MARGARET MALLORY
Ο Ιππότης του Έρωτα
Tίτλος πρωτοτύπου: KNIGHT OF PLEASURE by Margaret Mallory Copyright © 2009 by Peggy L. Brown Translation Copyright © 2013, Compupress S. A. – Anubis Publications Cover Illustration by Aleta Rafton Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Mαριαλένα Ιορδανίδου, Κατερίνα Παπανικολάου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Χρήστος Γιαμαρέλλος ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888, fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS FOREVER – 11 ISΒN: 978-960-497-641-6 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στους γονείς μου, Norman και Audrey Brown, που μου μετέδωσαν την αγάπη για την Ιστορία, τα βιβλία και τους ξένους τόπους.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα είμαι πάντοτε ευγνώμων στην Alex Logan της Grand General Publishing για την επιλογή τού Knight of Pleasure μέσα από ένα πλήθος άλλων βιβλίων μπροστά της, λέγοντας «Ναι, το θέλω αυτό.» Ένα ιδιαίτερο «ευχαριστώ» απευθύνεται επίσης στην ατζέντισσα και φίλη μου, Kevan Lyon, που πίστεψε σ’ εμένα. Όταν ξεκίνησα το πρώτο μου μυθιστόρημα, η αγαπημένη μου βιβλιοθηκάριος (η αδελφή μου) μου είπε να ενταχθώ στην Ένωση Συγγραφέων Ρομάντζων. Χάρη σε αυτή τη σοφή συμβουλή, είμαι μέλος αυτής της πλούσιας κοινότητας. Είμαι ευγνώμων στα μέλη της τοπικής μου Ένωσης Συγγραφέων Ρομάντζων, που με ενθαρρύνουν σε κάθε μου βήμα, στους κριτικούς φίλους μου, οι οποίοι πάντοτε μου λένε τι πραγματικά σκέφτονται, και στους καταξιωμένους συγγραφείς που υπήρξαν υπερβολικά καλοί και στήριξαν το πρώτο μου βιβλίο, το Knight of Desire. Ζητώ συγγνώμη από τους φίλους και την οικογένειά μου, που τους παραμέλησα όσον καιρό έγραφα το βιβλίο. (Όλοι ξέρουμε ότι θα το ξανακάνω.) Η αγάπη μου και οι ευχαριστίες μου πηγαίνουν σε όλους αυτούς, και ειδικά στον σύζυγό μου.
Πρόλογος Νορθάμπερλαντ, Αγγλία 1409 «Ποιος από εσάς, τους γενναίους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, θα παλέψει μαζί μου;» φώναξε η Ίζομπελ. «Εγώ! Διάλεξε εμένα! Ίζομπελ, διάλεξε εμένα!» Η Ίζομπελ αγνόησε τις φωνές των αγοριών που χοροπηδούσαν πάνω-κάτω γύρω της και στέκονταν στις μύτες των ποδιών τους, καθώς εκείνη έψαχνε για τον αδελφό της. Πού ήταν ο Τζέφρι; Όταν τον εντόπισε στο ψηλό γρασίδι, έπεσε στα γόνατά της και αναστέναξε. Ο αδελφός της ατένιζε τον ουρανό, έχοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του και μιλώντας χαρούμενος στον εαυτό του. Όμως, αντί για αυτόν, έδειξε ένα αδύναμο αγόρι στο πίσω μέρος του κύκλου. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Γκάγουεϊν.» Τα άλλα αγόρια μούγκρισαν, καθώς ο Γκάγουεϊν έκανε ένα βήμα μπροστά, σέρνοντας το ξύλινο ξίφος του πίσω του. «Σερ Γκάγουεϊν» είπε η Ίζομπελ, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Είμαι ο κακός Μαύρος Ιππότης, που κρατάει φυλακισμένη τη Βασίλισσα Γκουίνεβιρ.» Το μικρό αγόρι ζάρωσε το πρόσωπό του. «Γιατί δεν παίζεις εσύ τη Βασίλισσα Γκουί-, Γκουί-, Γκουί-;»
10
MARGARET MALLORY
«Γιατί εγώ είμαι ο Μαύρος Ιππότης.» Καθότι δεκατριών ετών, ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία και αυτή που όριζε τους κανόνες. Κοίταξε προς το τοίχος των γκρίζων πετρών του Κάστρου Χιουμ. Τα αγόρια της ηλικίας της ήταν εκεί μέσα και εξασκούνταν με αληθινά σπαθιά στην εξωτερική αυλή του κάστρου. Ήταν τόσο άδικο αυτό! Χωρίς λόγο, ο πατέρας της τής απαγόρευσε να πάει μαζί με εκείνα τα αγόρια –ή να ακουμπήσει σπαθί– όσο θα βρίσκονταν σε αυτή τη συγκέντρωση. Εκείνη έπρεπε να κάθεται ήσυχα και να διατηρεί το φόρεμά της καθαρό. Γύρισε πάλι προς το μέρος του Γκάγουεϊν και ύψωσε το σπαθί της. «Δεν θα παλέψεις για να σώσεις τη βασίλισσά σου;» Ο Γκάγουεϊν στεκόταν παγωμένος και τα μάτια του ήταν γεμάτα πανικό. Γρήγορα εκείνη έσκυψε και έβαλε το χέρι της στο αυτί του αγοριού, σαν να του έλεγε μυστικό. «Ο Ιππότης της Στρογγυλής Τραπέζης πάντοτε υπερισχύει, σ’ το υπόσχομαι.» Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε ώστε οι αδέξιες κινήσεις του Γκάγουεϊν να φαίνονται επιδέξιες. Όταν αυτό αποδείχτηκε μάταιο, χοροπήδησε, έκανε γκριμάτσες και φερόταν σαν ανόητη. Σε λίγο, ακόμα και εκείνος γελούσε. Ολοκλήρωσε το σόου της με τον πιο άξιο τρόπο θανάτου, μουγκρίζοντας και πιάνοντας το στήθος της, προτού σωριαστεί κάτω φαρδιά-πλατιά. Η Ίζομπελ παρέμεινε στο έδαφος, ιδρωμένη και χωρίς ανάσα, να ακούει τις ζητωκραυγές των αγοριών. Η σπάνια ηλιοφάνεια άφηνε μια ωραία αίσθηση στο πρόσωπό της. Η σκιά που πέρασε από πάνω της την έκανε να ανοίξει τα μάτια της. Αλληθώρισε στη θέα της ψηλής φιγούρας που στεκόταν από πάνω της και μούγκριζε. Δεν θα την άφηνε ήσυχη ο Βαρθολομαίος Γκράχαμ; Την ενοχλούσε! «Φύγε, μοσχαροκέφαλε» του είπε και κόλλησε τη γλώσσα της έξω από το στόμα της.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
11
Σηκώθηκε πιέζοντας τους αγκώνες της. Κι άλλη κακοτυχία: όλα τα μεγαλύτερα αγόρια είχαν έρθει έξω για να δουν. «Έχεις αλλάξει από το προηγούμενο καλοκαίρι» της είπε ο Βαρθολομαίος Γκράχαμ. Και κοίταξε επίτηδες το στήθος της. «Κρίμα που εσύ δεν άλλαξες.» Η Ίζομπελ χτύπησε το χέρι που της προσέφερε και σηκώθηκε στα πόδια της. «Ή έχεις σταματήσει να κλέβεις στα παιχνίδια και να εκφοβίζεις τα νεαρότερα αγόρια;» «Έχω ένα πραγματικό ξίφος, όμορφη Ίζομπελ» της είπε με νόημα. «Εάν έρθεις στο δάσος μαζί μου, θα σε αφήσω να παίξεις με αυτό.» Τα μεγαλύτερα αγόρια χαχάνισαν με αυτή την ανόητη παρατήρηση. Η Ίζομπελ προσευχόταν στον Θεό να μη χρειαζόταν να παντρευτεί κανέναν από αυτούς! Ο πατέρας της θα της έβρισκε κάποιον νεαρό άντρα τόσο αριστοκρατικό και άξιο, όπως ο Γκάλαχαντ. «Ίζομπελ!» Το γέλιο των αγοριών κόπηκε, όταν ακούστηκε η φωνή του πατέρα της από μακριά· η Ίζομπελ ήταν η χαϊδεμένη του, και αλίμονο σε όποιο αγόρι έπιανε να την προσβάλλει. Τα αγόρια, μεγάλα και μικρά, άρχισαν να φεύγουν από τον αγρό – όλα, εκτός από ένα. Ο αδελφός της τον κοίταξε λες και είχε ξυπνήσει από όνειρο. «Τζέφρι, φύγε!» τσίριξε. «Δεν θα μας βοηθήσει αν έχουμε και οι δύο μπελάδες.» Η Ίζομπελ χαιρέτησε τον πατέρα της. Ήταν τυχερή. Ο βραδυκίνητος άντρας που περπατούσε δίπλα του με βάδισμα εγκύου αγελάδας ήταν ο φιλοξενούμενός τους, ο Λόρδος Χιουμ. Ο πατέρας της διατηρούσε την ψυχραιμία του κοντά στον γέρο άντρα. Ταυτόχρονα, όμως, άνοιξε το άλλο χέρι της και άφησε το ξύλινο σπαθί να πέσει στο έδαφος δίπλα της.
12
MARGARET MALLORY
Όταν τελικά οι άντρες έφτασαν εκεί όπου ήταν εκείνη, προσέφερε στον Λόρδο Χιουμ την καλύτερη υπόκλισή της. Ήθελε να του κάνει καλή εντύπωση, διότι ο πατέρας της τής είχε πει ότι ο λόρδος θα μπορούσε να τους βοηθήσει να ανακτήσουν τη γη τους. «Λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας» του είπε, ευχαριστημένη με τον εαυτό της που θυμήθηκε τον πρόσφατο θάνατο της συζύγου του. Πόσο γέρος ήταν! Ήταν δύσκολο να τον κοιτάζεις, βλέποντας όλο αυτό το χαλαρό δέρμα που κρεμόταν από το λαιμό του και αυτές τις φουσκωμένες σακούλες κάτω από τα μάτια του, οι οποίες έπεφταν μέχρι τα μέσα των παρειών του. Όμως, μάλλον ήταν ευκατάστατος. Τόσο ευκατάστατος όσο έλεγε ο πατέρας της, ώστε να έχει μια ζώνη με κοσμήματα η οποία μπορούσε να χωρέσει την τεράστια κοιλιά του. «Η κόρη σας είναι σαν εικόνα της υπέροχης συζύγου σας» είπε ο Χιουμ. «Και διαθέτει το πνεύμα, ώστε να διατηρήσει έναν άντρα νέο.» Πόσο συχνά της έλεγε ο πατέρας της ότι θα τον γεράσει πριν από την ώρα του! Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στις άκρες του στόματός της καθώς τον κοίταξε, ελπίζοντας να τραβήξει την προσοχή του. «Ναι, είναι ζωηρό κορίτσι» είπε ο πατέρας της. Η πρόσχαρη απάντησή του έδωσε ελπίδα στην Ίζομπελ ότι ίσως και να γλίτωνε το κατσάδιασμα για το παιχνίδι με το σπαθί που έπαιζε με τα αγόρια. Καθώς οι άντρες μιλούσαν συνεχώς για κάποιο γεγονός που θα λάμβανε χώρα το φθινόπωρο, εκείνη βαρέθηκε και προσπάθησε να μην εκνευριστεί. «Λοιπόν, κανονίστηκε» είπε ο Λόρδος Χιουμ και ετοιμάστηκε επιτέλους να φύγει. «Θα θέλεις να μιλήσεις στην κόρη σου τώρα.» Ο Λόρδος Χιουμ έπιασε το χέρι της, προτού εκείνη προλάβει να το κρύψει πίσω από την πλάτη της. Προσπάθησε να
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
13
μην κάνει γκριμάτσα, καθώς εκείνος άφηνε σάλια πάνω του. Όμως, μόλις γύρισε την πλάτη του, το σκούπισε πάνω στο φόρεμά της. Η Ίζομπελ στάθηκε δίπλα στον πατέρα της και περίμενε να την επιπλήξει για τα σπαθιά και το λερωμένο φόρεμά της. Όταν ο Χιουμ επιτέλους κατάφερε με το βαρύ του βάδισμα να φτάσει στην πύλη του κάστρου, εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της προς τον πατέρα της. Προς έκπληξή της, εκείνος χοροπηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο, κάνοντας μάλιστα ένα μικρό χορευτικό! «Πατέρα, τι έγινε;» Τη σήκωσε στον αέρα και τη στριφογύρισε σε έναν κύκλο. Έπειτα έκανε πάλι το μικρό χορευτικό του. Βλέποντάς τον τόσο χαρούμενο, η καρδιά της φούσκωσε από ευχαρίστηση. «Πες μου, πες μου, πες μου!» του είπε γελώντας. Εκείνος ύψωσε τα χέρια του προς τους ουρανούς και φώναξε: «Θεέ μου, συγχώρησέ με που κάποτε ευχήθηκα να ήταν αγόρι!» Ο πατέρας της τής χαμογέλασε πλατιά και τα μάτια του έλαμπαν, σαν να του είχαν μόλις προσφέρει το φεγγάρι και τα αστέρια. «Ίζομπελ, κορίτσι μου, σου έχω τόσο καλά νέα!»
Κεφάλαιο Ένα Νορθάμπερλαντ, Αγγλία Σεπτέμβριος 1417 Το κρύο από το πέτρινο πάτωμα του παρεκκλησιού τρυπούσε τα γόνατα της Ίζομπελ. Κάθε της κόκαλο και μυς πονούσε εξαιτίας του. Όμως, δεν ήταν το κρύο που την έκανε να σταματήσει τις προσευχές της. Για μία ακόμα φορά, τα μάτια της έπεσαν πάνω στο τυλιγμένο πτώμα, που περιτριγυριζόταν από ψηλά κεριά τα οποία τρεμόπαιζαν. Όταν το βλέμμα της έφτασε στην κοιλιά του πτώματος, που φαίνονταν ψηλή και μεγάλη κάτω από το ύφασμα, της ξέφυγε ένας μικρός αναστεναγμός. Το πτώμα ανήκε στον Λόρδο Χιουμ. Η ανάγκη της να το επιβεβαιώσει ήταν παιδαριώδης. Επιπλήττοντας τον εαυτό της για αυτή τη σκέψη, η Ίζομπελ επέστρεψε στις προσευχές της. Θα εκπλήρωνε το τελευταίο της καθήκον απέναντι στον σύζυγό της και έπειτα θα απελευθερωνόταν από αυτόν. Όταν άνοιξε και πάλι τα μάτια της, είδε το λιπόσαρκο πρόσωπο του εφημέριου του κάστρου να σκύβει από πάνω της. «Πρέπει να σας μιλήσω» της είπε, χωρίς να ζητήσει συγγνώμη.
16
MARGARET MALLORY
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και κράτησε την ανάσα της, μέχρι να επανέλθει εκείνος σε όρθια θέση. Άραγε, πλενόταν ποτέ του αυτός ο άντρας; Μύριζε τόσο άσχημα όσο και ο Χιουμ. Οτιδήποτε και να ήθελε να της πει πρέπει να ήταν σημαντικό. Ως εξομολογητής του συζύγου της, είχε κάθε λόγο να γνωρίζει ότι η ψυχή του Χιουμ χρειαζόταν την κάθε προσευχή. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη δίσταζε να αφήσει τους υπηρέτες να παραμείνουν στην ολονυκτία χωρίς αυτήν. Παρά τα επιπλέον χρήματα που τους έδωσε, θα σταματούσαν τις προσευχές τους τη στιγμή που θα έκλεινε την πόρτα πίσω της. Ο Χιουμ δεν υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός λόρδος. Όταν η Ίζομπελ δοκίμασε να σηκωθεί, τα πόδια της την πρόδωσαν και ο ιερέας τής έπιασε το χέρι ώστε να μην πέσει. Τον άφησε να την οδηγήσει έξω από τον πύργο που στέγαζε το μικρό παρεκκλήσι του κάστρου. Καθώς έβγαινε έξω, στην εξωτερική αυλή, μια ριπή αέρα διαπέρασε το μανδύα και το φόρεμά της. Εκείνη περίμενε και έτρεμε, καθώς ο Πατέρας Ντιούν πάλευε με τον αέρα για να κλείσει τη βαριά ξύλινη πόρτα. Όταν ήρθε και εκείνος στην αυλή, τον ρώτησε: «Τι είναι, Πατέρα Ντιούν;» Ο Πατέρας Ντιούν τράβηξε την κουκούλα του χαμηλά προς το πρόσωπό του, άρπαξε το χέρι της και ξεκίνησε να την οδηγεί προς τον πύργο. «Ας περιμένουμε να μιλήσουμε μέχρι να μπούμε μέσα.» «Φυσικά.» Το παγωμένο έδαφος έτριζε κάτω από τα πόδια τους. Σκεπτόμενη τη φωτιά της εστίας στην αίθουσα, η Ίζομπελ άνοιξε το βήμα της. Επίσης, λίγο φαγητό θα της έκανε καλό – είχε χάσει το μεσημεριανό γεύμα. Καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά του πύργου, παρατήρησε πως δύο εξ αυτών είχαν σπάσει. Προσέθεσε την επισκευή τους στη λίστα που είχε στο μυαλό της με αυτά που έπρεπε να κάνει. Τώρα το κάστρο ήταν δικό της. Δεν θα παρακα-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
17
λούσε πλέον για να λάβει την άδεια του Χιουμ, ώστε να φροντίσει όλα αυτά που έπρεπε να γίνουν. Μόλις εισήλθε στην αίθουσα, είδε τον κοντινότερο γείτονά τους να ζεσταίνει τα χέρια του στην εστία. Κοίταξε τον Πατέρα Ντιούν με βλέμμα έντονο. Ο ιερέας ήταν πολύ γελασμένος, εάν θεωρούσε την άφιξη του Βαρθολομαίου Γκράχαμ αρκετά καλό λόγο για να την αποσπάσει από την ολονυκτία της. «Ίζομπελ!» Της προκαλούσε εκνευρισμό το να ακούει τον Γκράχαμ να την αποκαλεί με το χριστιανικό της όνομα, παρότι επανειλημμένως του είχε ζητήσει να μην το κάνει. «Τα θερμά μου συλλυπητήρια για το θάνατο του Λόρδου Χιουμ» είπε ο Γκράχαμ, καθώς έσπευσε προς το μέρος της με τα χέρια του σε έκταση. Εκείνη προεξέτεινε το χέρι της, ώστε να αποφύγει τη στενή επαφή. Κοιτάζοντάς την με τα όμορφα γκρίζα μάτια του, ακούμπησε τα χείλη του στο χέρι της. Παρέμεινε εκεί χωρίς λόγο. Όπως έκανε πάντα. Δεν θα έπρεπε να την εκπλήσσει το ότι ο Γκράχαμ την κυνηγούσε ακόμα και κατά τη διάρκεια του γάμου της. Εξάλλου, ήταν ψεύτης και κλέφτης ακόμη και ως μικρό αγόρι. Όμως, το γεγονός ότι δεν μπορούσε να καταλάβει πως η ωραία του εμφάνιση και η γοητεία του δεν έπιαναν σ’ εκείνη αποτελούσε μυστήριο. «Σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, όμως τώρα πρέπει να μιλήσω με τον Πατέρα Ντιούν» του είπε και τράβηξε το χέρι της από αυτό του Γκράχαμ, ο οποίος το κρατούσε. Έσφιξε το σαγόνι της για να μην τον χτυπήσει. Συνήθως διαχειριζόταν το ενδιαφέρον του Γκράχαμ με περισσότερη χάρη, όμως τώρα ήταν κουρασμένη και η υπομονή της κόντευε να εξαντληθεί. Οι τελευταίες μέρες της ασθένειας του Χιουμ δεν ήταν εύκολες. «Εάν θέλεις να περιμένεις» πίεσε τον εαυτό της να του πει «θα πω να σου φέρουν κάτι να πιεις.»
18
MARGARET MALLORY
Ο Πατέρας Ντιούν καθάρισε το λαιμό του. «Με συγχωρείτε, κυρία Χιουμ, όμως πρέπει να ζητήσω να μείνει και αυτός μαζί μας.» Το πρόσωπό της μάλλον κατέδειξε την ενόχλησή της και ο Πατέρας Ντιούν βιάστηκε να συμπληρώσει: «Υπάρχει καλός λόγος – θα δείτε.» Δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τον ιερωμένο του κάστρου μπροστά σε όλους τους υπηρέτες της αίθουσας. Πνίγοντας το θυμό της, γύρισε και οδήγησε τους δύο άντρες στις κυκλικές σκάλες οι οποίες έβγαζαν στα ιδιωτικά δωμάτια της οικογένειας, στον πάνω όροφο. Επίσης, προσέθεσε στη λίστα της την αντικατάσταση του ιερωμένου του κάστρου. Μόλις βρέθηκαν στην ιδιωτικότητα των οικογενειακών δωματίων, δεν την ενδιέφερε να συγκρατήσει την ένταση στον τόνο της φωνής της. «Τώρα, Πατέρα Ντιούν, τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό, ώστε να με αποσπάσει από τις προσευχές για την ψυχή του συζύγου μου;» Ο ιερωμένος εκνευρίστηκε. «Ένιωσα ότι είναι καθήκον μου να σας ενημερώσω για ένα έγγραφο που μου εμπιστεύτηκε ο σύζυγός σας.» «Έγγραφο;» Ένιωσε ένα σπασμό αγωνίας στο στομάχι της. «Τι είδους έγγραφο;» «Πρόκειται για μια μεταβίβαση συγκεκριμένης περιουσίας.» Πόσο μεγάλο ήταν το ποσό που είχε δώσει ο Χιουμ στους Σιστερσιανούς μοναχούς του Αβαείου του Μέλροουζ, ώστε να κάνουν Λειτουργίες για αυτόν; Δεν φθονούσε τους μοναχούς, απλώς ήλπιζε να υπήρχαν αρκετά χρήματα ώστε να πραγματοποιήσει τις εδώ και καιρό παραμελημένες επισκευές που χρειαζόταν το κάστρο. «Μιλάς για τη διαθήκη του;» ρώτησε. «Μια διαθήκη δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει αυτόν το σκοπό» απάντησε ο Πατέρας Ντιούν με τη βαριά φωνή του. «Ένας άντρας μπορεί να δώσει τον χρυσό του, το άλογό
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
19
του και την πανοπλία του σε όποιον θέλει στη διαθήκη του, όχι όμως και τη γη του· με το θάνατό του, η γη του περνάει στους κληρονόμους του.» Ο Πατέρας Ντιούν έβηξε και φάνηκε να αισθάνεται άβολα για πρώτη φορά. «Ένας άντρας, για να δώσει τη γη του σε κάποιον άλλον» είπε, τραβώντας μια τυλιγμένη περγαμηνή μέσα από τη ρόμπα του «πρέπει να το κάνει πριν από το θάνατό του.» Η Ίζομπελ προσπαθούσε επί μήνες να πείσει τον σύζυγό της να αφήσει τον Τζέιμισον να αγοράσει το μικρό κομμάτι γης στο οποίο εργαζόταν, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί την κόρη του μυλωνά. Με το θάνατο να του χτυπάει την πόρτα, ο Χιουμ θα το έκανε τελικά. Οι καλές πράξεις, όπως και οι προσευχές, θα μπορούσαν να μειώσουν το χρόνο παραμονής του στην Κόλαση. Μάλλον γι’ αυτό έκανε όλη αυτή τη φασαρία ο ιερέας. Γέλασε και άπλωσε το χέρι της. «Τότε, δώσε μου να το δω.» Ο Πατέρας Ντιούν έκανε ένα βήμα πίσω και άρπαξε το έγγραφο, φέρνοντάς το στο στήθος του. «Θα σας συνιστούσα να καθίσετε πρώτα, Λαίδη Χιουμ.» Η Ίζομπελ δίπλωσε τα χέρια της και χτύπησε κάτω το πόδι της. «Προτιμώ να μείνω όρθια.» Πραγματικά, ο άνθρωπος αυτός τής έβγαζε το χειρότερο εαυτό της. Ο ιερέας έσφιξε το στόμα του και ξεκίνησε να ξεδιπλώνει την περγαμηνή. «Αυτό είναι ένα απλό έγγραφο» είπε, χωρίς να της το δίνει. «Στην ουσία, παραχωρεί όλη τη γη του Λόρδου Χιουμ, συμπεριλαμβανομένου του κάστρου, στον Βαρθολομαίο Γκράχαμ.» Ο ιερέας θα πρέπει να έκανε λάθος – ή να ψεύδεται. Όμως και πάλι, το αυτάρεσκο ύφος στο πρόσωπό του έστελνε ένα κύμα φόβου προς το μέρος της. Η Ίζομπελ άρπαξε την περγαμηνή από τα χέρια του και διάβασε γρήγορα τις λέξεις. Τις διάβασε και δεύτερη φορά, πιο αργά τώρα. Και μετά, ξανά, για τρίτη φορά. Σήκωσε το
20
MARGARET MALLORY
βλέμμα της, χωρίς να βλέπει, και προσπάθησε να αντιληφθεί το πόσο σοβαρό ήταν αυτό που της είχε κάνει ο σύζυγός της. Σίγουρα, δεν το είχε κάνει όντως αυτό. Δεν ήταν δυνατόν. Όχι, ύστερα από όσα είχε θυσιάσει εκείνη, ύστερα από όλα όσα είχε κάνει γι’ αυτόν. Επί οκτώ συναπτά έτη, η Ίζομπελ ήταν στη διάθεση αυτού του αχόρταγου γέρου, ο οποίος την κούραζε με την γκρίνια του και τις συνεχείς απαιτήσεις του, μέρα με τη μέρα, ακούγοντας τις κουραστικές συζητήσεις του και προσπαθώντας να μην κοιτάζει, όταν το φαγητό και το ποτό του έσταζαν από το σαγόνι του πάνω στα όμορφα ρούχα του. Κι έπειτα, ήταν και οι νύχτες… Έβαλε το χέρι στο στήθος της, προσπαθώντας να παλέψει με το αίσθημα του πνιγμού που ένιωθε. Για μία ακόμα φορά, τον έβλεπε να ασθμαίνει από πάνω της, με κόκκινο πρόσωπο και μες στον ιδρώτα. Θεέ μου! Πόσες φορές φοβήθηκε ότι θα έπεφτε νεκρός πάνω της και θα την παγίδευε κάτω από το υπερβολικό πάχος του. Έπειτα από χρόνια, και από τη στιγμή που δεν είχαν αποκτήσει παιδί, τον έπεισε ότι ο κίνδυνος για την υγεία του ήταν πολύ μεγάλος. Απεχθανόταν κάθε μέρα, κάθε ώρα του γάμου της. Όμως, ακόμα και έτσι, το καθήκον της προς τον σύζυγό της το είχε πράξει. «Θα πρέπει να είναι πλαστή» μουρμούρισε, κοιτάζοντας πάλι την περγαμηνή. Αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του ιερέα, όμως αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Με τρεμάμενα χέρια, ξεδίπλωσε το τελευταίο τμήμα του εγγράφου. Ακούμπησε μουδιασμένα τα δάχτυλά της, περνώντας τα πάνω από την οικογενειακή σφραγίδα. Παρατήρησε πως η περγαμηνή γλίστρησε από τα χέρια της και κυμάτισε μέχρι να πέσει στο πάτωμα. Το έδαφος μετατοπίστηκε κάτω από τα πόδια της. Καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της, το δωμάτιο σκοτείνιασε.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
21
*** Η Ίζομπελ ξύπνησε και αντίκρισε την εφιαλτική μορφή του Γκράχαμ και αυτήν του ιερέα-νυφίτσας να στέκονται από πάνω της. Προτού μπορέσει να ανακτήσει τα λογικά της, ο Γκράχαμ τη σήκωσε και τη μετέφερε στον πάγκο, ενώ τα χέρια του την ακουμπούσαν σε μέρη όπου δεν χρειαζόταν για τη μεταφορά της. Καθώς κοίταξε κάτω, μια βαθιά κόκκινη σταγόνα έπεσε στον κορσέ του φορέματός της. Σαστισμένη, ακούμπησε το δάχτυλό της στη σταγόνα. «Χτύπησες το κεφάλι σου στον πάγκο όταν έπεσες» είπε ο Πατέρας Ντιούν, δίνοντάς της ένα πανί. «Σε είχα προειδοποιήσει να καθίσεις.» «Άφησέ μας, Πατέρα Ντιούν» είπε ο Γκράχαμ, σαν να ήταν ήδη ο λόρδος του κάστρου. Τα μάτια του ιερέα πήγαιναν από τον έναν στον άλλον, καθώς αποσύρθηκε από το δωμάτιο. Η Ίζομπελ υποπτευόταν ότι δεν πήγε πιο πέρα από την άλλη πλευρά της πόρτας. Κοίταξε τον Γκράχαμ, ενώ άγγιζε την πληγή στο μέτωπό της. «Πώς κατάφερες τον Χιουμ να κάνει κάτι τέτοιο;» Ο Γκράχαμ κάθισε δίπλα της στον πάγκο, και μάλιστα τόσο κοντά της ώστε ο μηρός του ακουμπούσε τον δικό της. Ήταν τόσο ζαλισμένη για να σταθεί, που κινήθηκε προς την άκρη του πάγκου. «Έκανα τον Χιουμ να πιστέψει ότι ήμουν ο γιος του» είπε ο Γκράχαμ χαμογελώντας της. «Ξέρεις πόσο πολύ επιθυμούσε έναν γιο.» «Ώστε του είπες ψέματα!» «Βέβαια, σίγουρα αυτό θα μπορούσε να είναι η αλήθεια» είπε με ένα σήκωμα των ώμων του, δηλώνοντας αδιαφορία. «Ευτυχώς, η παραχώρηση δεν εξαρτάται από αυτό.» Η μητέρα του Γκράχαμ ήταν μια ευκατάστατη χήρα, ιδιαίτερα γνωστή σε αυτή τη μεριά των συνόρων. Όταν έμεινε
22
MARGARET MALLORY
έγκυος, περισσότεροι από ένας άντρες ήλθαν, υποστηρίζοντας ο καθένας τους ότι ήταν ο πατέρας του παιδιού, και προσφέρθηκαν να την παντρευτούν. Τους απογοήτευσε όλους, κρατώντας την περιουσία της –και το μυστικό σχετικά με το ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού της– για τον εαυτό της. «Δεν έδωσα κανένα λόγο στον σύζυγό μου για να με τιμωρήσει» μουρμούρισε η Ίζομπελ στον εαυτό της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Χιουμ θα την άφηνε άπορη. «Για να απαλύνω τον πόνο σου, θα σου πω ότι ο γέρος ενδιαφερόταν πολύ για την ευημερία σου.» Ο Γκράχαμ τέντωσε τα πόδια του και δίπλωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. «Του έδινε μεγάλη ανακούφιση το να γνωρίζει ότι θα σε παντρευόμουν μετά το θάνατό του.» «Θα έκανες κάτι τέτοιο;» Μάλλον δεν είχε ακούσει καλά. «Επιτέλους, πρέπει να έχεις κάποιον άντρα ο οποίος θα μπορεί να σε ικανοποιεί.» Αισθανόταν την καυτή του ανάσα στο αυτί της, όμως είχε μείνει άναυδη και δεν μπορούσε να κινηθεί. «Σε ήθελα από τότε που ήσουν μικρό κορίτσι, από τότε που ακόμα έπαιζες, παλεύοντας με σπαθιά με τα αγόρια.» Όταν συνήλθε, η Ίζομπελ χτύπησε το χέρι που ανέβαινε στο μηρό της. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα συμφωνήσω να σε παντρευτώ;» «Θα προτιμούσες» της είπε σε τόνο περιπαιχτικό «να επιστρέψεις στο σπίτι του πατέρα σου;» Το αίμα στράγγιξε από το πρόσωπό της. Αυτό ήταν αλήθεια: εάν δεν μπορούσε να παραμείνει στο κάστρο του Χιουμ, δεν είχε πού αλλού να πάει. Ακούμπησε στον πέτρινο τοίχο πίσω της και έκλεισε τα μάτια της. «Μην ανησυχείς: ο πατέρας σου δεν θα σε κρατήσει εκεί για πολύ» είπε ο Γκράχαμ χαϊδεύοντας το γόνατό της. «Παρότι δεν είσαι πλέον ανέγγιχτη, δεν θα δυσκολευτεί να βρει κάποιον άλλο γέρο άντρα που θα πληρώσει για να έχει μια τόσο όμορφη γυναίκα στο κρεβάτι του.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
23
Σήκωσε το χέρι της για να τον χαστουκίσει, όμως εκείνος έπιασε τον καρπό της. «Είναι πάντα ιδιαίτερα συναρπαστικό το να είμαι μαζί σου, Ίζομπελ.» Με τα μάτια του να καίνε μέσα στα δικά της, άνοιξε τη γροθιά της και έγλειψε την παλάμη της, προκαλώντας της ένα τρέμουλο απέχθειας. Όλα αυτά τα χρόνια, τον είχε κρίνει πολύ λάθος: τον θεωρούσε απλώς ενοχλητικό – τι ανόητη που ήταν! Μόνο τώρα μπορούσε να δει ότι δεν ήταν απλώς ρηχός και εγωιστής, αλλά επίσης ανελέητος και πανούργος. Το όμορφο πρόσωπο και οι καλοί τρόποι του έκρυβαν έναν άντρα χωρίς τιμή. Έναν άντρα ο οποίος έπαιρνε αυτό που ήθελε. «Θα επιστρέψω σε μερικές μέρες για να πάρω τη θέση μου εδώ» της είπε. Η Ίζομπελ πλημμύρισε ανακούφιση, καθώς εκείνος σηκώθηκε για να φύγει. Όμως, στην πόρτα ο Γκράχαμ στράφηκε. «Στείλε ένα μήνυμα» είπε γνέφοντάς της «εάν δεν μπορείς να περιμένεις τόσο πολύ.»
Κεφάλαιο Δύο Μόλις ο Γκράχαμ βγήκε από την πόρτα, η Ίζομπελ έτρεξε προς αυτήν και τράβηξε τον σύρτη. Πλέον, τη διακατείχε θυμός και της θόλωνε την όραση. Πηγαινοερχόταν γρήγορα μέσα στο δωμάτιο, σφίγγοντας τις γροθιές της, μέχρι που τα νύχια της έσκισαν τις παλάμες της. Τι μπορούσε να κάνει; Σίγουρα, θα υπήρχε και κάποιος άλλος τρόπος για να εμποδίσει αυτή την κλοπή της περιουσίας της. Αλλά πώς θα το έκανε αυτό; Ποιος θα τη βοηθούσε; Ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν ήταν ο αδελφός της. Όμως, ο Τζέφρι βρισκόταν στη Νορμανδία με τον στρατό του βασιλιά. Κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της, μη θέλοντας να σκεφτεί πόσο πολύ ανησυχούσε για εκείνον. Ο γλυκός, ονειροπόλος αδελφός της δεν έκανε για στρατιώτης. Το γεγονός ότι ο πατέρας της τον είχε στείλει στις μάχες ήταν κάτι ακόμα που δεν θα μπορούσε να του συγχωρήσει ποτέ. Ο πατέρας της… Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα ήταν σύμμαχός της – θα τον ένοιαζε αν η Ίζομπελ έχανε την περιουσία της. Τελικά, απευθύνθηκε σ’ εκείνον, διότι δεν είχε κάποιον άλλο για να ζητήσει βοήθεια. Μία ώρα αργότερα, ξεπρόβαλε το κεφάλι της υπηρέτριας από την πόρτα. «Κυρία, ο Σερ Έντουαρντ σας περιμένει στην αίθουσα.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
25
Ο πατέρας της θα πρέπει να ξεκίνησε αμέσως μόλις έλαβε το μήνυμά της. Η Ίζομπελ κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες που οδηγούσαν στην αίθουσα. Σταμάτησε στην είσοδο, απροετοίμαστη για το κύμα της απώλειας που τη χτύπησε βλέποντας τη γνώριμη επιθετική φιγούρα. Ο πατέρας της στεκόταν γυρισμένος ο μισός προς τη μεριά της, παρατηρώντας την επιβλητική αίθουσα με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό του. Ύστερα από τόσα χρόνια, δε θα έπρεπε να πονούσε τόσο πολύ που τον έβλεπε. Με ένα διαρκώς αυξανόμενο σφίξιμο στο στήθος της, θυμήθηκε ότι συνήθιζε να πιστεύει πως εκείνος ήταν που έκανε τον ήλιο να λάμπει. Ήταν το αγαπημένο του παιδί, η λατρεμένη κόρη που έπαιρνε μαζί του παντού. Εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν θα ένιωθε τόσο προδομένη. Τι ανόητη που ήταν… Πίστευε πως ο πατέρας της καθυστερούσε να της γνωρίσει μνηστήρα διότι δεν μπορούσε να βρει κάποιον που να θεωρεί άξιο. Οι Γκάλαχαντ είναι δυσεύρετοι άνθρωποι. Έπειτα την πούλησε σαν να επρόκειτο για βόδι. Σε κάποιον σαν τον Χιουμ. Θυμήθηκε ότι έτρεμαν τα πόδια της και η ανάσα της έβγαινε κομμένη από λόξιγκα, καθώς κατέβαινε από το ψηλό κρεβάτι του Χιουμ για να ξεπλύνει εκείνη την πρώτη νύχτα. Πίσω από το παραβάν, άναψε ένα κερί και έχυσε νερό μέσα στη λεκάνη. Ενώ σκούπιζε το αίμα που απλωνόταν στο εσωτερικό τμήμα του μηρού της, σκέφτηκε: ο πατέρας της ήξερε τι θα της έκανε ο Χιουμ· ήξερε, και παρ’ όλα αυτά την έδωσε σε αυτόν τον άντρα. «Ίζομπελ, χαίρομαι που σε βλέπω!» Η βροντερή φωνή του πατέρα της την επανέφερε στο παρόν. «Είναι κρίμα» είπε «που έπρεπε να πεθάνει ο σύζυγός σου για να με υποδεχτείς στο σπίτι σου.» Στην Ίζομπελ κακοφάνηκαν τόσο η κριτική όσο και ο πό-
26
MARGARET MALLORY
νος στα λόγια του. «Έλα. Πρέπει να μιλήσουμε ιδιαιτέρως.» Χωρίς περαιτέρω χαιρετισμούς, γύρισε και τον πήγε προς τις σκάλες οι οποίες οδηγούσαν στα ιδιωτικά δωμάτια. Και εδώ ο πατέρας της κοίταξε γύρω με τον αέρα του ιδιοκτήτη, θαυμάζοντας τις πλούσιες ταπετσαρίες και το ακριβό γυάλινο παράθυρο. «Ποιος να το πίστευε ότι ο γέρος αυτός θα ζούσε τόσο πολύ» είπε, και η καλή του διάθεση επανήλθε. «Όμως, τώρα, αυτό το όμορφο κάστρο και όλη η γη του Χιουμ είναι δικά σου! Σου το είπα ότι ο γάμος αποτελεί το μονοπάτι μιας γυναίκας προς τη δύναμη.» Προτού προλάβει η Ίζομπελ να κάνει ένα βήμα πίσω, την κράτησε από τα χέρια. «Με όλα όσα σου άφησε ο Χιουμ» της είπε με μάτια φλεγόμενα «ποιος ξέρει πόσο ψηλά μπορείς να φτάσεις την επόμενη φορά;» Η Ίζομπελ μπορούσε απλώς να τον κοιτάζει με τρόμο. Πίστευε στ’ αλήθεια ο πατέρας της ότι θα τον άφηνε να της κανονίσει και δεύτερο γάμο; «Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο» της είπε με ηπιότερη φωνή. «Όμως, τώρα μπορείς να συλλέξεις την αμοιβή για τη θυσία σου.» «Η “θυσία μου”, όπως την αποκαλείς, έγινε για το τίποτα – τίποτα, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα!» Η Ίζομπελ πνιγόταν τόσο πολύ από τα συναισθήματά της, ώστε μετά βίας μπορούσε να μιλήσει. «Ο Χιουμ σού έδωσε ό,τι του ζήτησες τη μέρα που επισφραγίστηκε ο γάμος, όμως εμένα δεν μου άφησε τίποτα.» «Τι έκανε λέει;» Καθώς η Ίζομπελ κοίταζε το πρόσωπο του πατέρα της, επέστρεψε όλη η οργή της. «Ο λόρδος σύζυγός μου μοίρασε όλη τη γη που θα κληρονομούσα.» Ήθελε να χτυπήσει τις γροθιές της στο στήθος του πατέρα της, όπως έκανε εκείνο το πεισματάρικο παιδί που υπήρξε η ίδια κάποτε. «Υποσχέθηκες ότι θα ήμουν ανεξάρτητη, όταν θα πέθαινε. Μου το υποσχέθηκες!»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
27
Ο πατέρας της έμπηξε οδυνηρά τα δάχτυλά του στα χέρια της. «Κάνεις λάθος: ο Χιουμ δεν είχε παιδιά – τη γη του πρέπει να την πάρεις εσύ.» «Τα έδωσε όλα στον Βαρθολομαίο Γκράχαμ!» του φώναξε. «Το σπίτι μου. Τη γη μου. Ακόμα και το τελευταίο αγροτεμάχιο.» «Να τον πάρει ο διάολος!» ξέσπασε ο πατέρας της. «Τι λόγο είχε ο Χιουμ να το κάνει αυτό;» Η Ίζομπελ κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της. «Ο Γκράχαμ ξεγέλασε τον χαζό γέρο και τον έκανε να πιστεύει ότι είναι ο γιος του.» «Μα αυτό δεν στέκει!» Ο πατέρας της πήγαινε πέρα-δώθε στο δωμάτιο, έξαλλος, με γουρλωμένα μάτια και τα χέρια του να ίπτανται στον αέρα. «Θα απευθυνθούμε στον Επίσκοπο Μπόφορτ. Τότε, θα δούμε! Σίγουρα, ο θείος του βασιλιά μπορεί να διορθώσει αυτή την απάτη. Σου το ορκίζομαι, Ίζομπελ, ο νεαρός Γκράχαμ θα φυλακιστεί για αυτό που έκανε.» *** Προτού η τελευταία φτυαριά με χώμα σκεπάσει το πτώμα του Χιουμ, η Ίζομπελ και ο πατέρας της ξεκίνησαν για το Κάστρο Άλνγουικ. Ο Επίσκοπος Μπόφορτ βρισκόταν εκεί για κάποιες δουλειές του βασιλιά. Η Ίζομπελ σταμάτησε το άλογό της στη γέφυρα και κοίταξε το πέτρινο φρούριο που εκτεινόταν πάνω της. Ως παιδί, ερχόταν συχνά εδώ. Όμως, αυτό γινόταν τότε που το Άλνγουικ ήταν το σπίτι του Κόμη του Νορθάμπερλαντ – προτού εκείνος προσπαθήσει με τη βία να αρπάξει το στέμμα από τον Ερρίκο Λάνκαστερ. Τελικά, ο Κόμης του Νορθάμπερλαντ κατέφυγε στη Σκοτία. Οι σημαντικότεροι συνωμότες του αποκεφαλίστηκαν και οι λιγότερο σημαντικοί εκδιώχθηκαν. Ήταν ανόητοι, όλοι τους, που τα έβαλαν με τους Λάνκαστερ.
28
MARGARET MALLORY
Ο πατέρας της, απρόσεχτος ως συνήθως, οδήγησε το άλογο πάνω από το ποτάμι που εξυπηρετούσε ως πρώτη γραμμή άμυνας του κάστρου Άλνγουικ. Η Ίζομπελ ακολούθησε πιο αργά. Ο Επίσκοπος Μπόφορτ ήταν ο πιο πονηρός από τους Λάνκαστερ. «Έχω ακούσει ότι ο Μπόφορτ είναι ο πλουσιότερος άντρας σε ολόκληρη την Αγγλία» είπε ο πατέρας της, καθώς πλησίαζαν στην πύλη του κάστρου. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, δάνεισε στο Στέμμα τεράστια ποσά για την εκστρατεία του βασιλιά στη Νορμανδία.» «Σσσσς!» ψιθύρισε εκείνη. «Μην ξεχνάς ότι ήταν ετεροθαλής αδελφός του προηγούμενου βασιλιά μας.» Του βασιλιά που εσύ πρόδωσες. «Έχω λάβει τη συγχώρεση του νεαρού Βασιλιά Ερρίκου» είπε εκείνος, όμως δεν ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό όσο υποκρινόταν πως ήταν. Σταγόνες ιδρώτα γέμισαν το μέτωπό του, καθώς περνούσαν μέσα από το προπύργιο, το στενό πέρασμα που ήταν σχεδιασμένο για να παγιδεύει τον εχθρό μέσα στην κεντρική πύλη. Τους συνόδευσαν στον πύργο και τους άφησαν να περιμένουν τον επίσκοπο σε έναν μικρό προθάλαμο. Σχεδόν αμέσως, ένας άψογα ντυμένος υπηρέτης ήλθε να αναγγείλει τον πατέρα της στη μεγάλη αίθουσα ακροάσεων. Η Ίζομπελ έμεινε να βράζει, καθώς οι δύο άντρες θα συζητούσαν για την τύχη της. Όμως, ξαφνιάστηκε, όταν ο υπηρέτης επέστρεψε ύστερα από λίγο χωρίς τον πατέρα της. «Η εξοχότητά του ο επίσκοπος επιθυμεί να σας δει τώρα, κυρία μου.» Πρέπει να καθυστέρησε πολύ να σηκωθεί όρθια, διότι εκείνος ύψωσε το φρύδι του και είπε: «Η εξοχότης του είναι πολυάσχολη.» Η Ίζομπελ πέρασε την ογκώδη ξύλινη πόρτα, που ο υπηρέτης κρατούσε ανοιχτή για εκείνη, και μπήκε σε μια
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
29
τεράστια αίθουσα με ψηλό ταβάνι, η οποία τραβούσε το μάτι προς τα πάνω, όπως συμβαίνει και με τις εκκλησίες. Δεν έκανε λάθος: ήταν ο άντρας πίσω από το βαρύ, ξύλινο τραπέζι, κοντά στην εστία. Θα αναγνώριζε τον Επίσκοπο Μπόφορτ από τη δύναμη που εξέπεμπε, ακόμη και αν δεν φορούσε την ενδυμασία του αξιώματός του – ένα χρυσό, μεταξένιο άμφιο πάνω από ένα λευκό χιτώνα και ρούχα μεταξένια με χρυσές λεπτομέρειες στους καρπούς. Ο επίσκοπος δεν φαινόταν πίσω από τα χαρτιά που είχε μπροστά του, την ώρα που η Ίζομπελ διέσχιζε το δωμάτιο. Όταν πήρε τη θέση της μπροστά από το τραπέζι δίπλα στον πατέρα της, είδε ότι η περγαμηνή στα χέρια του επισκόπου ήταν ένα αντίγραφο της παραχώρησης της περιουσίας του Χιουμ. Ο πατέρας της τη σκούντηξε με τον αγκώνα του και της έκλεισε το μάτι. Δόξα τω Θεώ, η κουβέντα του με τον επίσκοπο πρέπει να είχε πάει καλά! «Δεν θεωρώ» είπε ο επίσκοπος, με τα μάτια του στραμμένα ακόμα στο έγγραφο «ότι η μεταφορά της περιουσίας του Χιουμ μπορεί να ακυρωθεί.» Εμβρόντητη από τη γρήγορη απόφαση που έβγαλε ο επίσκοπος για την υπόθεσή της, η Ίζομπελ έριξε ένα έντονο βλέμμα στον πατέρα της. Το νεύμα του δεν την καθησύχαζε. «Ο πατέρας σας προτείνει μια λογική λύση» είπε ο επίσκοπος, τραβώντας και πάλι την προσοχή της. «Υπό αυτές τις συνθήκες, η μόνη έντιμη πράξη που απομένει στον Γκράχαμ είναι να σας παντρευτεί. Βλέπω, μάλιστα, ότι προσφέρεται να το πράξει.» Ο επίσκοπος πήρε έναν καινούργιο πάκο με χαρτιά, κλείνοντας τη δική της υπόθεση και το πρόβλημά της. «Μα τον έχω ήδη αρνηθεί.» Η φωνή της ακουγόταν σαν ηχώ μέσα στη μεγάλη αυτή αίθουσα. «Δεν θέλω να φανώ αγνώμων στην ευγενική βοήθειά σας, εξοχότατε» προσέθεσε διστακτικά. «Αλλά δεν μπορώ να παντρευτώ εκείνον
30
MARGARET MALLORY
που μου έκλεψε την περιουσία μου. Είναι ολωσδιόλου ανέντιμος.» Ο επίσκοπος παραμέρισε τα χαρτιά του και την κοίταξε πραγματικά για πρώτη φορά. Αν και ήταν δυνατός, δεν μπορούσε να την κάνει να υποκύψει – το έβλεπε στα μάτια του. Όμως, αντί για ενόχληση, διέκρινε πρόθυμο ενδιαφέρον στο έντονο βλέμμα που της έριξε. «Άφησέ με να μιλήσω ιδιαιτέρως στην κόρη σου» είπε στον πατέρα της, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. Αν και το έθεσε αρκετά ευγενικά, δεν επρόκειτο για παράκληση. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τον πατέρα της, ο επίσκοπος της έγνεψε να καθίσει. Εκείνη το έπραξε, ενώ με τα χέρια της έπιανε σφιχτά την ποδιά της και επιθυμούσε να παραμείνει ψύχραιμη, καθώς ο επίσκοπος την εξέταζε προσεκτικά. «Ας επανεξετάσουμε τις επιλογές σας, κυρία Χιουμ» είπε, ακουμπώντας τα λυγισμένα δάχτυλά του στο σαγόνι του. «Πρώτον, μπορείτε να δεχθείτε τον Γκράχαμ. Με αυτόν, θα κρατήσετε το σπίτι σας και θα διατηρήσετε τη θέση σας.» Άνοιξε το στόμα της για να εκφράσει την ένστασή της και το έκλεισε πάλι, απότομα. «Δεύτερον, μπορείτε να επιστρέψετε στο πατρικό σας. Με τη γενναιόδωρη προίκα που θα σας προσφέρει ο πατέρας σας» –το έντονο βλέμμα που της έριξε καθιστούσε σαφές ότι εκείνος γνώριζε τους εξευτελιστικούς όρους του πρώτου της γάμου– «είμαι βέβαιος πως ο δεύτερος σύζυγος που θα σας βρει θα είναι το ίδιο κατάλληλος με τον τελευταίο.» Σταμάτησε, σαν να ήθελε να της δώσει χρόνο για να σκεφτεί. Ωστόσο, ο χρόνος δεν μπορούσε να βελτιώσει καμία από τις δύο επιλογές. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, δεν υπάρχει καμία διέξοδος για μένα; Καμία απολύτως;
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
31
«Μπορώ να σας προτείνω και μια τρίτη επιλογή» είπε ο επίσκοπος, αργά και επιφυλακτικά. Άπλωσε τα χέρια του και ακούμπησε τα μακριά και στενά δάχτυλά του σε μια τυλιγμένη περγαμηνή, στην άκρη του τραπεζιού του. «Μόλις έλαβα ένα γράμμα από τον ανιψιό μου. Κατέλαβε την Καέν.» «Ο Θεός να τον έχει καλά» μουρμούρισε εκείνη. Όμως, προσπαθούσε απεγνωσμένα να καταλάβει τι λόγο είχε να της αναφέρει τις προόδους που επιτελούσε ο Βασιλιάς Ερρίκος αναφορικά με την ανάκτηση της αγγλικής γης στη Νορμανδία. Ο επίσκοπος δεν έμοιαζε με άνθρωπο που μιλούσε άσκοπα. «Ο βασιλιάς ανησυχεί για την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ της Αγγλίας και της Νορμανδίας. Όταν έρθει η άνοιξη, το Κοινοβούλιο θα προσφέρει κίνητρα στους Άγγλους εμπόρους ώστε να εγκατασταθούν εκεί.» Έμποροι; Τι σχέση είχε αυτό με εκείνη; «Οι συμμαχίες μεταξύ της αριστοκρατίας είναι ακόμα πιο σημαντικές.» Τράβηξε την τυλιγμένη περγαμηνή με τον δείκτη του. «Ο βασιλιάς ζητάει τη βοήθειά μου για να κάνω αυτές τις… διευθετήσεις.» Οι σκέψεις της έμοιαζαν αργές, καθώς πάσχιζε να καταλάβει το νόημα των λεγομένων του. «Σας προσφέρω την ευκαιρία να πραγματοποιήσετε έναν γάμο επωφελή για εσάς» της είπε. «Και για την Αγγλία.» Η ανάσα της κόπηκε. «Στη Νορμανδία;» «Πρέπει να παντρευτείτε κάποιον» είπε ο επίσκοπος, στρέφοντας την παλάμη του πάνω στο τραπέζι. Έγειρε λίγο μπροστά και στένεψε τα μάτια του. «Πιστεύω ότι ίσως είστε μια γυναίκα η οποία προτιμάει την ανασφάλεια από τις ασφαλείς, γνωστές επιλογές.» Το γεγονός ότι καταλάβαινε πως την περιέπαιζε ένας ειδικός δεν τη βοηθούσε και πολύ. Ο επίσκοπος χτύπησε ελαφρά τα δάχτυλά του στο τραπέζι. Εκείνη προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά. Ένας άγνωστος
32
MARGARET MALLORY
πολύ δύσκολα θα ήταν χειρότερος από τον Γκράχαμ. Και, εάν πήγαινε στη Νορμανδία, θα μπορούσε να προσέχει και τον αδελφό της. Όμως, πώς ήταν δυνατόν να συμφωνήσει να παντρευτεί έναν άντρα για τον οποίο δεν γνώριζε τίποτα; Ο επίσκοπος χτύπησε και πάλι τα δάχτυλά του. «Θα μπορούσα τουλάχιστον πρώτα να συναντήσω αυτή τη γαλλική “ανασφάλεια”, προτού δεσμευτώ να τον παντρευτώ;» Ένα φευγαλέο χαμόγελο εκτίμησης άγγιξε τα χείλη του επισκόπου, όμως κούνησε το κεφάλι του. «Ακόμα και αν φύγετε προτού κανονιστεί ο αρραβώνας, θα δεσμεύεστε από την υπόσχεσή σας στον βασιλιά.» Σήκωσε το ένα λεπτό του φρύδι. «Έχετε κάποιον… όρο… που θα θέλατε να μεταβιβάσω στον βασιλιά;» Έναν ιππότη, γενναίο και αληθινό, καλό και ευγενικό. Της ήρθε ανεξήγητα στο μυαλό η περιγραφή ενός ιππότη του Κάμελοτ. Κοκκινίζοντας, κούνησε το κεφάλι της. «Έπειτα από τις… εσφαλμένες επιλογές… του πατέρα σας κατά το παρελθόν» είπε ο επίσκοπος, με τα ρουθούνια του να ανοίγουν ελαφρώς, «ένας τέτοιος γάμος θα αποκαθιστούσε την οικογένειά σας στην εύνοια του βασιλιά.» «Μπορώ να έχω το χρόνο να το σκεφτώ, εξοχότατε;» «Φυσικά.» Με μια λάμψη στα μάτια του, είπε: «Σύντομα, το πέρασμα για τη Νορμανδία θα είναι απροσπέλαστο μέχρι την άνοιξη, όμως είμαι βέβαιος ότι θα θέλετε να περάσετε τους μακρούς χειμερινούς μήνες εδώ, με τον πατέρα σας.» Πόσο έξυπνος ήταν! Ο επίσκοπος σηκώθηκε. «Φεύγω για το Γουέστμινστερ σε τρεις μέρες. Μέχρι τότε, μπορείτε να στείλετε κάποιο μήνυμα για μένα εδώ.» Χωρίς να πει άλλη λέξη, ο επίσκοπος έφυγε από το δωμάτιο.
Κεφάλαιο Τρία Δουκάτο της Νορμανδίας Οκτώβριος 1417 Ο Σερ Στίβεν Κάρλτον ξύπνησε με έναν πονοκέφαλο που τον τύφλωνε. Παρέμεινε ακίνητος, ακούγοντας το μακρινό ήχο του αέρα και της βροχής, και προσπαθούσε να θυμηθεί πού βρισκόταν. Α, ναι, ήταν ακόμα με τον στρατό του Βασιλιά Ερρίκου, στη Νορμανδία. Και μάλιστα στην πόλη Καέν. Όμως, πού ακριβώς στην Καέν; Σταμάτησε να αναρωτιέται, άνοιξε το ένα του μάτι και έκανε ένα μορφασμό κοιτάζοντας προς το αμυδρό φως. Ερχόταν από ένα στενό παράθυρο, άρα ήταν ακόμα κάπου στο κάστρο. Αλλά αυτό δεν ήταν το δωμάτιό του. Και τι έκανε ακόμα στο κρεβάτι ενώ ήταν ακόμα μέρα– Βόγκηξε. Διστακτικά, γύρισε το κεφάλι του για να βεβαιωθεί. Μόλις είδε το γυμνό ώμο και τα ατημέλητα ξανθά μαλλιά, πίεσε τα μάτια του για να κλείσουν. Ήταν η Μαρί ντε Λισιέ. Ο Θεός να τον βοηθούσε, διότι ήταν μια γυναίκα που δεν ξεχνιόταν. Τράβηξε το χέρι του, που βρισκόταν κάτω από εκείνη, προσέχοντας πολύ ώστε να μην την ενοχλήσει. Ευχαριστη-
34
MARGARET MALLORY
μένος που τα κατάφερε, ανασηκώθηκε και μετακίνησε τα πόδια του στην άκρη του κρεβατιού – πολύ πολύ γρήγορα. Ακουμπώντας το κεφάλι του στα χέρια του για να συνέλθει, κοίταξε κάτω το μόριό του και αναρωτήθηκε εάν θα σηκωνόταν ξανά. Η γυναίκα αυτή ήταν αχόρταγη. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που ο σύζυγός της έκανε τα στραβά μάτια στις απιστίες της – ήταν ευγνώμων για την ανάπαυλα. Πώς κατέληξε και πάλι στο κρεβάτι μαζί της; Τον έλουσε ένα κύμα απέχθειας για τον εαυτό του, το οποίο μάλιστα τον έκανε να ζητάει απεγνωσμένα κάτι για να πιει. Βέβαια, αυτό αποτελούσε ειρωνεία, διότι το ποτό ήταν αυτό που τον οδήγησε εδώ. Όμως, ταυτόχρονα, κρατούσε μακριά όλες εκείνες τις εικόνες που τον βασάνιζαν. Ναι, το ποτό βοηθούσε. Και οι γυναίκες, βέβαια. Υπήρχαν πολλοί άντρες που έπιναν μέσα σε μια πόλη η οποία κατακλυζόταν από στρατιώτες. Και για εκείνον υπήρχαν πάντα πρόθυμες γυναίκες. Δεν είχε σημασία με ποια πήγαινε. Οι προσδοκίες του ότι θα ανακάλυπτε μια γυναίκα που θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο ήταν ακόμα λιγότερες από αυτές που έτρεφε σχετικά με την κατάκτηση της ιπποτικής δόξας σε αυτό τον τρισάθλιο πόλεμο. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν άραγε να είναι δεσμευμένος με μια γυναίκα δυνατή, γενναία και έξυπνη· με μια γυναίκα που δεν θα συμβιβαζόταν με το να είναι αυτός λιγότερο άντρας απ’ ό,τι πραγματικά μπορούσε. Θα κατάφερνε να τον σώσει; Του άξιζε να σωθεί; Γνώριζε μόνο μία τέτοια γυναίκα, και δεν περίμενε να συναντήσει και άλλη. Παρ’ όλα αυτά, διασκέδαζε με τις γυναίκες. Μιλούσε μαζί τους. Φλέρταρε μαζί τους. Κοιμόταν μαζί τους. Όμως, δεν χρειαζόταν να είναι τελείως νηφάλιος για να ξέρει πως εκείνη που κοιμόταν δίπλα του ήταν λάθος. Κοιτάζοντας προσεκτικά την ακίνητη μορφή της Μαρί, απομακρύνθηκε ήρεμα από το κρεβάτι. Εκείνη κοιμόταν σαν νεκρή, για όνομα των αγίων! Όταν έσκυψε για να μα-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
35
ζέψει τα ρούχα του, το κεφάλι του πονούσε τόσο πολύ που ένιωθε πως ήταν άρρωστος. Περίμενε να συνέλθει το στομάχι του, προτού περάσει την μπλούζα και το χιτώνα πάνω από το κεφάλι του. Στεκούμενος στο ένα του πόδι, παραλίγο να πέσει, καθώς προσπαθούσε να φορέσει το παντελόνι του. Έφυγε, αρπάζοντας τις μπότες του με το ένα χέρι και τη ζώνη του και το σπαθί του με το άλλο. Μα τω Θεώ, ο διάδρομος ήταν πολύ παγωμένος! Κατάλαβε τώρα ότι βρισκόταν στον πύργο. Όμως, τίνος ήταν αυτή η κρεβατοκάμαρα; Η Μαρί ήταν ικανή να τον πήγε στο κρεβάτι κάποιου άλλου εραστή της. Αυτή η γυναίκα προκαλούσε προβλήματα. Το κάστρο της Καέν ήταν τεράστιο, με πολυάριθμα διάσπαρτα κτίρια στην έκταση της εξωτερικής αυλής του. Η διαδρομή μέχρι την κεντρική πύλη ήταν αρκετά μεγάλη για να καθαρίσει το μυαλό του. Όταν επιτέλους πέρασε τη γέφυρα για την Παλιά Πόλη, μπήκε στο πρώτο καπηλειό που βρήκε. Πέρασαν πολλές ώρες και εκείνος ήταν ακόμα εκεί, πίνοντας με θορυβώδεις στρατιώτες, όταν ένιωσε μάτια να τον κοιτάζουν. Η γνώριμη μορφή του ετεροθαλή αδελφού του, του Λόρδου Γουίλιαμ Φιτζ-Άλαν, εμφανίστηκε στην είσοδο. Όταν οι άλλοι άντρες αντιλήφθηκαν τον σπουδαίο διοικητή, κούνησαν αδέξια τα πόδια τους και προσφέρθηκαν να του κάνουν χώρο για να περάσει. Ο Γουίλιαμ συνέχιζε να κοιτάζει τον Στίβεν. Ο Στίβεν έβαλε κι άλλο κρασί στο ποτήρι του και αγνόησε τον αδελφό του. Όταν ένας από τους συντρόφους του φώναξε «Είθε ο Θεός να μας φέρει κι άλλες νίκες», δεν ύψωσε το ποτήρι του μαζί με τους υπόλοιπους, αλλά ήπιε το ποτό του μονορούφι. Έβαλε κι άλλο, και αποφάσισε να κάνει τη δική του πρόποση. «Ο Θεός να μας δίνει νίκες» είπε, κρατώντας την άκρη
36
MARGARET MALLORY
του τραπεζιού, «ακόμα κι αν πρέπει να λιμοκτονούν γυναίκες και παιδιά για να τις κατακτήσουμε.» Προτού δει τον Γουίλιαμ να κινείται, ο αδελφός του είχε πιάσει σφιχτά το χέρι του και τον οδηγούσε έξω από την πόρτα. Εκεί έξω, ο Γουίλιαμ τον έριξε στον τοίχο. Έπιασε το πιγούνι και το σαγόνι του Στίβεν στο χέρι του. Με τα πρόσωπά τους τόσο κοντά μεταξύ τους και τις μύτες τους σχεδόν να ακουμπούν η μία την άλλη, είπε: «Για όνομα του Θεού, Στίβεν, τι πρέπει να κάνω μ’ εσένα;» Είτε μεθυσμένος είτε νηφάλιος, ο Στίβεν δεν θα άφηνε κανέναν να απλώσει χέρι πάνω του. Όμως, αυτός ήταν ο Γουίλιαμ. «Πάει πολύς καιρός από τότε που ήσουν υπεύθυνος για μένα, μεγάλε μου αδελφέ.» «Έχω υπάρξει και πατέρας και αδελφός για σένα επί πάρα πολλά χρόνια για να κάθομαι απλώς και να σε αφήνω να κάνεις αυτό το πράγμα στον εαυτό σου!» Ο Γουίλιαμ σταμάτησε να τον κρατάει και έσκυψε βαριά προς τον τοίχο, δίπλα στον Στίβεν. Με ήρεμη φωνή, του είπε: «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Πρέπει να προσπαθήσεις να το ξεπεράσεις.» Ο Στίβεν δεν ήθελε να μιλήσει για όσα έγιναν τη μέρα που έσπασε η πολιορκία της Καέν και ο αγγλικός στρατός κατέκλυσε την πόλη. Μέχρι να φτάσουν ο Γουίλιαμ και εκείνος στην αγορά της πλατείας, οι Άγγλοι στρατιώτες σφάγιαζαν το πλήθος των γυναικών, των παιδιών και τον γέρων που βρίσκονταν εκεί. Οι δυο τους ίππευαν μέσα στο πλήθος, κουνώντας τα σπαθιά τους στον αέρα, φωνάζοντας και σπρώχνοντας, ώσπου τελικά οι στρατιώτες άκουσαν και υπάκουσαν στη διαταγή να σταματήσουν. Οι εικόνες από αυτή τη μέρα δεν τον άφηναν σε ησυχία. Όταν όλα τελείωσαν, ο Στίβεν περπατούσε στην πλατεία όπου είχε λάβει χώρα το μακελειό. Ο θρήνος των γυναικών γέμισε τα αυτιά του και η μυρωδιά του αίματος τον έπνιγε, καθώς περνούσε πάνω από τα σπασμένα σώματα των παι-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
37
διών και των γέρων. Κοιτάζοντας κάτω, είδε το κομμένο χέρι ενός παιδιού να βρίσκεται μπροστά από τη ματωμένη μπότα του. Ακούμπησε σε έναν τοίχο και έκανε εμετό, μέχρι που τα γόνατά του ήταν πλέον αδύναμα. «Δεν είναι αυτό το μονοπάτι προς τη δόξα που περίμενα, όταν ήρθαμε εδώ για να πολεμήσουμε τους Γάλλους» είπε. «Ο στρατός του Βασιλιά Ερρίκου να σφαγιάζει γέρους, γυναίκες και παιδιά!» είπε ο Γουίλιαμ με φωνή γεμάτη θυμό. «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα δω κάτι τέτοιο.» «Θα έπρεπε να το περίμενες. Διαφορετικά, γιατί διέταξες τον Τζέιμι να παραμείνει έξω από τα τείχη της πόλης εκείνη τη μέρα;» Παρά το γεμάτο μομφή τόνο της φωνής του, ο Στίβεν ήταν υπερβολικά ευγνώμων που ο ανιψιός του δεν είχε υπάρξει μάρτυρας της σφαγής στην πλατεία. «Το παιδί είναι μόλις δεκαπέντε χρόνων» αντέδρασε ο Γουίλιαμ. «Είναι αλήθεια ότι υποπτευόμουν πως θα γινόταν φασαρία, όχι όμως τόσο άσχημη όσο εκείνη. Οι άντρες διψούσαν για αίμα, ύστερα από τη φωτιά που έκαψε τον ιππότη μέχρι θανάτου.» Οι υπερασπιστές της πόλης είχαν ρίξει δεμάτια φλεγόμενου άχυρου στον ιππότη, ο οποίος τραυματίστηκε στην τάφρο, στη βάση του τείχους. Ανήμποροι να τον πλησιάσουν και ακούγοντας τις φωνές του, οι Άγγλοι κάθονταν στις φωτιές των σκηνών τους, γεμάτοι οργή. «Και ο βασιλιάς;» ρώτησε ο Στίβεν, αν και γνώριζε την απάντηση. «Πιστεύει ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι προκάλεσαν την οργή του Θεού» είπε ο Γουίλιαμ, με ζοφερή φωνή. «Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να υποταχθούν σε αυτόν ως νόμιμο κυρίαρχό τους, ώστε να αποφύγουν αυτή την τύχη.» «Οι γυναίκες και τα παιδιά δεν είχαν κανένα λόγο στην απόφαση της πόλης να μας αντισταθεί.» «Η σφαγή ήταν ενάντια στις διαταγές του βασιλιά και
38
MARGARET MALLORY
δεν θα επιτρέψει να ξαναγίνει.» Ο Γουίλιαμ πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε: «Τώρα, οι άλλες πόλεις θα πέσουν γρήγορα.» «Ώστε, λοιπόν, η σφαγή εκπλήρωσε ένα σκοπό» είπε ο Στίβεν έντονα. «Ο βασιλιάς μας, αν μη τι άλλο, έχει στρατηγική.» «Είσαι απρόσεχτος στις απόψεις σου» είπε ο Γουίλιαμ, χωρίς ιδιαίτερη ένταση στη φωνή του. «Εάν οι άνθρωποι εδώ χρησιμοποιούσαν τη λογική που τους έδωσε ο Θεός, θα μας είχαν καλωσορίσει. Η γαλλική αριστοκρατία είναι η πληγή αυτού του τόπου. Τόσο η φατρία των Βουργουνδών όσο και αυτή των Αρμανιάκ λεηλατούν τα χωριά για χάρη του δικού τους πλουτισμού.» «Είναι κρίμα που ο γαλλικός στρατός δεν θα μας πολεμήσει. Ήλπιζα να κερδίσω μεγάλες μάχες για χάρη της Αγγλίας.» Ντροπιασμένος, ο Στίβεν σκούντηξε τον Γουίλιαμ και μίλησε σε ηπιότερο τόνο. «Όπως ο διάσημος αδελφός μου.» «Μα τω Θεώ, ποτέ δεν πίστευα ότι θα μου λείψει ο πόλεμος με τους Σκοτσέζους» είπε ο Γουίλιαμ, καθώς έσπρωχνε τον εαυτό του μακριά από τον τοίχο. «Έλα, θα περπατήσω μαζί σου μέχρι το κάστρο. Πρέπει να κοιμηθείς – νωρίς το πρωί, έχεις ραντεβού με τον βασιλιά.» Ο Στίβεν ένιωσε τις τελευταίες παρενέργειες του ποτού να φεύγουν. «Ζήτησες χάρη για τον αδύναμο, μικρό αδελφό σου, έτσι;» «Αδύναμος μπορεί να είναι, μικρός όμως σε καμία περίπτωση.» Ο Γουίλιαμ τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. «Και δεν ζήτησα χάρη. Ένας Θεός ξέρει τι, όμως ο βασιλιάς είδε κάτι σ’ εσένα από τότε που ήσουν παιδί. Λέει πως έχει κάποια αποστολή για σένα.» «Περί τίνος πρόκειται;» Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τους ώμους του, μη γνωρίζοντας. «Δεν είπε.» Διάβηκαν μαζί, μέσα σε συντροφική σιωπή, την πύλη
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
39
του κάστρου, και στη συνέχεια περπάτησαν στα εδάφη του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η εξωτερική αυλή ήταν κατειλημμένη από στρατιώτες, όμως επικρατούσε ηρεμία αυτή την ώρα μες στη νύχτα. Είχαν σχεδόν φτάσει στο Παλιό Παλάτι, όπου ο Στίβεν μοιραζόταν μια κάμαρα με τον ανιψιό του, προτού του μιλήσει και πάλι ο Γουίλιαμ. «Θα μπορούσες να ζητήσεις την άδεια του βασιλιά για να επιστρέψεις στο Νορθάμπερλαντ. Είναι καιρός να διεκδικήσεις τη γη των Κάρλτον.» «Δεν είμαι τόσο ανόητος! Η μητέρα και η Κάθριν θα είναι ανένδοτες, όταν αποκτήσω την περιουσία, ώστε να βρω ταίρι.» Γιατί το γεγονός ότι ήταν ανύπαντρος τους φαινόταν σαν αγκάθι; «Θέλουν να σε δουν τακτοποιημένο, προτού μπλέξεις σε σοβαρά προβλήματα με κάποια γυναίκα» κούνησε το κεφάλι του ο Γουίλιαμ. «Και έχουν δίκιο. Γιατί αυτό μπορεί να συμβεί.» Ο Στίβεν αγνόησε την κριτική του – την είχε ακούσει και κατά το παρελθόν. Ύστερα από λίγο, ο Γουίλιαμ είπε: «Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να πει κανείς για μια ζωή με γυναίκα και παιδιά – η Κάθριν είναι η πηγή της ευτυχίας μου.» «Όπως σου έχω ξαναπεί» είπε ο Στίβεν, προσποιούμενος ένα χαμόγελο «εάν μου βρεις μια γυναίκα σαν αυτήν, θα έχω παντρευτεί προτού ακόμα τυπωθεί το αγγελτήριο του γάμου.» Η Κάθριν ήταν όμορφη, θαρραλέα, με άποψη και γελαστή. Τη λάτρευε από τότε που ήταν δώδεκα χρόνων, όταν η μητέρα του τον έστειλε να ζήσει με τον Γουίλιαμ και τη νέα του σύζυγο. «Εύχομαι στον Θεό να ήταν εδώ τώρα η Κάθριν» είπε ο Γουίλιαμ πικρά. «Δεν θα συμπεριφερόσουν έτσι, εάν ήταν εδώ και σε έβλεπε.» Ο Στίβεν σήκωσε τους ώμους του, αναγνωρίζοντας ότι
40
MARGARET MALLORY
αυτό ήταν αλήθεια. Όταν ήταν νεότερος, του ήταν πάντα πολύ ευκολότερο να αντιμετωπίσει το θυμό του Γουίλιαμ παρά την απογοήτευση της Κάθριν. Ακόμα και τώρα, θα έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει. Σχεδόν τα πάντα. Τουλάχιστον εδώ, στη Νορμανδία, είχε απαλλαγεί από τις προσπάθειές της να τον αρραβωνιάσει με κάποια ενδοτική και εξαιρετικά βαρετή νεαρή κοπέλα, η οποία προερχόταν από καλή οικογένεια και είχε περιουσία. Το ήξερε ότι έπρεπε να παντρευτεί. Όμως, ήταν μόλις είκοσι πέντε χρόνων! Με λίγη τύχη, θα μπορούσε να καθυστερήσει αυτή την υποχρέωση για πολλά χρόνια. *** Ο Στίβεν κάθισε στη Μεγάλη Αίθουσα του Θησαυροφυλάκιου, χτυπώντας τα δάχτυλά του. Να πάρει. Έπρεπε να είχε ξυπνήσει πιο νωρίς, για να βρεθεί μαζί με τον βασιλιά στη Λειτουργία του παρεκκλησιού. Μόλις άκουσε τον ήχο από τις μπότες του, πετάχτηκε όρθιος. Ο Βασιλιάς Ερρίκος μπήκε στην αίθουσα και ακολουθούνταν από πολλούς στρατιώτες, οι οποίοι αποτελούσαν την προσωπική του φρουρά. Με ένα κοφτό νεύμα, σταμάτησε την υπόκλιση του Στίβεν. Ο Στίβεν αναστέναξε από μέσα του, καθώς ο βασιλιάς τον περιεργαζόταν κατά τη μακρά σιωπή που ακολούθησε. Αν και είχε φροντίσει το ντύσιμό του για αυτή την πολύ πρωινή συνάντηση, δεν μπορούσε να κάνει κάτι για τα κοκκινισμένα μάτια του. Ο Βασιλιάς Ερρίκος δεν παραδιδόταν ούτε στις γυναίκες, αλλά ούτε και στο ποτό, και ανεχόταν ελάχιστα αυτούς που το έκαναν. «Πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, μεγαλειότατε;» χαμογέλασε ο Στίβεν και έγνεψε με σεβασμό, ώστε να μετριάσει το θράσος του διότι μίλησε πρώτος.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
41
«Ίσως θα μπορούσες να μου εξηγήσεις» είπε ο βασιλιάς, σφίγγοντας τα χέρια πίσω από τη μέση του, «γιατί ένας άντρας που διασκεδάζει τόσο εύκολα πρέπει να αφιερώνει τόσο πολύ χρόνο στην αναζήτηση της διασκέδασης.» Ο Στίβεν έχασε το χαμόγελό του. Είχε φανεί τόσο αδιάκριτος, ώστε τα νέα για τη συμπεριφορά του είχαν φτάσει ακόμα και στα αυτιά του βασιλιά; «Έχω να προτείνω μια καλύτερη αξιοποίηση των ταλέντων σου, Στίβεν Κάρλτον.» Ο Στίβεν δεν διέκρινε κάποιο ίχνος σαρκασμού στον τόνο της φωνής του βασιλιά. Πιθανόν αυτό να ήταν καλό σημάδι. «Είμαι, όπως πάντα, στη διάθεσή σας, μεγαλειότατε.» Αναρωτήθηκε ξανά τι είδους αποστολή είχε ο βασιλιάς για εκείνον. Ήθελε απεγνωσμένα να του ανατεθεί μια στρατιωτική θέση, όμως θα ήταν ευχαριστημένος και με το να κυνηγά απλά τους λιποτάκτες– με οτιδήποτε, αρκεί να ήταν κάτι επικίνδυνο και κάτι το οποίο θα του προκαλούσε το ενδιαφέρον. «Οι υπήκοοί μου εδώ πρέπει να δουν ότι δεν ήλθα για να κατακτήσω, αλλά για να κυβερνήσω ως νόμιμος κυρίαρχος. Έχει έρθει η ώρα να καθιερώσουμε την τάξη και τη σωστή διακυβέρνηση στη γη την οποία έχουμε έως τώρα ανακτήσει. Για να γίνει αυτό, έχω ορίσει τον Σερ Τζον Πόπχαμ ως εκπρόσωπό μου στην Καέν, και θέλω εσύ να τον βοηθήσεις.» Ο Στίβεν δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε. «Θέλετε να είμαι… ένας…» Πάσχιζε να θυμηθεί τη σωστή λέξη και του φάνηκε δυσάρεστη όταν τη βρήκε. «…ένας διοικητικός; Μα είμαι ένας ικανός ιππότης, μεγαλειότατε.» «Θα γίνεις επίσης και ένας εξέχων διοικητής» είπε ο βασιλιάς με απόλυτο τρόπο. «Όμως, έως ότου ο γαλλικός στρατός φανεί πρόθυμος να μας αντιμετωπίσει σε μάχη, έχω πολλούς περισσότερους διοικητές απ’ όσους χρειάζομαι.» Δύο χρόνια πριν, ο αγγλικός στρατός αποδεκάτισε την
42
MARGARET MALLORY
αφρόκρεμα του γαλλικού ιππικού στη μάχη του Αζινκούρ, παίρνοντας μια νίκη τόσο ηχηρή που θα μνημονευόταν μέσα στα χρόνια. Έκτοτε, οι Γάλλοι διοικητές απέφευγαν επιμελώς τη μάχη σώμα με σώμα με τον νεαρό βασιλιά. «Αυτό που χρειάζομαι είναι έναν άντρα έξυπνο και γοητευτικό, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων» είπε ο βασιλιάς. «Το καθήκον σου θα είναι να ακούς τα παράπονά τους, να επιλύεις τις διαφορές τους δίκαια και να τους πείσεις ότι τα πράγματα θα είναι καλύτερα με την αγγλική κυριαρχία.» Θεέ μου. «Χαίρομαι που θα σας υπηρετώ, μεγαλειότατε.» «Αφήστε μας μόνους» φώναξε ο βασιλιάς. Όταν οι βαριές πόρτες έκλεισαν πίσω από τους στρατιώτες που φύλασσαν την είσοδο, ο βασιλιάς είπε: «Ξέρω ότι έκανα τη σωστή επιλογή. Ουδείς θα καταλάβαινε από την όψη σου ότι έχεις εξοργιστεί.» Το χαμόγελο στο πρόσωπο του βασιλιά έφερε στο νου του Στίβεν μια γάτα με ένα τραυματισμένο πουλί κάτω από την πατούσα της. «Αυτή η παραπλανητική γοητεία» συνέχισε ο βασιλιάς «και το αξιέπαινο ταλέντο σου στο να μαθαίνεις μυστικά θα αποδειχθούν πολύτιμα και για τη δεύτερη αποστολή σου.» Ήταν ένα οικογενειακό αστείο το ότι κανένα μυστικό δεν έμενε κρυφό από εκείνον. Ο Στίβεν προσπάθησε να μαντέψει ποιος από τους αγαπημένους του θεώρησε σκόπιμο να μοιραστεί κάτι τέτοιο με τον βασιλιά. Ο στοχασμός του σταμάτησε, τη στιγμή που ένα κοίλωμα στον τοίχο πίσω από τον βασιλιά άνοιξε. Όταν ένας ψηλός, κομψά ντυμένος άντρας με λευκόξανθα μαλλιά βγήκε από αυτό το άνοιγμα, ο Στίβεν ξανάβαλε το σπαθί του στη θήκη. «Ρόμπερτ!» φώναξε. «Τι κάνεις στη Νορμανδία; Ο Γουίλιαμ το ξέρει;» Εκείνος και ο Ρόμπερτ χτύπησαν ελαφρά ο ένας τον άλλον στην πλάτη και στη συνέχεια έκαναν πίσω για να αλληλοκοιταχτούν καλύτερα. Αν και στο πρόσωπο του Ρόμπερτ
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
43
φαίνονταν κάποιες παραπάνω ρυτίδες γέλιου, ο Στίβεν δεν είχε καμία αμφιβολία ότι οι γυναίκες έπεφταν στα πόδια του –και στο κρεβάτι του– με την ίδια συχνότητα. «Σερ Ρόμπερτ πλέον» είπε ο βασιλιάς. «Ύστερα από είκοσι χρόνια, ο φίλος μας παράτησε την αμφίεση του περιπλανώμενου μουσικού. Επέστρεψε για να διεκδικήσει τη νόμιμη θέση του ως αριστοκράτης της Νορμανδίας.» «Είσαι γεμάτος εκπλήξεις» είπε ο Στίβεν γελώντας. Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε ειρωνικά. «Πόσο θα έθλιβε τον θείο μου να γνώριζε ότι κληρονόμησα την περιουσία του! Κρυβόμουν, διότι ήταν αποφασισμένος να με δολοφονήσει.» Ο Ρόμπερτ έγειρε κοντά στον Στίβεν και ψιθύρισε: «Η δεύτερη γυναίκα του μου είχε μια παραπάνω αδυναμία.» «Παρά τις όποιες αλλαγές» είπε ο βασιλιάς «ο Ρόμπερτ συμφώνησε να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’ εμένα.» Ο Στίβεν ήξερε τι ήταν αυτές οι «υπηρεσίες». Ως τροβαδούρος, ο Ρόμπερτ ταξίδευε πολύ και ήταν ευπρόσδεκτος παντού. Το γεγονός αυτό τον έκανε έναν χρήσιμο κατάσκοπο στα χρόνια κατά τα οποία η Αγγλία στροβιλιζόταν στη δίνη της επανάστασης και ο Βασιλιάς Ερρίκος ήταν ακόμα ο Πρίγκιπας Χάρι. «Δεν μπορώ να σου πω πόσα απογεύματα πέρασε η οικογένεια κάνοντας υποθέσεις για το ποιος πραγματικά ήσουν» είπε ο Στίβεν. Τα μάτια του Ρόμπερτ ζάρωσαν από την καλή διάθεση. «Αυτά μπορούμε να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή. Τώρα πρέπει να συζητήσουμε τα σχέδια του βασιλιά για σένα. Θα δουλεύουμε μαζί, φίλε μου.» *** Όταν ο βασιλιάς άφησε τον Στίβεν να φύγει και έκανε σήμα σ’ εκείνον να παραμείνει, ο Ρόμπερτ δεν ένιωσε κάποιο
44
MARGARET MALLORY
αίσθημα ανησυχίας, κανένα προαίσθημα. Παρότι ήταν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, η σχέση τους αριθμούσε πολλά χρόνια και τη διέκρινε ο αμοιβαίος σεβασμός. «Η τάξη και η σωστή διακυβέρνηση δεν θα είναι αρκετές για να αποτελέσουν συνδετικό κρίκο μεταξύ Νορμανδίας και Αγγλίας» ξεκίνησε ο Χάρι. «Πρέπει επίσης να υπάρξουν γάμοι-συμμαχίες μεταξύ των ευγενών.» Ο Ρόμπερτ αισθάνθηκε μια ανησυχία να τον πλησιάζει. Γάμοι-συμμαχίες; Μήπως ο βασιλιάς εννοεί – Θεέ μου, ας τον προστατεύσουν οι άγιοι! «Έλαβα ένα γράμμα σήμερα από τον θείο μου, τον Eπίσκοπο Μπόφορτ, που αφορούσε σε μια τέτοια κοπέλα. Εάν ο καιρός είναι καλός, θα καταφτάσει εδώ από μέρα σε μέρα.» Μια σταγόνα ιδρώτα έσταξε κάτω από την πλάτη του Ρόμπερτ. «Μια νεαρή κοπέλα, μεγαλειότατε; Πόσο νεαρή;» Παρακάλεσε τον Θεό να μην επρόκειτο για καμιά νέα και αθώα. Ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος από εκείνη για κάτι τέτοιο. «Είναι μια χήρα, ετών είκοσι δύο.» Ήταν καλύτερο από το να είναι δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών, αλλά μόνο λίγο καλύτερο. Έπρεπε να σκεφτεί κάποια δικαιολογία, αλλά ποια; Ανάθεμα! Αν ήταν ακόμα μόνον ένας απλός τροβαδούρος, ο βασιλιάς δεν θα ζητούσε από εκείνον κάτι τέτοιο. «Θέλω τη συμβουλή σου» είπε ο Χάρι, ακουμπώντας τις μύτες των λυγισμένων δαχτύλων του στο πιγούνι του. «Ποιον από τους Γάλλους αριστοκράτες, που έχουν αποδείξει την πίστη τους σ’ εμένα, θα πρέπει να δεσμεύσω ακόμα πιο στενά με ένα γάμο-συμμαχία;» Δόξα τω Θεώ! Ένα αίσθημα ανακούφισης κυρίευσε το σώμα του Ρόμπερτ. Ήλπιζε ότι αυτό δεν θα φαινόταν στο πρόσωπό του. «Η μόνη πόλη που βρίσκεται μεταξύ του στρατού μου και του Παρισιού είναι η Ρουέν» είπε ο βασιλιάς. «Χρειάζομαι έναν άντρα με επιρροή σε αυτήν. Έναν άντρα
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
45
ο οποίος μπορεί να τους πείσει ότι τους συμφέρει να παραδοθούν γρήγορα.» Ο Ρόμπερτ πήρε μια ανάσα για να συνεφέρει τον εαυτό του και να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί την απάντηση στο ερώτημα του βασιλιά. «Ο Φιλίπ ντε Ροσέ» είπε, ευχαριστημένος που η απάντηση του ήρθε τόσο εύκολα. «Είναι ένας ισχυρός άντρας στη Ρουέν. Είναι μέλος της φατρίας των Βουργουνδών και είναι σύμμαχός μας για την ώρα. Απ’ ό,τι ακούω, είναι αφοσιωμένος μόνο στον εαυτό του.» «Τότε δεν διαφέρει και πολύ από τους περισσότερους Γάλλους ευγενείς» είπε ο βασιλιάς, με αρκετά αποδοκιμαστικό τόνο στη φωνή του. «Ο Ντε Ροσέ δεν θα θέλει να δεσμευτεί με μια κοπέλα από την Αγγλία, έως ότου είναι βέβαιος για το κατά πού φυσάει ο άνεμος» είπε ο Ρόμπερτ. «Εφόσον το μεγαλύτερο τμήμα της γης του είναι υπό τη δική μας κυριαρχία, θα συμφωνήσει στο γάμο» απάντησε ο βασιλιάς με ένα χαμόγελο. «Όμως, θα φανεί πιστός σε αυτόν;» Ο Ρόμπερτ ανασήκωσε τους ώμους του. «Τουλάχιστον, όμως, αυτό θα τον εμποδίσει να πραγματοποιήσει ένα γάμοσυμμαχία δυσμενή για εμάς.» «Έχω λόγο που ελπίζω για περισσότερα» είπε ο βασιλιάς. «Ο θείος μου αναφέρει ότι αυτή η συγκεκριμένη κοπέλα διαθέτει τόσο δυνατή θέληση όσο και εξαιρετική ομορφιά.» Ο Ρόμπερτ δεν ενδιαφερόταν για τα χαρακτηριστικά της νεαρής χήρας. «Μήπως την έχεις συναντήσει σε κάποιο από τα ταξίδια σου;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Το όνομά της είναι Λαίδη Ίζομπελ Χιουμ – ο πατέρας της είναι ο Σερ Έντουαρντ Ντόμπσον.» Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Ρόμπερτ τόσο ορμητικά, ώστε τα πόδια του έτρεμαν. Ήταν η κόρη της Μάργκαρετ.
46
MARGARET MALLORY
Ο βασιλιάς μιλούσε για την κόρη της Μάργκαρετ. Και έλεγε ότι θα έλθει εδώ, στην Καέν. «Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ταξίδεψα στον Βορρά» είπε ο Ρόμπερτ, παλεύοντας για να διατηρήσει ατάραχα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. «Όμως, νομίζω πως ο θίασός μου είχε δώσει παραστάσεις στο σπιτικό του πατέρα της, μία ή δύο φορές.» Η όμορφη μικρή Ίζομπελ ήταν όπως η μητέρα της. Καθόταν στα πόδια του για ώρες, ακούγοντάς τον να τραγουδάει μπαλάντες και να απαγγέλλει ιστορίες. Οι αγαπημένες της ήταν αυτές του Βασιλιά Αρθούρου. «Ήταν ένα αξιαγάπητο παιδί» είπε και μετάνιωσε για το μελαγχολικό τόνο στη φωνή του. «Πλέον, όμως, δεν είναι παιδί» είπε απότομα ο βασιλιάς. «Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της έως ότου κανονιστεί ο γάμος. Δεν υπάρχουν εδώ αριστοκράτισσες οι οποίες θα μπορούσαν να την προσέχουν. Έχει έναν αδελφό στον στρατό του Γκλάουτσεστερ, όμως θα πάρει χρόνο μέχρι να τον φέρω εδώ, στην Καέν.» «Αφήστε με να την προσέχω εγώ μέχρι να έρθει ο αδελφός της.» Τα λόγια αυτά ξέφυγαν από το στόμα του Ρόμπερτ, χωρίς να τα πολυσκεφτεί. «Μια νεαρή κοπέλα; Υπό την προστασία σου; Με περνάς για ανόητο;» «Πιστέψτε με, δεν θέλω αυτό το βάρος» είπε ο Ρόμπερτ, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά. «Εάν υπήρχε κάποιος άλλος, δεν θα αποδεχόμουν αυτή μου την υποχρέωση.» «Υποχρέωση;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Ποια υποχρέωση;» Υποχρεώσεις. Συνέπειες. Ποιος δεκαεξάχρονος τα σκέφτεται όλα αυτά, όταν πιστεύει ότι είναι ερωτευμένος; Εκείνο το καλοκαίρι, στη Φλάνδρα, αυτός και η Μάργκαρετ το έσκαγαν σε κάθε ευκαιρία. «Είμαστε μακρινοί συγγενείς από τις οικογένειές μας στη Φλάνδρα» είπε ο Ρόμπερτ, γνωρίζοντας ότι τα ψήγματα αλή-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
47
θειας πάντοτε βελτιώνουν ένα ψέμα. «Εάν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τη Λαίδη Χιουμ αν έχει μια Φλαμανδή γιαγιά.» Ο βασιλιάς κοίταξε με μισόκλειστα μάτια τον Ρόμπερτ και σκεφτόταν. «Είναι χήρα, όχι ένα νέο κορίτσι» του υπενθύμισε ο Ρόμπερτ. «Δεν χρειάζεται προστάτη.» «Και πάλι, όμως, κάτι πρέπει να κάνω με αυτήν» μούγκρισε ο βασιλιάς. «Σας δίνω την υπόσχεσή μου ότι η κοπέλα θα είναι ασφαλής μαζί μου.» Ο βασιλιάς έκανε ένα νεύμα· ανέκαθεν του άρεσε να του δίνουν υποσχέσεις. «Όμως, θα πρέπει να την προσέχεις» είπε, κουνώντας το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπο του Ρόμπερτ «όπως προσέχει ένας πατέρας την κόρη του.» Ο λαιμός του Ρόμπερτ σφίχτηκε. Ο Θεός ήξερε ότι ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο – και πως ήταν εντελώς ακατάλληλος. Όμως, θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Κεφάλαιο Τέσσερα Νοέμβριος 1417 Ο Στίβεν περπατούσε μέσα στην εξωτερική αυλή και έκανε πικρές σκέψεις, έχοντας περάσει ένα ολόκληρο πρωινό διευθετώντας μια αντιπαράθεση μεταξύ δύο γκρινιάρηδων εμπόρων. Δόξα τω Θεώ, είχε ελεύθερο το απόγευμά του για να προπονηθεί με τον Γουίλιαμ και τον Τζέιμι. Ήθελε να κρατήσει ένα σπαθί μέχρι οι μύες του να πονέσουν και ο ιδρώτας να στάζει ποτάμι από το δέρμα του. Αυτό το απόγευμα, όπως και όλα τα απογεύματά του πλέον, ανήκε στον Ρόμπερτ. Ο Θεός να τον βοηθούσε – ο βασιλιάς τον εκτιμούσε για τα μυστικά που μπορούσε να αποσπάσει από τους ανθρώπους. Τι το τιμητικό υπήρχε σε αυτό; Ο βασιλιάς θα πρέπει να ήταν ευχαριστημένος που μάθαινε ότι ο Στίβεν χρησιμοποιούσε αυτά τα «ειδικά ταλέντα». Μέχρι τώρα, δεν έλειπαν οι ντόπιοι άντρες που επιθυμούσαν να πιουν ένα ποτό μαζί του ή οι γυναίκες που ήθελαν να πάνε στο κρεβάτι μαζί του. «Στίβεν!» Δεν είχε δει τη Μαρί ντε Λισιέ, μέχρι που χρειάστηκε να την πιάσει για να μην πέσει στο έδαφος. Μα τω Θεώ, αυτή η γυναίκα βρισκόταν πάντα καταγής. Τον ακολουθούσε με μια επιμονή η οποία είχε πάψει εδώ και καιρό να είναι κολακευτική.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
49
Η Μαρί πίεσε το χέρι της στο πλούσιο στήθος της. «Πρέπει να έρθεις να καθίσεις μαζί μου όσο θα συνέρχομαι.» Η σπίθα στα μάτια της του έλεγε πως το να καθίσει εκείνος δεν ήταν αυτό που είχε εκείνη κατά νου. Η διατήρηση των όρκων του γάμου της ήταν απλώς η αρχή των ηθικών αναστολών που η προκλητική Μαρί ντε Λισιέ δεν είχε. Η γυναίκα αυτή αποτελούσε πρόβλημα. Όμως, ποιος θα αρνούνταν τη διαταγή του βασιλιά να «γίνει ένα» με την τοπική αριστοκρατία; «Δεν μπορώ τώρα.» Πάνω από τον ώμο της, είδε τον Γουίλιαμ και τον Τζέιμι να διασχίζουν την εξωτερική αυλή. Ο Ρόμπερτ ήταν μαζί τους. Η Μαρί τράβηξε το χέρι του. «Τότε, πότε;» «Το Σάββατο» της είπε και χαιρέτησε τους άλλους. «Μα είναι πολλές οι μέρες μέχρι τότε!» Το άρωμά της ήταν τόσο δυνατό, που τα μάτια του δάκρυσαν. Ήταν παράξενο το ότι δεν το είχε παρατηρήσει ποτέ στο παρελθόν. «Απόψε» επέμεινε εκείνη. «Πρέπει να έρθεις σ’ εμένα απόψε.» «Αργά» της είπε, παίρνοντας τα δάχτυλά της από το χιτώνα του. Της έκλεισε το μάτι και έφυγε για να συναντήσει τους άλλους. Η διάθεσή του έφτιαξε, καθώς οι τέσσερίς τους περπατούσαν προς την κατεύθυνση του Παλιού Παλατιού. Μεταξύ του παλατιού και του Θησαυροφυλάκιου υπήρχε ανοιχτός χώρος, όπου συνήθως έκαναν εξάσκηση. «Χαίρομαι που έρχεσαι μαζί μας» είπε, χτυπώντας το χέρι του στον ώμο του Ρόμπερτ. «Ύστερα από όλα όσα έκανες για μένα, θα πρέπει να μετατρέψω σε προσωπικό μου καθήκον το να σε διατηρώ σε φόρμα για τη μάχη.» Ο Ρόμπερτ γέλασε. «Θα διασκέδαζα πολύ με αυτή την πρόκληση, όμως δεν μπορώ σήμερα. Ήρθα για να ζητήσω μια χάρη.»
50
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν τού έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα. «Τι είναι;» «Μια αριστοκράτισσα έφτασε σήμερα το πρωί από το Νορθάμπερλαντ» είπε ο Ρόμπερτ, απευθυνόμενος και στον Γουίλιαμ και στον Τζέιμι. «Ο βασιλιάς μού ανέθεσε να την προσέχω. Μιας και είναι εδώ χωρίς κανέναν φίλο ή οικογένεια, θα ήταν πολύ ευγενικό αν της μιλούσες.» Ο Στίβεν ένιωσε το πίσω μέρος του λαιμού του να τον τσιμπάει. Μπορούσε να σκεφτεί μόνο μία εξήγηση για τη μοναχική άφιξη μιας Αγγλίδας κυρίας στην Καέν. «Εάν είναι κανένα ανόητο κορίτσι που έχουν στείλει η μητέρα μου και η Κάθριν, θα την ξαποστείλω πίσω. Όποιες και αν είναι οι συνέπειες.» Η υποψία του σύντομα μετατράπηκε σε οργή. «Ρόμπερτ, πώς μπόρεσες να συμμετάσχεις στο σχέδιό τους;» «Μα τω Θεώ, είμαι αθώος!» απάντησε ο Ρόμπερτ, βάζοντας γελώντας το χέρι του στην καρδιά. «Αυτή η κοπέλα είναι εδώ για να πραγματοποιήσει γάμο πολιτικού συμφέροντος. Πίστεψέ με, θα πρέπει να δώσω εξηγήσεις στον βασιλιά, εάν υπάρξει κάτι περισσότερο από μια φιλική κουβέντα μεταξύ σας.» Το καλό χιούμορ του Στίβεν επέστρεψε μεμιάς. «Τι σκεφτόταν ο βασιλιάς και την έθεσε υπό τη δική σου προστασία;» «Συμβαίνει η μητέρα της να είναι μακρινή μου ξαδέλφη.» «Ο βασιλιάς το πίστεψε αυτό;» ρώτησε ο Στίβεν και χαμογέλασε ειρωνικά. «Και ο μνηστήρας της; Προφανώς και δεν σε γνωρίζει για να επιτρέψει κάτι τέτοιο.» «Η κυρία είναι ασφαλής στα χέρια μου» είπε ο Ρόμπερτ. «Όσο για τον μνηστήρα της, είναι στη Ρουέν – και πρέπει να ενημερωθεί για τον επικείμενο αρραβώνα του.» *** Η Ίζομπελ προσπαθούσε να αγνοεί τη νευρικότητα της υπηρέτριας καθώς περίμενε τον Σερ Ρόμπερτ. Από τη βεράντα
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
51
μπροστά από το Παλιό Παλάτι, μπορούσε να διακρίνει τα περισσότερα από τα κτίρια που περικλείονταν από το εξωτερικό τείχος του κάστρου. Το Θησαυροφυλάκιο, όπου ο Σερ Ρόμπερτ και ο Βασιλιάς Ερρίκος εκδίκαζαν υποθέσεις, βρισκόταν δεξιά της. Εάν έσκυβε λίγο προς τα εμπρός και κοίταζε από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να δει μέσα από την κουρτίνα του πύργου μέχρι την ανατολική πύλη, την Πορτ ντε Σαμπ. Όπου και να κοίταζε, υπήρχαν στρατιώτες. «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άντρες εδώ» είπε η υπηρέτριά της. «Είμαστε ασφαλείς εδώ, κυρία;» Τα μάτια της κοίταζαν πέρα-δώθε, από τη μια μεριά στην άλλη, σαν να περίμενε να της επιτεθούν ανά πάσα στιγμή. «Σώπασε!» Η Ίζομπελ ήταν εξοργισμένη με τις ατέλειωτες ερωτήσεις της γυναίκας. Μιας και πλέον δεν είχε δικούς της υπηρέτες, είχε αναγκαστεί να πάρει μαζί της αυτή την ανόητη από το σπιτικό του πατέρα της. «Οι άντρες που μας φυλάνε είναι αυτοί που φορούν τη στολή του βασιλιά. Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ασφαλέστερες.» Η ανησυχία που της βασάνιζε το στομάχι δεν σχετιζόταν με το γεγονός ότι βρισκόταν ανάμεσα σε τόσους οπλισμένους άντρες – όλη της η αγωνία επικεντρωνόταν μοναχά σε έναν. «Όμως, πού είναι ο μνηστήρας σας;» ρώτησε η υπηρέτρια. «Πότε θα έρθει για εσάς;» «Ξέρεις πολύ καλά ότι ο Σερ Ρόμπερτ έχει πάει να μάθει νέα του.» Εφόσον ο Γάλλος της δεν ήταν εκεί, δεν την ένοιαζε πού ήταν. Θεέ μου, κάνε να μην έρθει ποτέ. «Έχετε ξαναδεί ποτέ πιο όμορφο άντρα;» Η Ίζομπελ ήξερε ότι η υπηρέτρια δεν μιλούσε πλέον για τον μνηστήρα της, αλλά για τον Σερ Ρόμπερτ. Η γυναίκα αυτή ενθουσιάστηκε τόσο πολύ όταν εκείνος τους συνάντησε στο πλοίο, ώστε η Ίζομπελ χρειάστηκε να τη σπρώξει γερά για να κατέβει από τη ράμπα.
52
MARGARET MALLORY
«Είναι ακόμα πιο όμορφος από όμορφος» είπε η Ίζομπελ, περισσότερο στον εαυτό της παρά στην υπηρέτρια. «Σαν τον Αρχάγγελο Γαβριήλ.» «Ακριβώς έτσι, κυρία!» Ήταν επίσης ευγενικός σαν άγγελος: αφού πρώτα είχε βεβαιωθεί ότι η Ίζομπελ τακτοποιήθηκε άνετα σε μια κάμαρα του πύργου, είχε αφιερώσει το υπόλοιπο πρωινό του στην ξενάγησή της στο κάστρο. Ήταν περίεργο, όμως, το ότι της έρχονταν στο νου τμήματα τραγουδιών, καθώς της μιλούσε εκείνος. Ενώ προβληματιζόταν με αυτό, κοίταξε προς το όμορφο παρεκκλήσι που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο και βρισκόταν στο μέσον μεταξύ της βεράντας και της κεντρικής πύλης, της Πορτ Σεν-Πιερ. Το σαγόνι της έπεσε, όταν είδε τον Ρόμπερτ να έρχεται προς το μέρος της μαζί με άλλους τρεις άντρες. Όπως τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας, έτσι έφυγε και το πλήθος των στρατιωτών που περνούσαν από μπροστά τους, αφήνοντάς της ανοιχτό το πεδίο για να βλέπει. Οι τέσσερις ψηλοί, εντυπωσιακοί, μεγαλόσωμοι άντρες έμοιαζαν λες και βγήκαν από τα μαγικά παραμύθια της παιδικής της ηλικίας. Ο ένας εξ αυτών ήταν στην ηλικία του Σερ Ρόμπερτ και έμοιαζε πολύ με τον Βασιλιά Αρθούρο, όπως εκείνη πάντοτε τον φανταζόταν: σκούρος ξανθός, επιβλητικός, αυστηρός. Δίπλα του, βρισκόταν ένας νέος με σκούρα μαλλιά, μάλλον κοντά στα δεκαέξι. Έριξε το βλέμμα της στον τελευταίο άντρα, που μιλούσε με πολλή ζωντάνια. Κρίνοντας από το πώς οι άλλοι γύριζαν το κεφάλι τους για να τον ακούσουν, πρέπει να ήταν ενδιαφέρουσα η ιστορία που τους έλεγε. Και οι τέσσερις ήταν όμορφοι, όμως υπήρχε κάτι σε αυτόν τον τελευταίο που τράβηξε την προσοχή της. Αυτά τα πλούσια καστανοκόκκινα μαλλιά του, που έφταναν μέχρι του ώμους του, θα πρέπει να έκαναν κάθε γυναίκα που τα έβλεπε να τα ζηλεύει. Της άρεσε το ψηλό, ευκίνητο
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
53
σώμα του, καθώς και ο τρόπος που περπατούσε, με μια άνετη, γατίσια χάρη, παρά τις άγριες κινήσεις που έκανε. «Κυρά μου, θα μπορούσε κάποιος από αυτούς τους όμορφους άντρες να είναι ο μνηστήρας σου;» Η Ίζομπελ γύρισε και κοίταξε την υπηρέτριά της. Λες να ήταν αλήθεια; Είχε ήδη φτάσει; Ένιωσε μια ανησυχία να περνάει από τα πόδια της και να εγκαθίσταται σαν κόμπος στην κοιλιά της. «Ένας από αυτούς έχει και την κατάλληλη ηλικία, έτσι δεν είναι;» επέμεινε η υπηρέτρια. Ο Σερ Ρόμπερτ είχε πει ότι ο Γάλλος ήταν μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερος από εκείνη. Όταν γύρισε για να κοιτάξει εκ νέου τους άντρες, ο λαιμός της έκλεισε από τον πανικό. Είχαν σχεδόν φτάσει κοντά της! «Βλέπεις, κυρά μου, αυτός στο τέλος με τα όμορφα μαλλιά…» Με την άκρη του ματιού της είδε το χέρι της υπηρέτριας να υψώνεται, και το άρπαξε προτού προλάβει να δείξει με το δάχτυλό της. Δεν ήταν έτοιμη να τον γνωρίσει… δεν ήταν… δεν ήταν. Απασχόλησε τον εαυτό της ισιώνοντας το φόρεμά της και προσπαθώντας απεγνωσμένα να ηρεμήσει. Με ένα ξέσπασμα αντρικού γέλιου, οι τέσσερις την περικύκλωσαν. Ο Ρόμπερτ τη χαιρέτησε με ένα θερμό χαμόγελο και τη βοήθησε να σηκωθεί. Κλίνοντας το κεφάλι του προς τον άντρα που έμοιαζε με τον Βασιλιά Αρθούρο, είπε: «Λαίδη Χιουμ, να σας συστήσω τον Λόρδο Γουίλιαμ Φιτζ-Άλαν.» Ο Φιτζ-Άλαν έμοιαζε σαν να έσφαζε δράκους για πρωινό. Όμως, όταν τη χαιρέτησε, διέκρινε ευγένεια στα μάτια του. «Και αυτός είναι ο γιος του Φιτζ-Άλαν, ο Τζέιμι Ρέιμπερν» είπε ο Ρόμπερτ, γυρίζοντας προς τον νέο με τα σκούρα μαλλιά.
54
MARGARET MALLORY
Ο νεαρός Τζέιμι Ρέιμπερν φαινόταν ανίκανος να συγκρατήσει τα μάτια του, που την κοίταζαν από την κορυφή έως τα νύχια, παρά το γεγονός ότι αυτό τον έκανε να κοκκινίζει έντονα. Δεν είχε χρόνο να αναρωτηθεί γιατί ο πατέρας και ο γιος είχαν διαφορετικό οικογενειακό όνομα, προτού ο τρίτος άντρας θέσει στην άκρη τον νεαρό. Όλα τα άλλα χάθηκαν, καθώς κοίταξε το πρόσωπο του άντρα τον οποίο θα παντρευόταν. Ήταν αλήθεια; Θα μπορούσε αυτός με τα γελαστά μάτια να είναι ο νέος της σύζυγος; Προσευχόταν για έναν άντρα ο οποίος δεν θα την αηδίαζε. Ποτέ δεν τόλμησε να ελπίσει σε κάτι τέτοιο. Ο άντρας αυτός ήταν τόσο όμορφος, που της έκοβε την ανάσα. Κάθε του χαρακτηριστικό ήταν ελκυστικό: τα μαύρα σχιστά φρύδια του, η σκληρή επιφάνεια των παρειών και του σαγονιού, η δυνατή, ίσια μύτη, το πλατύ, χαμογελαστό στόμα. Όμως, τα μάτια του παρέμεναν το αγαπημένο της σημείο. Είναι απίστευτο το πώς το χρώμα τους ταίριαζε με τα μαλλιά του – ήταν λίγες αποχρώσεις πιο σκούρο και πιο βαθύ καστανό από αυτό του κάστανου. Και η φωνή του – τόσο μελωδική. Καθώς τον άκουγε, φανταζόταν μια σειρά από όμορφα παιδάκια με τα ζεστά καφετιά μάτια των κουταβιών. Σχεδόν απέτυχε να καταλάβει τι έλεγε. «…χαρά μου που σας γνωρίζω. Είμαι ο Σερ Στίβεν Κάρλτον.» Εκείνη πετάρισε τα μάτια της. «Μα αυτό είναι αγγλικό όνομα.» «Ναι, είναι» είπε, με ένα χαμόγελο που τράβηξε το βλέμμα της ακόμα και στα άσπρα δόντια του. «Είμαι από το Νορθάμπερλαντ, όπως κι εσείς.» Από το Νορθάμπερλαντ; Μα… για όνομα του Θεού! Ένιωσε να κοκκινίζει παντού, ντροπιασμένη για το λάθος της.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
55
Τι θα πρέπει να νομίζει ο άνθρωπος; «Έζησα για λίγο στο Νορθάμπερλαντ, μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια» συνέχισε σε ήρεμο τόνο σαν μετάξι ο Κάρλτον. «Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι θα έχουμε κάποιες κοινές γνωριμίες.» Η Ίζομπελ αντιλήφθηκε το πονηρό σπίθισμα στα μάτια του και η ταπείνωσή της ήταν ολοκληρωτική. Άραγε, είχε μαντέψει ότι τον πέρασε για τον Γάλλο; Ή, μήπως, απλώς διασκέδαζε με το απροκάλυπτο βλέμμα που του έριχνε; Μα τι της συνέβαινε; Πίστευε ότι είχε ξεπεράσει όλα αυτά τα παιδικά όνειρα για τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, εδώ και καιρό. Στ’ αλήθεια, ο Στίβεν Κάρλτον ήταν τόσο όμορφος όσο οποιοσδήποτε από τους ιππότες του θρύλου. Ήταν βέβαιη, ωστόσο, πως κανένας από τους ιππότες του Κάμελοτ δεν είχε στα μάτια του το άτακτο βλέμμα του άντρα ο οποίος γελούσε μαζί της. Χωρίς να το θέλει, η εικόνα του Βαρθολομαίου Γκράχαμ πέρασε φευγαλέα από το νου της. Ήταν μια υπενθύμιση ότι το όμορφο παρουσιαστικό και η εύκολη γοητεία μπορεί να κρύβουν μια πολύ μαύρη καρδιά. *** Ο Στίβεν διασκέδαζε παρατηρώντας τον Τζέιμι, ανήμπορο, να κοιτάζει επίμονα την όμορφη μαυρομάλλα κοπέλα. Ο ανιψιός του φαινόταν ανίκανος να μιλήσει. Προτού το κακόμοιρο το αγόρι ντροπιάσει κι άλλο τον εαυτό του, ο Στίβεν μπήκε μπροστά και συστήθηκε. Δεν περίμενε την επίδραση που θα είχαν αυτά τα πράσινα μάτια πάνω του, όταν η κοπέλα κοίταξε εκείνον. Θεέ των ουρανών, τον κοίταζε σαν να ήταν εκείνος η απάντηση στις προσευχές της! Σχεδόν τον έκανε να εύχεται να ήταν. Η φανερή λαχτάρα στα μάτια της έστειλε έναν κεραυνό
56
MARGARET MALLORY
πόθου που τον έκαψε. Η ματιά αυτή χάθηκε τόσο γρήγορα, ώστε ίσως και να τη φαντάστηκε. Μόνο που ήξερε ότι δεν την είχε φανταστεί. Ελπίζοντας να ανάψει και πάλι αυτή τη σπίθα, της χάρισε το χαμόγελο που συνήθως του έδινε αυτό που ήθελε. Ψυχρή σαν πάγος, εκείνη γύρισε και ξεκίνησε να μιλάει με τον Ρόμπερτ. Έπιασε τον εαυτό του να συμπεριφέρεται σαν τον Τζέιμι, κοιτάζοντάς την από την κορυφή ως τα νύχια: οι πλεξούδες, τυλιγμένες σε χρυσό δίχτυ δεμένο στην κορδέλα της, ήταν μαύρες· είχε ανοιχτό δέρμα και όμορφα, λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά, που την έκαναν να μοιάζει εύθραυστη. Όμως, υπήρχε κάτι στον τρόπο της που του έλεγε πως εκείνη δεν θεωρούσε τον εαυτό της αδύναμο ή ότι έχρηζε προστασίας. Ακολούθησε την κομψή γραμμή του λαιμού της. Με βαριά ανάσα, συνέχισε να κοιτάζει προς τα κάτω τη λεπτή, καλλίγραμμη μορφή της. Ήταν ευγνώμων που ο ανεξήγητα ζεστός καιρός την οδήγησε στο να απαλλαγεί από το μανδύα της – στ’ αλήθεια, ήταν πολύ ευγνώμων! Η αργή και σχολαστική παρατήρησή του διακόπηκε από ένα δυνατό χτύπημα στα πλευρά. Όταν έριξε ένα πλάγιο βλέμμα απορίας προς τον δράστη του χτυπήματος, ο Γουίλιαμ έκανε με το κεφάλι του μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση και σχημάτισε με τα χείλη του ένα «όχι». Ο Στίβεν παραλίγο να γελάσει δυνατά. Όντως, υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους δεν θα έπρεπε να βλέπει τη Λαίδη Χιουμ με αυτό τον τρόπο. Εκείνη θα έκανε έναν γάμο συμφέροντος για τον βασιλιά, και αυτός ο λόγος ήταν αρκετός για έναν έξυπνο άντρα ώστε να κρατηθεί σε απόσταση. Δάγκωσε τo χαμόγελό του, αναλογιζόμενος τους κινδύνους. Η Κάθριν πάντοτε έλεγε ότι τον είλκυαν τα προβλήματα, όπως το μέλι τραβάει την αρκούδα. Και, φυσικά, είχε δίκιο.
