ΝΑΖΙΡΑΝ - Καμένη από οξύ Τίτλος πρωτοτύπου: Brûlée à l’ acide Συγγραφέας: Naziran, Célia Mercier Μετάφραση: Χριστίνα Μανιά Επιμέλεια-Διόρθωση: Παλμύρα Ισμυρίδου © 2010, Éditions Flammarion, Paris © 2012, Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος Α.Ε. για την ελληνική γλώσσα Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975), απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη. Πρώτη έκδοση: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012 EKΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Καποδιστρίου 9, 144 52 Μεταμόρφωση Αττικής τηλ.: 210 2816134, e-mail:
[email protected] ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙO Μασσαλίας 14, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3615334
NAZIRAN CÉLIA MERCIER Kαμένη από οξύ Μαρτυρία
Μετάφραση Χριστίνα Μανιά
EΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Εισαγωγικό σημείωμα Πακιστάν, Ισλαμαμπάντ, στο κέντρο αποκατάστασης του Ιδρύματος Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ (ΑSF): μέσα σε ένα γραφείο είκοσι τετραγωνικών και χρώματος κόκκινου της φωτιάς, πάνω σε ένα μαύρο ξύλινο ράφι, βρίσκεται ο φάκελος με τον αριθμό 1210708 Α... Πίσω από αυτούς τους αριθμούς, τα χαρτιά και τέσσερις ή πέντε φωτογραφίες, κρύβεται μια από τις χειρότερες μορφές βίας που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος: η επίθεση με οξύ, πιο γνωστό ως βιτριόλι. Μερικές σταγόνες, ένα μπουκάλι ή, μερικές φορές, λίγα λίτρα από το καυστικό προϊόν πάνω στο πρόσωπο ή το κεφάλι ενεργοποιούν μια φρικτή διαδικασία. Το οξύ θα κάψει προοδευτικά το δέρμα, βαθιά και ανελέητα, θα διεισδύσει στον ιστό και μερικές φορές θα φτάσει μέχρι τα κόκαλα. Αποτέλεσμα; Το θύμα, συνήθως μια γυναίκα ή ένα νέο κορίτσι θύμα ενδοοικογενειακής βίας, παραμορφώνεται, το πρόσωπό της καταστρέφεται και συχνά, επειδή το οξύ πηγαίνει επίσης στα μάτια, τυφλώνεται. Εκτός από τον ανείπωτο σωματικό πόνο που συνοδεύει τις πολλαπλές αναπλαστικές και αισθητικές επεμβάσεις και τις φυσιοθεραπείες, τα θύματα θα ζήσουν επίσης ένα πραγματικό ψυχικό και κοινωνικό μαρτύριο, καθώς από τη μια μέρα στην άλλη βρίσκονται αποδιωγμένα από την κοινότητά τους και δακτυλοδεικτούμενα. Οι καταθλίψεις και οι απόπειρες αυτοκτονίας είναι συχνές και η πρόκληση που διαφαίνεται μπροστά τους είναι απίστευτη: πώς να διανοηθούν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους, όταν όλοι τις αντιμετωπίζουν σα ζωντανά τέρατα; Πώς να συνειδητοποιήσουν ότι κατά βάθος δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν; Πώς να ξαναγίνουν κανονικές γυναίκες και αυτόνομοι πολίτες που γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και είναι ικανές να τα υπερασπιστούν; Η Ναζιράν επιχείρησε να απαντήσει σ’ αυτά τα ερωτήματα. Και αυτό το βιβλίο μας αποκαλύπτει την εσωτερική, προσωπική και σωτήρια διαδρομή της. Επίσης αυτές οι γραμμές μας αφηγούνται μια μοναδική πάλη που μας ξεπερνάει, μας ξεσηκώνει, μας συγκινεί, μας εμπνέει, αλλά ταυτόχρονα μας οδηγεί στο να προβληματιστούμε για το ποιοι είμαστε και ποιες πρέπει να είναι οι ενέργειές μας ως κοινωνικά και πολιτικά ζώα: όταν συνάντησα τη Ναζιράν, ακροβατούσε ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Η πάλη της, οι νίκες της, τα βάσανά της, οι φόβοι της, η καθημερινή της πρόοδος και τα σχέδιά της για τη ζωή μου έδωσαν την ευκαιρία να παρατηρήσω τον κόσμο, τους άλλους αλλά και τον εαυτό μου μέσα από μια νέα οπτική γωνία. Η αντίληψή μου για την ευτυχία και τη δικαιοσύνη δε μοιάζει καθόλου με την αντίληψη της Ναζιράν, αλλά η τελευταία μου υπενθύμισε ότι δεν τα ήξερα ούτε όλα ούτε
καλύτερα και ότι είχα πολλά ακόμα να μάθω και να κάνω... Η στάση της Ναζιράν είναι λοιπόν ένας ύμνος στην ελευθερία, την ταπεινότητα και την ανεκτικότητα. Αλλά αν η Ναζιράν ενσαρκώνει στο εξής την ελπίδα, υπενθυμίζει επίσης ότι ο δρόμος για έναν κόσμο χωρίς επιθέσεις με οξύ είναι πολύ μακρύς. Η επίθεση με οξύ δε γνωρίζει μέχρι σήμερα κανένα γεωγραφικό, πολιτιστικό, γλωσσικό ή θρησκευτικό σύνορο. Υπήρχε τον ΙΘ΄αιώνα στην Ευρώπη και υφίσταται σήμερα στην Ουγκάντα, την Αιθιοπία, τη Ζάμπια, την Υεμένη, τη Νότιο Αφρική, την Κολομβία, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, την Ινδία, την Καμπότζη, το Νεπάλ, την Ιαπωνία, τη Μαλαισία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Βουλγαρία. Με εξαίρεση το Μπαγκλαντές, το φαινόμενο εξαπλώνεται όλο και περισσότερο. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να δουλέψουμε όλοι για να βάλουμε τέλος σε μια από τις χειρότερες μορφές παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο Πακιστάν το Ίδρυμα Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ (ASF) –σε συνεργασία με την πακιστανική κυβέρνηση, τους ακτιβιστές, τις τοπικές κοινότητες, καθώς και με διάφορες οργανώσεις κυρίως των Ηνωμένων Εθνών (UNIFEM, UNDP, DIFD, UNOPS, ASTI), τους Γάλλους του Κόσμου και τους επιζώντες από επίθεση με οξύ όπως η Ναζιράν– έχει καταθέσει πρόταση για νομοσχέδιο στη βουλή αλλά και στην τοπική αυτοδιοίκηση προκειμένου η πώληση οξέος να είναι ελεγχόμενη, οι ένοχοι να τιμωρούνται αυστηρά και οι επιζώντες να έχουν δωρεάν ιατρική φροντίδα μέχρι την πλήρη αποκατάστασή τους. Αυτόν το νόμο που όλοι μας ελπίζουμε να περάσει τον αφιερώνουμε στη Ναζιράν, στους Πακιστανούς και σε όλα τα θύματα από επιθέσεις με οξύ... Βαλερί Xαν Πρόεδρος του Ιδρύματος Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ www.acidsurvivorspakistan.org
Πρόλογος «Περάστε, εδώ είναι». Φοβάμαι λίγο καθώς μπαίνω στο δωμάτιο. Βρισκόμαστε στο Ίδρυμα Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ, στο Ισλαμαμπάντ, μια μη κυβερνητική οργάνωση που φροντίζει και αποκαθιστά τα θύματα από βιτριόλι. Με έχουν προειδοποιήσει ότι η Ναζιράν, η νέα γυναίκα που με περιμένει, έχει υποστεί φρικτά εγκαύματα. Έχω καλύψει πολλά ρεπορτάζ για τις γυναίκες που έχουν καεί και παραμορφωθεί από οξύ ή κηροζίνη. Έχω δει δεκάδες πρόσωπα που έχουν χάσει πλήρως τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και σώματα πληγιασμένα να αργοπεθαίνουν ανάμεσα στις μύγες, στο κρεβάτι ενός τρισάθλιου νοσοκομείου. Ποτέ δεν κατάφερα να συνηθίσω το θέαμα. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να συγκρατηθώ και να μη δείξω τα συναισθήματά μου. Δεν ήθελα αυτή η νέα γυναίκα να αισθανθεί την αμηχανία μου. Ήμουν προετοιμασμένη. Παρ’ όλα αυτά, μπροστά σε τούτη τη γυναίκα χωρίς πρόσωπο, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω μια έκφραση φρίκης. Μπορούσα να διαβάσω στα χαρακτηριστικά της όλη τη βία που είχε υποστεί – μια βία ανήκουστη, ποταπή και μη αναστρέψιμη. Τα μάτια, η μύτη και τα χείλη της είχαν εξαφανιστεί. Το πρόσωπό της δεν υπάρχει πια. Κρύβοντας την αρχική μου ταραχή, της έσφιξα το χέρι και κάθισα δίπλα της. Η Ναζιράν ήθελε να αφηγηθεί την ιστορία της και έπρεπε να τη βοηθήσω. Με τη μεταφράστριά μου περάσαμε πολλές εβδομάδες να την ακούμε, να τη ρωτάμε και να την παρηγορούμε κάθε φορά που τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Καθώς περνούσαν οι μέρες, διαγραφόταν μπροστά μου η ζωή της μικροκαμωμένης χωριατοπούλας από ένα απομακρυσμένο χωριό της περιοχής του Πουντζάμπ. Ανακάλυψα τη σπινθηροβόλα και ευαίσθητη γυναίκα που ζούσε πίσω από την κατακρεουργημένη μάσκα. Ερχόταν από μακριά, από πολύ μακριά... Η Ναζιράν ερχόταν από την κόλαση. Ανέτρεξα στην περιοχή όπου γεννήθηκε. Μια περιοχή με στενούς δρόμους και πολλά μικρά χωριουδάκια. Σ’ αυτήν την αγροτική γωνιά όπου καλλιεργούνται μάνγκο, βαμβάκι και ζαχαροκάλαμο, πλανιέται ακόμα το πνεύμα των σούφι.1 Είναι μια γη που φιλοξενεί πολλά ιερά μαυσωλεία στα οποία είναι θαμμένοι μυστικιστές από την Κεντρική Ασία και το Ιράν. Έχοντας θεωρηθεί άγιοι, οι άνδρες αυτοί εξισλάμισαν τους ντόπιους με τη μουσική και την ποίηση. Στις μέρες μας η πίστη στους μυστικιστές έχει πεθάνει και αυτή η φτωχή και εγκαταλελειμμένη περιοχή έχει γίνει από ομάδες φανατικών εκκολαπτήριο νέων χωρίς μέλλον που στρατολογούνται για την τζιχάντ.2 Αυτά τα μέρη είναι ζώνες επιρροής για μικρές στενοκέφαλες ομάδες που καλλιεργούν το μίσος της σιιτικής μειονότητας. Είναι επίσης μια φεουδαρχική περιοχή όπου
βασιλεύουν μεγάλοι γαιοκτήμονες. Αυτοί οι τελευταίοι κρατούν τους χωρικούς σε μεσαιωνικές συνθήκες και σε απόλυτη άγνοια. Όσο λιγότερο μορφωμένοι είναι οι χωρικοί τόσο πιο εύκολα γίνονται θύματα εκμετάλλευσης. Σ’ αυτά τα μέρη η βία που θρέφεται από τη φτώχεια και τον αναλφαβητισμό είναι στην ημερήσια διάταξη. Εδώ συγκεντρώνονται όλα τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας: οι βιασμοί, οι γάμοι παιδιών, η ενδοοικογενειακή βία. Σ’ αυτό το πατριαρχικό πλαίσιο οι γυναίκες είναι υποταγμένες σε σκληρή εργασία και αγγαρείες. Μαζεύουν το βαμβάκι, κόβουν τα ζαχαροκάλαμα, αρμέγουν τα ζώα, μεγαλώνουν τα πολυάριθμα παιδιά τους και κάνουν τις δουλειές του σπιτιού. Σ’ αυτή λοιπόν τη γη, γίνονται πολύ συχνά εγκλήματα. Για να τιμωρήσουν μια οικογένεια, κλέβουν, σκοτώνουν ή καίνε τις γυναίκες... Εδώ και δέκα χρόνια ένα νέο όπλο κάνει θραύση: το οξύ ή αλλιώς βιτριόλι. Σ’ αυτήν την αγροτική επαρχία, τα αρδευτικά κανάλια, κληροδότημα της βρετανικής αυτοκρατορίας, ευνόησαν την καλλιέργεια του βαμβακιού. Το βιτριόλι χρησιμοποιείται την άνοιξη για να καθαριστούν οι σπόροι του βαμβακιού πριν από τη σπορά. Το μοιραίο αυτό υγρό είναι διαθέσιμο σε πολύ χαμηλή τιμή (40 ρουπίες, δηλαδή γύρω στα 0,40€) και μπορεί κανείς να το βρει στα περισσότερα καταστήματα. Το βιτριόλι χρησιμοποιείται επίσης για να ξεβουλώσουν οι υπόνομοι, να πλυθούν τα αγροτικά μηχανήματα και να καθαριστούν τα μπάνια. Πρόκειται λοιπόν για ένα φτηνό προϊόν, του οποίου η πώληση δεν ελέγχεται και το οποίο μπορεί κανείς να προμηθευτεί εύκολα. Είναι συνεπώς ένα όπλο στο οποίο έχουν όλοι πρόσβαση. Ένα τρομερό όπλο που στο πέρασμά του καταστρέφει δεκάδες ζωές. Αρκεί ένα φιαλίδιο για να προκαλέσει τον αφανισμό. Αυτή η σαδιστική μορφή βίας έχει στόχο να καταστρέψει το θύμα όσο πιο πολύ γίνεται. Ακόμα κι αν αυτό επιζήσει από τις πληγές, υποφέρει από ανείπωτους πόνους και παραμένει παραμορφωμένο για όλη του τη ζωή. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των επιθέσεων με οξύ αυξάνει συστηματικά. Το 2007 το Ίδρυμα Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ είχε καταγράψει τριάντα περιπτώσεις ενώ το 2009 σαράντα οκτώ. Αλλά ο πραγματικός αριθμός εκτιμάται ότι είναι πάνω από εκατόν πενήντα επιθέσεις, καθώς πολλά από τα θύματα δεν τολμούν να υποβάλουν μήνυση, ενώ άλλα πεθαίνουν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Τα θύματα είναι στην πλειοψηφία τους νεαρές γυναίκες, πολύ χαμηλού μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου. Ένα μικρό ποσοστό γύρω στο είκοσι πέντε τοις εκατό είναι άνδρες, θύματα ζήλιας ή οικογενειακών και οικονομικών διαφορών. Αυτός που επιτίθεται είναι σχεδόν πάντα άνδρας χαμηλού βιοτικού επιπέδου. Τα παιδιά που τραυματίζονται από σταγόνες οξέος είναι κυρίως παράπλευρες απώλειες. Τα κίνητρα είναι δύο ειδών: οικονομικά και σεξουαλικά. Οικονομικά θεωρούνται όταν πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών που αφορούν κάποια διαμάχη γύρω από τα χωράφια ή τα κληρονομικά ζητήματα. Σ’ αυτήν την αγροτική περιοχή η γη είναι η
σάρκα και το αίμα μιας οικογένειας. Όταν δυο άνδρες τσακώνονται για ένα κομμάτι γης, ο ένας από τους δύο μπορεί να ρίξει βιτριόλι στη γυναίκα ή την κόρη του άλλου για να τον εκδικηθεί. Τιμωρώντας τη γυναίκα, τιμωρούν την οικογένεια. Υπάρχει επίσης το πρόβλημα της προίκας: η οικογένεια των πεθερικών μπορεί να εκδικηθεί τη νεαρή νύφη γιατί δεν έφερε την ανάλογη προίκα. Ακόμα, μπορούν να επιτεθούν σε μια χήρα που αρνείται να αποποιηθεί την κληρονομιά της. Σεξουαλικά θεωρούνται όταν μια γυναίκα ή μια έφηβη απορρίπτει έναν άνδρα που τη θέλει, ή αρνείται μια πρόταση γάμου. Ο ενδιαφερόμενος προσβάλλεται και θέλει να την τιμωρήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορέσει ποτέ να ανήκει σε κάποιον άλλο. Υπάρχουν επίσης τα εγκλήματα πάθους, ζήλιας και οι καβγάδες μεταξύ ζευγαριών... Τέλος υπάρχουν αυτά που αποκαλούνται «εγκλήματα τιμής». Ο άνδρας ή η οικογένεια αισθάνονται ότι έχουν ατιμαστεί από μια γυναίκα και την τιμωρούν. Οι σωματικές συνέπειες είναι μη αναστρέψιμες. Τα μέρη του σώματος που καταστρέφονται συνήθως είναι το πρόσωπο, σύμβολο της ομορφιάς και της θηλυκότητας, καθώς και το μπούστο, οι ώμοι, το στήθος, η πλάτη και μερικές φορές τα γεννητικά όργανα. Το ποσοστό επιβίωσης των θυμάτων από επιθέσεις με βιτριόλι είναι υψηλό, αλλά η ζημιά που προκαλούν οι πληγές είναι καταστροφική, επειδή το οξύ διαλύει το δέρμα καθώς και τα κόκαλα που λιώνουν. Το δηλητήριο παραμένει για μεγάλο διάστημα στον οργανισμό και συνεχίζει το καταστροφικό του έργο. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς το μέγεθος της ζημιάς. Κατά την περίοδο της ανάρρωσης το δέρμα φουσκώνει και πρέπει συνεχώς να ενυδατώνεται και να επιδένεται. Τα εγκαύματα γιατρεύονται αλλά οι ουλές συρρικνώνονται, αλλοιώνονται και καμιά φορά χειροτερεύουν. Είναι απαραίτητη η εντατική φυσιοθεραπεία, αλλιώς μένει μόνιμη αναπηρία. Όσο πιο σύντομα αρχίσει τη θεραπεία ο ασθενής τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα. Η θεραπεία είναι μακρόχρονη. Ένας ασθενής που έχει καεί από βιτριόλι υπόκειται κατά μέσο όρο σε περίπου είκοσι εγχειρήσεις. Ανάμεσα όμως από το κάθε χειρουργείο πρέπει να γίνει φυσιοθεραπεία, άρα η μια εγχείρηση απέχει χρονικά από την άλλη. Το πρώτο στάδιο είναι η αφαίρεση του καμένου δέρματος. Στη συνέχεια γίνονται τα χειρουργεία της αντικατάστασης του δέρματος από άλλα σημεία του σώματος. Στο τέλος γίνονται οι αναπλαστικές επεμβάσεις: οι γιατροί πρέπει να ξαναφτιάξουν το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά, να χαλαρώσουν τους σφιγμένους μυς και να εμφυτεύσουν μαλλιά. Οι ψυχολογικές συνέπειες είναι βεβαίως δραματικές. Ψυχικά, τα θύματα είναι τραυματισμένα και παθαίνουν καταθλιπτικά επεισόδια με συχνές αυτοκτονικές τάσεις. Μερικές φορές η κοινότητα του χωριού απορρίπτει τα θύματα επειδή τα θεωρεί υπεύθυνα για ό,τι τους συνέβη. Επιπλέον γίνονται βάρος για τις οικογένειές τους. Κάποια από τα θύματα θα περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους κλεισμένα στο σπίτι τους, μέσα στην ντροπή για την εμφάνισή τους. Σε άλλες περιπτώσεις τα στέλνουν στο
δρόμο για να ζητιανεύουν ή τα επιδεικνύουν σαν τα ζώα του τσίρκου για να μαζεύουν χρήματα. Οι ασθενείς του Ιδρύματος Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ βιώνουν μια μακρόχρονη διαδικασία αποκατάστασης. Πρέπει να μάθουν να διαχειρίζονται τα βλέμματα των άλλων και να αναπτύξουν δεξιότητες για να τα καταφέρουν στη ζωή. Υπάρχουν στιγμές που αποθαρρύνονται, αλλά άπαξ και ένα άτομο οραματιστεί ένα πλάνο ζωής για το μέλλον, θα παλέψει για να το υλοποιήσει. Αυτό μπορεί να είναι επιστροφή στην οικογένεια, σπουδές, ή το να μάθει ένα νέο επάγγελμα: Ο Ναβίντ θέλει να γίνει καθηγητής ειδικής αγωγής, η Νασίμ γκουβερνάντα, η Μάι έχει το δικό της κοπάδι με αγελάδες και ζει με τα παιδιά της. Ο Ζαφάρ θέλει να μάθει να χορεύει και να τραγουδάει. Η Σαχίντα ράβει στο σπίτι της. Η Νάιλα σπουδάζει γιατρός δι’ αλληλογραφίας. Για πολύ μεγάλο διάστημα βασίλευαν η ατιμωρησία και ο νόμος της σιωπής. Ένα θύμα φτωχό, ευάλωτο και ψυχικά τραυματισμένο δεν είναι σε θέση να αμυνθεί. Για να κάνει κάποιος μήνυση πρέπει να πληρώσει μπαξίσι στους αστυνομικούς. Αν όμως ο δράστης της επίθεσης πληρώσει περισσότερα, η μήνυση κινδυνεύει να μη βγει ποτέ παρά έξω. Ακόμα κι αν η υπόθεση πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης, οι δράστες μπορούν πάλι να δωροδοκήσουν τους δικαστές. Έτσι μένουν ελεύθεροι πληρώνοντας μόνο μια απλή αποζημίωση. Μερικοί εκτίουν ποινή φυλάκισης για πολύ μικρό διάστημα. Μερικές φορές, αν οι δράστες είναι μέλη της οικογένειας του θύματος, κάνουν οι ίδιοι ψεύτικες δηλώσεις στην αστυνομία, στη θέση του θύματος που παλεύει για τη ζωή του στο νοσοκομείο. Εντούτοις, από το 2002 ένας καινούριος νόμος επιτρέπει στους γιατρούς να καταγράψουν απευθείας τη δήλωση ενός ασθενούς, οι οποίοι ωστόσο συχνά αποφεύγουν να παρουσιαστούν στη δίκη και προτιμούν να κρατήσουν αποστάσεις από τις οικογενειακές διαφωνίες. Από το 2009 όμως τα πράγματα αλλάζουν. Με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης ο πληθυσμός αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη φρίκη αυτών των εγκλημάτων. Οι δημοσιογράφοι παρακολουθούν το θέμα και καταγγέλλουν αυτές τις πρακτικές. Ο νέος πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Πακιστάν, ο Ιφτιχάρ Σόντρι δηλώνει επισήμως υπερασπιστής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έτσι, μπορούμε να ελπίζουμε σε μια αλλαγή νοοτροπίας στην κορυφή του δικαστικού συστήματος. Το 2009 έγινε μια ιστορική δίκη για υπόθεση επίθεσης με οξύ. Ο ένας από τους δράστες είχε αθωωθεί από το δικαστήριο, επειδή είχε δωροδοκήσει τον δικαστή. Το Ανώτατο Δικαστήριο που ανέλαβε την υπόθεση τον καταδίκασε τελικά σε δώδεκα χρόνια κάθειρξης και του επέβαλε να πληρώσει 1,2 εκατομμύρια ρουπίες ως αποζημίωση. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου απαίτησε νομοθετική αλλαγή σε ό,τι αφορά την πώληση και τη χρήση του οξέος, καθώς και πιο αυστηρές ποινές στους δράστες...
Ένα νέο νομοσχέδιο έχει κατατεθεί τους τελευταίους μήνες. Θα ψηφιστεί άραγε κάποια μέρα; Ένα άλλο νομοσχέδιο που αφορά την ενδοοικογενειακή βία και την προστασία των γυναικών έχει μπλοκαριστεί από τους ισλαμιστές, οι οποίοι φοβούνται τη χειραφέτηση των γυναικών. Σελιά Μερσιέ
1 Οι σούφι είναι οι οπαδοί του σουφισμού, ενός από τα πιο παλιά μυστικιστικά ρεύματα του Ισλάμ, το οποίο εξαίρει την αξία του εσωτερικού βιώματος.(Σ.τ.Μ.)
2 Iερός πόλεμος. (Σ.τ.Μ.)
Εισαγωγή Αισθάνομαι κάποιον να με αρπάζει από το μπράτσο. Νομίζω ότι είναι μια γριά γυναίκα. Έχει δυσάρεστη, στριγκή φωνή. Μου λέει ότι αυτό θα διαρκέσει λίγα δευτερόλεπτα και δε θα πονέσει. Βουλιάζω σε μια πυκνή ομίχλη, σε μια νύχτα οδύνης. Προσπαθώ ν’ αντισταθώ αλλά μου είναι αδύνατον να κουνηθώ. Θέλω να της πω να με αφήσει ήσυχη. Από μέσα μου βγαίνει ένα βραχνό βογκητό. Η γυναίκα δεν το βάζει κάτω, κρατάει σταθερά το μπράτσο μου. Τα δάχτυλά μου σφίγγονται και ξεσφίγγονται, προσπαθώ να την απωθήσω... Δεν έχω τη δύναμη. Το χέρι μου δεν υπακούει. Πέφτει αδύναμο στο πλάι. Νιώθω μια βελόνα να εισχωρεί, να τρυπάει το δέρμα και να μπαίνει στη φλέβα μου. Θα ήθελα να ξεριζώσω τη μεταλλική μύτη από μέσα μου, αλλά η ένεση έχει ήδη τελειώσει. Ο πόνος υποχωρεί σταδιακά. Βυθίζομαι σε μια μαύρη τρύπα, πνίγομαι. Ξυπνάω, ο πόνος έχει επανέλθει. Μου έρχεται ναυτία από μια αφόρητη μυρωδιά καμένου και αντισηπτικού. Ένα όξινο υγρό μου ανακατεύει το στομάχι. Θέλω να κάνω εμετό αλλά δεν τα καταφέρνω. Ο λαιμός μου καίει. Αισθάνομαι το δέρμα του προσώπου να είναι μια μεγάλη πληγή που έχει πάρει φωτιά. Όλα είναι μαύρα, παρόλο που ξέρω ότι δεν είναι νύχτα. Ακούω θορύβους τριγύρω μου: ένα σιδερένιο κρεβάτι που σέρνεται και κολλάει σε έναν τοίχο, βαστικά βήματα, γυναικείοι αναστεναγμοί, μια φωνή που ψιθυρίζει, καθώς και ακαθόριστα μουρμουρητά. Κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο με ένα μεταλλικό αντικείμενο. Μια νέα βελόνα εισχωρεί στο μπράτσο μου και βυθίζομαι ξανά. Με ξυπνάει ένα ουρλιαχτό. Είναι η αδελφή μου η Φαράχ.3 Είναι τρομοκρατημένη. Κλαίει γοερά. Φωνάζει ότι σκότωσαν την αδελφή της. Τώρα ακούγονται κι άλλες φωνές. Η πιο επιβλητική είναι του Σελίμ, του αδελφού μου. Προσπαθεί να παρηγορήσει την αδελφή μου. Αναγνωρίζω τη φωνή της μητέρας μου που κλαίει με λυγμούς. Τι συνέβη; Θυμάμαι ότι την προηγούμενη νύχτα, την ώρα που κοιμόμουν, ένιωσα ξαφνικά ένα καυτό υγρό πάνω στο πρόσωπό μου. Βουλιάζω πάλι στην ομίχλη και στη ναυτία μου. Νιώθω να φεύγω. Ακούω βήματα. Η οικογένειά μου απομακρύνεται, φεύγουν, με αφήνουν ολομόναχη. Στο σκοτάδι. Μισοκοιμάμαι και πεθαίνω της δίψας. Ο λαιμός μου είναι ξερός σαν την έρημο Θαρ. Ονειρεύομαι τη βροχή των μουσώνων, ξαφνικές μπόρες που θα με δρόσιζαν και θα με παρέσυραν στον ποταμό Τσενάμπ. Το ρεύμα με πηγαίνει όπου θέλει. Αναπηδώ. Ακούω τη φωνή του Φαουάντ, του άνδρα μου. Ένας ήχος οικείος που εντούτοις με παγώνει. Τρέμω που τον ακούω τόσο κοντά μου. Είναι σαν αδιόρατη απειλή, σαν ένας κίνδυνος που δεν μπορώ να τον κατονομάσω. Ναι, είναι ο Φαουάντ. Συζητάει με έναν άγνωστο άνδρα. Νομίζουν ότι κοιμάμαι κι ότι δεν ακούω τίποτα. Μιλούν για μένα σα να ήμουν απούσα.
«Θα ζήσει, γιατρέ;» «Έχει καεί κατά το εβδομήντα τοις εκατό. Οι πληγές έχουν μολυνθεί. Κατά τη γνώμη μου, σε δυο, τρεις μέρες θα είναι νεκρή».
3 Για λόγους σεβασμού προς την ιδιωτική ζωή των πρωταγωνιστών, τα ονόματα στο βιβλίο είναι φανταστικά.
1. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, σε ένα νότιο χωριό της επαρχίας Πουντζάμπ. Το ηλεκτρικό κόπηκε για μια ακόμα φορά. Ο γλόμπος του δωματίου κρέμεται από το ταβάνι γυμνός και άχρηστος. Το δωμάτιο έχει βυθιστεί στο σκοτάδι. Η μαμά σηκώνεται για να ανοίξει την πόρτα. Οι τελευταίες ακτίνες της ημέρας μετά βίας φωτίζουν το γκρίζο τσιμεντένιο δωμάτιο. Με δυσκολία διακρίνουμε τη λίγδα και τις ρωγμές στους τοίχους. Τη μητέρα μου τη λένε Ναργκίς και είναι μια ταπεινή, μικροκαμωμένη γυναίκα. Δείχνει εύθραυστη, εντούτοις το σώμα της είναι δυνατό όπως όλων των χωρικών της περιοχής. Παρόλο που δεν είναι τόσο μεγάλη στα χρόνια, τα μαλλιά της έχουν ήδη ασπρίσει. Τα βάφει κάθε μήνα με χένα και αποκτούν ωραίες κόκκινες ανταύγειες. Τα μαύρα μάτια της αστράφτουν και ένα όμορφο σκουλαρίκι στολίζει τη μύτη της. Η μαμά βρίζει γι’ αυτές τις απροειδοποίητες διακοπές ρεύματος. Νιώθει ότι δεν υπάρχει αρκετό φως. Ανάβει με κάτι μεγάλα σπίρτα ένα παλιό κερί που είναι κολλημένο στο ράφι. Η φλόγα του τρεμοπαίζει και καπνίζει. Η μαμά κάθεται στο παλιό της τσάρποϊ, ένα σκοινένιο κρεβάτι που έχει ξεβάψει. Στη γλώσσα μας «τσάρποϊ» σημαίνει «τέσσερα πόδια». Όπως κάθε βράδυ η μαμά ανεβάζει τα μπατζάκια του παντελονιού της μέχρι το γόνατο. Χρησιμοποιώντας λάδι μουστάρδας τρίβει με τα δυνατά της χέρια τις γάμπες της κάνοντας ένα καλό μασάζ. Η μαμά φυλάει στο μπαούλο της αυτό το βαθυκίτρινο, γλοιώδες, παχύρρευστο υγρό που βρίσκεται μέσα σε ένα πλαστικό μπουκαλάκι. Βάζει μόνο λίγες σταγόνες στο κάθε πόδι, γιατί αυτό το λάδι κοστίζει ακριβά. Το μεθυστικό του άρωμα ανακατεύεται με τη μυρωδιά του κεριού. Η μαμά αναστενάζει· οι γάμπες της είναι αδύνατες, ξερακιανές, γεμάτες μικρές μπλε φλέβες. Η μαμά δουλεύει πολύ και τα πόδια της την πονούν εδώ και πολύ καιρό. Εγώ κάθομαι δίπλα της κάτω στο χωμάτινο δάπεδο. Είμαι πολύ μικρούλα και παίζω με τη μεγαλύτερη αδελφή μου, τη Φαράχ. Έχει ανοίξει ένα χάρτινο κουτί και έχει βγάλει το θησαυρό της, τα βραχιόλια της. Είναι τα μπανγκλ, λεπτά γυάλινα βραχιόλια που φοριούνται καμιά δεκαριά γύρω από τον καρπό. Της τα έκανε δώρο μια ξαδέλφη μας που είχε λάβει πάρα πολλά στο γάμο της. Τα μπανγκλ ιριδίζουν, λαμπυρίζουν και κουδουνίζουν, καθώς η Φαράχ σηκώνεται να πάρει τη βούρτσα της. Η μεγάλη μου αδελφή μου ζητάει να χτενίσω τα κατάμαυρα μακριά της μαλλιά που φτάνουν μέχρι τη μέση της. Θα τα κάνω μια χοντρή πλεξούδα στολισμένη με χρυσές κορδέλες. Ξαφνικά η σιδερένια πόρτα του σπιτιού κοπανάει και οι τοίχοι τρέμουν. Ο μπαμπάς μπαίνει στο σπίτι σαν ανεμοστρόβιλος. Φαίνεται έξαλλος. Ουρλιάζει διάφορες
ασυναρτησίες. Λέει πως η μαμά είναι κακιά γυναίκα και πως τη μισεί. Η μαμά τον κοιτάζει έκπληκτη από την εισβολή. Δεν τον είχε ακούσει να έρχεται. Βλέπει μόνο τα κατακόκκινα μάτια του και το παραμορφωμένο από το θυμό στόμα του. Ο μπαμπάς της ορμάει, της αρπάζει τη μαντίλα που καλύπτει το κεφάλι της και τη σέρνει στο πάτωμα από τα μαλλιά. Της σφίγγει το λαιμό με όλη του τη δύναμη. Όταν η μαμά ανοίγει το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, ο μπαμπάς γίνεται ακόμα πιο έξαλλος και τη χτυπάει με δυνατές κλωτσιές. Η μαμά ουρλιάζει, ικετεύει. Συνεχίζει να τη χτυπάει. Εγώ έχω κουλουριαστεί μαζί με τη Φαράχ σε μια γωνιά του δωματίου. Δεν μπορώ ούτε να κλάψω. Τρέμω ολόκληρη. Μπορεί μετά να είναι η σειρά μου. Αλλά ο μπαμπάς δεν ασχολείται μαζί μας, με δυο κοριτσάκια ζαρωμένα στον τοίχο. Ούτε που μας κοίταξε. Η Φαράχ κι εγώ βρίσκουμε ευκαιρία και σαν τα ποντικάκια ξεγλιστράμε έξω από το σπίτι. Η αδελφή μου μού κρατάει τόσο σφιχτά το χέρι που με πονάει. Τα πόδια μου τρέμουν. Τρέχουμε ως την εξώπορτα. Οι φωνές με καταδιώκουν. Κλείνω τα αυτιά μου. Δε θέλω να σκέφτομαι, δε θέλω να ακούω τίποτα. Αλλά τα ουρλιαχτά της μαμάς αντηχούν μέσα στο κεφάλι μου. Τα παλιά μου σανδάλια ξεχαρβαλώνονται, βγαίνω τρέχοντας στο δρόμο. Δε βλέπω τη μοτοσικλέτα που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Η Φαράχ με τραβάει με δύναμη προς τα πίσω. Τα βραχιόλια της σπάνε και πέφτουν στο δρόμο. Η μηχανή απομακρύνεται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Η Φαράχ σκύβει για να μαζέψει τα μπανγκλ, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πια παρά μόνο μικρά χρωματιστά κομματάκια που αστράφτουν στη λάσπη. Παίρνω ανάσα, ενώ ένας λυγμός έχει σταθεί στο λαιμό μου. Πηγαίνουμε χωρίς να μιλάμε στο σπίτι της Ζάιρα, στον διπλανό δρόμο. Η Ζάιρα είναι γειτόνισσα και φίλη της μαμάς. Στο σπίτι της βρίσκουμε καταφύγιο κάθε φορά που ο μπαμπάς έρχεται για να δείρει τη μαμά. Εδώ δεν ακούμε πια τις φωνές. Μόνο παιδικές φωνές αντηχούν σ’ αυτό το σπίτι. Μπαίνω στη μικρή αυλή μαζί με τη Φαράχ. «Ε, καλημέρα, Ναζιράν! Θα έρθεις να παίξεις μαζί μου;» Είναι η Ρίμα που μας υποδέχεται, μια από τις κόρες της Ζάιρα. Είναι σχεδόν στην ηλικία μου, ένα φιλάσθενο κοριτσάκι με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και μακριά ξεχτένιστα μαλλιά. Έχω δάκρυα στα μάτια, αλλά πιέζομαι για να χαμογελάσω. Η Ζάιρα βγαίνει από το σπίτι με την μπουγάδα στο χέρι. Καταλαβαίνει αμέσως από το βλέμμα μας ότι κάτι δεν πάει καλά. «Ο πατέρας σας πάλι;» με ρωτάει. Ντρέπομαι πολύ. Ξέρω ότι δεν πρέπει να μιλάμε για τα προβλήματά μας. Πρέπει να παραμείνει μυστικό, μου είχε εξηγήσει η Φαράχ. Αλλά η Ζάιρα γνωρίζει τι συμβαίνει στο σπίτι μας. Την έχω δει πολλές φορές να παρηγορεί τη μαμά. Με κοιτάζει έντονα με
τα μεγάλα μαύρα της μάτια: «Λοιπόν πες μου! Ο πατέρας σας είναι στο σπίτι σας;» «Ναι, είναι στο σπίτι...» «Θεέ μου, καημένη Ναργκίς... Μπορείτε να κοιμηθείτε εδώ, κορίτσια, αν θέλετε...» Ευχαριστώ τη Ζάιρα. Η Ρίμα μου χαμογελάει, είναι πολύ απασχολημένη με το καινούριο της παιχνίδι, μια πλαστική κούκλα με συνθετικά ξανθά μαλλιά. Της έφτιαξε ένα νυφικό μ’ ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα κι ένα λάστιχο στη μέση. Της αγόρασε την κούκλα ο πατέρας της, τον περασμένο μήνα για την Αΐντ, τη μεγάλη γιορτή των μουσουλμάνων που κλείνει το Ραμαζάνι. Έχω δει τις ίδιες κούκλες στο μαγαζί παιχνιδιών και ρούχων για παιδιά. Οι μικρές κούκλες κρέμονται στην είσοδο του μαγαζιού μέσα σε πλαστικές σακουλίτσες. Έχουν πόδια και χέρια που μπορεί κανείς να τα κουνήσει. Κάθε φορά που περνάω από μπροστά σταματάω και τις χαζεύω. Και μετά από λίγο ο έμπορος με τη βαριά φωνή του με διώχνει. Η Ρίμα σηκώνεται και μου δείχνει την κούκλα. «Κοίτα, Ναζιράν, της έφτιαξα μια ντουπάτα, μια μαντίλα». Κάθομαι δίπλα της και παίρνω το παιχνίδι. Ζηλεύω τη γειτόνισσά μου. Τη ζηλεύω πάρα πολύ. Ο πατέρας μου δεν έρχεται στο σπίτι παρά μόνο για να δείρει τη μαμά, ποτέ για να μας δώσει παιχνίδια. Γιατί δε μας αγαπάει; Τινάζομαι πάνω, καθώς βλέπω τη μαμά να μπαίνει στην αυλή. Τα μαλλιά της είναι ξεχτένιστα, τα μάτια της κατακόκκινα και το πάνω μέρος της μπλούζας της σκισμένο. Η Φαράχ πέφτει στην αγκαλιά της. Εγώ κολλάω πάνω της σα μωρό. Ξεσπάω σε λυγμούς. Η μαμά μου φιλάει το πρόσωπο και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Θέλει να μας πάει πίσω στο σπίτι και με τραβάει από το χέρι. Εγώ όμως αρνούμαι. Δε θέλω να γυρίσω, είμαι τρομοκρατημένη. Φοβάμαι μήπως ο μπαμπάς είναι ακόμα εκεί. Η Ζάιρα αναλαμβάνει να με ηρεμήσει για να δεχτώ να ακολουθήσω τη μαμά. «Ο μπαμπάς έφυγε. Όλα είναι εντάξει». Η μαμά μου εξηγεί με χειρονομίες ότι δεν πρέπει να φοβάμαι. Η μαμά δεν μπορεί να μιλήσει. Ποτέ δεν μπορούσε. Κατάλαβα από πολύ νωρίς ότι δεν ήταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους. Δεν ακούει όταν τη φωνάζουμε, δεν αναπηδά ποτέ όταν κάτι πέφτει κάτω. Δε λέει λέξεις. Μόνο κάτι άναρθρες κραυγές βγαίνουν από το στόμα της. Ξέρει όμως πολύ καλά να εκφράζεται και να κάνει τους πάντες να την καταλαβαίνουν με τις κινήσεις των χεριών της και τις εκφράσεις του προσώπου της. Καταφέρνει επίσης να διαβάζει τα χείλη. Εμείς τα παιδιά τη φωνάζουμε «Γκόνγκι Μα», κουφή μαμά. Η μαμά είναι κουφή από πολύ μικρή. Η γιαγιά μού έχει διηγηθεί την ιστορία πολλές φορές. Όταν η μαμά ήταν τριών χρονών, βγήκε να παίξει με μια από τις αδελφές της. Σε ένα έρημο μέρος κοντά στο σπίτι τους δίπλα σε ένα ξερό δασάκι, υπήρχε ένα γέρικο
δέντρο με κούφιο κορμό και στραβά κλαδιά. Ήταν ένα στοιχειωμένο δέντρο, τόσο παλιό που είχε μαγικές δυνάμεις. Οι ντόπιοι έλεγαν ότι το δέντρο προκαλούσε αποβολές στις εγκύους και τρέλαινε τις κοπέλες. Οι γονείς απαγόρευαν στα παιδιά τους να παίζουν εκεί κοντά. Αλλά η μαμά μου ήταν πολύ μικρή κι έκανε του κεφαλιού της. Με την αδελφή της, τη Σάντια, πήγαν και έκαναν βόλτα κάτω από το στοιχειωμένο δέντρο χωρίς να το πουν στους γονείς τους. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους, τα δύο κοριτσάκια ήταν κουφά εξαιτίας του καταραμένου δέντρου. Από τότε η μαμά δε μιλάει πια. Αυτό το συμβάν προκάλεσε τεράστιες έννοιες στους παππούδες μου. Μόλις η Ναργκίς έγινε δεκατεσσάρων, η γιαγιά μου ήθελε απεγνωσμένα να την παντρέψει. Οι γονείς της ήταν φτωχοί, είχαν στην κατοχή τους μόνο ένα μικρό κοπάδι από λιπόσαρκες κατσίκες και αδύνατα πρόβατα, ίσα ίσα για να θρέφουν την οικογένεια, τις πέντε κόρες και τους τρεις γιους. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν μπορούσαν να προσφέρουν σωστή προίκα για να παντρέψουν την κόρη τους, αλλά και ποιος θα ήθελε μια κωφάλαλη για σύζυγο; Τη μητέρα μου την είχαν ήδη αρνηθεί καμιά ντουζίνα οικογένειες. Στα μέρη μας, το κορίτσι είναι βάρος για τους γονείς, ένα άχρηστο στόμα παραπάνω, που δε φέρνει χρήματα. Επίσης, τους γέρους γονείς αργότερα δεν θα τους φροντίσει το κορίτσι αλλά οι γιοι. Πρέπει να λοιπόν να παντρεύουν νωρίς τις κόρες τους για να τις ξεφορτώνονται μια ώρα αρχύτερα. Έτσι οι παππούδες μου ήταν έτοιμοι να δώσουν την κόρη τους στον πρώτο τυχόντα. Μόνο οι χήροι και κάποιοι σάτυροι προχωρημένης ηλικίας θα ενδιαφέρονταν για μια σύζυγο εντελώς κουφή. Τελικά μετά από απεγνωσμένες προσπάθειες ο παππούς μου κατέφερε να βρει έναν ενδιαφερόμενο. Ήταν ένας πενηντάρης κουρέας, ο Φαουάντ. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, ζούσε πενιχρά από τη δουλειά του και είχε στην κατοχή του μερικά χωράφια. Όταν ο Φαουάντ δέχτηκε αυτόν το γάμο, όλη η οικογένεια ανακουφίστηκε. Η μαμά πήγε να ζήσει μαζί του. Μας λέει συχνά ότι ήταν ευτυχισμένη με αυτόν τον άνδρα, παρόλο που μετά βίας είχαν να φάνε. Ο Φαουάντ τη φρόντιζε και τη σεβόταν. Απέκτησαν δύο αγόρια, τα ετεροθαλή αδέλφια μου τον Αρίφ και τον Ταχίρ που είναι τώρα ενήλικοι. Μια μέρα όμως ο Φαουάντ αρρώστησε και μέσα σε λίγες εβδομάδες πέθανε. Η μαμά βρέθηκε μόνη με δύο παιδιά. Ήταν εικοσιπέντε χρονών. Τότε ξεκίνησαν τα βάσανά της. Μετά το θάνατο του Φαουάντ η μητέρα μου κληρονόμησε τη λίγη γη που του ανήκε. Όμως η πεθερά της, μια χωρική δεμένη με τη γη της, ήθελε τα χωράφια να μείνουν στην οικογένεια. Ήθελε επίσης να έχει υποχείριά της τους δύο γιους της μαμάς, τον Αρίφ και τον Ταχίρ. Τα αρσενικά παιδιά είναι πολύτιμα σε μια οικογένεια. Έτσι οι γριά βρήκε τη λύση: απαίτησε από τη μαμά να παντρευτεί τον Μουρταζά, τον μικρότερο αδελφό του Φαουάντ. Ήταν ένας άνδρας πολύ μεγαλύτερος από τη μαμά. Είχε γκρίζα μαλλιά και μουστάκι που το έβαφε με χένα. Είχε επίσης τη φήμη του βίαιου και του απατεώνα. Θα ήταν λίγο να πούμε ότι η
μαμά δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένη με την ιδέα αυτού του γάμου... Όμως ούτε ο Μουρταζά ήθελε να παντρευτεί τη μαμά, μια ανάπηρη χήρα. Πρότεινε μάλιστα να τη στείλουν πίσω στην οικογένειά της και να της κλέψουν τη γη. Οι γονείς του όμως αρνήθηκαν, έπρεπε να γίνουν όλα νόμιμα, γιατί αλλιώς οι γείτονες θα τους κακολογούσαν. Έτσι υποχρέωσαν τον μικρό τους γιο να παντρευτεί τη μαμά. Η μαμά ήταν απελπισμένη, αλλά δεν είχε επιλογή. Είναι μια γυναίκα γλυκιά και ευγενική. Μη θέλοντας να θυμώσει την πεθερά της, αναγκάστηκε να δεχτεί. Με αυτόν τον τρόπο η μαμά παντρεύτηκε τον μπαμπά μου. Μετά το γάμο ο Μουρταζά πήρε στην κατοχή του τα λίγα χωράφια του Φαουάντ. Ό,τι κέρδιζε από τα χωράφια το κρατούσε για τον εαυτό του. Η μαμά δεν είπε τίποτα. Δεν μπορούσε να πει και τίποτα έτσι κι αλλιώς. Το πρόβλημα είναι ότι ο Μουρταζά ήταν ήδη παντρεμένος. Με την πρώτη του γυναίκα, τη Ζουμπιέντα, είχε ήδη εννιά κόρες και δύο αγόρια. Η Ζουμπιέντα εξακολουθούσε να είναι πολύ όμορφη γυναίκα, πολύ ομορφότερη από τη μητέρα μου. Είχε χάσει λίγο από τη λάμψη της λόγω της σκληρής ζωής και οι πολλές εγκυμοσύνες της είχαν αφήσει πλαδαρή κοιλιά, αλλά ήταν ακόμα ψηλή και γερή, με τεράστια σκούρα μάτια και πυκνά καστανά μαλλιά. Όταν ο Μουρταζά παντρεύτηκε την Γκόνγκι Μα, η Ζουμπιέντα ζήλεψε πάρα πολύ που είδε να μπαίνει στη ζωή τους μια αντίζηλος πιο νέα και πιο φρέσκια, παρά την αναπηρία της. Φοβόταν μήπως η μαμά της κλέψει τον έρωτα του συζύγου της. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή ο μπαμπάς ήταν ευχαριστημένος που μπορούσε να εκμεταλλευτεί το σώμα μιας νέας γυναίκας. Απέκτησε πέντε παιδιά με την Γκόνγκι Μα, τις δύο μεγαλύτερες αδελφές μου, τη Μαριάμ και τη Σάιμα, που είναι ήδη παντρεμένες, τον αδελφό μου τον Σελίμ, την αδελφή μου τη Φαράχ κι εμένα τη Ναζιράν, τη μικρότερη. Δεν ξέρω την ακριβή ηλικία που έχουν τα αδέλφια μου, ούτε τη δική μου εξάλλου. Κανείς δεν ξέρει την ακριβή ημερομηνία γέννησής του εδώ στην ύπαιθρο, αφού δεν υπάρχουν πιστοποιητικά. Όπως λέει και ένας από τους θείους μου «μόνο ο Αλλάχ γνωρίζει τη μέρα που θα γεννηθούμε και τη μέρα που θα πεθάνουμε, αυτός το αποφασίζει». Έμαθα ότι η Γκόνγκι Μα είχε αποκτήσει ακόμα μια κόρη, τη μεγάλη μου αδελφή, τη Σάζια, την οποία δε γνώρισα ποτέ. Όταν ήταν τεσσάρων χρονών αρρώστησε από τύφο. Καθώς δεν υπήρχε ούτε φαρμακείο στο χωριό, έπρεπε να μεταφερθεί το παιδί στην πόλη για να το δει γιατρός. Ο πατέρας μου ήταν πολύ φτωχός και δεν ήθελε να ξοδέψει όλες του τις οικονομίες, ούτε να δανειστεί από τους γείτονες για να πληρώσει τη θεραπεία, πόσο μάλλον ενός κοριτσιού. Έτσι, η αδελφή μου πέθανε από την έλλειψη ιατρικής περίθαλψης. Αυτή ήταν η μοίρα για πολλά παιδιά στο χωριό. Οι γυναίκες έπρεπε να κάνουν πολλά, γιατί δεν επιβίωναν όλα. Εκείνη την εποχή, στο χωριό μας ούτε οι ενήλικοι ζούσαν πολλά χρόνια. Πολλές γυναίκες πέθαιναν στη γέννα. Η Γκόνγκι Μα κατάφερε να επιβιώσει από όλες τις
γέννες. Γεννούσε στο σπίτι με τη βοήθεια μιας ντάι, μιας παραδοσιακής μαμής. Το πιο σημαντικό γι’ αυτήν ήταν να αποκτήσει γιο από τον Μουρταζά. Απέκτησε μόνο έναν. Ο αδελφός μου ο Σελίμ είναι ο άνδρας του σπιτιού και πρέπει να προστατεύει εμάς τα κορίτσια. Είναι ένα έξυπνο και πονηρό αγόρι, με μάτια που αστράφτουν κάτω από τις μεγάλες βλεφαρίδες του. Τα πάω πολύ καλά με τον Σελίμ και είναι ο αγαπημένος μου μέσα στην οικογένεια. Ξέρω ότι κι αυτός με αγαπάει πολύ, κι ας προτιμάει να παίζει με τα αγόρια του χωριού. Μετά το γάμο του με τη μαμά ο πατέρας μου συνέχισε να ζει με την πρώτη του γυναίκα και τα παιδιά τους. Η μαμά, η αδελφή μου, ο αδελφός μου κι εγώ ζούμε σε ένα άλλο σπίτι καμιά εκατοστή μέτρα από το σπίτι της Ζουμπιέντα. Έχουμε τρία μικροσκοπικά δωμάτια που βγάζουν σε μια χωμάτινη αυλή περιτριγυρισμένη από έναν τοίχο. Σε μια άκρη της αυλής υπάρχει μια παράγκα όπου είναι η τουαλέτα. Στην τουαλέτα υπάρχει μια μικρή βρύση και μια σκαμμένη τρύπα για να κάνει κάποιος την ανάγκη του. Για να πλυθούμε, γεμίζουμε έναν κουβά με νερό και με ένα πλαστικό ποτηράκι ρίχνουμε λίγο λίγο το νερό πάνω μας. Μέσα στην αυλή υπάρχει ένα μέρος για να ανάβουμε φωτιά. Εκεί μαγειρεύουμε. Υπάρχει επίσης ένα μικρό δέντρο που μας δίνει σκιά το καλοκαίρι. Έχουμε ηλεκτρικό, όταν δεν γίνονται διακοπές. Μέσα στο δωμάτιο της μαμάς υπάρχει ένας γλόμπος, μια πρίζα για τον ανεμιστήρα και άλλη μια για το ραδιόφωνο. Μπορούμε να πούμε ότι ζούμε ευτυχισμένοι στο σπιτάκι μας, τουλάχιστον όταν η μητριά μου δεν βρίσκεται εκεί γύρω. Τον τελευταίο καιρό η μητριά μου, η Ζουμπιέντα, δεν ανέχεται πια καθόλου να μας επισκέπτεται ο Μουρταζά. Καθώς είναι πολύ έξυπνη και ξέρει να χειραγωγεί, δημιουργεί συνεχώς ιστορίες. Συκοφαντεί ασταμάτητα τη μαμά ελπίζοντας ότι ο μπαμπάς θα ξεσπάσει πάνω της. Η Ζουμπιέντα μας περιφρονεί. Μας θεωρεί μηδενικά και παράσιτα. Με το που διασχίζει την πόρτα μας, ξέρω ότι θα ακολουθήσει καβγάς. Πριν από δυο μέρες η Ζουμπιέντα ήρθε σπίτι ψάχνοντας για μια ακόμα φορά αφορμή για να μας δηλητηριάσει τη ζωή. Μπαίνοντας στην αυλή είδε τη μαμά που έπλενε τα ρούχα. Την πλησίασε και αναγνώρισε δυο μπλούζες του Μουρταζά μέσα στη σκάφη. Τότε σκύλιασε και άρχισε να φωνάζει: «Με ποιο δικαίωμα πλένεις τα ρούχα του άνδρα μου; Θέλεις να τον εντυπωσιάσεις; Ελπίζεις ότι θα με εγκαταλείψει και θα έρθει να ζήσει μαζί σου;» Η μαμά ξέσπασε σε κλάματα. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Η αμηχανία της ενθάρρυνε τη Ζουμπιέντα να συνεχίσει να φωνάζει για να την ακούσουν και οι γείτονες: «Δεν είσαι παρά η χήρα του κουνιάδου μου και θες να μου κλέψεις τον άνδρα; Σου απαγορεύω να πλένεις τα ρούχα του!» Εκείνη τη στιγμή έφτασε κι ο πατέρας μου. Η Ζουμπιέντα, μόλις τον είδε, άρχισε το συνηθισμένο της θέατρο. Ξέσπασε σε κλάματα και δείχνοντας τη μητέρα μου είπε
μέσα από τους λυγμούς της: «Κοίτα τη σκύλα, κάνει τα πάντα για να με προκαλέσει! Θα με πεθάνει!» Ο πατέρας μου, αντί να ευχαριστήσει τη μητέρα μου που του έπλενε τα ρούχα, τη χαστούκισε και την έβαλε να πέσει στα πόδια της Ζουμπιέντα για να τη συγχωρήσει. Ο Σελίμ κι εγώ παρακολουθήσαμε όλη τη σκηνή σιωπηλά. Θέλαμε τόσο πολύ να υπερασπιστούμε τη μαμά, αλλά τι μπορούσαμε να κάνουμε;... Η μαμά είναι ανίκανη να υπερασπίσει τον εαυτό της. Και κάθε φορά έχουμε την ίδια ιστορία. Μερικές φορές η Ζουμπιέντα επινοεί κουτσομπολιά και κάνει τα πάντα για να στρέφει τον πατέρα μου εναντίον της μητέρας μου. Γι’ αυτό εκείνος έρχεται και τη δέρνει τόσο συχνά. Η μαμά ανακάλυψε ότι η μητριά μου έχει επισκεφτεί τις μάγισσες του χωριού για να μας κάνουν μάγια. Τώρα όλα εξηγούνται. ο πατέρας μου μισεί τη μητέρα μου και τα μαλλιά της Γκόνγκι Μα έχουν γίνει άσπρα.
2. Ακούω τη μαμά που σηκώνεται αγουροξυπνημένη. Πηγαίνει να ξυπνήσει την αδελφή μου τη Φαράχ και τον αδελφό μου τον Σελίμ, οι οποίοι κοιμούνται ακόμα στα τσάρποϊ τους. Τους παρατηρώ με μισάνοιχτα μάτια. Γκρινιάζουν, δεν τους αρέσει να ξυπνούν νωρίς το πρωί ενώ ακόμα είναι νύχτα έξω. Είναι χειμώνας και τα πρωινά κάνει κρύο, όταν πρέπει να αποχωριστείς τις βαριές χρωματιστές κουβέρτες που μας αγόρασε η μαμά σε τιμή ευκαιρίας στο παζάρι. Η μαμά ξυπνάει τώρα εμένα. Ο Σελίμ πρέπει να πάει στο σχολείο και η Φαράχ σε μια θεία μου για να τη βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού. Εφόσον δεν υπάρχει κανείς να με προσέχει, πρέπει να πάω μαζί με την Γκόνγκι Μα σήμερα το πρωί. Βάζω τα σανδάλια μου και χασμουριέμαι. Τα μάτια μου είναι ακόμα πρησμένα από τον ύπνο. Αρπάζω βιαστικά ένα κομμάτι ψωμί για να το φάω στο δρόμο. Επειδή το ψωμί είναι χθεσινό, είναι πολύ σκληρό και πρέπει να το μασάω αργά. Η μαμά έχει ήδη απομακρυνθεί, πρέπει να βιαστεί. Την ακολουθώ σέρνοντας τα πόδια μου. Εδώ και μερικές εβδομάδες ο πατέρας μου δεν της δίνει καθόλου χρήματα. Αποφάσισε ότι πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της για να θρέψει τα παιδιά της. Χθες το βράδυ οι δύο μεγάλες μου αδελφές, η Μαριάμ και η Σάιμα, οι οποίες ζουν με τους συζύγους τους σε ένα μικρό διπλανό χωριό, ήρθαν να μας επισκεφθούν και η μαμά είχε μετά βίας κάτι να φτιάξει για να φάμε όλοι. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια χούφτα φακές. Ευτυχώς οι αδελφές μου είχαν φέρει λαχανικά από το περιβόλι τους και η μαμά τα μαγείρεψε στη χύτρα με λίγο λάδι. Αμέσως μετά είπε στις αδελφές μου ότι ο μπαμπάς μάς είχε κόψει τα προς το ζην. Οι αδελφές μου νευρίασαν. Η Μαριάμ έκλαιγε από θυμό: «Ο μπαμπάς θα έπρεπε να ντρέπεται. Είναι καθήκον του να συντρέχει στις ανάγκες τις οικογένειάς του. Είναι για κλάματα αυτό που συμβαίνει». Κουνώντας το κεφάλι, η Σάιμα εξέφρασε τις υποψίες που είχε από την αρχή: «Η Ζουμπιέντα φταίει για όλα. Κάνει τον Μουρταζά ό,τι θέλει με τις μαγείες της!» Η Γκόνγκι Μα συμφώνησε φοβισμένα. Έτσι κι αλλιώς δε θα τολμούσε ποτέ να αντιμετωπίσει τον άνδρα της. Εξήγησε στις αδελφές μου ότι για καλή της τύχη είχε βρει δουλειά. Σ’ αυτήν τη δουλειά λοιπόν τη συνοδεύω σήμερα το πρωί. Η μέρα έχει ξημερώσει στο χωριό κι εγώ ακολουθώ τη μαμά στους στενούς δρόμους, ροκανίζοντας το ψωμάκι μου. Περπατάω γρήγορα για να ζεσταθώ. Περνάμε ανάμεσα από άμαξες, εμπόρους και κοπάδια με κατσίκες. Η μαμά μου δείχνει με το δάχτυλο ένα τεράστιο, εκτυφλωτικά κάτασπρο σπίτι. Εδώ είναι λοιπόν η κατοικία του κυρίου Μάλικ. Μια τεράστια μάντρα σαν τείχος φρουρίου το προστατεύει από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Αυτό το διώροφο κτήριο μου φαίνεται σαν παλάτι. Εδώ η μαμά κάνει τις δουλειές του σπιτιού κάθε μέρα. Έχει καμιά δεκαπενταριά δωμάτια, μια μεγάλη κουζίνα όπου μαγειρεύουν τα γεύματα σε φούρνο με γκάζι, και σάλες με πλακάκια και νερό που βγαίνει από κάτι σωλήνες στον τοίχο για να κάνει κανείς το μπάνιο του. Το μπαλκόνι έχει μοναδική θέα στο ποτάμι. Εκεί κάθεται τα βράδια η κυρία του σπιτιού, η σύζυγος του κυρίου Μάλικ, παίρνοντας το τσάι της και απολαμβάνοντας τη θέα. Ο κύριος Μάλικ είναι γαιοκτήμονας, ένας ουαντέρα, ένας άντρας πολύ πλούσιος και σημαντικός, ο οποίος κατέχει ατέλειωτες εκτάσεις γης και ένα πριονιστήριο. Έχει προσλάβει πολλούς χωρικούς της περιοχής να δουλεύουν στα χωράφια του. Τον κύριο Μάλικ τον έχω δει μία φορά στη ζωή μου. Είχα πάει στο παζάρι να κάνω κάτι ψώνια για τη μαμά και τον είδα να κάθεται σε ένα τεράστιο αυτοκίνητο με οδηγό. Δεν είναι και πολύ γοητευτικός άνδρας, τα χαρακτηριστικά του είναι χοντρά και τα γκρίζα μαλλιά του τον κάνουν να φαίνεται γέρος. Αλλά έχει ανοιχτόχρωμο δέρμα, επιβλητικό μουστάκι και πολύ κομψά ρούχα. Η μαμά με διαβεβαιώνει ότι είναι πολύ ευγενικός μαζί της και δεν της έχει μιλήσει ποτέ με περιφρόνηση. Στο χωριό έχει τη φήμη καλού και ευγενικού ανθρώπου. Μπροστά στην εξώπορτα ο τσάτσα4 Καράμ, ο κηπουρός, μας κάνει νόημα να μπούμε. Η πόρτα του σπιτιού είναι πάντα ανοιχτή. Δεν υπάρχουν φύλακες. Το πλήθος των υπηρετών είναι αρκετό για να εξασφαλίσει μια κάποια ασφάλεια στον ιδιοκτήτη. Μπροστά από το κτήριο, στο γκαράζ, βρίσκονται δύο τρακτέρ και τρία αυτοκίνητα. Σήμερα το αυτοκίνητο του κυρίου Μάλικ δεν είναι στην αυλή. Ο τσάτσα Καράμ, αφού μας εξηγεί ότι το αφεντικό έχει πάει στο Μουλτάν για τις δουλειές του, επιστρέφει στην εργασία του. Ο τσάτσα πρέπει να φροντίζει έναν τεράστιο κήπο που εκτείνεται πίσω από τη βίλα. Πρέπει να κλαδεύει τις αλέες, να φροντίζει τα παρτέρια, να ποτίζει τα λουλούδια, το γκαζόν και τα δέντρα. Κοντά στην είσοδο υπάρχει ένα σιδερένιο κλουβί όπου είναι κλεισμένα δύο τεράστια σκυλιά που με τρομοκρατούν. Οι μολοσσοί γαβγίζουν σαν τρελοί κάθε φορά που πλησιάζουμε. Μέσα στην αυλή του σπιτιού, κότες, αγελάδες και κατσίκες περιδιαβαίνουν ελεύθερες. Περιμένουμε λίγα λεπτά μπροστά από την είσοδο των υπηρετών μέχρι μια ηλικιωμένη κυρία να μας φωνάξει. Είναι μια από τις υπηρέτριες της οικογένειας. Μπαίνουμε στο σπίτι. Πίσω από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας βλέπω γυναίκες που ετοιμάζουν λαχανικά μαριναρισμένα με μπαχαρικά μέσα σε βάζα. Η γριά υπηρέτρια προχωράει μέχρι το πλυσταριό όπου δείχνει στη μαμά μια ξύλινη σκάφη και έναν τεράστιο μπόγο με άπλυτα. Είναι η μέρα της μπουγάδας. Η μαμά παίρνει τη σκάφη με τα άπλυτα και παραπαίοντας από το βάρος πηγαίνει στο βάθος της αυλής. Εκεί πίσω από το σπίτι, κολλητά με τη μάντρα, βρίσκονται τα δωμάτια υπηρεσίας. Οι υπηρέτες διαμένουν δίπλα στο κοτέτσι, σε κάτι μικρά δωμάτια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Παραδίπλα υπάρχει μια βρύση που παίρνει νερό
από το πηγάδι. Εδώ γίνεται η μπουγάδα. Απλώνουμε τα ρούχα στο έδαφος. Βοηθάω τη μαμά να γεμίσει τη σκάφη με νερό και μετά πλένουμε με όλη μας τη δύναμη ένα ένα τα ρούχα. Τα χέρια της μαμάς είναι δυνατά και πολύ ικανά, αλλά δυσκολεύεται να αφαιρέσει τους δεκάδες λεκέδες από λίπη. Εγώ παθαίνω κράμπες, επειδή κάθομαι τόση ώρα ανακούρκουδα μπροστά στη σκάφη. Μετά πρέπει να τα ξεβγάλουμε και να τα απλώσουμε σε σκοινιά μέσα στην αυλή. Αυτή η δουλειά θα μας πάρει ένα μεγάλο μέρος της ημέρας. Κατά τις έντεκα η ώρα η γριά υπηρέτρια μας φέρνει ένα μεταλλικό πιάτο με τα αποφάγια των υπηρετών. Σπανάκι που κολυμπάει στο λάδι και δύο φέτες ψωμί. Κάθομαι κάτω δίπλα στη μαμά. Βάζουμε τα λαχανικά μέσα σε μπουκιές ψωμί και τα κάνουμε μια χαψιά. Είμαι ξελιγωμένη από την πείνα. Η μαμά το βλέπει και ενώ πεινάει πάρα πολύ και η ίδια, με αφήνει να τελειώσω το πιάτο. Μετά ξαναρχίζουμε την μπουγάδα μέχρι ο ήλιος να φτάσει ψηλά στον ουρανό. Οι τελευταίες τουνίκ επιτέλους απλώνονται. Ο αέρας έχει μια φρέσκια μυρωδιά σαπουνιού. Η γριά υπηρέτρια μας ρωτάει αν τελειώσαμε και πηγαίνει να ρίξει μια ματιά για να σιγουρευτεί ότι όλα πλύθηκαν όπως πρέπει. Επιθεωρεί τα σεντόνια και τις τουνίκ και ξαναφεύγει κουτσαίνοντας προς το σπίτι. Μετά δίνει στη μαμά 150 ρουπίες (1,50€) ως ημερήσια πληρωμή. Όσο συζητούν, κάνω βόλτα στον κήπο. Αγνοώ τους δύο μολοσσούς μέσα στο κλουβί, μένοντας μακριά τους. Ο τσάτσα Καράμ με βλέπει και με διατάζει πάω κοντά του. Κοιτάζει τριγύρω να βεβαιωθεί ότι δεν τον βλέπει κανείς και μου δίνει ένα μπουκέτο λουλούδια ψιθυρίζοντάς μου: «Μην το πεις σε κανέναν και γύρνα γρήγορα σπίτι σου». Χοροπηδάω από τη χαρά μου. Κρύβω τα λουλούδια πίσω από την πλάτη μου και κάνω σινιάλο στη μαμά ότι επιστέφω στο σπίτι. Μόλις φτάσω στο σπίτι βάζω το μπουκέτο μέσα σε ένα πλαστικό δοχείο. Όταν φτάσει η μαμά, ανυπομονώ να δω την αντίδρασή της. Είναι πολύ χαρούμενη που βρίσκει τα όμορφα λουλούδια στο σπίτι μας. Μετά πηγαίνει εξαντλημένη να ξαπλώσει στο τσάρποϊ της που βρίσκεται στην αυλή για περισσότερη δροσιά. Αύριο θα ξαναπάει στον κύριο Μάλικ για να καθαρίσει το σπίτι. Εκμεταλλεύομαι τη στιγμή της ηρεμίας για να παίξω μόνη μου στην αυλή. Με μια πέτρα σχεδιάζω στο χώμα για να παίξω κουτσό. Ξαφνικά εμφανίζεται η σιλουέτα του μπαμπά. Αναπηδώ, αλλά καθώς τον κοιτάζω καλύτερα βλέπω ότι δεν δείχνει θυμωμένος αυτήν τη φορά. Προχωράει γρήγορα χωρίς να μου κάνει ούτε ένα νεύμα. Ξυπνάει βίαια τη μαμά που μόλις έχει αποκοιμηθεί. Η μαμά σηκώνεται. Ο μπαμπάς τρίβει τα δάχτυλά του με τον αντίχειρά και λέει με τη χοντρή φωνή του: «Τα λεφτά! Χρειάζομαι λεφτά! Δώσε μου τα λεφτά σου!» Με μια έκφραση απελπισίας, η μαμά ανοίγει τις παλάμες της για να δείξει ότι δεν έχει τίποτα. Ο μπαμπάς όμως ξέρει ότι δουλεύει στον κύριο Μάλικ. Εκνευρίζεται και τη
χαστουκίζει: «Ψεύτρα! Το ξέρω ότι έχεις χρήματα!» Η μαμά τρομοκρατημένη βγάζει από το μπούστο της τα χαρτονομίσματα. «Βλέπεις; Το ήξερα!» Ο μπαμπάς αρπάζει θριαμβευτικά τα χρήματα και τα βάζει στην τσέπη του. Μετά κατευθύνεται προς το δωμάτιο της μαμάς, όπου εκείνη φυλάει τα τρόφιμα. Χθες η γειτόνισσα μας έδωσε ένα κομμάτι κοτόπουλο. Για να μας βοηθήσουν να επιβιώσουμε, οι γείτονες μας δίνουν τρόφιμα και μεταχειρισμένα ρούχα. Ο μπαμπάς παίρνει το κρέας τυλιγμένο σε ένα χαρτί και φεύγει χωρίς να πει λέξη. Η Γκόνγκι Μα έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό. Τώρα δεν έχουμε τίποτα να φάμε σήμερα το βράδυ. Όσο ζούσε η μητέρα της μαμάς, ο μπαμπάς δεν τολμούσε να συμπεριφερθεί έτσι. Αλλά αφότου πέθανε η γιαγιά μου πριν από ένα χρόνο, ο μπαμπάς ξεσπάει πολύ συχνά στη μαμά. Γίνεται όλο και πιο βίαιος και δεν έχει καθόλου τύψεις να παίρνει τα χρήματα που βγάζει η μαμά με την εξαντλητική δουλειά της. Η πρώτη σύζυγος του μπαμπά, η Ζουμπιέντα, δε δουλεύει. Μένει στο σπίτι με τα παιδιά της. Ασχολείται επίσης με το βουβάλι, τις δύο κατσίκες και τις κότες του μπαμπά. Χάρη σ’ αυτά τα ζώα η οικογένειά της έχει φρέσκο γάλα και αυγά κάθε μέρα. Αυτό δεν εμποδίζει τον μπαμπά να έρχεται να τρώει ό,τι βρει σ’ εμάς. Ο μπαμπάς αγαπάει πολύ τη Ζουμπιέντα, η οποία αγαπάει πολύ το φαγητό κι έτσι του κοστίζει πολύ ακριβά. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ο πατέρας μου πάντα ήταν άφραγκος. Η μαμά μου διηγήθηκε ότι κάποτε έφτιαχνε χαλιά. Δούλευε για έναν έμπορο της περιοχής. Ήταν ένα πολύ κακοπληρωμένο επάγγελμα και το σταμάτησε γρήγορα. Μετά προσλήφθηκε εργάτης σε ένα από τα πολλά τοπικά πλινθοποιεία. Τα αναγνωρίζει κανείς από τις μεγάλες καμινάδες στις άκρη του δρόμου που βγάζουν μαύρο καπνό. Είναι εργαστήρια στο ύπαιθρο εγκαταστημένα πάνω σε κόκκινο χώμα. Μια φορά ο αδελφός μου κι εγώ συνοδέψαμε τον μπαμπά στη δουλειά του. Ήμουν πολύ μικρή και έμεινα μπροστά από την είσοδο. Εκεί δούλευαν πολλά παιδιά. Μερικά πρέπει να ήταν πέντε με έξι χρονών. Δούλευαν χωρίς διακοπή κάνοντας μηχανικές κινήσεις. Τα πιο μικρά έφτυναν πάνω στο κόκκινο χώμα και το έφτιαχναν σε μεγάλους κύβους. Τα πιο μεγάλα παιδιά έβαζαν τους κύβους σε κάτι καλούπια και σχηματίζονταν τούβλα. Μετά τα έψηναν στο φούρνο. Είναι ένα επώδυνο επάγγελμα, πρέπει να κουβαλάει κανείς ντάνες από τούβλα όλη την ημέρα, να αναπνέει τον καπνό, που μπαίνει στα πνευμόνια, και να ακούει τις προσβολές του αφεντικού. Ο μπαμπάς έλεγε ότι είναι μια δουλειά για σκυλιά. Όταν γυρνούσε σπίτι, η μπλούζα του ήταν πάντα καλυμμένη από κόκκινο χώμα και το πρόσωπό του μαύρο από την κάπνα. Μας έλεγε ότι κάποιοι εργάτες έπρεπε να δουλεύουν δώδεκα ώρες την ημέρα χωρίς να πληρώνονται, γιατί ήταν υπερχρεωμένοι. Τα αφεντικά τους είχαν δώσει προκαταβολή στην αρχή και, μαζί με
τους τόκους που συσσωρεύονταν, ήταν αδύνατον να ξεχρεώσουν. Έτσι γίνονταν κατά κάποιον τρόπο σκλάβοι, καταδικασμένοι να φτιάχνουν χιλιάδες τούβλα την ημέρα χωρίς να πληρώνονται και χωρίς να μπορούν να φύγουν. Πριν από μερικά χρόνια ο πατέρας μου βρήκε καλύτερο τρόπο για να βγάζει τα προς το ζην. Είχε εννιά κόρες από την πρώτη του γυναίκα. Έτσι αποφάσισε να πουλάει σε γάμο κάθε χρόνο και από μία. Με αυτόν τον τρόπο έχει χρήματα χωρίς να κουράζεται. Σύμφωνα με το έθιμο η νύφη φέρνει προίκα στον γαμπρό. Κανείς δε ζητάει χρήματα από τον γαμπρό. Παρ’ όλα αυτά ο πατέρα μου βρίσκει εύκολα μνηστήρες, ηλικιωμένους, αρρώστους ή διαζευγμένους που είναι έτοιμοι να πληρώσουν για να αγοράσουν μια έφηβη. Κι ο μπαμπάς δεν ντρέπεται καθόλου να πουλάει τις κόρες του, αντιθέτως το παινεύεται. Και διατυμπανίζει παντού ότι η γέννηση μιας κόρης είναι ευλογία. Θυμάμαι το γάμο μιας από τις ετεροθαλείς αδελφές μου που ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Ακόμα θυμάμαι το έντρομο βλέμμα της την ημέρα του γάμου. Ενώ όλες οι γυναίκες του σπιτιού τη χαϊδολογούσαν, τη χτένιζαν, τη στόλιζαν, την έβαφαν, αυτή μυξόκλαιγε χωρίς σταματημό. Η μητριά μου της γκρίνιαζε γιατί το μακιγιάζ χαλούσε από τα δάκρυα. Μακριές γραμμές από μαύρη μπογιά έτρεχαν πάνω στο ροδοκόκκινο πρόσωπό της. Εγώ θα ονειρευόμουν να ήμουν στη θέση της. Να παρελαύνω μέσα στο σπίτι με ένα τόσο εντυπωσιακό φόρεμα. Να είμαι η βασίλισσα της ημέρας και όλοι να ασχολούνται μαζί μου. Και αυτή η μουσική... Χόρευα με τις θείες μου στην αυλή του σπιτιού, στη γωνιά των γυναικών. Καθώς ήμουν πολύ μικρή, μπορούσα ακόμα να περιφέρομαι και στη μεριά των ανδρών. Γιόρταζαν το γεγονός μεταξύ τους, κάτω από μια μεγάλη σκηνή σε μια αλάνα κοντά στο σπίτι. Οι καλεσμένοι έτρωγαν μέσα από τεράστιες πιατέλες μπιριάνι, ένα φαγητό με ρύζι και κοτόπουλο αρωματισμένο με διάφορα μπαχαρικά. Οι άνδρες φορούσαν κάτασπρες τουνίκ και αστειευόντουσαν μεταξύ τους μιλώντας πολύ δυνατά. Εκεί είδα τον σύζυγο της ετεροθαλούς αδελφής μου. Τον αναγνώρισα αμέσως, γιατί φορούσε στο κεφάλι του το παραδοσιακό τουρμπάνι του γαμπρού που ανοίγει σα βεντάλια πάνω από το κεφάλι. Ήταν ένας γέρος με λιγοστά δόντια, κόκκινα από το μάσημα του καπνού, και με πολύ μοχθηρό βλέμμα. Τα γένια του ήταν γκρίζα και άσχημα κομμένα. Ώστε στο σπίτι του θα πήγαινε η αδελφή μου μετά τη γιορτή... Τότε κατάλαβα τα σιωπηλά της δάκρυα. Με τα χρήματα που πήρε ο πατέρας μου παντρεύοντας αυτήν την κόρη του, μπόρεσε να αγοράσει μια καρότσα για να πουλάει φρούτα. Είναι λιγότερο κουραστικό από τα τούβλα. Δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο παρά να κάθεται όλη την ημέρα μπροστά από το εμπόρευμά του. Την επόμενη χρονιά ο μπαμπάς πούλησε μια άλλη από τις ετεροθαλείς αδελφές μου. Καθώς αυτή είναι πολύ όμορφη, ο μπαμπάς απατούσε μεγάλο χρηματικό
ποσό. Οι μνηστήρες, βρίσκοντας την τιμή πολύ υψηλή, έκαναν σκληρά παζάρια. Η συμφωνία έκλεισε τελικά στις 50000 ρουπίες (500€). Με αυτόν τον πακτωλό ο μπαμπάς αγόρασε έναν μικρό πορτοκαλεώνα. Τώρα πουλάει την παραγωγή του στο παζάρι. Οι μέρες ζεσταίνουν και η περίοδος για το θερισμό του σταριού πλησιάζει. Έξω στους δρόμους αντηχούν παραδοσιακά τραγούδια και μουσική. Όπως κάθε χρόνο το χωριό γιορτάζει τη γιορτή της άνοιξης. Μια μεγάλη εμποροπανήγυρη διοργανώνεται στην κεντρική πλατεία. Είναι πόλος έλξης για εκατοντάδες επισκέπτες και για μικροπωλητές από τις γύρω περιοχές. Όλοι στο χωριό βρίσκονται σε αναβρασμό και μιλούν μόνο γι’ αυτό. Κατά τη διάρκεια του πανηγυριού γίνονται κάθε μέρα αγώνες με καμήλες, διαγωνισμοί για τον καλύτερο δαμαστή αλόγων και διάφορα άλλα παιχνίδια. Στα πεζοδρόμια οι πωλητές διαλαλούν την απλωμένη πραμάτεια τους: παιχνίδια, μπανγκλ, ρούχα... Μερικοί φτιάχνουν λουκουμάδες ή άλλες λιχουδιές μέσα σε αχνιστά σκεύη πάνω στις καρότσες τους. Η Γκόνγκι Μα δε θέλει να πάμε. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει χρήματα να μας αγοράσει παιχνίδια, ούτε να πληρώσει ένα γύρο στο καρουζέλ. Την άνοιξη ο μπαμπάς αποφασίζει να οργανώσει τους γάμους δύο θυγατέρων του με τον Αρίφ και τον Ταχίρ, τους δύο γιους της μαμάς από τον πρώτο της γάμο. Και παρόλο που ο Αρίφ και ο Ταχίρ είναι μέλη της οικογένειας, δεν υπάρχει περίπτωση ο μπαμπάς να τους «δώσει» μια σύζυγο. Τους ζήτησε να πληρώνει ο καθένας 2000 ρουπίες (20€) μηνιαίως για πολλά χρόνια. Χαίρομαι που τα αδέλφια μου ο Αρίφ και ο Ταχίρ παντρεύονται, γιατί θα έρθουν να ζήσουν ξανά μαζί μας. Θα πάρει ο καθένας από ένα δωμάτιο. Δεν τους βλέπω συχνά, επειδή έφυγαν από το σπίτι όταν ήμουν πολύ μικρή. Τα τελευταία χρόνια δεν έρχονταν παρά μόνο για γιορτάσουν μαζί μας την Αΐντ, όταν τελείωνε το Ραμαζάνι. Είναι και οι δύο εργάτες και δουλεύουν σε οικοδομές στο Καράτσι, μια μεγάλη πόλη στο νότιο Πακιστάν. Μου διηγήθηκαν ότι είναι μια πόλη τόσο μεγάλη, ώστε χρειάζεται κανείς πάνω δύο ώρες με λεωφορείο για να τη διασχίσει. Εκεί έχει ανθρώπους από όλη τη χώρα και από όλες τις εθνότητες, Παστούν, Μπαλούχους, κατοίκους από την επαρχία Σιντ... Η Γκόνγκι Μα ετοιμάζει το σπίτι για την άφιξη των αδελφών μου. Στιλβώνει τα σερβίτσια, τινάζει τα τσάρποϊ για να διώξει τη σκόνη, καθαρίζει την αυλή με νερό και πλένει τους τοίχους. Είμαστε όλοι ενθουσιασμένοι και βοηθάμε τη μαμά με χαρά. Ο Αρίφ κι ο Ταχίρ φτάνουν στο σπίτι μετά από ένα μακρύ ταξίδι με το τρένο και το λεωφορείο. Τα χέρια τους είναι γεμάτα δώρα. Έφεραν υφάσματα για να φτιάξουμε καινούριες τουνίκ και μπανγκλ. Μας φιλούν και αγκαλιάζουν σφιχτά τη μαμά. Αφήνουν τα πακέτα τους και φεύγουν αμέσως για να κάνουν ψώνια στην αγορά, ώστε οι μέλλουσες γυναίκες τους να εγκατασταθούν με όλες τους τις ανέσεις. Ο Ταχίρ θα
συναντήσει και το νέο του αφεντικό. Δε θέλει να δουλεύει πια στις οικοδομές για να είναι κοντά στη γυναίκα του. Βρήκε δουλειά ως πωλητής σε ένα μαγαζί στο χωριό που πουλάει CD. Το βράδυ ο Ταχίρ έρχεται με μια μεγάλη κούτα. Αγόρασε τηλεόραση σε τιμή ευκαιρίας. Χοροπηδάω από τη χαρά μου. Πάντα ονειρευόμουν μια τηλεόραση στο σπίτι για να βλέπω τις σαπουνόπερες. Έχει μόνο ένα κανάλι, το Τηλεόραση του Πακιστάν, ΠΤV, αλλά παίζει τις σειρές που λατρεύω. Ο Ταχίρ ανοίγει το κουτί και βγάζει μια μικρή οθόνη και μια κεραία. Την τοποθετεί με προσοχή πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι μέσα στο δωμάτιο, ενώ τον κοιτάζω μαγεμένη. Τη βάζει στη μοναδική πρίζα και η οθόνη ανάβει δείχνοντας μπλε και κόκκινες γραμμές. Ο Ταχίρ εκνευρίζεται και κοπανάει τη συσκευή. Τα αδέλφια μου περνούν πολλή ώρα προσπαθώντας να την προγραμματίσουν και τελικά μια καθαρή ασπρόμαυρη εικόνα εμφανίζεται μπροστά μας. Το βράδυ όλοι μαζί στο δωμάτιο του Ταχίρ βλέπουμε σαπουνόπερες της επαρχίας Πουντζάμπ. Λατρεύω να παρακολουθώ τις περιπέτειες των ηρώων και συγκινούμαι από τις θλιβερές ερωτικές τους ιστορίες. Την επόμενη εβδομάδα το σπίτι είναι έτοιμο. Τα αδέλφια μου αγόρασαν καινούρια τσάρποϊ σε έντονα χρώματα και καινούρια μεταλλικά σερβίτσια. Στους τοίχους των δωματίων τους κόλλησαν αφίσες με τοπία από βουνά, καταρράκτες και ηλιοβασιλέματα. Έβαλαν ακόμα και ιερές εικόνες από τα μαυσωλεία όπου είναι θαμμένοι οι σούφι της περιοχής μας. Σε δύο μέρες θα γίνει η τελετή του γάμου. Έχουν προσκληθεί πάνω από εκατόν πενήντα άτομα. Η Γκόνγκι Μα αγόρασε τρόφιμα για να προμηθεύσει τους μαγείρους που ετοιμάζουν τα φαγητά κοντά στη σκηνή όπου θα γίνει ο γάμος. Οι μαρμίτες βράζουν, οι σάλτσες ξεχειλίζουν από τις χύτρες και τα γλυκά μοσχοβολούν... Θα είναι ένας μεγάλος γάμος.
