Μαρία Κωνσταντούρου
‘Οταν οι γυναίκες τολμούν…
Ξυπήσαμε ένα από τα κουδούνια κάποιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι. Η Νατάσσα έδειχνε νευρική και ανυπόμονη. Εγώ, κρυφά, την κορόιδευα
και τη λυπόμουν ταυτόχρονα. Με εκνεύριζε εξίσου η δική της αφέλεια και η δική μου υποχωρητικότητα. Πώς είχε πιστέψει ότι μια χαρτορίχτρα θα μπορούσε να της πει τις αλήθειες της ζωής της; Και πώς είχε καταφέρει να με πείσει να τη συνοδεύσω εκεί; Και, εν πάση περιπτώσει, τι θα κερδίζαμε αν μαθαίναμε το μέλλον μας; Αφού όλα είναι γραμμένα από τη στιγμή που γεννιόμαστε, πώς θα μπορούσαμε να αλλάξουμε το πεπρωμένο μας; Σαχλαμάρες! Αυτές οι ιστορίες είναι μόνο για τους ανόητους και για τους ερωτοχτυπημένους. Δηλαδή, πάνωκάτω, για την ίδια κατηγορία ανθρώπων. Και καλά, η Νατάσσα ήταν ερωτοχτυπημένη . Εγώ τι ήμουν; Απλώς
ανόητη; Στον πρώτο όροφο, μας περίμενε μια νεαρή κοπέλα. «Καλησπέρα», χαιρέτησε η Νατάσσα. «Η κυρία Παγέτ;» «Είναι η μητέρα μου. Περάστε μέσα», μας κάλεσε η κοπελιά και παραμέρισε για να περάσουμε. Μάλιστα, σκέφτηκα χαμογελώντας. Έχει και καλλιτεχνικό ψευδώνυμο η κυρία. Άντε να δούμε τι άλλο μας περιμένει. Ωστόσο ακολούθησα αδιαμαρτύρητα τη φίλη μου και βρέθηκα σε ένα επιβλητικό
σαλόνι. Χωρίς να το θέλω,το δωμάτιο μου προκάλεσε ένα παράξενο δέος. Ο καναπές και οι κλασικές πολυθρόνες είχαν ντυθεί με βαρύ βελούδο σε μπορντό χρώμα. Η μεγάλη βιτρίνα και το κεντρικό τραπέζι του καθιστικού ήταν από ακριβό δρύινο ξύλο, ενώ τα μικρότερα τραπεζάκια και σχεδόν όλα τα διακοσμητικά έμοιαζαν σαν να είχαν έρθει κατευθείαν από την Ανατολή. Σκαλιστοί ελέφαντες, κλουαζονέ βάζα, αναπαραστάσεις πάνω σε ελεφαντόδοντο, χειροποίητα αντικείμενα με χρυσές λεπτομέρειες. Βολεύτηκα σε μια βαθιά πολυθρόνα, άναψα τσιγάρο και κοίταξα γύρω μου. Η ατμόσφαιρα απέπνεε μια περίεργη μαγεία. Η απόλυτη σιωπή που βασίλευε
στο χώρο, δημιουργούσε έναν αλλόκοτο φόβο στην καρδιά μου. Γύρισα το κεφάλι κι έριξα το βλέμμα πίσω μου. Ένιωθα άβολα, σαν κάποιος να με παρακολουθούσε. Τι θέλω εγώ εδώ; αναρωτήθηκα για πολλοστή φορά. Πώς θα έδινα το δικαίωμα σε μια άγνωστη να ξεφυλλίσει τις σελίδες της ζωής μου, να εκπορθήσει τα τείχη που έκρυβαν το μέλλον μου, να αναμοχλεύσει τις εικόνες που ζουν στο μετεωρισμό της μνήμης; Αναζήτησα μόνη μου κάποια αρχή στο μονότονο τραγούδι της ζωής μου. Δεν είχα την ανάγκη κάποιας άλλης για να βρω την πρώτη φάλτσα νότα. Τώρα πια ήξερα πολύ καλά πότε την είχα
πρωτοπαίξει στο ξεκούρδιστο πιάνο της απειρίας μου. Ήταν πριν από δεκαοχτώ χρόνια, όταν ακούμπησα τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα και άρχισα να συνθέτω την πιο ανιαρή, την πιο παράφωνη μελωδία που είχα ακούσει ποτέ μου… 1 Ψηλάφισα μες στο σκοτάδι για να βρω το ξυπνητήρι που χτυπούσε επίμονα δίπλα μου. Πόσο γρήγορα πέρασε κι αυτή η νύχτα, σκέφτηκα κουρασμένα και άνοιξα τα πρησμένα μου μάτια. Το ρολόι έδειχνε εφτά παρά είκοσι. Όπως κάθε πρωί που το κοιτούσα τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια. Γύρισα το κεφάλι
προς τα δεξιά μου. Ο Γιάννης κοιμόταν βαριά, όπως και τα μεσάνυχτα που ήρθα να ξαπλώσω δίπλα του. Έσπρωξα από πάνω μου το πάπλωμα και σηκώθηκα προσεκτικά για να μη τον ενοχλήσω. Τα πόδια μου σύρθηκαν στο πάτωμα μέχρι να συναντήσουν τις χνουδωτές παντόφλες μου. Τα χέρια μου έπιασαν από την κοντινή πολυθρόνα τη μάλλινη ρόμπα μου. Βγήκα σιγά-σιγά από το δωμάτιο και πήγα στο μπάνιο. Ό,τι προλάβαινα να κάνω τώρα, αλλιώς θα έπρεπε να περιμένω τουλάχιστον μία ώρα μέχρι να φύγουν όλοι από το σπίτι. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και βούρτσισα τα δόντια μου. Κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη και είδα μια άγνωστη να με περιεργάζεται. Σε ποια
καμπή της ζωής μου έχασα το αληθινό μου πρόσωπο; Τίναξα το κεφάλι με αποδοκιμασία και κίνησα για τη σκάλα. Τα σκαλοπάτια έμοιαζαν να τρέμουν κάτω από τα πόδια μου, σαν να βρισκόμουν πάνω σε ξύλινη αιωρούμενη γέφυρα. Κράτησα σφιχτά την κουπαστή και πήρα βαθιά ανάσα. Δεν είχα χρόνο για ψευδαισθήσεις. Σε δέκα λεπτά έπρεπε να τους ξυπνήσω όλους. Μπήκα στην κουζίνα, έβαλα καφέ και νερό στην καφετιέρα και άλειψα καμιά δεκαριά φρυγανιές με βούτυρο και μέλι. Έπειτα γύρισα γρήγορα στον επάνω όροφο. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρά μας και πλησίασα τον Γιάννη που
κοιμόταν ακόμα. «Ξύπνα. Εφτά πήγε η ώρα», του είπα και τον σκούντησα μαλακά. Όταν άνοιξε τα μάτια, του γύρισα την πλάτη κι έτρεξα στο απέναντι δωμάτιο. «Ώρα για σχολείο. Καλημέρα». Ήταν η πρώτη απόπειρα για να ξυπνήσω τον δεκαεξάχρονο γιο μου. Άνοιξα τη διπλανή πόρτα και προχώρησα προς το κρεβάτι της Νίκης. Χάιδεψα τα μακριά της μαλλιά και είπα τρυφερά: «Μια νέα μέρα ξημέρωσε, γλυκιά μου. Σήκω».
Εκείνη τεντώθηκε νωχελικά και με κοίταξε νυσταγμένα. Της χαμογέλασα κι έφυγα για να ξυπνήσω για δεύτερη φορά τον Άγγελο. Όταν σιγουρεύτηκα πως σηκώθηκε,γύρισα στο δωμάτιό μου. Ο Γιάννης είχε πάει στο μπάνιο άκουγα το νερό να τρέχει-, όμως είχε βγάλει από την ντουλάπα τα ρούχα που ήθελε να φορέσει. Έβαλα το σίδερο στην πρίζα και αναστέναξα. To ίδιο βιολί δεκαεφτά χρόνια. Τα ρούχα ήταν πάντα όλα σιδερωμένα, ωστόσο έπρεπε κάθε πρωί να τα φρεσκάρω. Μια ιδιοτροπία του άντρα μου, που δεν μπορούσε να την αποβάλει. Όταν τελείωσα και μ’ αυτό, ξανακατέβηκα στην κουζίνα. Πήρα το λεμονοστύφτη και τη σακούλα με τα πορτοκάλια και
ετοίμασα τρία ποτήρια πορτοκαλάδα. Πολλές φορές ένιωθα την ανάγκη να πιω κι εγώ ένα, όμως βαριόμουν να στύβω τόσα πορτοκάλια κάθε μέρα. Γέμισα το φλιτζάνι μου με καφέ κι έγειρα στο τραπέζι. Πριν προλάβω να πιω την πρώτη γουλιά, κατέβηκε ο Άγγελος τη σκάλα τρέχοντας. «Καλημέρα, μάμυ», μου είπε και ήπιε μονορούφι την πορτοκαλάδα του, πριν πέσει με τα μούτρα στις φρυγανιές. «Καλημέρα, Ελένη», ακούστηκε η φωνή του Γιάννη από τη μέση της σκάλας. «Καλημέρα σας», αποκρίθηκα κι εγώ χαμογελώντας και κοίταξα πίσω του, περιμένοντας να δω τη Νίκη.
Αν και μόλις δεκατριών χρόνων, η κόρη μου είχε αρκετή δόση κοκεταρίας. Για να βγει από το σπίτι έπρεπε να είναι σίγουρη πως δεν πετούσε καμία τρίχα από τα μαλλιά της, πως μοσχομύριζε κολόνια και πως το ντύσιμό της δεν είχε κανένα ψεγάδι. Ήταν ικανή να αργήσει στο σχολείο προκειμένου να νιώθει σίγουρη για την εμφάνισή της. Μακάρι να απαιτούσε την ίδια τελειότητα και στα μαθήματά της. Τα χαρωπά της βήματα ακούστηκαν καθώς κατέβαινε δύο-δύο τα σκαλοπάτια. Έτρεξε κοντά μου και μου έδωσε δυο σκαστά φιλιά. «Καλημέρα, μανούλα».
«Καλημέρα, γλυκιά μου ». Όταν βολεύτηκαν όλοι γύρω από το τραπέζι, αποφάσισα να καθήσω κι εγώ… κοντά τους. «Σήμερα μάλλον θα αργήσω», μου είπε ο Γιάννης. «Περιμένω έναν καλό πελάτη αργά το απόγευμα και ίσως χρειαστεί να τον βγάλω για φαγητό το βράδυ». Ανασήκωσα τους ώμους χωρίς να μιλήσω. Τι διαφορά θα είχε κι αν ερχόταν νωρίς; Θα απομονωνόταν στο καθιστικό με το κομπιουτεράκι του και θα χανόταν στα χαρτιά της δουλειάς του, αγνοώντας την ύπαρξή μου. Καλύτερα μόνη.
Τα παιδιά σηκώθηκαν. Φίλησαν πρώτα τον πατέρα τους, έπειτα εμένα κι έφυγαν για το σχολείο τους. «Θα μου αφήσεις λεφτά;» ρώτησα τον άντρα μου. «Πάλι; Προχθές δεν σου άφησα;» «Πλήρωσα το φροντιστήριο των παιδιών. Σήμερα θέλω να πάω στο σούπερ μάρκετ και να τακτοποιήσω το λογαριασμό του τηλεφώνου». «Προσπάθησε να κάνεις λίγη οικονομία», με συμβούλευσε, ανοίγοντας το πορτοφόλι του. «Οι καιροί είναι δύσκολοι». Το ξέρω. Κι εγώ στους ίδιους καιρούς
ζω. Όμως, ξέρω από πρώτο χέρι τα έξοδα μιας οικογένειας επει-δη εγώ πληρώνω κάθε φορά τους λογαριασμούς των φροντιστηρίων, του ηλεκτρικού,του νερού, του τηλεφώνου, του σούπερ μάρκετ, των ασφαλειών και οτιδήποτε τέλος πάντων επιβαρύνει ένα σπιτικό. Προσπαθώ για τον εαυτό μου να ξοδεύω όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα για δύο λόγους. Πρώτον επειδή λόγω περηφάνιας δεν θέλω να δώσω το δικαίωμα να μου πει κανείς ποτέ πως είναι πολυέξοδη η συντήρησή μου και δεύτερον επειδή δεν δουλεύω και δεν έχω δικά μου λεφτά. Ασχέτως βέβαια αν το τελευταίο δεν ήταν ποτέ δική μου επιλογή. Ήταν απλώς ένας από τους όρους που μου έθεσε ο Γιάννης
πριν από το γάμο μας για να με παντρευτεί. Όταν έκλεισε η εξώπορτα πίσω του, έβαλα το κλειδί μου στην κλειδαριά κα: το γύρισα έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ανοίξει απ’ έξω. Έπειτα έτρεξα στο παράθυρο της κουζίνας για να βεβαιωθώ πως το αυτοκίνητό του θα άφηνε κενή τη θέση του στο γκαράζ. Τώρα ήμουν πραγματικά μόνη. Επιτέλους. Ανέβηκα σε μια καρέκλα κι έπιασα πάνω από τα ντουλάπια ένα κρυμμένο πακέτο τσιγάρα. Άναψα ένα και τράβηξα μια γερή ρουφηξιά. Άλλος ένας όρος του Γιάννη, που τον είχα αποδεχτεί πριν από δεκαεφτά χρόνια. Πόσους συμβιβασμούς είχα κάνει
τελικά στη ζωή μου για να γίνω η «κυρία Ιωάννου»; Και πόσο ευτυχισμένη ένιωθα γι’ αυτό που ήμουν τώρα; «Σ’ έχω αρχόντισσα στο παλάτι σου», μου έλεγε συχνά ο Γιάννης, περιμένοντας ίσως να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. Κοίταξα γύρω μου το βασίλειό μου. Πόσα από τα υπάρχοντά μου είχα επιλέξει στην πραγματικότητα εγώ; Το σχέδιο της κουζίνας, ναι, ήταν δική μου εκλογή. Όμως το σκούρο χρώμα του ξύλου ήταν γούστο του άντρα μου. Η άσπρη λάκα που προτιμούσα εγώ δεν έδινε την απαραίτητη βαρύτητα στο σπίτι. Προχώρησα στο καθιστικό. Οι μπλε κουρτίνες μού θύμισαν ποιο ήταν το αγαπημένο χρώμα του συζύγου μου.
Μπήκα στο σαλόνι. Οι δερμάτινοι καναπέδες με έκαναν να σκέφτομαι αίθουσα αναμονής σε ιατρείο, όμως για εκείνον ήταν δείγμα οικονομικής ευμάρειας και σοβαρότητας. Η μπλε μοκέτα κάτω από τα πόδια μου με ταλαιπωρούσε για να τη διατηρώ καθαρή, ο Γιάννης ωστόσο απολάμβανε μια ζεστασιά που, όπως έλεγε, δεν μπορούσαν να του την προσφέρουν τα χαλιά. Όσο για τα πλακάκια σε ολόκληρο το σπίτι δεν υπήρχε λόγος να εκφράσω τη γνώμη μου. Εκείνος ήταν ο εισαγωγέας, εκείνος ήξερε καλύτερα τι έπρεπε να βάλουμε. Γύρισα στην κουζίνα, κάθησα σε μια καρέκλα κι έσβησα το τσιγάρο που είχε καεί μόνο του. Κάτι δεν πήγαινε καλά,
το ένιωθα. Μια αβάσταχτη μελαγχολία με συντρόφευε τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ο ύπνος ερχόταν με δυσκολία τις νύχτες και τα όνειρά μου ήταν γεμάτα με αγωνία και άγχος. Το γέλιο μου ήταν ψεύτικο και σπάνιο, ενώ τα μάτια μου συχνά θόλωναν από δάκρυα που δεν μπορούσα να ελέγξω. Το σπίτι, το «παλάτι» μου, με έπνιγε. Οι άνθρωποί μου με κούραζαν και οι καθημερινές δουλειές έμοιαζαν με καταναγκαστικά έργα. Είχα ανάγκη να κάνω κάτι που θα με ευχαριστούσε πραγματικά, όμως δεν ήξερα τι. Τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια η πρώτη μου έννοια ήταν να ικανοποιώ τις επιθυμίες άλλων. Τα δικά μου όνειρα, οι δικές μου απολαύσεις είχαν ξεχαστεί απ’
όλους. Ακόμη κι από μένα την ίδια. Ένιωσα την ανάγκη να αναπνεύσω καθαρό αέρα. Σηκώθηκα και ανέβηκα στην κρεβατοκάμαρά μας. Ανοιξα την ντουλάπα μου κι έμεινα να κοιτάζω το περιεχόμενό της. Ρούχα διαλεγμένα από άλλους για μένα. Ρούχα που λίγο θύμιζαν την αληθινή Ελένη. Κοστούμια αποκριάτικα για να μπορώ να παριστάνω την ευτυχισμένη σύζυγο του επιτυχημένου επιχειρηματία. Όμως, σήμερα είχα την ανάγκη να νιώσω εγώ. Η Ελένη που είχε ξεχάσει κάπου τον εαυτό της πριν από δεκαεφτά χρόνια. Τράβηξα έξω το τζιν μου κι έψαξα ανάμεσα στα πουλόβερ μου. Κάπου είχα καταχωνιάσει ένα κοντό κόκκινο που είχαν φέρει δώρο στην κόρη μου και της
είχε πέσει μεγάλο. Το βρήκα και το φόρεσα. Έβαλα το παντελόνι και τις καφέ δερμάτινες μπότες μου και πήγα στο μπάνιο. Χτένισα τα μαλλιά μου, άπλωσα λίγο ρουζ στα μάγουλά μου κι έβαψα ελαφρά τα χείλη. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και προσπάθησα να χαμογελάσω. Κάπου πίσω από το μελαγχολικό χαμόγελο και το θολό βλέμμα διέκρινα το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που είχε εγκαταλείψει φιλοδοξίες, όνειρα και δικαιώματα για να παντρευτεί τον άντρα που είχε αγαπήσει. Κατέβηκα κάτω, πήρα το μπουφάν και τα κλειδιά μου και κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν εννιά. Θα μπορούσα να κάνω μια βόλτα μέχρι τις δώδεκα κι
έπειτα να γυρίσω για να προλάβω να μαγειρέψω κάτι. Μια βόλτα, πού; Σε κάποια φίλη ίσως; Μπα,τι να της πω; Στα μαγαζιά; Και μήπως μπορώ να αγοράσω ό,τι μου αρέσει; Απομένει μόνο το σούπερ μάρκετ, η συνηθισμένη μου διασκέδαση, τελευταία. Να περιπλανιέμαι στους διαδρόμους του σέρνοντας το καροτσάκι και να σκοτώνω την ώρα μου χαζεύοντας τις συσκευασίες και τις τιμές των προϊόντων. Στις έντεκα παρά είκοσι ήμουν κιόλας πίσω. Φορτωμένη με πέντε τσάντες και ξαλαφρωμένη από είκοσι πέντε χιλιάρικα. Τακτοποίησα τα πράγματα στη θέση τους και μάζεψα το τραπέζι που είχα αφήσει από το πρωί. Ύστερα
κάθησα βαριά στην πολυθρόνα του καθιστικού. Αισθανόμουν τόσο κουρασμένη που ένιωθα την ανάγκη να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και να κοιμηθώ μέχρι το επόμενο πρωί, μέχρι την άλλη βδομάδα. Έκλεισα τα μάτια και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει στην κλεψύδρα του χρόνου. Διάφορες εικόνες από τη ζωή μου πέρασαν από μπροστά μου σαν κινηματογραφική ταινία. Οι καβγάδες με τον Γιάννη, ο γάμος μου, η γέννα του Άγγελου, ο θάνατος των γονιών μου,η γέννα της Νίκης, ο αγώνας μου να μεγαλώσω τα παιδιά μου,η μοναξιά μου… Και τώρα; Προσπάθησα να δω κάποιες εικόνες από το μέλλον. Τίποτα. Ένα μαύρο χρώμα σαν καμένο φιλμ. Και δάκρυα. Τελικά τι
είχα καταφέρει; Και τι μπορούσα να περιμένω από την υπόλοιπη ζωή μου; Αναζήτησα στα τόσα χρόνια που είχαν περάσει λίγο χρόνο αφιερωμένο σε μένα, ολόδικό μου. Δεν βρήκα. Έψαξα στα χρόνια που θα έρχονταν κάποιες ώρες δικές μου. Πουθενά. Μόνο αβεβαιότητα, μοναξιά και συμβιβασμούς. Κάτι υγρό κύλησε στα μάγουλά μου και με έκαψε. Σκούπισα τα δάκρυά μου, αλλά αμέσως με τράνταξαν λυγμοί. Δεν υπήρχε λόγος να κρατιέμαι άλλο. Ήμουν μόνη. Όπως πάντα.. Μπορούσα να ξεσπάσω όπως και όσο ήθελα. Κι έκλαψα. Έκλαψα πολύ. Τα αναφιλητά μου αντηχούσαν στο «παλάτι» μου κι έφταναν στ’ αυτιά μου
σαν σπαραγμός κάποιας άγνωστης. Το κεφάλι μου πονούσε και τα μηνίγγια μου σφίγγονταν επικίνδυνα. Όταν κοίταξα ξανά το ρολόι, η ώρα είχε πάει μία και μισή. Και τα δάκρυά μου δεν είχαν στερέψει ακόμα. Σε λιγότερο από εξήντα λεπτά τα παιδιά θα γυρνούσαν σπίτι. Δεν τους είχα μαγειρέψει τίποτα. Έπρεπε να βρω κάποιον τρόπο να συνέλθω. Το βλέμμα μου έπεσε στα μπουκάλια που βρίσκονταν στο τραπεζάκι κοντά στο τζάκι. Σηκώθηκα μηχανικά, πήρα ένα ποτήρι από την κουζίνα κι έβαλα λίγο ουίσκι . Εκτός από κρασί και βότκα με πορτοκαλάδα, δεν είχα πιει ποτέ τίποτα στη ζωή μου. Η μυρωδιά του αλκοόλ με ανακάτωνε. Τώρα έκλεισα τη μύτη και
κατέβασα μονορούφι το ποτό. Στράβωσα τα χείλη. Ισως ήταν καλύτερο με λίγο πάγο. Γύρισα στην κουζίνα, έριξα τρία παγάκια στο ποτήρι και πρόσθεσα άλλη μία δόση ουίσκι. Το κούνησα στο χέρι μου για να κρυώσει όσο γινόταν και ήπια μια δοκιμαστική γουλιά. Καλύτερο. Πολύ καλύτερο, θα έλεγα. Τη στιγμή που μου απόμειναν μόνο τα παγάκια, ένιωσα τα μάτια μου να στεγνώνουν. Αυτό, λοιπόν,ήταν το φάρμακο; Πρόσθεσα λίγο ποτό ακόμα και γύρισα στην κουζίνα. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι εύκολο για να φτιάξω. Ίσως μια μακαρονάδα που ήταν και το αγαπημένο τους φαγητό. Έβαλα τα υλικά της σάλτσας σε μια κατσαρόλα και γέμισα μια άλλη με νερό. Ήπια δυο
γουλιές ουίσκι και κάθησα σε μια καρέκλα. Και τώρα; αναρωτήθηκα κι έπιασα με τα δυο μου χέρια το κεφάλι. Η αλήθεια ήταν πως τώρα ένιωθα αρκετά καλύτερα. Μέχρι που θα μπορούσα να πω ότι ένιωθα μια παράξενη ευφορία. Όλα θα πάνε καλά, παρηγορήθηκα. Ίσως είναι κάποια κρίση ηλικίας. Τη στιγμή που σούρωνα τα μακαρόνια γύρισε η Νίκη. «Τι φαΐ;» ήταν το πρώτο που έλεγε κάθε φορά που άνοιγε την εξώπορτα. «Μακαρονάδα», απάντησα. «Καλώς την».
«Μμμ… Μπράβο, μανούλα. Το αγαπημένο μου. Βάλε μου γρήγορα να φάω. Πεινάω». «Δεν περιμένεις και τον αδερφό σου; Δεν θα αργήσει σήμερα». «Δεν το ξέρω. Κι έπειτα, πεινάω σαν λύκος», μου φώναξε καθώς ανέβαινε τις σκάλες. «Καλέ, δεν έστρωσες το κρεβάτι μου;» «Δεν… δεν πρόλαβα. Άλλωστε», πρόσθεσα κάπως αυστηρά, «είσαι πια αρκετά μεγάλη για να το στρώνεις μόνη σου». «Δεν προλαβαίνω, ρε μαμά. Κάθε πρωί στο τσακ φτάνω στο σχολείο».
«Μπορώ να σε ξυπνάω πέντε λεπτά νωρίτερα». «Α, μπα. Γιατί να χάνω πέντε λεπτά ύπνου;» Γιά να κερδίζω πέντε λεπτά εγώ, θέλησα να της πω, αλλά δεν μίλησα. Ήπια το τελευταίο ουίσκι βιαστικά και έκρυψα την απόδειξη της ενοχής μου στο πλυντήριο των πιάτων. Σέρβιρα ένα πιάτο μακαρόνια και το ακούμπησα στο τραπέζι. Σε λίγα λεπτά η Νίκη είχε πέσει με βουλιμία στο φαΐ. «Δεν θα με ρωτήσεις πώς πήγε σήμερα το σχολείο ;» ζήτησε να μάθει όταν είδε πως δεν είχα σκοπό να μιλήσω.
«Α, ναι…» είπα αφηρημένα. «Πώς πήγε;» «Καλά. Με σήκωσε μαθηματικά και τα ήξερα όλα». «Μακάρι,γιατί στον έλεγχο του πρώτου τριμήνου είχες μόλις πιάσει τη βάση, παρ’ όλο το φροντιστήριο που κάνεις». Τα μαθηματικά ήταν το μόνο μάθημα όπου δεν μπορούσα να τη βοηθήσω αφού ούτε εγώ υπήρξα ιδιαίτερα καλή στα θεωρητικά μαθήματα. Όλα τα άλλα ωστόσο τα διαβάζαμε μαζί. Εγώ για τρίτη φορά. Μία όταν ήμουν η ίδια μαθήτρια, μία όταν βοηθούσα τον Άγγελο και άλλη μία τώρα. Μερικές φορές σκεφτόμουν σοβαρά να δώσω
εξετάσεις για δεύτερη φορά στο πανεπιστήμιο. Την πρώτη δεν είχα καταφέρει να μπω. Έπειτα είχα γνωρίσει τον Γιάννη και τα όνειρά μου είχαν παραγκωνιστεί. «Τι φαΐ;» ακούστηκε η φωνή του Άγγελου που είχε μόλις επιστρέψει. «Φασολάδα», απάντησε η Νίκη για να τον πειράξει. «Φάτε τη μόνες σας», είπε θυμωμένα εκείνος. «Μακαρόνια»,τον πληροφόρησα εγώ. «Α, ωραία. Βάλε μου κι έρχομαι». Μάζεψα το πιάτο της κόρης μου, που
είχε πια τελειώσει, και ετοίμασα μια μερίδα για το γιο μου. Ώρες-ώρες αισθανόμουν πως δούλευα σε ξενοδοχείο. Καθένας έτρωγε όποτε πεινούσε, κοιμόταν όποτε ήθελε, μπαινόβγαινε ανάλογα με τα κέφια του. Μόνο εγώ ακολουθούσα ένα ορισμένο πρόγραμμα. Ο Άγγελος πήρε το πιάτο του, πήγε στο καθιστικό και άνοιξε την τηλεόραση. «Σου έχω πει χίλιες φορές να τρως στην κουζίνα. Δεν μπορώ να μαζεύω συνέχεια όλο το σπίτι». «Άσε με, ρε μάνα. Θέλω να δω την εκπομπή που ξέρεις πως παρακολουθώ. Θα τα μαζέψω εγώ μετά».
«Ναι, όπως πάντα», μουρμούρισα νικημένη. Πιστό αντίγραφο του πατέρα του, σκέφτηκα. Κλασικό δείγμα άντρα που τα περιμένει όλα στο χέρι και δεν νοιάζεται για την κούραση ή τη διάθεση τη δική σου. «Βασίλισσα στο παλάτι μου». Πφ! Μόνο που κανείς από τους υπηκόους μου δεν με σέβεται και δεν με λογαριάζει. Να το βράσω τέτοιο αξίωμα. Ανέβηκα θυμωμένη τις σκάλες. Είχα διάθεση να ξαπλώσω. Το πατζούρι στο δωμάτιό μου ήταν ακόμα κλειστό από το προηγούμενο βράδυ. Το κρεβάτι άστρωτο. Έβγαλα τις μπότες κι έγειρα πάνω στο πάπλωμα. Δυνατή ροκ μουσική με έκανε να αναπηδήσω. Μου άρεσε κι εμένα η ροκ -άλλη μια διαφορά μου με τον Γιάννη-όμως τώρα ήθελα
ησυχία για να ηρεμήσω. «Νίκη,χαμήλωσε τη μουσική. Είναι μεσημέρι, ενοχλείς τον κόσμο, κι εγώ θέλω να κοιμηθώ». «Να κοιμηθείς;» με ρώτησε με απορία. «Εσύ δεν κοιμάσαι ποτέ τα μεσημέρια». «Σήμερα δεν νιώθω καλά και θέλω να ησυχάσω». Η μουσική χαμήλωσε αισθητά, αλλά όχι όσο θα ήθελα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και προσπάθησα να μη σκέφτομαι τίποτα. Ροκ χτυπήματα σφυροκοπούσαν τα μηνίγγια μου, που πονούσαν ήδη από το ποτό. Θα τρελαθώ, σκέφτηκα. Καμιά μέρα θα μου τη δώσει και θα σαλτάρω
από την ταράτσα. «Σκασμός!» φώναξα χωρίς φωνή και, φυσικά, τα λόγια μου δεν εισακούστηκαν. Η μουσική συνέχισε να παίζει, οι φωνές από την τηλεόραση του κάτω ορόφου ακούγονταν αμυδρά, ο σκύλος των γειτόνων γάβγιζε εκνευριστικά, ενώ την ίδια στιγμή το τηλέφωνο στο κομοδίνο μου κουδούνισε διαπεραστικά. «Εμπρός», απάντησα ανυπόμονα. « Εγώ είμαι, Ελένη ». «Έλα», ήταν το μόνο που είπα στον άντρα μου.
«Με πήρε τηλέφωνο ο Αντρέας πριν από λίγο και μου είπε να βρεθούμε. Του πρότεινα να έρθουν αύριο βράδυ στο σπίτι. Να πούμε και στον Κώστα και στον Αντώνη;» «Βρε Γιάννη,δεν ξέρω. Δεν νιώθω και πολύ καλά σήμερα. Και τι να ετοιμάσω; Και τα παιδιά με το διάβασμα ;» «Έλα μωρέ Ελένη. Φίλοι μας είναι. Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα το ιδιαίτερο. Κι έπειτα, μεθαύριο είναι Σάββατο. Ας μη διαβάσουν τα παιδιά». «Δεν ξέρω», επανέλαβα. Η σκέψη και μόνο να έχω κόσμο στο σπίτι, με κούραζε. Και η βεβαιότητα πως
τελικά θα γινόταν αυτό που ήθελε εκείνος, με απογοήτευε. «Πάρε εσύ τη Μαρία και τη Νατάσσα για να τους το πεις. Καλά θα περάσουμε, θα το δεις». Καλά θα μπορούσαμε να περάσουμε, αυτό το ξέρω. Η Μαρία ήταν παιδική μου φίλη και την Έρη με τη Νατάσσα τις είχα γνωρίσει μέσω του Γιάννη, αφού ήταν παλιός φίλος με τους άντρες τους. Οχτώ διαφορετικοί άνθρωποι, οχτώ διαφορετικοί χαρακτήρες. Πάντα είχαν ενδιαφέρον οι συναντήσεις μας. Γιατί τώρα ήθελα να τους αποφύγω; «Καλά. Θα τις πάρω και βλέπουμε».
Έκλεισα το τηλέφωνο και προσπάθησα να σκεφτώ τι ήταν πιο εύκολο να μαγειρέψω την επομένη. Οι κρέπες μου άρεσαν σε όλους. Ήταν καλή ιδέα για πρώτο πιάτο. Κι έπειτα θα μπορούσα να ετοιμάσω μπριζόλες κρασάτες με πατάτες φούρνου. Μια σαλάτα, λίγα φρούτα,τυριά και τελειώσαμε. Σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα το νούμερο της Μαρίας. Η φίλη μου χάρηκε με την προοπτική της συνάντησής μας, αλλά γρήγορα η φωνή της έγινε ανήσυχη . «Δεν σε ακούω πολύ καλά. Συμβαίνει κάτι;» «Μπα. Τίποτα. Είμαι λιγάκι κακόκεφη».
«Γιατί;» «Μακάρι να ’ξέρα. Χωρίς λόγο. Μάλλον ξύπνησα ανάποδα το πρωί», προσπάθησα να αστειευτώ. «Σίγουρα;» επέμεινε εκείνη. «Σίγουρα. Να σου πω, θα μου κάνεις μια χάρη; Θα πάρεις και τη Νατάσσα να της το πεις; Κι έπειτα μου τηλεφωνείς για να ξέρω τι σου απάντησε». «Εντάξει. Θα σε πάρω μόλις τη βρω». Το μυαλό μου άρχισε αμέσως να οργανώνει την επόμενη μέρα. Το πρωί θα έκανα τα απαραίτητα ψώνια για το βράδυ, και το απόγευμα θα ετοίμαζα τα φαγητά. Συγχρόνως όμως έπρεπε να
βρω τι θα μαγείρευα για το μεσημέρι. Κάτι εύκολο. Σαν τι; Ουφ, δεν ξέρω πια. Κάθε μέρα το ίδιο πρόβλημα. Πώς να τους ευχαριστήσεις όλους; Κάτι που άρεσε στα παιδιά, δεν άρεσε στον Γιάννη. Κάτι που λάτρευε ο Γιάννης, το σιχαίνονταν τα παιδιά. Κι αυτά που άρεσαν σε μένα; Ίσως να μην προκαλούσαν ευχαρίστηση σε κανέναν άλλο. Αδιέξοδο. Η σκέψη μου, φυσικά, είχε φύγει από τη μαγειρική και είχε πάρει άλλους δρόμους πάλι. Οι καταπιεσμένες μου ανάγκες απαιτούσαν διέξοδο. Και ο μόνος δρόμος που βρήκαν ήταν οι δακρυγόνοι αδένες των ματιών μου. Όχι πάλι. Όχι τώρα που ήταν και τα παιδιά εδώ.
Γύρισα μπρούμυτα κι έπνιξα τους λυγμούς μου στο μαξιλάρι. Αυτό που με τρέλαινε περισσότερο δεν ήταν η πίκρα του χθες αλλά η απόγνωση του αύριο. Μέρες προγραμματισμένες ώς το τελευταίο λεπτό. Μέρες γκρίζες, μελαγχολικές, οργανωμένες από άλλους. Κι εγώ, μια μαριονέτα στα χέρια τους, να κινούμαι στο δικό τους ρυθμό. Από καιρό τώρα υποψιάζομαι πως είμαι κάποια άλλη. Πως μπήκα στο πετσί μιας ξένης που δεν πολυσυμπαθώ. Μιας άγνωστης που μου τη φόρτωσαν με το ζόρι και με βαραίνει η ύπαρξή της. Νιώθω την έντονη επιθυμία να επαναστατήσω και να ελευθερωθώ. Να ξαναγίνω το ατίθασο κορίτσι των εφηβικών μου χρόνων. Να βρω σε ποια
γωνιά του παρελθόντος καθηλώθηκα και να ξαναρχίσω από ’κει. Να κερδίσω τα χρόνια που αισθάνομαι πως έχασα. Να αποκτήσω πάλι την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό μου. Να ζήσω. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου με έκανε να σηκώσω το κεφάλι και να σκουπίσω τα πρησμένα μου μάτια. «Εμπρός», είπα με βαριά φωνή, αλλά κανείς δεν μου απάντησε από την άλλη άκρη. «Εμπρός»,επανέλαβα. «Ελένη; Εσύ είσαι;» ακούστηκε η δύσπιστη φωνή της Μαρίας. «Ναι». «Τι έχεις;»
«Τίποτα». «Μη μου λες ψέματα. Αφού εσύ κλαις», επέμεινε η φίλη μου. «Δεν ξέρω, Μαρία. Δεν ξέρω», είπα κι ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν πάλι. «Θέλεις να ’ρθω από ’κει; Τα δίδυμα είναι στη γιαγιά τους». «Όχι… Δεν ξέρω… Είναι τα παιδιά εδώ. Τι να κάνεις;» «Έλα τότε εσύ». «Δεν ξέρω», είπα άλλη μια φορά. «Ίσως λίγο αργότερα».
«Αν δεν έχεις έρθει σε μισή ώρα, θα με δεις φάντη μπαστούνι μπροστά σου. Ελένη, ανησυχώ, δεν το καταλαβαίνεις; Τσακώθηκες με τον Γιάννη;» «Όχι». Δεν πίστευα πια πως ένας τσακωμός με τον άντρα μου είχε τη δύναμη να με αναστατώσει τόσο. Κάποτε, ναι, με καταρράκωνε. Όμως τώρα πια είχα συνηθίσει. Θα μπορούσα να πω, μάλιστα, πως με κούραζαν μεγάλα χρονικά διαστήματα ηρεμίας. Με γέμιζαν ανία. «Τότε;» «Θα ’ρθω από ’κει. Θα τα πούμε».
Έκλεισα το τηλέφωνο και πήγα στο μπάνιο. Έκανα ένα βιαστικό ντους και ξέπλυνα καλά το πρόσωπό μου. Τα μάτια μου ήταν ακόμα κόκκινα και πρησμένα. Φόρεσα ξανά το κόκκινο πουλόβερ και το τζιν μου και χτένισα τα μαλλιά μου. Στάθηκα έξω από την πόρτα της κόρης μου και φώναξα: «Νίκη, θα πάω για λίγο στη Μαρία. Δεν θα αργήσω». «Δεν θα διαβάσουμε;» «Διάβασε μόνη και θα σε εξετάσω μόλις γυρίσω». Κατέβηκα κάτω, αλλά δεν τόλμησα να πλησιάσω το καθιστικό. Φοβόμουν την
εξονυχιστική ματιά του γιου μου. «Άγγελε, θα πεταχτώ μέχρι τη Μαρία. Δεν θα αργήσω», του φώναξα και πήρα την τσάντα μου. «Διάβασε, εντάξει;» «Οκέι». «Φιλενάδα, δεν είσαι καθόλου καλά,το ξέρεις;» με ρώτησε η Μαρία μόλις σταμάτησα να μιλάω. «Το ξέρω. Τι να κάνω;» «Τι να κάνεις. Να βρεις τρόπους να ξεφεύγεις. Πιάσε δουλειά». «Τι λες,βρε Μαρία;» ρώτησα καγχάζοντας ειρωνικά. «Αφού ξέρεις πολύ καλά πως ο Γιάννης δεν θέλει ούτε
να το ακούσει. Μου το ξεκαθάρισε πριν από το γάμο μας». «Ο Γιάννης πολλά δεν θέλει να ακούσει, πολύ φοβάμαι όμως πως θα τα ακούσει όλα μαζεμένα κάποια μέρα. Αν συνεχίσεις να λειτουργείς όπως θέλει ο άντρας σου και να αγνοείς τις δικές σου ανάγκες, θα τρελαθείς. Πάψε να είσαι σκλάβα των άλλων και κοίταξε λιγάκι και τον εαυτό σου». «Δεν είναι εύκολο όταν έχεις οικογένεια. Κι έπειτα, δεν το καταλαβαίνω. Μέχρι πριν από λίγο καιρό ήμουν ευτυχισμένη». «Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι σκλάβοι, Ελένη. Κατά τη γνώμη μου ποτέ δεν
υπήρξες ευτυχισμένη. Συμβιβασμένη, ναι. Καταπιεσμένη, οπωσδήποτε. Όλη σου η ζωή γυρνούσε γύρω από τον Γιάννη και τα παιδιά. Θυσίασες τις δικές σου επιθυμίες για τους άλλους. Τι έχεις κάνει για σένα; Πες μου». Η μόνη απάντηση ήταν τα δάκρυα που άρχισαν πάλι να κυλούν από τα μάτια μου. Πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο της Μουριάς και το άναψα με χέρια που έτρεμαν. «Ούτε να καπνίσεις σου επιτρέπει. Ούτε να βγεις με τις φίλες σου, ούτε να εκφράσεις ελεύθερα τη γνώμη σου. Πόσο μάλλον να δουλέψεις», συνέχισε η Μαρία. «Γιατί τα δέχτηκες όλα αυτά, Ελένη;»
«Επειδή τον αγαπούσα. Πίστευα πως δεν θα μου έλειπε τίποτε αν είχα μια οικογένεια μαζί του». «Τώρα την έχεις. Όμως, έχεις χάσει τον εαυτό σου». «Ναι, έτσι νιώθω», συμφώνησα και ρούφηξα τη μύτη μου. «Δεν ξέρω τι να κάνω τώρα πια. Δεν έχοο το κουράγιο να κάνω τίποτα. Ώρες-ώρες αισθάνομαι νεκρή και τότε λέω πως θα ήταν καλύτερα αν πέθαινα στ’ αλήθεια». «Κουταμάρες. Είσαι νέα γυναίκα και πρέπει να πάρεις το τιμόνι της ζωής σου στα χέρια σου. Επαναστάτησε. Ο Γιάννης έχει βολευτεί με την κατάσταση που του έχεις σερβίρει. Δείξ’ του πως
έχεις χάσει εσύ τη δική σου βολή. Απαίτησε τα ανθρώπινα δικαιώματά σου, να πάρει…» «Δεν ξέρω». «Άφησε κατά μέρος τις μοιρολατρίες και τις ηττοπάθειες. Κέρδισε το χαμένο σου χρόνο. Είσαι νέα, έξυπνη και όμορφη. Ζήσε!» «Δεν ξέρω». Όμορφη; Πφ! Πώς μπορεί ένας άνθρωπος που δεν είναι ο εαυτός του να είναι όμορφος; Πώς φαίνεται η ομορφιά σου όταν ασφυκτιάς μέσα σε ένα κοστούμι που σου επέβαλαν άλλοι; Έξυπνη ; Τώρα μάλιστα! Αν ήμουν
στοιχειωδώς έξυπνη δεν θα είχα οδηγήσει τη ζωή μου σε αδιέξοδο. Κι όσο για νέα, ίσως κάποτε. Όταν τρελαινόμουν για εκδρομές, για χορούς, όταν ακτινοβολούσα ζωή. Τώρα νιώθω πως το κορμί μου έχει πάθει αγκύλωση, πως τα περιθώριά μου έχουν στενέψει. «Σύνελθε, Ελένη. Κι αν δεν θέλεις να το κάνεις για σένα, κάν’ το για τα παιδιά σου. Σε λίγο δεν θα μπορείς να τους κρύβεσαι πια. Κι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος δεν έχει να προσφέρει παρά μόνο δυστυχία. Αυτά δεν τα σκέφτεσαι;» «Ίσα-ίσα που τα σκέφτομαι πολύ.
Πολλές φορές έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως αν δεν ήταν αυτά θα είχα χωρίσει με τον Γιάννη. Αλλά πάλι, δεν ξέρα) αν θα το έκανα». «Δεν χρειάζεται να φτάσεις στα άκρα. Αν αγαπάς τον άντρα σου κι αν σε αγαπάει κι αυτός, θα βρείτε μαζί τη λύση. Θα τον κάνεις να σε καταλάβει και να σε βοηθήσει. Εσύ πρέπει μόνο να προσπαθήσεις. Να κάνεις το πρώτο βήμα για να του δείξεις πως κάτι δεν πάει καλά». Αν τον αγαπάω κι αν με αγαπάει; Άλλο ένα θέμα που σήκωνε πολλή συζήτηση. «Θα έπρεπε να είχες γίνει ψυχολόγος», προσπάθησα να αστειευτώ.
«Αυτό ήταν δικό σου όνειρο, αν θυμάσαι. Τελικά όμως, ευτυχώς που δεν έγινες. Θα ήσουν τέλειο παράδειγμα προς αποφυγή για τους ασθενείς σου». Χαμογέλασα μουδιασμένα. «Πραγματικά, ευτυχώς για τον κοσμάκη που δεν έγινα». «Θέλεις να ακυρώσουμε την αυριανή συνάντηση;» με ρώτησε η Μαρία. «Αν δεν νιώθεις…» «Όχι, όχι», βιάστηκα να τη διακόψω. «Ίσα-ίσα που θα χαρώ να βρεθώ με τους φίλους μας», είπα και αναρωτήθηκα πόσο μεγάλο ψέμα ήταν κι αυτό.
Όταν γύρισα στο σπίτι, βρήκα τον Άγγελο να έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ του καθιστικού και τη Νίκη να ακούει ακόμα μουσική. Η ώρα ήταν οχτώ. «Άγγελε, ξύπνα. Διάβασες;» «Εεε; Όχι. Τι ώρα είναι;» «Οχτώ. Σήκω». Ανέβηκα γρήγορα πάνω και χτύπησα την πόρτα της κόρης μου. «Νίκη, τελείωσες το διάβασμα;» «Εεε… Όχι ακόμα», απάντησε και άκουσα τη μουσική να κλείνει.
Μπήκα στο δωμάτιό της και την πρόλαβα τη στιγμή που έκρυβε ένα νεανικό περιοδικό. Η τσάντα τηζ ήταν ακόμα κλειστή δίπλα στο γραφείο. «Δεν άρχισες ακόμα;» «Όχι. Δεν έχω πολλά για αύριο», «Κάθε Πέμπτη έχεις. Σήμερα πώς κι έτσι;» «Εεε… Έλειπαν δύο καθηγητές και…» «Καλά… Κατάλαβα. Άρχισε αμέσως. Θα σε εξετάσω σε λίγο». Είχα πάρει από νωρίς την απόφαση να μη την ελέγξω απόψε στα μαθήματά της, όμως δεν θα της το έλεγα,για να
έχει τουλάχιστον το φόβο. «Πεινάω», διαμαρτυρήθηκε. «Άρχισε τώρα και θα σου ζεστάνω τα μακαρόνια». Κατά τις δέκα και μισή είχαν φάει και υποτίθεται πως είχαν διαβάσει και οι δύο. Όταν ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους, φόρεσα τις πιτζάμες μου, κατέβηκα στο καθιστικό και άνοιξα την τηλεόραση. Έψαξα τα κανάλια, αλλά δεν βρήκα τίποτα που να προκαλέσει το ενδιαφέρον μου. Έκλεισα εντελώς τον ήχο και πήρα το βιβλίο που είχα αρχίσει εδώ και βδομάδες. Κάποτε διάβαζα πολύ. Τον τελευταίο καιρό, όμως, δεν μπορούσα να συγκεντρώσω το μυαλό
μου. Πότε δεν θυμόμουν πού. είχα μείνει, πότε δεν θυμόμουν τι είχα διαβάσει, κι έτσι κάθε τόσο άρχιζα ξανά από την αρχή. Δεν κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος. Με ξύπνησαν τα κλειδιά του Γιάννη. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα το ρολόι μου. Δύο παρά τέταρτο. «Δεν κοιμάσαι;» «Κοιμόμουν, αλλά με ξύπνησες. Πώς περάσατε;» «Πώς να περάσω, βρε Ελένη; Με πελάτη ήμουν». «Το ξέρω, αλλά αν ήταν άνθρωπος ενδιαφέρων θα πέρασες ευχάριστα.