Κεφάλαιο Πέντε «Προσπάθησε να θυμάσαι» είπε ο Ρόμπερτ, καθώς περπατούσαν σε ένα σκοτεινό στενό, πηγαίνοντας σε μία ακόμα συνάντηση «ότι πρέπει να μεθύσεις τους άντρες αρκετά, ώστε να μιλούν ελεύθερα, ενώ παράλληλα θα προσποιείσαι ότι είσαι κι εσύ μεθυσμένος.» Ο Στίβεν αργόπινε νερωμένο κρασί σαν γιαγιά όλη τη νύχτα, όμως δεν τον ενδιέφερε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ένιωθε ξεκούραστος, παρά το περασμένο της ώρας. «Πες μου για αυτή τη Λαίδη Ίζομπελ Χιουμ.» Διατήρησε τον κανονικό τόνο της φωνής του, παρότι τη σκεφτόταν όλη τη μέρα. «Είναι ενάρετη και ανύπαντρη» είπε ο Ρόμπερτ. «Δεν είναι καθόλου ο τύπος σου.» Ο Στίβεν γέλασε. «Έλα τώρα, Ρόμπερτ, μπορεί κάποιος να είναι περίεργος, δεν μπορεί;» «Αρκεί να μην προσπαθήσεις να ικανοποιήσεις την “περιέργειά σου” με αυτή τη συγκεκριμένη κυρία.» Κάποιος ανάξιος Γάλλος θα είχε αυτή τη χαρά. Για κάποιο λόγο, το γεγονός αυτό ενοχλούσε αφάνταστα τον Στίβεν. «Μιλώντας για γυναίκες» είπε ο Ρόμπερτ. «Μα, για όνομα των αγίων, Στίβεν, δεν μπορείς να δείξεις λίγη διακριτικότητα με αυτές που φέρνεις στο κρεβάτι σου;»
58
MARGARET MALLORY
Αυτό το έλεγε ακριβώς αφότου είχε αποφύγει τη χυμώδη και καθ’ όλα πρόθυμη κόρη του τελευταίου τους φιλοξενούμενου. «Πώς μπορείς εσύ από όλους τους άντρες να μου κάνεις κήρυγμα για τις γυναίκες;» «Ποιον θα βρεις καλύτερο;» ρώτησε ο Ρόμπερτ. «Δεν σου προτείνω να απέχεις, προς Θεού. Το μόνο που σου ζητάω είναι να αξιοποιήσεις καλύτερα την κρίση σου.» «Ο Γουίλιαμ σού ζήτησε να μου μιλήσεις για αυτό;» Το γέλιο του Ρόμπερτ ακούστηκε δυνατά στον άδειο δρόμο. «Ο Γουίλιαμ θα προτιμούσε να σε δέσει με αλυσίδες για να γιατρευτείς, παρά να βάλει εμένα να σου δώσω συμβουλές για τις γυναίκες!» Ο Στίβεν αναστέναξε. «Όχι ότι σε αφορά, αλλά τέλος με τη Μαρί.» Φυσικά, η Μαρί δεν το ήξερε ακόμα. Η Μαρί. Θεέ μου, είχε ξεχάσει την αποψινή συνάντησή τους! Η Μαρί δεν ήταν γυναίκα που μπορούσες να αποφύγεις εύκολα. Εάν ο Στίβεν δεν πήγαινε στο σημείο συνάντησής τους, θα τον αναζητούσε – θα πήγαινε ακόμα και στην κρεβατοκάμαρά του… «Μα τα γένια του Αγίου Γουίλγκεφορτ!» Εγκατέλειψε τον Ρόμπερτ καταμεσής του σκοτεινού δρόμου και έφυγε τρέχοντας. Ευτυχώς, οι άντρες της σκοπιάς στην πύλη ήταν σύντροφοί του στο ποτό. Έπειτα από λίγες άγριες φωνές, τον άφησαν να περάσει. Έτρεξε κατά μήκος της ατέλειωτης έκτασης της εξωτερικής αυλής, μέχρι το Παλιό Παλάτι. Ανασαίνοντας βαριά, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά μέχρι το δεύτερο όροφο και έτρεξε γρήγορα στον αμυδρά φωτισμένο διάδρομο, προς την κάμαρα την οποία μοιραζόταν με τον Τζέιμι. Ήταν πολύ αργά· σίγουρα ο Γουίλιαμ θα του έπαιρνε το κεφάλι. Όταν μπήκε με φόρα στην κάμαρα, δύο κεφάλια πετάχτηκαν από το κρεβάτι. Η Μαρί βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
59
από τον Τζέιμι και το φόρεμά της είχε πιεστεί κάτω από το στήθος της. Όμως, ο Θεός ήταν μαζί του: τα σκεπάσματα βρίσκονταν ακόμα μεταξύ της Μαρί και του ανιψιού του. Ο Τζέιμι πετάχτηκε όρθιος, στέλνοντας τη Μαρί στο πλάι. Με έναν δραματικό αναστεναγμό, η γυναίκα χρησιμοποίησε το ένα της χέρι για να σηκωθεί και κοίταξε τον Στίβεν. Δεν κάλυψε το σώμα της. «Είναι λίγο μικρός για σένα, Μαρί» είπε ο Στίβεν, διατηρώντας ψύχραιμο τον τόνο της φωνής του. «Πρέπει να έχεις τα διπλάσια χρόνια του.» Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Σου το ορκίζομαι, Στίβεν» είπε με μάτια ορθάνοιχτα «όλα τα σημάδια μού έδειξαν ότι είναι αρκετά μεγάλος.» Έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Θα τελείωνε ποτέ αυτή η νύχτα; «Ώρα να πηγαίνεις, Μαρί.» Πήρε το χρόνο της για να πιέσει το στήθος της μέσα στο στενό κορσέ της – μια διαδικασία την οποία ο Τζέιμι παρακολούθησε με προσοχή. Όταν κατέβηκε από το ψηλό κρεβάτι, βεβαιώθηκε ότι το φόρεμά της έφτανε ψηλά στους μηρούς της. Ο Στίβεν σήκωσε το μανδύα της από κάτω, τον έριξε πάνω στους ώμους της και την οδήγησε στην πόρτα. «Οι τρεις μας;» ψιθύρισε κοντά στο αυτί του. Κούνησε το κεφάλι του αποφασιστικά. «Πώς τα καταφέρνει ο άντρας σου μαζί σου;» «Όχι τόσο καλά όσο τα καταφέρνεις εσύ» του απάντησε και βγήκε από την πόρτα. Εκείνος την έκλεισε με δύναμη πίσω της και έπειτα γύρισε προς τον ανιψιό του, ο οποίος καθόταν στο κρεβάτι, ντροπιασμένος και αναμαλλιασμένος. «Μείνε μακριά από αυτή τη γυναίκα.» «Κοιμόμουν· ανέβηκε πάνω μου προτού καν το καταλάβω» ψέλλισε ο Τζέιμι. «Στην αρχή, νόμιζε ότι ήμουν εσύ. Δεν ήθελα να… Ξέρω… ξέρω ότι είναι δική σου…»
60
MARGARET MALLORY
«Δεν είναι δική μου, προς Θεού. Η Μαρί έχει σύζυγο.» Βυθίστηκε σε ένα σκαμνί που βρισκόταν εκεί. Κουρασμένος, έβγαλε τις μπότες του και προσπάθησε να σκεφτεί τις κατάλληλες λέξεις. «Δεν είσαι παρά μόνο δεκαπέντε…» «Σχεδόν δεκαέξι» τον διέκοψε ο Τζέιμι. «Σίγουρα, δεν θα μου πεις ότι είμαι πολύ μικρός. Δεν θα ήταν η πρώτη μου.» Ο Στίβεν σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό αναζητώντας βοήθεια, η οποία όμως δεν ερχόταν. «Πίστεψέ με, είσαι πολύ νέος για να είσαι στο κρεβάτι με αυτή τη γυναίκα» είπε. «Και πολύ καλός για αυτήν.» Κοίταξε τον ανιψιό του, προσπαθώντας να τον δει ως τον νεαρό άντρα που ήταν τώρα, χωρίς να βλέπει το αγόρι το οποίο συνήθιζε να τον ακολουθεί. Βαθιά μπλε μάτια, σκούρα μαλλιά. Ευτυχώς γι’ αυτόν, ήταν πολύ όμορφος. «Θα σε θέλουν πολλές γυναίκες» είπε τελικά. «Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να πέφτεις στο κρεβάτι με όλες.» «Εσύ αυτό κάνεις.» Ο Στίβεν έτριψε τους κροτάφους του. «Όχι, δεν πάω με όλες τους.» Μα τω Θεώ, ήταν ανόητος αν πίστευε πως ο Τζέιμι δεν γνώριζε τι έκανε. Ξέχνα την οργή του Γουίλιαμ – η Κάθριν θα με έγδερνε ζωντανό. Πόσες φορές δεν τον είχε προειδοποιήσει ότι ο Τζέιμι τον είχε σαν πρότυπο; Τελευταία, δεν πίστευε πως ήταν πιθανό ο ανιψιός του να εξακολουθούσε να τον βλέπει έτσι. «Είναι αλήθεια πως υπήρξαν πολλές γυναίκες τελευταία» παραδέχτηκε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Και μπορώ να σου πω ότι δεν υπάρχει διαρκής ικανοποίηση σε ανούσιες σχέσεις με ρηχές γυναίκες. Είναι πολύ καλύτερο να αναζητείς αυτό που έχουν οι γονείς σου.» «Τότε, γιατί δεν το αναζητείς κι εσύ;» Το πρόσωπο του Τζέιμι ήταν τόσο σοβαρό, που ο Στίβεν έπρεπε να αντικρούσει τα λεγόμενά του και όχι να χαμογελάει. Θεέ μου, πόσο αγαπούσε αυτό το παιδί!
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
61
«Για την κατάλληλη γυναίκα» είπε, κοιτάζοντας τα μάτια του ανιψιού του, «θα άφηνα όλες τις υπόλοιπες, δίχως να το μετανιώσω.» Πίστευε ότι αυτό ίσως να ήταν αλήθεια. «Άρα, μέχρι ένας άντρας να βρει την τέλεια γυναίκα, είναι ελεύθερος να περνάει το χρόνο του με ρηχές γυναίκες» είπε ο Τζέιμι χαμογελώντας. «Τότε, έχω να πω το εξής: “Μη βιάζεσαι, τέλεια γυναίκα – με το πάσο σου!”» Ο Τζέιμι έσκυψε, καθώς η μπότα του Στίβεν πέρασε πάνω από το κεφάλι του. «Κάνε πιο πέρα, βρε άξεστε!» είπε ο Στίβεν και χώθηκε στο κρεβάτι. Ύστερα από αρκετή ώρα και ενώ η αναπνοή του Τζέιμι είχε σταθεροποιηθεί, ο Στίβεν ήταν ακόμα ξύπνιος και σκεφτόταν. Όταν η Κάθριν ήλθε στο νου του, χαμογέλασε: ήταν η μία τέλεια γυναίκα – και του έλειπε. Με μεγάλη ανακούφιση, διαπίστωσε ότι επί χρόνια δεν είχε φανταστεί τον εαυτό του να ρίχνει στο κρεβάτι την κουνιάδα του, σχεδόν από τότε που ήταν στην ηλικία του Τζέιμι – και όλοι γνώριζαν πώς ήταν να είσαι σε αυτή τη νεαρή ηλικία! Ίσως, τελικά, δεν ήταν τόσο κακός όσο φανταζόταν. Το μυαλό του ταξίδεψε στην κοπέλα από το Νορθάμπερλαντ… και στο βλέμμα που του έριξε την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν. Ένας άντρας μπορεί να κάνει πολλά για να ξαναδεί αυτό το βλέμμα.
Κεφάλαιο Έξι Ο Στίβεν καταριόταν τον Σερ Τζον Πόπχαμ, καθώς ακολουθούσε τη διαδρομή κατά μήκος του τείχους του κάστρου μέχρι την κατοικία του ακολούθου. Με την ομίχλη να πλανιέται πάνω από το έδαφος, η εξωτερική αυλή ήταν απόκοσμη αυτή την ώρα. Μήπως ο Πόπχαμ κανόνιζε να συναντιούνται όλο και πιο νωρίς κάθε πρωί, γιατί τον είχε άχτι; Προσπάθησε να σκεφτεί τις δουλειές που είχε μες στη μέρα, όμως το μυαλό του επέστρεφε στο πιο ενδιαφέρον ζήτημα: τη Λαίδη Ίζομπελ Χιουμ. Όσο πιο πολύ την έβλεπε, τόσο περισσότερο του εξήπτε το ενδιαφέρον. Και την έβλεπε συχνά – φρόντιζε εκείνος για αυτό. Το φλερτ δεν έμοιαζε να αποτελεί κομμάτι του ρεπερτορίου της κοινωνικής συμπεριφοράς της, γεγονός ασυνήθιστο για μια τόσο όμορφη γυναίκα. Το χαμόγελό της σπάνια έφτανε μέχρι τα μάτια της. Έπρεπε να την ακούσει να γελάει. Με το φλερτ, όμως, οι προσπάθειές του ήταν μάταιες. Προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ακουγόταν το γέλιο της. Σαν κουδούνισμα; Σαν ένα ελαφρύ κελάηδημα; Ναι, του εξήπτε το ενδιαφέρον. Σχεδόν τόσο, όσο τον είλκυε. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ήταν όμορφη – διότι όντως ήταν. Ήθελε να τη γνωρίσει και να μάθει τα μυστικά της. Η περιέργεια ήταν πάντοτε η αδυναμία του.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
63
Ένας παράξενος ήχος διέκοψε τις σκέψεις του. Παράξενος, διότι προερχόταν από τις αποθήκες που ήταν χτισμένες προς τον τοίχο. Πήγε στη χαμηλή, ξύλινη πόρτα, και έβαλε το αυτί του για να ακούσει. Φσιτ! Φσιτ! Φσιτ! Ο ήχος ήταν ξεκάθαρος. Τραβώντας το σπαθί του, άνοιξε την πόρτα για να δει τι ήταν. «Λαίδη Χιουμ!» Φαινόταν έκπληκτη, όπως και εκείνος, διότι τη βρήκε μόνη της σε μια αποθήκη να επιτίθεται σε ένα σάκο σιτάρι με ένα σπαθί. «Τον κακόμοιρο! Είναι ανυπεράσπιστος» της είπε, γέρνοντας το κεφάλι του προς το σάκο. Το σιτάρι έτρεχε πάνω στο βρόμικο πάτωμα από διάφορες μικρές σχισμές. «Κλείσε την πόρτα!» του είπε. «Δεν πρέπει να με δουν εδώ.» Και τι θέαμα ήταν αυτό, με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα και τις τούφες από τα σκούρα μαλλιά της να κολλάνε στο πρόσωπο και στο λαιμό της! Θεέ μου, συγκράτησέ με. Μπήκε μέσα και έκλεισε καλά την πόρτα πίσω του. «Εννοούσα, να μείνεις έξω από την πόρτα, όταν την κλείσεις.» Παρότι έκανε ένα βήμα πίσω ενώ μιλούσε, η Ίζομπελ κρατούσε γερά στο χέρι της το σπαθί, όπως ακριβώς έπρεπε. Με τα στιλπνά μαύρα μαλλιά της δεμένα σε μια χαλαρή κοτσίδα πάνω στον ώμο της, ήταν ακόμα πιο όμορφη απ’ ό,τι την είχε φανταστεί. Και είχε περάσει ώρες σκεπτόμενός την. Κανένας άντρας δεν έβλεπε μια ενήλικη γυναίκα με τα μαλλιά της ακάλυπτα, εκτός και αν επρόκειτο για μέλος του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Ή εραστής. Η οικειότητα που εξέπεμπε αυτό έκανε τους σφυγμούς του να αυξηθούν. Όντως, μια κυρία έχει κάθε λόγο να αισθάνεται νευρική, εάν βρεθεί μόνη με έναν άντρα σε αυτό το απομονωμένο μέρος.
64
MARGARET MALLORY
«Αυτός ο σάκος δεν αποτελεί και μεγάλη πρόκληση» είπε, προσπαθώντας να τη χαλαρώσει. «Με κοροϊδεύεις.» Υπήρχε δυσαρέσκεια στον τόνο της φωνής της, όμως εκείνος χάρηκε που είδε τους ώμους της να χαλαρώνουν. «Νομίζω ότι θα ήμουν καλύτερος αντίπαλος, όμως πρέπει να σε προειδοποιήσω» –σταμάτησε για να κοιτάξει με νόημα το σάκο με το σιτάρι– «δεν θα μείνω άπραγος, ενώ εσύ θα συνεχίζεις να με τρυπάς.» Το ξαφνικό της χαμόγελο απλώθηκε τριγύρω του σαν την εμφάνιση μιας ηλιαχτίδας. «Όμως, αναρωτιέμαι» είπε, υψώνοντας το σπαθί της προς την κατεύθυνσή του, «θα στριγκλίζεις σαν γουρούνι, όταν όντως σε καρφώσω με το σπαθί;» Εκείνος γέλασε δυνατά. «Ντρέπομαι που το παραδέχομαι, όμως αυτή είναι η πρώτη φορά που αγωνίζομαι με μια γυναίκα, γι’ αυτό να είσαι καλή μαζί μου.» Η Ίζομπελ μόλις που του έδωσε το χρόνο για να πάρει θέση, προτού του επιτεθεί. «Έχεις έμφυτο ταλέντο» της είπε, ύστερα από μερικές άμυνες και διαξιφισμούς. «Το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγη εξάσκηση.» «Κι εσείς, όμως, κύριε, είστε εκπληκτικός» του είπε, ελαφρώς λαχανιασμένη. «Μάλλον ο καλύτερος που έχω δει.» Το στήθος του φούσκωσε, σαν να ήταν νέος δώδεκα ετών. «Κι εγώ που νόμιζα ότι διαπρέπετε μόνο σε παιχνίδια που αφορούν στο ποτό.» Άουτς. «Ώστε με παρακολουθείτε. Δηλώνω γοητευμένος.» Το έντονο αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της τον χαροποιούσε αφάνταστα. Απέφυγε ένα αποφασιστικό χτύπημα προς την καρδιά. Έπαιζε μαζί της, όπως με τους μικρότερους σε ηλικία ακόλουθους – αρκετά έντονα για να τους προκαλέσει, αλλά όχι τόσο έντονα ώστε να τους αποθαρ-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
65
ρύνει. Όταν όμως εκείνη παραμέρισε τη φούστα της με το ελεύθερο χέρι της, έχασε τα βήματά του και σχεδόν του έπεσε το σπαθί από το χέρι. Εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω και σούφρωσε τα φρύδια της. «Ήταν μια έξυπνη κίνηση το να δείξεις τους αστραγάλους σου» της είπε, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Είναι ένα κόλπο που δεν έχω ξαναδεί.» «Δεν είχα την πρόθεση να βασιστώ σε οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο στις ικανότητές μου.» Ο τόνος της φωνής της ήταν κοφτός και ψυχρός. «Δεν θα ήμουν τόσο ποταπή, ώστε να επιστρατεύσω κόλπα.» Θεέ μου. «Εάν ο αντίπαλός σου είναι ταυτόχρονα και δυνατότερος και ικανότερος από σένα» είπε ο Στίβεν, διατηρώντας σταθερή τη φωνή του, «τότε πρέπει να χρησιμοποιείς τα πλεονεκτήματα που έχεις.» Έχοντας το χέρι που κρατούσε το σπαθί τεντωμένο, της έγνεψε με το άλλο για να έλθει μπροστά. Έπνιξε ένα χαμόγελό του, όταν εκείνη ξαναέπιασε το σπαθί της και κινήθηκε προς το μέρος του. «Άρα, όταν έχεις μια ευκαιρία, πρέπει να την αδράξεις» της είπε. «Ποτέ μην αφήνεις να χαθεί η στιγμή, όπως έκανες τώρα. Μη διστάζεις. Ο αντίπαλός σου μπορεί να μη σου δώσει δεύτερη ευκαιρία.» «Δεν σε ενδιαφέρει το πώς θα κερδίσεις, αρκεί να κερδίσεις;» Ο τόνος της ήταν δηκτικός. Εκείνος αναστέναξε χαμηλόφωνα. Πόσο αφελής μπορεί να ήταν; «Χρησιμοποίησε ό,τι κανόνες θέλεις όταν παίζεις, Ίζομπελ. Όμως, εάν κάποιος άντρας λιγότερο έντιμος από μένα σε έβρισκε μόνη, όπως εγώ σήμερα, θα ευχόσουν να ήξερες να μάχεσαι χωρίς τους κανόνες.» Εκείνη τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, αλλά δεν μίλησε.
66
MARGARET MALLORY
«Φυσικά, θα ήταν προτιμότερο να μην τριγυρίζεις μόνη σου. Μην ξεχνάς ότι η χώρα είναι επικίνδυνη.» «Δεν έχεις το δικαίωμα να μου κάνεις κήρυγμα.» Όμως, κάποιος έπρεπε να το κάνει. «Θέλεις να συνεχίσουμε να παίζουμε με τα σπαθιά;» τη ρώτησε επίτηδες, πειράζοντάς την. «Ή μήπως θέλεις να μάθεις πώς να προστατεύεις τον εαυτό σου από κάποιον ο οποίος θέλει να σε βλάψει;» Με μάτια πράσινα που σπινθήριζαν σαν φωτιά, η Ίζομπελ σήκωσε το σπαθί της και του είπε: «Δίδαξέ με.» Πόσο θα ήθελε να τη διδάξει! Ο Θεός να τον βοηθούσε – ήταν καταπληκτική έτσι. «Θα πρέπει να έχεις μαζί σου και ένα μικρό μαχαίρι» τη συμβούλευσε, καθώς απέκρουε την επίθεσή της. «Γιατί; Νομίζεις ότι μπορείς να ρίξεις το σπαθί μου από το χέρι μου;» «Μπορώ. Όμως, δεν θα χρειαστεί να το κάνω. Θα το ρίξεις εσύ, μόνη σου.» Αγωνιζόταν καλύτερα θυμωμένη, γεγονός που αποτελεί προτέρημα για έναν μαχητή. Και πάλι, όμως, εκείνος ήταν καλύτερος. Πολύ καλύτερος. Την ανάγκασε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, και πιο πίσω, και πάλι πίσω. Σήκωσε τα χέρια της και έστειλε το σπαθί με δύναμη προς τον τοίχο, καθώς παραπάτησε προς τα πίσω. Την επόμενη στιγμή, η Ίζομπελ βρισκόταν να στηρίζεται στους αγκώνες της· τα μαλλιά της έπεφταν λυτά πάνω στους ώμους της και το στήθος της ανεβοκατέβαινε. Εκείνος δεν μπορούσε να κουνηθεί – δεν μπορούσε καν να αναπνεύσει. Ήταν σαν μια θεά. Σαν μια λάγνα Αφροδίτη, ξαπλωμένη στο βρόμικο πάτωμα στα πόδια του. Έπειτα έριξε το κεφάλι της πίσω και γέλασε. Δεν ήταν ένα ελαφρύ κελάηδημα, αλλά ένα βαθύφωνο, χαρούμενο γέλιο, που έκανε την καρδιά του να πετάει.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
67
Και τι δεν θα έκανε για να ακούσει και πάλι το γέλιο της! «Φοβάμαι ότι είσαι σε πλεονεκτικότερη θέση από μένα» του είπε και τα μάτια της χόρευαν. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του, ώστε να τη βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της. Εκείνος το έπιασε και κάθισε στα γόνατά του δίπλα της. «Αυτό δεν είναι αλήθεια, Ίζομπελ» της ψιθύρισε με τραχιά φωνή. «Εγώ είμαι αυτός που βρίσκεται στο έλεός σου.» Τα δυο μάτια του καρφώθηκαν στα χείλη της· ήταν σαρκώδη και μισάνοιχτα. Χωρίς άλλη σκέψη, παραδόθηκε στην ανυποχώρητη έλξη που του ασκούνταν. Τη στιγμή που τα χείλη τους ενώθηκαν, ένιωσε μια φωτιά να τον καίει μέσα του. Προσπάθησε να κρατηθεί από το λεπτό νήμα της προειδοποίησης που ήταν δεμένο στη συνείδησή του. Όμως, ανταποκρινόταν κι εκείνη στο φιλί του, ανοίγοντας τα χείλη, και η γλώσσα της έψαχνε τη δική του. Τα αυτιά του βούιζαν, καθώς εκείνη έβαλε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον τράβηξε κάτω. Εκείνος χρησιμοποίησε το ένα του χέρι σαν μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι της προτού ακουμπήσει το βρόμικο πάτωμα. Γερμένος από πάνω της, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο να τη φιλάει. Χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, της χάριζε φιλιά στο σαγόνι και κατά μήκος του λαιμού της, ενώ αργότερα επέστρεψε εκ νέου στο στόμα της. Η γλυκιά γεύση της, η μυρωδιά της, γέμιζαν τις αισθήσεις του. Δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο πέρα από το στόμα της, το πρόσωπό της και τη διακαή ανάγκη του να την αγγίζει. Γλίστρισε το χέρι του στο κάτω μέρος του σώματός της, στην καμπύλη του γοφού της. Όταν εκείνη βόγκηξε, ήξερε ότι έπρεπε να τη νιώσει από κάτω του· από κάτω του, να τη σφίγγει. Σώμα με σώμα. Χαμήλωσε το σώμα του αργά, μέχρι να νιώσει τα απαλά στήθη της στο στέρνο του. Ήταν σαν παράδεισος! Ω, Θεέ μου, οι μικροί ήχοι που έκανε! Άφησε τον εαυτό του να βυ-
68
MARGARET MALLORY
θιστεί κι άλλο στην ηδονή και αναστέναξε δυνατά, καθώς το διογκωμένο μόριό του ακούμπησε το γοφό της. Υπήρχε λόγος που δεν έπρεπε να κάνει αυτό που ήθελε, όμως αδυνατούσε να τον θυμηθεί. Και δεν ήθελε να προσπαθήσει. Έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, που μύριζαν σαν λουλούδια του καλοκαιριού και μέλι. «Ίζομπελ, σε θέλω τόσο πολύ.» Η ανάσα του βγήκε απότομα, καθώς άγγιξε τη στρογγυλή απαλότητα του στήθους της με το χέρι του. Ταίριαζε απόλυτα στο σχήμα του χεριού του. Και το ένιωθε τόσο θαυμάσιο, ώστε έκλεισε ασυναίσθητα τα μάτια. Πάγωσε τη στιγμή που αισθάνθηκε το τσίμπημα ενός κρύου μετάλλου στο λαιμό του. Όλοι οι λόγοι για τους οποίους δεν θα έπρεπε να κυλιούνται στο πάτωμα μιας άδειας αποθήκης πλημμύρισαν και πάλι το μυαλό του. «Έχεις δίκιο» είπε η Ίζομπελ, η οποία βρισκόταν τόσο κοντά στο αυτί του Στίβεν, ώστε μπορούσε να νιώσει την ανάσα της, «είναι σοφό να έχω μαζί μου ένα μικρό μαχαίρι.» «Συγχώρησέ με» της είπε, εισπνέοντας τη μυρωδιά του δέρματός της για μία ακόμα φορά. Έπειτα σηκώθηκε. Μόλις βοήθησε κι εκείνη να σταθεί στα πόδια της, ξεκίνησε να ξεσκονίζει με δύναμη τα ρούχα της. Ήταν φανερό πως ένιωθε ελαφρώς ντροπιασμένη, όμως είχε μετανιώσει για τα φιλιά; Ευχόταν να του μιλούσε. «Ίζομπελ;» Προχώρησε κοντά της και έπιασε το χέρι της, όμως εκείνη δεν τον κοίταζε. «Δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι που σε φίλησα» –το «φίλησα» δεν έφτανε για να περιγράψει ό,τι ακριβώς συνέβη, όμως θεώρησε πως ήταν καλύτερα να το αφήσει εκεί– «όμως, σου ζητώ συγγνώμη εάν σε αναστάτωσα.» «Το φταίξιμο δεν είναι όλο δικό σου» του είπε με πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο και μάτια που κοίταζαν κάτω «αν και θα μου άρεσε να υποκρίνομαι ότι ήταν.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
69
Ήταν μια έντιμη γυναίκα – και δίκαιη, επίσης. «Ξέρεις, σε λίγο καιρό θα μνηστευτώ.» «Το ξέχασα για μια στιγμή» της είπε, ελπίζοντας μάταια πως θα του χαμογελούσε. «Ήταν μεγάλο λάθος από μέρους μου» είπε εκείνη, σηκώνοντας το πιγούνι της. «Δεν θα ξανασυμβεί.» «Εάν δεν πρόκειται να ξανασυμβεί» της είπε «άφησέ με να έχω ένα τελευταίο φιλί σου, προτού χωρίσουμε.» Ο Στίβεν νόμιζε ότι η εξωφρενική απαίτησή του θα την έκανε είτε να του χαμογελάσει είτε να του φωνάξει. Όταν η Ίζομπελ δεν έκανε τίποτα από τα δύο, εκείνος έβαλε τα χέρια του στα απαλά μάγουλά της. Έσκυψε το κεφάλι του, μέχρι τα χείλη του να ακουμπήσουν τα δικά της. Αυτή τη φορά, το φιλί τους ήταν απαλό και αγνό. Δεν θα την αναστάτωνε ξανά. Όμως, όταν εκείνη έγειρε ξανά προς το μέρος του, βυθίστηκαν και πάλι σε βαθιά, απερίσκεπτα φιλιά. Όταν τελικά αποχωρίστηκαν, κοίταζαν ο ένας τον άλλον ξέπνοοι. «Πρέπει να φύγω τώρα!» του είπε, ενώ απομακρυνόταν. Εκείνος της έπιασε το χέρι. «Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μεταξύ αντρών και γυναικών» της είπε, αν και σ’ εκείνον δεν είχε τύχει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. «Σε παρακαλώ, Ίζομπελ, δεν πρέπει να αισθάνεσαι άσχημα ή να κατηγορείς τον εαυτό σου.» Τα τεράστια μάτια που τον κοίταζαν του έλεγαν ότι τα λόγια του δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να την καθησυχάσουν. «Έλα. Θα θέλεις να φορέσεις αυτό» της είπε, σηκώνοντας την απλή καλύπτρα που είδε ότι βρισκόταν στο έδαφος. Η Ίζομπελ την άρπαξε από τα χέρια του, την έβαλε στο κεφάλι της και άρχισε να σπρώχνει τα μαλλιά της μέσα της. «Είναι κρίμα να καλύπτεις τόσο όμορφα μαλλιά.» Ανίκανος να απομακρύνει τα χέρια του από πάνω της, τη βοήθησε να μαζέψει τις λυτές τούφες της κάτω από την καλύπτρα.
70
MARGARET MALLORY
Άφησε τα δάχτυλά του να χαϊδέψουν το δέρμα της, καθώς τη βοηθούσε, και προσπάθησε να μην αναστενάξει δυνατά. «Άφησέ με να προχωρήσω πρώτος, για να βεβαιωθώ ότι δεν υπάρχει κανείς κοντά» της είπε. «Περίμενε για το σήμα μου.» Την ένιωσε κοντά του, πίσω του, καθώς άνοιγε αργά την πόρτα. «Θα χαιρόμουν να εξασκούμαι μαζί σου, όποτε θέλεις» της είπε, καθώς κοίταξε έξω στην αυλή. «Με σπαθιά ή με φιλιά.» Γύρισε και της έδωσε ένα γρήγορο, έντονο φιλί, κοιτάζοντάς την μέσα στα ανοιχτά μάτια της. *** Η Ίζομπελ ακούμπησε τα δάχτυλά της στα χείλη της, καθώς τον έβλεπε να φεύγει. Το στήθος της πονούσε και ολόκληρο το κορμί της έτρεμε από αισθησιασμό. Τι της συνέβαινε; Έμεινε έκπληκτη από την αντίδραση του σώματός της στο άγγιγμά του και από το πώς προκαλούσε σύγχυση στο μυαλό της. Κατέληξε –έπειτα από σκέψη– ότι ήταν η στιγμή που τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της. Δόξα τω Θεώ, η έκπληξη που της προκάλεσε το χέρι του στο στήθος της την επανέφερε τελικά στα συγκαλά της. Δεν μπορούσε να κοροϊδεύει τον εαυτό της – ήξερε ποιο δρόμο ακολουθούσαν. Και, ο Θεός να τη βοηθούσε, βρισκόταν δίπλα του, ακολουθώντας τον βήμα προς βήμα. Έξω στην αυλή, ο Στίβεν τής έγνεψε να τον ακολουθήσει. Λες και αυτό ήταν ένα παιχνίδι! Βγήκε από την πόρτα με το κεφάλι της κατεβασμένο και περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να είναι το να έχεις παράνομο δεσμό: να κρύβεσαι, να προσέχεις να μη σε δουν να έρχεσαι από ένα μέρος όπου δεν πρέπει να βρίσκεσαι με κάποιον με τον οποίο δεν πρέπει να είσαι. Κατάπιε βαριά. Ο Στίβεν ήταν
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
71
πολύ πρακτικός με όλο αυτό: είχε ξαναβρεί την καλύπτρα της, είχε βάλει τα μαλλιά της μέσα σε αυτήν, είχε ελέγξει για περαστικούς. Ήταν τόσο πρακτικός. Και εξασκημένος. Επιτάχυνε το βήμα της. Δεν την παρηγορούσε και πολύ το γεγονός ότι ήταν μία από τις πολλές ανόητες γυναίκες που είχαν υποκύψει στη γοητεία του Στίβεν Κάρλτον. Δεν ένιωθε καμιά παρηγοριά γνωρίζοντας ότι άλλες είχαν υποκύψει ακόμα πιο πολύ. Υποκύψει; Μάλλον είχαν πέσει με τα μούτρα. Έβαλε το χέρι της στο στήθος της. Τουλάχιστον, την είχε ακούσει, όταν του είπε να σταματήσει. Βέβαια, του το ζήτησε έχοντας τη λεπίδα του σπαθιού στο λαιμό του. Όμως, αμφότεροι ήξεραν ότι θα μπορούσε κάλλιστα να της το είχε πάρει. Κάποιος άλλος άντρας δικαιολογημένα θα προχωρούσε μαζί της. Διότι φέρθηκε αναίσχυντα: άνοιγε το στόμα της σ’ εκείνον και τον τραβούσε πάνω της. Για όνομα του Θεού, ήταν μια γυναίκα δαιμονισμένη! Ακόμα και όταν εκείνος την κάλυψε με το σώμα του –όσο όμορφα κι αν αισθανόταν–, τον έσφιξε, ανήμπορη να φτάσει όσο κοντά του θα ήθελε. Η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη, καθώς θυμήθηκε την αίσθηση των χεριών του που κινούνταν πάνω της. Χωρίς ίχνος αμφιβολίας, η συνεύρεση με τον Στίβεν Κάρλτον θα ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία από εκείνη με τον Χιουμ, ο οποίος ίδρωνε και βρυχώνταν από πάνω της. Μόνο τα φιλιά του της το έλεγαν αυτό. Τα φιλιά του! Ενθυμούμενη το πώς οι γλώσσες τους κινούνταν η μία μαζί με την άλλη, μπορούσε σχεδόν να φανταστεί… «Ίζομπελ.» Πετάχτηκε στον ήχο της φωνής του Κάρλτον δίπλα της. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» Θεέ μου, τον φαντάστηκε γυμνό, και… δεν θα το σκεφτόταν πια! «Μπορείς να προχωράς πιο αργά. Δεν μας είδε κανείς να φεύγουμε από την αποθήκη» της είπε. «Άφησέ με να σε συνοδέψω μέχρι τον πύργο.» «Άσε με. Μπορώ να βρω και μόνη μου το δρόμο.»
72
MARGARET MALLORY
«Ίζομπελ, πας από λάθος διαδρομή.» Κοίταξε τριγύρω και είδε ότι πλησίαζε την Πορτ ΣενΠιερ, την κεντρική πύλη για την πόλη. «Σ’ ευχαριστώ» του είπε με σφιχτή φωνή και έκανε επιτόπου στροφή. «Στ’ αλήθεια, δεν είναι ασφαλές να τριγυρνάς μόνη σου, χωρίς κάποια συνοδεία» είπε, βαδίζοντας μαζί της. «Υποσχέσου μου ότι δεν θα το ξανακάνεις.» Να του το υποσχεθεί; Είχε το θράσος να σκεφτεί ότι μπορούσε να την κάνει να του το υποσχεθεί; Κράτησε τα μάτια της κολλημένα στον πύργο, στην άκρη της εξωτερικής αυλής, και συνέχισε να περπατάει βιαστικά. Ήξερε ακριβώς τι είδους άντρας ήταν ο Στίβεν Κάρλτον. Νόμιζε ότι η Ίζομπελ δεν είχε παρατηρήσει πως κολάκευε τις γυναίκες; Δεν ήταν τυφλή. Ακόμη και όταν θα ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει τη μία από την άλλη, οι γυναίκες θα τον κοίταζαν σαν δώρο σταλμένο από τους αγγέλους. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μεταξύ αντρών και γυναικών. Με άλλα λόγια, ήταν κάτι ασήμαντο. Ίσως «αυτά τα πράγματα» να συνέβαιναν συνεχώς στον Σερ Στίβεν Κάρλτον, όμως σ’ εκείνη δεν είχε συμβεί τίποτε ανάλογο κατά το παρελθόν. Για όνομα του Θεού, θα νόμιζε πως εκείνη ήταν καμιά από αυτές τις χήρες που δίνουν θάρρος σ’ έναν άντρα, απλώς και μόνο γιατί είναι ευχάριστο να τον κοιτάζει κανείς. Η Ίζομπελ δεν θα έπεφτε ποτέ στο επίπεδο να γίνει μία από τις πολλές γυναίκες του, κάποια την οποία θα ξεχνούσε μόλις θα ντυνόταν και θα έβγαινε από το δωμάτιο. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ο Κάρλτον προσπάθησε να ανοίξει συζήτηση μαζί της, όμως εκείνη τον αγνοούσε. Οι ανούσιες κουβέντες ήταν κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί αυτή τη στιγμή.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
73
Περνούσαν από το Θησαυροφυλάκιο και είχαν σχεδόν φτάσει στον πύργο. Μπορούσε, πλέον, να ξεφύγει από εκείνον. «Καλημέρα, Ρόμπερτ» φώναξε ο Κάρλτον δίπλα της. Εκείνη γύρισε και είδε τον Ρόμπερτ να έρχεται από τα σκαλιά. Κατάρα! Τα φρύδια του Ρόμπερτ υψώθηκαν, καθώς κοίταξε από εκείνη προς τον Κάρλτον, και τούμπαλιν. Χρειαζόταν ισχυρή θέληση για να μην ελέγξει εκ νέου τα ρούχα της για σημάδια από βρομιά ή άχυρο. «Σ’ εσένα ερχόμουν, Ίζομπελ» της είπε. «Ο βασιλιάς επιθυμεί να τον συναντήσεις.» Ο βασιλιάς; Αν και έβλεπε κάθε μέρα στο κάστρο τον Βασιλιά Ερρίκο, δεν τον είχε συναντήσει ακόμα σε ιδιωτική ακρόαση. «Πότε πρέπει να πάω;» Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, όχι σήμερα. «Σε περιμένει τώρα.» «Τώρα;» Αυτή τη φορά, ήλεγξε τα ρούχα της. Ο μανδύας της ήταν καθαρός, όμως ένας Θεός ξέρει πώς φαινόταν το φόρεμά της από κάτω. «Δεν έχεις χρόνο για να αλλάξεις ρούχα» είπε ο Ρόμπερτ, διακόπτοντας τις βιαστικές σκέψεις της, «και φαίνεσαι όμορφη ακριβώς όπως είσαι.» Είχε αλλάξει χρώμα – ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ο Ρόμπερτ είχε μαντέψει το λόγο για τον οποίο ήταν ατημέλητη. Ωστόσο, τα μάτια του δεν έδειχναν τίποτε άλλο παρά μόνον ευγενικό ενδιαφέρον, καθώς την πλησίασε και έσφιξε γερά την καλύπτρα της στα αριστερά. «Ορίστε. Τώρα είσαι τέλεια.» Φυσικά, ο Ρόμπερτ, όπως και ο Κάρλτον, ήταν εξασκημένος στο να βοηθάει μια κυρία με την καλύπτρα της. «Μου άρεσε πολύ η βόλτα μας» είπε ο Κάρλτον και γύρισε από την άλλη, ώστε ο Ρόμπερτ να μην μπορεί να δει ότι έκλεινε το μάτι του. «Ανυπομονώ για την επόμενη φορά.»
74
MARGARET MALLORY
Εάν δεν ήταν εκεί ο Ρόμπερτ, η Ίζομπελ θα τον είχε κλοτσήσει. «Ο βασιλιάς επιθυμεί να σε δει μόνη» είπε ο Ρόμπερτ. «Μόνη; Μα νόμιζα ότι εσύ θα…» «Πίστεψέ με, δεν θα είναι πιο δύσκολο από τη συνάντησή σου με τον Επίσκοπο Μπόφορτ.» Ο Ρόμπερτ έπιασε το χέρι της και την οδήγησε στα σκαλιά. «Γνωρίζεις ότι ο Μπόφορτ ήταν ο δάσκαλός του, έτσι;» Αυτό δεν την εμψύχωνε! Εκείνη ήθελε να διαμαρτυρηθεί, όμως δεν μπορούσε να πει στον Ρόμπερτ ότι δεν είχε συνέλθει από την πρωινή τρέλα. «Καλύτερα να μην αφήσεις τον βασιλιά να περιμένει» της είπε ο Ρόμπερτ με το χέρι του στη μέση της. Από πάνω της, ο φύλακας κράτησε την πόρτα ανοιχτή. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και ανέβηκε τα σκαλιά για να αντιμετωπίσει το λιοντάρι. Προτού περάσει την πόρτα, κοίταξε πίσω της ακριβώς τη στιγμή που ο Κάρλτον γύρισε να φύγει. Με το στόμα ανοιχτό, είδε έκπληκτη τον Ρόμπερτ να πιάνει το χέρι του Κάρλτον και να τον γυρίζει πίσω. Χωρίς το παραμικρό ίχνος από τη συνηθισμένη του εγκαρδιότητα, ο Ρόμπερτ έσπρωξε με το δάχτυλό του το στήθος του Στίβεν. «Τη Λαίδη Χιουμ;» Η Ίζομπελ τράβηξε το βλέμμα της από τη σκηνή που εκτυλισσόταν κάτω και έγνεψε στον φύλακα. Ο Θεός να τη βοηθούσε, αλλά ευχόταν ο Στίβεν Κάρλτον να ήταν καλός ψεύτης – ήταν πολύ πιθανό, βέβαια, να ήταν εξαιρετικός. Δεν είχε χρόνο για να σταθεί σε αυτό. Αφού πέρασε από τις δεύτερες πόρτες, βρέθηκε στην αίθουσα όπου ο Βασιλιάς Ερρίκος εκδίκαζε τις υποθέσεις της Νορμανδίας. Ένας άντρας με απλό καφετί χιτώνα στεκόταν κοιτάζοντας έξω από ένα ψηλό παράθυρο που έβλεπε προς το Παλιό Παλάτι. Ένας μοναχός; Εκείνη περίμενε να βρει μια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους, με τον βασιλιά στη εξέδρα, ντυμένο σε ανοιχτό χρυσό
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
75
και κόκκινο χρώμα, και με έναν μπλε χιτώνα στολισμένο με σειρές, τη μία πάνω από την άλλη, με λιοντάρια και με το σύμβολο των εραλδικών κρίνων. Κοίταξε το πελώριο δωμάτιο, από πάνω έως κάτω. Δεν υπήρχε κανείς εκεί, εκτός από την ίδια και αυτόν τον μοναχό. Η ανάσα της κόπηκε. Αυτός δεν ήταν μοναχός, αλλά ο ίδιος ο βασιλιάς. Τα χέρια της έτρεμαν, καθώς υποκλίθηκε μπροστά του. Ήταν μόλις τριάντα χρόνων και ήταν ήδη ένας θρύλος. Στα δεκατρία του οδήγησε τους άντρες του σε μάχη· στα δεκαέξι του διοικούσε ολόκληρους στρατούς. Ύστερα από την ενθρόνισή του, στην ηλικία των είκοσι έξι ετών, ένωσε τους ευγενείς και έβαλε τέλος στα χρόνια του χάους και της επανάστασης. Δημιούργησε έναν κοινό σύνδεσμο μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, καθιερώνοντας τα αγγλικά ως γλώσσα των δικαστηρίων στην Αγγλία. Για πρώτη φορά από τα χρόνια πριν από τον Κατακτητή, τα βασιλικά διατάγματα εγγράφονταν στη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Όλη η Αγγλία επαινούσε τον Ερρίκο για τις διοικητικές του ικανότητες και τον θαύμαζε για την ευσέβειά του. Όμως, τον αγαπούσαν για τις νίκες του. Ήταν ο νεαρός πολεμιστής-βασιλιάς τους. Η Αγγλία ήταν και πάλι δυνατή και έτοιμη να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της. «Μπορείς να σηκωθείς» της είπε ο βασιλιάς. Η πρόσχαρη όψη του την καθησύχασε. «Το κάστρο της Καέν ήταν η αγαπημένη κατοικία του προγόνου μου, του Γουλιέλμου του Κατακτητή» είπε, αφήνοντας τα μάτια του να ταξιδέψουν στις ακτίνες που περνούσαν από πάνω τους. «Το έχτισε πριν από περισσότερο από τρεισήμισι αιώνες, όχι πολύ πριν διαβεί το κανάλι για να κατακτήσει την Αγγλία.» «Τότε, μπορώ να καταλάβω γιατί κάνατε αυτό το κάστρο αρχηγείο σας, μεγαλειότατε» τόλμησε εκείνη να πει. Ο βασιλιάς την αντάμειψε με ένα χαμόγελο. «Ο Ριχάρ-
76
MARGARET MALLORY
δος ο Λεοντόκαρδος συναντήθηκε εδώ με τους βαρόνους του, προτού ξεκινήσει για τη σταυροφορία.» Η Ίζομπελ γύρισε μαζί με εκείνον για να κοιτάξει κατά μήκος την αίθουσα. Φαντάστηκε το δωμάτιο γεμάτο με ιππότες οι οποίοι προετοιμάζονταν για να φύγουν για τους Αγίους Τόπους· άντρες με σοβαρά πρόσωπα και πορφυρούς σταυρούς στο στήθος τους· το βουητό από τις βαθιές φωνές, τις κλαγγές του μετάλλου. «Ο άντρας που επέλεξα για σένα είναι ο Φιλίπ ντε Ροσέ.» Τα λόγια του βασιλιά την επανέφεραν μεμιάς στην πραγματικότητα. Μα, φυσικά. Ο βασιλιάς δεν την είχε καλέσει για να συζητήσουν περί Ιστορίας. Πόσο ανόητο ήταν από μέρους της το ότι το είχε ξεχάσει. «Κάλεσα εδώ τον Ντε Ροσέ από τη Ρουέν» είπε ο βασιλιάς, έχοντας απολέσει κάθε ίχνος του πρόσχαρου τόνου που είχε υιοθετήσει προηγουμένως στη φωνή του. Εκείνη πάλεψε με την επιθυμία της να φύγει από το δωμάτιο. Πόσο χρόνο είχε; Δεν πρέπει να ήταν πολύς. «Ο Ντε Ροσέ μού απάντησε ότι θα έλθει όταν οι δρόμοι θα είναι ασφαλείς για να ταξιδέψει» είπε ο βασιλιάς, τονίζοντας την κάθε λέξη. «Και αμφιβάλλει ότι θα είναι ασφαλείς για μερικές εβδομάδες ακόμα.» Δεν μπορούσε να καταλάβει εάν ο βασιλιάς επέκρινε τη δικαιολογία του Ροσέ ως ανειλικρινή ή ως δείγμα δειλίας. Είτε ήταν ψεύτης είτε δειλός, πάντως, ο βασιλιάς ήταν θυμωμένος μαζί του. Ο Θεός να τη βοηθούσε. «Και αυτό από έναν άντρα που ιταξιδεύει με φρουρά είκοσι ατόμων!» Ο βασιλιάς πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα μίλησε πιο ήρεμος. «Ελπίζω η αναμονή να μη σας προκαλέσει δυσκολίες.» «Καθόλου, μεγαλειότατε.» Αφήστε τον να μείνει για πάντα στη Ρουέν. «Τι σας έχει πει ο Σερ Ρόμπερτ για τον Φιλίπ ντε Ροσέ;» «Μόνον ότι είναι ένας σημαντικός άντρας στη Ρουέν.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
77
Ευχήθηκε ο βασιλιάς να της έλεγε κάτι παραπάνω, κάτι για να την καθησυχάσει. «Πείτε μου, Λαίδη Χιουμ» τη ρώτησε «γνωρίζετε το λόγο για τον οποίο ο πατέρας σας έγινε προδότης;» Τα λόγια του βασιλιά τη χτύπησαν σαν ράπισμα. Οι παλάμες της μουσκεύτηκαν από τον ιδρώτα. «Ήμουν απλά ένα παιδί εκείνη την περίοδο…» Όμως, ο βασιλιάς δεν θα έδινε καμία άλλη αναβολή σήμερα. Έγειρε μπροστά και περίμενε την απάντησή της. «Νομίζω ότι πήρε το μέρος των επαναστατών, επειδή… επειδή…» Έγλειψε τα χείλη της. Ο Βασιλιάς Ερρίκος περίμενε να αμυνθεί ή να κατηγορήσει τον πατέρα της; «Επειδή;» την παρακίνησε εκείνος. Τι έπρεπε να πει; Ποια απάντηση ήταν ασφαλής; Δεν μπορούσε να σκεφτεί, με το κεφάλι της να σφυροκοπά και τον βασιλιά να την κοιτάζει. «Το έκανε επειδή πίστευε πως οι επαναστάτες θα επικρατούσαν» απάντησε, λέγοντάς του την αλήθεια, «και όχι επειδή πίστευε ότι έπρεπε να επικρατήσουν.» Ο βασιλιάς έκανε ένα έντονο νεύμα με το κεφάλι του. Δόξα τω Θεώ, αυτή ήταν η σωστή απάντηση! Η Ίζομπελ ξεροκατάπιε και σκούπισε τις παλάμες της στο μανδύα της. «Ήταν πρακτική η απόφαση που πήρε» είπε εκείνη, και στη συνέχεια πρόσθεσε διστακτικά: «Φυσικά, όμως, ήταν όντως παραπλανημένος.» «Τότε, θα καταλάβεις και τον Φιλίπ ντε Ροσέ, γιατί είναι ακριβώς τέτοιος άνθρωπος.» Η φωνή του βασιλιά ήταν τόσο γεμάτη επιδοκιμασία, ώστε η Ίζομπελ σχεδόν τρέκλισε από ανακούφιση. «Έχω λόγο να υποψιάζομαι ότι η αφοσίωσή του, όπως και του πατέρα σου» είπε, κουνώντας επιδεικτικά το κεφάλι του, «βασίζεται αποκλειστικά στο προσωπικό συμφέρον, παρά στην τιμή και στο καθήκον.» Η Ίζομπελ μπερδεύτηκε από την αναπάντεχη πορεία της
78
MARGARET MALLORY
συζήτησης με τον βασιλιά. Γιατί να μιλήσει με εκείνη για τους λόγους της αντρικής αφοσίωσης; «Εάν οι άνθρωποι της Ρουέν με δεχτούν ως ανώτατο άρχοντά τους, θα τους καλωσορίσω στην αγκαλιά μου» της είπε και σταύρωσε τα χέρια του πάνω από την καρδιά του. «Όμως, είναι καθήκον μου να διοικώ τη Νορμανδία. Εάν δεν ανοίξουν τις πύλες της σ’ εμένα, θα πρέπει να τους αφήσω να λιμοκτονήσουν μέχρι να υποταχθούν.» Θα ήταν ανόητος όποιος έβλεπε τη φωτιά στα μάτια του Βασιλιά Ερρίκου και δεν πίστευε ότι όντως θα το έκανε. «Ο Φιλίπ ντε Ροσέ θα αποτρέψει τους ανθρώπους της Ρουέν από το να υποφέρουν, εάν μπορέσει να τους πείσει να αποφύγουν μια πολιορκία» είπε. «Όμως, για να παίξει αυτόν το ρόλο, ο Ντε Ροσέ θα πρέπει να παραμείνει αφοσιωμένος.» Εκείνη είχε συμφωνήσει με αυτόν το γάμο, διότι της φαινόταν η λιγότερο κακή επιλογή. Τώρα, όμως, αντιλαμβανόταν την ευθύνη που συνεπαγόταν η επιλογή της. «Η αποστολή σου είναι να τον συνδέσεις μ’ εμάς» είπε ο βασιλιάς, τείνοντας τον δείκτη του προς την Ίζομπελ. «Μην αφήσεις τον Ντε Ροσέ να κρίνει λανθασμένα σχετικά με το πού όντως βρίσκεται το προσωπικό του συμφέρον.» «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, μεγαλειότατε» είπε εκείνη, αν και έμοιαζε απελπισμένη, μη γνωρίζοντας το πώς θα τα κατάφερνε. «Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να δράσει εναντίον μας» είπε ο βασιλιάς. «Εάν ανακαλύψεις κάτι τέτοιο, θα πρέπει να το μάθω αμέσως.» Τι ακριβώς περίμενε από εκείνη; Η Ίζομπελ πέρασε και πάλι τη γλώσσα της πάνω από τα ξερά χείλη της. «Εννοείτε, μεγαλειότατε, να προσπαθήσω να μάθω πού είναι πραγματικά αφοσιωμένος, προτού γίνει ο γάμος;» «Εάν ο Ντε Ροσέ αλλάξει στρατόπεδο, θα πρέπει να με ειδοποιήσεις» είπε ο βασιλιάς, καρφώνοντάς τη με το βλέμμα. «Είτε πριν είτε μετά το γάμο σας.»
Κεφάλαιο Επτά Με την άκρη του ματιού της, η Ίζομπελ παρακολουθούσε τον Στίβεν Κάρλτον να γελάει και να μιλάει με τους Άγγλους ιππότες, τους κοινούς στρατιώτες και τους ντόπιους ευγενείς, καθώς περνούσε μέσα από τη γεμάτη κόσμο αίθουσα. Οι άνθρωποι στρέφονταν προς το μέρος του όπως τα ρινίσματα σιδήρου προς το μαγνήτη, καθώς εκείνος περνούσε. Απέφυγε την προκλητική μαντάμ Ντε Λισιέ – αυτή η γυναίκα τον κατεδίωκε σαν λαγωνικό. Κάποια άλλη στιγμή, βρέθηκε ιδιαιτέρως σε μια γωνία με μια άλλη γυναίκα που είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά. Από τα συχνά τους γέλια, ήταν φανερό ότι οι δυο τους απολάμβαναν ο ένας την παρέα του άλλου και ότι γνωρίζονταν καλά. Για την ακρίβεια, πολύ καλά. «Ποια είναι αυτή;» ψιθύρισε στον Ρόμπερτ. Ο Ρόμπερτ γύρισε για να ακολουθήσει το βλέμμα της Ίζομπελ. «Ποια; Η γυναίκα δίπλα στον Στίβεν Κάρλτον;» «Ναι, αυτή.» Η Ίζομπελ ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. «Είναι πολύ όμορφη.» Στ’ αλήθεια η γυναίκα αυτή ήταν εξαίσια. Ο Ρόμπερτ πήρε μια χούφτα ζαχαρωμένους ξηρούς καρπούς από το μπολ στο τραπέζι. «Όντως, η Κλοντέτ είναι τόσο όμορφη όσο και η διάσημη ξαδέλφη της.» «Έχει διάσημη ξαδέλφη;» «Την Οντέτ ντε Σαμπντιβέρ, την ερωμένη του βασιλιά της Γαλλίας.»
80
MARGARET MALLORY
Η Ίζομπελ κούνησε το κεφάλι της. «Δεν την έχω ακουστά.» «Ξέρεις ότι ο Βασιλιάς Κάρολος είναι τρελός;» είπε, με τα μάτια του να λάμπουν. «Η Οντέτ είναι η ερωμένη του επί είκοσι χρόνια, χωρίς να το ξέρει εκείνος.» Εκείνη γέλασε· μπορούσε να ακούει τον Ρόμπερτ να της λέει ιστορίες όλη νύχτα. «Αρχικά, η Οντέτ ήταν η ερωμένη του αδελφού του βασιλιά, του Λουί ντ’ Ορλεάν. Όταν η βασίλισσα έκανε τον όμορφο Oρλεάν εραστή της, οι δυο τους έστειλαν την Οντέτ στη θέση της στο κρεβάτι του βασιλιά – ντυμένη με τα ρούχα της βασίλισσας.» «Και εξαπάτησαν τον βασιλιά;» «Κάθε βράδυ, για είκοσι χρόνια!» Ο Ρόμπερτ κούνησε το κεφάλι του. «Λένε πως δεν το κατάλαβε ποτέ και ότι κανείς δεν τολμούσε να του το πει, φοβούμενος την οργή της βασίλισσας.» «Και η Κλοντέτ;» ρώτησε η Ίζομπελ, φέρνοντας πάλι τη συζήτηση στη γυναίκα το χέρι της οποίας ακουμπούσε αυτό του Κάρλτον. «Η Κλοντέτ είναι πιο έξυπνη από την ξαδέλφη της. Εξοικονομούσε χρήματα και διατήρησε την ανεξαρτησία της.» Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε μετανιωμένος στην Ίζομπελ. «Ξεχάστηκα και μίλησα τόσο ανοιχτά μαζί σου.» «Χαίρομαι που αισθάνεστε ότι μπορείτε να το κάνετε» του είπε εκείνη. «Δεν θέλω να με αντιμετωπίζουν σαν παιδί.» «Τότε, θα σου πω» είπε ο Ρόμπερτ, γυρίζοντας το βλέμμα του προς τον Κάρλτον: «Ένας άντρας μπορεί να απολαμβάνει δημοσίως τη συντροφιά μιας εταίρας, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της ιδιαιτέρως.» Πώς γίνεται ο Ρόμπερτ να μαντεύει πάντα όσα σκεφτόταν εκείνη; «Ακόμα κι έτσι, όμως» είπε, με ένα χαμόγελο να υψώνεται στις άκρες του στόματός του, «ο Στίβεν δεν είναι άντρας που φοβάται να παίξει με τη φωτιά.» Να παίξει με τη φωτιά. Ο Θεός να τη βοηθούσε. Κάθε
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
81
φορά που τον έβλεπε, ερχόταν πάλι στο νου της το περιστατικό στην αποθήκη. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει και πάλι το στόμα του πάνω στο δικό της, το σώμα του να πιέζεται στο δικό της, τα χέρια του… Ο Θεός να τη βοηθούσε, αλλά μπορούσε να σκεφτεί και κάτι άλλο: άραγε, ήταν πιθανό ο νέος της σύζυγος να μπορούσε να την κάνει να νιώσει έτσι; Ήταν αμαρτία να ελπίζει τόσο έντονα ότι θα ήταν έτσι; Έπιασε το ποτήρι της και έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω για να πιει μια μεγάλη γουλιά. «Η οικογένεια του Στίβεν ανησυχεί γι’ αυτόν και θέλει να τακτοποιηθεί» είπε ο Ρόμπερτ «προτού κάποιος σύζυγος τον σκοτώσει.» Εκείνη πνίγηκε, σχεδόν έφτυσε το κρασί της στο τραπέζι. Μέσα από το βήχα της, ρώτησε: «Έχει παράνομους δεσμούς με παντρεμένες γυναίκες;» «Σε ξάφνιασα και πάλι» είπε ο Ρόμπερτ, χτυπώντας της ήρεμα την πλάτη. «Αποδεικνύομαι πολύ κακός συνοδός.» Δεν της προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι ο Κάρλτον είχε παράνομους δεσμούς. Βασικά, αυτό που την έκανε να εισπνεύσει το κρασί της ήταν η ξαφνική εικόνα του να φιλάει άλλες γυναίκες με τον τρόπο με τον οποίο είχε φιλήσει εκείνη. «Για έναν άντρα που επιθυμεί να αποφύγει το γάμο με κάθε κόστος» εξήγησε ο Ρόμπερτ «οι παντρεμένες γυναίκες είναι η ασφαλέστερη επιλογή.» «Θα μπορούσε να απέχει.» Το ξέσπασμα γέλιου του Ρόμπερτ έκανε πολλά κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος του, συμπεριλαμβανομένου του Κάρλτον. «Αυτό δεν θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό μου, αλλά φυσικά έχεις δίκιο.» Πήρε το χέρι της και το φίλησε, καθώς συνάντησε το βλέμμα του Κάρλτον από την άκρη του δωματίου. «Ελπίζω να είμαι εκεί όταν του το προτείνεις.» Σαν να επρόκειτο για μια απάντηση στην πρόκληση, ο
82
MARGARET MALLORY
Στίβεν Κάρλτον άφησε την εξαίσια Κλοντέτ και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Ο χαιρετισμός του ήταν ευγενικός, όμως το πονηρό χαμόγελό του έκανε την Ίζομπελ ανήμπορη να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Κάθισε από την άλλη πλευρά του Ρόμπερτ και πολύ εύκολα ξεκίνησε συζήτηση μαζί του. «Μέχρι το καλοκαίρι, θα ελέγχουμε το μεγαλύτερο τμήμα της Νορμανδίας, συμπεριλαμβανομένου του σπιτιού των προγόνων σου.» «Θα είναι παράξενο το να επιστρέψω έπειτα από τόσα χρόνια» είπε ο Ρόμπερτ. «Κι εσύ, Στίβεν, πότε θα πας στο Νορθάμπερλαντ για να διεκδικήσεις τα εδάφη της οικογένειάς σου;» Η Ίζομπελ δεν μπορούσε να συγκρατηθεί· έσκυψε το κεφάλι της μπροστά και ρώτησε: «Η οικογένειά σου έχασε τα εδάφη της;» Τα φρύδια του Κάρλτον υψώθηκαν. «Δεν το γνωρίζατε; Ο πατέρας μου ήταν με τους Βόρειους επαναστάτες, όπως και ο δικός σας.» Ώστε γνώριζε για τον πατέρα της. «Όμως, ο αδελφός σας είναι κοντά στον βασιλιά, έτσι δεν είναι;» «Ευτυχώς για μένα, ο Γουίλιαμ αγωνίστηκε στο πλευρό των Λάνκαστερ» απάντησε ο Στίβεν χαμογελώντας της. «Ο Γουίλιαμ είναι ο ετεροθαλής αδελφός μου. Μιας και ήταν ο μόνος συγγενής μου που δεν είχε στιγματιστεί, η μητέρα μου με έστειλε να ζήσω μαζί του όταν ήμουν δώδεκα χρόνων.» «Όμως, τα εδάφη του πατέρα σας κατασχέθηκαν;» «Φυσικά.» Ανασήκωσε τους ώμους του, σαν να μην τον ενδιέφερε. «Μένει μόνο να ρωτήσετε» είπε ο Ρόμπερτ «εάν ο βασιλιάς θα του τα παραχωρήσει και πάλι.» Ο Βασιλιάς Ερρίκος επέτρεπε στους περισσότερους από τους πρώην επαναστάτες ή στις οικογένειές τους να αγοράσουν εκ νέου τα εδάφη τους. Εκείνη είχε πληρώσει το τίμημα για την επιστροφή των εδαφών της οικογένειάς της. Ο Στίβεν, όμως, τι τίμημα είχε καταβάλει; Τι είχε κάνει τον βασιλιά να παραγράψει ένα τέτοιο χρέος;
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
83
«Έχουμε περισσότερα κοινά απ’ όσα νομίζετε» είπε ο Στίβεν, υψώνοντας το ποτήρι του δίπλα στο δικό της. «Αμφότεροι γεννηθήκαμε από ανόητους, προδότες πατέρες.» Δεν ήταν η προδοσία του πατέρα του ένα βάρος για εκείνον; Η μητέρα του; Η Ίζομπελ λαχταρούσε να ρωτήσει… Ο άνθρωπος που καθόταν από την άλλη πλευρά της τράβηξε ελαφρά τον αγκώνα της. Γύρισε και είδε το ευχάριστο, στρογγυλό πρόσωπο του Σερ Τζον Πόπχαμ, ενός άντρα πραγματικά πολύ βαρετού. «Μπορείτε να μαντέψετε πόσοι Άγγλοι έμποροι θα έλθουν για να δημιουργήσουν καταστήματα στην Καέν, την άνοιξη;» Όταν εκείνη κούνησε το κεφάλι της, ο Πόπχαμ ξεκίνησε να μιλάει εκτενώς για το εμπόριο. Μιας και το μόνο που ζητούσε από εκείνη ήταν ένα περιστασιακό νεύμα της, η Ίζομπελ μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στη συζήτηση μεταξύ του Ρόμπερτ και του Στίβεν. «Ο Γουίλιαμ λέει ότι σκοπεύει να επιστρέψει στην Αγγλία την άνοιξη» άκουσε τον Ρόμπερτ να λέει. «Ναι» είπε ο Στίβεν «δεν θα είναι μακριά από την Κάθριν περισσότερο απ’ όσο πρέπει.» «Και ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει; Ο αδελφός σου είναι τυχερός.» Ο Ρόμπερτ το έλεγε αυτό; «Όντως είναι» απάντησε ο Στίβεν. «Είναι.» Ποια ήταν η γυναίκα που έκανε αυτούς τους δύο ερωτύλους να αναστενάζουν και να ζηλεύουν τον άντρα της; Η Ίζομπελ θυμήθηκε να κάνει ένα ακόμα νεύμα στον Πόπχαμ και έσκυψε πιο κοντά στον Ρόμπερτ. «Ο Γουίλιαμ λέει ότι καθυστερείς, γιατί φοβάσαι την Κάθριν.» Το γέλιο του Στίβεν ακούστηκε δυνατά. «Δεν φοβάμαι την Κάθριν – τη λατρεύω! Όμως, είναι αποφασισμένη να με δει παντρεμένο – και ξέρεις πώς κάνει.»
84
MARGARET MALLORY
«Αυτή η γυναίκα έχει ισχυρή θέληση» είπε ο Ρόμπερτ «και θα σε κάνει να υποκύψεις σε αυτήν.» Οι δύο άντρες γέλασαν και πάλι! Παρά τα υποτιμητικά λόγια τους, δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά τρυφερότητα και εκτίμηση στις φωνές τους. «Η μόνη μου ελπίδα είναι να την αφήσει και πάλι έγκυο ο Γουίλιαμ.» Η Ίζομπελ διέκρινε το χαμόγελο στη φωνή του Στίβεν. «Ένα καινούργιο μωρό μπορεί να την κρατήσει απασχολημένη.» «Προσευχήσου να κάνει δίδυμα» είπε ο Ρόμπερτ. «Προσευχήσου να κάνει δίδυμα.» Το επόμενο πράγμα που κατάλαβε η Ίζομπελ ήταν ότι ο Κάρλτον στεκόταν πίσω της. Η ανάσα της κόπηκε, καθώς γύρισε το κεφάλι της για να τον δει. Γιατί έπρεπε να είναι τόσο όμορφος; «Πόπχαμ, κάνεις αυτή την κυρία να βαριέται μέχρι θανάτου» είπε ο Κάρλτον. «Εάν στ’ αλήθεια πρέπει να μιλάς όλο το βράδυ για βαρέλια κρασιού και δεμάτια μαλλιού, ας πάμε σε μια γωνιά και ας αφήσουμε ήσυχους τους άλλους.» Η Ίζομπελ ξαφνιάστηκε από την ευθύτητα του Κάρλτον, όμως ο Πόπχαμ γέλασε. «Φυσικά. Έχεις δίκιο.» Ο Πόπχαμ σηκώθηκε και είπε στην Ίζομπελ: «Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτόν.» Δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε ο Πόπχαμ. Δίχως προειδοποίηση, ο Στίβεν έσκυψε προς το μέρος της. Τα μαλλιά του ακούμπησαν το μάγουλό της, κάνοντας την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Ένιωσε την ανάσα του στο αυτί της, καθώς της ψιθύρισε: «Θα μου χρωστάς για αυτό.» Προτού προλάβει να συνέλθει, της έπιασε το χέρι. Κοίταξε τα μακριά, δυνατά του δάχτυλα, και θυμήθηκε την αίσθησή τους στα μαλλιά της· στο στήθος της. Κατάπιε και κοίταξε το πρόσωπο του Κάρλτον: τα μάτια του έγιναν σκούρα – δεν προσπάθησε καν να κρύψει το ότι έκανε τις ίδιες σκέψεις με εκείνη. Μια φλόγα ένιωσε να καίει το κορμί της, καθώς πίεσε τα χείλη του στα δάχτυλά της. Κράτησε το χέρι της λίγο παρα-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
85
πάνω απ’ όσο χρειαζόταν για λόγους ευγενείας, όμως εκείνη δεν το τράβηξε. *** Ο Ρόμπερτ κάθισε πίσω και παρακολουθούσε το ζευγάρι. Ο Στίβεν, που συνήθως ήταν ικανός στο να διατηρεί ένα καλό προσωπείο, δεν ήταν καλύτερος από την Ίζομπελ. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά να κάνει έτσι για μια γυναίκα. Οι δυο τους έπαιζαν με τη φωτιά. Ακόμη και αν ο βασιλιάς τον είχε υπό την προστασία του, δεν θα το έπαιρνε αψήφιστα εάν ο Στίβεν έθετε σε κίνδυνο τα σχέδιά του. Ο Στίβεν θα ανακάλυπτε ότι ένας απατημένος σύζυγος δεν ήταν τίποτα μπροστά σε έναν θυμωμένο βασιλιά. Ο Ρόμπερτ υποπτευόταν ότι τα πράγματα μεταξύ τους δεν είχαν προχωρήσει πολύ – και πάλι, όμως… Οι δυο τους φλέρταραν με την καταστροφή. Οι ανόητοι θα μπορούσαν κάλλιστα να βγουν και να το φωνάξουν. Φυσικά, η Κλοντέτ το είδε. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτή την εκπληκτική γυναίκα. Ακόμα και η Μαρί ντε Λισιέ, που δεν διέθετε καθόλου τη λεπτότητα ή τη διακριτικότητα της Κλοντέτ, παρακολουθούσε το ζευγάρι σαν το γεράκι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ρόμπερτ αναρωτιόταν εκ μέρους ποιας φατρίας κατασκόπευε η Μαρί. Απόψε, όμως, ένα κίνητρο ακόμα πιο αισχρό και από την πολιτική την οδηγούσε. Ήταν θαύμα που η Ίζομπελ δεν ένιωθε το κάψιμο από τα μάτια της Μαρί στο δέρμα της. Δόξα τω Θεώ, ο Γουίλιαμ δεν ήταν περισσότερο οξυδερκής από τον βασιλιά σε τέτοια ζητήματα. Το θέμα ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο για να το αναλάβει αυτός. Χρειάζονταν λεπτοί χειρισμοί, και όχι σπασμωδικές κινήσεις. Ίσως ο Ρόμπερτ να χρειαζόταν τη βοήθεια του Γουίλιαμ. Όμως, όχι ακόμα.
Κεφάλαιο Οκτώ Η Ίζομπελ έριξε το κέντημά της στο πόδι της, ενοχλημένη επειδή οι σκέψεις της την οδηγούσαν σ’ εκείνον τον αναθεματισμένο, τον Στίβεν Κάρλτον. Βέβαια, αυτό δεν αποτελούσε μεγάλη έκπληξη. Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα με τα οποία μπορούσε να διατηρεί απασχολημένο τον εαυτό της. Πού ήταν ο Ντε Ροσέ; Κοίταξε έξω από το στενό παράθυρο, προσπαθώντας να τον φανταστεί να περνάει ιππεύοντας την πύλη του πύργου με είκοσι άντρες πίσω του. Κάθε μέρα που εκείνος δεν ερχόταν, διχαζόταν ανάμεσα στον πόνο και την ανακούφιση. Ήταν η κόρη ενός προδότη, δεν ήθελε να είναι και η σύζυγος ενός προδότη. Τι θα έκανε, εάν ο Ντε Ροσέ απέσυρε την αφοσίωσή προς τον βασιλιά αφότου θα είχαν παντρευτεί; Παγιδευμένη μεταξύ του καθήκοντος προς τον σύζυγο και τον βασιλιά, ποιον θα διάλεγε; Η κάθε επιλογή θα ήταν επικίνδυνη για εκείνη. Την προσοχή της τράβηξε ένας μοναχικός καβαλάρης, ο οποίος έμπαινε τρέχοντας με το άλογό του στην εξωτερική αυλή από κάτω. Υπήρχε κάτι γνώριμο στον τρόπο με τον οποίο καθόταν στο άλογό του… «Τζέφρι!» Άφησε το κέντημά της να πέσει στο πάτωμα ένα κουβάρι και «πέταξε» στην πόρτα. Μες στη βιασύνη της, παραλίγο να κατρακυλήσει στα σκαλιά, τα οποία ήταν κα-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
87
τασκευασμένα σε διαφορετικά ύψη για να εμποδίζουν τους επιτιθέμενους. Μια στιγμή αργότερα, βρισκόταν έξω από τον πύργο και έτρεχε στην αυλή, προς τον αδελφό της. «Είμαι βρόμικος» την προειδοποίησε ο Τζέφρι, καθώς η Ίζομπελ πήδηξε στην αγκαλιά του. Την κράτησε σφιχτά και της είπε κοντά στα μαλλιά της: «Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.» «Δόξα τω Θεώ, είσαι ασφαλής» του είπε, και τα μάτια της έτσουζαν. «Ανησυχούσα τόσο πολύ.» «Δεν θα πρέπει να φοβάσαι τόσο για μένα, Ίζι. Πλέον, είμαι μεγάλος άντρας.» Την άφησε να σταθεί στα πόδια της και κράτησε τα χέρια της. «Είναι δυνατόν η αδελφή μου να μεγάλωσε και να είναι ακόμα πιο όμορφη;» «Θα με μάλωνες, αν σου έλεγα ότι ο θάνατος του συζύγου μου έκανε καλό στην υγεία μου;» «Θα σε μάλωνα» είπε «αν και ξέρω ότι σε έκανε να υποφέρεις.» Όντας άντρας, ο Τζέφρι δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει πόσο πολύ υπέφερε η Ίζομπελ. Δεν ήθελε εκείνη να το καταλάβει ο αδελφός της. «Έλα» του είπε, πιάνοντας το χέρι του, «θα σου δείξω το δρόμο προς τους στάβλους. Έπειτα θέλω να γνωρίσεις τον Σερ Ρόμπερτ, τον ευγενικό κύριο που με προσέχει.» Σταμάτησε για να γείρει το κεφάλι της στον ώμο του και να του χαμογελάσει. «Είμαι τόσο χαρούμενη που είσαι εδώ.» «Σίγουρα, ήλθε με το πάσο του.» Η αναπάντεχη φωνή ερχόταν από πίσω τους. Η Ίζομπελ στριφογύρισε και είδε τον Στίβεν Κάρλτον να στέκεται λίγα μέτρα πιο πέρα με τα χέρια στους γοφούς του και να μην έχει καμία σχέση με τον συνήθως ευδιάθετο εαυτό του. «Τι σας καθυστέρησε;» απαίτησε να μάθει ο Κάρλτον, έχοντας τα μάτια του καρφωμένα έντονα στον Τζέφρι. «Η καθυστέρησή σας αποτελεί μεγάλη προσβολή για την κυρία.»
88
MARGARET MALLORY
Δεν είχε ξαναδεί τον Κάρλτον θυμωμένο. Με το θυμό να μιλάει μέσα από τα μάτια του, φαινόταν διαφορετικός. Επικίνδυνος. Έστρεψε το οξύ βλέμμα του προς εκείνη. «Δεν σας είχα για άτομο που συγχωρεί τόσο εύκολα.» «Με συγχωρείτε εάν σας προσέβαλα με κάποιον τρόπο» είπε ο Τζέφρι, τραβώντας την προσοχή του Κάρλτον και πάλι σ’ εκείνον. «Ήρθα μόλις έλαβα τα νέα ότι η αδελφή μου βρίσκεται εδώ.» «Η αδελφή σου;» Η έκφραση στο πρόσωπο του Κάρλτον έδειχνε πρώτα έκπληξη και εν συνεχεία χαρά. «Νόμιζα ότι ήσουν εκείνος ο ανάξιος Γάλλος της» είπε, ενώ πλησίασε και χτύπησε ελαφρά τον Τζέφρι στην πλάτη. «Καλωσόρισες στην Καέν! Είμαι ο Στίβεν Κάρλτον, ένα φίλος της αδελφής σου.» «Νόμιζες ότι ήταν…» Πνίγηκε με τα λόγια της, καθώς ο θυμός, έντονος και σκοτεινός, ανέβαινε στο στήθος της. «Νόμιζες ότι θα αγκάλιαζα έναν άντρα που δεν ήξερα, στο μέσον της αυλής;» «Καλύτερα εν μέσω μιας αυλής, παρά σε ένα ήσυχο μέρος» είπε ο Κάρλτον, κλείνοντας το μάτι του. «Ευτυχώς που δεν σε είδα να τον αγκαλιάζεις, διαφορετικά ο αδελφός σου θα ξεσκόνιζε το πίσω μέρος του σώματός του – εάν θα μπορούσε, βέβαια, να σηκωθεί.» Ήθελε να τον χαστουκίσει. «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» Ο Τζέφρι, όντας πάντα ο ειρηνοποιός, είπε με κατευναστική φωνή: «Απλώς φέρθηκε ιπποτικά και προσπαθούσε να σε προστατέψει.» Έπιασε το χέρι της Ίζομπελ και την τράβηξε μακριά. «Έλα, Ίζι. Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι και δεν έχω φάει εδώ και ώρες.» Όταν αγριοκοίταξε τον Κάρλτον πάνω από τον ώμο της, εκείνος της έστειλε ένα φιλί. Ο άντρας αυτός ήταν εξωφρενικός!
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
89
*** Τι είδους τρέλα, αναρωτιόταν ο Στίβεν, τον διακατείχε; Ενώ περπατούσε προς την πύλη του πύργου, είδε την Ίζομπελ να στηρίζεται στο χέρι ενός αγνώστου και το πρόσωπό της να έχει φωτιστεί από ένα σπάνιο, φωτεινό χαμόγελο. Τότε, όρμησε στην αυλή με σκοπό να κάνει αυτόν τον άντρα λιώμα στο ξύλο. Θεέ μου, σχεδόν δεν μπορούσε καλά καλά να αναγνωρίσει τα αίτια της αντίδρασής του. Κι όμως, ήξερε πολύ καλά τι τον είχε οδηγήσει να το κάνει: η απερίσκεπτη, μαινόμενη ζήλια του. Νόμιζε πως ο άντρας ήταν ο Ντε Ροσέ και ότι η Ίζομπελ τον κοίταζε όπως εκείνον τη μέρα που συναντήθηκαν. Και απλώς δεν μπορούσε να το αντέξει. Δεν ήθελε να αναλογιστεί τι σήμαινε αυτό. Παρ’ όλα αυτά, σκόπευε να γνωρίσει τον αδελφό της. *** Η Ίζομπελ φόρεσε το μανδύα της για να αντιμετωπίσει την πρωινή δροσιά. «Φοβόμουν ότι θα ξεχνούσες την υπόσχεσή σου να εξασκηθείς μαζί μου πριν από το πρωινό» είπε, πιέζοντας το χέρι του Τζέφρι. «Και να διακινδυνεύσω την οργή της μεγάλης μου αδελφής;» Περπατούσαν μέσα σε συντροφική σιωπή και τα πόδια τους έτριζαν στο παγωμένο έδαφος. Όταν ο Τζέφρι μίλησε ξανά, ο τόνος του ήταν σοβαρός. «Κυκλοφορούσες μόνη σου έξω, Ίζομπελ;» Υπήρχε μόνον ένα άτομο που θα μπορούσε να του το έχει πει. «Σου είπε τίποτα ο Στίβεν Κάρλτον;» «Ναι, ο Σερ Στίβεν μού μίλησε για τους κινδύνους» είπε «και για τα καθήκοντά μου ως αδελφός.» «Πώς τολμά!»
90
MARGARET MALLORY
«Τα λεγόμενά του δεν ήταν λανθασμένα, και ήταν μάλλον εγκάρδια» απάντησε ο Τζέφρι. «Είναι ένας ενδιαφέρων τύπος. Τόσο αυτός όσο και ο ανιψιός του φαίνονται καλοί άνθρωποι.» Η Ίζομπελ ξεφύσησε διαφωνώντας. «Ο Στίβεν Κάρλτον στερείται σοβαρού σκοπού.» «Έμοιαζε αρκετά σοβαρός, όταν ήθελε να με σκοτώσει χθες» είπε ο Τζέφρι με ένα χαμόγελο. Εκείνη θυμήθηκε πόσο επικίνδυνος έμοιαζε ο Στίβεν. Επικίνδυνος και απίστευτα όμορφος. «Ο ποταπός θυμός δεν βελτιώνει έναν επιπόλαιο άντρα.» Ακούστηκε ανυπόφορη, όμως δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της. «Είναι, από όλες τις απόψεις, ένας αμετανόητος μοιχός και μέθυσος. Για ένα άτομο με τη δική σου ευσέβεια, εκπλήσσομαι που είσαι πρόθυμος να παραβλέψεις τα αμαρτήματά του.» «Δεν θα πρέπει να πιστεύεις όλα όσα ακούς» είπε ο Τζέφρι. «Και δεν είμαστε σε θέση ούτε εσύ ούτε εγώ να τον κρίνουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.» Η Ίζομπελ αποφάσισε να μη δοκιμάσει περαιτέρω την ευπρέπεια του αδελφού της, λέγοντάς του ότι ο άντρας τον οποίο υπερασπιζόταν είχε βρεθεί από πάνω της και τη φιλούσε με πάθος. Ήταν ένα μυστικό το οποίο καλύτερα να μην το μοιραζόταν μαζί του. «Τι σε κάνει να χαμογελάς, Ίζι;» «Τίποτα.» Ο Θεός να τη βοηθούσε, όμως δεν μετάνιωνε για εκείνα τα φιλιά όσο θα έπρεπε. «Ας μη μιλήσουμε άλλο για τον Στίβεν Κάρλτον.» «Μα εκείνος…» Κράτησε το χέρι της ψηλά. «Σε παρακαλώ, Τζέφρι, όχι.» Έφτασαν στην αποθήκη και έσκυψε στη χαμηλή είσοδο, όπου έβγαλε το μανδύα της. Όταν γύρισε για να βρει ένα μέρος και να τον ακουμπήσει, αιφνιδιάστηκε τόσο πολύ που φώναξε.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
91
Ο Στίβεν Κάρλτον καθόταν σκαρφαλωμένος στην κορυφή ενός σωρού από σάκους σιτηρών. «Καλημέρα, Λαίδη Χιουμ» τη χαιρέτησε, σαν να ήταν συνηθισμένος στη θέα γυναικών που στρίγκλιζαν βλέποντάς τον. «Θυμάστε τον ανιψιό μου, τον Τζέιμι Ρέιμπερν;» Προσέχοντας τώρα τον νεαρό άντρα, του έγνεψε ψυχρά. «Ήθελα να σου πω ότι ο Σερ Στίβεν προσφέρθηκε ευγενικά να εξασκηθεί μαζί μας σήμερα.» Αγνοώντας το άγριο βλέμμα της, ο Τζέφρι πρόσθεσε: «Είμαστε τυχεροί, διότι φημίζεται για τις ικανότητές του.» «Σε παρακαλώ, λέγε με απλά Στίβεν» είπε ο Κάρλτον, κατεβαίνοντας στο έδαφος. «Η αδελφή σου έτσι με λέει.» Η Ίζομπελ ήθελε να διαφωνήσει, όμως αυτό το μικρό ψέμα ήταν το πιο ασήμαντο από όλα του τα εγκλήματα. Όταν ο αδελφός της πήγε να συζητήσει με τον Τζέιμι, ο Κάρλτον ήλθε και στάθηκε δίπλα της. «Σταμάτα να κατσουφιάζεις» της είπε χαμηλόφωνα. «Είσαι ασφαλής με τον Τζέιμι και τον αδελφό σου εδώ. Σου υπόσχομαι ότι θα διασκεδάσεις.» Ήταν σφιγμένη και αφηρημένη στην αρχή, όμως, ύστερα από λίγο, απορροφήθηκε από το παιχνίδι. Άλλαζαν αντιπάλους συχνά, κι έτσι είχε την ευκαιρία να εξασκηθεί με τον καθέναν τους. Ο Στίβεν –σε αντίθεση με όσα της επέβαλλε ο εαυτός της, τον σκεφτόταν ως Στίβεν τώρα– ήταν μακράν ο καλύτερος ξιφομάχος και δάσκαλος. «Πεινάω σαν λύκος! Έχει περάσει προ πολλού η ώρα για το πρωινό.» Η Ίζομπελ ξαφνιάστηκε από τα λόγια του Τζέιμι. Η ώρα είχε περάσει τόσο γρήγορα. Ο Τζέιμι έβαλε το σπαθί του στη θήκη και πήρε το μανδύα του από τη γωνία. «Να συναντηθούμε και πάλι αύριο;» Ο Τζέφρι τής έριξε ένα πλάγιο βλέμμα και περίμενε. Εκείνη χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. Εφόσον θα έρχονταν και ο Τζέφρι με τον Τζέιμι, γιατί να πείραζε;
Κεφάλαιο Εννέα Νοέμβριος 1417 Ενώ ο Ρόμπερτ τη βοηθούσε να φορέσει το μανδύα της, η Ίζομπελ άκουσε τις καμπάνες του Αβαείου του Ανθρώπου, του μεγάλου αβαείου που είχε χτίσει ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής στα δυτικά της πόλης και καλούσε τους μοναχούς σε κατάνυξη. Ο αδελφός της βρισκόταν εκεί απόψε και προσευχόταν με τους μοναχούς. Θα ξυπνούσε μαζί τους δύο φορές μέσα στη νύχτα, για τον όρθρο και τους ύμνους, και μετά πάλι το ξημέρωμα, για την πρωινή προσευχή, προτού επιστρέψει στο κάστρο. «Πώς με έπεισες να πάω μαζί σου σε μια κοινωνική συνάντηση στην πόλη απόψε;» τον ρώτησε. «Είμαι σίγουρη πως θα τη μισήσω.» «Ποιος ξέρει; Ένα βράδυ με τους πλούσιους και ακόλαστους ίσως επιφυλάσσει εκπλήξεις» είπε ο Ρόμπερτ και της άνοιξε την πόρτα. «Τι θα έλεγες να περπατήσουμε; Η νύχτα είναι όμορφη και καθαρή.» Της άρεσε η μακρινή βόλτα κατά μήκος της Παλιάς Πόλης. Όταν όμως πέρασαν τη γέφυρα και έφτασαν στη Νέα Πόλη, τα πόδια της πάγωσαν. Είχαν φτάσει σχεδόν στο μακρύ τείχος, όταν ο Ρόμπερτ σταμάτησε στην πύλη ενός τεράστιου σπιτιού.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
93
«Σου ανέφερα» ρώτησε ο Ρόμπερτ, χωρίς να την κοιτάζει «ότι οι οικοδεσπότες μας είναι ο Λόρδος και η Λαίδη Ντε Λισιέ;» «Η Μαρί ντε Λισιέ! Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν θα ερχόμουν, αν μου το είχες πει.» «Έλα. Πρέπει να παραδεχτείς ότι έχεις κάποια περιέργεια» είπε ο Ρόμπερτ, κλείνοντάς της το μάτι. «Σου υπόσχομαι ότι θα είναι διασκεδαστικό.» Μόλις μπήκαν στο σπίτι, η Ίζομπελ παρατήρησε με ικανοποίηση ότι ήταν διακοσμημένο κακόγουστα, με ακριβές αλλά άσχημες ταπετσαρίες και πολλά έπιπλα. «Απαίσιο δεν είναι;» είπε ο Ρόμπερτ στο αυτί της. «Περίμενε μέχρι να συναντήσεις τον σύζυγό της.» Η Ίζομπελ προσπαθούσε να μη γελάσει. «Είσαι κακός, Ρόμπερτ.» Το φαγητό του δείπνου ήταν όπως η επίπλωση: πλούσιο, αλλά άνοστο. Το ψωμί δεν ήταν πολύ φρέσκο, το φρούτο πράσινο, τα κρέατα δεν ήταν καλοψημένα και ήταν φορτωμένα με μια βαριά σάλτσα με ασυνήθιστη γκρι υφή. Η Ίζομπελ πεινούσε όταν σηκώθηκε από το τραπέζι, ακριβώς όπως όταν κάθισε σε αυτό. Μετά το δείπνο, οι καλεσμένοι διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες στα κοινόχρηστα δωμάτια του σπιτιού. Ο Ρόμπερτ κάθισε με την Ίζομπελ σε έναν καναπέ, στο πίσω μέρος του μεγαλύτερου δωματίου, και ξεκίνησε να της δίνει ανάρμοστες πληροφορίες για όσους βρίσκονταν εκεί μέσα. «Μίλα χαμηλόφωνα!» τον επέπληξε εκείνη. Το γέλιο της έμεινε στο λαιμό της, όταν γύρισε και είδε τον αργοπορημένο καλεσμένο που μπήκε στο δωμάτιο. «Δεν μου είπες ότι θα ερχόταν και ο Στίβεν.» Ο Ρόμπερτ σήκωσε τα φρύδια του. «Χρειάζεσαι προειδοποίηση;» «Και βέβαια όχι.»
94
MARGARET MALLORY
Και πάλι, όμως, το τελευταίο πράγμα που ήθελε είναι να βλέπει τη Μαρί ντε Λισιέ να τρίβεται όλο το βράδυ στον Στίβεν. Αυτή η γυναίκα είχε ήδη απλώσει τα χέρια της πάνω του. «Φαίνεσαι ταραγμένη, αγαπητή μου» είπε ο Ρόμπερτ. «Κάνεις λάθος.» Έπειτα από τόσες εβδομάδες, η Ίζομπελ είχε συνηθίσει την παρέα του Στίβεν – και το να αγνοεί τη μεταξύ τους έλξη. Φυσικά, δεν ήταν τόσο ανόητη, ώστε να διακινδυνεύσει να μείνει και πάλι μόνη της μαζί του. Ο Τζέφρι και ο Τζέιμι τη συναντούσαν κάθε πρωί για την εξάσκηση με τα σπαθιά, κάτι συνηθισμένο πλέον. Ο Στίβεν ερχόταν λιγότερο συχνά – χωρίς αμφιβολία, ήταν δύσκολο να σηκωθεί νωρίς ύστερα από μια νύχτα με αλκοόλ έως αργά… και ένας Θεός ξέρει με τι άλλο. Παρά το γεγονός ότι ήταν προσεκτική, έπιανε τον εαυτό της να είναι αρκετά θερμή μαζί του κάθε φορά που ερχόταν κι εκείνος· ήταν υπομονετικός δάσκαλος και παραήταν γοητευτικός και έξυπνος. Πώς ήταν δυνατόν ένας άντρας με τέτοιο ταλέντο να σπαταλά το χρόνο του με τα πιο αχρεία άτομα της τοπικής αριστοκρατίας; Ήταν τόσο κρίμα! Και υπήρχε πάντα μια γυναίκα κοντά του, να χαχανίζει με τα αστεία του και να του ρίχνει ματιές όλο νόημα. Ο Ρόμπερτ σήκωσε το χέρι του και φώναξε: «Στίβεν! Εδώ!» Ο Στίβεν απέσπασε την προσοχή της Μαρί ντε Λισιέ με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο, καθώς απομάκρυνε το χέρι της από τον ώμο του και στριμώχτηκε για να φύγει. Η Ίζομπελ πήρε μια βαθιά ανάσα για να τονώσει τον εγωισμό της. Έπρεπε να ενοχλήσει την ίδια ή να πειράξει τη Μαρί το γεγονός ότι ο Στίβεν στριμώχτηκε μεταξύ εκείνης και του Ρόμπερτ στον καναπέ, αντί να πάρει την καρέκλα και να καθίσει απέναντί τους; Εκείνος θα το έβρισκε διασκεδαστικό.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
95
«Χαίρομαι που είσαι εδώ» του είπε ο Ρόμπερτ. «Θα πρέπει να λείψω για λίγο και δεν θα ήθελα να αφήσω την Ίζομπελ μόνη. Ξέρεις πόσο κακοί μπορούν να γίνουν αυτοί οι άνθρωποι.» «Εκπλήσσομαι που την έφερες μαζί σου.» Ο τόνος του Στίβεν ήταν οξύς. «Σταματήστε να μιλάτε σαν να μην είμαι εδώ» ξέσπασε η Ίζομπελ. «Δεν είμαι παιδί, για να με δίνετε από τη μια γκουβερνάντα στην άλλη.» Ήταν τόσο ενοχλημένη, ώστε σχεδόν ξέχασε τη θέρμη του μηρού του Στίβεν κοντά στον δικό της. Σχεδόν. «Πού θα πας;» ρώτησε τον Ρόμπερτ. Εκείνος της έκλεισε το ένα γαλαζοπράσινο μάτι του. «Καλύτερα να μη σου πω.» Ένα ραντεβού. Δεν ήταν λίγο μεγάλος για αυτό; Φυσικά, άντρες σαν κι αυτόν –και τον Στίβεν– δεν σταματούσαν ποτέ. Οι δύο φίλοι σηκώθηκαν και μίλησαν χαμηλόφωνα. Ενώ μιλούσαν, η Ίζομπελ παρατήρησε την όμορφη εταίρα Κλοντέτ που περνούσε την είσοδο του δωματίου και τράβηξε την προσοχή του Ρόμπερτ. Έπειτα από αυτό, εκείνος έφυγε, ο Στίβεν σωριάστηκε στην καρέκλα που βρισκόταν απέναντι από την Ίζομπελ και δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος του. Εκείνη, για να ξεκινήσει μια συζήτηση, είπε: «Ο Σερ Πόπχαμ ανέφερε και πάλι το πόσο εκτιμά τη βοήθειά σου στη διοίκηση της πόλης.» Της είχαν κάνει εντύπωση οι υπερβολικοί έπαινοι του Πόπχαμ. Προφανώς, ο Στίβεν αφιέρωνε το χρόνο του και σε κάτι άλλο, εκτός από το να γοητεύει τις γυναίκες και να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Προφανώς και το έργο που επιτελούσαν με τον Πόπχαμ δεν ήταν κάτι που ήθελε να συζητήσει μαζί της. Δεν χρειαζόταν, ωστόσο, να φανεί αγενής. Τι είχε πάθει απόψε; Δεν έφταιγε εκείνη, εάν είχε ξεμείνει μαζί της.
96
MARGARET MALLORY
Παρά τη θέλησή της, η Ίζομπελ ένιωθε πληγωμένη. Νόμιζε ότι θα γίνονταν φίλοι κατά κάποιον τρόπο, ύστερα από τόσες εβδομάδες. Μια όμορφη, μεγαλύτερη γυναίκα, στολισμένη με κοσμήματα και πορφυρό μετάξι, εμφανίστηκε στο πλευρό του Στίβεν. Όταν έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του, εκείνος έσφιξε το χέρι της και της έγνεψε. «Μην κουνηθείς» είπε στην Ίζομπελ, όταν σηκώθηκε. «Δεν θα αργήσω πολύ, όμως είναι κάποιος στον οποίο πρέπει να μιλήσω.» Να μιλήσει σε κάποιον; Χα! Παρατήρησε τον Στίβεν να σεργιανίζει έξω από το δωμάτιο με αυτή τη γυναίκα. Ποιοι νομίζουν ότι είναι αυτοί οι άντρες, που της λένε να μείνει εκεί που είναι, ενώ εκείνοι παιδιαρίζουν με όλα τα είδη γυναικών; Ένιωθε αμήχανα που καθόταν μόνη της. Δεν είχε μεγάλη εμπειρία από συγκεντρώσεις όπως αυτή. Οι επισκέπτες στο κάστρο του Χιουμ ήταν λίγοι και ο σύζυγός της σπάνια την πήγαινε κάπου αλλού. Ένιωσε λοιπόν απίστευτα ευγνώμων, όταν ο κύριος Ντε Λισιέ έσπευσε να της κάνει παρέα. «Μα να εγκαταλείψουν μια τόσο όμορφη κυρία!» είπε ο Ντε Λισιέ, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά. «Στ’ αλήθεια, δεν αξίζετε τέτοιους φίλους.» Οι σπασμένες φλέβες και το κηλιδωμένο χρώμα στο πρόσωπό του ήταν σημάδια κατανάλωσης περίσσιας ποσότητας αλκοόλ. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να κατηγορήσει αυτόν τον κακόμοιρο άντρα, που ήταν παντρεμένος με αυτή την άθλια, τη Μαρί; «Θα μου επιτρέψετε να σας δείξω το σπίτι, όσο θα λείπουν;» της πρότεινε ο Ντε Λισιέ. «Είστε πολύ ευγενικός.» Κράτησε το χέρι που της προσέφερε και χαμογέλασε στη σκέψη ότι ο Στίβεν θα επέστρεφε και θα έβλεπε ότι δεν ήταν πια εκεί. Ο Ντε Λισιέ σταμάτησε σε ένα πλευρικό τραπεζάκι για να της βάλει κρασί σε ένα μεγάλο ποτήρι· το γέμισε τόσο πο-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
97
λύ, ώστε εκείνη χρειάστηκε να πιει μεγάλες γουλιές για να μη χυθεί. Καθώς περνούσαν από τα γεμάτα κόσμο δωμάτια, της τόνιζε διάφορα χαρακτηριστικά του σπιτιού. Η Ίζομπελ έβγαζε ευγενικούς ήχους εκτίμησης. Ο Στίβεν σίγουρα δεν βιαζόταν να επιστρέψει. Εκείνη είχε γνωριστεί με ορισμένους από τους καλεσμένους, στους οποίους και έγνεφε, από τις επισκέψεις τους στο κάστρο. Φυσικά, ο Ντε Λισιέ τούς γνώριζε όλους. Η πορεία τους ήταν αργή, καθώς σταματούσαν για να συζητήσουν με τους υπόλοιπους καλεσμένους τριγύρω. Κατά τη διαδρομή, ο Ντε Λισιέ έπιασε μια καράφα κρασί, και εκείνη τον άφησε να της ξαναγεμίσει το ποτήρι. Ούτε ο Στίβεν, αλλά ούτε και ο Ρόμπερτ είχαν επιστρέψει, μέχρι τη στιγμή που εκείνη με τον Ντε Λισιέ είχαν κάνει τον κύκλο του σπιτιού και επέστρεψαν στην μπροστινή πλευρά του. Η Ίζομπελ ήταν υπερβολικά θυμωμένη. Πού είχαν πάει; Εκείνη ήταν παραπάνω από έτοιμη να φύγει. Αν έπρεπε, σε ένα ακόμα άσχημο οικογενειακό πορτρέτο, να δείξει το θαυμασμό της κάνοντας «Άαα!» και «Ώωω!», θα έβαζε τις φωνές. «Πρέπει να δείτε το καινούργιο παράθυρό μου με βιτρό, σ’ ένα δωμάτιο στη σοφίτα» είπε ο Ντε Λισιέ, καθώς την οδηγούσε στις σκάλες. «Η δεξιοτεχνία της κατασκευής είναι εξαιρετική.» Καλύτερα ένα παράθυρο, παρά ένα ακόμα πορτρέτο. Ο Ντε Λισιέ πρέπει να ξαναγέμισε το ποτήρι της, γιατί χρειάστηκε να ξαναπιεί μέχρι τη μέση για να μη χυθεί το κρασί στις σκάλες. Τουλάχιστον, το κρασί του οικοδεσπότη της ήταν καλύτερο από το φαγητό του – μετρίαζε κάπως την πείνα της. Από την κορυφή της σκάλας, η Ίζομπελ γύρισε και κοίταξε τους ανθρώπους που βρίσκονταν κάτω. Δεν διέκρινε κάπου τον Στίβεν – ή τη γυναίκα με το πορφυρό μετάξι. «Η σοφίτα είναι από εδώ» είπε ο Ντε Λισιέ, τραβώντας την μακριά.
98
MARGARET MALLORY
Μέσα στο δωμάτιο, κόκκινα μαξιλάρια με βαριές φούντες χρυσού βρίσκονταν τυχαία σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα. Πολύ παράξενο, τη στιγμή μάλιστα που έρχονταν επισκέπτες. Γιατί είχε τόσο υπερβολική ζέστη εκεί μέσα; Έκανε αέρα με το χέρι της. Οι υπηρέτες θα είχαν δυναμώσει τη θέρμανση που ερχόταν από το μαγκάλι. «Συγχωρήστε το αίσθημα περηφάνιας μου για αυτό, δεν είναι όμως όμορφο;» ρώτησε ο Ντε Λισιέ, οδηγώντας την γύρω από τα μαξιλάρια στο παράθυρο. «Ωραίο είναι, πολύ ωραίο» μουρμούρισε εκείνη, παρότι δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερο στο γυαλί, εκτός από το μέγεθός του. Χα! Ο Στίβεν δεν θα σκεφτόταν να την αναζητήσει εκεί – αν, τελικά, την αναζητούσε. Το γουρούνι! Η Ίζομπελ μισόκλεισε τα μάτια της, σκεπτόμενη όσα πιθανότατα εκείνος έκανε με τη γυναίκα με τα πορφυρά μετάξια. Κατάπιε με ένταση και το υπόλοιπο κρασί της. Χωρίς να γυρίσει, έτεινε το ποτήρι της, ζητώντας κι άλλο. Τι έλεγε ο Ντε Λισιέ; Κάτι για ταπετσαρίες; Είχε σταματήσει να ακούει τις ανοησίες του, εδώ και ώρα. «Αυτή, στο επόμενο δωμάτιο, είναι η πιο ασυνήθιστη» είπε, τραβώντας την προς μια άλλη πόρτα. «Πρέπει να τη δείτε.» Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. «Θα ήθελα να καθίσω, κύριε Ντε Λισιέ.» Ντράπηκε που ακούστηκε σαν να είπε «κύυυυυυρριιιεεε», όμως εκείνος δεν φάνηκε να το πρόσεξε. Για όνομα του Θεού, είχε μεθύσει; Το μεθύσι του Χιουμ την αηδίαζε, κι έτσι εκείνη ποτέ δεν έπινε πολύ. Πώς… «Μα, φυσικά.» Η φωνή του Ντε Λισιέ ήταν ανήσυχη. «Φυσικά», τι; Είχε ξεχάσει τι τον είχε ρωτήσει. «Όμως, πρώτα κοιτάξτε το σχέδιο αυτής της όμορφης ταπετσαρίας.» Ήταν δύσκολο να διακρίνει το σχέδιο στο αμυδρό φως
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
99
του κεριού στο δωμάτιο, όμως η Ίζομπελ έβαλε υπάκουα τη μύτη της κοντά στην ταπετσαρία και κινήθηκε κατά μήκος του τοίχου, αλληθωρίζοντας. Ένα πρόσωπο που έκανε γκριμάτσα, το πόδι ενός αλόγου και το στήθος μιας γυναίκας… Ξαφνικά, την είδε ως σύνολο και κατάλαβε τι σήμαινε. Τόσο σοκαρισμένη που δεν μπορούσε να μιλήσει, κοίταζε με ανοιχτό το στόμα την άσεμνη μυθολογική σκηνή του σάτυρου, ο οποίος διατηρούσε στενές σχέσεις με γυναίκες. Με ένα αίσθημα πνιγμού, κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Βρισκόταν, όπως φοβόταν, σε μια κρεβατοκάμαρα. Δεν τον είχε ακούσει να κλείνει την πόρτα πίσω τους. Όμως, η πόρτα ήταν κλειστή. Πώς έμπλεξε σε αυτό; «Δεν έπρεπε να με φέρεις εδώ» του είπε και κίνησε κατά την πόρτα. Ο Ντε Λισιέ την κράτησε σφιχτά από το χέρι και την τράβηξε απότομα πίσω. Εκείνη κατάπιε τον αυξανόμενο πανικό της. Σίγουρα, δεν θα τολμούσε – το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο. Και ο Στίβεν ήταν εκεί. Κάπου. «Άφησέ με» του είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Ο Σερ Στίβεν με περιμένει.» «Πίστεψέ με, ο Κάρλτον είναι απασχολημένος κάπου αλλού, αγαπητή μου.» Προτού η Ίζομπελ το καταλάβει, ο Ντε Λισιέ βρισκόταν από πάνω της. Τα υγρά χείλη του ήταν στο λαιμό της και τα άγρια χέρια του τραβούσαν το φόρεμά της. Φώναζε, παρά το γεγονός ότι το χέρι του είχε καλύψει το στόμα της. Καθώς προσπαθούσε να περάσει το χέρι της μέσα από το μαντίλι του φορέματός της για να φτάσει το κρυμμένο μαχαίρι της, το είδε με το μυαλό της να βρίσκεται πάνω στο σεντούκι στο δωμάτιό της. Ανάθεμα! Τον κλοτσούσε και τον έγδερνε, καθώς την τραβούσε προς το κρεβάτι. Επιτέλους, κατάφερε να βάλει τα δόντια της στο χέρι του. Είχε μόλις μία στιγμή για να απολαύσει το
100
MARGARET MALLORY
ουρλιαχτό πόνου που έβγαλε ο Ντε Λισιέ. Το χαστούκι του ήταν τόσο δυνατό, που τα αυτιά της βούιξαν και είδε φωτεινά σημάδια από αστέρια. Καθώς τα πόδια της την πρόδωσαν, ο Ντε Λισιέ σταμάτησε να την κρατάει, κι εκείνη έπεσε με δύναμη στο πάτωμα. Πάσχισε, έτσι όπως ήταν γονατιστή, να φτάσει στην άκρη του δωματίου, προσπαθώντας μανιωδώς να ξεφύγει. Ένας ρυθμικός χαρακτηριστικός ήχος πίσω της την έκανε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της. Ο Στίβεν ήταν εδώ! Είχε στριμώξει τον Ντε Λισιέ στη μία άκρη του ψηλού κρεβατιού και τον γρονθοκοπούσε. Το κεφάλι του λόρδου έπεφτε πίσω με κάθε γροθιά, όπως αυτό μιας πάνινης παιδικής κούκλας. «Στίβεν, σταμάτα!» φώναξε εκείνη. «Σταμάτα!» Ο Στίβεν κούνησε το κεφάλι του, σαν να συνερχόταν από κάποια ζάλη. Απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Ντε Λισιέ να γλιστρήσει στο πάτωμα. Η Ίζομπελ σωριάστηκε ξανά και πίεσε τα χέρια της στο στόμα της. Δεν ήξερε από πού ακούγονταν οι δυνατοί λυγμοί, μέχρι που κατάλαβε ότι προέρχονταν από την ίδια. Ο Στίβεν γονάτισε μπροστά της και έπιασε τους ώμους της. «Σου έκανε κακό;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, ανήμπορη να μιλήσει. Ο Στίβεν την αγκάλιασε ξέφρενα. «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε ξανά μέσα από τα μαλλιά της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της, πιέζοντάς τα, και έγνεψε καταφατικά. Ξαφνικά, ο Στίβεν την έσπρωξε πίσω, σε απόσταση ενός χεριού, και την κοίταξε με μάτια που έκαιγαν. «Μα, για όνομα του Θεού» της είπε με τρεμάμενη φωνή «τι έκανες εδώ με αυτόν;» «Γιατί μου φωνάζεις;» Προς απογοήτευσή της, ήταν πολύ κοντά στο να αρχίσει να κλαίει. «Δεν χρειάζεται να γίνεσαι
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
101
βλάσθημος.» Συγχυσμένη, προσπάθησε και πάλι: «Βλάφσθημος. Βλαψθημός.» «Είσαι μεθυσμένη;» τη ρώτησε με μάτια ορθάνοιχτα. «Τολμάς εσύ και κατακρίνεις εμένα» –χτύπησε το χέρι της στο στήθος της στη λέξη «εμένα», δίνοντας έμφαση στην οργή της– «ότι πίνω πολύ! Και δεν έφταιγα εγώ. Κάθε φορά που γύριζα το κεφάλι μου, ο Nτε Λισιέ έβαζε κι άλλο κρασί στο ποτήρι μου και…» «Έλα» είπε ο Στίβεν, τραβώντας την για να σηκωθεί. «Δεν αντέχω να βρίσκομαι άλλο στην κρεβατοκάμαρα αυτού του απαίσιου ανθρώπου.» Ενώ τη βοηθούσε να βγει από το δωμάτιο, εκείνη κοίταξε το σώμα του Ντε Λισιέ, που είχε σωριαστεί στο πάτωμα. «Είναι…;» «Δεν είναι νεκρός» απάντησε ο Στίβεν με σκληρή φωνή. Την οδήγησε στο παράθυρο της σοφίτας. Αφού έκλεισε την εξωτερική πόρτα, κάθισε δίπλα της και κράτησε το χέρι της. «Με συγχωρείς που σου θύμωσα, όμως με τρόμαξες σχεδόν μέχρι θανάτου.» Κοίταξε ευθεία μπροστά του, με το σαγόνι του και τους μύες του σφιγμένα. Τα δόντια του έτριζαν. Παρά τη φανερή προσπάθειά του να παραμείνει ψύχραιμος, η φωνή του υψώθηκε όταν ξαναμίλησε: «Μα, τι σκεφτόσουν; Να μεθύσεις και να πας στην κρεβατοκάμαρα του Ντε Λισιέ μαζί του;» «Μου έδειχνε το σπίτι.» «Μα, για όνομα του Θεού, Ίζομπελ, δεν είσαι δεκαπεντάχρονο κορίτσι! Πώς μπορείς να φέρεσαι τόσο ανόητα;» «Αυτό είναι άδικο!» Σκούπισε τη μύτη της στο μανίκι της και ρουθούνισε. Οι ώμοι του χαλάρωσαν. «Έχεις δίκιο. Δεν έπρεπε να σε αφήσω. Είχα να κανονίσω κάτι δουλειές, όμως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία.» «Δεν φταις εσύ.» Ακόμη και αν έφταιγε όμως, ποια γυναίκα δεν θα συγχωρούσε τον Στίβεν όταν την κοίταζε με αυτά τα
102
MARGARET MALLORY
υγρά καστανά μάτια του; Θα ήταν σαν να κλοτσούσε σκύλο. Την έφερε στην αγκαλιά του και ακούμπησε ελαφρά το πιγούνι του στο πάνω μέρος του κεφαλιού της. Περικυκλωμένη από τα χέρια του, το μάγουλό της ακουμπούσε πάνω στο σκληρό στήθος του. Ένιωθε ασφαλής. Προστατευμένη. «Γιατί ήσουν τόσο ενοχλημένος, όταν ο Ρόμπερτ με άφησε μαζί σου;» «Γιατί εγώ κι εσύ δεν πρέπει να μένουμε μόνοι.» Το στήθος του ανασηκώθηκε και έπεσε κάτω από το μάγουλό της, καθώς πήρε μια ανάσα και εξέπνευσε. «Βλέπεις, δεν είμαι καλός στο να αντιστέκομαι στον πειρασμό.» Η Ίζομπελ έγειρε προς τα πίσω για να τον κοιτάξει. Πραγματικά, είχε πανέμορφο πρόσωπο – το μεγάλο, εκφραστικό στόμα του, η σκληρή επιφάνεια των παρειών και του σαγονιού του. Έβαλε εκεί το χέρι της, θέλοντας να νιώσει τα τραχιά γένια του στην παλάμη της. Εκείνος την κοίταζε με μάτια προβληματισμένα για αρκετή ώρα. Έπειτα ψιθύρισε «Γλυκέ, γλυκέ πειρασμέ», ενώ χαμήλωσε το στόμα του στο δικό της. Αυτή τη φορά, δεν φιλήθηκαν με άγριο πάθος, όπως την προηγούμενη, αλλά αργά, σαν να έλιωναν, κάτι που έκανε τα σωθικά της να φαντάζουν σαν ζεστό μέλι. Όταν σταμάτησε να τη φιλάει και έβαλε και πάλι το κεφάλι της κάτω από το σαγόνι του, άκουγε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά στο στήθος του. «Τώρα πρέπει να επιστρέψουμε στο κάστρο» είπε. «Όχι ακόμα.» Τον κράτησε σφιχτά, για να νιώσει τη θέρμη του σώματός του μέσα από τα ρούχα του. «Όχι ακόμα.» Εκείνος ξετύλιξε τα χέρια της από τη μέση του και τη φίλησε στο κεφάλι. «Δεν είναι σωστό να σε εκμεταλλευτώ, ύστερα από τέτοια ταραχή και τόσο πολύ ποτό…» Εκείνη άφησε το κεφάλι της να πέσει πίσω, ελπίζοντας σε ένα ακόμα φιλί. «Όμως, πλέον, μετά βίας αισθάνομαι την επήρεια του κρασιού.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
103
«Λες ψέματα, Ίζομπελ» της είπε με ένα χαμόγελο ο Στίβεν. «Είσαι τόσο μεθυσμένη όσο ένας στρατιώτης ύστερα από μια νύχτα στην πόλη. Έλα. Πρέπει να σε γυρίσω πίσω, προτού ξεχάσω το αίσθημα της τιμής μου.» *** Ο Στίβεν την ανέβασε στο άλογό του και την κρατούσε, καθώς ίππευε πίσω της. Θεέ μου, είναι τύφλα στο μεθύσι! Θα νιώθει χάλια το πρωί. Όταν η Ίζομπελ έπεσε πίσω και βρέθηκε πάνω του, ήταν τόσο απαλή και ενδοτική, που έπρεπε να προσευχηθεί στον Άγιο Πέτρο για να του δώσει δύναμη. «Και ο Ρόμπερτ;» ρώτησε εκείνη, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. «Στο διάολο να πάει ο Ρόμπερτ.» Ο Στίβεν θα τον στραγγάλιζε. Αφού ο Ρόμπερτ ήξερε ότι θα έφευγε για μια μυστική συνάντηση με τον βασιλιά, γιατί στο καλό πήρε μαζί του την Ίζομπελ; Και μάλιστα, από όλα τα μέρη, την πήγε στο σπίτι των Ντε Λισιέ! Η μόνη εξήγηση ήταν ότι ο Ρόμπερτ σχεδίαζε να αφήσει την Ίζομπελ με τον Στίβεν. Βέβαια, αυτό ήταν περίεργο. Φυσικά, ο Ρόμπερτ δεν περίμενε ότι ο Ντε Λισιέ, αυτός ο τραγοπόδαρος, θα ριχνόταν στην Ίζομπελ μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Όμως, ήξερε ότι ο Στίβεν θα αναγκαζόταν να τη συνοδεύσει πίσω στο κάστρο, μόνη της και αργά τη νύχτα. Τίποτα δεν διέφευγε από τον Ρόμπερτ. Αυτός ο άνθρωπος είχε μάτια και πίσω από το κεφάλι του. Παρά τις διαψεύσεις του Στίβεν, γνώριζε πολύ καλά ότι κάτι είχε υπάρξει μεταξύ αυτού και της Ίζομπελ το πρωινό που τους είχε δει, ακριβώς αφού… τέλος πάντων, αφού είχαν κυλιστεί στο πάτωμα της αποθήκης. Ο Ρόμπερτ έβαζε επίτηδες τον πειρασμό στο δρόμο του; Μα τω Θεώ, ο Στίβεν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.