4 Τσάτσα είναι ο θείος στα πουντζάμπι, τη διάλεκτο της επαρχίας Πουντζάμπ.
3. Ξυπνάω από το αζάν. Έτσι λέμε το κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή που ακούγεται από τα μεγάφωνα του τζαμιού. Πρέπει να είναι γύρω στις πέντε και μισή το πρωί και έξω είναι ακόμα νύχτα. Οι καλοκαιρινές νύχτες είναι τόσο ζεστές ώστε κοιμόμαστε έξω στην αυλή για λίγη δροσιά. Τρία χρόνια έχουν περάσει από το γάμο του Αρίφ και του Ταχίρ. Μετά από δύο μέρες γιορτής οι νύφες μου ήρθαν να μείνουν μαζί μας. Ήρθαν πάνω σε μια καρότσα που την έσερνε ένας γάιδαρος. Η γυναίκα του Αρίφ ονομάζεται Ζέμπα, είναι ψηλή και αδύνατη με μακρύ πρόσωπο. Η αδελφή της, η Χίνα, η σύζυγος του Ταχίρ, είναι μια κοντή, πολύ αδύνατη, νευρική γυναίκα με σκούρο δέρμα. Είναι πιο νέα από τη Ζέμπα. Μαζί τους έφεραν κι από ένα μπαούλο η καθεμιά με τα προικιά τους. Ντροπαλές και ανήσυχες για τη νέα τους κατοικία, δεν έλεγαν και πολλά. Τις πρώτες ημέρες ήταν πολύ ευγενικές. Ρωτούσαν συνεχώς την Γκόνγκι Μα πως μπορούσαν να τη βοηθήσουν και έκαναν όλες τις αγγαρείες του σπιτιού. Αλλά σύντομα το κλίμα άλλαξε. Τώρα είναι αυτές οι κυρίες του σπιτιού και κάνουν ό,τι θέλουν.
Το νεογέννητο της Ζέμπα άρχισε να κλαίει. Πρέπει να σηκωθώ. Οι νύφες μου έκαναν η καθεμία από δύο παιδιά κι εγώ είμαι επιφορτισμένη να τα φροντίζω. Τα τρία ήδη περπατούν και είναι ατρόμητα. Χώνονται παντού και είναι πάντα έτοιμα για σκανταλιές. Πρέπει να τα προσέχω συνεχώς και επίσης να τους μαγειρεύω, να τα κάνω μπάνιο και να πλένω τα ρούχα τους... Σήμερα το πρωί σηκώνομαι βρίζοντας. Ευχαρίστως θα κοιμόμουν λίγες ώρες ακόμα. Βάζω τα σανδάλια μου. Δε χρειάζεται να ντυθώ, γιατί κοιμάμαι με την τουνίκ. Όσο οι άλλοι στριφογυρίζουν ακόμα στα κρεβάτια τους πάω να φέρω ένα δεμάτι ξύλα από την αυλή. Διαλέγω λεπτά και ξερά κλαδιά που βάζω πάνω στην εστία για να ανάψω τη φωτιά. Όλο και περισσότερες αγουροξυπνημένες φωνές ακούγονται από τα γειτονικά σπίτια, καθώς το χωριό αρχίζει να ξυπνάει. Η Γκόνγκι Μα είναι ήδη στο πόδι. Πλένει τα χέρια και τα πόδια της και με καλυμμένο το κεφάλι της ετοιμάζεται να κάνει την προσευχή της. Η μαμά είναι πολύ θρήσκα. Δεν παραλείπει ποτέ καμία από τις πέντε καθημερινές προσευχές και συχνά κάθεται και ανοίγει το Κοράνι που της έκαναν δώρο στον πρώτο γάμο της. Καθώς δεν ξέρει να διαβάζει, απλώς κοιτάζει τις σελίδες μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικες προσευχές. Ζητάει συχνά από τον Σελίμ να της απαγγείλει αποσπάσματα από το άγιο βιβλίο. Οι νύφες μου δεν είναι και πολύ θρήσκες. Η αλήθεια είναι ότι δεν τις έχω δει ποτέ να προσεύχονται. Πριν να σηκωθούν όλοι, πρέπει να ετοιμάσω το ψωμί για το πρωινό. Ανακατεύω
αλεύρι και νερό σε ένα πιάτο. Χρειάζεται τόσο νερό ώστε από τη μια να μην κολλάει η ζύμη στα χέρια και από την άλλη να είναι αρκετά εύπλαστη. Κοιμάμαι όρθια ακόμα. Πλάθω με μηχανικές κινήσεις το ζυμάρι που μαλακώνει στα χέρια μου μέχρι να γίνει ομοιόμορφη στρογγυλή μπάλα. Ακούω τον Σελίμ που βρίζει και γελάω κρυφά. Ο αδελφός μου κοπάνησε το γόνατό του καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι. Πρέπει να βιαστώ. Βάζω βούτυρο πάνω σε μια σιδερένια πλάκα και τηγανίζω το ψωμί. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού μου ανοίγει την όρεξη. Το να βγάλεις βέβαια τις πίτες από τη φωτιά, χωρίς να καείς, είναι ολόκληρη επιχείρηση. Το ξέρω καλά, αφού τα χέρια μου είναι γεμάτα καψίματα, καθώς μερικά πρωινά που δεν έχω ξυπνήσει καλά, δεν είμαι τόσο προσεκτική. Μετά το ψωμί πρέπει να ετοιμάσω το τσάι. Βάζω με προσοχή όσες κουταλιές μαύρο τσάι χρειάζεται. Προσθέτω τη ζάχαρη και το γάλα. Ζεσταίνω επίσης το γάλα για τα παιδιά. Το πρωινό είναι έτοιμο. Οι μεγάλοι έχουν όλοι σηκωθεί, αν και είναι ακόμα νυσταγμένοι. Τα μικρά αλωνίζουν στην αυλή. Ο Αρίφ και ο Ταχίρ θα επιστρέψουν την επόμενη εβδομάδα. Δουλεύουν σε μια οικοδομή στο Μουλτάν, τη μεγάλη πόλη της περιοχής μας. Καθόμαστε κάτω για να φάμε γύρω από ένα πλαστικό τραπεζομάντιλο. Η Χίνα βουτάει κομμάτια ψωμιού μέσα στο ζεστό γάλα για τον γιο της τον Αχμέντ. Η Ζέμπα θηλάζει το μωρό καθώς πίνει το τσάι της. Το μωρό φοράει μια τουνίκ που μυρίζει ξινίλα. Είναι ξεβράκωτο όπως όλα τα μωρά. Ο Σελίμ σέρνεται και θα φτάσει αργοπορημένος στο σχολείο. Η Γκόνγκι Μα τον μαλώνει. Τρέχει βιαστικά στο δωμάτιο και ξαναβγαίνει ντυμένος με τη σχολική στολή, ένα μαύρο παντελόνι και ένα άσπρο τσαλακωμένο πουκάμισο. Η Χίνα τον κοροϊδεύει, γιατί τα πυκνά μαλλιά του είναι εντελώς ξεχτένιστα. Η Γκόνγκι Μα του βρέχει το κεφάλι και τον χτενίζει. Ο αδελφός μου κάθεται βέβαια, αλλά εκνευρίζεται. Είναι ήδη νεαρός άνδρας, πολύ περήφανος για το χνούδι που έχει εμφανιστεί στο πάνω χείλος του. Πίνει μια γουλιά τσάι και τρέχει να βρει τους γιους των γειτόνων που τον περιμένουν στο δρόμο για να πάνε στο μάθημα. Όταν όλοι τελειώσουν το φαγητό, πλένω τα πιάτα και τα ποτήρια με κρύο νερό. Η Φαράχ και η Γκόνγκι Μα πηγαίνουν να δουλέψουν στον κύριο Μάλικ. Μένω μόνη με τις νύφες μου. Έπειτα σκουπίζω προσεκτικά όλα τα δωμάτια με ένα δεμάτι σκίνα. Κοιτάζοντας πίσω μου βλέπω τη Ζέμπα να με παρακολουθεί με μοχθηρό βλέμμα. «Ναζιράν, βιάσου είσαι πολύ αργή, τι θα σε κάνουμε εσένα;» Μερικές εβδομάδες μετά το γάμο τους, οι νύφες μου άρχισαν να δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Είναι απαίσιες. Δε σταματούν να γκρινιάζουν για την κακή τους τύχη και κατηγορούν τους άνδρες τους ότι είναι τεμπέληδες. Αλλά η μητέρα μου, παρόλο που και η ίδια ακούει την ασταμάτητη γκρίνια τους είναι πολύ μαλακός άνθρωπος για να τους κάνει παρατήρηση.
Ειδικά η Ζέμπα είναι πολύ θυμωμένη με τον άνδρα της. Η αλήθεια είναι ότι ο Αρίφ έχει αδυναμία στο αλκοόλ. Παρόλο που είναι απαγορευμένο στη χώρα μας, πολλοί άνδρες στα χωριά πίνουν κρυφά. Φτιάχνουν μόνοι τους τοπικά κρασιά. Βάζουν διάφορα φρούτα μέσα σε μπουκάλια με νερό και τα θάβουν στο χώμα. Μετά από μερικές μέρες το μείγμα έχει γίνει αλκοόλ. Στην αρχή ο Αρίφ έπινε κρυφά με τους φίλους του. Πολύ σύντομα όμως η γυναίκα του κατάλαβε τι γινόταν από την εμφάνιση και τη μυρωδιά του. Μερικές φορές έρχεται στο σπίτι τρεκλίζοντας κι από το στόμα του αναδύεται μυρωδιά χαλασμένου φρούτου. Τα μάτια του είναι κατακόκκινα και αρχίζει να ουρλιάζει στη Ζέμπα. Αλλά η Ζέμπα ουρλιάζει ακόμα πιο δυνατά και τον αποκαλεί σαράμπι, δηλαδή μεθύστακα! Του λέει ότι θα τυφλωθεί ή θα πεθάνει δηλητηριασμένος από το αλκοόλ όπως ένας από τους γείτονές μας. Ο ήλιος έχει πια ανέβει ψηλά και μετά το καθάρισμα του σπιτιού είναι η ώρα της μπουγάδας. Πρέπει να πλύνω τα ρούχα όλων. Οι τουνίκ που φορούν οι αδελφοί μου και οι αδελφές μου είναι γεμάτες λεκέδες. Τα ρούχα των μωρών είναι κατουρημένα και βρομούν. Τα χέρια μου είναι φαγωμένα από το συνεχές τρίψιμο. Απλώνω την μπουγάδα σε μια ξύλινη σανίδα. Με τόση ζέστη όλα θα έχουν στεγνώσει μέχρι το βράδυ. Σκουπίζω τα χέρια μου στη μαντίλα που φοράω γύρω από το λαιμό μου όπως κάνουν όλα τα μικρά κορίτσια. Ρίχνω μια ματιά στα ανίψια μου. Παίζουν στην αυλή με τα παιχνίδια τους. Έχουν δεκάδες κούκλες και λούτρινα ζωάκια τα οποία δεν έχω δικαίωμα ούτε να ακουμπήσω. Επιστρέφω στο φούρνο για να φτιάξω γρήγορα το μεσημεριανό. Η Ζέμπα κάθεται δίπλα μου πάνω σε ένα τσάρποϊ. Με το πόδι της κοιμίζει το μωρό της που είναι ξαπλωμένο σε μια κούνια στα πόδια του κρεβατιού. Αντιλαμβάνεται ότι είμαι πολύ κουρασμένη και μου λέει: «Στην ηλικία σου, Ναζιράν, κι εγώ δούλευα. Ο καθένας με τη σειρά του. Είσαι η πιο μικρή και είναι φυσιολογικό να πέφτουν πάνω σου όλες οι αγγαρείες». Δεν απαντάω και συνεχίζει: «Πρέπει να φανείς και χρήσιμη σε κάτι. Εμείς σε ταΐζουμε κάθε μέρα έτσι δεν είναι;» Δεν πάει να λέει ότ,ι θέλει, εγώ δεν της δίνω καμία σημασία. Σε λίγο θα φτιάξει το τσάι της και θα ξαπλώσει. Πλένω τις πατάτες, κόβω το κουνουπίδι σε μικρά κομμάτια, καθαρίζω τα κρεμμύδια και τα κόβω σε ροδέλες. Το λάδι τσιτσιρίζει στην κατσαρόλα. Ρίχνω μέσα τα λαχανικά, τα αφήνω να πάρουν λίγο χρώμα και μετά προσθέτω νερό. Η αυλή μοσχοβολάει από τους υδρατμούς. Θα τα φάμε με αραβικές πίτες. Λιώνω μια πατάτα σε ένα πιάτο για τα μικρά και τους κόβω σε ροδέλες μια μπανάνα για επιδόρπιο. Αύριο είναι Πέμπτη και είναι μέρα γιορτής. Η Γκόνγκι Μα ίσως αγοράσει κοτόπουλο, αν της περισσέψουν χρήματα. Μετά το μεσημεριανό και ενώ πλένω τα πιάτα, οι νύφες μου ξαπλώνουν για τον μεσημεριανό τους ύπνο. Η ζέστη του καλοκαιριού είναι αφόρητη. Κοιμούνται μαζί με
τα παιδιά τους κάτω από τη σκιά του μικρού μας δέντρου. Μόλις τις δω να κοιμούνται, είναι η ώρα που μπορώ να ξεφύγω λιγάκι. Θέλω τόσο πολύ να παίξω με τα άλλα παιδιά... Δε βλέπω συχνά τη γειτόνισσά μου, τη Ρίμα, γιατί πάει πια στο σχολείο. Πολλές φορές την έβλεπα να περνάει από το δρόμο μας μαζί με τις συμμαθήτριές της, όλες χαριτωμένες μέσα στις μαύρες στολές τους με τη λευκή μαντίλα. Δεν τολμούσα να βγω να της μιλήσω, γιατί με παρακολουθούσε η Χίνα. Ένα απόγευμα, ενώ οι νύφες μου κοιμούνταν, συνόδεψα τη Ρίμα στο σπίτι της. Οι συμμαθήτριές της με κοιτούσαν αφ’υψηλού. Στο δωμάτιό της η Ρίμα έγραψε το όνομά μου με στυλό σε ένα φύλλο χαρτί. Μου εξηγούσε ένα ένα τα γράμματα που έγραφε. Νι, άλφα, ζήτα... Την κοιτούσα μαγεμένη. Φύλαξα το χαρτί μέσα στα ρούχα μου και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μάθω να γράφω. Γυρίζοντας στο σπίτι ρώτησα τη μαμά αν μπορούσα να πάω κι εγώ σχολείο. Μου είπε ότι θα μιλούσε στον μπαμπά. Πήγα να κοιμηθώ και με φανταζόμουν με μια όμορφη στολή, την άσπρη μαντίλα μου και μια ωραία σχολική τσάντα... Ο αδελφός μου ο Σελίμ πάει στο δημόσιο σχολείο από τότε που ήταν έξι χρονών. Ο δάσκαλός του μας λέει ότι είναι χαρισματικός και μάλιστα πήδηξε μια τάξη γιατί ήταν πολύ καλύτερος από τους άλλους. Ο αδελφός μου φέρνει πάντα εξαιρετικούς βαθμούς στο σπίτι, παρόλο που η μαμά δεν μπορεί να τον βοηθήσει στα μαθήματα αφού αφενός δεν ξέρει να διαβάζει, όπως οι περισσότερες γυναίκες, και αφετέρου είναι κουφή... Παρ’ όλα αυτά η μαμά είναι πολύ περήφανη για τον Σελίμ και τον ενθαρρύνει συνεχώς. Λίγες μέρες αργότερα η μαμά μου εξηγεί με χειρονομίες ότι μίλησε για το θέμα του σχολείου στον μπαμπά. Έκανε τα πάντα για να τον πείσει, αλλά αυτός δε θέλει ούτε να ακούσει για το σχολείο. Γι’ αυτόν οι σπουδές δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Ένα κορίτσι παντρεύεται και δουλεύει στο σπίτι. Γιατί να χάσει το χρόνο του μαθαίνοντας άχρηστα πράγματα; Οι νύφες μου συμφωνούσαν μαζί του και υποστήριξαν ότι είμαι πολύ πιο χρήσιμη στο σπίτι. Η Γκόνγκι Μα δεν επέμεινε κι έτσι τα όνειρά μου για σχολείο έκαναν φτερά. Εκείνο το πρωί η Χίνα με κοίταξε υποχθόνια και μου είπε κοροϊδευτικά: «Λοιπόν, Ναζιράν, για ποια περνιέσαι; Θέλεις να γίνεις σοφή; Άντε λοιπόν να πλύνεις τα πατώματα και να βάλεις μπουγάδα!» Δε βρήκα τίποτα να της απαντήσω και δεν ξαναγύρισα ποτέ στο σπίτι τη Ρίμα. Κλείνω την εξώπορτα προσπαθώντας να μην τρίξει καθόλου. Τώρα που κατάφερα να ξεφύγω από το σπίτι μου, μετά από όλες αυτές τις αγγαρείες, πηγαίνω στις όχθες ενός καναλιού να βρω τα κοριτσάκια του χωριού. Ο δρόμος μου περνάει μπροστά από το σχολείο. Με φοβίζει αυτό. Βλέπω τους μαθητές να απαγγέλλουν όλοι μαζί σα χορωδία το μάθημα της ημέρας. Είναι όλοι καθισμένοι στην αυλή, γιατί κάνει πολύ ζέστη μέσα στο μικρό τσιμεντένιο κτίσμα. Επιταχύνω το βήμα μου και λέω στον εαυτό μου ότι όταν θα κάνω παιδιά, ακόμα και αν είναι κορίτσια, θα τα στείλω στο σχολείο. Αν
δηλαδή συμφωνεί και ο άνδρας μου. Αλλιώς θα πρέπει να καταφέρω να τον πείσω. Αφήνω πίσω μου τα τελευταία σπίτια του χωριού και βρίσκω τις φίλες μου κοντά στο κανάλι. Με υποδέχονται με χαρούμενα ξεφωνητά Είναι πολύ απασχολημένες. Πλάθουν κομμάτια αργίλου με τα χέρια τους. Με αυτό το είδος πηλού φτιάχνουμε αγαλματίδια και μινιατούρες ζωάκια, πρόβατα, κατσικάκια... Παίρνω ένα μεγάλο κομμάτι και αρχίζω αμέσως να το πλάθω. Στα χέρια μου παίρνει το σχήμα ενός μικρού σώματος, με χέρια και κεφάλι. Θα είναι η μαμά. Στη συνέχεια φτιάχνω πιο μικρά σωματάκια που είναι τα παιδιά. Οι φίλες μου συγκρίνουν τα έργα τους και γελούν, γιατί μία έκανε ένα άλογο που δεν μπορεί να σταθεί όρθιο από το βάρος. Τώρα πρέπει να τα αφήσουμε στον ήλιο για να σκληρύνουν. Όσο φτιάχνω τη μικρή μου οικογένεια από χώμα, φαντάζομαι γονείς που αγαπιούνται και πηγαίνουν βόλτες τα παιδιά τους στο βουνό και σε τοπία όπως αυτό στην αφίσα στο δωμάτιο του Αρίφ. Έχω ακούσει γι’ αυτά τα βουνά στο βόρειο Πακιστάν. Μία από τις ξαδέλφες μου πήγε εκεί για μήνα του μέλιτος με τον άνδρα της, έναν πωλητή κοπριάς και ζιζανιοκτόνων. Πέρασε εκεί μία εβδομάδα. Έμεινε σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο από το οποίο έβλεπε τα βουνά. Διηγήθηκε στην Γκόνγκι Μα ότι εκεί ο αέρας είναι καθαρός και δροσερός ακόμα και το κατακαλόκαιρο. Ενώ εδώ στα μέρη μας το καλοκαίρι ο καυτός αέρας καίει τα πνευμόνια μας και δεχόμαστε πραγματική επίθεση από χιλιάδες κουνούπια. Σε ένα μικρό δρομάκι δίπλα στο κανάλι παίζουν κάτι αγόρια που δε θέλουν καθόλου μαζί τους τα κορίτσια. Αλλά ούτε κι εμείς θέλουμε να παίξουμε μαζί τους και τους το έχουμε πει άπειρες φορές. Παίζουν κρίκετ και ουρλιάζουν θριαμβευτικά κάθε φορά που κερδίζουν. Μερικά απογεύματα ο αδελφός μου ο Σελίμ παίζει μαζί τους. Κάποια στιγμή οι φίλες μου βαριούνται να φτιάχνουν χωμάτινα αγαλματάκια και προτείνουν να παίξουμε κρυφτό όσο στεγνώνουν οι δημιουργίες μας. Τρέχουμε σαν τρελές μέσα στα χωράφια. Η γη μας είναι ξερή και γεμάτη σκασίματα από τον ήλιο και τη ζέστη που έρχεται σε καυτά κύματα. Ακόμα και τα ζωντανά έχουν στριμωχτεί στη σκιά των λιγοστών δέντρων. Οι χωρικοί αναγκάζονται να κάνουν πολλά διαλείμματα μέσα στην ημέρα, γιατί αλλιώς ζαλίζονται από τον ήλιο. Οι γυναίκες τους φέρνουν παγούρια με λάσι, υγρό γιαούρτι. Ο θείος μου λέει ότι είναι ένα ποτό που δροσίζει το σώμα και το πνεύμα και σε κρατάει όλη την ημέρα. Κανείς δε μας προσέχει. Μπαίνουμε σε μια φυτεία με ζαχαροκάλαμα. Είναι εύκολο να κρυφτεί κανείς εδώ, γιατί τα ζαχαροκάλαμα είναι πιο ψηλά από εμάς. Σκορπίζουμε μέσα στον αγρό. Βρίσκω μια πολύ καλή κρυψώνα και κάθομαι ανακούρκουδα στο έδαφος για να μη φαίνομαι. Όμως ένα από τα κορίτσια με βρίσκει αμέσως κι εγώ φωνάζω ότι έκανε ζαβολιά. Γελάμε και ξαναρχίζουμε το παιχνίδι μέχρι να μας εξουθενώσει η ζέστη. Μετά κόβουμε ζαχαροκάλαμα για να τα δαγκώσουμε. Δεν είναι ακόμα πολύ ώριμα, αλλά έχουν ήδη έναν γλυκό χυμό που είναι απόλαυση. Την εποχή
της συγκομιδής τα κόβουν με ματσέτα αλλά εμείς, επειδή δεν έχουμε τίποτα αιχμηρό, το τραβάμε και το γυρίζουμε γύρω από τον εαυτό του μέχρι να σπάσει. Καθόμαστε με τα λάφυρά μας πίσω από ένα δέντρο για να μη μας πάρουν πρέφα. Ξαφνικά ένα από τα πιο μικρά κορίτσια βγάζει μια κραυγή. Μια τεράστια ακρίδα έχει καθίσει πάνω στη μαντίλα της. Με κοιτάζει έντρομη. Την πλησιάζω σιγά και αιχμαλωτίζω το έντομο ανάμεσα στα χέρια μου με προσοχή να μην το τραυματίσω. Με την ακρίδα θα παίξουμε ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια. Την πηγαίνουμε μπροστά σε ένα από τα τζαμιά του χωριού. Είναι η ώρα της σιέστας και δεν υπάρχει ψυχή στους δρόμους. Ακουμπάμε την ακρίδα στο κατώφλι του τζαμιού. Αν μπει μέσα, είναι καλός οιωνός και σημαίνει ότι θα βρέξει. Οι ακρίδα σέρνεται στο έδαφος. Μάλλον την έσφιξα πολύ δυνατά και τραυμάτισα το ένα της πόδι. Ξαφνικά με έναν πήδο μπαίνει στο τζαμί. Πηδάμε από τη χαρά μας. Θα έρθει λοιπόν η βροχή! Στα μέρη μας όταν έρχονται οι μουσώνες είναι απόλαυση. Η βροχή είναι δώρο του ουρανού. Οι άνθρωποι την περιμένουν με λαχτάρα. Όλοι εδώ αγαπούν τη βροχή. Όταν ακούμε το τραγούδι του κοέλ, ένα είδος κότσυφα που κάνει τη φωλιά του αυτήν την εποχή, ξέρουμε ότι πλησιάζουν οι μουσώνες. Είναι επίσης η εποχή που ωριμάζουν τα μάνγκο κι έχουν γεύση σα μέλι. Η βροχή εδώ ξεκινάει ξαφνικά. Πέφτει πολύ νερό για κάποιες ώρες και ποτίζει το έδαφος. Επιτέλους αναπνέουμε μετά από πολλές μέρες αφόρητης ζέστης. Όμως σήμερα το απόγευμα ο ουρανός είναι απελπιστικά γαλανός... Ίσως η ακρίδα να έκανε λάθος. Απογοητευμένη, επιστρέφω στο σπίτι συνοδευόμενη από τις φίλες μου. Δυστυχώς η Ζέμπα έχει ξυπνήσει και με περιμένει όλο θυμό. Με το που με βλέπει στο δρόμο να έρχομαι, πετάγεται έξω όλο λύσσα και με χαστουκίζει μπροστά στα άλλα κορίτσια: «Που ήσουν, παλιόπαιδο! Κοίτα τα ρούχα σου, είναι όλο χώματα. Το ξέρεις πολύ καλά ότι έχεις δουλειές εδώ». Ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα στις φίλες μου που την κοιτάζουν έντρομες και τους λέει: «Σας απαγορεύω να παίζετε με τη Ναζιράν! Σας προειδοποίησα». Τα κορίτσια φεύγουν τρέχοντας. Η Ζέμπα με χαστουκίζει ξανά: «Η Ζουμπιέντα σε περιμένει εδώ και μία ώρα, το ξέχασες ότι έπρεπε να πας σπίτι της;» Το είχα πράγματι ξεχάσει. Το σπίτι της είναι λίγα λεπτά δρόμος από το δικό μας. Τρία δωμάτια και μια αυλή. Η αυλή όμως είναι πιο μεγάλη από τη δική μας και επίσης έχει ένα στάβλο για τα βόδια και τις δύο κατσίκες. Η Ζουμπιέντα είναι μόνη, ξαπλωμένη σε ένα τσάρποϊ κοντά στο δωμάτιό της. Η χοντρή της κοιλιά ανεβοκατεβαίνει κάτω από την μπλούζα της. Ροχαλίζει με το στόμα
ανοιχτό σαν ψάρι. Καλύτερα! Δε θα την ξυπνήσω. Παίρνω τη σκούπα και σκουπίζω τα δωμάτια γρήγορα γρήγορα. Στο δωμάτιο της Ζουμπιέντα οι κότες είναι κλεισμένες σε μια ντουλάπα. Έχουν όμως κουτσουλίσει τα πάντα, αφού κατά τη διάρκεια της ημέρας κυκλοφορούν παντού ελεύθερες. Παίρνω νερό για να καθαρίσω. Η Ζουμπιέντα κοιμάται βαθιά και λίγο σάλιο τρέχει από το στόμα της. Πρέπει επίσης να πλύνω τα πιάτα που ευτυχώς σήμερα είναι λίγα. Μόνο μερικά πιάτα και ποτήρια, και για κακή μου τύχη μια κατσαρόλα με καμένο πάτο. Τρίβω με δύναμη για να την καθαρίσω και όταν τελειώνω, τα νύχια μου είναι κατάμαυρα. Επιστρέφω στο σπίτι πριν να ξυπνήσει η Ζουμπιέντα και έτσι γλιτώνω από τις κακίες της. Δεν αντέχω να την ακούω να κατακρίνει τη μητέρα μου και να τη λέει ηλίθια. Το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι καθώς γυρίζω σπίτι. Δεν ήταν απόφαση της Γκόνγκι Μα να παντρευτεί τον άνδρα της Ζουμπιέντα. Η μαμά δεν είχε επιλογή. Στο σπίτι πρέπει να ετοιμάσω το δείπνο. Το βράδυ το μαγείρεμα είναι πιο εύκολο, καθώς δεν έχω παρά να ζεστάνω ό,τι έχει απομείνει από το μεσημέρι. Είμαι μπροστά από την εστία όταν ο αδελφός μου ο Αρίφ μπαίνει στην αυλή με ένα τεράστιο χαμόγελο. Το αφεντικό του τού έδωσε μπόνους γιατί ήταν πολύ ευχαριστημένο από τη δουλειά του. Έτσι ο Αρίφ μπόρεσε να αγοράσει ένα μικρό πανδοχείο στο χωριό. Το λέμε πανδοχείο, αλλά δεν είναι μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να κοιμηθούν. Είναι ένα τεϊοποτείο όπου οι άνδρες παίζουν χαρτιά και συζητούν για ώρες. Υπάρχουν πολλά τέτοια στο χωριό, αλλά ο Αρίφ είχε βάλει στο μάτι ένα συγκεκριμένο. Είχε πιάσει φιλίες με τον ιδιοκτήτη, έναν ηλικιωμένο άνδρα που ήθελε να πουλήσει το μαγαζί του. Ο Αρίφ πήγε και τον είδε λίγο νωρίτερα και η δουλειά έκλεισε. Το πανδοχείο πλέον του ανήκει. Ο αδελφός μου θα χρειαστεί βοήθεια και μου προτείνει να πλένω τα φλιτζάνια στο μαγαζί του. Μου υπόσχεται να μου δίνει και πέντε ρουπίες την ημέρα. Η Ζέμπα συμφωνεί να πάω να τον βοηθήσω. «Τουλάχιστον δε θα αλητεύει στους δρόμους, το παλιοκόριτσο!» Την επομένη, μόλις τελειώνω τις δουλειές στο σπίτι, ο Αρίφ με παίρνει μαζί του. Το πανδοχείο του βρίσκεται σε ένα δρομάκι κοντά στην αγορά. Είναι μια τσιμεντένια παράγκα, με πλαστικές καρέκλες και σκοινένια κρεβάτια. Έχει και μερικά κρεβάτια έξω. Ο αδελφός μου έβαλε μια τηλεόραση και ένα DVD player, και παίζει δυνατά βιντεοκλίπ από τραγούδια του Πουντζάμπ. Οι πελάτες χαζεύουν αφηρημένα τα βιντεοκλίπ πίνοντας το τσάι που τους έχει ετοιμάσει ο Αρίφ. Συχνά δοκιμάζουν κρέας κοκκινιστό και ψωμάκια γεμιστά με κοτόπουλο. Εγώ η μικρή είμαι πολύ περήφανη που βρίσκομαι ανάμεσα σε ενηλίκους. Ακούω τις συζητήσεις των ανδρών του χωριού πλένοντας τα φλιτζάνια μέσα σε έναν κουβά με νερό. Χωρικοί με σκαμμένα πρόσωπα παραπονιούνται για την ξηρασία και για τη σοδειά που δε θα είναι καλή αυτήν τη χρονιά, καθώς η βροχή ακόμα δεν έχει έρθει. Ο
Θεός μας ξέχασε! λένε. Σε ένα διπλανό τραπέζι ένας χασάπης, με μια μπλούζα γεμάτη αίματα που τραβάει ολόκληρα σύννεφα από μύγες, παίζει χαρτιά με έναν απατεώνα. Παίζουν πολλά λεφτά. Ξαφνικά οι τόνοι ανεβαίνουν. Ο χασάπης έχασε και αρνείται να πληρώσει. Ο αδελφός μου μπαίνει στη μέση να ηρεμήσει τα πνεύματα. Το βράδυ επιστρέφω στο σπίτι όλο χαρά κρατώντας σφιχτά τις πέντε ρουπίες μου στο χέρι. Μόλις όμως διασχίζω την πόρτα, η Ζέμπα με περιμένει και ζητάει τα χρήματα. Αντιστέκομαι. Με κοιτάζει μοχθηρά και μου λέει ότι αν δεν της δώσω τα χρήματα, δε θα φάω βραδινό. Υποκύπτω και τα δίνω, αλλά είμαι έξαλλη. Ήθελα τόσο πολύ να αγοράσω μια κούκλα.
4. Όπου να ’ναι πλησιάζει η γιορτή της Αΐντ! Μετά τις τριάντα μέρες νηστείας για το Ραμαζάνι, θα γιορτάσουμε το γεγονός με ένα καλό γεύμα. Χοροπηδάω από ανυπομονησία. Για τα παιδιά, η γιορτή της Αΐντ είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου, αφού παίρνουν πολλά δώρα, καινούρια ρούχα ακόμα και χρήματα. Ο μήνας της νηστείας πέρασε πολύ αργά. Έχω την εντύπωση ότι αυτές οι ημέρες είναι οι πιο μεγάλες μέρες του χρόνου. Οι μεγάλοι είναι πολύ κουρασμένοι, καθώς δεν επιτρέπεται ούτε να φάνε ούτε να πιουν τίποτα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Στις τέσσερις το πρωί όλοι είναι επί ποδός σα να ετοιμάζονται για τη μάχη. Πρέπει να γεμίσουν τα στομάχια τους γρήγορα, πριν εμφανιστεί η πρώτη ακτίνα του ήλιου στον ουρανό. Ο Αρίφ κάθεται στο σπίτι. Δεν ανοίγει το πανδοχείο του παρά μόνο το βράδυ, αφού κανείς δεν μπορεί να πιει ή να φάει. Έτσι, όλη την ημέρα λαγοκοιμάται στο κρεβάτι του. Ο μεγάλος μου αδελφός, ο Ταχίρ, είναι πωλητής σε ένα μαγαζί με CD στην αγορά. Όσο διαρκεί το Ραμαζάνι οι πελάτες είναι ελάχιστοι, εντούτοις πρέπει να κρατάει το μαγαζί ανοιχτό όλη την ημέρα. Μας λέει ότι ξαπλώνει στο πάτωμα πίσω από το ταμείο και λαγοκοιμάται περιμένοντας να μπει πελάτης στο μαγαζί. Η αδελφή μου η Φαράχ και ο Σελίμ τήρησαν το Ραμαζάνι όλες τις μέρες. Στις τέσσερις το πρωί ο Σελίμ μπουκώνεται ψωμί με βούτυρο. Μετά ξαναπέφτει για ύπνο και στις επτά φεύγει για το σχολείο. Η Γκόνγκι Μα έχει πυρετό, γι’ αυτό, πριν ανατείλει ο ήλιος, πίνει ένα ποτήρι νερό με πολύ λεμόνι «φάρμακο για όλα τα κακά» σύμφωνα με τη γιαγιά μου. Αν ο πυρετός δεν πέσει, θα πρέπει να πάω να δουλέψω στη θέση της, στα σπίτια που καθαρίζει και κάνει την μπουγάδα. Εγώ προσποιούμαι ότι είμαι εξαντλημένη όπως οι υπόλοιποι. Φέτος δήλωσα ότι θα ακολουθήσω τη νηστεία και όλοι με συνεχάρησαν, όμως στην πραγματικότητα τρώω κρυφά. Λύγισα από την πρώτη κιόλας μέρα, αφού πεινούσα αφόρητα. Έτσι, κρύβω λίγο ψωμί στο μανίκι της μπλούζας μου και μες στην ημέρα πηγαίνω κρυφά στην τουαλέτα, κρύβομαι καλά και το καταπίνω αμάσητο. Μετά επειδή διψάω πολύ, πίνω νερό από τη βρύση ενώ κάνω τις δουλειές του σπιτιού και κανείς δε με κοιτάει. Η Χίνα, η γυναίκα του Ταχίρ, δεν τηρεί το Ραμαζάνι γιατί θηλάζει το μωρό της. Γέννησε ένα τρίτο παιδί πριν από μερικούς μήνες. Είναι κοριτσάκι και το λένε Τσάντνι. Η Χίνα δεν νήστεψε ούτε πέρσι, επειδή ήταν έγκυος. Όσο διαρκεί το Ραμαζάνι, η Ασέφα, η ηλικιωμένη γειτόνισσά μας, βαριέται σπίτι της και έρχεται κάθε μέρα να καθίσει στην αυλή μας. «Ξέρεις, Χίνα, θα πρέπει να νηστέψεις κάποια άλλη στιγμή, γιατί αλλιώς θα φέρεις κακοτυχία σε όλη την οικογένειά σου» της λέει. Η Χίνα κουνάει το κεφάλι της χωρίς να μιλήσει.
Ο Αρίφ προσπαθεί να υπερασπιστεί τη νύφη του: «Ένας πελάτης στο πανδοχείο μου που είναι φοιτητής σε θρησκευτικό εκπαιδευτήριο μου εξήγησε ότι, αν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να νηστέψουμε, μπορούμε σε αντάλλαγμα να δώσουμε χρήματα στους φτωχούς». Έτσι κι αλλιώς στο Ραμαζάνι πρέπει να πληρώσουμε τη ζακάτ, την ελεημοσύνη που επιτάσσει το Κοράνι. Ο Αρίφ προτείνει να κάνουμε δωρεά στο τζαμί μεγαλύτερη από ό,τι συνήθως. «Μα εμείς δεν έχουμε αρκετά χρήματα για μας τους ίδιους, πώς θα μπορέσουμε να δώσουμε μεγαλύτερη ελεημοσύνη για τους φτωχούς;» αναρωτιέται η Χίνα. Οι μεγάλοι αυτόν τον καιρό τσακώνονται συνεχώς γιατί έχουν τεντωμένα νεύρα και είναι λογικό, αφού με τόση ζέστη είναι πραγματικό μαρτύριο να μην μπορείς να πιεις οτιδήποτε. Η μαμά με στέλνει να κάνω τα ψώνια για το βραδινό και βλέπω αυτήν τη νευρικότητα παντού στο δρόμο. Τα χαρακτηριστικά στα πρόσωπα όλων είναι τραβηγμένα και τα μάτια πετούν σπίθες. Μια μηχανή να περάσει ξυστά από έναν γάιδαρο, ένα αυτοκίνητο να ακουμπήσει μια καρότσα, και τα αίματα ανάβουν αμέσως. Οι οδηγοί κατεβαίνουν βρίζουν, κουνούν τη γροθιά και εκτοξεύουν απειλές. Σε ελάχιστο χρόνο ο κόσμος μαζεύεται και παρακολουθώντας τον καβγά, ξεχνάει για λίγο την πείνα και τη δίψα του. Αργά το απόγευμα ετοιμάζουμε τη λήξη της νηστείας. Το μενού είναι νοστιμότατο: γλυκό ρύζι, τηγανητές πατάτες με κουρκούτι και γεμιστά πιτάκια με κρέας. Οι μυρωδιές μας σπάνε τη μύτη, αλλά απαγορεύεται να αγγίξουμε το οτιδήποτε. Η Φαράχ κι εγώ κοιτάζουμε πεινασμένα τις πιατέλες. Ακόμα και οι μεγάλοι δεν μπορούν να συγκρατηθούν. Οι ώρες περνούν. Βάζουμε φαγητό στα πιάτα μας, καθόμαστε όλοι σε κύκλο και κοιτάμε τον ουρανό. Μόλις εξαφανιστεί και η τελευταία ηλιαχτίδα, ακούγονται οι φωνές των μουεζίνηδων από τα τζαμιά που μας καλούν να προσευχηθούμε. Αυτό σηματοδοτεί το τέλος της νηστείας. Σύμφωνα με το έθιμο πρέπει πρώτα να φάμε ένα χουρμά και μετά όλοι πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό. Δεν ακούγεται τίποτα παρά ο ήχος που κάνουν τα πιάτα και οι μασέλες. Μόλις αδειάσουν τα πιάτα, εξαφανιστεί και η τελευταία μπουκιά, και αδειάσει η τελευταία σταγόνα τσαγιού, τα αδέλφια μου, χορτασμένα πια, σηκώνονται να πάνε να προσευχηθούν στο τζαμί με τους άνδρες του χωριού. Οι γυναίκες μένουν στο σπίτι. Η Γκόνγκι Μα πηγαίνει να προσευχηθεί στο δωμάτιό της. Αμέσως μετά συναντάω τον αδελφό μου στο πανδοχείο του. Ανοίγει το βράδυ για να κερδίσει ό,τι έχασε την ημέρα. Οι θαμώνες έρχονται βιαστικά, ανυπομονώντας να βρεθούν ανάμεσα σε φίλους και να ξεχάσουν τη δύσκολη ημέρα που πέρασε. Συζητούν για την τιμή του αλευριού και της ζάχαρης που διπλασιάστηκε κατά το Ραμαζάνι – οι έμποροι, όπως κάθε χρόνο, δηλώνουν ότι υπάρχει έλλειψη, αλλά ουσιαστικά είναι κακοί μουσουλμάνοι που εκμεταλλεύονται τον ιερό μήνα για να κλέψουν τους πιστούς
ανθρώπους. Ας μη μιλήσουμε για τους ράφτες! Είναι ο μήνας που έχουν την περισσότερη δουλειά και, ως συνήθως, δεν προλαβαίνουν να παραδώσουν έγκαιρα τα καινούρια ρούχα. Κι ας τους έχουν δώσει τρεις εβδομάδες νωρίτερα το βαμβακερό ύφασμα για να ράψουν την τουνίκ και το σαλβάρι. Τους ακούω αφηρημένα καθώς πλένω τα πιάτα για να κερδίσω τις καταραμένες ρουπίες που θα μου βουτήξει η Ζέμπα με το που θα γυρίσω στο σπίτι. Ίσως αυτήν τη φορά, μιας και αύριο είναι η γιορτή της Αΐντ, να με αφήσει να κρατήσω τα χρήματα... Χαίρομαι που ξεφεύγω λίγο από το σπίτι και είμαι στο πανδοχείο. Τα βράδια, την περίοδο του Ραμαζανίου, οι δρόμοι σφύζουν από ζωή και τα μαγαζιά είναι ανοιχτά μέχρι αργά τη νύχτα. Οι κάτοικοι περιδιαβαίνουν για να κάνουν τα τελευταία τους ψώνια πριν από τη γιορτή. Τις τρεις μέρες που κρατάει η γιορτή, τα μαγαζιά είναι κλειστά και οι οικογένειες μαζεύονται για να γιορτάσουν μαζί. Ήδη πολύ άνθρωποι φορτωμένοι με πακέτα στριμώχνονται μέσα σε λεωφορεία που θα τους πάνε σε άλλες πόλεις για να είναι με τους δικούς τους. Στους δρόμους σβήνουν και τα τελευταία φώτα. Επιστρέφω στο σπίτι με τον Αρίφ και η Ζέμπα για μια ακόμα φορά μου παίρνει τα χρήματα. Αυτό ήταν, η τελευταία μέρα της νηστείας πέρασε. Ήρθε η γιορτή της Αΐντ, και είμαι τόσο ενθουσιασμένη που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το πρωί παίρνουμε το πρόγευμα όλοι μαζί πιο αργά από ό,τι συνήθως. Οι μεγάλοι μου αδελφοί δίνουν σ’ εμένα και τη Φαράχ μερικά νομίσματα. Αμέσως τρέχουμε να αγοράσουμε παγωτό από τον πλανόδιο πωλητή που περιδιαβαίνει στους δρόμους. Είναι πολύ εύκολο να τον εντοπίσουμε, καθώς το μικρό κίτρινο καρότσι που σπρώχνει παίζει μουσική. Είναι πάντα η ίδια μελωδία και κάνει να τρέχουν τα σάλια των παιδιών κάθε φορά που την ακούν. Αγοράζω ένα μικρό κυπελάκι με γεύση μάνγκο, ενώ η Φαράχ προτιμάει τη σοκολάτα. Καταβροχθίζουμε το παγωτό μας πριν γυρίσουμε στο σπίτι. Με τις νύφες μου και τη μαμά ξεκινάμε να ετοιμάζουμε το γεύμα. Για επιδόρπιο η μαμά έχει προβλέψει μακαρόνια βρασμένα μέσα σε γλυκό γάλα, και φρουτοσαλάτα. Αγόρασε επίσης ένα κοτόπουλο που ο έμπορος το έσφαξε μπροστά της. Το ξεκοίλιασε με ένα μαχαίρι και πέταξε τα εντόσθια στο δρόμο, δώρο για τις αδέσποτες γάτες. Κόβουμε το κοτόπουλο κομμάτια πριν το σοτάρουμε με κρεμμύδι. Μετά το μαγειρεύουμε με ρύζι αρωματισμένο με μπαχαρικά. Το γεύμα είναι πολύ νόστιμο. Μικροί και μεγάλοι το καταβροχθίζουν. Είναι χωρίς αμφιβολία το καλύτερο γεύμα του χρόνου. Το φαγοπότι τελείωσε και έχει έρθει η ώρα για τα δώρα. Τα αδέλφια μου αγόρασαν στις γυναίκες τους καινούρια ρούχα που τα έραψαν οι ράφτες. Η Χίνα και η Ζέμπα αγόρασαν λούτρινα ζωάκια στα παιδιά τους, που φωνάζουν από τη χαρά τους. Εμένα δε μου έδωσε κανείς τίποτα. Η μαμά δεν έχει άλλα χρήματα, αφού αγόρασε το φαγητό
με τις οικονομίες της. Αλλά ο κύριος Μάλικ, ο γαιοκτήμονας στον οποίο δουλεύει, της χάρισε ένα ύφασμα κίτρινο με ροζ για να φτιάξει καινούρια τουνίκ. Ξεδιπλώνει περήφανα το ύφασμα για να το θαυμάσουν όλοι. Οι νύφες μου χαϊδεύουν το ύφασμα και επαινούν την ποιότητά του. Θα ήθελα κι εγώ να έχω ένα καινούριο ρούχο, φοράω πάντα τα φθαρμένα αποφόρια των αδελφών μου. Κοιτάζω έκθαμβη το υπέροχο ύφασμα. Η μαμά με βλέπει, χαμογελάει και με τις χειρονομίες της μου λέει: «Ξέρεις, Ναζιράν, εγώ δε χρειάζομαι καινούρια ρούχα. Θα σου φτιά-ξω μια καινούρια τουνίκ». Πηδάω από τη χαρά μου. Είναι υπέροχο δώρο. Θα είμαι πολύ περήφανη με αυτό το ρούχο. Νομίζω ότι είναι η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου, παρόλο που οι νύφες μου μουρμουρίζουν στην Γκόνγκι Μα: «Καλά, τρελάθηκες; Μια πιτσιρίκα δεν έχει ανάγκη από ένα τέτοιο δώρο». Μια εβδομάδα πέρασε κι όλος ο κόσμος ξαναγύρισε στις δουλειές του. Οι γιορτινές μέρες είναι ήδη παρελθόν. Ο Ταχίρ έφυγε για το Καράτσι με το λεωφορείο, προκειμένου να εφοδιαστεί με DVD και κασέτες για το μαγαζί. Αυτό το εμπόριο πηγαίνει μια χαρά. Στο Πακιστάν, αυτήν την εποχή υπάρχει μόνο ένα κανάλι και είναι βαρετό. Έτσι, οι πελάτες του Ταχίρ ζητούν συνεχώς νέα έργα και μάλιστα τα πιο πρόσφατα. Το αφεντικό του τον έστειλε λοιπόν στο Κέντρο Ρέινμποου στο Καράτσι να αγοράσει ποσότητες. Έχω ακούσει τα αδέλφια μου να λένε ότι είναι μια τεράστια αγορά όπου βρίσκει κανείς όλες τις τελευταίες ταινίες. Έχει ακόμα και αμερικάνικες ταινίες όπου όμορφες Αμερικανίδες ηθοποιοί γδύνονται μπροστά στην κάμερα... Οι πελάτες του Ταχίρ εκτιμούν πολύ αυτές τις ταινίες. Οι κάτοικοι του χωριού είναι επίσης λάτρεις των ινδικών υπερπαραγωγών στις οποίες παίζει συχνά ο Σα Ρουκ Χαν, ένας πολύ διάσημος μουσουλμάνος ηθοποιός. Η πακιστανική τηλεόραση δεν παίζει ποτέ ταινίες του Μπόλιγουντ, γιατί είμαστε τσακωμένοι με την Ινδία. Η αποστολή λοιπόν του Ταχίρ είναι να φέρει όλες τις τελευταίες ταινίες. Πρέπει να ζητάει από τους εμπόρους να του δείχνουν μερικά πλάνα από την κάθε ταινία, γιατί καθώς είναι πειρατικές, η ποιότητα της εικόνας είναι συχνά πολύ κακή. Στο ίδιο εμπορικό κέντρο θα φτιάξει και πολλές κασέτες με παραδοσιακή μουσική. Τις αγοράζουν μανιωδώς οι οδηγοί ταξί και λεωφορείων, που είναι τακτικοί πελάτες του Ταχίρ. Αύριο ο αδελφός μου επιστρέφει μαζί με όλο του το εμπόρευμα. Ανυπομονώ να δω τι φέρνει. Μερικές φορές με αφήνει να δω ταινίες του Πουντζάμπ στο μαγαζί του. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ακούμε να χτυπάει το τηλέφωνο του γείτονα. Ο γείτονας έχει βάλει σταθερό τηλέφωνο εδώ και μερικούς μήνες και δέχεται τηλεφωνήματα για όσες οικογένειες στη γειτονιά δεν διαθέτουν τηλέφωνο. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ο
γείτονας μας χτυπά την πόρτα. «Αρίφ, έλα γρήγορα, σε ζητούν στο τηλέφωνο!» Ο Αρίφ επιστρέφει μετά από λίγα λεπτά με πρόσωπο εντελώς σκοτεινιασμένο. Ο Ταχίρ είχε ατύχημα σε ένα δρόμο στο Καράτσι και βρίσκεται στο νοσοκομείο. Η Χίνα, η γυναίκα του, τα έχει χάσει και η μαμά αρχίζει να κλαίει. Ο Αρίφ προσπαθεί να είναι καθησυχαστικός, αλλά δείχνει προβληματισμένος. Δεν τολμάει να πει τις λεπτομέρειες του ατυχήματος μπροστά μου και λέει αοριστίες. Παρόλο που προσέχει τη γλώσσα του και μιλάει με μισόλογα, καταλαβαίνω ότι ο Ταχίρ έχει τραυματιστεί στην ευαίσθητη περιοχή. Όταν επιτέλους ο Ταχίρ επιστρέφει στο σπίτι έπειτα από δύο μέρες είναι κατάχλωμος από τον πόνο. Άντεξε καθισμένος ένα πολύωρο ταξίδι με λεωφορείο σε ένα δρόμο γεμάτο λακκούβες. Κάθε αναπήδημα του προκαλούσε αφόρητο πόνο. Στηριζόμενος στη Χίνα, σέρνεται μέχρι το κρεβάτι του και ξαπλώνει χωρίς να πει κουβέντα. Παραμένει στο δωμάτιό του για πολλές εβδομάδες αναρρώνοντας. Οι μήνες περνούν και ο Ταχίρ είναι όλο και πιο καταβεβλημένος. Η Χίνα τελικά ειδοποιεί τον πατέρα μου, ο οποίος ένα απόγευμα έρχεται να μας επισκεφτεί. Ξεκινάει μια μεγάλη συζήτηση με τη Χίνα. Εγώ τους κρυφακούω, ενώ πλένω τη μικρή Τσάντνι σε μια λεκάνη. Το μωρό λατρεύει το νερό και είναι από τις ελάχιστες στιγμές που δε στριγγλίζει. Έτσι, μπορώ να ακούσω τα πάντα. Η Χίνα ψιθυρίζει: «Άκου, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Ο Ταχίρ δε δουλεύει και δεν έχουμε χρήματα. Επίσης έχει γίνει ανίκανος μετά το ατύχημα. Οι γιατροί είπαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Τι θα απογίνω;» Ο μπαμπάς σκέφτεται στρίβοντας το μουστάκι του και ξαφνικά λέει στη Χίνα: «Άκου, κόρη μου, θα σας χωρίσω και θα σου βρω καινούριο άντρα». Η Χίνα κατεβάζει το κεφάλι και ο πατέρας μου επιμένει: «Πρέπει να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου με άλλον άντρα. Είμαι ο πατέρας σου και ξέρω ποιο είναι το καλό σου. Θα σου βρω μια καλή περίπτωση». Ένα βράδυ ο μπαμπάς ξανάρχεται σπίτι μας πολύ κακόκεφος. Κάθεται δίπλα στον Ταχίρ και τον ενημερώνει με σοβαρό ύφος ότι θα τον χωρίσει από τη γυναίκα του. Ο Ταχίρ δεν απαντάει, για την ακρίβεια ούτε καν κοιτάζει τον πατέρα μου. Το βλέπω ότι δε συμφωνεί, γιατί αγαπάει πολύ τη γυναίκα του, αλλά δεν έχει επιλογή, καθώς ο πατέρας μου είναι αυτός που παίρνει τις αποφάσεις στην οικογένειά μας. Κατάλαβα αμέσως ότι ο μπαμπάς είχε σχέδιο από την αρχή. Έχει ενοχληθεί που ο Ταχίρ δεν μπορεί να του πληρώσει πια τις 2000 ρουπίες μηνιαίως που είχε διαπραγματευτεί για να τον παντρέψει με τη Χίνα. Έτσι, θα πουλήσει ξανά τη Χίνα σε νέο σύζυγο για να κερδίσει χρήματα. Έχει ήδη βρει μνηστήρα. Έναν έμπορο από
κάποιο γειτονικό χωριό που του δίνει 50000 ρουπίες (500€). Αλλά δεν είναι όλα τόσο απλά. Ο μπαμπάς πρέπει πρώτα να πάρει το διαζύγιο της κόρης του από το δικαστήριο. Επικαλείται την αναπηρία του συζύγου. Για δύο μήνες παρουσιάζεται τακτικά στο δικαστήριο της περιοχής. Μια μέρα έρχεται στο σπίτι με ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης. Στα χέρια του κρατάει το πολύτιμο έγγραφο σφραγισμένο από τον δικαστή. Ο Ταχίρ και η Χίνα είναι πλέον επισήμως διαζευγμένοι. Ο μπαμπάς κάθεται δίπλα στη Χίνα στην αυλή: «Το θέμα έχει κλείσει. Ο μέλλοντας σύζυγός σου είναι πλούσιος. Θα ζήσεις άνετη ζωή». Τα μάτια της Χίνα φωτίζονται και ο μπαμπάς συνεχίζει αναστενάζοντας: «Μόνο που ο νέος σου σύζυγος δε θέλει να αναλάβει τα παιδιά σου. Θα πρέπει να τα αφήσεις εδώ να τα φροντίσει η Γκόνγκι Μα». Η Χίνα είναι σύμφωνη και συναινεί. Ο μπαμπάς της περιέγραψε ένα όμορφο σπίτι και μια άνετη ζωή, οπότε τα παιδιά της θα μείνουν εδώ. Σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση η Χίνα πρέπει να περιμένει τέσσερις μήνες μετά από το επίσημο διαζύγιο, προτού ξαναπαντρευτεί. Πρέπει να είναι βέβαιο ότι δεν είναι έγκυος. Οι μήνες περνούν και ένα βράδυ ο νέος σύζυγος έρχεται να τη βρει. Δε θα γίνει καμία γιορτή. Θα υπογράψουν απλώς ένα συμβόλαιο γάμου στο σπίτι του εμπόρου όπου θα παρευρίσκεται και ένας μουλάς για να ευλογήσει την ένωση. Η Χίνα ετοίμασε το μπαούλο με όλα της τα πράγματα, τα ρούχα της και τα λιγοστά της κοσμήματα, και περιμένει σιωπηλή. Ο μπαμπάς μπαίνει στην αυλή συνοδευόμενος από έναν σκυφτό γέρο με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες. Μας χαιρετάει με φωνή που τρέμει και μετά βίας καταλαβαίνω τι λέει, αφού έχει μόνο ένα δόντι. Αυτός είναι ο νέος σύζυγος. Η Χίνα του χαμογελάει και είναι πολύ χαρούμενη που θα εγκαταλείψει το σπίτι μας για να ζήσει μέσα στις ανέσεις. Τα παιδιά της κατάλαβαν πολύ καλά ότι η μάνα τους θα φύγει για πάντα από το σπίτι και κρέμονται από τα ρούχα της. Τα απομακρύνει και τους υπόσχεται ότι θα έρθει να τα δει σύντομα. Τη βλέπω καθώς χάνεται στο δρόμο με τον γέρο. Τα ανίψια μου ζητούν τη μητέρα τους με φωνές που μου σκίζουν την καρδιά και περνάω όλη τη νύχτα να τα παρηγορώ. Η μια μέρα διαδέχεται την άλλη και είναι όλες ίδιες. Όλα πάνε στραβά στο σπίτι μας. Ο Ταχίρ έφυγε να ζήσει μόνος του σε άλλο σπίτι. Είναι πολύ δυστυχισμένος και θυμωμένος με τον μπαμπά. Ο Αρίφ περνάει επίσης άσχημη περίοδο. Αντέχει όλο και λιγότερο τη Ζέμπα που δε σταματάει να του κάνει παρατηρήσεις και τον πιέζει να πάψει να βοηθάει οικονομικά εμάς, την οικογένειά του. Ο αδελφός μου έχει μπουχτίσει τόσο πολύ που κάθε βράδυ μεθάει όλο και περισσότερο για να ξεχνάει τα προβλήματά του.
Κάθε βράδυ εξαφανίζεται σε σπίτια φίλων. Όταν επιστρέφει αργά τη νύχτα, περπατάει στις μύτες τον ποδιών μέχρι το δωμάτιό του βρίζοντας τη Ζέμπα και τα πεθερικά του, τη Ζουμπιέντα και τον Μουρταζά, ο οποίος πουλάει τις κόρες του χωρίς καμία αιδώ. Η Ζέμπα τον αποκαλεί μπεκρή και τον προσβάλει συνεχώς. Η Γκόνγκι Μα εκπλήσσεται με αυτήν τη συμπεριφορά, αλλά δε λέει τίποτα. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ο αδελφός μου κοιμάται αμέσως. Ροχαλίζει τόσο δυνατά ώστε κανείς δε μπορεί να κοιμηθεί στο σπίτι. Κάθε βράδυ ξοδεύει τα κέρδη από τη δουλειά του στο ποτό. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο Αρίφ είναι πνιγμένος στα χρέη. Σύντομα θα χρειαστεί να πουλήσει το πανδοχείο του. Πρέπει να αποχαιρετίσω τις μόνες στιγμές ελευθερίας που είχα πλένοντας φλιτζάνια και ακούγοντας τους πελάτες να αφηγούνται ιστορίες. Από τότε που ξεκίνησαν αυτές οι ιστορίες η Ζέμπα έχει διάθεση να σκοτώσει άνθρωπο. Τα έχει βάλει με όλη την οικογένεια. Κάνει παράπονα στον μπαμπά και απειλεί ότι κι αυτή θα πάρει διαζύγιο. Ο μπαμπάς αποφασίζει να λύσει την οικογενειακή κρίση με τον δικό του τρόπο. Αντί να μας βοηθήσει οικονομικά, αποφασίζει να σταματήσει τον Σελίμ από το σχολείο για να πάει να δουλέψει. Ο άνδρας πρέπει να φέρνει χρήματα στο σπίτι και τη δεδομένη στιγμή αυτός ο άνδρας δεν είναι ο Αρίφ... Έτσι είναι η σειρά του Σελίμ να φέρει το ψωμί της οικογένειας. Σήμερα το πρωί λοιπόν ο αδελφός μου, ένας αριστούχος μαθητής, ανακοινώνει στον δάσκαλό του ότι δε θα ξαναέρθει στο σχολείο. Το απόγευμα μετά τα μαθήματα ο πατέρας μου δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη. Ο Σελίμ επιστρέφει στο σπίτι συνοδευόμενος από τον δάσκαλό του, έναν μικροκαμωμένο αεικίνητο άνδρα με στρογγυλά γυαλιά. Κάθεται στην αυλή και ξεκινάει την επιχειρηματολογία του, καθώς η μαμά του ετοιμάζει τσάι. «Έμαθα ότι θέλετε να σταματήσετε τον Σελίμ από το σχολείο. Είναι ο καλύτερός μου μαθητής, ξέρετε, και θέλω οπωσδήποτε να συνεχίσει τις σπουδές του». Ο μπαμπάς ενοχλείται από αυτήν τη συζήτηση. Ανάβει ένα τσιγάρο που αγοράζει χύμα από ένα καπνοπωλείο και χαϊδεύοντας το μουστάκι του λέει αναστενάζοντας: «Άκουσε, δάσκαλε, οι σπουδές δε φέρνουν φαγητό στο σπίτι και ο γιος μου χρειάζεται ένα πραγματικό επάγγελμα, γι’ αυτό θα δουλέψει ως βοηθός εργάτη». «Μα δεν καταλαβαίνετε πως κάνετε ένα τεράστιο λάθος; Αν σπουδάσει, θα έχει ένα πολύ καλύτερο επάγγελμα αργότερα. Θα μπορούσε να γίνει κι αυτός δάσκαλος». «Σ’ ευχαριστώ για την ευγένειά σου, δάσκαλε, αλλά εγώ έχω να θρέψω πολλά παιδιά και χρειαζόμαστε χρήματα. Δεν έχω επιλογή» κλαψουρίζει ο μπαμπάς με δραματικό ύφος. Η συζήτηση δε βγάζει πουθενά κι ο δάσκαλος φεύγει απελπισμένος. Χτυπάει τον αδελφό μου πατρικά στην πλάτη και του εύχεται καλή τύχη. Ο αδελφός μου θα μετανιώνει για όλη την υπόλοιπη ζωή του που άφησε το σχολείο. Το ίδιο βράδυ φεύγει σε ένα εργοτάξιο με τον Αρίφ, που άρχισε να δουλεύει πάλι ως εργάτης για να
ξεπληρώσει τα χρέη του. Η Γκόνγκι Μα φοβάται τόσο τον μπαμπά που δεν τολμάει να διαμαρτυρηθεί. Αλλά την επόμενη μέρα, όταν εκείνος έρχεται να μας δει στο σπίτι, αποφασίζει να του πει τη γνώμη της. Ο πατέρας έφερε ένα μπιριάνι. Είναι το αγαπημένο μου φαγητό και μου τρέχουν τα σάλια καθώς τον βλέπω να ξετυλίγει το γεμάτο λίπος χαρτί. Το φαγητό είναι ζεστό και το καταβροχθίζει χωρίς να μας δώσει ούτε μπουκιά. Η μαμά μαζεύει όλο της το κουράγιο και ρίχνεται στη συζήτηση. Λέει στον μπαμπά με χειρονομίες ότι δεν πρέπει να σταματήσει τον Σελίμ από το σχολείο. Και συνεχίζει όλο και πιο εκνευρισμένη να τον ρωτάει γιατί ποτέ δεν κάνει τίποτα για εμάς; Γιατί φροντίζει μόνο την οικογένεια της Ζουμπιέντα, η οποία δε χρειάζεται να δουλεύει; Ο μπαμπάς δεν ανέχεται να κριτικάρουν τη Ζουμπιέντα. Αρχίζει αμέσως να τη χτυπάει και μάλιστα πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά. Τον κοιτάω παγωμένη. Ορμάει πάνω της να την πνίξει. Φοβάμαι ότι θα τη σκοτώσει και αρχίζω να ουρλιάζω. Η Ζέμπα έχει κλειστεί στο δωμάτιό της, αποφεύγει να επέμβει. Ικετεύω τον μπαμπά να σταματήσει και τον τραβάω από τα ρούχα του. Σηκώνεται, με σπρώχνει και φεύγει έξαλλος από το σπίτι. Η μαμά κάθεται με δυσκολία. Τα άκρα της τρέμουν και από τα χείλη της τρέχει αίμα. Επαναστατώ και της λέω ότι θα σκοτώσω τον μπαμπά. Η Γκόνγκι Μα με σφίγγει στην αγκαλιά της και μου απαντά με χειρονομίες: «Εσύ είσαι παιδί και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». Τις επόμενες μέρες δεν αναγνωρίζω τη μητέρα μου. Έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τα πάντα, ακόμα και για την ίδια τη ζωή. Λέει ότι τίποτα δε θα βελτιωθεί στη ζωή της. Ένα πρωί μου λέει να πάω μαζί της στον κύριο Μάλικ. Όμως αντί να πάμε στο σπίτι του, με σέρνει στις όχθες του ποταμού που περνάει δίπλα από το μεγάλο οίκημα. Μόλις φτάσουμε στην όχθη με κοιτάζει επίμονα και μου λέει με νοήματα: «Θα πηδήξουμε και οι δύο στο νερό και έτσι δεν θα υποφέρουμε πια. Όλα μας τα βάσανα θα τελειώσουν». Δεν καταλαβαίνω και πολύ τι γίνεται, αλλά θα κάνω αυτό που λέει η μαμά. Ξαφνικά ακούω τη δυνατή φωνή του κυρίου Μάλικ που μας είδε από τη βεράντα του να κλαίμε και να τρέμουμε σαν τα ψάρια. «Δε θα έρθετε να δουλέψετε σήμερα;» Η μαμά καταρρέει και έτσι απαντάω εγώ στον κύριο Μάλικ, επαναλαμβάνοντας αυτό που μου είπε η μαμά: «Θα πέσουμε στο νερό!» Ο κύριος Μάλικ μας κοιτάζει έκπληκτος και μας διατάζει να πάμε σπίτι του. Πιάνω τη μαμά από το χέρι. Ο κύριος Μάλικ μας περιμένει στην είσοδο του σπιτιού και όλο περιέργεια ρωτάει την Γκόνγκι Μα: «Γιατί το παιδί σου το είπε αυτό;» Η μαμά είναι τόσο αμήχανη που δεν τολμάει να σηκώσει τα μάτια της. Τελικά του
εξηγεί ότι δεν μπορεί να αντέξει άλλο τη βία του πατέρα μου και ότι θέλει να πεθάνει. Μεταφράζω τις χειρονομίες της στον κύριο Μάλικ που μας ακούει χαϊδεύοντας το μουστάκι του. Προτείνει στη μαμά να έρθει να μείνει στο σπίτι του, στα δωμάτια υπηρεσίας: «Αν δε θέλεις να ζεις πια με τον άντρα σου, μπορείς να έρθεις μαζί με τα παιδιά σου να ζήσεις ήρεμα εδώ μαζί με τους υπηρέτες μου». Ελπίζω ότι θα δεχτεί. Αλλά η μαμά του λέει ότι φοβάται πολύ την αντίδραση του πατέρα μου και ότι μπορεί ακόμα και να μας σκοτώσει. «Εσύ αποφασίζεις. Αν προτιμάς να μένεις με τον άνδρα σου, εγώ θα σε βοηθήσω οικονομικά. Οι άλλες υπηρέτριες μου είπαν ότι παλεύεις μόνη σου να θρέψεις τα παιδιά σου». Μας χαμογελάει και μας δίνει 100 ρουπίες. Η μαμά με δάκρυα στα μάτια ευχαριστεί τον κύριο Μάλικ. Σκύβει και του πιάνει τα πόδια ως ένδειξη σεβασμού. Αφού τελειώσουμε τις δουλειές επιστρέφουμε στο σπίτι χωρίς να πούμε λέξη.