Ειδάλλως…» «Καλός ήταν. Σημασία έχει πως έκλεισε η δουλειά. Χτίζει τρεις πολυκατοικίες αυτό τον καιρό και θα πάρει πλακάκια και είδη υγιεινής από μένα. Χώρια τις άλλες που έχει στα σκαριά. Δεν μου λες, πάμε να παίξουμε;» Ένιωσα το κορμί μου να σφίγγεται. Τα ερωτικά παιχνίδια του Γιάννη είχαν πάψει από καιρό να μου προσφέρουν απόλαυση. Τις περισσότερες φορές προσποιόμουν τον οργασμό κι έκανα ό,τι μπορούσα για να τον αναγκάσω να τελειώνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. «Νυστάζω», του είπα. «Αφού είδες πως κοιμόμουν».
«Έλα, ρε γυναίκα,τώρα που κοιμούνται τα παιδιά. Έχω πιει κιόλας και θα σε κάνω να βογκήσεις». Καθόλου καθησυχαστικό αυτό. «Νυστάζω, βρε Γιάννη», επανέλαβα και σηκώθηκα αποφασισμένη να πάω για ύπνο. «Μα καλά, κάθε φορά θέλεις να σε παρακαλώ για να σε πηδήσω;» άρχισε τα «ερωτόλογα». «Αντί να χαίρεσαι που ο άντρας σου σε θέλει μετά από δεκαεφτά χρόνια γάμου…» «Χαίρομαι, όμως δεν μπορώ όταν νυστάζω τόσο πολύ. Κάνουμε αύριο». «Αύριο θα έχουμε επισκέψεις κι έπειτα
θα μου λες πως είσαι κουρασμένη. Τώρα είναι ευκαιρία», επέμεινε εκείνος, ακολουθώντας με στις σκάλες. Ήξερα πως δεν θα το έβαζε κάτω αν δεν δεχόμουν. Ήταν ικανός να μουρμουρίζει όλη τη νύχτα μέχρι να πω το «ναι». Κι αν αργούσα να το κάνω, θα μου κρατούσε μούτρα για μερικές μέρες. Αναστέναξα κρυφά και κάθησα στο κρεβάτι, στη στάση που ήξερα ότι του άρεσε. «Το θέλεις κι εσύ, μωρή ερωτιάρα, ε;» είπε με ικανοποίηση και κλείδωσε την πόρτα. Πώς να μη το θέλω; Ήταν δυνατό να μη με πείσει με τέτοια τρυφερότητα;
Πέταξε βιαστικά τα ρούχα του και γονάτισε πλάι μου. «Το θέλεις, ε;» Φιρί-φιρί το πήγαινε να ακούσει την αλήθεια. «Ναι», απάντησα ψέματα. «Μανάρι μου εσύ…» Ακολούθησε η γνωστή διαδικασία. Τα συνηθισμένα προστυχόλογα, οι γνωστές κινήσεις, οι ίδιες προσποιήσεις. Κι όταν έγειρε αποκαμωμένος δίπλα μου, με ρώτησε ως συνήθως: «Σου άρεσε;»
Τι ηλίθια ερώτηση! Λες και υπήρχε περίπτωση να του πω ποτέ «όχι». Λες και υπήρχε περίπτωση να μου αρέσει, τη στιγμή που του είχα δηλώσει ξεκάθαρα πως προτιμούσα να κοιμηθώ. Μέσα σε λίγα λεπτά ο Γιάννης μού είχε γυρίσει την πλάτη και ροχάλιζε δυνατά. Σηκώθηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και κατέβηκα στην κουζίνα. Πήρα τα τσιγάρα που είχα κρυμμένα πάνω από τα ντουλάπια και άναψα ένα. Μονάχη και πάλι στο παλάτι μου. Έπειτα από μια δακρύβρεχτη μέρα και μια αποτυχημένη συνουσία. Η νύστα μού είχε περάσει. Η ώρα ήταν δυόμισι και η νύχτα προμηνυόταν ατελείωτη, γεμάτη βασανιστικές σκέψεις. Έπρεπε να πάρω κουράγιο από κάπου. Σηκώθηκα κι
έβαλα ένα ουίσκι με πάγο. Το ήπια μονορούφι και ξαναγέμισα το ποτήρι. Αρχισα να βηματίζω πέρα-δώθε στην κουζίνα, σαν παγιδευμένο αγρίμι. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ο σκοτεινός γκρίζος ουρανός με έκανε να αναλογιστώ πάλι το μέλλον μου. Έψαξα να βρω ένα αστέρι. Πουθενά. Μόνο μαυρίλα. Άδειασα το ουίσκι, προσπαθώντας να αδειάσω και το μυαλό μου από τις σκέψεις. Άδικος κόπος. Ξαφνικά, ένας πρωτόγνωρος φόβος με έκανε να παραλύσω. Ένιωσα πως είχα εκπληρώσει τον προορισμό μου στη ζωή και πως πλησίαζε το τέλος μου. Το παγωμένο χέρι του θανάτου με απειλούσε και δεν μπορούσα να κάνω
τίποτα για να του ξεφύγω. Θα πέθαινα σύντομα και το πιο έντονο συναίσθημα που με είχε κυριεύσει ήταν η αίσθηση του ανικανοποίητου. Έτρεξα με αγωνία στην τραπεζαρία και άνοιξα ανυπόμονα τον μπουφέ. Το καλό μου το σερβίτσιο από λευκή πορσελάνη ήταν τακτοποιημένο στο κάτω ράφι και από πάνω βρισκόταν η κασετίνα με τα ακριβά μαχαιροπίρουνα. Ούτε αυτά δεν είχα χαρεί. Τα έβγαζα μόνο τρεις φορές το χρόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και στη γιορτή του Γιάννη. Για ποιον τα φύλαγα εκεί μέσα; Ξαναγύρισα στην κουζίνα και άνοιξα μερικά ντουλάπια. Όλα γεμάτα με πράγματα που χρησιμοποιούσα
σπανίως. Ταψιά, πυρέξ, βαζάκια, κανάτες, παράταιρα πιάτα και ποτήρια, κι ένα σωρό άλλα είδη που είχαν ολότελα ξεχαστεί. Ξεδιάλεξα αυτά που μου φάνηκαν πιο απαραίτητα και στοίβαξα τα υπόλοιπα σε έναν πάγκο. Την επομένη θα έβρισκα μερικές κούτες και θα τα ξαπόστελνα. Στους χώρους που απόμειναν άδειοι μετέφερα το καλό μου σερβίτσιο, τις κρυστάλλινες κανάτες και τις επάργυρες πιατέλες. Έπειτα άδειασα το συρτάρι από τα παλιά μαχαιροπίρουνα κι έβαλα στη θέση τους αυτά που είχα για επίσημες περιπτώσεις. Με αυτά θα τρώγαμε από ’δω και πέρα κάθε μέρα. Θα φρόντιζα να τα χαρώ όσο θα ζούσα. «Τρελάθηκες; Τι κάνεις τέτοια ώρα;
Γιατί δεν κοιμάσαι ;» Η φωνή του Γιάννη με έκανε να αναπηδήσω. «Είχα αϋπνία και σκέφτηκα να φτιάξω τα ντουλάπια της κουζίνας», απάντησα και στάθηκα εμπρός στο τραπέζι για να κρύψω το ποτήρι με τα παγάκια που έλιωναν. «Δεν είσαι με τα καλά σου. Πέντε η ώρα ξημερώματα ;» «Αφού δεν μπορούσα να κοιμηθώ». «Να μείνεις στο κρεβάτι ξαπλωμένη και θα δεις ότι θα σε πάρει ο ύπνος. Αν αρχίσεις αυτό το βιολί, δεν θα μπορέσεις να το κόψεις εύκολα. Κι
έπειτα όλη μέρα θα είσαι σαν μαλάκας». Ούτως ή άλλως κάπως έτσι ένιωθα. «Εσύ γιατί σηκώθηκες;» «Για να πάω στην τουαλέτα. Είδα όμως ότι δεν ήσουν δίπλα μου και κατέβηκα να δω τι κάνεις». «Πήγαινε ξάπλωσε και θα ’ρθω κι εγώ», του είπα. «Μην αργήσεις». Είχε δίκιο. Το ξενύχτι με έκανε να σέρνομαι όλη μέρα. Με το ζόρι βγήκα για ψώνια, με δυσκολία μαγείρεψα, μάταια προσπαθούσα να συγκεντρωθώ σε ό,τι μου έλεγαν τα παιδιά και, κατά
τις εφτάμισι που έφυγαν για τα Αγγλικά τους, ένιωθα τα μάτια μου να κλείνουν. Έφτιαξα ένα φραπέ, αφού οι τρεις ελληνικοί δεν με είχαν βοηθήσει και πολύ, και ανέβηκα για να αλλάξω. Απόψε ήθελα να ντυθώ διαφορετικά. Νεανικά. Όπως τότε που ήμουν έφηβη. Πέρασα από το δωμάτιο της Νίκης και άνοιξα την ντουλάπα της. Ψαχούλεψα στα ράφια, ξεδίπλωσα μερικές μπλούζες της, μέχρι που βρήκα κάτι να με ικανοποιήσει. Ένα στενό πλεχτό ζακετάκι σε μαύρο χρώμα, με άσπρες μαργαρίτες για κουμπιά, που έφτανε μέχρι τον αφαλό. Πήρα και το τζιν μου και πήγα στο μπάνιο. Έπειτα από ένα χαλαρωτικό ντους, ντύθηκα, χτενίστηκα και κοίταξα το είδωλό μου στον
καθρέφτη. Χαμογέλασα αμήχανα. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Μια νέα γυναίκα με μακριά ίσια μαλλιά, λαμπερό πρόσωπο και μοντέρνο ντύσιμο. Κάτι όμως έλειπε. Γύρισα στην κρεβατοκάμαρά μου, άνοιξα ένα συρτάρι και πήρα την κασετίνα με τα ασημένια κοσμήματα που φορούσα παλιά. Διάλεξα ένα χοντρό μενταγιόν με μαύρη πέτρα, δύο μικροσκοπικά σκουλαρίκια σε σχήμα μαργαρίτας και τρεις ασημένιες αλυσίδες για το χέρι, και τα φόρεσα. Κοιτάχτηκα στην πόρτα της ντουλάπας, που ήταν ντυμένη με καθρέφτη, και χαμογέλασα επιδοκιμαστικά αυτή τη φορά. Έτσι μου άρεσα. Αυτή ήμουν. Κατέβηκα τις σκάλες, νιώθοντας πως
πετούσα. Ήταν απίστευτο πώς μια μικρή μεταμόρφωση μπορούσε να μου χαρίσει τόση ευφορία. Αισθανόμουν σαν να είχα ξαναγεννηθεί. Άνοιξα το ραδιόφωνο και βρήκα ένα σταθμό που έπαιζε ελληνικά ροκ τραγούδια. Καθώς έβαζα λίγο ουίσκι με πάγο για να ευθυμήσω ακόμη περισσότερο, τα χείλη μου σιγομουρμούριζαν μαζί με τον Παπακωνσταντίνου: «Άσε με να κάνω λάθος…» Κατά τις εννέα χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η Μαρία με τον Κώστα. «Κούκλα είσαι σήμερα. Τι έκανες;» με ρώτησε ο Κώστας αφού φιληθήκαμε. «Ένα απλό ντους», απάντησα
χαμογελώντας. «Άλλαξε λουκ», παρατήρησε η Μαρία, κοιτώντας ερευνητικά το πρόσωπό μου. Τους οδήγησα στο καθιστικό και τους έφερα από ένα ποτήρι με ουίσκι. «Μπα, τι βλέπω;» έκανε ο Κώστας όταν είδε το δικό μου ποτό. «Από πότε άρχισες να πίνεις;» «Πάντα έπινα όταν είχα όρεξη». «Και σήμερα έχεις;» ζήτησε να μάθει η φίλη μου, ρίχνοντάς μου μια δύσπιστη ματιά. «Δεν φαίνεται;» ρώτησα χαμογελώντας.
«Τώρα μου θυμίσατε έναν τύπο που ήρθε σήμερα στο γραφείο και μου ζήτησε να αναλάβω το διαζύγιό του. Ξέρετε γιατί; Επειδή η γυναίκα του άρχισε ξαφνικά να πίνει κι έγινε, λέει, αλκοολική». «Σίγουρα αυτός θα την οδήγησε σ’ αυτή την κατάσταση», σχολίασε η Μαρία. «Δεν ξέρω. Όταν θα μιλήσω μαζί της θα δω τι συμβαίνει. Από την πείρα μου πάντως πιστεύω πως κάπως θα έχει συμβάλει κι αυτός». Πριν προλάβω να πω κι εγώ τη γνώμη μου, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Γιάννης.
«Καλησπέρα», χαιρέτησε και πλησίασε για να φιλήσει τους φίλους μας. «Ελένη, θα μου βάλεις κι εμένα ένα ουισκάκι;» μου ζήτησε και τον είδα να μαρμαρώνει όταν σηκώθηκα για να τον εξυπηρετήσω. «Τι είναι αυτό το γελοίο μπλουζάκι που φοράς;» «Είπα σήμερα να ντυθώ λιγάκι μοντέρνα», απάντησα, ανασηκώνοντας προκλητικά το κεφάλι. «Άλλωστε στο σπίτι είμαι. Δεν θα με δει κανένας ξένος», πρόσθεσα με λιγότερη αυτοπεποίθηση τώρα. «Τι μοντέρνα και κουραφέξαλα μου τσαμπουνάς; Όλη η κοιλιά σου είναι έξω. Πιστεύεις πως είναι για την ηλικία σου αυτά; Καλά να κυνηγάω την κόρη,
θα κυνηγάω και τη μάνα τώρα; Τράβα ν’ αλλάξεις». «Έλα, βρε Γιάννη. Μια χαρά είναι το κορίτσι», με υποστήριξε ο Κώστας. «Σιγά το κορίτσι. Τριανταπεντάρα γυναίκα, παντρεμένη και μάνα δύο παιδιών. Άντε ν’ αλλάξεις», επέμεινε. «Σε ποια εποχή ζεις, ρε φίλε;» μπήκε στη μέση και η Μαρία. «Αυτή είναι η μόδα. Αν δεν τα βάλουμε εμείς που είμαστε νέες, ποιες θα τα βάλουν;» «Εγώ τη μόδα την έχω χεσμένη. Θέλα) η γυναίκα μου να είναι σοβαρή και να μη με κάνει να ντρέπομαι. Άντε», μου είπε ξανά.
Σηκώθηκα απρόθυμα, συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά μου. Ανέβηκα τις σκάλες, νιώθοντας το ενδυματολογικό μου οικοδόμημα να έχει γίνει κομμάτια. Άλλαξα με θυμωμένες κινήσεις και φόρεσα ένα μαύρο παντελόνι κι ένα εξίσου μαύρο πουλόβερ. Χρώμα που αντικατόπτριζε με ακρίβεια την τωρινή μου διάθεση. Άκουσα το’ κουδούνι να χτυπάει και τις φωνές των υπόλοιπων φίλων μας. Μακάρι να είχα τη δύναμη να σήκωνα και πάλι προκλητικά το κεφάλι και να εμφανιζόμουν κάτω ντυμένη όπως ήθελα εγώ. Όμως δεν είχα το κουράγιο να αντιμετωπίσω το θυμό του. Προτιμούσα την ηρεμία μου. Την υπόλοιπη βραδιά ένιωθα σαν να ήμουν υπνωτισμένη. Ετοίμασα το
τραπέζι με μηχανικές κινήσεις κι έβαλα το σώμα μου να καθήσει κοντά τους, αφήνοντας την ψυχή μου να ταξιδεύει αλλού. Σπανίως συμμετείχα στις συζητήσεις τους και άδειαζα τα ποτήρια με το κρασί το ένα μετά το άλλο. «Τι σου συμβαίνει απόψε;» με ρώτησε η Έρη όταν βρεθήκαμε κάποια στιγμή μόνες στην κουζίνα. «Μοιάζεις σαν να είσαι… φευγάτη». «Τίποτα το σπουδαίο. Δεν κοιμήθηκα χθες βράδυ και νιώθω κουρασμένη, αυτό είναι όλο». Η Έρη δεν έδειξε να ικανοποιείται από την απάντησή μου και συνέχισε να με κοιτά επίμονα όλο το βράδυ, όπως και
οι υπόλοιποι. Εκτός από τον Γιάννη. Για εκείνον δεν συνέβαινε τίποτε αφού είχε ικανοποιηθεί η απαίτησή του. Μιλούσε και χασκογελούσε, αδιαφορώντας για την ακεφιά μου. Μόνο κάποια στιγμή σχολίασε: «Είδες που σου το είπα ότι θα είσαι σαν μαλάκας αφού δεν κοιμήθηκες;» Ναι, μπαμπά, ήθελα να του πω. Είχες δίκιο για άλλη μια φορά. Θα μπορέσεις να συγχωρήσεις την άτακτη μικρή σου; Τον κοίταξα και σκέφτηκα πως δεν θα μπορούσα ποτέ να φτάσω στο επίπεδό του. Σχεδόν σαρανταπεντάρης, επιτυχημένος επιχειρηματίας, με μαύρα μάτια και γκρίζα μαλλιά. Να το
πορτρέτο του. Ευχάριστος στην παρέα, δυναμικός στη δουλειά του, γλεντζές στη διασκέδαση, με πολλές φιλοδοξίες και υπερβολική εγωπάθεια. Πουριτανικές ιδέες, φαλλοκρατικές αντιλήψεις και απερίγραπτη ισχυρογνωμοσύνη. Ρουφάω λίγες γουλιές ακόμη από το κρασί μου. Το κεφάλι μου αρχίζει να γυρίζει. Δεν έχω συνηθίσει τόσο ποτό. Κοιτώ τους φίλους μας, που μιλούν και γελούν. Ξαφνικά, τους βλέπω σαν ξένους. Νιώθω πως δεν ανήκω στην παρέα τους. Η παρουσία τους με πνίγει, με κουράζει. Θέλω να μείνω μόνη. Να σκεφτώ. Ρίχνω με τρόπο μια ματιά στο ρολόι μου. Πότε θα φύγουν; Τα αστεία τους μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια.
Τα γέλια τους με κάνουν να θέλω να κλάψω. Κοιτώ κλεφτά τον άγνωστο που κάθεται δεξιά μου. Τον άντρα μου. Το μέντορά μου. Με έμαθε να μιλώ, να ντύνομαι, να συμπεριφέρομαι σαν κυρία, να φροντίζω το παλάτι που μου παραχώρησε. Τελικά, όμως, μου πρόσφερε και κάτι πολύ πιο σημαντικό. Με βοήθησε να ωριμάσω και με δίδαξε να κρίνω. Μόλις τώρα το συνειδητοποίησα. Τώρα που τον βλέπω όπως πραγματικά είναι. Ένας άνθρωπος που ξέρει τα πάντα στα δικά του μέτρα, τόσο εγωκεντρικός,τόσο γλυκανάλατος, τόσο βαρετός… 2
Ο μήνας που ακολούθησε έκανε σε όλους φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Εγώ, βέβαια,το καταλάβαινα καλύτερα από τον καθένα. Δεν χαμογελούσα σχεδόν ποτέ, απέφευγα να συναντώ φίλους, δεν έβγαινα από το σπίτι, μιλούσα μόνο όταν ήταν απαραίτητο, παραμέλησα τα παιδιά, με έπιαναν συχνά τα κλάματα χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Τις ώρες που έμενα μόνη βημάτιζα πέρα-δώθε σαν λιοντάρι στο κλουβί και άκουγα τα πιο μελαγχολικά τραγούδια που είχα στη δισκοθήκη μου. Είχα χάσει έξι κιλά αφού έτρωγα σπάνια και είχα αρχίσει να πίνω σχεδόν από την ώρα που άνοιγα τα μάτια μου το πρωί. Οι φίλοι ανησυχούσαν για την ψυχική
μου υγεία. Ο άντρας μου ανησυχούσε μήπως είχα βρει γκόμενο. Μου το εξομολογήθηκε η Μαρία ένα απόγευμα που ήρθε να με δει. «Το πρωί που πέρασα από την εταιρεία για να δω κάτι πλακάκια, του είπα να σε προσέχει γιατί δεν είσαι καθόλου καλά. Του εξήγησα πως έχεις αυτοκαταστροφικές τάσεις και πως πρέπει να σε βοηθήσει. Εκείνος με ρώτησε μήπως είσαι ερωτευμένη με κάποιον άλλο. Πιστεύει πως, αφού είμαι η καλύτερή σου φίλη, θα ξέρω καλύτερα από τον καθένα».
«Το συνηθισμένο πρόβλημα των ανδρών. Όταν κάτι ενοχλήσει τη βολή τους, θέλουν να πιστεύουν πως ευθύνεται κάποιος τρίτος. Τους είναι αδύνατο να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ευθύνες». «Πάντως μου έδειξε ότι φοβάται για σένα και ότι σ’ αγαπάει». «Ξέρεις, τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να αμφιβάλλω για πολλά. Ακόμα και για την ίδια την αγάπη. Σκέφτηκα πολύ το θέμα και κατέληξα στο συμπέρασμα πως αγάπη υπάρχει μόνο στα βιβλία και στο σινεμά. Στην καθημερινή μας ζωή λέμε πως αγαπάμε κάποιον όταν περνάμε καλά κοντά του, όταν μας κάνει τα κέφια, όταν
βολευόμαστε. Αν σταματήσει να μας δίνει αυτά που θέλουμε, αν μας ξεβολέψει, η αγάπη γίνεται λούης», απάντησα κυνικά. «Ως ένα σημείο μπορεί να έχεις δίκιο. Ωστόσο δεν μπορώ να δεχτώ ότι δεν υπάρχει αγάπη. Τότε γιατί κάνουμε τα κέφια του άλλου,γιατί συμβιβαζόμαστε, γιατί κάνουμε θυσίες,γιατί τον βοηθάμε να βολευτεί;» «Ίσως επειδή έτσι βολευόμαστε κι εμείς». «Εσένα όμως δεν φαίνεται να σε βόλεψε και πολύ η αγάπη σου για τον Γιάννη». «Μπορεί να με βόλευε μέχρι πριν από
λίγο καιρό. Τώρα πάντως με ενοχλεί». «Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;» ζήτησε να μάθει η Μαρία. «Δεν ξέρω. Δεν έχω κουράγιο να κάνω τίποτα. Το μόνο που θα ήθελα είναι να μπορούσα να ξανάρχιζα τη ζωή μου απ’ την αρχή. Να είχα μια δεύτερη ευκαιρία». «Αυτό θα το ήθελαν όλοι, όμως δεν γίνεται. Ωστόσο, αύριο το πρωί που θα ξυπνήσεις, μπορείς να θεωρήσεις ότι ξαναγεννήθηκες. Ότι είσαι μια άλλη Ελένη που δεν θα αφήσει κανέναν να κάνει κουμάντο στη ζωή της». «Όλα είναι ωραία στα λόγια, Μαρία,
αλλά στην πράξη… Πώς μπορώ να έχω ξαναγεννηθεί και να κουβαλάω στην πλάτη μου έναν αποτυχημένο γάμο και δύο παιδιά στην εφηβεία; Πώς μπορώ να γίνω πιο μικρή από το γιο μου και να φέρομαι πιο τρελά απ’ ό ,τι εκείνος; Πώς μπορώ να ξεφύγω από το ζυγό του άντρα-αφέντη;» «Αυτό το τελευταίο είναι το πιο εύκολο. Αρκεί να το πάρεις απόφαση. Εξήγησε του πώς νιώθεις και διεκδίκησε τα δικαιώματά σου. Και,για το Θεό, σταμάτα να πίνεις. Θέλεις να γίνεις αλκοολική;» συμπλήρωσε όταν με είδε να παίρνω το ποτήρι μου. «Δεν μπορώ. Το ποτό είναι που μου δίνει τη δύναμη να υπάρχω, να
υπομένω. Χωρίς αυτό δεν βρίσκω τη δύναμη να ξεκινήσω τη μέρα μου». «Ελένη, σου το έχω ξαναπεί. Χρειάζεσαι τη βοήθεια ειδικών. Μην παίρνεις αψήφιστα την κατάστασή σου. Κοντά στο γραφείο του Κώστα είναι ένα ψυχοθεραπευτικό κέντρο. Εκεί είχαν πάει δύο πελάτισσές του, που είχαν σοβαρό πρόβλημα, και τώρα είναι μια χαρά». «Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα, Μαρία; Το ότι δεν θέλω να βοηθήσω τον εαυτό μου. Το μόνο που θα ήθελα είναι να πάθω κάτι και να μου δώσουν οι γιατροί ένα μήνα ζωής. Τότε θα είχα το άλλοθι να πω σε όλους: “Σας χαρίζω την τελευταία βδομάδα, αλλά οι άλλες τρεις
είναι ολόδικές μου και θα τις σπαταλήσω όπως θέλω εγώ”». «Αες κουταμάρες. Τα ίδια μπορείς να πεις και τώρα και να κερδίσεις όχι μόνο τρεις βδομάδες, αλλά όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Κι έπειτα, σκέψου τα παιδιά σου. Τι θα απογίνουν;» «Κανείς δεν χάνεται. Υπάρχουν χιλιάδες ορφανά που έχουν μεγαλώσει μια χαρά. Άλλωστε θα έχουν τον πατέρα τους», «Ελένη, δεν μπορώ να σε ακούω να μιλάς έτσι. Έλα να πάμε μαζί στο κέντρο που σου είπα. Δώσε μια ευκαιρία στον εαυτό σου», με παρακάλεσε η Μαρία.
«Θα δούμε», πήγα να την αποφύγω. «Θα σου πω». «Άφησε τις αοριστίες. Πες μου μια συγκεκριμένη μέρα να κλείσουμε ραντεβού. Αύριο;» «Άσε με να το σκεφτώ καλύτερα. Να το χωνέψω». Όταν, επιτέλους, έφυγε η Μαρία, έκλεισα τα φώτα κι έβαλα το CD του Βαρδή. Πάτησα το REPLAY στο τραγούδι «Έχω τόσο κουραστεί» και ξαναγέμισα το ποτήρι μου με βότκα. Έχω τόσο κουραστεί να μοιράζομαι Και μετά να την πληρώνω εγώ Σ’ έναν κόσμο εχθρικό κομματιάζομαι Γιά τους
άλλους πάντα αιμορραγώ Θα εκραγώ… Όταν γύρισαν τα παιδιά από τα Αγγλικά τους, με βρήκαν να κλαίω συντροφιά με το ποτό μου. «Πάλι κλαις;» με ρώτησε η Νίκη στενοχωρημένα. «Τι έχεις πάλι, βρε μαμά;» Ο Άγγελος μου έριξε μια θυμωμένη ματιά και χάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα στην κουζίνα. Όταν ξαναήρθε, κρατούσε ένα άδειο ποτήρι που το γέμισε μέχρι τη μέση με βότκα και το άδειασε μονορούφι, πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι έκανε. Κάθησε απέναντί μου κι έπιασε πάλι το μπουκάλι.
«Άγγελε», του φώναξα τρομοκρατημένη. «Τι κάνεις εκεί;» «Σου κάνω συντροφιά, ακολουθώντας το παράδειγμά σου», μου απάντησε οργισμένα. «Φέρε μου το μπουκάλι αμέσως», απαίτησα και προσπάθησα να του το πάρω. «Όχι», αρνήθηκε πεισματικά εκείνος κι έτρεξε προς τη σκάλα, κρατώντας ακόμα τη βότκα. Προσπέρασα τη Νίκη, που στεκόταν σε μια άκρη βουρκωμένη, και τον ακολούθησα τρεχάτη, φωνάζοντας: «Άγγελε, σε παρακαλώ, περίμενε. Έλα
να μιλήσουμε… Σαν καλοί φίλοι. Είσαι μεγάλο παιδί. Μπορείς να με καταλάβεις. Θα σου εξηγήσω…» Σταμάτησε έξω από την κρεβατοκάμαρά του, μου έδωσε θυμωμένα το μπουκάλι και, ρίχνοντάς μου μια υποτιμητική ματιά, έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. «Ανοιξέ μου, σε παρακαλώ»,του φώναξα κλαίγοντας, αλλά δεν πήρα καμία απάντηση. «Σε παρακαλώ », επανέλαβα άψυχα. Κατέβηκα αργά τα σκαλοπάτια και βρήκα την κόρη μου με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο να κλαίει σιγανά.
«Νίκη, μην κλαις,γλυκιά μου. Σε παρακαλώ»,της είπα και την τράβηξα στην αγκαλιά μου. «Σταμάτα, μικρή μου. Σταμάτα. Δεν είναι τίποτα. Θα μου περάσει. Εμείς είμαστε γυναίκες. Καταλαβαινόμαστε». «Όχι, δεν καταλαβαίνω», απάντησε και με έσφιξε πάνω της. «Συνέχεια κλαις και σ’ έχω δει πολλές φορές να πίνεις. Γιατί;» «Δεν είμαι πολύ καλά τον τελευταίο καιρό. Πολλοί άνθρωποι το παθαίνουν. Είναι όπως όταν έχουμε πυρετό, μόνο που τώρα είναι άρρωστη η ψυχή μου. Όμως, γρήγορα θα γίνει καλά. Το μόνο που θέλω είναι να μη στενοχωριέσαι, γιατί έτσι με κάνεις χειρότερα. Κάνε
λίγη υπομονή». «Άμα είσαι άρρωστη γιατί δεν πας στο γιατρό;» «Θα πάω», της υποσχέθηκα «Αυτό είχα σκοπό να κάνω». Ο Άγγελος δεν βγήκε καθόλου από το δωμάτιό του. Έβαλα στη Νίκη να φάει και τη συνόδευσα μέχρι το κρεβάτι της. Έπειτα χτύπησα την πόρτα του γιου μου. «Φύγε!» ήταν η μοναδική του απάντηση. Δεν επέμεινα. Κατέβηκα στο καθιστικό και μάζεψα τα δύο ποτήρια από το τραπέζι. Ύστερα πήρα τα κρυμμένα
τσιγάρα και κάθησα στην κουζίνα. Είχε δίκιο η Μαρία. Έπρεπε να συνέλθω για χάρη των παιδιών μου. Τον τελευταίο καιρό, τους χάριζα μόνο δυστυχία. Αυτό ήταν το μόνο που είχα να δώσω. Χαμένη στη δική μου θλίψη, δεν νοιαζόμουν για τη θλίψη που σκόρπιζα γύρω μου. Στους ανθρώπους που αγαπούσα. Σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα το νούμερο της φίλης μου. «Μαρία», είπα μόλις άκουσα τη φωνή της, «η Ελένη είμαι». «Έλα, καλή μου. Τι έγινε;» «Μην τα ρωτάς. Θα κανονίσεις ένα
ραντεβού στο ψυχοθεραπευτικό κέντρο που είπες;» «Και βέβαια. Θα πάρω τηλέφωνο αύριο μόλις ανοίξουν και θα σου κλείσω για όσο το δυνατόν συντομότερα. Θα σε ειδοποιήσω. Πώς είσαι τώρα;» «Ά& τα να πάνε. Αύριο, πάντως, θα είμαι καλύτερα», την καθησύχασα και την καληνύχτισα. Είχα καπνίσει μόλις το μισό τσιγάρο όταν άκουσα τα κλειδιά του Γιάννη στην πόρτα. Η ενστικτώδης αντίδρασή μου ήταν να το σβήσω βιαστικά, αλλά συγκρατήθηκα. Αν έπρεπε να αλλάξει η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, τότε θα έπρεπε να αλλάξουν και πολλά
άλλα πράγματα. Τον είδα να μπαίνει στην κουζίνα και να μενκοιτάζει δύσπιστα. «Τι κάνεις;» με ρώτησε. «Καπνίζω», απάντησα απλά. «Δεν σε κορόιδευε κανείς. Εσύ κορόιδευες τον εαυτό σου όταν είχες την απαίτηση να μην κάνω κάτι που ήθελα. Εκτός από τον Αντρέα και την Έρη, όλοι οι άλλοι καπνίζετε. Εγώ θα ήμουν η κατακριτέα;» Μου γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς τη σκάλα. Ίσως δεν είχε τι να μου πει. Ίσως σκεφτόταν τα λόγια μου και καταλάβαινε το δίκιο μου. Εγώ, πάντως,
ένιωθα πως είχα δώσει την πρώτη μου μάχη. Δεν με ενδιέφερε αν τον είχα νικήσει. Αυτό που με ένοιαζε ήταν πως είχα νικήσει τους φόβους μου, πως είχα τολμήσει μάλλον για πρώτη φορά να διεκδικήσω κάποιο δικαίωμά μου. Κι ένιωθα περήφανη γι’ αυτό. Η Μαρία πάρκαρε το αυτοκίνητό της στην αρχή της Ιπποκράτους και συνεχίσαμε με τα πόδια μέχρι την Μαυρομιχάλη, στο ύψος όπου βρισκόταν το κέντρο ψυχικής υγείας. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, με άφησε να περιμένω στο σαλόνι κι εκείνη πήγε στη ρεσεψιόν για να δώσει το όνομά μου και να επιβεβαιώσει τα ραντεβού. Μου είχε κλείσει δύο ένα στις οχτώ με κάποιον ψυχίατρο κι ένα στις
οχτώμισι με μια ψυχοθεραπεύτρια. Κάθησα στον δερμάτινο καναπέ και κοίταξα φοβισμένα γύρω μου. Ένιωθα σαν παιδάκι που είχε πάει στο γιατρό για να κάνει την πρώτη του ένεση. Δεν ήξερα αν θα πονούσα, δεν ήξερα τι με περίμενε. Απέναντί μου κάθονταν μια νέα κοπέλα και μια σαρανταπεντάρα γυναίκα -προφανώς μάνα και κόρηκαι μιλούσαν ψιθυριστά. Δεξιά μου είδα ένα νεαρό ζευγάρι που κρατιόταν από το χέρι. Στο χολ, έξω από το σαλόνι, πηγαινοερχόταν κόσμος κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, αν έκρινα από το ντύσιμό τους. Το κέντρο ήταν τριώροφο και απασχολούσε πολλούς ψυχίατρους, ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές. Μου έκανε εντύπωση ο αριθμός των
ανθρώπων που κατέφευγαν εκεί για βοήθεια. Και πόσες χιλιάδες ακόμα σε ολόκληρη την Ελλάδα… Πόσα εκατομμύρια άραγε σε όλο τον κόσμο; «Ελένη», με φώναξε η Μαρία από την πόρτα του σαλονιού. Δίπλα της στεκόταν ένας ωραίος άντρας γύρω στα σαράντα, με γκρίζα μαλλιά και μοντέρνα γυαλιά. «Να σου συστήσω τον κύριο Παττακό», μου είπε μόλις τους πλησίασα. «Η φίλη μου, Ελένη Ιωάννου». «Χαίρω πολύ», ψιθύρισα και άπλωσα δειλά το χέρι. Εκείνος μου το έσφιξε ενθαρρυντικά και με τράβηξε προς το διάδρομο.
«Πάμε, Ελένη;» Τον ακολούθησα μέχρι την άλλη άκρη του διαδρόμου. Άνοιξε μια πόρτα που είχε κολλημένο απ’ έξω το νούμερο 4, κι έκανε στην άκρη για να περάσω πρώτη. Στάθηκε πίσω από ένα λιτό γραφείο και μου έδειξε μια πολυθρόνα να καθήσω. Έπειτα κάθησε κι^ εκείνος και άνοιξε ένα λεπτό ντοσιέ. «Ελένη Ιωάννου, είπαμε». Σημείωσε το όνομά μου και συνέχισε την ανάκριση: «Η ηλικία σου, Ελένη;» «Τριάντα πέντε». «Παντρεμένη;» Αν δεν ήμουν παντρεμένη θα
βρισκόμουν απόψε εδώ; πήγα να τον ρωτήσω. «Μάλιστα», είπα μόνο. «Παιδιά;» «Δυο. Ένα αγόρι δεκαέξι χρονών κι ένα κορίτσι δεκατριών». «Εργάζεσαι;» «Όχι». «Οιγονείς σου ζουν;» «Όχι. Σκοτώθηκαν πριν από δεκατέσσερα χρόνια σε αυτοκινητικό». Συνέχισε να σημειώνει τις απαντήσεις μου κι έπειτα σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε σταθερά στα μάτια και ρώτησε:
«Λοιπόν, Ελένη, γιατί ήρθες εδώ;» «Δεν νιώθω καλά,γιατρέ». «Δηλαδή, τι ακριβώς έχεις;» «Διαρκή μελαγχολία… Κλαίω συνέχεια. Δεν έχω διάθεση για τίποτα, νιώθω συνέχεια κουρασμένη. Τα βράδια δεν κοιμάμαι καλά και ξυπνάω κάθε λίγο. Θέλω να μένω μόνη μου, οι άνθρωποι με κουράζουν… Και… πίνω». «Πολύ;» θέλησε να μάθει ενώ συνέχιζε να γράφει όσα του έλεγα. «Κάθε μέρα». «Πόσο;»
«Πολύ. Οχτώ με δέκα ποτήρια απαραιτήτως». «Τι πίνεις;» «Απ’ όλα. Ό,τι βρω. Κρασί, ούζο, ουίσκι, τζιν… Ό,τι να ’ναι, φτάνει να έχει οινόπνευμα», «Γιατί;» «Νιώθω καλύτερα. Πιο δυνατή,πιο ευδιάθετη». «Χμ… Κι όταν περνά η επήρεια του αλκοόλ;» Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους χωρίς να απαντήσω.
«Έχεις χάσει κιλά τελευταία;» με ρώτησε. «Έξι». «Σε πόσον καιρό ;» «Σ’ ένα μήνα περίπου». «Εδώ και πόσον καιρό έχει αρχίσει αυτή η ιστορία;» «Εδώ και τρεις μήνες. Στην αρχή δεν ήταν τόσο έντονα τα συμπτώματα. Νόμιζα πως απλώς είχα κουραστεί επειδή βάψαμε το σπίτι. Μα όσο περνούσε ο καιρός ένιωθα όλο και πιο χάλια». «Η ερωτική σου διάθεση;»
Τον κοίταξα σαν να με κορόιδευε. Ήταν δυνατόν μετά απ’ όσα του είχα πει να έχω διάθεση για σεξ; «Ανύπαρκτη», απάντησα λακωνικά. «Και ο άντρας σου τι λέει;» «Δεν το ξέρει. Ή, μάλλον, δεν θέλει να το καταλάβει… Δεν ξέρω». Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. «Μπορώ ν’ ανάψω ένα τσιγάρο;» «Φυσικά», μου απάντησε και έσπρωξε προς το μέρος μου ένα σταχτοδοχείο. «Η αλήθεια είναι», συνέχισα, «πως δεν έχω διάθεση για έρωτα εδώ και χρόνια. Ίσως εφτά, οχτώ χρόνια».
«Όμως κάνεις». Δεν επρόκειτο για ερώτηση,ήταν διαπίστωση. «Ναι,τι να πω στον άντρα μου;» «Η σχέση μεταξύ σας πώς είναι;» «Καλή. Δηλαδή, κάποτε τσακωνόμαστε συχνά. Προσπαθώ, όμως, να μην του δίνω αφορμές για νεύρα και καβγάδες». «Και πώς το καταφέρνεις;» «Απλώς κάνω ό,τι μου λέει». «Στάσου,για να καταλάβω. Κάνεις ό,τι κι αν σου πει, κι ας μην το θέλεις εσύ;» «Πολλές φορές».
«Όπως;» «Όπως όταν είναι να πάμε διακοπές. Αυτός διαλέγει το πού και με ποιους θα πάμε. Πότε και με ποια παρέα θα βγούμε έξω, πότε θα καλέσουμε φίλους στο σπίτι. Δεν ντύνομαι όπως μου αρέσει, αλλά όπως θέλει εκείνος. Δεν μπορώ να εκφράσω ελεύθερα τις απόψεις μου επειδή θυμώνει αν διαφωνούν με τις δικές του. Δεν με αφήνει να δουλέψω, να καπνίσω, να βγω έξω με φίλες μου. Αν καθήσουμε να δούμε μαζί τηλεόραση, παρακολουθούμε το πρόγραμμα που θέλει αυτός. Με πιέζει να κάνουμε έρωτα ακόμα κι αν δεν έχω διάθεση. Σχεδόν κάθε βράδυ θέλει να του κάνω μασάζ, έστω κι αν είμαι κουρασμένη».
Αν δεν με διέκοπτε ο γιατρός, δεν ξέρω πόση ώρα θα μιλούσα ακόμα. «Μια στιγμή! Εσύ δεν εξέφρασες ποτέ τις επιθυμίες σου; Δεν διεκδίκησες ποτέ κάτι που ήθελες;» « Οσες φορές μίλησα δεν κέρδισα τίποτα». Κάτι υγρό έσταζε στο χέρι μου και συνειδητοποίησα πως έκλαιγα πάλι. Σκούπισα τα μάτια μου και συνέχισα: «Μόνο γκρίνια και τσακωμούς. Γι’ αυτό προτιμούσα να υποχωρώ». «Και τόσο θυμό πού τον έκρυβες τόσα χρόνια; Τι αποθήκες έχεις μέσα σου και πόση οργή κουβαλάς;» «Δεν ξέρω», απάντησα με φωνή που
έτρεμε και ξανασκούπισα τα δάκρυά μου. «Πες μου, Ελένη», συνέχισε ο ψυχίατρος, «πιστεύεις πως οι άλλοι είναι καλύτεροι από σένα, πως εσύ δεν αξίζεις τίποτα;» «Όχι». «Πες μου, τότε, ποια χαρίσματα πιστεύεις πως έχεις εσύ;» Σκέφτηκα για λίγο. Έψαξα να βρω τι εκτιμούσα στον εαυτό μου. Δεν βρήκα τίποτα. Δεν είχα τίποτα για το οποίο θα μπορούσα να υπερηφανευτώ. «Είμαι καλός άνθρωπος», είπα τελικά.
«Αυτό πώς το εννοείς;» «Προσπαθώ να βοηθώ τους άλλους και να μη στενοχωρώ κανέναν. Οι γονείς μου με μεγάλωσαν με την αρχή “Μην κάνεις στους άλλους ό,τι δεν θέλεις να σου κάνουν”». «Στάσου,γιατί εδώ υπάρχει και ο αντίλογος. Μην αφήνεις τους άλλους να σου κάνουν ό,τι δεν θέλεις να σου κάνουν». Δεν μίλησα. Είχε απόλυτα δίκιο, όμως εγώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μου. Η μοναδική μου έγνοια ήταν πώς να προσφέρω χαρά και ικανοποίηση στους γύρω μου. Το «όχι» το χρησιμοποιούσα σπανίως στο λεξιλόγιό μου.
Υποχωρούσα στις απαιτήσεις του άντρα μου, ανεχόμουν τις ιδιοτροπίες των παιδιών μου, ήμουν εκνευριστικά βολική με τους φίλους μας, αφάνταστα υποχωρητική με τα πεθερικά μου, ανεκτική με τους γείτονες, καλοπροαίρετη με τους ξένους και άδικη με τον εαυτό μου. «Έχεις νευριάσει ποτέ σου; Έχεις δείξει την οργή σου;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Έχεις πάθει βαριά κατάθλιψη που δημιουργήθηκε πρωτίστως από την καταστολή και τη συσσώρευση αμέτρητου θυμού. Αντί να δώσεις διέξοδο στα συναισθήματά σου, τα
κατάπινες μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια και τώρα ξεχείλισαν. Πρέπει να αρχίσεις ψυχοθεραπεία και ταυτόχρονα φαρμακευτική αγωγή. Όμως, να θυμάσαι πως εσύ είσαι αυτή που θα συμβάλει σημαντικά στη θεραπεία σου. Αν δεν θέλεις εσύ να βοηθήσεις τον εαυτό σου, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Και, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να κόψεις το ποτό. Φάρμακα και αλκοόλ είναι πολύ επικίνδυνος συνδυασμός». «Δηλαδή δεν θα μπορώ να πίνω καθόλου;» ρώτησα με τρόμο. Μου ήταν αδιανόητο να σκεφτώ μια μέρα χωρίς τη δύναμη που έπαιρνα από το ποτό.
«Καθόλου. Ισως ένα ποτηράκι κρασί μια φορά στο τόσο, όταν θα είσαι με φίλους. Όμως, μην ανησυχείς. Αυτό που σου προσφέρει το αλκοόλ θα σου το δώσουν και τα χάπια, αλλά υπό τις σωστές συνθήκες. Όταν περνά η επήρεια του ποτού γίνεσαι χειρότερα από πρώτα, ενώ με τα φάρμακα θα είσαι μονίμως πολύ καλύτερα. Συγχρόνως θα αρχίσεις και ψυχοθεραπεία που θα σε βοηθήσει ακόμα πιο πολύ. Φτάνει να είσαι αποφασισμένη να τα καταφέρεις. Δες τώρα την ψυχοθεραπεύτρια, σκέψου καλά αυτά που σου είπα και όταν αποφασίσεις πως είσαι έτοιμη πάρε με τηλέφωνο για να βρεθούμε και να σου δώσω τη συνταγή για τα χάπια», «Δεν μου τη δίνετε από τώρα;» ζήτησα.
«Μεσολαβεί το Σαββατοκύριακο και μπορεί να μου τη βαρέσει την Κυριακή να ξεκινήσω». «Όχι. Περίμενες έτσι τόσον καιρό, δεν θα πάθεις τίποτα με δυο-τρεις μέρες ακόμα. Θέλω να το σκεφτείς καλά και να είσαι βέβαιη για την απόφασή σου». Σηκώθηκε, κι εγώ τον μιμήθηκα. Μου έδωσε το χέρι και με χτύπησε ενθαρρυντικά στην πλάτη. «Μην ανησυχείς», μου είπε. «Όλα θα πάνε μια χαρά. Το ότι ήρθες εδώ είναι μια καλή αρχή. Πάμε τώρα να βρούμε τη Λιάνα». Τον ακολούθησα μέχρι το ασανσέρ. Ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο και
σταματήσαμε έξω από μια πόρτα που έγραφε «Λιάνα Χατζηπαυλή Ψυχοθεραπεύτρια». Ο γιατρός χτύπησε διακριτικά και μια νέα γυναίκα μάς υποδέχτηκε. «Λιάνα, να σου γνωρίσω την Ελένη Ιωάννου. Ήμαστε μαζί μέχρι τώρα. Από ’δω και πέρα την παραδίδω σε σένα. Γεια σας», μας χαιρέτησε κι έφυγε. Η ψυχοθεραπεύτρια έκλεισε την πόρτα πίσω μας και μου έδειξε μια πολυθρόνα. Όταν κάθησα, βολεύτηκε κι εκείνη στο γραφείο της, άνοιξε ένα φάκελο κι άρχισε να μου παίρνει το ίδιο ιστορικό. Η μόνη διαφορά ήταν πως τώρα μου ζητήθηκε να μιλήσω και για την παιδική μου ηλικία.