104
MARGARET MALLORY
Προσπάθησε να νιώσει ενάρετος, διότι αντιστάθηκε στον πειρασμό. Ωστόσο, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει με την Ίζομπελ μεθυσμένη; Και πάλι, όμως, δεν ήταν εύκολο, με τη μυρωδιά των μαλλιών της στη μύτη του και το πίσω μέρος του σώματός της να τον ταρακουνάει σε κάθε βήμα του αλόγου. Ήταν σκληρός σαν βράχος – και αναζητούσε απελπισμένα κάποιον περισπασμό. «Όταν ήμουν μικρή, συνήθιζα να ιππεύω έτσι με τον πατέρα μου.» Η φωνή της Ίζομπελ είχε μια παραπονεμένη, απόμακρη χροιά. «Με έπαιρνε παντού μαζί του.» Ο Στίβεν ήλεγξε τη συνείδησή του: το να εκμεταλλευτεί τη μέθη της για να μάθει τα μυστικά της δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Πιάστηκε, λοιπόν, από την αφορμή που του έδωσε. «Ο πατέρας σου σε απογοήτευσε;» ρώτησε σιγανά. «Πες μου την ιστορία σου, Ίζομπελ, θέλω να την ακούσω.» Έμεινε σιωπηλή για τόση πολλή ώρα, που ο Στίβεν νόμιζε πως είχε αποκοιμηθεί. Όταν τελικά μίλησε και πάλι, έμοιαζε να έχει ξεχάσει τελείως την παρουσία του. «Ο πατέρας μου μού είπε πως θα έσωζα την οικογένεια…» Η Ίζομπελ μιλούσε διακεκομμένα, λες και έδινε φωνή μόνο σε ένα μέρος των σκέψεών της. Καθώς διηγούνταν την ιστορία της, ο Στίβεν την έβλεπε πεντακάθαρα: ένα κορίτσι, λίγο προτού γίνει γυναίκα, να στέκεται στο ψηλό χορτάρι με ένα ξύλινο σπαθί στο χέρι της και γέλιο στα μάτια της· ένα πεισματάρικο κορίτσι που είχε συνηθίσει να τα βγάζει πέρα μόνη της. Ο γερο-Χιουμ θα έπρεπε να έκοβε το μόριό του και να το τάιζε στα γουρούνια που λαχταρούσε ένα τέτοιο πλάσμα. Πρέπει να ήταν πιο γέρος και από τον παππού της… Όταν η φωνή της χάθηκε μέσα στη σιωπή, ο Στίβεν την παρακίνησε: «Ο πατέρας σου θα είχε τους λόγους του για να συμφωνήσει σε αυτόν το γάμο.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
105
«Ο Χιουμ τού έδωσε τα χρήματα για να αγοράσει και πάλι τη γη μας» είπε. Έτσι, η Ίζομπελ αποτελούσε τη θυσία της οικογένειάς της – η παρθενιά της πουλήθηκε για να ικανοποιήσει τον πόθο ενός γέρου άντρα και η ευτυχία της ανταλλάχθηκε με τη γη. Το κεφάλι της Ίζομπελ κινήθηκε απαλά προς τα πίσω, ακουμπώντας το στήθος του Στίβεν. Από τη στιγμή που δεν θα άκουγε κάτι άλλο από την ιστορία της απόψε, έστρεψε το άλογό του προς τις πύλες του κάστρου. Η Ίζομπελ σχεδόν δεν κουνήθηκε, καθώς την κουβαλούσε στις σκάλες, πηγαίνοντάς την στην κάμαρά της στον πύργο. Αυτή η άχρηστη υπηρέτρια δεν θα άνοιγε ποτέ την πόρτα; Χτύπησε και δεύτερη, και τρίτη φορά. Όταν τελικά του άνοιξε, χασκογέλασε στη θέα της Ίζομπελ, που είχε χαλαρώσει το κορμί της στα χέρια του. «Μην πεις λέξη σε κανέναν για αυτό» είπε ο Στίβεν στην υπηρέτρια, καθώς μετέφερε την Ίζομπελ στο κρεβάτι. Δεν του άρεσε να εκφοβίζει τους υπηρέτες, όμως έπρεπε να βεβαιωθεί για τη διακριτικότητα της γυναίκας. «Εάν μιλήσεις, σου ορκίζομαι πως θα στείλω τον τοξότη που σου αρέσει τόσο πολύ να γίνει μέλος του στρατού του Γκλάουτσεστερ.» Κοίταξε την Ίζομπελ και ένιωσε να κατακλύζεται από τρυφερότητα για το κορίτσι που υπήρξε κάποτε, για το κορίτσι του οποίου ο πατέρας τού ράγισε την καρδιά. Όταν οι αρθρώσεις των δαχτύλων του χάιδεψαν το μάγουλό της, η Ίζομπελ χαμογέλασε στον ύπνο της. Πόσο λαχταρούσε να ξαπλώσει δίπλα της! Να την κλείσει στην αγκαλιά του και να αποκοιμηθεί με τα μαλλιά της στο πρόσωπό του· να ξυπνήσει με αυτό το χαμόγελο το πρωί και να της κάνει έρωτα· και έπειτα να μείνει στο κρεβάτι μαζί της, όλη τη μέρα… Η υπηρέτρια θα έφευγε, αν της το έλεγε εκείνος… Αναστέναξε βαριά. Δεν ήταν δική του. Και δεν μπορούσε να γίνει.
Κεφάλαιο Δέκα Δεκέμβριος 1417 Ο Τζέφρι τούς ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να έλθει μαζί τους για εξάσκηση, άρα έμεναν μόνον εκείνη και ο Τζέιμι. Ο Στίβεν δεν είχε έλθει από τότε που… Η Ίζομπελ κούνησε το κεφάλι της για να σβήσει από τη μνήμη της τη νύχτα της μεγάλης μέθης της. Έστειλε την υπηρέτριά της πίσω, όταν έφτασε στην αποθήκη. Αν και δεν ήταν ακριβώς πρέπον να βρίσκεται μόνη της με τον Τζέιμι, εκείνος στο μυαλό της ήταν ακόμα αγόρι. Μόλις έσκυψε για να περάσει τη χαμηλή πόρτα, κατάλαβε το λάθος της: ο Στίβεν στεκόταν –εντελώς μόνος– στο κέντρο του δωματίου με το σπαθί στο χέρι. Μάλλον είχε έλθει από νωρίς για να εξασκηθεί μόνος του. Ατμοί έβγαιναν από το στόμα του, καθώς η ανάσα του συναντούσε τον κρύο αέρα. Η λευκή του μπλούζα είχε κολλήσει στο δέρμα του. Η Ίζομπελ παρέμεινε στην πόρτα, με τα πόδια της ριζωμένα στο έδαφος. «Ο αδελφός σου δεν θα έλθει;» ρώτησε ο Στίβεν. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Και… και ο Τζέιμι;» «Ούτε εκείνος μπορούσε να έλθει» απάντησε ο Στίβεν. «Ίζομπελ, σταμάτα να με κοιτάζεις σαν να είμαι ο Πράσινος
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
107
Ιππότης που έχει έλθει για να σου κόψει το κεφάλι. Δεν ήξερα ότι ο αδελφός σου δεν θα ερχόταν. Σίγουρα, γνωρίζεις πλέον ότι δεν θα σου έκανα ποτέ κακό.» Δεν το ήξερε αυτό. Έμοιαζε επικίνδυνος, έτσι απρόβλεπτα όπως στριφογύριζε το σπαθί του. Το βλέμμα του την κατελάμβανε ολοκληρωτικά. «Ας ξεκινήσουμε» της είπε και πήγε να πάρει το σπαθί της από το μέρος όπου το έκρυβαν. Όταν εκείνη δίστασε να το πάρει από το χέρι του, τη ρώτησε: «Φοβάσαι ότι, χωρίς τους άλλους εδώ, δεν θα μπορείς να πάρεις τα χέρια σου από πάνω μου;» Ούτε μία φορά δεν της είχε πει ο Στίβεν κάτι που θα την έφερνε σε δύσκολη θέση για ό,τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ στους Ντε Λισιέ· τίποτε που θα της θύμιζε τη μέθη της ή την ανοησία της να ακολουθήσει τον Ντε Λισιέ στην κρεβατοκάμαρά του ή το πώς εκλιπαρούσε τον Στίβεν να τη φιλήσει. Στ’ αλήθεια, του ήταν ευγνώμων που περίμενε να μείνουν μόνοι για να την πειράξει. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι της άρεσε κιόλας. «Μάλλον υπάρχουν αρκετές γυναίκες που σου ρίχνονται, Στίβεν Κάρλτον.» Πήρε το σπαθί της από το τεντωμένο χέρι του, το στριφογύρισε στον αέρα και σημάδεψε την καρδιά του. «Αυτό είναι το σπαθί μου, όχι τα χέρια μου, και αυτό θα πρέπει να σε ανησυχεί.» Έκαναν σκληρή εξάσκηση. Για μία ακόμα φορά, η Ίζομπελ είχε μείνει έκπληκτη από τη χάρη και την ομορφιά του με το σπαθί. Οι κινήσεις του Στίβεν ήταν άνετες και έμοιαζαν εύκολες καθώς την τραβούσε προς το μέρος του, αφήνοντάς την να του επιτεθεί, διατηρώντας όμως πάντα τον έλεγχο. «Πόσες γυναίκες είναι οι “μάλλον αρκετές”;» «Ορίστε;» «Είπες ότι μάλλον αρκετές γυναίκες μού ρίχνονται» της είπε, παίρνοντας ύφος αθώο. «Υποθέτω ότι τις μετρούσες.»
108
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν δεν φαινόταν να έχει ενοχληθεί ούτε κατ’ ελάχιστον, γεγονός που απλώς την εκνεύριζε περισσότερο. «Θα μπορούσα κάλλιστα να προσπαθήσω να μετρήσω τα αστέρια» του είπε, περνώντας στην επίθεση για άλλη μια φορά. «Προτιμώ να αφοσιώνομαι σε πιο χρήσιμους σκοπούς. Ίσως θα πρέπει να δοκιμάσεις να κάνεις το ίδιο.» Ο Στίβεν έκανε ένα βήμα μπροστά για να εμποδίσει τον ξιφισμό της. Για μια μακρά στιγμή, στέκονταν εκατοστά μακριά ο ένας από τον άλλον και υπήρχε ένταση ανάμεσα στα σπαθιά που πιέζονταν μεταξύ τους. «Σε τι θα ήμουν χρήσιμος, όμορφη Ίζομπελ;» ρώτησε ο Στίβεν, και ύστερα της κούνησε τα φρύδια του. Εκείνη γέλασε και έκανε πίσω. «Είσαι απίστευτος!» «Πρέπει να γελάς πιο συχνά.» Σκούπισε το φρύδι του στο μανίκι του. «Ας ξεκουραστούμε.» Άπλωσε το μανδύα του στο βρόμικο πάτωμα για να καθίσουν, ακουμπώντας τις πλάτες τους στους σάκους με το σιτάρι, που ήταν στοιβαγμένοι κοντά στον τοίχο. «Τώρα» είπε, τεντώνοντας τα πόδια του «θα μου πεις νηφάλια την υπόλοιπη ιστορία σου ή θα πρέπει να σε ποτίσω με πολύ δυνατό κρασί για να τα καταφέρω;» Η Ίζομπελ έκλεισε τα μάτια της. «Ειλικρινά, εύχομαι να μη σου είχα πει όλα αυτά τα πράγματα.» Ο Στίβεν έπιασε ένα μαλακό άχυρο και το στριφογύρισε μεταξύ του αντίχειρα και των υπόλοιπων δαχτύλων του. «Η μητέρα σου; Διαφώνησε για το γάμο;» «Η μητέρα μου δεν ενοχλήθηκε και πολύ, ώστε να αφήσει τις προσευχές της και να μιλήσει υπέρ μου.» Ακούγοντας την πικρία στη φωνή της, η Ίζομπελ έσφιξε τα χείλη της. Ο Στίβεν ακούμπησε το χέρι της. «Μπορεί να βοηθήσει, αν μιλήσεις γι’ αυτό.» Θα βοηθούσε; Ποτέ δεν είχε κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει για όλα. Υπήρχαν τόσα πολλά που δεν μπορούσε να μοιραστεί με τον Τζέφρι, ακόμη και τώρα που
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
109
ήταν ενήλικος. Γιατί ένιωθε ότι μπορούσε να τα πει τώρα στον Στίβεν; Δεν καταλάβαινε το λόγο, όμως το έκανε. «Το έκανε για εκείνη» είπε με έναν ψίθυρο. Η Ίζομπελ έβλεπε κόκκους σκόνης να αιωρούνται στον αέρα, καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί τη γελαστή μητέρα των πρώτων χρόνων της παιδικής της ηλικίας. «Αφότου χάσαμε τη γη μας, η μητέρα μου ήθελε να ξεφύγει από αυτή τη ζωή. Αφιερώθηκε στις προσευχές, από το πρωί μέχρι το βράδυ… μέχρι που φαίνεται πως μας ξέχασε εντελώς.» Ύστερα από λίγο, ο Στίβεν ρώτησε: «Ο πατέρας σου νόμιζε ότι το να επανακτήσετε τη γη και την κοινωνική σας θέση θα την έκανε καλά;» «Εγώ ήξερα ότι δεν θα γινόταν αυτό, όμως εκείνος δεν με άκουσε.» Μέσα στη σύγχυσή της, του φώναζε ότι μπορούσε να εκατονταπλασιάσει τη γη τους, αλλά η κατάσταση και πάλι δεν θα βελτιωνόταν. «Η μητέρα σου δεν σου είπε τίποτα για το γάμο;» Η ανάμνηση αυτή πάντοτε βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια· τμήματά της έρχονταν απροσδόκητα στο νου της και τη συνελάμβαναν εξ απήνης. Για πρώτη φορά, προσπάθησε να ανακαλέσει στο μυαλό της τη συνολική εικόνα. Θυμήθηκε την καρδιά της να χτυπάει στα αυτιά της, καθώς έτρεχε στον αγρό και μέσα στην πύλη του κάστρου. «Τη βρήκα γονατισμένη στο παρεκκλήσι του κάστρου.» Το στήθος της ήταν φουσκωμένο από το έντονο τρέξιμο· στάθηκε και περίμενε τη μητέρα της να την αντιληφθεί, μέχρι που δεν μπορούσε να αντέξει άλλο. «Θα τον αφήσεις να μου κάνει κάτι τέτοιο;» τη ρώτησε, και η φωνή της έβγαινε τσιριχτή και αβέβαιη. Όταν τα χείλη της μητέρας της συνέχισαν να κινούνται, λέγοντας σιωπηλές προσευχές, η Ίζομπελ έσφιξε τις γροθιές της, ώστε να μην πιάσει τη μητέρα της από τους ώμους και την ταρακουνήσει.
110
MARGARET MALLORY
Τελικά, η μητέρα της σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την Ίζομπελ. Εκτός από την απουσία έκφρασης, το πρόσωπό της ήταν πιο όμορφο από ποτέ κάτω από αυτό το απλό μαντίλι. «Ζήτησα από τον πατέρα σου» είπε η μητέρα της με ήρεμη φωνή «να καθυστερήσει το γάμο σου μέχρι τα επόμενα γενέθλιά σου.» «Θα έκανε οτιδήποτε… οτιδήποτε του ζητούσες» είπε η Ίζομπελ, χώνοντας τα νύχια της στις παλάμες της «και το μόνο που ζήτησες για μένα είναι τρεις μήνες!» «Ο πατέρας σου λέει ότι ο Λόρδος Χιουμ θα σε αφήσει μια ευκατάστατη χήρα. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει μια γυναίκα σε αυτόν τον κόσμο.» «Μπορείς να με σώσεις από αυτό, μητέρα!» τα λόγια της Ίζομπελ ηχούσαν στους πέτρινους τοίχους του παρεκκλησιού. Η μητέρα της παρέμεινε ήρεμη, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος της. «Μπορείς να με βοηθήσεις μόνον αυτή τη φορά;» ικέτεψε η Ίζομπελ. Η μητέρα της γύρισε το κεφάλι της και το βλέμμα της ήταν αφηρημένο. «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να πληρώσεις για τις αμαρτίες μου.» Τι αμαρτίες φανταζόταν ότι είχε διαπράξει η ευσεβής μητέρα της; «Ίζομπελ.» Η φωνή του Στίβεν διαπέρασε το πέπλο των αναμνήσεών της. «Πάρε αυτό» της είπε, βάζοντας στο χέρι της ένα μαντίλι. Μόνο τώρα κατάλαβε ότι τα δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στο πρόσωπό της. «Δεν έπρεπε να σε πιέσω.» Ο Στίβεν έτριψε με το χέρι του την πλάτη της πάνω-κάτω, καθησυχάζοντάς την σαν να ήταν παιδί. Όμως, ήταν αποφασισμένη να το τελειώσει τώρα. «Θέλεις να ακούσεις τις τελευταίες λέξεις που μου είπε η μητέρα μου σε αυτόν τον κόσμο;»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
111
«Μόνον αν θέλεις να μου τις πεις.» «Είπε: “Εμείς οι γυναίκες έχουμε γεννηθεί για να υποφέρουμε.” Κι έπειτα συνέχισε τις προσευχές της.» Η Ίζομπελ θυμήθηκε που κατέπνιγε τους λυγμούς της, οι οποίοι απειλούσαν να την κυριεύσουν και να την κάνουν να στραφεί εναντίον της μητέρας της. Η ανάσα της ερχόταν με λόξιγκα, καθώς περνούσε από την εξωτερική αυλή με τα πόδια της βαριά. Με κάθε της βήμα, ήθελε να σκληρύνει την καρδιά της. «Φυσικά, δεν είχα επιλογή» είπε η Ίζομπελ στον Στίβεν. «Όμως, είπα στον εαυτό μου ότι θα το έκανα για τον αδελφό μου – και όχι για αυτή την άχρηστη, αξιολύπητη γυναίκα, που ήταν η μητέρα μου.» Ο Στίβεν την έκλεισε στην αγκαλιά του. Ύστερα από λίγο, ρώτησε: «Ο γάμος ήταν πολύ δύσκολος;» Έγνεψε καταφατικά στο στήθος του. Εκείνος την κράτησε ακόμα πιο σφιχτά· ένιωθε καλά με τα χέρια του γύρω της. «Δεν συγχώρεσες τον πατέρα σου.» «Αρνιόμουν μέχρι και να τον δω.» Τουλάχιστον σε αυτό, ο σύζυγός της έδειχνε ανεκτικότητα. Η μόνη φορά που είδε τον πατέρα της στα χρόνια που ήταν παντρεμένη ήταν στην κηδεία της μητέρας της. Δεν θα έπρεπε να αφήνει τον Στίβεν να την παρηγορεί κατ’ αυτό τον τρόπο. Όμως, ύστερα από την προσωπική ιστορία που μοιράστηκε μαζί του, θα φαινόταν γελοίο αν δυσανασχετούσε για την οικειότητα που της έδειχνε. Ακόμα και η μυρωδιά –των αλόγων, του δέρματος και του Στίβεν– την παρηγορούσε. «Σου αξίζει να είσαι ευτυχισμένη» της είπε. «Και αν ο Ντε Ροσέ είναι φριχτός;» εκστόμισε. «Δεν θέλει ούτε εμένα ούτε αυτόν το γάμο, διαφορετικά θα είχε έλθει μέχρι τώρα.» Γιατί, ύστερα από τόσον καιρό που είχε υπό έλεγχο τον οίκτο για τον εαυτό της, τον έβγαλε ξαφνικά προς τα έξω;
112
MARGARET MALLORY
«Ο ανόητος δεν ξέρει τι έπαθλο τον περιμένει» είπε ο Στίβεν με μαλακή φωνή. «Μόλις σε συναντήσει, θα μετανιώσει για κάθε στιγμή που έχασε μαζί σου.» Εκείνη αναστέναξε και ακούμπησε και πάλι το κεφάλι της στο στήθος του. «Ο πατέρας μου μού είπε να μην πιστεύω σε παραμύθια.» Ο Στίβεν έκανε στην άκρη μια λυτή τούφα μαλλιών από το πρόσωπό της και φίλησε το μέτωπό της. «Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να ελπίζουμε σε κάτι σπάνιο.» Ένιωσε την ανάσα του στα μαλλιά της, καθώς την κρατούσε. Ένα αίσθημα απελευθέρωσης στροβιλίστηκε μέσα της. Άκουσε την αλλαγή στην ανάσα του και ένιωσε την ένταση μεταξύ τους να αυξάνεται. Περίμενε, προσδοκώντας κάτι. Ο Στίβεν έσπρωξε το κεφάλι της στον ώμο του, ελπίζοντας πως θα φιλούσε και πάλι τα μαλλιά της. Όταν το έκανε, αναστέναξε και σήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του. Τα μάτια του κλειδώθηκαν στα δικά της, όμως δεν έκανε καμία κίνηση για να τη φιλήσει. Η Ίζομπελ έσυρε τα χέρια της πάνω στο στήθος του και τα άφησε πίσω από το λαιμό του. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι σωστό, Ίζομπελ.» Ούτε δίκαιο ήταν, όμως, που θα περνούσε τις υπόλοιπες μέρες της παντρεμένη με έναν άντρα του οποίου το φιλί, το κάθε άγγιγμα, ήταν απεχθές για εκείνη. «Ένα φιλί είναι μόνο, Στίβεν.» «Δεν νομίζω πως μεταξύ μας είναι δυνατόν να υπάρξει μόνον ένα φιλί.» Από τη μέρα που η παιδική της ηλικία ολοκληρώθηκε απότομα, η Ίζομπελ έκανε πάντοτε αυτό που ήταν σωστό και αυτό που έπρεπε. Το είχε βαρεθεί μέχρι θανάτου όλο αυτό. Τράβηξε τον Στίβεν προς τη μεριά της και πίεσε το στόμα της στο δικό του. Το φιλί τους ήταν όλο θέρμη και πάθος, οι
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
113
γλώσσες τους κινούνταν, τα σώματά τους τρίβονταν, τα χέρια τους έψαχναν. Όταν το χέρι του κάλυψε το στήθος της, άφησε το κεφάλι της να πέσει πίσω και έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε την απαλότητα των χειλιών του, τη θερμότητα της ανάσας του στο δέρμα της, καθώς κινούνταν κάτω στο λαιμό της και ύστερα πάλι πάνω. «Τι με κάνει να σε θέλω τόσο πολύ;» ξεφύσησε στο αυτί της Ίζομπελ. «Φταίει το ότι ξέρω πως δεν μπορώ να σε έχω;» Όμως, μπορούσε να την έχει. Δεν ήθελε να τον σταματήσει. Όχι, δεν θα τον άφηνε να σταματήσει. Όταν έγλειψε με τη γλώσσα της το κάτω χείλος του και έβαλε τα χέρια της κάτω από την μπλούζα του, εκείνος κατάλαβε την πρόσκληση. Την έγειρε πίσω, στο πάτωμα. Η Ίζομπελ αγαπούσε την αίσθηση των χεριών του στα μαλλιά της, τη σπουδή των φιλιών του. Κατέβασε τα δάχτυλά της στη μέση του, γδέρνοντάς τον, απολαμβάνοντας την αίσθηση των σφιχτών μυών κάτω από το ύφασμα. Όταν έφτασε στα οπίσθιά του, εκείνος βόγκηξε και πίεσε τα χείλη του δυνατά στα δικά της. Κρατούσε το πρόσωπό της και τη γέμιζε με φιλιά: το στόμα της, τα μάγουλά της, το μέτωπό της, τα βλέφαρά της, τους κροτάφους της. Το μόνο που ήθελε εκείνη ήταν να συνεχίσει να τη φιλάει και να την αγγίζει. Το άξιζε. Το είχε ανάγκη. Κυλιούνταν και φιλιόντουσαν κάτω από την κουρτίνα των μαλλιών της. Και έπειτα κυλιόντουσαν πάλι. Η γλώσσα του ήταν στο αυτί της. Η αναπάντεχη αίσθηση έδιωξε μακριά και το τελευταίο ίχνος ενοχής που τη βασάνιζε, στην άκρη του μυαλού της. Ο κάθε της μυς ήταν σφιχτός, καθώς εκείνος προχωρούσε, γλείφοντας και φιλώντας, κάτω από το λαιμό της και κατά μήκος του φορέματός της. Η Ίζομπελ κύρτωσε την πλάτη της, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ήθελε. Όταν το στόμα του βρήκε το στήθος της μέσα από το ύφασμα, είχε πάρει την απάντησή της.
114
MARGARET MALLORY
Ένιωθε σαν μεθυσμένη, χωρίς μυαλό. Όταν ο Στίβεν κινήθηκε προς το άλλο στήθος της, εκείνη τράβηξε τον κορσέ της κάτω. Ένα βογκητό βγήκε βαθιά από μέσα του. Καθώς χάιδευε και φιλούσε τα γυμνά στήθη της, καταλήφθηκε από διάφορες αισθήσεις. Η Ίζομπελ έμπλεξε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του· φώναξε όταν της έγλειψε το στήθος, ξυπνώντας τις αισθήσεις σε όλο της το σώμα, ακόμη και στα δάχτυλα των ποδιών. Έπειτα το στόμα του συνάντησε το δικό της, με βαθιά, μανιώδη φιλιά. Εκείνη κρατήθηκε, καθώς ο Στίβεν κινήθηκε προς το μέρος της· τα χέρια της και τα πόδια της ήταν τυλιγμένα γύρω του, σαν μέγγενη. Ξαφνικά, εκείνος αποτραβήχτηκε. Βρέθηκε από πάνω της, στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατά του, κοιτάζοντάς την από κάτω με μάτια σκοτεινά και άγρια. Ανέπνεε τόσο βαριά όσο κι εκείνη. «Λυπάμαι» της είπε. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό.» Εκείνη γαντζώθηκε πάνω του ακόμη και όταν τη σήκωνε στα πόδια της. Με δική τους πρωτοβουλία, τα χέρια της κατευθύνθηκαν γύρω από τη μέση του. Η Ίζομπελ βόγκηξε στην αίσθηση του σκληρού υφάσματος της μπλούζας του στο ευαίσθητο στήθος της. Βάζοντας τα χέρια της στους σφιχτούς μύες των οπισθίων του, τράβηξε τους γοφούς του προς το μέρος της. Ένιωσε τη σκληρότητα του μορίου του. Η απότομη ανάσα του της έδειχνε ότι δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Ξαφνικά, το στόμα του ήταν και πάλι πάνω στο δικό της, καυτό, πεινασμένο, απαιτητικό. Τα γόνατά της ήταν πλέον αδύναμα, ύστερα από την επίθεση των αισθήσεων που τη χτυπούσαν. Τα χέρια του βρίσκονταν πάνω στο στήθος της, στους γοφούς της, στους μηρούς της. Πίεζαν, χάιδευαν, θώπευαν. Όταν τα πόδια της εγκατέλειψαν το έδαφος, τα τύλιξε γύρω του. Δίχως να σηκώσει το στόμα του από το δικό της,
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
115
ο Στίβεν τη μετέφερε γυρισμένη ανάποδα, μέχρι που ένιωσε τον τοίχο πίσω από την πλάτη της. Βαθιά, βαθιά φιλιά. Είχε ζαλιστεί από αυτά και, παρ’ όλα αυτά, ήθελε κι άλλα. Καθώς ο Στίβεν έβαλε τα χέρια του κάτω από το φουστάνι της, ακουμπώντας το γυμνό δέρμα των μηρών της, γεννήθηκε μέσα της μια διακαής επιθυμία. Ένιωσε την απεγνωσμένη λαχτάρα του για εκείνη να αυξάνεται μαζί με τη δική της, καθώς κουνούσαν τα χέρια τους μανιωδώς ο ένας πάνω στον άλλον. Εκείνος έφτασε ανάμεσα στους μηρούς της και άγγιξε το κέντρο. Η ξαφνική αυτή αίσθηση την έκανε να φωνάξει. Ακόμα και έξω από το ύφασμα, το σημείο που έτριβε ήταν τόσο ευαίσθητο ώστε δεν μπορούσε να αντέξει. Και, πλέον, τον ικέτευε: «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ.» Η ανάσα του ήταν σκληρή στο αυτί της. «Πρέπει να μπω μέσα σου.» Η ωμή του ανάγκη για εκείνη προκάλεσε έναν αντανακλαστικό σπασμό βαθιά μέσα της. Εκείνος τραβούσε το φόρεμά της. «Σε παρακαλώ, Στίβεν. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ!» Η Ίζομπελ έπιασε με τη γροθιά της το ύφασμα που βρισκόταν ανάμεσά τους και το τράβηξε απότομα, προσπαθώντας να τον βοηθήσει. Μέσα στην αναστάτωσή της, δάγκωσε τον ώμο του. Άνοιξε τα μάτια της, όταν η πόρτα της αποθήκης άνοιξε διάπλατα και χτύπησε στον τοίχο. Ένας τεράστιος άντρας μπήκε μέσα. Ήταν πολύ ξαφνιασμένη για να κουνηθεί. Όμως, με τα γρήγορα αντανακλαστικά ενός πολεμιστή, ο Στίβεν γύρισε, ανέκτησε το σπαθί του από το έδαφος και τράβηξε το μαχαίρι από τη ζώνη του. Όλο αυτό το διάστημα, κρατούσε το σώμα του μεταξύ εκείνης και του εισβολέα. Ο Στίβεν χαλάρωσε τη στάση του σχεδόν αμέσως και άφησε τη μύτη του σπαθιού του να πέσει στο έδαφος.
116
MARGARET MALLORY
«Γεια σου, Γουίλιαμ.» Το πώς ο Στίβεν ανέκτησε αυτό τον ομαλό, σταθερό τόνο στη φωνή του η Ίζομπελ δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ο Λόρδος Φιτζ-Άλαν έκλεισε την πόρτα και κινήθηκε μέσα στο δωμάτιο. Αν και ακόμα δεν είχε πει λέξη, έτρεμε από το θυμό του. Φαινόταν να κάνει υπομονή μέχρι να εκραγεί. «Πάρε την πανοπλία σου, Στίβεν. Ο στρατός φεύγει σε μία ώρα. Λαίδη Χιουμ, θα σας συνοδεύσω στην κάμαρά σας.» Πάνω από τον ώμο του, ο Στίβεν ρώτησε χαμηλόφωνα: «Έχεις ντυθεί;» Με αργό ρυθμό, η Ίζομπελ τράβηξε τον κορσέ της και άρχισε να ισιώνει το φόρεμά της. Ποτέ ξανά στη ζωή της δεν είχε νιώσει τέτοια ντροπή. Ο Στίβεν τοποθέτησε την καλύπτρα της στα τρεμάμενα χέρια της, έβαλε την κάπα της στους ώμους της και σήκωσε την κουκούλα της. Ύψωσε το πιγούνι της με το δάχτυλό του, αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει στα μάτια. «Μισώ το ότι αισθάνεσαι ντροπή» της είπε με απαλή φωνή. «Στίβεν, οι άντρες συγκεντρώνονται.» Η επιτακτική φωνή πίσω τους έκανε την Ίζομπελ να αναπηδήσει, όμως ο Στίβεν δεν φάνηκε να την άκουσε. «Ήμασταν τυχεροί που ο Γουίλιαμ μπήκε εκείνη τη στιγμή» ψιθύρισε. «Όμως, εύχομαι στον Θεό να μην το είχε κάνει. Πόσο σε θέλω, Ίζομπελ!» Προτού εκείνη προλάβει να πάρει μια ανάσα, εκείνος τη φίλησε στο μάγουλο και έφυγε. Ο Φιτζ-Άλαν τής έγνεψε κοφτά και άπλωσε το χέρι του. Χωρίς να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά, την οδήγησε στη λαμπερή λιακάδα – ήταν ένας άντρας σίγουρος για τον εαυτό του και την αρετή του. Η ταπείνωση, η απώλεια και η λαχτάρα μάχονταν μέσα της, καθώς περπατούσε δίπλα του. Ο πύργος έμοιαζε να απέχει μίλια μακριά.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
117
«Κρατήστε το κεφάλι σας ψηλά» διέταξε ο Φιτζ-Άλαν. Εκείνη έκανε ό,τι της είπε. Ο λόρδος δεν έσπασε ξανά τη σιωπή του, μέχρι που πέρασαν το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. «Σας ζητώ συγγνώμη για τη συμπεριφορά του αδελφού μου» της είπε, κοιτάζοντας ευθεία. «Δεν συνηθίζει να επιβάλλει τις ορέξεις του.» Εκείνη ανάγκασε τον εαυτό της να πει: «Δεν επέβαλε τις ορέξεις του σ’ εμένα.» Ο Φιτζ-Άλαν έκανε ένα μικρό νεύμα, ακόμα όμως δεν την κοίταζε. «Ο βασιλιάς έχει άλλα σχέδια για εσάς, Λαίδη Χιουμ. Όμως, εάν τα πράγματα προχώρησαν… πολύ… με τον αδελφό μου, ο Στίβεν θα σας παντρευτεί.» «Δεν προχώρησαν “τόσο πολύ”» ξεστόμισε εκείνη, ξαφνιασμένη με τον ξαφνικό θυμό της. Δεν καταλάγιαζε το θυμό της το γεγονός ότι οι υποψίες του Φιτζ-Άλαν ήταν λογικές, δεδομένων όσων είδε. «Και δεν θα ανάγκαζα τον Σερ Στίβεν να με παντρευτεί –ούτε θα έβαζα εσάς να τον αναγκάσετε–, ακόμη και αν είχαν προχωρήσει.» Η άκρη του στόματος του Φιτζ-Άλαν υψώθηκε ελαφρά, παίρνοντας ένα ύφος που έμοιαζε με ύποπτο χαμόγελο. Ήταν το πρώτο πράγμα που είδε η Ίζομπελ, τη μικρή αυτή ομοιότητα μεταξύ των δύο αδελφών – και δεν της άρεσε. «Ο αδελφός μου θα έπραττε αυτό που του επιβάλλει η τιμή του, ανεξάρτητα από το τι επιθυμώ εγώ» είπε ο ΦιτζΆλαν. «Ή εσείς, Λαίδη Χιουμ.» Αυτό ακούστηκε σαν προειδοποίηση. *** «Μα τους αγίους, Στίβεν, είσαι δαιμονισμένος;» του βροντοφώναξε ο Γουίλιαμ, μόλις απομακρύνθηκαν ιππεύοντας από τις πύλες της πόλης.
118
MARGARET MALLORY
Η κύρια στρατιωτική δύναμη βρισκόταν μισό χιλιόμετρο μπροστά τους. Ο Γουίλιαμ, όμως, ίππευε σε ένα ρυθμό που έδειχνε πως βιαζόταν να τους προφτάσει. «Δαιμονισμένος ή τρελός;» απάντησε ο Στίβεν. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. «Δεν έχεις αρκετές γυναίκες;» φώναξε ο Γουίλιαμ. «Αυτήν δεν μπορείς να την έχεις χωρίς να την παντρευτείς. Και ο βασιλιάς έχει ήδη διαλέξει σύζυγο για εκείνη!» «Δεν έκανα τίποτα που θα απαιτούσε γάμο.» Ωστόσο, μία στιγμή αργότερα, πολύ πιθανόν να είχε κάνει. Ιησούς Χριστός! Είχε παρασυρθεί από έναν άγριο πόθο, που δεν του άφηνε χώρο για να σκεφτεί τις συνέπειες. «Κι εκείνη το ίδιο είπε» πρόσθεσε ο Γουίλιαμ, με πιο ήρεμη φωνή. «Δεν θα έπρεπε να τη φέρεις σε δύσκολη θέση, ρωτώντας την» ξέσπασε ο Στίβεν. «Εύχομαι να μην ανακατευόσουν στις σχέσεις μου.» «Είμαι ανεπαρκής για αυτή την αποστολή» είπε ο Γουίλιαμ «όμως η Κάθριν και η μητέρα θα δυσαρεστούνταν, εάν δεν έκανα καμιά προσπάθεια για να σε καθοδηγήσω, αντί για εκείνες, στην ερωτική σου ζωή.» Ο Στίβεν δεν το διασκέδαζε. Όμως, έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Ως συνήθως, βέβαια, ήταν αδύνατον να αντέξει περισσότερο από τον Γουίλιαμ. «Κατευθυνόμαστε προς τη Φαλέζ;» ρώτησε. Γνώριζε εδώ και καιρό ότι ο βασιλιάς θα έσπαγε την παράδοση και θα πραγματοποιούσε εκστρατεία το χειμώνα, όμως κανείς δεν ήξερε πού θα χτυπούσε πρώτα ο Ερρίκος. «Ναι» απάντησε ο Γουίλιαμ. «Ο βασιλιάς το αποφάσισε χθες το βράδυ.» «Οι άνθρωποι εδώ πιστεύουν ότι τα τείχη της Φαλέζ είναι απόρθητα» είπε ο Στίβεν. «Η πόλη θα αντισταθεί.» «Όντως, θα είναι μεγάλης διάρκειας πολιορκία» συμφώνησε ο Γουίλιαμ.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
119
Η προοπτική τού να περάσουν εβδομάδες κατασκηνώνοντας στην ύπαιθρο μες στο καταχείμωνο, μες στη βαρεμάρα, χαλούσε ακόμα περισσότερο τη διάθεση του Στίβεν. «Ίσως θα πρέπει να λείψουμε αρκετά για να αποκτήσεις ξανά τη λίγη σύνεση που είχες κάποτε» είπε ο Γουίλιαμ. «Εναποθέτω τις ελπίδες μου στον καινούργιο της σύζυγο, ώστε να την πάρει μακριά, προτού επιστρέψουμε.» Η Ίζομπελ θα έφευγε από την Καέν; Ο Στίβεν ήθελε να τη δει μια τελευταία φορά. Το να τη βάζει στον τοίχο και σχεδόν να τη διακορεύει ήταν ένα διόλου ευπρεπές «αντίο». Ωστόσο, είτε ήταν ευπρεπές είτε όχι, το μέτωπό του γέμισε ιδρώτα, όταν το σκέφτηκε. Μπορούσε ακόμα να μυρίσει τα μαλλιά της, το δέρμα της. Πώς μπορούσε να φανταστεί ότι θα έφευγε; Ή, ακόμα χειρότερα, ότι θα το έπραττε με τον καινούργιο της σύζυγο; Αυτό μπορούσε να το φανταστεί. Το σαγόνι του άρχισε να πονάει από το σφίξιμο. Όμως, ο Γάλλος δεν φαινόταν να βιάζεται να τη διεκδικήσει. Ίσως η Ίζομπελ να ήταν ακόμα εκεί, όταν ο Στίβεν θα επέστρεφε. Ίσως αυτός ο βλάκας να μην ερχόταν ποτέ… «Ο Ντε Ροσέ θα έλθει» είπε ο Γουίλιαμ, διακόπτοντας τις σκέψεις του. «Ο Ερρίκος τον κρατάει από τα αχαμνά.»
Κεφάλαιο Έντεκα Ιανουάριος 1418 Η Ίζομπελ ήλεγχε τις σκέψεις της στη διάρκεια της μέρας. Όμως, τα όνειρά της την πρόδιδαν. Κάποιες νύχτες, ονειρευόταν τον Στίβεν να της λέει ιστορίες και ξυπνούσε χαμογελώντας. Άλλες φορές, ξυπνούσε ζεστή και χωρίς ανάσα, στην ανάμνηση των χειλιών του στο πρόσωπό της και των χεριών του να κινούνται πάνω στο σώμα της. Το προηγούμενο βράδυ, είχε ένα από αυτά τα όνειρα που την έκαναν να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Κοίταζε έξω από το παράθυρο, στο σκοτάδι, και φανταζόταν τον εαυτό της σε ένα ποτάμι, το σκοτεινό νερό να τρέχει από πάνω της, μέχρι που η επιθυμία της να την αγγίξει ο Στίβεν μειώθηκε αρκετά, ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί εκ νέου. Το πρωινό αυτό, ψήγματα ονείρου αιωρούνταν ακόμα στο κεφάλι της. Ένας ασαφής πόθος και ένα βάρος στην καρδιά της εξακολουθούσαν να υφίστανται. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, την οξύτητα του φωτός της ημέρας, έλεγε στον εαυτό της πόσο τυχερή ήταν που ο Στίβεν είχε φύγει από την Καέν. Προσευχόταν να συνέλθει από την τρέλα της, προτού εκείνος επέστρεφε. Γιατί επρόκειτο περί τρέλας. Τρέλας, η οποία διακινδύνευε να προκαλέσει το θυμό του βασιλιά. Τρέλας, η οποία διακινδύ-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
121
νευε την επιστροφή της στην Αγγλία, ως ατιμασμένης. Και πού αλλού θα πήγαινε, εκτός από το σπίτι του πατέρα της; Ταπεινωμένη, εξαρτώμενη, να υπόκειται εντελώς στη βούλησή του. Ο πατέρας της δεν θα της επέτρεπε καν να βγει από το μοναστήρι· θα το θεωρούσε απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου, του οποίου όμως η αξία θα είχε μειωθεί. Από τη στιγμή που θα είχε αμαυρώσει τη φήμη της και θα είχε προκαλέσει την απέχθεια του βασιλιά, τι είδους γάμο θα της κανόνιζε ο πατέρας της αυτή τη φορά; Δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Η προδοσία του πατέρα της τους είχε προκαλέσει αρκετή ατίμωση, δεν έπρεπε λοιπόν να συμβάλει κι εκείνη στη διαπόμπευση της οικογένειάς της. Ακόμη και αν ήταν μια ευκατάστατη χήρα, που μπορούσε να επιλέξει τον άντρα ο οποίος θα την ευχαριστούσε, έπρεπε να φανεί σοφή και να μείνει μακριά από ανθρώπους σαν τον Στίβεν Κάρλτον. Δεν ήλπιζε σε έναν άντρα τον οποίο θα μπορούσε να αγαπήσει. Μάλιστα, η αγάπη θα έδινε εξαιρετική δύναμη σε έναν σύζυγο, ο οποίος θα την ήλεγχε. Το μόνο που ήθελε ήταν έναν άντρα τον οποίο θα σεβόταν· έναν άντρα αφοσιωμένο στην τιμή και στο καθήκον του. Όχι κάποιον που θα ξόδευε τα ταλέντα του σε ανούσιες επιδιώξεις – και ειδικά στην κατάκτηση όμορφων γυναικών. Χα! Ο Στίβεν δεν επεδίωκε να έχει γυναίκες – τις τραβούσε, όπως το νεκρό ψάρι τις μύγες. Η Ίζομπελ ξεφύσησε, βγάζοντας έναν αναστεναγμό. Ναι, εκείνη ήταν μόνον άλλη μία μύγα που πετούσε βουίζοντας – δεν ήταν καλύτερη από όλες τις άλλες. Τι θα γινόταν, εάν ο Φιτζ-Άλαν ερχόταν στην αποθήκη λίγο αργότερα; Έβαλε το χέρι της στο στήθος της. Παρά τα όσα είπε στον Γουίλιαμ, εκείνη και ο Στίβεν θα αναγκάζονταν να παντρευτούν. Εκείνη τη στιγμή, ο Στίβεν δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες περισσότερο απ’ ό,τι εκείνη. Όμως, ο γάμος ήταν για εκείνον σαν αρρώστια. Διό-
122
MARGARET MALLORY
τι έφτασε μέχρι του σημείου να καθυστερήσει τη διεκδίκηση της οικογενειακής του γης για να τον αποφύγει. Σταδιακά, θα απεχθανόταν την Ίζομπελ! Με τον καιρό, θα τη μισούσε. Και πάντα θα υπήρχαν και αυτές οι άλλες γυναίκες, που θα περιφέρονταν τριγύρω του. Ήξερε ότι η απιστία ήταν κοινό φαινόμενο στους άντρες της τάξης της. Τότε, όμως, για ποιο λόγο η εικόνα του Στίβεν να απομακρύνεται διακριτικά από τη μια και την άλλη κυρία την εξόργιζε; Τι έκανε; Έχανε το χρόνο της με το να σκέφτεται τον Στίβεν και να θυμώνει; Έπιασε το κέντημά της από το τραπέζι και ξεκίνησε δουλειά. Επιτέλους, ασχολούνταν επιμελώς με τη ραπτική της, όταν ο Ρόμπερτ χτύπησε την πόρτα της κάμαράς της. «Πού είναι η υπηρέτριά σου;» τη ρώτησε, όταν του άνοιξε. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Το μισό καιρό δεν ξέρω πού βρίσκεται.» «Θα ασχοληθούμε αργότερα μαζί της» είπε, παίρνοντας και τα δύο χέρια της μέσα στα δικά του. «Ίζομπελ, είναι εδώ.» Ο Στίβεν επέστρεψε! Το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπό της. Ο Ρόμπερτ δεν την αναζητούσε για να της πει ότι ο Στίβεν Κάρλτον επέστρεψε στην Καέν. Όχι, ο Ρόμπερτ δεν ήξερε –δεν μπορούσε να ξέρει– ότι εκείνη περίμενε κάθε μέρα, κάθε ώρα, την επιστροφή του Στίβεν. Πόσο ανόητη ήταν! Εάν δεν ήταν ο Στίβεν, τότε, ποιος; Η καρδιά της βούλιαξε κι άλλο, καθώς της ήλθε στο νου η απάντηση. «Ο Ντε Ροσέ;» Τα χείλη του Ρόμπερτ έγιναν μια γραμμή και έγνεψε καταφατικά. «Ο βασιλιάς μόλις επέστρεψε από τη Φαλέζ για να τον συναντήσει. Θα τους βρεις στην αίθουσα του Θησαυροφυλακίου.» Η Ίζομπελ κατέβασε τα μάτια της για να κρύψει τον αυξανόμενο πανικό της και προσποιήθηκε ότι ασχολούνταν με το φόρεμά της. Όταν ο Ρόμπερτ σήκωσε το πιγούνι της με το δάχτυλό του, διέκρινε θλίψη στο πρόσωπό της.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
123
«Είναι… είναι τόσο απαίσιος;» τον ρώτησε εκείνη. Ο Ρόμπερτ πίεσε το χέρι της και είπε: «Είναι που ξεχνάω ότι στο τέλος δεν θα σε έχω υπό την προστασία μου.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Πόσο θα μου λείψεις!» του είπε, έκπληκτη από τη δύναμη των συναισθημάτων της. «Σίγουρα, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να κανονιστεί το γαμήλιο συμβόλαιο. Κι έπειτα πρέπει να περιμένουμε να αναρτηθεί η αναγγελία του γάμου.» Ακούμπησε το μάγουλό της. «Εάν ο βασιλιάς θέλει να το κάνει γρήγορα, θα γίνει γρήγορα.» «Και αν δεν μου αρέσει; Εάν είναι ένας μισητός άντρας;» Οι λέξεις ξεχύθηκαν από μέσα της. «Εάν είναι προδότης; Ακόμα και τότε, ο βασιλιάς θα με έκανε…» «Ησύχασε, ησύχασε» είπε ο Ρόμπερτ, παίρνοντάς την στην αγκαλιά του. «Ας τον γνωρίσουμε πρώτα.» Η Ίζομπελ ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του, χαλώντας το βελούδο του όμορφου χιτώνα του, όμως αυτό δεν έμοιαζε να τον απασχολεί. Έτσι όπως την κρατούσε ο Ρόμπερτ, της θύμισε το πώς την ησύχαζε ο πατέρας της, όταν ήταν μικρό κορίτσι. Το στομάχι της σφίχτηκε στην αναπάντεχη θύμηση του πατέρα της παιδικής της ηλικίας. «Χαίρομαι που θα είσαι μαζί μου» ψιθύρισε εκείνη. Ο Ρόμπερτ έκανε πίσω και την κράτησε σε απόσταση ενός χεριού. «Ο νέος σου σύζυγος δεν μπορεί να κάνει αλλιώς – θα σε λατρέψει» της είπε, και τα μάτια του ζάρωσαν στις άκρες. «Προβλέπω ότι η καινούργια σου ζωή θα είναι μια ζωή γεμάτη αγάπη και περιπέτεια.» Λίγο αργότερα, αναγγέλθηκε η άφιξή τους στη μεγάλη αίθουσα του Θησαυροφυλακίου. Η Ίζομπελ κρατούσε σφιχτά το χέρι του Ρόμπερτ, καθώς την οδηγούσε στην άλλη άκρη του δωματίου, όπου ο Βασιλιάς Ερρίκος καθόταν σε μια υπερυψωμένη καρέκλα. Σήμερα, κανείς δεν θα μπέρδευε τον βασιλιά με έναν μοναχό: για την περίσταση, φορούσε μανδύα στολισμένο με ερμίνα πάνω από το χιτώνα,
124
MARGARET MALLORY
ο οποίος έφερε το βασιλικό οικόσημο, το λιοντάρι και τον εραλδικό κρίνο σε χρυσό, κόκκινο και μπλε χρώμα. Σταμάτησαν λίγα βήματα πιο πίσω από τον άντρα με τον οποίο μιλούσε ο βασιλιάς. Καθώς περίμεναν τον Βασιλιά Ερρίκο να τους αντιληφθεί, ο Ρόμπερτ έσφιξε τα δάχτυλά της, που ακουμπούσαν στο χέρι του. Όταν εκείνη του σήκωσε το ένα της φρύδι, ο Ρόμπερτ έγειρε το κεφάλι του προς τον άντρα και έκανε ένα νεύμα. Αυτός, λοιπόν, ήταν ο άνθρωπος που θα γινόταν σύζυγός της για την υπόλοιπη ζωή της. Ακόμα και από πίσω, μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν νέος και με γυμνασμένο σώμα· ήταν καλοντυμένος, από πάνω –καθώς φορούσε πολύχρωμο μεταξένιο μπροκάρ χιτώνα και ομοιόμορφο παντελόνι του– μέχρι κάτω, με τις θαυμάσιες, ψηλές μαύρες μπότες του. Κάτω από το περίτεχνο τετραγωνισμένο καπέλο του, τα μαλλιά του ήταν σχεδόν μαύρα· ήταν μακριά, δεμένα με μια κατακόκκινη κορδέλα. Η Ίζομπελ έκανε λίγο στην άκρη και τέντωσε το λαιμό της, προσπαθώντας να δει το πρόσωπό του. Κρεατοελιές. Σημάδια ακμής. Φλύκταινες. Μαυρισμένα δόντια. Προσπάθησε να προετοιμάσει τον εαυτό της. Ήταν απλώς αδύνατον να είναι ταυτόχρονα πλούσιος, με καλές διασυνδέσεις, νέος και όμορφος. Τα επόμενα λόγια του βασιλιά την απέσπασαν από τη διαδικασία παρατήρησής της. «Είμαστε χαρούμενοι, Λόρδε Ντε Ροσέ» είπε ο βασιλιάς, ο οποίος ακουγόταν κάθε άλλο παρά χαρούμενος, «που ανταποκριθήκατε στο κάλεσμά μας. Επιτέλους.» «Σας ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρησή μου, μεγαλειότατε.» Όσο χαρούμενος ακουγόταν ο βασιλιάς, τόσο μεταμελημένος ακουγόταν ο Ντε Ροσέ. Αυτό δεν αποτελούσε καλό οιωνό.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
125
«Σας διαβεβαιώνω ότι πέρασα το χρόνο μου δουλεύοντας για εσάς» συνέχισε ο Ντε Ροσέ. «Αφιέρωσα τον εαυτό μου στο να πείσω τους ανθρώπους της Ρουέν για το σοφό της κίνησής τους να αναγνωρίσουν εσάς ως ανώτατο άρχοντα.» «Μάλλον δεν χρειάζονταν τόση πειθώ.» Ο βασιλιάς τού έριξε ένα σκληρό βλέμμα και πρόσθεσε: «Πρέπει να πεις στους συμπατριώτες σου να μη δοκιμάζουν την υπομονή μου – ή του Θεού.» «Φυσικά, μεγαλειότατε.» Η αυτάρεσκη απάντηση του Ντε Ροσέ ακούστηκε σαν να μην έπαιρνε τόσο σοβαρά, όσο πίστευε η Ίζομπελ ότι θα έπρεπε, την προειδοποίηση του βασιλιά. «Να υποθέσω» είπε ο βασιλιάς, έχοντας ακόμα σκληρό τόνο στη φωνή του, «ότι είστε έτοιμος να συνάψουμε ένα γαμήλιο συμβόλαιο;» Η Ίζομπελ έκανε μια μικρή υπόκλιση, καθώς ο βασιλιάς γύρισε το βλέμμα του προς εκείνη. «Λαίδη Χιουμ» της είπε, κάνοντάς της νόημα να σηκωθεί. «Σας παρουσιάζω τον Λόρδο Φιλίπ ντε Ροσέ.» Όταν ο άντρας γύρισε, η Ίζομπελ πήρε μια απότομη ανάσα. Θεέ μου! Ήταν ένα όραμα αρσενικής ομορφιάς. Ένας Άδωνις – ένας Άδωνις με μουστάκι και κομμένο μούσι, που ταίριαζε με τα σκούρα μαλλιά του. Έκλεισε το στόμα της απότομα και ανάγκασε τον εαυτό της να ρίξει το βλέμμα της κάτω. «Χαίρομαι που επιτέλους σας γνωρίζω» είπε ο Ντε Ροσέ με μια βαθιά, βροντερή φωνή, καθώς την πλησίαζε για να τη χαιρετήσει. Κοκκινίζοντας έντονα, η Ίζομπελ τόλμησε να του ρίξει άλλο ένα βλέμμα, καθώς άπλωνε το χέρι της προς το μέρος του. Δύο γκρίζα μάτια τη διαπέρασαν από την κορυφή έως τα νύχια, προτού σταματήσουν στο πρόσωπό της. «Ένα αγγλικό τριαντάφυλλο» είπε εκείνος, καθώς έσκυψε προς το χέρι της.
126
MARGARET MALLORY
Ένιωσε ένα νευρικό κύμα να τη διαπερνάει, καθώς αισθανόταν τη θερμότητα της ανάσας του και το γαργάλημα από το μουστάκι του στο χέρι της. Θεέ μου! «Είστε πιο όμορφη απ’ ό,τι ήλπιζα» της είπε χαμηλόφωνα, ώστε να το ακούσει μόνον εκείνη. «Και σας διαβεβαιώνω, Λαίδη Χιουμ, ότι ήλπιζα για πολλά.» Παρότι βρίσκονταν στα μέσα του χειμώνα, ξαφνικά η Ίζομπελ ένιωσε τόσο ζεστά, ώστε ευχόταν να είχε μια βεντάλια. Αυτός ο όμορφος άντρας την κοίταζε με την ένταση πεινασμένου λύκου. Σίγουρα, αυτό ήταν καλό σημάδι από έναν μελλοντικό σύζυγο. Ναι, ήταν κολακευμένη. Και ευχαριστημένη. Και, επίσης, χωρίς ανάσα. Κατάφερε να μουρμουρίσει κάποιου είδους χαιρετισμό. «Εφόσον ο πατέρας της Λαίδης Χιουμ δεν μπορούσε να είναι εδώ για να διαπραγματευτεί το γαμήλιο συμβόλαιο…» Μόλις ακούστηκε η φωνή του βασιλιά, η Ίζομπελ τράβηξε το βλέμμα της από το πρόσωπο του Ντε Ροσέ. «…αυτή η ευθύνη ανατίθεται στον αδελφό της. Επειδή όμως είναι νέος, ζήτησε από τον Σερ Ρόμπερτ να τον βοηθήσει.» Ο βασιλιάς σηκώθηκε. «Τώρα, έχω κι άλλα ζητήματα να διευθετήσω.» Παρά το ξεκάθαρο μήνυμα που έστειλε ο βασιλιάς ότι η συνάντηση είχε ολοκληρωθεί, ο Ντε Ροσέ μίλησε και πάλι. «Βασιλιά μου, είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία που έχω να σας υπηρετήσω. Αυτό το κάνω από ειλικρινές ενδιαφέρον για την ευημερία των ανθρώπων της Ρουέν – και, στ’ αλήθεια, για ολόκληρη τη Νορμανδία. Καμία γαλλική φατρία δεν μπορεί να μας προσφέρει ειρήνη και ευημερία. Δοξάζω τον Θεό που ήρθατε για να μας σώσετε.» «Εγώ πραγματοποιώ το θέλημα του Θεού» είπε ο βασιλιάς. Τα κεφάλια όλων έσκυψαν, καθώς ο Ερρίκος βγήκε από την αίθουσα.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
127
Η Ίζομπελ κοίταξε νευρικά τον Ντε Ροσέ. Ούτε η ενόχληση του βασιλιά, αλλά ούτε και η συνάντηση με τη μελλοντική του σύζυγο φάνηκαν να τον αναστάτωσαν. Ήταν σίγουρα ένας άντρας με αυτοπεποίθηση – ίσως και λίγο αλαζόνας. Η αδιαμφισβήτητη δήλωση αφοσίωσής του στον Βασιλιά Ερρίκο την ανακούφισε. Αν και από το λόγο του έλειπε η διακριτικότητα, ακουγόταν ειλικρινής. Εκείνη προσευχόταν όντως να είναι. Η Ίζομπελ κράτησε το χέρι που της έτεινε ο Ντε Ροσέ. Καθώς περπατούσαν μαζί για να βγουν από τη μεγάλη αίθουσα, άκουγε το ρυθμικό χτύπο των ποδιών τους στο πέτρινο πάτωμα. Ήξερε καλά ότι αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές φορές που θα περπατούσε στο πλευρό αυτού του άντρα. Πόσες φορές θα το έκανε αυτό στη ζωή της; Χίλιες; Δέκα χιλιάδες; Πόσες φορές θα έπρεπε να το κάνει, ώστε να μην αισθάνεται τον Ντε Ροσέ σαν ξένο; Πόσες φορές, ώστε να μη σκέφτεται τον Στίβεν καθώς θα το έκανε;
Κεφάλαιο Δώδεκα Φεβρουάριος 1418 Ο Στίβεν κουλουριάστηκε κι άλλο κάτω από την κουβέρτα του και τα έβαλε με τον εαυτό του. Μόνον εκείνος έφταιγε που ξύλιαζαν τα οπίσθιά του. Η πολιορκία μέσα στο καταχείμωνο ήταν τόσο άθλια όσο περίμενε ότι θα ήταν. Ήταν ο πιο κρύος χειμώνας που μπορούσε να θυμηθεί – τόσο κρύος, μάλιστα, που ο βασιλιάς διέταξε να χτιστούν καλύβες, ώστε ο στρατός να μην παγώσει μέχρι θανάτου ώσπου να υποκύψει η πόλη. Χειρότερη και από την παγωμένη βροχή έξω ήταν η μυρωδιά των αντρών που ήταν συγκεντρωμένοι μέσα: μόνο λίγοι εξ αυτών πλένονταν, και οι περισσότεροι φορούσαν ακόμα τα ρούχα με τα οποία είχαν έλθει, δύο μήνες πριν. Εάν δεν γινόταν στα σίγουρα ένα παγωμένο πτώμα μέχρι το πρωί, ο Στίβεν θα κοιμόταν έξω, ώστε να γλιτώσει από αυτή τη βρόμα. Κι όμως, επέλεξε να είναι εκεί. Στις εβδομαδιαίες επιστολές του, ο Σερ Τζον Πόπχαμ ικέτευε τον βασιλιά να στείλει τον Στίβεν πίσω, στην Καέν. Ο βασιλιάς, όμως, αποδεχόταν το αίτημα του Στίβεν να παραμείνει εκεί, έως ότου η πόλη παραδοθεί. Κάθε φορά που ο Στίβεν σκεφτόταν να φύγει, ερχόταν στο νου του η σφαγή της Καέν: οι φωνές των γυναικών, οι
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
129
γέροι που χτυπήθηκαν μέχρι θανάτου, το αίμα των αθώων που έβρεχε τις μπότες του. Όχι, δεν μπορούσε να φύγει. Έπρεπε να μείνει και να αποτρέψει την επανάληψη μιας τέτοιας τραγωδίας, όταν η Φαλέζ θα υπέκυπτε. Πόσο ήθελε να τελειώσει η πολιορκία! Η πλήξη σχεδόν τον τρέλαινε. Οι ολοήμεροι βομβαρδισμοί των τειχών της πόλης τού προκαλούσαν έναν διαρκή πονοκέφαλο. Οι εβδομάδες της αποχής τον έκαναν ακόμα πιο ευέξαπτο. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι γυναίκες του καταυλισμού εργάζονταν διαρκώς. Όμως, ο Στίβεν δεν πήγαινε ποτέ με πόρνες. Ακόμα κι αν ήταν αρκετά ανόητος ώστε να ρισκάρει να κολλήσει σύφιλη, η όψη αυτών των δυστυχισμένων γυναικών τον στενοχωρούσε. Με τόσο χρόνο στη διάθεσή του, δεν ήταν παράξενο που οι σκέψεις του συχνά οδηγούνταν στην Ίζομπελ. Όμως, γιατί όχι στις άλλες γυναίκες; Ακόμα και τα όνειρά του περιελάμβαναν μοναχά αυτήν. Ξάπλωνε στο πρόχειρο κρεβάτι του και προσπαθούσε να φανταστεί άλλες γυναίκες, όμως τα χαρακτηριστικά τους πάντοτε χάνονταν μέσα στα δικά της. Τα σοβαρά πράσινα μάτια της ήταν τα μοναδικά που έβλεπε. Του έλειπε. Τι ήταν αυτό; Κάθισε στο κρεβάτι και αφουγκράστηκε την περίεργη ησυχία. Οι βομβαρδισμοί είχαν σταματήσει. Πετώντας στην άκρη την κουβέρτα του, φόρεσε το μανδύα του και βγήκε από την καλύβα. Βρήκε τον Γουίλιαμ να ζεσταίνει τα χέρια του σε μία από τις φωτιές, τις οποίες άφηναν να καίνε μέρα-νύχτα. «Προκαλέσαμε ένα ρήγμα στο τοίχος» είπε ο Γουίλιαμ, καθώς τον χαιρετούσε. «Η πόλη συμφώνησε να παραδοθεί με το πρώτο φως της μέρας.» «Ο βασιλιάς θα μιλήσει στους άντρες;» Ο Γουίλιαμ ήξερε γιατί τον ρωτούσε. «Ο βασιλιάς θα
130
MARGARET MALLORY
τους υπενθυμίσει ότι δεν θα ανεχτεί κανένα βιασμό ή φόνο» απάντησε ο Γουίλιαμ. «Και πάλι, όμως, υπάρχουν κάποιοι που θα το κάνουν.» Μία ώρα μετά το ξημέρωμα, ο βασιλιάς οδήγησε τον στρατό του μέσα από τις ανοιχτές πύλες της πόλης. Ο Στίβεν είχε ανακουφιστεί, βλέποντας ότι οι στρατιώτες φαίνονταν να έχουν πάρει στα σοβαρά την προειδοποίηση του βασιλιά, διότι παρέμεναν σε τάξη. Πιθανόν οι άντρες να ήταν τόσο ευδιάθετοι με την προοπτική του ύπνου σε ζεστά σπίτια της πόλης, ώστε δεν μπορούσαν να διαπράξουν σφαγές. Οι στρατιώτες, όμως, χτένισαν την πόλη για τιμαλφή, τα νόμιμα λάφυρα του πολέμου. Παρότι η «μερίδα του λέοντος» δόθηκε στον βασιλιά, όσοι βρήκαν αντικείμενα αξίας κράτησαν μερικά για τους ίδιους. Καθώς εκείνος και ο Γουίλιαμ συνέχιζαν την περίπολο στου δρόμους χωρίς να συμβαίνει κάποιο περιστατικό, ο Στίβεν χαλάρωσε. Οι άντρες έπιναν, κουνούσαν τα σπαθιά τους και μπούκαραν μέσα από τις πόρτες, όμως δεν υπήρχε κάτι κακό σε αυτό. Ο Στίβεν και ο Γουίλιαμ κατευθύνθηκαν με τα άλογά τους σε έναν ήσυχο δρόμο, όπου υπήρχαν καλά σπίτια και καταστήματα. Ο Στίβεν άκουσε έναν υπόκωφο ήχο, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτή η κραυγή ήταν σκύλου ή ανθρώπου. Ο Γουίλιαμ σταμάτησε το άλογό του δίπλα σε αυτό του Στίβεν. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε, κουνώντας το κεφάλι του. Όταν η υψίφωνη κραυγή ακούστηκε και πάλι, όρμησαν με τα άλογά τους. Ο Γουίλιαμ κλότσησε την πόρτα του σπιτιού και ο Στίβεν έτρεξε κι εκείνος μέσα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Ακούγοντας το γδούπο από μπότες πάνω από το κεφάλι του, ο Στίβεν ανέβηκε σιγά σιγά τις σκάλες, με τον Γουίλιαμ να τον ακολουθεί κατά πόδας. Μόλις το κεφάλι του βρέθηκε πάνω από το πάτωμα, έκανε σήμα στον Γουίλιαμ ότι υπήρχαν εκεί τρεις άντρες. Είχαν
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
131
γυρισμένες τις πλάτες τους και η προσοχή τους ήταν στραμμένη στο θήραμα που είχαν στριμώξει στη γωνία: επρόκειτο για ένα αγόρι και ένα κορίτσι, έντεκα ή δώδεκα χρόνων, τα οποία έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους, που πρέπει να ήταν δίδυμα. Το αγόρι στεκόταν μπροστά από την αδελφή του, κρατώντας ένα σπαθί πολύ μεγάλο για εκείνο. «Αλτ!» Η φωνή του Γουίλιαμ γέμισε το δωμάτιο. Οι άντρες, που μετά βίας έμοιαζαν με στρατιώτες του πεζικού, γύρισαν κρατώντας κοντά μαχαίρια. «Δεν ακούσατε τις διαταγές του βασιλιά;» φώναξε ο Γουίλιαμ. Οι άντρες δεν έδειχναν καμία διάθεση να ξεφύγουν ή να ικετέψουν για συγχώρεση. «Εφόσον η τιμωρία του βασιλιά για το βιασμό είναι ο θάνατος» είπε ο Στίβεν «θα πρέπει να είστε ευγνώμονες που ο Λόρδος Φιτζ-Άλαν και εγώ ήρθαμε εγκαίρως για να σώσουμε τις άθλιες ζωές σας.» Χρησιμοποίησε το όνομα του αδελφού του επίτηδες. Μόλις το άκουσαν οι τρεις άντρες, αντήλλαξαν νευρικά βλέμματα. «Και πάλι, όμως, θεωρώ ότι ακόμα και η απλή πρόθεση κάποιου να διαπράξει ένα αδίκημα είναι άξια τιμωρίας» είπε ο Στίβεν. «Πρέπει, τουλάχιστον, να τους χτυπήσουμε δυνατά – δεν πρέπει;» Από το πλάγιο βλέμμα που του έριξε ο Γουίλιαμ, ο Στίβεν κατάλαβε ότι ο αδελφός του δεν θεωρούσε ότι το να τους χτυπήσουν ήταν απολύτως απαραίτητο, όμως είπε: «Τότε, ας το κάνουμε γρήγορα.» Ο Στίβεν φώναξε στα δίδυμα να κάνουν πίσω, καθώς ο πρώτος άντρας τού επιτέθηκε. Κινούμενος προς τα πλάγια, έριξε το μαχαίρι από το χέρι του άντρα, τον άρπαξε από το κολάρο και τον έριξε στο παράθυρο. Έπειτα άκουσε γεμάτος ικανοποίηση το τρίξιμο του ξύλινου παραθυρόφυλλου που έσπαγε, καθώς ο άντρας έπεφτε από μέσα του.
132
MARGARET MALLORY
Γύρισε εγκαίρως και είδε τον Γουίλιαμ να στέλνει κάτω, κουτρουβαλώντας στις σκάλες, άλλους δύο άντρες. «Ανάθεμα! Πάντα με ξεπερνάς» του είπε. «Δεν μπορούσες να αφήσεις τον τρίτο σ’ εμένα;» Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, τον διαπέρασε η εικόνα δύο κεφαλιών με ξανθά μαλλιά. Πήρε τα δύο παιδιά και τα κράτησε, το καθένα κάτω από το κάθε χέρι του. Καθώς εκείνα τον κλοτσούσαν και τον δάγκωναν, εκείνος τους φώναξε στα γαλλικά ότι δεν θα τους έκανε κακό. Κοίταξε ψηλά και είδε τον Γουίλιαμ να τον κοιτάζει με μια λάμψη διασκέδασης στα μάτια του. «Ανάθεμά σε, πάρε ένα προτού μου πέσουν!» Ο Γουίλιαμ πήρε το αγόρι, το κράτησε σφιχτά από τους ώμους του και έσκυψε κάτω, μέχρι οι δυο τους να κοιτάζονται μες στα μάτια. «Δεν θέλουμε να σου κάνουμε κακό, παιδί μου» είπε. «Πού είναι οι γονείς σας;» Από αυτό που διέκρινε ο Στίβεν στα μάτια του αγοριού προτού κατεβάσει τα μάτια του, μπορούσε να φανταστεί την απάντηση. «Υπάρχει κάποιος άλλος που σας προσέχει;» ρώτησε ο Γουίλιαμ. «Εγώ προσέχω την αδελφή μου.» «Κι εγώ προσέχω εκείνον» μίλησε για πρώτη φορά το κορίτσι. Η φωνή της ήταν εξίσου επιθετική. Ο Γουίλιαμ σηκώθηκε και αναστέναξε. Μιλούσαν στα παιδιά στα γαλλικά της Νορμανδίας, στη γλώσσα που μοιράζονταν η αγγλική αριστοκρατία με τη Νορμανδία, όμως τώρα συζήτησαν μεταξύ τους στα αγγλικά, ώστε τα παιδιά να μην τους καταλαβαίνουν. «Κοίταξες καλά αυτό το κορίτσι;» ρώτησε ο Στίβεν. «Είναι υπερβολικά όμορφη για να είναι ασφαλής μόνον υπό την προστασία ενός αγοριού.» «Και το αγόρι είναι σχεδόν τόσο όμορφο όσο η αδελφή
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
133
του» είπε ο Γουίλιαμ, κουνώντας το κεφάλι του. «Έλα τώρα, Στίβεν, μη με κοιτάζεις έτσι. Νομίζεις ότι εκείνοι οι άντρες δεν ήθελαν και εκείνον μετά την αδελφή του;» Ο αδελφός του είχε ζήσει πολλά περισσότερα χρόνια από εκείνον στον στρατό, κι έτσι ο Στίβεν δεν μπορούσε να τον αμφισβητήσει. Και πάλι, όμως, ήταν ιδιαίτερα σοκαρισμένος. «Τι προτείνεις να κάνουμε μαζί τους;» ρώτησε ο Γουίλιαμ. «Θα μπορούσαμε να πάμε το αγόρι σε μια εκκλησία ή σε μοναστήρι.» «Θεωρείς ότι ένα αγόρι με τόσο όμορφη εμφάνιση θα είναι ασφαλές με τους ιερείς;» Ο Στίβεν έσφιξε γερά το στόμα του, καθώς απορροφούσε αυτή την τελευταία παρατήρηση. «Θα τα πάρω μαζί μου, στην Καέν» είπε, αφού πρώτα συλλογίστηκε. «Το αγόρι μπορεί να γίνει εκπαιδευόμενός μου.» «Και το κορίτσι;» ρώτησε ο Γουίλιαμ, υψώνοντας το φρύδι του. «Δεν μπορείς να την κρατήσεις – οι άνθρωποι θα σκέφτονται τα χειρότερα.» Ο Στίβεν συνοφρυώθηκε στην ιδέα ότι κάποιος μπορούσε να τον θεωρεί τόσο διεφθαρμένο. Το κορίτσι ήταν πόσο – έντεκα χρόνων; «Υποθέτω ότι μπορούμε να βρούμε κάποιον που θα τη δεχτεί ως υπηρέτρια στην κουζίνα» είπε ο Γουίλιαμ, γεμάτος αμφιβολία. «Γνωρίζω μια κυρία που χρειάζεται καινούργια υπηρέτρια» είπε ο Στίβεν και έλαμψε με αυτή τη σκέψη. «Και θα είναι καλή με το κορίτσι.» Μόνον όταν το κορίτσι έστρεψε τα ξαφνιασμένα μπλε μάτια του προς το μέρος του, ο Στίβεν κατάλαβε ότι είχε σταματήσει να είναι ανήσυχη εδώ και ώρα. «Ποια είναι αυτή η κυρία;» τον ρώτησε, μιλώντας αγγλικά με προφορά.
134
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν γέλασε. «Ώστε μιλάς αγγλικά, καθαρματάκι;» «Μα, φυσικά.» Το κορίτσι δεν πρόσθεσε και το «ανόητε», όμως υπονοούνταν από τον τόνο της φωνής της. «Ποιο είναι το όνομα της κυρίας, παρακαλώ;» «Λαίδη Ίζομπελ Χιουμ» της είπε, χαμογελώντας. Άκουσε τον Γουίλιαμ να βρίζει χαμηλόφωνα, όμως τον αγνόησε.
Κεφάλαιο Δεκατρία Φεβρουάριος 1418 Η Ίζομπελ ένιωθε σαν τον Ιώβ. Ύστερα από χρόνια ταλαιπωρίας, ο Θεός την αντάμειβε. Ο Ντε Ροσέ ήταν νέος και όμορφος· ευσεβής και προσηλωμένος σε αυτήν. Ένας έντιμος άντρας, αποφασισμένος να κάνει καλό στον κόσμο. Ενδιαφερόταν για εκείνη, μοιράζονταν το φαγητό του από το ίδιο πιάτο σε κάθε γεύμα και έκανε μαζί της μεγάλους απογευματινούς περιπάτους, όταν το επέτρεπε ο καιρός. Αντίθετα, όταν ο καιρός ήταν πολύ υγρός για περπάτημα, όπως σήμερα, καθόταν μαζί της στη μεγάλη εστία του πύργου και μιλούσαν, ενώ εκείνη κεντούσε. Ο Ντε Ροσέ ήταν σοβαρός άνθρωπος και συζητούσε μαζί της για σοβαρά ζητήματα. Η Ίζομπελ έπνιξε ένα χασμουρητό, καθώς εκείνος της μιλούσε για μία ακόμα φορά για την ευθύνη ενός άντρα της τάξης και της περιουσίας του να βοηθήσει στο θέμα της ειρήνης και της ευημερίας στη Νορμανδία. Εκείνη συμφώνησε ολόψυχα. Η αποφασιστικότητά του ήταν αξιοθαύμαστη. Κι όμως, έβρισκε την επανάληψή του κάπως ασήμαντη και κουραστική. Ανάθεμα σ’ αυτόν τον Στίβεν Κάρλτον! Εάν δεν υπήρχε εκείνος, δεν θα παρατηρούσε καν την έλλειψη χιούμορ του Ντε Ροσέ.
136
MARGARET MALLORY
Είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη. Θα ήταν ευχαριστημένη. Ήταν αλήθεια: ο Ντε Ροσέ ποτέ δεν την έκανε να γελάει. Όμως, είχε ένα βαρύ καθήκον: θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην υπηρεσία της χώρας του, και θα την ευχαριστούσε ιδιαίτερα να τον στηρίξει σε αυτό. «Ο Βασιλιάς Ερρίκος είναι ένας άντρας γεννημένος για να οδηγεί τον στρατό» έλεγε ο Ντε Ροσέ. «Ένας άντρας που γεννήθηκε για να διοικεί.» Ο Ντε Ροσέ επαινούσε τον βασιλιά τόσο συχνά, ώστε το μυαλό της άρχισε να περιπλανιέται αλλού. Πότε θα τη φιλούσε; Το φιλί του θα την έκανε να νιώσει όπως και με τον Στίβεν; Κοίταξε το στόμα του Ντε Ροσέ, καθώς εκείνος μιλούσε. Αναρωτιόταν. Λαχταρούσε να μάθει. Ίσως, αν τη φιλούσε μία φορά ο Ντε Ροσέ, να σταματούσε να σκέφτεται τον Στίβεν. Ένας ολόκληρος μήνας είχε περάσει από την άφιξή του και δεν την είχε φιλήσει ούτε μία φορά. Πολλές φορές, την κοιτούσε σαν να το ήθελε. Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, νόμιζε ότι ήθελε να τη χωρίσει από τον προστάτη της. Ο Ρόμπερτ, όμως, αντιμετώπιζε τα καθήκοντά του πιο σοβαρά απ’ ό,τι πριν, διότι βρισκόταν εκεί διαρκώς. Της πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ο Ντε Ροσέ θα μπορούσε να βρει έναν τρόπο για να μείνουν μακριά από τον Ρόμπερτ, εάν το ήθελε πολύ. Ο Στίβεν θα το έκανε. Μια ξαφνική φασαρία από φωνές που ακούγονταν απέξω τράβηξε την προσοχή της προς την είσοδο της αίθουσας. Καθώς παρατηρούσε, ένας άντρας όρμησε μέσα από την πόρτα και φώναξε: «Ο στρατός επιστρέφει! Η Φαλέζ έπεσε! Η Φαλέζ έπεσε!» Επέστρεψαν. Δόξα τω Θεώ! Ένα γέλιο ανακούφισης της ξέφυγε, όταν ξαφνικά γύρισε και είδε το πρόσωπο του Ντε Ροσέ: ήταν λευκός σαν το πανί.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
137
«Είσαι άρρωστος;» τον ρώτησε. «Τι…» «Πρέπει να δω τι συνέβη» τη διέκοψε. Χωρίς να κοιτάξει πίσω του, την άφησε και έτρεξε έξω από την αίθουσα. Σύντομα, η αίθουσα γέμισε με στρατιώτες. Έπειτα από την ησυχία των τελευταίων εβδομάδων, της φαινόταν χαοτική και πολύ γεμάτη. Οι υπηρέτες έτρεχαν από δω και από κει, στήνοντας τα τραπέζια και κουβαλώντας μεγάλες κανάτες με ζύθο και κρασί, αλλά και πιατέλες γεμάτες ψητά κρέατα. Η Ίζομπελ στεκόταν εκεί, τεντώνοντας το λαιμό της. Παρά τη θέλησή της, έψαχνε στο δωμάτιο για μια λάμψη από πυρόξανθα μαλλιά. Ακούγοντας το όνομά της μέσα στη βοή, γύρισε και είδε τον Τζέφρι να προσπαθεί να φτάσει κοντά της μέσα από το πλήθος. Πότε έγινε ο αδελφός της αυτός ο άντρας με στήθος σαν βαρέλι, όπως και του πατέρα τους; Την έφτασε με τρεις μεγάλους διασκελισμούς και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. «Φαίνεσαι τόσο καλά!» του είπε και στάθηκε πίσω για να τον θαυμάσει. Το δέρμα του ήταν τόσο μαυρισμένο, σαν να βρίσκονταν στα μέσα του καλοκαιριού. Ίσως, τελικά, να μην ήταν και τόσο ακατάλληλος για να ζει τη ζωή ενός στρατιώτη. «Πρέπει να μου πεις κι άλλα για τις περιπέτειές σου» του είπε, τραβώντας τον για να καθίσει δίπλα της στον καναπέ. «Είχα το χρόνο να γράψω αρκετά ποιήματα κατά την πολιορκία.» Προς απογοήτευσή της, τράβηξε ένα ρολό περγαμηνής από μια θήκη που είχε στη ζώνη του και ξεκίνησε μεμιάς να απαγγέλλει δυνατά. Ο Τζέφρι δεν ήταν κακός ποιητής. Όμως, γιατί έπρεπε να γράφει αυτά τα στενόχωρα ποιήματα για τους μάρτυρες αγίους; Ύστερα από δύο ή τρία ποιήματα, έπιασε τον εαυτό της να ψάχνει και πάλι στο δωμάτιο.
138
MARGARET MALLORY
«Συνήθως, είσαι καλύτερη στο να προσποιείσαι ότι σε ενδιαφέρει η ποίησή μου» την επέπληξε ο Τζέφρι, με τη γνωστή καλή του διάθεση. «Φυσικά και θέλω να τα ακούσω» του είπε ψέματα εκείνη. «Ίζι, ποιον ψάχνεις;» «Τον Ντε Ροσέ» του είπε και πάλι ψέματα εκείνη. «Θέλω να σου τον συστήσω.» «Είναι εδώ, στην Καέν; Γιατί δεν μου το είπες αμέσως;» Ο Τζέφρι έσκυψε μπροστά, με πρόσωπο σοβαρό, και έπιασε τα χέρια της. «Είναι καλός άνθρωπος; Θα είσαι ευτυχισμένη μαζί του;» Δάγκωσε τα χείλη της, προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα μπορούσε να πει στον αδελφό της που θα ήταν αληθινό. Ο Ντε Ροσέ ήταν πολλά περισσότερα απ’ όσα είχε τολμήσει να ελπίσει. Όμως, μερικές φορές… Τέλος πάντων, δεν είχε καμία σημασία. Και, μετά τον Χιουμ, θα ήταν ευτυχισμένη ακόμη και αν παντρευόταν βάτραχο. «Ο Ντε Ροσέ είναι καλός άνθρωπος, με σοβαρό σκοπό» είπε επιτέλους. Όταν η ανησυχία δεν εγκατέλειψε το πρόσωπο του Τζέφρι, εκείνη του προσέφερε ένα μεγάλο χαμόγελο. «Επίσης, είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει.» Ο Ντε Ροσέ ήταν ευχάριστος στην όψη, παρ’ όλα αυτά όμως αυτό ήταν το τρίτο ψέμα που του έλεγε. «Άντε τώρα να φας» είπε, σπρώχνοντας απαλά τον Τζέφρι. «Θα πρέπει να πεινάς κι εσύ, όπως οι υπόλοιποι.» Η Ίζομπελ άφησε τους ώμους της να χαλαρώσουν, καθώς έβλεπε τη μεγάλη πλάτη του Τζέφρι να εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος. Για το αμάρτημα που διέπραξε, λέγοντας ψέματα στον αδελφό της, μπορούσε τουλάχιστον να ισχυριστεί ότι είχε καλό σκοπό. Για τις αμαρτωλές σκέψεις που έκανε για τον Στίβεν, όμως, δεν είχε καμία δικαιολογία. Δεν μπορούσε καν να μετανοήσει.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
139
*** Ο Στίβεν είχε δεμένα τα χαλινάρια του αλόγου των διδύμων στις γροθιές του, καθώς ίππευαν στους δρόμους της Καέν. Με τα εντυπωσιακά ανοιχτόχρωμα μαλλιά τους και τα σχεδόν ίδια πρόσωπά τους, τα δύο παιδιά θα τραβούσαν τα βλέμματα οπουδήποτε. Η θέα των δύο παιδιών που καβαλούσαν το ίδιο άλογο μέσα σε μια σειρά από οπλισμένους ιππότες έκανε τους ανθρώπους της πόλης να σταματούν και να χάσκουν με το στόμα ανοιχτό. Ο Στίβεν δεν το διακινδύνευε με αυτό το πανούργο ζεύγος. Ύστερα από μια σύντομη προσποίησή τους ότι θα τον υπάκουαν, είχαν προσπαθήσει να του ξεφύγουν. Επανειλημμένως. Ευχαρίστως θα τα άφηνε να φύγουν, εάν πίστευε ότι θα ήταν ασφαλή. Όμως, κανένα μέλος της οικογένειάς τους δεν ήλθε να τα αναζητήσει, προτού εκείνος φύγει από τη Φαλέζ. Τα δίδυμα δεν έλεγαν εάν υπήρχε κάποιος σε ολόκληρη τη Νορμανδία που θα ήθελε να είναι υπεύθυνος για αυτά. Αρνήθηκαν ακόμα και να του πουν τα ονόματά τους. Μόλις μπήκαν στις πύλες του κάστρου, ο Στίβεν αποχωρίστηκε τους υπόλοιπους και ίππευσε ευθεία προς τον πύργο, τραβώντας και τα δίδυμα. Ήθελε να αποδεσμευτεί από το κορίτσι. Χαμογέλασε στον εαυτό του, χαρούμενος που είχε μια καλή δικαιολογία για να αναζητήσει αμέσως την Ίζομπελ. Έπρεπε, όμως, να σκεφτεί το πώς θα έψαχνε την Ίζομπελ χωρίς να του ξεφύγει κάποιος από αυτούς τους ταραξίες. Κατέβηκε από το άλογό του και έπιασε το κορίτσι, μέχρι τα πόδια της να ακουμπήσουν στο έδαφος. Αφού τα κατάφερε με εκείνη, με το αγόρι θα ήταν πιο εύκολο. «Με πονάς!» γκρίνιαξε το κορίτσι, καθώς εκείνος τραβούσε και τα δύο παιδιά ανεβαίνοντας τα σκαλιά του πύργου. «Εάν σταματούσες να τραβιέσαι, δεν θα πονούσες» της είπε εκείνος. «Τώρα, θέλω να προσποιηθείς ότι είσαι ένα
140
MARGARET MALLORY
πολύ καλό κορίτσι, ώστε η Λαίδη Χιουμ να δεχτεί να σε κρατήσει. Πίστεψέ με, είναι πολύ καλύτερη από μένα.» Το κορίτσι τού αποκρίθηκε με ένα δυνατό ρουθούνισμα, αφήνοντάς τον να καταλάβει τι σκεφτόταν για το αίτημά του. Ελαφρώς νοσταλγικά, ο Στίβεν θυμήθηκε το κοπάδι που είχε από ανιψιές και ανιψιούς: ήταν ατίθασα παιδιά, όμως ποτέ δεν είχε τόσο μεγάλο πρόβλημα μαζί τους. Σταμάτησε στην είσοδο της γεμάτης αίθουσας, έχοντας από ένα δίδυμο δεξιά και αριστερά του, και έψαξε μέσα στο πλήθος για την Ίζομπελ. Την εντόπισε σχεδόν αμέσως, στην άκρη του δωματίου, κοντά στην εστία. Όταν εκείνη κοίταξε πάνω και συνάντησε τα μάτια του, ο λαιμός του ξεράθηκε. Το πρόσωπό της έλαμπε, σαν να ήταν όντως χαρούμενη που τον έβλεπε. Ξαφνικά, την οραματίστηκε όπως ήταν την τελευταία φορά που την είδε: τα μαλλιά της λυτά και μπερδεμένα, τα χείλη της πρησμένα από τα φιλιά του. Διέσχισε το δωμάτιο, μη βλέποντας τίποτα και κανέναν, παρά μόνον εκείνη. Ένα δυνατό τράβηγμα στο χέρι του τον έσωσε από την επιθυμία του να κλείσει την Ίζομπελ μέσα στην αγκαλιά του, μπροστά σε όλους μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Κοίταξε κάτω και, προς έκπληξή του, είδε ότι κρατούσε ακόμα τα δίδυμα. Αφού ανακάλεσε στο μυαλό του το σκοπό του, έστρεψε την προσοχή του στην Ίζομπελ. Και, μεμιάς, ξέχασε τι ήθελε να πει. Μα, πώς είναι δυνατόν να έχει γίνει ακόμα πιο όμορφη; Το βελούδινο πράσινο φόρεμά της έκανε τα μάτια της να έχουν ένα βαθύ πράσινο χρώμα του δάσους. «Χαίρομαι που επιστρέψατε ασφαλής, Σερ Στίβεν.» Το στομάχι του σφίχτηκε από τον επίσημο χαιρετισμό της. Σερ Στίβεν. Ώστε έτσι είχαν τα πράγματα. «Ποιο είναι το όμορφο κορίτσι;» ρώτησε η Ίζομπελ, ακουμπώντας το χέρι του παιδιού.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
141
Προς έκπληξή του, το δαιμόνιο κορίτσι έκανε μια υπόκλιση όλο χάρη και κοίταξε την Ίζομπελ με ένα θεσπέσιο χαμόγελο. «Με λένε Λινέτ. Ξέρω ότι είστε η Λαίδη Χιουμ, γιατί ο Σερ Στίβεν μού είπε ότι η Λαίδη Χιουμ είναι και ευγενική και όμορφη.» Η Ίζομπελ έβγαλε ένα μουσικό χαμόγελο, που έκανε την καρδιά του Στίβεν να αναπηδήσει περίεργα μέσα στο στήθος του. Αν και αμφέβαλλε ότι το κορίτσι –η Λινέτ– μπορούσε να συνεχίσει να έχει την ίδια καλή συμπεριφορά, της έκλεισε το μάτι για να της δείξει ότι εκτιμούσε την προσπάθειά της. Του φάνηκε αγενές να αναφέρει τις συνθήκες υπό τις οποίες τα παιδιά είχαν βρεθεί μπροστά τους. Χωρίς να το σκεφτεί, πλησίασε την Ίζομπελ και ψιθύρισε στο αυτί της. Η μυρωδιά του δέρματός της τον έκανε να ζαλιστεί. Όταν θυμήθηκε να μιλήσει, είπε: «Είναι ορφανά και έχουν ανάγκη από προστασία. Θα πάρω το αγόρι ως εκπαιδευόμενό μου, όμως το κορίτσι…» Έχασε τον ειρμό των λεγομένων του. Ένιωθε έντονο τον πειρασμό να γλείψει με τη γλώσσα του το λεπτεπίλεπτο λοβό της, να φιλήσει το βαθούλωμα από κάτω του. Η Ίζομπελ τράβηξε το κεφάλι της, προτού εκείνος μπορέσει να πει –ή να κάνει– κι άλλα. «Φυσικά και θα την πάρω» του είπε, κοιτάζοντάς τον με μάτια ορθάνοιχτα και σοβαρά. Γύρισε προς το κορίτσι και πήρε το χέρι της. «Είσαι τυχερή! Η υπηρέτριά μου μού ζήτησε να φύγει για να παντρευτεί έναν από τους τοξότες του βασιλιά. Θα σου ήμουν πολύ ευγνώμων εάν συμφωνούσες να πάρεις τη θέση της.» Καθώς η Λινέτ κοίταζε τα όμορφα ρούχα της Ίζομπελ, της χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο. «Θα σας φτιάχνω τα μαλλιά και θα σας βοηθάω να φοράτε όμορφα φορέματα;» Η Ίζομπελ έγνεψε καταφατικά.
142
MARGARET MALLORY
«Και θα μπορώ να διαβάζω τα ερωτικά ποιήματα που σας στέλνουν οι άντρες» είπε η Λινέτ, με μάτια που έλαμπαν. «Είμαι σίγουρη ότι έχετε πολλά!» Πολλά ερωτικά ποιήματα; Ή πολλούς άντρες που τα στέλνουν; Όπως και να είχε, αυτό δεν άρεσε στον Στίβεν. «Μπορείς και διαβάζεις;» ρώτησε η Ίζομπελ, με έκπληξη στη φωνή της. «Φυσικά.» Η Λινέτ έδειξε τον αδελφό της. «Το ίδιο και ο Φρανσουά.» Ο Στίβεν παρατηρούσε συμπονετικά το αγόρι, που έλιωνε με τη θερμότητα του χαμόγελου της Ίζομπελ. Ένιωσε τα εσωτερικό του να μαλακώνει, όταν εκείνη είπε: «Είσαι τυχερός που θα υπηρετείς έναν ιππότη τόσο ικανό όσο ο Σερ Στίβεν. Δώσε προσοχή και θα μάθεις πολλά από εκείνον.» Ο Φρανσουά τής έγνεψε με σοβαρό ύφος. Πώς τα κατάφερε η Ίζομπελ; Ήδη έπαιζε στα δάχτυλά της αυτά τα δύο μικρά καθαρματάκια. Ο Στίβεν άκουσε έναν άντρα να καθαρίζει το λαιμό του δίπλα του, και γυρίζοντας είδε δύο ψυχρά γκρίζα μάτια καρφωμένα πάνω του. Ο άντρας με τα σκούρα μαλλιά μπήκε ανάμεσα σ’ εκείνον και την Ίζομπελ, και έβαλε το χέρι της στην καμπύλη του βραχίονά του. Αυτός πρέπει να είναι ο αμελής Γάλλος τής Ίζομπελ. Τα μάτια του Στίβεν κινήθηκαν αργά πάνω στον άντρα. Ήξερε ακριβώς πώς θα τον κέρδιζε. Τα χρόνια εξάσκησής του τον είχαν διδάξει. Ο Γουίλιαμ είχε αποφασίσει ότι ένα αγόρι με έντονη οξύνοια και μεγάλο στόμα θα ήταν χρήσιμο να μάθει πώς να συμπεριφέρεται σε έναν καβγά, αλλά και στο πεδίο της μάχης. Κάθε μέρα, ο αδελφός του ανέθετε σε διαφορετικό άντρα να αγωνίζεται μαζί του. Τα μαθήματα δεν σταμάτησαν, μέχρι ο Στίβεν να μάθει να αξιολογεί τις δυνατότητες και τις αδυναμίες ενός άντρα με μια ματιά. Αυτός που βρισκόταν μπροστά του ήταν ξιπασμένος, υπερόπτης. Είχε δυνατό σώμα, από αυτά όμως που παχαίνουν
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
143
καθώς ο άνθρωπος γερνάει, σκέφτηκε ο Στίβεν χαρούμενα. Ήταν δυνατός, όμως όχι ιδιαίτερα γρήγορος. Ο Στίβεν θα τον έπιανε πρώτα από το… Οι χαρούμενοι αυτοί στοχασμοί διακόπηκαν από την Ίζομπελ. «Σερ Στίβεν Κάρλτον, να σας συστήσω τον Λόρδο Φιλίπ ντε Ροσέ.» Ο Στίβεν περίμενε επίτηδες, αφήνοντας να πέσει σιωπή μεταξύ τους. Εάν ήταν γάτα, η ουρά του θα είχε κινηθεί σπασμωδικά. «Είναι από τη Ρουέν» πρόσθεσε η Ίζομπελ, με ένταση στη φωνή της. Ο Στίβεν ήξερε πολύ καλά από πού ήταν αυτός ο άντρας. Εφόσον η Ίζομπελ δεν τον είχε αποκαλέσει μνηστήρα της, ίσως δεν ήταν ακόμα αμετάκλητα δεσμευμένη με τον άνθρωπο με τα παγωμένα μάτια. Τα υπερβολικά τέλεια χαρακτηριστικά του τον έκαναν να μοιάζει άψυχος. Ναι, μια σπασμένη μύτη θα προσέθετε λίγο χαρακτήρα στο πρόσωπό του. «Εκμεταλλεύεστε την καλή καρδιά της μνηστής μου» είπε ο Ντε Ροσέ στον Στίβεν, και ύστερα γύρισε προς την Ίζομπελ. «Δεν χρειάζεται να δεχτείς ένα άγνωστο κορίτσι που μάζεψε αυτός από το δρόμο.» Η Ίζομπελ έβαλε το χέρι της γύρω από τον ώμο του κοριτσιού. «Μα, πού θα βρω άλλη υπηρέτρια που να μπορεί να μου διαβάζει ποίηση;» Ο Στίβεν ήθελε να τη φιλήσει. Οι μύες του σαγονιού του Ντε Ροσέ σφίχτηκαν, όμως χτύπησε ελαφρά το χέρι της Ίζομπελ. «Κράτησέ την, αν αυτό σε ευχαριστεί, αγαπητή μου.» Το γλυκόλογο θύμισε στον Στίβεν πως αυτός ο άντρας επρόκειτο να γίνει ο σύζυγός της. Ο εραστής της. Το στήθος του άρχισε να πονά. «Έλα. Θα σου δείξω την κάμαρά μου» είπε η Ίζομπελ στη Λινέτ.
144
MARGARET MALLORY
Η Ίζομπελ έγνεψε «αντίο» στον Φρανσουά, όμως το χαμόγελο έφυγε από το πρόσωπό της, όταν γύρισε για να απομακρυνθεί από τον Στίβεν. Όπως τον κοίταζε με αυτά τα μεγάλα, σοβαρά μάτια, ο πόνος μέσα του μεγάλωνε, μέχρι που νόμιζε ότι το στήθος του θα έσκαγε. Φάνηκε να αιφνιδιάζεται, όταν ο Ντε Ροσέ τράβηξε το χέρι της. Εκείνη, με μια γρήγορη υπόκλιση, γύρισε και έφυγε. Ο Φρανσουά και εκείνος τις κοίταζαν ακόμα, όταν η Λινέτ γύρισε και τους έκλεισε πονηρά το μάτι πάνω από τον ώμο της. Η Λινέτ ήταν σύμμαχός τους τώρα, χάρη στον Ντε Ροσέ. Καθώς το δωδεκάχρονο κορίτσι έφευγε, ο Στίβεν σκέφτηκε ότι δεν ήταν κακός σύμμαχος. Σύμμαχος σε τι; Ο Στίβεν πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι του. Τι θα έκανε, αν κέρδιζε το έπαθλο; Ήθελε να πάρει την Ίζομπελ από τον Ντε Ροσέ, να γέρνει στο δικό του χέρι και όχι σε εκείνου. Και το πλέον βέβαιο ήταν ότι την ήθελε στο κρεβάτι του. Πάρα πολύ. Όμως, από τη στιγμή που δεν ήθελε σύζυγο, ήταν μια μάχη την οποία δεν θα έπρεπε να προσπαθήσει να κερδίσει. Ένιωσε ένα ελαφρύ άγγιγμα στο μπράτσο του και γυρνώντας είδε δίπλα του την Κλοντέτ. «Τι ανόητος που είσαι!» του είπε εκείνη χαμηλόφωνα. «Σταμάτα να την κοιτάζεις. Θέλεις να το μάθουν όλοι;» Άρπαξε το χέρι του και τον γύρισε με δύναμη προς τον Φρανσουά. «Μιας και είναι καλύτερο να νομίζουν ότι τρελαίνεσαι με κάθε όμορφη γυναίκα, κοίτα εμένα, όπως κάνει αυτό το αγόρι.» Όταν ο Στίβεν κοίταξε κάτω και είδε τη χαζοχαρούμενη έκφραση στο πρόσωπο του αγοριού, γέλασε και χάιδεψε τα μαλλιά του Φρανσουά. Το κακόμοιρο το παιδί περνούσε μια δύσκολη μέρα. «Θέλεις ο βασιλιάς να σε εξορίσει στους άγριους τόπους
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
145
της Ιρλανδίας;» είπε η Κλοντέτ μέσα από τα δόντια της. Χαμογέλασε και πετάρισε τα βλέφαρά της. «Δε βοηθάς τη Λαίδη Χιουμ με το τραβάς την προσοχή πάνω της.» Συνειδητοποιώντας καθυστερημένα ότι η Κλοντέτ είχε δίκιο, πήρε το χέρι της και το φίλησε. Άφησε για λίγο το βλέμμα του πάνω της. «Σ’ ευχαριστώ» της ψιθύρισε. «Είσαι σοφή γυναίκα.» «Φυσικά και σου έλειψα» του είπε με φωνή αρκετά δυνατή, ώστε να την ακούσουν και οι άλλοι «όμως θα με κάνεις φιλάρεσκη με τέτοια κομπλιμέντα!» «Δεν μου αξίζεις, Κλοντέτ.» «Όχι, δεν σου αξίζω» συμφώνησε εκείνη και άρχισε να τον απομακρύνει από την αίθουσα. Χαμηλώνοντας και πάλι τη φωνή της, είπε: «Είναι εκεί αυτή η απαίσια Μαρί ντε Λισιέ, που σε περιμένει κοντά στην πόρτα.» «Υποθέτω ότι πρέπει να της ρίξω ένα λάγνο βλέμμα» ψιθύρισε ο Στιβ για να την πειράξει. «Ξέρω πόσο δύσκολο σου είναι, Στίβεν.» Έκλεισε το μάτι στη Μαρί και έστρεψε το κεφάλι του, καθώς περνούσαν. Η Κλοντέτ τον τσίμπησε δυνατά για την προσπάθειά του. «Δεν είπα ότι πρέπει να κοιτάζεις τον κόρφο της.» Ο Στίβεν γέλασε, διασκεδάζοντας πραγματικά αυτή τη φορά. «Η Μαρί θα νόμιζε ότι κάτι δεν πάει καλά, αν δεν την κοίταζα.» «Και μόνο που την κοιτάζω, με πονάει η μέση μου» είπε η Κλοντέτ, σηκώνοντας περιφρονητικά το ένα λεπτεπίλεπτο φρύδι της. «Όποια και αν είναι η μόδα, στους άντρες πάντα θα αρέσει το μεγάλο στήθος.» «Δεν μπορεί κάθε γυναίκα να έχει τις τέλειες αναλογίες σου» της είπε, διότι ήξερε ότι εκείνη περίμενε να της το πει. «Όμως, για να ηρεμήσεις, δεν έχω δει ποτέ στήθη που δεν μου άρεσαν.» «Οι άντρες είναι τόσο απλοί.» Η Κλοντέτ έβγαλε έναν
146
MARGARET MALLORY
αναστεναγμό προσποιητής κούρασης, που τον έκανε να γελάσει. Όταν βγήκαν ασφαλείς έξω από την πόρτα, γύρισε και κούνησε το δάχτυλό της στο πρόσωπό του. «Ας είμαστε σοβαροί τώρα. Πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα χρησιμοποιήσεις το έξυπνο μυαλό σου και δεν θα μπλέξεις σε κοκορομαχίες για τη Λαίδη Χιουμ.» Εκείνος άνοιξε το στόμα του για να αμυνθεί, όμως εκείνη ύψωσε το χέρι της. «Καλύτερα να θυμάσαι» τον προειδοποίησε «ότι ο βασιλιάς έχει ποντάρει στον άλλον κόκορα.»
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Δόξα τω Θεώ που υπήρχε το κορίτσι! Εάν η Λινέτ δεν ενοχλούσε τον Ντε Ροσέ με την αδιάκοπη φλυαρία της, ίσως εκείνος να παρατηρούσε ότι τα χέρια της Ίζομπελ έτρεμαν. Η λαίδη προσπαθούσε να ακούσει τι έλεγε η Λινέτ, όμως δεν μπορούσε. Πώς ήταν δυνατόν να επιστρέψει ο Στίβεν, μόλις εκείνη είχε αφήσει πίσω της όλες τις σκέψεις για το πρόσωπό του; Αυτό, βέβαια, δεν ήταν απόλυτα αληθές. Δεν ήταν καθόλου αληθές. Όμως, το ότι βρισκόταν στην Καέν, όπου θα τον έβλεπε κάθε μέρα, έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα. Η Ίζομπελ άκουσε τη Λινέτ να αναφέρει το όνομα του Στίβεν και σχεδόν έχασε το βήμα της. «Τι είπες;» «Ότι ο αδελφός μου και εγώ ήμασταν πολύ κακοί με τον Στίβεν!» Όταν τον είδε να έρχεται μέσα από το πλήθος κοντά της, το χαμόγελό του έμοιαζε μια ηλιαχτίδα, και η καρδιά της αναπήδησε μέσα στο στήθος της. Και εκείνος έμοιαζε χαρούμενος που την έβλεπε. Για μια στιγμή, νόμιζε πως θα την έβαζε μέσα στην αγκαλιά του. Εν μέρει, ήλπιζε ότι θα την αγκάλιαζε. Ίσως κάτι παραπάνω από «εν μέρει»… Όμως, ο Στίβεν θα μπορούσε να την εμπαίζει, χωρίς καν να το γνωρίζει. Καθώς εκείνη έφευγε από την αίθουσα, γύ-
148
MARGARET MALLORY
ρισε για να δει ποιον κοίταζε η Μαρί ντε Λισιέ τόσο έντονα. Φυσικά, τον Στίβεν. Εκείνος ήδη γελούσε και ψιθύριζε κάτι σ’ εκείνη την πανέμορφη εταίρα. Μολονότι η ψυχή της Ίζομπελ ταράχτηκε που τον είδε, εκείνος την ξέχασε τη στιγμή που εκείνη χάθηκε από τα μάτια του. Θα κυκλοφορούσε μέσα στο δωμάτιο τώρα, θαυμάζοντας πότε τη μια και πότε την άλλη γυναίκα· κάνοντας καθεμιά τους να πιστεύει ότι είναι ξεχωριστή. Όχι, βέβαια, ότι ένοιαζε την Ίζομπελ το τι έκανε. Εκείνη θα σκεφτόταν το μέλλον της. Ο Ντε Ροσέ ήταν ένας όμορφος άντρας, με κάθε του σημείο να είναι τόσο ελκυστικό όσο και του Στίβεν Κάρλτον. Σίγουρα, θα έβρισκε τα φιλιά του το ίδιο συναρπαστικά. Οπωσδήποτε – το είχε αποφασίσει στο μυαλό της. Και, για πρώτη φορά, ο Ρόμπερτ δεν ήταν εδώ για να εμπλακεί σε αυτό. Βρίσκονταν στην πόρτα της κάμαράς της, όταν αντιλήφθηκε ότι δεν είχε πει ούτε λέξη στον Ντε Ροσέ, αφότου είχαν φύγει από την αίθουσα. «Περίμενε εκεί» ψιθύρισε στη Λινέτ, σπρώχνοντάς την απαλά προς τα μέσα. Σήκωσε το χέρι του Ντε Ροσέ, το ακούμπησε στο μάγουλό της και κοίταξε σταθερά μέσα στα μάτια του. Βλέποντας πόσο γρήγορα η ενόχλησή του μετατράπηκε σε πόθο, χαμογέλασε, χαρούμενη με τον εαυτό της. Τελικά, ήταν εύκολο. Τώρα θα έπαιρνε το φιλί της. Όταν εκείνος φίλησε το μάγουλό της, η Ίζομπελ απογοητεύτηκε – όχι, ενοχλήθηκε. Όμως, τότε αυτός ξεκίνησε να πηγαίνει προς τα κάτω, στο λαιμό της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα απαλά χείλη και στη ζεστή ανάσα πάνω στο δέρμα της. Αντί για αυτό, όμως, σκεφτόταν τη σκληρή του επέμβαση στην προσπάθειά του να την πείσει να αλλάξει γνώμη για τη Λινέτ· και την παντελή έλλειψη συναισθήματος για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κακόμοιρο κορίτσι.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
149
Την εξέπληξε το γεγονός ότι ο Στίβεν ανέλαβε τα δύο ορφανά. Αλλά ταυτόχρονα... όχι και τόσο. Αν και ήταν ανεπρόκοπος, γυναικάς και μέθυσος, είχε καλή καρδιά. Είχε ξεχάσει τον Ντε Ροσέ, όταν ξαφνικά βρέθηκε κολλημένη στην πόρτα, το μάνταλο της οποίας την ενοχλούσε, προκαλώντας της πόνο στη μέση. Το στόμα του Ντε Ροσέ ήταν πάνω στο δικό της και τη μελάνιαζε. Η γλώσσα του στο λαιμό της την έπνιγε – δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Την κατέλαβε πανικός, καθώς μάταια προσπαθούσε να τον απομακρύνει. Έπεσε προς τα πίσω με ένα ουρλιαχτό, καθώς η πόρτα άνοιξε. Ο Ντε Ροσέ την έπιασε και έριξε τα θυμωμένα γκρίζα του μάτια πάνω στο αίτιο της διακοπής. «Κυρία, θέλετε να τις καθαρίσω;» Η Λινέτ στεκόταν αμείλικτη στην πόρτα, κρατώντας στο ένα χέρι της ένα ζευγάρι μπότες. Δεν ήταν επ’ ουδενί μια ταπεινή υπηρέτρια. «Σ’ ευχαριστώ που με συνόδευσες» του είπε η Ίζομπελ, προτού προλάβει ο Ντε Ροσέ να φωνάξει στο κορίτσι. Ίσιωσε το σώμα της και άπλωσε το χέρι της. «Ως εδώ, λοιπόν – για απόψε» της είπε, με σφιγμένη φωνή. Στο βλέμμα που της έριξε, καθώς έφερε το χέρι της στα χείλη του, υπήρχαν τόσο θυμός όσο και πόθος. Εκείνη καταπολέμησε την επιθυμία της να τραβήξει το χέρι της μακριά, όταν ένιωσε τη γλώσσα του στο δέρμα της. Καθώς τον έβλεπε να φεύγει, σκούπισε το χέρι της στο φόρεμά της. *** Η γαλήνια έκφραση της Κλοντέτ δεν πρόδιδε τίποτε, όμως ο Ρόμπερτ διέκρινε τη λάμψη της ενόχλησης στα κρυστάλλινα μπλε μάτια της, καθώς εκείνη διέσχιζε το δωμάτιο ερχόμενη προς το μέρος του. «Σ’ ευχαριστώ» είπε στο αυτί της, ενώ τη βοηθούσε να
150
MARGARET MALLORY
καθίσει δίπλα του. «Μια γυναικεία πινελιά ήταν απαραίτητη.» «Ο Στίβεν δεν χρειάζεται μια γυναικεία πινελιά» είπε σφυριχτά εκείνη. «Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα.» Χαμογέλασε και χαιρέτησε με τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της έναν γνωστό της που περνούσε. «Προσπάθησα να τον λογικέψω, όμως η λογική δεν λειτουργεί σε έναν άντρα που σκέφτεται με…» «Με την καρδιά του;» Εκείνη, αντί να γελάσει, αναστέναξε αδύναμα. «Ας ελπίσουμε πως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.» Ο Ρόμπερτ τής έδωσε το μπολ με τα ζαχαρωμένα φρούτα που είχε πάρει από το τραπέζι. «Πρέπει να δω γιατί ο Ντε Ροσέ έχει αργήσει τόσο πολύ, συνοδεύοντας την Ίζομπελ στην κάμαρά της.» «Δεν χρειάζεται» είπε η Κλοντέτ, κοιτάζοντας προς την είσοδο. «Το φίδι επέστρεψε.» Η εταίρα αντιπάθησε τον Ντε Ροσέ από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Από τον τρόπο με τον οποίο ο Γάλλος όρμησε στο δωμάτιο, φάνηκε ότι η Ίζομπελ τα είχε βγάλει μια χαρά πέρα μόνη της. Ο Ντε Ροσέ κατευθύνθηκε αμέσως σε μια μικρή ομάδα ατόμων που βρίσκονταν στη γωνία. Αυτή περιελάμβανε και τη Μαρί ντε Λισιέ. «Το ξέρεις ότι είναι εραστές;» ρώτησε η Κλοντέτ. «Είναι κρίμα» είπε εκείνος, πετώντας ένα καραμελωμένο φρούτο στο στόμα του, «που η δολοφονία του θα προκαλούσε πολιτικές αναταραχές.» Αυτή τη φορά, εκείνη γέλασε – βγάζοντας έναν όμορφο, κουδουνιστό ήχο, που τραβούσε πάντοτε την προσοχή των αντρών. Πόσο θα ήθελε να πιάσει τον Ντε Ροσέ να προδίδει με κάποιον τρόπο τον βασιλιά! Χτύπησε στοχαστικά τα δάχτυλά του στο γόνατό του. «Για πες μου: νομίζεις ότι ο Ντε Ροσέ είναι έξυπνος, αλλά και αρκετά γενναίος για να παίζει ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό;»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
151
Εκείνη του αποκρίθηκε σηκώνοντας το τέλεια σχηματισμένο φρύδι της: «Σίγουρα, δεν είναι αρκετές η ματαιοδοξία και η υπεροψία;» Φυσικά, η Κλοντέτ είχε δίκιο· πάντοτε είχε δίκιο σε ό,τι αφορούσε στους άντρες. «Βέβαια, απόψε» είπε «είναι πολύ απορροφημένος στο να κοιτάζει το μπροστινό μέρος του φορέματος της Μαρί για να συνωμοτήσει για οτιδήποτε άλλο.» Ο Ρόμπερτ ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κρασί του. Να πάρει! Ήταν υπερβολικό το να ελπίζει ότι θα μπορούσε να πιάσει στα πράσα τον Ντε Ροσέ να προδίδει τον βασιλιά. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να σώσει την Ίζομπελ από αυτόν το γάμο; Μισόκλεισε τα μάτια του σκεπτόμενος. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να προκαλέσει ανακατωσούρα. Το ρίσκο, όμως, ήταν μεγάλο. Μεγάλο για όλους. Κρυφογέλασε. Τι θα ήταν η ζωή χωρίς λίγο κίνδυνο;
Κεφάλαιο Δεκαπέντε «Είσαι ένας όμορφος διάολος» μουρμούρισε ο Στίβεν «ο πιο γρήγορος από όλους – ένα απαράμιλλο θαύμα.» Ο Κεραυνός χλιμίντρισε συμφωνώντας. «Νομίζω ότι τώρα με συμπαθεί» είπε ο Φρανσουά, βουρτσίζοντας το άλογο με μεγάλες, δυνατές κινήσεις, όπως του είχε μάθει ο Στίβεν. «Σήμερα, προσπάθησε να με κλοτσήσει μόνο δύο φορές.» Ο Στίβεν έτριψε τη μύτη του Κεραυνού και τον τάισε ακόμα ένα καρότο. Αναστενάζοντας, ακούμπησε το κεφάλι του κόντρα σε αυτό του αλόγου. «Ξέρω ότι πρόκειται να παντρευτεί, και πραγματικά προσπάθησα να μείνω μακριά της, όμως θα με θεωρήσει αγενή αν δεν τη δω.» Ο Κεραυνός μασούλησε το καρότο, χωρίς να έχει πειστεί. Δεν ήταν μόνον οι καλές προθέσεις που είχαν κρατήσει τον Στίβεν μακριά της. Σιχαινόταν να τη βλέπει με τον Ντε Ροσέ. Δεν ήθελε να υποφέρει η Ίζομπελ με έναν δεύτερο σύζυγο ο οποίος θα την αηδίαζε, όμως ήταν ανάγκη αυτός ο Γάλλος να είναι τόσο όμορφος; Ο Στίβεν σκεφτόταν το πώς είχε κοπεί η ανάσα της, όταν την άγγιξε· το πώς το κεφάλι της είχε πέσει προς τα πίσω, καθώς της φιλούσε το λαιμό. Θεέ μου, πώς τον τραβούσε για να έλθει από πάνω της!
