημοπρασιών Σκίνερ στη Βοστόνη, κάνοντας άλλο ένα σημαντικό βήμα προς την επαγγελματική καταξίωση. Στο βιβλιοπωλείο του Κολάμπους, όπου έκανε και ο ίδιος τα πρώτα του βήματα, ο πατέρας μου είχε τώρα τρία μικρά παιδιά να χοροπηδούν, απασχολώντας τον αρκετά ώστε να ξεχνάει -προσωρινά έστω- ότι η εμπειρία του στη Νέα Υόρκη τον είχε σημαδέψει ανεξίτηλα. Οι τρεις άντρες, ξεκομμένοι μεταξύ τους τόσο από εγωισμό όσο και από τις περιστάσεις, έψαχναν υποκατάστατα της υπνερωτομαχίας, εφήμερα πάθη για να καλύψουν το κενό μιας ολόψυχης αναζήτησης που έμεινε ανολοκλήρωτη. Το γενεαλογικό ρολόι ολοκλήρωσε τρίζοντας ακόμα έναν κύκλο και ο χρόνος αποξένωσε παλιούς φίλους. Ο Φραντσέσκο Κολόνα, που κρατούσε το κλειδί που κούρδιζε αυτό το ρολόι, πρέπει να θεωρούσε ασφαλές το μυστικό του.
113
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
6 ΠΟΥ ΠΑΜΕ ΤΩΡΑ?» ρωτάω τον Πολ καθώς η βιβλιοθήκη χάνεται πίσω μας. «Στο Μουσείο Τέχνης», μου απαντάει βαδίζοντας σκυφτός, για να διατηρήσει στεγνό το ημερολόγιο μέσα στο πουκάμισο του. Προσπερνάμε το Μάρεϊ-Ντοτζ, ένα κτίριο σαν πέτρινη φλύκταινα στην καρδιά της βόρειας πλευράς της πανεπιστημιούπολης. Μέσα ένας φοιτητικός θίασος ανεβάζει την Αρκαδία του Τομ Στόπαρντ, το τελευταίο θεατρικό έργο που είχε να μελετήσει ο Τσάρλι για το μάθημα της λογοτεχνίας και το πρώτο που θα δούμε παρέα οι δυο μας. Έχουμε ήδη εισιτήρια για την παράσταση του Σαββάτου. Αναβλύζοντας θαρρείς από τους τοίχους της σκηνής, που θυμίζει πηγάδι, έρχεται η φωνή της Τομασίνα, της δεκατριάχρονης ηρωίδας που είναι παιδί-θαύμα και την πρώτη φορά που διάβασα το έργο μού έφερε αυτόματα στο νου τον Πολ. Αν μπορούσες να σταματήσεις κάθε άτομο στη θέση και την κατεύθυνση που βρίσκεται, έλεγε, κι αν ο νους σου μπορούσε να κατανοήσει όλες ης ενέργειες που αναστέλλονται μ αυτό τον τρόπο, τότε, αν ήσουν πολύ, πολύ καλός στην άλγεβρα, θα μπορούσες να γράψεις τον τύπο για όλο το μέλλον. Ναι, ψελλίζει ο δάσκαλος της, εξουθενωμένος από την ακαταπόνητη ευστροφία της. Απ’ όσο ξέρω, είσαι ο πρώτος άνθρωπος που το συνέλαβε αυτό. 114
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Από μακριά, η μπροστινή είσοδος του Μουσείου Τέχνης φαίνεται ανοιχτή, ένα μικρό θαύμα σε μέρα γιορτής. Οι έφοροι των μουσείων είναι παράξενη φάρα: οι μισοί είναι κατσιασμένοι σαν βιβλιοθηκάριοι, οι άλλοι μισοί κυκλοθυμικοί σαν καλλιτέχνες. Γενικώς, όλοι μου δίνουν την εντύπωση ότι θα προτιμούσαν ν' αφήσουν παιδάκια του νηπιαγωγείου να ζωγραφίσουν με τις μπογιές τους πάνω στους πίνακες του Μονέ παρά να επιτρέψουν σ' έναν τελειόφοιτο να μπει στο μουσείο αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο. Το Μακόρμικ Χολ, που στεγάζει το Τμήμα Ιστορίας της Τέχνης, ορθώνεται σχεδόν μπροστά στο μουσείο. Ο τοίχος της πρόσοψης του είναι επενδυμένος με γυαλί. Καθώς πλησιάζουμε, φρουροί της ασφάλειας μας κοιτάζουν μέσα από τη γυάλα, σαν ευφυή χρυσόψαρα. Όπως σε μία από τις πρωτοποριακές εκθέσεις όπου μ' έσυρε η Κέιτι -και την οποία ποτέ μου δεν κατάλαβα-, δίνουν όλες τις ενδείξεις ότι είναι αληθινοί, αλλά στέκονται απόλυτα ακίνητοι και βουβοί. Μια πινακίδα στην πόρτα κραυγάζει: ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΕΧΝΗΣ, ΠΡΙΝΣΤΟΝ. Και με πιο μικρά γράμματα προσθέτει: Το Μουσείο Είναι Κλειστό για το Κοινό. Εγώ διστάζω, αλλά ο Πολ εισβάλλει με φόρα. «Ρίτσαρντ!» φωνάζει μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα. Κάμποσοι κύριοι στρέφονται ξαφνιασμένοι, αλλά δεν αναγνωρίζω κανένα. Οι τοίχοι γύρω μας είναι γεμάτοι πίνακες, παράθυρα με χρώμα σ' αυτό το μονότονο κάτασπρο κατασκεύασμα. Συναρμολογημένοι ελληνικοί
115
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αμφορείς εκτίθενται πάνω σε χαμηλούς κίονες σε μια γειτονική αίθουσα. «Ρίτσαρντ!» επαναλαμβάνει πιο δυνατά ο Πολ. Το φαλακρό κεφάλι του Κάρι στρέφεται πάνω στο μακρύ, χοντρό λαιμό του. Είναι ψηλός και νευρώδης, ντυμένος μ' ένα καλοραμμένο ριγέ κοστούμι και κόκκινη γραβάτα. Όταν βλέπει τον Πολ να κατευθύνεται προς το μέρος του, τα μάτια του γεμίζουν τρυφερότητα. Η γυναίκα του έχει πεθάνει πάνω από δέκα χρόνια πριν, άτεκνη, και τώρα στο πρόσωπο του Πολ βλέπει το γιο που δεν απέκτησε ποτέ. «Γεια σας, παιδιά», μας λέει με θέρμη, ανοίγοντας την αγκαλιά του σαν να ήμασταν πιτσιρίκια. Στρέφεται στον Πολ. «Δεν περίμενα να σε δω τόσο σύντομα. Νόμιζα ότι είχες κάμποση δουλειά ακόμα για να τελειώσεις. Τι ευχάριστη έκπληξη!» Τα δάχτυλα του παίζουν με τα μανικετόκουμπά του, το χαμόγελο του αστράφτει από ευχαρίστηση. Σφίγγει εγκάρδια το χέρι που του τείνει ο Πολ. «Πώς τα πάτε?» Χαμογελάμε και οι δυο. Η ζωντάνια στη φωνή του Κάρι διαψεύδει την ηλικία του, αλλά, από άλλες απόψεις, τα λαγωνικά του χρόνου τον έχουν μυριστεί. Από την τελευταία φορά που τον είδα, μόλις πριν από έξι μήνες, οι κινήσεις του φαίνονται πιο δύσκαμπτες και το πρόσωπο του έχει αρχίσει να κρεμάει κάπως. Ο Ρίτσαρντ Κάρι είναι πλέον ο ιδιοκτήτης ενός μεγάλου οίκου δημοπρασιών στη Νέα Υόρκη, καθώς και μέλος του διοικητικού συμβουλίου μουσείων πολύ μεγαλύτερων από τούτο εδώ - αλλά, σύμφωνα με τον Πολ, αφότου χάθηκε η υπνερωτομαχία από τη ζωή του, η καριέρα που την αντικατέστησε δεν έγινε 116
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ποτέ κάτι παραπάνω από πάρεργο, ένας τρόπος για να ξεχνάει το παρελθόν. Κανείς δε φαινόταν πιο έκπληκτος από την επιτυχία του, και λιγότερο εντυπωσιασμένος συνάμα, από τον ίδιο τον Κάρι. «Α», λέει τώρα, γυρίζοντας σαν να πρόκειται να μας συστήσει σε κάποιον. «Είδατε τους πίνακες?» Πίσω του βρίσκεται μια ελαιογραφία που δεν είχα προσέξει παλιότερα. Κοιτάζοντας τριγύρω, συνειδητοποιώ ότι τα έργα στους τοίχους δεν είναι τα ίδια που εκτίθενται συνήθως. «Αυτά δεν είναι από τη συλλογή του πανεπιστημίου», λέει ο Πολ. Ο Κάρι χαμογελάει πλατιά. «Όχι, σωστά μάντεψες. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου έφερε κι από κάτι απόψε. Βάλαμε στοίχημα να δούμε ποιος από μας θα δάνειζε περισσότερα έργα στο μουσείο». «Ποιος κέρδισε τελικά?» ρωτάω εγώ. «Το μουσείο, παιδί μου», απαντάει, υπεκφεύγοντας αριστοτεχνικά. «Το Πρίνστον επωφελείται πάντα από τους μόχθους μας». Στη σιωπή που ακολουθεί σαρώνει με το βλέμμα τα πρόσωπα των φιλότεχνων που δεν αποσύρθηκαν από την κεντρική αίθουσα μετά την εισβολή μας. «Θα σου το έδειχνα αύριο αυτό», λέει στον Πολ, «αλλά δε βλέπω το λόγο να μην το κάνω αμέσως». Μας γνέφει να τον ακολουθήσουμε και κατευθύνεται στην αίθουσα στ' αριστερά. Ρίχνω μια πλάγια ματιά στον Πολ, ρωτώντας τι μπορεί να εννοεί, αλλά ούτε εκείνος φαίνεται να ξέρει. 117
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Ο Τζορτζ Κάρτερ ο νεότερος έφερε αυτά τα δυο...» λέει ο Κάρι, δείχνοντας μας έργα τέχνης καθώς προχωράμε. Δύο μικρές γκραβούρες του Ντίρερ είναι τοποθετημένες σε τόσο παλιές κορνίζες, ώστε σου δίνουν την αίσθηση ξύλων που ξέβρασε η θάλασσα, «και τον Βόλγκεμουτ στην άλλη άκρη». Μας δείχνει απέναντι στην αίθουσα. «Οι αδελφοί Μάρεϊ έφεραν αυτούς τους δύο πολύ χαρακτηριστικούς μανιεριστές». Ο Κάρι μας οδηγεί σ' ένα δεύτερο δωμάτιο, όπου η τέχνη του τέλους του εικοστού αιώνα έχει αντικατασταθεί από πίνακες ιμπρεσιονιστών. «Η οικογένεια Γουίλσον έφερε τέσσερις: έναν Μπονά, ένα μικρό Μανέ και δυο του Τουλούζ-Λοτρέκ». Μας δίνει χρόνο να τους μελετήσουμε. «Οι Μαρκάντ πρόσθεσαν αυτό τον Γκογκέν». Προχωράμε προς την άλ\η άκρη της κεντρικής αίθουσας. Στο δωμάτιο των αρχαιοτήτων μας λέει: «Η Μέρι Νάιτ έφερε μόνο αυτό, αλλά είναι μια σπουδαία ρωμαϊκή προτομή, και λέει πως ίσως την κάνει δωρεά στο μουσείο. Πολύ γενναιόδωρο, ε?» «Και τα δικά σου?» ρωτάει ο Πολ. Ύστερα από ένα μεγάλο κύκλο, ο Κάρι μας έχει οδηγήσει πίσω στην αρχική αίθουσα. «Αυτά είναι τα δικά μου», λέει κάνοντας μια πλατιά κίνηση με το χέρι του. «Δηλαδή ποια?» ρωτάει ο Πολ. «Όλα αυτά». Ανταλλάσσουν μια ματιά. Η κυρίως αίθουσα περιέχει πάνω από μια ντουζίνα έργα.
118
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Ελάτε από δω», μας καλεί ο Κάρι, επιστρέφοντας στην πλευρά της αίθουσας όπου στεκόταν όταν μπήκαμε. «Αυτούς ήθελα να σας δείξω». Μας συνοδεύει μπροστά σ' έναν έναν πίνακα, χωρίς να μιλάει. «Τι κοινό έχουν?» ρωτάει, αφού μας αφήνει λίγο χρόνο να τους περιεργαστούμε. Εγώ δηλώνω άγνοια με μια κίνηση του κεφαλιού, αλλά ο Πολ το βρίσκει αμέσως. «Το θέμα. Είναι όλοι από την ιστορία του Ιωσήφ στην Παλαιά Διαθήκη». Ο Κάρι γνέφει επιδοκιμαστικά. «Ο Ιωσήφ Πουλώντας Σιτάρι στο Λαό», αρχίζει, δείχνοντας τον πρώτο. «Του Μπαρτολομέους Μπρέενμπερχ, γύρω στα 1655. Έπεισα το Ινστιτούτο Μπάρμπερ να μας τον δανείσει». Αφήνει να περάσουν μερικές στιγμές πριν πάει στο δεύτερο: «Ο Ιωσήφ και οι Αδερφοί του, του Φραντς Μάουλμπερτς, 1750. Κοιτάξτε τον οβελίσκο στο βάθος». «Μοιάζει με μια ξυλογραφία της υπνερωτομαχίας», λέω ξαφνιασμένος. Ο Κάρι χαμογελάει. «Κι εγώ το ίδιο νόμισα στην αρχή. Δυστυχώς, δε φαίνεται να υπάρχει κάποια σύνδεση». Προχωράει προς τον τρίτο. «Ποντόρμο», τον προλαβαίνει ο Πολ πριν προλάβει ν' ανοίξει το στόμα του. «Ναι. Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο». «Πώς τον έφερες αυτόν?»
119
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Το Λονδίνο δεν τον παραχωρούσε για να έρθει κατευθείαν στο Πρίνστον. Έτσι, έβαλα μπροστά το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης». Ο Κάρι ετοιμάζεται να πει κάτι άλλο, όταν ο Πολ προσέχει τους δυο τελευταίους πίνακες στη σειρά. Είναι ένα ζευγάρι φατνώματα, με μεγάλο υψος και φωτεινά χρώματα. Δεν καταφέρνει να συγκρατήσει ένα τρέμουλο συγκίνησης στη φωνή του. «Αντρέα ντελ Σάρτο. Ιστορίες του Ιωσήφ. Τους είδα στη Φλωρεντία...» Ο Ρίτσαρντ Κάρι δεν κάνει κανένα σχόλιο. Εκείνος έκανε τα έξοδα για να περάσει ο Πολ το καλοκαίρι του πρώτου έτους στην Ιταλία, συνεχίζοντας την ερευνά του για την υπνερωτομαχία. Αυτό ήταν και το μοναδικό ταξίδι του Πολ στο εξωτερικό. «Έχω ένα φίλο στο μέγαρο Πίτι», λέει ο Κάρι σταυρώνοντας τα μπράτσα στο στήθος του. «Είναι πολύ καλός μαζί μου. Μου τους δάνεισε για ένα μήνα». Ο Πολ στέκεται σαν πετρωμένος για ένα λεπτό, άφωνος. Τα μαλλιά του είναι κολλημένα στο κεφάλι του, υγρά ακόμα από το χιόνι, αλλά ένα χαμόγελο σχηματίζεται αργά στα χείλη του καθώς στρέφεται ξανά προς τους πίνακες. Βλέποντας την έκφραση του, συνειδητοποιώ, έστω και καθυστερημένα, ότι οι πίνακες τοποθετήθηκαν μ' αυτή τη διάταξη για ένα συγκεκριμένο λόγο. Δημιουργούν ένα είδος κορύφωσης που μόνο ο Πολ κατανοεί. Ο Κάρι πρέπει να επέμεινε να τοποθετηθούν έτσι, και οι έφοροι δε θα τολμούσαν να προβάλλουν αντιρρήσεις στο μέλος του συμβουλίου που έφερε περισσότερα έργα απ’ όσα όλοι οι 120
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
άλλοι μαζί. Ο τοίχος μπροστά μας ήταν ένα δώρο από τον Κάρι στον Πολ, μια σιωπηλή έκφραση συγχαρητηρίων για την ολοκλήρωση της πτυχιακής εργασίας του. «Έχετε διαβάσει το ποίημα του Μπράουνινγκ για τον Αντρέα ντελ Σάρτο?» ρωτάει ο Κάρι, σε μια απόπειρα να εκφραστεί και με λόγια. Εγώ ναι, σ' ένα σεμινάριο λογοτεχνίας, αλλά ο Πολ γνέφει αρνητικά. «Κάνεις αυτό που πολλοί ονειρεύονται σε όλη τους τη ζωή», απαγγέλλει ο Κάρι. «Ονειρεύονται? Μοχθούν να κάνουν, και τυραννιούνται, κι αποτυγχάνουν οικτρά». Τελικά, ο Πολ γυρίζει κι ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του Κάρι. Έπειτα κάνει ένα βήμα πίσω και βγάζει το τυλιγμένο πακέτο που έχει χωμένο κάτω απ’ το πουκάμισο του. «Τι είναι αυτό?» ρωτάει ο Κάρι. «Κάτι που μόλις μου έφερε ο Μπιλ», απαντάει ο Πολ, κι ο διστακτικός τόνος του προδίδει την καθυστερημένη ανησυχία του για την αντίδραση του Κάρι. Ξετυλίγει προσεχτικά το δέμα. «Θεώρησα ότι έπρεπε να το δεις». «Το ημερολόγιο μου!» αναφωνεί κατάπληκτος εκείνος, στριφογυρίζοντας το στα χέρια του. «Δεν μπορώ να το πιστέψω...» «Θα το χρησιμοποιήσω», λέει ο Πολ. «Για να τελειώσω». Όμως ο Κάρι δεν τον ακούει. το χαμόγελο έχει χαθεί απ’ το πρόσωπο του όπως κοιτάζει το βιβλίο του. «Πού το βρήκες?» «Απ’ τον Μπιλ». «Αυτό μου το 'πες. Εννοούσα αυτός πού το βρήκε».
121
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ο Πολ διστάζει. Έχει προσέξει την ένταση στη φωνή του Κάρι. «Σ' ένα βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης», απαντάω. «Παλαιοβιβλιοπωλείο, μάλλον». «Αποκλείεται», μουρμουρίζει εκείνος. «Έψαξα παντού γι' αυτό το βιβλίο. Σε κάθε βιβλιοθήκη, κάθε βιβλιοπωλείο, κάθε παλιατζίδικο στη Νέα Υόρκη! Στους μεγαλύτερους οίκους δημοπρασιών. Είχε εξαφανιστεί. Για τριάντα ολόκληρα χρόνια, Πολ! Ήταν άφαντο!» Το φυλλομετράει, χαϊδεύοντας το με το βλέμμα και τα δάχτυλα του. «Ναι, κοίτα. Αυτό είναι το απόσπασμα που σου έλεγα. Εδω αναφέρεται ο Κολόνα και...» Βρίσκει αμέσως την επόμενη αναφορά και την τρίτη. Τα μάτια του λάμπουν όταν σηκώνει το βλέμμα. «Ο Μπιλ Στάϊν δεν το βρήκε συμπτωματικά απόψε. Την παραμονή της παράδοσης της εργασίας σου!» «Τι θέλεις να πεις?» «Και το σχεδιάγραμμα πού είναι?» ρωτάει ο Κάρι. «Σου έδωσε και το σχεδιάγραμμα?» «Ποιο σχεδιάγραμμα?» «Εκείνο το κομμάτι δέρματος». Ο Κάρι σχηματίζει ένα τετράγωνο γύρω στους τριάντα πόντους με τους αντίχειρες και τους δείκτες του. «Ήταν πιασμένο στη μέση των σελίδων. Ένα σκίτσο σαν σχεδιάγραμμα». «Δεν ήταν μέσα», λέει ο Πολ. Ο Κάρι στριφογυρίζει ξανά το βιβλίο στα χέρια του. Τα μάτια του έχουν πάρει μια παγερή, απόμακρη έκφραση. «Ρίτσαρντ, πρέπει να επιστρέψω το ημερολόγιο στον Μπιλ αύριο το πρωί», του λέει μαλακά ο Πολ. «Θα το διαβάσω 122
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
απόψε. Ίσως με βοηθήσει να διαλευκάνω το τελευταίο κομμάτι της Υπνερωτομαχίας». Ο Κάρι επανέρχεται στο παρόν μ' ένα τίναγμα. «Εννοείς ότι δεν έχεις τελειώσει ακόμα την εργασία σου?» «Το τελευταίο κομμάτι δεν είναι σαν τα άλλα», παραδέχεται ανήσυχα ο Πολ. «Μα τι γίνεται με τη λήξη της προθεσμίας σου αύριο?» «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Πρέπει να μου το αναγνωρίσουν αυτό». Ο Κάρι χαϊδεύει αφηρημένα το εξώφυλλο του βιβλίου πριν το επιστρέψει στον Πολ. «Τελείωσε τη. Μην κάνεις συμβιβασμούς σ' αυτό που κατάφερες. Διακυβεύονται πάρα πολλά». «Δεν πρόκειται να κάνω κανένα συμβιβασμό. Νομίζω ότι έχω βρει τη λύση. Κι αν όχι, απέχω ελάχιστα». «Αν χρειαστείς οτιδήποτε, πες το μου. Άδεια ανασκαφής. Τοπογράφους. Αν είναι εκεί, θα τη βρούμε». Ρίχνω μια πλάγια ματιά στον Πολ, προσπαθώντας να καταλάβω τι εννοεί ο Κάρι. Εκείνος χαμογελάει νευρικά. «Δε χρειάζομαι τίποτα. Τώρα που έχω το ημερολόγιο θα βρω τη λύση μόνος μου». «Μόνο μην τ' αφήσεις στιγμή από τα μάτια σου. Κανείς δεν έχει φτάσει τόσο κοντά μέχρι τώρα. Θυμήσου τον Μπράουνινγκ. Αυτό που πολλοί ονειρεύονται σ' όλη τους τη ζωή». «Κύριε», ακούγεται μια φωνή από πίσω μας. Γυρίζουμε και βλέπουμε έναν έφορο να πλησιάζει φουριόζος.
123
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Κύριε Κάρι, η σύσκεψη του συμβουλίου θ' αρχίσει σύντομα. Θα περάσετε, παρακαλώ, στην πάνω αίθουσα?» «Θα ξαναμιλήσουμε αργότερα γι' αυτό», μας λέει ο Κάρι πριν αποσυρθεί. «Δεν ξέρω πόσο θα τραβήξει αυτή η σύσκεψη». Χτυπάει μαλακά τον Πολ στο μπράτσο, μου σφίγγει το χέρι κι έπειτα κατευθύνεται προς τις σκάλες. Την επόμενη στιγμή μένουμε μόνοι με τους φύλακες. «Ήταν λάθος μου που του το 'δειξα», μονολογεί σχεδόν ο Πολ, καθώς κατευθυνόμαστε προς την έξοδο. Κοντοστέκεται να κοιτάξει άλλη μια φορά τη σειρά των πινάκων, αποτυπώνοντας τους στη μνήμη του για να τους απολαύσει κι αργότερα, όταν το μουσείο θα έχει κλείσει. Τελικά, βγαίνουμε πάλι στο χιόνι. «Γιατί θα έλεγε ψέματα ο Μπιλ για το που βρήκε το ημερολόγιο?» τον ρωτάω απορημένος. «Δε νομίζω ότι είπε ψέματα», απαντάει ο Πολ. «Τότε τι εννοούσε ο Κάρι?» «Αν ήξερε περισσότερα, σίγουρα θα μας τα έλεγε». «Ίσως δε σου εξήγησε επειδή ήμουν εγώ μπροστά». Ο Πολ αγνοεί την τελευταία μου παρατήρηση. Του αρέσει να προσποιείται ότι οι δυο μας είμαστε ίσοι στα μάτια του Κάρι. «Τι εννοούσε όταν είπε ότι θα σε βοηθήσει να βγάλεις άδειες εκσκαφής?» τον ρωτάω παραξενεμένος. Ο Πολ κοιτάζει νευρικά πάνω από τον ώμο του ένα φοιτητή που μας ακολουθεί αργά. «Όχι εδώ, Τομ!»
124
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Προτιμώ να μην τον πιέσω περισσότερο. Ύστερα από μια μακριά σιωπή, τον ρωτάω: «Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις γιατί όλοι οι πίνακες συνδέονταν με τον Ιωσήφ?» Τα χαρακτηριστικά του Πολ χαλαρώνουν. «Γένεση, κεφάλαιο ΛΖ', στίχος 3». Κάνει μια μικρή παύση για να ανασύρει το απόσπασμα από τη μνήμη του. «Ιακώβ δε ηγάπα τόν Ιωσήφ παρά πάντας τους υιούς αυτού, ότι υιός γήρως ην αυτώ' έποίησε δέ αυτώ χιτώνα ποικίλον». Καταλαβαίνω αμέσως. Χιτώνα ποικίλον - δηλαδή, ένα δώρο με πολλά χρώματα. Η έκφραση της αγάπης ενός ηλικιωμένου πατέρα για τον αγαπημένο του γιο. «Είναι περήφανος για σένα», λέω. Ο Πολ συγκατανεύει αργά. «Αλλά δεν τελείωσα ακόμα. Δεν ολοκλήρωσα την εργασία μου». «Αυτό είναι άσχετο», του λέω. Το χαμόγελο του έχει μια νότα μελαγχολίας. «Κάθε άλλο, Τομ. Κάθε άλλο». Ενώ κατευθυνόμαστε προς το Ντον Χολ, προσέχω τη δυσάρεστη όψη του ουρανού: είναι σκοτεινός, αλλά όχι εντελώς μαύρος. Ολόκληρος ο θόλος του είναι σπαρμένος με βαριά σύννεφα απ’ άκρη σ' άκρη, σε μια σχεδόν διαυγή γκρίζα απόχρωση. Δε διακρίνεται ούτε ένα άστρο. Στην πίσω πόρτα του Ντοντ, ο Πολ βγάζει την κάρτα εισόδου του. Μια μικρή συσκευή αναγνώρισης τη δέχεται μ' ένα σιγανό μπιπ και ξεκλειδώνει την πόρτα μ' έναν ήχο που θυμίζει πυροβολισμό. Στο υπόγειο, δυο τριτοετείς φοιτήτριες διπλώνουν ρούχα πάνω στο τραπέζι, ντυμένες μόνο με κοντομάνικα μπλουζάκια και σορτσάκια μέσα στην ανυπόφορη ζέστη του πλυσταριού. Όπως πάντα, το να 125
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
διασχίζεις το πλυσταριό μες στο χειμώνα είναι σαν να εισέρχεσαι σε μια οφθαλμαπάτη της ερήμου: τα περιγράμματα κυματίζουν από τη ζέστη, τα σώματα μοιάζουν φασματικά. Όταν έξω χιονίζει, η θέα γυμνών ώμων και ποδιών είναι καλύτερη κι από σφηνάκι ουίσκι για να αποκαταστήσει την κυκλοφορία στα παγωμένα μέλη σου. Παρότι απέχουμε πολύ από το Χόλντερ, είναι σαν να μπήκαμε σ' ένα θάλαμο προετοιμασίας για τους Γυμνούς Ολυμπιακούς. Ανεβαίνω στο ισόγειο και κατευθύνομαι προς τη βόρεια πτέρυγα του κτιρίου όπου βρίσκεται το τετράκλινο δωμάτιο μας. Ο Πολ με ακολουθεί βουβός. Όσο περισσότερο πλησιάζουμε τόσο εντονότερα σκέφτομαι τις δυο επιστολές πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού. Ούτε καν η ανακάλυψη του Μπιλ δεν κατάφερε να αποσπάσει το μυαλό μου. Εβδομάδες τώρα πέφτω για ύπνο με την απορία τι είδους άνθρωπος θα γινόμουν με σαράντα τρεις χιλιάδες δολάρια το χρόνο. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ έγραψε ένα διήγημα με θέμα ένα διαμάντι μεγάλο όσο το Ριτζ και, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, όταν οι διαστάσεις των πραγμάτων γύρω μας γίνονται ρευστές, φαντάζομαι ότι αγοράζω ένα δαχτυλίδι σ' αυτές τις διαστάσεις για μια γυναίκα στην άλλη μεριά του ονείρου. Μερικές φορές φαντάζομαι ότι αγοράζω μαγεμένα αντικείμενα, όπως τα παιδιά στα παιχνίδια τους όπως, ας πούμε, ένα αυτοκίνητο που δε θα τράκαρε ποτέ ή ένα πόδι που θα επανερχόταν πάντα στην αρχική του κατάσταση. Ο Τσάρλι με προσγειώνει όταν τα μυαλά μου παίρνουν πολύ αέρα. Μου λέει ότι καλά θα κάνω ν'
126
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αγοράσω ένα πολύ ακριβό ζευγάρι παπούτσια-πλατφόρμες ή να νοικιάσω ένα πολύ χαμηλοτάβανο σπίτι. «Τι τρέχει πάλι?» με ρωτάει ξαφνικά ο Πολ, δείχνοντας στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Μόλις τώρα προσέχω ότι ο Τσάρλι και ο Γκιλ στέκονται εκεί πλάϊ πλάϊ. Κοιτάζουν μέσα στο δωμάτιο μας από την ανοιχτή πόρτα, όπου κάποιος ακούγεται να πηγαινοέρχεται. Με μια δεύτερη ματιά, μαντεύω τι τρέχει: οι ασφαλίτες είναι εδώ! Κάποιος πρέπει να μας είδε να βγαίνουμε απ’ τις σήραγγες. «Τι συμβαίνει?» ρωτάει ο Πολ, επιταχύνοντας το βήμα του. Τον ακολουθώ βιαστικά. Η ένστολη ασφαλίτισσα εξετάζει κάτι στο δάπεδο του δωματίου μας. Ακούω τον Τσάρλι και τον Γκιλ να λογομαχούν, αλλά χαμηλόφωνα. Πάνω που αρχίζω να επινοώ δικαιολογίες γι' αυτό που κάναμε, ο Γκιλ μας βλέπει και σπεύδει να μας καθησυχάσει: «Μην ανησυχείτε, παιδιά. Δεν πήραν τίποτα». «Ορίστε?» Δείχνει την ανοιχτή πόρτα. Τώρα βλέπω ότι το δωμάτιο είναι ανάστατο. Μαξιλάρια του καναπέ είναι πεταμένα στο πάτωμα, βιβλία σκορπισμένα από τα ράφια. Στο υπνοδωμάτιο που μοιράζομαι με τον Πολ τα συρτάρια της σιφονιέρας είναι ορθάνοιχτα. «Ω Θεέ μου...» ψιθυρίζει ο Πολ, παραμερίζοντας τον Τσάρλι κι εμένα. «Κάποιος μπούκαρε», εξηγεί ο Γκιλ. «Κάποιος μπήκε θέλεις να πεις», διορθώνει ο Τσάρλι. «Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη». 127
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Στρέφομαι στον Γκιλ. Όλο τον τελευταίο μήνα ο Πολ μας παρακαλεί να προσέχουμε γενικά το δωμάτιο ώσπου να τελειώσει την εργασία του. Ο Γκιλ είναι ο μόνος που ξεχνιέται. «Κοιτάξτε», λέει για να αμυνθεί και δείχνει το παράθυρο στην απέναντι μεριά του δωματίου. «Από κει μπήκαν, όχι από την πόρτα». Μια λιμνούλα νερού έχει σχηματιστεί μπροστά στο παράθυρο, στη βόρεια πλευρά του καθιστικού μας. Το συρταρωτό τζάμι είναι ανεβασμένο ως πάνω και το χιόνι μαζεύεται ήδη στο περβάζι, σπρωγμένο από το δυνατό άνεμο. Και στη σήτα χάσκουν τρεις τεράστιες σχισμές. Ακολουθώ τον Πολ στο κοινό μας υπνοδωμάτιο. Το βλέμμα του σαρώνει τα συρτάρια του γραφείου του κι έπειτα τα βιβλία που έχει δανειστεί απ’ τη βιβλιοθήκη τα οποία καλύπτουν το ράφι που του έφτιαξε ο Τσάρλι. Όλα τα βιβλία έχουν κάνει φτερά. Ψάχνοντας ακόμα το χώρο με το βλέμμα, ακούω την ανάσα του να βαραίνει. Για μια στιγμή βρισκόμαστε ξανά πίσω στις σήραγγες' τίποτα δεν είναι οικείο γύρω μας εκτός από τις φωνές. «Δεν έχει σημασία, Τσάρλι, αφού τελικά δεν μπήκαν απ’ την πόρτα». «Για σένα δεν έχει σημασία, γιατί δεν άρπαξαν τίποτα δικό σου». Η ασφαλίτισσα πηγαινοέρχεται ακόμα μέσα στο καθιστικό μας. «Κάποιος πρέπει να ήξερε...» μουρμουρίζει ο Πολ, μονολογώντας σχεδόν.
128
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Κοίτα εδώ κάτω», του λέω, δείχνοντας το στρώμα της κάτω κουκέτας. Ο Πολ γυρίζει. Βλέπει τα βιβλία. Με χέρια που τρέμουν, αρχίζει να ελέγχει τους τίτλους έναν ένα. Εγώ φέρνω μια βόλτα γύρω από τα δικά μου υπάρχοντα, βρίσκοντας τα σχεδόν ανέγγιχτα, όπως αποδεικνύει η στρώση σκόνης στις επιφάνειες. Κάποιος ψαχούλεψε τα χαρτιά μου, αλλά μόνο ένα κορνιζαρισμένο αντίγραφο του εξωφύλλου της Υπνερωτομαχίας, δώρο απ’ τον πατέρα μου, έχει ξεκρεμαστεί από τον τοίχο και ανοιχτεί. Η μία γωνία του είναι τσαλακωμένη, αλλά, κατά τα άλλα, είναι άθικτο. Το παίρνω στα χέρια μου. Κοιτάζοντας γύρω, αντιλαμβάνομαι ότι ένα μόνο δικό μου βιβλίο έχουν πειράξει: το τυπογραφικό δοκίμιο της Επιστολής Μπελαντόνα, όπως ήταν ο τίτλος προτού ο πατέρας μου αποφασίσει ότι το Ντοκουμέντο της Μπελαντόνας ηχούσε καλύτερα. Ο Γκιλ μπαίνει στο μικρό προθάλαμο ανάμεσα στα υπνοδωμάτια και μας φωνάζει: «Δεν πείραξαν τίποτα από τα πράγματα του Τσάρλι ή τα δικά μου. Τι γίνεται με τα δικά σας, παιδιά;» Υπάρχει μια νότα ενοχής στον τόνο της φωνής του, ανάμεικτη με την ελπίδα ότι, παρ' όλη την ανακατωσούρα, δεν κλάπηκε τίποτα. Ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος του, καταλαβαίνω τι εννοεί. Το άλλο υπνοδωμάτιο είναι άθικτο. «Τα δικά μου πράγματα είναι εντάξει», του λέω. «Δε βρήκαν τίποτα», μου λέει ο Πολ. Πριν προλάβω να τον ρωτήσω τι εννοεί, μας διακόπτει μια φωνή απε'ξω. 129
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Θα μπορούσα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις?» Η ασφαλίτισσα, μια γυναίκα με αφυδατωμένο δερμα και σγουρά μαλλιά, μας ρίχνει μια εξεταστική ματιά μόλις εμφανιζόμαστε στην ανοιχτή πόρτα. Είναι φυσικό να απορεί βλέποντας τη φόρμα γυμναστικής της Κέιτι που φοράει ο Πολ και την μπλούζα με το λογότυπο της ομάδας συγχρονικής κολύμβησης που φοράω εγώ. Η γυναίκα, η ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ, σύμφωνα με το ταμπελάκι που κρέμεται στο στήθος της, βγάζει ένα μπλοκ από την εσωτερική τσέπη του σακακιού της. «Εσείς οι δύο είστε;...» «Εγώ λέγομαι Τομ Σάλιβαν», απαντάω. «Κι αυτός είναι ο Πολ Χάρις». «Σας πήραν τίποτα;» Ο Πολ εξακολουθεί να κοιτάζει γύρω γύρω στο δωμάτιο, αγνοώντας την υπαστυνόμο. «Δεν ξέρουμε», απαντάω παίρνοντας ξανά το λόγο. Εκείνη σηκώνει το βλέμμα της απ’ το μπλοκάκι. «Ελέγξατε τα πράγματα σας;» «Ναι, αλλά δεν προσέξαμε ακόμα αν λείπει κάτι». «Ποιος βγήκε τελευταίος απόψε;» «Γιατί;» Η Γουίλιαμς ξεροβήχει καθαρίζοντας το λαιμό της. «Επειδή ξέρουμε ποιος ξέχασε ξεκλείδωτη την πόρτα, αλλά όχι ποιος άφησε ανοιχτό το παράθυρο». Δίνει αρκετή έμφαση στις λέξεις πόρτα και παράθυρο, σαν να μας υπενθυμίζει ότι η ευθύνη είναι όλη δική μας. Ο Πολ μόλις τώρα προσέχει το παράθυρο, κι όλο το χρώμα χάνεται απ’ το πρόσωπο του. «Μάλλον εγώ... Έκανε τόση 130
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ζέστη στο υπνοδωμάτιο, κι ο Τομ δεν ήθελε το παράθυρο ανοιχτό. Βγήκα να δουλέψω εδώ και μάλλον ξέχασα να το κλείσω μετά». «Κοιτάξτε», επεμβαίνει ο Γκιλ, βλέποντας ότι η ασφαλίτισσα δε βοηθάει ουσιαστικά σε τίποτα, «δεν τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση? Δε νομίζω πως υπάρχει τίποτ' άλλο να ελεγχθεί». Χωρίς να περιμένει απάντηση, κατεβάζει με μια κοφτή κίνηση το παράθυρο. Έπειτα πιάνει τον Πολ από τους ώμους και τον οδηγεί στον καναπέ, όπου κάθεται δίπλα του. Η Γουίλιαμς κρατάει μια τελευταία σημείωση. «Παράθυρο ανοιχτό, πόρτα ξεκλείδωτη. Δεν κλάπηκε τίποτα. Τίποτ' άλλο?» Μένουμε όλοι σιωπηλοί. Εκείνη κάνει ένα μορφασμό. «Δύσκολα εντοπίζονται οι διαρρήκτες», μας λέει, λες και τη ζαλίσαμε με τις μεγάλες προσδοκίες μας. «Θα το αναφέρουμε στη δημοτική αστυνομία. Να ασφαλίζετε πόρτες και παράθυρα όταν φεύγετε. Έτσι θ' αποφύγετε άσκοπους μπελάδες. Θα επικοινωνήσουμε μαζί σας αν τυχόν έχουμε πληροφορίες». Περπατάει αργά προς την έξοδο, με τις μπότες της να τρίζουν σε κάθε της βήμα. Η πόρτα κλείνει πίσω της με το μηχανισμό επαναφοράς. Εγώ πηγαίνω στο παράθυρο για να ρίξω άλλη μια ματιά. Το λιωμένο χιόνι στο πάτωμα δεν έχει ίχνος λάσπης. «Δε θα κάνουν τίποτα», αποφαίνεται ο Τσάρλι, κουνώντας αποκαρδιωμένα το κεφάλι του. «Δεν πειράζει», λέει ο Γκιλ. «Αφού δεν έκλεψαν τίποτα».
131
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ο Πολ είναι σιωπηλός, αλλά το βλέμμα του φτερουγίζει ακόμα ανήσυχα μέσα στο δωμάτιο. Εγώ ανεβάζω το συρταρωτό τζάμι, αφήνοντας τον άνεμο να εισβάλει άλλη μια φορά στο δωμάτιο. Ο Γκιλ στρέφεται ενοχλημένος προς το μέρος μου, αλλά εγώ εξετάζω τις χαρακιές στη σήτα. Είναι παράλληλες με την κορνίζα στις τρεις πλευρές, αφήνοντας το λεπτό πλέγμα να πλαταγίζει σαν πόρτα σκύλου. Εξετάζω πάλι τη λιμνούλα στο πάτωμα. Η μόνη λάσπη που υπάρχει έχει δημιουργηθεί από τα παπούτσια μου. «Τομ», μου φωνάζει ο Γκιλ εκνευρισμένος, «κλείσε επιτέλους το αναθεματισμένο παράθυρο!» Τώρα στρέφεται και ο Πολ προς το μέρος μου. Το πλέγμα είναι σπρωγμένο προς τα έξω, λες και κάποιος βγήκε από το παράθυρο. Η ασφαλίτισσα δεν μπήκε στον κόπο να το προσέξει. «Ελάτε να δείτε κάτι», τους λέω, σέρνοντας τα δάχτυλα μου πάνω στα ξέφτια στις άκρες κάθε χαρακιάς. Είναι όλα γυρισμένα προς τα έξω. Αν κάποιος είχε σκίσει τη σήτα για να μπει, οι τομές λογικά θα ήταν προς τα μέσα. Ο Τσάρλι έχει μαντέψει το συλλογισμό μου. «Ούτε ίχνος λάσπης», λέει συνοφρυωμένος. Αυτός και ο Γκιλ ανταλλάσσουν μια ματιά, την οποία προφανώς ο Γκιλ εισπράττει ως μομφή. Αν η σήτα είναι σκισμένη από μέσα, επανερχόμαστε στην ξεκλείδωτη πόρτα. «Δε στέκει», διαμαρτύρεται. «Αν ήξεραν ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, δεν είχαν λόγο να φύγουν από το παράθυρο». «Δε στέκει ούτως ή άλλως», του λέω. «'Οταν είσαι μέσα, το πιο λογικό είναι να βγεις από την πόρτα». 132
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«θα πρεπε να το αναφέρουμε στην ασφάλεια», λέει ο Τσάρλι με ανανεωμένη μαχητικότητα. «Μου φαίνεται απίστευτο που δεν το πρόσεξε η Γουίλιαμς». Ο Πολ μας παρακολουθεί αμέτοχος, χαϊδεύοντας αφηρημένα το ημερολόγιο. «Τελικά θα πας στη διάλεξη του Ταφτ?» τον ρωτάω. «Υποθέτω, θέλει καμιά ώρα ακόμα μέχρι ν' αρχίσει». Ο Τσάρλι τακτοποιεί τα βιβλία στα ψηλότερα ράφια, όπου μόνο εκείνος φτάνει, έτσι κι αλλιώς. «Θα κάνω μια στάση στο Στάνχοουπ να αναφέρω στους ασφαλίτες αυτό που τους διέφυγε». «Μάλλον για φάρσα πρόκειται», λέει ο Γκιλ χωρίς ν' απευθύνεται σε κανένα συγκεκριμένα. «Κάποιοι απ’ τους Γυμνούς Ολυμπιακούς που ήθελαν να σπάσουν πλάκα». Αφού συγυρίζουμε για μερικά λεπτά, είμαστε όλοι έτοιμοι να τα παρατήσουμε. Ο Γκιλ αλλάζει ρούχα. Φοράει ένα μάλλινο παντελόνι και ρίχνει την μπλούζα που του δάνεισε η Κέιτι στη σακούλα του καθαριστηρίου. «Θα μπορούσαμε να τσιμπήσουμε κάτι στην Άϊβι πριν από τη διάλεξη». Ο Πολ γνέφει καταφατικά, ξεφυλλίζοντας το Μεσογειακό Κόσμο την Εποχή του Φιλίππου Β' του Μπροντέλ, σαν να φοβάται μήπως του έκλεψαν σελίδες. «Θέλω να ελέγξω τα πράγματα μου και στη λέσχη». «Καλύτερα ν' αλλάξετε πριν ξεκινήσουμε», προσθέτει ο Γκιλ, κοιτώντας με νόημα τα ρούχα μας. Το μυαλό του Πολ ταξιδεύει πολύ μακριά για να τον ακούσει, αλλά εγώ σπεύδω στο υπνοδωμάτιο μας. Η λέσχη Άϊβι δεν είναι από τους χώρους που θα ήθελα να εμφανιστώ
133
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
έτσι. Μόνο ο Πολ, ένας ίσκιος μέσα στην ίδια του τη λέσχη, ακολουθεί τους δικούς του κανόνες. Ελέγχω τα συρτάρια μου και συνειδητοποιώ ότι σχεδόν όλα τα ρούχα μου είναι άπλυτα. Ψαχουλεύοντας στα βάθη της ντουλάπας μου, βρίσκω ένα χακί παντελόνι τυλιγμένο ρολό κι ένα πουκάμισο που έχει ξεχαστεί διπλωμένο τόσο καιρό, ώστε πλέον μοιάζει πτυχωτό. Ψάχνω το χοντρό μπουφάν μου, ώσπου θυμάμαι ότι έχει ξεμείνει κρεμασμένο στην πάνινη τσάντα του Τσάρλι μέσα στις σήραγγες. Συμβιβάζομαι με το παλτό που μου έκανε δώρο η μητέρα μου τα Χριστούγεννα και επιστρέφω στο καθιστικό. Ο Πολ κάθεται δίπλα στο παράθυρο με το βλέμμα στυλωμένο στα ράφια των βιβλίων, φανερά προβληματισμένος. «Θα πάρεις το ημερολόγιο μαζί σου?» τον ρωτάω. Χτυπάει ένα εξόγκωμα στην τσέπη του μπουφάν του. «Που είναι ο Τσάρλι?» τους ρωτάω. «Έφυγε», απαντάει ο Γκιλ, οδηγώντας μας στο διάδρομο. «Βιάζεται να μιλήσει στους ασφαλίτες». Παίρνει τα κλειδιά του Σάαμπ του και, πριν κλείσει πίσω του την πόρτα, ελέγχει τις τσέπες του. «Κλειδιά δωματίου... κλειδιά αυτοκινήτου... ταυτότητα...» Αυτή η πρωτοφανής σχολαστικότητα μου προκαλεί νευρικότητα. Δεν είναι στο στιλ του να σκοτίζεται με λεπτομέρειες. Το βλέμμα μου πέφτει στις δυο επιστολές πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού. Έπειτα ο Γκιλ κλείνει την πόρτα και την κλειδώνει με την ίδια προσοχή, στρίβοντας μάλιστα δυο τρεις φορές το πόμολο για να βεβαιωθεί πως δεν ανοίγει. Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο 134
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
του, νιώθω τη σιωπή να βαραίνει. Καθώς ο Γκιλ βάζει μπροστά τη μηχανή, βλέπουμε από μακριά ασφαλίτες, σκιές σκιών. Τους χαζεύουμε μια στιγμή κι έπειτα ο Γκιλ βάζει ταχύτητα και μας οδηγεί γλιστρώντας στο σκοτεινό δρόμο.
135
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
7 ΠΡΟΣΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ της ασφάλειας στη βόρεια είσοδο στρίβουμε δεξιά στη Νασάου Στριτ, τον κεντρικό δρόμο της πανεπιστημιούπολης. Είναι έρημος αυτή την ώρα. Τα μοναδικά οχήματα που βλέπουμε είναι δυο εκχιονιστικά κι ένα φορτηγό με χοντρό αλάτι που κάποιος έβγαλε από τη χειμερία νάρκη τους. Κάποια μαγαζιά φέγγουν μέσα στη νύχτα, ενώ το χιόνι συσσωρεύεται στη βάση των βιτρινών τους. Τα βιβλιοπωλεία Τάλμποτ και Μίκομπερ έχουν κλείσει πλέον, αλλά στο Φωτοτυπικό Πίκοκ και στις καφετέριες υπάρχουν ακόμα αρκετοί πελάτες! είναι κυρίως τελειόφοιτοι που πασχίζουν να τελειώσουν τις εργασίες τους την τελευταία στιγμή πριν από την εκπνοή της προθεσμίας τους. «Χαίρεσαι που ξεμπέρδεψες με δαύτη?» ρωτάει ο Γκιλ τον Πολ, που έχει κλειστεί πάλι στον εαυτό του. «Την εργασία μου εννοείς?» Ο Γκιλ τον κοιτάζει μέσα απ’ τον καθρέφτη του οδηγού και γνέφει καταφατικά. «Δεν τελείωσε ακόμα», απαντάει άτονα. «Έλα τώρα, και βέβαια τελείωσε! Τι άλλο έχεις να κάνεις?» Η ανάσα του Πολ θαμπώνει το τζάμι δίπλα του. «Κάμποσα πράγματα», απαντάει. Στο φανάρι στρίβουμε στην οδό Ουάσινγκτον και μετά συνεχίζουμε προς τη λεωφόρο Πρόσπεκτ και τις λέσχες σίτισης. Ο Γκιλ έχει τη σύνεση να μην επιμείνει. Πλησιάζοντας στην Πρόσπεκτ ξέρω ότι τον βασανίζουν άλλες σκέψεις. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου είναι ο 136
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ετήσιος χορός της Λέσχης Άϊβι, κι είναι καθήκον του Γκιλ, ως προέδρου της, να επιβλέψει τις προετοιμασίες. Αφού έχασε πολύτιμο χρόνο για να ολοκληρώσει την εργασία του, άρχισε να πηγαινοέρχεται συχνά πυκνά στην Άϊβι, έστω και μόνο για να βεβαιωθεί πως όλα είναι υπό έλεγχο. Συμφωνα με την Κέιτι, ως αύριο το βράδυ που θα τη συνοδεύσω στο χορό το εσωτερικό της λέσχης θα είναι εντελώς αγνώριστο. Παρκάρουμε δίπλα στην είσοδο της λέσχης, στη θέση που φαίνεται πως μένει πάντα κενή για τον Γκιλ, κι όταν βγάζει το κλειδί από τη μηχανή στην καμπίνα βασιλεύει μια παγερή σιωπή. Η Παρασκευή είναι πάντα η ανάπαυλα στη θύελλα του Σαββατοκύριακου, μια ευκαιρία να συνέλθει κανείς ανάμεσα στα παραδοσιακά ξέφρενα πάρτι της Πέμπτης και του Σαββάτου. Το πρόσφατο χιόνι κατασιγάζει ως και το βόμβο από τις φλυαρίες που ταξιδεύουν συνήθως στον αέρα, καθώς οι φοιτητές γυρίζουν στην πανεπιστημιούπολη μετά το δείπνο. Σύμφωνα με τη διεύθυνση του Πρίνστον, οι λέσχες σίτισης είναι «ένα προνόμιο επιλογής για τους τελειοφοίτους». Στην πραγματικότητα, οι λέσχες σίτισης είναι η μόνη επιλογή που μας δίνεται σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μας. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του πανεπιστημίου, όταν οι πυρκαγιές σε τραπεζαρίες και οι κακότροποι πανδοχείς ανάγκασαν τους φοιτητές να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, συγκροτήθηκαν μικρές ομάδες για να τρώνε κάτω από μία στέγη. Με το Πρίνστον να είναι αυτό που ήταν τότε, οι στέγες κάτω από τις οποίες έτρωγαν οι φοιτητές και οι λέσχες που χτίστηκαν για να στηρίζουν αυτές τις στέγες πήραν πολύ σοβαρά το ρόλο τους, κάποιες απ’ αυτές είναι 137
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αληθινά μέγαρα. Κι έτσι, μέχρι σήμερα, οι λέσχες σίτισης παραμένουν ένας χαρακτηριστικός θεσμός του Πρίνστον: ένας χώρος σαν μεικτή αδελφότητα όπου τα μέλη -τριτοετείς και τεταρτοετείς φοιτητές- δίνουν πάρτι και τρώνε τα γεύματα τους, αλλά κανείς δε μένει μόνιμα. Γύρω στα εκατόν πενήντα χρόνια από τότε που ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο, η κοινωνική ζωή στο Πρίνστον παραμένει απλή και σαφής. Ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις λέσχες. Το κτίριο της Άϊβι φαίνεται ζοφερό αυτή την ώρα. Οι αιχμηρές προεξοχές και η σκουρόχρωμη πέτρα με την οποία είναι χτισμένο γίνονται ακόμα πιο μουντές μέσα στο σκοτάδι. Η Λέσχη Κότατζ, ακριβώς δίπλα, την επισκιάζει με τις λευκές γωνίες και τις στρογγυλεμένες λεπτομέρειες της. Αυτές οι αδερφές λέσχες, παλιότερες από τις άλλες δέκα που επέζησαν στη λεωφόρο Πρόσπεκτ, είναι οι πιο αριστοκρατικές του Πρίνστον. Ο ανταγωνισμός τους για τους καλύτερους φοιτητές κάθε έτους χρονολογείται από το 1886. Ο Γκιλ κοιτάζει το ρολόι του. «Δε σερβίρουν πια δείπνο. Θα φέρω εγώ κάτι να τσιμπήσουμε». Μας κρατάει ανοιχτή την πόρτα να περάσουμε και έπειτα μας οδηγεί στο πάνω πάτωμα. Έχει περάσει λίγος καιρός από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα τη λέσχη, και οι σκουρόχρωμοι τοίχοι, επενδυμένοι με ξύλο βαλανιδιάς και διακοσμημένοι με αυστηρά πορτρέτα, μου προκαλούν αμηχανία κάθε φορά που μπαίνω στην κεντρική σάλα. Αριστερά βρίσκεται η τραπεζαρία της Άϊβι, με το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι και τις αγγλικές καρέκλες-αντίκες. Δεξιά είναι η αίθουσα του 138
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μπιλιάρδου, όπου ο Πάρκερ Χάσετ παίζει μόνος του μια παρτίδα. Ο Πάρκερ είναι σαν τον τρελό του χωριού στην Άϊβι, ένας βλάκας από πλούσια οικογένεια που διαθέτει όση νοημοσύνη χρειάζεται για ν' αντιλαμβάνεται πόσο βλάκα τον θεωρούν οι άλλοι κι άλλη τόση βλακεία για να κατηγορεί τους πάντες γι' αυτό. Παίζει μπιλιάρδο σπρώχνοντας τη στέκα και με τα δυο του χέρια, σαν ηθοποιός του βαριετέ που χορεύει με το μπαστούνι του. Παρότι μας ρίχνει μια ματιά πάνω από τον ώμο του καθώς περνάμε, προτιμώ να τον αγνοήσω, ακολουθώντας τον Γκιλ και τον Πολ στο γραφείο του προεδρείου. Ύστερα από δύο κοφτά χτυπήματα στην πόρτα ο Γκιλ μπαίνει χωρίς να περιμένει απάντηση. Την επόμενη στιγμή βρισκόμαστε μέσα στο ζεστό φως του δωματίου, όπου ο Μπρουκς Φράνκλιν, ο ευτραφής αντιπρόεδρος της λέσχης, κάθεται σ' ένα μακρόστενο τραπέζι που εκτείνεται από την πόρτα ως το βάθος του δωματίου. Πάνω υπάρχει μόνο μια λάμπα Τίφανι κι ένα τηλέφωνο. Γύρω του είναι τακτοποιημένες έξι καρέκλες. «Ήρθατε την καταλληλότερη στιγμή», λέει ο Μπρουκς, παραβλέποντας διακριτικά την αλλόκοτη αμφίεση του Πολ. «Ο Πάρκερ μου έλεγε τι σχεδιάζει να ντυθεί αύριο βράδυ, κι είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα χρειαστώ ενισχύσεις». Δε γνωρίζω τον Μπρουκς πολύ καλά, αλλά από τότε που μοιραστήκαμε ένα εισαγωγικό μάθημα στα οικονομικά, στο δεύτερο έτος, μου συμπεριφέρεται σαν να είμαστε παλιόφιλοι. Μαντεύω ότι το πρόβλημα έχει να κάνει με το σαββατιάτικο χορό της λέσχης, κατά παράδοση χορό
139
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μεταμφιεσμένων, και πάντα με θέμα προσωπικότητες που φοίτησαν στο Πρίνστον. «Μιλάμε, Γκιλ, θα πέσεις ξερός όταν τ' ακούσεις», λέει ο Πάρκερ, εισβάλλοντας απροειδοποίητα στο δωμάτιο. Κρατάει ένα τσιγάρο στο ένα του χέρι κι ένα ποτήρι κρασί στο άλλο..«Εσύ τουλάχιστον έχεις αίσθηση του χιούμορ». Απευθύνεται αποκλειστικά στον Γκιλ, λες και ο Πολ κι εγώ είμαστε αόρατοι. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού βλέπω τον Μπρουκς να κουνάει απαυδισμένος το κεφάλι. «Αποφάσισα να ντυθώ Τζ. Φ. Κένεντι», ανακοινώνει περιχαρής εκείνος. «Και η ντάμα μου δε θα είναι η Τζάκι, αλλά η Μέριλιν Μονρόε». Παραδόξως, ο Πάρκερ προσέχει τη σαστισμένη έκφραση μου, γιατί σβήνει το τσιγάρο του σ' ένα σταχτοδοχείο αγριοκοιτάζοντάς με. «Ναι, Τομ», μου λέει, «μπορεί ο Κένεντι να αποφοίτησε από το Χάρβαρντ, αλλά φοίτησε εδώ στο πρώτο έτος». Ο Πάρκερ, ο νεότερος γόνος μιας οικογένειας οινοπαραγωγών της Καλιφόρνια που στέλνει ένα γιο στο Πρίνστον και στη λέσχη Άϊβι επί σειρά γενεών, κατάφερε να αποκτήσει και τα δυο αυτά προνόμια αποκλειστικά και μόνο χάρη σ' αυτό που ο Γκιλ μεγαλόψυχα αποκαλεί «κεκτημένη ταχύτητα» της οικογένειας Χάσετ. Πριν προλάβω ν' απαντήσω, ο Γκιλ γέρνει μπροστά. «Κοίτα, Πάρκερ, δεν έχω χρόνο γι' αυτά. Αν θέλεις να ντυθείς Κένεντι, είναι δική σου υπόθεση. Μόνο φρόντισε να έχει κάποια καλαισθησία».
140
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Πάρκερ, που μάλλον περίμενε κάποια καλύτερη αντίδραση, ρίχνει σε όλους μια ξινισμένη ματιά και αποσύρεται αμίλητος. «Μπρουκς», λέει τώρα ο Γκιλ, «μπορείς να κατέβεις και να ρωτήσεις τον Άλμπερτ αν έχει μείνει τίποτα για φαγητό? Δεν έχουμε φάει τίποτα και είμαστε βιαστικοί». Ο Μπρουκς σηκώνεται αμέσως. Είναι ο τέλειος αντιπρόεδρος: εξυπηρετικός, ακαταπόνητος, πιστός. Ακόμα κι όταν οι χάρες που ζητάει ο Γκιλ ακούγονται κάπως σαν διαταγές, ποτέ δε φαίνεται να δυσφορεί. Μάλιστα απόψε είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω λίγο κουρασμένο κι αναρωτιέμαι αν έχει τελειώσει μόλις την εργασία του. «Ή μάλλον», τον προλαβαίνει ο Γκιλ στην πόρτα, «θα φέρω εγώ δυο πιάτα πάνω. Όσο για μένα, θα τσιμπήσω κάτι στην τραπεζαρία. Μπορούμε να κουβεντιάσουμε για την παραγγελία του κρασιού όσο τρώω». Ο Μπρουκς στρέφεται στον Πολ και σ' εμένα. «Χάρηκα που σας είδα, παιδιά», λέει. «Συγγνώμη για τον Πάρκερ. Δεν ξέρω τι τον πιάνει μερικές φορές». «Μερικές φορές?» επαναλαμβάνω μέσα από τα δόντια μου. Ο Μπρουκς προφανώς με άκουσε, γιατί χαμογελάει βγαίνοντας. «Το φαγητό θα έρθει σε λίγα λεπτά», λέει ο Γκιλ. «Θα είμαι κάτω αν με χρειαστείτε». Στρέφεται στον Πολ. «Φεύγουμε για τη διάλεξη μόλις είστε έτοιμοι», προσθέτει. Όταν φεύγει, για μερικές στιγμές δεν καταφέρνω ν' απαλλαγώ από την αίσθηση ότι ο Πολ κι εγώ διαπράττουμε κάποιου είδους απάτη, καθισμένοι όπως είμαστε σ' ένα μαονένιο τραπέζι-αντίκα μέσα σ' ένα μέγαρο του δέκατου 141
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ένατου αιώνα, περιμένοντας να μας σερβίρουν το δείπνο. Στα τέσσερα χρόνια παραμονής μου στο Πρίνστόν, αυτή η εμπειρία είναι πρωτόγνωρη για μένα. Το Κλόιστερ Ιν, η λέσχη στην οποία είμαστε μέλη ο Τσάρλι κι εγώ, είναι ένα μικρό, απλό πέτρινο κτίριο που οφείλει τη γοητεία του στη ζεστασιά που αποπνέει. Όταν τα πατώματα είναι γυαλισμένα και οι πρασινάδες έχουν κλαδευτεί, είναι αξιοπρεπές μέρος για να πιεις μια μπίρα ή να παίξεις μπιλιάρδο. Αλλά δε συγκρίνεται με την Άϊβι σε μέγεθος και επιβλητικότητα. Κύρια προτεραιότητα του μάγειρα μας είναι η ποσότητα, όχι η ποιότητα και, αντίθετα από τους φίλους μας στην Άϊβι, εμείς καθόμαστε όπου μας αρέσει, χωρίς να τηρούμε σειρά ανάλογα με την ώρα άφιξης του καθενός. Οι μισές καρέκλες είναι πλαστικές, όλα τα μαχαιροπίρουνα είναι μιας χρήσης και, μερικές φορές, όταν τα πάρτι που οργανώνουμε παραείναι δαπανηρά ή το παρακάνουμε στην κατανάλωση μπίρας, στο τέλος της βδομάδας ο δίσκος σερβιρίσματος περιέχει μόνο χοτ ντογκ. Αυτός είναι ο κανόνας για τις περισσότερες λέσχες της Πρόσπεκτ. Η Άϊβι ήταν ανέκαθεν η εξαίρεση. «Έλα λίγο κάτω μαζί μου», λέει ξαφνικά ο Πολ. Τον ακολουθώ, χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοεί με το «κάτω». Προσπερνάμε το παράθυρο με το υαλογράφημα στο πλατύσκαλο της νότιας πλευράς και συνεχίζουμε προς τα κάτω σε μια άλλη σκάλα που καταλήγει στο υπόγειο της λέσχης. Ο Πολ με οδηγεί στο διάδρομο προς το Προεδρικό Δωμάτιο. Θεωρητικά ο μόνος που έχει πρόσβαση σε αυτή την αίθουσα είναι ο Γκιλ, αλλά όταν ο Πολ άρχισε να διαμαρτύρεται ότι δεν έβρισκε ησυχία στο μικρό 142
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αναγνωστήριο στη βιβλιοθήκη ενώ πάλευε να ολοκληρώσει την εργασία του, ο Γκιλ τού υποσχέθηκε να του δώσει κλειδί του δωματίου του, με την ελπίδα να τον προσελκύσει πίσω στη λέσχη. Ο Πολ, απορροφημένος όπως ήταν στην ερευνά του, είχε βρει ελάχιστα θετικά στοιχεία στην ένταξη του στην Άϊβι. Αλλά το ευρύχωρο, ήσυχο Προεδρικό Δωμάτιο, στο οποίο έμπαινε απευθείας από τις σήραγγες με τις διασωληνώσεις του ατμού, ήταν ένα θείο δώρο που δεν μπορούσε ν αρνηθεί. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν ότι ο Γκιλ μετέτρεψε σε ξενώνα το πολυτελέστερο δωμάτιο της λέσχης, αλλά ο Πολ αντιμετώπισε την κατάσταση μπαίνοντας στο δωμάτιο σχεδόν πάντα υπογείως. Προφανώς, τα θιγμένα μέλη το κατάπιναν πιο εύκολα όσο δεν τον έβλεπαν να μπαινοβγαίνει. Όταν φτάνουμε μπροστά στην πόρτα ο Πολ ξεκλειδώνει με το κλειδί του. Τον ακολουθώ σέρνοντας τα πόδια μου, αλλά μόλις ανοίγει η πόρτα με περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Έχουν περάσει βδομάδες από την τελευταία φορά που μπήκα εδώ μέσα. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η παγωνιά. Εδώ, σ' αυτό το χώρο που κάποτε ήταν το κελάρι της λέσχης, το θερμόμετρο αγγίζει πολικές θερμοκρασίες. Μπορεί να είναι πολυτελές, πάντως αυτή τη στιγμή το δωμάτιο μοιάζει σαν να χτυπήθηκε από ανεμοστρόβιλο. Βιβλία καλύπτουν κάθε επιφάνεια σαν σωροί από μπάζα: οι περιφρονημένοι δερματόδετοι τόμοι Ευρωπαίων και Αμερικανών κλασικών στα ράφια της Άϊβι έχουν χαθεί σχεδόν πίσω από τα τεράστια λεξικά, τις ιστορικές επιθεωρήσεις, τους ναυτικούς χάρτες και τα σκόρπια σχεδιαγράμματα του Πολ. 143
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Κλείνει την πόρτα πίσω μας. Είναι τέτοιο το χαρτομάνι εδώ μέσα, ώστε αρκετά βιβλία και σημειώσεις έχουν πλησιάσει επικίνδυνα στο όμορφο τζάκι που υπάρχει δίπλα στο γραφείο. Παρ' όλα αυτά, όταν ο Πολ σαρώνει το δωμάτιο με το βλέμμα, φαίνεται ικανοποιημένος- όλα είναι όπως τα άφησε. Προχωράει πιο μέσα, σηκώνει την Ποίηση του Μιχαήλ Άγγελου από το πάτωμα και, αφού τινάζει μερικές φλούδες μπογιάς από το εξώφυλλο, την ακουμπάει προσεχτικά πάνω στο γραφείο. Βρίσκει ένα μακρύ σπίρτο πάνω στο ράφι του τζακιού, το ανάβει και σκύβει μέσα στο τζάκι, όπου μια γαλαζωπή φλόγα δίνει ζωή στις παλιές εφημερίδες κάτω από τα κούτσουρα. «Έχεις δουλέψει πολύ σκληρά», του λέω εξετάζοντας ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα σχεδιαγράμματα που καλύπτουν το γραφείο του. Εκείνος συνοφρυώνεται. «Αυτό δεν είναι τίποτα. Έχω φτιάξει τουλάχιστον μια ντουζίνα ακόμα και, πιθανότατα, είναι όλα λάθος. Τα κάνω όταν αισθάνομαι έτοιμος να τα παρατήσω όλα». Κοιτάζω το σκίτσο ενός κτιρίου που επινόησε ο Πολ. Το οικοδόμημα είναι μια συρραφή των ερειπίων που αναφέρονται στην υπνερωτομαχία: γκρεμισμένες αψίδες έχουν αναστηλωθεί, ρημαγμένα θεμέλια έχουν ενισχυθεί, τσακισμένοι από το χρόνο κίονες και κιονόκρανα ορθώνονται τώρα πλήρως αποκατεστημένα. Υπάρχει μια ολόκληρη στοίβα από παρόμοια σχέδια κάτω απ’ αυτό, καθένα μονταρισμένο με τον ίδιο τρόπο μέσα από τα θραύσματα της φαντασίας του Κολόνα, καθένα διαφορετικό. Ο Πολ έχει δημιουργήσει ένα δικό του τοπίο το 144
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
οποίο ζει εδώ κάτω, μια καταδίκη του Ιταλία. Στους τοίχους είναι κολλημένα με σελοτέϊπ άλλα σχέδια, μισοθαμμένα κάτω από καρφιτσωμένα σημειώματα. Είναι σαν γνήσια αρχιτεκτονικά σχέδια, με όλες τις γραμμές σχολαστικά υπολογισμένες σε μονάδες που δεν αναγνωρίζω. Όλα θα μπορούσαν να είναι προϊόν υπολογιστή, τόσο τέλειες είναι οι αναλογίες, τόσο καθαρογραμμένες οι σημειώσεις γύρω τους. Όμως ο Πολ, που ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ την οικονομική δυνατότητα ν' αγοράσει, ενώ αρνήθηκε ευγενικά την πρόταση του Κάρι να του αγοράσει εκείνος. Έτσι, τα πάντα εδώ μέσα είναι φτιαγμένα στο χέρι. «Τι απεικονίζουν όλα αυτά?» τον ρωτάω. «Το κτίριο που σχεδιάζει ο Φραντσέσκο». Έχω ξεχάσει σχεδόν τη συνήθεια του Πολ να μιλάει για τον Κολόνα στον ενεστώτα και να τον αποκαλεί πάντα με το μικρό του όνομα. «Ποιο κτίριο?» «Την κρύπτη του Φραντσέσκο. Το πρώτο μισό της υπνερωτομαχίας λέει ότι τη σχεδιάζει. Δε θυμάσαι?» «Φυσικά θυμάμαι. Πιστεύεις πως μοιάζει με κάποιο απ’ αυτά?» ρωτάω, δείχνοντας τα σχέδια γύρω μας. «Δεν ξέρω. Αλλά θα το ανακαλύψω». «Πώς?» Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι αυτό που είπε ο Κάρι στο μουσείο. «Γι' αυτό μιλούσατε για τοπογράφους? Σκοπεύετε να την ξεθάψετε?» «Ίσως». «Δηλαδή ανακάλυψες γιατί την έχτισε ο Κολόνα?» 145
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Αυτό ήταν το καίριο ερώτημα στο οποίο φτάσαμε λίγο πριν πάρει τέλος η συνεργασία μας. Το κείμενο της υπνερωτομαχίας είχε κάποιες μυστηριώδεις νύξεις για μια κρύπτη που κατασκεύαζε ο Κολόνα, αλλά στάθηκε αδύνατο να συμφωνήσουμε με τον Πολ σχετικά με τη φύση της. Ο Γκιλ τη φανταζόταν σαν αναγεννησιακό τύμβο για την οικογένεια του Κολόνα, με σκοπό ίσως να ανταγωνιστεί τους παπικούς τάφους του είδους που σχεδίαζε ο Μιχαήλ Άγγελος την ίδια εποχή περίπου. Εγώ απ’ τη μεριά μου, προσπαθώντας περισσότερο να συνδυάσω την κρύπτη με το Ντοκουμέντο της Μπελαντόνας, φανταζόμουν κάτι πολύ πιο ύποπτο και μυστηριώδες, που θα εξηγούσε τη μυστικοπάθεια του όλου πονήματος του Κολόνα. Το γεγονός ότι δεν περιέγραψε ποτέ πλήρως ούτε το ίδιο το οικοδόμημα ούτε το πού βρισκόταν ήταν το μεγάλο ερώτημα που έμενε αναπάντητο στην έρευνα του Πολ όταν εγώ αποσύρθηκα. Πριν προλάβει να μου απαντήσει, ακούμε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Σας έχασα», λέει ο Γκιλ, που μπαίνει ακολουθούμενος από το σερβιτόρο της λέσχης. Στέκεται απότομα, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στο δωμάτιο που ο ίδιος παραχώρησε στον Πολ, σαν άντρας που κρυφοκοιτάζει την τουαλέτα μιας γυναίκας, διστακτικός αλλά ταυτόχρονα κυριευμένος από περιέργεια. Ο σερβιτόρος στρώνει δύο υφασμάτινες πετσέτες εντοπίζοντας αριστοτεχνικά κάποια κενά ανάμεσα στις στοίβες των βιβλίων. Οι δυο τους κουβαλούν δύο
146
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
πορσελάνινα πιάτα με το έμβλημα της λέσχης, μια κανάτα νερό κι ένα καλαθάκι ψωμί. «Ζεστό χωριάτικο ψωμί», λέει ο σερβιτόρος αφήνοντας το καλάθι στη μέση. «Και φιλέτο με μαύρο πιπέρι», προσθέτει ο Γκιλ με το ίδιο ύφος. «Κάτι άλλο?» Γνέφουμε και οι δύο αρνητικά, οπότε ο Γκιλ ρίχνει μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο και επιστρέφει πάνω. Ο σερβιτόρος γεμίζει δύο ποτήρια νερό. «Θα θέλατε να πιείτε κάτι άλλο?» Του λέμε πως δε θέλουμε, οπότε αποσύρεται αθόρυβα. Ο Πολ αρχίζει να τρώει λαίμαργα. Παρακολουθώντας τον θυμάμαι την αναφορά στον Όλιβερ Τουίστ που έκανε τη μέρα που γνωριστήκαμε. Έτσι όπως άπλωνε τις χούφτες του σαν να ζητιάνευε λίγο φαγητό. Είναι φορές που αναρωτιέμαι αν η πρώτη ανάμνηση του Πολ από τα παιδικά του χρόνια είναι η πείνα. Στο ενοριακό οικοτροφείο όπου μεγάλωσε καθόταν στο ίδιο τραπέζι με άλλα έξι παιδιά, και σ' όλα τα γεύματα ίσχυε το «όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε» μέχρι ν' αδειάσουν οι πιατέλες. Δε νομίζω ότι ξέφυγε ποτέ απ’ αυτή την ψυχολογία. Ένα βράδυ, ενώ ήμασταν ακόμα πρωτοετείς και τρώγαμε όλοι μαζί στην τραπεζαρία του κοιτώνα μας, ο Τσάρλι αστειεύτηκε λέγοντας ότι ο Πολ έτρωγε τόσο γρήγορα λες και το φαγητό θα έβγαινε εκτός μόδας. Αργότερα το ίδιο βράδυ ο Πολ μας εξήγησε γιατί, και κανείς μας δεν αστειεύτηκε ξανά γι' αυτό το θέμα. Τώρα ο Πολ απλώνει το χέρι του για να πάρει μια φέτα ψωμί, απολαμβάνοντας φανερά το φαγητό του. Το γευστικό φιλέτο ανταγωνίζεται τη δυσοσμία της μούχλας και την 147
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
κάπνα της φωτιάς μ' έναν τρόπο που κάτω από διαφορετικές συνθήκες ίσως να με ευχαριστούσε. Αλλά τώρα μάλλον μου προκαλεί δυσφορία, ξυπνώντας μέσα μου ανάκατες αναμνήσεις. Παρερμηνεύοντας την ενοχλημένη έκφραση μου, ο Πολ τραβάει αμήχανα το χέρι του απ’ το καλάθι. «Πάρε ψωμί», τον παρακινώ, σπρώχνοντας το καλάθι πιο κοντά του. Πίσω μας η φωτιά τριζοβολάει στο τζάκι. Στη γωνία υπάρχει μια εσοχή στον τοίχο, στο μέγεθος μεγάλου ανελκυστήρα για δίσκους: η αγαπημένη είσοδος του Πολ στις σήραγγες ατμού. «Μου φαίνεται απίστευτο που εξακολουθείς να χώνεσαι εκεί μέσα». Εκείνος αφήνει το πιρούνι του. «Το προτιμώ απ’ το ν' αντιμετωπίζω όλους αυτούς πάνω». «Είναι σαν μπουντρούμι εδώ κάτω». «Δε σ' ενοχλούσε παλιότερα». Διαισθάνομαι μια παλιά διαφωνία να επανέρχεται. Ο Πολ σκουπίζει το στόμα του με την πετσέτα. «Ξέχασε το», λέει, κι ακουμπάει το ημερολόγιο ανάμεσα μας. «Αυτό έχει σημασία τώρα». Χτυπάει το εξώφυλλο με το δείκτη του κι έπειτα σπρώχνει το μικρό βιβλίο προς το μέρος μου. «Έχουμε μια ευκαιρία να τελειώσουμε αυτό που αρχίσαμε. Ο Ρίτσαρντ πιστεύει ότι ίσως αυτό είναι το κλειδί». Εγώ τρίβω ένα λεκέ στο γραφείο. «Ίσως θα 'πρεπε να το δείξεις στον Ταφτ». Ο Πολ με κοιτάζει αποσβολωμένος. «Ο Βίνσεντ πιστεύει πως ό,τι ανακάλυψα μαζί σου είναι άχρηστο. Με πίεζε να του 148
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αναφέρω την πρόοδο μου δύο φορές τη βδομάδα, μόνο και μόνο για να του αποδεικνύω ότι δεν κωλυσιεργώ. Έχω κουραστεί να τρέχω στο Ινστιτούτο κάθε φορά που χρειάζομαι τη βοήθεια του και μετά να τον ακούω να μου λέει ότι αυτά είναι δευτερεύουσας σημασίας». «Δευτερεύουσας σημασίας?» επαναλαμβάνω έκπληκτος. «Με απείλησε, μάλιστα, να πει στη διεύθυνση ότι χρονοτριβώ άδικα». «Ύστερα απ’ όσα ανακαλύψαμε?» «Δεν έχει σημασία», λέει. «Δε με ενδιαφέρει η γνώμη του Βίνσεντ. Το μόνο που θέλω είναι να τελειώσω», προσθέτει, δείχνοντας ξανά το ημερολόγιο. «Η προθεσμία σου λήγει αύριο». «Μαζί σε τρεις μήνες καταφέραμε περισσότερα απ’ όσα κατάφερα μόνος μου σε τρία χρόνια. Τι είναι άλλη μια νύχτα? Εξάλλου ...»συνεχίζει, χαμηλώνοντας απότομα τον τόνο της φωνής του «...η προθεσμία δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία πια». Αυτή η δήλωση με παραξενεύει, αλλά η αγανάκτηση μου για την απόρριψη του Ταφτ υπερισχύει. Ο Πολ σίγουρα το ξέρει. Νιώθω μεγαλύτερη περηφάνια για τη δουλειά που κάναμε μαζί πάνω στην υπνερωτομαχία απ’ όση για να ολο κληρώσω τη δική μου εργασία. «Ο Ταφτ δεν ξέρει τι του γίνεται», ξεσπάω. «Κανείς δεν είχε προχωρήσει τόσο βαθιά στην υπνερωτομαχία πριν από μας! Γιατί δε ζήτησες ν' αλλάξεις σύμβουλο?» Ο Πολ τρίβει αφηρημένα την ψίχα του ψωμιού στο χέρι του και την πλάθει σε μπαλίτσες. «Το ίδιο αναρωτιόμουν κι εγώ», παραδέχεται, αποστρέφοντας το βλέμμα. «Ξέρεις πόσες 149
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
φορές καθόμουν και τον άκουγα να καυχιέται ότι κατέστρεψε την ακαδημαϊκή καριέρα "κάποιου κρετίνου" με τις κριτικές ή τις εισηγήσεις του σε διάφορα πανεπιστήμια? Δεν ανέφερε ποτέ τον πατέρα σου, αλλά υπήρξαν πολλοί άλλοι. Θυμάσαι τον καθηγητή Μακιντάιρ από το Τμήμα Κλασικών Σπουδών? Το βιβλίο του σχετικά με την Ωδή σε μια Αρχαία Ελληνική Υδρία του Τζον Κιτς?» Γνέφω καταφατικά. Ο Ταφτ έγραψε ένα άρθρο γι αυτό που θεωρούσε παρακμή της κατάρτισης των καθηγητών των μεγαλύτερων πανεπιστημίων, χρησιμοποιώντας το βιβλίο του Μακιντάιρ ως βασικό παράδειγμα. Σε τρεις παραγράφους ο Ταφτ εντόπισε περισσότερα πραγματολογικά λάθη, λανθασμένες αποδόσεις και αβλεψίες απ’ όσα βρήκαν δυο ντουζίνες άλλοι μελετητές στις δικές τους κριτικές. Οι ωμές επικρίσεις του Ταφτ είχαν ως κύριο στόχο τους ίδιους τους κριτικούς, αλλά ο καθηγητής Μακιντάιρ εξευτελίστηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε στην επόμενη αξιολόγηση το πανεπιστήμιο τον απομάκρυνε από το μόνιμο προσωπικό του. Ο Ταφτ παραδέχτηκε αργότερα ότι ήθελε απλώς να εκδικηθεί για μια αμφιλεγόμενη κριτική δικού του έργου που έγραψε παλιότερα ο πατέρας του Μακιντάιρ, ο οποίος ήταν ιστορικός της Αναγέννησης. «Ο Βίνσεντ μού είπε κάποτε μια ιστορία», συνεχίζει ο Πολ, χαμηλώνοντας αισθητά τον τόνο της φωνής του, «για ένα παιδί που γνώριζε όταν ήταν μικρός, κάποιον Ροτζ Λανγκ. Τα παιδιά στο σχολείο τον φώναζαν Επ. Μια μέρα, ένα αδέσποτο σκυλί ακολούθησε τον Επ απ’ το σχολείο στο σπίτι του. Ο Επ έτρεξε, αλλά το σκυλί έτρεξε κι αυτό πίσω του. Ο Επ του πέταξε λίγο απ’ το φαγητό του, αλλά το σκυλί 150
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
δε σταμάτησε να το φάει. Τελικά, προσπάθησε να το τρομάξει μ' ένα κλαδί, αλλά το σκυλί συνέχισε να τον ακολουθεί απτόητο. «Ύστερα από κάμποσο δρόμο, ο Επ άρχισε ν' αναρωτιέται τι συνέβαινε. Οδήγησε το σκυλί μέσα σ' ένα βάτο με αγκάθια. Το σκυλί τον ακολούθησε. Του πέταξε μια πέτρα, αλλά εκείνο δεν έφυγε. Τελικά, ο Επ κλότσησε το σκυλί. Αυτό δεν κουνήθηκε ρούπι. Το κλότσησε ξανά και ξανά... και συνέχισε να το κλοτσάει ώσπου το σκότωσε... Τότε, το πήρε στην αγκαλιά του και το έθαψε κάτω από το αγαπημένο του δέντρο...» Έχω μείνει άφωνος από το σοκ. «Και ποιο ήταν το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας;» «Συμφωνα με τον Βίνσεντ, ότι ο Επ ήξερε πως είχε βρει ένα πιστό σκυλί». Δε λέω τίποτα. «Ήταν αστείο κατά τη γνώμη του;» Ο Πολ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Με τον καιρό, ο Βίνσεντ μου διηγήθηκε αμέτρητες ιστορίες για τον Επ. Όλες παρόμοιες». «Μέγας είσαι Κύριε! Γιατί;» «Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν κάποιου είδους παραβολές». «Παραβολές που επινοούσε;» «Δεν ξέρω», απαντάει διστακτικά ο Πολ. «Αλλά το "Ροτζ Επ Λανγκ" τυχαίνει να είναι κάποιου είδους αναγραμματισμός. Ξέρεις τη λέξη "doppelganger"». Ξαφνικά, αισθάνομαι αναγούλα. «Σωσίας; Θέλεις να πεις ότι ο Ταφτ τα έκανε όλα αυτά;» 151
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Στο σκυλί? Ποιος ξέρει? Δεν αποκλείεται. Αλλά αυτό που ήθελε να πει ήταν ότι έχουμε μεταξύ μας την ίδια σχέση. Αυτή τη φορά το σκυλί είμαι εγώ». «Τότε γιατί στην οργή εξακολουθείς να δουλεύεις μαζί του?» Ο Πολ αρχίζει να παίζει πάλι με το ψωμί. «Γιατί πήρα μια απόφαση. Το να μείνω με τον Βίνσεντ ήταν ο μόνος τρόπος να ολοκληρώσω την εργασία μου. Πίστεψε με, Τομ, είμαι πεπεισμένος ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικότερο απ’ όσο νομίζαμε. Είμαι τόσο κοντά στην κρύπτη του Φραντσέσκο. Χρόνια έχει να γίνει τέτοια κοσμοϊστορική ανακάλυψη. Και μετά τον πατέρα σου κανείς δεν έχει μελετήσει την υπνερωτομαχία όσο ο Βίνσεντ. Τον είχα ανάγκη», συμπληρώνει, ρίχνοντας το ψωμί στο πιάτο του. «Κι εκείνος το ήξερε». Ο Γκιλ εμφανίζεται στην πόρτα. «Εγώ τελείωσα πάνω», λέει, σαν να μας είχε καθυστερήσει. «Μπορούμε να φύγουμε». Ο Πολ φαίνεται ευχαριστημένος που η κουβέντα τελειώνει. Είναι σαν να ντρέπεται για τη συμπεριφορά του Ταφτ. Σηκώνομαι και κάνω να μαζέψω τα πιάτα μας. «Μην ανησυχείς γι' αυτά», μου λέει ο Γκιλ. «Θα στείλουν κάποιον να τα πάρει». Ο Πολ τινάζει δυνατά τα ψίχουλα από τα χέρια του. Ύστερα από λίγο ακολουθούμε και οι δυο τον Γκιλ έξω από τη λέσχη. Το χιόνι πέφτει ακόμα πυκνότερο απ’ ό,τι πριν, δίνοντας μου την αίσθηση ότι βλέπω τον κόσμο μέσα από μια οθόνη με κακή λήψη. Καθώς ο Γκιλ οδηγεί το Σάαμπ προς τα δυτικά και την κεντρική αίθουσα διαλέξεων, εγώ κοιτάζω από τον πλαϊνό καθρέφτη τον Πολ. Αναρωτιέμαι πόσο καιρό τα 152
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
κρατάει όλα αυτά μέσα του. Όπως κινούμαστε στο σκοτάδι ανάμεσα στο αχνό φως από τους φανοστάτες είναι σαν να εξαφανίζεται για κλάσματα δευτερολέπτου κάθε φορά. Το πρόσωπο του είναι μια σκιά. Η αλήθεια είναι ότι ο Πολ ανέκαθεν κρατούσε μυστικά από μας. Επί χρόνια δεν ξέραμε την αλήθεια για τα παιδικά του χρόνια, τις λεπτομέρειες από το ενοριακό οικοτροφείο. Τώρα μας κρύβει την αλήθεια για τη σχέση του με τον Ταφτ. Παρόλο που εγώ κι αυτός είμαστε πιο στενά συνδεδεμένοι, υπάρχει μια απόσταση μεταξύ μας, μια αίσθηση ότι, παρότι έχουμε πολλά κοινά, ισχύει πάντα ο κανόνας ότι οι γεροί φράκτες κάνουν τους καλούς γείτονες. Ο Λεονάρντο έγραψε ότι ο ζωγράφος πρέπει να αρχίζει κάθε του πίνακα πάνω σε μαύρο φόντο, αφού τα πάντα στη φύση είναι σκοτεινά εκτός από τα σημεία που εκτίθενται στο φως. Οι περισσότεροι ζωγράφοι κάνουν το αντίθετο, ξεκινώντας από ένα λευκό φόντο και προσθέτοντας τις σκιές στο τέλος. Όμως ο Πολ, που ξέρει τόσο καλά τον Λεονάρντο ώστε θα 'λέγε κανείς ότι ο γέροντας κοιμόταν στο κάτω κρεβάτι της κουκέτας μας, καταλαβαίνει πόσο σημαντικό είναι να αρχίζεις από τις σκιές. Με άλλα λόγια, τα μόνα πράγματα που μπορούν ποτέ να μάθουν οι άλλοι για σένα είναι αυτά που τους επιτρέπεις να δουν. Ίσως να μην είχα κατανοήσει πλήρως αυτή την άποψη, αν δεν είχε συμβεί κάτι ενδιαφέρον στην πανεπιστημιούπολη μόλις λίγα χρόνια πριν έρθουμε εμείς, κάτι που τράβηξε τόσο την προσοχή του Πολ όσο και τη δική μου. Ένας εικοσιεννιάχρονος κλέφτης ποδηλάτων ονόματι Τζέιμς Χογκ εμφανίστηκε στο Πρίνστον παριστάνοντας κάτι που δεν 153
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ήταν: ένας δεκαοχτάχρονος αγρότης από τη Νεβάδα. Ο Χογκ είπε ότι μελετούσε μόνος του τον Πλάτωνα κάτω από τ' αστέρια κι ότι είχε προπονηθεί να τρέχει ενάμισι χιλιόμετρο σε λίγο περισσότερο χρόνο από τέσσερα λεπτά. Όταν η ομάδα στίβου τον έβαλε στην πανεπιστημιούπολη για να τον εισαγάγει στις τάξεις της, τους είπε πως ήταν η πρώτη φορά που θα κοιμόταν σε κλειστό χώρο την τελευταία δεκαετία. Η γραμματεία σαγηνεύτηκε τόσο, ώστε τον έκανε δεκτό επιτόπου. Όταν εκείνος ανέβαλε για ένα χρόνο τη φοίτηση του, κανείς δεν ανησύχησε. Ο Χογκ είπε ότι έπρεπε να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του στην Ελβετία! στην πραγματικότητα, εξέτιε ποινή φυλάκισης. Το πιο αξιοπερίεργο σ' αυτή τη φάρσα ήταν ότι, ενώ η μισή ιστορία του ήταν ένα εξωφρενικό ψέμα, η άλλη μισή ήταν λίγο πολύ αλήθεια. Ο Χογκ ήταν τόσο καλός δρομέας όσο είχε ισχυριστεί και, για δύο χρόνια, ήταν το αστέρι της ομάδας στίβου του Πρίνστον. Επίσης ήταν αστέρι και στα μαθήματα, αναλαμβάνοντας ένα τόσο βαρύ πρόγραμμα σπουδών, που και να με πλήρωναν δε θα το έπαιρνα, αποσπώντας επιπλέον άριστα σε όλα τα μαθήματα. Και ήταν, μάλιστα, τόσο γοητευτικός, ώστε από την άνοιξη του δεύτερου έτους η Άϊβι τον πλεύρισε για να γίνει μέλος της. Είναι μεγάλο κρίμα που η καριέρα του έληξε τόσο άδοξα. Από απλή σύμπτωση, ένας θεατής σε αγώνες στίβου τον αναγνώρισε. Όταν διαδόθηκε το νέο, το Πρίνστον διεξήγαγε έρευνα και ζήτησε να τον συλλάβουν στη διάρκεια μιας παράδοσης σε εργαστήριο. Του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, και ο Χογκ ομολόγησε ότι ήταν ένοχος απάτης. Μέσα σε
154
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
λίγους μήνες βρέθηκε πίσω στη φυλακή, όπου τελικά βούλιαξε ξανά στην αφάνεια. Για μένα, η ιστορία του Χογκ ήταν η πιο συνταρακτική είδηση εκείνου του καλοκαιριού! η μόνη που θα μπορούσε να τη συναγωνιστεί ήταν η ανακάλυψη ότι το Playboy είχε εκδώσει την προηγούμενη άνοιξη ένα τεύχος με τις Γυναίκες της Άϊβι Λιγκ. Για τον Πολ, πάντως, είχε πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα. Όντας και ο ίδιος από τους ανθρώπους που επιμένουν σε μια επίφαση μυθοπλασίας για τη ζωή τους, προσποιούμενος ότι είχε φάει ενώ ήταν νηστικός ή ισχυριζόμενος ότι δεν είχε υπολογιστή από επιλογή, ο Πολ μπορούσε να ταυτιστεί μ' έναν άντρα που ένιωθε να απειλείται από την αλήθεια. Ένα από τα λιγοστά πλεονεκτήματα του να προέρχεσαι απ’ το πουθενά, όπως ο Τζέιμς Χογκ και ο Πολ, είναι ότι έχεις την ελευθερία να επαναπροσδιορίσεις τον εαυτό σου. Ουσιαστικά, όμως, όσο καλύτερα γνώριζα τον Πολ τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι ήταν μάλλον ένα είδος υποχρέωσης παρά ελευθερίας. Παρ' όλα αυτά, βλέποντας την κατάληξη του Χογκ, ο Πολ αναγκάστηκε να εξετάσει πιο προσεχτικά τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον επαναπροσδιορισμό του εαυτού του και την εξαπάτηση των γύρω του. Αρχής γενομένης από την πρώτη του μέρα στο Πρίνστον, ο Πολ βάδιζε επιμελώς πάνω σ' αυτή τη γραμμή, προτιμώντας να κρατάει μυστικά παρά να καταφεύγει σε ψέματα. Όταν το σκέφτομαι, μέσα μου αναβιώνει ένας παλιός φόβος. Ο πατέρας μου, που κατανοούσε τον τρόπο που τον είχε αιχμαλωτίσει η υπνερωτομαχία, σύγκρινε κάποτε το βιβλίο με μια 155
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
παράφορη ερωτική σχέση. Σε κάνει να λες ψέματα ακόμα και στον εαυτό σου, μου έλεγε. Ίσως η εργασία του Πολ είναι αυτό ακριβώς το ψέμα: ύστερα από τέσσερα χρόνια που ανεχόταν τον Ταφτ και μοχθούσε σκληρά, στερούμενος σχεδόν τα πάντα, το βιβλίο δεν του παραχώρησε σχεδόν τίποτα σε αντάλλαγμα. Κοιτώντας ξανά από τον πλαϊνό καθρέφτη, τον βλέπω να παρακολουθεί το χιόνι. Τα μάτια του έχουν μια κενή έκφραση, το πρόσωπο του φαίνεται κάτωχρο. Μπροστά αναβοσβήνει ένα πορτοκαλί φανάρι. Ο πατέρας μου μου δίδαξε κάτι ακόμα χωρίς ποτέ να το διατυπώσει με λέξεις: μην αφοσιωθείς ποτέ τόσο ολόψυχα σε κάτι που η αποτυχία του ίσως σου κοστίσει την ευτυχία σου. Ο Πολ θα πουλούσε και την τελευταία αγελάδα του για μια χούφτα μαγικά φασόλια. Και μόνο τώρα αρχίζει ν' αναρωτιέται αν η φασολιά του θα ψηλώσει όσο ονειρευόταν.
156
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
8 ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ήταν εκείνη που μου είπε ότι ένας καλός φίλος επεμβαίνει για να σε προφυλάξει από κάθε κακό τη στιγμή που του το ζητάς - αλλά ένας σπουδαίος φίλος το κάνει χωρίς καν να του το ζητήσεις. Είναι τόσο λίγες οι φορές που εμφανίζεται ένας σπουδαίος φίλος στη ζωή ενός ανθρώπου, ώστε φαίνεται σχεδόν απίστευτο όταν εμφανίζονται ταυτόχρονα τρεις. Οι τέσσερις μας γνωριστήκαμε μια δροσερή νύχτα το φθινόπωρο του πρώτου έτους. Ο Πολ κι εγώ περνούσαμε ήδη τον περισσότερο χρόνο μαζί, ενώ ο Τσάρλι -που συστήθηκε την πρώτη μέρα των μαθημάτων εισβάλλοντας στο δωμάτιο του Πολ και προσφερόμενος να τον βοηθήσει να τακτοποιήσει τα πράγματα του- έμενε σ' ένα μονόκλινο πιο κάτω στο διάδρομο. Τρέφοντας βαθιά απέχθεια για τη μοναξιά, ήταν μονίμως σε αναζήτηση νέων φίλων. Ο Πολ αντέδρασε με καχυποψία απέναντι σ' αυτό τον αεικίνητο, φορτικό τύπο που επέμενε να του κοπανάει την πόρτα έχοντας καινούριες περιπέτειες κατά νου. Κάτι στην αθλητική κορ-μοστασιά του Τσάρλι μάλλον ενεργοποιούσε ένα αντανακλαστικό φόβου μέσα του, σαν να είχε ταλαιπωρηθεί άγρια από κάποιον τραμπούκο με τα χαρακτηριστικά του Τσάρλι όταν ήταν παιδί. Εγώ, από τη μεριά μου, απορούσα που ο Τσάρλι δε μας βαριόταν,τόσο συντηρητικοί που ήμασταν. Στο μεγαλύτερο μέρος του πρώτου εξαμήνου περίμενα ότι θα μας παρατούσε μόλις έβρισκε πιο δραστήριους συντρόφους. Τον είχα κατατάξει αυθαίρετα στην κατηγορία των πλουσιόπαιδων που 157
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
επωφελούνται από τα μέτρα υπέρ των μαύρων - από τους τύπους που έχουν μητέρα νευροχειρουργό και πατέρα υψηλόβαθμο στέλεχος επιχείρησης, φοιτούν σε κυριλέ ιδιωτικά σχολεία με περισσότερους φροντιστές παρά μπελάδες και καταφθάνουν στο Πρίνστον με μοναδικό στόχο λίγη διασκέδαση κι ένα αξιοπρεπές πτυχίο με μέτριους βαθμούς. Πόσο αστεία φαίνονται τώρα όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, ο Τσάρλι μεγάλωσε στην καρδιά της Φιλαδέλφεια, δουλεύοντας εθελοντικά σε ασθενοφόρα που έσπευδαν στις συνοικίες της πόλης με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα. Ήταν ένα παιδί της μεσαίας τάξης, πήγαινε σε δημόσιο σχολείο. Ο πατέρας του ήταν τοπικός εμπορικός αντιπρόσωπος μιας εταιρείας χημικών της ανατολικής ακτής και η μητέρα του δίδασκε φυσική στο γυμνάσιο. Όταν υπέβαλε τα χαρτιά του στο πανεπιστήμιο, οι γονείς του του ξεκαθάρισαν ότι δεν μπορούσαν να του πληρώσουν τα δίδακτρα παρά μόνο για το πανεπιστήμιο της Πολιτείας. Τη μέρα που έφτασε στο Πρίνστον ο Τσάρλι ήταν πιο χρεωμένος με φοιτητικά δάνεια απ’ όσο θα ήμασταν και οι τέσσερις μαζί αποφοιτώντας. Ακόμα κι ο Πολ, που ξεκινούσε με ακόμα λιγότερα, είχε εξασφαλίσει πλήρη υποτροφία ακριβώς επειδή είχε τόσο μεγάλη ανάγκη. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος, πέρα από τα ατέλειωτα ξενύχτια του Πολ τον τελευταίο μήνα πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της πτυχιακής του, που κανείς μας δε δούλευε περισσότερο ούτε κοιμόταν λιγότερο από τον Τσάρλι. Περίμενε τη μέγιστη απόδοση από την επένδυση του, όπως το έθετε, και, για να δικαιολογήσει τις θυσίες του, 158
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
θυσίαζε ακόμα περισσότερα. Δεν ήταν εύκολο να διατηρείς μια αίσθηση ταυτότητας σ' ένα πανεπιστήμιο όπου μόνο ένας στους δεκαπέντε φοιτητές είναι μαύρος και, απ’ αυτούς, μόνο οι μισοί άντρες. Αλλά για τον Τσάρλι η ταυτότητα δεν είχε ποτέ την απόλυτα συμβατική έννοια του όρου. Ήταν προικισμένος με το πείσμα του πρωταθλητή και με ακαταμάχητη αποφασιστικότητα. Από την αρχή ένιωσα ότι ο κόσμος στον οποίο ζούσαμε ήταν δικός του, όχι δικός μας. Φυσικά, δεν τα ξέραμε όλα αυτά εκείνο το βράδυ στα τέλη του Οκτώβρη, μόλις έξι βδομάδες αφότου τον γνωρίσαμε, όταν χτύπησε την πόρτα με το τολμηρότερο σχέδιο του μέχρι τότε. Από την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου πάνω κάτω, οι φοιτητές είχαν τη συνήθεια να κλέβουν το γλωσσίδι από την καμπάνα στην κορυφή του Νασάου Χολ, του παλιότερου κτιρίου της πανεπιστημιούπολης. Η αρχική ιδέα ήταν ότι, αν η καμπάνα δε σήμανε την αρχή του νέου ακαδημαϊκού έτους, το έτος δε θα μπορούσε να αρχίσει. Δεν ξέρω αν υπήρξε κανείς που το πίστεψε πραγματικά αυτό, αλλά ξέρω ότι η κλοπή του γλωσσιδίου είχε γίνει παράδοση κι ότι οι φοιτητές δοκίμαζαν τα πάντα, από διαρρήξεις της πόρτας μέχρι αναρριχήσεις στους τοίχους, για να το πετύχουν. Ύστερα από εκατό χρόνια και βάλε, η διεύθυνση βαρέθηκε τόσο τους ριψοκίνδυνους φαρσέρ και τις βαριές νομικές συνέπειες ενός διόλου απίθανου ατυχήματος, ώστε ανακοίνωσε ότι το γλωσσίδι είχε αφαιρεθεί. Με τη διαφορά ότι ο Τσάρλι είχε πληροφορίες για το αντίθετο. Ήταν απάτη, μας διαβεβαίωσε περιχαρής! το γλωσσίδι ήταν ακόμα εκεί. Κι απόψε, με τη βοήθεια μας, θα πήγαινε να το κλέψει. 159
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Περιττό να εξηγήσω ότι η ιδέα να μπω λαθραία σ' ένα ιστορικό ορόσημο με μια αρμαθιά κλεμμένα κλειδιά και μετά να τρέχω να ξεφύγω από τους ασφαλίτες με το σακατεμένο πόδι μου -κι όλα αυτά με αντάλλαγμα ένα άχρηστο γλωσσίδι καμπάνας και δεκαπέντε λεπτά δόξας στο πανεπιστήμιο- δε μου φάνηκε και τόσο συγκλονιστική. Ωστόσο, όσο περισσότερο επιχειρηματολογούσε ο Τσάρλι τόσο καταλάβαινα ότι είχε δίκιο: αν οι τριτοετείς και οι τελειόφοιτοι έχουν τις έρευνες και τις πτυχιακές εργασίες τους και οι δευτεροετείς την έγνοια της επιλογής ειδικότητας σπουδών και λέσχης, το μόνο που απομένει στους κακόμοιρους τους πρωτοετείς είναι να ρισκάρουν ή να πέσουν στα χέρια των Αρχών. Οι κοσμήτορες δε θα μας δείξουν ποτέ μεγαλύτερη επιείκεια απ’ όση τώρα που είμαστε νεοφερμένοι. Κι όταν ο Τσάρλι επέμεινε ότι για να έχει πιθανότητες επιτυχίας το σχέδιο του απαιτούσε τρεις συνεργούς, συμφώνησα μαζί του ότι έπρεπε να ψηφίσουμε. Σε μια δίκαιη δημοκρατική ψηφοφορία υπερτερήσαμε έναντι του Πολ κι εκείνος, που απέφευγε τις διαφωνίες όσο περνούσε απ’ το χέρι του, υποχώρησε. Συμφωνήσαμε να συμμετάσχουμε ως τσιλιαδόροι για τον Τσάρλι και, αφού καταστρώσαμε το σχέδιο δράσης, συγκεντρώσαμε κι οι τρεις μαζί ό,τι μαύρα ρούχα είχαμε και ξεκινήσαμε για το Νασάου Χολ τα μεσάνυχτα. Έχω αναφέρει και νωρίτερα ότι ο νέος Τομ, -αυτός που επέζησε από το τροχαίο δυστύχημα και πάλεψε σκληρά για να ζήσει άλλη μια μέρα-, ήταν φτιαγμένος από τολμηρότερη, πιο ριψοκίνδυνη στόφα απ’ ό,τι ο άτολμος Τομ του πάλαι ποτέ. Ωστόσο, πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι. Κασκαντέρ σαν 160
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τον Ίβελ Κνίβελ δεν έγινα ποτέ. Στάθηκα έντρομος για μία ώρα στο πόστο μου, κάθιδρος από την αγωνία, αναπηδώντας μπροστά σε κάθε ίσκιο και ζαρώνοντας σε κάθε ήχο. Και τότε, λίγο μετά τη μία το πρωί, συνέβη. Καθώς η πρώτη από τις λέσχες σίτισης έκλεινε το μπαρ της, άρχισε η μαζική μετακίνηση φοιτητών και ασφαλιτών προς τα δυτικά και τα κτίρια των κοιτώνων. Ο Τσάρλι είχε υποσχεθεί ότι θα είχαμε φύγει προ πολλού από το Νασάου Χολ, αλλά να που ήταν άφαντος. Γύρισα και σφύριξα στον Πολ: «Γιατί αργεί τόσο?» Αλλά δεν πήρα απάντηση. Κάνοντας ένα βήμα προς το σκοτάδι, φώναξα πάλι πνιχτά, μισοκλείνοντας τα βλέφαρα για να δω μέσα στο σκοτάδι. «Τι κάνει εκεί πάνω?» Όταν όμως κοίταξα πίσω απ’ τη γωνία, δεν είδα πουθενά τον Πολ. Η μπροστινή πόρτα του κτιρίου ήταν μισάνοιχτη. Έτρεξα στην είσοδο. Έχωσα το κεφάλι μου στο άνοιγμα και διέκρινα αμυδρά τον Τσάρλι και τον Πολ να κουβεντιάζουν. «Δεν είναι εκεί πάνω!» έλεγε ξέπνοα ο Τσάρλι. «Βιαστείτε!» τους φώναξα. «Έρχονται». Ξαφνικά άκουσα μια φωνή από το σκοτάδι πίσω μου. «Ασφάλεια του Πανεπιστημίου! Ακίνητοι!» Γύρισα έντρομος. Ο Τσάρλι βουβάθηκε. Πρέπει να παράκουσα, γιατί μου φάνηκε ότι απ’ τον Πολ ξέφυγε μια βλαστήμια. «Βάλε τα χέρια στους γοφούς σου!» με πρόσταξε τώρα η φωνή. Το μυαλό μου θόλωσε. Σκεφτόμουν ποινές με αναστολή, προειδοποιήσεις του κοσμήτορα, αποβολή! 161
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Βάλε τα χέρια στους μοιρούς σου, είπα», επανέλαβε επιτακτικά η φωνή. Υπάκουσα. Ακολούθησε σιωπή για μια στιγμή. Πάσχιζα να διακρίνω τον ασφαλίτη μέσα στο σκοτάδι, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Ο επόμενος ήχος που άκουσα ήταν το γέλιο του. «Και τώρα κουνήσου, μωρό μου! Χόρευε». Η φιγούρα που ξεπρόβαλε απ’ τις σκιές ήταν ενός φοιτητή. Ελαφρώς μεθυσμένος, χαχάνισε και ήρθε προς το μέρος μου χορεύοντας ρούμπα. Ήταν πιο ψηλός από μένα, αλλά κοντύτερος απ’ τον Τσάρλι, και είχε σκούρα καστανά μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπο του. Το κομψό μαύρο σπορ σακάκι του κάλυπτε ένα κολλαρισμένο λευκό πουκάμισο με κάμποσα κουμπιά ξεκούμπωτα. Ο Τσάρλι κι ο Πολ πλησίασαν αμήχανα από το εσωτερικό του κτιρίου πίσω μου, με άδεια χέρια. Ο νεαρός πήγε προς το μέρος τους, χαμογελώντας πλατιά. «Ώστε είναι αλήθεια?» ρώτησε. «Ποιο πράγμα?» γρύλισε ο Τσάρλι, αγριοκοιτάζοντάς με. Ο νεαρός έδειξε προς το καμπαναριό. «Για το γλωσσίδι. Το έχουν βγάλει στ' αλήθεια?» Ο Τσάρλι δεν απάντησε, αλλά ο Πολ έγνεψε καταφατικά, κυριευμένος ακόμα από την αδρεναλίνη. Ο νέος μας φίλος το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Αλλά εσείς σκαρφαλώσατε εκεί πάνω?» Άρχισα να υποψιάζομαι πού θα κατέληγε. «Α, μα τότε, δεν μπορείτε έτσι απλά να φύγετε», είπε. Τα μάτια του άστραφταν από πονηριά. Ο Τσάρλι τον συμπαθούσε όλο και περισσότερο κάθε στιγμή που 162
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
περνούσε. Πριν περάσει πολλή ώρα, εγώ ήμουν ξανά στο πόστο μου, κρατώντας τσίλιες στην ανατολική είσοδο, ενώ οι άλλοι τρεις είχαν χωθεί πάλι στο σπηλαιώδες κτίριο. Όταν επέστρεψαν, δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ήταν με τα σώβρακα. «Τι στο διάβολο κάνετε?» τους ρώτησα άναυδος. Ήρθαν προς το μέρος μου, πιασμένοι αγκαζέ, κάνοντας ένα μικρό χορευτικό. Σηκώνοντας το βλέμμα μου προς το θόλο, είδα έξι μπατζάκια να ανεμίζουν από τον ανεμοδείκτη. Τραύλισα ότι έπρεπε να γυρίσουμε στα δωμάτια μας, αλλά αυτοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και με γιουχάϊσαν. Ο νεοφερμένος επέμενε ότι έπρεπε να γυρίσουμε σε κάποια από τις λέσχες σίτισης για να το γιορτάσουμε. Ήρθε η στιγμή για προπόσεις στην Άϊβι, είπε, ξέροντας ότι εκείνη την ώρα τα παντελόνια ήταν προαιρετικά στη λεωφόρο Πρόσπεκτ. Ο Τσάρλι συμφώνησε αμέσως. Καθώς κατευθυνόμασταν ανατολικά προς την Άϊβι, ο νεοφερμένος μας εξιστόρησε τα κατορθώματα του στο γυμνάσιο: μια φορά έβαψε την πισίνα κόκκινη για τη Γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου, μια άλλη ελευθέρωσε κατσαρίδες στο μάθημα της λογοτεχνίας, όταν τα πρωτάκια μελετούσαν τη Μεταμόρφωση του Κάφκα, και μια τρίτη σκανδάλισε το θεατρικό τμήμα φουσκώνοντας ένα γιγάντιο φαλλό πάνω από τη στέγη του θεάτρου στην πρεμιέρα του Τίτον Ανδρόνικου. Δεν μπορούσε να μην εντυπωσιαστεί κανείς απ’ όλα αυτά. Κι όπως αποδείχτηκε, ήταν κι αυτός πρωτοετής. Μας συστήθηκε ως απόφοιτος του Έξετερ, που ακούει στο όνομα Πρέστον Γκίλμορ Ράνκιν.
163
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Αλλά», πρόσθεσε, όπως θυμάμαι μέχρι σήμερα, «εσείς να με φωνάζετε Γκιλ». Ο Γκιλ ήταν πολύ διαφορετικός από μας, φυσικά. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι ήρθε στο Πρίνστον τόσο εξοικειωμένος με την ευμάρεια του Έξετερ, ώστε ο πλούτος και τα προνόμια που απέρρεαν απ’ αυτόν είχαν καταστεί αόρατα στα μάτια του. Το μόνο μέτρο σύγκρισης γι' αυτόν ήταν ο χαρακτήρας, και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που, στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου, δέθηκε αυτόματα με τον Τσάρλι και, μέσω του Τσάρλι, μ εμάς τους δυο. Η γοητεία του πάντα κατάφερνε να εξομαλύνει τις διαφορές και πολύ συχνά ένιωθα ότι, όντας με τον Γκιλ, βρισκόμουν στην καρδιά των γεγονότων. Ο Γκιλ πάντα μας κρατούσε θέσεις σε γεύματα και πάρτι και, ενώ ο Πολ και ο Τσάρλι αποφάσισαν σχετικά γρήγορα ότι η άποψη του για την κοινωνική ζωή δεν ταίριαζε απόλυτα με τη δική τους, εγώ ανακάλυψα ότι απολάμβανα την παρέα του όταν καθόμασταν γύρω από ένα τραπέζι ή πλάϊ πλάϊ στο μπαρ της Άϊβι, είτε με μεγαλύτερη συντροφιά είτε οι δυο μας. Αν ο Πολ ένιωθε σαν στο σπίτι του σε μια τάξη ή χωμένος μέσα σ' ένα βιβλίο κι ο Τσάρλι ένιωθε το ίδιο μέσα σ' ένα ασθενοφόρο, ο Γκιλ αισθανόταν σαν στο σπίτι του οπουδήποτε μπορούσε να κάνει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, κι ο υπόλοιπος κόσμος ας πήγαινε στα τσακίδια. Πολλές από τις καλύτερες βραδιές που θυμάμαι στο Πρίνστον τις πέρασα μαζί του. Γύρω στην άνοιξη του δεύτερου έτους έφτασε η στιγμή να επιλέξουμε λέσχη σίτισης - και οι λέσχες να επιλέξουν εμάς. Ως τότε οι περισσότερες είχαν καθιερώσει ένα σύστημα 164
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
κλήρωσης για την εισαγωγή νέων μελών, οι δευτεροετείς πρόσθεταν τα ονόματα τους σε μια ανοιχτή λίστα και η νέα φουρνιά των μελών επιλεγόταν στην τύχη. Αλλά μερικές διατηρούσαν το παλιό σύστημα, που ήταν γνωστό ως «διαγκωνισμός». Ο διαγκωνισμός δε διέφερε και πολύ από το γιουρούσι που γίνεται για την είσοδο σε μια αδελφότητα, με την έννοια ότι οι λέσχες επιλέγουν τα νέα τους μέλη βάσει αρετών μάλλον παρά στην τύχη. Και, όπως ακριβώς στις αδελφότητες, η έννοια των απαιτούμενων αρετών δε συμβαδίζει μ' αυτή που διαβάζεις συνήθως σ' ένα λεξικό, για παράδειγμα. Ο Τσάρλι κι εγώ βάλαμε τα ονόματα μας στην κλήρωση της Κλόιστερ Ιν, όπου φαίνονταν να συχνάζουν οι περισσότεροι φίλοι μας. Ο Γκιλ, φυσικά, αποφάσισε να διαγκωνιστεί. Και ο Πολ, επηρεασμένος από τον Ρίτσαρντ Κάρι, παλιό μέλος της Άϊβι επίσης, αποφάσισε να το ρισκάρει και να συμμετάσχει κι αυτός. Από την αρχή ο Γκιλ ήταν με το ένα πόδι μέσα στην Άϊβι. Πληρούσε κάθε πιθανό κριτήριο για να γίνει δεκτός, από το ότι ήταν γιος παλιού μέλους της λέσχης ως το ότι ανήκε στους σωστούς κύκλους μέσα στο πανεπιστήμιο. Ήταν όμορφος αλλά όχι ωραιοπαθής, πάντα κομψός αλλά όχι φανταχτερός, νευρώδης αλλά ευπρεπής, ευφυής αλλά όχι σπασίκλας. Το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος χρηματομεσίτης που έδινε στο μοναχογιό του ένα σκανδαλώδες χαρτζιλίκι ασφαλώς δε θα βάραινε εναντίον του. Κανείς μας δεν ξαφνιάστηκε όταν έγινε δεκτός στην Άϊβι την άνοιξη του δεύτερου έτους ούτε όταν εκλέχτηκε πρόεδρος την επόμενη χρονιά.
165
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Πιστεύω ότι η αποδοχή του Πολ στη λέσχη ήταν απόρροια μιας διαφορετικής συλλογιστικής. Βοήθησε, βέβαια, η μεσολάβηση του Γκιλ και, πιο έμμεσα, του Ρίτσαρντ Κάρι, που υποστήριξαν την υποψηφιότητα του σε κύκλους όπου ο Πολ δε θα έμπαινε ποτέ. Αλλά η επιτυχία του δεν οφειλόταν αποκλειστικά σ' αυτές τις διασυνδέσεις. Ως τότε ο Πολ είχε ήδη ξεχωρίσει ως μία από τις ακαδημαϊκές μορφές του έτους μας. Αντίθετα από τους βιβλιοφάγους που έμεναν θαμμένοι στη Φαϊρστόουν, η περιέργεια που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη του τον έκανε απολαυστική συντροφιά. Οι τελειόφοιτοι της Άϊβι φαίνονταν γοητευμένοι από τον δευτεροετή που δεν έδινε καμιά λαβή για τις συνηθισμένες πλάκες, αλλά αναφερόταν σε νεκρούς συγγραφείς με το μικρό τους όνομα και φερόταν λες και τους ήξερε προσωπικά. Όταν επέστρεψε εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό, ζαλισμένος από την τελετουργική σαμπάνια, σκέφτηκα ότι είχε βρει ένα καινούριο σπίτι. Και πράγματι, για ένα διάστημα, ο Τσάρλι κι εγώ ανησυχούσαμε ότι η γοητεία της λέσχης θ' απομάκρυνε σταδιακά τον Γκιλ και τον Πολ από μας. Παράλληλα, ο Ρίτσαρντ Κάρι άρχισε να διαδραματίζει όλο και σημαντικότερο ρόλο στη ζωή του Πολ. Είχαν γνωριστεί στις αρχές του πρώτου έτους, όταν δέχτηκα να δειπνήσω με τον Κάρι σ' ένα απ’ τα σπάνια ταξίδια μου στη Νέα Υόρκη. Το ενδιαφέρον που έδειχνε για μένα μετά το θάνατο του πατέρα μου ανέκαθεν μου φαινόταν αλλόκοτο και ιδιοτελές, -δεν μπορούσα να καταλήξω ποιος απ’ τους δυο θα ήταν το υποκατάστατο, ο άτεκνος πατέρας ή ο ορφανός γιος-, κι έτσι ζήτησα από τον Πολ να έρθει μαζί, ως 166
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αντιπερισπασμός. Τα πράγματα πήγαν καλύτερα απ’ ό,τι έλπιζα. Η σύνδεση μεταξύ τους ήταν άμεση: το όραμα που πάντα φαινόταν να έχει ο Κάρι για το προσωπικό δυναμικό μου, το οποίο ισχυριζόταν πως κληρονόμησα από τον πατέρα μου, υλοποιήθηκε ως διά μαγείας στο πρόσωπο του Πολ. Το ενδιαφέρον του τελευταίου για την υπνερωτομαχία αφύπνισε μνήμες από τις ένδοξες μέρες του Κάρι, όταν μελετούσε το βιβλίο μαζί με τον πατέρα μου και τον Βίνσεντ Ταφτ. Το επόμενο εξάμηνο προσφέρθηκε να καλύψει τα έξοδα του Πολ ώστε να αφιερώσει το καλοκαίρι του στην έρευνα στην Ιταλία. Η φορτική υποστήριξη που πρόσφερε στον Πολ, είχε ήδη αρχίσει να με ανησυχεί. Πάντως, οι ανησυχίες που τρέφαμε ο Τσάρλι κι εγώ μήπως χάσουμε τους δύο καλούς μας φίλους αποδείχτηκαν πολύ γρήγορα αβάσιμες. Το τέλος του τρίτου έτους ο Γκιλ πρότεινε να συγκατοικήσουμε και οι τέσσερις ως τελειόφοιτοι, μια απόφαση που σήμαινε ότι ήταν πρόθυμος να παραιτηθεί από το Προεδρικό Δωμάτιο της Άϊβι για να μένει μαζί μας στην πανεπιστημιούπολη. Ο Πολ δέχτηκε αμέσως. Κι έτσι, τραβώντας ένα μέτριο κλήρο στη λοταρία των δωματίων, καταλήξαμε σ' ένα τετράκλινο δωμάτιο στη βόρεια πλευρά του Ντοντ. Ο Τσάρλι υποστήριξε ότι το δωμάτιο στον τρίτο όροφο θα μας ανάγκαζε να γυμναζόμαστε περισσότερο, αλλά η άνεση και η κοινή λογική υπερίσχυσαν. Έτσι η σουίτα του ισογείου, εξοπλισμένη τέλεια χάρη στον Γκιλ, έγινε το σπίτι μας για την τελευταία χρονιά μας στο Πρίνστον. Τώρα, καθώς ο Γκιλ, ο Πολ κι εγώ φτάνουμε στο προαύλιο ανάμεσα στο παρεκκλήσι του πανεπιστημίου και τη μεγάλη 167
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αίθουσα διαλέξεων, αντικρίζουμε ένα αλλόκοτο θέαμα: υπάρχουν πάνω από μια ντουζίνα υπαίθριες τέντες, που η καθεμιά καλύπτει ένα μακρόστενο στρωμένο τραπέζι. Ξέρω τι σημαίνει αυτό, απλώς αδυνατώ να το πιστέψω. Οι διοργανωτές της διάλεξης σκοπεύουν να σερβίρουν εδέσματα και αναψυκτικά έξω! Τα τραπέζια είναι έρημα θυμίζοντας επαρχιακό πανηγύρι λίγο πριν ξεσπάσει θύελλα. Το έδαφος κάτω από τις τέντες είναι γεμάτο λάσπες, ανώμαλο από τις τούφες των αγριόχορτων. Το χιόνι έχει αρχίσει ήδη να καλύπτει το γύρω χώρο ενώ τα τραπεζομάντιλα χτυπάνε δυνατά από τον αέρα. Τα συγκρατούν μεγάλες ασημένιες κανάτες που σύντομα θα γεμίσουν ζεστή σοκολάτα ή καφέ και μεγάλες πιατέλες με μπισκότα και παστάκια μέσα σε διαφανές πλαστικό. Είναι μια αλλόκοτη εικόνα μέσα στο έρημο προαύλιο, σαν πόλη αφανισμένη από κάποια θεομηνία, μια αυτοσχέδια Πομπηία. «Πλάκα μας κάνουν», λέει ο Γκιλ καθώς παρκάρει. Μέχρι να βγούμε απ’ το αυτοκίνητο, εκείνος βαδίζει ήδη προς την είσοδο του κτιρίου, σταματώντας για να ταρακουνήσει ένα υποστήριγμα της πιο κοντινής τέντας. Ολόκληρος ο θόλος σείεται απότομα. «Σταθείτε να το δει ο Τσάρλι!» Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Τσάρλι εμφανίζεται στην πόρτα του κτιρίου. Για κάποιο λόγο φαίνεται έτοιμος να φύγει. «Έϊ, Τσακ», του φωνάζω δείχνοντας του το προαύλιο. «Πώς σου φαίνεται τούτο δω?» Όμως ο Τσάρλι έχει άλλα στο μυαλό του.