«Μάλιστα», είπε στο τέλος, όταν απάντησα σε όλες τις κλασικές ερωτήσεις. «Θα μπορούσες τώρα να μου χαρακτηρίσεις τον άντρα σου;» «Εγωιστής, οξύθυμος, απότομος, αυταρχικός, ισχυρογνώμων…» Έψαχνα να βρω όλα τα ελαττώματα του Γιάννη που με ενοχλούσαν, «Κάτι θετικό;» ρώτησε εκείνη. «Έξυπνος, καλόψυχος… δραστήριος…» Η Λιάνα σημείωνε κάθε τι που της έλεγα. Όταν σταμάτησα, σήκωσε το κεφάλι προς το μέρος μου και περίμενε.
«Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Χωρίς να το θέλω, μου έρχονται στο μυαλό όλο άσχημες σκέψεις». «Μίλησέ μου γι’ αυτές», με παρότρυνε. Κι εγώ ξετύλιξα το μαύρο νήμα… Τον Γιάννη τον γνώρισα μόλις τελείωσα το γυμνάσιο και διάβαζα για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Ήθελα να περάσω στη Φιλοσοφική κι από ’κει να μεταπηδήσω στην Ψυχολογία. Μέχρι να τελειώσουν οι εξετάσεις, τον είχα ερωτευθεί σφόδρα. Ήταν είκοσι έξι χρόνων, απόφοιτος της Ανωτάτης Εμπορικής, ιδιοκτήτης καταστήματος πλακιδίων και ειδών υγιεινής, προικισμένος με οικόπεδο στο Ψυχικό
και μεγάλη δόση αυταρέσκειας. Κι εγώ δίπλα του τι ήμο jv ; Αρκούσαν τα διπλώματα των ξένων γλωσσών, η αποτυχημένη μου προσπάθεια να μπω στο πανεπιστήμιο, τα νιάτα μου και η αγάπη μου,για να σταθώ ισάξια κοντά του; Κι όμως, με θέλησε για γυναίκα του. Ήμουν καλό παιδί, είπε, ιδανική για σύζυγος και μητέρα. Κι αυτό μ’ έκανε να πετώ στα ουράνια από ευτυχία.
Ήταν αποφασισμένος να με φέρει στα δικά του μέτρα, να αλλάξει ό,τι δεν του άρεσε σε μένα, αυτό όμως εγώ ήμουν πολύ μικρή και αθώα για να συνειδητοποιήσω τι σήμαινε. Τον αγαπούσα και ήμουν διατεθειμένη να κάνω τα πάντα για χάρη του. Στην αρχή διατύπωνε τις απαιτήσεις του
όσο πιο γλυκά μπορούσε: «Βρε Ελενίτσα, κάνε μου τη χάρη να κόψεις το παλιοτσίγαρο. Πρώτα απ’ όλα, για την υγεία σου. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ και δεν θέλω να μου πάθεις τίποτα. Κι έπειτα, δεν μου αρέσει να καπνίζει η γυναίκα μου. Tt θα πουν οι δικοί μου αν το μάθουν; Θα το κάνεις για χάρη μου;» «Μα αφού κι εσύ καπνίζεις. Έλα τουλάχιστον να το κόψουμε μαζί». «Άσε με εμένα. Εγώ είμαι βλάκας, δεν έχω τόση δύναμη. Εσύ όμως είσαι δυνατή. Μπορείς,το ξέρω». Και σταμάτησα το κάπνισμα. Υπέφερα
τον πρώτο καιρό, πιέστηκα, αλλά τα κατάφερα. Στο κάτω-κάτω ήταν και για το δικό μου καλό. «Πώς ντύθηκες έτσι σήμερα;» με ρώτησε ο Γιάννης ύστερα από μια σύντομη εξέταση της εξωτερικής μου εμφάνισης. «Δεν σου αρέσει;» ρώτησα με κάποια ενοχή. «Τι να μου αρέσει; Σαν πόρνη μοιάζεις. Έτσι και σκύψεις λιγάκι, θα φανούν τα βυζιά σου. Και το βάψιμό σου είναι πολύ έντονο». «Μα σε χορό πάμε», δικαιολογήθηκα, νιώθοντας μέσα μου να ανοίγει
καινούργια άβυσσος αποτυχίας. Φορούσα μια απλή μίνι φούστα σε σκούρο μπλε, γαλάζιο μπουστάκι και μπλε σακάκι. Είχα βάλει λίγο ρουζ στα μάγουλά μου, γαλάζια σκιά και βυσσινί κραγιόν στα χείλη. Τα μόνα μου κοσμήματα ήταν το ρολόι κι ένα χοντρό ασημένιο μενταγιόν. Ήξερα πως ο Γιάννης θα με ήθελε άβαφτη και θα προτιμούσε μια πιο μακριά φούστα κι ένα κλασικό πουκάμισο αντί για το μπουστάκι, Ωστόσο αυτό το μοντέρνο ντύσιμο με έκανε να νιώθω ανεπιτήδευτα όμορφη και αληθινά νέα. Όμως, δεν υπήρχε λόγος να του τα εξηγήσω όλα αυτά. Δεν θα καταλάβαινε. Δεν θα συμφωνούσε. Κι έτσι άρχισε σταδιακά και συστηματικά η
μεταμόρφωσή μου. Ένα βράδυ είχαμε βγει με έναν ξάδερφό του και τη γυναίκα του. Η συζήτηση πήγε κάποια στιγμή στις προγαμιαίες σχέσεις. «Αν η Μίνα δεν ήταν παρθένα δεν θα την παντρευόμουν», δήλωσε με υπεροψία ο Λευτέρης, ο ξάδερφος. «Δηλαδή, θέλεις να πεις πως εκτίμησες περισσότερο την παρθενιά της από το χαρακτήρα της;» απόρησα εγώ. «Η ίδια η Μίνα, με τις αρετές και τα κάποια ελαττώματά της, ίσως, δεν ήταν αρκετά για να σε κάνουν να την αγαπήσεις και να την παντρευτείς; Γιά σένα μέτρησε περισσότερο ένα παρθένο αιδοίο;»
«Αν είχε πάει και με άλλους πριν από μένα, δεν θα ήταν αυτή που είναι». «Δεν σε καταλαβαίνω, Λευτέρη», επέμεινα εγώ. «Μια γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να κάνει έρωτα με κάποιον που αγαπάει ή που θέλει, αν δεν είναι ο άντρας της; Και πώς μπορεί να ξέρει ποιος θα είναι αυτός που θα παντρευτεί τελικά για να τον περιμένει σαν αμόλυντος κρίνος; Ποτέ δεν περίμενα ν’ ακούσω τέτοιες απόψεις από ένα νέο άνθρωπο». «Κι εγώ είμαι νέος», μπήκε στη μέση ο Γιάννης, «αλλά πιστεύεις πως θα σε είχα ζητήσει σε γάμο αν δεν ήσουν παρθένα;»
«Τότε, γιατί θέλησες να κάνουμε έρωτα πριν παντρευτούμε; Δεν σκέφτηκες ότι θα μπορούσε να στράβωνε κάτι στη σχέση μας και να με άφηνες… ατιμασμένη και στιγματισμένη;» σάρκασα. «Ήταν επιλογή σου. Ας το σκεφτόσουν νωρίτερα. Κάθε άνθρωπος έχει τις ευθύνες των πράξεών του». «Μπα, όχι κάθε άνθρωπος. Μόνο οι γυναίκες. Και δεν μου λες, όλες οι άλλες γυναίκες που κοιμήθηκαν μαζί σου κι έπειτα έμειναν μόνες τι πρέπει να κάνουν; Να αυτοκτονήσουν;» «Πρόβλημά τους. Άλλωστε, όλο και κάποιος ηλίθιος θα βρεθεί να τις πάρει».
«Δηλαδή όποιος παντρεύεται γυναίκα που δεν είναι παρθένα, είναι ηλίθιος;» «Αμ’ τι είναι;» Ένιωθα θιγμένη και ως άτομο και ως γυναίκα. Έριξα μια ματιά στη Μίνα, περιμένοντας κάποιο δικό της ξέσπασμα σε όλη αυτή την αλαζονεία και το μισογυνισμό, όμως εκείνη είχε χαμηλώσει το βλέμμα στο πιάτο της και αρνιόταν να μιλήσει. «Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Η προσωπικότητά μου, ο χαρακτήρας μου, τα χαρίσματά μου, η αγάπη μου για σένα, όλα αυτά δεν θα μετρούσαν καθόλου αν είχα πάει και με κάποιον άλλο πριν από σένα;»
«Εγώ δεν μπορώ να σε καταλάβω», μου απάντησε θυμωμένα. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου;Το ότι δεν πρόλαβες να πηδηχτείς και με άλλους; Θέλεις να το δοκιμάσεις τώρα;» «Αν ήθελα θα το έκανα. Και να είσαι σίγουρος πως δεν θα πηδιόμουν. Θα έκανα έρωτα και θα το απολάμβανα», δήλωσα θιγμένη. «Τώρα τι θέλεις; Καβγά;» Τα μάτια του γυάλιζαν απειλητικά, όπως κάθε φορά που θύμωνε. Ήταν ικανός να αγνοήσει τα ξαδέρφια του και τον κόσμο που έτρωγε γύρω μας και να αρχίσει τις φωνές και τις απειλές.
«Δεν θέλω καβγά», συμβιβάστηκα, αλλά η διάθεσή μου είχε χαλάσει εντελώς. Λίγο πριν χωρίσουμε έκανε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί. «Μην είσαι μουτρωμένη, Ελένη. Γιατί να τσακωνόμαστε για κουταμάρες; Είναι αλήθεια πως θεωρώ σημαντικό για μια γυναίκα να προσφέρει την παρθενιά της στον άντρα που αγαπά και που θα παντρευτεί, αλλά εμείς δεν έχουμε τέτοιο πρόβλημα. Μου έχεις κάνει το πολυτιμότερο δώρο και να είσαι βέβαιη πως το εκτιμώ αφάνταστα». Δεν με είχε πείσει καθόλου, ωστόσο το κατάπια κι αυτό. Ποιος ο λόγος να
τσακωνόμαστε εμείς αφού η τύχη το είχε φέρει και ήμουν ακόμα παρθένα όταν τον γνώρισα; Λίγες μέρες πριν από το γάμο μας είχαμε πάει στο σπίτι που είχαμε χτίσει στο οικόπεδό του στο Ψυχικό για να αφήσουμε μερικά δώρα. Μόλις βολέψαμε τα κουτιά στη γωνία του καθιστικού, με πήρε στην αγκαλιά του, με φίλησε και μου είπε: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Θα μου απαντήσεις ειλικρινά;» «Φυσικά». «Αν πέθαινα, θα πήγαινες με άλλον άντρα;»
Τον κοίταξα έκπληκτη. Τι ερώτηση ήταν πάλι αυτή; Δεν ήξερα τι θα έκανα σε μια τέτοια περίπτωση,ήξερα όμως τι ήθελε εκείνος να ακούσει. «Όχι», απάντησα χωρίς να μπορέσω να κρύψω κάποιο δισταγμό. «Δεν το λες και με πολλή σιγουριά. Σαν να μη το πιστεύεις». «Τι να σου πω, βρε Γιάννη; Τώρα που μιλάμε το πιστεύω. Πώς να ξέρω τι θα κάνω στο μέλλον;» «Δηλαδή μπορεί και να πας». «Ειλικρίνεια δεν ζήτησες;» αποκρίθηκα. «Αν συμβεί κάτι τέτοιο και είμαι πολύ νέα, μπορεί και να πάω».
«Μπράβο σου! Δεν περίμενα ν’ ακούσω τέτοια λόγια από σένα. Κι εμένα δεν με σκέφτεσαι που στενοχωριέμαι ;» «Αν ήσουν πεθαμένος, δεν θα στενοχωριόσουν. Αν χάσει κανείς τη ζωή του.τι τον νοιάζει τι θα κάνουν οι υπόλοιποι;» «Μα, καλά, μετά απ’ όλα όσα έχουμε περάσει μαζί, πώς θα μπορούσες να πηδηχτείς με κάποιον άλλο;» «Δεν θα πήγαινα ποτέ να πηδηχτώ. Κάτι άλλο θα υπήρχε που θα με οδηγούσε στην αγκαλιά κάποιου άντρα. Κι έπειτα, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνεις θέμα. Αν πέθαινα εγώ, εσύ δεν
θα πήγαινες με άλλη;» «Όχι. Θα έμενα πιστός στην ανάμνησή σου». «Τώρα μας έπεισες. Πάντως να ξέρεις, εγώ θα χαιρόμουν αν συνέχιζες τη ζωή σου». «Σοβαρά μιλάς;» Η απορία του φαινόταν γνήσια. «Και βέβαια μιλάω σοβαρά. Αν πάθω κάτι εγώ, δεν σημαίνει πως πρέπει να τελειώσει και η δική σου η ζωή». «Αυτό ισχύει και για σένα;» «Για όλο τον κόσμο», απάντησα. «Γιατί
εγώ να αποτελώ εξαίρεση;» «Μπράβο σου, Ελένη». Μου γύρισε την πλάτη, έχωσε τα χέρια στις τσέπες και πλησίασε το παράθυρο σκεφτικός. «Άκου να πηδηχτεί με άλλον», μονολόγησε. «Κι έπειτα, πώς θα μπορείς να σκέφτεσαι εμένα;» Προσπάθησα να το γυρίσω στο αστείο. «Ποιος σου είπε ότι θα σε σκέφτομαι; Αλλά έχεις δίκιο. Αν ο άλλος είναι καλύτερος εραστής, θα σε σκέφτομαι και θα σκάω γι’ αυτό που έχασα τόσα χρόνια», είπα γελώντας ανάλαφρα. Με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν από θυμό.
«Όλες οι γυναίκες είστε πουτάνες», δήλωσε. «Το μυαλό σας το έχετε ανάμεσα στα σκέλια σας. Ανοίγετε τα πόδια με τη μεγαλύτερη ευκολία άε όποιον βάλετε στο μάτι. Πουτάνες στο σώμα και στην ψυχή». «Μα τι λες τώρα;» διαμαρτυρήθηκα τρομαγμένη. «Δεν καταλαβαίνεις πως αστειευόμουν;» Με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε με δύναμη προς τη σκάλα. «Πάμε πάνω να μου δείξεις πόσο πουτάνα είσαι», μου είπε. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά εκείνος ήταν πιο δυνατός. Με παρέσυρε
μέχρι το νυφικό μας κρεβάτι και με έσπρωξε στο στρώμα. «Σταμάτα, Γιάννη, σε παρακαλώ πολύ», ικέτευσα μάταια. Μου έβγαλε το εσώρουχο κι έπεσε από πάνω μου, βρίζοντας με τα χειρότερα λόγια. Δεν ήταν έρωτας αυτό που ακολούθησε. Ένιωσα σαν να ήμουν πραγματική πόρνη σε οίκο ανοχής. Κουνήθηκε γρήγορα μερικές φορές., αγνοώντας τα δάκρυά μου, κι ύστερα έπεσε βαρύς δίπλα μου κι έκλεισε τα μάτια. Πετάχτηκα πάνω και πήγα στο μπάνιο με πόδια που έτρεμαν. Κλείδωσα την πόρτα πίσω μου και κάθησα στα
παγωμένα πλακάκια του δαπέδου. Έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου κι άφησα την πίκρα και το θυμό μου να ξεχειλίσει. Γιά πρώτη φορά σκέφτηκα πως, αν δεν είχαμε ετοιμάσει το σπίτι και δεν είχαμε μοιράσει τα προσκλητήρια, θα τον χώριζα. Όμως, σκέφτηκα τους γονείς μου, τον κόσμο, την αγάπη που με είχε φέρει κοντά του… Σκέφτηκα τα όνειρα που είχα κάνει για μια ευτυχισμένη οικογένεια κι έκανα το λάθος που κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Πίστεψα πως με την αγάπη μου και την υπομονή μου θα τον έκανα να αλλάξει. Πως θα ερχόταν η μέρα που θα ζούσαμε απόλυτα ευτυχισμένοι και αγαπημένοι, έχοντας ξεχάσει τις πληγές του
παρελθόντος. Χάρη σ’ αυτές τις προσπάθειες, χάρη στους συμβιβασμούς που έκανα και την υποχωρητικότητα που έδειχνα, έφτασε η πολυπόθητη μέρα του γάμου μας. Εκείνος καμαρωτός γαμπρός κι εγώ σοβαρή νύφη μέσα σ’ ένα νυφικό που δεν είχα διαλέξει και δεν μου άρεσε. Ο έγγαμος βίος δεν έμοιαζε .και πολύ μ’ αυτόν που είχα ζωγραφίσει στα όνειρά μου. Από το πρωί μέχρι το βράδυ έμενα μόνη στο παλάτι μου και περνούσα το χρόνο μου κάνοντας δουλειές και μαγειρεύοντας πολύπλοκα φαγητά,τα οποία συνήθως έτρωγα μόνη μου. Τα περισσότερα βράδια ο Γιάννης έβγαινε είτε με πελάτες είτε με φίλους του κι
εγώ έβλεπα τηλεόραση ή διάβαζα βιβλία. Μια φορά τη βδομάδα δεχόμασταν τους φίλους μας ή κάναμε εμείς επισκέψεις. Ευτυχώς έπειτα από δύο μήνες έμεινα έγκυος κι έτσι βρήκε ένα άλλο νόημα η ζωή μου. Έκανα βόλτες στα μαγαζιά για να διαλέξω τα έπιπλα για το παιδικό δωμάτιο, κέντησα μερικά σεντονάκια κι έπλεξα λίγα ζακετάκια. Κάποια μέρα, όταν ήμουν τριών μηνών, με ειδοποίησε η Μαρία πως την επόμενη βδομάδα θα είχαμε συνάντηση όλοι οι παλιοί συμμαθητές. Πέταξα από τη χαρά μου. Ένιωσα πως θα έβρισκα ξανά την ανεμελιά και την ευτυχία των εφηβικών μου χρόνων. Τη μέρα που θα γινόταν η συγκέντρωση πήγα στο κομμωτήριο,
ντύθηκα και στολίστηκα για να δω πάλι τους παιδικούς μου φίλους. Το σμίξιμό μας είχε τόση επιτυχία που οι ώρες πέρασαν με συζητήσεις, αναπολήσεις και γέλια χωρίς να το καταλάβουμε. Γύρισα στο σπίτι μου λίγο μετά τα μεσάνυχτα και βρήκα ένα Γιάννη να με περιμένει έξαλλος. «Πού ήσουν;» με ρώτησε με συγκρατημένο θυμό. «Στη συγκέντρωση των παλιών συμμαθητών, το ξέρεις». «Και τελειώσατε τέτοια ώρα;» «Δεν τελειώσαμε. Εγώ ήμουν από τους πρώτους που έφυγαν», απάντησα.
«Αν θέλουμε το πιστεύουμε. Μήπως ξαναβρήκες κάποιο παλιό σου αμόρε και ξεχάστηκες στην αγκαλιά του;» «Είσαι με τα καλά σου; Σε έξι μήνες θα γίνω μάνα κι εσύ μου λες πως ξεπόρτιζα;» «Και τι σ’ εμποδίζει η εγκυμοσύνη; Ίσα-ίσα που είναι κι ένα καλό άλλοθι». «Γιάννη,σοβαρέψου. Λες βλακείες και το ξέρεις». «Ας πούμε πως εγώ λέω βλακείες. Εσύ δεν σκέφτεσαι τι θα λέει η γειτονιά όταν σε βλέπει να γυρνάς τέτοια ώρα μόνη σου;» «Νομίζεις πως η γειτονιά δεν έχει άλλη
δουλειά να κάνει από το να παρακολουθεί τι κάνω εγώ; Ή μήπως βγαίνω τόσο συχνά που δίνω δικαιώματα για να λένε διάφορα εις βάρος μου;» «Αρκεί και μία φορά για να σου βγει το όνομα», επέμενε εκείνος. «Πιστεύω πως υπήρξα πάντα πολύ σοβαρή και αξιοπρεπής και κανείς δεν μπορεί να πει κάτι κακό για μένα. Αν θέλουν σώνει και καλά να βρουν κάτι, θα το κάνουν άσχετα με τη δική μου συμπεριφορά». «Ο κόσμος λέει αυτά που βλέπει, κι εγώ δεν θέλω να πει τίποτα για τη δική μου γυναίκα».
«Μα δεν έχει τίποτα να πει, δεν το καταλαβαίνεις; Όλη η γειτονιά με αγαπά και με σέβεται». «Δεν νομίζω να συνεχιστεί για πολύ αυτό, αν εξακολουθήσεις να φέρεσαι έτσι». «Δεν έχω σκοπό να βγαίνω κάθε βράδυ και να γυρνάω τα μεσάνυχτα. Έτυχε μια φορά επειδή ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Άντε να ξανατύχει του χρόνου πάλι». «Και να ξανατύχει, εσύ δεν θα είσαι εκεί». «Καλά. Είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για το τι θα γίνει του χρόνου. Δεν πάμε να κοιμηθούμε τώρα;» προσπάθησα να
βάλω ένα τέλος στη συζήτηση. «Προσπαθείς να με αποφύγεις, βλέπω. Γιατί; Μήπως έχεις λερωμένη τη φωλιά σου;» «Δεν έχεις κουραστεί πια απ’ αυτές τις ανοησίες; Δεν έκανα κανένα έγκλημα. Όταν εσύ λείπεις σχεδόν κάθε βράδυ και πολλές φορές γυρνάς ξημερώματα, δεν σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος ή τι νιώθω εγώ γι’ αυτά τα ξεπορτίσματα;» «Άλλο εγώ. Εγώ είμαι άντρας, δεν είμαστε το ίδιο. Άμα θέλω παίρνω τη βαλίτσα μου και φεύγω μια βδομάδα από το σπίτι. Και θα το κάνω. Εσύ είσαι γυναίκα και η θέση σου είναι εδώ μέσα. Εκτός αν δεν σου αρέσει και προτιμάς
τα ξεπορτίσματα. Πες το μου μόνο να το ξέρω». «Δεν χρειάζεται. Σου έχω ήδη δείξει τι προτιμώ, και τι όχι. Αν εσύ θέλεις να δημιουργήσεις θέμα για το τίποτα, κάν’ το μόνος σου», είπα και κίνησα για τη σκάλα. «Σου είπα εγώ να φύγεις; Ποια είσαι που θα μου γυρίσεις την πλάτη έτσι; Κάτσε ’δω μέχρι να τελειώσω», με πρόσταξε άγρια. «Μη φωνάζεις, σε παρακαλώ. Δεν υπάρχει λόγος να μας ακούει ο κόσμος τέτοια ώρα». «Χεσμένο τον έχω τον κόσμο», φώναξε
πιο δυνατά. Γύρισα και τον κοίταξα υπομονετικά επειδή δεν ήθελα να τον εξαγριώσω περισσότερο. «Λίγο ακόμα και τελειώνουμε», παρηγορήθηκα μόνη μου και αναστέναξα. «Μη μου το παίζεις εμένα οσιομάρτυρας. Σου το έχω ξαναπεί πολλές φορές: Όλες οι γυναίκες είστε πουτάνες και δεν πρέπει να σας έχουμε καμία εμπιστοσύνη. Δεν θα μου αλλάξεις εσύ τη γνώμη τώρα». «Γιάννη, με κουράζεις, δεν το καταλαβαίνεις;» σχολίασα ήρεμα. «Αν σε κουράζω,χώρισε με», με
προκάλεσε. «Αν δεν μεγάλωνε το παιδί μας μέσα μου, μπορεί και να σε χώριζα», τόλμησα να πω. «Αν σου ρίξω μια κλωτσιά στην κοιλιά, θα δεις πού θα πας κι εσύ και το παιδί μας». Τον κοίταξα σαν να έβλεπα έναν ξένο. Τελικά μέχρι πού μπορούσε να φτάσει αυτός ο άνθρωπος; Και πόσα αποθέματα υπομονής είχα ακόμα; «Πώς νιώθεις τώρα;» με ρώτησε η Μαρία καθώς γυρίζαμε στο αυτοκίνητυ. «Δεν το περίμενα ούτε ’γω, όμως νιώθω αρκετά καλύτερα».
«Είδες που σου το έλεγα; Και να δεις πώς θα είσαι σε λίγο καιρό. Τι σου είπαν;» «Πάμε να καθήσουμε κάπου, να σου τα πω; Δεν έχω όρεξη να γυρίσω στο σπίτι ακόμα. Εγώ κερνάω», πρότεινα. Διαλέξαμε ένα εστιατόριο με τσέχικη κουζίνα εκεί κοντά, στου Γκύζη. Όταν παραγγείλαμε και αφού μας έφεραν το κρασί μας, άρχισα να μιλάω. «Αυτό που μου είπαν και οι δύο, και πιστεύω πως έχουν απόλυτα δίκιο, είναι πως έχω συσσωρεύσει μέσα μου πολύ θυμό τόσα χρόνια. Δεν τον άφησα να εκτονωθεί και τώρα μου βγήκε με μορφή κατάθλιψης. Πραγματικά,
Μαρία, την οργή που ένιωθα τη μετέτρεπα σε πίκρα, σε παράπονο, σε θλίψη και την έθαβα στα βάθη της καρδιάς μου. Τώρα αισθάνομαι την ανάγκη να τη βγάλω προς τα έξω, ειδικά προς αυτούς που μου έφταιξαν». «Και πολύ καλά θα κάνεις. Πρέπει επιτέλους να κοιτάξεις κι εσύ την Ελένη, να ζήσεις για σένα,για τον εαυτό σου». «Είμαι αποφασισμένη να μάθω ν’ αγαπώ τον εαυτό μου, να μην αφήσω κανέναν να μου τον πειράξει». «Έτσι σε θέλω. Κι όταν εσύ αρχίσεις να εκτιμάς, να σέβεσαι και ν’ αγαπάς την Ελένη, θα δεις πως θα την εκτιμήσουν
και θα τη σεβαστούν και οι υπόλοιποι. Αν δεν πάρεις τα ηνία της ζωής σου στα χέρια σου, θα τα κρατά κάποιος άλλος αντί για σένα. Κι έτσι χάνεις τον εαυτό σου. Και, χώνεψέ το, ο εαυτός σου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχεις». «Και το μοναδικό πράγμα που θα έχω μέχρι το τέλος της ζωής μου», πρόσθεσα. Η τσέχικη κουζίνα αποδείχτηκε πολύ νόστιμη και η συντροφιά της Μαρίας απολαυστική και εποικοδομητική , όπως πάντα. «Τελικά,η πιο όμορφη και πιο αναγκαία σχέση στη ζωή μας είναι η φιλία», της είπα. «Ο έρωτας, όσο δυνατός κι αν
είναι, με τον καιρό ξεθωριάζει και κουράζει. Η φιλία, όμως, με το χρόνο γίνεται πιο δυνατή, πιο απαραίτητη. Σ’ ευχαριστώ, Μαρία, που είσαι φίλη μου». «Αμοιβαία τα αισθήματα. Κι εγώ πιστεύω στο δεσμό και τη δύναμη της φιλίας και χαίρομαι που όλα αυτά τα χρόνια δεν στάθηκαν ικανά να απομακρύνουν τη μία από την άλλη». «Ας πιούμε,λοιπόν, στη φιλία μας». «Άσπρο πάτο!» είπε η Μαρία και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας γελώντας. Γύρισα στο σπίτι λίγο πριν τις δώδεκα. Τα παιδιά ήδη είχαν πέσει για ύπνο και ο Γιάννης με περίμενε στο καθιστικό.
«Πού ήσουν τόσες ώρες; Πότε είχες ραντεβού με το γιατρό;» «Στις οχτώ. Τελείωσα κατά τις εννιάμισι κι έπειτα πήγα με τη Μαρία για φαγητό. Φανταστική η τσέχικη κουζίνα». «Καλά, δεν σκέφτηκες πως μπορεί να ανησυχούσαμε ;» ρώτησε εκνευρισμένος. «Κι έπειτα, να βγεις χωρίς να μου το πεις… Δεν μου αρέσουν κάτι τέτοια». «Το αποφασίσαμε τελευταία στιγμή. Έχεις δίκιο, δεν σκέφτηκα την πιθανότητα να ανησυχήσετε. Την επόμενη φορά θα σε έχω ειδοποιήσει εγκαίρως».
«Δεν κατάλαβα. Πότε υπολογίζεις να είναι η επόμενη φορά;» «Πού να ξέρω… Όταν θα έχω πάλι τη διάθεση να βγω με κάποια φίλη». Με κοίταξε αναποφάσιστα. Προφανώς δεν ήξερε αν θα έπρεπε να κάνει καβγά για να διεκδικήσει τα κεκτημένα του δικαιώματα ή να μου δώσει το ελαφρυντικό της άσχημης ψυχολογικής κατάστασης. Τελικά αποφάσισε το δεύτερο. «Τι σου είπαν οι γιατροί;» «Ότι έχω πάθει βαριά κατάθλιψη και πρέπει να πάρω χάπια και να κάνω ψυχοθεραπεία».
«Και γιατί αυτό;» «Επειδή, όπως είπαν, κουβαλάω πολύ θυμό μέσα μου, που δεν τον έχω αφήσει να ξεσπάσει». «Αυτές τις ηλιθιότητες σου λένε εκεί πέρα;» «Εγώ πιστεύω πως έχουν απόλυτα δίκιο». «Τι θέλεις να πεις; Πως φταίω εγώ για την κατάστασή σου;» «Σίγουρα έχεις βάλει κι εσύ το χεράκι σου. Πάντως μην ανησυχείς. Είμαι αποφασισμένη να γίνω καλά». «Και βέβαια θα γίνεις. Όλα ξεκινούν
από το μυαλό μας. Αν πιστέψεις πως είσαι άρρωστη,τότε θα αρρωστήσεις. Αν πείσεις τον εαυτό σου πως δεν έχεις τίποτα, θα είσαι μια χαρά. Άκου με κι εμένα. Δεν είναι ανάγκη να πληρώνεις για να σου λένε πράγματα γνωστά. Ξέρω καλά εγώ». Και βέβαια ξέρεις. Εσύ όλα τα ξέρεις, σκέφτηκα. «Πάμε για ύπνο;» ρώτησα. «Νυστάζω». «Πάμε». Σηκώθηκε χαμογελώντας πονηρά. «Θα παίξουμε τώρα που κοιμούνται τα παιδιά;» «Όχι». «Γιατί;»
«Επειδή δεν έχω όρεξη», απάντησα με ειλικρίνεια. «Έλα, βρε γυναίκα. Θα σου ’ρθει η όρεξη. Αφού το ξέρεις πως θα σου αρέσει». «Εκείνο που ξέρω είναι πως δεν έχω διάθεση για έρωτα και δεν θα κάνουμε», επέμεινα εγώ. «Κάτι άλλο που είπαν οι γιατροί είναι να μην πιέζομαι να κάνω πράγματα που δεν θέλω». «Γιατί δεν θέλεις;» «Δεν υπάρχει εξήγηση, Γιάννη. Όταν δεν θέλεις να κοιμηθείς σημαίνει πως δεν νυστάζεις. Όταν δεν θέλεις να φας, πως δεν πεινάς. Ίσως κι εγώ να έχω
χορτάσει από έρωτα. Ίσως να έχω βαρυστομαχιάσει. Άφησέ με για λίγο να ηρεμήσω και θα μου έρθει ξανά η όρεξη». Γιά το τελευταίο δεν ένιωθα και πολύ βέβαιη, όμως δεν υπήρχε λόγος να ανοίξω άλλες πληγές τώρα. Αλλάξαμε και ξαπλώσαμε. Του γύρισα την πλάτη και πήρα το βιβλίο μου. Γρήγορα τον ένιωσα να τρίβεται πίσω μου. «Μήπως άλλαξες γνώμη;» με ρώτησε με έναν τόνο που μου φάνηκε εκνευριστικά παιχνιδιάρικος. «Όχι, και σταμάτα επιτέλους να
επιμένεις γιατί θα με κάνεις να το σιχαθώ ολότελα. Σου είπα, θέλω να ηρεμήσω». Τον άκουσα να τραβιέται μακριά μου ξεφυσώντας θυμωμένα. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους και κάρφωσα το βλέμμα σε μια τυχαία σελίδα του βιβλίου. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα σκοπό να διαβάσω. Σκέφτηκα πάλι τη συνάντησή μου με τους ειδικούς. «Πρέπει να διώξεις σιγά-σιγά όλα τα κακά που έχεις μαζέψει μέσα σου», μου είχε πει η Λιάνα, «για ν’ αφήσεις χώρο να μπουν τα καλά. Τη θλίψη και τον πόνο δεν τα κάνουμε αχώριστους συντρόφους. Τα ζούμε για όσο χρειαστεί, μαθαίνουμε απ’ αυτά και τα προσπερνάμε. Συνεχίζουμε τη ζωή μας
με τις εμπειρίες που κερδίσαμε από τις οδυνηρές καταστάσεις που μας έτυχαν και όχι με θρήνους για τις πικρίες που γευτήκαμε». Το Σάββατο ξύπνησα πάλι κακόκεφη. Πρέπει να βρω τη δύναμη να το παλέψω, σκέφτηκα, όμως η μελαγχολία μου μεγάλωνε όσο περνούσαν οι ώρες. Το απόγευμα τα παιδιά βγήκαν για τη συνηθισμένη τους βόλτα. Ο Γιάννης ήταν ξαπλωμένος στην κρεβατοκάμαρά μας κι έβλεπε τηλεόραση. Κάθησα στο καθιστικό και κοίταξα τα μπουκάλια στο απέναντι τραπεζάκι. Ένα ποτηράκι για τελευταία φορά, σκέφτηκα. Στο τρίτο ποτήρι ουίσκι είχα βρει λίγη από την αισιοδοξία που χρειαζόμουν. Στο έκτο ένιωσα ένα ασήκωτο βάρος να μου
πλακώνει το στήθος. Όλα είναι μάταια, συλλογίστηκα. Δεν μπορώ να αλλάξω τίποτε αφού συνεχίζω να ζω στο ίδιο σπίτι, με τους ίδιους ανθρώπους. Δεν μπορώ να αλλάξω τίποτε αφού εξακολουθώ να είμαι τριάντα πέντε χρόνων και να κατακρίνω τον εαυτό μου για τον τρόπο με τον οποίο σπατάλησα μέχρι τώρα τη ζωή μου. Η απόγνωση μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Πόσο θα ήθελα να φύγω, να εξαφανιστώ, Να διαγράψω το παρελθόν μου από το μυαλό μου και να κάνω κάπου αλλού μια καινούργια αρχή. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Τα διακοσμητικά άσπρα καγκελάκια του τζαμιού με έκαναν να νιώθω σαν σε φυλακή. Οι τοίχοι του δωματίου με στένευαν. Η παρουσία του
Γιάννη στον επάνω όροφο με ενοχλούσε. Πόσο μάλλον όταν τον είδα να κατεβαίνει τη σκάλα. «Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε και με κοίταξε ερευνητικά. «Κάθομαι», απάντησα και χαμήλωσα το κεφάλι για να μη δει τα μάτια μου. «Ξέρεις, Ελένη, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Βλέπω τόσον καιρό αυτή την ανεξήγητη μελαγχολία σου, την απροθυμία σου στο σεξ, την έξη σου στο ποτό… Αναρωτιόμουν μήπως είσαι ερωτευμένη με κάποιον άλλο». «Γιατί θα πρέπει να φταίει κάποιος άλλος, Γιάννη ;» ζήτησα να μάθω.
«Κάνεις σαν να μη σε νοιάζει η κατάστασή μου, αλλά η προοπτική να σε κερατώσω. Λοιπόν, μην ανησυχείς. Δεν είμαι ερωτευμένη με κανέναν». «Ούτε με μένα». Δεν ήταν ερώτηση αλλά διαπίστωση. «Ίσως ούτε και με σένα. Σ’ αγαπάω, σε πονάω, δεν θέλω να σου συμβεί κακό,αλλά έχεις δίκιο-έπειτα από δεκαεφτά χρόνια και με όλα όσα έχω περάσει, όχι, δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου, όπως δεν είσαι κι εσύ με μένα». «Εγώ είμαι, Ελένη, κι ας μην το πιστεύεις. Σε θέλω και σου το δείχνω. Πάντα εγώ κάνω την αρχή και σου ζητώ
να κάνουμε έρωτα. Εσύ ποτέ». «Το είπες και μόνος σου. Πάντα εσύ κάνεις την αρχή. Και να ήθελα, πώς να έβρισκα την ευκαιρία να σου το ζητήσω εγώ πρώτη;» «Αν περίμενα να το ζητήσεις εσύ, θα κάναμε να πηδηχτούμε δέκα χρόνια». Είχε δίκιο. Δεν ήθελα να πηδηχτώ. Ήθελα να κάνω έρωτα με έναν άνθρωπο που θα τον αγαπούσα και θα με αγαπούσε, που θα σεβόταν εμένα και τις επιθυμίες μου. Που θα μου μιλούσε γλυκά και τρυφερά, και δεν θα έβριζε σαν να ήμουν πόρνη. Έναν άνθρωπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε ακόμα κι όταν δεν θα
μιλούσαμε. Που θα μου έδειχνε πως ήθελε τον έρωτα για να γίνουμε ένα σώμα και μια ψυχή, κι όχι για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Όμως, πώς να του τα εξηγήσω όλα αυτά; Ίσως του φαίνονταν μικροαστικές ιδέες, σαχλοί ρομαντισμοί. «Πάντως να ξέρεις πως εγώ σ’ αγαπάω όπως σ’ αγαπούσα στην αρχή», μου είπε. «Τελικά τι αγάπησες σε μένα, Γιάννη; Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, αλλά απάντηση δεν βρήκα». «Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις». «Τι αγάπησες σε μένα; είναι απλό. Δεν
σου άρεσε ο τρόπος που ντυνόμουν, ο τρόπος που φερόμουν, ο τρόπος που σκεφτόμουν. Βάλθηκες να με αλλάξεις ολόκληρη, να με κάνεις κάτι άλλο απ’ αυτό που ήμουν. Αγάπησες αυτήν που γνώρισες κάποτε ή αυτό που κατασκεύασες εσύ;» «Αγάπησα έναν καλό άνθρωπο. Ξέρω πως πολλές φορές έγινα καταπιεστικός, ίσως και λίγο κακός, όμως το έκανα από αγάπη και ζήλια. Δεν σου λέει τίποτε αυτό;» «Το αποτέλεσμα είναι που μετράει»,του απάντησα. «Η καταπίεση και η κακία που μου πρόσφερες όλα αυτά τα χρόνια. Να τη βράσω τέτοια αγάπη. Καλύτερα να μ’ αγαπούσες πολύ λιγότερο και να
ζούσα πιο ευτυχισμένη». «Τι θέλεις να κάνω τώρα;» «Να μ’ αφήσεις να βρω τον εαυτό μου που έχασα κοντά σου». «Εντάξει. Εγώ θα σε βοηθήσω όσο μπορώ». Κάθησε στον καναπέ κα: χτύπησε μαλακά την άδεια θέση στο πλάι του. «Έλα να καθήσουμε αγκαλίτσα», με προσκάλεσε. Ήταν απίθανος. Πίστευε πως έπειτα απ’ αυτή τη σύντομη συζήτηση, η οποία οφείλω να ομολογήσω ήταν κάτι καινούργιο γι’ αυτόν, θα έσβηνα όσα κουβαλούσα μέσα μου και θα χωνόμουν με πάθος στην αγκαλιά του;
«Σε παρακαλώ», του είπα. «Δεν έχω διάθεση». «Δεν σου ζητάω τίποτα. Μόνο να καθήσουμε αγκαλιασμένοι». Το σκέφτηκα για λίγο κι έπειτα υποχώρησα ανόρεχτα. Κάθησα δίπλα του και τον άφησα να με αγκαλιάσει. Το κορμί μου σφίχτηκε χωρίς να το θέλω. Τα χείλη του ακούμπησαν στο αυτί μου κι ένιώαα τη διάθεση να ουρλιάξω. Όταν το χέρι του πίεσε το στήθος μου, πετάχτηκα όρθια και του φώναξα με θυμό: «Είσαι φοβερός. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, τελικά, έτσι δεν είναι;»
Η Κυριακή μας χάρισε μία από τις πιο όμορφες χειμωνιάτικες λιακάδες. Ο ωραίος καιρός και οι τάσεις φυγής που είχα τελευταία δεν μπορούσαν να με κρατήσουν στο σπίτι. Αφού φάγαμε και μάζεψα την κουζίνα, προσπάθησα να σκοτώσω την ώρα μου ακούγοντας μουσική, ξεφυλλίζοντας περιοδικά και χαζεύοντας στην τηλεόραση. Κατά τις εφτά δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο. Έπρεπε να ξεφύγω. «Πάμε για μπόουλιγκ;» ρώτησα τα παιδιά. Εκείνα με κοίταξαν σαν να μην πίστευαν στ’ αυτιά τους. «Πού να πάμε;» θέλησε να επιβεβαιώσει
ο Άγγελος. «Για μπόουλιγκ», επανέλαβα. «Να βάλουμε και στοίχημα για το ποιος θα κερδίσει». Είχα να παίξω μπόουλιγκ από τον καιρό που πήγαινα στο Λύκειο, αλλά θυμόμουν πως ήμουν πολύ καλή. Και τα παιδιά μου έπαιζαν συχνά με τις παρέες τους. «Καλά,πιστεύεις πως μπορείς να μας κερδίσεις;» με ρώτησε η Νίκη. «Είμαι σίγουρη, μικρή. Πάμε να σας δείξω;» «Πάμε».
Ετοιμαστήκαμε γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Βγήκαμε στον κήπο όπου έπλενε ο Γιάννης το αυτοκίνητό του και τον πληροφορήσαμε για την έξοδό μας. «Μην αργήσετε», μας είπε. «Ξέρετε πως δεν θέλω να μένω μόνος κυριακάτικα». «Όλη μέρα μαζί είμαστε, βρε μπαμπά»,του είπε η Νίκη. «Άλλωστε, εσύ έτσι κι αλλιώς τηλεόραση θα έβλεπες». Παίξαμε τρεις παρτίδες. Την πρώτη την κέρδισε ο Άγγελος κι έτσι εγώ έπρεπε να κεράσω τα χάμπουρ. γκερ. Τις άλλες δύο, όμως, τις κέρδισα εγώ, τη μία μάλιστα με μεγάλη διαφορά. Τα παιδιά
θα αγόραζαν τα παγωτά και θα κερνούσαν σινεμά την επόμενη Κυριακή. Οι ώρες πέρασαν περισσότερο ευχάριστα απ’ όσο περίμενα. Η ανεμελιά και το ανεξάντλητο κέφι των παιδιών, η χαλαρή ατμόσφαιρα στην αίθουσα του μπόουλιγκ και η απλότητα στο φαστ-φουντάδικο έδιωξαν την κακοκεφιά μου. Ένιωθα κι εγώ ένα μαζί τους -παιδί που το είχε σκάσει από την αυστηρή επιτήρηση του πατέρα. Γυρίσαμε στο σπίτι στις έντεκα ακριβώς. Ο Γιάννης μας περίμενε στη βεράντα. «Αμάν, βρε Ελένη. Πού ήσαστε τόσες
ώρες;» ρώτησε μόλις κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. «Περιμένατε να με σκάσετε για να γυρίσετε;» «Έντεκα είναι η ώρα, Γιάννη», του είπα ήρεμα καθώς κλείδωνα την πόρτα του Πεζό μου. «Μη μου πεις πως ανησύχησες». 3 Μπήκε στο σπίτι χωρίς να απαντήσει. Όταν ανεβήκαμε κι εμείς, άρχισε: «Μην το ξανακάνετε αυτό. Να σκέφτεστε και τον άλλο. Ένα τηλέφωνο δεν μπορούσατε να πάρετε;» «Μα δεν είναι αργά. Μέχρι να παίξουμε
μπόουλιγκ και να φάμε ένα χάμπουργκερ, πόση ώρα θα έπρεπε να κάνουμε;» συνέχισα στον ίδιο ήρεμο τόνο. «Πολύ άνετη μου το παίζεις και δεν μου αρέσει. Μην εκμεταλλεύεσαι τα ψυχολογικά σου για να με καβαλήσεις. Ένα τηλέφωνο σου ζήτησα για να μην ανησυχώ». «Κι εγώ σου είπα πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Κι έπειτα, όταν εσύ έβγαινες κάποτε με τους φίλους σου και γυρνούσες ξημερώματα, σκέφτηκες ποτέ να με πάρεις τηλέφωνο για να μην ανησυχώ;» «Αυτό κάνεις; Πας να με εκδικηθείς
επειδή αργούσα κάποτε;» «Όχι βέβαια. Δεν θέλω να εκδικηθώ. Απλώς σου εξηγώ πως δεν υπήρχε λόγος για ανησυχία, επειδή γυρίσαμε σε λογική ώρα». «Άσε, ρε πατέρα, την γκρίνια», μπήκε στη μέση ο Άγγελος. «Περάσαμε τόσο ωραία, μη μας το βγάζεις απ’ τη μύτη». «Κάνατε και κόμμα, βλέπω», μουρμούρισε εκνευρισμένος και ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρά μας. «Μην είσαι κουτή και στενοχωρηθείς τώρα», με συμβούλευσε ο γιος μας. «Ξέρεις πως είναι πολύ παράξενος». «Δεν έχω σκοπό να στενοχωρηθώ», τον
καθησύχασα. «Τίποτα δεν πρόκειται να χαλάσει τη βραδιά μας. Ετοιμαστείτε για ύπνο τώρα». Τα φίλησα και τους έριξα από μια χαϊδευτική ξυλιά στα πισινά. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιό μας, ο Γιάννης ήταν ακόμα ξύπνιος κι έβλεπε τηλεόραση. Δεν μου μίλησε. Άλλαξα και ξάπλωσα στην άκρη του κρεβατιού, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του. Ήμουν έτοιμη να . απορρίψω άλλη μία πρότασή του για ερωτικά παιχνίδια, αλλά δεν χρειάστηκε. Δεν μου ζήτησε τίποτα.
Την επόμενη βδομάδα συναντήθηκα με
τον ψυχίατρο και πήρα τα χάπια για τη θεραπεία μου. Ο γιατρός μού τόνισε πως τα αποτελέσματα ίσως έκαναν ένα μήνα να φανούν, γι’ αυτό έπρεπε να είμαι υπομονετική και αποφασισμένη να συνεχίσω. Κανόνισα ένα εβδομαδιαίο ραντεβού με την ψυχοθεραπεύτρια κάθε Παρασκευή βράδυ στις οχτώ και απέφυγα να δώσω την υπόσχεση πως δεν θα έπινα ξανά. Δεν ένιωθα ακόμα σίγουρη για τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου. Οι σχέσεις μόυ με τον Γιάννη ήταν οξυμμένες. Εγώ άδραχνα την παραμικρή ευκαιρία για να βγάλω από μέσα μου το θυμό που είχα θαμμένο τόσα χρόνια, κι εκείνος δεν μου μιλούσε παρά μόνο όταν ήταν απαραίτητο .