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
153
Άραγε, θα έκανε το ίδιο και με τον Ντε Ροσέ; Ο Κεραυνός τράβηξε το κεφάλι του προς τα πάνω, καθώς τους πλησίαζαν γρήγορα και ελαφριά βήματα. «Λινέτ, μην τρέχεις και μην κάνεις απότομες κινήσεις γύρω από ένα άλογο όπως ο Κεραυνός» είπε ο Στίβεν, καθώς χτυπούσε ελαφρά το λαιμό του αλόγου για να το καθησυχάσει. Αφού ο Στίβεν περπάτησε γύρω από το άλογο, η Λινέτ πήδηξε μέσα στην αγκαλιά του και τον φίλησε και στα δύο μάγουλα. «Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ!» στρίγκλισε. «Την αγαπώ τη Λαίδη Χιουμ. Είναι καλή και όμορφη, όπως είχες πει.» Ο αδελφός της ξεπρόβαλε από την άλλη μεριά του αλόγου και έτρεξε κι εκείνος να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. Ο Στίβεν μπήκε μεταξύ εκείνης και του αλόγου, και τη μετακίνησε πιο πίσω, σε ασφαλή απόσταση. «Ξέρει η Λαίδη Χιουμ πού είσαι;» «Δεν θα την πειράξει που ήρθα να δω τον αδελφό μου.» Άρα, δεν το είχε πει στην Ίζομπελ. «Αν σε ξαναπιάσω να κυκλοφορείς μόνη σου, θα σε χτυπήσω μέχρι να ικετέψεις για έλεος.» Η Λινέτ μόρφασε απηυδισμένη. «Τι ανόητος που είσαι! Οι υπηρέτριες δεν χρειάζονται συνοδεία.» Όπως και να έχει, θα μιλούσε γι’ αυτό στην Ίζομπελ. «Σου έφερα κάτι από την κουζίνα για να σε κεράσω» του είπε η Λινέτ, ψάχνοντας μέσα στην υφασμάτινη τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο της. «Ο Σερ Ρόμπερτ μού είπε ότι είναι από τα αγαπημένα σου.» Η μυρωδιά των ζεστών ταρτών από μήλα τον απέσπασε από το κήρυγμά του, ακριβώς όπως ήθελε η μικρή. Ο Στίβεν έπιασε τον Φρανσουά από τον ώμο και του έδειξε τον κουβά με το καθαρό νερό. «Οι τάρτες θα έχουν καλύτερη γεύση, όταν ξεπλύνεις τη μυρωδιά του αλόγου από τα χέρια σου.»
154
MARGARET MALLORY
Οι τρεις τους κάθισαν να φάνε τις τάρτες τους σε έναν σωρό από καθαρό άχυρο, που βρισκόταν στη γωνία. «Τον συμπαθώ τον Σερ Ρόμπερτ» είπε η Λινέτ, μεταξύ των μπουκιών της και του γλειψίματος των δαχτύλων της, «όμως, ποιος είναι αυτός ο… αυτός ο Ντε Ροσέ;» Σούφρωσε τη μύτη της, λες και μύριζε κοπριά. Ο Στίβεν συμπαθούσε το κορίτσι όλο και περισσότερο. «Ο Ντε Ροσέ είναι ο άντρας που θα παντρευτεί η κυρία σου. Είναι από τη Ρουέν.» Μέσα από ένα στόμα γεμάτο τάρτα, ο Φρανσουά μουρμούρισε τη δική του εικασία, ότι ο Ντε Ροσέ ερχόταν από την Κόλαση. Αυτά τα παιδιά ήταν σοφά, παρά τα χρόνια τους. Η Λινέτ συνοφρύωσε όμορφα τα φρύδια της. «Δεν μπορώ να πάω στη Ρουέν και να αφήσω τον Φρανσουά. Πότε θα γίνει αυτός ο γάμος;» «Δεν ξέρω.» Ο Στίβεν έπνιξε έναν αναστεναγμό. «Ας μην ανησυχούμε ακόμα για αυτό.» «Δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να είναι πολύ αργά» αντέτεινε η Λινέτ. «Μήπως θα μπορούσες να την παντρευτείς εσύ;» ρώτησε ο Φρανσουά. Ο Στίβεν γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Θέλετε να την παντρευτώ για να είστε ευχαριστημένοι εσείς οι δυο;» «Είναι πολύ όμορφη» είπε ο Φρανσουά «και ξέρω πόσο πολύ σου αρέσει.» Το αγόρι έσκυψε μπροστά, με το στόμα του να κρέμεται ανοιχτό, σαν να ήταν αποβλακωμένος, κάτι το οποίο ο Στίβεν εξέλαβε ως μίμηση του εαυτού του. Η Λινέτ έριξε πίσω το κεφάλι της και ξεφώνισε γελώντας. Ο Στίβεν έτριψε τους κροτάφους του. Τι είχε κάνει για να αξίζει αυτούς τους δύο δαίμονες; «Εύχομαι η Λαίδη Χιουμ να είχε έναν καλύτερο σύζυγο, όμως ο Ντε Ροσέ είναι ο άντρας τον οποίο διάλεξε ο βασιλιάς για εκείνη.» Η Λινέτ απέρριψε τις επιθυμίες του βασιλιά με ένα πολύ «γαλλικό» σήκωμα του μικρού της ώμου.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
155
«Έλα» της είπε ο Στίβεν. «Πρέπει να σε πάω πίσω τώρα.» Περίμενε ότι το κορίτσι θα διαφωνούσε, όμως η Λινέτ πήδηξε αμέσως όρθια. Αφού είπε «αντίο» στον Φρανσουά και στον Κεραυνό –ο οποίος ανέχτηκε την πληθωρικότητά της με ασυνήθιστη ηρεμία–, ήταν έτοιμη να φύγει. Όταν έφτασε στην κάμαρα της Ίζομπελ, στον πύργο, η Λινέτ έσπρωξε την πόρτα για να ανοίξει και έτρεξε μέσα. Ο Στίβεν την ακολούθησε, σκοπεύοντας να μιλήσει στην Ίζομπελ για τη μικρή. Όπως έκλεινε την πόρτα, είδε την Ίζομπελ: στεκόταν μπροστά από τη λεκάνη που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι το οποίο ακουμπούσε στον τοίχο, σαν να ήταν έτοιμη να πλύνει το πρόσωπό της. Τα μακριά, σκούρα μαλλιά της ήταν μπλεγμένα και φορούσε μόνο το μεσοφόρι της. Η θέα της έκανε το στόμα του Στίβεν να στεγνώσει. Όταν εκείνη γύρισε και συνάντησε τα μάτια του, η ένταση που δημιουργήθηκε μεταξύ τους έμοιαζε με φωτιά. Είχε δει αμέτρητες γυναίκες να ξυπνούν και να σηκώνονται από το κρεβάτι τους φορώντας λιγότερα ρούχα, όμως καμία δεν τον είχε αναστατώσει όπως εκείνη, ακόμη και αν ήταν καλυμμένη από το λαιμό μέχρι τον αστράγαλο με το απλό, άσπρο μεσοφόρι. Του ήλθε μια σκέψη στο νου, απρόσκλητη και ανεπιθύμητη: θα μπορούσε να τη βλέπει έτσι κάθε πρωί και να μη βαρεθεί ποτέ. Θυμήθηκε τη μεταξένια αίσθηση των μαλλιών της στα χέρια του· τα δάχτυλά του επιθυμούσαν να τα αγγίξουν, όμως τα πόδια του ήταν κολλημένα σαν πέτρες στο πάτωμα. Τα μάτια του ταξίδεψαν κάτω από την όμορφη καμπύλη του λαιμού της. Λαχταρούσε να περάσει τη γλώσσα του κατά μήκος της λεπτεπίλεπτης κλείδας της, ακριβώς πάνω από την άκρη του μεσοφοριού της. Στη συνέχεια, ως αναίσχυντος άντρας που ήταν, άφησε το βλέμμα του να πέσει απότομα στο στήθος της: ήταν στρογγυλό και γεμάτο, και οι άκρες του πιέζονταν από το ύφασμα.
156
MARGARET MALLORY
Δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά. Κι όμως, ακολουθούσε μέχρι κάτω τις πτυχώσεις του λευκού υφάσματος, αναλογιζόμενος τα γλυκά μυστήρια που έκρυβε. Πνιγόταν. Κατέβηκε κάτω, κάτω, κάτω, μέχρι που έφτασε στους λεπτούς αστραγάλους και στα γυμνά πόδια. Ήθελε να κρατήσει το λεπτό πόδι της στο χέρι του και να φιλήσει το κάθε του δάχτυλο. Και έπειτα να συνεχίσει προς τα πάνω, στο υπόλοιπο μέρος του ποδιού. Τράβηξε το βλέμμα του και πάλι πάνω, απολαμβάνοντας το κάθε της σημείο σε αντίστροφη φορά. Όταν έφτασε εκ νέου στο πρόσωπό της, νόμιζε ότι θα σταματούσε η καρδιά του: τα μάτια της είχαν και πάλι το ίδιο ύφος της λαχτάρας, το οποίο θυμόταν από την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. Το αίμα χτυπούσε στα αυτιά του. Την ήθελε τόσο πολύ, που μπορούσε να γευτεί το αλάτι του κορμιού της. Με αυτή τη φωτιά να πυροδοτείται μεταξύ τους, η πρώτη φορά θα ήταν καυτή και γρήγορη. Όμως, μετά θα την πήγαινε πίσω από αυτές τις κουρτίνες του κρεβατιού και θα περνούσε την υπόλοιπη μέρα του κάνοντας αργό έρωτα μαζί της. Θα περνούσε με τη γλώσσα του πάνω από κάθε… «Λαίδη Χιουμ, πρέπει να φορέσετε αυτό!» Η φωνή διαπέρασε την ονειροπόλησή του. Κατάλαβε ότι άκουγε αχνά τη φωνή της Λινέτ εδώ και λίγη ώρα. Μα, τι έκανε εδώ το παιδί; «Λαίδη Χιουμ!» Το κορίτσι τραβούσε το χέρι της Ίζομπελ. «Ίζομπελ!» Αυτή τη φορά, η Ίζομπελ την άκουσε. Προτού ο Στίβεν μπορέσει να φωνάξει διαμαρτυρόμενος, η Ίζομπελ άρπαξε τη ρόμπα από το χέρι της Λινέτ και την έβαλε πάνω από τους ώμους της. Φαινόταν τόσο όμορφη με τα μάγουλά της αναψοκοκκινισμένα και τα μαλλιά περασμένα πάνω από τον έναν ώμο, ώστε ο Στίβεν θα μπορούσε σχεδόν να συγχωρέσει τη Λινέτ για τη ρόμπα. Σχεδόν… Όμως, το κορίτσι έπρεπε να φύγει. Τώρα.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
157
Η Λινέτ έπρεπε να φύγει, ώστε ο Στίβεν να μπορέσει να πάρει στην αγκαλιά του την Ίζομπελ και να την πάει πίσω από τις κουρτίνες του κρεβατιού… Τι έκανε η Ίζομπελ πίσω από αυτές τις κουρτίνες του κρεβατιού; Ατημέλητη, και φορώντας το βραδινό της μεσοφόρι μέσα στο απόγευμα; Υπήρχε κάποιος άντρας πίσω από τις κουρτίνες; Ο Ντε Ροσέ; Μπα, όχι, δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Δεν θα μπορούσε. Η ζήλια εγκαταστάθηκε στην κοιλιά του σαν διαβρωτικό δηλητήριο. «Είσαι άρρωστη;» τη ρώτησε, καταβάλλοντας αξιόλογη προσπάθεια για να διατηρήσει ήρεμη τη φωνή του. «Γι’ αυτό είσαι στο κρεβάτι τέτοια ώρα;» «Δεν κοιμάμαι καλά τελευταία. Όταν έφυγε η Λινέτ, αποφάσισα να ξεκουραστώ λίγο» είπε, τραβώντας τα μαλλιά της πίσω από το πρόσωπό της. «Όμως, εσύ γιατί είσαι εδώ, Στίβεν;» «Σου έφερνα πίσω τη Λινέτ.» «Από πού;» ρώτησε. «Πήγε μόνο μέχρι την κουζίνα.» «Ήσουν εδώ, μόνη, κοιμόσουν και είχες την πόρτα σου ξεμαντάλωτη;» Ο Στίβεν δεν μπορούσε να ελέγξει το θυμό του με τόσο συναίσθημα που τον κατέκλυζε. «Και δεν πρέπει να αφήνεις το κορίτσι να περιπλανιέται σε όλο το κάστρο μόνη της. Για όνομα του Θεού, Ίζομπελ, αυτό το μέρος είναι γεμάτο στρατιώτες.» Η Ίζομπελ πήρε το χέρι της Λινέτ και της μίλησε με ήρεμη φωνή. «Ο Σερ Στίβεν έχει δίκιο: πρέπει να προσέχεις, όταν κυκλοφορείς μόνη σου. Το μεγαλύτερο κομμάτι του κάστρου είναι ασφαλές, όμως πρέπει να αποφεύγεις τα μέρη όπου συγκεντρώνονται οι στρατιώτες και όπου είναι απίθανο να βρίσκονται άλλες γυναίκες τριγύρω.» Ο Στίβεν ένιωσε ανακούφιση που η Ίζομπελ οδηγούσε το κορίτσι προς μια λογική κατεύθυνση, αν και δεν ήταν τόσο περιοριστική όσο επιθυμούσε εκείνος.
158
MARGARET MALLORY
«Μια απομονωμένη περιοχή» συνέχισε η Ίζομπελ «είναι ακόμα πιο επικίνδυνη.» «Όπως οι αποθήκες κατά μήκος του εξωτερικού τείχους» δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και να μην επέμβει εκείνος. Με τους συνασκούμενούς της να απουσιάζουν στη Φαλέζ, άραγε η Ίζομπελ πήγαινε μόνη της στην αποθήκη; Έπιασε το χέρι της και την πήγε λίγο στην άκρη για να τη ρωτήσει. Μόλις ένιωσε τη θερμότητα του δέρματός της μέσα από το λεπτό ύφασμα, ο πόθος τον έκαψε και πάλι. Ό,τι κι αν ήθελε να της πει είχε φύγει από το μυαλό του. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί για να της πει ήταν ότι ήθελε να τη δει γυμνή. Η Ίζομπελ τράβηξε το χέρι της μακριά, σαν να την έκαψε κι εκείνη το άγγιγμά του. «Φυσικά και το πιο επικίνδυνο μέρος για να σε πιάσουν με έναν άντρα είναι η κρεβατοκάμαρα» είπε μέσα από σφιγμένα δόντια. «Στίβεν, πρέπει να φύγεις.» Όσο αστείο και αν ήταν, ένιωσε ευχαρίστηση που τον αποκαλούσε απλώς «Στίβεν» και πάλι. Του άρεσε να την ακούει να λέει το όνομά του. Έκανε μια υπόκλιση και έφυγε, μπερδεμένος από την απώλεια του ελέγχου. Εάν δεν ήταν εκεί η Λινέτ, θα είχε ρίξει την Ίζομπελ στο κρεβάτι προτού πουν λέξη. Μάλλον όχι, δεν θα είχαν προλάβει να πάνε στο κρεβάτι – θα γινόταν στο πάτωμα ή κόντρα στον τοίχο… Ας τον βοηθήσουν οι άγιοι! Είχε χαζέψει από τη δυσκολία του να αναπνεύσει. Καλύτερα να έχανε το μυαλό του από το ποτό, παρά από μια γυναίκα που δεν μπορούσε να έχει. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν απόλυτα αληθές: η Ίζομπελ ήταν η γυναίκα που δεν έπρεπε να έχει. Μπορεί εκείνη να μην το ήξερε, αλλά μπορούσε να την έχει. Δεν έκανε λάθος για το βλέμμα στα μάτια της. Αυτό την έκανε ακόμα πιο επικίνδυνη. Έπρεπε στ’ αλήθεια να μείνει μακριά της τώρα. Ο Θεός να τους βοηθούσε και τους δύο, αν δεν μπορούσε να το κάνει.
Κεφάλαιο Δεκαέξι Μάρτιος 1418 Ο Στίβεν κατάφερε να αποφύγει την Ίζομπελ για μία ολόκληρη εβδομάδα, όμως κάποιες φορές έμοιαζε λες και ολόκληρος ο κόσμος συνωμοτούσε εναντίον του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τον βρήκε ο Ρόμπερτ εδώ, στο οπλοστάσιο. «Θα πρέπει να το ζητήσεις από κάποιον άλλον» είπε ο Στίβεν, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τη λεπίδα του σπαθιού που ακόνιζε. «Είμαι απασχολημένος.» «Δεν έχω χρόνο» είπε ο Ρόμπερτ. «Το μόνο που σου ζητάω είναι να πας και να πεις στην Ίζομπελ ότι πρέπει να φύγω, για να μην κάθεται και με περιμένει όλο το απόγευμα.» «Μπορεί να περιμένει.» Ο Ρόμπερτ κοίταξε τους άντρες που σφυροκοπούσαν το μέταλλο στην άλλη άκρη του οπλοστασίου και χαμήλωσε τη φωνή του. «Ο βασιλιάς με χρειάζεται· πρέπει να πάω αμέσως και δεν μπορώ να την αφήσω εκεί.» «Όπως φαίνεται, μάλλον πρέπει να σου πω την αλήθεια» είπε ο Στίβεν και χτύπησε τη λεπίδα στον πάγκο που βρισκόταν δίπλα του. «Για τη δική της προστασία, δεν μπορώ να πάω. Η κυρία δεν είναι ασφαλής μαζί μου.» Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε διασκεδάζοντας, γεγονός που
160
MARGARET MALLORY
ενόχλησε τον Στίβεν περισσότερο απ’ ό,τι πίστευε ότι θα τον πείραζε. «Σίγουρα, όμως, μπορώ να σε εμπιστευτώ ότι δεν θα επιτεθείς στην Ίζομπελ μέρα μεσημέρι, σε έναν κοινόχρηστο χώρο του κάστρου;» ρώτησε ο Ρόμπερτ, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του προσποιούμενος τρόμο. Έγειρε προς τα εμπρός και ψιθύρισε: «Ο βασιλιάς θέλει να κρυφακούω πίσω από τη μυστική πόρτα, ενώ εκείνος θα έχει συνάντηση με τον Ντε Ροσέ.» Αυτό ήταν αρκετό. Ο Στίβεν σκούπισε τη λεπίδα του σπαθιού και το έβαλε στη ζώνη του. Όταν κοίταξε προς τα πάνω, ο Ρόμπερτ ήταν σχεδόν έξω από την πόρτα. «Θα τη βρεις» φώναξε ο Ρόμπερτ πάνω από τον ώμο του «στο μικρό κήπο, πίσω από το Παλιό Παλάτι.» Στο μικρό κήπο! Με τους ψηλούς φράχτες από θάμνους στις τρεις πλευρές του και έναν τοίχο στην τέταρτη. Αυτός ο κήπος ήταν φτιαγμένος για τέτοιες συνευρέσεις. Ο Στίβεν έπρεπε να το ξέρει. Άνοιξε το στόμα του για να φωνάξει τον Ρόμπερτ να γυρίσει, όμως ο φίλος του είχε ήδη φύγει μακριά. Να πάρει, να πάρει, να πάρει. Πάνε οι καλές προθέσεις. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες του στόματός του. Ο Στίβεν το καταπολέμησε, όμως δεν μπόρεσε να το αποτρέψει από το να εξελιχθεί σε γέλιο. Ένας άνθρωπος καταφέρνει να αντισταθεί στη μοίρα του μόνον όσο αντέξει. Ίζομπελ. Ανυπομονούσε να τη δει. *** Ένας αρουραίος σκάλιζε το κρυφό πέρασμα πίσω από τον Ρόμπερτ. Μα τα γένια του Θεού, ήταν βρομερά εκεί πίσω! Τριακόσια πενήντα χρόνια βόλταραν εκεί βασιλικοί κατάσκοποι και εραστές, και αμφέβαλλε αν είχε δει ποτέ μια
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
161
σκούπα. Ο Ρόμπερτ πίεσε εκ νέου το αυτί του στην τρύπα. «Έπεισα τον ξάδελφό μου, τον Ζορζ ντε λα Τρεμουάγ, να κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει τη Βουργουνδία με το μέρος σας.» Ο Ρόμπερτ θυμόταν τον μικρομάτη Ζορζ από τότε που ήταν παιδί – επρόκειτο για έναν φαντασμένο βλάκα, εάν μπορούσε να τον πει έτσι, όμως ήταν πονηρός. Εάν ο Ζορζ έπαιρνε το μέρος της Αγγλίας, θα το έκανε για τους δικούς του λόγους. Ο Ντε Ροσέ μιλούσε μονότονα για διάφορα μέλη της φατρίας των Βουργουνδών, τα οποία εκείνος ισχυριζόταν ότι μπορούσε να επηρεάσει. Δεν ακούστηκε καμία λέξη από τα χείλη του Ντε Ροσέ την οποία ο Ρόμπερτ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον του. Ανάθεμά τον! Επιτέλους, ύστερα από ώρα, ο βασιλιάς αποδέσμευσε τον Ντε Ροσέ και τη φρουρά του. «Είχες τόσο δίκιο που μου πρότεινες να χρησιμοποιήσω απλούς στρατιώτες ως φρουρά σήμερα» είπε ο βασιλιάς, καθώς ο Ρόμπερτ έμπαινε μέσα από την κρυφή είσοδο. «Ο Ντε Ροσέ υπέθεσε ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γαλλικά και μιλούσε ελεύθερα.» Οι στρατιώτες, όμως, δεν μπορούσαν στ’ αλήθεια να παρακολουθήσουν τη συζήτηση. Είχε φροντίσει ο Ρόμπερτ για αυτό. «Δεν σας είπε κάτι που δεν γνωρίζαμε» τόνισε ο Ρόμπερτ, καθώς σκούπιζε έναν ιστό αράχνης από το χιτώνα του. «Είναι πονηρός. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποιου το μέρος θα καταλήξει.» Ο βασιλιάς χτύπησε τη γροθιά του κόντρα στην παλάμη του. «Τότε, ήλθε η ώρα να τον αναγκάσουμε, με τον αρραβώνα.» Ο Ρόμπερτ δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο να ξεφορτωθεί τον Ντε Ροσέ. Θα περίμενε, όμως, να μοιραστεί με
162
MARGARET MALLORY
τον βασιλιά όσα ήξερε, όταν εκείνος θα ήταν έτοιμος να τα ακούσει. «Με το ρυθμό που εσύ και ο Ντε Ροσέ διαπραγματεύεστε το γαμήλιο συμβόλαιο» είπε θυμωμένα ο βασιλιάς «θα μπορούσα κάλλιστα να έχω ζητήσει από τους δικηγόρους να το συντάξουν.» Ο Ρόμπερτ ήταν περήφανος για το χρονικό διάστημα που κατάφερνε να το παρατείνει. Έπρεπε να καταπνίξει το χαμόγελό του – μέχρι που τράβηξε την προσοχή του η ατσάλινη λάμψη των ματιών του βασιλιά. «Έχω προγραμματίσει αυτόν το γάμο» είπε ο Ερρίκος, δείχνοντας το δάχτυλό του στον Ρόμπερτ, «σε μία εβδομάδα.» Σε επτά ημέρες. Αυτό δεν του έδινε πολύ χρόνο για να ανατρέψει τα σχέδια του βασιλιά. Μάλλον, καλύτερα, δεν έδινε πολύ χρόνο στον Στίβεν. Ήλπιζε ότι η υπόθεση στον κήπο θα προχωρούσε. *** Η Ίζομπελ ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο για να ξεκουραστεί. Ένιωθε θεσπέσια που βρισκόταν μόνη σε αυτόν το γαλήνιο κήπο, γνωρίζοντας ότι ο Ντε Ροσέ δεν θα έλθει να την αναζητήσει. Ο Θεός να ευλογεί τον Βασιλιά Ερρίκο που ζήτησε ιδιωτική ακρόαση από εκείνον σήμερα! Χρειαζόταν διαρκής επαγρύπνηση για να αποφύγει να μείνει και πάλι μόνη της μαζί του. Ο Στίβεν, από την άλλη, δεν είχε εμφανιστεί σχεδόν καθόλου από τότε που τον είχε διώξει από την κάμαρά της. Πόσο κοντά είχε βρεθεί στο να υποκύψει στον πειρασμό εκείνη τη μέρα! Έπρεπε να είχε προσβληθεί από τον τρόπο με τον οποίο κοίταζε το σώμα της τόσο αδιάκριτα. Αντί για αυτό, όμως, ο πόθος του για αυτήν τη σαγήνευε, έκανε το εσωτερικό της να γίνεται καυτό και υγρό. Χωρίς κανένα άγγιγμα, ήταν δική του.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
163
Ή θα γινόταν, αν δεν ήταν εκεί η Λινέτ. Ο Θεός θα την τιμωρούσε που ήταν τόσο αμαρτωλή. Έκτοτε, ο Στίβεν την απέφευγε. Όταν η Ίζομπελ είχε την ευκαιρία να τον δει, εκείνος ήταν πάντα απασχολημένος: μιλούσε με τους εμπόρους από την πόλη· έπινε με τους τοπικούς ευγενείς. Και πάντοτε βρισκόταν κοντά του μια γυναίκα – ακουμπούσε το χέρι του, γελούσε με τα αστεία του, τον ακολουθούσε με τα μάτια της. Ήταν λες και ο Στίβεν ήθελε να της δείξει πως δεν τον ενδιέφερε εκείνη. Ωστόσο, μερικές φορές ένιωθε τα μάτια του πάνω της. Όμως, όταν γύριζε για να τον κοιτάξει, το βλέμμα του ήταν αλλού. «Ίζομπελ.» Κοίταξε προς τα πάνω, και βρισκόταν εκεί· ήταν τόσο όμορφος, που της κόπηκε η ανάσα. «Ο Ρόμπερτ δεν μπορούσε να έλθει και έστειλε εμένα να σε βρω.» «Δεν θα καθίσεις λίγο;» ρώτησε εκείνη, χτυπώντας ελαφρά το παγκάκι δίπλα της. «Έτσι, με τον ήλιο, μοιάζει σαν να είναι καλοκαίρι σε αυτό τον προστατευμένο κήπο.» Ο Στίβεν έσφιξε τα χείλη του και κούνησε το κεφάλι του. «Είσαι θυμωμένος μαζί μου;» Ντράπηκε με το τρεμούλιασμα της φωνής της, όμως συνέχισε. «Σχεδόν τρέχεις όταν με βλέπεις, σαν να μην μπορείς να αντέξεις να με κοιτάζεις.» Προς έκπληξή της, ο Στίβεν έριξε προς τα πίσω το κεφάλι του και γέλασε. Είχε ένα υπέροχο, μεταδοτικό γέλιο· γέμισε το μικρό κήπο και ελάφρυνε την καρδιά της. Κάθισε δίπλα της. Παίρνοντας το πιο πονηρό χαμόγελό του, πλησίασε πολύ κοντά της και τη ρώτησε: «Θα προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις γιατί μένω σε απόσταση από σένα;» Εκείνη κατάπιε και κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ξέρω.» «Λες ψέματα, Ίζομπελ, όμως θα σου πω, ούτως ή άλλως.» Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, έχοντάς τον τόσο κοντά της. «Μένω μακριά σου, γιατί κάθε φορά που σε βλέπω…»
164
MARGARET MALLORY
–κράτησε τα μάτια του κολλημένα στα δικά της και ακούμπησε αργά με το δάχτυλό του το βραχίονά της– «το μόνο που θέλω να κάνω είναι να σε πάω στο κρεβάτι και να σε κρατήσω εκεί για μία εβδομάδα.» Για μία εβδομάδα! Θεέ μου! Το στόμα της Ίζομπελ ξεράθηκε και έβρεξε τα χείλη της με τη γλώσσα της. Το στομάχι της σφίχτηκε από τον πόθο που έβλεπε να καίει στα μάτια του. «Δεν μπορώ να βρεθώ σε δωμάτιο μαζί σου» της είπε με φωνή τραχιά και βραχνή «χωρίς να φανταστώ πώς θα ήταν το να σου βγάλω τα ρούχα· να νιώσω το γυμνό σου δέρμα, ζεστό και μαλακό, κάτω από τα χέρια μου, στο στήθος μου· να μυρίσω τα μαλλιά σου, να σε γευτώ.» Ξαφνικά σταμάτησε και έκλεισε τα μάτια του. Η Ίζομπελ προσπάθησε να επιβραδύνει την ανάσα της, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για την ταχυπαλμία της. Ακούμπησε το μέτωπό του κόντρα στο δικό της και ψιθύρισε: «Πες μου, τι είναι αυτό που υπάρχει μεταξύ μας;» Εκείνη δεν είχε απάντηση σε αυτό, τουλάχιστον όχι κάποια που θα μπορούσε να του δώσει. Ένιωσε αδύναμη και υγρή, καθώς εκείνος κράτησε το πρόσωπό της στα χέρια του. Φίλα με. Σε παρακαλώ. Άλλη μια φορά. Όταν εκείνος απομακρύνθηκε, ένιωσε στερημένη, ελλιπής. Ο Στίβεν έπεσε πίσω, ακουμπώντας στον τοίχο, και κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Είναι πιο επικίνδυνο για σένα παρά για μένα. Γι’ αυτό προσπάθησα να μείνω μακριά σου.» Έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του και ψέλλισε μέσα τους: «Τι θα κάνω μαζί της;» Φίλα με, φίλα με, φίλα με. Η Ίζομπελ έσφιξε τις γροθιές της, ώστε να μην το πει δυνατά. Εκείνος κατέβασε απότομα τα χέρια του και τη ρώτησε: «Θέλεις να τον παντρευτείς;» Εκείνη του ανοιγόκλεισε τα μάτια της, ξαφνιασμένη από την ερώτηση.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
165
«Τώρα που έχεις περάσει χρόνο με τον Ντε Ροσέ» επέμεινε εκείνος «είσαι διατεθειμένη να γίνεις γυναίκα του;» «Δεν έχει σημασία τι επιθυμώ εγώ» απάντησε, αν και δεν θα έπρεπε να χρειαστεί να του το πει. Ίσιωσε το κορμί της. «Θα πρέπει να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να είμαι ευχαριστημένη με τη μοίρα που μου επιφυλάσσει ο Θεός.» «Αυτό δεν είναι απάντηση» είπε ο Στίβεν. Και δεν ήταν δίκαιο και για τον μελλοντικό σύζυγό της. Ένιωσε ένα κύμα ενοχής να την πλημμυρίζει για την αχαριστία της. «Στ’ αλήθεια, ο βασιλιάς έκανε καλή επιλογή για μένα» είπε. «Ο Φιλίπ ντε Ροσέ είναι ανώτερός μου, τόσο σε πλούτη όσο και σε κοινωνική θέση. Η δέσμευσή μου μαζί του ξεπερνάει κάθε λογική ελπίδα που θα μπορούσα να έχω.» Σίγουρα, ο Ντε Ροσέ θα ήταν πολύ καλύτερος σύζυγος από τον προηγούμενο. Η Ίζομπελ ανατρίχιαζε και μόνο στη σκέψη τού άντρα στον οποίο θα την έδινε ο πατέρας της αυτή τη φορά. Ο Θεός να τη συγχωρούσε που δεν ήταν τόσο ευγνώμων όσο θα έπρεπε· που ήθελε κάτι παραπάνω. Ο Στίβεν πήρε το χέρι της και το έσφιξε. «Σου αξίζει να είσαι ευτυχισμένη αυτή τη φορά.» Δεν έκανε τον κόπο να του πει ότι αυτά που άξιζε μια γυναίκα δεν είχαν μεγάλη σχέση με αυτά που τελικά έπαιρνε, τουλάχιστον σε αυτή τη ζωή.
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Ο δυνατός θόρυβος και η συζήτηση στην αίθουσα του Θησαυροφυλάκιου σταμάτησαν ξαφνικά. Η Ίζομπελ σχεδόν δεν πρόλαβε να σταθεί στα πόδια της, προτού ο βασιλιάς και οι διοικητές του αφήσουν τις θέσεις τους στο ψηλό τραπέζι και φύγουν από την αίθουσα. Καθώς κάθισε και πάλι, τόλμησε να ρίξει ένα πλάγιο βλέμμα προς το κάτω μέρος του τραπεζιού: καμία γυναίκα δεν καθόταν δίπλα στον Στίβεν απόψε. Έπειτα από αυτό, ίσως να χιόνιζε μέσα στον Ιούλιο! Σε τι αποσκοπούσε ο Στίβεν, κάνοντάς της όλες αυτές τις ερωτήσεις το απόγευμα; Τη μια στιγμή την πείραζε και την άλλη την βασάνιζε. «Ίζομπελ;» Επανήλθε στην πραγματικότητα με τον ήχο της φωνής του Ντε Ροσέ δίπλα της. «Χρειάστηκε να φωνάξω το όνομά σου τρεις φορές» της είπε. «Ποιον κοίταζες;» «Τον αδελφό μου» απάντησε, ανακουφισμένη που είχε έτοιμη δικαιολογία. «Με ανησυχεί το γεγονός ότι περνάει τόσες ώρες στο Αβαείο του Ανθρώπου.» Αυτό ήταν αλήθεια. Τι ήταν αυτό που προβλημάτιζε τον Τζέφρι και τον έκανε να μένει τόσο συχνά στις ολονυχτίες με τους μοναχούς; Και τώρα, ήθελε απεγνωσμένα να της μι-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
167
λήσει για κάποιο ιερό σκήνωμα ενός άλλου αβαείου. Τι είπε ότι ήταν το σκήνωμα; Η άρθρωση του δαχτύλου ενός αγίου; Του είχε υποσχεθεί να τον συναντήσει αργότερα. Ο Θεός να τη βοηθούσε, διότι πιθανότατα είχε γράψει και κάποιο ποίημα για το ζαρωμένο δάχτυλο. «Δεν μπορείς να έχεις ενστάσεις αναφορικά με την αφοσίωση του αδελφού σου» είπε ο Ντε Ροσέ, διακόπτοντας και πάλι τις σκέψεις της. Η Ίζομπελ μπερδεύτηκε, θεωρώντας τη δήλωσή του αυτή ως πρόσκληση για να του εξηγήσει την ανησυχία της. Ο Ντε Ροσέ ποτέ δεν της έκανε ερωτήσεις προσωπικής φύσεως για την οικογένειά της. Εκείνη, βέβαια, ένιωθε ανακούφιση για αυτό, κι όμως… Πόσο διαφορετικός ήταν από τον Στίβεν… Εκείνος δεν θα σταματούσε, μέχρι να μάθει κάθε σκοτεινό οικογενειακό μυστικό της. Αυτή τη φορά, οι σκέψεις της διακόπηκαν από κάτι ζεστό και βαρύ στο πόδι της. «Επιτέλους, για μία φορά, ο εκδικητής φρουρός σου μας άφησε μόνους.» Ο Ντε Ροσέ κοίταζε ευθεία, όμως τα χείλη του είχαν γεμίσει με καμπύλες στις άκρες τους. Εκείνη κοίταξε από τη μία και από την άλλη άκρη του τραπεζιού. Τόσο ο Ρόμπερτ όσο και ο Στίβεν είχαν εξαφανιστεί – χωρίς αμφιβολία, για να διασκεδάσουν στην πόλη. Η Ίζομπελ άρπαξε το χέρι του Ντε Ροσέ για να σταματήσει την πορεία του προς το μηρό της. «Είσαι κουρασμένη, αγαπητή μου» της είπε εκείνος. «Μπορώ να σε συνοδεύσω στην κρεβατοκάμαρά σου;» Χωρίς να περιμένει την απάντησή της, έπιασε τον αγκώνα της και τη σήκωσε όρθια. «Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι εάν ο Σερ Ρόμπερτ θα έφευγε ποτέ από δίπλα σου» της είπε στο αυτί, καθώς την τραβούσε έξω από την αίθουσα. «Σε προστατεύει λες και είσαι καμιά αθώα παρθένα.» Εκείνη αισθάνθηκε άβολα και ένιωσε να χάνει την ανάσα
168
MARGARET MALLORY
της, καθώς ο Ντε Ροσέ την οδηγούσε σκόπιμα στις σκάλες του Θησαυροφυλάκιου, για να συνεχίσουν στο δρόμο για τον πύργο. Ο νυχτερινός αέρας ήταν κρύος. Μπορούσε να νιώσει τη θέρμη του Ντε Ροσέ μέσα από το χοντρό μανδύα της. Δεν μπορούσε να της πει κάτι για να την ηρεμήσει; Εκείνος διατήρησε τη σιωπή του και το γοργό βηματισμό του μέχρι τον πύργο. Όταν έφτασαν στο διάδρομο έξω από την κάμαρά της, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της. Τα δόντια του έλαμπαν στο φως του κεριού, καθώς τη γύρισε προς το μέρος του. Ένιωσε σφιγμένη, καθώς ο Ντε Ροσέ έβαλε τα δάχτυλά του στο λαιμό της. Όταν ακούμπησε το ευαίσθητο δέρμα της πάνω από τον κορσέ της, εκείνη άρπαξε τη μέση του. «Μπορεί κάποιος να μας δει!» «Δεν είναι κανείς εδώ.» Έβαλε το δάχτυλό του στη χαραμάδα μεταξύ των στηθών της. «Εξάλλου, είμαστε σχεδόν μνηστευμένοι.» Αυτός ο άντρας θα γινόταν ο σύζυγός της. Σύντομα, θα μοιραζόταν το κρεβάτι του μαζί της όσο συχνά εκείνος ήθελε. Φαινόταν ανόητο το να δυσανασχετεί για αυτή τη μικρή απρέπεια. Η παλιά ελπίδα της επέστρεψε· η ελπίδα ότι ο νέος της σύζυγος θα την έκανε να νιώσει όπως όταν τη φιλούσε ο Στίβεν· ότι αυτό θα τη συνέπαιρνε σαν να μην την ένοιαζε κάτι άλλο, αρκεί να την άγγιζε. Ήταν πιθανό κάτι τέτοιο; Ήθελε να μάθει. «Φίλα με» του είπε, σηκώνοντας το πρόσωπό της προς το δικό του. Αυτή τη φορά, θα ήταν διαφορετικά. Το φιλί του ήταν αλλιώτικο. Πιο απαλό. Όχι τρομακτικό, όπως την πρώτη φορά. Και δεν την αηδίαζε, όπως του Χιουμ. Το μυαλό της ήταν ψυχρό και καθαρό, καθώς περίμενε να τη συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Και περίμενε. Το φιλί ήταν… ευχάριστο. Τίποτε παραπάνω. Δεν μπορούσε να σκεφτεί μια εξήγηση. Ο Ντε Ροσέ ήταν όμορφος, νέος, υγιής. Όμως, το βαρύ άρωμα που φορούσε
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
169
της προκαλούσε ελαφρύ πονοκέφαλο. Τα χείλη του, ωστόσο, ήταν απαλά και ζεστά. Το γαργαλητό που της προκαλούσε το μουστάκι του δεν την ενοχλούσε. Ο Ντε Ροσέ τη χάιδευε πάνω-κάτω στα πλάγια του κορμιού της. Το σώμα της άρχισε να αντιδρά στα χάδια του. Όμως, πού ήταν εκείνο το ασυλλόγιστο πάθος; Αυτό το οποίο ένιωθε ήταν απλώς η φλόγα ενός κεριού και όχι η δυνατή φωτιά που την έκαιγε κάθε φορά που την ακουμπούσε ο Στίβεν. Θα προσπαθούσε περισσότερο. Αποφασισμένη, έβαλε τα χέρια της στο σβέρκο του και τον φίλησε κι εκείνη. Άνοιξε το στόμα της και έσυρε τη γλώσσα της προς τη μεριά του, όπως θυμήθηκε ότι είχε κάνει και στον Στίβεν, κάνοντάς τον να μουγκρίζει. Προτού το καταλάβει, είχε πέσει πάνω της. Ένιωθε παγιδευμένη, ανήμπορη να κουνηθεί. Είχε ξαφνιαστεί τόσο πολύ από την αιφνιδιαστική επίθεση, ώστε χρειάστηκε λίγο χρόνο για να καταλάβει ότι το χέρι του Ντε Ροσέ έμοιαζε με μεταλλική ζώνη γύρω από τη μέση της. Εκείνη έβγαζε μανιώδεις μικρές κραυγές στο στόμα του, καθώς της πίεζε το χέρι προς τα κάτω. Ήταν τόσο δυνατός! Ένιωσε τη σκληρότητα του μορίου του στην παλάμη της – πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, το έτριβε με το χέρι της. Δάγκωσε τα χείλη του και γεύτηκε αίμα. Παρότι έσκισε το στόμα του, εκείνος δεν άφησε το χέρι της. Η ανάσα του ερχόταν σαν ένα φριχτό αγκομαχητό στα αυτιά της. Κατακλύστηκε από την ανάμνηση της απαίσιας μυρωδιάς του Χιουμ, που την έπνιγε μέσα στο σκοτάδι. Με μια απότομη κίνηση, απελευθέρωσε το άλλο της χέρι και προσπάθησε να τον χαστουκίσει. Εκείνος έπιασε το χέρι της στον αέρα. Στάθηκαν σε απόσταση ο ένας από τον άλλον και κοιτάχτηκαν. Αμφότεροι ανάσαιναν βαριά, όμως εκείνη πνιγόταν από δάκρυα. «Σε παρακαλώ, σταμάτα.» Η φωνή της ακουγόταν τόσο σιγανή, σχεδόν σαν ψίθυρος.
170
MARGARET MALLORY
Τα μάτια του έγιναν μαύρα από την οργή. «Ύστερα από τον τρόπο που με φίλησες, θέλεις να προσποιηθείς ότι δεν με θέλεις στο κρεβάτι σου απόψε;» «Ήθελα μόνον ένα φιλί» κόμπιασε εκείνη, μπερδεμένη και ντροπιασμένη. «Ώστε ήθελες μόνο να με πειράξεις.» Η φωνή του ακουγόταν όλο και πιο απειλητική, παρά την απαλότητα που έβγαζε. «Αυτό το παιχνίδι δεν είναι πολύ ωραίο.» Κοιτάζοντάς την κατευθείαν μέσα στα μάτια, έπιασε με τα χέρια του τα στήθη της. Εκείνη ήταν τόσο σοκαρισμένη και τόσο φοβισμένη, που δεν μπορούσε να κουνηθεί. «Όταν σε οδηγήσω στο κρεβάτι» της είπε, τρίβοντας με αργούς κύκλους τους αντίχειρές του στις θηλές της πάνω από το ύφασμα, «θα θέλεις να μάθεις τα παιχνίδια που θα με κρατήσουν εκεί.» *** Κάποτε ο Στίβεν χαιρόταν όταν τον συμπεριελάμβαναν στη συνάντηση του βασιλιά με τους διοικητές. Όμως, όχι απόψε. Αν και ο Βασιλιάς Ερρίκος θεωρούσε υψίστης σημασίας τη διακυβέρνηση των νέων περιοχών του, οι υπόλοιποι άντρες έμοιαζαν να βαριούνται την ώρα που ο Στίβεν παρουσίαζε την αναφορά του. Και γιατί όχι; Και ο ίδιος ο Στίβεν βαριόταν. Βασικά, δεν βαριόταν τόσο πολύ, απλώς ήταν ανήσυχος και ήθελε να φύγει. Τη στιγμή που ο βασιλιάς τον αποδέσμευσε, αποχώρησε γρήγορα. Προσποιήθηκε ότι δεν είδε το σήμα του Γουίλιαμ να τον περιμένει. Καθώς έτρεχε στο σκοτεινό δρόμο που οδηγούσε στον πύργο, αναρωτιόταν για ποιο λόγο θα πήγαινε να βρει την Ίζομπελ. Τι θα της έλεγε όταν την έβρισκε; Δεν είχε ιδέα. Αυτό ήταν τρελό ακόμα και για εκείνον. Ήθελε να ξεχάσει την τιμή του και να την αποπλανήσει – θα μπορούσε ήδη να το είχε κάνει. Θυμήθηκε τη στιγμή που ήξερε ότι θα
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
171
γινόταν δική του αν της το ζητούσε – και σχεδόν ξέχασε να αναπνεύσει. Τι ήταν αυτό που του είχε κάνει! Ένιωθε καλύτερα με τον εαυτό του όταν ήταν κοντά της. Πιο ενδιαφέρων. Πιο έξυπνος. Και σίγουρα πιο ενάρετος! Ήθελε να την προστατεύσει, να διώξει τη θλίψη από τα μάτια της. Δεν άφησε τον εαυτό του να σκεφτεί τι εννοούσε με αυτά τώρα. Μπήκε στον πύργο και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, δύο δύο. Καθώς ανέβαινε, σκεφτόταν την τελευταία φορά που είχε πάει εκεί – όταν εκείνη είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της φορώντας το μεσοφόρι της. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά τώρα, που νόμιζε ότι θα έσκαγε στο στήθος του. Έτρεξε στο διάδρομο και πήρε την τελευταία του στροφή. Και σταμάτησε. Παρά το αμυδρό φως, μπόρεσε να καταλάβει ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν άλλη από την Ίζομπελ. Είχε περάσει τόσες ώρες παρατηρώντας το προφίλ της. Και αυτό το ανόητο μουσάκι δεν μπορούσε να ανήκει σε κανέναν άλλον εκτός από τον Ντε Ροσέ. Όταν η Ίζομπελ έβαλε τα χέρια της πίσω από το λαιμό του Ντε Ροσέ και τον τράβηξε, δίνοντάς του ένα βαθύ φιλί, ήταν λες και ακουμπούσε το στήθος του Στίβεν και ξερίζωνε την καρδιά του. Πώς μπορούσε; Πώς μπορούσε να το κάνει αυτό; Έπειτα είδε το χέρι της να καλύπτεται από αυτό του Γάλλου και να πηγαίνει προς τα κάτω. Θεέ μου, δεν ήθελε να το δει αυτό! Όχι αυτό. Όταν εκείνη ξεκίνησε να χαϊδεύει τον καβάλο του Ντε Ροσέ, ο Στίβεν ακούμπησε πίσω στον τοίχο και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Κι όμως, μπορούσε ακόμα να ακούσει τους μικρούς ήχους που έκανε εκείνη. Έπρεπε να φύγει από κει. Τώρα. Όμως, κοίταξε και πάλι. Δεν μπορούσε να κρατηθεί και να μην κοιτάξει.
172
MARGARET MALLORY
Τώρα, οι εραστές στέκονταν μακριά ο ένας από τον άλλον, με τα μάτια τους καρφωμένα μεταξύ τους. Ο Στίβεν έβλεπε, καθηλωμένος, ότι ο Ντε Ροσέ κάλυπτε τα στήθη της με τα χέρια του και έτριβε τους αντίχειρές του στις άκρες τους. Ήταν μια προκλητική εκδήλωση σεξουαλικής κυριαρχίας, την οποία ο Στίβεν δεν άντεχε να βλέπει. Γύρισε και τράπηκε σε φυγή χωρίς να ακουστεί. *** Ο Στίβεν έπινε, γιατί είχε λόγο. Αν και τα χείλη του, ακόμα και οι άκρες των δαχτύλων του, ήταν μουδιασμένα, η γλυκιά λήθη του τον έκανε να ξεφεύγει. Το ποτό, όμως, δεν είχε λύσει τον κόμπο της ζήλιας που υπήρχε στο στομάχι του. Ούτε είχε αμβλύνει την απώλεια που βάραινε τον κάθε του μυ. Μια γυναίκα καθόταν βαριά πάνω στα γόνατά του – δεν είχε ιδέα ποια ήταν ή πώς βρέθηκε εκεί. Ήθελε να τη διώξει, όμως θα απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια το να την κάνει να φύγει. Η ακατανίκητη μυρωδιά του λιγωτικού αρώματος, του ιδρώτα και του σεξ ανακάτευε το στομάχι του. Ακόμα και με τα μάτια του κλειστά, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή ήταν η Ίζομπελ. Ξαφνικά, το βάρος έφυγε από τα γόνατά του. Άκουσε μια έντονη εναλλαγή γυναικείων φωνών, όμως δεν ένιωσε αρκετή περιέργεια για να ανοίξει τα μάτια του. «Πρέπει να το έχεις χάσει για να αφήνεις αυτήν να σε πλησιάζει! Σίγουρα θα σε κολλήσει σύφιλη, ανόητε!» «Κλοντέτ;» Ο Στίβεν άνοιξε τα μάτια του και την είδε να τον κοιτάζει, με τα χέρια της στους γοφούς της. «Εσύ είσαι.» Ήταν τόσο χαρούμενος που την είδε, ώστε έγειρε προς το μέρος της και έβαλε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Αν και σαφώς ήξερε ότι δεν θα έπρεπε να χώσει το πρόσωπό του στα στήθη της, ένιωθε να ηρεμεί περιτριγυρισμένος από όλη αυτή την απαλότητα.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
173
Κάποιος τον τραβούσε από τους ώμους και άκουσε μια γνώριμη φωνή πίσω του. Άφησε απρόθυμα την Κλοντέτ και έπεσε πίσω. Όλες αυτές οι κινήσεις έκαναν το κεφάλι του να γυρίζει. «Τζέιμι; Τι κάνεις εσύ σε αυτό το άντρο της αμαρτίας;» ρώτησε. «Ο Γουίλιαμ θα γίνει έξαλλος.» «Εκείνος με έστειλε.» «Ο Γουίλιαμ έστειλε έναν δεκαπεντάχρονο να με νταντέψει;» Η φωνή του Στίβεν ακουγόταν απόμακρη, ακόμα και στα δικά του αυτιά. «Ναι, αυτό έκανε» είπε ο Τζέιμι με ένα χαμόγελο «μόνο που είμαι σχεδόν δεκαέξι.» Ο Γουίλιαμ έστειλε τον Τζέιμι με την Κλοντέτ; Άλλη μια απόδειξη ότι δεν έβγαινε νόημα από αυτόν τον κόσμο. Κανένα απολύτως νόημα. «Πώς μπορεί να προτιμά τον Ντε Ροσέ;» ρώτησε. Ο Τζέιμι τον κοίταξε με παραξενεμένο ύφος, αλλά η Κλοντέτ –η αγαπητή, η αξιαγάπητη Κλοντέτ– κατάλαβε. «Θα ήταν ανόητη αν τον προτιμούσε» είπε και έπιασε το μάγουλό του. «Μα την είδα.» Τα λόγια του βγήκαν από το στόμα του με δική τους πρωτοβουλία – δεν μπορούσε να τα σταματήσει. «Τον φιλούσε. Και τον ακουμπούσε, για όνομα του Θεού. Και…» «Φυσικά και τα έκανε όλα αυτά. Πρόκειται να τον παντρευτεί» τον διέκοψε η Κλοντέτ. «Οι γυναίκες πρέπει να είναι πρακτικές.» Πρακτικές; Στ’ αλήθεια, έτσι σκέφτονταν οι γυναίκες; «Το ότι με φιλούσε δεν ήταν πρακτικό.» «Φυσικά και δεν ήταν» συμφώνησε η Κλοντέτ. «Για κανέναν απ’ τους δυο σας.» Το επόμενο πράγμα που ήξερε ήταν πως βρισκόταν σε μια άμαξα, η οποία αναπηδούσε πάνω στις πέτρες και το κεφάλι του χτυπούσε στην άκρη της.
174
MARGARET MALLORY
Ο κρύος αέρας τον ξύπνησε και σηκώθηκε στα πόδια του. Αποσπάσματα από μια συζήτηση έρχονταν στο νου του, σαν από μακριά: ο Τζέιμι έλεγε ότι τα κατάφερνε και μόνος του, οι φρουροί τον ειρωνεύονταν δυνατά, η δική του φωνή πρότεινε να βρουν την Ίζομπελ. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, είδε τα πόδια του να σέρνονται στο πάτωμα. Έπειτα, μια ευγενική ψυχή τα έβαλε πάνω στο κρεβάτι. Εκείνος βυθιζόταν, βυθιζόταν, βυθιζόταν… Η φωνή του Τζέιμι τον επανέφερε από τον κόσμο των νεκρών. «Τι εννοούσε η Κλοντέτ για τις γυναίκες ότι είναι “πρακτικές”;» «Εννοεί… ότι μια γυναίκα θα ρίξει στο κρεβάτι έναν άντρα» –αναστέναξε με την προσπάθεια που έκανε να απαντήσει, όμως ο Τζέιμι κούνησε και πάλι τον ώμο του– «γιατί για εκείνη αυτό έχει νόημα… ακόμη και αν δεν τρέφει αληθινά αισθήματα. Είναι όλες άκαρδες… άκαρδες.» «Μια ενάρετη γυναίκα δεν θα το έκανε αυτό.» «Οι ενάρετες είναι οι χειρότερες απ’ όλες!» Θεέ μου, ακόμα και η Κάθριν είχε βάλει έναν άγνωστο στο κρεβάτι της. Είπε αυτή την τελευταία πρόταση δυνατά; Όχι, ποτέ δεν θα την έλεγε. «Είσαι μεθυσμένος. Ποτέ δεν θα το έκανε αυτό. Δεν υπάρχει πιο αφοσιωμένη σύζυγος.» «Εκεεείιινη μποτέ δεν θα το έκανε αυτό στον Γουίλιαμ. Μποτέ, μποτέ, μποτέ.» Όμως, ακόμα και η Κάθριν… ακόμα και εκείνη ήταν πρακτική. Έβαλε έναν άγνωστο στο κρεβάτι της. Έναν άγνωστο. «Τι είπες;» Η φωνή έμοιαζε να έρχεται μέσα από το κεφάλι του. Και ήταν πολύ επίμονη. «Ποιος ήταν; Τι συνέβη;» «Δεν μπορούσε να της κάνει παιδί. Ο άλλος της σύζυγος. Ο πρώτος, ο τρισκατάρατος. Κι έτσι, αυυυτήηηη άφησε κάποιον άλλον να κάνει τη δουλειά. Έτσι απέκτησε τον γλυυυκόοο μικρρόοο Τζέιμι. Είναι μεγάλο μυστικόοο. Σσσς.»
Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Ο Στίβεν ξύπνησε με ένα άσχημο συναίσθημα, που δεν είχε να κάνει με το μεθύσι του. Με ένα πολύ άσχημο συναίσθημα. Πίσω από το δυνατό πονοκέφαλο, το ανακατεμένο στομάχι και το ξερό στόμα του, κρυβόταν κάτι ακόμα πιο κακό. Ένιωθε την άσχημη αίσθηση ότι είχε ξεπεράσει τα όρια· ότι είχε διαπράξει κάποιο σοβαρό, ασυγχώρητο σφάλμα. Μήπως είχε πάει στο κρεβάτι με κάποια που δεν έπρεπε; Γύρισε το κεφάλι του προσεκτικά, ώστε να μην κουνηθεί πολύ γρήγορα, και ξεφύσησε. Εάν το είχε κάνει αυτό, τουλάχιστον εκείνη είχε φύγει. Όμως, δεν πίστευε ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έριξε κρύο νερό από την κανάτα στη λεκάνη και έβρεξε το πρόσωπό του. Τι είχε συμβεί; Προσπάθησε να συνδέσει μεταξύ τους όλα όσα είχαν συμβεί ύστερα από… Η εικόνα του Ντε Ροσέ με τα χέρια του πάνω στην Ίζομπελ ήταν πολύ καθαρή. Ο αυξανόμενος σφυγμός του έκανε το κεφάλι του να πάλλεται βίαια. Έσκυψε πάνω από τη λεκάνη και έριξε και το υπόλοιπο νερό της κανάτας στο κεφάλι του. Πρώτα πήγε στο κοντινότερο καπηλειό, στην πύλη του κάστρου. Έπειτα σε εκείνο κοντά στην παλιά εκκλησία. Λίγο αργότερα, κατέληξε στο πιο κακόφημο μέρος της πόλης.
176
MARGARET MALLORY
Θυμήθηκε τη μυρωδιά του λιγωτικού αρώματος. Έπειτα εμφανίστηκε η Κλοντέτ, σαν άγγελος του ελέους. Και ο Τζέιμι. Μια διαδρομή με την άμαξα. Ο Τζέιμι τον έσυρε στο κρεβάτι. Κάποιος έκανε ατέλειωτες ερωτήσεις. Για τις γυναίκες που είναι πρακτικές… Έκλεισε τα μάτια του, πιέζοντάς τα. Ο Θεός να τον βοηθούσε – είχε πει δυνατά αυτά τα πράγματα για την Κάθριν; Στον Τζέιμι; Δεν θα μπορούσε. Είχε αποσπάσει το μυστικό από έναν γέρο υπηρέτη, χρόνια πριν, και ποτέ δεν το είπε σε κανέναν. Ποτέ δεν θα το έλεγε. Γύρισε και κοίταξε την άδεια κρεβατοκάμαρα. Πού ήταν τώρα ο Τζέιμι; Προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί, φόρεσε τα ρούχα του, άρπαξε το μανδύα και το σπαθί του και βγήκε από το δωμάτιο. Έπρεπε να βρει τον Τζέιμι. Ο Θεός να τον βοηθούσε, αν είχε αποκαλύψει το μυστικό της Κάθριν στον γιο της, χθες το βράδυ. Εάν χρειαζόταν, θα έπρεπε να το εξηγήσει στον Τζέιμι, να προσπαθήσει να τον κάνει να καταλάβει. Και ύστερα θα έπρεπε να πει στον Γουίλιαμ τι είχε κάνει. *** Η Ίζομπελ αναζήτησε παντού τον αδελφό της. Όταν δεν κατάφερε να τον βρει, άρχισε να ανησυχεί. Το προηγούμενο βράδυ, της είχε πει ότι είχε να της αποκαλύψει κάτι σημαντικό. Γιατί δεν τον ανάγκασε να της το πει αμέσως; Φυσικά, δεν περίμενε ότι θα την έπαιρνε ο Ντε Ροσέ τόσο ξαφνικά από εκεί. Και ύστερα, έπειτα από αυτό που συνέβη –δεν θα το σκεφτόταν τώρα αυτό–, ξέχασε τελείως τον αδελφό της. Τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της Λινέτ χτυπούσαν το πρόσωπό της, καθώς έτρεχαν στην εξωτερική αυλή. «Δεν είδαμε ακόμα τους στάβλους» φώναξε εκείνη, με τον αέρα να τη χτυπάει. «Εάν το άλογό του είναι εκεί, θα ξέρεις ότι δεν έχει πάει μακριά.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
177
«Είσαι πολύ έξυπνη» είπε η Ίζομπελ, προσποιούμενη ότι χαμογελούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ανησυχούσε τόσο πολύ. Στα μισά του δρόμου για τους στάβλους, είδαν τον Φρανσουά να τρέχει προς το μέρος τους. «Λαίδη Χιουμ, σας έψαχνα» φώναξε, καθώς πλησίαζε κοντά τους. Η ανάσα του είχε κοπεί, όπως και η δική της. «Ο αδελφός σας μου ζήτησε να σας μεταφέρω ένα μήνυμα.» «Ένα μήνυμα; Τι λέει;» Ο Φρανσουά έκανε μια γκριμάτσα, σαν να συγκεντρωνόταν για να σιγουρευτεί ότι το είχε καταλάβει. «Ο Τζέιμι Ρέιμπερν και εκείνος έχουν πάει σε ένα αβαείο, δύο ώρες μακριά από δω, για να δουν ένα ιερό σκήνωμα.» «Είδες τον Τζέφρι να φεύγει;» ρώτησε η Ίζομπελ, πασχίζοντας να ακουστεί ήρεμη. «Μαζί με τον Τζέιμι;» «Στην αρχή, θα πήγαινε μόνος του» είπε ο Φρανσουά. «Εγώ του είπα ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο, με όλους τους ληστές και τους επαναστάτες που κυκλοφορούν στην ύπαιθρο. Όμως, εκείνος μου απάντησε: “Ο Θεός θα με προστατεύσει.” Σας ορκίζομαι, αυτό ακριβώς είπε.» Μα τω Θεώ, θα τον σκότωνε που διακινδύνευε τόσο πολύ. Ακόμη και αυτό το παιδί ήξερε ότι ήταν ανόητο να ταξιδεύεις μόνος εδώ. «Τότε, ο Τζέιμι μπήκε τρέχοντας μέσα στο στάβλο, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση» είπε το αγόρι με ορθάνοιχτα τα μάτια. «Ο αδελφός σας τον τράβηξε σε μια γωνία, όπου εγώ δεν μπορούσα να ακούσω. Το επόμενο πράγμα που ξέρω είναι ότι ο αδελφός σας μου έδωσε αυτό το μήνυμα – και έφυγαν με τα άλογα.» «Πριν από πόση ώρα έγινε αυτό;» Ο Φρανσουά ανασήκωσε τους ώμους του. «Πριν από καμιά ώρα. Σας έψαχνα μέχρι τώρα.» Η Ίζομπελ έπρεπε να βρει γρήγορα κάποιον για να τρέξει στο κατόπι τους και να τους φέρει πίσω. Τώρα, θα πρέ-
178
MARGARET MALLORY
πει να ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στην αίθουσα για πρωινό. Έτρεξε βιαστικά προς τον πύργο, και τα δίδυμα ακολουθούσαν τα βήματά της. «Ο Τζέιμι είναι καλός πολεμιστής» φώναξε ο Φρανσουά, σε μια τολμηρή προσπάθειά του να την καθησυχάσει. Θα έβρισκε τον Ντε Ροσέ. Εκείνος ήλθε στην Καέν με ένα μεγάλο άγημα από οπλισμένους στρατιώτες. Σίγουρα, θα συγκέντρωνε γρήγορα αρκετούς από αυτούς για να τρέξουν πίσω από τον Τζέφρι και τον Τζέιμι. Σχεδόν δεν είχε επιβραδύνει το βήμα της σε περπάτημα όταν μπήκε στον πύργο. «Περιμένετε εδώ» είπε στα δίδυμα, καθώς περνούσε από τη μεγάλη αψιδωτή πόρτα στην αίθουσα του πύργου. Εντόπισε αμέσως τον Ντε Ροσέ και προχώρησε κατευθείαν προς το μέρος του. «Φιλίπ, βοήθησέ με!» φώναξε εκείνη, όταν βρέθηκε αρκετά κοντά του ώστε να ακουστεί. Αγνόησε τη δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του – θα καταλάβαινε, όταν θα άκουγε τι συνέβη. Η Ίζομπελ κράτησε το χέρι του. Εκείνος, με ένα γέλιο, είπε στον άντρα δίπλα του: «Η μνηστή μου ανυπομονεί να με δει.» «Ο Τζέφρι το έσκασε!» φώναξε εκείνη, κλαίγοντας. «Πρέπει να πας να τον βρεις και να τον φέρεις πίσω.» «Ηρέμησε, αγαπητή μου. Πες μου ότι δεν έτρεχες. Σχεδόν σου έχει κοπεί η ανάσα.» «Ο αδελφός μου έφυγε» είπε εκείνη ανάμεσα στα αγκομαχητά της. «Πρέπει να πας αμέσως, αλλιώς θα πάθει κακό, το ξέρω.» «Μας συγχωρείτε» είπε ο Ντε Ροσέ στον άντρα. Έπιασε το χέρι της με μια σκληρή λαβή και την οδήγησε σε μια γωνία. «Έπρεπε να ζητήσεις να μου μιλήσεις ιδιαιτέρως» της είπε, με μάτια που έκαιγαν από θυμό. «Πώς τολμάς να με πλησιάζεις και να μου ζητάς δημόσια πράγματα, λέγοντάς μου ότι πρέπει να κάνω το ένα και το άλλο!»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
179
«Με συγχωρείς, αλλά ο αδελφός μου…» «Ο αδελφός σου είναι ενήλικος. Μπορεί να παίρνει τις δικές του αποφάσεις και να ζει με τις συνέπειές τους.» «Μα δεν μπορείς να πας να τον βρεις; Δεν καταλαβαίνει…» «Για το Θεό, Ίζομπελ, νομίζεις ότι δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω από το να τρέχω πίσω από τον ανόητο αδελφό σου;» «Έχεις;» Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει εκείνη, ο Ντε Ροσέ δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει στην Καέν, παρά μόνο να διαπραγματεύεται το γαμήλιο συμβόλαιο με τον Ρόμπερτ – και η διαδικασία προχωρούσε τόσο αργά, που δεν θα μπορούσε να αφιερώνει τόσο πολύ χρόνο σε αυτήν. «Δεν χρειάζεται να σου δίνω εξηγήσεις» της είπε. «Ο αδελφός σου είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται καλύτερα τις πράξεις του και να επιστρέψει. Σου προτείνω να πας στην κάμαρά σου και να τον περιμένεις.» Τι είδους άντρας ήταν αυτός; Πώς μπορούσε να της αρνηθεί τη βοήθειά του; Δεν είχε χρόνο να λογομαχήσει μαζί του. Δεν θα άλλαζε τη γνώμη του σε καμία περίπτωση. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και κοίταξε πάνω από τον ώμο του για κάποιον άλλον που μπορούσε να τη βοηθήσει. Όταν είδε τον Λόρδο Φιτζ-Άλαν, φώναξε το όνομά του και κούνησε τα χέρια της. «Σταμάτα αμέσως» είπε ο Ντε Ροσέ. «Γίνεσαι θέαμα.» Ο Φιτζ-Άλαν ερχόταν ήδη προς το μέρος της. Δόξα τω Θεώ! Και αυτός ήταν ο Στίβεν, ακριβώς από πίσω του. «Λόρδε Φιτζ-Άλαν, Σερ Στίβεν» χαιρέτησε ο Ντε Ροσέ, καθώς πλησίαζαν. Ο Φιτζ-Άλαν τον αγνόησε. «Τι συμβαίνει, Λαίδη Χιουμ; Φαίνεστε ανήσυχη.» «Ο Φρανσουά λέει ότι ο αδελφός μου και ο Τζέιμι έφυγαν μόνοι τους από την πόλη, έφιπποι» είπε, προσπαθώντας να ελέγξει τη φωνή της.
180
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν έπιασε το χέρι της. «Ο Φρανσουά γνωρίζει τον προορισμό τους ή την κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκαν;» «Πηγαίνουν σε ένα αβαείο, δύο ώρες μακριά από δω, προς τα ανατολικά.» Της ήλθε στο νου ένα απόσπασμα από τα ποιήματα του Τζέφρι: κάτι για κάποιο δάχτυλο ενός μάρτυρα αγίου και… «Το Αβαείο του Σεν Μισέλ. Μήπως είναι αυτό;» «Θα σε συναντήσω στους στάβλους» είπε ο Φιτζ-Άλαν στον Στίβεν. «Πρέπει να ειδοποιήσω τον βασιλιά ότι θα λείψω.» «Θα τους βρούμε» είπε ο Στίβεν και πίεσε το χέρι της, καθώς γύρισε για να φύγει. «Περιμένετε» τους φώναξε εκείνη. «Θα έλθω μαζί σας.» «Μην είσαι ανόητη…» ξεκίνησε να λέει ο Ντε Ροσέ, όμως ο Φιτζ-Άλαν τον διέκοψε. «Κράτησέ την εδώ» διέταξε, δείχνοντας με το τεντωμένο του χέρι τον Ντε Ροσέ. Ύστερα έφυγαν. Ρίχνοντας τα μάτια της στο έδαφος, η Ίζομπελ είπε: «Θα περιμένω στην κάμαρά μου, όπως μου πρότεινες.» Έκανε μια μικρή υπόκλιση και έφυγε, προτού εκείνος προλάβει να της πει κάτι. Η Λινέτ συναντήθηκε μαζί της στις σκάλες. Μόλις έφτασαν στην κάμαρά της, η Ίζομπελ άνοιξε την κασέλα της και έβγαλε τα ρούχα που επιδιόρθωνε για τον Τζέφρι. «Κόψε δεκαπέντε εκατοστά από τα μανίκια και τα μπατζάκια, και βοήθησέ με να αλλάξω» διέταξε τη Λινέτ. «Γρήγορα! Τώρα.» Άφησε κατά μέρος τις ενστάσεις της Λινέτ. Η φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού της τής έλεγε ότι αυτό που έκανε ήταν ανόητο – αγνόησε, όμως, και αυτήν. Ο Τζέφρι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε στον κόσμο.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
181
Δεν μπορούσε απλώς να κάθεται και να περιμένει. Από τότε που ήταν μικρός, εκείνη ήταν που τον προστάτευε – από την κριτική του πατέρα τους, την αδιαφορία της μητέρας τους, την άγνοιά του για τον κόσμο γύρω του. «Εάν κάποιος έλθει για μένα, πες του ότι κοιμάμαι» είπε στη Λινέτ, καθώς έδενε το σπαθί της. «Πες ότι δεν είμαι καλά – ότι έχω πονοκέφαλο.» Δόξα τω Θεώ, ο μανδύας της ήταν απλός. Είπε στη Λινέτ να τον φέρει, ενώ εκείνη πίεζε τα μαλλιά της κάτω από ένα κασκέτο. Αφού έδωσε στη μικρή ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο, έβαλε την κουκούλα στο κεφάλι της και έφυγε τρέχοντας από την πόρτα. Έφτασε στους στάβλους μόλις ο Στίβεν και ο Φιτζ-Άλαν έφευγαν. Έσκυψε το κεφάλι της καθώς κάλπαζαν μακριά, και ύστερα γύρισε, για να δει ότι κατευθύνονταν προς την ανατολική πύλη, την Πορτ ντε Σαμπ. Όταν βρήκε μέσα τον Φρανσουά, εκείνος δεν συμφώνησε περισσότερο από την αδελφή του με αυτό το σχέδιο. Παρ’ όλα αυτά, τον ανάγκασε να τη βοηθήσει να σελώσει το άλογο και τον όρκισε να το κρατήσει μυστικό. Έμοιαζε τόσο ανήσυχος, που εκείνη ξέχασε τη μεταμφίεσή της και του άγγιξε το μάγουλο. «Θα τους προφτάσω πολύ σύντομα» τον διαβεβαίωσε. «Θα είμαι ασφαλής μαζί τους.» «Να προσέχετε, κυρία» είπε ο Φρανσουά. «Θα θυμώσουν πολύ.» Εκείνη σχεδόν γέλασε – ο Φρανσουά ανησυχούσε περισσότερο για το τι θα της έκαναν ο Στίβεν και ο Φιτζ-Άλαν, παρά οι ληστές και οι επαναστάτες. Η Πορτ ντε Σαμπ την οδήγησε κατευθείαν στους αγρούς, ανατολικά του κάστρου. Μπροστά της, μπορούσε να διακρίνει δύο ιππείς. Κράτησε το άλογό της πίσω, μη θέλοντας να ελαττώσει τη μεταξύ τους απόσταση τόσο σύντομα. Το σχέδιό της ήταν να περιμένει και να μην αποκαλυφθεί μέχρι
182
MARGARET MALLORY
τα μέσα της διαδρομής για το αβαείο, όταν εκείνοι θα θεωρούσαν ευκολότερο να την πάρουν μαζί τους, παρά να τη φέρουν πίσω στην Καέν. Εδώ και ώρα, είχε αποβάλει το φόβο της μήπως γίνει γρήγορα αντιληπτή. Ίππευε καλά, όμως σε κάθε της ανασήκωμα οι δύο άντρες φαίνονταν όλο και πιο μακριά. Έχασε ολωσδιόλου την οπτική επαφή μαζί τους στις κατηφόρες. Όταν έφτασε στην κορυφή του επόμενου λόφου, δεν τους έβλεπε καθόλου. Ένα κύμα φόβου τη διαπέρασε, όταν κατάλαβε πόσο μόνη και ευάλωτη ήταν. Ένιωθε βλέμματα να τη στοχεύουν από τη μια άκρη στην άλλη και πίσω της. Μήπως έπρεπε να επιστρέψει; Με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, τέντωσε το λαιμό της και έψαξε στον ανοιχτό ορίζοντα. Ξαφνικά, δύο ιππείς πετάχτηκαν από τα δέντρα και την περικύκλωσαν. Οι φωνές της γέμισαν τον αέρα καθώς την πλησίασαν. Την τελευταία στιγμή, οι ιππείς σταμάτησαν τα άλογά τους. Αυτά σηκώθηκαν στα πίσω πόδια τους και οι οπλές τους βρέθηκαν ψηλά στον αέρα. Το άλογό της τους απέφυγε και παραλίγο να την πετάξει από τη θέση της από τον τρόμο του. Όταν η Ίζομπελ είδε ποιοι ήταν οι δύο ιππείς, ένιωθε ότι μπορούσε να λιποθυμήσει από την ανακούφισή της. Πίεσε με το χέρι της την καρδιά της, που χτυπούσε δυνατά. «Δόξα τω Θεώ που είστε εσείς! Νόμιζα ότι ήσασταν ληστές!» «Ίζομπελ;» είπε ο Στίβεν με ορθάνοιχτα τα μάτια του. «Ίζομπελ!» Ήθελε να τους αγκαλιάσει και τους δύο. Οι άντρες, όμως, δεν χαίρονταν και τόσο που την έβλεπαν. Μάλιστα, έμοιαζαν λες και ήθελαν να τη σκοτώσουν. «Είσαι στα καλά σου;» της φώναξε ο Στίβεν. «Νόμιζες ότι δεν θα παρατηρούσαμε πως κάποιος μας ακολουθεί; Εάν οι κραυγές σου δεν ήταν τόσο… τόσο… τόσο θηλυκές, θα μπορούσαμε να σε είχαμε πατήσει!»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
183
Ακουγόταν σαν να ευχόταν να το είχαν κάνει. «Είσαι ανόητη που ήλθες» είπε ο Φιτζ-Άλαν. «Και αυτός ο Ντε Ροσέ είναι μεγαλύτερος ανόητος που δεν βεβαιώθηκε ότι δεν θα ερχόσουν.» «Όμως, είμαι εδώ» είπε εκείνη γρήγορα. «Ο Τζέφρι και ο Τζέιμι δεν μπορεί να είναι πολύ μακριά τώρα. Πρέπει να συνεχίσουμε.» Όταν είδε το βλέμμα που αντήλλαξαν οι δύο άντρες μεταξύ τους, ήξερε ότι θα γινόταν το δικό της. Όμως, εκείνοι δεν χαίρονταν για αυτό. «Πρέπει να σε πάμε στο αβαείο και να σε αφήσουμε εκεί» είπε ο Φιτζ-Άλαν. «Ακόμα και με αλυσίδες, αν χρειαστεί.» Ύστερα από αυτό, γύρισε το άλογό του και κάλπασε. «Μείνε κοντά μου» τη διέταξε ο Στίβεν. «Θα ιππεύουμε πίσω του, μέχρι να του περάσει ο θυμός.» Ώθησαν τα άλογά τους προς τα εμπρός και ίππευσαν πλάι πλάι. Ο Στίβεν δεν μπορούσε ακόμα να το ξεπεράσει. «Στ’ αλήθεια, Ίζομπελ, ήταν ανόητο από μέρους σου το να έλθεις, για πολλούς λόγους .» «Όποιος και να με δει, θα σκεφτεί ότι είμαι άντρας» του είπε, αν και ένιωθε όλο και πιο άσχημα όσο περνούσε η ώρα. «Σίγουρα, είναι πιο ασφαλές να ταξιδεύουμε τρεις οπλισμένοι άντρες, παρά δύο.» «Πιο ασφαλές μαζί σου;» της είπε, γυρίζοντας και σηκώνοντας το ένα του φρύδι. «Το ότι ντύθηκες έτσι βοηθάει μόνο στο να με αποσπάς. Γιατί μπορώ να διακρίνω το σχήμα του ποδιού σου μέχρι…» «Σοβαρέψου, Στίβεν.» Κοίταξε μπροστά, γεμάτη ντροπή. Τουλάχιστον, ο θυμός είχε χαθεί από τη φωνή του Στίβεν. Κρίνοντας από την αυστηρότητα της πίσω όψης του Φιτζ-Άλαν, όμως, δεν θα τη συγχωρούσε εύκολα.
184
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν έμοιαζε να διαβάζει τις σκέψεις της. «Δεν έχω ξαναδεί άλλη γυναίκα που να προκαλεί τον Γουίλιαμ τόσο πολύ, εκτός από τη σύζυγό του.» «Θυμώνει συχνά μαζί της; Την καημένη.» «Καημένη η Κάθριν;» Ο Στίβεν γέλασε. «Πίστεψέ με, έχει τον σπουδαίο διοικητή τυλιγμένο γύρω από το μικρό της δαχτυλάκι.» Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Δεν υπάρχει κάτι που δεν θα έκανε αυτός για εκείνη» είπε με νοσταλγική φωνή. «Ή εκείνη για αυτόν.» Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο αυστηρός διοικητής θα έτρεφε μια τόσο μεγάλη αγάπη; Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η σκέψη αυτή έκανε τα μάτια της Ίζομπελ να καίνε. «Μην ανησυχείς για τη δυσαρέσκεια του Γουίλιαμ» είπε ο Στίβεν. «Είναι τόσο θυμωμένος μαζί μου, που δεν θα διαθέσει πολύ από το θυμό του σ’ εσένα.» «Τι έγινε;» «Εξαιτίας μου» είπε, κοιτάζοντας ευθεία, «το έσκασε ο Τζέιμι.» Η Ίζομπελ απέστρεψε το βλέμμα της από τον πόνο στο πρόσωπο του Στίβεν και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι που θα μπορούσε να πει για να τον παρηγορήσει. «Γουίλιαμ!» ούρλιαξε ο Στίβεν. Εκείνη σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. Ο χρόνος σταμάτησε, καθώς προσπάθησε να καταλάβει τι διαδραματιζόταν μπροστά της: ο Φιτζ-Άλαν έπεσε από το άλογό του και βροχή από βέλη έπεφταν από πάνω του. Είχε τραυματιστεί; Πώς ήταν δυνατόν; Οι φωνές του Στίβεν την επανέφεραν στα συγκαλά της. «Στο δάσος, Ίζομπελ! Τώρα!» Της υπέδειξε την κατεύθυνση όπου ήθελε να πάει και στη συνέχεια χτύπησε το άλογό του για να συνεχίσει μπροστά. Εκείνη έστρεψε το άλογό της στους αγρούς και κάλπασε μέχρι το δάσος που βρισκόταν μπροστά της. Όταν διακιν-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
185
δύνευσε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της, η καρδιά της έφτασε στο λαιμό της. Ο Στίβεν έβαλε το κορμί του μεταξύ του τραυματισμένου του αδελφού και της συστάδας των δέντρων απ’ όπου έρχονταν τα βέλη. Καθώς η Ίζομπελ παρακολουθούσε, εκείνος έσκυψε, έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου του Φιτζ-Άλαν και ξεκίνησε και πάλι. Δόξα τω Θεώ! Προτού μπει στο δάσος, τον αναζήτησε εκ νέου. Ο Στίβεν κάλπαζε και μετέφερε τον Φιτζ-Άλαν, σχηματίζοντας ένα τόξο που θα τους οδηγούσε στο ίδιο δάσος, αλλά μακρύτερα και πάνω από το σημείο όπου βρισκόταν εκείνη. Η Ίζομπελ εισήλθε στο δάσος και κάλπασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να τους συναντήσει. Επιτέλους, είδε κινήσεις μπροστά της μέσα από τα δέντρα. Όταν είδε τα δύο άλογα, την κυρίευσε πανικός. Οι σέλες τους ήταν άδειες. Έπειτα είδε τον Στίβεν δίπλα σε ένα πεσμένο κούτσουρο, να σκύβει πάνω από τον αδελφό του. Πήδηξε από το άλογό της και γονάτισε δίπλα του. «Τι μπορώ να κάνω;» Άρπαξε το χέρι του Στίβεν και κοίταξε τον Φιτζ-Άλαν, που βρισκόταν κάτω. Θεέ μου! Ήταν βουτηγμένος στο αίμα. Ένα βέλος είχε καρφωθεί στο λαιμό του, πάνω από τον αλυσιδωτό θώρακα της πανοπλίας του. «Έπρεπε να είχαμε αφιερώσει χρόνο σε αυτό και να φορούσαμε ολόκληρη την πανοπλία» είπε ο Στίβεν, καθώς προσπαθούσε να βγάλει το βέλος από το λαιμό του Φιτζ-Άλαν. «Βρες κάτι για να δέσουμε το τραύμα. Γρήγορα.» Η Ίζομπελ έβγαλε τον μπόγο με το φαγητό, που είχε βάλει μέσα στην μπλούζα της· άφησε το ψωμί και το τυρί να πέσουν στο έδαφος, τίναξε το πανί και το δίπλωσε σφιχτά. «Είμαι έτοιμη.» Ο Στίβεν τράβηξε το βέλος και εκείνη πίεσε το ύφασμα στο τραύμα, από το οποίο πεταγόταν αίμα.
186
MARGARET MALLORY
Ο Θεός να τους βοηθούσε... Ο Φιτζ-Άλαν ήταν λιπόθυμος και χλωμός, σαν νεκρός. Ο Στίβεν πίεζε το τραύμα, ενώ εκείνη έκοβε μια μεγάλη λωρίδα από το κάτω μέρος του μανδύα της. Έπειτα έδεσαν από κοινού τη λωρίδα πάνω από το ύφασμα, καλύπτοντας το τραύμα γύρω από την πλάτη του και κάτω από το χέρι του. Ο Στίβεν έδεσε τη λωρίδα του υφάσματος σφιχτά, κατά μήκος του στήθους του αδελφού του. Μόλις τελείωσαν, ο Στίβεν έπιασε το χέρι της Ίζομπελ και την κοίταξε στο πρόσωπο. «Αυτοί οι άντρες είναι ακόμα εκεί έξω. Πρέπει να τους εκτρέψω, προτού μπουν μέσα στο δάσος.» «Θα πας πίσω;» Θεέ μου, όχι! Σε παρακαλώ, όχι. «Θα επιστρέψω για σένα, όταν μπορέσω.» Τράβηξε το σπαθί και το μικρό μαχαίρι από τη ζώνη του Φιτζ-Άλαν και της τα έδωσε. «Όμως, θα πρέπει να είσαι έτοιμη, εάν κάποιος από αυτούς μου ξεφύγει.» Ω, Θεέ. Ω, Θεέ. Ω, Θεέ. «Θα τα καταφέρεις, Ίζομπελ» της είπε, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. «Εάν έλθει εδώ κάποιος, θα νομίζει ότι βλέπει μια ανυπεράσπιστη γυναίκα. Αυτό αποτελεί πλεονέκτημα για σένα.» Κοίταξε κάτω και είδε ότι τα μαλλιά της ήταν λυτά στους ώμους της. Πού ήταν το κασκέτο; Θα πρέπει να της έπεσε… Ο Στίβεν κράτησε το πιγούνι της και τη γύρισε, ώστε να τον κοιτάξει. «Χρησιμοποίησε την άγνοιά του εναντίον του. Χρησιμοποίησε το σπαθί σου. Σκότωσέ τον, Ίζομπελ. Σκότωσέ τον.» Θα μπορούσε να το κάνει; Θα μπορούσε; Τα μάτια του εισχώρησαν στα δικά της, ώσπου εκείνη έγνεψε καταφατικά. Εκείνος πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και τη φίλησε δυνατά. «Μην του δώσεις δεύτερες ευκαιρίες.» Καθώς το άλογο του Στίβεν κομμάτιαζε τους θάμνους, εκείνη κοίταξε κάτω, τον άντρα που της ανατέθηκε να
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
187
φροντίσει: τον διάσημο διοικητή του Βασιλιά Ερρίκου· τον αγαπημένο της Κάθριν. Εκείνη έφταιγε που αυτός κείτονταν εδώ, σοβαρά τραυματισμένος· τους είχε αποσπάσει την προσοχή από τον πραγματικό κίνδυνο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε να φέρει μια κουβέρτα και ένα φλασκί από τα άλογα. Αφού τύλιξε την κουβέρτα γύρω από τον Φιτζ-Άλαν, έδιωξε τα άλογα, ώστε να μη φανερώσουν το μέρος όπου κρύβονταν. Έπειτα μάζεψε μια αγκαλιά από φύλλα και τα στοίβαξε γύρω από τον Γουίλιαμ. Όταν πλέον θεώρησε ότι ο διοικητής ήταν καλά κρυμμένος, κάθισε δίπλα του, πίσω από το πεσμένο κούτσουρο. Η μυρωδιά του σάπιου ξύλου και των φύλλων γέμισε τα ρουθούνια της, καθώς του έχυνε το ζύθο από το φλασκί μέσα στο στόμα του. Εκείνος κατάπινε, χωρίς να ξυπνάει. Εκείνη εναλλασσόταν μεταξύ τού να προσέχει τον ΦιτζΆλαν και του να ρίχνει κλεφτές ματιές πάνω από το κούτσουρο. Αν και ο Στίβεν μάλλον δεν έλειπε πολλή ώρα, κάθε στιγμή έμοιαζε σαν μια ολόκληρη μέρα. Δεν άφηνε τον εαυτό της να σκεφτεί τι θα έκανε, εάν εκείνος δεν επέστρεφε. Θεέ μου, σε παρακαλώ, προστάτευσέ τον. Προστάτευσέ τον. Άκουσε ένα κλαδί να σπάει. Πιάνοντας το σπαθί με το ένα της χέρι και το μικρό μαχαίρι με το άλλο, τεντώθηκε μέχρι να μπορεί να δει πάνω από το κούτσουρο. Τίποτα. Κράτησε την ανάσα της και άκουγε. Γύρισε προς την κατεύθυνση του ήχου. Έψαχνε. Και τότε τον είδε: ένας άντρας, περίπου είκοσι μέτρα μακριά της, ερχόταν προς το μέρος της. Εκείνη άφησε κάτω το σπαθί για να σκουπίσει τον ιδρώτα από το χέρι της. Παναγία μου. Προσευχόταν σιωπηλά, ευχόμενη ότι η παρουσία του άντρα αυτού δεν σήμαινε πως ο Στίβεν ήταν νεκρός. Ο άντρας ερχόταν πιο κοντά. Έπρεπε να σκεφτεί, να καταστρώσει ένα σχέδιο. Δεν φορούσε πανοπλία, οπότε εκείνη
188
MARGARET MALLORY
είχε ελπίδες. Άκουσε τη φωνή του Στίβεν στο κεφάλι της να της λέει: Ίζομπελ, θα τα καταφέρεις. Περίμενε, ώσπου ο άντρας έφτασε τρία μέτρα μακριά της. Σηκώθηκε απότομα, διατηρώντας τα χέρια της από πίσω της. «Κύριε! Σας παρακαλώ, βοηθήστε με!» Τα μάτια του άντρα άνοιξαν διάπλατα. «Να και το δωράκι» είπε, χαλαρώνοντας το χέρι που κρατούσε το σπαθί και σχηματίζοντας ένα μεγάλο χαμόγελο. «Δεν μου είχαν πει ότι θα υπήρχε γυναίκα.» Από την προφορά του και τα απλά ρούχα, η Ίζομπελ κατάλαβε ότι ήταν ένας κοινός Γάλλος. «Οι Άγγλοι στρατιώτες με πήραν από το σπίτι μου» φώναξε εκείνη, προσποιούμενη πως έκλαιγε. «Σας παρακαλώ, πρέπει να με βοηθήσετε!» Ο άντρας ήλθε αργά προς το μέρος της, σαν να ήταν άλογο που θα τρόμαζε εύκολα. Κι αν δεν ήταν κάποιος από αυτούς που επιτέθηκαν; Αν ήταν απλώς ένας χωρικός που ήθελε να τη βοηθήσει; Είχε σπαθί, όμως… Ο άντρας την εξέτασε με τα μάτια, και εκείνη βεβαιώθηκε απόλυτα ότι ήθελε το κακό της. Και, όταν θα ξεμπέρδευε μαζί της, θα δολοφονούσε τον Φιτζ-Άλαν. Στεκόταν πολύ ήρεμη και περίμενε. Ένα ακόμα βήμα. Ένα ακόμα βήμα. Όταν βρέθηκε μόλις στην άλλη άκρη του κούτσουρου, ούτε ένα μέτρο μακριά της, ο άντρας τής όρμησε. Το σοκ της αντίστασης, καθώς η μύτη του σπαθιού της Ίζομπελ μπήκε στο σώμα του, έκανε το χέρι της να τρέμει. Έσφιξε τα δόντια της και πίεσε προς τα εμπρός, με όλο της το βάρος. Για μια μακρά, απαίσια στιγμή, ταλαντεύτηκε και την κοίταξε με μάτια γεμάτα έκπληξη. Έπειτα έπεσε πίσω, παίρνοντας το σπαθί από τα χέρια της. Εκείνη πήδηξε πάνω στο κούτσουρο και στάθηκε από πάνω του. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στήθος της. Το σπαθί! Έπρεπε να το πάρει πίσω.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
189
Καταπολεμώντας τη ναυτία που την είχε καταλάβει, κράτησε τη λαβή και με τα δύο χέρια και το τράβηξε. Δεν έβγαινε! Τα χέρια της ήταν κρύα και υγρά. Ιδρώτας έσταζε από τη μέση της. Έπρεπε να το πάρει πίσω. Πάτησε το πόδι της πάνω στο στήθος του άντρα και τράβηξε, ρίχνοντας το βάρος της προς τα πίσω. Επιτέλους, το σπαθί βγήκε, κάνοντας έναν υγρό ήχο αναρρόφησης. Η Ίζομπελ έπεσε λίγο πίσω, αλλά κατάφερε να το κρατήσει. Από τη λεπίδα έσταζε το αίμα του άντρα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από αυτήν. Με το που άκουσε ένα δυνατό βρυχηθμό πίσω της, γύρισε και είδε τον Φιτζ-Άλαν: είχε το ένα του χέρι πάνω στο κούτσουρο, προσπαθώντας να κρατηθεί. Ένα ρίγος τη διαπέρασε, όταν αντιλήφθηκε ότι τα μάτια του δεν την κοίταζαν· ήταν καρφωμένα σε κάτι πίσω της. Το ελεύθερο χέρι του Φιτζ-Άλαν κινήθηκε μέσα σε μια θαμπάδα και ένας σφυριχτός ήχος πέρασε δίπλα από το αυτί της. Όταν γύρισε πίσω για να κοιτάξει από την άλλη μεριά, είδε έναν δεύτερο άντρα, λιγότερο από ενάμιση μέτρο μακριά της. Το μαχαίρι του Φιτζ-Άλαν ήταν καρφωμένο στο στήθος του. Η Ίζομπελ βρέθηκε πίσω από το κούτσουρο, προτού συνειδητοποιήσει ότι είχε μετακινηθεί. «Η όρασή μου δεν είναι καλή» είπε ο Φιτζ-Άλαν με βραχνή φωνή. Το πρόσωπο του καημένου ήταν βρεγμένο από τον ιδρώτα και ο επίδεσμος στο λαιμό του ήταν μουσκεμένος με αίμα. «Αλλά νομίζω πως υπάρχουν ένας ή δύο ακόμα από αυτούς στο δάσος.» Ένας ή δύο ακόμα; Εκείνη κατάπιε βαριά. «Θα πρέπει να είμαι έτοιμη αυτή τη φορά.» «Καλό κορίτσι.» Η Ίζομπελ άρπαξε το μανίκι του Φιτζ-Άλαν για να εμποδίσει την πτώση του, καθώς εκείνος γλιστρούσε προς το έδαφος.
Κεφάλαιο Δεκαεννέα Η Ίζομπελ φύλαγε τα νώτα τους, όπως και πριν. Το χρώμα του Φιτζ-Άλαν δεν ήταν καλό. Καθόλου καλό. Έσκυψε και έβαλε το αυτί της και πάλι στο στήθος του. Τακ, τακ, τακ, τακ. Η δύναμη του χτύπου την καθησύχαζε. Τακ, τακ, τακ, τακ. Άκουσε ένα θρόισμα και άνοιξε τα μάτια της, βλέποντας έναν άντρα να οδηγεί ένα άλογο μέσα από τα δέντρα. Δεν υπήρχε λόγος να κρύβονται. Το κούτσουρο δεν τους κάλυπτε από αυτή την πλευρά και ο άντρας τούς είχε ήδη δει. Εκείνη σηκώθηκε στα πόδια της και στάθηκε μπροστά στον ΦιτζΆλαν. Ο άντρας σταμάτησε αρκετά μέτρα μακριά τους, δίνοντάς της χρόνο ώστε να παρατηρήσει τη λάμψη του ασημιού στη σέλα του αλόγου, αλλά και τα όμορφα ρούχα του. Αυτός ήταν ευγενής – ένας Γάλλος ευγενής. «Ο Λόρδος Φιτζ-Άλαν, ο σπουδαίος διοικητής του Άγγλου βασιλιά, έχει χάσει την αίγλη του, αφού χρειάζεται γυναίκα για υπεράσπιση.» Κούνησε το κεφάλι του και της χάρισε ένα σαστισμένο χαμόγελο. «Είναι πραγματικά υπέροχο από μέρους σας, αγαπητή κυρία, όμως, παρ’ όλα αυτά, είναι μάταιο.» Ώστε αυτή δεν ήταν μια τυχαία επίθεση! Αυτοί οι άντρες γνώριζαν για την αναζήτησή τους. Με κάποιον τρόπο, πρέπει να έμαθαν ότι σήμερα ο Φιτζ-Άλαν ίππευε χωρίς τους
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
191
άντρες του. Όμως, πώς ήταν δυνατόν αυτό; Ποιος μπορεί να τους το είχε πει και να τους ειδοποίησε τόσο γρήγορα; Ο άντρας έκανε ένα βήμα μπροστά και εκείνη φώναξε: «Αλτ!» «Δεν θα σας κάνω κακό» της είπε με ήρεμη φωνή. «Έχω έλθει για τον Φιτζ-Άλαν.» «Τι θα κάνεις μαζί του;» «Θα τον πάρω για λύτρα.» Έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά. «Ξέρετε, ο Φιτζ-Άλαν είναι καλό έπαθλο.» Η Ίζομπελ δεν τον πίστεψε ούτε για μια στιγμή. Αυτοί οι άντρες ήθελαν εξαρχής να σκοτώσουν τον Φιτζ-Άλαν. «Αλτ» του φώναξε και πάλι, καθώς ο άντρας έκανε ένα ακόμα βήμα μπροστά. Εκείνη κρατούσε το σπαθί της, σημαδεύοντάς τον. «Ίσως πρέπει να σας πάρω μαζί μου, διαφορετικά κανείς δεν θα με πιστέψει» της είπε, ενώ ακουγόταν σαν να το διασκέδαζε. «Στοιχηματίζω ότι ο σύζυγός σας θα πληρώσει ένα σημαντικό ποσό για να σας πάρει πίσω.» Μια κρύα ηρεμία την κατέλαβε, όταν αποδέχτηκε ότι θα έπρεπε να παλέψει μαζί του. Ένιωσε ευγνώμων προς τον Στίβεν: κάθε μέρα εξασκούνταν μαζί της και την έκανε καλύτερη. Όμως, ήταν αρκετά καλή; Κοίταξε τον άντρα, ώστε να τον «ζυγίσει», όπως της είχε μάθει ο Στίβεν. Τίποτα πάνω του δεν την καθησύχαζε: ήταν ψηλότερος και δυνατότερος από εκείνη. Αυτό που την ανησυχούσε περισσότερο ήταν το ότι περπατούσε με μια άνετη χάρη, η οποία υπονοούσε πως είχε γρήγορα και ανάλαφρα πόδια. Ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα. Τι της είχε πει ο Στίβεν; Να βρει το πλεονέκτημά της και να το αξιοποιήσει. Κρίμα που δεν φορούσε φούστα, ώστε να τη σηκώσει και να δείξει τους αστραγάλους της. Θυμήθηκε την αντίδραση του Στίβεν στη θέα του παντελονιού της και έλυσε το μανδύα της με το ένα χέρι. Όταν ανασήκωσε τους ώμους της, ο άντρας έριξε τη μύτη του
192
MARGARET MALLORY
σπαθιού του και έχασκε με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τα πόδια της. Προτού προλάβει να ξεπεράσει την έκπληξή της για το πόσο καλά λειτούργησε αυτό, εκείνος κοίταξε και πάλι ψηλά για να συναντήσει τα μάτια της. «Στοιχηματίζω ότι ο σύζυγός σας σάς βρίσκει ατίθαση.» Ο τόνος της φωνής του έδειχνε και πάλι ότι το διασκέδαζε, όμως η λάμψη στα μάτια του την έκανε να σφιχτεί. «Πολύ θα ήθελα να σας δω να του εξηγείτε πώς έτυχε να ταξιδεύετε μόνη με τον Φιτζ-Άλαν και τον αδελφό του… ντυμένη άντρας.» Το τακούνι της χτύπησε τον ξαπλωμένο Φιτζ-Άλαν. Δεν μπορούσε να κάνει άλλο βήμα πίσω. Με τον άντρα να στέκεται λιγότερο από ένα μέτρο μακριά από εκεί όπου έφτανε το σπαθί της, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για να θέσει σε εφαρμογή το κόλπο της. Έκανε, λοιπόν, μια αδέξια κίνηση με το σπαθί της προς το μέρος του. Αυτή τη φορά, δεν έχασε ούτε στιγμή. Όταν ο άντρας έγειρε το κεφάλι του πίσω γελώντας δυνατά, εκείνη όρμησε μπροστά, με το σπαθί να στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά του. Την τελευταία στιγμή, εκείνος πήδηξε πίσω και σώθηκε. «Είστε γεμάτη εκπλήξεις!» Χαμογελούσε, όμως τώρα το σπαθί του ήταν έτοιμο. Εκείνη δεν του επεφύλασσε άλλους αιφνιδιασμούς. Δεν υπήρχε κάτι άλλο για να κάνει, παρά μόνο να παλέψει όσο καλύτερα μπορούσε. Ο άντρας τής επιτέθηκε ορμητικά και γρήγορα. Την πρώτη επίθεσή του την απέκρουσε. Έπειτα και τη δεύτερη, και την τρίτη. Όμως, εκείνος ήταν γρήγορος και δυνατός, και πιο επιδέξιος από εκείνη. «Βλέπω πως είναι αλήθεια ότι ο ιπποτισμός έχει πεθάνει για τη γαλλική αριστοκρατία» τον αποδοκίμασε. «Είσαι το χειρότερο είδος δειλού, καθώς επιτίθεσαι σε έναν άντρα σοβαρά τραυματισμένο και σε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα.» «Δεν είσαι σχεδόν καθόλου ανυπεράσπιστη, αγαπητή
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
193
μου.» Έκανε κύκλους, περιμένοντάς την να του αφήσει ένα άνοιγμα. «Πρέπει να ρωτήσω ποιος ήταν ο δάσκαλός σου;» Τελικά, η Ίζομπελ είχε ένα πλεονέκτημα: από τον τρόπο με τον οποίο ο άντρας πάλευε, φαινόταν ότι προσπαθούσε απλώς να την αφοπλίσει· εκείνη, όμως, δεν είχε τέτοιο περιορισμό – θα τον σκότωνε, αν της έδινε έστω και μισή ευκαιρία. Καθώς κινούνταν μπροστά και πίσω με τα σπαθιά να ηχούν, εκείνος δεν έδειχνε να ανησυχεί ότι μπορούσε να ηττηθεί. Μάλιστα, έμοιαζε να το διασκεδάζει. Γύριζε σε κύκλο και επέστρεφε εγκαίρως σε θέση μάχης για να σταματήσει τον ξιφισμό της. Για όνομα του Θεού, ο ανόητος έκανε επίδειξη! Την επόμενη φορά που έστριψε, εκείνη ήταν έτοιμη. Όρμησε μεμιάς, βάζοντας όλο το βάρος της πίσω από το σπαθί της. Εκείνος κατάφερε να σκύψει ελαφρά κάτω από το σπαθί και εκείνη ένιωσε να πέφτει μπροστά. Ο αέρας έφυγε από μέσα της, όταν την έπιασε γύρω από τη μέση. «Προσπάθησες να με σκοτώσεις!» της είπε. Χτύπησε τον καρπό της με την άκρη του χεριού του. Ο έντονος πόνος έκανε το χέρι της να μουδιάσει και έριξε το σπαθί της. «Γι’ αυτό θα πρέπει να σε κάνω να δεις τον Φιτζ-Άλαν να πεθαίνει» της είπε. «Πρέπει να σημαίνει πολλά για σένα, για να ρισκάρεις τη ζωή σου γι’ αυτόν.» Εκείνη τον κλοτσούσε, του φώναζε και τον δάγκωνε, καθώς την τραβούσε με το ένα χέρι πίσω, εκεί όπου κειτόταν ακίνητος ο Φιτζ-Άλαν, δίπλα στο κούτσουρο. Κρατώντας την απέναντί του με το ένα χέρι, ύψωσε με το άλλο το σπαθί πάνω από τον Γουίλιαμ. Ο επίδεσμος γύρω από το λαιμό του τραυματισμένου άντρα έμοιαζε με ματωμένο στόχο. «Όχι, όχι!» φώναξε εκείνη. Εκείνος σήκωσε το σπαθί του ψηλότερα. Παλεύοντας απεγνωσμένα να τον σταματήσει, η Ίζομπελ έστριψε απότο-
194
MARGARET MALLORY
μα προς τα πλάγια, έπιασε το υψωμένο χέρι του Γάλλου και κρεμάστηκε από αυτό. Ο άντρας την έριξε στο έδαφος. Το κεφάλι της χτύπησε πάνω σε κάτι σκληρό, το οποίο τη ζάλισε. Όταν άρχισε ξανά να βλέπει καθαρά, τον είδε να σηκώνει εκ νέου το σπαθί του. Εκείνη σύρθηκε στο άγριο έδαφος με τα χέρια και τα γόνατά της και τινάχτηκε πάνω στον Φιτζ-Άλαν. Ο άντρας από πάνω της τής φώναζε διάφορες βρισιές, όμως και η Ίζομπελ φώναζε. Ξαφνικά, την έσυρε στα γόνατά της τραβώντας την από τα μαλλιά. Εκείνη κοίταξε προς τα πάνω το πρόσωπο του άντρα, που ήταν γεμάτο θυμό, και ετοιμάστηκε να δεχθεί χτύπημα με την ανάστροφη του χεριού του. Καθώς ο άντρας έκανε το χέρι του πίσω για να τη χτυπήσει, εκείνη άκουσε ένα βρυχηθμό. Ο Γάλλος γύρισε, και το χέρι του πάγωσε στον αέρα. Με την άκρη του ματιού της, είδε μια θολή κίνηση μέσα από τα δέντρα. Νταπ! Η Ίζομπελ κοίταξε τη λαβή της λεπίδας, που προεξείχε από την κόγχη του αριστερού ματιού του άντρα. Το αίμα ξεχύθηκε από εκεί και έπεσε πάνω της. Ακόμα και όταν το γράπωμα των μαλλιών της χαλάρωσε, και εκείνος έπεσε στο έδαφος, το μυαλό της δεν μπορούσε να συλλάβει τι είχε συμβεί. Ένιωσε το σώμα της να ταλαντεύεται, ώσπου την έπιασαν χέρια δυνατά. Έπειτα την κρατούσε στην αγκαλιά του ο Στίβεν· την κρατούσε σφιχτά, πνίγοντάς την, όμως δεν την ένοιαζε. Καθώς της γέμιζε το πρόσωπο με φιλιά, εκείνη ρουφούσε λαχανιασμένη τον αέρα και έμοιαζε να βγάζει πνιχτούς λυγμούς. Εκείνος ψιθύρισε στα μαλλιά της λέξεις που εκείνη δεν προσπάθησε να καταλάβει. Η φωνή του την ανακούφιζε. Δεν ήξερε πόση ώρα την κρατούσε – μπορεί για μια αιωνιότητα, και πάλι όμως δεν ήταν αρκετή. Όταν η καρδιά της σταμάτησε να χτυπάει τόσο βίαια στο
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
195
στήθος της και οι λυγμοί της υποχώρησαν, την κατέκλυσε ένα έντονο κύμα εξάντλησης. Το έδαφος με τα σκορπισμένα φύλλα του δάσους στροβιλιζόταν από κάτω της. «Σε ευχαριστώ» του ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια της. *** Ο Στίβεν μπήκε στο δάσος ιππεύοντας σε ρυθμό που έθετε το άλογό του σε κίνδυνο, βρίζοντας τον εαυτό του που είχε αργήσει τόσο πολύ. Ανάθεμα! Ήταν τόσοι πολλοί. Εκείνος τους επιτέθηκε, πετσοκόβοντάς τους με το σπαθί του από άκρη σε άκρη. Σκότωσε δύο στην πρώτη του έφοδο, όμως για τους επόμενους δύο χρειάστηκε περισσότερο χρόνο. Ενώ τους πολεμούσε, οι άλλοι διασκορπίστηκαν. Ορισμένοι ίππευσαν προς τους αγρούς, όμως νόμιζε πως είχε δει τουλάχιστον δύο να πηγαίνουν προς το δάσος. Γι’ αυτό και ίππευε σαν τρελός μέσα στα δέντρα. Έτρεξε κατευθείαν προς τον κορμό όπου είχε αφήσει την Ίζομπελ και τον Γουίλιαμ. Όταν τους είδε, η καρδιά στο στήθος του σταμάτησε. Το σώμα της Ίζομπελ βρισκόταν πάνω από αυτό του Γουίλιαμ. Ένας άντρας στεκόταν από πάνω τους, κρατώντας ένα σπαθί. Θεέ μου, όχι! Ήταν νεκροί! Ήταν πολύ αργά! Πάνω από τον ήχο του αλόγου του, που περνούσε μέσα από τα δέντρα, άκουσε τις φωνές της Ίζομπελ, καθώς ο μπάσταρδος τη σήκωνε από τα μαλλιά. Ο Στίβεν ήταν πολύ καλός με το μαχαίρι –εξάλλου, είχε εκπαιδευτεί από τον Γουίλιαμ–, όμως μπορούσε να ρισκάρει να το πετάξει, με την Ίζομπελ τόσο κοντά; Όταν ο άντρας τράβηξε πίσω το χέρι του για να τη χτυπήσει, μια κραυγή οργής και τρέλας βγήκε από το λαιμό του Στίβεν. Καθώς έτρεχε με φόρα προς το μέρος τους, έριξε τη λεπίδα μέσα από τα δέντρα. Έπειτα, με μια κίνηση, πήδηξε από το άλογό του και έβαλε την Ίζομπελ στην αγκαλιά του. Τίποτα στη ζωή του
196
MARGARET MALLORY
δεν τον είχε κάνει να νιώσει τόσο όμορφα όσο το να την κρατάει αυτή τη στιγμή. Ήθελε να κλάψει από ανακούφιση. Θεέ μου, τι γυναίκα! Πάλεψε σαν λύκαινα, έβριζε έναν άντρα. Ο Θεός να τον βοηθούσε, αλλά είχε χρησιμοποιήσει το σώμα της ως ασπίδα για να προστατεύσει τον Γουίλιαμ! Όταν τα γόνατά της την πρόδωσαν, τη μετέφερε στο κούτσουρο και την κράτησε όσο εκείνος ήλεγχε το δάσος. Μπορεί να υπήρχαν ένας ή δύο ακόμη εκεί μέσα. Όταν εντόπισε δύο πτώματα να κείτονται στο έδαφος, ξεφύσησε ανακουφισμένος. Δόξα τω Θεώ. Γύρισε για να δει πώς ήταν ο Γουίλιαμ. Θεέ μου, είναι χλωμός. Κινήθηκε γρήγορα, τράβηξε το φλασκί μέσα από την μπλούζα του και το κράτησε στο στόμα της Ίζομπελ, μέχρι που ήπιε. Όταν μπορούσε πλέον να καθίσει μόνη της, εκείνος έπεσε στα γόνατά του δίπλα στον αδελφό του. Ο σφυγμός του Γουίλιαμ ήταν δυνατός, όμως είχε χάσει πολύ αίμα. Εάν τον πήγαιναν σε ασφαλές μέρος –και σύντομα–, θα μπορούσε να σωθεί. Καθώς αντικαθιστούσε το ματωμένο επίδεσμο με μια λωρίδα υφάσματος από το χιτώνα του, σήκωσε το βλέμμα του προς την Ίζομπελ: ήταν και εκείνη σχεδόν τόσο χλωμή όσο ο Γουίλιαμ. «Πρέπει να φύγουμε γρήγορα» της είπε. «Πού είναι τα άλογα;» Η ερώτησή του φαίνεται πως την έβγαλε από τη ζάλη της. Σηκώθηκε αμέσως, λέγοντας: «Θα πάω να τα φέρω.» Καθώς κούνησε το κεφάλι του Γουίλιαμ για να του δώσει να πιει ζύθο, εκείνος άνοιξε τα μάτια του. «Λίγο αργός δεν ήσουν;» του είπε ο αδελφός του, με έναν αδύναμο ψίθυρο. Θεέ μου, ο Γουίλιαμ τον πείραζε! «Θα πρέπει να σε δέσω στο άλογό σου» είπε. Ο Γουίλιαμ προσπάθησε να γνέψει και έκανε ένα μορφασμό πόνου.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
197
Ο Στίβεν σήκωσε το βλέμμα του και είδε την Ίζομπελ να έρχεται από τα δέντρα, οδηγώντας τα άλογα. «Έτοιμος;» ρώτησε τον Γουίλιαμ. «Ένα, δύο, τρία.» Ο Γουίλιαμ αγκομαχούσε, καθώς ο Στίβεν τον σήκωσε πάνω στον κορμό. Με το νεύμα του Στίβεν, η Ίζομπελ έφερε το άλογο του διοικητή και το κράτησε σταθερό. «Ένα, δύο, τρία» είπε ξανά για να προειδοποιήσει τον Γουίλιαμ, και έπειτα τον ανέβασε πάνω στο άλογο. Ο διοικητής έβαλε τα πόδια του στους αναβολείς, προτού πέσει μπροστά, πάνω στο λαιμό του αλόγου. Πάλι καλά που δεν είναι ξύπνιος για να το δει αυτό. Καθώς έδενε τον αδελφό του στη σέλα, κοίταξε πάνω από τον ώμο του προς την Ίζομπελ: είχε ανέβει στο άλογο και περίμενε το σήμα του· το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και αποφασισμένο. «Το αβαείο δεν είναι μακριά» είπε εκείνος, διατηρώντας ήρεμη τη φωνή του. «Δεν θέλω να σε τρομάξω, όμως πρέπει να πάμε εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Οι μοναχοί θα ξέρουν τι να κάνουν με τον Γουίλιαμ.» Δεν της είπε τον άλλο λόγο για τον οποίο βιαζόταν. Σε περίπτωση που αυτή δεν ήταν μια τυχαία επίθεση –και υποπτευόταν πως δεν ήταν–, οι άντρες αυτοί δεν θα το έβαζαν εύκολα κάτω ούτε θα προχωρούσαν σε κάποιο άλλο θήραμα. Μπορεί, επίσης, να αποτελούσαν τμήμα μιας μεγαλύτερης δύναμης. Ο Στίβεν ίππευε μπροστά και οδηγούσε το άλογο του Γουίλιαμ· δύο φορές τού φώναξε η Ίζομπελ ότι ο αδερφός του γλιστρούσε στα πλάγια, και χρειάστηκε να σταματήσει. Της είπε να παραμείνει πάνω στο άλογό της και συνέχισε να ελέγχει τον ορίζοντα, καθώς ξαναέδενε τα σκοινιά. Όταν, επιτέλους, είδαν το αβαείο, ο Στίβεν έκανε μια σιωπηλή ευχαριστήρια προσευχή. Σίγουρα, ο Θεός ήταν μαζί τους εκείνη τη μέρα. Καθώς πλησίασαν, οι πύλες άνοιξαν και ο Τζέιμι με τον
198
MARGARET MALLORY
Τζέφρι βγήκαν τρέχοντας έξω. Ο Τζέιμι πήγε κατευθείαν στον Γουίλιαμ. «Πόσο άσχημα έχει τραυματιστεί;» Ο Τζέιμι έβγαλε το μαχαίρι του για να κόψει τα σκοινιά. «Καλύτερα να τον κρατήσουμε δεμένο μέχρι να μπούμε μέσα» είπε ο Στίβεν, ενώ του έδινε τα χαλινάρια. Ο Τζέιμι ανέβηκε στο άλογο, πίσω από τον πατέρα του. Σκύβοντας προστατευτικά πάνω από τον Γουίλιαμ, ώθησε το άλογο να διαβεί τις πύλες, να περάσει απέναντι μια στενή γέφυρα και να ανέβει στη μικρή πλαγιά του εξωτερικού προαυλίου της εκκλησίας. Με τους μοναχούς πλέον να τον ακολουθούν, έστριψε το άλογό του, ίππευσε κατά μήκος του πλαϊνού τμήματος της εκκλησίας και πέρασε μια αψιδωτή πόρτα. Ο Στίβεν έσκυψε το κεφάλι του, καθώς ακολουθούσε τον Τζέιμι μέσα στην αψίδα. Με ένα αίσθημα ανησυχίας να τον κατακλύζει, κατάλαβε ότι βρίσκονταν στο αβαείο των μοναχών. Ο Θεός μπορεί να τους συγχωρούσε που είχαν φέρει τα άλογά τους σε αυτό το ήσυχο μέρος, όχι όμως και οι μοναχοί. «Το αναρρωτήριο είναι εκεί» είπε ο Τζέιμι, δείχνοντας προς μια πόρτα, στην αντίθετη πλευρά του μικρού προαυλίου. Μαζί έκοψαν τα σκοινιά και κατέβασαν τον Γουίλιαμ από το άλογο. Ο Τζέιμι χλώμιασε, όταν το κεφάλι του πατέρα του έγειρε προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας το ματωμένο επίδεσμο γύρω από το λαιμό του. Ο Στίβεν κοίταξε τα τρομαγμένα μάτια του ανιψιού του. «Δεν υπάρχει πιο δυνατός άνθρωπος. Θα τα καταφέρει.» Ο Στίβεν είχε ανάγκη να το πιστέψει και ο ίδιος. «Με τη βοήθεια του Θεού.» Ο Στίβεν γύρισε για να δει ποιος είχε μιλήσει: ήταν ένας γέρος μοναχός, με κυρτή πλάτη και κατάλευκα κοντοκουρεμένα μαλλιά. Ο μοναχός τούς χαιρέτησε από τη χαμηλή πόρτα που είχε υποδείξει ο Τζέιμι και τους ακολούθησε μέσα. Καθώς έβαλαν τον Γουίλιαμ να ξαπλώσει σε ένα ρά-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
199
ντζο στη γωνία, εκείνος βόγκηξε. Δεν ξύπνησε, όμως ήταν ζωντανός. «Φέρε μου τη λάμπα» είπε ο μοναχός, καθώς καθόταν σε ένα σκαμνί δίπλα στο ράντζο. Μέχρι ο Τζέιμι να φέρει τη λάμπα από την άλλη άκρη του δωματίου, ο γέρος μοναχός πίεσε το αυτί του στο στήθος του Γουίλιαμ. «Η καρδιά είναι δυνατή και αυτός είναι σε θέση να εισπνέει αέρα» είπε ο μοναχός, καθώς σήκωνε το σώμα του σε όρθια θέση. «Βγάλτε τον επίδεσμο.» Ο Στίβεν γονάτισε δίπλα στο ράντζο. Μόλις έκοψε το μουσκεμένο με αίμα επίδεσμο, ο γέρος μοναχός καθάρισε το τραύμα χρησιμοποιώντας μια λεκάνη με νερό, την οποία εμφάνισε ως δια μαγείας. Ο μοναχός χτύπησε τα δάχτυλά του στον Τζέιμι και του έδειξε διάφορα δοχεία σε ένα ράφι. Ταχύτατα, παρασκεύασε μια δύσοσμη αλοιφή. «Έχει κι άλλα τραύματα;» ρώτησε ο μοναχός, καθώς άπλωνε την αλοιφή με σταθερές κινήσεις πάνω στο τραύμα που αιμορραγούσε. «Μόνον αυτό» είπε ο Στίβεν «εκεί όπου χτυπήθηκε με βέλος.» «Έχει ξυπνήσει από τότε;» «Μία φορά, για λίγο, περισσότερο από μία ώρα πριν.» «Ξύπνησε και δεύτερη φορά» είπε η Ίζομπελ, πίσω του. Μέχρι που άκουσε τη φωνή της, ο Στίβεν δεν είχε καταλάβει πως τους είχε ακολουθήσει μέσα. Ήταν ευγνώμων για την παρουσία της. Ένιωθε πιο ήσυχος που την είχε εκεί. «Υπήρχε ένας άντρας τον οποίο δεν είχα δει» είπε με τρέμουλο στη φωνή της. «Ο Λόρδος Φιτζ-Άλαν πέταξε ένα στιλέτο στην καρδιά του.» Ο Στίβεν έπιασε το χέρι της και το έσφιξε. Έπειτα φίλησε τα παγωμένα δάχτυλά της. «Έτσι κάνει ο Γουίλιαμ – ξυπνάει ακριβώς όταν χρειάζεται για να σώσει μια κατάσταση. Είναι ο καλύτερος άνθρωπος που γνωρίζω.»