168
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Πώς θέλατε να μπω στην αίθουσα διαλέξεων?» ρωτάει κοφτά τον Γκιλ. «Αφού, σαν βλάκες που είστε, βάλατε μια τύπισσα στην είσοδο και δε μ' αφήνει να περάσω!» Ο Γκιλ μας κρατάει ανοιχτή την πόρτα να περάσουμε. Δεν έχει αμφιβολία ότι με τη λέξη «βλάκες» ο Τσάρλι εννοεί τα μέλη της Άϊβι. Ως αντιπρόεδροι της μεγαλύτερης χριστιανικής ένωσης του πανεπιστημίου, τρεις τελειόφοιτες από τη λέσχη συντονίζουν τις πασχαλινές εκδηλώσεις. «Χαλάρωσε, φίλε μου», λέει ο Γκιλ. «Απλώς προσπαθούν να προλάβουν καμιά κασκαρίκα από τη λέσχη Κότατζ. Ξέρεις, αυτά τα πράγματα είναι καλύτερα να τα σκοτώνεις μικρά...» «Λίγο ακόμα και θα σκότωνα την τύπισσα εκεί μέσα, κι ας πρόλαβε να μεγαλώσει!» λέει φουρκισμένος ο Τσάρλι. «Περίφημα», λέω, αδημονώντας να βρεθώ στη ζέστη της αίθουσας διαλέξεων. Τα παπούτσια μου έχουν μουσκέψει κιόλας. «Δεν πάμε μέσα καλύτερα?» Στο κεφαλόσκαλο μια δευτεροετής με μαλλιά κοκαλωμένα από τη λακ και μαύρισμα σκιέρ κάθεται πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι, κουνώντας επικριτικά το κεφάλι της. Όλα αλλάζουν μόλις εμφανίζεται πίσω μας ο Γκιλ. Η κοπέλα κοιτάζει απολογητικά τον Τσάρλι. «Λυπάμαι, δεν ήξερα ότι ήσουν με τον Γκιλ...» αρχίζει να δικαιολογείται. Από μέσα ακούω τη φωνή της καθηγήτριας Χέντερσον από το Τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας. Προλογίζει τον Ταφτ στο κοινό. «Ξέχνα το», της λέει ο Τσάρλι περνώντας αγέρωχα μπροστά από το τραπέζι. Η αίθουσα είναι κατάμεστη. Σε όλο το μήκος των πλαϊνών διαδρόμων και στο πίσω μέρος της στέκονται όσοι δεν 169
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
πρόλαβαν να βρουν θέση. Εντοπίζω την Κέιτι σε μια πίσω σειρά με ένα ζευγάρι δευτεροετείς της Άϊβι, αλλά, πριν προλάβω να τραβήξω την προσοχή της, ο Γκιλ με σπρώχνει, ψάχνοντας ένα σημείο όπου μπορούμε να σταθούμε και οι τέσσερις μαζί. Φέρνει το δείκτη στα χείλη του και μου γνέφει να κοιτάξω μπροστά. Ο Ταφτ ανεβαίνει κιόλας στο βήμα. Η διάλεξη της Μεγάλης Παρασκευής είναι μια παράδοση με βαθιές ρίζες στο Πρίνστον, η πρώτη από τις τρεις πασχαλινές εορταστικές εκδηλώσεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνικής ζωής πολλών φοιτητών, χριστιανών ή όχι. Σύμφωνα με το θρύλο, οι εκδηλώσεις αυτές καθιερώθηκαν την άνοιξη του 1758 από τον ίδιο τον Τζόναθαν Έντουαρντς, τον ένθερμο θρησκευόμενο από τη Νέα Αγγλία που έγινε ο τρίτος πρόεδρος του Πρίνστον. Ο Έντουαρντς ώθησε τους φοιτητές σ' ένα κήρυγμα το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, σ' ένα θρησκευτικό γεύμα το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και σε μια λειτουργία τα μεσάνυχτα πριν από την Κυριακή του Πάσχα. Για κάποιο λόγο, αυτό το τελετουργικό παρέμεινε ανέπαφο μέχρι σήμερα, επωφελούμενο από την ανοσία στο χρόνο και τη φθορά που το πανεπιστήμιο, σαν αρχαίος λάκκος πίσσας, προσδίδει σε οτιδήποτε πέφτει μέσα του και πεθαίνει. Όπως το έφερε η μοίρα, ένα απ’ αυτά ήταν ο ίδιος ο Τζόναθαν Έντουαρντς. Λίγο μετά την άφιξη του στο Πρίνστον, ο Έντουαρντς έκανε ένα εμβόλιο ευλογιάς που παραήταν ισχυρό για το γερασμένο οργανισμό του και, μέσα σε τρεις μήνες, πέθανε. Παρόλο που μάλλον ήταν υπερβολικά αδύναμος για να έχει εφεύρει τις τελετουργίες που του αποδόθηκαν, η διεύθυνση 170
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
του πανεπιστημίου επαναλαμβάνει κάθε χρόνο και τις τρεις εντός ενός, κατ' ευφημισμόν, «σύγχρονου πλαισίου». Υποψιάζομαι ότι ο Τζόναθαν Έντουαρντς δεν υπήρξε ποτέ λάτρης ούτε των ευφημισμών ούτε των σύγχρονων πλαισίων. Δεδομένου ότι η πιο γνωστή μεταφορά που χρησιμοποιούσε για την ανθρώπινη ζωή αφορούσε μια αράχνη που κρέμεται πάνω από τα καζάνια της κόλασης, παρατημένη να αιωρείται εκεί από έναν οργισμένο Θεό, ο γέροντας πρέπει να στριφογυρίζει στον τάφο του κάθε άνοιξη. Το κήρυγμα της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι πλέον τίποτα περισσότερο από μια διάλεξη που δίνει ένας καθηγητής του τμήματος Κλασικών Σπουδών, το μόνο πράγμα που αναφέρεται λιγότερες φορές ακόμα και από το όνομα του Κυρίου σ' αυτή τη διάλεξη είναι η κόλαση. Το αρχικό θρησκευτικό γεύμα, το οποίο πρέπει να ήταν λιτό και αυστηρά προτεσταντικό, είναι τώρα ένα συμπόσιο στην πιο όμορφη φοιτητική αίθουσα χορού του πανεπιστημίου. Και η νυχτερινή λειτουργία, η οποία στοιχηματίζω ότι κάποτε έκανε αυτούς τους τοίχους να τρέμουν, είναι τώρα ένας μη δογματικός εορτασμός της πίστης, στον οποίο ούτε καν οι άθεοι και οι αγνωστικιστές δεν αισθάνονται εκτός τόπου. Ίσως γι' αυτό στις πασχαλινές εκδηλώσεις συμμετέχουν φοιτητές με οποιοδήποτε υπόβαθρο, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, και αποχωρούν όλοι ευτυχείς, με τις προσδοκίες τους ενδυναμωμένες και τις ευαισθησίες τους απρόσβλητες. Ο Ταφτ στέκεται στο βήμα, χοντρός και δασύτριχος όπως πάντα. Κοιτώντας τον, σκέφτομαι τον Προκρούστη, το μυθικό ληστή που βασάνιζε τα θύματα του τεντώνοντας τα 171
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
πάνω σ' ένα κρεβάτι αν ήταν πολύ κοντά ή κόβοντας τα άκρα τους αν ήταν πολύ ψηλά. Κάθε φορά που τον βλέπω σκέφτομαι πόσο δύσμορφος είναι, πόσο δυσανάλογα μεγάλο είναι το κεφάλι του και πόσο τουρλωτή η κοιλιά του, πώς κρέμεται το λίπος από τα μπράτσα του, θαρρείς και η σάρκα δεν τεντώθηκε ποτέ πάνω τους. Εντούτοις, η εντύπωση που δίνει επί σκηνής παραπέμπει κάπως στην όπερα. Με το ζαρωμένο λευκό πουκάμισο και το φαγωμένο τουίντ σακάκι του είναι επιβλητικότερος απ’ όσο θα περίμενε κανείς, μια διάνοια που τανύζει το σάρκινο περίβλημα της στα όρια του. Η καθηγήτρια Χέντερσον πλησιάζει για να τοποθετήσει το μικρόφωνο-ψείρα στο πέτο του κι ο Ταφτ στέκεται ακίνητος, σαν κροκόδειλος που αφήνει ένα πουλί να του καθαρίσει τα δόντια. Αυτός είναι ο γίγαντας στην κορυφή της φασολιάς του Πολ. Αναλογιζόμενος την ιστορία του Επ Λανγκ και του σκύλου, αισθάνομαι πάλι το στομάχι μου να ανακατεύεται. Μέχρι να βρούμε λίγο χώρο να σταθούμε στο βάθος της αίθουσας, ο Ταφτ έχει αρχίσει, ξεφεύγοντας ήδη από τις συνηθισμένες αερολογίες άλλων ρητόρων. Μάλιστα, έχει ετοιμάσει και προβολή διαφανειών και πάνω στη φαρδιά άσπρη οθόνη εμφανίζεται μια σειρά εικόνων, η μία πιο ανατριχιαστική από την προηγούμενη. Άγιοι που βασανίζονται, μάρτυρες που κατακρεουργούνται. Ο Ταφτ λέει ότι η πίστη δίνεται ευκολότερα απ’ όσο η ζωή, αλλά αφαιρείται πολύ πιο δύσκολα. Κι έχει φέρει παραδείγματα για να τεκμηριώσει την άποψη του. «Ο Άγιος Διονύσιος», λέει με φωνή που πάλλεται μέσα από τα μεγάφωνα που κρέμονται ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια 172
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μας, «μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Σύμφωνα με το θρύλο, το σώμα του πήρε το κεφάλι του και εξαφανίστηκε»^!" Τώρα πάνω από το αναλόγιο αιωρείται ένας πίνακας που παρουσιάζει έναν άντρα με δεμένα τα μάτια και το κεφάλι του πάνω σ' ένα κούτσουρο. Ο δήμιος κρατάει ψηλά έναν πελώριο πέλεκυ. «Ο άγιος Κουιντίνος», συνεχίζει περνώντας στην επόμενη εικόνα, «όπωςτον απεικόνισε ο Γιάκομπ Γιορντάενς στα 1650. Τον βασάνισαν στον τροχό και τον μαστίγωσαν άγρια. Προσευχήθηκε στο Θεό να του δώσει δύναμη και επέζησε, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ως μάγος. Τον έδεσαν για δεύτερη φορά στον τροχό και τον ξυλοκόπησαν. Έπειτα, τρύπησαν τη σάρκα του με σιδερένια σύρματα από τους ώμους ως τους μηρούς. Του έμπηξαν σιδερένια καρφιά στα δάχτυλα, στο κρανίο και στον κορμό. Τελικά τον αποκεφάλισαν». Ο Τσάρλι, αδυνατώντας να καταλάβει το νόημα όλων αυτών ή, ίσως, σκληραγωγημένος από τη φρίκη που έχει αντικρίσει μέσα στο ασθενοφόρο, στρέφεται προς το μέρος μου. «Αλήθεια, τι ήθελε ο Στάϊν τελικά?» με ρωτάει ψιθυριστά. Τώρα στην οθόνη εμφανίζεται η σκοτεινή εικόνα ενός άντρα που φοράει μόνο ένα κάλυμμα στην περιοχή των βουβών ων, τον οποίο αναγκάζουν να ξαπλώσει πάνω σε μια μεταλλική επιφάνεια. Από κάτω είναι αναμμένη μια φωτιά. «Ο Άγιος Λαυρέντιος», συνεχίζει ο Ταφτ, που γνωρίζει αρκετά καλά τις λεπτομέρειες ώστε δε χρειάζεται να
173
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
συμβουλευτεί τις σημειώσεις της. «Μαρτύρησε το 248 - τον έκαψαν ζωντανό πάνω σε πυρακτωμένη σχάρα». «Βρήκε ένα βιβλίο που χρειάζεται ο Πολ για την εργασία του», απαντάω. Ο Τσάρλι γνέφει προς το πακέτο στο χέρι του Πολ. «Πρέπει να είναι σημαντικό», συμπεραίνει. Προσπαθώ να διακρίνω μια νότα μομφής στον τόνο της φωνής του, μια υπενθύμιση ότι ο Στάϊν μας χάλασε το παιχνίδι, αλλά ο Τσάρλι μιλάει σοβαρά. Τόσο αυτός όσο και ο Γκιλ εξακολουθούν να προφέρουν λάθος τον τίτλο της υπνερωτομαχίας πέντε στις δέκα φορές, αλλά, τουλάχιστον, ο Τσάρλι συναισθάνεται πλήρως πόσο σκληρά μόχθησε ο Πολ και πόσο σημαντική είναι γι' αυτόν η ερευνά του. Ο Ταφτ πατάει ένα κουμπί πίσω από το αναλόγιο και μια ακόμα πιο αλλόκοτη εικόνα εμφανίζεται. Ένας άντρας είναι ξαπλωμένος πάνω σε μια ξύλινη τάβλα, με μια τρύπα στο πλάϊ της κοιλιάς του. Δυο άντρες που τον πλαισιώνουν στρίβουν κάποιου είδους λωρίδα από το εσωτερικό της τρύπας πάνω σε μια σούβλα. «Ο άγιος Έρασμος ή Έλμος», λέει ο Ταφτ. «Βασανίστηκε επί Διοκλητιανού. Τον κακοποίησαν με μαστίγια και ρόπαλα. Επέζησε. Τον έσυραν στην πίσσα και του έβαλαν φωτιά. Επέζησε. Τον έριξαν στη φυλακή. Δραπέτευσε. Τον συνέλαβαν ξανά και τον ανάγκασαν να καθίσει σε μια πυρακτωμένη σιδερένια καρέκλα. Τελικά, τον σκότωσαν ανοίγοντας του την κοιλιά και στρίβοντας τα έντερα του σ' ένα μάγκανο». Ο Γκιλ στρέφεται προς το μέρος μου. «Μιλάμε για πολύ ασυνήθιστη διάλεξη!» 174
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Κάποιος από πίσω ετοιμάζεται να μας επιπλήξει που μιλάμε, αλλά ρίχνει μια πλάγια ματιά στον Τσάρλι και το ξανασκέφτεται. «Οι ασφαλίτες δε μου έδωσαν την παραμικρή σημασία όταν τους μίλησα για τη σήτα», ψιθυρίζει στον Γκιλ ο Τσάρλι, εξακολουθώντας την κουβέντα. Εκείνος Παριστάνει ότι έχει απορροφηθεί από τη διάλεξη, μη θέλοντας, προφανώς, να επανέλθει στο θέμα της εισβολής στο δωμάτιο μας. «Ο Απόστολος Πέτρος», συνεχίζει ο Ταφτ, «έργο του Μιχαήλ Αγγέλου του 1550 περίπου. Ο απόστολος μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νέρωνα, αφού σταυρώθηκε - ανάποδα, κατόπιν δικής του παράκλησης. Ήταν πολύ ταπεινός για να σταυρωθεί με τον ίδιο τρόπο όπως ο Χριστός». Πάνω στη σκηνή, η καθηγήτρια Χέντερσον φαίνεται αμήχανη! τραβάει νευρικά ένα κομπαλάκι στο μανίκι της. Χωρίς καμιά επιχειρηματολογία να συνδέει τη μια διαφάνεια με την άλλη, η διάλεξη του Ταφτ αρχίζει να θυμίζει όλο και περισσότερο σαδιστικό πανόραμα. Οι συνηθισμένοι ψίθυροι μέσα στην αίθουσα διαλέξεων έχουν σβήσει. Επικρατεί μια ενοχλημένη σιωπή. «Έι», λέει ο Γκιλ, σκουντώντας μαλακά τον Πολ, «πάντα γι' αυτά μιλάει ο Ταφτ?» Ο Πολ γνέφει καταφατικά. «Είναι λίγο φευγάτος, έτσι?» ψιθυρίζει ο Τσάρλι. Οι δυο τους, απέχοντας τόσο καιρό από την ακαδημαϊκή ζωή του Πολ, μόλις τώρα το συνειδητοποιούν. Ο Πολ γνέφει ξανά, αλλά δε λέει τίποτα. 175
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Κι έτσι», συνεχίζει ο Ταφτ, «φτάνουμε στην Αναγέννηση. Το λίκνο ενός άντρα που ασπάστηκε τη γλώσσα της βίας που σας παρουσίασα. Αυτό που επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας απόψε δεν είναι μια ιστορία που δημιούργησε πεθαίνοντας, αλλά ένα μέρος της μυστηριώδους ιστορίας που δημιούργησε ενόσω ακόμα ζούσε. Ο άντρας στον οποίο αναφέρομαι ήταν ένας ευγενής από τη Ρώμη ονόματι Φραντσέσκο Κολόνα. Έγραψε ένα από τα σπανιότερα βιβλία που τυπώθηκαν ποτέ: την υπνερωτομαχία Πολύφιλου». Τα μάτια του Πολ είναι στυλωμένα στον Ταφτ. Στο χαμηλό φωτισμό οι κόρες του έχουν διασταλεί εντελώς. «Από τη Ρώμη?» επαναλαμβάνω ψιθυριστά. Ο Πολ με κοιτάζει γεμάτος δυσπιστία. Πριν προλάβει ν' απαντήσει, όμως, ξεσπάει σαματάς πίσω μας, στην είσοδο της αίθουσας. Ακούμε μια έντονη, βίαιη λογομαχία ανάμεσα στην κοπέλα στην πόρτα κι έναν επιβλητικό άντρα, του οποίου διακρίνουμε μόνο το περίγραμμα. Οι φωνές τους ακούγονται όλο και πιο δυνατές. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όταν ο άντρας γυρίζει προς το φως, τον αναγνωρίζω αμέσως.
176
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
9 ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΟΦΩΝΕΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΕΣ της ξανθιάς, ο Ρίτσαρντ Κάρι μπαίνει στην αίθουσα διαλέξεων. Δεκάδες κεφάλια στο πίσω μέρος στρέφονται και τον κοιτάζουν. Ο Κάρι σαρώνει το κοινό με το βλέμμα κι έπειτα καρφώνει τα μάττια στο βήμα. «Αυτό το βιβλίο», συνεχίζει ο Ταφτ, αγνοώντας την αναστάτωση που επικρατεί στην άκρη της αίθουσας, «είναι ίσως το μεγαλύτερο εναπομείναν μυστήριο της δυτικής βιβλιογραφίας». Απ’ όλες τις πλευρές, οι φοιτητές, απορημένοι, ρίχνουν κλεφτές ματιές στον εισβολέα. Πέρα από την ατημέλητη εμφάνιση του, με τη λυτή γραβάτα και το σακάκι στο χέρι, ο Κάρι φαίνεται ανάστατος και τα μάτια του γυαλίζουν αλλόκοτα. Ο Πολ αρχίζει ν' ανοίγει δρόμο μέσα από ένα μικρό πλήθος φοιτητών. «Εκδόθηκε από το πιό ξακουστό τυπογραφείο της Ιταλίας την εποχή της Αναγέννησης, αλλά ακόμα και η ταυτότητα του συγγραφέα του παραμένει άγνωστη». «Τι κάνει αυτός ο τύπος?» ρωτάει ψιθυριστά ο Τσάρλι. Ο Γκιλ κουνάει το κεφάλι του σαστισμένος. «Ο Ρίτσαρντ Κάρι δεν είναι?» Τώρα ο Πολ έχει φτάσει πίσω πίσω στην αίθουσα και προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του Κάρι. «Πολλοί πιστεύουν πως δεν είναι μόνο το πιο παρεξηγημένο βιβλίο του κόσμου αλλά επίσης το πιο πολύτιμο -, με μόνη εξαίρεση τη Βίβλο του Γουτεμβέργιου», 177
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Στο μεταξύ, ο Πολ έχει φτάσει δίπλα στον Κάρι. Επιφυλακτικά σχεδόν, απλώνει το χέρι του στην πλάτη του άντρα και του ψιθυρίζει κάτι, αλλά εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Ήρθα εδώ», λέει ο Κάρι τόσο δυνατά ώστε κάμποσοι φοιτητές από την πρώτη σειρά στρέφονται να δουν τι συμβαίνει, «για να πω κι εγώ κάτι». Ο Ταφτ σωπαίνει. Όλα τα πρόσωπα στην αίθουσα έχουν στραφεί προς τον άγνωστο. Σηκώνει το χέρι του και το περνάει αργά πάνω στο κεφάλι του. Καρφώνοντας τον Ταφτ με το βλέμμα του, σπάει τη νεκρική σιωπή που έχει πέσει στην αίθουσα. «Τη γλώσσα της βίας?» επαναλαμβάνει με διαπεραστική, ανοίκεια φωνή. «Άκουσα αυτή τη διάλεξη πριν από είκοσι χρόνια, Βίνσεντ, όταν νόμιζες ότι εγώ ήμουν το ακροατήριο σου». Στρέφεται προς το πλήθος και τεντώνει τα μπράτσα του στα πλάγια. «Σας μίλησε για τον Άγιο Λαυρέντιο? Για τον Άγιο Κουιντίνο? Τον Άγιο Έρασμο και το μάγκανο? Δεν άλλαξε τίποτα, λοιπόν, Βίνσεντ?» Τώρα ακούγονται μουρμουρητά, καθώς το ακροατήριο αντιλαμβάνεται την περιφρόνηση στον τόνο της φωνής του Κάρι. Από μια γωνία ηχεί ένα νευρικό γελάκι. «Αυτός, φίλοι μου», συνεχίζει ο Κάρι, δείχνοντας τον άντρα στο βήμα, «δεν είναι παρά ένας ανάξιος γραφιάς. Ένας παλιάτσος απατεώνας». Στρέφεται πάλι και κοιτάζει κατάματα τον Ταφτ. «Ακόμα κι ένας τσαρλατάνος μπορεί να ξεγελάσει δυο φορές τον ίδιο άνθρωπο, Βίνσεντ. Αλλά εσύ? Εσύ λυμαίνεσαι τους αθώους». Ακουμπάει τ' ακροδάχτυλά του στα χείλη του και τα φιλάει ηχηρά. 178
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Bravissimo, il Flaudolento!» Τεντώνοντας ψηλά τα μπράτσα του, παρακινεί το κοινό να σταθεί όρθιο. «Ας τον χειροκροτήσουμε, φίλοι μου! Τρία ζήτω για τον Άγιο Βικέντιο, προστάτη άγιο των ληστών». Ο Ταφτ συνέρχεται ξαφνικά από την έκπληξη. «Τι θέλεις εδώ, Ρίτσαρντ?» «Καλά, αυτοί οι δύο γνωρίζονται?» ψιθυρίζει ο Τσάρλι. Στο μεταξύ, ο Πολ προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του Κάρι παρακαλώντας τον να σταματήσει, αλλά αυτός συνεχίζει ακάθεκτος. «Τι θέλεις εσύ εδώ, παλιέ μου φίλε? Ήρθες με τη ιδιότητα του ηθοποιού ή του καθηγητή? Τι θα κλέψεις αυτή τη φορά, τώρα που το ημερολόγιο του Γενοβέζου δεν είναι πια στα χέρια σου?» Μόλις ακούει αυτά τα λόγια ο Ταφτ τινάζεται μπροστά και βροντοφωνάζει: «Σου απαγορεύω! Τι προσπαθείς να κάνεις?» Όμως η φωνή του Κάρι ηχεί επιβλητική, σαν τη φωνή πνεύματος που προσκλήθηκε και δεν εννοεί ν' αποχωρήσει. «Που έβαλες εκείνο το κομμάτι δέρματος που βρισκόταν μέσα στο ημερολόγιο, Βίνσεντ? Μόνο αυτό πες μου και θα φύγω. Εσύ μείνε να συνεχίσεις τη φαρσοκωμωδία σου». Οι σκιές της αίθουσας διαλέξεων γλιστρούν δυσάρεστα στο πρόσωπο του Κάρι. Η καθηγήτρια Χέντερσον, που έχει παραλύσει από την έκπληξη, συνέρχεται επιτέλους. Πετάγεται όρθια και φωνάζει: «Κάποιος να καλέσει την ασφάλεια!»
179
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ένας ασφαλίτης είναι κιόλας έτοιμος ν' αρπάξει τον Κάρι από το μπράτσο, όταν ο Ταφτ του γνέφει να παραμερίσει. Είναι και πάλι απόλυτος κύριος του εαυτού του. «Όχι», γρυλίζει ο δράκος του παραμυθιού. «Αφήστε τον! Θα φύγει μονάχος του. Καλά δε λέω, Ρίτσαρντ? Θα φύγεις πριν σε συλλάβουν, έτσι δεν είναι?» Ο Κάρι δεν πτοείται από την απειλή. «Κοίταξε μας, Βίνσεντ. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, κι ακόμα συνεχίζουμε τον ίδιο πόλεμο. Πες μου που είναι το σχεδιάγραμμα και δε θα με ξαναδείς ποτέ. Είναι η μόνη εκκρεμότητα μεταξύ μας πια. Όλα τ' άλλα...» κάνει μια πλατιά κίνηση με το χέρι του, που περιλαμβάνει την αίθουσα διαλέξεων κι όλους εμάς μαζί «...είναι επουσιώδη». «Φύγε, Ρίτσαρντ», λέει ο Ταφτ. «Εσύ κι εγώ προσπαθήσαμε και αποτύχαμε», συνεχίζει ο Κάρι. «Τι λένε οι Ιταλοί? Δεν υπάρχει χειρότερος κλέφτης από ένα κακό βιβλίο. Ας φερθούμε αντρίκεια κι ας δώσουμε τη σκυτάλη στους νεότερους. Πού είναι το σχεδιάγραμμα?» Οι ψίθυροι γύρω δυναμώνουν. Ο ασφαλίτης προχωράει ανάμεσα στον Κάρι και τον Πολ - αλλά, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Κάρι χαμηλώνει ξαφνικά το κεφάλι και γυρίζει την πλάτη του στο βήμα. Όλη η ζωντάνια έχει σβήσει απ’ το πρόσωπο του. «Γεροπαλιάτσε», πετάει στον Ταφτ, βαδίζοντας προς την έξοδο. «Συνέχισε την παράσταση σου, λοιπόν». Οι φοιτητές που είναι στριμωγμένοι στο διάδρομο σπρώχνονται προς την άκρη της αίθουσας διαλέξεων, προσπαθώντας να κρατηθούν σε απόσταση από τον 180
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αλλόκοτο εισβολέα. Ο Πολ στέκεται σαν ριζωμένος στη θέση του, παρακολουθώντας την έξοδο του φίλου του. «Φύγε, Ρίτσαρντ», λέει άσκοπα ο Ταφτ από το βήμα. «Και μην ξανάρθεις ποτέ». Όλα τα βλέμματα ακολουθούν την αργή πορεία του Κάρι προς την έξοδο. Η δευτεροετής στην πόρτα τον κοιτάζει με γουρλωμένα, φοβισμένα μάτια. Την επόμενη στιγμή ο Κάρι βγαίνει στον προθάλαμο και χάνεται από το οπτικό μας πεδίο. Έντονοι ψίθυροι ακούγονται στην αίθουσα διαλέξεων. «Τι στην οργή ήταν αυτό?» ρωτάω, κοιτώντας ακόμα προς την έξοδο. Στο μεταξύ, ο Γκιλ φέρνει πίσω στη γωνιά μας τον Πολ. «Είσαι καλά?» τον ρωτάει. Φαίνεται να τα έχει ολότελα χαμένα. «Δεν καταλαβαίνω...» Ο Γκιλ τον αγκαλιάζει από τους ώμους. «Τι του είπες?» «Τίποτα», αποκρίνεται ο Πολ. «Πρέπει να τον προλάβω». Τα χέρια του τρέμουν, σφίγγοντας σπασμωδικά το ημερολόγιο. «Πρέπει να του μιλήσω». Ο Τσάρλι φαίνεται έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Πολ είναι πολύ ταραγμένος για να το συζητήσει. Έχει κάνει ήδη μεταβολή και κατευθύνεται προς την έξοδο. «Θα πάω μαζί του», λέω στον Τσάρλι. Εκείνος συμφωνεί μ' ένα νεύμα. Η φωνή του Ταφτ αντηχεί μονότονα στο βάθος, κι όταν στρέφω το βλέμμα μου προς το βήμα, ακολουθώντας τον Πολ, ο δράκος θαρρείς και με κοιτάζει κατάματα. Η Κέιτι, από τη θέση της, τραβάει την προσοχή του. Με ρωτάει κάτι για τον Πολ κουνώντας τα χείλη της χωρίς να βγάζει ήχο, αλλά δεν καταλαβαίνω τι 181
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
λέει. Κουμπώνω το παλτό μου και βγαίνω βιαστικά από την αίθουσα διαλέξεων. Στο προαύλιο οι τέντες τινάζονται σαν σκελετοί στο σκοτάδι, χορεύοντας πάνω στα τεχνητά πόδια τους. Ο αέρας έχει πέσει, αλλά το χιόνι συνεχίζει να πέφτει πιο πυκνό απ’ ό,τι πριν. Πίσω από τη γωνία του κτιρίου, ακούω τη φωνή του Πολ. «Είσαι καλά?» Στρίβω στη γωνία. Ούτε τρία μέτρα πιο πέρα στέκεται ο Ρίτσαρντ Κάρι, με το σακάκι του ν' ανεμίζει στον αέρα. «Τι συμβαίνει?» επιμένει ο Πολ. «Γύρνα μέσα», τον προστάζει ο Κάρι. Εγώ πλησιάζω για ν' ακούω πιο καθαρά, αλλά το χιόνι τρίζει κάτω απ’ τα πόδια μου. Ο Κάρι σωπαίνει και στρέφεται απότομα. Περιμένω κάποια σπίθα αναγνώρισης στα μάτια του, αλλά δε βλέπω καμιά. Ακουμπά για μια στιγμή το χέρι του στον ώμο του Πολ, υστέρα του γυρίζει την πλάτη και απομακρύνεται αργά. «Ρίτσαρντ! Δεν μπορούμε να πάμε κάπου να μιλήσουμε?» του φωνάζει ο Πολ. Όμως ο άντρας ξεμακραίνει, βαδίζοντας όλο και πιο βιαστικά τώρα, φορώντας το σακάκι του με κοφτές κινήσεις. Δεν απαντάει. Περνάνε μερικές στιγμές μέχρι να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου. Στέκομαι δίπλα στον Πολ και μένουμε βουβοί, παρακολουθώντας τον Κάρι ώσπου χάνεται στον ίσκιο του παρεκκλησίου. «Πρέπει να μάθω πού βρήκε ο Μπιλ το ημερολόγιο», μου λέει τελικά. 182
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Τώρα αμέσως?» Γνέφει καταφατικά. «Που θα τον βρεις?» «Στο γραφείο του Ταφτ, στο ινστιτούτο». Κοιτάζω γύρω μας στο προαύλιο. Το μόνο μέσο μετακίνησης που έχει ο Πολ είναι ένα παλιό Ντάτσουν που αγόρασε με το επίδομα που του είχε κόψει ο Κάρι. Το ινστιτούτο απέχει αρκετά από δω. «Εσύ γιατί έφυγες από τη διάλεξη?» με ρωτάει. «Σκέφτηκα πως ίσως χρειαζόσουν βοήθεια». Νιώθω το κάτω χείλι μου να τρέμει απ’ το κρύο. Το χιόνι έχει αρχίσει ήδη να κάθεται στα μαλλιά του Πολ. «Θα τα καταφέρω», με καθησυχάζει. Όμως, ούτε μπουφάν δε φοράει μέσα στην παγωνιά. «Έλα τώρα. Πάμε μαζί ως εκεί με το αυτοκίνητο». Εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα και κοιτάζει τα παπούτσια του. «Θέλω να του μιλήσω μόνος». «Είσαι σίγουρος?» Γνέφει καταφατικά. «Τουλάχιστον, πάρε αυτό», του λέω και ξεκουμπώνω το παλτό μου. Χαμογελάει. «Σ' ευχαριστώ». «Τηλεφώνησε μας αν χρειαστείς κάτι». Ο Πολ φοράει το παλτό και χώνει προστατευτικά το ημερολόγιο κάτω από τη μασχάλη του. Την επόμενη στιγμή απομακρύνεται με γοργά βήματα στο χιόνι. «Είσαι βέβαιος ότι δε θέλεις βοήθεια?» του φωνάζω. Εκείνος γυρίζει και μου γνέφει αρνητικά. «Καλή τύχη», του εύχομαι, μονολογώντας σχεδόν. 183
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Καθώς η παγωνιά περονιάζει τον αυχένα μου, ξέρω ότι δε μου μένει να κάνω τίποτ' άλλο εκεί έξω. Ο Πολ χάνεται κιόλας στη σκιά του Τμήματος Ιστορίας. Κάνω μεταβολή και επιστρέφω στην αίθουσα διαλέξεων. Ανεβαίνω ξανά τη σκάλα και προσπερνώ την ξανθιά στην είσοδο χωρίς να πω κουβέντα. Βρίσκω τον Τσάρλι και τον Γκιλ εκεί που τους είχα αφήσει, να στέκονται στο βάθος της αίθουσας. Μόλις που προσέχουν ότι γύρισα- ο Ταφτ μονοπωλεί το ενδιαφέρον τους. Η φωνή του ηχεί υπνωτιστική. «Όλα εντάξει?» με ρωτάει ψιθυριστά ο Γκιλ. Εγώ ανασηκώνω τους ώμους, ξέροντας ότι δεν είναι ώρα για περισσότερες εξηγήσεις. «Κάποιοι σύγχρονοι ερμηνευτές», λέει ο Ταφτ, «αρκέστηκαν να δεχτούν ότι το βιβλίο ακολουθεί πολλές συμβάσεις ενός παλιού είδους της Αναγέννησης, του βουκολικού ειδυλλίου. Όμως, αν η υπνερωτομαχία δεν ήταν παρά μια συμβατική ερωτική ιστορία, γιατί αφιερώνονται μόλις τριάντα σελίδες στο ειδύλλιο ανάμεσα στον Πολύφιλο και την Πόλια? Γιατί οι υπόλοιπες τριακόσιες σαράντα σελίδες του σχηματίζουν ένα δαίδαλο από δευτερεύουσες πλοκές, αλλόκοτες συναντήσεις με μυθολογικές φιγούρες, πραγματείες πάνω σε μυστικιστικά θέματα? Αν μόνο μία σε κάθε δέκα λέξεις ανάγεται στο ειδύλλιο αυτό καθεαυτό, τότε πώς εξηγούμε το υπόλοιπο ενενήντα τοις εκατό του βιβλίου?» Ο Τσάρλι γυρίζει προς το μέρος μου. «Εσύ τα ξέρεις όλα αυτά?» «Ναι». Έχω ακούσει αυτή τη διάλεξη δεκάδες φορές στην τραπεζαρία του σπιτιού μου. 184
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Εν ολίγοις, δεν πρόκειται για μια απλή ερωτική ιστορία. "Ο Αγώνας του Πολύφιλου για τον Έρωτα Μέσα σ' ένα Όνειρο" -όπως τιτλοφορείται στα λατινικά το έργο- είναι πολύ πιο περίπλοκος από το μοτίβο αγόρι-γνωρίζει-κορίτσι. Επί πεντακόσια χρόνια οι λόγιοι εξέταζαν το βιβλίο με τα πλέον αποτελεσματικά ερμηνευτικά εργαλεία της εποχής τους και κανείς τους δε βρήκε την έξοδο από το λαβύρινθο. »Πόσο δύσκολη είναι η υπνερωτομαχία? Ας δούμε τι κατάφεραν οι μεταφραστές του. Ο πρώτος Γάλλος μεταφραστής συνέπτυξε την εισαγωγική φράση, που αριθμούσε αρχικά πάνω από εβδομήντα λέξεις, σε λιγότερες από μια ντουζίνα. Ο Ρόμπερτ Ντάλινγκτον, σύγχρονος του Σαίξπηρ που επιχείρησε μια πιο ακριβή μετάφραση, απλώς απελπίστηκε. Τα παράτησε πριν φτάσει στα μισά. Κανένας Άγγλος μεταφραστής δεν το ξαναεπιχείρησε από τότε. Οι δυτικοί διανοούμενοι θεωρούσαν το βιβλίο συνώνυμο της ακαταληψίας σχεδόν από την εποχή που εκδόθηκε. Ο Φρανσουά Ραμπελέ το χλεύαζε. Ο Μπαλνταζάρε Καστιλιόνε συμβούλευε τους άντρες της Αναγέννησης να μη μιλούν ποτέ όπως ο Πολύφιλος όταν πολιορκούσαν μια γυναίκα. «Γιατί, λοιπόν, είναι τόσο δυσνόητο? Επειδή δεν περιέχει μόνο λατινικά και ιταλικά, αλλά και ελληνικά, εβραϊκά, αραβικά, χαλδαϊκά και αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Ο συγγραφέας έγραφε σε αρκετές απ’ αυτές τις γλώσσες ταυτόχρονα και άλλες φορές τις ενάλλασσε. Όταν αυτές οι γλώσσες δεν του αρκούσαν, εφεύρισκε δικές του λέξεις. «Επιπλέον, υπάρχουν μυστήρια που περικλείουν το ίδιο το βιβλίο. Κατ' αρχάς, μέχρι πολύ πρόσφατα ουδείς γνώριζε 185
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ποιος το έγραψε. Το μυστικό της ταυτότητας του συγγραφέα ήταν τόσο καλά φυλαγμένο, ώστε ούτε καν ο μεγάλος Άλδος, ο εκδότης του, δεν ήξερε ποιος είχε γράψει το πιο ξακουστό βιβλίο του. Ένας από τους επιμελητές της υπνερωτομαχίας έγραψε μια εισαγωγή στην οποία ικετεύει τις Μούσες ν' αποκαλύψουν το όνομα του συγγραφέα. Εκείνες αρνούνται, εξηγώντας πως "είναι καλύτερα να φανούν επιφυλακτικές, να μην αφήσουν θεϊκά πράγματα να γίνουν βορά στην εκδικητική μανία και το φθόνο". »Το ερώτημα που σας θέτω, λοιπόν, είναι το εξής: γιατί θα έμπαινε σε τόσο κόπο ο συγγραφέας αν δεν έγραφε τίποτα παραπάνω από ένα βουκολικό ειδύλλιο? Γιατί τόσες γλώσσες? Γιατί διακόσιες σελίδες γύρω από την αρχιτεκτονική? Γιατί δεκαοχτώ ολόκληρες σελίδες με θέμα ένα ναό της Αφροδίτης ή δώδεκα για έναν υποβρύχιο λαβύρινθο? Γιατί πενήντα σελίδες για μια πυραμίδα? Ή άλλες εκατόν σαράντα για πετράδια και μέταλλα, για το μπαλέτο και τη μουσική, το φαγητό και τα σερβίτσια του τραπεζιού, την πανίδα και τη χλωρίδα? »Και, το σπουδαιότερο ίσως, ποιος Ρωμαίος της εποχής θα μπορούσε να έχει συσσωρεύσει τόσες γνώσεις πάνω σε τόσο διαφορετικά θέματα, πώς θα κατείχε τόσο πολλές γλώσσες και πώς θα έπειθε το μεγαλύτερο εκδότη της Ιταλίας να εκδώσει το μυστηριώδες βιβλίο του χωρίς καν να αναφέρει το όνομα του? »Εντέλει, ποια είναι τα "θεϊκά πράγματα" που αναφέρονται ακροθιγώς στον πρόλογο, τα οποία οι Μούσες αρνούνται ν' αποκαλύψουν? Και γιατί θα ήταν ικανά να εμπνεύσουν εκδικητική μανία και φθόνο? 186
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
»Η απάντηση είναι ότι δεν πρόκειται για ειδύλλιο. Ο συγγραφέας πρέπει να επιδίωκε κάτι πολύ διαφορετικό κάτι που εμείς οι μελετητές του ως τώρα έχουμε αποτύχει να κατανοήσουμε. Όμως, από πού να ξεκινήσουμε τις έρευνες? »Δεν έχω σκοπό να απαντήσω σ' αυτό το ερώτημα για σας. Αντίθετα, θα σας αφήσω μ' ένα δικό σας γρίφο να λύσετε. Λύστε τον, και θα είστε ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση της υπνερωτομαχίας». Με αυτά τα λόγια, ο Ταφτ πατάει ένα κουμπί στο τηλεχειριστήριο και ανάβει πάλι τον προβολέα διαφανειών. Τρεις εικόνες προβάλλουν αμέσως πάνω στην οθόνη, αφοπλιστικές στην έντονη αντίθεση άσπρου-μαύρου. «Αυτές είναι τρεις εικόνες που αναπαριστάνουν έναν εφιάλτη που βλέπει η Πόλια προς το τέλος της υπνερωτομαχίας. Όπως τον διηγείται, η πρώτη δείχνει ένα παιδί να επιβαίνει σ' ένα πύρινο άρμα μέσα στο δάσος' το άρμα σέρνουν δύο γυμνές γυναίκες τις οποίες μαστιγώνει σαν κτήνη. Η Πόλια παρακολουθεί από μια κρυψώνα μέσα στα δέντρα. »Η δεύτερη εικόνα δείχνει το παιδί να ελευθερώνει τις γυναίκες κόβοντας τις πυρακτωμένες αλυσίδες τους μ' ένα σιδερένιο σπαθί. Κατόπιν, τις διαπερνά και τις δυο με το σπαθί του και, μόλις πεθαίνουν, τις ακρωτηριάζει. »Στην τελευταία εικόνα το παιδί έχει ξεριζώσει τις καρδιές από τα πτώματα των δύο γυναικών ενώ ακόμα πάλλονται και τις έχει προσφέρει σε αρπακτικά πουλιά. Τα σωθικά τους τα ταίζει σε αετούς. Και έπειτα, αφού διαμελίσει τα πτώματα, πετάει τα υπολείμματα στα σκυλιά, τους λύκους και τα λιοντάρια που έχουν συγκεντρωθεί τριγύρω. 187
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
»Όταν η Πόλια ξυπνάει απ’ αυτό το όνειρο, η τροφός της της εξηγεί ότι το παιδί είναι ο Έρωτας και ότι οι γυναίκες ήταν νεαρές παρθένες που τον πρόσβαλαν απορρίπτοντας τις διαχύσεις των μνηστήρων τους. Η Πόλια συμπεραίνει ότι είχε άδικο αποκρούοντας τον Πολύφιλο». Ο Ταφτ κάνει μια παύση, γυρίζοντας την πλάτη στο κοινό για να παρατηρήσει τις τεράστιες εικόνες που μοιάζουν να αιωρούνται στο κενό πίσω του. «Όμως, τι γίνεται αν υποθέσουμε ότι το προφανές δεν είναι το πραγματικό νόημα των εικόνων?» ρωτάει, με την πλάτη του ακόμα προς το μέρος μας, με μια ασώματη φωνή που αντηχεί μέσα από τα μεγάφωνα. «Τι γίνεται αν η ερμηνεία του ονείρου από την τροφό δεν είναι η ορθή? Τι γίνεται αν χρησιμοποιήσουμε την τιμωρία που επιβάλλεται στις δύο αυτές γυναίκες για να αποκρυπτογραφήσουμε το πραγματικό τους έγκλημα? «Θυμηθείτε τη νόμιμη ποινή για εσχάτη προδοσία που επέζησε στους κόλπους ορισμένων ευρωπαϊκών εθνών για αιώνες πριν και μετά τη συγγραφή της υπνερωτομαχίας. Ο καταδικασμένος επί εσχάτη προδοσία πρώτα σύρεται, δηλαδή δένεται στην ουρά ενός αλόγου και περιφέρεται στους δρόμους σ' ολόκληρη την πόλη. Έτσι οδηγούνταν στο ικρίωμα, όπου τον κρεμούσαν ώσπου να ψυχορραγήσει. Τότε ο δήμιος τον κατέβαζε, αφαιρούσε τα σωθικά του και τα έκαιγε μπροστά στα μάτια του. Τελικά αφαιρούσε και την καρδιά του και την επιδείκνυε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Στο τέλος ο εκτελεστής αποκεφάλιζε το πτώμα, το διαμέλιζε και κάρφωνε τα κομμάτια σε πάσσαλους σε διάφορους
188
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
δημόσιους χώρους, για να αποτρέπουν μελλοντικούς προδότες». Ο Ταφτ γυρίζει πάλι προς το κοινό του για να δει τις αντιδράσεις. «Μ' αυτά κατά νου, ας εξετάσουμε άλλη μια φορά τούτες τις εικόνες», συνεχίζει, γυρνώντας πάλι προς την οθόνη. «Παρατηρούμε αμέσως ότι αρκετές λεπτομέρειες ταιριάζουν με την τιμωρία που σας περιέγραψα. Τα θύματα σύρονται στο χώρο της εκτέλεσης τους - ή, μάλλον, με μια διάθεση ειρωνείας ίσως, σέρνουν οι ίδιες το άρμα του εκτελεστή. Διαμελίζονται και τα άκρα τους επιδεικνύονται στο συγκεντρωμένο πλήθος, το οποίο εν προκειμένω αποτελείται από άγρια ζώα. »Αντί να κρεμαστούν, ωστόσο, οι γυναίκες φονεύονται με σπαθί. Τι να συμπεράνουμε απ’ αυτό? Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο αποκεφαλισμός, είτε με πέλεκυ είτε με σπαθί, ήταν μια τιμωρία που επιβαλλόταν αποκλειστικά σε μέλη των ανώτατων κοινωνικών στρωμάτων, για τα οποία η αγχόνη φάνταζε πολύ ταπεινωτική. Ίσως, λοιπόν, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτές κυρίες ήταν αρχόντισσες. »Τέλος, τα ζώα που εμφανίζονται στο πλήθος θα θύμισαν σε πολλούς από σας τα τρία ζώα από το εναρκτήριο άσμα της Κόλασης του Δάντη* ή τον έκτο στίχο του Ιερεμία».** Ο Ταφτ σαρώνει το κοινό με το βλέμμα του. «Απ’ το στόμα μου το πήρε...» ψιθυρίζει χαχανίζοντας ο Γκιλ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Τσάρλι τού γνέφει να σωπάσει.
189
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
* Τα τρία θηρία που κλείνουν το δρόμο του ποιητή προς τον ήλιο που ανατέλλει είναι ένας θηλυκός λύγκας (είδος λεοπάρδαλης), ένα λιοντάρι κι ένας λύκος, που συμβολίζουν αντίστοιχα τη λαγνεία, την υπεροψία και τη φιλαργυρία. (Σ.τ.Μ.) ** Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο του Ιερεμία και στο στ. 6 του κεφ. έ αναφέρει: «δια τούτο έπεσεν αυτούς λέων έκ του δρυμού, και λύκος έως των οικιών ώλόθρευσεν αυτούς, καί πάρδαλις, έγρηγόρησεν έττί τάς πόλεις αυτών*>. (Σ.τ.Μ.)
«Το λιοντάρι συμβολίζει το αμάρτημα της αλαζονείας», συνεχίζει ο Ταφτ. «Και ο λύκος του φθόνου. Αυτά είναι τα ελαττώματα του προδότη -ενός Σατανά ή ενός Ιούδα- όπως ακριβώς φαίνεται να υποδηλώνει η τιμωρία. Αλλά εδώ παρεκκλίνει η υπνερωτομαχία: το τρίτο κτήνος του Δάντη είναι μια λεοπάρδαλη, που εκπροσωπεί τη λαγνεία. Ωστόσο, ο Φραντσέσκο Κολόνα βάζει ένα σκύλο στη θέση της λεοπάρδαλης, υποδηλώνοντας ότι η λαγνεία δεν ήταν το τρίτο από τα αμαρτήματα για τα οποία τιμωρούνται αυτές οι γυναίκες». Ο Ταφτ κάνει μια παύση, αφήνοντας το κοινό να συλλογιστεί για μερικές στιγμές. «Κι έτσι», ξαναρχίζει, «επανερχόμαστε στη γλώσσα της βίας. Ανεξάρτητα απ’ ό,τι μπορεί να πιστεύετε, δεν είναι μια αμιγώς βάρβαρη γλώσσα. Όπως όλα τα ανθρώπινα τελετουργικά, είναι πλούσια σε νόημα. Απλώς πρέπει να μάθετε να τη διαβάζετε. Γι' αυτό, θα σας προσφέρω μια πρόσθετη πληροφορία, την οποία μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για να ερμηνεύσετε την εικόνα. Κι έπειτα 190
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
θα σας θέσω ένα ερώτημα και θ' αφήσω τα υπόλοιπα σ' εσάς. »Το τελευταίο στοιχείο σας είναι ένα γεγονός που πολλοί από σας πιθανότατα γνωρίζετε, αλλά έχετε παραβλέψει: συγκεκριμένα, ότι μπορούμε να πούμε πως η Πόλια παραγνώρισε το παιδί επειδή απλούστατα δεν πρόσεξε το όπλο που κραδαίνει. Γιατί αν το αγοράκι στον εφιάλτη της ήταν πράγματι ο Έρωτας, όπως πιστεύει η Πόλια, τότε το όπλο του θα ήταν το τόξο και η φαρέτρα με τα βέλη». Ακούγονται μουρμουρητά συναίνεσης από το κοινό, από εκατοντάδες φοιτητές που βλέπουν τη Γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου μέσα από ένα πολύ διαφορετικό πρίσμα. «Σας ρωτώ, λοιπόν: ποιο είναι αυτό το παιδί που κραδαίνει σπαθί, υποχρεώνει τις γυναίκες να σύρουν το πολεμικό άρμα του μέσα από ένα δύσβατο δάσος και τελικά τις σκοτώνει σαν να ήταν ένοχες προδοσίας?» Περιμένει, σαν να ετοιμάζεται να δώσει την απάντηση, αλλά αντί γι' αυτό λέει: «Απαντήστε σ' αυτά τα ερωτήματα και θ' αρχίσετε να κατανοείτε τη μυστική αλήθεια της υπνερωτομαχίας. Ίσως να αρχίσετε επίσης να κατανοείτε τη σημασία όχι μόνο του θανάτου αλλά και της μορφής με την οποία έρχεται. Όλοι μας, -είτε είμαστε πιστοί είτε όχι-, είμαστε υπερβολικά εξοικειωμένοι με τη θέα του σταυρού για να καταλάβουμε τη σημασία του εσταυρωμένου. Αλλά η θρησκεία, και ειδικά ο χριστιανισμός, υπήρξε ανέκαθεν η ιστορία του θανάτου μέσα στη ζωή, η ιστορία θυσιών και μαρτύρων. Απόψε, καθώς τιμούμε τη θυσία του πιο ξακουστού απ’ αυτούς τους μάρτυρες, είναι ένα γεγονός που δεν πρέπει επουδενί να ξεχνάμε». 191
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Βγάζει τα γυαλιά του και τα βάζει στην τσέπη του σακακιού του. Έπειτα γέρνει ελαφρά το κεφάλι και λέει: «Σας παραδίδω, λοιπόν, το ερώτημα, και εναποθέτω α' εσάς τις ελπίδες μου». Κάνοντας ένα θεατρινίστικο βήμα προς τα πίσω, προσθέτει: «Σας ευχαριστώ όλους και καλή σας νύχτα». Δυνατό χειροκρότημα ξεσπάει από κάθε γωνιά της αίθουσας, -στην αρχή είναι κάπως αμήχανο, αλλά γρήγορα εντείνεται σ' ένα εκκωφαντικό κρεσέντο. Παρά την προηγούμενη διακοπή, το κοινό έχει μαγευτεί απ’ αυτό τον παράξενο άντρα, έχει υπνωτιστεί από τον τρόπο που συνδύασε το αίμα με τη διανόηση. Ο Ταφτ ευχαριστεί και κατευθύνεται προς το τραπέζι δίπλα στο βήμα με σκοπό να καθίσει, αλλά το χειροκρότημα συνεχίζεται. Κάποιοι από το κοινό σηκώνονται όρθιοι και συνεχίζουν να χειροκροτούν. «Σας ευχαριστώ», λέει ξανά, όρθιος ακόμα, με τα χέρια του να σφίγγουν την πλάτη της καρέκλας. Την ίδια στιγμή το παλιό, απεχθές χαμόγελο του επιστρέφει στα χείλη του. Είναι λες και από την πρώτη στιγμή εκείνος να παρακολουθούσε το κοινό και όχι το αντίθετο. Η καθηγήτρια Χέντερσον σηκώνεται και πλησιάζει το βήμα, κάνοντας νόημα στο ακροατήριο να σταματήσει το χειροκρότημα. «Κατά παράδοση», λέει, «θα προσφερθούν αναψυκτικά στο προαύλιο. Όπως με ενημέρωσαν οι υπάλληλοι της συντήρησης, μαζί με την εταιρεία τροφοδοσίας έχουν εγκαταστήσει αρκετές θερμάστρες ανοιχτού χώρου κάτω από τα τραπέζια. Παρακαλώ, ελάτε να σερβιριστείτε». 192
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Κατόπιν στρέφεται στον Ταφτ και προσθέτει: «Και τώρα, επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω το δόκτορα Ταφτ για την τόσο αξιομνημόνευτη διάλεξη του. Σίγουρα κάνατε μεγάλη αίσθηση». Χαμογελάει, αλλά με κάποια απροθυμία. Το κοινό χειροκροτεί ξανά κι έπειτα αρχίζει να κατευθύνεται προς την έξοδο. Ο Ταφτ παρακολουθεί τους φοιτητές που αποχωρούν κι εγώ παρακολουθώ εκείνον. Είναι μια από τις λίγες φορές που τον βλέπω, έτσι μονόχνοτος που είναι. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Πολ τον θεωρεί τόσο ακαταμάχητο. Ακόμα κι όταν ξέρεις ότι σε περιπαίζει, είναι σχεδόν αδύνατο να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω του. Σιγά σιγά, ο Ταφτ διασχίζει τη σκηνή με το άτσαλο βήμα του. Καθώς η λευκή οθόνη υποχωρεί και γίνεται μια σχισμή στο ταβάνι, οι τρεις διαφάνειες μετατρέπονται σ' έναν γκρίζο ψίθυρο πάνω στους μαυροπίνακες από πίσω. Μόλις που διακρίνω τα άγρια ζώα που κατασπαράζουν τα υπολείμματα των δύο γυναικών, ενώ το παιδί υπερίπταται στον αέρα. «Θα έρθεις?» με ρωτάει ο Τσάρλι, που κοντοστέκεται στην έξοδο πίσω από τον Γκιλ. Γνέφω καταφατικά και τους ακολουθώ.
193
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
10 «ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛ?» με ρωτάει ο Τσάρλι όταν τους προλαβαίνω. «Δεν ήθελε τη βοήθεια μου». Αλλά όταν αναφέρω τη σύντομη στιχομυθία που άκουσα έξω, ο Τσάρλι με κοιτάζει επικριτικά, σαν να μου λέει ότι δεν έπρεπε να τον αφήσω μόνο του. Όταν κάποιος πλησιάζει να χαιρετήσει τον Γκιλ, με τραβάει βιαστικά παράμερα. «Δηλαδή ο Πολ πήγε να βρει τον Κάρι?» με ρωτάει. Γνέφω αρνητικά. «Τον Μπιλ Στάϊν». «Δε θα ρθετε στη δεξίωση, παιδιά?» μας φωνάζει ο Γκιλ, που διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. «Όσο μεγαλύτερη προσέλευση τόσο καλύτερα». «Και βέβαια θα 'ρθουμε», τον καθησυχάζω. Είναι φανερό ότι το μυαλό του είναι αλλού. Οι κοινωνικές εκδηλώσεις κάθε είδους είναι το στοιχείο του. «Να κοιτάξουμε μόνο ν' αποφύγουμε τον Τζακ Πάρλοου και την Κέλι, - θα μας ζαλίσουν με τον αυριανό χορό», μας λέει. «Κατά τα άλλα, δε θα είναι άσχημα». Κατεβαίνει πρώτος τα σκαλιά προς το αχνογάλανο προαύλιο, όπου τα χνάρια του Κάρι και του Πολ στο χιόνι έχουν σβηστεί προ πολλού. Οι φοιτητές στριμώχνονται κάτω από τις τέντες και, σχεδόν αμέσως, θυμάμαι πόσο μάταιο είναι να προσπαθείς ν' αποφύγεις οποιονδήποτε όταν κυκλοφορείς με τον Γκιλ. Προχωράμε μέσα στο χιόνι προς μια τέντα σχεδόν κάτω απ’ το παρεκκλήσι, αλλά εκείνος εξακολουθεί να ασκεί μια αναπόδραστη έλξη στους πάντες γύρω του. 194
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Η πρώτη που πλησιάζει είναι η ξανθιά που εκτελούσε χρέη υπεύθυνης υποδοχής στη διάλεξη. «Τάρα, τι γίνεσαι?» ρωτάει ευγενικά ο Γκιλ όταν καταφεύγει κάτω από το υφασμάτινο υπόστεγο. «Είχε περισσότερη δράση απ’ όση περίμενες, ε?» Ο Τσάρλι, φουρκισμένος ακόμα από την υποδοχή που του επιφύλαξε, στρέφει όλη του την προσοχή στο τραπέζι, όπου οι ασημένιες κανάτες αχνίζουν από τη φρέσκια ζεστή σοκολάτα. «Τάρα», λέει τώρα ο Γκιλ, «γνωρίζεις τον Τομ, έτσι?» Εκείνη λέει ευγενικά ότι δε γνωριζόμαστε. «Α, τέλος πάντων», λέει πρόσχαρα ο Γκιλ. «Διαφορετικές τάξεις». Μου παίρνει λίγη ώρα ώσπου να συνειδητοποιήσω ότι αναφέρεται σε διαφορετικά έτη σπουδών και όχι κοινωνικές τάξεις. «Τομ, να σου συστήσω την Τάρα Πίρσον, μέλος της λέσχης μας από το 2001», συνεχίζει εκείνος, βλέποντας ότι ο Τσάρλι μας αποφεύγει επιμελώς. «Τάρα, από δω ο καλός μου φίλος Τομ Σάλιβαν». Το μόνο που καταφέρνει είναι να προκαλέσει και στους δυο μας αμηχανία. Μόλις ο Γκιλ στρέφει αλλού την προσοχή του, η Τάρα με πλησιάζει και γνέφει προς τον Τσάρλι. «Λυπάμαι πάρα πολύ για ό,τι είπα στο φίλο σας εκεί πάνω. Δεν είχα ιδέα ποιοι ήσασταν...» Και συνεχίζει ακάθεκτη. Αυτό που προσπαθεί να πει, αν καταλαβαίνω καλά, είναι ότι αξίζουμε καλύτερη μεταχείριση από τους υπόλοιπους ασήμαντους που δε γνωρίζει, επειδή ο Γκιλ κι εγώ βουρτσίζουμε τα δόντια μας στον ίδιο νιπτήρα. 195
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Όσο συνεχίζει να μιλάει τόσο περισσότερο αναρωτιέμαι πώς δεν την έχουν πετάξει ακόμα από την Άϊβι. Υπάρχει ένας μύθος -δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει- ότι οι δευτεροετείς όπως η Τάρα, που δεν έχουν κανένα άλλο προσόν πέρα από την εμφάνιση τους, μερικές φορές εξασφαλίζουν την αποδοχή τους χάρη σε μια ειδική διαδικασία που λέγεται «διαγκωνισμός του τρίτου πατώματος». Με άλλα λόγια, τις προσκαλούν στο άδυτο του τρίτου ορόφου της λέσχης και τους λένε ότι δε θα γίνουν δεκτές χωρίς μια εξαιρετική επίδειξη προθυμίας. Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω για τη φύση του άθλου που τους επιβάλλεται - και ο Γκιλ, φυσικά, αρνείται κατηγορηματικά ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα. Αλλά υποθέτω ότι αυτή είναι η μαγεία ενός μύθου όπως ο διαγκωνισμός του τρίτου πατώματος: όσο περισσότερο αποσιωπάται τόσο πιο ανομολόγητος γίνεται. Η Τάρα προφανώς μαντεύει τις σκέψεις μου ή, ίσως, παρατηρεί ότι δεν προσέχω πια τι λέει, γιατί τελικά βρίσκει μια δικαιολογία και απομακρύνεται κουνιστή και λυγιστή μέσα στο χιόνι. Ώρα καλή, σκέφτομαι παρακολουθώντας τη να λικνίζεται προς μια άλλη τέντα, με τα μαλλιά της ν' ανεμίζουν. Εντοπίζω την Κέιτι. Στέκεται στην εξωτερική περιφέρεια της τέντας στην αντίθετη πλευρά, έχοντας βαρεθεί, προφανώς, τις συζητήσεις. Κρατάει ένα φλιτζάνι με αχνιστή σοκολάτα στο χέρι της κι έχει τη φωτογραφική μηχανή της κρεμασμένη στο λαιμό της σαν φυλαχτό. Δεν καταλαβαίνω αμέσως προς τα πού κοιτάζει. Πριν από ένα δυο μήνες θα φανταζόμουν το χειρότερο, θ" αναζητούσα τον αινιγματικό εραστή που της κρατούσε συντροφιά τις νύχτες που εγώ αφιέρωνα στην 196
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
υπνερωτομαχία. Τώρα έχω αποβάλει αυτούς τους ανόητους φόβους. Το βλέμμα της είναι στυλωμένο στο παρεκκλήσι: ορθώνεται σαν κοφτός γκρεμός στην άκρη μιας κατάλευκης θάλασσας - το όνειρο κάθε φωτογράφου. Υπάρχει κάτι αλλόκοτο στην έλξη, κάτι που μόλις τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ. Τη μέρα που γνωριστήκαμε τη βρήκα τόσο συναρπαστικά όμορφη, ώστε θα στοιχημάτιζα ότι παρέλυε την οδική κυκλοφορία με κάθε της έξοδο. Παραδόξως, δε συμφώνησαν όλοι μαζί μου (ειδικά ο Τσάρλι, που προτιμούσε πιο «τροφαντές» γυναίκες, θαύμασε περισσότερο το δυναμισμό της παρά την εξωτερική της εμφάνιση), αλλά εγώ την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Προετοιμαζόμασταν σχολαστικά για κάθε μας συνάντηση, φορούσαμε τα καλά μας, δείχναμε τους καλύτερους τρόπους μας, διηγούμασταν τις πιο διασκεδαστικές ιστορίες μας-, ώσπου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, για να καταδέχεται να κάνει παρέα μαζί μου, προφανώς έβρισκε κάποια αίγλη στο ότι ήμουν δύο χρόνια μεγαλύτερος της και στενός φίλος με τον πρόεδρο της λέσχης της. Εκείνες τις μέρες, ακόμα και στη σκέψη να της πιάσω το χέρι ή να μυρίσω τα μαλλιά της με έλουζε κρύος ιδρώτας. Ήμασταν ο ένας το τρόπαιο του άλλου - και περνούσαμε τις μέρες μας πάνω στα αντίστοιχα βάθρα. Πάντως, λίγες βδομάδες αργότερα, βρήκα το θάρρος να την κατεβάσω από το ράφι κι εκείνη ανταπέδωσε τη χάρη. Μαλώνουμε γιατί εμένα μ' αρέσει το δωμάτιο μου ζεστό, ενώ εκείνη κοιμάται μ' ανοιχτό παράθυρο! με κατσαδιάζει όποτε ζητάω δεύτερο γλυκό - γιατί ακόμα και οι άντρες, λέει, πληρώνουν κάποτε για τις καταχρήσεις τους. Ο Γκιλ με 197
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
πειράζει ότι την άφησα να μου πάρει πολύ εύκολα τον αέρα, λες και με ήξερε ποτέ αδάμαστο. Η αλήθεια είναι ότι είμαι πλασμένος για σύζυγος. Ανεβάζω το θερμοστάτη του δωματίου μου ενώ δεν κρυώνω και ζητάω δεύτερο γλυκό ενώ έχω χορτάσει, επειδή στη σκιά κάθε επίπληξης από την Κέιτι υπάρχει η νύξη ότι δε θα τ' ανέχεται αυτά στο μέλλον δηλαδή, ότι έχουμε μέλλον. Οι φαντασιώσεις που είχα κάποτε, κινούμενες από τον ηλεκτρισμό που δημιουργείται μεταξύ Ξένων, -οι φαντασιώσεις του πιονέρου, τα όνειρα του κατακτητή-, έχουν ξεθωριάσει πια. Μ' αρέσει περισσότερο όπως είναι σ' αυτό το προαύλιο. Βλέπω την ένταση στα μάτια της, σημάδι ότι μια κουραστική μέρα πλησιάζει στο τέλος της. Έχει τα μαλλιά της κάτω και οι ριπές του ανέμου τα κάνουν να κυματίζουν στους ώμους της. Δε θα με πείραζε καθόλου να μείνω και να την παρακολουθώ από μακριά, αποτυπώνοντας την εικόνα της στο μυαλό μου. Αλλά όταν κάνω ασυναίσθητα ένα βήμα προς το μέρος της, εκείνη με βλέπει και μου γνέφει να την πλησιάσω. «Τι ήταν όλα αυτά?» με ρωτάει. «Ποιος ήταν αυτός ο μυστήριος τύπος που διέκοψε τη διάλεξη?» «Ο Ρίτσαρντ Κάρι», απαντάω. «Ο Κάρι?» Παίρνει το χέρι μου στο δικό της, μασουλώντας το κάτω χείλι της. «Ο Πολ είναι καλά?» «Νομίζω». Μένουμε σιωπηλοί για μια στιγμή, παρακολουθώντας αφηρημένα το πλήθος. Νεαροί με καμπαρντίνες προσφέρουν ιπποτικά τα σακάκια τους σε πιο ελαφρά
198
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ντυμένες κοπέλες. Η Τάρα, η ξανθιά δευτεροετής, εξασφάλισε ήδη ένα. Η Κέιτι γνέφει προς την αίθουσα διαλέξεων.«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε?» «Η διάλεξη του Ταφτ?» Γνέφει καταφατικά κι αρχίζει να μαζεύει τα μαλλιά της κότσο. «Κάπως μακάβρια». Αδίκως θα περίμενε επαίνους από μένα ο δράκος του παραμυθιού. «Αλλά πιο ενδιαφέρουσα απ’ ό,τι συνήθως», διαφωνεί εκείνη. Ο άνεμος δυναμώνει ξανά και ξαφνικά τα μαλλιά της απαιτούν και τα δυο της χέρια για να συγκρατηθούν. Μου τείνει το φλιτζάνι της. «Το κρατάς λίγο?» Την παρακολουθώ να πιάνει τα μαλλιά της κότσο και να τα στερεώνει με δυο μακριά τσιμπίδια που βγάζει από την τσέπη της. Η επιδεξιότητα των χεριών της ενώ φτιάχνουν κάτι που δε βλέπει μου θυμίζει τον τρόπο που η μητέρα μου έδενε τη γραβάτα του πατέρα μου ενώ στεκόταν πίσω του. «Τι συμβαίνει?» με ρωτάει, βλέποντας κάτι παράξενο στην έκφραση μου. «Τίποτα. Απλώς σκεφτόμουν τον Πολ». «Θα τελειώσει εγκαίρως την εργασία του?» Μιλάει για την προθεσμία υποβολής. Ακόμα και τώρα φαίνεται να την απασχολεί η υπνερωτομαχία. Από αύριο τα μεσάνυχτα θα μπορεί να κηδέψει ελεύθερα την παλιά μου φιλενάδα. «Το ελπίζω». Ακολουθεί άλλη μια παύση, λιγότερο ευπρόσδεκτη αυτή τη φορά. Κι ενώ πασχίζω να βρω κάτι για ν' αλλάξω θέμα 199
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
συζήτησης -κάτι σχετικό με τα γενέθλια της και το δώρο που την περιμένει στο δωμάτιο- η κακοδαιμονία χτυπάει με τη μορφή του Τσάρλι. Αφού έκανε καμιά δεκαριά κύκλους γύρω από το τραπέζι με τα εδέσματα, τελικά αποφάσισε να μας πλησιάσει. «Ήρθα αργά», αναγγέλλει. «Θα μου κάνετε μια ανακεφαλαίωση?» Απ’ όλες τις παραξενιές του Τσάρλι, η πιο αλλόκοτη είναι ότι μπορεί να είναι ατρόμητος μονομάχος μεταξύ αντρών, αλλά είναι σκέτος βλάκας μπροστά σε γυναίκες. «Ανακεφαλαίωση?» ρωτάει η Κέιτι μ' ένα περιπαικτικό χαμόγελο. Εκείνος χώνει ένα παστάκι στο στόμα του και μετά ένα δεύτερο. «Ξέρεις. Πώς πάνε τα μαθήματα. Ποια βγαίνει με ποιον. Τι θα κάνεις του χρόνου - τα κλασικά». Το χαμόγελο της Κέιτι πλαταίνει. «Τα μαθήματα πάνε μια χαρά, Τσάρλι. Ο Τομ κι εγώ βγαίνουμε ακόμα μαζί». Τα φρύδια της σμίγουν, τάχα επικριτικά. «Όσο για του χρόνου, θα είμαι τριτοετής. Εγώ θα είμαι ακόμα εδώ». «Α!» κάνει ο Τσάρλι, που επιμένει να ξεχνάει την ηλικία της. Παίρνοντας ένα κουλουράκι από την τεράστια παλάμη του, προσπαθεί να θυμηθεί το κατάλληλο γλωσσικό ιδίωμα για τη συζήτηση μεταξύ τελειοφοίτων και δευτεροετών. «Το τρίτο έτος είναι ίσως το δυσκολότερο», αποφαίνεται, διαλέγοντας το χειρότερο: τη νουθεσία. «Θα έχετε να παραδώσετε δύο εργασίες. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την ειδίκευση που θέλετε. Και θ' αποχωριστείς αυτό τον γλύκα», καταλήγει, δείχνοντας με με το δάχτυλο. «Δύσκολα τα πράγματα», προσθέτει μπουκωμένος. «Δεν μπορώ να πω ότι σε ζηλεύω». 200
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Σταματάει για λίγο, δίνοντας μας το χρόνο να το χωνέψουμε. Με αξιοζήλευτη οικονομία λόγου, ο Τσάρλι κατάφερε να χειροτερέψει τη διάθεση μας σε μισό λεπτό. «Δε θα ήθελες να είχες πάρει μέρος στην αποψινή κούρσα?» τη ρωτάει τώρα. Η Κέιτι, πρόθυμη να τον απαλλάξει λόγω αμφιβολιών, περιμένει να της εξηγήσει. Πιο εξοικειωμένος με τον τρόπο που σκέφτεται ο Τσάρλι, ξέρω τι θα επακολουθήσει. «Για τους Γυμνούς Ολυμπιακούς λέω», της διευκρινίζει, αγνοώντας το προειδοποιητικό βλέμμα μου. «Δε θα ήθελες να είχες πάρει μέρος?» Μνημειώδης γκάφα. Την πρόβλεψα, αλλά ήταν αδύνατο να την προλάβω. Για να δείξει ότι θυμήθηκε πως η Κέιτι είναι δευτεροετής και, κατά πάσα πιθανότητα, μένει στο Χόλντερ, ο Τσάρλι ρωτάει την κοπέλα μου αν λυπήθηκε που δεν παρέλασε γυμνή μπροστά στην υπόλοιπη πανεπιστημιούπολη! Η έμμεση φιλοφρόνηση έγκειται, νομίζω, στο ότι μια κοπέλα με τα εξωτερικά χαρίσματα της Κέιτι πρέπει να τρελαίνεται να τα επιδεικνύει. Ο Τσάρλι δεν έχει την παραμικρή επίγνωση με πόσους τρόπους θα μπορούσε να παρεξηγηθεί αυτό που λέει. Η έκφραση της Κέιτι παγώνει όταν μαντεύει το απίστευτο σκεπτικό του. «Θα 'πρεπε, λες?» «Απλώς δεν ξέρω πολλές δευτεροετείς που θα έχαναν την ευκαιρία», απαντάει. Από τη διπλωματική απάντηση του, φαίνεται πως κατάλαβε το ολίσθημα του. «Και ποια είναι αυτή η τόσο ακαταμάχητη ευκαιρία, άραγε?» τον πιέζει η Κέιτι.
201
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Προσπαθώ να τον βοηθήσω, ψάχνοντας ευφημισμούς για ένα πανηγύρι μεθυσμένων γυμνών που τρέχουν γύρω γύρω, αλλά το μυαλό μου μετατρέπεται ξαφνικά σ' ένα σμήνος περιστέρια που φτερουγίζουν έντρομα μακριά. Οι σκέψεις που απομένουν είναι κουτσουλιές και πεσμένα πούπουλα. «Να πετάξουν τα ρούχα τους μία φορά στα τέσσερα χρόνια?...» ψελλίζει διστακτικά ο Τσάρλι. Η Κέιτι στρέφεται και μας κοιτάζει και τους δυο από πάνω ως κάτω. Προσέχοντας αμέσως τα ρούχα του Τσάρλι, σαφώς ταλαιπωρημένα από την εξόρμηση μας στις σήραγγες ατμού, και το συνολάκι που ξέθαψα εγώ απ’ το βάθος της ντουλάπας μου, έχει έτοιμη την πληρωμένη απάντηση. «Τότε, υποθέτω ότι είμαστε πάτσι. Ούτε κι εγώ ξέρω πολλούς τελειόφοιτους που θα έχαναν την ευκαιρία να αλλάξουν ρούχα μία φορά σε τέσσερα χρόνια». Αντιστέκομαι πεισματικά στην παρόρμηση να στρώσω τις τσακίσεις του πουκαμίσου μου. Ο Τσάρλι, καταλαβαίνοντας επιτέλους ότι τα θαλάσσωσε, φεύγει για να κάνει άλλη μια επιδρομή στο τραπέζι. Έχει ολοκληρώσει το έργο του. «Εσείς οι δυο είστε μεγάλοι γόηδες», μου λέει η Κέιτι. «Το ξέρεις?» Προσπαθεί ν' ακούγεται εύθυμη, αλλά υπάρχει μια νότα θυμού που δεν καταφέρνει να κρύψει. Απλώνει το χέρι της και μου χαϊδεύει τα μαλλιά προσπαθώντας ν' αλλάξει την ατμόσφαιρα, όταν εμφανίζεται μπροστά μας μια άλλη φοιτήτρια από την Άϊβι αγκαζέ με τον Γκιλ. Από την απολογητική έκφραση στο πρόσωπο του, καταλαβαίνω ότι αυτή είναι η Κέλι που μας προειδοποίησε να αποφύγουμε. 202
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Τομ, γνωρίζεις την Κέλι Ντάνερ, έτσι δεν είναι?» Πριν προλάβω να πω ότι δεν το νομίζω, το πρόσωπο της Κέλι συσπάται ξαφνικά από οργή. Έχει στυλώσει το βλέμμα της σ' ένα σημείο στην άλλη άκρη του προαυλίου. «Τα ηλίθια σκατόπαιδα!» βρίζει, πετώντας κάτω το πλαστικό ποτηράκι της. «Το ήξερα ότι θα επιχειρούσαν κάτι τέτοιο απόψε!» Γυρίζουμε όλοι έκπληκτοι. Εκεί, βαδίζοντας με συγχρονισμένο βήμα από τη μεριά των λεσχών σίτισης, πλησιάζει μια ομάδα αντρών ντυμένων με τηβέννους και χλαμύδες. Ο Τσάρλι σφυρίζει, πλησιάζοντας μας για να μη χάσει το θέαμα. «Πες τους να τσακιστούν να φύγουν από δω», απαιτεί η Κέλι, χωρίς ν' απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. Η ομάδα διαγράφεται όλο και καθαρότερα καθώς πλησιάζει κάτω απ’ το πυκνό χιόνι. Είναι φανερό ότι πρόκειται γι' αυτό ακριβώς που φοβόταν η Κέλι: μια προσεχτικά χορογραφημένη φάρσα. Κάθε τήβεννος φέρει δυο σειρές γράμματα στο στήθος. Αν και δε βλέπω ακόμα την κάτω γραμμή, η πάνω αποτελείται από δύο γράμματα: «Τ.Ι.» Τ.Ι. είναι η συνήθης σύντμηση της Τάιγκερ Ιν, της τρίτης αρχαιότερης λέσχης σίτισης και της μοναδικής επικράτειας στην πανεπιστημιούπολη όπου οι τρελοί διοικούν το φρενοκομείο. Σπάνια η λέσχη Άϊβι φαίνεται πιο ευάλωτη απ’ ό,τι όταν η Τ.Ι. συλλαμβάνει την ιδέα μιας καινούριας φάρσας την οποία δοκιμάζει στην αξιοσέβαστη αδερφή λέσχη της. Κι απόψε είναι η τέλεια ευκαιρία.
203
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Από κάποια σημεία ακούγονται ήδη τα πρώτα γέλια, αλλά δυσκολεύομαι να καταλάβω το γιατί. Ολόκληρη η ομάδα είναι μεταμφιεσμένη με μακριές γκρίζες γενειάδες και περούκες. Γύρω μας οι πιο κοντινές τέντες κατακλύζονται από φοιτητές που συνωστίζονται να δουν καλύτερα. Τα παιδιά της Τ.Ι. μπερδεύονται για λίγο, αλλά ύστερα στοιχίζονται σε μια μακριά, ευθεία γραμμή. Την επόμενη στιγμή διακρίνω επιτέλους τη δεύτερη σειρά γραμμάτων πάνω σε κάθε τήβεννο. Στο στήθος καθενός υπάρχει μια μοναδική λέξη, και κάθε λέξη είναι ένα όνομα. Το όνομα του ψηλότερου απ’ όλους, που στέκεται ακριβώς στο κέντρο, είναι «Ιησούς». Αριστερά και δεξιά του, κατά ύψος, στέκονται οι δώδεκα απόστολοι, έξι από κάθε πλευρά. Τα γέλια και οι ζητωκραυγές έχουν ήδη αρχίσει να δυναμώνουν. Η Κέλι σφίγγει σπασμωδικά το σαγόνι της. Από τη σφιγμένη έκφραση του Γκιλ, δεν μπορώ να καταλάβω αν παλεύει να συγκρατήσει το γέλιο του για να μην την εκνευρίσει περισσότερο ή προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι βρίσκει την όλη φάση διασκεδαστική, ενώ κατά βάθος πιστεύει το αντίθετο. Η φιγούρα του Ιησού προχωράει ένα βήμα μπροστά από τη σειρά και σηκώνει τα μπράτσα του για να κάνει το κοινό να σωπάσει. Μόλις τα γέλια και οι φωνές στο προαύλιο ηρεμούν, οπισθοχωρεί, δίνει μια εντολή και η ομάδα παρατάσσεται σαν χορωδία. Ο Ιησούς τη διευθύνει από το πλάϊ. Βγάζοντας μια πνευστή διαπασών από την τήβεννο του, παίζει μια μοναδική νότα. Η καθιστή σειρά την επαναλαμβάνει με κλειστό στόμα. Δευτερόλεπτα μετά 204
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αρχίζει να συνοδεύει η γονατιστή σειρά και, τελικά, τη στιγμή που οι δύο σειρές φαίνονται να χάνουν την ανάσα τους, μπαίνουν οι βαρύτονοι όρθιοι απόστολοι. Το πλήθος, εντυπωσιασμένο από την προετοιμασία που προϋποθέτει η παράσταση, χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει άλλη μια φορά. «Ωραίος χιτώνας!» φωνάζει κάποιος από μια κοντινή τέντα. Ο Ιησούς γυρίζει απότομα, υψώνει το φρύδι προς τη μεριά απ’ όπου ακούστηκε η φιλοφρόνηση και αφοσιώνεται πάλι στη διεύθυνση της χορωδίας. Το κοινό βάζει ξανά τα γέλια. Τελικά, σηκώνοντας την μπαγκέτα του τρεις φορές στον αέρα, μ' ένα τίναγμα του καρπού, τεντώνει θεατρινίστικα πίσω τα μπράτσα του, τα ξαναφέρνει μπροστά και η χορωδία αρχίζει να τραγουδάει. Οι φωνές τους, στο σκοπό του Πολεμικού Ύμνου της Δημοκρατίας, αντηχούν σε όλο το προαύλιο. Ήρθαμε να σας πούμε την ιστορία του κολεγίου του Κυρίου Αλλά τα σταφύλια της οργής κόχλαζαν μέσα στα βαρέλια, Γι’ αυτό, συμπαθάτε μας αν είμαστε κάπως λαλημένοι Καθώς εμείς οι άγιοι συνεχίζουμε την προέλαση. Δόξα, Δόξα, είμαστε τα απολιθώματα Όλων των Ναζωραίων αποστόλων Αν δεν ήταν ο Χριστός θα 'μασταν μόνο Ψαράδες από τη Γαλιλαία Γι αυτό ακούστε την ιστορία μας. Ο Ιησούς ήταν ο συνηθισμένος αρχαίος άντρας της Μέσης Ανατολής, Πήγε σε δημόσιο σχολείο αλλά είχε ένα ξεχωριστό άγιο δισκοπότηρο, Προτιμούσε να καεί στην κόλαση παρά να φοιτήσει στο Χάρβαρντ ή το Γέϊλ, Οπότε η επιλογή Του ήταν προφανής. 205
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Δόξα, Δόξα, ο Θεός-Πατέρας έπεισε Τον Ιησού να πάει στο Πρίνστον. Και πήρε τη σωστή απόφαση Όταν ειδικεύτηκε στη Θεολογία Ε, όλοι δα ξέρετε την τελική έκβαση. Κι έτσι, το σωτήριο έτος 18, κατέφθασε στην Πανεπιστημιούπολη Ο Ιησούς Χριστός, ο Λυτρωτής του Κόσμου Κι όλοι πρασίνισαν σαν τον κισοό της Άϊβι Όταν ο Χριστός διάλεξε για λέσχη Τον την Τάϊγκερ Ιν. Τώρα δυο απόστολοι από την πρώτη σειρά σηκώνονται και προχωρούν μπροστά. Ο πρώτος ξετυλίγει έναν πάπυρο που γράφει «Άϊβι» κι ο δεύτερος έναν που γράφει «Κότατζ». Αφού ανταλλάσσουν μια ματιά γεμάτη περιφρόνηση και τριγυρίζουν κορδωμένοι τον Ιησού, το τραγούδι συνεχίζεται: Χορωδία: Δόξα, Δόξα, ο Ιησούς διαγκωνίστηκε, Κι όλοι οι ακατάδεκτοι βάρβαροι κορόιδευαν. Άϊβι: Εμείς δε γίνεται να πάρουμε Εβραίο. Κότατζ: Τι δουλειά έχει μαζί μας ένας ξυλουργός. Χορωδία: Κι έτσι, ο Κύριος εντάχτηκε στην Τι Άϊ. Η Κέλι σφίγγει τόσο δυνατά τις γροθιές της, ώστε οι κόμποι των δαχτύλων της γίνονται κάτασπροι. Τώρα οι δώδεκα απόστολοι σηκώνονται από τις θέσεις της χορωδίας και μπαίνουν εφ' ενός ζυγού με τον Ιησού στο κέντρο. Κλοτσώντας ρυθμικά τον αέρα, καταλήγουν: Ω, μα στον Ιησού αρέσουν οι πλάκες Χάρη σ' Εκείνον θ' αποφοιτήσουμε όλοι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο θεϊκό Απ’ το να μετατρέπει σε κρασί το νερό, Και η αλήθεια Του συνεχίζει να προελαύνει. Και μ' αυτά τα λόγια οι δεκατρείς άντρες κάνουν μεταβολή και, με συγχρονισμένες κινήσεις, σηκώνουν το πίσω μέρος 206
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
των τηβέννων τους για ν' αποκαλύψουν το μήνυμα που έχουν γραμμένο στους πισινούς τους: ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΊΓΚΕΡ IN Αμέσως ξεσπάει ένας θορυβώδης συνδυασμός από χειροκροτήματα, θυελλώδεις ζητωκραυγές και κάποια γιουχαίσματα. Τότε, τη στιγμή ακριβώς που οι δεκατρείς νεαροί ετοιμάζονται ν' αποχωρήσουν, ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος από την άλλη άκρη του προαυλίου κι αμέσως μετά ο ήχος γυαλιών που θρυμματίζονται. Όλα τα βλέμματα στρέφονται προς την κατεύθυνση του σαματά. Στο τελευταίο πάτωμα του Ντίκινσον Χολ, του κτιρίου που στεγάζει το τμήμα Ιστορικών Σπουδών, ένα φως ανάβει στιγμιαία και σβήνει αμέσως. Το τζάμι του παραθύρου χάσκει σπασμένο. Μέσα στο σκοτάδι διακρίνω κάποια κίνηση. Ένας από τους «αποστόλους» της Τ.Ι. ξεσπάει σε ζητωκραυγές. «Τι συμβαίνει?» ρωτάω. Μισοκλείνοντας τα μάτια, διακρίνω ένα άτομο κοντά στο σπασμένο τζάμι. «Δεν είναι καθόλου αστείο!» γρυλίζει η Κέλι στον Ιούδα, που έχει πλησιάσει αρκετά ώστε να την ακούσει. Εκείνος την αγνοεί επιδεικτικά. «Τι κάνει εκεί πάνω?» τον ρωτάει επιτακτικά, δείχνοντας το παράθυρο. Ο Ιούδας σκέφτεται μερικές στιγμές. «Θα σας κατουρήσει», λέει γελώντας μεθυσμένα. «Ναι, αυτό θα κάνει, θα σας κατουρήσει απ’ το παράθυρο!»
207
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Η Κέλι ορμάει απειλητικά προς τη φιγούρα του Ιησού". «Τι στο δαίμονα γίνεται εδώ, Ντέρεκ?» ρωτάει. Η φιγούρα εμφανίζεται στο παράθυρο σαν να ψηλαφίζει το σπασμένο τζάμι κι έπειτα χάνεται. Από την αδεξιότητα των κινήσεων του, μαντεύω ότι είναι μεθυσμένος. «Μου φαίνεται ότι είναι και κάποιος άλλος εκεί πάνω», λέει ο Τσάρλι. Ξαφνικά εμφανίζεται όλο το σώμα του άντρα. Στηρίζεται στις μεταλλικές κάσες του παραθύρου. «Να το! Τώρα θα κατουρήσει», επαναλαμβάνει με καμάρι ο Ιούδας. Από τους άλλους αποστόλους ξεσπάει τότε μια μεθυσμένη προτροπή: «Πήδα! Πήδα!» Η Κέλι στρέφεται καταπάνω τους σαν μαινάδα. «Σκάστε, που να πάρει! Πηγαίνετε να τον κατεβάσετε από κει!» Αλλά ο άντρας χάνεται πάλι από το οπτικό μας πεδίο. «Δε νομίζω ότι είναι από την Τ.Ι.», λέει ανήσυχα ο Τσάρλι. «Νομίζω ότι είναι κάποιος μεθυσμένος από τους Γυμνούς Ολυμπιακούς». Αλλά ο άντρας ήταν ντυμένος. Πασχίζω να δω μέσα στο σκοτάδι, να διακρίνω τα περιγράμματα. Αυτή τη φορά ο άντρας δεν ξαναεμφανίζεται. Δίπλα μου οι μεθυσμένοι απόστολοι γιουχάρουν. «Πήδα!» φωνάζει ξανά κάποιος απ’ αυτούς, αλλά ο Ντέρεκ τον σπρώχνει πίσω και του λέει να το βουλώσει. «Χαθείτε από δω!» τους λέει αγριεμένα η Κέλι. «Ήρεμα, κοπέλα μου», λέει ο Ντέρεκ-Ιησούς και αρχίζει να μαζεύει τους μαθητές του που έχουν διασκορπιστεί.
208
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Γκιλ τα παρακολουθεί όλα αυτά με την ίδια ανεξιχνίαστη έκφραση ευθυμίας που είχε όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι παρείσακτοι. Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, λέει: «Λοιπόν, όλα δείχνουν ότι ρουφήξαμε όλη τη διασκέδαση απ’" αυτή τη...» «Κύριε των Δυνάμεων!» κραυγάζει ο Τσάρλι. Η φωνή του πνίγεται σχεδόν από τον αντίλαλο ενός δεύτερου δυνατού κρότου. Αυτή τη φορά ακούω καθαρά την εκπυρσοκρότηση όπλου. Κάποιος πυροβόλησε! Ο Γκιλ κι εγώ μόλις προλαβαίνουμε να το δούμε γυρνώντας: ο άντρας εκσφενδονίζεται με την πλάτη από το σπασμένο παράθυρο και, για κλάσματα δευτερολέπτου, φαίνεται να αιωρείται στο κενό. Έπειτα το κορμί του προσκρούει στο χιόνι μ' έναν πνιχτό γδούπο που σβήνει κάθε ήχο στο προαύλιο. Έπειτα τίποτα. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι ο ήχος των βημάτων του Τσάρλι καθώς τρέχει προς το σώμα μέσα στο χιόνι. Ακολουθεί πλήθος, που συγκεντρώνεται γύρω από τη σκηνή, κρύβοντας την από το οπτικό πεδίο μου. «Ω Χριστέ μου», ψιθυρίζει ο Γκιλ. Ακούγονται ανάκατες φωνές από το πλήθος. «Είναι καλά?» φωνάζουν. Αλλά δε βλέπω ίχνος κίνησης. Τελικά, ακούω τη φωνή του Τσάρλι. «Κάποιος να καλέσει ασθενοφόρο! Πείτε τους ότι έχουμε έναν αναίσθητο άντρα στην είσοδο του παρεκκλησίου!» Ο Γκιλ βγάζει το κινητό τηλέφωνο απ’ την τσέπη του, αλλά πριν προλάβει να σχηματίσει τον αριθμό καταφθάνουν δύο αστυνομικοί του πανεπιστημίου. Ένας απ’ αυτούς σπρώχνει 209
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
το πλήθος για να περάσει. Ο άλλος γαβγίζει στους περίεργους να τραβηχτούν πίσω. Για μια στιγμή βλέπω τον Τσάρλι σκυμμένο πάνω από τον άντρα, να του κάνει μαλάξεις στο στήθος - απόλυτα ρυθμικές κινήσεις, μπράτσα σαν καλολαδωμένα πιστόνια. Πόσο αλλόκοτο μου φαίνεται να βλέπω ξαφνικά τη δουλειά που κάνει τα βράδια... «Καλέσαμε ήδη ασθενοφόρο!» Ακούω αμυδρά σειρήνες να πλησιάζουν. Τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν. Έχω την ανατριχιαστική αίσθηση ότι κάτι σκοτεινό περνά πάνω απ’ το κεφάλι μου. Το ασθενοφόρο φτάνει. Οι πίσω πόρτες ανοίγουν διάπλατα και δύο άντρες των Πρώτων Βοηθειών κατεβαίνουν και ξαπλώνουν τον άντρα σ' ένα φορείο. Η σκηνή μού φαίνεται κατακερματισμένη, σαν ταινία που κόβεται συνέχεια. Άγνωστα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στο οπτικό πεδίο μου. 'Οταν κλείνουν οι πόρτες του ασθενοφόρου, βλέπω το περίγραμμα του κορμιού πάνω στο χιόνι. Το αποτύπωμα στο πλακόστρωτο έχει κάτι ανάρμοστο, σαν εκδορά στη σάρκα πριγκίπισσας του παραμυθιού. Αρχίζω να διακρίνω καθαρότερα αυτό που είχα περάσει για λάσπη στη μέση του αποτυπώματος. Το μαύρο είναι στην πραγματικότητα κόκκινο! η λάσπη είναι αίμα. Στο παράθυρο πάνω υπάρχει μόνο αδιαπέραστο σκοτάδι. Το ασθενοφόρο απομακρύνεται ουρλιάζοντας. Τα φώτα και οι σειρήνες του εξασθενούν σιγά σιγά καθώς στρίβει ιλιγγιωδώς στη Νασάου Στριτ. Στο μεταξύ, εγώ δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από το αποτύπωμα. Είναι μισερό, σαν σπασμένος άγγελος του χιονιού. Ο άνεμος 210
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
σφυρίζει στ' αφτιά μου1 σφίγγω τα μπράτσα στα πλευρά μου. Όταν το πλήθος αρχίζει να σκορπάει, συνειδητοποιώ ότι ο Τσάρλι είναι άφαντος. Έφυγε με το ασθενοφόρο, προφανώς, και τώρα μια δυσάρεστη σιωπή καλύπτει το κενό που περίμενα να γεμίσει με τη φωνή του. Οι φοιτητές ξεμακραίνουν αργά προς κάθε κατεύθυνση, μιλώντας χαμηλόφωνα. «Ελπίζω να είναι καλά», λέει ο Γκιλ, αγκαλιάζοντας με από τους ώμους. Για μια στιγμή νομίζω ότι μιλάει για τον Τσάρλι. «Πάμε στο σπίτι», προτείνει. «Θα σε πετάξω με το αυτοκίνητο». Είμαι ευγνώμων για τη ζεστασιά του χεριού του, ωστόσο στέκομαι ακίνητος εκεί, βουβός. Ξαναβλέπω νοερά την ελεύθερη πτώση του άντρα, την πρόσκρουση του στο παγωμένο έδαφος. Η ακολουθία συνθλίβεται. Ακούω τον κρότο από τα γυαλιά και μετά τον πυροβολισμό. Νιώθω το στομάχι μου να ανακατεύεται. «Έλα», με παρακινεί ο Γκιλ. «Πάμε να φύγουμε». Καθώς ο άνεμος δυναμώνει ξανά, συμφωνώ. Η Κέιτι έχει χαθεί μέσα στο σαματά. Ρωτάω μια φίλη της και μου λέει ότι έφυγε για το Χόλντερ μαζί με τις συγκατοίκους της. Αποφασίζω να της τηλεφωνήσω απ’ το σπίτι. Ο Γκιλ ακουμπάει μαλακά το χέρι του στην πλάτη μου και, σπρο^χνοντάς με ελαφρά, με οδηγεί στο Σάαμπ που είναι παρκαρισμένο κοντά στην είσοδο του κτιρίου διαλέξεων. Με το αλάνθαστο ένστικτο του, ανάβει το καλοριφέρ σε ευχάριστη θερμοκρασία, βάζει σε χαμηλή ένταση μια παλιά μπαλάντα του Σινάτρα, ώσπου ο τσουχτερός άνεμος γίνεται 211
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μια αμυδρή ανάμνηση και, οδηγώντας με λίγο μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ όση θα επέτρεπε το γλιστερό οδόστρωμα, σαν να με διαβεβαιώνει ότι είμαστε αλώβητοι στα στοιχεία της φύσης, κατευθύνεται προς το Ντοντ. Τα πάντα πίσω μας ξεθωριάζουν μέσα στο χιόνι. «Τι πιστεύεις ότι συνέβη?» με ρωτάει ύστερα από λίγο. «Ακούστηκε σαν πυροβολισμός». «Ο Τσάρλι είπε ότι είδε και κάποιον άλλο εκεί πάνω». «Τι λες ότι έκανε?» «Δεν ξέρω». «Το άτομο που είδα εγώ μου έδωσε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να το σκάσει», του λέω. Το πρόσωπο του Γκιλ παίρνει μια γκρίζα απόχρωση. «Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο! Πιστεύεις πως ήταν ατύχημα?» «Δεν έμοιαζε με ατύχημα, πάντως». «Αναγνώρισες αυτόν που έπεσε?» «Δεν είδα το πρόσωπο του». «Δεν πιστεύεις πως θα μπορούσε να είναι...» «Τι? Λέγε!» «Δε θα 'πρεπε να κάνουμε ένα τηλεφώνημα στον Πολ να βεβαιωθούμε ότι είναι καλά?» Βγάζω αμέσως το κινητό του από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, αλλά δεν έχει σήμα. «Σίγουρα θα είναι καλά», λέει ο Γκιλ. «Και γιατί να μην είναι?» συμφωνώ, παίζοντας νευρικά το τηλέφωνο στο χέρι μου. Μένουμε αρκετή ώρα βουβοί, προσπαθώντας να απωθήσουμε τη σκέψη από το νου μας. Τελικά, ο Γκιλ στρέφει αλλού την κουβέντα. 212
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Για πες μου για το ταξιδάκι σου», λέει. Είχα πάει αεροπορικώς στο Κολάμπους στις αρχές της βδομάδας για να γιορτάσω την παράδοση της πτυχιακής μου. «Πώς ήταν οι δικοί σου?» Καταφέρνουμε να διατηρήσουμε για λίγο μια άτσαλη συζήτηση, πηδώντας από θέμα σε θέμα, μόνο και μόνο για να βγάλουμε την προηγούμενη σκέψη από το νου μας. Του λέω τα τελευταία νέα των μεγαλυτέρων αδερφών μου, που η μία είναι κτηνίατρος και η άλλη έχει τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική, κι έπειτα ο Γκιλ με ρωτάει για τη μητέρα μου, της οποίας θυμήθηκε τα γενέθλια. Μου λέει ότι, παρόλο το χρόνο που σπατάλησε στις προετοιμασίες του χορού, κατάφερε να συνεχίσει την εργασία του τις τελευταίες μέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας του τμήματος Οικονομικών, όσο εγώ έλειπα. Σιγά σιγά αρχίζουμε ν' αναρωτιόμαστε που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική ο Τσάρλι, αφού ο ίδιος τηρεί σιγή ιχθύος πάνω στο θέμα, ακόμα και μαζί μας. Κατευθυνόμαστε νότια και, μέσα στη θολή νύχτα, τα κτίρια των φοιτητικών κοιτώνων μοιάζουν καθισμένα ανακούρκουδα δεξιά κι αριστερά. Προφανώς, τα νέα γι' αυτό που συνέβη στο προαύλιο του παρεκκλησίου έχουν διαδοθεί σ' ολόκληρη την πανεπιστημιούπολη, γιατί δε φαίνονται πουθενά πεζοί και τα μοναδικά άλλα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα από ώρα, ήδη καλυμμένα από χιόνι. Η διαδρομή ως το χώρο στάθμευσης, ένα χιλιόμετρο πιο πέρα απ’ το Ντοντ, είναι σχεδόν τόσο αργή όσο η πεζοπορία της επιστροφής. Φτάνοντας στο δωμάτιο μας, ανακαλύπτουμε ότι ο Πολ δεν έχει γυρίσει. 213
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
11 ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗ, που τη συμμερίζονται οι περισσότεροι μελετητές του Φρανκεστάιν, ότι το τέρας είναι μια μεταφορά για το ίδιο το μυθιστόρημα. Η Μαίρη Σέλεϊ, δεκαεννιά χρονών όταν άρχισε να το γράφει, ενθάρρυνε αυτή την ερμηνεία, αποκαλώντας το «το αποκρουστικό τέκνο της», ένα νεκρό πράγμα με δική του ζωή. Έχοντας χάσει ένα παιδί στα δεκαεφτά της χρόνια κι αφού προκάλεσε το θάνατο της μητέρας της στη γέννα, εκείνη ήξερε καλά πώς το εννοούσε. Για ένα διάστημα πίστευα ότι η Μαίρη Σέλεϊ ήταν το μόνο κοινό που είχε η πτυχιακή εργασία μου μ' εκείνη του Πολ: αυτή και ο Ρωμαίος Φραντσέσκο Κολόνα (που ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρονών, υποστήριζαν ορισμένοι μελετητές, όταν γράφτηκε η Υπνερωτομαχία) αποτελούσαν ένα ταιριαστό ζευγάρι, δυο έφηβοι με διάνοια πολύ" ανώτερη από την ηλικία τους. Εκείνους τους μήνες πριν γνωρίσω την Κέιτι, η Μαίρη και ο Φραντσέσκο ήταν για μένα διαχρονικοί εραστές, κι ας έζησαν σε διαφορετικές στιγμές της ιστορίας. Για τον Πολ, που συγχρωτιζόταν με λόγιους της γενιάς του πατέρα μου, συμβόλιζαν τη δύναμη της νιότης κόντρα στην πεισματική ορμή του γήρατος. Παραδόξως, διατυπώνοντας την άποψη ότι ο Φραντσέσκο Κολόνα ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία, όχι έφηβος, ο Πολ έκανε το πρώτο σημαντικό βήμα στη μελέτη της υπνερωτομαχίας. Είχε παρουσιαστεί πρωτοετής στον Ταφτ, ως ανίδεος πρωτάρης, 214
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αλλά ο δράκος του παραμυθιού οσμίστηκε αμέσως πάνω του την επιρροή του πατέρα μου. Παρότι ισχυρίστηκε πως είχε παραιτηθεί από τη μελέτη του βιβλίου, ο Ταφτ υπέκυψε στον πειρασμό ν' αποδείξει στον Πολ, τη γελοιότητα των θεωριών του πατέρα μου. Υποστηρίζοντας ακόμα την πατρότητα του Βενετού Κολόνα, ανέπτυξε το σημαντικότερο επιχείρημα υπέρ του Φαύλου Διεκδικητή. Η υπνερωτομαχία εκδόθηκε το 1499, είπε ο Ταφτ, όταν ο Ρωμαίος Κολόνα ήταν σαράντα πέντε χρονών, κανένα πρόβλημα ως εδώ. Αλλά η τελευταία σελίδα της ιστορίας, την οποία συνέγραψε ο ίδιος ο Κολόνα, δηλώνει ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1467 - δηλαδή όταν ο Φραντσέσκο του πατέρα μου θα ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Όσο απίθανο κι αν φαινόταν να έχει γράψει την υπνερωτομαχία ένας ρασοφόρος κακούργος, ήταν ολότελα αδύνατο να την έχει γράψει ένα παιδαρέλι δεκατεσσάρων χρονών. Κι έτσι, όπως ο ψαρομάλλης γεροβασιλιάς μηχανευόταν καινούριους άθλους για το νεαρό Ηρακλή, κατά τον ίδιο τρόπο ο Ταφτ άφησε τον Πολ να επωμιστεί το βάρος της επαλήθευσης. Μέχρι να κατορθώσει ο καινούριος προστατευόμενος του να λύσει το πρόβλημα της ηλικίας του Κολόνα, ο Ταφτ αρνιόταν να τον συνδράμει σε οποιαδήποτε έρευνα βασιζόταν στην ύπαρξη ενός Ρωμαίου συγγραφέα. Με μια αποφασιστικότητα αντάξια του ημίθεου της ελληνικής μυθολογίας, ο Πολ δεν αποθαρρύνθηκε από τις αντιξοότητες αυτής της λογικής. Δεν εμπνεύστηκε μόνο από την πρόκληση του Ταφτ, αλλά κι απ’ τον ίδιο τον Ταφτ:
215
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
παρότι απέρριπτε την άκαμπτη προσέγγιση του στην υπνερωτομαχία, ρίχτηκε με το ίδιο πείσμα στην έρευνα των πηγών. Ενώ ο πατέρας μου είχε αφήσει την τύχη και τη διαίσθηση να τον οδηγήσουν, ψάχνοντας κυρίως σε εξωτικούς χώρους, όπως μοναστήρια και παπικές βιβλιοθήκες, ο Πολ υιοθέτησε την πιο ενδελεχή προσέγγιση του Ταφτ. Κανένα βιβλίο δεν ήταν πολύ ταπεινό, κανένας χώρος υπερβολικά ανιαρός. Άρχισε να χτενίζει το σύνολο των βιβλιοθηκών του Πρίνστον, από πάνω μέχρι κάτω. Σιγά σιγά, η αρχική αντίληψη του για τα βιβλία, όπως η αντίληψη που έχει για το νερό ένα παιδί που έχει ζήσει όλη του τη ζωή δίπλα σε μια λιμνούλα, εκθρονίστηκε απ’ αυτή την ξαφνική έκθεση στον ωκεανό. Η συλλογή του Πολ τη μέρα που έφυγε για το πανεπιστήμιο αριθμούσε κάτι λιγότερα από εξακόσια βιβλία. Η συλλογή του Πρίνστον, που κάλυπτε ράφια μήκους άνω των ογδόντα χιλιομέτρων μόνο μέσα στη Βιβλιοθήκη Φαϊρστόουν, αριθμούσε πάνω από έξι εκατομμύρια. Στην αρχή ο Πολ πτοήθηκε. Η ουτοπιστική εντύπωση που είχε δώσει ο πατέρας μου, πέφτοντας τυχαία πάνω σε έγγραφα-κλειδιά, κατέρρευσε παταγωδώς. Πιστεύω ότι ακόμα πιο οδυνηρή ήταν η αμφιβολία που έσπειρε μέσα του, μία τάση ενδοσκόπησης και αυτοαμφισβήτησης που τον έκανε ν' αναρωτιέται μήπως η εξαιρετική ευφυία που του απέδιδαν δεν αντιστοιχούσε παρά σ' ένα επαρχιώτικο ταλέντο, ένα θαμπό αστέρι σε μια πολύ σκοτεινή γωνιά του σύμπαντος. Το γεγονός ότι φοιτητές ανώτερων ετών παραδέχονταν ότι τους ξεπερνούσε κατά πολύ και ότι οι καθηγητές του τον είχαν σε σχεδόν μεσσιανική εκτίμηση, δε 216
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
σήμαινε τίποτα για τον Πολ αν δεν κατόρθωνε να προχωρήσει στην έρευνα της υπνερωτομαχίας. Και τότε, στη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στην Ιταλία, όλα άλλαξαν. Ο Πολ ανακάλυψε το έργο Ιταλών λογίων των οποίων τα κείμενα κατάφερε να διαβάσει ταχύτατα, χάρη στα τέσσερα χρόνια που μάθαινε λατινικά. Μελετώντας σχολαστικά την πιο έγκυρη βιογραφία του Βενετού «Φαύλου Διεκδικητή», έμαθε ότι ορισμένα κομμάτια της υπνερωτομαχίας ήταν δανεισμένα από ένα βιβλίο με τον τίτλο Cornucopiae - Το Κέρας της Αμάλθειας, που εκδόθηκε το 1489. Ως λεπτομέρεια στη ζωή του Διεκδικητή φαινόταν επουσιώδης - αλλά ο Πολ, προσηλωμένος στην ιδέα του Ρωμαίου Φραντσέσκο, είδε πόσο σημαντική ήταν. Γιατί, άσχετα απ’ ό,τι ισχυριζόταν ο Κολόνα στο βιβλίο του, τώρα υπήρχαν αποδείξεις ότι γράφτηκε μετά το 1489. Και τότε ο Φραντσέσκο θα ήταν τουλάχιστον τριάντα έξι χρονών, όχι δεκατεσσάρων. Παρότι ο Πολ αδυνατούσε να καταλάβει γιατί ο Κολόνα θα έλεγε ψέματα για τη χρονολογία της συγγραφής της υπνερωτομαχίας, συνειδητοποίησε ότι είχε ανταποκριθεί στην πρόκληση του Ταφτ. Καλώς ή κακώς, είχε διεισδύσει στον κόσμο του πατέρα μου. Ακολούθησε μια περίοδος αναζωογονητικής αυτοπεποίθησης. Οπλισμένος με τέσσερις γλώσσες (αφού η πέμπτη, τα αγγλικά, του ήταν ουσιαστικά χρήσιμη μόνο στη μελέτη δευτερευουσών πηγών) και ευρύτατη γνώση της ζωής και της εποχής του Κολόνα, ο Πολ βούτηξε στο ίδιο το κείμενο. Αφιέρωνε όλο και περισσότερες ώρες στη μελέτη του, υιοθετώντας απέναντι στην Υπνερωτομαχία μια στάση που έβρισκα δυσοίωνα οικεία: οι σελίδες ήταν ένα πεδίο 217
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μάχης όπου αυτός και ο Κολόνα θα αναμετριούνταν σε ευφυία και ο νικητής θα τα έπαιρνε όλα. Η επιρροή του Βίνσεντ Ταφτ, υποτονική τους μήνες πριν από το ταξίδι του, ενέσκηψε ξανά δριμύτερη. Καθώς το ενδιαφέρον του Πολ για το βιβλίο φάνταζε όλο και πιο ιδεοληπτικό, ο Ταφτ και ο Κάρι διαδραμάτιζαν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του. Αν δεν επενέβαινε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, πιστεύω πως θα είχαμε χάσει οριστικά τον Πολ απ’ τη ζωή μας. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Φραντσέσκο Κολόνα. Το βιβλίο του δεν ήταν καθόλου το παιχνιδάκι που έλπιζε ο Πολ. Όσο κι αν τάνυζε τους πνευματικούς μυς του, ανακάλυψε ότι ήταν αδύνατο να κουνήσει το βουνό. Καθώς η πρόοδος του επιβραδυνόταν και το φθινόπωρο του τρίτου έτους παραχωρούσε τη θέση του στο χειμώνα, ο Πολ έγινε αψίθυμος, επιρρεπής σε δηκτικά σχόλια και στην επιτηδευμένη αγένεια που μόνο απ’ τον Ταφτ θα μπορούσε να αντιγράφει. Ο Γκιλ μου είπε ότι στην Άϊβι τα άλλα μέλη άρχισαν να τον σχολιάζουν όταν καθόταν μόνος του στο τραπέζι περικυκλωμένος από στοίβες βιβλίων, χωρίς να μιλάει σε κανένα. Όσο περισσότερο έβλεπα την αυτοπεποίθηση του να φθίνει, τόσο καλύτερα καταλάβαινα κάτι που μου είπε κάποτε ο πατέρας μου: η υπνερωτομαχία είναι μια σειρήνα, ένα υπνωτιστικό τραγούδι σε μια ερημική ακτή, όλο νύχια και αρπάγες μόλις την πλησιάσεις. Τη φλερτάρεις υπό ιδίαν ευθύνη. Κι έτσι περνούσε ο καιρός κι έφτασε η άνοιξη. φοιτήτριες με φανελάκια έπαιζαν φρίσμπι και ρακέτες κάτω από το παράθυρο του, τα κλαδιά φορτώθηκαν με ανθάκια και σκίουρους και ο Πολ καθόταν ακόμα στο δωμάτιο του, 218
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ολομόναχος, με τις περσίδες κατεβασμένες, την πόρτα κλειδωμένη κι ένα μήνυμα κολλημένο στο ύψος των ματιών που έγραφε ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ. Ό,τι με μάγευε στη νεοφερμένη εποχή εκείνος το αποκαλούσε «ενόχληση»: μυρωδιές και ήχους, την αίσθηση προσμονής ύστερα από ένα μακρύ, κοπιαστικό χειμώνα. Καταλάβαινα πως κι εγώ ο ίδιος γινόμουν ένα είδος «ενόχλησης» για εκείνον. Κάθε κουβέντα του ηχούσε πλέον σαν δελτίο καιρού από ξένη χώρα. Έτσι, τον απέφευγα. Ένα καλοκαίρι αποδείχτηκε αρκετό για να τον αλλάξει ξανά. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου στο τέταρτο έτος, ύστερα από τρεις μήνες μοναξιάς στην έρημη πανεπιστημιούπολη, μας καλωσόρισε όλους και μας βοήθησε να τακτοποιηθούμε. Ξαφνικά δεν είχε πρόβλημα να διακόπτει τη δουλειά του, ήταν πρόθυμος να περάσει λίγο χρόνο με φίλους, λιγότερο προσκολλημένος στο παρελθόν. Τους πρώτους μήνες εκείνου του εξαμήνου οι δυο μας απολαύσαμε μια αναγέννηση της φιλίας μας που ξεπερνούσε κάθε προσδοκία μου. Αγνοούσε τους παρατρεχάμενους στη λέσχη που κρέμονταν απ’ το στόμα του περιμένοντας μια εξωφρενική δήλωση! περνούσε λιγότερο χρόνο με τον Ταφτ και τον Στάϊν απολάμβανε τα γεύματα και τους περιπάτους μας ανάμεσα στις παραδόσεις. Έβρισκε αστείο ακόμα και το σαματά που έκαναν οι εργάτες του δήμου όταν άδειαζαν τους κάδους κάτω από το παράθυρο του κάθε Τρίτη στις εφτά το πρωί. Πίστεψα ότι ήταν καλύτερα - κι ακόμα παραπάνω, ότι είχε ξαναγεννηθεί.
219
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Όταν ήρθε να με βρει τον Οκτώβριο, αργά μια νύχτα μετά τις εξετάσεις του φθινοπώρου, συνειδητοποίησα το δεύτερο κοινό στοιχείο που είχαν οι εργασίες μας: τα θέματα και των δύο ήταν νεκρά πράγματα που αρνούνταν να μείνουν θαμμένα. «Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να σε πείσει να ασχοληθείς ξανά με την Υπνερωτομαχία?» με ρώτησε ο Πολ εκείνο το βράδυ -κι από την αγχωμένη έκφραση του κατάλαβα ότι είχε ανακαλύψει κάτι σημαντικό. «Όχι», του απάντησα, εννοώντας το ως ένα βαθμό, αλλά θέλοντας επίσης να τον τσιγκλίσω για να μου ανοιχτεί. «Νομίζω ότι έκανα μια σημαντική ανακάλυψη το περασμένο καλοκαίρι, αλλά χρειάζομαι τη βοήθεια σου για να την καταλάβω». «Σ' ακούω», είπα. Όπως κι αν άρχισαν όλα για τον πατέρα μου, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που κέντρισε το δικό του ενδιαφέρον για την υπνερωτομαχία, για μένα άρχισαν κάπως έτσι: τα όσα μου είπε ο Πολ εκείνη τη νύχτα εμφύσησαν καινούρια ζωή στο άψυχο δημιούργημα του Φραντσέσκο Κολόνα. «Πέρυσι, βλέποντας ότι έχανα το ηθικό μου, ο Βίνσεντ με σύστησε στον Στίβεν Γκέλμπμαν από το Μπράουν», άρχισε ο Πολ εκείνο το βράδυ. «Ο Γκέλμπμαν κάνει έρευνα στα μαθηματικά, την κρυπτογραφία και τη θρησκεία, όλα σε ένα. Έχεις ακουστά για τέτοιες αναλύσεις?» «Μου θυμίζει την Καββάλα». «Ακριβώς. Δεν αναλύεις μόνο το νόημα των λέξεων του κειμένου, αναλύεις και το νόημα των αριθμών. Κάθε γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου αντιστοιχεί σ' έναν αριθμό. 220
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Χρησιμοποιώντας τη σειρά των γραμμάτων, μπορείς να εντοπίσεις μαθηματικούς τύπους. »Τέλος πάντων, στην αρχή ήμουν κι εγώ αρκετά δύσπιστος. Δεν πείστηκα ούτε ύστερα από δέκα ώρες διαλέξεων με θέμα τις αντιστοιχίες των σεφιρότ. Απλώς μου φαινόταν τελείως άσχετο με τον Φραντσέσκο. Αλλά ως το καλοκαίρι είχα ξεμπερδέψει με τις δευτερεύουσες πηγές για την Υπνερωτομαχία και άρχισα να δουλεύω πάνω στο ίδιο το κείμενο. Ήταν αδύνατο. Προσπαθούσα να του επιβάλω μια ερμηνεία και το οικοδόμημα κατέρρεε σε ένα μάτσο ασυναρτησίες. Μόλις πίστευα ότι μερικές σελίδες κινούνταν προς μία κατεύθυνση, εντάσσονταν σε μια συγκεκριμένη δομή, έβγαζαν ένα συγκεκριμένο νόημα, η φράση τελείωνε ξαφνικά και στην επόμενη όλα άλλαζαν. »Πέρασα πέντε βδομάδες προσπαθώντας να καταλάβω τον πρώτο λαβύρινθο που περιγράφει ο Φραντσέσκο. Μελέτησα τον Βιτρούβιο για να καταλάβω τους αρχιτεκτονικούς όρους. Διάβασα για όλους τους αρχαίους λαβυρίνθους που ήξερα - και η Κροκοδείλων Πόλις διέθετε και η Λήμνος και το Κλούσιον και η Κρήτη κι άλλη μισή ντουζίνα περιοχές στον κόσμο. Τότε συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν τέσσερις διαφορετικοί λαβύρινθοι μέσα στην υπνερωτομαχία: ένας μέσα σ' ένα ναό, ένας καταποντισμένος, ένας μέσα σε κήπο κι ένας υπόγειος. Μόλις πίστευα ότι άρχιζα να καταλαβαίνω ένα επίπεδο πολυπλοκότητας, αυτό κυριολεκτικά τετραπλασιαζόταν. Ως και ο Πολύφιλος χάνεται στην αρχή του βιβλίου και λέει: Μοναδική μου ελπίδα ήταν να εκλιπαρήσω το έλεος της Αριάδνης από την Κρήτη, που έδωσε το μίτο στον Θησέα, ωστε να ξεφύγει από τον 221
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
απροσπέλαστο λαβύρινθο. Ήταν θαρρείς και το βιβλίο ήξερε πόσο βασάνιζε τον αναγνώστη. «Τελικά συνειδητοποίησα ότι το μόνο πράγμα που ήξερα ότι σίγουρα ευσταθεί ήταν η ακροστιχίδα με το πρώτο γράμμα κάθε κεφαλαίου. Έτσι, έκανα αυτό που μου υποδείκνυε το βιβλίο. Ικέτεψα να με λυπηθεί η Αριάδνη, η μόνη που ίσως ήταν ικανή να βγει από το λαβύρινθο». «Ξαναγύρισες στον Γκέλμπμαν». Έγνεψε καταφατικά. «Έριξα τα μούτρα μου και πήγα. Ήμουν απελπισμένος. Τον Ιούλιο ο Γκέλμπμαν δέχτηκε να με φιλοξενήσει στην Πρόβιντενς, αφού ο Βίνσεντ επέμεινε ότι σημείωνα πρόοδο με τη μέθοδο του. Πέρασε όλο το Σαββατοκύριακο διδάσκοντας μου τις πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους αποκρυπτογράφησης, κι έτσι οι εξελίξεις άρχισαν να επιταχύνονται». Θυμάμαι ότι όσο μιλούσε κοίταζα έξω απ’ το παράθυρο πάνω απ’ τον ώμο του, διαισθανόμενος ότι το τοπίο άλλαζε. Καθόμασταν στο υπνοδωμάτιο μας στο Ντοντ, μονάχοι μια Παρασκευή βράδυ. Ο Τσάρλι και ο Γκιλ ήταν κάπου κάτω από τα πόδια μας, στις σήραγγες ατμού, και έπαιζαν πόλεμο με αεροβόλα με μια παρέα από την Άϊβι και τους φοιτητές που δούλευαν στις Πρώτες Βοήθειες. Την επόμενη μέρα με περίμενε δουλειά για μια εργασία, καθώς και μελέτη για ένα επικείμενο διαγώνισμα. Μια βδομάδα αργότερα θα γνώριζα την Κέιτι, οπότε η υπνερωτομαχία θα σταματούσε να μονοπωλεί τις σκέψεις μου. Για την ώρα, όμως, ο Πολ είχε την αμέριστη προσοχή μου. «Η πιο περίπλοκη έννοια που μου δίδαξε», συνέχισε εκείνος, «ήταν πώς ν' αποκωδικοποιώ ένα βιβλίο βάσει των 222
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αλγόριθμων ή των κρυπτογραφημάτων που περιέχονται στο ίδιο το κείμενο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις το κλειδί είναι ενσωματωμένο στις λέξεις. Λύνεις το κρυπτογράφημα σαν εξίσωση ή σειρά οδηγιών κι έπειτα το χρησιμοποιείς για να "ξεκλειδώσεις" το υπόλοιπο κείμενο. Ουσιαστικά, το βιβλίο ερμηνεύεται από μόνο του». Χαμογέλασα. «Να μια άποψη που θα καταδίκαζε σε αχρηστία το Τμήμα Λογοτεχνικών Σπουδών». «Κι εγώ ήμουν επιφυλακτικός στην αρχή», παραδέχτηκε ο Πολ. «Αλλά αποδεικνύεται ότι έχει μακρά παράδοση. Διανοούμενοι στη διάρκεια του Διαφωτισμού έγραφαν ολόκληρα φυλλάδια μ' αυτό τον τρόπο, σαν παιχνίδι. Τα κείμενα έμοιαζαν με συνηθισμένες ιστορίες, επιστολογραφικές νουβέλες, τέτοια πράγματα. Αλλά αν ήξερες τις σωστές τεχνικές -αν εντόπιζες, ας πούμε, τυπογραφικά λάθη που αποδεικνύονταν εσκεμμένα ή έλυνες γρίφους στις εικονογραφήσεις-, μπορούσες να βρεις το κλειδί. Κάτι σαν: Χρησιμοποίσε μόνο πρώτους και ρητούς αριθμούς και μαζί τα κοινά γράμματα κάθε δέκατης λέξης, απόκλεισε τα λόγια του λόρδου Κινκέιντ κι όλες τις ερωτήσεις της υπηρέτριας. Ακολουθώντας τις οδηγίες, ανακάλυπτες τελικά ένα μήνυμα. Τις περισσότερες φορές δεν ήταν παρά ένα πεντάστιχο σατιρικό ποίημα ή ένα σόκιν ανέκδοτο. Αλλά ένας απ’ αυτούς τους τύπους έγραψε ολόκληρη τη διαθήκη του μ' αυτό τον τρόπο. Όριζε κληρονόμο του όποιον την αποκρυπτογραφούσε» . Ο Πολ έβγαλε ένα χαρτί από τις σελίδες ενός βιβλίου. Σε δύο ευδιάκριτες στήλες ήταν γραμμένο το κείμενο ενός κρυπτογραφημένου αποσπάσματος κι από κάτω το πιο 223
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
σύντομο, αποκωδικοποιημένο μήνυμα. Εγώ δε διέκρινα την παραμικρή σύνδεση μεταξύ τους. «Σύντομα κατάλαβα ότι ίσως και να έπιανε. Ίσως η ακροστιχίδα με τα πρώτα γράμματα των κεφαλαίων ήταν μια νύξη. Ίσως ήταν εκεί για να σου πει τι είδους ερμηνευτική μέθοδο έπρεπε ν' ακολουθήσεις στο βιβλίο. Πολλοί ουμανιστές ενδιαφέρονταν για την Καββάλα, και η ιδέα να παίζεις με τη γλώσσα και τα σύμβολα ήταν πολύ δημοφιλής στην Αναγέννηση. Ίσως ο Φραντσέσκο είχε χρησιμοποιήσει κάποιου είδους κρυπτογράφημα συντάσσοντας την υπνερωτομαχία. »Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα ιδέα πού ν' αρχίσω να ψάχνω τον αλγόριθμο. Άρχισα να εφευρίσκω δικά μου κρυπτογραφήματα, για να δω αν κάποιο θα έπιανε. Πάλευα μ' αυτά μέρες ολόκληρες. Έβρισκα κάτι που μου κέντριζε το ενδιαφέρον, περνούσα μια βδομάδα κλεισμένος στην Αίθουσα Σπάνιων Βιβλίων ψάχνοντας για μια απάντηση και τελικά ανακάλυπτα πως δεν έβγαζε νόημα, ήταν παγίδα ή απλώς αδιέξοδο. »Και τότε, στα τέλη Αυγούστου, αφιέρωσα τρεις βδομάδες δουλεύοντας πάνω σ' ένα μοναδικό απόσπασμα. Είναι στο σημείο της ιστορίας όπου ο Πολύφιλος εξετάζει τα ερείπια ενός αρχαίου ναού και βρίσκει ένα ιερογλυφικό μήνυμα χαραγμένο πάνω σ' έναν οβελίσκο. Στο θεϊκό και πάντα μεγαλοπρεπή Ιούλιο Καίσαρα, ηγεμόνα του κόσμου, ξεκινάει. Δε θα το ξεχάσω ποτέ - κόντεψε να με τρελάνει. Οι ίδιες σελίδες, ξανά και ξανά, τη μια μέρα μετά την άλλη. Αλλά έτσι το βρήκα!»