5. Έχω κλειστεί στην τουαλέτα. Κοιτάζομαι κρυφά σε ένα μικρό καθρεφτάκι, ενώ με φωτίζουν κάποιες ακτίνες του ήλιου που περνούν ανάμεσα από τις στέγες και μπαίνουν μέσα. Κάνω διάφορους μορφασμούς καθώς κοιτάζομαι από όλες τις γωνίες. Είμαι πια δεκατριών χρονών, σχεδόν γυναίκα. Καλύπτω πλέον τα μαλλιά μου και το στήθος μου με τη μαντίλα όταν βγαίνω από το σπίτι. Κοιτάζοντας το είδωλό μου στον καθρέφτη, με βρίσκω αρκετά χαριτωμένη. Έχω αμυγδαλωτά μάτια, μακριές βλεφαρίδες, καλοσχηματισμένο στόμα και ανοιχτόχρωμο δέρμα. Το ανοιχτόχρωμο δέρμα είναι πολύ σημαντικό. Στους άνδρες δεν αρέσουν οι γυναίκες με σκούρο δέρμα. Δεν έχω όμως αγαπητικό. Είμαι σοβαρό κορίτσι. Η Γκόνγκι Μα είναι πολύ περήφανη για μένα, γιατί είμαι υπάκουη και δε βγαίνω σχεδόν ποτέ από το σπίτι. Οι δύο μεγαλύτερες αδελφές μου έχουν φύγει εδώ και καιρό. Η αγαπημένη μου Φαράχ παντρεύτηκε την περασμένη χρονιά. Μου μάτωσε η καρδιά όταν έφυγε. Την αγκάλιασα με όλη μου τη δύναμη και δε σταματούσα να κλαίω. Ο πατέρας μου την πούλησε για 50000 ρουπίες (500€) σε έναν άνδρα δέκα περίπου χρόνια μεγαλύτερό της από κάποιο μακρινό χωριό. Στο γάμο, ο άνδρας της πλήρωσε για μια υπέροχη γιορτή με πολλούς καλεσμένους, μουσική και πλούσιο γεύμα. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να διασκεδάσω γιατί ήμουν πολύ λυπημένη που θα αποχωριζόμουν την αγαπημένη μου αδελφή. Έφυγε για το χωριό όπου ζει η οικογένεια του άνδρα της. Έτσι εγώ έμεινα μόνη, χωρίς κανέναν να γελάει όταν μιμούμαι τη Ζουμπιέντα που κλαίει τραβώντας τα μαλλιά της. Τώρα πλέον περιμένω με ανυπομονησία τις αραιές επισκέψεις της. Πολλές φορές έχω σκεφτεί να το σκάσω. Αλλά για πάω πού; Ένα κορίτσι δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο του χωρίς την οικογένειά του. Και επιπλέον η μαμά θα ήταν πολύ δυστυχισμένη. Είμαι χαμένη στις σκέψεις μου πλένοντας τα πιάτα, όταν ξαφνικά ο ήχος μιας πνιχτής συζήτησης με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Το δείπνο έχει τελειώσει και στην αυλή ο πατέρας μου συζητάει χαμηλόφωνα με τη Ζέμπα. Πιάνω φράσεις σκόρπιες όπου το όνομά μου αναφέρεται επανειλημμένως. Φορτωμένη με πιάτα διασχίζω την αυλή και τους πλησιάζω σα να μην τρέχει τίποτα, αλλά μόλις με αντιλαμβάνονται, σταματούν να μιλούν. Τελικά ο μπαμπάς φεύγει χωρίς να μου πει έστω και μια κουβέντα, αλλά είμαι σίγουρη ότι μιλούσε για το γάμο μου... Επιτέλους θα φύγω από αυτό το σπίτι! Η υπέρδιέγερσή μου είναι τόσο μεγάλη, που το βράδυ στο κρεβάτι μου δεν μπορώ να κοιμηθώ. Φαντάζομαι ήδη το πρόσωπο του άνδρα που θα με πάρει μακριά από δω. Όχι, δε θα είναι ένας καμπουριασμένος, ξεδοντιάρης γέρος. Ο δικός μου ο αρραβωνιαστικός μοιάζει με έναν ηθοποιό του σινεμά που είδα στο εξώφυλλο μιας ταινίας στο μαγαζί του Ταχίρ. Ένας άνδρας κομψός, με χοντρά φρύδια, βαθύ βλέμμα και περιποιημένο μουστάκι. Πετάω στα
σύννεφα, πάνω από αγρούς ανθισμένους με χρυσοκίτρινα άνθη της μουστάρδας κι από φυτείες μάνγκο που είναι γλυκά σα μέλι, και φτάνω στο χωριό του αγαπημένου μου. Την επομένη παραμονεύω για να δω το παραμικρό σημάδι, να ακούσω την παραμικρή φράση. Γυρίζοντας από το μανάβικό του, ο πατέρας μου περνάει από το σπίτι μας. Μπαίνει με θριαμβευτικό χαμόγελο στρίβοντας το μουστάκι του. Καθώς πίνει το τσάι του, μου ανακοινώνει ότι μου βρήκε σύζυγο. Είναι ένας άνδρας από άλλο χωριό που απέχει τρεις ώρες με το αυτοκίνητο. Τον λένε Αντίλ και είναι είκοσι δύο χρονών. Ο Αντίλ είναι μακρινός ξάδελφος του συζύγου της Φαράχ. Οι γονείς του ψάχνουν να του βρουν νύφη και ο πεθερός της Φαράχ τους μίλησε για μένα. Ο μπαμπάς μου διηγείται ότι ο πατέρας του Αντίλ ήρθε να τον βρει στην αγορά. Ήπιαν τσάι και συζήτησαν. Ο μπαμπάς εγκωμίασε τα προσόντα μου και έκανε μια οικονομική πρόταση. Ο πατέρας του Αντίλ υποσχέθηκε ότι θα τη σκεφτεί και έφυγε. Σήμερα το πρωί τηλεφώνησε και από το θριαμβευτικό ύφος του μπαμπά καταλαβαίνω ότι η διαπραγμάτευση πήγε μια χαρά. Φεύγοντας, μου λέει πως ο Αντίλ θα έρθει σύντομα να μας επισκεφτεί. Σύμφωνα με την παράδοση οι γονείς βρίσκουν συζύγους στα παιδιά τους κι αυτά πρέπει να τους υπακούσουν. Όπως εγώ, το ίδιο και ο Αντίλ δε θα είχε δικαίωμα να εκφράσει άποψη επί του θέματος. Γενικά οι γονείς διαλέγουν με μεγάλη προσοχή τον μέλλοντα σύζυγο ή τη μέλλουσα σύζυγο. Δεν παντρεύουν τα παιδιά τους απλώς με έναν άνθρωπο αλλά με μια φατρία. Πρόκειται για στρατηγικές συμμαχίες. Πρέπει η οικογένεια του γαμπρού ή της νύφης να είναι από ίσο ή και καλύτερο κοινωνικό στρώμα και να έχει καλή φήμη... Σε ό,τι με αφορά είμαι σίγουρη πως το μόνο που ενδιέφερε τον πατέρα μου, ως συνήθως, ήταν το ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα. Αργότερα θα μάθαινα ότι ζήτησε 40000 ρουπίες (400€) από τον πατέρα του Αντίλ. Δηλαδή με πούλησε. Αλλά έτσι κι αλλιώς οι γάμοι από έρωτα γίνονται μόνο στις ταινίες που βλέπω στην τηλεόραση. Η γειτόνισσά μας η Ζάιρα μας επισκέπτεται και μας διηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού από το χωριό της που το έσκασε με τον αγαπητικό της και πήγαν να παντρευτούν κρυφά στη Λαχώρη, την πρωτεύουσα της επαρχίας μας. Η Γκόνγκι Μα και Ζέμπα δείχνουν έντονα την αποδοκιμασία τους. «Τώρα η οικογένεια της νύφης τους ψάχνει παντού» λέει η Ζάιρα. «Και αν ποτέ τους βρουν θα τους σκοτώσουν, γιατί ατίμασαν τη φατρία τους. Η κατάληξη θα είναι το καρό-καρί, το έγκλημα τιμής». Η Ζέμπα διαφωνεί: «Εξαρτάται από τις οικογένειες. Υπάρχουν κάποιες που προσπαθούν να διευθετήσουν την κατάσταση. Οι γονείς μπορούν να κάνουν έκκληση στο παντσαγιάτ, το συμβούλιο των γερόντων του χωριού, για να τακτοποιήσουν το θέμα». «Την τελευταία λέξη την έχουν οι πρεσβύτεροι» λέει η Ζάιρα. Κάποιες φορές
αποφασίζουν να δεχτούν έναν τέτοιο γάμο και άλλες ανακοινώνουν τη θανατική ποινή. Σ’ αυτήν την περίπτωση οι άνδρες της οικογένειας έχουν χρέος να την εκτελέσουν...» Η μαμά μου κάνει νόημα να μην ακούω αυτές τις ιστορίες. Εγώ δε σκέφτομαι παρά μόνο τον Αντίλ. Θα έρθει σύντομα στο σπίτι και με πιάνει το στομάχι μου από την αγωνία. Οι μέρες περνούν. Τις νύχτες ονειρεύομαι τη νέα μου οικογένεια. Όπως και να το κάνεις, δεν μπορεί να είναι χειρότερη από τη δική μου. Ταυτόχρονα όμως συνειδητοποιώ ότι θα αποχωριστώ τη μητέρα μου και τον αδελφό μου. Σιγά σιγά αρχίζει να με ανησυχεί η ιδέα ότι θα βουτήξω στο άγνωστο, μακριά από τους ανθρώπους που με αγαπούν και από τα οικεία μέρη των παιδικών μου χρόνων. Επιπλέον βλέπω τον αρχικό ενθουσιασμό της μητέρας μου να εξασθενεί, σα να φοβάται για μένα. Σήμερα Παρασκευή είναι η μέρα της πολυαναμενόμενης επίσκεψης του Αντίλ. Το πρωί πλύθηκα με ιδιαίτερο ζήλο με έναν κουβά κρύο νερό, φόρεσα καθαρά ρούχα και χτένισα με περισσή φροντίδα τα μαλλιά μου. Είναι αδύνατον να καθίσω όσο περιμένω, γι’ αυτό περιφέρομαι ασταμάτητα μέσα στο σπίτι, το οποίο σκούπισα για δεύτερη φορά από την αγωνία μου. Ξαφνικά ακούω τη φωνή του πατέρα μου από το δρόμο και κρατάω την αναπνοή μου. Επιτέλους ανοίγει την πόρτα του σπιτιού και μπαίνει με έναν νεαρό άνδρα. Είναι ο Αντίλ. Τον παρατηρώ στα κρυφά. Έχει λεπτό πρόσωπο που το πλαισιώνουν πυκνά μαλλιά τα οποία έχει χτενίσει με λάδι μουστάρδας για να γυαλίζουν. Έχει μικρό μουστάκι σαν ουράνιο τόξο και τα μεγάλα μαύρα του μάτια σπινθηροβολούν, όπως τον φανταζόμουν. Ο Αντίλ είναι πολύ ευγενικός, χαιρετάει τα αδέλφια μου και κάθεται πάνω σε ένα σκοινένιο κρεβάτι. Δεν πρέπει να τον κοιτάξω στα μάτια, γιατί θέλω να δείξω ότι είμαι ένα κορίτσι με σωστές αρχές. Αυτός κάνει ότι δε με κοιτάζει, αλλά μου ρίχνει κλεφτές ματιές. Αυτό με αναστατώνει υπερβολικά. Συζητάει με τον πατέρα μου. Έφερε χρωματιστά βραχιόλια για μένα και γλυκά για τους γονείς μου. Η Ζέμπα αρπάζει την ευκαιρία να ζητήσει και άλλα δώρα. Του ζητάει να μας φέρει σαμπουάν την επόμενη φορά. Το σαμπουάν είναι είδος πολυτελείας και κοστίζει ακριβά. Μα τι απαίσια που είναι... Ντρέπομαι για τη νύφη μου. Με χαμηλωμένα τα μάτια φέρνω ένα δίσκο με τσάι και ζάχαρη. Ο Αντίλ συζητάει με τα αδέλφια μου. Πίνει το τσάι του και μας ανακοινώνει ότι δεν μπορεί να καθίσει περισσότερο. Πρέπει να αγοράσει σακιά με σπόρους σταριού για τα χωράφια του πατέρα του. Μας χαιρετάει όλους πολύ ευγενικά και φεύγει παίρνοντας μαζί του όλες τις ελπίδες μου... Τον έχω ήδη ερωτευτεί. Ο πατέρας μου τον ξεπροβοδίζει. Είναι πολύ ενθουσιασμένος και μου λέει συνεχώς ότι μου βρήκε πολύ καλό γαμπρό. Αυτό για τον πατέρα μου σημαίνει έναν γαμπρό που θα του πληρώσει τόσα ώστε να συντηρηθεί για
αρκετό καιρό. Τις επόμενες ημέρες ο πατέρας μου περνάει πολύ χρόνο στο τηλέφωνο. Πρέπει να οργανώσει με την οικογένεια του Αντίλ την τελετή του γάμου. Θα γιορτάσουμε τη νικά, την υπογραφή του συμβολαίου που είναι το πρώτο στάδιο του γάμου. Μετά τη νικά είναι η ρουκσάτι, μια τελετή που γίνεται στο σπίτι της οικογένειας της νύφης, και τέλος είναι η ουαλίμα, η τελετή που γιορτάζει την άφιξη της νύφης, στην οικογένεια του γαμπρού. Η οικογένεια του Αντίλ και η δική μου έχουν καλέσει πάνω από εκατό άτομα. Πρέπει να αγοραστούν τρόφιμα και ποτά για όλους. Αυτό στοιχίζει πολύ ακριβά, αλλά ο μπαμπάς μου έκανε καλή συμφωνία και θα τα πληρώσει όλα η οικογένεια του γαμπρού. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα. Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Όλη τη μέρα η μητέρα μου και οι αδελφές μου με ετοιμάζουν για τη μεντί, τη γιορτή της χένας που θα γίνει το βράδυ. Η μητέρα μού άλειψε τα μαλλιά με λάδι μουστάρδας και τα ξεμπέρδεψε πριν μου φτιάξει μια πλεξούδα με υφάσματα. Μετά έτριψε όλο το σώμα μου με μουλτάνι μουντ, μια ζύμη από άργιλο που κάνει το δέρμα πολύ απαλό, και μετά με βοήθησε να αποτριχώσω τα πόδια, τις μασχάλες και την ήβη μου. Φοράω ένα φουστάνι χρυσοκίτρινο, το παραδοσιακό χρώμα της μεντί, και ασορτί μαντίλα που μας δάνεισε η Ζάιρα. Το επόμενο στάδιο είναι το μακιγιάζ. Πρέπει να είναι έντονο για να ομορφαίνει το πρόσωπο της νύφης. Οι γριές θείες μου επιτηρούν τη διαδικασία. Μου δίνουν συμβουλές για την πρώτη νύχτα του γάμου μου και για τη συζυγική ζωή. «Πρέπει να υπακούς τον άνδρα σου και να είσαι υπομονετική. Όταν θέλει να ξαπλώνει μαζί σου, πρέπει πάντα να τον αφήνεις». «Το πιο σημαντικό, όταν θα πας στη νέα σου οικογένεια, είναι να τα ’χεις καλά με την πεθερά σου. Πρέπει να είσαι εξυπηρετική και αγαπητή» προσθέτει μια άλλη. Το βράδυ γιορτάζουμε επιτέλους τη μεντί. Όλες οι κοπέλες της οικογένειάς μου έρχονται στο σπίτι της Γκόνγκι Μα. Είναι καμιά εικοσαριά, ντυμένες με τα καλύτερά τους ρούχα, φορτωμένες με κοσμήματα και βαμμένες σαν πριγκίπισσες. Οι ηλικιωμένες κυρίες καταβροχθίζουν το ρύζι με σαφράν, ένα ακριβό μπαχαρικό που χρησιμοποιείται μόνο στα εορταστικά γεύματα. Δεν αισθάνομαι και πολύ καλά. Ευτυχώς η Φαράχ είναι εκεί και με καθησυχάζει: «Ο αρραβωνιαστικός σου, ο Αντίλ, έχει πολύ καλή φήμη. Είναι αξιαγάπητος και θα είσαι σίγουρα πολύ ευτυχισμένη μαζί του». Μαζί με τις άλλες αδελφές μου, μου διακοσμούν τα χέρια και τα πόδια με χένα. Κάθομαι στην καρέκλα γεμάτη νευρικότητα και η Φαράχ με μαλώνει: Δεν πρέπει να κουνιέμαι, γιατί θα χαλάσουν τα σχέδια. Η χένα παίρνει πολλή ώρα να στεγνώσει και
να σκουρύνει. Αυτό είναι, λέει, καλός οιωνός. Σημαίνει ότι θα με αγαπήσει η πεθερά μου. Η γειτόνισσα μας δάνεισε ένα κασετόφωνο που παίζει ρυθμικά τραγούδια πολύ δυνατά. Ακίνητη σαν άγαλμα, κοιτάζω τις γυναίκες που χορεύουν λάγνα με τα χέρια ψηλά, κουνώντας τους γοφούς τους όπως στις ταινίες του Μπόλιγουντ. Οι ανιψιές μου έχουν ξετρελαθεί και τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Περίμενα τόσο πολύ αυτήν τη στιγμή και να που τώρα έχω έναν κόμπο στο λαιμό και η καρδιά μου πάει να σπάσει από την αγωνία. Περιμένουμε την άφιξη της οικογένειας του Αντίλ. Ταξίδεψαν όλοι μαζί στο ίδιο λεωφορείο και φτάνουν σύσσωμοι στο σπίτι. Οι γυναίκες έρχονται να καθίσουν μαζί μας στην αυλή με πρώτη και καλύτερη τη μέλλουσα πεθερά μου, μια αδύνατη, μικροκαμωμένη γυναίκα ντυμένη με χρυσή τουνίκ. Με φιλάει και μου δηλώνει ότι ήδη με θεωρεί σαν κόρη της. Οι κουνιάδες μου μού συστήνονται με τη σειρά τους. Αδυνατώ να συγκρατήσω τόσα ονόματα, αλλά προσπαθώ να συγκρατήσω τα πρόσωπα. Μου λένε ότι περιμένουν πώς και πώς να πάω να ζήσω μαζί τους στο χωριό και ότι από δω και στο εξής είμαι η αδελφή τους. Έχω ζαλιστεί από όλον αυτόν τον κόσμο. Οι γυναίκες κάθονται και ξεκινούν ένα διαγωνισμό παραδοσιακών τραγουδιών. Οι γυναίκες της οικογένειάς μου ξεκινούν ένα αστείο ρεφρέν που κοροϊδεύει τον μέλλοντα σύζυγό μου. Μετά είναι οι σειρά των άλλων να απαντήσουν στον ίδιο τόνο αστειευόμενες με το δικό μας σόι. Γελάω με την καρδιά μου, ενώ παραμονεύω να δω τον Αντίλ να έρχεται από το δρόμο. Τελικά τον βλέπω μαζί με τον πατέρα του, έναν ηλικιωμένο άνδρα με άσπρο τουρμπάνι. Ο Αντίλ φοράει άσπρη κομψή παραδοσιακή φορεσιά και γιρλάντες με λουλούδια γύρω από το λαιμό του. Οι άνδρες κατευθύνονται προς τις σκηνές που έχουν στηθεί σε ένα χωράφι κοντά στο σπίτι μας. Εκεί γίνεται η γιορτή της μεντί, για τον Αντίλ. Εκεί οι άνδρες θα χορέψουν, θα ακούσουν μουσική και θα διασκεδάσουν. Η χένα επιτέλους στέγνωσε. Βγάζω τα κομμάτια λάσπης από τα χέρια και τα πόδια μου. Η Φαράχ τρίβει τα σχέδια με λάδι και λεμόνι για να διατηρηθούν περισσότερο καιρό. Οι παλάμες και τα πόδια μου είναι διακοσμημένα με διάφορα σχέδια και το αποτέλεσμα είναι υπέροχο. Ευοίωνο σημάδι, η πεθερά μου θα με έχει στην καρδιά της... Αργά τη νύχτα πέφτουμε επιτέλους για ύπνο. Το σπίτι είναι γεμάτο από καλεσμένους που κοιμούνται στην αυλή σε στρώματα και σε τσάρποϊ. Την επόμενη μέρα το πρωί πρέπει να ετοιμαστώ για τη γιορτή της νικά. Σ’ αυτήν τη γιορτή θα έρθουν πάνω από εκατό καλεσμένοι. Στριμωγμένη μέσα σε ένα φόρεμα με πούλιες, η Ζουμπιέντα μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω στο δωμάτιό μου. Μου έφερε το παραδοσιακό ένδυμα που φοράμε σ’ αυτήν την τελετή και που το είχαν φορέσει επίσης οι ετεροθαλείς αδελφές μου και οι ξαδέλφες μου. Είναι λίγο φθαρμένο, αλλά δε φαίνεται. Η Ζουμπιέντα το τοποθετεί στο κρεβάτι και μετά ξετυλίγει μικρά
πακέτα με χρυσά κοσμήματα, βραχιόλια, κολιέ και σκουλαρίκια. Την ευχαριστώ και εκείνη μου λέει ξερά ότι τα θέλει πίσω αμέσως μόλις τελειώσει η τελετή. Τέλος με διατάζει να βιαστώ. Η Φαράχ με βοηθάει να φορέσω το ρούχο – μια βαριά κεντημένη φούστα και ένα πορφυρό πουκάμισο. Μετά η αδελφή μου με τυλίγει με ένα κόκκινο πέπλο κεντημένο με χρυσή κλωστή. Στο μέτωπό μου στηρίζει ένα κρεμαστό που το πιάνει με βελόνες στα μαλλιά μου. Στο τέλος με βάφει. Ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα, μου δίνει έναν μικρό καθρέφτη να κοιταχτώ. Το είδωλό μου είναι εντυπωσιακό. Έχω την εντύπωση ότι βλέπω μια άλλη γυναίκα. Τα χείλη μου είναι κόκκινα, τα μάτια μου τραβηγμένα με μαύρη γραμμή και το πρόσωπό μου φαντάζει ακόμα πιο ανοιχτόχρωμο χάρη στην άσπρη πούδρα. Η Φαράχ με διαβεβαιώνει ότι είμαι υπέροχη και με συνοδεύει έξω κρατώντας μου το χέρι. Κάθομαι στην αυλή περιστοιχισμένη από γυναίκες. Η ανταλλαγή των συναινέσεων γίνεται χωριστά σύμφωνα με το έθιμο. Ο μουλάς πήρε ήδη τη συναίνεση του Αντίλ λίγο νωρίτερα, στη σκηνή όπου βρίσκονται οι άνδρες. Τώρα είναι η σειρά μου. Ο μουλάς μπαίνει με μικρά βήματα και κάθεται δίπλα μου. Έχει ένα μακρύ γκρίζο μούσι και στρογγυλά γυαλιά. Το μέτωπό του έχει ένα καρούμπαλο, επειδή ακουμπάει συνεχώς το κεφάλι του στο έδαφος όταν προσεύχεται. Λέει μια προσευχή και κατόπιν με ρωτάει αν είμαι σύμφωνη γι’ αυτόν το γάμο. Συγκατανεύω με τρεμάμενη φωνή. Μου παρουσιάζει το συμβόλαιο. Καθώς δεν ξέρω να γράφω, βουτάω το δείκτη μου σε μελάνι και τον πιέζω στο συμβόλαιο. Το δακτυλικό μου αποτύπωμα είναι η υπογραφή μου. Ο Αντίλ έκανε το ίδιο πάνω στο έγγραφο. Αυτό ήταν, τώρα είμαι η γυναίκα του. Συνοδευόμενη από τους δικούς μου περπατάω σαν υπνοβάτης, με το κεφάλι χαμηλωμένο μέσα από το πέπλο που κρύβει το πρόσωπό μου, προς το μέρος όπου έχει στηθεί το γλέντι. Φτάνουμε στη μεγάλη σκηνή που είναι στολισμένη με λουλούδια. Οι αδελφοί μου κρατούν από τις άκρες ένα κόκκινο ύφασμα πάνω από το κεφάλι μου, καθώς μπαίνω. Οι καλεσμένοι κάθονται σε πλαστικές καρέκλες και ο Αντίλ κι εγώ απέναντί τους πάνω σε μια μικρή εξέδρα. Νιώθω ότι κι αυτός είναι εξίσου σφιγμένος. Οι δικοί μας άνθρωποι παρελαύνουν μπροστά μας. Ο καθένας μας βάζει από ένα κομμάτι γλυκού στο στόμα για να έχουμε ευτυχισμένο γάμο. Μας προσφέρουν δώρα που τα ακουμπούν σε ένα τραπέζι, πιάτα, ποτήρια, κουβέρτες, ρούχα, αντικείμενα για το σπίτι και προϊόντα ομορφιάς ... Έρχεται η ώρα του φαγητού που τόσο το περίμεναν οι καλεσμένοι. Σπρώχνονται γύρω από τις ζεστές πιατέλες που έχουν τοποθετηθεί στον μπουφέ. Οι άνδρες και οι γυναίκες κάθονται να φάνε σε χωριστά τραπέζια. Πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό. Έχει χαλίμ, ένα είδος κρεατόπιτας με αλεύρι, φακές και μπαχαρικά. Έχει επίσης κορμά, που είναι κοτόπουλο με κάρι και γιαούρτι, καθώς και το αγαπημένο μου μπιριάνι. Για επιδόρπιο έχει χαλβά, σαβαγιά, ένα γλυκό με μακαρόνια βρασμένα σε γάλα και ζάχαρη,
διακοσμημένο με ξερά φρούτα, και τέλος, το κιρ, ένα γλυκό με ρύζι, γάλα, ζάχαρη και κάρδαμο. Προσπαθώ να φάω, αλλά δεν κατεβαίνει μπουκιά. Η γιορτή φτάνει στο αποκορύφωμά της. Μουσικοί ντυμένοι με λαμπερές τουνίκ καθισμένοι πάνω στην εξέδρα παίζουν παραδοσιακή μουσική. Μετά οι πλανόδιοι κωμικοί έρχονται να δώσουν μια χαρούμενη νότα στη βραδιά. Λένε τραγούδια που σατιρίζουν τους πολιτικούς και τους μεγαλοκτηματίες. Διηγούνται αστεία και με τα νούμερά τους κάνουν τους καλεσμένους να γελούν. Η βραδιά περνάει σαν ένα όνειρο. Είμαι μια παντρεμένη γυναίκα και θα με στείλουν στον νέο μου σύζυγο. Αύριο θα φύγω για πάντα, για να ζήσω με την οικογένεια του γαμπρού.
6. Η ζέστη είναι αφόρητη. Mια μυρωδιά ιδρώτα και λίπους αναδύεται από τους επιβάτες του λεωφορείου. Προσπαθώ να ανοίξω το παράθυρό μου, αλλά είναι σπασμένο. Σε αντίθεση με το ραδιοκασετόφωνο που δουλεύει μια χαρά παίζοντας την ίδια κασέτα από την αρχή του ταξιδιού πολύ δυνατά. Ταξιδεύουμε ήδη εδώ και μία ώρα. Ένα πλαστικό καφέ κομπολόι κρέμεται από τον καθρέφτη του οδηγού. Οι τρεις αδελφές μου μισοκοιμούνται καθισμένες στη σειρά. Τα κεφάλια τους κουνιούνται σε κάθε αναπήδημα του λεωφορείου. Σήμερα το πρωί έφυγα για πρώτη φορά από το σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Η μαμά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της όταν ανέβηκα στο όχημα, αλλά ο οδηγός που ήταν βιαστικός γκρίνιαξε: «Ελάτε, κυρίες μου, προχωρήστε, έχουμε τρεις ώρες ταξίδι μπροστά μας!» Καθώς το λεωφορείο απομακρυνόταν, έβλεπα τη μαμά να γίνεται όλο και πιο μικροσκοπική μπροστά από το σπίτι της. Τώρα είμαστε στο δρόμο για το χωριό της οικογένειας του άνδρα μου. Το τοπίο παρελαύνει από το παράθυρο. Η γη είναι κόκκινη σαν αίμα με διάσπαρτες μικρές οάσεις από πράσινους φοίνικες, απ’ όπου κρέμονται τσαμπιά με χουρμάδες. Τα φουγάρα από τα πλινθοποιεία αναδίνουν μυρωδιά καμένης γης. Σκουπίζω το πρόσωπό μου με τη μαντίλα μου. Περνάμε μέσα από χρυσούς αγρούς με φυτείες μουστάρδας. Χωρικοί με κόκκινες και ροζ τουνίκ ξεριζώνουν τα ζιζάνια από τα περιβόλια με τις ντομάτες τα αγγούρια και τα άλλα ζαρζαβατικά. Ο οδηγός διηγείται τολμηρά αστεία σε έναν από τους επιβάτες και ξεσπούν και οι δύο σε γέλια. Ενοχλούμαι. Δε μου αρέσει να ακούω τέτοια πράγματα. Χθες βράδυ ο Αντίλ ήρθε να κοιμηθεί μαζί μου. Ήταν η πρώτη νύχτα του γάμου μου, αλλά η Ζέμπα κοιμόταν σε ένα τσάρποϊ στο δωμάτιό μου. Είμαι σίγουρη ότι το έκανε για να μας ενοχλήσει, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έγινε τίποτα τελικά. Σήμερα το πρωί η μεγάλη μου αδελφή η Μαριάμ με διέταξε να κάνω μπάνιο, όπως πρέπει μετά από μια σεξουαλική επαφή για να εξαγνιζόμαστε. Η αδελφή μου με ρώτησε πως πέρασε η νύχτα και εγώ μουρμούρισα κάτι μέσα από τα δόντια μου. Δεν τόλμησα να της πω ότι είμαι ακόμα παρθένα και έτσι πήγα να πλυθώ. Ο Αντίλ και η οικογένειά του έφυγαν πολύ νωρίς το πρωί. Το λεωφορείο πηγαίνει γρήγορα. Παρακάτω διασχίζουμε μια φυτεία με μάνγκο, εκείνα τα πλατιά, χαμηλά δέντρα με τα μεγάλα πράσινα φύλλα. Βλέπω γυναίκες να κουβαλούν τεράστια φορτία με ζαχαροκάλαμα και να τα ξεφορτώνουν σε μεγάλα φορτηγά τα οποία φεύγουν και παραδίδουν το εμπόρευμα σε εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης. Τα τεράστια αυτά φορτηγά πιάνουν όλον το δρόμο και ο οδηγός του λεωφορείου εκνευρίζεται, γιατί δεν μπορεί να τα προσπεράσει και αναγκάζεται να πηγαίνει πολύ αργά. Κατά τα λεγόμενα του πατέρα μου το ζαχαροκάλαμο έχει γίνει
πολύ κερδοφόρο προϊόν τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα πολλοί γαιοκτήμονες να αφήνουν ακόμα και το βαμβάκι, που είναι η παραδοσιακή γεωργία της περιοχής μας, για χάρη του ζαχαροκάλαμου. Ο οδηγός δυσανασχετεί και κορνάρει σαν παλαβός. Μας έχει μπλοκάρει ένα τρακτέρ που τραβάει με δυσκολία ένα γιγάντιο φορτίο σανού και είναι σα να βλέπεις έναν πολύ χοντρό άνθρωπο πάνω σε μικροσκοπικά πατίνια. Στην άκρη του δρόμου οι χωρικοί έχουν σκάψει μικρές λιμνούλες όπου εκτρέφουν ψάρια. Είναι ένα γεύμα νόστιμο και ακριβό. Τρώγονται πανέ ή τηγανητά. Δεν έχω φάει παρά μόνο μία φορά στη ζωή μου σε ένα γάμο. Δεν το βρήκα και πολύ νόστιμο. το ψάρι είχε γεύση χώματος και ήταν γεμάτο κόκαλα. Το λεωφορείο σταματάει στην είσοδο ενός χωριού για να μπουν νέοι επιβάτες. Στην άκρη του δρόμου ανάπηροι χτυπούν τα παράθυρα ζητιανεύοντας. Ο οδηγός τους πετάει μερικά κέρματα δηλώνοντας ότι αυτό θα του φέρει τύχη για το υπόλοιπο ταξίδι. Απομακρυνόμαστε από τα περίχωρα της μικρής πόλης. Οι χωρικοί μετακινούνται με καρότσες που τις σέρνουν γαϊδούρια. Τα κουρασμένα τους πέταλα κάνουν θόρυβο πάνω στο δρόμο. Μια καμήλα σέρνει με αργά βήματα ένα φορτίο με ξύλα. Πολύχρωμα φορτηγά τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα και προσπαθούν να προσπεράσουν τους πάντες κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα οχήματα. Αναπηδάω. Το λεωφορείο μας έκανε έναν απότομο ελιγμό. Παραλίγο να πατήσει έναν άνδρα χωρίς πόδια που μετακινείται με το αναπηρικό καροτσάκι του στη μέση του δρόμου. Το λεωφορείο μειώνει πάλι ταχύτητα. Ένα κοπάδι με βόδια έχει μπει ανάμεσα στα οχήματα. Η κυκλοφορία σταματάει εντελώς. Με παίρνει ο ύπνος ενώ καταριέμαι το παράθυρο που δεν ανοίγει. Όταν ξυπνάω, διασχίζουμε άλλη πόλη. Κάποιες γυναίκες ντυμένες με άσπρες ή μαύρες μπούρκες ψωνίζουν στους πάγκους με τα λαχανικά. Ένας χασάπης ντυμένος με την ποδιά του ψιλοκόβει αρνίσιο κρέας. Τα κρέατα που κρέμονται μπροστά από το μαγαζί του είναι καλυμμένα από μύγες. Τα πράσινα και μπλε ρίκσο5 εκπυρσοκροτούν και βγάζουν καυσαέρια που μυρίζουν καμένο λάδι. Βγαίνοντας από την πόλη ταξιδεύουμε αρκετή ώρα σε έρημη γη. Ξαφνικά ο οδηγός γυρίζει προς το μέρος μας και μας λέει ότι φτάσαμε. Βλέπω την είσοδο του νέου μου χωριού. Μικρά σπιτάκια στο χρώμα της ώχρας είναι σκορπισμένα ανάμεσα σε χωράφια με σιτάρι. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με ξερή κοπριά. Μετά τη φασαρία του δρόμου και τα κορναρίσματα, εδώ βασιλεύει εντυπωσιακή ηρεμία. Μια παρέα παιδιά που έπαιζαν στην είσοδο του χωριού τρέχουν πίσω από το λεωφορείο βγάζοντας κραυγές χαράς. Είναι τα ανίψια του Αντίλ. Δείχνουν το δρόμο στον οδηγό. Στην αγορά όλοι οι κάτοικοι μας παρατηρούν με περιέργεια. Γνωρίζουν χωρίς καμία αμφιβολία ότι ο Αντίλ περιμένει την νέα του σύζυγο. Το όχημα συνεχίζει το δρόμο του μέσα από ένα στενό, ελικωτό δρομάκι ανάμεσα στους αγρούς. Στο τέρμα
στρίβει δεξιά μπροστά από ένα πέτρινο σπίτι. Πρέπει να κατέβουμε εδώ, καθώς το λεωφορείο δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα. Με το που πατάω το πόδι μου στη γη, μου ορμάει όλη η οικογένεια του Αντίλ, ένα μικρό ενθουσιώδες πλήθος που στριμώχνεται μπροστά από το λεωφορείο. Είναι όλοι εδώ. Οι κουνιάδοι μου με τις οικογένειές τους, οι θείες, οι θείοι, τα ξαδέλφια κι ένα τσούρμο παιδιά που τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι γυναίκες με αρπάζουν και μου περνούν γιρλάντες από γιασεμιά γύρω από το λαιμό μου. Ο Αντίλ και ένας αδελφός του ξεφορτώνουν το μπαούλο. Με συνοδεία όλα τα πιτσιρίκια περπατάμε καμιά δεκαριά μέτρα ακόμα ανάμεσα από στενά σπίτια. Στο τέρμα του δρόμου φτάνουμε σε μία αυλή. Οι γονείς του Αντίλ μας περιμένουν. Αναγνωρίζω τη μικροκαμωμένη αδύνατη κυρία και τον ηλικιωμένο κύριο με το άσπρο τουρμπάνι. Μας υποδέχονται θερμά. Πεθαίνω από τη δίψα και ζητάω λίγο νερό. Μια από τις κουνιάδες μου μας φέρνει δροσερό νερό μέσα σε μεγάλα τάσια. Η Κιράν, η μητέρα του Αντίλ, με τραβάει από το μπράτσο. Θέλει να μου δείξει το σπίτι. Είναι ένα μικρό κτίσμα από τούβλα, με πέτρινο σκαλιστό επιστέγασμα. Η σκεπή στηρίζεται σε τρεις κολόνες στρογγυλεμένες στη βάση τους σαν αμφορείς. Το σπίτι αποτελείται από δυο τσιμεντένια δωμάτια που το καθένα έχει ένα παράθυρο με σιδερένια κάγκελα. Τα παράθυρα βλέπουν στην αυλή. Το αριστερό δωμάτιο είναι των πεθερικών μου και το άλλο είναι για τον Αντίλ και για μένα. Το δωμάτιό μου έχει δύο σκοινένια κρεβάτια και ράφια πάνω στα οποία βρίσκονται στολισμένα μεταλλικά πιάτα και κύπελλα. Από πάνω κρέμονται χρωματιστές εικόνες που δείχνουν τη Μέκκα και το Κοράνι. Το περίγραμμά τους είναι διακοσμημένο με λουλούδια και περιστέρια. Δύο ακόμα αφίσες είναι κολλημένες στον τοίχο στο βάθος. Η μία δείχνει ένα μοντέλο ντυμένο νύφη και η άλλη διαφημίζει ένα σαπούνι δείχνοντας μια μητέρα με ένα κοριτσάκι. Το δωμάτιο είναι καθαρό και περιποιημένο. Σίγουρα το καθάρισαν προσεκτικά για την άφιξή μου. Στην αυλή μπροστά από το δωμάτιό μου υπάρχει μια αποθήκη για τα σιτηρά. Δίπλα βρίσκεται ένα πέτρινο κοτέτσι. Δεν υπάρχει πουθενά τουαλέτα. Οι χωρικοί κάνουν την ανάγκη τους στο χωράφι. Ούτε ηλεκτρικό υπάρχει, και για να πλυθεί κανείς πρέπει να πάει στην αντλία με το νερό που είναι κοντά στο νεκροταφείο. Έξω από την αυλή εκτείνονται τα χωράφια που ποτίζονται από τα κανάλια και βοσκότοποι μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Μερικές κατσίκες κι ένα βόδι είναι δεμένα και τρώνε. Η ατμόσφαιρα είναι ήρεμη και ήσυχη. Η πεθερά μου, η Κιράν, με συστήνει αμέσως σε όλη την οικογένεια του Αντίλ. Μένουν ο ένας δίπλα στον άλλο σε σπίτια του ενός δωματίου. Ακριβώς δίπλα από εμάς είναι το σπίτι του Τζαβέντ, ενός ξαδέλφου του Αντίλ και το σπίτι του Φαουάντ, ενός από τους μεγάλους αδελφούς του Αντίλ και της γυναίκας του, της Σιρίν. Έχουν τέσσερα παιδιά. Από την άλλη μεριά μένουν τα άλλα τρία αδέλφια του Αντίλ με τις
οικογένειές τους καθώς και οι θείοι, οι θείες και τα ξαδέλφια. Πίσω από το σπίτι μας, σε καμιά δεκαριά μέτρα, είναι το νεκροταφείο του χωριού. Οι στρογγυλοί τάφοι βρίσκονται κάτω από τη σκιά των μεγάλων δέντρων. Επιστρέφουμε στο σπίτι του Αντίλ. Οι γυναίκες μαγειρεύουν σε μια μικρή εστία που ανάβει με σβουνιές βοδιού. Το γεύμα είναι θαυμάσιο. Πατάτες και κιμάς από μοσχαρίσιο κρέας. Προσπαθώ για μια ακόμα φορά να θυμηθώ τα ονόματα του καθενός, καθώς θα πρέπει σύντομα να εξοικειωθώ και να μάθω όλα αυτά τα νέα πρόσωπα. Πάντως το χωριό μου αρέσει. Αισθάνομαι καλά και νομίζω ότι επιτέλους θα είμαι ευτυχισμένη. Παρ’ όλα αυτά δυσκολεύομαι ακόμα να συνειδητοποιήσω ότι θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου εδώ. Ο Αντίλ είναι πολύ απασχολημένος με τις προετοιμασίες του ουαλίμα, της μεγάλη γιορτής που θα γίνει το βράδυ και που σηματοδοτεί την άφιξη της νιόπαντρης στη νέα της οικογένεια. Φοράω ένα βυσσινί φόρεμα που μου δανείζει η Κιράν και ένα πέπλο στο ίδιο χρώμα που μου καλύπτει το κεφάλι και πέφτει μέχρι χαμηλά στα πλάγια. Όλο το χωριό έχει μαζευτεί σε ένα χωράφι μπροστά από το σπίτι του Αντίλ. Μουσικοί ντυμένοι στα πορτοκαλιά και με ασορτί τουρμπάνια παίζουν τα ντολ, κάτι μεγάλα τύμπανα που κρέμονται με λουριά. Χάρη σε μια γεννήτρια, μια σειρά από γλόμπους φωτίζει την αυλή. Παραξενεύομαι από το γεγονός ότι οι άνδρες και οι γυναίκες δεν είναι χωριστά αλλά τρώνε και χορεύουν μαζί. Κατά τη διάρκεια του γεύματος ο πεθερός μου προτείνει στους καλεσμένους όποιος θέλει να δει το πρόσωπο της νύφης να πληρώσει 20 ρουπίες! Είναι ένα διασκεδαστικό έθιμο. Εγώ κρύβομαι σεμνά πίσω από το κόκκινο πέπλο μου με τη χρυσοκέντητη κορδέλα, ενώ μερικοί πετούν χαρτονομίσματα στα γόνατά μου. Είμαι η βασίλισσα της βραδιάς ντυμένη σαν πριγκίπισσα... Όλη η οικογένεια με τιμάει. Οι αδελφές μου μού κάνουν ένα άλλο αστείο έθιμο που γίνεται στους γάμους. Κλέβουν ένα παπούτσι του Αντίλ και του ζητούν χρήματα για να του το επιστρέψουν. Αυτός τους δίνει μια χούφτα χρήματα γελώντας. Ένας από τους αδελφούς του Αντίλ αποφασίζει να κάνει το ίδιο πράγμα μ’ εμένα. Αλλά εγώ δεν έχω χρήματα. Ήρθα εδώ με άδεια χέρια. Ο κουνιάδος μου δεν καταλαβαίνει τι γίνεται και απογοητεύεται. Η γιορτή φτάνει στο αποκορύφωμά της και τελειώνει αργά τη νύχτα. Θα περάσω τη δεύτερη νύχτα με τον άνδρα μου. Αυτήν τη φορά μέσα στο καινούριο μου δωμάτιο θα γίνω πραγματικά η γυναίκα του Αντίλ. Την επομένη το πρωί οι αδελφές μου φεύγουν για το χωριό. Νιώθω ένα σφίξιμο στην καρδιά, καθώς θα είμαι πια μόνη. Οι αδελφές μου μού εύχονται καλή τύχη και μου υπόσχονται να με επισκεφτούν σύντομα. Το λεωφορείο τους απομακρύνεται σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Από δω και στο εξής ξεκινάω μια καινούρια ζωή όντας μέλος μιας άλλης οικογένειας.
Επιστρέφω στο σπίτι με τον Αντίλ. Χάνομαι ακόμα μέσα στα στενάκια. Εκείνος μου δείχνει όλα τα σπίτια και μου λέει το όνομα του κάθε κατοίκου. Στο σπίτι η πεθερά μου, η Κιράν, με περιμένει. Το χθεσινό χαμόγελο έχει εξαφανιστεί και με ρωτάει: «Ναζιράν, γιατί δεν έδωσες χρήματα στον κουνιάδο σου χθες το βράδυ;» Ψελλίζω ότι ο πατέρας μου δε μου έδωσε τίποτα πριν να φύγω, ούτε χρήματα ούτε δώρα. Αισθάνομαι πολύ άσχημα καθώς βλέπω τα πρόσωπά τους να σφίγγονται. Ο Αντίλ παραμένει σιωπηλός. Η ευφορία της γιορτής έχει πολύ γρήγορα εξαφανιστεί. Ο εφιάλτης ξεκινάει από τη δεύτερη μέρα. Η Κιράν έχει αλλάξει εντελώς στάση απέναντί μου. Δε σταματάει να μου κάνει παρατηρήσεις και δυσάρεστα σχόλια. Στο πρωινό είναι ψυχρή και σχολιάζει: «Μια νιόπαντρη πρέπει να έρχεται φορτωμένη δώρα για την οικογένεια του άνδρα της, κι εσύ δεν έφερες τίποτα! Εμείς όμως σε τιμήσαμε με μια μεγάλη γιορτή». Με τα μάτια χαμηλωμένα στο φλιτζάνι με το τσάι μου της απαντώ: «Λυπάμαι πραγματικά, αγαπητή μητέρα, φταίει ο πατέρας μου, δε μου έδωσε καθόλου χρήματα». Η Κιράν κουνάει το κεφάλι: «Ο πατέρας σου δε μας υπολογίζει καθόλου, ούτε μας σέβεται!» Ρίχνει ένα βλέμμα στους υπόλοιπους που συμφωνούν. Ο Αντίλ δε με υπερασπίζεται. «Πολύ καλά, αφού είναι έτσι, άρχισε αμέσως να δουλεύεις! Σήμερα θα καθαρίσεις το σπίτι!» διατάζει η Κιράν. «Πληρώσαμε αρκετά ακριβά για να σε αποκτήσουμε. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μας φανείς χρήσιμη!» Στο χωριό μου άκουγα συχνά τις γειτόνισσες να λένε ιστορίες για τις πεθερές τους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, οι πεθερές περνούν το χρόνο τους γκρινιάζοντας ότι η νύφη τους δεν έφερε αρκετή προίκα ή ότι είναι αργή και τεμπέλα. Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι η μοίρα των νιόπαντρων γυναικών. Η αδελφή μου η Μαριάμ έχει μάλιστα μια θεωρία πάνω σ’ αυτό. πιστεύει ότι οι πεθερές παίρνουν με αυτόν τον τρόπο την εκδίκησή τους αφού, όταν ήταν αυτές νιόπαντρες, υπέφεραν από τις δικές τους πεθερές. Έτσι όταν γεράσουν και όλοι τις σέβονται, εκμεταλλεύονται τη θέση ισχύος που έχουν για να ταπεινώνουν τις νεοφερμένες. Παρ’ όλα αυτά στα γλέντια του γάμου η Κιράν ήταν πολύ καλή μαζί μου, με αποκαλούσε «ακριβή της κόρη» και προσποιούταν ότι ανυπομονεί να έρθω να ζήσω μαζί της. Τώρα όμως αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η μικροσκοπική γριά είναι ένας πραγματικός τύραννος και ότι τα παιδιά της την υπακούν τυφλά. Πρέπει λοιπόν να αντέξω το νόμο της φατρίας. Ζούμε σα μία οικογένεια και όλοι παρακολουθούν και ανακατεύονται στα θέματα των άλλων. Οι κουνιάδοι μου με κοιτάζουν αφ’ υψηλού και ο ένας με ρωτάει περιφρονητικά: «Ώστε ο πατέρας σου πήρε τα λεφτά μας και εσύ δε μας δίνεις τίποτα;»
Ο μόνος που είναι ευγενικός μαζί μου εδώ είναι ο πατέρας του Αντίλ. Όπως οι περισσότεροι γέροι φοράει στους ώμους του μια κουβέρτα. Είναι ο πατριάρχης της φατρίας. Με κοιτάζει κάποια στιγμή με γλυκύτητα και μουρμουρίζει: «Μην ανησυχείς, θα συνηθίσεις να ζεις εδώ». Μετά το γεύμα τακτοποιώ το σπίτι και έπειτα τρέχω να βρω καταφύγιο στο δωμάτιό μου. Ανοίγω τις αποσκευές μου. Δεν έχω και σπουδαία πράγματα. Λίγα ρούχα προσεχτικά διπλωμένα, λίγα πράγματα για την προσωπική μου φροντίδα και δυο χρυσά βραχιόλια που μου χάρισε ο Αντίλ στο γάμο μας. Νιώθω δυστυχισμένη. Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί η μητέρα μου φοβόταν. Ήξερε ότι θα μπω σε μπελάδες, επειδή δεν είχα προίκα. Αλλά ο χειρότερος είναι ο άνδρας μου. Όλη τη μέρα μου μιλάει ψυχρά και μόνο όταν είναι υποχρεωμένος. Απόψε τον περιμένω για ώρες στο δωμάτιο, αλλά δεν πρόκειται να έρθει.
5 Μηχανοκίνητα τρίκυκλα.
7. Δουλεύω χωρίς διακοπή από το πρωί ως το βράδυ. Αυτό πια είναι η ρουτίνα μου. Το πρωί σηκώνομαι κατά τις τέσσερις, προσεύχομαι και ετοιμάζω το πρωινό τσάι που βράζω στην εστία στη αυλή και αραβικές πίτες. Μετά πηγαίνω στο στάβλο απέναντι από το σπίτι για να αρμέξω την αγελάδα και τις δύο κατσίκες. Γεμίζω δύο μεγάλα δοχεία με φρέσκο γάλα που αφήνω στο σπίτι στη σκιά. Ο γαλατάς θα έρθει με τη μηχανή του λίγο αργότερα να το πάρει. Μετά περπατάω κατά μήκος ενός μικρού καναλιού για περίπου δέκα λεπτά και με μια ματσέτα κόβω φρέσκο χορτάρι. Επιστρέφω με βαριά δεμάτια για να ταΐσω τα ζώα. Μετά μαζεύω τα αυγά από τις κότες, καθαρίζω το κοτέτσι και βάζω καθαρό άχυρο για τα πουλερικά. Έπειτα μαζεύω όλα τα βρόμικα ρούχα της οικογένειας για να τα πλύνω σε μια σκάφη στο ποτάμι. Κατά τις οκτώ, αφού έχω τελειώσει με αυτές τις αγγαρείες, πηγαίνω να δουλέψω στα χωράφια με το στάρι ή στα περιβόλια. Μετά επιστρέφω με τις γυναίκες για να φτιάξουμε το μεσημεριανό. Συνήθως εγώ ή μια από τις αδελφές του Αντίλ, η Ρουμπίνα, ετοιμάζουμε το γεύμα. Αγαπάω πολύ τη Ρουμπίνα. Με θεωρεί σαν αδελφή της και έχουμε έρθει πολύ κοντά. Μαγειρεύουμε συχνά φακές ή κουνουπίδι μέσα σε βαμβακέλαιο. Τα τρώμε με αραβικές πίτες. Μόλις το γεύμα είναι έτοιμο, στέλνουμε ένα παιδί στα χωράφια να φωνάξει τους άνδρες. Μετά το φαγητό πηγαίνουμε να μαζέψουμε ξύλα. Μας παίρνει όλο το απόγευμα για να βρούμε ξερά κλαδιά για τη φωτιά. Επιστρέφουμε στο σπίτι με τα φορτία μας και μαγειρεύουμε το βραδινό. Έπειτα πηγαίνω να ξαπλώσω, εξαντλημένη, με το σώμα μου διαλυμένο από την κούραση. Μόλις μετά βίας έχει νυχτώσει. Ο Αντίλ συνεχίζει να μην κοιμάται μαζί μου. Απόψε μετά το δείπνο έρχεται να αλλάξει στο δωμάτιο χωρίς να μου πει λέξη. Τον βλέπω να φοράει την τουνίκ του και αποφασίζω να του μιλήσω. Τον ρωτάω με φωνή που μόλις και ακούγεται να μου πει ποιο είναι το πρόβλημα. Γυρίζει και με κοιτάζει εξοργισμένος. Κουλουριάζομαι στο κρεβάτι μου. Ο άνδρας μου δείχνει ευέξαπτος και επιθετικός. Με έχει ήδη χαστουκίσει μια φορά, γιατί δεν είχα τακτοποιήσει καλά τα ρούχα του. Στην αρχή πίστευα ότι ήταν θυμωμένος μαζί μου επειδή δεν είχα φέρει τίποτα για τους δικούς του, αλλά η συμπεριφορά του είναι πολύ παράξενη. Ο Αντίλ κάθεται στο κρεβάτι του, με παρατηρεί ψυχρά και μου λέει: «Θέλεις πραγματικά να μάθεις την αλήθεια; Είμαι ερωτευμένος με άλλη γυναίκα. Εγώ δεν ήθελα να σε παντρευτώ. Ο πατέρας μου κανόνισε αυτόν το γάμο. Δε με ενδιαφέρεις καθόλου!» Αυτές οι λέξεις μου τρύπησαν την καρδιά. Ο άνδρας μου έχει ερωμένη. Δε μ’
αγαπάει, ούτε θα μ’ αγαπήσει ποτέ. Εντούτοις τολμάω να τον ρωτήσω με τρεμάμενη φωνή ποια είναι αυτή η κοπέλα. «Τη λένε Σανάζ» μου απαντάει. Ψάχνει σε ένα κουτί πάνω στο ράφι και μέσα από μια πλαστική θήκη βγάζει μια φωτογραφία. «Κοίτα πόσο όμορφη είναι!» Το αίμα μου παγώνει. Αναγνωρίζω μία από τις γειτόνισσες που συναντώ πού και πού στο χωριό. Ένα νέο κορίτσι με απόμακρο βλέμμα. Δεν είναι πολύ όμορφη. «Αφού σου αρέσει τόσο πολύ γιατί δεν παντρεύτηκες αυτή;» Ο Αντίλ μουρμουρίζει ότι οι γονείς του δε συμπαθούν τη Σανάζ. Τη θεωρούν γυναίκα του δρόμου που κοιμάται με όλους τους άνδρες του χωριού... «Αυτή λοιπόν συναντάς τα βράδια;» Ο Αντίλ βγαίνει από το δωμάτιο χωρίς να με κοιτάξει. Έχω την εντύπωση ότι χάνεται η γη κάτω από τα πόδια μου. Την επόμενη μέρα μαζεύω όλο μου το κουράγιο και πάω να βρω τη Σανάζ. Τη βρίσκω να κάθεται ανακούρκουδα στην αυλή της και να ξεπουπουλιάζει ένα πουλερικό. Τη χαιρετάω και δείχνει έκπληκτη που με βλέπει. Ρίχνω μια ματιά ολόγυρά μας. Δεν υπάρχει κανείς να μας ακούσει παρά μόνο κάτι παιδιά που κυνηγούν τις κότες. Μπαίνω μπροστά της και της ανακοινώνω ότι γνωρίζω γι’ αυτή και τον Αντίλ. Χωρίς να τα χάσει, με κοιτάζει από πάνω ως κάτω ψυχρά και μου λέει με ύπουλο χαμόγελο: «Να ξέρεις ότι ο Αντίλ θα είναι πάντα η αγάπη μου και εσύ είσαι αυτή που πρέπει να φύγει. Το βλέπεις καλά εξάλλου ότι δεν έχεις καμία τύχη μαζί του». «Είναι ο άνδρας μου πλέον!» της απαντώ με μια φωνή που θα ήθελα να ήταν ήρεμη. «Είναι δικός μου και πρέπει να τον αφήσεις ήσυχο!» Φεύγω τρέχοντας. Καταραμένο κορίτσι. Χοντρά δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά μου. Στο μονοπάτι, λίγο πριν φτάσω στο σπίτι, σκουπίζω το πρόσωπό μου με την άκρη της μαντίλας μου για να μην καταλάβει κανείς ότι έκλαιγα. Προσπαθώ να παραστήσω την ευδιάθετη στη Ρουμπίνα, όταν πάμε να μαζέψουμε ξύλα, αλλά σκέφτομαι συνεχώς την επίσκεψη που έκανα στη Σανάζ. Το μυαλό μου είναι αλλού. Ανυπομονώ να βρεθώ μόνη με τον Αντίλ για να εξηγηθώ μαζί του. Περιμένω να τελειώσουμε το δείπνο. Συμπεριφέρομαι σαν υπνωτισμένη, μετά βίας απαντώ όταν μου απευθύνουν το λόγο. Τελικά βρισκόμαστε μόνοι οι δυο μας στο δωμάτιο. Παίρνω βαθιά ανάσα και διηγούμαι στον Αντίλ ότι πήγα να βρω τη Σανάζ και ότι απαίτησα από αυτή να μην τον ξαναπλησιάσει. Σφίγγω τα δόντια περιμένοντας την αντίδρασή του. Μένει λίγο έκπληκτος, αλλά τελικά ανασηκώνει τους ώμους χαμογελώντας και μου λέει: «Η Σανάζ κι εγώ γνωριζόμαστε και αγαπιόμαστε όλη μας τη ζωή. Είναι απλό, δεν μπορούμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλο!» Ουρλιάζω ότι αν δε με αγαπάει, προτιμάω να πεθάνω. Θορυβημένη από τις φωνές μου η Κιράν μπαίνει βιαστικά στο δωμάτιο. Τα χαρακτηριστικά της είναι τραβηγμένα και με
κοιμισμένη φωνή μας ρωτάει τι συμβαίνει. Ο Αντίλ ηρεμεί αμέσως και τηρεί σιγή ιχθύος. Με δάκρυα στα μάτια εξηγώ στην Κιράν όλη την ιστορία, τον κρυφό έρωτα του Αντίλ, την επίσκεψή μου στη Σανάζ και τη δήλωση του Αντίλ ότι θα αγαπάει πάντα αυτό το κορίτσι. Η Κιράν πάνω από όλα φοβάται τα κουτσομπολιά και με διαβεβαιώνει ότι όλα θα διευθετηθούν. Κάνει κήρυγμα στον γιο της μπροστά μου και του επαναλαμβάνει ότι πρέπει να μου φέρεται καλά. Έχουμε παντρευτεί και από δω και μπρος είμαι η γυναίκα του. Έπειτα πηγαίνει να κοιμηθεί στο δωμάτιό της. Ο Αντίλ σωπαίνει φουρκισμένος. Βγαίνει από το δωμάτιο και πάει να κοιμηθεί στην αυλή. Με αφήνει μόνη μου. Τις επόμενες μέρες ο Αντίλ με προσβάλλει όποτε βρει ευκαιρία. Μου λέει συνεχώς ότι είμαι κακή σύζυγος και ότι θα του φέρω μπελάδες. Η Κιράν με εποπτεύει επίσης συνεχώς. Δεν μπορώ καν να εξομολογηθώ τον πόνο μου στη Ρουμπίνα. Είναι αδελφή του Αντίλ και θα πάρει το μέρος του. Η μόνη στην οποία θα μπορούσαν να διηγηθώ τα βάσανά μου είναι μια μακρινή συγγενής της δικής μου οικογένειας που μένει μερικά σπίτια παρακάτω. Τη λένε Ροξάνα. Δεν τη γνωρίζω πολύ καλά αλλά ίσως να με ακούσει. Την επισκέπτομαι ένα απόγευμα. Η Ροξάνα μένει με τον άνδρα της στα πεθερικά της. Είναι μια όμορφη γυναίκα γύρω στα είκοσι με λεπτό πρόσωπο και σγουρά μαλλιά. Με υποδέχεται με χαρά και μου προτείνει χαμηλόφωνα να τη συνοδέψω να μαζέψουμε ξύλα. Μας χρειάζεται μια δικαιολογία για να απομακρυνθούμε από το αδιάκριτα αυτιά. Η πεθερά της μας κάνει νόημα να βιαστούμε. Περπατάμε κάνα μισάωρο και τελικά καθόμαστε σε ένα χωράφι πίσω από μια μυλόπετρα. Νιώθω ότι και η Ροξάνα έχει ανάγκη να μιλήσει. Αισθάνεται πολύ μόνη. Η πεθερά της και οι κουνιάδες της τής κάνουν τη ζωή δύσκολη. Την κατηγορούν ότι δεν έφερε αρκετή προίκα όταν παντρεύτηκε. Αλλά η Ροξάνα, μέσα στη δυστυχία της, έχει καλύτερη τύχη από μένα. Ο άνδρας της, ο Αντνάν, είναι πολύ δεμένος μαζί της. Παίρνει πάντα το μέρος της, αλλά δυστυχώς δεν είναι τριγύρω κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μαζεύουμε βιαστικά ξύλα προτού επιστρέψει η καθεμιά στο σπίτι της. Όταν φτάνω στο σπίτι μου είναι ήδη αργά. Ο Αντίλ έχει γυρίσει από τα χωράφια. Με περιμένει θυμωμένος. Με τραβάει από το μπράτσο και με πηγαίνει στο δωμάτιο. Το βλέμμα του είναι βαρύ και απειλητικό. «Έμαθα ότι ήσουν στη Ροξάνα. Τι πήγες να κάνεις εκεί; Είμαι σίγουρος ότι τσιλημπουρδίζεις με τον άνδρα της. Είσαι μια του δρόμου!» Ξεσπάω σε δάκρυα και του εξηγώ ότι πήγα απλώς να δω την ξαδέλφη μου. Ο Αντίλ είναι εκτός εαυτού και βρίζει τον Αντνάν με το χειρότερο τρόπο. Μου λέει ότι ο Αντνάν είναι διαφθορέας και ότι όλοι γνωρίζουν πως κοιμάται με τις γυναίκες των άλλων. Δεν
έχω ξαναδεί ποτέ τον Αντίλ τόσο έξαλλο. Έχω πεθάνει από το φόβο μου. Νομίζω ότι ο Αντίλ φοβάται ότι θα πω σε όλο τον κόσμο την ιστορία για τον κρυφό του έρωτα. Έτσι ψάχνει μια αφορμή για να με κρατήσει κλεισμένη στο σπίτι.. Και τη βρήκε. Στο εξής μου απαγορεύει να βγαίνω χωρίς αυτόν. Με συνοδεύει παντού όταν μπορεί, αλλιώς ζητάει από τη Ρουμπίνα να με παρακολουθεί. Αυτήν την εβδομάδα η Φαράχ έρχεται να με επισκεφθεί. Μένει όλο το απόγευμα στο σπίτι μου. Είναι μια δόση οξυγόνου. Είμαι πολύ ευτυχισμένη που την ξαναβλέπω. Η Φαράχ είναι πολύ ευδιάθετη. Περιμένει το πρώτο της παιδί. Πέρσι είχε αποβάλει, αλλά φέτος πήγε να προσευχηθεί στο μαυσωλείο του Ουχ Σαρίφ. Φοράει γύρω από το λαιμό της ένα φυλαχτό που της έδωσε ένας πιρ, ένας άγιος άνθρωπος από το μαυσωλείο. Μου λέει ότι είναι ένα ειδικό φυλαχτό που προστατεύει το μωρό. Η κοιλιά της έχει ήδη μεγαλώσει. Είναι τόσο όμορφη! Με ρωτάει όλο ενθουσιασμό, θέλει να μάθει πώς περνάω με την καινούρια μου οικογένεια. Αλλά ο Αντίλ με ακολουθεί σα σκιά. Μένει μαζί μας όλη την ημέρα για να παρακολουθεί την παραμικρή μου κουβέντα. Είναι αδύνατον να μιλήσω στη Φαράχ για την απελπισία μου, τις αγωνίες μου, τη θλίψη μου. Αμέσως μόλις φεύγει η αδελφή μου, ο Αντίλ γίνεται πάλι ψυχρός και απόμακρος.
8. «Λοιπόν, Ναζιράν, ακόμα να μείνεις έγκυος; Μήπως δεν ξέρεις πώς γίνεται;» Τινάζομαι μόλις το ακούω. Είναι ο Ραφίκ, ένας από τους κουνιάδους μου. Ένας μεσήλικος άνδρας με διεστραμμένο βλέμμα. Τον αγνοώ και ανάβω φωτιά στην αυλή για να μαγειρέψω. Τι θα μπορούσα να του απαντήσω, άλλωστε; Έχουν περάσει μήνες από τότε που παντρεύτηκα τον Αντίλ και η κοιλιά μου δε λέει να φουσκώσει. Στα μέρη μας με το που παντρεύεται ένα ζευγάρι, όλη η οικογένεια περιμένει απόγονο μέσα στο χρόνο. Αλλά πώς θα μπορούσα να πιάσω παιδί, αφού ο άνδρας μου δεν κοιμάται σχεδόν ποτέ μαζί μου; Υποθέτω ότι συνεχίζει να βλέπει κρυφά τη Σανάζ. Παρ’ όλα αυτά πρέπει οπωσδήποτε να κάνω έναν γιο στον Αντίλ, καθώς αυτό περιμένει όλη η οικογένεια από μένα. Το κλίμα όλο και χειροτερεύει στο σπίτι. Τον τελευταίο καιρό δεν με κοροϊδεύει μόνο ο Ραφίκ αλλά και οι γυναίκες που συνεχώς πετούν πικρόχολα υπονοούμενα. Η Κιράν απελπίζεται όλο και περισσότερο που δεν αποκτά καινούριο εγγονό. Κάθε φορά που βλέπω ένα μωρό θέλω να ξεσπάσω σε κλάματα. Θα ήθελα τόσο πολύ να έχω ένα δικό μου παιδί να το χαϊδολογάω. Έτσι θα αισθανόμουν λιγότερο μόνη. Μόλις θα γινόμουν μητέρα, αμέσως η πεθερά μου θα με σεβόταν και θα με θεωρούσε σημαντική. Πηγαίνω στο δωμάτιό μου και παίρνω το κινητό του Αντίλ που το έχει ξεχάσει στο ράφι. Ο άνδρας μου έχει πάει με έναν ανιψιό του στην αγορά να πάρουν ζιζανιοκτόνα. Ξεδιπλώνω ένα φύλλο χαρτί πάνω στο οποίο ο αδελφός μου ο Σελίμ έχει σημειώσει το τηλέφωνό του και παίρνω ένα ένα τα νούμερα. Ο αδελφός μου απαντάει αμέσως κι εγώ του ψιθυρίζω: «Σελίμ, σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο, πρέπει να έρθεις να με πάρεις και να με πας πίσω στο σπίτι». «Γιατί; Τι σου συμβαίνει, Ναζιράν;» «Φταίει ο Αντίλ. Θα σου τα πω όλα, έλα, σε παρακαλώ». Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, ο Σελίμ μου υπόσχεται ότι θα βρει λύση. Το ίδιο βράδυ τηλεφωνεί στον Αντίλ: «Σε παρακαλώ, φέρε την αδελφή μας επίσκεψη στο χωριό γιατί μας λείπει πολύ και θέλουμε να τη δούμε. Η μαμά τη ζητάει κάθε μέρα». Ο Αντίλ δέχεται. Η συγκομιδή του βαμβακιού έχει τελειώσει και με την ευκαιρία του ταξιδιού θα μπορέσει να πάει στο Μουλτάν για ψώνια. Έτσι, προτείνει να ξεκινήσουμε την επομένη. Νωρίς το πρωί θα πάμε να πάρουμε το λεωφορείο. Προτού φτάσουμε στον κεντρικό δρόμο, καλύπτω το μισό πρόσωπό μου με τη μαντίλα μου. Είμαι πια παντρεμένη γυναίκα και οφείλω να είμαι σεμνή. Ο Αντίλ μου μιλάει ελάχιστα κατά τη διάρκεια του τρίωρου ταξιδιού. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει δυνατά, μόλις αναγνωρίζω τα περίχωρα του χωριού
μου. Το σπίτι του κυρίου Μάλικ, τη φυτεία με τα μάνγκο, το τζαμί που παίζαμε με τις ακρίδες... Παρά τις κακές αναμνήσεις, το να βλέπω οικεία μέρη με ανακουφίζει. Έχω επιστρέψει σπίτι μου, στο χωριό των παιδικών μου χρόνων. Κατεβαίνουμε από το λεωφορείο και συνεχίζουμε με τα πόδια προς το σπίτι του Σελίμ και της μαμάς. Η καρδιά μου σφίγγεται μπροστά στη σιδερένια εξώπορτα του σπιτιού μου. Στην αυλή βλέπω τον πατέρα μου να κάθεται σε ένα τσάρποϊ. Εκπλήσσομαι που τον βρίσκω εκεί. Προφανώς ο Σελίμ τον ειδοποίησε για την άφιξή μου, αλλά δεν πίστευα ότι θα ερχόταν να με δει στο σπίτι της Γκόνγκι Μα. Όμως ο πατέρας μου βράζει από θυμό και μετά βίας με χαιρετάει. Μόλις μπαίνουμε στο σπίτι, σηκώνεται και χαστουκίζει τον Αντίλ, ο οποίος ούτε πρόλαβε να καταλάβει τι έγινε και στέκεται ακίνητος μπροστά στον μπαμπά που φωνάζει: «Γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι, χωρίς ίχνος σεβασμού; Σου έδωσα την κόρη μου κι εσύ της φέρεσαι με τέτοιον τρόπο; Θα σας χωρίσω». Ώστε η ιστορία του Αντίλ και της γειτόνισσάς του έφτασε στα αυτιά του πατέρα μου... Σίγουρα η Ροξάνα έστειλε την είδηση στην οικογένειά μου. Ο Σελίμ προσπαθεί να ηρεμήσει τον μπαμπά που κάθεται πάλι τρέμοντας από θυμό. Ο αδελφός μου λέει στον Αντίλ ότι θα ήταν καλύτερα να φύγει. Ο Αντίλ κάνει μεταβολή και φεύγει έξαλλος και ταπεινωμένος. Βλέπω τη μαμά στο δωμάτιό της από όπου παρακολούθησε σιωπηλή όλη τη σκηνή. Πέφτω στην αγκαλιά της. Τι ευτυχία που ξαναβλέπω τη μαμά! Της λέω ότι μου έλειψε και ότι θα ήθελα να την κρατήσω για πάντα κοντά μου. Ο πατέρας μου μας κοιτάζει και μουρμουρίζει ότι θα είναι προτιμότερο ο Αντίλ να μην ξαναπατήσει εκεί το πόδι του. Η Γκόνγκι Μα μου ζεσταίνει ό,τι έχει απομείνει από το δείπνο. Τους διηγούμαι βάσανά μου στην οικογένεια του άνδρα μου. Τα ξεσπάσματα του Αντίλ, τη στάση της Κιράν, τα σχόλια των κουνιάδων μου. Η μαμά κουνάει το κεφάλι. Με καταλαβαίνει, ξέρει τι περνάω. Αλλά ο Σελίμ μουρμουρίζει ότι πρέπει να έχω υπομονή και θα διορθωθούν τα πράγματα. Γιατί, όπως και να ’χει το πράγμα, δεν μπορώ να ξαναγυρίσω στη μητέρα μου, καθώς δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για ζήσει τόσος κόσμος. Τα ανίψια μου πάνε πλέον σχολείο, συμπεριλαμβανομένων και των κοριτσιών, και αυτό κοστίζει ακριβά. Το επόμενο πρωί ο πατέρας μου έρχεται να με δει. Κάθεται απέναντί μου, ανάβει τσιγάρο και στρίβοντας το μουστάκι του μου λέει σοβαρά ότι το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε πως έκανε λάθος που με πάντρεψε με τον Αντίλ. Επιθυμεί να χωρίσω και να γυρίσω στο σπίτι. Χαμηλώνω το κεφάλι, καθώς δεν έχω ψευδαισθήσεις. Είναι σίγουρο ότι δεν τον απασχολεί η ευτυχία της κόρης του. Υποθέτω ότι θέλει να με ξαναπουλήσει σε άλλον σύζυγο... Βρήκε μια καλή αφορμή για να βγάλει περισσότερα χρήματα. Ικετεύω τον μπαμπά να διευθετήσει τα πράγματα. Την ώρα που συζητάμε χτυπάει το κινητό του. Είναι ένας ξάδελφος του Αντίλ, ο
Ιμτιάζ. Μιλάει τόσο δυνατά στο ακουστικό που ακούω κι εγώ όλη τη συζήτηση. Ο Ιμτιάζ παρακαλάει τον πατέρα μου να αλλάξει γνώμη, Του εξηγεί ότι για την οικογένεια του Αντίλ θα ήταν τεράστια ντροπή αν εγκατέλειπα τον σύζυγό μου. Επίσης θα ήταν και τεράστια οικονομική απώλεια, επειδή πλήρωσαν πολλά χρήματα για το γάμο, έτσι δεν είναι; Ο ξάδελφος διαβεβαιώνει τον μπαμπά ότι ο Αντίλ έχει πραγματικά μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και με θέλει πίσω. Δεν προλαβαίνει να το κλείσει ο Ιμτιάζ, και παίρνει με τη σειρά του ο πεθερός μου. Υπόσχεται στον μπαμπά ότι θα φροντίσει ο ίδιος να μου φέρονται καλά. Ο μπαμπάς τελικά συμφωνεί. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν είχε ακόμα πάρει κάποια προσφορά για μένα, οπότε γιατί να περιπλέξει τα πράγματα; Αφού πέρασα μερικές μέρες στη μαμά, επιστρέφω στα πεθερικά μου. Φεύγω από την Γκόνγκι Μα με μαύρη ψυχή. Εκείνη μου υπόσχεται ότι θα πάει να προσευχηθεί για μένα. Θέλω να ελπίζω ότι ο Αντίλ θα αλλάξει, αλλά δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Ανησυχώ για το τι με περιμένει. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής σκέφτομαι τη ζωή μου εκεί αυτούς τους τελευταίους μήνες. Προσπάθησα όσο μπορούσα, φροντίζω στην εντέλεια το σπίτι και δουλεύω πολύ σκληρά. Επιπλέον αγαπώ τον Αντίλ. Βαθιά μέσα μου δε ζητάω τίποτα άλλο παρά μόνο αυτό: να με αγαπήσει κι εκείνος. Μόλις φτάνω στο χωριό, η πεθερά μου με υποδέχεται με ένα χαμόγελο όλο γλύκα. «Αγαπημένο μου κορίτσι, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Είχες αρχίσει ήδη να μας λείπεις». Ο πεθερός μου κάθεται μπροστά από το δωμάτιό του και μου ζητάει να πάω κοντά του. Είναι ο μόνος που χαίρομαι που ξαναβλέπω. Βάζει το χέρι του στο κεφάλι μου για να μου δώσει την ευλογία του κι εγώ σκύβω και του αγγίζω το πόδι σαν ένδειξη σεβασμού. Μπαίνω στο δωμάτιό μου πολύ ανήσυχη. Δεν έχω ακόμα δει τον Αντίλ. Όσο τακτοποιώ τα πράγματά μου, οι κουνιάδες μου παρελαύνουν η μία μετά την άλλη να με φιλήσουν και να μου πουν πόσο χαίρονται που με βλέπουν. Η Ρουμπίνα παίρνει τα χέρια μου στα δικά της: «Να ξέρεις, Ναζιράν, ότι μπορείς να βασίζεσαι σ’ εμάς! Αν ο Αντίλ σου φερθεί ποτέ άσχημα, πρέπει να μας το πεις αμέσως!» Συγκατανεύω σιωπηλά ενώ από μέσα μου αναρωτιέμαι γιατί δεν έκαναν τίποτα για μένα μέχρι τώρα. Η πεθερά μου εμφανίζεται στην πόρτα και τους κάνει νόημα να βγουν, επειδή θέλει να μου μιλήσει κατ’ ιδίαν. Κάθεται στο κρεβάτι μου και με ανακριτικό ύφος με ρωτάει: «Δε μου λες, Ναζιράν, γιατί δεν έχεις ακόμα μείνει έγκυος; Όπως καταλαβαίνεις αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για την οικογένεια και αν συνεχιστεί, θα πρέπει να παντρέψω τον Αντίλ με άλλη γυναίκα...» Είμαι συντετριμμένη και αποφασίζω να της απαντήσω με απόλυτη ειλικρίνεια.
«Αγαπητή μου μητέρα, πώς να μείνω έγκυος, αφού ο Αντίλ δεν κοιμάται ποτέ μαζί μου;» Η Κιράν κουνάει το κεφάλι και χτυπάει με τα χέρια της τα γόνατά της. Είναι προφανές πόσο αμήχανα νιώθει. «Καλώς! Μη στενοχωριέσαι καθόλου, θα μιλήσω στον γιο μου». Το υπόλοιπο της ημέρας πάω να δουλέψω στους αγρούς μαζί με τις άλλες γυναίκες που είναι όλο γλύκες απέναντί μου. Επιστρέφουμε το βράδυ με τα ξύλα μας και ετοιμάζουμε το βραδινό. Η Σάντια, η γυναίκα του Ραφίκ, του μεγάλου αδελφού του Φαουάντ, έρχεται να δανειστεί λίγο λάδι. Μένει λίγο παρακάτω. Είναι τρομερή πολυλογού και σήμερα έχει πολύ καλή διάθεση, οπότε μας διηγείται όλο ενθουσιασμό τις τελευταίες περιπέτειες του άνδρα της. Όλη η οικογένεια γνωρίζει καλά ότι ο Ραφίκ είναι χαρτοπαίκτης και μεθύστακας. Κάθε φορά που γυρίζει σπίτι του χτυπάει τη γυναίκα του. Μη αντέχοντας άλλο αυτήν την κατάσταση η Σάντια του είπε ότι θα πάει για προσκύνημα με μια από τις αδελφές της σε άλλη πόλη τρεις ώρες δρόμο. Στην πραγματικότητα είχε ακούσει να μιλούν για έναν πιρ που ζούσε εκεί τα τελευταία χρόνια, έναν εμπειρικό πολύ ισχυρό, ειδικευμένο να αντιμετωπίζει τη βασκανία και την κακοδαιμονία. Ο πιρ, ένας μάγος με μάτια βαμμένα με μαύρο μολύβι, δέχτηκε τη Σάντια και την άκουσε με πολλή προσοχή. Είναι τόσο φλύαρη που σίγουρα του μιλούσε με τις ώρες... Τελικά της κατασκεύασε ένα ταβίς, ένα φυλαχτό ειδικό για την περίσταση. Της ζήτησε να το βάλει κρυφά κάτω από το στρώμα του Ραφίκ και να τον περιμένει να έρθει να ξαπλώσει. Η Σάντια τον πλήρωσε 150 ρουπίες και γύρισε σπίτι της. Όταν ο Ραφίκ έπεσε να ξαπλώσει τύφλα από το αλκοόλ, κοιμήθηκε σαν ξερός. Στη μέση όμως της νύχτας ένα τρομακτικό ουρλιαχτό ξύπνησε τη Σάντια. Ήταν ο Ραφίκ που έτρεχε πάνω κάτω στο δωμάτιο σαν το διάολο. Ορκιζόταν ότι το κρεβάτι του καιγόταν και έφυγε τρέχοντας προς τα έξω φωνάζοντας: «Φωτιά! Φωτιά!» Ακούγοντας την ιστορία της Σάντια κλαίγαμε από τα γέλια. Με δάκρυα στα μάτια φανταζόμαστε τον χοντρό Ραφίκ να τρέχει με τα εσώρουχα στα χωράφια νομίζοντας ότι τον κυνηγούν ανύπαρκτες φλόγες. Η Σάντια μας διαβεβαιώνει ότι σήμερα ο Ραφίκ ήταν ακόμα τόσο σαστισμένος που όχι μόνο δεν της έκανε την παραμικρή παρατήρηση στη διάρκεια της ημέρας, αλλά της υποσχέθηκε ότι δε θα βγαίνει πια τα βράδια. Η Σάντια καμαρώνει για την επιτυχία του φυλαχτού της. Εγώ λέω από μέσα μου ότι ίσως θα έπρεπε να επισκεφτώ κι εγώ αυτόν τον μάγο. Ίσως να γινόταν να μαγέψει τον Αντίλ. Δεν μπορεί, σίγουρα θα υπάρχουν μαγικά φίλτρα που θα τον έκαναν να με ερωτευτεί. Από μακριά βλέπουμε τους άνδρες που επιστρέφουν από τα χωράφια ακολουθώντας το μονοπάτι δίπλα σ’ ένα μικρό κανάλι. Αποχαιρετάμε τη Σάντια που επιστρέφει σπίτι της με το λάδι και απλώνουμε στο χώμα στην αυλή το πλαστικό τραπεζομάντιλο για το βραδινό φαγητό. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο Αντίλ αποφεύγει εντελώς να με
κοιτάξει και δείχνει ότι αισθάνεται πολύ άβολα. Όλη η οικογένεια πηγαίνει να ξαπλώσει. Πηγαίνω κι εγώ στο δωμάτιό μου προσπαθώντας να ακούσω τον παραμικρό θόρυβο απ’ έξω. Ο Αντίλ μπαίνει διστακτικά. «Ναζιράν, λυπάμαι πραγματικά». Κάθεται στα πόδια μου. «Σου υπόσχομαι ότι δεν αισθάνομαι πια τίποτα για τη Σανάζ. Είσαι η γυναίκα μου και σ’ αγαπώ όσο τίποτ’ άλλο». Από εκείνο το βράδυ ο Αντίλ κοιμάται μαζί μου όλες τις νύχτες. Είμαι σίγουρη ότι του το ζήτησε η Κιράν.