200
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν άκουσε έναν πνιχτό ήχο πίσω του και σηκώθηκε για να αγκαλιάσει τον Τζέιμι. «Εγώ φταίω που χτυπήθηκε» είπε ο Τζέιμι με τσακισμένη φωνή. «Όχι. Το φταίξιμο είναι δικό μου, όχι δικό σου» είπε ο Στίβεν, νιώθοντας το μεγάλο βάρος της ανίερης πράξης του. «Λυπάμαι τόσο πολύ.» Τα αυτιά του γέρου μοναχού άκουγαν ακόμα καλά. «Ήταν θέλημα Θεού να χτυπηθεί ο άντρας αυτός» είπε, χωρίς να γυρίσει. «Και, με τη βοήθεια του Θεού, θα επιβιώσει.» Επέστρεψε στο σκαμνί του και τέντωσε το λαιμό του για να τους κοιτάξει. «Είστε όλοι μεγάλοι σε ηλικία, έτσι δεν είναι; Θα χρειαστεί χρόνος για να ανακτήσει τις δυνάμεις του, όμως θα θεραπευτεί.» «Θα αναρρώσει;» ρώτησε ο Τζέιμι. «Δεν είναι εκτός κινδύνου, αλλά, ναι, νομίζω πως θα αναρρώσει.» Ο μοναχός έκανε στον Στίβεν και στην Ίζομπελ μια κίνηση για να τους διώξει. «Πάρε τη γυναίκα και άφησε τον νεαρό εδώ, μαζί μου. Χρειάζομαι μόνο δύο χείρες βοηθείας.» Ο Στίβεν έγνεψε καταφατικά, όμως είπε: «Πρώτα θέλω να μιλήσω στον ανιψιό μου.» Καλύτερα να τελείωνε με αυτό. «Ξέρω ότι αυτό που σου είπα σε τάραξε» του είπε, όταν πήγε τον Τζέιμι σε μια μακρινή γωνία του δωματίου. «Όλα έγιναν πριν από πολύ καιρό, όταν η μητέρα σου δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι είσαι εσύ τώρα. Δεν μου πέφτει λόγος να σου τα πω όλα, όμως δεν πέφτει και σ’ εσένα λόγος να την κρίνεις. Έκανε ό,τι χρειαζόταν για να επιβιώσει.» Ο Τζέιμι κράτησε το βλέμμα του στο πάτωμα και τα χείλη του πίεζαν σφιχτά το ένα το άλλο, όμως άκουγε τον Στίβεν. «Ο Γουίλιαμ είναι ο πατέρας σου από τότε που ήσουν τριών χρόνων» του είπε. «Πάντοτε ήξερες ότι δεν μοιράζεστε το ίδιο αίμα, όμως είσαι ο γιος της καρδιάς του.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
201
Ο Τζέιμι έγνεψε καταφατικά και σκούπισε τη μύτη του στο μανίκι του. «Είναι ο καλύτερος πατέρας.» «Και η μητέρα σου;» «Μακάρι να ήταν εδώ» ψιθύρισε ο Τζέιμι. «Όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν πια καμιά σημασία.» Ο Στίβεν πίεσε τον ώμο του Τζέιμι και τον οδήγησε πίσω στο ράντζο, όπου βρισκόταν ο Γουίλιαμ. Υπό τη φροντίδα του γέρου μοναχού, το χρώμα του είχε ήδη βελτιωθεί αρκετά· έμοιαζε σαν να ξεκουραζόταν, ξαπλωμένος αναπαυτικά. «Ο πατέρας σου είναι σε καλά χέρια» του είπε ο Στίβεν. «Θα γίνει μια χαρά – είμαι σίγουρος.» Αυτή τη φορά, όταν ο γέρος μοναχός τούς έκανε σήμα να φύγουν, ο Στίβεν τον ευχαρίστησε για τη φροντίδα του Γουίλιαμ και έφυγε με την Ίζομπελ. Έξω από το αβαείο, βρήκαν τον Τζέφρι να τους περιμένει. Ο ψηλός, διακεκριμένος άντρας μαζί του μπορούσε να είναι μόνον ο ηγούμενος. «Είμαστε ευγνώμονες για τη φιλοξενία σας» είπε ο Στίβεν, αφού τους σύστησε ο Τζέφρι. Ο ηγούμενος πήρε το χέρι του Στίβεν και τον οδήγησε μερικά βήματα πιο κάτω, στο μονοπάτι. «Φυσικά, οι ταξιδιώτες είναι ευπρόσδεκτοι, όμως οι καιροί είναι δύσκολοι» είπε με χαμηλή φωνή και κούνησε το κεφάλι του. «Και είμαστε μικρό αβαείο. Είναι… δύσκολο… για εμάς να στεγάσουμε… τους θηλυκούς επισκέπτες… με άνεση.» Ο Στίβεν υποπτεύθηκε πως ο ηγούμενος δεν ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την άνεση της Ίζομπελ όσο για την ηρεμία των αδελφών του. Η παρουσία μιας όμορφης γυναίκας –και μάλιστα ντυμένης με παντελόνι– μέσα στο μικρό αβαείο θα προκαλούσε αναστάτωση, την οποία ο ηγούμενος δεν ήθελε. «Δεν θα μείνουμε πολύ» τον διαβεβαίωσε ο Στίβεν. «Σκοπεύω να ιππεύσω πίσω στην Καέν, όταν σκοτεινιάσει απόψε, και να επιστρέψω το πρωί με ένα μεγάλο στρατιωτικό άγημα.»
202
MARGARET MALLORY
Ο ηγούμενος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, θορυβημένος. «Έχουμε μόνο δύο μικρούς ξενώνες…» ξεκίνησε να λέει, με παράπονο στη φωνή του. «Εάν είναι ασφαλές το να μετακινηθεί ο αδελφός μου» τον διέκοψε ο Στίβεν «θα αναχωρήσουμε όλοι μέχρι αύριο το μεσημέρι.» Ο ηγούμενος ξεφύσησε με ανακούφιση. «Ένας από τους αδελφούς μας μεγάλωσε στο επόμενο χωριό. Μπορεί να σας οδηγήσει στο πρώτο τμήμα του δρόμου, μέσα στο σκοτάδι.» Ο ηγούμενος ήθελε να φύγουν. «Θα πω να σας φέρουν φαγητό στον ξενώνα» τους είπε. «Είστε πολύ ευγενικός» είπε ο Στίβεν. «Αφού φάμε, ίσως θα μπορούσα να πάω τη Λαίδη Χιουμ έξω, για μια βόλτα.» «Η βόλτα θα ήταν ό,τι καλύτερο για να την ηρεμήσει» είπε ο ηγούμενος, χαρούμενος με την προοπτική να απουσιάζει η Ίζομπελ το απόγευμα. «Υπάρχει ένα όμορφο μονοπάτι που πηγαίνει κατά μήκος του ποταμού και πάνω στον οπωρώνα. Η γη αυτή είναι μέσα στα όρια του τείχους, επομένως είναι ασφαλής.» Ο Στίβεν έφαγε με τον Τζέφρι και την Ίζομπελ, στο μικρό τραπέζι του μικροσκοπικού της ξενώνα. Καθώς έτρωγαν, τη ρώτησε τι έγινε αφότου την άφησε με τον Γουίλιαμ στο δάσος. Το στομάχι του σφίχτηκε καθώς εκείνη του έλεγε. Πόσο κοντά βρέθηκε στο να τους χάσει και τους δύο! Του κοβόταν η ανάσα όταν το σκεφτόταν. Ήλπιζε ότι η Ίζομπελ δεν είχε καταλάβει πως οι άντρες θα τη βίαζαν πρώτα – ευχόταν να μην το γνώριζε και ο ίδιος. Η εικόνα της να βρίσκεται ξαπλωμένη πάνω από το σώμα του Γουίλιαμ, όταν νόμιζε ότι αμφότεροι ήταν νεκροί, καρφώθηκε πυρωμένη στη μνήμη του. Κράτησε το χέρι της, αδιαφορώντας για το τι μπορεί να σκεφτόταν ο αδελφός της. «Μια βόλτα θα μας βοηθήσει να ξεχάσουμε όλα όσα συνέβησαν» της είπε. «Ο ηγούμενος μου είπε ότι υπάρχει ένα
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
203
μονοπάτι που μπορούμε να ακολουθήσουμε, κατά μήκος του ποταμού.» «Εάν πρόκειται να φύγουμε αύριο» τους είπε ο Τζέφρι και σηκώθηκε «θα ήθελα να περάσω τις εναπομείνασες ώρες προσευχόμενος μπροστά στο ιερό σκήνωμα του αβαείου.» Η Ίζομπελ του χαμογέλασε αμυδρά. «Γι’ αυτό ήλθες.» «Όμως, σε παρακαλώ, πήγαινε μια βόλτα την Ίζομπελ» τον προέτρεψε ο Τζέφρι. «Θα της κάνει καλό.» Ο αδελφός της ήταν αφελής μέχρι ανοησίας. Ο Στίβεν ήξερε καλά τι θα συνέβαινε, εάν έφευγαν μόνοι τους το απόγευμα. Ύστερα από την επαφή που είχαν με το θάνατο, αυτή τη φορά κανείς από τους δύο δεν ήταν πιθανό να φανεί ιδιαίτερα προσεκτικός. Ο Στίβεν σηκώθηκε, καθώς ο Τζέφρι κατευθυνόταν στην πόρτα. «Θα προσευχηθώ για την ανάρρωση του Λόρδου ΦιτζΆλαν» είπε ο Τζέφρι. «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Στίβεν. Κοιτάζοντας την Ίζομπελ, πρόσθεσε: «Χρειαζόμαστε όλοι τις προσευχές σου σήμερα.» Καθώς τα βήματα του Τζέφρι ηχούσαν πάνω στο πέτρινο πάτωμα έξω από το δωμάτιο, ο Στίβεν άπλωσε τα χέρια του στην Ίζομπελ. Ήξερε τι ήθελε τώρα. Αν και εκείνη ήταν πρόθυμη, θα την έκανε δική του. Η Ίζομπελ συνάντησε τα μάτια του – δεν προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε. Έπιασε τα χέρια του.
Κεφάλαιο Είκοσι Η Ίζομπελ είδε το ζωώδη πόθο στα μάτια του Στίβεν. Αν αποφάσιζε να τον απορρίψει, έπρεπε να το κάνει τώρα. Του άγγιξε τα χέρια. Σήμερα, δεν την ένοιαζε τι ήταν σωστό ή λάθος, έξυπνο ή ανόητο. Αυτή τη φορά, θα έπαιρνε τον άντρα που ήθελε, όχι αυτόν που έπρεπε. Θα απολάμβανε αυτό το δώρο, χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: κανείς από τους δύο δεν προσποιούνταν για αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Χωρίς να ειπωθεί ούτε μία λέξη, ο Στίβεν πήρε τις μάλλινες κουβέρτες από το κρεβάτι και τις τύλιξε κάτω από το πανωφόρι του. Ακολούθησαν το πέτρινο μονοπάτι που περνούσε πίσω από την κουζίνα. Διασχίζοντας τον κήπο, βρήκαν την πύλη που τους οδήγησε στο δρομάκι δίπλα στο ποτάμι. Ευτυχώς, δεν ήταν η εποχή της συγκομιδής των μήλων, ούτε η ώρα που ψάρευαν για το δείπνο των μοναχών. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί. Όταν πλέον τους έκρυβαν τα δέντρα, ο Στίβεν έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Αυτή αναστέναξε και έγειρε πάνω του. Αισθάνθηκε ότι ήταν τόσο όμορφο το να περπατάει δίπλα του. Έπειτα από τα οδυνηρά γεγονότα που είχαν λάβει χώρα το πρωί, τα πουλιά που κελαηδούσαν και ο ήχος του νερού που έρεε τη γαλήνευαν. Ο ήλιος είχε ήδη βγει και ο καιρός δεν θύμιζε καθόλου την παγωνιά του Μαρτίου στο Νορ-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
205
θάμπερλαντ. Η άνοιξη ερχόταν νωρίς σε αυτά τα μέρη. Τα δέντρα είχαν βγάλει φύλλα και τα λουλούδια είχαν ανθίσει. Μια απροσδόκητη ηρεμία την πλημμύρισε ολόκληρη. Κανείς από τους δύο δεν μίλησε, μέχρι που έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι. «Να συνεχίσουμε να περπατάμε δίπλα στο ποτάμι ή να πάμε στο περιβόλι;» ρώτησε ο Στίβεν, δείχνοντας πρώτα προς τη μία και μετά προς την άλλη κατεύθυνση. Χαμογέλασε, ανασηκώνοντας μόνο τη μία άκρη των χειλιών του, και ήταν τόσο όμορφος που η Ίζομπελ, ενστικτωδώς, έφερε το χέρι της στο πρόσωπό του. Με το που τα δάχτυλά της ακούμπησαν το αξύριστο δέρμα του, σταμάτησε να χαμογελάει. Τα μάτια του σκοτείνιασαν, στέλνοντας κύματα πάθους σε όλο της το κορμί, ώστε σχεδόν μούδιασαν τα δάχτυλά της. «Έλα» της είπε και την τράβηξε από το χέρι προς το δρομάκι που οδηγούσε στο περιβόλι. Συνέχισαν να περπατούν, πιο βιαστικά τώρα. Την ώρα που το μονοπάτι απομακρυνόταν πάνω στο λόφο, αυτοί περνούσαν δίπλα από τους θάμνους, κοντά στο ποτάμι. Άρχισαν να διασχίζουν ένα χωράφι όπου σύντομα θα καλλιεργούνταν σίκαλη ή σιτάρι. Πέρα από το χωράφι βρισκόταν το περιβόλι. Ένα παλιό μποστάνι τα χώριζε, με μια ξύλινη πορτούλα να κρέμεται μισάνοιχτη. «Είναι τόσο όμορφο αυτό το μέρος» είπε η Ίζομπελ, κοιτάζοντας γύρω της. «Ποιος θα μπορούσε να το εγκαταλείψει έτσι;» «Μάλλον δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά» απάντησε ο Στίβεν, προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα, «όταν ο λόρδος της περιοχής παραχώρησε τη γη στους μοναχούς.» Όταν η Ίζομπελ μπήκε στο μποστάνι, κατάλαβε ότι τελικά δεν το είχαν παρατήσει πριν από πολύ καιρό: οι αραιές τρύπες της αχυροσκεπής άφηναν το ήλιο να μπει μέσα, αλλά οι τοίχοι δεν είχαν αρχίσει ακόμη να καταρρέουν·
206
MARGARET MALLORY
βουνά από φύλλα είχαν συγκεντρωθεί στις γωνίες του από τον αέρα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πολύ δυνατά, καθώς έβλεπε τον Στίβεν να καθαρίζει ένα κομμάτι γης με την μπότα του και έπειτα να απλώνει κάτω την κουβέρτα. Συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή, και ξαφνικά άρχισε να τρέμει ολόκληρη. Ο Στίβεν γύρισε προς το μέρος της και πήρε τα χέρια του στα δικά της. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε με ήρεμη φωνή. «Μπορούμε να επιστρέψουμε πίσω, αν θέλεις.» «Θέλω να μείνω.» Αυτός ήταν ο Στίβεν: μαζί του, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι την είχε αποπλανήσει παρά τη θέλησή της. Είδε το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του να ανεβοκατεβαίνει, καθώς κατάπινε. Της έβγαλε ένα κομμάτι άχυρο από το πρόσωπό της. Τα μάτια του ακολούθησαν την πορεία του χεριού του. «Δεν θέλω μετά να έχεις τύψεις για αυτό.» «Δεν πρόκειται.» Όμως, καθώς αυτή η δήλωσή της δεν φαινόταν να τον ηρεμεί, πρόσθεσε: «Αν πέθαινα σήμερα…» Πέρασε τη γλώσσα της πάνω από τα ξεραμένα χείλη της και άρχισε να μιλάει ξανά: «…θα είχα τύψεις, αν δεν μάθαινα ποτέ πώς θα ήταν με έναν άντρα ο οποίος θέλω να με αγγίξει.» Με κανέναν άλλον άντρα δεν θα μπορούσε να υπάρξει τόσο τολμηρή. Όμως, με κάποιον τρόπο, ήξερε πως ο Στίβεν ούτε θα την επέκρινε ούτε θα την έκανε να νιώσει άσχημα για αυτό. Καθώς ο Στίβεν συνέχιζε να μην κάνει καμία κίνηση, αυτή σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και ακούμπησε με τα χείλη της τα δικά του. Τα χείλη του ήταν τόσο ζεστά και απαλά, το φιλί τους αφόρητα γλυκό. Όταν κατέβασε τα πόδια της, αυτός κράτησε το πρόσωπό
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
207
της στα χέρια του και χάιδεψε με τον αντίχειρά του το μάγουλό της. «Να μου το πεις αν αλλάξεις γνώμη.» Άραγε, δεν την ήθελε όσο τον ήθελε εκείνη; «Όμως, παρακαλώ τον Θεό να μην το κάνεις» της είπε, προτού προλάβει να την πλημμυρίσει με ανησυχία αυτό το ερώτημα. Τα βλέμματά τους χάθηκαν το ένα μέσα στο άλλο, καθώς ο Στίβεν έπεσε στα γόνατά του και την ξάπλωσε στο πρόχειρο στρώμα. Τη στιγμή που το στόμα του συνάντησε το δικό της, αυτή αισθάνθηκε σαν να βυθιζόταν ακόμα προς τα πίσω. Το φιλί τους ήταν ζεστό και βαθύ, οι γλώσσες τους κινήθηκαν η μία πάνω στην άλλη. Εκείνος απομακρύνθηκε από τα χείλη της και άρχισε να τη φιλάει παντού στο πρόσωπο. Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από το στήθος της, καθώς παραδόθηκε στα φιλιά του. Συνέχισε να τη φιλάει γύρω από το σαγόνι της και πίσω από το αυτί της. Καθώς άρχισε να κατεβαίνει προς το λαιμό της, έλυσε το πανωφόρι της και το έσπρωξε πίσω από τους ώμους της. «Μου αρέσει αυτό το σημείο, ακριβώς εδώ» της είπε και κύλησε τη γλώσσα του στις λακκούβες που σχηματίζονταν στη βάση του λαιμού της. Η Ίζομπελ είχε ξεχάσει ότι φορούσε τα ρούχα του αδελφού της, μέχρι που ένιωσε την καυτή ανάσα του Στίβεν πάνω από το ύφασμα που την κάλυπτε μέχρι το λαιμό. Θέλοντας να νιώσει το στόμα του πάνω στο δέρμα της, προσπάθησε να βγάλει το χιτώνα και το πουκάμισο. «Άσε εμένα να το κάνω» της είπε, τραβώντας της τα χέρια. «Σε παρακαλώ.» Χαμογελώντας, σηκώθηκε στα γόνατά του, άνοιξε το πανωφόρι του και το πέταξε στη γωνία. Ανέβασε το χιτώνα της και άρχισε να τραβάει την πουκαμίσα έξω από το παντελόνι της, αργά αργά. Πρώτα χάιδεψε το δέρμα της το απαλό λινό ύφασμα, και μετά ο δροσερός αέρας.
208
MARGARET MALLORY
Δεν περίμενε ποτέ ότι θα της άρεσε τόσο πολύ να ακουμπούν τα χείλη του, η γλώσσα του, τα λυτά μαλλιά του στη γυμνή κοιλιά της. Άρχισε αργά να ανεβαίνει προς τα πάνω, γυμνώνοντας όλο και περισσότερο το κορμί της, και αυτή αισθάνθηκε ένα σφίξιμο χαμηλά, βαθιά μέσα της. Ω, Θεέ μου. Άρχισε να τρέμει, καθώς ξυπνούσαν όλες οι αισθήσεις της. Όταν αυτός σταμάτησε απότομα και σκέπασε πάλι την κοιλιά της με την πουκαμίσα, άνοιξε απότομα τα μάτια της. Ο Στίβεν στηριζόταν από πάνω της, και το βλέμμα του έδειχνε ανήσυχο. «Κρυώνεις.» «Όχι, δεν κρυώνω» του απάντησε. Ένιωσε άγριο το μπροκάρ του χιτώνα του, αρπάζοντάς το για να τον τραβήξει και πάλι κάτω. Παρά το βαθύ, αργόσυρτο φιλί που του έδωσε, αυτός δεν μετακινήθηκε. «Θέλω να σε νιώσω πάνω μου» του ψιθύρισε. «Αχ, Ίζομπελ» της είπε, γλιστρώντας στο πλάι της και κρύβοντας το πρόσωπό του στο λαιμό της, «θα με καταστρέψεις.» Την κράτησε σφιχτά πάνω του, έτσι ώστε να μπορεί να αισθανθεί τη ζεστασιά ολόκληρου του κορμιού της. Αυτή πίεσε το πρόσωπό της στο σώμα του, ακυρώνοντας τις μυρωδιές από τα σάπια μήλα και τα μουχλιασμένα άχυρα. Ήθελε να αναπνέει μόνο το άρωμά του –άρωμα αλόγου και καθαρού ιδρώτα–, αναμεμιγμένο με τις μυρωδιές μαλλιού και δέρματος. Και ο Στίβεν… …Αυτή τη φορά, όταν τη φίλησε, δεν τραβήχτηκε πίσω. Αμφότεροι ένιωσαν μια έκρηξη πάθους. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και πίεσε το κορμί της πάνω του τόσο σφιχτά, ώστε ούτε ένα κομμάτι από το γρασίδι δεν θα μπορούσε να χωρέσει ανάμεσά τους. Κι όμως, δεν αισθανόταν ότι τον άγγιζε αρκετά. Όταν κυλίστηκε πάνω της, η Ίζομπελ ένιωσε τόσο όμορφα που απομάκρυνε το κεφάλι της για να του το πει. Προτού προλάβει να σχηματίσει τις λέξεις, αυτός γλίστρησε προς το κάτω μέρος του κορμιού της, φιλώντας την πάνω από τα ρού-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
209
χα, μέχρι που έφτασε στο γυμνό της δέρμα. Ένιωσε, όπως και πριν, τόσο υπέροχα με την αίσθηση του στόματός του στην κοιλιά της. Καθώς άρχισε να ανεβαίνει εκ νέου προς τα πάνω, αυτή αναστέναξε: «Αυτή τη φορά, μη σταματήσεις.» Αυτός άρχισε να κινείται τόσο αργά, που τα στήθη της είχαν αρχίσει να φλέγονται για το άγγιγμά του. Μην ξέροντας ακριβώς τι κάνει, άρχισε να τα χαϊδεύει μόνη της. Άκουσε τον Στίβεν να βογκάει και ένιωσε τα μεγάλα, ζεστά χέρια του πάνω από τα δικά της. «Χριστέ μου, Ίζομπελ» της ψιθύρισε «πώς περιμένεις να το πάω αργά, όταν κάνεις κάτι τέτοιο;» «Πρέπει να το πας αργά;» Έβγαλε έναν μισοπνιγμένο ήχο και της σήκωσε το χέρι, ακουμπώντας το στόμα του στην παλάμη της. Άρχισε να σχηματίζει κύκλους με τη γλώσσα του, και αυτή ένιωσε στο άλλο χέρι της τη ρώγα της να σκληραίνει κάτω από το ύφασμα. Αναστέναξε βαθιά, την ώρα που εκείνος έφερε το χέρι του κάτω από το άλλο στήθος της. Ένα «Μμμμμμ» βγήκε από μέσα της, καθώς ο Στίβεν έφερε τη γλώσσα του στο σημείο όπου μόλις είχε ακουμπήσει το χέρι του. Λύγισε την πλάτη της, σηκώνοντας τα στήθη της προς το μέρος του. «Ναι» αναστέναξε, καθώς το άλλο του χέρι γλίστρησε μέσα από την πουκαμίσα της. «Ναι» αναστέναξε ξανά, όταν επιτέλους βρήκε το στήθος της. Το άγριο δέρμα του αντίχειρά του στη ρώγα της την πλημμύρισε με ρίγη ηδονής μέχρι κάτω, πολύ βαθιά. Ήθελε να τον ενθαρρύνει κι άλλο. Όμως, την ίδια στιγμή, αυτός άρπαξε τη ρώγα της με τα δάχτυλά του και οι ήχοι που βγήκαν από το στόμα της δεν θύμιζαν πια λέξεις. Η Ίζομπελ ένιωσε την υγρασία από το στόμα του στην άλλη ρώγα της, και αμέσως στροβιλίστηκε στη δίνη της ηδονής. Πώς γνώριζε πού ήθελε να την αγγίξει, προτού το απο-
210
MARGARET MALLORY
φασίσει αυτή η ίδια; Όσο περισσότερο την άγγιζε, τόσο πιο πολύ τον ήθελε. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να είναι έτσι. Ο Στίβεν τη σήκωσε για να καθίσει, και ακούμπησαν ο ένας τον άλλον, αναπνέοντας βαριά. «Στίβεν, αυτό ήταν…» Προσπάθησε να βρει τις λέξεις για να το περιγράψει, αλλά δεν μπορούσε. «Μπορούμε να το βγάλουμε αυτό;» τη ρώτησε, κρατώντας την άκρη του χιτώνα της. «Εσύ πρώτος» εξεπλάγη και η ίδια με τα λόγια της. Το τεράστιο χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του και τα μάτια του που έλαμψαν ήταν η ανταμοιβή της. Προτού το καταλάβει, πέταξε από πάνω του το χιτώνα του και το πουκάμισό του με μια γρήγορη κίνηση και κάθισε απέναντί της, γυμνός από τη μέση και πάνω. Αυτή αναστέναξε ρυθμικά, καθώς το βλέμμα της κινήθηκε παντού στους δυνατούς μυς του στήθους του. Πόσες άλλες γυναίκες τον είχαν κοιτάξει έτσι και τον είχαν βρει τόσο όμορφο, ώστε ένιωθαν να πονάνε; Δεν θα επέτρεπε, όμως, στον εαυτό της να σκεφτεί αυτές τις άλλες γυναίκες τώρα. Σήμερα, ήταν μόνο δικός της. Τέντωσε τα χέρια της για να αγγίξει το στήθος του με τρόπο κτητικό, και ένιωσε τις άγριες τρίχες του πάνω στους δυνατούς μυς και στο καυτό του δέρμα· είχε μαύρες και σγουρές καστανές τρίχες στο στέρνο του, μπλεγμένες μεταξύ τους. Το χέρι της ακολούθησε την πορεία τους μέχρι κάτω, στην επίπεδη κοιλιά του. Θα άρεσε και σ’ αυτόν, όσο και στην ίδια, να τον φιλήσει εκεί κάτω; Όταν κατέβασε το κεφάλι της για να το δοκιμάσει, εκείνος την άρπαξε από τους ώμους και την ξαναέφερε στο στήθος του. Η Ίζομπελ νόμιζε πως είχε κάνει κάτι λάθος – μέχρι που αυτός άρχισε να τη φιλάει σαν τρελός. «Τώρα, τα ρούχα σου. Βγάλ’ τα – όλα» της είπε λαχανιασμένος στο αυτί. «Θέλω να σε νιώσω γυμνή πάνω μου.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
211
Η Ίζομπελ σήκωσε τα χέρια της χωρίς να προβάλει καμία αντίρρηση και αυτός της έβγαλε την πουκαμίσα και το χιτώνα. «Θεέ μου, είσαι τόσο όμορφη.» Κάπου, στο πίσω μέρος του μυαλού της, εκείνη αναρωτήθηκε πώς ένας άντρας, ο οποίος έχει δει τόσα γυναικεία στήθη, είναι δυνατόν να δείχνει εντυπωσιασμένος. Όταν όμως σήκωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της, εκείνος έμοιαζε να το εννοούσε. Ό,τι κι αν πίστευε αργότερα, αυτή τη στιγμή δεν ήθελε καμία άλλη – μόνον αυτή. Κι αυτό τής ήταν αρκετό. Όταν ο Στίβεν την αγκάλιασε ξανά, τότε το κατάλαβε. Τα δέρματά τους έπρεπε να ακουμπούν διαρκώς το ένα το άλλο. Αισθανόταν τόσο υπέροχα με το στέρνο του να ακουμπάει πάνω στα γυμνά στήθη της, ώστε έπρεπε να κλείσει τα μάτια της για μπορέσει να το αντέξει. Το φιλί που της έδωσε ήταν ταυτόχρονα τόσο τρυφερό και τόσο ανυπόμονο, που αισθάνθηκε σαν να της πίεζε την καρδιά με τα χέρια του. Στίβεν, Στίβεν, Στίβεν. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να τη φιλήσει έτσι – ήταν σίγουρη. Ένα κύμα πόθου την πλημμύρισε και άρχισε να τρίβεται πάνω του, σαν γάτα. Χωρίς να πάρει το στόμα του από το δικό της, ο Στίβεν την έριξε προς τα πίσω, μέχρι που ένιωσε την τραχιά μάλλινη κουβέρτα στην πλάτη της. Άρχισε να τον χαϊδεύει παντού, απολαμβάνοντας την αίσθηση του δέρματός του και τους σφιχτούς μυς του. Της φίλησε το λαιμό, κι έπειτα κατευθύνθηκε προς τα στήθη της· άρχισε να ρουφάει πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Η ηδονή την πλημμύρισε ολόκληρη και ανασήκωσε το κορμί της προς το μέρος του, χωρίς να ξέρει και η ίδια για ποιο πράγμα τον εκλιπαρούσε. Όταν αυτός άρχισε να ανοίγει το πάνω μέρος του παντελονιού της, αυτή ένιωσε έναν στιγμιαίο πανικό. Αυτό που θα γινόταν ήταν αμαρτία. Τουλάχιστον, δεν θα αθετούσε κά-
212
MARGARET MALLORY
ποιον όρκο ανάμεσα σε αυτό το σύντομο διάλειμμα μεταξύ των γάμων. Από την άλλη, ήταν πιθανό να έμενε έγκυος από τον Στίβεν. Αλλά πόσο εύκολο ήταν να γίνει κάτι τέτοιο μόνο με μία φορά; Δεν είχε συλλάβει τόσα χρόνια που ήταν παντρεμένη. Άρα, το ρίσκο ήταν μικρό. Σε κάθε περίπτωση, σύντομα θα ήταν παντρεμένη ξανά. Ο Στίβεν πέρασε τη γλώσσα του πάνω από την κοιλιά της, σβήνοντας όλες τις σκέψεις και τους φόβους από το μυαλό της. Σήμερα, θα ζούσε τη χαρά του ριψοκίνδυνου πάθους, που δεν είχε βιώσει τόσα χρόνια. Η Ίζομπελ σήκωσε τους γοφούς της για να τον βοηθήσει να της βγάλει το παντελόνι· της τράβηξε το ένα μπατζάκι και, προτού τραβήξει το άλλο, έκανε μια παύση για να φιλήσει πρώτα το μηρό της, μετά το γόνατο, έπειτα τη γάμπα. Ρούφηξε το δάχτυλο του ποδιού της, την ώρα που το χέρι του ανέβαινε αργά στο εσωτερικό του μηρού της. Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Την είχε ξεγυμνώσει πια, εντελώς. Έβλεπε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει, καθώς την κοίταζε παντού. Ο τρόπος με τον οποίο έδειχνε να τη μελετάει ολόκληρη την έκανε να καρδιοχτυπάει τόσο δυνατά, ώστε ένιωθε σαν να άκουγε τους παλμούς της. Όταν άρχισε πάλι να ριγεί, ο Στίβεν ξάπλωσε δίπλα της και έριξε την άλλη κουβέρτα πάνω τους. «Είσαι αρκετά ζεστά, γλυκιά μου;» τη ρώτησε και φίλησε τον ώμο της. Εκείνη του έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε να αφεθεί στην αίσθηση των τραχιών δαχτύλων του, που ανεβοκατέβαιναν στο κορμί της, προσπαθώντας να μη σκέφτεται πόσο εύκολο του ήταν να ξεστομίζει λέξεις, όπως «γλυκιά μου» και «αγάπη μου». «Τι συμβαίνει, Ίζομπελ;» Ήταν όλα τόσο όμορφα, που δεν ήθελε να τα καταστρέ-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
213
ψει. Έβαλε το χέρι της στον ώμο του και κοίταξε βαθιά μέσα στα ανήσυχα καστανά μάτια του. «Απλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ήταν τόσο όμορφα» του είπε, και αμέσως ένιωσε τους μυς του να χαλαρώνουν ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τρίφτηκε στο λαιμό της και άρχισε να παίζει με το λοβό του αυτιού της. Αλλά εκείνη δεν ήθελε κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. Πήρε το χέρι του από το πλάι, το έβαλε στο στήθος της και άρχισε να τον φιλάει με πάθος. Η παιχνιδιάρικη διάθεσή του εξαφανίστηκε. Άρχισε να τη φιλάει και αυτός, με την ίδια μανία. Άρπαξε το γοφό της με έναν τρόπο άγριο και κτητικό, που την τρέλανε. Όταν γλίστρησε το άλλο του χέρι στο εσωτερικό μέρος του μηρού της, ολόκληρο το σώμα της πλημμύρισε με ανυπομονησία. Ήταν πλέον βέβαιο: σύντομα θα πραγματοποιούσαν την αμαρτία. Η σκέψη ότι θα τον είχε μέσα της την έκανε να νιώσει σπασμούς, ακόμα και πριν αυτός βάλει τα δάχτυλά του στη σχισμή της. Με το που την άγγιξε, τα δάχτυλά του άρχισαν να κινούνται με τρόπο μαγικό. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε, με κομμένη την ανάσα. «Εάν δεν ξέρεις, τότε ο άντρας σου πραγματικά ήταν γουρούνι» της είπε χαμηλόφωνα. «Θέλεις να σταματήσω;» Από τον ανάλαφρο τόνο στη φωνή του, ήταν φανερό πως ήταν σίγουρος για την απάντησή της. «Μα… μα…» προσπάθησε εκείνη να μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε να συγκροτήσει τις σκέψεις της. «Εγώ ποτέ… Αυτό είναι πράγματι τόσο… τόσο… τόσο πολύ…» Έτριψε το πίσω μέρος της παλάμης της στους σκληρούς του κοιλιακούς. Όταν άρχισε να τρίβει και το άγριο ύφασμα του παντελονιού του, του άρπαξε τον πήχη. «Δεν θα βγάλεις κι εσύ το παντελόνι σου;» «Τι είναι αυτό που θέλεις, Ίζομπελ;» Η φωνή του ήταν τρυφερή, αλλά έκρυβε μια ελαφριά ένταση.
214
MARGARET MALLORY
«Εγώ… εγώ…» Σταμάτησε να μιλάει· ένιωθε αμήχανα για αυτό που ήθελε να πει. «Πρέπει να αισθάνεσαι άνετα για να μου πεις το οτιδήποτε, αγάπη μου» της είπε, αγγίζοντας το μάγουλό της. «Ειδικά όταν είμαστε στο κρεβάτι.» Αν πραγματικά θα είχε μόνον αυτή την ευκαιρία μαζί του, ήθελε να γίνουν όλα σωστά. Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί, αλλά δεν άντεχε στη σκέψη ότι αυτός απλά θα το έβγαζε από το παντελόνι του για να την πάρει. Παρόλο που ένιωσε να κοκκινίζει ολόκληρη, του το είπε: «Θέλω να είσαι κι εσύ γυμνός, όπως εγώ, όταν θα γίνουμε ένα.» «Μπορώ να σε κάνω να τελειώσεις, γλυκιά μου, χωρίς να βάλω το πέος μου μέσα σου.» Η ωμή ευθύτητα του λόγου του την ξάφνιασε. Στο μυαλό της είχαν κολλήσει οι φράσεις «να τελειώσεις» και «το πέος μου μέσα σου». «Για να μην πάρουμε το ρίσκο να μείνεις έγκυος, καλύτερα να μη βγάλω το παντελόνι μου.» Χάιδεψε το πρόσωπό της και είπε: «Πίστεψέ με, θα είναι πολύ πιο δύσκολο να σταματήσουμε, αν το βγάλω.» Κοίταξε μέσα στα τρυφερά καστανά μάτια του και άκουσε τον εαυτό της να ρωτάει: «Πρέπει να σταματήσουμε;» Αυτός ξερόβηξε και μετά είπε με μισοπνιγμένη φωνή: «Θέλω να είσαι σίγουρη. Είναι πολύ σοβαρό αυτό που συζητάμε.» Απ’ ό,τι είχε ακούσει γι’ αυτόν, αυτό ήταν ένα δίλημμα στο οποίο βρισκόταν πολύ συχνά. «Δεν το θέλεις;» Τα μάτια του έλαμψαν, και έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο. «Ω, ναι, το θέλω, χωρίς καμία αμφιβολία» της είπε. «Η αλήθεια είναι πως το μόνο που σκέφτομαι είναι να μπω μέσα σου.» Τα λόγια του την πλημμύρισαν με χαρά. «Το μόνο που μπορώ να κάνω» της είπε, χαϊδεύοντας το πάνω χείλος της με το δάχτυλό του, «είναι να συγκρατηθώ,
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
215
για να μη χρησιμοποιήσω όποιον τρόπο μπορώ για να σε πείσω.» Σχεδόν ψιθυριστά, τον ρώτησε: «Τι τρόπους θα χρησιμοποιούσες;» «Όχι αυτούς που θα μπορούσες να ακούσεις με τα αυτιά σου.» Της χάρισε ένα από αυτά τα διαβολικά χαμόγελα που έκαναν την καρδιά της να σταματάει. Έπειτα τη φίλησε σαν τρελός. Όταν της έβαλε το χέρι στο ζωνάρι του παντελονιού του, αυτή τινάχτηκε, καθώς τα δάχτυλά της ένιωσαν τη στύση του πάνω από το ύφασμα· την έτριψε με την παλάμη της, πάνω-κάτω, κάνοντάς τον να βογκήξει από το βάθος του λαιμού του. «Θα με κάνεις να τελειώσω σαν έφηβος» της είπε, πιάνοντας τον καρπό της. Αυτή χαμογέλασε, ευχαριστημένη από την απόγνωση που διέκρινε στη φωνή του. «Είπες ότι θα βγάλεις το παντελόνι σου.» Ο Στίβεν σηκώθηκε στο πλάι. Έπειτα από μερικές γρήγορες κινήσεις, έβγαλε το χέρι του κάτω από την κουβέρτα, κρατώντας το παντελόνι, και το πέταξε στην άλλη άκρη. Αυτή τη φορά, όταν πήρε την Ίζομπελ στην αγκαλιά του και τη φίλησε, ήταν εντελώς γυμνός πάνω της. Και, πραγματικά, αισθανόταν υπέροχα! Η αίσθηση της στύσης του, που τριβόταν στην κοιλιά της, την αναστάτωσε ολόκληρη. Του δάγκωσε ελαφρά τον ώμο, καθώς τα χέρια της μετακινήθηκαν χαμηλά στην πλάτη του και μετά πάνω στους σφιχτούς, στρογγυλούς μυς των γλουτών του. Το χέρι του γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια της. Καθώς τα δάχτυλά του έκαναν κύκλους πάνω της, της έπνιξε τα βογκητά κλείνοντας το στόμα της με βαθιά, υγρά φιλιά. Η ανάσα του ήταν καυτή στο αυτί της. «Πώς το νιώθεις αυτό;» «Εγώ… εγώ…» Τι τη ρωτούσε; Αυτή δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτε άλλο, παρά μόνο σε αυτό που της έκανε με το χέρι του. «Μη σταματήσεις. Σε παρακαλώ.»
216
MARGARET MALLORY
«Δεν πρόκειται» της είπε με βραχνή φωνή «όχι, μέχρι να φωνάξεις το όνομά μου από την ηδονή.» Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτή η αίσθηση που φούντωνε μέσα της. «Εμπιστέψου με.» Τον εμπιστευόταν. Ναι. Χαμήλωσε το στόμα του για να ρουφήξει τη θηλή της, ενώ το χέρι του δεν σταματούσε. Η ένταση όλο και μεγάλωνε μέσα της. Μπορούσε να νιώσει ότι και γι’ αυτόν ήταν το ίδιο· το αισθανόταν στους μυς του, που σφίγγονταν, στην παλλόμενη στύση του πάνω στο μηρό της, στη θέρμη που έβγαζε το δέρμα του. Καθώς της ρούφηξε το στήθος ακόμα πιο δυνατά, πίεσε τη σχισμή της κι άλλο πάνω στο χέρι του. Το σώμα της τον ήθελε όλο και περισσότερο. Ένιωσε ότι δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, και το σώμα της άρχισε να βγάζει σπασμούς ηδονής που την τράνταξαν μέχρι βαθιά μέσα της. Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου! Έπειτα ένιωσε τα άκρα της αδύναμα και άτονα. Ο Στίβεν ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της· η καρδιά του χτυπούσε άγρια πάνω στην κοιλιά της. Με μεγάλη προσπάθεια, η Ίζομπελ σήκωσε το χέρι της και έμπλεξε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του. Ένιωσε κάτι να την πιέζει μέσα της, όταν αισθάνθηκε τη σκληρή του στύση στο πόδι της. Το κεφάλι του έπεσε βαρύ στο στήθος της και τη γύρισε προς το μέρος του για βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο. «Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά έτσι» του είπε. Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και της έδωσε ένα αργό και βαθύ φιλί. Έβαλε το πόδι του γύρω της, και αυτή άρχισε να χαϊδεύει τους σφιχτούς μυς του μηρού και του γλουτού του. Ήθελε να τον αγγίξει. Όταν κατέβασε το χέρι της χαμηλά και χάιδεψε με το δάχτυλό της όλη τη στύση του, αυτός αναστέναξε κοφτά.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
217
«Μπορείς;» τη ρώτησε με πνιγμένη φωνή. Τύλιξε το χέρι της γύρω από τη στύση του και άρχισε να το κινεί μαζί με το δικό του, για να της δείξει τι ήθελε. Ακόμη και αυτή κατάλαβε τι θα γινόταν. Σταμάτησε να κουνάει το χέρι της. «Είπες πως ήθελες να μπεις μέσα μου.» Ο Στίβεν τραβήχτηκε πίσω και την κοίταξε καταπρόσωπο. «Πρέπει να δοθείς μόνο στον άντρα σου.» Έκανε μια παύση, και μετά τη ρώτησε: «Γιατί διάλεξες εμένα, Ίζομπελ; Γιατί εμένα;» Γιατί ήταν τόσο σημαντικός ο λόγος γι’ αυτόν; «Έχω ήδη αμαρτήσει. Θέλω να το ζήσω όλο αυτό» του είπε εκείνη. Αυτή ήταν εν μέρει η αλήθεια, αλλά δεν ήταν ολόκληρη. Ήταν απογοήτευση αυτό που φαινόταν στα μάτια του; Στενοχώρια; Τι περίμενε να του πει; Ότι ήξερε πως κανένας άλλος άντρας δεν θα μπορούσε να την κάνει να αισθανθεί έτσι; «Είσαι ο μόνος με τον οποίο θα έκανα κάτι τέτοιο.» Η υπερηφάνειά της δεν θα της επέτρεπε να ομολογήσει τίποτε περισσότερο από αυτό. «Είσαι ο μόνος που θέλω.» Αβέβαιη, φίλησε το μάγουλό του και οδήγησε το χέρι του εκεί όπου την είχε αγγίξει προηγουμένως. Αναρωτήθηκε αν θα τραβούσε το χέρι του μακριά, όταν θα έβλεπε πόσο υγρή ήταν. Αντιθέτως, αυτός βόγκηξε με έναν τρόπο που υποδήλωνε σχεδόν οδυνηρή ηδονή. Αμέσως μετά, χάθηκε στα φιλιά του, στα χάδια του, στην καυτή ζέστη ανάμεσά τους. Ούτε που κατάλαβε πότε τη γύρισε μπρούμυτα. Όταν ένιωσε την άκρη της στύσης του στη σχισμή της, το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί ήταν επιτέλους, επιτέλους, επιτέλους. Ίσως και να ψιθύρισε τις λέξεις αυτές. Μπήκε ολόκληρος μέσα της και κόπηκε η ανάσα και των δύο. Τύλιξε σφιχτά τα χέρια και τα πόδια της γύρω του. Εκείνη κόλλησε πάνω του, καθώς αυτός άρχισε να κινείται, αργά στην αρχή και μετά πιο γρήγορα.
218
MARGARET MALLORY
«Συγγνώμη. Δεν μπορώ… να κρατηθώ για πολύ… αυτή τη φορά» της είπε ασθμαίνοντας. «Δεν… μπορώ.» Συνέχισε να μπαίνει άγρια μέσα της, πιο γρήγορα και πιο δυνατά κάθε φορά. Πιο δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά, τον ενθάρρυνε αυτή. Μια έκρηξη απόλαυσης την πλημμύρισε, ακόμα πιο δυνατή από την προηγούμενη, και ούρλιαξε. Ο Στίβεν προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά της, αλλά αυτή γαντζώθηκε πάνω του με όλη της τη δύναμη, αρνούμενη να τον αφήσει. Μπήκε πάλι βαθιά μέσα της και αυτή άρχισε να φωνάζει με δάκρυα το όνομά του, ξανά και ξανά. Φώναξε μαζί της, τη στιγμή που άδειασε το σπέρμα του μέσα της. Όταν στη συνέχεια ξάπλωσε στην αγκαλιά της, αυτή τον κράτησε σφιχτά, επαναλαμβάνοντας το όνομά του ξανά και ξανά, φιλώντας το πρόσωπο και τα μαλλιά του. «Χριστέ μου» είπε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Κύλησε στο πλάι, τραβώντας την μαζί του. Αυτή έχωσε το κεφάλι της κάτω από το πιγούνι του. Με φωνή που αργόσβηνε, της είπε: «Ίζομπελ, αγάπη μου, αγάπη…» Άκουσε την ανάσα του να γίνεται ρυθμική. Ήταν δυνατόν να τον έχει πάρει ο ύπνος; Ούτε ένα μεγάλο αγριογούρουνο δεν θα μπορούσε να την κάνει να μετακινηθεί, και ήταν πλημμυρισμένη με τόσα πολλά συναισθήματα για να αποκοιμηθεί. Χίλιες ερωτήσεις άρχισαν να ξεπετάγονται στο μυαλό της, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί μεταξύ τους, και πολύ περισσότερο στην ίδια. Ακούμπησε πίσω, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι αυτός είχε κοιμηθεί, για να τον χαζέψει με την άνεσή της. Μια αχτίδα φωτός έπεφτε στα μαλλιά του, που, αντί για καστανά, τώρα φαίνονταν να έχουν παντού κόκκινες και χρυσές ανταύγειες. Το πρόσωπό του φαινόταν σχεδόν τέλειο· της άρεσαν τα ίσια σκούρα φρύδια του, το δυνατό σαγόνι του και τα ζυγωματικά του, η ίσια μύτη του, η λάμψη στο μούσι του, που έδειχνε ότι ήταν αξύριστος για μία μέρα· το γενναιόδωρο
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
219
στόμα του. Ακόμη και όταν κοιμόταν, οι γωνίες του φαίνονταν σαν να ανασηκώνονταν ελαφρά. Αισθάνθηκε μια απεριόριστη τρυφερότητα για αυτόν. Ήταν απλά ευγνωμοσύνη για την απροσδόκητη ηδονή που της χάρισε; Ήταν κάτι άλλο; Κάτι περισσότερο; Παραμέρισε μια τούφα από τα μαλλιά του και αναστέναξε. Τι σημασία είχε; Θυμήθηκε τα τελευταία λόγια που της είχε πει η μητέρα της: Εμείς οι γυναίκες είμαστε γεννημένες για να υποφέρουμε. Ναι, θα υπέφερε για όλο αυτό. Όμως, δεν θα το μετάνιωνε. *** Ο Στίβεν δεν άνοιγε τα μάτια του, γιατί δεν ήθελε να ξυπνήσει και να δει ότι ήταν όλα ένα όνειρο. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του: όχι, δεν ήταν δυνατόν να είναι όνειρο. Πάντοτε ήξερε πως η Ίζομπελ έκρυβε πάθος κάτω από αυτό το σοβαρό παρουσιαστικό, και, μα τω Θεώ, ήταν πολύ τυχερός που το έζησε. Όμως, όφειλε να αποδεχτεί ένα πράγμα: δεν έπρεπε σαν ανόητος να περιμένει από αυτήν βαθιά αγάπη. Δεν του είχε μιλήσει καν για συμπάθεια. Απλά, λοιπόν, τον ποθούσε; Σίγουρα, κάτι τέτοιο από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για μια γυναίκα σαν αυτήν, ώστε να περάσει τα όρια και να δοθεί σε κάποιον. Ακόμη και στο τέλος, είχε προσπαθήσει να τραβηχτεί έξω, σε περίπτωση που εκείνη άλλαζε γνώμη και τελικά δεν παντρευόταν. Μόνον ο Θεός ήξερε πόσο δύσκολο ήταν! Και σίγουρα κι αυτή θα καταλάβαινε το γιατί. Όμως, η απάντησή της ήταν σαφής: έδεσε τα πόδια της γύρω του, σαν μέγγενη. Ήταν σαν να βρισκόταν στον Παράδεισο. Τόσοι πολλοί άντρες θα μπορούσαν να της χαρίσουν ηδονή, άρα κάποιος λόγος παραπάνω θα υπήρχε για να δια-
220
MARGARET MALLORY
λέξει αυτόν. Ο μοναδικός άλλος άντρας με τον οποίο είχε πάει ήταν ο ηλικιωμένος τέως σύζυγός της, και ήταν πιθανόν να μην ήξερε πολλά για το θέμα. Και ούτε θα μάθαινε στο μέλλον. Κανένας άλλος, εκτός από τον ίδιο, δεν θα την άγγιζε στο μέλλον. Θα έκοβε ο ίδιος το χέρι του Ντε Ροσέ, εάν επιχειρούσε κάτι τέτοιο. Ένας αμοιβαίος δυνατός πόθος αποτελούσε μια καλή αρχή για ένα γάμο. Ήταν πολύ περισσότερο από αυτό που είχαν τόσοι και τόσοι άλλοι. Επίσης, απολάμβανε την παρέα του. Παρ’ όλα αυτά, ήλπιζε πως έβλεπε σε αυτόν κάτι παραπάνω από έναν γοητευτικό άντρα με χιούμορ, ο οποίος μπορούσε να την ικανοποιήσει στο κρεβάτι. Ήθελε να τον σκέφτεται ως κάτι καλύτερο – όχι, ήθελε ο ίδιος να γίνει καλύτερος άντρας για αυτήν. Άνοιξε τα μάτια του. Η όψη της ήταν σαν να του έδωσε μια απότομη μαχαιριά στην καρδιά. Ήταν απερίγραπτα όμορφη, με τα σκούρα ανακατεμένα μαλλιά της, το χλωμό, απαλό της δέρμα, και τα πράσινα μάτια της γεμάτα σοβαρότητα. «Κοιμήθηκα για ώρα;» τη ρώτησε. Το βλέμμα της μαλάκωσε, και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών της. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. «Είμαι απαράδεκτος που σε άφησα να κρυώνεις» της είπε, αγκαλιάζοντάς την. «Χριστέ μου, έχεις ανατριχιάσει ολόκληρη!» Άρχισε να της τρίβει την πλάτη και τα μπράτσα, μέχρι που αυτή άρχισε να γελάει και τον παρακάλεσε να σταματήσει. Όπως την κρατούσε πάνω του, το βλέμμα του πλανήθηκε στις τρύπες της οροφής, που άφηναν το φως να μπει μέσα. Μάλλον άκουσε τον αναστεναγμό του και τον ρώτησε: «Τι συμβαίνει;» «Πρέπει να επιστρέψουμε στο μοναστήρι σε μία ώρα» της είπε. «Οι μοναχοί δειπνούν νωρίς. Εάν γυρίσουμε αφού ξεκινήσει το δείπνο, θα καταλάβουν ότι λείπουμε.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
221
Ανασήκωσε τον καλοσχηματισμένο ώμο της. «Είμαι σίγουρος πως δεν θα ήθελες να προκαλέσεις κι άλλες αμαρτωλές σκέψεις στους καημένους τους μοναχούς» τη μάλωσε παιχνιδιάρικα, χαμογελώντας. «Τους έχεις αναγκάσει ήδη να εξομολογούνται για μήνες.» Γέλασε με το αστείο του, και αυτός δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τη φίλησε πάλι. Και, αμέσως, ένιωσε να σκληραίνει ξανά. Από τον τρόπο με τον οποίο τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν έγειρε προς το μέρος της, φάνηκε ότι το ένιωσε κι αυτή. Του χαμογέλασε ελαφρά. Πολύ καλό σημάδι αυτό. «Και μόνο που με κοιτάζεις, σε θέλω.» Ρούφηξε τη μυρωδιά των αγριολούλουδων που είχαν τα μαλλιά της και ένιωσε στο στέρνο του τις ρώγες της να σκληραίνουν. Αυτή τη φορά, ήθελε να την πάρει πιο αργά. Δεν ήξερε πότε θα μπορούσαν να το σκάσουν πάλι για λίγο, και ήθελε να σιγουρέψει ότι αυτή δεν θα ξεχνούσε το σημερινό τόσο εύκολα. Καθώς άρχισε να τη φιλάει, αναρωτήθηκε αν ο βασιλιάς πραγματικά θα τον εξόριζε στην Ιρλανδία για όλο αυτό. Αν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, η επόμενη φορά που θα βρίσκονταν μαζί ίσως να ήταν πάνω σε πλοίο. «Νιώθεις ναυτία στη θάλασσα;» τη ρώτησε, ενώ δάγκωνε ελαφρά τους λοβούς των αυτιών της. «Μμμμμ;» τον ρώτησε, αλλά, όταν η γλώσσα του μπήκε ολόκληρη μέσα στο αυτί της και η στύση του της πίεσε το μηρό, είχε ήδη ξεχάσει. Όταν η Ίζομπελ πήρε το φαλλό του στα χέρια της, την ξέχασε και ο ίδιος την ερώτηση. Ο Στίβεν ήταν ένας άντρας που ήξερε πώς να ικανοποιήσει μια γυναίκα – για αυτόν ήταν κάτι σαν επιστήμη. Όμως, τώρα ήταν διαφορετικά. Με την Ίζομπελ λειτουργούσε με το ένστικτο και το συναίσθημα. Οι αναστεναγμοί της οδηγούσαν τα αγγίγματά του. Ήθελε να κάνει το καθετί πάνω της δικό του.
222
MARGARET MALLORY
Δεν υπήρχε λόγος να είναι επιφυλακτικός αυτή τη φορά: μπήκε μέσα της δυνατά και βαθιά. Αυτή τον καλωσόρισε, συντονίζοντας τις κινήσεις της με τις δικές του. Αυτή τη φορά, ο Στίβεν κρατήθηκε για ώρα. «Είσαι δική μου» της έλεγε, καθώς κινούνταν μέσα της. «Μόνο δική μου.» Ήταν δική του. Τώρα, και για πάντα. Αφού τελείωσαν, τον πλημμύρισε τέτοια τρυφερότητα, που δεν μπορούσε να βρει τα λόγια για να την εκφράσει. «Ίζομπελ, αγάπη μου, αγάπη μου.» Καθώς επέστρεφαν χέρι χέρι πίσω στο μοναστήρι, αισθανόταν χαλαρός και ευτυχισμένος. Ήταν εντυπωσιακό το πόσο ικανοποιημένος ένιωθε με την προοπτική να δεσμευτεί για πάντα. Το να «απαρνηθεί» όλες τις άλλες δεν τον έκανε να αισθάνεται ούτε πόνο ούτε τύψεις. Η αλήθεια ήταν ότι θα αισθανόταν ανακουφισμένος, αν άφηνε αυτό το κομμάτι της ζωής του πίσω του. Η Ίζομπελ ήταν η μοναδική γυναίκα που ήθελε. Ο Στίβεν άρχισε να καταστρώνει τα πλάνα του. Για να κερδίσει τη συγκατάθεση του βασιλιά, θα έπρεπε να λάβει όση βοήθεια μπορούσε. Θα ήταν σοφό να έχει μαζί του τον Γουίλιαμ, όταν θα μιλούσε στον Ερρίκο. Κρίμα που δεν ήταν και η Κάθριν εκεί – θα βοηθούσε η παιδική της φιλία με τον βασιλιά. Όμως, ο Ρόμπερτ θα μιλούσε σίγουρα υπέρ του. Ο βασιλιάς θα ήθελε να μιλήσει οπωσδήποτε με την Ίζομπελ. Δεν μπορούσαν να αποφύγουν κάτι τέτοιο, όμως ο Στίβεν θα την προετοίμαζε κατάλληλα. Όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Θα φρόντιζε ο ίδιος για αυτό.
Κεφάλαιο Είκοσι Ένα Η Ίζομπελ ξάπλωσε στο σκληρό κρεβάτι του μικρού, ανήλιαγου ξενώνα. Η νύχτα τής φαινόταν μεγάλη. Τα μεσάνυχτα, ο Στίβεν έφυγε για την Καέν, έχοντας υποσχεθεί πως θα επιστρέψει το χάραμα με είκοσι οπλισμένους άντρες. Δεν είχαν βρεθεί μόνοι τους από τη στιγμή που είχαν επιστρέψει από το περιβόλι. Όταν πήγαν να δουν πώς ήταν ο Φιτζ-Άλαν, τον άκουσαν έξω από την πόρτα του αναρρωτηρίου να καβγαδίζει με τον γέρο μοναχό. Αφού καθησύχασε την Ίζομπελ, ο Στίβεν έμεινε μόνος του να προσέχει τον αδελφό του. Ήταν τόσο εξουθενωμένη, που ζαλιζόταν. Όμως, πώς μπορούσε να κλείσει μάτι, από τη στιγμή που η κουβέρτα είχε ακόμα τη μυρωδιά του; Την έφερε κοντά στο πρόσωπό της και τη μύρισε εισπνέοντας βαθιά. Ήθελε να θυμηθεί κάθε στιγμή που είχαν ζήσει το απόγευμα – κάθε άγγιγμα, κάθε βλέμμα, κάθε λέξη· το φτερούγισμα που ένιωσε στο στομάχι της, όταν τον είδε να απλώνει την κουβέρτα· την ανησυχία στα μάτια του, όταν τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη. Ύστερα από εκείνο το πρώτο τρυφερό φιλί, δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη. Χάιδεψε με τα δάχτυλά της τα χείλη της, φέρνοντάς το στο μυαλό της. Αν και έντονες οι αναμνήσεις μετά το φιλί, ήταν ένα συνονθύλευμα αισθήσεων και συναισθημάτων. Δεν μπορούσε
224
MARGARET MALLORY
να φανταστεί ότι το να βρίσκεται με έναν άντρα θα ήταν τόσο υπέροχο. Απορούσε πώς ζευγάρια με τέτοιο πάθος μπορούσαν να απομακρύνονται έστω και λίγο από το κρεβάτι. Ίσως να ήταν σπάνιο το γεγονός ότι ένιωθε τέλεια μαζί του. Και, σε αντίθεση με όλα τα άλλα ζευγάρια, αυτή είχε μόνον αυτό το απόγευμα να θυμάται. Μοναχά ένα απόγευμα από τη ζωή της! Έκανε γροθιές τα χέρια της και τα χτύπησε πάνω στο λεπτό στρώμα του κρεβατιού. Έπειτα από αυτό το ξέσπασμα απογοήτευσης, ένιωσε σαν βάρος το άχαρο μέλλον της. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της και στα μαλλιά της. Ίσως αύριο να σκεφτόταν πιο αισιόδοξα για τη ζωή της με τον Ντε Ροσέ, αλλά όχι απόψε. Όχι, όταν η μυρωδιά του Στίβεν βρισκόταν ακόμα στην κουβέρτα της και το δέρμα της έκαιγε και μόνο που θυμόταν το άγγιγμά του. Μήπως θα ήταν καλύτερα να μην είχε πάει μαζί του; Να μην είχε μάθει ποτέ πώς ήταν να το ζεις; Ήταν τόσο στοργικός και θερμός· της είχε χαρίσει τόσο μεγάλη απόλαυση, που νόμιζε ότι θα πέθαινε από αυτήν, ευτυχισμένη. Όχι, δεν μπορούσε να ευχηθεί να μην το είχε κάνει. Ήταν μια αμαρτωλή γυναίκα. Αμετανόητα αμαρτωλή. Ο Στίβεν την έκανε να αισθανθεί σαν να ήταν ξεχωριστή για αυτόν. Ίσως αυτό να ήταν το μυστικό του, ο λόγος για τον οποίο οι γυναίκες δεν μπορούσαν να του αντισταθούν: τις έκανε όλες να αισθάνονται έτσι. Για πρώτη φορά, ένιωσε συμπόνια για τη Μαρί ντε Λισιέ. Κατάλαβε γιατί η Μαρί δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει, ακόμη και όταν ήταν ξεκάθαρο σε όλους πως αυτός δεν την ήθελε άλλο. Η Ίζομπελ ήταν πολύ περήφανη για να κάνει κάτι τέτοιο. Ακόμη και αν είχε επιλογή –που δεν είχε–, ήταν δεσμευμένη από την υπόσχεση που είχε δώσει στον βασιλιά. Δεν θα γινόταν σαν τον πατέρα της· δεν θα πρόδιδε την πίστη και την αξιοπρέπειά της με το πρώτο φύσημα του ανέμου.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
225
Σύντομα, θα ήταν δεσμευμένη με τον Ντε Ροσέ. Με τρόπο ιερό. Για ένα λεπτό, άφησε το μυαλό της να σκεφτεί ότι ένωνε τα χέρια της με τον Στίβεν, αντί με τον Ντε Ροσέ. Ξαφνικά, μια παιδική ανάμνηση ήλθε απρόσκλητη στο μυαλό της: η ανάμνηση του πατέρα της να κοιτάζει τη μητέρα της, με μια έκφραση πόνου και αβάσταχτης λαχτάρας. Η μητέρα της ποτέ δεν τον αγάπησε. Η Ίζομπελ πάντα το ήξερε αυτό – ένα παιδί γνωρίζει ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνει. Ο πατέρας της αγαπούσε τη γυναίκα του με ένα μάταιο, δίχως αντίκρισμα, πάθος. Από αυτήν εισέπραττε απάθεια. Αφότου έχασαν την περιουσία τους, η απάθεια μετατράπηκε σε πλήρη αδιαφορία. Θα πρέπει να τον σκότωνε όλο αυτό. Για πρώτη φορά, η Ίζομπελ μπορούσε να δει τον πατέρα της μέσα από τα μάτια ενός ενήλικα. Τα μεγάλα λάθη που είχε κάνει ήταν πράξεις απελπισίας. Θυσίασε την τιμή του και την κόρη του, με την ελπίδα ότι τα πλούτη και το κύρος που θα εισέπραττε θα έκαναν τη γυναίκα του να τον αγαπήσει. Πόσο πιο δυστυχισμένη από τον πατέρα της θα γινόταν, αν παντρευόταν τον Στίβεν; Σε αντίθεση με τη μητέρα της, που είχε αφιερώσει τον εαυτό της στον Θεό, ο Στίβεν θα μοιραζόταν τη στοργή του με τη μια γυναίκα μετά την άλλη. Και αυτό θα ήταν ακόμα χειρότερο. Ο Στίβεν ήταν ένας άντρας που ενέδιδε εύκολα στον πειρασμό. Και ο πειρασμός έπεφτε στην αγκαλιά του όλη την ώρα. Αν γινόταν αυτός σύζυγός της, πώς θα άντεχε να τον μοιράζεται με άλλες γυναίκες; Δεν θα μπορούσε. Δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Πόσο γελοία ήταν! Ξαπλωμένη εκεί, στο κρεβάτι, εξοργισμένη για υποθετικές ταπεινώσεις σε ένα υποθετικό μέλλον. Παρόλο που της φέρθηκε τρυφερά, όλο αυτό ήταν μόνο της στιγμής.
226
MARGARET MALLORY
Δεν είπε ούτε μία φορά ότι την αγαπούσε. Ούτε μία. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον της ήταν καθορισμένο· κλειδωμένο και σφραγισμένο: το πρωί, ο Στίβεν θα τη συνόδευε πίσω στην Καέν. Στον Ντε Ροσέ. Γύρισε στο πλάι και κουλουριάστηκε σφιχτά. Και έκλαψε για όλα αυτά που ήθελε και δεν μπορούσε να έχει. *** Η Ίζομπελ ξύπνησε από τις φωνές και τα βιαστικά βήματα που ακούγονταν έξω από την πόρτα της. Ένα λεπτό αργότερα, ο αδελφός της χτύπησε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο, ντυμένος και με το σπαθί στο χέρι. «Μια ντουζίνα οπλισμένοι άντρες έρχονται προς τα εδώ» είπε βιαστικά ο Τζέφρι. «Δεν πρόκειται για Άγγλους στρατιώτες.» Εκείνη ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, και είδε τον Τζέιμι πίσω από τον αδελφό της. Μέχρι ο Τζέιμι να μπει στο δωμάτιο, η Ίζομπελ είχε ήδη σηκωθεί όρθια και είχε πάρει το ξίφος της. «Φοβάμαι πως ίσως να πρόκειται για τους άντρες που σου επιτέθηκαν χθες» είπε ο Τζέιμι «και ότι έρχονται να πάρουν τον πατέρα μου.» Ο Τζέφρι άρπαξε το πανωφόρι της, που κρεμόταν πίσω από την πόρτα, και έτρεξε μαζί της πίσω από τον Τζέιμι. Καθώς διέσχιζαν τη μονή τρέχοντας, η Ίζομπελ άρπαξε το μπράτσο του Τζέφρι. «Δεν πρόκειται να πάρουν τον ΦιτζΆλαν με τη βία από ένα ιερό μέρος, έτσι δεν είναι;» Η βλοσυρότητα στο πρόσωπο του Τζέφρι τής επιβεβαίωνε ότι αυτό ακριβώς θα έκαναν – και πολλά άλλα, χειρότερα. «Είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι ο ηγούμενος θα τον παρέδιδε με αυτό τον τρόπο;» Ο Τζέφρι έγνεψε καταφατικά και μπήκε μπροστά της, περνώντας κάτω από την αψίδα και διασχίζοντας το μονοπά-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
227
τι. Όταν έφτασε στην είσοδο της εκκλησίας, είδε τον ηγούμενο και αρκετούς μοναχούς συγκεντρωμένους δίπλα στο κανάλι, το οποίο υπήρχε περιμετρικά μέσα από το τείχος. Στην άλλη πλευρά της στενής γέφυρας που περνούσε πάνω από το κανάλι, βρίσκονταν δύο δόκιμοι μοναχοί που σήκωναν τη βαριά μπάρα της πύλης. «Μην τους ανοίξετε!» φώναξε ο Τζέφρι. Ο ηγούμενος γύρισε προς το μέρος τους και τους αγριοκοίταξε, καθώς έκανε σήμα στους μοναχούς να συνεχίσουν. «Πήγαινε τον Φιτζ-Άλαν στην εκκλησία» της φώναξε ο Τζέφρι, καθώς άρχισε να τρέχει στο λόφο πίσω από τον Τζέιμι. Η Ίζομπελ κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Ακόμη και άθεοι θα δίσταζαν να αρπάξουν έναν άντρα μέσα από το ναό. Έτρεξε πίσω στο αναρρωτήριο, αναρωτώμενη πώς θα μπορούσε να μεταφέρει τον Φιτζ-Άλαν στην εκκλησία. Καθώς έστριψε στη γωνία, σχεδόν συγκρούστηκε με τους δύο μοναχούς οι οποίοι τον μετέφεραν σε φορείο. Ο γέρος μοναχός προχωρούσε κουτσαίνοντας δίπλα στο φορείο, προτρέποντας τους άντρες να βιαστούν. Δόξα τω Θεώ, αυτός είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο! Τον στήριξε στο μπράτσο της για να τον βοηθήσει να διανύσει τα τελευταία μέτρα. Την έσπρωξε από δίπλα του με το που μπήκαν στην εκκλησία. «Κάλυψε το κεφάλι σου, γυναίκα!» Παρόλο που φαινόταν απίθανο να ενδιέφερε κάτι τέτοιο τον Θεό αυτή τη στιγμή, η Ίζομπελ έβαλε την κουκούλα στο κεφάλι της. «Πώς τα πάει ο ασθενής σου;» τον ρώτησε. «Δεν ήθελε να μείνει στο κρεβάτι» γκρίνιαξε ο μοναχός, κουνώντας το κεφάλι του. «Οπότε, του έδωσα να πιει υπνωτικό.» Ακούγοντας δυνατές φωνές πίσω της, γύρισε και είδε μοναχούς να κατακλύζουν την εκκλησία. Κράτησε την κου-
228
MARGARET MALLORY
κούλα χαμηλά στο κεφάλι της και πέρασε ανάμεσά τους για να βγει έξω, στα μπροστινά σκαλιά. Το θέαμα που αντίκρισε έκανε την καρδιά της να σταματήσει: Στη μεριά της γέφυρας, μπροστά στην πύλη, ήταν συγκεντρωμένοι τουλάχιστον μια ντουζίνα οπλισμένοι άντρες. Ο Τζέφρι και ο Τζέιμι στέκονταν απέναντι από τη γέφυρα, με τα σπαθιά τους έξω απ’ τα θηκάρια. Θύμιζαν τους άντρες στις αρχαίες Θερμοπύλες, που αντιστάθηκαν στις ορδές των Περσών. Πίσω από τον Τζέφρι και τον Τζέιμι ήταν σωριασμένος ο ηγούμενος· μια λόγχη μεγαλύτερη του ενός μέτρου ήταν καρφωμένη στο στήθος του. Τρέμοντας ότι ο αδελφός της και ο Τζέιμι θα είχαν την ίδια τύχη, η Ίζομπελ ένωσε τα χέρια της και άρχισε να προσεύχεται δυνατά: «Μαρία, Μητέρα του Θεού…» Μια φωνή αντήχησε σαν κεραυνός τριγύρω: «Βεβηλώνετε αυτό τον άγιο χώρο, θέτοντας εαυτούς σε μεγάλο κίνδυνο.» Αρχικά, η Ίζομπελ δεν κατάλαβε ότι η φωνή ανήκε στον αδελφό της. Όμως, ήταν όντως η δική του. «Ο Θεός έχει τοποθετήσει τη δύναμή του στα ξίφη μας» φώναξε ο Τζέφρι. «Είμαστε τα όργανα της οργής Του!» Η Ίζομπελ θα ορκιζόταν ότι ένιωσε τη γη να τρέμει. Οι άντρες που βρίσκονταν στην άλλη άκρη της γέφυρας μάλλον ένιωσαν το ίδιο, γιατί ξαφνικά κοντοστάθηκαν. Πίσω τους, ένας εξ αυτών, ο μόνος που φορούσε πανοπλία, έβγαλε το κράνος του και άρχισε να τους φωνάζει. Οι άντρες συνέχισαν να διστάζουν και αντήλλασσαν νευρικές ματιές. Μόνον όταν ο αρχηγός τους άρχισε να τους φωνάζει με τα ονόματά τους, δύο απ’ αυτούς ξεκίνησαν να διασχίζουν τη γέφυρα. Προς έκπληξη της Ίζομπελ, ο Τζέφρι και ο Τζέιμι τους κάρφωσαν τόσο γρήγορα, που τα μάτια της δεν πρόλαβαν να δουν την κίνηση των σπαθιών τους. Κοίταξε πάλι τον αρχηγό τους: τα μαύρα μαλλιά του μαστίγωναν το πρόσωπό του, καθώς έβριζε και καταριόταν τους άντρες του. Αυτή τη φορά, τρεις άντρες διέσχισαν τη γέφυρα.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
229
Το ξίφος του Τζέφρι έσκισε τον αέρα, λες και η οργή του Θεού κινούσε πραγματικά το χέρι του. Η Ίζομπελ δεν είχε δει ποτέ ξανά τον αδελφό της να πολεμάει έτσι – ούτε καν ήξερε ότι μπορούσε. Σκότωσε τους δύο από τους τρεις με απίστευτα γρήγορες κινήσεις. Ενώ ο Τζέιμι πολεμούσε με τον τρίτο, ο Τζέφρι πήγε από πίσω του, τον σήκωσε από το κολάρο και τον έριξε στο κανάλι. Ο άντρας προσπάθησε να κολυμπήσει ουρλιάζοντας τρομοκρατημένος, και τελικά κατάφερε να σκαρφαλώσει στην όχθη από την άλλη μεριά, όπου ήταν ασφαλής. «Ο Θεός έχει δει μέσα στις καρδιές σας!» φώναξε ο αδελφός της. «Ξέρει ότι σκοπεύετε να δολοφονήσετε αυτούς τους άγιους ανθρώπους. Σηκωθείτε και φύγετε ή θα σας διαλύσει εκεί όπου στέκεστε!» Ο αδελφός της έμοιαζε πραγματικά με απεσταλμένο του Θεού, φορέα της οργής του. Αψηφώντας τις φωνές του αρχηγού τους, οι άντρες πέρασαν από δίπλα του, τρέχοντας έξω από την πύλη. Ο μελαχρινός άντρας έμεινε ακίνητος πάνω στο άλογό του. Η ματιά του περιπλανήθηκε αργά αργά στο χώρο του μοναστηριού μέχρι ψηλά, εκεί όπου η Ίζομπελ βρισκόταν μόνη μπροστά στην εκκλησία. Ρίγη φόβου διαπέρασαν τη ραχοκοκαλιά της, καθώς τα βλέμματά τους συναντήθηκαν από μακριά. Παρόλο που δεν μπορούσε να τη βλάψει αυτή τη στιγμή, ένιωσε να ξαναβρίσκει την αναπνοή της μόνον όταν εκείνος γύρισε το άλογό του από την άλλη και κάλπασε έξω από την πύλη. Η Ίζομπελ έτρεξε κατηφορίζοντας το λόφο τόσο γρήγορα, που σχεδόν σκόνταψε. Όταν ο αδελφός της την είδε να έρχεται, άνοιξε τα χέρια του και την άρπαξε στον αέρα. «Ήσουν υπέροχος!» του είπε, χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό του. Όταν την άφησε να πατήσει στο έδαφος, τον ρώτησε: «Πώς στο καλό σκέφτηκες να τους τα πεις αυτά;»
230
MARGARET MALLORY
«Είπα την αλήθεια» της είπε. «Την αλήθεια του Θεού.» Η Ίζομπελ σάστισε. Όλοι μιλούσαν στον Θεό μέσω της προσευχής· λίγοι, όμως, ισχυρίζονταν πως ο Θεός τούς μιλούσε – τουλάχιστον έχοντας τέτοια διαύγεια. Δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να συμπεράνει. Ο Τζέφρι χαμογέλασε με κατανόηση και τη συγχώρεσε που έδειχνε να αμφιβάλλει. Καθώς όλη η φλόγα του δικαίου είχε εξαφανιστεί από μέσα του, ήταν και πάλι ο γλυκός αδελφός της. Ανέβηκαν το λόφο αγκαζέ, μέχρι την εκκλησία. Ο Τζέιμι τους πρόλαβε, με μάτια που έλαμπαν. «Τα καταφέραμε μια χαρά, έτσι;» «Ναι» απάντησε η Ίζομπελ. «Ο πατέρας σου θα είναι περήφανος για σένα.» «Αυτοί οι άντρες ίσως βρουν το κουράγιο να επιστρέψουν.» Ο Τζέιμι μισόκλεισε τα μάτια του, κοιτάζοντας τον πρωινό ήλιο που ήταν ακόμα χαμηλά στον ορίζοντα. «Έχουμε λιγότερο από μία ώρα μέχρι τη χαραυγή. Μα τω Θεώ, εύχομαι ο Στίβεν να επιστρέψει πριν από αυτούς.» «Θα προσευχηθώ για αυτό» είπε ο Τζέφρι. «Να το κάνεις» είπε ο Τζέιμι, χτυπώντας τον στην πλάτη. «Φαίνεται πως ακούει τις προσευχές σου.» Οι τρεις τους μπήκαν στην εκκλησία και συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Φιτζ-Άλαν: ήταν ξύπνιος, αλλά ακόμα χλωμός. Κοίταξε τον Τζέιμι με τέτοια αγάπη στο βλέμμα του, που στην Ίζομπελ κόπηκε η ανάσα και γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη μεριά. Αισθανόταν παρείσακτη μια τέτοια στιγμή. Η εκκλησία γέμισε, καθώς όλοι οι μοναχοί συγκεντρώθηκαν μέσα. Με τον Τζέιμι να προσέχει τον Φιτζ-Άλαν και τον γέρο μοναχό επίσης δίπλα του, δεν χρειαζόταν η βοήθειά της. Ο Τζέφρι είχε γονατίσει σε ένα από τα εξομολογητήρια. Η Ίζομπελ είπε στον Τζέιμι ότι θα φύλαγε σκοπιά, αφού δεν φαινόταν να χρησιμεύει σε κάτι εκεί μέσα. Ανέβηκε τη στενή σκάλα που οδηγούσε στον εξώστη, στο
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
231
πάνω μέρος του ναού. Έσπρωξε μια ξύλινη πόρτα, η οποία έβγαζε σε ένα άνοιγμα στην κορυφή της σκεπής. Όταν βγήκε έξω, το στομάχι της ανακατεύτηκε και οι παλάμες της ίδρωσαν. Κοίταξε τα δοκάρια από πάνω της, που οδηγούσαν στην κορυφή του ναού, και σχεδόν λιποθύμησε. Αυτό το άνοιγμα βρισκόταν πολύ ψηλά. Από εκεί, μπορούσε να δει ολόκληρη την περιοχή γύρω από το μοναστήρι. Τα μάτια της ακολούθησαν τη ροή του ποταμού και το μονοπάτι που οδηγούσε στο περιβόλι. Αναστέναξε, φέρνοντας στο μυαλό της τον ήχο των πουλιών και τα μπράτσα του Στίβεν γύρω της. Μισοκλείνοντας τα μάτια της, εντόπισε το εγκαταλελειμμένο μποστάνι. Να μπορούσε να πάει εκεί με τον Στίβεν άλλη μια φορά. Μόνο μία. Ανοησίες! Όσες φορές και να πήγαινε, πάντα θα ήθελε να πάει κι άλλες. Ωραία σκοπός ήταν! Ενοχλημένη με τον εαυτό της, σταμάτησε να κοιτάζει το μποστάνι και έστρεψε το βλέμμα της προς τα δυτικά. Τι ήταν αυτό; Σε ένα σημείο του δάσους, της φάνηκε πως είδε μια μεταλλική λάμψη. Συνέχισε να κοιτάζει προς τα εκεί, μέχρι που διέκρινε, ανάμεσα στα δέντρα, άλογα και άντρες μικρούς σαν μυρμήγκια. Οι επιδρομείς δεν είχαν απομακρυνθεί. Θα συνέχιζαν το δρόμο τους ή θα επέστρεφαν; Δεν ήξερε. Αποφάσισε να μην πανικοβάλει τους άλλους μέχρι να βεβαιωθεί. Συνέχισε να τους παρακολουθεί, κοκαλωμένη και παγωμένη από το φόβο. Ήταν καλό σημάδι το γεγονός ότι καθυστερούσαν. Φανταζόταν τον μελαχρινό αρχηγό να τους φωνάζει, εκεί κάτω από τα δέντρα. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, ας του αντισταθούν οι άντρες του, μέχρι να επιστρέψει ο Στίβεν. Πήρε για λίγο το βλέμμα της από το δάσος για να ρίξει μια ματιά βορειοδυτικά, προς την κατεύθυνση της Καέν. Ο Στίβεν θα ερχόταν δύο ώρες μετά το χάραμα. Πόση ώρα βρισκόταν αυτή εκεί ψηλά; Μία ώρα; Λογικά, θα έφτανε σύντομα.
232
MARGARET MALLORY
Είδε τον πρώτο καβαλάρη, και μετά τον επόμενο, να καλπάζουν, αφήνοντας το δάσος πίσω τους. «Θεέ μου, όχι! Σε παρακαλώ, όχι.» Οι άντρες άρχισαν να κατευθύνονται προς το μοναστήρι. Αυτή περίμενε κοκαλωμένη, για να τους μετρήσει όλους. Τέσσερις, πέντε, έξι. Η γραμμή που σχημάτιζαν όλο και μάκραινε, το κενό ανάμεσά τους γινόταν μεγαλύτερο κάθε φορά που ένα ακόμα άλογο άφηνε το δάσος πίσω του. Διέκρινε διστακτικότητα, καθώς κάλπαζαν αργά. Όμως, παρ’ όλα αυτά, έρχονταν προς το μέρος τους. Δέκα, έντεκα, δώδεκα. Έπρεπε να ειδοποιήσει τους άντρες κάτω. Έριξε μια τελευταία ματιά προς την κατεύθυνση από την οποία θα ερχόταν ο Στίβεν, παρακαλώντας μέσα της να τον έβλεπε. Δόξα τω Θεώ! Ο Στίβεν ερχόταν! Αυτός και οι άντρες του βρίσκονταν στην κορυφή του μακρινού λόφου και φαίνονταν σαν κουκίδες στον ορίζοντα. Είχαν διπλάσια απόσταση από το μοναστήρι συγκριτικά με τους άλλους, αλλά κατέβαιναν το λόφο πολύ γρήγορα. Η Ίζομπελ κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. «Έρχεται! Έρχεται!» φώναξε, καθώς διέσχιζε γοργά την εκκλησία για να πάει στον Τζέιμι και στον Φιτζ-Άλαν. «Οι άντρες που μας επιτέθηκαν επιστρέφουν» είπε, όταν έφτασε εκεί. «Αλλά ο Στίβεν έρχεται γρήγορα πίσω τους.» Ο Φιτζ-Άλαν στηρίχθηκε στον αγκώνα του, κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου, και μετά άρχισε να τη βομβαρδίζει με ερωτήσεις: «Τι απόσταση έχουν μεταξύ τους; Για πόσους άντρες μιλάμε;» Του έδωσε αναφορά, λες και ήταν στρατιώτης του. Το νεύμα της έγκρισής του την αντάμειψε. «Ο Στίβεν θα τους διώξει» είπε ο Φιτζ-Άλαν «αλλά καλύτερα να κατευθυνθούμε προς την πύλη, σε περίπτωση που χρειαστεί βοήθεια.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
233
Παρά τις προσπάθειες του Τζέιμι να τον συγκρατήσει, ο απερίσκεπτος άντρας προσπάθησε να σηκωθεί. «Λόρδε Φιτζ-Άλαν, ξαπλώστε πίσω τώρα!» του είπε η Ίζομπελ και στάθηκε όρθια από πάνω του, με τα χέρια της στη μέση. «Δεν θα σας συγχωρήσω, αν η πληγή σας ξανανοίξει και πεθάνετε από αιμορραγία, έπειτα από όλα αυτά που περάσαμε.» «Ο Τζέφρι κι εγώ μπορούμε να κρατήσουμε την πύλη μέχρι να έλθει ο Στίβεν» είπε ο Τζέιμι, με φωνή σίγουρη και ήρεμη. Ο Φιτζ-Άλαν και ο Τζέιμι κοιτάχτηκαν στα μάτια. Και μετά, ο Φιτζ-Άλαν έγνεψε καταφατικά στον γιο του. Ο Τζέιμι πέρασε τρέχοντας από δίπλα της, σφίγγοντάς της το χέρι για να την ευχαριστήσει. «Μεταφέρετέ με έξω, για να μπορώ να δω» φώναξε ο Φιτζ-Άλαν σε κάτι μοναχούς που βρίσκονταν δίπλα. Τέσσερις από αυτούς έτρεξαν για να εκτελέσουν την εντολή του· τον μετέφεραν με το φορείο του έξω από την πόρτα και τον στήριξαν όρθιο στον τοίχο. Οι μοναχοί σχεδόν έριξαν κάτω την Ίζομπελ, στη βιασύνη τους να ξαναμπούν μέσα στην εκκλησία. Η Ίζομπελ κάθισε κάτω, δίπλα στον Φιτζ-Άλαν. Από εκεί όπου βρίσκονταν, μπορούσαν να δουν πέρα από τα τείχη του μοναστηριού, μέχρι το πρώτο ύψωμα, απέναντι. Κοιτάζοντάς τον προσεκτικά, του είπε: «Βλέπω φρέσκο αίμα στους επιδέσμους σας.» «Έχω πολεμήσει σε χειρότερη κατάσταση από αυτήν.» Το σπαθί του Φιτζ-Άλαν βρισκόταν δίπλα του, στο φορείο, και το χέρι του ήταν στη λαβή. Εάν χρειαζόταν, θα έβρισκε τη δύναμη να κατέβει το λόφο ανεμίζοντας το σπαθί του στον αέρα. Η Ίζομπελ δεν είχε καμία αμφιβολία για αυτό. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα τον ακολουθούσε. Ανάμεσα στις ψαλμωδίες των μοναχών που προσεύχονταν στο ναό, ακούστηκαν μακρινοί ήχοι από φωνές και
234
MARGARET MALLORY
ποδοβολητά αλόγων. Τινάχτηκε όρθια. Καθώς οι ήχοι φαίνονταν να πλησιάζουν, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, προσπαθώντας να δει: μια ομάδα από καβαλάρηδες πέρασε το λόφο. Ένα λεπτό αργότερα, έφτασαν μπροστά στα τείχη του μοναστηριού, συνέχισαν παράλληλα με αυτά και κατευθύνθηκαν προς το δάσος, απέναντι. Έπειτα, μια δεύτερη, μεγαλύτερη ομάδα, κατέβηκε ορμητικά το λόφο. Καθώς έφτασαν μπροστά στο μοναστήρι, ο αρχηγός τους προχώρησε και έκανε νόημα στους υπόλοιπους. Ήταν ο Στίβεν. Είχε καταλάβει ότι ήταν αυτός, προτού περάσει την πύλη και μπει μέσα. Έβγαλε το κράνος του και κοίταξε πάνω στο λόφο, αναζητώντας την Ίζομπελ με το βλέμμα του, μέχρι που την εντόπισε. Τώρα, που ο κίνδυνος είχε περάσει, ένιωσε τα δάκρυά της να πιέζουν τα μάτια της. Θυμήθηκε πώς ο Στίβεν την είχε παρηγορήσει μετά τους σκοτωμούς στο δάσος. Πόσο ήθελε να την παρηγορήσει ξανά! Να νιώσει τα μπράτσα του τόσο σφιχτά γύρω της, ώστε να μην μπορεί να αναπνεύσει. Να τον ακούσει να της ψιθυρίζει μέσα στα μαλλιά της λόγια που θα την ανακούφιζαν. Έσφιξε τις γροθιές της, μέχρι που τα νύχια της μπήκαν στις παλάμες της, για να συγκρατηθεί και να μην τρέξει στην αγκαλιά του. Ο Στίβεν πέταξε τα ηνία του αλόγου του στον Τζέιμι. Άρχισε να ανηφορίζει το λόφο με ευκολία, παρά το μακρύ ταξίδι που είχε κάνει και τη βαριά πανοπλία που φορούσε. Ήταν πραγματικά ένας πολύ όμορφος άντρας, με τον ήλιο να αστράφτει πάνω στην πανοπλία του και να λάμπει στα μαλλιά του. Φαινόταν να κατευθύνεται προς αυτήν. Πανικός την πλημμύρισε με το που διέκρινε στα μάτια του τις προθέσεις του. Το καταλάβαινε πως δεν γινόταν να την αγκαλιάσει μπροστά σε όλους, έτσι δεν είναι; Δεν τον ενδιέφερε αν όλοι το μάθαιναν; Καθώς την πλησίασε αρκετά, αυτή έκανε ένα βήμα πίσω και είπε με δυνατή φωνή: «Ο αδελφός σου μπορεί και κάθεται, όπως μπορείς να δεις, Σερ Στίβεν!»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
235
Του είχε πει πράγματι κάτι τέτοιο, τη στιγμή που αυτός είχε ταξιδέψει μπρος-πίσω όλη τη νύχτα για να έλθει και να τους σώσει; «Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ πολύ.» Τα λόγια της τής φάνηκαν άκομψα, και προς στιγμήν αισθάνθηκε ανόητη. Ο Στίβεν ύψωσε το φρύδι του και δεν την πλησίασε άλλο. Τώρα που ήξερε ότι δεν θα έκανε τίποτε απερίσκεπτο, ήθελε να του πει κάτι πιο ουσιαστικό για να αναγνωρίσει τον άθλο του. «Εγώ… εγώ σε είδα από τη στέγη της εκκλησίας να έρχεσαι.» Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω, μισόκλεισε τα μάτια του κοιτάζοντας ψηλά στην εκκλησία, και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στις άκρες των χειλιών του. «Με παρακολουθούσες από ψηλά, έτσι δεν είναι;» Η Ίζομπελ κοίταξε τον Φιτζ-Άλαν· δεν μπορούσε να πει ένα «γεια» στον Στίβεν, μήπως και τη γλίτωνε από την αμηχανία που την είχε κυριεύσει; Όταν εκείνη είδε τον ιδρώτα στο μέτωπο του Φιτζ-Άλαν, γονάτισε αμέσως δίπλα του. Πού είναι ο γέρος μοναχός; Κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν μπορούσε να τον βρει. «Πώς είσαι, Γουίλιαμ;» ακούστηκε πίσω της η τρυφερή και ανήσυχη φωνή του Στίβεν. Ο Φιτζ-Άλαν δεν χρειάστηκε να βρει τη δύναμη για να απαντήσει, γιατί εκείνη τη στιγμή ο Τζέιμι και ο Τζέφρι έφτασαν δίπλα τους. «Κάλλιο αργά παρά ποτέ» είπε ο Τζέιμι, χτυπώντας τον Στίβεν στην πλάτη. Ο Στίβεν τον κοίταξε παραξενεμένος. «Αργά;» «Αυτοί οι άντρες μάς επιτέθηκαν και την αυγή» του απάντησε ο Τζέιμι. «Ο Τζέφρι κι εγώ τους κάναμε να τρέξουν μακριά, σαν τρομαγμένοι λαγοί.» «Ο Θεός το έκανε αυτό, όχι εμείς» πρόσθεσε ο Τζέφρι. Ο Στίβεν κοίταξε μία τον έναν, μία τον άλλον. Τα μά-
236
MARGARET MALLORY
τια του σκοτείνιασαν, όταν κατάλαβε πως δεν του έκαναν πλάκα. «Συγγνώμη, αλλά ήλθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.» «Ήλθες όταν χρειάστηκε» είπε ο Τζέιμι. «Δεν θα μπορούσαμε να τους διώξουμε δεύτερη φορά.» Ο Στίβεν δεν φάνηκε να νιώθει καλύτερα. «Ένας από τους άντρες πρόλαβε να ομολογήσει, προτού πεθάνει» είπε ο Τζέιμι. «Σκόπευαν να λεηλατήσουν το μοναστήρι, να δολοφονήσουν όλους τους μοναχούς και να ρίξουν την ευθύνη στον αγγλικό στρατό.» Ο Φιτζ-Άλαν είχε αποκοιμηθεί μέχρι ο Τζέιμι να ενημερώσει τον Στίβεν για όλα αυτά. «Αιμορραγεί πάλι το τραύμα» είπε η Ίζομπελ, κοιτάζοντας τον Στίβεν. Αυτός έστειλε τον Τζέιμι και τον Τζέφρι να φέρουν τον γέρο μοναχό και γονάτισε δίπλα της. «Πόσο άσχημα είναι;» «Έχει χάσει πολύ αίμα» του απάντησε. «Είναι πιο αδύναμος απ’ όσο δείχνει.»
Κεφάλαιο Είκοσι Δύο Οι άντρες του Στίβεν επέστρεψαν γρήγορα στο μοναστήρι, μετά την καταδίωξη. Η αποστολή τους ήταν να συνοδέψουν τον Φιτζ-Άλαν στην Καέν, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μέσα σε μία ώρα, είχαν φάει, τα άλογα είχαν ταϊστεί και ποτιστεί, και ο επίδεσμος στο τραύμα του Φιτζ-Άλαν είχε αλλαχτεί. Η Ίζομπελ βρήκε τον Στίβεν να επιβλέπει τους άντρες που φόρτωναν τα πράγματα του Φιτζ-Άλαν σε μια καρότσα. Ανακουφισμένη, είδε ότι ο αδελφός του είχε ξυπνήσει και παραπονιόταν δυνατά ότι μπορούσε να ιππεύσει μια χαρά. Παρ’ όλα αυτά, η χλωμάδα στο πρόσωπό του την ανησυχούσε. Άγγιξε το μπράτσο του Στίβεν, και αυτός γύρισε και την κοίταξε ανήσυχος. Έδειχνε κουρασμένος. Η Ίζομπελ αναρωτήθηκε αν είχε προλάβει να κοιμηθεί καθόλου. «Σε ευχαριστώ που έφερες το φόρεμα» του είπε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.» Είχε τόσο λίγο χρόνο διαθέσιμο το προηγούμενο βράδυ στην Καέν, κι όμως σκέφτηκε να της φέρει ένα φόρεμα. Την είχε γλιτώσει από την ντροπή. Οι μοναχοί μπορεί να έστρεφαν αλλού τα μάτια τους, οι στρατιώτες όμως όχι. Θα ένιωθε πολύ άβολα να ταξιδέψει πίσω μαζί τους και να κοιτάζουν τα πόδια της.
238
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν τής απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Θα ήθελα να ταξιδέψεις στην καρότσα μαζί με τον Γουίλιαμ» της είπε χαμηλόφωνα. «Θα σου φέρει λιγότερες αντιρρήσεις από αυτές που θα έφερνε στον Τζέιμι ή σ’ εμένα.» «Φυσικά.» Η ανάσα της κόπηκε, καθώς ο Στίβεν την έπιασε από τη μέση. Ο δισταγμός του έδειχνε ότι ήθελε να την αγκαλιάσει όσο το ήθελε και αυτή. Όμως, τελικά, απλά τη σήκωσε για να την ανεβάσει στην καρότσα. Το ταξίδι της επιστροφής προς την Καέν φαινόταν ατελείωτο. Παρόλο που ο Φιτζ-Άλαν δεν παραπονέθηκε ούτε στιγμή, κουλουριαζόταν από τον πόνο κάθε φορά που έπεφταν σε λακκούβα. Η Ίζομπελ προσπαθούσε να τον βοηθήσει να ξεκουραστεί. Όμως, ο εκ φύσεως λιγομίλητος άντρας είχε πιάσει τη συζήτηση μαζί της. Φαινόταν ότι κάτι τέτοιο τον ανακούφιζε, οπότε η Ίζομπελ πήγε με τα νερά του. Τη βομβάρδισε με ερωτήσεις, μέχρι που του εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβησαν την προηγούμενη μέρα, αφού τον είχαν τραυματίσει με το βέλος. Ο Φιτζ-Άλαν έκλεισε τα μάτια του και χαμογέλασε. «Δεν θα ήθελα κανέναν άλλον δίπλα μου στη μάχη, παρά μόνο τον Στίβεν.» «Ναι» συμφώνησε αυτή «ήταν πραγματικά καταπληκτικός.» Ο Φιτζ-Άλαν μισάνοιξε τα μάτια του. «Ο αδελφός μου είχε πάντα την καρδιά ενός ήρωα» της είπε έντονα. «Το αποδεικνύει σε κάθε ευκαιρία.» Η Ίζομπελ αναρωτήθηκε γιατί ήταν τόσο σημαντικό για τον Φιτζ-Άλαν να της το τονίσει αυτό, όταν μάλιστα έδειχνε να τον εξασθενεί η συζήτηση. «Δεν θα μπορούσε άντρας να φερθεί καλύτερα σε αδελφό ή φίλο» συμπλήρωσε, αγνοώντας τις προσπάθειές της να τον κάνει να ησυχάσει.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
239
Παρά τον πόνο του, η Ίζομπελ καταλάβαινε ότι ο Γουίλιαμ ήξερε τι της έλεγε. Τα λόγια του έμοιαζαν να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό, αλλά ποιος ήταν αυτός; Νόμιζε ότι τον είχε πάρει ο ύπνος, όταν άρχισε να μιλάει ξανά. «Θα γίνει υπέροχος σύζυγος κάποια μέρα.» Καθώς του σκούπιζε το μέτωπο, είπε μέσα από τα δόντια της: «Εάν τη γυναίκα του δεν την ενοχλεί να τον μοιράζεται.» Η ακοή του Φιτζ-Άλαν ήταν καλύτερη απ’ όσο εκείνη νόμιζε. Άρχισε λοιπόν να γελάει τόσο δυνατά με το σχόλιό της, που κουλουριάστηκε από τον πόνο. Η Ίζομπελ μετάνιωσε που είχε μιλήσει. Καθώς έσκυψε από πάνω του για να ελέγξει τον επίδεσμό του, αυτός άνοιξε ξανά τα μάτια του. Το λαμπερό κεχριμπαρένιο βλέμμα του φαινόταν ειλικρινές. «Αυτά που κάνει είναι απλά τρέλες της ηλικίας του» της είπε, αναπνέοντας με δυσκολία. «Ο Στίβεν χρειάζεται…» «Λόρδε Φιτζ-Άλαν, σας παρακαλώ, σταματήστε.» Η πληγή του είχε αρχίσει να αιμορραγεί ξανά, γεγονός που την έκανε να ανησυχεί πολύ. «Καλό είναι να μη μιλήσουμε άλλο. Πρέπει να ηρεμήσετε και να ξεκουραστείτε.» Ο Γουίλιαμ έκλεισε τα μάτια του, ενώ ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. «Η Κάθριν θα σε συμπαθούσε… Της υποσχέθηκα… ότι θα επιστρέψω…» Ήταν αλήθεια, λοιπόν: ο δυνατός αρχηγός αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του. Η Ίζομπελ μπόρεσε να το διακρίνει στη φωνή του. Οι περισσότεροι άντρες δεν αισθάνονταν τέτοια στοργή για τις συζύγους τους. Η Κάθριν ήταν η χαρά της ζωής του· ήταν ο λόγος για τον οποίο ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ίσως να της έβγαιναν μαζεμένα όλα τα συναισθήματα των δύο τελευταίων ημερών. Ένιωθε σαν να είχαν περάσει αιώνες από τότε που είχε φύγει από την Καέν – είχαν συμβεί τόσα πολλά…
240
MARGARET MALLORY
Και ήταν τόσο κουρασμένη! Και τρομερά ανήσυχη για τον Φιτζ-Άλαν. «Ίζομπελ.» Άκουσε τον Στίβεν να τη φωνάζει. Σκούπισε τα μάτια της και γύρισε προς το μέρος του. «Βρισκόμαστε κοντά στην Καέν;» τον ρώτησε, με σπασμένη φωνή. «Φοβάμαι πως η κατάστασή του επιδεινώνεται και δεν μπορώ να τον βοηθήσω άλλο εδώ που είμαστε.» Ο Στίβεν κοίταξε τον αδελφό του και σοβάρεψε αρκετά. «Ίσως να θέλουμε άλλη μία ώρα για να φτάσουμε. Η άμαξα δεν μπορεί να πάει πιο γρήγορα.» Η Ίζομπελ ένιωσε την ένταση στη φαινομενικά ήρεμη φωνή του. «Πάρε τον Τζέιμι και μερικούς ακόμα, και φύγετε μπροστά» φώναξε ο Στίβεν στον άντρα δίπλα του. «Βρείτε γιατρό και ετοιμάστε ένα δωμάτιο στο κάστρο για τον Λόρδο ΦιτζΆλαν.» Η Ίζομπελ καταλάβαινε γιατί το έκανε αυτό ο Στίβεν: δεν ήθελε να δει ο Τζέιμι σε πόσο σοβαρή κατάσταση ήταν ο Φιτζ-Άλαν, προτού τον φέρει ασφαλή πίσω. Ο Στίβεν παρέμεινε δίπλα στην άμαξα για όλο το υπόλοιπο του ταξιδιού, χωρίς να μιλάει πολύ. Όταν τελικά έφτασαν στην πόλη, ο γιατρός του ίδιου του βασιλιά τούς περίμενε στην πύλη. Ο κομψά ντυμένος άντρας έκανε σήμα στον οδηγό να μη σταματήσει και πήδηξε μέσα στην άμαξα. «Στο κάστρο!» φώναξε ο γιατρός, καθώς άρχισε να εξετάζει τον ασθενή του. Ο Τζέιμι περίμενε στα σκαλιά του κάστρου. Προτού καλά καλά καταλάβει η Ίζομπελ τι γινόταν, ο Τζέιμι και ο Στίβεν είχαν μεταφέρει τον Φιτζ-Άλαν με το φορείο μέσα στο κάστρο. Ο γιατρός τούς ακολούθησε σχεδόν τρέχοντας. Ξαφνικά, η Ίζομπελ βρέθηκε μόνη, χωρίς να πρέπει να κάνει κάτι άλλο. Ακούμπησε πίσω και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα που η ταλαιπωρία είχε φτάσει στο τέλος της,
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
241
αισθανόταν τόσο κουρασμένη! Δεν μπορούσε καν να βρει τη δύναμη να βγει από την άμαξα. «Λαίδη Χιουμ.» Άνοιξε τα μάτια της. Ο Βασιλιάς Ερρίκος και ο Ρόμπερτ στέκονταν δίπλα στην άμαξα. Η φωνή που είχε ακούσει ήταν του βασιλιά. «Σας ευχαριστώ που φροντίσατε τον καλό μου φίλο» είπε ο Βασιλιάς Ερρίκος, δίνοντάς της το χέρι του. Αυτή κοίταξε τα νύχια της, που ήταν γεμάτα αίμα. Δίστασε να του δώσει το χέρι της, αλλά ο βασιλιάς την έπιασε ολόκληρη για να την κατεβάσει από την άμαξα, γεγονός που την έκανε να σαστίσει. Είχε ξεχάσει ότι ο βασιλιάς ήταν νέος και δυνατός. «Δόξα τω Θεώ, είσαι καλά» της είπε ο Ρόμπερτ, φιλώντας την στα μάγουλα. Οι ρυτίδες στο όμορφο πρόσωπό του έδειχναν να έχουν βαθύνει κι άλλο από την τελευταία φορά που τον είχε δει. «Μέχρι χθες το βράδυ, που ήλθε ο Στίβεν, δεν είχα ιδέα τι μπορούσε να σου έχει συμβεί.» Η καρδιά της σφίχτηκε, όταν συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν η αιτία που φαινόταν τόσο καταβεβλημένος. «Συγγνώμη που σε ανησύχησα τόσο.» «Αυτή η μικρή Λινέτ! Ήθελα να την πνίξω» είπε ο Ρόμπερτ. «Δεν μπορούσα να της πάρω ούτε μία λέξη.» Παρ’ όλα αυτά, ο Ρόμπερτ φαινόταν εντυπωσιασμένος. «Βλέπω ότι είστε εξαντλημένη από την όλη ταλαιπωρία» είπε ο βασιλιάς και της προσέφερε το μπράτσο του για να στηριχτεί πάνω του. «Όμως, μόλις ξεκουραστείτε, πρέπει να μας πείτε όλα όσα συνέβησαν.» «Όπως επιθυμείτε, μεγαλειότατε.» Τι περίμενε να ακούσει ο βασιλιάς από αυτήν, το οποίο δεν μπορούσε να του πει ο Τζέιμι ή ο Στίβεν; «Συχνά, οι γυναίκες παρατηρούν περισσότερα πράγματα από τους άντρες» είπε ο βασιλιάς. «Προσπαθήστε, αν είναι δυνατόν, να θυμηθείτε κάθε λεπτομέρεια για τους άντρες οι
242
MARGARET MALLORY
οποίοι σας επιτέθηκαν – τα άλογα, τα ρούχα, τα όπλα τους, ίσως κάποιο περίεργο κόσμημά τους, οτιδήποτε που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε ποιοι είναι αυτοί οι “φίλοι”.» «Θα βάλω τα δυνατά μου, μεγαλειότατε.» «Πρέπει να μάθουμε ποιοι ήταν αυτοί οι άντρες» συνέχισε, τονίζοντας κάθε του λέξη. «Αυτοί οι δειλοί, που ήθελαν να δολοφονήσουν τον ηγέτη του στρατού μου και σκόπευαν να διαπράξουν ιεροσυλία στο όνομά μου.» Η Ίζομπελ ένιωσε τις δονήσεις από την οργή του στα δάχτυλά της, που ακουμπούσαν το μπράτσο του. «Θα φροντίσω να καρφωθούν τα κεφάλια τους σε παλούκια.» Και μετά, πιο ήρεμος, συνέχισε: «Θα διηγηθείτε στον Ρόμπερτ οτιδήποτε μπορείτε να θυμηθείτε. Αργότερα, ίσως χρειαστεί να σας κάνω κι εγώ ορισμένες ερωτήσεις.» Παρόλο που ήταν εξουθενωμένη, παρατήρησε πως ο βασιλιάς και ο Ρόμπερτ φαίνονταν να είναι πιο φιλικοί μεταξύ τους απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Της έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ο βασιλιάς ήθελε τη βοήθειά του για να ανακαλύψει την ταυτότητα των εισβολέων. Ποια ήταν ακριβώς η σχέση του με τον βασιλιά; Ίσως να είχε υποτιμήσει τον Ρόμπερτ, όπως είχε κάνει και με τον Στίβεν. Τελικά, αμφότεροι φαίνονταν να είναι σημαντικότεροι απ’ όσο νόμιζε.