224
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Άνοιξε ένα ντοσιέ στο γραφείο του. Μέσα υπήρχαν αντίγραφα όλων των σελίδων της Υπνερωτομαχιας. Γυρίζοντας σ' ένα παράρτημα που είχε δημιουργήσει στο τέλος, μου έδειξε ένα φύλλο χαρτί πάνω στο οποίο είχε καρφιτσώσει το πρώτο γράμμα κάθε κεφαλαίου σε κάτι που θύμιζε σημείωμα για λύτρα αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν το περιβόητο μήνυμα του συγγραφέα: Ο Αδερφός Φραντσέσκο Κολόνα Αγαπούσε με Πάθος την Πόλια. »Η αρχική υπόθεση μου ήταν απλή. Η ακροστιχίδα δεν ήταν απλώς ένα παιχνίδι σαλονιού, ένας φτηνός τρόπος να δηλωθεί η ταυτότητα του συγγραφέα. Είχε πολύ σπουδαιότερο ρόλο: τα πρώτα γράμματα δεν ήταν σημαντικά μόνο για την αποκρυπτογράφηση του αρχικού μηνύματος, αλλά ολόκληρου του βιβλίου! »Κι έτσι το δοκίμασα. Το απόσπασμα που μελετούσα έτυχε ν' αρχίζει μ' ένα πρόσθετο ιερογλυφικό μέσα σε μια από τις ξυλογραφίες: ένα μάτι». Φυλλομέτρησε για λίγο τις σελίδες, ώσπου το βρήκε. DIVOIVLIO CAESARI SEMP. A VG.TOTIVS ORB. GVBER NAT.OB ANIMI CLEMENT.ET LIBER A L1 TATEMAEGYPTII COMMVNIA ER E.S. ER EXER Ε. «Αφού ήταν το πρώτο σύμβολο σ' εκείνη την ξυλογραφία, αποφάσισα ότι μάλλον ήταν σημαντικό. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν έβγαζα νόημα. Η ερμηνεία του Πολύφιλου για το σύμβολο -ότι συμβολίζει το Θεό ή τη θεία δίκη- δε με οδηγούσε πουθενά. »Και τότε στάθηκα τυχερός. Ένα πρωί δούλευα στο φοιτητικό κέντρο ύστερα από ελάχιστες ώρες ύπνου, οπότε αποφάσισα ν' αγοράσω ένα αναψυκτικό. Μόνο που ο 225
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αυτόματος πωλητής επέμενε να μου φτύνει το χαρτονόμισμα. Ήμουν τόσο κουρασμένος, ώστε δεν καταλάβαινα γιατί, ώσπου κοίταξα καλύτερα και συνειδητοποίησα ότι το έβαζα ανάποδα. Το πάνω κάτω. Ήμουν έτοιμος να το γυρίσω και να ξαναπροσπαθήσω όταν το είδα. Εκεί μπροστά μου, στο πίσω μέρος του χαρτονομίσματος». «Το μάτι», λέω. «Πάνω ακριβώς από την πυραμίδα». «Ακριβώς! Είναι τμήμα της ευρύτερης σφραγίδας. Και τότε το συνέλαβα! Την εποχή της Αναγέννησης υπήρχε ένας περίφημος ουμανιστής που χρησιμοποιούσε το μάτι σαν δικό του σύμβολο. Μέχρι που το τύπωσε σε κέρματα και μετάλλια». Περίμενε λίγο, σαν να πίστευε ότι ήξερα την απάντηση. «Ο Αλμπέρτι», είπε τελικά, δείχνοντας ένα μικρό βιβλίο στο απέναντι ράφι. Στη ράχη γράφει: De re aedificatoria. «Αυτό εννοούσε ο Κολόνα χρησιμοποιώντας το μάτι. Ετοιμαζόταν να δανειστεί μια ιδέα του Αλμπέρτι και ήθελε να το προσέξεις. Αν καταλάβαινες ποια ακριβώς ήταν η ιδέα, όλα τα άλλα θα έμπαιναν ως διά μαγείας στη θέση τους! »Στην πραγματεία του ο Αλμπέρτι δημιουργεί λατινικά αντίστοιχα για τους αρχιτεκτονικούς όρους που προέρχονται από τα ελληνικά. Ο Φραντσέσκο κάνει την ίδια αντικατάσταση σ' ολόκληρη την υπνερωτομαχία - με εξαίρεση ένα κομμάτι. Το πρόσεξα την πρώτη φορά που το μετέφρασα, επειδή έπεφτα συνέχεια πάνω σε όρους του Βιτρούβιου που είχα καιρό να συναντήσω. Ωστόσο πριν δε μου είχε φανεί σημαντικό.
226
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
»Συνειδητοποίησα ότι το κόλπο ήταν ότι έπρεπε να βρεις όλους τους ελληνικούς αρχιτεκτονικούς όρους σ' εκείνο το απόσπασμα και να τους αντικαταστήσεις με τα λατινικά αντίστοιχα τους, με τον ίδιο τρόπο που εμφανίζονται στο υπόλοιπο κείμενο. Κατόπιν, χρησιμοποιώντας και πάλι τον κανόνα της ακροστιχίδας -διαβάζοντας το πρώτο γράμμα κάθε λέξης στη σειρά, όπως ακριβώς με το πρώτο γράμμα κάθε κεφαλαίου-, ο γρίφος λύνεται. Βρίσκεις ένα μήνυμα στα λατινικά. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι, αν κάνεις έστω και ένα λάθος στη μετατροπή των ελληνικών στα λατινικά, ολόκληρο το μήνυμα διαλύεται. Αν αντικαταστήσεις τη λέξη ένταση με τον όρο ventris diametrum αντί για σκέτο το venter, το επιπλέον d στην αρχή της λέξης diametrum αλλάζει τα πάντα». Γύρισε σε μια άλλη σελίδα, μιλώντας πιο γρήγορα τώρα. «Φυσικά, έκανα λάθη. Ευτυχώς, όμως, δεν ήταν τόσο μεγάλα ώστε να μην καταφέρω να συντάξω μια πρόταση στα λατινικά. Μου πήρε τρεις βδομάδες, ως τη μέρα που γυρίσατε από τις διακοπές σας. Αλλά τελικά το βρήκα. Ξέρεις τι έλεγε?» Έξυσε νευρικά το μάγουλο του. «Έλεγε: Ποιος κεράτωσε τον Μωυσή?» Το γέλιο του ήχησε υπόκωφο. «Μα το Θεό, νόμιζα ότι άκουγα τον Κολόνα να γελάει βροντερά. Είχα την αίσθηση ότι ολόκληρο το βιβλίο είχε συμπυκνωθεί σε μια χονδροειδή φάρσα εναντίον μου! Σοβαρά τώρα... Ποιος κεράτωσε τον Μωυσή?..,» «Δεν καταλαβαίνω». «Για την ακρίβεια, δε λέει κυριολεκτικά κεράτωσε. Λέει μάλλον: "Ποιος έβαλε κέρατα στον Μωυσή?" Από την εποχή 227
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
του Αρτεμίδωρου, πάντως, τα κέρατα χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν τη μοιχεία. Προέρχεται από...» «Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά με την υπνερωτομαχία?» τον διέκοψα. Περίμενα να μου εξηγήσει ή να παραδεχτεί ότι είχε διαβάσει λάθος το κρυπτογράφημα. Αλλά όταν ο Πολ σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά, κατάλαβα ότι το ζήτημα ήταν πολύ πιο περίπλοκο. «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κολλάει αυτό με το υπόλοιπο βιβλίο. Υπάρχει, όμως, κάτι παράδοξο. Νομίζω ότι ίσως έλυσα το γρίφο». «Εννοείς ότι κάποιος κεράτωσε τον Μωυσή?» «Περίπου. Στην αρχή ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για λάθος. Ο Μωυσής είναι πολύ σπουδαίο πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης για να συνδέεται με μοιχεία. Απ’ όσο ξέρω, είχε μία σύζυγο -μια γυναίκα από τη Μαδιάμ ονόματι Σεπφώρα-, αλλά αυτή σπάνια αναφέρεται στην Έξοδο. Και δεν έβρισκα την παραμικρή νύξη ότι ίσως τον απατούσε. »Όμως, στο βιβλίο Αριθμοί, στον πρώτο στίχο του κεφαλαίου IB', συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο. Ο αδερφός και η αδερφή του Μωυσή τού εναντιώνονται επειδή παντρεύεται μια γυναίκα κουσιτικής καταγωγής. Οι λεπτομέρειες δεν εξηγούνται ποτέ, αλλά κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι, επειδή η Κους και η Μαδιάμ είναι δύο πολύ διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, ο Μωυσής πρέπει να είχε δύο συζύγους. Το όνομα της δεύτερης δεν αναφέρεται ποτέ στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά ένας ιστορικός του πρώτου αιώνα, ο Φλάβιος Ιώσηπος, γράφει μια δική του ιστορία της ζωής του
228
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Μωυσή - στην οποία ισχυρίζεται ότι το όνομα της δεύτερης συζύγου του ήταν Θαρβίς». Είχα αρχίσει να μπερδεύομαι με τόσες λεπτομέρειες. «Δηλαδή αυτή τον κεράτωσε?» Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Παίρνοντας δεύτερη γυναίκα, ο Μωυσής ήταν εκείνος που απάτησε την πρώτη του γυναίκα, τη Σεπφώρα. Η χρονολόγηση είναι αρκετά δύσκολη αλλά, σε κάποιες εποχές, τα κέρατα εμφανίζονται στο κεφάλι του άπιστου, όχι του απατημένου συζύγου. Κάπου εκεί οδηγεί ο γρίφος. Η απάντηση είναι η Σεπφώρα ή η Θαρβίς». «Και τι θα κάνεις μ' αυτό?» Η έξαψη του φάνηκε να εξανεμίζεται. «Σε αυτό το σημείο ακριβώς βρέθηκα σε αδιέξοδο. Προσπάθησα να αξιοποιήσω αυτά τα δύο ονόματα με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, χρήσιμοποιώντας τα σαν κρυπτογραφήματα για να ξεδιαλύνω το υπόλοιπο βιβλίο. Αλλά δεν κατάφερα τίποτα». Σταμάτησε σαν να περίμενε ότι θα του έδινα κάποια καλή ιδέα. «Ο Ταφτ τι λέει γι' αυτό?» τον ρώτησα τελικά. «Δεν ξέρει τίποτα. Πιστεύει ότι σπαταλάω το χρόνο μου. Μόλις είδε ότι οι τεχνικές του Γκέλμπμαν δεν οδήγησαν σε θεαματικές ανακαλύψεις, μου είπε να στραφώ ξανά στη δική του συλλογιστική. Μ' άλλα λόγια, να εστιάσω στις κύριες βενετικές πηγές». «Δηλαδή, δε σκοπεύεις να του μιλήσεις γι' αυτό που ανακάλυψες?» Ο Πολ με κοίταξε σαν να μην είχα καταλάβει τίποτα. «Το λέω σ’εσένα», αποκρίθηκε. 229
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Εγώ δεν έχω ιδέα». «Τομ, δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Κάτι τόσο μεγάλο δεν είναι τυχαίο. Αυτό έψαχνε ο πατέρας σου. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βρούμε την άκρη. Θέλω να με βοηθήσεις». «Γιατί?» τον ρώτησα. «Γιατί το βιβλίο επιβραβεύει διαφορετικούς τρόπους σκέψης», μου απάντησε με μια αλλόκοτη βεβαιότητα στον τόνο της φωνής του, σαν να είχε κατανοήσει κάτι σημαντικό που του διέφευγε μέχρι τότε. «Αλλοτε αυτό που αποδίδει είναι η υπομονή και η επιμονή στη λεπτομέρεια κι άλλοτε χρειάζεται ένστικτο κι εφευρετικότητα. Διάβασα κάποια από τα συμπεράσματα σου για τον Φρανκενστάϊν. Είναι πολύ εύστοχα. Πρωτότυπα. Και δεν αξιοποίησες καν το εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων σου. Μόνο αυτό σκέψου. Σκέψου αυτό το γρίφο. Ίσως εσένα σου έρθει κάποια άλλη ιδέα. Είναι το μόνο που σου ζητάω». Ο λόγος που απέρριψα την πρόταση του Πολ εκείνο το βράδυ ήταν απλός. Στο τοπίο των παιδικών μου χρόνων το βιβλίο του Κολόνα ήταν ένα ερειπωμένο αρχοντικό πάνω σ' ένα λόφο, ένας σκοτεινός ίσκιος πάνω σε κάθε σκέψη που το πλησίαζε. Κάθε δυσάρεστο μυστήριο της νιότης μου φαινόταν να έχει τις ρίζες του στις ίδιες ακατανόητες σελίδες: η ανεξήγητη απουσία του πατέρα μου από το τραπέζι τόσα βράδια που μοχθούσε κλεισμένος στο γραφείο του! οι καβγάδες στους οποίους οδηγούνταν αυτός και η μητέρα μου, σαν άγιοι που υποπίπτουν στην αμαρτία! ακόμα και η στείρα παραδοξότητα του Ρίτσαρντ Κάρι, που ξεμυαλίστηκε με το βιβλίο του Κολόνα περισσότερο απ’ 230
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
όλους τους άλλους και προφανώς ποτέ δε συνήλθε εντελώς. Δεν μπορούσα να καταλάβω την εξουσία που ασκούσε η υπνερωτομαχία σε αυτούς που τη διάβαζαν, αλλά ήξερα εκ πείρας ότι ήταν ολέθρια. Παρακολουθώντας τον Πολ να παλεύει επί τρία χρόνια, έστω κι αν οι κόποι του ανταμείβονταν μ' αυτή την ανακάλυψη, ένιωθα πιο επιτακτική την ανάγκη να κρατήσω τις αποστάσεις μου. Αν, λοιπόν, φαίνεται απίστευτο που το επόμενο πρωί άλλαξα γνώμη κι αποφάσισα να συμμετάσχω στην έρευνα του Πολ, πρέπει να πω ότι αυτή η μεταστροφή μου οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο όνειρο που είδα το βράδυ που μου μίλησε για το γρίφο. Υπάρχει μια ξυλογραφία στην υπνερωτομαχία που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, μια γκραβούρα που είδα αμέτρητες φορές όταν χωνόμουν κρυφά στο γραφείο του πατέρα μου για να δω τι μελετούσε. Κανένας πιτσιρίκος δε βλέπει κάθε μέρα μια γυμνή γυναίκα ξαπλωμένη κάτω από ένα δέντρο να ανταποδίδει το βλέμμα του μέσα απ’ το χαρτί. Και φαντάζομαι πως κανείς έξω από τον κύκλο των μελετητών της υπνερωτομαχίας δεν μπορεί να πει ότι έχει δει ποτέ ένα γυμνό σάτυρο να στέκεται στα πόδια μιας τέτοιας γυναίκας, μ’ένα φαλλό σαν κέρατο να προβάλλει σαν βελόνα πυξίδας προς το μέρος της. Ήμουν δώδεκα χρονών όταν είδα αυτή την εικόνα πρώτη φορά, ολομόναχος μέσα στο γραφείο του πατέρα μου, και ξαφνικά νόμιζα ότι κατάλαβα γιατί αργούσε να έρθει για δείπνο. Ό,τι φαγητό και αν είχαμε, ούτε η καλύτερη σπεσιαλιτέ του κόσμου δε θα μπορούσε να συναγωνιστεί μ' αυτό!...
231
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Μου ξανάρθε στο νου εκείνο το βράδυ -η ξυλογραφία των παιδικών μου χρόνων, η γυναίκα που γέρνει νωχελικά και ο κορδωμένος σάτυρος με το πελώριο μόριο-, και πρέπει να στριφογύριζα μανιωδώς στην κουκέτα μου, γιατί ο Πολ έσκυψε από πάνω, από τη δική του, και μου φώναξε: «Τομ, είσαι καλά?» Ξύπνησα, πετάχτηκα πάνω και πήγα κατευθείαν στα βιβλία που υπήρχαν πάνω στο γραφείο του. Αυτός ο φαλλός, αυτό το κέρας σε λάθος θέση, μου θύμισε κάτι. Υπήρχε σίγουρα κάποια σχέση. Ο Κολόνα ήξερε τι έλεγε. Κάποιος είχε βάλει κέρατα στον Μωυσή! Βρήκα την απάντηση στην Ιστορία της Τέχνης της Αναγέννησης του Χαρτ. Είχα ξαναδεί αυτή την εικόνα, αλλά ποτέ δε μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. «Τι είναι αυτά?» ρώτησα τον Πολ, πετώντας το βιβλίο πάνω στο κρεβάτι του και δείχνοντας τη σελίδα. Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. «Το άγαλμα του Μωυσή από τον Μιχαήλ Άγγελο», μου απάντησε, κοιτώντας με σαν να είχα τρελαθεί. «Τομ, είσαι καλά?» με ρώτησε πάλι, πιο ανήσυχος από πριν. Εγώ τον κοιτούσα απαθής, ώσπου χαμήλωσε πάλι τα μάτια στη φωτογραφία, στρέφοντας την προς το πορτατίφ δίπλα του. «Μα ναι!...» ψιθύρισε. «Ω Θεέ μου, αυτό είναι!» Πράγματι, στη φωτογραφία που του έδειχνα υπήρχαν δυο μικρές προεξοχές στο κεφάλι του αγάλματος, σαν τα κέρατα αιγόμορφου σάτυρου. Ο Πολ πήδηξε απ’ την κουκέτα του κάνοντας τόσο θόρυβο, ώστε περίμενα ότι ο Γκιλ και ο Τσάρλι θα έρχονταν 232
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τρέχοντας να δουν τι έπαθε. «Τα κατάφερες!» είπε με μάτια που άστραφταν από ενθουσιασμό. «Αυτό πρέπει να 'ναι!» Συνέχισε για κάμποση ώρα σ' αυτό το μοτίβο, ενώ εγώ έστυβα το μυαλό μου για να συνδέσω το γλυπτό του Μιχαήλ Αγγέλου με την απάντηση του γρίφου του Κολόνα. «Λοιπόν, γιατί υπάρχουν τα κέρατα?» τον ρώτησα τελικά, για να διακόψω το εγκώμιο του. Όμως ο Πολ είχε προχωρήσει χιλιόμετρα στο συλλογισμό του. Άρπαξε το βιβλίο από την κουκέτα του και μου έδειξε την εξήγηση στο κείμενο. «Τα κέρατα δεν έχουν καμιά σχέση με την έννοια του κερατωμένου συζύγου. Ο γρίφος κυριολεκτεί: ποιος έβαλε κέρατα στον Μωυσή? Όλα άρχισαν από μια λανθασμένη μετάφραση της Βίβλου. Στην Έξοδο γράφει ότι όταν ο Μωυσής κατεβαίνει από το όρος Σινά το πρόσωπο του εκπέμπει ακτίνες φωτός. Αλλά η εβραϊκή λέξη «ακτίνες» μπορεί να μεταφραστεί και σαν «κέρατα» - karan αντί keren. Όταν ο άγιος Ιερώνυμος μετέφρασε την Παλαιά Διαθήκη στα λατινικά, θεώρησε ότι κανείς άλλος εκτός από τον Χριστό δεν έπρεπε να εκπέμπει ακτίνες φωτός - κι γι' αυτό προτίμησε τη δεύτερη έννοια. Κι έτσι ακριβώς σμίλεψε ο Μιχαήλ Άγγελος τον Μωυσή του. Με κέρατα!» Μέσα σ' όλη αυτή την έξαψη δε νομίζω ότι συνειδητοποίησα αμέσως τι συνέβαινε. Η υπνερωτομαχία είχε διεισδύσει και πάλι στη ζωή μου, μεταφέροντας με στην άλλη όχθη ενός ποταμού που δε σκόπευα ποτέ να διασχίσω. Το μόνο εμπόδιο στο δρόμο μας ήταν να σκεφτούμε το ρόλο του αγίου Ιερώνυμου, που είχε αποδώσει στον Μωυσή τη λατινική λέξη cornuta, δίνοντας του μ' αυτό τον τρόπο κέρατα. Όλη την επόμενη βδομάδα αυτό ήταν ένα φορτίο 233
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
που επωμίστηκε πρόθυμα ο Πολ. Από κείνο το πρώτο βράδυ και για κάμποσο καιρό εγώ περιοριζόμουν στο ρόλο του πληρωμένου εκτελεστή, ήμουν η τελευταία εφεδρεία του στη μάχη του ενάντια στην υπνερωτομαχία. Νόμιζα ότι ήταν ένας ρόλος που μπορούσα να παίξω, ότι μπορούσα να κρατηθώ σε απόσταση ασφαλείας από το βιβλίο και ν' αφήσω τον Πολ να υποδύεται το μεσάζοντα. Κι έτσι, καθώς εκείνος επέστρεφε στη Φαϊρστόουν συνεπαρμένος από τις δυνατότητες αυτού που είχαμε ανακαλύψει, εγώ συνέχισα τη ζωή μου κι έκανα μια δική μου ανακάλυψη. Κορδωμένος μετά τη σύντομη αψιμαχία μου με τον Φραντσέσκο Κολόνα, προτιμώ να μη φανταστώ την πρώτη εντύπωση που της έδωσα. Κι όμως, μόλο που και η Κέιτι είχε μάθει το ίδιο μάθημα, σε κανένα μας δεν άρεσε. Στο πρώτο έτος έβγαινε μ' έναν παίκτη του χόκεϊ που είχα γνωρίσει σ' ένα από τα λογοτεχνικά σεμινάρια που έκανα. Ήταν έξυπνος, μιλούσε για τον Τόμας Πίντσον και τον Ντον Ντελίλο μ έναν τρόπο που εγώ δεν έκανα ποτέ, αλλά αρνιόταν να τους πιάσει στο στόμα του έξω από την αίθουσα διδασκαλίας. Παραλίγο να την τρελάνουν αυτές οι διαχωριστικές γραμμές που χάραζε στη ζωή του, τα στεγανά που δημιουργούσε ανάμεσα στη δουλειά και τη διασκέδαση. Σε μια εικοσάλεπτη συζήτηση εκείνο το βράδυ στην Άϊβι είδαμε και οι δυο κάτι που μας άρεσε, μια αντιπάθεια στα στεγανά ή, ίσως, μια τάση να τα καταργήσουμε. Ο Γκιλ καταχάρηκε που αποδείχτηκε τόσο ικανός στα προξενιά. Πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι αδημονούσα να έρθει το Σαββατοκύριακο! έλπιζα να τη συναντήσω τυχαία μεταξύ των μαθημάτων, τη σκεφτόμουν 234
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
πριν κοιμηθώ, όταν έκανα ντους και εν ώρα εξετάσεων. Μέσα σ ένα μήνα αρχίσαμε να βγαίνουμε. Ως ο πρεσβύτερος στη σχέση μας, για ένα διάστημα φανταζόμουν ότι όφειλα να εφαρμόζω τη σοφία της πείρας μου σε ό,τι κάναμε. Φρόντιζα να πηγαίνουμε σε οικεία μέρη με φιλικό περιβάλλον, έχοντας διδαχτεί από παλιότερες φιλενάδες ότι η οικειότητα δημιουργείται πάντα αφού ξεθωριάσει το πάθος: δυο άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι ερωτευμένοι, όταν μένουν μόνοι, κινδυνεύουν ν' ανακαλύψουν πόσο λίγα ξέρουν ο ένας για τον άλλο. Έτσι, επέμενα να προτιμάμε τους δημόσιους χώρους Σαββατοκύριακα στις λέσχες, καθημερινές στο φοιτητικό κέντρο- και συμφώνησα να συναντηθούμε στα δωμάτια μας ή σε γωνιές της βιβλιοθήκης μόνο όταν μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι παράπονω στη φωνή της Κέιτι, την επιθυμία που κολάκευα τον εαυτό μου ότι μπορούσα να εμπνεύσω. Ως συνήθως, η Κέιτι ήταν αυτή που με προσγείωσε. «Έλα», μου είπε ένα βράδυ. «Θα πάμε να φάμε μαζί». «Σε ποια λέσχη?» ρώτησα. «Σ' ένα εστιατόριο. Διάλεξε εσύ κάποιο». Ήμασταν μαζί λιγότερο από δύο βδομάδες και υπήρχαν ακόμα πολλά που δεν ήξερα γι' αυτή. Σκέφτηκα ότι ένα παρατεταμένο δείπνο μαζί της ίσως αποδεικνυόταν ριψοκίνδυνο. «Πρότεινες στην Κάρεν ή την Τρις να έρθουν παρέα?» τη ρώτησα. Οι συγκάτοικοι της στο Χόλντερ ήταν εγγύηση ότι όλα θα πήγαιναν ρολόι. Ειδικά η Τρις, που φαινόταν να μη βάζει μπουκιά στο στόμα της, μιλούσε ακατάπαυστα σε κάθε γεύμα. 235
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Η Κέιτι μου είχε γυρισμένη την πλάτη της. «Θα μπορούσαμε να καλέσουμε και τον Γκιλ», είπε. «Ναι, γιατί όχι?» συμφώνησα. Η σύνθεση της παρέας μού φάνηκε παράξενη, αλλά όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα έτσι νόμιζα τουλάχιστον. «Και τον Τσάρλι», πρόσθεσε εκείνη. «Δε λέει ποτέ όχι στο φαγητό». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι με ειρωνευόταν. «Τι πρόβλημα έχεις, Τομ?» με ρώτησε τελικά, γυρνώντας προς το μέρος μου και κοιτώντας με στα μάτια. «Ντρέπεσαι μήπως σε δουν μόνο μαζί μου?» «Όχι βέβαια!» «Με βαριέσαι?» «Μα τι λες τώρα?» «Τότε, τι τρέχει? Φοβάσαι μήπως ανακαλύψουμε ότι δε γνωριζόμαστε τόσο καλά?» Δίστασα. «Ναι», παραδέχτηκα απρόθυμα. Η Κέιτι με κοίταξε με δυσπιστία στην αρχή κι έπειτα με έκπληξη. «Πώς λένε την αδερφή μου?» με ρώτησε τελικά. «Δεν ξέρω». «Είμαι θρήσκα?» «Δεν είμαι σίγουρος». «Κλέβω από το βάζο με τα φιλοδωρήματα στην καφετέρια όταν ξεμένω από ψιλά?» «Πιθανότατα». Η Κέιτι έγειρε προς το μέρος μου, χαμογελώντας. «Ορίστε. Επέζησες».
236
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ποτέ άλλοτε δεν ήμουν με μια κοπέλα τόσο σίγουρη ότι θα με γνώριζε καλύτερα. Εκείνη, αντίθετα, ποτέ δε φάνηκε ν' αμφιβάλλει ότι θα τα πηγαίναμε μια χαρά. «Και τώρα, ας πάμε να φάμε», είπε, τραβώντας με απ’ το χέρι. Και δεν ξανακοιτάξαμε ποτέ πίσω. Οχτώ μέρες μετά το όνειρο μου με το σάτυρο ο Πολ ήρθε να με βρει έχοντας νέα να μου πει. «Είχα δίκιο», ανακοίνωσε περιχαρής. «Τμήματα του βιβλίου είναι γραμμένα με κώδικα». «Πώς το επιβεβαίωσες?» «To cornuta -η λέξη που χρησιμοποίησε ο Ιερώνυμος για να φορέσει κέρατα στον Μωυσή- είναι η απάντηση που ήθελε ο Φραντσέσκο. Ωστόσο, στην υπνερωτομαχία δεν εφαρμόζονται οι πιο συνηθισμένες τεχνικές της χρήσης μιας λέξης ως κρυπτογραφικού κώδικα. Κοίτα...» Μου έδειξε ένα φύλλο χαρτί που είχε ετοιμάσει, με δύο παράλληλες σειρές γραμμάτων. ABED EFGHIJK LMNOPQRSTUVW
C O R N U TA B D E F G H I J K L M P Q S V W
«Αυτό είναι ένα πολύ βασικό κρυπτογραφικό αλφάβητο», μου είπε. «Η πάνω σειρά είναι το αποκρυπτογραφημένο κείμενο και η κάτω το κρυπτογράφημα. Προσέχεις ότι το κρυπτογραφημένο ξεκινά με τη λέξη-κλειδί, το cornuta. Από κει και έπειτα συνεχίζεται κανονικά, αφαιρώντας τα γράμματα της λέξης ώστε να μην υπάρχουν διπλά». 237
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Και πώς εφαρμόζεται αυτό στην πράξη?» Ο Πολ πήρε ένα μολύβι από το γραφείο του κι άρχισε να κυκλώνει τα γράμματα. «Ας πούμε ότι ήθελες να πεις "hello" με αυτό τον κώδικα. Θα άρχιζες από το απλό αλφάβητο της πρώτης γραμμής και θα αναζητούσες το αντίστοιχο κάθε γράμματος στο κρυπτογραφικό αλφάβητο. Σ' αυτή την περίπτωση, το Η αντιστοιχεί στο Β. Τελικά, η λέξη hello γίνεται buggj». «Έτσι χρησιμοποίησε τη λέξη cornuta ο Κολόνα?» «Όχι. Ως το δέκατο πέμπτο και το δέκατο έκτο αιώνα οι ιταλικοί κύκλοι είχαν αναπτύξει πολύ πιο εκλεπτυσμένα συστήματα. Ο Αλμπέρτι, που έγραψε την πραγματεία που σου έδειξα την περασμένη βδομάδα, επινόησε επίσης έναν πολυαλφαβητικό κώδικα. Με άλλα λόγια, το κρυπτογραφικό αλφάβητο αλλάζει κάθε λίγα γράμματα. Φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι να λυθεί...» Έδειξα το χαρτί στο χέρι του. «Όμως ο Κολόνα δε θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει κάτι τέτοιο. Καταλήγει σε ασυναρτησίες. Το βιβλίο του θα έβριθε από λέξεις όπως η buggjl» Τα μάτια του Πολ φωτίστηκαν. «Ακριβώς! Οι περίπλοκες μέθοδοι κωδικοποίησης δεν καταλήγουν σε αναγνώσιμα κείμενα. Αλλά η υπνερωτομαχία διαφέρει. Το κωδικοποιημένο κείμενο έχει τη συνοχή αληθινού βιβλίου». «Δηλαδή ο Κολόνα χρησιμοποίησε γρίφους αντί για έναν κωδικό». Ο Πολ έγνεψε καταφατικά. «Αυτή η κρυπτογραφική μέθοδος λέγεται στεγανογραφία. Σαν να γράφεις ένα μήνυμα με αόρατο μελάνι: η βασική ιδέα είναι ότι κανείς δεν ξέρει πως 238
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
βρίσκεται εκεί. Ο Φραντσέσκο συνδύασε τις δυο μεθόδους. Έκρυψε γρίφους μέσα σε μια σχετικά φυσιολογική ιστορία, όπου θα περνούσαν απαρατήρητοι. Έπειτα χρησιμοποίησε τις λύσεις των γρίφων για να δημιουργήσει τεχνικές αποκρυπτογράφησης, για να είναι ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει κανείς το μήνυμα του. Σ' αυτή την περίπτωση, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μετρήσεις τα γράμματα της λέξης cornuta, εφτά, και να απομονώσεις κάθε έβδομο γράμμα στο κείμενο. Δε διαφέρει και τόσο απ’ το να χρησιμοποιείς την πρώτη λέξη κάθε κεφαλαίου. Πρέπει μόνο να ξέρεις το σωστό μεσοδιάστημα». «Και πέτυχε? Διάβασες κάποιο μήνυμα χρησιμοποιώντας κάθε έβδομο γράμμα στο βιβλίο?» Ο Πολ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι σ' ολόκληρο το βιβλίο, σ' ένα τμήμα του μόνο. Και, όχι, δεν πέτυχε στην αρχή. Κατέληγα διαρκώς σε βλακείες. Το πρόβλημα είναι να βρεις από πού ν' αρχίσεις. Αν διαλέξεις κάθε έβδομο γράμμα ξεκινώντας από το πρώτο, καταλήγεις σε πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα απ’ ό,τι όταν ξεκινάς απ’ το δεύτερο. Και σ' αυτό το σημείο παίζει επίσης ρόλο η απάντηση του γρίφου». Έβγαλε άλλο ένα χαρτί από τη στοίβα του, μια φωτοτυπία από κάποια πρωτότυπη σελίδα της υπνερωτομαχίας. «Ακριβώς εδώ, στη μέση του κεφαλαίου, υπάρχει η λέξη cornuta, γραμμένη μέσα στο ίδιο το κείμενο. Αν αρχίσεις με το αρχικό C και γράψεις κάθε έβδομο γράμμα για τα τρία επόμενα κεφάλαια, έχεις μπροστά σου το αποκρυπτογραφημένο κείμενο του Φραντσέσκο. Βέβαια, το πρωτότυπο ήταν στα λατινικά, αλλά το μετέφρασα». Μου έδωσε ένα άλλο χαρτί. «Και ιδού». 239
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Καλέ μου αναγνώστη, αυτή η τελευταία χρονιά ήταν η πιο επίμοχθη της ζωής μου. Ξεκομμένος από την οικογένεια μου, είχα για μόνη μου παρηγοριά το καλό της ανθρωπότητας κι ενώ ταξίδευα στις θάλασσες είδα πόσο ατελές μπορεί να είναι αυτό το καλό. Αν αληθεύει αυτό που είπε ο Πίκο,* ότι ο άνθρωπος κυοφορεί κάθε είδους δυνατότητες, ότι είναι ένα υπέροχο θαύμα, όπως ισχυριζόταν ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, τότε πού είναι η απόδειξη? Από τη μια μεριά είμαι περικυκλωμένος από τους άπληστους και τους αδαείς, που ελπίζουν να κερδίσουν ακολουθώντας με, και από την άλλη από τους φθονερούς και τους ψευδευλαβείς, που ελπίζουν να κερδίσουν εξολοθρεύοντας με.
*Ιζοβάνι Πίκο ντελα Μιράντολα (1463-94): Ιταλός λόγιος και πλατωνικός φιλόσοφος, που με το έργο του Λόγος Περί της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας (1486) υπο- ιδεώδη της Αναγέννησης. (Σ.τ.Μ.)
240
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αλλά εσύ, αναγνώστη, είσαι πιστός σ' αυτά που πιστεύω, αλλιώς δε θα είχες ανακαλύψει αυτό που έκρυψα εδώ. Δεν ανήκεις σ' αυτούς που καταστρέφουν mo όνομα του Θεού, γιατί το κείμενο μου είναι ο πολέμιος τους, όπως αυτοί είναι οι άσπονδοι εχθροί μου. Ταξίδεψα μακριά αναζητώντας ένα σκεύος για το μυστικό μου, έναν τρόπο να το διαφυλάξω ενάντια στο χρόνο. Γεννημένος στη Ρώμη, μεγάλωσα σε μια πόλη χτισμένη για την αιωνιότητα. Τα τείχη και οι γέφυρες των αυτοκρατόρων στέκουν περήφανα ύστερα από χίλια χρόνια, και οι λέξεις των αρχαίων συμπατριωτών μου πολλαπλασιάστηκαν για να κυκλοφορούν σήμερα από τον Άλδο και τους συναδέλφους του εκδότες. Εμπνευσμένος απ’ αυτούς τους δημιουργούς του αρχαίου κόσμου, επέλεξα τα ίδια σκεύη: ένα βιβλίο κι ένα μεγάλο πέτρινο οικοδόμημα. Μαζί στεγάζουν αυτό που θα σου χαρίσω, αναγνώστη, αν καταφέρεις να διαβάσεις το μήνυμα μου σ' εσένα. Για να μάθεις όσα θέλω να πω, πρέπει να γνωρίσεις τον κόσμο όπως τον γνωρίσαμε εμείς, που τον μελετήσαμε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο στην εποχή μας. Πρέπει ν' αποδειχτείς λάτρης της γνώσης και του ανθρώπινου δυναμικού, έτσι ώστε να καταλάβω ότι δεν είσαι εχθρός. Γιατί έχει εξαπολυθεί ένα κακό στον κόσμο που ακόμα κι εμείς, οι πρίγκιπες της εποχής μας, το φοβόμαστε. Συνέχισε, λοιπόν, αναγνώστη. Πάλεψε “γνωστικά” το μήνυμα μου. Το ταξίδι του Πολύφιλου δυσκολεύει, όπως και το δικό μου, αλλά έχω πολλά ακόμα να πω. Γύρισα τη σελίδα απ’ την άλλη μεριά, συνεπαρμένος από την ανάγνωση. «Που είναι η συνέχεια?» ρώτησα. 241
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Αυτό ήταν», μου είπε ο Πολ. «Πρέπει να λύσω κι άλλους γρίφους για να προχωρήσω παρακάτω». Κοίταξα ξανά το χαρτί και μετά εκείνον, κατάπληκτος. Στο βάθος του μυαλού μου, από μια κόγχη γεμάτη ανήσυχες σκέψεις, ακούστηκε ο ρυθμικός ήχος που αποτελούσε σίγουρο σημάδι του ενθουσιασμού του πατέρα μου. Τα δάχτυλα του έπαιζαν σε ρυθμό αλέγκρο το Χριστουγεννιάτικο Κονσέρτο του Κορέλι, πάνω σε όποια επιφάνεια έβρισκε διαθέσιμη. «Τι θα κάνεις τώρα?» τον ρώτησα, προσπαθώντας να αγκιστρωθώ στο παρόν. Ωστόσο, δεν απέφυγα την επόμενη σκέψη, που αναδύθηκε σαν από δική της βούληση στο μυαλό μου: ο Αρκάντζελο Κορέλι ολοκλήρωσε το κονσέρτο του την εποχή που η κλασική μουσική ήταν ακόμα στα σπάργανα, πάνω από έναν αιώνα πριν από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Ακόμα και τότε, όμως, το μήνυμα του Κολόνα περίμενε ήδη δυο αιώνες τον πρώτο του αναγνώστη... «Αυτό που θα κάνεις κι εσύ», μου απάντησε πολύ σοβαρά ο Πολ. «Θα βρούμε τον επόμενο γρίφο του Φραντσέσκο».
242
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
12 ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΝΤΟΝΤ είναι έρημοι καθώς ο Γκιλ κι εγώ επιστρέφουμε στο δωμάτιο, μουδιασμένοι από τη μακριά πεζοπορία από το χώρο στάθμευσης. Μια αιθέρια ησυχία επικρατεί σ' ολόκληρο το κτίριο. Ανάμεσα στους Γυμνούς Ολυμπιακούς και τις πασχαλινές εκδηλώσεις οι πάντες είναι κατάκοποι. Ανάβω την τηλεόραση μήπως μάθω κάτι γι' αυτό που συνέβη απόψε. Τα περισσότερα τοπικά κανάλια προβάλλουν τους Γυμνούς Ολυμπιακούς στο τελευταίο δελτίο τους, αφού είχαν το χρόνο να μοντάρουν τα πλάνα. Έτσι, οι δρομείς στο προαύλιο του Χόλντερ εμφανίζονται καλυμμένοι στα επίμαχα σημεία με μια ασπριδερή θολούρα να χοροπηδούν σαν πυγολαμπίδες κλεισμένες σε γυάλινο βάζο. Επιτέλους, η παρουσιάστρια εμφανίζεται ξανά στην οθόνη. «Έχουμε νεότερα για την πρώτη μας είδηση», αναγγέλλει. Ο Γκιλ βγαίνει αμέσως απ’ το υπνοδωμάτιο του για ν' ακούσει. «Νωρίτερα απόψε σας ενημερώσαμε για ένα τραγικό συμβάν στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Πριν από λίγο το ατύχημα κοντά στο Ντίκινσον Χολ, το οποίο αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν ως τη φάρσα μιας αδελφότητας με κακή έκβαση, πήρε τραγική τροπή. Η διεύθυνση του Ιατρικού Κέντρου του Πρίνστον μόλις επιβεβαίωσε ότι ο άντρας, που σύμφωνα με τις πρώτες αναφορές ήταν σπουδαστής του πανεπιστημίου, εξέπνευσε. Σε μια προπαρασκευασμένη δήλωση του, ο αρχηγός της Δημοτικής 243
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Αστυνομίας του Πρίνστον, κύριος Ντανιέλ Στάουτ, επανέλαβε ότι οι επιφορτισμένοι με την έρευνα επιθεωρητές θα συνεχίσουν να εξετάζουν το ενδεχόμενο ότι δεν επρόκειτο για ατύχημα. Στο μεταξύ, η διεύθυνση του πανεπιστημίου ζητά από τους φοιτητές να μείνουν στα δωμάτια τους ή να κινούνται κατά ομάδες αν πρέπει να βγουν απόψε». Στο στούντιο η εκφωνήτρια στρέφεται σοβαρή στο συμπαρουσιαστή της. «Η κατάσταση είναι μάλλον δύσκολη, δεδομένων των όσων είδαμε νωρίτερα στο χώρο του Χόλντερ Χολ». Γυρνώντας πάλι προς την κάμερα, προσθέτει: «Θα επιστρέψουμε σ' αυτό το θέμα αργότερα». «Πέθανε?» επαναλαμβάνει ο Γκιλ, μην μπορώντας να το πιστέψει. «Μα νόμιζα ότι ο Τσάρλι...» Αφήνει τη φράση του στη μέση. «Σπουδαστής του πανεπιστημίου, είπε», λέω πένθιμα. Ο Γκιλ με κοιτάζει ύστερα από μακρά σιωπή. «Μη σκέφτεσαι τέτοια τώρα, Τομ. Ο Τσάρλι θα μας είχε τηλεφωνήσει οπωσδήποτε». Στον απέναντι τοίχο η κορνιζαρισμένη φωτογραφία που αγόρασα για την Κέιτι στέκεται άβολα στη γωνία. Τηλεφωνώ στο γραφείο του Ταφτ, ενώ ο Γκιλ ξαναβγαίνει από το υπνοδωμάτιο του και μου δίνει ένα μπουκάλι κρασί. «Τι είναι αυτό?» τον ρωτάω. Το τηλέφωνο στο ινστιτούτο καλεί, αλλά δεν απαντά κανείς. Ο Γκιλ κατευθύνεται προς το αυτοσχέδιο μπαρ που έχει φτιάξει στη γωνία του δωματίου κι αρπάζει δυο ποτήρια κι ένα ανοιχτήρι. «Πρέπει να χαλαρώσω».
244
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Όταν πείθομαι ότι δεν είναι κανείς στο γραφείο του Ταφτ, κατεβάζω απρόθυμα το ακουστικό. Είμαι έτοιμος να πω στον Γκιλ πόσο χάλια αισθάνομαι, όταν παρατηρώ ότι αυτός φαίνεται πολύ χειρότερα. «Τι έχεις?» τον ρωτάω σοβαρά. Εκείνος γεμίζει τα δυο ποτήρια ως πάνω. Σηκώνει το ένα κάνοντας μια βουβή πρόποση και πίνει μια γενναία γουλιά. «Πιες λίγο», συμπληρώνει. «Είναι καλό». «Δεν αμφιβάλλω», λέω κι αναρωτιέμαι αν το μόνο που θέλει είναι λίγη συντροφιά για ν' απολαύσει το κρασί του. Ωστόσο, το στομάχι μου ανακατεύεται στη σκέψη του παγωμένου κρασιού. Όμως ο Γκιλ με κοιτάζει, οπότε πίνω μια γουλιά. Νιώθω το κρασί να κατεβαίνει σαν λάβα στο στομάχι μου. Στον Γκιλ, πάντως, μάλλον έχει θετικότερη επίδραση. Όσο περισσότερο πίνει τόσο καλύτερα φαίνεται. Αφήνω κάτω το ποτήρι μου και χαζεύω το χιόνι, που πέφτει σαν βαμβάκι στο φωτεινό κύκλο γύρω από τον πιο κοντινό φανοστάτη. Στο μεταξύ, ο Γκιλ αδειάζει το δεύτερο ποτήρι. «Ήρεμα, αρχηγέ», τον συμβουλεύω με το πιο εγκάρδιο ύφος μου. «Δε φαντάζομαι να θέλεις να πας με πονοκέφαλο αύριο στο χορό». «Όχι βέβαια. Πρέπει να περάσω από τους προμηθευτές στις εννιά. Έπρεπε να τους πω ότι ούτε για να πάω σε μάθημα δε σηκώνομαι τόσο νωρίς». Ο τόνος του είναι κάπως επιθετικός, αλλά φαίνεται να το μετανιώνει αμέσως. «Ας δούμε αν έχει τίποτ' άλλο», προτείνει, παίρνοντας το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης.
245
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Τρία διαφορετικά κανάλια εκπέμπουν από κάποιο σημείο μέσα στην πανεπιστημιούπολη, αλλά όταν δεν προσθέτουν κανένα καινούριο στοιχείο στην είδηση που μας καίει, ο Γκιλ σηκώνεται και βάζει μια ταινία στο βίντεο. «Διακοπές στη Ρώμη», λέει γυρίζοντας στον καναπέ. Το πρόσωπό του χαλαρώνει σιγά σιγά. Η Όντρεϊ Χέπμπορν είναι το καλύτερο φάρμακο για τον Γκιλ. Αφήνει κάτω το ποτήρι του. Όσο προχωράει η ταινία, πάντως, του δίνω όλο και περισσότερο δίκιο. Όσο ζοφερές κι αν είναι οι σκέψεις μου, αργά ή γρήγορα προσηλώνομαι στην Όντρεϊ. Κυριολεκτικά δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω της. Λίγο αργότερα προσέχω ότι τα βλέφαρα του Γκιλ έχουν αρχίσει να βαραίνουν. Το κρασί, υποθέτω. Όταν όμως τρίβει επίμονα τους κροτάφους του, συνειδητοποιώ ότι κάτι τον βασανίζει. Ίσως του λείπει η Άννα, η πρώην κοπέλα του, τον παράτησε ενόσω εγώ έλειπα στο Κολάμπους. Οι προθεσμίες της πτυχιακής του και οι προετοιμασίες για το χορό τους διέλυσαν, μου είπε ο Τσάρλι, αλλά ο Γκιλ απέφυγε να το συζητήσει. Η Άννα ήταν ένα μυστήριο για όλους μας από την αρχή. Ο Γκιλ δεν την έφερνε σχεδόν ποτέ στο δωμάτιο μας, μόλο που στην Άϊβι έλεγαν ότι ήταν αχώριστοι. Ήταν η πρώτη φιλενάδα του που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος από μας απαντούσε στο τηλέφωνο, η μόνη που μερικές φορές ξεχνούσε το όνομα του Πολ και δεν περνούσε ποτέ από το δωμάτιο αν δεν ήταν σίγουρη ότι θα έβρισκε τον Γκιλ. «Ξέρεις ποια μοιάζει λίγο με την Όντρεϊ Χέπμπορν?» με ρωτάει ξαφνικά, ξαφνιάζοντας με. 246
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Ποια?» τον ρωτάω, τηλεφωνώντας ξανά στο γραφείο του Ταφτ. Η απάντηση του μ' αιφνιδιάζει. «Η Κέιτι». «Πού σου 'ρθε τώρα αυτό?» «Δεν ξέρω. Σας παρακολουθούσα απόψε. Είστε τέλειο ζευγάρι». Το λέει σαν να προσπαθεί να θυμίσει στον εαυτό του ότι υπάρχουν και αξιόπιστες σχέσεις. Θέλω να του πω ότι κι εγώ με την Κέιτι έχουμε τα πάνω και τα κάτω μας, ότι δεν είναι ο μόνος που αγωνίζεται μέσα σε μια σχέση, αλλά δεν ξέρω πώς θα το πάρει. «Είναι ακριβώς ο τύπος σου, Τομ», συνεχίζει. «Είναι έξυπνη. Τις μισές φορές δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάει». «Που στην ευχή είναι?» μονολογώ όταν και πάλι δεν απαντάει κανείς. «Θα μας τηλεφωνήσει», προσπαθεί να με καθησυχάσει ο Γκιλ. Παίρνει βαθιά ανάσα, πασχίζοντας να ξορκίσει τις ανησυχίες του. «Πόσο καιρό είστε με την Κέιτι?» «Την ερχόμενη Τετάρτη κλείνουμε τέσσερις μήνες». Ο Γκιλ κουνάει μελαγχολικά το κεφάλι του. Από τότε που γνώρισα την Κέιτι, έχει χωρίσει τρεις φορές. «Αναρωτιέσαι ποτέ αν είναι η γυναίκα της ζωής σου?» Είναι η πρώτη φορά που μου κάνουν αυτή την ερώτηση. «Μερικές φορές. Εύχομαι να είχαμε περισσότερο χρόνο. Ανησυχώ τι θα γίνει του χρόνου, που εμείς θα φύγουμε». «Θα 'πρεπε να ακούσεις πώς μιλάει για σένα. Είναι σαν να γνωρίζεστε από παιδιά!» «Τι θέλεις να πεις?»
247
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Τη συνάντησα μια μέρα στην Άϊβι να σου γράφει έναν αγώνα μπάσκετ στο βίντεο της σάλας. Μου είπε ότι εσύ και ο πατέρας σου δε χάνατε ποτέ αγώνα μεταξύ Μίσιγκαν και Οχάϊο». Ούτε καν της το είχα ζητήσει! Και πριν με γνωρίσει δεν παρακολουθούσε ποτέ μπάσκετ. «Είσαι πολύ τυχερός», καταλήγει ο Γκιλ. Συμφωνώ μ' ένα νεύμα. Μιλάμε λίγο ακόμα για την Κέιτι κι έπειτα ο Γκιλ αφοσιώνεται ξανά στην Όντρεϊ. Για μια στιγμή δίνει την εντύπωση ότι έχει χαλαρώσει, αλλά σταδιακά βλέπω το πρόσωπο του να σκοτεινιάζει ξανά από τις έγνοιες. Ο Πολ. Η Άννα. Ο χορός. Ύστερα από λίγο ξαναπαίρνει το μπουκάλι. Είμαι έτοιμος να του πω κάτι για να του αποσπάσω την προσοχή, όταν ακούμε ένα συρτό ήχο έξω στο διάδρομο. Η εξώπορτα ανοίγει απότομα και εμφανίζεται ο Τσάρλι. Έχει τα χάλια του. Τα μανίκια του είναι γεμάτα αίμα. «Είσαι καλά?» τον ρωτάει ο Γκιλ, που πετάγεται αμέσως όρθιος. «Πρέπει να μιλήσουμε», λέει ο Τσάρλι με φωνή που τρέμει. Ο Γκιλ κλείνει τελείως τον ήχο στην τηλεόραση. Ο Τσάρλι πηγαίνει στο ψυγείο και παίρνει ένα μπουκάλι νερό. Πίνει το μισό κι έπειτα χύνει λίγο στα χέρια του για να βρέξει το πρόσωπο του. Φαίνεται αποσυντονισμένος. Τελικά, κάθεται στον καναπέ και μας λέει: «Ο άντρας που έπεσε από το Ντίκινσον ήταν ο Μπιλ Στάϊν». «Θεέ και Κύριε!» μουρμουρίζει ο Γκιλ. «Πως?» ρωτάω εγώ, παγώνοντας ξαφνικά ολόκληρος. 248
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Η έκφραση του Τσάρλι μας βεβαιώνει ότι δεν έχει γίνει κανένα λάθος. «Είσαι σίγουρος?» είναι το μόνο που καταφέρνω να πω. «Ήταν στο γραφείο του, στο τμήμα Ιστορικών Σπουδών. Κάποιος μπήκε και τον πυροβόλησε». «Ποιος?» «Δεν ξέρουν». «Τι εννοείς, δεν ξέρουν?» Ο Τσάρλι δεν απαντάει αμέσως. Γυρίζει και με κοιτάζει κατάματα. «Τι ήταν εκείνο το μήνυμα στο βομβητή? Γιατί ο Μπιλ Στάϊν έψαχνε τον Πολ?» «Σας είπα. Ήθελε να του δώσει ένα βιβλίο που βρήκε. Μου φαίνεται απίστευτο, Τσάρλι». «Δεν είπε τίποτ' άλλο? Που θα πήγαινε? Ποιον θα συναντούσε, ίσως?» Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. Και τότε μου ξανάρχεται στο μυαλό αυτό που εκείνη την ώρα είχα αγνοήσει θεωρώντας το ένδειξη μανίας καταδίωξης: τα βουβά τηλεφωνήματα που δεχόταν ο Μπιλ, τα βιβλία του που κάποιος είχε ψαχουλέψει. Νιώθω να με κατακλύζει ένα κύμα φόβου καθώς τα μεταφέρω στον Τσάρλι. «Να πάρει!» γρυλίζει εκείνος και πηγαίνει αμέσως στο τηλέφωνο. «Τι πας να κάνεις?» ρωτάει ο Γκιλ. Εκείνος τον αγνοεί. «Πρέπει να μιλήσετε στους αστυνομικούς», μου λέει. «Που είναι ο Πολ?» «Χριστέ μου! Δεν ξέρω, αλλά πρέπει να τον βρούμε το συντομότερο. Προσπαθώ από ώρα να επικοινωνήσω με το
249
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
γραφείο του Ταφτ στο ινστιτούτο, αλλά δεν απαντάει κανείς». Το πρόσωπο του Τσάρλι σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. «Ο Πολ θα είναι μια χαρά», λέει ο Γκιλ και καταλαβαίνω ότι αυτή τη στιγμή μιλάει το κρασί. «Ηρέμησε». «Δε μίλησα σ' εσένα», του απαντάει άγρια ο Τσάρλι. «Ίσως πήγε στο σπίτι του Ταφτ», λέω. «Ή στο γραφείο του εδώ στο πανεπιστήμιο». «Θα τον βρουν οι αστυνομικοί αν το θεωρούν αναγκαίο να του μιλήσουν», επεμβαίνει προκλητικά ο Γκιλ. «Εμείς καλύτερα να μην ανακατευτούμε». Ο Τσάρλι στρέφεται απότομα προς το μέρος του. «Δυο από μας είμαστε ήδη ανακατεμένοι, Γκιλ!» Ο Γκιλ καγχάζει. «Έλα τώρα, Τσάρλι. Από πότε είχες εσύ πάρε δώσε με τον Ταφτ και τον Στάϊν?» «Όχι εγω, μεθυσμένε βλάκα! Για τον Τομ και τον Πολ μιλούσα. Το εμείς τυγχάνει ευρύτερο από το εγώ σου, ξέρεις. Εκτός αν δεν έχεις χρόνο ν' ανησυχήσεις για όλα αυτά εξαιτίας του αναθεματισμένου χορού σου!» «Τα κηρύγματα όχι σ εμένα! Σ' έχω βαρεθεί να χώνεις τη μύτη σου στα προβλήματα των άλλων!» «Τι στο δαίμονα λες τώρα? Ο Μπιλ Στάϊν δολοφονήθηκε! Τα 'χεις χάσει τελείως?» «Αφού είσαι τόσο σπουδαίος, κοίτα ν' ασχολείσαι λιγότερο μ' εμένα και να σκεφτείς έναν τρόπο να βοηθήσεις ουσιαστικά τον Πολ». Ξαφνικά ο Τσάρλι σκύβει, αρπάζει το μπουκάλι απ’ το τραπέζι και το πετάει στο σκουπιδοτενεκέ. «Αρκετά τα κοπάνησες!» 250
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Για μια στιγμή φοβάμαι ότι το κρασί θα ωθήσει τον Γκιλ να πει κάτι που ίσως μετανιώσουμε όλοι. Ωστόσο, αφού αγριοκοιτάζει τον Τσάρλι για μερικές στιγμές, τελικά σηκώνεται από τον καναπέ. «Εγώ πάω για ύπνο», λέει στεγνά. Τον παρακολουθώ ν' αποσύρεται στο υπνοδωμάτιο τους χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ύστερα από λίγο το φως που φαίνεται απ’ τη χαραμάδα σβήνει. Τα επόμενα λεπτά μού φαίνονται σαν ώρες. Τηλεφωνώ ξανά στο ινστιτούτο, αλλά είναι μάταιο. Έτσι, καθόμαστε με τον Τσάρλι στο κοινό καθιστικό μας χωρίς να λέμε λέξη. Το μυαλό μου δουλεύει υπερβολικά γρήγορα για να παρακολουθήσω τις σκέψεις μου. Στυλώνω το βλέμμα μου έξω απ’ το παράθυρο, αναλογιζόμενος τα λόγια του Στάϊν. Είναι κι αυτά τα τηλεφωνήματα. Απαντάω... το κλείνουν. Απαντάω... το κλείνουν. Τελικά, ο Τσάρλι σηκώνεται, παίρνει μια πετσέτα από την ντουλάπα κι αρχίζει να τακτοποιεί το τσαντάκι με τα είδη μπάνιου του. Χωρίς να πει κουβέντα, βγαίνει απ’ το δωμάτιο φορώντας το μποξεράκι του. Τα λουτρά για τους άντρες είναι στην άλλη άκρη του διαδρόμου και υπάρχουν μισή ντουζίνα τελειόφοιτες κοπέλες ανάμεσα σ' αυτά και το τετράκλινο δωμάτιο μας, αλλά ο Τσάρλι βγαίνει απαθής, με την πετσέτα τυλιγμένη στο λαιμό του σαν κασκόλ και το τσαντάκι του παραμάσχαλα. Μισοξαπλώνω στον καναπέ και παίρνω το σημερινό φύλλο της Daily Princetonian. Προσπαθώντας να μη σκέφτομαι την κατάσταση, τη φυλλομετράω ψάχνοντας να βρω καμιά φωτογραφία της Κέιτι κάπου στις εσωτερικές σελίδες, εκεί 251
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
όπου θάβονται όλες οι συνεισφορές των «νέων». Είμαι πάντα περίεργος για τις φωτογραφίες που τραβάει, για τα καινούρια θέματα που διαλέγει, γι' αυτά που θεωρεί ασήμαντα για να τα συζητήσει. Όταν έχεις τόσο στενή σχέση με μια κοπέλα, αρχίζεις να φαντάζεσαι ότι βλέπει τα πάντα όπως εσύ. Οι φωτογραφίες της είναι σαν διορθωτικοί φακοί, μου επιτρέπουν να βλέπω τον κόσμο μέσα απ’ τα δικά της μάτια. Δεν περνάει πολλή ώρα όταν ακούω ένα θόρυβο στην πόρτα. Υποθέτω ότι είναι ο Τσάρλι που επιστρέφει από το ντους. Αλλά όταν ακούω κλειδί στην κλειδαριά, καταλαβαίνω ότι δεν είναι αυτός. Η πόρτα ανοίγει διάπλατα κι αυτή τη φορά είναι ο Πολ. Είναι κάτωχρος και τα χείλη του είναι ακόμα μελανά από το κρύο. «Είσαι καλά?» είναι το μόνο πράγμα που καταφέρνω να ρωτήσω. Ο Τσάρλι καταφθάνει πάνω στην ώρα. «Πού ήσουν και μας κατατρόμαξες?» ρωτάει τον Πολ σαν αυστηρός γονιός. Μας παίρνει κανένα τέταρτο να μάθουμε όλες τις λεπτομέρειες στην κατάσταση που είναι ο Πολ. Αφού έφυγε από τη διάλεξη, πήγε στο ινστιτούτο να βρει τον Μπιλ Στάϊν στο εργαστήρι των υπολογιστών. Μία ώρα αργότερα, αφού εκείνος δεν εμφανίστηκε, ο Πολ αποφάσισε να επιστρέψει στο δωμάτιο. Ξεκίνησε με το αυτοκίνητο του, αλλά έμεινε σ' ένα φανάρι γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο από την πανεπιστημιούπολη και αναγκαστικά συνέχισε με τα πόδια?** Η υπόλοιπη νύχτα, μας λέει, είναι ένας κυκεώνας. Έφτασε στη βόρεια πλευρά της πανεπιστημιούπολης και είδε 252
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
περιπολικά κοντά στο γραφείο του Μπιλ, στο Ντίκινσον. Βλέποντας την επιμονή του να μάθει λεπτομέρειες, οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στο Ιατρικό Κέντρο, όπου κάποιος του ζήτησε να αναγνωρίσει τον νεκρό. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε στο νοσοκομείο ο Ταφτ κι έκανε τη δεύτερη αναγνώριση, αλλά πριν ο Πολ προφτάσει να πει λέξη, οι αστυνομικοί τους χώρισαν για να τους πάρουν κατάθεση. Ήθελαν να τους πει για τη σχέση του Στάϊν με τον Ταφτ, για την τελευταία φορά που είδε τον Μπιλ και πού βρισκόταν ο ίδιος την ώρα του φόνου. Ο Πολ, σε πλήρη σύγχυση, συνεργάστηκε πρόθυμα. Όταν τελικά τον άφησαν, του ζήτησαν να μην απομακρυνθεί από την πανεπιστημιούπολη κι είπαν ότι θα επικοινωνήσουν ξανά μαζί του. Τελικά, πήρε το δρόμο για το Ντοντ, αλλά κάθισε για λίγο έξω στα σκαλιά για να βάλει σε κάποια τάξη τις σκέψεις του. Όταν τελειώνει την αφήγηση του, προσπαθούμε να θυμηθούμε την κουβέντα που είχε με τον Στάϊν στην Αίθουσα Σπάνιων Βιβλίων, την οποία ο Πολ λέει ότι οι αστυνομικοί σημείωσαν κατά γράμμα. Όσο μιλάει για τον Μπιλ, το φίλο που έχασε, και θυμάται πόσο ταραγμένος ήταν στη βιβλιοθήκη, ο Πολ φαίνεται σχεδόν απαθής. Είναι φανερό ότι δεν έχει συνέλθει ακόμα από το σοκ. «Τομ», μου λέει τελικά όταν μπαίνουμε στο υπνοδωμάτιο μας, «θέλω να σου ζητήσω μια χάρη». «Φυσικά», του λέω. «Ό,τι θέλεις». «Θέλω να έρθεις μαζί μου». Διστάζω. «Πού?» «Στο Μουσείο Τέχνης». 253
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Έχει αρχίσει να γδύνεται, για να φορέσει στεγνά ρούχα. «Εννοείς τώρα? Γιατί?» Ο Πολ τρίβει κουρασμένα το μέτωπο του. «Θα σου εξηγήσω στο δρόμο». Όταν ξαναβγαίνουμε στο καθιστικό, ο Τσάρλι μας κοιτάει σαν να είμαστε θεοπάλάβοι. «Είναι περασμένα μεσάνυχτα!» μας λέει. «Το μουσείο έχει κλείσει από ώρες!» «Ξέρω τι κάνω», του λέει ο Πολ, που έχει βγει κιόλας στο διάδρομο. Ο Τσάρλι μου ρίχνει μια επικριτική ματιά, αλλά δε λέει τίποτα. Εγώ ακολουθώ τον Πολ. Το Μουσείο Τέχνης δεσπόζει σαν παλιό μεσογειακό μέγαρο απέναντι από το Ντοντ. Η πρόσοψη, από την οποία μπήκαμε πριν από λίγες ώρες, είναι απλώς ένα κοντόχοντρο μοντέρνο κτίριο μ' ένα γιγάντιο γλυπτό του Πικάσο στην μπροστινή πελούζα που θυμίζει ωραιοποιημένη γούρνα για τα πουλιά. Όταν το πλησιάζεις από το πλάϊ, ωστόσο, τα νεότερα στοιχεία χάνονται μέσα στα παλιά: όμορφα παράθυρα με μικρές ρομανικές αψίδες και κόκκινα κεραμίδια που θαρρείς και κρυφοκοιτάζουν κάτω από το θόλο του χιονιού. Υπό διαφορετικές συνθήκες η θέα από δω θα ήταν μαγευτική. Υπό διαφορετικές συνθήκες μπορεί να ήταν μια εικόνα που θα απαθανάτιζε η Κέιτι. «Τι κάνουμε?» τον ρωτάω τελικά. Ο Πολ ανοίγει ένα μονοπάτι μπροστά μου με τις παλιές μπότες του. «Ανακάλυψα τι πίστευε ο Ρίτσαρντ πως υπήρχε μέσα στο ημερολόγιο του Γενοβέζου», μου λέει. Ακούγεται σαν να βρίσκεται στη μέση μιας σκέψης, την αρχή της οποίας δε θα μάθω ποτέ. 254
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Μιλάς για το σχεδιάγραμμα?» Εκείνος γνέφει καταφατικά. «Θα σου δείξω όταν μπούμε μέσα». Βαδίζω πάνω στα βήματα του για να μη βρέξω τα μπατζάκια μου. Το βλέμμα μου καρφώνεται διαρκώς στις μπότες του. Το καλοκαίρι του πρώτου έτους ο Πολ δούλεψε φορτοεκφορτωτής στο μουσείο, κουβαλώντας εισερχόμενα και εξερχόμενα εκθέματα στα φορτηγά. Οι μπότες του ήταν απαραίτητες τότε, αλλά απόψε αφήνουν βρόμικα χνάρια στο κάτασπρο στρώμα του προαυλίου. Θυμίζει μικρό αγόρι με αντρικά παπούτσια. Φτάνουμε σε μια πόρτα στη δυτική πλευρά του μουσείου. Δίπλα στην πόρτα υπάρχει ένα μικρό πληκτρολόγιο. Ο Πολ πατάει τον κωδικό του και περιμένει να δει αν θα γίνει δεκτός. Παλιότερα έκανε ξεναγήσεις εδώ, αλλά τελικά αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά στο αρχείο διαφανειών, επειδή οι ξεναγοί δεν πληρώνονταν. Ξαφνιάζομαι όταν η πόρτα ανοίγει μ' ένα αμυδρό μπιπ κι έναν ήχο σαν θρόισμα. Είμαι τόσο συνηθισμένος στο μεσαιωνικό ήχο των κλειδαριών στις πόρτες των κοιτώνων μας, ώστε μόλις που το ακούω. Ο Πολ με οδηγεί μέσα σ' ένα μικρό προθάλαμο, ένα δωμάτιο ασφαλείας που φρουρείται από έναν ένστολο πίσω από ένα γυάλινο παράθυρο. Ξαφνικά νιώθω παγιδευμένος. Αφού υπογράφουμε ένα έντυπο εισόδου σ' ένα ντοσιέ και κολλάμε τις φοιτητικές μας ταυτότητες πάνω στην τζαμαρία για να τις ελέγξει ο φρουρός, είμαστε ελεύθεροι να μπούμε στη βιβλιοθήκη των ξεναγών, ακριβώς απέναντι.
255
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Τόσο απλά?» ρωτάω απορημένος. Αυτή την ώρα περίμενα πιο εξονυχιστική έρευνα. Ο Πολ μου δείχνει μια κάμερα στον τοίχο, αλλά δε λέει τίποτα. Η βιβλιοθήκη των ξεναγών, δεν έχει τίποτα το εντυπωσιακό, -περιλαμβάνει μόνο μερικά ράφια με βιβλία ιστορίας της τέχνης, δωρεές από επαγγελματίες ξεναγούς-, αλλά ο Πολ συνεχίζει προς έναν ανελκυστήρα μετά τη γωνία. Μια μεγάλη πινακίδα κολλημένη πάνω στις συρόμενες πόρτες γράφει: ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΦΡΟΥΡΟΥΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ. ΦΟΙΤΗΤές ΚΑΙ ΞΕΝΑΓΟί ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΣέΡΧΟΝΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΔΟ. Οι λέξεις «φοιτητές» και «ξεναγοί» είναι υπογραμμισμένες με κόκκινο. Ωστόσο, ο Πολ κοιτάζει αλλού. Βγάζει ένα κλειδί από την τσέπη του και το χώνει σε μια σχισμή στον τοίχο. 'Οταν το στρίβει δεξιά, οι βαριές μεταλλικές πόρτες ανοίγουν. «Που το βρήκες αυτό?» ρωτάω έκθαμβος. Εκείνος περιμένει να μπω στο θαλαμίσκο και πατάει ένα κουμπί. «Από τη δουλειά μου», λέει απλά. Η βιβλιοθήκη διαφανειών του εξασφαλίζει πρόσβαση στις περισσότερες αρχειοθήκες του μουσείου. Κι είναι τόσο σχολαστικός στη δουλειά του, ώστε όλοι τον εμπιστεύονται. «Που πάμε?» τον ρωτάω. «Στην αίθουσα προβολής. Εκεί που φυλάει ο Ταφτ τις διαφάνειες του». Ο ανελκυστήρας μας βγάζει στο ισόγειο του μουσείου. Ο Πολ με οδηγεί στην άλλη άκρη, αγνοώντας όλους τους 256
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
πίνακες που μου έχει δείξει με δέος δεκάδες φορές ως τώρα τον πελώριο πίνακα του Ρούμπενς, με το βλοσυρό Δία του, τον ανολοκλήρωτο Θάνατο του Σωκράτη, με τον ηλικιωμένο φιλόσοφο να φέρνει την κούπα με το κώνειο στα χείλη του. Μόνο οι πίνακες που έφερε ο Κάρι για την έκθεση των μελών του διοικητικού συμβουλίου τραβούν για μια στιγμή την προσοχή του. Φτάνοντας στην πόρτα του αρχείου των διαφανειών, ο Πολ ξαναβγάζει τα κλειδιά του. Ένα απ’ αυτά γλιστράει αθόρυβα στην κλειδαριά. αμέσως μετά βρισκόμαστε στο σκοτάδι. «Από δω», μου λέει, δείχνοντας προς μια πτέρυγα ραφιών φορτωμένη με σκονισμένα κιβώτια. Κάθε κιβώτιο περιέχει από κουτί γεμάτο διαφάνειες. Πίσω από άλλη μια κλειδωμένη πόρτα, μέσα σ' ένα ευρύχωρο δωμάτιο που έχω δει μόνο μία φορά, βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του πανεπιστημίου σε διαφάνειες έργων τέχνης. Ο Πολ βρίσκει τα κουτιά που ψάχνει, παίρνει το πάνω πάνω από τη στοίβα και το ακουμπάει στο ράφι μπροστά του. Ένα σημείωμα κολλημένο στο καπάκι, γραμμένο με ορνιθοσκαλίσματα, διευκρινίζει: ΧΑΡΤΕΣ: ΡΩΜΗ. Ο Πολ το βγάζει από το κουτί και το μεταφέρει στο μικρό ανοιχτό χώρο κοντά στην είσοδο. Από ένα άλλο ράφι παίρνει μια μηχανή προβολής, την οποία συνδέει σε μια πρίζα κοντά στο πάτωμα. Τελικά, πατάει ένα κουμπί και μια θαμπή εικόνα εμφανίζεται στον απέναντι τοίχο. Ο Πολ ρυθμίζει την εστίαση ώσπου η εικόνα καθαρίζει απόλυτα. «Θαυμάσια», αποφαίνομαι. «Τώρα μπορείς να μου πεις τι κάνουμε εδώ?»
257
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Τι γίνεται αν ο Ρίτσαρντ είχε δίκιο?» με ρωτάει. «Αν ο Βίνσεντ έκλεψε το ημερολόγιο πριν από τριάντα χρόνια?» «Είναι το πιο πιθανό. Αλλά τι σημασία έχει τώρα αυτό?» Ο Πολ ξαναρχίζει, προσπαθώντας να μου εξηγήσει το σκεπτικό του. «Φαντάσου ότι είσαι στη θέση του Βίνσεντ. Ο Ρίτσαρντ σου ζαλίζει τα’ αφτιά λέγοντας ότι το ημερολόγιο είναι ο μόνος τρόπος να λύσεις το μυστήριο της υπνερωτομαχίας. Εσυ τον αγνοείς θεωρώντας τον άσχετο, έναν απλό απόφοιτο πανεπιστημίου με πτυχίο Ιστορίας. Ώσπου εμφανίζεται κάποιος άλλος. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου αυτή τη φορά». Ο τόνος του είναι γεμάτος σεβασμό. Συμπεραίνω ότι αναφέρεται στον πατέρα μου. «Και ξαφνικά είσαι η μειοψηφία, αφού και οι δυο επιμένουν ότι το ημερολόγιο είναι η απάντηση. Αλλά δεν μπορείς να υπαναχωρήσεις τώρα. Έχεις πει στον Ρίτσαρντ ότι το ημερολόγιο του είναι άχρηστο, ότι ο Γενοβέζος ήταν ένας τρελόγερος. Και, το κυριότερο, δεν αντέχεις να παραδεχτείς το λάθος σου. Τι κάνεις, λοιπόν?» Ο Πολ προσπαθεί να με πείσει για μια πιθανότητα που έτσι κι αλλιώς δε θα δυσκολευόμουν να δεχτώ: ότι ο Βίνσεντ Ταφτ, είναι ένας τιποτένιος κλέφτης. «Το βουτάς», λέω απλώς. «Πάμε παρακάτω». «Κλέβεις, λοιπόν, το ημερολόγιο, αλλά κι αυτό δε σε οδηγεί πουθενά, αφού εξαρχής μελετάς την υπνερωτομαχία από ολότελα λανθασμένη οπτική. Χωρίς τα κωδικοποιημένα μηνύματα του Φραντσέσκο, δεν ξέρεις πώς ν' αξιοποιήσεις το ημερολόγιο. Τι κάνεις τότε?» «Δεν ξέρω». 258
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Ασφαλώς δεν το πετάς, επειδή δεν μπορείς να το καταλάβεις, έτσι?» συνεχίζει. Γνέφω καταφατικά. «Το κρύβεις, λοιπόν, σ' ένα ασφαλές μέρος. Ίσως σ' ένα χρηματοκιβώτιο στο γραφείο σου». «Ή στο σπίτι μου», συμπληρώνω. «Ακριβώς. Κι έπειτα, χρόνια αργότερα, εμφανίζεται ένας νεαρός, κι αυτός μαζί με το φίλο του αρχίζουν να κάνουν βήματα -αν όχι άλματαστην ανάλυση της υπνερωτομαχίας. Σημειώνουν μεγαλύτερη πρόοδο απ’ όση σημείωσες εσύ στο απόγειο της καριέρας σου. Αρχίζουν να βρίσκουν κρυφά μηνύματα από τον Φραντσέσκο». «Τότε σκέφτομαι ότι το ημερολόγιο ίσως αποδειχτεί χρήσιμο τελικά». «Ακριβώς». «Αλλά δεν μπορώ να το δώσω ο ίδιος στον νεαρό, γιατί είναι σαν να ομολογώ ότι το έκλεψα τότε». «Τι θα γινόταν, όμως», συνεχίζει ο Πολ, φτάνοντας στο ψητό, «αν το έβρισκε τυχαία κάποιος?» «Ο Μπιλ». Ο Πολ γνέφει καταφατικά. «Ήταν συνέχεια στο γραφείο και στο σπίτι του Βίνσεντ, αναλαμβάνοντας πρόθυμα ό,τι αγγαρεία του ανέθετε εκείνος. Κι αυτός ήξερε τι σήμαινε το ημερολόγιο. Αν το έβρισκε, δε θα το έβαζε πίσω στη θέση του». «Θα το έφερνε αμέσως σ' εσένα». «Αυτό έκανε. Κι εμείς πήγαμε γραμμή και το δείξαμε στον Ρίτσαρντ. Κι έπειτα ο Ρίτσαρντ διέκοψε τη διάλεξη κι επιτέθηκε στον Βίνσεντ». 259
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Σ' αυτό το σημείο μένω κάπως σκεπτικός. «Μα δε θα είχε ανακαλύψει ήδη ο Ταφτ ότι έλειπε το ημερολόγιο?» «Φυσικά. Και θα μάντεψε αμέσως ότι το πήρε ο Μπιλ. Όμως, πώς λες ότι θ' αντιδρούσε όταν συνειδητοποίησε πως το ήξερε και ο Ρίτσαρντ? Το πρώτο πράγμα που θα έκανε, υποθέτω, θα ήταν να πάει να βρει τον Μπιλ». Αρχίζω να καταλαβαίνω. «Πιστεύεις ότι πήγε στο γραφείο του Στάϊν μετά τη διάλεξη». «Ήταν στη δεξίωση ο Βίνσεντ?» Θεωρώ ότι η ερώτησή του είναι ρητορική, ώσπου θυμάμαι ότι ούτε ο Πολ ήταν εκεί. Είχε φύγει νωρίτερα για να πάει να βρει τον Στάϊν. «Εγώ, πάντως, δεν τον είδα πουθενά». «Υπάρχει ένας διάδρομος που συνδέει το Ντίκινσον με το κτίριο των διαλέξεων», μου λέει. «Ο Βίνσεντ δε χρειάστηκε καν να βγει απ’ το κτίριο για να πάει εκεί». Μου αφήνει λίγο χρόνο να χωνέψω την ιδέα. «Πιστεύεις ειλικρινά ότι τον σκότωσε ο Ταφτ?» τον ρωτάω. Μια αλλόκοτη φιγούρα σχηματίζεται μέσα στους ίσκιους του δωματίου, ο Επ Λανγκ να θάβει ένα σκύλο κάτω από ένα δέντρο. Ο Πολ στυλώνει το βλέμμα του στο σκοτεινό περίγραμμα του προβολέα στον τοίχο. «Τον θεωρώ ικανό». «Από θυμό?» «Δεν ξέρω». Κι όμως, θα 'βάζα στοίχημα ότι έχει εξετάσει ήδη όλα τα σενάρια στο μυαλό του. «Άκουσε με», μου λέει, «ενώ περίμενα τον Μπιλ στο ινστιτούτο, άρχισα να διαβάζω πιο προσεχτικά το ημερολόγιο, ψάχνοντας κάθε αναφορά στον Φραντσέσκο». 260
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Το ανοίγει και βγάζει μια σελίδα με σημειώσεις πάνω σε χαρτί αλληλογραφίας με το λογότυπο του ινστιτούτου. «Βρήκα το απόσπασμα όπου ο διευθυντής του ταχυδρομείου σημειώνει τις κατευθύνσεις που αντέγραψε ο κλέφτης από τα χαρτιά του Φραντσέσκο. Ο Γενοβέζος λέει πως ήταν γραμμένες σ' ένα άδειο κομμάτι χαρτί και πρέπει ν' αποτελούσαν κάποιου είδους ναυτικό δρομολόγιο, κάτι σχετικό με τη ρότα του πλοίου του Φραντσέσκο. Έπειτα προσπάθησε να καταλάβει από που προερχόταν το φορτίο, ακολουθώντας αντίθετη πορεία από τη Γένοβα». Όταν ο Πολ ξετυλίγει το χαρτί, βλέπω ένα σκίτσο με τόξα σχεδιασμένα δίπλα σε μια πυξίδα. «Αυτές είναι οι κατευθύνσεις στα λατινικά. Λένε: Τέσσερα νότια, δέκα ανατολικά, δύο βόρεια, έξι δυτικά. Και καταλήγουν: De Stadio». «Τι είναι πάλι αυτό?» Ο Πολ χαμογελάει. «Νομίζω ότι είναι το κλειδί. Ο Γενοβέζος μας το πήγε στον ξάδερφο του, που του είπε ότι είναι το σύστημα μονάδων μέτρησης που συνοδεύει τις κατευθύνσεις. Σημαίνει ότι οι κατευθύνσεις μετριούνταν σε στάδια». «Δεν καταλαβαίνω». «Το στάδιο είναι μια αρχαία μονάδα μέτρησης απόστασης που βασίζεται στο μήκος ενός αγώνα δρόμου στους ελληνικούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Από κει προέρχεται και η σύγχρονη λέξη. Ενα στάδιο ισοδυναμούσε περίπου με εκατόν ογδόντα μέτρα, οπότε ένα χιλιόμετρο αντιστοιχεί περίπου σε πεντέμισι στάδια». «Ώστε τέσσερα νότια σημαίνει τέσσερα στάδια νότια». 261
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Αυτό είναι. Και ισχύει και με τις τέσσερις κατευθύνσεις. Σου θυμίζει κάτι?» Πράγματι μου θυμίζει: στον τελευταίο του γρίφο, ο Κολόνα αναφερόταν σ' αυτό που αποκαλούσε «Κανόνα των Τεσσάρων», μια διάταξη που θα οδηγούσε τον αναγνώστη στη μυστική κρύπτη του. Αλλά εγκαταλείψαμε την προσπάθεια να τον βρούμε, αφού το ίδιο το κείμενο δεν περιείχε την παραμικρή γεωγραφική αναφορά. «Πιστεύεις πως αυτός είναι ο Κανόνας των Τεσσάρων? Αυτές οι τέσσερις κατευθύνσεις?» Ο Πολ συγκατανεύει ζωηρά. «Όμως ο διευθυντής του ταχυδρομείου έψαχνε κάτι σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, ένα ταξίδι εκατοντάδων χιλιομέτρων. Αν οι οδηγίες του Φραντσέσκο ήταν σε στάδια, τότε το πλοίο δε θα μπορούσε να προέρχεται από τη Γαλλία ή τις Κάτω Χώρες. Θα πρεπε να ξεκίνησε το ταξίδι του περίπου οχτακόσια μέτρα νοτιοανατολικά της Γένοβας. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου ήξερε πως αυτό αποκλειόταν». Βλέπω τον ενθουσιασμό του Πολ στη σκέψη ότι έβαλε τα γυαλιά στο Γενοβέζο. «Με άλλα λόγια, οι κατευθύνσεις αναφέρονταν σε κάτι άλλο». «To De Stadio δε σημαίνει απαραίτητα "στάδια". Η λέξη de θα μπορούσε επίσης να σημαίνει "από"». Με κοιτάζει με προσμονή, αλλά δε συνειδητοποιώ το μεγαλείο αυτής της καινούριας ερμηνείας. «Ίσως οι μετρήσεις δεν είναι απλώς σε στάδια», μου λέει, ανίκανος να συγκρατήσει την έξαψη του. «Ίσως ξεκινούν και από ένα στάδιο! Οι λέξεις De Stadio θα μπορούσαν να έχουν διπλή σημασία: ακολούθησε τις οδηγίες ξεκινώντας 262
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
από ένα στάδιο ως σημείο εκκίνησης και μέτρα την απόσταση σε στάδια, δηλαδή τη μονάδα μέτρησης!» Η διαφάνεια με το χάρτη της Ρώμης στον τοίχο τραβάει ξαφνικά την προσοχή μου. Η πόλη βρίθει κυριολεκτικά από αρχαίες αρένες. Ο Κολόνα σίγουρα τη γνώριζε καλύτερα κι από την παλάμη του. «Έτσι λύνεται το πρόβλημα κλίμακας που αντιμετώπισε ο Γενοβέζος», συνεχίζει ο Πολ. «Δεν μπορείς να μετρήσεις την απόσταση μεταξύ χωρών με λίγα στάδια. Αλλά μπορείς να μετρήσεις τις αποστάσεις μέσα σε μια πόλη! Ο Πλίνιος σημειώνει ότι η περίμετρος της ρωμαϊκής πόλης το 75 π.Χ. ήταν περίπου είκοσι χιλιόμετρα. Με άλλα λόγια, η απόσταση απ’ άκρη σ' άκρη θα ήταν γύρω στα είκοσι με είκοσι πέντε στάδια». «Πιστεύεις ότι αυτές οι οδηγίες θα μας οδηγήσουν στην κρύπτη?» ρωτάω. «Ο Φραντσέσκο αναφέρει ότι χτίζει την κρύπτη του μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Δε θέλει να γνωρίζει κανείς τι μεταφέρει εκεί. Ίσως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βρούμε την τοποθεσία». Ο νους μου κατακλύζεται από εικασίες μηνών. Περάσαμε πολλά βράδια διερωτώμενοι γιατί ο Κολόνα θα έχτιζε την κρύπτη του μέσα στα δάση γύρω από τη Ρώμη, κρυμμένη από την οικογένεια και τους φίλους του, αλλά δεν καταλήξαμε ποτέ σε κάποιο πειστικό, αληθοφανές ή ομόφωνο συμπέρασμα. «Κι αν η κρύπτη αυτή είναι κάτι παραπάνω απ’ ό,τι νομίζαμε?» λέει τώρα. «Αν η ίδια η τοποθεσία είναι το μυστικό?» 263
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Μα τότε τι θα είχε μέσα?» ρωτάω, επιστρέφοντας στο αρχικό σημείο των διαφωνιών μας. Στο πρόσωπο του Πολ αποτυπώνεται καθαρά η απογοήτευση. «Δεν ξέρω, Τομ. Δε βρήκα ακόμα την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα». «Θέλω να πω, δεν πιστεύεις ότι ο Κολόνα θα μας...» «Θα μας είχε αποκαλύψει το περιεχόμενο της κρύπτης? Φυσικά. Αλλά όλο το δεύτερο μισό του βιβλίου βασίζεται στον τελευταίο γρίφο, και δεν καταφέρνω να τον λύσω... μόνος μου. Οπότε, αναγκαστικά, αρκούμαστε σ' αυτό το ημερολόγιο. Εντάξει?» Υποχωρώ αμέσως. «Το μόνο που έχουμε να κάνουμε τώρα», συνεχίζει ο Πολ, «είναι να κοιτάξουμε ορισμένους απ’ αυτούς τους χάρτες. Αρχίζουμε με τα μεγαλύτερα στάδια -το Κολοσσαίο, το Μεγάλο Ιππόδρομο και ούτω καθεξής- και κινούμαστε τέσσερα στάδια νότια, δέκα ανατολικά, δύο βόρεια κι έξι δυτικά. Αν κάποια απ’ αυτές τις τοποθεσίες αντιστοιχεί σε μια περιοχή που ήταν δασώδης την εποχή του Κολόνα, τη σημειώνουμε». «Ας αρχίσουμε, λοιπόν», προτείνω. Ο Πολ πιέζει το κουμπί, περνώντας κάμποσους χάρτες φτιαγμένους κατά το δέκατο πέμπτο και το δέκατο έκτο αιώνα. Θυμίζουν αρχιτεκτονικές καρικατούρες, με κτίρια δυσανάλογα μεγάλα συγκριτικά με τον περιβάλλοντα χώρο, στριμωγμένα το ένα πάνω στο άλλο ώσπου οι αποστάσεις μεταξύ τους εκμηδενίζονται. «Πώς θα υπολογίσουμε αποστάσεις εδώ πάνω?» τον ρωτάω. 264
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Μου απαντάει πατώντας αρκετές φορές το κουμπί του τηλεχειριστηρίου. Ύστερα από κάμποσους ακόμα χάρτες της Αναγέννησης, εμφανίζεται ένας σύγχρονος. Αυτός μοιάζει περισσότερο με έναν που θυμάμαι από τα ταξιδιωτικά βιβλία που μου χάρισε ο πατέρας μου πριν από το ταξίδι μας στο Βατικανό. Τα Αυρηλιανά Τείχη στη βόρεια, την ανατολική και τη νότια πλευρά της πόλης και ο Τίβερης στη δυτική σχηματίζουν το προφίλ μιας ηλικιωμένης γυναίκας που κοιτάζει την υπόλοιπη Ιταλία. Το παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο, όπου ο Κολόνα έβαλε να σκοτώσουν τους δυο άντρες, υπερίπταται σαν μύγα μπροστά στη ράχη της μύτης της γυναίκας. «Αυτός εδώ έχει τη σωστή κλίμακα», λέει ο Πολ, δείχνοντας τις μονάδες στην πάνω αριστερή γωνία. Οχτώ στάδια είναι σημειωμένα κατά μήκος μιας ευθείας, με τη λεζάντα Αρχαίο Ρωμαϊκό Μίλι. Ο Πολ πηγαίνει προς το χάρτη που προβάλλεται στον τοίχο και τοποθετεί το χέρι του παράλληλα με την κλίμακα. Από τη βάση της παλάμης του ως την άκρη του μεσαίου δαχτύλου του καλύπτει τα οχτώ στάδια. «Ας αρχίσουμε από το Κολοσσαίο». Γονατίζει στο πάτωμα και φέρνει το χέρι του κοντά στο σκουρόχρωμο ωοειδές σχήμα στη μέση του χάρτη. «Τέσσερα νότια», αρχίζει, κατεβάζοντας μόνο την παλάμη του, «και δέκα ανατολικά». Μετακινεί ολόκληρο το χέρι του προς τα δεξιά, κι έπειτα περίπου το μήκος του μισού δείκτη του. «Κατόπιν, δυο βόρεια κι έξι δυτικά». Όταν τελειώνει, έχει καταλήξει στο λόφο Καίλιο πάνω στο χάρτη. 265
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Μπορεί να είναι εκεί?» «Αποκλείεται», απαντάει με σιγουριά ο Πολ. Δείχνοντας μου έναν κύκλο στο χάρτη ελάχιστα νοτιοδυτικά από το σημείο όπου κατέληξε, εξηγεί: «Εδώ υπάρχει μια εκκλησία. Ο Άγιος Στέφανος ο Στρογγυλός. Μετακινεί το δάχτυλο του ελαφρώς βορειοανατολικά». Εδώ είναι μια άλλη, η Κουάτρο Κορονάτι, και εδώ», συνεχίζει σέρνοντας το δάχτυλο του νοτιοανατολικά «ο Άγιος Ιωάννης του Λατερανού, όπου ζούσαν οι πάπες μέχρι το δέκατο τέταρτο αιώνα. Αν ο Φραντσέσκο είχε χτίσει εδώ την κρύπτη του, θα απείχε λιγότερα από τριακόσια μέτρα από τρεις διαφορετικές εκκλησίες. Αποκλείεται». Αρχίζει ξανά. «Ο Φλαμίνιος Ιππόδρομος», λέει. «Αχ, αυτός ο χάρτης είναι παλιός. Νομίζω ότι ο Γκάτι τον τοποθετεί πιο κοντά σ’ αυτό το σημείο». Κινεί το δάχτυλο του πιο κοντά στο ποτάμι και επαναλαμβάνει τις κατευθύνσεις. «Βρήκες τίποτα καλό?» τον ρωτάω, καρφώνοντας το βλέμμα μου στο σημείο όπου έχει καταλήξει, κάπου πάνω στο λόφο Παλατίνο. Συνοφρυώνεται. «Τίποτα. Εδώ καταλήγουμε σχεδόν στην καρδιά της εκκλησίας του Αγίου Θεόδωρου». «Πάλι σ' εκκλησία?» Γνέφει καταφατικά. «Είσαι σίγουρος ότι ο Κολόνα δε θα έχτιζε την κρύπτη του κοντά σε εκκλησία?» Με κοιτάζει σαν να ξέχασα το βασικότερο αξίωμα. «Σε κάθε μήνυμα του αναφέρει ότι φοβάται μην τον προλάβουν οι ζηλωτές. Οι "άνθρωποι του Θεού". Εσύ πώς θα το ερμήνευες αυτό?» 266
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ενώ η υπομονή του έχει φτάσει στα όρια της, δοκιμάζει άλλες δυο πιθανότητες -τον Αδριάνειο Ιππόδρομο και τον παλιό Ιππόδρομο του Νέρωνα, πάνω στον οποίο χτίστηκε το Βατικανό-, αλλά και στις δυο περιπτώσεις οι κατευθύνσεις τον φέρνουν σχεδόν στη μέση του Τίβερη. «Υπάρχει από ένα στάδιο σχεδόν σε κάθε γωνιά αυτού του χάρτη», του λέω. «Γιατί δεν αρχίζουμε από το που θα μπορούσε να βρίσκεται η κρύπτη και μετά να δούμε αν μπορέσουμε να φτάσουμε σ' ένα στάδιο ακολουθώντας την αντίθετη πορεία?» Το σκέφτεται για λίγο. «Θα πρέπει να ελέγξω μερικούς άλλους χάρτες που έχω στην Άϊβι». «Μπορούμε να ξαναδοκιμάσουμε αύριο». Ο Πολ, βλέποντας τις ελπίδες του να εξανεμίζονται και, ταυτόχρονα, κατάκοπος από τη δουλειά και τα γεγονότα της ημέρας, αποφασίζει να τα παρατήσει γι' απόψε. Ο Φραντσέσκο μετράει άλλη μια νίκη. Προφανώς, ο Πολ δεν ήταν πιο έξυπνος από τον περίεργο Γενοβέζο. «Τι κάνουμε τώρα?» τον ρωτάω. Σβήνει τον προβολέα και κουμπώνει το μπουφάν του. «Θέλω να ρίξω μια ματιά στο γραφείο του Μπιλ, κάτω στη βιβλιοθήκη». Ελέγχει το χώρο γύρω του για να βεβαιωθεί ότι είναι όλα στη θέση τους. «Γιατί?» «Για να δω μήπως φύλαξε εκεί κάτι που πήρε απ’ το ημερολόγιο. Ο Ρίτσαρντ επιμένει ότι υπήρχε ένα σχεδιάγραμμα διπλωμένο ανάμεσα στις σελίδες». Μου κρατάει την πόρτα ανοιχτή για να βγω και ρίχνει μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο πριν το κλειδώσει. 267
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Έχεις κλειδί και για τη βιβλιοθήκη του μουσείου?» Εκείνος ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους. «Ο Μπιλ μού έδωσε τον κωδικό για την πόρτα της σκάλας». Επιστρέφουμε στη σκοτεινή αίθουσα, απ’ όπου ο Πολ με οδηγεί στην άλλη άκρη ενός διαδρόμου. Πορτοκαλιά φωτάκια ασφαλείας αναβοσβήνουν μέσα στο σκοτάδι σαν αεροπλάνα που ταξιδεύουν στο νυχτερινό ουρανό. Τελικά, φτάνουμε σε μια πόρτα που οδηγεί σε μια σκάλα. Κάτω απ’ το πόμολο υπάρχουν πέντε αριθμημένα πλήκτρα. Ο Πολ σκέφτεται για μερικές στιγμές και αρχίζει να πληκτρολογεί τον κωδικό. Τη στιγμή που το πόμολο υποχωρεί κάτω απ’ το χέρι του, πετρώνουμε και οι δυο. Μέσα στη σιωπή ακούμε έναν ήχο σαν σύρσιμο. Προχώρα, του λέω βουβά, σπρώχνοντας τον προς την πόρτα της βιβλιοθήκης. Προσέχοντας ένα στενόμακρο παραθυράκι στην πόρτα προφανώς για να διευκολύνεται η επόπτευση του χώρου από τους άντρες της ασφάλειας-, κρυφοκοιτάζουμε από κει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Βλέπουμε μια σκιά να γλιστράει πάνω σ' ένα γραφείο και τη φωτεινή δέσμη ενός φακού να σαρώνει την επιφάνεια του. Την επόμενη στιγμή διακρίνω ένα χέρι να ψαχουλεύει ένα απ’ τα συρτάρια. «Αυτό είναι το γραφείο του Μπιλ», μου ψιθυρίζει ο Πολ. Η σκάλα λειτουργεί σαν χωνί, ενισχύοντας τη φωνή του. Η φωτεινή δέσμη μένει ακίνητη κι έπειτα τινάζεται απότομα προς το μέρος μας. Τραβάω τον Πολ να σκύψει, για να μην τον δει ο άγνωστος από το παραθυράκι. 268
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Είδες ποιος είναι?» τον ρωτάω. «Δε διέκρινα πρόσωπο». Αφουγκραζόμαστε και οι δυο μήπως πιάσουμε τον παραμικρό ήχο. Όταν ακούμε βήματα να ξεμακραίνουν, τολμώ να ρίξω άλλη μια ματιά μέσα στο δωμάτιο. Είναι έρημο. Ο Πολ σπρώχνει ελαφρά την πόρτα. Σε όλο το χώρο πέφτουν οι μακριές σκιές των ραφιών με τα βιβλία. Το φεγγαρόφωτο αχνοφέγγει στα παράθυρα της βορινής πλευράς. Τα συρτάρια στο γραφείο του Στάϊν χάσκουν ανοιχτά. «Υπάρχει άλλη έξοδος?» του ψιθυρίζω καθώς πλησιάζουμε. Ο Πολ γνέφει καταφατικά και δείχνει πέρα από μια σειρά ραφιών που φτάνουν ως το ταβάνι. Ξαφνικά ακούμε ξανά βήματα να σέρνονται προς την έξοδο και, αμέσως μετά, ένα ανεπαίσθητο κλικ. Η πόρτα κλείνει μαλακά. Πηγαίνω βιαστικά προς το σημείο απ’ όπου ακούστηκε ο ήχος. «Τι κάνεις εκεί?» σφυρίζει ο Πολ, γνέφοντας μου να γυρίσω κοντά του στο γραφείο. Εγώ στυλώνω το βλέμμα μου έξω από το παραθυράκι ασφαλείας της άλλης εξόδου, αλλά από τόση απόσταση δε βλέπω τίποτα. Ο Πολ ψάχνει ήδη τα χαρτιά του Στάϊν, κατευθύνοντας τη λεπτή δέσμη του στιλό-φακού του πάνω σε σημειώματα και επιστολές. Μου δείχνει ένα παραβιασμένο συρτάρι με κλειδαριά. Κάμποσοι φάκελοι είναι σκορπισμένοι πάνω στο γραφείο, με τις γωνίες των εγγράφων που περιείχαν 269
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ζαρωμένες σαν ακούρευτο γκαζόν. Απ’ ό,τι βλέπω, υπάρχει ένας φάκελος για κάθε καθηγητή του τμήματος Ιστορίας της Τέχνης. ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΟΥΕΡΔ1ΝΓΚΤΟΝ ΣΥΣΤ. (Α-Μ): ΓΚΟΝΤΦΡΙ, ΚΑΡΤΕΡ, ΑΙ ΣΥΣΤ. (N-Q): ΝΙΟΥΜΑΝ, ΡΟΣΙΝΙ, ΣΑΚΛΕΡ ΣΥΣΤ. (ΑΛΛΑ ΤΜΗΜΑΤΑ): ΚΟΝΕΡ, ΛΟΥΤΚΕ, ΜΕΊΣΟΝ, ΝΤΑΡΜΠΙ ΠΑΛΙΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ/ΧΑΡΓΚΡΕΙΒ, ΟΞΦΟΡΔΗ ΠΑΛΙΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΠΛΤΟΝ, ΧΑΡΒΑΡΝΤ Εμένα δε μου λένε τίποτα όλα αυτά, αλλά ο Πολ τα κοιτάζει κατάπληκτος. «Τι τρέχει?» τον ρωτάω. Ο Πολ στρέφει το φακό του στην επιφάνεια του γραφείου. «Τι τις ήθελε όλες αυτές τις συστατικές επιστολές?» Άλλοι δυο φάκελοι χάσκουν ανοιχτοί. Ο ένας τιτλοφορείται ΣΥΣΤ./ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ: ΤΑΦΤ. Και ο άλλος: ΜΟΧΛΟΙ ΠΙΕΣΗΣ/ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Η συστατική επιστολή του Ταφτ είναι στριμωγμένη σε μια γωνιά. Ο Πολ κατεβάζει το μανίκι της μπλούζας του για να καλύψει τα δάχτυλα του, και τη φέρνει πάνω από τα άλλα για να τη διαβάσει. ο Γουίλιαμ Στάϊν είναι ικανότατος νέος. Εργάζεται ως βοηθός μου εδώ και πέντε χρόνια και έχει αποδειχτεί πολύ χρήσιμος στη διαχείριση και τη διεκπεραίωση διαδικαστικών θεμάτων. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρει εξίσου καλά σε οποιαδήποτε ανάλογη θέση...
270
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Θεέ μου», ψιθυρίζει ο Πολ. «Ο Βίνσεντ τον χαντάκωσε». Τη διαβάζει ξανά. «Παρουσιάζει τον Μπιλ σαν καλό γραμματέα». Όταν ισιώνει την τσαλακωμένη γωνία του χαρτιού, βλέπουμε ότι η ημερομηνία είναι μόλις πριν από ένα μήνα. Την παίρνει στο χέρι του, αποκαλύπτοντας το χειρόγραφο υστερόγραφο: Μπιλ: σου γράφω αυτή τη συστατική επιστολή παρ' όλα όσα έγιναν. σου αξίζουν πολύ λιγότερα. Βίνσεντ. «Κάθαρμα...» μονολογεί ο Πολ. «Ο Μπιλ δεν έβλεπε την ώρα να φύγει από κοντά σου!» Τώρα στρέφει το φακό του πάνω στο φάκελο με τον ακατανόητο τίτλο «μοχλοί πίεσης» και «στοιχεία». Πάνω πάνω υπάρχουν κάμποσα προσχέδια επιστολών του Στάϊν, γραμμένα με διαφορετικά στιλό. Ολόκληρες αράδες έχουν προστεθεί και αφαιρεθεί, έτσι που δυσκολεύεται κανείς να παρακολουθήσει το κείμενο. Ωστόσο, μόλις ο Πολ αρχίζει να διαβάζει, βλέπω το φακό να τρέμει στο χέρι του. Δόκτωρ Χάργκρεϊβ, αρχίζει η πρώτη επιστολή, έχω τη χαρά να σας πληροφορήσω ότι η έρευνά μου πάνω στην Υπνερωτομαχία πλησιάζει στην ολοκλήρωση της. Τα συμπεράσματά μου θα είναι διαθέσιμα μέχρι τα τέλη Απριλίου, αν όχι νωρίτερα. Σας διαβεβαίωνα ότι αξίζουν την αναμονή. Δεδομένου ότι δεν έλαβα ακόμα απάντηση από σας, ή τον καθηγητή κ. Γουίλιαμς για την επιστολή μου της 17ης Ιανουαρίου, παρακαλώ επιβεβαιώστε ότι η $ρ& θέση που συζητήσαμε παραμένει διαθέσιμη. Η Οξψόρδη είναι πάντα το όνειρο μου, αλλά ίσως δεν μπορέσω να 271
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αποκρούσω άλλα πανεπιστήμια μόλις εκδοθεί η εργασία μου και μου γίνουν νέες προτάσεις. Ο Πολ περνάει στην επόμενη σελίδα. Η ανάσα του ακούγεται όλο και πιο βαριά. Πρόεδρε Άπλτον, θέλω να σας γνωστοποιήσω καλές ειδήσεις. Η εργασία μου πάνω στην Υπνερωτομαχία προχωρά επιτυχώς προς το τέλος της. Όπως σας είχα υποσχεθεί, Τα αποτελέσματα θα επισκιάσουν κάθε άλλη ανακάλυψη στην ιστορική μελέτη της Αναγέννησης -ή οποιασδήποτε άλλης ιστορικής περιόδου- της φετινής και, πιθανότατα, και της επόμενης χρονιάς. Πριν δημοσιεύσω τα συμπεράσματα μου, θέλω να επιβεβαιώσω ότι η θέση βοηθού καθηγητή παραμένει διαθέσιμη. Το Χάρβαρντ είναι το όνειρο μου, αλλά ίσως δεν καταφέρω να αντισταθώ σε άλλους πειρασμούς μόλις εκδοθεί η έρευνά μου και μου γίνουν νέες προτάσεις. Ο Πολ το διαβάζει δεύτερη και τρίτη φορά. «Σκόπευε να μου την κλέψει!» ψιθυρίζει άτονα, υποχωρώντας απ’ το γραφείο και γέρνοντας στον τοίχο πίσω του. «Πώς είναι δυνατό?» «Προφανώς ήταν σίγουρος πως κανείς δε θα πίστευε ότι ήταν η εργασία ενός τελειόφοιτου». Στρέφω ξανά την προσοχή μου στην πρόχειρη επιστολή. «Πότε προσφέρθηκε να σου δακτυλογραφήσει την εργασία?» «Κάποια στιγμή τον περασμένο μήνα». «Δηλαδή από τότε σχεδίαζε να σου την κλέψει?» Ο Πολ με αγριοκοιτάζει και σαρώνει την επιφάνεια του γραφείου με το χέρι του, σκορπίζοντας τα χαρτιά τριγύρω. 272
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Προφανώς. Αλληλογραφεί με όλους αυτούς τους ανθρώπους από τον Ιανουάριο!» Και τότε μια τελευταία επιστολή ξεπροβάλλει πίσω από κείνες για την Οξφόρδη και το Χάρβαρντ. Ο Πολ τη βγάζει αμέσως και αρχίζει να τη διαβάζει μόλις βλέπει τη γωνία του επιστολόχαρτου. Ρίτσαρντ, αρχίζει, ελπίζω αυτό το γράμμα να σε βρει καλά. Ίσως στάθηκες πιο τυχερός στην Ιταλία απ’ όσο στη Νέα Υόρκη. Αν όχι, ξέρουμε και οι δυο σε τι θέση βρίσκεσαι. Και γνωρίζουμε επίσης καλά τον Βίνσεντ. Έχω λόγους να πιστεύω ότι καταστρώνει τα δικά του σχέδια για ό,τιβγει απ’ αυτή την ιστορία. Έχω, λοιπόν, να σου κάνω μια πρόταση. Τα οφέλη αυτής της υπόθεσης φτάνουν και περισσεύουν για να καλύψουν τις ανάγκες και των δυο μας, και σκέφτηκα έναν καταμερισμό εργασίας που πιστεύω ότι θα βρεις δίκαιο. Σε παρακαλώ, επικοινώνησε το συντομότερο μαζί μου για να το συζητήσουμε. Δώσε μου τους αριθμούς τηλεφώνου σου στη Φλωρεντία και τη Ρώμη - το ταχυδρομείο εκεί είναι μάλλον αναξιόπιστο, και θα προτιμούσα να το ρυθμίσουμε το συντομότερο δυνατό - Μπιλ. Η απάντηση, με διαφορετικό μελάνι και άλλο γραφικό χαρακτήρα, είναι γραμμένη στη βάση της αρχικής επιστολής, η οποία στάλθηκε πίσω. Υπάρχουν δυο αριθμοί τηλεφώνου, ο πρώτος υστέρα από ένα Φ. και ο δεύτερος υστέρα από ένα Ρ. τέλος υπάρχει ένα σύντομο σημείωμα: Κατ αίτημα σου. Τηλεφώνησε μετά τις εργάσιμες ώρες, στη δική μου Τι θα γίνει με τον Πολ? - Ρίτσαρντ.
273
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ο Πολ έχει μείνει άφωνος. Ανακατεύει ξανά τα χαρτιά, αλλά δεν υπάρχει τίποτ' άλλο. 'Οταν επιχειρώ να τον παρηγορήσω, μου γνέφει να τραβηχτώ. «Θα 'πρεπε να το πούμε στον κοσμήτορα», λέω τελικά. «Τι να του πούμε? Ότι ψάξαμε τα πράγματα του Μπιλ? Εγώ είπα στους αστυνομικούς πως ούτε καν ήξερα...» Ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό φως διαγράφει τόξο πάνω στον απέναντι τοίχο κι αμέσως μετά βλέπουμε χρωματιστά φώτα ν' αναβοσβήνουν. Ένα περιπολικό έχει καταφθάσει στην πρόσοψη του κτιρίου με τη σειρήνα του βουβή. Δύο αστυνομικοί βγαίνουν τρέχοντας. Τα κόκκινα και μπλε φώτα σβήνουν τη στιγμή που καταφθάνει ένα δεύτερο περιπολικό κι ακολουθούν άλλοι δύο αστυνομικοί. «Κάποιος πρέπει να τους είπε ότι είμαστε εδώ», λέω. Το σημείωμα του Κάρι τρέμει στο χέρι του Πολ. Στέκεται σαν στήλη άλατος, παρακολουθώντας τις σκοτεινές φιγούρες να πλησιάζουν βιαστικά την κεντρική είσοδο. «Πάμε να φύγουμε», σφυρίζω μέσα απ’ τα δόντια μου, σπρώχνοντας τον προς τα ράφια με τα βιβλία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανοίγει διάπλατα η πόρτα της βιβλιοθήκης και η φωτεινή δέσμη ενός φακού περιφέρεται ερευνητικά στο δωμάτιο. Ζαρώνουμε σε μια γωνιά, όταν δύο αστυνομικοί μπαίνουν στο δωμάτιο. «Εκεί πίσω», λέει ο πρώτος, δείχνοντας προς το μέρος μας. Εγώ αρπάζω το πόμολο και σπρώχνω την πόρτα ν' ανοίξει. Ο Πολ βγαίνει στο διάδρομο τη στιγμή που πλησιάζει ο πρώτος αστυνομικός. Εγώ τον ακολουθώ, παλεύοντας να κρατήσω την ισορροπία μου. Την επόμενη στιγμή τρέχουμε στις σκάλες που οδηγούν στο ισόγειο. Όταν βρισκόμαστε 274
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
πάλι στον ανοιχτό χώρο της κεντρικής αίθουσας, βλέπω τη φωτεινή δέσμη ενός φακού να χορεύει σ' έναν κοντινό τοίχο. «Κάτω!» μου λέει ο Πολ. «Πάμε στο βοηθητικό ανελκυστήρα». Μπαίνουμε στην ασιατική πτέρυγα του μουσείου. Γλυπτά και Βάζα είναι τοποθετημένα πίσω από φασματικούς γυάλινους τοίχους. Κινεζικοί πάπυροι ξεφτισμένοι στις άκρες εκτίθενται δίπλα σε νεκρικά ειδώλια μέσα σε γυάλινες προθήκες. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε μια γλοιώδη απόχρωση του πράσινου. «Από δω», μου λέει ο Πολ, καθώς τα βήματα πλησιάζουν. Στρίβει πρώτος στο διάδρομο και τρέχει προς ένα αδιέξοδο που καταλήγει στις μεταλλικές πόρτες του βοηθητικού ασανσέρ. Οι φωνές δυναμώνουν. Διακρίνω δύο από τους αστυνομικούς που στέκονται στη βάση της σκάλας, προσπαθώντας να προσανατολιστούν μέσα στο σκοτάδι. Ξαφνικά ολόκληρος ο όροφος φωταγωγείται. «Βρήκαμε τους διακόπτες», φωνάζει μια τρίτη φωνή. Ο Πολ βάζει το κλειδί του στη σχισμή στον τοίχο. Όταν ανοίγουν οι πόρτες, με τραβάει άτσαλα μέσα. Ακολουθεί ένας καταιγισμός ποδοβολητών που τρέχουν προς το μέρος μας. «Άντε, λοιπόν, κουνήσου...» βογκάει ο Πολ, πατώντας ένα από τα κουμπιά. Οι πόρτες παραμένουν ανοιχτές. Για μια στιγμή νομίζω ότι έκοψαν το ρεύμα του ασανσέρ. Τότε, τη στιγμή που ο πρώτος αστυνομικός στρίβει στη γωνία, οι μεταλλικές 275
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
πόρτες κλείνουν αργά. Ακούω μια γροθιά να κοπανάει τις μεταλλικές πόρτες όταν φτάνουν οι αστυνομικοί, αλλά ο ήχος σβήνει όσο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ μας. «Πού πάμε?» τον ρωτάω. «Θα βγούμε από το χώρο φορτοεκφόρτωσης», μου απαντάει ξέπνοα. Βγαίνουμε σε κάποιο χώρο ελέγχου, και ο Πολ ανοίγει την πόρτα που οδηγεί σε μια τεράστια, παγερή αίθουσα. Περιμένω να προσαρμοστούν τα μάτια μου στο σκοτάδι. Μπροστά μας ορθώνονται οι τεράστιες γκαραζόπορτες από τις εξέδρες. Ο άνεμος έξω είναι τόσο δυνατός, ώστε τις ακούω να τρίζουν. Ο Πολ τρέχει προς ένα διακόπτη στον τοίχο. Μόλις τον γυρίζει, ένας μηχανισμός παίρνει μπροστά και η πτυσσόμενη πόρτα αρχίζει να κινείται αργά. «Φτάνει τόσο», του λέω, μόλις το άνοιγμα είναι αρκετό ώστε να μας επιτρέπει να περάσουμε συρτά. Όμως ο Πολ κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και η πόρτα συνεχίζει ν' ανεβαίνει. «Τι κάνεις?» τον ρωτάω κατάπληκτος. Το άνοιγμα ανάμεσα στο δάπεδο και τη βάση της πόρτας μεγαλώνει, προσφέροντας μας απρόσκοπτη θέα όλης της νότιας πλευράς της πανεπιστημιούπολης. Για μια στιγμή θαυμάζω την ομορφιά και την ερημιά της. Ξαφνικά ο Πολ γυρίζει το διακόπτη προς την αντίθετη κατεύθυνση και η πόρτα αρχίζει να ξανακλείνει αργά. «Τώρα!» φωνάζει. Βουτάει από τον τοίχο προς το άνοιγμα, ενώ εγώ χασομεράω στην προσπάθεια μου να πέσω ανάσκελα. Ο 276
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Πολ είναι ήδη μπροστά μου. Σέρνεται κάτω από την πόρτα κι έπειτα με τραβάει έξω μια στιγμή πριν το μεταλλικό φύλλο ακουμπήσει το έδαφος. Στέκομαι για λίγο, προσπαθώντας να ξαναβρώ την ανάσα μου. Όταν ξεκινάω προς το Ντοντ, ο Πολ με τραβάει πίσω. «Θα περιμένουν να πάμε προς την πανεπιστημιούπολη», μου λέει, δείχνοντας τα παράθυρα στη δυτική πλευρά του κτιρίου. Αφού σαρώνει με το βλέμμα το μονοπάτι ανατολικά, συνεχίζει: «Πάμε από δω καλύτερα». «Είσαι καλά?» τον ρωτάω, βαδίζοντας αθόρυβα πίσω του. Εκείνος μου γνέφει καταφατικά και συνεχίζουμε να περπατάμε μέσα στη νύχτα, ξεμακραίνοντας από το δωμάτιο μας αλλά και από το οπτικό πεδίο των διωκτών μας. Αισθάνομαι τον άνεμο να παγώνει τον ιδρώτα που έχει μουσκέψει τον αυχένα μου. Όταν κοιτάζω πίσω, το Ντοντ και το Μπράουν Χολ είναι παραδομένα στο σκοτάδι, όπως και όλα τα άλλα κτίρια των κοιτώνων στο βάθος. Η νύχτα έχει καλύψει κάθε γωνιά της πανεπιστημιούπολης. Μόνο τα παράθυρα του Μουσείου Τέχνης είναι κατάφωτα. Συνεχίζουμε ανατολικά μέσα από τους Κήπους Πρόσπεκτ, μια βοτανική Χώρα των Θαυμάτων στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης. Τα μικρά ανοιξιάτικα βλαστάρια έχουν θαφτεί κάτω από το κατάλευκο στρώμα, είναι σχεδόν αόρατα κάτω από τα πόδια μας, αλλά η αμερικανική οξιά και ο κέδρος του Λιβάνου στέκονται σαν φύλακες άγγελοι από πάνω τους, τεντώνοντας τα μπράτσα τους για να συγκρατήσουν το βάρος του χιονιού. Στο βάθος βλέπουμε ένα περιπολικό να κατηφορίζει αργά το δρόμο, οπότε επιταχύνουμε το βήμα μας. 277
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Οι σκέψεις μου είναι μπερδεμένες, το μυαλό μου αγωνίζεται να συνδυάσει γεγονότα κι ανακαλύψεις. Ίσως ήταν ο Ταφτ ο άγνωστος που αιφνιδιάσαμε στο γραφείο του Στάϊν, πιθανόν αυτός ψαχούλευε τα χαρτιά του σε μια προσπάθεια να εξαφανίσει κάθε σύνδεση μεταξύ τους. Ίσως αυτός κάλεσε την αστυνομία. Ρίχνω μια πλάγια ματιά στον Πολ, ενώ διερωτώμαι αν του πέρασε η ίδια σκέψη απ’ το μυαλό. Η ανεξιχνίαστη έκφραση του, πάντως, με πείθει ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να το συζητήσω. Μπροστά μας, το νέο μουσικό τμήμα δίνει σημεία ζωής. «Μπορούμε να πάμε εκεί για λίγο», προτείνω. «Που?» «Τα δωμάτια πρακτικής εξάσκησης είναι στο υπόγειο. Περιμένουμε εκεί να περάσει λίγο η ώρα». Σκόρπιες νότες αιωρούνται στον αέρα καθώς πλησιάζουμε. Ξενύχτηδες μουσικοί έρχονται στο Γούλγουορθ για να κάνουν πρόβα με την ησυχία τους. Πίσω μας, σιην Πρόσπεκτ, περνάει άλλο ένα περιπολικό, πιτσιλίζοντας το πεζοδρόμιο με λιωμένο χιόνι και χοντρό αλάτι. Προσπαθώ να επιταχύνω το βήμα μου. Η κατασκευή του Γούλγουορθ ολοκληρώθηκε μόλις πρόσφατα' το κτίριο που ξεφύτρωσε κάτω από τις σκαλωσιές είναι ένα αλλόκοτο κατασκεύασμα, ρωμαλέο σαν φρούριο εξωτερικά αλλά γυάλινο και φαινομενικά εύθραυστο από μέσα. Το αίθριο του ελίσσεται σαν ποταμός μέσα από τη μουσική βιβλιοθήκη και τις αίθουσες διδασκαλίας στο ισόγειο, φτάνοντας μέχρι τους φεγγίτες τρία πατώματα πιο πάνω. Ο άνεμος ουρλιάζει άγρια γύρω
278
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
του. Ο Πολ ξεκλειδώνει την είσοδο του κτιρίου με την κάρτα του. «Προς τα που πάμε?» με ρωτάει. Τον οδηγώ στην πιο κοντινή σκάλα. Ο Γκιλ κι εγώ έχουμε έρθει δυο φορές εδώ από τότε που άνοιξε το κτίριο - και τις δυο ύστερα από κάμποσα ποτά κάποιο ήσυχο σαββατόβραδο. Η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του επέμενε να μάθει ο Γκιλ να παίζει κάτι του Ντιουκ Έλινγκτον, με τον ίδιο τρόπο που ο πατέρας μου επέμενε να μάθω κάτι από τον Αρκάντζελο Κορέλι. Συνολικά οι δυο μας έχουμε κάνει οχτώ χρόνια μαθήματα μουσικής και δεν αποκομίσαμε σχεδόν τίποτα απ’ αυτά. Αφήνοντας τις μπίρες μας πάνω σε ένα παλιό μικρό πιάνο με ουρά, ο Γκιλ «εκτελούσε» το ATrain, εγώ σκότωνα το La Follia και οι δυο μαζί προσποιούμαστε ότι κρατούσαμε ένα τέμπο που κανείς μας δεν είχε μάθει. Τώρα ο Πολ κι εγώ προχωράμε αθόρυβα στο διάδρομο του υπογείου, για ν' ανακαλύψουμε ότι μόνο ένα είναι ακόμα κατειλημμένο. Σε μια αίθουσα στο βάθος κάποιος παίζει τη «Γαλάζια Ραψωδία». Μπαίνουμε σ' ένα μικρό, ηχομονωμένο στούντιο. Ο Πολ στριμώχνεται πίσω από το πιάνο για να καθίσει στο σκαμπό. Κοιτάζει τα πλήκτρα του πιάνου, εξίσου μυστηριώδη όσο κι εκείνα του ηλεκτρονικού υπολογιστή, και προσέχει να μην τα αγγίξει. Η λάμπα στο φωτιστικό οροφής τρεμουλιάζει για μια στιγμή κι έπειτα σβήνει. Δε μας πειράζει καθόλου. «Δεν μπορώ να το πιστέψω», λέει τελικά ο Πολ, παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Γιατί θα το έκαναν?» 279
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ο Πολ σέρνει απαλά το δείκτη του σ' ένα πλήκτρο, ξύνοντας ένα λεκέ πάνω στον έβενο. Νομίζοντας ότι δεν άκουσε την ερώτηση, την επαναλαμβάνω. «Τι θέλεις να σου πω, Τομ?» «Ίσως γι' αυτό προσφέρθηκε εξαρχής να σε βοηθήσει ο Στάϊν». «Πότε εννοείς? Απόψε, με το ημερολόγιο?» «Όχι. Πριν από μήνες». «Όταν τα παράτησες εσύ, δηλαδή?» Μόλο που όντως έτσι είναι, δε μου αρέσει η ιδέα να φορτωθώ εγώ την ευθύνη. «Πιστεύεις ότι φταίω εγώ γι' αυτό που έγινε?» «Όχι», μου απαντάει ατάραχα εκείνος. «Και βέβαια όχι». Αλλά η μομφή του αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Ο χάρτης της Ρώμης, όπως και το ημερολόγιο, μου είχαν θυμίσει τι άφησα πίσω μου, πόση πρόοδο είχαμε κάνει πριν τα παρατήσω, και πόσο to χαιρόμουν. Κοιτάζω τα χέρια μου, ακουμπισμένα χαλαρά πάνω στα πόδια μου. Ο πατέρας μου είχε πει ότι είχα οκνηρά χέρια. Πέντε χρόνια μαθήματα κι ούτε μία σονάτα του Κορέλι δεν μπορούσα να παίξω αξιοπρεπώς! τότε άρχισε να με πιέζει ν' ασχοληθώ με το μπάσκετ. Ο δυνατός υπερτερεί έναντι του αδυνάτου, Τόμας, αλλά ο έξυπνος υπερτερεί έναντι του δυνατού. «Τι έχεις να πεις για το σημείωμα στον Κάρι?» τον ρωτάω, στυλώνοντας το βλέμμα μου στο πιάνο. Το ξύλο δεν έχει λούστρο και είναι τραχύ εκεί που η κατακόρυφη πλευρά υποτίθεται ότι ακουμπάει στον τοίχο. Με κάνει να σκεφτώ την ανεξήγητη τσιγγουνιά του καθηγητή που δε βουρτσίζει 280
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τα μαλλιά του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του επειδή δεν το βλέπει στον καθρέφτη. Ο πατέρας μου το έκανε αυτό. Ήταν ένα ελάττωμα προοπτικής, σκεφτόμουν πάντα ~ το λάθος κάποιου που βλέπει τον κόσμο μονόπλευρα. Οι φοιτητές του πρέπει να το πρόσεχαν το ίδιο συχνά όσο εγώ. Κάθε φορά που τους γύριζε την πλάτη... «Ο Ρίτσαρντ δε θα επιχειρούσε ποτέ να κλέψει κάτι από μένα», λέει ο Πολ, δαγκώνοντας το νύχι του. «Κάτι πρέπει να μας διέφυγε». Μένουμε βουβοί για λίγο. Η αίθουσα είναι ζεστή, κι όταν σωπαίνουμε και οι δυο είναι λες και δεν υπάρχει άλλος ήχος πέρα από ένα περιστασιακό βόμβο από την άλλη άκρη του διαδρόμου, όπου τον Γκέρσουιν έχει αντικαταστήσει μια σονάτα του Μπετόβεν. Μου θυμίζει τις καλοκαιρινές καταιγίδες που περνούσα κλεισμένος στο σπίτι όταν ήμουν μικρός. Έχει κοπεί το ρεύμα και στο σπίτι επικρατεί απόλυτη σιγαλιά, την οποία ταράζει μόνο ο βρόντος μακρινών κεραυνών. Η μητέρα μου μου διαβάζει στο φως ενός κεριού κάποια ιστορία του Δρ Σους ή μια εικονογραφημένη περιπέτεια του Σέρλοκ Χολμς και η μόνη σκέψη που κάνω είναι ότι οι καλύτερες ιστορίες πρέπει πάντα να έχουν σχέση με άντρες που φοράνε αλλόκοτα καπέλα. «Νομίζω πως εκεί μέσα ήταν ο Βίνσεντ», λέει ο Πολ. στο αστυνομικό τμήμα είπε ψέματα για τη σχέση του με τον Μπιλ. Χους είπε ότι ο Μπιλ ήταν ο καλύτερος φοιτητής μεταπτυχιακού προγράμματος που συμβούλευε εδώ και χρόνια».