9. Η μυρωδιά από τις τηγανητές πίτες μου φέρνει εμετό. Σήμερα το πρωί, την ώρα που ετοιμάζω το πρωινό, με πιάνει μια φοβερή ναυτία. Τρέχω σε ένα χαντάκι πίσω από το σπίτι. Μένω λίγο εκεί διπλωμένη στα δύο. Το στομάχι μου είναι άδειο και δεν μπορώ να κάνω εμετό. Ξαφνικά μου ξανάρχεται η ναυτία και νιώθω το στομάχι μου να συσπάται. Εδώ και μερικές μέρες υποφέρω από αυτήν την περίεργη αρρώστια που έχει κι άλλα ανησυχητικά συμπτώματα. Το στήθος μου είναι σκληρό σαν πέτρα και νιώθω μονίμως εξαντλημένη. Κάθε βράδυ πέφτω στο κρεβάτι και κοιμάμαι βαριά σα μολύβι. Επιστρέφοντας στην αυλή, βλέπω την πεθερά μου, η οποία με κοιτάζει όλο περιέργεια και με ρωτάει τι συμβαίνει. «Θέλω να κάνω εμετό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η μυρωδιά του λαδιού σήμερα μου φέρνει τέτοια ναυτία». Η Κιράν μου φέρνει να μασήσω σπόρους από φινόκιο για να μου περάσει η ναυτία. «Σου ήρθε τελευταία η περίοδος;» «Όχι, έχει καθυστερήσει. Ίσως ο οργανισμός μου να έχει απορυθμιστεί...» Η πεθερά μου κουνάει το κεφάλι. «Παρατήρησα ότι έχει αλλάξει το πρόσωπό σου. Ξέρω από τι υποφέρεις. Είσαι έγκυος». Δεν τολμώ να το πιστέψω. Ώστε εισακούστηκαν οι προσευχές μου! Πριν από λίγο καιρό είχαμε πάει για προσκύνημα με τη Ρουμπίνα σε ένα ιερό μέρος. Εκεί προσευχήθηκα με όλες μου τις δυνάμεις να μου δώσει ο Θεός ένα παιδί. Θέλω να γίνω μητέρα και να κάνω τον Αντίλ περήφανο. Φεύγοντας, έδωσα όλες μου τις οικονομίες, γύρω στις 100 ρουπίες, στον φύλακα του μαυσωλείου για να πει μια προσευχή για μένα. Όλη την ημέρα δε σκέφτομαι τίποτα άλλο παρά μόνο το παιδί στην κοιλιά μου, το οποίο δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο από ένα σπόρο σταριού. Εντούτοις δε θα μπορέσω να το κρατήσω μυστικό για μια εβδομάδα ακόμα. Το ίδιο βράδυ ο Αντίλ αντιλαμβάνεται ότι είμαι σε περίεργη κατάσταση. Δεν κρατιέμαι και, μόλις μπαίνει, του ανακοινώνω τα νέα. Είναι ενθουσιασμένος. Φαντάζεται ήδη τον εαυτό του να διασχίζει το χωριό με τον γιο του αγκαλιά... Από το επόμενο πρωί όλη η οικογένεια γνωρίζει την κατάστασή μου. Ούτε η πεθερά μου μπόρεσε να κρατήσει τη γλώσσα της. Η Κιράν μου εξομολογείται ότι διέταξε τον Αντίλ να μη με ξαναχτυπήσει, γιατί είναι κακό για το μωρό. Έτσι κι αλλιώς όμως, τώρα πια ο Αντίλ μου φέρεται πολύ καλά. Οι κουνιάδοι μου και οι κουνιάδες μου είναι όλο φροντίδες. Έγινα πλέον σημαντική για την οικογένεια, αφού θα γίνω μητέρα. Ένα πρωί ο Αντίλ έρχεται μ’ ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Πούλησε σε πολύ καλή τιμή τη σοδειά του σταριού και θέλει να μου κάνει ένα δώρο. «Πες μου, Ναζιράν, τι θα σε ευχαριστούσε;»
Υπάρχει κάτι το οποίο ονειρεύομαι από τότε που ήρθα εδώ. «Θα μπορούσες να εγκαταστήσεις ηλεκτρικό στο δωμάτιό μας» του λέω. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού έχουν ήδη ηλεκτρικό. Ζηλεύω τους γείτονές μας που έχουν φως στο σπίτι τους το βράδυ, ανεμιστήρες την περίοδο του καύσωνα και μερικοί ακόμα και τηλεόραση. Όταν όμως ο Αντίλ μιλάει γι’ αυτό στους γονείς του, εκείνοι σηκώνουν τους ώμους. Ο κουνιάδος μου ο Ραφίκ κοροϊδεύει με κακεντρέχεια: «Γιατί θες να βάλεις ηλεκτρικό, Αντίλ; Είναι γελοίο! Ποια νομίζει ότι είναι η γυναίκα σου; Επειδή έρχεται από ένα χωριό μεγαλύτερο από το δικό μας, η κυρία έχει πολυτελή γούστα; Κακομοίρη μου, σε κάνει ό,τι θέλει». Αλλά ο Αντίλ δεν ακούει τους γονείς του και κάνει το δικό του. Έτσι, έρχονται οι υπάλληλοι της εταιρείας ηλεκτρικού και περνούν καλώδια μέσα στο σπίτι. Τώρα έχουμε μια λάμπα στο ταβάνι και μια πρίζα στο δωμάτιο κοντά στο ράφι. Όταν θα κάνει πολύ ζέστη το καλοκαίρι, θα μπορέσουμε να αγοράσουμε έναν ανεμιστήρα για να μας δροσίζει. Ο μόνος τρόπος για να αντέξει κανείς τη ζέστη το καλοκαίρι είναι να πίνει τουκ μάλαγκα στη σκιά. Είναι κάτι μικροί μαύροι σπόροι που τους καλλιεργούμε στο μποστάνι μας. Όταν τους βάλεις σε νερό, γίνεται ένα δροσιστικό ποτό. Αλλά τίποτα δεν είναι σαν τον ανεμιστήρα! Ο Αντίλ εγκαθιστά και μια αντλία νερού μπροστά από την αυλή μας. Μέχρι τώρα ήταν εξοντωτικό να φέρνω το νερό στο σπίτι, γιατί έπρεπε να πάω μέχρι το νεκροταφείο, μια διαδρομή που την έκανα πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Δύο εβδομάδες μετά τις εργασίες έχουμε μια βρύση που φέρνει νερό από ένα υπόγειο πηγάδι. Τέλος, άλλη μια πολυτέλεια που με γεμίζει χαρά είναι ένα τρανζίστορ που δουλεύει με μπαταρίες και που μου το ψώνισε ο Αντίλ από την αγορά. Καθώς περνούν οι μήνες, η κοιλιά μου έχει μεγαλώσει τόσο πολύ ώστε πλέον δε βλέπω τα πόδια μου. Το βράδυ όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι, νιώθω το παιδί να με κλωτσάει δυνατά. Η Κιράν με φροντίζει σα να είμαι κόρη της. Στα γεύματα όταν έχουμε κρέας μου δίνει τα πιο μεγάλα κομμάτια. Μου δίνει φρέσκο γάλα και μερικές φορές χαλβά. Η πεθερά μου με προσέχει σαν πολύτιμο αντικείμενο. Αλλά παρά την εγκυμοσύνη πρέπει να δουλεύω στα χωράφια κάθε μέρα. Η κοιλιά μου με ενοχλεί όλο και περισσότερο και δυσκολεύομαι να σκύβω για να μαζέψω ξύλα. Κάνω συχνά διαλείμματα, γιατί λαχανιάζω. Δυσκολεύομαι να μετακινούμαι. Όταν ο Σελίμ μου ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί, νιώθω απογοητευμένη. Μου είναι αδύνατον να ταξιδέψω με το λεωφορείο κι έτσι δε θα μπορέσω να είμαι παρούσα στο γάμο του στο χωριό μας. Θέλω όμως τόσο πολύ να δω και αυτόν και την αρραβωνιαστικιά του... Μου υποσχέθηκαν να με επισκεφτούν μόλις γεννηθεί το παιδί. Μια μέρα ενώ κόβω φρέσκα χορτάρια για την αγελάδα, αισθάνομαι φρικτούς πόνους. Η κοιλιά μου πότε γίνεται σκληρή, πότε μαλακώνει. Και αυτό επαναλαμβάνεται.
Τρομοκρατούμαι. Έχω ακούσει πολλές ιστορίες στο χωριό για γυναίκες που πέθαναν στη γέννα. Χάνουν λέει όλο το αίμα τους και το μωρό πεθαίνει στην κοιλιά. Παρατάω το φορτίο μου και γυρίζω στο σπίτι διπλωμένη στα δύο από τον πόνο, χωρίς ανάσα. Η Κιράν τρέχει να με βοηθήσει. Της λέω πανικόβλητη ότι το μωρό πεθαίνει. Η πεθερά μου με καθησυχάζει και μου εξηγεί ότι αυτοί οι πόνοι είναι σημάδι ότι το μωρό έρχεται. Με ξαπλώνει στο δωμάτιό μου και μου τρίβει τα πόδια. Οι συσπάσεις κρατούν μια ολόκληρη μέρα. Την επομένη το απόγευμα είναι όλο και πιο συχνές. Έχω την εντύπωση ότι με σκίζουν στα δύο. Θέλω να πεθάνω. Τα ρούχα μου είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα. Η Κιράν μου λέει ότι η στιγμή πλησιάζει και θα ειδοποιήσει την ντάι. Η ντάι είναι η μαμή του χωριού που ξεγέννησε όλες τις κουνιάδες μου. Θα γεννήσω στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν πηγαίνει μια έγκυο γυναίκα στο νοσοκομείο. Αφενός είναι πολύ μακριά, αφετέρου δεν υπάρχει τέτοια παράδοση. Η μαμή φτάνει λαχανιασμένη. Είναι μια γριά ξεδοντιάρα. Με κοιτάζει με διαπεραστικό βλέμμα και ψηλαφίζει την κοιλιά μου. «Πρέπει να περιμένουμε, το παιδί δεν είναι έτοιμο». Μου φτιάχνει να πιω κάτι από ειδικά βότανα. Προσπαθώ να καταπιώ διπλωμένη από τους πόνους. Η μαμή με παρηγορεί λέγοντας ότι αυτό το αφέψημα θα βοηθήσει την κοιλιά να ανοίξει. Δεν πρέπει να ανησυχώ, γιατί ξέρει τις κινήσεις για να βγάλει το μωρό από μέσα. Είμαι εξαντλημένη και τρέμω ολόκληρη. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ακούω τους άνδρες να συζητούν απ’ έξω. Προσπαθώ να μη φωνάζω, αλλά πονάω τόσο πολύ που νιώθω να σκίζεται η κοιλιά μου. Νομίζω ότι δε θα επιζήσω απόψε. Η μαμή είναι δίπλα μου και μου τρίβει τα πόδια. Οι κουνιάδες μου μού παραστέκονται. Ειδοποίησαν τον Σελίμ, που φτάνει όπου να ’ναι. Ξαφνικά οι συσπάσεις γίνονται όλο και πιο δυνατές και νιώθω την ανάγκη να σπρώξω. Η μαμή μου λέει ότι το μωρό έρχεται. Πιέζει δυνατά την κοιλιά μου και νιώθω το κεφάλι που βγαίνει. Η μαμή πιάνει το μωρό που είναι μελανιασμένο. Το μωρό βγάζει μια κραυγή. Είναι ζωντανό. Η μαμή κόβει το λώρο με ένα ξυράφι και τρίβει το μωρό με ένα υγρό πανί για να το καθαρίσει. Μετά το τρίβει με λάδι μουστάρδας για να το χαλαρώσει. Μετά βάζει λίγο μέλι στα χείλη του για το καλωσόρισμα. Έπειτα βγάζει από την πλαστική της τσάντα σκόνη από αντιμόνιο και σχηματίζει μια μαύρη γραμμή κάτω από τα μάτια του μωρού για να το προστατέψει από τα κακά πνεύματα αλλά και για να του εξασφαλίσει καλή όραση στο μέλλον. Μετά του βάζει μαύρα βραχιόλια για να διώξει το κακό μάτι. Στο τέλος μου δίνει το παιδί. Είναι ένα μωρό με δέρμα στο χρώμα της καραμέλας και κατάμαυρα μαλλιά. Ξέρω ότι δε θα γίνει καμία γιορτή για τη γέννησή του. Είναι κορίτσι. Η μαμή καθαρίζει τα εργαλεία της και ρίχνει χώμα στο πάτωμα για να ρουφήξει το αίμα που έχει πλημμυρίσει τον τόπο. Η πεθερά μου που ήταν έξω τόση ώρα βάζει το
κεφάλι της μέσα από τη πόρτα και ρωτάει όλο ενθουσιασμό τη μαμή αν είναι αγόρι. Η μαμή απαντάει αρνητικά. Το πρόσωπο της Κιράν αλλάζει εντελώς. Αγνοώντας τον πόνο μου, μου λέει σαρκαστικά: «Γι’ αυτό το πράμα σε φροντίσαμε και σε ταΐσαμε τόσο πολύ όλοι; Ορίστε πώς μας το ανταποδίδεις!» Χωρίς να κοιτάξει καν το παιδί, βγαίνει στην αυλή ενώ με καταριέται μεγαλόφωνα. Ο πεθερός μου, ο Μουμπτάζ, έρχεται με τη σειρά του συνοδευόμενος από τις κουνιάδες μου και λέει μια προσευχή στα αυτάκια του μωρού. Είναι η παράδοση για τα παιδιά των μουσουλμάνων. Μετά οι κουνιάδες μου βγαίνουν μία μία από το δωμάτιο. Μένω για λίγο μόνη. Ευτυχώς εκείνη την ώρα φτάνει ο Σελίμ με τη γυναίκα του τη Σακίνα. Η Σακίνα έρχεται και κάθεται δίπλα μου και ρωτάει τα νέα μου. Τη ρωτάω τι λένε έξω οι δικοί μου. Μου απαντάει θλιμμένα: «Είναι όλοι πολύ απογοητευμένοι. Ήθελαν αγόρι. Λένε ότι είσαι άτυχη». Είμαι εξαντλημένη και ξεσπάω σε σιωπηλά κλάματα. Η Σακίνα προσπαθεί να με παρηγορήσει: «Πάω να σου φέρω φαγητό. Είμαι σίγουρη ότι σου έχουν φτιάξει κάτι πολύ νόστιμο». Βγαίνοντας, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι κανείς δε μου έχει ετοιμάσει τίποτα για να φάω. Σύμφωνα με την παράδοση μια γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει πρέπει να φάει ψητό συκώτι πουλερικού για να πάρει δυνάμεις επειδή έχει χάσει πολύ αίμα. Της δίνουν επίσης ντομάτες και κοτόσουπα. Η πεθερά μου δε μου έχει φτιάξει τίποτα. Ο Σελίμ πάει στην αγορά για να μου πάρει κοτόπουλο, βούτυρο και φρέσκο γάλα. Η γυναίκα του μου φτιάχνει μια πλούσια και δυναμωτική σούπα. Με αναγκάζει να τη φάω. Τελικά, καθώς είμαι εξαντλημένη από την κούραση και ψυχικά ράκος από την αντίδραση της οικογένειας του άνδρα μου, με παίρνει ο ύπνος. Όταν ανοίγω τα μάτια μου λίγες ώρες αργότερα, ο Αντίλ είναι μέσα στο δωμάτιο. Μου λέει ότι ο αδελφός μου και η γυναίκα του έφυγαν. Μου ρίχνει ένα βαρύ βλέμμα όλο κατηγόρια για το μωρό. Ξέρω ότι ήθελε πραγματικά ένα αγόρι. Είχε φτάσει στο σημείο ακόμα και να παραγγείλει στην αγορά λιχουδιές για να κεράσει την οικογένεια και τους φίλους, προκειμένου να γιορτάσει τη γέννηση του γιου του. Αλλά ένα κορίτσι! Δε θέλει ούτε να το πάρει στα χέρια του. Η οικογένεια είναι παγωμένη. Η Κιράν δε μου απευθύνει το λόγο όλη την ημέρα, αλλά ξέρω τι σκέφτεται. Όταν γεννιέται ένα αγόρι, γιορτάζουμε τη γέννησή του και την έβδομη μέρα μαζεύεται όλη η οικογένεια για την περιτομή. Έρχονται μουσικοί να παίξουν και οι καλεσμένοι δίνουν κουταλιές με γάλα στο παιδί. Ο κουνιάδος μου ο Ραφίκ με κοροϊδεύει έξω από το παράθυρο του δωματίου μου: «Ναζιράν, πραγματικά δεν έχεις τύχη. Σα να μην έφτανε που ήρθες εδώ με άδεια χέρια, τώρα φέρνεις στον κόσμο και κορίτσι. Τι ατυχία!» Δεν έχω τίποτα να πω. Όλη την ημέρα ο Αντίλ αγνοεί το παιδί του και μου λέει να τα
βγάλω πέρα μόνη μου. Ζητάω από τη Ρουμπιίνα να πουλήσει τα κοσμήματά μου, τα δύο χρυσά βραχιόλια που φοράω στα πόδια μου. Είναι τα μοναδικά μου υπάρχοντα. Τα βγάζει και τα πηγαίνει στην αγορά. Με αυτά θα αγοράσει ρούχα στο παιδί. Η Ρουμπίνα επιστρέφει με μια πλαστική σακούλα απ’ όπου βγάζει μικροσκοπικές βαμβακερές τουνίκ. Ντύνω με μια τουνίκ το μωρό. Η κόρη μου είναι αξιολάτρευτη, δεν κλαίει σχεδόν ποτέ. Έξω στην αυλή ακούω κάποιους γείτονες που ήρθαν να με επισκεφτούν και να μάθουν για το μωρό μου. Η Κιράν τους κόβει απότομα τη φόρα. Με καταριέται μπροστά τους που γέννησα κορίτσι και τους λέει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να με συγχαρούν. Τέσσερις μέρες μόνο αφότου γέννησα, έρχεται η Κιράν και με ξυπνάει μέσα στη μαύρη νύχτα: «Τι νόμιζες, Ναζιράν, ότι θα ξεκουραστείς όσο θα ξεκουραζόσουν αν μας έκανες αγόρι; Γρήγορα πίσω στη δουλειά». Παρά την κατάστασή μου και τον πόνο στην κοιλιά, σηκώνομαι με δυσκολία. Σύμφωνα με την παράδοση οι λεχώνες ξεκουράζονται σαράντα μέρες μετά τη γέννα, αλλά η Κιράν ούτε που να το ακούσει. Έτσι, ξαναρχίζω με το ζόρι τη δουλειά. Πρέπει να κάνω την μπουγάδα, να καθαρίσω το σπίτι και να μαγειρέψω. Αφού τελειώσω αυτές τις δουλειές διπλωμένη στα δυο από τους πόνους, πρέπει να πάω να δουλέψω στα χωράφια. Παίρνω στην αγκαλιά μου την κόρη μου που κοιμάται τυλιγμένη σε μια κουβέρτα. Στο λαχανόκηπο φτιάχνω μια μικρή κούνια για το μωρό. Δένω τη μαντίλα μου σε δύο κλαδιά ενός δέντρου και βάζω το μωρό μέσα σε αυτήν την άνετη κούνια κάτω από τη σκιά. Καθώς ξεριζώνω τα ζιζάνια, κάνω δύο διαλείμματα για να ταΐσω τη μικρή μου. Είναι ένα ήσυχο μωρό που τρώει καλά, αλλά μερικές φορές μετά το θηλασμό κλαίει γιατί πονάει η κοιλιά του. Του τραγουδάω λοιπόν νανουρίσματα ενώ τρίβω τη μικρή του κοιλίτσα. Νιώθω τόσο καλά όταν το σφίγγω στην αγκαλιά μου... Παρ’ όλα αυτά πρέπει να δώσω έναν γιο στον Αντίλ. Το επόμενο παιδί πρέπει να είναι αγόρι. Στις έξι μέρες πρέπει να δώσουμε όνομα στο παιδί. Ο Αντίλ θέλει οπωσδήποτε να την πούμε Χίνα. Εμένα δε μου αρέσει καθόλου το όνομα, γιατί μου θυμίζει τη νύφη μου, αλλά τον αφήνω να διαλέξει. Καθώς περνούν οι μέρες αρχίζει και δένεται με το παιδί. Έρχεται και το νανουρίζει όταν εγώ είμαι πολύ κουρασμένη. Στο σπίτι ο εφιάλτης έχει ξαναρχίσει. Ο Αντίλ με κάνει να πληρώνω επειδή τον απογοήτευσα και δεν έκανα γιο. Με βρίζει, με χτυπάει... Η πεθερά μου δε σταματάει να μου κάνει παρατηρήσεις και να λέει ότι είμαι πολύ αργή. Έχω πάθει κατάθλιψη και κλαίω συνεχώς. Κάθε μέρα μετά τη δουλειά πάω σε ένα χαντάκι πίσω από το σπίτι και ξεσπάω σε κλάματα.
Ένα πρωί είμαι στην αυλή και διαλύω το φυτοφάρμακο μέσα σε μια λεκάνη με νερό. Μόλις ετοιμάζω αυτήν τη χημική σούπα, ο Αντίλ τη βάζει σε ένα πλαστικό δοχείο που δένει στην πλάτη του και ψεκάζει με μια σωλήνα. Ο Αντίλ κάθεται δίπλα μου και περιμένει ανυπόμονα να τελειώσω τη δουλειά μου. Τον κοιτάζω γιατί θέλω να τον ρωτήσω κάτι: «Σε λίγο καιρό θα γίνει ο γάμος της κουνιάδας σου, έτσι δεν είναι; Θα μπορούσες να μου πάρεις μια καινούρια τουνίκ για την τελετή; Δεν έχω τίποτα να φορέσω». Ο Αντίλ με κοιτάζει με σκοτεινό βλέμμα. «Δεν έχεις παρά να το ζητήσεις από τον τόσο γενναιόδωρο πατέρα σου!» μου λέει. Ξεσπάω σε δάκρυα. «Είσαι πολύ άδικος! Εσύ είσαι τώρα ο άνδρας μου κι εσύ πρέπει να με φροντίζεις!» «Βούλωσ’ το και τελείωνε τη δουλειά σου». Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ανακατεύω το μείγμα στον κουβά. «Είσαι γρουσούζα! Βαρέθηκα να κλαις όλη την ώρα. Τελείωνε!» Με χαστουκίζει κι εγώ αντιστέκομαι. Παίρνει τότε ένα βαρύ σιδερένιο εργαλείο και με χτυπάει στο κεφάλι. Ουρλιάζω. Το κεφάλι μου ανοίγει, το αίμα τρέχει παντού και δε βλέπω τίποτα. Αιμορραγώ ασταμάτητα, τα πόδια μου τρέμουν και πηγαίνω να λιποθυμήσω στο δωμάτιό μου. Κανείς δεν αντιδρά, κανείς δεν ανακατεύεται. Όταν ανακτώ τις αισθήσεις μου, βάζω ένα ύφασμα στην πληγή για να σταματήσω την αιμορραγία και πλένω το πρόσωπό μου. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, πρέπει να το σκάσω από το χωριό. Θέλω να επιστρέψω στη μητέρα μου. Έξω δεν ακούω κανένα θόρυβο. Οι άνδρες πήγαν να ψεκάσουν τα χωράφια. Παίρνω 100 ρουπίες που είχα κάτω από το στρώμα μου και το μωρό μου αγκαλιά. Απομακρύνομαι στο μονοπάτι ελπίζοντας ότι κανείς δε με κοιτάζει. Φτάνοντας στο δρόμο τρέμω ολόκληρη. Περιμένω λίγα λεπτά ενώ η καρδιά μου πάει να σπάσει. Ο πόνος στο κεφάλι μου είναι αφόρητος. Ένα λεωφορείο έρχεται, σταματάει κι ανεβαίνω. Εκείνη την ώρα βλέπω τον Αντίλ που έρχεται στο μονοπάτι και κάνει νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Μπαίνει στο λεωφορείο και με βγάζει με τη βία. Κατεβαίνω έντρομη με το μωρό στην αγκαλιά μου. Οι επιβάτες γελούν, χαρούμενοι που έχουν τέτοιο θέαμα. Ο Αντίλ με γυρίζει στο σπίτι χωρίς να πει τίποτα. Με κλειδώνει στο δωμάτιό μου και μου λέει ότι αν ποτέ προσπαθήσω να το σκάσω ξανά, θα με βρει μεγάλο κακό. Μέσα στο συμβόλαιο του γάμο υπάρχει μία παράγραφος, η χακ μεχρ. Είναι ένα ποσό που πρέπει να δώσει ο άνδρας στη γυναίκα σε περίπτωση χωρισμού. Αν αφήσω τον Αντίλ για να γυρίσω στους δικούς μου, πρέπει να πληρώσει 5000 ρουπίες. Είμαι σίγουρη ότι γι’ αυτό θέλει να μείνω μαζί του. Περιμένω με ανυπομονησία την επίσκεψη της αδελφής μου της Φαράχ. Θέλει να δει
την ανιψιά της, τη Χίνα. Φτάνει στο σπίτι όλο ζωντάνια, έχοντας να μου διηγηθεί πολλές ιστορίες για το χωριό και την οικογένεια. Μου έφερε για δώρο καινούρια ρούχα. Αφήνω το πακέτο στο δωμάτιό μου και της φτιάχνω τσάι. Η Φαράχ μου εξομολογείται ότι λείπω πολύ στη μαμά. Χαμογελάω θλιμμένα. Δεν τολμώ να της πω για τα προβλήματά μου εδώ, για να μην ανησυχήσει η μαμά. Η αδελφή μου τραγουδάει στη μικρή που χοροπηδάει στα γόνατά της. Αργά το απόγευμα τη συνοδεύω στην έξοδο του χωριού για να πάρει το λεωφορείο πριν νυχτώσει. Μετά την αναχώρησή της φοράω τα καινούρια μου ρούχα, ένα κίτρινο σαλβάρι, μια πράσινη τουνίκ και μια μαντίλα στο χρώμα της ώχρας, με πέρλες. Βάζω και λίγο κραγιόν στα χείλη. Θέλω να γίνω όμορφη για τον άνδρα μου. Όταν βγαίνω από το δωμάτιο, η πεθερά μου με κοιτάζει από πάνω ως κάτω με υποψία, αλλά δε λέει τίποτα. Βάζω τη Χίνα για ύπνο στην κούνια της την ώρα που γυρίζει ο Αντίλ από τα χωράφια. Ακούω την πεθερά μου που του φωνάζει στην αυλή: «Γιατί αγοράζεις ρούχα στη γυναίκα σου; Δεν έχει ανάγκη από τόσο όμορφα ρούχα». Ο Αντίλ μπαίνει έξαλλος στο δωμάτιο και βλέποντάς με τα καινούρια μου ρούχα φωνάζει: «Έχεις εραστή! Αυτός σου πήρε αυτά τα ρούχα!» Τον ικετεύω να ηρεμήσει. Το μωρό που μόλις είχα κοιμίσει αρχίζει τα ουρλιαχτά. «Μην εκνευρίζεσαι, είναι δώρο της αδελφής μου». Αλλά δε θέλει να με πιστέψει. Παίρνει το παπούτσι του και με χτυπάει με όλη του τη δύναμη. Κουβαριάζομαι στο πάτωμα μέχρι να ηρεμήσει.
10. Η Χίνα τιτιβίζει σα μικρό κοέλ, το πουλί που αναγγέλλει την άφιξη των μουσώνων. Κάνω μασάζ με λάδι από στάρι στο μικρό της κορμάκι. Τη χαλαρώνει προτού πέσει για ύπνο το βράδυ. Σύντομα θα γίνει τριών μηνών και είναι πανέμορφη. Με το ίδιο λάδι της τρίβω και το κεφάλι για να γυαλίζουν τα μαλλάκια της που φυτρώνουν ξανά. Σύμφωνα με την παράδοση της ξυρίσαμε το κεφάλι μερικές εβδομάδες μετά τη γέννα. Της ετοιμάζω κρέμα με αλεύρι, γάλα, αλάτι και μέλι, και μαζί μ’ αυτό τρώει μια λιωμένη μπανάνα και κοιμάται μια χαρά. Ενώ την ταΐζω, χτυπάει το κινητό του Αντίλ, που είναι μέσα στο δωμάτιο. Αφήνω τη μικρή και το σηκώνω. Είναι ο αδελφός μου ο Σελίμ που είναι τρελός από ανησυχία. «Η Γκόνγκι Μα εξαφανίστηκε! Πήγε το πρωί για ψώνια στην αγορά, αλλά νύχτωσε κι ακόμα να γυρίσει. Την ψάχνουμε παντού!» Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Πώς είναι δυνατόν να μη γυρίσει το βράδυ; Όλα μου τα αδέλφια έχουν τρελαθεί από την ανησυχία τους. Σίγουρα κάτι της έχει συμβεί. Ο Σελίμ υπόσχεται να μου τηλεφωνήσει μόλις θα έχει νέα. Ικετεύω την πεθερά μου να με αφήσει να πάω στον αδελφό μου για να ψάξω μαζί του για τη μητέρα μας, αλλά η Κιράν μου λέει ψυχρά: «Λυπάμαι πολύ, Ναζιράν, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις, έχεις πολλή δουλειά στο σπίτι. Είμαι σαν την τίγρη στο κλουβί κι όλο το βράδυ δεν κλείνω μάτι από την ανησυχία μου. Τι να συνέβη στην Γκόνγκι Μα; Φαντάζομαι τα χειρότερα. Κι αν έχει πεθάνει; Αν πνίγηκε στο ποτάμι ή έπεσε σε χαντάκι; Το επόμενο πρωί, εξαντλημένη από την αϋπνία, ζητάω την άδεια του Αντίλ να τηλεφωνήσω στον αδελφό μου. Ο Αντίλ μου δίνει το κινητό του. Ούτε ο Σελίμ έχει κοιμηθεί όλο το βράδυ. Μου λέει ότι μαζί με τους δύο μεγάλους μου αδελφούς γύρισαν όλο το χωριό ψάχνοντας για τη μαμά. Πήγαν στην αγορά, χτύπησαν τις πόρτες και ρώτησαν όλους τους εμπόρους. Ρώτησαν τους γείτονες, τους συγγενείς ακόμα και τους περαστικούς χωρίς καμία επιτυχία. Κανένα νέο από τη μαμά, λες και την κατάπιε η γη. Αγωνιώ όλη την ημέρα. Ο Σελίμ μου ξανατηλεφωνεί το βράδυ. Η φωνή του είναι εντελώς καταβεβλημένη. Μου διηγείται ότι πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνιση της μαμάς. Οι αστυνομικοί τον άκουσαν με αδιαφορία και του είπαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Έτσι κι αλλιώς δε θα κουνούσαν ούτε το δαχτυλάκι τους για μια εξαφανισμένη χωριάτισσα. Τι κέρδος θα είχαν; Ο ένας μάλιστα του είπε χαιρέκακα ότι η μαμά μπορεί να το έσκασε με κάποιον εραστή. Ο Σελίμ έφυγε από το τμήμα σε έξαλλη κατάσταση. Ήταν σίγουρος ότι αν είχε τη δυνατότητα να τους λαδώσει, θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά το ζήτημα.
Απελπισμένος πια, ο αδελφός μου αποφασίζει την επόμενη μέρα να συμβουλευτεί τον μουλά του χωριού, έναν γέρο άνδρα γνωστό για τα οράματά του. Ο μουλάς τον υποδέχεται θερμά και τον καθίζει στην αυλή του σπιτιού του. Ο Σελίμ του εξιστορεί τα καθέκαστα. Ο μουλάς ξεροβήχει και τον ρωτάει πώς λέγεται η μητέρα μας. Γράφει ένα ένα τα γράμματα του ονόματος της μαμάς σε ένα κομμάτι χαρτί και κάνει διάφορους πολύπλοκους υπολογισμούς, μέχρι να καταλήξει σε έναν στρογγυλό αριθμό τον οποίο αποκαλεί τον τυχερό αριθμό της μαμάς. Έπειτα κλείνει τα μάτια και αυτοσυγκεντρώνεται. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα με μια φωνή όλο μυστήριο ανακοινώνει στον Σελίμ ότι κατάφερε να δει τη μαμά. Είναι μόνη στην άκρη του δρόμου και ζητιανεύει. Ο μουλάς αναστενάζει, ανοίγει τα μάτια και ξαναπαίρνει το χαρτί. Γράφει μερικά σούρα6 από το Κοράνι, το διπλώνει πολλές φορές μέχρι να γίνει μικροσκοπικό και το βάζει μέσα σε ένα πλαστικό μενταγιόν. Ο μουλάς συμβουλεύει τον Σελίμ να κρατήσει με μεγάλη προσοχή το φυλαχτό πάνω του. Με αυτόν τον τρόπο η μητέρα μας θα γυρίσει γρήγορα. Μετά από όλα αυτά ζητάει 500 ρουπίες (5€) για να ευλογήσει τον αδελφό μου. «Ο Αλλάχ να σε προστατεύει!» Ο Σελίμ επιστρέφει σπίτι του με την ελπίδα ότι το φυλαχτό θα κάνει τη δουλειά του. Τον περιμένει ένας από τους αδελφούς της μαμάς. Είναι ένας κοντός γεροδεμένος άνδρας με χοντρό πρόσωπο. Θέλει να μιλήσει στον Σελίμ. «Είμαι σίγουρος ότι ο πατέρας σας πούλησε την Γκόνγκι Μα» λέει στον αδελφό μου. «Εφόσον πούλησε τις κόρες του είναι ικανός να πουλήσει και τη γυναίκα του. Πρέπει να πας στην αστυνομία να του κάνεις μήνυση». Ο Σελίμ διστάζει. Δεν είναι πεπεισμένος ότι οι αστυνομικοί έχουν τη διάθεση να τον βοηθήσουν. Επιπλέον, το να κατηγορήσει τον ίδιο τον πατέρα του είναι πολύ λεπτό ζήτημα. Αν το μάθει το χωριό, θα είναι τρομερή ντροπή για όλη την οικογένεια. Ο αδελφός μου ευχαριστεί τον θείο μας για την επίσκεψη και του λέει ότι θα σκεφτεί τι θα κάνει. Μαζεύει όλο του το κουράγιο και πηγαίνει να βρει τον μπαμπά στην αγορά. Καθισμένος πίσω από τα φρούτα του, ο Μουρταζά συνοφρυώνεται μόλις βλέπει τον αδελφό μου. Ο Σελίμ τον ρωτάει: «Μήπως ξέρεις κατά τύχη που βρίσκεται η μαμά;» «Όχι βέβαια. Δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα. Δεν έχω ιδέα!» Ο μπαμπάς ξαφνικά δείχνει πολύ απασχολημένος και διώχνει τον αδελφό μου. Ο Σελίμ επιστρέφει σπίτι του έχοντας πλέον υποψίες. Παρ’ όλα αυτά δεν το παίρνει απόφαση να κάνει μήνυση. Την επομένη, ένας γείτονας, θέλοντας να βοηθήσει, πηγαίνει στον αδελφό μου και του συστήνει να συμβουλευτεί έναν άλλο μουλά της περιοχής, έναν άνδρα προικισμένο με ισχυρές μεταφυσικές δυνάμεις. Έχει ήδη βρει πολλά άτομα που είχαν εξαφανιστεί. Ο Σελίμ φεύγει με το λεωφορείο για να βρει τον συγκεκριμένο μουλά ο
οποίος ζει σε ένα χωριό μία ώρα δρόμο μακριά. Ο μουλάς είναι ένας χοντρός καλοκάγαθος άνδρας γεμάτος αυτοπεποίθηση. Είναι θρονιασμένος πάνω σε ένα τσάρποϊ στην αυλή ενός πέτρινού σπιτιού, περιτριγυρισμένος από νεαρούς μαθητές. Μόλις ο Σελίμ του λέει το πρόβλημα, ο μουλάς γελάει. Έχει λύσει πολύ πιο δύσκολες υποθέσεις από αυτή. «Και βέβαια μπορώ να σας βοηθήσω. Αλλά για να πιάσει η βοήθειά μου πρέπει να πληρώσετε... Θα σας κοστίσει 2000 ρουπίες (20€)». Ο Σελίμ διστάζει. Είναι πολλά τα χρήματα. Είναι όλες οι οικονομίες που έχει μαζί του για κάθε ενδεχόμενο. Τελικά του δίνει τα χρήματα μέσα σ’ ένα πλαστικό σακουλάκι. Ευχαριστημένος, ο μουλάς συγκεντρώνεται. Ανοίγει ένα παλιό Κοράνι, ξεφυλλίζει τις κιτρινισμένες σελίδες του και σταματάει σ’ ένα εδάφιο που εντόπισε ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα. Με τραχιά φωνή απαγγέλλει μια προσευχή. Έπειτα αφήνει το ιερό βιβλίο και ζητάει από έναν μαθητή του να του δώσει ένα σακουλάκι με πέρλες που τις κυλάει μέσα στα χέρια του. Φυσάει πάνω τους και τις βάζει σε μια μικρή θήκη. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο φυλαχτό. Με αινιγματικό ύφος ο μουλάς εξηγεί στον Σελίμ την ακόλουθη διαδικασία: το φυλαχτό πρέπει να το δέσουν στα πτερύγια ενός ανεμιστήρα και κατόπιν πρέπει να τον βάλουν να δουλέψει για λίγα λεπτά. Αυτό θα ζαλίσει τη μητέρα μου που ξαφνικά θα επανέλθει στα λογικά της και θα ξαναβρεί το δρόμο για το σπίτι της. «Το αποτέλεσμα είναι άμεσο» διαβεβαιώνει ο μουλάς με καλοσυνάτο ύφος. Ο αδελφός μου φεύγει γεμάτος ελπίδες. Με το που φτάνει σπίτι του, δένει το φυλαχτό στον ανεμιστήρα του δωματίου του και τον ανάβει. Περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα κοιτάζοντας κάθε λίγο και λιγάκι την εξώπορτα και τους περαστικούς στο δρόμο. Αλλά τίποτα δε γίνεται. Οι μέρες περνούν και το αποτέλεσμα είναι μηδέν. Ο αδελφός μου είναι πολύ εκνευρισμένος, γιατί έδωσε μια περιουσία γι’ αυτό το φυλαχτό. Με ρωτάει στο τηλέφωνο τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε. Πραγματικά δεν έχω ιδέα. Ο μπαμπάς τηρεί σιγή ιχθύος. Μετά από αρκετές μέρες ο Σελίμ σταματάει τις έρευνες. Είμαι απελπισμένη, αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βρούμε τη μαμά. Ο Σελίμ πρέπει να φύγει για δουλειά στο Αφγανιστάν. Ένα από τα αφεντικά του τού πρότεινε να δουλέψει στην Κανταχάρ. Θα πληρωθεί δυο φορές περισσότερο από ό,τι στο Πακιστάν, γιατί η πόλη είναι επικίνδυνη. Τώρα ανησυχώ διπλά. Μια για τη μητέρα μου και μια για τον αδελφό μου. Ευτυχώς η ζωή στο χωριό είναι πιο γαλήνια. Ο Αντίλ είναι πιο προσεκτικός μαζί μου από τότε που εξαφανίστηκε η μαμά. Προσπαθεί να συγκρατεί τις εξάρσεις θυμού του και δε με χτυπάει πια. Έχω πλέον συνηθίσει τον ασταθή χαρακτήρα του και τις απότομες αλλαγές στη διάθεσή του. Γνωρίζω ότι δεν πρέπει να του μιλάω όταν είναι σε
κακή μέρα. Αυτόν τον καιρό προσπαθεί μέχρι και να με ευχαριστήσει, χαρίζοντάς μου μικρά δωράκια όπως μπανγκλ ή γλυκίσματα. Τελικά δέθηκε πολύ με τη μικρή μας κόρη και μερικές φορές πηγαίνει να δει τους γείτονες κρατώντας τη Χίνα στην αγκαλιά του. Λίγες μέρες αργότερα ανακοινώνω στον Αντίλ ότι περιμένω πάλι παιδί. Αυτήν τη φορά παρόλο που αναγνώρισα αμέσως τα συμπτώματα, προτίμησα να μην πω τίποτα και να περιμένω μέχρι να φουσκώσει η κοιλιά μου. Δεν μπορώ να το κρύψω πλέον, καθώς η τουνίκ μου, αν και φαρδιά, τσιτώνει πάνω μου. Η Κιράν το έχει μαντέψει από καιρό, αλλά την είχα παρακαλέσει να μην πει τίποτα. Ορίστε λοιπόν που κυοφορώ τον πολυπόθητο γιο... Όταν το λέω στον άνδρα μου, προσπαθεί να κρύψει τον ενθουσιασμό του, αλλά εγώ ξέρω ότι είναι τρελός από τη χαρά του. Όμως την περίοδο που η κοιλιά μου φουσκώνει, η υγεία του Αντίλ χειροτερεύει. Παρατήρησα τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας του ένα βράδυ που άρχισε να βήχει ασταμάτητα, χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει για κάμποσα λεπτά. Πίστευα ότι έφταιγαν τα φυτοφάρμακα, καθώς αυτά τα προϊόντα βλάπτουν τα πνευμόνια, προκαλούν άσθμα, δύσπνοια και αρρώστιες του δέρματος. Ο Αντίλ ξυπνάει τις νύχτες από κρίσεις βήχα που τον αφήνουν εντελώς αδύναμο. Κάθε πρωί είναι εξαντλημένος και πριν φύγει για τα χωράφια μου ζητάει να του μαγειρέψω κοτόσουπα. Τίποτα δε βοηθάει. Τον βλέπω να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Το δέρμα του είναι ωχρό και τα μάτια του κίτρινα. Είναι τόσο άσχημα, ώστε ο αδελφός του ο Ραφίκ τον πάει σ’ έναν γιατρό στην Τζαλαλπούρ, μια πόλη στην περιοχή μας. Ο γιατρός τον άκουσε και του έβγαλε αμέσως μια ακτινογραφία. Αφού τη μελέτησε προσεκτικά, αποκάλυψε στον Αντίλ ότι άρπαξε φυματίωση. Ο άνδρας μου πρέπει να παίρνει κάθε μέρα και για πολλούς μήνες πανάκριβα φάρμακα προκειμένου να γίνει καλά. Το βράδυ με σφίγγει στην αγκαλιά του και μου λέει: «Έχω την εντύπωση ότι δε μου μένει πολύς καιρός για να ζήσω. Η μόνη μου ελπίδα είναι να αποκτήσω έναν γιο». Μερικές εβδομάδες αργότερα ο Αντίλ πρέπει να επιστρέψει στην Τζαλαλπούρ να δει τον γιατρό, γιατί παρά τα φάρμακα που παίρνει, η κατάσταση της υγείας του δε βελτιώθηκε. Θέλει να πάω μαζί του. Ένας γείτονας του μίλησε για ένα ιατρείο το οποίο διαθέτει μηχάνημα που βλέπει το μωρό στην κοιλιά της μητέρας κι έτσι μπορεί κανείς να μάθει το φύλο του. Ξαφνικά κυριεύομαι από τρομερή αγωνία. Κι αν περιμένω πάλι κορίτσι;... Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι, γι’ αυτό ψελλίζω: «Δεν είναι καλή ιδέα, Αντίλ. Νιώθω ότι με τέτοια τεράστια κοιλιά είναι αδύνατον να αντέξω τόσες ώρες καθισμένη στο λεωφορείο». Αλλά επιμένει κι έτσι τον συνοδεύω με μεγάλη απροθυμία. Σ’ όλο το ταξίδι δεν σταματάω να προσεύχομαι με όλες μου τις δυνάμεις στον Θεό: «Σε παρακαλώ, Θεέ
μου, κάνε να είναι αγόρι, να είναι γιος». Στη στάση του λεωφορείου ρωτάμε το δρόμο για να βρούμε τον γιατρό. Ούτε ο Αντίλ ούτε εγώ ξέρουμε να διαβάζουμε τις πινακίδες και τις ταμπέλες. Ένας άνδρας που πουλάει χυμό από ζαχαροκάλαμο μας δείχνει το ιατρείο με τους υπέρηχους, το οποίο στεγάζεται σε ένα μικρό τσιμεντένιο κτήριο στο βάθος της αγοράς. Η είσοδος του κτηρίου είναι θλιβερή. Μέσα σε μια μικρή αίθουσα, καθόμαστε σε πλαστικές καρέκλες περιμένοντας τη σειρά μας. Γυναίκες ντυμένες με μπούρκα συνοδεύονται από τους συζύγους τους. Μια νοσοκόμα φωνάζει επιτέλους το όνομα του Αντίλ. Με βοηθάει να ξαπλώσω σε ένα μεταλλικό κρεβάτι του ιατρείου. Ο γιατρός μπαίνει μέσα. Είναι ένας άνδρας με λευκές φαβορίτες και γλυκιά φωνή. Μου ζητάει να σηκώσω την τουνίκ μου. Νιώθω πολύ άσχημα γιατί είναι μεγάλη ντροπή να δείχνει μια γυναίκα ένα μέρος του σώματός της έτσι σε έναν άνδρα. Αλλά ο Αντίλ είναι εδώ, μαζί μου. Ο γιατρός βάζει μια ειδική κρέμα πάνω σε ένα μηχάνημα και μετά το γλιστράει μαλακά πάνω στην κοιλιά μου. Στην ασπρόμαυρη οθόνη εμφανίζεται το σχήμα ενός μωρού. Ενώ ο γιατρός μελετάει την εικόνα, κρατάω την αναπνοή μου. Και τότε ακούγεται η ετυμηγορία. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, είναι κορίτσι». Η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει. Ο Αντίλ πλέον δεν κρατιέται: «Δεν είναι δυνατόν, είσαι καταραμένη!» Ο γιατρός τον κοιτάζει με κατανόηση, αλλά συνεχίζει την εξέτασή του. Μου παίρνει την πίεση με ένα εξάρτημα που φουσκώνει γύρω από το μπράτσο. Έπειτα μου γράφει κάποια φάρμακα και μου λέει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρω σίδηρο. Βγαίνοντας από το ιατρείο ο Αντίλ πετάει τη συνταγή του γιατρού στο δρόμο και φωνάζει: «Δε θα αγοράσω τα φάρμακα. Δεν το θέλω αυτό το κορίτσι. Δε με ενδιαφέρει το μωρό. Είσαι γρουσούζα!» Επιστρέφουμε στο χωριό με το λεωφορείο. Ο Αντίλ δε μου μιλάει σε όλο το ταξίδι. Στο σπίτι ανακοινώνει στην οικογένεια ότι είμαι πραγματικά κακή γυναίκα. Ορίστε, περιμένω πάλι κορίτσι. Τι ατυχία! Πηγαίνω και κλείνομαι στο δωμάτιό μου. Είμαι καταβεβλημένη και δεν έχω καθόλου όρεξη. Στην αυλή έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, ακούω τις κουνιάδες μου που συζητούν ψιθυριστά. Είμαι απελπισμένη. Αποφασίζω να πάω να δω την έμπιστή μου, την ξαδέλφη μου τη Ροξάνα. Η Ροξάνα είναι στο δωμάτιο της. Μου λέει να περάσω μέσα και με ρωτάει γιατί έχω αυτό το χάλι. Αρχίζω να διηγούμαι για το υπερηχογράφημα, την αντίδραση του Αντίλ... και πριν προλάβω να τελειώσω την εξιστόρησή μου ξεσπάω σε κλάματα. Η Ροξάνα με κοιτάζει με καλοσύνη: «Μη βασανίζεις έτσι τον εαυτόν σου. Έτσι κι αλλιώς η μοίρα μας είναι στα χέρια του Θεού. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό». Με ρωτάει αν θέλω να φάω κάτι. Τη διαβεβαιώνω ότι έχω ήδη δειπνήσει. Σηκώνοντας
τα μάτια ψηλά στον ουρανό, η Ροξάνα μου λέει: «Ξέρω πολύ καλά τι άνθρωπος είναι ο Αντίλ. Είμαι σίγουρη ότι δε σου έδωσε τίποτα να φας!» Ζεσταίνει στην αυλή τα περισσεύματα από το βραδινό τους και μου ετοιμάζει ένα πιάτο. Αναγκάζομαι να φάω. Της λέω για την ιατρική συνταγή που ο Αντίλ πέταξε. Η Ροξάνα αναστενάζει. Πηγαίνει στην αποθήκη με τα τρόφιμα και μου φέρνει φακές και φρέσκα φρούτα. «Ορίστε, αυτά θα σου δώσουν δυνάμεις. Πρέπει να φροντίζεις τον εαυτό σου». Με δάκρυα στα μάτια την ευχαριστώ και πηγαίνω τις προμήθειες στο σπίτι. Όταν φτάνω σπίτι μου, ο Αντίλ με περιμένει στο δωμάτιο. Κοιτάζει τη σακούλα που έχω στο χέρι μου και βγάζει τα πακέτα. «Πού βρήκες τα χρήματα να αγοράσεις φακές;» Ο Αντίλ ξέρει ότι δεν έχω δεκάρα πάνω μου. Εισπράττει ο ίδιος απευθείας από τον γαιοκτήμονα το μισθό μου, όταν δουλεύω στις βαμβακοφυτείες. «Έχεις εραστή, έτσι δεν είναι; Αυτός σου κάνει τα δώρα» λέει εκνευρισμένος. Έχω κουραστεί να ακούω τις αδιάκοπες κατηγόριες του. «Ό,τι θέλεις λες. Τα τρόφιμα μου τα έδωσε η ξαδέλφη μου η Ροξάνα, γιατί αυτή τουλάχιστον με έχει λυπηθεί για την κατάντια μου». Ο Αντίλ συνεχίζει να γκρινιάζει μόνος του. Δεν του πηγαίνω κόντρα, επειδή είναι όλο και πιο άρρωστος. Όλες μας οι οικονομίες πήγαν σε γιατρούς και φάρμακα. Ο Αντίλ χρειάστηκε να πουλήσει ένα μέρος από τη γη του για να πληρώσει τους γιατρούς. Εντούτοις διαπιστώνει ότι τα φάρμακα δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Ο μουλάς του χωριού του γράφει κάποια σούρα από το Κοράνι σε ένα κομμάτι χαρτί το οποίο ο Αντίλ πρέπει να βάλει στον πάτο ενός ποτηριού. Μετά το γεμίζει με νερό και το πίνει μονοκοπανιά. Ούτε αυτό τον ωφέλησε. Κάθε βράδυ προσεύχομαι κρυφά στον Θεό να κάνει καλά τον Αντίλ. Είναι ο άνδρας μου και παρά τα ελαττώματά του αυτόν έχω μόνο. Παρόλο που ο γιατρός μου εξήγησε ότι είναι κολλητικό, συνεχίζω να τον φροντίζω. Του τρίβω τα πόδια για να χαλαρώνει και του ετοιμάζω κοτόσουπες. Μερικά βράδια ο Αντίλ με ικετεύει να μην τον πλησιάζω, γιατί φοβάται μήπως κολλήσω και εγώ την αρρώστια του. Αλλά εγώ θέλω μόνο ένα πράγμα, να γίνει καλά. Αν κολλήσω, κόλλησα. Ούτε τα νέα από το χωριό μου είναι καλά. Από τότε που εξαφανίστηκε η μαμά, ο πατέρας αρρώστησε. Οι γείτονες του λένε όλο σαρκασμό: «Είδες, Μουρταζά, πούλησες τη γυναίκα σου και ο Θεός σε τιμωρεί. Καλά να πάθεις!» Έγινε ο περίγελος του χωριού. Μη αντέχοντας άλλο την κατάσταση ο πατέρας μου αποφάσισε να εγκαταλείψει την περιοχή. Έφυγε να πουλήσει τα φρούτα του στην
Λαχώρη, την πρωτεύουσα της επαρχίας Πουντζάμπ. Αλλά ένα πρωί γύρισε στο χωριό σε άθλια κατάσταση. Έχει γίνει πετσί και κόκαλο, και για να περπατήσει χρειάζεται μπαστούνι όπως οι γέροι. Είναι κλινήρης τον περισσότερο καιρό και δεν έχει τη δύναμη να πάει ούτε μέχρι την αγορά. Μερικές μέρες αργότερα δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τη Ζουμπιέντα, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας. Από τα ουρλιαχτά της στο ακουστικό καταλαβαίνω ότι ο Μουρταζά είναι νεκρός. Δεν περίμενα να τον χάσουμε τόσο γρήγορα. Με τον Αντίλ παίρνουμε αμέσως το λεωφορείο και πάμε στο χωριό μου. Φτάνοντας, βλέπω όλη την οικογένεια ήδη μαζεμένη. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση ο μπαμπάς πρέπει να ταφεί την ίδια μέρα. Οι αδελφές μου, τα ξαδέλφια μου, οι θείοι και οι θείες μου, οι φίλοι και οι γείτονες κλαίνε και οδύρονται. Η Ζουμπιέντα ξεριζώνει τα μαλλιά της και σκίζει τη μαντίλα της. Η Ζέμπα μου διηγείται τις τελευταίες στιγμές του πατέρα μου. Το πρωί ο μπαμπάς λέει στη Ζουμπιέντα: «Θα πεθάνω και θέλω να ζητήσω συγγνώμη από όλη την οικογένεια». Η μητριά μου πανικοβάλλεται. Τηλεφωνεί στον αδελφό μου τον Σελίμ που δουλεύει ακόμα στην Κανταχάρ, στο Αφγανιστάν. Η φωνή του ήταν απόμακρη και η γραμμή όλο παράσιτα. Μόλις ο Σελίμ έμαθε την τελευταία επιθυμία του πατέρα μου είπε: «Δε θέλω να σε συγχωρήσω. Έκανες πολύ κακό, πατέρα. Κατέστρεψες τη ζωή των αδελφών μου, της μητέρας μου, όλης της οικογένειας». «Σε παρακαλώ, γιε μου, πρέπει να έρθεις, είμαι ετοιμοθάνατος!» τον ικέτεψε ο Μουρταζά. Ο Σελίμ του έκλεισε το τηλέφωνο. Έπειτα ο πατέρας ζήτησε να φάει. Η Ζουμπιέντα του έφερε κοτόπουλο κομμένο σε πολύ μικρά κομματάκια. Ο μπαμπάς έφαγε μερικές μπουκιές, έσπρωξε το πιάτο και μετά έκλεισε τα μάτια. Έφυγε από τη ζωή. Η σορός του αναπαύεται πάνω σε ένα σκοινένιο κρεβάτι στην αυλή. Τα αδέλφια μου τον έπλυναν και τον τύλιξαν με άσπρο σεντόνι. Μόνο το κεφάλι είναι ακάλυπτο. Ταράζομαι όταν βλέπω το πρόσωπο του Μουρταζά, που έχει χάσει πλέον τα οικεία χαρακτηριστικά του. Μόνο οι άνδρες θα πάνε στο νεκροταφείο, καθώς οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται σε κηδείες και οφείλουν να παραμένουν σε απόσταση. Οι άνδρες φεύγουν για την τελετή, σηκώνοντας το κρεβάτι πάνω στο οποίο βρίσκεται η σορός. Περπατούν αργά και σιωπηλά. Τυλιγμένος μέσα στο λευκό του σεντόνι, ο νεκρός τοποθετείται στον τάφο. Τον σκεπάζουν με χώμα και στο στρογγυλό βουναλάκι που σχηματίζεται τοποθετούν μια στήλη από πέτρα. Ο μουλάς της συνοικίας μας, αυτός που με πάντρεψε, λέει την προσευχή των νεκρών γυρισμένος προς τη Μέκκα. Η τελετή τελειώνει και η πομπή επιστρέφει σιωπηλά στο σπίτι.
Εκείνη την ημέρα οι αδελφές μου κι εγώ κλάψαμε πολύ. Μπορεί ο Μουρταζά να μας είχε κάνει τη ζωή μαύρη, αλλά όπως και να το κάνουμε ήταν ο πατέρας μας. Σκέφτομαι επίσης τη μαμά. Πολλές φορές φαντάζομαι ότι είναι ακόμα ζωντανή αν και, όσο περνάει ο καιρός, δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Ο πατέρας μου πήρε το μυστικό στον τάφο του. Δεν έχω πλέον γονείς. Είμαι ορφανή. Ο μόνος που μου μένει είναι ο Σελίμ. Ο αδελφός μου επιστρέφει όπου να ’ναι από το Αφγανιστάν. Όταν η Ζουμπιέντα του ανακοίνωσε το θάνατο το πατέρα μας, παράτησε αμέσως τη δουλειά του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Το ταξίδι από την Κανταχάρ μέχρι το χωριό μας κρατάει δύο μέρες. Για να ξαναμπεί στο Πακιστάν, ο αδελφός μου πρέπει να διασχίσει τα σύνορα μιας περιοχής που είναι γεμάτη Ταλιμπάν και λαθρέμπορους, και στη συνέχεια να φτάσει στη μεγάλη πόλη Κουέτα και, την επομένη, στην πόλη Μουλτάν. Μόλις ο Σαλίμ φτάνει επιτέλους στο σπίτι μες στη σκόνη και εξαντλημένος από το ταξίδι, η μητριά μου παθαίνει υστερία. Πέφτει πάνω του και αχίζει να τον χτυπάει και να τον κατηγορεί φωνάζοντας: «Εσύ φταις που ο πατέρας σου πέθανε. Εσύ τον αποτελείωσες, επειδή αρνήθηκες να τον συγχωρέσεις. Πέθανε από τη στενοχώρια του!» Ο αδελφός μου είναι πολύ στενοχωρημένος. Προσπαθεί να την ηρεμήσει. Φτάνει στο σημείο να της υποσχεθεί ότι θα πληρώσει ο ίδιος όλα τα έξοδα της κηδείας. Αλλά η μητριά μου δεν ηρεμεί και τον θεωρεί υπεύθυνο για τη δυστυχία της. Μια δυστυχία που είναι τεράστια, αφού είναι πλέον μόνη χωρίς άνδρα. Τώρα θα πρέπει οι γιοι της να τη φροντίσουν. Λίγες μέρες αργότερα επιστρέφω στο χωριό του Αντίλ. Είμαι τόσο βαριά από την εγκυμοσύνη που με δυσκολία μετακινούμαι. Ένα βράδυ, καθώς είμαι ξαπλωμένη, νιώθω τις συσπάσεις στην κοιλιά μου. Ο πόνος όλο και δυναμώνει και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Έρχεται το μωρό. Η Ρουμπίνα πηγαίνει να φωνάξει τη μαμή. Αντίθετα με την πρώτη φορά, τώρα η συσπάσεις κρατούν μόνο λίγες ώρες. Κάποια στιγμή η μαμή πιέζει και ορίστε: η δεύτερη κόρη μου είναι εδώ. Θα την ονομάσω Φίζα, γιατί αυτήν τη φορά εγώ διαλέγω όνομα. Έτσι κι αλλιώς ο Αντίλ δε θέλει ούτε να τη δει. Μου επανέλαβε ότι το παιδί είναι μόνο δικό μου και δε θέλει ούτε να ακούσει για αυτό. Εξαντλημένη από τη γέννα, θέλω να κλάψω με όλη μου τη δύναμη. Ρωτάω τον Θεό: «Γιατί μου το κάνεις αυτό; Δεν έχω ούτε πατέρα ούτε μητέρα ούτε γιο. Τι κακό έχω κάνει και με τιμωρείς με τέτοιον τρόπο;» Οι μέρες περνούν και είναι ίδιες. Μια τεράστια κούραση με έχει καταβάλει και δεν έχω όρεξη για τίποτα πια. Φροντίζω την κόρη μου αλλά με μηχανικές κινήσεις. Ένα βράδυ ο Σελίμ μου τηλεφωνεί γεμάτος χαρά. Μου διηγείται ότι ο ξάδελφος μας ο
Σαμπάζ, που είναι καθηγητής στο Μουλτάν, διάβασε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στην τοπική εφημερίδα. Το άρθρο μιλάει για τη μαμά και έχει και φωτογραφία της. Σύμφωνα με την εφημερίδα η Γκόνγκι Μα ψάχνει την οικογένειά της. Τη φιλοξενεί ένας ελεήμων άνθρωπος που έχει βάλει και το νούμερο του τηλεφώνου του στην εφημερίδα. Ο αδελφός μου φεύγει αμέσως για να τον συναντήσει στο Μουλτάν. Το ίδιο βράδυ μου τηλεφωνεί. Πήγε και πήρε τη μαμά από το σπίτι του ευεργέτη μας. Τρία χρόνια μετά την εξαφάνισή της η μητέρα μου ξαναγύρισε στο σπίτι. Το λέω στα πεθερικά μου και ο Αντίλ δέχεται να με πάει μαζί με τις δυο μου κόρες στο σπίτι του αδελφού μου. Εξηγώ στη Χίνα ότι θα πάμε να δούμε τη γιαγιά της που είχε εξαφανιστεί. Η κόρη μου με κοιτάζει έκπληκτη με τα τεράστια μάτια της. Στο λεωφορείο προσπαθώ να φανταστώ τι μπορεί να συνέβη στη μαμά. Ίσως είχε χάσει τη μνήμη της και περιφερόταν επί τρία χρόνια στους δρόμους. Μήπως τελικά ο μπαμπάς την είχε πραγματικά πουλήσει; Και σε ποιον; Άραγε την κακοποίησαν; Δεν τολμάω καν να σκεφτώ τα χειρότερα. Όλες αυτές οι απορίες με ταλανίζουν μέχρι να φτάσουμε στο χωριό. Η μαμά δεν έχει αλλάξει. Τη βλέπω στην αυλή του παλιού μου σπιτιού και είναι σα να έχω να τη δω από χθες. Φοράει μια καινούρια άσπρη τουνίκ. Με σφίγγει τόσο δυνατά στην αγκαλιά της ώστε μου κόβεται η αναπνοή. Μόλις την αγκαλιάζω, ξεσπάω σε κλάματα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω, μαμά! Ήμουν βέβαιη ότι δε θα σε ξανάβλεπα σε αυτήν τη ζωή». Η Γκόνγκι Μα κλαίει βλέποντας τις δύο εγγονές της που δεν είχε γνωρίσει. Η Χίνα έχει λίγο φοβηθεί και κρύβεται πίσω από μένα. Δίνω τη Φίζα στην αγκαλιά της γιαγιάς της που δε σταματάει να τη φιλάει. Καθόμαστε όλοι μαζί στην αυλή και τη ρωτάω: «Πες μας, μαμά, τι συνέβη;» Φοβάμαι να ακούσω όσα έχει να μας πει. Μας εξηγεί με χειρονομίες ότι δεν θέλει ούτε να σκέφτεται το τι πέρασε. Είναι κακές αναμνήσεις. Τα έχει ήδη πει όλα στον Σελίμ, ο οποίος αρχίζει να μου διηγείται την περιπέτεια της μαμάς.
6 Σούρα ή σουράτ ονομάζονται τα κεφάλαια του Κορανίου, του ιερού βιβλίου των μουσουλμάνων.
11. Εκείνη λοιπόν την περιβόητη ημέρα που η Γκόνγκι Μα πήγε στην αγορά για ψώνια και εξαφανίστηκε, έπεσε θύμα απαγωγής. Κάποιοι ένοπλοι άνδρες, τους οποίους δε γνώριζε, την ανάγκασαν να μπει σ’ ένα αυτοκίνητο. Τη φίμωσαν και της έκαναν ένεση. Η μαμά έχασε τις αισθήσεις της. Ξύπνησε σε ένα περίεργο σπίτι που το φυλούσαν φρουροί. Το σπίτι ήταν γεμάτο γυναίκες και παιδιά. Ορισμένοι ήταν ανάπηροι, χωρίς χέρια ή πόδια, άλλοι ήταν τυφλοί και κάποιοι άλλοι είχαν δυσμορφία. Μια μονόφθαλμη γυναίκα, φυλακισμένη κι αυτή, της εξήγησε ότι όλοι όσοι ζούσαν εκεί, είχαν πουληθεί από τις οικογένειές τους σ’ αυτήν τη συμμορία. Η μαμά, καθώς είναι κουφή, δεν καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέβαινε, δεν ήξερε καν σε ποια πόλη βρίσκονταν. Σύντομα κατάλαβε τι δουλειά έπρεπε να κάνει. Κάθε πρωί μερικοί άνδρες από τη συμμορία την άφηναν μαζί με άλλες γυναίκες στο δρόμο, όπου έπρεπε να ζητιανεύουν μέχρι τη δύση του ηλίου. Το βράδυ οι δεσμοφύλακές τους τις μάζευαν και τις πήγαιναν πίσω στο σπίτι, αφού πρώτα τους έπαιρναν όλα τα χρήματα. Έδερναν τη μαμά κάθε μέρα, όπως και τους υπόλοιπους ζητιάνους, γιατί δεν ήταν ευχαριστημένοι με τα χρήματα που έφερνε. Η Γκόνγκι Μα κάθε μέρα ικέτευε τους περαστικούς, στο όνομα του Θεού να της δώσουν ελεημοσύνη, για να βγάλει μερικές ρουπίες παραπάνω. Κάθε βράδυ τους έδιναν ένα πιάτο ρύζι κι αυτό συχνά μουχλιασμένο. Η Γκόνγκι Μα είχε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς να το σκάσει. Αυτό ήταν αδύνατο κατά τη διάρκεια της ημέρας, επειδή οι άντρες της συμμορίας τις παρακολουθούσαν από απόσταση. Μα τα βράδια παρακαλούσε τον φρουρό που φυλούσε την πόρτα να την αφήσει να φύγει. Ήταν ένας νεαρός ντροπαλός άνδρας. Τον ικέτευε να την αφήσει να φύγει και να επιστρέψει κοντά στα παιδιά της. Ένα βράδυ ο νεαρός φύλακας τη λυπήθηκε. Άνοιξε χωρίς θόρυβο την πόρτα κι έκανε νόημα στη μαμά να φύγει γρήγορα. Η Γκόνγκι Μα έφυγε τρέχοντας και περιφερόταν μόνη στους σκοτεινούς δρόμους, ώσπου είδε ένα φως. Ήταν ένα μαγαζί που πουλούσε CD και έμενε ανοιχτό μέχρι αργά το βράδυ. Απελπισμένη, μπήκε μέσα. Ο έμπορος απόρησε όταν είδε την παράξενη γριά που έτρεμε σύγκορμη και φαινόταν ολοκληρωτικά χαμένη. Κατάλαβε ότι είχε ανάγκη από βοήθεια. Έκλεισε το μαγαζί του και πήρε την Γκόνγκι Μα μαζί του. Η Γκόνγκι Μα δεν είχε άλλη επιλογή από το να εμπιστευτεί τον άγνωστο άνδρα. Όταν έφτασαν στο σπίτι του και γνώρισε την οικογένειά του, αισθάνθηκε αμέσως ασφάλεια. Η σύζυγος του ευεργέτη της τής δάνεισε καθαρά ρούχα. Την επομένη ο έμπορος οδήγησε τη μαμά στα γραφεία της τοπικής εφημερίδας. Η Γκόνγκι Μα ήταν ανίκανη να εξηγήσει πού βρισκόταν το χωριό της και οι δημοσιογράφοι τα είχαν χάσει. Τελικά πρότειναν να βάλουν τη φωτογραφία της στο καθημερινό φύλλο. Την επομένη
δημοσιεύθηκε το άρθρο, το οποίο διάβασε τυχαία ο ξάδελφος μας. Τι απίστευτη τύχη! Αναρωτιέμαι αν ο μπαμπάς ήταν πραγματικά πίσω από αυτήν την απαγωγή. Πήρε άραγε χρήματα για να δώσει την Γκόνγκι Μα; Στα ταξίδια με το λεωφορείο που έχω κάνει στην περιοχή, έχω δει πολλές φορές δεκάδες ζητιάνους στην άκρη του δρόμου, κυρίως στις εισόδους των χωριών. Συνήθως είναι ηλικιωμένοι, χωρίς πόδια, που σέρνονται στη σκόνη, γυναίκες με ένα μάτι και παιδιά με αναπηρία στα χέρια. Όλοι τεντώνουν την παλάμη και παρακαλούν για χρήματα μόλις δουν κάποιο όχημα να πλησιάζει. Είναι σίγουρα θύματα της μαφίας που εκμεταλλεύεται τους ζητιάνους. «Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο!» λέει ο αδελφός μου. «Μου διηγήθηκαν μια ιστορία για ένα σακατεμένο παιδί που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το χωριό του. Μπορεί να το απήγαγαν κι αυτό όπως την Γκόνγκι Μα». Η μαμά θέλει να απολαύσει την ευτυχία της που είναι με την οικογένειά της και προτείνει να ετοιμάσει το γεύμα. Ο Σελίμ αγόρασε μια κατσίκα για να γιορτάσουμε την επιστροφή της μαμάς. Τη σφάζει στην αυλή και περιμένει να αδειάσει το αίμα. Η γυναίκα του, η Σακίνα, τον βοηθάει να την κόψουν κομμάτια. Όλοι οι γείτονες έρχονται να επισκεφτούν τη μητέρα μου και κάποιοι της φέρνουν δώρα, ρούχα ή γλυκά. Τώρα που η μαμά επέστρεψε, η θλίψη μου εξανεμίστηκε. Θέλω να την κρατήσω λίγο ακόμα κοντά μου και της προτείνω να περάσει μερικές μέρες στο χωριό των γονιών του Αντίλ. Δέχεται και υπόσχεται να έρθει να μας βρει σύντομα. Μόλις επιστρέφουμε στο χωριό του Αντίλ, καθαρίζω το δωμάτιό μου, βάζω λουλούδια και χρωματιστές αφίσες. Ο Αντίλ αποφάσισε να κάνει κι αυτός μια προσπάθεια. Έτσι, όταν έρχεται η μαμά της προσφέρει δύο ολοκαίνουριες τουνίκ που αγόρασε στο παζάρι. Όλη η οικογένεια του Αντίλ έκανε τα πάντα για να την υποδεχτεί. Θυσίασαν επίσης μια κατσίκα για το γεύμα. Την επομένη ο Αντίλ αποφασίζει να μας πάει με το λεωφορείο στη γειτονική πόλη. Θέλει να βγάλουμε μια οικογενειακή φωτογραφία. Η μητέρα μου μού λέει να βαφτώ λίγο, αλλά ο Αντίλ της λέει ότι είμαι πολύ όμορφη και δεν το χρειάζομαι. «Λυπάμαι πραγματικά που σ’ έχω χτυπήσει, γιατί δεν το αξίζεις. Είσαι καλή γυναίκα και είμαι τυχερός που σ’ έχω» μου λέει σιγανά. Παρ’ όλα αυτά βάζω λίγο κραγιόν στα χείλια μου. Φοράω μια όμορφη τουνίκ με κόκκινα κεντήματα. Φοράω επίσης κόκκινα και πράσινα βραχιόλια στον καρπό μου. Η Γκόνγκι Μα μου χτενίζει τα μαλλιά και μου φτιάχνει μια πλεξούδα που φτάνει μέχρι τη μέση μου. Φοράω στη Χίνα ένα ροζ φόρεμα. Ο Αντίλ φοράει μια αστραφτερή άσπρη τουνίκ και είναι πολύ κομψός. Έπειτα από μια σύντομη διαδρομή με το λεωφορείο φτάνουμε στο φωτογραφείο και έχουμε όλοι τρακ. Στο βάθος του μαγαζιού βρίσκεται το στούντιο διακοσμημένο με
ένα τεράστιο πόστερ. Βουνά που φτάνουν μέχρι τον καταγάλανο ουρανό και στους πρόποδες μια λίμνη με τιρκουάζ νερά. Ο φωτογράφος μας βάζει προσεκτικά μπροστά από το ντεκόρ. Μετά τοποθετεί στα πόδια μας μπουκέτα με πλαστικά λουλούδια. Δε φοράω τίποτα στο κεφάλι μου. Οι ώμοι μου είναι σκεπασμένοι από το πέπλο που πέφτει μέχρι τα πόδια μου. Συγκεντρώνομαι και παίρνω ύφος σοβαρό και σεμνό. Εκείνη την ημέρα βγάζουμε δύο φωτογραφίες. Μία μ’ εμένα και τον Αντίλ να κρατάει τη Χίνα στα χέρια του και μία άλλη μαζί με τη μητέρα μου. Ενώ περιμένουμε να εμφανιστούν, ο φωτογράφος παραγγέλνει για μας από τον πλανόδιο πωλητή τσάι με γάλα. Οι φωτογραφίες είναι έτοιμες. Φαινόμαστε σαν οικογένεια πλουσίων. Ο Αντίλ είναι πολύ ευχαριστημένος. Δείχνω τη φωτογραφία στη Χίνα που δεν μπορεί να το πιστέψει.Τεντώνει το δάχτυλό της και λέει: «Αυτή είναι η Χίνα!» Ο Αντίλ πληρώνει τον φωτογράφο. Βγαίνοντας, δίνει στη μαμά και σε μένα μερικά χαρτονομίσματα ως δώρο. Τον ευχαριστούμε θερμά. Η μαμά είναι ενθουσιασμένη. Αποφασίζει να ψωνίσει στην αγορά για να φτιάξει σε όλους μας ένα δείπνο. Αγοράσει μπαχαρικά, κουνουπίδια, πατάτες και μερικά ώριμα πορτοκάλια για τη Χίνα που τα λατρεύει. Το επόμενο πρωί η Γκόνγκι Μα πρέπει να φύγει. Το απόγευμα ο Σελίμ έρχεται με το λεωφορείο να την πάρει. Θα πάει να ζήσει μαζί του. Θα ήθελα τόσο πολύ να την κρατήσω κοντά μου, αλλά θα ήταν ένα απαράδεκτο φορτίο για την οικογένεια του Αντίλ. Ήταν πολύ ευγενικοί μαζί της για μερικές μέρες, ωστόσο, αν έπρεπε να ζήσει εδώ, θα ήταν άλλη ιστορία. Η μαμά μου έχει γιους και σύμφωνα με την παράδοση εκείνοι πρέπει να τη φροντίσουν. Έτσι, η Γκόνγκι Μα πηγαίνει να ζήσει με τον Σελίμ που μένει σε ένα μικρό τσιμεντένιο σπιτάκι με τη γυναίκα του και τον γιο του. Στο άλλο δωμάτιο μένει ο μεγάλος μου αδελφός ο Ταχίρ με τους δύο γιους του που είναι μεγάλοι πλέον.