Κεφάλαιο Είκοσι Τρία Η Ίζομπελ ξύπνησε γεμάτη τύψεις. Η βιαστική της απόφαση είχε δημιουργήσει ένα σωρό προβλήματα: ο Φιτζ-Αλαν είχε τραυματιστεί, ο Ρόμπερτ αισθανόταν πληγωμένος, η Λινέτ σχεδόν δεν της μιλούσε. Δεν ήξερε για ποιο πράγμα από όλα έπρεπε να πρωτοεπανορθώσει. Από τη στιγμή που η Λινέτ ήταν πιο κοντά της, θα ξεκινούσε με αυτήν. Με το που άνοιξε την κουρτίνα που έπεφτε γύρω από το κρεβάτι της, η Λινέτ μπήκε βιαστική από την πόρτα, κρατώντας ένα δίσκο με φαγητό. Η μυρωδιά του ζεστού ψωμιού έκανε το στομάχι της Ίζομπελ να γουργουρίσει. Είχε πέσει για ύπνο πριν από το χθεσινοβραδινό δείπνο. «Σε ευχαριστώ, Λινέτ. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.» Η Λινέτ συνέχιζε να κοιτάζει το δίσκο και να μη μιλάει. Η Ίζομπελ αναστέναξε και έδεσε τη ρόμπα γύρω της. Κάθισε δίπλα στο τραπεζάκι και έκανε νεύμα στη μικρή να κάτσει μαζί της. «Θα πρέπει να φοβήθηκες πολύ, όταν είδες πως δεν είχα επιστρέψει το βράδυ» άρχισε να της λέει. «Συγγνώμη.» Η Λινέτ σήκωσε το βλέμμα της· τα μάτια της ήταν υγρά. «Δεν χρειαζόταν να πας» της είπε θυμωμένη. «Ο Σερ Στίβεν και ο Λόρδος Φιτζ-Αλαν θα τους έφερναν πίσω.»
244
MARGARET MALLORY
«Φοβόμουν τόσο πολύ για τον αδελφό μου, που δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά.» Η Λινέτ έσφιξε τα χείλη της. Έπειτα από μια έντονη παύση, κούνησε το κεφάλι της. «Θα έκανα το ίδιο για τον Φρανσουά.» Η Λινέτ ξέχασε το θυμό της, καθώς η Ίζομπελ άρχισε να αφηγείται τα γεγονότα της πρώτης επίθεσης. Η μικρή άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και είπε: «Είναι απίστευτο να βλέπεις τον Σερ Στίβεν και τον Λόρδο ΦιτζΆλαν στη μάχη, έτσι δεν είναι;» «Ξέχασα ότι τους είχες δει να πολεμούν στη Φαλέζ…» Ξαφνικά, κάποιος χτύπησε την πόρτα τόσο δυνατά, που πετάχτηκαν και οι δύο πάνω. Ο Ντε Ροσέ έκανε την εμφάνισή του. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα με οργή. «Με πόσο ανόητη γυναίκα με έχει δέσει αυτός ο Άγγλος βασιλιάς!» Η Λινέτ έτρεξε στο πλάι της Ίζομπελ και της έσφιξε το χέρι. Ο Ντε Ροσέ έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, κάνοντας αμφότερες να πηδήξουν ξανά από το φόβο τους. «Ανόητη και ανυπάκουη» της είπε. «Δεν σου είπα να περιμένεις στο δωμάτιό σου μέχρι να επιστρέψει ο αδελφός σου;» Διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά της. «Δεν σου το είπα;» τη ρώτησε ξανά. Όταν ήταν μικρή, η Ίζομπελ έπαιζε με αγόρια. Ήξερε πώς έπρεπε να αντιμετωπίζει τους νταήδες. Η δειλία των άλλων τούς έκανε να αισθάνονται πιο δυνατοί. «Ναι, μου το είπες» του απάντησε με σταθερή φωνή, χωρίς ίχνος απολογητικής διάθεσης. Ξαφνικά, ένιωσε να θυμώνει πολύ. Πήγε να ανοίξει το στόμα της, για να του πει ότι ήταν δειλός που δεν είχε πάει αυτός να βρει τον αδελφό της. Αλλά, την τελευταία στιγμή, σκέφτηκε ότι ο Ντε Ροσέ θα γινόταν σύζυγός της και προτίμησε να μην πει τίποτα. Κανένας άντρας δεν θα μπορούσε να συγχωρήσει μια γυναίκα αν τον αποκαλούσε δειλό, ειδικά αν είχε δίκιο. Για να υπάρξει
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
245
η παραμικρή ελπίδα να αποκτήσει μια θερμή σχέση με τον άντρα της, δεν έπρεπε να του πει κάτι τέτοιο. Ο Ντε Ροσέ την κοίταξε να σφίγγει τα χείλη της, και φάνηκε να ηρεμεί. Οι ώμοι της χαλάρωσαν στο πλάι. Ευτυχώς, η στιγμή έντασης φαινόταν να έχει παρέλθει. «Έχω αρχίσει να διακρίνω την ψυχή μιας δυνατής γυναίκας» είπε ο Ντε Ροσέ, κοιτάζοντάς την από πάνω μέχρι κάτω. Έσπρωξε τη Λινέτ πιο πέρα και άρπαξε την Ίζομπελ πάνω του. Το στόμα του άρχισε να αναζητεί πεινασμένα το δικό της, οι γοφοί του κόλλησαν πάνω της και η σκληρή στύση του της πίεζε την κοιλιά. Η Λινέτ άρχισε να φωνάζει και να τραβάει το μπράτσο της Ίζομπελ. Ο Ντε Ροσέ άφησε τη λαίδη απότομα. «Ίσως, τελικά, να αξίζεις τον κόπο» της είπε, χαμογελώντας. Της τσίμπησε δυνατά το μάγουλο και μετά γύρισε την πλάτη του και έφυγε. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω του, η Λινέτ την τράβηξε να καθίσει κοντά στο παράθυρο. Κάθισε κι αυτή δίπλα της, και της έπιασε το χέρι. Η Ίζομπελ δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει. «Πρέπει να τον παντρευτείς;» τη ρώτησε η Λινέτ χαμηλόφωνα. «Ναι, είναι διαταγή του βασιλιά» απάντησε η Ίζομπελ όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Δεν πρέπει να τον κρίνεις από μια άσχημη στιγμή. Είχε λόγο να είναι θυμωμένος μαζί μου, και του πέρασε σχετικά γρήγορα.» Η Ίζομπελ καταράστηκε μέσα της τον μακαρίτη σύζυγό της· έπρεπε να υποφέρει σε όλη της τη ζωή για τις ανοησίες του Χιουμ; Θα ήταν τώρα οικοδέσποινα στο σπίτι της, ζώντας ήρεμα στο Νορθάμπερλαντ. «Βοήθησέ με να ντυθώ» είπε, χτυπώντας ελαφρά το χέρι της Λινέτ. «Πρέπει να δω πώς είναι ο Λόρδος Φιτζ-Άλαν.» Λίγη ώρα αργότερα, στεκόταν έξω από το δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Γουίλιαμ. Σήκωσε το χέρι της για να χτυπήσει
246
MARGARET MALLORY
την πόρτα, ελπίζοντας να είναι μέσα και ο Στίβεν. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Από μέσα, ακούγονταν φωνές. Η μία εξ αυτών ήταν του Στίβεν. Η Ίζομπελ πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα ελαφρά. Οι φωνές ήταν τόσο δυνατές, που κανείς δεν άκουσε το χτύπο. Όταν τους άκουσε να γελούν δυνατά, ένιωσε ανακουφισμένη. Ο Φιτζ-Άλαν πρέπει να βρισκόταν εκτός κινδύνου. Χαμογελώντας, έβαλε το κεφάλι της μέσα από την πόρτα και ρώτησε αν μπορούσε να μπει. Αυτό που είδε την έκανε να παγώσει ολόκληρη: σε ένα σκαμνί, δίπλα στο κρεβάτι του Φιτζ-Άλαν, καθόταν μια εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα· είχε σκύψει πάνω από τον τραυματισμένο άντρα, κρατώντας το χέρι του μέσα στα δικά της. Ήταν η Λαίδη Κάθριν Φιτζ-Άλαν. Η γυναίκα ήταν ξανθιά, ενώ ο Τζέιμι ήταν μελαχρινός, και φαινόταν πολύ μικρή στην ηλικία για να είναι μητέρα του. Παρ’ όλα αυτά, η Ίζομπελ δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποια ήταν. Οι τρεις άντρες που βρίσκονταν στο δωμάτιο έγερναν προς το μέρος της, όπως τα ηλιοτρόπια γέρνουν πάντα προς τον ήλιο. Ο συνήθως βλοσυρός Φιτζ-Άλαν έλαμπε σαν έφηβος που ζούσε τον πρώτο του έρωτα. Ο Τζέιμι στεκόταν από πίσω, και το χέρι του ακουμπούσε στον ώμο της. Δίπλα της, από την άλλη μεριά, καθόταν ο Στίβεν, ακουμπώντας το χέρι του στον άλλον της ώμο. Δεν ήταν το χέρι του Στίβεν στον ώμο της γυναίκας ο λόγος για τον οποίο η Ίζομπελ δεν μπορούσε να αναπνεύσει – παρόλο που η εικόνα αυτή δεν βοηθούσε· ήταν αυτό που είδε ζωγραφισμένο στα μάτια του, καθώς την κοίταζε. Στο μυαλό της, ήλθαν σκόρπιες κουβέντες που είχε τύχει να ακούσει από τον Στίβεν για τη γυναίκα του αδελφού του: Λατρεύω την Κάθριν. Δεν υπάρχει άλλη γυναίκα σαν αυτήν. Ακόμα χειρότερα, θυμήθηκε το μελαγχολικό τόνο στη φωνή του, όταν μιλούσε για αυτήν.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
247
Ξαφνικά, όλα έβγαζαν νόημα: γιατί ο Στίβεν δεν ήθελε να παντρευτεί· γιατί ξόδευε το χρόνο του με γυναίκες όπως η Μαρί ντε Λισιέ, που δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο. Προσπάθησε να καταπιεί, αλλά ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Ο Στίβεν ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του αδελφού του. Παρόλο που η Λαίδη Κάθριν πρέπει να ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν ακόμα πανέμορφη. Όμως, η Ίζομπελ πονούσε, γιατί καταλάβαινε πως τον Στίβεν δεν τον είλκυε μόνον η εμφάνισή της· όταν αναφερόταν σε αυτήν, δεν μιλούσε μόνο για την ομορφιά της. Όχι, αγαπούσε αυτή τη γυναίκα για αυτό που ήταν. Η Λαίδη Φιτζ-Άλαν πρέπει να ένιωσε τη ματιά της Ίζομπελ, γιατί γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια της είχαν το ίδιο μπλε χρώμα με αυτά του Τζέιμι. «Περάστε μέσα» της είπε. Σηκώθηκε και έτεινε τα χέρια της, λέγοντάς της: «Πρέπει να είστε η Λαίδη Χιουμ.» Η Ίζομπελ είχε πιαστεί σαν το ποντίκι στη φάκα. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο και πήρε τα χέρια της γυναίκας στα δικά της – δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. «Εγώ είμαι η Κάθριν» είπε η γυναίκα, φιλώντας την Ίζομπελ στα μάγουλα. «Συγχωρέστε με για την οικειότητα, αλλά μόλις έμαθα πως σώσατε τη ζωή του άντρα μου. Ο Θεός να σας έχει καλά!» Η Ίζομπελ αιφνιδιάστηκε ακόμα περισσότερο, όταν η Κάθριν την τράβηξε στην αγκαλιά της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που την είχε αγκαλιάσει μια γυναίκα. Δεν είχε αδελφές, ούτε κοντινές θείες ή ξαδέλφες. Και ήταν ακόμα μικρό παιδί, όταν η μητέρα της σταμάτησε να είναι ζεστή και εκδηλωτική. Η Ίζομπελ αφέθηκε στην τρυφερότητα της αγκαλιάς της Λαίδης Φιτζ-Άλαν και μύρισε το απαλό γυναικείο άρωμά της. Όσο και να το ήθελε, αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να τη μισήσει.
248
MARGARET MALLORY
Η Λαίδη Φιτζ-Άλαν την τράβηξε μέσα στο δωμάτιο και την έβαλε να καθίσει στο σκαμνί όπου καθόταν προηγουμένως ο Στίβεν. Παρόλο που η Ίζομπελ ένιωθε το βλέμμα του πάνω της, η ίδια δεν μπορούσε να τον κοιτάξει. Κάθισε εκεί, αμίλητη, σαστισμένη από αυτό που είχε καταλάβει. Την αγαπάει. Πάντοτε την αγαπούσε. Οι σκέψεις αυτές τριγύριζαν συνέχεια στο μυαλό της. Προσπάθησε να παρακολουθήσει τη ζωηρή συζήτηση γύρω της, αλλά δεν μπορούσε. Επιχείρησε ξανά να εστιάσει στην κουβέντα, αποφασισμένη να αποχωρήσει στην πρώτη ευκαιρία που θα σταματούσαν να μιλούν. Η Λαίδη Φιτζ-Άλαν έλεγε ότι είχε ένα πολύ δυνατό προαίσθημα, ώστε είχε στείλει τα παιδιά της στην πεθερά της και έπειτα πλήρωσε έναν βαρκάρη με χρυσάφι για να την περάσει απέναντι από το κανάλι, μέσα στη χειμωνιάτικη καταιγίδα. «Δεν έπρεπε να κινδυνέψεις τόσο» της είπε ο Φιτζ-Άλαν. Δεν είχε πάρει στιγμή τα μάτια του από τη σύζυγό του, από την ώρα που είχε καθίσει εκεί η Ίζομπελ. «Έκανε καλά που ήλθε» είπε ο Στίβεν από πίσω της. «Η Κάθριν είναι το καλύτερο φάρμακο.» Η Ίζομπελ δεν άντεχε ούτε να ακούσει τη φωνή του. Όταν ο Στίβεν άρχισε να λέει ότι οι Φιτζ-Άλαν θα μετακόμιζαν σε ένα σπίτι εκεί στην πόλη, σηκώθηκε όρθια. Έπρεπε να βγει έξω από το δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή. Μουρμουρίζοντας μια άσχετη δικαιολογία –ούτε που κατάλαβε τι είπε–, πετάχτηκε έξω από την πόρτα, προτού προλάβει κανείς να τη σταματήσει. Σφραγίζοντας το στόμα της με το χέρι της για να μην ακουστούν τα αναφιλητά της, σήκωσε το φουστάνι της και άρχισε να τρέχει στο διάδρομο. Δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί, όταν ένιωσε το χέρι του Στίβεν στο μπράτσο της. «Ίζομπελ, πρέπει να μιλήσουμε» της είπε, γυρίζοντάς την προς το μέρος του. «Συγγνώμη αν είσαι αναστατωμένη
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
249
επειδή δεν έχω μιλήσει ακόμα στον βασιλιά. Δεν μπορούσα να αφήσω μόνο του τον αδελφό μου, και μετά ήλθε η Κάθριν. Μα θα το κάνω σήμερα, τώρα, αν ο βασιλιάς δεχτεί να με δει.» «Στον βασιλιά;» Τι της έλεγε; «Εάν ο βασιλιάς επιμείνει να κάνει ερωτήσεις και σ’ εσένα» συνέχισε «θα ζητήσω από την Κάθριν να έλθει μαζί σου.» «Γιατί πρέπει να μιλήσεις στον βασιλιά;» Ήθελε να ακούσει τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα του για να είναι σίγουρη. «Λόγω του Ντε Ρο…» Ένα βλέμμα απέχθειας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και άρχισε ξανά να ολοκληρώνει τη φράση. «Διότι ο βασιλιάς έχει άλλα σχέδια για σένα. Καλό είναι να πάρουμε την έγκρισή του, προτού παντρευτούμε.» «Ξέρω ότι αισθάνεσαι υποχρεωμένος να κάνεις κάτι τέτοιο» του είπε «αλλά δεν θα σε αφήσω.» Ο ιπποτισμός του δεν του επέτρεπε να δείξει την ανακούφισή του· ή, απλά, μπορεί να μην είχε πιστέψει τα λόγια της. «Μην ανησυχείς» της είπε, σφίγγοντας το χέρι της. «Ο βασιλιάς θα κατηγορήσει εμένα, όχι εσένα. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου: σίγουρα θα θυμώσει. Θα είναι αρκετά θυμωμένος για κάποιον καιρό. Αλλά στο τέλος όλα θα πάνε καλά, σ’ το υπόσχομαι.» «Δεν πρόκειται να μιλήσεις στον βασιλιά για μένα.» Ο Στίβεν έσμιξε τα φρύδια του. «Ίζομπελ, καταλαβαίνεις ότι πρέπει να παντρευτούμε.» Αυτή τη στιγμή, δεν την αποκαλούσε «αγάπη του». «Δεν το καταλαβαίνω αυτό» του απάντησε αυστηρά. «Εάν το να πηγαίνεις στο κρεβάτι με μια γυναίκα σημαίνει ότι πρέπει να την παντρευτείς, τότε λογικά θα έπρεπε να είχες ένα σωρό συζύγους έως τώρα.» Με το που του μίλησε έτσι, ο Στίβεν σταμάτησε να είναι συγκαταβατικός και φιλικός. Άρχισε να την κοιτάζει όπως
250
MARGARET MALLORY
ο άλλος Στίβεν – αυτός που έριχνε βέλη ή κάρφωνε λεπίδες στα μάτια των αντιπάλων του. «Θα παντρευτούμε με το που θα…» Σταμάτησε απότομα, γιατί άκουσε κάποιον να τον φωνάζει. Η Ίζομπελ είδε τον Φρανσουά να τρέχει προς το μέρος τους. «Στίβεν» είπε ο Φρανσουά λαχανιασμένος «η μαντάμ Ντε Σαμπντιβέρ λέει πως πρέπει να έλθεις αμέσως. Έχει κάτι που θέλεις.» Η Ίζομπελ ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Θα ήταν ανόητη να ρισκάρει τα πάντα για να παντρευτεί αυτόν τον άντρα. Ανάμεσα στη μάταιη αγάπη του για τη σύζυγο του αδελφού του και τα συνεχή τσιλιμπουρδίσματά του, αυτή θα αισθανόταν πάντοτε δυστυχισμένη· θα πληγωνόταν πολύ περισσότερο απ’ όσο είχε πληγωθεί ο πατέρας της. «Θα έρθω να σε βρω όταν επιστρέψω και θα μιλήσουμε» της είπε ο Στίβεν, με φωνή σκληρή σαν γρανίτης. «Και μετά, θα πάω στον βασιλιά.» Τράβηξε το χέρι της μακριά και τον αγριοκοίταξε. «Θα πρέπει να κάνουμε αυτό που είναι σωστό, Ίζομπελ.»
Κεφάλαιο Είκοσι Τέσσερα «Νόμιζα ότι δεν θα ερχόσουν ποτέ» η Λινέτ μάλωσε τον Στίβεν, την ώρα που υποδεχόταν αυτόν και τον Φρανσουά στο δωμάτιο της Ίζομπελ. «Πρέπει να τη σώσεις από αυτόν τον φριχτό άντρα.» Ο Στίβεν αναστέναξε. Τουλάχιστον, τα δίδυμα ήταν με το μέρος του. Η Ίζομπελ φαινόταν τόσο εκνευρισμένη μαζί του, όταν προσπάθησε να της απολογηθεί γιατί δεν είχε μιλήσει ακόμα στον βασιλιά. Διάολε, έπρεπε να είχε μείνει πίσω και να συνεχίσει να μιλάει μαζί της, παρά να φύγει για να βρει την Κλοντέτ. Η Κλοντέτ είχε στείλει τον Φρανσουά να τον φωνάξει, αφότου είχε κρυφακούσει τον Ντε Ροσέ και τη Μαρί ντε Λισιέ να καβγαδίζουν. Καθώς περνούσε δίπλα από ένα παράθυρο στο παλιό παλάτι –ο Στίβεν δεν ρώτησε την Κλοντέτ τι έκανε εκεί–, είχε δει τον Ντε Ροσέ και τη Μαρί κάτω στον κήπο. Η Κλοντέτ άκουσε λίγα πράγματα από τον καβγά, αλλά η Μαρί είχε αναφέρει το όνομα του Στίβεν και τη λέξη «μοναστήρι». Ο Στίβεν προσπάθησε να πείσει την Κλοντέτ ότι άπαντες στο κάστρο θα είχαν μάθει πια για την επίθεση. Αλλά εκείνη ήταν σίγουρη πως η Μαρί ήξερε και κάτι ακόμα. Και ήταν εξίσου σίγουρη ότι ο Στίβεν ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να της αποσπάσει την πληροφορία.
252
MARGARET MALLORY
Όταν τελικά βρήκε τη Μαρί, αυτή φάνηκε πολύ χαρούμενη που τον έβλεπε. Για την ακρίβεια, ιδιαίτερα χαρούμενη. Ο Στίβεν δεν πίστευε πως η Μαρί ήταν αναμεμιγμένη στο σχεδιασμό της επίθεσης, αλλά ίσως να γνώριζε κάτι. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν διατεθειμένος να κοιμηθεί μαζί της, προκειμένου να το μάθει. Άσε που ήταν πια σχεδόν παντρεμένος. Είτε η μέλλουσα γυναίκα του το ήξερε είτε όχι. Πού στο διάολο ήταν η Ίζομπελ; Ήταν αργά. Δεν υπήρχε άλλος χρόνος για χάσιμο. Τα μηνίγγια του χτυπούσαν ήδη δυνατά, όταν άκουσε φωνές έξω στο διάδρομο. Τα δίδυμα έτρεξαν για να τη συναντήσουν στην πόρτα. «Φρανσουά, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω» είπε η Ίζομπελ, με το που μπήκε στο δωμάτιό της. Ακουγόταν κουρασμένη. «Πρέπει να πάω με τον Φρανσουά» είπε η Λινέτ, καθώς με τον αδελφό της πέρασαν βιαστικά δίπλα από την Ίζομπελ. «Λινέτ!» φώναξε η Ίζομπελ, καθώς έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Κατέρρευσε σε ένα σκαμπό και βύθισε το πρόσωπό της στα χέρια της. Ο Στίβεν αισθάνθηκε να μαλακώνει μαζί της, αλλά το έκρυψε. Έπρεπε να παραμείνει σταθερός. Προχώρησε προς το μέρος της και, όταν το φως από τη λάμπα στο τραπεζάκι δίπλα της τον φώτισε, αυτή πετάχτηκε πάνω. Φαινόταν τόσο όμορφη, έτσι όπως είχε μείνει άφωνη. «Πήρες αυτό που ήθελες από τη μαντάμ Ντε Σαμπντιβέρ;» ρώτησε η Ίζομπελ και έσφιξε τα χείλη της, λες και οι λέξεις είχαν φύγει από το στόμα της προτού προλάβει να τις σταματήσει. Ήταν δυνατόν να ζήλευε; Την Κλοντέτ; Όσο γελοίο και αν φαινόταν, μήπως ήταν αυτός ο λόγος για τη διστακτικότητά της; Η σκέψη τον έκανε να χαρεί. Προτιμούσε να τον ζηλεύει, παρά να είναι αδιάφορη απέναντί του.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
253
«Η Κλοντέτ είναι απλά φίλη, τίποτα παραπάνω.» Η Ίζομπελ ξεφύσησε περιφρονητικά και κοίταξε από την άλλη. «Πρέπει να μιλήσουμε με τον Γουίλιαμ και την Κάθριν για τον ιδανικότερο τρόπο προσέγγισης του βασιλιά. Είναι αργά και ο αδελφός μου πρέπει να ξεκουραστεί, οπότε δεν πρέπει να καθυστερήσουμε.» Της άπλωσε το χέρι του. Αυτή σηκώθηκε χωρίς να στηριχτεί στο χέρι του και στάθηκε απέναντί του. «Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο» του είπε ξερά. Ο Στίβεν ανέπνευσε βαθιά, για να ηρεμήσει προτού μιλήσει. «Πρέπει να δεχτούμε τις συνέπειες των πράξεών μας. Θα προτιμούσα να με παντρευόσουν με χαρά. Όμως, ούτως ή άλλως, θα προσπαθήσω να είμαι ένας πολύ καλός σύζυγος. Ελπίζω, με τον καιρό, να καταφέρω να σε κάνω ευτυχισμένη.» «Θα αρνηθώ ότι συνέβη το οτιδήποτε ανάμεσά μας.» Αυτός έμεινε έκπληκτος. «Μα, γιατί;» Έσφιξε τα χείλη της και αρνήθηκε να του απαντήσει. «Δεν μπορεί να θέλεις τον Ντε Ροσέ για σύζυγό σου.» Δεν φτάνει που δεν φαινόταν να θέλει να τον παντρευτεί, ήταν δυνατόν να προτιμούσε αυτόν τον Γάλλο υποκριτή; «Έχω δώσει την υπόσχεσή μου στον βασιλιά» του είπε, σταυρώνοντας τα χέρια της «και θα την τηρήσω.» «Και η υπόσχεση που δώσαμε ο ένας στον άλλον;» τη ρώτησε. «Δώσαμε μια υπόσχεση με αυτά που έγιναν μεταξύ μας, στο μποστάνι του μοναστηριού.» «Απ’ ό,τι ακούω, Στίβεν Κάρλτον, δίνεις όλη την ώρα τέτοιες “υποσχέσεις” σε γυναίκες.» «Δεν είναι το ίδιο αυτές οι γυναίκες.» «Σε τι διαφέρουν;» ρώτησε, κοιτάζοντάς τον αυστηρά. Γιατί χρειαζόταν να της το εξηγήσει; «Αυτές οι γυναίκες πήγαν μαζί μου μόνο για ικανοποίηση. Ήταν κάτι που γνωρίζαμε και εγώ και αυτές. Δεν παραπλάνησα καμιά τους. Ορισμένες εξ αυτών δεν ήταν καν ελεύθερες για να παντρευτούν.»
254
MARGARET MALLORY
«Τότε, δεν διαφέρω κι εγώ σε κάτι» του είπε. «Πήγα μαζί σου για ικανοποίηση, και δεν είμαι ελεύθερη για γάμο.» Ένιωσε τα λόγια της σαν μαχαίρι στην καρδιά του. Τον είχε όντως χρησιμοποιήσει με τέτοιον τρόπο; Είχε κάνει λάθος που πίστευε πως όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους σήμαιναν για αυτήν ό,τι και για τον ίδιο; Τουλάχιστον, τώρα ήξερε πώς να παίξει. Ήταν καλός σε τέτοια παιχνίδια. Θα ακολουθούσε τις ίδιες τις συμβουλές του: όταν μάχεσαι για τη ζωή σου, πρέπει να χρησιμοποιείς το πλεονέκτημα που έχεις και όχι αυτό που θα ευχόσουν να είχες. Την τράβηξε άγρια πάνω του και άρχισε, επίτηδες, να χαϊδεύει αργά το κάτω χείλος της με το δάχτυλό του. «Ο Ντε Ροσέ θα σε απογοητεύσει.» Τον κοίταξε με ορθάνοιχτα τα πράσινα μάτια της, και μετά τα ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές. Η ανάσα της είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει ρυθμό. «Σε θέλω γυμνή.» Την κοίταξε επίμονα στα μάτια για να της δείξει πόσο πολύ το εννοούσε. Την ήθελε και με αυτό τον τρόπο, αλλά ήθελε ακόμα περισσότερο την καρδιά της. Τα χείλη της μισάνοιξαν και το βλέμμα της κατευθύνθηκε προς το στόμα του. «Εγώ… Εγώ…» Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις, καθώς αυτός άρχισε να τη χαϊδεύει σε όλη την καμπύλη του λαιμού της, μέχρι κάτω. Όταν τα δάχτυλά του έφτασαν στο άνοιγμα του φορέματός της, η ανάσα της κόπηκε. Ήταν σαν να άκουγε τις σκέψεις της – ζωγραφίζονταν τόσο γλαφυρά στο πρόσωπό της. Έλεγε στον εαυτό της ότι έπρεπε να το σταματήσει εδώ, αλλά το ήθελε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε. Θα φρόντιζε, όμως, και αυτός να μην μπορέσει. Ο Στίβεν ακούμπησε τα δάχτυλά του στο απαλό δέρμα της στην άκρη του κορσέ, στο σημείο απ’ όπου ξεπηδούσαν τα στήθη της. Έλιωσε πάνω του, σαν το ζεστό κερί.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
255
«Θέλεις να σε φιλήσω;» Προσπάθησε να παραμείνει ψυχρά υπολογιστικός, αλλά ήταν δύσκολο όταν η Ίζομπελ τον κοίταζε έτσι. Μόλις εκείνη σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να βρει το στόμα του, η καρδιά του σκίρτησε. Ήταν τόσο ανόητος; Ποιος αποπλανούσε ποιον; Ποιος θα κατατροπωνόταν; Φοβόταν πως το θύμα θα ήταν και πάλι αυτός. Από τον Στίβεν δεν έλειπε ποτέ το θάρρος. Η αλήθεια ήταν ότι αναμετριόταν με τον κίνδυνο χωρίς πολλή σκέψη. Αλλά τα γόνατά του έτρεμαν με το ρίσκο που θα έπαιρνε τώρα. Με το που τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της, έγινε η έκρηξη. Όπως κάθε φορά που φιλιούνταν. Άφησε το συναίσθημα να τον τυλίξει ολόκληρο και κυριολεκτικά βυθίστηκε στο φιλί της. Ήθελε να αγγίξει όλα τα σημεία που αγαπούσε: το πρόσωπό της, την καμπύλη της πλάτης της, το μακρύ της μηρό. Ήθελε τόσο πολύ να αγγίξει τα μαλλιά της. Χωρίς να πάρει το στόμα του από το δικό της, άρχισε να αφαιρεί τα τσιμπιδάκια που συγκρατούσαν την καλύπτρα στο κεφάλι της. «Άσε εμένα να το κάνω» του είπε εκείνη ασθμαίνοντας, διακόπτοντας το φιλί. Την ώρα που τα χέρια της ήταν απασχολημένα με τα τσιμπιδάκια, αυτός άρχισε να αγγίζει το σώμα της. Πίεσε τα χείλη του στο απαλό δέρμα της, κοντά στην άκρη του κορσέ, και μετά γονάτισε για να φιλήσει τα στήθη της πάνω από το ύφασμα του φουστανιού της. Όταν ένιωσε τα μαλλιά της να χύνονται στα χέρια του, αναστέναξε με ευχαρίστηση και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω της. Δεν ήθελε όμως να την αφήσει να χαλαρώσει, μήπως και άλλαζε γνώμη. Σηκώθηκε όρθιος, τη γύρισε πλάτη και άρχισε να ανοίγει το φόρεμά της. «Δεν πρέπει…» ξεκίνησε να του λέει, αλλά η φωνή της έσβησε με το που ο Στίβεν έφερε τα χέρια μπροστά της και της άρπαξε τα στήθη· απαλά και στητά, εφήρμοζαν τέλεια
256
MARGARET MALLORY
μέσα στα χέρια του. Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω, πάνω στον ώμο του, βγάζοντας μικρούς ήχους και βογκητά. Φίλησε το λαιμό της, και μετά της ψιθύρισε στο αυτί: «Θέλω να νιώσω και πάλι το δέρμα σου πάνω στο δικό μου.» Αυτή τη φορά, δεν προσποιήθηκε ότι είχε αντιρρήσεις. Με το που της έλυσε εντελώς το φόρεμα, αυτή το τράβηξε από τους ώμους της προς τα κάτω και το άφησε να πέσει στο πάτωμα, σαν λιμνούλα στα πόδια της. Με το που γύρισε για να τον κοιτάξει, αυτός άρχισε να βγάζει το χιτώνα του και το πουκάμισό του. Αναστέναξε βαθιά, όταν τον αγκάλιασε από τη μέση και ακούμπησε τα στήθη της στο στέρνο του. Τον κοίταξε, και τα μάτια της ήταν σκοτεινά και σοβαρά. «Ξέρω ότι είναι λάθος, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ.» «Δεν είναι λάθος αυτό που κάνουμε, εφόσον πρόκειται να παντρευτούμε.» «Προτιμώ να αμαρτήσω, παρά να υποφέρω κάθε μέρα…» Η φωνή της πνίγηκε μέσα σε ένα λυγμό. Δεν καταλάβαινε. Τι εννοούσε; «Θα είμαστε τόσο ευτυχισμένοι μαζί – δεν μπορείς να το δεις;» Κούνησε έντονα το κεφάλι της πέρα-δώθε. Είχε αρχίσει να την εγκαταλείπει το πάθος – την ένιωσε να απομακρύνεται. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και την κουβάλησε μέχρι το κρεβάτι, για να μην προλάβει να αλλάξει γνώμη. Δεν ήταν ώρα για να φερθεί τίμια. Άρχισε να τη φιλάει σαν τρελός. Με το που έφερε το χέρι της πάνω από το παντελόνι του, της άρπαξε τον καρπό. Κρατώντας και τα δύο χέρια της πάνω από το κεφάλι της, της δάγκωσε ελαφρά το αυτί και άρχισε να τη γλείφει στο κάτω μέρος του λαιμού της. Έπειτα έβαλε τα χέρια του στο στήθος της, και αυτή τέντωσε το σώμα της προς τα πάνω. Αργά αργά, άρχισε να παίζει με τις ρώγες της με τη γλώσσα του, γύρω γύρω και ύστερα πιο σκληρά, μέχρι που εκείνη χτύπησε τις γροθιές της στο κρεβάτι.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
257
Τέλεια. Άρχισε να χαϊδεύει το εσωτερικό μέρος των μηρών της, σπιθαμή προς σπιθαμή, καθώς συνέχιζε να παίζει τη ρώγα της με τη γλώσσα του. Όταν έφτασε κάτω, ανάμεσα στα πόδια της, η Ίζομπελ ήταν καυτή και υγρή, και την ήθελε τόσο πολύ που σχεδόν ξέχασε γιατί το είχε ξεκινήσει όλο αυτό. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι έπρεπε να συγκρατηθεί, τράβηξε το στήθος της στο στόμα του και άρχισε να της χαρίζει ηδονή παίζοντας μαζί του. Κάθε αναστεναγμός και βογκητό της τον έκανε να τη θέλει όλο και πιο πολύ. Όταν σταμάτησε να της χαϊδεύει το μηρό, εκείνη άνοιξε τα μάτια της. «Τα καλά πράγματα έρχονται σε αυτούς που είναι υπομονετικοί» της είπε, χαμογελώντας της προκλητικά. Άρχισε να παίζει μαζί της, χαϊδεύοντάς την κυκλικά με τα χέρια του, όλο και πιο κοντά στη σχισμή της Μα τους αγίους, είχε τέλεια στήθη! Φίλησε αυτό που ήταν πιο κοντά του. Η Ίζομπελ έβγαλε μια μικρή κραυγή με το που ο Στίβεν πήρε τη ρώγα της στα δόντια του. Καθώς άρχισε να την πιέζει πιο δυνατά ανάμεσα στα πόδια της, η ανάσα της έγινε ακανόνιστη. «Στίβεν, μη σταματήσεις» του είπε αγχωμένη, καθώς προσπαθούσε να τον σπρώξει προς τα κάτω. Όταν ακούστηκε το ουρλιαχτό της, τύλιξε τα χέρια του γύρω της και έκρυψε το κεφάλι του στο λαιμό της. Ένιωσε τόσο πολύ κυριευμένος από συναισθήματα, που δεν ήξερε τι να τα κάνει. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, καθώς η Ίζομπελ άρχισε να τον χαϊδεύει στο πρόσωπο. Ήταν σφιγμένος σαν χορδή τόξου. Γύρισε προς το μέρος του για να τον φιλήσει και οι ρώγες της ακούμπησαν στο στέρνο του. Επέτρεψε στον εαυτό του να απολαύσει για λίγο το φιλί της, και έπειτα τραβήχτηκε. Ήθελε να έχει τον έλεγχο. «Γύρισε μπρούμυτα» της είπε και κάθισε δίπλα της.
258
MARGARET MALLORY
Κοιτάζοντάς τον παραξενεμένη, γύρισε ανάποδα. Πήρε τα σκούρα μαλλιά της στα χέρια του και τα έκανε στην άκρη. Καθώς άρχισε να της φιλάει το λαιμό, τα χείλη της χαμογέλασαν. Αυτός τραβήχτηκε προς τα πίσω και άρχισε να χαζεύει τη γραμμή της σπονδυλικής της στήλης. Έτριψε τη στύση του στα οπίσθιά της για να της δείξει πόσο πολύ την ήθελε. Η αλήθεια ήταν πως αυτό το τελευταίο το έκανε περισσότερο για δική του απόλαυση. Όμως, έτσι αναστάτωσε και την Ίζομπελ. Τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της με μάτια διάπλατα και χείλη μισάνοιχτα. Έδειχνε τόσο όμορφη, που έπρεπε να παλέψει πολύ με τον εαυτό του για να μην της ανοίξει τα πόδια και μπει μέσα της επιτόπου. Αχ! Κούνησε το κεφάλι του. Άρχισε να δαγκώνει ελαφρά τα οπίσθιά της, κάνοντάς την να γελάσει, παρόλο που συνέχιζε να την ερεθίζει. Έπειτα τη γύρισε και πάλι ανάσκελα, και άρχισε να φιλάει τα στήθη της. Πώς διάολο μύριζε τόσο όμορφα; Έπαιξε με τις ρώγες της καθώς κατέβαινε προς τα κάτω. Σταμάτησε και έβαλε τη γλώσσα του στον αφαλό της. Καθώς συνέχισε να κατεβαίνει, την αισθάνθηκε να φουντώνει ακόμα πιο πολύ. Ανέβηκε και πάλι προς τα πάνω για να τη φιλήσει, ενώ το χέρι του έπαιζε ανάμεσα στα πόδια της. «Θα σου αρέσει αυτό, σ’ το υπόσχομαι» της ψιθύρισε στο αυτί, προτού κατέβει πάλι προς τα κάτω για να της δείξει τι εννοούσε. Της άρεσε. Η κορύφωσή της ήταν τόσο δυνατή, που παραλίγο να τον κάνει να τελειώσει στα σεντόνια. Χριστέ μου, αυτή η γυναίκα θα τον σκότωνε! Λίγη ώρα αργότερα, την είχε τρελάνει εκ νέου, φέρνοντάς την λίγο πριν από την κορύφωση. Αυτή κολλούσε πάνω του σαν το ζεστό μέλι. Συνέχισε να παίζει μαζί της – βασανίζοντας παράλληλα τον εαυτό του. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μην καρφώσει τη στύση του μέσα της.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
259
«Τώρα.» Τύλιξε τα πόδια της σφιχτά γύρω του, με φωνή ανυπόμονη. «Σε θέλω μέσα μου. Τώρα.» «Πες μου πρώτα ότι θα με παντρευτείς.» Αυτή έβγαλε έναν ακατανόητο ήχο. «Πρέπει να το πεις, Ίζομπελ» επέμεινε. «Δεν πρόκειται να ρισκάρω ξανά να σε αφήσω έγκυο, αν δεν έχω το λόγο σου.» «Δεν μπορώ!» βόγκηξε και κλαψούρισε ταυτόχρονα. «Μη μου το κάνεις αυτό, Στίβεν. Σε παρακαλώ. Δεν μπορώ.» Ακόμη και χαμένη μέσα στο πάθος, δεν άλλαζε γνώμη. Ένας άντρας έχει και τα όριά του. Όταν σήκωσε τους γοφούς της προς το μέρος του, αυτός ακούμπησε τη στύση του πάνω της. Άρχισε να κουνιέται πάνω-κάτω, μέχρι που άφησε το σπέρμα του στην κοιλιά της. Έφυγε από πάνω της και ξάπλωσε μπρούμυτα, με τα μπράτσα του πάνω στο πρόσωπό του. Δεν είχε αισθανθεί ποτέ τόσο άσχημα στη ζωή του. Η ντροπή που ένιωθε τον σκότωνε, αλλά δεν συγκρινόταν με τίποτα με τον πόνο στην καρδιά του. Ήθελε να συρθεί και να κουλουριαστεί σε μια γωνιά, σαν πληγωμένο ζώο. Αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί καν – ένιωθε το βάρος της θλίψης παντού πάνω του. Παρόλο που δεν άγγιζαν ο ένας τον άλλον, αισθανόταν τη θέρμη του κορμιού της δίπλα του και άκουγε την κάθε της ανάσα. Μόνον ένα πράγμα απέμενε να της ζητήσει· αν και τον είχε νικήσει σε όλα τα άλλα, σε ένα δεν θα έκανε πίσω. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και, με όση περηφάνια τού απέμενε, της το είπε. «Δεν πρόκειται να επιτρέψω σε άλλον άντρα να μεγαλώσει το παιδί μου.» Σταμάτησε να μιλάει για λίγο, ώστε να της δώσει χρόνο για να επεξεργαστεί την πληροφορία, προτού της πει περισσότερα. «Είναι απίθανο κάτι τέτοιο» ψιθύρισε αυτή. «Δεν έχω συλλάβει ποτέ. Εγώ… εγώ ίσως να μην μπορώ.» Ήταν αποφασισμένος στο συγκεκριμένο ζήτημα και δεν
260
MARGARET MALLORY
θα έκανε πίσω. Κοίταξε το ταβάνι και συνέχισε να της μιλάει με ψυχρή φωνή. «Θα βρεις έναν τρόπο για να καθυστερήσεις το γάμο σου με τον Ντε Ροσέ, μέχρι να ξέρεις σίγουρα» της είπε. «Εάν είσαι έγκυος, θα σου δώσω δύο επιλογές: είτε θα με παντρευτείς είτε θα γεννήσεις το παιδί κρυφά και θα μου το δώσεις να το μεγαλώσω.» Ο Στίβεν σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Η απογοήτευση και η θλίψη είχαν μετατραπεί σε κάτι ψυχρό και αδυσώπητο μέσα του. Η σιγή ανάμεσά τους ήταν βαριά, καθώς κάθισε και άρχισε να φοράει τις μπότες του. Δεν θα γλιστρούσε έξω από το δωμάτιο της Ίζομπελ μισοντυμένος. Δεν ήταν ο ίδιος πια. Είχε προσπαθήσει να κάνει το σωστό – και ακόμα το ήθελε. Σφίγγοντας τα δόντια, φόρεσε τη ζώνη του και το σπαθί του. Και μόνο τότε την κοίταξε: καθόταν με τα σεντόνια μπροστά στο στήθος της και τον έβλεπε με μάτια άδεια. «Κατάλαβέ με: δεν θα σε αφήσω να παρουσιάσεις το παιδί μου ως παιδί του Ντε Ροσέ» της είπε. «Καλύτερα να το σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, παρά να επιτρέψω σε αυτό το σκουπίδι να πάρει το παιδί μου.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Αυτό τού έφτανε. Γύρισε την πλάτη του και έφυγε.
Κεφάλαιο Είκοσι Πέντε Ο Στίβεν έκανε νόημα στους φρουρούς και ξεχύθηκε με το άλογό του έξω από την πύλη. Ας πήγαιναν στο διάολο ληστές και αποστάτες. Στον Κεραυνό άρεσε να καλπάζει στο σκοτάδι. Ο Στίβεν τον άφησε να τρέχει σαν τρελός, παρόλο που ήταν επικίνδυνο. Ο κρύος αέρας βοηθούσε το μυαλό του να καθαρίσει. Όταν το άλογο άρχισε να πηγαίνει πιο αργά, ο Στίβεν κοίταξε ψηλά, τα αστέρια στον ουρανό, και προσπάθησε να αντλήσει ελπίδα από αυτά. Αφότου άφησε την Ίζομπελ, ήταν τόσο μπερδεμένος που ξύπνησε την Κάθριν για να τον συμβουλέψει. Αυτή δεν έδειξε να εκπλήσσεται από το γεγονός ότι ήθελε να παντρευτεί την Ίζομπελ. Θεέ μου, ήταν τόσο εμφανές; Η Κάθριν επέμεινε να της πει τα πάντα. Ο Στίβεν δεν επρόκειτο να της ομολογήσει ότι μόλις είχε επιχειρήσει να αποπλανήσει την Ίζομπελ για να τον παντρευτεί. Είχε προσπαθήσει και είχε αποτύχει. Αλλά, απ’ ό,τι φάνηκε, η Κάθριν ήθελε απλά να μάθει τι είχε πει στην Ίζομπελ. «Της είπες πως “πρέπει” να παντρευτείτε;» του είπε η Κάθριν, φανερά εκνευρισμένη. «Όχι ότι θέλεις να την παντρευτείς; Ότι την αγαπάς; Ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτήν; Για όνομα του Θεού, Στίβεν, τι σκεφτόσουν!» Προφανώς, δεν είχε θίξει το ζήτημα με τον καλύτερο
262
MARGARET MALLORY
δυνατό τρόπο. Έπρεπε να της είχε πει πόσο πολύ νοιαζόταν γι’ αυτήν. Όμως, πώς ήταν δυνατόν η Ίζομπελ να μην το γνωρίζει ήδη; Όλα αυτά τα φριχτά σχόλια που έκανε για τις άλλες γυναίκες ήταν προσβλητικά. Δεν είχε πάει με καμία άλλη, από τότε που την είχε συναντήσει. Και δεν ευθυνόταν για αυτό το ότι δεν είχαν υπάρξει ευκαιρίες. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελε καμία άλλη – μόνο την Ίζομπελ. Της είχε πει ότι είχαν τελειώσει για αυτόν όλες οι άλλες… ή μήπως δεν της το είχε πει; Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιμονή του να την παντρευτεί δεν έδειχνε κάτι τέτοιο; Ο Στίβεν και ο Κεραυνός ταξίδεψαν σχεδόν όλη τη νύχτα. Δεν ήθελε να επιστρέψει, μέχρι που θα ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να μιλήσει με την Ίζομπελ χωρίς να θυμώσει πάλι – ανεξάρτητα από τις βλακείες που μπορεί να του έλεγε αυτή. Λίγο πριν φτάσει στην πύλη του κάστρου, ξέσπασε μια ξαφνική καταιγίδα που τον μούσκεψε μέχρι το κόκαλο. Κατευθύνθηκε προς τον πύργο, για να βρει τον βασιλιά στην αίθουσα του πρωινού. Αυτή τη φορά, θα μιλούσε πρώτα σε αυτόν. Έπειτα, όταν θα ξαναμιλούσε με την Ίζομπελ, θα ήταν σε θέση να τη διαβεβαιώσει ότι ο βασιλιάς ήταν διατεθειμένος να την απαλλάξει από το βάρος της υπόσχεσης που του είχε δώσει. Μπορεί να μην άρεσε στον βασιλιά ό,τι είχε γίνει, αλλά θα τον ενέκρινε το γάμο. Ήταν ευσεβής και δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά, όταν θα μάθαινε από τον Στίβεν τι ακριβώς είχε συμβεί. *** Το προηγούμενο βράδυ, η Λινέτ είχε βρει την Ίζομπελ γυμνή, να κλαίει στο πάτωμα. Την τύλιξε με κουβέρτες και τη βομβάρδισε με ερωτήσεις. Έτσι ταραγμένη όπως ήταν η
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
263
λαίδη, έκανε το λάθος να παραδεχτεί πως ο Στίβεν ήθελε να την παντρευτεί. Η Λινέτ ήταν ακόμα έξαλλη μαζί της για την «απόλυτη, απόλυτη ανοησία» που είχε κάνει η Ίζομπελ, αρνούμενη την πρότασή του. Είχε φερθεί ανόητα; Τι έπρεπε να του είχε πει; Ότι τον αγαπούσε τόσο, ώστε η καρδιά της πονούσε κάθε ώρα και κάθε στιγμή; Ότι αυτό και μόνο την τρόμαζε αφάνταστα; Ότι ευχόταν με όλη της την ψυχή να την αγαπούσε και αυτός το ίδιο; Όμως, ακόμη και αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν αδύνατον. Μόνον αν την αγαπούσε για πάντα, όσο θα ήταν σύζυγός του, θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη. Η Ίζομπελ είχε αρρωστήσει από το πολύ κλάμα. Εάν μπορούσε, θα έμενε στο κρεβάτι για μέρες, με τις κουρτίνες κλειστές. Όμως, ο βασιλιάς τής είχε στείλει μήνυμα, προσκαλώντας την για πρωινό. Εκείνη θυμήθηκε ότι της είχε πει πως ήθελε να μάθει για τους εισβολείς. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί για να επαναφέρει στη μνήμη της όσα μπορούσε. Όμως, ήταν τόσο άσχημα ψυχολογικά, που οι σκέψεις της ήταν σκόρπιες και ασύνδετες μεταξύ τους. Η Λινέτ δεν της είπε ούτε κουβέντα, καθώς τη βοηθούσε να ντυθεί. Μάλιστα, της διάλεξε επίτηδες το πράσινο βελούδινο φόρεμα, το οποίο φορούσε τη μέρα που ο Στίβεν είχε επιστρέψει από τη Φαλέζ. Η Ίζομπελ, με δάκρυα στα μάτια, χάιδεψε το απαλό ύφασμα. Όταν ο Ρόμπερτ ήλθε για να τη συνοδέψει, εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει. Ακούμπησε στο μπράτσο του, λέγοντάς του: «Φαίνεσαι μια χαρά σήμερα.» «Θα έπρεπε να είμαι. Ευτυχώς, χθες, κατάφερα να κοιμηθώ όλη τη μέρα.» Έσμιξε τα φρύδια του κοιτάζοντάς την. «Αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, εσύ δεν έχεις ακόμα συνέλθει από την ταλαιπωρία. Δείχνεις χλωμή, αγαπητή μου.»
264
MARGARET MALLORY
«Συγγνώμη που σε έκανα να ανησυχήσεις τόσο πολύ» του είπε. «Ήταν απερίσκεπτο από μέρους μου το να μη σου αφήσω ένα μήνυμα.» Ο Ρόμπερτ γέλασε. «Το μήνυμα δεν θα είχε βοηθήσει και πολύ, εκτός κι αν σκόπευες να πεις ψέματα.» «Ο βασιλιάς με φώναξε για να με ρωτήσει για τους εισβολείς;» «Φαντάζομαι πως ναι» απάντησε ο Ρόμπερτ, ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Έπρεπε να σου υποβάλω κάποιες ερωτήσεις χθες, άρα φαντάζομαι πως είναι ανυπόμονος να μάθει τι έγινε.» Όταν εισήλθαν στη σάλα, η Ίζομπελ κοίταξε προς τα τραπέζια. Ευτυχώς, ο Στίβεν δεν ήταν εκεί. Χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί. Το ελαφρώς περίεργο ήταν ότι ο Ντε Ροσέ καθόταν σε τιμητική θέση δίπλα στον βασιλιά. Ο αδελφός της καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και έδειχνε ανήσυχος. Ο βασιλιάς τούς κοίταξε και έκανε νόημα να καθίσουν δίπλα στον Ντε Ροσέ. Η Ίζομπελ το έκανε, χωρίς να ρίξει ούτε μία ματιά στον Γάλλο. Μετά την απρεπή και βίαιη συμπεριφορά του, και μόνον η σκέψη τού να μοιραστεί ένα γεύμα μαζί του της προκαλούσε ναυτία. Η Ίζομπελ δεν ήθελε να του πει ούτε λέξη. Ένιωσε λοιπόν ανακούφιση, όταν ο βασιλιάς σηκώθηκε όρθιος για να μιλήσει. «Ζούμε μια ευτυχή συγκυρία» είπε, ανοίγοντας τα χέρια του. «Σήμερα, γιορτάζουμε τη συμβολική ένωση της Αγγλίας και της Νορμανδίας…» Η Ίζομπελ δεν μπόρεσε να ακούσει ούτε μία λέξη από όσα έλεγε ο βασιλιάς. Άρχισε να συνέρχεται, όταν ο Ρόμπερτ δίπλα της σηκώθηκε απότομα όρθιος. «Όμως, μεγαλειότατε, πρέπει να σας παρακαλέσω να αναβάλετε αυτό τον αρραβώνα για λίγο καιρό ακόμα» είπε εκείνος με δυνατή φωνή. «Ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για το γαμήλιο συμβόλαιο.» «Από τη στιγμή που δεν αποδείχτηκες ικανός να διευθε-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
265
τήσεις αυτό το απλό ζήτημα, ανέλαβα ο ίδιος να το κλείσω με τον αδελφό της» είπε ο βασιλιάς. «Συναντηθήκαμε οι τρεις μας πριν από μία ώρα και η συμφωνία ολοκληρώθηκε εύκολα.» «Με τη δική σας καθοδήγηση, είμαι σίγουρος ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε» είπε ο Ρόμπερτ σφιγμένος. «Ο Λόρδος Ντε Ροσέ ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος» αποκρίθηκε ο βασιλιάς με ήρεμο τόνο στη φωνή του. «Σας διαβεβαιώνω, Λαίδη Χιουμ, πως δεν μπορείτε να έχετε κανένα παράπονο.» Η Ίζομπελ αισθάνθηκε σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε κάποιον άλλον· πραγματικά, δεν ήταν δυνατόν όλα αυτά να γίνονταν τώρα. Καθώς ο Ρόμπερτ καθόταν πάλι στη θέση του, τον άκουσε να βρίζει χαμηλόφωνα. «Δεν είχα ιδέα ότι ο βασιλιάς θα έκανε κάτι τέτοιο σήμερα» της ψιθύρισε, ακουμπώντας το χέρι του στο δικό της. «Ο Λόρδος Ντε Ροσέ επιθυμεί να γίνει ο γάμος στη Ρουέν, την πατρίδα του» ανήγγειλε ο βασιλιάς. «Οι ανακοινώσεις θα αναρτηθούν εκεί.» «Σκατά!» είπε σφυριχτά ο Ρόμπερτ. Η Ίζομπελ κάρφωσε το βλέμμα της στο φαγητό μπροστά της, που παρέμενε άθικτο, ενώ ο βασιλιάς συνέχιζε να μιλάει. Τρανταζόταν κάθε φορά που άκουγε τη λέξη «αρραβώνας», αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε άλλο. Ήταν πολύ αργά. Μόνον ο Θεός μπορούσε πια να βοηθήσει. Όταν ο βασιλιάς ολοκλήρωσε την ομιλία του, ο Ντε Ροσέ σηκώθηκε όρθιος για να πει και αυτός δυο λόγια. Οι λέξεις για την ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των δύο βασιλείων έβγαιναν από το στόμα του σαν πηχτό μέλι. Ήταν θέλημα Θεού αυτό που θα γινόταν. Ξαφνικά, η Ίζομπελ ένιωσε ένα χέρι να ακουμπάει τον ώμο της και σήκωσε το κεφάλι της, αντικρίζοντας δύο γκρίζα μάτια.
266
MARGARET MALLORY
«Ήλθε η ώρα να υπογράψουμε το συμβόλαιο του γάμου και να υποσχεθούμε ο ένας στον άλλον αιώνια πίστη» είπε ο Ντε Ροσέ. Σηκώθηκε όρθια, ενώ γύρω της υπήρχαν χλιαρά χειροκροτήματα. Ο Τζέφρι πλησίασε από την άκρη του τραπεζιού προς το μέρος της. «Συγχώρησέ με για την έκπληξη» της ψιθύρισε, καθώς έβαζε μπροστά της το γαμήλιο συμβόλαιο. «Ο βασιλιάς δεν δέχεται άλλη καθυστέρηση.» Η Ίζομπελ πήρε την πένα και το υπέγραψε, χωρίς να το διαβάσει. Ο Ντε Ροσέ υπέγραψε κι αυτός, με ύφος, και έπειτα πήρε το χέρι της στο δικό του. Η βαθιά φωνή του γέμισε το δωμάτιο, καθώς άρχισε να εκφωνεί τους όρκους του απέναντί της. Όλα τα μάτια στη σάλα ήταν στραμμένα πάνω της. Ένιωσε να την κυριεύει πανικός. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Έκανε ένα βήμα πίσω, κοιτάζοντας την πόρτα. Ο Βασιλιάς Ερρίκος στάθηκε μπροστά της, φράζοντάς της το δρόμο. Άνοιξε το στόμα της για να του πει… Να του πει τι; Ότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό; Σίγουρα, ο βασιλιάς θα απαιτούσε εξηγήσεις. Πρέπει να περιμένω να διαπιστώσω αν είμαι έγκυος. Έχω αμαρτήσει – ήμουν άπιστη. Έχω πάει με άλλον άντρα από αυτόν με τον οποίο είχα συμφωνήσει να παντρευτώ. Δεν μπορούσε να του πει τίποτε από όλα αυτά. Όχι μπροστά σε όλον αυτό τον κόσμο. Ο βασιλιάς καθάρισε το λαιμό του. Η Ίζομπελ κοίταξε τα δυνατά καστανά μάτια του, και αισθάνθηκε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει γνώμη. Μπροστά της, στεκόταν ο βασιλιάς που είχε ενώσει την Αγγλία, ο αρχηγός τον οποίο οι στρατιώτες ακολουθούσαν στη μάχη χωρίς δεύτερη σκέψη. Το καθετί πάνω του απέπνεε τη βεβαιότητα ότι πάντοτε ήξερε ποιο ήταν το σωστό.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
267
Ο Βασιλιάς Ερρίκος ήταν αδιάλλακτος, φέροντας εις πέρας το έργο που θεωρούσε πως ήταν θέλημα Θεού να πραγματοποιηθεί. Κάθε μέρα, εκτελούσε τα καθήκοντά του όπως ακριβώς έπρεπε· με αυτή τη δυνατή ματιά που της έριξε, ήταν σαν να της έλεγε ότι σήμερα περίμενε από αυτήν να εκτελέσει τα δικά της καθήκοντα. Ο βασιλιάς τής είπε τι έπρεπε να πει. Αυτή ακολούθησε το πρόσταγμά του: άρχισε να επαναλαμβάνει τους γαμήλιους όρκους. Ο αρραβώνας είχε ολοκληρωθεί. Μια ριπή αέρα φύσηξε ξαφνικά μέσα στη σάλα, κάνοντας τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίξουν. Η Ίζομπελ γύρισε και είδε στην είσοδο μια σκοτεινή φιγούρα, μούσκεμα από τη βροχή. Η καρδιά της αναπήδησε. Ακόμα και πριν κατεβάσει την κουκούλα του και σπρώξει προς τα πίσω τα βρεγμένα μαλλιά του, ήξερε πως ήταν αυτός. «Σερ Στίβεν» φώναξε ο βασιλιάς, χαμογελώντας. «Έλα μέσα. Θα κάνουμε χώρο για να καθίσεις μαζί μας.» Ο Στίβεν διέσχισε τη σάλα με μεγάλα βήματα και υποκλίθηκε στον βασιλιά. Όμως, όταν σήκωσε το κεφάλι του, τα σκούρα μάτια του καρφώθηκαν στην Ίζομπελ. «Έφτασες στην ώρα για να ακούσεις τα ευχάριστα νέα» είπε ο βασιλιάς, κάνοντας νεύμα στην Ίζομπελ και στον Ντε Ροσέ. «Ο Λόρδος Ντε Ροσέ και η Λαίδη Ίζομπελ Χιουμ αρραβωνιάστηκαν. Φεύγουν σήμερα μαζί για τη Ρουέν.» Η Ίζομπελ ένιωσε ότι θα λιποθυμούσε από το βλέμμα του. Παρόλο που το πρόσωπό του έμοιαζε ανέκφραστο, είδε τους μυς του σαγονιού του να παίζουν. Πόσο θυμωμένος πρέπει να ήταν μαζί της! Μόνο λίγες ώρες αφότου της είχε ζητήσει να καθυστερήσει αυτόν το γάμο, εκείνη είχε ήδη δεσμευτεί. Μόνο λίγες ώρες αφότου είχε βρεθεί γυμνή στο κρεβάτι δίπλα του, στεκόταν στο πλευρό του ανθρώπου που θα γινόταν σύζυγός της. Ήθελε να του φωνάξει ότι δεν έφταιγε αυτή – ο βασιλιάς δεν της είχε αφήσει άλλη επιλογή.
268
MARGARET MALLORY
Όμως, τίποτε από αυτά δεν είχε πλέον σημασία. Ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. «Εύχομαι κάθε ευτυχία» είπε ο Στίβεν ανάμεσα στα δόντια του. Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο, γύρισε την πλάτη του και έφυγε. Η Ίζομπελ έβλεπε το νερό να στάζει από τη σκούρα κάπα του πάνω στο γκρι πέτρινο πάτωμα, καθώς απομακρυνόταν. Και μετά, όταν αυτός εξαφανίστηκε, άκουγε την ηχώ που έκαναν οι μπότες του στο χολ. *** Η λαίδη κάθισε στον πάγκο μπροστά από το κρεβάτι της, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές έξω από το παράθυρο, καθώς η Λινέτ πακετάριζε τα μπαούλα της. Πού και πού, η μικρή τής ζητούσε διευκρινίσεις για το πακετάρισμα. Η Ίζομπελ δεν μπορούσε να βρει τη δύναμη να απαντήσει. Όταν, όμως, είδε τη Λινέτ να βάζει το σπαθί της στο μπαούλο, κατάφερε να μιλήσει. «Δεν θα το πάρω αυτό.» Η φωνή της ακούστηκε σαν κρώξιμο. «Ο νέος μου σύζυγος δεν θα το εγκρίνει.» Η Λινέτ την αγριοκοίταξε πάνω από το άνοιγμα του μπαούλου, καθώς τοποθετούσε το σπαθί μέσα του. Έπειτα πήγε δίπλα στην Ίζομπελ. «Θα τα φοράμε τα όπλα μας.» Η Λινέτ σήκωσε το φουστάνι της Ίζομπελ και έδεσε ένα στιλέτο στη γάμπα της. «Αφού θα μας συνοδεύουν στο ταξίδι είκοσι από τους άντρες του Ντε Ροσέ…» «Έκλεψα ένα για την καθεμιά μας.» Η Λινέτ τής έδωσε ένα ακόμα στιλέτο. «Κρύψ’ το κάπου πάνω σου.» Ήταν πιο εύκολο να το κρύψει κάτω από το σάλι της τουαλέτας της και να το δέσει στη ζώνη της, παρά να διαφωνήσει. «Δεν χρειάζεται να έλθεις μαζί μου» της είπε η Ίζομπελ,
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
269
παρόλο που η σκέψη να αποχωριστεί τη Λινέτ τής έφερε ξανά δάκρυα στα μάτια. «Θα θέλεις να μείνεις με τον Φρανσουά.» «Θα έλθουμε και οι δύο» απάντησε η Λινέτ. «Ο Σερ Ρόμπερτ είπε ότι θα μας χρειαστείς.» Η Ίζομπελ έπιασε το χέρι της Λινέτ και το έσφιξε, μην μπορώντας να βρει τα κατάλληλα λόγια για να την ευχαριστήσει. Η μικρή τράβηξε το χέρι της· ήταν ακόμα θυμωμένη μαζί της που είχε επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Η Ίζομπελ ακούμπησε το κεφάλι της πίσω, στον πέτρινο τοίχο, και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν στο πρόσωπό της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Ίσως αν δεν ήταν τόσο, μα τόσο πολύ κουρασμένη… Η Λινέτ τής έφερε ένα βρεγμένο κρύο πανί για το πρόσωπό της. Καθώς η Ίζομπελ άρχισε να εισπνέει βαθιά πάνω στο ύφασμα, είπε στον εαυτό της ότι, αφού κατάφερε να επιβιώσει έπειτα από οκτώ χρόνια γάμου με τον Χιουμ, μπορούσε να αντέξει οτιδήποτε – ακόμη και αυτό. Εισέπνευσε βαθιά για μια τελευταία φορά και άφησε το πανί στην άκρη. «Σ’ ευχαριστώ, Λινέτ.» Σηκώθηκε όρθια· τα μάτια της ήταν επιτέλους στεγνά. «Είμαι έτοιμη.» Αποχαιρέτησε μέσα στο κάστρο τον κόσμο μαζί με τον Ντε Ροσέ, γιατί έξω έβρεχε ακόμα. Με κάποιον τρόπο, κατάφερε να πει και να κάνει ό,τι ακριβώς έπρεπε. Κόμπιασε μόνο δύο φορές. Η πρώτη ήταν όταν είδε τη Λαίδη Κάθριν Φιτζ-Άλαν. Η Ίζομπελ σκέφτηκε αμέσως πως ούτε ο Στίβεν θα ήταν ευτυχισμένος, αφού ήταν ερωτευμένος με τη σύζυγο του αδελφού του. Παρόλο που η Λαίδη Κάθριν ήταν πολύ ευγενική μαζί της όταν την είχε γνωρίσει, αυτή τη φορά δεν της ευχήθηκε τίποτε· τα μπλε μάτια της είχαν καρφωθεί πάνω στην Ίζομπελ, σαν να αναζητούσαν την απάντηση σε ένα φλέγον ερώτημα. Η Ίζομπελ κόμπιασε ξανά, όταν προσπάθησε να αποχαι-
270
MARGARET MALLORY
ρετήσει τον αδελφό της και τον Ρόμπερτ. Πόσο πολύ θα της έλειπαν! Το μόνο που την εμπόδιζε να καταρρεύσει ήταν η υπόσχεση του Ρόμπερτ πως θα την επισκεπτόταν σύντομα. «Μην το πεις στον Ντε Ροσέ, αλλά θα φύγω μυστικά για το Παρίσι» της είπε χαμηλόφωνα, όταν ο Γάλλος γύρισε την πλάτη του για να μιλήσει σε κάποιον άλλον. «Θα έλθω να σε δω, αφού επιστρέψω.» Ήταν σίγουρη πως ο Ρόμπερτ ήξερε τι είχε συμβεί με αυτήν και τον Στίβεν, παρόλο που δεν το συζήτησαν ποτέ. Όταν την αγκάλιασε για τελευταία φορά, του ψιθύρισε στο αυτί: «Δεν ήλθε αυτός. Δεν ήλθε.» «Θα γίνεις ευτυχισμένη, Ίζομπελ, το ξέρω.» Παρά την προσπάθειά του να κρύψει την ανησυχία του πίσω από το χαμόγελό του, η Ίζομπελ τη διέκρινε στα μάτια του καθώς την αποχαιρετούσε. Το ταξίδι θα διαρκούσε δύο μέρες και ο Ντε Ροσέ βιαζόταν να ξεκινήσει. Με τα δίδυμα δίπλα της, η Ίζομπελ πρόσταξε το άλογό της να ακολουθήσει τους άλλους. Καθώς διέσχιζαν την αυλή του κάστρου, γύρισε και έριξε μια τελευταία ματιά στην αποθήκη, όπου είχε περάσει τόσες ευτυχισμένες ώρες κάνοντας εξάσκηση· εκεί όπου αυτή και ο Στίβεν είχαν πρωτοφιληθεί. Μια κίνηση ψηλά, στον τοίχο του κάστρου, τράβηξε το βλέμμα της: μια σκοτεινή φιγούρα με κουκούλα στεκόταν εκεί, κάτω από το γκρίζο ουρανό, με τη μαύρη κάπα να ανεμίζει. Τελικά, ο Στίβεν είχε έλθει για να την αποχαιρετήσει. Παρότι δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, ένιωθε τα μάτια του να καίνε πάνω της πολλή ώρα αφότου είχε περάσει την πύλη. Μα τω Θεώ, τον αγαπούσε. Η ζωή της ήταν συντρίμμια.
Κεφάλαιο Είκοσι Έξι Ακόμη και με τη συνοδεία είκοσι αντρών, η διαδρομή για τη Ρουέν ήταν επικίνδυνη. Ίππευαν γρήγορα, χωρίς καμία σχεδόν στάση. Διανυκτέρευσαν μόνο για λίγες ώρες στην όχθη του ποταμού Σηκουάνα, κατασκηνώνοντας εκεί. Η Ίζομπελ ήταν κυριολεκτικά εξουθενωμένη, όταν στο ξημέρωμα της δεύτερης μέρας είδε από μακριά τους πύργους και τις αιχμηρές κορυφές των εκκλησιών. Μπροστά της, απλωνόταν μια τρομερή πόλη: τα τείχη της εκτείνονταν σαν να έφταναν στο άπειρο και οι πύργοι φαίνονταν αμέτρητοι. Εξαντλημένη, η Ίζομπελ αναρωτήθηκε πώς ο Βασιλιάς Ερρίκος πίστευε στο παρελθόν ότι θα μπορούσε να την κατακτήσει. Οι υπόλοιποι θα πρέπει να ήταν επίσης πολύ κουρασμένοι. Ο ρυθμός τους έγινε πιο αργός, τώρα που είχε φανεί η Ρουέν στον ορίζοντα. Πέρασαν τις τεράστιες πύλες της πόλης, όταν ήταν πλέον σκοτάδι. Ο Ντε Ροσέ επιβράδυνε το ρυθμό του αλόγου του για να ιππεύσει δίπλα της. «Ακολούθησέ με» της είπε. «Το σπίτι δεν είναι μακριά.» Η Ίζομπελ προσπάθησε να παραμείνει ξύπνια, καθώς ακολουθούσε το άλογο του Ντε Ροσέ στα στενά, φιδωτά σοκάκια. Κάθε λίγα μέτρα, γύριζε το κεφάλι της για να τσεκάρει τα δίδυμα, που την ακολουθούσαν.
272
MARGARET MALLORY
Κάποια στιγμή, επιτέλους, σταμάτησαν μπροστά στην πύλη ενός τεράστιου σπιτιού με τείχη γύρω του. Ο Ντε Ροσέ τη βοήθησε να κατέβει από το άλογο. Τα πόδια της, μουδιασμένα από την ολοήμερη ιππασία, λύγισαν καθώς ακούμπησαν στο έδαφος. Ένιωσε δύο δυνατά χέρια να τη σηκώνουν ψηλά. Δεν αναγνώριζε την αντρική μυρωδιά, αλλά δεν είχε τη δύναμη να ανοίξει τα μάτια της. Άκουσε ομιλίες γύρω της. Και μετά δεν καταλάβαινε τίποτε άλλο, παρά μόνον ότι τη μετέφεραν στον πάνω όροφο. Η κίνηση σχεδόν τη νανούριζε. *** Η Ίζομπελ σηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει – δεν ήξερε πού βρισκόταν. Όταν είδε τη Λινέτ τυλιγμένη στα σεντόνια δίπλα της, έβαλε το χέρι στο στήθος. Δόξα τω Θεώ. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει, όμως, δευτερόλεπτα αργότερα, άρχισε να θυμάται τι είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες. Αργά αργά, ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι. Οι εικόνες του Στίβεν πλημμύρισαν το μυαλό της: ο Στίβεν να της μιλάει ψυχρά για το τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνει· να φοράει τη ζώνη και το σπαθί του, τόσο θυμωμένος, ώστε να μην μπορεί να την κοιτάξει· το πρόσωπό του, όταν κατάλαβε τι είχε κάνει αυτή· την ηχώ από τις μπότες του, καθώς απομακρυνόταν στο χολ. Και η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε ποτέ: μια σκοτεινή φιγούρα πάνω στο τείχος, με την κάπα του να ανεμίζει. Ο Θεός ας της έδινε δύναμη. Άρχισε να κλαίει βουβά για να μην ξυπνήσει τη Λινέτ, αλλά οι λυγμοί της έκαναν το κρεβάτι να δονείται. Προσπάθησε να πάρει αργές, βαθιές ανάσες. Δεν θα κέρδιζε τίποτε με το κλάμα. Σκουπίζοντας τα δάκρυά της, κάθισε στο κρεβάτι και τράβηξε τις βαριές κουρτίνες στην άκρη.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
273
Ήταν αργά, αν μπορούσε να κρίνει από το φως έξω. Παρόλο που ήταν ευγνώμων στον Ντε Ροσέ για το ότι δεν την υποχρέωσε να γνωρίσει τη μητέρα του το προηγούμενο βράδυ, δεν έπρεπε να καθυστερήσει άλλο τη γνωριμία με τη μέλλουσα πεθερά της. Η γυναίκα δεν θα σχημάτιζε καλή γνώμη για αυτήν. Η Ίζομπελ στάθηκε όρθια στο κρύο πάτωμα, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω της, και κοίταξε τριγύρω στο υπνοδωμάτιο: ήταν σκοτεινό και αυστηρό. Τα μοναδικά έπιπλα εκεί μέσα ήταν το κρεβάτι, ένας πάγκος και ένα τραπέζι με μια κανάτα και μια λεκάνη πάνω του. Το φως ερχόταν από το διπλανό δωμάτιο. Η Ίζομπελ κατευθύνθηκε προς τα εκεί, για να αντικρίσει τελικά ένα όμορφο αίθριο: μέσα του υπήρχαν ένα μαγκάλι για να ζεσταίνει το χώρο, και ήταν γλυκά επιπλωμένο, με ένα τραπεζάκι, μία καρέκλα και δύο σκαμνιά. Όμως, το καλύτερο όλων ήταν ένα μεγάλο διπλό παράθυρο, από το οποίο έμπαινε το πρωινό φως που έλουζε το δωμάτιο. Κάτω από αυτό, βρισκόταν ένα κάθισμα με χρωματιστά μαξιλάρια. Η Ίζομπελ κάθισε δίπλα στο παράθυρο για να κοιτάξει έξω. Το δωμάτιό της βρισκόταν στον τρίτο όροφο και είχε θέα στην εσωτερική αυλή. Μικρά καφέ πουλιά είχαν κουρνιάσει σε ένα λεπτό κλαδί, δίπλα στο παράθυρο· τα κεφάλια τους κινούνταν μπρος-πίσω, καθώς τιτίβιζαν. Άκουσε έναν ελαφρύ χτύπο στην πόρτα και σηκώθηκε από το κάθισμα. Μια συμπαθητική υπηρέτρια άνοιξε. «Ο κύριος σας περιμένει στη σάλα, λαίδη μου» της είπε, κάνοντας μια υπόκλιση. «Θα σας βοηθήσω να ντυθείτε.» Η Ίζομπελ αποφάσισε να αφήσει τη Λινέτ να κοιμηθεί κι άλλο. Λίγο αργότερα, ακολουθούσε τη νεαρή γυναίκα, κατεβαίνοντας δύο ορόφους και διασχίζοντας αρκετά δωμάτια, μέχρι που μπήκε στη σάλα. Εκεί, είδε τον Ντε Ροσέ να κάθεται μόνος του σε ένα μακρύ τραπέζι, μπροστά σ’ ένα τεράστιο τζάκι.
274
MARGARET MALLORY
Σηκώθηκε και τη χαιρέτησε με ένα φιλί στο κάθε μάγουλο. «Είναι εντάξει τα δωμάτιά σου;» τη ρώτησε, καθώς τη βοηθούσε να καθίσει. «Είναι πολύ όμορφα, ευχαριστώ. Ειδικά το αίθριο.» Ένα σωρό δίσκοι γεμάτοι φαγητό άρχισαν να καταφτάνουν. Ο Ντε Ροσέ έσπρωξε έναν προς το μέρος της και της έκανε νόημα να σερβιριστεί. Όλο αυτό το φαγητό ήταν μόνο για τους δυο τους; Οι υπόλοιποι στο σπίτι έπρεπε να πεινούσαν για καιρό. Τσίμπησε λίγο ψωμί. «Συγγνώμη που δεν είδα τη μητέρα σου. Πότε θα τη συναντήσω;» «Η μητέρα μου δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή.» Ο Ντε Ροσέ κάρφωσε ένα κομμάτι χοιρομέρι με το μαχαίρι του και το έχωσε στο στόμα του. Δεν είναι εδώ; Θα πρέπει να ήταν ήδη έξω, στην πόλη, για επισκέψεις σε φίλους. «Φοβάμαι πως δεν θα με δεις πολύ τις επόμενες μία-δύο εβδομάδες» είπε ο Ντε Ροσέ, μασουλώντας. Κοίταξε το δίσκο με το αχνιστό ψωμί, πήρε μια χοντρή φέτα και τη βούτηξε στο μπολ με το μέλι· σταγόνες έτρεξαν στο πιγούνι και στα δάχτυλά του, και άρχισε να της θυμίζει τον Χιουμ σε ενοχλητικό βαθμό. «Θα είμαι απασχολημένος προσπαθώντας να πείσω τους άντρες της πόλης να συνταχθούν με τον Βασιλιά Ερρίκο στη μάχη» της είπε, δαγκώνοντας το ψωμί και γλείφοντας το μέλι που έτρεχε στα δάχτυλά του. Αυτά, τουλάχιστον, ήταν καλά νέα. «Χαίρομαι που θα μιλήσεις για τον βασιλιά μας» του είπε. «Μπορείς να τους διαβεβαιώσεις πως είναι ένας ηγέτης ο οποίος νοιάζεται για όλους τους υπηκόους του.» Ο Ντε Ροσέ ρουθούνισε. «Δεν είναι αρκετό αυτό το επιχείρημα για να πείσει τους σημαντικούς ανθρώπους.» «Δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχει αντίσταση στον Βασιλιά Ερρίκο» του είπε. «Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητεί την
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
275
καταλληλότητά του να διοικήσει τη Νορμανδία.» Την ικανότητά του να διοικήσει ολόκληρη τη Γαλλία θεώρησε πως δεν έπρεπε να την αναφέρει. Ο Ντε Ροσέ τής χτύπησε ελαφρά το χέρι. «Μην απασχολείς το μυαλό σου με τέτοια θέματα.» «Μα θέλω να σου συμπαραστέκομαι σε όλα τα ζητήματα» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Άσε την πολιτική στους άντρες» της είπε. «Οι υπόλοιπες υποχρεώσεις σου θα γεμίσουν το χρόνο σου με το παραπάνω.» Με ένα νεύμα του, ένας υπηρέτης τού έφερε ένα μικρό μπολ με νερό για να ξεπλύνει τα δάχτυλά του. Ο Ντε Ροσέ δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω της, όσην ώρα σκούπιζε τα υγρά δάχτυλά του στο ύφασμα που κρατούσε ο υπηρέτης. Η Ίζομπελ άφησε κάτω το ψωμί, καθώς ένιωσε άβολα από την ένταση του βλέμματός του. «Έλα» της είπε, καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι. «Θα σου δείξω το σπίτι. Έχω μία ώρα στη διάθεσή μου, προτού φύγω.» Η μυρωδιά από το χοιρομέρι και το ζεστό ψωμί τής τρύπησε τη μύτη. Το στομάχι της γουργούριζε, αλλά σηκώθηκε και ακούμπησε στο μπράτσο του. Ήταν ένας σημαντικός άντρας, με υποχρεώσεις – δεν έπρεπε να τον κάνει να περιμένει. Ο Ντε Ροσέ πέρασε έξω από πολλά δωμάτια, χωρίς να της τα δείξει. Μάλλον υπήρχε ένα μέρος του σπιτιού για το οποίο ήταν πολύ περήφανος, κάποια δωμάτια που ήθελε να της δείξει πρώτα. «Τότε, θα συναντήσω τη μητέρα σου στο δείπνο;» τον ρώτησε, καθώς περνούσαν έξω από ένα ακόμα δωμάτιο. «Δύσκολο. Είναι στο Παρίσι.» «Στο Παρίσι; Η μητέρα σου είναι στο Παρίσι;» «Είναι πιο ασφαλής εκεί. Στη Νορμανδία, η κατάσταση είναι άστατη.» Σίγουρα, ο Ντε Ροσέ δεν ήταν δυνατόν να την είχε φέρει
276
MARGARET MALLORY
στο σπίτι, χωρίς να υπάρχει καμία άλλη γυναικεία παρουσία εκεί. «Εάν η μητέρα σου δεν είναι στο σπίτι, τότε ποια είναι;» Όταν δεν της απάντησε αμέσως, αυτή συνέχισε: «Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να μείνω εδώ, χωρίς να έχω κάποια συνοδό.» «Το σπίτι είναι τεράστιο» της είπε, βάζοντας το χέρι του γύρω από τη μέση της και οδηγώντας την μπροστά. «Και, με όλους αυτούς τους υπηρέτες παρόντες, δεν μπορείς να πεις ότι είσαι μόνη.» Πώς ήταν δυνατόν να την είχε φέρει σε αυτή τη θέση; Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να του φωνάξει. Όχι, βέβαια, ότι θα έκανε πια καμιά διαφορά. Έπειτα από ένα βράδυ κάτω από την ίδια στέγη μαζί του, η ζημιά είχε γίνει. Ο κόσμος θα νόμιζε διάφορα. «Έλα. Θέλω να σου δείξω τη νέα πτέρυγα του σπιτιού, όπου βρίσκονται τα δωμάτιά μου» της είπε. Έσπρωξε μια βαριά ξύλινη πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει μέσα. Η Ίζομπελ δίπλωσε τα χέρια της μπροστά της και γύρισε προς το μέρος του. «Έπρεπε να μου είχες πει ότι η μητέρα σου δεν θα ήταν εδώ.» «Είμαστε αρραβωνιασμένοι» της είπε, σκύβοντας προς το μέρος της, μέχρι που αυτή ένιωσε την καυτή ανάσα του στο αυτί της. «Είναι σαν να είμαστε παντρεμένοι.» Προτού μπορέσει να εκφράσει τη διαφωνία της, τη σήκωσε στον αέρα και άρχισε να την κουβαλάει στο διάδρομο. «Άσε με κάτω! Σε παρακαλώ!» Ο Ντε Ροσέ την πέρασε μέσα από ένα μεγάλο, πλούσια επιπλωμένο αίθριο, στο διπλανό δωμάτιο. Στο κέντρο του τοίχου, ακουμπούσε η πλάτη ενός τεράστιου κρεβατιού, με σκούρο ξύλινο σκελετό και βαριές μπορντό κουρτίνες, δεμένες με χρυσά κορδόνια. Προφανώς, αυτό ήταν το δωμάτιό του. Και το κρεβάτι του. Την άφησε να σταθεί όρθια και προχώρησε προς το μέρος της, μέχρι που αυτή ένιωσε το ψηλό κρεβάτι πίσω της.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
277
Οπισθοχώρησε για να μην την αγγίξει. Η μυρωδιά από το αηδιαστικά γλυκό άρωμά του πλημμύρισε τη μύτη της. Πηγαίνοντας από πίσω της, ο Ντε Ροσέ άρχισε να χτυπάει το χέρι του στο κρεβάτι. «Το σημαντικότερο καθήκον σου βρίσκεται εδώ.» Η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της. Δεν το ήθελε όλο αυτό. Όταν γύρισε το κεφάλι της για να αποφύγει το φιλί του, αυτός άρχισε να της φιλάει το λαιμό. Και, αμέσως μετά, άρχισε να την αγγίζει παντού – τα χέρια του ακουμπούσαν τα στήθη της, το γόνατό του την πίεζε ανάμεσα στα πόδια της, το στόμα του ρουφούσε το λαιμό της. «Σταμάτα, με πονάς!» του φώναξε, καθώς προσπάθησε μάταια να τον σπρώξει μακριά. Εκείνος τραβούσε το φόρεμά της για να το ανεβάσει. «Πρέπει να με αφήσεις να μιλήσω!» του φώναξε. Αυτός έκανε λίγο προς τα πίσω, αναπνέοντας βαριά. «Σε παρακαλώ να είσαι σύντομη.» «Δεν αισθάνομαι καλά.» Χαμογέλασε. «Για έναν περίεργο λόγο, και εγώ αισθάνομαι σαν να καίω.» «Είμαι αδιάθετη.» Το ψέμα βγήκε από το στόμα της, προτού προλάβει καν να το σκεφτεί. «Σήμερα το πρωί, αδιαθέτησα» πρόσθεσε κοκκινίζοντας. «Μάλιστα.» Ο Ντε Ροσέ έκανε ένα βήμα πίσω, ισιώνοντας το χιτώνα του. «Εντάξει, λοιπόν. Τότε, θα περιμένουμε μερικές μέρες.» «Ναι» του είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν «πρέπει να περιμένουμε.» Ο Χιουμ, σύμφωνα με τις νουθεσίες της Εκκλησίας, δεν πήγαινε μαζί της τις μέρες που ήταν αδιάθετη. Η Ίζομπελ χρησιμοποιούσε αυτή τη δικαιολογία μαζί του όσο συχνότερα μπορούσε. Από την έκφραση του Ντε Ροσέ, υποψιάστηκε ότι η στάση του οφειλόταν στο ότι σιχαινόταν και όχι στο ότι το θεωρούσε αμαρτία.
278
MARGARET MALLORY
Ο Γάλλος τη συνόδεψε πίσω στα δωμάτιά της, χωρίς να κρύψει τη δυσαρέσκειά του. Λες και μπορούσε να ορίσει η ίδια το πότε θα αδιαθετούσε… Του είχε πει ψέματα, ναι, αλλά αυτός δεν το ήξερε. Όμως, ήταν θυμωμένη και αυτή μαζί του. Και είχε πολύ σοβαρό λόγο για να είναι! Βέβαια, μελλοντικά, δεν θα της ήταν ωφέλιμο να τον δυσαρεστεί· θα μπορούσε να της κάνει τη ζωή κόλαση με χίλιους τρόπους, αν το ήθελε. Οπότε, γιατί τον απέφυγε; Εάν ήταν έγκυος, το να πάει στο κρεβάτι μαζί του θα ήταν ό,τι πιο έξυπνο και ασφαλές μπορούσε να πράξει. Η μόνη λογική λύση. Εάν ο άντρας της υποψιαζόταν πως το παιδί δεν ήταν δικό του… Έκλεισε τα μάτια της. Τίποτε δεν θα ήταν χειρότερο από αυτό. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσε να πάει μαζί του. Δεν μπορούσε ακόμα να κάνει αυτό το βήμα. Ένας αρραβώνας, εάν συνοδευόταν και από την ολοκλήρωση της σχέσης, θα σήμαινε γάμο, ανεξαρτήτως της τυπικής διαδικασίας. Θα τιμούσε την απαίτηση του Στίβεν, όσο περισσότερο μπορούσε. Αν και δεν κατάφερε να καθυστερήσει τον αρραβώνα, δεν θα επέτρεπε την ολοκλήρωση του γάμου, μέχρι να γνωρίζει αν υπήρχε παιδί. Το παιδί του Στίβεν. Ήταν ανόητο, γιατί εκείνος δεν μπορούσε να τη σώσει πια. Ακόμη και να το ήθελε, δεν μπορούσε.
Κεφάλαιο Είκοσι Επτά Λες και τιμωρούνταν για το ψέμα της, η Ίζομπελ ξύπνησε το επόμενο πρωί νιώθοντας υγρασία ανάμεσα στα πόδια της. Όχι, δεν ήταν δυνατόν! Έκλεισε τα μάτια της, σαν να μην ήθελε να το πιστέψει. Αλλά δεν μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Γύρισε στο πλάι και έφερε τα γόνατά της στο στήθος της. Δεν υπήρχε μωρό. Μόνον αυτή τη στιγμή μπόρεσε να παραδεχτεί στον εαυτό της πόσο πολύ το ήθελε. Εάν ήταν έγκυος, δεν υπήρχε περίπτωση να το μάθει ο Στίβεν – δεν θα υπήρχε τρόπος για να του το πει. Παρ’ όλα αυτά, ήλπιζε πως εκείνος κάπως θα το μάθαινε – και ότι θα ερχόταν να τη βρει. Δεν θα την ένοιαζε αν θα παντρεύονταν για χάρη του παιδιού. Ούτε την ενδιέφερε αν θα γινόταν μια αδύναμη σύζυγος, η οποία πάντοτε θα πάλευε για να του εμπνεύσει αγάπη. Βαθιά μέσα στην καρδιά της, ήθελε να εξαναγκάσει τον εαυτό της να ρισκάρει μαζί του. Παρά τα όσα έλεγε, το ήθελε αυτό το παιδί: το παιδί τού Στίβεν. Ένα κομμάτι του, το οποίο θα αγαπούσε και θα ήταν δικό της. Η Λινέτ στριφογύρισε δίπλα της, επαναφέροντάς την στη σκληρή πραγματικότητα. Δεν υπήρχε περίπτωση να αποδρά-
280
MARGARET MALLORY
σει πλέον από τον αρραβώνα. Η ζωή της βρισκόταν πια εδώ, στη Νορμανδία. Με τον Ντε Ροσέ. Η Ίζομπελ βουτήχτηκε τόσο πολύ στη θλίψη, ώστε μέρα και νύχτα έγιναν ένα. Δεν έβγαινε από τα δωμάτιά της, αρνούνταν να ντυθεί και έτρωγε μόνον έπειτα από πίεση της Λινέτ. Παρόλο που έλεγε στον εαυτό της ότι έπρεπε να συγκροτηθεί για να αντιμετωπίσει το μέλλον της, της ήταν αδύνατον να το κάνει. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να σέρνεται από το κρεβάτι της μέχρι το αίθριο. Περνούσε την περισσότερη ώρα εκεί, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τα δέντρα στην αυλή. Ήταν η εποχή που άνθιζαν. Αγνόησε το σπρώξιμο στον ώμο της. Όταν είδε ότι δεν σταματούσε, έπαψε να βλέπει τα δέντρα και κοίταξε τη Λινέτ δίπλα της. «Προσπαθώ να σας πω κάτι!» Η Λινέτ φαινόταν αναστατωμένη. Η Ίζομπελ προσπάθησε να την ακούσει, για χάρη της. «Τι είναι;» «Επιχείρησα να τους πείσω ότι έχετε υψηλό πυρετό, αλλά έχει περάσει μία εβδομάδα και ο Ντε Ροσέ σας ζητάει.» Πώς μπορούσε η Λινέτ να πιστεύει ότι θα την ενδιέφερε κάτι τέτοιο; «Ακούστε με!» είπε η Λινέτ, βάζοντας τα χέρια της στους γοφούς της και χτυπώντας κάτω το πόδι της. «Σας ορκίζομαι ότι θα σας χαστουκίσω, εάν δεν σταματήσετε να κοιτάζετε αυτό το καταραμένο δέντρο. Ο Φρανσουά και εγώ χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.» Προτού η Ίζομπελ προλάβει να χαθεί και πάλι στις σκέψεις της, η Λινέτ ακούμπησε ένα ποτήρι κρασί στο στόμα της και της το κράτησε εκεί, μέχρι που ήπιε μια γουλιά. Ένιωσε το κρασί να τη χτυπάει στο στομάχι, και μετά να ταξιδεύει μέχρι τα άκρα της. Άρχισε να ζαλίζεται, όταν η μικρή τη σήκωσε από την καρέκλα. Το στομάχι της ήταν σχεδόν άδειο.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
281
Μα, καλά, δεν μπορούσε το κορίτσι να την αφήσει ήσυχη; Κοίταξε πάνω από τον ώμο της το δέντρο στο βάθος. Το δυνατό χαστούκι στο μάγουλό της την ξάφνιασε. «Λινέτ!» «Σας προειδοποίησα» της είπε εκείνη, δείχνοντας να μην το μετανιώνει. «Θα φάτε το φαγητό που σας έφερα και μετά θα κάνετε μπάνιο και θα ντυθείτε. Δεν υποσχέθηκατε στον βασιλιά ότι θα παρακολουθείτε τις κινήσεις του Ντε Ροσέ; Κάτι σχεδιάζει – είμαι σίγουρη. Πρέπει να μάθουμε τι είναι αυτό, προτού είναι πολύ αργά.» Πολύ αργά; Ήταν ήδη πολύ αργά για εκείνη. Αλλά η Λινέτ είχε δίκιο: αμελούσε τα καθήκοντά της. Εάν ο Ντε Ροσέ δεν ήταν συνεπής στο λόγο του, έπρεπε να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη. Αν και ένιωθε πολύ εξαντλημένη για να τα καταφέρει. «Θα ντυθώ και θα κάνω το καθήκον μου» είπε στη Λινέτ. Όσο άσχημο και αν της φαινόταν το μέλλον της, δεν θα άντεχε να γίνει η σύζυγος ενός προδότη. Με το που ντύθηκε, άκουσε ένα χτύπο στην πόρτα. Ακολούθησαν ψίθυροι και μετά είδε τον Φρανσουά μπροστά της. Πρέπει να είχε ψηλώσει κι άλλο από τότε που ο Στίβεν τον είχε φέρει από τη Φαλέζ· ήταν σαν να είχε γίνει από παιδί, άντρας, μέσα σε μία νύχτα. «Χαίρομαι που σας βλέπω, Λαίδη Χιουμ» της είπε, με αντρική πια φωνή. «Αισθάνεστε καλύτερα;» «Ναι, ευχαριστώ.» Ένιωθε κάπως καλύτερα, από τη στιγμή που είχε φάει. «Η Λινέτ μού είπε ότι έχεις να μου πεις νέα.» «Πρόκειται για τον Λόρδο Ντε Ροσέ» είπε ο Φρανσουά. «Η Λινέτ κι εγώ πιστεύουμε ότι σχεδιάζει κάτι ενάντια στον Βασιλιά Ερρίκο. Κάθε βράδυ, συναντάει διάφορους στο μικρό σαλόνι, για να μην μπορούν να ακούσουν τις συζητήσεις τους οι υπηρέτες.» «Δεν σημαίνει κάτι αυτό» διαμαρτυρήθηκε η Ίζομπελ.
282
MARGARET MALLORY
«Εμείς, όμως, ακούσαμε κάποια πράγματα, κρυμμένοι στους θάμνους έξω από το παράθυρο» παρενέβη η Λινέτ. Χριστέ και Κύριε, τι στο καλό έκαναν οι δυο τους; Η Ίζομπελ αισθάνθηκε ένοχη που τους είχε αφήσει μόνους τους. «Δεν καταφέραμε να ακούσουμε πολλά» παραδέχτηκε ο Φρανσουά «αλλά ανέφεραν συνεχώς τον Βασιλιά Ερρίκο και…» «…και τον Βουργουνδό και τον Δελφίνο» η Λινέτ συμπλήρωσε τη φράση του. «Άρα, συζητούν για πολιτική; Αυτές τις μέρες, οι άντρες δεν μιλούν για τίποτε άλλο. Είμαι σίγουρη πως ο Ντε Ροσέ κάνει αυτό που έχει υποσχεθεί: προσπαθεί να πείσει αυτούς τους άντρες να υποστηρίξουν τον Βασιλιά Ερρίκο.» Τα δίδυμα κούνησαν τα κεφάλια τους συγχρονισμένα. «Ο Ντε Ροσέ ακουγόταν σαν να ήθελε να φτύσει κάθε φορά που ανέφερε το όνομα του βασιλιά» είπε ο Φρανσουά, λες και αυτή η διαπίστωση θα ισχυροποιούσε τα λεγόμενά τους. Παρόλο που οι βραδινές συγκεντρώσεις δεν φαίνονταν να είναι κάτι σημαντικό για να την ανησυχήσουν, τα δίδυμα είχαν καταφέρει να την κάνουν να αμφιβάλλει. Άλλαζε στρατόπεδο ο Ντε Ροσέ; Για να εξακριβώσει αν ήταν αλήθεια, έπρεπε να τον συναντήσει στο σαλόνι και να μάθει με ποιους συνομιλούσε. Οι παλάμες της άρχισαν να ιδρώνουν και ο λαιμός της ξεράθηκε, και μόνο στη σκέψη ότι θα τον ξανάβλεπε. Σηκώθηκε όρθια. «Θα πάω να του μιλήσω τώρα.» «Πρέπει να μάθετε και κάτι άλλο» της είπε ο Φρανσουά. Δεν υπήρχε τέλος σε όλο αυτό; Η Ίζομπελ ήταν έτοιμη να του φωνάξει, αλλά έπειτα τον είδε να κοιτάζει το πάτωμα και να κουνάει αμήχανα τα πόδια του. «Τι είναι;» τον ρώτησε, αγγίζοντας το μπράτσο του. Ο Φρανσουά άρχισε να μιλάει τόσο χαμηλόφωνα, που σχεδόν δεν μπορούσε να τον ακούσει. «Κανείς στην πόλη δεν γνωρίζει για τον αρραβώνα σας.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
283
«Δεν μπορεί» του είπε. «Θα έπρεπε να είχαν διαβάσει, τουλάχιστον μία φορά έως τώρα, τις ανακοινώσεις στις εκκλησίες.» Ο Φρανσουά κούνησε το κεφάλι του, και μετά κοίταξε προς την πόρτα, σαν να ήθελε να δραπετεύσει. Μέχρι πότε θα καθυστερούσε ο Ντε Ροσέ; Μπορεί τα νέα να μην ταξίδευαν γρήγορα από το αγγλοκρατούμενο μέχρι το γαλλοκρατούμενο κομμάτι της Νορμανδίας, αλλά ταξίδευαν. Δεν θα μπορούσε να το κρύβει για πάντα. Η Ίζομπελ βρήκε τον Ντε Ροσέ στο γραφείο του, να κάθεται πίσω από ένα τραπέζι γεμάτο με περγαμηνές. Με το που την είδε στην πόρτα, σηκώθηκε όρθιος και διέσχισε το δωμάτιο. «Χαίρομαι πολύ που είσαι καλά!» της είπε, πιάνοντας το χέρι της και φιλώντας την στο μάγουλο. Φαινόταν πραγματικά χαρούμενος που την έβλεπε. «Δείχνεις υπέροχη, αν και έχεις αδυνατίσει λίγο. Έλα. Πρέπει να καθίσεις.» Πέρασε το χέρι του γύρω της και την οδήγησε στην καρέκλα κοντά στο μαγκάλι. Η θέρμη του την έκανε να νιώσει άσχημα που είχε αμφιβάλει για αυτόν, έπειτα από όσα της είχαν πει τα δίδυμα. «Συγγνώμη που σε διέκοψα» του είπε. «Χαίρομαι που σε βλέπω προτού φύγω. Είναι κρίμα που πρέπει να ταξιδέψω τώρα που είσαι καλύτερα, αλλά δεν μπορώ να καθυστερήσω άλλο την επίσκεψη στη μητέρα μου.» Ο Ντε Ροσέ σήκωσε ψηλά το βλέμμα του και τράβηξε το αυτί του. «Δεν γίνεται να ακούσει από αλλού για τον αρραβώνα μας. Βλέπεις, με λατρεύει.» Άρα, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε καθυστερήσει να ανακοινώσει τον αρραβώνα! Φυσικά, καμία δικαιολογία δεν ήταν ευπρόσδεκτη, αλλά η Ίζομπελ ανακουφίστηκε, διότι τουλάχιστον το κίνητρό του δεν ήταν ανίερο – απλά σκεφτόταν τη μητέρα του. «Είσαι καλός γιος» είπε η Ίζομπελ, χαρούμενη με αυτή την εξέλιξη. «Δεν θα έπρεπε, όμως, να έλθω μαζί σου;»
284
MARGARET MALLORY
«Μη λες ανοησίες! Μόλις έγινες καλά» της είπε. «Δεν πρόκειται να ρισκάρω την υγεία σου με ένα ακόμα μακρινό ταξίδι.» Ένας άντρας από τη συνοδεία του τους διέκοψε. «Λόρδε Ντε Ροσέ» του είπε από την πόρτα «οι άντρες είναι έτοιμοι έξω και σας περιμένουν.» «Έρχομαι σε λίγο» είπε ο Ντε Ροσέ, διώχνοντάς τον με ένα νεύμα. Η Ίζομπελ αναστέναξε ανακουφισμένη. Μπορούσε να αναβάλει για λίγο ακόμα την ανάκριση για τα πολιτικά ζητήματα. «Θα σε συνοδέψω στα δωμάτιά σου, προτού φύγω» είπε ο Ντε Ροσέ και σηκώθηκε όρθιος. Με το που έφτασαν στην πόρτα, σταμάτησε απότομα, σαν να είχε ξεχάσει κάτι, και μπήκε ξανά στο δωμάτιο. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη στην Ίζομπελ, αλλά αυτή μπόρεσε να τον δει να παίρνει μία από τις περγαμηνές και να την κλειδώνει στο συρτάρι. Τη συνόδεψε κατευθείαν στο δωμάτιό της βηματίζοντας γρήγορα, πράγμα που έδειχνε ότι πλέον βιαζόταν πολύ. Όταν έφτασαν έξω από την πόρτα του αίθριου, της φίλησε το χέρι και τη χαιρέτησε με μια γρήγορη υπόκλιση. Γύρισε την πλάτη του για να φύγει, όταν κάτι μέσα στο δωμάτιο φάνηκε να του τραβάει την προσοχή. Η Ίζομπελ ένιωσε να μουδιάζει, όταν, ακολουθώντας το βλέμμα του, κατάλαβε ότι κοίταζε τη Λινέτ. Το κορίτσι καθόταν δίπλα στο παράθυρο, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το εργόχειρό της. Πώς δεν το είχε προσέξει η Ίζομπελ έως τώρα; Η Λινέτ, όπως και ο αδελφός της, μεγάλωνε. Πλέον, οι καμπύλες της είχαν αρχίσει να τονίζονται από το στενό φόρεμα. Η Ίζομπελ αγχώθηκε, όταν η Λινέτ σήκωσε το κεφάλι της και κάρφωσε τα μπλε μάτια της πάνω τους. Ο Θεός ας τη βοηθούσε. Ήταν ένα κορίτσι τόσο όμορφο και, ταυτόχρονα, τόσο απροστάτευτο…
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
285
Ως κυρία της Λινέτ και οικοδέσποινα του σπιτιού, η Ίζομπελ μπορούσε να την προστατέψει από τους περισσότερους άντρες. Όχι, όμως, και από τον Ντε Ροσέ. Εάν ήταν τόσο άτιμος και ήθελε να την αποπλανήσει, η Ίζομπελ δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Ή, μάλλον, κάτι μπορούσε να κάνει. «Φιλίπ» του είπε, προσφωνώντας τον με ύφος με το μικρό του όνομα. Τώρα, το βλέμμα του κατευθύνθηκε από τη Λινέτ σε εκείνη. Προσπαθώντας να χαμογελάσει, πλησίασε λίγο προς το μέρος του και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του. Του είχε τραβήξει την προσοχή. Δεν της ήταν εύκολο να υποδυθεί τη σεμνότυφη. Έγειρε λίγο το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Πρέπει να φύγεις;» Ο Ντε Ροσέ τής έπιασε το χέρι και το έφερε αργά στα χείλη του. «Φοβάμαι πως πρέπει» της απάντησε με λύπη στη φωνή του. «Δεν μπορώ να καθυστερήσω άλλο.» Η Ίζομπελ ανέπνευσε βαθιά και του είπε μόνο μία λέξη: «Αλίμονο.» Ο Ντε Ροσέ έγλειψε τα χείλη του, καθώς το βλέμμα του έπεσε στα στήθη της. Για ένα λεπτό, φοβήθηκε ότι είχε υποδυθεί το ρόλο της καλύτερα απ’ ό,τι έπρεπε. Όταν αυτός κούνησε το κεφάλι του και έφυγε, ευχαρίστησε από μέσα της όποιον άγιο μπορούσε να σκεφτεί. «Θα επιστρέψω σε μία εβδομάδα» της είπε, κοιτάζοντάς την παντού για μια τελευταία φορά. Καθώς η Ίζομπελ τον παρακολουθούσε να κατεβαίνει τα σκαλιά, αναλογίστηκε τι ήταν αυτό που είχε δει στα μάτια του, όταν εκείνος κοίταζε τη Λινέτ: δεν επρόκειτο μόνο για πόθο, αλλά για δικαίωμα κατοχής. Ο Ντε Ροσέ αισθανόταν ότι είχε το δικαίωμα να την κάνει δική του. Η Ίζομπελ δεν ήταν αθώα – ήξερε τι θα γινόταν: ίσως να της έδινε κοσμήματα ή χρήματα, και ύστερα θα την έκανε δική του, με ή χωρίς τη θέλησή της.
286
MARGARET MALLORY
Δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο τα πράγματα. Δεν θα περίμενε να διαβαστούν οι ανακοινώσεις τρεις φορές. Όταν ο Ντε Ροσέ θα επέστρεφε, θα πήγαινε στο κρεβάτι μαζί του. Δεν ήταν τόσο ματαιόδοξη, ώστε να πιστεύει ότι θα μπορούσε να τον κάνει να την περιμένει για πάντα. Και, κάποια στιγμή, θα έπρεπε να στείλει αλλού τη Λινέτ. Μέχρι τότε, θα κέρδιζε χρόνο. Όταν θα ερχόταν ο Ρόμπερτ για να την επισκεφθεί, θα έδιωχνε τη Λινέτ μαζί του. Σε πόσον καιρό θα ερχόταν ο Ρόμπερτ; Σε λίγες εβδομάδες; Θα μπορούσε να απασχολήσει η ίδια τον Ντε Ροσέ μέχρι τότε. Η Ίζομπελ δεν μπορούσε να σώσει τον εαυτό της. Αλλά οι άγιοι θα έσωζαν τη Λινέτ.