281
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Και γνωρίζουμε επίσης καλά τον Βίνσεντ, έλεγε το γράμμα του Στάϊν. Έχω λόγους να πιστεύω ότι καταστρώνει τα δικά του σχέδια για ό,τι βγει an' αυτή την ιστορία. «Πιστεύεις ότι ο Ταφτ τη θέλει για τον εαυτό του?» τον ρωτάω. «Πάνε χρόνια που δεν έχει εκδώσει τίποτα για την υπνερωτομαχία». «Δεν έχει σχέση με την έκδοση κάποιας διατριβής, Τομ». «Τότε με τι έχει σχέση?» Ο Πολ μένει σιωπηλός για μερικές στιγμές κι έπειτα μου λέει: «Άκουσες τι είπε απόψε ο Ταφτ. Ποτέ πριν δεν είχε παραδεχτεί ότι ο Φραντσέσκο ήταν από τη Ρώμη». Χαμηλώνει το βλέμμα του στα πετάλια του πιάνου, που προεξέχουν από το ξύλινο πλαίσιο σαν μικρά χρυσά γοβάκια. «Προσπαθεί να μου το κλέψει». «Τι πράγμα να σου κλέψει, τελικά?» Αλλά ο Πολ κομπιάζει και πάλι. «Τίποτα. Ξέχασε το». «Κι αν ήταν ο Κάρι στο μουσείο?» τον ρωτάω, περισσότερο για να πω κάτι. Το γράμμα του Στάϊν στον Κάρι έχει αυξήσει τη δυσπιστία μου απέναντι του. Και μου έχει θυμίσει ότι ήταν ο πιο προσηλωμένος στην Υπνερωτομαχία από τους τρεις. «Ο Ρίτσαρντ δεν έχει σχέση, Τομ». «Είδες πώς αντέδρασε όταν του έδειξες το ημερολόγιο. Ο Κάρι εξακολουθούσε να το θεωρεί δικό του». «Κάνεις λάθος. Εγώ τον ξέρω, Τομ, ενώ εσύ όχι, εντάξει?» «Τι σημαίνει πάλι αυτό?» «Σημαίνει ότι ποτέ σου δεν εμπιστεύτηκες τον Ρίτσαρντ. Ούτε καν όταν προσπάθησε να σε βοηθήσει». «Δεν είχα ανάγκη τη βοήθεια του». 282
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Και μισείς τον Βίνσεντ εξαιτίας του πατέρα σου». Τον κοιτάζω κατάματα, κατάπληκτος. «Αυτός ήταν η αιτία που ο πατέρας μου...» «Που ο πατέρας σου έκανε η? Που έριξε το αυτοκίνητο του στο χαντάκι?» «Ήταν η αιτία που αφαιρέθηκε. Τι στην ευχή έχεις πάθει?» «Έγραψε μια κριτική βιβλίου, Τομ». «Κατέστρεψε τη ζωή του πατέρα μου!» «Κατέστρεψε την καριέρα του. Υπάρχει διαφορά». «Γιατί τον υπερασπίζεσαι?» «Δεν υπερασπίζομαι τον Ταφτ, αλλά τον Ρίτσαρντ. Αν και ούτε ο Βίνσεντ σου έκανε ποτέ κανένα κακό». Είμαι έτοιμος να του ορμήσω, όταν βλέπω τον αντίκτυπο που έχει πάνω του η κουβέντα μας. Σκουπίζει νευρικά τα μαγουλά του με την ανάστροφη του χεριού του. Για μια στιγμή βλέπω τους προβολείς ενός αυτοκινήτου στο δρόμο. Ακούω μια κόρνα να ηχεί εκκωφαντικά. «Ο Ρίτσαρντ υπήρξε πάντα καλός μαζί μου», λέει ο Πολ. Δε θυμάμαι τον παραμικρό ήχο να βγήκε από τα χείλη του πατέρα μου εκείνη τη νύχτα. Δεν έβγαλε άχνα σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ούτε καν όταν ξεφύγαμε από την πορεία μας. «Δεν τους ξέρεις», επιμένει ο Πολ. «Δε γνωρίζεις κανέναν απ’ τους δύο». Δεν είμαι σίγουρος πότε άρχισε η βροχή - ενώ πηγαίναμε να δούμε τη μητέρα μου στην έκθεση βιβλίου ή στη διαδρομή για το νοσοκομείο, όταν με μετέφεραν με το ασθενοφόρο? «Βρήκα κάποτε την κριτική του πρώτου σημαντικού έργου του Βίνσεντ», συνεχίζει ο Πολ. «Το βρήκα στο σπίτι του, ένα 283
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
απόκομμα από τις αρχές της δεκαετίας του '70, τότε που ήταν ανερχόμενο αστέρι στο Κολούμπια - προτού έρθει στο ινστιτούτο και η καριέρα του καταστραφεί. Ήταν διθυραμβική, η κριτική που ονειρεύεται κάθε καθηγητής. Και κατέληγε: "Ο Βίνσεντ Ταφτ έχει αρχίσει ήδη να δουλεύει πάνω στο επόμενο μεγαλόπνοο σχέδιο του: την απόλυτη ιστορία της ιταλικής Αναγέννησης. Κρίνοντας από το ήδη υπάρχον έργο του, θα είναι σίγουρα το magnum opus* του το είδος του σπάνιου επιτεύγματος στο οποίο η συγγραφή της ιστορίας γίνεται η δημιουργία της". Τη θυμάμαι λέξη προς λέξη. Τη βρήκα γύρω στην άνοιξη που ήμασταν δευτεροετείς, πριν τον γνωρίσω καλά. Και ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να καταλαβαίνω ποιος ήταν πραγματικά». Μια κριτική βιβλίου. Σαν αυτή που βρήκα στο γραφείο του πατέρα μου. Η Φάρσα της Μπελαντόνας, του Βίνσεντ Ταφτ. «Ήταν αστέρι, Τομ. Το ξέρεις αυτό. Είχε μεγαλύτερο δυναμικό απ’ όσο όλο μαζί το διδακτικό προσωπικό του Πρίνστον. Αλλά το έχασε. Δεν το εξάντλησε, απλώς το έχασε». Οι λέξεις, σαν ν' αποκτούν υλική υπόσταση, στριμώχνονται στον αέρα θαρρείς και επιδιώκουν την επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στη σιωπή έξω απ’ αυτόν και την πίεση εντός του. Στο μεταξύ, εγώ νιώθω ότι κολυμπάω, ότι παλεύω ν' αντισταθώ στην άμπωτη που με παρασέρνει στ' ανοιχτά. Ο Πολ αρχίζει να μιλάει ξανά για τον Ταφτ και τον Κάρι κι εγώ προσπαθώ να σκεφτώ ότι δεν είναι παρά χαρακτήρες σε άλλο ένα βιβλίο, άντρες με παράξενα καπέλα, αποκυήματα μιας σκοτισμένης φαντασίας. * «Μέγα έργο»· λατινικά στο πρωτότυπο. (Σ.τ.Μ.)
284
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αλλά όσο περισσότερο μιλάει τόσο καθαρότερα αρχίζω να τους βλέπω μέσα απ’ τα μάτια του. Στο κλίμα έντασης που ακολούθησε το φιάσκο με το ημερολόγιο του Γενοβέζου, ο Ταφτ μετακόμισε στο άσπρο ξύλινο σπίτι του στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών, ενάμισι χιλιόμετρο νοτιοδυτικά από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Ίσως ήταν η μοναξιά που τον κατέβαλε, η απουσία συναδέλφων πάνω στους οποίους μπορούσε να ακονίζει το πνεύμα και τη γλώσσα του, πάντως, μέσα σε διάστημα λίγων μηνών άρχισε να διαδίδεται στους ακαδημαϊκούς κύκλους ότι έπινε. Η απόλυτη ιστορία που ονειρευόταν βούλιαξε στη λήθη. Το πάθος του και η δύναμη του να το ελέγχει εξαντλήθηκαν ως διά μαγείας. Τρία χρόνια αργότερα, επ' ευκαιρία της επόμενης δημοσίευσης του -ενός λεπτού τόμου με θέμα το ρόλο των ιερογλυφικών στην τέχνη της Αναγέννησης- άρχισαν ν' ακούγονται οι πρώτοι ψίθυροι ότι η καριέρα του Ταφτ είχε τελματωθεί. Εφτά χρόνια αργότερα, όταν δημοσίευσε το επόμενο άρθρο του σε μια μικρή επιθεώρηση, ένας κριτικός χαρακτήρισε την παρακμή του «τραγωδία». Σύμφωνα με τον Πολ, η απώλεια αυτού που είχε ο Ταφτ με τον Κάρι και τον πατέρα μου εξακολουθούσε να τον κατατρύχει. Στα είκοσι πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από την άφιξη του στο ινστιτούτο ως τη γνωριμία του με τον Πολ, ο Βίνσεντ Ταφτ εξέδωσε μόλις τέσσερα πονήματα, προτιμώντας να αφιερώνει το χρόνο του σε κριτικές για τα έργα άλλων ακαδημαϊκών, και ιδιαίτερα του πατέρα μου. Σε καμιά δε διαφαινόταν η πύρινη ευφυία της νιότης του. 285
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Η εμφάνιση του Πολ στο κατώφλι του, κάποια στιγμή την άνοιξη του πρώτου έτους μας, ξανάφερε την υπνερωτομαχία στη ζωή του. Μόλις ο Στάϊν και ο Ταφτ άρχισαν να βοηθούν στην έρευνα για την εργασία του, ο Πολ διέκρινε αιφνιδιαστικές αναλαμπές μεγαλοφυίας στο μέντορα του. Πολλά βράδια ο τρομερός δράκος περιφερόταν γύρω του ασθμαίνοντας, απαγγέλλοντας μανιωδώς μακροσκελή αποσπάσματα που είχε αποστηθίσει πριν από χρόνια από μυστηριώδη πρωτότυπα κείμενα τα οποία ο Πολ δεν κατάφερνε να βρει στη βιβλιοθήκη. «Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που ο Ρίτσαρντ χρηματοδότησε το ταξίδι μου στην Ιταλία», λέει ο Πολ, τρίβοντας την παλάμη του στο σκαμπό του. «Ήμασταν τόσο ενθουσιασμένοι! Μέχρι και ο Βίνσεντ χαιρόταν. Εξακολουθούσαν να μη μιλάνε με τον Ρίτσαρντ, αλλά ήξεραν και οι δυο ότι βρισκόμουν σε καλό δρόμο. »Έμενα σ' ένα διαμέρισμα που ανήκε στον Ρίτσαρντ και καταλάμβανε όλο το τελευταίο πάτωμα ενός αναγεννησιακού μεγάρου. Ήταν απερίγραπτο, εξαίσιο. Υπήρχαν παντού πίνακες -στους τοίχους, στα ταβάνια, σε εσοχές, πάνω απ’ τις σκάλες! Έργα του Τιντορέτο, των Καράτσι, του Περουτζίνο. Ήταν σαν παράδεισος, Τομ. Τόσο υπέροχο, που σου κοβόταν η ανάσα. Κι εκείνος ξυπνούσε το πρωί και μου έλεγε σοβαρά σοβαρά: "Πολ, πρέπει στ' αλήθεια να βγάλω λίγη δουλειά σήμερα". Και μετά πιάναμε την κουβέντα και, μισή ώρα αργότερα, πετούσε τη γραβάτα του και μου έλεγε: "Δεν τ' αφήνουμε καλύτερα? Ας πάρουμε ρεπό σήμερα". Και καταλήγαμε να περιδιαβάζουμε
286
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τις πλατείες της Φλωρεντίας και να συζητάμε. Οι δυο μας, να περπατάμε και να συζητάμε επί ώρες. »Τότε άρχισε να μου μιλάει για την εποχή που φοιτούσε στο Πρίνστον. Για την Άϊβι, για όλες τις περιπέτειες που είχε ζήσει, για τις τρέλες που έκανε και τους ανθρώπους που γνώρισε. Και, κυρίως, μου μίλησε για τον πατέρα σου. Οι περιγραφές του ήταν τόσο ζωντανές, τόσο γλαφυρές. Θέλω να πω, περιέγραφε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι είδα ποτέ εγώ σ' αυτό το μέρος... Τον άκουγα σαν υπνωτισμένος. Ήταν σαν να έζησε ένα όνειρο, ένα τέλειο όνειρο. Έτσι ακριβώς το περιέγραφε και ο ίδιος. Όλο το διάστημα που μείναμε στην Ιταλία φαινόταν να περπατάει στα σύννεφα. Είχε αρχίσει να βγαίνει με μια γλύπτρια από τη Βενετία, και μάλιστα σκεφτόταν να της κάνει πρόταση γάμου κάποια στιγμή. Περίμενα ότι μπορεί ακόμα και να συμφιλιωνόταν με τον Βίνσεντ ύστερα από κείνο το καλοκαίρι». «Πράγμα που δεν έγινε ποτέ». «Όχι. Όταν επιστρέψαμε, όλα ξανάγιναν όπως πριν. Αυτός και ο Βίνσεντ δεν ξαναμίλησαν. Η σχέση του με τη γλύπτρια διαλύθηκε. Ο Ρίτσαρντ άρχισε να επισκέπτεται την πανεπιστημιούπολη προσπαθώντας να ξαναβρεί τον ενθουσιασμό που μοιραζόταν με τον πατέρα σου όταν παρακολουθούσαν τις παραδόσεις του Μακμπί. Από τότε άρχισε να βυθίζεται όλο και περισσότερο στο παρελθόν. Ο Βίνσεντ προσπάθησε να με πείσει να απομακρυνθώ από εκείνον, αλλά εγώ προτίμησα ν' αποφεύγω τον ίδιο, μειώνοντας στο ελάχιστο τις επισκέψεις μου στο ινστιτούτο και προσπαθώντας να μελετάω στην Άϊβι όποτε μπορούσα.
287
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Δεν ήθελα να του πω τι ανακαλύψαμε μέχρι να το θεωρήσω απαραίτητο. »Τότε ο Βίνσεντ άρχισε να με πιέζει να του δείξω τα συμπεράσματα μου και απαίτησε εβδομαδιαίες αναφορές προόδου. Ίσως θεώρησε πως ήταν η μόνη πιθανότητα που είχε να ξαναπάρει την έρευνα μου υπό τον έλεγχο του». Ο Πολ περνάει το χέρι του στα μαλλιά του. «Έπρεπε να το περιμένω. Έπρεπε να είχα γράψει μια μέτρια πτυχιακή εργασία και να είχα φύγει όσο πιο μακριά μπορούσα. ο θεός χτυπά με τον κεραυνό τα μεγαλόσωμα ζώα και δεν τ' αφήνει να φουσκώνουν από καμάρι, ενώ τα μικρούλικα δεν τον ερεθίζουν καθόλου και βλέπεις πως εξακοντίζει από ψηλά τα βέλη του πάντοτε στα ψηλότερα σπίτια και στα ψηλά δέντρα. * Κάπως έτσι το έγραψε ο Ηρόδοτος. Πρέπει να είχα διαβάσει αυτές τις αράδες καμιά εκατοστή φορές, και ποτέ δεν κάθισα να τις αναλύσω. Ο Βίνσεντ μου επισήμανε το νόημα τους. Εκείνος το ήξερε από πρώτο χέρι». «Δεν το πιστεύεις αυτό». «Δεν ξέρω τι να πιστέψω πια. Έπρεπε να παρακολουθώ πιο προσεχτικά τον Βίνσεντ και τον Μπιλ. Αν δεν ήμουν τόσο απορροφημένος στα δικά μου, ίσως είχα προβλέψει ως πού θα έφταναν». Κοιτάζω τη λεπτή σχισμή φωτός κάτω από την πόρτα. Το πιάνο στο γειτονικό στούντιο έχει σιωπήσει. Ο Πολ σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα. «Πάμε να φύγουμε», μου λέει.
288
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
* Ηροδότου Ιστορίαι, «Πολυμνία», 10, μτφρ. Ηλία Σ. Σπυρόπουλου, εκδ. Γκοβόστη. (Σ.τ.Ε.)
289
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
13 ΖΗΤΗΜΑ ΑΝ ανταλλάσσουμε δυο λέξεις φεύγοντας από το Γούλγουορθ. Ο Πολ περπατάει ένα βήμα μπροστά μου, δημιουργώντας την αναγκαία απόσταση ώστε να μείνει ο καθένας μόνος με τις σκέψεις του. Στο βάθος μπροστά μας διακρίνω το καμπαναριό του παρεκκλησίου. Στη βάση του διαγράφονται περιπολικά, σαν βάτραχοι κάτω από βαλανιδιά που περιμένουν να κοπάσει η καταιγίδα. Η ασπροκόκκινη ταινία με την οποία αποκλείει η αστυνομία σημεία όπου έχει διαπραχθεί έγκλημα κυματίζει νωχελικά στον εξασθενημένο άνεμο. Το αποτύπωμα που δημιούργησε πρέπει να έχει εξαφανιστεί εντελώς πια, χωρίς ν' αφήσει το παραμικρό ίχνος. Φτάνοντας στο Ντοντ, βρίσκουμε τον Τσάρλι να ετοιμάζεται να πέσει πάλι για ύπνο. Έχει συγυρίσει το κοινό καθιστικό μας, τακτοποιώντας ανακατεμένα χαρτιά και στοιβάζοντας γράμματα που περιμένουν αδιάβαστα, προσπαθώντας να βγάλει απ’ το μυαλό του ό,τι έζησε μέσα στο ασθενοφόρο. Ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του και μας κοιτάζει αποδοκιμαστικά, αλλά είναι πολύ κουρασμένος για να ξαναρχίσει την κατσάδα. Στέκομαι παράμερα και αφήνω τον Πολ να του μεταφέρει ό,τι είδαμε στο μουσείο, ξέροντας ότι ο Τσάρλι θα επιμείνει να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία. 'Οταν του τονίζω ότι βρήκαμε τις συστατικές επιστολές και την αλληλογραφία του Στάϊν ψάχνοντας παράνομα στο γραφείο του, το σκέφτεται καλύτερα. Ο Πολ κι εγώ μπαίνουμε στο υπνοδωμάτιο μας και γδυνόμαστε αμίλητοι, πέφτοντας ο καθένας στην κουκέτα 290
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
του. Ξαπλωμένος, αναλογίζομαι τη συγκίνηση που έκανε τη φωνή του να πάλλεται καθώς μου περιέγραφε τον Κάρι και για πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι κάτι: ότι, έστω και πρόσκαιρα, υπήρξε μια τέλεια συμμετρία στη μεταξύ τους σχέση. Ο Κάρι δεν κατάφερε ποτέ να κατανοήσει μόνος του την υπνερωτομαχία, ώσπου μπήκε στη ζωή του ο Πολ κι έλυσε το μυστήριο που στάθηκε άλυτο για εκείνον, όντας πρόθυμος να το μοιραστεί μαζί του. Και ο Πολ είχε στερηθεί πάρα πολλά, ωσότου μπήκε στη ζωή του ο Ρίτσαρντ Κάρι και του έδειξε αυτά που ποτέ δεν είχε, πρόθυμος να τα μοιραστεί μαζί του. Όπως ο Τζέιμς και η Ντέλα σ' εκείνο το παλιό διήγημα του Ο. Χένρι, στο οποίο εκείνος πούλησε το ρολόι του για να της αγοράσει χτένες για τα μαλλιά της κι εκείνη πούλησε τα μαλλιά της για να του χαρίσει μια αλυσίδα για το ρολόι του, τα δώρα και οι θυσίες τους ταιριάζουν απόλυτα. Αλλά, αυτή τη φορά, με θετική έκβαση. Το μόνο που έχει ο καθένας τους να προσφέρει είναι αυτό ακριβώς που είχε μεγαλύτερη ανάγκη ο άλλος. Δεν μπορώ να προσάψω τίποτα στον Πολ γι' αυτή του την τύχη. Αν την άξιζε κάποιος, είναι σίγουρα αυτός. Ο Πολ δεν είχε ποτέ του οικογένεια - ούτε καν ένα πρόσωπο σε μια κορνίζα, μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Ακόμα κι αφού πέθανε ο πατέρας μου, εγώ τα είχα όλα αυτά, παρά τις όποιες ατέλειες τους. Εντούτοις, εδώ διακυβεύεται κάτι πολύ σημαντικό και για μένα. Το ημερολόγιο μπορεί ν' αποδείξει αδιάσειστα ότι ο πατέρας μου ειΧε δίκιο για την υπνερωτομαχία - ότι την είδε καθαρά, πέρα απ’ τη σκόνη και τους αιώνες, πέρα απ’ το δάσος των νεκρών γλωσών και των ξυλογραφιών. Τον αμφισβητούσα, θεωρώντας 291
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
γελοία ματαιόδοξη και κοντόφθαλμη την ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάτι ξεχωριστό σ' αυτό το τετριμμένο παλιό βιβλίο. Κι όλο αυτό τον καιρό που τον κατηγορούσα για εσφαλμένη προοπτική ο μόνος που έσφαλλε ήμουν εγώ. «Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, Τομ», μου λέει ξαφνικά ο Πολ από την κουκέτα του, τόσο χαμηλόφωνα ώστε μόλις τον ακούω. «Ποιο πράγμα?» «Μην οικτίρεις τον εαυτό σου». «Σκεφτόμουν τον μπαμπά μου». «Το ξέρω. Προσπάθησε να σκεφτείς κάτι άλλο». «Σαν τι?» «Δεν ξέρω. Εμάς, ας πούμε». «Τι εννοείς?» «Τους τέσσερις μας. Προσπάθησε να είσαι ευγνώμων γι' αυτό που έχεις». Διστάζει. «Ή σκέψου τι θα κάνεις του χρόνου. Προς τα πού κλίνεις, αλήθεια?» «Δεν ξέρω». «Σε δελεάζει το Τέξας?» «Αρκετά. Αλλά η Κέιτι θα είναι εδώ άλλα δύο χρόνια». Ακούω το θρόισμα των σεντονιών του καθώς αλλάζει πλευρό. «Κι αν σου έλεγα ότι ίσως ήμουν κι εγω στο Σικάγο?» «Τι θέλεις να πεις?» «Για διδακτορικό. Έλαβα την επιστολή ότι με δέχονται την επόμενη μέρα από σένα». Μένω εμβρόντητος. «Πού νόμιζες ότι θα πήγαινα του χρόνου?» με ρωτάει τελικά ο Πολ. 292
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Να δουλέψεις με τον Πίντο στο Γέϊλ. Γιατί στο Σικάγο?» «Ο Πίντο θα βγει στη σύνταξη φέτος. Εξάλλου, το Σικάγο έχει καλύτερο πρόγραμμα. Και ο Μελότι θα είναι ακόμα εκεί». Ο Μελότι. Ένας από τους λίγους μελετητές της υπνερωτομαχίας που θυμάμαι ν' αναφέρει ο πατέρας μου. «Εξάλλου», προσθέτει ο Πολ, «αν το πανεπιστήμιο ήταν αρκετά καλό για τον μπαμπά σου, τότε είναι αρκετά καλό και για μένα, δε νομίζεις?» Η ίδια ιδέα μου πέρασε κι εμένα από το νου, πριν κάνω την αίτηση, αν και σε ελαφρώς διαφορετική βάση. Εγώ σκέφτηκα: αν τα κατάφερε εκεί ο πατέρας μου, τότε σίγουρα μπορώ να τα καταφέρω κι εγώ. «Υποθέτω πως ναι», απαντάω. «Λοιπόν, τι λες?» «Για το ενδεχόμενο να πας στο Σικάγο?» Διστάζει, σαν να μου διέφυγε η ουσία. «Για την περίπτωση να πάμε μαζί στο Σικάγο». Σανίδες τρίζουν από πάνω μας, ζωή και κίνηση σ' έναν άλλο κόσμο. «Γιατί δε μου το είπες νωρίτερα?» τον ρωτάω. «Γιατί δεν ήξερα πώς θα ένιωθες», απαντάει απλά. «Σκοπεύεις ν' ακολουθήσεις το ίδιο πρόγραμμα σπουδών μ' εκείνον». «Στο βαθμό που είναι εφικτό, ναι». Δεν είμαι σίγουρος ότι θα άντεχα να νιώθω πως ο πατέρας μου μ" ακολουθεί σε κάθε μου βήμα για άλλα πέντε χρόνια. Θα τον έβλεπα στον ίσκιο του Πολ ακόμα πιο έντονα απ’ όσο τον βλέπω τώρα. 293
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Είναι η πρώτη σου επιλογή?» τον ρωτάω. Περνάνε αρκετά λεπτά πριν απαντήσει. «Ο Ταφτ και ο Μελότι είναι οι μόνοι που έχουν απομείνει». Οι μόνοι μελετητές της υπνερωτομαχίας. Είδος υπό εξαφάνιση, λοιπόν. «Θα μπορούσα, βέβαια, να δουλέψω μ' ένα μη ειδικό εδώ στο Πρίνστον», λέει. «Με τον Μπατάλι ή τον Τοντέσκο». Αλλά το να γράψει διδακτορική με θέμα την υπνερωτομαχία για ένα μη ειδικό θα ήταν σαν να έγραφε κονσέρτο για έναν κωφό. «Πήγαινε στο Σικάγο», τον παροτρύνω όσο πιο εγκάρδια μπορώ. Αλλά δεν απαιτεί και τόση προσπάθεια. «Αυτό σημαίνει ότι εσύ θα πας στο Τέξας?» «Δεν έχω καταλήξει ακόμα». «Ξέρεις, δεν είναι απαραίτητο να περιστρέφονται τα πάντα γύρω του». «Τίποτα δεν περιστρέφεται γύρω του». «Τέλος πάντων», υποχωρεί ο Πολ. «Υποθέτω ότι έχουμε την ίδια προθεσμία να απαντήσουμε». Οι δυο φάκελοι είναι παρατημένοι εκεί που τους άφησα, πάνω στο γραφείο του. Το ίδιο γραφείο, συνειδητοποιώ σαν να το βλέπω για πρώτη φορά, όπου ο Πολ άρχισε να ξεμπερδεύει το κουβάρι της υπνερωτομαχίας. Για μια στιγμή φαντάζομαι τον πατέρα μου να υπερίπταται από πάνω του, ένας φύλακας-άγγελος που τον καθοδηγεί προς την αλήθεια κάθε βράδυ από τότε που ξεκίνησε. Είναι αλλόκοτο να ξέρω ότι ήμουν εδώ, λίγα μέτρα πιο πέρα, και κοιμόμουν μακάρια όλες εκείνες τις ώρες. «Ξεκουράσου λίγο», μου λέει ο Πολ και τον ακούω ν' αλλάζει πλευρό στην κουκέτα του αναστενάζοντας. Το 294
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
βάρος των σημερινών γεγονότων επιστρέφει για να μας συνθλίψει. «Τι σκοπεύεις να κάνεις το πρωί?» τον ρωτάω, χωρίς να είμαι καθόλου σίγουρος αν θέλει να το συζητήσει. «Πρέπει να ρωτήσω τον Ρίτσαρντ σχετικά μ' εκείνο το γράμμα». «Θέλεις να έρθω μαζί σου?» «Καλύτερα να πάω μόνος». Δεν ξαναμιλάμε την υπόλοιπη νύχτα. Ο Πολ αποκοιμιέται γρήγορα, αν κρίνω από την ανάσα του. Εύχομαι να μπορούσα να κάνω το ίδιο, αλλά οι ανάκατες σκέψεις που συνωστίζονται στο μυαλό μου δε μου το επιτρέπουν. Αναρωτιέμαι u θα έλεγε ο πατέρας μου αν ήξερε ότι βρήκαμε το ημερολόγιο του Γενοβέζου ύστερα από τόσα χρόνια. Ίσως και να ελάφραινε κάπως τη μοναξιά που, πάντα υποπτευόμουν ότι ένιωθε δουλεύοντας τόσο καιρό πάνω σε κάτι που σήμαινε τόσο λίγα για τόσο λίγους. Και πιστεύω πως θα χαιρόταν αν ήξερε ότι ο γιος του ανένηψε τελικά. «Γιατί άργησες?» τον είχα ρωτήσει το βράδυ που εμφανίστηκε στη μέση του τελευταίου αγώνα μπάσκετ στον οποίο πήρα μέρος. «Λυπάμαι», αποκρίθηκε. «Με καθυστέρησε περισσότερο απ’ όσο περίμενα». Όπως βάδιζε μπροστά μου κατευθυνόμενος προς το αυτοκίνητο, εγώ στύλωσα το βλέμμα μου στα μαλλιά που πάντα ξεχνούσε να χτενίσει, αυτά που δεν μπορούσε να δει στον καθρέφτη. Ήταν μέσα Νοεμβρίου, αλλά είχε έρθει στον
295
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αγώνα μ' ένα ανοιξιάτικο σακάκι, τόσο αφηρημένος ώστε διάλεξε το λάθος πανωφόρι από την ντουλάπα. «Τι πράγμα σε καθυστέρησε?» τον τσίγκλισα. «Η δουλειά?» Δουλειά ήταν ο ευφημισμός που χρησιμοποιούσα για ν' αποφύγω τον τίτλο που πάντα μ' έκανε να νιώθω αμηχανία μπροστά στους φίλους μου. «Όχι η δουλειά», απάντησε ατάραχα. «Η κίνηση στο δρόμο». Στη διαδρομή για το σπίτι οδηγούσε με πέντε μόλις χιλιόμετρα πάνω από το όριο ταχύτητας, όπως έκανε πάντα. Αυτή η μικρή απείθεια του, ο τρόπος που, ενώ δεν υποτασσόταν στους κανόνες, δίσταζε να τους αψηφήσει ολότελα, μ' εκνεύριζε όλο και περισσότερο από τότε που πήρα δίπλωμα οδήγησης. «Νομίζω ότι έπαιξες καλά», είπε, ρίχνοντας μου μια πλάγια ματιά. «Πέτυχες και τις δυο βολές που κέρδισες σε φάουλ από την ώρα που ήρθα». «Δεν πέτυχα καμιά από τις πέντε στο πρώτο ημίχρονο. Είπα στον προπονητή ότι δε θέλω να ξαναπαίξω». Από την αμεσότητα της αντίδρασης του κατάλαβα ότι το περίμενε. «Τα παρατάς? Γιατί?» «Επειδή μπορεί ο έξυπνος να υπερτερεί έναντι του δυνατού», τον πρόλαβα, «αλλά ο ψηλός υπερτερεί πάντα έναντι του κοντού». Ύστερα απ’ αυτό φάνηκε να κατηγορεί τον εαυτό του, λες και το μπάσκετ ήταν η τελευταία σταγόνα σ' ένα σχεδόν ξέχειλο ποτήρι. Δύο βδομάδες αργότερα, επιστρέφοντας απ’ το σχολείο, ανακάλυψα ότι η μπασκέτα είχε ξηλωθεί από το γκαράζ μας και είχε δοθεί σε κάποια φιλανθρωπική οργάνωση. Η μητέρα μου είπε πως δεν ήταν σίγουρη γιατί το 296
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
έκανε ο πατέρας μου. Ίσως θεωρούσε πως θα διόρθωνε τα πράγματα. Έχοντας αυτό κατά νου, προσπαθώ να φανταστώ το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσα να έχω κάνει στον πατέρα μου. Τη στιγμή που ο ύπνος βαραίνει τα βλέφαρα μου, η απάντηση διαγράφεται αλλόκοτα σαφής:. η πίστη μου στα είδωλα του. Αυτό ήταν που ήθελε από την αρχή: να νιώθει ότι μας ένωνε κάτι μόνιμο ξέροντας πως, όσο πιστεύαμε στα ίδια πράγματα, δε θα χωρίζαμε ποτέ. Πόσο πεισματικά πάλεψα για να μην επιτρέψω να συμβεί αυτό! Η υπνερωτομαχία δε διέφερε καθόλου από τα μαθήματα πιάνου και το μπάσκετ και τον τρόπο που χτένιζε τα μαλλιά του: ήταν λάθη - δικά του λάθη. Και τότε, όπως σίγουρα είχε προβλέψει εκείνος πως θα συνέβαινε, από τη στιγμή που έχασα την πίστη μου σ' εκείνο το βιβλίο, η απόσταση μεταξύ μας μεγάλωνε όλο και περισσότερο, ακόμα κι όταν καθόμασταν γύρω από το ίδιο τραπέζι. Εκείνος είχε βάλει τα δυνατά του να δημιουργήσει ένα δεσμό που δε θα χανόταν ποτέ κι εγώ κατόρθωσα να τον διαλύσω. Ο Πολ ήταν αυτός που μου είπε κάποτε πως η ελπίδα, η οποία ψιθύρισε μέσα από το κουτί της Πανδώρας μόνο αφού όλες οι άλλες συμφορές και λύπες είχαν εξαπολυθεί στον κόσμο, είναι το βέλτιστο και το έσχατο αγαθό, Χωρίς αυτήν υπάρχει μόνο ο χρόνος. Και ο χρόνος μας σπρώχνει σαν φυγόκεντρη δύναμη, μας ωθεί προς τα έξω και μακριά, ώσπου να μας ξεβράσει στη λήθη. Αυτή, πιστεύω, είναι η μοναδική εξήγηση γι' αυτό που συνέβη στον πατέρα μου και σ' εμένα, όπως ακριβώς συνέβη στον Ταφτ και τον Κάρι, όπως θα συμβεί και στους τέσσερις μας εδώ στο Ντοντ, όσο 297
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αχώριστοι κι αν φαινόμαστε. Είναι ένας νόμος της δυναμικής, μια φυσική πραγματικότητα που ο Τσάρλι σίγουρα θα μπορούσε να κατονομάσει, όχι πολύ διαφορετική από την προδιαγραμμένη εξέλιξη των λευκών νάνων και των κόκκινων γιγάντων. Όπως τα πάντα στο σύμπαν, από τη γέννηση μας προοριζόμαστε να απομακρυνθούμε. Ο χρόνος είναι απλώς το μέτρο αυτής της απομάκρυνσης. Αν είμαστε σωματίδια στη θάλασσα του απείρου, εκτοξευμένα από ένα αρχικό όλον, τότε υπάρχει ένα μέτρο στη μοναξιά μας: είναι ανάλογη με την ηλικία μας.
298
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
14 ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ που τελείωσα την έκτη δημοτικού ο πατέρας μου μ' έστειλε για δυο βδομάδες σε μια κατασκήνωση για ξεστρατισμένους πρώην προσκόπους, με σκοπό, όπως συνειδητοποιώ τώρα, να με επανεντάξει στους παρασημοφορημένους ομότιμους μου. Μου είχαν αφαιρέσει τους βαθμούς την προηγούμενη χρονιά, επειδή άναψα αυτοσχέδιες ρουκέτες φτιαγμένες από μπουκάλια μέσα στη σκηνή του Γουίλι Κάρλσον και κυρίως επειδή δήλωσα ότι εξακολουθούσα να το θεωρώ αστείο ακόμα κι αφού με διαφώτισαν για την αδύνατη κράση και την ευαίσθητη κύστη του Γουίλι. Αλλά είχε περάσει καιρός και, όπως έλπιζαν οι γονείς μου, τα σφάλματα του παρελθόντος είχαν παραγραφεί. Εξάλλου, μέσα στο σάλο που είχε ξεσπάσει γύρω από το δωδεκάχρονο Τζέικ Φέργκιουσον και την επιχείρηση διακίνησης πορνογραφικών κόμικς που είχε στήσει, μετατρέποντας την ηθικά δυσκοίλια εμπειρία της προσκοπικής κατασκήνωσης σε κερδοφόρα και άκρως επιμορφωτική δραστηριότητα, το δικό μου αδίκημα υποβιβάστηκε σε πταίσμα. Προφανώς οι γονείς μου σκέφτηκαν πως δεκατέσσερις μέρες στη νότια ακτή της λίμνης Ίρι θα με ξανάφερναν στο μαντρί. Δε χρειάστηκαν πάνω από ενενήντα έξι ώρες για να διαψευστούν. Στα μισά της πρώτης βδομάδας ένας αρχηγός με άφησε στην πόρτα του σπιτιού μου κι έφυγε βουβός, καταπίνοντας με κόπο τη φούρκα του. Αυτή τη φορά τιμωρήθηκα με ατιμωτική απόταξη, επειδή δίδαξα στους συγκατασκηνωτές μου ένα ανήθικο τραγούδι. Ένα τρισέλιδο 299
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
γράμμα από το διευθυντή της κατασκήνωσης, βαρύ κι ασήκωτο από τα σωφρονιστικά επίθετα απόφασης αποφυλάκισης κρατούμενου υπό όρους, με κατέτασσε μεταξύ των χειρότερων υπότροπων στις τάξεις των προσκόπων του ευρύτερου κεντρικού Οχάϊο. Χωρίς να είμαι σίγουρος για το νόημα της λέξης «υπότροπος», είπα στους γονείς μου τι είχα κάνει. Μια μέρα κωπηλασίας συναντηθήκαμε τυχαία με μια ομάδα προσκοπίνες που τραγουδούσαν ένα τραγούδι το οποίο γνώριζα απο τις σκοτεινές εποχές κατά τις οποίες οι αδερφές μου υπέμεναν τις κατασκηνώσεις και πτυχία προσκόπων: Κάνε καινούριους φίλους αλλά κράτα τον παλιό! οι πρώτοι είναι ασήμι, αλλά ο δεύτερος χρυσό. Ως θεματοφύλακας των εναλλακτικών στίχων, τι πιο φυσικό από το να τους μοιραστώ με τους φίλους μου: Μην κάνεις φίλους και κλότσα τον παλιό. Εγώ το μόνο που θέλω είναι ασήμι και χρυσό. Οι στίχοι αυτοί από μόνοι τους δύσκολα αποτελούσαν αιτία απόταξης, αλλά ο Γουίλι Κάρλσον, σε μια μεγαλειώδη κίνηση ανταπόδοσης, κατάφερε μια κλοτσιά στον ηλικιωμένο σύμβουλο της κατασκήνωσης, όπως έσκυβε ν' ανάψει φωτιά στην ύπαιθρο, κι έπειτα απέδωσε την πράξη του στην επιρροή μου, αφού υποτίθεται ότι η διασκευή του τραγουδιού ώθησε το πόδι του στα πισινά του άντρα. Μέσα σε λίγες ώρες κινητοποιήθηκε ολόκληρος ο μηχανισμός απονομής δικαιοσύνης των προσκόπων και βρεθήκαμε και οι δυο να μαζεύουμε τα πράγματα μας. Η εμπειρία αυτή είχε δύο άμεσες συνέπειες, πέρα από την
300
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
οριστική αποστράτευση μου από τις τάξεις των προσκόπων. Πρώτον, γίναμε κολλητοί με τον Γουίλι Κάρλσον, του οποίου η ευαίσθητη κύστη ήταν άλλο ένα ψέμα, όπως αποδείχτηκε, για να ωθήσει τους αρχηγούς να με διώξουν την πρώτη φορά. Απίθανος τυπάκος... Και, δεύτερον, με ανάγκασε να υποστώ ένα αυστηρό κήρυγμα από τη μητέρα μου, το βασικό κίνητρο του οποίου δεν κατάλαβα παρά μόνο λίγο καιρό πριν ολοκληρώσω τις σπουδές μου στο Πρίνστον. Δεν ήταν ο πρώτος διασκευασμένος στίχος που την έκανε τόσο έξαλλη - παρόλο που, τυπικά, αυτό που προκάλεσε την αποβολή μου ήταν η προτροπή να κλοτσάς ηλικιωμένους' ήταν η αλλόκοτη μονομανία του δευτέρου που τη σκανδάλισε. «Γιατί "ασήμι και χρυσό"?» με ρώτησε καθίζοντας με στο πίσω δωμάτιο του βιβλιοπωλείου, εκεί όπου στοίβαζε το στοκ των βιβλίων και παλιές αρχειοθήκες. «Τι θέλεις να πεις?» τη ρώτησα. Στον τοίχο υπήρχε ένα παλιό ημερολόγιο από το Μουσείο Τέχνης του Κολάμπους, ανοιγμένο στο μήνα Μάϊο, που έδειχνε έναν πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ: μια γυναίκα μόνη καθισμένη σ' ένα κρεβάτι. Το βλέμμα μου επέμενε να γυρίζει σ' αυτήν. «Γιατί όχι αυτοσχέδιες ρουκέτες?» επέμεινε. «Ή υπαίθριες φωτιές?» «Επειδή αυτά δεν κάνουν ρίμα». Θυμάμαι ότι είχα εκνευριστεί - η απάντηση ήταν τόσο προφανής. «Τι τραγούδι θα ήταν χωρίς ομοιοκαταληξία?» «Άκουσε με, Τομ». Η μητέρα μου μ' έπιασε απ’ το πιγούνι και με ανάγκασε να την κοιτάξω στα μάτια. Τα μαλλιά της χρύσιζαν στο φως, όπως ακριβώς και της γυναίκας στον 301
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
πίνακα. «Είναι αφύσικο. Ένα αγόρι στην ηλικία σου δε θα 'πρεπε να νοιάζεται για ασήμι και χρυσό». «εγώ νοιάζομαι. Τι σημασία έχει?» «Έχει σημασία, γιατί κάθε επιθυμία πρέπει να διοχετεύεται κατάλληλο αντικείμενο». Αυτό μου θύμισε κάτι που είχα ακούσει κάποτε στο κατηχητικό. «Τι θα πει πάλι αυτό?» «Θα πει ότι οι άνθρωποι σπαταλάνε τη ζωή τους επιθυμώντας ανούσια πράγματα. Παραπλανημένοι από τον κόσμο, δίνουν την αγάπη τους σε πράγματα που δεν αξίζουν». Έφτιαξε το γιακά του καλοκαιρινού φορέματος της και κάθισε δίπλα μου. «Το μόνο που χρειάζεται για να είναι κανείς ευτυχισμένος είναι ν' αγαπά τα σωστά πράγματα στο σωστό βαθμό. Όχι τα λεφτά. Ούτε τα βιβλία. Ανθρώπους. Οι ενήλικες που δεν το καταλαβαίνουν δε νιώθουν ποτέ δικαιωμένοι. Δε θέλω να γίνεις έτσι». Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ήταν τόσο σημαντικό γι' αυτή να κατευθύνω σωστά τις επιθυμίες μου. Απλώς συγκατένευσα με σοβαρό ύφος, υποσχέθηκα ότι δε θα υμνολογούσα ποτέ ξανά πολύτιμα μέταλλα και είδα τη μητέρα μου να χαλαρώνει. Αλλά τα πολύτιμα μέταλλα δεν υπήρξαν ποτέ το πρόβλημα. Αυτό που αντιλαμβάνομαι τώρα είναι πως η μητέρα μου διεξήγαγε έναν πιο γενικευμένο πόλεμο, αγωνιζόταν να με σώσει από κάτι χειρότερο: από το να γίνω ο πατέρας μου. Η προσήλωση του στην υπνερωτομαχία ήταν για κείνη η πεμπτουσία του παραπλανημένου πάθους, και την αντιμαχόταν ως τη μέρα που τον χάσαμε για πάντα. Νομίζω ότι πίστευε πως η αγάπη του για το βιβλίο δεν ήταν παρά 302
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μια απόκλιση, μια στρέβλωση της αγάπης του για τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αλλά καμιά δύναμη και καμιά πειθώ δεν μπορούσε να την ευθυγραμμίσει, και υποθέτω πως όταν κατάλαβε ότι είχε χάσει τη μάχη για να αναδιατάξει τη ζωή του πατέρα μου, μετέφερε τις προσπάθειες της σ' εμένα. Φοβάμαι να πω πόσο πιστά τήρησα την υπόσχεση μου. Η πεισματική προσκόλληση των αγοριών στις παιδιάστικες μανίες τους πρέπει ν' αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο για τις γυναίκες, οι οποίες μαθαίνουν ταχύτερα κι από τους αγγέλους πώς να μην παρεκτρέπονται. Σε όλη τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων υπήρχε ένα μονοπώλιο σφαλμάτων στο σπίτι μου, κι εγώ ήμουν αναντίρρητα ο Ροκφέλερ του. Δε φανταζόμουν ποτέ τη σπουδαιότητα του σφάλματος ενάντια στο οποίο με προειδοποιούσε η μητέρα μου, ώσπου είχα τη δυστυχία να υποπέσω σ' αυτό. Εκείνη την περίοδο, πάντως, ήταν η Κέιτι και όχι η οικογένεια μου που υπέστη τις συνέπειες. Ήρθε ο Γενάρης, και τον πρώτο γρίφο του Κολόνα διαδέχτηκε ο δεύτερος κι έπειτα ο τρίτος. Ο Πολ ήξερε που να τους αναζητά, έχοντας διακρίνει ένα πρότυπο μέσα στην υπνερωτομαχία: ανά τακτά διαστήματα, τα κεφάλαια επιμηκύνονταν από πέντε δέκα σε είκοσι, τριάντα ως και σαράντα σελίδες. Τα συντομότερα κεφάλαια ήταν διαδοχικά, τρία ή τέσσερα τη φορά, ενώ τα μεγαλύτερα ήταν μεμονωμένα. Αποτυπωμένες σε γραμμική παράσταση, οι μακρύτερες περίοδοι χαμηλής έντασης διακόπτονταν από απότομες αιχμές στο μήκος των κεφαλαίων, δημιουργώντας ένα οπτικό μοτίβο το οποίο αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε 303
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ως τον παλμό της υπνερωτομαχίας. Το μοτίβο διατηρούνταν αναλλοίωτο μέχρι τη μέση του βιβλίου, οπότε άρχιζε μια αλλόκοτη, ακατάστατη αλληλουχία, στην οποία κανένα κεφάλαιο δεν ξεπερνούσε τις έντεκα σελίδες. Ο Πολ μάντεψε σύντομα το νόημα του, χρησιμοποιώντας την επιτυχία μας με τον Μωυσή και τα κερατά του: κάθε αιχμηρή απόληξη μακροσκελών, μοναχικών κεφαλαίων περιείχε κι από ένα γρίφο! η λύση του, δηλαδή ο κώδικας, εφαρμοζόταν έπειτα σειρά των πιο συντόμων κεφαλαίων που ακολουθούσαν, αποδίδοντας το επόμενο απόσπασμα του μηνύματος του Κολόνα. Ο Πολ υπέθεσε ότι το δεύτερο μισό του βιβλίου πρέπει να ήταν ενα είδος συμπληρώματος, όπως και τα αρχικά κεφάλαια του πρώτου μισού: ένας αντιπερισπασμός για να διατηρηθεί η εντύπωση συνοχής σε μια κατά τα άλλα αποσπασματική ιστορία. Μοιράσαμε τη δουλειά. Ο Πολ έψαχνε τους γρίφους στα πιο μακροσκελή κεφάλαια κι εγώ ανέλαβα τη λύση τους. Ο πρώτος που αντιμετώπισα ήταν ο εξής: Ποια είναι η ελάχιστη αρμονία μιας μέγιστης νίκης? «Μου φέρνει στο μυαλό τον Πυθαγόρα», είπε η Κέιτι όταν της τον ανέφερα πάνω από ένα κέϊκ και καυτή σοκολάτα στο καφέ Μικρός Κόσμος. «Στον Πυθαγόρα τα πάντα αναγορεύονταν σε αρμονίες. Η αστρονομία, η αρετή, τα μαθηματικά...» «Εγώ νομίζω ότι έχει σχέση με την εφαρμοσμένη μηχανική στον πόλεμο», διαφώνησα, αφού είχα περάσει κάμποσες ώρες στη Φαϊρστόουν μελετώντας κείμενα της Αναγέννησης που σχετίζονταν με τη μηχανολογία. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι σε μια επιστολή του στο Δούκα του Μιλάνου 304
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ισχυριζόταν ότι μπορούσε να κατασκευάσει αδιαπέραστα άρματα, κάτι σαν αναγεννησιακά τανκς, μαζί με φορητούς όλμους και μεγάλους καταπέλτες που θα χρησιμοποιούνταν σε πολιορκίες. Η φιλοσοφία και η τεχνολογία συγχωνεύονταν: υπήρχαν μαθηματικά στη νίκη, μια σειρά αναλογιών για την τέλεια πολεμική μηχανή. Εξάλλου, τα μαθηματικά απέχουν ένα βήμα από τη μουσική. Το επόμενο πρωί η Κέιτι με ξύπνησε στις εφτάμισι για να πάμε για τζόκινγκ πριν από την παράδοση που είχε στις εννιά. «Η σκέψη σου για πολεμικές μηχανές δε στέκει», μου είπε, αρχίζοντας να αναλύει το γρίφο όπως μόνο ένας σπουδαστής φιλοσοφίας μπορεί. «Υπάρχουν δύο σκέλη στο ζήτημα: "ελάχιστη αρμονία και μέγιστη νίκη". "Μέγιστη νίκη" μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε. Θα πρεπε να εστιάσεις στο σαφέστερο σκέλος. Η "ελάχιστη αρμονία" έχει λιγότερες έννοιες». Εγώ γόγγυζα καθώς προσπερνούσαμε το σιδηροδρομικό σταθμό Ντίνκι στα δυτικά της πανεπιστημιούπολης, ζηλεύοντας τους σκόρπιους επιβάτες που περίμεναν το τρένο των 7:43. Το να τρέχεις και να σκέφτεσαι ήταν για μένα αφύσικες δραστηριότητες πριν καλά καλά ανατείλει ο ήλιος, κι εκείνη ήξερε ότι η ομίχλη που κάλυπτε το μυαλό μου δε θα διαλυόταν πριν από το μεσημέρι. Με άλλα λόγια, εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις, με τιμωρούσε που δεν πήρα στα σοβαρά τον Πυθαγόρα. «Τι προτείνεις τότε?» τη ρώτησα.
305
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Εκείνη δεν είχε λαχανιάσει καν. «Στην επιστροφή θα κάνουμε μια στάση στη Φαϊρστόουν. Θα σου δείξω πού πιστεύω ότι πρέπει να ψάξεις». Κάπως έτσι κύλησαν οι δύο επόμενες βδομάδες: με χαρούμενα πρωινά ξυπνήματα για αθλοπαιδιές και σπαζοκεφαλιές, στη διάρκεια των οποίων εγώ έλεγα στην Κέιτι τις μισοσχηματισμένες ιδέες μου για τον Κολόνα προκειμένου να επιβραδύνει το βήμα της για να μ' ακούσει κι έπειτα πίεζα τον εαυτό μου να τρέχει πιο γρήγορα για να μειώσω το χρόνο που είχε για να μου επισημάνει πού έκανα λάθος. Περνούσαμε τόσες ώρες μαζί στην αρχή και στο τέλος της μέρας, ώστε πίστευα ότι, λογική όπως ήταν, κάποια στιγμή θα συνειδητοποιούσε ότι θα ήταν πιο εξυπηρετικό να περνάει τη νύχτα στο Ντοντ από το να τρέχει μπρος πίσω στο Χόλντερ. Βλέποντας τη με την ελαστική φόρμα και το αθλητικό φανελάκι της, κάθε πρωί προσπαθούσα να σκεφτώ έναν καινούριο τρόπο να διατυπώσω την πρόσκληση, αλλά η Κέιτι παρίστανε ότι δεν καταλάβαινε. Ο Γκιλ μού είπε ότι ο παλιός της φίλος, ο παίκτης του χόκεϊ που ήξερα από το σεμινάριο, την είχε δει από την αρχή σαν θήραμα, αποφεύγοντας να την πιέσει για περιπτύξεις τις λίγες φορές που κατάφερε να τη μεθύσει, έτσι ώστε να πέσει μ' ευγνωμοσύνη στην αγκαλιά του όταν ήταν νηφάλια. Της πήρε τόσο καιρό να καταλάβει τη μέθοδο με την οποία τη χειραγωγούσε, ώστε η επακόλουθη πίκρα της παρατεινόταν όλο τον πρώτο μήνα της σχέσης μας. «Τι να κάνω?» τον ρώτησα ένα βράδυ αφού έφυγε η Κέιτι, νιώθοντας έτοιμος να εκραγώ. Το μόνο που κέρδιζα ύστερα από κάθε πρωινή κούρσα ήταν ένα πεταχτό φιλί στο 306
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μάγουλο - μια σαφώς ανεπαρκή επιβράβευση για τον κόπο και τον ιδρώτα μου. Και τώρα που αφιέρωνα όλο και περισσότερο χρόνο στην Υπνερωτομαχία και πάλευα ν' αντεπεξέλθω σε όλες τις υποχρεώσεις μου με πέντε, το πολύ έξι ώρες ύπνου, είχα ένα ολοκαίνουριο είδος μαρτυρίου να υπομείνω. Ο μυθικός Τάνταλος, που οι καρποί απομακρύνονταν απ’ τα χέρια του όταν πεινούσε και το νερό στράγγιζε στο χωμα όταν διψούσε, δεν είχε τίποτα να μου ζηλέψει: όταν ποθούσα την Κέιτι, το μόνο που είχα ήταν ο Κολόνα! όταν προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στον Κολόνα, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ο ύπνος! κι όταν, επιτέλους, έπεφτα να κοιμηθώ, ακουγόταν ένα χτύπημα στην πόρτα και η Κέιτι ερχόταν να με πάρει για άλλο έναν τρεχάτο γύρο της πανεπιστημιούπολης. Δεν ήμουν καν σε θέση να δω την κωμική πλευρά του να είμαι μονίμως αργοπορημένος στην ίδια μου τη ζωή. Περίμενα κάτι καλύτερο. Για μία φορά, πάντως, ο Γκιλ και ο Τσάρλι συμφώνησαν. «Υπομονή», με συμβούλευσαν με μια φωνή. «Το αξίζει». Και, ως συνήθως, είχαν δίκιο. Ένα βράδυ στη διάρκεια της πέμπτης βδομάδας της σχέσης μας η Κέιτι μας κατέπληξε. Επιστρέφοντας από ένα σεμινάριο φιλοσοφίας, εμφανίστηκε στο Ντοντ με μια ιδέα. «Άκουσε αυτό», είπε, βγάζοντας ένα αντίτυπο της Ουτοπίας του Τόμας Mop από την τσάντα της κι αρχίζοντας να μου διαβάζει μεγαλόφωνα: «[Οι κάτοικοι της Ουτοπίας] έχουν δύο παιχνίδια μάλλον σαν το σκάκι. Το πρώτο είναι ένα είδος αριθμητικού αγώνα, που ορισμένοι αριθμοί κερδίζουν άλλους. Το δεύτερο είναι μια μάχη εκ του συστάδην, 307
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ανάμεσα στις αρετές και στα ελαττώματα, που πολύ έξυπνα δείχνει πως τα ελαττώματα έχουν τάση ν' αντιφάσκουν μεταξύ τους, μα συνενώνονται ενάντια στις αρετές. Επίσης δείχνει [...] τι καθορίζει η νίκη της μιας η της άλλης παράταξης».* Μου πήρε το χέρι και το απίθωσε πάνω στο βιβλίο, περιμένοντας να το ξαναδιαβάσω. * Thomas More, Η Οντοηία, μτφρ. Γιώργος Καραγιάννης, «Κάλβος», Αθήνα, 1984. (Σ.τ.Μ.)
308
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Εγώ έριξα μια ματιά στο εξώφυλλο. «Γραμμένο το 1516», είπα. «Λιγότερο από είκοσι χρόνια μετά την υπνερωτομαχία». Η χρονική απόσταση δεν ήταν τόσο μεγάλη. «Μια εκ του συστάδην μάχη ανάμεσα στις αρετές και τα ελαττώματα», επανέλαβε «...δείχνει τι καθορίζει τη νίκη της μιας ή της άλλης παράταξης». Και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ πως ίσως είχε δίκιο. Η Λάνα Μακνάϊτ είχε έναν κανόνα την εποχή που ήμασταν μαζί: μην μπλέκεις ποτέ βιβλία και κρεβάτι. Στην κλίμακα της διέγερσης, το σεξ και ο συλλογισμός βρίσκονταν στους αντίποδες, και τα δυο ζητούμενα αλλά ποτέ συγχρόνως. Με εξέπλησσε πώς μια έξυπνη κοπέλα μπορούσε ξαφνικά να γίνεται τόσο ηλίθια λιμασμένη στο σκοτάδι, σπαρταρώντας με το λεοπαρδαλέ νεγκλιζέ της σαν γυναίκα των σπηλαίων την οποία είχα κοπανήσει στο κεφάλι με ρόπαλο, γαβγίζοντας πράγματα που θα ενέπνεαν φρίκη ακόμα και στην αγέλη των λύκων που την ανέθρεψε. Δεν είπα ποτέ στη Λάνα ότι, αν ούρλιαζε λιγότερο, ίσως σήμαινε περισσότερα, αλλά από την πρώτη κιόλας νύχτα κατάλαβα πόσο υπέροχο θα ήταν αν μπορούσαν να διεγερθούν ταυτόχρονα το μυαλό και το κορμί μου. Μάλλον θα έπρεπε να έχω διακρίνει αυτή τη δυνατότητα στην Κέιτι, ύστερα απ’ όλα τα πρωινά που περάσαμε γυμνάζοντας σωματικούς και πνευματικούς μυς μαζί. Κι όμως, δεν το συνειδητοποίησα παρά τη νύχτα που συνέβη: αναλύοντας τις προεκτάσεις της ανακάλυψης της, το τελευταίο κατάλοιπο του παλιού της φίλου σβήστηκε τελικά από τη σελίδα, αφήνοντας μας ν' αρχίσουμε μια καινούρια ιστορία. Αυτά που θυμάμαι καθαρότερα από 309
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
κείνη τη νύχτα είναι ότι ο Πολ είχε την καλοσύνη να διανυκτερεύσει στην Άϊβι και ότι τα φώτα ήταν αναμμένα όλη την ώρα που έμεινε στο δωμάτιο η Κέιτι. Τα είχαμε αναμμένα όσο μελετούσαμε τον Τόμας Mop, προσπαθώντας να καταλάβουμε ποιο ήταν αυτό το παιχνίδι στο οποίο επιτυγχάνονται εξαιρετικές νίκες όταν η αρετή και η αδυναμία εναρμονίζονται. Τα είχαμε αναμμένα όταν βρήκαμε ότι ένα από τα παιχνίδια που ανέφερε ο Mop, «το Παιχνίδι των Φιλοσόφων» ή Ριθμομαχία*, ήταν ακριβώς το είδος του παιχνιδιού που θα γοήτευε τον Κολόνα, το πιο ενδιαφέρον απ’ όσα έπαιζαν οι άντρες στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Τα αφήσαμε αναμμένα όταν με φίλησε επειδή της είπα ότι πίστευα πως είχε δίκιο αφού, όπως αποδείχτηκε, στη Ριθμομαχία κέρδιζε κανείς μόνο αν δημιουργούσε μια αρμονία αριθμών, από τις οποίες η πιο τέλεια απέφερε το σπάνιο αποτέλεσμα που ονομαζόταν μέγιστη νίκη. Και δεν τα σβήσαμε ούτε όταν με ξαναφίλησε επειδή παραδέχτηκα ότι όλες οι δικές μου ιδέες ήταν άστοχες κι ότι έπρεπε να την είχα ακούσει απ’ την αρχή. Τελικά κατάλαβα την παρεξήγηση που διαιωνιζόταν από κείνο το πρώτο πρωινό που τρέξαμε μαζί: ενώ εγώ πάλευα να δείξω ότι μας θεωρούσα ίσους, εκείνη πάσχιζε να κερδίσει το προβάδισμα. * Rithmomachia: Ονομασία που προέρχεται από το συνδυασμό των ελληνικών λέξεων αριθμός και ρυθμός με την κατάληξη μάχη. Διανοητικό παιχνίδι που έχει κάποιες ομοιότητες με το σκάκι, πρωτοεμφανίζεται στις αρχές του 1 του αιώνα, βασιζόταν στην αρχή της «Τετρακτύος» του πυθαγορισμού, στην εφαρμογή των ελευθέριων τεχνών (αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας και αστρονομίας) και την επίτευξη της «κοσμικής αρμονίας». (Σ.τ.Μ.)
310
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Με άλλα λόγια, προσπαθούσε ν' αποδείξει ότι δε μειονεκτούσε έναντι των τελειοφοίτων, ότι άξιζε να την παίρνουν στα σοβαρά - και, ως εκείνο το βράδυ, δεν της πέρασε ποτέ από το νου ότι το είχε πετύχει. Το στρώμα μου ήταν γεμάτο βιβλία ως την ώρα που καταφέραμε να ξαπλώσουμε μαζί, εγκαταλείποντας κάθε προσποίηση ότι διαβάζαμε. Ίσως αληθεύει ότι το δωμάτιο μου παραήταν ζεστό για το πουλόβερ που φορούσε - και θα ήταν ακόμα κι αν το κλιματιστικό δούλευε στην ψύξη κι έξω χιόνιζε όπως το Σαββατοκύριακο του Πάσχα. Από μέσα φορούσε ένα μπλουζάκι κι από πιο μέσα ένα μαύρο σουτιέν αλλά, βλέποντας τη να βγάζει το πουλόβερ -ηλεκτρίζοντας τα μαλλιά της και δημιουργώντας ένα χρυσοκόκκινο φωτοστέφανο γύρω απ’ το πρόσωπο της-, κυριεύτηκα από ένα συναίσθημα που ο κακόμοιρος ο Τάνταλος μάλλον δε βίωσε ποτέ, ότι ένα συναρπαστικό μέλλον επιβλήθηκε επιτέλους πάνω σ' ένα επαχθές, ελπιδοφόρο παρόν, προσθέτοντας το διακόπτη που ολοκληρώνει το κύκλωμα του χρόνου. 'Οταν ήρθε η σειρά μου να βγάλω τα ρούχα μου, ν' αποκαλύψω στην Κέιτι το ρημαγμένο μηρό μου από το δυστύχημα, δε δίστασα στιγμή! ούτε κι εκείνη βλέποντας το. Αν είχαμε περάσει εκείνες τις ώρες στο σκοτάδι, δε θα το θεωρούσα τόσο σημαντικό. Αλλά εκείνη η νύχτα ήταν κατάφωτη. Κυλιστήκαμε αγκαλιασμένοι πάνω στα βιβλία του αγίου Τόμας Mop, σε καινούριες συντεταγμένες της σχέσης μας, με τα φώτα να καίνε όλη την ώρα. Η πρώτη ένδειξη ότι είχα παρανοήσει τις δυνάμεις που ασκούνταν στη ζωή μου φάνηκε την επόμενη βδομάδα. Ο 311
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Πολ κι εγώ περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος των δύο πρώτων ημερών αναλύοντας το νόημα του δεύτερου γρίφου: Πόσοι βραχίονες από τα πόδια σου ως τον ορίζοντα? «Νομίζω ότι έχει σχέση με τη γεωμετρία», είπε ο Πολ. «Με τον Ευκλείδη?» Εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Με τις διαστάσεις της Γης. Ο Ερατοσθένης υπολόγισε την περιφέρεια της Γης εξετάζοντας τις διαφορετικές γωνίες των ίσκιων που δημιουργούνται στη Συήνη -την αρχαία Ασουάν- και την Αλεξάνδρεια, ακριβώς το μεσημέρι κατά το θερινό ηλιοστάσιο. Κι έπειτα χρησιμοποίησε τις γωνίες...» Ο Πολ έχει φτάσει ήδη στα μισά της εξήγησης του μέχρι να καταλάβω ότι χρησιμοποιούσε την ετυμολογική έννοια του όρου «γεωμετρία». «...έτσι ώστε, γνωρίζοντας την απόσταση ανάμεσα στις δύο πόλεις, να εφαρμόσει τους νόμους της τριγωνομετρίας για να υπολογίσει την καμπυλότητα της Γης». «Και τι σχέση έχει αυτό με το γρίφο?» απόρησα. «Ο Φραντσέσκο ζητάει την απόσταση ανάμεσα σ' εσένα και τον ορίζοντα. Υπολόγισε πόσο απέχει οποιοδήποτε σταθερό σημείο στον κόσμο από τη γραμμή όπου καμπυλώνει η Γη και έχεις την απάντηση. Ή απλώς διάβασε τη στο βιβλίο της φυσικής σου. Πιθανότατα πρόκειται για σταθερά». Μιλούσε σαν να πίστευε ότι η απάντηση ήταν προκαθορισμένη, αλλά εγώ αμφέβαλλα. «Και τι ρόλο παίζουν οι βραχίονες εδώ?» επέμεινα. Ο Πολ έσκυψε κι άλλαξε τη λέξη «βραχίονες» με τη λέξη «πήχεις». «Αυτό ήταν το μέτρο μήκους των Φλωρεντινών. Ένας πήχης αντιστοιχούσε στο μήκος του χεριού». 312
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Για πρώτη φορά κοιμόμουν λιγότερο από εκείνον, αφού η αναπάντεχη εύνοια στη ζωή μου μ' έσπρωχνε να πιέζω συνεχώς την τύχη μου, ν' ανακατεύω τα ποτά μου, - γιατί αυτό το κοκτέϊλ της Κέιτι και του Φραντσέσκο Κολόνα φαινόταν να είναι ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν. Είχα εκλάβει ως σημάδι άνωθεν το γεγονός ότι η επιστροφή μου στην υπνερωτομαχία είχε φέρει μια καινούρια δομή στον κόσμο μου. Πολύ γρήγορα άρχισα να πιάνομαι στην παγίδα του πατέρα μου, την ίδια παγίδα για την οποία με προειδοποιούσε εναγωνίως η μητέρα μου. Το επόμενο πρωί, όταν ανέφερα στην Κέιτι ότι είχα ονειρευτεί τον πατέρα μου, έκανε κάτι πρωτοφανές στις τόσες μέρες που τρέχαμε μαζί: σταμάτησε. «Τομ, δε θέλω να συνεχίσουμε να μιλάμε γι' αυτό», είπε. «Για ποιο?» «Για την εργασία του Πολ. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο». «Μα εγώ για τον πατέρα μου σου έλεγα!» Προφανώς έκρινα λάθος, συνηθισμένος από τις συζητήσεις μου με τον Πολ, στις οποίες αρκούσε μια αναφορά σ' εκείνον για να εκτονωθεί αυτόματα κάθε ένταση. «Ο πατέρας σου ασχολούνταν με το βιβλίο που μελετάει ο Πολ», μου θύμισε σοβαρά. «Είναι το ίδιο πράγμα». Παρερμήνευσα το συναίσθημα πίσω από τα λόγια της για φόβο: φόβο μήπως δεν κατάφερνε να λύσει άλλο ένα γρίφο όπως έλυσε τον προηγούμενο, μήπως ξεθυμάνει το ενδιαφέρον μου γι' αυτήν. «Πολύ καλά», συμφώνησα μεγαλόψυχα. «Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο».
313
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Κι έτσι άρχισε μια περίοδος πολλών ευχάριστων βδομάδων, θεμελιωμένη σε μια εξίσου μεγαλειώδη παρεξήγηση όσο εκείνη με την οποία αρχίσαμε. Τον πρώτο μήνα που βγαίναμε και μέχρι τη νύχτα που έμεινε στο Ντοντ, είχε στήσει μια βιτρίνα για χάρη μου, προσπαθώντας να δημιουργήσει κάτι που πίστευε πως ήθελα. το δεύτερο μήνα τη μιμήθηκα αποφεύγοντας κάθε αναφορά στην Υπνερωτομαχία ενώπιον της, όχι επειδή είχε μειωθεί η σπουδαιότητα του βιβλίου στη ζωή μου, αλλά γιατί δεν ήθελα να την αγχώνω με τους γρίφους του Κολόνα. Αν η Κέιτι ήξερε την αλήθεια, θα είχε κάθε δίκιο να ανησυχεί. Αργά αλλά σταθερά η Υπνερωτομαχία παραγκώνιζε όλα τα άλλα ενδιαφέροντα μου. Η ισορροπία που νόμιζα ότι είχα εξασφαλίσει ανάμεσα στην εργασία του Πολ και τη δική μου, -το βαλς ανάμεσα στη Μέρι Σέλεϊ και τον Φραντσέσκο Κολόνα, το οποίο οραματιζόμουν όλο και πιο ζωντανά όποτε βρισκόμουν με την Κέιτι-, εξελισσόταν σε μια μανιασμένη διελκυστίνδα, στην οποία κέρδιζε έδαφος ο Κολόνα. Παρ' όλα αυτά, και χωρίς καν να το αντιληφθούμε, είχαν δημιουργηθεί κάποιες σταθερές στη σχέση μου με την Κέιτι. Τρέχαμε στα ίδια μονοπάτια κάθε πρωί, πηγαίναμε στις ίδιες καφετέριες πριν από το μάθημα και την έβαζα κρυφά στη δική μου λέσχη σίτισης όταν μου τέλειωναν οι προσκλήσεις που δικαιούμουν. Τα βράδια της Πέμπτης χορεύαμε με τον Τσάρλι στην Κλόιστερ Ιν τα σαββατόβραδα παίζαμε μπιλιάρδο με τον Γκιλ στην Άϊβι! και τις Παρασκευές, όταν επικρατούσε ησυχία στις λέσχες της Πρόσπεκτ, παρακολουθούσαμε φίλους σε κωμωδίες του Σαίξπηρ, 314
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
κονσέρτα ή χορωδιακά έργα σε διάφορες γωνιές της πανεπιστημιούπολης. Η περιπέτεια των πρώτων ημερών της σχέσης μας άνθισε σταδιακά σε κάτι διαφορετικό: μια αίσθηση, που δεν είχα νιώσει ποτέ με τη Λάνα ή οποιαδήποτε προκάτοχο της, και μπορώ να συγκρίνω μόνο με την αίσθηση ότι γύριζα στο σπίτι, ότι είχα πετύχει μια ισορροπία που δε χρειαζόταν την παραμικρή διόρθωση, θαρρείς και η πλάστιγγα της ζωής μου περίμενε ανέκαθεν την Κέιτι για να ισορροπήσει. Το πρώτο βράδυ που παρατήρησε ότι δεν μπορούσα να κοιμηθώ η Κέιτι μου διηγήθηκε ένα έργο του αγαπημένου της συγγραφέα· ακολούθησα τον Περίεργο Γιωργάκη στα πέρατα της γης, ώσπου τα βλέφαρα μου έκλεισαν χωρίς να το καταλάβω. Από τότε ακολούθησαν πολλές νύχτες που στριφογύριζα μάταια στο κρεβάτι, και η Κέιτι έβρισκε τη λύση για καθεμιά απ’ αυτές. Μεταμεσονύχτιες επαναλήψεις της σειράς MASH στην τηλεόραση-, μακριές αναγνώσεις από βιβλία του Καμί, ραδιοφωνικές εκπομπές που συνήθιζε ν' ακούει στο Νιου Χάμσαϊρ και τις οποίες τώρα πιάναμε από ένα μικρό αναμεταδότη. Μερικές φορές αφήναμε τα παράθυρα ανοιχτά για ν' ακούμε τη βροχή του Φεβρουαρίου ή τις συζητήσεις μεθυσμένων πρωτοετών. Υπήρχε, μάλιστα, ένα παιχνίδι που επινοήσαμε για τις άδειες νύχτες, κάτι που ίσως ο Φραντσέσκο Κολόνα δε θα έβρισκε τόσο εποικοδομητικό όσο τη Ριθμομαχία, αλλά εμείς απολαμβάναμε με την ψυχή μας. «Ήταν κάποτε ένας φιλόσοφος, ονόματι Καμί...» άρχιζα εγώ, για παράδειγμα.
315
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Όταν η Κέιτι χαμογελούσε στο σκοτάδι, ήταν σαν το γάτο του Τσέσερ. «...που άφησε το Πανεπιστήμιο στ' Αλγέρι γιατί αρρώστησε πολύ», συμπλήρωνε εκείνη. «Είχε τεράστιο δυναμικό». «Αλλά δεν πίστευε στον υπαρξισμό». «Σπρώχνοντας το γερο-Σαρτρ σε νευρικό κλονισμό...» Παρ' όλους τους τρόπους που επινοούσε η Κέιτι για να με βοηθάει να κοιμηθώ, τις περισσότερες φορές η Υπνερωτομαχία κατόρθωνε να με κρατάει ξύπνιο. Στο μεταξύ, είχα καταλάβει ποια ήταν η «ελάχιστη αρμονία» μιας «μέγιστης νίκης»: στη Ριθμομαχία, 'που ο σκοπός είναι να δημιουργήσεις αριθμητικές διατάξεις που περιέχουν αριθμητικές, γεωμετρικές ή μουσικές αρμονίες, μόνο τρεις ακολουθίες αριθμών πετυχαίνουν και τις τρεις ταυτόχρονα δηλαδή τη μέγιστη νίκη. Η μικρότερη απ’ αυτές, αυτή που ζητούσε ο Κολόνα, ήταν η ακολουθία: 3-4-6-9. Ο Πολ πήρε αμέσως τους αριθμούς και ανακάλυψε τον κώδικα. Διάβαζε το τρίτο γράμμα, ύστερα απ’ αυτό το τέταρτο κι έπειτα το έκτο και το ένατο, σ' όλα τα κεφάλαια που ακολουθούσαν. Μέσα σε μία ώρα είχε μεταφράσει άλλο ένα μήνυμα του Κολόνα: Αρχίζω την ιστορία μου με μια εξομολόγηση: πολλοί άνθρωποι πέθαναν για να διαφυλαχτεί αυτό το μυστικό. Κάποιοι έχασαν τη ζωή τους κατά την οικοδόμηση της κρύπτης μου, την οποία σχεδίασε ο Μπραμάντε και υλοποίησε ο Ρωμαίος αδερφός Τεράνν είναι ένα απαράμιλλο κατασκεύασμα για το σκοπό που θα εξυπηρετήσει, απρόσβλητο στα πάντα και, κυρίως, στο νερό. 316
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ωστόσο, απαίτησε τη θυσία πολλών ανθρώπων, ακόμα και των πιο έμπειρων. Τρεις σκοτώθηκαν κατά τη μεταφορά γιγάντιων ογκόλιθων, δύο στην αποψίλωση των δέντρων και πέντε κατά τη διάρκεια της ίδιας της κατασκευής. Κάποιους από τους νεκρούς δεν τους αναφέρω, γιατί πέθαναν ατιμασμένοι και τους αξίζει να ξεχαστούν. Εδώ θα παρουσιάσω τη φύση του εχθρού που αντιμετωπίζω, η αυξανόμενη δύναμη του οποίου υποκινεί όλες τις ενέργειες μου. Αναγνώστη, θα απορείς γιατί χρονολόγησα αυτό το βιβλίο στα 1467, κοντά τριάντα χρόνια πριν γράψω αυτές τις λέξεις. Ο λόγος είναι ότι εκείνη τη χρονιά άρχισε ο πόλεμος που συνεχίζουμε να διεξάγουμε και τον οποίο αρχίζουμε να χάνουμε. Τρία χρόνια νωρίτερα, η Αγιότητα Του, ο Παύλος Β', απέλυσε τους γραμματείς της αυλής, καθιστώντας σαφείς τις προθέσεις του προς την αδελφότητα μου. Ωστόσο, τα μέλη της γενιάς του θείου μου ήταν ισχυροί άντρες με μεγάλη επιρροή, και οι εκδιωγμένοι αδερφοί συνέρευσαν στη Ρωμαϊκή Ακαδημία, την οποία ίδρυσε ο αγαπητός Πομπόνιος Αέτος. Όταν ο Παύλος είδε ότι οι τάξεις μας δε διαλύονταν, έγινε έξαλλος. Εκείνη τη χρονιά, το 1467, συνέτρίψε βίαια την Ακαδημία. Για να εξαλείψει κάθε αμφιβολία γύρω από την αποφασιστικότητα του, φυλάκισε τον Πομπόνιο Λέτο, κατηγορώντας τον για σοδομισμό. Άλλοι από την ομάδα μας βασανίστηκαν, ενώ ένας τουλάχιστον υπέκυψε. Τώρα δεχόμαστε την πρόκληση ενός παλιού εχθρού, αναγεννημένου ξαφνικά. αυτό το καινούριο πνεύμα ενισχύεται όλο και περισσότερο και βρίσκει δυνατότερη φωνή, οπότε δεν έχω άλλη επιλογή παρά να χτίσω, με τη 317
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
βοήθεια σοφότερων από μένα φίλων, αυτό το κατασκεύασμα του οποίου το μυστικό κρύβω σ' αυτές τις σελίδες. Ακόμα και ο κληρικός, αν και φιλόσοφος, δεν είναι αντάξιος του. Συνέχισε, αναγνώστη, και θα σου πω περισσότερα. «Οι γραμματείς της αυλής ήταν οι ουμανιστές», μου εξήγησε ο Πολ. «Ο πάπας πίστευε ότι ο ουμανισμός επέφερε ηθική κατάπτωση. Δεν ήθελε να ακούν τα παιδιά τα έργα των αρχαίων ποιητών. Ο πάπας Παύλος τιμώρησε παραδειγματικά τον Λέτο. Για κάποιο λόγο ο Φραντσέσκο το εξέλαβε ως κήρυξη πολέμου». Τα λόγια του Κολόνα στριφογύριζαν στο νου μου όλη εκείνη τη νύχτα και αρκετές από τις επόμενες. Για πρώτη φορά έχασα ένα πρωινό τζόκινγκ με την Κέιτι, νιώθοντας πολύ καταπονημένος για να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Δεν μπορούσα ν' αποτινάξω από πάνω μου την αίσθηση ότι ο Πολ προσέγγιζε λανθασμένα τον καινούριο γρίφο, -Πόσοι βραχίονες από τα πόδια σου ως τον ορίζοντα?-, ότι η απάντηση δεν ήταν ο Ερατοσθένης και η γεωμετρία. Ο Τσάρλι επιβεβαίωσε ότι η απόσταση ως τον ορίζοντα θα εξαρτιόταν από το υψόμετρο στο οποίο στέκεται ο παρατηρητής. ωστόσο, συνειδητοποίησα ότι, ακόμα κι αν καταλήγαμε σε μία απάντηση και τη μετατρέπαμε σε πήχεις, θα φτάναμε σ' ένα μεγάλο αριθμό που αποκλειόταν να χρησίμευε ως κώδικας. «Πότε έκανε αυτό τον υπολογισμό ο Ερατοσθένης?» ρώτησα. «Γύρω στο 200 π.Χ.».
318
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Μ' αυτό σιγουρεύτηκα. «Πιστεύω ότι κάνεις λάθος», του είπα. «Όλοι οι γρίφοι που λύσαμε μέχρι τώρα συνδέονταν με ανακαλύψεις της Αναγέννησης. Είναι σαν να μας εξετάζει στις γνώσεις που κατείχαν οι ουμανιστές της εποχής του». «Ο Μωυσής και η απόδοση cornuta είχαν σχέση με τη γλωσσολογία», είπε σκεφτικά ο Πολ, εξετάζοντας πιο διεξοδικά την άποψη μου. «Και με την αποκάλυψη χαλκευμάτων της ιστορίας, όπως αυτή που έκανε ο Βαλα με την ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά». «Και ο γρίφος της Ριθμομαχίας είχε να κάνει με τα μαθηματικά», προχώρησα εγώ. «Άρα, ο Κολόνα δε θα χρησιμοποιούσε για δεύτερη φορά την ίδια επιστήμη. Νομίζω ότι επιλέγει διαφορετικό κλάδο κάθε φορά». Βλέποντας το θαυμασμό του Πολ μπροστά στην ευκρίνεια του συλλογισμού μου συνειδητοποίησα ότι ο ρόλος μου είχε αλλάξει. Ήμασταν ισότιμοι πλέον, συνέταιροι σ' αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Από κει και πέρα αρχίσαμε να συναντιόμαστε στην Άϊβι κάθε βράδυ, πίσω σ' εκείνη την εποχή που διατηρούσε το προεδρικό δωμάτιο σε καλύτερη κατάσταση, περιμένοντας εφόδους από τον Γκιλ. Εγώ δειπνούσα πάνω μαζί με τον Γκιλ και την Κέτι, που ήθελε λίγες βδομάδες για ν' αρχίσει το «διαγκωνισμό», και ύστερα επέστρεφα κάτω για να ξαναβρώ τον Πολ και τον Φραντσέσκο. Θεωρούσα ότι ήταν καλό που την άφηνα ήσυχη να συγκεντρωθεί στην προσπάθεια να κατακτήσει την πολυπόθητη θέση μέλους στη λέσχη. Κι εκείνη, καθώς ασχολούνταν με τα τελετουργικά, δε φαινόταν να ενοχλείται από τις συχνές απουσίες μου. 319
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Όμως, μετά την τρίτη φορά που την έστησα στο ραντεβού μας για πρωινό τρέξιμο, όλα άλλαξαν. Το ίδιο βράδυ, κι ενώ εγώ νόμιζα ότι βρισκόμουν μπροστά στη λύση του γρίφου, ανακάλυψε κατά τύχη πώς περνούσα τις ώρες που μέναμε χώρια. «Αυτό είναι για σένα», μου είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο μας στο Ντοντ. Ο Γκιλ πάλι είχε αφήσει ξεκλείδωτη την πόρτα, και η Κέιτι δε χτυπούσε ποτέ όταν ήξερε ότι θα μ' έβρισκε μόνο. Μου είχε φέρει ένα φλιτζάνι σούπα από ένα κοντινό εστιατόριο με εξαιρετική κουζίνα. Νόμιζε ότι όλο αυτό τον καιρό παιδευόμουν με τη δική μου εργασία. «Τι κάνεις?» με ρώτησε. «Ασχολείσαι με τον Φρανκενστάϊν?» Και τότε είδε τα βιβλία που ήταν απλωμένα γύρω μου, όλα σχετικά με την ιταλική Αναγέννηση. Δεν είχα φανταστεί ποτέ πως ήταν δυνατό να λες ψέματα χωρίς ούτε εσύ ο ίδιος να το συνειδητοποιείς. Εβδομάδες τώρα παραπλανούσα την Κέιτι με διαδοχικές προφάσεις -τη Μέρι Σέλεϊ, την αϋπνία, τις πιέσεις που περιόριζαν το χρόνο που μπορούσαμε να μοιραστούμε-, ώσπου τελικά ήταν σαν να συνδέθηκαν σε μια σχεδία που με παρέσυρε όλο και πιο μακριά από την αλήθεια. Η Κέιτι ήξερε ότι ασχολιόμουν με την εργασία του Πολ, δικαιολογούμουν στον εαυτό μουαπλώς δεν ήθελε να το ακούει. Ήταν μια βουβή συμφωνία μεταξύ μας. Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν γεμάτη μακριές σιωπές, μ' εμένα να πασχίζω να αντικρίσω το έντονο βλέμμα της. Τελικά, εκείνη άφησε τη σούπα στο γραφείο μου και κούμπωσε το παλτό της. Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο, σαν 320
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
να ήθελε να συγκρατήσει τις λεπτομέρειες στη μνήμη της, κι έφυγε, φροντίζοντας ν' ασφαλίσει πίσω της την πόρτα. Σκόπευα να της τηλεφωνήσω εκείνο το βράδυ -σίγουρος πως θα περίμενε τηλεφώνημα μου, όπως με επιβεβαίωσαν και οι συνκάτοικοί της αργότερα-, αλλά κάτι προέκυψε. Απίστευτη ερωμένη αυτό το βιβλίο, ικανή να σε ξεμυαλίσει τις πιο ακατάλληλες στιγμές! Λίγο μετά την αναχώρηση της Κέιτι, συνέλαβα ξαφνικά τη λύση στο γρίφο του Κολόνα' και, σαν την πνοή ενός μεθυστικού αρώματος και μια κλεφτή ματιά σ' ένα τολμηρό ντεκολτέ, μ' έκανε να ξεχάσω όλα τ' άλλα. Ο ορίζοντας σ' έναν πίνακα ήταν η λύση! Το σημείο σύγκλισης μέσα σ' ένα σύστημα προοπτικής. Ο γρίφος δεν είχε σχέση με τα μαθηματικά, αλλά με την τέχνη. Ταίριαζε στο προφίλ των άλλων γρίφων, αφού βασιζόταν σε έναν κλάδο που προσιδίαζε στην Αναγέννηση, αφού αναπτύχθηκε από τους ουμανιστές που υπερασπιζόταν ο Κολόνα. Η μέτρηση που χρειαζόμασταν ήταν η απόσταση σε πήχεις ανάμεσα στο πρώτο πλάνο του πίνακα, όπου στέκονταν τα πρόσωπα, και τη θεωρητική γραμμή του ορίζοντα, εκεί όπου ο ουρανός ενωνόταν με τη γη. Και, αναλογιζόμενος την προτίμηση του Κολόνα στον Αλμπέρτι για την αρχιτεκτονική, αφού στην αντίστοιχη πραγματεία του βρήκε ο Πολ τη λύση του πρώτου γρίφου, ανέτρεξα πρώτα σ' εκείνον. Στην επιφάνεια που σκοπεύω να ζωγραφίσω, έγραφε ο Αλμπέρτι σε μια πραγματεία του που βρήκα αμέσως ανάμεσα στα βιβλία του Πολ, αποφασίζω πόσο μεγάλες θέλω να είναι οι ανθρώπινες φιγούρες στο προσκήνιο. 321
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Διαιρώ το ύψος των ανθρώπων διά τρία, που θ' αντιστοιχεί στην ονάδα που ονομάζεται κοινώς «βραχίονας»! όπως μπορεί κανείς να εξακριβώσει από τη σχέση των άκρων τον, περίπου τρεις βραχίονες είναι το μέσο υψος ενός άντρα μετρίου αναστήματος. Η ενδεδειγμένη θέση του κεντρικού σημείου δεν πρέπει να είναι ψηλότερα από τη βασική γραμμή απ’ όσο το ύψος του άντρα που θα απεικονιστεί στον πίνακα. Κατόπιν χαράζω μια γραμμή που περνά από κείνο το κεντρικό σημείο, και η γραμμή αποτελεί ένα σύνορο ή όριο για μένα, που κανένα μέγεθος δεν υπερβαίνει. Γι' αυτό οι άντρες που απεικονίζονται να στέκονται στο βάθος είναι πολύ μικρότεροι από τους πιο κοντινούς. Η κεντρική γραμμή του Αλμπέρτι, όπως εύκολα μπορούσε να εξακριβώσει κανείς από τις συνοδευτικές εικονογραφήσεις, ήταν ο ορίζοντας. Σύμφωνα με το συλλογισμό του, τοποθετούνταν στο ίδιο ύψος με τον άντρα που απεικονιζόταν να στέκεται στο προσκήνιο, δηλαδή όχι πάνω από τρεις βραχίονες. Η απάντηση στο γρίφο -ο αριθμός των βραχιόνων από τα πόδια του ανθρώπου ως τον ορίζοντα- ήταν το τρία. Αυτή τη φορά ο Πολ δε χρειάστηκε πάνω από ένα μισάωρο για να βρει με ποιο τρόπο θα τον χρησιμοποιούσε ως κώδικα: έπαιρνε το πρώτο γράμμα κάθε τρίτης λέξης στα κεφάλαια που ακολουθούσαν και, βάζοντας τα στη σειρά, σχημάτισε το επόμενο απόσπασμα από το μήνυμα του Κολόνα: Τώρα, αναγνώστη, θα σου αποκαλύψω τη φύση της σύνθεσης αυτού του έργου. Μελέτησα τις μεθόδους κωδικοποίησης των Αράβων, των Εβραίων και των 322
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αρχαίων. Διδάχτηκα από τους καββαλιστές την τεχνική που ονομάζεται γεματρία*, σύμφωνα με την οποία όταν διαβάζουμε στη Γένεση ότι ο Αβραάμ έφερε 318 υπηρέτες να βοηθήσουν τον Am, βλέπουμε ότι ο αριθμός 318 σημαίνει μόνο τον υπηρέτη τον Αβραάμ Ελιέζερ, γιατί αυτό είναι το άθροισμα των εβραϊκών γραμμάτων στο όνομα αυτό. Εντρύφησα στις μεθόδους των Ελλήνων, των οποίων οι θεοί μιλούσαν με διφορούμενους χρησμούς και γρίφους, και οι στρατηγοί, όπως περιγράφει ο Ηρόδοτος, πατέρας της * Γεματρία: η καββαλιστική (εβραϊκή) αριθμολογία, δηλαδή η αντιστοιχία γραμμάτων με αριθμούς και ο σχηματισμός μυστικών λέξεων με το άθροισμα των αριθμητικών αξιών των γραμμάτων κάθε λέξης. (Σ.τ.Μ.)
Ιστορίας, συγκάλυπταν με πανουργία τις μυστικές επικοινωνίες τους, όπως όταν ο Ιστιαίος χάραξε ένα μήνυμα στο κεφάλι του σκλάβου του και τον έστειλε στον Αρισταγόρα με την εντολή να του ξυρίσει το κεφάλι και να το διαβάσει. Θα σου αποκαλύψω τώρα τα ονόματα των πολυμαθών εκείνων ανθρώπων των οποίων η σοφία διαμόρφωσε τους γρίφους μου. Ο Πομπόνιος Λέτος, ηγέτης της Ρωμαϊκής Ακαδημίας, μαθητής του Βαλα και παλιός οικογενειακός φίλος, με εκπαίδευσε στο χειρισμό της γλώσσας και της ερμηνείας, εκεί που με πρόδιδαν τα μάτια και τ’αφτιά μου. Στην τέχνη και τις αρμονίες των αριθμών μυήθηκα από το Γάλλο Ζακ Λεψέβρ ντ Ετάπλ, θαυμαστή τον Ρότζερ Μπέϊκον και μαθητή του Βοήθιου, που γνώριζε κάθε σύστημα αρίθμησης που η δική μου νοητική ικανότητα αδυνατούσε να κατανοήσει. Ο μεγάλος Αλμπέρτι, ο οποίος, με τη σειρά 323
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
του, διδάχτηκε από τους δασκάλους Μαζάτσιο και Μπρουνελέσκι (είθε το μεγαλείο τους να μη λησμονηθεί ποτέ), με εκπαίδευσε πριν από πολύ καιρό στην επιστήμη της προοπτικής και της ζωγραφικής! τον εξυμνώ τώρα και για πάντα. Τη γνώση των ιερών κειμένων των απογόνων του Ερμή του Τρισμέγιστου, πρώτου προφήτη της Αιγύπτου, τη χρωστάω στο σοφό Φιταίνο, δάσκαλο γλωσσών και φιλοσοφιών, απαράμιλλο οπαδό του Πλάτωνα. Τέλος, στον Αντρέα Αλπάγκο, που σπούδασε το έργο του σεβάσμιου Ιμπν αν Ναψίς, οφείλω τις γνώσεις μου πάνω σε θέματα που δε φανερώθηκαν ακόμα, κι εύχομαι αυτή η συμβολή να εκτιμηθεί ευνοϊκότερα απ’ όλες τις άλλες, γιατί είναι στην προσπάθεια του ανθρώπου να ερευνήσει τον εαυτό του από την οποία εκπηγάζουν όλες οι άλλες έρευνες, όπου μπορεί να παρατηρήσει πιο άμεσα την τελειότητα. Αυτοί, αναγνώστη, είναι οι σοφότεροι φίλοι μου, που έμαθαν πράγματα που εγώ αγνοώ, γνώσεις που σε προγενέστερες εποχές ήταν άγνωστες σε όλους τους ανθρώπους. Ένας ένας συμφώνησαν στο μοναδικό αίτημα μου: καθένας, κρυφά από τους άλλους, επινόησε ένα γρίφο στον οποίο μόνο εγώ κι αυτός ξέρουμε τη λύση και τον οποίο μόνο ένας άλλος λάτρης της γνώσης θα μπορούσε να λύσει. Αυτοί οι γρίφοι, με τη σειρά τους, τοποθετήθηκαν αποσπασματικά μέσα στο κείμενο μου, σε μια διάταξη που δεν αποκάλυψα σε κανένα ! μόνο η απάντηση σε όλους τους γρίφους μπορεί ν' αποκαλύψει το αληθινό μήνυμα μου. Και όλα αυτά, αναγνώστη, τα έκανα για να προστατεύσω το μυστικό μου αλλά και για να το μεταβιβάσω σ' εσένα, αν 324
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ανακαλύψεις τι έχω γράψει. Αρκεί να λύσεις άλλους δύο γρίφους, και θ' αρχίσω να σου εκμυστηρεύομαι τη φύση της κρύπτης μου. Η Κέιτι δε με ξύπνησε για να πάμε μαζί για τρέξιμο το επόμενο πρωί. Για την ακρίβεια, ως το τέλος εκείνης της βδομάδας μίλησα κάμποσες φορές με τις συγκάτοικους και τον τηλεφωνητή της, αλλά ποτέ με την ίδια. Τυφλωμένος από την πρόοδο που σημειώναμε με τον Πολ, δεν πρόσεξα ότι το τοπίο της ζωής μου άλλαζε. Τα μονοπάτια και οι καφετέριες ξεθώριασαν στο βάθος της μνήμης μου, καθώς η απόσταση μεταξύ μας μεγάλωνε. Η Κέιτι δεν έτρωγε πια μαζί μου στην Κλόιστερ, αλλά εγώ μόλις που το πρόσεξα, αφού έτσι κι αλλιώς σπάνια έτρωγα: ο Πολ κι εγώ μετακινούμασταν σαν τους αρουραίους, υπογείως, μέσω των σηράγγων που συνέδεαν το Ντοντ με την Άϊβι, αποφεύγοντας το φως του ήλιου, αγνοώντας τους ήχους του διαγωνισμού πάνω από τα κεφάλια μας, αγοράζοντας καφέ και τυποποιημένα σάντουιτς από το εστιατόριο φαστ φουντ, έξω από την πανεπιστημιούπολη, έτσι ώστε να τρώμε χωρίς να διακόπτουμε τη δουλειά. Όλο αυτό το διάστημα η Κέιτι βρισκόταν μόλις έναν όροφο μακριά μου, πασχίζοντας να μην τρώει τα νύχια της καθώς μετακινούνταν από κλίκα σε κλίκα, προσπαθώντας να πετύχει την ιδανική αναλογία δυναμισμού και υποχωρητικότητας για να κερδίσει την εύνοια των τελειοφοίτων. Το ότι δεν ήθελε καμιά δική μου παρέμβαση στη ζωή της εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή Ήταν ενα συμπέρασμα στο οποίο είχα καταλήξει σχεδόν από την αρχή, - εξασφαλίζοντας άλλη μια δικαιολογία για 325
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
να περνάω ατέλειωτες ώρες σκυμμένος πάνω από την υπνερωτομαχία μαζί με τον Πολ Ήμουν υπερβολικά απασχολημένος για να σκεφτώ ότι μπορεί να εκτιμούσε λίγη εμψύχωση, ότι μπορεί να ήθελε να βλέπει ένα φιλικό πρόσωπο το βράδυ, ένα σύντροφο για τα πρωινά της, που φάνταζαν όλο και πιο σκοτεινά και ψυχρά, ότι θα χρειαζόταν τη μέγιστη ηθική υποστήριξη τώρα που είχε φτάσει στο πρώτο σημαντικό σταυροδρόμι της φοιτητικής ζωής της. Ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ο διαγωνισμός μπορεί να ήταν σκληρή δοκιμασία - της αντοχής της, μάλλον, παρά της γοητείας της. Είχα αποξενωθεί ολότελα από κείνη! ποτέ δεν έμαθα τι πέρασε εκείνες τις νύχτες στην Άϊβι. Την επόμενη βδομάδα ο Γκιλ μού είπε ότι η λέσχη την είχε δεχτεί. Ως πρόεδρος, προετοιμαζόταν ψυχολογικά για μια ατέλειωτη νύχτα που θα έπρεπε ν' ανακοινώσει τα νέα καλά ή κακά σε κάθε υποψήφιο. Ο Πάρκερ Χάσετ είχε επιχειρήσει να υπονομεύσει την υποψηφιότητα της Κέιτι, βγάζοντας όλη του την κακία πάνω της, - πιθανότατα επειδή ήταν από τις ευνοούμενες του Γκιλ! ωστόσο, ακόμα κι αυτός υποχώρησε τελικά. Η γιορτή για την είσοδο των νέων μελών θα γινόταν την ερχόμενη βδομάδα, μετά τις τελετές μύησης, και ο ετήσιος χορός της Άϊβι είχε προγραμματιστεί για το Σαββατοκύριακο του Πάσχα. Ο Γκιλ μού απαριθμούσε τόσο διεξοδικά τα γεγονότα, ώστε συνειδητοποίησα οτι προσπαθούσε να μου πει κάτι. Αυτές ήταν οι ευκαιρίες μου να διορθώσω τα πράγματα ανάμεσα σ' εμένα και την Κέιτι. Αυτό ήταν το ημερολόγιο της επαναφοράς μου στην πρότερη κατάσταση. 326
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αν τα πράγματα ήταν όντως έτσι, αποδείχτηκα εξίσου ανάξιος ως σύντροφος όσο είχα αποδειχτεί ως πρόσκοπος. Ο έρωτας, παρεκκλίνοντας από το ενδεδειγμένο αντικείμενο του, είχε βρει ένα καινούριο. Στις βδομάδες που ακολούθησαν έβλεπα όλο και λιγότερο τον Γκιλ και καθόλου την Κέιτι. Άκουσα μια φήμη ότι μάλλον ενδιαφερόταν για έναν τριτοετή της Άϊβι, μια καινούρια εκδοχή του παλιού της παίκτη του χόκεϊ. Αλλά στο μεταξύ ο Πολ είχε βρει ακόμα ένα γρίφο, και αγωνιούσαμε κι οι δυο ν' ανακαλύψουμε ποιο μυστικό ήταν θαμμένο στην κρύπτη του Κολόνα. Σαν βουδιστική μάντρα, ένα παλιό τραγουδάκι, ξεχασμένο από χρόνια, αναδύθηκε στη συνείδηση μου και ετοιμάστηκε ν' ανακατέψει άλλη μια φορά τη ζωή μου. Μην κάνεις φίλους και κλότσα τον παλιό. Εγώ το μόνο που θέλω είναι ασήμι και χρυσό.
327
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
15 ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΑ ΠΙΑ όταν με ξυπνάει ο ήχος του τηλεφώνου που χτυπάει. Το ρολόι δείχνει εννιάμισι. Πετάγομαι τρεκλίζοντας για να σηκώσω το ασύρματο πριν ξυπνήσει τον Πολ. «Κοιμόσουν?» είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει η Κέιτι. «Περίπου». «Δεν μπορώ να το πιστέψω πως ήταν ο Μπιλ Στάϊν». «Ούτε κι εμείς. Τι συμβαίνει?» «Είμαι στην αίθουσα σύνταξης. Μπορείς να έρθεις από δω?» «Τώρα αμέσως?» «Έχεις δουλειά?» Υπάρχει κάτι στη χροιά της φωνής της που δε μ' αρέσει, ένας απόμακρος τόνος που μόλις αντιλαμβάνομαι, ζαλισμένος ακόμα απ’ τον ύπνο. «Θα κάνω ένα ντους στα γρήγορα και θα είμαι εκεί σ' ένα τέταρτο». Έχω αρχίσει ήδη να γδύνομαι όταν κλείνει το τηλέφωνο. Καθώς ετοιμάζομαι, δύο πρόσωπα κυριαρχούν στο μυαλό μου: ο Στάϊν και η Κέιτι. Εναλλάσσονται μέσα στις σκέψεις μου λες και κάποιος ανοιγοκλείνει ένα διακόπτη για να ελέγξει τη λάμπα. Στο φως βλέπω εκείνη, αλλά στο σκοτάδι το προαύλιο του Ντίκινσον, καλυμμένο απ’ το χιόνι, παραδομένο στη σιωπή μετά την αναχώρηση του ασθενοφόρου. Ντύνομαι στο κοινό καθιστικό, προσπαθώντας να μην κάνω φασαρία και ανησυχήσω τον Πολ. Καθώς ψάχνω το ρολόι μου, παρατηρώ ότι το δωμάτιο είναι ακόμα πιο τακτοποιημένο απ’ ό,τι όταν πήγα για ύπνο. Κάποιος ίσιωσε 328
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τα χαλιά και άδειασε τα καλάθια των αχρήστων. Κακό σημάδι, σκέφτομαι. Ο Τσάρλι δεν έκλεισε μάτι χτες βράδυ. Και τότε προσέχω το μήνυμα που είναι γραμμένο με μαρκαδόρο στον πίνακα στον τοίχο. Τομ - Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πήγα στην Άϊβι να πιάσω δουλειά. Τηλεφώνησε μου όταν ξυπνήσεις. - Π. Πηγαίνω στο υπνοδωμάτιο και ανακαλύπτω ότι η κουκέτα του Πολ είναι άδεια. Κοιτάζοντας ξανά τον πίνακα στο καθιστικό, προσέχω τους αριθμούς πάνω αριστερά: 1:45. Δεν κοιμήθηκε καθόλου! Σηκώνω το ακουστικό για να τηλεφωνήσω στο προεδρικό δωμάτιο της Άϊβι, όταν ακούω το σήμα ότι υπάρχει μήνυμα. Παρασκευή, μου λέει η προηχογραφημένη φωνή όταν πατάω τον κωδικό. Δέκα και πενήντα τέσσερα μετά μεσημβρίας. Αυτό που ακολουθεί είναι το μήνυμα που, προφανώς, ήρθε ενόσω ο Πολ κι εγώ ήμασταν στο μουσείο. Τομ, είμαι η Κέιτι. Παύση. Δεν είμαι σίγουρη πού βρίσκεσαι. Ίσως να έχεις ξεκινήσει ήδη για να έρθεις εδώ. Η Κάρεν και η Τρις θέλουν να κόψουμε τώρα την τούρτα των γενεθλίων μου. Τους είπα να σε περιμένουμε. Άλλη μια παύση. Θα τα πούμε όταν έρθεις. Νιώθω το τηλέφωνο να μου καίει το χέρι. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία που της αγόρασα για τα γενέθλια της φαίνεται θαμπή στην κορνίζα της, ένα δώρο πολύ φτηνότερο απ’ όσο μου φαινόταν χτες. Οι γνώσεις μου γύρω από διάσημους φωτογράφους εξαντλούνται σε δυο ονόματα: Άνσελ Άνταμς και Μάθιου Μπράντι. Δεν έμαθα ποτέ αρκετά για το χόμπι της Κέιτι ώστε να μπορώ να διαλέξω κάτι του γούστου της. 329
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αποφασίζω να μην πάρω τη φωτογραφία μαζί μου. Στη διαδρομή για τα γραφεία της Prince βαδίζω με ζωηρό βήμα. Η Κέιτι με περιμένει στην είσοδο και με οδηγεί στο σκοτεινό θάλαμο, κλειδώνοντας και ξεκλειδώνοντας πόρτες καθώς προχωράμε. Είναι ντυμένη όπως όταν τη βρήκαμε στο δωμάτιο της στο Χόλ-ντερ: με πουκάμισο, μακό μπλουζάκι κι ένα παλιό μπλουτζίν. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα πρόχειρα πίσω, σαν να μην περίμενε παρέα, και ο γιακάς του πουκαμίσου της τσαλακωμένος. Βλέπω ένα χρυσό κολιέ κάθετα στην κλείδα της στο ένα πλάϊ, ενώ το βλέμμα μου μαγνητίζεται από μια τρύπα στο τζιν της, σ' ένα σημείο κοντά στο γλουτό της, που αποκαλύπτει την κατάλευκη σάρκα της. «Τομ», μου λέει, δείχνοντας μια κοπέλα στριμωγμένη πίσω από έναν υπολογιστή στη γωνία της αίθουσας, «θέλω να σου γνωρίσω μια κοπέλα. Από δω η Σαμ Φέλτον». Η Σαμ χαμογελάει σαν να με ξέρει. Είναι ντυμένη με το εφαρμοστό παντελόνι φόρμας της ομάδας χόκεϊ και μια κολεγιακή μπλούζα που γράφει στο στήθος, ΑΝ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΗΤΑΝ ΕΥΚΟΛΗ, ΘΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΟΥΣΕ ΚΑΙ Η NEWSWEEK. Αφού πατάει ένα κουμπί στο δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι δίπλα της, βγάζει το ακουστικό-ψείρα από το αφτί της. «Ο αποψινός συνοδός σου?» ρωτάει την Κέιτι για να βεβαιωθεί. Η Κέιτι απαντάει καταφατικά, αλλά δεν προσθέτει αυτό που περίμενα: Ο μόνιμος συνοδός μου παντού.
330
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Η Σαμ ανέλαβε να γράψει για τον Μπιλ Στάϊν», με ενημερώνει. «Καλή διασκέδαση στο χορό», μου εύχεται η Σαμ πριν ξαναβάλει μπροστά το μαγνητοφωνάκι της. «Εσύ δε θα έρθεις?» τη ρωτάει η Κέιτι. Συμπεραίνω ότι γνωρίστηκαν στην Άϊβι. «Αμφιβάλλω», αποκρίνεται εκείνη γνέφοντας προς την οθόνη που καλύπτεται από σειρές γραμμάτων, σαν φορτωμένα μυρμήγκια που τρέχουν πίσω στη φωλιά τους. Μου θυμίζει αμέσως τον Τσάρλι στο εργαστήριο του: εμπνέεται από το φόρτο εργασίας που απομένει να γίνει. Πάντα θα υπάρχουν καινούριες ειδήσεις να γράψει, νέες θεωρίες να υποστηρίξει, παράξενα συμβάντα να προσπαθήσει να ερμηνεύσει. Η απολαυστική ματαιότητα ανεπίτευκτων άθλων είναι το όπιο των απανταχού υπερδραστήριων και επιτυχημένων ανθρώπων. Η Κέιτι της ρίχνει μια συμπονετική ματιά, και η Σαμ αφοσιώνεται ξανά στη δουλειά της. «Για ποιο πράγμα ήθελες να μιλήσουμε?» τη ρωτάω. Εκείνη με οδηγεί πίσω στο σκοτεινό θάλαμο. «Κάνει λίγο ζέστη εδώ μέσα», μου λέει, ανοίγοντας την πόρτα και παραμερίζοντας τις βαριές μαύρες κουρτίνες. «Ίσως θέλεις να βγάλεις το μπουφάν σου». Το κάνω στη στιγμή, κι εκείνη το κρεμάει σ' έναν αθέατο γάντζο δίπλα στην πόρτα. Από τότε που τη γνώρισα, αποφεύγω το εσωτερικό αυτού του δωματίου, τρέμοντας μήπως της καταστρέψω κανένα φιλμ. Η Κέιτι κατευθύνεται προς ένα σκοινί μπουγάδας που κρέμεται παράλληλα με τον τοίχο. «Δεν πρέπει να πέσει 331
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
κάτω από τους είκοσι πέντε βαθμούς», μου εξηγεί, «αλλιώς η σούπα καρεδιάζει τα αρνητικά». Ήταν σαν να μου μιλούσε κινέζικα. Υπάρχει ένας παλιός κανόνας που μου δίδαξαν οι αδερφές μου: όταν βγαίνεις ραντεβού με μια κοπέλα, διάλεγε πάντα μέρη που γνωρίζεις καλά. Τα γαλλικά εστιατόρια δεν είναι καθόλου «εντυπωσιακά». Όταν δεν μπορείς να διαβάσεις τον κατάλογο και οι κουλτουριάρικες ταινίες σ' εκθέτουν ανεπανόρθωτα όταν δεν καταλαβεις την πλοκή! Εδώ> στο σκοτεινό θάλαμο, οι πιθανότητες να ρεζιλευτώ είναι θεαματικές. «Δώσε μου ένα λεπτό», λέει, πηγαίνοντας σαν γοργόφτερο κολιμπρί από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη. «Σχεδόν τελείωσα». Ανοίγει το κάλυμμα μιας μικρής δεξαμενής, κάνει ρολό το φιλμ που μουλιάζει μέσα και το κρατάει κάτω από τρεχούμενο νερό. Αρχίζω να νιώθω ατζαμής. Ο σκοτεινός θάλαμος είναι μικρός και στριμωγμένος, με πάγκους καλυμμένους με δίσκους και δεξαμενές, ράφια φορτωμένα στερεωτικά και άλλα χημικά υγρά. Η Κέιτι, αντίθετα, φαίνεται απολύτως στο στοιχείο της. Μου θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο μάζεψε τα μαλλιά της στη δεξίωση, πιάνοντας τα με τσιμπιδάκια στα τυφλά. «Μήπως πρέπει να σβήσω τα φώτα?» τη ρωτάω, νιώθοντας άχρηστος. «Μόνο αν το θέλεις. Τα αρνητικά είναι φιξαρισμένα». Έτσι, στέκομαι σαν το σκιάχτρο στο κέντρο του δωματίου. «Πώς είναι ο Πολ?» με ρωτάει. «Καλά». 332
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ακολουθεί μια ευλαβική σιγή, και η Κέιτι φαίνεται να χάνει τον ειρμό της συζήτησης, σκύβοντας πάνω από άλλη μια σειρά φωτογραφιών. «Πέρασα από το Ντοντ λίγο πριν από τα μεσάνυχτα», αρχίζει πάλι. «Ο Τσάρλι μου είπε ότι ήσουν με τον Πολ». Η συμπόνια που διακρίνω στη φωνή της με εκπλήσσει. «Καλά έκανες που έμεινες μαζί του», συνεχίζει. «Πρέπει να ήταν τρομερό γι' αυτόν. Όλοι σοκαριστήκαμε πολύ». Θέλω να της πω για τις επιστολές του Στάϊν, αλλά συγκρατούμαι. Θα πρέπει να της εξηγώ επί ώρες. Εκείνη έρχεται επιτέλους κοντά μου μ' ένα μάτσο φωτογραφίες στο χέρι. «Τι είναι?» «Εμφάνισα το φιλμ μας». «Από το σκηνικό της ταινίας?» Εκείνη γνέφει καταφατικά. «Σκηνικό της ταινίας» λέμε μεταξύ μας μια περιοχή όπου με πήγε να μου δείξει η Κέιτι, μια τοποθεσία στο Μπάτλφιλντ Παρκ του Πρίνστον που φαντάζει πιο επίπεδη κι εκτεταμένη απ’ οποιαδήποτε έκταση ανατολικά του Κάνσας. Μια μοναδική βαλανιδιά στέκεται στο κέντρο του σαν άγρυπνος φρουρός, σαν ζωντανό μνημείο του στρατηγού που πέθανε κάτω απ’ τα κλαδιά της στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η Κέιτι είδε για πρώτη φορά αυτό το σημείο σε μια ταινία με τον Γουόλτερ Ματάου, κι από τότε το δέντρο τη μάγεψε. Έγινε μια από τις τοποθεσίες που επισκεπτόταν ξανά και ξανά, μια χάντρα στο ροζάριο των τοπίων που σταθεροποιούσε τη ζωή της όσο πιο συχνά τα ατένιζε. Με πήγε να το δω μια βδομάδα μετά την πρώτη της νύχτα στο 333
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ντοντ, και ήταν θαρρείς κι η γέρικη Βαλανιδιά Μέρσερ, να ήταν συγγενής της που έβαζε, όπως κι εμείς, τα δυνατά της για να δώσει την καλύτερη δυνατή πρώτη εντύπωση. Εγώ πήρα μαζί μου μια κουβέρτα, ένα φακό κι ένα καλάθι του πικνίκ! η Κέιτι έφερε φιλμ και τη φωτογραφική μηχανή της. Οι φωτογραφίες είναι ένα μικρό αριστούργημα που με ξαφνιάζει, ένα κομμάτι μας φυλακισμένο μέσα σε κεχριμπάρι. Τις κοιτάζουμε μαζί, σκυμμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. «Πώς σου φαίνονται?» με ρωτάει η Κέιτι. Κοιτάζοντας τες, θυμάμαι πόσο ζεστός ήταν ο χειμώνας. Το λυκόφως του Ιανουαρίου έχει σχεδόν το χρώμα του μελιού, κι εμείς στεκόμαστε εκεί, ντυμένοι με ελαφριά πουλόβερ, χωρίς μπουφάν, σκουφιά και γάντια. Οι βαθιές αυλακιές του κορμού πίσω μας δείχνουν την όψη των γηρατειών. «Είναι καταπληκτικές», της λέω. Η Κέιτι χαμογελάει αμήχανα, χωρίς να είναι σίγουρη πώς να πάρει τη φιλοφρόνηση. Παρατηρώ λεκέδες στ' ακροδάχτυλά της, σαν από μελάνι, προφανώς από κάποιο χημικό απ’ τα γύρω μπουκάλια- Τα δάχτυλα της είναι μακριά και λεπτά, ταλαιπωρημένα από τις κακουχίες του σκοτεινού θαλάμου. Έτσι ήμασταν, μου λέει βουβά. Θυμάσαι? «Λυπάμαι πολύ», της λέω απλά. Κάνω να τραβήξω το χέρι μου απ’ τις φωτογραφίες, αλλά με σταματά με τα δάχτυλα της. «Δεν έχει να κάνει με τα γενέθλια μου», λέει για ν' αποφύγει τις παρανοήσεις. Περιμένω.
334
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Που πήγατε με τον Πολ αφού φύγατε απ’ το Χόλντερ χτες βράδυ?» «Να δούμε τον Μπιλ Στάϊν». Φαίνεται ξαφνιασμένη. «Σχετικά με την εργασία του Πολ?» «Ήταν επείγον». «Κι όταν πέρασα από το δωμάτιο σου τα μεσάνυχτα?» «Στο Μουσείο Τέχνης». «Γιατί?» Αισθάνομαι άβολα με την τροπή που παίρνει η κουβέντα μας. «Λυπάμαι ειλικρινά που δεν ήρθα στα γενέθλια σου. Ο Πολ είχε μια ιδέα για το πού μπορεί να βρισκόταν η κρύπτη του Κολόνα και ήθελε να κοιτάξει κάτι παλιούς χάρτες». Αυτή τη φορά η Κέιτι δε φαίνεται ξαφνιασμένη. Ξέρω ότι συνάζει στοιχεία για να καταλήξει σ' ένα τελικό συμπέρασμα. «Νόμιζα ότι είχες πάψει να ασχολείσαι με την εργασία του Πολ», μου λέει αργά. «Κι εγώ το ίδιο». «Μην περιμένεις ότι θα καθίσω να σε παρακολουθώ να ξανακάνεις τα ίδια, Τομ. Την προηγουμένη φορά κάναμε βδομάδες να μιλήσουμε». Διστάζει, ψάχνοντας τον καλύτερο τρόπο να το θέσει. «Αξίζω καλύτερη μεταχείριση». Ο έφηβος μέσα μου θέλει να διαμαρτυρηθεί, να βρει μια αμυντική στάση και να την υποστηρίξει, έστω κι αν δεν την πολυπιστεύει ούτε ο ίδιος. Στην άκρη της γλώσσας μου έρχονται ήδη ένα σωρό επιχειρήματα, επινοημένα από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, αλλά η Κέιτι με προλαβαίνει. «Θέλω μόνο να το σκεφτείς», μου λέει.