12. Στη μέση της νύχτας, ο Αντίλ σηκώνεται για μια φορά ακόμα. Βγαίνει ακροπατώντας έξω στην αυλή. Τον ακούω να προσπαθεί να καθαρίσει το λαιμό του και να φτύνει κάτω. Οι κρίσεις του βήχα τον ξυπνούν πλέον κάθε βράδυ. Έχει υποτροπιάσει και αισθάνεται όλο και πιο αδύναμος. Παρατήρησα ότι τον τελευταίο καιρό δυσκολεύεται να δουλέψει στα χωράφια και πρέπει να ξεκουράζεται πολύ συχνά. Συνειδητοποιώ πόσο πολύ έχει αδυνατίσει, καθώς πλέει μέσα στα ρούχα του. Το πρωί το συζητάω με την πεθερά μου που ανησυχεί επίσης πολύ. Βλέπει ότι ο γιος της χειροτερεύει. Τον παρακαλάει να ξαναπάει στον γιατρό στην Τζαλαλπούρ. Ο Αντίλ δέχεται με βαριά καρδιά. Έχει αντιληφθεί ότι η αρρώστια του έχει χειροτερέψει. Το απόγευμα επιστρέφει με ηττημένο ύφος. Ο γιατρός του έγραψε φάρμακα που υποτίθεται ότι θα τον κάνουν καλά μέσα σε μερικές εβδομάδες. Αλλά ο Αντίλ δεν τα αγόρασε καν. «Είναι τα ίδια που μου έδωσε την προηγούμενη φορά. Δεν κάνουν τίποτα! Είμαι σίγουρος ότι ο γιατρός δε μου έχει πει την αλήθεια για την υγεία μου». Προσπαθώ να τον καθησυχάσω και του φτιάχνω κοτόσουπα για να πάρει δυνάμεις. «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». «Πώς μπορείς να το λες αυτό; Τι ξέρεις εσύ; Είσαι γιατρός; Εγώ αισθάνομαι ότι δε δουλεύουν τα νεφρά μου πια. Έχω ταχυπαλμίες και κοίτα τα μάτια μου, είναι εντελώς κίτρινα» μου λέει θυμωμένος. Κατεβάζω το κεφάλι και προτιμάω να μην επιμείνω. Του δίνω το πιάτο με την κοτόσουπα, την οποία καταπίνει με δυσκολία. Στη μέση της επόμενης νύχτας, ξυπνάει ιδρωμένος και έχει ρίγη. Ακουμπάω το μέτωπό του. Ψήνεται στον πυρετό και παραληρεί. Του λέω να παραμείνει ξαπλωμένος και του βάζω ένα υγρό πανί στο κεφάλι, όπως κάνω με τις κόρες μου όταν έχουν πυρετό. «Ναζιράν, αισθάνομαι πολύ άσχημα. Σε ικετεύω, φέρε έναν γιατρό στο σπίτι». «Δε χρειάζεται, θα περάσει. Αύριο θα αισθάνεσαι πολύ καλύτερα». Ο Αντίλ αντιδρά κι έτσι παίρνω στο κινητό του τον γιατρό από την Τζαλαλπούρ. Τον ξυπνάω, αλλά δέχεται να έρθει. Μία ώρα αργότερα είναι εδώ με τα εργαλεία του. Ακροάζεται τον Αντίλ με σκοτεινό βλέμμα. Μου λέει να του δίνω συνεχώς υγρά και του κάνει μια ένεση για να ρίξει τον πυρετό. Δεν μπορεί να κάνει τίποτ’ άλλο. Απόψε το βράδυ ο Αντίλ αναστενάζει χωρίς σταματημό. Δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Εγώ ξαγρυπνάω στο πλάι του. Κάποια στιγμή μου λέει: «Σου έχω φερθεί πολύ άσχημα και σου ζητάω να με συγχωρέσεις. Δε νομίζω ότι θα ζήσω μέχρι το πρωί». Προσπαθώ να μην του δείξω την ανησυχία μου. «Μην το λες αυτό, Αντίλ, θα γίνεις
καλά». Βγαίνω από το δωμάτιο για να μη με δει να κλαίω. Του ετοιμάζω χυμό μήλου. Δεν βλέπω τίποτα από τα πολλά δάκρυα, αλλά τα σκουπίζω πριν γυρίσω στο προσκεφάλι του. «Πιες το, θα σου δώσει δυνάμεις!» του λέω, καθώς του δίνω το ποτήρι. Πίνει μια γουλιά με δυσκολία, αλλά τη φτύνει αμέσως καθώς έχει πάλι κρίση βήχα. Ο Αντίλ είναι χλωμός σα νεκρός. «Να προσέχεις τα παιδιά, όταν δε θα είμαι πια εδώ» μουρμουρίζει. Η αγωνία με πνίγει και πάω να φωνάξω την πεθερά μου που κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Βλέποντας την κατάσταση του γιου της, η Κιράν βάζει τα κλάματα. Ο Αντίλ ζητάει από τη μητέρα του να κοιμηθεί δίπλα του και περνάμε τη νύχτα στο προσκεφάλι του. Τα ξημερώματα ο Αντίλ παραπονιέται για έναν μαρτυρικό πόνο στην κοιλιά. Φέρνω λάδι μουστάρδας για να του τρίψω την κοιλιά. Ενώ απλώνω το υγρό πάνω στο στομάχι του, μορφάζει από τον πόνο. Μετά το τρίψιμο αισθάνεται λίγο ανακουφισμένος. «Ξεκουράσου τώρα, Αντίλ. Πρέπει να πάω να δουλέψω στα χωράφια και θα γυρίσω για το μεσημεριανό». Με κοιτάζει με μάτια ικετευτικά. «Μείνε μαζί μου!» μου λέει. «Δεν ξέρω αν θα είμαι ζωντανός, όταν γυρίσεις». Τα λόγια του μου ματώνουν την καρδιά. Η Χίνα ξυπνάει και τρέχει ανήσυχη στο προσκεφάλι του πατέρα της: «Μπαμπά, είσαι άρρωστος;» Ο Αντίλ της χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά. Ακούω φασαρία στην αυλή. Η Κιράν έχει ειδοποιήσει όλη την οικογένεια. Όλος ο κόσμος στριμώχνεται μέσα στο δωμάτιο και παρατηρεί τον Αντίλ. Ένας ξάδελφος φέρνει ένα πιάτο με κοτόπουλο που ετοίμασε η γυναίκα του, όμως ο Αντίλ δεν μπορεί να φάει τίποτα. Το χρώμα του είναι άσπρο σαν το κερί και δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Η Ρουμπίνα τρέχει να ειδοποιήσει έναν γείτονα που έχει αυτοκίνητο, ο οποίος δέχεται να μεταφέρει τον Αντίλ στο νοσοκομείο. Πριν να φύγει, ο άνδρας μου φιλάει τη Χίνα. Της υπόσχεται να της φέρει όμορφα ρούχα όταν επιστρέψει. Τον βάζουμε κακήν κακώς στα πίσω καθίσματα. Θέλω να πάω μαζί του, αλλά η Ζέμπα αρνείται. «Μείνε κοντά στα παιδιά σου, Ναζιράν». Βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση και επιμένω, αλλά η Ζέμπα με διαβεβαιώνει ότι όλα θα πάνε καλά. Με τα μάτια μισόκλειστα ο Αντίλ σφίγγει τα χέρια μου μέσα στα δικά του που είναι παγωμένα. Με ικετεύει να μην κλαίω και μου λέει ότι θα γυρίσει σύντομα. Το αυτοκίνητο απομακρύνεται. Τρέχω στο μαυσωλείο κοντά στο νεκροταφείο του χωριού. Παρακαλάω, ικετεύω με
όλες μου τις δυνάμεις τον Θεό να γιατρέψει τον άνδρα μου. Μόλις επιστρέφω μας τηλεφωνεί η κουνιάδα μου. Ο άνδρας μου πέθανε στο αυτοκίνητο στη διαδρομή για το νοσοκομείο. Λιποθυμάω. Είμαι σε κατάσταση σοκ τις τρεις ημέρες που κρατάει η κηδεία. Η Ρουμπίνα δε με αφήνει μόνη ούτε λεπτό. Ο κόσμος κατέρρευσε στα πόδια μου. Δεν έχω τη δύναμη ούτε να κλάψω. Οι γροθιές μου είναι σφιγμένες συνεχώς, μέχρι που τα χέρια μου γίνονται κάτασπρα. Έχω σπασμούς και δύσπνοια. Οι γείτονες έρχονται για τα συλλυπητήρια κι εγώ δεν μπορώ ούτε να τους ευχαριστήσω. Όλα αυτά ξετυλίγονται σαν εφιάλτης, είναι σα να βρίσκομαι αλλού. Τα πεθερικά μου θυσιάζουν κατσίκες για να ταΐσουν τους συγγενείς. Οι εικόνες εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μου χωρίς να τις βλέπω και ακούω φωνές χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε. Είμαι απούσα. Μετά από μερικές μέρες παίρνω λίγες δυνάμεις. Η επιστροφή στην πραγματικότητα είναι άγρια και βίαιη. Είμαι χήρα, δεν έχω κανέναν πλέον να με προστατεύει και να με στηρίζει. Επιπλέον πρέπει να φροντίσω τα παιδιά μου. Μετά το θάνατο του Αντίλ προσέχω τα παιδιά μου σα μητέρα κλώσα. Η Χίνα και η Φίζα είναι ό,τι μου έχει απομείνει. Τώρα που ο άνδρας μου είναι νεκρός, η μοναδική μου επιθυμία είναι να γυρίσω στο χωριό μου και να ζήσω κοντά στη μητέρα μου. Δε θέλω να μείνω σ’ αυτήν την οικογένεια. Το σκέφτηκα καλά και εξηγώ στην πεθερά μου ότι θα φύγω με τα παιδιά μου. Εκείνη μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Δεν μπορείς να φύγεις τώρα, Ναζιράν. Μετά το θάνατο ενός συζύγου οι χήρες πρέπει να μείνουν με την οικογένεια των πεθερικών για σαράντα μέρες. Το ξέρεις καλά ότι έτσι είναι το έθιμο». Δέχομαι λοιπόν να μείνω εις μνήμην του Αντίλ. Ίσως βιάστηκα να αποφασίσω, έτσι κι αλλιώς. Δεν είμαι καν σίγουρη ότι μπορώ να ζήσω με τη μαμά στο σπίτι του μεγάλου μου αδελφού. Τίποτα δεν προεξοφλεί ότι θα δεχθεί να θρέψει τρία επιπλέον άτομα... Αντιθέτως η πεθερά μου έχει κάθε συμφέρον να κρατήσει εμένα και τις κόρες μου εδώ, αφού μετά από το θάνατο του Αντίλ κληρονομήσαμε τη γη του. Παρ’ όλα αυτά η Κιράν θέλει να μου δείξει πόσο γενναιόδωρη είναι. Δε χάνει ευκαιρία να μου τονίζει ότι είμαι χήρα: «Πρέπει να δουλέψεις πολύ σκληρά, γιατί είσαι πλέον βάρος για την οικογένεια». Με διατάζει να επιστρέψω στα χωράφια, παρόλο που θηλάζω ακόμα τη Φίζα. Αλλά είναι η εποχή της συγκομιδής και έχει πάρα πολλή δουλειά. Η Κιράν έχει μια ιδέα: «Μπορείς να αφήσεις το μωρό στη Μουχταρά, που μένει πολύ κοντά μας». Η Μουχταρά είναι η γυναίκα του Φαΐζ, ενός αδελφού του Αντίλ που παίζει χαρτιά όλη τη μέρα. Η Μουχταρά είναι μια μικροσκοπική, γλυκιά γυναίκα γύρω στα είκοσι. Είναι
παντρεμένη εδώ και πέντε χρόνια, αλλά δεν έχει καταφέρει να κάνει παιδιά. Με υποδέχεται σπίτι της όλο καλοσύνη: «Μην ανησυχείς καθόλου, Ναζιράν, θα προσέχω εγώ τη Φίζα. Φύγε ήσυχη». Δείχνει πολύ χαρούμενη που θα ασχοληθεί με τη μικρή μου. Πηγαίνω με τις άλλες γυναίκες που μαζεύουν σε μεγάλα κοφίνια τα άσπρα άνθη του βαμβακιού. Το καταμεσήμερο, εξαντλημένες, κάνουμε διάλειμμα κάτω από τη σκιά των δέντρων. Αναπηδώ καθώς συνειδητοποιώ ότι ξέχασα εντελώς την ώρα του θηλασμού. Τρέχω στο σπίτι της Μουχταρά. Φτάνω με κομμένη την ανάσα από το τρέξιμο, αλλά δεν ακούω τη Φίζα να κλαίει. Μπαίνω στο σπίτι και η κουνιάδα μου μού δείχνει το μωρό που κοιμάται ήρεμο σε ένα καλάθι. «Της έδωσα να πιει αγελαδινό γάλα γιατί πεινούσε. Ο Φαΐζ της αγόρασε ένα μπιμπερό από το παζάρι. Έφαγε πολύ καλά και τώρα κοιμάται». Όταν γυρίζω στο σπίτι με το μωρό, η πεθερά μου, μου λέει: «Ξέρεις, Ναζιράν, όταν ένας άνδρας πεθαίνει, η χήρα του δεν πρέπει να θηλάζει ένα μωρό. Είναι η παράδοση. Έτσι θα μπορέσεις κι εσύ να δουλέψεις. Θα αφήνεις το μωρό στη Μουχταρά και θα του δίνει γάλα αγελάδας, όταν λείπεις». Θα προτιμούσα να κρατήσω το μωρό μαζί μου στα χωράφια, αλλά δεν μπορώ να εναντιωθώ στην επιθυμία της Κιράν. Αφήνω λοιπόν την κόρη μου στη Μουχταρά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Περιμένω πώς και πώς να τελειώσει η περίοδος της συγκομιδής για να έχω πάλι κοντά μου τη μικρή. Αλλά η Κιράν αποφασίζει διαφορετικά... Μια μέρα, μετά το τέλος της συγκομιδής του βαμβακιού, είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι με πόνους στην πλάτη. Η Φίζα είναι δίπλα μου. Τότε μπαίνει η Κιράν, κάθεται κοντά μου και μου λέει: «Τώρα που είσαι χήρα, Ναζιράν, δεν έχεις πια τα μέσα να θρέψεις δυο παιδιά. Τι θα απογίνουν τα κορίτσια σου;» Τη διαβεβαιώνω ότι θα τα καταφέρω, ότι θα δουλέψω ακόμα πιο σκληρά ότι... αλλά εκείνη με διακόπτει απότομα: «Το σκέφτηκα πολύ καλά, αγαπητό μου κορίτσι. Θα ήταν καλύτερα να δώσεις τη Φίζα στη Μουχταρά. Μίλησα μαζί της και είναι σύμφωνη. Το ξέρεις πως είναι πολύ δυστυχισμένη που δεν έχει παιδιά». Η καρδιά μου σφίγγεται και προσπαθώ να αμυνθώ. «Είναι αδύνατον, η Φίζα είναι πολύ μικρή και έχει ανάγκη από τη μητέρα της. Δεν μπορώ να τη δώσω!» Με κοιτάζει αυστηρά. «Ξέρεις, είναι έθιμο σ’ εμάς, όταν μια γυναίκα είναι στείρα, μια άλλη γυναίκα από την οικογένεια να της δίνει ένα από τα παιδιά της». «Μα εγώ έχω μόνο δύο παιδιά, Κιράν. Γιατί δεν το λες στη Ρουμπίνα που έχει έξι!» «Η Ρουμπίνα δεν είναι χήρα. Εσύ είσαι πολύ φτωχή για να μεγαλώσεις δύο παιδιά. Θα ξεχάσεις την κόρη σου πολύ γρήγορα, μην ανησυχείς».
Δε θέλω να θυσιάσω το παιδί μου. Η Φίζα μου είναι πολύ μικρή. Η πεθερά μου μού φωνάζει ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχω επιλογή. Παίρνει το καλάθι που κοιμάται η Φίζα και φεύγει. Ουρλιάζω στην αυλή ότι θέλω να κρατήσω την κόρη μου, αλλά η Κιράν έχει ήδη φύγει. Γυρίζω στο δωμάτιό μου και καταρρέω. Είμαι χαμένη. Προσπαθώ να σκεφτώ τι είναι το καλύτερο για τις κόρες μου. Ίσως η Κιράν να έχει δίκιο τελικά. Πώς θα μπορούσα να φροντίσω δυο παιδιά ενώ δεν έχω καν σύζυγο; Ίσως η Φίζα να είναι πιο ευτυχισμένη στη Μουχταρά. Αλλά ο πόνος του αποχωρισμού από το μωρό μου είναι πολύ σκληρός. Νιώθω σα να μου έχουν ξεριζώσει την καρδιά. Το ίδιο βράδυ δεν μπορώ να συνηθίσω στην ιδέα ότι η μικρή δε θα κοιμηθεί δίπλα μου. Το στήθος μου με πονάει αφόρητα καθώς είναι γεμάτο γάλα. Ικετεύω την Κιράν να με αφήσει να θηλάσω λίγο ακόμα την κόρη μου μέχρι να κοπεί το γάλα. Αρνείται. Μου δίνει αποξηραμένες σβουνιές και μου λέει: «Πάρε αυτό. Βάλ’ το στο στήθος σου και το γάλα θα κοπεί αμέσως». Το κάνω αλλά δε με ανακουφίζει καθόλου. Όλη τη νύχτα δεν κλείνω μάτι, η παραμικρή κίνηση μου φέρνει τρομερούς πόνους. Το μαρτύριο είναι μεγαλύτερο, καθώς ακούω τη μικρή Φίζα που κλαίει στο σπίτι της Μουχταρά. Το πεινασμένο κλάμα της μικρή μου με κάνει να έχω ακόμα περισσότερο γάλα, αλλά δεν έχω το δικαίωμα να τη θηλάσω. Την επομένη δεν έχω παρά μία επιθυμία, να σφίξω το κορίτσι μου στην αγκαλιά μου. Η πεθερά μου μόλις έχει επιστρέψει από τη Μουχταρά και ζητάω να μάθω τα νέα της Φίζα. Η Κιράν μουρμουρίζει ότι το μωρό αρνείται το μπιμπερό και κλαίει ασταμάτητα. Η Μουχταρά έχει απελπιστεί και δεν ξέρει τι να κάνει. Αυτό μου λιώνει την καρδιά. Η Φίζα με φωνάζει και θέλει να νιώσει τη μητέρα της κοντά της. Είναι μαρτύριο, αλλά η Κιράν μου απαγορεύει να πάω να τη δω. Έχει βρει άλλη λύση και φωνάζει για βοήθεια μια άλλη ξαδέλφη που δεν έχει παντρευτεί. «Για να σταματήσει το μωρό να ζητάει το γάλα της μάνας του πρέπει να πιπιλίσει το βυζί μιας παρθένας. Αυτό το ηρεμεί» μου λέει. Το βράδυ η παρθένα ξαδέλφη επιστρέφει απελπισμένη. Η Φίζα κλαίει ακόμα. Το στήθος μου με πονάει τόσο πολύ που κλαίω στα κρυφά στο χαντάκι δίπλα στο σπίτι. Μετά από δύο μέρες το μωρό μου εξαντλημένο από την πείνα τρώει από το μπιμπερό. Μου λείπει τόσο πολύ, ώστε αποφασίζω να βρω τρόπο να πάω να τη δω. Φεύγοντας για τα χωράφια κρύβομαι πίσω από ένα δασάκι και μετά επιστρέφω στο χωριό κρυφά για να μη με δει η Κιράν. Πηγαίνω κρυφά στη Μουχταρά. Η κουνιάδα μου είναι έκπληκτη που με βλέπει, αλλά με αφήνει να πάρω το μωρό μου για λίγο στην αγκαλιά μου. Η μικρή με αναγνωρίζει αμέσως και χαλαρώνει. Τη γεμίζω με χάδια και φιλιά. Ικετεύω τη Μουχταρά να μην πει
τίποτα στην πεθερά μου και μου υπόσχεται να κρατήσει το μυστικό. Εν τω μεταξύ δε θέλει να πλύνει τα λερωμένα πανιά της Φίζα, γιατί αηδιάζει. Της προτείνω να αναλάβω να το κάνω εγώ και δέχεται με ανακούφιση. Της δείχνω πώς να φροντίζει το μωρό, πώς να το αλλάζει προσεκτικά και πώς να τρίβει το μικροσκοπικό του κορμάκι με λάδι. Η Μουχταρά είναι λίγο αδέξια, αλλά μαθαίνει γρήγορα. Ξέρω ότι θα φροντίσει τη Φίζα με αγάπη, αλλά το παιδί μου μού λείπει και η απουσία του είναι βασανιστήριο. Στο εξής κάθε απόγευμα το σκάω και πηγαίνω στη Μουχταρά για να σφίξω λίγο το μωρό μου στην αγκαλιά μου. Πλένω τα ρούχα της στο ποτάμι μαζί με αυτά της οικογένειας και τα πηγαίνω ολοκάθαρα κρυφά στην κουνιάδα μου. Η Μουχταρά δε ζηλεύει και σε αντάλλαγμα με αφήνει να αγκαλιάζω την κόρη μου μόνο παρουσία της, βέβαια. Μερικές φορές ανησυχεί: «Όταν η Φίζα μεγαλώσει, δεν πρέπει να μάθει την αλήθεια, γιατί αυτό ίσως δημιουργήσει προβλήματα. Μπορεί μετά να με απορρίψει». Τη διαβεβαιώνω ότι δε θα της πω τίποτα. Μια μέρα αντιλαμβάνομαι ότι η πεθερά μου έχει υποψίες. Με παρατηρεί περίεργα. Τη στιγμή που φεύγω για τα χωράφια τη βλέπω ότι με ακολουθεί από απόσταση. Κρύβομαι σ’ ένα δασάκι. Βλέπω την Κιράν να με ψάχνει με τα μάτια της προς όλες τις κατευθύνσεις. Καθώς δε με βρίσκει, επιστρέφει. Παραλίγο να με πιάσει. Πηγαίνω στο σπίτι της Μουχταρά. Η κουνιάδα μου ορκίζεται ότι κράτησε το λόγο της. Σύντομα η Κιράν παύει να με υποπτεύεται. Εγώ δε ζω παρά μόνο γι’ αυτές τις λίγες στιγμές που μπορώ να χαϊδολογήσω το παιδί μου στα κρυφά. Τρεις μήνες αργότερα η Μουχταρά μένει έγκυος. Στο χωριό όλοι λένε ότι την αντάμειψε ο Θεός γιατί φρόντισε τη Φίζα. Όταν μαθαίνω για την εγκυμοσύνη της ξαναβρίσκω την ελπίδα. Τώρα που θα γίνει μητέρα, μπορεί να μου δώσει πίσω τη Φίζα. Πηγαίνω στο σπίτι της και της λέω ότι θέλω να πάρω πίσω την κόρη μου. Η Μουχταρά είναι πολύ ενοχλημένη. Το περίμενε ότι θα τη ζητούσα πίσω, αλλά η ίδια δεν έχει καμία διάθεση να την αποχωριστεί. Πολύ γρήγορα καταλαβαίνω και το γιατί. Είναι πολύ προληπτική. «Ξέρεις, προτιμώ να κρατήσω τη Φίζα κοντά μου. Μου φέρνει τύχη. Χάρη σ’ αυτή έμεινα έγκυος». Την ικετεύω, αλλά δε θέλει να ακούσει τίποτα. Η Φίζα είναι το γούρι της και πρέπει να μείνει μαζί της. Αποφασίζω να μιλήσω στην πεθερά μου. «Κιράν, η Μουχταρά πρέπει τώρα να μου επιστρέψει την κόρη μου. Όταν γεννηθεί το δικό της παιδί, θα παραμελήσει τη Φίζα. Δεν είναι καλό για τη μικρή». Η πεθερά μου αναστενάζει: «Γιατί επιμένεις, Ναζιράν; Αφού ξέρεις καλά ότι δεν μπορείς να φροντίσεις δυο
παιδιά». Και μ’ αυτά τα λόγια μου κάνει νόημα ότι το θέμα έχει κλείσει. Εγώ όμως θέλω να πάρω πίσω το παιδί μου. Τηλεφωνώ στον αδελφό μου από το κινητό της Ροξάνα, της ξαδέλφης μου. Του εξηγώ την κατάσταση. Ο Σελίμ είναι έξαλλος μαζί μου: «Ναζιράν, έχεις μόνο δύο παιδιά. Γιατί έδωσες τη Φίζα; Δεν έπρεπε να δεχτείς. Αυτή η οικογένεια είναι απαίσια. Δεν είναι ειλικρινείς μαζί σου. Γιατί είσαι τόσο αφελής; Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Βγάλ’ τα πέρα μόνη σου». Ακόμα κι αν δεν μπορεί να κάνει κάτι, μπορώ τουλάχιστον να πάω να τον δω. Του απαντάω λοιπόν: «Το πένθος τελείωσε. Μπορώ πλέον να σας επισκεφτώ». Ο Σελίμ μου υπόσχεται ότι μπορεί να με δεχτεί σπίτι του όποτε το θελήσω και κλείνει το τηλέφωνο. Ζητάω λοιπόν από την πεθερά μου την άδεια να κάνω αυτό το ταξίδι. Δέχεται υπό τον όρο ότι οι κόρες μου θα μείνουν στο χωριό και ότι θα με συνοδέψει. Προφανώς φοβάται ότι αλλιώς δε θα επιστρέψω. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού την παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου και αναρωτιέμαι τι μαγειρεύει. Δεν είναι όπως συνήθως και έχω την εντύπωση ότι κάτι μου κρύβει. Μόλις φτάνουμε στο σπίτι του αδελφού μου νιώθω ότι ξαναζώ. Είμαι προστατευμένη ανάμεσα σε δικούς μου ανθρώπους. Είναι εδώ και η μεγάλη μου αδελφή, η Μαριάμ, με τα δυο της παιδιά, καθώς τους φιλοξενεί ο αδελφός μου για μια εβδομάδα. Όταν ο Σελίμ επιστρέφει από τη δουλειά, ρίχνει ένα μοχθηρό βλέμμα προς το μέρος της Κιράν και μου ψιθυρίζει: «Τι δουλειά έχει η πεθερά σου εδώ;» Του εξηγώ ότι με άφησε να έρθω υπό τον όρο ότι θα με συνόδευε η ίδια, κι ο αδελφός μου μουρμουρίζει όλο νεύρα. Ενώ η Μαριάμ μας σερβίρει το τσάι, ο αδελφός μου μού δίνει τα δώρα που αγόρασε από το παζάρι. Είναι καινούρια ρούχα για τις κόρες μου, μια μικρή άσπρη τουνίκ για τη Χίνα κι ένα μικροσκοπικό ζακετάκι για τη Φίζα. Τον ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. Ο Σελίμ κάθεται μαζί μας. «Γιατί πήρατε τη Φίζα από την αδελφή μου;» ρωτάει την πεθερά μου χωρίς περιστροφές. «Νομίζετε ότι δεν υπέφερε αρκετά χάνοντας το άνδρα της;» Η πεθερά μου καμώνεται την έκπληκτη: «Αν είναι δυνατόν! Δώσαμε τη Φίζα στη νύφη μου με την άδεια της Ναζιράν. Δε νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα». Σκύβω το κεφάλι περίλυπη. Εκείνος την παρατηρεί απελπισμένος. «Θέλω η Ναζιράν και τα παιδιά της να έρθουν να ζήσουν εδώ μαζί μου. Της φέρεστε απαίσια». «Πώς μπορείς να το λες αυτό» διαμαρτύρεται η πεθερά μου. «Εμείς κάνουμε τα πάντα για να είναι αδελφή σου ευτυχισμένη. Εγώ τη θεωρώ σα δική μου κόρη». Η μεγάλη μου αδελφή, η Μαριάμ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πει λέξη,
ξεσπάει εναντίον της πεθεράς μου: «Για ποιο λόγο η Ναζιράν δεν έχει ποτέ το δικαίωμα να μας τηλεφωνήσει; Της συμπεριφέρεστε σα να είναι σκλάβα. Αυτή κάνει όλες τις δουλειές στο σπίτι σας. Δεν τη βλέπετε σε τι χάλι είναι;» Πραγματικά είμαι πολύ αδύναμη. Η όψη μου είναι χάλια και δεν τρώω τίποτα. Ακούω ό,τι συμβαίνει γύρω μου σα να είμαι απούσα. Δε με ενδιαφέρει καν ποια θα είναι η μοίρα μου τελικά. Η Κιράν προσπαθεί να τους καθησυχάσει: «Μην ανησυχείτε. Η Ναζιράν δε θα ξαναπάει στα χωράφια. Θα κάνει μόνο τις δουλειές του σπιτιού». Ο Σελίμ την κοιτάζει μπερδεμένος. Θέλοντας να κόψει τη συζήτηση, η Κιράν σηκώνεται και πάει στην αυλή να καθαρίσει τα μάνγκο που έφερε για πεσκέσι. Έτσι, αρπάζω την ευκαιρία να διηγηθώ στο Σελίμ ότι από τότε που πέθανε ο Αντίλ, όλη η οικογένειά του με παρακολουθεί συνεχώς και ότι είμαι σίγουρη πως κάτι μαγειρεύουν. Δεν έχουμε προλάβει να τελειώσουμε το τσάι μας όταν ξαφνικά ο Σελίμ δέχεται ένα περίεργο τηλεφώνημα. Είναι η Σιρίν, η γυναίκα του Φαουάντ, ενός αδελφού του Αντίλ, που ψιθυρίζει στο τηλέφωνο: «Σας ικετεύω μην αφήσετε τη Ναζιράν να επιστρέψει στα πεθερικά της. Θέλουν να την παντρέψουν με τον άνδρα μου τον Φαουάντ». Κλείνοντας το τηλέφωνο ο Σελίμ δείχνει κατάπληκτος. Μου διηγείται τι εξυφαίνεται πίσω από την πλάτη μου, μπροστά στην Κιράν που παραμένει σιωπηλή και προσποιείται ότι δεν άκουσε τίποτα. Ο Σελίμ της απευθύνει το λόγο: «Ώστε μας κοροϊδεύεις; Τι σκαρώνετε τώρα;» Η Κιράν του απαντάει όσο πιο μελιστάλακτα γίνεται: «Αυτά είναι μόνο φήμες! Είναι δυνατόν να έκανα ποτέ κάτι τέτοιο; Απλά η Σιρίν είναι λίγο τρελή». Βλέποντας τον αδελφό μου προβληματισμένο, προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει: «Πάντως η Ναζιράν θα πρέπει κάποια στιγμή να ξαναπαντρευτεί. Είναι ακόμα νέα και όμορφη. Αν μπορέσουμε να της βρούμε καινούριο σύζυγο, θα ήταν το καλύτερο γι’ αυτή. Μια γυναίκα δεν μπορεί να επιβιώσει μόνη της, χρειάζεται έναν άνδρα για να τη συντηρήσει». Ο Σελίμ κουνάει το κεφάλι. «Η αδελφή μου μπορεί να ξαναπαντρευτεί, αν το επιθυμεί, αλλά με έναν άνδρα από άλλο χωριό. Δεν είναι ευτυχισμένη κοντά σας». Τότε η πεθερά αρχίζει ολόκληρο θέατρο. Γονατίζει και απλώνει το πέπλο της στα πόδια το αδελφού μου ως δείγμα σεβασμού. «Λυπάμαι πραγματικά αν στο παρελθόν ήταν δυστυχισμένη κοντά μας. Σου υπόσχομαι ότι από δω και στο εξής θα την προσέχουμε. Εγώ την έχω σαν κόρη μου. Θα της δίνουμε να τρώει κρέας κάθε μέρα και δεν υπάρχει περίπτωση να την παντρέψουμε με το ζόρι». Ο Σελίμ βγάζει έναν αναστεναγμό και της λέει: «Σέβομαι τα χρόνια σου. Ελπίζω να λες αλήθεια».
Ανακουφισμένη που ο αδελφός μου υποχωρεί, η Κιράν του δίνει την υπόσχεσή της. «Μα, φυσικά, θα επιλέξει η ίδια σύζυγο, αν το θέλει. Αλλά θα είναι μεγάλη τύχη γι’ αυτήν αν βρει έναν άνδρα που να δεχτεί να παντρευτεί μια χήρα με δύο κορίτσια. Η Ναζιράν πρέπει να το σκεφτεί πολύ σοβαρά». Ο Σελίμ σηκώνεται να πάει να αγοράσει ένα κοτόπουλο για το δείπνο, ενώ η Μαριάμ έχει πάει να μαγειρέψει το ρύζι. Βρίσκομαι μόνη με την πεθερά μου, η οποία μου ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα και μου λέει: «Σε προειδοποιώ, αν μείνεις στον αδελφό σου, δε θα ξαναδείς ποτέ τις κόρες σου. Δε θα σου τις δώσω ποτέ. Και καλά θα κάνεις να μην παραπονεθείς ξανά στην οικογένειά σου. Θα τους πεις ότι δεν πεινάς και θα φύγουμε αμέσως». Τρέμω και δαγκώνω τα χείλια μου. Η Μαριάμ έρχεται να καθίσει μαζί μας και η Κιράν της χαμογελάει όλο γλύκα: «Λυπάμαι πολύ, αλλά δε θα μείνουμε για το γεύμα. Θα φύγουμε τώρα για να φτάσουμε πριν βραδιάσει». Μου κάνει νόημα να σηκωθώ και φεύγουμε από το σπίτι.
13. Σε όλο το ταξίδι της επιστροφής η πεθερά μου μού ορκίζεται ότι δεν πρόκειται να υπάρξει γάμος, αλλά εγώ δεν πιστεύω τις υποσχέσεις της. Μετά το θάνατο του Αντίλ οι κουνιάδοι μου, που είναι και οι τρεις παντρεμένοι, με γυροφέρνουν όπως η μέλισσα το μέλι. Η άλλοτε απόμακρη συμπεριφορά τους άλλαξε αμέσως. Ο καθένας με τη σειρά του προσπάθησαν διακριτικά να με κατακτήσουν. Εγώ που ήμουν ακόμα σοκαρισμένη από το θάνατο του Αντίλ έβρισκα τη στάση τους αποτροπιαστική. Επιπλέον είναι πολύ πιο μεγάλοι από μένα. Ακόμα κι ο Ταχίρ, που θα μπορούσε να είναι πατέρας μου, δοκίμασε την τύχη του. Οι άλλοι δύο, ο Ραφίκ και ο Φαΐζ, περνούν τη μέρα τους πίνοντας και παίζοντας χαρτιά. Μόνο ο Φαουάντ είναι σοβαρός άνδρας. Αλλά εγώ έχω ακόμα τον Αντίλ στο κεφάλι μου και η ιδέα ενός νέου γάμου είναι πολύ μακρινή για μένα. Επίσης μου είναι αδύνατον να φανταστώ ότι η οικογένεια του Αντίλ θα μου επιβάλει νέο σύζυγο, τη στιγμή που ο άνδρας μου πέθανε μόλις πριν από λίγους μήνες. Όταν φτάνουμε στο χωριό και ενώ τακτοποιώ τα δώρα του αδελφού μου, η Σιρίν, η γυναίκα του Φαουάντ, έρχεται κρυφά στο δωμάτιό μου σε κατάσταση υστερίας: «Γιατί ξαναγύρισες; Η οικογένεια οργανώνει το γάμο σου με τον άνδρα μου! Θέλεις να με καταστρέψεις;» Μένω άναυδη. Δεν μπορεί να μου το κάνουν αυτό! Δεν μπορεί να ζω αυτόν τον εφιάλτη. Τρέμοντας βγαίνω στην αυλή και ψάχνω την Κιράν. Είναι στο δωμάτιό της και συζητάει με τον Φαουάντ. Του εξιστορεί τα καθέκαστα στο σπίτι του αδελφού μου: «Η γυναίκα σου ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον Σελίμ. Του τα είπε όλα. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να τον πείσω ότι είναι ψέμα». Μόλις με βλέπει, το πρόσωπό της κοκαλώνει. Μου δίνει το κινητό του Φαουάντ. «Τώρα θα τηλεφωνήσεις στον αδελφό σου και θα του πεις ότι παντρεύεσαι τον Φαουάντ. Θα του ορκιστείς ότι είναι απόλυτα δική σου επιθυμία. Αν δεν το κάνεις, θα σε στείλουμε πίσω στη μητέρα σου και δε θα ξαναδείς ποτέ πια τα παιδιά σου. Θα πεθάνεις από τον καημό σου μακριά από τις κόρες σου». Πετάω το κινητό και πηγαίνω να κλειστώ στο δωμάτιό μου, όπου ξεσπάω σε λυγμούς. Η κουνιάδα μου η Ρουμπίνα έρχεται να καθίσει κοντά μου. Αναμφίβολα την έστειλε η μητέρα της για να μου μιλήσει. «Γιατί αρνείσαι αυτόν το γάμο;» με ρωτάει η Ρουμπίνα με ύφος. «Εν πάση περιπτώσει δεν είναι και τόσο τραγικό. Αντιθέτως είναι καλό για σένα να έχεις καινούριο σύζυγο. Ποιος θα σε έπαιρνε με δύο κορίτσια;» Ουρλιάζω ότι δεν υπάρχει περίπτωση. Την ικετεύω στη μνήμη του Αντίλ να μη με παγιδεύει έτσι. «Πολύ καλά» μου απαντάει μοχθηρά. «Θα τα πούμε καλύτερα αύριο. Εν τω μεταξύ
πήγαινε να φτιάξεις το δείπνο. Οι κόρες σου κοιμούνται στη Μουχταρά απόψε». Τα χέρια μου τρέμουν όσο μαγειρεύω. Ετοιμάζω το δείπνο και επιστρέφω στο δωμάτιό μου. Δεν έχω καμία όρεξη να φάω με τα πεθερικά μου. Ξαπλώνω κλαίγοντας, αλλά είναι αδύνατον να κοιμηθώ». Το πρωί ξυπνάω πτώμα από την κούραση, με μάτια κόκκινα και πρησμένα από το κλάμα. Ετοιμάζω το πρωινό και κάνω τις δουλειές του σπιτιού χωρίς να μιλήσω σε κανέναν. Η Ρουμπίνα έρχεται στην αυλή μ’ ένα φλιτζάνι τσάι και μου λέει: «Λοιπόν, μήπως η νύχτα σ’ έκανε να σκεφτείς καλύτερα; Αποφάσισες για το γάμο;» Της λέω βραχνά ότι εξακολουθώ να μη συμφωνώ. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει η Κιράν από το δωμάτιό της και όλο νεύρα φωνάζει: «Είσαι μια κακότυχη γυναίκα. Είσαι χήρα και δεν έχεις δεκάρα. Παρ’ όλα αυτά εγώ κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να σε βοηθήσω και κοίτα πως συμπεριφέρεσαι. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι». Τρέχω και κλείνομαι πάλι στο δωμάτιό μου. Τις επόμενες μέρες ζω στη σιωπή. Δε θέλω να υποχωρήσω. Ο Φαουάντ με πολιορκεί στενά. Με το που γυρίζει την πλάτη της η Σιρίν, έρχεται και μου κάνει όλο κομπλιμέντα. Μου προσφέρει μπανγκλ, ρούχα και διάφορα άλλα δωράκια που τα πετάω στα πόδια του. Ένα πρωί, καθώς βράζω το νερό για το τσάι, έρχεται από πίσω μου και μου ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί. Τον αγνοώ και τότε με αγκαλιάζει σφιχτά. Τον απωθώ έξαλλη: «Πώς μπορείς και το κάνεις αυτό στη Σιρίν; Δεν τη σέβεσαι καθόλου τη γυναίκα σου;» «Τη Σιρίν; Δεν έχεις δει πόσο άσχημη είναι; Και επιπλέον είναι τεμπέλα, δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει την οικογένειά μας, ενώ εσύ έχεις όλα τα προτερήματα». Η Σιρίν πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα πέντε. Ο μεγάλος της γιος είναι είκοσι δύο χρονών και είναι ήδη παντρεμένος. Η Σιρίν έχει ακόμα τρία παιδιά. Ο Φαουάντ είναι γύρω στα σαράντα, έχει δηλαδή τα διπλά μου χρόνια. Έχει σγουρά γκριζωπά μαλλιά που τα χτενίζει με λάδι μουστάρδας. Φοράει μεγάλα ψεύτικα δαχτυλίδια. Δε μου αρέσει καθόλου. Από περιέργεια όμως τον ρωτάω: «Γιατί μου κάνεις κομπλιμέντα;» «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου από τότε που μπήκες στην οικογένειά μας...» Είμαι σίγουρη ότι η μητέρα του τον ορμήνεψε να μου πει αυτές τις κουβέντες. Ο Φαουάντ είναι ο λιγότερο τεμπέλης από όλα τα αδέλφια του. Αναμφίβολα αυτός είναι ο λόγος που η πεθερά μου τον επέλεξε για να με παντρευτεί. Όμως δε θέλω να υποταχτώ και τον στέλνω από κει που ήρθε. Απομακρύνεται απογοητευμένος. Βλέπω την Κιράν που μας κατασκόπευε πίσω από το παράθυρό της. Βγαίνει από το δωμάτιό της με το κινητό στο χέρι και μπροστά μου τηλεφωνεί στον Σελίμ. Του μιλάει πολύ δυνατά για να ακούω τη συζήτηση.
«Ο γάμος με τον Φαουάντ έκλεισε. Η Ναζιράν συμφώνησε και είναι πολύ ευτυχισμένη». Με απόλυτα αυταρχικό ύφος μου δίνει το τηλέφωνο. Ψελλίζω στο ακουστικό, καθώς δεν τολμώ να αντικρούσω την Κιράν που με κοιτάζει με δολοφονικό βλέμμα. Νιώθω την απειλή που πλανιέται πάνω από το κεφάλι μου. Ξέρω ότι είναι ικανή να μου πάρει τα παιδιά. Το έχει αποδείξει άλλωστε. Ο Σελίμ γκρινιάζει στο ακουστικό. «Δεν εγκρίνω καθόλου την απόφασή σου, αλλά θα έρθω την Παρασκευή να διαπραγματευτώ με τα πεθερικά σου. Θα ζητήσω έναν όρο στο γαμήλιο συμβόλαιο, να παίρνεις ένα ποσό σε περίπτωση που χωρίσεις με τον Φαουάντ». Γυρίζοντας, βλέπω τη Ρουμπίνα που έχει κολλήσει από πίσω μου. Έχοντας ακούσει όλη τη συζήτηση, φωνάζει στο ακουστικό: «Η τελετή θα γίνει σήμερα. Αν θέλεις να παρευρεθείς, πρέπει να έρθεις αμέσως». «Μα είναι τουλάχιστον τρεις ώρες δρόμος και ο αδελφός μου δε θα προλάβει να έρθει έγκαιρα» διαμαρτύρομαι. Ο Σελίμ εκνευρίζεται. «Μη δεχτείς να γίνει ο γάμος σήμερα. Πρέπει να με περιμένεις μέχρι την Παρασκευή, αλλιώς να ξεχάσεις ότι έχει αδελφό!» Εκείνη τη στιγμή η Ρουμπίνα μου αρπάζει το τηλέφωνο και το κλείνει. Τρέχω στο δωμάτιό μου και κοπανάω την πόρτα. Πέφτω κλαίγοντας στο κρεβάτι. Αυτό που φοβόμουν γίνεται, και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Δέκα λεπτά αργότερα ακούω τη φωνή του μουλά. «Σαλάμ αλέκουμ. Οι μελλόνυμφοι είναι έτοιμοι;» «Καθίστε, σας παρακαλώ. Πηγαίνω να τους φωνάξω» του απαντάει η Κιράν. Η πεθερά μου μπαίνει στο δωμάτιο και μου λέει χαμηλόφωνα: «Ναζιράν, σήκω πάνω και σταμάτα να κλαψουρίζεις! Έχεις δει τη μούρη σου πώς είναι; Θα πεις στον μουλά ότι παντρεύεσαι με τη θέλησή σου, αλλιώς δε θα ξαναδείς ποτέ τις κόρες σου. Το κατάλαβες;» Βγάζει από το μπαούλο της και μου δίνει μια παλιά κόκκινη τουνίκ. Το κόκκινο είναι το χρώμα του γάμου αλλά και το χρώμα που παίρνει η άμμος όταν σκοτώνεται ένας αθώος, σύμφωνα με τις δοξασίες της περιοχής μας. «Φόρεσε γρήγορα αυτό. Πηγαίνω να μιλήσω στη Σιρίν να συγκρατηθεί κατά τη διάρκεια της τελετής». Η Ρουμπίνα μπαίνει με τη σειρά της και μου λέει: «Αν ο μουλάς ρωτήσει πού είναι η οικογένειά σου, πρέπει να του απαντήσεις ότι οι γονείς σου ήταν πολύ απασχολημένοι και δεν μπορούσαν να έρθουν σήμερα. Έτσι κι αλλιώς δε θα υπάρχει κανένας καλεσμένος στο γάμο». Βγαίνουν και οι δύο από το δωμάτιο. Είμαι εγκλωβισμένη. Σηκώνομαι μηχανικά για να ετοιμαστώ. Αποφασίζω να βάλω μαύρα ρούχα ως ένδειξη του πένθους μου αλλά και
της διαφωνίας μου για όλο αυτό που γίνεται. Η πεθερά μου ξαναμπαίνει στο δωμάτιο. Βλέποντας με στα μαύρα μου ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα αλλά δεν τολμάει να πει λέξη, γιατί η πόρτα είναι ανοιχτή και ο μουλάς θα μπορούσε να μας ακούσει. Η Κιράν τακτοποιεί βιαστικά το δωμάτιο, πετάει ό,τι ρούχα βρίσκει μέσα στο μπαούλο μου και με προσποιητή χαρά φωνάζει τον μουλά: «Ελάτε, περάστε στο δωμάτιο. Καθίστε εδώ. Ορίστε και η μέλλουσα νύφη». Ο μουλάς είναι ένας ξερακιανός γέρος. Στο κεφάλι του φοράει ένα άσπρο τουρμπάνι. Δε με κοιτάζει καν. Δεν καταλαβαίνω αν αντιλαμβάνεται πόσο πόνο νιώθω. Οι κουνιάδοι και οι κουνιάδες μου μπαίνουν στο δωμάτιο και κάθονται στο πάτωμα σιωπηλοί. Ο μουλάς ίσως αντιληφθεί ότι η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Ίσως αρνηθεί να τελέσει το μυστήριο... Ο Φαουάντ έρχεται να καθίσει δίπλα μου. Τον αγνοώ. Με αηδιάζει. Η μυρωδιά του ιδρώτα του μου φέρνει εμετό. «Είσαι έτοιμη για το γάμο;» με ρωτάει ο μουλάς. Ψελλίζω μερικές κουβέντες με πνιχτή φωνή. «Μα πού είναι οι γονείς σου;» «Ο πατέρας μου έχει πεθάνει και ο αδελφός μου δεν μένει εδώ». «Καλώς... Λοιπόν παντρεύεσαι τον Φαουάντ με τη θέλησή σου;» Μετά βίας μουρμουρίζω ναι και σκύβω το κεφάλι. Ο μουλάς ρωτάει το ίδιο πράγμα τον Φαουάντ που απαντάει ναι με τη σειρά του. Ακούω σα μέσα σε εφιάλτη τον μουλά που ρωτάει τον Φαουάντ αν έχει προβλέψει να μου δίνει κάποιο χρηματικό ποσό σε περίπτωση χωρισμού. Η πεθερά μου πετάγεται και απαντάει στη θέση του γιου της αναστενάζοντας: «Κύριε μουλά μου, τρέφουμε μεγάλο σεβασμό για τη Ναζιράν, αλλά ο γιος μου δεν έχει την οικονομική δυνατότητα». «Καλά λοιπόν. Θα κάνουμε ένα απλό συμβόλαιο». Ο μουλάς μου δίνει το γαμήλιο συμβόλαιο όπου τρέμοντας πιέζω το γεμάτο μελάνι δάχτυλό μου, στη θέση της υπογραφής. Ορίστε λοιπόν είμαι πάλι παντρεμένη. Είμαι επισήμως η γυναίκα του Φαουάντ. Ο μουλάς μας συγχαίρει και σηκώνεται. Προτού φύγει ο Φαουάντ του δίνει 100 ρουπίες. Η Κιράν τηλεφωνεί στον Σελίμ για να του ανακοινώσει πως παντρεύτηκα. Μου τον δίνει στο τηλέφωνο. Ο Σελίμ με βρίζει. Μου λέει ότι δε με θεωρεί πλέον αδελφή του και μου κλείνει το τηλέφωνο. Νιώθω ένα απόλυτο κενό. Δε θα με αφήσουν ποτέ στην ησυχία μου. Ο Ραφίκ μου λέει: «Αν είχες διαλέξει εμένα, θα ήσουν πιο ευτυχισμένη!» Δεν του απαντώ. Με παγίδεψαν και τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω. Το μόνο που μπορώ
να κάνω είναι να αρνηθώ να ολοκληρωθεί ο γάμος. Το βράδυ του γάμου η Κιράν παίρνει τη Χίνα στο δωμάτιό της για να μείνω μόνη. Ξέρω ότι ο Φαουάντ θα έρθει να κοιμηθεί μαζί μου. Είμαι κουλουριασμένη στο κρεβάτι μου όταν ακούω τα βαριά του βήματα έξω από την πόρτα. «Αγαπημένη μου γυναίκα, να ’μαι κι εγώ. Ήρθα να κοιμηθώ μαζί σου» μου λέει με λάγνο ύφος. «Δεν υπάρχει περίπτωση. Φύγε αμέσως από δω!» του απαντάω με πολύ σταθερή και αυστηρή φωνή. Απελπισμένος, ακουμπάει στον τοίχο κι εγώ συνεχίζω όλο θυμό: «Γιατί έκανες αυτόν το γάμο, Φαουάντ;» «Γιατί σε θέλω από την πρώτη στιγμή που μπήκες στην οικογένειά μας». «Εγώ όμως δε σ’ αγαπώ. Ανήκω στον Αντίλ και μόνο σ’ αυτόν». Αναστενάζοντας, ο Φαουάντ φεύγει από το δωμάτιο και επιστρέφει στο σπίτι του και στη Σιρίν. Το επόμενο πρωί βρίσκω το αγαπημένο μου κατσικάκι νεκρό έξω από την πόρτα του δωματίου μου. Με τον Αντίλ το είχαμε βαφτίσει Τσούτσι και ήταν το αγαπημένο του κατσικάκι. Μάλιστα, πήγαινε ο ίδιος και του έφερνε φρέσκο χορτάρι για να φάει. Η Τσούτσι μας είχε εξημερωθεί, τριγύριζε στο δωμάτιό μας και μας ακολουθούσε παντού σα σκυλάκι. Μετά το θάνατο του Αντίλ είχα δεθεί ακόμα περισσότερο με την Τσούτσι, γιατί μου θύμιζε τις όμορφες στιγμές που είχα περάσει με τον άνδρα μου. Μόλις το βρίσκω νεκρό, τρέχω και κλείνομαι στο δωμάτιο μου. Από το παράθυρό μου ακούω τη Ρουμπίνα να λέει στη μητέρα της ψιθυριστά: «Η Σιρίν δηλητηρίασε την Τσούτσι για να εκδικηθεί τη Ναζιράν...» Όταν ο Φαουάντ έρχεται να μας βρει στην αυλή, η Κιράν τον ρωτάει πως πέρασε τη νύχτα. Εκείνος της εξομολογείται ότι αρνήθηκα αν μοιραστώ το κρεβάτι μου μαζί του. Η Κιράν αρχίζει την γκρίνια: «Πρέπει να υποχωρήσεις, Ναζιράν. Είσαι πλέον η γυναίκα του και ο Φαουάντ έχει όλα τα δικαιώματα πάνω σου». Για τρεις μέρες μένω κλεισμένη στο δωμάτιό μου φορώντας τη μαύρη τουνίκ. Δεν πηγαίνω να δουλέψω στα χωράφια και αρνούμαι να φάω με την υπόλοιπη οικογένεια. Η Ρουμπίνα έρχεται να με δει πολλές φορές και κάθε φορά της λέω πως δεν πεινάω. Κάθε βράδυ ο Φαουάντ έρχεται στο δωμάτιό μου, αλλά εγώ τον διώχνω κλαίγοντας. Το πρωί της τέταρτης μέρας δεν έχω σχεδόν καθόλου δυνάμεις. Η μικρή μου Χίνα ανησυχεί. Έρχεται όλο γύρω μου και μυξοκλαίει: «Είσαι άρρωστη μαμά; Θα πεθάνεις όπως ο μπαμπάς;» Την παίρνω αγκαλιά. «Όχι, αγάπη μου. Θα περάσει. Είμαι απλώς κουρασμένη». Η ανησυχία της κορούλας μου με αναστατώνει. Δεν μπορώ να την εγκαταλείψω. Αποφασίζω να σηκωθώ. Πηγαίνω στην αυλή να φτιάξω τσάι. Οι κουνιάδες μου είναι
στην αυλή και ταΐζουν τα παιδιά τους. Η Ρουμπίνα με συγχαίρει που σηκώθηκα: «Είσαι καλύτερα, Ναζιράν; Έλα λοιπόν να φας κάτι!» Μου δίνει λίγο ψωμί. Το τρώω χωρίς όρεξη πίνοντας γλυκό τσάι με γάλα. Η Ρουμπίνα με σερβίρει ξανά. Μένω σιωπηλή, αλλά δεν έχει σκοπό να με αφήσει στην ησυχία μου. «Ναζιράν, είσαι παντρεμένη πια. Το ξέρεις ότι πρέπει να κοιμηθείς με τον Φαουάντ...» Το νέο έχει κάνει το γύρο της οικογένειας. Βλέπω και τις άλλες κουνιάδες μου να συγκατανεύουν και να λέει η κάθε μια το σχόλιο της: «Είσαι η γυναίκα του και πρέπει να του δοθείς!» «Δεν μπορείς να το αρνηθείς!» Προσπαθώ να το παίξω αδιάφορη, αλλά αυτές επιμένουν οπότε κάποια στιγμή τους λέω: «Ανήκω στον Αντίλ. Ήμουν δική του, είμαι δική του και θα παραμείνω δική του. Ο Φαουάντ μου φέρνει αηδία». Η Κιράν βάζει το κερασάκι στην τούρτα: «Αν του αρνηθείς, μικρή μου, τότε θα δεις τι θα πει δυστυχία. Είσαι ανόητη. Πρέπει να υπακούς τον άνδρα σου, τελεία και παύλα». Της ρίχνω ένα βλέμμα όλο μίσος. Έχοντας πάρει δυνάμεις από το ψωμί και το τσάι πηγαίνω βόλτα στο λαχανόκηπο. Θέλω την ησυχία μου και δεν έχω διάθεση να μιλήσω σε κανέναν. Παίρνω μαζί μου και τη Χίνα. Καθόμαστε κάτω στο χώμα και της δείχνω πώς να ξεριζώνει τα ζιζάνια που πνίγουν τα λαχανικά. Της μαθαίνω τα φυτά: τις ντομάτες, τα κουνουπίδια... Και τότε εμφανίζεται η Σιρίν: «Λοιπόν, Ναζιράν, είσαι ευχαριστημένη που μου έκλεψες τον άνδρα;» Διαμαρτύρομαι κι αυτή γελάει μοχθηρά: «Το ξέρω καλά ότι ο Φαουάντ σε επισκέπτεται κάθε βράδυ. Τι νόμιζες ότι είμαι χαζή; Πρόσεχε μη συμβεί κανένα κακό σ’ εσένα και στην κόρη σου!» Φτύνει προς τη μεριά μου, κάνει μεταβολή και επιστρέφει στο σπίτι της. Η Χίνα με κοιτάζει έντρομη. «Μαμά, θα μας σκοτώσει όπως την Τσούτσι;» Της λέω να μην ανησυχεί και ότι δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα. Περιμένω να απομακρυνθεί η Σιρίν για να επιστρέψω. Η Χίνα τρέχει να βρει τη γιαγιά της που καθαρίζει σπανάκι στην αυλή. Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, η μικρή της επαναλαμβάνει λέξη προς λέξη αυτά που είπε η Σιρίν. Η Κιράν απαυδισμένη πηγαίνει προς το σπίτι της Σιρίν που βρίσκεται λίγα μέτρα από το δικό μας και της φωνάζει: «Σιρίν, ποια νομίζεις ότι είσαι; Η Ναζιράν είναι γυναίκα του Φαουάντ και έχει κάθε δικαίωμα να την επισκέπτεται όποτε θέλει». Ξέρω πως η Σιρίν είναι μέσα στο σπίτι της. Ακούει μια χαρά την Κιράν, αλλά δεν ξεμυτίζει. Η πεθερά μου επιστρέφει στην αυλή και μου λέει επιθετικά:
«Κι εσύ το καλό που σου θέλω να κοιμηθείς με τον άντρα σου. Αλλιώς θα το μάθει όλο το χωριό και θα είναι η απόλυτη ντροπή για όλη την οικογένεια!» Κλείνομαι στο δωμάτιό μου κι αυτήν τη φορά αποφασίζω να μην ξαναβγώ. Δε θέλω να υποστώ άλλο τις επιθέσεις της Σιρίν, τις παρατηρήσεις της Κιράν και τις νυχτερινές επισκέψεις του Φαουάντ.
14. Η Ρουμπίνα χτυπάει την πόρτα. Αφήνει ένα φλιτζάνι τσάι και ένα κομμάτι ψωμί δίπλα μου και μου λέει ξερά: «Ναζιράν, φτάνει πια. Είναι μια εβδομάδα που δεν τρως τίποτα. Στο χωριό έχουν αρχίσει πλέον να κυκλοφορούν φήμες. Ο κόσμος λέει ότι τρελάθηκες». Καθώς είμαι ξαπλωμένη, γυρίζω το κεφάλι μου προς τον τοίχο. Δε θέλω να της μιλήσω και δε με νοιάζει τι λένε στο χωριό. Νιώθω ότι έχω ήδη πεθάνει έτσι κι αλλιώς. Κάθε φορά που σηκώνομαι από το κρεβάτι ζαλίζομαι και λιποθυμάω. Οι δυνάμεις μου με έχουν εγκαταλείψει. Παραπαίω εντελώς. Ούτε η παρουσία της κόρης μου δε με παρηγορεί. Ο Φαουάντ έχει αρχίσει να ανησυχεί για την υγεία μου. Τον ακούω που μιλάει στην αυλή με την Κιράν. Θέλει να με πάει σε γιατρό και η Κιράν συναινεί. Φοβάται μην αρχίσουν να σχολιάζουν στο χωριό ότι άφησε τη νύφη της να πεθάνει... Ο Φαουάντ πηγαίνει να ειδοποιήσει τον γείτονα που έχει αυτοκίνητο. Δεν μπορώ να περπατήσω και ο Φαουάντ με παίρνει στα χέρια του μέχρι το αυτοκίνητο. Με ξαπλώνει προσεκτικά στα πίσω καθίσματα. Το κεφάλι μου κρέμεται στο κενό. Μου στερεώνει το κεφάλι στην πόρτα και βάζει από κάτω ένα μαξιλάρι για να με κρατάει. Ο Φαουάντ κάθεται μπροστά μαζί με τον γείτονα. Τον βλέπω που κλαίει. «Τη βλέπεις πόσο έχει αδυνατίσει; Ένας πραγματικός σκελετός...» μουρμουρίζει. «Γιατί κλαις, Φαουάντ; Εσύ φταις που η γυναίκα σου είναι σ’αυτό το χάλι. Εσύ την κακομεταχειρίζεσαι» του λέει ο γείτονας. «Μην κατηγορείς εμένα. Η μητέρα μου και οι αδελφές μου με υποχρέωσαν να την παντρευτώ, και η Ναζιράν δεν άντεξε αυτόν το γάμο». Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού λιποθυμάω αρκετές φορές. Ανακτώ τις αισθήσεις μου λίγο πριν φτάσουμε στον γιατρό. Με ξαπλώνουν σε ένα μεταλλικό κρεβάτι και ο Φαουάντ μιλάει με τον γιατρό: «Δεν τρώει πια, λιποθυμάει συνεχώς και έχει σπασμούς... Γνωρίζετε τι αρρώστια είναι;» Ο γιατρός παίρνει την πίεση μου. Είναι πολύ χαμηλή. «Η γυναίκα σας έχει ψυχολογικά προβλήματα, συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης» λέει ξερά στον Φαουάντ. Ο Φαουάντ είναι πολύ αμήχανος και ρωτάει τι μπορεί να κάνει. «Πρέπει να την πάτε στην Μπαχαουαλπούρ. Εκεί υπάρχει ένα νοσοκομείο για τους ψυχικά άρρωστους». Ξαναφεύγουμε με το αυτοκίνητο. Στην Μπαχαουαλπούρ ένας νοσοκόμος με ξαπλώνει σ’ ένα κρεβάτι. Μετά από λίγη ώρα δύο γιατροί έρχονται να με εξετάσουν.
Μια νοσοκόμα μου ζητάει να σηκώσω το χέρι μου για να μου πάρει την πίεση, αλλά δεν έχω δύναμη να κουνηθώ. «Είναι τόσο αποστεωμένη που ούτε το χέρι της δεν μπορεί να σηκώσει» την ακούω να ψιθυρίζει. «Δεν έχει κανένα νόημα να κάνει εισαγωγή εδώ. Θα πεθάνει» λέει ένας νεαρός. Ένας άλλος γιατρός, πιο μεγάλος σε ηλικία, ρωτάει θυμωμένα τον Φαουάντ: «Γιατί η γυναίκα σας είναι σε τόσο άθλια κατάσταση; Τι της κάνατε;» Ο Φαουάντ ψελλίζει ότι έχω πάθει κατάθλιψη και δεν τρώω τίποτα από τότε που παντρευτήκαμε. «Πρέπει να αποκτήσει ξανά όρεξη για τη ζωή, αλλιώς θα πεθάνει» του λέει ο γιατρός. «Πρέπει να την ταΐζετε καλά και να μην την πιέζετε για τίποτα απολύτως». Έπειτα κάνει νόημα στη νοσοκόμα και προσθέτει: «Λοιπόν θα της βάλουμε ορό όλη την ημέρα για την αφυδάτωση. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε». Το βράδυ ο Φαουάντ με γυρίζει με το αυτοκίνητο στο σπίτι. Όταν επιστρέφουμε στο χωριό, νιώθω λίγο καλύτερα. Η Χίνα με περιμένει με αγωνία. Όταν με βλέπει καθισμένη στο κρεβάτι στο δωμάτιό μου νιώθει ανακούφιση που έχω λίγο περισσότερες δυνάμεις και λέει όλο χαρά: «Η μαμά μπορεί και κάθεται. Μαμά, πες κάτι!» Ακόμα όμως δεν μπορώ να μιλήσω. Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει ξανά. Της κάνω νόημα να με αφήσει να κοιμηθώ. Την επομένη μαθαίνω από τη Ρουμπίνα ότι η Μουχταρά, αυτή που έχει την κόρη μου, τη Φίζα, γέννησε το μωρό της. «Είναι κοριτσάκι. Τι να κάνουμε, είναι καλύτερα από το τίποτα. Πέντε χρόνια πάλευε να μείνει έγκυος» λέει η Ρουμπίνα. «Το επόμενο θα είναι σίγουρα αγόρι, αν το θέλει ο Θεός». Η Ρουμπίνα με βοηθάει να πιω ένα φλιτζάνι τσάι με γάλα στο οποίο έχει βάλει πολλή ζάχαρη για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Η γέννηση της κόρης της Μουχταρά δε μου δίνει χαρά. Φοβάμαι για τη Φίζα μου που μένει μαζί τους. Τώρα που η Μουχταρά έχει δικό της παιδί θα παραμελεί την κόρη μου. Η σκέψη και μόνο ότι θα κακομεταχειρίζεται την κόρη μου μού φέρνει τρέλα. Είναι τόσο μικρή ακόμα. Σήμερα προσπαθώ να φάω και να πιω πολύ τσάι για να συνέλθω. Η Ρουμπίνα μου ετοιμάζει θρεπτική κοτόσουπα. Μετά από καμιά δεκαριά μέρες οι δυνάμεις μου επανέρχονται σιγά σιγά. Ζητάω από τη Χίνα να φέρει την αδελφή της από τη Μουχταρά. Θέλω να δω το μωρό μου τώρα που μπορώ και έχω δυνάμεις. Ακούω κοριτσίστικα γέλια έξω από την πόρτα μου και βλέπω τη Φίζα να τρέχει προς το μέρος μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη με φωνάζει μαμά. Δε μ’ έχει ξεχάσει λοιπόν. Εντούτοις, συμβαίνει αυτό που φοβόμουν. Η Χίνα
μου περιγράφει τι είδε στη Μουχταρά: «Η Φίζα δε σταματάει να κλαίει και η Μουχταρά θυμώνει και τη δέρνει». Η καημένη η Φίζα θα νιώθει παραμελημένη από τότε που γεννήθηκε το μωρό. Αυτό μου ραγίζει την καρδιά. Η Μουχταρά όχι μόνο μου πήρε το μωρό αλλά το δέρνει κιόλας. Ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι μόλις θα είμαι πιο γερή, θα πάρω πίσω το παιδί μου με οποιονδήποτε τρόπο. Όπως κάθε μέρα η Χίνα μου ζητάει τη φωτογραφία του πατέρα της που κρέμεται στον τοίχο του δωματίου. Είναι ένα πορτρέτο του Αντίλ. Φαίνεται τόσο νέος σ’ αυτήν τη φωτογραφία! Κοιτάζει με σοβαρό ύφος. Τον βρίσκω πολύ γοητευτικό με το λεπτό του μουστάκι και τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μάτια. Πώς να ανεχτώ τον Φαουάντ... Δίνω τη φωτογραφία στη Χίνα. Μιλάει στον μπαμπά της. Του λέει ιστορίες και του τραγουδάει τραγούδια... Παρ’ όλα αυτά μετά από μερικές μέρες υποτροπιάζω. Αισθάνομαι πάλι κουρασμένη και μελαγχολική. Δεν έχω όρεξη και δεν μπορώ να καταπιώ ούτε την κοτόσουπα της Ρουμπίνα. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν και μένω για διαστήματα αναίσθητη. Χάνω την αίσθηση του χρόνου. Ένα πρωί δυο γείτονες, ο Τζαλίλ και η γυναίκα του, έρχονται να με δουν. Οι γείτονές μας είναι αξιαγάπητοι και τα πάω πολύ καλά μαζί τους. Θέλουν να μάθουν τι συμβαίνει και μου λένε χαμηλόφωνα: «Αν δε θες να μιλήσεις με την οικογένεια του άνδρα σου, πες σ’ εμάς τι σου συμβαίνει!» Ο Τζαλίλ μου δίνει λίγο νερό. Ανασηκώνομαι με τις λίγες δυνάμεις που έχω. Ανοίγω το στόμα, αλλά δεν μπορώ να πιω. Φτύνω το νερό βήχοντας. Ο γείτονας λέει στην πεθερά μου: «Πρέπει να ειδοποιήσετε τον αδελφό της. Πρέπει επειγόντως να έρθει να τη δει!» Ακούω την Κιράν που παίρνει τον Σελίμ στο τηλέφωνο και τον βάζει σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούει και ο Φαουάντ. «Η αδελφή σου δεν είναι καλά. Μπορεί να πεθάνει...» «Είσαι υπεύθυνη για την κατάστασή της» φωνάζει ο αδελφός μου στην Κιράν. «Εξαιτίας σου είναι σ’ αυτό το χάλι! Μου είχες υποσχεθεί ότι θα ήταν ευτυχισμένη... Αυτό το λες εσύ ευτυχισμένη; Θα έρθουμε να την πάρουμε κοντά μας». «Η Ναζιράν θα μείνει εδώ!» διαμαρτύρεται ο Φαουάντ. «Είναι η γυναίκα μου και είναι δική μου ευθύνη να γίνει καλά. Αλλιώς οι κάτοικοι του χωριού θα λένε ότι δεν τη φρόντισα». «Πρέπει να την πάμε σε έναν πιρ !» «Η Κιράν έχει ήδη επικοινωνήσει με έναν θεραπευτή που θα μας επισκεφθεί σήμερα το απόγευμα. Είναι ο πιρ Χασνάν Σαχ από το μαυσωλείο Λαλ Σαν Ντι Κρορ, ένας άνδρας σοφός που έχει γιατρέψει πολλές τέτοιες περιπτώσεις». Ο πιρ φτάνει στο σπίτι μας με τον βοηθό του, τον χαλιφά, το βραδάκι. Η Κιράν ανοίγει την πόρτα του δωματίου μου. Εγώ έχω πέσει σε έναν λήθαργο. Με ξυπνάει η
βροντερή φωνή του πιρ. «Αυτή είναι λοιπόν; Αυτή δεν μπορώ να τη γιατρέψω! Είναι εντελώς αποστεωμένη και θα πεθάνει!» Η Κιράν παίρνει το πιο γλυκό της ύφος και επιμένει. «Είστε η τελευταία μας ελπίδα. Φροντίστε τη καλά και μην ανησυχείτε, εμείς θα σας ανταμείψουμε ανάλογα». «Θα βάλω τα δυνατά μου. Αλλά πρώτα από όλα θα βγείτε όλοι από το δωμάτιο, θέλω να μείνω μόνος μαζί της». Ακούω βήματα και μισόλογα στην αυλή. Ο πιρ κλείνει την πόρτα. Μόλις μένουμε οι δυο μας στην απόλυτη ηρεμία, ο πιρ ανάβει αρωματικά ξυλάκια και λιβανίζει με το άρωμά τους το σώμα μου. Είμαι ημιαναίσθητη. Ο πιρ με σοβαρή φωνή μου λέει να μην ανησυχώ και ότι σύντομα θα αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Κάθεται δίπλα μου και ψέλνει προσευχές πάνω από ένα ποτήρι νερό το οποίο μετά με βάζει να πιω. Ξαφνικά ανοίγω τα μάτια μου. Βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνωσης. Ο πιρ με παρατηρεί. Είναι ένας γεροδεμένος άνδρας γύρω στα πενήντα με διαπεραστικό βλέμμα. Τα κατάμαυρα μάτια του υπνωτίζουν. Μου εξηγεί χαμηλόφωνα: «Κάποιος σου έχει κάνει μάγια. Ένα κακό πνεύμα έχει κυριεύσει το σώμα σου και σε καταστρέφει. Αλλά εγώ θα το διώξω αυτό το δαιμονικό πνεύμα». Ο πιρ φωνάζει από το παράθυρο και διατάζει τον βοηθό του: «Τρέχα στο νεκροταφείο. Πάνω σ’ έναν τάφο θα βρεις ένα αντικείμενο μαύρης μαγείας. Φέρ’ το μου αμέσως». Ο χαλιφά φεύγει τρέχοντας. Όταν επιστρέφει, κρατάει σφιχτά στο χέρι ένα φυλαχτό. «Να το, δάσκαλε! Το βρήκα!» λέει λαχανιασμένος. Ο πιρ παρατηρεί το φυλαχτό, ξεδιπλώνει το χαρτί που είχε μέσα και αφού το διαβάζει προσεκτικά, ανακοινώνει όλο σοβαρότητα: «Το κορίτσι έχει κυριευτεί από ένα πολύ κακό πνεύμα. Χρειάζομαι μια μαύρη κατσίκα και έναν μαύρο κόκορα. Βιαστείτε γιατί το κορίτσι μπορεί να πεθάνει». Μόλις η πεθερά μου φέρνει τα ζώα, ο πιρ με διατάζει με αινιγματική φωνή: «Ξάπλωσε στο πάτωμα!» Βλέπω την οικογένεια να κοιτάζει όλο περιέργεια από το παράθυρο. Ο πιρ περιστρέφει την κατσίκα και τον κόκορα επτά φορές γύρω από μένα απαγγέλλοντας επτά φορές το ίδιο κομμάτι από το Κοράνι. Έπειτα στρίβει το λαιμό του κόκορα που στριγγλίζει από τον πόνο. Ο πιρ κλείνει τα μάτια και λέει με μυστηριώδη φωνή: «Βασιλιά των δαιμονικών πνευμάτων, έλα να βρεις το παιδί σου που έχει κυριεύσει το σώμα αυτού του κοριτσιού. Αυτή η νέα γυναίκα δε σου έχει κάνει κανένα κακό. Το πνεύμα σου πρέπει να φύγει από μέσα της!» Ο πιρ με διατάζει να σηκωθώ: «Τώρα θα βάλεις το χέρι σου πάνω σ’ αυτήν την κατσίκα και μετά θα πας να πλυθείς».
Με κρατάει από τους ώμους και εγώ βρίσκω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου λέει. Η κατσίκα τρέμει μόλις την ακουμπάω και μετά πέφτει ξερή. Τα μάτια της γυρίζουν ανάποδα και αφροί βγαίνουν από το στόμα της. Ο πιρ εξηγεί στον βοηθό του ότι πρέπει να κόψει την κατσίκα σε κομμάτια και μετά να πάει να τα πετάξει στο νεκροταφείο. Ο χαλιφά βγάζει το κουφάρι έξω. Μετά ο πιρ λέει στον Φαουάντ να μπει στο δωμάτιο και να με χτυπήσει με ένα φτυάρι στην πλάτη. Είμαι ακόμα ξαπλωμένη στο πάτωμα. Σε κάθε χτύπημα βγάζω ένα στριγκό ουρλιαχτό σα νιαούρισμα αγριόγατας. Ο Φαουάντ με χτυπάει μέχρι να ξεψυχήσει ο κόκορας. Εκείνη τη στιγμή ο πιρ ανακοινώνει: «Το δαιμονικό πνεύμα εγκατέλειψε το σώμα της Ναζιράν, η ψυχή της είναι ελεύθερη». Ο πιρ βγαίνει από το δωμάτιο και ξανάρχεται με φρούτα και κοτόπουλο. Είμαι ακόμα σε κατάσταση ύπνωσης και καταφέρνω να καθίσω. Ο πιρ κόβει ένα κομμάτι μπανάνα και μου το βάζει στο στόμα. Μου έρχεται να κάνω εμετό, αλλά επιμένει να το καταπιώ. Έπειτα ζητάει από την οικογένεια να μου ετοιμάσει κοτόσουπα για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Κάθεται δίπλα μου και χαμογελάει: «Ναζιράν, θα γίνεις καλά. Στο εξής πρέπει να παραμένεις ήρεμη και να μη σκέφτεσαι τις δυστυχίες σου. Πήγαινε τώρα να κάνεις ένα μπάνιο». Τον ευχαριστώ. Νιώθω πολύ πιο ήρεμη τώρα, σα να πήρε κάποιος ένα τεράστιο βάρος από τους ώμους μου. Ένα βάρος που με πίεζε και δε με άφηνε να αναπνεύσω. Η Ρουμπίνα με βοηθάει να φορέσω μια τουνίκ χωρίς μανίκια που τη χρησιμοποιώ όταν πλένομαι. Με συνοδεύει μέχρι την αντλία του νερού, κοντά στο νεκροταφείο, για να με βοηθήσει να πλυθώ. Περπατάω αργά μέχρι εκεί. Το δροσερό νερό με αναζωογονεί και επιστρέφω στο σπίτι όλο δυνάμεις. Τρώω τη σούπα που έφτιαξε η Κιράν και καταβροχθίζω το ψωμί. Η πεθερά μου προσφέρει κοτόπουλο και λαχανικά στον πιρ και τον βοηθό του, κι εκείνοι την ευχαριστούν. Ο Φαουάντ δίνει ένα μάτσο χαρτονομίσματα στον πιρ. Το ποσό είναι μεγάλο, 3000 ρουπίες (30€), αλλά ο πιρ του λέει ότι θα μείνει μαζί μας μέχρι να είμαι σε θέση να του μαγειρέψω να φάει με τα ίδια μου τα χέρια. Τρεις μέρες αργότερα η μητέρα μου μαζί με την αδελφή μου τη Φαράχ έρχονται να με επισκεφτούν. Με κανακεύουν και μου φτιάχνουν νόστιμα φαγητά. Η ζεστή παρουσία τους μου δίνει πάλι όρεξη για ζωή. Νιώθω πολύ πιο ήρεμη όταν έχω τη μητέρα μου κοντά μου. Ο αδελφός μου ο Ταχίρ μου ανακοινώνει στο τηλέφωνο ότι μου στέλνει μια τηλεόραση που τη βρήκε σε τιμή ευκαιρίας και μια παλιά συσκευή που παίζει DVD από το μαγαζί του. Παραλαμβάνω το δέμα λίγες μέρες αργότερα και ο Φαουάντ εγκαθιστά τις συσκευές στο δωμάτιό μου σε ένα τραπέζι κοντά στο κρεβάτι μου. Τώρα μπορώ να βλέπω ταινίες και βιντεοκλίπ από την περιοχή του Πουντζάμπ, που τόσο μου αρέσουν.
Η μικρή μου Χίνα βλέπει ότι αναρρώνω πολύ γρήγορα και μου ζητάει να της πως τις αγαπημένες της ιστορίες. Έτσι της διηγούμαι: «Ένας άνδρας είχε δύο κόρες. Μια μέρα τις ρωτάει: “Ποιος σας ταΐζει κορίτσια μου;” Η πρώτη του λέει: “Εσύ, μπαμπά!” Ο πατέρας ευχαριστιέται με την απάντησή της. Όμως η άλλη κόρη του λέει: “Όχι, δε μας ταΐζεις εσύ, μπαμπά, αλλά ο Θεός!” Ο πατέρας θυμωμένος της λέει: “Πολύ καλά, θα σε παντρέψω με έναν φτωχό άνδρα να δούμε αν ο Θεός θα σας δώσει να φάτε!” Έτσι η μικρή κόρη φεύγει με τον άνδρα της, έναν φτωχό και άρρωστο άνδρα. Μια μέρα όπως κάθονται να ξαποστάσουν κάτω από ένα δέντρο, η κοπέλα ανακαλύπτει μια κασέλα με χρυσάφι. Με όλα αυτά τα χρήματα γιατρεύει τον άνδρα της και μετά αγοράζει ένα μεγάλο σπίτι. Κάποια στιγμή καλεί τον πατέρα της για φαγητό στο σπίτι χωρίς να του αποκαλύψει ποια είναι. Κατά τη διάρκεια του γεύματος κρύβει το πρόσωπό της κάτω από ένα πέπλο. Ο πατέρας της παραξενεμένος λέει: “Τι παράξενο, τα φαγητά μου θυμίζουν τα φαγητά της κόρης μου, που την πάντρεψα με έναν φτωχό και άρρωστο άνδρα!” Τότε η κόρη βγάζει το πέπλο. Ο πατέρας αναγνωρίζει την κόρη του και λέει μετανιωμένος: “Πράγματι, παιδί μου, είχες δίκιο, ο Θεός σε τρέφει!”» Αλλά η αγαπημένη ιστορία της Χίνα είναι η ακόλουθη: Ένας τυφλός και ένας βραδύγλωσσος είναι πάνω σε ένα ποδήλατο. Ο τυφλός οδηγεί και ο κεκές κάθεται από πίσω. Ο τυφλός λέει στον βραδύγλωσσο: «Άμα δεις καμιά λακκούβα στο δρόμο, να με ειδοποιήσεις για να μην πέσουμε μέσα. Ξαφνικά ο βραδύγλωσσος αρχίζει να φωνάζει: «Λα... λα... λλα...» «Τι λες, βρε παιδί μου», του φωνάζει ο τυφλός κι εκείνη τη στιγμή πέφτουν και οι δύο από το ποδήλατο. Τότε ο βραδύγλωσσος φωνάζει: «Λακκούβα!» Η Χίνα πάντα ξεκαρδίζεται με αυτήν την ιστορία. Μετά θέλει να της τραγουδήσω νανουρίσματα, αλλά εγώ έχω ανάγκη από ξεκούραση. Τη δέκατη μέρα στέκομαι πλέον στα πόδια μου και μπορώ να μαγειρέψω.