Συχνά προσπαθούσα να δώσω εγώ αφορμές για να ξεκινήσει μια διαφωνία και να ξεσπαθώσω, όμως ο άντρας μου σπανίως τσιμπούσε το δόλωμα. Ένα πρωί καθώς η Νίκη έσκυβε για να τον φιλήσει πριν φύγει για το σχολείο της, ο Γιάννης πρόσεξε ένα μικρό ασημένιο ξυραφάκι που κρεμόταν από ένα δερμάτινο κορδόνι στο λαιμό της. «Τι βλακείες είναι αυτές που φοράς;» τη μάλωσε. «Βγάλ* το αμέσως, σε παρακαλώ. Τα σοβαρά κορίτσια δεν κυκλοφορούν με τέτοια πράγματα πάνω τους και μάλιστα στο σχολείο». «Έλα, βρε μπαμπά. Όλα τα παιδιά τέτοια πράγματα φοράνε. Είναι της
μόδας». «Άκουσες τι σου είπα; Δεν θέλω να κάνεις ό,τι κάνουν οι άλλοι. Εσύ είσαι αξιοπρεπής. Δεν είναι σωστό να κυκλοφορείς έτσι». «Μα γιατί; Τι το κακό έχει; Κι έπειτα, μου αρέσει», επέμεινε η Νίκη. «Καλά, εσύ δεν λες τίποτα;» ζήτησε τη βοήθειά μου ο Γιάννης. «Τι να πω; Αν δεν τα φορέσει τώρα που είναι μικρή, πότε θα τα βάλει;» «Ελένη, παιδιαρίζεις επικίνδυνα και δεν μου αρέσει καθόλου. Αντί να νουθετείς τα παιδιά,γίνεσαι ένα μαζί τους. Νίκη, σου είπα να το βγάλεις αμέσως».
Η κόρη μας στραβομουτσούνιασε ενοχλημένη, αλλά υπάκουσε στον πατέρα της. Εγώ θύμωσα. Δεν θεωρούσα πως είχε κάνει κάτι κακό και δεν μου άρεσε να νιώθει καταπιεσμένη από τώρα χωρίς λόγο. Όταν έφυγαν όλοι, πήρα το δερμάτινο κορδόνι και το πέρασα στο λαιμό μου. Φόρεσα κι ένα μπλουζάκι με V για να είμαι σίγουρη πως θα φαίνεται κι ετοιμάστηκα για την επόμενη μάχη. Αυγόκοβα τα γιουβαρλάκια όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Ελένη, μπορείς να βγεις το απόγευμα;» με ρώτησε η Μαρία. «Με πήρε τηλέφωνο η Νατάσσα και ζήτησε να συναντηθούμε όλες για να μας πει κάτι
πολύ σημαντικό». «Και βέβαια. Τι ώρα και πού;» ζήτησα να μάθω. « Στις εφτά, στο Όαση », «Εντάξει. Έχεις ιδέα περί τίνος πρόκειται;» «Μπα! Δεν μου είπε λέξη. Πολύ φοβάμαι μήπως έχει κάποιο πρόβλημα με τον Αντώνη. Δείχνουν να έχουν απομακρυνθεί πολύ τον τελευταίο καιρό». Προσπάθησα να φανταστώ τι μπορεί να συνέβαινε στη φίλη μας, όμως το μυαλό μου δεν πήγαινε πουθενά. Ήταν αλήθεια πως με τον άντρα της έμοιαζε
αποξενωμένη. Εκείνη μέχρι αργά το μεσημέρι στην τράπεζα, κι αυτός πρωί και απόγευμα στο εμπορικό κατάστημα που είχε. Η δεκαεννιάχρονη κόρη τους σπούδαζε ιατρική στην Ιταλία. Να είχε σχέση μ’ εκείνη το σημαντικό που ήθελε να μας πει η Νατάσσα; Φτάσαμε και οι τέσσερις σχεδόν ταυτόχρονα στην καφετέρια όπου είχαμε ραντεβού. Μόλις παραγγείλαμε τους καφέδες μας, η Μαρία ζήτησε να μάθει τα νέα. «Λοιπόν, Νατάσσα, είμαστε όλο αυτιά. Τι είναι αυτό που έχεις να μας πεις;» Η Νατάσσα μας έριξε μια βιαστική ματιά.
«Είμαι ερωτευμένη», δήλωσε απλά. «Τι;» έκανε η Έρη. Την κοιτούσαμε και οι τρεις αποσβολωμένες. «Με ποιον;» ρώτησε η Μαρία. «Με ένα νεαρό». «Πού τον γνώρισες;» συνέχισε η Μαρία. «Στην τράπεζα. Ήρθε πριν από πέντε μήνες και δουλεύει στο ταμείο». «Νεαρός; Δηλαδή τι ηλικία έχει;» ήταν η σειρά της Έρης να ρωτήσει. «Είκοσι πέντε».
«Δεν είμαστε καλά. Πώς έγινε;» «Εκδήλωσε το ενδιαφέρον του σχεδόν απ’ την αρχή. Διακριτικά και όμορφα. Ανταποκρίθηκα στο φλερτ · του. Με κολάκευε, κι άλλωστε μου άρεσε και ο ίδιος. Είναι ευαίσθητος, τρυφερός, ευγενικός. Νοιάζεται αληθινά για μένα,για τις ανάγκες μου,για τους προβληματισμούς μου. Σκέφτηκα να γίνουμε φίλοι καλοί. Όμως, δεν ξέρω πότε και πώς, έχασα τον έλεγχο και βρέθηκα βαθιά ερωτευμένη μαζί του». Η Έρη περίμενε μέχρι να μας αφήσει ο σερβιτόρος τους καφέδες πριν συνεχίσει στην επόμενη ερώτηση. «Και ο Αντώνης;»
«Δεν ξέρει τίποτα». «Προχώρησε η σχέση σας;» θέλησε να μάθει η Μαρία. «Δεν έχουμε κάνει έρωτα, αν εννοείς αυτό. Όλα τα άλλα, ναι». «Πώς μπορείς;» απόρησε η Έρη, «Δεν μπορώ. Γι’ αυτό σας κάλεσα. Δεν ξέρω τι να κάνω». «Ζήσ’ το όσο μπορείς», της είπα εγώ/ανοίγοντας για πρώτη φορά το στόμα μου. Οι άλλες με κοίταξαν με απορία. Η αλήθεια ήταν πως κι εγώ απόρησα προς στιγμήν με τον εαυτό μου.
«Τι να της πω;» τις ρώτησα. «Είναι ερωτευμένη κι ευτυχισμένη, φαίνεται. Να πνίξει αυτό που νιώθει για να κερδίσει τι;» «Δεν ξέρω τι θα κερδίσει, ξέρω όμως τι θα χάσει», μου είπε η Μαρία. «Τον άντρα και την κόρη της». «Και γιατί να τους χάσω;» «Επειδή δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Όσο κι αν προσπαθήσεις να κρυφτείς, κάποια στιγμή ο Αντώνης θα σε καταλάβει. Και τότε;» «Τότε, θα δει τι θα κάνει», απάντησα εγώ στη θέση της. «Ελένη, είσαι με τα καλά σου;» με
ρώτησε η Έρη. «Τι είναι αυτά που της λες;» Αναστέναξα. «Δεν ξέρω. Ίσως κάνω λάθος. Όμως, πώς μπορούμε εμείς να τη συμβουλεύσουμε για το ποιο είναι το σωστό; Αυτό θα το βρει μόνη της. Αλλά, πείτε μου, αν η καρδιά της είναι δοσμένη αλλού, είναι δίκαιο τόσο για την ίδια όσο και για τον άντρα της να κοιμάται δίπλα του και να σκέφτεται κάποιον άλλο;» «Το θέμα είναι να τον βγάλει απ’ το μυαλό της. Αυτή η σχέση δεν μπορεί να έχει μέλλον. Ο νεαρός είναι είκοσι πέντε χρονών και η Νατάσσα σαράντα. Τι
μπορεί να περιμένει;» τόνισε η Μαρία. «Νομίζεις πως δεν προσπάθησα να εμποδίσω αυτή την κατάσταση;» ρώτησε η Νατάσσα. «Λες να έψαχνα να βρω ένα νεαρό για να τον ερωτευθώ; Τον απέφυγα, του μίλησα κυνικά, πήρα δέκα μέρες άδεια για να μη τον βλέπω. Μάταια. Δεν τα ελέγχεις αυτά τα πράγματα. Δυστυχώς. Στην αρχή μίσησα τον εαυτό μου. Σκέφτηκα πως φερόμουν σαν ξεμωραμένη γριά που πόθησε έναν ζιγκολό. Όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Δεν πόθησα ένα νεανικό κορμί. Αγάπησα αληθινά έναν άντρα. Και ξαφνικά αισθάνθηκα πολύ νέα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή όποτε τον · έβλεπα. Οι ώρες δεν περνούσαν μακριά του. Έχασα τον ύπνο
μου. Έχασα το μυαλό μου».
«Δεν ξέρω, Νατάσσα», είπε η Μαρία σκεφτικά. «Σε καταλαβαίνω έτσι όπως τα λες, όμως είσαι παντρεμένη». «Και ποιος λέει πως οι παντρεμένοι παύουν να ζουν, να αισθάνονται, να αγαπούν;» ρώτησα εγώ. «Ποιος μπορεί να απαγορεύσει στις καρδιές μας να ξαναχτυπήσουν τρελά κάποια στιγμή; Ο άνθρωπος είναι προγραμματισμένος να ερωτεύεται μόνο μία φορά στη ζωή του; Και γιατί όταν είμαστε ελεύθεροι έχουμε το δικαίωμα να αγαπήσουμε όσες φορές θέλουμε και να αγαπηθούμε άλλες τόσες;» «Ξέρετε, έχει κάποιο δίκιο η Ελένη», με υποστήριξε ξαφνικά η Έρη. «Θα σας πω κάτι που δεν σας έχω πει ποτέ. Πριν από
δέκα χρόνια είχα γνωρίσει κάποιον που είχε ζητήσει τη βοήθεια του άντρα μου για κάτι κληρονομικά θέματα που είχε. Δεν έχει σημασία το πώς, όμως ερωτευθήκαμε ο ένας τον άλλο, σχεδόν με την πρώτη ματιά. Αγαπούσα τον άντρα μου, όμως αυτό που ένιωθα για τον Χρήστο ήταν κάτι διαφορετικό και δυνατό. Πίεσα τον εαυτό μου και δεν προχώρησα ποτέ. Ακόμα τον σκέφτομαι πότε-πότε. Συχνά αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν είχα κάνει έρωτα μαζί του. Γιατί να μην ξέρω; Γιατί να μην έχω μια όμορφη ανάμνηση ολόδική μου να θυμάμαι; Ποιον θα έβλαπτα ; Και μη μου πείτε πως αν τύχαινε κάτι ανάλογο σε κάποιον από τους άντρες μας, θα είχε τους ίδιους ενδοιασμούς μ’ εμάς».
«Η ζωή μάς προσφέρει σχεδόν καθημερινά δώρα τυλιγμένα σε χρωματιστά χαρτιά», φιλοσόφησε η Νατάσσα. «Αν δεν τα ανοίξουμε πώς θα ξέρουμε ποιο κρύβει ευτυχία και ποιο πόνο; Γιατί να αρνηθώ εγώ τώρα αυτό το υπέροχο δώρο που έχει τη μορφή του Ντίνου;» «Ντίνο τον λένε;» ρώτησα, λες κι είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία. «Ναι». «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Για να σας πω την αλήθεια, σκεφτόμουν… και τώρα το αποφάσισα, να κάνω έρωτα μαζί του», δήλωσε
κατηγορηματικά. «Δεν μπορώ να κάνω πίσω. Το θέλω πολύ. Όπως είπε και η Έρη, σκέφτομαι συνέχεια πώς θα είναι. Αν τώρα νιώθουμε τόση αγάπη και τρυφερότητα, φανταστείτε πόσο υπέροχος θα είναι ο έρωτάς μας». «Ένα μόνο πράγμα να προσέξεις όσο μπορείς», τη συμβουλέυσα. «Επειδή δεν είσαι ο τύπος που πάει μόνο για ένα πήδημα, φρόντισε να μην πληγωθείς. Φρόντισε να μην ξεσχίσεις την καρδιά σου για να τη μοιράσεις στον άντρα σου και στον Ντίνο. Ζήσ’ το και απόλαυσέ το όσο κρατήσει, να είσαι όμως προετοιμασμένη για το τέλος που θα έρθει αναπόφευκτα. Μην καταλήξεις πληγωμένη και καταρρακωμένη».
Η Νατάσσα μου έσφιξε το χέρι. «Απ’ τη στιγμή που αγαπάς, η καρδιά σου αρχίζει · ήδη να σχίζεται στα δύο. Κι όσο για το τέλος, για οποιοδήποτε τέλος, ποτέ δεν μπορείς να είσαι καλά προετοιμασμένος. Όμως, αν ήταν να σκεφτόμαστε πάντα το τέλος, δεν θα κάναμε ποτέ μια αρχή. Μην ανησυχείς για μένα. Είμαι ευτυχισμένη, κι αυτό έχει σημασία. Μπορεί κάποια στιγμή να πληγωθώ, ωστόσο αυτή η ευτυχία δεν θα σβήσει ποτέ από την ψυχή μου. Αξίζει να πληρώσω κάποιο τίμημα». «Να μας ενημερώνεις καθημερινά», ζήτησε η Μαρία. «Ναι,για να γευθούμε κι εμείς λίγη από
την ευτυχία σου», συμπλήρωσε η Έρη. Έπειτα η συζήτηση γύρισε στα δικά μου. «Νιώθω αρκετά καλύτερα, όμως κουβαλάω ακόμα πολύ θυμό μέσα μου και ψάχνω συνέχεια τρόπους για να τον βγάλω. Μερικές φορές αισθάνομαι ένοχη απέναντι στον Γιάννη. Πιστεύω πως πληγώνεται πολύ». «Ένοχη να νιώθεις για το πώς κατάντησες τον εαυτό σου», μου είπε η Μαρία. «Κι όσο για τον Γιάννη, δεν έχει ανάγκη. Μπορεί να ενοχλείται που δεν σε έχει πια υποχείριό του, όμως θα το πάρει απόφαση και θα συνηθίσει τον καινούργιο σου ρόλο. Και θα σε
εκτιμήσει περισσότερο, να είσαι σίγουρη». «Το κακό είναι πως δεν ξέρω τι θέλω. Να αλλάξει συμπεριφορά και αντιμετώπιση απέναντί μου ή να συνεχίσει να με πιέζει μέχρι να γίνει το μπαμ;» «Αυτό που θέλεις είναι να εκτονωθείς, κι αυτό που χρειάζεσαι είναι χρόνος. Όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους. Κι όσο για το μπαμ, δεν ξέρεις τι είδους έκρηξη μπορεί να είναι. Ο καιρός θα δείξει», είπε η Νατάσσα. «Πολύ φοβάμαι πως δε θα αργήσει αυτή η ώρα. Τις τελευταίες μέρες σκέφτομαι σοβαρά να ψάξω για δουλειά».
«Αλήθεια; Και τι έχεις στο μυαλό σου;» ρώτησε η Μαρία. «Να σας πω. Αποφάσισα να κάνω ένα ήρεμο ξεκίνημα. Να μη την κοπανήσω από το σπίτι. Θα ψάξω για μια δουλειά που να μπορεί να γίνεται από μέσα». «Σαν τι;» «Μεταφράστρια. Τρεις ξένες γλώσσες ξέρω. Θα πάρω σβάρνα όλους τους εκδοτικούς οίκους και ελπίζω να βρω κάτι». «Δεν είναι άσχημη ιδέα», συμφώνησε η Νατάσσα. «Όμως δεν σε ενοχλεί που θα παραμένεις μέσα στους ίδιους τέσσερις τοίχους;»
«Λίγο ναι. Σκέφτηκα όμως να διαμορφώσω το ημιυπόγειο σε δικό μου χώρο. Θα το φτιάξω όπως αρέσει σ’ εμένα και θα απομονώνομαι εκεί όποτε και όσο θέλω». «Αν θέλεις βοήθεια για να το καθαρίσεις και να το στολίσεις, φώναξέ μας», προσφέρθηκε η Μαρία. «Καλά δεν λέω, κορίτσια;» Οι άλλες συμφώνησαν και μου ευχήθηκαν κάθε επιτυχία στο καινούργιο μου ξεκίνημα. Συζητήσαμε λιγάκι ακόμα για διάφορα άλλα θέματα και αποχαιρετιστήκαμε . Γύρισα σπίτι κατά τις εννιάμισι. Τα παιδιά δεν είχαν γυρίσει ακόμη από το
φροντιστήριο και ο Γιάννης τσεκάριζε κάποια τιμολόγια στο καθιστικό. «Πού ήσουν;» με ρώτησε. «Για καφέ με τα κορίτσια», απάντησα και κάθησα απέναντί του, φροντίζοντας να φαίνεται καλά το ξυραφάκι που κρεμόταν στο λαιμό μου. Το βλέμμα του στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα πάνω μου, αλλά δεν είπε τίποτα. Χαμήλωσε το κεφάλι και ξαναγύρισε στη δουλειά του. Επίτηδες το αγνόησε, σκέφτηκα. Κάνει υπομονή και υποχωρήσεις ελπίζοντας πως η συμπεριφορά μου είναι μόνο μια παιδιάστικη αντίδραση που δεν θα αργήσει να περάσει. Ανασήκωσα τους
ώμους και ανέβηκα στο δωμάτιο για να αλλάξω. Την άλλη μέρα, αμέσως μόλις έφυγαν όλοι από το σπίτι, ντύθηκα και ξεκίνησα για την Αθήνα. Έπιασα την Ιπποκράτους από τη μέση, πέρασα από την Σόλωνος και κατέληξα στην οδό Ακαδημίας. Σταματούσα σε κάθε εκδοτικό οίκο που συναντούσα κι έμπαινα μέσα για να ρωτήσω για απασχόληση μεταφράστριας. Μερικοί μου είπαν πως δεν ενδιαφέρονται, άλλοι ζήτησαν προϋπηρεσία. Τελικά βρήκα μια εταιρεία που εξέδιδε βιβλία τσέπης. Μου είπαν πως είχαν ανάγκη από μεταφραστές και με ρώτησαν αν είχα ξανακάνει αυτή τη δουλειά. Όταν τους απάντησα αρνητικά,τους είδα να
διστάζουν. «Είμαι βέβαιη πως θα σας κάνω», τους είπα με τόση σιγουριά και αποφασιστικότητα που δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. «Ξέρω άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες, μου αρέσει η λογοτεχνία, έχω διαβάσει πολλά βιβλία και χειρίζομαι άριστα την ελληνική». «Κομπιούτερ γνωρίζετε;» με ρώτησαν, «Φυσικά», απάντησα ψέματα. Γραφομηχανή ήξερα, αλλά από το κομπιούτερ γνώριζα μόνο το πληκτρολόγιό του, «Θα σας δώσουμε ένα δοκιμαστικό,
όπως κάνουμε με όλους τους καινούργιους μεταφραστές μας. Μπορείτε να το μεταφράσετε σε γραφομηχανή, μιας και δεν έχετε το πρόγραμμα που χρησιμοποιούμε εμείς στο κομπιούτερ. Αν η δουλειά σας είναι καλή, θα έρθει κάποιος ειδικός στο γραφείο σας και θα σας εγκαταστήσει στο κομπιούτερ το μεταφραστικό πρόγραμμα που δουλεύουμε. Καλή επιτυχία», μου ευχήθηκε ο υπεύθυνος και μου έδωσε δέκα σελίδες από κάποιο αγγλικό βιβλίο. «Πότε λέτε να μας το φέρετε;» Έριξα μια ματιά στα χαρτιά που κρατούσα και υπολόγισα το χρόνο που χρειαζόμουν.
«Όποτε θέλετε. Σε δυο-τρεις μέρες;» «Εντάξει. Σημειώνω πως θα το έχουμε την Παρασκευή. Είμαστε ανοιχτά μέχρι τις πέντε». Χαιρέτησα κι έφυγα. Ήταν Τρίτη. Είχα δυόμισι μέρες να το δουλέψω όσο καλύτερα μπορούσα. Σταμάτησα σ’ ένα περίπτερο και αγόρασα ένα βιβλίο του οίκου όπου σκόπευα να εργαστώ. Μέχρι να φτάσω στο πάρκιγκ όπου είχα αφήσει το αυτοκίνητό μου, έριχνα αναγνωριστικές ματιές στα φυλλάδια που έπρεπε να μεταφράσω. Κάποιες λέξεις μού ήταν άγνωστες, κάποιες άλλες τις ήξερα αλλά δεν τις θυμόμουν. Σε γενικές γραμμές η γλώσσα δεν μου φάνηκε απρόσιτη και το ύφος μού
ταίριαζε. Θα τα καταφέρω, σκέφτηκα αποφασιστικά κι έσφιξα τα χείλη. Είχα στηρίξει πολλά στην επιτυχία της προσπάθειάς μου. Την υπόλοιπη μέρα και σχεδόν ολόκληρη τη νύχτα τις αφιέρωσα στην ανάγνωση -στη μελέτη θα έλεγα του βιβλίου που είχα αγοράσει. Το πρωί, όταν έμεινα πάλι μόνη, βρήκα την παλιά γραφομηχανή του πατέρα μου και στρώθηκα στη δουλειά. Χρειάστηκε να ανοίξω πολλές φορές το δίτομο λεξικό του γιου μου για να βρω αγγλικούς ιδιωματισμούς που είχα πια ξεχάσει, αλλά μέχρι το μεσημέρι είχα τελειώσει το πιο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς. Το κακό ήταν πως δεν είχα συνειδητοποιήσει τι ώρα είχε πάει, κι
όταν γύρισαν τα παιδιά από το σχολείο δεν βρήκαν τίποτα να φάνε. «Θα σας τηγανίσω από δύο αυγά», είπα ένοχα και μάζεψα τα χαρτιά μου. «Σπουδαίο φαΐ…» σχολίασε η Νίκη. «Τι κάνεις εκεί ;» ρώτησε ο Άγγελος, κι έκανε δυο βήματα προς το μέρος μου. Εξήγησα και στα δύο πως είχα αποφασίσει να εργαστώ και τους μίλησα για τη δουλειά που πάσχιζα να πάρω. «Μπράβο, ρε μάμυ», με συγχάρηκε ο γιος μου. «Τώρα δηλαδή θα καμαρώνω στους φίλους μου πως είμαι παιδί μιας περιζήτητης μεταφράστριας».
«Άσε να με πάρουν πρώτα…» «Τα βιβλία θα γράφουν και το όνομά σου;» ζήτησε να μάθει η Νίκη. «Ναι. Με μεγάλα γράμματα στην πρώτη σελίδα και με μικρότερα μέσα. Όπως εδώ», απάντησα και της έδειξα το βιβλίο που είχα αγοράσει. «Όπα! Θα γίνεις διάσημη». Χαμογέλασα. Τα παιδιά καμάρωναν από τώρα για τη μάνα τους. Δεν έπρεπε να τα απογοητεύσω. Ούτε τον εαυτό μου. Την Παρασκευή το πρωί χτύπησα την πόρτα του υπευθύνου που μου είχε δώσει το δοκιμαστικό. Εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά στην πρώτη σελίδα και
μου ζήτησε να του τηλεφωνήσω σε δέκα μέρες περίπου για να μου πει αν τους έκανε η δουλειά μου. Το βράδυ εξήγησα ήρεμα στον Γιάννη τα σχέδιά μου. «Αφού σου έχω ξεκαθαρίσει πως δεν μου αρέσει να δουλεύει η γυναίκα μου», διαμαρτυρήθηκε. «Μου το είχες υποσχεθεί πριν παντρευτούμε». «Μου είχες πει ότι δεν ήθελες να λείπω από το σπίτι , να παραμελώ εσένα και τα παιδιά μας και να έχω τον καθένα να μου ρίχνεται. Ε, λοιπόν, δεν πρόκειται, να λείπω απ’ το σπίτι μας, δεν θα παραμελήσω κανένα σας και δεν θα έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου να
μου κολλάει. Θα είμαι ελεύθερη επαγγελματίας». «Καλά, και είσαι σίγουρη ότι θα σε πάρουν; Δεν είχες καμία επαφή με τις ξένες γλώσσες τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια». «Δεν είμαι καθόλου σίγουρη. Απλώς ελπίζω». «Α, καλά», έκανε πιο καθησυχασμένος τώρα. Προφανώς δεν πίστευε πως θα έκανα για τη θέση, κι έτσι θεωρούσε χαμένο κόπο να διαφωνήσει μαζί μου. Η ψυχοθεραπεύτρια χάρηκε πολύ όταν της είπα τα σχέδιά μου και ακόμα
περισσότερο όταν άκουσε πως δεν έγινε καμία άσχημη σκηνή με τον άντρα μου. «Βλέπω πως έχει τη διάθεση να σε βοηθήσει και να κάνει υποχωρήσεις που κάποτε θα του ήταν αδιανόητες», σχολίασε. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη», απάντησα δύσπιστα. «Δεν πιστεύω πως ο Γιάννης είναι από εκείνους που ξέρουν να υποχωρούν. Κι όσο για τη βοήθειά του, μπορεί να μου την προσφέρει, αρκεί να μην ξεβολεύεται ο ίδιος». «Μην είσαι τόσο αρνητική απέναντί του. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Δώσ’ του την ευκαιρία να σου το δείξει και, προς
Θεού, μη τον προκαλείς συνέχεια. Άφησέ του χρόνο να συνηθίσει την αλλαγή σου. Μην ξεχνάς πως τόσα χρόνια εσύ τον είχες μάθει σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Δεν μπορείς από τη μια στιγμή στην άλλη να του αναποδογυρίζεις τα δεδομένα, γιατί θα πάρει ανάποδες και θα έχεις εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα απ’ αυτό που προσδοκάς». «Και τι πρέπει να κάνω ; Να είμαι για άλλα τόσα χρόνια το θύμα του, μέχρι να συνηθίσει την ιδέα της αλλαγής μου;» «Όχι βέβαια. Όμως, όλα πρέπει να γίνουν βήμα προς βήμα. Όταν μια ζωή εσύ με ποδοπατάς κι εγώ σου λέω “ευχαριστώ”, θα πρέπει να σου εξηγήσω
ήρεμα και υπομονετικά πως δεν μου αρέσει πλέον αυτή η κατάσταση και θέλω να την αλλάξω. Αν την επόμενη φορά που με πατήσεις, εγώ σε αρχίσω στις σφαλιάρες χωρίς να σου έχω διασαφηνίσει πως δεν μου αρέσει αυτό που κάνεις, είναι λογικό να μην καταλάβεις το λόγο που σε έδειρα και να νευριάσεις μαζί μου. Κi έτσι τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Θέλω να πω οτι δεν χρειάζεται να είμαστε των άκρων. Υπάρχει πάντα ένας μέσος δρόμος που πρέπει να βρούμε. Και μέσος δεν σημαίνει απαραιτήτως μέτριος». Ίσως να μην ήξερα να βρω αυτόν το μέσο δρόμο. Ίσως να μην είχα το κουράγιο να τον ψάξω. Μπορεί να μην
υπήρχε για μένα και να τον γύρευα άδικα. Δεν ξέρω. Πάντως την Κυριακή η αισιοδοξία και η υπομονή μου με εγκατέλειψαν. Ο Γιάννης παρακολουθούσε έναν αγώνα ποδοσφαίρου στην τηλεόραση παρέα με τον Άγγελο. «Πότε άρχισε το ματς;» τον ρώτησα. «Πριν από δέκα λεπτά. Γιατί;» «Λέω να πεταχτώ μέχρι τη Μαρία για να παίξουμε σκραμπλ», είπα. «Πάλι θέλεις να φύγεις;» διαμαρτυρήθηκε νευριασμένα. «Δεν σε κρατάει το σπίτι σου καθόλου;»
«Αφού εσείς βλέπετε ποδόσφαιρο. Εγώ τι να κάνω; Τι πειράζει αν πάω σε μια φίλη μου να ξεσκάσω λιγάκι ;» παραπονέθηκα με τον παλιό, ένοχο τρόπο μου. «Το ποδόσφαιρο θα τελειώσει σε λίγο. Κάθησε με την οικογένειά σου». «Μα εγώ θέλω να πάω», επέμεινα σαν πεισματάρικο παιδί. «Έτσι και πας, θα χωρίσουμε!» με εκβίασε ανόητα εκείνος. Κι εγώ, ακόμα πιο ανόητα, ένιωσα να τρομοκρατούμαι. Όχι πως πίστεψα ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή του, ωστόσο φοβήθηκα να αντιμετωπίσω κι
άλλη γκρίνια, κι άλλους καβγάδες. Ξαφνικά, όλα μού φάνηκαν μάταια: Ο αγώνας μου να ξεφύγω από τα γρανάζια του, η ελπίδα να αλλάξω τη ζωή μου, η αγωνία μου να ξαναβρώ τον αυτοσεβασμό μου. Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Μόνη μου είχα χαράξει αυτή την πορεία και μου ήταν αδύνατο να βρω τώρα το σωστό δρόμο. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ’ τα μάτια μου. Του έριξα ένα πλάγιο βλέμμα κι ένιωσα πως τον μισούσα. Τον μισούσα επειδή υπήρξε και εξακολουθούσε να είναι τροχοπέδη στη ζωή μου. Τον μισούσα επειδή ήθελε να ορίζει και την παραμικρή μου κίνηση. Τον μισούσα επειδή ήταν πιο δυνατός από μένα και ήθελε να με εξουσιάζει.
Τον μισούσα επειδή δεν με άφηνε να είμαι εγώ. Άνοιξα το ψυγείο κι έβγαλα ένα μπουκάλι κρασί. Είχα διάθεση να πιω. Στο διάβολο και τα χάπια. Δεν μ’ ένοιαζε αν πάθαινα κάτι, αν πέθαινα. Μπορεί να ήταν κυρίαρχος της ζωής μου, όμως το θάνατό μου θα τον όριζα μόνο εγώ. Άδειασα βιαστικά δύο ποτήρια και γέμισα ένα τρίτο. Τελικά ποιον μισούσα περισσότερο ; Τον Γιάννη ή τον εαυτό μου; Το πρωί της καινούργιας εβδομάδας ξύπνησα με ένα νέο χάδι αισιοδοξίας στην ψυχή. Όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Δεν θα αργούσα να βρω το δρόμο μου…
Τα παιδιά με χαιρέτησαν κι έφυγαν για το σχολείο τους. Ο Γιάννης ξεκίνησε για τη δουλειά του με ένα ξερό «γεια». Φόρεσα μια φόρμα κι ένα μπλουζάκι και κατέβηκα στο ημιυπόγειο του σπιτιού μας. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα εκεί μέσα. Δυο-τρία παλιά έπιπλα, μια μοκέτα και τέσσερις κούτες με πράγματα που λυπόμουν να πετάξω. Κοίταξα γύρω μου σκεφτικά. Πρώταπρώτα ήθελε ένα καλό καθάρισμα. Έπειτα μπορούσα να αξιοποιήσω τα επιπλάκια που είχαν ξεχαστεί εδώ κάτω, να προσθέσω μερικά κομμάτια ακόμα, να στρώσω τη μοκέτα και να ανα· καλύψω τις παλιές κουρτίνες του καθιστικού. Μέσα στις κούτες μπορεί
να ξετρύπωνα και κάτι που να μου ήταν χρήσιμο. Ανέβηκα στη βεράντα και πήρα τη σκούπα, τη σφουγγαρίστρα, τον κουβά και τα απαραίτητα απορρυπαντικά. Ξανακατέβηκα τρέχοντας κάτω. Σήκωσα τα μανίκια μου κι έπιασα δουλειά. Σε δυόμισι ώρες ο χώρος έλαμπε. Είχα καθαρίσει ακόμα και το μικρό WC που επικοινωνούσε με το δωμάτιο. Έριξα γύρω μου μια επιδοκιμαστική ματιά. Τώρα θα άρχιζε το πιο ευχάριστο μέρος της δουλειάς. Έστρωσα τη μοκέτα κι έφερα το παλιό κομό με μια πολυθρόνα στη μια γωνιά του δωματίου. Τράβηξα το τραπέζι στη μέση του μακρύ τοίχου, με την
προοπτική να το μετατρέψω σε γραφείο. Ανοιξα τις κούτες κι άρχισα να ψάχνω το περιεχόμενό τους. Βρήκα ένα παλιό πορτατίφ που σκέφτηκα ότι θα έδενε όμορφα πάνω στο κομό. Ένα μπρούντζινο βάζο και κάποιο ασορτί σταχτοδοχείο θα στόλιζαν το τραπέζιγραφείο. Δύο σκαλιστά κηροπήγια τα έβαλα κοντά στο πορτατίφ. Ένα καλαθάκι βαμμένο σε χρώμα φούξια θα το γέμιζα με αποξηραμένα λουλούδια και θα διακοσμούσα κάποια γωνιά. Άναψα ένα τσιγάρο και κοίταξα προσεκτικά γύρω μου. Έπρεπε να προσθέσω μια καρέκλα για το γραφείο, μερικούς πίνακες στους τοίχους,
κουρτίνες στα μακρόστενα παράθυρα και αργότερα ένα φορητό στερεοφωνικό και μια μικρή βιβλιοθήκη. Α, κι ένα φωτιστικό στο ταβάνι και επειγόντως το κομπιούτερ του Άγγελου. Στη σκέψη του γιου μου κοίταξα το ρολόι μου και είδα πως η ώρα πλησίαζε δύο. Πάλι είχα ξεχάσει να μαγειρέψω. Έσβησα το τσιγάρο και ανέβηκα τρέχοντας στο σπίτι. Έβαλα νερό να βράσει και ετοίμασα μια γρήγορη σάλτσα για μακαρόνια. Στις δυόμισι που γύρισαν τα παιδιά,το φαγητό ήταν έτοιμο. «Άγγελε, θα μου δανείσεις το κομπιούτερ σου για τις μεταφράσεις μου;»
Λες κι ήταν σίγουρο πως θα με δέχονταν στη δουλειά. «Κι εγώ τι θα έχω, ρε μάμυ;» ρώτησε ο γιος μου. «Θα μπορείς να κατεβαίνεις κάτω για να το χρησιμοποιείς, μέχρι να αγοράσουμε καινούργιο», πρότεινα καθώς σέρβιρα στα πιάτα. «Δεν ξέρω», είπε σκεφτικά ο Άγγελος. «Έλα, αγόρι μου. Κάνε μου τη χάρη μόνο για λίγο καιρό». « Καλά », συμφώνησε έπειτα από λίγο. «Σ’ ευχαριστώ».
Πάει κι αυτό. Είχε τακτοποιηθεί. Τώρα έμενε να περιμένω την απάντηση του εκδοτικού οίκου. Το απόγευμα με πήρε τηλέφωνο η Νατάσσα. «Κερνάς καφέ;» με ρώτησε. «Θα είσαι σπίτι;» «Με μεγάλη μου χαρά! Πού αλλού θες να ’μαι;» Ετοίμασα την καφετιέρα και πετάχτηκα στο ζαχα-, ροπλαστείο της γειτονιάς για να αγοράσω ένα κέικ. Τακτοποίησα τα μαξιλάρια στο καθιστικό, άφησα αναμμένο μόνο το μικρό πορτατίφ της γωνίας και άναψα το τζάκι περιμένοντας
τη φίλη μου. Είχα δημιουργήσει μια ευχάριστη, ρομαντική ατμόσφαιρα για να ταιριάζει με αυτά που είχα προαίσθηση πως θα άκουγα. Μόλις είχαν φύγει τα παιδιά για τα Αγγλικά τους, όταν χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα και μπήκε μέσα μια Νατάσσα που έλαμπε. «Είμαι πολύ ευτυχισμένη», μου είπε αφού με φίλησε. «Αποφάσισα να μιλήσω πρώτα μαζί σου επειδή εσύ ήσουν αυτή που με κατάλαβε περισσότερο». «Να υποθέσω πως… επήλθε το μοιραίο;» την πείραξα.
«Ω, ναι. Και ήταν υπέροχο. Καμία σχέση με αυτό που φανταζόμουν». «Περίμενε να φέρω τους καφέδες χάι θα μου τα πεις όλα». Η Νατάσσα άναψε τσιγάρο, σκάλισε τη φωτιά στο τζάκι και κάθησε στην άνετη πολυθρόνα, περιμένοντάς με ανυπόμονα. «Λοιπόν;» ρώτησα με έξαψη μόλις έφερα τα φλιτζάνια μας. «Ελένη μου,ένα θα σου πω: δεν μετανιώνω καθόλου. Δεν ξέρω αν και πότε είχα νιώσει ξανά έτσι». Την κοιτούσα χαμογελώντας χωρίς να μιλάω.
«Ήταν υπέροχα. Συναντηθήκαμε το Σάββατο το πρωί και πήγαμε για καφέ στην Κηφισιά. Έπειτα μου πρότεινε να πάμε στο σπίτι του, μια γκαρσονιέρα στα Μελίσσια. Ήταν τόσο τρυφερός, τόσο γλυκός, τόσο ανυπόμονος να με κάνει δική του. Όσες φορές θυμάμαι να έχω κάνει έρωτα με τον Αντώνη, ήταν όλες στο ίδιο στιλ. Χουφτώματα στα επίκαιρα σημεία, προστυχόλογα για να φτιαχτεί και μια γρήγορη “ξεπέτα” στο κρεβάτι. Έπειτα μου γυρνούσε την πλάτη και ροχάλιζε σαν βόδι. Καταλαβαίνεις;» Χαμογέλασα πικρά. «Κάτι ξέρω κι εγώ απ’ αυτά», είπα.
«Ο Ντίνος με αγκάλιασε, με φίλησε, με χάιδεψε παντού, μου μίλησε τρυφερά κι έπειτα μπήκε μέσα μου με τόσο πάθος, τόση τρυφερότητα, τόση λαχτάρα… Σαν να ήταν η πρώτη του κι η τελευταία μας φορά. Ύστερα μείναμε αγκαλιασμένοι και μουρμουρίζαμε λόγια αγάπης. Δεν μου έκανε καρδιά να σηκωθώ να γυρίσω στο σπίτι. Είμαι τόσο ευτυχισμένη, τόσο ερωτευμένη!» «Αυτό έχει σημασία. Να απολαμβάνεις το γλυκό ποτό της χαράς τη στιγμή που η ζωή σε κερνάει και να κρατάς την υπέροχη γεύση του στο στόμα σου για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορείς. Ποιος ξέρει τι θα περιέχει το επόμενο ποτήρι της;»
«Αυτό που μου έκανε βαθιά εντύπωση, αυτό που με ενθουσίασε περισσότερο, είναι πως τις στιγμές του έρωτά μας ένιωσα πραγματικά να γινόμαστε ένα, κάτι που δυστυχώς δεν θυμάμαι να το έχω νιώσει με . τον Αντώνη. Δεν ξέρω αν μπορείς να με καταλάβεις, δεν ξέρω πώς να .σου το εξηγήσω, όμως… Να, εκείνη την ώρα δεν υπήρχε “εγώ” ή “εσύ”. Ήμαστε “εμείς”, μία ψυχή, μία καρδιά, ί>α μϋαλό. Δύο κορμιά τόσο τέλεια ταιριασμένα μεταξύ τους, που έμοιαζαν με ένα. Δεν το περίμενα να ανακαλύψω στα σαράντα μου πως υπάρχει τέτοιος έρωτας». «Είμαι βέβαιη πως υπάρχει, πολύ φοβάμαι όμως ότι δεν είναι γραφτό να τον γνωρίσουμε όλοι. Όσο για την
ηλικία, δεν πιστεύω πως η ομορφιά της αγάπης έχει να κάνει με τους αριθμούς της ταυτότητάς μας. Τα κορμιά μας μπορεί να γερνούν, οι καρδιές μας όμως, τα αισθήματά μας μένουν πάντα στην ίδια ηλικία. Γεννιούνται και πεθαίνουν νέα. Μέχρι τα εξήντα ή τα ογδόντα μας, έχουμε την ανάγκη να αγαπάμε και να μας αγαπούν, έχουμε την ικανότητα να κλαίμε και να γελάμε. Με νευριάζει, ξέρεις, όταν ακούω να κοροϊδεύουν και να μιλούν για γεροντοέρώτες, διαφορές ηλικίας κι άλλα τέτοια. Ποιος μπορεί να καταλάβει πώς νιώθει ο άλλος, ο οποιοσδήποτε άλλος; Ποιος μπορεί να διακρίνει αυτή τη λάμψη, αυτή την ευτυχία που βλέπω εγώ τώρα στο πρόσωπό σου;»
«Να ’ξερες πόσο χαίρομαι που με καταλαβαίνεις», μου είπε η Νατάσσα αναστενάζοντας. «Όλοι ξέρουν να κρίνουν και να κατακρίνουν, να μιλούν για άπιστες γυναίκες ή άντρες, για κέρατα και κερατάδες, για πουτανιές και ανηθικότητες». «Όχι πάντα. Όχι όταν την απιστία την κάνει ο άντρας. Εκεί βρίσκουν πάντα ελαφρυντικά», τη διόρθωσα. «Να σου πω τι λέω εγώ; Γιά όλους υπάρχουν ελαφρυντικά. Είτε πρόκειται για άντρα είτε για γυναίκα, κάποιος σοβαρός λόγος θα υπάρχει για να σε οδηγήσει σε άλλη αγκαλιά. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι απαραίτητο να φταίει πάντα κάποιος. Μπορεί ένα
ζευγάρι να είναι μια χαρά και ξαφνικά ο ένας να νιώσει έναν ακατανίκητο έρωτα, μια δυνατή αγάπη για κάποιον άλλο», «Μμμ…» έκανα σκεφτικά. «Εδώ διαφωνώ. Πάντα φταίει κι ο άλλος. Στις καλύτερες περιπτώσεις επειδή είναι αδύνατο να είναι όπως ακριβώς τον θέλουμε. Μέρα με τη μέρα αλλάζουμε όλοι. Το μυστικό είναι να ακολουθεί αυτή την αλλαγή και ο σύντροφός μας. Να κινείται παράλληλα, να προσαρμόζεται στις καινούργιες ανάγκες μας, να κατανοεί τις ξαφνικές ανησυχίες και τους προβληματισμούς μας. Δεν είναι δυνατόν ο Αντώνης να είναι όπως ήταν όταν πρωτογνωρίστηκατε, ούτε εγώ να είμαι όπως όταν με γνώρισε ο Γιάννης. Και
δεν μιλάω για την εξωτερική εμφάνιση». «Ίσως έχεις δίκιο. Ναι, ίσως αν ο Αντώνης ήταν διαφορετικός, γλυκός και τρυφερός σαν τον Ντίνο, ίσως τότε να μην ερωτευόμουν άλλον άντρα». «Τελικά φαίνεται πως αγαπάμε αυτό που μας λείπει, αυτό που δεν έχουμε, ίσως αυτό που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε», είπα. «Η ουσία είναι πως για να μπει καινούργιος άνθρωπος στην καρδιά μας, βρήκε κενή θέση. Κι αυτή τη θέση τού την άφησε ο άλλος με τον τρόπο του. Αν η δική σου καρδιά ήταν γεμάτη από τον άντρα σου, ο Ντίνος δεν θα έβρισκε τη δύναμη να τον παραγκωνίσει ν.αι να διεκδικήσει
κάποιο κομμάτι. Ο Αντώνης ήδη είχε αρχίσει να αποχωρεί». «Και με το κομμάτι που εξακολουθεί να ανήκει ακόμα στον Αντώνη τι κάνω;» με ρώτησε η Νατάσσα. «Το αγαπάς κι αυτό. Με άλλο τρόπο. Ο άνθρωπος έχει τόση αγάπη κρυμμένη στην καρδιά του, που φτάνει για να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Αναλογίσου πόσους ανθρώπους αγαπάς εσύ. Τον καθένα με τον τρόπο σου, βέβαια, όμως τους αγαπάς όλους.ΤΗ αγάπη είναι μία, Νατάσσα. Οι μορφές της αλλάζουν μόνο. Γ ι’ αυτό δεν πιστεύω πως πρέπει να νιώθουμε ενοχές όταν μπαίνει άλλος ένας άνθρωπος στην καρδιά μας».
«Ναι, αλλά εδώ δεν μιλάμε για απλή μορφή αγάπης. Μιλάμε για ερωτική,το οποίο σημαίνει και σεξ. Και το οποίο είναι κατακριτέο». «Ναι, είναι. Και μην κοιτάς που μιλώ τόσο απελευθερωμένα. Κι εμένα με ξενίζει. Όμως, είμαστε από τους ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αγάπη από το σεξ. Δεν μπορούμε να κάνουμε έρωτα αν δεν νιώθουμε τη συγκεκριμένη μορφή της αγάπης και ούτε μπορούμε να αγαπάμε χωρίς να νιο^θουμε την ανάγκη να γίνουμε ένα με τον άνθρωπό μας. Τι να πω…» Μπερδεμένα πράγματα.
«Ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω», σκέφτηκα φωναχτά. «Κατηγορούμε την απιστία και τους άπιστους, χωρίς να έχουμε σκεφτεί ποτέ πως όλοι υπήρξαμε άπιστοι κάποιες φορές στη ζωή μας. Μπορεί να μη φτάσαμε στο κρεβάτι με τον άλλο, όμως με το μυαλό μας πόσες φορές δεν έχουμε απατήσει το σύντροφό μας; Τελικά ποιο είναι χειρότερο,η σαρκική ή η συναισθηματική απιστία;» «Δεν ξέρω. Μέχρι πριν από λίγο καιρό πίστευα πως δεν θα μπορούσα να συγχωρήσω μια σχέση εξωσυζυγική του Αντώνη, Αλλά πάλι, μήπως θα μπορούσα να ανεχθώ να είμαι δίπλα του και να σκέφτεται κάποια άλλη, έστω κι αν δεν πήγε ποτέ μαζί της; Το ίδιο είναι
και τα δύο. Θέλουμε τον άλλο ολοκληρωτικά δικό μας, αυτό είναι. Κι όταν χάσουμε ένα κομμάτι του, όποιο κι αν είναι αυτό, θυμώνουμε και τιμωρούμε». Η Νατάσσα έφυγε λίγο πριν τις δέκα. Τα παιδιά γύρισαν ένα τέταρτο μετά την αναχώρησή της και ο Γιάννης κατά τις έντεκα. Με βρήκε καθισμένη στο καθιστικό να διαβάζω. «Δεν κοιμήθηκες ακόμα;» ρώτησε. «Δεν νυστάζω. Αντε να δούμε πότε θα αρχίσουν να με πιάνουν τα υπνωτικά χάπια». «Με πήρε ο Αντρέας τηλέφωνο και
κανονίσαμε να έρθουν την Παρασκευή το βράδυ να πιούμε κάνα ποτηράκι. Δεν χρειάζεται να ετοιμάσεις τίποτα. Θα παραγγείλουμε πίτσες». «Εμένα δεν σκέφτηκες να με ρωτήσεις; Δεν μπορώ», του είπα. «Γιατί;» «Ξεχνάς πως κάθε Παρασκευή έχω ραντεβού με το γιατρό;» «Εντάξει. Κατά τις δέκα θα είσαι πίσω. Κι όπως σου είπα, δεν θα χρειαστεί να φτιάξεις τίποτα. Πού είναι το πρόβλημα;» Το πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να μάθει να ζητάει και τη δική μου γνώμη πριν
κανονίσει κάτι που αφορούσε κι εμένα. Δεν ήμουν υπάλληλός του, που θα έπρεπε να εκτελώ αμέσως τις εντολές του οποιαδήποτε στιγμή. «Το πρόβλημα είναι πως δεν με βολεύει την Παρασκευή. Δεν μπορώ», δήλωσα τελεσίδικα. «Έλα, βρε Ελένη. Το κανόνισα τώρα». «Δεν πειράζει. Θα το ξεκανονίσω εγώ». Και το ξεκανόνισα. Κι εκείνος δεν είπε τίποτα. Κι εγώ χάρηκα για άλλη μία νίκη μου. Είχα δοθεί ολοκληρωτικά στην αναζήτηση του εαυτού μου. Ό,τι κι αν έκανα προσπαθούσα ώστε να με
οδηγήσει στο σωστό δρόμο. Ό,τι δεν έκανα ήταν επειδή δεν με ευχαριστούσε. Ένα από αυτά τα τελευταία ήταν και η φασίνα του σπιτιού. Είχα κουραστεί τόσα χρόνια να ακολουθώ το ίδιο πρόγραμμα σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, πλύσιμο, σιδέρωμα. Είχα κουραστεί να τρέχω πίσω τους για να διατηρώ τα αποτελέσματα της ψυχικής και σωματικής μου κούρασης. Το σπίτι έπαψε να λάμπει όπως παλιά. Η γυναίκα που ερχόταν μέχρι τότε κάθε Τετάρτη, δεν κατάφερνε να ισοσταθμίζει το δικό μου κόπο μιας ολόκληρης εβδομάδας. Γ ι’ αυτό της ζήτησα να έρχεται και δεύτερη φορά, κάθε Σάββατο. Εκείνο το Σάββατο, λοιπόν, όταν ο
Γιάννης γύρισε στο σπίτι από τη δουλειά, η Ιβάνκα είχε τελειώσει τα δωμάτια και τα μπάνια του επάνω ορόφου, τις κάτω βεράντες και είχε αρχίσει να καθαρίζει την κουζίνα. Εγώ όλο το πρωί έλειπα στο σούπερ μάρκετ και στη λαϊκή, κι έτσι δεν την είχα βοηθήσει καθόλου. Τα παιδιά είχαν καλέσει τρεις φίλους τους και κάθονταν στο καθιστικό. Ο Γιάννης μπήκε μέσα φανερά εκνευρισμένος. Ισως κάτι να είχε συμβεί στη δουλειά του δεν μπορούσα να ξέρω. Ίσως πάλι να μην του είχε καθήσει κάποια γκόμενα. «Άλλη φορά δεν θέλω να ξαναδώ Σάββατο την Ιβάνκα εδώ», μου δήλωσε
κοφτά. Έριξα μια αμήχανη ματιά στην ξένη γυναίκα και τα παιδιά. «Μπορούμε να το συζητήσουμε αργότερα», πρότεινα με χαμηλή φωνή. «Γιατί, δεν σε βολεύει τώρα;» «Τώρα δεν είμαστε μόνοι μας», του τόνισα. «Ωραία, πάμε πάνω για να είμαστε μόνοι μας», είπε και ξεκίνησε για τη σκάλα. Τον ακολούθησα επειδή δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα στους άλλους. Όχι τόσο στην Ιβάνκα όσο στους φίλους
των παιδιών μου, που ήξερα πως θα μετέφεραν ό,τι έβλεπαν και άκουγαν, στα σπίτια τους. «Δεν μπορώ να γυρνάω στο σπίτι μου και να βρίσκω ένα χαμό», μου είπε επιθετικά όταν βρεθήκαμε κλεισμένοι στο δωμάτιό μας. «Πού είδες το χαμό;» ρώτησα. «Όλα είναι άνω-κάτω. Ήρθα κουρασμένος και θέλω να ηρεμήσω. Δεν μπορώ να έχω τη γυναίκα μες στα πόδια μου, ούτε να νιώθω όλη αυτή την ακαταστασία». «Αν πρόσεξες, η κρεβατοκάμαρά σου είναι καθαρή κι έτοιμη να ξαπλώσεις και
να ξεκουραστείς όσο θέλεις. Το ίδιο και το μπάνιο και όλος ο όροφος, τέλος πάντων». «Δεν θέλω να ξαπλώσω. Και δεν θα μου πεις τι θα κάνω. Θέλω να καθήσω στην κουζίνα μου»\ «Από πότε άρχισε να σε εμπνέει η κουζίνα;» ρώτησα προκλητικά. «Μέχρι τώρα, ήξερα πως κάθε Σάββατο που γυρνάς από τη δουλειά θέλεις να κάνεις ντους και να κοιμηθείς. Γι’ αυτό φρόντισα να είναι έτοιμα όλα εδώ πάνω. Για να ξαπλώσεις χωρίς να σε ενοχλεί κανείς». «Με ενοχλεί που γυρνάω στο σπίτι μου και βρίσκω άλλους μαζεμένους εδώ
μέσα. Λοιπόν, θα το πεις εσύ στην Ιβάνκα να μην ξανάρθει Σάββατο, ή θα της το πω εγώ;» «Δεν μου αρέσει να ανακατεύεσαι ακόμα και στο νοικοκυριό μου. Εμένα με βολεύει Σάββατο». «Πολύ καλά». Ανοιξε με θυμό την πόρτα του δωματίου και κατέβηκε τη σκάλα. «Ιβάνκα», είπε απότομα στη γυναίκα, που σκούπιζε εκείνη την ώρα την κουζίνα, «μπορείς να έρχεσαι άλλη μέρα εκτός από Σάββατο; Στα παλιά μου τα παπούτσια ποια μέρα θα είναι, αρκεί να μην είναι Σάββατο».
Η Ιβάνκα τον κοίταξε τρομαγμένη. Εγώ, πίσω από την πλάτη του, της έκανα νεύμα να πει «όχι». Τα παιδιά μου μάζεψαν τους φίλους τους και ανέβηκαν στα δωμάτιά τους. «Άκου να δεις», είπε άγρια, γυρνώντας σε μένα, «δεν θα με πηδάς εσύ». «Ούτε εσύ θα πηδάς εμένα!» του αντιγύρισα θυμωμένα. Με κοίταξε με μάτια που άστραφταν από οργή και για μια στιγμή φοβήθηκα πως θα σήκωνε το χέρι του να με χτυπήσει. Ύστερα τον είδα να ρίχνει μια κλωτσιά στη σακούλα με τα σκουπίδια που είχε αφήσει η Ιβάνκα σε μια άκρη και να αδειάζει το περιεχόμενό της στα
καθαρά πλακάκια της κουζίνας. «Είσαι απαίσια», μου είπε περιφρονητικά. «Ένα μηδενικό, αυτό είσαι». Και γυρνώντας μου την πλάτη, ανέβηκε στο δωμάτιό μας. Έμεινα κοκαλωμένη να κοιτώ πότε τη σκάλα και πότε την Ιβάνκα. Ντροπή και θυμός με έκαναν να τρέμω. Η συμπεριφορά του ήταν ακατανόητη και αδικαιολόγητη. Με ποιο δικαίωμα με έκανε σκουπίδι;Τι του είχα κάνει; Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή του από τον επάνω όροφο να με διατάζει: «Έλα πάνω. Θέλω να μιλήσουμε».
Καθυστέρησα επίτηδες πέντε-δέκα λεπτά, για να μην του δώσω τη χαρά να σκεφτεί πως τσακιζόμουν να εκπληρώσω την κάθε απαίτησή του. «Κλείσε την πόρτα», είπε μόλις με είδε μπροστά του. Έκλεισα την πόρτα.του υπνοδωματίου για να μην ακουγόμαστε και προσπάθησα να τον κοιτάξω προκλητικά. «Άκου να δεις», άρχισε με φωνή βραχνή από το θυμό. «Έχεις αρχίσει να αλλάζεις και δεν μου αρέσει καθόλου. Μου βγάζεις γλώσσα και ο τρόπος που μιλάς είναι απαίσιος. Κάνε μου μια εξήγηση, πες μου “αυτή θα είμαι από
’δω και πέρα” και θα σηκωθώ να φύγω από ’δω μέσα». «Δεν καταλαβαίνω γιατί σε ενόχλησε ο τρόπος που σου μίλησα. Όταν χρησιμοποιείς εσύ αυτά τα λόγια, είναι ωραία; Δεν σκέφτεσαι πως μπορεί να ενοχλούν εμένα;» «Άλλο εγώ. Εμένα με ξέρεις, πάντα νεύριαζα εύκολα και τότε μιλούσα άσχημα. Εσένα δεν σε έχω μάθει έτσι. Αν θέλεις να γίνεις τέτοια, σου το είπα, κάνε μου μια καθαρή εξήγηση και πες μου πως δεν θα είσαι πια αυτή που ήσουν», «Θέλεις να μάθεις αν θα συνεχίσω να είμαι η ηλίθια που άκουγα υπομονετικά
τις βρισιές και τις προσβολές σου χωρίς να μιλώ; Ε, όχι. Έπαψα να είμαι τόσο χαζή. Έχω προσωπικότητα και αξιοπρέπεια, και απαιτώ να με σέβεσαι όπως σε σέβομαι», «Εγώ θέλω να μου πεις αν θα μιλάς άσχημα, αν θα νευριάζεις, αν θα συνεχίσεις να βγαίνεις με τις φίλες σου, αν θα μου αντιμιλάς,,, Αν θα καπνίζεις», θυμήθηκε να συμπληρώσει. «Θέλω μια σταράτη εξήγηση για να κανονίσω κι εγώ τι θα κάνω. Και, μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε διώξω απ’ το σπίτι. Θα μείνεις εδώ μαζί με τα παιδιά, κι εγώ θα νοικιάσω μια σουίτα σε κάποιο ξενοδοχείο». «Είσαι πολύ μεγαλόψυχος», τον
ειρωνεύτηκα και βγήκα από το δωμάτιο. «Περιμένω την απάντησή σου», μου φώναξε. Μέχρι το βραδάκι δεν είχαμε μιλήσει καθόλου. Εκείνος έκανε υπολογισμούς στο καθιστικό με το κομπιουτεράκι του, παρέα με ένα μπουκάλι κρασί. Εγώ είχα ξεκλέψει ένα ποτηράκι και το έπινα μόνη μου στην κουζίνα, όταν άκουσα τον ήχο του κουδουνιού. Ήταν ο Κώστας με τη Μαρία. «Τα δίδυμα είναι στη μάνα μου και βρήκαμε ευκαιρία να περάσουμε για ένα ποτό», είπε ο Κώστας αφού μας φίλησε. «Καλά κάνατε. Κι εγώ πίνω τόση ώρα
μόνος μου κρασί και ήθελα μια παρέα. Να παραγγείλουμε καμιά πίτσα για να μη το πίνουμε ξεροσφύρι». Όση ώρα έκαναν να διαλέξουν τι ήθελαν να φάνε, η Μαρία με ξεμονάχιασε στην κουζίνα. «Τι έγινε; Νιώθω την ατμόσφαιρα τεταμένη». Της εξήγησα τι είχε γίνει. «Δεν ξέρω τι να κάνω. Τι απάντηση να του δώσω», κατέληξα μπερδεμένη. «Να μην του πεις τίποτα. Μην παίζεις το παιχνίδι του. Άφησέ τον. Θα δει την απάντηση στη συμπεριφορά σου. Ρίξ’ το στην πλάκα».
Στρώσαμε το τραπέζι και καθήσαμε να φάμε. Ανοίγαμε τα μπουκάλια με το κρασί, το ένα μετά το άλλο. Κάποια στιγμή ο Γιάννης άρχισε να ψευδίζει από το πολύ κρασί. «Εγώ λέω να μην πιούμε άλλο», είπε ό Κώστας. «Ήδη έχουμε μεθύσει». «Εγώ είμαι μια χαρά. Δεν με πιάνει καθόλου εμένα το αλκοόλ», υποστήριξε ο άντρας μου και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Είδα τους φίλους μας να κοιτάζονται με νόημα. «Πώς πάει η ετοιμασία του γραφείου σου;» με ρώτησε η Μαρία.
«Αρκετά καλά. Θα σου το δείξω όταν θα είναι πανέτοιμο. Πάντως είμαι βέβαιη ότι θα γίνει πολύ ωραίος χώρος». «Άντε, θα έχουμε και μια μεταφράστρια στην παρέα», είπε ο Κώστας με καμάρι. «Τρίχες κατσαρές», ειρωνεύτηκε ο Γιάννης. «Τόσο εύκολο νομίζετε πως είναι να πάρει τη δουλειά; Χωρίς προϋπηρεσία, δίχως να έχει κάνει τις απαραίτητες σπουδές; Υπάρχουν τόσοι πετυχημένοι μεταφραστές -τις υποτιθέμενες ικανότητες και την εξυπνάδα της Ελένης περίμεναν;» «Γιατί είσαι τόσο αρνητικός; Γιατί θέλεις να υποβιβάζεις την προσπάθεια και την αξία της;» τον κατέκρινε ο
Κώστας. «Αποκλείεται να έχει ταλέντο γι’ αυτή τη δουλειά; Αποκλείεται να πετύχει;» «Σιγά μωρέ. Τόσα χρόνια είναι χωμένη στην κουζίνα της και ξαφνικά αποφάσισε να το παίξει διανοούμενη. Με τι προσόντα; Εκτός κι αν στήσει κώλο». «Αυτό που κάνεις δεν είναι καθόλου σωστό», τον επέπληξε και η Μαρία. «Η γυναίκα σου, όσον καιρό είναι μαζί σου, σε στήριξε και σε βοήθησε να πραγματοποιήσεις τα σχέδιά σου. Ξέχασε τον δικό της εαυτό για να πετύχεις εσύ. Κι αντί να της ανταποδώσεις το καλό που σου έκανε, προσπαθείς να ψαλιδίσεις τα όνειρά της
πριν καλά-καλά βλαστήσουν;» «Εγώ δεν μπορώ να της κάνω τίποτε. Αν έχει αξία θα φανεί», απάντησε ο Γιάννης και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Πήρα το μπουκάλι και γέμισα κι εγώ το δικό μου. Το χέρι μου έτρεμε και τα μάτια μου είχαν αρχίσει να θολώνουν. Προσπάθησα να συγκρατηθώ. Δεν θα του έδινα την ικανοποίηση πως είχε καταφέρει να με εξευτελίσει για άλλη μία φορά. Σηκώθηκα κι έφερα τα τσιγάρα μου. Αφού προσέφερα στους άλλους, άναψα κι ένα δικό μου. «Ξέρεις πολύ καλά πως δεν θέλω να καπνίζεις», μου είπε θυμωμένα. «Επίτηδες το κάνεις, για να μου πας
κόντρα;» «Δεν έχω καμία διάθεση να σου πάω κόντρα. Απλώς νιώθω την ανάγκη να καπνίσω ένα τσιγάρο». «Κάτι σου είπα νωρίτερα, θυμάσαι; Έτσι μου δίνεις την απάντησή σου;» «Δεν δίνω καμία απάντηση. Θέλω μόνο να καπνίσω», απάντησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Κώστα, προβλέπω πως θα αναλάβεις άλλο ένα διαζύγιο. Το δικό μας», είπε ο Γιάννης. «Φιλαράκο, λες βλακείες και το ξέρεις. Έχεις πιει και δεν ελέγχεις τη γλώσσα σου».
«Σας πληροφορώ πως είμαι πάρα πολύ νηφάλιος και ξέρω πολύ καλά τι λέω. Έκανα μια εξήγηση στην κυρία, αλλά φαίνεται πως δεν την προβλημάτισε πολύ. Τη Δευτέρα θα περάσω από το γραφείο σου». «Γιατί προσπαθείς να ελέγχεις τη ζωή των άλλων;» επενέβη η Μαρία. «Δεν είσαι μόνο εσύ άνθρωπος, είναι και οι άλλοι. Δεν έχεις μόνο εσύ δικαιώματα. Δεν δικαιούσαι μόνο εσύ σεβασμό και εκτίμηση». «Εγώ είμαι αυτός που είμαι και δεν επιτρέπω σε κανένα να μου πηδάει την προσωπικότητα. Σε όποιον αρέσει. Της είχα κάνει τις εξηγήσεις μου πριν παντρευτούμε, και τις δέχτηκε. Θέλετε
να πείτε πως είμαι λάθος; Σκασίλα μου! Ήμουν όμως ντόμπρος, δεν την ξεγέλασα». Εδώ όφειλα να ομολογήσω πως είχε ένα κάποιο δίκιο. Μου είχε δείξει από την αρχή τον αληθινό του χαρακτήρα, κι εγώ τον είχα δεχτεί ελπίζοντας πως με την αγάπη μου και τη σταδιακή ωριμότητά του θα άλλαζε στα πιο σημαντικά σημεία. Είχα επίσης πιστέψει πως από τη στιγμή που θα είχα κοντά μου τον άνθρωπο που αγαπούσα, θα μπορούσα να λειτουργήσω όπως ήθελε εκείνος. Το ίδιο τραγικό λάθος που κάνουν οι περισσότεροι ερωτευμένοι. «Την προσωπικότητα των άλλων δεν τη σκέφτεσαι ;» τόλμησα να ρωτήσω με
φωνή που έτρεμε. «Χέστηκα για την προσωπικότητα των άλλων. Εγώ νοιάζομαι για τη δική μου. Αν νομίζεις ότι θίγω τη δική σου, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Όχι όμως όταν είσαι δίπλα μου». «Δηλαδή θα πρέπει ή ο ένας ή ο άλλος να είναι ευτυχισμένος εδώ μέσα;» θέλησα να μάθω. «Δεν μπορούμε να βρούμε τον τρόπο ώστε να είμαστε και οι δύο καλά;» «Ο τρόπος ο δικός σου δεν μου αρέσει, δεν μου κάνει. Και σταμάτα να το παίζεις νευριασμένη και να κουνάς το πόδι σου δίπλα μου».
Συνειδητοποίησα πως, πράγματι, ο εκνευρισμός είχε κάνει τα πόδια μου να τινάζονται μηχανικά. «Κι αυτό σ’ ενοχλεί ;» ρώτησα. «Όλα μ’ ενοχλούν. Το τσιγάρο που καπνίζεις, το κρασί που πίνεις, τα νεύρα που έχεις, το ότι με γράφεις στο πράμα σού. Τό ότι σε παντρεύτηκα». «Είσαι μεθυσμένος και δεν ξέρεις τι λες», του είπε ο Κώστας. «Γίνεσαι γελοίος». «Γνώμη σου. Δεν είμαι καθόλου μεθυσμένος και ξέρω τι μου γίνεται. Η κυρία είναι κλασικό δείγμα γυναίκας που κάνει τα πάντα για να τυλίξει
κάποιον και να τον παντρευτεί, κι έπειτα φανερώνει τον αληθινό της εαυτό». «Τον αληθινό της εαυτό τον γνώρισες όταν την ερωτεύθηκες»,του θύμισε η Μαρία. «Εσύ προσπάθησες να της τον αλλάξεις, να της τον εξαφανίσεις». «Εγώ απλώς προσπάθησα να την κάνω καλύτερη. Εγώ την έκανα κυρία». «Γιατί, πριν τι ήμουν;» ζήτησα να μάθω, σκουπίζοντας τα πρώτα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν. «Ένα άμυαλο κοριτσόπουλο. Αν δεν παντρευόσουν εμένα θα ήσουν αυτή που είσαι; Θα έμενες σε τέτοιο σπίτι; Θα έκανες τα ταξιδάκια σου στο εξωτερικό ;
Θα είχες τη γυναίκα να σου κάνει τις δουλειές ώστε να μην κάνεις τίποτα εσύ; Ή μήπως θα είχες πάρει κανέναν που θα σε έστελνε να δουλεύεις όλη μέρα, που δεν θα είχε λεφτά να σου δώσει για να ψωνίσεις τα ωραία σου ρούχα, που θα έκανε να σε πηδήσει μία φορά το μήνα;» «Κάποιον που θα με αγαπούσε αληθινά», μονολόγησα. «Τρίχες. Φάε αγάπη και χόρτασε. Άμα δεν έχεις λεφτά, αγαπητή μου, άντε να χορτάσεις με αγάπη. Κι έπειτα, τι θέλεις να πεις; Ότι εγώ δεν σ’ αγαπάω;» «Όχι, δεν μ’ αγαπάς. Απλώς βολεύεσαι μαζί μου,ή μάλλον βολευόσουν επειδή σου έκανα όλα τα κέφια, επειδή ήμουν η
μαριονέτα σου, που την έπαιζες όπως ήθελες. Τώρα που δοκιμάζω να βρω τον αληθινό μου εαυτό,τώρα που διεκδικώ το σεβασμό που μου ανήκει, πού πήγε η αγάπη σου;» «Η δική σου αγάπη πού πήγε και αγνοείς τις επιθυμίες μου;» «Δηλαδή για ν’ αγαπώ και να ικανοποιώ εσένα, πρέπει να μισήσω και να καταστρέψω τον εαυτό μου;» ρώτησα. «Αν δεν σου αρέσει έτσι,χώρισε. Τολμάς να χωρίσεις ;» «Γιατί να μην τολμά αν το θέλει, ρε Γιάννη;» ρώτησε ο Κώστας. «Να σου πω, είναι πολύ απλό. Η Ελένη
είναι τριά-ντα πέντε χρονών. Άμα χωρίσει τώρα, ποιον θα βρει να την πάρει; Ένας τριαντάρης κοιτάζει τις εικοσάρες». «Μπορεί κάλλιστα να βρει ένα σαραντάρη», τον πληροφόρησε ο φίλος του. «Οι σαραντάρηδες είναι ήδη παντρεμένοι. Και η Ελένη, την ξέρω καλά, δεν πρόκειται να πάει με παντρεμένο. Άρα απομένουν οι εξηντάρηδες, που δεν θα τη γεμίζουν με τίποτα, και οι εικοσάρηδες. Αυτοί, ναι, μπορεί να πηδάνε καλά και να το ευχαριστηθεί, όμως μετά το πήδημα τι θα έχει να λέει μαζί τους; Τίποτε. Άρα θα πάει για ένα πήδημα. Και πιστεύεις
πως έτσι θα νιώσει ικανοποιημένη;» Μιλούσαν σαν να μην ήμουν εγώ μπροστά, κι αυτό μ’ ενοχλούσε. Κι έπειτα, μετά το δικό μας «πήδημα» τι είχα να λέω μαζί του; Πως επικοινωνούσαμε; Και μήπως το ευχαριστιόμουν; Επειδή έτσι έδειχνα; «Και ποιος σου είπε ότι το πρόβλημά μου θα είναι να βρω κάποιον άλλο άντρα;» τον ρώτησα. «Πρέπει οπωσδήποτε να έχω κάποιον δίπλα μου για να με πρήζει; Νομίζεις πως δεν μπορώ να ζήσω μια χαρά μόνη μου; Πρέπει να σκλαβώσω τη ζωή μου για να έχω κάποιον να κάνω έρωτα; Οι γυναίκες, όπως και οι άντρες, μπορούν μια χαρά να τη βρουν και μόνες τους»,
κατέληξα προκλητικά. «Τότε,γιατί δεν το κάνεις και τώρα, να πάρω μάτι που ξέρεις πως μου αρέσει;» «Γίνεσαι πολύ χυδαίος», είπα μόνο. «Γιάννη, είμαι φίλη σου, αλλά να ξέρεις πως αυτή τη στιγμή είσαι πολύ απαίσιος»,του είπε η Μαρία. «Ξέρετε πού έχω γραμμένη τη γνώμη σας», μας είπε, κάνοντας τη χαρακτηριστική ανδρική χειρονομία. «Πάντως εγώ το γυναικάκι μου το αγαπάω και καταλαβαίνω τα ψυχολογικά του προβλήματα», συμπλήρωσε και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
«Κόψε τις ειρωνείες»,του είπα απότομα κι έσπρωξα μακριά το χέρι του. Τα μάτια του γυάλισαν από το θυμό και το μεθύσι. Με έπιασε από τα μαλλιά και μου τράβηξε βίαια το κεφάλι. «Μην αντιδράς στο άγγιγμά μου», μούγκρισε απειλητικά. «Δεν το θέλω το άγγιγμά σου και μην τολμήσεις να μου ξανατραβήξεις τα μαλλιά», του φώναξα κλαίγοντας και πήγα να καθήσω μακριά του. Τον κοίταζα σαν να έβλεπα έναν ξένο. Πήρα μια χαρτοπετσέτα από το τραπέζι και φύσηξα τη μύτη μου. Ένιωθα νεκρή. Ένιωθα πως εκεί που προσπαθούσα να
βγω από το σκοτεινό πηγάδι όπου είχα πέσει, εκείνος τώρα μου έδινε μια δυνατή σπρωξιά και με ξανάριχνε μέσα. Πνιγόμουν. Πέθαινα. Ήμουν κιόλας νεκρή. Ποιο το όφελος να παλεύω για να καταφέρω τι; Αισθανόμουν αφάνταστα κουρασμένη. Οι φίλοι μας προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στην τάξη. Δεν τους άκουγα. Στ’ αυτιά μου ηχούσαν μόνο δικές του σκόρπιες λέξεις. Σκληρές, χυδαίες λέξεις… Ήθελα να μιλήσω, αλλά τι να πω; Η φωνή μου δεν είχε δύναμη. Ήθελα να αντιδράσω, αλλά τι να έκανα; Το πηγάδι με είχε πνίξει. «Μην το βάλεις κάτω. Μην τον αφήνεις να σου το κάνει αυτό», μου είπε η
Μαρία στην πόρτα καθώς με αποχαιρετούσε. «Μη στενοχωριέσαι. Έχει πιει και δεν ήξερε τι έλεγε», μου ψιθύρισε κι ο Κώστας πριν φύγει. Εγώ όμως ήξερα καλύτερα από τον καθένα. Όταν έμεινα μόνη στο καθιστικό, κοίταξα τη φωτογραφία του γάμου μας, που στόλιζε το τζάκι, και άφησα το μυαλό μου να τρέξει στο παρελθόν. Δεν ήταν μόνο το σημερινό μεθύσι του που με είχε καταρρακώσει. Ήταν ολόκληρη η ζωή που είχα ζήσει κοντά του. Μια μέρα χαράς και δέκα μέρες δάκρυα. Δεκαεφτά χρόνια πεταμένα, ξοδεμένα για έναν άνθρωπο που δεν ήξερε ν’ αγαπά άλλον πέρα από
τον εαυτό του. Έναν άντρα που δεν νοιαζόταν για τον πόνο που χάριζε τόσο απλόχερα, παρά μόνο για το πώς θα περνούσε καλύτερα εκείνος. Έκλαιγα. Έκλαιγα με λυγμούς και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να σταματήσω. Έκλαιγα ακόμα όταν κατέβηκε κάτω και πλησίασε τον καναπέ όπου καθόμουν. «Εδώ είσαι;» με ρώτησε,λες και υπήρχε περίπτωση να είχα πάει στα μπουζούκια. «Ανησύχησα. Είσαι καλά;» ζήτησε να μάθει και κάθησε δίπλα μου. «Ναι», άκουσα τη φωνή μου να απαντάειι «Τότε, γιατί κλαις;»
Επειδή με διασκεδάζει το κλάμα. Την καταβρίσκω όταν γίνομαι χάλια. «Θα μου περάσει»,του είπα. «Έλα ’δω». Με τράβηξε στην αγκαλιά του και μου σκούπισε τα μάτια. «Σ’ αγαπάω, να το ξέρεις». Τώρα μάλιστα! Πώς να μην το ξέρω μετά απ’ όσα είχε κάνει για να με πείσει; «Ναι». «Εσύ μ’ αγαπάς;» Ήταν δυνατό να μην τον αγαπάω έπειτα από τόση ευτυχία που μου είχε προσφέρει;
«Ναι». «Θέλεις να κάνουμε έρωτα;» Τελικά τι σόι άνθρωπος ήταν; Τρελός; Ηλίθιος; Σαδιστής; «Ναι», απάντησε μια άγνωστη φωνή, αλλοιωμένη από το κλάμα. «Μανάρι μου εσύ!» Έβγαλε από την τσέπη του το κουτί με τα προφυλακτικά. Ώστε λοιπόν τόσο πολύ είχε ανησυχήσει; Ή μήπως η μοναδική του έγνοια ήταν μήπως δεν μπορέσει να ικανοποιήσει τις ορέξεις του; Με ξάπλωσε στον καναπέ. Εγώ δεν
αντιστάθηκα, παρά μόνο συνέχισα να κλαίω. Ήμουν σαν μια άψυχη κούκλα παρατημένη στα χέρια του, Το μυαλό μου αρνιόταν να σκεφτεί οτιδήποτε. Ούτε καν τα παιδιά που κοιμούνταν επάνω και θα μπορούσαν να μας δουν αν τύχαινε να ξυπνήσουν. Έβγαλε την πιτζάμα του και είδα το πέος του να σηκώνεται απειλητικά μπροστά μου. Μου ήρθε τάση για εμετό. Κρατήθηκα. Έπιασε το χέρι μου και το έφερε πάνω στην ένδειξη της στύσης του. Θέλησα να το τραβήξω με δύναμη μέχρι να του το ξεριζώσω, αλλά δεν το έκανα. Αρχισε να με γδύνει ανυπόμονα. Δεν τον βοήθησα, ούτε αντιστάθηκα. Ένιωσα τα χείλη του πάνω στο στήθος μου και το χέρι του ανάμεσα στα πόδια
μου. Τα δάκρυα έγιναν πιο πολλά, πιο καυτά. «Είσαι ερεθισμένη, μωρό μου, ε;» ρώτησε με ικανοποίηση . «Ναι», επανέλαβε η άγνωστη φωνή. Μπήκε μέσα μου κι άρχισε να κουνιέται άγρια. Σε κάθε του κίνηση ένιωθα σουβλιές στο κεφάλι. Βόγκησα από τον πόνο. «Σ’ αρέσει, ε;» « Ναι. Γι’ αυτό κλαίω ». Όταν τελείωσε έγειρε στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια. Ντύθηκα βιαστικά. Αυτή τη φορά είχε την εξυπνάδα να μη
με ρωτήσει αν μου άρεσε. Πάντως και να με ρωτούσε, πάλι «ναι» θα απαντούσα. Είχα την αίσθηση πως ακόμα κι αν μου ζητούσε να καρφώσω στην καρδιά μου ένα μαχαίρι, πάλι «ναι» θα του έλεγα. «Πάμε να κοιμηθούμε», μου είπε. Μέχρι να βάλω τα πιάτα στο πλυντήριο και να ανεβώ πάνω,τον βρήκα να ροχαλίζει. Τον κοίταξα σαν να έβλεπα το βιαστή μου. Μου είχε βιάσει το σώμα, την ψυχή και τη ζωή. Δεν άντεχα άλλο. Έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Δύναμη δεν είχα για να αντισταθώ. Το μυαλό μου δεν λειτουργούσε για να βρει κάποια λύση. Η καρδιά μου δεν άντεχε άλλο πόνο.
Με μηχανικές κινήσεις κατέβηκα στην κουζίνα. Δεν σκεφτόμουν τίποτα πια, παρά μόνο τη λύτρωση. Με την ηρεμία που διακρίνει έναν άνθρωπο αποφασισμένο, άνοιξα το ντουλάπι όπου φύλαγα τα φάρμακα, πήρα το κουτί με τα ηρεμιστικά που μου είχε δώσει ο ψυχίατρος και κατάπια όλα όσα είχαν μείνει μέσα.
4 Πριν καταφέρω να ανοίξω τα μάτια μου, στ’ αυτιά μου έφτασαν κάποιοι ψίθυροι. Είχα την αίσθηση,τη βεβαιότητα θα έλεγα, πως ήμουν νεκρή και
βρισκόμουν ανάμεσα στους αγγέλους του ουρανού. Όταν ανασήκωσα τα βαριά μου βλέφαρα,το πρώτο πρόσωπο που αντίκρισα μου έδιωξε κάθε σκέψη σχετική με αγγελούδια. Ο Γιάννης ήταν σκυμμένος από πάνω μου και με κοιτούσε με αγωνία και ενοχή. Το βλέμμα μου τον προσπέρασε αδιάφορα και συνάντησε τα πρόσωπα των καλών μου φίλων: της Νατάσσας,της Έρης,της Μαρίας και του Αντώνη. «Ξύπνησες», είπε η Μαρία με χαρά κι έτρεξε κοντά μου. «Πώς είσαι, Ελενίτσα μου;» ρώτησε ο άντρας μου και μου έπιασε το χέρι που ήταν συνδεδεμένο με τον ορό.
Αν είχα δύναμη θα το τραβούσα, όμως ένιωθα σαν παράλυτη. «Νιώθεις καλά;» με ρώτησε η Νατάσσα. «Ναι», απάντησα. Προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου όλα όσα είχαν γίνει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πολλά. Έκλεισα τα μάτια και δοκίμασα πάλι. Κάποιες άδικες κουβέντες, κάποια δάκρυα, ένας βιασμός. Ναι, άρχισα να θυμάμαι. Λίγολίγο οι εφιάλτες μου ξαναζωντάνεψαν. Αισθάνθηκα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου. Είχα φτάσει στο σημείο να θελήσω να τερματίσω τη ζωή μου για χάρη του. Όχι, όχι για χάρη του. Δεν μπορεί να ήμουν τόσο ηλίθια. Απλώς
είχα κουραστεί να παλεύω, να ελπίζω, να απογοητεύομαι, να ζω. Θέλησα να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου, για το δικό μου καλό. Για να ησυχάσω. Δεν τα κατάφερα. Όπως μου είπαν, ο Άγγελος ξύπνησε κατά τις τρεις τα ξημερώματα με πονοκέφαλο και κατέβηκε για να πιει μια ασπιρίνη. Με βρήκε πεσμένη στη μέση του καθιστικού φαίνεται δεν είχα προλάβει να φτάσω μέχρι τον καναπέ. Φώναξε τον πατέρα του και με μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου μου έκαναν πλύση στομάχου. Απλά πράγματα. Τώρα είχα ξεπεράσει τον άμεσο κίνδυνο, όμως επειδή οι φίλες μου πληροφόρησαν τους γιατρούς για την κατάθλιψή μου, τα χάπια που
έπαιρνα και την ψυχοθεραπεία που έκανα, εκείνοι θεώρησαν απαραίτητο να ειδοποιήσουν τον ψυχίατρο που με παρακολουθούσε. Ο κύριος Παττακός ήρθε μαζί με τη Λιάνα κατά το μεσημέρι. Ζήτησαν να μας αφήσουν μόνους, κάθησαν στις δύο πολυθρόνες απέναντί μου και θέλησαν να μάθουν τι είχε συμβεί. «Δεν έχω κουράγιο να μιλάω. Δεν θέλω να θυμηθώ λεπτομέρειες που πονούν», τους είπα. «Απλώς, ο άντρας μου μέθυσε και μου φέρθηκε πολύ άσχημα. Με πρόσβαλε, με έβρισε, με ταπείνωσε κι έπειτα είχε το θράσος να μου ζητήσει να κάνουμε έρωτα».
«Κι εσύ δέχτηκες;» ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα. «Ναι». «Γιατί;» «Επειδή δεν είχα δύναμη να αντισταθώ, να αντιδράσω. Έχω κουραστεί απ’ όλους και όλα, δεν το καταλαβαίνετε;» τους είπα θυμωμένα. «Και διάλεξες την πιο εύκολη για σένα λύση,χωρίς να σκεφτείς τους ανθρώπους που σ’ αγαπούν και σε χρειάζονται. Πολύ βολικό αυτό», είπε ο ψυχίατρός μου. «Ωραίο παράδειγμα δίνεις και στην κόρη σου. Θα έχει για πρότυπο μια μάνα που αρνείται να
παλέψει για τα δικαιώματά της, μια μάνα που σκύβει το κεφάλι και προτιμά τη δειλή φυγή από τον αγώνα για να πάρει το τιμόνι της ζωής της στα χέρια της». «Κι αν μου λείπει το θάρρος;» «Θα προσπαθήσεις να το βρεις. Το θάρρος δεν είναι κάτι που μπορώ να το τυλίξω σε ένα όμορφο κουτάκι με χρωματιστές κορδέλες και να σου το χαρίσω. Το θάρρος είναι ταλέντο,χάρισμα,που θα το κερδίσεις μόνη σου λίγο-λίγο μέσα από την κάθε αναποδιά της ζωής. Και ξαφνικά θα συνειδητοποιήσεις ότι το κουβαλάς πια μέσα σου, αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού σου. Και τότε δεν θα φοβάσαι
την κριτική των άλλων, τις απειλές τους ή τη δύναμη πουννομίζεις πως έχουν. Θα ανακαλύψεις τη δική σου δύναμη που θα σε χάνει κυρίαρχο του εαυτού σου,της ζωής σου και των επιλογών σου». «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σε βλάψει αν δεν του το επιτρέψεις εσύ», συμπλήρωσε η Λιάνα. «Κι εσύ, όχι μόνο επιτρέπεις στους άλλους να σου κάνουν κακό, αλλά βλάπτεις συνέχεια και η ίδια τον εαυτό σου. Φοβάσαι να τολμήσεις, να ρισκάρεις, να αντισταθείς, να επαναστατήσεις. Φοβάσαι να ζήσεις. Περιμένεις να σου χαρίσουν οι άλλοι τη ζωή και το νόημά της, την ελευθερία σου και τον αυτοσεβασμό σου. Δεν
καταλαβαίνεις πως πρέπει μόνη σου να ριχτείς μες στη φωτιά, να αποφασίσεις εσύ πότε και σε ποιο ρυθμό θα χορέψεις, να κάνεις μόνη τις επιλογές σου και να είσαι έτοιμη για τις συνέπειες; Νομίζεις πως οι άλλοι είναι καλύτεροι από σένα; Ό,τι μπορώ να κάνω εγώ, το μπορείς κι εσύ. Σε πολλά πράγματα ίσως να τα καταφέρνεις και καλύτερα. Αν δεν δοκιμάσεις πώς θα το ξέρεις;» Τους άκουγα χωρίς να μιλάω. Κάπου είχαν δίκιο. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα τολμήσει ποτέ στη ζωή μου. Περίμενα πάντα να καταλάβουν οι άλλοι μόνοι τους τι ήθελα και να μου προσφέρουν όσα άντεχε η γενναιοδωρία τους. Δεν τους είχα δείξει ποτέ μέχρι
πού έφταναν τα όριά μου, πόσα μπορούσα να ανεχθώ και πόσα όχι. Κι επειδή εκείνοι δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, αποφάσισα να τερματίσω τη ζωή μου χωρίς να αγωνιστώ. Αντιμετώπιζα την ύπαρξή μου και το πέρασμά μου από τη ζωή σαν ένα ασήμαντο γεγονός και είχα την απαίτηση να μου δώσουν σημασία οι άλλοι. Ναι, όλα όσα ήθελα, όσα ζητούσα, κρύβονταν μέσα μου. Εκεί έπρεπε να ψάξω να τα βρω. Την Τρίτη το μεσημέρι βγήκα από το νοσοκομείο. Τα παιδιά με περίμεναν όλο χαρά στο σπίτι. Δεν είχαν πάει στο σχολείο για να ετοιμάσουν την υποδοχή
μου. Δεν ήξεραν τον πραγματικό λόγο που τους είχα λείψει για τρεις μέρες. Τους είχαν πει ότι είχα πάθει γαστρεντερίτιδα. Η Μαρία -εκείνη ήταν που με συνόδευσε πίσω-είχε περάσει νωρίς το πρωί από το σπίτι μας και είχε ετοιμάσει κοτόπουλο με μια ιταλική λευκή σάλτσα και πιλάφι. Την ώρα που τρώγαμε και οι τέσσερις, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Γιάννης, που ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν μια χαρά και να μου ζητήσει για άλλη μια φορά συγγνώμη. Δεν είχαμε τελειώσει ακόμα το φαγητό μας όταν ήρθε και η Έρη. Κάθησε στην παρέα μας, την ευχάριστη παρέα, κι άρχισε να καλαμπουρίζει μαζί μας. Έπειτα, σαν δασκάλα που ήταν,
παρακίνησε πρώτη τα παιδιά μου να πάνε για διάβασμα. Στις τέσσερις και δέκα έφτασε και η Νατάσσα από την τράπεζα. Οι τέσσερις φίλες ετοιμάσαμε καφέ και βολευτήκαμε στο καθιστικό. «Να ’ξερες πόσο μας τρόμαξες», μου είπε η Έρη. «Πώς σου ήρθε να κάνεις τέτοια βλακεία;» «Άσ’ τα αυτά πια. Πέρασαν», της απάντησα. «Να είσαι σίγουρη πως δεν πρόκειται να ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο. Από ’δω και πέρα θα ασχολούμαστε μόνο με ευχάριστα πράγματα. Κι ελπίζω το πρώτο ευχάριστο να γίνει αύριο, όταν θα πάρω τηλέφωνο τον εκδοτικό οίκο
για να δω αν θα με προσλάβουν». «Εγώ είμαι βέβαιη γι’ αυτό», είπε η Μαρία. «Μου το λέει η διαίσθηση μου». «Κι εγώ είμαι σίγουρη», είπαν ταυτόχρονα οι άλλες δύο και μ’ έκαναν να χαμογελάσω. Η αλήθεια ήταν πως κι εμένα με διακατείχε αισιοδοξία. Περίμενα ανυπόμονα την αυριανή μέρα για να βεβαιωθώ. «Τα νέα της Νατάσσας τα έμαθες πρώτη, ε;» με ρώτησε η Έρη, χαμογελώντας πονηρά. «Προχώρησε η ιστορία με τον μικρό». «Και δεν το μετάνιωσε καθόλου»,
τόνισα εγώ. «Τον ξαναείδες από τότε;» ρώτησα τη Νατάσσα. «Δυστυχώς μόνο στην τράπεζα. Ανταλλάσσουμε ερωτευμένες ματιές και ραβασάκια. Σήμερα, ας πούμε, υποτίθεται πως μου έφερε κάποια χαρτιά να ελέγξω και ανάμεσά τους βρήκα ένα λευκό φύλλο που έγραφε με μεγάλα γράμματα Σ’ ΑΓΑΠΩ! Χθες μου έστειλε μήνυμα στο κινητό: Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ. ΣΟΥ ΑΝΗΚΕΙ».
«Αφού σε γεμίζει και σε κάνει ευτυχισμένη, απόλαυσέ το»,της είπε η Έρη. «Μακάρι να νιώθαμε όλες τέτοια χαρά». «Έχω μια ιδέα», πετάχτηκε η Μαρία.
«Να κανόνισουμε μία συγκεκριμένη μέρα κάθε βδομάδα να συναντιόμαστε μόνο εμείς οι γυναίκες και να λέμε τα νέα μας,τα κουτσομπολιά μας, να διασκεδάζουμε, να συμβουλεύουμε η μία την άλλη… Πώς σας φαίνεται η ιδέα;» Συμφωνήσαμε όλες χωρίς δεύτερη σκέψη και κανονίσαμε να βρισκόμαστε κάθε Τετάρτη στις οχτώ, αρχίζοντας κιόλας από την αυριανή Τετάρτη. Έφτασα στο ραντεβού μας, στη γνωστή καφετέρια, στις οχτώ και δέκα. «Αργησες», μου είπε η Έρη. «Τι συνέβη;» με ρώτησε όταν πρόσεξε τη στενοχωρημένη μου έκφραση.