335
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Δεν μπορεί να γίνει πιο σαφής. Τα χέρια μας χωρίζουν - και οι φωτογραφίες ξεμένουν στο δικό μου. Ο μόνος ήχος μέσα στο σκοτεινό θάλαμο είναι ο βόμβος από τις λάμπες. Σαν σκυλί που κλότσησα, η σιωπή φαίνεται πάντα να στέκεται στο πλευρό της. Έχω κάνει ήδη τις επιλογές μου, θέλω να της πω. Δε χρειάζεται να σκεφτώ τίποτα. Είναι απλό: αγαπώ εσένα περισσότερο απ’ το βιβλίο. Αλλά θα ήταν λάθος κίνηση να το πω τώρα. Το θέμα δεν είναι πλέον ν' απαντήσω σωστά στο ερώτημα αν αξίζει καλύτερη μεταχείριση! το θέμα είναι ν' αποδείξω ότι μπορώ να διορθωθώ, ότι δε θα υποπίπτω μονίμως στα ίδια σφάλματα που αναγνώρισα και αποκήρυξα. Μόλις δώδεκα ώρες πριν έλειψα από τα γενέθλιά της εξαιτίας της Υπνερωτομαχίας. Οι υποσχέσεις μου θα ηχούσαν κούφιες ακόμα και σ' εμένα τον ίδιο. «Εντάξει», λέω ταπεινά. Η Κέιτι αρχίζει να δαγκώνει τα νύχια της, αλλά την επόμενη στιγμή συνέρχεται. «Έχω κάμποση δουλειά τώρα», μου λέει, αγγίζοντας φευγαλέα το χέρι μου. «Το συζητάμε απόψε, αν θέλεις». Ξέρω ότι είμαι ο μοναδικός υπεύθυνος για τη νευρικότητα που τη βασανίζει. Εκείνη με σπρώχνει μαλακά προς τις κουρτίνες και μου δίνει το μπουφάν μου, πριν με ακολουθήσει έξω στην κεντρική αίθουσα-, «Πρέπει να εμφανίσω τα υπόλοιπα φιλμ μου πριν καταλάβουν το σκοτεινό θάλαμο οι τελειόφοιτοι», μου λέει, περισσότερο για να τ' ακούσει η Σαμ παρά εγώ. «Και η παρουσία σου μου αποσπάει την προσοχή». 336
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Χαμένος κόπος. Η Σαμ φοράει και τα δυο ακουστικά τώρα και, απορροφημένη στην πληκτρολόγηση, ούτε που με βλέπει να φεύγω. Στην πόρτα η Κέιτι φαίνεται προς στιγμήν έτοιμη να πει κάτι, αλλά αλλάζει γνώμη. Αντί γι' αυτό, τεντώνεται και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο, όπως με φιλούσε τον πρώτο καιρό της σχέσης μας, σαν επιβράβευση για το πρωινό μας τρέξιμο. Κι έπειτα μου ανοίγει την πόρτα για να βγω.
337
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
16 Ο ΕΡΩΤΑΣ ΝΙΚΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Όταν πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου, αγόρασα ένα ασημένιο βραχιόλι μ' αυτή την εγχάραξη από ένα μικρό πάγκο με αναμνηστικά στη Νέα Υόρκη, για μια συμμαθήτρια μου ονόματι Τζένι Χάρλοου. Σκέφτηκα ότι ήταν το ιδανικό δώρο για να παρουσιαστώ ως το αγόρι των ονείρων της: κοσμοπολίτικο, με τη σφραγίδα του Μανχάταν, ρομαντικό, με την ποιητική εγχάραξή του, και καλόγουστο, με τη διακριτική λάμψη του. Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου άφησα ανώνυμα το βραχιόλι στο ντουλαπάκι της Τζένι και περίμενα όλη μέρα κάποια αντίδραση, βέβαιος ότι θα ήξερε από ποιον προερχόταν. Τα χαρακτηριστικά «κοσμοπολίτης, ρομαντικός και καλόγουστος», δυστυχώς, δε σχημάτισαν ένα μονοπάτι από κομματάκια ψωμιού το οποίο οδηγούσε κατευθείαν σ' εμένα. Ένα αγόρι της δευτέρας τάξης ονόματι Τζούλιους Μέρφι πρέπει να είχε πολύ μεγαλύτερο απόθεμα απ’ αυτά τα προσόντα, γιατί στο τέλος αυτός κέρδισε ένα φιλί από την Τζένι Χάρλοου, ενώ εγώ απέμεινα με τη σκοτεινή υπόνοια ότι η οικογενειακή εκδρομή στη Νέα Υόρκη πήγε στράφι. Η όλη εμπειρία, όπως τόσο μεγάλο μέρος των εφηβικών βιον μάτων μας, ήταν βασισμένη στην παρανόηση. Θα περνούσε πολύς καιρός πριν καταλάβω ότι το βραχιόλι ούτε φτιαγμένο στη Νέα Υόρκη ήταν ούτε ασημένιο. Αλλά εκείνο το βράδυ του Αγίου Βαλεντίνου ο πατέρας μου ανέλαβε να μου εξηγήσει τη συγκεκριμένη παρανόηση η οποία είχε τις βαρύτερες επιπτώσεις: ότι το φαινομενικά ποιητικό 338
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
απόφθεγμα δεν ήταν τόσο ρομαντικό όσο νομίζαμε ο Τζουλιους, η Τζένι και η αφεντιά μου. «Ίσως σχημάτισες λάθος εντύπωση από τον Τσόσερ», άρχισε χαρίζοντας μου το κλασικό χαμόγελο της πατρικής σοφίας. «Υπάρχουν περισσότερα στο, "Ο έρωτας νικά τα πάντα", από τη χρυσή καρφίτσα της ηγουμένης του». Προαισθάνθηκα ότι με περίμενε άλλη μια συζήτηση σαν εκείνη που είχαμε λίγα χρόνια νωρίτερα σχετικά με τα μωρά και τους πελαργούς: ξέχειλη από καλές προθέσεις, αλλά βασισμένη σε μια σοβαρή παρεξήγηση αυτών που μας μάθαιναν στο σχολείο. Ακολούθησε μια μακροσκελής ανάλυση της δέκατης Εκλογής του Βιργιλίου και του αποφθέγματος «omnia vincit amor», με παρεκβάσεις σχετικά με τα χιόνια της Σιθωνίας και τα αιθιοπικά πρόβατα - τα οποία μ' ενδιέφεραν πολύ λιγότερο από το γιατί η Τζένι Χάρλοου δεν πίστευε ότι ήμουν ρομαντικός και γιατί στην ευχή πέταξα απ’ το παράθυρο είκοσι δολάρια. Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως αν ο έρωτας νικά τα πάντα, προφανώς δεν έτυχε να συναντήσει τον Τζουλιους Μέρφι. Όμως ο πατέρας μου ήταν σοφός με τον τρόπο του, κι όταν είδε ότι δε μου τραβούσε αρκετά την προσοχή, άνοιξε ένα βιβλίο και μου έδειξε μια εικόνα που εξέφραζε πιο παραστατικά την άποψη του. «Ο Καράτσι έφτιαξε αυτή την γκραβούρα με τον τίτλο Ο Έρωτας Νικά τα Πάντα», είπε. «Τι βλέπεις?» Στη δεξιά πλευρά της εικόνας ήταν δύο γυμνές γυναίκες. Στην αριστερή ένα αγοράκι ξυλοκοπούσε έναν πολύ πιο μεγαλόσωμο και μυώδη σάτυρο. 339
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Δεν ξέρω», απάντησα, καθώς δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ποια απ’ τις δυο πλευρές ήταν η διδακτική πλευρά. «Αυτός», είπε ο πατέρας μου δείχνοντας το αγοράκι, «είναι ο Έρωτας». Έκανε μια παύση για να μ' αφήσει να το χωνέψω. «Ο έρωτας δεν προϋποτίθεται ότι είναι με το μέρος μας. Μάχεσαι εναντίον του, προσπαθείς να ανατρέψεις αυτό που κάνει σε άλλους. Αλλά είναι πολύ δυνατός. Όσο κι αν υποφέρουμε, λέει ο Βιργίλιος, τα δεινά μας δεν τον συγκινούν». Δεν είμαι σίγουρος ότι κατανόησα ποτέ πλήρως το μάθημα που πάσχιζε να μου δώσει εκείνη τη μέρα ο πατέρας μου. Έβγαλα το απλούστερο συμπέρασμα ότι, στην προσπάθεια μου να κάνω την Τζένι Χάρλοου να μ' ερωτευτεί, κονταροχτυπιόμουν με τον Έρωτα, κάτι που το ίδιο μου το δώρο με προειδοποιούσε πως ήταν μάταιο. Αλλά ακόμα και τότε διαισθανόμουν ότι ο πατέρας μου αναγόρευε την Τζένι και τον Τζούλιους σε διδακτική εμπειρία. Στην πραγματικότητα, προσπαθούσε να μου μεταδώσει ένα δείγμα σοφίας που ο ίδιος αποκόμισε μέσα από πολλά βάσανα, με την ελπίδα να το φυλάξω σαν παρακαταθήκη. Η μητέρα μου με είχε προειδοποιήσει για τον παραπλανημένο έρωτα, έχοντας πάντα κατά νου την παθιασμένη σχέση του πατέρα μου με την Υπνερωτομαχία, και τώρα ο πατέρας μου πρόσφερε τη δική του αντίστιξη, διηθημένη μέσα από τον Βιργίλιο και τον Τσόσερ. Ήξερε ακριβώς πώς ένιωθε εκείνη, μου έλεγε, πιθανότατα συμφωνούσε κιόλας μαζί της. Αλλά πώς μπορούσε ν' αλλάξει τα πράγματα, πόση δύναμη
340
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
είχε ενάντια στον πανίσχυρο αντίπαλο του, όταν ο Έρωτας νικά τα πάντα? Δεν έμαθα ποτέ ποιος απ’ τους δύο είχε δίκιο. Πιστεύω ότι ο κόσμος είναι μια Τζένι Χάρλοου! όλοι είμαστε απλοί ψαράδες που διηγούμαστε ιστορίες για εκείνον που ξέφυγε. Μέχρι σήμερα δεν είμαι σίγουρος πώς η ηγουμένη του Τσόσερ ερμήνευε τον Βιργίλιο ή πώς ο Βιργίλιος ερμήνευε τον έρωτα. Το μόνο που κουβαλάω ανεξίτηλο μέσα μου είναι η εικόνα που μου έδειξε ο πατέρας μου, η πλευρά για την οποία δε μου είπε ούτε μια λέξη, όπου οι δύο γυμνές γυναίκες παρακολουθούν τον Έρωτα να ξυλοφορτώνει το σάτυρο. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί ο Καράτσι έβαλε δύο γυναίκες σ' αυτή την γκραβούρα, ενώ μία θ' αρκούσε. Κάπου εκεί είναι το ηθικό δίδαγμα που αποκόμισα από την ιστορία: στη γεωμετρία του έρωτα τα πάντα είναι τριγωνικά. Για κάθε Τομ και Τζένι υπάρχει ένας Τζούλιους! για κάθε Κέιτι και Τομ υπάρχει ένας Φραντσέσκο Κολόνα- και η γλώσσα του πόθου είναι διχαλωτή, φιλάει δύο αλλά αγαπά μόνο έναν. Ο έρωτας χαράζει γραμμές ανάμεσα μας, όπως ο αστρονόμος σχηματίζει έναν αστερισμό από μεμονωμένα αστέρια, ενώνοντας κουκκίδες σε οΧήματα που δε στηρίζονται στη φύση. Η γωνία κάθε τριγώνου γίνεται η καρδιά ενός άλλου, ώσπου η στέγη της πραγματικότητας είναι ένα ψηφιδωτό ερωτικών σχέσεων. Από μια ευρύτερη θεώρηση, έχουν τη μορφή πλέγματος- και πίσω τους, πιστεύω, είναι ο Έρωτας. Ο Έρωτας είναι ο μόνος τέλειος ψαράς, αυτός που ρίχνει το μεγαλύτερο δίχτυ, απ’ το οποίο κανένα ψάρι δεν μπορεί να ξεφύγει. Η ανταμοιβή του είναι να κάθεται μονάχος στο καπηλειό της ζωής, ένα παντοτινό 341
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αγόρι μεταξύ αντρών, ελπίζοντας να έχει κι αυτός μια μέρα τη δυνατότητα να αφηγηθεί ιστορίες γι' αυτόν που ξέφυγε. Οι φήμες ήθελαν την Κέιτι να βγαίνει με άλλον. Ο αντικαταστάτης μου ήταν ένας τριτοετής ονόματι Ντόναλντ Μόργκαν, ένας νευρώδης ψηλολέλεκας που φορούσε μπλέιζερ εκεί που θ' αρκούσε ένα καλό πουκάμισο και πλασαριζόταν ήδη ως διάδοχος του Γκιλ στην προεδρία της Άϊβι. Έπεσα τυχαία πάνω τους ένα βράδυ στα τέλη Φεβρουαρίου στην καφετέρια Μικρός Κόσμος, στο ίδιο μέρος όπου είχα γνωρίσει τον Πολ πριν από τρία χρόνια. Ακολούθησε μια σύντομη αλλά χαλαρή κουβέντα. Ο Ντόναλντ πέταξε δυο τρεις κοινοτοπίες πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν ήμουν ψηφοφόρος στις εκλογές της λέσχης, οπότε επέσπευσε την αναχώρηση τους. Τον είδα να οδηγεί την Κέιτι προς το παλιό σπορ αυτοκίνητο του, που ήταν παρκαρισμένο απέξω. Το να τον παρακολουθώ να ανάβει τρεις φορές τη μηχανή πριν τελικά πάρει μπροστά μ' ένα βαθύ βρυχηθμό για μένα ήταν ένας αργός, βασανιστικός θάνατος. Δεν ξέρω αν το έκανε για να παρατείνει το μαρτύριο μου ή για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, πάντως καθυστέρησε άλλο ένα λεπτό πριν βγει στο δρόμο. Το μόνο που πρόσεξα ήταν ότι η Κέιτι δε μου έριξε ούτε μια ματιά, ούτε καν ενώ απομακρύνονταν και το χειρότερο ήταν ότι φαινόταν να με αγνοεί από θυμό μάλλον παρά από αμηχανία, λες κι έφταιγα εγώ που είχαμε φτάσει σ' αυτό το σημείο. Μ' έπνιγε το
342
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
άδικο ώσπου αποφάσισα ότι έπρεπε να το δεχτώ στωικά. Ας τον χαίρεται τον Ντόναλντ Μόργκαν της, σκέφτηκα. Άντε, και του χρόνου να κατοικοεδρεύει μαζί του στην Άϊβι. Βέβαια, η Κέιτι είχε δίκιο. Το φταίξιμο ήταν όλο δικό μου. Επί βδομάδες πάλευα με τον τέταρτο γρίφο -Τι κοινό έχουν ένα τυφλό σκαθάρι, ένας νυχτογέρακας κι ένας αετός με στριφτό ράμφος?- κι ένιωθα ότι η τύχη μου είχε στερέψει. Τα ζώα ήταν μεγάλη ιστορία στο διανοουμενίστικο κόσμο της Αναγέννησης. Τον ίδιο χρόνο που ο Καράτσι έφτιαξε την γκραβούρα του ο Έρωτας Νικά τα Πάντα, ένας Ιταλός καθηγητής ονόματι Ουλίσε Αλντροβάντι δημοσίευσε τον πρώτο από τους δεκατέσσερις τόμους του Φυσικής Ιστορίας. Σ' ένα απ’ τα πιο ξακουστά παραδείγματα της προσέγγισης του στην ταξινόμηση των ειδών, ο Αλντροβάντι αφιέρωσε δύο σελίδες στον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών κάθε είδους κότας και στη συνέχεια πρόσθεσε άλλες τριακόσιες με μύθους γύρω από τα συμπαθή πουλερικά, συνταγές μαγειρικής, μέχρι και καλλωπιστικές ουσίες από διάφορα μέρη της κότας. Στο μεταξύ, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, η αυθεντία της ζωολογίας στην αρχαιότητα, τοποθετούσε μονόκερους, βασιλίσκους και μαντιχόρες στην ίδια σελίδα με ρινόκερους και λύκους, κι αποκάλυπτε τη μέθοδο με την οποία το αβγό της κότας μπορούσε να δείξει το φύλο του παιδιού μιας εγκύου. Ύστερα από δέκα μέρες που κοίταζα αποβλακωμένος το γρίφο ένιωθα σαν ένα από τα δελφίνια που περιέγραφε ο Πλίνιος: γοητευμένος από την ανθρώπινη μουσική, αλλά ανίκανος να δημιουργήσω μια δική μου μελωδία. Σίγουρα ο Κολόνα είχε κάτι πολύ έξυπνο στο 343
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μυαλό του γι’αυτό το γρίφο, απλώς εγώ ήμουν πολύ χαζός για να συλλάβω τη μαγεία του. Τρεις μέρες μετά έχασα την πρώτη προθεσμία για την παράδόση της πτυχιακής εργασίας μου, ανακαλύπτοντας μισοθαμμένο κάτω από μια στοίβα φωτοτυπίες του Αλντροβάντι ένα προσχέδιο του τελευταίου κεφαλαίου του Φρανκενστάιν μου. Ο σύμβουλος μου ο δόκτωρ Μοντρόζ, ένας παμπόνηρος ηλικιωμένος καθηγητής λογοτεχνίας, είδε τα κατακόκκινα μάτια μου και κατάλαβε αμέσως ότι κάτι καλό είχα στα σκαριά. Χωρίς να υποψιάζεται ότι υπήρχε περίπτωση να ξαγρυπνούσα συντροφιά με οποιονδήποτε άλλο εκτός από τη Μέρι Σέλεϊ, μου έδωσε παράταση. Την έχασα και αυτήν, κι έτσι, πολύ αθόρυβα, άρχισε η χειρότερη περίοδος της τελευταίας χρονιάς των σπουδών μου, ένα διάστημα που κανείς δε φαινόταν να παρατηρεί ότι αποσυρόμουν σταδιακά από την ίδια μου τη ζωή. Κοιμόμουν στη διάρκεια των πρωινών παραδόσεων, ενώ στις απογευματινές διαλέξεις στριφογύριζα στο μυαλό μου πιθανές λύσεις του γρίφου. Κάμποσα βράδια είδα τον Πολ να παρατάει νωρίς την έρευνά του, λίγο μετά τις έντεκα, για να πεταχτεί να τσιμπήσει κάτι μαζί με τον Τσάρλι στο Χόγκι Χέιβεν. Κάθε φορά μου πρότειναν να πάω μαζί τους και μετά με ρωτούσαν αν ήθελα να μου φέρουν κάτι, αλλά εγώ αρνιόμουν, αρχικά επειδή ένιωθα περήφανος για την ασκητική ζωή μου κι έπειτα γιατί έβλεπα σημάδια αμέλειας στον τρόπο που παρατούσαν τη δουλειά τους. Το βράδυ που ο Πολ αντί να συνεχίσει την έρευνά του στην Υπνερωτομαχία, πήγε να πάρει παγωτό μαζί με τον Γκιλ, για
344
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
πρώτη φορά σκέφτηκα ότι δε συνεισέφερε τη δουλειά που του αναλογούσε στη συνεργασία μας. «Δε συγκεντρώνεσαι πια στο βιβλίο», τον κατηγόρησα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς πλέον, επειδή αναγκαστικά διάβαζα τη νύχτα. «Τι έκανε λέει?» ρώτησε ο Πολ γυρνώντας απότομα προς το μέρος μου καθώς έκανε ν' ανέβει στην κουκέτα του. Νόμιζε ότι παράκουσε. «Πόσες ώρες τη μέρα ασχολείσαι με το βιβλίο?» «Δεν ξέρω. Γύρω στις οχτώ». «Εγώ δούλεψα δέκα ώρες τη μέρα αυτή τη βδομάδα. Κι εσύ βγαίνεις για παγωτό?» «Δέκα λεπτά έλειψα, Τομ. Εξάλλου, προχώρησα πολύ απόψε. Τι πρόβλημα έχεις?» «Κοντεύει Μάρτιος. Η προθεσμία μας λήγει τον άλλο μήνα». Άφησε ασχολίαστη την αντωνυμία. «Θα πάρω παράταση». «Ίσως θα 'πρεπε να στρωθείς πιο σοβαρά στη δουλειά». Πιθανότατα ήταν η πρώτη φορά που κάποιος διανοήθηκε να κάνει αυτή την παρατήρηση στον Πολ. Οι φορές που τον είχα δει θυμωμένο μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο θυμωμένος. «Δουλεύω σκληρά! Σε ποιον νομίζεις ότι μιλάς?» «Εγώ πλησιάζω στη λύση του γρίφου. Εσύ τι κάνεις?» «Πλησιάζεις, είπες?» Ο Πολ κούνησε απαυδισμένος το κεφάλι του. «Δε δημιουργείς αυτή τη σκηνή επειδή πλησιάζεις, αλλά επειδή είσαι χαμένος] Αυτός ο γρίφος δε θα 'πρεπε να σου πάρει τόσο χρόνο, δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολος. Απλώς έχασες την υπομονή σου».
345
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ήταν σειρά μου να τον κατακεραυνώσω με μια θυμωμένη ματιά. «Έτσι ακριβώς είναι», πρόσθεσε, σαν να περίμενε μέρες να το πει. «Εγώ έχω βγάλει σχεδόν τον επόμενο γρίφο κι εσύ ακόμα παλεύεις με τον προηγούμενο. Προσπάθησα να μη σε πιέσω. Καθενας μας δουλεύει με το ρυθμό του, κι εσύ δε θέλεις καν τη βοήθεια μου. Θαυμάσια, λοιπόν, λύσ' τον μόνος σου το γρίφο! Αλλά μη νομίζεις ότι μπορείς να ξεσπάς πάνω μου!» Δεν ξαναμιλήσαμε εκείνο το βράδυ. Αν τον είχα ακούσει, ίσως είχα πάρει νωρίτερα το μάθημα μου. Αντίθετα, ζορίστηκα ακόμα περισσότερο για να τον διαψεύσω. Δούλευα όλο και πιο αργά τα βράδια και ξυπνούσα όλο και πιο νωρίς τα πρωινά, βάζοντας το ξυπνητήρι μου δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα κάθε μέρα, με την ελπίδα ότι εκείνος θα παρατηρούσε τη συνεπή επιβολή της πειθαρχίας στις ακατάστατες περιοχές της ζωής μου. Κάθε μέρα ανακάλυπτα κι έναν καινούριο τρόπο για ν' αφιερώνω περισσότερο χρόνο στον Κολόνα και κάθε βράδυ μετρούσα τις ώρες μου όπως ο θρυλικός φιλάργυρος μετράει τις λίρες του. Οχτώ τη Δευτέρα, εννιά την Τρίτη, δέκα την Τετάρτη και την Πέμπτη, κοντά δώδεκα την Παρασκευή. Τι κοινό έχουν ένα τυφλό σκαθάρι, ένας νυχτογέρακας κι ένας αετός με στριφτό ράμφος? Τα κερασφόρα σκαθάρια τα κρεμούν στο λαιμό των βρεφών για να διώχνουν τις αρρώστιες, έγραφε ο Πλίνιος. τα χρυσά σκαθάρια φτιάχνουν ένα δηλητηριώδες μέλι και δεν μπορούν να επιζήσουν σε μια τοποθεσία κοντά στη Θράκη που ονομάζεται Κανθαρόλυνθος, τα μαύρα σκαθάρια 346
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
συγκεντρώνονται σε σκοτεινές γωνίες κι απαντώνται συνήθως μέσα σε λουτρά. Αλλά τα τυφλά σκαθάρια? Εξασφάλισα περισσότερο χρόνο σταματώντας να πηγαίνω στην Κλόιστερ για φαγητό: για κάθε πηγαινέλα στη λεωφόρο Πρόσπεκτ έχανα μισή ώρα και, αν έτρωγα με παρέα, έχανα άλλη μισή. Σταμάτησα επίσης να δουλεύω στο προεδρικό δωμάτιο της Άϊβι, τόσο για ν' αποφεύγω τον Πολ, όσο και για να εξοικονομώ τα λεπτά που θα έχανα στη διαδρομή. Μείωσα τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις στο ελάχιστο, ξυριζόμουν κι έκανα ντους μόνο όταν ήταν απαραίτητο, άφηνα τον Τσάρλι και τον Γκιλ ν' ανοίγουν την πόρτα κι αναγόρευσα σε επιστήμη την ελαχιστοποίηση των ταπεινών σταθερών της ζωής μου. Τι κοινό έχουν ένα τυφλό σκαθάρι, ένας νυχτογέρακας κι ένας αετός με στριφτό ράμφος? Από τα πλάσματα που μπορούν να πετούν και δεν έχουν αίμα, έγραψε ο Αριστοτέλης, μερικά είναι κολεόπτερα, δηλαδή έχουν ένα έλυτρο που καλύπτει τα φτερά τους, από τα πουλιά που πετούν τη νύχτα, μερικά είναι γαμψώνυχα, όπως ο νυχτογέρακας και η κουκουβάγια! και όσο γερνάει, το πάνω ράμφος του αετού μακραίνει και γίνεται πιο γαμψό, έτσι ώστε το πουλί σιγά σιγά πεθαίνει από την πείνα. Αλλά τι κοινό έχουν αυτά τα τρία? Είχα αποφανθεί ότι είχα χάσει οριστικά την Κέιτι. Ό,τι κι αν υπήρξε για μένα, ήταν τώρα κάτι διαφορετικό για τον Ντόναλντ Ιόργκαν. Το ερώτημα πώς τους έβλεπα τόσο πολύ ενώ έβγαινα τόσο λίγο από το δωμάτιο μου, έβρισκε την απάντηση του στις σκέψεις και τα όνειρα μου, όπου μονίμως γελοιοποιούνταν. Σε γωνιές και δεντροστοιχίες, σε σκιές και 347
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
σύννεφα - τους έβλεπα παντού: πιασμένους χεράκι χεράκι, να φιλιούνται και ν' ανταλλάσσουν γλυκόλογα, όλα για χάρη μου, διαλαλώντας ότι μια επιπόλαιη καρδιά ραγίζει εύκολα, αλλά αναρρώνει ακόμα ευκολότερα. Και το μαύρο σουτιέν της Κέιτι, το οποίο είχε ξεχάσει στο δωμάτιο μου πριν από μια αιωνιότητα και δε θυμήθηκα ποτέ να της επιστρέψω, για να γίνει τώρα κάποιου είδους τρόπαιο για μένα, ήταν σύμβολο ενός κομματιού της ύπαρξης της που άφησε πίσω και το οποίο ο Ντόναλντ δε θα είχε ποτέ. Την οραματιζόμουν να στέκεται γυμνή στο δωμάτιο μου, αναπολώντας τη μέρα που είχαμε απολαύσει τόσο πολύ ο ένας τη συντροφιά του άλλου, ώστε η Κέιτι ξέχασε όλες τις αναστολές της. Θυμόμουν ολοκάθαρα κάθε λεπτομέρεια του κορμιού της, κάθε φακίδα στην πλάτη της, κάθε διαβάθμιση της σκιάς κάτω από τα στήθη της. Χόρευε με τη μουσική που έπαιζε το ξυπνητήρι μου, ξεμπλέκοντας τα μαλλιά με τα δάχτυλά της, κρατώντας ένα αόρατο μικρόφωνο μπροστά στο στόμα της και τραγουδώντας για το καθηλωμένο κοινό της? Τι κοινό έχουν ένα τυφλό σκαθάρι, ένας νυχτογέρακας κι ένας αετός με στριφτό ράμφος? Και τα τρία πετούν - αλλά ο Πλίνιος λέει ότι τα σκαθάρια μερικές φορές ζουν μέσα στη γη. Και τα τρία αναπνέουν - αλλά ο Αριστοτέλης λέει ότι τα έντομα δεν εισπνέουν. Κανένα απ’ τα τρία δε διδάσκεται ποτέ από τα λάθη του, γιατί ο Αριστοτέλης τονίζει ότι αν και πολλά ζώα έχουν μνήμη, κανένα άλλο ον εκτός απ’ τον άνθρωπο δεν μπορεί να αναλογιστεί το παρελθόν κατά βούληση. Απ’ την άλλη, ακόμα και οι άνθρωποι αρνούνται
348
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
να μάθουν από το παρελθόν. Μ' αυτό το κριτήριο, είμαστε όλοι τυφλά σκαθάρια και νυχτογέρακες. Την Πέμπτη στις 4 Μαρτίου έσπασα κάθε προηγούμενο ρεκόρ στην ενασχόληση μου με την υπνερωτομαχία. Εκείνη τη μέρα πέρασα δεκατέσσερις ώρες ξαναδιαβάζοντας αποσπάσματα των έργων έξι φυσιοδιφών της Αναγέννησης και συγκεντρώνοντας είκοσι μία σελίδες πυκνογραμμένων σημειώσεων. Δεν πήγα σε καμία παράδοση, έφαγα και τα δυο γεύματα στο γραφείο μου και το βράδυ κοιμήθηκα ακριβώς τρεισήμισι ώρες. Είχα βδομάδες να πιάσω στα χέρια μου τον Φρανκενστάϊν, Οι μόνες άλλες σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου σχετίζονταν με την Κέιτι, κι αυτές με ωθούσαν να κάνω τη ζωή μου ακόμα πιο μαντάρα. Θαρρείς κι αυτή η άκρατη καταδυνάστευση του εαυτού μου να ήταν εθιστική. Σε κάποια έξη πρέπει να το αποδώσω, γιατί βρισκόμουν ελάχιστα πιο κοντά στη λύση του γρίφου. «Κλείσε επιτέλους τα ρημάδια τα βιβλία!» με πρόσταξε ο Τσάρλι το βράδυ εκείνης της Παρασκευής, αποφασίζοντας να επέμβει δυναμικά. Με βούτηξε απ’ το γιακά και μ' έφερε μπροστά στον καθρέφτη. «Κοίτα πώς κατάντησες!» «Μια χαρά είμαι...» άρχισα, αγνοώντας το λυκόμορφο πλάσμα που αντιγύρισε το βλέμμα μου με κατακόκκινα μάτια, ροζ μύτη και τραχιά γένια. Ο Γκιλ πήρε το μέρος του Τσάρλι. «Τομ, έχεις τα χάλια σου». ,Ιπήκε στο υπνοδωμάτιο μου - για πρώτη φορά ύστερα από δυο βδομάδες. «Κοίτα, η Κέιτι θέλει να σου μιλήσει. Μην είσαι τόσο πεισματάρης». «Δεν είμαι καθόλου πεισματάρης. Απλώς έχω άλλα πράγματα 349
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
να κάνω». Ο Τσάρλι μόρφασε. «Την εργασία του Πολ, για παράδειγμα?» Εγώ συνοφρυώθηκα, περιμένοντας ότι τουλάχιστον εκείνος θα με υπερασπιζόταν. Αλλά ο Πολ στεκόταν απλώς πίσω τους, αμίλητος. Για πάνω από μια βδομάδα έλπιζε ότι η απάντηση με περίμενε στην άλλη γωνία, ότι σημείωνα πρόοδο στη λύση του γρίφου, έστω και με πολύ κόπο. «Θα πάμε ν' ακούσουμε τη χορωδία στην Αψίδα Μπλερ», είπε ο Γκιλ, αναφερόμενος στην υπαίθρια συναυλία της Παρασκευής. «Όλοι μαζί!» διευκρίνισε ο Τσάρλι. Ο Γκιλ τότε άπλωσε το χέρι του κι έκλεισε μαλακά το βιβλίο μπροστά μου. «Θα είναι και η Κέιτι εκεί. Της είπα ότι θα έρθεις». Ακόμα θυμάμαι το βλέμμα που μου έριξε ο Γκιλ όταν ξανάνοιξα το βιβλίο και δήλωσα ότι εγώ δε θα πήγαινα πουθενά. Ήταν το ίδιο βλέμμα που φύλαγε για τον Πάρκερ Χάσετ και τους κρετίνους ομοίως του που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι όλα τα πραγματα έχουν ένα όριο. «Θα έρθεις και θα πεις κι ένα τραγούδι!» επέμεινε ο Τσάρλι Κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Αλλά ο Γκιλ τον συγκράτησε. «Άσ' το, Τσάρλι. Πάμε να φύγουμε». Κι έπειτα έμεινα μόνος. Δεν ήταν ούτε το πείσμα ούτε ο εγωισμός - ούτε καν η αφοσίωση στον Κολόνα που με κράτησαν μακριά από την Αψίδα Μπλερ εκείνο το βράδυ. Νομίζω πως ήταν το μαράζι, και μια βαθιά αίσθηση ήττας. Η αλήθεια ήταν ότι αγαπούσα 350
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
την Κέιτι όπως, κατά παράδοξο τρόπο, αγαπούσα και την υπνερωτομαχία, αλλά είχα αποτύχει να κερδίσω οποιαδήποτε απ’ τις δυο. Η έκφραση στο πρόσωπο του Πολ καθώς έφευγε σήμαινε ότι ήξερε πως δεν είχα πλέον καμιά πιθανότητα να λύσω το γρίφο, είτε το δεχόμουν είτε όχι, και η έκφραση του Γκιλ καθώς έφευγε σήμαινε ότι το ίδιο οριστικά είχα χάσει και την Κέιτι. Κοιτάζοντας μια σειρά ξυλογραφίες από την υπνερωτομαχία -τις ίδιες που θα πρόβαλλε ο Ταφτ στη διάλεξη του ένα μήνα αργότερα, αυτές που παρουσίαζαν τον Έρωτα να οδηγεί τις γυναίκες σ' ένα δάσος μ' ένα φλεγόμενο άρμα-, έφερα στο νου μου την γκραβούρα του Καράτσι. Κάπως έτσι ένιωθα κι εγώ, σαν να με γρονθοκοπούσε το όμορφο αγοράκι κάτω από το βλέμμα των δύο αγαπημένων μου. Αυτό εννοούσε ο πατέρας μου, αυτό ήταν το μάθημα που έλπιζε ότι θα έπαιρνα χωρίς να χρειαστεί να πάθω. Τα δεινά μας δεν τον συγκινούν. Ο Έρωτας νικά τα πάντα. Τα δύο πράγματα πάνω στα οποία δυσκολευόμαστε περισσότερο να στοχαστούμε, είπε κάποτε ο Ρίτσαρντ Κάρι στον Πολ, είναι η αποτυχία και το γήρας: και, στην ουσία, είναι ένα και το αυτό. Η τελειότητα είναι φυσική απόρροια της αιωνιότητας: περίμενε για πάντα, και οτιδήποτε μπορεί ν' ανακαλύψει τις δυνατότητες του. Ο άνθρακας γίνεται διαμάντια, η άμμος γίνεται μαργαριτάρια, οι πίθηκοι γίνονται άνθρωποι. Απλώς στη διάρκεια μιας ζωής δεν έχουμε την ευκαιρία να τα δούμε όλα αυτά να συντελούνται, κι έτσι, κάθε αποτυχία αποτελεί μια υπενθύμιση του θανάτου.
351
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Όμως ο χαμένος έρωτας αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος αποτυχίας, θα πρόσθετα εγώ. Είναι μια υπενθύμιση ότι μερικές δυνατότητες δεν εκπληρώνονται ποτέ, όσο διακαώς κι αν το επιθυμούμε, ότι μερικοί πίθηκοι δε θα εξελιχτούν ποτέ σε ανθρώπους, όσες χιλιετίες κι αν τους δώσεις. Τι να πιστέψει η μαϊμού που, με μια γραφομηχανή και την αιωνιότητα, και πάλι δεν καταφέρνει να φτάσει τον Σαίξπηρ? Το ν' ακούσω την Κέιτι να επισημοποιεί το χωρισμό μας, να μου δηλώνει ότι εμείς οι δυο είχαμε τελειώσει για πάντα, θα αφάνιζε κάθε αίσθηση δυνατότητας μέσα μου. Το να τη βλέπω εκεί, κάτω από την Αψίδα Μπλερ να ζεσταίνεται στην αγκαλιά του Ντόναλντ Μόργκαν, θα απέκλειε όλα τα διαμάντια και τα μαργαριτάρια από το μέλλον μου. Και τότε συνέβη: πάνω που είχα φτάσει στον πάτο της αυτολύπησης, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Ακολούθησε το στρίψιμο του πόμολου και, όπως εκατοντάδες φορές πριν, μπήκε στο δωμάτιο η Κέιτι. Κάτω από το παλτό της είδα ότι φορούσε το αγαπημένο μου πουλόβερ της, αυτό που είχε την ίδια σμαραγδένια απόχρωση με τα μάτια της. «Θα έπρεπε να είσαι στη συναυλία», ήταν το πρώτο πράγμα που κατάφερα να πω - κι απ’ όλους τους συνδυασμούς λέξεων που θα μπορούσε να γράψει η μαϊμού στη γραφομηχανή σίγουρα πέτυχα το χειρότερο. «Το ίδιο κι εσύ», αποκρίθηκε κοιτώντας με από πάνω ως κάτω. Χάρη στον Τσάρλι, που με είχε σύρει μπροστά στον καθρέφτη, ήξερα την αθλιότητα που αντίκριζε. 352
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Γιατί είσαι εδώ?» τη ρώτησα, στρέφοντας το βλέμμα μου στην πόρτα. «Μην τους περιμένεις, δε θα 'ρθουν», μου είπε, αναγκάζοντας με ν' αντιμετωπίσω ξανά το βλέμμα της. «Είμαι εδώ για να μου ζητήσεις συγγνώμη». Για μια στιγμή νόμισα ότι ο Γκιλ την είχε πείσει να έρθει, παρουσιάζοντας με συντετριμμένο, να μη βρίσκω καν το κουράγιο να προσπαθήσω να εξιλεωθώ. Αλλά απ’ την έκφραση της κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Ήξερε πως δεν είχα πρόθεση ν' απολογηθώ. «Λοιπόν?» «Πιστεύεις ότι το λάθος ήταν δικό μου?» τη ρώτησα. «Όπως όλοι». «Ποιοι όλοι?» «Καν' το, Τομ. Ζήτησε μου συγγνώμη». Το να μαλώνω μαζί της απλώς θεριεύε το θυμό που ένιωθα απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. «Πολύ καλά. Σ' αγαπώ. Εύχομαι να είχαν πάει καλύτερα τα πράγματα μεταξύ μας. Λυπάμαι πολύ που δε συνέβη κάτι τέτοιο». «Αν εύχεσαι να είχαν πάει καλύτερα τα πράγματα, γιατί δεν έκανες κάτι?» «Κοίταξε με καλύτερα», της είπα. «Ορίστε τι έκανα». «Αυτό το έκανες για το βιβλίο». «Είναι το ίδιο πράγμα». «Δηλαδή εγώ είμαι το ίδιο πράγμα με το βιβλίο?» «Ναι».
353
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Με κοίταξε άγρια, σαν να είχα σκάψει το λάκκο μου. Κι όμως, ήξερε τι ετοιμαζόμουν να πω - απλώς δεν το δέχτηκε ποτέ. «Ο πατέρας μου αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην υπνερωτομαχία», της είπα. «Εγώ δεν έχω νιώσει ποτέ μεγαλύτερη έξαψη απ’ ό,τι όταν τη μελετάω. Χάνω τον ύπνο μου για χάρη της, παραλείπω γεύματα για χάρη της. ως και στα όνειρα μου τη βλέπω». Έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει τριγύρω, ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις. «Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το θέσω. Είναι σαν να πηγαίνω στο πεδίο της μάχης για να δω το δέντρο σου. 'Οταν βρίσκομαι κοντά του, έχω την αίσθηση ότι τα πάντα είναι σωστά, ότι δεν είμαι χαμένος». Συνέχιζα ν' αποφεύγω το βλέμμα της. «Εντέλει, είσαι το ίδιο μ' αυτό το βιβλίο για μένα? Ναι. Ασφαλώς. Είσαι το μόνο κομμάτι αυτού του κόσμου που είναι εξίσου σημαντικό μ" αυτό το βιβλίο για μένα». Έκανα λάθος. Νόμιζα ότι μπορούσα να σας έχω και τις δυο. Έσφαλλα. «Γιατί είμαι εδω τώρα, Τομ?» «Για να μου τρίψεις στα μούτρα την αποτυχία μου». «Γιατί είμαι εδώ?» «Για να μου αποσπάσεις μια συγνώμη...» «Τομ!» με διέκοψε κοιτάζοντας με επικριτικά. «Γιατί είμαι εδώ τώρα?» Επειδή νιώθεις όπως κι εγώ. Ναι. Επειδή αυτό που είχαμε ήταν πολύ σημαντικό για να με αφήσεις να το διαλύσω. Ναι. 354
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Τι θέλεις?» τη ρώτησα. «Θέλω να σταματήσεις να ασχολείσαι μ' αυτό το βιβλίο». «Αυτό είναι όλο? Αυτό είναι όλο?» Και ξαφνικά, η έκρηξη. «Περιμένεις να σε λυπηθώ κιόλας που γύρισες την πλάτη σου σ’εμάς κι άρχισες να φυτοζωείς μέσα σ' αυτό το βιβλίο? Βρε τομάρι, πέρασα τέσσερις μέρες με τα παντζούρια κατεβασμένα και την πόρτα μου κλειδωμένη! Η Κάρεν τρόμαξε τόσο, ώστε τηλεφώνησε στους γονείς μου. Η μαμά μου ήρθε αεροπορικώς από το Νιου Χάμσαϊρ!» «Με συγχ...» «Σκάσε! Τώρα είναι η σειρά μου να μιλήσω! Πήγα στο πεδίο της μάχης να δω το δέντρο μου και δεν μπορούσα, το ξέρεις? Δεν μπορούσα, γιατί πλέον έχει γίνει το δέντρο μας! Δεν μπορώ ν' ακούσω μουσική, γιατί κάθε τραγούδι το τραγουδούσαμε μαζί στο αυτοκίνητο ή στο δωμάτιο μου ή εδώ μέσα! Κάνω μία ώρα να ετοιμαστώ για το μάθημα, επειδή έχω γίνει σχεδόν κατατονική! Δε βρίσκω τις κάλτσες μου, δε βρίσκω το αγαπημένο μου μαύρο σουτιέν... Ο Ντόναλντ με ρωτάει συνέχεια "Τι έχεις, γλυκιά μου?" και "Τι έχεις, γλυκιά μου?" Κι εγώ θέλω να του φωνάξω: Δεν έχω τίποτα, Ντόναλντ! Τίποτα!» Πίεσε τους καρπούς της, που ήταν καλυμμένοι με τα μανίκια της, πάνω στα μάτια της. «Δεν είναι αυτό που...» έκανα άλλη μια απόπειρα. Αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η σειρά μου. «Τουλάχιστον με τον Πίτερ μπορούσα να καταλάβω. Δεν ήμασταν τέλεια μαζί. Αγαπούσε το χόκεϊ περισσότερο από μένα, το ήξερα. Το μόνο που ήθελε ήταν να με ρίξει στο κρεβάτι και, αφού το κατάφερε, έχασε το ενδιαφέρον του». 355
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της. «Αλλά εσύ, Πάλεψα για σένα! Περίμενα ένα μήνα πριν σε αφήσω να με φιλήσεις για πρώτη φορά. Έκλαψα τη νύχτα που κοιμηθήκαμε μαζί, επειδή φοβόμουν ότι θα σ' έχανα...» Ξαφνικά σώπασε, εξοργισμένη στη σκέψη. «Και τώρα σε χάνω για ένα βιβλίο! Για το Θεό, για ένα βιβλίο! Τουλάχιστον πες μου ότι δεν είναι έτσι, Τομ. Πες μου ότι όλο αυτό τον καιρό τα είχες παράλληλα με μια συμφοιτήτριά σου! Πες μου ότι την προτιμάς γιατί εκείνη δεν κάνει τις δικές μου βλακείες, δε χορεύει γυμνή μπροστά σου σαν ηλίθια νομίζοντας ότι αυτό σ' ευχαριστεί ή δε σε ξυπνάει στις έξι τα χαράματα επειδή θέλει να βεβαιωθεί, κάθε πρωί, ότι είσαι ακόμα εκεί! Πες μου κάτι» Με κοίταξε στα μάτια, συντετριμμένη, μ' έναν τρόπο που ήξερα ότι την έκανε να ντρέπεται, κι εγώ μπορούσα να σκεφτώ μόνο ένα πράγμα: μια νύχτα, όχι πολύ μετά το δυστύχημα, κατηγόρησα τη μητέρα μου ότι δε νοιαζόταν αρκετά για τον πατέρα μου. Αν τον αγαπούσες, της είπα, θα τον υποστήριζες στη δουλειά του! Η έκφραση που πήρε το πρόσωπο της, μια έκφραση που δεν έχω λέξεις να περιγράψω, μ' έπεισε ότι δε θα μπορούσα να είχα ξεστομίσει πιο επαίσχυντο πράγμα. «Σ' αγαπώ», είπα στην Κέιτι, πλησιάζοντας τη για να κρύψει το πρόσωπο της στο στήθος μου. «Δε φαντάζεσαι πόσο πολύ λυπάμαι». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, νομίζω, άρχισε να εξασθενεί η έλξη της άμπωτης. Η μοιραία αρρώστια, ο αθεράπευτος έρωτας που νόμιζα ότι ενυπήρχε στα γονίδια μου, άρχισε σιγά σιγά να χάνει την επιρροή του πάνω μου. Το τρίγωνο 356
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
κατέρρεε. Στη θέση του στέκονταν δύο στιγμές με την ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους, ένα διπλό αστέρι. Ακολούθησε μια παράξενη σιωπή, εκείνη να πνίγεται από ένα σωρό πράγματα που ήθελε να πει αλλά ήξερε ότι δε χρειαζόταν πλέον, εγώ να θέλω να εξωτερικεύσω χίλια δυο άλλα, αλλά να μη βρίσκω τον τρόπο. «Θα μιλήσω στον Πολ», είπα, εκφράζοντας την καλύτερη και πιο ειλικρινή σκέψη μου. «Θα σταματήσω να ασχολούμαι με το βιβλίο». Εξιλέωση. Η συνειδητοποίηση ότι δε σκόπευα να προβάλω αντίσταση, ότι, επιτέλους, είχα καταλάβει πού θα έβρισκα την ευτυχία, ήταν αρκετή για να ωθήσει την Κέιτι να με φιλήσει. Κι εκείνη η στιγμή της επαφής, όπως ο κεραυνός που έδωσε στο τέρας της Μέρι Σέλεϊ τη δεύτερη ευκαιρία του στη ζωή, έφερε μια καινούρια αρχή. Δεν είδα τον Πολ εκείνη τη νύχτα! την πέρασα με την Κέιτι και κατέληξα να του ανακοινώσω την απόφαση μου την επομένη. Δε φάνηκε να εκπλήσσεται. Υπέφερα τόσο πολύ με τον Κολόνα, ώστε είχε διαισθανθεί ότι ίσως λιποτακτούσα στην πρώτη ανάπαυλα του αγώνα. Ο Γκιλ και ο Τσάρλι τον είχαν πείσει ότι θα ήταν προτιμότερο έτσι κι αλλιώς και, παραδόξως, δε μου κράτησε κακία. Ίσως είχε μαντέψει ότι θα τον συντρόφευα ξανά κάποια στιγμή στο μέλλον. Ίσως είχε προχωρήσει αρκετά ώστε να πιστεύει ότι μπορούσε να λύσει τους γρίφους μόνος του. Όπως κι αν είχε το πράγμα, όταν τελικά του ανέπτυξα το συλλογισμό μου -το μάθημα της Τζένι Χάρλοου και της γκραβούρας του Καράτσι-, 357
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
φάνηκε να συμφωνεί μαζί μου. Από την έκφραση του κατάλαβα πως ήξερε περισσότερα για τον Καράτσι απ’ όσα εγώ, αλλά δε με διόρθωσε πουθενά. Ο Πολ, που είχε περισσότερους λόγους απ’ τον καθένα να πιστεύει ότι κάποιες ερμηνείες είναι καλύτερες από άλλες αλλά οι ορθές κάνουν όλη τη διαφορά, στάθηκε γενναιόδωρος με τη δική μου απόδοση των πραγμάτων, όπως έκανε πάντα. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο τρόπος του να δείχνει την εκτίμηση του - ο τρόπος του να εκφράζει τα φιλικά του αισθήματα. «Είναι προτιμότερο ν' αγαπάς κάτι που μπορεί ν' ανταποδώσει την αγάπη σου», μου είπε σοβαρά. Κι αυτό ήταν υπεραρκετό. Έτσι, αυτό που ξεκίνησε ως εργασία του Πολ ξανάγινε η εργασία του Πολ. Στην αρχή όλα έδειχναν ότι ίσως κατάφερνε να φέρει μόνος του εις πέρας αυτό το τεράστιο εγχείρημα. Τη λύση του τέταρτου γρίφου, αυτού που παραλίγο να μ' εξοντώσει, τη βρήκε μέσα σε τρεις μέρες. Υποπτεύομαι ότι είχε την ιδέα από την αρχή, αλλά ήξερε ότι δε θ' ακολουθούσα συμβουλές και υποδείξεις. Η απάντηση βρισκόταν σ' ένα βιβλίο με τίτλο Ιερογλυφικά του Ωραπόλλωνα, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ιταλία της Αναγέννησης την δεκαετία του 1420, φερόμενο ως η λύση του προαιώνιου προβλήματος της ερμηνείας των αιγυπτιακών ιερογλυφικών. Ο Ωραπόλλωνας, που οι Ιταλοί ουμανιστές παραγνώρισαν ως κάποιο σοφό της αρχαίας Αιγύπτου, ήταν στην πραγματικότητα ένας Έλληνας λόγιος του τέταρτου αιώνα που έγραφε στα ελληνικά και πιθανότατα δεν ήξερε περισσότερα για τα ιερογλυφικά απ’ όσα ξέρουν οι Εσκιμώοι 358
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
για το καλοκαίρι. Ορισμένα από τα σύμβολα μέσα στα Ιερογλυφικά του περιλαμβάνουν ζώα που δεν είναι καν αιγυπτιακά. Παρ' όλα αυτά, με τη δίψα των ουμανιστών για καινούρια γνώση, το κείμενο έγινε δημοφιλέστατο, τουλάχιστον στους κύκλους όπου η μεγάλη δημοτικότητα και οι νεκρές γλώσσες δεν είναι αντικρουόμενες έννοιες. Ο νυχτογέρακας, σύμφωνα με τον Ωραπόλλωνα, είναι σύμβολο θανάτου, γιατί ο νυχτογέρακας εφορμά αιφνιδιαστικά στα κλωσσόπουλα της κουρούνας τη νύχτα, όπως ακριβώς εφορμά ο ξαφνικός θάνατος στον άνθρωπο. Ένας αετός με στριφτό ράμφος, έλεγε σε άλλο σημείο, συμβολίζει το γέροντα που πεθαίνει από την πείνα, επειδή όταν ο αετός γερνάει, το ράμφος του στρίβει και λιμοκτονεί. Τέλος, το τυφλό σκαθάρι είναι ένα ιδεόγραμμα που δηλώνει τον άνθρωπο που πέθανε από ηλίαση, επειδή το σκαθάρι πεθαίνει όταν τυφλωθεί από τον ήλιο. Μόλο που οι συλλογισμοί του Ωραπόλλωνα μόνο ευνόητοι δεν ήταν, ο Πολ κατάλαβε αμέσως ότι είχε εστιάσει στη σωστή πηγή. Κι είδε αμέσως το κοινό στοιχείο των τριών πλασμάτων: το θάνατο. Εφαρμόζοντας ως κωδικό τη λατινική λέξη, mors, κατάφερε να διαβάσει το τέταρτο μήνυμα του Κολόνα: Εσύ που έχεις φτάσει ως εδώ, συμπορεύεσαι με τους σύγχρονους μου φιλοσόφους που μπορεί στην εποχή σου να μην είναι παρά τα λείψανα περασμένων εποχών, αλλά στη δική μου είναι οι γίγαντες της ανθρωπότητας. Σύντομα θα μεταφέρω στους ώμους σου το φορτίο αυτού που απομένει, γιατί έχω πολλά να πω και φοβάμαι πως το μυστικό μου διαρρέει διαρκώς. Κατ' αρχάς, όμως, ως δείγμα εκτίμησης για το επίτευγμα σου, θα σου 359
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
χαρίσω την αρχή την ιστορίας μου, έτσι ώστε να ξέρεις ότι δε σε οδήγησα άσκοπα ως εδώ. Υπάρχει ένας κληρικός στη γη των αδερφών μου που έφερε μεγάλη συμφορά στους λάτρεις της γνώσης. Τον πολεμήσαμε με όλη μας την ευφυΐα και την επιρροή, αλλά αυτός ο μοναδικός άντρας ξεσηκώνει τους συμπατριώτες μας εναντίον μας. Βροντοφωνάζει από τις πλατείες και τους άμβωνες, και οι απλοί άνθρωποι όλων των εθνών οπλίζονται για να μας χτυπήσουν. Όπως ακριβώς ο θεός, από καθαρή ζήλια, ματαίωσε την ανέγερση του πύργου στην κοιλάδα Σιναάρ,* τον οποίο οι άνθρωποι έχτιζαν προς τους ουρανούς, έτσι και τώρα υψώνει τη γροθιά Του εναντίον μας, επειδή τολμάμε να επιχειρήσουμε το ίδιο. Μέχρι πρόσφατα έλπιζα ότι οι άνθρωποι επιθυμούσαν να λυτρωθούν από την άγνοια, όπως ακριβώς οι σκλάβοι θέλουν ν' αποτινάξουν τα δεσμά τους. Είναι μια κατάσταση ανάρμοστη για την αξιοπρέπεια μας και αντίθετη στη φύση μας. Ωστόσο, τώρα ανακαλύπτω ότι η φυλή των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από τη δειλία, μια διαστροφή όπως τον νυχτογέρακα στο γρίφο μου, που ενώ θα μπορούσε ν' απολαμβάνει το φως του ήλιου, προτιμά το σκοτάδι. Δε θα ξανακούσεις για μένα, αναγνώστη, μετά την περάτωση της κρύπτης μου. * Αναφορά στον Πύργο της Βαβέλ, ο οποίος, σύμφωνα με τη Γένεση, άρχισε να χτίζεται στη Σιναάρ (Βαβυλωνία). (Σ.τ.Μ.)
Το να είσαι πρίγκιπας σε ανθρώπους σαν αυτούς είναι σαν να βασιλεύεις από πολυτελή ανάκτορα πάνω σ' ένα έθνος άθλιων ζητιάνων. Αυτό το βιβλίο θα είναι το μοναχοπαίδι μου! είθε να έχει μακριά ζωή και να σε υπηρετήσει καλά. 360
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Πολ μόλις που στάθηκε να σκεφτεί το περιεχόμενο αυτού του μηνύματος. ρίχτηκε αμέσως στον πέμπτο και τελευταίο γρίφο τον οποίο είχε ανακαλύψει ενόσω εγώ παιδευόμουν με τον, Πού συναντιούνται το αίμα και το πνεύμα? «Είναι το παλιότερο φιλοσοφικό ερώτημα στο βιβλίο», μου είπε ενώ εγώ πηγαινοερχόμουν στο δωμάτιο και μάζευα τα πράγματά μου για να περάσω τη βραδιά με την Κέιτι. «Ποιο δηλαδή?» «Η αναζήτηση του σημείου επαφής της νόησης με το υλικό σώμα, η δυαδικότητα σάρκας και πνεύματος. Το βρίσκεις στον άγιο Αυγουστίνο, στο Κατά Μανιχαίαν. Το βρίσκεις στη σύγχρονη φιλοσοφία. Ο Καρτέσιος πίστευε ότι μπορούσε να εντοπίσει με ακρίβεια την ψυχή κάπου κοντά στην επίφυση, μέσα στον εγκέφαλο». Συνέχισε με τον ίδιο τρόπο, ξεφυλλίζοντας έναν τόμο από τη Φαϊρστόουν και βομβαρδίζοντας με με φιλοσοφικές θεωρίες. «Τι διαβάζεις?» τον ρώτησα, ξεχωρίζοντας απ’ το ράφι το Χαμένο Παράδεισο για να τον πάρω μαζί μου. «Γαληνό», μου απάντησε ο Πολ. «Τι?» «Το δεύτερο πατέρα της δυτικής ιατρικής μετά τον Ιπποκράτη». Τον θυμήθηκα από τα μαθήματα ιστορίας της ιατρικής που είχε παρακολουθήσει ο Τσάρλι. Για τα δεδομένα της Αναγέννησης, πάντως, ο Γαληνός δεν ήταν δα και «νέο αίμα». Πέθανε χίλια τριακόσια χρόνια πριν εκδοθεί η υπνερωτομαχία. «Γιατί?» τον ρώτησα.
361
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Νομίζω ότι ο γρίφος έχει σχέση με την ανατομία. Ο Φραντσέσκο πρέπει να πίστευε ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο όργανο στο σώμα όπου ενώνονται το πνεύμα και η ψυχή». Ο Τσάρλι άνοιξε την πόρτα κρατώντας ένα μισοφαγωμένο μήλο στο χέρι. «Για ποιο θέμα μιλάτε εσείς οι ερασιτέχνες?» έσπευσε να μπει στη συζήτηση, αφού αναφερόταν στον τομέα του. «Για ένα όργανο σαν αυτό», συνέχισε ο Πολ. «To rete mirabile» Έδειξε ένα σχήμα στο βιβλίο του. «Ένα σύμπλεγμα νεύρων και αγγείων στη βάση του εγκεφάλου. Ο Γαληνός πίστευε ότι εδώ τα ζωτικά πνεύματα μετατρέπονται σε ζωικά». «Και γιατί δε σου κάνει?» ρώτησα, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι μου. «Γιατί δε μου βγαίνει σε κώδικα», απάντησε απλά. «Δε σου βγαίνει επειδή δεν υπάρχει στους ανθρώπους», παρενέβη ο Τσάρλι. «Τι εννοείς?» Ο Τσάρλι μασούλησε την τελευταία μπουκιά απ’ το μήλο του. «Ο Γαληνός έκανε ανατομές μόνο σε ζώα. To rete mirabile είναι κάτι που ανακάλυψε μέσα σ' ένα βόδι ή πρόβατο». Ο Πολ φάνηκε να αποκαρδιώνεται. «Αλλά ασχολήθηκε επίσης πολύ με την καρδιακή ανατομία», συνέχισε ο Τσάρλι. «Δεν υπάρχει διάφραγμα?» ρώτησε ο Πολ, σαν να είχε καταλάβει τι εννοούσε ο Τσάρλι. «Υπάρχει. Απλώς δεν έχει καθόλου πόρους». 362
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Για το στέρνο μιλάτε?» ρώτησα. «Για το λεπτό τοίχωμα ανάμεσα στις δυο πλευρές της καρδιάς, το μεσοκοιλιακό και το μέσο κολπικό διάφραγμα», διευκρίνισε ο Τσάρλι και στάθηκε πάνω από τον Πολ. Γύρισε τις σελίδες του βιβλίου του στο διάγραμμα του κυκλοφορικού συστήματος. «Ο Γαληνός έπεσε τελείως έξω. Θεώρησε πως στο διάφραγμα υπάρχουν μικρές οπές, απ’ όπου το αίμα κυκλοφορεί ανάμεσα στις δύο κοιλότητες». «Ενώ δεν υπάρχουν?» ρώτησα. «Όχι», απάντησε κοφτά ο Πολ, κι από τον ανυπόμονο τόνο του κατάλαβα ότι παιδευόταν μ' αυτό το γρίφο πολύ περισσότερο καιρό απ’ όσο νόμιζα. «Αλλά ο Μοντίνο έκανε το ίδιο λάθος, η Βεσάλιος και ο Σερβέ το κατάλαβαν, αλλά όχι πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα. Στις μελέτες ανατομίας που έκανε, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ακολούθησε τον Γαληνό. Ο Χάρβι δεν περιέγραψε το κυκλοφορικό σύστημα παρά τον επόμενο αιώνα. Αυτός ο γρίφος είναι από τα τέλη του 1400, Τσάρλι. Πρέπει να είναι το rete mirabile ή διάφραγμα. Κανείς δεν ήξερε τότε ότι ο αέρας αναμειγνυόταν με το αίμα στους πνεύμονες». Ο Τσάρλι χαχάνισε. «Κανείς στη Δύση. Οι Άραβες το είχαν καταλάβει καμιά διακοσαριά χρόνια πριν γράψει το βιβλίο του ο φίλος σου». Ο Πολ άρχισε να ψαχουλεύει στις σημειώσεις του. Θεωρώντας το θέμα λήξαν για την ώρα, έκανα μεταβολή για να φύγω. «Εγώ πρέπει να βιαστώ. Τα λέμε αργότερα, παιδιά». Δεν είχα προλάβει να βγω στο διάδρομο όταν ο Πολ βρήκε αυτό που έψαχνε: τα λατινικά που είχε μεταφράσει 363
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
βδομάδες πριν, το κείμενο του τρίτου μηνύματος του Κολόνα. «Ο Άραβας γιατρός», είπε. «Μήπως λεγόταν Ιμπν αν Ναφίς?» «Αυτός είναι!» επιβεβαίωσε ο Τσάρλι. Ο ενθουσιασμός του Πολ φούντωσε πάλι. «Ο Φραντσέσκο πρέπει να πήρε το κείμενο από τον Αντρέα Αλπάγκο!» «Ποιον?» «Τον άντρα που αναφέρει στο μήνυμα του. που σπούδασε το έργο του σεβάσμιου Ιμπν αν-Ναψίς». Ο Πολ συνέχισε σαν να μονολογούσε. «Πώς είναι ο πνεύμονας στα λατινικά? Pulmo?» Εγώ κατευθύνθηκα προς την πόρτα. «Δε θα περιμένεις ν' ακούσεις τι λέει?» με ρώτησε, κοιτώντας με προσμονή. «Υποτίθεται ότι πρέπει να βρίσκομαι στην Κέιτι σε δέκα λεπτά». «Δε θα πάρει πάνω από ένα τέταρτο. Το πολύ ένα μισάωρο» Πιστεύω ότι μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα. «Θα σας δω το πρωί, παιδιά», είπα αποφασιστικά. Ο Τσάρλι, που κατάλαβε αμέσως τι γινόταν, χαμογέλασε πλατιά και μου ευχήθηκε καλή τύχη. Ωστόσο, πιστεύω ότι εκείνο το βράδυ ήταν σημαδιακό για τον Πολ. Πέραν του ότι με είχε χάσει οριστικά, διαισθάνθηκε επίσης πως, όποιο κι αν ήταν το τελικό μήνυμα του Κολόνα, αποκλειόταν να περιείχε ολόκληρο το μυστικό του, κρίνοντας από τα ελάχιστα πράγματα που είχε αποκαλύψει στα τέσσερα πρώτα κομμάτια. Το δεύτερο μέρος της 364
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
υπνερωτομαχίας, που πάντα θεωρούσε ότι ήταν συμπληρωματικό υλικό, προφανώς περιείχε κι άλλα κρυπτογραφημένα μηνύματα. Και όλη η παρηγοριά που βρήκε στις ιατρικές γνώσεις του Τσάρλι ή στη λύση του πέμπτου γρίφου διαλύθηκε γρήγορα όταν διάβασε το μήνυμα του Κολόνα: Φοβάμαι για σένα, αναγνώστη, όσο φοβάμαι για τον εαυτό μου. Όπως ήδη αντιλήφθηκες, στην αρχή αυτού του κειμένου είχα σκοπό να σου αποκαλύψω τις προθέσεις μου, όσο βαθιά κι αν τις έθαψα σε γρίφους. Ήθελα πραγματικά να βρεις αυτό που αναζητάς και ενέργησα ας οδηγός σου. Τώρα, όμως, δεν έχω πια αρκετή πίστη στο ίδιο μου το δημιούργημα για να συνεχίσω με τον ίδιο τρόπο. Ίσως δεν κρίνω σωστά το βαθμό της δυσκολίας των γρίφων που περιέχονται εδώ, μόλο που οι δημιουργοί τους με διαβεβαίωσαν ότι μόνο ένας αληθινός φιλόσοφος θα μπορούσε να τους λύσει. Δεν αποκλείεται ακόμα κι αυτοί οι σοφοί να εποφθαλμιούν το μυστικό μου, και γι αυτό να με παραπλάνησαν προκειμένου να κλέψουν αυτό που δικαιωματικά ανήκει σ' εμάς. Αυτός ο κληρικός είναι στ' αλήθεια πανούργος, Με οπαδούς σε όλα τα στρατόπεδα-, τον θεωρώ ικανό να στρέψει τους στρατιώτες εναντίον μου. Για να υπερασπιστώ εσένα, λοιπόν, αναγνώστη, καταφεύγω σε μια καινούργια μέθοδο. Εκεί που είχες συνηθίσει να βρίσκεις ένα γρίφο μέσα στα κεφάλαια του βιβλίου μου, στο εξής δε θα βρίσκεις καθόλου γρίφους των οποίων οι λύσεις θα σε καθοδηγούν. Για όλη την υπόλοιπη διάρκεια του ταξιδιού του Πολύφιλου θα χρησιμοποιήσω μόνο τον 365
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Κανόνα των Τεσσάρων που επινόησα ο ίδιος, αλλά δε θα σου δώσω το παραμικρό στοιχείο για τη φύση του. Στο εξής πρέπει να βασιστείς μόνο στη δική σου διανοητική δεινότητα. Είθε ο Θεός και η ευφυία, φίλε μου, να οδηγούν στο σωστό. Ήταν αποκλειστικά και μόνο η πίστη στον εαυτό του, πιστεύω, που δεν άφησε τον Πολ να συναισθανθεί την εγκατάλειψη του, παρά υστέρα από μέρες. Εγώ τον είχα εγκαταλείψει κι έπειτα τον εγκατέλειψε και ο Φραντσέσκο, αφήνοντας τον να πορευτεί ολομόναχος. Στην αρχή προσπάθησε να με προσελκύσει ξανά στην κοπιαστική έρευνα του. Αλλά κύλησε μια βδομάδα και μετά μια δεύτερη. Εγώ ξεκινούσα από το μηδέν με την Κέιτι, τη γνώριζα από την αρχή, συγκεντρωνόμουν σ' αυτήν και στην αγάπη που της είχα. Είχαν συμβεί τόσα στις βδομάδες που είχαμε απομακρυνθεί, ώστε υπήρχαν ένα σωρό πράγματα να μάθω. Τρώγαμε άλλοτε στην Κλόιστερ κι άλλοτε στην Άϊβι. Εκείνη είχε καινούριους φίλους, μαζί δημιουργούσαμε καινούριες συνήθειες. Παράλληλα, άρχισα να ενδιαφέρομαι για την οικογενειακή ζωή της. Διαισθανόμουν ότι, μόλις ξανακέρδιζα πλήρως την εμπιστοσύνη της, είχε πολλά που λαχταρούσε να μου πει. Στο μεταξύ, όλα όσα είχε ανακαλύψει ο Πολ για τους γρίφους του Κολόνα ένα ένα άρχισαν να τον απογοητεύουν. Σαν ζωντανός οργανισμός που σταδιακά καταρρέει, η Υπνερωτομαχία αντιστεκόταν στα πιο ελπιδοφόρα γιατρικά του. Ήταν άπιαστος! όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί, ο Κολόνα δεν έδινε το παραμικρό στοιχείο για την προέλευση του. Ο Τσάρλι, ο ήρωας του πέμπτου γρίφου, ξενύχτησε 366
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μερικά βράδια μαζί με τον Πολ, ανήσυχος για το αντίκτυπο της δικής μου αποχώρησης. Δε μου ζήτησε ποτέ να βοηθήσω, ξέροντας την ολέθρια επίδραση του βιβλίου πάνω μου, αλλά έβλεπα τον τρόπο που περιφερόταν γύρω από τον Πολ, σαν γιατρός που παρακολουθεί στενά έναν υποτροπιάζοντα ασθενή. Μια σκοτεινιά άρχισε να τον καταβάλλει, η διανοητική και συναισθηματική συντριβή του βιβλιολάτρη, κι ο Πολ ήταν ανήμπορος ν' αντιδράσει. Θα υπέφερε, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από μένα, ως το Σαββατοκύριακο του Πάσχα.
367
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
17 ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΤΟΝΤ, φυλλομετράω τις φωτογραφίες της Κέιτι από το Πρίνστον Μπάτλφιλντ. Σε κάμποσες λήψεις την έχω τραβήξει στα μισά μιας κίνησης, να τρέχει προς το μέρος μου με τα μαλλιά της ν' ανεμίζουν, με τα χείλη της μισάνοιχτα, τα λόγια της εντυπωμένα κάπου μέσα στα αρχεία των εμπειριών πέρα απ’ την εμβέλεια της μηχανής. Η χαρά που νιώθω να φαντάζομαι τη φωνή της κοιτάζοντας τες είναι αυτό που αξίζει σε τούτες τις φωτογραφίες. Σε δώδεκα ώρες περίπου θα την ξαναδώ στην Άϊβι, θα τη συνοδεύσω στο χορό που περίμενε με ανυπομονησία από τότε που γνωριστήκαμε σχεδόν - και ξέρω τι περιμένει ν' ακούσει από μένα. Ότι πήρα μια απόφαση στην οποία θα μείνω αμετακίνητος. Ότι πήρα το μάθημα μου. Ότι δεν πρόκειται να ασχοληθώ ξανά με την υπνερωτομαχία. Φτάνοντας στο δωμάτιο μας, περιμένω να βρω τον Πολ στο γραφείο του, αλλά δεν είναι ούτε εκεί ούτε στο κρεβάτι του. Παρατηρώ, μάλιστα, ότι λείπουν και κάμποσα βιβλία από το ράφι του. Πάνω στην πόρτα είναι κολλημένο ένα σημείωμα, με κόκκινα κεφαλαία γράμματα. Τομ - Πού είσαι; Γύρισα να σε βρω. Έλυσα το γρίφο, 4 νότια -10 ανατολικά- 2 βόρεια - 6 δυτικά! Πήγα να βρω τοπογραφικό χάρτη στη Φαϊρστόουν κι έπειτα κάτω στο Μακός. Ο Βίνσεντ λέει ότι έχει το σχεδιάγραμμα 10:14- Π. Ξαναδιαβάζω το τηλεγραφικό μήνυμα, συμπληρώνοντας τα κενά. Στο υπόγειο του κτιρίου Μακός βρίσκεται το εφεδρικό γραφείο του Ταφτ μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Αλλά η 368
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τελευταία γραμμή με παγώνει: Ο Βίνσεντ λέει ότι έχει το σχεδιάγραμμα. Αρπάζω το ακουστικό και σχηματίζω τον αριθμό του Ιατρικού Κέντρου. Περιμένω ανυπόμονα να φωνάξουν τον Τσάρλι. «Τι τρέχει, Τομ?» «Ο Πολ πήγε να δει τον Ταφτ». «Τι έκανε? Νόμιζα ότι θα πήγαινε να μιλήσει στον πρύτανη για τον Στάϊν». «Πρέπει να τον προλάβουμε! Μπορείς να βρεις κάποιον να σε αντικ...» Δεν έχω ολοκληρώσει τη φράση μου όταν εκείνος καλύπτει το μικρόφωνο και μιλάει πνιχτά με κάποιον κοντά του. «Πότε έφυγε ο Πολ?» με ρωτάει αμέσως μετά. «Πριν από δέκα λεπτά». «Έρχομαι. Θα τον προλάβουμε». Το Φολκσβάγκεν του '73 που οδηγεί ο Τσάρλι σταματάει μπροστά στο Ντοντ ύστερα από είκοσι λεπτά σχεδόν. Το σαραβαλάκι του μοιάζει με μεταλλικό βατράχι παγωμένο στα μισά ενός άλματος. Δεν έχω κλείσει την πόρτα του συνοδηγού όταν ο Τσάρλι βάζει όπισθεν. «Γιατί άργησες τόσο?» τον ρωτάω. «Την ώρα που έφευγα εμφανίστηκε μια δημοσιογράφος στην αίθουσα των Πρώτων Βοηθειών», απαντάει. «Ήθελε να μου μιλήσει για τα χτεσινοβραδινά». «Λοιπόν?» «Κάποιος από το αστυνομικό τμήμα της είπε τι υποστήριξε ο Τάφτ στην ανάκριση. Στρίβουμε στην Ελμ Ντράιβ, όπου το λασπωμένο χιόνι σχηματίζει λεπτές κορυφογραμμές δίνοντας στην άσφαλτο μια κυματιστή όψη, σαν τον ωκεανό 369
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
τη νύχτα. «Εσύ δε μου είχες πει ότι ο Ταφτ και ο Ρίτσαρντ Κάρι γνωρίζονται από παλιά?» «Ναι. Γιατί?» «Γιατί αυτός είπε στους μπάτσους ότι γνώρισε τον Κάρι μέσω του Πολ». Με το που φτάνουμε στη βόρεια πλευρά της πανεπιστημιούπολης βλέπω τον Πολ στο προαύλιο ανάμεσα στη βιβλιοθήκη και το Τμήμα Ιστορικών Σπουδών να περπατάει προς το Μακός. «Πολ!» φωνάζω ανοίγοντας το παράθυρο. Ο Τσάρλι σταματάει το αυτοκίνητο δίπλα του. «Τι πας να κάνεις?» του λέει θυμωμένα. «Το έλυσα!» μας λέει ο Πολ, περιχαρής αλλά και έκπληκτος που μας βλέπει. «Το μυστήριο του βιβλίου! Το μόνο που χρειάζομαι πλέον είναι το σχεδιάγραμμα... Τομ, δε θα το πιστέψεις! Είναι το πιο εκπληκτικό...» «Τι? Πες μου». Αλλά ο Τσάρλι έχει άλλα στο μυαλό του. «Δε θα πας στον Ταφτ», λέει κοφτά. «Δεν καταλαβαίνεις. Βρήκα την απάντηση...» Σκύβοντας στο παράθυρο μου, ο Τσάρλι πατάει κατά λάθος την κόρνα που μας ξεκουφαίνει. Παράλληλα, αποδεικνύεται ο καλύτερος τρόπος να επιβάλλει ησυχία στο ακροατήριο. «Πολ, μπες στο αυτοκίνητο. Γυρνάμε στο σπίτι», του λέει με τόνο που δε σηκώνει αντιρρήσεις. «Έχει δίκιο», λέω. «Δεν έπρεπε να έρθεις μόνος σου εδώ». «Θα πάω στον Βίνσεντ», λέει ατάραχα ο Πολ και ξαναρχίζει να περπατάει προς την αρχική του κατεύθυνση. «Ξέρω τι κάνω» 370
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Τσάρλι βάζει όπισθεν και οδηγεί το αυτοκίνητο παράλληλα με το πεζοδρόμιο. «Νομίζεις ότι θα σου δώσει αυτό που θέλεις έτσι απλά?» «Αυτός μου τηλεφώνησε, Τσάρλι. Ο ίδιος μου είπε ότι θα μου το δώσει». «Παραδέχτηκε ότι το είχε κλέψει από τον Κάρι?» επεμβαίνω, «Γιατί να σου δώσει τώρα το σχεδιάγραμμα?» «Πολ», λέει ο Τσάρλι, σταματώντας ξανά το αυτοκίνητο. «Δεν πρόκειται να σου δώσει τίποτα». Κάτι στον τόνο της φωνής του κάνει τον Πολ να σταθεί. Ο Τσάρλι, μιλώντας χαμηλόφωνα, του μεταφέρει ό,τι έμαθε από τη δημοσιογράφο. «Όταν οι αστυνομικοί ρώτησαν χτες βράδυ τον Ταφτ αν μπορούσε να σκεφτεί κάποιον που θα είχε οποιοδήποτε λόγο να σκοτώσει τον Στάϊν, αυτός απάντησε ότι του έρχονταν στο νου δύο άνθρωποι». Η έκφραση του Πολ αρχίζει να παγώνει, η αγαλλίαση της ανακάλυψης του κρύβεται σαν ήλιος πίσω από βαριά σύννεφα. «Ο πρώτος ήταν ο Κάρι», συνεχίζει ο Τσάρλι. «Και ο δεύτερος εσύ». Κάνει μια παύση για να τον αφήσει να χωνέψει αυτό που άκουσε. «Γι’ αυτό, δε δίνω δεκάρα τι σου είπε στο τηλέφωνο ο τύπος. Πρέπει να μείνεις όσο πιο μακριά του μπορείς!» Ένα παλιό άσπρο φορτηγάκι μας προσπερνάει αγκομαχώντας, κριτσανίζοντας το χιόνι κάτω απ’ τα λάστιχα του. «Τότε βοηθήστε με», λέει ο Πολ.
371
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Για ποιον άλλο λόγο λες ότι ήρθαμε τρέχοντας?» αποκρίνεται με ανακούφιση ο Τσάρλι και του ανοίγει την πόρτα. «Θα σε πάμε στο σπίτι». Αλλά ο Πολ σφίγγει το μπουφάν στο στήθος του. «Εννοούσα να έρθετε μαζί μου. Όταν πάρω το σχεδιάγραμμα από τον Βίνσεντ δε θα τον έχω καμιά ανάγκη πλέον». Ο Τσάρλι έχει μείνει άφωνος. «Άκουσες τίποτα από αυτά που σου είπα?» Ωστόσο, υπάρχουν πλευρές τις ιστορίας που ο Τσάρλι δεν κατανοεί. Δεν ξέρει τι σημαίνει το ότι ο Ταφτ είχε κρυμμένο το σχεδιάγραμμα τόσα χρόνια. «Απέχω τόσο δα από τη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής μου, Τσάρλι», του λέει με πάθος ο Πολ. «Το μόνο που πρέπει να κάνω τώρα είναι να υπερασπιστώ τους κόπους τόσων χρόνων Κι εσύ μου λες να γυρίσω στο σπίτι?» «Κοίτα», αρχίζει πιο συγκαταβατικά ο Τσάρλι, «εγώ το μόνο που σου λέω είναι ότι πρέπει να καταστρώσουμε ένα...» «Θα έρθω εγώ μαζί σου, Πολ», τον διακόπτω. «Τι?» ρωτάει εμβρόντητος ο Τσάρλι. «Τώρα αμέσως», προσθέτω, ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού. Ο Πολ κοντοστέκεται ξαφνιασμένος. «Αν είναι αποφασισμένος να πάει είτε τον συνοδεύσουμε είτε όχι», ψιθυρίζω στον Τσάρλι βγαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο, «καλύτερα να είμαι κι εγώ μαζί». Ο Πολ έχει ξαναρχίσει να περπατάει αποφασιστικά προς το Μακός, ενώ ο Τσάρλι αμφιταλαντεύεται. «Ο Ταφτ δεν μπορεί να κάνει τίποτα αν είμαστε και οι τρεις μαζί», προσθέτω. «Το ξέρεις...» 372
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Τσάρλι αδειάζει αργά τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του, δημιουργώντας ένα συννεφάκι αχνού. Τελικά, παρκάρει πρόχειρα το αυτοκίνητο του και βγάζει τα κλειδιά απ’ τη μηχανή. Η πεζοπορία μέσα στο χιόνι ως το επιβλητικό γκρίζο κτίριο μου φαίνεται ότι κρατάει μια αιωνιότητα. Φτάνοντας, ανακαλύπτουμε ότι το γραφείο του Ταφτ βρίσκεται στα έγκατα του Μακός, όπου οι διάδρομοι είναι τόσο στενοί και οι σκάλες τόσο απότομες, ώστε προχωράμε αναγκαστικά ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Βίνσεντ Ταφτ μπορεί ν' αναπνέει εδώ μέσα - πόσο μάλλον να κυκλοφορεί. Ως κι εγώ, με τον ελάχιστο κυβισμό μου, έχω την αίσθηση ότι παραείμαι μεγαλόσωμος. Ο Τσάρλι θα πρέπει να νιώθει σαν να μπήκε σε κλουβί. Κοιτάζω πίσω μου για να βεβαιωθώ ότι είναι ακόμα εκεί. Βλέποντας τον να καταλαμβάνει το διάδρομο καλύπτοντας τα νώτα μας, μ' εμψυχώνει να συνεχίσω. Μόλις τώρα συνειδητοποιώ αυτό που δεν ήθελα να παραδεχτώ νωρίτερα, κοροϊδεύοντας τον ίδιο μου τον εαυτό: ότι, αν δεν είχε έρθει ο Τσάρλι, δε θα τα έβγαζα πέρα μ' αυτή την υπόθεση. Ο Πολ μας οδηγεί στο τέρμα του τελευταίου διαδρόμου, προς μια μοναδική πόρτα στο βάθος. Καθώς είναι Σαββατοκύριακο, και μάλιστα γιορτή, όλα τα γραφεία δεξιά κι αριστερά είναι κλειδωμένα και σκοτεινά. Μόνο κάτω από την άσπρη πόρτα με την πλακέτα όπου αναγράφεται το όνομα του Ταφτ διακρίνεται μια χαραμάδα φωτός. Η μπογιά στην πόρτα είναι ξεφλουδισμένη στο σημείο που ενώνεται με την κάσα. Χαμηλά, κοντά στη βάση της πόρτας, το χρώμα αλλάζει ελαφρά, επισημαίνοντας το ύψος μιας παλιάς πλημμύρας 373
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
του υπογείου από τις σήραγγες ατμού που περιελίσσονται ακριβώς από κάτω, κι έχει μείνει άβαφη από τότε που κατέλαβε ο Ταφτ το γραφείο, κάποια στιγμή στο παρελθόν. Ο Πολ σηκώνει το χέρι του να χτυπήσει όταν από μέσα ακούγεται ένας βρυχηθμός. «Άργησες!» μουγκρίζει ο Ταφτ. Το πόμολο τρίζει μέσα στο χέρι του Πολ. Νιώθω τον Τσάρλι να πέφτει πάνω μου. «Προχώρα», μου ψιθυρίζει, σπρώχνοντας με ελαφρά. Ο Ταφτ κάθεται πίσω από ένα μεγαλειώδες γραφείο-αντίκα, βουλιαγμένος σε μια δερμάτινη πολυθρόνα. Έχει πετάξει το τουίντ σακάκι του στην πλάτη μιας καρέκλας και, με τα μανίκια του ανεβασμένα ως τους αγκώνες, διορθώνει χειρόγραφες σελίδες μ' ένα κόκκινο στιλό που φαντάζει σαν οδοντογλυφίδα μέσα στη χερούκλα του. «Αυτούς γιατί τους κουβάλησες εδώ?» ρωτάει επιτακτικά. «Δώσε μου το σχεδιάγραμμα, Βίνσεντ», λέει ο Πολ μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. Ο Ταφτ κοιτάζει πρώτα τον Τσάρλι και μετά εμένα. «Καθίστε», λέει δείχνοντας δυο καρέκλες. Εγώ κοιτάζω τριγύρω, προσπαθώντας να τον αγνοήσω. Ξύλινες βιβλιοθήκες καλύπτουν τους ασπροβαμμένους τοίχους. Στα ράφια υπάρχουν αυλακιές, στο παχύ στρώμα της σκόνης στα σημεία όπου τραβήχτηκαν τόμοι για να διαβαστούν και στη μοκέτα διαγράφεται ένα φαγωμένο μονοπάτι το οποίο υποδηλώνει τη διαδρομή του Ταφτ από την πόρτα ως το γραφείο του. «Καθίστε», επαναλαμβάνει επιτακτικά ο Ταφτ.
374
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Πολ είναι έτοιμος ν' αρνηθεί όταν ο Τσάρλι τον σπρώχνει να καθίσει σε μια καρέκλα, ανυπομονώντας να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία. Ο Ταφτ τσαλακώνει ένα χαρτομάντιλο στο χέρι του και σκουπίζει το στόμα του. «Ο Τομ Σάλιβαν», αποφαίνεται εντοπίζοντας τις ομοιότητες.
375
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Εγώ νεύω καταφατικά, αλλά δε λέω τίποτα. Στον τοίχο πάνω απ’ το κεφάλι του υπάρχει μια ποδοκάκκη,* καρφωμένη με τα σαγόνια της ανοιχτά. Μοναδική φωτεινή πινελιά σ' ολόκληρο το δωμάτιο είναι το κόκκινο μαροκέν της ράχης των τόμων και το χρυσαφί των επιχρυσωμένων στην άκρη σελίδων τους. «Άσ' τον ήσυχο», λέει ο Πολ, γέρνοντας μπροστά στην καρέκλα του. «Που είναι το σχεδιάγραμμα?» Θαυμάζω την αποφασιστικότητα του. Ο Ταφτ πλαταγίζει επιτιμητικά τη γλώσσα του, φέρνοντας ένα φλιτζάνι τσάι στα χείλη του. Υπάρχει μια δυσάρεστη λάμψη στα μάτια του, σαν να καραδοκεί για μια αφορμή να μας χιμήξει. Τελικά, σηκώνεται από τη δερμάτινη καρέκλα του τραβώντας ψηλότερα τα μανίκια του και πηγαίνει σ' ένα άνοιγμα της βιβλιοθήκης, όπου υπάρχει ένα εντοιχισμένο χρηματοκιβώτιο. Στριφογυρίζει το συνδυασμό στο πόμολο κι έπειτα τραβάει το μοχλό. Η πόρτα ανοίγει μ' ένα σιγανό τρίξιμο. Από μέσα βγάζει ένα δερματόδετο σημειωματάριο. «Αυτό είναι?» τον ρωτάει δύσπιστα ο Πολ. Ο Ταφτ το ανοίγει και του δίνει κάτι που βγάζει από μέσα. Όμως, δεν είναι παρά ένα δακτυλογραφημένο επιστολόχαρτο του ινστιτούτου, χρονολογημένο πριν από δυο βδομάδες.
*όργανο βασανισμού στο οποίο ακινητοποιούνταν τα πόδια (ή και τα χέρια και ο λαιμός) καταδίκων για τιμωρία ή δούλων για να μην μπορούν να δραπετεύσουν. (Σ.τ.Μ.)
376
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Θέλω να ξέρεις πώς έχουν τα πράγματα», λέει ο Ταφτ. «Διάβασε το». Όταν βλέπω το αντίκτυπο που έχει το κείμενο στον Πολ, σκύβω πάνω από τον ώμο του κι αρχίζω να διαβάζω κι εγώ: Αγαπητέ Μίντοους, Σε συνέχεια από 12η Μαρτίου συζήτησης μας αναφορικά με τον Πολ Χάρις, σας αποστέλλω τις πρόσθετες πληροφορίες που ζητήσατε. Όπως γνωρίζετε, ο κύριος Χάρις πρόβαλε αίτημα για αρκετές παρατάσεις και υπήρξε άκρως μυστικοπαθής σχετικά με το περιεχόμενο της εργασίας του. Μόνο όταν, ύστερα από έντονες πιέσεις εκ μέρους μου, υπέβαλε μια τελική αναφορά προόδου την περασμένη βδομάδα κατάλαβα το λόγο. Σας αποστέλλω ένα αντίγραφο τον υπό δημοσίευση άρθρου μου «Εξιχνιάζοντας το Μυστήριο: Οι Φραντσέσκο Κολόνα και η Hypnerotomachia Polyphili» που θα ?δοθεί στο φθινοπωρινό τεύχος της Τριμηνιαίας Επιθεώρησης Μελετών της Αναγέννησης και επισυνάπτω επίσης ένα αντίγραφο της αναφοράς προόδου του κυρίου Χάρις, προκειμένου να γίνει η σύγκριση. Στη διάθεση σας για κάθε περαιτέρω διευκρίνιση. Ειλικρινά δικός σας, Δρ Βίνσεντ Ταφτ Μένουμε άφωνοι. Ο δράκος του παραμυθιού στρέφεται στον Τσάρλι και σ' εμένα. «Μελετάω τριάντα ολόκληρα χρόνια αυτό το βιβλίο», λέει με αλλόκοτα απαθή τόνο. «Και τώρα οι απαντήσεις δε φέρουν καν το όνομα μου. Ποτέ δε φάνηκες ευγνώμων απέναντι μου, Πολ. Ούτε όταν σε σύστησα στον Στίβεν Γκέλμπμαν ούτε όταν σου εξασφάλισα πρόσβαση στην Αίθουσα Σπάνιων Βιβλίων ούτε καν όταν σου παραχώρησα 377
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
πολλαπλές παρατάσεις για τις ατελέσφορες έρευνες σου. Ούτε μία φορά δε φάνηκες ευγνώμων». Ο Πολ είναι υπερβολικά σοκαρισμένος για ν' απαντήσει. «Δε θα σου επιτρέψω να μου το στερήσεις», συνεχίζει ο Ταφτ. «Περίμενα πάρα πολύ καιρό». «Έχουν τις άλλες αναφορές προόδου μου», τραυλίζει σχεδόν ο Πολ. «Έχουν τα αρχεία του Μπιλ». «Δεν έχουν δει ούτε μία αναφορά προόδου από σένα», αντιτείνει ο Ταφτ, ανοίγοντας ένα συρτάρι και βγάζοντας ένα μάτσο εγγράφων. «Και να 'σαι σίγουρος ότι δεν έχουν κανένα αρχείο του Μπιλ». «Θα καταλάβουν ότι δεν είναι δικά σου συμπεράσματα», λέει απελπισμένος ο Πολ. «Δε δημοσίευσες ούτε μια αράδα πάνω στο βιβλίο εδώ και είκοσι πέντε χρόνια! Ούτε καν μελετάς την Υπνερωτομαχία πια». Ο Ταφτ στρώνει την τραχιά γενειάδα του. «Η Επιθεώρηση Μελετών της Αναγέννησης έχει λάβει τρία αρχικά δοκίμια του άρθρου μου. Και δέχτηκα αρκετά συγχαρητήρια τηλεφωνήματα για τη χτεσινοβραδινή διάλεξη μου». Αναλογιζόμενος τις ημερομηνίες πάνω στις επιστολές του Στάϊν, μαντεύω πόσο πίσω φτάνει η αρχή αυτής της μηχανορραφίας, τους μήνες έχθρας ανάμεσα στον Στάϊν και τον Ταφτ για το ποιος θα προλάβαινε να κλέψει την έρευνα του Πολ. «Αλλά αυτός έχει τα τελικά συμπεράσματα», επεμβαίνω, βλέποντας ότι ο Πολ έχει μπλοκάρει εντελώς. «Δεν τα έχει αποκαλύψει σε κανένα». Περιμένω ότι ο Ταφτ θ' αντιδράσει άσχημα, αλλά εκείνος δείχνει τα δόντια του χαμογελώντας. «Τελικά 378
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
συμπεράσματα? Τόσο σύντομα, Πολ?» λέει. «Σε τι να οφείλεται, άραγε, αυτή η ξαφνική επιτυχία?» Είναι φανερό ότι ξέρει για το ημερολόγιο. «Επίτηδες άφησες τον Μπιλ να το βρει!» συμπεραίνει ο Πολ. «Ακόμα δεν ξέρετε τι ανακάλυψε», επανέρχομαι εγώ. «Προφανώς», μου λέει στεγνά ο Ταφτ, «είσαι εξίσου αφελής με τον πατέρα σου! Αν κατάφερε να βρει το νόημα αυτού του ημερολογίου ένα παιδαρέλι, λες να μην μπορέσω εγώ?» Ο Πολ τα έχει ολότελα χαμένα, το βλέμμα του πλανιέται άσκοπα στο δωμάτιο. «Ο πατέρας μου, πάντως, σας θεωρούσε εντελώς ανίκανο», ανταποδίδω. «Ο πατέρας σου πέθανε περιμένοντας να του ψιθυρίσει μια Μούσα στο αφτί», λέει ειρωνικά. «Η επιστημοσύνη είναι μόχθος, όχι έμπνευση. Ποτέ του δε με άκουσε και το πλήρωσε ακριβά!» «Όμως, τελικά, εκείνος είχε δίκιο για το βιβλίο κι εσείς άδικο. Στα μάτια του αστράφτει ξαφνικά το μίσος. «Ξέρω τι έκανε μικρέ. Απορώ γιατί είσαι τόσο περήφανος γι' αυτόν!» Ρίχνω μια πλάγια ματιά στον Πολ, χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοεί ο Ταφτ, αλλά εκείνος έχει απομακρυνθεί από το γραφείο και στρέφεται στη βιβλιοθήκη. Τώρα ο Ταφτ σκύβει απειλητικά πάνω από το γραφείο του. «Αλλά πάλι ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει? Αποτυχημένος, εκτεθειμένος... Η απόρριψη του βιβλίου του ήταν η χαριστική βολή...» λέει σαρκαστικά. Στρέφομαι κατάπληκτος προς το μέρος του. «Βέβαια, να το κάνει με τον ίδιο του το γιο μέσα στο αυτοκίνητο...» συνεχίζει εκείνος. «Τι παραφορά!...» 379
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Ήταν ατύχημα...» λέω. Ο Ταφτ χαμογελάει πλατιά. Κινούμαι καταπάνω του. Ο Τσάρλι απλώνει το χέρι του στο στήθος μου, αλλά το απομακρύνω με μια βίαιη κίνηση. Ο Ταφτ σηκώνεται αργά απ’ την καρέκλα του. «Εσύ τον έσπρωξες να το κάνει!» τον κατηγορώ, έχοντας μια ασαφή επίγνωση ότι κραυγάζω. Νιώθω ξανά το χέρι του Τσάρλι, αλλά τραβιέμαι μακριά του, πλησιάζοντας στο γραφείο μέχρι που η γωνία του μπήγεται σαν στομωμένη λεπίδα στην ουλή που έχω στο μηρό μου. Ο Ταφτ παρακάμπτει την απέναντι γωνία, μειώνοντας προκλητικά την απόσταση που μας χωρίζει. «Επίτηδες σε προκαλεί, Τομ», μου λέει άνευρα ο Πολ από την άλλη άκρη του δωματίου. «Ο ίδιος το έκανε στον εαυτό του», λέει ο Ταφτ. «Δεν ήταν παρά ένας δειλός!» Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν χιμήξω και τον σπρώξω με όλη μου τη δύναμη είναι το μισητό χαμόγελο του. Υπέρβαρος όπως είναι, πέφτει πίσω μ' ένα βρόντο που τραντάζει τις σανίδες κάτω απ’ τα πόδια μου. Και τότε ξεσπάει πανδαιμόνιο: νιώθω τον κόσμο να διαλύεται γύρω μου, φωνές ηχούν από παντού, εικόνες διαδέχονται ιλιγγιωδώς η μια την άλλη κι άξαφνα τα χέρια του Τσάρλι μ' αγγίζουν ξανά, τραβώντας με πίσω. «Πάμε να φύγουμε», μου λέει. Παλεύω να ελευθερωθώ, αλλά ο Τσάρλι είναι πιο δυνατός. «Πάμε», επαναλαμβάνει στον Πολ, που κοιτάζει άναυδος τον Ταφτ στο πάτωμα.
380
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αλλά είναι πολύ αργά. Ο Ταφτ σηκώνεται τρεκλίζοντας κι έρχεται απειλητικά προς το μέρος μου. «Μείνε μακριά του», επεμβαίνει ο Τσάρλι τεντώνοντας το μπράτσο του μπροστά στον Ταφτ. Εκείνος με κοιτάζει κατάματα από την απόσταση που επιβάλλει το χέρι του Τσάρλι. Ο Πολ κοιτάζει ακόμα τριγύρω, αδιαφορώντας για όλους μας, αναζητώντας κάτι. Τελικά, ο Ταφτ ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του κι απλώνει το χέρι του στο τηλέφωνο. Ο Τσάρλι τον παρακολουθεί κι άξαφνα διακρίνω φόβο στο πρόσωπο του. «Φεύγουμε», λέει οπισθοχωρώντας. «Τώρα!» Ο Ταφτ πατάει τρία πλήκτρα - τρία πλήκτρα που όλοι αναγνωρίζουμε. «Αστυνομία», λέει με το βλέμμα του στυλωμένο πάνω μου. «Ελάτε αμέσως, παρακαλώ. Δέχομαι επίθεση στο γραφείο μου!» Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Πολ ορμάει στο ανοιχτό χρηματοκιβώτιο κι αρπάζει ό,τι έχει απομείνει μέσα. Έπειτα αρχίζει να τραβάει χαρτιά και βιβλία από τα ράφια, ξεριζώνοντας βιβλιοστάτες κι αναποδογυρίζοντας ό,τι υπάρχει γύρω του. Με μια αγκαλιά έγγραφα του Ταφτ στα χέρια, κάνει μερικά βήματα πίσω και βγαίνει τρέχοντας απ’ την πόρτα, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον Τσάρλι ή σ' εμένα. Αμέσως τρέχουμε πίσω του. Το τελευταίο πράγμα που ακούω από το γραφείο πίσω μας είναι η φωνή του Ταφτ στο τηλέφωνο να δίνει τα ονόματα μας στην αστυνομία. Η βροντερή φωνή του αντηχεί στους έρημους διαδρόμους. Διασχίζουμε σαν βολίδες το διάδρομο προς τη σκοτεινή, απότομη σκάλα του υπογείου, όταν ένα ρεύμα παγωμένου 381
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αέρα έρχεται ξαφνικά από πάνω. Δύο άντρες της ασφάλειας του πανεπιστημίου μπαίνουν ήδη από την κεντρική είσοδο στο ισόγειο. «Ακίνητοι!» φωνάζει ο ένας από την κορυφή της σκάλας. Στεκόμαστε παγωμένοι. «Ασφάλεια του πανεπιστημίου! Μην κουνηθεί κανείς!» Ο Πολ κοιτάζει πάνω απ’ τον ώμο μου προς την αντίθετη άκρη του διαδρόμου, σφίγγοντας τα πολύτιμα χαρτιά στο αριστερό του χέρι. «Κάνε αυτό που σου λένε», τον προειδοποιεί ο Τσάρλι. Όμως εγώ ξέρω τι έχει τραβήξει την προσοχή του Πολ. Υπάρχει μια μικρή αποθήκη του επιστάτη εκεί κάτω. Και, στο βάθος, μια είσοδος στις σήραγγες ατμού. «Είναι επικίνδυνα εκεί κάτω», ψιθυρίζει ο Τσάρλι, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του Πολ για να του κλείσει τη δίοδο. «Γίνονται έργα συντή...» Στο μεταξύ, οι ασφαλίτες παρερμηνεύουν την κίνηση του κι ο ένας κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες, αποσπώντας την προσοχή του όσο χρειάζεται για να βρει ο Πολ την ευκαιρία να ορμήξει προς την πόρτα της αποθήκης. «Στάσου!» ουρλιάζει ο ασφαλίτης. «Μην μπεις εκεί μέσα!» Αλλά ο Πολ ανοίγει κιόλας την πόρτα. Την επόμενη στιγμή χάνεται στο εσωτερικό. Ο Τσάρλι δε διστάζει στιγμή. Προτού οποιοσδήποτε αντιληφτεί την πρόθεση του, τον ακολουθεί σαν βολίδα. Ακούω ένα γδούπο καθώς πηδάει μέσα στη σήραγγα, προσπαθώντας να σταματήσει τον Πολ. Αμέσως μετά, τον ακούω να φωνάζει τ' όνομα του.
382
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Βγείτε αμέσως!» βροντοφωνάζει ο ασφαλίτης, σπρώχνοντας με προς την αποθήκη. Σκύβει στην ανοιχτή πόρτα και φωνάζει ξανά, αλλά του απαντά μόνο η σιωπή. «Δώσε σήμα...» αρχίζει ο δεύτερος όταν, άξαφνα, από τις σήραγγες ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος και αμέσως μετά ένα διαπεραστικό σφύριγμα από το λεβητοστάσιο πίσω μας. Μαντεύω αμέσως τι συνέβη: κάποια σωλήνα έσκασε. Τώρα, ακούω τον Τσάρλι να ουρλιάζει. Την ίδια στιγμή σχεδόν βρίσκομαι στο κατώφλι της αποθήκης του επιστάτη. Η ανθρωποθυρίδα είναι θεοσκότεινη, σαν λάκκος με πίσσα, ωστόσο ρίχνομαι μέσα στα τυφλά. 'Οταν προσκρούω στο έδαφος, νιώθω την αδρεναλίνη να με χτυπάει σαν ρεύμα υψηλής τάσης, μια αδυσώπητη βουκέντρα, κι ο πόνος από την πτώση σβήνει πριν απλωθεί στο κορμί μου. Πιέζω τον εαυτό μου να σηκωθεί. Τα βογκητά του Τσάρλι που ακούω από μακριά με οδηγούν μέσα στο σκοτάδι. Την ίδια στιγμή ο ασφαλίτης ξεφωνίζει πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τουλάχιστον αυτός έχει την εξυπνάδα να συνειδητοποιήσει τι γίνεται εδώ. «Καλούμε ασθενοφόρο», μου φωνάζει από το άνοιγμα της σήραγγας. «Μ' ακούς?» Εγώ κινούμαι μέσα στην ερεβώδη καταχνιά. Η κάψα είναι αφόρητη, αλλά το μόνο που σκέφτομαι είναι ο Τσάρλι. Ανά δευτερόλεπτο το σφύριγμα της σωλήνας καλύπτει κάθε άλλο Τώρα τα βογκητά του ακούγονται καθαρότερα. Προχωράω με κόπο, ανυπομονώντας να φτάσω κοντά του. Τελικά, σε μια καμπή των σωλήνων, τον βρίσκω και πέφτω δίπλα του. Κείτεται διπλωμένος στα δύο, ακίνητος. Τον αγγίζω και 383
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
καταλαβαίνω ότι τα ρούχα του είναι κουρελιασμένα, τα μαλλιά του κολλημένα στο κεφάλι του. Καθώς τα μάτια μου προσαρμόζονται στο σκοτάδι, διακρίνω λίγο πιο πέρα την τρύπα που χάσκει σε μια σωλήνα στο μέγεθος βαρελιού, χαμηλά στο πάτωμα. «Ομ», βογκάει ο Τσάρλι. Δεν καταλαβαίνω. «Ομ...» Συνειδητοποιώ ότι προσπαθεί να πει τ' όνομα μου. Το στήθος του είναι μουσκεμένο. Ο ατμός πρέπει να τον χτύπησε στη μέση του κορμού. «Μπορείς να σηκωθείς?» τον ρωτάω, προσπαθώντας να περάσω το μπράτσο του πάνω απ’ τους ώμους μου. «...Ομ...» μουρμουρίζει πριν χάσει τις αισθήσεις του. Σφίγγω τα δόντια και επιχειρώ να τον σηκώσω, αλλά είναι σαν να προσπαθώ να μετακινήσω βουνό. «Έλα, Τσάρλι», τον ικετεύω, ταρακουνώντας τον μαλακά. «Μη μ' εγκαταλείπεις τώρα». Αλλά το κομμάτι του που αντιλαμβάνεται την παρουσία ή τα λόγια μου εξασθενεί όλο και περισσότερο. Νιώθω το βάρος του άψυχο στην αγκαλιά μου. «Βοήθεια!» ουρλιάζω μ' όλη μου τη δύναμη. «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με!» Υπάρχουν σκισίματα στο πουκάμισο του, στα σημεία που ο πεπιεσμένος ατμός κουρέλιασε το ύφασμα, υποθέτω. Μόλις που τον νιώθω ν' αναπνέει. «Μμμ...» γουργουρίζει, προσπαθώντας να πιέσει το δάχτυλο του στο χέρι μου.
384
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Τον αρπάζω από τους ώμους και τον ταρακουνάω ξανά. Επιτέλους, ακούω βήματα από μακριά. Μια δέσμη φωτός σκίζει την ομίχλη, ώσπου βλέπω ακαθόριστα έναν άντρα των Πρώτων Βοηθειών κι ένα δεύτερο να τρέχουν προς το μέρος μου. Την επόμενη στιγμή βρίσκονται τόσο κοντά μου, ώστε βλέπω τα πρόσωπα τους. Αλλά όταν οι φωτεινές δέσμες των φακών τους πέφτουν επιτέλους στο σώμα του Τσάρλι, ακούω τον ένα να ψελλίζει: «Ω, Χριστέ μου». «Είσαι χτυπημένος?» με ρωτάει ο άλλος, ψηλαφώντας το στήθος μου με τα χέρια του. Εγώ τον κοιτάζω απορημένος - ώσπου, χαμηλώνοντας το βλέμμα στον κύκλο που φωτίζει ο φακός του, καταλαβαίνω. Το νερό που είχε μουσκέψει το στήθος του Τσάρλι δεν ήταν καθόλου νερό. Είμαι πασαλειμμένος με το αίμα του. Τώρα οι δύο άντρες των Πρώτων Βοηθειών είναι σκυμμένοι από πάνω του, πασχίζοντας να τον σηκώσουν. Ένας τρίτος έρχεται κι επιχειρεί να με απομακρύνει, αλλά εγώ τον απωθώ ενστικτωδώς, μη θέλοντας να φύγω από το πλευρό του Τσάρλι. Σιγά σιγά, νιώθω τις δυνάμεις μου να μ' εγκαταλείπουν. Μέσα στην κάψα και το σκοτάδι αρχίζω να χάνω την επαφή μου με την πραγματικότητα. Ένα ζευγάρι χέρια με οδηγεί έξω από τις σήραγγες και βλέπω τους δύο ασφαλίτες, μαζί με δυο αστυνομικούς τώρα, να παρακολουθούν σοκαρισμένοι καθώς οι τραυματιοφορείς με βγάζουν σχεδόν σηκωτό στην επιφάνεια της γης. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι το πρόσωπο του ασφαλίτη που στέκεται εκεί, κοιτώντας με να αναδύομαι από το σκοτάδι, καλυμμένος με αίμα. Στην αρχή παίρνει μια 385
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
βαθιά ανάσα αναριγώντας από ανακούφιση που βγαίνω τρεκλίζοντας από τη σκηνή της καταστροφής-, Η έκφραση του αλλάζει μόλις συνειδητοποιεί ότι το αίμα δεν είναι δικό μου.
386
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
18 ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΩ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΜΟΥ σ' ένα κρεβάτι στο Ιατρικό Κέντρο του Πρίνστον. Δίπλα μου κάθεται ο Πολ, χαρούμενος που συνήλθα, ενώ πλάϊ στην πόρτα στέκεται ένας αστυνομικός. Κάποιος μου έχει βγάλει τα ρούχα και μου έχει φορέσει μια ρόμπα νοσοκομείου που τρίζει σαν πάνα μωρού όταν ανακάθομαι. Υπάρχει αίμα κάτω από τα νύχια μου, σκουρόχρωμο σαν βρομιά, και μια οικεία μυρωδιά στον αέρα που μου φέρνει στο νου τη μακρόχρονη νοσηλεία μου στο παρελθόν. Είναι η μυρωδιά της αρρώστιας καλυμμένη από απολυμαντικό. Η μυρωδιά της ιατρικής. «Τομ?» λέει ο Πολ. Ανασηκώνομαι ελαφρά για να τον κοιτάξω, αλλά ένας οξύς πόνος διαπερνάει το μπράτσο μου. «Πρόσεχε», μου λέει, σκύβοντας από πάνω μου. «Ο γιατρός λέει ότι τραυματίστηκες στον ώμο». Τώρα, ανακτώντας πλήρως τις αισθήσεις μου, νιώθω και τον πόνο κάτω από τους επιδέσμους. «Τι σ' έπιασε εκεί κάτω πριν?» «Φέρθηκα ανόητα. Ήταν ολότελα ενστικτώδης αντίδραση. Δεν μπορούσα να γυρίσω κοντά στον Τσάρλι όταν έσκασε η σωλήνα. Όλος ο ατμός ερχόταν προς το μέρος μου. Βγήκα από την κοντινότερη έξοδο και οι αστυνομικοί μ' έφεραν εδώ». «Που είναι ο Τσάρλι?» τον ρωτάω. «Στα επείγοντα. Δεν αφήνουν κανένα να τον δει». Η φωνή του ηχεί αλλόκοτα απαθής. Ανασηκώνει ελαφρά το ένα του φρύδι και κοιτάζει με νόημα προς την πόρτα. Στο 387
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
διάδρομο μια ηλικιωμένη γυναίκα περνάει γρήγορα μ' ένα αναπηρικό καροτσάκι σαν παιδί με το αυτοκινητάκι του. Ο αστυνομικός την παρακολουθεί ανέκφραστος. Μια μικρή επιγραφή διπλής όψης στο δάπεδο γράφει ΠΡΟΣΟΧΗ: ΥΓΡΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ. «Είναι καλά?» ρωτάω. Ο Πολ έχει το βλέμμα στυλωμένο στην πόρτα. «Δεν ξέρω. Ο Γουίλ είπε ότι τον βρήκαν ακριβώς δίπλα στη σωλήνα που έσκασε...» «Ο Γουίλ?» «Ο Γουίλ Κλέι, ο φίλος του Τσάρλι από τις Πρώτες Βοήθειες». Ο Πολ ακουμπάει το χέρι του στο κεφαλάρι του κρεβατιού μου. «Αυτός σ' έβγαλε». Προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά στη μνήμη μου έχουν αποτυπωθεί μόνο ασαφείς σιλουέτες μέσα στις σήραγγες, περιγράμματα φωτισμένα από δυνατούς φακούς. «Ο Γουίλ και ο Τσάρλι άλλαξαν βάρδια όταν αποφασίσατε να έρθετε να με βρείτε», προσθέτει ο Πολ. Στη φωνή του υπάρχει απέραντη θλίψη. Θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο για όλα αυτά. «Θέλεις να τηλεφωνήσω στην Κέιτι να την ειδοποιήσω ότι είσαι εδώ?» με ρωτάει. Εγώ γνέφω αρνητικά. Θέλω να είμαι νηφάλιος όταν τη δω. «Θα της τηλεφωνήσω εγώ αργότερα». Η ηλικιωμένη γυναίκα περνάει για δεύτερη φορά απέξω και τώρα προσέχω το γύψο στο αριστερό πόδι της, από το γόνατο ωζ τα δάχτυλα. Τα μαλλιά της είναι ανάστατα και το μπατζάκι του παντελονιού της μαζεμένο πάνω από το γόνατο, ωστόσο στα μάτια της υπάρχει μια σκανταλιάρικη 388
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
λάμψη! περνώντας, χαρίζει ένα προκλητικό χαμόγελο στον αστυνομικό, θαρρείς κι έκανε κάτι παράνομο σπάζοντας το πόδι της. Ο Τσάρλι μου είπε κάποτε ότι συχνά οι υπερήλικες χαίρονται όταν παθαίνουν ένα μικροατύχημα ή μια ελαφριά ασθένεια. Η ήττα σε μια μάχη τους θυμίζει ότι κερδίζουν ακόμα τον πόλεμο. Ξαφνικά νιώθω συντετριμμένος από την απουσία του Τσάρλι, κατακλύζομαι από τη λαχτάρα να ξανακούσω τη φωνή του. «Πρέπει να έχασε πολύ αίμα», λέω. Ο Πολ κοιτάζει τα χέρια του. Στη σιωπή που ακολουθεί ακούω τη συριστική ανάσα του ασθενή που βρίσκεται στο κρεβάτι πίσω από το παραβάν. Την επόμενη στιγμή μπαίνει στο δωμάτιο μια γιατρός. Ο αστυνομικός τη σταματάει στην πόρτα, όπου συζητούν για λίγο χαμηλόφωνα. «Είσαι ο Τόμας?» με ρωτάει πλησιάζοντας στο κρεβάτι μου μ' ένα ντοσιέ στο χέρι και μια σκυθρωπή έκφραση στο πρόσωπο. «Ναι». «Είμαι η γιατρός Τζάνσεν». Περνάει στην άλλη μεριά του κρεβατιού για να εξετάσει το μπράτσο μου. «Πώς αισθάνεσαι?» «Καλά. Ο Τσάρλι πώς είναι?» Εκείνη μου πατάει λίγο τον ώμο, όσο χρειάζεται για να μορφάσω. «Δεν ξέρω. Τον έχουν στα επείγοντα από την ώρα που τον έφεραν». Δεν είμαι αρκετά νηφάλιος για να προσέξω ότι ξέρει το φίλο μου με το μικρό του. «Θα γίνει καλά?»