15. Τελικά κατάφερα να πάρω πίσω το κινητό του Αντίλ. Η Ρουμπίνα μου το είχε κατασχέσει λίγο μετά το θάνατό του. Την είχα ικετέψει να μου το αφήσει για να έχω κάτι από τον άνδρα μου, αλλά μου είπε ότι ο Αντίλ ήταν αδελφός της και ότι έχει το ίδιο δικαίωμα μ’ εμένα να κρατήσει κάτι δικό του για να τον θυμάται. Μόλις έγινα καλά μου το έδωσε πίσω... Η παρουσία του τηλεφώνου μέσα στο δωμάτιό μου με καθησυχάζει, γιατί μπορώ να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου όποτε θέλω. Οι αδελφές και ο αδελφός μου μού τηλεφωνούν τακτικά. Θέλουν να ξέρουν αν ο Φαουάντ μου φέρεται καλά. Τους λέω ότι, ως επί το πλείστον, είναι πολύ καλός. Οι σχέσεις μας έχουν εξομαλυνθεί. Έκανε τα πάντα για να με βοηθήσει να αναρρώσω, και του το χρωστάω. Και εν πάση περιπτώσει είναι ο άνδρας μου πλέον και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Εντούτοις ο Φαουάντ επηρεάζεται από τη Σιρίν. Έχω αντιληφθεί ότι της μεταφέρει όλα όσα σχετίζονται μ’ εμένα. Διαισθάνομαι ότι αυτή η μάγισσα θα επανέλθει. Και δεν πέφτω έξω. Μόλις παίρνω πίσω το κινητό, αρχίζω να δέχομαι ανώνυμα τηλεφωνήματα από άγνωστους άνδρες που μου τηλεφωνούν όλη μέρα και μου κάνουν ανήθικες προτάσεις. Ανακαλύπτω πολύ γρήγορα το γιατί. Η Σιρίν έχει δώσει το νούμερό μου στους αλήτες της περιοχής που περνούν τη μέρα τους παρενοχλώντας με. Κάθε φορά που το σηκώνω ακούω αισχρολογίες. Και κάθε φορά που χτυπάει, βλέπω τη Σιρίν να με κοιτάζει με δόλιο ύφος. Καταλήγω να μην απαντώ πια, γιατί δεν αντέχω τα αισχρόλογα. Αποφασίζω να πάω στην αγορά και να πάρω άλλη κάρτα SIM. Αλλά από την επόμενη μέρα τα ανώνυμα τηλεφωνήματα ξαναρχίζουν. Λες και, ως διά μαγείας, βρήκαν το νέο μου νούμερο... Εξηγώ την κατάσταση στον Φαουάντ και ελπίζω ότι θα με προστατέψει από τη Σιρίν. Με διαβεβαιώνει ότι θα ασχοληθεί προσωπικά με το θέμα. Την επόμενη μέρα όμως έρχεται να με βρει σε έξαλλη κατάσταση. «Η Σιρίν μου είπε πως εσύ επικοινωνείς με όλα αυτά τα αγόρια και πως, από ό,τι φαίνεται, έχεις εραστές στο χωριό». Πέφτω από τα σύννεφα. Δεν μπορώ με τίποτα να φανταστώ τόση κακοήθεια. «Μα επιτέλους, Φαουάντ, αν αυτό ήταν αλήθεια, θα ερχόμουν να σου μιλήσω; Ξέρεις πολύ καλά ότι η Σιρίν με μισεί και δημιουργεί συνεχώς ιστορίες!» Ένα πρωί πηγαίνω στις όχθες του ποταμού με τις κουνιάδες μου για να πλύνω τα ρούχα του Φαουάντ. Εκεί αντιλαμβάνομαι ότι έχω ξεχάσει το σαπούνι και ζητάω πολύ ευγενικά από τη Σιρίν να μου δώσει από το δικό της. Αυτή γελάει δυνατά και λέει: «Αφού έχεις αρκετά χρήματα για να τηλεφωνείς στους εραστές σου, θα έχεις και για
να αγοράσεις σαπούνι». «Λες ό,τι σου κατέβει». Η Σιρίν παίρνει ένα κλαδί από κάτω και αρχίζει να με χτυπάει με όλες της τις δυνάμεις. Ένα χτύπημα με βρίσκει στην πλάτη πριν προλάβω να το αποφύγω. Οι υπόλοιπες γυναίκες μας κοιτάζουν άναυδες, αλλά καμιά δεν τολμάει να σηκώσει το δαχτυλάκι της για να με προστατέψει. Μαζεύω την μπουγάδα και φεύγω για το σπίτι βρίζοντας τη Σιρίν. Η πλάτη μου με πονάει. Πηγαίνω στο δωμάτιό μου, βγάζω την τουνίκ μου και βλέπω ότι η πλάτη μου είναι κόκκινη και πληγιασμένη. Έχω πάλι σπασμούς. Η Σιρίν έχει πραγματικά να κάνει τη ζωή μου κόλαση. Παραμένω στο κρεβάτι. Ο Φαουάντ ανησυχεί. Φοβάται μήπως υποτροπιάσω πάλι και για αυτό μου προτείνει να με πάει στο χωριό που βρίσκεται ο πιρ που με είχε κάνει καλά. Δέχομαι με χαρά. Την επομένη ένα αυτοκίνητο που έχει παραγγείλει ο Φαουάντ έρχεται να μας πάρει. Την ώρα που είμαστε έτοιμοι να φύγουμε η Σιρίν αρχίζει πάλι τη φασαρία. Λέει ότι δεν έχω δώσει τα χρήματα στον Φαουάντ για τα ψώνια που έκανε. Όντως είχα ξεχάσει να πληρώσω τις πιπεριές... Πληρώνω η ίδια για όλα μου τα έξοδα, καθώς ο Φαουάντ, ο γερο-τσιγκούνης, δε μου δίνει δεκάρα. Από τότε που έγινα καλά μπόρεσα να ξαναδουλέψω στα χωράφια και έτσι κερδίζω μερικά χρήματα. «Και τι έγινε! Ξέχασα να επιστρέψω τα χρήματα» λέω στη Σιρίν. «Αν δεν του τα δώσεις, δεν έχεις δικαίωμα να πας στο μαυσωλείο». Της δίνω με περιφρόνηση πέντε ρουπίες, αλλά η Σιρίν ξύνει τα νύχια της για καβγά και φωνάζει: «Γιατί παίρνεις τον Φαουάντ μαζί σου; Δεν μπορείς να πας μόνη σου;» Με προσβάλλει, και ο Φαουάντ κάνει ότι δεν ακούει. Οι γείτονες, που έχουν ακούσει τις φωνές, έχουν μαζευτεί γύρω μας. Η Σιρίν έχει ξεσαλώσει, είναι πανευτυχής που έχει το κοινό της. «Η Ναζιράν δεν είναι τίμια γυναίκα. Παριστάνει την αθώα αλλά είναι ανώμαλη! Κοιμάται με όλους τους άνδρες του χωριού!» Οι γείτονες της ζητούν να ηρεμήσει. Ο Φαουάντ έχει απομακρυνθεί διακριτικά σα να μην τρέχει τίποτα. Έχω παγώσει από τη στάση του. Δηλαδή προτιμάει να μην πάρει θέση για να έχει την ησυχία του; Ε, λοιπόν, θα την έχει την ησυχία του. Δε θα του απευθύνω ξανά ποτέ το λόγο. Συγκρατώντας τα δάκρυά μου λέω στο ταξί να φύγει. «Λυπάμαι πραγματικά, αλλά δεν έχω πια όρεξη να πάνω στο μαυσωλείο. Συγχωρέστε με...» Τρέχω να κλειστώ στο δωμάτιό μου για να κλάψω. Η Ρουμπίνα έρχεται να με αγκαλιάσει και τη σπρώχνω. «Είδες όλη τη σκηνή! Γιατί δεν είπες τίποτα; Εσύ είσαι που με πίεσες να παντρευτώ
τον Φαουάντ». Η Ρουμπίνα είναι πραγματικά λυπημένη: «Δεν μπορούσα να πω τίποτα, Ναζιράν, γιατί θα προσέβαλλα τον Φαουάντ. Είναι αδελφός μου, καταλαβαίνεις...» Όχι, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν με υπερασπίζονται. Στο κάτω κάτω, αυτοί με ανάγκασαν να παντρευτώ. Την επομένη αποφασίζω να πάω να δω τον πιρ μόνη μου χωρίς τον Φαουάντ. Παίρνω το λεωφορείο από τον μεγάλο δρόμο μπροστά από το χωριό. Φτάνοντας εκεί, η καρδιά μου είναι γεμάτη λύσσα και πικρία. Αλλά η οικογένεια του πιρ με υποδέχεται με τόση ζεστασιά που σχεδόν ξεχνάω τον θυμό μου. Η μητέρα του, η γυναίκα του και τα παιδιά του μου προσφέρουν μια μπλε βαμβακερή τουνίκ και βραχιόλια. Ο πιρ κάθεται μπροστά από το σπίτι του και καπνίζει. Με χαιρετάει γλυκά. Η γυναίκα του μαγείρεψε ένα γεύμα για να με τιμήσουν. Σπανάκι με λάδι και κοτόπουλο ραγού. Την ώρα που τρώμε, ο πιρ μου εξιστορεί τη ζωή του. Οι πρόγονοί του ήταν και αυτοί θεραπευτές στο ίδιο χωριό και οι γνώσεις τους πέρασαν από γενιά σε γενιά. Είμαι όλο περιέργεια και τον ρωτάω αν ξέρει και από μαύρη μαγεία. Μου λέει ότι ξέρει αλλά δεν την εξασκεί. «Όταν ήμουν νέος πιρ, με μύησαν στη μαύρη μαγεία. Παρέμεινα σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες σε ένα νεκροταφείο. Αυτό μου χάρισε ειδικές μαγικές δυνάμεις. Προσευχόμουν ασταμάτητα για να πολεμήσω τις σατανικές δυνάμεις, αλλιώς θα με είχαν διαλύσει. Κάποιοι μαθητευόμενοι πιρ τρελάθηκαν επιστρέφοντας από το νεκροταφείο, γιατί δεν μπόρεσαν να δαμάσουν τα κακά πνεύματα. Μου διηγείται ότι κατέχει κάποια πνεύματα που τα έχει δαμάσει και μπορεί και τα ελέγχει. «Μπορώ για παράδειγμα να τους ζητήσω να μπουν στο σώμα μιας κατσίκας. Έπειτα δίνω σε κάποιον να φάει κρέας από αυτήν την κατσίκα και, μόλις το φάει, αρχίζει να βελάζει». Η ιστορία του με κάνει και γελάω και τον ρωτάω χαριτολογώντας αν μπορεί να μου δώσει λίγο τέτοιο κρέας να το δώσω στη Σιρίν. Θα ήταν μια καλή εκδίκηση. Ο πιρ χαμογελάει και με ρωτάει με τη σειρά του: «Γιατί παντρεύτηκες τον Φαουάντ;» «Εγώ ποτέ δε θέλησα να τον παντρευτώ. Η πεθερά μου με ανάγκασε. Με εκβίασε ότι αν δεν το έκανα θα μου έπαιρνε τα παιδιά μου...» Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου και ο πιρ μου λέει: «Μη στενοχωριέσαι! Τη μέρα της Κρίσης, οι κακοί θα τιμωρηθούν από τον Αλλάχ και θα καούν στην κόλαση. Δεν πρέπει να κλαις. Να είσαι ευτυχισμένη παρ’ όλα αυτά, και όλα θα τακτοποιηθούν. Θα σου πω ένα μυστικό. Στο εξής, για να προστατευτείς από τα δαιμονικά πνεύματα, θα πρέπει να επαναλάβεις εφτά φορές: «Λα γκαλέμπο Ιλαλάχ». Αυτό θα τα κρατήσει σε απόσταση». Μου δίνει επίσης ένα μπουκαλάκι με λάδι μουστάρδας, το οποίο έχει ευλογήσει με
μια μαγική φόρμουλα και γιατρεύει όλα τα κακά. Επειδή είναι αργά θα περάσω το βράδυ μου εκεί. Πέφτω για ύπνο σε ένα στρώμα στο δωμάτιο των γυναικών. Επιστρέφοντας στα πεθερικά μου την επόμενη μέρα αισθάνομαι πιο ήρεμη. Λέω στην Κιράν ότι ο πιρ με βρήκε σε πολύ καλή κατάσταση και ότι θα ακολουθήσω τις συμβουλές του και θα αποδεχτώ τη μοίρα μου. Το πρόσωπο της Κιράν φωτίζεται. «Αυτό είναι πολύ καλό νέο. Μπράβο». Η πεθερά μου θα πρέπει να μετέφερε τις αποφάσεις μου στον Φαουάντ, γιατί το ίδιο βράδυ εκείνος έρχεται στο δωμάτιό μου. Θέλει να κοιμηθεί μαζί μου και αυτήν τη φορά τον αφήνω. Λέω στον εαυτό μου ότι πρέπει να είμαι υπομονετική και ότι όλα θα φτιάξουν. Την επομένη ακούω την πεθερά μου να παρακινεί τον Φαουάντ να κοιμάται κάθε βράδυ μαζί μου. Ελπίζει ότι θα κάνω επιτέλους έναν γιο. Εννοείται ότι από τότε που ο Φαουάντ πέρασε τη νύχτα μαζί μου η Σιρίν έχει λυσσάξει. Φοβάται ότι ο Φαουάντ θα την εγκαταλείψει τελείως. Με συναντάει στην αυλή και μου λέει: «Πρόσεχε! Κάποια μέρα θα ρίξω βιτριόλι στο χαριτωμένο προσωπάκι σου και θα είσαι τόσο παραμορφωμένη που ούτε εσύ δε θα αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Θα σε σκοτώσω, αλλά όχι μια φορά. Θα σε σκοτώνω κάθε μέρα». Νιώθω να με λούζει κρύος ιδρώτας. Αυτήν τη φορά η Σιρίν με φοβίζει πραγματικά. Το βιτριόλι είναι ένα όπλο στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι. Αγοράζουμε μεγάλες ποσότητες και τις φυλάμε στην αποθήκη με τα εργαλεία. Το χρησιμοποιούμε για να καθαρίζουμε τους σπόρους του βαμβακιού πριν τους φυτέψουμε. Είναι μια πολύ επικίνδυνη δουλειά που την κάνουν οι γυναίκες. Φοράμε πολύ χοντρά γάντια, αλλά και πάλι το οξύ καίει τις άκρες των δακτύλων μας. Αν πέσει μια σταγόνα κάτω, ανοίγει τρύπα στο πάτωμα. Τα μπουκάλια κοστίζουν 30 με 40 ρουπίες. Η Σιρίν είναι ικανή να πραγματοποιήσει την απειλή της. Επειδή ανησυχώ, αποφασίζω να μιλήσω στην Κιράν. Η πεθερά μου σηκώνει τους ώμους και μου λέει: «Μην ανησυχείς, όλο λόγια είναι. Στο τέλος θα της περάσει». Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρη όσο αυτή. Η Σιρίν είναι τρομερά ζηλιάρα. Διατηρεί πάντα την ελπίδα ότι θα γυρίσω στην οικογένειά μου. Ο Φαουάντ από την άλλη είναι πολύ περήφανος που έχει δύο γυναίκες. Εξάλλου αυτός είναι και ένας τρόπος να χειραγωγεί τη Σιρίν. Όταν θέλει να την υποχρεώσει να κάνει κάτι, της λέει ότι θα έρθει να κοιμηθεί μαζί μου. Το ίδιο βράδυ ενημερώνω τον Φαουάντ ότι η Σιρίν απειλεί να με σκοτώσει. Ο άνδρας μου σκάει στα γέλια και με φέρνει στα όριά μου. «Αν δεν κάνεις κάτι να τη μαζέψεις, θα φύγω στον αδελφό μου». Η απειλή μου δεν φέρνει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, καθώς ο Φαουάντ μου λέει:
«Θαυμάσια ιδέα! Θα έρθω μαζί σου. Ας φύγουμε μερικές ημέρες... μέχρι να ηρεμήσει η Σιρίν». Τηλεφωνώ στον Σελίμ από το κινητό του Αντίλ και του προτείνω να πάμε να τον δούμε. Δέχεται με χαρά: «Και βέβαια να έρθεις, Ναζιράν. Φέρε και τις κόρες σου, να παίξουν με τα παιδιά μου». Για μια ακόμα φορά πρέπει να πάρω την άδεια από την Κιράν. Και, όπως το περίμενα, μου απαγορεύει να πάρω μαζί μου τη Χίνα. Φοβάται ότι δε θα γυρίσω πίσω. Αντιθέτως η Μουχταρά δέχεται να πάρω μαζί μου τη Φίζα, καθώς είναι πολύ απασχολημένη με το μωρό της. Περνάμε δύο ήσυχες μέρες στο σπίτι του Σελίμ με τον οποίο τα έχουμε ξαναβρεί από τότε που αρρώστησα. Κοιτάζω να εκμεταλλευτώ όσο πιο πολύ μπορώ αυτήν την ηρεμία μακριά από τη Σιρίν. Δεν έχω καμία όρεξη να επιστρέψω στο χωριό. Έτσι, όταν ο Σελίμ μου προτείνει να πάμε στη Λαχώρη, πετάω από τη χαρά μου. Ο αδελφός μου πρέπει να πάει τη μητριά μας τη Ζουμπιέντα στο μεγάλο, ξακουστό σ’ όλη τη χώρα, μαυσωλείο του Ντάτα Γκαντζ Μπακς, να προσευχηθεί για τον πατέρα μου. Ο Φαουάντ δέχεται χωρίς καμία διαμαρτυρία να κάνω αυτό το ταξίδι, αλλά αυτός επιστρέφει στο χωριό. Θα επισκεφτώ τη Λαχώρη για πρώτη φορά στη ζωή μου. Μια τόσο μεγάλη πόλη! Είναι τόσο συναρπαστικό! Με τη μητριά μου, τον Σελίμ και τη μικρή Φίζα παίρνουμε το λεωφορείο. Η μητριά μου έχει ηρεμήσει πολύ από τότε που πέθανε ο πατέρας μου. Δε βλέπω πια στο πρόσωπό της την υστερική μέγαιρα που μου προκαλούσε τρόμο. Έχει αφήσει πια τη θέση της σε μια εύθραυστη ηλικιωμένη γυναίκα που περπατά με μικρά βηματάκια. Το ταξίδι κρατάει εφτά ώρες. Ο δρόμος είναι άσχημος και οι επιβάτες αναπηδούν σε κάθε λακκούβα. Η Φίζα δυσκολεύεται να μείνει καθισμένη τόσες ώρες. Ευτυχώς το λεωφορείο σταματάει σε τακτά διαστήματα σε εστιατόρια που βρίσκονται στην άκρη του δρόμου. Πρόκειται για ξύλινες παράγκες όπου σερβίρουν τσάι με γάλα και κρέας ραγού. Φορτηγατζήδες και διάφοροι άλλοι οδηγοί πίνουν το τσάι τους καθισμένοι σε χρωματιστές πλαστικές καρέκλες. Αγοράζω, τσιπς, γλυκά και ένα αναψυκτικό για την κόρη μου. Όταν φτάσουμε στον προορισμό μας αργά το βράδυ, ο σταθμός των λεωφορείων είναι γεμάτος κόσμο. Ένα τεράστιο πλήθος στριμώχνεται και χώνεται στα λεωφορεία που φεύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ανεβαίνουμε και οι τέσσερις σε ένα ρίκσο και στριμωχνόμαστε σαν τις σαρδέλες για να χωρέσουμε. Κολλάμε στο μποτιλιάρισμα. Οι προσόψεις των κτηρίων μετά βίας φαίνονται, λόγω της μόλυνσης. Ένα κίτρινο σύννεφο πλανιέται πάνω από την πόλη. Φτάνουμε επιτέλους στο παλιό κέντρο της πόλης. Καταφέρνουμε να διασχίσουμε το
δρόμο χωρίς να μας πατήσουν. Θα επισκεφτούμε το διάσημο μαυσωλείο Ντάτα Νταρμπάρ. Είναι το πιο γνωστό μνημείο της Λαχώρης. Μπροστά από το μαυσωλείο άνδρες καθισμένοι οκλαδόν στο έδαφος, μπροστά σε μπουκαλάκια με λάδι, προτείνουν στους επισκέπτες να τους κάνουν μασάζ. Κάποιοι άλλοι έχουν εξημερωμένους παπαγάλους που τραβούν από ένα κουτί μικρά χαρτάκια τυλιγμένα σε ρολό. Οι ιδιοκτήτες τους ισχυρίζονται ότι διαβάζουν το μέλλον. Από έναν πάγκο αριστερά του μαυσωλείου αγοράζω μια αγκαλιά ροδοπέταλα, τα οποία ο πλανόδιος πωλητής μου τυλίγει σε εφημερίδα. Με χίλια ζόρια και αφού οι προσκυνητές μας έχουν σπρώξει από όλες τις μεριές, καταφέρνουμε να μπούμε στο ιερό μέρος. Οι κάτασπροι τοίχοι του έχουν δεκάδες εισόδους που όλες οδηγούν σε μια τεράστια μαρμάρινη πλατεία. Ακούω γύρω μου να μιλούν διάφορες περίεργες γλώσσες που δεν αναγνωρίζω. Άνθρωποι από όλες τις χώρες καταφτάνουν εδώ για προσκύνημα. Στην είσοδο βγάζουμε τα παπούτσια μας και πρέπει να χωριστούμε. Με τη Ζουμπιέντα ακολουθούμε την ουρά των γυναικών και ο Σελίμ κατευθύνεται μόνος του προς τη μεριά των ανδρών. Κατεβαίνουμε κάτι σκαλιά και φτάνουμε επιτέλους στον τάφο του αγίου. Κάποιες γυναίκες κλαίγοντας ραίνουν με λουλούδια τα χρυσοκεντημένα σάβανα που καλύπτουν τον μαρμάρινο τάφο του μεγάλου σούφι Ντάτα Γκαντζ Μπακς . Όταν καταφέρνω επιτέλους να φτάσω στον τάφο, τον σκεπάζω με ροδοπέταλα. Κάθομαι γονατιστή και προσεύχομαι. Μου έχουν πει ότι οι προσευχές των προσκυνητών που έρχονται στο Ντάτα Νταρμπάρ εισακούονται. Αισθάνομαι τόσο καλά εδώ, ώστε αποφασίζουμε να περάσουμε τη νύχτα στο μαυσωλείο. Στα προπύλαια του μαυσωλείου δεκάδες θεραπευτές με μακριά βρόμικα μαλλιά και φανταχτερά ρούχα προτείνουν τα θαυματουργά τους προϊόντα, μέσα σε μικρά φιαλίδια, τα οποία θεραπεύουν όλων των ειδών τις αρρώστιες. «Αυτή είναι μια συνταγή με βάση το δηλητήριο του φιδιού και κάνει τους άνδρες δυνατούς» φωνάζει ένας από αυτούς. Ανάπηροι, φακίρηδες και ζητιάνοι περιφέρονται στη μεγάλη αυλή του μνημείου ανάμεσα στις οικογένειες και τους γέρους. Το βράδυ οι υπάλληλοι του μαυσωλείου μοιράζουν δωρεάν γεύμα. Οι προσκυνητές και οι φτωχοί της περιοχής σχηματίζουν μια ουρά που φτάνει μέχρι το δρόμο. Ο καθένας παίρνει μια αραβική πίτα πάνω στην οποία οι υπάλληλοι ρίχνουν με μια κουτάλα της σούπας φακή. Υπάρχει επίσης το χρωματιστό γλυκό ρύζι που λατρεύει η Φίζα. Στο υπόγειο οι μουσικοί παίζουν ένα καουάλι.7 Η δυνατή φωνή του τραγουδιστή με συγκινεί. Τα μάτια μου βουρκώνουν στο άκουσμα αυτών των υπέροχων τραγουδιών της αγάπης. Όλη τη νύχτα προσεύχομαι στον Θεό. Καταρχάς τον παρακαλώ να συγχωρέσει τις αμαρτίες μου. Στη συνέχεια τον ρωτάω γιατί με έχει τιμωρήσει με μια τέτοια ζωή. Στη συνέχεια τον ικετεύω: «Θεέ μου, θα ήθελα να γίνω ευτυχισμένη, να μην υπάρχουν
άλλοι καβγάδες πια στο σπίτι. Κάνε τη Σιρίν να σταματήσει να με καταδιώκει». Υπόσχομαι ότι αν εισακούσει τις προσευχές μου θα του προσφέρω ως θυσία μια κατσίκα. Μετά την προσευχή παίρνω τη Φίζα στην αγκαλιά μου και ξαπλώνω σε μια ψάθα δίπλα στη Ζουμπιέντα που ήδη κοιμάται βαθειά ανάμεσα σε δεκάδες γυναίκες ξαπλωμένες στο έδαφος. Είμαι σίγουρη ότι εδώ ο άγιος μας προστατεύει από τις δυνάμεις του κακού. Αισθάνομαι με όλο μου το είναι τη δύναμη του πνεύματός τους που μας φυλάει και κοιμάμαι γαλήνια. Την επομένη φεύγουμε από το μαυσωλείο για να επισκεφτούμε τον ζωολογικό κήπο της Λαχώρης που βρίσκεται μέσα σε ένα μεγάλο πάρκο. Το πάρκο είναι μια όαση γαλήνης μέσα σε τούτη τη γεμάτη καπνούς και ένταση πόλη. Η Φίζα μου δείχνει γελώντας τα πιθηκάκια που κυνηγιούνται μεταξύ τους. Εγώ έχω εντυπωσιαστεί από ένα τεράστιο μαδημένο λιοντάρι που γυρίζει πάνω κάτω στο κλουβί του. Ο Σελίμ μας προτείνει να πάμε να κάνουμε ψώνια στο παζάρι του Ανάρκαλι, «Το άνθος της ροδιάς», που είναι από τις πιο παλιές αγορές στη Λαχώρη. Από φόβο μη χαθώ για πάντα μέσα σ’ αυτόν το δαίδαλο από δρομάκια και υπονόμους, είμαι κολλημένη στη Ζουμπιέντα και στον αδελφό μου. Δεκάδες μαγαζιά έχουν απλώσει μπροστά τους την πραμάτεια τους, ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, κοσμήματα, τσάντες... Όλα αυτά είναι πειρασμός. Αποφασίζω να αγοράσω ένα δώρο για τον Φαουάντ. Θέλω να του προσφέρω δύο τουνίκ φτιαγμένες με το διάσημο ύφασμα της Λαχώρης. Ένας νέος έμπορος μου διαφημίζει τα ρούχα του λέγοντάς μου ότι είναι τα πιο κομψά της πόλης. Οι τουνίκ μου φαίνονται τέλειες. Ο Σελίμ με βοηθάει στα παζάρια λέγοντάς μου κρυφά: «Ο πωλητής βλέπει ότι είμαστε χωριάτες και θα θέλει να μας ξεγελάσει...» Όταν τελειώνουμε μ’ αυτό, ο αδελφός μου μας κερνάει από έναν πλανόδιο πωλητή ένα πιάτο με γλυκοπατάτες περιχυμένες με χυμό πορτοκαλιού και πασπαλισμένες με μπαχαρικά. Ο Σελίμ μου δίνει μερικά χαρτονομίσματα για να κάνω και άλλα ψώνια. Αγοράζω ένα σερβίτσιο τσαγιού και πλαστικά πιάτα. Στην αγορά με τα γυναικεία ρούχα παζαρεύω για δύο ροζ φορέματα με βολάν, για τη Χίνα και τη Φίζα. Το βράδυ δειπνούμε όλοι στο σπίτι της ετεροθαλούς αδελφής μας της Φαουζία. Ζει σε ένα παραμελημένο κτήριο στην παλιά πόλη. Τα ηλεκτρικά καλώδια κατακλύζουν την είσοδο του κτηρίου σαν τεράστιος ιστός αράχνης. Η Φαουζία ζει σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα με τον άνδρα της και τα παιδιά της. Για να φάμε, έστρωσε μια ψάθα στο πάτωμα του μικροσκοπικού σαλονιού της. Το ίδιο βράδυ παίρνουμε το λεωφορείο της επιστροφής και ταξιδεύουμε όλη τη νύχτα, σε έναν άθλιο δρόμο γεμάτο λακκούβες. Το ξημέρωμα φτάνουμε στο σπίτι του Σελίμ. Το ταξίδι με διέλυσε. Η κόρη μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί και φώναζε όλη τη νύχτα με αποτέλεσμα να εκνευριστούν οι επιβάτες.
Ο Σελίμ και η Ζουμπιέντα με χαιρετούν και συνεχίζω το ταξίδι μου προς το χωριό των πεθερικών μου. Όταν ξαναθυμάμαι τη διαμονή μας στη Λαχώρη, σκέφτομαι ότι ήταν οι πιο ωραίες μέρες όλης μου της ζωής. Νιώθω αναγεννημένη και γεμάτη ενθουσιασμό. Είμαι σίγουρη ότι οι προσευχές μου θα εισακουστούν. Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού η κουνιάδα μου η Μουχταρά μας περιμένει. Μόλις μας βλέπει βγάζει μια δυνατή κραυγή, αρπάζει τη Φίζα και τη σφίγγει με όλη της τη δύναμη στην αγκαλιά της. Είναι συντετριμμένη. Το τριών μηνών μωρό της πέθανε όσο εμείς λείπαμε. Το κοριτσάκι, που έφυγε από εντερικά, το έθαψαν την προηγούμενη μέρα. Η Μουχταρά τραβάει τα μαλλιά της και τα βάζει μαζί μου. Είναι πεπεισμένη ότι αν είχα αφήσει εκεί τη Φίζα θα της είχε φέρει τύχη και το μωρό θα ζούσε ακόμα. Τη λυπάμαι πραγματικά και δεν τολμώ να της θυμίσω ότι μετά τη γέννηση της κόρης της δεν έδινε καμιά σημασία στη Φίζα. Προσπαθώ να την παρηγορήσω και τη διαβεβαιώνω ότι σίγουρα θα μείνει έγκυος ξανά. Λίγο αργότερα πηγαίνω να αφήσω όλα τα πακέτα στο δωμάτιό μου. Η πεθερά μου και η Ρουμπίνα δε με αφήνουν λεπτό ήσυχη. Μου κάνουν χιλιάδες ερωτήσεις: Τι έκανα; Πού πήγα; Από πού προέρχονται όλα αυτά τα δώρα που έφερα; Η Κιράν εξετάζει τα πράγματα: «Πώς γίνεται και είχες χρήματα για να αγοράσεις όλα αυτά τα πράγματα;» «Ο αδελφός μου μού έκανε δώρο». Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο Φαουάντ στο δωμάτιο. Είμαι πολύ ευτυχισμένη που θα του κάνω έκπληξη. Χαμογελώντας του δίνω το πακέτο όπου είναι προσεκτικά τυλιγμένες οι καινούριες τουνίκ. Αλλά ο Φαουάντ σκίζει όλο νεύρα το χαρτί και βλέποντας τα ρούχα μουρμουρίζει: «Είναι ύφασμα κακής ποιότητας! Σε κορόιδεψαν! Δεν υπάρχει περίπτωση να τις φορέσω!» Και με αυτά τα λόγια πετάει τα ρούχα στο πάτωμα. «Μα, όχι, Φαουάντ, μου κόστισαν 700 ρουπίες η καθεμιά!...» Έχω μείνει κατάπληκτη από την αντίδρασή του. Μαζεύω τις τουνίκ από το πάτωμα και με δάκρυα στα μάτια του φωνάζω: «Εν πάση περιπτώσει, αν δεν τις θέλεις, θα τις δώσω σε κάποιον άλλο». Το επόμενο πρωί βοηθάω την Κιράν να τακτοποιήσει τα πράγματα της κουζίνας. Κρεμάμε τις κατσαρόλες και τις μαρμίτες στα γερά κλαδιά ενός δέντρου χωρίς φύλλα στην αυλή. Είναι σαν ένα μαγικό δέντρο που έχει περίεργους καρπούς. Αυτό το ταξίδι με ωφέλησε πολύ, αλλά η στάση του Φαουάντ και τα βλέμματα της Σιρίν με κάνουν να αισθάνομαι πως κάτι δεν πάει καλά.
16. «Είναι μια του δρόμου!» Ο κουνιάδος μου ο Ραφίκ ωρύεται σηκώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό. «Αλλάχ! Τι έκανα για να έχω τέτοια κόρη;» Κοιτάζει όλο απέχθεια τη δεκατριάχρονη κόρη του, την Τζεντάν. «Μα, καταλαβαίνετε; Δεν έχει περίοδο εδώ και τρεις μήνες! Το παλιοκόριτσο είναι έγκυος». Η Τζεντάν, μια έφηβη με χαριτωμένο στρογγυλό πρόσωπο πέφτει στο έδαφος και κλαίει με λυγμούς. Ο πατέρας της βγάζει καπνούς. Δεν έχω ξαναδεί τον κουνιάδο μου σ’ αυτήν την κατάσταση. Ξαφνικά ο Ραφίκ αρπάζει τη μικρή από τα μαλλιά και τις ρίχνει αλλεπάλληλα χαστούκια. Τρομοκρατημένη, η Τζεντάν φωνάζει: «Δε φταίω εγώ, πατέρα!» μουρμουρίζει με φωνή που κόβεται από τους λυγμούς. «Ο Αντνάν, ο άνδρας της Ροξάνα, αυτός φταίει!...» διαμαρτύρεται. Πετάγομαι. Ο άνδρας της Ροξάνα; Ώστε είναι τελικά ένας διαφθορέας, όπως μου είχε πει ο Αντίλ. Ο Αντνάν ήταν πάντα πολύ σοβαρός μαζί μου, αλλά είχα παρατηρήσει το βλέμμα που έριχνε στα νέα κορίτσια του χωριού όταν περνούσαν μπροστά από το σπίτι του. Στα μέρη μας δεν είναι σπάνιο οι άνδρες να έχουν σχέσεις. Σπάνια τιμωρούνται γι’ αυτό, αλλά όσον αφορά τα κορίτσια, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Και εδώ το πρόβλημα είναι ότι η Τζεντάν δεν είναι παντρεμένη. Μια ανύπαντρη μητέρα είναι τεράστια ντροπή για την οικογένεια. Δεν είναι δυνατόν να το επιτρέψουν. Ο Ραφίκ βράζει από λύσσα. Ρίχνει ένα ακόμα χαστούκι στην Τζεντάν και τη διατάζει να γυρίσει αμέσως στο σπίτι της. Δεν πρέπει να βγει, θα την επιτηρεί η μητέρα της. Η Σάντια, η μητέρα της Τζεντάν, κατακόκκινη από ντροπή, δίνει ένα χαστούκι στην κόρη της και τη διατάζει ξερά να βιαστεί. Εξαφανίζονται στο μονοπάτι. Ο Μουμτάζ, ο παππούς και πατριάρχης της φατρίας, μαζεύει όλη την οικογένεια στην αυλή. Οι άνδρες κάθονται κυκλικά και οι γυναίκες κάθονται ανακούρκουδα από πίσω τους. Προετοιμάζονται για τη μάχη. Πρέπει να πάρουν μια απόφαση. Ο Ραφίκ ουρλιάζει: «Σήμερα κιόλας θα σκοτώσω τον Αντνάν. Έτσι θα πάρουμε την τιμή μας πίσω! Θα έπρεπε να ντρέπεται που διέφθειρε ένα νέο κορίτσι!» Αλλά ο πατριάρχης Μουμτάζ δε συμφωνεί. «Ο Αντνάν είναι πατέρας ενός κοριτσιού μόλις ενός έτους. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε ορφανό. Είναι αθώο» δηλώνει μιλώντας αργά. Είναι φανερό ότι ο Ραφίκ απογοητεύεται, αλλά οι υπόλοιποι συμφωνούν με τον πατριάρχη, κι έτσι πρέπει να υποταχτεί. «Καλώς, αγαπητέ πατέρα... Τι προτείνεις λοιπόν;» «Θα διώξουμε τον Αντνάν από το χωριό. Έτσι θα κάνει τα αίσχη του αλλού. Επίσης θα σταματήσουμε να συναναστρεφόμαστε με την οικογένειά του». Περνούν στην εκτέλεση της απόφασης. Ο Μουμτάζ πηγαίνει να ειδοποιήσει τον
Αντνάν ότι πρέπει να ξεκουμπιστεί από το χωριό αυθημερόν, αλλιώς δεν μπορεί να του εγγυηθεί για τη ζωή του. Η ξαδέλφη μου η Ροξάνα μένει καταβεβλημένη στο δωμάτιό της, ενώ ο Αντνάν ετοιμάζει βιαστικά μια τσάντα με τα πράγματά του. Η Ροξάνα θα βρεθεί μόνη με το παιδί της. Λέει στον Μουμτάζ ότι θα πάει να ζήσει με τους γονείς της μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Όσο για την Τζεντάν, η μητέρα της θα την πάει στη μαμή του χωριού. Παρόλο που είναι παράνομο, η μαμή κάνει και εκτρώσεις. Είναι κοινό μυστικό. Της συμβαίνει συχνά, καθώς οι άνθρωποι του χωριού δε χρησιμοποιούν αντισυλληπτικά μέτρα. Εξάλλου ούτ’ εγώ ήξερα τι ήταν τα αντισυλληπτικά χάπια ή οι άλλες αντισυλληπτικές μέθοδοι, μέχρι που μου τα εξήγησαν πολύ αργότερα, στο Ισλαμαμπάντ. Έτσι όταν ένα ανύπαντρο κορίτσι βρεθεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, κάνει έκτρωση με τη βοήθεια της μαμής. Αυτό κοστίζει γύρω στις 2000 ρουπίες (20€). Αν η ασθενής δεν έχει χρήματα, η μαμή πληρώνεται σε είδος. Ζητάει μια κότα ή μια καινούρια τουνίκ. Οι παραδοσιακές μαμές χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να διακόψουν μια εγκυμοσύνη. Μπορούν να προκαλέσουν αποβολή με αφεψήματα από διάφορα φυτά. Ή κάνουν μια επέμβαση, χωρίς αναισθητικό, με μια κρεμάστρα ή με ένα φτερό παγωνιού. Είναι αρκετά επικίνδυνο και έχω ακούσει ότι έχουν πεθάνει γυναίκες με αυτόν τον τρόπο. Όταν ο Μουμτάζ επιστρέφει από το σπίτι του Αντνάν, τα μέλη της οικογένειας τον περιμένουν ακόμα στην αυλή. Υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα που πρέπει τώρα να λυθεί. Ο Ραφίκ ανησυχεί για το μέλλον της κόρης του. Θέλει να την παντρέψει γρήγορα για να αποφύγει την πιθανότητα να τον ατιμάσει ξανά. Κάτι έχει στο μυαλό του: «Η Τζεντάν θα μπορούσε να παντρευτεί τον Μπιλάλ...» Ο Μπιλάλ είναι ένας από τους μικρούς γιους του Φαουάντ. Είναι εννιά χρονών. Αλλά ο Μπιλάλ είναι ήδη αρραβωνιασμένος με την κόρη μου τη Χίνα... «Ο Μπιλάλ είναι ο μέλλοντας σύζυγος της Χίνα. Το είχαν συμφωνήσει ο Φαουάντ με τον Αντίλ, όταν γεννήθηκε η κόρη μου» φωνάζω. Στα μέρη μας τα ξαδέλφια παντρεύονται συχνά μεταξύ τους για να μένει η γη στα χέρια της φατρίας. Αυτό γίνεται κατά κόρον στην οικογένεια του άνδρα μου. Ο Αντίλ ήθελε να ακολουθήσει την παράδοση και αποφάσισε το ίδιο για την κόρη του. Η μοίρα της κόρης μου είχε αποφασιστεί από τον πατέρα και τον θείο της. Έτσι, σε ηλικία μόλις λίγων εβδομάδων είχε ήδη αρραβωνιαστεί τον μικρό γιο του Φαουάντ. Ενέκρινα αυτήν τη συμφωνία, γιατί ο ανιψιός μου ο Μπιλάλ είναι μορφωμένο αγόρι. Είναι από τα μόνα παιδιά της οικογένειας που πηγαίνει στο σχολείο. Ίσως στο μέλλον να έχει μια καλή δουλειά και αυτό θα ήταν ωραίο για τη Χίνα. Όταν πέθανε ο Αντίλ, φόρεσα στο κεφάλι του Μπιλάλ ένα άσπρο τουρμπάνι ως ένδειξη σεβασμού, που σηματοδοτούσε ότι τώρα αυτός ήταν ο άνδρας στην οικογένειά μου – ο μέλλοντας γαμπρός μου. Αλλά μετά το γάμο μου με τον Φαουάντ η Σιρίν
ήθελε να ακυρώσει αυτά τα σχέδια. Ξέρω ότι κλαψουρίζει κατά διαστήματα: «Η Ναζιράν μου πήρε τον άνδρα και επιπλέον θέλει να μου πάρει τον γιο!» Στην πραγματικότητα δεν έχω καμία διάθεση η κόρη μου να βρεθεί με πεθερά τη Σιρίν και γι’ αυτό νιώθω ανακούφιση με την ιδέα η Τζεντάν να παντρευτεί τον Μπιλάλ. Περιμένουμε όμως όλοι την απόφαση του πατέρα του Μπιλάλ, του γερο-Φαουάντ, ο οποίος έχει ενοχληθεί από την πρόταση του αδελφού του. Ξέρει ότι οι κόρες μου έχουν κληρονομήσει ένα μέρος από τη γη του Αντίλ. Από τότε που παντρευτήκαμε, τη διαχειρίζεται αυτός, και είμαι σίγουρη ότι θέλει να την κρατήσει για τον εαυτό του. Στην τελευταία συγκομιδή μάλιστα κράτησε όλα τα κέρδη χωρίς να μου δώσει ούτε μία ρουπία για τα κορίτσια. Ο Φαουάντ μένει σκεπτικός λίγη ώρα και μετά προτείνει: «Πολύ καλά, θα παντρέψουμε την Τζεντάν με τον Μπιλάλ, αφού το επιθυμείς. Και η Χίνα θα παντρευτεί τον Άκμπαρ, τον μικρότερο γιο μου». Ο Άκμπαρ είναι οχτώ χρονών και η Χίνα τριών... Η συμφωνία έκλεισε, αλλά εγώ κατά βάθος δεν είμαι σύμφωνη με αυτό το παζάρεμα. Έτσι, όταν η οικογενειακή συγκέντρωση τελειώνει, παίρνω κατά μέρος τον Φαουάντ. «Λοιπόν άκου, η κόρη μου δεν είναι ιδιοκτησία. Δε θέλω να την πουλήσω. Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ νέα για να αποφασίσουμε για το γάμο της. Και δε θέλω να γίνει νύφη της Σιρίν. Ξέρεις πολύ καλά ότι η Σιρίν θα ξεσπάει πάνω της». Ο Φαουάντ με κοιτάζει έκπληκτος και μετά γελάει μοχθηρά: «Τι είναι αυτά που λες; Θα οργανώσω τους αρραβώνες τους, είτε το θες είτε όχι». Αντιστέκομαι. «Εγώ αποφασίζω. Εγώ είμαι η μητέρα της! Εσύ δεν είσαι ο πατέρας της!» Τσακωνόμαστε όλο το βράδυ γι’ αυτό το θέμα. Οι σχέσεις μας χειροτερεύουν τις επόμενες ημέρες προς μεγάλη χαρά της Σιρίν. Ο Φαουάντ με αγνοεί. Μένει στο σπίτι του και τα βράδια δεν έρχεται πια να με δει. Μερικές εβδομάδες αργότερα μια ακόμα όμως ιστορία έρχεται να αναστατώσει την οικογένεια. Αυτήν τη φορά το σκάνδαλο ξεσπάει εξαιτίας της Χαμίντα, της μεγάλης κόρης του Ραφίκ και αδελφής της Τζεντάν. Η Χαμίντα είναι μια γοητευτική γυναίκα. Είναι λυγερή σαν κλαράκι, έχει μικρή μυτούλα και μεγάλα μαύρα μάτια. Η Χαμίντα λοιπόν έχει έναν εραστή εδώ και πολύ καιρό. Είναι ο Τζαβέντ, ο ανιψιός της Σιρίν. Το σπίτι του βρίσκεται ανάμεσα στο δικό μου και στης Σιρίν και του Φαουάντ. Ο Τζαβέντ είναι ένας όμορφος άνδρας γύρω στα είκοσι πέντε. Δεν έχει όμως καλή φήμη στην οικογένεια. Είναι κλέφτης. Ζει από κλοπές και διαρρήξεις. Μόλις νυχτώσει, ληστεύει τους χωρικούς μαζί με άλλους δυο συνεργούς του από το χωριό. Η αστυνομία τον έχει συλλάβει τρεις φορές και οι γονείς τους αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους αστυνομικούς για να τον αφήσουν ελεύθερο. Ο πατέρας της Χαμίντα, ο Ραφίκ, δεν έδινε την έγκρισή του για να παντρευτεί η κόρη
του τον Τζαβέντ. Έτσι πριν από μερικούς μήνες πάντρεψε τη Χαμίντα με τον Κορά, έναν από τους γιους του Φαουάντ και της Σιρίν. Είναι ένα περίεργο αγόρι που με φοβίζει. Μερικές φορές τον πιάνουν κρίσεις τρέλας, εκνευρίζεται με το παραμικρό και γίνεται πολύ βίαιος. Γνωρίζω όμως καλά ότι ακόμα και μετά το γάμο η Χαμίντα έβλεπε τον Τζαβέντ. Σήμερα το πρωί λοιπόν είμαι στην αυλή και καθαρίζω φακές όταν βλέπω τον Κορά να έρχεται από το μονοπάτι. Παραξενεύομαι που επιστρέφει από τα χωράφια πριν από την ώρα του φαγητού. Περπατάει με γρήγορο βήμα και τραβάει τη γυναίκα του, τη Χαμίντα από τα μαλλιά. Φτάνοντας κοντά στην αυλή μας φωνάζει στην Κιράν: «Την έπιασα εκεί κάτω στα χορτάρια σε ερωτικές περιπτύξεις με τον Τζαβέντ! Πρέπει να το διώξουμε το παλιόσκυλο από το χωριό μας!» Ο Κορά είναι σε έξαλλη κατάσταση. Σπρώχνει τη γυναίκα του που πέφτει κάτω. Η Χαμίντα κουλουριάζεται στο χώμα. Το πρόσωπό της είναι γεμάτο αίματα. Ο Φαουάντ βγαίνει βιαστικά από το σπίτι και ρωτάει τον γιο του: «Γνωρίζεις πού πήγε ο Τζαβέντ;» «Το έσκασε τρέχοντας» μουγκρίζει ο Κορά. «Καλά θα κάνει να μην πατήσει ξανά το πόδι του εδώ!» Ο Φαουάντ ειδοποιεί αμέσως τον Ραφίκ, τον πατέρα της Χαμίντα, ο οποίος καταφτάνει στην αυλή βρίζοντας. Είναι έξαλλος που σπιλώθηκε η τιμή τους και υπόσχεται να σφάξει τον Τζαβέντ αν τον συναντήσει. Φεύγει από το μονοπάτι που οδηγεί στα χωράφια των γονιών του Τζαβέντ. Εμείς οι υπόλοιποι τον ακολουθούμε από απόσταση. «Θα εκδικηθώ! Τι ντροπή για την κόρη μου!» φωνάζει. Στη μέση του χωραφιού ο Ραφίκ βλέπει τη μητέρα του Τζαβέντ που μαζεύει μαζί με τις κόρες της δεμάτια σανό. Με γρήγορο βήμα κατευθύνεται προς αυτήν. Η μητέρα του Τζαβέντ είναι γύρω στα σαράντα και είναι ήδη γριά και ρυτιδιασμένη. Όταν βλέπει τον Ραφίκ να καταφτάνει όλο λύσσα, σηκώνεται έκπληκτη και μισοκλείνει τα μάτια: «Τι συμβαίνει;» Η μητέρα του Τζαβέντ δεν προλαβαίνει καν να καταλάβει τι της συμβαίνει. Ο Ραφίκ της ορμάει. Της αρπάζει τη ζώνη, της κατεβάζει το παντελόνι μπροστά σε όλους και της χουφτώνει το στήθος. Οι αδελφές του Τζαβέντ βγάζουν μια κραυγή και φεύγουν τρέχοντας. Ο Ραφίκ φωνάζει θριαμβευτικά: «Τώρα είμαστε πάτσι. Το παλιόσκυλο ο γιος σου καλά θα κάνει να μην ξαναπατήσει εδώ!» Μετά φεύγει για το σπίτι του αφήνοντας τη μητέρα του Τζαβέντ ταπεινωμένη και ντροπιασμένη, η οποία ντύνεται κλαίγοντας. Την επομένη, αργά το απόγευμα, η πεθερά μου θέλει να με στείλει στον γείτονά μας
τον Τζαλίλ για να αγοράσω σπόρους. Πρέπει τώρα κοντά να σπείρουμε σιτάρι και δεν έχουμε σπόρους στην αποθήκη. Ζητάω την άδεια από τον Φαουάντ, αλλά εκείνος με διατάζει να μείνω σπίτι, γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη στον γείτονα. Η πεθερά μου εκνευρίζεται. «Γιατί δεν μπορεί να πάει η Ναζιράν;» «Δε θέλω να βγαίνει, αυτό είναι όλο. Θα αρχίσει να σαχλαμαρίζει με τον γείτονα!» «Μη λες βλακείες, χρειαζόμαστε σπόρους για τα χωράφια. Εμείς δεν έχουμε καθόλου απόθεμα» Ο Φαουάντ γκρινιάζει αλλά τελικά δέχεται. Χαίρομαι που επισκέπτομαι τους γείτονες, γιατί αλλάζω λίγο παραστάσεις. Ο γείτονάς μου ο Τζαλίλ με θεωρεί σαν αδελφή του. Μου δίνει συχνά χρήματα, ρούχα και τρόφιμα για μένα και τις κόρες μου. Το κάνει κρυφά γιατί φοβάται ότι η οικογένειά μου θα μου βουτήξει τα δώρα του. Όλη η οικογένειά του είναι πολύ καλή μαζί μου. Με υποδέχονται με ευγένεια. Η γυναίκα του μου προτείνει να δειπνήσω μαζί τους. Έχει ετοιμάσει πατάτες και φρούτα. Μάλιστα ο Τζαλίλ πηγαίνει στην αγορά να πάρει αναψυκτικά. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου; Θα αγοράσω δώρα για τις μικρές». Το ενδιαφέρον του με συγκινεί. «Είναι πολύ ευγενικό αυτό, Τζαλίλ, και σ’ ευχαριστώ, αλλά δε χρειάζεται». Όταν επιστρέφει καθόμαστε να φάμε το γεύμα που έχει σερβίρει η γυναίκα του σ’ ένα πλαστικό τραπεζομάντιλο. Ο Τζαλίλ με ρωτάει γιατί δεν πηγαίνω να τους δω πιο συχνά. Αναστενάζω. «Δεν έχω το δικαίωμα να βγαίνω. Αν μπόρεσα αν έρθω σήμερα είναι μόνο και μόνο γιατί χρειαζόμαστε σπόρους. Μια και το έφερε η κουβέντα, είκοσι κιλά πόσο κοστίζουν;» Ο Τζαλίλ αρχίζει να γελάει. «Σ’ τους χαρίζω, Ναζιράν, δεν υπάρχει περίπτωση να πληρώσεις». Τον ευχαριστώ με την καρδιά μου. Ο Τζαλίλ χαμογελάει. «Δεν υπάρχει λόγος να με ευχαριστείς. Είναι φυσικό να σε βοηθάμε. Γνωρίζω καλά ότι έχεις πολλές έννοιες. Αλήθεια, πώς πάνε τα πράγματα στην οικογένειά σου;» «Πάνε πολύ καλύτερα. Έχω ακόμα προβλήματα με τη Σιρίν, αλλά ελπίζω ότι θα διορθωθούν». Μετά το δείπνο, η μητέρα του μου δίνει 100 ρουπίες και η αδελφή του μου χαρίζει δύο παιδικές καρέκλες. Επειδή δεν μπορώ να κουβαλήσω μόνη μου το σακί με τους σπόρους και τα δώρα, ο Τζαλίλ με πηγαίνει στο σπίτι με τη μηχανή του. Κάθομαι πίσω του με τα πακέτα μου σαν αμαζόνα. Όταν φτάνω στο σπίτι η Κιράν είναι ενθουσιασμένη που οι γείτονες μου χάρισαν τους σπόρους. Βάζω τις παιδικές καρεκλίτσες στην αυλή δίπλα στο σχοινένιο κρεβάτι. Εκείνη την ώρα έρχεται να με
βρει η Ρουμπίνα με ένα ύφος όλο μυστήριο. «Ναζιράν, πρέπει να σου μιλήσω. Έλα, πάμε στο δωμάτιό σου». Την ακολουθώ όλο περιέργεια. Καθόμαστε στο πάτωμα. «Ναζιράν, θυμάσαι την Μπαχτί;» ψιθυρίζει η Ρουμπίνα. Η Μπαχτί είναι μια γειτόνισσα από το χωριό μας. Είναι παντρεμένη, αλλά υπήρξε για πολύ καιρό ερωμένη του Φαουάντ. Εξάλλου έχει μια κόρη δεκατεσσάρων χρονών που περιέργως μοιάζει στον Φαουάντ... Μια μέρα, αρκετά πριν από το γάμο μου, οι αδελφοί της Μπαχτί ανακάλυψαν τη σχέση της με τον Φαουάντ. Τον βούτηξαν και άρχισαν να τον χτυπούν με ένα ξύλινο μπαστούνι τόσο δυνατά ώστε λιποθύμησε. Νομίζοντας ότι πέθανε, τον παράτησαν κι έφυγαν. Αλλά ο Φαουάντ ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και επέστρεψε σπίτι του μέσα στα αίματα. Η Σιρίν τον φρόντισε για πολλές μέρες. Ξέρω ότι ο Φαουάντ συνέχισε να βλέπει την Μπαχτί. «Ε, λοιπόν, ο Φαουάντ και η Μπαχτί είναι ακόμα εραστές!» μου αποκαλύπτει η Ρουμπίνα. «Την είδα χθες το βράδυ να κοιμάται στο σπίτι του Φαουάντ και της Σιρίν. Σήμερα το πρωί πήγαν και οι τρεις μαζί στο παζάρι». Ήξερα ότι ο Φαουάντ ήταν γυναικάς, αλλά τώρα που έχει δυο γυναίκες θα μπορούσε να συγκρατηθεί τέλος πάντων! «Ξέρεις, ο Φαουάντ ζητάει από τη Σιρίν να του βρίσκει ερωμένες» προσθέτει η Ρουμπίνα με λοξό χαμόγελο. «Τη χτυπάει αν δεν υπακούσει. Έτσι η Σιρίν φέρνει γυναίκες σπίτι της. Τις καλεί για φαγητό και ο Φαουάντ προσπαθεί να τις ξελογιάσει». Λέω στη Ρουμπίνα ότι το ίδιο βράδυ κιόλας θα μιλήσω στον Φαουάντ. Όταν επιστρέφει από τα χωράφια τον καλώ στο δωμάτιό μου. Τον ρωτάω με ψυχρή φωνή: «Από ό,τι φαίνεται, ξαναείδες την Μπαχτί. Ώστε έτσι λοιπόν, έχεις χρήματα για τις πουτάνες σου και τη Σιρίν αλλά όχι για μένα; Εμένα δε μου δίνεις ποτέ τίποτα!» Με κοιτάζει με μάτια όλο μίσος και μου ρίχνει ένα χαστούκι. Τον απειλώ ότι θα ειδοποιήσω τα αδέλφια της Μπαχτί που θα τον κάνουν τ’ αλατιού ακόμα μια φορά. Ο Φαουάντ εκνευρίζεται: «Θέλω να χωρίσω, αρκετά ανέχτηκα τις ιστορίες σου!» Με αρπάζει και σφίγγει τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου για να με στραγγαλίσει. Πνίγομαι. «Θα σε σκοτώσω!» φωνάζει. Δεν μπορώ πλέον να αναπνεύσω και παλεύω να απελευθερωθώ. Με τραβάει από τα μαλλιά και με πετάει έξω. Προσπαθώ να τον χτυπήσω. Θορυβημένοι από τις φωνές, οι γείτονες μαζεύονται γύρω μας. «Δεν είσαι παρά ένας παλιάνθρωπος!» του φωνάζω. «Πώς τολμάς να μου φέρεσαι έτσι; Θα φύγω στον αδελφό μου. Θα φύγω μια και καλή!» Είμαι εκτός εαυτού. Ένας από τους γείτονες μου λέει:
«Ναζιράν, δεν μπορείς να φύγεις τώρα, είναι ήδη νύχτα. Έλα να κοιμηθείς με την οικογένειά μου αν θέλεις και φεύγεις αύριο». Η Κιράν καταφτάνει τρέχοντας. Χαστουκίζει τον Φαουάντ μπροστά στον κόσμο. «Ατιμάζεις όλη την οικογένειά μας! Κοίτα! Όλο το χωριό σε βλέπει! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι!» ουρλιάζει ο Φαουάντ. Οι γείτονες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Εν τω μεταξύ ο Φαΐζ, ο άνδρας της Μουχταρά, με παίρνει παράμερα. «Έλα σπίτι μου, σε παρακαλώ, αλλιώς όλος ο κόσμος θα κακολογεί την οικογένειά μας. Θα αρχίσουν πάλι να λένε ότι σε κακομεταχειριζόμαστε». Δέχομαι και ακολουθώ τον Φαΐζ προς το σπίτι του. «Πού πας;» φωνάζει ο Φαουάντ. «Βούλωσ’ το, γιατί αλλιώς θα σε χωρίσω εγώ!» Τρέμοντας από το θυμό μου κάθομαι στο σπίτι του Φαΐζ. Η Μουχταρά προσπαθεί να με ηρεμήσει. Μου σερβίρει ένα φλιτζάνι τσάι και εγώ ξεσπάω σε κλάματα. «Μην ανησυχείς, Ναζιράν, θα περάσει» μου λέει γλυκά η Μουχταρά. «Μπορείς να μείνεις εδώ όσον καιρό θέλεις». Η Κιράν έρχεται να μας βρει. Είναι πολύ εκνευρισμένη. Θέλει να με πείσει να μείνω, για την τιμή της οικογένειας. «Ναζιράν» μου λέει «γνώριζες για την Μπαχτί και τον Φαουάντ πριν από το γάμο σου, ωστόσο δέχτηκες να τον παντρευτείς». Ο Φαουάντ εμφανίζεται στο κατώφλι της πόρτας και με απειλεί. «Σε προειδοποιώ, αν επιχειρήσεις να φύγεις από το χωριό, θα πάθεις μεγάλο κακό!» «Δε μένω άλλο εδώ, Φαουάντ, αρκετά ανέχτηκα». Ο Φαουάντ βγάζει καπνούς από τα νεύρα του. Βγάζει το παπούτσι του και με χτυπάει με όλη του τη δύναμη. Ο Φαΐζ τον αρπάζει από το μπράτσο και του λέει ότι φτάνει μέχρι εδώ, και ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να γυρίσει σπίτι του. Οι γείτονες έχουν μαζευτεί γύρω από το σπίτι και όλος ο κόσμος μας κοιτάζει. Ο Φαουάντ φεύγει τρελαμένος από θυμό. Τον ακούω που με κοροϊδεύει μεγαλόφωνα: «Αυτό το κορίτσι είναι όμορφο αλλά από μυαλό τίποτα! Οι γυναίκες μας είναι πονηρές και γερές, αληθινές αγωνίστριες. Η Ναζιράν δεν είναι παρά μια ηλίθια, δεν είναι αίμα μας...» Είναι μια από τις αγαπημένες του προσβολές. Ανήκω σε άλλη κάστα. Δεν ανήκω στη φυλή των Μπαλούχων όπως εκείνοι, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που με αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού. Ο Φαΐζ και η Μουχταρά μου λένε να μην του απαντήσω καν. Το επόμενο πρωί έχω συνέλθει. Ζητάω από τη Μουχταρά να μου αφήσει τη Φίζα για όλη την ημέρα. Δέχεται ελπίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα με πείσει να μείνω στο χωριό. Γυρίζω στο σπίτι μου με τη Φίζα. Η Χίνα της δίνει ζαχαρωτά που της έχει προσφέρει η
Κιράν. Ξαπλώνω στο κρεβάτι με τις δυο μου κόρες και βλέπουμε βιντεοκλίπ στην τηλεόραση. Στη συνέχεια κάνω όπως πάντα τις δουλειές του σπιτιού και ετοιμάζω το μεσημεριανό φαγητό. Την ώρα όμως του φαγητού εγώ επιστρέφω στο δωμάτιό μου. Η Κιράν με ρωτάει γιατί δε θέλω να φάω. Δεν της απαντώ. Δεν έχω καμία διάθεση να δω τον Φαουάντ, είμαι ακόμα έξαλλη μαζί του. «Ο Φαουάντ σου έδωσε το όνομά του και εσύ τον προσβάλλεις έτσι;» μου λέει ψυχρά η Κιράν. «Θέλεις να τον αφήσεις; Ποια νομίζεις ότι είσαι, Ναζιράν;» Το απόγευμα πηγαίνω με τις κόρες μου να πλύνω τα ρούχα στο ποτάμι. Νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό και έχω ένα κακό προαίσθημα που δε λέει να φύγει. Το βράδυ η Κιράν έρχεται να πάρει τη Χίνα, γιατί θέλει να κοιμηθεί η μικρή στο δωμάτιό της. Πηγαίνω τη Φίζα στο σπίτι της Μουχταρά και επιστρέφω. Λίγο αργότερα η πεθερά μου φέρνει τον Φαουάντ στο δωμάτιό μου και τον διατάζει να κοιμηθεί μαζί μου. Ο Φαουάντ αρνείται, φωνάζει ότι με σιχαίνεται και ότι αγαπάει την Μπαχτί. Κάνει μεταβολή και πηγαίνει να κοιμηθεί έξω στο ύπαιθρο με τη Σιρίν. Καλύτερα. Τον ξεφορτώθηκα. Ανάβω πάλι την τηλεόραση και βάζω ένα DVD με τον Νασί Μπολάλ, έναν Πακιστανό τραγουδιστή που μου αρέσει πολύ. Οι ανιψιές μου έρχονται να δουν βιντεοκλίπ μαζί μου. «Σήμερα θα πεθάνω» τους λέω με ύφος θλιμμένο. Οι ανιψιές μου δεν καταλαβαίνουν γιατί το λέω αυτό και το μόνο που ψελλίζουν είναι ότι δεν πρέπει να είμαι λυπημένη. Οι μικρές έχουν κοιμηθεί εδώ και ώρα κι εγώ πηγαίνω να ξαπλώσω σε ένα κρεβάτι στην αυλή. Είναι μια πολύ ζεστή νύχτα και οι περισσότεροι κάτοικοι κοιμούνται έξω αυτήν την εποχή. Εκείνη τη στιγμή βλέπω τον Άκμπαρ, τον μικρό γιο του Φαουάντ, που με κατασκοπεύει πίσω από τον τοίχο. Με το που σηκώνω το κεφάλι φεύγει τρέχοντας. Λίγα λεπτά αργότερα βλέπω να εμφανίζεται ξανά το κεφάλι του. Όλο αυτό το βρίσκω πολύ παράξενο. «Τι συμβαίνει, Άκμπαρ;» Φεύγει πάλι χωρίς να πει λέξη. Είμαι πτώμα από τη ζέστη και νιώθω να με κατακλύζει ένας γλυκός λήθαργος. Τελικά πέφτω σε βαθύ ύπνο. Ξαφνικά ξυπνάω και τινάζομαι. Ένα υγρό τρέχει πάνω στο πρόσωπό μου και με καίει. Τρίβω το πρόσωπό μου, αλλά το δέρμα μου διαλύεται στα δάχτυλά μου και ολόκληρα κομμάτια σάρκας ξεκολλούν. Ουρλιάζω από τον πόνο, ουρλιάζω αλλά δε βλέπω τίποτα. Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει. Φωνάζω βοήθεια. Φωνάζω ότι καίγομαι ζωντανή! Ακούω τη φωνή του Φαουάντ να λέει: «Είναι βιτριόλι. Ο Τζαβέντ της έριξε βιτριόλι!» Ακούω φασαρία, κρεβάτια που κοπανούν και ήχους από βήματα. Όλη η οικογένειά μου είναι στο πόδι. Οι γείτονές μου τρέχουν να με βοηθήσουν. Μου πλένουν το πρόσωπο με νερό. Πανικοβάλλομαι, αγγίζω το σώμα μου και νιώθω κομμάτια της
σάρκας μου να καίγονται. Έχει καεί όλο μου το πρόσωπο, η πλάτη, το μπούστο, ο λαιμός... Το υγρό έχει τρέξει μέχρι την κοιλιά μου. Όλα έχουν καεί. Η ανιψιά μου ουρλιάζει ότι τα ρούχα μου έχουν λιώσει. Ο Φαουάντ ρίχνει ένα πέπλο πάνω στο σώμα μου. Καίγεται και αυτό. Με τυλίγουν με άλλο ύφασμα που αρχίζει να λιώνει επίσης. Τα μάτια μου δε βλέπουν πια τίποτα, βρίσκομαι τρομοκρατημένη μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ακούω τον Φαουάντ να φωνάζει ότι ο Τζαβέντ είναι υπεύθυνος για την επίθεση και ότι τον είδε να το σκάει πίσω από τον τοίχο.
17. Δεν είμαι πια παρά μια τεράστια ζωντανή πληγή. Το σώμα μου είναι σαν ένας μπόγος από κουρέλια. Είμαι ξαπλωμένη στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου που με πηγαίνει στο νοσοκομείο της Τζαλαλπούρ. Δε σταματάω να κάνω εμετό σε όλη τη διαδρομή. Η κουνιάδα μου μού σκουπίζει το στόμα. Δε θα τα καταφέρω μέχρι το νοσοκομείο, θέλω το μαρτύριο να τελειώσει εδώ και τώρα. Μετά από μια ατελείωτη διαδρομή το αυτοκίνητο σταματάει. Κάποιοι άνδρες με σηκώνουν και με βάζουν πάνω σε ένα φορείο. Το σιδερένιο κρεβάτι κυλάει στους διαδρόμους. Ένας γιατρός ρωτάει τι συνέβη. Κάποιος πνίγει μια κραυγή. Ο γιατρός με εξετάσει στα γρήγορα και λέει ότι δεν μπορούν να με φροντίσουν εκεί. Πρέπει να μεταφερθώ στο Μουλτάν. Μου δίνουν παυσίπονα. Ψηλαφίζω το πρόσωπό μου, είναι εντελώς πρησμένο. Αλλά και το μπούστο μου έχει διπλασιαστεί σε όγκο. Με ξαπλώνουν πάλι στο αυτοκίνητο. Το ταξίδι είναι ανυπόφορο και λιποθυμώ επανειλημμένως. Στο νοσοκομείο του Μουλτάν αντιλαμβάνομαι τη φρίκη του γιατρού όταν με αντικρίζει. Ο Φαουάντ του λέει ότι εχθροί της οικογένειας μου έριξαν βιτριόλι ενώ κοιμόμουν. Ο γιατρός μου βάζει αμέσως ορό. Πηγαίνουν το κρεβάτι μου σε ένα δωμάτιο. Μερικές νοσοκόμες μπαίνουν στο χώρο, με γδύνουν εντελώς και απολυμαίνουν τις πληγές μου. Τις ακούω που μιλούν μεταξύ τους. Λένε ότι δεν έχω καμία ελπίδα να τα καταφέρω. Φεύγουν. Εγώ βυθίζομαι στο σκοτάδι. Η οικογένειά μου φτάνει στο νοσοκομείο. Διακρίνω χρωματιστές κινούμενες κηλίδες. Οι αδελφές μου είναι σοκαρισμένες και η μητέρα μου μού φιλάει τα πόδια με λυγμούς. Κλαίει χωρίς σταματημό και ο γιατρός της κάνει μια ηρεμιστική ένεση. Ακούω τις αδελφές μου που οδύρονται μεγαλόφωνα. «Το πρόσωπό της είναι μαύρο. Έχει καεί εντελώς!» Ο Σελίμ παραλίγο να λιποθυμήσει. Με ρωτάει ποιος μου το έκανε αυτό. Δεν μπορώ να μιλήσω. Ο αδελφός μου είναι έξαλλος, γιατί είμαι σχεδόν ολόγυμνη στο κρεβάτι. Ντρέπεται για μένα, βρίζει την οικογένεια του άνδρα μου. Ζητάει από τη μητέρα μου να με σκεπάσει με ένα σεντόνι. Μου δίνουν παυσίπονα, αλλά δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Χάνω ξανά τις αισθήσεις μου. Νομίζω ότι έχει περάσει μια ολόκληρη μέρα. Ακούω τη φωνή του Σελίμ να με ρωτάει πώς είμαι. Του απαντώ ότι θα πεθάνω. «Μην το λες αυτό, Ναζιράν. Θα γίνεις καλά. Μπορείς να δεις έστω και κάτι;» «Βλέπω κηλίδες».
«Τι χρώμα είναι η τουνίκ μου;» «Νομίζω πως είναι μπλε». «Ναι, μπλε είναι! Μπορείς να δεις ακόμα! Θα σου τα γιατρέψουν τα μάτια σου». Ο Σελίμ ρωτάει τον Φαουάντ ποιος το έκανε αυτό. Ο Φαουάντ του λέει ότι το έκανε ο Τζαβέντ, ο ανιψιός της Σιρίν. Βυθίζομαι πάλι σε μια σκοτεινή άβυσσο χωρίς τέλος. Ακούω σκόρπιες κουβέντες από μια συζήτηση. Ο Σελίμ ανάγκασε τον Φαουάντ να κάνει μήνυση. Ο Φαουάντ πήγε στο αστυνομικό τμήμα και κατηγόρησε τον Τζαβέντ. Οι αστυνομικοί πήγαν στο σπίτι, πήραν ρούχα και αντικείμενα, και τα έφεραν στο αστυνομικό τμήμα για να διενεργήσουν έρευνα. Ο αδελφός μου μού λέει ότι βρήκαν πακέτα με καραμέλες δίπλα στο κρεβάτι μου. Ο Φαουάντ τους είπε ότι ο Τζαβέντ μου τις προσέφερε για να με αποπλανήσει και επειδή εγώ τον έδιωξα, μου έριξε βιτριόλι. Οι αστυνομικοί ήρθαν στο νοσοκομείο του Μουλτάν για να με ανακρίνουν. Ο Φαουάντ τους είπε ότι δεν ήμουν σε κατάσταση για να δώσω κατάθεση κι έτσι έφυγαν... Η αδελφή μου φέρνει φάρμακα. Η Ρουμπίνα της λέει να βγει από το δωμάτιο και να πάει να πλύνει τα ρούχα μου. Είμαι μόνη με τη Ρουμπίνα και τον Φαουάντ. Κρυώνω και ζεσταίνομαι ταυτόχρονα. Ξανακάνω εμετό. Ο Φαουάντ μου μιλάει. «Η αστυνομία θα ξανάρθει. Θα τους πεις ότι ήταν ο Τζαβέντ. Πες τους ότι ο Τζαβέντ ήρθε νωρίτερα εκείνη την ημέρα στο ποτάμι, ενώ έπλενες, για να σε αποπλανήσει, κι εσύ τον απώθησες. Πες τους ότι σε απείλησε πως θα σου ρίξει βιτριόλι». «Μα εγώ δεν είδα τον Τζαβέντ εκείνη τη νύχτα!» «Ξέρεις πολύ καλά ότι ο Τζαβέντ ήθελε να εκδικηθεί επειδή τον διώξαμε από το χωριό» λέει η Ρουμπίνα. «Και ο Φαουάντ τον είδε να το σκάει. Εφόσον τον είδε ο Φαουάντ, αυτό σου αρκεί. Πες στους αστυνομικούς ότι ήταν αυτός. Δεν έχεις παρά να πεις ότι τον είδες κι εσύ». «Πες τους ότι είναι ο Τζαβέντ... Πρέπει να σκεφτείς τις κόρες σου, Ναζιράν. Θα μπορούσε να τους συμβεί κάτι κακό...» μουρμουρίζει ο Φαουάντ μέσ’ απ’ τα δόντια του. Τρέμω ολόκληρη και για μια ακόμα φορά λιποθυμώ. Την επομένη ο Σελίμ τηλεφώνησε στους αστυνομικούς που ήρθαν και πάλι στο νοσοκομείο. Η Ρουμπίνα και ο Φαουάντ ήταν στο δωμάτιό μου. Είπα στους αστυνομικούς ότι ο Τζαβέντ ήταν ο ένοχος και τον είχα δει. Τις επόμενες μέρες είμαι με οξυγόνο, ενώ δε σταματάω να κάνω εμετούς. Η αδελφή μου ρωτάει τον γιατρό γιατί κάνω συνεχώς εμετό, αφού δεν τρώω τίποτα. Της εξηγεί ότι φταίει το βιτριόλι που είναι μέσα στο σώμα μου. Οι χρωματιστές κηλίδες έχουν εξαφανιστεί κι όλα είναι μαύρα. Δεν έχω καθόλου όραση. Ακούω τον γιατρό να λέει ότι δε θα ξαναδώ ποτέ πια. Τα μάτια μου έχουν καταστραφεί πλήρως από το οξύ. Αλλά
έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω. Έχουν περάσει καμιά δεκαριά μέρες κι εγώ αργοσβήνω. Νιώθω ότι πλησιάζει το τέλος μου. Η μυρωδιά από τις πληγές μου είναι απαίσια. Ο αδελφός μου προτείνει να με πάει στη Λαχώρη για να με δει και άλλος γιατρός, αλλά ο γιατρός εδώ απαντά ότι δεν έχω καμία πιθανότητα να ζήσω, γιατί έχω καεί σε υπερβολικό βαθμό. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει και είναι θέμα λίγων ημερών. Ένας άνδρας που δεν τον γνωρίζω μπαίνει στο δωμάτιό μου. Μου συστήνεται. Ονομάζεται Μουρίντ Αμπάς Τζάτοϊ και έχει γλυκιά φωνή. Εξηγεί στην οικογένειά μου ότι δουλεύει για μια οργάνωση που ονομάζεται Ίδρυμα Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ η οποία βοηθάει τα θύματα από βιτριόλι. Με εξετάζει στα γρήγορα: «Είναι πολύ σοβαρή η κατάστασή της. Πρέπει να την πάμε σε μια κλινική στο Ισλαμαμπάντ. Εκεί υπάρχουν φάρμακα γι’ αυτούς που έχουν καεί και ίσως μπορέσουμε να τη σώσουμε. Αν μείνει εδώ, θα πεθάνει». «Δεν έχουμε χρήματα και αυτό θα στοιχίσει πολύ» διαμαρτύρεται ο Φαουάντ. «Μην ανησυχείτε, όλα θα είναι δωρεάν». «Μα οι γιατροί είπαν ότι δεν έχει παρά λίγες ώρες ζωής ακόμα...» μουρμουρίζει μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Φαουάντ. «Πρέπει να της δώσουμε μια ευκαιρία. Αν πεθάνει στο Ισλαμαμπάντ, θα σας επιστρέψουμε εδώ τη σορό». Ο Φαουάντ δε δείχνει να πείθεται και ψάχνει να βρει άλλα επιχειρήματα για να αρνηθεί, αλλά ο Σελίμ τον προλαβαίνει: «Συμφωνώ να μεταφερθεί στο Ισλαμαμπάντ. Σας εμπιστεύομαι. Έτσι κι αλλιώς είστε η τελευταία μας ελπίδα. Πότε φεύγουμε;» «Το συντομότερο δυνατόν, δεν μπορούμε να περιμένουμε ούτε μέρα» απαντάει ο Μουρίντ Αμπάς. «Ελπίζω να αντέξει το ταξίδι». Οι νοσοκόμες απλώνουν μια αλοιφή στο δέρμα μου. Νιώθω την αηδία τους. Τα εγκαύματά μου έχουν μολυνθεί και αναδίνουν αφόρητη δυσοσμία. Τα ρούχα μου είναι γλιτσιασμένα από την αλοιφή και τα νιώθω που κολλούν στο σώμα μου. Και μέσα σε όλα υπάρχει πάντα αυτός ο αφόρητος πόνος που δε με εγκαταλείπει στιγμή. Ο Μουρίντ Αμπάς με ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Η Ρουμπίνα, ο Φαουάντ και ο Σελίμ επιβαίνουν στο αυτοκίνητο. Ο Μουρίντ Αμπάς εξηγεί στον Φαουάντ ότι ήθελε να με πάει στο Ισλαμαμπάντ με αεροπλάνο, αλλά θα έπρεπε να ταξιδέψω ξαπλωμένη σε τρεις θέσεις και η αεροπορική εταιρεία αρνήθηκε να κάνει μια τέτοια προσφορά. Επειδή, λοιπόν, τα αεροπορικά εισιτήρια κοστίζουν πολύ ακριβά, θα ταξιδέψουμε με λεωφορείο. Φτάνουμε στην αφετηρία των λεωφορείων. Ο Μουρίντ Αμπάς μαζί με τον Φαουάντ με ξαπλώνουν στις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, αλλά ο οδηγός τους ζητάει να με κατεβάσουν.