«Έχω δυσάρεστα νέα», τους είπα και χαμήλωσα το βλέμμα. «Τηλεφώνησα σήμερα στον εκδοτικό οίκο και…» Σταμάτησα με νόημα. «Τι ηλίθιοι!» έβρισε η Μαρία. «Δεν ξέρουν τι έχασαν». «Καλά, τι δεν τους άρεσε;» ζήτησε να μάθει η Νατάσσα. «Όλα τούς άρεσαν και μάλιστα πολύ», είπα όλο χαρά. «Αύριο θα κατεβώ να πάρω το πρώτο μου βιβλίο. Θα είμαι πλέον εργαζόμενη γυναίκα, μια μεταφράστρια ». Οι φίλες μου εκδήλωσαν τόσο δυνατά τη χαρά τους, που οι υπόλοιποι θαμώνες
γύρισαν και μας κοίταξαν γελώντας. «Άρα κερνάς εσύ σήμερα», είπε η Έρη. «Και γιατί να μην κεράσω εγώ που σήμερα απόλαυσα τον δεύτερο υπέροχο έρωτα της ζωής μου;» πρότεινε η Νατάσσα. «Μη μου πεις! Έγινε πάλι;» ρώτησε η Μαρία. «Ναι. Και ήταν χίλιες φορές καλύτερα από την πρώτη. Τι πάθος, τι αγάπη! Δεν μπορώ να σας το περιγράψω». «Πώς είναι να κάνεις έρωτα με μικρότερο;» θέλησε να μάθει η Έρη. «Αυτό δεν μπορώ να σας το πω. Αν
θέλετε να σας πω πώς είναι να κάνεις έρωτα με έναν άνθρωπο που τον αγαπάς τρελά και δείχνει να σ’ αγαπάει το ίδιο, αυτό ναι, να σας το πω. Αλλά η ηλικία δεν έχει καμία θέση σ’ αυτή την ιστορία». «Τούτη ’δω είναι φουλ ερωτευμένη», την πείραξε η Μαρία. «Ναι, είμαι. Και να σας πω την αλήθεια, φοβάμαι. Δεν θέλω να το σκέφτομαι, δεν θέλω να το παραδεχτώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, αλλά φοβάμαι. Τρέμω τη στιγμή που θα πρέπει να χωρίσουμε. Πώς θα το αντέξω; Πώς θα αντέξω να τον δω με κάποιαν άλλη;» «Θα το αντέξεις επειδή τον αγαπάς», της
είπα. «Τον αγαπάς και θέλεις να τον δεις να φτιάχνει τη ζωή του. Δεν μπορεί να τον θέλεις αγκιστρωμένο πάνω σου, καταδικασμένο στο περιθώριο της δικής σου ζωής, αποκλεισμένο από τις μικρές χαρές που έχει δικαίωμα να νιώσει». «Έχεις δίκιο», συμφώνησε μελαγχολικά η Νατάσ-σα. «Πρέπει να προετοιμάζομαι. Ξέρετε και τι άλλο τρέμω; τη στιγμή που θα πάψει να είναι ερωτευμένος μαζί μου, τη στιγμή που θα κάνει δεσμό με μια κοπέλα της ηλικίας του και δεν θα με βλέπει πια με τα μάτια του έρωτα. Τότε θα δει καθαρά τις ρυτίδες μου, το χαλαρό κορμί μου, τα ελαττώματα της ηλικίας μου και θα με σιχαθεί. Θα σκεφτεί: “Καλά, αυτή καλοπέρασε που ήρθε μαζί μου, εγώ
όμως τι ήθελα με μια παλιόγρια;”» «Νομίζω πως άδικα βασανίζεις τον εαυτό σου», προσπάθησε να την παρηγορήσει η Μαρία. «Αν σ’ αγαπάει όπως λες -και γιατί να μη σ’ αγαπάει;-θα σε κρατήσει για πάντα σε μια ξεχωριστή θέση της καρδιάς του. Θα σε βλέπει όπως ακριβώς τον βλέπεις κι εσύ. Όχι σαν ένα πιστοποιητικό γεννήσεως, αλλά σαν έναν αγαπημένο άνθρωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του». «Τελικά πρέπει πάντα να πληρώνουμε την ευτυχία που νιώθουμε με δυστυχία;» προβληματίστηκε η Νατάσσα. «Πρέπει πάντα μετά την αγάπη να ακολουθεί η μοναξιά, μετά το γέλιο το δάκρυ;»
«Ναι, όπως μετά τη ζωή ακολουθεί ο θάνατος. Έτσι είναι το παιχνίδι. Κερδίζεις και χάνεις, παίρνεις και δίνεις. Νικητής είναι αυτός που όταν φτάσει η στιγμή να φύγει από τούτον εδώ τον κόσμο, ξέρει πως γεύθηκε τα πάντα, πως δεν άφησε στιγμή να πάει χαμένη, πως χώρεσε μες στη ζωή του όλα όσα βρέθηκαν στο δρόμο του. Και καλά και κακά. Η ζωή μας πρέπει να είναι γεμάτη και πλούσια για να αξίζει», τους είπα, δίνοντας ένα σημαντικό μάθημα στον ίδιο μου τον εαυτό. «Έτσι είναι», συμφώνησε η Έρη. «Γι’ αυτό ας κοιτάξουμε να γεμίσουμε την κάθε μέρα, την κάθε στιγμή της ζωής μας. Τα πρωινά δουλεύουμε, όλες τώρα πια», είπε, κοιτάζοντας με ένα χαμόγελο
εμένα. «Κάποιες ώρες της ημέρας τις αφιερώνουμε στις οικογένειές μας, τα βράδια της Τετάρτης στη φιλία μας… Με τι άλλο θα μπορούσαμε να πλουτίσουμε τον καιρό μας;» «Μην ανησυχείς και όλα θα έρθουν μόνα τους», απάντησε η Μαρία. «Δεν πηγαίνουμε γυρεύοντας. Απλώς είμαστε ανοιχτές σε ό,τι κι αν τύχει. Ξέρεις πόσες εκπλήξεις μπορεί να κρατάει για μας η ζωή; Αν τις γνωρίζαμε από τώρα, θα έχαναν την ομορφιά τους». Μου άρεσε να συζητώ με τις φίλες μου, Κάθε φορά που συναντιόμασταν, η καρδιά μου γέμιζε αισιοδοξία, χαρά, αγάπη, σιγουριά, Κι όλα αυτά μού τα προσέφεραν αυθόρμητα, χωρίς να τους
το ζητήσω και δίχως εκείνες να περιμένουν ανταπόδοση. Αντίθετα με τον άντρα μου, με τον κάθε άντρα, που για να σου προσφέρει κάτι, περιμένει πάντα κάποιο αντάλλαγμα. Κάποιο αντάλλαγμα που συνήθως είναι πολύ μεγαλύτερης αξίας απ’ αυτά που είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει ο ίδιος. Σου δίνει αγάπη όταν του αποδεικνύεις την αγάπη σου με τους τρόπους που θέλει εκείνος. Σου προσφέρει χαρά, αρκεί να έχεις φροντίσει να κάνεις πρώτα αυτόν ευτυχισμένο. Σου εξασφαλίζει μια αμφίβολη σιγουριά όταν εσύ τσακίζεσαι να ικανοποιήσεις κάθε του επιθυμία. Κι έτσι βρίσκεσαι εγκλωβισμένη σε μια σχέση γεμάτη υστεροβουλίες και συμβιβασμούς. Είναι
δυνατό να ζεις ευτυχισμένη έτσι; Το επόμενο πρωί ξύπνησα πρώτη απ’ όλους, ως συνήθως, αλλά πλύθηκα, ντύθηκα και στολίστηκα πριν σηκωθούν οι άλλοι, πράγμα που συνέβαινε πρώτη φορά. «Για πού ετοιμάστηκες τόσο νωρίς;» με ρώτησε ο Γιάννης όταν κατέβηκε για το πρωινό του. «Σήμερα παίρνει το πρώτο της βιβλίο για μετάφραση», τον πληροφόρησε ο Άγγελος με καμάρι. «Μπα!» έκανε ο άντρας μου χωρίς ενθουσιασμό. «Τελικά σε προσέλαβαν;» «Ναι. Τους άρεσε πάρα πολύ το
δοκιμαστικό μου και από σήμερα θα ανήκω στους μεταφραστές του εκδοτικού οίκου», θέλησα να μοιραστώ τη χαρά μου. Εκείνος δεν φάνηκε να τη συμμερίζεται. «Μπράβο», περιορίστηκε να πει χλιαρά. Η διάθεσή μου δεν επηρεάστηκε από την σχεδόν αρνητική αντίδρασή του. Άλλωστε,το περίμενα. Είχε αρκετούς λόγους για να μην είναι ευχαριστημένος. Πρώτος και σημαντικός, το ότι έκανα κάτι που δεν ήθελε. Έπειτα, του αποδείκνυα πως είχα αξία, κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Ύστερα, φοβόταν μήπως αποκτούσα οικονομική ανεξαρτησία κι έπαυα να
στηρίζομαι σ’ εκείνον. Τέλος, φοβόταν πως η συναναστροφή μου με καινούργιους ανθρώπους θα μπορούσε να με παρασύρει μακριά του. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους. Εμένα δεν με απασχολούσε τίποτε απ’ όλα αυτά. Ίσα-ίσα που όλα όσα ενοχλούσαν τον Γιάννη έδιναν σ’ εμένα ανείπωτη χαρά. Μπορούσα να κάνω κάτι ολότελα δικό μου και να πετύχω σ’ αυτό, θα είχα δικά μου χρήματα να τα διαθέτω όπως ήθελα και θα γνώριζα νέο κόσμο. Η ζωή μου θα άλλαζε σημαντικά. Θα μπορούσα να καμαρώνω για το κατόρθωμά μου, κι όταν θα με ρωτούσαν «Τι δουλειά κάνεις;» δεν θα απαντούσα «Τίποτα… οικιακά».
Ο υπεύθυνος του μεταφραστικού τμήματος μου έδωσε το πρώτο μου βιβλίο κι έπειτα με παρέπεμψε στο δεύτερο όροφο όπου βρισκόταν ο ειδικός που θα με μάθαινε να χειρίζομαι το μεταφραστικό πρόγραμμα της εταιρείας και θα ερχόταν στο σπίτι για να το περάσει στο δικό μου κομπιούτερ. Αφού δεν μπορούσε να έρθει νωρίτερα από το μεσημέρι της Παρασκευής, δεν χρειαζόταν να βιαστώ να γυρίσω σπίτι και να πιάσω δουλειά. Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στα μαγαζιά της Αθήνας και να χαζέψω τις βιτρίνες. Τι ωραία πράγματα που υπήρχαν… Ρούχα που για μένα ήταν απαγορευμένα, κι ας ταίριαζαν τόσο στο στιλ όσο και στη διάθεσή μου.
Μπήκα σ’ ένα κατάστημα με σπορ ντύσιμο και βγήκα φορώντας ένα ελαστικό μαύρο τζιν, ένα κοντό μαύρο πουλοβεράκι με αρκετά βαθύ ντεκολτέ κι ένα μαύρο τζιν μπουφάν. Η φούστα, η μπλούζα και το σακάκι που είχα βάλει το πρωί βρίσκονταν στη σακούλα με τη φίρμα του καταστήματος. Τώρα έπρεπε να αλλάξω και τα μαύρα μοκασίνια μου. Σε λίγο έβγαινα από ένα μαγαζί με αθλητικά παπούτσια περπατώντας με τα καινούργια κίτρινα ορειβατικά μποτάκια μου. Αίγο παρακάτω καθυστέρησα σ’ ένα κοσμηματοπωλείο. Όχι, δεν αγόρασα κάποιο πολύτιμο χρυσαφικό. Απλώς άνοιξα και δεύτερη τρύπα στ’ αυτιά μου. Αισθανόμουν πως πετούσα πάνω από τις πλάκες του πεζοδρομίου.
Ένιωθα πως είχα ξαναγίνει δεκαοχτώ χρονών. Όταν μάλιστα άκουσα ένα νεαρό να με πειράζει, το ηθικό μου αναπτερώθηκε ακόμα περισσότερο . Χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση και συνέχισα το δρόμο μου έχοντας ψηλά το κεφάλι. Ήμουν νέα, ήμουν ζωντανή, ήμουν γεμάτη όνειρα. Αυτό ήταν που είχε σημασία. Το απόγευμα πέρασαν από το σπίτι η Μαρία με την Έρη. Η Μαρία ήταν διακοσμήτρια και ήθελα να μου δώσει τη γνώμη της για τις τελευταίες λεπτομέρειες στο γραφείο μου. Η Έρη ήθελε απλώς να μου φέρει ένα δώρο για το καινούργιο μου ξεκίνημα. Η πρώτη τους αντίδραση αφορούσε την
εμφάνισή μου. «Έγινες αγνώριστη», μου είπε η Έρη. «Δείχνεις τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερη. Σου πάει πολύ αυτό το τζιν». «Κοιτάξτε, κοιτάξτε», τους έδειξα όλο καμάρι τα διπλά σκουλαρίκια που στόλιζαν το κάθε μου αυτί. «Πολύ ωραία», επιδοκίμασε η Μαρία. «Ξέρεις τι άλλο θα σου πρότεινα; Να κάνεις κόκκινες ανταύγειες στα μαλλιά σου. Θα σε φωτίσουν πολύ». «Θα το έχω υπόψη μου». Η αλήθεια ήταν πως από την ημέρα που είχα εντοπίσει τις τρεις πρώτες άσπρες τρίχες στο κεφάλι μου είχα θελήσει να
βάψω τα μαλλιά μου, όμως ο Γιάννης είχε αντιδράσει έντονα. «Μου αρέσεις πολύ έτσι», μου είχε πει. «Μη χαλάσεις το χρώμα σου, θα με στενοχωρήσεις. Κι έπειτα, οι άσπρες τρίχες είναι γοητεία, το ξέρεις», Ναι, μόνο για τους άντρες. Κατεβήκαμε στο γραφείο μου. «Πολύ ωραίο, αλλά θέλει ακόμα κάτι για να γεμίσει ο χώρος», μίλησε σαν ειδικός η Μαρία. «Τη βιβλιοθήκη που έχεις σκοπό να πάρεις, μερικά μαξιλαράκια ριγμένα σ’ εκείνη τη γωνία, ένα φωτιστικό δαπέδου, σίγουρα κι άλλους πίνακες».
«Μέχρι να τελειώσετε εσείς την κουβέντα για τη διακόσμηση, εγώ πετάγομαι στο αυτοκίνητο να σου φέρω το δώρο μου», είπε η Έρη και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια. «Οπωσδήποτε θα έδενε όμορφα κι ένας καναπές», συνέχισε η Μαρία. «Θα έκανε όμορφη, ζεστή γωνία μαζί με το κομό και την πολυθρόνα». «Ωραία όλα αυτά που λες»,της είπα, «όμως χρειάζονται χρήματα, κι εγώ δεν έχω σκοπό να χρησιμοποιήσω τα λεφτά του Γιάννη για τα σχέδιά μου. Όλα θα γίνουν σιγά-σιγά. Κάθε βιβλίο που θα τελειώνω θα μου δίνει εκατόν πενήντα χιλιάρικα. Σε λίγο καιρό θα σου το έχω κάνει αυτό που βλέπεις τώρα, ολότελα
αγνώριστο». Η Έρη φάνηκε στην κορυφή της σκάλας κρατώντας ένα αρκετά μεγάλο κουτί τυλιγμένο με κόκκινο χαρτί και χρυσή κορδέλα. Κατέβηκε προσεκτικά τα σκαλοπάτια λαχανιάζοντας. Ακούμπησε το κουτί στο πάτωμα και στηρίχτηκε στον τοίχο για να ξαναβρεί την κανονική ανάσα της. «Ή γέρασα ή έχασα τη φόρμα μου», είπε γελώντας. «Ελάτε να το ανοίξουμε». Τρέξαμε και οι δύο κοντά της και σχίσαμε το κόκκινο περιτύλιγμα. Μες στο κουτί βρισκόταν ένα φορητό στερεοφωνικό γνωστής μάρκας.
«Καταπληκτικό!» είπα ενθουσιασμένη. «Δεν έπρεπε να ξοδευτείς τόσο για μένα. Όμως, η αλήθεια είναι πως το ήθελα πολύ». «Μία και μοναδική σε έχουμε», απάντησε η φίλη μου. «Κι έπειτα, ξέρω πόσο σου αρέσει η μουσική. Κάθε φορά που θα ακούς θα με θυμάσαι». Τη φίλησα,την ευχαρίστησα πάλι κι έπειτα σήκωσα στα χέρια μου το στερεοφωνικό και κοίταξα γύρω μου για να βρω την κατάλληλη θέση. «Προς το παρόν δεν έχεις παρά μόνο το κομό», μου είπε η Μαρία. «Βόλεψέ το εκεί προσωρινά κι αργότερα βλέπουμε».
Έκανα όπως μου είπε κι έπειτα τους πρότεινα να με βοηθήσουν να κατεβάσουμε τις κασέτες και τα CD μου. Πρόσεξα πως η Έρη δεν ανεβοκατέβαινε με τη δική μας ζωντάνια και πως δεν είχε την ίδια μ’ εμάς αντοχή. «Φαίνεσαι πολύ κουρασμένη», της είπα. «Σε ξεθέωσαν τα παιδιά στο σχολείο σήμερα;» «Η αλήθεια είναι πως τώρα τελευταία με κουράζουν πολύ. Ανυπομονώ πότε θα ’ρθει το Πάσχα για να καθήσουμε λιγάκι». «Κάνε υπομονή ένα μήνα ακόμα», την παρηγόρησε η Μαρία. «Τώρα πάμε να
μας κεράσει η φιλενάδα μας καφέ. Πιστεύω πως τον αξίζουμε». Ανεβήκαμε στο σπίτι κι ετοίμασα την καφετιέρα. «Λέτε η Νατάσσα να πλέει σε πελάγη ευτυχίας τώρα με τον μικρό της;» ρώτησε η Μαρία. «Γιατί; Ζηλεύεις;» την πείραξα εγώ καθώς γέμιζα τα φλιτζάνια. «Να σου πω την αλήθεια, ζηλεύω λιγάκι. Θα ’θελα να γνωρίσω από πρώτο χέρι αυτό που νιώθει. Πρέπει να είναι καταπληκτικό». «Δεν το γνώρισες με τον άντρα σου;»
«Πριν παντρευτούμε, ναι. Αλλά πάνε έξι χρόνια από τότε. Έχω ξεχάσει πώς είναι». «Και πάλι, δεν πιστεύω πως είναι το ίδιο», είπε η Έρη. «Άλλο πράγμα η αγάπη όταν είσαι ανώριμος και άπειρος, κι άλλο όταν είσαι ώριμος και έμπειρος. Άλλο όταν είσαι νέος και απολαμβάνεις τον εφηβικό σου έρωτα, κι άλλο όταν είσαι μεγάλος πια και ζεις έναν έρωτα που σε ξανανιώνει. Και, πώς να το κάνουμε, άλλη γλύκα έχει το απαγορευμένο». «Δεν έχεις άδικο», συμφώνησα. «Τώρα η Νατάσσα θα πρέπει να νιώθει όπως όταν ήταν μικρή και το ’σκαγε από τον πατέρα της για να βγει ραντεβουδάκια».
«Ναι. Κάπως έτσι αισθανόμουν κι εγώ τις δύο φορές που συνάντησα κρυφά τον Χρήστο». «Τι έγινε μαζί του;» ρώτησε η Μαρία. «Πες μας λεπτομέρειες». «Δεν έγινε τίποτα, γι’ αυτό μετανιώνω. Ήμαστε φουλ ερωτευμένοι, μιλήσαμε πολλές φορές στο τηλέφωνο με τις ώρες… Στην αρχή λέγαμε βλακείες. Μετά αρχίσαμε τις σοβαρές συζητήσεις και σιγά-σιγά καταλάβαμε πόσο ταίριαζαν οι απόψεις μας και τα ενδιαφέροντά μας. Πήγαμε μια φορά για καφέ στη Γλυφάδα. Ανταλλάξαμε λόγια τρυφερά, παρακολουθήσαμε μαζί το ηλιοβασίλεμα και αποχαιρετιστήκαμε μ’ ένα φιλί όλο πάθος. Σε λίγες μέρες
ξανασυναντηθήκαμε και πήγαμε στη Ραφήνα. Περπατήσαμε δίπλα στο κύμα αγκαλιασμένοι,ομολογήσαμε πόσο ήθελε ο ένας τον άλλο, φιληθήκαμε, αλλά όταν ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε, φοβήθηκα… Όχι,όχι,δεν φοβήθηκα. Σκέφτηκα απλώς πως δεν ήταν σωστό για μια παντρεμένη γυναίκα, σκέφτηκα πόσο δύσκολο θα μου ήταν να τον αποχωριστώ αργότερα και δείλιασα. Την άλλη μέρα στο τηλέφωνο του ζήτησα να μην ιδωθούμε ξανά. Εκείνος προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη, ήμουν όμως αμετάπειστη. Ήμουν αποφασισμένη να ακολουθήσω αυτό ακριβώς που η κοινωνία μας θεωρεί σωστό». «Δεν ξανασυναντηθήκατε από τότε;» τη
ρώτησα. «Τρεις φορές τυχαία. Μία στο γραφείο του άντρα μου, μία σ’ ένα βιβλιοπωλείο της Αθήνας και μία έξω από μια πιτσαρία στην Κηφισιά. Τις δύο τελευταίες φορές επιχείρησε να θίξει το θέμα μας, εγώ όμως του το ξέκοψα». «Αν τον έβλεπες ξανά τώρα και δεν είχε αλλάξει γνώμη,τι θα έκανες;» ζήτησε να μάθει η Μαρία. «Αυτή τη στιγμή, σου λέω με βεβαιότητα ότι θα προχωρούσα κι όπου έβγαινε. Ωστόσο, αν ερχόταν αυτή η ώρα δεν ξέρω τι θα έκανα. Ειλικρινά δεν ξέρω. Αξίζει ο άντρας μου μια τέτοια μεταχείριση; Μια τέτοια κοροϊδία;»
«Ποιος ξέρει…» είπα εγώ. «Και πού ξέρεις αν εκείνος δεν έχει ικανοποιήσει μια ανάλογη επιθυμία του;» «Μωρέ, αν του τύχαινε, σίγουρα θα το έκανε και θα το ευχαριστιόταν αφάνταστα και χωρίς ενοχές. Οι άντρες δεν έχουν τους ενδοιασμούς που έχουμε εμείς, ούτε τους απασχολούν πολύ τα συναισθήματα και οι τύψεις. Δεν είναι τυχαίο που και το πάνω και το κάτω τους λέγεται κεφάλι», είπε κυνικά η Μαρία, κάνοντας την ανάλογη χειρονομία. Άναψα ένα τσιγάρο και φύσηξα τον καπνό σκεφτικά. Άκουσα την Έρη να βήχει δίπλα μου.
«Συγγνώμη», της είπα. «Φύσηξα τον καπνό πάνω σου;» «Όχι, όχι. Μάλλον στραβοκατάπια». Συνέχισε να βήχει κι εγώ έτρεξα να της φέρω ένα ποτήρι νερό. Η Μαρία τη χτυπούσε στην πλάτη. «Αμάν, βρε παιδί μου, τι έπαθες;» τη ρώτησε. «Λες να σε σκέφτεται ο Χρήστος σου;» «Πού τέτοια τύχη!» απάντησε η Έρη και σιγά-σιγά ηρέμησε. «Μα τι ήταν αυτό που μ’ έπιασε;» «Σκέψου να κάπνιζες όσο εγώ», είπε η Μαρία. «Πώς και δεν το άρχισες ποτέ;»
«Το δοκίμασα όταν τελείωσα το γυμνάσιο και σας πληροφορώ ότι μου άρεσε πολύ. Όμως ο Αντρέας, σαν γιατρός, με έπεισε να μην καπνίζω. Αλήθεια, τώρα που το θυμήθηκα, ξέρετε τι μου είπε χθες βράδυ ; Θα φρίξετε με την αναισθησία ορισμένων ανδρών. Πήγε στο ιατρείο του μια πελάτισσά του με τον άντρα της για να την εξετάσει επειδή τελευταία είχε πόνους χαμηλά στη μήτρα. Της έκανε υπέρηχο και διέκρινε κάποιον όγκο. Μπορείτε να φανταστείτε ποια ήταν η ερώτηση του άντρα της όταν του είπε τις υποψίες του και την ανάγκη για άμεση εισαγωγή της στο νοσοκομείο ; Τον ρώτησε αν ο καρκίνος της μήτρας είναι κολλητικός. Το διανοείστε; Αντί να ενδιαφερθεί για
τη γυναίκα του, για το τι πρέπει να κάνει, για τον κίνδυνο που μπορεί να διατρέχει η ζωή της, αυτός νοιάστηκε μόνο για τον εαυτούλη του. Είναι τρομερό». «Κι έπειτα μου λέτε εσείς…» είπε η Μαρία, σοκαρισμένη. «Μωρέ, καλά κάνει η φιλενάδα μας». «Δεν μου λέτε, βρε κορίτσια», πετάχτηκε ξαφνικά η Έρη, «ξέρετε τι είναι μεθαύριο, Κυριακή; Η Παγκόσμια Ημέρα της γυναίκας. Τι λέτε; Κανονίζουμε να το ρίξουμε έξω μια φορά;» Δεν θέλαμε δεύτερη κουβέντα. Συμφωνήσαμε και κανονίσαμε να πάμε σ’ ένα μικρό ρεμπετάδικο που ξέραμε
στην Άνω Γλυφάδα. Η Έρη ανέλαβε να ειδοποιήσει τη Νατάσσα, η Μαρία να κλείσει τραπέζι κι εγώ να πείσω τον Γιάννη να μου δώσει άδεια ανώδυνα. 5 Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο. «Αν το θεωρείς απαραίτητο», μου είπε μόνο, όταν τον πληροφόρησα για την απόφασή μας. «Και σωστό», πρόσθεσε έπειτα από λίγη σκέψη. «Γιατί να μην είναι σωστό;» ρώτησα. «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα τα μαγαζιά γεμίζουν από γυναίκες. Και όσο για απαραίτητο, ναι. Από τη στιγμή που θα μου προσφέρει χαρά, είναι απαραίτητο».
«Όπως νομίζεις». Έπειτα από την αποτυχημένη μου απόπειρα, είχε σταματήσει να μου φέρνει αντιρρήσεις. Τουλάχιστον όχι ευθέως. Οι ενοχές που ένιωθε και ίσως ο φόβος για πιθανή επανάληψη της προσπάθειας,τον έκαναν υποχωρητικό. Η ψυχρότητά του όμως έδειχνε καθαρά πόσο διαφωνούσε με την καινούργια κατάσταση που πήγαινε να δημιουργηθεί. «Φανταζόσουν ποτέ τέτοια αλλαγή από τον Γιάννη ;» με είχε ρωτήσει η ψυχοθεραπεύτριά μου την τελευταία φορά που τα είπαμε. «Μη χαίρεσαι»,της είχα απαντήσει εγώ.
«Τον ξέρω πολύ καλά τον άντρα μου. Η αλλαγή του §εν πρόκειται να κρατήσει πολύ. Θα ξεχάσει γρήγορα την αγωνία και τις ενοχές του και θα ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό». Πάντως την Κυριακή το βράδυ καθόμασταν και οι τέσσερις φίλες σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι στο κουτούκι που είχαμε διαλέξει. Την κομπανία αποτελούσαν τρία άτομα ένας νεαρός που έπαιζε μπουζούκι, άλλος ένας με κιθάρα κι ένας τρίτος με μπαγλαμαδάκι. Το μαγαζί είχε όλα κι όλα δεκάξι τραπέζια τα περισσότερα κατειλημμένα από γυναικοπαρέες. Το πρόγραμμα ξεκίνησε με ελαφρολαϊκά τραγούδια και η μουσική ήταν τόσο δυνατή όσο να
σου επιτρέπει να συζητάς χωρίς να ξελαρυγγιάζεσαι. «Σε τι να πιούμε;» ρώτησε η Νατάσσα σηκώνοντας το ποτήρι της. «Μα φυσικά, στις γυναίκες όλου του κόσμου», απάντησε η Μαρία. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και ήπιαμε λίγο από το δροσερό κρασί που μας είχαν φέρει μέσα σε χάλκινη κανάτα. «Πώς σας φαίνεται που θα διασκεδάσουμε χωρίς άντρες;» είπε η Έρη. «Θαυμάσιο», είπαμε και οι τρεις με μια φωνή.
«Μπορούμε να πούμε και να κάνουμε όποια βλακεία θέλουμε, χωρίς να έχουμε κανέναν πάνω από το κεφάλι μας», δήλωσε η Μαρία. «Τελικά οι άντρες είναι περιττοί;» ζήτησε να μάθει η Έρη. «Μάλλον ναι», αποφάνθηκα εγώ, πίνοντας άλλη μια γουλιά από το κρασί μου. «Τι τους θέλουμε άλλωστε; Κάποτε ήταν απαραίτητοι για τη διαιώνιση του είδους. Τώρα η επιστήμη τα καταφέρνει και χωρίς αυτούς». «Ναι, λες κι αν δεν διαιωνιστεί αυτό το είδος, χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι», είπε η Νατάσσα.
«Μην το λες. Είναι σημαντικό πράγμα τα παιδιά στη ζωή ενός ζευγαριού», διαφώνησε η Έρη. «Το λες επειδή δεν κατάφερες ν’ αποκτήσεις δικά σου», της είπε η Νατάσσα. «Για ρώτα κι εμάς τι τραβάμε». «Ξέρεις τι λέει ο λαός;» σιγοντάρισε η Μαρία. «Αν δεν έχεις παιδί, έχεις ένα καημό. Έχεις παιδιά, έχεις πολλούς καημούς». «Δεν ξέρω τι να πω. Τώρα πια δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει. Παλιά όμως λαχταρούσα ν’ αποκτήσω έστω ένα».
«Αν το καλοσκεφτείς, η γέννηση των παιδιών είναι θέμα καθαρά εγωιστικό», είπα. «Μας έχουν μάθει πως η γυναίκα ολοκληρώνεται μόνο με τη γέννα και πασχίζουμε όλες να γκαστρωθούμε. Το κάνουμε μόνο για να ικανοποιηθούμε εμείς. Δεν σκεφτόμαστε σε τι κόσμο φέρνουμε τα παιδιά μας, πόσο θα υποφέρουν». «Τώρα γίνεσαι υπερβολική», διαφώνησε η Μαρία. «Νομίζεις; Εσύ που έχεις τα πιο μικρά παιδιά απ’ όλες μας, σκέψου. Δεν μπορείς να τ’ αφήσεις να παίξουν ελεύθερα έξω επειδή φοβάσαι τα αυτοκίνητα, τους ανώμαλους, τους κακοποιούς. Ούτε όμως και στο σπίτι
μπορούν να παίξουν ελεύθερα επειδή τα περιορίζεις για να μη σου κάνουν ζημιές. Τα πας στη θάλασσα, όχι όμως σε όποια κι όποια επειδή οι περισσότερες είναι μολυσμένες. Δεν τ’ αφήνεις να καθήσουν στην άμμο για να μην κολλήσουν μικρόβια. Τους απαγορεύεις να μείνουν μετά τις έντεκα στον ήλιο για να μην πάθουν καρκίνο του δέρματος. Τα μαθαίνεις να μην εμπιστεύονται αγνώστους επειδή η απειλή μπορεί να κρύβεται ακόμα και πίσω από το πιο αγγελικό πρόσωπο. Και καθώς μεγαλώνουν αρχίζουν άλλοι κίνδυνοι: ανώμαλοι, μαστροποί, έμποροι ναρκωτικών. Για ποιο λόγο λοιπόν φέρνουμε σ’ έναν τέτοιο κόσμο τα παιδιά μας;»
Καμία δεν μου απάντησε. «Πιστεύω πως δεν είναι μέρα για τέτοιες καταθλιπτικές συζητήσεις», είπε η Νατάσσα και σήκωσε το ποτήρι της. «Ας πιούμε λοιπόν για τα παιδιά όλου του κόσμου». Τσουγκρίσαμε άλλη μια φορά τα ποτήρια μας και μαζέψαμε σε μια άκρη τα πιάτα με τα ορεκτικά για να κάνουμε χώρο στην πιατέλα με τα παϊδάκια που έφερε ο σερβιτόρος. «Πάμε να χορέψουμε;» πρότεινε η Έρη όταν η κομπανία άρχισε να παίζει ένα χασαποσέρβικο. Πεταχτήκαμε και οι τέσσερις από τις
θέσεις μας, αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε το χορό γελώντας. Κι όσο ο χορός δυνάμωνε, τόσο εμείς πιο πολύ γελούσαμε. Η Έρη ήταν η πρώτη που μας άφησε, και μάλιστα γρήγορα. «Πάω να καθήσω. Κουράστηκα», είπε λαχανιασμένα σ’ εμένα που ήμουν πιο κοντά της. Όταν τελείωσε το τραγούδι,γυρίσαμε στο τραπέζι. «Τι έπαθες;» τη ρώτησε η Μαρία. «Εσύ πάντα ήσουν η τελευταία που εγκατέλειπες το χορό». «Δεν ξέρω, κουράστηκα. Σας το είπα,τον τελευταίο καιρό κουράζομαι
πολύ εύκολα. Α, παίζουν το τραγούδι μου. Ελάτε να το τραγουδήσουμε παρέα». Ενώσαμε τις φωνές μας, το κέφι μας,το γέλιο μας. Σε λίγη ώρα είχαμε γίνει το επίκεντρο του μαγαζιού. Σηκωνόμασταν να χορέψουμε, πότε η μία, πότε η άλλη, και τραβούσαμε μαζί μας κι άλλους θαμώνες. Τα λουλούδια έπεφταν βροχή από τα γύρω τραπέζια. Τα παιδιά της κομπανίας μάς ρωτούσαν κάθε λίγο ποιο τραγούδι θέλαμε να μας παίξουν. Ο ιδιοκτήτης μάς κέρασε μια κανάτα κρασί και μια μικρή πιατέλα με τηγανητή συκωταριά για να το συνοδεύσουμε.
Γρήγορα όλες οι παρέες είχαν γίνει μία. Καθόμασταν πότε στο ένα τραπέζι και πότε στο άλλο. Από το δικό μας πέρασαν σχεδόν όλοι οι πελάτες του μαγαζιού. Ανταλλάσσαμε καλαμπούρια και έξυπνα πειράγματα. Ήταν μια βραδιά που θα μας έμενε αξέχαστη για πολλούς λόγους. Τη Δευτέρα το πρωί σηκώθηκα με το ζόρι για να ετοιμάσω την οικογένεια. Τα μάτια μου ήταν πρησμένα από το ξενύχτι. Κι έπρεπε να αρχίσω και τη μετάφραση του βιβλίου. Ο Γιάννης δεν είπε τίποτα για την ώρα της επιστροφής μου. Δεν ξέρω κιόλας αν κατάλαβε τι ώρα γύρισα. Η μοναδική λέξη που μου απηύθυνε εκείνο το
πρωινό, ήταν ένα «γεια» πριν φύγει για τη δουλειά του. Μόνο τα παιδιά ενδιαφέρθηκαν να ρωτήσουν πώς είχα περάσει. «Υπέροχα», τους απάντησα και είδα με την άκρη του ματιού μου τον Γιάννη να με αγριοκοιτάζει. Όταν έμεινα μόνη έκανα ένα δροσερό ντους για να συνέλθω, έφτιαξα ένα φραπέ και κατέβηκα στο γραφείο μου. Είχα φτάσει στην όγδοη σελίδα, όταν άκουσα το κουδούνι να χτυπά. Δεν περίμενα κανέναν, γι’ αυτό άνοιξα επιφυλακτικά την πόρτα για να βρεθώ την άλλη στιγμή μπροστά σ’ ένα νεαρό.
«Φέραμε κάτι πράγματα για σας», μου είπε δείχνοντάς μου ένα φορτηγάκι που ήταν παρκαρισμένο εμπρός στην αυλόπορτα. «Δεν περιμένω τίποτε», απάντησα βέβαιη πως είχε γίνει κάποιο λάθος. «Δεν είστε η κυρία Ιωάννου; Η κυρία Ελένη Ιωάννου ;» ρώτησε. «Μάλιστα». «Τότε, είναι σίγουρα για σας. Περιμένετε». Σε λίγα λεπτά, στο γραφείο μου δέσποζε ένας πανέμορφος διθέσιος καναπές, μια ταιριαστή πολύ-θρόνα κι ένα οβάλ τραπεζάκι. Σε κάποια γωνιά
είχε μπει ένα μπρούντζινο φωτιστικό δαπέδου. Ο νεαρός μού έδωσε ένα φάκελο κι έφυγε γρήγορα. Έκλεισα την πόρτα και άνοιξα το φάκελο που κρατούσα. Σου εύχομαι κάθε επιτυχία στο καινούργιο σου ξεκίνημα και κάθε ευτυχία στη ζωή σου. Με πολλή-πολλή αγάπη, η φίλη σου, Μαρία Τι είχε κάνει η τρελή! Αυτά τα πράγματα θα κόστιζαν μικρή περιουσία. Πήρα το ασύρματο τηλέφωνο και σχημάτισα το νούμερο του κινητού της. «Είσαι με τα καλά σου;» της φώναξα
μόλις απάντησε. «Τι πήγες κι έκανες;» «Ένα μικρό δώρο για το γραφείο σου», μου απάντησε ανέμελα. «Μικρό δώρο το λες; Μα εσύ ξόδεψες ένα σωρό λεφτά». «Φιλενάδα, ξεχνάς πως σαν διακοσμήτρια που είμαι, έχω τις πηγές μου και πετυχαίνω πολύ καλές εκπτώσεις;» μου αντιγύρισε. «Κάθησε αναπαυτικά στον καναπέ σου, χαλάρωσε και να θυμάσαι πως σ’ αγαπώ πολύ». Έκανα ό,τι μου είπε. Μόνο που δεν μπορούσα να χαλαρώσω. Βρισκόμουν σε υπερδιέγερση. Έπρεπε να συνεχίσω
τη μετάφραση του πρώτου μου βιβλίου, να προλάβω να μαγειρέψω και να χωρέσω κάπου όλη την ευτυχία που ένιωθα. Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο πράγμα από το να σ’ αγαπούν και να σου το δείχνουν, σκέφτηκα κι έγειρα στην πλάτη του καινούργιου μου καναπέ. Οι μέρες περνούσαν η μία μετά την άλλη, χωρίς να προλαβαίνω να το συνειδητοποιήσω. Τις περισσότερες ώρες μου τις αφιέρωνα στη μετάφραση για να είμαι σίγουρη πως θα προλάβαινα να παραδώσω έτοιμο το βιβλίο την ημερομηνία που τους είχα ορίσει. Μου είχαν ξεκαθαρίσει από την αρχή πως η μεγαλύτερη ευθύνη μου θα ήταν να είμαι συνεπής στην ημερομηνία
παράδοσης επειδή ο οίκος προγραμμάτιζε και ανακοίνωνε ποια θα ήταν η επόμενη έκδοση και πότε θα γινόταν. Έχοντας συναίσθηση της απειρίας μου, τους είχα ζητήσει για την πρώτη φορά περιθώριο ενός μήνα. Μερικές σελίδες έφευγαν γρήγορα, οι περισσότερες όμως ήθελαν πολλή δουλειά. Έπρεπε να ψάχνω στα λεξικά για τους ιδιωματισμούς, να προσπαθώ από τα συμφραζόμενα να καταλάβω τη σημασία ορισμένων εκφράσεων που δεν τις έβρισκα πουθενά, να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω το κείμενο για να βελτιώνω τη λογοτεχνική απόδοση, να βρίσκω συνώνυμες λέξεις για να μην υπάρχουν κουραστικές επαναλήψεις, να
μπαίνω στην ψυχή κάθε ήρωα για να καταφέρω να μεταδώσω σωστά τα συναισθήματά του. Τις δουλειές του σπιτιού τις είχα παραμελήσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Μαγείρευα ό,τι πιο απλό μπορούσα, σιδέρωνα την ώρα που μου ζητούσαν κάτι για να φορέσουν, άφηνα ελεύθερα τα παιδιά να κανονίσουν αν και πότε θα διαβάσουν, ξεχνούσα να ποτίσω τα φυτά, αμελούσα τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο να μην έχουμε ούτε χαρτί υγείας και άφηνα τον Γιάννη να κοιμάται μόνος του σχεδόν κάθε βράδυ. Όταν όμως ήρθε η μέρα που παρέδωσα
με υπερηφάνεια το πρώτο μου έργο και πήρα την επιταγή που αντιπροσώπευε την αμοιβή μου, νόμιζα πως τα πόδια μου δεν πατούσαν στη γη. Τα είχα καταφέρει! Είχα ολοκληρώσει με επιτυχία τη δουλειά μου και σε λίγο θα είχα στο πορτοφόλι μου τα πρώτα δικά μου λεφτά. Τα λεφτά που είχα κερδίσει με την προσπάθεια και τον κόπο ενός μήνα. Κατά σύμπτωση ήταν μέρα Τετάρτη, η μέρα δηλαδή που είχαμε κανονίσει να συναντιόμαστε οι τέσσερις φίλες. «Περιττό να σας πω ότι απόψε κερνάω εγώ», τους είπα. «Σήμερα πήρα τα πρώτα μου χρήματα, που τα έβγαλα με
τον ιδρώτα μου». «Συγχαρητήρια! Και πας να τη βγάλεις μόνο με καφέ;» μου φώναξε η Μαρία πειραχτικά. «Κερνάω ό,τι θέλετε. Πάμε για φαγητό;» «Μπα, όχι απόψε, δεν πεινάω καθόλου», είπε η Έρη. «Εσύ δεν πρέπει να τρως καλά. Έχεις αδυνατίσει τον τελευταίο καιρό. Δίαιτα κάνεις ή σ’ έχει πιάσει κι εσένα καμιά κατάθλιψη;» τη ρώτησα. «Όχι, όχι, δεν κάνω δίαιτα, αλλά μου έχει κοπεί η όρεξη. Ίσως έχω αγχωθεί πολύ φέτος. Βλέπετε, πρώτη φορά στη
σταδιοδρομία μου παίρνω έκτη τάξη και οφείλω να ομολογήσω πως παραείναι ζόρικα τα πράγματα». «Έλα, κάνε λίγο υπομονή ακόμα»,της είπε η Μαρία. «Η επόμενη είναι Μεγαλοβδομάδα. Σε περιμένουν δεκαπέντε μέρες ξεκούρασης». «Και για μένα σχεδόν δέκα μέρες χωρίς τον Ντίνο», γκρίνιαξε η Νατάσσα. «Γιατί;» ρώτησα παραξενεμένη. «Έχουμε αργίες και ημιαργίες. Θα πάρει και μερικές μέρες άδεια και θα πάει στους γονείς του, στη Λέσβο». «Δεν πειράζει», προσπάθησε να την παρηγορήσει η Έρη, «θα τηλεφωνιέστε
και θα ανταλλάσσετε μηνύματα με τα κινητά σας. Κι έπειτα, είναι και το άλλο. Σκέφτεσαι πόσο θα έχετε λαχταρήσει ο ένας τον άλλο μετά τις γιορτές;» «Ναι,δεν λέω, αλλά…» «Αλλά, τι;» «Ξέρετε, βρε κορίτσια,τι είναι αυτό που μ’ ενοχλεί πιο πολύ όταν το σκέφτομαι; Ωραίοι και καλοί οι παράνομοι έρωτες, υπέροχο ν’ αγαπιέσαι με κάποιον, κι ας είναι δεκαπέντε χρόνια μικρότερος σου, όμως κατά βάθος είναι φθοροποιός σχέση. Υποφέρω που δεν μπορώ να είμαι μαζί του όποτε θέλω, υποφέρω που δεν μπορούμε να ευχαριστηθούμε, να χαρούμε απλά μικροπράγματα που
χαίρονται όλα τα ερωτευμένα ζευγάρια». « Οπως;»τη διέκοψε,όλο περιέργεια,η Μαρία. «Όπως το να περπατήσουμε αγκαλιασμένοι στους δρόμους, να φιληθούμε μπροστά σε μια βιτρίνα, να γλείψουμε το ίδιο παγωτό στο πάρκο, να περάσει με τη μηχανή του κάτω από το σπίτι μου και να μου κορνάρει για να κατεβώ, να πάμε μαζί σινεμά και να δούμε το έργο πιασμένοι χέρι-χέρι. Όλη μας η αγάπη, όλος μας ο έρωτας κρύβονται στους τέσσερις τοίχους της γκαρσονιέρας του και στις κρυφές ματιές που ανταλλάσσουμε στην τράπεζα. Δεν έχω δικαίωμα να
φανερώσω σε κανέναν τα αισθήματά μου. Δεν έχω δικαίωμα να βγω στο δρόμο, να κοιτάξω τον ήλιο και να φωνάξω: “είμαι ερωτευμένη”». «Κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα», της είπε παρηγορητικά η Μαρία. «Εμείς μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά με τους άντρες μας, αλλά δεν τα αισθανόμαστε. Εσύ τουλάχιστον ζεις έναν έρωτα μεγάλο που για μας είναι κάτι άπιαστο». «Ναι, αλλά αν δεν ήμουν παντρεμένη… Αν δεν ήμουν τόσο μεγάλη, θα μπορούσα». «Φαντάζεσαι όμως να μην είχες ούτε αυτό που έχεις τώρα;» τη ρώτησα. «Αν
μη τι άλλο, έχεις ολόδικές σου ορισμένες στιγμές που τις απολαμβάνεις με όλες σου τις αισθήσεις». «Αυτό μού είπε και ο Ντίνος προχθές. Εγώ όμως νιώθω πως το μόνο που κάνω είναι να μαζεύω ωραίες αναμνήσεις για το μοναχικό μέλλον που θα με επισκεφθεί κάποια μέρα αναπόφευκτα. Ένα βλέμμα του, ένα ραβασάκι, μια τρυφερή κουβέντα, ένα κλεφτό φιλί… Κομμάτια από μια ευτυχία που θα χάσω ένα πρωί. Κι έπειτα τι θα μου μείνει;» «Όλα αυτά που είπες. Μα τι νομίζεις πως είναι η ευτυχία;» «Κάτι που γεννιέται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, με μια τρυφερή λεξούλα, μ’
ένα ζεστό βλέμμα», ψιθύρισε η Μαρία. «Ναι», συνέχισα, «για να πεθάνει με την απονιά, με την αδιαφορία. Γιατί, δυστυχώς, ευτυχία δεν σημαίνει ατέλειωτα γέλια και χαρές. Όχι. Είναι, αν θες, κάτι ζεστά χαμόγελα, λόγια αγάπης και ευχάριστες αναμνήσεις. Κι όσο πιο πολλά τέτοια μαζεύουμε, τόσο πιο ευτυχισμένοι νιώθουμε. Απόλαυσε λοιπόν με όλες σου τις αισθήσεις αυτό που έχεις τώρα και μη σκέφτεσαι το αύριο. Άλλωστε ποιος ξέρει αν θα ζούμε; Αξίζει να αρνιόμαστε τη χαρά για να μην πικραθούμε έτσι και τη χάσουμε; Και ο ήλιος ξέρει πως θα δύσει, όμως ανατέλλει κάθε πρωί. Ακόμα, ξέρουμε πως και τα παιδιά μας θα πεθάνουν κάποια μέρα, κι όμως συνεχίζουμε να τα
φέρνουμε στον κόσμο. Τα λουλούδια ανθίζουν, κι ας είναι γραφτό τους να μαραθούν σε λίγο καιρό». «Έχεις δίκιο», μου είπε η Νατάσσα, χωρίς ωστόσο η μελαγχολική έκφραση να έχει χαθεί από το πρόσωπό της. Τη Μεγάλη Βδομάδα όλη η παρέα μας σκόρπισε. Η Μαρία με τον Κώστα και τα δίδυμα πήγαν στο χωριό των πεθερικών της, ο Αντρέας και η Έρη οργάνωσαν ένα ταξίδι στην Κέρκυρα επειδή είχαν ακούσει ότι το Πάσχα στο νησί αυτό ήταν κάτι το ξεχωριστό, ο Αντώνης πέταξε στην Ιταλία για να δει την κόρη του και η Νατάσσα έμεινε ολομόναχη στην Αθήνα.
Η δική μου οικογένεια θα περνούσε τις άγιες μέρες όπως κάθε χρόνο. * Τη Μεγάλη Παρασκευή θα πήγαινα μόνη μου στον Επιτάφιο, αφού ο Γιάννης βαριόταν τέτοιου είδους τελετές και είχε μεταδώσει την πλήξη του και στα παιδιά. Το Μεγάλο Σάββατο θα το περνούσαμε με τα πεθερικά μου και την Κυριακή του Πάσχα θα είχα στο σπίτι μας τους γονείς του Γιάννη και τους θείους του. Ειδικά φέτος,για να μη μείνει μόνη, θα ερχόταν και η Νατάσσα. Την Κυριακή ξύπνησα νωρίς το πρωί για να ανάψω τη φωτιά στον κήπο και να καθαρίσω ένα ταψί πατάτες. Η Νατάσσα ήρθε κατά τις έντεκα για να με βοηθήσει με τις σαλάτες και τα
ορεκτικά. «Την Τετάρτη το απόγευμα το πέρασα με τον Ντίνο», μου είπε κάποια στιγμή που ετοιμάζαμε τις πιατέλες στην κουζίνα. «Ήρθε στο σπίτι μου». «Καλά και δεν φοβήθηκες μη σας δει κανείς;» «Ο Αντώνης είχε φύγει από την Τρίτη για την Ιταλία. Όσο για τους γείτονες, σκασίλα μου. Ο κόσμος όλο κακίες λέει». «Πώς περάσατε;» «Υπέροχα, όπως πάντα». Η Νατάσσα περίμενε από νωρίς τον
Ντίνο. Της είχε πει ότι θα ερχόταν κατά τις έξι, όμως εκείνη είχε ετοιμαστεί δύο ώρες νωρίτερα και μετρούσε τα λεπτά μέχρι να ακούσει τον ήχο του κουδουνιού. Έβαλε σε ένα ποτήρι κρασί, άναψε ένα τσιγάρο και άνοιξε το ραδιόφωνο. Πηγαινοερχόταν ανυπόμονα στο σαλόνι, ακουμπώντας πότε-πότε το χέρι της στο μέρος της καρδιάς. Ήταν τόσο ερωτευμένη. Εκείνη τη στιγμή είχε ξεχάσει τον Αντώνη και την κόρη της, την Κατερίνα. Η σκέψη της,το είναι της όλο,ήταν δοσμένο σε ένα και μόνο όνομα. Τα μάτια της ψυχής της έβλεπαν μόνο ένα
πρόσωπο. Ένα όμορφο πρόσωπο με μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια που την κοιτούσαν με λατρεία. «Έλα μου, μην αργείς», μονολόγησε στο άδειο δωμάτιο. «Κι αν δεν έρθει;» άκουσε μια φωνή να της ψιθυρίζει. «Αν του έτυχε κάτι, κάτι καλύτερο, κάτι που να ταιριάζει στην ηλικία και τον τρόπο ζωής του;» «Όχι», ψιθύρισε και βιάστηκε να διώξει αυτή τη φοβερή σκέψη από το μυαλό της. Κάποτε θα συνέ-βαίνε κι αυτό,το ήξερε. Όχι όμως από τώρα. Δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένη για να το αντέξει.