389
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Είναι πολύ νωρίς για να πούμε οτιδήποτε», απαντάει χωρίς να με κοιτάξει. «Πότε μπορούμε να τον δούμε?» ρωτάει ο Πολ. «Κάθε πράγμα στον καιρό του», λέει εκείνη, φέρνοντας το χέρι της στην πλάτη μου για να με ανασηκώσει. «Πώς νιώθεις τώρα?» «Μια χαρά». «Και τώρα?» Πιέζει δυο δάχτυλα πάνω στην κλείδα μου. «Μια χαρά». Συνεχίζει να εξετάζει την πλάτη μου, ύστερα τον αγκώνα, τον καρπό και το κεφάλι μου. Τελικά, με ακροάζεται με το στηθοσκόπιο και γέρνει ικανοποιημένη πίσω στην καρέκλα της. Οι γιατροί είναι σαν τζογαδόροι, αναζητούν πάντα τους κατάλληλους συνδυασμούς. Οι ασθενείς είναι σαν κουλοχέρηδες: ανεβοκατέβασε τους μερικές φορές τα χέρια και, αργά ή γρήγορα, θα πετύχεις το τζάκποτ. «Είσαι τυχερός που δεν έπαθες τίποτα χειρότερο», λέει τελικά. «Δεν υπέστης κάταγμα, μόνο κάκωση των μαλακών μορίων. Θα το νιώσεις όταν περάσει η επήρεια του αναλγητικού. Βάζε πάγο δύο φορές τη μέρα για μια βδομάδα και έλα πάλι να δούμε πώς πάει». Αναδίνει μια γήινη μυρωδιά, ένα συνδυασμό ιδρώτα και σαπουνιού. Περιμένω να βγάλει το συνταγολόγιο της, αναλογιζόμενος το ξέχειλο ντουλαπάκι με τα φάρμακα που έπρεπε να παίρνω μετά το δυστύχημα, αλλά εκείνη δεν κάνει καμιά κίνηση. «Έξω είναι κάποιος που θέλει να σου μιλήσει», μου λέει τελικά. 390
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο τόνος της είναι τόσο ευχάριστος ώστε, για μια στιγμή, φαντάζομαι ότι περιμένει κάποιος φίλος - ο Γκιλ που γύρισε από τη λέσχη ή, ίσως, η μητέρα μου, που ήρθε αεροπορικώς από το Οχάϊο. Για πρώτη φορά αναρωτιέμαι πόσος χρόνος πέρασε από την ώρα που μ' έβγαλαν από κείνη την τρύπα στη γη. Αλλά στην πόρτα εμφανίζεται ένα πρόσωπο που δεν έχω ξαναδεί. Μια άλλη γυναίκα - όχι γιατρός και σίγουρα όχι η μητέρα μου. Είναι κοντή και γεροδεμένη, ντυμένη με μαύρη φούστα ως τη γάμπα και μαύρες κάλτσες. Μια άσπρη μπλούζα κι ένα κόκκινο σακάκι της προσδίδουν μητρική όψη, ωστόσο η πρώτη σκέψη που κάνω είναι ότι πρόκειται για διοικητικό στέλεχος του πανεπιστημίου. Η γυναίκα ανταλλάσσει μια ματιά με τη γιατρό κι έπειτα η μία αποσύρεται καθώς η άλλη πλησιάζει. Η νεοφερμένη στέκεται λίγο παράμερα και γνέφει στον Πολ να πάει κοντά της. Μιλούν χαμηλόφωνα για λίγο - και τότε, εντελώς ξαφνικά ο Πολ με ρωτάει αν είμαι καλά, περιμένει να γνέψω καταφατικά και φεύγει μ' έναν άντρα που στέκεται κοντά στην πόρτα. «Παρακαλώ, αστυνόμε, κλείνετε την πόρτα?» φωνάζει η γυναίκα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, εκείνος νεύει καταφατικά και κλείνει την πόρτα, αφήνοντας μας μόνους. Η γυναίκα πλησιάζει στο κρεβάτι μου, αφού ρίξει μια φευγαλέα ματιά στον ασθενή πίσω από το παραβάν. «Πώς αισθάνεσαι, Τομ?» με ρωτάει και κάθεται στην καρέκλα όπου πριν καθόταν ο Πολ. Έχει φουσκωτά 391
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μάγουλα, σαν σκίουρος, που όταν μιλάει μοιάζουν γεμάτα καρύδια. «Όχι και τόσο καλά», λέω κουρασμένα. Στρέφω τη δεξιά πλευρά μου προς το μέρος της, δείχνοντας της τον επίδεσμο. «Θέλεις να σου φέρω κάτι?» «Όχι, ευχαριστώ». «Τον περασμένο μήνα είχα το γιο μου εδώ», μου λέει αφηρημένα, ψάχνοντας κάτι στην τσέπη του σακακιού της. «Για αφαίρεση σκωληκοειδίτιδας». Είμαι έτοιμος να τη ρωτήσω ποια είναι, όταν τη βλέπω να βγάζει ένα μικρό δερμάτινο πορτοφόλι από την τσέπη της. «Τομ, είμαι η ντετέκτιβ Γκουίν», μου λέει, δείχνοντας μου το σήμα της. «Θα ήθελα να μιλήσουμε γι' αυτά που έγιναν σήμερα». «Που είναι ο Πολ?» «Μιλάει με τον ντετέκτιβ Μάρτιν. Θα ήθελα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις σχετικά με τον Γουίλιαμ Στάϊν. Τον γνώριζες?» «Πέθανε χτες βράδυ». «Για την ακρίβεια, δολοφονήθηκε». Αφήνει τη σιωπή να τονίσει αυτή τη μοναδική λέξη. «Τον γνώριζε κάποιος από τους συγκατοίκους σου?» «Ο Πολ. Εργάζονταν και οι δυο στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών». Τωρα βγάζει ένα μπλοκ στενογραφίας από την τσέπη της. «Γνωρίζεις τον Βίνσεντ Ταφτ?» «Περίπου», λέω, διαβλέποντας κάτι μεγαλύτερο στον ορίζοντα. «Πήγες στο γραφείο του νωρίτερα σήμερα?» 392
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Νιώθω την πίεση ν' αυξάνεται στους κροτάφους μου. «Γιατί?» «Καβγάδισες μαζί του?» «Δε θα το περιέγραφα ως καβγά». Εκείνη κρατάει μια σημείωση. «Χτες το βράδυ εσύ και ο συγκάτοικος σου ήσασταν στο μουσείο?» με ρωτάει, ξεφυλλίζοντας ένα φάκελο στο χέρι της. Η ερώτηση έχει αμέτρητα συνεπακόλουθα. Προσπαθώ να θυμηθώ. Ο Πολ κάλυψε τα χέρια του με τα μανίκια του όταν άγγιξε τα γράμματα του Στάϊν. Κανείς δε θα μπορούσε να δει τα πρόσωπα μας στο σκοτάδι. «Όχι». Η ντετέκτιβ τρίβει τα χείλη της όπως κάνουν οι γυναίκες για να στρώσουν το κραγιόν τους. Δεν μπορώ να διαβάσω τη γλώσσα του σώματος της. Τελικά, βγάζει ένα φύλλο χαρτί από το φάκελο και μου το δίνει. Είναι μια φωτοτυπία του εντύπου εισόδου που υπογράψαμε ο Πολ κι εγώ στο φύλακα του μουσείου. Δίπλα σε κάθε όνομα υπάρχει η ημερομηνία και η ώρα σε σφραγίδα. «Πώς μπήκατε στη βιβλιοθήκη του μουσείου?» «Ο Πολ είχε τον κωδικό», παραδέχομαι. «Του τον έδωσε ο Μπιλ Στάϊν». «Το γραφείο του Στάϊν ίσως είχε πειστήρια του εγκλήματος. Τι ακριβώς ψάχνατε εκεί?» «Δεν ξέρω». Η ντετέκτιβ με κοιτάζει με συμπάθεια. «Έχω την εντύπωση ότι ο φίλος σου ο Πολ σε μπλέκει σε πολύ μεγαλύτερους μπελάδες απ’ όσο αντιλαμβάνεσαι», μου λέει. 393
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Περιμένω να τους κατονομάσει, με νομικίστικους όρους ίσως, αλλά εκείνη αρκείται να πει: «Το όνομα σου δεν είναι σ' αυτή τη σελίδα?» Ξαναβάζει το χαρτί στο φάκελο της. «Κι εσύ είσαι αυτός που επιτέθηκε στο δόκτορα Ταφτ». «Εγώ δεν...» «Αλήθεια, δεν είναι παράξενο που ο φίλος σας ο Τσάρλι ήταν αυτός που προσπάθησε να επαναφέρει τον Μπιλ Στάϊν?» «Ο Τσάρλι δουλεύει στις Πρώτες Βοήθειες και...» «Όμως, πού ήταν ο Πολ Χάρις εκείνη την ώρα?» Το φιλικό προσωπείο πέφτει για μια στιγμή. Σαν να σηκώνεται μια κουρτίνα πάνω στα μάτια της και η ευγενική, μητρική φιγούρα χάνεται. «Πρέπει ν' αρχίσεις να φροντίζεις τον εαυτό σου, Τομ». Δεν καταλαβαίνω αν πρόκειται για συμβουλή ή για προειδοποίηση. «Ο φίλος σου ο Τσάρλι είναι εξίσου μπλεγμένος. Αν τα καταφέρει, τελικά». Κάνει μια παύση, αφήνοντας με να χωνέψω τα λόγια της. «Πες μου την αλήθεια, Τομ». «Σας την είπα». «Ο Πολ Χάρις έφυγε από την αίθουσα διαλέξεων πριν τελειώσει η διάλεξη του δόκτορα Ταφτ». «Ναι». «Και ήξερε που ήταν το γραφείο του Μπιλ Στάϊν». «Αφού συνεργάζονταν, φυσικά». «Και ήταν δική του ιδέα να παραβιάσετε την είσοδο του Μουσείου Τέχνης». «Δεν παραβιάσαμε καμιά είσοδο, είχε κλειδιά». «Όπως δική του ιδέα ήταν να ψάξετε τα χαρτιά του Στάϊν». 394
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν υπάρχουν σωστές απαντήσεις. «Επιχείρησε να ξεφύγει από τους άντρες της ασφάλειας του πανεπιστημίου έξω από το γραφείο του δόκτορα Ταφτ, Τομ. Τι λόγο είχε να το κάνει αυτό?» Δε θα καταλάβαινε, - δε θέλει να καταλάβει. Έβλεπα που οδηγούσε την κουβέντα, αλλά το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αυτό που είπε για τον Τσάρλι. Αν τα καταφέρει τελικά. «Είναι αριστούχος φοιτητής, Τομ. Αυτή είναι η ταυτότητα του. Και τότε ο δόκτωρ Ταφτ ανακάλυψε τη λογοκλοπή. Ποιος υποθέτεις ότι του άνοιξε τα μάτια?» Αργά και μεθοδικά προσπαθούσε να χτίσει έναν τοίχο ανάμεσα σε δύο φίλους. «Ο Γουίλιαμ Στάϊν», απαντάει μόνη της, ξέροντας ότι δεν επρόκειτο να τη βοηθήσω περισσότερο. «Φαντάσου πώς ένιωσε ο Πολ. Την οργή που τον κυρίεψε...» Ξαφνικά ακούγεται ένας κοφτός χτύπος στην πόρτα. Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε, η πόρτα ανοίγει με φόρα. «Ντετέκτιβ Γκουίν!» της φωνάζει ένας αστυνομικός. «Τι συμβαίνει?» «Κάποιος θέλει να σας μιλήσει». «Ποιος?» «Ένας κοσμήτορας του πανεπιστημίου». Εκείνη μένει ακίνητη για μια στιγμή! έπειτα σηκώνεται και πηγαίνει στην πόρτα. Στο δωμάτιο πέφτει μια ηλεκτρισμένη σιωπή. Ύστερα από κάμποση ώρα και καθώς δεν εμφανίζεται ξανά, ανακάθομαι στο κρεβάτι μου και ψάχνω τριγύρω για το πουκάμισο μου. 395
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Έχω μπουχτίσει με τα νοσοκομεία κι αισθάνομαι αρκετά καλά για να φροντίσω μόνος μου τον ώμο μου. Θέλω να δω τον Τσάρλι. Θέλω να μάθω τι είπαν στον Πολ. Το μπουφάν μου κρέμεται από έναν καλόγερο στην πόρτα. Είμαι έτοιμος να σηκωθώ όταν η πόρτα ανοίγει αθόρυβα. Η ντετέκτιβ Γκουίν μπαίνει ξανά στο δωμάτιο. «Είσαι ελεύθερος να φύγεις», μου λέει κοφτά. «Θα επικοινωνήσουν μαζί σου απ’ το γραφείο του κοσμήτορα». Αναρωτιέμαι τι έγινε εκεί έξω. Η γυναίκα μου δίνει την κάρτα της και με κοιτάζει κατάματα. «Αλλά θέλω να σκεφτείς αυτά που σου είπα, Τομ». Νεύω καταφατικά. Μου φαίνεται ότι είναι έτοιμη να προσθέσει κάτι, αλλά αλλάζει γνώμη. Χωρίς άλλη κουβέντα, κάνει μεταβολή και φεύγει. Η πόρτα δεν έχει κλείσει, όταν ένα χέρι τη σπρώχνει ν' ανοίξει ξανά. Παγώνω, νομίζοντας ότι θα βρεθώ αντιμέτωπος με τον κοσμήτορα, αλλά αυτή τη φορά εμφανίζεται ένα φιλικό πρόσωπο. Ο Γκιλ κατέφθασε σαν το μάγο με τα δώρα. Στο αριστερό χέρι του κρατάει αυτό ακριβώς που χρειάζομαι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή: μια αλλαξιά καθαρά ρούχα. «Είσαι καλά?» με ρωτάει. «Ναι. Τι γίνεται?» «Μου τηλεφώνησε ο Γουίλ Κλέι. Μου είπε τι συνέβη. Πώς είναι ο ώμος σου?» «Καλά. Σου είπε τίποτα για τον Τσάρλι?» «Πολύ λίγα πράγματα». «Είναι καλά?» 396
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Καλύτερα απ’ όσο όταν τον έφεραν». Υπάρχει κάτι παράξενο στον τόνο της φωνής του. «Τι τρέχει, Γκιλ?» Ακολουθεί μια μακρά σιωπή, δυσάρεστη και στους δυο μας. «Τίποτα», μου λέει τελικά. «Σου μίλησαν οι μπάτσοι?» «Ναι. Όπως και στον Πολ. Τον είδες έξω?» «Είναι στην αίθουσα αναμονής. Μαζί με τον Ρίτσαρντ Κάρι». Εγώ πετάγομαι σαν ελατήριο απ’ το κρεβάτι. «Σοβαρά? Γιατί?» Ο Γκιλ ανασηκώνει τους ώμους, ρίχνοντας μια πλάγια ματιά στη νοσοκομειακή ρόμπα μου. «Θέλεις βοήθεια?» «Για ποιο πράγμα?» «Για να ντυθείς». Δεν είμαι σίγουρος αν μου κάνει πλάκα. «Νομίζω ότι θα τα καταφέρω». Εκείνος χαμογελάει, ενώ εγώ παλεύω να βγάλω τη ρόμπα. «Πάμε να μάθουμε τι κάνει ο Τσάρλι», λέω, νιώθοντας όλο και πιο σίγουρος στα πόδια μου. Τώρα όμως εκείνος διστάζει. «Τι συμβαίνει?» Παίρνει μια παράξενη έκφραση, που φανερώνει τόσο αμηχανία όσο και θυμό. «Ο Τσάρλι κι εγώ αρπαχτήκαμε χτες το βράδυ, Τομ». «Το ξέρω. Μπροστά ήμουν». «Εννοώ αφού φύγατε εσύ και ο Πολ. Είπα κάποια πράγματα που δεν έπρεπε». Θυμάμαι πόσο καθαρό ήταν το πρωί το δωμάτιο. Τώρα ξέρω γιατί ο Τσάρλι ξαγρύπνησε. «Δεν έχει σημασία», του λέω. «Πάμε να τον δούμε». 397
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Από την έκφραση του Γκιλ, όμως, καταλαβαίνω ότι τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα απ’ όσο υπέθεσα. «Δε νομίζω ότι θα χαιρόταν να με δει αυτή τη στιγμή». «Και βέβαια θα χαιρόταν!» Ο Γκιλ χαμηλώνει το βλέμμα. «Έτσι κι αλλιώς, οι γιατροί δεν αφήνουν κανένα να τον δει. Θα ξανάρθω αργότερα». Καθώς βγάζει τα κλειδιά από την τσέπη του, διακρίνω βαθιά μελαγχολία στα μάτια του. «Τηλεφώνησε μου στην Άϊβι αν χρειαστείτε οτιδήποτε», προσθέτει βγαίνοντας στο διάδρομο. Ο ένστολος αστυνομικός είναι άφαντος. Ούτε η ηλικιωμένη κυρία με το αναπηρικό καροτσάκι φαίνεται πουθενά. Κάποιος πήρε και την κίτρινη προειδοποιητική πινακίδα. Περιμένω ότι ο Γκιλ θα γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, αλλά εκείνος ξεμακραίνει με γοργά βήματα. Πριν προλάβω να σκεφτώ να του πω κάτι, στρίβει στη γωνία του διαδρόμου κατευθυνόμενος προς την έξοδο. Κάποτε ο Τσάρλι μου περιέγραψε το αντίκτυπο των επιδημιών πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις τους περασμένους αιώνες, το πως οι φοβεροί λοιμοί έκαναν τους ανθρώπους ν' αποφεύγουν τους μολυσμένους και να φοβούνται τους υγιείς, ώσπου ούτε γονείς με παιδιά δεν κάθονταν στο ίδιο τραπέζι και ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα απειλούνταν με κατάρρευση. Δεν κινδυνεύεις ν' αρρωστήσεις αν μένεις μόνος σου, του είπα, κατανοώντας αυτούς που έπαιρναν τα βουνά. Και τότε ο Τσάρλι με κοίταξε στα μάτια και, με λιγότερες από δέκα λέξεις, προέταξε το καλύτερο επιχείρημα που άκουσα ποτέ μου υπέρ των γιατρών - και το οποίο θεωρώ ότι ταιριάζει εξίσου
398
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
καλά και στους φίλους. Ίσως όχι, είπε. Αλλά ούτε υγιής παραμένεις έτσι. Το αίσθημα που με κυρίεψε παρακολουθώντας τον Γκιλ να ξεμακραίνει -και μου ξανάφερε στο νου τα λόγια του Τσάρλι- είναι το ίδιο που νιώθω όταν μπαίνω στην αίθουσα αναμονής και Βρίσκω τον Πολ να κάθεται μόνος: είμαστε όλοι μονάχοι πλέον και, δυστυχώς, όχι τόσο στη χαρά όσο στη λύπη. Ο Πολ παρουσιάζει μάλλον θλιβερό θέαμα: κάθεται σε μια σειρά πλαστικές άσπρες καρέκλες, διπλωμένος στα δύο, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Αυτή είναι η στάση που παίρνει πάντα όταν είναι απορροφημένος στις σκέψεις του: γέρνει μπροστά και πλέκει τα δάχτυλα του στον αυχένα, στηρίζοντας τους αγκώνες στα γόνατα του. Ούτε που θυμάμαι πόσες νύχτες ξύπνησα και τον βρήκα καθισμένο σ' αυτή τη στάση στο γραφείο του, μ' ένα στιλό ανάμεσα στα δάχτυλα του και μια παλιά λάμπα να φωτίζει τις σελίδες του πυκνογραμμένου τετραδίου του. Η πρώτη παρόρμηση μου όταν τον βλέπω σ' αυτή τη στάση είναι να τον ρωτήσω κάτι σχετικά με την ανακάλυψη του. Παρ' όλα όσα έγιναν, θέλω να μάθω, θέλω να βοηθήσω, θέλω να του θυμίσω μια παλιά συνεργασία ώστε να μη νιώθει μόνος. Ωστόσο, βλέποντας τον έτσι καμπουριασμένο, να αντιμάχεται τον εαυτό του για μια ιδέα, συγκρατιέμαι. Πρέπει να θυμηθώ πόσο μόχθησε για την εργασία του αφού εγώ έπαψα ν' ασχολούμαι, πόσα πρωινά ήρθε για πρόγευμα με μάτια κατακόκκινα, πόσες νύχτες τού πηγαίναμε κούπες με σκέτο καφέ από το κοντινό εστιατόριο φαστ φουντ που θα έφταναν να γεμίσει κουβάδες. Αν κάποιος μπορούσε να μετρήσει τις θυσίες που έκανε γι' αυτό το βιβλίο, αν 399
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μπορούσε να τις αριθμήσει όπως ένας φυλακισμένος χαράζει γραμμές στον τοίχο, ο κόπος που κατέβαλα εγώ γι' αυτή την έρευνα θα φάνταζε αστείος. Ήθελε τη συνεργασία μου μήνες πριν κι εγώ του την αρνήθηκα. Το μόνο που μπορώ να προσφέρω τώρα είναι η συντροφιά μου. «Έι», λέω σιγανά, πηγαίνοντας να σταθώ πλάϊ του. «Τομ...» μου λέει και σηκώνεται πάνω. Τα μάτια του είναι κατακόκκινα. «Είσαι καλά?» τον ρωτάω. Τρίβει το πρόσωπο του με το μανίκι του. «Ναι. Εσύ πώς είσαι?» «Εντάξει». Κοιτάζει το μπράτσο μου. «Θα περάσει», του λέω. Πριν προφτάσω να του πω για τον Γκιλ, μπαίνει στην αίθουσα ένας νεαρός γιατρός με λεπτό γενάκι. «Είναι καλά ο Τσάρλι?» τον ρωτάει αμέσως ο Πολ. Κοιτώντας το γιατρό, βιώνω μια νοερή σύγκρουση, σαν να στέκομαι πάνω στις γραμμές τη στιγμή που περνάει ουρλιάζοντας μια υπερταχεία. Φοράει ανοιχτοπράσινη στολή χειρουργείου, στο ίδιο χρώμα με τους τοίχους του νοσοκομείου όπου υποβλήθηκα στο πρόγραμμα αποκατάστασης μετά το δυστύχημα. Είναι ένα πικρό χρώμα, σαν ελιές λιωμένες μαζί με μοσχολέμονα. Ο φυσικοθεραπευτής μου έλεγε να σταματήσω να κοιτάζω κάτω, ότι δε θα μάθαινα ποτέ να περπατάω ξανά αν δε σταματούσα να κοιτάζω τα καρφιά στο πόδι μου. Κοίτα μπροστά, μου έλεγε. Πάντα να κοιτάς μπροστά. Κι έτσι στύλωνα το βλέμμα μου στο απαίσιο πράσινο των τοίχων. 400
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Η κατάσταση του είναι σταθερή», αποκρίνεται εκείνος. Σταθερή, σκέφτομαι. Χαρακτηριστική λέξη γιατρού. Επί δύο μέρες αφού σταμάτησαν την αιμορραγία στο πόδι μου αποκαλούσαν την κατάσταση μου «σταθερή». Το μόνο που σήμαινε αυτό ήταν ότι πέθαινα με πιο αργό ρυθμό απ’ ό,τι πριν. «Μπορούμε να τον δούμε?» ρωτάει ο Πολ. «Όχι», απαντάει ο άντρας. «Ο Τσάρλι είναι ακόμα αναίσθητος»! Ο Πολ διστάζει, σαν να θεωρεί αντιφατικές τις έννοιες της «σταθερής κατάστασης» και του «αναίσθητου ασθενή». «Θα γίνει καλά?» Ο γιατρός χρησιμοποιεί μια έκφραση που περιέχει την ιδανική αναλογία συμπάθειας και σιγουριάς, για να τον καθησυχάσει: «Νομίζω ότι το χειρότερο πέρασε». Ο Πολ χαμογελάει αχνά στον τύπο και τον ευχαριστεί. Δε θεωρώ σκόπιμο να του εξηγήσω τι ακριβώς σημαίνει αυτό: στο θάλαμο των επειγόντων περιστατικών πλένουν τα χέρια τους και σφουγγαρίζουν τα πατώματα περιμένοντας το επόμενο φορείο που θα ξεφορτώσει το ασθενοφόρο. Το χειρότερο πέρασε - αλλά γι' αυτούς. Για τον Τσάρλι, μόλις άρχισε. «Δόξα τω Θεώ», μονολογεί σχεδόν ο Πολ. Κοιτώντας τον τώρα, βλέποντας την ανακούφιση να μαλακώνει το πρόσωπο του, συνειδητοποιώ κάτι. Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψα ότι ο Τσάρλι μπορεί να πέθαινε ύστερα απ’ αυτό που συνέβη εκεί κάτω. Ποτέ δεν το σκέφτηκα ούτε καν σαν πιθανότητα.
401
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ο Πολ δεν πολυμιλάει όσο ασχολούμαι με τα τυπικά για να πάρω το εξιτήριο μου. Τον ακούω μόνο να κάνει ένα μασημένο σχόλιο για τη σκληρότητα αυτού που μου είπε ο Ταφτ στο γραφείο του. Ευτυχώς, η γραφειοκρατία είναι ελάχιστη σ' αυτό το στάδιο: υπογράφω κάνα δυο έντυπα, δείχνω τη φοιτητική μου ταυτότητα και, καθώς πασχίζω να γράψω το όνομα μου με το χτυπημένο χέρι μου, καταλαβαίνω ότι ο κοσμήτορας έχει βάλει το χεράκι του. Αναρωτιέμαι ξανά πώς έπεισε την ντετέκτιβ να μας αφήσει και τους δυο να φύγουμε. Τότε θυμάμαι αυτό που μου είπε ο Γκιλ. «Ήταν εδώ ο Κάρι?» «Έφυγε λίγο πριν βγεις. Δε φαινόταν καλά». «Τι εννοείς?» «Φορούσε ακόμα το ίδιο σακάκι με χτες το βράδυ...» «Είχε μάθει για τον Μπιλ?» «Ναι. Κι ήταν σχεδόν σαν να πίστευε...» Ο Πολ κομπιάζει. «Μου είπε: "Εμείς οι δυο καταλαβαινόμαστε, γιε μου"». «Δηλαδή?» «Ούτε κι εγώ ξέρω. Νομίζω ότι με συγχωρούσε...» «Σε συγχωρούσε?» «Μου είπε ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ότι όλα θα πάνε καλά». Έχω μείνει άναυδος. «Πώς μπόρεσε να διανοηθεί ότι θα έκανες κάτι τέτοιο? Τι του απάντησες?» «Ότι δεν το έκανα». Ο Πολ διστάζει πάλι. «Δεν ήξερα τι άλλο να πω, κι έτσι του είπα τι ανακάλυψα». «Μέσα στο ημερολόγιο?»
402
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ' άλλο. Φαινόταν τόσο ταραγμένος. Είπε ότι δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι απ’ την ανησυχία». «Ανησυχία για ποιο πράγμα?» «Για μένα». «Κοίτα», του λέω, καταλαβαίνοντας από τον τόνο της φωνής του πώς ο Κάρι τον επηρέασε . «Ο τύπος δεν ξέρει τι του γίνεται». «Τα τελευταία λόγια του πριν φύγει ήταν: "Αν ήξερα τι θα έκανες, θα χειριζόμουν διαφορετικά την κατάσταση"». Ευχαρίστως θα καρύδωνα τον Κάρι, αλλά θυμίζω έγκαιρα στον εαυτό μου ότι ο τύπος είναι ό,τι πλησιέστερο σε πατέρα έχει ο Πολ. «Τι σου είπε η ντετέκτιβ?» με ρωτάει, μάλλον για ν' αλλάξει θέμα. «Προσπάθησε να μ' εκφοβίσει». «Σου φάνηκε ότι πιστεύει το ίδιο πράγμα με τον Ρίτσαρντ?» «Ναι. Σε πίεσαν να το παραδεχτείς?» «Πριν προλάβουν να με ρωτήσουν οτιδήποτε κατέφθασε ο κοσμήτορας και μου είπε να μην απαντήσω σε καμιά ερώτηση». «Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα?» «Μου είπε ότι πρέπει να βρω δικηγόρο». Το λέει σαν να είναι πιο εύκολο να βρει ένα μυθικό πλάσμα, ένα μονόκερο, ας πούμε. «Κάτι θα σκεφτούμε», του λέω. Αφού ξεμπερδεύω με τα χαρτιά, πηγαίνουμε προς την έξοδο. Ένας αστυνομικός που στέκεται στην είσοδο μας κοιτάζει εξεταστικά. Μόλις 403
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
βγαίνουμε απ’ το κτίριο, μας υποδέχεται μια παγερή ριπή ανέμου. Παίρνουμε μαζί το δρόμο της επιστροφής στην πανεπιστημιούπολη. Οι δρόμοι είναι έρημοι, ο ουρανός βαρύς και μουντός. Ξαφνικά μας προσπερνάει ένας διανομέας πιτσαρίας πάνω στο ποδήλατο του, αφήνοντας πίσω του μια ευωδιαστή μυρωδιά αχνιστής ζύμης. Το στομάχι μου γουργουρίζει, θυμίζοντας μου ότι είμαστε πίσω στον κόσμο των ζωντανών. «Έλα μαζί μου στη βιβλιοθήκη», μου λέει ο Πολ καθώς πλησιάζουμε στην οδό Νασάου. «θέλω να σου δείξω κάτι». Στέκεται στο σταυροδρόμι. Πέρα από το προαύλιο, κατάλευκο από το χιόνι, ορθώνεται το Νασάου Χολ. Σκέφτομαι μπατζάκια παντελονιών ν' ανεμίζουν από τον τρούλο του, το γλωσσίδι της καμπάνας που δεν ήταν εκεί. Σκέφτομαι τον πόνο στον ώμο μου που, ευτυχώς, έχει υποχωρήσει κάπως. «Τι θέλεις να μου δείξεις?» Ο Πολ βαδίζει με το κεφάλι σκυφτό κόντρα στον άνεμο, τα χέρια του βαθιά μέσα στις τσέπες του. Περνάμε κάτω από την Πύλη Φιτζ Ράντολφ, αποφεύγοντας να κοιτάξουμε πίσω. Σύμφωνα με την παράδοση, μπορείς να μπεις απ’ αυτή την πύλη στην πανεπιστημιούπολη όσες φορές θέλεις, αλλά, αν έστω και μία φορά βγεις απ’ αυτή ή κοιτάξεις έξω, δεν παίρνεις ποτέ' πτυχίο. «Ο Βίνσεντ μου έλεγε να μην εμπιστεύομαι ποτέ' τους φίλους μου», λέει ο Πολ. «Έλεγε ότι οι φίλοι είναι αναξιόπιστοι». Διασταυρωνόμαστε μ' έναν ξεναγό και τη μικρή ομάδα που συνοδεύει. Θυμίζουν χορωδία που λέει τα κάλαντα. Τους 404
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
λέει ότι ο Ναθάνιελ Φιτζ Ράντολφ παραχώρησε τη γη όπου χτίστηκε το Νασάου Χολ. Είναι θαμμένος εκεί όπου τώρα ορθώνεται το Κτίριο Χόλντερ. «Δεν ήξερα τι να κάνω όταν έσκασε εκείνη η σωλήνα. Δεν είχα καταλάβει ότι ο Τσάρλι μπήκε στις σήραγγες μόνο και μόνο για να με βοηθήσει». Περνάμε απέναντι προς το Ιστ Πάιν, κατευθυνόμενοι προς τη βιβλιοθήκη. Στο βάθος στέκουν τα μαρμάρινα κτίρια των παλιών συλλόγων ανοιχτών συζητήσεων, το Γουίγκ, η λέσχη του Τζέιμς Μάντισον, το Κλιοσόφικ, το Άαρον Μπαρ. Η φωνή του ξεναγού θαρρείς και μας ακολουθεί, κι εγώ καταλαμβάνομαι όλο και πιο έντονα από την αίσθηση ότι είμαι επισκέπτης εδώ, ένας τουρίστας! ότι περπατούσα μέσα σ' ένα σκοτεινό τούνελ από τη μέρα που έφτασα στο Πρίνστον, με τον ίδιο τρόπο που τριγυρίζαμε στα έγκατα του προαυλίου Χόλντερ, περικυκλωμένοι από τάφους. «Τότε σε άκουσα να τρέχεις πίσω του. Δε σ' ένοιαξε τι σε περίμενε εκεί κάτω. Το μόνο που σ' ενδιέφερε ήταν να τον βοηθήσεις». Ο Πολ με κοιτάζει για πρώτη φορά εδώ και ώρα. «Σ' άκουγα να καλείς βοήθεια, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Είχα πετρώσει από το φόβο μου. Και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν: τι είδους φίλος είμαι εγώ? Εγώ είμαι ο αναξιόπιστος φίλος...» «Πολ», λέω, σταματώντας απότομα. «Δεν υπάρχει λόγος να μου τα πεις όλα αυτά». Είμαστε στο προαύλιο του Ιστ Πάιν, ενός κτιρίου που θυμίζει αερική αυλή μοναστηρίου, με το χιόνι να στροβιλίζεται στο τετράγωνο άνοιγμα στη μέση. Ο πατέρας 405
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μου επιστρέφει απροσδόκητα κοντά μου σαν ίσκιος πάνω στους τοίχους όταν συνειδητοποιώ ότι βάδιζε στα ίδια αυτά μονοπάτια πριν καν γεννηθώ, κι έβλεπε αυτά τα ίδια κτίρια. Βαδίζω στα βήματα του χωρίς καν να το ξέρω, επειδή κανείς μας δεν άφησε το παραμικρό αποτύπωμα σε τούτο το χώρο. Ο Πολ, προσέχοντας ότι στάθηκα, γυρίζει να με κοιτάξει και, για μια στιγμή, είμαστε οι μόνες ζωντανές υπάρξεις ανάμεσα σ' αυτούς τους πέτρινους τοίχους. «Κι όμως, υπάρχει», μου λέει. «Επειδή όταν σου πω τι ανακάλυψα στο ημερολόγιο, όλα τα άλλα θα φαίνονται ασήμαντα. Αλλά δεν είναι, - δεν είναι καθόλου ασήμαντα». «Πες μου μόνο αν είναι τόσο μεγαλειώδες όσο ελπίζαμε», του λέω. Γιατί αν είναι, ο ίσκιος που έριχνε ο πατέρας μου ήταν μεγάλος. «Κοίτα μπροστά», ακούω τη φωνή του φυσικοθεραπευτή μέσα στο κεφάλι μου. Πάντα να κοιτάς μπροστά. Αλλά είμαι και τώρα, όπως τότε, περικυκλωμένος από τοίχους. «Ναι», απαντάει ο Πολ, καταλαβαίνοντας τι εννοώ. «Είναι». Υπάρχει μια παράξενη σπίθα στα μάτια του, που οδηγεί αυτές τις δυο λεξούλες ίσια στον πυρήνα της ύπαρξης μου. Άξαφνα είναι σαν να γυρίζω στο σώμα μου, κατακεραυνωμένος από την ίδια αίσθηση που προσδοκούσα. Είναι θαρρείς και ο πατέρας μου ξέφυγε από κάτι ασύλληπτο, θαρρείς και ξαναγύρισε στη ζωή και ως διά μαγείας έγινε καλά. Δεν ξέρω τι θα μου πει ο Πολ, αλλά και μόνο η σκέψη ότι θα μπορούσε να είναι σημαντικότερο απ’ ό,τι φανταζόμουν είναι αρκετή για να μου χαρίσει κάτι που μου έλειπε πολύ περισσότερο καιρό απ’ όσο νόμιζα. Με κάνει να κοιτάζω 406
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ξανά μπροστά και να βλέπω πραγματικά κάτι, - κάτι πέρα από έναν τοίχο. Μου ξαναδίνει την ελπίδα.
407
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
19 ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ για τη βιβλιοθήκη συναντάμε την Κάρι Σο, μια τριτοετή με την οποία γνωριστήκαμε σ' ένα φιλολογικό μάθημα προ καιρού. Μας χαιρετάει. Οι δυο μας ανταλλάσσαμε ματιές πάνω απ’ το τραπέζι του σεμιναρίου επί βδομάδες πριν γνωρίσω την Κέιτι. Αναρωτιέμαι πόσα πράγματα άλλαξαν γι' αυτήν το τελευταίο διάστημα. Αναρωτιέμαι αν μπορεί να φανταστεί πόσα άλλαξαν για μένα. «Το ότι καταπιάστηκα με την υπνερωτομαχία φαντάζει εντελώς τυχαίο», λέει συλλογισμένος ο Πολ καθώς βαδίζουμε ανατολικά. «Όλα ήρθαν τόσο έμμεσα, τόσο συμπτωματικά. Όπως ακριβώς ήταν για τον πατέρα σου». «Μιλάς για τη γνωριμία του με τον Μακμπί, υποθέτω». «Όπως και για τον Ρίτσαρντ. Τι θα γινόταν αν δεν είχαν γνωριστεί ποτέ οι δυο τους? Αν δεν είχαν παρακολουθήσει τις παραδόσεις του Μακμπί? Τι θα γινόταν αν δεν είχα διαβάσει το βιβλίο του μπαμπά σου?» «Δε θα ήμασταν εδώ τώρα», απαντάω απλά. Στην αρχή το παίρνει σαν τυχαία παρατήρηση, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει πώς το εννοώ. Χωρίς τον Κάρι και τον Μακμπί και το Ντοκουμέντο της Μπελαντόνας, ο Πολ κι εγώ μπορεί να μην είχαμε γνωριστεί. Ίσως οι δρόμοι μας να διασταυρώνονταν στην πανεπιστημιούπολη, όπως ακριβώς με την Κάρι πριν από λίγο, ίσως να ανταλλάσσαμε ένα «γεια», και να αναρωτιόμασταν που είχαμε ξαναϊδωθεί, κάπως ντροπιασμένοι που, ύστερα από τέσσερα χρόνια 408
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
στον ίδιο χώρο, υπήρχαν ακόμα άγνωστα πρόσωπα ανάμεσα στους συμφοιτητές μας. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι», συνεχίζει, «για ποιο λόγο γνώρισα τον Βίνσεντ. Για ποιο λόγο γνώρισα τον Μπιλ? Γιατί πρέπει πάντα ν' ακολουθώ τον πιο μακρύ δρόμο για να φτάσω στον προορισμό μου?» «Τι θέλεις να πεις?» «Παρατήρησες πως ούτε οι κατευθύνσεις του Γενοβέζου πηγαίνουν ευθεία? Τέσσερα νότια, δέκα ανατολικά, δύο βόρεια, έξι δυτικά. Σχηματίζουν ένα μεγάλο κύκλο, ώσπου καταλήγεις σχεδόν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησες». Τελικά καταλαβαίνω το συσχετισμό: η ανοιχτή καμπύλη των περιστάσεων, ο τρόπος που το ταξίδι του με την υπνερωτομαχία περιελίχθηκε μέσα στο χρόνο και το χώρο, περνώντας από δύο φίλους στο Πρίνστον την εποχή που σπούδαζε ο πατέρας μου σε τρεις φίλους στη Νέα Υόρκη, έναν πατέρα κι ένα γιο στην Ιταλία και τώρα πίσω σε άλλους δυο φίλους στο Πρίνστον. Όλα μοιάζουν με τον αλλόκοτο γρίφο του Κολόνα, τις σχεδόν σπειροειδείς κατευθύνσεις που έγραψε. «Δε σου κάνει εντύπωση που ο πατέρας σου ήταν αυτός που με μύησε στην υπνερωτομαχία?» λέει ο Πολ. Φτάνουμε στην είσοδο της βιβλιοθήκης. Του ανοίγω την πόρτα για να περάσει. Βρισκόμαστε στην παλιά καρδιά της πανεπιστημιούπολης, σ' ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο. Το καλοκαίρι, περιστοιχισμένα από σταθερή ροή αυτοκινήτων με τα παράθυρα ανοιχτά, τα ραδιόφωνα στη διαπασών και το φοιτητόκοσμο ντυμένο με σορτσάκια και κοντομάνικα, τα κτίρια όπως η βιβλιοθήκη Φαϊρστόουν και το παρεκκλήσι 409
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
και το Νασάου Χολ μοιάζουν σπήλαια μέσα σε μητρόπολη. Αλλά όταν η θερμοκρασία πέφτει και το τοπίο καλύπτεται με χιόνι κανένα μέρος δεν είναι πιο καθησυχαστικό. «Χτες βράδυ άρχισα να σκέφτομαι», συνεχίζει ο Πολ, «πως οι φίλοι του Φραντσέσκο ήταν αυτοί που τον βοήθησαν να επινοήσει τους γρίφους, σωστά? Και τώρα είναι οι δικοί μας φίλοι που μας βοηθούν να τους λύσουμε. Εσύ έλυσες τον πρώτο, η Κέιτι το δεύτερο, ο Τσάρλι βρήκε την απάντηση στον τρίτο. Ο μπαμπάς σου ανακάλυψε το Ντοκουμέντο της Μπελαντόνας. Ο Ρίτσαρντ βρήκε το ημερολόγιο». Στεκόμαστε στην περιστροφική θύρα και δείχνουμε τις ταυτότητες μας στους φύλακες. Περιμένοντας το ασανσέρ για το τρίτο υπόγειο, στα έγκατα του κτιρίου, ο Πολ μού δείχνει μια μεταλλική πινακίδα πάνω στην πόρτα. Έχει χαραγμένο ένα σύμβολο που δεν είχα προσέξει ποτέ πριν. «Το σήμα των Αλδινών εκδόσεων», λέω, αναγνωρίζοντας το αμέσως από το πλήθος τα χαρτιά στο γραφείο του πατέρα μου. Ο εκδότης του Κολόνα, ο Άλδος Μανούτιος, πήρε το πασίγνωστο έμβλημα με το δελφίνι και την άγκυρα, μια από τις πλέον ξακουστές σφραγίδες στην ιστορία της τυπογραφίας, μέσα από την υπνερωτομαχία. Ο Πολ νεύει καταφατικά, σαν να επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά ο συλλογισμός του. Όπου κι αν γύριζε σ' αυτή την τετραετή περιδίνηση που τον ξανάφερνε πίσω στην αρχή, ένιωθε πάντα ένα χέρι στην πλάτη του. Ολόκληρος ο κόσμος του, ακόμα και στις σιωπηλές λεπτομέρειες του, θαρρείς και τον κέντριζε να προχωρήσει, να λύσει το μυστήριο των πεντακοσίων χρόνων. 410
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν και μπαίνουμε στο θάλαμο. «Τέλος πάντων, τα σκεφτόμουν όλα αυτά χτες το βράδυ», συνεχίζει ο Πολ, όταν αρχίζουμε να κατεβαίνουμε. «Το πώς τα πάντα φαίνονταν να διαγράφουν κύκλους. Και τότε μου ήρθε ξαφνικά». Ένα καμπανάκι ηχεί πάνω από τα κεφάλια μας και οι πόρτες ανοίγουν στο πιο έρημο και παγερό τοπίο της βιβλιοθήκης, δεκάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Οι βιβλιοθήκες που φτάνουν ως την οροφή του τρίτου υπόγειου είναι τόσο βαρυφορτωμένες, ώστε θαρρείς πως φτιάχτηκαν για να σηκώνουν το βάρος των πέντε πατωμάτων από πάνω μας. Στ' αριστερά μας βρίσκεται η Υπηρεσία Μικροφίλμ, το σκοτεινό σπήλαιο όπου καθηγητές και μεταπτυχιακοί σπουδαστές συνωστίζονται γύρω από σωρούς συσκευών ανάγνωσης, διαβάζοντας με μισόκλειστα βλέφαρα τα φωτεινά, μεγεθυσμένα μικροαντίγραφα. Ο Πολ με οδηγεί ανάμεσα στα ράφια, σέρνοντας το δάχτυλο του πάνω στις σκονισμένες ράχες των βιβλίων που προσπερνάμε. Μόλις τώρα συνειδητοποιώ ότι με πηγαίνει στο κλειστό αναγνωστήριο του. «Υπάρχει λόγος που όλα επιστρέφουν εκεί απ’ που άρχισαν σ' αυτό το βιβλίο. Οι αφετηρίες είναι το κλειδί της υπνερωτομαχίας. Το πρώτο γράμμα κάθε κεφαλαίου, σχηματίζει την ακροστιχίδα για τον αδερφό Φραντσέσκο Κολόνα. Το πρώτο γράμμα των αρχιτεκτονικών όρων σχηματίζει τον πρώτο γρίφο. Δεν είναι τυχαίο που ο Φραντσέσκο έβαλε το καθετί να επιστρέφει στην αφετηρία του». 411
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Στο βάθος βλέπω τις μακριές σειρές από πράσινες μεταλλικές πόρτες, που βρίσκονται τόσο κοντά η μια στην άλλη όσο και τα ντουλάπια του γυμνασίου. Και πράγματι, τα δωμάτια πίσω τους δεν είναι πολύ μεγαλύτερα από ντουλάπια. Κι όμως, εκατοντάδες τελειόφοιτοι κλείνονται εκεί μέσα επί βδομάδες για να γράψουν αναπόσπαστοι τις εργασίες τους. Το αναγνωστήριο του Πολ, το οποίο έχω μήνες να δω, βρίσκεται στην πιο απόμακρη γωνία. «Ίσως είχα απλώς αρχίσει να κουράζομαι, αλλά σκέφτηκα: τι θα γινόταν αν το έκανε εσκεμμένα? Αν ήθελε να σου υποδείξει ότι η αποκωδικοποίηση του δεύτερου μέρους του βιβλίου εξαρτιόταν από κάτι στον πρώτο γρίφο? Ο Φραντσέσκο δήλωσε ότι δε θα έδινε άλλες λύσεις, αλλά δεν απέκλεισε τις νύξεις. Και είχα τις κατευθύνσεις από το ημερολόγιο του Γενοβέζου να με βοηθήσουν». Φτάνουμε στην πόρτα του αναγνωστηρίου του. Ο Πολ στρίβει το κουμπί της κλειδαριάς ασφαλείας στο συνδυασμό που έχει ορίσει. Έχει κολλήσει ένα φύλλο πισσόχαρτου στο μικρό ορθογώνιο παράθυρο, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να κρυφοκοιτάξει μέσα. «Πίστευα ότι οι κατευθύνσεις έπρεπε να σχετίζονται με κάποια φυσική τοποθεσία. Πώς να φτάσεις από ένα στάδιο σε μια κρύπτη μετρώντας σε στάδια. Ως και ο Γενοβέζος θεώρησε ότι οι κατευθύνσεις ήταν γεωγραφικές». Κουνάει απαυδισμένος το κεφάλι του. «Το λάθος ήταν ότι δε σκεφτόμουν όπως ο Φραντσέσκο». Ο Πολ ανοίγει διάπλατα την πόρτα. Το μικρό δωμάτιο είναι ξέχειλο από βιβλία, στοίβες ολόκληρες από δαύτα, μια μικρογραφία του προεδρικού δωματίου της Άϊβι. Το πάτωμα 412
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
είναι σπαρμένο με περιτυλίγματα φαγητού. Μικρά χαρτιά καλύπτουν τους τοίχους, πυκνά σαν φτέρωμα πουλιού, καθένα μ' ένα προχειρογραμμένο σημείωμα. Ο Φινεύς ο γιος του Βήλου δεν είναι ο Φινεύς ο βασιλιάς της Σαλμνδυσον, γράφει το ένα. Έλεγξε τον Ησίοδο: Εσπερεθοναα ή Εσπερία και Αρέθουσα? γράφει ένα άλλο. Αγόρασε κι άλλα κράκερ, γράφει ένα τρίτο. Παίρνω μια στοίβα φωτοτυπίες από τη μια από τις δύο καρέκλες που είναι στριμωγμένες μέσα στο αναγνωστήριο και προσπαθώ να καθίσω χωρίς να αναποδογυρίσω τίποτα. «Έτσι, ξαναγύρισα στους γρίφους», λέει εκείνος. «Σε τι αναφερόταν ο πρώτος?» «Στον Μωυσή. Και τα κέρατα στα λατινικά». «Ακριβώς!» Μου γυρίζει την πλάτη για να κλείσει πίσω μας την πόρτα. «Αναφερόταν σε μια εσφαλμένη μετάφραση. Στη συγκριτική γλωσσολογία, την ιστορική ανάλυση της γλώσσας - τελικά, στην ίδια τη γλώσσα». Ψάχνει σε μια στόφα βιβλία πάνω στο στενό γραφειάκι του, ώσπου βρίσκει αυτό που ήθελε. Την Ιστορία της Τέχνης της Αναγέννησης του Χαρτ. «Γιατί σταθήκαμε τυχεροί με τον πρώτο γρίφο?» με ρωτάει. «Γιατί είδα εκείνο το όνειρο». «Όχι», διαφωνεί, βρίσκοντας τη σελίδα με το άγαλμα του Μωυσή από τον Μιχαήλ Άγγελο, τη φωτογραφία που σηματοδότησε την αρχή της συνεργασίας μας. «Σταθήκαμε τυχεροί επειδή ο γρίφος αναφερόταν σε κάτι λεκτικό, ενώ εμείς ψάχναμε κάτι φυσικό. Ο Φραντσέσκο δεν αναφερόταν σε "κέρατα" ούτε με την πραγματική ούτε με τη μεταφορική έννοιά τους! αναφερόταν σε μία λέξη, μια λανθασμένη 413
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
απόδοση. Ο Μιχαήλ Άγγελος λάξευσε τον Μωυσή με κέρατα, κι εσύ το θυμήθηκες. Αν δεν υπήρχε η σωματική απεικόνιση, δε θα βρίσκαμε ποτέ τη γλωσσολογική απάντηση. Αλλά αυτό ήταν το κλειδί: οι λέξεις». «Κι έτσι, αναζήτησες τη γλωσσολογική απεικόνιση των κατευθύνσεων». «Ακριβώς. Σκέφτηκα ότι ίσως δεν πρόκειται για φυσικά στοιχεία, αλλά για λεκτικά. Όταν κοίταξα το δεύτερο μισό του βιβλίου, κατάλαβα πως είχα μαντέψει σωστά. Η λέξη "στάδια" εμφανίζεται κοντά στην αρχή κάθε πρώτου κεφαλαίου. Κοίτα», μου λέει, ξεχωρίζοντας ένα φύλλο χαρτί στο οποίο έχει σημειώσει κάτι. Διαβάζω τρεις μάλλον ασυνάρτητες προτάσεις: Αύριο θα πάμε στο στάδιο κι ίσως βρούμε τον Γκιλ και τον Τσάρλι εκεί. Μόνο η Κέιτι είπε ότι ίσως έρθει για μερικές φωτογραφίες. Δε θα σκοτιστεί όποιος κι αν νικήσει, αν της πει το σ' αγαπώ ο Τομ, όπως θα 'θελε. «Τι είναι πάλι αυτό?» τον ρωτάω έκπληκτος. «Δε λέει και πολλά, ε? Πάντως, δεν είναι πολύ χειρότερο από την ιστορία του Πολύφιλου. Αλλά για γράψ' το πάνω σε τετραγωνισμένο χαρτί», προσθέτει, γυρνώντας ανάποδα το χαρτί. «Και να τι έχεις: Α Ι Κ Ι Ι Σ
Υ Ο Ι Μ Σ Φ
Ρ Κ Λ Ο Ω Ω
Ι Ι Κ Ν Σ Τ
Ο Ι Α Ο Ε Ο
Θ Σ Ι Η Ρ Γ
Α Ω Τ Κ Θ Ρ
Π Σ Ο Ε Ε Α
Α Β Ν Ι Ι Φ
Μ Ρ Τ Τ Γ Ι
414
Ε Ο Σ Ι Ι Ε
Σ Υ Α Ε Α Σ
Τ Μ Ρ Ι Μ Δ
Ο Ε Λ Π Ε Ε
Σ Τ Ι Ε Ρ Θ
Τ Ο Ε Ο Ι Α
Α Ν Κ Τ Κ Σ
Δ Γ Ε Ι Ε Κ
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Τ Ι Σ Τ Ε Ι Ο Π Ο Ι Ο Σ Κ Ι Α Ν Ν Ι Κ Η Σ Ε Ι Α Ν Τ Η Σ Π Ε Ι Τ Ο Σ Α Γ Α Π Ω Ο Τ Ο Μ Ο Π Ω Σ Θ Α Θ Ε Λ Ε Περιμένω να μου έρθει η θεία επιφοίτηση, αλλά δε γίνεται τίποτα. «Αυτό είναι?» «Αυτό είναι. Και τώρα, ακολούθησε απλώς τις οδηγίες. Τέσσερα νότια, δέκα ανατολικά, δυο βόρεια, έξι δυτικά. De stadio -από το στάδιο. Ξεκινάς απ’ το πρώτο γράμμα της επόμενης λέξης!» Βρίσκω ένα στιλό στο γραφείο του και το δοκιμάζω, πηγαίνοντας τέσσερα γράμματα κάτω, δέκα δεξιά, δυο πάνω κι έξι αριστερά. Α Ι Κ Ι Ι Σ Ο Ι Γ
Υ Ο Ι Μ Σ Φ Τ Κ Α
Ρ Ι Κ Ι Κ Ν Σ Ω Ι Σ Η Σ Π Ω
Ο Ι Α Ο Ε
Θ Σ Ι Η Ρ
Α Ω Τ Κ Θ
Π Α Μ Ε Σ Τ Ο Σ Β Ρ Ο Υ Μ Ε Ο Ν Τ Σ Α Ρ Λ Ι Π Ε Ι Γ Ι Α Ε Δ Ε Τ Ε Ι Ο Π Ο Ι Ο Σ Κ Ε Ι Α Ν Τ Η Σ Π Ε Ι Ο Τ Ο Μ Ο Π Ω Σ Θ Α
415
Σ Τ Ι Ε Ρ Θ Ι Τ Θ
Τ Ο Ε Ο Ι Α Α Ο Ε
Α Ν Κ Τ Κ Σ Ν Σ Λ
Δ Γ Ε Ι Ε Κ Ν Α Ε
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Σημειώνω ένα ένα τα γράμματα: Κ-Ω-Δ-Ι-Κ. «Και τώρα, επανάλαβε τη διαδικασία», μου λέει ο Πολ, «αρχίζοντας απ’ το τελευταίο γράμμα». Ξεκινάω πάλι από το τελευταίο Κ. Α Ι Κ Ι Ι Σ Ο Ι Γ
Υ Ο Ι Μ Σ Φ Τ Κ Α
Ρ Ι Κ Ι Κ Ν Σ Ω Ι Σ Η Σ Π Ω
Ο Ι Α Ο Ε
Θ Σ Ι Η Ρ
Α Π Α Μ Ω Σ Β Ρ Τ Ο Ν Τ Κ Ε Ι Γ
Ε Σ Τ Ο Ο Υ Μ Ε Σ Α Ρ Λ Ι Π Ι Α Ε Δ Ε Ο Π Ο Ι Ο Σ Κ
Σ Τ Ι Ε Ρ Θ Ι
Τ Ο Ε Ο Ι Α Α
Α Ν Κ Τ Κ Σ Τ Ε Ν Ε Ι Α Σ Ο Τ Ο Μ Ο Π Ω Σ Θ Α Θ Ε Λ
Δ Γ Ε Ι Ε Κ Ν Α Ε
Και ιδού, γραμμένο φαρδιά πλατιά στη μέση του χαρτιού: Κ-Ω-Δ-Ι-Κ-Α-Σ. «Αυτός είναι ο Κανόνας των Τεσσάρων», λέει ο Πολ. «Κι είναι πανεύκολος μόλις καταλάβεις πώς λειτουργεί το μυαλό του Φραντσέσκο. Τέσσερις κατευθύνσεις μέσα στο κείμενο! Αρκεί να το επαναλάβεις ξανά και ξανά, και να χωρίσεις τις λέξεις σωστά». «Μα ο Κολόνα θα πρέπει να έκανε μήνες να το γράψει». Γνέφει καταφατικά. «Το αστείο είναι ότι απ’ την αρχή είχα παρατηρήσει πως υπήρχαν κάποιες αράδες μέσα στην υπνερωτομαχία που φαίνονται πιο ανοργάνωτες από άλλες - σημεία όπου οι λέξεις δεν έδεναν απόλυτα μεταξύ τους, όπου υπήρχαν αλλόκοτες ασυνταξίες κι εμφανίζονταν οι πιο εξωφρενικοί νεολογισμοί. Τώρα ξέρω το γιατί. Ο Φραντσέσκο έπρεπε να γράφει το κείμενο έτσι ώστε να 416
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ταιριάζει στον κώδικα. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί χρησιμοποίησε τόσες διαφορετικές γλώσσες. Αν το τοπικό ιδίωμα δεν ταίριαζε στα κενά, κατέφευγε στη λατινική λέξη ή έπλάθε μια δική του. Μέχρι που έκανε λάθος επιλογή. Κοίταξε». Με βάση τον κώδικα, στην αράδα όπου εμφανίζονταν το Ω και το Δ θα έπρεπε να εμφανιστεί κι ένα τρίτο γράμμα, πάνω απ’ το τελικό Σ της λέξης «κώδικας» που έφτιαξε ο Πολ. «Τελικά, σε μια αράδα δεν έχει μόνο δυο ούτε τρία γράμματα, αφού θα προκύψει και τέταρτο αν προχωρήσεις έξι "δυτικά", δηλαδή αριστερά. Με τον κώδικα που επέλεξε, ο Φραντσέσκο έπρεπε να βρει λέξεις που ταίριαζαν με τέσσερα γράμματα σε κάθε δεύτερη γραμμή! Ωστόσο, έκανε σπουδαία δουλειά! Πεντακόσια χρόνια τώρα κανείς δεν το ανακάλυψε!» «Όμως, το βιβλίο δεν είναι τυπωμένο έτσι», λέω, απορώντας πώς κατάφερε να εφαρμόσει αυτή την πολύπλοκη τεχνική πάνω στο ίδιο το κείμενο. «Τα γράμματα δεν είναι τοποθετημένα σε τετραγωνισμένο χαρτί. Πώς καταλαβαίνεις που είναι ο βορράς ή ο νότος?» «Είναι σχεδόν ακατόρθωτο, επειδή δεν μπορείς να πεις ποιο γράμμα είναι ακριβώς πάνω ή κάτω από ένα άλλο», λέει ο Πολ με εντεινόμενη έξαψη. «Γι' αυτό προσέγγισα το πρόβλημα με μαθηματική αντί σχηματική μέθοδο». Η ικανότητα του να εξαγάγει την πιο απλή και την πιο περίπλοκη πλευρά της ίδιας ιδέας εξακολουθεί να με καταπλήσσει. «Πάρε αυτό που έγραψα για παράδειγμα. Σ' αυτή την περίπτωση υπάρχουν... δεκαοχτώ γράμματα σε κάθε 417
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αράδα, σωστά? Αν το υπολογίσεις, το "τέσσερα νότια" θα είναι πάντα τέσσερις αράδες κάτω, δηλαδή εβδομήντα δυο γράμματα δεξιά από το σημείο αφετηρίας. Με τον ίδιο υπολογισμό, το "δυο βόρεια" αντιστοιχεί σε εξήντα έξι γράμματα προς τ αριστερά. Μόλις εξοικειωθείς με το μήκος της συνηθισμένης αράδας του Φραντσέσκο, μπορείς απλώς να δουλέψεις με τα μαθηματικά. Και υστέρα από λίγο είναι παιχνιδάκι να μετράς τα γράμματα». Σκέφτομαι πως στη διάρκεια της συνεργασίας μας το μόνο προσόν που διέθετα εγώ και θα μπορούσε να συγκριθεί με την ταχύτητα της σκέψης του Πολ ήταν η διαίσθηση μου τύχη, όνειρα, τυχαίοι συνειρμοί. Μου φαίνεται πως αδίκησε τον εαυτό του όταν με δέχτηκε ως ισότιμο συνεργάτη. Ο Πολ διπλώνει το χαρτί και το πετάει στον κάδο των αχρήστων. Για μια στιγμή κοιτάζει γύρω του στο αναγνωστήριο κι έπειτα σηκώνει μια στοίβα βιβλία και μου τα φορτώνει, παίρνοντας άλλη μία αυτός. Το αναλγητικό πρέπει να κάνει δουλειά, γιατί ο ώμος μου δε διαμαρτύρεται για το βάρος. «Ειλικρινά σε θαυμάζω που βρήκες την άκρη», του λέω. «Ποιο ήταν τελικά το μήνυμα?» «Βοήθησε με πρώτα να μεταφέρω όλα αυτά πίσω στα ράφια», μου λέει. «Δε θέλω ν' αφήσω τίποτα εδώ μέσα». «Γιατί?» «Ως μέτρο προφύλαξης». «Από τι?» Το χαμόγελο του είναι αινιγματικό. «Από πρόστιμα της διεύθυνσης?»
418
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Βγαίνουμε από το αναγνωστήριο, κι ο Πολ με οδηγεί κατά μήκος ενός ατέλειωτου διαδρόμου που χάνεται στο σκοτάδι. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν ράφια, αδιέξοδα που στρίβουν σε άλλα αδιέξοδα. Βρισκόμαστε σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης που την επισκέπτονται τόσο σπάνια, ώστε οι βιβλιοθηκάριοι δεν ανάβουν τα φώτα, αφήνοντας τους επισκέπτες να ψάχνουν μόνοι τους διακόπτες σε κάθε ράφι που θέλουν να εξετάσουν. «Όταν τελείωσα, ούτε εγώ μπορούσα να το πιστέψω», μου λέει. «Έτρεμα σύγκορμος αποκωδικοποιώντας το κείμενο. Είχα τελειώσει. Ύστερα από τόσο καιρό, είχα τελειώσει». Σταματάει σ' ένα από τα πιο μακρινά ράφια, όπου μόλις που διακρίνω το περίγραμμα του προσώπου του. «Και, πίστεψε με, Τομ, άξιζε τον κόπο. Δεν είχα την παραμικρή υποψία για το τι με περίμενε στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Θυμάσαι τα γράμματα που βρήκαμε στο γραφείο του Στάιν?» «Ναι». «Το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν γεμάτο ψευτιές, Τομ. Εσύ ξέρεις ότι αυτή η δουλειά ήταν δική μου. Το περισσότερο που έκανε κάποιες φορές ο Μπιλ ήταν να μεταφράσει μερικούς αραβικούς χαρακτήρες, να βγάζει φωτοαντίγραφα και να ελέγχει κάποια βιβλία. Όλα τα άλλα τα έκανα μόνος μου». «Το ξέρω», τον διαβεβαιώνω. Ο Πολ καλύπτει το στόμα του για μια στιγμή. «Εντούτοις, δεν είναι ακριβώς έτσι. Χωρίς αυτά που ανακάλυψαν ο πατέρας σου και ο Ρίτσαρντ και χωρίς τους γρίφους που λύσατε εσείς -και κυρίως εσύ-, δε θα τα είχα 419
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
καταφέρει. Όχι, δεν τα κατάφερα ολομόναχος. Όλοι εσείς μου δείξατε το δρόμο». Ο Πολ επικαλείται τον πατέρα μου και τον Κάρι σαν να επρόκειτο για ένα ζεύγος αγίων, δύο μάρτυρες από τους πίνακες της διάλεξης του Ταφτ. Για μια στιγμή αισθάνομαι κάπως σαν τον Σάντσο Πάντσα όταν ακούει τον Δον Κιχότη. Οι γίγαντες που βλέπει δεν είναι παρά ανεμόμυλοι, το ξέρω, ωστόσο αυτός βλέπει καθαρά στο σκοτάδι, ενώ εγώ αμφισβητώ τα μάτια μου. Σκέφτομαι πως ίσως αυτό ήταν το κώλυμα από την αρχή: είμαστε ζώα προικισμένα με φαντασία. Μόνο ο άνθρωπος που βλέπει γίγαντες μπορεί να σταθεί πάνω στους ώμους τους. «Αλλά ο Μπιλ είχε δίκιο σε ένα πράγμα», λέει ο Πολ. «Τα αποτελέσματα θα επισκιάσουν πράγματι κάθε άλλη ανακάλυψη στη μελέτη οποιασδήποτε ιστορικής περιόδου. Και μάλιστα για πολύ καιρό...» Παίρνει τη στοίβα των βιβλίων απ’ τα χέρια μου κι άξαφνα νιώθω εντελώς αβαρής. Ο διάδρομος πίσω μας εκτείνεται προς ένα απόμακρο φως, μακρόστενα κλίτη που συγκλίνουν σε κάποιο σημείο στο βάθος. Ακόμα και στο σκοτάδι βλέπω το πλατύ χαμόγελο του Πολ.
420
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
20 ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΜΠΑΙΝΟΒΓΑΙΝΟΥΜΕ στο αναγνωστήριο μεταφέροντας ντουζίνες βιβλία. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα παρατάμε τυχαία στα ράφια. Απ’ ό,τι φαίνεται, το μόνο που ενδιαφέρει τον Πολ είναι να τα καταχωνιάσει. «Θυμάσαι τι συνέβαινε στην Ιταλία στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα?» με ρωτάει. «Μόνο ό,τι διάβασα στον τουριστικό οδηγό του Βατικανού». Ο Πολ βάζει άλλη μια στοίβα βιβλία στην αγκαλιά μου. «Την εποχή του Φραντσέσκο όλη η πνευματική ζωή της Ιταλίας περιστρέφεται γύρω από μία μοναδική πόλη». «Τη Ρώμη», συμπεραίνω αμέσως. Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Πολύ μικρότερη. Ήταν περίπου στο μέγεθος του Πρίνστον - του πανεπιστημίου, όχι της πόλης». Ο ενθουσιασμός του γι' αυτό που ανακάλυψε είναι σχεδόν απτός, η ιδέα μοιάζει να υλοποιείται μπροστά στα μάτια του. «Σ' εκείνη την πόλη», συνεχίζει, «έβρισκες περισσότερους διανοούμενους απ’ όσους θα μπορούσες ν' αξιοποιήσεις. Ιδιοφυίες. Πολυμαθείς. Στοχαστές που αναζητούσαν τις μεγάλες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα. Αυτοδίδακτους που εντρυφούσαν σε αρχαίες γλώσσες που κανείς δεν ήξερε πια. Φιλοσόφους που αναγόρευαν βιβλικά στοιχεία σε ιδέες από ελληνικά και κείμενα, από τον αιγυπτιακό μυστικισμό κι από περσικά χειρόγραφα τόσο παλιά, που κανείς δεν μπορεί να χρονολογήσει. Ήταν η 421
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
απόλυτη αιχμή του ουμανισμού, του συνόλου των ανθρωπιστικών σπουδών. Σκέψου τους γρίφους, καθηγητές πανεπιστημίου που παίζουν Ριθμομαχία! μεταφραστές που εξηγούν τον Ωραπόλλωνα! ανατόμους που αναθεωρούν τα συμπεράσματα του Γαληνού». Βλέπω νοερά το θόλο του καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Ο πατέρας μου συνήθιζε να την αποκαλεί «μητέρα πόλη της σύγχρονης επιστημοσύνης». «Η Φλωρεντία», λέω. «Ακριβώς. Κι αυτά είναι μόνο η αρχή. Σε κάθε κλάδο της επιστήμης και της τέχνης έβρισκες τα μεγαλύτερα ονόματα της Ευρώπης. Στην αρχιτεκτονική είχες τον Φιλίπο Μπρουνελέσκι, τον άνθρωπο που σχεδίασε το μεγαλύτερο τρούλο καθεδρικού ναού" της χιλιετίας, τη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Στη γλυπτική είχες τον Λορέντσο Γκιμπέρτι, που δημιούργησε μια τόσο υπέροχη σειρά ανάγλυφα, ώστε έμεινε στην ιστορία ως "η θύρα του παραδείσου". Κι είχες ακόμα το βοηθό του Γκιμπέρτι, που όταν μεγάλωσε έγινε ο πατέρας της σύγχρονης γλυπτικής: ο Ντονατέλο». «Και στη ζωγραφική υπήρχαν τρανταχτά ονόματα», του θυμίζω. Ο Πολ χαμογελάει. «Μιλάμε για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση από μεγαλοφυίες στην ιστορία της δυτικής τέχνης σε μια μικρή πόλη. Να πειραματίζονται σε νέες τεχνικές, να διατυπώνουν καινούριες θεωρίες προοπτικής, να μετουσιώνουν τη ζωγραφική από επάγγελμα σε επιστήμη και τέχνη. Θα πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον τρεις ντουζίνες απ’ αυτούς, όπως ο Αλμπέρτι, που θα θεωρούνταν κορυφαίοι οπουδήποτε αλλού στον κόσμο 422
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αλλά σ' αυτήν την πόλη είναι δεύτερης διαλογής. Κι αυτό επειδή συναγωνίζονται με γίγαντες. Με τον Μαζάτσιο, τον Μποτιτσέλι, τον Μιχαήλ Άγγελο». Όσο μεγαλώνει η έξαψη του τόσο επιταχύνεται το βήμα του μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους. «Και ο κατάλογος συνεχίζεται. Θέλεις θετικούς επιστήμονες? Έχεις τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Θέλεις πολιτικούς? Έχεις το Μακιαβέλι. Θέλεις ποιητές? Τον Βοκάκιο και τον Δάντη. Και πολλοί απ’ αυτούς ήταν σύγχρονοι. Και πάνω απ’ όλα αυτά, έχεις τους Μεδίκους, μια οικογένεια τόσο πλούσια και ισχυρή, ώστε μπορούσε να έχει υπό την προστασία της όσους καλλιτέχνες και διανοούμενους μπορούσε να παράγει η πόλη. «Φαντάσου τώρα όλους αυτούς μαζί, στην ίδια μικρή πόλη, την ίδια χρονική στιγμή. Οι μεγαλύτερες μορφές της διανόησης σε όλη την ιστορία της Δύσης να διασταυρώνονται τυχαία στους δρόμους, να μιλούν μεταξύ τους στον ενικό, να συζητούν, να συνεργάζονται, να συναγωνίζονται, να επηρεάζουν και να ωθούν ο ένας τον άλλο να προχωρήσει μακρύτερα απ’ όσο θα μπορούσε ο καθένας μόνος του. Όλοι σ' ένα μέρος όπου βασιλεύει η ομορφιά και η αλήθεια, όπου οι ισχυρότερες οικογένειες ανταγωνίζονται ποια θα παραγγείλει το εντυπωσιακότερο έργο τέχνης, ποια θα επιχορηγήσει τους σημαντικότερους στοχαστές, ποια θα αποκτήσει την πλουσιότερη βιβλιοθήκη. Φαντάσου τα όλα αυτά. Είναι σαν όνειρο. Κάτι σχεδόν αδύνατο». Γυρίζει στο αναγνωστήριο του και επιτέλους κάθεται.
423
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Και τότε, στα τελευταία χρόνια του δέκατου πέμπτου αιώνα, λίγο πριν γραφτεί η υπνερωτομαχία, σημειώνεται εκεί κάτι ακόμα πιο εκπληκτικό. Κάτι που γνωρίζουν όλοι οι μελετητές της Αναγέννησης, αλλά κανείς δε συνέδεσε με το βιβλίο. Το κωδικοποιημένο μήνυμα του Φραντσέσκο ανέφερε κάθε τόσο έναν πανίσχυρο κληρικό στη γη των αδερφών του. Απλώς δεν αναρωτήθηκα ποιον εννοούσε». «Νόμιζα ότι η δράση του Λουθήρου άρχισε στα 1516. Ο Κολόνα έγραφε στα 1490». «Δεν εννοούσε τον Λούθηρο», μου λέει. «Στα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα στάλθηκε στη Φλωρεντία ένας δομινικανός καλόγερος για να ενταχθεί στη μονή του Αγίου Μάρκου». Και ξαφνικά καταλαβαίνω. «Ο Σαβοναρόλα!» Ο μεγάλος ιεροκήρυκας που ξεσήκωσε τη Φλωρεντία στην αλλαγή του αιώνα, προσπαθώντας να αναζωπυρώσει την πίστη της πάση θυσία. «Ακριβώς», λέει ο Πολ. «Ο Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα είναι απόλυτος στα πιστεύω του, υπόδειγμα πίστης και ηθικής. Μόλις φτάνει στη Φλωρεντία αρχίζει το κήρυγμα. Λέει στους ανθρώπους ότι η συμπεριφορά τους είναι αμαρτωλή, ότι ο πολιτισμός και η τέχνη τους είναι βλάσφημη, ότι η ηγεσία τους είναι άδικη. Λέει ότι προκαλούν το Θεό με τη στάση τους. Τους λέει να μετανοήσουν». Δεν προλαβαίνω ούτε καν να κουνήσω αηδιασμένος το κεφάλι μου. «Ξέρω πως ακούγεται», συνεχίζει ο Πολ, «αλλά έχει δίκιο. Κατά μία έννοια, η Αναγέννηση είναι μια αθεϊστική περίοδος. Η εκκλησία είναι διεφθαρμένη. Ο πάπας 424
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
επιλέγεται βάσει πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο Πρόσπερο Κολόνα, ο θείος του Φραντσέσκο, πεθαίνει τάχα από ποδάγρα, αλλά πολλοί πιστεύουν ότι τον δηλητηρίασε ο πάπας Αλέξανδρος επειδή καταγόταν από ανταγωνιστική οικογένεια. Κάπως έτσι είναι ο κόσμος εκείνη την εποχή: ο λαός υποψιάζεται τον πάπα για φόνο. Κι αυτή ήταν μόνο η αρχή, - τον υποπτεύονταν και για σαδισμό, αιμομιξία και ό,τι άλλο θέλεις. »Στο μεταξύ, παρ' όλη τη μεγαλοσύνη της στις τέχνες και τις επιστήμες, η Φλωρεντία είναι σε μόνιμη αναταραχή. Αντίπαλες φατρίες συγκρούονται μεταξύ τους στους δρόμους, διαπρεπείς οικογένειες συνωμοτούν η μια ενάντια στην άλλη για ν" αποσπάσουν μεγαλύτερη εξουσία και, μόλο που θεωρητικά η πόλη έχει δημοκρατικό καθεστώς, οι Μέδικοι ελέγχουν τα πάντα. Οι αιφνίδιοι θάνατοι είναι συχνοί, οι εκβιασμοί και οι εξαναγκασμοί ακόμα συχνότεροι, η αδικία και η ανισότητα φυσικός νόμος. Είναι επικίνδυνος τόπος, παρά τα εξαίσια δημιουργήματα του. »Έτσι, ο Σαβοναρόλα φτάνει στη Φλωρεντία και βλέπει το κακό όπου στρέψει το βλέμμα του. Καλεί τους πολίτες της να εξαγνίσουν τη ζωή τους, να κόψουν τον τζόγο, ν' αρχίσουν να μελετούν την Αγία Γραφή, να βοηθούν τους φτωχούς και να ταίζουν τους πεινασμένους. Στον Άγιο Μάρκο, το μοναστήρι όπου ζει, αρχίζει να κερδίζει οπαδούς. Ακόμα και κάποιοι από τους διαπρεπέστερους ουμανιστές αρχίζουν να τον θαυμάζουν. Συνειδητοποιούν ότι είναι μορφωμένος και γνώστης της φιλοσοφίας. Σιγα σιγά, ο Σαβοναρόλα κερδίζει οπαδούς».
425
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Εδώ τον διακόπτω. «Νόμιζα ότι αυτό συνέβαινε ενόσω οι Μέδικοι είχαν ακόμα την πόλη υπό τον έλεγχό τους». Ο Πολ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Δυστυχώς γι' αυτούς, ο νεότερος διάδοχος τους, ο Πιέρο, ήταν ένας ανόητος. Δεν μπορούσε να κυβερνήσει την πόλη. Ο λαός άρχισε ν' απαιτεί ελευθερία, ένα καθαγιασμένο αίτημα στη Φλωρεντία, εκδιώκοντας τελικά τους Μεδίκους. Θυμάσαι την τεσσαρακοστή όγδοη ξυλογραφία? Το παιδί στο άρμα που κατακρεουργεί τις δύο γυναίκες?» «Αυτή που πρόβαλε και ο Ταφτ στη διάλεξη του?» «Ναι. Ο Βίνσεντ την ερμήνευε πάντα ως μια σκηνή τιμωρίας επί εσχάτη προδοσία. Σας είπε τι πίστευε ο ίδιος ότι σημαίνει?» «Όχι. Ήθελε να βρει το κοινό την απάντηση». «Αλλά σας ρώτησε για το παιδί στο άρμα - γιατί έχει σπαθί ή κάτι τέτοιο?» Θυμάμαι τον Ταφτ να στέκεται κάτω από την εικόνα, ρίχνοντας τη σκιά του πάνω στην οθόνη. «Ναι, όπως και γιατί αναγκάζει τις γυναίκες να σύρουν το άρμα του μέσα στο δάσος κι έπειτα τις σκοτώνει μ' αυτό τον τρόπο». «Λοιπόν, η θεωρία του Βίνσεντ είναι ότι η φιγούρα του Έρωτα ήταν στην πραγματικότητα ο νέος διάδοχος των Μεδίκων. Ο Πιέρο συμπεριφερόταν σαν παιδί, γι' αυτό ο ζωγράφος τον απεικόνισε έτσι. Εξαιτίας του, οι Μέδικοι έχασαν τον έλεγχο στη Φλωρεντία και διώχτηκαν κακήν κακώς. Έτσι, οι ξυλογραφίες τον δείχνουν να αποχωρεί μέσα απ’ τα δάση». «Και ποιες είναι οι γυναίκες?»
426
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Η Φλωρεντία και η Ιταλία, κατά τον Βίνσεντ. Συμπεριφερόμενος σαν παιδί, ο Πιέρο τις κατέστρεψε και τις δύο». «Δε φαίνεται παράλογο». «Είναι αληθοφανής ερμηνεία», συμφωνεί ο Πολ, σκύβοντας για να ψάξει κάτι κάτω από το γραφείο του. «Απλώς δεν είναι η σωστή. Ο Βίνσεντ αρνιόταν να παραδεχτεί ότι ο κανόνας της ακροστιχίδας ήταν το κλειδί. Δε θα δεχόταν ποτέ ότι η σημαντικότερη ήταν η πρώτη απ’ αυτές. Δεν μπορεί να δει τα πράγματα παρά μόνο από τη δική του σκοπιά. »Το θέμα είναι», συνεχίζει, «πως μετά την εκτόπιση των Μεδίκων, οι άλλες ισχυρές οικογένειες συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν μια νέα διακυβέρνηση στη Φλωρεντία. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι κανείς δεν εμπιστευόταν κανένα. Στο τέλος συμφώνησαν να παραχωρήσουν πολιτική εξουσία στον Σαβοναρόλα. Ήταν ο μόνος που γνώριζαν όλοι πως ήταν αδιάφθορος. »Έτσι, η δημοτικότητα του Σαβοναρόλα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Οι άνθρωποι αρχίζουν να επηρεάζονται βαθιά από τα κηρύγματα του. Οι έμποροι στον ελεύθερο χρόνο τους μελετούν την Αγία Γραφή. Οι τζογαδόροι δε διαλαλούν πια τις δραστηριότητές τους. Οι κραιπάλες και τα βίαια επεισόδια μειώνονται αισθητά. Αλλά ο Σαβοναρόλα βλέπει ότι το κακό ανασυντάσσεται. Έτσι, επιτείνει την εκστρατεία του για πολιτική και θρησκευτική αναβάθμιση». Ο Πολ σκύβει και ψάχνει ακόμα πιο βαθιά κάτω απ’ το γραφείο του. Τον ακούω να ξεκολλάει κάτι κι έπειτα βλέπω ότι κρατάει ένα χαρτονένιο φάκελο. Μέσα υπάρχει ένα 427
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ημερολόγιο που έχει φτιάξει με το δικό του γραφικό χαρακτήρα. Όπως το φυλλομετράει, βλέπω άγνωστες θρησκευτικές γιορτές σημειωμένες με κόκκινο στιλό -γιορτές αγίων, μέρες νηστείας- και μια σειρά πυκνογραμμένων σημειώσεων με μαύρο. «Και φτάνουμε δύο χρόνια πριν από την έκδοση της υπνερωτομαχίας, το Φεβρουάριο του 1497», λέει, σταματώντας στο συγκεκριμένο μήνα, «παραμονές της Μεγάλης Σαρακοστής. Σύμφωνα με την παράδοση, αφού η Σαρακοστή ήταν περίοδος αυστηρής νηστείας και εγκράτειας, οι αμέσως προηγούμενες μέρες ήταν περίοδος εορτασμού και πολύβουου ξεφαντώματος, έτσι ώστε να ξεδίνουν οι άνθρωποι πριν αρχίσουν οι στερήσεις. Ακριβώς όπως σήμερα, εκείνη η περίοδος ονομαζόταν καρναβάλι ή αποκριά. Αφού η Σαρακοστή αρχίζει την Τετάρτη των Τεφρών, το καρναβάλι κορυφώνεται πάντα την προηγούμενη μέρα - την Τρίτη της κρεοφαγίας ή Αμαρτωλή Τρίτη». Ανασύρω φευγαλέες εικόνες από τη μνήμη μου. Ο πατέρας μου πρέπει να μου διηγήθηκε κάποτε κάποια απ’ αυτά, όσο ήμουν ακόμα πρόθυμος να τον ακούσω. Ή ίσως είναι κάτι που έμαθα στο κατηχητικό, πριν μεγαλώσω αρκετά ώστε να επιλέγω πώς θα περνούσα τα πρωινά της Κυριακής. Ο Πολ ξεθάβει άλλο ένα διάγραμμα. Ο τίτλος είναι Φλωρεντία 1500. «Το καρναβάλι στη Φλωρεντία ήταν μια περίοδος τεράστιας αναταραχής, μέθης και ακολασίας. Συμμορίες νεαρών έφραζαν τις εισόδους των δρόμων και ανάγκαζαν τους
428
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ανθρώπους να πληρώνουν διόδια για να περάσουν. Κι έπειτα ξόδευαν τα λεφτά σε ποτά και χαρτοπαιξίες». Μου δείχνει ένα μεγάλο χώρο στη μέση του σκίτσου. «Κι έπειτα, όταν πλέον ήταν όλοι τύφλα στο μεθύσι, κατασκήνωναν γύρω από φωτιές στην κεντρική πλατεία κι έκλειναν τη νύχτα με μια τεράστια συμπλοκή με πετροπόλεμο. Κάθε χρόνο τραυματίζονταν ή και σκοτώνονταν αρκετοί άνθρωποι. »Ο Σαβοναρόλα είναι, φυσικά, ο πιο μαχητικός πολέμιος του καρναβαλιού. Στα μάτια του πρόκειται για μια πρόκληση ενάντια στις χριστιανικές αρχές που παρασύρει το λαό της Φλωρεντίας στον πειρασμό. Και αναγνωρίζει ότι υπάρχει μια δύναμη ισχυρότερη από τις άλλες που συμβάλλει στην ηθική εξαχρείωση της πόλης. Διδάσκει τους ανθρώπους ότι οι αυθεντίες του ειδωλολατρικού παρελθόντος μπορούν να ανταγωνιστούν τη Βίβλο, ότι η σοφία και η ομορφιά πρέπει να λατρεύονται σε αντιχριστιανικά τεχνουργήματα. Τους ωθεί να πιστέψουν ότι η ανθρώπινη ζωή είναι μια διαρκής αναζήτηση της κοσμικής γνώσης και της ικανοποίησης, αποσπώντας τους από το μοναδικό στόχο που έχει σημασία: τη σωτηρία της αιώνιας ψυχής τους. Η δύναμη αυτή δεν είναι άλλη από τον ουμανισμό. Κι οι μεγαλύτεροι υπέρμαχοι' της είναι οι επιφανέστεροι διανοούμενοι της πόλης. »Τότε συλλαμβάνει την ιδέα που αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο κληροδότημα του στην ιστορία. Αποφασίζει να σκηνοθετήσει μια τεράστια εκδήλωση την Αμαρτωλή Τρίτη, στην κορύφωση του καρναβαλιού, κάτι που θα καταδείξει την πρόοδο και τη μεταμόρφωση της πόλης, αλλά, 429
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ταυτόχρονα, θα θυμίσει στους Φλωρεντινούς ότι είναι αμαρτωλοί. Αφήνει τους νεαρούς να λυμαίνονται την πόλη, αλλά τώρα τους δίνει ένα σκοπό. Τους λέει να μαζέψουν τα αντιχριστιανικά αντικείμενα από κάθε γειτονιά και να τα συγκεντρώσουν στην κεντρική πλατεία, όπου θα τα στοιβάξουν σε μια τεράστια πυραμίδα. Κι εκείνη τη μέρα, την Αμαρτωλή Τρίτη, όταν κανονικά οι συμμορίες θα συγκεντρώνονταν γύρω από φωτιές και θα επιδίδονταν στον εθιμοτυπικό πετροπόλεμο, ο Σαβοναρόλα τους βάζει ν' ανάψουν μια διαφορετική φωτιά». Ο Πολ κοιτάζει το χάρτη του κι έπειτα στρέφεται σ’ εμένα. «Η καύση των ματαιοτήτων», συμπληρώνω. «Ακριβώς. Οι συμμορίες επέστρεφαν στην πλατεία με το ένα κατάφορτο κάρο μετά το άλλο. Έφερναν τράπουλες και ζάρια· σκακιέρες- σκιές ματιών, βαζάκια ρουζ, αρώματα, δίχτυα για τα παλιά κοσμήματα, αποκριάτικα κοστούμια και μάσκες- αλλά κυρίως παγανιστικά βιβλία, χειρόγραφα Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, κλασικά γλυπτά και πίνακες». Ο Πολ ξαναβάζει το σκίτσο του μέσα στο χαρτονένιο φάκελο, φωνή του ηχεί πένθιμη. «Εκείνη την Αμαρτωλή Τρίτη, στις 7 Φεβρουαρίου 1497, ολάκερη η πόλη συγκεντρώθηκε να παρακολουθήσει το γεγονός. Σύμφωνα με αναφορές της εποχής, η πυραμίδα είχε ύψος δεκαοχτώ μέτρα και η περίμετρος της βάσης της ξεπερνούσε τα ογδόντα. Παραδόθηκε ολόκληρη στις φλόγες. »Η καύση των ματαιοτήτων γίνεται μια αλησμόνητη στιγμή στην ιστορία της Αναγέννησης». Μένει σιωπηλός για λίγο, 430
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
κοιτάζοντας τα σημειώματα που καλύπτουν τους τοίχους. Σε κάθε πνοή του αέρα μέσα στο αναγνωστήριο αναδεύονται απαλά. «Ο Σαβοναρόλα γίνεται πασίγνωστος», λέει τελικά. «Πριν περάσει πολύς καιρός, η φήμη του έχει εξαπλωθεί σ' ολόκληρη την Ιταλία κι ακόμα παραπέρα. Τα κηρύγματα του τυπώνονται και διαβάζονται σε μισή ντουζίνα χώρες. Γίνεται αντικείμενο θαυμασμού αλλά και μίσους. Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε γοητευτεί απ’ αυτόν. Ο Μακιαβέλι τον θεωρούσε ψευδευλαβή. Αλλά όλοι είχαν γνώμη για το πρόσωπο του κι όλοι παραδέχονταν τη δύναμή του. Όλοι ανεξαιρέτως». Δεν αργώ να μαντέψω που με οδηγεί. «Περιλαμβανομένου και του Φραντσέσκο Κολόνα». «Και σ' αυτό το σημείο εμφανίζεται η υπνερωτομαχία». «Δηλαδή είναι ένα μανιφέστο?» «Περίπου. Ο Φραντσέσκο δεν άντεχε τον Σαβοναρόλα. Τον θεωρούσε την ενσάρκωση του χειρότερου φανατισμού, που συγκέντρωνε στο πρόσωπο του τις αθλιότερες πλευρές του χριστιανισμού. Ήταν καταστροφικός. Εκδικητικός. Αρνιόταν ν' αφήσει τους ανθρώπους να αξιοποιήσουν τα δώρα που τους χάρισε ο Θεός. Ο Φραντσέσκο ήταν ουμανιστής και αρχαιολάτρης. Μαζί με τους ξαδέλφους του μελέτησε τους σπουδαιότερους δασκάλους της αρχαίας ποίησης και πεζογραφίας. Πριν κλείσει τα τριάντα, είχε συγκεντρώσει στη Ρώμη μια από τις σημαντικότερες συλλογές πρωτότυπων χειρογράφων. »Καιρό πριν από την πρώτη καύση των ματαιοτήτων είχε αρχίσει να συλλέγει έργα τέχνης και βιβλία, προσλαμβάνοντας εμπόρους στη Φλωρεντία για ν' 431
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αγοράζουν ό,τι μπορούσαν και να το στέλνουν σε ένα από τα μέγαρα της οικογένειας του στη Ρώμη. Αυτό τον έφερε σε ρήξη με τους συγγενείς του, που θεώρησαν ότι κατασπαταλούσε την περιουσία του σε φλωρεντινά μπιχλιμπίδια. Αλλά όσο μεγάλωνε η επιρροή του Σαβοναρόλα τόσο θέριευε η αποφασιστικότητα του Φραντσέσκο: δε θα επέτρεπε στην πυραμίδα να μετατραπεί σε στάχτη και καπνό, όποιο κι αν ήταν το κόστος για τον ίδιο ή την περιουσία του. Μαρμάρινες προτομές, πίνακες του Μποτιτσέλι, εκατοντάδες αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας. Και, πάνω απ’ όλα, τα βιβλία. Τα σπάνια, αναντικατάστατα βιβλία. Στεκόταν στο αντίποδα του διανοητικού σύμπαντος από τον Σαβοναρόλα. Γι' αυτόν, το χειρότερο έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα είναι αυτό που διαπράττεται εναντίον της τέχνης και της γνώσης. Το καλοκαίρι του 1497 ο Φραντσέσκο ταξιδεύει στη Φλωρεντία για να εκτιμήσει ο ίδιος την κατάσταση. Αυτό ακριβώς που φαίνεται να θαυμάζουν όλοι στον Σαβοναρόλα -η ασκητική φύση του, η ικανότητα του να μη σκέφτεται τίποτ' άλλο πέρα από τη σωτηρία της ψυχής- προκαλεί στον Φραντσέσκο το βαθύτερο μίσος και φόβο. Καταλαβαίνει ως που μπορεί να φτάσει ο αντίπαλος του: δε θα διστάσει να καταστρέψει τα σημαντικότερα τεχνήματα της πρώτης αναβίωσης της κλασικής παιδείας από την πτώση της αρχαίας Ρώμης και μετά. Βλέπει το θάνατο της τέχνης, το θάνατο της γνώσης, το θάνατο του κλασικού πνεύματος. Και το θάνατο του ουμανισμού: το τέλος του αγώνα του ανθρώπου να δρασκελίσει σύνορα και να υπερβεί περιορισμούς προκειμένου ν' ανιχνεύσει τις πλήρεις 432
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
δυνατότητες της σκέψης». «Αυτό ήταν το θέμα του δευτέρου μισού της υπνερωτομαχίας?» Ο Πολ νεύει καταφατικά. «Ο Φραντσέσκο έγραψε όλα αυτά που δίσταζε ν' αποκαλύψει στο πρώτο μισό του βιβλίου. Κατέγραψε ό,τι είδε στη Φλωρεντία κι ό,τι φοβόταν περισσότερο: ότι η επιρροή του Σαβοναρόλα γιγαντωνόταν. Ότι, με κάποιο τρόπο, θα κέρδιζε την εύνοια του Καρόλου Η', βασιλιά της Γαλλίας. Ότι είχε οπαδούς σ' όλη τη Γερμανία και την Ιταλία. Το βλέπεις να εξαπλώνεται, σημειώνει ο πιο ομιλητικός Φραντσέσκο. Και όσο περνούσε ο καιρός ο Φραντσέσκο πειθόταν όλο και περισσότερο ότι υπήρχαν ορδές υποστηρικτών του Σαβοναρόλα σε κάθε χριστιανικό έθνος. Αυτός ο κληρικός, γράφει, είναι μόνο η αρχή ενός καινούριου πνεύματος του χριστιανισμού. Θα επακολουθήσουν εξεγέρσεις φανατικών κληρικών, καύσεις ματαιοτήτων σ' ολόκληρη την Ιταλία. Γράφει ότι η Ευρώπη βρίσκεται στο χείλος μιας θρησκευτικής επανάστασης. Και με τη Μεταρρύθμιση προ των πυλών έχει δίκιο. Ο Σαβοναρόλα δε θα ζήσει για να το δει, αλλά όταν ο Λούθηρος αρχίζει τη θρησκευτική μεταρρύθμιση λίγα χρόνια αργότερα, θα μνημονεύει τον Σαβοναρόλα σαν ήρωα, πρωτεργάτη του μεγάλου κινήματος». «Ώστε ο Κολόνα τα είχε προβλέψει όλα αυτά». «Ναι. Και αφού έχει δει τον Σαβοναρόλα, νιώθει υποχρεωμένος να αναλάβει δράση. Αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις διασυνδέσεις του για να κάνει αυτό που λίγοι άνθρωποι στη Ρώμη ή οπουδήποτε αλ\ου στη Δύση θα μπορούσαν να κάνουν. Κινητοποιεί ένα μικρό δίκτυο 433
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
έμπιστων φίλων κι αρχίζει να συλλέγει ακόμα μεγαλύτερα έργα τέχνης και σπάνια χειρόγραφα. Συνεννοείται μ' έναν πολυμελή κύκλο ουμανιστών και ζωγράφων να συγκεντρώσουν όσο περισσότερους θησαυρούς μπορούν, όσο περισσότερα τεχνουργήματα της ανθρώπινης γνώσης και εφευρετικότητας είναι δυνατό. Εξαγοράζει ηγούμενους και βιβλιοθηκάριους, αριστοκράτες και επιχειρηματίες. Έμποροι ταξιδεύουν σε πόλεις στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου για λογαριασμό του. Πηγαίνουν στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου διατηρείται ζωντανή η αρχαία πραγματεία. Πηγαίνουν σε χώρες αλλόθρησκων για αραβικά κείμενα. Πηγαίνουν σε μοναστήρια σε όλη τη Γερμανία, τη Γαλλία και πιο πέρα στο βορρά. Και όλο αυτό τον καιρό ο Φραντσέσκο κρατάει την ταυτότητα του μυστική, καλύπτεται πίσω από τους στενότερους φίλους και τους ουμανιστές αδερφούς του. Μόνο αυτοί γνωρίζουν τι σκοπεύει να κάνει με όλους αυτούς τους θησαυρούς». Ξαφνικά θυμάμαι το Γενοβέζο, που στο ημερολόγιο του απορούσε τι το σημαντικό θα μπορούσε να μεταφέρει ένα τόσο μικρό σκάφος από έναν τόσο ταπεινό προορισμό και αναρωτιόταν γιατί ένας ευγενής όπως ο Φραντσέσκο Κολόνα φαινόταν να το περιμένει με τόση αγωνία. «Βρίσκει αριστουργήματα», συνεχίζει ο Πολ. «Έργα που θεωρούνταν χαμένα από εκατοντάδες χρόνια. Τίτλους που κανείς δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν. Τους διάλογους του Αριστοτέλη, Εύδημος ή Περί Ψυχής Ή Ευδήμεια Ηθικά, Προτρεπτικός και Γρύλλος ή Περί Ρητορείας-, ελληνορωμαϊκά αντίγραφα του Μιχαήλ Αγγέλου, και τους 434
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
σαράντα δυο τόμους του έργου του Ερμή του Τρισμέγιστου, του Αιγυπτίου προφήτη που θεωρείται προγενέστερος του Μωυσή. Βρίσκει τριάντα οχτώ τραγωδίες του Σοφοκλή, δώδεκα του Ευριπίδη, είκοσι τρεις του Αισχύλου, που σήμερα όλες τους θεωρούνται χαμένες. Σ' ένα μόνο γερμανικό μοναστήρι βρίσκει φιλοσοφικές πραγματείες του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή και του Δημόκριτου, θαμμένες επί αιώνες από μοναχούς. Ένας ανιχνευτής του στην Αδριατική ανακαλύπτει έργα του αρχαίου ζωγράφου Απελλή, -μια προσωπογραφία του Αλέξανδρου, την Αναδυόμενη Αφροδίτη και την Πομπή του Πρωτογενή και ο Φραντσέσκο ενθουσιάζεται τόσο, ώστε του μηνύει να τ' αγοράσει ακόμα κι αν είναι πλαστά. Ένας βιβλιοπώλης στην Κωνσταντινούπολη του πουλάει τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς με αντάλλαγμα το βάρος ενός μικρού γουρουνιού σε ασήμι - κι ο Φραντσέσκο το αποκαλεί κελεπούρι, επειδή ο συγγραφέας τους, ο Πέρσης Ζωροάστρης, είναι ο μόνος γνωστός προφήτης που έζησε πριν από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Εφτά κεφάλαια του Τάκιτου κι ένα από τα βιβλία του Λίβιου εμφανίζονται στο τέλος του καταλόγου του Φραντσέσκο ως υποδεέστερα ευρήματα. Σχεδόν ξεχνά ν' αναφέρει μισή ντουζίνα έργα του Μποτιτσέλι». Ο Πολ κουνάει το κεφάλι του κατάπληκτος στη σκέψη. σε λιγότερο από δυο χρόνια ο Φραντσέσκο συγκεντρώνει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές αρχαίας τέχνης και λογοτεχνίας στον κόσμο της Αναγέννησης. Εισάγει δυο ναυτικούς στον ενδότερο κύκλο της αδελφότητας για να κυβερνούν τα πλοία που μεταφέρουν τα φορτία του. Προσλαμβάνει τους γιους των έμπιστων μελών της 435
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ρωμαϊκής Ακαδημίας για να προστατεύουν τα καραβάνια που διασχίζουν οδικώς την Ευρώπη. Δοκιμάζει τους άντρες που υποπτεύεται για προδοσία, καταγράφοντας κάθε τους κίνηση ώστε να μπορεί να καλύψει τα ίχνη του. Ο Φραντσέσκο ήξερε ότι μπορούσε να εμπιστευτεί το μυστικό του σε ελάχιστους εκλεκτούς και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για να το προστατεύσει». Ξαφνικά συνειδητοποιώ τη συνταρακτική σημασία αυτού που βρήκαμε τυχαία ο πατέρας μου κι εγώ: ένα μοναδικό λασκαρισμένο νήμα στο δίκτυο επικοινωνίας του Κολόνα με τους βοηθούς του, ένα δίκτυο που είχε στηθεί με μοναδικό σκοπό την προστασία του μυστικού του πρίγκιπα. «Ίσως ο Ροντρίγκο και ο Ντονάτο δεν ήταν οι μόνοι που έθεσε υπό δοκιμασία», λέω. «Ίσως υπάρχουν κι άλλες ομολογίες σαν εκείνη με την μπελαντόνα». «Πολύ πιθανό», συμφωνεί ο Πολ. «Κι όταν ο Φραντσέσκο τελείωσε, έβαλε όλα όσα είχε μαζέψει σ' ένα χώρο όπου κανείς δε θα σκεφτόταν να τα αναζητήσει. Ένα χώρο όπου λέει ότι οι θησαυροί του θα είναι ασφαλείς από τους εχθρούς του». Ήδη ξέρω τι θα μου πει. «Παρακαλεί τα πρεσβύτερα μέλη της οικογένειας του να του παραχωρήσουν δικαίωμα πρόσβασης στις απέραντες εκτάσεις γης που έχουν έξω από τη Ρώμη με πρόσχημα την ίδρυση μιας επικερδούς επιχείρησης. Αλλά αντί να χτίσει στην επιφάνεια της γης, στην καρδιά των δασών, όπου κυνηγούσαν οι προγονοί του, αυτός σχεδιάζει την κρύπτη του. Έναν τεράστιο υπόγειο θάλαμο. Μόνο πέντε από τους άντρες του γνώριζαν την ακριβή τοποθεσία. »Και τότε, 436
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
καθώς πλησιάζει το 1498, παίρνει μια μοιραία απόφαση. Στη Φλωρεντία, ο Σαβοναρόλα βρίσκεται στο απόγειο της δημοτικότητας του. Δηλώνει ότι την Αμαρτωλή Τρίτη εκείνης της χρονιάς θ' ανάψει ακόμα μεγαλύτερη πυρά. Ο Φραντσέσκο καταγράφει ένα μέρος του κηρύγματος του στην υπνερωτομαχία. Λέει ότι ολόκληρη η Ιταλία παραληρεί μ' αυτό το καινούριο είδος θρησκευτικής παράνοιας - και φοβάται για τους θησαυρούς του. Έχει ήδη σπαταλήσει σχεδόν όλη την περιουσία του και, καθώς η επιρροή του Σαβοναρόλα εξαπλώνεται στην Κεντρική Ευρώπη, καταλαβαίνει ότι οι θησαυροί θα είναι όλο και πιο δυσεύρετοι και η μεταφορά τους πιο επικίνδυνη. Έτσι, συγκεντρώνει ό,τι έχει μαζέψει, το τοποθετεί μέσα στην κρύπτη και τη σφραγίζει οριστικά». Μόλις τώρα καταλαβαίνω το νόημα των πιο παράξενων λεπτομερειών του δευτέρου μηνύματος του. Η κρύπτη μου, έγραψε ο Κολόνα, είναι ένα απαράμιλλο κατασκεύασμα για το σκοπό που θα εξυπηρετήσει, απρόσβλητο στα πάντα και, κυρίως, στο νερό. Στεγανοποίησε τον υπόγειο θάλαμο, ξέροντας πως, διαφορετικά, οι θησαυροί του θα σάπιζαν κλειδωμένοι σ' εκείνο τον τάφο. «Κι έπειτα αποφασίζει να επισκεφτεί τη Φλωρεντία τις παραμονές της φοβερής πυράς», συνεχίζει ο Πολ. «Θα πάει στη μονή του Αγίου Μάρκου και, σε μια ύστατη απόπειρα να υπερασπιστεί την ιδεολογία του, θα έρθει σε αντιπαράθεση με τον Σαβοναρόλα. Κάνοντας έκκληση στην αγάπη του άντρα για τη μάθηση, στο σεβασμό του για την αλήθεια και την ομορφιά, ο Φραντσέσκο θα προσπαθήσει να τον πείσει να απομακρύνει τα αντικείμενα διαχρονικής 437
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
αξίας από το σωρό των "ματαιοτήτων". Θα προσπαθήσει να εμποδίσει τον ιεροκήρυκα να καταστρέψει αυτά που οι ουμανιστές θεωρούν ιερά. »Αλλά ο Φραντσέσκο είναι ρεαλιστής. Ακούγοντας το κήρυγμα του Σαβοναρόλα, καταλαβαίνει πόσο παράφορος είναι ο άντρας, πόσο βαθιά έχει πείσει τον εαυτό του ότι οι καύσεις είναι δίκαιες. Αν ο Σαβοναρόλα δε συμφωνήσει, ο Φραντσέσκο ξέρει ότι δεν του απομένει παρά μόνο μία επιλογή. Πρέπει να δείξει στη Φλωρεντία πόσο βάρβαρος είναι στην πραγματικότητα ο προφήτης της. Θα πάει ο ίδιος στην πυρά και θ' απομακρύνει τα πολύτιμα αντικείμενα από την πυραμίδα με τα χέρια του. Αν παρ' όλα αυτά ο Σαβοναρόλα ανάψει τη φωτιά, ο Φραντσέσκο θα μαρτυρήσει στην πυρά, μπροστά σε ολόκληρη την πόλη. Θα αναγκάσει τον Σαβοναρόλα να γίνει φονιάς. Μόνο αυτό, λέει, θα στρέψει τη Φλωρεντία ενάντια στο φανατισμό - και, μαζί μ' αυτήν, ολόκληρη την Ευρώπη». «Ήταν έτοιμος να πεθάνει για τα ιδανικά του», μονολογώ σχεδόν. «Και να σκοτώσει γι' αυτά», λέει ο Πολ. «Ο Φραντσέσκο είχε πέντε στενούς φίλους ουμανιστές από την αδελφότητα στην οποία ανήκε. Ο ένας ήταν ο Τεράνι, ο αρχιτέκτονας. Δύο ήταν πραγματικά αδέρφια, ο Ματέο και ο Τσεζάρε. Οι δύο τελευταίοι ήταν ο Ροντρίγκο και ο Ντονάτο, που πλήρωσαν με τη ζωή τους την προδοσία τους. Δε θα δίσταζε μπροστά σε τίποτα προκειμένου να υπερασπιστεί τα πιστεύω του». Ο μικρός χώρος του αναγνωστηρίου φαίνεται να σκεβρώνει για μια στιγμή, υποκύπτοντας σε μια στρέβλωση του ίδιου του χρόνου. Ξαναβλέπω τον πατέρα μου να δακτυλογραφεί 438
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
το Ντοκουμέντο την Μπελαντόνας στην παλιά γραφομηχανή στο γραφείο του. Ήξερε τι σήμαινε εκείνο το γράμμα, απλώς δεν ήξερε το ευρύτερο πλαίσιο. Τώρα ο Πολ το έχει εντάξει στην ιστορία. Και, μόλο που ξαφνικά αισθάνομαι ικανοποίηση γι' αυτό, νιώθω επίσης να με διακατέχει μια εντεινόμενη μελαγχολία ενώ ο Πολ συνεχίζει την ιστορία του. Όσο περισσότερα ακούω για τον Φραντσέσκο Κολόνα, τον απελπισμένο άντρα που δεν μπορούσε ούτε τους φίλους του να εμπιστευτεί, τόσο περισσότερο σκέφτομαι τον Πολ να μοχθεί πάνω από την υπνερωτομαχία όπως ακριβώς έκανε εκείνος, ο συγγραφέας και ο αναγνώστης στις δύο άκρες ενός μοναδικού νήματος μέσα στο χρόνο. Μπορεί ο Βίνσεντ Ταφτ να προσπάθησε να δηλητηριάσει τον Πολ εναντίον μας, λέγοντας του ότι οι φίλοι είναι αναξιόπιστοι, αλλά όσο περισσότερο βλέπω τι έχει θυσιάσει ο Πολ γι' αυτό βιβλίο -πώς έζησε μέσα του επί χρόνια, με την ίδια αφοσίωση που εγώ έδειξα για λίγους μόλις μήνες-τόσο καλύτερα καταλαβαίνω. Περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο, αυτός που τον έκανε επιφυλακτικό απέναντι' μας ήταν ο Φραντσέσκο Κολόνα.
439
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
21 «ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙ για τη Φλωρεντία», συνεχίζει ο Πολ, «ο Φραντσέσκο παίρνει τη μοναδική προφύλαξη που θεωρεί αλάνθαστη: αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο θ' αποκαλύπτει τη θέση της κρύπτης αλλά μόνο σ' ένα λάτρη της γνώσης όπως ο ίδιος, σ' ένα γνήσιο ουμανιστή που θα φοβόταν τον Σαβοναρόλα όσο αυτός και δε θα επέτρεπε ποτέ στους θησαυρούς του να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, - όχι σε κάποιον άσχετο και, ακόμα λιγότερο, σ' ένα φανατικό. Ονειρεύεται μια εποχή που ο ουμανισμός θα βασιλέψει ξανά και η συλλογή του θα είναι ασφαλής. »Έτσι, τελειώνει το βιβλίο και ζητάει από τον Τεράνι να το παραδώσει ανώνυμα, μέσω αγγελιοφόρου, στον Άλδο. Παριστάνοντας τον προστάτη του αλλόκοτου έργου, λέει ότι θα πιέσει τον εκδότη να κρατήσει προσωρινά μυστική την ύπαρξη του. Δεν παρουσιάζεται ο ίδιος ως συγγραφέας του, έτσι ώστε κανείς να μην υποψιαστεί τι κρύβει το βιβλίο. »Και τότε, καθώς πλησιάζει το καρναβάλι, ο Φραντσέσκο επιστρατεύει τον αρχιτέκτονα και τους δυο αδερφούς, τα μοναδικά εναπομείναντα μέλη της δικής του Ρωμαϊκής Ακαδημίας, και πηγαίνουν στη Φλωρεντία. Είναι όλοι τους άντρες με αρχές, αλλά ο Φραντσέσκο καταλαβαίνει πόσο δύσκολο είναι το έργο που ανέλαβαν κι έτοι επιμένει να πάρουν όλοι όρκο ότι θα πεθάνουν, αν χρειαστεί, στην Πιάτσα ντέλα Σινιορία. »Το βράδυ πριν από την καύση των ματαιοτήτων καλεί τους τρεις φίλους του για δείπνο και προσευχή. Αναπολούν τις 440
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
περιπέτειες τους, τα ταξίδια τους, τις αναμνήσεις της ζωής τους. Ωστόσο, όλη εκείνη τη νύχτα ο Φραντσέσκο λέει ότι βλέπει ένα μαύρο σύννεφο να μαζεύεται πάνω από τα κεφάλια τους. Μένει ξάγρυπνος. Το επόμενο πρωί επισκέπτεται τον Σαβοναρόλα. »Απ’ αυτό το σημείο και πέρα το κείμενο γράφεται από τον αρχιτέκτονα. Ο Φραντσέσκο λέει ότι ο Τεράνι είναι ο μόνος στον οποίο μπορεί να εμπιστευτεί αυτό το καθήκον. Ξέροντας πως θα χρειαστεί κάποιον να διαφυλάξει τα συμφέροντα του αν όλα τελειώσουν στη Φλωρεντία, δίνει στον Τεράνι μια γιγάντια ψήφο εμπιστοσύνης: του αποκαλύπτει τον τελικό κώδικα του και του ζητά να προσθέσει ένα υστερόγραφο, ενσωματωμένο στα τελικά κεφάλαια, για να περιγράψει την κατάληξη των αδερφών του από τη Ρωμαϊκή Ακαδημία. Τον καθιστά υπεύθυνο ώστε η υπνερωτομαχία να φτάσει στα χέρια του Άλδου καθώς και για την τελική της έκδοση. Ο Φραντσέσκο λέει ότι είδε σε όραμα το θάνατο του και ξέρει ότι δεν μπορεί να φέρει ο ίδιος εις πέρας όλα αυτά που θέλει. Έτσι, παίρνει μαζί του τον Τεράνι για να μεταφέρει τη συνάντηση με τον Σαβοναρόλα. »Στο μεταξύ, ο ιεροκήρυκας τους περιμένει στο κελί του ηγούμενου του μοναστηριού. Ο Φραντσέσκο, αρχίζοντας διπλωματικά, λέει ότι θαυμάζει τον Σαβοναρόλα και μοιράζεται μαζί του τους ίδιους στόχους, το ίδιο μίσος για την αμαρτία. Και παραθέτει ρήσεις του Αριστοτέλη περί αρετής. »Ο Σαβοναρόλα ανταποδίδει με αποφθέγματα του Θωμά του Ακινάτη, ένα σχεδόν πανομοιότυπο απόσπασμα. 441
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ρωτάει τον Φραντσέσκο γιατί προτιμά μια παγανιστική από τη χριστιανική πηγή. Ο Φραντσέσκο επαινεί το μεγάλο θεολόγο, αλλά προσθέτει ότι ο Ακινάτης δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον Αριστοτέλη. ο Σαβοναρόλα χάνει την υπομονή του. Απαντάει με μια φράση του Απόστολου Παύλου: Απολώ την σοφίαν των σοφών, και την ΣΎΝΕΣΙΝ των συνετών αθετήσω... Ουχί ΕμώρανΕν ό Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου?* »Ο Φραντσέσκο φρίττει. Τον ρωτάει γιατί δεν εναγκαλίζεται την τέχνη και τη γνώση, γιατί επιμένει να τις καταστρέψει. Του λέει ότι θα 'πρεπε να είναι σύμμαχοι ενάντια στην αμαρτία, ότι η πίστη είναι η πηγή της αλήθειας και του κάλλους, όχι αντίπαλος τους. Αλλά ο Σαβοναρόλα κουνάει το κεφάλι του. Λέει ότι η αλήθεια και το κάλλος δεν είναι παρά υπηρέτες της πίστης. Όταν ανακηρύσσονται σε οτιδήποτε άλλο, η αλαζονεία και η δίψα για κέρδος, ωθούν τους ανθρώπους στην αμαρτία. »Κι έτσι δηλώνει στον Φραντσέσκο ότι είναι αμετακίνητος στις απόψεις του. "Υπάρχει περισσότερο κακό μέσα σ' εκείνα τα βιβλία και τους καμβάδες απ’ όσο σε όλα τα άλλα που θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Γιατί, ενώ η χαρτοπαιξία και τα ζάρια αποσπούν για ένα διάστημα τους αφελείς, 'η σοφία σας' είναι ο πειρασμός των σπουδαίων και των ισχυρών. Οι μεγαλύτερες οικογένειες αυτής της πόλης ανταγωνίζονται ποια θα σας υποστηρίξει. Οι φιλόσοφοι σας διδάσκουν τους ποιητές των οποίων τα έργα διαβάζονται ευρύτατα. * Απόσπασμα της Α' Προς Κορινθίους Επιστολής του Παύλου (Α, οτ. 19-20), παραπομπή από τον Ησαία της Παλαιάς Διαθήκης, όπου, στο
442
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
κεφ. ΚΘ', στίχος 14, ο Κύριος λέει: «απολώ τήν σοφίαν τών σοφών και τήν ΣΎΝΕΣΙΝ των συνΕτών κρύψω». (Σ.τ.Μ.)
Εκμαυλίζετε με τις ιδέες σας ζωγράφους των οποίων οι πίνακες κρέμονται στα ανάκτορα πριγκίπων, ενώ οι τοιχογραφίες τους συνωστίζονται στους τοίχους και τις οροφές κάθε εκκλησίας. Επηρεάζετε δούκες και βασιλείς, επειδή περικλείονται από τους οπαδούς σας, ζητούν καθοδήγηση από αστρονόμους και μηχανικούς που είναι υπόχρεοι σ' εσάς, αφού προσλαμβάνουν τους λογίους των τάξεων σας να μεταφράσουν τα έργα τους. Όχι", λέει, "δε θ' αφήσω την αλαζονεία και το κέρδος να κυβερνούν πλέον τη Φλωρεντία. Η αλήθεια και το κάλλος που λατρεύετε είναι ψεύτικα είδωλα, ματαιότητες, και θα οδηγήσουν τους ανθρώπους στη φαυλότητα". »Ο Φραντσέσκο είναι έτοιμος να φύγει, ξέροντας ότι δεν υπάρχει σημείο επαφής με τον Σαβοναρόλα, αλλά, ανίκανος να συγκρατήσει άλλο την οργή του, γυρίζει και του λέει τι σκοπεύει να κάνει. "Αν δε δεχτείς τα αιτήματα μου", του λέει, "τότε θα δείξω σ' όλο τον κόσμο ότι είσαι παράφρων, όχι προφήτης. Εγώ ο ίδιος θα κουβαλήσω κάθε βιβλίο και κάθε πίνακα μακριά από την πυραμίδα σου ώσπου να με αφανίσει η φωτιά και τότε θα έχεις το αίμα μου στα χέρια σου, κι όλος ο κόσμος θα στραφεί εναντίον σου". «Γυρίζει να φύγει, όταν ο Σαβοναρόλα λέει κάτι που ο Φραντσέσκο δεν περίμενε ποτέ ν' ακούσει. "Η γνώμη μου δεν μπορεί ν' αλλάξει", λέει, "αλλά, αν είστε πρόθυμος να πεθάνετε γι' αυτά τα πίστευω σας, τότε σας προσφέρω το σεβασμό μου και σας θεωρώ τέκνο μου. Κάθε ιδεολογία που είναι δίκαιη στα μάτια του Θεού θα ξαναγεννηθεί και κάθε μάρτυρας που υπηρετεί έναν ιερό σκοπό θα κερδίσει τον 443
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
παράδεισο. Δεν επιθυμώ να δω έναν άντρα με τις αρχές σας να πεθαίνει, αλλά οι άντρες που εκπροσωπείτε, οι ιδιοκτήτες των αντικειμένων που σκοπεύετε να διασώσετε, ωθούνται αποκλειστικά από τη ματαιοδοξία και την απληστία. Δε θα συμμορφωθούν στο θέλημα του Θεού παρά μόνο διά της βίας. Μέσα στην απέραντη σοφία Του, ο Θεός θυσιάζει μερικές φορές τον αθώο για να δοκιμάσει τον πιστό. Ίσως αυτό συμβαίνει και τώρα". »Ο Φραντσέσκο είναι έτοιμος να τον αντικρούσει, να υποστηρίξει ότι η γνώση και η ομορφιά δεν μπορεί να θυσιάζονται για να σωθούν οι ψυχές διεφθαρμένων ανθρώπων, όταν αναλογίζεται τους δικούς του "αδερφούς", τον Ντονάτο και τον Ροντρίγκο, και βλέπει την αλήθεια στα λόγια του Σαβοναρόλα. Συνειδητοποιεί ότι η απληστία και η ματαιοδοξία υπάρχει ακόμα και μέσα στις τάξεις των ουμανιστών και καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει λύση. Ο Σαβοναρόλα τού ζητά να φύγει, επειδή οι μοναχοί πρέπει να προετοιμαστούν για την τελετή, και ο Φραντσέσκο υπακούει πρόθυμα. »Όταν γυρίζει στους φίλους του και τους λέει τι συνέβη, αρχίζουν να ετοιμάζονται για την τελευταία πράξη του δράματος. Οι τέσσερις άντρες, ο Φραντσέσκο και ο Τεράνι, ο Ματέο και ο Τσεζάρε, πηγαίνουν στην Πιάτσα ντέλα Σινιορία. Ενώ οι βοηθοί του Σαβοναρόλα ετοιμάζουν την πυρά, ο Φραντσέσκο, ο Ματέο και ο Τσεζάρε αρχίζουν να απομακρύνουν χειρόγραφα και πίνακες από την πυραμίδα, όπως ακριβώς υποσχέθηκε ο Φραντσέσκο. Ο Τεράνι στέκεται παράμερα, παρακολουθώντας και γράφοντας. Οι βοηθοί ρωτούν τον Σαβοναρόλα αν πρέπει να διακόψουν τις 444
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
προετοιμασίες, αλλά εκείνος τους λέει να συνεχίσουν. Καθώς ο Φραντσέσκο και οι αδερφοί κάνουν τη μια διαδρομή μετά την άλλη, κουβαλώντας αγκαλιές βιβλίων έξω από το σωρό και σωριάζοντας τα σε ασφαλή απόσταση, ο Σαβοναρόλα τους λέει ότι θ' ανάψει η πυρά. Τους προειδοποιεί ότι αν συνεχίσουν θα πεθάνουν. Οι τρεις άντρες τον αγνοούν. »Στο μεταξύ, όλη η πόλη έχει συγκεντρωθεί στην πλατεία, περιμένοντας να δει την πυρά. Το πλήθος ψάλλει. Οι πρώτες φλόγες γλείφουν τη βάση της πυραμίδας και θεριεύουν. Ο Φραντσέσκο και οι δύο αδερφοί συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται. Καθώς οι φλόγες φουντώνουν, καλύπτουν το στόμα και τη μύτη τους με υφάσματα για να μην εισπνέουν τον καπνό. Φοράνε γάντια για να προστατεύσουν τα χέρια τους, αλλά η φωτιά τα καίει. Στην τρίτη λ τέταρτη διαδρομή τα πρόσωπα τους είναι μουντζουρωμένα από την καπνιά. Τα χέρια και τα πόδια τους καίγονται καθώς ψάχνουν μέσα στις φλόγες. Οι άντρες διαισθάνονται ότι το τέλος πλησιάζει και εκείνη τη στιγμή, γράφει ο αρχιτέκτονας, συλλαμβάνουν το μεγαλείο του μαρτυρικού θανάτου. »Καθώς η στοίβα τους μεγαλώνει, ο Σαβοναρόλα διατάζει ένα μοναχό με μια χειράμαξα να μεταφέρει τα αντικείμενα πίσω στην πυρά. Μόλις οι άντρες αφήνουν κάτω τα βιβλία και τους πίνακες που έχουν διασώσει, ο μοναχός τα ξαναπαίρνει και τα πηγαίνει πίσω. Ύστερα από έξι εφτά διαδρομές, όλα όσα έχει βγάλει ο Φραντσέσκο από την πυραμίδα είναι ήδη στάχτη. Ο Ματέο και ο Τσεζάρε έχουν παραιτηθεί από τους πίνακες, επειδή οι μουσαμάδες έχουν 445
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
καταστραφεί. Και οι τρεις τους χτυπούν τα εξώφυλλα των βιβλίων με τα γυμνά τους χέρια για να σβήσουν τις φλόγες. Ένας απ’ αυτούς αρχίζει να ουρλιάζει από επιθανάτια αγωνία, επικαλούμενος το Θεό. »Στο μεταξύ, δεν υπάρχει πια ελπίδα να διασωθεί οτιδήποτε. Όλα τα έργα τέχνης στην πυραμίδα έχουν καταστραφεί ανεπανόρθωτα, ενώ τα περισσότερα βιβλία είναι μαυρισμένα. Ο μοναχός με τη χειράμαξα συνεχίζει να μεταφέρει ό,τι περιλαμβάνει ο σωρός τους πίσω στην πυρά. Σε κάθε διαδρομή του ματαιώνει κάθε διαδρομή και των τριών μαζί. Σιγά σιγά, το πλήθος βουβαίνεται. Τα σφυρίγματα και τα γιουχαίσματα σβήνουν. Οι άνθρωποι που λοιδορούσαν τον Φραντσέσκο, αποκαλώντας τον ηλίθιο που προσπαθούσε να σώσει τα βιβλία, σωπαίνουν. Μερικοί φωνάζουν στους τρεις άντρες να σταματήσουν. Αλλά αυτοί συνεχίζουν τις διαδρομές τους, μπρος πίσω, βάζουν τα χέρια τους στη φωτιά, πατούν μέσα στην πυρωμένη θράκα, εξαφανίζονται για μερικές στιγμές μέσα στον πυκνό καπνό κι εμφανίζονται ξανά φορτωμένοι. Ο δυνατότερος ήχος στην πλατεία είναι πλέον ο βρυχηθμός της φωτιάς. Οι τρεις άντρες ασθμαίνουν. Έχουν εισπνεύσει υπερβολικά πολύ καπνό για να φωνάξουν. Κάθε φορά που ξαναγυρίζουν στο σωρό τους, ο αρχιτέκτονας λέει ότι μπορεί κανείς να διακρίνει την κατακόκκινη σάρκα στα χέρια και τα πόδια τους, εκεί που η φωτιά έχει καταβροχθίσει το δέρμα. »Ο πρώτος καταρρέει πάνω στην πυρωμένη θράκα, μπρούμυτα. Είναι ο Ματέο, ο νεότερος απ’ τους τρεις. Ο Τσεζάρε στέκεται να τον βοηθήσει, αλλά ο Φραντσέσκο τον 446
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τραβάει μακριά. Ο Ματέο είναι εντελώς ακίνητος. Η φωτιά τον γλείφει λαίμαργα, ώσπου το σώμα του βουλιάζει μέσα στην πυραμίδα. Ο Τσεζάρε προσπαθεί να του φωνάξει, να του πει να σηκωθεί, αλλά ο Ματέο δεν απαντάει. Τελικά, ο Τσεζάρε πλησιάζει τρεκλίζοντας στο σημείο όπου έπεσε ο αδερφός του. Φτάνοντας, καταρρέει κι αυτός. Ο Φραντσέσκο παρακολουθεί τη σκηνή από το κέντρο της πυράς. Όταν ακούει τη φωνή του Τσεζάρε να καλεί τον Ματέο και, ύστερα από λίγο, να σβήνει μέσα στο τριζοβόλημα της φωτιάς, συνειδητοποιεί ότι έχει μείνει μόνος του. Πέφτει στα γόνατα και, για μια στιγμή, δεν κινείται καθόλου. »Ενώ το πλήθος νομίζει ότι ξεψύχησε, πιέζει τον εαυτό του να σηκωθεί. Σκύβει άλλη μια φορά μέσα στις φλόγες, παίρνει δυο χούφτες στάχτη και πηγαίνει τρεκλίζοντας προς τον Σαβοναρόλα. Ένας από τους βοηθούς του ηγούμενου του κλείνει το δρόμο, αλλά ο Φραντσέσκο δεν αντέχει να προχωρήσει άλλο, έτσι κι αλλιώς. Ανοίγει τα δάχτυλα του κι αφήνει τη στάχτη να πέσει ανάμεσα τους σαν άμμος. Και τότε λέει: "Inde ferunt, totidem qui vivere debeat amnos, corpore de patrio parvum phoenica renasci". Είναι στίχος του Οβίδιου που σημαίνει: "Ένας μικρός φοίνιξ γεννιέται από τις στάχτες του πατέρα του, προορισμένος να έχει την ίδια μακροζωία μ' εκείνον". Κι έπειτα πέφτει στα πόδια του Σαβοναρόλα και ξεψυχά. »Η αφήγηση του Τεράνι τελειώνει με την κηδεία του Φρασκο. Ο Φραντσέσκο και οι δυο αδερφοί ενταφιάστηκαν με σχεδόν αυτοκρατορικές τιμές από τις οικογένειες και τους ουμανιστές φίλους τους. Και ξέρουμε ότι η θυσία τους δεν 447
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ήταν μάταιη. Μέσα σε λίγες βδομάδες η κοινή γνώμη στράφηκε ενάντια στον Σαβοναρόλα. Η Φλωρεντία έχει βαρεθεί τις ακραίες θέσεις του, τη μανία του με την καταδίκη και το ζόφο. Εχθροί αρχίζουν να διασπείρουν φήμες γι' αυτόν, προσπαθώντας να πετύχουν την πτώση του. Ο πάπας Αλέξανδρος τον αφορίζει. Όταν ο Σαβοναρόλα αντιδρά, ο Αλέξανδρος τον κατηγορεί για ίδρυση αίρεσης και ανατρεπτική διδασκαλία. Καταδικάζεται σε θάνατο. Στις 23 Μαρτίου, μόλις τρεις μήνες μετά το θάνατο του Φραντσέσκο και των ουμανιστών φίλων του, η Φλωρεντία ανάβει μια καινούρια πυρά στην Πιάτσα ντέλα Σινιορία. Εκεί, στην ίδια θέση που έγιναν οι "καύσεις των ματαιοτήτων", απαγχονίζουν τον Σαβοναρόλα και παραδίδουν το σώμα του στις φλόγες». «Τι απέγινε ο Τεράνι?» τον ρωτάω συγκλονισμένος. «Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι κράτησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Φραντσέσκο. Η υπνερωτομαχία εκδόθηκε από τον Άλδο την επόμενη χρονιά, το 1499». Σηκώνομαι από την καρέκλα μου, υπερβολικά αναστατωμένος για να μείνω ακίνητος. «Από τότε», συνεχίζει ο Πολ, «όλοι όσοι προσπάθησαν να την ερμηνεύσουν χρησιμοποιούσαν εργαλεία του δέκατου ένατου ή του εικοστού αιώνα για να παραβιάσουν μια κλειδαριά του δέκατου πέμπτου». Γέρνει πίσω κι αδειάζει τα πνευμόνια του. «Μέχρι τώρα». Τελικά, σωπαίνει κι εγώ τον κοιτάζω συγκλονισμένος. Στο διάδρομο, έξω από την κλειστή πόρτα, ακούγονται συρτά βήματα. Σιγά σιγά, παρεισφρέουν και πάλι στοιχεία της πραγματικότητας του αληθινού περιβάλλοντος χώρου, 448
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
επιστρέφοντας τον Σαβοναρόλα και τον Κολόνα σ' ένα ράφι της βιβλιοθήκης του λού μου. Ωστόσο, διατηρείται μια ανησυχαστική αλληλεπίδραςη μεταξύ των δυο κόσμων. Κοιτάζω τον Πολ, που ανταποδίδει με προσμονή το βλέμμα μου, και συνειδητοποιώ ότι έχει γίνει το σημείο τομής ανάμεσα τους, ο συνδετικός κρίκος δυο μακρινών στιγμών στο χρόνο. «Μου φαίνεται απίστευτο», του λέω. Έπρεπε να είναι εδώ ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου, ο Ρίτσαρντ Κάρι και ο καθηγητής Μακμπί. Όλοι όσοι κοπίασαν μ' αυτό το βιβλίο και θυσίασαν κάτι για να λύσουν το μυστήριο που περιέχει. Αυτό είναι ένα δώρο για όλους τους. ) «Ο Φραντσέσκο δίνει οδηγίες για την ακριβή τοποθεσία της κρύπτης από τρία διαφορετικά ορόσημα», λέει τώρα ο Πολ. «Δε θα είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Δίνει μέχρι και τις διαστάσεις της, κι έναν κατάλογο με ό,τι περιέχει. Το μόνο που λείπει είναι το σχεδιάγραμμα της κλειδαριάς της κρύπτης. Ο Τεράνι σχεδίασε μια ειδική κυλινδρική κλειδαριά για την είσοδο. Ο Φραντσέσκο γράφει ότι η κατασκευή είναι τόσο αεροστεγής, ώστε θα κρατήσει το μυστικό του ασφαλές από τους ληστές και την υγρασία μέχρι κάποιος να διαβάσει όλα τα κωδικοποιημένα μηνύματα του. Επαναλαμβάνει αρκετές φορές ότι είναι έτοιμος να δώσει το σχεδιάγραμμα της κλειδαριάς και τις οδηγίες για το πώς ανοίγει, αλλά τον αποσπούν διαρκώς οι σκέψεις του για τον Σαβοναρόλα. Ίσως είπε στον Τεράνι να το συμπεριλάβει στα τελευταία κεφάλαια, αλλά το παρέλειψε κι εκείνος». «Αυτό έψαχνες στο γραφείο του Ταφτ». 449
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ο Πολ νεύει καταφατικά. «Ο Ρίτσαρντ λέει ότι υπήρχε ένα σχεδιάγραμμα μέσα στο ημερολόγιο του Γενοβέζου όταν το βρήκε πριν από τριάντα χρόνια. Πιστεύω ότι ο Βίνσεντ το κράτησε όταν, τάχα από απροσεξία, άφησε τον Μπιλ να βρει το ημερολόγιο»! «Κατάφερες να το πάρεις?» Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Το μόνο που πήρα ήταν ένα μάτσο παλιά χειρόγραφα του Ταφτ». «Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις?» τον ρωτάω. Ο Πολ σκύβει άλλη μια φορά και ψαχουλεύει κάτω απ’ το γραφείο του. «Βρίσκομαι στο έλεος του Βίνσεντ». «Πόσα απ’ αυτά που μου είπες γνωρίζει?» Τα χέρια του εμφανίζονται άδεια και πάλι. Χάνοντας την υπομονή του, σπρώχνει πίσω την καρέκλα του και πέφτει στα γόνατα. «Δεν ξέρει καμιά λεπτομέρεια για την κρύπτη. Γνωρίζει μόνο ότι υπάρχει». Παρατηρώ αμυδρά ίχνη κατά μήκος του δαπέδου, λεπτές αυλακιές που σχηματίζουν ημικύκλια γύρω από τα μεταλλικά πόδια του γραφείου. «Χτες το βράδυ άρχισα να φτιάχνω ένα χάρτη βάσει όλων αυτών που έλεγε ο Φραντσέσκο για την κρύπτη στο δεύτερο μισό του βιβλίου του. Την τοποθεσία, τις διαστάσεις, τα ορόσημα. Ήξερα ότι ο Βίνσεντ ίσως ερχόταν να κλέψει τις ανακαλύψεις μου κι έτσι τον έβαλα στην καλύτερη κρυψώνα μου εδώ μέσα». Ακούω έναν ελαφρύ μεταλλικό ήχο και, από το βάθος της κάτω μεριάς του γραφείου του, ο Πολ βγάζει ένα κατσαβίδι. Η μακριά κολλητική ταινία που το συγκρατούσε κρέμεται σαν ξερό αγριόχορτο στο χέρι του. Την ξεκολλάει κι έπειτα 450
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
στρίβει το γραφείο προς το μέρος μας. Τα μπροστινά πόδια σέρνονται κατά μήκος των αυλακιών στα πλακάκια του δαπέδου και, ξαφνικά, εμφανίζεται ο αγωγός εξαερισμού. Το πλέγμα είναι βιδωμένο στο πλαίσιο με τέσσερις βίδες. Η μπογιά έχει ξυστεί σε όλες. Ο Πολ αρχίζει να ξεβιδώνει το μεταλλικό πλέγμα. Έπειτα βάζει το χέρι του μέσα στον αεραγωγό και το βγάζει κρατώντας ένα φάκελο γεμάτο χαρτιά. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται να κάνω είναι να κοιτάξω έξω από το παράθυρο του αναγνωστηρίου μήπως μας παρακολουθεί κανείς. Τώρα καταλαβαίνω τη χρησιμότητα του μαύρου φύλλου που το καλύπτει. Ο Πολ ανοίγει το φάκελο. Πρώτα βγάζει μερικές φωτογραφίες, ταλαιπωρημένες από τα δάχτυλα που τις έχουν πιάσει. Στην πρώτη είναι ο ίδιος με τον Ρίτσαρντ Κάρι στην Ιταλία. Στέκονται στη μέση της Πιάτσα ντέλα Σινιορία στη Φλωρεντία, μπροστά στην Κρήνη του Ποσειδώνα. Στο φόντο διακρίνεται λίγο θολά το αντίγραφο του Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου. Ο Πολ φοράει σορτς και στην πλάτη του έχει περασμένο ένα σακίδιο! ο Ρίτσαρντ Κάρι φοράει κοστούμι, αλλά η γραβάτα και ο γιακάς του πουκαμίσου του είναι χαλαρωμένοι. Είναι και οι δυο χαμογελαστοί. Στη δεύτερη φωτογραφία είμαστε οι τέσσερις μας, στο δεύτερο έτος. Ο Πολ είναι γονατιστός στη μέση της φωτογραφίας, φορώντας μια δανεική γραβάτα και δείχνοντας ένα μετάλλιο. Οι υπόλοιποι στεκόμαστε γύρω του, με δύο γελαστούς καθηγητές στο φόντο. Ο Πολ έχει μόλις κερδίσει τον ετήσιο διαγωνισμό έκθεσης της 451
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Γαλλόφιλης Ένωσης του Πρίνστον. Εμείς οι τρεις εμφανιστήκαμε σαν προσωπικότητες της γαλλικής ιστορίας για να τον υποστηρίξουμε. Εγώ είμαι ο Ροβεσπιέρος, ο Γκιλ είναι ο Ναπολέων και ο Τσάρλι, μ' ένα τεράστιο φόρεμα με κρινολίνο που βρήκαμε σ' ένα βεστιάριο, η Μαρία Αντουανέτα. Ο Πολ τις αφήνει αδιάφορα στο γραφείο σαν να έχει συνηθίσει να τις βλέπει και αδειάζει τον υπόλοιπο φάκελο. Αυτό που αρχικά πέρασα για πολλά μικρά χαρτιά είναι στην πραγματικότητα ένα μεγάλο φύλλο, διπλωμένο αρκετές φορές για να χωράει στο φάκελο. «Αυτός είναι», λέει, ξεδιπλώνοντας το στην επιφάνεια του γραφείου του. Εκεί, με την παραμικρότερη λεπτομέρεια, είναι σχεδιασμένος ένας χειροποίητος τοπογραφικός χάρτης. Οι υψομετρικές διαφορές σημειώνονται σε ελλειπτικούς κύκλους, με πρόχειρες κατευθυντήριες επισημάνσεις πάνω σ' ένα αχνό πλέγμα. Στο κέντρο περίπου, σχεδιασμένο με κόκκινο, είναι ένα γωνιώδες κατασκεύασμα σε σχήμα σταυρού. Σύμφωνα με την κλίμακα στη γωνία, το υπολογίζω στις διαστάσεις κτιρίου κοιτώνων του πανεπιστημίου. «Αυτή είναι?» τον ρωτάω. Ο Πολ νεύει καταφατικά. Είναι τεράστια! Για μερικές στιγμές μένουμε βουβοί, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της. «Τι θα κάνεις με το χάρτη?» τον ρωτάω, κοιτώντας γύρω μας το έρημο αναγνωστήριο.