Κεφάλαιο Είκοσι Οκτώ Απρίλιος 1418 Η Ρουέν αποτελούσε έπαθλο, που υπολειπόταν μοναχά έναντι του Παρισιού. Από τη Νοτρ Νταμ ντε λα Ροζ, το καρτουσιανό μοναστήρι που βρισκόταν σε ένα λόφο στα ανατολικά της πόλης, ο Στίβεν μπορούσε να βλέπει πάνω από τα τείχη της Ρουέν και να παρακολουθεί την κίνηση μέσα σε αυτή την ευημερούσα πόλη των 70.000 κατοίκων. Η άμυνα της πόλης είχε ενισχυθεί από τότε που οι Άγγλοι είχαν προσπαθήσει να την καταλάβουν, περίπου τριάντα χρόνια πριν. Ο Στίβεν κοίταξε το μεγάλο περίγραμμα του τείχους, με τους εξήντα πύργους του. Αν ο Βασιλιάς Ερρίκος ήθελε να την πολιορκήσει, θα έπρεπε να διαθέσει πολυάριθμο στρατό για να περικυκλώσει την πόλη και τις έξι πύλες της. Θα έπρεπε επίσης να μπλοκάρει την τροφοδοσία μέσω του Σηκουάνα, ο οποίος περνούσε δίπλα από την πόλη, και από τα νότια και από τα βόρεια. Η πολιορκία της Ρουέν θα αποτελούσε ένα δύσκολο κατόρθωμα. Όμως, η πόλη θα έπεφτε. Ωστόσο, ο Στίβεν δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να πείσει τους κατοίκους της πόλης για κάτι τέτοιο. Ήταν εξουσιοδοτημένος να μεταφέρει το ερώτημα του βασιλιά στους κατοίκους: θα παραδίδονταν με τη θέλησή
288
MARGARET MALLORY
τους ή θα αναγκάζονταν να παραδοθούν λόγω της πείνας; Ο Στίβεν αναρωτήθηκε εκ νέου γιατί ο βασιλιάς είχε επιλέξει αυτόν για την αποστολή. Αισθανόταν ότι είχε βάλει το χεράκι του ο αδερφός του – ή ο Ρόμπερτ. Παρόλο που κατά τη διάρκεια του διήμερου ταξιδιού είχε άφθονο χρόνο για να λύσει αυτό το παζλ, το μόνο που σκεφτόταν ήταν η Ίζομπελ – και τι θα έκανε μαζί της, όταν θα έφτανε εκεί. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες· δύο εβδομάδες από τότε που ήταν γυμνή στην αγκαλιά του· δύο εβδομάδες από τότε που τον αρνήθηκε. Δύο εβδομάδες από τότε που δεσμεύτηκε με άλλον. Για χιλιοστή φορά, αναρωτήθηκε γιατί του είχε κάνει κάτι τέτοιο. Πώς μπόρεσε; Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό, μετά την υπόσχεση που του είχε δώσει; Και μάλιστα, λίγο αφότου αυτός είχε φύγει από το κρεβάτι της. Η μυρωδιά του πρέπει να υπήρχε ακόμα στο δέρμα της, όταν αρραβωνιαζόταν τον Ντε Ροσέ. Με κάποιον τρόπο, ο βασιλιάς είχε καταλάβει τις προθέσεις του Στίβεν για την Ίζομπελ – ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο Ρόμπερτ. Και δεν ήταν ο μόνος… Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ρόμπερτ, ο Γουίλιαμ και η Κάθριν σκόπευαν να μιλήσουν στον βασιλιά εκ μέρους του Στίβεν εκείνη τη μέρα. Όμως, ο Βασιλιάς Ερρίκος έδρασε γρήγορα, πριν προλάβουν οι φίλοι του να τον προσεγγίσουν. Ο Ρόμπερτ επαναλάμβανε συνεχώς ότι ο βασιλιάς αιφνιδίασε την Ίζομπελ εκείνη τη μέρα. Αλλά, σε τελική ανάλυση, αυτή συμφώνησε για το γάμο. Η μοναδική παρηγοριά του Στίβεν ήταν το γεγονός ότι δεν έδειχνε ευτυχισμένη εκείνο το πρωί: τα μάτια της ήταν πρησμένα και το δέρμα της χλωμό, σαν του νεκρού. Ο αρραβώνας μεταξύ δύο ενηλίκων ήταν σχεδόν αναπόφευκτος. Βέβαια, η εγκυμοσύνη από έναν άλλον άντρα θα μπορούσε να τον σπάσει. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο – ο γάμος της με τον Ντε Ροσέ θα γινόταν σε μία εβδομάδα περίπου.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
289
Εάν η Ίζομπελ ήταν έγκυος, τα πράγματα θα ήταν πιο απλά: θα την έκλεβε και θα αντιμετώπιζε αργότερα τις συνέπειες. Ακόμη και αν δεν συμφωνούσε αμέσως να τον παντρευτεί, θα την έπειθε μέχρι να γεννηθεί το παιδί. Τι θα έκανε όμως ο Στίβεν, εάν εκείνη δεν γνώριζε αν ήταν έγκυος; Ή, ακόμα χειρότερα, εάν ήταν σίγουρη πως δεν ήταν; Δεν ήθελε να σκέφτεται αυτές τις εκδοχές. «Στίβεν!» Γύρισε και είδε τον Τζέιμι και τον Τζέφρι να τον πλησιάζουν. «Η πόλη απάντησε στο μήνυμα που έστειλες σήμερα» είπε ο Τζέιμι, κρατώντας έναν πάπυρο. Ο Στίβεν άρχισε να διαβάζει το μακρύ, επίσημο έγγραφο. «Οι κάτοικοι καλωσορίζουν τον απεσταλμένο του Βασιλιά Ερρίκου» έκανε μια σύνοψη για τον Τζέιμι και τον Τζέφρι. «Αλλά “παρακαλούν” τους Άγγλους ιππότες που με συνοδεύουν να μείνουν εδώ, στο μοναστήρι, μέχρι να ολοκληρώσω τις δουλειές μου στην πόλη.» «Δεν μπορείς να πας μόνος» διαμαρτυρήθηκε ο Τζέιμι. «Τουλάχιστον, πάρε μαζί σου τον Τζέφρι και εμένα.» «Δεν θα το επιτρέψουν» τους είπε. «Και δεν υπάρχει λόγος, εφόσον έχουν εγγυηθεί για την ασφάλειά μου.» «Έχουν εγγυηθεί!» είπε ο Τζέιμι σαρκαστικά. «Αυτοί οι Γάλλοι μπορούν να σκοτώσουν ακόμη και συμμάχους ή κοντινούς τους συγγενείς.» «Εάν έχουν σκοπό να παραβιάσουν την υπόσχεσή τους» είπε ο Στίβεν «ένας-δύο άντρες παραπάνω δεν μπορούν να με σώσουν.» Θα πήγαινε μόνος του στη Ρουέν, την επόμενη μέρα το πρωί. Μέσα σε μία-δύο μέρες, θα ήξερε ποια θα ήταν η μοίρα της πόλης. Και η δική του. ***
290
MARGARET MALLORY
Η Λινέτ έτρεξε στο αίθριο και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της. «Ο Ντε Ροσέ επέστρεψε!» Το στομάχι της Ίζομπελ σφίχτηκε. Η αναστολή της ποινής της είχε λήξει. «Οι υπηρέτες είναι όλοι ανάστατοι, γιατί, με το που μπήκε στο σπίτι, έφυγε ξανά» είπε η Λινέτ, με μάγουλα ξαναμμένα. «Δεν θα το πιστέψετε! Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα απ’ ό,τι νομίζαμε!» «Ηρέμησε, Λινέτ. Τι δεν θα πιστέψω;» «Ο Φρανσουά άκουσε τους άντρες να συζητούν, ενώ τους βοηθούσε με τα άλογα» είπε η Λινέτ. «Ο Ντε Ροσέ ήταν στην Τρουά, όχι στο Παρίσι!» Η Ίζομπελ προσπάθησε να καταλάβει τι σήμαιναν αυτά τα νέα. «Στην Τρουά; Εκεί δεν βρίσκονταν ο Δούκας της Βουργουνδίας και η Βασίλισσα της Γαλλίας;» Η Λινέτ κούνησε έντονα το κεφάλι της πάνω-κάτω. «Αυτή είναι η απόδειξη ότι ο Ντε Ροσέ θα προδώσει τον βασιλιά!» Οι φήμες έλεγαν πως οι Βουργουνδοί είχαν πιάσει τη βασίλισσα και ότι ετοίμαζαν να εγκαταστήσουν μια δοτή κυβέρνηση στην Τρουά. Όλοι περίμεναν τον Βουργουνδό να σπάσει σύντομα τη συμμαχία του με τον Βασιλιά Ερρίκο. «Ο Φρανσουά άκουσε τους άντρες να λένε ότι ο Βουργουνδός βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τους Αρμανιάκ, για να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στον Βασιλιά Ερρίκο.» «Πώς τα άκουσε αυτά ο Φρανσουά – είχε κρυφτεί στα άχυρα; Δεν πρέπει να ρισκάρει τόσο πολύ! Πού βρίσκεται τώρα;» «Ακολούθησε τον Ντε Ροσέ, φυσικά» της απάντησε η Λινέτ. «Έτσι του είπα να κάνει.» «Θέλεις να σκοτωθεί ο αδελφός σου;» Για εκατοστή φορά, αναρωτήθηκε για το παρελθόν των διδύμων. Δεν της είχαν πει τίποτε άλλο, παρά μόνον ότι ήταν ορφανά. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: η Λινέτ δεν ήταν φτιαγ-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
291
μένη για να γίνει υπηρέτρια· ήταν όσο ξεροκέφαλη ήταν και η Ίζομπελ στην ηλικία της. Έμειναν ξύπνιες μέχρι τα μεσάνυχτα, ράβοντας –ή προσποιούμενες ότι έραβαν–, ενώ περίμεναν τον Φρανσουά. Λίγο πριν η Ίζομπελ ακούσει το χτύπο στην πόρτα, η Λινέτ είχε μαζέψει τα ραφτικά της και έτρεχε να ανοίξει. «Πού πήγε ο Ντε Ροσέ;» η Λινέτ ρώτησε τον Φρανσουά με το που έκλεισε την πόρτα. «Είδες ποιον συνάντησε;» «Τον ακολούθησα σ’ ένα σπίτι όπου ήταν συγκεντρωμένοι οπαδοί των Αρμανιάκ.» «Δεν πρέπει να κάνεις ό,τι σου λέει η αδελφή σου» τον μάλωσε η Ίζομπελ. «Μιλάμε για άντρες με δύναμη, που έχουν σημαντικά συμφέροντα. Αυτό τους κάνει επικίνδυνους.» «Ο Ντε Ροσέ ούτε που με είδε» είπε ο Φρανσουά, χαμογελώντας περήφανος. Γιατί είχε συναντήσει ο Ντε Ροσέ τους Αρμανιάκ; Είχε συμμαχήσει και με τις δύο πλευρές ενάντια στον βασιλιά; Η Ίζομπελ είπε δυνατά: «Ίσως προσπαθεί να τους πείσει για την ακεραιότητα του Βασιλιά Ερρίκου.» Η Λινέτ ξεφύσησε ειρωνικά. «Δεν ήταν ποτέ πιστός στον βασιλιά» είπε ο Φρανσουά. Ο Βασιλιάς Ερρίκος δεν ήταν αγαπητός εδώ, όπως στην Αγγλία, και ορισμένες φορές η Ίζομπελ αναρωτιόταν το λόγο για τον οποίο τα δίδυμα του ήταν πιστά με τέτοιο πάθος. Αλλά δεν της είχαν εκμυστηρευτεί ποτέ τίποτε, ούτε για αυτό. «Πρέπει να προειδοποιήσουμε τον βασιλιά» επέμεινε η Λινέτ. «Για ποιο πράγμα να τον προειδοποιήσουμε;» ρώτησε η Ίζομπελ, προσπαθώντας να τους συνετίσει. «Ακόμη και αν γνωρίζαμε κάτι σημαντικό, πώς θα του στέλναμε μήνυμα;» «Υπάρχει τρόπος» απάντησε ο Φρανσουά, κοιτάζοντάς την ενθουσιασμένος. «Ο Βασιλιάς Ερρίκος έστειλε απεσταλμένο στη Ρουέν.»
292
MARGARET MALLORY
«Ο απεσταλμένος του βασιλιά βρίσκεται εδώ;» Ο Φρανσουά κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Βρίσκεται έξω από την πόλη, περιμένοντας την άδεια για να μπει. Ο διοικητής της φρουράς και οι αρχηγοί της πόλης προσπαθούσαν όλη μέρα να συμφωνήσουν στο τι πρέπει να κάνουν μαζί του.» «Πώς τα μαθαίνεις όλα αυτά;» τον ρώτησε η Ίζομπελ. «Δεν μπορείς να τριγυρνάς όπου θέλεις στην πόλη.» «Κάποιος πρέπει να μάθει τι συμβαίνει, και εμένα δεν με αφήνετε να πάω πουθενά» παραπονέθηκε η Λινέτ. «Λοιπόν, θα στείλουμε μήνυμα στον απεσταλμένο;» «Μα δεν έχουμε αποδείξεις ότι ο Ντε Ροσέ ενεργεί ενάντια στον βασιλιά» διαμαρτυρήθηκε η Ίζομπελ. «Περιμένετε να τον προδώσω με τόσο λίγα στοιχεία;» Η Λινέτ σήκωσε το πιγούνι της. «Αν βρούμε τις αποδείξεις, θα στείλετε το μήνυμα;» Η Ίζομπελ κοίταξε μία τον έναν, μία την άλλη. Θα πρόδιδε τον βασιλιά της ή τον Ντε Ροσέ; Προτού ανακαλύψει την απάντηση στο ερώτημα, έπρεπε πρώτα να μάθει την αλήθεια. Αλλά πώς θα γινόταν αυτό; Στο κρεβάτι. Ναι, αυτή θα ήταν η καλύτερη στιγμή για να τον ρωτήσει. Απόψε, την πρώτη φορά που θα κοιμούνταν μαζί.
Κεφάλαιο Είκοσι Εννέα Το πρωί, ο Στίβεν φόρεσε τα ρούχα που είχε φέρει ως απεσταλμένος του βασιλιά: επίσημο καπέλο, βελούδινο χιτώνα μέχρι το γόνατο, διαμαντένια δαχτυλίδια και καρφίτσα – ακόμη και πολύχρωμο κολάν, ο Θεός να τον βοηθούσε. Καθώς έδενε μια βαριά χρυσή ζώνη γύρω από τη μέση του, άκουσε ένα σφύριγμα. Κοίταξε ψηλά και είδε τον Τζέιμι να του χαμογελάει στην πόρτα. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τραβήξεις την προσοχή, θείε.» «Κάνω απλά το καθήκον μου» είπε ο Στίβεν, κλείνοντάς του το μάτι. «Λοιπόν, να κοιτάξετε να φύγετε γρήγορα από εδώ, αν υπάρξει πρόβλημα.» «Πρόβλημα;» ρώτησε ο Τζέιμι. «Εννοείς, όταν θα αρχίσουν οι γυναίκες να τσακώνονται για χάρη σου;» Ο Στίβεν γέλασε και έβαλε το χέρι του στον ώμο του Τζέιμι. «Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να με κρατήσουν αιχμάλωτο για λύτρα» είπε χαμηλόφωνα, καθώς άρχισαν να περπατούν μαζί έξω. «Εάν δεν επιστρέψω ή δεν στείλω μήνυμα πριν από το σούρουπο αύριο, φύγετε γρήγορα για την Καέν. Μην παραμείνετε άλλο εδώ, γιατί θα έλθουν να πάρουν κι εσάς.» «Θα κάνω αυτό που πρέπει» είπε ο Τζέιμι. «Το ξέρω. Πάντα με κάνεις περήφανο.»
294
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν δεν πίστευε ότι οι καλοί πολίτες της Ρουέν θα τον έριχναν από τα τείχη, βάζοντάς του φωτιά. Αλλά ίσως και να το έκαναν. Οπότε, αγκάλιασε τον ανιψιό του, χωρίς να τον νοιάζει πώς θα φαινόταν στους άλλους άντρες. Ήταν πια έτοιμος. Ανέβηκε στον Κεραυνό και άρχισε να κατηφορίζει προς την κεντρική πύλη της πόλης. Έφτασε την ώρα που οι καμπάνες της εκκλησίας σήμαιναν την έκτη ώρα. Μια συνοδεία είκοσι τεσσάρων στρατιωτών τον συνάντησε στην πύλη και τον συνόδεψε μέχρι το δικαστήριο. Εκεί, τον υποδέχτηκαν σύμφωνα με το πρωτόκολλο, με τον τρόπο που άρμοζε σε έναν εκπρόσωπο του Άγγλου βασιλιά. Η υποδοχή αυτή ήταν καλύτερη από το να πετάξουν το άψυχο πτώμα του από τα τείχη. Μπορούσαν, όμως, πάντα να κάνουν κάτι τέτοιο αργότερα. Μετά το καλωσόρισμα, τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο στο παλάτι «για να ξεκουραστεί από το ταξίδι του». Δεδομένου ότι το μοναστήρι δεν απείχε ούτε μισό μίλι μακριά, η κίνηση αυτή σήμαινε ότι οι σημαντικοί άντρες της πόλης δεν είχαν αποφασίσει τι θα έκαναν μαζί του. Τα νέα της άφιξης του απεσταλμένου του Βασιλιά Ερρίκου πρέπει να είχαν μαθευτεί παντού στην πόλη μέχρι τώρα. Εάν ο Ντε Ροσέ ήταν ακόμα άνθρωπος του βασιλιά, έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να μιλήσει με τον Στίβεν. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν περίμενε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Από τη στιγμή που ο Ντε Ροσέ ήταν ένας άντρας με επιρροή εδώ, ο Στίβεν έπρεπε να φροντίσει πρώτα τα συμφέροντα του βασιλιά και έπειτα τα δικά του. Ο Ντε Ροσέ δεν έπρεπε να καταλάβει ότι η Ίζομπελ θα έφευγε με τον Στίβεν, προτού η πόλη έδινε την επίσημη απάντησή της. Ακόμα καλύτερα, δεν θα έπρεπε να μάθει ότι η Ίζομπελ είχε φύγει, προτού βρεθούν σε απόσταση τουλάχιστον μισής μέρας. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν υπομονή. Ύστερα από μία-δύο ώρες, ένας υπηρέτης ήλθε να τον ενημερώσει ότι το ίδιο βράδυ θα γινόταν δεξίωση προς τιμήν του.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
295
Ο Ντε Ροσέ θα παρευρισκόταν, μαζί με άλλους σημαντικούς ανθρώπους, πράγμα το οποίο σήμαινε πως θα ήταν εκεί και η Ίζομπελ. Ο Στίβεν έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να της μιλήσει ιδιαιτέρως, ώστε να οργανώσουν το σχέδιό τους. *** Η Ίζομπελ στάθηκε στην κορυφή της σκάλας, φορώντας μια πράσινη μεταξωτή τουαλέτα με ασημένια κεντήματα και ταιριαστά παπούτσια και καλύπτρα. Ίσιωσε τη φούστα άλλη μία φορά. Έπειτα, ταραγμένη, άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Το προηγούμενο βράδυ, ήταν τόσο σίγουρη ότι ο Ντε Ροσέ θα ερχόταν να τη βρει, ώστε είχε στείλει τη Λινέτ να κοιμηθεί με τις μαγείρισσες. Έμεινε ξύπνια για ώρες, περιμένοντας να ακούσει τον ήχο στην πόρτα. Κάποια στιγμή, τα ξημερώματα, άκουσε φωνές στον κάτω όροφο και μετά ησυχία. Τότε μόνο κατάφερε να αποκοιμηθεί. Σήμερα το πρωί, η Λινέτ την είχε ξυπνήσει για να της πει ότι ο Ντε Ροσέ είχε ήδη φύγει εκ νέου «για να συνεχίσει να καταστρώνει τα βρόμικα σχέδιά του». Ο Φρανσουά ήλθε αργότερα και τους είπε ότι άκουσε φήμες πως ο απεσταλμένος ήταν είτε έγκλειστος είτε δολοφονημένος στο παλάτι. Όλη τη μέρα ήταν ανήσυχη, περιμένοντας τον Ντε Ροσέ να επιστρέψει. Τελικά, πριν από μία ώρα, της έστειλε έναν υπηρέτη για να της πει να ετοιμαστεί για μια μεγάλη δεξίωση στο παλάτι. Αυτό μάλλον σήμαινε πως ο απεσταλμένος βρισκόταν ήδη εκεί – σώος και αβλαβής. Η δεξίωση θα αποτελούσε την καταλληλότερη –μάλλον τη μοναδική– συγκυρία για να μιλήσει στον απεσταλμένο του βασιλιά· εάν ο Ντε Ροσέ σκόπευε να τον προδώσει, η Ίζομπελ έπρεπε να προσπαθήσει να μάθει περισσότερα, προτού φτάσουν στο παλάτι. Ο Ντε Ροσέ την περίμενε στην έξοδο. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα με το που την είδε.
296
MARGARET MALLORY
«Απόψε, θα προτιμούσα να μείνω στο σπίτι, μαζί σου» της είπε, παίρνοντας το χέρι της. «Αλλά η δεξίωση γίνεται για τον απεσταλμένο του Βασιλιά Ερρίκου και θα περιμένει να σε δει εκεί.» «Ποιος είναι ο απεσταλμένος;» τον ρώτησε. «Τον γνωρίζω;» Σήκωσε τους ώμους του. «Δεν άκουσα το όνομά του. Έλα, η άμαξα περιμένει. Έχουμε αργήσει.» Είχε τόσο λίγο χρόνο στη διάθεσή της! Ποια θα ήταν η καλύτερη προσέγγιση; Να τον κολακέψει; Να του κάνει νάζια; Αυτή μάθαινε πώς να πολεμάει με σπαθί, όταν τα υπόλοιπα κορίτσια εκπαιδεύονταν σε αυτές τις χρήσιμες τεχνικές. «Ήταν κρίμα» του είπε με το που αναχώρησαν με την άμαξα «που δεν ήλθες να με χαιρετήσεις μετά το ταξίδι σου.» Τα δόντια του Ντε Ροσέ άστραψαν στο μισοσκόταδο. «Σου έλειψα;» Τον κοίταξε μέσα από τις βλεφαρίδες της και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Η αλήθεια ήταν πως η σχεδόν συνεχής απουσία του την έκανε να ελπίζει ότι τελικά θα μπορούσε να επιβιώσει σε αυτόν το γάμο. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη, ρουθουνίζοντας με ύφος. «Ελπίζω να είχες σοβαρό λόγο που με παραμέλησες.» Έβαλε το χέρι του στο μηρό της. «Σου είπα ότι οι άντρες εδώ είναι πεισματάρηδες» της είπε, πλησιάζοντάς την. «Πρέπει να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να τους μεταπείσω.» Άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό. Όταν το χέρι του έπιασε το στήθος της, αυτή πανικοβλήθηκε και ξεστόμισε: «Τώρα είσαι με το μέρος των Αρμανιάκ;» Ο Ντε Ροσέ τραβήχτηκε απότομα πίσω. Με φωνή τόσο ψυχρή, που την έκανε να ανατριχιάσει, της είπε: «Τι νομίζεις ότι ξέρεις, Ίζομπελ;» «Τίποτα. Δεν ξέρω τίποτα» του είπε βιαστικά. «Απλά ανησυχώ για σένα. Είναι περίεργοι καιροί αυτοί που ζούμε.» Παρέμεινε σιωπηλός, εξετάζοντάς την με μισόκλειστα μάτια.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
297
«Δεν γίνεται να πιστεύεις ότι ο Δελφίνος θα μπορούσε ποτέ να γίνει βασιλιάς!» Παρόλο που ήξερε ότι έπρεπε να σωπάσει, τα λόγια της ήταν σαν να έβγαιναν μόνα τους από το στόμα της. «Πραγματικά, είναι ένα αδύναμο και ανάξιο παιδί. Και, έπειτα από όλες αυτές τις εξωσυζυγικές σχέσεις της βασίλισσας, πολλοί αμφιβάλλουν για το αν είναι ο πραγματικός διάδοχος του τρελού βασιλιά.» Μα τω Θεώ, τι την είχε πιάσει! Τώρα πια, ήταν πολύ αργά για να προσποιηθεί άλλο. «Αν έχεις κατά νου να προδώσεις τον Βασιλιά Ερρίκο, σε ικετεύω να μην το κάνεις» τον παρακάλεσε «για το καλό σου, για το καλό μου, για το καλό των παιδιών μας.» «Ποιος από τους υπηρέτες σού λέει τέτοια ψέματα;» απαίτησε να μάθει. «Σου υπόσχομαι πως θα το μετανιώσει για τη μεγάλη γλώσσα του.» «Σε παρακαλώ, Φιλίπ, πρέπει να μου πεις αν έχεις αλλάξει στρατόπεδο.» «Δεν πρέπει να σου πω τίποτα.» Η φωνή του φάνηκε να βγαίνει κομπιάζοντας, καθώς προσπαθούσε να ελέγξει την οργή του. «Μόνον ένα πράγμα πρέπει να κάνει ένας άντρας με τη γυναίκα του. Μου έχεις ξεφύγει μέχρι τώρα σε αυτό, αλλά όχι για πολύ ακόμα.» «Φοβάμαι για τη ζωή σου, αν προδώσεις τον Βασιλιά Ερρίκο» προσπάθησε η Ίζομπελ να τον μεταπείσει, με άλλον τρόπο τώρα. «Στο τέλος, θα επικρατήσει.» «Σκοπεύεις απόψε να πεις ιστορίες για τον άντρα σου;» Ριπές από το σάλιο του έφτασαν στο πρόσωπό της, καθώς της μιλούσε. «Έχω κατάσκοπο στο ίδιο μου το σπίτι;» «Όχι!» φώναξε εκείνη, πανικόβλητη. «Δεν θα σε πρόδιδα ποτέ. Θέλω να γίνω μια καλή σύζυγος.» «Τότε, κακώς με δυσαρεστείς με αυτό τον τρόπο.» Άρπαξε τον καρπό της. «Σε προειδοποιώ: μη φύγεις ούτε στιγμή από το πλάι μου απόψε.»
Κεφάλαιο Τριάντα Ο Στίβεν βρισκόταν μπροστά σε καλοντυμένους εμπόρους και ευγενείς, στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Η δεξίωση θα ξεκινούσε με την επίσημη αγόρευσή του, που αφορούσε στην έκκληση του Βασιλιά Ερρίκου. Ο βασιλιάς την είχε συντάξει μόνος του, υιοθετώντας ορισμένες από τις εισηγήσεις του Στίβεν. Καθώς ο Στίβεν ξετύλιγε τον πάπυρο, έριξε μία ακόμα ματιά στο δωμάτιο. Ο Ντε Ροσέ και η Ίζομπελ είχαν αργήσει. «Ο Βασιλιάς Ερρίκος δεν έρχεται ως κατακτητής με σκοπό να λεηλατήσει και να ερημώσει την πόλη, αλλά ως ο δίκαιος ανώτατος άρχοντας» διάβασε με δυνατή φωνή. «Όλους όσοι ορκίζονται πίστη και αφοσίωση σε αυτόν θα τους αγκαλιάσει με μεγάλη χαρά και γενναιοδωρία. »Όμως, προσοχή! Αν τον προκαλέσετε, θα σας συνθλίψει δίχως οίκτο. Θα διεκδικήσει ό,τι δίκαια του ανήκει. Ο θριαμβευτής του Αζινκούρ θα κατακτήσει ολόκληρη τη Νορμανδία και τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ο Θεός είναι μαζί του. Θα κυριαρχήσει.» Ο Στίβεν πήρε μια βαθιά ανάσα, ανακουφισμένος που είχε ολοκληρώσει την ομιλία του. Τους είχε μεταφέρει τα εξής λόγια: «Θα σας διαλύσει χωρίς οίκτο.» Ευχόταν ότι αυτοί που είχαν ακούσει τον αποψινό λόγο του γνώριζαν πως ο Βασιλιάς Ερρίκος εννοούσε την κάθε του λέξη. Για τις επόμενες δύο ώρες, ο Στίβεν στεκόταν σε μια
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
299
άκρη της αίθουσας, καθώς οι επίσημοι της πόλης περνούσαν για να τον χαιρετήσουν. Πού είναι η Ίζομπελ; Άκουγε προσεκτικά τα κοινότυπα λόγια του καθενός, ψάχνοντας για υπονοούμενα πίσω από τις λέξεις. Μέχρι τώρα, φαίνονταν όλοι γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς πίστευαν ότι τα τείχη τους θα άντεχαν στα αγγλικά κανόνια, τη στιγμή μάλιστα που τα ξακουστά «απόρθητα» τείχη της Φαλέζ είχαν πέσει. Τους άκουσε να μιλούν αλαζονικά: «Η Βουργουνδία θα μας υπερασπιστεί.» «Οι Αρμανιάκ δεν θα επιτρέψουν ποτέ να πέσουν τα τείχη της Ρουέν.» Τι τους έκανε να σκέφτονται ότι όλοι αυτοί θα έφερναν τα στρατεύματά τους για να σώσουν τη Ρουέν; Εδώ και τόσους μήνες δεν είχαν κάνει τίποτα, βλέποντας τις άλλες πόλεις της Νορμανδίας να πέφτουν η μία μετά την άλλη. Ο Στίβεν διέκρινε την ανησυχία στα πρόσωπα των συζύγων τους. Μακάρι η απόφαση να ήταν στο –πρακτικό– χέρι των γυναικών και όχι σε αυτό των υπερφίαλων αντρών. Πού ήταν η Ίζομπελ; Το πλήθος αραίωνε και αυτή και ο Ντε Ροσέ δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα. Και μετά, την είδε. Η πολιτική, ο πόλεμος, τα επίσημα καθήκοντά του – τίποτε από όλα αυτά δεν υπήρχε πια στο μυαλό του, με το που είδε την Ίζομπελ και τον Ντε Ροσέ να μπαίνουν από την πλαϊνή είσοδο. Ο Στίβεν πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει αλλού. Έπρεπε ο Ντε Ροσέ να έλθει σε αυτόν. Ο Ντε Ροσέ δεν καθυστέρησε ούτε στιγμή – πήγε προς το μέρος του. Ξαφνικά, η Ίζομπελ στεκόταν μπροστά του – τόσο κοντά, που θα την άγγιζε αν άπλωνε το χέρι του. Έπειτα από τόσον καιρό μακριά της, χρειάστηκε να επιδείξει μεγάλη εγκράτεια για να μην την κλείσει στην αγκαλιά του. Μπορούσε σχεδόν να τη γευτεί. Πώς ήταν δυνατόν να είναι τόσο όμορφη; Όμως, το δέρμα της ήταν χλωμό και φαινόταν αδυνατισμένη.
300
MARGARET MALLORY
«Ήσασταν άρρωστη;» τη ρώτησε. «Είμαι καλά τώρα, ευχαριστώ. Και εσείς, Σερ Στίβεν;» Η φωνή της· ήθελε να ακούει μόνον αυτήν και τίποτε άλλο. Αλλά ο Ντε Ροσέ φλυαρούσε ασταμάτητα, σαν κουνούπι που τον ζάλιζε πετώντας γύρω από το κεφάλι του. «Πώς;» ξαφνικά ξέσπασε. Κοίταξε θυμωμένος τον Ντε Ροσέ, με βλέμμα που του έδειχνε ότι τον θεωρούσε ανίκανο. «Ο βασιλιάς θα δυσαρεστηθεί πολύ, όταν μάθει ότι δεν έχετε καταφέρει ακόμα να πείσετε τους αρχηγούς της πόλης. Η αποτυχία σας θα προκαλέσει δυστυχία στους κατοίκους της Ρουέν.» Ο Ντε Ροσέ κοκκίνισε ολόκληρος. Ξεκίνησε να μιλάει, αλλά ο Στίβεν τον διέκοψε. «Λαίδη Χιουμ, η απουσία σας έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητή στην Καέν» της είπε, παίρνοντας το χέρι της και φέρνοντάς το στα χείλη του. Τα δάχτυλά της ήταν παγωμένα και έτρεμαν. «Ο βασιλιάς σάς στέλνει τους θερμούς χαιρετισμούς του.» Διατηρώντας το βλέμμα του πάνω της, της είπε: «Ελπίζω ο Λόρδος Ντε Ροσέ να μου επιτρέψει σας μιλήσω ιδιαιτέρως, προτού φύγω από την πόλη. Έχω νέα από τον αδελφό σας.» Μιλώντας στα αγγλικά, πρόσθεσε: «Και μία ερώτηση να σας υποβάλω.» Η Ίζομπελ κοίταξε τον Ντε Ροσέ στα κλεφτά, ο οποίος παρατηρούσε έντονα τον τοίχο πίσω από τον Στίβεν. Έπειτα κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της. Ο Στίβεν ένιωσε αυτή την κίνηση σαν γροθιά που του έκοψε την ανάσα και τον έκανε σχεδόν να τρεκλίσει προς τα πίσω. «Φυσικά μπορείτε να της μιλήσετε, εάν είναι διαθέσιμη» είπε ο Ντε Ροσέ, χωρίς να γνωρίζει ότι η Ίζομπελ είχε ήδη δώσει στον Στίβεν τη σημαντικότερη απάντηση. Δεν υπήρχε παιδί. Ο Στίβεν παρακολούθησε ζαλισμένος τον Ντε Ροσέ να απομακρύνεται, τραβώντας μαζί του και την Ίζομπελ.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
301
Δεν υπήρχε παιδί. Δεν υπήρχε παιδί. Κι όμως, ήταν τόσο σίγουρος πως υπήρχε… Κατάφερε ελαφρώς να ανασυγκροτηθεί και να προσποιηθεί ότι δεν κατέρρεαν τα πάντα. Έκανε το καθήκον του απέναντι στον βασιλιά. Όμως, ήταν το πιο μακρύ βράδυ στη ζωή του. Όταν η δεξίωση τελείωσε, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του και σωριάστηκε στο κρεβάτι. Το βλέμμα του κόλλησε στο ταβάνι. Να τη βλέπει χωρίς να την αγγίζει· να της μιλάει χωρίς να μπορεί να της πει αυτά που ήθελε. Τον σκότωνε όλο αυτό. Ήταν τόσο σίγουρος πως ήταν έγκυος… Επειδή το χρειαζόταν ο ίδιος. Ντρεπόταν που το παραδεχόταν, αλλά ήθελε να χρησιμοποιήσει το παιδί για να την πιέσει να τον παντρευτεί, να διαλέξει αυτόν αντί για τον Ντε Ροσέ. Με τον καιρό, θα καταλάβαινε ότι θα ήταν η καλύτερη λύση. Αναστέναξε βαθιά. Τι θα έκανε τώρα; Δεν μπορούσε να φύγει, χωρίς να της πει πώς αισθανόταν για αυτήν. Αν τον ήθελε, αυτός θα έβρισκε τον τρόπο για να είναι μαζί. Δεν ήξερε πώς θα το έκανε – αλλά θα το έκανε. Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάν’ τους να φύγουν! Όταν είδε πως το χτύπημα δεν σταματούσε, σηκώθηκε από το κρεβάτι. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε ένα ζευγάρι μπλε μάτια και ένα κεφάλι με πυκνά ξανθά μαλλιά. «Φρανσουά!» Τράβηξε το αγόρι μέσα στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Έχεις μεγαλώσει κι άλλο από τότε που έφυγες από την Καέν. Πώς είναι η αδελφή σου;» «Η αλήθεια είναι πως ανησυχώ συνεχώς για αυτήν.» «Όπως πάντα» είπε ο Στίβεν, χτυπώντας τον στην πλάτη. «Είσαι ακριβώς αυτός που χρειάζομαι. Πού μένει η Ίζομπελ; Πρέπει να της μιλήσω.» Ο Φρανσουά κοκκίνισε και κοίταξε το πάτωμα. Ο Στίβεν άρχισε να ανησυχεί.
302
MARGARET MALLORY
Το αγόρι είπε χαμηλόφωνα: «Μένει στο σπίτι του Ντε Ροσέ.» Σχεδόν στα τυφλά, ο Στίβεν βρήκε την κοντινότερη καρέκλα για να σωριαστεί πάνω της. Η Ίζομπελ έμενε στο σπίτι αυτού του άντρα; Δεν το περίμενε αυτό. Πώς μπόρεσε να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο; Ένας αρραβώνας σίγουρα έσπαγε δύσκολα, αλλά ένας αρραβώνας και μια ολοκληρωμένη σχέση σήμαιναν γάμο. «Το σπίτι είναι πολύ μεγάλο» είπε ο Φρανσουά, ανοίγοντας τα χέρια του και μιλώντας γρήγορα και νευρικά. «Τα δωμάτιά τους βρίσκονται σε ξεχωριστή πτέρυγα και η Λινέτ μένει μαζί της.» «Δεν μπορεί· πρέπει να μένει και κάποιος από την οικογένειά του μαζί τους – μια παντρεμένη γυναίκα που να εγγυάται τη διατήρηση της αγνότητας της Ίζομπελ.» Όταν το αγόρι κοίταξε ξανά στο πάτωμα, ο Στίβεν θύμωσε ξαφνικά τόσο πολύ, που ήθελε να χτυπήσει τη γροθιά του στον τοίχο. Θεέ και Κύριε, δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερα τα πράγματα. «Τι περνούσε από το μυαλό της, όταν δέχτηκε αυτό… αυτό… το πράγμα;» είπε, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά. Προσπαθούσε να τον βασανίσει; Ήταν δυνατόν; Είχε κοιμηθεί η Ίζομπελ με αυτόν τον άντρα; Αυτή τη φορά, χτύπησε όντως τη γροθιά του στον τοίχο. Μα τω Θεώ, αυτό πόνεσε πολύ! Ο Φρανσουά άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, καθώς ο Στίβεν άρχισε να κουνάει το χέρι του και να καταριέται. «Πρέπει να μιλήσω στην Ίζομπελ μόνος μου. Τι ώρες λείπει ο Ντε Ροσέ;» «Συνήθως, βγαίνει αργά έξω» είπε ο Φρανσουά, σηκώνοντας τους ώμους του. «Σπάνια έρχεται στη σάλα πριν από το μεσημεριανό.» «Και η Ίζομπελ» ρώτησε ο Στίβεν με σφιγμένα δόντια «σηκώνεται επίσης αργά;»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
303
«Όχι, ξυπνάει πάντα νωρίς.» Ήταν αξιολύπητος που έπαιρνε κουράγιο από κάτι τόσο ασήμαντο. Παρόλο που φαινόταν άσκοπο πια, θα πήγαινε να τη δει. Έπρεπε να πάει. «Πες μου, τι ξέρεις για τις κινήσεις του Ντε Ροσέ;» ρώτησε, για να αλλάξει θέμα. «Πάντοτε συναντιέται στα κρυφά» απάντησε ο Φρανσουά. «Κάποιες φορές με υποστηρικτές των Αρμανιάκ, κάποιες άλλες με άντρες από τη Βουργουνδία.» «Τι σχεδιάζει;» ρώτησε ο Στίβεν. Ο Φρανσουά σήκωσε ξανά τους ώμους του. «Η Λαίδη Χιουμ λέει ότι δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά η Λινέτ και εγώ πιστεύουμε πως είναι μπλεγμένος σε κάποιου είδους συνωμοσία ενάντια στον Βασιλιά Ερρίκο.» Η Ίζομπελ είχε παντρευτεί έναν άντρα που ήταν ίδιος με τον πατέρα της, αφού ο όρκος πίστης δεν σήμαινε τίποτε για αυτόν – έναν άντρα ανέντιμο. *** Η Ίζομπελ έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, ευχαριστώντας τον Θεό που ήταν σκοτεινά μέσα στην άμαξα. Τα χέρια της δεν μπορούσαν να σταματήσουν να τρέμουν. Ο Στίβεν… Πόσο είχε σκίσει την καρδιά της το γεγονός ότι τον είχε δει! Ευτυχώς που ο Ντε Ροσέ την είχε πάρει για να φύγουν από τη δεξίωση, χωρίς να τη συστήσει σε κανέναν. «Είχαν ακουστεί φήμες για σένα και αυτόν τον Κάρλτον, στην Καέν.» Ο Ντε Ροσέ μιλούσε χαμηλόφωνα και απειλητικά. «Δεν είχα δώσει σημασία τότε, αλλά πλέον αναρωτιέμαι.» Ο Γάλλος άρπαξε το πιγούνι της και έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Κοιμόσουν μαζί του, ενώ προσποιούσουν την άμεμπτη και ηθική γυναίκα σ’ εμένα; Αυτό έκανες, Ίζομπελ;»
304
MARGARET MALLORY
«Με προσβάλλεις ελεεινά και χωρίς αιτία» του είπε, προσπαθώντας να μιλήσει με σταθερή φωνή. «Δεν έχω πάει στο κρεβάτι με κανέναν άλλον – μόνο με τον Χιουμ.» Της άφησε το πιγούνι και κάθισε πίσω. «Πραγματικά, δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα ρίσκαρες το γάμο μας για να χαριεντιστείς με αυτόν τον έκλυτο άντρα. Δεν ξέρω τι του βρίσκουν οι γυναίκες.» Είναι δέκα φορές περισσότερο άντρας από σένα. Τουλάχιστον, ο θυμός της δεν της επέτρεπε πια να κλάψει. Ο Ντε Ροσέ δεν της ξαναμίλησε, έως ότου η άμαξα σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. «Πρέπει να επιστρέψω στο παλάτι για να συζητήσω κάποια πράγματα» είπε ταραγμένος. Επρόκειτο για συζητήσεις σχετικές με την απάντηση της πόλης στον Βασιλιά Ερρίκο. Με ποιο στρατόπεδο θα συντασσόταν ο Ντε Ροσέ; Ούτε που την ένοιαζε πια, αρκεί να μη βρισκόταν δίπλα της. Ήταν έτοιμη να κατέβει από την άμαξα, όταν η φωνή του τη σταμάτησε. «Να αφήσεις την πόρτα σου ξεκλείδωτη απόψε.» Πήρε ένα κερί από τον νυσταγμένο υπηρέτη, που άνοιξε την μπροστινή πόρτα, και τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να βρει μόνη της το δρόμο για τα δωμάτιά της. Καθώς περνούσε έξω από το γραφείο του Ντε Ροσέ, τον θυμήθηκε να συζητάει εκεί με άλλους. Κοντοστάθηκε. Στο μυαλό της ήλθαν οι εικόνες από τις σκόρπιες περγαμηνές πάνω στο τραπέζι… και μετά ο Ντε Ροσέ, ο οποίος επέστρεψε για να κλειδώσει κάτι στο συρτάρι. Το κλειδωμένο συρτάρι. Εάν είχε κάτι να κρύψει, θα βρισκόταν εκεί. Ίσως να ανακάλυπτε και κάποιο στοιχείο, που θα έδειχνε ότι τελικά ήταν πιστός. Είχε δικαίωμα να μάθει οτιδήποτε θα επηρέαζε το μέλλον της με τόσο σημαντικό τρόπο. Θα μπορούσε να ψάξει τώρα; Ο Ντε Ροσέ είχε φύγει, οι υπηρέτες κοιμούνταν. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
305
δυνατά. Στάθηκε ακίνητη, για να ακούσει τυχόν θορύβους. Υπήρχε απόλυτη ησυχία. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου και γλίστρησε μέσα. Άρχισε να ψηλαφίζει γύρω της, στο σκοτεινό δωμάτιο, για να φτάσει μέχρι το παράθυρο. Κοίταξε έξω, αλλά δεν είδε κανένα φως αναμμένο, εκτός από αυτό το αίθριου, όπου η Λινέτ την περίμενε ξύπνια. Ήταν ασφαλές, λοιπόν, να ανάψει τη λάμπα. Την άναψε με το κερί που κρατούσε και έπειτα προσπάθησε να ανοίξει το συρτάρι. Ήταν κλειδωμένο. Άρχισε να ψάχνει τριγύρω για να βρει κάτι ώστε να το παραβιάσει, όταν το μάτι της έπεσε σε ένα βάζο, στη γωνία του τραπεζιού. Ήταν δυνατόν ο Ντε Ροσέ να έκανε κάτι τόσο προφανές; Γύρισε το βάζο ανάποδα, και το κλειδί έπεσε στο χέρι της. Χαμογέλασε. Πραγματικά, του έλειπε η οξύνοια. Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και άκουσε το πολυπόθητο «κλικ». Αχά! Μόνον ένας πάπυρος υπήρχε στο συρτάρι. Όταν άρχισε να τον διαβάζει, σταμάτησε να νιώθει τόσο ενθουσιασμένη. Κάθισε στην καρέκλα και τέντωσε τον πάπυρο με τρεμάμενα χέρια, για να τον διαβάσει ξανά. Ξάδελφε, Είναι όλα κανονισμένα. Είμαστε πεπεισμένοι πως ο ευσεβής Χ θα θέλει να πάει στη Λειτουργία σε μια τέτοια περίσταση. Έτσι, ο μεγάλος Χ θα πεθάνει στα γόνατά του. Θα είμαι εκεί για να το δω. Οι υπόλοιποι συνεργοί είναι ακριβοί. Να έχεις έτοιμο το χρυσάφι, όταν έλθω. Τ Φόνος. Ο ξάδελφος του Ντε Ροσέ σκόπευε να δολοφονήσει τον «Χ». Ποιος ήταν αυτός ο «Χ»; Κράτησε την αναπνοή της. Ο Βασιλιάς Ερρίκος, φυσικά! Ήταν και «μεγάλος», και «ευσεβής». Και ήταν γνωστό πως πήγαινε συχνά σε Λειτουργίες.
306
MARGARET MALLORY
Και ο ξάδελφος «Τ»; Αυτός θα μπορούσε να είναι μόνον ο πανούργος και ισχυρός ξάδελφος του Ντε Ροσέ, ο Ζορζ ντε λα Τρεμουάγ. Αλλά ποια ήταν η «περίσταση» κατά την οποία σκόπευαν να δολοφονήσουν τον βασιλιά; Θυμήθηκε αμυδρά τον Ρόμπερτ να παραπονιέται πόσο βαρετά ήταν στην Καέν, όπου ο βασιλιάς περνούσε όλη τη Σαρακοστή με νηστεία και προσευχή. Όμως, ανήμερα το Πάσχα, θα γινόταν μια μεγάλη γιορτή όπου θα χειροτονούνταν ιππότες. Και φυσικά θα υπήρχε και Λειτουργία. Αρκετοί ευγενείς που ακολουθούσαν τον Βουργουνδό – τον υποτιθέμενο σύμμαχο του Ερρίκου– θα ήταν προσκεκλημένοι στην εκδήλωση. Ένας εξ αυτών θα μπορούσε να είναι και ο Ντε λα Τρεμουάγ. Η Ίζομπελ άρχισε να τρέμει στη σκέψη ότι θα δολοφονούσαν τον Βασιλιά Ερρίκο γονατισμένο στην εκκλησία. Ο σπουδαιότερος μονάρχης της Αγγλίας εδώ και τόσες γενιές θα έπεφτε νεκρός από το σπαθί ενός δειλού. Εάν η μοίρα του ήταν να πεθάνει νέος, θα έπρεπε να πέσει ένδοξα στη μάχη. Έπρεπε να ενημερώσει τον Στίβεν, ώστε να προειδοποιήσει τον βασιλιά. Αλλά πώς; Τοποθέτησε προσεκτικά την επιστολή εκεί όπου την είχε βρει και έριξε το κλειδί πίσω στο βάζο. Έσβησε τη λάμπα και έμεινε καθισμένη στο σκοτάδι, προσπαθώντας να σκεφτεί μια λύση. Ο Στίβεν είχε ζητήσει την άδεια του Ντε Ροσέ για να την επισκεφτεί. Εάν ερχόταν, θα μπορούσε να του το πει τότε. Δάγκωσε τα χείλη της, απογοητευμένη – ο Ντε Ροσέ ποτέ δεν θα της επέτρεπε να δει τον Στίβεν μόνη της. Εάν έβρισκε τον Φρανσουά, θα μπορούσε να του στείλει μήνυμα μέσω αυτού… Αλλά ο Φρανσουά ήδη κινδύνευε. Ο Ντε Ροσέ ήταν έξαλλος που είχε μάθει ότι ένας υπηρέτης την είχε ενημερώσει για τις κρυφές συναντήσεις του. Έπρεπε να βρει τρόπο για να σώσει και τα δίδυμα. Αλλά πώς;
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
307
Δεν μπορούσε να σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα κατάφερνε να κάνει όλα όσα έπρεπε. Ένιωσε απελπισμένη. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι και άρχισε να κλαίει. Για τον βασιλιά. Για τα δίδυμα. Για τη μίζερη ζωή της. Για τον Στίβεν. Πόσο ήθελε να τον δει, να τον ακούσει να γελάει, να νιώσει την αγκαλιά του για άλλη μια φορά… Πόση ώρα έκλαιγε; Ξαφνικά, άκουσε φωνές. Σκούπισε το πρόσωπό της με τα μανίκια και σηκώθηκε όρθια. Δεν έπρεπε να είχε παραμείνει στο γραφείο του Ντε Ροσέ. Καθώς κατευθύνθηκε προς την πόρτα, άκουσε ξανά φωνές. Πήγε προς το παράθυρο για να ακούσει πιο καθαρά. Μια κραυγή αντήχησε στην αυλή. Το αίμα της Ίζομπελ πάγωσε στις φλέβες της. Η Λινέτ. Βγήκε από το δωμάτιο και άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, ας μην είναι αργά. Ο Ντε Ροσέ ήταν ο μόνος που μπορούσε να μπει στα δωμάτια της Ίζομπελ χωρίς άδεια. Στο μυαλό της ξύπνησαν οι αναμνήσεις της πρώτης φοράς που την είχε πάρει ο Χιουμ. Η Ίζομπελ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σώσει τη Λινέτ από κάτι παρόμοιο· δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σώσει το κορίτσι, που θα αναγκαζόταν να αποχαιρετήσει την αθωότητά της με έναν άντρα τον οποίο σιχαινόταν. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή την ώρα που άνοιξε με δύναμη την πόρτα του αίθριου. Ο Ντε Ροσέ είχε στήσει τη Λινέτ στον τοίχο, κρατώντας τους καρπούς της πάνω από το κεφάλι της με το ένα του χέρι. «Σταμάτα, σταμάτα!» ούρλιαξε η Ίζομπελ. Η Λινέτ την κοίταξε τρομοκρατημένη. Ο Ντε Ροσέ γύρισε και την είδε με ύφος σχεδόν αδιάφορο. «Ένας άντρας πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, αν δεν μπορεί να βρει τη σύζυγό του» της είπε με ψυχρή, υπολογιστική φωνή, η οποία ήταν τρομακτικότερη κι από κραυγή.
308
MARGARET MALLORY
«Ήμουν… ήμουν στην αυλή» τραύλισε η Ίζομπελ. «Άσ’ την να φύγει, Φιλίπ. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, άσ’ την να φύγει.» «Να πρέπει να περιμένουμε τις ανακοινώσεις, τις τυπικές διαδικασίες… όλα αυτά μού φαίνονται… τόσο περιττά» είπε ο Ντε Ροσέ. «Δεν συμφωνείς, γλυκιά μου;» «Άσε τη Λινέτ ήσυχη, και θα κάνω ό,τι θέλεις.» «Ό,τι θέλω.» Τα δόντια του έλαμψαν στο φως των κεριών. «Αυτό ακριβώς ήλπιζα να πεις.» Με το που άφησε τη Λινέτ, αυτή έτρεξε και αγκάλιασε την Ίζομπελ από τη μέση. Ο Ντε Ροσέ έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε το αίμα από τις νυχιές στο μάγουλό του. «Θα έπρεπε να βάλω να τη μαστιγώσουν.» «Όχι, Φιλίπ.» «Θα δεις» της είπε, σκουπίζοντας τα χέρια του στο μαντίλι, «ότι μπορώ να γίνω πολύ ευχάριστος.» Η Ίζομπελ απομάκρυνε τα μαλλιά της Λινέτ από το πρόσωπό της και τη φίλησε το μέτωπο. «Πήγαινε τώρα.» «Δεν θα σε αφήσω» της είπε η Λινέτ, σιγοκλαίγοντας πάνω της. «Θα είμαι μια χαρά» είπε η Ίζομπελ, με σταθερή φωνή. Οδήγησε το κορίτσι στην πόρτα και έβγαλε τα χέρια του από τη μέση της. Καθώς έσπρωχνε τη Λινέτ έξω από την πόρτα, της ψιθύρισε: «Πήγαινε στον αδελφό σου και μείνε εκεί μέχρι αύριο το πρωί.» Η μπάρα έπεσε με κρότο, καθώς η Ίζομπελ την κατέβασε με δύναμη. Έκλεισε τα μάτια της και ακούμπησε το μέτωπό της στην πόρτα. Τίποτα δεν μπορούσε να τη σώσει τώρα. Θα γινόταν η γυναίκα αυτού του σκοτεινού και ύπουλου άντρα για όλη της τη ζωή. Θα φρόντιζε, όμως, να διώξει τη Λινέτ από τη Ρουέν. Προσπάθησε να συνέλθει και γύρισε προς τον άντρα της. Ο Ντε Ροσέ έβγαζε ήδη τη ζώνη του.
Κεφάλαιο Τριάντα Ένα Το χτύπημα στην πόρτα δεν σταματούσε. Η Ίζομπελ γύρισε το κεφάλι της. «Λινέτ, σταμάτα!» είπε, με φωνή που ακούστηκε έξω από την πόρτα. «Πρέπει να φύγεις από εδώ.» Μια αντρική φωνή απάντησε: «Είναι ο Λόρδος Ντε Ροσέ μαζί σας, λαίδη μου;» Ο Ντε Ροσέ έδεσε τη ζώνη του και πήγε προς την πόρτα. Έσπρωξε την Ίζομπελ και, τραβώντας την μπάρα, άνοιξε. Ένας ηλικιωμένος υπηρέτης στεκόταν απέναντί του, τρίβοντας τα κοκαλιάρικα χέρια του και ανοιγοκλείνοντας νευρικά τα βλέφαρά του. «Τι είναι;» ρώτησε ο Ντε Ροσέ. Ο υπηρέτης τού είπε με τρεμουλιαστή φωνή: «Ο επισκέπτης που περιμένατε αύριο, λόρδε μου… μόλις… μόλις έφτασε και… και θέλει να σας δει.» Η Ίζομπελ ξαφνιάστηκε από την απότομη αλλαγή του Ντε Ροσέ: η αγριάδα και η ανυπομονησία του είχαν αντικατασταθεί από έναν έκδηλο φόβο. Ο λόρδος κάρφωσε τα γκρίζα του μάτια πάνω της. «Μην αφήσεις το δωμάτιό σου απόψε.» Δίχως άλλη κουβέντα, ακολούθησε τον υπηρέτη. Η Ίζομπελ έμεινε ξύπνια σχεδόν όλη τη νύχτα, με το φόβο ότι ο Ντε Ροσέ θα επέστρεφε. Τελικά, κάποια στιγμή, την
310
MARGARET MALLORY
πήρε ο ύπνος. Όταν η Λινέτ επέστρεψε το πρωί, τη βρήκε να κοιμάται βαθιά. Το κορίτσι κοίταξε αυστηρά προς τα δωμάτια, με μάτια σαν σχισμές. «Πού είναι αυτός;» «Ο Ντε Ροσέ είχε έναν επισκέπτη, λίγο αφότου έφυγες» απάντησε η Ίζομπελ. «Δεν έχει επιστρέψει από εκείνη την ώρα.» Το πρόσωπο της Λινέτ ηρέμησε. «Και ο Φρανσουά δεν επέστρεψε ακόμα.» «Έλα. Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχουμε» είπε η Ίζομπελ, καθώς τράβηξε τη Λινέτ στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο. «Πρέπει να σου πω το σχέδιό μου.» Όπως το περίμενε η Ίζομπελ, αρχικά η Λινέτ εξέφρασε αντιρρήσεις. «Πρέπει να σώσουμε τον βασιλιά» της είπε η Ίζομπελ. «Υποσχέσου μου πως θα υποδυθείς το ρόλο σου, γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση.» Πέρασαν το υπόλοιπο πρωινό κρατώντας η μία το χέρι της άλλης και μιλώντας ήρεμα, για μικρά και ασήμαντα πράγματα. Δεν θα κέρδιζαν τίποτε συζητώντας κι άλλο για τις δυσκολίες που τις περίμεναν. Η Ίζομπελ προσευχόταν να μην έλθει ο Ντε Ροσέ στο δωμάτιό της προτού την επισκεφτεί ο Στίβεν. Δεν θα ήθελε να έχει την ανάμνηση του λόρδου να την αγγίζει, όταν θα έβλεπε τον Στίβεν για τελευταία φορά. Αν, όμως, ο Στίβεν δεν ερχόταν σήμερα; Αν δεν ερχόταν καθόλου; Ήταν πια μεσημέρι, όταν ένας υπηρέτης ήλθε να ενημερώσει την Ίζομπελ πως ο Σερ Στίβεν Κάρλτον περίμενε στο χολ για να τη δει. Ο Ντε Ροσέ θα ενημερωνόταν επίσης για την άφιξη του Στίβεν. Εάν έφτανε πρώτη στο σαλόνι, ίσως να προλάβαινε να τον δει για λίγο μόνη. «Βιάσου, σε παρακαλώ» είπε στη Λινέτ. Η Ίζομπελ προσπάθησε να στερεώσει την καλύπτρα στα μαλλιά της, αλλά τα χέρια της έτρεμαν τόσο, που η Λινέτ τής τα έσπρωξε μακριά.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
311
Η Ίζομπελ κοίταζε αφηρημένα μέσα στο γυαλισμένο μπρούτζινο καθρέφτη, καθώς την ετοίμαζε το κορίτσι. Την είχε απορροφήσει τόσο πολύ το πώς θα κατάφερνε να ενημερώσει τον Στίβεν για την απόπειρα δολοφονίας, ώστε έως τώρα δεν είχε αναρωτηθεί γιατί ήθελε να τη δει. Τι λόγο είχε; Αν υπήρχαν νέα για τον αδελφό της, θα μπορούσε να της τα είχε πει στη δεξίωση. Μήπως είχε έλθει για να τη ρωτήσει αν ήταν έγκυος; Έκλεισε τα μάτια της και ξεροκατάπιε. Ήταν σίγουρη πως το είχε καταλάβει, από τη σιωπηλή απάντησή της. «Εάν δεν μπορέσω να μιλήσω μόνη μου με τον Στίβεν, Λινέτ, πες του» –είπε, με τα μάτια της ακόμα κλειστά– «πες του… πως δεν υπάρχει παιδί.» Ένιωσε να αναστατώνεται ξανά. Δεν υπήρχε παιδί. Η Ίζομπελ άνοιξε τα μάτια της. Είδε στον καθρέφτη πως είχε τη γροθιά της σφιγμένη στο στήθος της. Την κατέβασε σιγά σιγά στα γόνατά της. Ήλπιζε ότι ο Στίβεν ενδιαφερόταν για αυτήν; Πως υπέφερε όσο και η ίδια; Όχι, δεν ήθελε να ξέρει ότι πονούσε. Η Λινέτ την άγγιξε στον ώμο. «Τελείωσα.» Η Ίζομπελ κοίταξε το κορίτσι μέσα από τον καθρέφτη. «Περίμενε έξω από την πόρτα, μέχρι να σε φωνάξω.» Η μικρή κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Έχε μου εμπιστοσύνη.» Η Ίζομπελ σηκώθηκε και πήρε το σάλι που κρατούσε η Λινέτ. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Είχε φτάσει σχεδόν στη είσοδο του χολ, όταν μια φωνή πίσω της τη σταμάτησε. «Εσένα έψαχνα, αγαπητή μου» είπε ο Ντε Ροσέ, αρπάζοντας σφιχτά το χέρι της. «Πρέπει να καλωσορίσουμε μαζί τον καλεσμένο μας.» Δεν θα βρισκόταν ούτε ένα λεπτό μόνη με τον Στίβεν. Προτού προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, ο Ντε Ροσέ την τράβηξε για να προχωρήσουν.
312
MARGARET MALLORY
Η καρδιά της σταμάτησε με το που αντίκρισε τον Στίβεν. Χθες βράδυ, έμοιαζε με έναν αβάσταχτα όμορφο πρίγκιπα, με τα κοσμήματα και τα χρυσά στολίδια που φορούσε. Σήμερα, ήταν ντυμένος όπως συνήθως. Αυτή η οικειότητα στην εικόνα του την έκανε να θέλει να αγγίξει με το χέρι της το κολάρο του και μετά να το αφήσει να χαϊδέψει το μανίκι του. Όμως, το βλέμμα του δεν ήταν παιχνιδιάρικο και χαμογελαστό, όπως συνήθως. Το πρόσωπό του φαινόταν κρεμασμένο και τα καστανά μάτια του ήταν μουντά. Πώς είχε μπορέσει να ανακαλύψει ελαττώματα στον ανέμελο, ζωντανό Στίβεν τού παρελθόντος; Τον άντρα που την έκανε να γελάει. Της έλειπε αφάνταστα. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Στίβεν ήλπιζε ότι θα την έβρισκε μόνη για να της μιλήσει. Όπως ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι ο Ντε Ροσέ δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αφού έκανε μια προσπάθεια για να μιλήσει περί ανέμων και υδάτων για λίγα λεπτά, ο Στίβεν σηκώθηκε όρθιος. «Φεύγω σήμερα» είπε «οπότε πρέπει να σας αποχαιρετήσω τώρα, Λαίδη Χιουμ.» «Περιμένετε!» Το είχε φωνάξει λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι έπρεπε. Αμφότεροι οι άντρες την κοίταξαν έκπληκτοι. Τα μάτια του Ντε Ροσέ είχαν στενέψει από την καχυποψία. Το χέρι του Στίβεν βρισκόταν ήδη στη λαβή του σπαθιού του. «Σερ Στίβεν, θα σας παρακαλούσα φεύγοντας να πάρετε μαζί σας τους δύο υπηρέτες που μου δανείσατε» του είπε με όσο πιο ήρεμη φωνή μπορούσε. Σήκωσε το σαγόνι της. «Ο νέος μου σύζυγος έχει αρκετούς υπηρέτες.» Ο Στίβεν έσμιξε τα φρύδια του. «Μπορείτε να κρατήσετε τη Λινέτ και τον Φρανσουά, ούτως ή άλλως. Είμαι σίγουρος ότι θα σας προσφέρουν βοήθεια εδώ, στο νέο σας περιβάλλον.» «Ο άντρας μου φροντίζει για την άνεσή μου» του είπε. «Δεν θέλω το κορίτσι εδώ. Είναι ξεροκέφαλη και δύσκολη. Η συμπεριφορά της με ντροπιάζει.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
313
Ο Στίβεν σοβάρεψε ακόμα περισσότερο. Η γεμάτη σοκ δυσαρέσκεια στο ύφος του την έκανε σχεδόν να αμφιταλαντευτεί. Όμως, διατηρώντας το σκληρό ύφος της, φώναξε: «Λινέτ!» Αμέσως, η Λινέτ ήλθε ήσυχα στο δωμάτιο. Το κορίτσι έπαιξε άψογα το ρόλο του: στάθηκε μπροστά τους με το βλέμμα χαμηλά και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. «Εσύ και ο αδελφός σου θα φύγετε μαζί μου» της είπε ο Στίβεν. Με σφιγμένα τα χείλη του, άρπαξε τη Λινέτ από τον καρπό και την τράβηξε προς τα έξω. Όταν έφτασε στην πόρτα, γύρισε και έριξε ένα τόσο άγριο βλέμμα στην Ίζομπελ, που την έκανε σχεδόν να λυγίσει. Το χολ ήταν ξαφνικά βουβό· το μόνο που ακουγόταν ήταν ο αντίλαλος από τα βήματα που απομακρύνονταν. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει ή να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση. Η Ίζομπελ τα είχε καταφέρει. Είχε σώσει τη Λινέτ και τον Φρανσουά. Βρίσκονταν στα χέρια του Στίβεν τώρα – αυτός θα τους προστάτευε. Και είχε ξεσκεπάσει τη συνωμοσία για τη δολοφονία του Βασιλιά Ερρίκου. Τα δίδυμα θα το έλεγαν στον Στίβεν, και αυτός θα προειδοποιούσε τον βασιλιά. Αυτό τής ήταν αρκετό. *** Αφού παρέλαβε και τον Φρανσουά, ο Στίβεν πήρε το δρόμο της επιστροφής περπατώντας πολύ γρήγορα, ενώ τα δίδυμα προσπαθούσαν να τον ακολουθήσουν. Κάθε τρεις και λίγο, οι λυγμοί της Λινέτ διέκοπταν τις φουρτουνιασμένες σκέψεις του και εκνευριζόταν ακόμα περισσότερο. Πώς μπόρεσε η Ίζομπελ να φερθεί τόσο άκαρδα στη Λινέτ; Στη μικρή Λινέτ, που της ήταν τόσο αφοσιωμένη. Ό,τι είχε πει για τη μικρή ήταν μεν σωστό, αλλά η Ίζομπελ ήταν
314
MARGARET MALLORY
πάντοτε υπομονετική και υποχωρητική απέναντί της. Τι της είχε συμβεί; Ήταν δυνατόν μια γυναίκα να αλλάξει τόσο πολύ, τόσο γρήγορα; Ο νέος της σύζυγος της προσφέρει όλη την «άνεση» που χρειάζεται! Άνεση, πράγματι. Αυτό το σχόλιο η Ίζομπελ του το είχε κάνει για να τον ξεφορτωθεί γρήγορα. Μόνον όταν έφτασε στο παλάτι, κατάλαβε ότι ο Φρανσουά και η Λινέτ είχαν μείνει πίσω. «Συγγνώμη, αλλά δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε πιο γρήγορα» είπε ο Φρανσουά, όταν κατάφεραν να τον προλάβουν στα σκαλιά. Δεν ήταν, όμως, ο Φρανσουά η αιτία που είχαν μείνει πίσω – τα πόδια του ήταν σχεδόν τόσο μακριά όσο και του Στίβεν. Ένιωθε ακόμα τα μηνίγγια του να χτυπάνε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει. «Συγγνώμη, Λινέτ. Έλα, πρέπει να πάμε στο δωμάτιο τώρα.» Η Λινέτ φύσηξε δυνατά τη μύτη της, κλαίγοντας και βήχοντας ταυτόχρονα. Ο Στίβεν την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια – κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. Αποφάσισε να μη ρωτήσει περισσότερα στην είσοδο, γιατί μπορεί να τους παρακολουθούσε κάποιος, και συνέχισε να περπατάει προς το δωμάτιό του. Ο υπηρέτης στον οποίο είχαν αναθέσει να τον φυλάει είχε τρελαθεί. «Πού είχατε πάει, σερ; Έπρεπε να μου το είχατε πει…» «Να ξανάρθεις το πρωί» του είπε ο Στίβεν, σπρώχνοντάς τον έξω από το δωμάτιο, «αλλιώς θα τους πω πόσο εύκολο ήταν να σου ξεγλιστρήσω.» Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω του, η Λινέτ σήκωσε τα χέρια της ψηλά και άρχισε να χορεύει. «Δεν ήμουν υπέροχη; Δεν κατάλαβες τίποτα! Φρανσουά, έπρεπε να δεις το πρόσωπό του! Και του Ντε Ροσέ!» Έσφιξε τις γροθιές του για να μην τη στραγγαλίσει. «Πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότι η Ίζομπελ θα με πέταγε έξω;» τον ρώτησε η Λινέτ, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
315
«Εξήγησέ μου γιατί έγινε όλη αυτή η παρωδία» είπε ο Στίβεν, με απαιτητικό τόνο στη φωνή του. Σε δευτερόλεπτα, το πρόσωπο της Λινέτ άλλαξε, δείχνοντας τώρα την αγωνία της. «Η Ίζομπελ με έστειλε μαζί σου για να σου πω ότι ο Ντε Ροσέ και ο ξάδελφός του σχεδιάζουν να δολοφονήσουν τον Βασιλιά Ερρίκο.» Τι; Το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει. «Πώς το ξέρει αυτό;» «Κατασκοπεύοντας τον Ντε Ροσέ, φυσικά» απάντησε η Λινέτ. Ο Στίβεν κάθισε και έκλεισε τα μάτια του. Ολομόναχη, χωρίς κανέναν φίλο στην πόλη, η Ίζομπελ κατασκόπευε τον Ντε Ροσέ, ενώ έμενε στο σπίτι του; Κούνησε το κεφάλι του. «Τι στο καλό σκεφτόταν;» «Κάνει απλώς το καθήκον της» είπε η Λινέτ. «Είναι βέβαιη η Ίζομπελ για τη συνωμοσία;» Η μικρή κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ναι. Βρήκε μια επιστολή από τον ξάδελφό του σε ένα κλειδωμένο συρτάρι.» Μα τω Θεώ, έπαιρνε πολλά ρίσκα! «Ο ξάδελφός του έγραφε ότι όλα είναι έτοιμα για να δολοφονήσουν τον βασιλιά στην εκκλησία, κατά τη διάρκεια κάποιας σημαντικής εκδήλωσης.» Να δολοφονήσουν τον βασιλιά! Σταμάτησε για να σκεφτεί. «Αναρωτιέμαι αν σκοπεύουν να το κάνουν στην εκδήλωση χειροτόνησης, που θα γίνει το Πάσχα…» «Αυτό πιστεύει και η Ίζομπελ» είπε η Λινέτ. «Και θεωρεί ότι ο ξάδελφος είναι ο Ζορζ ντε λα Τρεμουάγ, γιατί το γράμμα το υπογράφει κάποιος “Τ”.» Ο Στίβεν κούνησε το κεφάλι του, σκεπτόμενος την Ίζομπελ. «Όμως, γιατί εφηύρε αυτό το κόλπο για να με ενημερώσει; Σίγουρα, θα μπορούσε να μου δώσει με άλλον τρόπο το μήνυμα, χωρίς να σε διώξει από κοντά της.» Η Λινέτ κοκκίνισε ολόκληρη και δεν μπόρεσε να τον
316
MARGARET MALLORY
κοιτάξει στα μάτια. Ο Στίβεν γύρισε και κοίταξε με ύφος τον Φρανσουά. Ο μικρός κοκκίνισε κι αυτός, και πήγε δίπλα στον Στίβεν για να του ψιθυρίσει: «Καθώς ερχόμασταν εδώ, η Λινέτ μού είπε ότι ο Ντε Ροσέ την είχε… την είχε… βάλει στο μάτι. Πιστεύει ότι η Λαίδη Χιουμ χρησιμοποίησε αυτή τη δικαιολογία για να τη διώξει από δίπλα του.» Για όνομα του Θεού! Ο Στίβεν ήθελε να σκοτώσει τον Ντε Ροσέ με τα ίδια του τα χέρια. Ο Φρανσουά στάθηκε ευθυτενής και είπε: «Έχει δίκιο που σε εμπιστεύεται για να προστατεύσεις την αδελφή μου.» Ποιος θα προστάτευε όμως την Ίζομπελ, όταν ο Ντε Ροσέ θα ανακάλυπτε τα παιχνίδια που έπαιζε πίσω από την πλάτη του; Τι μπορούσε να κάνει ο ίδιος, τώρα που αυτή ζούσε μαζί του; Τίποτα! Απολύτως τίποτα! Τώρα ήταν η σύζυγος του Ντε Ροσέ και δεν μπορούσε να την προστατεύσει. Έπρεπε να επιστρέψει γρήγορα για να προειδοποιήσει τον βασιλιά. Το Πάσχα ήταν σε δύο εβδομάδες, αλλά οι καλεσμένοι θα έφταναν νωρίτερα. Οι συνωμότες μπορεί να έφταναν στην Καέν πολύ σύντομα και να ανελάμβαναν δράση. Ξεροκατάπιε στη σκέψη ότι θα άφηνε πίσω του την Ίζομπελ ή, ακόμα χειρότερα, ότι δεν θα την έβλεπε ξανά. Όμως, έπρεπε να φύγει. Δεν μπορούσε να αφήσει να δολοφονήσουν τον βασιλιά του. Όμως, πώς θα την άφηνε; Ένας χτύπος στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του. Ήταν ένας από τους φύλακες του παλατιού. «Αυτή η νεαρή γυναίκα ισχυρίζεται πως έχετε κανονίσει μια… συνάντηση… μαζί της.» Ο άντρας κούνησε τα φρύδια του, ενώ έδειξε με τον αντίχειρα πίσω του. Πριν ο Στίβεν προλάβει να διαμαρτυρηθεί, μια εντυπωσιακή γυναίκα με σκούρα βαμμένα μάτια πετάχτηκε πίσω από τον φρουρό. Με βαθιά φωνή, που υποσχόταν τα πάντα, του είπε: «Με έστειλε η Κλοντέτ.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
317
Ο Στίβεν έκλεισε το μάτι στον φρουρό. «Η Κλοντέτ ξέρει τις καλύτερες.» Αγκάλιασε τη γυναίκα και άφησε το χέρι του να πέσει προς τα κάτω, γραπώνοντας το στρογγυλό πισινό της, καθώς την οδηγούσε μέσα στο δωμάτιο. Χαμογέλασε πονηρά, κλείνοντας πάλι το μάτι στον φρουρό, του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Έπιασε τη γυναίκα από το μπράτσο και την οδήγησε σε μια καρέκλα. Η γυναίκα βυθίστηκε νωθρά στο κάθισμα. Η Λινέτ τον στραβοκοίταξε, έξαλλη. «Το όνομά μου είναι Σιμπίλ» του είπε, με προκλητική φωνή. «Είσαι φίλη της Κλοντέτ;» Η γυναίκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Μόλις ήρθα από το Παρίσι, όπου τη συνάντησα. Μου ζήτησε να σου μεταφέρω κάποια νέα· κάτι που θεώρησε πως έπρεπε να ξέρεις.» Μία ώρα αργότερα, ο Στίβεν τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα. «Σ’ ευχαριστώ, Σιμπίλ» της είπε. «Ελπίζω να μην μπήκες σε κίνδυνο που ήλθες μέχρι εδώ.» Η γυναίκα σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και του χαμογέλασε. «Οι φρουροί με γνωρίζουν. Έχω επισκεφτεί κι άλλες φορές σημαντικούς καλεσμένους στο παλάτι.» Ο Στίβεν έπιασε το πουγκί στη ζώνη του, αναρωτώμενος πόσα μπορεί να έπαιρνε μια γυναίκα σαν αυτήν. Η Σιμπίλ ακούμπησε το χέρι της πάνω στο δικό του και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Χρωστάω χάρη στην Κλοντέτ.» Έγλειψε το πάνω χείλος της και έσκυψε προς το μέρος του, μέχρι που τα στήθη της σχεδόν ακούμπησαν πάνω στο στέρνο του. Μύριζε ονειρεμένα. «Είναι πολύ μεγάλη η χάρη που της χρωστάω, οπότε θα μπορούσα…»
318
MARGARET MALLORY
«Σ’ ευχαριστώ για την προσφορά. Είσαι πανέμορφη» της είπε, ακουμπώντας το χέρι του στην καρδιά του, «αλλά δεν μπορώ.» Αυτή γέλασε ανάλαφρα. «Μόλις έχασα το στοίχημα που είχα βάλει με την Κλοντέτ εξαιτίας σου.» Με ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στον Φρανσουά, που τον έκανε να κοκκινίσει μέχρι τα αυτιά, βγήκε από την πόρτα, κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της. Ο Στίβεν κάθισε κάτω για να σκεφτεί. Αυτά που του είχε εκμυστηρευτεί η γυναίκα είχαν αλλάξει τα πάντα.
Κεφάλαιο Τριάντα Δύο Ο Στίβεν φόρεσε πάλι την επίσημη στολή του –τη βαριά χρυσή ζώνη, το πολύχρωμο κολάν και όλα τα άλλα– για την αναχώρησή του. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο στη Ρουέν. Μια ντουζίνα οπλισμένοι άντρες τον περίμεναν για να τον συνοδέψουν έξω από την πόλη. Ο Γκι λε Μπουτελιέ, ο διοικητής της φρουράς, ίππευσε δίπλα στον Στίβεν μέχρι την πύλη. Συμπαθούσε τον Λε Μπουτελιέ και είχε χαρεί που είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί του. «Με κολακεύετε» είπε ο Στίβεν, κοιτάζοντας τους βαριά οπλισμένους άντρες, «αλλά πόσο επικίνδυνοι νομίζετε πως είμαστε εγώ και τα δύο παιδιά, έτσι ώστε να μας συνοδέψετε έως εδώ;» «Δεν με ανησυχεί το τι μπορεί να κάνετε εσείς» είπε ο Λε Μπουτελιέ, χαμογελώντας και αυτός. «Ας πούμε ότι υπάρχουν άντρες στη Ρουέν που θα ήθελαν να απαντήσουν στον Βασιλιά της Αγγλίας, στέλνοντας πίσω αποκεφαλισμένο τον απεσταλμένο του.» «Πραγματικά» είπε ο Στίβεν «ένας έντιμος άντρας σαν εσάς θα ήταν πολύ πιο χαρούμενος, υπηρετώντας τον Βασιλιά Ερρίκο.» Ο Λε Μπουτελιέ δεν διαφώνησε σε αυτό. Προτού χωρίσουν οι δρόμοι τους στην πύλη, ο Στίβεν
320
MARGARET MALLORY
είπε: «Οι άντρες της πόλης σφάλλουν που απορρίπτουν αυτή την ειρηνική προσφορά.» «Επιστρέψτε έπειτα από μερικούς μήνες» του είπε χαμηλόφωνα ο Λε Μπουτελιέ. «Πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει μέχρι τότε.» «Η πόλη πρέπει να δεχτεί τώρα τη γενναιόδωρη προσφορά του» είπε ο Στίβεν, χωρίς να χαμηλώσει τη δική του φωνή. «Την επόμενη φορά, ο Βασιλιάς Ερρίκος θα έλθει ο ίδιος, μαζί με τον στρατό του.» Έπειτα από αυτή την τελευταία προειδοποίηση, ο Στίβεν έστρεψε το άλογό του από την άλλη· έκανε νόημα στα δίδυμα να τον ακολουθήσουν και άφησε πίσω του την πόλη, καλπάζοντας. *** Η Ίζομπελ αισθανόταν τόσο έντονη την απουσία της Λινέτ στα δωμάτιά της, ώστε έπρεπε να βγει έξω για λίγο. Κατέβηκε τις σκάλες στα κρυφά, ελπίζοντας να φτάσει στην αυλή χωρίς να τη δει κανείς. Ίσως όλα να φαίνονταν λιγότερο δυσβάσταχτα στον ήλιο. Βλέποντας τον Στίβεν ξανά –και ξέροντας ότι έφυγε θυμωμένος–, είχε ταραχτεί και αισθανόταν ράκος. Η απώλεια και των διδύμων από δίπλα της ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να της συμβεί αυτή τη στιγμή. Το κενό στην καρδιά της δεν μπορούσε να γεμίσει με τίποτα. Αφότου ο Στίβεν και η Λινέτ έφυγαν, ο Ντε Ροσέ πήρε το χέρι της και της είπε ότι ήταν όλα τακτοποιημένα. Λες και την ένοιαζε. Δεν την ανακούφιζε καθόλου το να γνωρίζει πως ο Ντε Ροσέ ήταν έτοιμος να προχωρήσει με τις επίσημες διαδικασίες και να πραγματοποιήσει το γάμο. Προσπάθησε να περάσει αθόρυβα έξω από την πόρτα του γραφείου του Ντε Ροσέ. Νόμιζε ότι δεν την είχε δει κανείς, όταν η πόρτα άνοιξε πίσω της.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
321
Έκλεισε τα μάτια της και στάθηκε ακίνητη, παρακαλώντας μέσα της να σηκωθεί και να φύγει. Άραγε, τη μισούσε ο Θεός τόσο πολύ, ώστε δεν της επέτρεπε ούτε μία ώρα ηρεμίας και μοναξιάς στην αυλή; Τώρα, θα έπρεπε πάλι να ανεχτεί τον Ντε Ροσέ να την επιπλήττει, επειδή παράκουσε την εντολή του και δεν περίμενε κλεισμένη στα δωμάτιά της. Είδε μπροστά της το μέλλον της, τη ζωή της, να ταλαντεύεται ανάμεσα στον τρόμο και την πλήξη. Είχε φτάσει σε αυτό το σημείο λόγω της περηφάνιας της. Θα ήταν πολύ καλύτερα υπό τη φροντίδα του πατέρα της, παρά στο έλεος αυτού του τυράννου. Καθάρισε το λαιμό του πίσω της. Γύρισε αργά προς το μέρος του. Εάν δεν είχε συγκρατήσει την αναπνοή της, θα είχε ουρλιάξει. Δεν ήταν δυνατόν! Ο άνθρωπος μπροστά της δεν ήταν ο Ντε Ροσέ, αλλά ο μελαχρινός άντρας που ηγούνταν της επίθεσης στο μοναστήρι! Ήξερε πως δεν έκανε λάθος. Η απόσταση από την πύλη μέχρι την εκκλησία δεν ήταν τόσο μεγάλη. Τα διεισδυτικά μάτια του και το γερακίσιο πρόσωπό του είχαν χαραχτεί στη μνήμη της. Κατεβάζοντας ελαφρά το κεφάλι του, της είπε: «Μάλλον σας τρόμαξα, κυρία μου.» Δεν την είχε αναγνωρίσει. «Εγώ… εγώ περίμενα να δω τον Λόρδο Ντε Ροσέ» του είπε αυτή. Τα μαύρα μάτια του φάνηκαν να την εξετάζουν. Την κυρίευσε ο πανικός, καθώς περίμενε ότι τελικά θα την καταλάβαινε. Μετά θυμήθηκε: φορούσε τα ρούχα του αδελφού της, εκείνη τη μέρα στο μοναστήρι. Δεν είχε, λοιπόν, λόγο ο άντρας αυτός να υποθέσει ότι η κομψή γυναίκα μπροστά του ήταν το ίδιο πρόσωπο. «Ονομάζομαι Λε Φεβρ» της είπε. Αναγκάστηκε να δώσει το χέρι της στον δολοφόνο του ηγούμενου. Όταν τα χείλη του ακούμπησαν πάνω του, προ-
322
MARGARET MALLORY
σπάθησε να καταπιεί τον κόμπο που είχε ανέβει ψηλά στο λαιμό της. «Κι εσείς, κυρία μου, είστε…;» «Η Λαίδη Χιουμ» του απάντησε. «Η αρραβωνιαστικιά του Λόρδου Ντε Ροσέ.» Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Η αρραβωνιαστικιά του Φιλίπ;» Έκανε μια παύση, λες και περίμενε να τον διαψεύσει, και μετά είπε: «Θα τιμωρήσω τον Φιλίπ που δεν μοιράστηκε μαζί μου αυτά τα καλά νέα.» Δεν μπορούσε να μείνει μαζί του ούτε λεπτό παραπάνω. Καταλαβαίνοντας ότι έφευγε κάπως απότομα, κούνησε αυστηρά το κεφάλι της και επέστρεψε στην κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν. Δεν ήθελε πλέον να πάει στην αυλή· ήθελε να κλειδωθεί στο δωμάτιό της. Νιώθοντας τα μάτια του Λε Φεβρ να καίνε την πλάτη της, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην αρχίσει να τρέχει προτού στρίψει στη γωνία. Κάθισε τρέμοντας στη θέση δίπλα στο παράθυρο και τύλιξε τα χέρια της γύρω από την κοιλιά της, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Λε Φεβρ. Λε Φεβρ. Πού είχε ξανακούσει αυτό το όνομα; Και μετά θυμήθηκε: μια μέρα, είχε κρυφακούσει τον Ρόμπερτ και τον Στίβεν να μιλούν χαμηλόφωνα για κάποιους που συνδέονταν με τον Δελφίνο και τους Αρμανιάκ· ανέφεραν διάφορα ονόματα, μέχρι που την είδαν και άλλαξαν απότομα θέμα συζήτησης. Το όνομα του Λε Φεβρ ήταν ένα από αυτά. Άρα, πίσω από την επίθεση στον Φιτζ-Άλαν και στο μοναστήρι κρύβονταν οι Αρμανιάκ. Τι έκανε, λοιπόν, ακόμα εκεί; Ο Βασιλιάς Ερρίκος ήταν σαφής για το πόσο σημαντική ήταν η συγκεκριμένη πληροφορία. Με κάποιον τρόπο, έπρεπε να φτάσει στο παλάτι και να ενημερώσει τον Στίβεν, προτού φύγει. Πήγε να πιάσει το πανωφόρι της, όταν άκουσε καβγά στην αυλή. Η μία φωνή ήταν του Ντε Ροσέ. Αυτός που δια-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
323
φωνούσε μαζί του δεν μπορούσε να είναι υπηρέτης, γιατί και οι δύο άντρες φώναζαν. Διάολε! Δεν μπορούσε να ρισκάρει να το σκάσει από το σπίτι με τον Ντε Ροσέ από κάτω. Όταν οι φωνές σταμάτησαν, πήγε δίπλα στο παράθυρο και προσπάθησε να δει. Είχαν πάει σε άλλο σημείο του σπιτιού ή είχαν απλά συνεχίσει να διαφωνούν χαμηλόφωνα; Έπρεπε να το διακινδυνεύσει. Με το που γύρισε να φύγει, η πόρτα του αίθριου άνοιξε με δύναμη. Ο Ντε Ροσέ στεκόταν εκεί. «Λόρδε μου» είπε η Ίζομπελ, σκύβοντας το κεφάλι. Πώς θα πήγαινε τώρα στο παλάτι με αυτόν μπροστά της; Ο Ντε Ροσέ συνέχισε να στέκεται εκεί, κοιτάζοντάς την αγριεμένος. «Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να ξέρεις» της είπε σαρκαστικά και χαμηλόφωνα «πως ο Κάρλτον έφυγε από την πόλη.» Παρόλο που προσπάθησε να κρύψει την αντίδρασή της, ένιωσε να χλωμιάζει. Με άφησε, με άφησε, με άφησε, ακούστηκε στο κεφάλι της, σαν ψαλμός. Ήθελε να πέσει στα γόνατα και να κρύψει το πρόσωπό της στα χέρια της. «Πρέπει να πω πως ο Κάρλτον ήταν μάλλον βλοσυρός κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη.» Ο Ντε Ροσέ άρχισε να περπατάει στο αίθριο, σηκώνοντας πράγματα και βάζοντάς τα πάλι στη θέση τους, σαν αυτό που έλεγε να του ήταν σχεδόν αδιάφορο. «Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως θα σε ξεχάσει πολύ γρήγορα.» Έκανε έναν ήχο αποδοκιμασίας με τη γλώσσα του. «Πολύ γρήγορα, ναι. Η αλήθεια είναι πως μου είπαν ότι φαινόταν πολύ πιο χαρούμενος αυτό το απόγευμα, φεύγοντας. Ίσως επειδή είχε περάσει μία ώρα με την πιο ακριβοπληρωμένη πόρνη της πόλης.» Αναστέναξε βαθιά. «Η Σιμπίλ μπορεί να προσφέρει χαρά σε οποιονδήποτε άντρα.» Μια πόρνη; Χωρίς να το σκεφτεί, επανέλαβε τα λόγια που της είχε πει κάποτε ο Ρόμπερτ: «Ένας άντρας μπορεί να
324
MARGARET MALLORY
χαρεί την παρέα μιας πόρνης δημόσια, χωρίς απαραίτητα να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της ιδιαιτέρως.» Ο Ντε Ροσέ γέλασε δυνατά, σαν να το διασκέδαζε πραγματικά. «Αλλά “απόλαυσε την παρέα της” ιδιαιτέρως: πέρασε μία ώρα μαζί της, στο δωμάτιό του στο παλάτι.» «Εφόσον ο Σερ Στίβεν δεν είναι ούτε παντρεμένος ούτε αρραβωνιασμένος» είπε μέσα από τα δόντια της «είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι τον ευχαριστεί.» Ο Ντε Ροσέ γέλασε ξανά. «Κάνεις λάθος, αν νομίζεις ότι ο αρραβώνας ή ο γάμος θα σταματήσουν έναν άντρα από το να έχει και άλλες απολαύσεις.» Μια πόρνη. Ο Στίβεν πήγε με μια πόρνη, λίγο αφότου έφυγε από κοντά της. Ο Ντε Ροσέ τής άρπαξε το μάγουλο, κάνοντάς την να τον κοιτάξει. «Η μνηστεία μου δεν θα με σταματήσει από το να σε κάνω δική μου.» Τα λόγια του δεν έβγαζαν νόημα. Τα χέρια του κύλησαν στα μπράτσα της και τύλιξαν τους καρπούς της. «Φαίνεσαι μπερδεμένη, Ίζομπελ.» Το καυτό του βλέμμα τής έδειχνε τι ακριβώς ήθελε από αυτήν. Με τη Λινέτ ασφαλή πια και μακριά, μπορούσε να προσπαθήσει να τον αποφύγει. «Οι ανακοινώσεις ακόμα δεν έχουν διαβαστεί τρεις φορές» του είπε. Την έσπρωξε προς τα πίσω, μέχρι που οι φτέρνες της ακούμπησαν στον τοίχο. Κρατώντας τους καρπούς της στον τοίχο πάνω από το κεφάλι της, έσκυψε από πάνω της, μέχρι που η μύτη του σχεδόν ακούμπησε τη δική της. «Οι ανακοινώσεις; Οι ανακοινώσεις;» Ένιωσε την υγρασία της ανάσας του στο πρόσωπό της, καθώς πρόφερε τις λέξεις. «Πίστεψες ότι θα παντρευόμουν μια γυναίκα τόσο κατώτερή μου;» Την άφησε και γύρισε απότομα από την άλλη. «Εγώ, ένας Ντε Ροσέ! Που κατάγομαι από τις μεγαλύτερες οικογέ-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
325
νειες της Γαλλίας! Είμαι δέκα φορές πιο πλούσιος από τον πατέρα σου.» Η Ίζομπελ άρχισε να τρίβει τους καρπούς της, καθώς αυτός άρχισε να πηγαινοέρχεται πάνω-κάτω, κομπάζοντας δυνατά. «Ο γάμος μαζί σου δεν θα μου χαρίσει ούτε τίτλους ούτε γη. Η προίκα σου είναι εξευτελιστικά μικρή. Και, παρ’ όλα αυτά, ο βασιλιάς σου πίστευε πως έπρεπε να είμαι ευγνώμων…» Ήταν τόσο θυμωμένος, που πνίγηκε ξεστομίζοντας τη λέξη. «Ευγνώμων, επειδή είσαι Αγγλίδα ευγενής.» Σταμάτησε να πηγαινοέρχεται. Μια παγωμένη ηρεμία τον τύλιξε, που τη φόβισε περισσότερο από το παραλήρημά του. Καθώς άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος της, ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλική της στήλη. «Θα υποχρεώσω τον πατέρα σου να πληρώσει λύτρα τρεις φορές περισσότερα από τα ψίχουλα που προσέφερε για προίκα» της είπε, μπήγοντας το δάχτυλό του στο στήθος της. «Και, καθώς θα περιμένω να πληρώσει, θα σε κάνω την πόρνη μου.» «Μα είμαστε αρραβωνιασμένοι!» Η φωνή της έτρεμε, παρά την προσπάθειά της να την κρατήσει σταθερή. «Δεν μπορώ να γίνω η… η…» «…η Αγγλίδα πόρνη μου.» Γιατί μιλούσε για λύτρα και της έλεγε τέτοια φριχτά πράγματα; «Ξέρεις πολύ καλά ότι, αν πας μαζί μου, θα γίνω η γυναίκα σου στα μάτια της Εκκλησίας και του νόμου.» «Αυτό θα ίσχυε» της είπε, μιλώντας αργά «εάν δεν ήμουν ήδη παντρεμένος.» «Παντρεμένος; Είσαι παντρεμένος;» Κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε, μην μπορώντας να χωνέψει την πληροφορία. «Δεν μπορεί. Δεν είναι δυνατόν.» «Σε διαβεβαιώνω πως είναι. Έχω κάνει έναν πολύ επωφελή γάμο με μια νέα γυναίκα, της οποίας η οικογένεια βρίσκεται πολύ κοντά στον Δελφίνο. Επειδή ο πατέρας της δεν
326
MARGARET MALLORY
ήταν και τόσο… υπέρ… αυτού του γάμου, παντρευτήκαμε στα κρυφά, λίγο πριν έλθω στην Καέν.» «Τότε, γιατί ήλθες στην Καέν;» «Ποιος καλύτερος τρόπος υπήρχε για να πείσω τον Βασιλιά Ερρίκο για την πίστη μου σε αυτόν, από το να συμφωνήσω σε αυτό το γαμήλιο συμβόλαιο;» είπε ο Ντε Ροσέ, ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Ποτέ δεν σκόπευα να πραγματοποιήσω αυτόν το γάμο.» Το σοκ της ήταν τέτοιο, που δεν μπορούσε να μιλήσει. «Ο φίλος σου ο Ρόμπερτ δεν ήθελε αυτόν το γάμο, όπως κι εγώ, οπότε ήταν εύκολο να καθυστερήσω τον Ερρίκο.» Πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι του. «Χρειαζόμουν μόνο μερικές εβδομάδες ακόμα.» «Δεσμεύτηκες, όμως, επίσημα μαζί μου» του είπε εκείνη. «Μπροστά σε μάρτυρες. Μπροστά στον βασιλιά.» «Παραδέχομαι ότι ο Ερρίκος με αιφνιδίασε» της είπε. «Με στρίμωξε, προτού προλάβω να φύγω από την Καέν. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να προχωρήσω με τον εικονικό αρραβώνα.» Πώς ήταν δυνατόν ένας άντρας να ήταν τόσο βαθιά ανέντιμος; Και αυτή; Τι είχε κάνει αυτή; «Δεν είναι διγαμία αυτό;» Ήταν; Και ήταν και η ίδια αμαρτωλή; «Και η άλλη γυναίκα; Δεν νομίζω πως η οικογένειά της θα χαρεί, αν μάθει τα νέα για το δεύτερο αρραβώνα.» «Έκανα μεγάλο αγώνα για να σιγουρέψω ότι δεν θα το μάθαιναν» είπε. «Είναι κρίμα που το είπες στον ξάδελφό μου.» «Στον ξάδελφό σου;» «Ναι, συνάντησες τον Τόμας σήμερα, κάτω.» Κούνησε το δάχτυλό του προς το μέρος της. «Ο ξάδελφός μου είναι ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος. Έπρεπε να είχες μείνει στο δωμάτιό σου, όπως σου είχα πει.» «Ο Τόμας; Εννοείς τον Λε Φεβρ; Ο Λε Φεβρ είναι ο ξάδελφός σου;» Της κόπηκε η αναπνοή. Ο Τόμας ήταν ο
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
327
«Τ» στην επιστολή; Είχε προειδοποιήσει τον βασιλιά για τον λάθος άντρα; «Τόσες πολλές ερωτήσεις, Ίζομπελ… Ευτυχώς, και ο Τόμας όπως και εγώ έχουμε συμφέρον να το διατηρήσουμε μυστικό όλο αυτό.» Κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου. Βλέπεις, η σύζυγός μου είναι η μικρή ετεροθαλής αδελφή του.» Η Ίζομπελ ένιωσε να τρεκλίζει έπειτα από όλες αυτές τις αποκαλύψεις. Μία σκέψη φάνηκε να κυριαρχεί στο μυαλό της: εάν ο Ντε Ροσέ ήταν παντρεμένος και ο αρραβώνας της ψεύτικος, τότε δεν ήταν δεσμευμένη μαζί του. Ο Ντε Ροσέ σήκωσε το πιγούνι της με το δάχτυλό του. «Ό,τι κι αν λέει ο Τόμας, δεν θα σε εγκαταλείψω τόσο γρήγορα.» Τον χαστούκισε δυνατά. Την κοίταξε με τα παγωμένα γκρίζα μάτια του, καθώς ακούμπησε το κόκκινο σημάδι που του είχε αφήσει στο πρόσωπο. «Ο βασιλιάς σου έχει μια αλλόκοτη αντίληψη αναφορικά με τον ιπποτισμό. Εφόσον μου είχε πει ότι θα έστελνε απεσταλμένο –και δεν μπορούσα ακόμα να ρισκάρω να τον προσβάλω– δεν μπορούσα να σε κανονίσω προηγουμένως.» Άρπαξε τους καρπούς της και τους κράτησε σφιχτά με το ένα χέρι του. Ύστερα η έκφρασή του πάγωσε, και την χτύπησε με το άλλο του χέρι τόσο δυνατά, ώστε βούιξαν τα αυτιά της. «Όμως, τώρα;» της είπε. «Τώρα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να με εμποδίσει να κάνω ό,τι θέλω μαζί σου.» Τη φίλησε άγρια, μελανιάζοντας τα χείλη της και τρίβοντας τους γοφούς του πάνω της. Ζαλισμένη ακόμα από το χτύπημα, εκείνη δεν αντιστάθηκε. Όταν την ελευθέρωσε, η Ίζομπελ έπεσε προς τα πίσω, πάνω στον τοίχο. Προσπάθησε να ξαναβρει την ανάσα της. «Θα επιστρέψω αργότερα.» Ο Ντε Ροσέ έτριψε το πίσω
328
MARGARET MALLORY
μέρος της παλάμης του στο χτυπημένο μάγουλό του. «Σου προτείνω να σκεφτείς τους τρόπους με τους οποίους θα με ικανοποιήσεις.» Της τσίμπησε το μάγουλο τόσο δυνατά, ώστε τα μάτια της δάκρυσαν, και μετά γύρισε την πλάτη του και έφυγε. Τον άκουσε να κλειδώνει την πόρτα και ύστερα σωριάστηκε στο έδαφος. Ούτε που ήξερε πόση ώρα ήταν πεσμένη εκεί, αγκαλιάζοντας τα γόνατά της και τρέμοντας τόσο πολύ, που τα δόντια της χτυπούσαν μεταξύ τους. Σκοτάδι είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο και ακόμα δεν μπορούσε να σηκωθεί. Πώς θα το άντεχε όλο αυτό; Πώς θα ζούσε μέχρι ο πατέρας της να στείλει τα λύτρα; Θα πλήρωνε; Ή θα την άφηνε για πάντα εκεί; Εάν επέστρεφε στο σπίτι της, θα το έκανε ντροπιασμένη – ίσως και με το παιδί του Ντε Ροσέ στην κοιλιά της. Η ηθική της θα ήταν αμαυρωμένη, παρόλο που δεν θα ήταν η ίδια υπεύθυνη για αυτό. Χτύπησε τις γροθιές της στο πάτωμα. Πώς μπόρεσε να πέσει τόσο έξω, πιστεύοντας ότι ο Ντε Ροσέ ήταν έντιμος; Πώς μπόρεσε να εκλάβει την αλαζονεία του ως σοβαρότητα; Ο άνθρωπος αυτός ήταν ανέντιμος του χειρίστου είδους. Και ήταν συγγενής εξ αίματος –και εξ αγχιστείας– με τον δολοφόνο των μοναχών. Παρέμενε πεσμένη στο έδαφος μέσα στο σκοτάδι και τα λόγια του Ντε Ροσέ δεν μπορούσαν να φύγουν από το μυαλό της. Ύστερα, όμως, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο ξεκάθαρα. Ήξερε ο Ντε Ροσέ για την επίθεση του ξάδελφού του στο μοναστήρι; Ο Θεός να τη φυλούσε! Ήταν ο Ντε Ροσέ ο προδότης που είχε στείλει άντρες να στήσουν ενέδρα στον Φιτζ-Άλαν εκείνη τη μέρα; Η Ίζομπελ κάλυψε το πρόσωπό της και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της στο πάτωμα. Εάν τα είχε κάνει όλα αυτά, τότε ήταν ο πιο ελεεινός άνθρωπος που υπήρχε. Το ίδιο ελεεινός με τον ξάδελφό του.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
329
Θυμήθηκε τη Λινέτ, θυμωμένη, να της δίνει ένα στιλέτο. Η Ίζομπελ κάθισε στα γόνατά της. Αν τολμούσε να την αγγίξει ξανά, θα το χρησιμοποιούσε πάνω του! Η σκέψη της πήγε πάλι στον Λε Φεβρ, καθώς άναβε βιαστικά τις λάμπες: εάν ήταν όντως ο «Τ» που υπέγραψε το γράμμα, τότε δεν ήταν ο Ντε λα Τρεμουάγ αναμεμιγμένος στη συνωμοσία για τη δολοφονία του βασιλιά. Το κεφάλι του Ντε λα Τρεμουάγ θα κατέληγε σε παλούκι, επειδή αυτή τον είχε κατηγορήσει άδικα; Έμεινε κοκαλωμένη στη θέση της. Αν είχε κάνει λάθος αναφορικά με τον δολοφόνο, τότε ίσως να είχε κάνει λάθος και για όλα τα άλλα. Νόμιζε πως η δολοφονία ήταν προγραμματισμένη για την ημέρα της χειροτόνησης, λόγω του Ντε λα Τρεμουάγ. Οι Αρμανιάκ, όμως, θα μπορούσαν να διαλέξουν μια οποιαδήποτε άλλη ευκαιρία – και ο βασιλιάς δεν θα λάμβανε καμιά προειδοποίηση. Για να υπάρξει η παραμικρή ελπίδα να σώσει τον βασιλιά, έπρεπε πρώτα να σωθεί η ίδια. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να το σκάσει από το σπίτι και να κλέψει ένα άλογο. Με το που θα έφευγε από το σπίτι, θα σκεφτόταν πώς θα έφτανε στην Καέν. Αφού προσπάθησε μάταια να ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα, ανέβηκε στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο και έσκυψε κάτω. Ίσως να μπορούσε να φτάσει τα ψηλότερα κλαδιά του δέντρου και να κατέβει έτσι κάτω. Εάν δεν έσπαγε το λαιμό της, θα το έσκαγε από την αυλή. Χρειαζόταν τα όπλα της. Έτρεξε στο μπαούλο της, και άρχισε να πετάει τις τουαλέτες και τα παπούτσια της στο έδαφος, μέχρι που βρήκε τα στιλέτα της. Έπειτα, στο βάθος του μπαούλου, τα δάχτυλά της άγγιξαν το σπαθί της. Καθώς έσκυψε για να δέσει το ένα στιλέτο στη γάμπα της, το βλέμμα της έπεσε σε ένα σκούρο ύφασμα ανάμεσα στα πολύχρωμα μεταξωτά και βελούδινα υφάσματα που ήταν στοιβαγμένα στο έδαφος. Ο χιτώνας του αδελφού της!
330
MARGARET MALLORY
Θα τραβούσε πολύ λιγότερο τα βλέμματα ταξιδεύοντας σαν άντρας, παρά ως μια ευγενής ντυμένη στα μετάξια. Έκρυψε το σπαθί της ανάμεσα στο στρώμα και το πλαίσιο του κρεβατιού, για να προστατέψει τον εαυτό της όσο θα άλλαζε· δεν φαινόταν, αλλά θα μπορούσε εύκολα να το αρπάξει, εάν ο Ντε Ροσέ επέστρεφε προτού αυτή ετοιμαστεί. Η λεπίδα του στιλέτου της θα τη βοηθούσε να γδυθεί, από τη στιγμή που δεν είχε υπηρέτρια· με μια μεγάλη κίνηση του χεριού της, έσκισε τα ρούχα της και έμεινε γυμνή. Κρύος ιδρώτας φόβου έτρεχε στο κορμί της. Φόρεσε στα γρήγορα την πουκαμίσα του αδελφού της, το κολάν και το χιτώνα. Έπειτα έβαλε τις μπότες και έχωσε ένα στιλέτο στη ζώνη της. Την ώρα που τοποθετούσε το άλλο στιλέτο στην μπότα της, άκουσε φωνές έξω από την πόρτα. Δεν υπήρχε χρόνος! Καρδιοχτυπώντας, έτρεξε στο αίθριο και πήδηξε πάνω στη θέση δίπλα στο παράθυρο. Άκουσε τον ήχο των κλειδιών, την ώρα που ανέβαινε στο περβάζι. Το ένα της πόδι κρεμόταν στο κενό, όταν συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει το σπαθί της. Ανάθεμα! Ανάθεμα! Ανάθεμα! Άκουσε το απαλό «κλικ» της κλειδαριάς που γύριζε. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει, βγάζοντας και το άλλο πόδι έξω από το περβάζι. Κοίταξε γύρω της, στο σκοτάδι, προσπαθώντας να υπολογίσει την απόσταση μέχρι το κοντινότερο κλαδί. Έμοιαζε να είναι πιο μακριά απ’ ό,τι πίστευε. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. «Για όνομα του Θεού!» Η φωνή του Ντε Ροσέ αντήχησε πίσω της, την ώρα που πηδούσε έξω, τεντώνοντας τα χέρια της. Έπεσε με δύναμη πάνω στο δέντρο και προσπάθησε να πιαστεί από κλαδιά και φύλλα. Για λίγα δευτερόλεπτα, απλά κρεμόταν στον αέρα, καθώς μόνο το ένα της χέρι έπιανε ένα μικρό κλαρί· όταν αυτό έσπασε, συνέχισε να πέφτει. «Ουφ!» Η πτώση τής έκοψε την ανάσα, καθώς προσγειώθηκε πάνω στο στομάχι της, σε ένα πιο παχύ κλαδί.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
331
Ο Ντε Ροσέ φώναζε από ψηλά για βοήθεια. Οι περισσότεροι υπηρέτες θα κοιμούνταν, άρα μάλλον της έμενε χρόνος για να αποδράσει. Αγκαλιάζοντας το κλαδί, γλίστρησε στην άκρη του, με την ελπίδα να κρεμαστεί από εκεί και να πέσει στο έδαφος σώα. Τα χέρια της πονούσαν από τα γδαρσίματα. Δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Έπεσε στο έδαφος, χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια της. Γεύτηκε αίμα και σκόνη. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, αντιδρώντας στον έντονο πόνο που αισθανόταν στα πλευρά της, και προσπάθησε να σηκωθεί στα τέσσερα. Ξαφνικά, τα πόδια της κρέμονταν στον αέρα. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» είπε με δυσκολία στον άντρα ο οποίος την κρατούσε ψηλά στον αέρα από το κολάρο. «Λαίδη Χιουμ;» είπε ο άντρας, έκπληκτος. «Νόμιζα ότι ήσασταν εισβολέας.» Την έλουσε κρύος ιδρώτας. Ο άντρας που την κρατούσε ήταν ο Τόμας Λε Φεβρ. Την ακούμπησε κάτω όρθια, αλλά συνέχισε να την κρατάει. «Στείλε τους υπηρέτες πάλι για ύπνο και περίμενε εκεί» φώναξε στον Ντε Ροσέ. «Θα σου φέρω αυτό που έπεσε από το παράθυρο.» Επιστρέφοντας προς το μέρος της, της είπε: «Φαντάζομαι ότι δυσαρεστηθήκατε, όπως και εγώ, όταν ενημερωθήκατε για τη διπροσωπία του ξαδέλφου μου.» Μάλλον πίστευε πως η Ίζομπελ είχε πηδήξει επειδή είχε μάθει για τον άλλο γάμο του Ντε Ροσέ. Δόξα τω Θεώ, κανείς από τους δύο άντρες δεν υποψιαζόταν ότι εκείνη είχε γνώση του σχεδίου δολοφονίας. Η Ίζομπελ προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. Παρόλο που ήταν χτυπημένη και μελανιασμένη, δεν ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Έπρεπε να αποδράσει, προτού ο Λε Φεβρ την ανεβάσει πάνω. Όσο δύσκολο κι αν ήταν, θα ήταν πιο εύκολο από το να δραπετεύσει από δύο άντρες. Έπρεπε να βρει την κατάλληλη στιγμή.
332
MARGARET MALLORY
Ο Λε Φεβρ στάθηκε πίσω της, ήρεμος αλλά σε ετοιμότητα. Τα χέρια του βρίσκονταν στους ώμους της, σαν να ήταν φίλοι ή εραστές. Ήταν παράξενη η αίσθηση – και οι δύο απλά άκουγαν και περίμεναν. Οι ήχοι και οι φωνές των ανθρώπων σιγά σιγά έσβησαν. Ένα ένα, τα δωμάτια βυθίστηκαν εκ νέου στο σκοτάδι, εκτός από το αίθριο. Ο Λε Φεβρ τής έκλεισε το στόμα με το χέρι του και την τράβηξε άγρια μέχρι την είσοδο. Η Ίζομπελ κρατήθηκε από το πλαίσιο της πόρτας και με τα δυο της χέρια, και προσπάθησε να ουρλιάξει. Της τα ξεκόλλησε από την πόρτα με μεγάλη ευκολία. Προσπάθησε να του αντισταθεί, κλοτσώντας και δαγκώνοντάς τον, την ώρα που αυτός την έσπρωχνε βίαια για να ανέβει τα σκαλιά. Όταν έφτασαν στο αίθριο, ο Λε Φεβρ άνοιξε την πόρτα με μια κλοτσιά. Την έσυρε στο δωμάτιο και την έσπρωξε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνη έπεσε φαρδιά-πλατιά στο πάτωμα. Όταν κοίταξε πίσω της, οι παλμοί της άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα: και ο Λε Φεβρ, και ο Ντε Ροσέ ήταν όρθιοι πίσω της και την κοίταζαν. «Δεν έχω ξαναδεί γυναίκα ντυμένη με αντρικό κολάν» είπε ο Ντε Ροσέ, κοιτάζοντάς την από πάνω μέχρι κάτω. «Κάποια φορά, θα σου ζητήσω να το ξανακάνεις για μένα.» Δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει και τους δύο μαζί. Αν όμως περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή για να τραβήξει το μαχαίρι της, τότε ίσως να κατάφερνε να σκοτώσει τον πρώτο που θα επιχειρούσε να την αγγίξει. Ο Ντε Ροσέ προχώρησε προς το μέρος της. Εντάξει. Θα ήταν αυτός που θα ένιωθε τη λεπίδα του μαχαιριού. Του άξιζε να πεθάνει στα χέρια της. «Περίμενε!» Ο Λε Φεβρ τον κράτησε πίσω. Στα μάτια του δεν ήταν ζωγραφισμένος ο πόθος. Παρ’ όλα αυτά, η διεισδυτική ματιά του τη φόβιζε περισσότερο από αυτήν του Ντε Ροσέ.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
333
«Φόρεσε την κουκούλα σου και σπρώξε τα μαλλιά σου μέσα» τη διέταξε ο Λε Φεβρ. «Κάν’ το τώρα ή θα το κάνω εγώ για σένα.» Εάν την άρπαζε, ίσως να μην μπορούσε να τραβήξει το μαχαίρι της. Έκανε αυτό που της είπε. Τα μάτια του Λε Φεβρ στένεψαν. Μετά, από την έκφρασή του, φάνηκε ότι είχε καταλάβει τι τον προβλημάτιζε. «Ήταν με τον Φιτζ-Άλαν στο μοναστήρι» είπε ο Λε Φεβρ. «Τι;» αναφώνησε ο Ντε Ροσέ. «Πώς είναι δυνατόν;» «Ήταν εκεί, ντυμένη έτσι» συνέχισε ο ξάδελφός του. «Και με είδε.» Ο Ντε Ροσέ έκανε να μιλήσει, αλλά ο Λε Φεβρ τον διέκοψε. «Με αναγνώρισες, όταν με είδες εδώ, έξω από το γραφείο» είπε στην Ίζομπελ. «Ήταν λάθος μου που αγνόησα το φόβο στα μάτια σου.» «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Ντε Ροσέ, πανικόβλητος. «Δεν γίνεται να μαθευτεί ότι είχαμε συμμετοχή στην επίθεση στο μοναστήρι. Ο Δελφίνος θα μας απομακρύνει από κοντά του, χωρίς δεύτερη σκέψη.» Τα μάτια του Λε Φεβρ παρέμειναν καρφωμένα στο πρόσωπο της Ίζομπελ. «Εννοείται πως θα πρέπει να τη σκοτώσουμε.»
Κεφάλαιο Τριάντα Τρία «Πότε θα γλιστρήσουμε ξανά εκεί μέσα, για να πάρουμε και την Ίζομπελ;» ρώτησε η Λινέτ. Ο Στίβεν καθόταν με τα δίδυμα και τον Τζέιμι σε ένα ξύλινο τραπέζι, στον ξενώνα του μοναστηριού. Ενώ οι υπόλοιποι άντρες ετοίμαζαν τα άλογα, αυτός ενημέρωνε τον Τζέιμι για όσα είχαν συμβεί και του εξηγούσε το σχέδιο. «Λινέτ, εσύ δεν θα έλθεις.» Δεν ήθελε να πάρει μαζί του ούτε τον Φρανσουά, αλλά χρειαζόταν τη βοήθεια του αγοριού για να μπει στο σπίτι του Ντε Ροσέ. Ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα! Αγνοώντας την οργή της μικρής, είπε στον Τζέιμι: «Θα επιστρέψουμε στην πόλη, αφού νυχτώσει.» «Πόσοι από εμάς θέλεις να έλθουμε μαζί σου;» ρώτησε ο Τζέιμι. «Ο Φρανσουά και εγώ θα πάμε μόνοι. Εσύ πρέπει να πας με τους άντρες πίσω στην Καέν.» Όταν ο Τζέιμι άρχισε να διαφωνεί, ο Στίβεν τού άρπαξε το χέρι. «Είναι διαταγή, Τζέιμι. Ο βασιλιάς πρέπει να μάθει για το σχέδιο δολοφονίας του, χωρίς καθυστέρηση. Πρέπει να μάθει για την προδοσία των Βουργουνδών. Θα έλθω και εγώ, όποτε μπορέσω.» Δεν ήξερε πώς θα κατάφερνε να φτάσει στην Καέν με την Ίζομπελ και τον Φρανσουά. Θα ανησυχούσε, όμως, για
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
335
αυτό αφού πρώτα έπαιρνε την Ίζομπελ από το σπίτι του Ντε Ροσέ. Ο Τζέιμι φάνηκε να υποχωρεί. Μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας, οι άντρες ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Η Λινέτ δεν ήταν το ίδιο πρόθυμη· με τα χείλη της σφιγμένα, ανέβηκε στο άλογο για να φύγει με τους άντρες, χωρίς να πει ούτε καν αντίο στον Στίβεν και στον Φρανσουά. Ο Στίβεν φόρεσε τα παλιά του ρούχα και γέμισε με λάσπη τις μπότες του Φρανσουά και τις δικές του, ώστε να δείχνουν πως ταξίδευαν για ώρες. Όταν σκοτείνιασε, ανέβηκαν στα άλογα και κατευθύνθηκαν προς την πόλη. Ο κρύος βραδινός άνεμος ήταν η τέλεια δικαιολογία για να κατεβάσουν χαμηλά τις κουκούλες τους και να τυλιχτούν καλά με τις κάπες τους, την ώρα που θα έφταναν στην πύλη. Οι άντρες της πύλης δε σχολίασαν το γεγονός ότι ο έμπορος στο ακριβό άλογο ήταν ανόητος, που ταξίδευε μόνο με έναν υπηρέτη στο πλάι του. «Με το που θα με βάλεις στο σπίτι, έλα πίσω και περίμενέ με δίπλα στην πύλη» είπε ο Στίβεν στον Φρανσουά. «Πρέπει να συζητήσουμε και για το τι θα κάνεις σε περίπτωση που δεν γυρίσω.» Ο Στίβεν πέρασε το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του και προσπάθησε να σκεφτεί. Ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα! «Μακάρι να υπήρχε κάποιος τον οποίο θα μπορούσα να εμπιστευτώ σε αυτή την πόλη» μουρμούρισε. «Αυτή η κυρία… Σιμπίλ;» Ο Στίβεν έστρεψε το βλέμμα του προς τον ουρανό. Θεέ και Κύριε, ήταν έξυπνο κάτι τέτοιο; Η πόρνη είχε κάτι άλλο στο μυαλό της, όταν του ψιθύρισε στο αυτί τη διεύθυνσή της. Παρ’ όλα αυτά, ήξερε πια πού έμενε. «Εάν δεν επιστρέψω μέχρι το χάραμα, το σπίτι της βρίσκεται στην οδό Σεν Ρομάν, δίπλα στη μικρή εκκλησία» του είπε. «Η Σιμπίλ μπορεί να στείλει μήνυμα στον Ρόμπερτ, και αυτός θα βρει τρόπο για να επιστρέψεις στην Καέν.»