«Μυρίζει πολύ άσχημα και οι άλλοι επιβάτες θα διαμαρτυρηθούν. Δεν μπορώ να την πάρω μαζί μας». Ο Μουρίντ Αμπάς είναι απελπισμένος. «Αδελφέ μου, πρέπει να κάνεις μια καλή πράξη. Αυτή η γυναίκα ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, σε ικετεύω, πρέπει να την πάμε στο Ισλαμαμπάντ, για τον Θεό! Αν θέλεις, θα σου πληρώσω διπλά τις θέσεις που καταλαμβάνουμε!» Ο οδηγός τελικά δέχεται. Νομίζω μάλιστα ότι δεν πήρε χρήματα. Ο Μουρίντ Αμπάς αγοράζει αποσμητικά χώρου και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ψεκάζει με αρώματα μέσα στο λεωφορείο, ώστε η μυρωδιά μου να μην ενοχλεί τους επιβάτες. Ακούω διάφορες γυναίκες να τον ρωτούν. Τους διηγείται την ιστορία μου κι αυτές κλαίνε. Το λεωφορείο ξεκινάει. Ο Σελίμ και ο Φαουάντ κάθονται δίπλα μου και τσακώνονται. Ο Φαουάντ δηλώνει ότι αν πεθάνω, θέλει αυτός να παραλάβει τη σορό μου. Ο αδελφός μου αρνείται και δηλώνει ότι θα ταφώ στον τόπο μου και όχι στο χωριό των πεθερικών μου. Λιποθυμάω. Όταν ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου το λεωφορείο ακόμα ταξιδεύει. Πονάω αφόρητα. Ένας από τους επιβάτες είναι γιατρός και μου κάνει ένεση. Βυθίζομαι στα σκοτάδια ξανά. Θα μάθω αργότερα ότι το ταξίδι κράτησε οχτώ ώρες. Όταν φτάνουμε στο Ισλαμαμπάντ, μισοξυπνάω. Με βάζουν σε ένα αυτοκίνητο και πηγαίνουμε στο νοσοκομείο. Εκεί με ξαναβάζουν σε ένα φορείο. Ακούω τις νοσοκόμες που βιάζονται. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα. Μου βάζουν πάλι ορό. Ο γιατρός μιλάει χαμηλόφωνα με τον Μουρίντ Αμπάς. Πιστεύει ότι δε θα τα καταφέρω, αλλά θα κάνει τα αδύνατα δυνατά. Μου κάνουν μια ένεση και ξανακοιμάμαι. Όταν ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου ο γιατρός εξηγεί στον αδελφό μου ότι αφαίρεσε όλο το καμένο δέρμα. Του δείχνει την καμένη επιδερμίδα. Αν δεν έβγαζαν το νεκρό δέρμα, δε θα ζούσα ούτε μέρα παραπάνω. Η εγχείρηση κράτησε περίπου τέσσερις ώρες. «Τώρα θα μείνει τρεις μέρες στην εντατική μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάστασή της. Είναι ένας χώρος πλήρως αποστειρωμένος. Όσο μείνει εκεί, δεν πρέπει να αφυδατωθεί ή να πάθει οποιαδήποτε μόλυνση. Αν στις τρεις μέρες είναι ακόμα ζωντανή, τότε έχουμε καλές πιθανότητες να επανέλθει». «Θα της δώσετε φάρμακα;» «Θα της δώσουμε αντιβιοτικά και παυσίπονα, αλλά ακόμα και με αυτά οι πόνοι είναι αφόρητοι. Θα πρέπει να τους αντέξει». Είμαι σε τραγική κατάσταση. Υποφέρω υπερβολικά και βογκάω χωρίς σταματημό. Με έχουν γδάρει ζωντανή. Είμαι ένα σάρκινο τέρας, αλλά το σώμα μου έχει αγκιστρωθεί στη ζωή. Είναι περίπου μια εβδομάδα που παραπαίω ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Τώρα
όμως αρχίζω να αναδύομαι επιτέλους. Διακρίνω τη φωνή μιας άγνωστης γυναίκας. Μου συστήνεται ως Βαλερί και δουλεύει για τη μη κυβερνητική οργάνωση Ίδρυμα Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ. Από την προφορά της καταλαβαίνω ότι είναι ξένη. Με ρωτάει πως αισθάνομαι. «Καλά...» ψιθυρίζω εγώ. Προσπαθώ να μη βογκάω μπροστά της, θέλω να της δείξω ότι είμαι θαρραλέα. «Είσαι έτοιμη να παλέψεις, Ναζιράν;» Γνέφω καταφατικά. «Είμαστε εδώ για σένα και θα σε βοηθήσουμε. Θα τα καταφέρεις, αλλά αυτή η μάχη θα κρατήσει καιρό. Το ξέρεις;» «Ναι...» «Πρέπει να είσαι έτοιμη γι’ αυτό». Η γυναίκα φεύγει. Ψηλαφίζω το πρόσωπό μου, είμαι καλυμμένη με γάζες και επιδέσμους. Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω και μου βάζουν μια μάσκα οξυγόνου. Λιποθυμάω. Ο αδελφός μου είναι εδώ, στο πλευρό μου. Του λέω ότι δεν αισθάνομαι τίποτα πλέον, ούτε βλέπω τίποτα. Οι αισθήσεις μου δε λειτουργούν. Μια νοσοκόμα μου δίνει χυμό φρούτων. Δεν τον θέλω, αλλά με πιέζει να τον πιω. Δε νιώθω καμία γεύση. Αμέσως μετά κάνω εμετό. Μου βάζουν πάλι ορό. Έχω την εντύπωση ότι πρήζομαι, έχω φουσκώσει σαν μπαλόνι. Ο γιατρός λέει στον αδελφό μου να βγει από το δωμάτιο, γιατί η νοσοκόμα θα μου αλλάξει τους επιδέσμους. Νιώθω ότι με κομματιάζουν ζωντανή. Κάθε επίδεσμος που ξεκολλάει από τις πληγές μου μού προκαλεί έναν πόνο που ξεπερνάει την ανθρώπινη αντοχή. Η νοσοκόμα καθαρίζει τις πληγές και βάζει νέες κομπρέσες. Όταν ξανάρχεται ο αδελφός μου, είναι ταραγμένος. Μου λέει ότι με άκουγε να ουρλιάζω. Βογκάω αδιάκοπα μέρα και νύχτα. Όταν με επισκέπτεται ο γιατρός, τον ικετεύω να μου δώσει δηλητήριο. Θα άντεχα καλύτερα να πεθάνω από δηλητηρίαση παρά να συνεχίσω να υπομένω τέτοιους πόνους. Ο γιατρός μου λέει ότι σύντομα θα γίνω καλά. Η οικογένειά μου έχει κατασκηνώσει απ’ έξω για να είναι κοντά μου. Πρέπει να είμαι δυνατή γι’ αυτούς. Λίγες μέρες αργότερα νιώθω μια νοσοκόμα να μου βάζει μια μάσκα οξυγόνου. Πρέπει να μπω πάλι στο χειρουργείο. Με πηγαίνουν με το φορείο και με βάζουν σε ένα παγωμένο δωμάτιο. Τρέμω. Ο γιατρός μου λέει ότι πρέπει να κόψουν τα μαλλιά μου. Αρνούμαι. Μου λέει ότι πρέπει, αλλιώς δε θα γίνω ποτέ καλά. Έτσι, δέχομαι. Νιώθω τούφες από τα μαλλιά μου να τρίζουν ελαφρά κάτω από το ψαλίδι. Ο χειρουργός μου εξηγεί ότι θα πάρει δέρμα από τους γοφούς μου και θα το βάλει στο πρόσωπό μου. Μου κάνουν την αναισθητική ένεση και χάνω τις αισθήσεις μου.
Μερικές μέρες μετά την επέμβαση αρχίζω επιτέλους να αισθάνομαι καλύτερα. Ο γιατρός με διατάζει να φάω κάτι. Ο Σελίμ με βοηθάει να πιω μια πορτοκαλάδα με το καλαμάκι και μου ανακοινώνει ένα καλό νέο. Συνέλαβαν τον Τζαβέντ και είναι στη φυλακή του Μουλτάν. Ελπίζει ότι αυτή η είδηση θα με χαροποιήσει, αλλά εγώ δε λέω τίποτα. Δε σκέφτομαι καν τι θα απογίνει ο Τζαβέντ. Δε με νοιάζει τίποτα. Ένα πρωινό η νοσοκόμα μου βγάζει τους επιδέσμους. Τη ρωτάω αν επανήλθαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Μένει αμίλητη. Ψηλαφίζω το κεφάλι μου και παθαίνω σοκ. Δεν έχω πλέον πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά μου έχουν λιώσει. Ψηλαφίζω κομμάτια από δέρμα με ράμματα, καρούμπαλα και κόμπους. Η μύτη μου έχει σχεδόν εξαφανιστεί, έχω μόνο τα ρουθούνια· η μια κόχη του ματιού μου είναι ανοιχτή ενώ το άλλο μου μάτι είναι κολλημένο με το βλέφαρο. Το σαγόνι μου έχει γίνει ένα με το λαιμό μου. Η εμφάνισή μου είναι τρομακτική. Το ξέρω, αλλά δεν το βλέπω. Είμαι τυφλή πλέον. Το δέρμα στο μπούστο μου είναι σκληρό σα χαρτόνι και γεμάτο ζάρες σαν τσαλακωμένο ρούχο. Μοιάζω με τέρας. Καταρρέω ψυχολογικά. Παρακαλάω για άλλη μια φορά τον γιατρό να μου κάνει μια ένεση για να φύγω από τη ζωή. Δε θα γίνω ποτέ καλύτερα. Με αυτό το παραμορφωμένο πρόσωπο κι αυτά τα πεθαμένα μάτια δε μοιάζω πια με γυναίκα. Βασικά δεν είμαι πια τίποτα. Ο γιατρός έρχεται καθημερινά να κοιτάξει τις πληγές μου και να σιγουρευτεί ότι τρώω το γεύμα μου. Εγώ όμως δε θέλω πια να ζω. Ικετεύω τον Σελίμ να μου δώσει δηλητήριο. Ο αδελφός μου προσπαθεί να με καθησυχάσει, αλλά καταλαβαίνω από τον ήχο της φωνής του ότι είναι και αυτός συντετριμμένος από την εμφάνισή μου. Ξέρω ότι κοιμάται έξω στο γκαζόν, μπροστά από το νοσοκομείο μαζί με την Γκόνγκι Μα, τον Φαουάντ και τη Ρουμπίνα για να είναι κοντά μου. Ο Φαουάντ μάλιστα βρήκε δουλειά σε μια κοντινή οικοδομή. «Είμαστε όλοι εδώ για να σε στηρίξουμε, συνεπώς δεν μπορείς να μιλάς για θανάτους και τέτοια!» μουρμουρίζει ο αδελφός μου. Ένα πρωί, την ώρα που ο Φαουάντ και η Ρουμπίνα είναι στο προσκεφάλι μου, χτυπάει το κινητό του Φαουάντ. Είναι ο γιος του, ο Μπιλάλ. Ο Φαουάντ νομίζει ότι κοιμάμαι, αλλά εγώ ακούω όλη τη συζήτηση. Ο Μπιλάλ ανακοινώνει στον Φαουάντ ότι η Σιρίν έχει μπει φυλακή. Όταν οι αστυνομικοί πήγαν για έρευνα στο χωριό, οι γείτονες τους είπαν ότι σίγουρα η Σιρίν είναι ο πραγματικός ένοχος, γιατί με μισεί. Ο Φαουάντ διατάζει τον γιο του να πάει να δανειστεί από τους θείους του 5000 ρουπίες για να πληρώσει την εγγύηση και να βγει η Σιρίν από τη φυλακή. Σε μια κρίση αναλαμπής αναρωτιέμαι μήπως ήταν ο Φαουάντ και η Σιρίν αυτοί που συνωμότησαν για να μου ρίξουν το βιτριόλι. Αφενός δεν είδα τον Τζαβέντ και
αφετέρου τα σκυλιά δε γάβγισαν εκείνο το βράδυ, ενώ όταν πλησιάζει ξένος στο σπίτι μας, αυτά λυσσομανούν. Κι αν ο Φαουάντ με τη Σιρίν κατέστρωσαν ένα διαβολικό σχέδιο για να ξεφορτωθούν τόσο εμένα όσο και τον Τζαβέντ; Μαθαίνω ότι η Σιρίν δεν έμεινε παρά μόνο μία μέρα στη φυλακή. Εγώ από την άλλη πέρασα συνολικά ενάμιση μήνα σ’ αυτό το νοσοκομείο. Ένα πρωί ο γιατρός μπαίνει στο δωμάτιό μου, πλησιάζει το κατεστραμμένο μου πρόσωπο και μου ανακοινώνει ότι σύντομα θα βγω. Θα με πάνε σε μια κλινική για τις γυναίκες που έχουν καεί από βιτριόλι και που ανήκει στο Ίδρυμα Επιζώντων από Επιθέσεις με Οξύ. Τρέμω ολόκληρη. Φοβάμαι να πάω σε ένα άγνωστο μέρος. Φοβάμαι την αντίδραση των ανθρώπων εκεί όταν με δουν. Εμένα, το τέρας χωρίς πρόσωπο.
18. Είμαι κουλουριασμένη στο κρεβάτι μου, κουκουλωμένη ολόκληρη με ένα σεντόνι. Από τότε που έφτασα εδώ δεν τολμώ να βγω από το δωμάτιό μου. Φοβάμαι πολύ τα σχόλια που θα μπορούσαν να κάνουν οι άλλοι. Η όψη μου είναι αποτρόπαια. Την πρώτη μέρα που έφτασα εδώ, περνώντας για να πάω στο δωμάτιό μου, άκουσα επιφωνήματα φρίκης. Μια κοπέλα μάλιστα άρχισε να κλαίει. Θέλω να παραμείνω κλεισμένη στο κουκούλι του κρεβατιού μου, στον σκοτεινό κόσμο μου. Ο Φαουάντ κάθεται στο προσκεφάλι μου. Διηγήθηκε τη δική του εκδοχή των γεγονότων στο προσωπικό του ιδρύματος και τώρα το παίζει ευγενικός και στοργικός σύζυγος. Ξέρω ότι μένει εδώ για να με επιτηρεί. Ελπίζει χωρίς αμφιβολία ότι σύντομα θα πεθάνω. Η παρουσία του με τρομοκρατεί, αλλά δεν τολμώ να πω τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο δήμιος μου ίσως να βρίσκεται εδώ, μέσα στο ίδιο μου το δωμάτιο, σε απόσταση μερικών εκατοστών από εμένα. Το μόνο πράγμα που παραξενεύει τις νοσοκόμες είναι ότι παθαίνω συστηματικά κρίσεις και ότι το σώμα μου ταρακουνιέται ολόκληρο από σπασμούς, όποτε ο Φαουάντ είναι δίπλα μου, και ότι αυτό μου συμβαίνει καμιά δεκαριά φορές την ημέρα. Πρέπει να παίρνω ηρεμιστικά για να σταματήσουν οι κρίσεις. Έτσι, κάνω την κοιμισμένη όταν η Μπιλκίς, μια νέα, πολύ γλυκιά νοσοκόμα, μου χτυπάει την πόρτα. «Ναζιράν, πρέπει να κατέβεις για λίγο. Κάποιοι αστυνομικοί σε περιμένουν κάτω για να σε δουν». Της απαντάω ότι κατεβαίνω. Με κόβει κρύος ιδρώτας. Τι με θέλουν; Ο Φαουάντ με βοηθάει να σηκωθώ. Προσπαθώ να βρω τα σανδάλια μου. Ο Φαουάντ με αρπάζει από το μπράτσο και με οδηγεί προς την πόρτα, ενώ μου ψιθυρίζει απειλητικά: «Αν πεις το οτιδήποτε χωρίς την άδειά μου, θα σκοτώσω κι εσένα και τα παιδιά σου». Ένας κόμπος μου σφίγγει το στομάχι. Φοβάμαι για το κορίτσια μου που έχουν μείνει μόνα τους στο χωριό. Εγώ έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω. Κατεβαίνω αργά στα σκαλιά υποβασταζόμενη από τον Φαουάντ. Φοβάμαι μήπως σκοντάψω. Κάτω είναι το χολ και τα γραφεία του ιδρύματος. Κάθομαι στον καναπέ. Ακούω τη σκληρή και ξερή φωνή των αστυνομικών. «Πες μας την αλήθεια τώρα, ποιος σου επιτέθηκε;» με ρωτάει ο ένας από τους δύο. «Ο Τζαβέντ, ο ανιψιός της Σιρίν, αυτός μου επιτέθηκε» απαντώ με αβέβαιη φωνή. «Τον είδες;» μουρμουρίζει θυμωμένα ο αστυνομικός. «Ναι». Είναι η σειρά του Φαουάντ να τον ανακρίνουν. Αναστενάζω. Με τη βοήθεια της Μπιλκίς ανεβαίνω να ξαπλώσω πάλι και δεν το κουνάω από το κρεβάτι μου. Μετά από μερικές μέρες ο Φαουάντ και η Ρουμπίνα φεύγουν για το χωριό. Λείπουν περίπου δύο μήνες και πρέπει πλέον να γυρίσουν να φροντίσουν τις οικογένειές τους. Ανασαίνω
επιτέλους. Νιώθω ότι ξαναζώ. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να μην τολμώ να σηκωθώ από το κρεβάτι μου. Ξέρω ότι μπροστά από το δωμάτιό μου υπάρχει ένα μικρό σαλονάκι με καναπέδες και μια τηλεόραση. Είναι ένας κοινός χώρος στον οποίο κάθονται οι άλλες ασθενείς κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τις ακούω που συζητούν. Ένα πρωί μια νοσοκόμα με πήγε σε αυτό το σαλόνι και με κάθισε σε έναν καναπέ δίπλα στην τηλεόραση. Είχα καλύψει με τη μαντίλα το παραμορφωμένο μου πρόσωπο για να μην το βλέπει κανείς. «Γιατί βλέπεις τηλεόραση, αφού είσαι τυφλή;» λέει ξαφνικά μια γυναίκα που δεν γνώριζα. Αυτή η φράση μου τρύπησε την καρδιά. Κλαίγοντας, παρακάλεσα τη νοσοκόμα να με πάει πίσω στο δωμάτιό μου. Από τότε δεν έχω το κουράγιο να εμφανιστώ και να αντιμετωπίσω τα βλέμματα των άλλων. Έτσι, κοιμάμαι όλη την ώρα. Όταν μου τηλεφωνούν από το χωριό, παθαίνω σπασμούς. Ασφυκτιώ, πνίγομαι. Είμαι εντελώς χαμένη. Ο Φαουάντ με χειραγωγεί πλήρως. Μου τηλεφωνεί συστηματικά. Τη μια μου υπόσχεται ότι θα χωρίσει τη Σιρίν και θα ζήσουμε μαζί σε ένα καινούριο σπίτι, την άλλη είναι ψυχρός και απόμακρος. Είμαι εντελώς μπερδεμένη. Ζω σε μια κατάσταση τρομακτικής αγωνίας. Μόνο οι νοσοκόμες Μπιλκίς και Ναντία μπαίνουν στο δωμάτιό μου. Μου φέρνουν φαγητό. «Σήμερα έχει φακές με κιμά» μου ανακοινώνει η Ναντία αφήνοντας τα πιάτα στο πάτωμα. Αναζητώ ψηλαφιστά τα πιάτα και η Ναντία με καθοδηγεί προς το φαγητό. Με ενθαρρύνει. Καταπίνω με δυσκολία. Το περισσότερο φαΐ μου πέφτει, καθώς δεν μπορώ να κλείσω το στόμα μου που είναι κολλημένο στο λαιμό μου. Γι’ αυτό και αρνούμαι να φάω με τις υπόλοιπες ασθενείς. Εδώ όμως το φαγητό είναι πολύ καλύτερο από ό,τι στο νοσοκομείο. Έχω σχεδόν βρει ξανά την όρεξή μου. Λίγες ώρες αργότερα έρχεται η Μπιλκίς να με βρει. Με πηγαίνει για τη θεραπευτική αγωγή σε ένα άλλο δωμάτιο. Καλύπτω με το πέπλο μου το πρόσωπό μου για να διασχίσω το σαλόνι, καθώς δε θέλω να ακούσω τα σχόλια από τα κορίτσια που κάθονται εκεί. Μετά από καμιά δεκαριά βήματα είμαστε στην αίθουσα της θεραπείας. Η Μπιλκίς με ξαπλώνει σε ένα κρεβάτι. Την πρώτη μέρα αισθάνθηκα αμέσως ότι ταράχτηκε βλέποντας την κατάστασή μου, αλλά δεν είπε τίποτα. Μου βγάζει τους επιδέσμους με ιδιαίτερη προσοχή, προσπαθώντας να μη με πονέσει. Της είμαι ευγνώμων γι’ αυτό: «Ξέρεις, Μπιλκίς, στο νοσοκομείο οι νοσοκόμες ήταν πολύ δυσάρεστες. Με πονούσαν πολύ όταν με τρυπούσαν με τη σύριγγα και όταν μου έβγαζαν τους επιδέσμους». «Εγώ έχω συνηθίσει να δουλεύω με ασθενείς που έχουν καεί, Ναζιράν. Θα το κάνω
μαλακά». Η Μπιλκίς μου εξηγεί ένα ένα τα στάδια της θεραπείας που κάνει: «Πρώτα πλένω το σώμα σου με νερό και Μπεταντίν». Αισθάνομαι το κρύο υγρό να κυλάει πάνω στο δέρμα μου. Η φρικτή μυρωδιά καμένου και σάπιου που ανέδιδε το σώμα μου στην αρχή έχει εξαφανιστεί. Νιώθω πραγματικά καθαρή. «Στη συνέχεια βάζουμε παραφίνη πάνω στις ουλές και μετά γάζες». Νιώθω τα μαλακά της χέρια να απλώνουν πάνω μου μια αλοιφή που μαλακώνει το δέρμα. Η θεραπεία τελειώνει με την επίθεση των επιδέσμων. «Δύο με τρεις φορές την ημέρα πρέπει να κάνεις μασάζ στο δέρμα σου, στα σημεία που δεν έχεις επιδέσμους. Η κρέμα θα μαλακώσει τις ουλές. Αν δεν το κάνεις, οι ουλές συστέλλονται και θα σε τραβούν». Η Μπιλκίς με ενθαρρύνει να φροντίζω εγώ η ίδια τον εαυτό μου και μου δίνει ένα σωληνάριο με κρέμα. Μετά με συνοδεύει στο δωμάτιό μου. Ξαπλώνω και χώνω το κεφάλι μου πάλι κάτω από το σεντόνι. Μένω έτσι όλο το απόγευμα λέγοντας στον εαυτό μου ότι μια δόση δηλητήριο θα ερχόταν να με λυτρώσει από αυτό το κατεστραμμένο και απεχθές σώμα για το οποίο ντρέπομαι τόσο πολύ. Θέλω να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Οι σπασμοί με έχουν εξουθενώσει σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Ξαναλέω στον εαυτό μου ότι θα προτιμούσα να με είχαν αφήσει να πεθάνω. Ένα βράδυ κάποιος μου χτυπάει την πόρτα. Είναι μια γυναίκα με μια φωνή όλο ενέργεια. «Είμαι η κυρία Χαντίτζα, η ψυχολόγος. Θέλεις να συζητήσουμε;» Της απαντάω ότι δεν έχω όρεξη για κουβέντες. Είμαι πολύ θλιμμένη. «Πολύ καλά, δε θέλεις να μιλήσεις. Μπορείς όμως να τραγουδήσεις, έτσι δεν είναι;» Η πρότασή της με αφήνει έκπληκτη. Βγάζω το κεφάλι μου από το σεντόνι και κάθομαι στο κρεβάτι μου. «Θα αρχίσω πρώτη. Θα σου πω ένα τραγούδι και μετά θα μου πεις εσύ ένα». Ακούω τη φωνή της που λέει ένα παραδοσιακό τραγούδι που γνωρίζω καλά. Συγκινούμαι πολύ. «Έλα τώρα, είναι η σειρά σου. Τραγούδησε κάτι για μένα, αλλιώς δε θα είμαι χαρούμενη». Αποφασίζω να της τραγουδήσω κάτι στα σαράικι, τη μητρική μου γλώσσα. Σκάμε και οι δύο στα γέλια. Δεν ξέρω αν τραγουδάω παράφωνα ή όχι, αλλά μου κάνει καλό. Η Χαντίτζα είναι πολύ χαρούμενη και τώρα μου ζητάει να της απαγγείλω ένα ποίημα. Νιώθω ότι είναι μια ζεστή, καλοπροαίρετη γυναίκα. Κάνει αστεία για να μου ανεβάσει το ηθικό. Μου λέει ότι θα έρχεται να με βλέπει όλες τις μέρες. Φεύγοντας, με βάζει να
της υποσχεθώ ένα πράγμα: «Να είσαι ευτυχισμένη, Ναζιράν. Χάρη στον Θεό επέζησες. Πρέπει να ζήσεις τη ζωή σου από εδώ και μπρος». Όταν η Χαντίτζα δεν έρχεται να με δει, μένω κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Η Μπιλκίς με ταρακουνάει: «Σταμάτα να κοιμάσαι όλη την ώρα. Πρέπει να βγεις από το δωμάτιό σου. Έλα στην τηλεόραση». Ψελλίζω ότι είμαι κουρασμένη και ότι προτιμώ να μείνω στο κρεβάτι μου. Δεν αντέχω να με πλησιάζει κανείς, είναι κάτι που με τρομοκρατεί. Συν το ότι έχω ακόμα πολλές κρίσεις σπασμών μέσα στην ημέρα. Λίγες εβδομάδες αργότερα ξαναμπαίνω στο χειρουργείο. Αυτήν τη φορά έβαλαν δέρμα στον ώμο μου. Επέστρεψα στο ίδρυμα για την ανάρρωση. Πονάω πολύ και βογκάω χωρίς σταματημό. Παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει. Εκείνη τη στιγμή κάποιος χτυπάει μαλακά στην πόρτα μου. Ακούω βήματα και κάποιος μπαίνει στο δωμάτιό μου: «Τι συμβαίνει; Μπορώ να σε βοηθήσω;» Είναι μια νέα κοπέλα. Δεν τη γνωρίζω και κρύβομαι κάτω από το σεντόνι. «Μην ανησυχείς! Με λένε Νάιλα και είχα καεί και εγώ όπως εσύ. Κοιμάμαι στο διπλανό δωμάτιο». Προσπαθεί να με παρηγορήσει. «Θα ειδοποιήσω τη νοσοκόμα ότι υποφέρεις πολύ». Η Μπιλκίς έρχεται και με πηγαίνει στην αίθουσα της θεραπείας. Μου αλλάζει τους επιδέσμους και μου δίνει παυσίπονα. Αισθάνομαι καλύτερα. Όταν γυρίζω στο δωμάτιό μου, βρίσκω τη Νάιλα που έμεινε εκεί να με περιμένει. Η αλήθεια είναι ότι είμαι χαρούμενη που είναι ακόμα εδώ και τη ρωτάω τι της συνέβη. «Ό,τι και σ’ εσένα. Μου έριξαν βιτριόλι. Το πρόσωπό μου έχει καταστραφεί. Έρχομαι από την περιοχή του Μουλτάν». Από κει που έρχομαι και εγώ. Την περιοχή του βαμβακιού, όπου το βιτριόλι πουλιέται σε ολόκληρα μπιντόνια για μια χούφτα ρουπίες. Την επομένη η Νάιλα έρχεται με δύο ακόμα ασθενείς. Προσπαθούν να μου ανεβάσουν το ηθικό: «Έτσι ήμαστε κι εμείς πριν, συνεχώς λυπημένες. Αλλά τώρα θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας. Κάποια μέρα θα ξαναβρείς την εμπιστοσύνη σου και όλα θα πάνε καλύτερα. Διαισθάνομαι ότι λένε μεταξύ τους πως είχαν καλύτερη τύχη από μένα, καθώς δεν έχασαν την όρασή τους. Εγώ ακόμα δεν τολμώ να περπατήσω μόνη μου. Φοβάμαι μήπως χτυπήσω πουθενά, μήπως πέσω ή κουτρουβαλιαστώ στις σκάλες». «Ναι, αλλά εσείς δεν τυφλωθήκατε» τους λέω. «Τι θα απογίνω τώρα;»
Τελικά χάρη στη στήριξή τους αποφασίζω να παλέψω. Πρέπει να είμαι δυνατή για τη μητέρα μου και τις κόρες μου. Σιγά σιγά οι κρίσεις μου μειώνονται σε δυο με τρεις φορές τη μέρα. Ένα πρωί με την ενθάρρυνση της Χαντίτζα, σηκώνομαι και πηγαίνω προς την πόρτα. Έχω αποφασίσει να καθίσω στον καναπέ κοντά στην τηλεόραση μαζί με τις άλλες ασθενείς. Το σκεφτόμουν όλο το πρωινό και χρειάστηκε μεγάλη αποφασιστικότητα για να το κάνω. Καταρχάς να μετακινηθώ μόνη μου ψηλαφιστά αυτά τα λίγα μέτρα και στη συνέχεια να αντέξω την ενόχληση των άλλων όταν θα με δουν. Στέκομαι διστακτική στην πόρτα. Η Νάιλα με φωνάζει: «Γιατί δεν έρχεσαι να καθίσεις εδώ δίπλα μας;» Προχωρώ ψηλαφιστά. Δε θέλω να δείξω το πρόσωπό μου, γι’ αυτό έχω βάλει το πέπλο μου. Η Γκουλ, μια άλλη κοπέλα μου λέει: «Γιατί κρύβεις το πρόσωπό σου; Είμαστε όλες ίδιες, και το δικό μας πρόσωπο έχει καταστραφεί. Μην ανησυχείς!» «Προτιμώ να μείνω έτσι». Ψηλαφίζω τον τοίχο με τα χέρια μου και μετά τον καναπέ. Κάθομαι δίπλα τους. «Μπράβο, Ναζιράν!» με συγχαίρει η Μπιλκίς. «Χαίρομαι που βγήκες από τη φωλιά σου». Νιώθω πολύ περήφανη που νίκησα το φόβο μου. Καθώς περνούν οι μέρες νιώθω όλο και πιο άνετα με τις άλλες ασθενείς της κλινικής. Στο τέλος ξεχνάω πλέον να φοράω το πέπλο μου όταν βγαίνω από το δωμάτιό μου. Πιστεύω ότι οι υπόλοιπες έχουν σοκαριστεί, αλλά προσποιούνται ότι δεν έχουν δει το φρικτό μου πρόσωπο. Η Γκουλ έρχεται συχνά στο δωμάτιό μου και μου ανοίγει την καρδιά της. Είναι δεκαεννιά χρονών και βρίσκεται εδώ πέρα ήδη δύο χρόνια. Έρχεται από ένα χωριό σε απόσταση λίγων ωρών από το Ισλαμαμπάντ. Μου προτείνει να έρθει να μείνει στο δικό μου δωμάτιο, αφού έχει αρκετά κρεβάτια. Συνειδητοποιώ ότι πλέον θέλω να έχω μια παρέα. Η Γκουλ έχει ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, αλλά εγώ είμαι πολύ εύκολος άνθρωπος. Τα πάμε πολύ καλά. Ακόμα και όταν κάνει κάτι που δε μου αρέσει, δεν της κάνω παρατήρηση. Εγώ από την άλλη δεν της έχω μιλήσει ποτέ για το τι μου έχει συμβεί. Ένα βράδυ η Γκουλ και η Νάιλα κάθονται στο δωμάτιό μου και αποφασίζουν να μου διηγηθούν τις ιστορίες τους.
19. Γκουλ: «Ήμουν ερωτευμένη με τον ξάδερφο μου, τον Χαλέντ, από παιδί. Όλη η οικογένειά μου τον αγαπούσε και μας έβλεπαν ήδη παντρεμένους. Αλλά ο μεγάλος μου αδελφός, ο Ασράφ, δε συμφωνούσε μ’ αυτόν το γάμο και είχαμε καβγάδες όλη την ώρα. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει και ο άνδρας του σπιτιού είναι ο Ασράφ, ο οποίος ήθελε να αποφασίζει τα πάντα για μένα. Είμαστε πολύ φτωχοί και η μητέρα μου είναι υπηρέτρια σε μια οικογένεια του χωριού. Ο Ασράφ ήθελε να παντρευτώ έναν σαραντάρη φίλο του στρατιωτικό, τον Φαρίντ. Ο Φαρίντ ήρθε πολλές φορές στο σπίτι μου να ζητήσει το χέρι μου από τη μητέρα μου. Εγώ κάθε φορά παρακαλούσα τη μαμά να αρνηθεί. »Μια μέρα ο αδελφός μου και ο Φαρίντ με πήγαν σε έναν φίλο τους, τον Σατζάντ. Ο αδελφός μου με απειλούσε: “Αν δεν παντρευτείς τον Φαρίντ θα σκοτώσω τον Χαλέντ”. Επειδή αγαπούσα τον Χαλέντ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, δέχτηκα. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και παντρεύτηκα τον Φαρίντ στο σπίτι του φίλου τους. Το ίδιο βράδυ ο Φαρίντ έφευγε λόγω δουλειάς για ένα μήνα και έμεινα μόνη στην οικογένεια του Σατζάντ. Διηγήθηκα την ιστορία μου στη Ροξάνα, τη γυναίκα του Σατζάντ. Ήμουν πολύ λυπημένη και ένιωθα εγκαταλελειμμένη. Η Ροξάνα μου απάντησε ότι έπρεπε να ξεχάσω τον Χαλέντ, αφού πλέον ο Φαρίντ ήταν ο άνδρας μου. »Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι ο Φαρίντ ήταν καλός άνθρωπος. Με άγχωνε υπερβολικά η ιδέα να κοιμηθώ μαζί του, γιατί δεν αισθανόμουν έτοιμη, αλλά ο Φαρίντ μου είπε: “Ανησυχείς γιατί είχες σχέσεις με τον Χαλέντ και δεν είσαι πια παρθένα!” Του είπα ότι κάνει λάθος, αλλά εκείνος δεν ήθελε να με πιστέψει. Μου είπε ότι ο μοναδικός τρόπος για να το αποδείξω ήταν να κοιμηθώ μαζί του, οπότε θα έβλεπε αν ήμουν παρθένα. Έχοντας κουραστεί από τη διαμάχη τελικά δέχτηκα. »Στη συνέχεια ο Φαρίντ έφυγε στο στρατό για τρεις μήνες. Όταν επέστρεψε, μου έδειξε ένα άδειο σπίτι το οποίο ο ιδιοκτήτης είχε κατά κάποιο τρόπο δεχτεί να του νοικιάσει. Μου είπε να κάνω υπομονή και να περιμένω να επιστρέψει και έφυγε ξανά για ένα μήνα. Ένα πρωί πήγα να δω το σπίτι με τη μικρή αδελφή του Σατζάντ και διαπίστωσα ότι υπήρχε μια οικογένεια μέσα και ότι επομένως ο Φαρίντ μου είχε πει ψέματα. »Μια μέρα μου τηλεφώνησε η μητέρα μου και μου ανακοίνωσε ότι ο Φαρίντ ήταν ήδη παντρεμένος με την ξαδέλφη του. Τηλεφώνησα στον Φαρίντ και του είπα ότι γνώριζα πλέον για το γάμο του. Αυτός τότε μου είπε: “Πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη. Θα σου αποδείξω ότι είναι ψέματα”. Όταν επέστρεψε μου έδειξε ένα έγγραφο που έλεγε ότι είναι χωρισμένος. Και ο αδελφός μου όμως με διαβεβαίωσε από το τηλέφωνο ότι ο Φαρίντ είχε εγκαταλείψει τη γυναίκα του. »Καθώς δεν ήθελα να ζω πια στο σπίτι του Σατζάντ, ο Φαρίντ με πήγε να ζήσω με την
κουνιάδα του στη Λαχώρη. Τη λένε Μουνιζέ. Όταν έμαθε ότι ήμουν η γυναίκα του Φαρίντ με αγκάλιασε χαμογελώντας και μου είπε: “Ώστε εσύ είσαι η κόρη του καθηγητή;” Έμεινα έκπληκτη και της απάντησα πως εγώ ήμουν η κόρη της υπηρέτριας. Τότε έκανε μια γκριμάτσα και άλλαξε αμέσως στάση απέναντί μου. »Η ζωή στο σπίτι της ήταν ανυπόφορη. Η Μουνιζέ δεν ήθελε να παίζω με τις κόρες της, έλεγε ότι ασκούσα κακή επιρροή πάνω τους. Με ανάγκαζε να κάνω όλες τις αγγαρείες: το καθάρισμα του σπιτιού, την μπουγάδα και το μαγείρεμα. »Κάθε μέρα γινόταν και πιο δυσάρεστη μαζί μου. Μια μέρα ο άνδρας της πήρε το μέρος μου λέγοντάς της ότι δούλευα από το πρωί ως το βράδυ. Τότε αυτή απάντησε σαρκαστικά: “Φυσικό είναι, αφού είναι κόρη υπηρέτριας”. Απελπισμένη τηλεφώνησα στον αδελφό μου που μου είπε: “Πρέπει να δέχεσαι τη μοίρα σου και να μην παραπονιέσαι”. »Επιστρέφοντας στο σπίτι ο Φαρίντ έφερε ένα τριαντάφυλλο και μου το έβαλε στα μαλλιά. Προφασιζόμενη ότι είναι αλλεργική στα λουλούδια, η Μουνιζέ το πέταξε στα σκουπίδια. Στη συνέχεια έστειλε επίτηδες τα παιδιά της στο δωμάτιό μας για να μας ενοχλούν. Την επόμενη μέρα παρακάλεσα τον Φαρίντ να φύγω. Αυτός δέχτηκε να πάω στο σπίτι της μητέρας μου όσο θα λείπει στο στρατό. Εκεί άρχισα να αισθάνομαι ναυτίες και να κάνω συνεχώς εμετούς. Σε μερικές εβδομάδες ο Φαρίντ ήρθε να με βρει. Ανησυχούσε γιατί δεν καλυτέρευα, και γι’ αυτό πήγαμε στον γιατρό ο οποίος μου ανακοίνωσε ότι ήμουν έγκυος. Ήταν έκπληκτος που ήμουν τόσο νέα και παντρεμένη με ένα τόσο μεγαλύτερό μου άνδρα. Ήμουν μόλις δεκαπέντε ετών. Ο Φαρίντ ήταν πανευτυχής που περίμενα παιδί. Για να με ευχαριστήσει μου έκανε πολλά δώρα και επιστρέψαμε στο σπίτι της Μουνιζέ. Μαθαίνοντας ότι ήμουν έγκυος, εκείνη έγινε έξαλλη. Είπε μπροστά μου στον Φαρίντ ότι αν έκανα γιο, θα έπρεπε να του δώσει ένα μέρος από την περιουσία του, ενώ δεν ήμουν παρά κόρη μιας υπηρέτριας. Έφυγα κλαίγοντας για το δωμάτιό μου. Λίγο αργότερα ο Φαρίντ ήρθε να με φωνάξει για το γεύμα. Του απάντησα ότι δεν άντεχα άλλο να ζω με τη φρικτή κουνιάδα του. Δεν είπε τίποτα και βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή μου τηλεφώνησε ο αδελφός μου και μου είπε ότι έμαθε πληροφορίες για τον Φαρίντ: Ανακάλυψε ότι ήταν ακόμα παντρεμένος και ότι είχε πολλές ερωμένες. Τότε εγώ κατέρρευσα. »Το ίδιο βράδυ ο Φαρίντ απάντησε σε ένα τηλεφώνημα. Εγώ έκανα πως κοιμόμουν αλλά τον άκουσα να λέει: “Γιατί μου τηλεφωνείς εδώ Ασία;” Η καρδιά μου χοροπήδησε. Ήθελα όμως να ξεκαθαρίσω την κατάσταση. Έτσι, όταν κοιμήθηκε ο Φαρίντ, πήγα στο μπάνιο και από το κινητό του τηλεφώνησα πίσω σ’ αυτή τη γυναίκα. Της εξήγησα ότι ήμουν η γυναίκα του Φαρίντ, ότι περιμέναμε παιδί και ότι δεν έπρεπε πλέον να επικοινωνεί μαζί του. »Το επόμενο πρωί αυτή τηλεφώνησε στον Φαρίντ: “Συγχαρητήρια! Θα γίνεις πατέρας από ό,τι έμαθα! Δε με νοιάζει που έχεις άλλη γυναίκα, αλλά δε θέλω να μαθαίνω τίποτα
γι’ αυτή!” Ο Φαρίντ της απάντησε: “Και πώς το ξέρεις ότι το παιδί είναι δικό μου; Εγώ δεν είμαι σίγουρος!” Άρπαξα το τηλέφωνο και το πέταξα στο κρεβάτι. Ήμουν έξαλλη και τον έβρισα. Πώς τολμούσε να λέει ότι το παιδί δεν ήταν δικό του; »Τσακωνόμαστε όλο και πιο πολύ, προς μεγάλη χαρά της Μουνιζέ. Παρακάλεσα τον Φαρίντ να μείνω σε δικό μου σπίτι και όχι στο σπίτι της φρικτής κουνιάδας του. Μια νύχτα άνοιξα τα μάτια μου και ο Φαρίντ δεν ήταν δίπλα μου στο κρεβάτι. Την επόμενη μέρα τον ρώτησα που ήταν. Δεν απάντησε. Άρχισα να έχω υποψίες. Το επόμενο βράδυ ο Φαρίντ περίμενε να αποκοιμηθώ και μετά έβαλε ένα μαξιλάρι δίπλα για να μην καταλάβω ότι θα έφευγε από το κρεβάτι. Αλλά εγώ δεν κοιμόμουν. Τον ακολούθησα αθόρυβα και συνειδητοποίησα ότι πήγε να κοιμηθεί με τη Μουνιζέ. Ο άνδρας της έλειπε, γιατί δουλεύει τα βράδια. Μια ώρα αργότερα ο Φαρίντ επέστρεψε στο κρεβάτι μας και έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. Τότε εγώ του είπα: “Έρχεσαι από την τουαλέτα, γι’ αυτό πάρε από πάνω μου το βρόμικο χέρι σου” και αυτός απάντησε: “Μην ανησυχείς, τα έχω πλύνει”. Είχα τόσο πληγωθεί ώστε δεν έκλεισα μάτι. »Λίγο αργότερα άκουσα τη Μουνιζέ να κάνει ντους και κατάλαβα ότι είχε κοιμηθεί μαζί του. Τότε ρώτησα τον Φαρίντ: “Ποιον αγαπάς πιο πολύ στον κόσμο;” “Τη Μουνιζέ και τη μητέρα μου, αλλά εσύ Γκουλ είσαι όλη μου η ζωή” μου απάντησε. Την επόμενη μέρα πρότεινα να φτιάξω το πρωινό γεύμα, αλλά η Μουνιζέ είπε ότι τα παιδιά της δε ήθελαν να τρώνε αυτά που έφτιαχνα. Ήξερα πλέον τι να περιμένω από τη Μουνιζέ και τον Φαρίντ. Πρότεινα επιδεικτικά να φτιάξω τσάι στον άνδρα της Μουνιζέ. “Κι εγώ;” διαμαρτυρήθηκε ο Φαρίντ. Του απάντησα ότι δε με ενδιέφερε αν ήθελε τσάι ή όχι. Ο Φαρίντ έμεινε έκπληκτος και δεν καταλάβαινε γιατί άλλαξε η στάση μου απέναντί του. Στη συνέχεια όμως είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να προσπαθήσω να τον κατακτήσω ξανά, αφού ήταν το άνδρας μου και κουβαλούσα το παιδί του. Επειδή ο Φαρίντ είναι πολύ βρόμικος και μυρίζει άσχημα, του αγόρασα από το παζάρι καινούρια ρούχα και άρωμα. Στη συνέχεια πήγα τα παιδιά της Μουνιζέ να φάνε παγωτό. Επιστρέφοντας ετοίμασα το γεύμα. Καθώς έπλαθα το ψωμί, η Μουνιζέ είπε ότι είχα πολύ μακριά νύχια και έπρεπε να τα κόψω. Αρνήθηκα, αλλά ο Φαρίντ μου άρπαξε με τη βία το χέρι και μου έκοψε τα νύχια. Ξέσπασα σε κλάματα και φώναζα ότι είχα καταλάβει πολύ καλά τι παιχνίδι έπαιζε η Μουνιζέ. Έκανε τα πάντα για να χωρίσω. Ο Φαρίντ δεν είπε τίποτα. Το επόμενο βράδυ έφυγε πάλι διακριτικά από το κρεβάτι. Ήξερα πολύ καλά που πήγαινε. Όταν επέστρεψε, τον περίμενα. Τον ρώτησα αν ντρεπόταν καθόλου. Με χαστούκισε και με ρώτησε γιατί τον κατηγορώ. Τότε του φώναξα εκτός εαυτού: “Γιατί το κάνεις αυτό; Έχεις ήδη δύο γυναίκες και επιπλέον κοιμάσαι με την κουνιάδα σου”. Έκλαιγα. Η Μουνιζέ, που άκουσε τα πάντα, μπήκε στο δωμάτιο και μου είπε κοροϊδευτικά: “Δεν άκουσες να μιλούν για όλες του τις ερωμένες; Δεν το ήξερες ότι ήταν γυναικάς;” Άρχισα να ουρλιάζω στη Μουνιζέ: “Δεν ντρέπεσαι; Είσαι σαν αδελφή του!” Εκείνη γέλασε: “Δεν είμαι η αδελφή του, είμαι η
ερωμένη του και είμαι πανευτυχής που κοιμάμαι μαζί του!” »Την επομένη είπα στον Φαρίντ ότι ήθελα να γυρίσω στην οικογένειά μου, αλλά εκείνος μου το αρνήθηκε, γιατί αν έφευγα θα πρόδιδα τα μυστικά του. Η Μουνιζέ έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Μου ζήτησε να πάω το χαλί στον κάτω όροφο. Εγώ αρνήθηκα. Τότε ο Φαρίντ με άρπαξε από χέρι και με έριξε βίαια στο πάτωμα. Η κοιλιά μου κοπάνησε δυνατά στο έδαφος. Άρχισα να χάνω πολύ αίμα και να αισθάνομαι αδύναμη. Η Μουνιζέ φώναξε: “Θα αποβάλει, ακόμα καλύτερα!” Ο Φαρίντ πανικοβλήθηκε. Με πήγε στο νοσοκομείο, αλλά δε γινόταν τίποτα. Έχασα το μωρό μου. Ο Φαρίντ με πήγε σπίτι την επόμενη μέρα. »Όταν επιστρέψαμε, ο Ουασίμ, ο άνδρας της Μουνιζέ, θέλησε να με αγκαλιάσει για να με παρηγορήσει, αλλά η Μουνιζέ του είπε ότι εγώ έφταιγα, γιατί κουβάλησα πολύ βαριά χαλιά. Ακούγοντας αυτά φρικτά ψέματα βγήκα εκτός εαυτού. Ούρλιαζα στον Ουασίμ ότι η γυναίκα του κοιμάται κάθε βράδυ με τον Φαρίντ, αλλά αυτός δεν ήθελε να με πιστέψει και με χτύπησε με ένα μπαστούνι, φωνάζοντας ότι δυσφημίζω την οικογένειά του. »Νωρίς το πρωί προσπάθησα να το σκάσω, αλλά ο Φαρίντ με άρπαξε και με χαστούκισε με όλες του τις δυνάμεις. Είχα σοκαριστεί και νόμιζα ότι θα πεθάνω. Τηλεφώνησα στον αδελφό μου για να έρθει να με πάρει. Μου είπε να ηρεμήσω. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε χρόνο να έρθει στη Λαχώρη. Ο Φαρίντ πέταξε τα πράγματά μου έξω και μετά πήγε να φιλήσει την κουνιάδα του. Τον παρακάλεσα να με πάει στην οικογένειά μου. »Επιστρέφοντας από τη δουλειά ο Ουασίμ είπε στον Φαρίντ: “Δεν έχεις παρά να πετάξεις τη γυναίκα σου στις ρόδες ενός φορτηγού. Έτσι όλοι θα νομίζουν ότι είναι ατύχημα”. Ο Φαρίντ με διέταξε να ετοιμάσω μια τσάντα για να με πάει στην μητέρα μου. Και καθώς διασχίζαμε το δρόμο, με πέταξε στις ρόδες ενός φορτηγού. Έπεσα κάτω, αλλά το όχημα σταμάτησε έγκαιρα. Τότε ούρλιαξα στον Φαρίντ: “Δεν θα πεθάνω με αυτό τον τρόπο”. »Κάποιοι περαστικοί που είδαν τη σκηνή φώναξαν την αστυνομία. Οι αστυνομικοί με ρώτησαν ποιος με έσπρωξε και τους είπα ότι σκόνταψα. Δεν ήθελα να βρεθώ μόνη μου μέσα στο λεωφορείο. Ήθελα να με πάει ο Φαρίντ στο σπίτι μου. Αισθανόμουν τόσο άσχημα ώστε ήθελα να πεθάνω. Όλοι ήταν εναντίον μου. Ο Φαρίντ με απείλησε ότι αν δεν τον συγχωρούσα, δε θα με έστελνε στη μητέρα μου. Έτσι, μου πρότεινε να περάσουμε τη νύχτα σε κάποιο ξενοδοχείο. Πήραμε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Χαφίζ. Αρνήθηκα να φάω. Πριν να κοιμηθώ ο Φαρίντ μου έδωσε φάρμακα δήθεν για τον πόνο. Εγώ είδα ότι δεν ήταν ασπιρίνες, αλλά τα πήρα έτσι κι αλλιώς και κοιμήθηκα σα μολύβι. »Την επομένη ο Φαρίντ με συνόδεψε με το λεωφορείο στη μητέρα μου και επέστρεψε στη Λαχώρη. Η μητέρα μου υποψιαζόταν ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα κι εγώ της τα
είπα όλα. Πονούσα πολύ στην κοιλιά μου, γι’ αυτό πήρα πάλι από τα φάρμακα που μου είχε δώσει ο Φαρίντ. Λιποθύμησα. Έμαθα αργότερα ότι ήταν πολύ δυνατά υπνωτικά. Οι αδελφοί μου ήταν έξαλλοι. Τηλεφώνησαν στον Φαρίντ και τον έβρισαν. »Η αδελφή του Φαρίντ με επισκέφτηκε και μου επιβεβαίωσε το γεγονός ότι ο Φαρίντ είχε δεσμό με την κουνιάδα του και ότι είχε πολλές συζύγους. »Κατά τη διαμονή μου στην οικογένειά μου ο Φαρίντ με απειλούσε συστηματικά στο τηλέφωνο λέγοντας μου ότι θα με χωρίσει. Εγώ είχα ανακουφιστεί που ήμουν με τη μητέρα μου, ανέκτησα δυνάμεις και αισθανόμουν καλύτερα. Λίγες μέρες αργότερα ήμουν καλεσμένη σε ένα γάμο στο χωριό. Ετοιμάστηκα για να πάω. Έβαλα σκουλαρίκια και άφησα ελεύθερα τα μαλλιά μου. Η μητέρα μου που ήταν στην αυλή είδε δυο παράξενους άνδρες μπροστά από το σπίτι μας. Ο ένας από τους δύο φορούσε ένα μεγάλο παλτό. Η μητέρα μου μού φώναξε ότι ήταν ο Φαρίντ, αλλά εγώ της αποκρίθηκα ότι ήταν αδύνατον, επειδή βρισκόταν στη Λαχώρη. Εν τω μεταξύ οι άνδρες είχαν εξαφανιστεί. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα υγρό να τρέχει στο πρόσωπό μου. Ούρλιαξα και λιποθύμησα. Η μητέρα μου μού διηγήθηκε αργότερα ότι είχε προλάβει να αρπάξει τον έναν από τους δύο άνδρες και ότι ήταν πράγματι ο Φαρίντ αυτός που την έσπρωξε βίαια και το έσκασε. Όμως όλα μου τα αδέλφια τον είδαν. »Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου το πρόσωπό μου έκαιγε αφόρητα. Ούρλιαζα: “Βοηθήστε με, βοηθήστε με!” και λιποθύμησα ξανά. Όταν ξύπνησα άκουσα τη μητέρα μου και την οικογένειά μου να κλαίνε. Δεν έβλεπα τίποτα. Ρώτησα τον αδελφό μου πού βρισκόμουν και μου απάντησε: “Είσαι στο νοσοκομείο”. »Βογκούσα από τους πόνους. Ο γιατρός ήρθε να μου κάνει παρατήρηση: “Σταμάτα να κάνεις τόσο θόρυβο! Οι υπόλοιποι ασθενείς παραπονιούνται!” Κανένας δεν ασχολιόταν μαζί μου εκτός από μερικές νοσοκόμες που έρχονταν να μου κάνουν καμιά ένεση πού και πού. Ο γιατρός δεν ήθελε να έρθει στο δωμάτιό μου, γιατί το πρόσωπό μου μύριζε φρικτά. Εξαιτίας αυτής της δυσωδίας δεν είχα πια όρεξη να φάω. Παρακάλεσα την οικογένειά μου να με αφήσει να πεθάνω. Έπειτα από μερικές εβδομάδες το δέρμα μου άρχισε να επουλώνεται και ξαναβρήκα την όρασή μου. Μια μέρα σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο και έπαθα τεράστιο σοκ όταν είδα το πρόσωπό μου. Ήμουν αγνώριστη. Όσοι έρχονταν να με επισκεφτούν έκαναν αυθόρμητα μια κίνηση αποστροφής. »Στο μήνα πάνω μου ανακοίνωσαν από το νοσοκομείο ότι δεν μπορούσαν να κάνουν πια τίποτα και ότι έχασα το πρόσωπό μου για πάντα. Είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να πεθάνω, ότι από τον να ζήσω σ’ αυτό το χάλι ο θάνατος ήταν σαφώς καλύτερος. »Έτσι η οικογένειά μου αποφάσισε να με φέρει σε ένα νοσοκομείο στο Ισλαμαμπάντ. Εκεί ο γιατρός με χειρούργησε αμέσως για να μου αφαιρέσει το καμένο δέρμα. Μετά την εγχείρηση το νοσοκομείο με έστειλε εδώ στο ίδρυμα. Όταν τα αδέλφια μου με έφεραν εδώ, με περίμενε μια γυναίκα αλλοδαπή. Φοβόμουν ότι βλέποντάς με θα με
απόρριπτε. Αλλά ήταν πολύ γλυκιά και με ανακούφισε. Στη συνέχεια έκανα μήνυση στον Φαρίντ. Θέλω να τιμωρηθεί, γιατί μου κατέστρεψε τη ζωή». Νάιλα:8 «Πήγαινα γυμνάσιο όταν ένας άνδρας με ερωτεύτηκε τρελά. Ήταν ένας ράφτης, φίλος του καθηγητή μου, είκοσι πέντε χρονών. Ζήτησε το χέρι μου από τον πατέρα μου, αλλά ο πατέρας μου αρνήθηκε να με παντρέψει, γιατί ο υποψήφιος γαμπρός ήταν από άλλη εθνότητα και είχε τα διπλά μου χρόνια. »Μια μέρα γυρνούσα από το σχολείο και στη διαδρομή ο καθηγητής μου και ο φίλος του μου έκλεισαν το δρόμο. Ήθελαν να με τρομάξουν για να δεχτώ το γάμο. Μόλις γύρισα στο σπίτι, το είπα στον πατέρα μου. Εκείνος πήγε να τους δει. Τους ρώτησε γιατί ενοχλούσαν την κόρη του. Του απάντησαν ότι έλεγα ψέματα κι ότι αυτοί δεν έκαναν τίποτα. Την επομένη ήταν αργία και πήγαινα να βρω κάτι φιλενάδες μου. Με συνόδευε ο μικρός μου αδελφός. Την ώρα που κάναμε το γύρο ενός τζαμιού ξαφνικά ο καθηγητής μου μαζί με τον φίλο του βγήκαν από ένα διπλανό κτήριο. Ζήτησαν από τον μικρό μου αδελφό να φύγει, αλλά αυτός τους είπε ότι ήμουν η μεγάλη του αδελφή και θα έμενε μαζί μου. Ο καθηγητής μου κρατούσε ένα μπουκάλι στο χέρι του. Ο ράφτης με διέταξε να τους ακολουθήσω στο διπλανό κτήριο. Αρνήθηκα. Οι δύο άντρες κοίταξαν γύρω γύρω στο δρόμο αλλά δεν υπήρχε κανείς. Έκανε πολλή ζέστη και όλοι οι άνθρωποι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, καθώς ήταν τρεις η ώρα το μεσημέρι. Ο καθηγητής μου είπε στον φίλο του ότι αν αρνιόμουν να πάω μαζί τους, θα αναγκαζόταν να μου πετάξει βιτριόλι. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ να μιλάει κανείς για βιτριόλι, οπότε δεν κατάλαβα τι εννοούσαν. »Ο καθηγητής μου φύλαξε τσίλιες κι ο ράφτης άδειασε το περιεχόμενο του μπουκαλιού στο πρόσωπό μου. Εγώ ούρλιαξα και έπεσα κάτω. Όλα έγιναν μπλε. Το πρόσωπό μου έλιωνε, αλλά δεν αισθανόμουν τίποτα πλέον. Ο αδελφός μου προσπαθούσε να με σηκώσει και φώναζε βοήθεια. Ένας γείτονας ήρθε κρατώντας ένα μπαστούνι στο χέρι, νομίζοντας ότι με δάγκωσε φίδι. Όταν αντιλήφθηκε τι συνέβη, φοβήθηκε. Δεν τολμούσε να με βοηθήσει, σκεφτόταν ότι ο κόσμος θα νόμιζε ότι αυτός μου επιτέθηκε. Τελικά με πήρε στα χέρια του αλλά άρχισαν να καίγονται και τα δικά του ρούχα. Με πήγε στους γονείς μου. »Βλέποντάς μας να επιστρέφουμε από μακριά η μητέρα μου νόμιζε ότι λιποθύμησα επειδή δεν είχα φάει πρωινό. Τότε ο αδελφός μου της διηγήθηκε τι συνέβη. Στο σπίτι δεν είχαμε νερό. Κάποιοι γείτονες έτρεξαν στο ποτάμι να φέρουν νερό για να μου πλύνουν το πρόσωπο. Έπειτα με πήγαν στο νοσοκομείο. Δεν έβλεπα πλέον τίποτα. Ένα από τα μάτια μου είχε βγει από την κόχη του. »Ο πατέρας μου υπέβαλε μήνυση. Οι αστυνομικοί μου έκαναν πολλές ερωτήσεις και εγώ τους είπα τα πάντα.
»Στη συνέχεια η οικογένειά μου με πήγε στη Λαχώρη. Με χειρούργησε ένας γιατρός σε κάποιο μεγάλο νοσοκομείο της πόλης. Το κόστος ήταν υπέρογκο για τους γονείς μου. Μετά με έστειλαν στο Ισλαμαμπάντ. Χάρη σε έναν πολιτικό της περιοχής μου με φρόντισαν σε κάποιο άλλο νοσοκομείο, όπου έμεινα έξι μήνες. Μου έκαναν αναπλαστικές εγχειρήσεις και ήταν πολύ επώδυνο. Αλλά είχα υψηλό ηθικό και έλεγα στην οικογένειά μου συνεχώς ότι θα τα καταφέρω. Μέσα σε λίγες εβδομάδες το δέρμα μου άρχισε να επουλώνεται. »Μετά τη μήνυση του πατέρα μου, ο ράφτης και ο καθηγητής μου φυλακίστηκαν. Όμως ο θείος του καθηγητή, ένας πολύ ισχυρός άνδρας, πρόσφερε στους γονείς μου 25000 ρουπίες (250€) προκειμένου να αποσύρουν τη μήνυση. Οι γονείς μου απάντησαν ότι δεν ήξεραν καν αν θα επιζήσω και αρνήθηκαν τα χρήματα. Τελικά ο καθηγητής έμεινε στη φυλακή μόνο τρεις μέρες, αφού ο θείος του λάδωσε τους αστυνομικούς και τον άφησαν ελεύθερο. »Τον Ιανουάριο του 2005 έγινε η δίκη του καθηγητή. Αλλά καθώς η οικογένειά του είχε δωροδοκήσει τον δικαστή, το δικαστήριο του ζήτησε να πληρώσει μόνο μια αποζημίωση συν τον τόκο. Ο ράφτης καταδικάστηκε σε δώδεκα χρόνια φυλακή. Άσκησε έφεση και η ποινή του μειώθηκε στο μισό. Εγώ σήμερα θέλω να ξαναρχίσω τις σπουδές μου. Θέλω να γίνω γιατρός. Γράφτηκα ήδη στο πανεπιστήμιο».
8 Η άλλη ασθενής. Βρίσκεται στην κλινική εδώ και δύο χρόνια. Της επιτέθηκαν με οξύ όταν ήταν δεκατριών χρόνων.
20. Σήμερα το πρωί ακούω τη Νάιλα να μου χτυπάει την πόρτα. Μου ανακοινώνει ότι μου έχει φέρει γλυκά από την αγορά. Την αγορά; Mένω άναυδη. Πού βρήκε το κουράγιο να εμφανιστεί δημόσια με το κατεστραμμένο της πρόσωπο; «Πήγαν όλα καλά; Φοβήθηκες; Δεν αισθάνθηκες άσχημα;» «Όχι, καθόλου! Δε φοβάμαι πλέον να βγαίνω. Κάλυψα το πρόσωπό μου με μαντίλα και φόρεσα γυαλιά ηλίου. Κανείς δε σχολίασε την εμφάνισή μου». Τη βρίσκω πολύ θαρραλέα. Εγώ δε θα τολμούσα ποτέ να βγω στο δρόμο. Παρ’ όλα αυτά έχω υποσχεθεί στον αδελφό μου ότι σύντομα θα τον επισκεφτώ στο χωριό. Με παρακάλεσε τόσο πολύ που δεν μπόρεσα στο τέλος παρά να δεχτώ. Πραγματικά δεν ξέρω πως θα τολμήσω να εμφανιστώ στην κατάσταση που είμαι μπροστά σε όλο τον κόσμο. Πέφτω σε κατάθλιψη, γιατί επιπλέον είναι πια σίγουρο ότι δε θα ξαναβρώ την όρασή μου. Μετά τις τελευταίες ιατρικές εξετάσεις όλες μου οι ελπίδες εξανεμίστηκαν. Πίστευα ότι οι γιατροί εδώ μπορούσαν να κάνουν θαύματα, αλλά από ό,τι φαίνεται τα μάτια μου καταστράφηκαν για πάντα. Η γιατρός Χαντίτζα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να αποδεχτώ την κατάσταση, αλλά δεν μπορώ ακόμα να χωνέψω το γεγονός ότι θα ζω πλέον στα σκοτάδια. Ένα πρωί με επισκέπτεται μια άγνωστη γυναίκα. Δεν το γνωρίζω ακόμα, αλλά αυτή η γυναίκα θα είναι ο φύλακας άγγελός μου, θα μου δώσει πάλι όρεξη για ζωή. Ονομάζεται Σάιμα Ανουάρ. Μου εξηγεί ότι έχει δημιουργήσει ένα κέντρο αποκατάστασης τυφλών. Μου έφερε δώρα, ένα μπουκαλάκι με άρωμα και ένα θερμός. «Διηγήσου μου, Ναζιράν, τι ακριβώς σου συνέβη;» Αισθάνομαι ότι μπορώ να της έχω εμπιστοσύνη και της διηγούμαι όλη την ιστορία. Της εξηγώ ότι η ζωή μου έχει πλέον καταστραφεί και ότι θα προτιμούσα να πεθάνω. Η Σάιμα με ακούει προσεκτικά. «Ξέρεις, Ναζιράν, δεν πρέπει να κάνεις μαύρες σκέψεις. Κι εγώ είμαι τυφλή! Γεννήθηκα έτσι. Αλλά είμαι μια χαρά! Περπατάω μόνη μου στο δρόμο με ένα άσπρο μπαστούνι». Μένω άναυδη! Δηλαδή είναι τυφλή από πάντα! Και πώς μπορεί να είναι τόσο θαρραλέα και δραστήρια; «Δεν πρέπει να λυπάσαι, θα σου μάθω πώς να τα καταφέρνεις μόνη σου» συνεχίζει η Σάιμα. «Αλλιώς είναι κόλαση να εξαρτάσαι συνεχώς από τους άλλους. Το να είσαι τυφλός δε σημαίνει ότι πεθαίνεις, σημαίνει απλώς ότι ζεις με διαφορετικό τρόπο. Πρέπει να αναπτύξεις την ακοή, την αφή... τις άλλες αισθήσεις που σου επιτρέπουν να αντιλαμβάνεσαι τι είναι γύρω σου». Ακούω ένα κουδούνισμα. Η Σάιμα βάζει μερικά κέρματα σε ένα δίσκο και μου
δείχνει πώς να αναγνωρίζω τα διαφορετικά νομίσματα. Συγκεντρώνομαι. Συνειδητοποιώ ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο. Η Σάιμα ευχαριστιέται βλέποντας τον ενθουσιασμό μου και προσθέτει: «Μπορώ επίσης και μαγειρεύω μόνη μου. Αν μπορώ εγώ, μπορείς κι εσύ. Θα σου εξηγήσω». Με πηγαίνει στην κουζίνα της κλινικής. Ζητάει από τον μάγειρα να ακουμπήσει τα λαχανικά πάνω στο τραπέζι. Με βάζει να τα μυρίσω για να τα αναγνωρίζω από τη μυρωδιά τους: τις πιπεριές, τα καρότα, το σκόρδο. Η Σάιμα οδηγεί τα χέρια μου, μου μαθαίνει να κόβω τα κρεμμύδια, τις ντομάτες... Είμαι πολύ αδέξια και κινδυνεύω να πετσοκόψω τα δάχτυλά μου, αλλά με ενθαρρύνει να συνεχίσω. «Ασχολούμαι με πολλούς τυφλούς που βρίσκονται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ορισμένοι είναι και ακρωτηριασμένοι. Εσύ είσαι τυχερή που έχεις τα χέρια σου και τα πόδια σου». Προτού φύγει, η Σάιμα μου προτείνει να πηγαίνω να κάνω μαθήματα στο δικό της κέντρο αποκατάστασης. Δέχομαι με ενθουσιασμό. Πρώτα όμως πρέπει να γυρίσω στο χωριό μου και να επισκεφτώ την οικογένειά μου. Της υπόσχομαι ότι θα επικοινωνήσω μαζί της μόλις επιστρέψω. Πριν φύγει μου δίνει κάποιες κασέτες. «Άκου αυτές τις μαρτυρίες, θα σε βοηθήσουν να μην κάνεις μαύρες σκέψεις. Τα λέμε σύντομα, Ναζιράν!» Το ίδιο βράδυ η ψυχολόγος μου φέρνει ένα κασετόφωνο. Μου μαθαίνει πώς να το χρησιμοποιώ. Στις κασέτες διάφοροι τυφλοί μιλούν για τη ζωή τους. Ακούω τη Σάιμα να μιλάει για την παιδική της ηλικία, τη ζωή της στο σχολείο, το γάμο της. Αποφασίζω ότι από δω και στο εξής πρέπει να είμαι δυνατή για τα παιδιά μου. Εγώ τουλάχιστον είχα την τύχη να έχω δει το πρόσωπο των κοριτσιών μου. Η αφήγηση της Σάιμα μου ανεβάζει το ηθικό. Αλλά η μαρτυρία που με συνταράζει περισσότερο από όλες είναι η ιστορία ενός άνδρα που εξαιτίας μιας επίθεσης έχασε την όρασή του αλλά και ένα πόδι. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος λέει ότι θέλει να ζήσει τη ζωή του όσο καλύτερα γίνεται. Αυτές οι μαρτυρίες είναι μια αποκάλυψη για μένα. Ώστε μπορεί κανείς να είναι τυφλός και ευτυχισμένος; Όλο αυτό μου δίνει το κουράγιο να αντιμετωπίσω αυτό που με περιμένει: την επιστροφή στο χωριό. Μετά από οκτώ μήνες απουσίας θα επισκεφτώ την οικογένειά μου. Τρέμω στη σκέψη του τι θα πουν οι άνθρωποι όταν με δουν. Λόγω των πληγών μου πρέπει να φορέσω μια τουνίκ χωρίς μανίκια, αλλά έχω καλύψει με το πέπλο το πρόσωπό μου. Η μητέρα μου ήρθε σήμερα το πρωί να με πάρει. Φεύγουμε μαζί για να πάρουμε το λεωφορείο. Δεν της αφήνω λεπτό το χέρι. Σε όλο το ταξίδι νιώθω την αγωνία μου να μεγαλώνει συνεχώς. Ο αδελφός μου μας περιμένει στη στάση του λεωφορείου. Όταν φτάνουμε στο σπίτι
του, οι γείτονές μου και οι κοντινοί μου άνθρωποι έρχονται να με επισκεφτούν. Με συμπονούν και μου προσφέρουν χρήματα. Εγώ τους ευχαριστώ. Κρύβω όλη την ώρα το πρόσωπό μου, κρατώντας με το ένα μου χέρι συνεχώς το πέπλο από φόβο μη γλιστρήσει. Αλλά η ώρα του φαγητού πλησιάζει και θα αναγκαστώ να το βγάλω. Ακούω γύρω μου λυπημένα μουρμουρητά. Κάθομαι και αρπάζω φαγητό με το χέρι μου. Μόλις όμως προσπαθώ να καταπιώ κάτι, το φαγητό πέφτει κάτω, καθώς το σαγόνι μου είναι ακόμα κολλημένο στο λαιμό μου. Σε λίγο σπρώχνω απελπισμένη το πιάτο από μπροστά μου. Ακούω τον αδελφό και τις αδελφές μου που κλαίνε. Ο Σελίμ μου μεταφράζει αυτό που λέει η μητέρα μου: «Η Γκόνγκι Μα θέλει να αγοράσει βιτριόλι και να το πετάξει στον Φαουάντ! Λέει ότι αυτός σου το έκανε!» Ανατριχιάζω. Ξέρω ότι ο Φαουάντ και η οικογένειά του θα έρθουν να με δουν την επόμενη μέρα. Ο Φαουάντ προσποιείται ότι ενδιαφέρεται και θέλει να μάθει πώς πάει η υγεία μου. Δέχτηκα να έρθει εδώ, γιατί θα φέρει μαζί του τη Χίνα. Περιμένω πώς και πώς να σφίξω το κοριτσάκι μου στην αγκαλιά μου. Το επόμενο πρωί είμαι σε υπερδιέγερση. Περίμενα τόσο πολύ τούτη τη στιγμή... Αλλά όταν φτάνει η Χίνα, ακούω τη φωνούλα της να φωνάζει τρομοκρατημένη: «Αυτή δεν είναι η μαμά! Αυτή μοιάζει με μάγισσα!» Αρνείται να με πλησιάσει και κρύβεται πίσω από τα πόδια της Γκόνγκι Μα. Είμαι αποκαμωμένη και δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Σελίμ αποφασίζει να πάρει τη Χίνα στο δωμάτιό του. Τον ακούω που της λέει χαμηλόφωνα: «Αυτή είναι η μαμά σου. Το πρόσωπό της άλλαξε γιατί κάποιος της έριξε ένα πολύ επικίνδυνο υγρό στο πρόσωπο. Αλλά κοίτα τα πόδια και τα χέρια της, δεν είναι τα ίδια; Και η φωνή της; Γνωρίζεις τη φωνή της μαμάς, έτσι δεν είναι; Το ξέρεις ότι είναι αυτή!» Όταν ο Σελίμ επιστρέφει με τη Χίνα, της δείχνω τα χέρια μου: «Το βλέπεις ότι είναι τα χέρια της μαμάς, έτσι δεν είναι;» Η Χίνα είναι ακόμα φοβισμένη και κρατάει τις αποστάσεις της. Αυτό μου ραγίζει την καρδιά, αλλά λέω στον εαυτό μου ότι της χρειάζεται λίγο χρόνος για να συνηθίσει στη νέα μου εμφάνιση. Εν τω μεταξύ ο αδελφός μου ο Αρίφ λέει στον Φαουάντ: «Εξαιτίας της οικογένειάς σου η Ναζιράν είναι τυφλή. Της έχετε κάνει μεγάλο κακό και τώρα πρέπει να της δώσεις τα μάτια σου!» Λέω στον αδελφό μου να σταματήσει. «Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό». Ο Φαουάντ γυρίζει προς το μέρος μου και μου λέει ότι μου έχει φέρει δώρα, μπανγκλ και καινούρια ρούχα. Μου δίνει να αγγίξω τα υφάσματα και μου φοράει προσεκτικά τα βραχιόλια. Όλο το απόγευμα είναι ευγενικός καλός και όλο φροντίδα απέναντί μου. Κάποια στιγμή μου ψιθυρίζει:
«Ξέρεις, Ναζιράν, είσαι η μόνη που μετράει για μένα. Σου υπόσχομαι ότι θα χωρίσω τη Σιρίν. Θα σου αγοράσω ένα σπίτι και θα ζήσουμε ευτυχισμένοι οι δυο μας». Δεν τολμάω να το πιστέψω. Λέει άραγε την αλήθεια; Απόψε έρχεται να κοιμηθεί μαζί μου. Το επόμενο πρωί ο Φαουάντ ζητάει από τον αδελφό μου την άδεια να με πάει στην οικογένειά του. «Θέλουν όλοι να τη δουν! Τους λείπει τόσο πολύ!» «Ούτε συζήτηση». «Η Ναζιράν θα μπορέσει να δει τη Φίζα!» επιμένει ο Φαουάντ. «Ίσως να έχει επιθυμία να δει το κοριτσάκι της». Παρ’ όλη την αγωνία μου στη σκέψη να γυρίσω στο χωριό του Φαουάντ, θέλω πολύ να αγκαλιάσω τη Φίζα μου. Ο Σελίμ τελικά δέχεται υπό τον όρο να με συνοδέψει ο ίδιος. Ο Φαουάντ πάει να φέρει ένα ταξί και φεύγουμε για το χωριό του. Στη διάρκεια της διαδρομής αισθάνομαι πολύ άσχημα. Κάνει αφόρητη ζέστη και οι πληγές μου, με πονούν. Αισθάνομαι μύγες να κάθονται πάνω στις πληγές μου, αλλά δεν μπορώ να τις διώξω. Η Χίνα κάθεται στα πόδια του Σελίμ και δε θέλει να την ακουμπάω. Φτάνοντας στο σπίτι των πεθερικών μου ακούω μια οχλαγωγία. Συνειδητοποιώ ότι το σπίτι είναι γεμάτο κόσμο. Μαθαίνω ότι ο Φαουάντ έβαλε να ανακοινώσουν από τα μεγάφωνα του τζαμιού την άφιξή μου: «Η Ναζιράν, η δεύτερη γυναίκα του Φαουάντ, αυτή που της έριξαν βιτριόλι στο πρόσωπο, είναι εδώ στο χωριό. Όλοι όσοι θέλουν να τη δουν είναι καλεσμένοι στο σπίτι!» Οι άνθρωποι έτρεξαν αμέσως. Νιώθω ότι ήρθαν να με δουν από περιέργεια και διαστροφή. Προσποιούνται ότι είναι εκεί για να με παρηγορήσουν και μου δίνουν χρήματα, αλλά τους ακούω που κάνουν σχόλια. «Ποπό, κοίτα το πρόσωπό της, είναι εντελώς κατεστραμμένο! Δεν έχει πια μάτια!» «Η οικογένεια των πεθερικών της είναι πολύ σκληρή! Κοίτα πως την κατάντησαν!» «Ήταν καλλονή πριν! Είδες πως έγινε;» Ακούω παιδικές φωνές που με παγώνουν: «Την είδες; Σα μάγισσα είναι! Με τρομάζει!» Η Φίζα μου είναι επίσης εδώ. Η Ρουμπίνα τη βάζει στην αγκαλιά μου, αλλά κι αυτή με φοβάται και βάζει τα κλάματα. Προς μεγάλη μου θλίψη η Ρουμπίνα την παίρνει αμέσως μακριά μου. Ακούω τους γείτονες που βρίζουν την οικογένεια των πεθερικών μου. «Ο Θεός θα σε βοηθήσει και θα πάρεις εκδίκηση, Ναζιράν!» μου λένε. Γνωρίζω πως ο Φαουάντ διηγήθηκε παντού ότι ο Τζαβέντ ήταν ο ένοχος, αλλά κανείς δε δείχνει να το πιστεύει. Ακούω διάφορους να μουρμουρίζουν το όνομα της Σιρίν.