452
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Πολ ανοίγει το χέρι του. Οι τέσσερις βίδες του πλέγματος κυλούν στο χέρι του σαν σπόροι φασολιάς. «Θα τον βάλω κάπου όπου θα είναι ασφαλής». «Στην κρυψώνα μέσα στον τοίχο?» «Όχι». Ο Πολ σκύβει και βιδώνει πάλι το πλέγμα στη θέση του. Όταν ισιώνει την πλάτη του, το πρόσωπο του έχει πάρει μια γαλήνια έκφραση. Σηκώνεται κι αρχίζει να ξηλώνει τα χαρτιά από τους τοίχους, το ένα μετά το άλλο, τα μηνύματα εξαφανίζονται. Βασιλείς και μυθικά τέρατα, αρχαία ονόματα, σημειώματα που δε σκόπευε ν' αφήσει κανέναν άλλο να δει. «Δε μου είπες, τι θα κάνεις με το χάρτη?» τον ρωτάω ξανά. Σκίζει τα σημειώματα σε μικρά κομματάκια. Οι τοίχοι είναι και πάλι κατάλευκοι. Ο Πολ κάθεται, διπλώνοντας προσεχτικά το χάρτη στις τσακίσεις του και μου λέει ατάραχα: «Θα τον δώσω σ' εσένα». «Τι?» Εκείνος βάζει το χάρτη στο φάκελο και μου τον δίνει. Τις φωτογραφίες τις κρατάει. «Σου υποσχέθηκα ότι θα ήσουν ο πρώτος που θα μάθαινε. Το άξιζες». Το λέει σαν να πρόκειται απλώς για την τήρηση μιας υπόσχεσης. «Και τι θέλεις να τον κάνω εγώ?» Μου χαμογελάει. «Να μην τον χάσεις». «Κι αν έρθει ο Ταφτ να τον αναζητήσει?» «Αυτό είναι το θέμα. Αν βρει το κουράγιο να το επιχειρήσει, θα έρθει να βρει εμένα». Μένει σιωπηλός για λίγο και έπειτα 453
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
προσθέτει: «Εξάλλου, θέλω ν' αρχίσεις να συνηθίζεις να τον έχεις πάνω σου». «Γιατί?» Γέρνει πίσω στην καρέκλα του. «Επειδή θέλω να συνεργαστούμε. Θέλω να βρούμε μαζί την κρύπτη του Φραντσέσκο». Επιτέλους, καταλαβαίνω. «Του χρόνου». Νεύει καταφατικά. «Στο Σικάγο. Και στη Ρώμη». Ο αεραγωγός βουίζει για μια στιγμή, σαν κάποιος να ψιθυρίζει μέσα από το πλέγμα. «Είναι δικός σου, Πολ», καταφέρνω να πω μόνο. «Είναι η πτυχιακή εργασία σου. Εσύ την ολοκλήρωσες». «Είναι πολύ σημαντικότερο από μια πτυχιακή εργασία, Τομ»! «Είναι σημαντικότερο κι από διδακτορική διατριβή...» «Ακριβώς». Ο τόνος της φωνής του μαρτυρεί κάτι συνταρακτικό: ότι αυτή είναι μόνο η αρχή. «Δε θέλω να το κάνω μόνος μου», λέει. «Μα, εγώ τι μπορώ να προσφέρω?» Χαμογελάει ξανά. «Για την ώρα, φύλαξε το χάρτη. Άρχισε να συνηθίζεις στην ιδέα ότι θα είμαστε μαζί σ' αυτό». Ταράζομαι νιώθοντας πόσο ελαφρύς είναι ο φάκελος, πόσο ευάλωτος ο θησαυρός που ανέλαβα να φυλάξω. Μου φαίνεται εξωπραγματικό ότι όλη η σοφία της υπνερωτομαχίας μπορεί να χωράει στην τσέπη μου. «Έλα», μου λέει τελικά, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του. «Πάμε στο σπίτι να μαζέψουμε μερικά πράγματα για τον Τσάρλι». 454
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αφού παίρνει τη σακούλα με τα σκισμένα χαρτιά, ο Πολ ξηλώνει με μια κοφτή κίνηση το τελευταίο απομεινάρι της δουλειάς του εδώ. Μέσα στο αναγνωστήριο δεν υπάρχει πια το παραμικρό ίχνος του Πολ, του Κολόνα ή της μακράς αλυσίδας ιδεών που τους συνέδεσαν πάνω από ένα χάσμα πεντακοσίων χρόνων. Το φύλλο του πισσόχαρτου δεν καλύπτει πλέον το παράθυρο.
455
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
22 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ στη συνέντευξη που έδωσα στο διευθυντή προσωπικού της εταιρείας Δαίδαλος ήταν ένας γρίφος. Αν ένας βάτραχος πέσει σ' ένα πηγάδι δεκαπέντε μέτρων και πρέπει να βγει έξω ανεβαίνοντας ένα μέτρο τη μέρα, αλλά γλιστρώντας πίσω κάτι λιγότερο από εβδομήντα εκατοστά κάθε βράδυ, σε πόσες μέρες θα τα καταφέρει? Η απάντηση του Τσάρλι ήταν ότι δε θα ελευθερωθεί ποτέ, γιατί κανένας βάτραχος δε γλιτώνει από πτώση δεκαπέντε μέτρων. Η απάντηση του Πολ είχε να κάνει μ' έναν αρχαίο φιλόσοφο που έπεσε σ' ένα πηγάδι ενώ παρατηρούσε τ' αστέρια.* Η απάντηση του Γκιλ ήταν ότι δεν έχει ακούσει ποτέ για βατράχια που σκαρφαλώνουν τοίχους και δεν καταλάβαινε τι σχέση μπορεί να είχε αυτό με την ανάπτυξη λογισμικού κάπου στο Τέξας. Νομίζω ότι η σωστή απάντηση είναι ότι ο βάτραχος θα χρειαστεί σαράντα τρεις μέρες, δηλαδή δυο λιγότερες απ’ όσες θα έλεγε κανείς κανονικά. Το κόλπο είναι να συνειδητοποιήσεις ότι ο βάτραχος σκαρφαλώνει γύρω στα τριάντα εκατοστά τη μέρα, αλλά την τεσσαρακοστή τρίτη σκαρφαλώνει ένα μέτρο και βγαίνει από το πηγάδι πριν γλιστρήσει ξανά πίσω. δεν ξέρω γιατί μου έρχεται τώρα στο νου αυτό. Ίσως είναι απ’ αυτές τις στιγμές που οι γρίφοι αποκτούν ξεχωριστή αίγλη, ένα είδος λάμψης που καταυγάζει τις παρυφές της εμπειρίας όπου όλα τα άλλα μέσα αποδεικνύονται άχρηστα. Σ' έναν κόσμο όπου οι μισοί χωρικοί λένε πάντα ψέματα και οι άλλοι μισοί λένε πάντα αλήθεια, όπου ο λαγός δεν 456
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
προλαβαίνει ποτέ τη χελώνα επειδή η απόσταση ανάμεσα τους συρρικνώνεται σε μια επ' άπειρον διαίρεση διά δύο, όπου η αλεπού δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί στην ίδια όχθη με την κότα ή η κότα στην ίδια όχθη με το σιτάρι, επειδή το ένα τρώει το άλλο με τέλεια κανονικότητα και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αποτρέψεις, σ' αυτό τον κόσμο τα πάντα είναι λογικά εκτός από τον αρχικό συλλογισμό. Ένας γρίφος είναι ένα κάστρο χτισμένο στον αέρα, στο οποίο μπορείς κάλλιστα να ζήσεις όσο δεν κοιτάς κάτω. Η μεγαλειώδης απιθανότητα αυτού που μου αποκάλυψε ο Πολ -ότι ένας αρχαίος ανταγωνισμός ανάμεσα σ' ένα μοναχό κι έναν ουμανιστή άφησε πίσω του μια κρύπτη θησαυρών κάτω από ένα χαμένο δάσοςστηρίζεται στην πολύ πιο θεμελιακή απιθανότητα ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα βιβλίο σαν την υπνερωτομαχία, πλήρως κρυπτογραφημένο, αδιαπέραστο, αγνοημένο από τους μελετητές επί πέντε ολόκληρους αιώνες. Δε θα μπορούσε! κι ωστόσο, το νιώθω τόσο πραγματικό όσο τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι αν δεχτώ την ύπαρξη του, δημιουργώ ήδη τα θεμέλια, και το απίθανο κάστρο μπορεί να χτιστεί. Το μόνο που χρειάζεται πλέον είναι κονίαμα και πέτρες. Όταν ανοίγουν οι πόρτες του ασανσέρ και η είσοδος της βιβλιοθήκης φαντάζει αβαρής μέσα στο θαμπό χειμωνιάτικο φως, έχω την αίσθηση ότι βγαίνουμε από μια σήραγγα. Κάθε φορά που σκέφτομαι αυτό το γρίφο της Δαίδαλος φαντάζομαι την έκπληξη του βάτραχου όταν, για πρώτη φορά, την τελευταία μέρα της αιχμαλωσίας του, τα τρία βήματα μπροστά δεν ακολουθούνται από δυο βήματα πίσω. Υπάρχει ένα ξάφνιασμα στο στόμιο του πηγαδιού, μια 457
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
απρόσμενη επιτάχυνση του ταξιδιού προς το τέλος του κι έτσι νιώθω κι εγώ τώρα. Ο γρίφος που ήξερα από παιδί -ο γρίφος της υπνερωτομαχίας- λύθηκε μέσα σε λιγότερο από μία μέρα. Τα βήματα μας κροταλίζουν στο μάρμαρο καθώς περνάμε την περιστρεφόμενη πόρτα της βιβλιοθήκης και ο τσουχτερός αέρας μας υποδέχεται ξανά. Ο Πολ σπρώχνει την πόρτα ν' ανοίξει, ενώ εγώ σφίγγω το μπουφάν μου πάνω μου. Το χιόνι κυριαρχεί παντού - ούτε πέτρες ούτε τοίχοι ή ίσκιοι, μόνο εκτυφλωτικές δίνες χιονιού. Κάπου εκεί έξω είναι το Σικάγο και το Τέξας, η αποφοίτηση, το Ντοντ και το σπίτι μου. Ξαφνικά, είμαι πάλι εδώ, στην επιφάνεια της γης. Κατευθυνόμαστε νότια. Στη διαδρομή της επιστροφής στο κτίριο της φοιτητικής εστίας προσπερνάμε έναν αναποδογυρισμένο κάδο. Μικροί σωροί απορριμμάτων ξεπροβάλλουν κάτω από βουναλάκια χιονιού και οι σκίουροι τα έχουν ήδη εντοπίσει, ξεχωρίζοντας τα κουκούτσια μήλου και τα μισοάδεια μπουκάλια αρωματικής λοσιόν, περνώντας τα πάντα μπροστά απ’ τη μύτη τους πριν αρχίσουν να μασουλάνε. Ευπροσάρμοστα πλασματάκια. Η πείρα τα δίδαξε ότι θα υπάρχει πάντα φαγητό εδώ, κάθε μέρα και κάτι καινούριο, κι έτσι δεν παιδεύονται πια να θάβουν καρύδια και βαλανίδια. Όταν μια κουρούνα σε μέγεθος γύπα προσγειώνεται στη ρόδα του αναποδογυρισμένου κάδου δηλώνοντας πως προηγείται, οι σκίουροι απλώς σκληρίζουν και συνεχίζουν το τσιμπολόγημα, αγνοώντας την επιδεικτικά. «Ξέρεις τι μου φέρνει στο μυαλό αυτή η κουρούνα?» ρωτάει ο Πολ. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου, καθώς το πουλί 458
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
απογειώνεται θυμωμένα, ανοίγοντας τα φτερά του σε απίστευτο πλάτος, κρατώντας στο ράμφος του ένα σακουλάκι με θρυμματισμένες φρυγανιές. «Τον αετό που σκότωσε τον Αισχύλο ρίχνοντας του μια χελώνα στο κεφάλι», λέει. Του ρίχνω μια πλάγια ματιά για να δω αν σοβαρολογεί. «Ο Αισχύλος ήταν καραφλός», μου εξηγεί. «Ο αετός ήθελε να σπάσει το καβούκι της χελώνας ρίχνοντας τη πάνω σ' ένα βράχο. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη διαφορά». Αυτό μου θυμίζει ξανά το φιλόσοφο που έπεσε μέσα στο πηγάδι. Το μυαλό του Πολ το κάνει συστηματικά αυτό, διπλώνει το παρόν κάτω απ’ το στρώμα του παρελθόντος, στρώνοντας το κρεβάτι του χτες. «Αν μπορούσες να βρίσκεσαι οπουδήποτε τώρα», τον ρωτάω, «που θα ήθελες να είσαι?» Με κοιτάζει χαμογελώντας. «Οπουδήποτε?» Γνέφω καταφατικά. «Στη Ρώμη, μ' ένα φτυάρι». Ένας σκίουρος σηκώνει το βλέμμα από μια φέτα ψωμί που έχει βρει και παρακολουθεί τις κινήσεις μας. Ο Πολ γυρίζει προς το μέρος μου. «Εσύ? Στο Τέξας?» «Όχι». «Στο Σικάγο?» «Δεν ξέρω». Διασχίζουμε το πίσω προαύλιο του Μουσείου Τέχνης, αυτό που το χωρίζει από το Ντοντ. Εδώ υπάρχουν χνάρια που πηγαινοέρχονται σχηματίζοντας ζιγκ ζαγκ. «Ξέρεις τι μου είπε ο Τσάρλι?» λέει, με το βλέμμα του στυλωμένο στο έδαφος. 459
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Τι πράγμα?» «Ότι αν πυροβολήσεις μ' ένα όπλο, η σφαίρα πέφτει στη γη με την ίδια ταχύτητα που θα σου έπεφτε κι απ’ το χέρι». Μου θυμίζει αμυδρά κάτι που έμαθα στη φυσική στο σχολείο. «Δεν μπορείς ποτέ να ξεπεράσεις τη βαρύτητα», καταλήγει ο Πολ. «Όσο γρήγορα κι αν κινείσαι, και πάλι πέφτεις σαν πέτρα. Σε κάνει ν' αναρωτιέσαι μήπως η οριζόντια κίνηση δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Αν κινούμαστε μόνο και μόνο για να πείσουμε τον εαυτό μας ότι δεν πέφτουμε». «Που θέλεις να καταλήξεις?» «Στο καβούκι της χελώνας», αποκρίνεται. «Υποτίθεται πως ήταν μέρος μιας προφητείας. Ένας χρησμός έλεγε ότι ο Αισχύλος θα πέθαινε από ένα πλήγμα από τον ουρανό». Ένα πλήγμα από τον ουρανό, σκέφτομαι. Το χιούμορ του Θεού. «Ο Αισχύλος δεν κατάφερε να ξεφύγει από το χρησμό», συνεχίζει ο Πολ. «Ό,τι κι αν κάνουμε, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη βαρύτητα». Μπλέκει τα δάχτυλα του. «Το θεϊκό και το γήινο μιλούν με την ίδια φωνή». Παρατηρώ ότι κοιτάζει γύρω του με γουρλωμένα μάτια, σαν παιδί σε ζωολογικό κήπο που προσπαθεί να καταγράψει ό,τι βλέπει. «Σίγουρα το λες σε όλα τα κορίτσια αυτό», τον πειράζω. Χαμογελάει. «Με συγχωρείς. Εγκεφαλική υπερφόρτωση. Αισθάνομαι τις αισθήσεις μου να σκορπίζουν σε κάθε κατεύθυνση. Δεν ξέρω γιατί». Εγώ ξέρω. Υπάρχει κάποιος άλλος ν' ανησυχεί για την κρύπτη τώρα, κάποιος άλλος έχει την έγνοια της 460
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
υπνερωτομαχίας. Ο Άτλας νιώθει πιο ανάλαφρος χωρίς τον κόσμο στους ώμους του. «Είναι όπως η ερώτηση σου», λέει, βαδίζοντας μπροστά μου ανάποδα καθώς πηγαίνουμε προς το δωμάτιο μας. «Αν μπορούσες να είσαι οπουδήποτε, που θα ήθελες να είσαι?» Ανοίγει τα χέρια του και θαρρείς και η απάντηση προσγειώνεται στα χέρια του. «Απάντηση: δεν έχει σημασία, γιατί, όπου κι αν πας, εξακολουθείς να πέφτεις». Χαμογελάει λέγοντας το, σαν να μη βρίσκει τίποτα το καταθλιπτικό στην ιδέα ότι είμαστε όλοι σε ελεύθερη πτώση. Φαίνεται να εννοεί πως η απόλυτη εξίσωση του να πηγαίνεις οπουδήποτε και να κάνεις οτιδήποτε είναι ότι το να βρίσκεται στο Ντοντ μαζί μου είναι εξίσου καλό με το να ήταν στη Ρώμη μ' ένα φτυάρι. Νομίζω ότι με τον τρόπο του, με τα δικά του λόγια, λέει ότι είναι ευτυχισμένος. Ψαρεύει τα κλειδιά απ’ την τσέπη του και ανοίγει την πόρτα. Στο δωμάτιο επικρατεί απόλυτη τάξη και ησυχία. Ύστερα από τόση δράση που είδε από χτες, διαρρήξεις και επισκέψεις από ασφαλίτες και αστυνομικούς, είναι σχεδόν ανησυχητικό να το βλέπεις άδειο και σκοτεινό. Ο Πολ πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο ν' αφήσει το μπουφάν του. Εγώ σηκώνω μηχανικά το ακουστικό και ελέγχω τη θυρίδα μας για μηνύματα. Τομ, ακούω τη φωνή του Γκιλ ανάμεσα σε παράσιτα. Θα προσπαθήσω να σας προλάβω αργότερα αλλά... φαίνεται ότι δε θα τα καταφέρω να έρθω απ’ το νοσοκομείο τελικά, οπότε... τον Τσάρλι από μένα... Τομ... επίσημο ένδυμα. Μπορείς να δανειστείς... χρειάζεσαι.
461
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Πάλι έχει πέσει η μπαταρία του κινητού του. Επίσημο ένδυμα. Μιλάει για το χορό της Άϊβι. Στο μεταξύ, έχει αρχίσει το δεύτερο μήνυμα. Τομ, η Κέιτι είμαι. Ήθελα μόνο να σου πω ότι μόλις τελειώσω τη δουλειά μου στο σκοτεινό θάλαμο θα πάω στη λέσχη να βοηθήσω στις προετοιμασίες. Αν δεν κάνω λάθος, είπες ότι θα έρθεις με τον Γκιλ. Παύση. θα τα πούμε το βράδυ, φαντάζομαι. Για μια στιγμή πριν κλείσει το τηλέφωνο μοιάζει να διστάζει σαν να μην είναι σίγουρη ότι έδωσε τη σωστή έμφαση στις τελευταίες λέξεις της, στην υπενθύμιση της ανολοκλήρωτης κουβέντας μας. «Τι τρέχει?» μου φωνάζει ο Πολ από το δωμάτιο. «Πρέπει να ετοιμαστώ», του λέω ήσυχα, προβλέποντας τι θα επακολουθήσει. Ο Πολ βγαίνει στο κοινό καθιστικό. «Να ετοιμαστείς για ποιο πράγμα?» «Για τον αποψινό χορό». Είναι λογικό να μην καταλαβαίνει. Δεν του μετέφερα την κουβέντα μας με την Κέιτι μέσα στο σκοτεινό θάλαμο. Αυτά που είδα σήμερα, αυτά που μου αποκάλυψε ο ίδιος, ήταν κοσμοϊστορικής σημασίας. Αλλά στη σιωπή που ακολουθεί πιάνω τον εαυτό μου να βρίσκεται ξανά στο ίδιο σημείο με πριν. Η αρχαία ερωμένη, αποκηρυγμένη ήδη δύο φορές, επέστρεψε να με βάλει στον πειρασμό. Υπάρχει ένας κύκλος εδώ που, ως τώρα, ήμουν υπερβολικά απορροφημένος για να σπάσω. Το βιβλίο του Κολόνα με θέλγει με οράματα τελειότητας, με μια μη πραγματικότητα στην οποία μπορώ να εγκατασταθώ με αμελητέο τίμημα την ιδεοληπτική 462
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αφοσίωση μου, την αποξένωση μου από τον κόσμο. Ο Φραντσέσκο, όταν επινόησε αυτή την αλλόκοτη συμφωνία, επινόησε επίσης και το όνομα της: Υπνερωτομαχία, ο αγώνας για τον έρωτα μέσα σ' ένα όνειρο. Αν υπήρξε ποτέ στιγμή που έπρεπε να πατήσω γερά στη γη, ν' αντισταθώ σ' αυτό τον αγώνα και στο όνειρο που τον εμπεριείχε, αν υπήρξε στιγμή που έπρεπε να θυμηθώ έναν έρωτα που αφοσιώθηκε σχεδόν ιδεοληπτικά σ' εμένα, να θυμηθώ την υπόσχεση που έδωσα στην Κέιτι, τότε αυτή η στιγμή ήταν τώρα. «Τι συμβαίνει?» με ρωτάει ο Πολ, που παρακολουθεί την εναλλαγή των σφοδρών συναισθημάτων στην έκφραση μου. Δεν ξέρω πώς να του το πω. Δεν ξέρω καν τι να του πω. «Ορίστε», λέω, απλώνοντας το χέρι μου. Εκείνος στέκεται σαν πετρωμένος. «Πάρε το χάρτη». «Γιατί?» με ρωτάει σαστισμένος. «Δεν μπορώ να το κάνω, Πολ. Λυπάμαι». Το χαμόγελο χάνεται απ’ το πρόσωπο του. «Τι θέλεις να πεις?» «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό». Τον πλησιάζω και του βάζω το χάρτη στο χέρι. «Είναι δικό σου έργο». «Είναι δικό μας», με διορθώνει. Αλλά δεν είναι έτσι. Δεν ανήκει σ' εμάς, ευθύς εξαρχής, εμείς ανήκαμε στο βιβλίο. «Δεν μπορώ να το κάνω. Με συγχωρείς», επαναλαμβάνω. Και ξέρω ότι πράγματι δεν μπορώ. Ούτε εδώ ούτε στο Σικάγο ούτε στη Ρωμη.
463
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Το έκανες», μου λέει. «Το μυστήριο λύθηκε. Το μόνο που χρειαζόμαστε πλέον είναι το σχεδιάγραμμα της κλειδαριάς». Ωστόσο, αυτή η βεβαιότητα βρίσκεται ήδη ανάμεσα μας. Διακρίνω στα μάτια του την έκφραση του ανθρώπου που συνειδητοποιεί ότι πνίγεται, θαρρείς και όλη η δύναμη που κάποτε κόχλαζε μέσα του ξαφνικά στράγγισε, και ο κόσμος αναποδογύρισε γύρω του. Περάσαμε τόσο χρόνο μαζί ώστε το καταλαβαίνω χωρίς καν να μου το πει: η ελευθερία που νιώθω, η αποδέσμευση μου από μια αλυσίδα γεγονότων που άρχισε προτού καν γεννηθώ, αντανακλάται αντεστραμμένη μέσα του. «Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, Τομ», μου λέει τελικά. «Μπορείς να έχεις και τα δυο αν το θέλεις». «Δε νομίζω». «Ο πατέρας σου πώς τα κατάφερε?» Ωστόσο, ξέρει ότι ο πατέρας μου δεν τα κατάφερε. «Δεν έχεις ανάγκη τη βοήθεια μου», του λέω. «Έχεις αυτό που θέλεις». Αλλά ξέρω ότι δεν έχει αυτό που θέλει. Ακολουθεί μια αλλόκοτη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας καταλαβαίνουμε ότι ο άλλος έχει δίκιο, αλλά κανείς απ’ τους δυο μας δεν έχει άδικο. Βλέπω στα μάτια του ότι θέλει να με ικετέψει, να κάνει μια ύστατη απόπειρα να με μεταπείσει, αλλά είναι μάταιο, και το ξέρει. Αντί γι αυτό, ο Πολ επαναλαμβάνει ένα ανέκδοτο που έχω ακούσει χίλιες φορές από τον Γκιλ. Απλούστατα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκφράσει αυτό που νιώθει. «Ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο μπαίνει σ' ένα μπαρ», μουρμουρίζει. «Τι λέει?» 464
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Σωπαίνει, στρέφοντας το βλέμμα προς το παράθυρο. Ξέρουμε και οι δυο τι λέει ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο. Καρφώνει το βλέμμα του στην μπίρα του, αποχαυνωμένος από το ποτό και τη μοναξιά, και λέει: «Ποτό, θα ήθελα άλλο έναν μπάρμαν». «Λυπάμαι», του λέω. Ωστόσο, ο Πολ ταξιδεύει μακριά. «Πρέπει να βρω τον Ρίτσαρντ», ψελλίζει. «Πολ?» Στρέφεται και με κοιτάζει. «Τι θέλεις να πω?» «Τι θέλεις από τον Κάρι?» «Θυμάσαι τι σε ρώτησα στο δρόμο για τη Φαϊρστόουν?» λέει. «Τι θα γινόταν αν δεν είχε πέσει στα χέρια μου το βιβλίο του πατέρα σου? Θυμάσαι τι απάντησες?» «Ότι δε θα ήμασταν εδώ τώρα». Χίλιες μικρές συμπτώσεις συσσωρεύτηκαν η μια πάνω στην άλλη προκειμένου να γνωριστούμε εμείς οι δυο - και να βρεθούμε εδώ τώρα. Από τα συντρίμμια πεντακοσίων χρόνων η μοίρα έχτισε ένα κάστρο στον αέρα για να δώσει την ευκαιρία σε δυο νεαρούς φοιτητές να γίνουν βασιλιάδες. Έτσι το χειρίζομαι εγώ, θέλει να μου πει. «Όταν δεις τον Γκιλ», μου λέει παίρνοντας πάλι το μπουφάν του, «πες του ότι το προεδρικό δωμάτιο είναι στη διάθεση του. Δε θα το χρειαστώ άλλο». Θυμάμαι το αυτοκίνητο του, που έχει μείνει σε κάποιο φανάρι του δρόμου προς το ινστιτούτο, και τον φαντάζομαι να περπατάει μέσα στο χιόνι ψάχνοντας τον Κάρι. «Δεν είναι ασφαλές να πας μόνος...» αρχίζω.
465
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Αλλά μόνος πήγαινε πάντα και παντού. Έχει βγει ήδη στο διάδρομο. Ίσως να τον είχα ακολουθήσει, αν την επόμενη στιγμή δε χτυπούσε το τηλέφωνο. Ήταν απ’ το νοσοκομείο, μ' ένα μήνυμα από τον Τσάρλι. «Συνήλθε και μιλάει», μου λέει η νοσοκόμα. «Και σε ζήτησε». Βάζω αμέσως το σκουφί και τα γάντια μου. Είμαι περίπου στα μισά της διαδρομής για το Ιατρικό Κέντρο όταν σταματάει να χιονίζει. Για μερικά λεπτά, μάλιστα, ξεμυτίζει και ο ήλιος λίγο ψηλότερα από τον ορίζοντα. Όταν κοιτάζω τα σύννεφα στον ουρανό και βλέπω ξαφνικά σερβίτσια τραπεζίου -σουπιέρες και κανάτες, ένα πιρούνι να περνάει ξυστά δίπλα, κυνηγημένο από ένα κουτάλισυνειδητοποιώ πόσο πεινάω. Ελπίζω ο Τσάρλι να είναι τόσο καλά όσο μου είπε η νοσοκόμα. Και ελπίζω, για το δικό τους καλό, να τον ταίζουν. Φτάνοντας, βρίσκω την πόρτα του δωματίου του φραγμένη από το μοναδικό άτομο που είναι, σωματικά, πιο εκφοβιστικό από τον ίδιο: τη μητέρα του. Η κυρία Φρίμαν εξηγεί σ' ένα γιατρό ότι, αφού ταξίδεψε με το πρώτο τρένο από τη Φιλαδέλφεια για να έρθει κι άκουσε κάποιον από το γραφείο του κοσμήτορα να της λέει ότι ο Τσάρλι κινδύνευε με αποβολή, και δεδομένου ότι εργάστηκε ως επαγγελματίας νοσοκόμα επί δεκαεφτά χρόνια πριν γίνει καθηγήτρια φυσικής, δεν έχει καμιά διάθεση ν' ανεχτεί τη συγκατάβαση και τις υπεκφυγές του όταν αξιώνει να ενημερωθεί για την υγεία του παιδιού της. Από το χρώμα της στολής του καταλαβαίνω ότι είναι ο ίδιος γιατρός που ανακοίνωσε στον Πολ και σ' εμένα ότι η κατάσταση του Τσάρλι ήταν σταθερή. 466
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αυτός με τα νοσοκομειακά κλισέ και τα χαμόγελα κονσέρβα. Δε φαίνεται ν' αντιλαμβάνεται ότι δεν εφευρέθηκε ακόμα το χαμόγελο που θα μπορούσε να μετακινήσει αυτό το βουνό. Τη στιγμή που στρίβω για να μπω στο δωμάτιο του Τσάρλι, η κυρία Φρίμαν με βλέπει. «Τόμας», λέει, μετακινώντας το βάρος της στο άλλο πόδι. Όταν βρίσκεσαι κοντά στην κυρία Φρίμαν έχεις πάντα την αλλόκοτη αίσθηση ότι είσαι μάρτυρας ενός γεωλογικού φαινομένου και, αν δεν προσέξεις, θα συνθλιβείς. Ξέροντας ότι έχω μόνο τη μητέρα μου, αναλαμβάνει να τη συνδράμει στην ελλιπή ανατροφή μου. «Τόμας!» επαναλαμβάνει - κι είναι ο μόνος άνθρωπος που με φωνάζει έτσι πια. «Για έλα εδώ μια στιγμή!» Την πλησιάζω επιφυλακτικά. «Σε τι τον έμπλεξες πάλι?» με ρωτάει. «Απλώς προσπαθούσε να...» Εκείνη κάνει ένα βήμα μπροστά, παγιδεύοντας με στον ίσκιο της. «Σε είχα προειδοποιήσει για τέτοιου είδους καμώματα, έτσι δεν είναι? Ύστερα από κείνη την κουτσουκέλα σας στην κορυφή εκείνου του κτιρίου!» Μιλάει για το γλωσσίδι. «Κυρία Φρίμαν, αυτή ήταν δική του ιδέα...» «Α, όχι πάλι τα ίδια. Ο Τσάρλι μου δεν είναι διάολος, Τόμας. Κάποιος πρέπει να τον βάλει σε πειρασμό». Μαμάδες. Θα έλεγες ότι ο Τσάρλι δε θα παρέκκλινε από το δρόμο της αρετής ούτε αν έπεφτε με αλεξίπτωτο. Η κυρία Φρίμαν κοιτάζει τους υπόλοιπους τρεις και βλέπει «κακές συναναστροφές». Δεδομένου ότι εγώ έχω μόνο μητέρα, ο 467
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Πολ είναι ορφανός και ο Γκιλ έχει μια στρατιά από θετές μανάδες, όλοι μαζί δεν έχουμε τόσα θετικά πρότυπα συμπεριφοράς όσα έχει ο Τσάρλι κάτω από μία στέγη. Και, για κάποιο λόγο, εγώ είμαι ο μόνος με το δικράνι και την ουρά. Που να ξερέ την αλήθεια, σκέφτομαι. Μέχρι και ο Μωυσής ήταν κερασφόρος... «Άσ' τον ήσυχο», ακούγεται μια ασθματική φωνή από μέσα. Η κυρία Φρίμαν γυρίζει όπως η υδρόγειος στον άξονα της. «Ο Τομ προσπάθησε να με σώσει εκεί κάτω», λέει ο Τσάρλι πιο αδύναμα τώρα. Ακολουθεί μια σύντομη σιωπή. Η κυρία Φρίμαν με κοιτάζει σαν να λέει μην τολμήσεις να χαμογελάσεις, δεν υπάρχει τίποτα το αξιόλογο στο να προσπαθείς να ξεμπλέξεις το αγοράκι μου από τούς μπελάδες στους οποίους εσύ το έμπλεξες εξαρχής. Αλλά όταν ο Τσάρλι επιχειρεί να μιλήσει ξανά, η μητέρα του με διατάζει να πάω κοντά του προτού εξαντληθεί τελείως ξεφωνίζοντας από την άλλη άκρη του δωματίου. Η ίδια έχει κάποιες εκκρεμότητες με το γιατρό. «Και, Τόμας», λέει πριν προλάβω να την προσπεράσω στο κατώφλι, «μη βάλεις τίποτα ιδέες στο μυαλό του παιδιού!» Συγκατανεύω αργά. Η κυρία Φρίμαν είναι η μόνη δασκάλα που έχω γνωρίσει η οποία μπορεί να κάνει τη λέξη «ιδέες» να ηχεί σαν αυτές που τιμωρούνται με πιπέρι στο στόμα. Ο Τσάρλι κάθεται ελαφρώς ανασηκωμένος στο νοσοκομειακό κρεβάτι με τα χαμηλά μεταλλικά κάγκελα στα πλάγια, απ’ αυτά που δεν είναι αρκετά ψηλά για να εμποδίσουν ένα μεγαλόσωμο άντρα να γκρεμοτσακιστεί από το κρεβάτι, μια ανήσυχη νύχτα αλλά είναι στο ιδανικό ύψος για να επιτρέπουν σ' ένα σχιζοφρενή βοηθό 468
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
νοσοκόμου να περάσει ένα σκουπόξυλο ανάμεσα τους και να σε καθηλώσει για πάντα εκεί, να αναρρώνεις ισοβίως. Έχω δει περισσότερους εφιάλτες σε νοσοκομεία από τις ιστορίες που επινόησε η Σεχραζάντ, κι ούτε καν ο χρόνος δεν κατάφερε να τους σβήσει ολότελα από τη μνήμη μου. «Το επισκεπτήριο τελειώνει σε δέκα λεπτά», λέει η νοσοκόμα χωρίς καν να κοιτάξει το ρολόι της. Στο ένα της χέρι κρατάει ένα δίσκο σε σχήμα νεφρού, στο άλλο ένα φτερό ξεσκονίσματος. Ο Τσάρλι την παρακολουθεί να βγαίνει σέρνοντας τα πόδια της. Μιλώντας αργά, με ραγισμένη φωνή, μου λέει: «Νομίζω ότι σε συμπάθησε». Από το λαιμό και πάνω φαίνεται μια χαρά. Υπάρχει μια στενή λωρίδα ροδαλού δέρματος λίγο πάνω από την κλείδα του, αλλά τίποτα χειρότερο. Η ζημιά έγινε στο στήθος του. Ως εκεί που φτάνουν τα σκεπάσματα, λίγο πάνω από τη μέση του, είναι τυλιγμένος με επιδέσμους που, κατά τόπους, έχουν ποτίσει από δύσοσμο πύο. «Αν θέλεις, μπορείς να μείνεις όταν αλλάζουν τις γάζες», λέει ο Τσάρλι, προσελκύοντας ξανά την προσοχή μου στο πρόσωπο του. Τα μάτια του φαίνονται ικτερικά. Υπάρχει υγρασία γύρω από τη μύτη του την οποία μάλλον θα σκούπιζε αν μπορούσε. «Πώς αισθάνεσαι?» τον ρωτάω. «Πώς φαίνομαι?» «Αρκετά καλά γι' αυτό που πέρασες». Καταφέρνει να χαμογελάσει. Ωστόσο, όταν ρίχνει μια ματιά στο σώμα του καταλαβαίνω ότι δεν έχει ιδέα πώς φαίνεται. 469
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Η διαύγεια που έχει του αρκεί για ν' αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις αισθήσεις του. «Ήρθε κανείς άλλος να σε δει?» τον ρωτάω. Δε μου απαντάει αμέσως. «Ο Γκιλ, πάντως, όχι, αν αυτόν εννοείς»«Εννοώ οποιοσδήποτε». «Ίσως δεν παρατήρησες τη μαμά μου εκεί έξω». Ο Τσάρλι χαμογελάει και επαναλαμβάνεται χωρίς να το καταλάβει. «Η μαμά μου περνάει εύκολα απαρατήρητη». Ρίχνω μια κλεφτή ματιά προς την πόρτα. Η κυρία Φρίμαν κατσαδιάζει ακόμα το γιατρό. «Μην ανησυχείς», λέει ο Τσάρλι, παρερμηνεύοντας το βλέμμα μου. «Θα έρθει». Στρέφομαι ξανά προς το μέρος του, καταλαβαίνοντας ότι αναφέρεται στον Γκιλ. Εγώ όμως ξέρω ότι η νοσοκόμα θα έχει ήδη τηλεφωνήσει σε αυτούς που θα νοιάζονταν να μάθουν ότι ο Τσάρλι ανέκτησε τις αισθήσεις του. Για να μην έχει εμφανιστεί ακόμα, ο Γκιλ απλούστατα δε σκοπεύει να έρθει. «Έϊ», λέει ο Τσάρλι, αλλάζοντας θέμα συζήτησης. «Εσυ είσαι εντάξει ύστερα απ’ ό,τι έγινε?» «Τι εννοείς?» «Ξέρεις. Μ" αυτά που είπε ο Ταφτ». Συνοφρυώνομαι προσπαθώντας να θυμηθώ. Έχουν περάσει ώρες από τότε που φύγαμε από το γραφείο του Ταφτ στο Μακάο. Πιθανότατα είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάται ο Τσάρλι. «Για τον μπαμπά σου...» μου διευκρινίζει τώρα. Κάνει να μετακινηθεί λίγο και μορφάζει απ’ τον πόνο. 470
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Εγώ στυλώνω το βλέμμα μου στο κάγκελο του κρεβατιού, παγώνοντας ολόκληρος. Έξω η κυρία Φρίμαν έχει τρομοκρατήσει αρκετά το γιατρό ώστε να την οδηγήσει στο γραφείο των γιατρών να συζητήσουν. Οι δυο τους χάνονται σε μια μακρινή πόρτα και ο διάδρομος μένει άδειος. «Κοίτα», λέει αδύναμα ο Τσάρλι, «μην αφήνεις τέτοιες αηδίες να σου θολώνουν το μυαλό». Να τι κάνει ο Τσάρλι μόλις ξέφυγε από του χάρου τα δόντια: ανησυχεί για τα δικά μου προβλήματα. «Ειλικρινά χαίρομαι που είσαι καλά», του λέω. Είναι έτοιμος να πετάξει κάποια εξυπνάδα όταν νιώθει το χέρι μου να σφίγγει το δικό του και αρκείται σε κάτι απλό. «Κι εγώ το ίδιο». Ο Τσάρλι μου χαμογελάει ξανά και ξαφνικά βάζει τα γέλια. «Ε, αυτό δεν έχει ξαναγίνει!» λέει, κουνώντας το κεφάλι του. Το βλέμμα του είναι στραμμένο κάπου πίσω μου. «Αυτό δεν έχει ξαναγίνει!» επαναλαμβάνει. Στην αρχή νομίζω ότι χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, αλλά γυρίζοντας βλέπω τον Γκιλ στην πόρτα με μια ανθοδέσμη ανά χείρας. «Τα βούτηξα από το διάκοσμο του χορού», λέει αμήχανα, σαν να φοβάται ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος. «Το καλό που σου θέλω, ελπίζω να σου αρέσουν». «Χωρίς κρασί?» ρωτάει αδύναμα ο Τσάρλι. Ο Γκιλ χαμογελάει αμήχανα. «Για την ώρα, αρκέσου στο φτηνό, διάφανο ποτό». Μπαίνει στο δωμάτιο και τείνει το χέρι του στον Τσάρλι. «Η νοσοκόμα μου είπε ότι έχουμε δυο λεπτά καιρό», λέει τώρα. «Πώς νιώθεις?»
471
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Έχω νιώσει και καλύτερα», απαντάει ο Τσάρλι. «Και χειρότερα, όμως». «Νομίζω ότι είναι εδώ η μαμά σου», λέει ο Γκιλ, ψάχνοντας ακόμα έναν τρόπο ν' αρχίσει. Ο Τσάρλι νεύει καταφατικά. Είναι ζαλισμένος από τα φάρμακα που του χορηγούν, αλλά καταφέρνει να χαμογελάσει. «Περνάει εύκολα απαρατήρητη». «Δε θα μας την κοπανήσεις απόψε, έτσι?» ρωτάει χαμηλόφωνα ο Γκιλ. «Από το νοσοκομείο?» ρωτάει ο Τσάρλι, χωρίς να είναι σίγουρος αν κατάλαβε καλά. «Ναι». «Δεν αποκλείεται», ψιθυρίζει ο Τσάρλι. «Το φαγητό εδώ...» Ξεφυσάει, «...χάλια». Το κεφάλι του γέρνει πίσω στο μαξιλάρι τη στιγμή ακριβώς που η ξερακιανή νοσοκόμα επιστρέφει για να μας πει ότι ο χρόνος μας τελείωσε και ο Τσάρλι πρέπει ν' αναπαυθεί. «Καλό ύπνο, αρχηγέ'», του εύχεται ο Γκιλ και αφήνει το μπουκέτο στο κομοδίνο του. Ο Τσάρλι δεν τον ακούει. Αναπνέει ήδη βαριά από το στόμα. Φεύγοντας, γυρίζω και τον κοιτάζω, έτσι όπως είναι μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι του, φασκιωμένος με επιδέσμους και ακινητοποιημένος από ενδοφλέβιους ορούς. Μου θυμίζει τα κόμικς που διάβαζα μικρός. Ο τσακισμένος γίγαντας τον οποίο ανέστησε η ιατρική. Η μυστηριώδης ανάρρωση του ασθενή που άφησε κατάπληκτη την τοπική ιατρική κοινότητα. Το σκοτάδι πέφτει στο Γκόθαμ, αλλά όλα τα πρωτοσέλιδα είναι πανομοιότυπα. Ο σούπερ ήρωας
472
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
πάλεψε σήμερα με μια δύναμη της φύσης κι έζησε για να παραπονεθεί για το φαγητό. «Θα γίνει καλά?» ρωτάει ο Γκιλ όταν βγαίνουμε απ’ το ιατρικό Κέντρο. Το Σάαμπ του είναι ολομόναχο στο χώρο στάθμευσης με το καπό του αρκετά ζεστό ακόμα για να λιώνει το χιόνι που κάθεται πάνω. «Έτσι νομίζω». «Το στήθος του φαίνεται σε μαύρο χάλι». Κουνάω το κεφάλι. Δεν ξέρω τι πρόγραμμα αποκατάστασης υπομένουν όσοι υφίστανται εγκαύματα, αλλά σίγουρα δεν είναι εύκολο να προσπαθείς να συνηθίσεις απ’ την αρχή το δέρμα σου. «Δεν περίμενα πως θα ερχόσουν», του λέω. Ο Γκιλ διστάζει. «Μακάρι να ήμουν εκεί, μαζί σας», λέει τελικά. «Πότε?» «Όλη μέρα». «Πλάκα μου κάνεις?» Με κοιτάζει ξαφνιασμένος. «Όχι. Τι θα πει αυτό τώρα?» Στεκόμαστε μπροστά στο αυτοκίνητο. Άξαφνα συνειδητοποιώ ότι είμαι θυμωμένος μαζί του, είμαι έξαλλος με το πόσο δυσκολεύτηκε να βρει κάτι να πει στον Τσάρλι, με τη δειλία του να τον επισκεφτεί νωρίτερα. «Ήσουν εκεί που ήθελες να είσαι», του θυμίζω στεγνά. «Ήρθα αμέσως μόλις το έμαθα». «Δεν ήσουν μαζί μας». «Πότε?» με ρωτάει. «Σήμερα το πρωί?» «Όλες αυτές τις ώρες». Μόλις που συνειδητοποιώ ότι είναι λες και ανταλλάσσουμε τις ατάκες μας. 473
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Χριστέ μου! Τομ...» «Ξέρεις γιατί βρίσκεται ο Τσάρλι εκεί μέσα?» επιμένω. «Επειδή πήρε μια λανθασμένη απόφαση». «Επειδή προσπάθησε να βοηθήσει, Γκιλ. Δεν ήθελε να πάμε μόνοι στο γραφείο του Ταφτ. Δεν ήθελε ν' αφήσει τον Πολ μόνο μέσα στις σήραγγες». «Τι θέλεις τώρα, Τομ? Να απολογηθώ? Ωραία, mea culpa. Δεν μπορώ να συναγωνιστώ τον Τσάρλι. Έτσι είναι φτιαγμένος. Έτσι ήταν πάντα». «Κι εσύ έτσι ήσουν. Ξέρεις τι μου είπε η κυρία Φρίμαν εκεί μέσα? Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που ανέφερε μόλις με είδε? Η κλοπή του γλωσσιδίου από το Νασάου Χολ». Ο Γκιλ περνάει αμήχανα τα δάχτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Ακόμα εμένα θεωρεί υπαίτιο γι' αυτό - όπως πάντα. Και ξέρεις γιατί?» «Επειδή πιστεύει ότι ο Τσάρλι είναι άγιος». «Επειδή δεν μπορεί να πιστέψει ότι εσύ θα έκανες ποτέ κάτι τέτοιο». «Δεν έκανα εγώ κάτι τέτοιο. Η ιδέα ήταν του Τσάρλι, το ξέχασες? Εγώ ούτε που σας ήξερα τότε». «Και τα παντελόνια στον ανεμοδείκτη? Ήταν ιδέα του Τσάρλι?» Εκείνος ξεφυσάει ηχηρά. «Και λοιπόν?» «Λοιπόν, είσαι το είδος του ανθρώπου που θα είχε κάνει κάτι τέτοιο. Το έκανες. Δε διαφέρεις τόσο από τον Τσάρλι όσο θέλεις να πιστεύεις». Φαίνεται να μην ξέρει τι να πει. «Σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι ίσως είχα πιει μισή ντουζίνα μπίρες εκείνο το 474
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
βράδυ πριν πέσω πάνω σας? Ίσως να μη σκεφτόμουν καθαρά». «Ή ίσως απλούστατα ήσουν διαφορετικός τότε». Με κοιτάζει βλοσυρά. «Σωστά, Τομ. Ίσως και να ήμουν». Πέφτει σιωπή. Εγώ αποστρέφω το βλέμμα. Το χιόνι έχει αρχίσει τελικά να καλύπτει το καπό του Σάαμπ. Η όλη κουβέντα κορυφώνεται σταδιακά προς μια εξομολόγηση. «Κοίτα», μου λέει, «λυπάμαι». «Για ποιο πράγμα?» «Έπρεπε να είχα έρθει να δω τον Τσάρλι την πρώτη φορά. Όταν συνάντησα εσένα και τον Πολ». «Ξέχασέ το». «Είμαι πεισματάρης. Πάντα ήμουν πεισματάρης». Τονίζει το πάντα σαν να μου λέει, κοίτα, Πολ, μερικά πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Κι όμως, τα πάντα έχουν αλλάξει. Μέσα σε μια βδομάδα, μέσα σε μια μέρα, μέσα σε μία ώρα. Πρώτα ο Τσάρλι, μετά ο Πολ. Και τώρα, ξαφνικά, ο Γκιλ. «Δεν ξέρω», του λέω. «Τι πράγμα δεν ξέρεις?» «Τι θα κάνεις του χρόνου τέτοιο καιρό», απαντάω. «Γιατί τα πάντα αλλάζουν. Για το Θεό, δεν ξέρω καν τι θα κάνεις του χρόνου!...» Ο Γκιλ βγάζει το μπρελόκ του από την τσέπη του τζιν του και ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο του. «Πάμε να φύγουμε πριν ξεπαγιάσουμε εδώ», μου λέει. Στεκόμαστε για μερικές στιγμές στο χιόνι, μονάχοι μέσα στο χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου. Ο ήλιος έχει γείρει
475
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
σχεδόν στον ορίζοντα αναγγέλλοντας την άφιξη του σκοταδιού, προσδίδοντας στα πάντα την υφή της τέφρας. «Μπες μέσα», λέει ο Γκιλ. «Ας κουβεντιάσουμε».
476
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
23 ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ξαναγνώρισα τον Γκιλ για πρώτη φορά και ίσως επίσης για τελευταία. Ήταν σχεδόν όσο γοητευτικός τον θυμόμουν: αστείος, εξαιρετικός ακροατής, έξυπνος στους τομείς που είχαν σημασία, σνομπ στους άλλους. Γυρίσαμε στο Ντοντ ακούγοντας μπαλάντες του Σινάτρα και συζητώντας αβίαστα' δεν πρόλαβα καν να αναρωτηθώ τι θα φορούσα στο χορό. Ανοίγοντας την πόρτα του υπνοδωματίου μου βρήκα να με περιμένει ένα καλοραμμένο, φρεσκοσιδερωμένο σμόκιν σε μια κρεμάστρα, μ' ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στη νάϊλον σακούλα. Τομ, Αν δε σου κάνει, μπήκες στο πλύσιμο! Μέσα σε τόσες έγνοιες, είχε βρει χρόνο να πάει ένα από τα κοστούμια μου σ' ένα κατάστημα ενοικίασης και να πάρει ένα σμόκιν στο ίδιο μέγεθος. «Ο μπαμπάς μου πιστεύει ότι θα 'πρεπε να κάνω διακοπές για ένα διάστημα», λέει τώρα, απαντώντας στην προηγουμένη ερώτηση μου. «Να ταξιδέψω λίγο. Στην Ευρώπη, στη Νότια Αμερική». Είναι αλλόκοτο να ξαναγνωρίζεις κάποιον που ήξερες από πάντα. Δε μοιάζει σαν να γυρίζεις στο σπίτι όπου μεγάλωσες και να παρατηρείς πώς σε σημάδεψε, πώς τα τείχη που ανέγειρες και οι πόρτες που άνοιξες από τότε ακολούθησαν το σχέδιο που ανακάλυψες για πρώτη φορά εκεί μέσα. Είναι μάλλον σαν να γυρνάς στο σπίτι και να βλέπεις τη μητέρα ή την αδερφή σου, αρκετά μεγάλες ήδη ώστε να μην έχουν ψηλώσει από τότε που τις είδες τελευταία φορά, αλλά και αρκετά νέες για να μην έχουν γεράσει και για πρώτη φορά 477
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
συνειδητοποιείς πώς φαίνονται στα μάτια των άλλων, πόσο όμορφες θα τις έβρισκες αν δεν τις γνώριζες, τι είδαν σ' αυτές ο πατέρας και ο γαμπρός σου όταν προσπάθησαν να τις πλησιάσουν χωρίς να τις ξέρουν καθόλου. «Θέλεις να σου πω ειλικρινά?» λέει ο Γκιλ. «Δεν έχω αποφασίσει. Δεν είμαι σίγουρος ότι ο μπαμπάς μου είναι κατάλληλος για να δίνει συμβουλές. Δική του ιδέα ήταν το Σάαμπ, και ήταν λάθος. Σκεφτόταν τι θα ήθελε εκείνος αν ήταν στην ηλικία μας. Μου μιλάει σαν να είμαι κάποιος άλλος». Ο Γκιλ είχε δίκιο. Δεν είναι πια ο πρωτοετής που κρεμούσε παντελόνια στον ανεμοδείκτη του Νασάου Χολ. Είναι πιο μετρημένος, πιο συνετός. Βλέποντας τον, θα τον χαρακτήριζες έμπειρο και εγωκεντρικό. Το κύρος που εκπέμπει ο λόγος και η γλώσσα του σώματος του είναι εντονότερα τώρα, μια ιδιότητα που του καλλιέργησε η Άϊβι. Τα ρούχα που φοράει είναι έναν τόνο πιο ουδέτερα και τα μαλλιά του, που ήταν πάντα όσο μακριά χρειαζόταν για να τραβούν την προσοχή, τώρα δε φαίνονται ποτέ ατημέλητα. Υπάρχει ολόκληρη φιλοσοφία σ' αυτό, γιατί ποτέ δεν καταλαβαίνεις πότε κουρεύτηκε. Επιπλέον, έχει πάρει λίγο βάρος, πράγμα που τον κάνει όμορφο μ* ένα διαφορετικό τρόπο, μια ιδέα πιο στιβαρό, ενώ οι μικρές τάσεις επίδειξης που έφερε από το Έξετερ -το δαχτυλίδι που φορούσε στο μικρό του δαχτυλάκι, το σκουλαρίκι στο αφτί τουεξαφανίστηκαν αθόρυβα. «Υποθέτω ότι θα περιμένω ως την τελευταία στιγμή. Θα αποφασίσω στη διάρκεια της τελετής αποφοίτησης - κάτι
478
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
αυθόρμητο, απροσδόκητο. Ίσως γίνω αρχιτέκτονας. Ίσως γυρίσω στην ιστιοπλοία». Καθώς μου μιλάει, έχει αρχίσει ν' αλλάζει ρούχα, βγάζει μπροστά μου το φανελένιο παντελόνι του χωρίς ν' αντιλαμβάνεται ότι του είμαι ολότελα ξένος, ένα άτομο που δεν έχει γνωρίσει ποτέ η καινούρια εκδοχή του εαυτού του. Μου περνάει απ’ το νου η σκέψη ότι ίσως είμαι ξένος και στον ίδιο μου τον εαυτό, ότι δεν κατάφερα ποτέ να καταλάβω το πρόσωπο που περίμενε όλη νύχτα χτες η Κέιτι, το πιο πρόσφατο μοντέλο, τον πιο εκσυγχρονισμένο εαυτό μου. Κάπου εδώ υπάρχει ένας γρίφος, ένα παράδοξο. Βάτραχοι και πηγάδια και η αλλόκοτη περίπτωση του Τομ Σάλιβαν που κοίταζε σ' έναν καθρέφτη κι έβλεπε το παρελθόν. «Ένας άντρας μπαίνει σ' ένα μπαρ», λέει ο Γκιλ, επιστρέφοντας σε μια παλιά αδυναμία μας. «Είναι γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του, ενώ στο κεφάλι του κάθεται μια πάπια. Ο μπάρμαν του λέει: "Καρλ, μου φαίνεσαι διαφορετικός σήμερα". Και η πάπια κουνάει το κεφάλι της κι απαντάει: "Χάρι, δε θα με πίστευες αν σου έλεγα τι έγινε"». Αναρωτιέμαι γιατί διάλεξε αυτό το συγκεκριμένο ανέκδοτο. Ίσως βρίσκεται σ' αυτή τη θέση όλο αυτό τον καιρό. Ίσως όλοι του μιλάμε σαν να είναι κάποιος άλλος. Το Σάαμπ ήταν η ιδέα που είχαμε σχηματίσει γι' αυτόν, κι ήταν δικό μας λάθος. Ο ίδιος ο Γκιλ είναι κάτι απρόσμενο, κάτι αυθόρμητο. Ένας αρχιτέκτονας, ένας ιστιοπλόος, μια πάπια. «Ξέρεις τι άκουγα στο ραδιόφωνο τις προάλλες?» με ρωτάει. «Όταν χωρίσαμε με την Άννα?» «Σινάτρα», απαντάω, αλλά ξέρω ότι είναι λάθος. 479
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Σάμπα», με διορθώνει. «Έψαχνα στην τύχη ανάμεσα στους σταθμούς και ο WPRB είχε ένα πρόγραμμα λάτιν. Μόνο μουσική, χωρίς φωνητικά. Τέλειος ρυθμός. Εκπληκτικός ρυθμός». Ο WPRB. Ο πανεπιστημιακός ραδιοφωνικός σταθμός που έπαιξε το Μεσσία του Χέντελ τη μέρα που ήρθαν οι πρώτες φοιτήτριες στο Πρίνστον. Θυμάμαι τον Γκιλ το βράδυ που τον γνώρισα έξω από το κωδωνοστάσιο του Νασάου Χολ. Ξεφύτρωσε από το σκοτάδι χορεύοντας ρούμπα και μου είπε: «Και τώρα, κουνήσου, μωρό μου! Χόρευε!» Υπήρχε πάντα μουσική γύρω του, η τζαζ που προσπαθούσε να παίξει στο πιάνο από τότε που γνωριστήκαμε. Τελικά, ίσως υπάρχουν και παλιά στοιχεία μέσα στα καινούρια. «Δε μου λείπει, ξέρεις», συνεχίζει, ανοίγοντας μου για πρώτη φορά την καρδιά του. «Έβαζε αυτό το πράγμα στα μαλλιά της. Πομάδα. Της το είχε δώσει ο κομμωτής της. Έχεις προσέξει πώς μυρίζει ο αέρας αμέσως μετά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα? Μια ζεστή και καθαρή μυρωδιά?» «Ναι». «Κάπως έτσι μύριζε η πομάδα. Πρέπει να τη στέγνωνε με το πιστολάκι μέχρι που την έκαιγε. Κάθε φορά που έγερνε το κεφάλι της στον ώμο μου, σκεφτόμουν: μυρίζεις σαν το χαλί μου». Συνεχίζει να μου μιλάει κάνοντας αυτόματους συνειρμούς. «Ξέρεις ποια άλλη μύριζε έτσι?» με ρωτάει. «Ποια?» «Για προσπάθησε να θυμηθείς. Στο πρώτο έτος...» Ζεστή και καθαρή μυρουδιά. Σκέφτομαι αμέσως το τζάκι του κτιρίου Ροκφέλερ. «Η Λάνα Μακνάιτ», λέω. 480
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Εκείνος νεύει καταφατικά. «Ποτέ δεν κατάφερα να καταλάβω πώς μείνατε τόσο καιρό μαζί εσείς οι δυο. Η χημεία ήταν τόσο αλλόκοτη. Ο Τσάρλι κι εγώ βάζαμε στοιχήματα για το πότε θα χωρίζατε». «Ο Τσάρλι μου είχε πει ότι συμπαθούσε τη Λάνα». «Θυμάσαι την κοπέλα του στο δεύτερο έτος?», ρωτάει ο Γκιλ, περνώντας ήδη στο επόμενο θέμα. «Του Τσάρλι?» «Ναι. Την έλεγαν... Σάρον, αν θυμάμαι καλά». «Η κοπέλα που είχε διαφορετικά χρώμα μάτια?» «Μμμ. Εκείνηςτα μαλλιά μύριζαν καταπληκτικά. Καθόταν, θυμάμαι, εδώ και περίμενε να γυρίσει ο Τσάρλι. Όλο το δωμάτιο μοσχομύριζε όπως η λοσιόν που έβαζε η μαμά μου. Δεν ξέρω τι ήταν, αλλά πάντα τη λάτρευα». Μόλις συνειδητοποιώ ότι ο Γκιλ μου έχει αναφέρει πάμπολλες φορές τις μητριές του, αλλά ποτέ την πραγματική μητέρα του. Η τρυφερότητα του τον προδίδει. «Ξέρεις γιατί χώρισαν?» με ρωτάει τώρα. «Επειδή τον παράτησε». Ο Γκιλ κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Επειδή ο Τσάρλι βαρέθηκε να συμμαζεύει για λογαριασμό της. Εκείνη άφηνε συνέχεια πράγματα στο δωμάτιο μας -ζακέτες, τσάντες, οτιδήποτε- κι ο Τσάρλι αναγκαζόταν να της τα πηγαίνει. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό ότι ήταν στρατηγική κίνηση, ότι του έδινε μια πρόφαση για να την επισκεφτεί το βράδυ. Απλώς τη χαρακτήρισε τσαπατσούλα». Παλεύω με το παπιγιόν μου, προσπαθώντας να το δέσω κάτω από τους κυνόδοντες του κολάρου. Ο καλός παλιός Τσάρλι. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά. 481
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Δεν τα χάλασε εκείνη μαζί του», συνεχίζει ο Γκιλ. «Οι κοπέλες που την πατάνε με τον Τσάρλι δεν τον παρατάνε ποτέ. Πάντα εκείνος τις χωρίζει». Διακρίνω κάτι στον τόνο της φωνής του, τη νύξη ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο του χαρακτήρα του Τσάρλι αυτή η μανία να βρίσκει ελαττώματα στον άλλο. Σαν να υπαινίσσεται ότι έτσι εξηγούνται τα προβλήματα ανάμεσα στους δυο τους. «Είναι σπουδαίο παιδί», καταλήγει, συγκρατώντας τον εαυτό του. Φαίνεται πρόθυμος να σταματήσει εκεί την κουβέντα. Για μια στιγμή ο μοναδικός ήχος στο δωμάτιο είναι το θρόισμα του υφάσματος καθώς βγάζω το παπιγιόν και ξαναρχίζω από την αρχή. Ο Γκιλ κάθεται στο στρώμα του και περνάει τα δάχτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά του. Του έχει μείνει η συνήθεια από τότε που τα είχε μακριά. Τα χέρια του δεν προσαρμόστηκαν στην αλλαγή. Επιτέλους, καταφέρνω να δέσω το φιόγκο, ένα είδος καρυδιού με αφτιά. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και αποφασίζω ότι τρώγεται. Φοράω το σακάκι μου. Μου πέφτει γάντι, καλύτερα κι απ’ το δικό μου. Ο Γκιλ είναι ακόμα σιωπηλός. Κοιτάζει το είδωλο του στον καθρέφτη λες και είναι πίνακας. Να, λοιπόν, που φτάσαμε στο τέλος της προεδρικής θητείας του. Στον αποχαιρετισμό του στην Άϊβι. Από αύριο η λέσχη θα διοικείται από το καινούριο προεδρείο, από μέλη που ανέδειξε ο ίδιος στο διαγκωνισμό, και ο Γκιλ θα γίνει φάντασμα μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Η καλύτερη εποχή του στο Πρίνστον φτάνει στο τέλος της.
482
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Έϊ», του λέω, διασχίζοντας το κοινό καθιστικό για να μπω στο δωμάτιο του. «Προσπάθησε να περάσεις καλά απόψε». Δε φαίνεται να με προσέχει. Βάζει το φορτιστή στο κινητό τηλέφωνο του, στυλώνοντας το βλέμμα στο φωτάκι που αναβοσβήνει. «Μακάρι να μην είχαν έρθει έτσι τα πράγματα», λέει. «Ο Τσάρλι θα γίνει καλά», τον καθησυχάζω. Εκείνος όμως κοιτάζει αφηρημένα την κοσμηματοθήκη του, ένα μικρό ξύλινο κουτί όπου φυλάει τα τιμαλφή του, και σέρνει αργά την παλάμη του στο καπάκι, σκουπίζοντας τη σκόνη. Τα πάντα στην πλευρά του δωματίου του Τσάρλι είναι παλιά αλλά πεντακάθαρα: ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια από το πρώτο έτος κάθεται ταπεινά στην άκρη της ντουλάπας, με τα κορδόνια μαζεμένα μέσα! το ζευγάρι που αγόρασε πέρυσι το φοράει ακόμα αποκλειστικά τα Σαββατοκύριακα. Στην πλευρά του Γκιλ, από την άλλη, τα πάντα φαίνονται απρόσωπα, ολοκαίνουρια και, ταυτόχρονα, σκεπασμένα από ένα στρώμα σκόνης. Τώρα βγάζει ένα ασημένιο ρολόι από το κουτί, αυτό που φοράει σε ειδικές περιπτώσεις. Είναι σταματημένο, οπότε το ταρακουνάει για να κουρντιστεί. «Τι ώρα έχεις?» με ρωτάει. Του δείχνω το καντράν του ρολογιού μου για να ρυθμίσει την ώρα. Έχει νυχτώσει πια έξω. Ο Γκιλ παίρνει το μπρελόκ με τα κλειδιά του και το τηλέφωνο από το φορτιστή. «Η αγαπημένη μέρα του μπαμπά μου εδώ ήταν ο χορός της Άϊβι όταν ήταν τεταρτοετής», μου λέει. «Μου μιλούσε συνέχεια γι' αυτή». 483
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Σκέφτομαι τον Ρίτσαρντ Κάρι και τις ιστορίες που διηγιόταν στον Πολ για την Άϊβι. Έλεγε ότι ήταν σαν όνειρο, ένα τέλειο όνειρο. Ο Γκιλ φέρνει το ρολόι στο αφτί του. Το ακούει σαν να βρίσκει κάτι θαυμαστό στον ήχο, το μουγκρητό του ωκεανού παγιδευμένο σ' ένα κοχύλι. «Έτοιμος?» με ρωτάει περνώντας το μπρασελέ στο χέρι του και κλείνοντας το κούμπωμα. Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω, εξετάζοντας κάθε λεπτομέρεια. «Καθόλου άσχημο», αποφαίνεται. «Θα της κάνεις καλή εντύπωση». Ξέρω ότι αναφέρεται στην Κέιτι. Ο Γκιλ δεν ξεχνάει τίποτα. «Είσαι καλά?» τον ρωτάω. Ο Γκιλ στρώνει το σακάκι του και νεύει καταφατικά. «Δεν πιστεύω ότι θα μιλάω στα παιδιά μου για την αποψινή νύχτα. Αλλά, ναι, εντάξει είμαι». Στην πόρτα ρίχνουμε και οι δυο μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο πριν κλειδώσουμε. Με τα φώτα σβηστά, το δωμάτιο καλύπτεται από σκιές. Όταν κοιτάζω από το παράθυρο το φεγγάρι για τελευταία φορά, φαντάζομαι τον Πολ να βαδίζει ολομόναχος μέσα στην πανεπιστημιούπολη με το φθαρμένο μπουφάν του. Ο Γκιλ κοιτάζει το ρολόι του και λέει: «Πάνω στην ώρα θα φτάσουμε». Ντυμένοι με τα βραδινά κοστούμια και τα μαύρα παπούτσια μας, ξεκινάμε μαζί για το Σάαμπ περπατώντας ανάμεσα στους ύφαλους του χιονιού στο μισοσκόταδο. Χορός μεταμφιεσμένων, μου είχε πει ο Γκιλ, και έτσι ήταν πράγματι. Φτάνοντας, βρίσκουμε τη λέσχη αγνώριστη, να 484
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
επισκιάζει κάθε άλλο κτίριο της λεωφόρου Πρόσπεκτ. Ψηλές πεζούλες χιονιού υψώνονται σαν πολεμίστρες κατά μήκος του πλίνθινου τοίχου που περικλείει τη λέσχη, αλλά το μονοπάτι που οδηγεί στην κεντρική είσοδο είναι καθαρισμένο και το πεζοδρόμιο έχει καλυφτεί με μια λεπτή στρώση από μαύρο χαλίκι. Σαν χοντρό αλάτι, έχουν λιώσει ένα διάδρομο μέσα στον πάγο. Καθρεφτίζοντας, θαρρείς, την εντύπωση που δημιουργείται, από την πρόσοψη της λέσχης έχουν κρεμαστεί τέσσερα μακριά υφάσματα, καθένα με μια κάθετη λωρίδα στο πράσινο του κισσού* που περικλείεται από λεπτούς κίονες από χρυσό. Καθώς ο Γκιλ παρκάρει το Σάαμπ στη θέση του, τα μέλη της λέσχης και οι λίγοι άσχετοι καλεσμένοι πλησιάζουν την Άϊβι ανά ζεύγη, σαν να εισέρχονται στην Κιβωτό. Κάθε είσοδος απέχει χρονικά από την προηγούμενη όσο επιβάλλει η ευγένεια, αφού όλοι προσέχουν να μην επισκιάσουν ο ένας τον άλλο. Οι τεταρτοετείς έρχονται τελευταίοι επειδή τους επιφυλάσσεται ιδιαίτερα θερμή υποδοχή, μου εξηγεί ο Γκιλ σβήνοντας τα φώτα του αυτοκινήτου. Όταν περνάμε το κατώφλι, βρίσκουμε τη λέσχη κατάμεστη. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά από τη θέρμη των κορμιών, τη γλυκιά μυρωδιά του αλκοόλ και του μαγειρεμένου φαγητού, τις πρόσχαρες συζητήσεις σε κάθε γωνιά της σάλας. Η είσοδος του Γκιλ χαιρετίζεται με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Δευτεροετείς και τριτοετείς παραταγμένοι στο ισόγειο στρέφονται προς την είσοδο να τον καλωσορίσουν, κάποιοι φωνάζουν δυνατά το όνομα του και, για μια στιγμή, φαίνεται ότι η αποψινή ίσως είναι η νύχτα που έλπιζε, μια νύχτα σαν εκείνη που είχε ζήσει ο πατέρας του. 485
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Λοιπόν», μου λέει, αγνοώντας το χειροκρότημα όταν παρατείνεται άσκοπα, «αυτό ήταν». Εγώ χαζεύω γύρω τη μεταμόρφωση της λέσχης. Η δουλειά που έκανε τις τελευταίες μέρες ο Γκιλ -όλο το τρέξιμο, οι έλεγχοι και οι συζητήσεις με ανθοπώλες και εταιρείες τροφοδοσίας- αποδεικνύεται ξαφνικά κάτι παραπάνω από ένα πρόσχημα για να φεύγει από το δωμάτιο μας όταν βάραινε η ατμόσφαιρα. Τα πάντα είναι διαφορετικά. Οι πολυθρόνες και τα τραπέζια που ήταν κάποτε εδώ έχουν εξαφανιστεί. Στη θέση τους, οι γωνίες της σάλας υποδοχής έχουν στρογγυλέψει με ημικυκλικά τραπέζια, καλυμμένα με μεταξωτά υφάσματα σε βασιλικό βαθύ πράσινο και πορσελάνινες πιατέλες που ξεχειλίζουν από αχνιστά εδέσματα. Πίσω από το καθένα, όπως και πίσω από το μπαρ στα δεξιά μας, στέκεται ένας σερβιτόρος με άσπρα γάντια. Παντού υπάρχουν τεράστιες συνθέσεις λουλουδιών, δίχως την παραμικρή πινελιά χρώματος ανάμεσα τους: μόνο λευκοί κρίνοι και μαύρες ορχιδέες και παραλλαγές των δύο που δεν έχω ξαναδεί. Μέσα στη θύελλα από τα σμόκιν και τις μαύρες βραδινές τουαλέτες σχεδόν καταφέρνεις να παραβλέψεις τη βαθυκάστανη δρύινη απόχρωση των τοίχων «Κύριε?» λέει ένας άντρας που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, κρατώντας ένα δίσκο με καναπεδάκια και τρούφες. «Αρνάκι», λέει, δείχνοντας τα πρώτα, «και λευκή σοκολάτα», δείχνοντας τα δευτέρα. «Πάρε να δοκιμάσεις», με παροτρύνει ο Γκιλ. Το κάνω, και όλη η πείνα της ημέρας, τα χαμένα γεύματα και τα σύννεφα-σερβίτσια επανέρχονται σφοδρότερα. Όταν περνάει από δίπλα μας ένας άλλος σερβιτόρος μ' ένα δίσκο 486
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
φορτωμένο με ποτήρια γεμάτα σαμπάνια, δεν περιμένω παρότρυνση για να πάρω. Εκείνη τη στιγμή ένα κουαρτέτο αρχίζει να παίζει μουσική από τον προθάλαμο της τραπεζαρίας, ένα χώρο που θυμάμαι γεμάτο με κάτι παμπάλαιες πολυθρόνες. Ένα πιάνο κι ένα σετ ντραμς έχουν τοποθετηθεί στη γωνία, αφήνοντας αρκετό χώρο ανάμεσα τους για ένα μπάσο και μια ηλεκτρική κιθάρα. Για την ώρα παίζουν κλασικά rhythm-'n'blues κομμάτια. Αν τους μουσικούς τους επέλεξε ο Γκιλ, ξέρω ότι αργότερα θα το γυρίσουν στην τζαζ. «Επιστρέφω αμέσως», μου λέει και, ξαφνικά, φεύγει από πλάϊ μου κι ανεβαίνει τις σκάλες. Σε κάθε βήμα του άλλο ένα μέλος τον σταματάει για να τον συγχαρεί, να του χαμογελάσει και να του σφίξει το χέρι ή, μερικές φορές, να τον αγκαλιάσει. Βλέπω τον Ντόναλντ Μόργκαν ν' ακουμπάει προσεχτικά το χέρι του στην πλάτη του Γκιλ καθώς περνάει, δίνοντας τα αβίαστα, ειλικρινή συγχαρητήρια του διαδόχου του θρόνου. Οι κοπέλες από το τρίτο έτος που έχουν πιει τα πρώτα τους ποτά τον κοιτάζουν ήδη με νοτισμένα μάτια, συγκινημένες για την απώλεια της λέσχης, τη δική τους απώλεια. Συνειδητοποιώ ότι ο Γκιλ είναι ο αποψινός ήρωας, οικοδεσπότης και επίτιμος προσκεκλημένος συνάμα. Απόψε δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει στιγμή μόνος. Ωστόσο, χωρίς κανένα σταθερά στο πλευρό του -τον Μπρουκς ή την Άννα ή κάποιον από εμάς- φαίνεται ήδη μονάχος. «Τομ!» ακούω μια φωνή πίσω μου. Γυρίζω και η ατμόσφαιρα πλημμυρίζει από ένα μοναδικό άρωμα, αυτό που πρέπει να φορούσε η μητέρα του Γκιλ και 487
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
η κοπέλα του Τσάρλι, γιατί έχει την ίδια επίδραση πάνω μου. Αν νόμιζα ότι η Κέιτι μου άρεσε περισσότερο όταν έβλεπα τις μικρές ατέλειες της, με τα μαλ\ιά της μαζεμένα και το πουκάμισο της έξω από τη ζώνη, ήμουν μεγάλος βλάκας. Γιατί τώρα που στέκεται μπροστά μου ντυμένη με μαύρη τουαλέτα, με τα πυρόξανθα μαλλιά της ελευθέρα, τους ώμους της γυμνούς κι ένα υπέροχο ντεκολτέ, μένω έκθαμβος. «Ουάου! Είσαι χάρμα οφθαλμών!» Φέρνει το χέρι της στο πέτο μου και τινάζει έναν κόκκο σκόνης που αποδεικνύεται νιφάδα χιονιού η οποία άντεξε μέσα σ' αυτή τη ζέστη. «Παρομοίως», ανταποδίδει. Υπάρχει κάτι υπέροχο στη φωνή της, ένα ήρεμο καλωσόρισμα. «Που είναι ο Γκιλ?» με ρωτάει. «Ανέβηκε πάνω». Η Κέιτι παίρνει δυο ποτήρια σαμπάνια από έναν περαστικό σερβιτόρο. «Στην υγειά σου», μου λέει, δίνοντας μου το ένα. «Λοιπόν, ποιος υποτίθεται ότι είσαι?» με ρωτάει. Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. «Για τι μεταμφίεσή σου λέω. Ποιον υποδύεσαι απόψε?» Εκείνη τη στιγμή επιστρέφει ο Γκιλ. «Γεια χαρά», του λέει η Κέιτι. «Καιρό έχω να σε δω!» Ο Γκιλ μας κοιτάζει επιδοκιμαστικά και χαμογελάει σαν περήφανος πατέρας. «Είστε υπέροχο ζευγάρι». Η Κέιτι βάζει τα γέλια. «Αλήθεια, εσύ ποιος υποτίθεται ότι είσαι?» ρωτάει. Με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία, ο Γκιλ σηκώνει το σακάκι του σμόκιν του. Τώρα βλέπω τι πήγε να πάρει από πάνω. 488
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ανάμεσα στη μέση και το μηρό του κρέμεται μια μαύρη δερμάτινη ζώνη με δερμάτινη θήκη - μέσα στην οποία υπάρχει ένα πιστόλι πε φιλντισένια λαβή.
489
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Ο Άαρον Μπαρ*», απαντάει. «Τάξη του 1772». «Πολύ φανταχτερό», λέει η Κέιτι, με το βλέμμα της στυλωμένο στη φιλντισένια λαβή του όπλου. «Τι είναι αυτό?» ρωτάω σαστισμένος. Ο Γκιλ φαίνεται σοκαρισμένος. «Η μεταμφίεση μου», λέει. «Ο Μπαρ σκότωσε τον Χάμιλτον σε μονομαχία». Φέρνει το μπράτσο του στην πλάτη μου και με οδηγεί στο πλατύσκαλο μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου. «Βλέπεις τις καρφίτσες που φοράει στο πέτο του ο Τζέιμι Νες?» με ρωτάει, δείχνοντας μου έναν ξανθό τελειόφοιτο του οποίου το παπιγιόν είναι κεντημένο με κλειδιά του σολ και νότες. Κοιτώντας καλύτερα, διακρίνω ένα καφέ οβάλ στο αριστερό πέτο του και κάτι μαύρο στο δεξί. «Είναι μια μπάλα του ράγκμπι», λέει ο Γκιλ, «και ο λαστιχένιος δίσκος του χόκεϊ. Είναι ο Χόμπι Μπέικερ, μέλος της Άϊβι το 1914. Ο μόνος άντρας που εισήχθη ποτέ στο πάνθεον των αθλητών και για το ράγκμπι και για το χόκεϊ επί πάγου. Ο Χόμπι ήταν επίσης μέλος χορωδίας εδώ - γι' αυτό το παπιγιόν του Τζέιμι έχει νότες»· Τώρα μου δείχνει έναν ψηλό τεταρτοετή με κόκκινα μαλλιά. «Ο Κρις Μπένθαμ, δίπλα ακριβώς στον Νταγκ, είναι ο Τζέιμς Μάντισον,** της τάξης του 1771. Το καταλαβαίνεις από τα κουμπιά του πουκαμίσου. * Άαρον Μπαρ (1756-1836): Τρίτος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ που κατέστρεψε την καριέρα του με τη μονομαχία με τον πολιτικό αντίπαλο του Α. Χάμιλτον, τον οποίο και σκότωσε, το 1804, και την εμπλοκή του αργότερα σε υποτιθέμενη «συνωμοσία». (Σ.τ.Μ.)
490
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
** Τζέιμς Μάντισον (1751-1836): Ο τέταρτος πρόεδρος των ΗΠΑ κι ένας από τους ιδρυτές της αμερικανικής συμπολιτείας. (Σ.τ.Μ.)
Το πάνω είναι μια σφραγίδα του Πρίνστον _ ο Μάντισον ήταν το πρώτο μέλος του συλλόγου αποφοίτων της Άϊβι που κατέλαβε τον προεδρικό θώκο. Γι' αυτό το τέταρτο κουμπί του είναι μια αμερικανική σημαία...» Υπάρχει κάτι μηχανικό στη φωνή του, έχει τον τόνο ξεναγού, σαν να απαγγέλλει κείμενο που έχει μάθει απέξω. «Αρκεί να επινοήσεις έναν ήρωα», μπαίνει στην κουβέντα μας η Κέιτι από τη βάση της σκάλας. Γυρίζω να την κοιτάξω και ανακαλύπτω ότι η διαφορά ύψους μου δίνει ακόμα καλύτερη άποψη της τέλειας εφαρμογής του φορέματος πάνω της. «Ακουστέ, παιδιά», λέει ο Γκιλ, κοιτώντας κάπου πίσω της, «πρέπει να πάω να τακτοποιήσω κάτι. Θα τα καταφέρετε μόνοι σας για λίγο?» Πέρα από το μπαρ, ο Μπρουκς του δείχνει ένα σερβιτόρο που έχει γείρει στον τοίχο για να σταθεί όρθιος. «Ένας απ’ τους σερβιτόρους μέθυσε», εξηγεί. «Με την ησυχία σου», λέω, θαυμάζοντας το λαιμό της Κέιτι, που φαίνεται απίστευτα λεπτός, σαν το μίσχο ηλίανθου. «Αν με χρειαστείτε», μου λέει, «φωνάξτε με». Κατεβαίνουμε δίπλα δίπλα τα σκαλιά. Η ορχήστρα παίζει ένα κομμάτι του Ντιουκ Έλινγκτον, τα ποτήρια τσουγκρίζουν και το κραγιόν της Κέιτι είναι κατακόκκινο, στο χρώμα φίλιου. «Θέλεις να χορέψουμε?» τη ρωτάω μόλις φτάνω κάτω. Η Κέιτι χαμογελάει και με πιάνει απ’ το χέρι. Στη βάση της σκάλας ο δρόμος μου χωρίζει απ’ το δρόμο του Γκιλ. 491
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
24 ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ η θερμοκρασία είναι τουλάχιστον τρεις βαθμούς πιο πάνω απ’ ό,τι στην υπόλοιπη λέσχη, με τα ζευγάρια που στριμώχνονται, μπλέκονται και περιστρέφονται σαν ζώνη αστεροειδών από χορευτές. Ωστόσο, νιώθω αμέσως πολύ άνετα. Με την Κέιτι έχουμε χορέψει πολλές και διαφορετικές μουσικές από κείνη την πρώτη νύχτα που γνωριστήκαμε στην Άϊβι. Κάθε Σαββατοκύριακο στη λεωφόρο Πρόσπεκτ οι λέσχες προσκαλούν μουσικούς για όλα τα γούστα και, μέσα σε λίγους μόλις μήνες, έχουμε χορέψει από ταγκό και βαλς μέχρι λάτιν ρυθμούς, παλιούς και καινούριους. Έχοντας εννιά χρόνια μαθήματα χορού με κλακέτες πίσω της, η Κέιτι διαθέτει αρκετή χάρη και κομψότητα για τρεις και τέσσερις χορευτές μαζί - πράγμα που σημαίνει ότι, ως ζευγάρι, δεν υστερούμε καθόλου από τα γύρω ζευγάρια. Όσο περισσότερο χορεύουμε τόσο πιο τολμηροί γινόμαστε, ζαλισμένοι από τις φυσαλίδες της σαμπάνιας. Εγώ καταφέρνω μια φορά να τη λυγίσω πίσω χωρίς να πέσω πάνω της, εκείνη στροβιλίζεται πιασμένη απ’ το γερό μπράτσο μου χωρίς να εξαρθρώσει τίποτα - και σύντομα γινόμαστε επικίνδυνοι στην πίστα. «Αποφάσισα ποιος είμαι», της λέω, τραβώντας την πάλι κοντά μου. Ακολουθεί μια άκρως διεγερτική σύγκρουση των κορμιών μας. «Ποιος?» με ρωτάει αναψοκοκκινισμένη. 492
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Αναπνέουμε και οι δυο βαριά. Βλέπω μικρούς κόμπους ιδρώτα στο μέτωπο της, σαν δροσοσταλίδες. «Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ», δηλώνω. Η Κέιτι κουνάει αρνητικά το κεφάλι της και χαμογελάει. «Δεν μπορείς», μου λέει. «Ο Φιτζέραλντ απαγορεύεται». Μιλάμε δυνατά, φέρνοντας τα χείλη μας όλο και πιο κοντά ο ένας στο αφτί του άλλου για ν' ακουγόμαστε πάνω απ’ τη μουσική. «Γιατί?» τη ρωτάω, πιάνοντας μια λεπτή τούφα μαλλιών στο στόμα μου. Έχει βάλει μια στάλα αρώματος στο λαιμό της, όπως ακριβώς και στο σκοτεινό θάλαμο, και το συνεχές ανάμεσα στο τότε και το τώρα -η ιδέα ότι είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, απλώς διαφορετικά ντυμένοι- είναι αρκετό. «Επειδή ήταν μέλος της Κότατζ», μου απαντάει. «Θα ήταν ιεροσυλία». Εγώ χαμογελάω. «Για πες μου, πόσο κρατάει αυτό?» «Ο χορός, εννοείς? Μέχρι ν' αρχίσει η λειτουργία». Δε θυμάμαι αμέσως ότι την επομένη είναι Πάσχα. «Εννοείς τα μεσάνυχτα?» τη ρωτάω έκπληκτος. Εκείνη νεύει καταφατικά. «Η Κέλι και οι άλλοι ανησυχούν για την προσέλευση στο παρεκκλήσι». Πάνω στην ώρα, καθώς φέρνουμε άλλο ένα γύρο την πίστα, το μάτι μου παίρνει την Κέλι Ντάνερ. Κουνάει το δείκτη της μπροστά στη μύτη ενός δευτεροετούς με φανταχτερό σμόκιν, ενώ η γλώσσα του σώματος της παραπέμπει σε μάγισσα που μετατρέπει τον πρίγκιπα σε βατράχι. Η πανίσχυρη Κέλι Ντάνερ, η γυναίκα με την οποία ούτε ο Γκιλ δεν τα βγάζει πέρα.
493
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Εννοείς ότι θα διώξουν τον κόσμο?» ρωτάω, θεωρώντας το ακατόρθωτο ακόμα και για την Κέλι. Η Κέιτι κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Απλώς θα κλείσουν τη λέσχη και θα παροτρύνουν τον κόσμο να φύγει». Διακρίνω μια ένταση στη φωνή της όταν μιλάει για την Κέλι, οπότε προτιμώ να μην το σκαλίσω περισσότερο. Κοιτώντας τα ζευγάρια γύρω μας, το μυαλό μου πηγαίνει αναπόφευκτα στον Πολ, που πάντα φαινόταν μονάχος εδώ. Η ευχάριστη ατμόσφαιρα του πάρτι διαλύεται όταν στην πόρτα κάνει την εμφάνιση του ένα τελευταίο ζευγάρι, με αρκετή καθυστέρηση ώστε να πετύχει τη μέγιστη προβολή. Δεν είναι άλλοι από τον Πάρκερ Χάσετ και την ντάμα του. Όπως είχε πει, ο Πάρκερ έχει βάψει τα μαλλιά του καστανά, έχει κάνει μια ολόισια χωρίστρα στ' αριστερά και φοράει ένα σμόκιν σε στιλ τελετής ανάληψης του προεδρικού αξιώματος, με άσπρο γιλέκο και άσπρο παπιγιόν, πετυχαίνοντας μια αρκετά πειστική ομοιότητα με τον Τζον Κένεντι. Η ντάμα του, η κατά γενική ομολογία εκθαμβωτική Βερόνικα Τέρι, ακολούθησε επίσης την αρχική ιδέα. Με αναμαλλιασμένη πλατινέ κόμμωση, κατακόκκινο κραγιόν κι ένα φόρεμα που ανοίγει κάτω χωρίς καν να στέκεται πάνω σε σχάρα εξαερισμού του υπόγειου σιδηρόδρομου, είναι φτυστή η Μέριλιν Μονρόε. Σε μια αίθουσα ξέχειλη από υποκριτές, αυτοί οι δυο κερδίζουν το πρώτο βραβείο. Ωστόσο, η υποδοχή που επιφυλάσσεται στον Πάρκερ είναι ολέθρια. Σε ολόκληρη την αίθουσα επικρατεί ξαφνικά σιωπή, ενώ από κάποιες γωνιές ακούγονται σφυρίγματα. 'Οταν ο Γκιλ, από το πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου, είναι 494
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
ο μόνος που καταφέρνει να ηρεμήσει το πλήθος, καταλαβαίνω ότι η τιμή του να φτάσει τελευταίος ανήκε δικαιωματικά σ' αυτόν κι ότι ο Πάρκερ διέπραξε τεράστιο ατόπημα επιχειρώντας να επισκιάσει το δημοφιλέστατο πρόεδρο στον ίδιο του το χορό. Χάρη στην επιμονή του Γκιλ, η ατμόσφαιρα στην αίθουσα αποφορτίζεται. Ο Πάρκερ κάνει μια στάση στο μπαρ κι έπειτα φέρνει τη Βερόνικα Τέρι και το ποτήρι του, από ένα σε κάθε χέρι, προς την πίστα του χορού. Περπατάει κορδωμένος σαν κοκόρι κρίνοντας από την έκφρασή του, δεν έχει την παραμικρή επίγνωση ότι είναι ο λιγότερο δημοφιλής άνθρωπος σ' όλο το κτίριο. Ωστόσο, όταν πλησιάζει αρκετά, καταλαβαίνω πώς το καταφέρνει: έχει πιει ήδη περισσότερο απ’ όσο αντέχει... Η Κέιτι, βλέποντας τον να πλησιάζει, σφίγγεται πάνω μου, αλλά εγώ αντιλαμβάνομαι ότι κάτι τρέχει μόνο όταν προσέχω τα βλέμματα που ανταλλάσσουν. Ο Πάρκερ τής ρίχνει μια ματιά γεμάτη νόημα, δηκτική και λάγνα και προκλητική ταυτόχρονα, και η Κέιτι με πιάνει απ’ το χέρι και με τραβάει να φύγουμε από την πίστα. «Τι ήταν πάλι αυτό?» τη ρωτάω όταν απομακρυνόμαστε αρκετά. Η ορχήστρα παίζει ένα τραγούδι του Μάρβιν Γκέι, μελίρρυτες κιθάρες, βροντερά ντραμς, η ιδανική μουσική υπόκρουση για την άφιξη του Πάρκερ. Ο Τζον Κένεντι λικνίζεται με τη Μέριλιν Μονρόε σε μια αλλόκοτη παράσταση παραποίησης της ιστορίας, κι όλα τα άλλα ζευγάρια έχουν απομακρυνθεί από κοντά τους, επιβάλλοντας τους την καραντίνα των κοινωνικά λεπρών. 495
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Η Κέιτι φαίνεται ταραγμένη. Όλη η μαγεία του χορού μας έχει εξατμιστεί. «Τι μαλάκας!» λέει. «Τι έκανε?» Και τότε, ξαφνικά, βγαίνει στη φόρα η ιστορία που δεν ήμουν παρών για να μάθω, αυτή που δε σκόπευε να μου πει παρά αργότερα. «Ο Πάρκερ προσπάθησε να με παρασύρει σε διαγκωνισμό του πάνω πατώματος... Είπε ότι θα με καταψήφιζε αν δεν του έκανα στριπτίζ. Και τώρα νομίζει ότι είναι αστείο». Στεκόμαστε στη μέση της κεντρικής σάλας, αρκετά κοντά στην πίστα για να βλέπουμε τον Πάρκερ, που έχει γλιστρήσει τα χέρια του στους γλουτούς της Βερόνικα. «Το κάθαρμα! Κι εσύ πώς αντέδρασες?» «Πήγα στον Γκιλ». Το βλέμμα της στρέφεται στον Γκιλ, που κουβεντιάζει με δυο τριτοετείς στις σκάλες. «Αυτό ήταν όλο?» Περιμένω να αναφέρει τον Ντόναλντ, να μου θυμίσει ότι εγώ ήμουν αυτός που όφειλε να την υπερασπιστεί, αλλά δε λέει τίποτα. «Ναι», απαντάει απλά. «Απέκλεισε τον Πάρκερ από την επιλογή των νέων μελών». Από τον τόνο της μαντεύω ότι δε θέλει να το κουβεντιάσουμε άλλο, ότι δεν ήθελε να το μάθω μ' αυτό τον τρόπο. Αυτή η ιστορία ανήκει ήδη στο παρελθόν για κείνη. Αλλά εγώ νιώθω τη θερμοκρασία μου ν' ανεβαίνει κάθετα. «Πάω να πω δυο κουβέντες στον Πάρκερ», λέω. Η Κέιτι μου ρίχνει μια διαπεραστική ματιά. «Όχι, Τομ. Όχι απόψε». 496
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Μα, δεν μπορεί να φέρεται σαν...» Δε μ' αφήνει να συνεχίσω. «Ξέχασε το», μου λέει. «Ας μην τον αφήσουμε να μας καταστρέψει τη βραδιά». «Εγώ προσπαθούσα μόνο να...» Η Κέιτι μου κλείνει το στόμα με τα δάχτυλα της. «Το ξέρω. Ας πάμε κάπου αλλού». Κοιτάζει γύρω, αλλά είμαστε περικυκλωμένοι από κόσμο, γελαστά πρόσωπα, συζητήσεις και σερβιτόρους με ασημένιους δίσκους. Αυτή είναι η μαγεία της Άϊβι. Δε μένεις ποτέ μόνος. «Ίσως μπορούμε να πάμε στο προεδρικό δωμάτιο», προτείνω. Εκείνη νεύει καταφατικά. «Θα ρωτήσω τον Γκιλ». Παρατηρώ την εμπιστοσύνη της στον τρόπο που λέει το όνομα του. Ο Γκιλ της φέρθηκε σαν κύριος, κέρδισε το σεβασμό της χωρίς καν να το επιδιώξει, ίσως. Όταν εγώ είχα κλειστεί στο καβούκι μου, σ' αυτόν απευθύνθηκε για τον Πάρκερ. Κι είναι το πρώτο άτομο που σκέφτεται τώρα, για μια πολύ μικρότερη χάρη. Ίσως γι' αυτήν είναι σημαντικό το ότι κουβεντιάζουν στο πρωινό, έστω κι αν αυτός το ξεχνάει τις περισσότερες φορές. Ο Γκιλ της στάθηκε σαν μεγάλος αδερφός, όπως στάθηκε σ' εμένα στο πρώτο έτος. Οτιδήποτε θεωρεί καλό εκείνος είναι σίγουρα καλό για μας τους δυο. «Κανένα πρόβλημα», της λέει τώρα. «Δε θα είναι κανείς εκεί». Ακολουθώ κάτω την Κέιτι, ανίκανος να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από τον κυματισμό των μυών της κάτω από το εφαρμοστό φόρεμα, τον τρόπο που κινούνται τα πόδια της, τους σφιχτούς γοφούς της. 497
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Όταν ανάβουν τα φώτα, βλέπω το δωμάτιο όπου δουλέψαμε τόσες νύχτες μαζί με τον Πολ. Ο χώρος είναι απαράλλαχτος, ανέγγιχτος από τις προετοιμασίες για το χορό, ξέχειλος από σημειώματα και σχεδιαγράμματα και στοίβες βιβλίων που σχηματίζουν μακριές οροσειρές πάνω σε κάθε ελεύθερη επιφάνεια, φτάνοντας κατά τόπους ως το ύψος μας. «Έχει λίγο κρύο εδώ», λέω για να πω κάτι. Φαίνεται πως έχουν κατεβάσει το θερμοστάτη στο υπόλοιπο κτίριο για να διατηρήσουν υποφερτή τη θερμοκρασία στο ισόγειο. Η Κέιτι κοιτάζει γύρω. Σημειώματα του Πολ είναι κολλημένα στα πλαϊνά του τζακιού, τα σκίτσα του καλύπτουν τους τοίχους. Είμαστε περικυκλωμένοι από τον Κολόνα. «Ίσως δε θα 'πρεπε να είμαστε εδώ», μου λέει. Δεν είμαι σίγουρος αν εννοεί ότι ίσως η παρουσία μας ενοχλήσει τον Πολ ή εκείνος μας ενοχλήσει με την παρουσία του. Όσο περισσότερο στεκόμαστε παρατηρώντας το δωμάτιο τόσο μεγαλύτερη νιώθω την απόσταση που δημιουργείται μεταξύ μας. Είναι ο λιγότερο κατάλληλος χώρος γι' αυτό που θέλαμε. Τελικά, επειδή αυτό είναι το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό, τη ρωτάω: «Έχεις ακουστά τη γάτα του Σρέντινγκερ?» βρίσκοντας άλλο τρόπο να περιγράψω πώς αισθάνομαι. «Στη φιλοσοφία?» με ρωτάει. «Οπουδήποτε». Στο μάθημα της φυσικής, ο καθηγητής χρησιμοποιούσε τη γάτα του Σρέντινγκερ ως παράδειγμα της κυματομηχανικής, όταν οι περισσότεροι από μας ήμασταν πολύ αργόστροφοι 498
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
για τον τύπο ν = -e2/r. Σύμφωνα μ' αυτόν, μια φανταστική γάτα τοποθετείται μέσα σ' ένα κλειδωμένο κουτί με μια δόση υδροκυανίου, το οποίο θα της χορηγηθεί μόνο αν ενεργοποιηθεί ένας μετρητής Γκάιγκερ. Το θέμα, πιστεύω, είναι ότι είναι αδύνατο να πεις αν η γάτα είναι ζωντανή ή πεθαμένη πριν ανοίξεις τελικά το κουτί' μέχρι τότε, και βάσει των πιθανοτήτων, πρέπει να λες ότι το κουτί περιέχει ίση αναλογία ζωντανής και πεθαμένης γάτας. «Ναι», απαντάει. «Που κολλάει, όμως?» «Στο ότι, αυτή τη στιγμή, έχω την αίσθηση ότι η γάτα δεν είναι ούτε ζωντανή ούτε πεθαμένη», λέω. «Δεν είναι τίποτα». Η Κέιτι αναρωτιέται που θέλω να καταλήξω. «Θέλεις ν' ανοίξεις το κουτί», λέει τελικά, ενώ κάθεται στο τραπέζι. Νεύω καταφατικά, ενώ στηρίζομαι δίπλα της. Το χοντρό μασίφ ξύλο δέχεται αδιαμαρτύρητα το βάρος μας. Της εξηγώ άτσαλα τη συνέχεια του συλλογισμού μου: ότι, ο καθένας μόνος του, είμαστε και οι δυο ο επιστήμονας απέξω, ενώ, ως ζευγάρι, είμαστε η γάτα. Αντί ν' απαντήσει, η Κέιτι μου χαϊδεύει απαλά τον κρόταφο σπρώχνοντας τα μαλλιά πίσω από τ' αφτί μου σαν να είπα κάτι πολύ γλυκό. Εμείς δε χωράμε στο κουτί του Σρέντινγκερ, μοιάζει να λέει. Όπως κάθε σωστή γάτα, είμαστε εφτάψυχοι. «Χιονίζει ποτέ έτσι στο Οχάϊο?» με ρωτάει, αλλάζοντας επίτηδες θέμα. Έξω έχει ξαναρχίσει να χιονίζει, με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα απ’ ό,τι πριν -. όλος μας ο χειμώνας σ' αυτή τη μία χιονοθύελλα. «Όχι τον Απρίλιο», απαντάω.
499
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Καθόμαστε πλάϊ πλάϊ στο τραπέζι, με μερικά εκατοστά να μας χωρίζουν. «Ούτε στο Νιου Χάμσαϊρ», μου λέει. «Τουλάχιστον όχι τον Απρίλιο». Δέχομαι αυτό που προσπαθεί να κάνει, ακολουθώ εκεί που θέλει να με οδηγήσει. Οπουδήποτε μακριά από δω. Πάντα ήθελα να μάθω περισσότερα για τη ζωή της στην πατρίδα της, για το πώς ήταν η οικογένεια της γύρω απ’ το τραπέζι του δείπνου. Στη φαντασία μου, η Νέα Αγγλία ταυτίζεται με τις αμερικανικές Άλπεις: βουνά όπου κοιτάξεις, σκύλοι Αγίου Βερνάρδου ζωσμένοι με σωτήρια βαρελάκια. «Όταν χιόνιζε, κάναμε πάντα ένα πράγμα με τη μικρή μου αδερφή», μου λέει. «Τη Μέρι?» Νεύει καταφατικά. «Κάθε χρόνο, όταν πάγωνε η λιμνούλα κοντά στο σπίτι μας, πηγαίναμε κι ανοίγαμε τρύπες στον πάγο», «Γιατί?» Το χαμόγελο της είναι όλο γλύκα. «Για ν' αναπνέουν τα ψάρια». Μέλη της λέσχης πηγαινοέρχονται στην κορυφή της σκάλας χωρίς να μας προσέχουν, μικροί θύλακες θερμότητας σε κίνηση. «Παίρναμε σκουπόξυλα», συνεχίζει, «και κάναμε τρύπες από τη μια άκρη της λίμνης ως την άλλη. Όπως αυτές που ανοίγαμε στο καπάκι ενός βάζου». «Για τις πυγολαμπίδες», συμπληρώνω. Νεύει καταφατικά και μου πιάνει το χέρι. «Οι παγοδρόμοι μας μισούσαν!»
500
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Οι αδερφές μου μ' έπαιρναν μαζί τους μ' ένα μικρό έλκηθρο», της λέω. Η Κέιτι πεταρίζει τα βλέφαρα. Θυμάται ότι έχει ένα πλεονέκτημα απέναντί μου: αυτή είναι η μεγάλη αδερφή, ενώ εγώ ο Βενιαμίν της οικογενείας. «Δεν υπάρχουν και πολλοί ψηλοί λόφοι στο Κολάμπους», συνεχίζω, «οπότε, πηγαίναμε πάντα στον ίδιο». «Κι εκείνες σ' έσερναν στην κορυφή με το έλκηθρο». «Σου την έχω ξαναπεί την ιστορία?» «Όλες οι μεγάλες αδερφές τα ίδια τραβάνε». Δεν μπορώ να τη φανταστώ να σέρνει ένα έλκηθρο πάνω σε μια απότομη πλαγιά. Οι αδερφές μου ήταν δυνατές σαν αγέλη σκύλων χάσκι. «Σου έχω μιλήσει ποτέ για τον Ντικ Μέιφιλντ?» τη ρωτάω. «Ποιον?» «Έναν τύπο που τα είχε με την αδερφή μου». «Λοιπόν?» «Η Σούζαν μ' έδιωχνε κλοτσηδόν από το τηλέφωνο όποτε περίμενε τηλεφώνημα από τον Ντικ». Καταλαβαίνει αμέσως το «καρφί» που της ρίχνω. Είναι κι αυτό ένα κοινό όλων των μεγάλων αδερφών. «Δε νομίζω να είχε το τηλέφωνο μου ο Ντικ Μέιφιλντ», λέει γελώντας και πλέκει τα δάχτυλα της με τα δικά μου. Αναπόφευκτα μου έρχεται στο μυαλό ο Πολ και ο τρόπος που έπλεκε τα δικά του. «Είχε της αδερφής μου, κι αυτό μου έφτανε», συνεχίζω. «Δε δυσκολεύτηκε να το πάρει, με την παλιά κόκκινη Καμέρο του με τις φλόγες ζωγραφισμένες στα πλάγια». Η Κέιτι μορφάζει αποδοκιμαστικά. 501
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Ο Ντικ ο επιβήτορας και η Γκομενομηχανή», προσθέτω. «Το είπα ένα βράδυ που πέρασε απ’ το σπίτι και η μητέρα μου μ' έστειλε για ύπνο νηστικό». Ο Ντικ Μέιφιλντ αναδύεται από το παρελθόν ως διά μαγείας. Με φώναζε Μικρόβιο, θυμάμαι. Μια φορά, με πήγε βόλτα με την Καμέρο του και μου είπε ένα μυστικό. Δεν έχει σημασία πόσο μικροκαμωμένος είσαι. Το μόνο που μετράει είναι η φωτιά στον κινητήρα σου. Σε μια άλλη περίσταση μου είπε ότι η αδερφή μου δεν ήξερε να φιλάει. «Η Μέρι έβγαινε μ' έναν τύπο που οδηγούσε μια Μάστανγκ του '64», λέει η Κέιτι. «Όταν τη ρώτησα αν έκαναν τίποτα στο πίσω κάθισμα, μου απάντησε ότι εκείνος έτρεμε μήπως λερώσουν την ταπετσαρία». Ερωτικές ιστορίες εξαγνισμένες σε αυτοκινητιστικές ιστορίες, ένας τρόπος να μιλάς για τα πάντα χωρίς να μιλάς για τίποτα συγκεκριμένο. «Η πρώτη μου κοπέλα οδηγούσε ένα μεταχειρισμένο Φολκσβάγκεν που είχαν ανασύρει από το νερό», της λέω. «Ξάπλωνες στο πίσω κάθισμα και σε τύλιγε μια μυρωδιά σαν σούσι. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα εκεί πίσω». Εκείνη στρέφεται και με κοιτάζει. «Η πρώτη σου κοπέλα οδηγούσε?» Τα χάνω, συνειδητοποιώντας την γκάφα μου. «Εγώ ήμουν γύρω στα εννιά», λέω ξεροβήχοντας. «Κι εκείνη δεκαεφτά». Η Κέιτι γελάει κι έπειτα μένουμε σιωπηλοί. Επιτέλους, νιώθω ότι ήρθε η στιγμή. «Το είπα στον Πολ», της λέω. Με κοιτάζει κατάματα. 502
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Δε θα ασχοληθώ ξανά μ' αυτό το βιβλίο». Μένει βουβή για λίγο. Τα χέρια της αγκαλιάζουν τους ώμους της, τρίβοντας τους για να ζεσταθεί. Ύστερα από τόσες πλάγιες νύξεις, καταλαβαίνω επιτέλους ότι κρυώνει. «Θέλεις το σακάκι μου?» τη ρωτάω. Εκείνη νεύει καταφατικά. «Έχω ανατριχιάσει», παραδέχεται. Μου είναι αδύνατο να μην κοιτάξω. Το δέρμα στα μπράτσα της έχει μπιμπικιάσει. Οι καμπύλες του στήθους της είναι ωχρές, η επιδερμίδα της σαν πορσελάνινης μπαλαρίνας. «Ορίστε», λέω, βγάζοντας το σακάκι μου και ρίχνοντας το στους ώμους της. Το δεξί μπράτσο μου περνάει στιγμιαία πίσω από τον ώμο της, αλλά εκείνη προλαβαίνει να το συγκρατήσει. Όπως είμαι μισοσκυμμένος πάνω της, γέρνει στην αγκαλιά μου. Το άρωμα της με τυλίγει ξανά, τα μαλλιά της μου γαργαλούν το πρόσωπο. Κι αυτή είναι η απάντηση της. Τώρα λυγίζει ελαφρά το λαιμό της, κι εγώ γλιστράω το χέρι μου στη μέση της, κάτω από το σακάκι. Τα δάχτυλα μου αγκυλώνονται στο τραχύ ύφασμα του φορέματος της, αιχμάλωτα μιας απροσδόκητης έλξης, κι ανακαλύπτω ότι η λαβή μου είναι σφιχτή και αβίαστη ταυτόχρονα. Μια τούφα απ’ τα μαλλιά της πέφτει στο πρόσωπο της, αλλά δεν κάνει καμιά κίνηση να την παραμερίσει. Υπάρχει μια μικρή κηλίδα κραγιόν κάτω από το χείλι της, τόσο μικρή ώστε δε φαίνεται παρά μόνο από πολύ, πολύ κοντά. Κι έπειτα δεν μπορώ να εστιάσω το βλέμμα μου και τα χείλη μας ενώνονται.
503
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
25 ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΦΙΛΙ ΜΑΣ αρχίζει να βαθαίνει, ακούω ξαφνικά την πόρτα ν' ανοίγει διάπλατα. Είμαι έτοιμος να κατσαδιάσω τον αδιάκριτο εισβολέα, όταν βλέπω μπροστά μου τον Πολ. «Τι συμβαίνει?» τον ρωτάω, γυρίζοντας στη θέση μου μ' ένα τίναγμα. Ο Πολ κοιτάζει αμήχανα γύρω του. «Πήραν πάλι τον Ταφτ στο τμήμα για ανάκριση», καταφέρνει να πει. Η έκπληξη του που βρίσκει την Κέιτι στο δωμάτιο του συναγωνίζεται την έκπληξη της Κέιτι που τον βλέπει. Εύχομαι να κάνουν στ' αλήθεια δύσκολη τη ζωή του Ταφτ. «Πότε?» «Πριν από μια δυο ώρες. Μόλις μίλησα με τον Τομ Στόουν στο ινστιτούτο». Ακολουθεί μια αμήχανη σιωπή. «Βρήκες τον Κάρι?» τον ρωτάω, σκουπίζοντας το κραγιόν από τα χείλη μου. Στη σιωπή που μεσολαβεί αναλογιζόμαστε και οι δύο την τελευταία κουβέντα μας για την υπνερωτομαχία, τις προτεραιότητες που έθεσα σαφώς. «Ήρθα εδώ να μιλήσω στον Γκιλ», μου λέει, δίνοντας τέλος στη συζήτηση. Η Κέιτι κι εγώ τον παρακολουθούμε να πλησιάζει επιφυλακτικά στο γραφείο, να μαζεύει κάποια από τα παλιά σκίτσα του αυτά της κρύπτης που σχεδίαζε εδώ και μήνες, και μετά να εξαφανίζεται το ίδιο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε. 504
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Μικρότερα χαρτιά περιδινίζονται στο στρόβιλο που σήκωσε φεύγοντας και πέφτουν αργά στο πάτωμα. Καθώς η Κέιτι σηκώνεται απ’ το τραπέζι, νομίζω ότι διαβάζω τις σκέψεις της. Αυτό το βιβλίο είναι αναπόδραστο. Ούτε όλες οι αποφάσεις του κόσμου δε θα μου επιτρέψουν να το αφήσω πίσω μου. Ακόμα κι εδώ, στην Άϊβι, στη γιορτινή ατμόσφαιρα ενός ετήσιου χορού όπου πίστευε ότι δεν είχε καμιά θέση, η υπνερωτομαχία βρίσκεται παντού: στους τοίχους, στον αέρα, ακόμα και στις ξαφνικές παρεμβάσεις. Ωστόσο, προς μεγάλη μου έκπληξη, εκείνη συγκεντρώνεται αποκλειστικά στα λόγια του Πολ. «Πάμε», μου λέει ξαφνικά. «Πρέπει να βρω τη Σαμ. Αν συλλάβουν τον Ταφτ, πρέπει να γίνει πρώτη είδηση!» Επάνω, στην κεντρική σάλα, βρίσκουμε τον Πολ και τον Γκιλ να μιλάνε σε μια γωνιά. Τα μέλη της λέσχης φαίνονται να παρακολουθούν τη σκηνή, έκπληκτοι που ο ερημίτης της Άϊβι τίμησε με την παρουσία του μια κοινωνική εκδήλωση. «Πού είναι?» ρωτάει το συνοδό της Σαμ η Κέιτι. Είμαι πολύ αφηρημένος για να προσέξω την απάντηση. Επί δύο χρόνια φανταζόμουν τον Πολ σαν στόχο όλων των πειραγμάτων της Άϊβι, το αλλόκοτο πλάσμα κλειδωμένο στο κελάρι. Κι όμως, οι τελειόφοιτοι στέκονται προσοχή, θαρρείς και ζωντάνεψε κάποιο από τα πορτρέτα στους τοίχους. Η έκφραση του Πολ φανερώνει αγωνία, σχεδόν απελπισία! δε δίνει την παραμικρή ένδειξη ότι αντιλαμβάνεται πως είναι στο επίκεντρο της προσοχής. Τους πλησιάζω για ν' ακούσω τι λένε και βλέπω τον Πολ να παραδίδει στον Γκιλ ένα χαρτί που μου είναι γνωστό, διπλωμένο κάμποσες φορές. Είναι ο 505
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
χάρτης της κρύπτης του Κολόνα. Την επόμενη στιγμή κάνουν μεταβολή και φεύγουν. Όλα τα μέλη παρακολουθούν τον Γκιλ να βγαίνει από την κεντρική σάλα. Οι τελειόφοιτοι μπαίνουν πρώτοι στο νόημα. Ένας ένας αρχίζουν να χτυπούν τους κόμπους των δαχτύλων τους σε τραπέζια, κουπαστές και παλιούς δρύινους τοίχους. Αρχίζει ο Μπρουκς, ο αντιπρόεδρος, και ακολουθεί ο Κάρτερ Σίμονς, ο ταμίας της λέσχης. τελικά, από κάθε γωνιά της λέσχης έρχεται αυτό το ρυθμικό, βροντερό αντίο. Ο Πάρκερ, που βρίσκεται ακόμα στην πίστα, αρχίζει να χτυπάει το τακούνι του δυνατότερα απ’ όλους, επιδιώκοντας γι' άλλη μια φορά να ξεχωρίσει. Αλλά είναι πολύ αργά. Η έξοδος του Γκιλ, όπως και η είσοδος του όταν ήρθαμε, λαμβάνει χώρα την καθορισμένη στιγμή, με τη σοφία χορευτικού βήματος που εκτελείται μόνο μία φορά. Καθώς ο θόρυβος από το πλήθος κοπάζει, τρέχω να τους προλάβω. «Θα πάμε τον Πολ στο σπίτι του Ταφτ», μου λέει ο Γκιλ όταν τους βρίσκω στο γραφείο του προεδρείου. «Τι?» «Πρέπει να πάρει κάτι. Ένα σχεδιάγραμμα». «Θα πάτε τώρα?» «Ο Ταφτ βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα», μου επαναλαμβάνει αυτό που ξέρω ήδη. «Ο Πολ μας χρειάζεται μαζί του». Βλέπω τον τροχό να γυρίζει. Ο Γκιλ θέλει να βοηθήσει, όπως έκανε ο Τσάρλι, θέλει να διαψεύσει αυτά που του είπα στο χώρο στάθμευσης του Ιατρικού Κέντρου.