336
MARGARET MALLORY
Συνέχισαν στο μονοπάτι, που έφτανε στο πίσω μέρος του σπιτιού του Ντε Ροσέ και στους στάβλους του. Έπειτα ο Στίβεν κρύφτηκε με τα άλογα στο σκοτάδι, ενώ ο Φρανσουά φώναξε τον φρουρό. «Καιρός ήταν να γυρίσεις πίσω, αγόρι.» Τον απότομο χαιρετισμό του φρουρού ακολούθησε ο ήχος της πύλης που άνοιγε. Ήταν τυχεροί – ο φρουρός δεν είχε ενημερωθεί ότι ο Φρανσουά δεν έμενε πια εκεί. Ο Στίβεν χαλάρωσε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του. «Τριγυρνάς στην πόλη, όταν θα έπρεπε να δουλεύεις;» συνέχισε στο ίδιο ύφος ο φρουρός. «Φυσικά!» απάντησε ο Φρανσουά. «Πώς αλλιώς θα είχα τόσες ιστορίες να σου πω; Έφερα και ένα φλασκί με κρασί μαζί μου.» Το γέλιο του άντρα ακούστηκε δυνατά μέσα στο σκοτάδι. «Έλα μέσα, τότε, μπαγάσα.» Οι φωνές τους άρχισαν να σβήνουν και η πύλη έκλεισε πίσω τους. Ο Φρανσουά είχε μπει μέσα. Ο Στίβεν άρχισε να προχωράει πάνω-κάτω στο σκοτεινό δρόμο, αναρωτώμενος πόσο ακόμα θα έπρεπε να περιμένει. Ο Φρανσουά τού είχε πει πως ο άντρας θα μεθούσε γρήγορα. Η αναμονή τού φαινόταν ατελείωτη. Θα έβρισκε την Ίζομπελ μόνη της; Θεέ μου, ας μην την έπιανε στο κρεβάτι με τον Ντε Ροσέ. Το να σκοτώσει τον Ντε Ροσέ φυσικά και θα τον ικανοποιούσε. Αλλά όχι μπροστά σε εκείνη. Το σοκ της θα ήταν ήδη μεγάλο, αφού θα μάθαινε τα νέα που του είχε μεταφέρει η Σιμπίλ: η Κλοντέτ είχε ακούσει φήμες στο Παρίσι ότι ο Ντε Ροσέ ήταν κρυφά παντρεμένος, τις οποίες είχε επιβεβαιώσει η μητέρα του. Ο Στίβεν ήξερε ότι έπρεπε να ενημερώσει την Ίζομπελ για να την πείσει να φύγει μαζί του. Όταν η πύλη άνοιξε ξανά, ο Στίβεν ένιωσε την ένταση σε όλο του το σώμα. Μια φιγούρα εμφανίστηκε, σκύβοντας έξω από την πύλη.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
337
«Στίβεν» φώναξε απαλά ο Φρανσουά στο σκοτάδι. Όταν ο Στίβεν έτρεξε στην πύλη, ο μικρός τού είπε: «Είναι όλα εντάξει. Έχει γίνει τύφλα στο μεθύσι. Θα κοιμάται μέχρι αύριο το πρωί.» «Τα κατάφερες καλά.» Ο Στίβεν έσφιξε τον ώμο του Φρανσουά, καθώς έμπαινε μέσα. «Ας βιαστούμε.» «Η είσοδος του σπιτιού από τη μεριά των στάβλων δεν είναι κλειδωμένη» είπε ο μικρός χαμηλόφωνα, καθώς περπατούσαν γρήγορα στην αυλή. «Αλλά τα δωμάτια της Ίζομπελ βρίσκονται στον πάνω όροφο. Θα σου δείξω από εδώ κάτω πού ακριβώς.» Ο Στίβεν έδεσε το σκοινί γύρω από τη μέση του. Θα ήταν πιο ασφαλές αν την κατέβαζε από το παράθυρο. Όσο λιγότερο κυκλοφορούσαν μέσα στο σπίτι, τόσο το καλύτερο. «Όχι ομιλίες με το που θα μπούμε μέσα» είπε ο Στίβεν, όταν έφτασαν στην είσοδο. «Μόλις μου δείξεις ποιο είναι το παράθυρό της, φύγε και πήγαινε στην πύλη.» Το απαλό «κλικ» της πόρτας που άνοιξε ούτε που ακούστηκε. Ο Φρανσουά είχε ταλέντο σε αυτό. Μόλις βρέθηκαν μέσα, διέσχισαν ένα στενό διάδρομο, προτού στρίψουν σε μια γωνία. Σταμάτησαν μπροστά σε ένα μεγάλο παράθυρο και το άνοιξαν. Από πίσω, φάνηκε μια τετράγωνη αυλή, μήκους περίπου πέντε μέτρων. Ένα μεγάλο δέντρο γέμιζε το χώρο. Άκουσε έναν ήχο από το φωτισμένο παράθυρο, λες και κάτι έπεσε πάνω στο δέντρο. «Φύγε τώρα!» είπε στον Φρανσουά. Όταν το αγόρι δεν μετακινήθηκε στο ελάχιστο, ο Στίβεν τον άρπαξε από το πανωφόρι του και τον γύρισε προς την άλλη μεριά. «Φύγε!» του είπε, χτυπώντας τον στην πλάτη. Θεέ και Κύριε, οι κραυγές που ηχούσαν στους τοίχους της αυλής ήταν της Ίζομπελ! Ο Στίβεν άρχισε να κινείται γρήγορα· είχε διανύσει τη μισή απόσταση μέχρι το παράθυρο, όταν είδε έναν άντρα
338
MARGARET MALLORY
να στέκεται στο σκοτάδι. Ένας άλλος έσκυβε ψηλά από το παράθυρο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει. Όταν ο άντρας στην αυλή σήκωσε με άγριο τρόπο την Ίζομπελ ψηλά, ο Στίβεν έσφιξε τόσο πολύ το σαγόνι του που πόνεσαν τα δόντια του· θα τον σκότωνε αυτόν τον άντρα πριν να φύγει. «Στείλε τους υπηρέτες πάλι για ύπνο και περίμενε εκεί» φώναξε ο άντρας προς τα πάνω. «Θα σου φέρω αυτό που έπεσε από το παράθυρο.» Ωραία. Καλύτερα να κοιμούνταν οι υπηρέτες, όταν θα το έσκαγε με την Ίζομπελ. Όταν ο άντρας στο παράθυρο γύρισε το κεφάλι του προς τα μέσα για να δώσει διαταγές, ο Στίβεν αναγνώρισε το γελοίο μουσάκι του Ντε Ροσέ. Όμως, τότε, ποιος ήταν αυτός στην αυλή; Δεν ήταν υπηρέτης. Φαινόταν καλλιεργημένος, εκπαιδευμένος να διοικεί. Κάπου είχε ξανακούσει τη φωνή του, αλλά πού; Ο άντρας ήταν έμπειρος – δεν έχασε την υπομονή του, ούτε βιάστηκε· αντίθετα, αυτό το γέννημα του Διαβόλου περίμενε μέχρι να σκοτεινιάσουν τα δωμάτια και να σταματήσουν οι φωνές, προτού σύρει την Ίζομπελ μέσα στο σπίτι. Τουλάχιστον, εκείνη δεν φαινόταν άσχημα τραυματισμένη από την πτώση – τον κλοτσούσε και τον χτυπούσε σαν τρελή. Τι γυναίκα! Να πηδήξει έξω από το παράθυρο! Μάλλον θα είχε μάθει για τη σύζυγο του Ντε Ροσέ. Ο Στίβεν τούς ακολούθησε, ανεβαίνοντας δύο ορόφους. Με την Ίζομπελ να παλεύει συνεχώς, ο άντρας δεν κοίταξε ούτε μια στιγμή πίσω του· όταν έφτασαν πάνω, άνοιξε κλοτσώντας την πόρτα και τράβηξε μέσα τη λαίδη. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Στο διάολο! Ο Στίβεν περπάτησε αθόρυβα μέχρι την πόρτα και ακούμπησε το αυτί του πάνω της. Οι δύο άντρες μιλούσαν. Δεν
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
339
μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά υπήρχε κάτι στον τόνο της φωνής τους που τον έκανε να ανατριχιάσει. Τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη. Παρόλο που ο Ντε Ροσέ ήταν εκπαιδευμένος ξιφομάχος, δεν ήταν τόσο καλός όσο νόμιζε. Η αλαζονεία του θα τον οδηγούσε σε λάθη. Ο άλλος άντρας τον ανησυχούσε περισσότερο. Ο Στίβεν έπρεπε να τον σκοτώσει πρώτο. Έχοντας αποφασίσει τι θα κάνει, άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς την με την μπότα του. Καμία αντίδραση από μέσα. Την έσπρωξε λίγο ακόμα. Το δωμάτιο –ένα μικρό αίθριο– ήταν άδειο. Οι φωνές έρχονταν από το διπλανό δωμάτιο. Ο Στίβεν προχώρησε αθόρυβα μέσα και ακούμπησε στον τοίχο, δίπλα στην ανοιχτή πόρτα. Τώρα, τους άκουγε πιο καθαρά: ο Ντε Ροσέ έλεγε κάτι για μια επίθεση σε ένα μοναστήρι. Σε μοναστήρι; Θα μπορούσε ο Ντε Ροσέ… Όταν άρχισε να μιλάει ο άλλος άντρας, ο Στίβεν σταμάτησε να αναρωτιέται για τον Ντε Ροσέ· το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες του. «Εννοείται πως θα πρέπει να τη σκοτώσουμε.» Ο Στίβεν όρμησε μέσα. Αμέσως, είδε πού βρισκόταν κάθε άτομο στο δωμάτιο σε σχέση με τον ίδιο, αλλά και μεταξύ τους. Η Ίζομπελ ήταν πιο μακριά από όλους, με την πλάτη στο κρεβάτι· παρόλο που το πρόσωπό της ήταν γρατζουνισμένο, η φωτιά που έκαιγε στα μάτια της του έδειχνε ότι καταλάβαινε τι γινόταν. Δόξα τω Θεώ. Ο Ντε Ροσέ ήταν δύο βήματα μακριά από την Ίζομπελ. Ευτυχώς, ο άλλος άντρας ήταν πιο κοντά στον Στίβεν από όλους. Ένας μελαχρινός άντρας. «Στίβεν» φώναξε η Ίζομπελ «αυτός είναι που επιτέθηκε στο μοναστήρι.» «Βλάσφημο γουρούνι, δολοφόνε άοπλων ιερών αντρών!» είπε ο Στίβεν, την ώρα που τα σπαθιά τους διασταυρώθηκαν. «Θα σε στείλω στο διάολο!»
340
MARGARET MALLORY
Ο Στίβεν πήγε να χώσει το σπαθί στην καρδιά του. Όμως, την τελευταία στιγμή, ο άντρας έκανε στην άκρη. Είχε δίκιο, λοιπόν, που ανησυχούσε περισσότερο για αυτόν, παρά για τον Ντε Ροσέ. Παρ’ όλα αυτά, θα τον κατάφερνε. Με την άκρη του ματιού του, είδε ότι ο Ντε Ροσέ ερχόταν για να μπει κι αυτός στη μάχη. Ο ανόητος είχε την πλάτη του γυρισμένη στην Ίζομπελ, η οποία είχε ήδη πιάσει το στιλέτο της. Ο Στίβεν ήθελε να της φωνάξει να μην το ρισκάρει, αλλά θα την έπαιρνε είδηση ο Ντε Ροσέ. Ο Κάρλτον έκανε μια απότομη στροφή για να αποφύγει το ξίφος πίσω του. Παρόλο που η εντυπωσιακή κίνησή του τράβηξε το βλέμμα και των δύο αντρών, το σπαθί του μελαχρινού σχεδόν τον βρήκε στην πλάτη. Ο Στίβεν ένιωσε τη λεπίδα να σκίζει το πίσω μέρος του χιτώνα του. Ο Ντε Ροσέ ούρλιαξε και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, λυγίζοντας την πλάτη του. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει και το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο. Έμοιαζε σοκαρισμένος, έξαλλος, και πονούσε πολύ. Ο Στίβεν ευχήθηκε το χτύπημα να ήταν θανατηφόρο. Διαφορετικά, ο Γάλλος θα ήθελε να εκδικηθεί άγρια την Ίζομπελ. Ανάθεμα! Έπρεπε να τελειώνει γρήγορα με τον δολοφόνο των μοναχών και να τη βοηθήσει. Αλλά ο τύπος ήταν καλός. Πολύ καλός. Η κραυγή του Ντε Ροσέ δεν τον είχε αποσπάσει ούτε λεπτό. Δεν είχε καν γυρίσει το κεφάλι του. Τα σπαθιά τους κινούνταν συνεχώς, καθώς ενώνονταν και χτυπούσαν πάνω-κάτω μεταξύ τους. Ο Στίβεν προσπάθησε να πάει πιο κοντά στην Ίζομπελ. Όταν ο Ντε Ροσέ γύρισε παραπατώντας προς το μέρος της, ο Στίβεν τού έδωσε μια κλοτσιά που τον ξάπλωσε στα πόδια της. «Ίζομπελ, εδώ!» Έριξε το μαχαίρι του στο κρεβάτι και της φώναξε: «Σκότωσέ τον τώρα! Ενώ είναι πεσμένος κάτω!» Ο Στίβεν έπεσε στο πάτωμα. Καθώς κυλούσε κάτω, αισθάνθηκε τον αέρα από τη λεπίδα που περνούσε δίπλα από
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
341
το κεφάλι του. Ακόμη και αν η Ίζομπελ σκότωνε τον Ντε Ροσέ, αν ο ίδιος δεν εξουδετέρωνε αυτόν τον σατανά, εκείνη δεν θα γλίτωνε· δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα με αντίπαλο έναν άντρα τόσο καλά εκπαιδευμένο. Ο Στίβεν ήταν ακόμα στο πάτωμα, την ώρα που ο αντίπαλός του είχε συγκεντρωθεί στο επόμενο χτύπημα, πιστεύοντας ότι θα είναι το τελευταίο. Ο Κάρλτον πετάχτηκε απότομα όρθιος, με το σπαθί του μπροστά του. Προτού ο αντίπαλός του καταλάβει τι γινόταν, ο Στίβεν τού έσκισε το χέρι με το οποίο κρατούσε το σπαθί. Ο άντρας ούτε που γύρισε να κοιτάξει το αίμα το οποίο είχε πλημμυρίσει το μανίκι του. Το χτύπημα δεν ήταν θανατηφόρο, αλλά τα μάτια του έδειχναν την οργή του. Αυτή μπορούσε να τον οδηγήσει στο θάνατο· ο θυμός μπορούσε να θολώσει την κρίση ενός άντρα και να τον κάνει απερίσκεπτο. Αυτό δεν συνέβαινε ποτέ στον Στίβεν. Ο θυμός του ήταν πάντοτε σκληρός και ψυχρός· όξυνε τις αισθήσεις του και τον έκανε περισσότερο συγκεντρωμένο. Άρχισε να επιτίθεται πιο έντονα στο βρομερό κάθαρμα, πιέζοντάς τον προς τα πίσω, μέχρι που τον εγκλώβισε σε μια γωνιά. Ο αντίπαλός του δεν είχε χώρο για να ελιχθεί, δεν είχε τρόπο για να αποφύγει το σπαθί του. Ο Στίβεν είδε ότι είχε πια την ευκαιρία του: έπρεπε να σπρώξει το σπαθί μέσα στην καρδιά του, με μια γρήγορη κίνηση. Όταν πλέον ήταν έτοιμος να το κάνει, η Ίζομπελ ούρλιαξε πίσω του. Ο Στίβεν έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε στα γρήγορα, στρέφοντας το κεφάλι του. Θεέ και Κύριε! Το στήθος της Ίζομπελ ήταν γεμάτο αίματα! Του κόπηκε η ανάσα. Ο Ντε Ροσέ γλιστρούσε πάνω από το σώμα της στο πάτωμα, αφήνοντας αίματα παντού. Η Ίζομπελ σηκώθηκε όρθια με το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι. Το αίμα ήταν του Ντε Ροσέ, όχι δικό της. Δόξα τω Θεώ. Ο Στίβεν το συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως.
342
MARGARET MALLORY
Αλλά ο χρόνος αυτός ήταν αρκετός για να προλάβει ο αντίπαλός του να του ρίξει το σπαθί από το χέρι. Ο Στίβεν έκανε αργά αργά πίσω. Δεν υπήρχε περίπτωση πια να σωθεί. Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν, μετά τη μαχαιριά, να ζήσει αρκετά, έτσι ώστε να προλάβει να σκοτώσει και τον άλλον. «Δεν μπορείς να τη σώσεις» του είπε ο άντρας χαμογελώντας ειρωνικά, σαν να μάντευε τη σκέψη του Στίβεν. «Κανείς δεν είναι τόσο καλός.» Ο άντρας προχώρησε λίγο πιο μπροστά, κάνοντας τον Στίβεν να οπισθοχωρήσει δίπλα στο κρεβάτι και στην Ίζομπελ. «Είναι κρίμα που πρέπει να τη σκοτώσω. Μου έκανε τη χάρη να σκοτώσει τον Ντε Ροσέ» είπε ο άντρας. «Το μετάνιωσα που τον βοήθησα να παντρευτεί κρυφά την ετεροθαλή αδελφή μου.» «Περίεργο που σε ενοχλεί η διγαμία, αλλά όχι ο φόνος.» «Τι διαφορά κάνουν μερικοί ζωντανοί ή νεκροί μοναχοί;» είπε ο άντρας, ανασηκώνοντας το φρύδι του. «Έχω μόνο μία αδελφή, και δεν θα επιτρέψω να την ντροπιάσουν.» Ο Στίβεν είχε σκεφτεί τι θα έκανε: θα απομάκρυνε το ξίφος από την καρδιά του και θα άρπαζε το στιλέτο από τη ζώνη του άντρα με το δεξί του χέρι· τη στιγμή που εκείνος θα προσπαθούσε ξανά να του καρφώσει το ξίφος στην καρδιά, ο ίδιος θα κάρφωνε το στιλέτο στα πλευρά του άντρα. Κανείς από τους δύο δεν θα ζούσε, αλλά η Ίζομπελ θα μπορούσε να ξεφύγει. Ο Στίβεν έκανε ένα ακόμα βήμα πίσω για να αποφύγει το σπαθί. Αισθάνθηκε την Ίζομπελ πίσω του. Είχε έλθει η ώρα. «Το χέρι σου» του ψιθύρισε. Έκανε προσεκτικά προς τα πίσω το χέρι του. Όταν το ένιωσε να ακουμπάει στο δικό της, ένιωσε ευγνωμοσύνη. Ένα τελευταίο άγγιγμα προτού πεθάνει. Κράτησε την ανάσα του και ετοιμάστηκε να υλοποιήσει το σχέδιό του.
Κεφάλαιο Τριάντα Τέσσερα Με την προσοχή του Λε Φεβρ στραμμένη στον Στίβεν, η Ίζομπελ άρχισε να κατευθύνεται προς το κρεβάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μισό βήμα. Μετά, ένα ακόμη. Και ένα ακόμη. Ο Λε Φεβρ πλησίαζε αργά, σαν να πήγαινε κοντά σε ένα στριμωγμένο ζώο το οποίο μπορεί να ήταν απροσδόκητα επικίνδυνο. Είχε φτάσει το τέλος του θανατηφόρου χορού, και το ήξεραν και οι δύο. Η Ίζομπελ έβαλε το χέρι της κάτω από τη μισοπεσμένη κουρτίνα του κρεβατιού, ανάμεσα στο στρώμα και το πλαίσιό του, μέχρι που το ένιωσε στο χέρι της: κρύο ατσάλι, καλοδεχούμενο και οικείο. Το στρώμα κράτησε τη θήκη στη θέση της, καθώς η Ίζομπελ τραβούσε το σπαθί από μέσα. Το έφερε στο πλάι της, κάτω από την πεσμένη κουρτίνα. Ο Στίβεν ήταν πια τόσο κοντά της, που μπορούσε να νιώσει τη θέρμη του κορμιού του, να αισθανθεί την έντασή του. Το ήξερε καλά, λες και της το είχε πει: ο Στίβεν θα θυσίαζε τη ζωή του για να τη σώσει. «Το χέρι σου» του ψιθύρισε. Όταν η άκρη του χεριού του ακούμπησε στο δικό της, του έδωσε να πιάσει τη λαβή του σπαθιού. Ο Στίβεν αντέδρασε τόσο γρήγορα, που ούτε αυτή πρόλαβε να δει τι έγινε. Ο Λε Φεβρ έπεφτε κάτω, με το στόμα
344
MARGARET MALLORY
ανοιχτό από την έκπληξη, και το σημάδι από αίμα στην καρδιά του έδειχνε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο Στίβεν γύρισε προς το μέρος της και την άρπαξε στην αγκαλιά του. Ένιωσε τον τρόμο που είχε μέσα της να χάνεται και να φεύγει σαν ορμητικό ποτάμι. Έκρυψε το κεφάλι της στον ώμο του. «Νόμιζα ότι είχες φύγει» του ψιθύρισε. Έσφιξε κι άλλο τα χέρια του γύρω της. «Δεν μπορούσα να σε αφήσω.» Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η γνωστή μυρωδιά του την κούφισε. ανα- Τυλιγμένη μέσα στα δυνατά του χέρια, για πρώτη φορά από τότε που είχε φύγει από την Καέν, ένιωθε ασφαλής. Ασφαλής. Ήταν, επιτέλους, ασφαλής. Ξαφνικά, ο Στίβεν τραβήχτηκε από την αγκαλιά της. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο, αλλά της χαμογελούσε. «Πρέπει να φανείς γενναία για λίγο ακόμα. Μπορεί κάποιος να μας άκουσε. Πρέπει να φύγουμε.» Ίσιωσε το σώμα της και συμφώνησε, κουνώντας το κεφάλι της. Δεν υπήρχε χρόνος – έπρεπε να φανεί δυνατή. Όταν ένιωσε την υγρασία πάνω της και έσκυψε για να δει τι συνέβαινε, τρέκλισε: το πουκάμισό της ήταν μουσκεμένο με το αίμα του Ντε Ροσέ. «Θα σου δώσω ένα καθαρό πουκάμισο, αφού φύγουμε από εδώ.» Της σκούπισε το αίμα από το πρόσωπο και το λαιμό με τη σκισμένη κουρτίνα. Έπειτα τη φίλησε στο μέτωπο και της έσφιξε το χέρι. «Μας περιμένουν άλογα έξω» της είπε ο Στίβεν και της έδωσε το σπαθί. «Αυτός είναι –ήταν– ο ξάδελφος του Ντε Ροσέ, ο Τόμας Λε Φεβρ» του είπε, δείχνοντας το πτώμα στο πάτωμα. «Η επιστολή ήταν δική του, όχι του Ντε λα Τρεμουάγ.» Ο Στίβεν καθάρισε το στιλέτο του από το αίμα του Ντε Ροσέ και το έχωσε πάλι στη ζώνη του.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
345
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον βασιλιά» του είπε, καθώς την οδηγούσε έξω από το αίθριο. «Οι άλλοι μπορεί να εκτελέσουν ούτως ή άλλως το σχέδιό τους. Είναι Αρμανιάκ, οπότε δεν θα γίνει κάτι το Πάσχα, στη γιορτή χειροτόνησης, όπως νόμιζα.» Ο Στίβεν είχε ήδη ξετυλίξει ένα σκοινί από τη μέση του και είχε δέσει τη μια του άκρη στον πάγκο κάτω από το παράθυρο. Της έδωσε το άλλο στιλέτο, καθαρισμένο από τα αίματα. «Θα τα πούμε αργότερα» της είπε και την ανέβασε στον πάγκο. Η Ίζομπελ κρατήθηκε από πάνω του, όπως της είχε πει. Σιγά σιγά, κατέβηκαν με το σκοινί μέχρι το έδαφος. Με το που πάτησε κάτω τα πόδια της, εκείνος την πήρε από το χέρι και την οδήγησε, μέσω της εσωτερικής αυλής, στο σπίτι. Ήταν εντελώς σκοτεινά εκεί μέσα. Με το που βγήκε από την πόρτα στην αυλή του στάβλου, ένιωσε να την πλημμυρίζει ανακούφιση. Τα είχαν καταφέρει! Είδε τις φιγούρες των αλόγων, που τους περίμεναν δίπλα στην πύλη. Για μισό λεπτό: ένας αναβάτης βρισκόταν πάνω σε ένα από τα άλογα; Έσφιξε το χέρι του Στίβεν. Αυτός έβρισε χαμηλόφωνα, αλλά δεν σταμάτησε να περπατάει. Όταν έφτασαν δίπλα στα άλογα, ψιθύρισε με αυστηρή φωνή: «Σου είπα να περιμένεις στην πύλη της πόλης!» «Άκουσα τις φωνές και σκέφτηκα ότι ίσως με χρειαζόσουν.» Ο Φρανσουά! Ήθελε να πηδήξει από τη χαρά της με το που άκουσε τη φωνή του αγοριού. Προτού προλάβει να τρέξει προς το μέρος του, ο Στίβεν την ανέβασε στο άλογο. Ένα λεπτό αργότερα, οι τρεις τους είχαν βγει από την πύλη και κάλπαζαν στο στενό δρόμο, αφήνοντας το σπίτι πίσω τους. «Πρέπει να σταματήσουμε στο σπίτι στην οδό Σεν Ρομάν» είπε ο Στίβεν στον Φρανσουά. «Είναι στο δρόμο μας.»
346
MARGARET MALLORY
Η Ίζομπελ είδε τα δόντια του μικρού να λάμπουν στο σκοτάδι και αναρωτήθηκε τι στο καλό μπορούσε να τον κάνει να χαμογελάει απόψε. Και γιατί ο Στίβεν θα ρίσκαρε να σταματήσει κάπου; Συνέχισαν να ιππεύουν σε σκοτεινούς δρόμους, με τον Φρανσουά να οδηγεί μπροστά και τον Στίβεν να μένει πιο πίσω, για να βλέπει αν τους ακολουθούσε κανείς. Όταν σταμάτησαν τα άλογά τους μπροστά από ένα πλούσιο σπίτι, ο Φρανσουά είπε: «Θα πάω να τη φέρω εγώ.» Ο Στίβεν τού απάντησε: «Μείνε εδώ και κάνε ησυχία.» Ο Κάρλτον είπε κάτι, χαμηλόφωνα, στον υπηρέτη που άνοιξε την πόρτα. Λίγα λεπτά αργότερα, μια γυναίκα έκανε την εμφάνισή της. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της χύνονταν πάνω στην κόκκινη μεταξωτή ρόμπα της. Τράβηξε μέσα τον Στίβεν και το βραχνό γέλιο της χύθηκε στο βραδινό αέρα. «Ποια ήταν αυτή;» ψιθύρισε η Ίζομπελ στον Φρανσουά. «Μια φίλη τής μαντάμ Σαμπντιβέρ.» Μια «φίλη» της Κλοντέτ! Παρά τα υπόλοιπα ψέματα, ο Ντε Ροσέ είχε πει την αλήθεια για τον Στίβεν και την όμορφη ιερόδουλη. Τι επιρροή είχε αυτή η γυναίκα στον Στίβεν, που τον έκανε να έλθει εδώ τώρα, στο μέσον της απόδρασής τους; «Είναι πολύ, πολύ όμορφη» είπε ο Φρανσουά, αναστενάζοντας. Η πόρτα άνοιξε ξανά, φωτίζοντας το στενό δρομάκι. Την ώρα που ο Στίβεν φιλούσε τη γυναίκα στο μάγουλο, η Ίζομπελ την είδε να του δίνει ένα πουγκί. Χωρίς να εξηγήσει το οτιδήποτε, ανέβηκε στο άλογό του και έκανε σήμα στον Φρανσουά να ξεκινήσουν. Η Ίζομπελ το περίμενε ότι οι πύλες της πόλης θα ήταν κλειστές τέτοια ώρα. Παρ’ όλα αυτά, όταν οι φρουροί βγήκαν από το φυλάκιο με τραβηγμένα τα σπαθιά τους, πήγε να πεθάνει από το φόβο της. «Αγαπητοί μου!» φώναξε ο Στίβεν. Σήκωσε το ένα του χέρι για να τους καθησυχάσει, καθώς κατέβαινε από το άλογο.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
347
Έπειτα από μια σύντομη συνομιλία, ο Στίβεν έβγαλε το πουγκί που του είχε δώσει η γυναίκα και κούνησε το χέρι του προς τους άντρες, οι οποίοι τους είχαν περικυκλώσει. Ύστερα άρχισε να το αδειάζει πάνω στο απλωμένο χέρι ενός από τους φρουρούς. Η παλάμη του άντρα ξεχείλισε από αστραφτερά νομίσματα, που έπεφταν στο έδαφος. Όταν ο φρουρός άρπαξε τον Στίβεν από τον ώμο, κρύος ιδρώτας έλουσε την Ίζομπελ. Τι; Γελούσαν; Ο φρουρός χτύπησε τον Στίβεν στην πλάτη, σαν να ήταν παλιοί φίλοι που μοιράζονταν ένα ανέκδοτο. Σύντομα και οι υπόλοιποι άρχισαν να κρυφογελούν και να ρουθουνίζουν. Η φωνή του Στίβεν δυνάμωσε και η Ίζομπελ μπόρεσε να ακούσει μερικές λέξεις του. «…Και μετά είπε ο Άγγλος: “Γιατί νομίζετε ότι εκτρέφουμε τόσα πρόβατα; Για το μαλλί τους;”» Θεέ και Κύριε, ο Στίβεν τούς έλεγε ανέκδοτα! Αισχρά ανέκδοτα, απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει. Έπειτα από έναν ακόμα κύκλο γέλιου, ο Στίβεν ανέβηκε στο άλογό του και οι άντρες άνοιξαν τις πύλες τόσο πολύ, ώστε χώραγαν να περάσουν όλοι μαζί, ταυτόχρονα. Βγήκαν από την πύλη, ενώ οι φρουροί συνέχισαν να φωνάζουν πίσω τους «Μπεεεε, μπεεε» και να λένε διάφορες αισχρολογίες για πλάκα… Ο Στίβεν γύρισε και τους χαιρέτησε, καθώς οι τρεις τους απομακρύνονταν μέσα στα σκοτάδια. «Πώς το έκανες αυτό;» τον ρώτησε η Ίζομπελ. «Είναι πολύ βαρετό το να είσαι νυχτερινός φρουρός. Οι άντρες αυτοί πάντα εκτιμούν μερικά αστεία» απάντησε ο Στίβεν. «Αλλά ήταν τα νομίσματα που τους έκαναν να ανοίξουν την πύλη. Η δουλειά τους είναι να εμποδίζουν τους εισβολείς να μπουν στην πόλη· δεν τους πειράζει ιδιαίτερα το να αφήσουν κάποιον να βγει, κερδίζοντας και λίγα ασημένια νομίσματα.» Η Ίζομπελ πίστευε πως ο Στίβεν δεν ήταν εξαρχής τόσο
348
MARGARET MALLORY
σίγουρος ότι οι φύλακες θα τους άφηναν να περάσουν όσο έδειχνε τώρα. «Θα συνεχίσουν να επαναλαμβάνουν αυτά τα αισχρά αστεία μεταξύ τους για ώρες» της είπε. «Με λίγη καλή τύχη, θα τους κρατήσουν απασχολημένους μέχρι να απομακρυνθούμε αρκετά.» «Όταν οι φρουροί βγήκαν έξω από το φυλάκιο, φαντάστηκα το κεφάλι σου πάνω σε ένα παλούκι» του είπε. «Και στοιχηματίζω ότι κι εσύ το ίδιο σκέφτηκες.» «Ναι» της είπε. «Και εσένα φυλακισμένη, να σε φυλάει ένας άσχημος καμπούρης που θα σου έριχνε πρόστυχες ματιές.» Ο Φρανσουά έσκασε στα γέλια, αλλά η Ίζομπελ παρέμεινε σκεπτική. «Θα κατασκηνώσουμε σε αυτό το δάσος για το υπόλοιπο της νύχτας» είπε ο Στίβεν, δείχνοντας στα σκοτάδια μπροστά του. «Πού είναι η Λινέτ;» ρώτησε η Ίζομπελ, νιώθοντας ενοχές που δεν είχε σκεφτεί μέχρι τώρα πώς ήταν το κορίτσι. «Την έστειλα πίσω, στην Καέν, με τους άντρες που με συνόδεψαν εδώ.» Μέχρι αυτή τη στιγμή, η Ίζομπελ δεν είχε σκεφτεί το ταξίδι που είχαν μπροστά τους μέχρι την Καέν· θα ήταν μακρύ και επικίνδυνο. Όμως, ο Στίβεν ήταν μαζί τους. Θα τους προστάτευε.
Κεφάλαιο Τριάντα Πέντε Μα τον Άγιο Γουίνιφρεντ, παρά τρίχα την είχαν γλιτώσει στην πύλη! Η Ίζομπελ νόμιζε ότι ο Στίβεν τής έκανε πλάκα, όταν της είπε ότι φαντάστηκε πως τη φρουρούσε ένας καμπούρης. Η εικόνα ήταν τόσο έντονη στο μυαλό του, που παραλίγο να ξεχάσει εκείνο το αισχρό αστείο με τα πρόβατα. Κατάφερε να φανεί ευχάριστος, επειδή οι ζωές τους εξαρτιόνταν από αυτό. Αλλά ο ιδρώτας δεν είχε σταματήσει να τρέχει στην πλάτη του. Και τώρα; Έτριψε το πρόσωπό του και αναθεμάτισε την τύχη του. Θα μπορούσαν να μπουν σε μεγάλο κίνδυνο, ταξιδεύοντας μόνοι στην ύπαιθρο, χωρίς οπλισμένους συνοδούς. Αισθάνθηκε καλύτερα την ώρα που πλησίαζαν στο δάσος. Τουλάχιστον, θα ήταν ασφαλείς εκεί όλο το βράδυ. Το πρωί, θα έβλεπε μήπως περνούσε από εκεί καμιά μεγάλη αποστολή για να την ακολουθήσουν. Η νύχτα θα ήταν ατέλειωτη· θα έπρεπε να μείνει ξύπνιος για να τους προσέχει. Ίσως να έλεγε στον εαυτό του ανόητα ανέκδοτα με πρόβατα για να καταφέρει να μην αποκοιμηθεί. Τι ήταν αυτό; Κάτι σαν ρουθούνισμα αλόγου είχε ακουστεί ανάμεσα στα δέντρα. Σήκωσε το χέρι του, κάνοντας σήμα στους άλλους δύο να σταματήσουν. Ευτυχώς, είχαν καταλάβει πως δεν έπρεπε να βγάλουν άχνα.
350
MARGARET MALLORY
Το κεφάλι του πονούσε από την προσπάθεια να ακούσει πιο καθαρά. Τι ήταν αυτό; Θρόισμα φύλλων; Βήματα; Έβγαλε αθόρυβα το σπαθί από τη θήκη και διέταξε το άλογό του να προχωρήσει μπροστά. «Στίβεν; Εσύ είσαι;» ακούστηκε μια φωνή μέσα στο σκοτάδι. Ο ανιψιός του θα έπρεπε να βρίσκεται έως τώρα στα μισά της διαδρομής μέχρι την Καέν. Κι όμως, η φωνή του ακούστηκε πίσω από τα χόρτα, δίπλα στο δρόμο. «Τζέιμι;» Ο Τζέιμι βγήκε μέσα από τα χόρτα και φάνηκε στον Στίβεν τόσο όμορφος, λες και είχε αναδυθεί η Αφροδίτη μέσα από τη θάλασσα. Ο ανιψιός του φώναξε προς τα πίσω: «Είναι ο θείος μου!» Αντρικές φιγούρες άρχισαν να ξεπροβάλλουν από τα δέντρα, χαιρετώντας. Το σφίξιμο στην καρδιά του Στίβεν εξαφανίστηκε και άρχισε να γελάει. «Βλέπω ότι αγνόησες τις διαταγές μου» του είπε, κατεβαίνοντας από το άλογο. Τον αγκάλιασε από τους ώμους. «Δόξα τω Θεώ που το έκανες!» «Η αλήθεια είναι ότι δεν σκόπευα να σε υπακούσω στο ελάχιστο» είπε ο Τζέιμι. «Εάν δεν επέστρεφες μέχρι το πρωί, θα ερχόμουν στη Ρουέν για να σε πάρω.» «Φρανσουά! Ίζομπελ! Στίβεν!» Ο Στίβεν άκουσε τη φωνή της Λινέτ, καθώς έτρεχε προς το μέρος τους. Τα ξανθά της μαλλιά έλαμπαν στο σκοτάδι. Το ταξίδι πίσω στην Καέν ήταν εφιαλτικό. Κάθε μία ώρα, ο Στίβεν έπρεπε να αξιολογεί αν άντεχαν οι ίδιοι και τα άλογα χωρίς να σταματήσουν. Από την άλλη, έπρεπε να προλάβουν να φτάσουν προτού ο βασιλιάς αναχωρήσει για τη Σαρτρ. Οι Αρμανιάκ, που είχαν επιρροή στον μισότρελο Γάλλο βασιλιά, είχαν προτείνει μια μυστική συνάντηση ανάμεσα στους δύο μονάρχες στη Σαρτρ, σε λίγες μέρες. Ο Βασιλιάς
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
351
Ερρίκος είχε συμφωνήσει, γιατί πίστευε ότι σε αυτήν θα έληγε η διαμάχη, έπειτα από διαπραγματεύσεις. Για να τηρηθεί μυστική η συνάντηση, ο βασιλιάς δεν θα πήγαινε εκεί με τον στρατό του, αλλά μόνο με μια μικρή συνοδεία. Εάν λοιπόν οι Αρμανιάκ σκόπευαν να δολοφονήσουν τον Βασιλιά Ερρίκο, η συνάντηση στη Σαρτρ θα ήταν η τέλεια ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Ο Στίβεν είχε αφήσει την ομάδα του να ξεκουραστεί μόνο για δύο-τρεις ώρες, στο δάσος έξω από τη Ρουέν. Το πρωί, είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίς και ταξίδευαν χωρίς να κάνουν ούτε μία στάση. Τους επέτρεψε να σταματήσουν μόνον όταν το σκοτάδι έγινε τόσο πυκνό, ώστε τους ήταν δύσκολο να δουν μπροστά τους. Βρήκε την Ίζομπελ να κάθεται μπροστά στη φωτιά· το κεφάλι της Λινέτ ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά της. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε, καθώς την πλησίαζε. Του χαμογέλασε κουρασμένα. «Δεν θέλω να την ξυπνήσω για να τελειώσει το δείπνο της» είπε. «Θα φροντίσω να φάει μία επιπλέον μερίδα πρωινού.» Γονάτισε για να πάρει το κορίτσι στην αγκαλιά του. «Πρέπει κι εσύ να κοιμηθείς. Θα φύγουμε από εδώ με το που θα χαράξει.» Στενοχωριόταν που την έβλεπε τόσο καταβεβλημένη. «Δεν έχω ξανανιώσει τόσο κουρασμένη» του είπε, τραβώντας τα μαλλιά της από το πρόσωπό της. «Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να κοιμηθώ.» Τα χέρια και τα πόδια της Λινέτ κρέμονταν από την αγκαλιά του, καθώς τη μετέφερε στην κουβέρτα που θα μοιραζόταν με την Ίζομπελ. Όταν πήγε πίσω, η Ίζομπελ είχε φύγει από εκεί. Κοίταξε προς τη μεριά όπου ο Τζέιμι, ο Τζέφρι και ο Φρανσουά άπλωναν τις κουβέρτες τους. «Πήγε στο ποτάμι για να πλυθεί» του είπε ο Τζέφρι. «Πρόσεχε τη Λινέτ» τον διέταξε ο Στίβεν, ενοχλημένος που είχαν αφήσει την Ίζομπελ να φύγει μόνη της.
352
MARGARET MALLORY
Άρχισε να περπατάει δίπλα στην όχθη του ποταμού, κάτω από το φως του φεγγαριού. Όλη τη μέρα ήθελε να της μιλήσει. Αλλά το ταξίδι παραήταν κουραστικό για σοβαρές συζητήσεις και ταυτόχρονα έπρεπε να προσέχει και τριγύρω. Τώρα που του δινόταν η ευκαιρία να τα πει μαζί της, δεν ήξερε πώς να ανοίξει τη συζήτηση. Άκουσε ένα πλατσούρισμα και είδε μια φιγούρα να προσπαθεί να καθίσει στην άκρη του ποταμού. Έτρεξε προς το μέρος της και τη βοήθησε να σταθεί ξανά στα πόδια της. «Ίζομπελ, θα κρυώσεις άσχημα!» Τύλιξε το πανωφόρι του γύρω της και την κράτησε σφιχτά, μέχρι να σταματήσει να τουρτουρίζει. Έκανε λίγο πίσω το κεφάλι του για να δει την έκφραση του προσώπου της, αλλά το φεγγάρι δεν φώτιζε αρκετά. Όμως, δεν είχε ήδη καταλάβει τι ήθελε να της πει; Πήρε τα χέρια της στα δικά του και περίμενε, ελπίζοντας ότι θα του έλεγε κάτι για να τον ενθαρρύνει. Στο τέλος, απλά γύρισε και της είπε αυτό που ήθελε: «Με το που θα επιστρέψουμε, θέλω να ζητήσω την άδεια του βασιλιά για να παντρευτούμε.» Την άκουσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, προτού ο βασιλιάς αποφασίσει ότι θα παντρευτείς κάποιον άλλον.» Ήταν αποφασισμένος να μην τον αφήσει ξανά να τον προλάβει. «Νόμιζα ότι είχες καταλάβει» του είπε συγκρατημένα. «Δεν υπάρχει παιδί.» Ένιωσε τα λόγια της σαν μαχαίρι στην καρδιά του. «Μόνο για αυτόν το λόγο θα με παντρευόσουν;» Φάνηκε στη φωνή του ότι ήταν πληγωμένος, αλλά δεν μπορούσε να το κρύψει. Όταν αυτή δεν το αρνήθηκε, κατάπιε την περηφάνια του. «Όμως, μπορεί ακόμα να χρειάζεσαι έναν σύζυγο. Ίσως να έχεις μείνει έγκυος από τον Ντε Ροσέ.» Της μίλησε ήρεμα, παρόλο που η σκέψη του καθάρματος να την αγγίζει τον έκανε να ανακατεύεται.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
353
«Ούτε από αυτό χρειάζεται να με σώσεις.» Η φωνή της ήταν γεμάτη ένταση. «Δεν υπάρχει περίπτωση να κουβαλάω το παιδί του.» Ο Στίβεν ένιωσε να ανακουφίζεται. Δόξα τω Θεώ, το κάθαρμα δεν την είχε κάνει δική του. Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση δεν εξελισσόταν όπως ήλπιζε. «Θέλω να γίνεις γυναίκα μου» της είπε, φέρνοντας ξαφνικά στο μυαλό του τη συμβουλή της Κάθριν, «γιατί σε αγαπώ.» «Εάν αυτό είναι αλήθεια» τινάχτηκε αυτή «τότε λυπάμαι.» Όλες του οι ελπίδες εξανεμίστηκαν. Προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμος, τη ρώτησε: «Δεν ενδιαφέρεσαι καθόλου για μένα;» «Αν ενδιαφέρομαι;» Η Ίζομπελ άρχισε να χτενίζει με τα δάχτυλά της τα μπερδεμένα μαλλιά της. «Μακάρι να μην ενδιαφερόμουν! Μακάρι να μη σε αγαπούσα!» Ξαφνικά, εξαφανίστηκαν από πάνω του όλη η ένταση και η κούραση. Ένιωσε ξαλαφρωμένος, χαρούμενος. Όλα θα πήγαιναν καλά – η Ίζομπελ τον αγαπούσε! Αλλά, όταν προσπάθησε να την τραβήξει στην αγκαλιά του, εκείνη πήρε τα χέρια της μακριά του. «Ακριβώς λοιπόν επειδή σε αγαπώ, δεν θα μπορούσα να αντέξω τις απιστίες» του είπε, κάνοντας πίσω. «Πώς είναι δυνατόν να νομίζεις ότι θα σου είμαι άπιστος;» είπε, προσπαθώντας να την αγγίξει. «Σ’ αγαπώ.» «Νομίζεις ότι δεν ξέρω για όλες τις γυναίκες σου;» του είπε, υψώνοντας τη φωνή της. «Εκεί ήμουν. Σε έβλεπα κάθε μέρα στην Καέν.» «Θα τιμήσω τους όρκους του γάμου μου» της είπε με ύφος. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι τον προσέβαλλε; «Για μία μέρα ήλθες στη Ρουέν και οι ιερόδουλες σου έδιναν λεφτά – σου έκαναν χάρες!» «Μπορώ να σου εξηγήσω για αυτές τις γυναίκες…» «Εάν δεν είναι οι γυναίκες, θα είναι κάτι άλλο.» Όταν
354
MARGARET MALLORY
προσπάθησε να της μιλήσει ξανά, αυτή κάλυψε τα αυτιά της και άρχισε να φωνάζει: «Δεν έχω υποφέρει αρκετά;» Άρπαξε το χέρι της και το έβαλε στην καρδιά του. «Για σένα, θα είμαι ο καλύτερος σύζυγος που μπορώ να γίνω. Θέλω να είσαι περήφανη για μένα – θέλω εγώ να είμαι περήφανος για μένα. Θέλω να γίνω ένας καλός σύζυγος, ένας καλός πατέρας. Ίζομπελ, σε παρακαλώ: εμπιστεύσου με!» «Δεν μπορώ, δεν μπορώ!» Τράβηξε το χέρι της και άρχισε να τρέχει μακριά του, μέσα στο σκοτάδι. Όταν εκείνος προσπάθησε να τρέξει ξοπίσω της, ο Τζέφρι πετάχτηκε μπροστά του από το πουθενά και του έκλεισε το δρόμο. «Άσ’ την να φύγει» είπε, πιέζοντας το χέρι του στο στέρνο του Στίβεν. «Μα πρέπει να της πω…» «Όχι τώρα» είπε ο Τζέφρι, χωρίς να κουνηθεί. «Όχι απόψε. Δεν βλέπεις πόσο εξαντλημένη είναι;» Όμως, έπρεπε να της μιλήσει για την κατασκοπεία, έπρεπε να καταλάβει το ρόλο αυτών των γυναικών. «Είναι αναστατωμένη – εγώ…» «Για όνομα του Θεού, Στίβεν, έχει ακόμα πάνω της το αίμα του προηγούμενου άντρα της!» Ο Στίβεν ανατρίχιασε με το που θυμήθηκε τη στιγμή κατά την οποία είχε γυρίσει και είχε δει το στήθος της γεμάτο αίματα. «Προσπαθούσε να το ξεπλύνει» είπε ο Τζέφρι. Ο Στίβεν ήξερε πώς είναι να είσαι γεμάτος αίματα. Παρόλο που της είχε δώσει να φορέσει ένα καθαρό πουκάμισο και έναν κουβά νερό για να πλυθεί το προηγούμενο βράδυ, μόνον ένα καυτό μπάνιο και ένα γερό τρίψιμο θα μπορούσαν να βγάλουν το αίμα από παντού. Ο Τζέφρι έπιασε τον Στίβεν από το μπράτσο και τον γύρισε προς το μέρος του. «Πρέπει να της δώσεις χρόνο να συνέλθει.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
355
«Έχεις δίκιο» είπε ο Στίβεν, νιώθοντας φριχτά. Ούτε μία μέρα δεν είχε περάσει από τότε που ο προηγούμενος αρραβωνιαστικός της προσπάθησε να τη βιάσει και να τη σκοτώσει, και αυτός την πίεζε να παντρευτούν. «Καταλαβαίνω περισσότερα απ’ όσα νομίζει η αδελφή μου» είπε ο Τζέφρι. «Κάθισε δίπλα μου. Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω.» Ο Στίβεν κατέρρευσε πάνω στα βρεγμένα χόρτα, δίπλα στο ποτάμι. «Δεν πιστεύει ότι την αγαπάω;» τον ρώτησε, απελπισμένος. «Σε απασχολεί η λάθος ερώτηση.» Ο Τζέφρι πήρε μια πέτρα και την έριξε στο νερό. «Αυτό που θέλει να γνωρίζει η Ίζομπελ είναι αν μπορεί να σε εμπιστευτεί. Θα είσαι εκεί, όταν θα σε χρειάζεται; Ή θα τη θυσιάσεις για κάτι που ίσως θελήσεις περισσότερο;» Ο Στίβεν κοίταξε το σκοτεινό νερό που κινούνταν. Άκουσε τον ήχο μίας ακόμα πέτρας να πέφτει μέσα και είδε, κάτω από το φως του φεγγαριού, τους ομόκεντρους κύκλους που σχηματίστηκαν. «Ήμουν πολύ μικρός για να θυμηθώ πώς ήταν η μητέρα μας, προτού η οικογένειά μας χάσει τα πάντα» είπε ο Τζέφρι. «Αλλά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά για την Ίζομπελ: αυτή και ο πατέρας μας ένιωσαν εγκαταλελειμμένοι.» «Κάτι μου έχει πει η Ίζομπελ για αυτό.» «Αυτή η απώλεια τους έφερε πιο κοντά» είπε ο Τζέφρι. «Άρχισαν να απολαμβάνουν ο ένας την παρέα του άλλου, τους άρεσε να κάνουν τα ίδια πράγματα – να ξιφομαχούν, να ιππεύουν γρήγορα. Έγινε η παρέα του και ο γιος που ήλπιζε να έχει. Ευτυχώς που η Ίζομπελ έχει καλή καρδιά, γιατί ο πατέρας μας δεν μπορούσε να της πει “όχι” σε τίποτα. Τη λάτρευε.» «Κι όμως» είπε ο Στίβεν «αντήλλαξε την ευτυχία της με τη δυνατότητα να πάρει πίσω τη γη του.»
356
MARGARET MALLORY
«Την έκανε κομμάτια αυτό» είπε ο Τζέφρι, κουνώντας το κεφάλι του. «Ανησυχώ για την ψυχή της· ακόμα δεν τον έχει συγχωρήσει.» «Οπότε, παρόλο που την αγαπώ, πιστεύει πως θα την προδώσω κι εγώ;» «Είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα» είπε ο Τζέφρι. «Χειρότερα;» «Ναι. Σε αγαπάει.» «Πώς μπορεί κάτι τέτοιο να είναι χειρότερο;» Ήταν το μόνο πράγμα που του έδινε ελπίδα. «Γι’ αυτό είναι αποφασισμένη να μη σε παντρευτεί» είπε ο Τζέφρι, χτυπώντας τον Στίβεν στην πλάτη. «Ξέρει ότι όσο πιο πολύ νοιάζεται για σένα, τόσο περισσότερο μπορείς να την πληγώσεις.» «Η Ίζομπελ δεν θα προσπερνούσε την ευτυχία λόγω δειλίας» είπε ο Στίβεν. «Έτσι δεν είναι;» «Έχει πολύ κουράγιο μέσα της» απάντησε ο Τζέφρι και σηκώθηκε όρθιος. «Το πρόβλημα είναι ότι όσο κουράγιο έχει, άλλο τόσο πεισματάρα είναι.» Κατάρα! Ο Στίβεν έγειρε προς τα πίσω, κοιτάζοντας το φεγγάρι. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να την πείσει να τον εμπιστευτεί. Ποιος, όμως, θα ήταν αυτός; «Προτείνω να προσευχηθείς» του είπε ο Τζέφρι, που στεκόταν όρθιος από πάνω του. Έπειτα άκουσε τα βήματά του να απομακρύνονται. «Να προσευχηθείς χωρίς να σταματήσεις» του φώναξε ο Τζέφρι από μακριά. «Αυτή είναι η μόνη ελπίδα σου.»
Κεφάλαιο Τριάντα Έξι Το κάστρο της Καέν φαινόταν πανέμορφο· η ξεχωριστή πέτρα των τειχών φωτιζόταν από τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Επιτέλους! Όταν ο Στίβεν πέρασε με την εξαθλιωμένη ομάδα του τις πύλες, βρήκε έναν από τους φρουρούς του βασιλιά να τον περιμένει. «Ο βασιλιάς μάς είχε βάλει να σας παρακολουθούμε από τους πύργους» του είπε ο άντρας. «Πρέπει να με ακολουθήσετε αμέσως.» Όταν έφτασαν κοντά στο θησαυροφυλάκιο, ο Στίβεν βοήθησε την Ίζομπελ να κατέβει από το άλογο. Ήταν τόσο εξουθενωμένη, που σωριάστηκε στην αγκαλιά του. «Δεν μπορώ να δω τον βασιλιά έτσι» απολογήθηκε εκείνη. Η καημένη η Ίζομπελ φορούσε ακόμα αντρικά ρούχα. Παρά τις προσπάθειές της να πλυθεί, ήταν τόσο βρόμικη όσο και οι άλλοι. «Λυπάμαι, αλλά ο βασιλιάς θα θέλει να μάθει για τη συνωμοσία από σένα» της είπε ο Στίβεν. «Δεν θα ανεχτεί καθυστερήσεις.» Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της και έδειχνε τόσο εξαθλιωμένη, που ο Κάρλτον μπήκε στον πειρασμό να την κουβαλήσει. Αντί γι’ αυτό, όμως, της έσφιξε το πανωφόρι και της κατέβασε την κουκούλα πιο χαμηλά στο κεφάλι της.
358
MARGARET MALLORY
«Τώρα, κανείς δεν θα δει τι φοράς» της είπε «εκτός από τον βασιλιά, αλλά εκείνος ούτε που θα το προσέξει.» Τους ανήγγειλαν στο ιδιωτικό σαλόνι του μονάρχη, πίσω από τη μεγάλη σάλα. Ο Στίβεν ανακουφίστηκε, όταν είδε πως ο βασιλιάς ήταν ασυνόδευτος. Μόνον ο Ρόμπερτ, ο Γουίλιαμ και η Κάθριν ήταν εκεί. «Δόξα τω Θεώ που είστε σώοι» είπε ο βασιλιάς, πριν ακόμα ο Στίβεν προλάβει να χαιρετήσει τους άλλους. «Μόλις μάθαμε ότι ο Ντε Ροσέ ήταν αναμεμιγμένος στην επίθεση στο μοναστήρι, φοβηθήκαμε για τη ζωή και των δυο σας.» «Πώς μάθατε για τον Ντε Ροσέ;» ρώτησε ο Στίβεν. Ο βασιλιάς χαμογέλασε στην Κάθριν. «Η νύφη σου κατάφερε να αποσπάσει την πληροφορία από τη Μαρί ντε Λισιέ.» Η Κάθριν τού χαμογέλασε κι αυτή. «Δεν μπορούσα να αφήσω τους άντρες να αμαυρώσουν την ηθική τους ανακρίνοντάς την, έτσι δεν είναι;» Ο Στίβεν τούς ενημέρωσε συνοπτικά για όσα είχαν συμβεί στη Ρουέν. Ο βασιλιάς φάνηκε περισσότερο περίεργος παρά ενοχλημένος, σε σχέση με αυτά που άκουγε για την απόπειρα δολοφονίας του. Αφού έκανε ένα σωρό ερωτήσεις στον Στίβεν σχετικά με το ζήτημα, έπειτα στράφηκε προς την Ίζομπελ. Ο Στίβεν ανησυχούσε: η λαίδη σχεδόν δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, και ο βασιλιάς έπρεπε να της ζητάει συνεχώς να μιλάει πιο δυνατά. Αφού του εξιστόρησε τα πάντα για την επιστολή του «Τ», τα μάτια του βασιλιά στένεψαν, κοιτάζοντας απέναντι, στο κενό. «Ο Δελφίνος βρίσκεται πίσω από όλο αυτό» είπε ο Ερρίκος, τρίβοντας το σαγόνι του. «Έχει να χάσει πολλά, και θα ενεργούσε με έναν τέτοιον δειλό τρόπο.» «Δεν θα έκανε κάτι τέτοιο χωρίς σημαντικούς Αρμανιάκ να τον στηρίζουν» παρενέβη ο Γουίλιαμ. «Ίσως όχι» είπε ο βασιλιάς. «Αλλά αμφιβάλλω αν ο Βασιλιάς Κάρολος –ή αυτή η διεφθαρμένη βασίλισσά του– είναι αναμεμιγμένοι σε αυτή τη συνωμοσία.»
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
359
«Θα ήταν πολύ περίεργες οι σχέσεις σας, όταν θα παντρευόσασταν την κόρη τους» πρόσθεσε ο Ρόμπερτ. Ο βασιλιάς άρχισε να γελάει. «Σωστά!» Η έκφρασή του σοβάρεψε ξανά, όταν γύρισε πάλι προς τη μεριά του Στίβεν και της Ίζομπελ. «Σας είμαι ευγνώμων για ό,τι κάνατε και θέλω να σας ανταμείψω για αυτό.» Ο Στίβεν υποκλίθηκε. «Είναι τιμή μου να σας υπηρετώ.» «Λαίδη Χιουμ» είπε ο βασιλιάς «σας οφείλω έναν σύζυγο.» Διάολε! Ούτε περιθώριο μίας μέρας δεν μπορούσε να του δώσει ο Ερρίκος, ώστε να φτιάξει τα πράγματα με την Ίζομπελ; Ο Στίβεν είδε τον Ρόμπερτ να του κλείνει το μάτι και μετά κοίταξε τον αδελφό του. Ο Γουίλιαμ κούνησε το κεφάλι του, επιβεβαιώνοντας τις σκέψεις του. Είχαν ήδη μιλήσει στον βασιλιά εκ μέρους του. Πλέον, η Ίζομπελ ήταν δική του. «Πρέπει να απολογηθώ για την πρώτη επιλογή συζύγου που έκανα» είπε ο βασιλιάς «αλλά είμαι σίγουρος πως θα χαρείτε με την επιλογή του δεύτερου.» Ο Ερρίκος σήκωσε τα φρύδια του, καθώς η Ίζομπελ έπεσε στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια του. «Σας παρακαλώ, σας ικετεύω, μεγαλειότατε» του είπε. «Μη με υποχρεώσετε να κάνω κάτι τέτοιο. Αν είστε ευγνώμων για τις υπηρεσίες μου, τότε απαλλάξτε με από την υπόσχεσή μου.» Ο βασιλιάς κοίταξε τον Γουίλιαμ και τον Ρόμπερτ. «Μου είπατε ότι θα χαρεί.» Ο Ρόμπερτ έκανε νόημα στον βασιλιά να συνεχίσει. «Σας παρακαλώ, μην το κάνετε αυτό» είπε η Ίζομπελ, βγάζοντας μια κραυγή, και χτύπησε τη γροθιά της στο πάτωμα. «Θέλω, επιτέλους, να ησυχάσω!» «Η Λαίδη Χιουμ είναι εξαντλημένη» είπε ο Στίβεν, αγνοώντας το σινιάλο του Γουίλιαμ να σωπάσει. «Σας παρακαλώ, μεγαλειότατε, δεν μπορείτε να περιμένετε μέχρι αύριο, ώστε πρώτα να ξεκουραστεί;» Ο βασιλιάς κούνησε κοφτά και καταφατικά το κεφάλι του. «Σας ευχαριστώ, μεγαλειότατε» είπε ο Στίβεν.
360
MARGARET MALLORY
Υποκλίθηκε γρήγορα και βοήθησε την Ίζομπελ να σηκωθεί όρθια. Καθώς σχεδόν την κουβαλούσε πια έξω από την αίθουσα, προσπάθησε να της μιλήσει. Εκείνη δεν αντέδρασε καν στις ικεσίες του. Ο Γουίλιαμ τούς πρόλαβε στην κορυφή της σκάλας. «Λαίδη Χιουμ» της είπε ευγενικά, κρατώντας την από το μπράτσο. «Η γυναίκα μου και εγώ θα χαιρόμασταν, αν μένατε μαζί μας, στο σπίτι μας στην πόλη.» Η Κάθριν εμφανίστηκε πίσω τους και παραμέρισε τον Στίβεν για να πιάσει την Ίζομπελ από το άλλο μπράτσο. Χωρίς να του πουν κουβέντα, ο άντρας και η γυναίκα άρχισαν να απομακρύνονται, με την –ήρεμη, πλέον– Ίζομπελ ανάμεσά τους. Ο Γουίλιαμ γύρισε και κοίταξε τον Στίβεν, εξοργισμένος. Λες και ευθυνόταν αυτός για ό,τι είχε γίνει πριν από λίγο! Ο Στίβεν έσφιξε τις γροθιές του, απογοητευμένος. Ένιωσε ένα χτύπημα στην πλάτη του και γύρισε, βλέποντας τον Ρόμπερτ πίσω του. «Όλο αυτό δεν πήγε τόσο καλά όσο ελπίζαμε» είπε ο Ρόμπερτ. «Δεν κατάλαβες ότι ο βασιλιάς επέλεξε εσένα για σύζυγό της;» «Κάτι μάντεψα.» Ο Στίβεν κάθισε απότομα στο πάνω σκαλί και ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια του. Είχαν μαζευτεί πάρα πολλά. Ήταν εξαντλημένος. «Όμως, δεν μπορούσα να την πάρω έτσι όπως ήταν.» «Καλά, καλά» είπε ο Ρόμπερτ με το που κάθισε δίπλα του. «Η Ίζομπελ νόμιζε ότι ο βασιλιάς ήθελε να την παντρέψει με κάποιο άλλο κάθαρμα, σαν τον Χιουμ ή τον Ντε Ροσέ. Ποιος μπορεί να την κατηγορήσει που αντέδρασε;» «Δεν θέλει να με παντρευτεί.» «Η Ίζομπελ θα συνέλθει, όταν καταλάβει πόσο πολύ ενδιαφέρεται για σένα.» «Λέει ότι με αγαπάει» είπε ο Στίβεν, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από τα χέρια του. «Όμως, αυτό δεν κάνει ευκολότερα τα πράγματα.»
Κεφάλαιο Τριάντα Επτά Η Ίζομπελ δεν μπορούσε να αναπνεύσει! Τα χέρια του Ντε Ροσέ ήταν γύρω από το λαιμό της, σφίγγοντάς την με θηριώδη δύναμη, καθώς την έσπρωχνε πάνω στο κρεβάτι. «Εσύ! Εσύ!» έκρωξε. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα. Ο πανικός που την κυρίευσε της έδωσε τη δύναμη να πράξει αυτό που έπρεπε ήδη να είχε κάνει: με μια γρήγορη κίνηση, άρπαξε το μαχαίρι και έκοψε το λαιμό του απ’ άκρη σ’ άκρη. Για μια φριχτή στιγμή, ο Ντε Ροσέ έμεινε μετέωρος από πάνω της και το αίμα από το λαιμό του άρχισε να πετάγεται σαν σιντριβάνι· την πιτσίλισε παντού στο πρόσωπο, της μούσκεψε το πουκάμισο, άρχισε να τρέχει σαν ποτάμι στις άκρες του λαιμού της. Έπειτα κατέρρευσε πάνω της, παγιδεύοντάς την στο κρεβάτι. Ήταν τόσο βαρύς! Εκείνη έκανε σπασμωδικές κινήσεις για να τον πετάξει στην άκρη. Η Ίζομπελ σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Ήταν όνειρο. Αυτή τη φορά, ήταν ένα όνειρο. Ακούμπησε προσεκτικά το στήθος της με τα δάχτυλά της για να σιγουρευτεί. Το ύφασμα ήταν στεγνό. Κοίταξε προς τα κάτω και ανέπνευσε ανακουφισμένη, βλέποντας την καθαρή λευκή νυχτικιά της. Ο Ντε Ροσέ και ο Λε Φεβρ ήταν νεκροί. Ήταν ασφαλής.
362
MARGARET MALLORY
Άκουσε την πόρτα να ανοίγει, και ενστικτωδώς έπιασε με το χέρι το λαιμό της. «Λαίδη Χιουμ;» μια χαρούμενη φωνή ακούστηκε. «Είστε ξύπνια;» Η Ίζομπελ τράβηξε την κουρτίνα του κρεβατιού και αντίκρισε μια παχουλή ηλικιωμένη γυναίκα να μπαίνει στο δωμάτιο, κουβαλώντας ένα δίσκο με αχνιστά φαγώσιμα. «Αισθάνεστε καλύτερα σήμερα;» τη ρώτησε η υπηρέτρια, καθώς άφηνε το δίσκο σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο. «Ναι, ευχαριστώ» απάντησε η Ίζομπελ. «Κοιμήθηκα πολλές ώρες;» «Μία ολόκληρη νύχτα και μία ολόκληρη μέρα, λαίδη μου» είπε η υπηρέτρια γελώντας. Ήλθε προς το κρεβάτι και έσμιξε τα φρύδια της. «Τς, τς. Είναι άσχημες αυτές οι μελανιές.» Η Ίζομπελ κατέβασε το χέρι από το λαιμό της. «Είστε τόσο κουρασμένη! Με δυσκολέψατε χθες, όταν αποκοιμηθήκατε μέσα στην μπανιέρα.» «Έτριψες τα δάχτυλά μου για να φύγει το αίμα» της είπε η Ίζομπελ, που στο μεταξύ την είχε θυμηθεί. Αισθανόταν τόσο ευγνώμων, που θα μπορούσε να τη φιλήσει. Για δύο μέρες, κάθε φορά που κοίταζε τα χέρια της να κρατούν τα χαλινάρια, έβλεπε το αίμα του Ντε Ροσέ να έχει δημιουργήσει κρούστα κάτω από τα νύχια της. Δεν μπορούσε να το βγάλει, τρίβοντάς το στο σκοτάδι χωρίς σαπούνι. Πώς ήταν δυνατόν ο Στίβεν και ο βασιλιάς να της μιλούν για γάμο, όταν είχε ακόμα το αίμα του Ντε Ροσέ πάνω στις μπότες της, στο κολάν της, κολλημένο στα μαλλιά της; «Θα σας άφηνα να ξεκουραστείτε κι άλλο» είπε η γυναίκα «αλλά ο αδελφός σας ήλθε για να σας συνοδέψει στον βασιλιά.» «Στον βασιλιά;» Αισθανόταν σαν να είχε μόλις φύγει από εκεί.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
363
Έκλεισε τα μάτια της. Ανάθεμα σε αυτόν τον γεροανόητο Χιουμ! Εάν δεν είχε πιστέψει τα ψέματα του Βαρθολομαίου Γκράχαμ, τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί: δεν θα είχε γνωρίσει ποτέ τον Ντε Ροσέ, δεν θα έπρεπε να σκοτώσει κανέναν, δεν θα είχε μελανιές στο λαιμό της. Θα ζούσε ήρεμα στο σπίτι της, στο Νορθάμπερλαντ. Ποια θα ήταν τώρα η μοίρα της; Το γεγονός ότι το προηγούμενο προξενιό είχε αποτύχει να εξασφαλίσει τη συμμαχία με τον Ντε Ροσέ δεν σήμαινε πως ο βασιλιάς δεν θα προσπαθούσε ξανά. Σε ποιον Γάλλο ευγενή θα ήθελε να τη δώσει τώρα; Ή θα της έδινε στον Στίβεν; Μπορούσε εκείνος να πείσει τον βασιλιά; Εάν ναι, τι θα έκανε αυτή; Θα συμφωνούσε. Φυσικά και θα συμφωνούσε. Πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι να την πληγώσει; Μερικές εβδομάδες; Έξι μήνες; Ένας χρόνος; Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα προτιμούσε να είναι δυστυχισμένη μαζί του από το να είναι με οποιονδήποτε άλλον. Εάν ο Θεός ήταν καλός μαζί της, θα της έδινε παιδιά για να την παρηγορήσουν. Μία ώρα αργότερα, έφτασε στο παλάτι. Η καρδιά της βούλιαξε στη θλίψη, όταν είδε ότι ο Στίβεν δεν ήταν εκεί. Στάθηκε μπροστά στον βασιλιά, ανάμεσα στον Τζέφρι και τον Ρόμπερτ, περιμένοντας για άλλη μια φορά να της ανακοινώσει τη μοίρα της. Πού ήταν ο Στίβεν; Αν ήθελε να τη διεκδικήσει, έπρεπε να είναι εκεί. Ίσως να είχε ήδη μιλήσει στον βασιλιά και να ήταν όλα κανονισμένα. «Ελπίζω να έχετε συνέλθει αρκετά για να συζητήσετε το μέλλον σας» είπε ο βασιλιάς, με ευγένεια στη φωνή του. Η Ίζομπελ κοκκίνισε. Θυμήθηκε πως είχε πέσει στα πόδια του, ικετεύοντάς τον, με το που της είχε πει ότι της ήταν υποχρεωμένος για τις υπηρεσίες της και ότι ήθελε να της το ξεπληρώσει. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο, αν δεν ήταν εντελώς εξαθλιωμένη.
364
MARGARET MALLORY
«Φεύγω από την Καέν την αυγή και θέλω να τακτοποιήσω νωρίτερα το ζήτημά σας» είπε ο βασιλιάς, ξεδιπλώνοντας έναν πάπυρο. Γύρισε το κεφάλι της για να δει αν είχε έλθει ο Στίβεν. «Έχω μια επιστολή από τον θείο μου, τον Επίσκοπο Μπόφορτ.» Τον Επίσκοπο Μπόφορτ! Δεν της είχε ήδη προκαλέσει αρκετή θλίψη; «Μίλησε στον πατέρα σας για να αυξήσει την προίκα σας.» Γιατί; Τι σχεδίαζαν τώρα; Πόσες φορές έπρεπε ακόμα να υποφέρει, λόγω των επιλογών που έκαναν για αυτήν οι άντρες οι οποίοι την εξουσίαζαν; Είχε κουραστεί τόσο πολύ από τις αποφάσεις τους… «Ο επίσκοπος έπεισε τον πατέρα σας να αυξήσει αρκετά την προίκα σας.» Μπορούσε να φανταστεί τον Επίσκοπο Μπόφορτ να «πείθει» τον δύστροπο πατέρα της. Εάν δεν βρισκόταν σε τέτοια υπερένταση, θα τη διασκέδαζε η σκέψη. «Μεγαλειότατε, μπορώ;» ρώτησε ο αδελφός της. Ο βασιλιάς έγνεψε καταφατικά, και ο Τζέφρι είπε: «Ο πατέρας μας θα αυξήσει κι άλλο την προίκα της, όταν μάθει ότι θα καταταγώ στο Τάγμα των Σιστερσιανών.» Η Ίζομπελ προσπάθησε να χαμογελάσει στον αδελφό της. Παρόλο που η συγκεκριμένη επιλογή δεν ήταν συνηθισμένη για έναν μοναχογιό, ήταν χαρούμενη για αυτόν. «Θαυμάζω τους Σιστερσιανούς για την αφοσίωσή τους στη λιτότητα, στην προσευχή και στη σκληρή δουλειά» είπε ο βασιλιάς. «Ο πατέρας σου θα πρέπει να είναι περήφανος για σένα.» Χα! Ο βασιλιάς θα άκουγε τις φωνές του πατέρα τους να φτάνουν από το Νορθάμπερλαντ μέχρι εδώ, όταν θα του έλεγαν τα νέα. «Είναι κρίμα που δεν χρειάζεσαι πια την προίκα σου» είπε ο βασιλιάς, κουνώντας το κεφάλι του. «Σε απαλλάσσω από
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
365
την υποχρέωση να παντρευτείς έναν άντρα της επιλογής μου.» «Μεγαλειότατε;» Η Ίζομπελ είχε μείνει τόσο πολύ έκπληκτη, που δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει σωστά. «Εάν δεν παντρευτείς, θα πρέπει να έχεις ένα εισόδημα» της είπε ο βασιλιάς. «Οπότε, σου χαρίζω και την περιουσία του Χιουμ.» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Μα οι εκτάσεις του Χιουμ ανήκουν τώρα στον Βαρθολομαίο Γκράχαμ.» «Ο Γκράχαμ συνελήφθη να συναναστρέφεται Σκοτσέζους επαναστάτες» είπε ο βασιλιάς. «Οπότε ο επίσκοπος κατέσχεσε την περιουσία του. Ανήκει πλέον στο Στέμμα.» Τον κοίταξε επίμονα. Ήταν δυνατόν; «Σκόπευα να δώσω την περιουσία στον νέο σου σύζυγο, ως γαμήλιο δώρο» είπε ο βασιλιάς, συνοφρυωμένος. Η Ίζομπελ ένιωσε να ζαλίζεται. Οι εκτάσεις του Χιουμ ήταν επιτέλους δικές της. Αυτό που περίμενε όλα αυτά τα χρόνια γινόταν πραγματικότητα. Δεν θα πουλιόταν ποτέ ξανά σαν ζώο, για οικονομικούς ή πολιτικούς σκοπούς. Θα ήταν η κυρία του δικού της νοικοκυριού και δεν θα εξαρτιόταν από κανέναν άντρα. Εντελώς ξαφνικά, ένιωσε να έρχεται αντιμέτωπη με τη μοναχικότητα που θα είχε στο εξής η ζωή της. Μια ζωή την οποία ευχόταν να ζούσε από τότε που ήταν δεκατριών ετών. «Πραγματικά, αυτά είναι εξαιρετικά νέα» είπε ο Τζέφρι, καθώς τη συνόδευε έξω από την αίθουσα. «Ναι, εξαιρετικά» μουρμούρισε αυτή. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε ευχαριστήσει τον βασιλιά ή αν είχε υποκλιθεί όπως έπρεπε, φεύγοντας. «Δείχνεις χλωμή» είπε ο Ρόμπερτ, που περπατούσε κι αυτός δίπλα της. «Δεν αισθάνεσαι καλά;» Γύρισε και τον κοίταξε. «Πιστεύεις ότι τα δίδυμα θα έλθουν μαζί μου στην Αγγλία;» Ο Ρόμπερτ έκανε μια γκριμάτσα και κούνησε το κεφάλι του. «Είναι καλύτερα να μείνουν εδώ. Αργά ή γρήγορα,
366
MARGARET MALLORY
κάποιος συγγενής τους θα εμφανιστεί για να τα διεκδικήσει. Μέχρι τότε, θα τα φροντίζω εγώ.» Συνειδητοποίησε ότι είχαν φύγει από το παλάτι μόνον όταν βρέθηκαν μπροστά στην πόρτα των Φιτζ-Άλαν. «Τώρα, θα ήθελα να μείνω μόνη» είπε. «Μα οι Φιτζ-Άλαν περιμένουν να ακούσουν τα νέα σου» είπε ο Ρόμπερτ. «Ήταν τόσο καλοί μαζί σου» πρόσθεσε ο Τζέφρι «που θα έπρεπε να τους επισκεφθείς για λίγο.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, ξέροντας πως ο αδελφός της είχε δίκιο. «Η οικογένεια σας περιμένει» είπε ο υπηρέτης που τους υποδέχτηκε στην πόρτα. «Βρίσκονται όλοι στο αίθριο.» «Ευχαριστούμε» είπε ο Ρόμπερτ. «Δεν χρειάζεται να μας συνοδεύσεις.» «Ο βασιλιάς μού επέτρεψε να ταξιδέψω μαζί σου, πίσω στο Νορθάμπερλαντ» είπε ο Τζέφρι, καθώς ανέβαιναν τις σκάλες. «Πρέπει να αποχαιρετήσεις σύντομα τους ΦιτζΆλαν.» Η Ίζομπελ ένιωσε δάκρυα να συγκεντρώνονται πίσω από τα μάτια της. Είχε αρχίσει να συμπαθεί πολύ τους ΦιτζΆλαν, και ειδικά τον Τζέιμι. «Έχετε επισκέψεις!» Ο Ρόμπερτ φώναξε με το που έφτασαν στην κορυφή της σκάλας. Έκανε στην άκρη για να αφήσει την Ίζομπελ να περάσει πρώτη. Σταμάτησε, κοκαλωμένη στο κατώφλι. Ο Στίβεν Κάρλτον ακουμπούσε στον απέναντι τοίχο, με διπλωμένα τα χέρια του στο στήθος. Ήταν ψηλός, αδύνατος, τέλειος. Όταν γύρισε και την κοίταξε στα μάτια, της κόπηκε η ανάσα. Της χαμογέλασε γλυκά και λυπημένα μαζί, καθώς την πλησίαζε για να τη χαιρετήσει, και η Ίζομπελ ένιωσε να μαλακώνει. Όταν ακούμπησε τα χείλη του στο χέρι της, έκλεισε τα μάτια της για να αντέξει το συναίσθημα που την πλημμύρισε ολόκληρη.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
367
«Πρέπει να αφήσουμε και τον Ρόμπερτ και τον Τζέφρι να μπουν μέσα» της είπε γλυκά. Έσυρε σχεδόν τα πόδια της, όταν την τράβηξε μακριά από την πόρτα. Η ζεστασιά του αγγίγματός του ήταν τόσο ανακουφιστική, που ήθελε να γείρει το κεφάλι της στον ώμο του. Δεν μίλησε καθόλου, καθώς ο Ρόμπερτ και ο Τζέφρι εξιστορούσαν στους άλλους το πόσο τυχερή ήταν. Κανείς δεν έδειξε να εκπλήσσεται με τα νέα. «Θα γίνεις, λοιπόν, μια ανεξάρτητη πλούσια γαιοκτήμονας» είπε ο Λόρδος Φιτζ-Άλαν με εγκαρδιότητα. Παρόλο που της έδινε συγχαρητήρια, το βλέμμα του ήταν γεμάτο συμπόνια. «Θα επιστρέψεις σύντομα στην Αγγλία;» Η φωνή της Λαίδης Κάθριν, σε αντίθεση με αυτήν του άντρα της, ήταν ψυχρή και τα μάτια της θυμωμένα. «Ναι, θα επιστρέψουμε» απάντησε ο Τζέφρι για αυτήν. «Κι εμείς θα επιστρέψουμε» είπε ο Φιτζ-Άλαν. «Ίσως μπορούμε να ταξιδέψουμε παρέα μέχρι το Λονδίνο.» «Κι εγώ φεύγω» είπε ο Στίβεν, δίπλα της. Το σφίξιμο που ένιωθε η Ίζομπελ στην καρδιά της υποχώρησε ελαφρώς. Δεν θα έπρεπε να αποχαιρετήσει ακόμα τον Στίβεν· θα ταξίδευαν μαζί μέχρι το Λονδίνο, άρα είχε τουλάχιστον μία εβδομάδα μπροστά της. «Θα πας στην Αγγλία;» Η φωνή του Ρόμπερτ ακούστηκε σχεδόν αδιάφορη, λες και συζητούσε κάτι που δεν είχε μεγάλη σημασία. «Θα πας στο Νορθάμπερλαντ για να διεκδικήσεις τη γη των Κάρλτον;» Στο Νορθάμπερλαντ! Θα ταξίδευαν μαζί για δύο ή τρεις εβδομάδες. Εάν ο Στίβεν έμενε στο Νορθάμπερλαντ, ίσως κάποιες φορές να τον συναντούσε σε εκδηλώσεις. «Θα μείνω εδώ για να πολεμήσω στο πλάι του βασιλιά» απάντησε ο Στίβεν. «Θα αναλάβω τους άντρες τού Γουίλιαμ.»
368
MARGARET MALLORY
Το στομάχι της Ίζομπελ δέθηκε κόμπος. «Πρέπει να σας αποχαιρετήσω τώρα» είπε ο Στίβεν. «Φεύγουμε την αυγή.» Φεύγουν; Την αυγή; Η Ίζομπελ ένιωσε να μην την κρατούν τα πόδια της. Όταν ο Στίβεν έφυγε από δίπλα της, άρχισε να κρυώνει στο σημείο όπου προηγουμένως ακουμπούσε το χέρι του. Ο Στίβεν και ο Φιτζ-Άλαν χτύπησαν ο ένας την πλάτη του άλλου. «Ξέρω ότι θα φροντίσεις τον Τζέιμι» είπε ο Φιτζ-Άλαν και τράβηξε τον Στίβεν στην αγκαλιά του. Και ο Τζέιμι έφευγε; Δεν θα είχε την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσει; Η Λαίδη Κάθριν έπεσε στην αγκαλιά του Στίβεν, κλαίγοντας. «Υποσχέσου μου ότι θα επιστρέψεις. Υποσχέσου το.» «Δώσε την αγάπη μου στα παιδιά» της είπε ο Στίβεν και τη φίλησε στο μάγουλο. Αφού αποχαιρέτησε τον Ρόμπερτ και τον Τζέφρι, ο Στίβεν πήγε ξανά προς την Ίζομπελ. Τα μάτια του την κοίταξαν γλυκά, καθώς πήρε τα χέρια του στα δικά της. «Ίζομπελ, σου εύχομαι κάθε ευτυχία.» «Έχεις το δικό σου τάγμα, όπως ήθελες» του είπε εκείνη, με φωνή σπασμένη. «Σου είπα τι ήθελα.» Της χαμογέλασε με μεγάλη δυσκολία. Έσφιξε τα χέρια της για μια τελευταία φορά και έφυγε. *** Η Ίζομπελ πέταξε την κανάτα με το νερό στον τοίχο για να ξεσπάσει, σπάζοντάς την. Η κανάτα αναπήδησε, αντί να γίνει κομματάκια. Τώρα που είχε αυτό που πάντοτε ήθελε, γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη;
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
369
Άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω στο δωμάτιο, μέχρι που πόνεσαν τα πόδια της. Σύρθηκε μέχρι το κρεβάτι και ξάπλωσε μπρούμυτα. Οι κουρτίνες του κρεβατιού την έπνιγαν, λες και βρισκόταν σε τάφο. Δάκρυα απογοήτευσης άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό της και στα μαλλιά της. Εάν δεν υπήρχε ο Στίβεν, θα ήταν ικανοποιημένη – όχι, θα ήταν ενθουσιασμένη! Της είχε στερήσει αυτό το συναίσθημα. Γιατί της είχε πει ότι την ήθελε και μετά κανόνισε να φύγει; Χτύπησε τις γροθιές της στο κρεβάτι. Και μετά έκλαψε τόσο, που την έπιασε πονοκέφαλος και ξεράθηκε ο λαιμός της. Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα χωρίς κανέναν προειδοποιητικό χτύπο. Ένα λεπτό αργότερα, κάποιος τράβηξε απότομα τις κουρτίνες του κρεβατιού, κρατώντας ένα κερί μπροστά από το πρόσωπό του. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο ανόητη!» Η Λαίδη Κάθριν. Δεν μπορούσε καθόλου να την αφήσει στη μιζέρια της; Η Ίζομπελ έκρυψε τα μάτια της στα χέρια της. Το στρώμα βυθίστηκε, καθώς η Λαίδη Κάθριν κάθισε στο κρεβάτι. «Σε παρακαλώ, φύγε» αναστέναξε η Ίζομπελ. «Αν ήσουν η μόνη που υπέφερες, ίσως και να έφευγα.» Η φωνή της Κάθριν ήταν κοφτή. «Έχεις συναίσθηση του τι κάνεις στον Στίβεν; Φοβάμαι ότι δεν θα βγει ζωντανός, από την πρώτη κιόλας μάχη.» Η Ίζομπελ σηκώθηκε και έμεινε καθιστή στο κρεβάτι. «Μα είναι εκπαιδευμένος πολεμιστής.» Όσο κι αν ήταν γελοίο, είχε τέτοια εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Στίβεν που δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να σκοτωνόταν. «Είναι πολύ επικίνδυνο» είπε η Κάθριν «να πηγαίνει ένας άντρας στη μάχη, όταν δεν ενδιαφέρεται για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει.»
370
MARGARET MALLORY
Η Ίζομπελ ένιωσε σαν μια γροθιά να της έσφιγγε την καρδιά. «Δεν πιστεύεις πραγματικά πως…» «Το πιστεύω» είπε η Κάθριν. «Τότε, δεν πρέπει να πάει» είπε η Ίζομπελ, σηκώνοντας τα σκεπάσματά της. Η Κάθριν την κράτησε από το χέρι. «Ο Στίβεν δεν θα δεχτεί να σε πάρει, αν το κάνεις μόνο για να τον σώσεις. Μου είπε ότι στο παρελθόν προσπάθησε να σε εξαναγκάσει να τον παντρευτείς και δεν πρόκειται να το ξανακάνει.» «Τότε, θα ξέρεις ότι ο μόνος λόγος που προσπάθησε να με παντρευτεί ήταν επειδή νόμιζε πως ήμουν έγκυος.» Η Κάθριν ξεφύσηξε. «Φυσικά και θα έκανε το σωστό. Αλλά είσαι τόσο ανόητη; Δεν μπορείς να δεις ότι σε αγαπάει;» Η Ίζομπελ κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε, παρόλο που πίστευε ότι πλέον ο Στίβεν την αγαπούσε. «Ο Στίβεν είναι τόσο καλός άνθρωπος, τόσο ευγενικός, σκέφτεται τόσο πολύ τους άλλους» είπε η Κάθριν, με φωνή τρυφερή πλέον. «Δεν θα μπορούσες να ζητήσεις καλύτερο πατέρα για τα παιδιά σου. Είναι σπάνιο ένας άντρας να είναι τόσο καλός με τα παιδιά.» Η Ίζομπελ ένιωσε την καρδιά της να πονάει, γιατί ήξερε πως αυτά που έλεγε η Κάθριν ήταν αλήθεια. «Βλέπω ότι τον αγαπάς κι εσύ» είπε η Κάθριν. «Φυσικά και τον αγαπάω! Δεν θα ήμουν τόσο δυστυχισμένη, αν δεν τον αγαπούσα.» Η Ίζομπελ κοίταξε βαθιά στα μάτια της Κάθριν, θέλοντας να την κάνει να καταλάβει. «Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα επιτρέψω σε άλλον άντρα να έχει τη δύναμη να με πληγώσει, όπως έκανε ο πατέρας μου.» «Είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο.» Η Κάθριν παραμέρισε τα μαλλιά μακριά από το πρόσωπό της. «Έλα, πες μου τους φόβους σου.» «Φοβάμαι ότι θα με απογοητεύσει, όταν θα τον χρειάζο-
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
371
μαι» σχεδόν της ξέφυγε. Αναστέναξε τρέμοντας και πρόσθεσε ψιθυριστά: «Ότι θα με εγκαταλείψει, όπως έκαναν και οι δύο γονείς μου.» «Βλέπω ότι πρέπει να σου πω κάποια πράγματα» είπε η Κάθριν, κουνώντας το κεφάλι της, «αν και ο Στίβεν με έχει βάλει να ορκιστώ πως δεν θα το έκανα.» Η Ίζομπελ έσκυψε προς το μέρος της. «Να μου πεις τι;» «Ξέρεις ότι ο Στίβεν ήταν κατάσκοπος του βασιλιά;» Κατάσκοπος; Ο Στίβεν ήταν κατάσκοπος του βασιλιά; «Ο βασιλιάς τού είναι ιδιαίτερα ευγνώμων για τις υπηρεσίες του» είπε η Κάθριν. «Προσέφερε, λοιπόν, την περιουσία του Χιουμ στον Στίβεν – ήθελε να την πάρει ο Στίβεν.» Πόσο αφελής ήταν! Το κάστρο του Χιουμ βρισκόταν στα σύνορα – φυσικά και ο βασιλιάς θα ήθελε να το έχει ένας δυνατός άντρας. «Ο βασιλιάς προσπάθησε να σε συμπεριλάβει στη συμφωνία, ως σωστός άντρας, όταν του είπαμε ότι ο Στίβεν ήθελε να σε παντρευτεί.» «Ο βασιλιάς επέλεξε τον Στίβεν για σύζυγό μου;» Η Κάθριν κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Όμως, ο Στίβεν ζήτησε από τον βασιλιά να σε απελευθερώσει από την υποχρέωσή σου σε αυτόν και να σου χαρίσει και την περιουσία του Χιουμ.» «Γιατί; Γιατί έκανε ο Στίβεν κάτι τέτοιο; Έλεγε ότι ήθελε να με παντρευτεί.» «Γιατί, πάνω απ’ όλα, θέλει να είσαι ευτυχισμένη» απάντησε η Κάθριν, πιάνοντάς της τα χέρια. «Ο Στίβεν θέλει να τον διαλέξεις από μόνη σου – διαφορετικά, δεν θέλει κάτι άλλο από σένα.» Ο Στίβεν θυσίασε το συμφέρον του και την ευτυχία του για να εξασφαλίσει τη δική της. Είχε την καρδιά ενός Γκάλαχαντ, δυνατή και αληθινή· το απεδείκνυε συνεχώς, με την αφοσίωσή του στην οικογένειά του, με την καλοσύνη που έδειχνε στα δίδυμα ορφανά, με
372
MARGARET MALLORY
την προθυμία του να ρισκάρει τη ζωή του για αυτούς που αγαπούσε… συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας. Η τιμή πάντοτε θα σήμαινε περισσότερα για αυτόν απ’ ό,τι μια θέση εξουσίας. Ήταν βαθιά πιστός και σταθερός. Δεν αμφιταλαντευόταν. Δεν θα την απογοήτευε. «Πόση ώρα έχει μείνει μέχρι την αυγή;» Η Ίζομπελ πετάχτηκε αγχωμένη από το κρεβάτι. Ίσιωσε το φουστάνι της με χέρια που έτρεμαν από την ανυπομονησία. Ευτυχώς που δεν το είχε βγάλει! «Περίμενα όσο άντεξα» είπε η Κάθριν και γονάτισε για να βοηθήσει την Ίζομπελ να βάλει τα παπούτσια της. «Έχουμε ακόμα μία ώρα μέχρι την αυγή. Ο Ρόμπερτ σε περιμένει κάτω για να σε πάει στο κάστρο.» «Με περιμένει ο Ρόμπερτ;» «Ο Ρόμπερτ πίστευε πάντα σ’ εσένα» είπε η Κάθριν. «Τώρα, δώσε μου το άλλο σου πόδι για να μπορέσεις να φύγεις.» Καθώς η Ίζομπελ κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά, φώναξε προς τα πίσω: «Οι άγγελοι πρέπει να ψέλνουν το όνομά σου, Λαίδη Κάθριν!» Ο Ρόμπερτ την αγκάλιασε. «Το ήξερα πως θα διάλεγες την ευτυχία στο τέλος, αλλά γιατί σου πήρε τόσο πολύ χρόνο;» Τα άλογα ήταν έτοιμα και περίμεναν έξω από την πόρτα. Ο Ρόμπερτ την ανέβασε σε ένα από αυτά και άρχισαν να ιππεύουν γρήγορα στους άδειους δρόμους. Όταν έφτασαν στις πύλες του κάστρου, οι φρουροί τούς άφησαν αμέσως να περάσουν. Η Ίζομπελ κατέβηκε γρήγορα από το άλογό της, με το που έφτασαν μπροστά στα σκαλιά του Παλιού Παλατιού. «Ο Στίβεν είναι στο παλιό του δωμάτιο» είπε ο Ρόμπερτ, πιάνοντάς την από το χέρι, και άρχισαν να τρέχουν στο διάδρομο.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
373
Σταμάτησαν απότομα μπροστά στην πόρτα του. «Πες του να μην ανησυχεί για τους άντρες» είπε ο Ρόμπερτ, λαχανιασμένος. «Ο Γουίλιαμ θα βάλει κάποιον άλλον στη θέση του για να τους διοικήσει.» Μετά το τρέξιμο μέχρι εκεί, η Ίζομπελ τώρα στάθηκε μπροστά στην πόρτα κοιτάζοντάς την. Τι θα έλεγε στον Στίβεν; Θα την ήθελε ακόμα, έπειτα από όσα είχε περάσει εξαιτίας της; Θα μπορούσε να τη συγχωρέσει; «Μην αφήνεις τον καημένο να περιμένει άλλο!» Ο Ρόμπερτ άνοιξε την πόρτα και την έσπρωξε μέσα. Η πόρτα έκλεισε δυνατά πίσω της. Ο Στίβεν καθόταν στο μικρό τραπεζάκι κάτω από το τοξοειδές παράθυρο. Από τα ρούχα που φορούσε, φαινόταν ότι δεν είχε πάει για ύπνο. Μοναχά ένα κερί, που είχε λιώσει πάνω στη βάση του, φώτιζε το δωμάτιο. Κατάλαβε ότι το κερί ήταν εκεί για να υπολογίζει την ώρα. Ο Στίβεν το είχε για να μετράει τις ώρες μέχρι την αναχώρησή του – και τις ώρες που απέμεναν για να έλθει αυτή να τον βρει. Σηκώθηκε όρθιος και έβαλε το χέρι του στην πλάτη της καρέκλας του, σαν να ήθελε να στηριχτεί. Παρόλο που δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της, δεν πήγε προς το μέρος της. Το όμορφο πρόσωπό του ήταν κουρασμένο και γεμάτο ένταση. «Τι κάνεις εδώ, Ίζομπελ;» Και μόνο που σκέφτηκε ότι ίσως να μην ξανάκουγε τη φωνή του, που την αγαπούσε τόσο πολύ, ήθελε να βάλει τα κλάματα. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά τη σταμάτησε ένας λυγμός. Αυτός δεν αντέδρασε· περίμενε να ακούσει τι είχε να του πει. Κατάπιε και προσπάθησε να μιλήσει ξανά. «Σε αγαπούσα εδώ και τόσον καιρό, αλλά φοβόμουν να πιστέψω ότι με αγαπούσες. Φοβόμουν ότι θα με πρόδιδες και θα με εγκατέλειπες.»
374
MARGARET MALLORY
«Ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο» της είπε ο Στίβεν. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να στέκεται μακριά της. «Τώρα, το ξέρω αυτό.» «Ίζομπελ, πες μου, γιατί είσαι εδώ;» Προχώρησε ένα βήμα μπροστά. «Ήρθα εδώ γιατί διαλέγω εσένα, Στίβεν Κάρλτον, για σύζυγό μου.» Έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά. «Σε διαλέγω γιατί έφερες τη χαρά και την αγάπη πίσω στη ζωή μου, και δεν θέλω να τα χάσω ξανά.» Με κάθε βήμα που έκανε μπροστά, η φωνή της δυνάμωνε. «Θέλω να κοιμάμαι δίπλα σου κάθε βράδυ και να ξυπνάω βλέποντας το πρόσωπό σου κάθε πρωί. Θέλω να γνωρίσω τη μητέρα σου.» Τα μάτια του ζάρωσαν στις άκρες. «Θέλω να γνωρίσω τις ανιψιές και τους ανιψιούς σου, για τους οποίους μιλάς με τόση αγάπη. Θέλω να επιστρέψω μαζί σου στο σπίτι στο Νορθάμπερλαντ. Θέλω να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας εκεί.» Έκανε ένα τελευταίο βήμα και στάθηκε μπροστά του. «Δεν θέλω να χάσω άλλο χρόνο ή να περάσω ακόμα μία μέρα μακριά σου.» «Την αγαπώ τη μητέρα μου, αλλά νομίζω πως πρέπει να παντρευτούμε προτού τη γνωρίσεις» της είπε ο Στίβεν, χαμογελώντας με το γνωστό, λατρεμένο τρόπο του. «Δεν πρόκειται να το ρισκάρω να σε τρομάξει και να φύγεις.» Την αμέσως επόμενη στιγμή, εκείνη βρισκόταν στην αγκαλιά του. «Προσπάθησα να μη χάσω την ελπίδα μου» της είπε με τα χείλη του στα μαλλιά της και κρατώντας την σφιχτά. «Αλλά ήταν πολύ δύσκολο.» Τη σήκωσε ψηλά και τη γύρισε γύρω γύρω. Με το ζεστό του βλέμμα πάνω της, της είπε: «Κάθε ημέρα της υπόλοιπης ζωής μου, θα ευχαριστώ τον Θεό που με διάλεξες.» Και μετά τη φίλησε. Της έδωσε ένα απαλό, ζεστό φιλί,
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
375
που έκανε τα πάντα γύρω της να γυρίζουν. Πίεσε το σώμα της πάνω του, απολαμβάνοντας εκείνη τη χαρά και την ασφάλεια που ένιωθε χωμένη στην αγκαλιά του. Ο Στίβεν ήταν δικός της. Για πάντα δικός της. Έγειρε προς τα πίσω και έπαιξε με το κολάρο του χιτώνα του. «Δεν ξέρω αν πρέπει να περιμένουμε για την τελετή, αφού έχουμε ήδη κάνει…» Η φωνή της έσβησε σιγά σιγά, αφού κατάλαβε ότι αυτός ήξερε τι του ζητούσε. «Δεν πρόκειται να το ρισκάρω μαζί σου» της είπε γελώντας. «Θα ορκιστούμε μπροστά σε μάρτυρες αύριο, αλλά θέλω να ακούσω τους όρκους σου και τώρα – πριν κάνουμε οτιδήποτε άλλο.» *** Ο Στίβεν είχε παρακολουθήσει πολλούς αρραβώνες όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ποτέ δεν έδινε ιδιαίτερη προσοχή. Παρ’ όλα αυτά, ήξερε ότι το μόνο που έπρεπε να πει σωστά ήταν την υπόσχεση δέσμευσης. «Λαίδη Ίζομπελ Χιουμ, σου υπόσχομαι αφοσίωση και σε παίρνω για γυναίκα μου.» Η Ίζομπελ σήκωσε το φρύδι της – αυτός πίστευε ότι το έκανε σε ένδειξη θαυμασμού για την απλότητα και την ουσία της πρότασής του. «Σερ Στίβεν Κάρλτον» του είπε με τη σειρά της «σου υπόσχομαι αφοσίωση και σε παίρνω για άντρα μου.» «Τώρα είσαι δική μου!» Την τράβηξε στην αγκαλιά του με αφάνταστη ικανοποίηση. Ένιωσε να χάνεται μέσα στην αγάπη του για αυτήν. Χαμογέλασε, φέρνοντας στο μυαλό του ξεροκέφαλα κοριτσάκια με καστανές μπουκλίτσες και αυστηρά πράσινα μάτια. Και, ο Θεός να τους φυλούσε, ξύλινα σπαθιά στα αφράτα μικρά χεράκια τους. Κοριτσάκια που θα χρειάζονταν αδελφούς για να τα κρατούν μακριά από μπελάδες.
376
MARGARET MALLORY
Η Ίζομπελ έσφιξε τα χείλη της και πίεσε το δάχτυλό του στο μάγουλό της. «Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να κάνουμε για να δέσουμε την υπόσχεση; Κάτι… μη αναστρέψιμο;» Μη αναστρέψιμο. «Πιστεύω» της είπε, με βαθιά φωνή, καθώς έσκυβε για να τη φιλήσει, «ότι το να γίνουμε ένα μετά την υπόσχεση είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται.» Φιλήθηκαν τρυφερά. Όταν μισάνοιξε το στόμα της και πίεσε το σώμα της πάνω του, η επιθυμία του έγινε ανάγκη. Τη σήκωσε στα χέρια του για να τη μεταφέρει στο κρεβάτι. «Έλα, γυναίκα μου, πάμε στο κρεβάτι.» Χαμογέλασε· περίμενε πολύ καιρό για να της πει κάτι τέτοιο. Ξύπνησε ώρες μετά, πλημμυρισμένος από ικανοποίηση. Τώρα, τίποτα και κανείς δεν θα έπαιρνε την Ίζομπελ από κοντά του. Με αυτήν στο πλάι του, ήταν έτοιμος να καταλάβει τη θέση του στον κόσμο: θα διεκδικούσε την περιουσία του, θα υπηρετούσε τον βασιλιά του, θα ήταν σύζυγος και πατέρας. Η ζωή του ήταν γεμάτη από γλυκιά προσδοκία.
Επίλογος Νορθάμπερλαντ, Αγγλία 1422 «Άουτς!» Η Ίζομπελ ρούφηξε το δάχτυλό της και έβαλε το εργόχειρό της στην άκρη. Έπρεπε να είχε έλθει μέχρι τώρα. Άρχισε να βηματίζει πάνω-κάτω στο άδειο δωμάτιο, κοιτάζοντας προς την είσοδο κάθε φορά που έκανε στροφή. Πού ήταν; Ο ήλιος έπεσε στο πρόσωπό της καθώς πέρασε δίπλα από ένα μεγάλο παράθυρο, θυμίζοντάς της πόσο αγαπούσε αυτό το σπίτι. Αυτή και ο Στίβεν το είχαν χτίσει στις εκτάσεις των Κάρλτον. Ήταν γεμάτο μόνον από όμορφες αναμνήσεις. Μοναχά ένα απωθημένο τής είχε μείνει από την παλιά ζωή της. Ο Στίβεν και ο Ρόμπερτ την πίεζαν να το ικανοποιήσει. Όταν γύρισε πάλι προς την είσοδο, αυτός στεκόταν εκεί. «Πατέρα!» Η καρδιά της σφίχτηκε. Είχε μεγαλώσει πραγματικά τόσο πολύ; Πήγε προς το τραπέζι, δίπλα στο τζάκι. «Έχω γλυκό κρασί και κέικ για σένα.» «Θυμήθηκες πόσο αγαπάω τα γλυκά.» Έβγαλε ένα μαντίλι από το χιτώνα του και φύσηξε τη μύτη του.
378
MARGARET MALLORY
Αφού του έβαλε μια κούπα κρασί, πήρε ένα κομμάτι γλυκό για την ίδια από την πιατέλα ανάμεσά τους. Υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε να πουν, αλλά δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. «Είμαι ευγνώμων στον άντρα σου» της είπε «που φέρνει τα παιδιά να με επισκέπτονται κάπου κάπου.» Η Ίζομπελ κόντεψε να πνιγεί με το γλυκό. «Ο Σερ Στίβεν είναι ένας άντρας τον οποίο ο κόσμος σέβεται και από τις δύο πλευρές των συνόρων» της είπε. «Φαίνεται να είναι έντιμος.» Η λέξη «έντιμος» αιωρήθηκε ανάμεσά τους, σαν κατηγορία. «Τα μάτια του λάμπουν, όταν μιλάει για σένα» της είπε ο πατέρας της με φωνή σπασμένη. «Θέλω να ξέρω ότι είσαι ευτυχισμένη, Ίζι. Πες μου ότι είσαι.» Τον ένοιαζε η ευτυχία της. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Όταν κατάφερε να μιλήσει, τον ρώτησε: «Γιατί το έκανες;» Ακόμη και έπειτα από τόσον καιρό, ήθελε να ξέρει. Πέρασε τα χέρια του ανάμεσα στα άσπρα μαλλιά του. «Είχαμε χάσει τα πάντα. Τα πάντα. Ήμουν υπεύθυνος και για τους τρεις σας. Ο Τζέφρι ήταν τόσο μικρός, και η μητέρα σου… δεν ήταν ποτέ δυνατή σαν εσένα. Ήσουν η μόνη που μπορούσες να σώσεις την οικογένεια. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποιον άλλον τρόπο.» Πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι του. «Πίστευα ότι ο Χιουμ δεν θα ζούσε ούτε μέχρι την άνοιξη.» Η Ίζομπελ δίπλωσε τα χέρια της στο τραπέζι και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω τους. «Ξέρω πως οι άντρες παντρεύουν διαρκώς τις κόρες τους για αυτόν το λόγο» είπε, κρατώντας σταθερή τη φωνή της. «Αλλά εσύ δεν με μεγάλωσες σαν τα άλλα κορίτσια· με έκανες να πιστεύω ότι ήμουν ξεχωριστή.» «Ήσουν ξεχωριστή, από τη μέρα που γεννήθηκες» της είπε, ακουμπώντας τα μεγάλα, ζεστά του χέρια στα δικά της.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
379
«Μόνον ο Θεός ξέρει πόσα λάθη έκανα, αλλά το μοναδικό σωστό ήταν ότι σε μεγάλωσα σαν δική μου κόρη.» Η Ίζομπελ κοίταξε το πρόσωπό του. Ήταν δυνατόν να γνώριζε την αλήθεια; «Η μητέρα σου σε γέννησε έξι μήνες αφότου παντρευτήκαμε.» Της χαμογέλασε πικρά και ανασήκωσε τους ώμους του. «Μπορεί να μην ήμουν ο σωστός άνθρωπος, αλλά τι έπρεπε να κάνω; Να τη διώξω;» Ποτέ του δεν θα είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο – η Ίζομπελ ήταν σίγουρη. «Φαινόταν χαρούμενη τα πρώτα χρόνια» της είπε. «Αλλά, όταν πήραν τη γη μας, θεώρησε πως ο Θεός την τιμωρούσε για τις αμαρτίες της. Πίστευα πως, αν την έπαιρνα πίσω, τότε η μητέρα σου…» Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του, σαν να μετάνιωνε για όλα τα παλιά λάθη. «Το όνομά του είναι Ρόμπερτ» είπε η Ίζομπελ χαμηλόφωνα. «Τον γνώρισα στη Νορμανδία.» Σήκωσε τα φρύδια του, αλλά ήξερε για ποιον του μιλούσε. «Ούτε αυτός θα μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη» του είπε. Έπειτα από είκοσι τέσσερα χρόνια ταξιδιών και ατασθαλιών, ο Ρόμπερτ είχε τελικά ηρεμήσει. Δόξα τω Θεώ, είχε βρει την Κλοντέτ. «Είναι ένας καλός φίλος τώρα. Αλλά, όσο ήμουν παιδί, δεν θα μπορούσε να ήταν τόσο καλός πατέρας όσο εσύ.» Με το που του είπε αυτά τα λόγια, ήξερε πως ήταν αληθινά. Τα πρώτα δεκατρία χρόνια της ζωής της, είχε τον καλύτερο πατέρα που θα μπορούσε να ζητήσει. Την κοίταζε με τόση ελπίδα, με τόση αγάπη, που ένιωσε το θυμό στην καρδιά της να υποχωρεί. Έσκυψε και φίλησε τα τραχιά δάχτυλά του. Όταν κοίταξε πάλι πάνω, δάκρυα έτρεχαν στα γερασμένα του μάγουλα. Μια τσιρίδα γέλιου από την αψιδωτή είσοδο της αίθουσας της τράβηξε την προσοχή.
380
MARGARET MALLORY
«Ξέφυγαν πάλι από την νταντά τους» φώναξε ο Στίβεν, καθώς έμπαινε μέσα κρατώντας το ένα παιδί στην αγκαλιά του και το άλλο από το χέρι. «Βρήκα τον μικρό έξω, να τρώει βρομιές» της είπε κοιτάζοντας το αγόρι, που είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια, στην αγκαλιά του. «Η μεγάλη του αδελφή τού είπε να μην το κάνει.» Η κόρη της, η Κέιτ, χαμογέλασε στον Στίβεν το ίδιο άτακτα με αυτόν, κάνοντας την καρδιά της Ίζομπελ να φτερουγίσει. Ο Θεός να τη βοηθούσε – αυτό το παιδί ήταν πολύ ζόρικο για να το μεγαλώσει κανείς. Ο Στίβεν χαιρέτησε συγκρατημένα τον πεθερό του. Η Κέιτ, όμως, έτρεξε στην αγκαλιά του παππού της, ενώ τα φλογερά κόκκινα μαλλιά της κυμάτιζαν στον αέρα. Ένα λεπτό αργότερα, τον τράβαγε μέσα στο δωμάτιο για να του δείξει κάτι στο παράθυρο. «Γύρισες νωρίς, αγάπη μου» είπε η Ίζομπελ, καθώς ο Στίβεν έσκυβε πάνω της. «Ανησύχησα» της είπε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Αλλά υποθέτω πως όλα πήγαν καλά, αφού δεν βρήκα τον πατέρα σου με καρφωμένο το μαχαίρι σου στην καρδιά του.» Του χαμογέλασε. «Πες μου, πώς ήταν η μέρα σου;» Ο Στίβεν έτριψε το χέρι στο κεφάλι του γιου του και άρχισε να λέει τα νέα του. «Δεν έχουμε χάσει άλλα γελάδια από εισβολείς και τα χωράφια είναι εντάξει μετά τη χθεσινή βροχή.» «Ποιος θα περίμενε ότι ο νέος και άγριος σύζυγός μου θα γινόταν ένας χαρούμενος αγρότης;» Τσίμπησε το σκληρό μυ στο πλευρό του. «Μη μου πεις κι ότι θα παχύνεις σύντομα.» Έσκυψε τόσο κοντά της, που ένιωσε την καυτή ανάσα του στο αυτί της. «Θα είμαστε και οι δύο χαρούμενοι, με το που θα σε ξεμοναχιάσω.» Η Ίζομπελ γύρισε το κεφάλι της, ακούγοντας τα χαρούμενα ουρλιαχτά της Κέιτ να αντηχούν στο δωμάτιο. Καθώς
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
381
έβλεπε τον πατέρα της να πετάει το κοριτσάκι στον αέρα, ένιωσε να εξαφανίζονται από την καρδιά της όποια άσχημα συναισθήματα μπορεί να της είχαν απομείνει για αυτόν. Η συγχώρεση την έκανε να αισθανθεί ανάλαφρη, χαρούμενη. Γύρισε προς το μέρος του Στίβεν, χαμογελώντας. Της έκλεισε το μάτι με το γνωστό, πονηρό του ύφος. «Με το που θα φύγει ο πατέρας σου, θα κλειδώσουμε τα διαβολάκια με την καημένη την νταντά τους, και…» Η Ίζομπελ έριξε το κεφάλι της πίσω και γέλασε γεμάτη ευτυχία.
Ιστορικό σημείωμα Ο χάρτης της Ευρώπης ίσως να ήταν διαφορετικός σήμερα, αν ο Ερρίκος Ε’ δεν είχε πεθάνει νέος, μόλις στα τριάντα πέντε του χρόνια. Κατά το έτος του θανάτου του, το 1422, είχε όλη τη Νορμανδία υπό τον έλεγχό του και ήταν έτοιμος να κατακτήσει και την υπόλοιπη Γαλλία. Προκειμένου να συνάψει ειρήνη με τον Ερρίκο, ο Γάλλος βασιλιάς συμφώνησε να τον παντρέψει με την κόρη του, αποκληρώνοντας τον γιο του, Δελφίνο, και ορίζοντας κληρονόμο τον Ερρίκο. Έπειτα από αυτή τη συμφωνία, ο Ερρίκος επέτρεψε στον ασθενή Βασιλιά Κάρολο να παραμείνει μονάρχης «στα χαρτιά», για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτή θα είχε αποδειχτεί μια ευφυέστατη πολιτική κίνηση, αν ο Ερρίκος είχε ζήσει περισσότερα χρόνια από τον πεθερό του και είχε στεφθεί Βασιλιάς της Γαλλίας. Τα πολλά χρόνια που είχε περάσει στη μάχη, όμως, επιβάρυναν πολύ την υγεία του. Κατά τη μακρά χειμερινή πολιορκία του Μο, το 1421-1422, αρρώστησε, πιθανότατα από δυσεντερία. Μέχρι τον Ιούλιο, ήταν τόσο άρρωστος που έπρεπε να τον μεταφέρουν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, σε φορείο. Ήταν ετοιμοθάνατος όταν τον έφεραν στο κάστρο στη Βινσέν, έξω από το Παρίσι, όπου τον περίμενε η Γαλλίδα πριγκίπισσά του. Πέθανε στις 31 Αυγούστου 1422, δύο μήνες προτού πεθάνει και ο πεθερός του.
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
383
Ο Ερρίκος άφησε πίσω του ένα μωρό εννέα μηνών ως κληρονόμο των δύο βασιλείων. Οι άνθρωποι που διοίκησαν εκπροσωπώντας τον γιο του ήταν στην πλειονότητά τους καλοί άντρες, που έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να συνεχίσουν το όραμα του Ερρίκου. Κανείς τους, όμως, δεν μπόρεσε να τον φτάσει. Εάν ο Ερρίκος είχε ζήσει περισσότερο, ίσως να είχε κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη Γαλλία. Ίσως, όμως, από την άλλη, να είχε οπισθοχωρήσει και να είχε παραμείνει μόνο στη Νορμανδία, όταν θα εμφανιζόταν η Ζαν ντ’ Αρκ. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να έχανε τα πάντα, όπως συνέβη στον γιο του. Πρέπει να αναφέρω ότι υπάρχει ιστορική διαφωνία αναφορικά με το αν η κατάληψη της Καέν από τους Άγγλους συνοδεύτηκε από σφαγή. Θεώρησα ότι είχε γίνει σφαγή, γιατί εξυπηρετούσε την ιστορία μου. Εάν πράγματι συνέβη, όμως, θα είχε γίνει ενάντια στις εντολές του βασιλιά. Ο Ερρίκος Ε’ απαγόρευε στους άντρες του να βιάζουν και να ακρωτηριάζουν κόσμο, πράγμα το οποίο ήταν συνηθισμένο για τους νικηφόρους στρατιώτες εκείνα τα χρόνια. Ο Ερρίκος έμεινε στην Ιστορία ως πρότυπο, το οποίο ήθελαν να φτάσουν οι βασιλείς έπειτα από αυτόν. Για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, οι άντρες προσπαθούσαν να διαφυλάξουν την κληρονομιά του και να συνεχίσουν το έργο του. Συνέχισαν, λοιπόν, ως οι «Άντρες του Βασιλιά Ερρίκου».