Η ζωή της ήταν γεμάτη από εκείνον. Το χθες το είχε ξεχάσει, το αύριο δεν το σκεφτόταν μόνο το σήμερα είχε σημασία. Ένα σήμερα με τη μορφή του Ντίνου. Δεν της είχε προσφέρει ποτέ ούτε ένα λουλούδι, κι όμως της είχε χαρίσει το πολυτιμότερο δώρο που μπορούσε ποτέ να περιμένει: τα νιάτα της. Πράγματι ένιωθε σαν να είχε γίνει πάλι δεκαοχτώ χρονών. Ένα ερωτευμένο κοριτσόπουλο που είχε χαρίσει την καρδιά του στον όμορφο νεαρό των ονείρων της. Μπορεί να της την έκανε κομμάτια, ωστόσο δεν είχε τι άλλο να του δώσει. Ο θόρυβος μηχανής την έκανε να σταματήσει τις σκέψεις και να τρέξει στο παράθυρο. Δεν ήταν όμως η δική
του. Τι απογοήτευση! Κάθε λεπτό που περνούσε σήμαινε όλο και λιγότερη ώρα κοντά του. Και η Νατάσσα ήθελε να μπορούσε να τρυπώσει για πάντα στην αγκαλιά του. Να ζήσει με τα δυνατά του μπράτσα τυλιγμένα γύρω της, να πεθάνει μέσα στα αγαπημένα του χέρια. Ο ήχος του κουδουνιού την έκανε να πεταχτεί από τη θέση της. Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι της κι έτρεξε να του ανοίξει. Το ερωτευμένο βλέμμα της έψαξε με αγωνία το πρόσωπό του. Ησύχασε, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Την κοιτούσε με το ίδιο πάθος που τον
διέκρινε πάντα. Ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν από ευτυχία. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον έσφιξε πάνω της με λαχτάρα. Πόσο της είχε λείψει! Μα τώρα, έστω και για λίγες ώρες, θα ήταν δικός της, ολόδικος της. Γιά λίγες ώρες δεν θα υπήρχε τίποτε άλλο σ’ αυτή τη γη παρά μόνο δύο ερωτευμένοι άνθρωποι. «Δεν άκουσα τη μηχανή σου», του είπε αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση. «Πειράζει;» «Όχι, μου φτάνει που ήρθες». Την έπιασε απ’ τη μέση και τη σήκωσε
ψηλά, χωρίς να αφήσει το πρόσωπό της από τα μάτια του. Ύστερα την οδήγησε στο κρεβάτι,την άφησε να γλιστρήσει απαλά προς τα κάτω κι άρχισε να τη φιλά. Τη φίλησε παντού: στο στόμα, στο μέτωπο, στ’ αυτιά. Απέφευγε τα μάτια επειδή κάποτε του είχε πει πως φιλί στα μάτια σήμαινε χωρισμό. Εξακολούθησε να τη φιλά στα μπράτσα, στο στήθος, στην κοιλιά, στα πόδια. Παντού. Έπαψαν να θυμούνται οτιδήποτε άλλο. Ξέχασε καθένας τους τα όρια του κορμιού του καθώς και τα όρια ανάμεσα στο σεμνό και το τολμηρό, μια και γι’ αυτούς ήταν αφηρημένες έννοιες. Η Νατάσσα ανταπέδιδε τα φιλιά και τα
χάδια του με μια τολμηρότητα που ποτέ της δεν φανταζόταν πως διέθετε. Και του έκανε πράγματα που δεν είχε κάνει ποτέ άλλοτε στη ζωή της, ούτε στον άντρα της, και τον ένιωσε να τρελαίνεται. Η ιδέα και μόνο πως μετά από μια-δυο ώρες ήταν υποχρεωμένοι να χωριστούν τους εξόργιζε και για αντιστάθμισμα ρίχνονταν αδιάκοπα ο ένας στον άλλο… Μετά τον έρωτά τους. κούρνιασε στην αγκαλιά του και απόλαυσε το κορμί του κάτω από το δικό της. «Σ’ αγαπώ», του ψιθύρισε. «Κι εγώ. Και σ’ αγαπώ πάρα πολύ».
Σήκωσε το βλέμμα της και είδε στα μάτια του όλη τη λατρεία που έκρυβε στην καρδιά του. Και ξάφνου ένιωσε ενοχή. Χωρίς να το θέλει,τον είχε φυλακίσει με την αγάπη της και τον είχε αποκλείσει από μια φυσιολογική ζωή. «Πρέπει να μ’ αφήσεις», του είπε επηρεασμένη απ’ αυτές τις σκέψεις, «πρέπει να φτιάξεις τη ζωή σου μακριά από μένα. Είναι άδικο για σένα, δεν καταλαβαίνεις ; Πρέπει να βρεις μια νέα κοπέλα και ν’ αγαπηθείτε. Να παντρευτείτε, να κάνετε οικογένεια. Εμείς θα μείνουμε πάντα φίλοι. Οι καλύτεροι ίσως». Ένιωσε τα χέρια του να τη σφίγγουν δυνατά και το κορμί του να τραντάζεται.
Γύρισε και τον κοίταξε. Έκλαιγε. Ήταν απίστευτο έκλαιγε. Κι έκλαιγε για εκείνη. Μα ήταν δυνατόν; Κανείς απ’ ό,τι θυμόταν δεν είχε κλάψει ποτέ για χάρη της. Τόσο πολύ, λοιπόν, την αγαπούσε; Σκούπισε με τα δάχτυλά της τα δάκρυά του. Της έπιασε το χέρι και της το φίλησε. «Γιατί βιάστηκε η μάνα σου να σε γεννήσει;» τη ρώτησε με ραγισμένη φωνή. «Εσύ γιατί άργησες να γεννηθείς;» του απάντησε εκείνη μ’ ένα πονεμένο χαμόγελο.
Έμειναν για αρκετή ώρα έτσι σιωπηλοί, αγκαλιασμένοι και παραδομένοι σε μια συναισθηματική βουβή επικοινωνία. Η αγάπη, η αληθινή αγάπη, πολλές φορές δεν έχει ανάγκη από λόγια για να εκφραστεί. Αρκεί ένα άγγιγμα, μια ματιά, μια τρυφερή σκέψη, κι έχουν ειπωθεί όλα. «Αν μπορούσαμε να πάμε μαζί για μια βδομάδα σε κάποιο μέρος, πού θα ήθελες να πάμε;» έσπασε πρώτη τη σιωπή. «Τι σημασία έχει ο τόπος; Οπουδήποτε, φτάνει να είμαστε μαζί»,της απάντησε κάπως μελαγχολικά. «Και δεν θα ντρεπόσουν να
κυκλοφορείς αγκαλιά μαζί μου;» Ο Ντίνος δεν απάντησε αμέσως, πράγμα που την έκανε να πονέσει. «Κατάλαβα, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα». Δεν ήταν εύκολο να κρύψει την απογοήτευσή της. Την αγαπούσε, δεν μπορούσε να φύγει μακριά της και την ποθούσε ασφαλώς, αλλά θα ντρεπόταν να βγει στους δρόμους με τη «μαμά» του. Όμως δεν είχε και το δικαίωμα να τον κατηγορήσει. Κάπως έτσι δεν θα ένιωθε κι εκείνη; Θα τον έπιανε ποτέ αγκαλιά και θα τον φιλούσε με πάθος στη μέση ενός κατάμεστου δρόμου; Μάλλον όχι, μα… ίσως και ναι. Ποιος
ξέρει; Ισως να μην της δινόταν ποτέ η ευκαιρία να διαπιστώσει κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον δεν είχε πια αυταπάτες. Ήταν χι εκείνη το ίδιο τρωτή και ανθρώπινη όσο και ο Ντίνος. Είχε τους ίδιους φόβους και τις ίδιες αδυναμίες. Κοίταξα τη φίλη μου και χαμογέλασα με απόλυτη κατανόηση. Η Νατάσσα είχε μείνει ακίνητη, με το μαρούλι στο ένα χέρι και το μαχαίρι στο άλλο. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο κενό και τα χείλη της έτρεμαν μισάνοιχτα. «Ει, προσγειώσου!» την πείραξα. «Ήταν πραγματικά υπέροχα», μου είπε και με κοίταξε σαν ενθουσιασμένο παιδί, που μόλις είχε πάρει ένα υπέροχο
δώρο. «Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που μου συμβαίνει. Δεν ξέρω όμως και πώς θα περάσουν τόσες μέρες μακριά του». «Υπομονή. Ήδη πέρασαν οι μισές», προσπάθησα να την παρηγορήσω. «Άλλωστε, έτσι το πράγμα έχει άλλη αξία, δεν νομίζεις;» «Ελένη, νομίζω πως για χάρη του θα μπορούσα να κάνω οποιαδήποτε τρέλα. Ακόμα και να εγκαταλείψω τα πάντα και να φύγω μαζί του». «Νομίζω πως γίνεσαι κάπως υπερβολική και το ξέρεις». Συνέχισε να κόβει το μαρούλι με
συγκρατημένες κινήσεις. «Ίσως να ’χεις δίκιο. Όμως, η αγάπη μάς οδηγεί πάντα στην υπερβολή, δεν νομίζεις; Εκμηδενίζει τη λογική μας, κι εκεί νομίζω πως βρίσκεται όλη η ομορφιά της, ή πέφτω έξω;» «Σύμφωνοι, ωστόσο είναι καλό να μπορούμε να διαχωρίζουμε την τρέλα του έρωτα από το ρεαλισμό της πραγματικότητας. Οι ώρες που περνάς με τον Ντίνο, σου ανήκουν ολοκληρωτικά, δεν λέω, και μπορείς να κάνεις οτιδήποτε θελήσεις μαζί του. Αλλά στις υπόλοιπες ώρες της ζωής σου έχουν δικαιώματα και ο άντρας σου και το παιδί σου. Δεν είναι δίκαιο γι’ αυτούς και ειδικά για την κόρη σου, να τους
διαγράψεις έτσι ξαφνικά, να τους γυρίσεις την πλάτη και να εξαφανιστείς με κάποιον άλλο». «Το ξέρω. Και να είσαι σίγουρη πως δεν θα το έκανα ποτέ. Όχι τόσο για τον Αντώνη, όσο για την Κατερίνα. Όμως, διψάω να ζήσω αυτό που δεν μπορώ να έχω, βρε φιλενάδα, με καταλαβαίνεις;» «Απολύτως. Όπως καταλαβαίνω και κάτι άλλο ακόμα. Ο λόγος που λαχταράς τόσο πολύ να γεμίσεις ολοκληρωτικά τη ζωή σου με αυτή την ιστορία, είναι επειδή ακριβώς δεν μπορείς να την έχεις όπως θέλεις». «Η αγάπη δεν μετράει;»
«Φυσικά και μετράει. Και μάλιστα πάρα πολύ. Κι εδώ φαίνεται πόσο τυχερή είσαι. Ζεις μια αγάπη σπάνια, έξω από κανόνες και τύπους, μυστική και απαγορευμένη. Όλα αυτά είναι που την κάνουν τόσο μοναδική, τόσο υπέροχη, μα και τόσο μεγάλη! Ναι, είναι μια αγάπη που θα ζήσει για πάντα, γιατί δεν θα γνωρίσει ποτέ τη φθορά της καθημερινότητας, το συμβιβασμό του κορεσμού. Δεν θα σου αφήσει ποτέ πραγματικά πικρή γεύση στα χείλη. Θα έχεις πάντα να θυμάσαι τη γλύκα της, την ομορφιά της, την απεραντοσύνη της. Καταλαβαίνεις λοιπόν το μέγεθος της τύχης σου;» «Ναι», είπε ξέπνοα και ξαναχάθηκε στις σκέψεις της.
«Έλα,χαμογέλα λοιπόν, μέρα που είναι. Βρε κουτό, είσαι υγιής, όμορφη, έχεις έναν άντρα που δεν ποδοπάτησε ποτέ την προσωπικότητά σου, μια κόρη έξυπνη που σπουδάζει γιατρός, μια καλή δουλειά, τρεις φίλες που σε αγαπούν κι έναν άνθρωπο που τον λατρεύεις και σε λατρεύει. Τι άλλο θέλεις; Τι να πω κι εγώ; » «Έχεις δίκιο!» Με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Τελικά, ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε, έτσι δεν είναι; Πάντα ζητάμε όλο και κάτι παραπάνω. Αυτό είναι αχαριστία, κι εγώ, μα την αλήθεια, δεν θέλω να είμαι αχάριστη». Δεν είχε προλάβει να τελειώσει και ο
διαπεραστικός, ρυθμικός ήχος του κινητού της την ειδοποιούσε για κάποιο μήνυμα που είχε. Αφησε το μαρούλι στον πάγκο, σκούπισε βιαστικά τα χέρια της κι έτρεξε να πάρει το κινητό. Το πρόσωπό της φωτίστηκε διαβάζοντας το μήνυμα. «Είναι από εκείνον», μου είπε, λες και χρειαζόταν μεγάλη σκέψη για να το καταλάβει κανείς. «Άκου τι μου λέει», συνέχισε, με την ευτυχία να λάμπει στο πρόσωπό της. «Ο Χριστός αναστήθηκε και φέτος, κι εγώ. όπως πάντα, σ’ αγαπώ πολύ. Χρόνια Πολλά, αγαπημένη. Δεν είναι υπέροχος; Είναι ένα υπέροχο παιδί. Γι’ αυτό τον λατρεύω. Δεν έχει αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του. Είναι ακόμα γνήσιος,
αγνός κι αμόλυντος. Η ψυχή του είναι ακόμα καθαρή σαν… σαν… Τι έχει μείνει καθαρό στην εποχή μας;» με ρώτησε καθώς δεν μπόρεσε να βρει την κατάλληλη παρομοίωση. «Σαν το γάργαρο νερό του ποταμού;» πρότεινα με ένα θεατρικό τόνο στη φωνή. «Μπα! Τα ποτάμια έχουν γεμίσει απόβλητα», είπε κάπως περιφρονητικά. «Μήπως σαν το νερό της βροχής;» συνέχισα την προσπάθεια γελώντας. «Ούτε. Έτσι που έχει μολυνθεί η ατμόσφαιρα, φαντάσου τι κατεβάζουν οι σταγόνες της βροχής».
«Να πούμε τότε, σαν το χιόνι;» πρότεινα και πάλι μετά από λίγη σκέψη. «Μπα! Όλο πατημασιές είναι κι αυτό», μου αντιγύρισε παίρνοντας μέρος στο αστείο παιχνίδι που είχαμε ξεκινήσει. «Ε, τότε, σαν το μαρούλι που κάποια στιγμή θα κόψεις». «Α πα πα! Καλέ,τι λες! Αυτό είναι παραφορτωμένο ορμόνες». «Τότε, σαν το κεφάλι σου που αποκλείεται να είναι νοθευμένο αφού είναι άδειο!» φώναξα κατηγορηματικά , μεταξύ σοβαρού κι αστείου. «Και τα μαλλιά μου που είναι βαμμένα;» συνέχισε με προσποιητή
απόγνωση. «Εγώ μιλάω για το εσωτερικό. Δεν ασχολούμαι με… τρίχες». Στο διάλογό μας έβαλε τέλος η κόρη μου, που μπήκε τρέχοντας. «Μαμά», φώναξε λαχανιασμένη, «ο μπαμπάς είπε πως το κοκορέτσι είναι έτοιμο και το κατσίκι θα έχει ψηθεί σε μισή ώρα. Εσείς να ετοιμάσετε το τραπέζι και να μου δώσεις μια πιατέλα». Ο καιρός ήταν καλός και θα μπορούσαμε άνετα να φάμε στον κήπο,αν δεν φοβόμασταν μην κρυώσουν οι γονείς του Γιάννη και οι θείοι του, που ήταν μεγάλοι άνθρωποι.
Η Νατάσσα με βοήθησε να στρώσω το τραπέζι και λίγο αργότερα τρώγαμε, πίναμε και γελούσαμε. Παρ’ ότι στην παρέα μας ήταν και η Μίνα με τον Λευτέρη, τον αντιπαθητικό, φαλλοκράτη ξάδερφο του άντρα μου, που ευχαρίστως θα έστηνα καβγά μαζί του,για χάρη της ημέρας και της οικογένειάς μου, άφησα ασχολίαστες κάποιες προκλητικές κουβέντες του και διατήρησα τη γιορτινή ατμόσφαιρα ήρεμη και πολιτισμένη . Η αυτοπεποίθησή μου είχε ανεβεί τον τελευταίο καιρό τόσο που δεν θεωρούσα πως με την αδιαφορία και την ηρεμία μου δικαιολογούσα και αποδεχόμουν τις απόψεις του.
«Ώστε τώρα πια είσαι εργαζόμενη γυναίκα, ξαδέρφη;» μου είπε κάποια στιγμή με έναν τόνο που δήλωνε ότι δεν έδινε και μεγάλη αξία στην καινούργια μου ασχολία. «Ναι», απάντησα λακωνικά. «Και τι ακριβώς μεταφράζεις; Αισθηματικά βιβλιαράκια;» ρώτησε υποτιμητικά. «Βιβλία τσέπης, πολλά από τα οποία έχουν γίνει μπεστ σέλερ στο εξωτερικό. Ανάμεσά τους υπάρχουν βέβαια και αισθηματικά μυθιστορήματα». «Σαχλαμαρίτσες, δηλαδή», συνέχισε να προκαλεί.
«Για να έχεις άποψη θα έπρεπε να είχες διαβάσει και κάποιο βιβλίο στη ζωή σου», του απάντησα και πάλι ήρεμα. «Κι εσύ, απ’ ό,τι ξέρω, εκτός από αθλητικές εφημερίδες και πορνοπεριοδικά, δεν έχεις ασχοληθεί με κανένα άλλο έντυπο». «Καλά, και πού βρίσκεις το χρόνο να ασχολείσαι με μεταφράσεις;» λοξοδρόμησε τη συζήτηση. «Δεν παραμελείς έτσι τον άντρα σου και τα παιδιά σου;» «Να είσαι σίγουρος πως προλαβαίνω να κάνω όσα είναι απαραίτητα. Και τα παιδιά μου νιώθουν περήφανα για μένα».
Θα μπορούσα να προσθέσω πως εγώ είχα το χρόνο να τους ετοιμάσο) το πασχαλιάτικο τραπέζι και να τους περιποιηθώ, ενώ εκείνος, παρόλο που δεν άφηνε τη γυναίκα του να δουλέψει, ποτέ δεν μας είχε καλέσει στο σπίτι του. Δεν μίλησα όμως για χάρη της Μίνας. Ίσως βρισκόταν στη θέση που υπήρξα κι εγώ κάποτε άθελά μου. «Εγώ απορώ με σένα, Γιάννη», συνέχισε απευθυνόμενος στον άντρα μου. Ήταν γνωστό πως ήταν από τους ανθρώπους που διασκέδαζαν με το να δημιουργούν προβλήματα στους άλλους, γι’ αυτό παράτησε εμένα κι έπιασε τον άντρα μου. «Πάντα έλεγες πως δεν ήθελες να δουλεύει η γυναίκα σου. Πώς της το επέτρεψες τώρα;»
«Συνειδητοποίησε πως η δουλειά δεν είναι έγκλημα για τη γυναίκα», βιάστηκα να απαντήσω. «Κι έπειτα, αν θέλεις να ξέρεις, είναι κάτι που γεμίζει απόλυτα εμένα χωρίς να βλάπτει τον άντρα μου. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα έβρισκε κάτι το μεμπτό σ’ αυτό». Όχι, αν τολμούσε κανείς, ας ομολογούσε μπροστά σε όλους πως δεν ήταν λογικός. Έδωσα συγχαρητήρια από μέσα μου στον εαυτό μου. Καλά τους την είχα φέρει. Δεν μίλησε κανείς κι εγώ κρυφογέλασα ικανοποιημένη με τον εαυτό μου. Την Τετάρτη μετά το Πάσχα, παρκάρισα το Πεζό μου κοντά στην καφετέρια που
είχαμε καθιερώσει σαν τόπο συνάντησης και κοίταξα το ρολόι μου. Είχα αργήσει ένα τέταρτο. Μπήκα στο μαγαζί και με το βλέμμα έψαξα να βρω το τραπέζι που υποτίθεται ότι θα κάθονταν οι φίλες μου. Τις είδα. Ήταν η Μαρία με τη Νατάσσα, που απορροφημένες από την κουβέντα τους δεν με είχαν προσέξει. «Γεια σας», τις χαιρέτησα σαν έφτασα κοντά τους. «Η Έρη δεν ήρθε ακόμα;» τις ρώτησα αφού πρώτα φίλησα κι ευχήθηκα στη Μαρία. «Δεν θα ’ρθει. Είναι άρρωστη», με πληροφόρησε η Νατάσσα.
«Τι έχει;» τις ρώτησα ανήσυχη. «Φαίνεται πως άρπαξε γερό κρυολόγημα. Μου τηλεφώνησε σήμερα το πρωί, όταν γύρισαν από την Κέρκυρα, και ακουγόταν πράγματι χάλια. Περίμενε πώς και πώς αυτές τις διακοπές για να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει, και πέρασε δράμα. Μου είπε πως είχε πυρετό από την πρώτη μέρα που έφτασαν στο νησί, βήχα και κομμάρες. Εδώ και μια βδομάδα είναι με ασπιρίνες και αποχρεμπτικά». «Την καημένη! Δεν πήγε στο γιατρό μήπως χρειάζεται να πάρει αντιβίωση;» «Αύριο περιμένει να πάει γιατρός στο σπίτι. Για την ώρα θα κάνει υπομονή
μία μέρα ακόμα», μου είπε η Μαρία. «Ελπίζω κι εύχομαι να της περάσει γρήγορα, γιατί δεν σας κρύβω, βρε κορίτσια, πως μου είναι έντονη η απουσία της απόψε. Εσύ πώς τα πέρασες, Μαράκι;» «Συμπαθητικά. Τίποτα το ιδιαίτερο. Τραπέζι, εκκλησία, παρέα με τα πεθερικά μου και κυνήγι των παιδιών στα χωράφια. Και για να πω την καθαρή αλήθεια, μου έλειψε βρε παιδιά η φασαρία της Αθήνας. Και περισσότερο μου λείψατε εσείς. Ιδιαίτερα τη Μεγάλη Τετάρτη, μου την είχε βαρέσει. Σε αντίθεση με τη Νατάσσα που, όπως μου είπε, οργίασε», κατέληξε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι γελώντας.
«Ναι, σωστά», συμφώνησε εκείνη χαμογελώντας, «και τώρα ανυπομονώ για το πότε θα οργιάσω και πάλι». «Πότε έρχεται ο Αντώνης από την Ιταλία;» τη ρώτησα. «Την Κυριακή το απόγευμα». «Ε,τότε κάνε λίγη υπομονή και θα οργιάσεις μαζί του»,την πείραξε η Μαρία. «Τώρα σωθήκαμε! Έχω ξεχάσει πότε έγινε το τελευταίο μας όργιο. Ευτυχώς». «Σοβαρά τώρα, δεν έχεις επιθυμήσει, βρε Νατάσσα, να κάνεις έρωτα με τον άντρα σου;» τη ρώτησε η Μαρία. «Θέλω να πω, πριν γνωρίσεις τον Ντίνο δεν
είχες ανάγκη για σεξ; Οργανικά και μόνο, βρε παιδί μου». «Πόσα χρόνια είσαι παντρεμένη με τον Κώστα;» τη ρώτησε με τη σειρά της η Νατάσσα αντί να απαντήσει. «Εφτά». «Κι έχεις πάντα την ίδια επιθυμία για έρωτα, όπως όταν πρωτοπαντρευτήκατε;» «Όχι,δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο, όμως δεν μπορώ να σκεφτώ πως τελείωσε η ερωτική μου ζωή. Είμαι μόνο τριάντα τεσσάρων χρονών». «Και τι σημασία έχει; Σταμάτησα να έχω διάθεση για σεξ από τα είκοσι πέντε
μου», είπε η Νατάσσα. «Αφού είχα φτάσει στο σημείο να πιστέψω πως είχα πρόβλημα. Πως ήμουν ψυχρή, ανίκανη. Εσύ, Ελένη, πότε*σταμάτησες να έχεις όρεξη για τέτοια;» «Κάπου στα είκοσι πέντε κι εγώ. Όταν βαρέθηκα πια να ζω το ίδιο πορνό σκηνικό κάθε τόσο. Όταν σιχάθηκα να βλέπω τον Γιάννη να ενδιαφέρεται μόνο για το πουλί του. Όταν συνειδητοποίησα τη συναισθηματική απόσταση που μας χώριζε». «Καλά, δεν νιώθεις ποτέ σου την ανάγκη να εκτονώσεις τις ορμές σου;» ζήτησε να μάθει η Μαρία. «Δεν
λαχτάρησες ποτέ να σε αγγίξουν δύο ανδρικά χέρια, να σε φιλήσουν δύο ζεστά χείλη, να σε μεθύσει τέλος πάντων ο έρωτας κάποιου άντρα;» «Γία να πω την αμαρτία μου, κάποιες φορές το σκέφτομαι. Όμως, δεν θέλω βρε παιδιά να πάω μ’ έναν άντρα μόνο και μόνο για να πω ότι έκανα έρωτα και ικανοποιήθηκα. Για μένα δεν υπάρχουν χέρια που θα με συγκλονίσουν, έρωτας που θα με μεθύσει, τη στιγμή που θα λείπει το πιο ουσιώδες,η ψυχική επαφή». «Και στην έσχατη περίπτωση μπορείς να τη βρεις μια χαρά και μόνη σου», είπε η Νατάσσα, «και σας πληροφορώ πως είναι καλύτερο από το να αφήνεσαι
σαν σφάγιο στα χέρια κάποιου που δεν έχει να σου πει τίποτα συναισθηματικά». «Εγώ, πάντως, αν ήξερα πως δεν θα ξανακάνω ποτέ έρωτα στη ζωή μου, δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου», είπα, και ήταν κάτι που πίστευα. «Εγώ,πάλι, σας εύχομαι να γνωρίσετε τον έρωτα που ζω αυτόν τον καιρό με τον Ντίνο. Τότε ίσως καταλάβετε τη διαφορά». «Εσύ δεν υποφέρεσαι με τον Ντίνο σου», την πείραξε η Μαρία. «Θα μας τον γνωρίσεις καμιά φορά για να δούμε ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που σε έχει τόσο αναστατώσει;»
«Ίσως», απάντησε αόριστα η Νατάσσα και χαμογέλασε ονειροπόλα. Το μεσημέρι της επομένης τηλεφώνησα στην Έρη. «Πώς είσαι; Ήρθε ο γιατρός;» τη ρώτησα αφού της ευχήθηκα για το Πάσχα. · «Πριν από λίγο έφυγε. Με εξέτασε προσεκτικά, δεν μπορώ να πω, και το συμπέρασμά του είναι πως άρπαξα ένα γερό κρυολόγημα που φοβάται μήπως το γύρισε σε πνευμονία. Άσ’ τα, φιλενάδα, είμαι χάλια. Τώρα περιμένω τον Αντρέα να μου φέρει τα φάρμακα για ν’ αρχίσω την αντιβίωση».
«Θα έρθω σε λίγο να σου ετοιμάσω κάτι να φας. Μήπως θέλεις να σου φέρω τίποτε άλλο;» Προσπάθησε να με πείσει πως δεν ήταν ανάγκη να ταλαιπωρηθώ και πως ο Αντρέας θα τα κατάφερνε μια χαρά, όμως δεν στάθηκε τόσο πειστική. «Μα, αγάπη μου, γι’ αυτό είναι οι φίλες», της είπα στο τέλος καθησυχαστικά. «Τι στο καλό, μόνη θα μένεις τέτοιες ώρες;» 6 «Είδες πόσο δίκιο είχα για τα παιδιά;» με ρώτησε κάποια στιγμή η Έρη κουρασμένα. «Κάτι τέτοιες στιγμές
φαίνεται η απουσία τους. Αν είχα ένα δικό μου παιδί, δεν θα χρειαζόταν να κουβαληθείς εσύ για να με φροντίζεις». «Μα θα κουβαλιόμουν έτσι κι αλλιώς επειδή είμαι φίλη σου. Εσύ όμως βλέπεις πόσο δίκιο είχα όταν σας έλεγα ότι η γέννηση ενός παιδιού είναι καθαρά εγωιστικό θέμα; Το αναζητάς τώρα για τη βοήθεια και τη συντροφιά που θα μπορούσε να σου προσφέρει και δεν σκέφτεσαι τη δική του ταλαιπωρία». «Ίσως να μην έχεις άδικο», παραδέχτηκε κάπως απρόθυμα. «Οφείλεις όμως να παραδεχτείς κι εσύ την ειρωνεία της τύχης. Να έχεις άντρα γυναικολόγο που ξεγεννά δεκάδες γυναίκες κάθε βδομάδα και να μην
μπορεί να δει παιδί από τη δική του». «Ναι», παραδέχτηκα. «Όμως, μπορεί εκείνος να μην το βλέπει έτσι, μια και μέσα από τη δουλειά του μπορεί να αναπληρώνεται η δική του επιθυμία. Μπορεί η τύχη να μην του χάρισε απόγονο, όμως φαντάσου πόσο ικανοποιημένος και ευτυχισμένος θα νιώθει κάθε φορά που θα φέρνει στο κόσμο μια καινούργια ζωή». «Αυτό είναι αλήθεια. Και το έχω προσέξει κάθε φορά που μου διηγείται για τις γέννες και τις δυσκολίες τους. Καμαρώνει λες και γεννήθηκε άλλο ένα δικό του παιδί». «Είδες; Μη στενοχωριέσαι, λοιπόν, για
τον Αντρέα και μην ανησυχείς για κανέναν, παρά μόνο κοίτα να γειάνεις εσύ. Δεν μπορούμε άλλωστε να τα έχουμε όλα σ’ αυτόν τον κόσμο. Πάω να δω αν είναι έτοιμη η σούπα», της είπα και σηκώθηκα από δίπλα της. Την ώρα που τη βοηθούσα να φάει, ήρθε η Μαρία. «Τι κάνει η άρρωστή μας;» ρώτησε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Καλύτερα, μπορώ να πω. Η σούπα της Ελένης με στύλωσε. Μόλις αρχίσω και την αντιβίωση που θα φέρει ο Αντρέας, πιστεύω πως θα γίνω καλύτερα». «Πόση άδεια σου έγραψε ο γιατρός;»
«Έξι μέρες, κι αν χρειαστεί θα μου γράψει κι άλλες», μου είπε. «Αναρωτιέμαι όμως βρε κορίτσια ποιος άραγε θα με αντικαταστήσει στη δουλειά». «Δεν είμαστε καλά, μου φαίνεται», της έβαλε τις φωνές η Μαρία. «Κοίτα να γίνεις καλά, κι όλο και κάποιος θα βρεθεί να σε αντικαταστήσει». Κι έπειτα από μικρή σιωπή, πρόσθεσε: «Αλήθεια, δεν μου είπατε , η Νατάσσα τηλεφώνησε;» «Μπα! Θα είναι με τον Ντίνο της», υπέθεσα. «Άσ’ την αυτή. Είναι χαμένη στον κόσμο της». «Μωρέ καλά κάνει», είπε η Έρη.
«Αφήστε την να τον απολαύσει όσο τον έχει. Γιατί,η επιστροφή στην πραγματικότητα θα είναι πολύ σκληρή για τη φουκαριάρα». «Εξαρτάται από τον τρόπο που θα γίνει», σχολίασε η Μαρία. «Νομίζω πως το χειρότερο θα είναι αν την πιάσει στα πράσα ο Αντώνης». «Μπα, αυτό το βλέπω δύσκολο», είπα, «παίρνουν τα μέτρα τους». «Ναι, αλλά μην ξεχνάς πως και ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια. Δεν ξέρω, βρε παιδιά, αλλά εμένα με τρομάζουν αυτές οι καταστάσεις». «Μην ξεχνάμε πως όλα στη ζωή είναι
ένα ρίσκο», υπενθύμισε η Έρη. «Άλλος ρισκάρει περισσότερα κι άλλος λιγότερα. Κι αυτός που ρισκάρει πιο πολύ, έχει και τις περισσότερες πιθανότητες ικανοποίησης. Ενώ αυτός που φοβάται να ρισκάρει, δεν αφήνει ποτέ περιθώρια στον εαυτό του να κερδίσει κάτι. Μπορεί ν’ αποφεύγει τον πόνο ή την αποτυχία, φεύγει όμως μακριά και από την ίδια τη ζωή». «Έχεις δίκιο», συμφώνησα. «Δεκαεφτά χρόνια φοβόμουν να τολμήσω να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου, μόνο και μόνο επειδή ήθελα ν’ αποφύγω τη φθορά της γκρίνιας και τις πληγές που πάντα προξενεί μια επανάσταση. Χωρίς να καταλαβαίνω πως έτσι έμενα σκλάβα των ίδιων μου των φόβων και δεν έδινα
στον εαυτό μου τη δυνατότητα να εξελιχθεί σαν προσωπικότητα. Τώρα αποφάσισα κι εγώ να το ρισκάρω και είμαι έτοιμη να πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να βγω κερδισμένη». «Οποιοδήποτε;» ρώτησε η Μαρία. «Ναι, οποιοδήποτε. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να έχεις χάσει τον εαυτό σου. Τι να κάνω τον επιτυχημένο άντρα, το πλούσιο σπίτι, τη βολεμένη οικογένεια, όταν δεν έχω την Ελένη μου; Όποιος με αγαπάει πραγματικά, θα καταλάβει τους προβληματισμούς μου και τις ανάγκες μου και θα σταθεί πλάι μου βοηθός και συναγωνιστής μου. Αλλοι θα με
πολεμήσουν και θα ζητήσουν κάποιο αντίτιμο για να μου δώσουν πίσω αυτό που δικαιωματικά μου ανήκει: τον εαυτό μου. Και να σας πω κάτι, ε, αυτούς δεν τους θέλω κοντά μου.’ Μονάχα κακό μπορούν να μου κάνουν». «Σε βλέπω πολύ αποφασισμένη,φιλενάδα». «Είμαι. Και δεν φοβάμαι πια. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Νιώθω πως δεν υπάρχουν περιθώρια αποτυχίας. Ορισμένες λέξεις έχασαν τη σημασία τους για μένα φόβος, μοναξιά, απογοήτευση, υποταγή… Δεν θυμάμαι τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα. Τώρα πια μόνο σε νίκες θέλω να ελπίζω».
Η ψυχοθεραπεύτριά μου δεν συμφωνούσε απόλυτα με την τακτική μου. «Τι πας να κάνεις;» με ρώτησε κάποια μέρα. «Να χαλάσεις το σπιτικό σου; Πρέπει να μάθεις να είσαι υπομονετική και να διεκδικείς σιγά-σιγά αυτά που θέλεις. Θα επαναστατήσει ο άντρας σου και πολύ φοβάμαι πως με το χαρακτήρα που έχει, θα φύγει και θα σ’ αφήσει μόνη. Δεν είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ακόμα δεν επούλωσες τις παλιές σου πληγές, πας ν’ ανοίξεις κι άλλες; » «Αυτά τα πράγματα δεν τα ορίζεις. Κάνεις την επανάστασή σου όταν νιώθεις πως ο κόμπος έφτασε στο χτένι και είσαι αποφασισμένη να πολεμήσεις
ώς το τέλος. Κανείς δεν μπορεί να σου πει ποια θα είναι η κατάλληλη στιγμή για να αντιδράσεις. Όλα είναι υποκειμενικά. Άλλωστε, κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό μου και τον άντρα μου, απ’ όσο εγώ». «Δεν μου αρέσουν καθόλου αυτές οι αλλαγές που βλέπω», μου είπε κάποιο βράδυ ο Γιάννης ψυχρά. «Έχεις παραμελήσει το σπίτι, τα παιδιά, εμένα, και ασχολείσαι συνέχεια με τα βιβλία σου,τις φιλενάδες σου και τις βόλτες. Θέλω να διαλέξεις και να μου δώσεις γρήγορα μια απάντηση». «Τι να διαλέξω;» ρώτησα. «Η δουλειά μου, οι φίλες μου,τα ενδιαφέροντά μου είναι κάτι ξεχωριστό από την οικογένειά
μου. Το κάθε τι έχει τη θέση του στη ζωή μου. Δεν σταμάτησα ν’ ασχολούμαι με το σπίτι μας ή τα παιδιά μας, απλώς προσπαθώ ν’ αφιερώνω και σε μένα λ*ίγο χρόνο». «Έχεις σταματήσει ν’ ασχολείσαι μαζί μου». «Αυτό, ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω. Πότε και πώς ασχολιόμουν περισσότερο μαζί σου; Αφού εσύ πάντα λείπεις απ’ το πρωί ώς το βράδυ. Τι σου έκανα πριν, που δεν το κάνω τώρα;» «Τα βράδια που γύριζα σ’ έβρισκα πάντα εδώ να με περιμένεις. Όποτε σου ζητούσα να κάνουμε έρωτα, δεχόσουν. Σ’ ένιωθα πάντα εδώ, δεν το
καταλαβαίνεις; Και ό,τι σου έλεγα, με άκουγες. Τώρα αντιδράς συνέχεια και τις πιο πολλές ώρες είσαι κλεισμένη κάτω. Έχεις αρχίσει να λείπεις συχνά από το σπίτι, κι όσο για έρωτα… Έχεις αλλάξει πάρα πολύ. Δεν είσαι αυτή που ήσουν και δεν μου αρέσεις έτσι». «Αυτή που ήμουν πάντα, είμαι και τώρα. Απλώς τόσα χρόνια καταπιεζόμουν, έπνιγα τον εαυτό μου για να δείχνω κάτι που δεν με εξέφραζε αλλά ικανοποιούσε εσένα. Όμως, νιώθω πως δεν μπορώ πια. Θέλω να φέρομαι όπως αισθάνομαι», του εξήγησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα «Έστω κι αν παύει κάθε επικοινωνία ανάμεσά μας;» με ρώτησε.
«Ας είμαστε σοβαροί, Γιάννη. Νιώθεις πως καταφέραμε ποτέ να επικοινωνήσουμε εμείς οι δύο; Ζούσαμε τόσα χρόνια μαζί και καθένας μας ήταν πάντα μόνος. Μόνος σου δούλευες και αποφάσιζες πώς θα ξοδέψουμε τα λεφτά που κέρδιζες, μόνος σου έφτιαχνες το πρόγραμμα που σου άρεσε κι εμείς ήμαστε υποχρεωμένοι να το ακολουθούμε πάντα. Μόνος σου μιλούσες για τα επαγγελματικά σου κι εγώ άκουγα πολλές φορές χωρίς να καταλαβαίνω. Μόνος σου έκανες έρωτα, όπως και όποτε ήθελες εσύ. Εγώ, από την άλλη, μόνη μου ζούσα σ’ αυτό το σπίτι, μόνη μου μεγάλωνα τα παιδιά μας, χωρίς τη βοήθεια κανενός, μόνη μου έκανα όνειρα και τα έβλεπα να
ξεφτίζουν ένα-ένα, μόνη μου ανεχόμουν τις προσβολές και τη σκλαβιά που μου επέβαλλες. Πού την είδες, λοιπόν, την επικοινωνία;» «Θέλεις να πεις πως όλα αυτά τα χρόνια ήσουν δυστυχισμένη κοντά μου;» «Θέλω να πω πως όλα αυτά τα χρόνια δεν ήμουν ευτυχισμένη, δεν ήμουν ο εαυτός μου, δεν λειτουργούσα σαν ανεξάρτητη προσωπικότητα. Ίσως τώρα, αν υπάρχει καλή θέληση και από τους δυο μας, καταφέρουμε να ξαναχτίσουμε τη σχέση μας πάνω σε σωστά θεμέλια. Αν καταλάβει ο ένας τις ανάγκες του άλλου, αν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση, αν…»
«Αν δεχτώ να γίνω μαλάκας, θέλεις να πεις», με διέκοψε. «Γιατί θα πρέπει κάποιος από τους δυο μας να παίζει οπωσδήποτε αυτόν το ρόλο;» ρώτησα και πάλι ήρεμα. «Δεν μπορούμε να δεχτούμε πως είμαστε και οι δύο ισότιμοι άνθρωποι με ανάλογα δικαιώματα και υποχρεώσεις;» «Είμαστε και οι δύο άνθρωποι», παραδέχτηκε. «Όμως, εγώ είμαι άντρας κι εσύ γυναίκα. Εδώ βρίσκεται η διαφορά. Και σε ξαναρωτάω, μπορείς να γίνεις πάλι όπως ήσουν, ν’ αφήσεις τις μεταφράσεις και τις βλακείες, να μη βγαίνεις όποτε σου καπνίσει και ν’ ασχολείσαι με το σπίτι και την οικογένειά σου;»
«Να ξεχάσω δηλαδή για άλλη μια φορά τον εαυτό μου. Να ζω μόνο για να προσφέρω ικανοποίηση στους άλλους. Να εγκαταλείψω πράγματα που με κάνουν ευτυχισμένη και να ανέχομαι αυτά που μου προσφέρουν δυστυχία. Ε,όχι, δεν νομίζω πως μπορώ». «Αυτή είναι η οριστική σου απάντηση ;» «Ναι, και ελπίζω να κατάλαβες τι εννοώ. Δεν απαρνούμαι την οικογένειά μου, δεν αδιαφορώ για σας, όμως θέλω…» «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτε άλλο», δήλωσε κοφτά και μου γύρισε την πλάτη. Την άλλη μέρα καθυστέρησε μέχρι να
φύγουν τα παιδιά για το σχολείο κι έπειτα ανέβηκε στο δωμάτιό μας. Είκοσι λεπτά αργότερα τον είδα να κατεβαίνει τη σκάλα κρατώντας μια βαλίτσα στο χέρι. «Πού πας;» τον ρώτησα έκπληκτη. «Θα μείνω για λίγες μέρες σ’ ένα ξενοδοχείο. Θέλω λίγο χρόνο για να σκεφτώ. Θα σε ειδοποιήσω». «Δεν καταλαβαίνω. Δεν μπορείς να σκεφτείς εδώ; Τι θέλεις να σκεφτείς; Και προ πάντων,τι θα πω στα παιδιά;» Τα είχα τελείως χαμένα. Δεν περίμενα μια τέτοια αντίδραση και δεν ήξερα, πράγματι,τι να κάνω.
«Κάτι θα βρεις να τους πεις», με διαβεβαίωσε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έμεινα μόνη να κοιτάζω την πόρτα σαν χαμένη. Δυσκολευόμουν να συνειδητοποιήσω τι είχε γίνει. Είχε φύγει με μια βαλίτσα χωρίς να το συζητήσει. Ίδιος όπως πάντα. Έπαιρνε μόνος του μια απόφαση και δεν λογάριαζε τη γνώμη του άλλου. Και το μόνο που μου άφηνε ήταν η ευθύνη να εξηγήσω την απουσία του στα παιδιά. Τι θα τους έλεγα; Τι μπορούσα να κάνω; Τι έπρεπε να περιμένω; Πήγα στο γραφείο μου και προσπάθησα να ξεχαστώ με τη μετάφραση.
Άδικος κόπος. Το μυαλό μου δεν έβρισκε την ικανότητα να δεχτεί αυτό που μόλις είχε γίνει. Έπιασα το ασύρματο τηλέφωνο και πήρα τη Μαρία στο κινητό της. «Ο Γιάννης έφυγε απ’ το σπίτι», ήταν τα πρώτα λόγια που είπα όταν απάντησε. «Τι;» ρώτησε, σαν να μην είχε ακούσει καλά. «Ο άντρας μου πήρε μια βαλίτσα κι έφυγε απ’ το σπίτι μας. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Δεν ξέρω τι να κάνω». «Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα γιατί είμαι με πελάτη. Να συναντηθούμε και να τα πούμε το μεσημέρι στο σπίτι της
Έρης;» «Εντάξει». Ανέβηκα στο σπίτι, ετοίμασα φαγητό για τα παιδιά, τους άφησα ένα σημείωμα, για να ξέρουν πού είμαι, κι έφυγα σαν κυνηγημένη. Οδήγησα για μία ώρα περίπου, προσπαθώντας να ξεχαστώ στους δρόμους των βορείων προαστίων, κι έπειτα κατέληξα στη γειτονιά της Έρης. «Πώς από ’δω;» με ρώτησε η φίλη μου κάπως ξαφνιασμένη, όταν με είδε. «Κανονικά δεν θα έπρεπε να μεταφράζεις τώρα;» Το πρόσωπό της είχε ξαναβρεί λίγο από
το χαμένο χρώμα του και η διάθεσή της φαινόταν αρκετά καλή, ύστερα από την περιπέτεια της υγείας της. Τα φάρμακα και η ξεκούραση την είχαν βοηθήσει να ανακτήσει τη δύναμη και τη ζωτικότητά της. Την πληροφόρησα με όσες λεπτομέρειες μπορούσα για τις τελευταίες εξελίξεις. Έδειχνε το ίδιο έκπληκτη μ’ εμένα. «Καλά, δεν σου είπε τίποτε άλλο; Για ποιο λόγο φεύγει,τι θέλει να σκεφτεί, πότε έχει σκοπό να γυρίσει ;» «Δεν θέλω ούτε να’μου περνά απ’ το μυαλό, όμως πολύ φοβάμαι πως δεν πρόκειται να γυρίσει», ομολόγησα για
πρώτη φορά. «Τι λες τώρα; Μπορεί ο Γιάννης να ζήσει για πολύ μόνος του;» «Και ποιος σου είπε πως θα ζήσει μόνος του; Κάποιαν άλλη θα βρει να με αντικαταστήσει». «Τόσο εύκολο το θεωρείς; Λες και τον περιμένει ουρά από γυναίκες!» «Δεν ξέρα) αν και ποια τον περιμένει, ωστόσο είμαι βέβαιη πως υπάρχουν πολλά θύματα έτοιμα να θυσιάσουν την πολύτιμη ελευθερία τους για μια αμφίβολη σιγουριά». «Αποκλείεται ν’ αντέξει περισσότερο από τρεις μέρες μακριά σου. Ο Γιάννης
δεν είναι από τους ανθρώπους που μπορούν να ζήσουν μόνοι. φέλει να νιώθει πως κάπου έχει ένα αποκούμπι, μια πιστή Πηνελόπη να τον περιμένει. Έχει μάθει κάθε πρωί να του σιδερώνουν, να κοιμάται δίπλα σε ένα άλλο κορμί κάθε βράδυ, για να νιώθει έστω την ανθρώπινη ανάσα για συντροφιά, απ’ ό,τι βέβαια γνωρίζω. Και ξέρεις κάτι; Πολλές είναι και οι τρεις μέρες που είπα. Να δεις που το πολύ μέχρι αύριο το απόγευμα θα έχει γυρίσει». Το ίδιο συμφώνησε μαζί της, όταν ήρθε να μας βρει, και η Μαρία. Όμως, αποδείχτηκε πως οι φίλες μου δεν είχαν καθόλου δίκιο.