506
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Στο μεταξύ, ο Πολ μένει σιωπηλός. Από την έκφραση του καταλαβαίνω ότι προτιμούσε να κάνει αυτή την εξόρμηση μόνος με τον Γκιλ. Είμαι έτοιμος να εξηγήσω στον Γκιλ ότι δεν μπορώ ν' ακολουθήσω, όταν η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με την εμφάνιση της Κέιτι. «Τι τρέχει?» ρωτάει. «Τίποτα», λέω βιαστικά. «Ας γυρίσουμε κάτω». «Δεν κατάφερα να βρω τη Σαμ στο τηλέφωνο», μου λέει. «Πρέπει να μάθει για τον Ταφτ. Σε πειράζει να πεταχτώ στην εφημερίδα?» Ο Γκιλ δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Κανένα πρόβλημα. Ο Τομ θα έρθει μαζί μας στο ινστιτούτο. Μπορούμε να βρεθούμε στο παρεκκλήσιο». Η Κέιτι είναι έτοιμη να συμφωνήσει, όταν η έκφραση στο πρόσωπο μου με προδίδει. «Γιατί θα πάτε εκεί?» ρωτάει. «Είναι σημαντικό», απαντάει απλά ο Γκιλ. Είναι μία από τις λίγες φορές στα χρόνια που τον γνωρίζω που ο τόνος του υποδηλώνει ότι πρόκειται για κάτι σημαντικότερο από τον ίδιο. «Καλά», λέει καχύποπτα εκείνη και απλώνει το χέρι της προς το μέρος μου. «Θα σας δω στη λειτουργία». Είναι έτοιμη να προσθέσει κάτι, όταν από κάτω ακούγεται ένας δυνατός γδούπος κι αμέσως μετά ο κρότος γυαλιών που σπάνε. Ο Γκιλ ορμάει στις σκάλες κι εμείς τον ακολουθούμε τρέχοντας. Εκεί, στη βάση της σκάλας, έχει αρχίσει ήδη να σχηματίζεται μια λίμνη. Ένα ποτό στο χρώμα του αίματος 507
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση, παρασύροντας θραύσματα γυαλιού. Στο κέντρο αυτού του πανδαιμόνιου, μέσα στον κύκλο που έσπευσαν όλοι ν' ανοίξουν, στέκεται ο Πάρκερ Χάσετ, ξαναμμένος κι έξαλλος από οργή. Μόλις κατέβασε όλο το μπαρ, με ράφια, μπουκάλια κι ό,τι άλλο είχε πάνω. «Τι στην οργή έγινε δω?» ρωτάει επιτακτικά ο Γκιλ μια δευτεροετή που παρακολουθεί άφωνη τη σκηνή. «Μάνιασε ξαφνικά. Κάποιος τον είπε αλκοολικό και σάλταρε». Η Βερόνικα Τέρι κρατάει ψηλά τη φούστα του λευκού φορέματός της, που τώρα καταλήγει σε μια ροζ λωρίδα με κόκκινες πιτσιλιές. «Όλο το βράδυ τον προκαλούν», λέει χολωμένα. «Για όνομα του Θεού», της λέει απαυδισμένος ο Γκιλ, «πώς τον άφησες να φτάσει σ' αυτή την κατάσταση?» Εκείνη τον κοιτάζει σαν χαμένη! περίμενε κατανόηση κι αντιμετωπίζει μομφή. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι ψιθυρίζουν μεταξύ τους, προσπαθώντας να συγκρατήσουν χαμόγελα ικανοποίησης. Ο Μπρουκς λέει σ' ένα σερβιτόρο να ξαναγεμίσει τα ράφια με μπουκάλια από το κελάρι της λέσχης, ενώ ο Ντόναλντ Μόργκαν, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του νέου προέδρου, προσπαθεί να ηρεμήσει τον Πάρκερ μέσα σε γιουχαίσματα απ’ το πλήθος. Και πράγματι, από γύρω ακούγονται κοσμητικά επίθετα του τύπου «Μπέκρα!» και «Αλκοολικέ!» και άλλα χειρότερα. Κάθε προσβολή συνοδεύεται από χαχανητά. Ο Πάρκερ βρίσκεται στην απέναντι μεριά της αίθουσας, με καμιά ντουζίνα κοψίματα από τα θραύσματα 508
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
των μπουκαλιών που εκτοξεύτηκαν. Στέκεται στη μέση της λίμνης που έχει σχηματιστεί από τα χυμένα ποτά, σαν παιδί, λιανίζοντας τα μικρότερα γυαλιά. Όταν τελικά στρέφεται προς τον Ντόναλντ, είναι εκτός εαυτού. Η Κέιτι πιέζει τα χείλη με τη γροθιά της όταν ξεσπάει ο καβγάς. Ο Πάρκερ χιμάει στον Ντόναλντ και πέφτουν και οι δυο τους στο πάτωμα, αρχικά παλεύοντας, μετά γρονθοκοπώντας ο ένας τον άλλο. Αυτό είναι το θέαμα που περίμεναν όλοι, η τιμωρία του Πάρκερ για αμέτρητα μικρά και μεγάλα παραπτώματα, η απόδοση δικαιοσύνης για ό,τι έχει κάνει στο τρίτο πάτωμα της λέσχης, η έκρηξη βίας που θα εκτονώσει δυο χρόνια αυξανόμενου μίσους. Στο μεταξύ εμφανίζεται ένας σερβιτόρος με μια σφουγγαρίστρα, προσφέροντας στην περιφέρεια του καβγά το κωμικό θέαμα ενός άντρα που φτυαρίζει κάτι υγρό. Πάνω στο ξύλινο πάτωμα, τα κύματα κρασιού και δυνατότερων ποτών προσπερνούν το ένα το άλλο, αντανακλώντας τη δρύινη επένδυση των τοίχων - κι ούτε σταγόνα δεν απορροφάται από τίποτα, ούτε από τη σφουγγαρίστρα ούτε απ’ το πάτωμα ούτε καν από τα σμόκιν των δύο αντρών που συνεχίζουν να κυλιούνται στο πάτωμα, ένα σύμπλεγμα από μαύρα μπράτσα και πόδια, σαν τερατώδες έντομο που προσπαθεί να πατήσει στα πόδια του πριν πνιγεί. «Πάμε», λέει ο Γκιλ παρακάμπτοντας το χάος που δεν είναι δικό του πρόβλημα πλέον. Ο Πολ κι εγώ τον ακολουθούμε αμίλητοι, πλατσουρίζοντας μέσα στην πλημμύρα από μπέρμπον, κονιάκ και κρασί. Οι δρόμοι που διανύουμε είναι λεπτές μαύρες βελονιές πάνω σ' ένα απέραντο λευκό χιτώνα. Το Σάαμπ έχει γερό 509
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
κράτημα, παρόλο που ο Γκιλ πατάει αρκετά το γκάζι και ο άνεμος ουρλιάζει γύρω μας. Στη Νασάου Στριτ βλέπουμε δύο τρακαρισμένα αυτοκίνητα! φώτα αναβοσβήνουν, οδηγοί διαπληκτίζονται θυμωμένοι, σκιές πηγαινοέρχονται πίσω από τους δυο γερανούς που έχουν καταφθάσει στο σημείο. Ένας ασφαλίτης βγαίνει από το φυλάκιο του στη βόρεια άκρη της πανεπιστημιούπολης. το πρόσωπο του έχει κάτι το απόκοσμο στο κόκκινο φως του πυρσού ασφαλείας που κουνάει για να μας δείξει ότι η πύλη είναι κλειστή. Ο Πολ σχεδιάζει αμέσως μια εναλλακτική διαδρομή στο μυαλό του και δίνει οδηγίες στον Γκιλ να κατευθυνθεί προς τη δυτική έξοδο. Απομακρυνόμαστε με τρίτη και μετά με τετάρτη, προσπερνώντας διασταυρώσεις ολοταχώς. «Δείξ' του το γράμμα», λέει ο Γκιλ. Ο Πολ βγάζει κάτι από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του και μου το δίνει στο πίσω κάθισμα. «Τι είναι αυτό?» ρωτάω. Ο φάκελος είναι σκισμένος στην πάνω μεριά, αλλά η σφραγίδα του κοσμήτορα στην αριστερή γωνία φαίνεται ακόμα. «Το έριξαν στο γραμματοκιβώτιο μας απόψε», εξηγεί ο Γκιλ.
Κύριε Χάρις, Με την επιστολή αυτή θέλω να σας γνωστοποιήσω ότι το γραφείο μου διενεργεί έρευνα μετά τον ισχυρισμό λογοκλοπής που υπέβαλε ο σύμβουλος της πτυχιακής εργασίας σας, δόκτωρ Βίνσεντ Ταφτ. Λόγω της φύσης αυτών των ισχυρισμών και του αντίκτυπου που θα έχουν στην αποφοίτησή σας, θα γίνει έκτακτη συνεδρίαση του 510
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Πειθαρχικού Συμβουλίου την ερχόμενη βδομάδα για να εξετάσει την υπόθεση σας και να αποφασίσει. Παρακαλώ επικοινωνήστε με το γραφείο μου για να κανονίσετε μια προκαταρκτική συνάντηση και να επιβεβαιώσετε την παραλαβή της επιστολής αυτής. Με εκτίμηση, Μάρσαλ Μίντοους, Κοσμήτωρ Πανεπιστημίου Πρίνστον «Ήξερε τι έκανε», λέει ο Πολ μόλις τελειώνω την ανάγνωση. «Ποιος?» «Ο Βίνσεντ. Σήμερα το πρωί». «Που σε απείλησε με την επιστολή?» «Ήξερε ότι δεν είχε κανένα στοιχείο εις βάρος μου. Γι' αυτό άρχισε τις κακίες για τον πατέρα σου». Διακρίνω μια υποψία μομφής στον τόνο του. Όλα αποδίδονται στη στιγμή που έχασα τον έλεγχο μου κι έσπρωξα τον Ταφτ. «Εσύ ήσουν αυτός που το έβαλε στα πόδια», του θυμίζω μέσα από σφιγμένα δόντια. Το λασπωμένο χιόνι κροταλίζει στο σασί του αυτοκινήτου όταν η ανάρτηση χορεύει πάνω σε μια λακκούβα. «Και είμαι επίσης αυτός που τηλεφώνησε στην αστυνομία», αντιγυρίζει. «Τι?» «Γι' αυτό πήραν οι αστυνομικοί τον Βίνσεντ στο τμήμα», εξηγεί. «Τους είπα ότι τον είδα κοντά στο Ντίκινσον όταν πυροβολήθηκε ο Μπιλ». «Τους είπες ψέματα, δηλαδή!» 511
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Περιμένω κάποια αντίδραση απ’ τον Γκιλ, αλλά εκείνος έχει όλη την προσοχή του στραμμένη στην οδήγηση. Στυλώνοντας το βλέμμα μου στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Πολ, έχω την αλλόκοτη αίσθηση ότι κοιτάζω τον εαυτό μου από πίσω, ότι ξαναβρίσκομαι στο αυτοκίνητο του πατέρα μου. «Αυτό είναι?» ρωτάει ο Γκιλ. Τα σπίτια μπροστά μας είναι επενδυμένα με άσπρο ξύλο. Το σπίτι του Ταφτ είναι κατασκότεινο. Ακριβώς πίσω του αρχίζει το δάσος του ινστιτούτου, με το θόλο του πασπαλισμένο, θαρρείς, με κομμάτια βαμβάκι. «Τον έχουν ακόμα στο τμήμα», μονολογεί σχεδόν ο Πολ. «Τα φώτα είναι σβηστά». «Για το Θεό, Πολ», ξεσπάω, «πώς ξέρεις ότι το σχεδιάγραμμα είναι εδώ?» «Είναι το μόνο άλλο μέρος που θα μπορούσε να το έχει κρύψει». Στο μεταξύ, ο Γκιλ ούτε καν μας ακούει. Κοιτάζοντας φανερά ταραγμένος το σπίτι του Ταφτ, μαλακώνει την πίεση στο φρένο κι αφήνει το αυτοκίνητο να τσουλήσει με νεκρά, έτοιμος να το προσπεράσει. Ωστόσο, μόλις το πόδι του βρίσκει το συμπλέκτη, ο Πολ ανοίγει την πόρτα και βγαίνει παραπατώντας στο πεζοδρόμιο. «Ανάθεμα με!» Ο Γκιλ κοκαλώνει το Σάαμπ και κατεβαίνει σαν τρελός. «Πολ!» Ο άνεμος σφυρίζει γύρω απ’ την πόρτα του οδηγού, πνίγοντας τα λόγια του. Προσπαθώ να διαβάσω τα χείλη του Πολ που μας λέει κάτι, δείχνοντας το σπίτι. Την επόμενη στιγμή βαδίζει προς την είσοδο μέσα στο χιόνι. 512
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Πολ...»φωνάζω μέσα απ’ τα δόντια μου και βγαίνω κι εγώ απ’ το αυτοκίνητο όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Στο διπλανό σπίτι ανάβει ένα φως, αλλά ο Πολ το αγνοεί. Ανεβαίνει στην μπροστινή βεράντα του Ταφτ και κολλάει το αφτί του στην πόρτα, χτυπώντας μαλακά με τους κόμπους των δαχτύλων του. Ο άνεμος μουγκρίζει ανάμεσα στις κολόνες της βεράντας, σηκώνοντας τούφες χιονιού από το πρόστεγο. Το φως στο διπλανό σπίτι σβήνει. Όταν ο Πολ δεν παίρνει απάντηση, προσπαθεί να γυρίσει το πόμολο, αλλά η πόρτα δεν ανοίγει. «Τι κάνουμε?» ρωτάει ο Γκιλ, που έχει φτάσει δίπλα του. Ο Πολ χτυπάει άλλη μια φορά κι έπειτα βγάζει έναν κρίκο με κλειδιά από την τσέπη του και χώνει ένα στο διάκενο. Με τον ώμο του πάνω στο ξύλο, σπρώχνει την πόρτα και την ανοίγει. Οι μεντεσέδες στριγκλίζουν. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό», τους λέω με τον πιο αυταρχικό τόνο μου. Όμως ο Πολ βρίσκεται ήδη μέσα στο σπίτι και επιθεωρεί το ισόγειο. Χωρίς λέξη, χάνεται στα βάθη του σπιτιού. «Βίνσεντ?» τον ακούω να φωνάζει, γεμίζοντας το σκοτάδι. «Βίνσεντ, είσαι εδώ?» Η φωνή του ξεμακραίνει. Ακούω βήματα στη σκάλα και μετά τίποτα. «Που πήγε?» με ρωτάει ο Γκιλ καθώς έρχεται προς το μέρος μου. Υπάρχει μια αλλόκοτη μυρωδιά εδώ μέσα, απόμακρη αλλά έντονη. Ο άνεμος λυσσομανάει από την πόρτα πίσω μας, τινάζοντας τα σακάκια μας και ανακατεύοντας τα μαλλιά
513
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μας. Γυρίζω και την κλείνω. Ξαφνικά, αρχίζει να χτυπάει το κινητό του Γκιλ. Γυρίζω ένα διακόπτη στον τοίχο, αλλά το δωμάτιο μένει τυλιγμένο στο σκοτάδι. Τα μάτια μου προσαρμόζονται επιτέλους. Μπροστά μου είναι η τραπεζαρία του Ταφτ, μπαρόκ έπιπλα και σκουρόχρωμοι τοίχοι και καρέκλες που στηρίζονται σε πόδια αρπακτικών. Στο βάθος βλέπω τη σκάλα που οδηγεί στον πάνω όροφο. Το τηλέφωνο του Γκιλ χτυπάει ξανά. Βαδίζει ακριβώς πίσω μου, φωνάζοντας τον Πολ. Η μυρωδιά γίνεται όλο και πιο έντονη. Πάνω στον μπουφέ, δίπλα στη σκάλα, είναι πεταμένα τρία αντικείμενα. Ένα κουρελιασμένο πορτοφόλι, μια αρμαθιά κλειδιά κι ένα ζευγάρι γυαλιά. Ξαφνικά, οι αισθήσεις μου οξύνονται στο έπακρο. Στρέφομαι προς τον Γκιλ. «Απάντησε το, που να πάρει!» Μέχρι να το κάνει, έχω αρχίσει ήδη ν' ανεβαίνω τις σκάλες! «Κέιτι?...» τον ακούω να λέει. Μπροστά μου εκτείνονται μπερδεμένοι ίσκιοι. Η σκάλα φαντάζει κατακερματισμένη, σαν το σκοτάδι μέσα από πρίσμα. Η φωνή του Γκιλ δυναμώνει ξαφνικά. Τι είπες? Χριστέ μου... Την επόμενη στιγμή ανεβαίνει τρέχοντας πίσω μου, φθάνοντάς με και γαβγίζοντας μου να βιαστώ, επιβεβαιώνοντας αυτό που έχω ήδη μαντέψει. ο Ταφτ δεν είναι στο αστυνομικό τμήμα. Τον άφησαν να φύγει Πάνω από μία ώρα Πριν. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, ακούμε από πάνω την κραυγή του Πολ.
514
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ο Γκιλ με σπρώχνει δυνατά προς το σημείο απ’ όπου έρχεται ο ήχος. Σαν τον ίσκιο ενός κύματος μια στιγμή πριν σκάσει πάνω σου, συνειδητοποιώ ότι φτάσαμε πολύ αργά, ότι έχει συμβεί κιόλας. Ο Γκιλ με προσπερνάει και διασχίζει τρέχοντας ένα διάδρομο στα δεξιά, ενώ εγώ έχω αναλαμπές συναίσθησης στα κενά των ενστικτωδών κινήσεων μου. Τα πόδια μου κινούνται μηχανικά. Ο χρόνος επιβραδύνεται. ο κόσμος περιστρέφεται σχεδόν απρόθυμα. Ω Θεέ μου, μουρμουρίζει ο Πολ. Βοηθάμε, Θεέ μου! Οι τοίχοι της κρεβατοκάμαρας φωτίζονται αχνά από το φεγγάρι. Η φωνή του Πολ έρχεται απ’ το μπάνιο, όπως και η μυρωδιά - μια μυρωδιά που τώρα μου φέρνει στο νου πυροτεχνήματα και πιστόλια με καψούλια και οτιδήποτε άλλο δεν έχει θέση εδώ. Οι τοίχοι είναι πιτσιλισμένοι με αίμα. Και μέσα στην μπανιέρα υπάρχει ένα σώμα. Ο Πολ είναι γονατιστός, γερμένος πάνω από το πορσελάνινο χείλος. Ο Ταφτ είναι νεκρός. Ο Γκιλ βγαίνει τρεκλίζοντας απ’ το δωμάτιο, αλλά εγώ δεν μπορώ να τραβήξω το βλέμμα μου από το φρικτό θέαμα. Ο Ταφτ κείτεται ανάσκελα, με την κοιλιά του επίπεδη χάρη στην έλξη της βαρύτητας. Έχει ένα ανοιχτό τραύμα από σφαίρα στο στήθος κι άλλο ένα ανάμεσα στα μάτια, απ’ όπου κυλάει ακόμα ένα ρυάκι αίματος στο πρόσωπο του. Όταν ο Πολ απλώνει το τρεμάμενο χέρι του, με κυριεύει ξαφνικά η επιθυμία να βάλω τα γέλια. Μου περνάει αμέσως, αφήνοντας με με μια νυσταλέα, σχεδόν μεθυσμένη αίσθηση. Στο μεταξύ, ο Γκιλ τηλεφωνεί στην αστυνομία. Επείγουσα ανάγκη, λέει. Στην οδό Όλντεν. Στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδων. 515
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Η φωνή του ηχεί εκκωφαντική μέσα στη νεκρική σιωπή. Ο Πολ ψελλίζει τον αριθμό του σπιτιού και ο Γκιλ τον επαναλαμβάνει στο ακουστικό. Βιαστείτε. Ξαφνικά ο Πολ σηκώνεται από το πάτωμα. «Πρέπει να φύγουμε». «Τι?» Επιτέλους, το μυαλό μου αρχίζει να λειτουργεί ξανά. Βάζω το χέρι μου στον ώμο του Πολ, αλλά εκείνος πηγαίνει σαν βολίδα στην κρεβατοκάμαρα ψάχνοντας στα πιο αλλόκοτα σημεία - κάτω από το κρεβάτι, στη χαραμάδα ανάμεσα στις πόρτες της ντουλάπας του Ταφτ, σε ντουλάπια ενσωματωμένα στην ψηλή βιβλιοθήκη του. «Δε θα τον βρούμε εδώ...» λέει και γυρίζει απότομα, σαν να θυμήθηκε κάτι. «Ο χάρτης!» φωνάζει ξαφνικά. «Πού είναι ο χάρτης μου?» Ο Γκιλ μού ρίχνει μια ματιά σαν να μου λέει ότι ο Πολ τα 'χασέ τα λογικά του τελικά. «Μαζί δεν τον κλειδώσαμε σ' εκείνο το κουτί στην Άιβι?» του θυμίζει πιάνοντας τον απ’ το μπράτσο. Αλλά ο Πολ τρέχει κιόλας προς τις σκάλες. Από μακριά ακούγεται ήδη το ουρλιαχτό σειρήνων. «Δεν μπορούμε να φύγουμε», του φωνάζω. Ο Γκιλ μού ρίχνει μια πλάγια ματιά, αλλά τον ακολουθεί. Οι σειρήνες πλησιάζουν - είναι τετράγωνα μακριά, αλλά δε θ' αργήσουν να φτάσουν. Όταν κοιτάζω απ’ το παράθυρο, οι λόφοι έχουν ένα μουντό μεταλλικό χρώμα. Σε μια εκκλησία κάπου γιορτάζεται η Ανάσταση του Χρίστου.
516
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Είπα ψέματα στους αστυνομικούς για τον Βίνσεντ!» φωνάζει πάνω απ’ τον ώμο του ο Πολ. «Δεν πρέπει να με βρουν εδώ όταν έρθουν!» Τους ακολουθώ τρέχοντας στο δρόμο, κατευθυνόμενος προς το Σάαμπ. Ο Γκιλ βάζει μπροστά τη μηχανή, πατώντας ταυτόχρονα το γκάζι, και το αμάξι μουγκρίζει τόσο δυνατά, ώστε τα φώτα στο διπλανό σπίτι ανάβουν ξανά. Βάζοντας πρώτη, γυρίζει πάλι το κλειδί στη μίζα. Οι ρόδες σπινάρουν, λιώνοντας το χιόνι! όταν πιάνουν επιτέλους στην άσφαλτο, το αυτοκίνητο ξεκινάει σαν βολίδα. Τη στιγμή που ο Γκιλ στρίβει στον κάθετο, το πρώτο περιπολικό εμφανίζεται στην άλλη άκρη του δρόμου. Το κοιτάζουμε κι οι τρεις να σταματάει μπροστά στο σπίτι του Ταφτ. «Που πάμε τώρα?» ρωτάει ο Γκιλ κοιτώντας τον Πολ από τον καθρέφτη του οδηγού. «Στην Άϊβι», απαντάει εκείνος.
517
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
26 ΟΤΑΝ ΦΤΑΝΟΥΜΕ, βρίσκουμε τη λέσχη έρημη. Κάποιος έχει στοιβάξει πανιά στο πάτωμα της κεντρικής σάλας για ν' απορροφήσουν τα ποτά που έχυσε ο Πάρκερ, αλλά απομένουν ακόμα κάμποσες ρηχές λιμνούλες. Κουρτίνες και τραπεζομάντιλα είναι λεκιασμένα. Δεν έχει μείνει κανείς, ούτε καν από το προσωπικό της εταιρείας εφοδιασμού. Η Κέλι Ντάνερ κατάφερε γι' άλλη μια φορά να πετύχει αυτό που ήθελε. Νιώθω τα πόδια μου να κολλάνε στο χαλί που καλύπτει τις σκάλες οι οποίες οδηγούν στον πρώτο όροφο, εκεί που το μούσκεψαν οι καλεσμένοι πατώντας στις λίμνες του αλκοόλ. Στην είσοδο του γραφείου του προεδρείου ο Γκιλ κλείνει πίσω μας την πόρτα κι ανάβει το φως. Όσα μπουκάλια διασώθηκαν από το ρημαγμένο μπαρ είναι στριμωγμένα σε μια γωνιά. Στο τζάκι αργοσβήνει η ξεχασμένη φωτιά, αλλά η θράκα καίει ακόμα, αναδίνοντας σκόρπιες φλόγες και μια κοκκινωπή ζέστη. Βλέποντας το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο, θυμάμαι ξαφνικά τον αριθμό του - αυτόν που στάθηκε αδύνατο να θυμηθώ όταν έπεσε η μπαταρία του κινητού του Γκιλ κι έπρεπε να του μιλήσω! Και τότε άξαφνα συνειδητοποιώ τι σημαίνει όλη αυτή η ιστορία! Ένα κενό μνήμης, μια ελαττωματική επικοινωνία. Η γραμμή που συνδέει τον Ρίτσαρντ Κάρι και τον Πολ έχει μπλοκάρει από παράσιτα, με αποτέλεσμα να χαθεί το μήνυμα του Κάρι. Κι εντούτοις είχε διατυπώσει σαφώς τις απαιτήσεις του. 518
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Πες μου πού είναι το σχεδιάγραμμα, Βίνσεντ, είπε στη διάλεξη της Μεγάλης Παρασκευής, και δε θα με ξαναδείς ποτέ. Είναι η μόνη εκκρεμότητα μεταξύ μας. Αλλά ο Ταφτ αρνήθηκε. Ο Γκιλ βγάζει ένα κλειδί κι ανοίγει το μεγάλο μαονένιο κουτί. «Ορίστε», λέει στον Πολ, δίνοντας του το χάρτη. Εγώ βλέπω ξανά τον Κάρι να πλησιάζει τον Πολ στο προαύλιο κι έπειτα να ξεμακραίνει προς το παρεκκλήσιο, προς το Ντίκινσον Χολ και το γραφείο του Μπιλ Στάϊν. «Χριστέ μου», λέει ο Γκιλ, «πώς θα το χειριστούμε τώρα αυτό?» «Τηλεφώνησε στην αστυνομία», του λέω. «Ο Κάρι μπορεί να κυνηγήσει τον Πολ». «Όχι», επεμβαίνει ο Πολ γεμάτος σιγουριά. «Δε θα μου έκανε ποτέ' κακό». Προφανώς, και οι δυο παρανοήσαμε τα λόγια του Γκιλ. Η απορία του ήταν πώς θα χειριστούμε το ότι φύγαμε απ’ το σπίτι του Ταφτ και τον τόπο ενός εγκλήματος. «Ο Κάρι σκότωσε τον Ταφτ?» ρωτάει τώρα σοκαρισμένος. Γυρίζω στην πόρτα και την κλειδώνω. «Και τον Στάϊν». Ξαφνικά το δωμάτιο είναι λες και έκλεισε αεροστεγώς. Τα απομεινάρια του μπαρ, βρεγμένα από το περιεχόμενο των σπασμένων μπουκαλιών, αναδίνουν μια μυρωδιά σαν μούχλας. Ο Γκιλ στέκεται στην κορυφή του τραπεζίου, άφωνος. «Δε θα μου έκανε ποτέ' κακό», επαναλαμβάνει ο Πολ. Αλλά εγώ θυμάμαι το γράμμα που βρήκαμε στο γραφείο του Στάϊν. Έχω να σου κάνω μια πρόταση. Τα οφέλη αυτής της υπόθεσης φτάνουν και περισσεύουν για να καλύψουν τις 519
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ανάγκες και των δυο μας. Κι από κάτω, την απάντηση του Κάρι, την οποία δεν είχα καταλάβει! ως τώρα: Τι θα γίνει με τον Πολ? «Θα το κάνει», λέω. «Κάνεις λάθος, Τομ», μου λέει κοφτά. Κάθε στιγμή που περνάει βλέπω όλο και πιο καθαρά που οδηγεί όλο αυτό. «Εσύ ο ίδιος του έδειξες το ημερολόγιο όταν πήγαμε στο μουσείο», του θυμίζω. «Ήξερε ότι το είχε κλέψει ο Ταφτ». «Ναι, αλλά...» «Όσο για τον Στάϊν, ο ίδιος του είπε ότι σκόπευαν να σου κλέψουν την εργασία. Ο Κάρι ήθελε να την πάρει πριν απ’ αυτούς». «Τομ, άκουσέ με...» «Κι έπειτα, στο Ιατρικό Κέντρο, του είπες όλα όσα είχες ανακαλύψει, έτσι δεν είναι? Μέχρι και για το σχεδιάγραμμα του είπες». Απλώνω το χέρι μου να πιάσω το τηλέφωνο, αλλά ο Πολ προλαβαίνει να κρατήσει το ακουστικό στη θέση του. «Σταμάτα, Τομ», λέει άτονα. «Άκουσε με». «Ο Κάρι είναι φονιάς!» Ξαφνικά ο Πολ καμπουριάζει. Μια έκφραση απόλυτης συντριβής απλώνεται στο πρόσωπο του και τότε λέει κάτι που ούτε ο Γκιλ ούτ' εγώ περιμέναμε ν' ακούσουμε. «Το ξέρω. Αυτό προσπαθώ να σου πω! Θα μ' ακούσεις, επιτέλους? Αυτό εννοούσε στο Ιατρικό Κέντρο. Θυμάσαι τι μου είπε πριν φύγει, λίγο πριν έρθεις? Εμείς οι δυο καταλαβαινόμαστε μόνον. Μου είχε πει ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί επειδή ανησυχούσε για μένα». 520
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Και λοιπόν?» Η φωνή του Πολ τρέμει από συγκίνηση. «Και μετά είπε: Αν ήξερα τι θα έκανες, θα χειριζόμουν διαφορετικά τα πράγματα. Ο Ρίτσαρντ νόμιζε ότι ήξερα πως είχε σκοτώσει τον Μπιλ. Αυτό που ήθελε να πει ήταν ότι θα το έκανε διαφορετικά αν ήξερε ότι θα έφευγα νωρίτερα από τη διάλεξη του Ταφτ. Έτσι δε θα με θεωρούσε ύποπτο η αστυνομία...» Ο Γκιλ αρχίζει να πηγαινοέρχεται νευρικά. Στην άλλη μεριά του δωματίου ένα κούτσουρο πέφτει μέσα στη θράκα. «Θυμάσαι το ποίημα που απάγγειλε στο μουσείο?» «Του Μπράουνινγκ. Για τον Αντρέα ντελ Σάρτο». «Θυμάσαι τους στίχους?» «Κάνεις αυτό που πολλοί ονειρεύονται σ' όλη τους τη ζωή», απαγγέλλω. «Ονειρεύονται? Μοχθούν να κάνουν, και τυραννιούνται κι αποτυγχάνουν οικτρά». «Γιατί επέλεξε αυτό το ποίημα?» «Επειδή έδενε με τα έργα του ντελ Σάρτο». Ο Πολ χτυπάει τη γροθιά του στο τραπέζι. «Λάθος! Επειδή εμείς καταφέραμε αυτό που δεν κατάφεραν εκείνος κι ο πατέρας σου και ο Βίνσεντ! Αυτό που ο Ρίτσαρντ ονειρευόταν όλη τη ζωή του. Αυτό που μοχθούσε να κάνει και τυραννιόταν και απέτυχε οικτρά...» Τον έχει κατακλύσει πικρή απογοήτευση που δεν έχω ξαναδεί από τότε που δουλεύαμε μαζί, όταν φαινόταν να πιστεύει ότι μπορούσαμε να λειτουργήσουμε σαν ένα πλάσμα, ένας νους. Αυτός ο γρίφος δε θα’ πρεπε να σου πάρει τόσο χρόνο, δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολος! Παλεύουμε ξανά για τη λύση ενός γρίφου, προσπαθούμε να 521
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
μαντέψουμε τις προθέσεις ενός άντρα που πιστεύει ότι θα έπρεπε να γνωρίζουμε εξίσου καλά κι οι δυο. Εγώ ποτέ δεν κατάλαβα τον Κολόνα ή τον Κάρι όσο καλά θα τον ικανοποιούσε. «Θα μου εξηγήσει κι εμένα κάποιος τι συμβαίνει?» επεμβαίνει σαστισμένος ο Γκιλ. «Οι πίνακες», συνεχίζει ο Πολ, αγνοώντας τον μέσα στην ανυπομονησία του να μου δώσει επιτέλους να καταλάβω. «Οι ιστορίες του Ιωσήφ. Σου εξήγησα το νόημα τους, θυμάμαι. Απλώς δεν ήξερα τι ήθελε να πει ο Ρίτσαρντ μ' αυτούς. Ιακώβ δε ηγάπα τόν Ιωσήφ παρά πάντας τους υιούς αυτού ότι υιός γήρως ήν αυτώ! έποίησε δέ αυτώ χιτώνα ποικίλον». Περιμένει κάποια ένδειξη ότι καταλαβαίνω, αλλά δε βλέπει καμιά. «Είναι δώρο», μου λέει τελικά. «Ο Ρίτσαρντ θεωρεί ότι μου κάνει δώρο». «Δώρο?» επαναλαμβάνει εμβρόντητος ο Γκιλ. «Έχεις χάσει το μυαλό σου? Ποιο δώρο?» «Όλα αυτά», απαντάει ο Πολ απλώνοντας τα μπράτσα του για να συμπεριλάβει ό,τι είναι γύρω μας. «Αυτό που έκανε στον Μπιλ και στον Βίνσεντ... Τους εμπόδισε να μου αρπάξουν τα πάντα. Μου χάρισε αυτό που ανακάλυψα μέσα στην υπνερωτομαχία». Υπάρχει μια φρικτή αταραξία όταν το λέει, φόβος και περηφάνια και θλίψη που διαγράφουν κύκλους γύρω από μια γαλήνια αποδοχή.
522
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Ο Βίνσεντ το άρπαξε από εκείνον πριν από τριάντα χρόνια», συνεχίζει ο Πολ. «Ο Ρίτσαρντ δε θ' άφηνε να συμβεί το ίδιο και σ' εμένα!» «Ο Κάρι είπε ψέματα στον Στάϊν», του θυμίζω, αποφασισμένος να μην τον αφήσω να ξεγελαστεί από έναν άντρα που εκμεταλλεύεται τα συναισθηματικά κενά ενός ορφανού. «Είπε ψέματα στον Ταφτ. Το ίδιο κάνει και μ' εσένα!» Αλλά ο Πολ δεν έχει καμιά αμφιβολία. Κάτω από τη φρίκη και τη δυσπιστία υπάρχει κάτι στον τόνο της φωνής του που θυμίζει την ευγνωμοσύνη. Να 'μαστέ εδώ, σ ένα άλλο δωμάτιο δανεικών πινάκων, σε μια άλλη έκθεση του μουσείου πατρότητας που έχτισε ο Κάρι για το γιο που ποτέ δεν απέκτησε, και κάθε χειρονομία είναι τόσο μεγαλειώδης πλέον, ώστε τα κίνητρα περνούν σε δεύτερη μοίρα. Είναι η τελευταία σφήνα μεταξύ μας. Μου θυμίζει ξαφνικά ότι δεν είμαστε αδέρφια με τον Πολ. Ότι πιστεύουμε σε διαφορετικά πράγματα. Ο Γκιλ κάνει να πει κάτι, μπαίνοντας ανάμεσα μας για να ξαναφέρει αυτή τη συζήτηση σε πιο γήινα, πρακτικά θέματα, όταν ακούμε ένα συρτό ήχο απέξω. Γυρίζουμε απότομα και οι τρεις προς την πόρτα. «Τι στην οργή ήταν αυτό?» ρωτάει ο Γκιλ. Και τότε ακούμε τη φωνή του Κάρι. «Πολ», μουρμουρίζει, σαν να έχει κολλήσει το στόμα του στη χαραμάδα. Για μια στιγμή παγώνουμε όλοι.
523
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Ρίτσαρντ!» αναφωνεί ο Πολ, που συνέρχεται πρώτος. Πριν τον προλάβουμε ο Γκιλ ή εγώ, έχει απλώσει το χέρι του στην κλειδαριά. «Μη!» βροντοφωνάζει ο Γκιλ. Αλλά ο Πολ έχει ήδη ξεκλειδώσει, κι ένα χέρι απέξω γυρίζει κιόλας το πόμολο. Ο Ρίτσαρντ Κάρι στέκεται ένα βήμα πριν από το κατώφλι. Φοράει το ίδιο μαύρο κοστούμι που φορούσε το προηγούμενο βράδυ. Τα μάτια του γυαλίζουν αφύσικα, η έκφραση του είναι σαν χαμένη. Στο χέρι του σφίγγει κάτι που δεν μπορώ να διακρίνω. «Θέλω να μιλήσω με τον Πολ. Μόνος», λέει με τραχιά φωνή. Ο Πολ βλέπει αυτό που τραβάει την προσοχή όλων μας: πιτσιλιές αίματος κοντά στο κολάρο του βραδινού πουκαμίσου του. «Φύγε! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ», γαβγίζει ο Γκιλ. «Τι έκανες, Ρίτσαρντ?» τον ρωτάει ο Πολ. Ο Κάρι τον κοιτάζει κατάματα και σηκώνει αργά το μπράτσο του. κάτι έχει μέσα στο χέρι του. Ο Γκιλ κάνει ένα βήμα προς το μέρος του, ωθώντας τον πίσω στο διάδρομο. «Φύγε από δω!» λέει ξανά. Ο Κάρι τον αγνοεί. «Το έχω, Πολ. Το σχεδιάγραμμα. Πάρ'το». «Μην τον πλησιάζεις!» λέει απειλητικά ο Γκιλ με φωνή που τρέμει. «Θα καλέσουμε την αστυνομία!» Το βλέμμα μου καρφώνεται στο σκοτεινό δέμα στο χέρι του Κάρι. Βγαίνω στο διάδρομο και στέκομαι δίπλα στον Γκιλ, έτσι ώστε σχηματίζουμε ένα ζωντανό τείχος ανάμεσα σ' 524
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
εκείνον και τον Πολ. Τη στιγμή που ο Γκιλ βγάζει to κινητό από την τσέπη του, ο Κάρι μας αιφνιδιάζει. Με μια ακροβατική κίνηση, αταίριαστη με την ηλικία και το βάρος του, χιμάει ανάμεσα μας και μπαίνει στο δωμάτιο του προεδρείου, βροντώντας πίσω του την πόρτα. Πέτυχε αυτό που ήθελε: να μείνει μόνος με τον Πολ. Πριν προλάβουμε να κάνουμε οποιαδήποτε κίνηση, ακούμε την πόρτα να κλειδώνει. Ο Γκιλ αρχίζει να σφυροκοπάει την πόρτα με τις γροθιές του. «Άνοιξε!» ουρλιάζει πανικόβλητος, παραμερίζοντας με για να πάρει φόρα και να ριχτεί με τον ώμο του στο χοντρό ξύλο. Άδικος κόπος. Ανταλλάσσουμε μια ματιά, και ριχνόμαστε ταυτόχρονα πάνω της, ξανά και ξανά, ώσπου η κλειδαριά αρχίζει να χαλαρώνει. Απ’ την άλλη πλευρά ακούγονται διάφοροι θόρυβοι. «Άλλη μια φορά!» μου φωνάζει ο Γκιλ. Επιτέλους, καταφέρνουμε να σπάσουμε την κλειδαριά, και η πόρτα χτυπάει πίσω στον τοίχο μ' έναν κρότο σαν πυροβολισμό. Μπαίνοντας με φόρα στο δωμάτιο βλέπουμε τον Πολ και τον Κάρι στις δυο αντίθετες πλευρές του τζακιού. Το χέρι του Κάρι είναι ακόμα προτεταμένο, κρατώντας το σχεδιάγραμμα. Χωρίς να χάσει στιγμή, ο Γκιλ ορμάει καταπάνω του και τον πετάει στο πάτωμα δίπλα στο τζάκι. Το κεφάλι του Κάρι χτυπάει και ρίχνει το μεταλλικό πλέγμα του τζακιού, σηκώνοντας ένα σύννεφο από καύτρες, και κάνοντας τη θράκα να πάλλεται κατακόκκινη. «Ρίτσαρντ!» φωνάζει ο Πολ και τρέχει προς το μέρος του.
525
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
Ο Πολ απομακρύνει τον Κάρι απ’ το τζάκι και τον γέρνει στον τοίχο, δίπλα στο διαλυμένο μπαρ. Το αίμα που τρέχει από το σκίσιμο στο κεφάλι του τον τυφλώνει ενώ προσπαθεί να προσανατολιστεί. Μόνο τώρα βλέπω το σχεδιάγραμμα στο χέρι του Πολ. «Είσαι καλά?» ρωτάει με αγωνία ο Πολ, ταρακουνώντας τον Κάρι από τους ώμους. «Καλέστε ασθενοφόρο! Γρήγορα!» Όμως ο Γκιλ έχει ξαναβρεί τον αυτοέλεγχο του. «Θα τον φροντίσουν οι αστυνομικοί», λέει στεγνά. Την επόμενη στιγμή νιώθω ένα καυτό κύμα να με χτυπάει στο πρόσωπο. Τα περιχυμένα με αλκοόλ μπουκάλια έχουν τυλιχτεί στις φλόγες. «Κάνε πίσω!» φωνάζει ο Γκιλ. Αλλά εγώ έχω πετρώσει στη θέση μου. Η φωτιά υψώνεται προς το ταβάνι, γλείφοντας τις κουρτίνες και μετά τον τοίχο. Θρεμμένη από το οινόπνευμα, δυναμώνει κι απλώνεται σε ό,τι υπάρχει γύρω της. «Τομ!» ουρλιάζει ο Γκιλ. «Πάρ' τους από κει! Φέρνω πυροσβεστήρα!» Με τη βοήθεια του Πολ, ο Κάρι καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του. Ξαφνικά, τον σπρώχνει στην άκρη και βγαίνει τρεκλίζοντας στο διάδρομο. «Ρίτσαρντ», λέει ικετευτικά ο Πολ και τον ακολουθεί. Ο Γκιλ μπαίνει τρέχοντας στο δωμάτιο και αρχίζει να ψεκάζει τις κουρτίνες με τον αφρό. Αλλά η φωτιά φουντώνει πολύ γρήγορα αντί να σβήσει. Καπνός βγαίνει σε πυκνά σύννεφα από την πόρτα. Βλέποντας ότι είναι μάταιο, υποχωρούμε προς το διάδρομο, απωθημένοι από την κάψα και τον καπνό. Καλύπτω το 526
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
στόμα και τη μύτη με το χέρι μου, νιώθοντας τα πνευμόνια μου να συσπώνται. Όταν στρέφομαι προς τις σκάλες, μόλις που διακρίνω τον Πολ και τον Κάρι να λογομαχούν και να παλεύουν μέσα στο μαύρο καπνό. Φωνάζω το όνομα του Πολ, αλλά τα μπουκάλια στο δωμάτιο πίσω μου αρχίζουν να εκρήγνυνται το ένα μετά το άλλο, καλύπτοντας τη φωνή μου. Ο Γκιλ δεν προλαβαίνει ν' αποφύγει το πρώτο κύμα θραυσμάτων. Τον τραβάω έξω τεντώνοντας τ αφτιά μου για ν' ακούσω μια απάντηση από τον Πολ. Και τότε, μέσα από τον αδιαπέραστο καπνό, αναγνωρίζω τη φωνή του: «Φύγε, Τομ! Φύγετε! Τώρα!» Στους τοίχους χορεύουν αντανακλάσεις της φωτιάς. Ένας λαιμός μπουκαλιού εκτοξεύεται σαν πύραυλος από την πόρτα! μοιάζει να αιωρείται για λίγο από πάνω μας, κι έπειτα σκάει κάτω στο ισόγειο. Για μια στιγμή δε συμβαίνει τίποτα. Κι έπειτα τα φλεγόμενα θραύσματα προσγειώνονται πάνω στη στοίβα των μουσκεμένων πανιών, βρίσκοντας το ουίσκι και το κονιάκ και το τζιν, και όλη η σάλα φωταγωγείται εκτυφλωτικά. Από κάτω ακούγονται κι άλλοι ήχοι εκρήξεων, ξύλο που αναφλέγεται, φλόγες που εξαπλώνονται τριζοβολώντας. Η κεντρική έξοδος είναι απρόσιτη πια. Ο Γκιλ ουρλιάζει στο κινητό του, καλώντας βοήθεια. Στο μεταξύ, η φωτιά σέρνεται προς το δεύτερο όροφο. Το μυαλό μου θαρρείς και σπινθηροβολεί, όποτε κλείνω τα μάτια βλέπω ένα κατάλευκο φως. Νιώθω ότι επιπλέω, παραδομένος στην άνωση της φωτιάς που με τυλίγει. Τα πάντα φαντάζουν τόσο αργοκίνητα, τόσο βαριά. Μεγάλα κομμάτια γύψου πέφτουν 527
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
με πάταγο απ’ το ταβάνι στο ισόγειο. Η πίστα τρεμοφέγγει σαν οφθαλμαπάτη. «Πως βγαίνουμε από δω?» φωνάζω για ν' ακουστώ πάνω από το βρυχηθμό της φωτιάς. «Από τη σκάλα υπηρεσίας», λέει ο Γκιλ. «Πάνω». «Πολ!» ουρλιάζω ξανά. Δεν παίρνω απάντηση. Πλησιάζω επιφυλακτικά στις σκάλες, αλλά ούτε τους βλέπω ούτε ακούω πια τις φωνές τους. Ο Πολ και ο Κάρι έχουν γίνει καπνός. «Πολ!» κραυγάζω με όση δύναμη απομένει στα πνευμόνια μου. Η φωτιά έχει καταπιεί το γραφείο του προεδρείου και αρχίζει να έρχεται προς το μέρος μας. Νιώθω ένα παράξενο μούδιασμα στο μηρό μου. Ο Γκιλ μου δείχνει κάτι, κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια. Το μπατζάκι του παντελονιού μου είναι σκισμένο. Το μαύρο ύφασμα είναι μούσκεμα στο αίμα, γυαλίζοντας στη μαρμαρυγή της φωτιάς γύρω μας. Εκείνος βγάζει το σακάκι του και το δένει σφιχτά πάνω στο σκίσιμο σαν αιμοστατικό επίδεσμο. Η πύρινη σήραγγα φαίνεται να κλείνει γύρω μας, σπρώχνοντας μας προς τα πάνω. Ο αέρας είναι κατάμαυρος. Ο Γκιλ αρχίζει ν' ανεβαίνει τις σκάλες, σπρώχνοντας με μπροστά του. Στην κορυφή δε βλέπω τίποτ' άλλο πέρα από κυματιστούς ίσκιους. Το μοναδικό φως που βλέπω βγαίνει από τη χαραμάδα κάτω από μια πόρτα στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Κινούμαστε προς τα εκεί. Πίσω μας η φωτιά έχει φτάσει στη βάση της σκάλας αλλά, για την ώρα, φαίνεται να ικανοποιείται με το ξύλο γύρω της.
528
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Και τότε ακούω ένα βαθύ βογκητό από το εσωτερικό του δωματίου. Ο ήχος για μια στιγμή μας παγώνει. Διαισθάνομαι ότι μπαίνουμε στον ίσκιο του χρόνου, σ' ένα πέρασμα στην κορυφή ενός ψηλού όρους όπου το σκοτάδι από πάνω δεν απέχει περισσότερο από την απόσταση τεντωμένου μπράτσου. Ο Γκιλ με προσπερνάει και ανοίγει την πόρτα. Την επόμενη στιγμή με κυριεύει ξανά η ίδια παραζάλη, μια αίσθηση σωματικής ζεστασιάς σαν το γαργάλημα της έξαρσης. Το άγγιγμα της Κέιτι πάνω μου, η ανάσα της Κέιτι στο δέρμα μου, τα χείλη της Κέιτι στα δικά μου. Ο Ρίτσαρντ Κάρι λογομαχεί με τον Πολ πίσω από ένα μακρόστενο τραπέζι στο βάθος του δωματίου. Στο χέρι του κρατάει ένα άδειο μπουκάλι. Το κεφάλι του γέρνει στο πλάϊ, ενώ το αίμα τρέχει ποτάμι από το τραύμα του. Το μόνο που υπάρχει εδώ μέσα είναι η μυρωδιά του αλκοόλ, τα υπολείμματα του μπουκαλιού χυμένα πάνω στο τραπέζι κι ένα ανοιχτό ντουλάπι στον απέναντι τοίχο που αποκαλύπτει άλλο ένα απόθεμα ποτών, ένα μυστικό που μόνο ένας πρόεδρος της Άϊβι θα ήξερε. Το πολυτελές δωμάτιο καλύπτει όλη την πρόσοψη του κτιρίου και φωτίζεται μόνο από το ασημένιο φως του ωχρού φεγγαριού. Βιβλιοθήκες φορτωμένες με δερματόδετα βιβλία καλύπτουν τους τοίχους απ’ άκρη σ άκρη κι από το πάτωμα ως το ταβάνι, που χάνεται στο σκοτάδι. Στο βορινό τοίχο υπάρχουν δυο μεγάλα παράθυρα. Βλέπω παντού λιμνούλες, και ο εφιάλτης ξαναρχίζει.
529
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Πολ!» φωνάζει ο Γκιλ. «Εμποδίζει την έξοδο προς τις σκάλες υπηρεσίας, πίσω σου!» Ο Πολ στρέφεται να κοιτάξει, αλλά ο Κάρι καρφώνει το βλέμμα του στον Γκιλ κι εμένα. Η όψη του μου παγώνει το αίμα. Οι γραμμές του προσώπου του είναι τόσο τραβηγμένες, ώστε θαρρείς και η βαρύτητα τον έχει αρπάξει στην ακαταμάχητη έλξη της, τραβώντας τον προς τα κάτω. «Ρίτσαρντ», λέει αυστηρά ο Πολ, σαν ν' απευθύνεται σε παιδί, «πρέπει να βγούμε έξω. Όλοι!» «Κάνε στην άκρη να περάσουμε», του φωνάζει ο Γκιλ, προχωρώντας ένα βήμα μπροστά. Αμέσως ο Κάρι σπάει το μπουκάλι στη γωνιά του τραπεζίου και ορμάει, καρφώνοντας τη σπασμένη άκρη στο μπράτσο του Γκιλ. Βλέπω αίμα να κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλα του Γκιλ, βάφοντας το κατάλευκο πουκάμισο του. Οπισθοχωρεί τρεκλίζοντας, κοιτάζοντας το χέρι του με δυσπιστία. Όταν το βλέπει, ο Πολ γέρνει αποκαρδιωμένος στον απέναντι τοίχο. «Πάρε αυτό!» φωνάζω στον Γκιλ, δίνοντας του ένα καθαρό μαντίλι. Ο Γκιλ ανταποκρίνεται αργά, σαν υπνωτισμένος. Όταν τραβάει το χέρι του από την πληγή για να πάρει το μαντίλι, βλέπω πόσο βαθύ' είναι το τραύμα. «Φύγε!» του λέω, τραβώντας τον προς τα παράθυρα. «Πήδα έξω! Οι θάμνοι θα ανακόψουν την πτώση σου». Εκείνος όμως έχει παγώσει από το σοκ! έχει στυλώσει το βλέμμα του στο σπασμένο μπουκάλι στο χέρι του Κάρι. Ο Κάρι τώρα φαίνεται εξουθενωμένος, σαν να συνειδητοποιεί ότι έκανε περισσότερα απ’ όσα ήθελε. Ξαφνικά, η πόρτα του 530
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
δωματίου αρχίζει να τρέμει καθώς ο καυτός αέρας αναζητάει διέξοδο. Πλοκάμια καπνού αρχίζουν να εισέρχονται από τις χαραμάδες, κι εγώ νιώθω τα μάτια μου να τσουζουν και το στήθος μου να βαραίνει. Δεν έχουμε καθόλου χρόνο. «Πολ», φωνάζω επιτακτικά, «πρέπει να φύγετε αμέσως από δω!» Αλλά εκείνος δε μ' ακου'ει. «Πάμε, Ρίτσαρντ, σε παρακαλώ!» «Άφησε τον να φύγει!» κραυγάζω στον Κάρι η φωτιά βρυχάται τώρα πίσω από την πόρτα. Από κάτω μας ακούγεται ένας φρικτός ήχος σαν σκίσιμο, ξύλο που διαλύεται κάτω απ’ το ίδιο του το βάρος. Ξαφνικά, ο Γκιλ καταρρέει στον τοίχο δίπλα μου. Τον συγκρατώ την τελευταία στιγμή κι ανοίγω το παράθυρο, γέρνοντας τον πάνω στο περβάζι. «Βοήθα τον Πολ...» μουρμουρίζει ο Γκιλ, κι είναι το τελευταίο πράγμα που μου λέει πριν το φως χαθεί ολότελα από τα μάτια του. Ένας παγερός άνεμος χιμάει μέσα στο δωμάτιο, σηκώνοντας τούφες χιονιού από τους θάμνους. Όσο πιο μαλακά μπορώ, ανεβάζω τον Γκιλ στο περβάζι και κρεμάω τα πόδια του στο κενό. Η όψη του στο φεγγαρόφωτο είναι αγγελική, αβίαστη όπως πάντα. Καρφώνοντας το βλέμμα μου στο ματωμένο μαντίλι, κρατώντας τον σφιχτά από το άνευρο μπράτσο του, νιώθω τον κόσμο να διαλύεται γύρω μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο πρόσωπο του, χαλαρώνω τη λαβή μου. Την επόμενη στιγμή δεν μπορώ να τον δω πια.
531
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
«Τομ!» ακούω τον Πολ να μου φωνάζει. Η φωνή του είναι τόσο απόμακρη τώρα σαν να μου μιλάει μέσα από ένα σύννεφο καπνού. «Φύγε κι εσύ!» Γυρίζω και τον βλέπω να παλεύει με τον Κάρι, να προσπαθεί να τον τραβήξει προς το παράθυρο. Αλλά ο άντρας είναι πιο δυνατός. Δεν κάνει βήμα. Αντί γι' αυτό, σπρώχνει τον Πολ προς τη σκάλα υπηρεσίας. «Πήδα!» ακούω μια βροντερή κραυγή πίσω μου, άγνωστες φωνές που μεταφέρει ο άνεμος από το ανοιχτό παράθυρο. «Πήδα τώρα!» Προφανώς είναι πυροσβέστες που με είδαν απ’ το παράθυρο. Τους γυρίζω την πλάτη. «Πολ!» ουρλιάζω. «Έλα μαζί μου!» «Φύγε, τώρα», τον ακούω να μου λέει μια τελευταία φορά. «Σε παρακαλώ!» Η φωνή του ξεμακραίνει πολύ γρήγορα, λες και ο Κάρι τον τραβάει μαζί του στην άβυσσο. Οι δυο άντρες υποχωρούν μέσα στις αρχαίες φλόγες, σαν άγγελοι ταγμένοι σε μια αέναη μάχη που δε μετριέται στη διάρκεια ανθρώπινων ζωών. «Κάτω», είναι η τελευταία λέξη που ακούω από το βάθος του δωματίου, αναγνωρίζοντας μετά βίας τη φωνή του Κάρι. «Κάτω». Απ’ το παράθυρο πίσω μου ακούω ξανά: «Βιάσου! Πήδα τώρα!» «Πολ!» ουρλιάζω, οπισθοχωρώντας προς το περβάζι του παραθύρου ενώ οι φλόγες με ζώνουν απειλητικά. Ο καπνός πιέζει σαν γροθιά το στήθος μου. Απ’ την άλλη άκρη του δωματίου, η πόρτα για τις σκάλες υπηρεσίας κλείνει μ' έναν οριστικό ήχο. Δε διακρίνω καμιά
532
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
φιγούρα μέσα στην κάπνα και το αχνό φως του φεγγαριού. Κι έπειτα πέφτω στο κενό. Αυτά είναι τα τελευταία πράγματα που θυμάμαι πριν νιώσω το λασπωμένο χιόνι να με αγκαλιάζει. Ακολουθεί ο ήχος μιας έκρηξης και η λάμψη μιας αναπάντεχης ανατολής στη καρδιά της νύχτας. Μια σωλήνα φωταερίου εκρήγνυται, προκαλώντας ένα φρικτό σπασμό σ' ολόκληρο το κτίριο. Ο ουρανός βρέχει στάχτη και κάρβουνα. Αρχίζω να ουρλιάζω στην απόκοσμη σιωπή που ακολουθεί. Στους πυροσβέστες. Στον Γκιλ. Σ' όποιον μπορεί να μ' ακούσει. Το είδα, φωνάζω: είδα τον Ρίτσαρντ Κάρι ν' ανοίγει την πόρτα για τις σκάλες υπηρεσίας και να σπρώχνει έξω τον Πολ. Ακούστε με! Και στην αρχή το κάνουν. Δυο πυροσβέστες πλησιάζουν στο κτίριο. Ένας γιατρός από τις Πρώτες Βοήθειες σκύβει από πάνω μου, προσπαθώντας να καταλάβει. Ποιες σκάλες? με ρωτάει. Πού οδηγούν? Κάτω, κοντά στις σήραγγες, του λέω. Καταλήγουν στο υπόγειο, κοντά στις σήραγγες ατμού! Κι έπειτα, σιγά σιγά, ο καπνός αρχίζει να διαλύεται, οι μάνικες σβήνουν τη φωτιά από την πρόσοψη της Άϊβι κι όλα αλλάζουν. Η αναζήτηση τελειώνει, οι πυροσβέστες με αγνοούν. Δεν απέμεινε τίποτα, μου λένε με τα αργόσυρτα, κοπιαστικά βήματα τους Κανείς απ’ όσους βρίσκονταν εκεί μέσα δεν έχει επιζήσει. Ο Πολ είναι ζωντανός! τους φωνάζω. Τον είδα! Αλλά κάθε δευτερόλεπτο είναι ένα καινούριο πλήγμα εναντίον του. Κάθε λεπτό είναι σαν μια νέα καταδίκη. Από
533
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
τον τρόπο που με κοιτάζει τώρα ο Γκιλ, έχοντας ανακτήσει τις αισθήσεις του, καταλαβαίνω πόσα πράγματα άλλαξαν. «Είμαι καλά», λέει στο γιατρό που του καθαρίζει το τραύμα. Σκουπίζει το νοτισμένο μάγουλο του και δείχνει εμένα. «Ο φίλος μου σας χρειάζεται περισσότερο». Το φεγγάρι κρέμεται από πάνω μας σαν άγρυπνο μάτι κι εγώ κάθομαι εκεί με το βλέμμα καρφωμένο πέρα από τους βουβούς άντρες που καταβρέχουν το άλλοτε μεγαλόπρεπο κτίριο της λέσχης, κι ακούω τη φωνή του Πολ μέσα στο κεφάλι μου. «Κατά κάποιο τρόπο», μου λέει, κοιτώντας με πάνω από μια κούπα καφέ, «νιώθω σαν να είναι και δικός μου πατέρας». Πέρα από το μαύρο προπέτασμα του ουρανού βλέπω το πρόσωπο του γεμάτο σιγουριά, ώστε ακόμα και τώρα τον πιστεύω. Λοιπόν, τι λες? με ρωτάει ξανά. Για την ιδέα σου να πας στο Σικάγο? Για την ιδέα μου να πάμε μαζί στο Σικάγο. Δε θυμάμαι καθόλου πού μας πήγαν εκείνη τη νύχτα, τι μας ρώτησαν, πώς μας περιέθαλψαν. Η φωτιά συνέχιζε να μαίνεται μπροστά μου και η φωνή του Πολ αντηχούσε στ' αφτιά μου, θαρρείς και μπορούσε ακόμα να αναστηθεί από τις φλόγες. Είδα χίλια πρόσωπα πριν ξημερώσει η επόμενη μέρα, κομιστές μηνυμάτων ελπίδας: φίλους που ξεσήκωσε η φωτιά από τα δωμάτια τους! καθηγητές που ξύπνησαν αναστατωμένοι από τα ουρλιαχτά των σειρήνων. Ως και η λειτουργία διακόπηκε από το θέαμα της πυρκαγιάς. Κι όλοι συγκεντρώθηκαν γύρω μας σαν περιοδεύων θησαυρός, κάθε πρόσωπο κι ένα χρυσό νόμισμα, σαν να είχε αποφασιστεί άνωθεν ότι έπρεπε να υπομείνουμε τις 534
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
απώλειες μας μετρώντας τι απέμεινε. Ίσως τότε κατάλαβα ότι εισερχόμαστε σε μια πολύ πλούσια ένδεια. Τι φοβερή μαύρη κωμωδία έπλασαν οι θεοί. Ο αδερφός μου ο Πολ θυσιάστηκε ανήμερα το Πάσχα. Το σκληρό κέλυφος της χελώνας της ειρωνείας μας χτύπησε κατακέφαλα. Εκείνη τη νύχτα επιζήσαμε και οι τρεις μαζί από ανάγκη. Συναντηθήκαμε στο νοσοκομείο, ο Γκιλ, ο Τσάρλι κι εγώ, συγκάτοικοι και πάλι. Κανείς μας δε μιλούσε. Ο Τσάρλι ψηλάφιζε τον εσταυρωμένο στο στήθος του, ο Γκιλ κοιμόταν κι εγώ κοίταζα τους τοίχους. Χωρίς νέα απ’ τον Πολ, επενδυθήκαμε και οι τρεις με το μύθο της επιβίωσης του, το μύθο της ανάστασης του. Προσωπικά έπρεπε να έχω μάθει ότι δεν υπάρχει τίποτα το αδιαίρετο σε μια φιλία, όπως δεν υπήρχε σε μια οικογένεια. Εντούτοις, ήταν ο μύθος που με στήριξε τότε. Κι εξακολουθεί να με στηρίζει. Ο μύθος, λέω. Όχι η ελπίδα. Γιατί στο κουτί δεν είχε απομείνει ούτε αυτή.
535
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
27 Ο ΧΡΟΝΟΣ, ΣΑΝ ΓΙΑΤΡΟΣ στο τμήμα επειγόντων περιστατικών, μπάλωσε τα τραύματα μας κι ένιψε τας χείρας του σε σχέση με μας. Προτού καν βγει ο Τσάρλι από το νοσοκομείο, η ιστορία μας είχε σχεδόν ξεχαστεί. Οι συμφοιτητές μας μας κοίταζαν σαν να ήμασταν εκτός τόπου, προσωρινές αναμνήσεις με μια αύρα παλιότερης σπουδαιότητας. Μέσα σε μια βδομάδα το σύννεφο της βίας πάνω από το Πρίνστον είχε διαλυθεί. Οι φοιτητές ξανάρχισαν να κυκλοφορούν στην πανεπιστημιούπολη τη νύχτα, πρώτα αγεληδόν, πολύ γρήγορα και κατά μόνας. Ανίκανος να κοιμηθώ, πήγαινα μες στη νύχτα στο εστιατόριο φαστ φουντ που έμενε ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο και το έβρισκα κατάμεστο. Για ένα διάστημα, ο Ρίτσαρντ Κάρι εξακολουθούσε να ζει στις συζητήσεις τους. Όπως και ο Πολ. Αλλά, σταδιακά, τα ονόματα που ήξερα αντικαταστάθηκαν από τα ετήσια εαρινά κουτσομπολιά για το ποια τελειόφοιτη κοιμήθηκε με το συ'μβουλο εργασίας της για να πάρει καλύτερο βαθμό κι από συζητήσεις γύρω από εξετάσεις και αγώνες χόκεϊ του πανεπιστημιακού πρωταθλήματος και το τελευταίο επεισόδιο μιας δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς. Ακόμα και τα πρωτοσέλιδα που διάβαζα περιμένοντας στην ουρά για το ταμείο, αυτά που με βοηθούσαν να ξεχνάω ότι ήμουν ολομόναχος ανάμεσα σε συντροφιές φίλων, υποδήλωναν ότι ο κόσμος είχε προχωρήσει χωρίς εμάς. Την έβδομη μέρα μετά το Πάσχα, το πρωτοσέλιδο της Princeton Packet ανακοίνωνε ότι το 536
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
σχέδιο για έναν υπόγειο χώρο στάθμευσης στην πόλη είχε ματαιωθεί. Μόνο στο τέλος της δεύτερης σελίδας αναφερόταν ότι ένας πλούσιος απόφοιτος είχε δωρίσει δυο εκατομμύρια δολάρια για την ανοικοδόμηση της λέσχης Άϊβι. Ο Τσάρλι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι του νοσοκομείου μέσα σ’ ένα πενθήμερο, αλλά πέρασε άλλες δυο βδομάδες αναρρώνοντας. Οι γιατροί του πρότειναν πλαστική εγχείρηση στο στήθος, στα σημεία όπου το δέρμα του ήταν τραχύ και σαν ξεροψημένο, αλλά ο Τσάρλι αρνήθηκε. Πήγαινα κάθε μέρα στο Ιατρικό Κέντρο να τον δω εκτός από μία. Ο Τσάρλι μου ζητούσε τηγανητές πατάτες από το εστιατόριο φαστ φουντ, βιβλία για τα μαθήματα του, τα σκορ των αγώνων της ομάδας του. Πάντα μου έδινε ένα λόγο να ξανάρθω. Αρκετές φορές επέμεινε να μου δείξει τα εγκαύματα του. Στην αρχή νόμιζα ότι ήθελε ν' αποδείξει κάτι στον εαυτό του, να πειστεί ότι δεν ένιωθε παραμορφωμένος, ότι ήταν πολύ δυνατότερος απ’ αυτό που του συνέβη. Αργότερα όμως συνειδητοποίησα ότι ίσχυε ακριβώς το αντίθετο. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήξερα πόσο είχε αλλάξει υστέρα απ’ αυτό. Φαινόταν να φοβάται ότι είχε πάψει ν' αποτελεί κομμάτι της ζωής μου και της ζωής του Γκιλ από τη στιγμή που έτρεξε μέσα στις σήραγγες ατμού πίσω από τον Πολ. 'Οτι πορευόμαστε κανονικά χωρίς αυτόν, ξεπερνώντας μονάχοι τις απώλειες μας. Γνώριζε πως είχαμε αρχίσει να νιώθουμε σαν ξένοι μέσα στο ίδιο μας το πετσί και ήθελε να ξέρουμε πως βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση, ότι
537
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
εξακολουθούσαμε να είμαστε αντιμέτωποι με τις ίδιες καταστάσεις όλοι μαζί. Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα που ο Γκιλ τον επισκεπτόταν τόσο συχνά. Σε λίγες απ’ αυτές τις επισκέψεις που ήμουν παρών υπήρξε πάντα η ίδια αμηχανία. Βασανίζονταν και οι δυο από ένα βαθύ' αίσθημα ενοχής που εντεινόταν σε κάθε τους συνάντηση. Όσο παράλογο κι αν ήταν, ο Τσάρλι ένιωθε ότι μας είχε εγκαταλείψει όντας απών από το χορό της Άϊβι. Μερικές φορές έβλεπε το αίμα του Πολ στα δικά του χέρια, αποδίδοντας το θάνατο του φίλου του στη δική του αδυναμία. Ο Γκιλ, πάλι, φαινόταν να νιώθει ότι μας είχε εγκαταλείψει πολύ πιο πριν, με τρόπους που περιγράφονται πολύ πιο δύσκολα. Το ότι ο Τσάρλι μπορούσε να αισθάνεται ένοχος υστέρα από όσα είχε κάνει απλώς τον έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα. Ένα βράδυ, λίγο πριν πέσει για ύπνο, ο Γκιλ μου ζήτησε συγγνώμη. Μου είπε ότι ευχόταν να είχε φερθεί διαφορετικά. Αξίζαμε έναν καλύτερο φίλο. Από κείνο το βράδυ και μετά δεν τον βρήκα ποτέ' να παρακολουθεί παλιές ταινίες. Έτρωγε σε εστιατόρια όλο και πιο μακριά από την πανεπιστημιούπολη. Κάθε φορά που τον προσκαλούσα για φαγητό στη δική μου λέσχη έβρισκε κάποια δικαιολογία να μην έρθει. Αφού μου αρνήθηκε πέντε έξι φορές, κατάλαβα ότι δεν ήταν η συντροφιά μου που ήθελε ν' αποφύγει, αλλά η σκέψη ότι θα έβλεπε την Άϊβι πηγαίνοντας εκεί. Όταν ο Τσάρλι βγήκε από το νοσοκομείο, πηγαίναμε μαζί για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό. Ο Γκιλ έτρωγε και έπινε όλο και συχνότερα μόνος.
538
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Σιγά σιγά η ζωή μας έπαψε ν' αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης. Αν στην αρχή νιώθαμε σαν παρίες, όταν ήμασταν το κυ'-ριο θέμα κάθε συζήτησης, μετά, όταν όλοι άρχισαν να ξεχνούν, αισθανόμασταν σαν φαντάσματα. Η επιμνημόσυνη δέηση του πανεπιστημίου για τον Πολ τελέστηκε στο παρεκκλήσιο, αλλά θα χωρούσε άνετα σε μια μικρή αίθουσα διαλέξεων - τόσο λίγα άτομα ήρθαν. Οι φοιτητές ήταν όσοι και οι καθηγητές που παρέστησαν. Κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι ήταν μέλη της ομάδας Πρώτων Βοηθειών ή της Άϊβι που ήρθαν περισσότερο για να συμπαρασταθούν στον Τσάρλι και τον Γκιλ. Το μόνο μέλος του διδακτικού προσωπικού που με πλησίασε μετά την τελετή ήταν η καθηγήτρια Λαρόκ, η γυναίκα που παρέπεμψε τον Πολ στον Ταφτ - αλλά κι αυτή ακόμα φαινόταν να ενδιαφέρεται περισσότερο για την υπνερωτομαχία και τις ανακαλύψεις του παρά για τον ίδιο τον Πολ. Δεν της είπα απολύτως τίποτα, κι έκανα το ίδιο όποτε μου ανέφεραν την εργασία του Πολ. Θεωρούσα πως το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω ήταν να μην προδώσω σε ξένους το μυστικό που είχε παλέψει τόσο σκληρά να κρατήσει μεταξύ φίλων. Αυτό που προκάλεσε μία σύντομη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος ήταν η ανακάλυψη, μια βδομάδα μετά το πρωτοσέλιδο για τον υπόγειο χώρο στάθμευσης, ότι ο Ρίτσαρντ Κάρι είχε ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία του πριν φύγει από τη Νέα Υόρκη για το Πρίνστον. Είχε τοποθετήσει τα χρήματα σ' ένα ιδιωτικό καταπίστευμα, μαζί με τους τίτλους ιδιοκτησίας του οίκου δημοπρασιών του. Όταν οι τράπεζες αρνήθηκαν να αποκαλύψουν τους όρους 539
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
του καταπιστεύματος, η Άϊβι το διεκδίκησε σαν αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη. Μόνο όταν το διοικητικό συμβούλιο ψήφισε ότι ούτε ένα λιθαράκι του νέου κτιρίου δε θ' αγοραζόταν με λεφτά του Κάρι κόπασε η αναταραχή. Στο μεταξύ, κυκλοφορούσε έντονα η φήμη ότι ο Ρίτσαρντ Κάρι είχε αφήσει όλη την περιουσία του σ' έναν ανώνυμο δικαιούχο και κάποιοι υπαινίχτηκαν αυτό που εγώ πίστευα με βεβαιότητα: ότι τα χρήματα προορίζονταν για τον Πολ. Ωστόσο, έχοντας πλήρη άγνοια για την εργασία του Πολ δεν μπορούσαν να βγάλουν κάποιο αληθοφανές συμπέρασμα για τις προθέσεις του Κάρι κι έτσι ανέτρεξαν στη φιλία του με τον Ταφτ ώσπου οι δυο άντρες έγιναν ήρωες σεναρίων επιστημονικής φαντασίας. Η κατοικία του Ταφτ στο ινστιτούτο έγινε σπίτι-φάντασμα. Νεότερα μέλη του Ινστιτούτου Ανώτατων Σπουδών αρνούνταν να εγκατασταθούν εκεί, ενώ οι ντόπιοι πιτσιρικάδες προκαλούσαν ο ένας τον άλλο να το διαρρήξει. Μοναδικό όφελος απ’ αυτό το καινούριο κλίμα που δημιούργησαν οι φανταστικές θεωρίες και τα συγκλονιστικά πρωτοσέλιδα ήταν ότι κανείς πλέον δεν μπορούσε να υπαινιχτεί ότι ο Γκιλ, ο Τσάρλι κι εγώ κάναμε οτιδήποτε αξιόμεμπτο. Δεν ήμασταν αρκετά φανταχτεροί ούτε για ρόλο κομπάρσου σ' αυτά που υποτίθεται ότι συνέβησαν, ούτε καν όταν ο τοπικός Τυ'πος άρχισε να «ντύνει» τα ρεπορτάζ του με φωτογραφίες αρχείου του Ρασπούτιν-Ταφτ και του φρενοβλαβούς Κάρι που τον σκότωσε. Η αστυνομία και η διοίκηση του πανεπιστημίου δήλωσαν ότι δε σκόπευαν να ασκήσουν δίωξη εναντίον μας και υποθέτω ότι οι γονείς μας, τουλάχιστον, ανακουφίστηκαν που θα παίρναμε το 540
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
πτυχίο μας χωρίς δυσμενή σχόλια. Γεγονός που δε φάνηκε να συγκινεί τον Γκιλ ούτε στο ελάχιστο, ενώ κι εγώ πιεζόμουν να πείσω τον εαυτό μου ότι μ' ενδιέφερε αρκετά. Παρ' όλα αυτά, νομίζω ότι ανακούφισε κάπως τον Τσάρλι, που ζούσε όλο και περισσότερο στη σκιά αυτού που είχε συμβεί. Ο Γκιλ επέμενε ν' αποκαλεί μανία καταδίωξης τον τρόπο που ο Τσάρλι φαινόταν να περιμένει μια συμφορά σε κάθε του βήμα, αλλά εγώ πιστεύω ότι απλώς είχε πειστεί πως αυτός θα είχε καταφέρει να σώσει τον Πολ. Αργά ή γρήγορα έπρεπε να πληρώσει για τις αποτυχίες του - αν όχι στο Πρίνστον, ασφαλώς κάποια στιγμή στο μέλλον. Δεν ήταν η καταδίωξη που φοβόταν ο Τσάρλι, ήταν η κρίση. Τη μόνη υποψία χαράς τις τελευταίες μέρες της ζωής μου στο Πρίνστον την οφείλω στην Κέιτι. Στην αρχή έφερνε φαγητό στον Γκιλ και, έμεινα, όσο ο Τσάρλι ήταν ακόμα στο νοσοκομείο. Μετά την πυρκαγιά οι δευτεροετείς που ήταν μέλη της λέσχης ξεκίνησαν μια σύμπραξη αγοράζοντας οι ίδιοι το φαγητό τους και μαγειρεύοντας μόνοι τους. Με το φόβο ότι μέναμε νηστικοί, μαγείρευε πάντα για τρεις. Αργότερα άρχισε να με πηγαίνει περιπάτους, επιμένοντας ότι ο ήλιος είχε θεραπευτικές ιδιότητες, ότι στις κοσμικές ακτίνες που μπορούσες ν' απορροφήσεις μόνο την αυγή υπήρχαν ίχνη λιθίου. Μέχρι που μας τραβούσε φωτογραφίες, σαν να έβλεπε κάτι αξιομνημόνευτο σ' εκείνες τις μέρες. Η φωτογράφος μέσα της ήταν πεπεισμένη ότι η λύση βρισκόταν κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο στην έκθεσή μας στον ήλιο. Χωρίς την Άϊβι στη ζωή της φαινόταν ακόμα πιο κοντά σ' αυτό που ήθελα να είναι, λιγότερο σαν την πλευρά του Γκιλ 541
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
που δεν κατάλαβα ποτέ'. Το ηθικό της ήταν πάντα ακμαίο, τα μαλλιά της πάντα ελευθέρα. Το βράδυ πριν από την τελετή αποφοίτησης με κάλεσε στο δωμάτιο της υστέρα από μια ταινία, με το πρόσχημα ότι ήθελε ν' αποχαιρετίσω τις συγκατοίκους της. Ήξερα ότι δεν εννοούσε αυτό, αλλά της είπα ότι δεν μπορούσα να πάω. Θα υπήρχαν πάρα πολλές εικόνες των βεβαιοτήτων που κουβαλούσε μέσα της, φωτογραφίες της οικογένειας και των παλιών φίλων της και του σκύλου που κοιμόταν πάντα στα πόδια του κρεβατιού της στο Νιου Χάμσαϊρ. Μια τελευταία νύχτα σ' ένα δωμάτιο περικυκλωμένο απ’ όλους τους απλανείς αστέρες της θα μου θύμιζε απλώς πόσο μεγάλο μέρος της δικής μου ζωής ήταν ρευστό και αβέβαιο. Εκείνες τις τελευταίες βδομάδες περιμέναμε εναγωνίως τα πορίσματα της έρευνας στην Άϊβι. Τελικά, την Παρασκευή πριν από την τελετή απονομής των τίτλων σπουδών θαρρείς και η ανακοίνωση είχε προγραμματιστεί την κατάλληλη στιγμή για να κλείσει την ακαδημαϊκή χρονιά- οι τοπικές Αρχές παραδέχτηκαν ότι ο Ρίτσαρντ Κάρι «με τρόπο που συνάδει με τις καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων είχε επιταχύνει την πυρκαγιά που ξέσπασε στο εσωτερικό της λέσχης Άϊβι, προκαλώντας το θάνατο των δυο αντρών που ήταν μέσα στο οίκημα». Για να στηρίξουν αυτή την άποψη, παρουσίασαν δυο θραύσματα ανθρώπινης γνάθου που ταίριαζε με τον οδοντιατρικό φάκελο του Κάρι. Η έκρηξη του κεντρικού αγωγού φωταερίου είχε εξαλείψει άλλα πιθανά ευρήματα. Ωστόσο, ο φάκελος των ερευνών έμεινε ανοιχτός και δεν έγινε καμιά επίσημη ανακοίνωση σχετικά με τον Πολ. 542
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
Ήξερα γιατί. Μόλις τρεις μέρες μετά την έκρηξη ένας επιθεωρητής της πυροσβεστικής μας είπε ότι διατηρούσαν ελπίδες για την επιβίωση του Πολ: τα ανθρώπινα υπολείμματα που είχαν βρει ήταν ελάχιστα, κι όσα απ’ αυτά μπορούσαν να αναγνωριστούν ανήκαν στον Κάρι. Για τις επόμενες μέρες, λοιπόν, περιμέναμε με λαχτάρα να κάνει την εμφάνιση του ο Πολ. Όταν δε φάνηκε ποτέ, όταν δε βγήκε τρεκλίζοντας από το δάσος ούτε εμφανίστηκε σε κάποιο γνωστό μέρος, αφού είχε χάσει ίσως την επαφή του με το περιβάλλον για ένα διάστημα, οι επιθεωρητές συνειδητοποίησαν ότι ήταν προτιμότερο να σωπάσουν παρά να μας δίνουν ψεύτικες ελπίδες. Η μέρα της αποφοίτησης ήρθε ζεστή και πράσινη, χωρίς την παραμικρή πνοή ανέμου, θαρρείς και τα πλάσματα του ουρανού ήθελαν να διαψεύσουν ότι ήταν δυνατό να υπήρξε ποτέ ένα Σαββατοκύριακο όπως αυτό του Πάσχα. Καθόμουν στο προαύλιο του Νασάου Χολ, περικυκλωμένος από συμφοιτητές μου με τις τηβέννους και τα τριγωνικά καπέλα με τη φούντα, μέχρι που είδα μια πεταλούδα στον αέρα να φτερουγίζει σαν εκτοπισμένο έμβλημα. όσο περίμενα να με καλέσουν στην εξέδρα. Εκεί πάνω, στο κωδωνοστάσιο, φαντάστηκα μια καμπάνα να σημαίνει βουβά χωρίς γλωσσίδι - κάπως σαν τον Πολ, που σίγουρα γιόρταζε την επιτυχία μας πίσω από τις πτυχές αυτού του κόσμου. Υπήρχαν παντού φαντάσματα μέσα σ' εκείνη τη λιακάδα. Γυναίκες με βραδινές τουαλέτες από το χορό της λέσχης Άϊβι χόρευαν στον ουρανό σαν τα χερουβείμ της Θείας Γέννησης, σαν νύμφες της άνοιξης που αναγγέλλουν την αναγέννηση 543
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
της φύσης. Άτομα που συμμετείχαν στους Γυμνούς Ολυμπιακούς έτρεχαν στα προαύλια χωρίς ίχνος συστολής σε μια υπενθύμιση της εποχής που μόλις τελείωσε. Ο φοιτητής που μας απεύθυνε το χαιρετισμό χαριτολογούσε στα λατινικά, λέγοντας αστεία που δεν καταλάβαινα και, για μια στιγμή, μου φάνηκε πως είδα τον Ταφτ εκεί πάνω να μας απευθύνει το λόγο! τον Ταφτ και πίσω του τον Φραντσέσκο Κολόνα και μια χορωδία σταφιδιασμένων φιλοσόφων που έψαλλαν όλοι μαζί μια πομπώδη επωδό, σαν τους μεθυσμένους αποστόλους που τραγουδούσαν τον Πολεμικό Ύμνο της Δημοκρατίας. Οι τρεις μας γυρίσαμε στο δωμάτιο για τελευταία φορά μετά την τελετή. Ο Τσάρλι θα επέστρεφε στη Φιλαδέλφεια, όπου το καλοκαίρι θα εργαζόταν στις Πρώτες Βοήθειες. Το φθινόπωρο θα άρχιζε τις σπουδές στην ιατρική. Αφού αμφιταλαντεύτηκε για κάμποσο καιρό, τελικά μας ανακοίνωσε πως επέλεξε το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Ήθελε να είναι κοντά στο σπίτι του. Ο Γκιλ μάζευε τα τελευταία μικροπράγματα από το υπνοδωμάτιο του με μια δόση ανυπομονησίας που ομολογώ ότι δε με ξάφνιασε. Μας εκμυστηρεύτηκε ότι θα έφευγε αεροπορικώς από τη Νέα Υόρκη το ίδιο βράδυ. Θα πήγαινε για ένα διάστημα στην Ευρώπη, είπε. Στην Ιταλία, συγκεκριμένα. Χρειαζόταν λίγο χρόνο πριν καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις. Μόλις έφυγε ο Γκιλ, ο Τσάρλι κι εγώ παραλάβαμε μαζί την αλληλογραφία της τελευταίας μας μέρας εκεί. Μέσα στο γραμματοκιβώτιο υπήρχαν τέσσερις μικροί φάκελοι στο ίδιο μέγεθος. Περιείχαν έντυπα εγγραφής στον τηλεφωνικό οδηγό των αποφοίτων, ένα για τον καθένα μας. Έβαλα το 544
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
δικό μου στην τσέπη μου και πήρα και του Πολ, συνειδητοποιώντας ότι δεν τον είχαν διαγράψει από τον κατάλογο των φετινών τελειόφοιτων. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα μήπως είχαν τυπώσει και το πτυχίο του, και τώρα περίμενε κάπου στα αζήτητα. Αλλά στον τέταρτο φάκελο, αυτόν που προοριζόταν για τον Γκιλ, είδα το όνομα του διαγραμμένο κι από πάνω γραμμένο το δικό μου με το γραφικό χαρακτήρα του. Τον άνοιξα και διάβασα. Το έντυπο ήταν συμπληρωμένο με τη διεύθυνση ενός ξενοδοχείου στην Ιταλία. Αγαπητέ Τομ, είχε γράψει στο εσωτερικό του φακέλου. σου άφησα εδώ τον Πολ. Σκέφτηκα ότι θα το ήθελες. Πες στον Τσάρλι ότι λυπάμαι που έφυγα τόσο βιαστικά. Ξέρω ότι εσύ καταλαβαίνεις. Αν βρεθείς στην Ιταλία, σε παρακαλώ επικοινώνησε. Αγκαλιαστήκαμε με τον Τσάρλι πριν χωρίσουμε. Μια βδομάδα αργότερα μου τηλεφώνησε στο σπίτι για να με ρωτήσει αν σχεδίαζα να παρευρεθώ στη συγκέντρωση των αποφοίτων του έτους μας την επόμενη χρονιά. Ήταν μια αστεία πρόφαση που μόνο ο Τσάρλι θα επινοούσε για να δικαιολογήσει ένα τηλεφώνημα και μιλήσαμε για ώρες. Τελικά με ρώτησε αν μπορούσα να του δώσω τη διεύθυνση του Γκιλ στην Ιταλία. Είπε ότι είχε βρει μια καρτ ποστάλ που ήταν σίγουρος ότι θα του άρεσε και προσπάθησε να μου την περιγράψει. Από τα λεγόμενα του συνειδητοποίησα ότι ο Γκιλ δεν του είχε δώσει διεύθυνση. Η μεταξύ τους σχέση δεν ανένηψε ποτέ. Δεν πήγα ποτέ στην Ιταλία, ούτε εκείνο το καλοκαίρι ούτε αργότερα. Ο Γκιλ κι εγώ συναντηθήκαμε τρεις φορές στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν, από μία σε κάθε 545
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
συγκέντρωση των αποφοίτων. Είχαμε όλο και λιγότερα να πούμε μεταξύ μας. Η ζωή του εξελίχτηκε σταδιακά ως ήταν προκαθορισμένη. Είχε επιστρέψει στο Μανχάταν και είχε γίνει τραπεζίτης, όπως ο πατέρας του. Σε αντίθεση με μένα, του πήγαινε η ωριμότητα. Στα είκοσι έξι του ανήγγειλε τον αρραβώνα του με μια όμορφη γυναίκα ένα χρόνο μικρότερη του, που μου θύμιζε αόριστα μια σταρ του παλιού κινηματογράφου. Βλέποντάς τους μαζί, δεν μπορούσα παρά να δεχτώ τα πρότυπα που είχε θέσει στη ζωή του. Με τον Τσάρλι διατηρήσαμε στενότερη επαφή. Για να είμαι ειλικρινής, εκείνος δε με άφηνε να απομακρυνθώ. Του ανήκει δικαιωματικά ο τίτλος του πιο ακαταπόνητου φίλου, αυτού που αρνείται ν' αφήσει μια φιλία να χαθεί επειδή η απόσταση μεγαλώνει και οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν. Όταν ήταν στο πρώτο έτος της ιατρικής, παντρεύτηκε μια γυναίκα που μου θύμιζε τη μητέρα του. Στο πρώτο τους παιδί, που ήταν κορίτσι, έδωσαν το όνομα της. Το δεύτερο, που ήταν αγόρι, πήρε το δικό μου. Ως εργένης, μπορώ να κρίνω δίκαια τον Τσάρλι ως πατέρα, χωρίς το φόβο της σύγκρισης μαζί του. Και ο μόνος τρόπος για να το εκφράσω σωστά είναι να πω ότι ο Τσάρλι είναι ακόμα καλύτερος πατέρας απ’ ό,τι φίλος. Στον τρόπο που νοιάζεται για τα παιδιά του υπάρχει η νύξη της έμφυτης προστατευτικότητας, της ακατάλυτης ενεργητικότητας, της απέραντης ευγνωμοσύνης για το δώρο της ζωής που έδειχνε πάντα στο Πρίνστον. Σήμερα είναι παιδίατρος, ο γιατρός του Θεού. Η γυναίκα του λέει ότι μερικά Σαββατοκύριακα τρέχει ακόμα με το ασθενοφόρο. Ελπίζω ότι κάποια μέρα, όπως εξακολουθεί να πιστεύει ο ίδιος, ο Τσάρλι Φρίμαν θα δει ν' ανοίγονται 546
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
μπροστά του οι πύλες του παραδείσου. Δεν έχω γνωρίσει καλύτερο άνθρωπο στη ζωή μου. Δυσκολεύομαι να περιγράψω τη δική μου κατάληξη. Μετά την αποφοίτηση επέστρεψα στο Κολάμπους. Εκτός από ένα ταξίδι στο Νιου Χάμσαϊρ, πέρασα τους τρεις μήνες του καλοκαιριού στο σπίτι. Είτε επειδή καταλάβαινε την απώλεια μου καλύτερα κι από μένα τον ίδιο είτε επειδή χαιρόταν που το Πρίνστον ανήκε πλέον στο παρελθόν μας, η μητέρα μου άρχισε ν' ανοίγεται. Μιλούσαμε, αστειευόταν. Τρώγαμε μαζί, μόνο οι δυο μας. Καθόμασταν στην πλαγιά του παλιού λόφου στον οποίο παλιά με ανέβαζαν οι αδερφές μου με το έλκηθρο και μου έλεγε πώς περνούσε τον καιρό της. Σχεδίαζε ν' ανοίξει ένα δεύτερο βιβλιοπωλείο στο Κλίβελαντ. Μου εξήγησε τα επιχειρηματικά σχέδια της, τον τρόπο που κρατούσε τα λογιστικά, την πιθανότητα να πουλήσει το σπίτι τώρα που θα έμενε άδειο. Εγώ κατάλαβα μόνο το σημαντικότερο κομμάτι αυτών που έλεγε: ότι, επιτέλους, είχε αποφασίσει να προχωρήσει στη ζωή της. Για μένα, πάντως, το πρόβλημα δεν ήταν να προχωρήσω. Ήταν να καταλάβω. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα απροσδιόριστα σημεία της ζωής μου φάνηκαν να αποσαφηνίζονται μ' έναν τρόπο που η ζωή του πατέρα μου δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ. Μπορώ να φανταστώ τι σκεφτόταν ο Ρίτσαρντ Κάρι εκείνο το μοιραίο Σαββατοκύριακο του Πάσχα: ότι ο Πολ βρισκόταν στην ίδια θέση που είχε βρεθεί κάποτε ο ίδιος και δεν άντεχε ν' αφήσει αυτό τον ορφανό γιο να γίνει άλλος ένας Μπιλ Στάϊν ή ένας Βίνσεντ Ταφτ - ή ακόμα ένας Ρίτσαρντ Κάρι. Ο παλιός φίλος του πατέρα μου πίστευε στο δώρο της άγραφης πλάκας, 547
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
στο δώρο μιας ανοιχτής επιταγής σ' ένα απεριόριστο καταπίστευμα" απλώς εμείς αργήσαμε πολύ να τον καταλάβουμε. Ακόμα και ο Πολ, στις μέρες που έλπιζα ακόμα ότι είχε επιζήσει, μου έδωσε λόγους να πιστεύω ότι απλούστατα μας είχε αφήσει όλους πίσω, δραπετεύοντας μέσα από τις σήραγγες ατμού χωρίς ποτέ να γυρίσει το κεφάλι. ο κοσμήτορας είχε περιορίσει δραματικά τις ελπίδες του να αποφοιτήσει κι εγώ είχα σκοτώσει τις ελπίδες του για μια συνέχεια στο Σικάγο. Όταν τον ρώτησα πού θα ήθελε να ήταν, μου απάντησε ειλικρινά: στη Ρώμη, μ' ένα φτυάρι. Αλλά δεν είχα προλάβει να φτάσω στην κατάλληλη ηλικία για να κάνω στον πατέρα μου παρόμοιες ερωτήσεις, ακόμα κι αν, εκ των υστέρων, συνειδητοποιώ ότι μάλλον θα μου απαντούσε με την ίδια ειλικρίνεια. Αναλογιζόμενος τώρα την όλη ιστορία, υποθέτω ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορώ να εξηγήσω γιατί πήρα πτυχίο φιλολογίας αφού είχα χάσει την πίστη μου στα βιβλία, -γιατί ένιωσα τόσο συνεπαρμένος δουλεύοντας πάνω στην υπνερωτομαχία, αφού απέρριψα την αγάπη του πατέρα μου γι' αυτήν-, είναι ότι έψαχνα τα θραύσματα που πίστευα ότι πρέπει να μου είχε αφήσει εκείνος, θραύσματα που, αν τα συνένωνα, θα τον έβρισκα και πάλι ακέραιο. Όσο καιρό έκανα παρέα με τον Πολ, όσο διήρκεσε η κοινή ερευνά μας πάνω στην υπνερωτομαχία, η απάντηση φαινόταν σχεδόν μπροστά στα μάτια μου. Όσο καιρό δουλεύαμε μαζί, διατηρούσα ζωντανή την ελπίδα ότι ίσως τελικά καταλάβαινα. Όταν έχασα αυτή την ελπίδα, υπέγραψα τη σύμβαση και έγινα αναλυτής λογισμικού. Δέχτηκα τη δουλειά που 548
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
εξασφάλισα λύνοντας ένα γρίφο επειδή απέτυχα να λύσω έναν άλλο. Ο χρόνος στο Τέξας κυλούσε πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο μπορώ να περιγράψω. Οι καλοκαιρινοί καύσωνες εκεί δε μου θύμιζαν τίποτα απ’ ό,τι είχα ζήσει ως τότε, κι έτσι έμεινα. Η Κέιτι κι εγώ αλληλογραφούσαμε σχεδόν κάθε βδομάδα στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών της στο Πρίνστον, γράμματα που είχα αρχίσει να περιμένω όλο και πιο ανυπόμονα τη στιγμή που αραίωναν. Η τελευταία φορά που την είδα ήταν στη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Νέα Υόρκη για να γιορτάσω τα εικοστά έκτα γενέθλια μου. Μέχρι να τελειώσει το γεύμα, νομίζω ότι ακόμα και ο Τσάρλι είχε συνειδητοποιήσει ότι ο χρόνος είχε μπει ανάμεσα στην Κέιτι και σ' εμένα. Καθώς διασχίζαμε πεζοί το Πρόσπεκτ Παρκ κάτω από τις φθινοπωρινές ηλιαχτίδες, κοντά στην γκαλερί του Μπρούκλιν όπου εργαζόταν η Κέιτι, αντιλήφθηκα για πρώτη φορά ότι τα πράγματα που κάποτε αγαπήσαμε είχαν μείνει πίσω στο Πρίνστον κι ότι το μέλλον είχε αποτύχει να τα αντικαταστήσει με καινούρια οράματα. Ήξερα ότι η Κέιτι έλπιζε πως ίσως κάναμε μια καινούρια αρχή εκείνο το Σαββατοκύριακο, πως ίσως χαράζαμε μια νέα πορεία βάσει μιας νέας διάταξης αστεριών. Αλλά η πιθανότητα της αναγέννησης, αυτή που στήριζε τον πατέρα μου για τόσο καιρό και διατηρούσε ζωντανή την πίστη του στο γιο του, ήταν ένα άρθρο της πίστης που είχα αρχίσει ν' αμφισβητώ. Ύστερα από εκείνο το Σαββατοκύριακο, άρχισα να εκλείπω από τη ζωή της Κέιτι. Έπειτα από λίγο καιρό μου τηλεφώνησε στη δουλειά για τελευταία φορά. Ήξερε ότι το πρόβλημα ήταν δικό μου, ότι τα δικά μου γράμματα ήταν αυτά που γίνονταν όλο και πιο σύντομα και αραιά. Η φωνή 549
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
της ξύπνησε μέσα μου έναν πόνο που δεν περίμενα. Μου είπε ότι δε θα επικοινωνούσε ξανά μαζί μου μέχρι ν' αποφασίσω τι ακριβώς ήθελα. Τελικά, μου έδωσε το τηλέφωνο μιας καινούριας γκαλερί στην οποία εργαζόταν και μου είπε να τηλεφωνήσω όταν θα άλλαζαν τα πράγματα. Τα πράγματα δεν άλλαξαν ποτέ. Για μένα, τουλάχιστον. Δεν πέρασε πολύς καιρός πριν το καινούριο βιβλιοπωλείο της μητέρας μου αρχίσει να ευδοκιμεί, και μου τηλεφώνησε για να μου προτείνει ν' αναλάβω τη διεύθυνση του παλιού στο Κολάμπους. Της είπα ότι μου ήταν πολύ δύσκολο να φύγω από το Τέξας, τώρα που είχα ριζώσει. Με επισκέφτηκαν οι αδερφές μου, όπως και ο Τσάρλι με την οικογένεια του μία φορά, καθένας με τις δικές του πολύτιμες συμβουλές για το πώς θα κατάφερνα να ξεφύγω απ’ αυτή τη δυσπραγία, πώς θα ξεπερνούσα αυτό που με βασάνιζε, ό,τι κι αν ήταν. Η αλήθεια είναι ότι απλώς παρακολουθούσα τα πράγματα ν' αλλάζουν γύρω μου. Τα πρόσωπα είναι νεότερα κάθε χρόνο, αλλά βλέπω τους ίδιους σχηματισμούς σε όλα ανεξαιρέτως, πανομοιότυπα αντίγραφα όπως είναι τα χαρτονομίσματα, καινούριους ιερείς σε παμπάλαια δόγματα. Θυμάμαι ότι στο μάθημα οικονομικών που είχα παρακολουθήσει με τον Μπρουκς διδαχτήκαμε ότι ένα μοναδικό δολάριο, αν μείνει γι' αρκετό καιρό στην κυκλοφορία, θα μπορούσε ν' αγοράσει τα πάντα στον κόσμο - θαρρείς και το εμπόριο ήταν ένα κερί που δεν καίγεται ποτέ. Αλλά εγώ βλέπω τώρα εκείνο το ίδιο δολάριο σε όλες τις συναλλαγές. Τα αγαθά που αγοράζει μου είναι
550
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
άχρηστα. Τις περισσότερες μέρες δε θα τα έλεγα καν «αγαθά». Ο Πολ ήταν αυτός που αντιμετώπισε καλύτερα απ’ όλους το πέρασμα του χρόνου. Έμεινε για πάντα στο πλευρό μου, είκοσι δύο χρονών και ιδιοφυής, ένας άφθαρτος Ντόριαν Γκρέϊ. Πιστεύω ότι ανέπτυξα τη συνήθεια να τηλεφωνώ στον Τσάρλι κάθε βδομάδα και να σκέφτομαι τον Πολ όλο και συχνότερα, όταν ο αρραβώνας μου με μια βοηθό καθηγητή του Πανεπιστημίου του Τέξας άρχισε να ξεφτίζει, - μια γυναίκα που τώρα συνειδητοποιώ ότι μου θύμιζε τον πατέρα και τη μητέρα μου και την Κέιτι μαζί. Αναρωτιέμαι μήπως είχε δίκιο που έφυγε όπως έφυγε. Αγωνιζόμενος. Νέος. Ενώ εμείς, όπως ο Ρίτσαρντ Κάρι, υπομέναμε τις λεηλασίες του χρόνου, τις απογοητεύσεις μιας πολλά υποσχόμενης νιότης. Αρχίζω να πιστεύω ότι ο θάνατος είναι η μόνη απόδραση από το χρόνο. Ίσως ο Πολ ήξερε ότι τον νικούσε ευθύς εξαρχής: παρελθόν, παρόν, μέλλον και κάθε διάκριση ανάμεσα τους. Ακόμα και τώρα, ο Πολ φαίνεται να με οδηγεί προς τα σημαντικότερα συμπεράσματα της ζωής μου. Εξακολουθώ να τον θεωρώ τον πιο στενό μου φίλο.
551
28 ΙΣΩΣ, ΛΟΙΠΟΝ, είχα πάρει την απόφαση μου πριν καν λάβω αυτό το πακέτο με το ταχυδρομείο. Ίσως το πακέτο ήταν απλώς ο καταλύτης, όπως το οινόπνευμα που έχυσε ο Πάρκερ στο πάτωμα της λέσχης εκείνο το βράδυ. Δεν είμαι καν τριάντα χρονών και αισθάνομαι γέρος. Είναι η παραμονή της πέμπτης ετήσιας συγκέντρωσης μας, και μου φαίνεται σαν να έχουν περάσει πενήντα χρόνια. Φαντάσου, μου είπε κάποτε ο Πολ, ότι το παρόν είναι απλώς μια αντανάκλαση του μέλλοντος. Φαντάσου ότι περνάμε όλη μας τη ζωή με το βλέμμα στυλωμένο σ' έναν καθρέφτη με το μέλλον πίσω μας, βλέποντας το μόνο στην αντανάκλαση του εδώ και του τώρα. Κάποιοι από μας θα άρχιζαν να πιστεύουν ότι θα βλέπαμε πιο καθαρά το αύριο αν κάναμε μεταβολή και το κοιτάζαμε άμεσα. Αλλά όσοι το έκαναν θα έχαναν το κλειδί της προοπτικής που κρατούσαν κάποτε χωρίς καν να το αντιληφτούν. Γιατί το μόνο πράγμα που δε θα μπορούσαν ποτέ να δουν θα ήταν ο εαυτός τους. Γυρνώντας την πλάτη τους στον καθρέφτη του παρόντος, θα γίνονταν το μοναδικό στοιχείο του μέλλοντος που τα μάτια τους δε θα εντόπιζαν ποτέ. Εκείνη την εποχή νόμιζα πως η ιδέα ότι περνάμε τη ζωή μας με την πλάτη μας γυρισμένη στο μέλλον ήταν μια σοφία που ο Πολ είχε δανειστεί από τον Ταφτ, ο οποίος με τη σειρά του την είχε κλέψει από κάποιον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο. Αυτό που δεν καταλάβαινα, επειδή ήμουν στραμμένος σε λάθος κατεύθυνση, ήταν ότι ο Πολ αναφερόταν προσωπικά σ' εμένα. Επί χρόνια ήμουν αποφασισμένος να προχωρήσω
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
στη ζωή μου κυνηγώντας μανιωδώς το μέλλον. Ήταν αυτό που με συμβούλευαν οι πάντες να κάνω - να ξεχάσω το παρελθόν και να κοιτάζω μόνο μπροστά. Στο τέλος κατάφερα να ξεπεράσω τις προσδοκίες τους. Αλλά τότε άρχισα να φαντάζομαι ότι ήξερα πώς ένιωθε ο πατέρας μου, ότι μπορούσα να ταυτιστώ με τον τρόπο με τον οποίο όλα φαίνονταν να στρέφονται εναντίον του για κάποιο ακατανόητο λόγο. Στην πραγματικότητα, δεν έχω ιδέα πώς είναι αυτό. Κάνω μεταβολή τώρα, γυρνώντας προς το παρόν, κι ανακαλύπτω ότι δε βίωσα την παραμικρή από τις δικές του απογοητεύσεις. Τα πάω περίφημα σε μια δουλειά για την οποία ούτε ήξερα τίποτα ούτε καν αγαπούσα. Οι προϊστάμενοι μου απορούν που, ενώ φεύγω τελευταίος από το γραφείο τα πέντε τελευταία χρόνια, δε ζήτησα ούτε μια μέρα άδεια. Αγνοώντας την αλήθεια, το αποδίδουν σε αφοσίωση. Τώρα, βλέποντας το αυτό και συγκρίνοντας το με τον τρόπο που ο πατέρας μου δεν έκανε ποτέ κάτι που δεν αγαπούσε, φτάνω σε κάποιου είδους κατανόηση. Δεν τον γνωρίζω καλύτερα απ’ όσο τον γνώρισα ποτέ, αλλά ξέρω κάτι για τη στάση που υιοθέτησα όλα αυτά τα χρόνια, γυρνώντας πίσω να κοιτάξω το μέλλον. Είναι ένας τυφλός τρόπος ν' ατενίζεις τη ζωή, μια τοποθέτηση που αφήνει τον κόσμο να σε προσπερνάει, την ίδια στιγμή που εσύ νομίζεις ότι τον έχεις πιάσει από τα κέρατα. Απόψε, ώρες αφότου έφυγα από το γραφείο, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου στο Τέξας. Παρακολούθησα τον ήλιο να δύει πάνω απ’ το Όστιν, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε 553
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
χιονίσει ποτέ, ούτε μία φορά στα πέντε χρόνια που έμεινα εδώ - ούτε τον Απρίλιο ούτε καν στην καρδιά του χειμώνα. Έχω ξεχάσει σχεδόν πώς είναι να χώνεσαι σ' ένα κρεβάτι τόσο παγωμένο, ώστε να εύχεσαι να υπήρχε και κάποιος άλλος κάτω από τα σκεπάσματα. Το Τέξας είναι τόσο καυτό, ώστε σε βοηθάει να πιστέψεις ότι είναι προτιμότερο να κοιμάσαι ολομόναχος. Το πακέτο με περίμενε στο σπίτι όταν γύρισα από τη δουλειά. Ένας μικρός καφέ ταχυδρομικός κύλινδρος στηριγμένος στην πόρτα μου, τόσο απρόσμενα ελαφρύς, ώστε μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως ήταν άδειος. Απέξω δεν υπήρχε τίποτ' άλλο πέρα από τη διεύθυνση μου και τον ταχυδρομικό κώδικα - ούτε διεύθυνση αποστολέα, μόνο ένα χειρόγραφο νούμερο αποστολής στην αριστερή γωνία. Θυμήθηκα μια αφίσα που είχε πει ότι θα μου έστελνε ο Τσάρλι, έναν πίνακα, ένα μοναχικό πύργο στην όχθη του ποταμού Σκούλκιλ. Προσπαθεί από καιρό να με πείσει να μετακομίσω πιο κοντά στη Φιλαδέλφεια, βεβαιώνοντας με ότι είναι η κατάλληλη πόλη για έναν άντρα σαν εμένα. Ο γιος του θα έπρεπε να βλέπει συχνότερα το νονό του, επιχειρηματολογούσε. Ο Τσάρλι πίστευε ότι απομακρυνόμουν. Έτσι, άνοιξα τον κύλινδρο και τον άφησα τελευταίο, μετά τη συνηθισμένη αλληλογραφία μου: προσφορές πιστωτικών καρτών και ειδοποιήσεις για ιπποδρομιακά λαχεία και τίποτα που να μοιάζει έστω και ελάχιστα με γράμμα από την Κέιτι. Στην τρεμουλιαστή λάμψη της τηλεόρασης ο κύλινδρος μου φάνηκε άδειος, χωρίς αφίσα του Τσάρλι ούτε κάποιο μήνυμα. Μόνο όταν έχωσα τα δάχτυλα μου στο 554
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
εσωτερικό έπιασα κάτι λεπτό, ένα τυλιγμένο ρολό στην περιφέρεια του. Η μία πλευρά του ήταν στιλπνή, η άλλη τραχιά. Το τράβηξα έξω πιο απρόσεχτα απ’ όσο θα όφειλα, δεδομένου του τι ήταν. Μέσα στον κύλινδρο υπήρχε μια ελαιογραφία. Την ξετύλιξα, ενώ για μια στιγμή αναρωτήθηκα μήπως ο Τσάρλι είχε ξεπεράσει τον εαυτό του και μου είχε αγοράσει ένα πρωτότυπο. Αλλά όταν είδα την εικόνα στον καμβά, κατάλαβα ότι ήταν αδύνατο. Η τεχνοτροπία ήταν πολύ παλιότερη από την αμερικανική του δέκατου ένατου αιώνα, πολύ παλιότερη απ’ οποιαδήποτε αμερικανική τεχνοτροπία. Το θέμα ήταν θρησκευτικό. Ήταν σίγουρα ευρωπαϊκό έργο, από την πρώτη σημαντική εποχή της ζωγραφικής. Είναι δύσκολο να περιγράψω το συναίσθημα που σε κυριεύει όταν κρατάς στα χέρια σου το παρελθόν. Η μυρωδιά εκείνου του καμβά ήταν δυνατότερη και πιο περίπλοκη απ’ οτιδήποτε στο Τέξας, όπου ακόμα και το κρασί και τα λεφτά είναι νεαρά. Υπήρχε μια υποψία αυτής της μυρωδιάς στο Πρίνστον, ίσως στην Άϊβι, σίγουρα στις παλιότερες αίθουσες του Νασάου Χολ. Αλλά η μυρωδιά ήταν πολύ πιο συμπυκνωμένη εδώ, σ' αυτό το μικρό κύλινδρο, η μυρωδιά της ηλικίας, ακατάβλητη και βαριά. Ο καμβάς είχε σκουρύνει από τη βρόμα, αλλά σιγά σιγά άρχισα να διακρίνω το θέμα. Στο βάθος διέκρινα γλυπτά της αρχαίας Αιγύπτου, οβελίσκους με ιερογλυφικά και ανοίκεια μνημεία. Στο προσκήνιο στεκόταν ένας μοναδικός άντρας, μπροστά στον οποίο γονάτιζε ένα πλήθος. Βλέποντας μια υποψία χρώματος, κοίταξα πιο προσεχτικά. Ο χιτώνας του άντρα ήταν ζωγραφισμένος με πιο έντονα χρώματα απ’ ό,τι 555
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
η υπόλοιπη σκηνή. Σχεδόν ακτινοβολούσε κόντρα στη μουντάδα της ερήμου. Είχα χρόνια να σκεφτώ αυτό τον άντρα που έβλεπα τώρα μπροστά μου. Ήταν ο Ιωσήφ, τρανός αξιωματούχος της Αιγύπτου τώρα, επιβραβευμένος από τον Φαραώ για την ικανότητα του να ερμηνεύει τα όνειρα. Ο Ιωσήφ που παρουσιάζεται στους αδερφούς του που ήρθαν να αγοράσουν σιτάρι, στους ίδιους αδερφούς που τον εγκατέλειψαν να πεθάνει πριν από τόσα χρόνια. Ο Ιωσήφ, επενδυμένος ξανά με τον πολύχρωμο χιτώνα του. Στις βάσεις των γλυπτών υπήρχαν τρεις επιγραφές. Η πρώτη έγραφε: CRESCEBAT AUTEM COTIDIE FAMES IN OMNI TERRA APERUITQUE IOSEPH UNIVERSA HORREA. Καί ό λιμός ην έπί προσώπου πάσης της γης! Ανέωξε δέ Ιωσήφ πάντας τους σιτοβολώνας.* Η δεύτερη: FESTINAVITQUE QUIA COMMOTA FUERANT VISCERA EIUS SUPER FRATRE SUO ET ERUMPEBANT LACRIMAE. Έταράχθη δέ Ιωσήφ, συνεστρεφετο γαρ τά έγκατα αυτού έπί τω άδελφώ αυτού, καί έζήτει κλαύσαι.** Και τελικά, στη βάση του τρίτου γλυπτού είδα μια σταμπωτή υπογραφή: SANDRO DI MARIANO - γνωστότερος με το παρατσούκλι του μεγαλυτέρου αδερφού του: «βαρελάκι» ή, στα ιταλικά, Μποτιτσέλι! Από την ημερομηνία κάτω από το όνομα του αντιλήφθηκα ότι ο καμβάς ήταν πάνω από πεντακοσίων χρονών. Κοίταζα άναυδος αυτό το κατάλοιπο του παρελθόντος που μόνο άλλο ένα ζευγάρι χέρια έχει αγγίξει από τη μέρα που σφραγίστηκε μέσα στη γη. Πανέμορφο μ' έναν τρόπο στον οποίο κανείς ουμανιστής δε θα μπορούσε ν' αντισταθεί, με
556
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τα παγανιστικά γλυπτά του που ο Σαβοναρόλα δεν μπορούσε ν' ανεχτεί. * Γένεση, ΜΑ', οτ. 56. (Σ.τ.Μ.) ** Γένεση, ΜΓ, στ. 29. Ωστόσο οι συγγραφείς στο κείμενο αναφέρουν ότι το εδάφιο βρίσκεται στο ΜΈ 19. (Σ.τ.Μ.)
Και να το τώρα, σχεδόν κατεστραμμένο από τα χρόνια, αλλά, με κάποιο τρόπο, ανέπαφο, παλλόμενο κάτω από μια στρώση ρυπαρότητας. Ζωντανό, υστέρα από τόσους αιώνες. Όταν τα χέρια μου έγιναν πολύ ασταθή για να το κρατήσουν, το άπλωσα πάνω στο τραπέζι κι έβαλα ξανά το χέρι μου μέσα στον κύλινδρο, ψάχνοντας κάτι που προφανώς δε θα είχα προσέξει. Ένα γράμμα, ένα σημείωμα, ένα σύμβολο έστω. Αλλά ήταν άδειος. Ο γραφικός χαρακτήρας στο εξωτερικό, τόσο οικείος ανέγραφε τη διεύθυνση μου με τόση προσοχή. Ο γραφικός χαρακτήρας που είχα χρόνια να δω. Αλλά τίποτ' άλλο. Μόνο γραμματόσημα και κώδικες αποστολής στη γωνία. Τότε κάτι μου τράβηξε την προσοχή. Υπήρχε κάτι οικείο σ' εκείνο τον κώδικα αποστολής. 39-055-210185-ΓΕΝ4519. Διέβλεπα κάποιο πρότυπο μέσα του, σαν τη λογική ενός γρίφου. Σχημάτιζε τον κωδικό κλήσης κι έναν αριθμό τηλεφώνου στην άλλη άκρη της υφηλίου. Στη σκοτεινή άκρη ενός ραφιού της βιβλιοθήκης βρήκα έναν τόμο που μου είχε χαρίσει κάποιος πέρσι τα Χριστούγεννα, ένα αλμανάκ με πίνακες θερμοκρασιών, ταχυδρομικούς κώδικες και ημερολόγια, που ξαφνικά θα μου φαινόταν χρήσιμος. Στις τελευταίες σελίδες βρήκα έναν κατάλογο με κωδικούς κλίσης ξένων χωρών. 39, ο κωδικός για την Ιταλία. 557
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
055, ο τοπικός κωδικός για τη Φλωρεντία. Στύλωσα το βλέμμα μου στους υπόλοιπους αριθμούς, νιώθοντας ότι η καρδιά μου ξαναρχίζει να χτυπάει, το παλιό σφυροκόπημα του σφυγμού στ' αφτιά μου. 21 05 85, εξαψήφιος τοπικός αριθμός. ΓΕΝ4519, πιθανότατα ο αριθμός ενός δωματίου ή κάποιο εσωτερικό νούμερο. Ήταν σ' ενα ξενοδοχείο ή σε κάποιο διαμέρισμα. Και ό λιμός ην έπί προσώπου πάσης της γης- άνέωξε δέ Ιωσήφ πάντας τους σιτοβολώνας. Κοίταξα ξανά τον πίνακα κι έπειτα πάλι τον κύλινδρο του ταχυδρομείου. ΓΕΝ4519. Έταράχθη δέ Ιωσήφ, συνεστρέφετο γαρ τά έγκατα αυτού έπί τω άδελφώ αυτού, και έζήτει κλαύσαι. ΓΕΝ4519. Γένεση, κεφ. ΜΈ, στ. 19. Στο σπίτι που έφτιαξα πιο εύκολα έβρισκες αλμανάκ παρά τη Βίβλο. Χρειάστηκε να ανακατέψω παλιά κιβώτια στη σοφίτα μου πριν βρω τη Βίβλο που τάχα ξέχασε ο Τσάρλι στην τελευταία επίσκεψη του. Έλπιζε ότι ίσως κατάφερνα να συμμεριστώ την πίστη του, τις βεβαιότητες που χάριζε στους πιστούς. Ο ακαταπόνητος Τσάρλι, αισιόδοξος μέχρι το τέλος. Τώρα την έχω ανοίξει μπροστά μου. Στο στίχο 19 του κεφαλαίου ΜΈ της Γένεσης υπάρχει η τελική έκβαση της ιστορίας την οποία ζωγράφισε ο Μποτιτσέλι. Έχοντας αποκαλυφτεί στους αδερφούς του, ο Ιωσήφ γίνεται κομιστής δώρων, όπως και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν. Ύστερα απ’ όλα όσα υπέφερε λέει ότι θα ξαναδεχτεί πίσω 558
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
τους αδερφούς του και θα τους επιτρέψει να μοιραστούν την αφθονία της Αιγύπτου, γιατί τώρα λιμοκτονούν στη Χαναάν. Κι εγώ, που στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου έκανα το λάθος να προσπαθώ ν' αφήσω πίσω τον πατέρα μου, να πιστεύω ότι μπορούσα να διεκδικήσω το μέλλον φυλακίζοντας τον στο παρελθόν, επιτέλους καταλαβαίνω. Και άναλαβόντες τόν πατέρα υμών παραγίνεσθε, λέει ο στίχος. Και μή φείδεσθε τοίς όφθαλμοίς των σκευών υμών, τά γαρ πάντα αγαθά Αιγύπτου υμίν εσταί. Αρπάζω το ακουστικό. Και άναλαβόντες τόν πατέρα υμών παραγίνεσθε, σκέφτομαι, απορώντας πώς ήταν δυνατό να είχε καταλάβει εκείνος, τη στιγμή που εγώ δεν είχα ιδέα. Αφήνω πάλι κάτω το ακουστικό και παίρνω με τρεμάμενο χέρι την ατζέντα μου, για ν' αντιγράψω τον αριθμό τηλεφώνου πριν πάθει οτιδήποτε. Σ' αυτές τις μοναχικές σελίδες, το καινούριο Χ για τον Πολ Χάρις και το παλιό Μ για την Κέιτι Μάρτσαντ είναι οι δυο μοναδικές καταχωρίσεις. Μου φαίνεται αλλόκοτο να προσθέτω ένα όνομα τώρα, ειδικά ένα όνομα τόσο οικείο, αλλά με κατατρέχει η επίγνωση ότι το μόνο που έχω είναι αυτή η σειρά ψηφίων πάνω σ' έναν κύλινδρο του ταχυδρομείου, μια μοναδική ευκαιρία που θα μπορούσε ν' αφανιστεί στη στιγμή από την ελάχιστη απροσεξία, μια πιθανότητα που θ' αρκούσε μια σταγόνα νερό για να σβήσει. Οι παλάμες μου είναι ιδρωμένες όταν ξανασηκώνω το ακουστικό, έχοντας χάσει πλήρως την αίσθηση του χρόνου από τη στιγμή που κάθισα εδώ, πασχίζοντας να βρω τις λέξεις για να εκφράσω αυτό που έχω μέσα μου. Από το 559
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
παράθυρο της κρεβατοκάμαρας μου, μέσα στην απαστράπτουσα νύχτα του Τέξας, δε βλέπω τίποτ' άλλο εκτός από τον ουρανό. Καί μη φείδεσθε τοις όφθαλμοίς των σκευών υμών, τά γάρ πάντα αγαθά Αιγύπτου ύμίν εσταί. Ξεμπλοκάρω τη γραμμή κι αρχίζω να πατάω τα πλήκτρα στη συσκευή. Έναν αριθμό που δε φαντάστηκα ποτέ ότι θα σχημάτιζαν τα δάχτυλα μου, μια φωνή που δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανακούσω. Ακούγεται ένας μακρινός ήχος κλήσης, το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου σε μια διαφορετική ζώνη ώρας. Κι έπειτα, μετά το τέταρτο κουδούνισμα, μια φωνή. Καλέσατε την Κέιτι Μάρτσαντ στην Γκαλερί Χάντσον, στο Μανχάταν. Αφήστε μήνυμα, παρακαλώ. Ακολουθεί ένα μπιπ. «Κέιτι», λέω στη βουερή σιωπή, «είμαι ο Τομ. Ο Τομ Σάλιβαν. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα εδώ. Ώρα Τέξας». Η σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής με στοιχειώνει. Θα μπορούσε να μ' έχει καταβάλει, αν δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα να πω. «Φεύγω από το Όστιν αύριο το πρωί. Θα λείψω για ένα διάστημα, δεν ξέρω ακριβώς πόσο». Υπάρχει μια φωτογραφία των δυο μας σε μια μικρή κορνίζα πάνω στο γραφείο μου. Τα πρόσωπα μας δεν είναι τέλεια εστιασμένα, γιατί ο καθένας μας κρατάει από μια πλευρά της μηχανής, στραμμένη προς τους εαυτούς μας. Πίσω μας είναι το παρεκκλήσιο του πανεπιστημίου, πέτρινο και αγέρωχο - το Πρίνστον να ψιθυρίζει στο φόντο ακόμα και τώρα. 560
IAN CALDWELL – DUSTIN THOMASON
«Όταν γυρίσω από τη Φλωρεντία», της λέω, απευθυνόμενος στη δευτεροετή στη φωτογραφία μου, στο απροσχεδίαστο δώρο μου, «θέλω να σε δω», προλαβαίνω μόλις να προσθέσω πριν τελειώσει ο χρόνος για το μήνυμα. Τελικά, κατεβάζω το ακουστικό και κοιτάζω ξανά έξω από το παράθυρο. Πρέπει να ετοιμάσω βαλίτσες, να τηλεφωνήσω σε ταξιδιωτικούς πράκτορες, να τραβήξω καινούριες φωτογραφίες. Τη στιγμή που αρχίζω να συνειδητοποιώ τη σπουδαιότητα όλων αυτών, έρχεται στο νου μου μια σκέψη. Κάπου στην πόλη της αναγέννησης ο Πολ σηκώνεται από το κρεβάτι, ατενίζει έξω απ’ το παράθυρο του και περιμένει. Υπάρχουν περιστέρια που γουργουρίζουν στις σκεπές, τριγύρω καμπάνες καθεδρικών ναών που σημαίνουν μελωδικά. Καθόμασταν εδώ, ηπείρους μακριά, με τον ίδιο τρόπο που καθόμαστε πάντα: στις άκρες των στρωμάτων μας, μαζί. Εκεί που πηγαίνω θα υπάρχουν άγιοι και θεοί και ταξιαρχίες αγγέλων ζωγραφισμένες στις οροφές. Όπου βαδίζω θα υπάρχουν υπενθυμίσεις όλων αυτών που δεν μπορεί ν' αγγίξει ο χρόνος. Νιώθω την καρδιά μου σαν πουλί μέσα σε κλουβί, να ξεδιπλώνει τα φτερά του με σχεδόν οδυνηρή προσμονή. Στην Ιταλία ο ήλιος ανατέλλει. ΤΈΛΟΣ
561
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Πρίνστον, Μεγάλη Παρασκευή 1999. Παραμονές της αποφοίτησης, δύο φοιτητές, ο Πολ και ο Tομ, απέχουν ελάχιστα από τη λύση του μυστηρίου της Υπνερωτομαχίας. Οι ήρωες έχουν μπροστά τους μια ερωτική ιστορία που συγχρόνως αποτελεί διατριβή επί παντός επιστητού, από τη ζωολογία έως την αρχιτεκτονική. Οι δυο φίλοι αναδιφούν στον παράξενο κόσμο της Υπνερωτομαχίας – έναν κόσμο ξεχασμένης πολυμάθειας, παράξενων ερωτικών ορμών και απίστευτης βίας. Τη στιγμή όμως που βρίσκονται μπροστά στην αποκάλυψη του μυστηρίου, η αθωότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας δέχεται ένα βαρύ πλήγμα: ένας φοιτητής που μελετούσε το χειρόγραφο βρίσκεται δολοφονημένος σε μια αίθουσα του τμήματος ιστορίας. Μια αφήγηση άχρονης ίντριγκας, εκθαμβωτικής πολυμάθειας και ασύλληπτης φαντασίας: η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην υπόσχεση του μέλλοντος και τη γοητεία του παρελθόντος. Ο Κανόνας των Τεσσάρων θα καταξιώσει τους συγγραφείς του ως κορυφαίους στο χώρο της σύγχρονης μυθοπλασίας.