«Αυτή σίγουρα έστειλε τον ανιψιό της να επιτεθεί στη Ναζιράν». Εκείνη τη μέρα η Σιρίν δεν εμφανίστηκε. Αισθάνομαι πολύ άσχημα ανάμεσα σ’ όλο αυτόν τον κόσμο. Η οικογένεια των πεθερικών μου με επιδεικνύει σα να είμαι παράξενο ζώο. Ο Φαουάντ βγάζει το πέπλο μου, φτάνει στο σημείο να σηκώσει το πουκάμισό μου για να δείξει το σώμα μου στους περίεργους, ακόμα και στους άνδρες. Έχω πανικοβληθεί. Τον ικετεύω να σταματήσει. «Βούλωσ’ το!» μου λέει θυμωμένα. «Είπα σε όλους ότι δεν μπορείς να μιλήσεις. Ξέρω τι κάνω, θα σου δώσουν χρήματα». Κουλουριάζομαι, βάζω τα χέρια μου γύρω από το στήθος μου και χώνω το κεφάλι μου μέσα στα γόνατά μου. Η Σακίνα, η γυναίκα του Σελίμ, αντιλαμβάνεται την κατάσταση και φωνάζει στην οικογένεια των πεθερικών μου: «Δε σέβεστε καθόλου λοιπόν την κουνιάδα μου; Την επιδεικνύετε στον κόσμο για να βγάλετε λεφτά;» Αρπάζω το χέρι της και της λέω ότι θέλω να φύγω. Η ξαδέλφη μου η Ροξάνα είναι εδώ επίσης. Βάζει ένα πέπλο γύρω από το στήθος μου για να το κρύψει. Αλλά ο Φαουάντ παρελαύνει. Θέλει να με δείξει κι άλλο, και μου βγάζει πάλι το ύφασμα. Η Ροξάνα είναι έξαλλη, απαιτεί να φύγουν όλοι και με σκεπάζει με το δικό της πέπλο. Ακούω τη Ρουμπίνα και την Κιράν να μας ζητούν να μείνουμε περισσότερο, γιατί όλο το χωριό έχει έρθει να μου συμπαρασταθεί, και περιμένουν κάτι ξαδέλφια ακόμα. Ξεσπάω σε κλάματα. Ο Σελίμ λέει ότι πρέπει να φύγουμε αμέσως. Για μια ακόμα φορά πρέπει να αφήσω τη Χίνα και τη Φίζα με τη Ρουμπίνα. Είμαι συντετριμμένη από τη θλίψη. Ο αδελφός μου με σέρνει μέχρι το λεωφορείο. Μόλις κάθομαι συνειδητοποιώ ότι η Ρουμπίνα έχει πάρει όλα τα χρήματα που μου έδωσε ο κόσμος. Ο Σελίμ μου λέει σαρκαστικά: «Είδες τι καλά που συμπεριφέρεται η οικογένεια των πεθερικών σου; Και επιπλέον ούτε που σου πρότειναν να φας ή να πιεις κάτι!» Μετά από όλα αυτά αποφάσισα τελεσίδικα ότι δε θα πατήσω ποτέ το πόδι μου ξανά εκεί. Στο χωριό του Σελίμ οι κοντινοί μου άνθρωποι έρχονται να με επισκεφτούν. Ο αδελφός μου δεν ενημέρωσε όλη τη γειτονιά, και του είμαι ευγνώμων. Δε θέλω με τίποτα να ξαναζήσω τον εξευτελισμό στον οποίο με υπέβαλαν τα πεθερικά μου. Τα αδέλφια μου προσπαθούν να με ανακουφίσουν, η γυναίκα του Αρίφ μου ζητάει να τραγουδήσω. Ακούγοντας τη φωνή μου αρχίζουν όλοι να κλαίνε. Ο Αρίφ με συγχαίρει: «Παρά το κακό που σου έκαναν, εσύ τραγουδάς ακόμα! Είμαι περήφανος για την αδελφή μου! Είσαι γενναία!» Η Σακίνα μου μαγειρεύει ένα μπιριάνι, το αγαπημένο μου φαγητό, και ο αδελφός μου φέρνει μπουκάλια με Πέπσι Κόλα.
Το ίδιο βράδυ φεύγω για το Ισλαμαμπάντ. Ανεβαίνω στο λεωφορείο με τη μητέρα μου φορώντας το πέπλο στο πρόσωπό μου. Για μια φορά ακόμα.
21. «Ξέρεις, είχαμε χάσει μια ασθενή λίγο πριν έρθεις εσύ εδώ. Είχε κάνει το ίδιο πράγμα μ’ εσένα, είχε φύγει για το χωριό της...» Η νοσοκόμα, η Μπιλκίς, μου διηγείται την ιστορία ενώ αλλάζει τους επιδέσμους μου. Τα τραύματά μου με πονούν αφόρητα λόγω του ταξιδιού. Σφίγγω τα δόντια μου, καθώς μου καθαρίζει τον ώμο. «Τι της συνέβη;» «Οι πληγές της δεν είχαν ακόμα επουλωθεί κι εμείς θέλαμε να μείνει εδώ. Όμως εκείνη ήθελε να επιστρέψει στην οικογένειά της. Εκεί λοιπόν έπαθε κάποια μόλυνση και την έφεραν πίσω σε άθλια κατάσταση. Όλη η ομάδα έδωσε το αίμα της για να τη σώσουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε». Με διαπερνάει ένα ρίγος στην πλάτη. Η Μπιλκίς μου βάζει κρέμα στο πρόσωπο. Θέλει να προσέχω πολύ τον εαυτό μου. «Πρέπει να ξεκουραστείς. Ξέρεις, φοβήθηκα πολύ όταν έφυγες. Δεν υπάρχει περίπτωση να χάσω άλλη ασθενή». Λίγες μέρες αργότερα πρέπει να επιστρέψω στο νοσοκομείο για νέες εγχειρήσεις. Οι γιατροί θα κόψουν το δέρμα από το σαγόνι που έχει κολλήσει στο λαιμό μου. Θα μπορώ πάλι να κουνάω το κεφάλι μου και να τρώω κανονικά. Παίρνουν δέρμα από τους γοφούς μου για να το βάλουν στο λαιμό μου. Παρακαλάω τον Θεό ώστε κανένας άλλος άνθρωπος να μην αναγκαστεί να υποστεί όσα περνάω εγώ, γιατί ο πόνος δεν υποφέρεται. Οι γιατροί κόβουν το δέρμα που είχε γίνει ένα στο ύψος του αγκώνα, για να μπορώ πλέον να κουνάω το χέρι μου. Η αποθεραπεία κρατάει τρεις μήνες. Οι εγχειρήσεις πήγαν πολύ καλά, αλλά επειδή αισθάνομαι αδύναμη, ο γιατρός μου χορήγησε έξι φιάλες αίμα. Τώρα έχει σειρά η εγχείρηση στο στήθος μου. Η προηγούμενη εγχείρηση ανάπλασης που είχε γίνει στο στήθος πήγε στράφι, καθώς και το νέο δέρμα καταστράφηκε από το οξύ που βρίσκεται ακόμα μέσα στη σάρκα μου. Έτσι πρέπει να την επαναλάβουμε. Το δηλητήριο είναι κρυμμένο μέσα στο σώμα μου· πού και πού το αισθάνομαι να καίει ορισμένα σημεία. Το δέρμα μου είναι πολύ ευαίσθητο στη σκόνη και μπορεί να μολυνθεί εύκολα. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης έρχεται να με επισκεφθεί ο Σελίμ. Λίγες μέρες αργότερα ακούω τη φωνή του Μουρίντ Αμπάς ο οποίος είναι περαστικός από το Ισλαμαμπάντ. Θέλω να τον χαιρετήσω και ο αδελφός μου με βοηθάει να κατέβω τα σκαλιά. Ο Μουρίντ Αμπάς με συγχαίρει, βρίσκει ότι είμαι μια χαρά και ότι, χάρη στη βοήθεια του Θεού, έχω συνέλθει από τα τραύματά μου. Τον ευχαριστώ με όλο μου το σεβασμό για όσα έκανε για μένα. Μου λέει ότι είναι η δουλειά του.
«Είμαι γαιοκτήμονας, αλλά αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βοηθάω τις ασθενέστερες ομάδες της κοινωνίας μας. Ασχολούμαι πιο ειδικά με τις περιπτώσεις βίας εναντίον των γυναικών και, πιστέψτε με, ανακαλύπτω τέτοιες υποθέσεις σχεδόν κάθε μέρα. Κοιτάξτε...» Τον ακούω που ψάχνει σε μια τσάντα. Δείχνει ένα άρθρο εφημερίδας στον αδελφό μου. «Εδώ είναι οι πιο πρόσφατες υποθέσεις μου. Ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών βιάστηκε από τον ξάδελφό του και ένα άλλο πέντε ετών βιάστηκε και δολοφονήθηκε από τον θείο του. Το κορμάκι του βρέθηκε κατασπαραγμένο από τα σκυλιά...» «Καταφέρνετε όμως να τιμωρήσετε τους ενόχους;» ρωτάει ο Σελίμ. «Ναι, συχνά! Καταδίδω στην αστυνομία τους ενόχους και τους βάζουν φυλακή. Βέβαια έχω εχθρούς, γιατί ενοχλώ. Δέχομαι συχνά απειλητικά τηλεφωνήματα κατά της ζωής μου. Όταν οι οικογένειες των ενόχων είναι πλούσιες, προσπαθούν να με λαδώσουν. Αυτόν τον καιρό γίνονται πάρα πολλοί βιασμοί και τις περισσότερες φορές τα συμβούλια του χωριού αναλαμβάνουν να λύσουν το ζήτημα, αποφασίζοντας να παντρέψουν το κορίτσι με τον βιαστή του. «Γίνονται επίσης απαγωγές γυναικών και οι απαγωγείς τις αναγκάζουν να βγάζουν πρόστυχες φωτογραφίες... Στη συνέχεια, τις εκβιάζουν με αυτές τις φωτογραφίες». Πρώτη φορά ακούω να μιλούν για τέτοια πράγματα. Παρ’ όλα αυτά ο Μουρίντ Αμπάς δεν έχει τελειώσει τη λίστα με τις επιθέσεις κατά γυναικών: «Υπάρχουν επίσης οι τσαρλατάνοι πιρ! Θυμάμαι την περίπτωση ενός κοριτσιού που είχε εξαφανιστεί από το σπίτι του. Είχε πάει να συμβουλευτεί έναν πολύ γνωστό πιρ. Όμως αυτός ο πιρ σκότωνε τους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Τους έκλεβε τα πράγματα και τους έθαβε. Επιπλέον υπάρχουν άνδρες που παίζουν τη γυναίκα τους ή την κόρη τους στα χαρτιά. Αν χάσουν, είναι υποχρεωμένοι να τις παραχωρήσουν. Γνωρίζω έναν άνδρα που αντάλλαξε τη γυναίκα του με μια μοτοσικλέτα. «Και πώς μάθατε για τη Ναζιράν;» «Ένας γιατρός στο νοσοκομείο του Μουλτάν με ειδοποίησε ότι είχε φτάσει μια ασθενής που είχε καεί με βιτριόλι. Μου ζήτησε να έρθω να τη δω αμέσως, γιατί κινδύνευε να πεθάνει...» Ανατριχιάζω όταν θυμάμαι τις μέρες εκείνες. Ο Μουρίντ Αμπάς συνεχίζει. Τα έχει βάλει με το φεουδαρχικό σύστημα της περιοχής μας και δεν σταματάει να μιλάει γι’ αυτό το θέμα. «Το πρόβλημα νούμερο ένα, κατά τη γνώμη μου, είναι η παιδεία. Οι πλούσιοι της περιοχής μας θέλουν να κρατήσουν τους χωρικούς στην άγνοια για να μπορούν να τους ελέγχουν καλύτερα. Ανακάλυψα ότι ένα σχολείο κοντά στο χωριό σας χρησιμοποιούνταν πλέον ως στάβλος από έναν μεγάλο γαιοκτήμονα. Όσο για το ιατρείο του χωριού, το είχε κάνει ξενώνα για τους καλεσμένους του. Ξέρετε τώρα πώς
είναι αυτά! Οι αστυνομικοί, τα συμβούλια του χωριού, όλος ο κόσμος είναι στα χέρια αυτών των φεουδαρχών. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη!» Ο Σελίμ σηκώνεται. Πρέπει να επιστρέψει στο χωριό να τελειώσει τη δουλειά του. Ευχαριστεί ακόμα μια φορά τον Μουρίντ Αμπάς για τη βοήθειά του. «Χάρη σ’ εσάς η αδελφή μου είναι ακόμα ζωντανή. Να σας έχει καλά ο Θεός!» Ο Σελίμ πηγαίνει να πάρει το λεωφορείο. Μετά την αναχώρησή του, ο Μουρίντ Αμπάς μου εξομολογείται χαμηλόφωνα: «Θα ήθελα να σου πω κάτι, Ναζιράν. Έκανα προσωπική έρευνα στο χωριό σου. Δεν πιστεύω ότι είναι ένοχος ο Τζαβέντ. Έμαθα ότι ο Φαουάντ ήθελε να τον εκδικηθεί, γιατί είχε σχέσεις με την ανιψιά του. Επίσης από τότε που ο Τζαβέντ είναι στη φυλακή, ο Φαουάντ έχει σφετεριστεί το σπίτι του και τα χωράφια του. Όλοι οι συγχωριανοί σου τον υποπτεύονται. Σκέψου καλά τι θα κάνεις τώρα. Εις το επανειδείν». Είμαι άνω κάτω. Αυτό που από διαίσθηση φοβόμουν, επιβεβαιώνεται. Κι αν ο Φαουάντ είχε καταστρώσει ένα μακιαβελικό σχέδιο; Κι αν δεν ήμουν παρά ένα πιόνι στο παιχνίδι του; Μπορεί να ήλπιζε ότι θα υπέκυπτα στα τραύματά μου. Τα βράδια βλέπω φοβερούς εφιάλτες. Ξυπνάω ιδρωμένη, αγγίζω το πρόσωπό μου και η σκληρή πραγματικότητα είναι εδώ. Είμαι παραμορφωμένη. Άραγε ο άνδρας μου ήταν εκείνος που προσπάθησε να με σκοτώσει με τον πιο σκληρό τρόπο; Πολλές εβδομάδες μετά τις τελευταίες εγχειρήσεις λαμβάνω ένα τηλεφώνημα από τη Σάιμα Ανουάρ. Θέλει να πάω στο κέντρο αποκατάστασης τυφλών. Δε θα πληρώσω τίποτα. Παίρνω ένα ταξί με την Μπιλκίς. Φοβάμαι ακόμα πολύ τις αντιδράσεις των άλλων. Μόλις φτάνω, εξηγώ πυρετωδώς στη Σάιμα ότι δε θέλω ο κόσμος να δει το πρόσωπό μου. «Μη σε νοιάζει, Ναζιράν, εδώ όλοι είναι τυφλοί» με καθησυχάζει εκείνη. Η Σάιμα με οδηγεί σε μια αίθουσα και με συστήνει στους μαθητές της, που είναι άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι είναι τυφλοί ή έχουν πολύ περιορισμένη όραση. Ορισμένοι έχουν τραυματιστεί σε ατύχημα και τους λείπουν τα πόδια ή τα χέρια. Αισθάνομαι καλά με τους ανθρώπους εδώ, είμαστε όλοι ίδιοι και κανείς δεν κρίνει τους άλλους. Στην αρχή μαθαίνουμε να περπατάμε μόνοι μας με ένα μπαστούνι. Μετά να καθόμαστε σε μια καρέκλα χωρίς να πέσουμε. Να ανεβαίνουμε σκαλιά με τη βοήθεια μιας ράμπας. Κάποιες στιγμές παραπατάμε και κάνουμε λάθη. Η Σάιμα μας ενθαρρύνει και καταλήγουμε να γελάμε με την αδεξιότητά μας. Νιώθω ότι ξανάγινα παιδί. Όλο αυτό μου θυμίζει την εποχή που η Χίνα μάθαινε να περπατάει προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια της. Στη συνέχεια η Σάιμα μας μαθαίνει να αναγνωρίζουμε τα αντικείμενα που είναι γύρω μας, τις καρέκλες, το κρεβάτι, το τραπέζι... Δεν καταλαβαίνω πως περνάει η ώρα. Το βράδυ επιστρέφω πανευτυχής στην
κλινική. Έχω πάλι εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Δε βλέπω να έρθει η ώρα για ένα μόνο πράγμα, να επιστρέψω εκεί πέρα. Την επόμενη εβδομάδα η Σάιμα μου ανακοινώνει ότι θα μάθω το σύστημα «Μπράιγ». Είμαι πολύ περίεργη, καθώς δεν ξέρω τι είναι. Ανακαλύπτω με μεγάλη έκπληξη ότι είναι μια αλφάβητος που έχει δημιουργηθεί για τους τυφλούς. Προσπαθώ να αναγνωρίσω με τα δάχτυλα μου τα ανάγλυφα γράμματα του συστήματος πάνω σε ένα χαρτόνι. Αγγίζω απαλά το άλφα το βήτα το γάμα... είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου διδάσκουν την αλφάβητο. Αλλά μαθαίνω γρήγορα, έχω πολύ καλή μνήμη. Η καθηγήτριά μου θεωρεί ότι κάνω μεγάλη πρόοδο. Μου δίνει και άλλα γράμματα για να απομνημονεύσω. Σύντομα μπορώ να γράψω ολόκληρες λέξεις στο σύστημα Μπράιγ. Κάνω εξάσκηση στην κλινική με την Μπιλκίς. Στα επόμενα μαθήματα μια γυναίκα μας μαθαίνει ραπτική. Μας βάζει να αγγίξουμε τις βελόνες, την κλωστή και τα υφάσματα. Είναι πολύ λεπτές κινήσεις. Όταν επιστρέφω στην κλινική το ηθικό μου πέφτει, γιατί δεν μπορώ να κάνω αυτές τις λεπτές κινήσεις μόνη μου. Είναι πολύ δύσκολο για μένα. Η Μπιλκίς με παρηγορεί και μου λέει ότι μπορώ μια χαρά να τα καταφέρω. Καθοδηγεί τα χέρια μου. Περνάω ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να ράψω και στο τέλος φτάνω σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Τώρα πλέον μπορώ και να πλέξω. Έφτιαξα μάλιστα ένα σκουφί για τη Χίνα. Ένα πρωί ανακοινώνω στη νοσοκόμα ότι θα φτιάξω εγώ το τσάι. Η Μπιλκίς είναι ενθουσιασμένη. Μου ετοιμάζει μια κατσαρόλα με ζεστό νερό. Βάζω τα φύλλα τσαγιού μέσα στην κατσαρόλα, γάλα, ζάχαρη, κάρδαμο... Θέλω να φτιάξω ένα τσάι για τον γιατρό της κλινικής, τον γιατρό Σουλτάν. Ασχολείται πολύ μαζί μου και κάθε φορά που έρχεται εδώ μου φέρνει πάντα ένα μικρό δωράκι. Η ψυχολόγος μου βάζει στη συνέχεια μια νέα πρόκληση. Θέλει να βγω από την κλινική και να πάω βόλτα μαζί της στο πάρκο. Δεν τολμώ ακόμα να βγω έξω. Φοβάμαι ότι οι άνθρωποι θα με κοιτάζουν και θα κάνουν σχόλια. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να καλύψεις το πρόσωπό σου όπως η Νάιλα!» μου λέει η γιατρός Χαντίτζα. «Οι εχθροί σου θα είναι πανευτυχείς να ξέρουν ότι είσαι τόσο δυστυχισμένη ώστε να μη βγαίνεις!» Το επιχείρημά της χτύπησε την ευαίσθητη χορδή μου. Καλύπτω επιτόπου το πρόσωπό μου με το πέπλο μου, βάζω γυαλιά ηλίου και βγαίνω έξω στο δρόμο μαζί της. Φυσικά, δεν είμαι απόλυτα σίγουρη για τον εαυτό μου. Περπατάω αργά κρατώντας τη από το μπράτσο. Κανείς δεν κάνει σχόλια: μια γυναίκα καλυμμένη ολόκληρη με πέπλο, τι πιο κοινότοπο για τη χώρα μας. Προσπαθώ να μη χτυπάω στα πεζοδρόμια. Κάνω το γύρο ενός οικοδομικού τετραγώνου και επιστρέφω στην κλινική λάμποντας από περηφάνια για το κατόρθωμά μου. Η Χαντίτζα είχε δίκιο, θα δείξω στους εχθρούς μου ότι δε με αποτελείωσαν.
Την επόμενη μέρα η γιατρός Χαντίτζα μου προτείνει μια νέα δοκιμασία. Μου ζητάει να της μαγειρέψω ένα μπιριάνι. Μου έχει φέρει όλα τα υλικά. Κόβω το κρεμμύδι σε ροδέλες, καθώς και την πιπεριά. Η Μπιλκίς μου ανάβει την κουζίνα. Ζεσταίνω το λάδι στην κατσαρόλα και σοτάρω τα λαχανικά. Προσθέτω το κοτόπουλο. Παρακολουθώ το βράσιμο του ρυζιού, προσθέτω λίγο νερό ακόμα. Το δοκιμάζω για να δω αν έχει αρκετό αλάτι... Η Μπιλκίς θεωρεί ότι τα καταφέρνω μια χαρά. Επιτέλους, το μπιριάνι είναι έτοιμο. Όλο το προσωπικό δοκιμάζει το πιάτο μου και με συγχαίρει. Εγώ βρίσκω ότι δεν είναι πραγματικά τέλειο. Αλλά από τότε μαγειρεύω λαχανικά και φτιάχνω το τσάι ολομόναχη. Καταφέρνω ακόμα και να ανάψω το γκάζι χωρίς τη βοήθεια κανενός. Ομολογώ βέβαια ότι δεν αισθάνομαι και πολύ σίγουρη· το γκάζι, οι κατσαρόλες και το βραστό νερό με τρομάζουν. Οτιδήποτε μπορεί να κάψει μου τρομάζει. Θέλω ακόμα χρόνο για να πλησιάσω ένα καλοριφέρ ή ένα σίδερο. Προσπαθώ επίσης να μην κουράζομαι. Κάνω κάθε κίνηση σιγά, χωρίς βιασύνη. Στο δωμάτιό μου κανείς δεν πρέπει να αλλάζει θέση στα πράγματά μου. Είναι ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρνω μόνη μου. Πρέπει να έχω τα δικά μου σημεία αναφοράς. Ένα πρωί, μαθαίνω από την Μπιλκίς ότι ένας καινούριος ασθενής έφθασε στην κλινική. Μένω κατάπληκτη: «Ένας άνδρας;» «Ναι. Τον λένε Ζαφάρ. Είναι ένας χίτζρα». Ένας χίτζρα; Έχω δει κάποιους στην περιοχή μου, έρχονται να χορέψουν στους γάμους ή στις γιορτές για τη γέννηση ενός παιδιού. Οι χίτζρα φορούν γυναικεία ρούχα, κοσμήματα και βάφονται. Είναι γυναίκες γεννημένες με ανδρικό σώμα. Όταν οι άνθρωποι δεν τους δίνουν χρήματα, απειλούν ότι θα τους στείλουν το κακό μάτι... Είμαι πολύ περίεργη για αυτόν τον Ζαφάρ. «Τι του συνέβη;» ρωτάω την Μπιλκίς. «Τον έκαψαν με βιτριόλι όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Ο Ζαφάρ είναι σαν εσένα, έχει χάσει την όρασή του. Έχει πέσει σε κατάθλιψη. Θέλεις να πας να τον δεις;» «Και βέβαια! Πάμε!» Η Μπιλκίς με οδηγεί μέχρι το δωμάτιο του Ζαφάρ. Χτυπάμε ελαφρά την πόρτα του. Μας καλεί να μπούμε μέσα. Έχει μια περίεργη φωνή, στριγκή και βραχνή ταυτόχρονα. Ο Ζαφάρ χαίρεται πολύ που έχει επισκέψεις. Νιώθει πολύ μόνος. Είχε κάνει ιατρικές εξετάσεις στο νοσοκομείο και είχε μια κρυφή ελπίδα ότι τα μάτια του θα μπορούσαν να γιατρευτούν. Σήμερα όμως έμαθε ότι δε θα μπορέσει ποτέ πια να δει ξανά. Είναι πολύ βαρύ το χτύπημα για αυτόν. «Η ζωή μου καταστράφηκε. Προτιμώ να πεθάνω» μου λέει ο Ζαφάρ με πένθιμη φωνή. «Μα όχι, μην το λες αυτό! Μπορείς μια χαρά να τα καταφέρεις και μόνος σου. Θα σου δείξω εγώ».
Του προτείνω να τον βοηθήσω να μάθει να ράβει. Ο Ζαφάρ δέχεται χωρίς να το πολυπιστεύει. Καθοδηγώ τα χέρια του για να αγγίξει τη βελόνα και το ύφασμα, και του δείχνω τις κινήσεις. Τον επαινώ για να του ανεβάσω το ηθικό. Πρέπει να μοιραστώ και με άλλους αυτά που έμαθα από τη Σάιμα. Θέλω να πείσω τον Ζαφάρ ότι μπορεί να είναι αυτόνομος. Είναι για μένα προσωπική πρόκληση. Καθώς περνούν οι μέρες γινόμαστε φίλοι. Ο Ζαφάρ μου διηγείται το παρελθόν του. Ως έφηβος ήταν πολύ ελκυστικός. Είχε μεγάλη επιτυχία και μάζευε πολλά χρήματα όταν τραγουδούσε στους γάμους. Μια τέτοια βραδιά λοιπόν τον πρόσεξε ένας άνδρας και τον φλέρταρε. Ο Ζαφάρ αρνήθηκε τις προτάσεις του επανειλημμένα, αλλά ο άνδρας συνέχισε να τον παρενοχλεί. Μια μέρα περίμενε τον Ζαφάρ στη γωνιά του δρόμου και του περιέλουσε το πρόσωπο με βιτριόλι. Η εύκολη ζωή του Ζαφάρ σταμάτησε ολοκληρωτικά εκεί. Μεταμορφώθηκε σε τέρας, σ’ ένα πλάσμα που προκαλεί αηδία. Δεν μπορούσε πια να επιβιώσει μόνος του και έπρεπε να γυρίσει πίσω στον γέρο, μίζερο πατέρα του. Ο πατέρας του τον πήγαινε κάθε πρωί στους δρόμους και τον άφηνε καθιστό σε ένα πεζοδρόμιο για να ζητιανεύει. Οι περαστικοί έδειχναν οίκτο γι’ αυτό το τρομακτικό πρόσωπο και για τα δυο λευκά μάτια που δεν έβλεπαν. Με αυτόν τον τρόπο ο Ζαφάρ έφερνε χρήματα στην οικογένεια. Μια μέρα ο Μουρίντ Αμπάς τον είδε να κάθεται στο πεζοδρόμιο και του πρότεινε να πάει στο Ισλαμαμπάντ για να τον φροντίσουν. Ο Ζαφάρ δέχτηκε αμέσως. Ήταν εντελώς παραμορφωμένος όπως εγώ. Δεν μπορούσε να φάει, γιατί το πηγούνι του ήταν κολλημένο στο λαιμό του και τα σάλια έτρεχαν μονίμως από το στόμα του. Η εμμονή του ήταν να καταφέρει να φάει σαν άνθρωπος. Τώρα το πηγούνι του έχει αναδομηθεί χάρη στις επεμβάσεις. Τα μάτια του όμως έχουν σβήσει για πάντα. Χάρη στην ενθάρρυνση μου ο Ζαφάρ βγαίνει σιγά σιγά από την κατάθλιψή του. Αποφάσισε να ζήσει αξιοπρεπώς, δε θέλει να ζητιανεύει στους δρόμους της Λαχώρης και έχει βάλει στόχο να γίνει χορευτής. Μας διασκεδάζει πολύ καθώς κάνει συνεχώς πλάκες στην κλινική. Στο μήνα πάνω η μητέρα μου έρχεται στο Ισλαμαμπάντ να με βρει. Πρέπει να γυρίσω στο χωριό μαζί της για να δω την οικογένειά μου. Όμως προτού φύγω, έχουμε μια νέα εξέλιξη: Ο Σελίμ μου τηλεφωνεί για να μου ανακοινώσει ότι τον επισκέφτηκαν οι γονείς του Τζαβέντ και του πρότειναν ένα συμβιβασμό. Είναι διατεθειμένοι να μου δώσουν 200000 ρουπίες (2000€), αν αποσύρω τη μήνυση. Ο αδελφός μου προσπαθεί να με πείσει να δεχτώ: «Είναι μεγάλο το ποσό, Ναζιράν!» «Δεν ξέρω, πρέπει να το σκεφτώ. Θα μιλήσουμε γι’ αυτό μόλις έρθω στο χωριό...» Είμαι μπερδεμένη. Πιστεύω ότι ο αδελφός μου θα πάρει αυτά τα χρήματα για τον εαυτό του. Το σκέφτομαι όλη νύχτα. Δεν ξέρω τι απόφαση να πάρω, γιατί βαθιά μέσα
μου θα ήθελα ο πραγματικός ένοχος να σαπίσει στη φυλακή. Αλλά αυτό που μου δημιουργεί άγχος είναι το μέλλον. Έχω γίνει βάρος στην οικογένειά μου, δεν μπορώ να δουλέψω, ποιος θα με θρέψει; Και τι θα απογίνουν τα κορίτσια μου; Θα μας δεχτεί ο αδελφός μου στο σπίτι του; Νωρίς το πρωί παίρνω το λεωφορείο με την Γκόνγκι Μα. Σ’ όλη τη διαδρομή κρατάω το πέπλο μπροστά από το πρόσωπό μου. Στη στάση μας περιμένει ο Σελίμ για να μας πάει σπίτι του. Μου λέει ότι η αδελφή μου η Φαράχ είναι εκεί και με περιμένει με ανυπομονησία. Με το που με βλέπει η Φαράχ ταράζεται. Εγώ την καθησυχάζω. «Τα καταφέρνω μια χαρά μόνη μου, Φαράχ. Μπορεί να καταστράφηκε το πρόσωπό μου αλλά δεν το έβαλα κάτω». Ήρθε επίσης η πεθερά μου η Κιράν με τη Χίνα. Αυτήν τη φορά η Χίνα φοβάται λιγότερο την εμφάνισή μου. Δέχεται ντροπαλά να καθίσει στα γόνατά μου. Είμαι όμως απογοητευμένη, επειδή κάποιος λείπει. «Γιατί δεν έφερες και τη Φίζα;» ρωτάω την Κιράν. «Η Φίζα σε φοβάται». «Δεν είναι αλήθεια. Εσείς φταίτε. Εσείς της λέτε ότι είμαι μάγισσα!» της φωνάζω έξαλλη. Η Κιράν αναστενάζει. Τηλεφωνεί στον Φαουάντ και του ζητάει να φέρει τη Φίζα. Αυτός απαντάει ότι δεν έχει χρόνο να έρθει. Εγώ επιμένω: «Θα μείνω εδώ δέκα μέρες και θέλω να έρθει και η Φίζα!» Ο άνδρας της Φαράχ παίρνει το τηλέφωνο και κάνει κήρυγμα στον Φαουάντ. «Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Η Ναζιράν είναι πολύ λυπημένη και έχει ανάγκη την κόρη της. Ακόμα και αν δε θέλεις να τη δεις, φέρε τουλάχιστον τη Φίζα». Ο Φαουάντ υπόσχεται να έρθει το βράδυ. Εγώ ηρεμώ. «Θέλεις να σου μαγειρέψω κάτι νόστιμο;» λέω λοιπόν στη Φαράχ. Αυτή δεν καταλαβαίνει. «Τι είναι αυτά που λες, Ναζιράν;» «Θα δεις. Δείξε μου μόνο που είναι τα κουζινικά σκεύη». Με καθοδηγεί για να εντοπίσω τις κατσαρόλες, την εστία, τα λαχανικά. Κόβω τα κρεμμύδια, τις πατάτες και ετοιμάζω τα μπιζέλια. Της ζητάω να ανάψω τη φωτιά. Η Φαράχ έχει μείνει κατάπληκτη. «Πώς μπορείς και υπολογίζεις τις ποσότητες των υλικών;» «Είδες; Σου είπα πως τα καταφέρνω». Χαμογελάω από μέσα μου. Οι γείτονες είναι επίσης εδώ και μας παρατηρούν. Μετά τα λαχανικά φουρνίζω αραβικές πίτες. Έχουν μείνει έκπληκτοι βλέποντας ότι τα καταφέρνω μια χαρά. Τρώμε όλοι μαζί το γεύμα που ετοίμασα. Ο Φαουάντ φτάνει το βράδυ με τη Φίζα. Η μικρή μου κόρη αρνείται να με φιλήσει. Με φοβάται ακόμα. Πρέπει να την προσεγγίσω σιγά σιγά για να δεχτεί να με
πλησιάσει. Της τραγουδάω νανουρίσματα που της έλεγα όταν ήταν μωρό. Με ακούει με προσοχή. Στο τέλος μου δίνει το χέρι της. Έχοντας επίσης δει ότι η Χίνα κάθεται στα πόδια μου, καταλήγει να κολλήσει ολόκληρη πάνω μου. Δειπνούμε με ό,τι έχει απομείνει από το μεσημέρι. Ο Φαουάντ ρωτάει ποιος έφτιαξε το φαγητό. Του απαντάω ότι το έφτιαξα εγώ. Υποκρίνεται ότι χαίρεται για μένα, αλλά εγώ νιώθω ότι έχει απογοητευτεί. Την επομένη φεύγει για το χωριό του με τη Φίζα και τη Χίνα. Για μια ακόμα φορά αποχωρίζομαι τις κόρες μου. Κάθε φορά που γίνεται αυτό μου ραγίζει η καρδιά. Αλλά θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να με συνηθίσουν ξανά. Μετά την αναχώρηση του Φαουάντ αποφασίζω να μιλήσω πρόσωπο με πρόσωπο με τον αδελφό μου. «Ποια είναι η γνώμη σου για την προσφορά που μας έκανε η οικογένεια του Τζαβέντ;» τον ρωτάω. «Είναι μια πολύ καλή πρόταση, Ναζιράν, χρειαζόμαστε τα χρήματα. Θα δεχτείς λοιπόν, έτσι δεν είναι;» «Όχι, το σκέφτηκα καλά. Δε θα δεχτώ. Αν δεχτώ αυτόν το συμβιβασμό, το θέμα θα κλείσει εδώ. Εγώ όμως θέλω οι πραγματικοί ένοχοι να τιμωρηθούν». Η Σακίνα, η γυναίκα του Σελίμ, γίνεται έξαλλη από θυμό: «Τι είναι αυτά που λες; Γιατί δε δέχεσαι, Ναζιράν; Ξέρεις πολύ καλά ότι χρειαζόμαστε αυτά τα χρήματα». Ξέρω πολύ καλά τι σκέφτεται, γιατί τη γνωρίζω απέξω και ανακατωτά. Η Σακίνα φοβάται πως όταν φύγω από την κλινική, θα έρθω να ζήσω στο σπίτι του Σελίμ. Θα έχει μια κουνιάδα τυφλή και παραμορφωμένη... Θα είμαι τεράστιο βάρος για κείνη. Πόσο μάλλον που με δυσκολία τα φέρνουν βόλτα με τον πενιχρό μισθό του αδελφού μου. Συν τοις άλλοις, η Σακίνα ζηλεύει τρομερά το γεγονός ότι ο αδελφός μου πέρασε πολλές εβδομάδες κοντά μου όταν ήμουν στο νοσοκομείο στο Ισλαμαμπάντ. Αισθάνθηκε παραμελημένη και του έλεγε συνεχώς ότι δεν υπάρχει παρά μόνο η Ναζιράν και ότι αυτή δε σήμαινε τίποτα για κείνον. Ο Σελίμ έχει κουραστεί με τη συνεχή γκρίνια. «Σακίνα, σε προειδοποιώ, αν συνεχίσεις θα παντρευτώ μια δεύτερη γυναίκα!» Ξέρω ότι αστειεύεται, αλλά η Σακίνα βγαίνει εκτός εαυτού και τα βάζει πάλι μαζί μου. «Ναζιράν, αυτά είναι βλακείες, πάρε αμέσως τηλέφωνο την οικογένεια του Τζαβέντ για να τους πεις ότι δέχεσαι τα χρήματα!» «Όχι, Σακίνα, δεν τα θέλω αυτά τα χρήματα». «Α, μπα, ώστε η κυρία δε χρειάζεται χρήματα; Και πως θα ζήσουμε όλοι; Σελίμ πες κάτι επιτέλους!» Ο αδελφός μου μένει σιωπηλός. Η Σακίνα ξεσπάει σε κλάματα και πηγαίνει στο δωμάτιό της. Ο Σελίμ γνωρίζει ότι η Σακίνα είναι ψυχικά διαταραγμένη και έχει αφόρητα ξεσπάσματα θυμού. Περιμένει λοιπόν να περάσει η καταιγίδα. Αλλά αυτή η
νύχτα θα τελειώσει με δραματικό τρόπο. Έχουμε πέσει όλοι σε βαθύ ύπνο όταν ένα ουρλιαχτό σκίζει την απόλυτη ησυχία. Είναι η Σακίνα. Βγαίνει παραπαίοντας από το μπάνιο και καταρρέει στο πάτωμα κρατώντας ένα άδειο μπουκάλι με ζιζανιοκτόνο στο χέρι. Ο αδελφός μου τη μεταφέρει αμέσως στο πιο κοντινό νοσοκομείο, όμως οι γιατροί δεν έχουν τα μέσα να τη φροντίσουν επιτόπου. Το δηλητήριο έχει εξαπλωθεί σε όλο της το κορμί. Ο Σελίμ την πηγαίνει στα επείγοντα του νοσοκομείου στο Μουλτάν και μένει όλη τη νύχτα εκεί μαζί της. Τα ξημερώματα μαθαίνω πως οι γιατροί κατάφεραν να την επαναφέρουν στη ζωή και πιστεύουν πως έχει πιθανότητες να επιζήσει. Μετά από αυτό το δράμα που με συγκλόνισε βαθιά, αποφασίζω να επιστρέψω στο Ισλαμαμπάντ. Καθώς όλη η οικογένεια είναι στο προσκέφαλο της Σακίνα, δεν έχω κανέναν να με συνοδέψει. Τελικά η επτάχρονη ανιψιά μου η Τζανάτ, η κόρη της Φαράχ, θα πάρει μαζί μου το λεωφορείο. Αυτή η φρικτή ιστορία μου ρίχνει εντελώς το ηθικό. Η ψυχολόγος Χαντίτζα με πιέζει να αρχίσω πάλι τις δραστηριότητές μου για να μη σκέφτομαι. Θέλει να πλένω τα ρούχα μου μόνη μου. Δεν το είχα κάνει ποτέ μέχρι τώρα, γιατί με πονούσε φρικτά ο ώμος μου. Στέκομαι λοιπόν μπροστά από μια σκάφη με απορρυπαντικό κρατώντας μια παλιά τουνίκ. Τη βάζω στο νερό και την τρίβω. Σιγά σιγά ο πόνος στον ώμο μου εξαφανίζεται. Στη συνέχεια αποφασίζω να ράψω ένα μπλουζάκι για τη Χίνα. Τις εβδομάδες που ακολουθούν την επιστροφή μου στο ίδρυμα κάνω όσο πιο πολλά πράγματα μπορώ. Πλένω τα ρούχα μου, σιδερώνω, καθαρίζω. Τώρα πια καταφέρνω να ξεχωρίζω τα διάφορα άτομα της κλινικής από το θόρυβο που κάνουν τα βήματά τους. Σήμερα το πρωί έρχεται η Μπιλκίς στο δωμάτιό μου. «Ναζιράν, ο αδελφός σου σε ζητάει στο τηλέφωνο». Καταλαβαίνω από τον τόνο της φωνής της ότι κάτι σοβαρό έχει συμβεί. Ο Σελίμ είναι ράκος από τη θλίψη. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να σώσουν τη Σακίνα, πέθανε μέσα στη νύχτα. Ο αδελφός μου τώρα έμεινε μόνος με τους δυο του γιους, τριών και ενός έτους. Τα βάζει μαζί μου: «Ναζιράν, η γυναίκα μου πέθανε εξαιτίας σου. Έπρεπε να είχες δεχτεί τα χρήματα του Τζαβέντ». Μου κλείνει το τηλέφωνο. Τα λόγια του με ταράζουν. Ίσως και να έχει δίκιο. Ίσως να είναι δικό μου λάθος που πέθανε η Σακίνα. Πέφτω πάλι σε κατάθλιψη. Κλείνομαι στο δωμάτιό μου και δε σηκώνομαι από το κρεβάτι μου. Αναμασάω αυτήν την ιστορία μέρα νύχτα, ώσπου αποφασίζω ότι πρέπει να πω την αλήθεια σε κάποιον. Δεν μπορώ να το κρατήσω όλο αυτό μέσα μου. Έτσι, όταν η ψυχολόγος μου χτυπάει την πόρτα, νιώθω ότι έχει έρθει αυτή η στιγμή.
Της έχω εμπιστοσύνη και της αποκαλύπτω όλη την ιστορία. Για τον Φαουάντ, τη Σιρίν, τις απειλές... Για τον Τζαβέντ, τον οποίο με πίεσαν να κατηγορήσω... «Έμαθα επίσης ότι από τότε που ο Τζαβέντ είναι στη φυλακή ο Φαουάντ έχει σφετεριστεί το σπίτι του και τα χωράφια του» εξηγώ στην Χαντίτζα. «Τον ξεφορτώθηκε και του έκλεψε το βιος του. Στη συνέχεια θα μπορούσε να παντρέψει τις κόρες μου με τους γιους του για να βάλει χέρι και σ’ αυτά που έχουμε εμείς». Η Χαντίτζα με συμβουλεύει να τα πω όλα αυτά στη δικηγόρο μου, την κυρία Σανά, που δουλεύει εδώ, στο ισόγειο του ιδρύματος. Η Χαντίτζα με βοηθάει να κατέβω τα σκαλιά και ειδοποιεί την κυρία Σανά. Η δικηγόρος με ακούει με προσοχή. Δε δείχνει καθόλου έκπληκτη. Μου λέει ότι από την αρχή αναρωτιόταν αν ο άνδρας μου ήταν καθαρός. Μου προτείνει να κάνω μήνυση στον Φαουάντ και τη Σιρίν. Η Σανά είναι αποφασισμένη να παλέψει για μένα, αλλά μου εξηγεί ότι δε θα είναι εύκολο: «Θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένη, Ναζιράν. Θα συναντήσουμε πολλές δυσκολίες. Πρέπει να καταλάβεις ότι θα χρειαστεί να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο». Για αρκετές εβδομάδες διστάζω. Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον μου, μόνη, τυφλή, παραμορφωμένη, χωρίς χρήματα και χωρίς σύζυγο; Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο αδελφός μου με έχει απορρίψει. Δεν έχω πουθενά να πάω. Κι αν η δικαιοσύνη δε λειτουργήσει σωστά; Αν ο Φαουάντ καταφέρει να τη γλιτώσει; Δε θα έπρεπε να τον συγχωρήσω; Μου υποσχέθηκε ότι θα χωρίσει τη Σιρίν και θα μου αγοράσει ένα σπίτι. Είμαι σε τεράστιο δίλημμα και αλλάζω γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν μπορώ να αποφασίσω, φοβάμαι τις συνέπειες. Αλλά ένα βράδυ, μετά από ένα τηλεφώνημα του Φαουάντ ιδιαίτερα εχθρικό, τα πάντα ξεκαθαρίζουν στο κεφάλι μου. Με χειραγωγεί και με χρησιμοποιεί. Δε θα το επιτρέψω. Αρχίζω πάλι να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και την επομένη δηλώνω στη Χαντίτζα: «Θέλω να γίνω σαν τη Σάιμα, θέλω να είμαι παράδειγμα προς μίμηση για άλλες γυναίκες. Θέλω να παλέψω. Είμαι έτοιμη». Η Χαντίτζα έχει εκπλαγεί με την αποφασιστικότητά μου. Θα κάνω μήνυση τελεία και παύλα. Αλλά πρώτα πρέπει οι κόρες μου να είναι ασφαλείς. Η οικογένεια των πεθερικών μου δεν πρόκειται ποτέ να μου στείλει και τις δύο ταυτόχρονα στο ίδρυμα. Ο Φαουάντ ξέρει πολύ καλά ότι μπορεί να μου ασκεί πίεση όσο κρατάει τις κόρες μου ομήρους. Η Μπιλκίς και η Σανά μου υπόσχονται ότι θα καταστρώσουν ένα σχέδιο για να πάρω πίσω τις κόρες μου. Το πρώτο στάδιο είναι να φέρουμε τη Χίνα. Σε λίγο καιρό είναι το Ραμαζάνι. Τηλεφωνώ στην Κιράν και την ικετεύω να μου στείλει τη Χίνα για λίγες εβδομάδες κατά τη διάρκεια του ιερού μήνα. Κλαίω στο τηλέφωνο. Της λέω ότι έχω ανάγκη να είναι η κόρη μου κοντά μου, γιατί θα μου κάνουν πάλι εγχείρηση και έχω πέσει σε βαθιά θλίψη. Η Κιράν δέχεται και στέλνει την κόρη μου στο Ισλαμαμπάντ με το λεωφορείο, μαζί με τη Ρουμπάμπ, τη δωδεκάχρονη κόρη της Ρουμπίνα. Η Ρουμπάμπ παραμένει στην κλινική για δεκαπέντε ημέρες και
είναι πραγματικό δηλητήριο, καθώς λέει συνεχώς στη Χίνα: «Η μητέρα σου είναι μάγισσα! Η μητέρα σου είναι μάγισσα!» Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι η Ρουμπάμπ κατασκοπεύει ό,τι κάνω και ό,τι λέω και τα μεταφέρει στη μητέρα της καθημερινά από το τηλέφωνο. Οι νοσοκόμες δεν την αντέχουν άλλο. Βλέπουν καλά ότι η Χίνα ενοχλείται από την παρουσία της. Τελικά ζητούν από τη Ρουμπίνα να έρθει να πάρει την κόρη της με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχει αρκετός χώρος στην κλινική. Μόλις φεύγει η Ρουμπάμπ, η Χίνα επιτέλους χαλαρώνει. Είναι πιο άνετη μ’ εμένα. Κοιμάται μαζί μου και μου κάνει όλο αγκαλιές και χάδια. Μετά το Ραμαζάνι η νοσοκόμα Μπιλκίς καταστρώνει ένα πλάνο για να έρθει και η Φίζα στο Ισλαμαμπάντ. Ξέρει καλά πιο είναι το ευαίσθητο σημείο του Φαουάντ: η απληστία του. Έτσι μου προτείνει να πω στον Φαουάντ ότι η κυβέρνηση δίνει χρήματα στις μητέρες που έχουν ανάγκη. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να παρουσιάσω ένα φάκελο που θα έχει επίσης μια φωτογραφία της μητέρας με τα παιδιά της. Η Μπιλκίς τηλεφωνεί στον Φαουάντ και του εξηγεί: «Πρέπει να έρθετε στο Ισλαμαμπάντ με τη Φίζα. Φέρτε μαζί σας δύο δικές σας φωτογραφίες, το πιστοποιητικό θανάτου του Αντίλ και τις ταυτότητες των δύο κοριτσιών της Ναζιράν. Θα πάρετε περίπου 10000 ρουπίες (100€) από την κυβέρνηση». Η Μπιλκίς έχει βάλει ανοιχτή ακρόαση και ακούω τον Φαουάντ που είναι ενθουσιασμένος. Η νοσοκόμα μου δίνει το τηλέφωνο. Για να καθησυχάσω τον άνδρα μου προσθέτω: «Φέρε μονάχα δυο αλλαξιές για τη μικρή, γιατί δε θα χρειαστεί να μείνει πολύ εδώ». Την επόμενη μέρα ο Φαουάντ είναι ήδη εδώ με τη Φίζα. Η Μπιλκίς τον βάζει δήθεν να υπογράψει, με το δακτυλικό του αποτύπωμα, το φάκελο. Στη συνέχεια βρίσκει μια δικαιολογία για την αργοπορία του φωτογράφου, ο οποίος δυστυχώς δε θα μπορέσει να έρθει την ίδια μέρα. «Δεν πειράζει, Φαουάντ» του λέει, άσε μας τη Φίζα εδώ. Όταν έρθει ο φωτογράφος, θα τραβήξει τη φωτογραφία και θα σας στείλουμε τη μικρή την επόμενη εβδομάδα με το λεωφορείο». Ο Φαουάντ πέφτει στην παγίδα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δέχεται να επιστρέψει στο χωριό μόνος του. Πριν φύγει μου λέει: «Ναζιράν, είμαι ο άνδρας σου, πρέπει να μου στείλεις τα χρήματα αμέσως μόλις τα λάβεις!» Του το υπόσχομαι και προσπαθώ να μην καταλάβει τίποτα. Μόλις φεύγει, σφίγγω το χέρι της Μπιλκίς με όλη μου τη δύναμη. «Τα καταφέραμε! Έχω κοντά μου και τις δυο μου κόρες... Τώρα δεν μπορούν να τους κάνουν τίποτα».
Η Μπιλκίς με συγχαίρει για την ψυχραιμία μου. «Ήσουν καταπληκτική ηθοποιός, Ναζιράν». Και οι δύο ξεσπάμε σε γέλια. Νιώθω τόσο μεγάλη ανακούφιση που έχω κοντά μου και ασφαλή τα δύο κοριτσάκια μου! Περνάω ώρες να τις ακούω να τραγουδούν και να παίζουν μαζί. Είναι το φως για μένα την τυφλή μητέρα. Εντούτοις ξέρω ότι το παιχνίδι δεν έχει ακόμα τελειώσει. Ο Φαουάντ θα κάνει τα πάντα για της πάρει πίσω, μόλις καταλάβει ότι πιάστηκε κορόιδο. Τις επόμενες ημέρες ο Φαουάντ τηλεφωνεί επανειλημμένως στην Μπιλκίς για να μάθει πότε θα επιστρέψει η Φίζα. Εγώ δεν απαντώ πλέον στο κινητό μου. Μόνο μια φορά το σηκώνω και ακούω την ανήσυχη φωνή του Φαουάντ: «Τι συμβαίνει, Ναζιράν; Ακούγεσαι περίεργα... Δε θέλεις πια να μου μιλάς;» «Το κινητό μου χάλασε...» «Λοιπόν τι θα γίνει, θα πάρουμε τελικά τα χρήματα από αυτό το πρόγραμμα;» «Βέβαια». «Πότε θα έρθεις με τη Φίζα;» «Σύντομα, σύντομα... Αλλά να, μόλις έκανα μια εγχείρηση και πρέπει να ξεκουραστώ ακόμα λίγο. Δεν μπορώ να ταξιδέψω για τις επόμενες δέκα μέρες». Οι εβδομάδες περνούν. Κάθε φορά που χτυπάει το κινητό μου ζητάω από τη Νάιλα να μου πει τι όνομα βγαίνει στην οθόνη. Αν μου πει ότι είναι ο Φαουάντ, δεν απαντώ. Ένα πρωί η Μπιλκίς μου λέει ότι έχω μια επίσκεψη. Είναι ένας από τους αδελφούς του Φαουάντ, ο άνδρας της Μουχταρά, ο Φαΐζ. Με χαιρετάει όλο θέρμη και μου μεταφέρει όλα τα νέα του χωριού. «Η Μουχταρά γέννησε ένα κοριτσάκι και όλα πάνε μια χαρά. Μας λείπεις πολύ, Ναζιράν, και οι γυναίκες όλες με ρωτούν πότε θα επιστρέψεις». Δε λέω τίποτα βεβαίως, γιατί δεν έχω καμία πρόθεση να επιστρέψω εκεί πέρα. Στη συνέχεια ο Φαΐζ μου λέει ότι θα πάει να χαιρετήσει τις κόρες μου. Τις ακούω που παίζουν κοντά στην τηλεόραση. «Τα κορίτσια θέλουν να φάνε παγωτό! Θα τις πάω μια βόλτα» λέει ο Φαΐζ. «Όχι, Φαΐζ, θα προτιμούσα να μείνουν εδώ». Είμαι σε επιφυλακή. Ακούω τη φλυαρία των κοριτσιών. Οι μικρές δείχνουν χαρούμενες που βλέπουν τον θείο τους. Η Χίνα του λέει ότι πάει στο σχολείο. Όλα φαίνονται φυσιολογικά. Γυρίζω ψηλαφιστά στο δωμάτιό μου για να βρω το σετ της ραπτικής. Ξαφνικά ακούω τα βήματα των κοριτσιών στα σκαλιά, καθώς και τα πιο βαριά βήματα του Φαΐζ. Τρέχω έξω από το δωμάτιο σκοντάφτοντας παντού. Πανικοβάλλομαι και φωνάζω για βοήθεια. Ο κύριος Χαν, ένας από τους συνεργάτες του ιδρύματος, βγαίνει βιαστικά από το γραφείο του: «Τι συμβαίνει, Ναζιράν;»
«Ο κουνιάδος μου φεύγει με τις κόρες μου! Σας ικετεύω σταματήστε τον!» Ο Φαΐζ ήταν ήδη στο δρόμο, όταν ο κύριος Χαν τον αρπάζει τελευταία στιγμή και του λέει αυστηρά: «Δεν έχετε δικαίωμα να βγείτε έξω με τα παιδιά, απαγορεύεται!» Ο κουνιάδος μου προσπαθεί να αμυνθεί: «Ήθελα μόνο να τις πάω να πάρουν ένα παγωτό». Ο Φαΐζ φεύγει απογοητευμένος. Προσπαθεί να έρθει πάλι την επομένη, αλλά ο φύλακας έχει πάρει διαταγή να μην τον αφήσει να μπει. Το ίδιο βράδυ ο Σελίμ μου λέει ότι έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Φαουάντ. «Ήθελε να μάθει τι κάνουν τα κορίτσια». «Μην του πεις τίποτα!» «Του είπα ότι το κινητό σου δεν δουλεύει». Αποφασίζω να πω την αλήθεια στον αδελφό μου: «Αγαπημένε μου αδελφέ, πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι. Δε μου πέταξε ο Τζαβέντ το βιτριόλι. Πιστεύω ότι είναι ο Φαουάντ με τη Σιρίν...» Ο αδελφός μου δε δείχνει και πολύ έκπληκτος: «Για αυτό αρνήθηκες τα χρήματα του Τζαβέντ;» «Ναι. Ήθελα να πάει στη φυλακή ο Φαουάντ. Αλλά για την ώρα μην πεις τίποτα σε κανέναν. Δε θέλω να υποψιαστεί κάτι». Ο αδελφός μου μού το υπόσχεται. Ξέρω ότι αν μιλήσει στις αδελφές μου, το νέο θα εξαπλωθεί σε όλο το χωριό σε χρόνο μηδέν. Πριν κλείσει το τηλέφωνο ωστόσο μουρμουρίζει: «Παρ’ όλα αυτά μπορούσες να πάρεις τα χρήματα από τον Τζαβέντ. Κανείς δε θα μάθαινε την αλήθεια και τώρα θα ήμαστε πλούσιοι». Βάζω τις κόρες μου για ύπνο δίπλα στο δικό μου κρεβάτι. Περνάω φρικτή νύχτα βλέποντας συνεχώς εφιάλτες. Πετάγομαι από τον ύπνο μου, σίγουρη ότι κάποιος περπατάει μέσα στο δωμάτιο για να μου αρπάξει τα παιδιά. Δε νιώθω ασφάλεια και φοβάμαι συνεχώς για τις μικρές μου. Το πρωί όταν η Χίνα ετοιμάζεται για το σχολείο, εξηγώ στην Μπιλκίς ότι δεν θέλω η κόρη μου να απομακρύνεται. Η νοσοκόμα με καθησυχάζει: «Η δασκάλα έχει πάρει διαταγή να μην αφήσει ποτέ την κόρη σου να φύγει με οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον φύλακα, εμένα ή την άλλη νοσοκόμα. Της έχουμε εξηγήσει την κατάσταση». Εδώ και δεκαπέντε μέρες η Χίνα μου πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς. Είμαι περήφανη που η κόρη μου μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει. Αλλά της είναι πολύ δύσκολο να παραμένει σε μια καρέκλα όλο το πρωινό, γιατί έχει συνηθίσει να τρέχει στα χωράφια και να κάνει τρέλες. Εγώ όμως θέλω να συνηθίσει και της δείχνω πως κι εγώ μαθαίνω να διαβάζω με ένα άλλο σύστημα με ανάγλυφες κουκκίδες, το σύστημα Μπράιγ.
Λίγες μέρες αργότερα, ένας αστυνομικός έρχεται να με ανακρίνει στην κλινική. Η Μπιλκίς με βοηθάει να κατέβω στο χολ και να καθίσω σε μια καρέκλα. Πολλά άτομα από το ίδρυμα είναι παρόντα στη συνάντηση όπου θα μπορέσω πλέον να πω όλη την αλήθεια. «Λοιπόν, εμείς κάναμε μια έρευνα στο χωριό σας. Από ό,τι φαίνεται είχατε έναν εραστή που τον έλεγαν Τζαβέντ, σωστά; Θέλατε να το σκάσετε μαζί του;» «Όχι! Πως μπορείτε να το λέτε αυτό; Είναι ψέμα!» «Εντούτοις υπήρχαν γλυκά στο κρεβάτι σας και από ό,τι φαίνεται σας τα έφερε ο Τζαβέντ εκείνο το βράδυ για να κοιμηθείτε μαζί του». «Δεν έχω ιδέα ποιος έβαλε τα ζαχαρωτά στο κρεβάτι μου. Όταν εγώ ξάπλωσα δεν υπήρχε τίποτα. Και δεν είχα ποτέ καμία ερωτική περιπέτεια με τον Τζαβέντ». Αρχίζω να κλαίω. Τι ντροπή να με κατηγορεί με αυτόν τον τρόπο! Να με εξευτελίζει μπροστά σε όλον τον κόσμο. «Γνωρίζω πολύ καλά το ιστορικό της οικογένειά σας. Και η αδελφή σας έχει εραστή». «Είναι ψέμα! Εμείς είμαστε τίμιες γυναίκες!» «Από ό,τι φαίνεται, ο πρώτος σας άνδρας, ο Αντίλ, σας έδερνε συχνά. Γιατί γινόταν αυτό;» «Γιατί δεν είχα προίκα και έφτασα με άδεια χέρια τη μέρα του γάμου μου». «Λέτε αλήθεια;» «Ναι, σας διαβεβαιώνω». «Πιστεύω ότι λέτε ψέματα. Το ξέρετε ότι υπάρχουν υποψίες πως δηλητηριάσατε τον πρώτο σας άνδρα;...» «Μα, για όνομα του Θεού, ήταν το άνδρας μου! Γιατί θα έκανα κάτι τέτοιο;» Η Μπιλκίς αντιλαμβάνεται ότι αισθάνομαι άσχημα. Ρωτάει τον αστυνομικό γιατί μου κάνει όλες αυτές τις ερωτήσεις. Της εξηγεί ότι θέλει να με δοκιμάσει και να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου. «Ξέρετε, Ναζιράν» συνεχίζει ο αστυνομικός «η Σιρίν μου τα είπε όλα. Αν λέτε ψέματα θα τιμωρηθείτε». «Ανακρίνατε τη Σιρίν;» «Και βέβαια! Έπρεπε να ανακρίνω τους πάντες». Ο αστυνομικός μου διηγείται ότι μόλις οι αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι της, εκείνη φοβήθηκε κι έτσι στο τέλος τους ομολόγησε ότι δεν είδε ποτέ τον Τζαβέντ εκείνη τη νύχτα. Ομολόγησε επίσης ότι είχαν σχεδιάσει με τον Φαουάντ να μου πετάξουν βιτριόλι. Αλλά δεν ήθελε τελικά να υλοποιήσουν το σχέδιο, επειδή λυπόταν τις δυο μου κόρες που θα έμεναν ορφανές. Ορκίζεται ότι ο Φαουάντ μου επιτέθηκε με το οξύ. Στη συνέχεια ο αστυνομικός προσθέτει: «Ανακάλυψα επίσης ότι ο Φαουάντ είχε αγοράσει ένα μπουκάλι με βιτριόλι από το παζάρι την παραμονή την επίθεσης. Και ότι “συμπτωματικά” αυτός έριξε το νερό που έσβησε τα ίχνη από βήματα στην αυλή εκεί
που κοιμόσαστε. Συνεχίζετε να υποστηρίζετε ότι ο Τζαβέντ είναι ο ένοχος;» Ξέρω ότι οι κόρες μου είναι πλέον ασφαλείς κοντά μου και έτσι τολμάω επιτέλους να πω την αλήθεια: «Όχι, δεν είναι ο Τζαβέντ. Με πίεσαν για να το πω αυτό». «Δεν είχατε ποτέ καμιά περιπέτεια με τον Τζαβέντ; Γιατί αυτό επικαλείται ο σύζυγός σας...» «Όχι, ποτέ. Το λέει αυτό για να φανεί ότι είναι έγκλημα τιμής. Όμως ο Τζαβέντ δε μου έκανε ποτέ ανήθικες προτάσεις...» Η συνάντηση τελείωσε και εγώ είμαι όλο δάκρυα. Η Μπιλκίς με βοηθάει να ανέβω στο δωμάτιό μου. Έχω πεθάνει από την ντροπή μου. Όλοι άκουσαν τον αστυνομικό να με κατηγορεί ότι έχω εραστές. Τι θα φανταστεί τώρα για μένα το προσωπικό του ιδρύματος; Μήπως με διώξουν πίσω στο χωριό μου; Ρωτάω την Μπιλκίς: «Μπιλκίς, δεν πίστεψες τον αστυνομικό, έτσι δεν είναι; Δεν είμαι τέτοια γυναίκα». Με καθησυχάζει ενώ μου κάνει μασάζ στους ώμους: «Μα και βέβαια όχι, Ναζιράν. Για να διενεργήσει σωστά την έρευνά του είναι υποχρεωμένος να σε πιέσει κάνοντάς σου ανόητες ερωτήσεις. Όλοι εδώ ξέρουμε ότι είσαι πολύ καλό κορίτσι. Κανείς δεν πίστεψε τις ιστορίες του. Μην ανησυχείς καθόλου, ξέρουμε ότι δεν είναι αλήθεια». Ξαναβρίσκω επιτέλους το χαμόγελό μου. Εξομολογούμαι στην Μπιλκίς ότι επιθυμώ να πάω το συντομότερο δυνατόν στο δικαστήριο. Θέλω να τιμωρηθεί ο Φαουάντ. Να αισθανθώ πλέον ασφαλής. Η δικηγόρος μου, η Σανά, μου λέει να περιμένω μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Μου εξηγεί ότι το Ανώτατο Δκαστήριο θα βγάλει σύντομα απόφαση για την περίπτωση της Νάιλα. Αν η έκβαση είναι θετική, τότε και εμείς θα αποταθούμε αμέσως στην ανώτατη δικαστική αρχή. Περιμένοντας, επιστρέφω στο κέντρο τυφλών και συνεχίζω να προοδεύω κάθε μέρα. Πρέπει, γιατί οφείλω από δω και στο εξής να μάθω να φροντίζω τις κόρες μου μόνη μου. Δεν είναι τόσο εύκολο, γιατί ζούσαμε χώρια για πολλούς μήνες. Η Χαντίτζ με βοηθάει να αποκτήσω δύναμη και να τους επιβληθώ, γιατί κι αυτές εκμεταλλεύονται την κατάσταση. Μια μέρα μάλωσα τη Χίνα επειδή έκανε μια βλακεία κι αυτή μου απάντησε: «Αν είναι έτσι, προτιμώ να γυρίσω στο χωριό!» Στενοχωρήθηκα πολύ, αλλά γενικά είναι καλά κορίτσια. Με βοηθούν στην καθημερινότητά μου, να βρω διάφορα πράγματα που έχω αφήσει εδώ και εκεί, μου φέρνουν το κινητό μου... Βλέπουμε ταινίες και σίριαλ στην τηλεόραση. Η Χίνα μου περιγράφει τι βλέπει στην οθόνη. Ένα πρωί ψάχνω ψηλαφιστά στην ντουλάπα μου τα γυαλιά ηλίου. Δεν πρέπει να πειράζει κανείς τα πράγματά μου, αλλιώς χάνομαι εντελώς. Οι κόρες μου θεωρούν ότι αυτά τα μεγάλα γυαλιά μου πηγαίνουν πολύ, επειδή κρύβουν το «απαίσιο μάτι» μου, όπως λένε. Το πρόσωπό μου δεν είναι παρά μια ανάμνηση σε μια κιτρινισμένη φωτογραφία που έχω καταχωνιασμένη στο βάθος του ντουλαπιού μου και που τώρα την αγγίζω με τα δάχτυλά μου. Αναμνήσεις από ευτυχισμένες μέρες. Θυμάμαι εκείνο το απόγευμα με τον Αντίλ. Ποζάρω λίγο ανήσυχη, καθώς θέλω να φαίνομαι σοβαρή
δίπλα στον άνδρα μου που είναι τόσο περήφανος και όμορφος. Αυτός κρατάει τη Χίνα στην αγκαλιά του. Είμαι μια όμορφη γυναίκα, με αμυγδαλωτά μάτια, μακριές βλεφαρίδες και μαλλιά με μπούκλες. Είμαι τόσο νέα σ’ αυτή τη φωτογραφία... Τη φυλάω σα θησαυρό στην ντουλάπα μου. Να λοιπόν τι μου έκλεψαν, τα νιάτα μου, την ομορφιά μου, την αξιοπρέπειά μου, τη ζωή μου. Στη συνέχεια πιάνω το χαλάκι μου. Είναι η ώρα της προσευχής. Ζητάω από την Γκουλ να με βάλει προς την κατεύθυνση της Μέκκας. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Η Φίζα κλαψουρίζει: «Η Χίνα μου πήρε τα μολύβια!» Την αγνοώ μέχρι να τελειώσω την προσευχή μου. Τα κορίτσια μου τσακώνονται συνεχώς για τα παιχνίδια. Η Φίζα κάνει φασαρία και ζητάει συνεχώς την προσοχή, επειδή την κακομεταχειρίζονταν στο σπίτι της Μουχταρά. Η Χίνα λέει πως όταν μεγαλώσει θα δουλεύει για να κερδίζει χρήματα για μένα. Τέλειωσα την προσευχή μου, αλλά η Φίζα συνεχίζει να κλαψουρίζει. Την παίρνω αγκαλιά και την ξαπλώνω στα γόνατά μου όπως όταν τη θήλαζα μικρή. Νιώθω πως το σωματάκι της ηρεμεί, όταν τη νανουρίζω. Οι κόρες μου είναι ό,τι μου έχει απομείνει, είναι η δύναμή μου. Ο μοναδικός λόγος για να ζω και να μάχομαι. Στη συνέχεια τρώμε σε μια ψάθα στο πάτωμα στην κοινή αίθουσα, με την Γκουλ και τη Νάιλα. Η Νάιλα έχει να μας ανακοινώσει μια σπουδαία είδηση. Μόλις επιστρέφει από το Ανώτατο Δκαστήριο. Κέρδισε τη δίκη: ο καθηγητής της, συνένοχος στην επίθεση, καταδικάστηκε τελικά σε δώδεκα χρόνια φυλάκιση και πρέπει να πληρώσει ένα εκατομμύριο ρουπίες για αποζημίωση και τόκους. Πρόκειται για μια ιστορική απόφαση στη χώρα μας. Οι δικαστές δεν ήταν ποτέ τόσο αυστηροί. Αυτό σημαίνει ότι οι επιθέσεις με βιτριόλι αναγνωρίζονται πλέον ως σοβαρά εγκλήματα. Χαιρόμαστε πολύ για τη Νάιλα. Η Γκουλ όμως μουρμουρίζει στενοχωρημένη: «Εμένα, αυτός που μου επιτέθηκε προέρχεται από πολύ δυνατή οικογένεια. Φοβάμαι ότι δε θα κερδίσω ποτέ τη δίκη. Είμαι ορφανή και η μητέρα μου είναι φτωχή.
Επίλογος Δεν ανησυχώ σήμερα το πρωί, επειδή η Σανά, η δικηγόρος μου, είναι μαζί μου. Μου κρατάει το χέρι και μου λέει ότι όλα θα πάνε καλά. Είναι μια μεγάλη μέρα. Φόρεσα ένα πέπλο που μου καλύπτει το πρόσωπο, καθώς και τα μεγάλα γυαλιά ηλίου. Δε θα τολμούσα ποτέ να βγω χωρίς όλη αυτήν την πανοπλία που με προστατεύει από τα βλέμματα των άλλων, αλλά και από τον ήλιο, αφού το δέρμα μου δεν τον αντέχει. «Ναζιράν, φεύγουμε». Η Σανά μου εξηγεί άλλη μια φορά τι θα γίνει: «Θα ζητήσουμε από τον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάξει νέα έρευνα. Αυτό θα επιτρέψει στους αστυνομικούς που κάνουν σωστά τη δουλειά τους να κινητοποιηθούν και να γίνουν όλα πιο γρήγορα. Ίσως ο πρόεδρος να αναλάβει τη δίκη ο ίδιος!» «Θα τον συναντήσουμε;» «Όχι σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, σήμερα θα υποβάλουμε την αίτηση στο τμήμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα». «Έχουμε όμως αρκετά στοιχεία;» Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι δεν είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον Φαουάντ να μου ρίχνει το βιτριόλι εκείνο το βράδυ. Ίσως οι δικαστές να μη με πιστέψουν και να βρουν αδύναμη την κατηγορία μου. Η Σανά όμως είναι πολύ σίγουρη: «Και βέβαια υπάρχουν στοιχεία. Ο Φαουάντ αγόρασε βιτριόλι την παραμονή. Θεωρείς ότι είναι σύμπτωση; Κι όταν η αστυνομία πήγε να κάνει έρευνα, όλο το χωριό –ακόμα και η Σιρίν– είπε ότι ήταν αυτός. Ποιος έσβησε τα ίχνη και ποιος έβαλε τα γλυκά στο κρεβάτι σου; Και επίσης η συμπεριφορά του απέναντί σου είναι μια απόδειξη – κυρίως οι απειλές του για τα παιδιά σου. Οι δηλώσεις των θυμάτων είναι οι πιο σημαντικές». Η Σανά μου εξηγεί επίσης ότι, από αυτήν τη χρονιά, οι επιθέσεις με το βιτριόλι τιμωρούνται πιο αυστηρά από όσο παλιά. Μπορούν μάλιστα να δικαστούν από τα αντιτρομοκρατικά δικαστήρια που έχουν πολύ πιο γρήγορες διαδικασίες και έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν ποινή ισόβιας φυλάκισης. Έχουμε φτάσει στο κτήριο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Σανά με τραβάει από το μπράτσο. Είμαι πολύ συγκινημένη. Κάνω μικρά βήματα και κρατάω το χέρι της. Μπαίνουμε στο κτήριο. Πρέπει να ανέβω σκαλιά, να γυρίσω δεξιά, μετά αριστερά, μέχρι να φτάσω σε μια αίθουσα. Η δικηγόρος μου συζητάει με τους δικαστές. Όταν αρχίσει η δίκη, θα πρέπει να απαντήσω σε ερωτήσεις. Προς το παρόν ασχολείται εκείνη. Νιώθω ανακούφιση, περίμενα αυτήν τη στιγμή με ανυπομονησία. Νιώθω γεμάτη δύναμη, θα δείξω στον Φαουάντ μέχρι που μπορώ να φτάσω. Δε με κατέστρεψε. Είμαι ακόμα όρθια, αξιοπρεπής και σίγουρη για τα δικαιώματά μου. Η Σανά έρχεται πάλι να με βρει και μου λέει ότι τελειώσαμε για σήμερα. Τώρα θα περιμένουμε για μια ακρόαση. Επιστρέφουμε στην κλινική. Το ίδιο βράδυ μου τηλεφωνάει ο Φαουάντ. Εγώ του μιλάω ψυχρά. «Γιατί μου τηλεφωνείς, Φαουάντ; Για μένα είσαι νεκρός. Τόσο νεκρός όσο ο πρώτος
μου άνδρας». «Ε, τότε γύρισα από το νεκροταφείο, αλλά είμαι ζωντανός. Δεν μπορώ να σε ξεχάσω, Ναζιράν». «Εγώ μπορώ όμως και θέλω να σε ξεχάσω. Μη με ξαναπάρεις ποτέ πια». «Αν δε θέλεις να επιστρέψεις στο σπίτι, στείλε μας τουλάχιστον τα κορίτσια. Η Κιράν θέλει να τις δει γιατί της λείπουν πολύ. Κάθε μέρα κλαίει και ζητάει τις εγγονές της». «Ούτε να το συζητάς. Η Χίνα και η Φίζα είναι οι κόρες μου και θα μείνουν μαζί μου. Εσύ έχεις τα παιδιά σου με τη Σιρίν. Μου είχες δώσει ένα σωρό υποσχέσεις, είχες ορκιστεί ότι θα χωρίσεις τη Σιρίν, ότι θα μου πάρεις σπίτι στο χωριό μου, αλλά δεν κράτησες το λόγο σου. Συν τοις άλλοις, έχω μάθει ότι ζεις πάλι με τη Σιρίν». Ο Φαουάντ μένει άναυδος με την αποφασιστικότητά μου. Δεν το περίμενε όλο αυτό. Επειδή όμως δε θέλω να υποψιαστεί κάτι, προσθέτω: «Περιμένω μόνο ένα πράγμα, να τιμωρηθεί ο Τζαβέντ και να μείνει στη φυλακή μέχρι το τέλος της ζωής του. Μη στείλεις κανέναν από το χωριό για να με δει, δε θα τον δεχτώ. Ξέρω πολύ καλά τι θα με κάνετε, αν επιστρέψω εκεί. Θα με βάλετε στην άκρη του δρόμου για να ζητιανεύω!» Του κλείνω το τηλέφωνο. Παρ’ όλα αυτά μερικές μέρες αργότερα η Μπιλκίς με ειδοποιεί ότι ο Φαουάντ και η Ρουμπίνα είναι μπροστά από την κλινική. Της λέω να μην τους αφήσουν με τίποτα να μπουν. Έτσι κι αλλιώς πρέπει να πάω να κάνω μια εξέταση στο νοσοκομείο. Βγαίνω από το ίδρυμα με την Μπιλκίς. Έχω αφήσει τις κόρες μου να τις επιβλέπει η Νάιλα. Στο δρόμο ακούω τη Ρουμπίνα που φωνάζει: «Ναζιράν, θέλω να δω τα πρόσωπα των ανιψιών μου!» «Ε, λοιπόν, δε θα δεις παρά μόνο τα παπούτσια τους!» της απαντάω σαρκαστικά. «Ναζιράν, δεν είναι αυτό το σπίτι σου. Έλα πίσω στο χωριό». «Αν βρίσκομαι εδώ, είναι εξαιτίας σου και εξαιτίας της οικογένειά σου. Τώρα φύγετε, γιατί αλλιώς θα ζητήσω από τον φύλακα να σας διώξει». Η Ρουμπίνα παριστάνει ότι κλαίει. «Κάναμε τα πάντα για σένα από τότε που πέθανε ο Αντίλ! Ορίστε πως μας δείχνεις την ευγνωμοσύνη σου!» Δεν της απαντώ καν. Μπαίνω στο αυτοκίνητο με την Μπιλκίς και φεύγουμε για το νοσοκομείο. Η Μπιλκίς μου λέει γελώντας: «Άλλαξες για τα καλά, Ναζιράν! Έκανες πολύ καλά που υπερασπίστηκες τον εαυτό σου. Μην αφήνεις πλέον να σε εξαπατούν οι άνθρωποι. Πρέπει να είσαι δυνατή». Θα έπρεπε να είχα πεθάνει σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου του Μουλτάν, μια ανώνυμη ασθενής χωρίς πρόσωπο. Όμως επέζησα. Είχα δικαίωμα σε μια δεύτερη ζωή αλλά με άλλο σώμα. Εγώ, η όμορφη γυναίκα, είμαι πλέον φυλακισμένη σε μια αποκρουστική εμφάνιση που τρομάζει όποιον με πλησιάζει. Πέρα από τον σωματικό
πόνο, είναι κι αυτό ένα καθημερινό μαρτύριο. Αποφάσισα να διηγηθώ την ιστορία μου, ώστε κάποια μέρα οι επιθέσεις με βιτριόλι να εξαλειφθούν, οι γυναίκες της χώρας μου να προστατεύονται και οι δράστες τέτοιων επιθέσεων να τιμωρούνται αυστηρά για τις πράξεις τους και να σαπίζουν στη φυλακή. ΝΑΖΙΡΑΝ