Ήταν Σάββατο απόγευμα, εννιά μέρες μετά τη φυγή του Γιάννη, και οι τέσσερις γυναίκες προβληματιζόμασταν ακόμα με το ίδιο θέμα. «Δεν ξέρω πια τι άλλο να πω στα παιδιά. Εντάξει, έφυγε για ένα έκτακτο επαγγελματικό ταξίδι στην Ισπανία, όμως δεν μπορώ κάθε φορά που με ρωτούν πότε θα γυρίσει να τους λέω “δεν ξέρω”. Κι έπειτα, αρχίζουν να αναρωτιούνται γιατί δεν παίρνει ο πατέρας τους τηλέφωνο τις ώρες που ξέρει πως είναι κι εκείνα στο σπίτι». «Εντελώς ανεύθυνη η συμπεριφορά του», είπε η Νατάσσα. «Όμως, εσύ σκέφτηκες τι θέλεις να γίνει τελικά;» με ρώτησε.
«Ειλικρινά δεν ξέρω. Ν’ απαρνηθώ για άλλη μια φορά τον εαυτό μου δεν θέλω. Να γυρίσει πίσω και να μου πει πως με δέχεται έτσι όπως μου αρέσει να είμαι, δεν ξέρω κατά πόσο θα με ικανοποιήσει. Να έρθει και να μου πει πως θέλει να χωρίσουμε, είναι κάτι που με τρομάζει. Δεν ξέρω. Νιώθω ολότελα μπερδεμένη». «Τι να σου πω, φιλενάδα. Ούτε εγώ, σαν τρίτη, δεν μπορώ να καταλάβω ποια θα ήταν η καλύτερη λύση», μου είπε η Μαρία και άναψε τσιγάρο. «Εγώ πάντως πολύ θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση σου», μου είπε η Νατάσσα.
«Αν το θες πραγματικά, γιατί δεν το ζητάς μόνη σου από τον Αντώνη; Γιατί δεν του λες με ειλικρίνεια πως δεν τον αγαπάς πια και θέλεις να χωρίσετε;» τη ρώτησε η Έρη. «Δεν ξέρω. Πολλές φορές είναι βολικό ν’ αφήνουμε στους άλλους την ευθύνη των σοβαρών αποφάσεων και να γλιτώνουμε εμείς όσο πιο ανώδυνα γίνεται». «Ναι, αλλά έτσι μπορεί να χάσουμε πολύτιμο χρόνο», τόνισα. «Μη χολοσκάς, και η Νατάσσα, όπως ξέρεις, δεν αφήνει καθόλου το χρόνο να πάει χαμένος», έκανε να αστειευτεί η Έρη, μα ένας δυνατός βήχας τη
σταμάτησε. «Τι έπαθες πάλι;» τη ρώτησε η Μαρία καθώς τη χτυπούσε στην πλάτη. «Ακόμα σε βασανίζει αυτός ο βήχας; Μήπως πρέπει να σε ξαναδεί ο γιατρός;» «Και βέβαια πρέπει», συμφώνησε η Νατάσσα. «Η πνευμονία είναι άσχημη και ύπουλη αρρώστια. Αν δεν γιατρευτεί εντελώς, μπορεί ν’ αφήσει άσχημα κουσούρια». «Αυτό μού λέει κι ο Αντρέας», είπε η Έρη όταν σταμάτησε να βήχει. «Θα πρέπει να κάνω μερικές ακόμα εξετάσεις και πρώτα-πρώτα μια αξονική τομογραφία. Ο Αντρέας θέλει να μου
κλείσει ραντεβού, μα δεν τον αφήνω. Τι να σας πω, βρε κορίτσια, φοβάμαι…» «Μα δεν είναι τίποτα, δεν πρόκειται να πονέσεις καθόλου. Πρόσφατα έκανε μια γνωστή μου», είπε η Νατάσσα. «Δεν με καταλάβατε. Δεν φοβάμαι την εξέταση, τα αποτελέσματα φοβάμαι. Πάντως θα δω πώς θα είμαι την άλλη βδομάδα και θα το αποφασίσω». «Κορίτσια, σας πειράζει να φύγω πρώτη;» ρώτησε η Νατάσσα, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της. «Σε μισή ώρα έχω ραντεβού με τον Ντίνο και δεν θα ήθελα να τον κάνω να με περιμένει. Κι αν τηλεφωνήσει ο Αντώνης, ξέρετε τι λέτε, “μόλις έφυγε”, και πάρτε με στο
κινητό να με ειδοποιήσετε». «Καλή διασκέδαση». «Να ’σαι φρόνιμο κορίτσι». «Άντε και με τις ευχές μας»,την πειράξαμε. Η Νατάσσα έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε ο Ντίνος, στις εφτά και μισή ακριβώς, όπως είχαν κανονίσει. Χτύπησε το κουδούνι με ανυπομονησία και ανέβη-χε τρέχοντας μέχρι τον πρώτο όροφο. Έκλεισε πίσω της την πόρτα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. «Μου έλειψες», του είπε με λαχτάρα και
τον έσφιξε πάνω της. Την έσφιξε κι εκείνος στην αγκαλιά του και της έκλεισε το στόμα μ’ ένα φιλί που έλεγε πολλά. Πόσο του είχε λείψει, πόσο την αγαπούσε, μα και πόσο τη λαχταρούσε… Πονούσε που δεν μπορούσε να τη χαρεί ελεύθερα. Και με τα χείλη κολλημένα την παρέσυρε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα. «Πού πάμε;» τον ρώτησε καθώς παραπατούσε. «Μια βόλτα». «Τόσο γρήγορα;» του παραπονέθηκε χαδιάρικα.
«Γιατί, φοβάσαι;» «Όσο με κρατάς στα χέρια σου, όχι»,του απάντησε στον ίδιο ναζιάρικο τόνο και σκέπασε πάλι τα χείλη του με τα δικά της. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και με τα φτερά του φτερωτού θεού,του γιου της Αφροδίτης, άρχισαν πάλι να πετούν ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι τους εφτά ουρανούς. Δεν είχε σημασία εκείνη τη στιγμή ποιος έδινε και ποιος έπαιρνε, μια και είχαν γίνει ένα. Είχαν αφεθεί στον έρωτά τους γεμάτοι πάθος, τρυφερότητα και αγάπη. Όλα έμοιαζαν εκείνη τη στιγμή σαν κομμάτι μιας απόκοσμης μελωδίας, φλογερής και όμορφης, που ξετυλιγόταν κι ανέβαινε
γλυκά-γλυκά μέχρι τον ουρανό και τους χάριζε μια αίσθηση απόλυτης ευτυχίας. Μιας ευτυχίας, που στιγμές-στιγμές για τη Νατάσσα έδινε την εντύπωση πως είχε βγει από τον εαυτό της τον ίδιο και παρακολουθούσε κάτι που συνέβαινε σε κάποιαν άλλη, μια ξένη. Μόλις ο ανεμοστρόβιλος της έκστασης και της ηδονής, που τόση ώρα τους είχε τυλίξει κι ανεβάσει ψηλά, τους απέθεσε και πάλι στη γήινη πραγματικότητα, τα κορμιά τους δεν χώρισαν. Κι όταν τα χέρια τους δεν χάιδευαν το αγαπημένο κορμί του άλλου, έπλεκαν τα δάχτυλά τους σφιχτά, σαν να μην ήθελαν να χωρίσουν ποτέ. Κι όταν τα χείλη δεν σκορπούσαν γλυκά φιλιά, ψιθύριζαν λόγια λατρείας. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο
στον κόσμο εκτός απ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους που είχαν αγαπηθεί τόσο παράφορα, τόσο ριψοκίνδυνα, μα και τόσο ολοκληρωτικά. Κι όταν κάποια στιγμή σταματούν να μιλούν, η σιωπή εκείνη, αν και σύντομη, κάνει και τους δύο να νιώθουν ένα παράξενο ρίγος να διαπερνά το κορμί τους. Γιατί, μέσα σ’ εκείνη την ησυχία του δωματίου, νιώθουν να πλανιούνται γύρω τους οι όρκοι και οι υποσχέσεις, η ίδια η αγάπη, που σαν μυστηριώδη φτερουγίσματα αγγελικών πλασμάτων έρχονται να τους εμψυχώσουν με ένα σωρό αισθήματα. «Πάρε με από ’δω», τον παρακάλεσε η Νατάσσα, σπάζοντας τη σιωπή.
«Γία να πάμε πού;» «Όπου θέλεις, πάντως μακριά, και να είμαστε μόνοι. Σε παρακαλώ…» Δεν της απάντησε. Τι μπορούσε άλλωστε να της πει; Είχαν άραγε τη δύναμη να αρνηθούν τα πάντα και να ζήσουν οι δυο τους μόνοι μέσα σ’ έναν κόσμο που θα τους κοιτούσε περίεργα; Είχαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν την περιφρόνηση και το μίσος των δικών τους ανθρώπων; Η αγάπη δεν έχει κανόνες, λένε. Ωστόσο οι άνθρωποι που αγαπούν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν κάποιες απαράβατες αρχές που λίγοι τόλμησαν να αγνοήσουν. Και που συνήθως το
πλήρωσαν ακριβά. Οι υπόλοιποι επέλεξαν να κλέψουν κρυφά όσο περισσότερες σταγόνες ευτυχίας μπόρεσαν. Ίσως γι’ αυτό ήξεραν να εκτιμούν καλύτερα την αξία της αληθινής αγάπης. Και τότε θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει: «Η αγάπη είναι μια σειρά, μια αδιάκοπη σειρά από θυσίες μα και παρεξηγήσεις. Η γυναίκα είναι θύμα του άντρα, ο άντρας θύμα της καρδιάς του, η καρδιά θύμα των αισθήσεων και οι αισθήσεις μας, τέλος, θύματα των νόμων της φύσης». Γύρισε και κοίταξε τη Νατάσσα. Έκπληκτος είδε να έχουν κυλήσει δύο δάκρυα στα μάγουλά της.
«Τι έχεις;» τη ρώτησε κάπως τρομαγμένος. «Τίποτα». «Τότε, γιατί κλαις; Πες μου. Δεν μπορώ, δεν θέλω να σε βλέπω έτσι». «Να… σκεφτόμουν… αν ήμουν πιο νέα, αν… ήμουν ελεύθερη…» Χωρίς να το θέλει, ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της, μα γρήγορα μπόρεσε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της και συνέχισε: «Πόσα πράγματα, αλήθεια, θα μπορούσαμε να κάνουμε οι δυο μας…» Την έσφιξε με πόνο στην αγκαλιά του. «Να ’ξερες πόσες φορές με βασανίζουν κι εμένα αυτά τα “αν”. Όμως, δεν θέλω
να στενοχωριέσαι. Δυστυχώς, δεν αλλάζει τίποτα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ». «Πήγαινέ με ένα φανταστικό ταξίδι στο χρόνο», τον παρακάλεσε όλο ικεσία. «Πού θες να σε πάω;» «Όπου θέλεις εσύ. Φαντάσου πως είμαι είκοσι χρόνων, δική σου. Έρχεσαι ένα πρωί με τη μηχανή να με πάρεις. Πού θα με πήγαινες; Τι θα κάναμε;» «Λοιπόν… είναι Κυριακή πρωί Έρχομαι κάτω από το σπίτι σου και σου κορνάρω να κατεβείς. Έρχεσαι τρέχοντας, φορώντας ένα καυτό σορτσάκι με μια μακό μπλούζα. Ανεβαίνεις πίσω μου και
τυλίγεις τα χέρια σου γύρω από τη μέση μου. Θεέ μου, ανατριχιάζω μ’ αυτή την επαφή μας, μα καταφέρνω να συγκρατηθώ και βάζω μπρος τη μηχανή. Έχουμε κανονίσει να πάμε στη θάλασσα. Σε όλη τη διαδρομή με πειράζεις, κι εγώ γελάω. Είμαι πολύ ευτυχισμένος που σ’ έχω κοντά μου. Κάποτε φτάνουμε σε κάποια παραλία που ευτυχώς για μας δεν έχει πολύ κόσμο. Γδύνεσαι και πέφτεις στο νερό, ενώ εγώ κάθομαι και καμαρώνω το λυγερό κορμί σου. Ξεφωνίζοντας χαρούμενα το κρυστάλλινο νερό κι όλο απομακρύνεσαι από την ακτή ρουφώντας ηδονικά το μυρωμένο δροσερό αεράκι. Κάποια στιγμή, ίσως γιατί κουράστηκες, γυρνάς ανάσκελα κι
αφήνεις χαλαρωμένα τα μέλη σου στο απαλό χάδι του ήλιου. Δεν αντέχω άλλο τον πειρασμό, βουτάω κι εγώ και με γρήγορες απλωτές έρχομαι κοντά σου. Αθόρυβα σε πλησιάζω και σου γαργαλάω τα πόδια». «Αχ, με τρόμαξες», φώναξε η Νατάσσα, αφήνοντας να παρασυρθεί από την αφήγησή του. «Ίσως γι’ αυτό αρχίζεις να κλωτσάς ξαφνιασμένη, προσπαθώντας να μου ξεφύγεις, και το μόνο που καταφέρνεις είναι να πιεις λίγο νερό και να σε πιάσει ο βήχας». «Κακό αγόρι, πήγες να με πνίξεις!» είπε εκείνη δίνοντάς του ένα φιλί. «Όταν
όμως συνήλθα…» «Σε παρακαλώ, μη με διακόπτεις»,την ψευτομάλωσε. «Συνέρχεσαι,λοιπόν, κι αρχίζεις να με κυνηγάς, ρίχνοντάς μου νερό και προσπαθώντας να με βουλιάξεις, μα σε αρπάζω και σου κάνω μια πατητή. Τρομάζεις τούτη τη φορά και φωνάζεις…» «Ψεύτη, ούτε τρομάζω ούτε φωνάζω», τον διέκοψε και πάλι η Νατάσσα. «Μα επιτέλους θα μ’ αφήσεις να πω την ιστορία μου; Στο κάτω-κάτω, εγώ σ’ έχω φέρει στη θάλασσα. Αφού παίζουμε αρκετή ώρα με το νερό, βγαίνουμε και ξαπλώνουμε στη ζεστή άμμο τυλιγμένοι απ’ όλη αυτή τη θαλασσινή μαγεία.
“Αγάπη μου”, μου λες, “μου βάζεις λίγη κρέμαΚαθώς τα χέρια μου γλιστρούν πάνω στο κορμί σου, εσύ γυρνάς το κεφάλι, και τα χείλη σου, μισάνοιχτα, ζητούν τα δικά μου. Μα κάποια παρέα που έρχεται και κάθεται κοντά μας, διακόπτει τις τρυφερές μας στιγμές». «Μπα, αποκλείεται, εγώ δεν κάνω πίσω με τίποτα». «Α, μα επιτέλους θα μ’ αφήσεις να συνεχίσω ;» τη μάλωσε και πάλι τρυφερά. «Καλά, καλά, αγάπη μου», του είπε και χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά του. «Σηκωνόμαστε, λοιπόν, και πάμε για
καφέ. Εγώ παίρνω ένα φραπέ γλυκό με γάλα κι εσύ, ως συνήθως, τον σκέτο σου. Όση ώρα τον πίνουμε, κάνουμε όνειρα για το μέλλον μας. Έπειτα ανεβαίνουμε στη μηχανή κι ερχόμαστε ’δω. Με την αρμύρα της θάλασσας στα κορμιά μας κάνουμε έναν τρελό, παθιασμένο έρωτα, και σου ζητώ να το επαναλάβουμε ξανά και ξανά, μα εσύ δεν μπορείς άλλο». Γύρισε και την κοίταξε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο, περιμένοντας την αντίδρασή της. «Είσαι μεγάλος ψεύτης. Πόσες φορές κάναμε δύο και τρεις φορές, κι ενώ σου ζητούσα κι άλλο, εσύ μου παραπονιόσουν πως θα σε ξεθεώσω;»
τον διέψευσε γελώντας. «Έπειτα σε ρωτάω πού θέλεις να σε πάω». «Στο λούνα παρκ», πρότεινε η Νατάσσα. «Στο λούνα παρκ», συμφώνησε και ο Ντίνος. «Στην αρχή μπαίνουμε στα συγκρουόμενα. Σε τρακάρω συνέχεια γιατί είμαι καλύτερος οδηγός». «Μμμ…» έκανε η Νατάσσα και τον τσίμπησε απαλά στην κοιλιά. Εκείνος γέλασε πριν συνεχίσει. Του άρεσε να την πειράζει. «Έπειτα», συνέχισε, «ανεβαίνουμε στον
τροχό. Είναι η πρώτη μου φορά. κι αυτή μαζί σου». Ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Αλήθεια λες;» «Αλήθεια. Δεν έχει τύχει ν’ ανεβώ ποτέ. Θα ’θελα όμως ν’ ανεβαίναμε μαζί. Μετά πηγαίνουμε στην μπαλαρίνα. Ζαλίζεσαι και φωνάζεις να κατεβούμε». «Α, ναι. Ζαλίζομαι πολύ εύκολα. Δεν αντέχω εκεί πάνω». «Όταν κάποια στιγμή κατεβαίνουμε, παραπατάς, γι’ αυτό σε κρατώ στην αγκαλιά μου. Ύστερα πάμε να σε κεράσω παγωτό».
«Σοκολάτα,παρακαλώ, δεν μου αρέσει η κρέμα». «Παγωτό σοκολάτα, ό ,τι θέλεις. Έπειτα ερχόμαστε ξανά εδώ. Αρχίζω να σε φιλάω γλυκά…» και ανασηκώνοντας το κορμί του άρχισε να αποθέτει τρυφερά φιλιά στο λαιμό και στο στήθος της. «Να σε χαϊδεύω…» -το χέρι του πλανήθηκε τολμηρά στο κορμί της, προκαλώντας της ρίγη ανατριχίλας-«και να σου κάνω έρωτα…» Η Νατάσσα έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα χάδια του. Μια υπέροχη μέρα στη θάλασσα και στο λούνα παρκ δεν θα μπορούσε να τελειώσει καλύτερα. Σήμερα είχαν βγει έξω, μαζί. Είχαν κολυμπήσει, είχαν διασκεδάσει,
είχαν ζήσει σαν νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι. Τι περισσότερο θα μπορούσε να ζητήσει; 7 Τη Δευτέρα το πρωί, με ξύπνησε το τηλέφωνο. Σήκωσα το ακουστικό ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι που ήταν στο κομοδίνο. Ήταν ακόμα εφτά και πέντε. «Εμπρός», είπα κάπως ανήσυχα. «Ελένη, ο Αντρέας είμαι». «Τι τρέχει, Αντρέα;» είπα και ανακάθησα στο κρεβάτι νιώθοντας την καρδιά μου να σφίγγεται από αγωνία,
καθώς θυμήθηκα την τελευταία περιπέτεια της Έρης με την υγεία της. «Είναι καλά η Έρη;» «Όχι,γι’ αυτό σε παίρνω. Είμαστε στο νοσοκομείο. Το βράδυ,την έπιασε δυνατή κρίση και αναγκάστηκα να τη φέρω εδώ». «Τι έπαθε δηλαδή;» «Να, ένας ασταμάτητος βήχας, πόνος στο στήθος και μια ατονία που την έχει τις τελευταίες μέρες. Μα εκείνο που με ανησύχησε πιο πολύ είναι που κάναδυο φορές είδα λίγο αίμα στα πτύελά της. Βέβαια, μπορεί να είναι ρήξη αγγείων λόγω του βήχα. Δεν ξέρω. Όμως, δεν σου κρύβω πως πάω να τρελαθώ. Δεν
θα συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου αυτή την αμέλειά μου,αν είναι αυτό που φοβάμαι». «Τώρα πώς είναι;» «Της έχουν βάλει οξυγόνο και είναι κάπως πιο ήσυχη. Σε λίγο θα αρχίσουν και οι εξετάσεις». Αφού τον ρώτησα πού ακριβώς ήταν, του υποσχέθηκα πως θα πήγαινα το συντομότερο αφού πρώτα ειδοποιούσα και τις άλλες. Ετοιμάστηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ξύπνησα τα παιδιά, τους είπα τι είχε γίνει κι έφυγα αμέσως, αφού στο μεταξύ είχα ειδοποιήσει τη Μαρία.
Φτάνοντας στο νοσοκομείο, βρήκα τον Αντρέα να κάθεται στο σαλόνι και να καπνίζει. Παραξενεύτηκα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα με τσιγάρο, και απ’ αυτό και μόνο κατάλαβα τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα απαλά από τους ώμους. «Τι έγινε;» τον ρώτησα. Με κοίταξε για λίγο κάπως αφηρημένα, λες και τον είχα βγάλει απότομα από λήθαργο. «Ήρθες;» μου είπε ξέπνοα. «Η φίλη σου δεν είναι καθόλου καλά, Ελένη μου. Της φώναζα τόσον καιρό της
ξεροκέφαλης, αλλά κι εγώ… Περίμενα να μου δώσει την άδειά της και δεν την άρπαζα να την πάω με το ζόρι». Και συνέχισε σαν να μιλούσε στον εαυτό του: «Τίποτα,τίποτα,το φταίξιμο πέφτει όλο πάνω μου. Δεν δικαιολογούμαι με τίποτα. Μ’ έφαγε κι η δουλειά μου, πανάθεμά τη κι αυτήν, κι ο Μιχόπουλος, που βασίστηκα στη διάγνωσή του, πανάθέμά τον κι εκείνον…» «Καλά, μην κάνεις έτσι», προσπάθησα να τον παρηγορήσω. «Έκανε καθόλου εξετάσεις τώρα; Την είδε γιατρός;» «Οι μόνες εξετάσεις είναι οι ακτινογραφίες που τεχνικώς δεν συγκρίνονται με τις προηγούμενες, γι’ αυτό εκτός από το υγρό, σήμερα μας
έδειξαν και την ύπαρξη ύποπτης σκιάς στον αριστερό κάτω λοβό, που ενενήντα τοις εκατό πρέπει να είναι CA, δηλαδή καρκίνος. Και καλά να είναι πρόσφατος. Αν όμως τον έχει από καιρό και έχει κάνει μεταστάσεις ; Ή και το άλλο. Δεν μπορεί για την ώρα, τουλάχιστον, να αποκλείσουμε και την πιθανότητα μετάστασης. Δεν ξέρω, Ελένη μου, τα έχω κυριολεκτικά χαμένα. Ο Θεός ας τη λυπηθεί και μαζί μ’ αυτήν και όσους βρίσκονται εδώ μέσα». Είχα τρομάξει με όλα αυτά που μου είπε, μα δίνοντας κουράγιο στον εαυτό μου, προσπάθησα να παρηγορήσω κι εκείνον. «Μην κάνεις έτσι, Αντρέα. Το υγρό
είναι σίγουρο ότι προέρχεται από την πνευμονία, που με μια καλύτερη αντιβίωση γρήγορα θα καταπολεμηθεί. Όσο για τη σκιά που λες, γιατί να μην είναι μια κύστη εχινόκοκκου; Έχω ακούσει πως συχνά παρουσιάζεται στους πνεύμονες». Με κοίταξε μ’ ένα πονεμένο χαμόγελο. «Πολύ θα το ’θελα κι εγώ, Ελενάκι μου, μα τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, δεν μου επιτρέπονται τέτοιες ψευδαισθήσεις, δυστυχώς ». Οπωσδήποτε κι εμένα κάτι δεν μου πήγαινε καλά, αλλά δεν μπορούσα να του το πω. Απεναντίας, έπρεπε να προσπαθήσω να του τονώσω το
ηθικό,γι’ αυτό έκανα μία ακόμα προσπάθεια. «Νομίζω πως κάπως τα υπερβάλλεις», του είπα προσπαθώντας να κάνω όσο το δυνατόν πιο σταθερή τη φωνή μου. «Ακριβώς επειδή είσαι τόσα χρόνια στο επάγγελμα, έχεις κάπως επηρεαστεί, και με την πρώτη αφορμή ή ακόμα και με μια μικρή ένδειξη το μυαλό σου πάει όλο στο κακό. Ας σκεφτούμε σήμερα κάπως πιο θετικά. Και πρώτα-πρώτα, μην κάνεις έτσι. Δείξε λίγο θάρρος. Πού είναι ο Αντρέας που γνώριζα; Ο Αντρέας ο δυνατός, ο κεφάτος, που σε όλα ήταν πρώτος και όλους τους εμψύχωνε;» Ένα αμυδρό πονεμένο χαμόγελο
αχνοφάνηκε στο πρόσωπό του και με φωνή σπασμένη μού είπε: «Πέθανε! Ή μάλλον δεν υπήρχε στην πραγματικότητα. Ναι,Ελένη, και μη σου φαίνεται περίεργο. Στην πραγματικότητα δεν ήμουν παρά ένας αδύναμος και ευσυγκίνητος άντρας, άσχετα αν ντρεπόμουν να σας το φανερώσω. Γι’ αυτό άλλωστε σας έκανα πολλές φορές τον σκληρό. Μα τα ψέματα τελείωσαν όπως βλέπεις. Το κουράγιο με εγκατέλειψε σήμερα με τη φρικτή αλήθεια. Βλέπεις, ήταν αρκετή τούτη η νέα διάγνωση για να μου πετάξει τη μάσκα της μέχρι χθες υποκρισίας μου…» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει, μια κι είχε
^φτάσει η Μαρία. Όταν άκουσε τα νέα, μου έριξε μια τρομαγμένη ματιά κι έστρεψε την προσοχή της στον Αντρέα. «Ανησυχώ πολύ για τη φίλη μας», μου είπε λίγο αργότερα, όταν ο Αντρέας κατέβηκε στο κυλικείο για καφέ. «Ήταν φανερό πως τον τελευταίο καιρό δεν ήταν και τόσο καλά. Είχε αδυνατίσει, κουραζόταν εύκολα… Αμ’ κι αυτός ο βήχας της! Να μη βάλει σε υποψίες κανένα μας, ούτε και τον Αντρέα! Τι να σου πω, ώρες-ώρες νιώθω τύψεις. Έπρεπε να την είχαμε σπρώξει να κάνει κι άλλες εξετάσεις». «Το ίδιο μού έλεγε προηγουμένως και ο Αντρέας. Μου λες να τη σπρώχναμε να πάει και για άλλες εξετάσεις. Μα εδώ
δεν άκουγε τον άντρα της, θα άκουγε εμάς… Μαρία,τυφλωθήκαμε όλοι μας και σε κανενός το μυαλό δεν πήγε το κακό. Το κακό που πολύ συχνά επισκέπτεται τους ανθρώπους και διεκδικεί τα περισσότερα κομμάτια από το μεγάλο παζλ της ζωής, στην προσπάθειά του να κερδίζει πάντα το παιχνίδι». Και στην περίπτωση της φίλης μας, δεν έγινε εξαίρεση. Το κέρδισε μάλλον το παιχνίδι. Δεν είχα πέσει έξω, όπως όλοι μας άλλωστε. Καρκίνο διέγνωσαν ανεπιφύλακτα οι γιατροί, και μάλιστα μεταστατικό. Καθόμασταν και τους κοιτούσαμε χωρίς να πιστεύουμε στ’ αυτιά μας. Ο
Αντρέας δεν κατάφερε να μείνει όρθιος κατέρρευσε. Τον βάλαμε σε μια πολυθρόνα. Άλαλος προσπαθούσε να χωνέψει αυτό που πριν από λίγες ώρες είχε υποπτευθεί. Πλευρίσαμε το διευθυντή και τον ρωτήσαμε για την εξέλιξη, τι θα έπρεπε να κάνουμε. Δεν μας άφησε πολλά περιθώρια. Δυστυχώς, τη φίλη μας θα την είχαμε για λίγους μόνο μήνες. Η εξέλιξη αναμενόταν ραγδαία. Ίσως να είχαμε μια μικρή καθυστέρηση, αν την έπιανε η χημειοθεραπεία. Για την ώρα, θα έπρεπε να ψάξουν για την πρωτοπαθή εστία. Καταφέραμε, όχι και τόσο εύκολα, να στείλουμε τον Αντρέα για καφέ ωσότου μπορέσει να συνέλθει και να παίξει το
ρόλο τού «γέλα παλιάτσο», κι εμείς φορώντας, όσο μπορούσαμε πιο καλά, τις μάσκες της αισιοδοξίας και της ξεγνοιασιάς, μπήκαμε στο δωμάτιο της Έρης. Στο δεξί της χέρι είχαν βάλει ορό και στο πρόσωπο μάσκα οξυγόνου. Ο παράξενος ήχος που έβγαινε από τη συσκευή του οξυγόνου αντηχούσε παράξενα στ’ αυτιά μου και ασυναίσθητα μ’ έκανε να σκεφτώ πως ήταν η ανάσα του χάρου, που, κρυμμένος σε κάποια γωνιά του δωματίου, παραμόνευε την κατάλληλη στιγμή για να πλησιάσει και να αρπάξει την αγαπημένη μας φίλη. Η Έρη μας κοίταξε ερευνητικά,
εκλιπαρώντας προφανώς μια απάντηση. «Τι έγινε, φιλενάδα;» κατάφερε πρώτη να μιλήσει η Μαρία προσπαθώντας συνάμα να της χαμογελάσει. «Είχες δεν είχες, πάλι μας κοψοχόλιασες, έτσι;» Δεν μίλησε, παρά γύρισε και κοίταξε εμένα. «Σου το λέγαμε πως έπρεπε να προσέχεις», της είπα κι εγώ όσο πιο ξέγνοιαστα μπορούσα εκείνη τη στιγμή. «Η πνευμονία δεν είναι αστείο πράγμα. Ορίστε τώρα που επιδεινώθηκε». «Δυστυχώς θα ταλαιπωρηθείς λιγάκι ακόμη, αλλά πρέπει να κάνεις υπομονή. Οι ξεροκεφαλιές πληρώνονται, απ’ ό,τι
βλέπεις», της είπε ο Αντρέας που μπήκε εκείνη τη στιγμή. Η Έρη ανασήκωσε με το αριστερό χέρι τη μάσκα από το πρόσωπό της. «Τελικά τι έχω;» ζήτησε να μάθει. «Με δυο λόγια, υποτροπίασε η πνευμονία σου», της είπε ανάλαφρα ο Αντρέας. «Θα σου δώσουν δυνατά φάρμακα και ισχυρή αντιβίωση μέσα από τον ορό και γρήγορα θα γίνεις καλά και θα γυρίσεις στο σπίτι. Τώρα βάλε το οξυγόνο». «Μπα, δεν μου χρειάζεται για την ώρα. Οι γιατροί μού είπαν να τη βάζω όποτε δυσκολεύομαι στην αναπνοή. Τώρα,
δόξα να ’χει ο Θεός, νιώθω καλύτερα». Πού βρήκαμε, αλήθεια, το κουράγιο να μείνουμε δύο ώρες κοντά της με πειράγματα, αστεία και χωρατά ; Πώς μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυα, που όχι λίγες φορές μάς απείλησαν; Με ποια δύναμη μπορέσαμε να αγνοήσουμε το θάνατο που ανάσαινε ακριβώς δίπλα μας και γεμίσαμε με ζωή το δωμάτιο εκείνο; Φύγαμε κατά τις τέσσερις, όταν ήρθε ο Κώστας με τον Αντώνη. Με τη Νατάσσα είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε σε ένα φαστ-φουντάδικο που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από την τράπεζα όπου δούλευε, και θα της λέγαμε τα νέα, που το πρωί δεν ξέραμε
πόσο θλιβερά ήταν. Μετά θα πήγαινε κι αυτή. Η Νατάσσα είχε την πολυτέλεια να μη χρειαστεί να κρύψει τα δάκρυά της. «Δεν μπορώ να το πιστέψω», είπε σκουπίζοντας πολλές φορές τα μάτια της. «Κι αν κάνουν λάθος βρε παιδιά οι γιατροί; Αποκλείεται μια τέτοια περίπτωση ; Πόσες φορές δεν έχουν γίνει τραγικά λάθη στα ιατρικά χρονικά;» «Το ιατρικό λάθος πράγματι έγινε, μα από τον πρώτο γιατρό που διέγνωσε πνευμονία», είπε η Μαρία, «ο οποίος θέλει σκότωμα. Πώς βγάζεις τόσο εύκολα διάγνωση για πνευμονία, βρε
μαλάκα,χωρίς να επαναλάβεις την ακτινολογική εξέταση, δίχως να παραγγείλεις μια αξονική;» «Στο νοσοκομείο ήταν κατηγορηματικοί», είπα εγώ. «Καρκίνος του πνεύμονα, με άγνωστη πρωτοπαθή εστία. Με άλλα λόγια, καμία ελπίδα σωτηρίας. Κι εδώ που τα λέμε, και ο πρώτος γιατρός να το ανακάλυπτε, δεν θα είχε και πάλι σωτηρία. Το πολύ να ζούσε λίγους μήνες περισσότερο». «Είναι τρομερό. Δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω», επανέλαβε η Νατάσσα κι άναψε τσιγάρο. «Νέα γυναίκα, καλός άνθρωπος, ούτε κάπνιζε ούτε άλλες καταχρήσεις έκανε. Όχι, όχι, είναι άδικο!»
«Σάμπως είναι το μόνο άδικο της ζωής;» είπε η Μαρία «Όμως, τι μπορούμε να κάνουμεί Εμπρός στην αρρώστια και το θάνατο νιώθεις πως έχεις τα χέρια σου δεμένα. Πώς να παλέψεις; Με ποιον να τα βάλεις; Με τη μοίρα; Πότε ο άνθρωπος μπόρεσε να την υποτάξει και να της επιβληθεί; Ποτέ! Η μοίρα είναι πάντα πιο δυνατή απ’ αυτόν και ο αγώνας πάντα άνισος και μάταιος. Η μοίρα έχει τον τελευταίο λόγο και το χέρι της σηκώνεται και πέφτει βαρύ. Τσακίζει, χωρίς έλεος!» «Κοίτα τώρα που θα πας, μην αφήσεις να καταλάβει τίποτα»,της επέστησα την προσοχή, ανακατεύοντας μηχανικά τη σαλάτα που είχα παραγγείλει. «Από ’δω και μπρος θα πρέπει να αποδείξουμε το
υποκριτικό ταλέντο που έχουμε η κάθε μία». «Πώς θα μπορέσουμε; Κι ο Αντρέας; Πού θα βρει τόσο κουράγιο;» «Είναι για το δικό της καλό, αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και θα τα καταφέρουμε». Η εμπειρία μιας τόσο σοβαρής αρρώστιας ήταν για μένα κάτι το πρωτόγνωρο. Στη ζωή μου είχα γνωρίσει μόνο δύο θανάτους, των γονιών μου, και ήταν τόσο ξαφνικοί και ακαριαίοι που δεν είχα το χρόνο να θρηνήσω για το κενό που θα μου άφηναν. Έμαθα, έκλαψα και πόνεσα για το χαμό τους αφού είχε γίνει πια
τετελεσμένο γεγονός. Δεν είχα το περιθώριο να κάνω τίποτα, δεν ήμουν αναγκασμένη να υποκριθώ μπροστά τους, δεν υποχρεώθηκα να τους δω να αργοπεθαίνουν. Δεν είχα αδέλφια ή άλλους κοντινούς συγγενείς που θα έπρεπε να παρηγορήσω. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Ένας δικός μου άνθρωπος, νέος κι αγαπημένος, θα έσβηνε εμπρός στα μάτια μου, μέρα με τη μέρα, κι εγώ θα ήμουν αναγκασμένη να παίζω θέατρο και μάλιστα τον πιο σοβαρό ρόλο του «γέλα παλιάτσο», για να μη μαυρίσω τις τελευταίες του ώρες. Και στη συνέχεια θα έπρεπε να παρηγορήσω ένα σύζυγο και δύο γέρους
γονείς. Κι όλα αυτά,τη στιγμή που έχεις να υποφέρεις ένα δικό σου πρόβλημα. Τραγικό! Την άλλη μέρα ξύπνησα πολύ πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, έπειτα από έναν ύπνο ταραγμένο και γεμάτο εφιάλτες. Έφτιαξα ένα δυνατό καφέ, πλύθηκα κι αφού ντύθηκα ξύπνησα τα παιδιά. Τους εξήγησα πως θα πήγαινα και πάλι στο νοσοκομείο -τους είχα πει πως είχε υποτροπιάσει η πνευμονία της Έρηςκαι τους ζήτησα να τακτοποιηθούν μόνοι τους επειδή δεν ήξερα τι ώρα θα γύριζα. Έφυγα με προορισμό την Κατεχάκη, Σήμερα ήμουν αποφασισμένη να δω τον Γιάννη. Πάρκαρα εμπρός στο μαγαζί αφού
βεβαιώθηκα πως το αυτοκίνητό του βρισκόταν στη συνηθισμένη θέση. Πήρα την τσάντα μου και ξεκίνησα με αποφασιστικά βήματα για το γραφείο του. Η γραμματέας του έδειξε να τα χάνε.ι μόλις με είδε. Ίσως επειδή τόσα χρόνια δεν την είχα συνηθίσει σε ξαφνικές επισκέψεις ή επειδή ίσως είχε πληροφορηθεί από τον Γιάννη την κατάσταση και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. «Καλημέρα, Βάλια»,τη χαιρέτησα τυπικά. «Είναι μέσα ο άντρας μου;» «Ε… Καλημέρα. Ναι, μέσα είναι. Μια στιγμή μόνο, να δω μήπως είναι απασχολημένος», μου είπε και ξεκίνησε βιαστικά για το γραφείο του.
Αποφάσισα να περιμένω υπομονετικά μέχρι να με αναγγείλει. Από πότε είχα γίνει μια ξένη εκεί μέσα; «Περάστε», με κάλεσε έπειτα από λίγα λεπτά η Βάλια και παραμέρισε για να μπω στο γραφείο. «Καλημέρα». «Καλημέρα», μου είπε και με κοίταξε επιφυλακτικά. «Σου είχα πει πως θα επικοινωνούσα εγώ μαζί σου». «Εσύ μπορεί ν’ αποφάσιζες να επικοινωνήσεις μαζί μου του χρόνου. Υπάρχουν ωστόσο κάποια προβλήματα που πρέπει να ειπωθούν τώρα». «Όπως;»
«Όπως, ας πούμε, η σοβαρή αρρώστια της Έρης, για την οποία δεν πιστεύω πως έχεις μάθει». «Όχι. Τι έχει η Έρη;» «Την αρρώστια της εποχής, καρκίνο και μάλιστα σοβαρής μορφής. Οι γιατροί δεν της δίνουν διορία πέρα από λίγους μήνες». «Τι;» φώναξε φανερά συγκλονισμένος. «Αυτό που άκουσες, δυστυχώς. Ο Αντρέας θα στείλει βέβαια σήμερα κιόλας τις εξετάσεις στο εξωτερικό, αλλά οι γιατροί ήταν τόσο κατηγορηματικοί ώστε δεν νομίζω να τίθεται θέμα λάθους».
«Δεν μπορώ να το πιστέψω!» είπε πιάνοντας το κεφάλι του. «Σε ποιο νοσοκομείο την έχουν ;» Αφού του είπα πού βρισκόταν η φίλη μας, αποφάσισα να συζητήσω και το δικό μας πρόβλημα. «Πότε λες να γυρίσεις στο σπίτι;» «Σου έλειψα;» «Δεν ξέρω πια τι να λέω στα παιδιά», είπα, αποφεύγοντας να απαντήσω στην ερώτησή του. «Κι έπειτα», συνέχισα, «είναι δικό σου σπίτι και δεν το θεωρώ σωστό και δίκαιο να μένω εγώ εκεί, κι εσύ να κοιμάσαι σε ξενοδοχείο. Νομίζω πως θα πρέπει να μιλήσουμε ώριμα και
πολιτισμένα για το πρόβλημά μας δεν νομίζεις;» «Όχι. Έπειτα απ’ αυτά που μου είπες για την Έρη, δεν μπορώ. Ειλικρινά δεν έχω μυαλό να σκεφτώ, κατάλαβέ με. Θα επικοινωνήσω μαζί σου αύριομεθαύριο». Το έβλεπα πως δεν ήταν σωστό να επιμείνω. Άλλωστε ούτε κι εγώ είχα κουράγιο για τέτοια συζήτηση κι απορούσα πώς το αποφάσισα. Εμπρός στο θάνατο που παραμόνευε, όλα τα άλλα έμοιαζαν τόσο μικρά κι ασήμαντα… Πριν φύγω, ζήτησα από τη Βάλια να κάνω ένα τηλεφώνημα. Πήρα τον
εκδοτικό οίκο που συνεργαζόμουν και παρακάλεσα τον υπεύθυνο να μου δώσει μια παράταση χρόνου για το βιβλίο που δούλευα αυτόν τον καιρό. Του εξήγησα πόσο σοβαρό ήταν το πρόβλημά μου, αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να μου παραχωρήσει περισσότερο από μία εβδομάδα. Θα έπρεπε να περικόψω τις ώρες του ύπνου μου, αν ήθελα να είμαι κοντά στη φίλη μου αλλά και στα παιδιά μου. Τρεις μέρες αργότερα και κάποια στιγμή που την Έρη την πήρε ο ύπνος, είπαμε με τη Μαρία να πιούμε έναν καφέ και παίρνοντας τον Αντρέα και τον Κώστα, κατεβήκαμε στο κυλικείο.
«Ο Πανταζόπουλος, ο χημειοθεραπευτής, μου είπε πως θα την αρχίσει από μεθαύριο με ένα νέο σχήμα», μας πληροφόρησε ο Αντρέας μόλις καθήσαμε σε ένα άδειο τραπεζάκι. «Ελπίζει πως μ’ αυτό το σχήμα θα έχει καλύτερα αποτελέσματα και ίσως να μην της πέσουν όλα τα μαλλιά». «Λέτε να μην καταλάβει τίποτα; Υπάρχει τέτοια περίπτωση;» ρώτησε ο Κώστας. «Γιατί,απ’ ό,τι ξέρω, εκτός από τα μαλλιά που πέφτουν υπάρχουν κι άλλες αντιδράσεις». «Θα είναι ένα δυνατό σχήμα σε πέντε δόσεις, μία κάθε βδομάδα, και τις δύο πρώτες μέρες θα έχει άσχημες αντιδράσεις: εμετούς, ανορεξία και δεν
ξέρω τι άλλο ακόμα, Μα το μόνο που με φοβίζει είναι τα μαλλιά. Αν μπορούσαμε να το αποφύγουμε, ίσως να μην καταλάβαινε τίποτα». «Πώς να κοροϊδέψεις ένα μορφωμένο άνθρωπο και μάλιστα σ’ αυτή την κατάσταση;» αναρωτήθηκα φωναχτά. «Εδώ, ένα πονοκέφαλο έχουμε και το μυαλό μας πάει στο κακό». «Χρειάζεστε και οι δυο σας πολύ κουράγιο», είπε η Μαρία στον Αντρέα σφίγγοντάς του το μπράτσο. «Μακάρι να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι». «Ελπίζω μόνο στις απαντήσεις από το εξωτερικό», είπε ό Αντρέας χωρίς όμως κανένα ίχνος αισιοδοξίας. «Εσείς όμως
δεν θα ήθελα να ταλαιπωρείστε τόσες ώρες κάθε μέρα. Έχετε σπίτι, παιδιά και προ πάντων εσύ, Ελένη, που αυτόν τον καιρό είσαι τελείως μόνη. Σε παρακαλώ, μην έρχεσαι τόσο συχνά». «Αστειεύεσαι; Η φίλη μου είναι τόσο σοβαρά, πώς μπορώ να αποτραβηχτώ σε μια άκρη και να μείνω αμέτοχη; Άλλωστε τα παιδιά μου είναι αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να φροντίζουν μόνα τους τον εαυτό τους. Μην ανησυχείς, λοιπόν, για μας και κοίτα λίγο τον εαυτό σου». «Είχες κάνα νέο από τον Γιάννη;» με ρώτησε ο Κώστας κάποια στιγμή. «Όχι. Ακόμα περιμένω να
επικοινωνήσει μαζί μου. Πιστεύω όμως πως σήμερα-αύριο θα μπει στον κόπο να το κάνει». «Ελπίζεις ότι θα γυρίσει;» «Δεν ξέρω τι ελπίζω, μα κι ούτε ξέρω τι είναι αυτό που θέλω. Η αλήθεια είναι πως είμαστε πολύ καλά και μόνοι μας. Πιο ήρεμοι, θα έλεγα. Βέβαια,τα παιδιά με ρωτούν καθημερινά και πολύ φοβάμαι πως κάτι πρέπει να έχουν υποψιαστεί, ωστόσο θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως ανυπομονώ για την επιστροφή του». «Ξέρεις, Ελένη…» άρχισε κάπως διατακτικά ο
Αντρέας, «ο Γιάννης είναι φίλος, όπως άλλωστε κι εσύ μία από τις καλύτερες φίλες, γι’ αυτό η θέση μου είναι κάπως δύσκολη… Όμως… να, νομίζω πως θα πρέπει να μάθεις κάτι…» Τον κοίταξα χωρίς να μιλήσω. Περίμενα να συνεχίσει με μια ψυχραιμία, μια αδιαφορία θα έλεγα, ακατανόητη. Ήμουν έτοιμη να ακούσω οτιδήποτε. «Ο Γιάννης δεν μένει σε ξενοδοχείο». Και πάλι δεν μίλησα. Απλώς περίμενα να ακούσω τη συνέχεια. «Από την ημέρα που έφυγε από το σπίτι σας, μένει στης Βάλιας». Η Μαρία γούρλωσε τα μάτια και ο
Κώστας μετακινήθηκε αμήχανα στην καρέκλα του. Προφανώς το ήξερε. Εγώ ωστόσο συνέχισα να κοιτάζω ατάραχα τον Αντρέα. «Σου το είπα για να μη στενοχωριέσαι και να μην ελπίζεις σε θαύματα. Μου το ομολόγησε ο ίδιος προχθές που πέρασε να δει την Έρη. Τα είχε φτιάξει μαζί της δύο βδομάδες περίπου πριν φύγει από το σπίτι σας. Μου είπε πως σ’ αγαπάει, είσαι η μητέρα των παιδιών του, αλλά δεν του αρέσουν οι αλλαγές σου. Ισχυρίστηκε πως εσύ τον έσπρωξες στην αγκαλιά της, αλλά βέβαια δεν τον πιστεύω. Μπορεί να είναι φίλος μου, όμως δεν μπορώ να μη δω τα ελαττώματά του. Είναι φοβερά εγωιστής, του αρέσει να καλοπερνάει
και δεν είναι διατεθειμένος να κάνει καμία παραχώρηση στον άλλο». «Έψαχνε δηλαδή την κατάλληλη ευκαιρία για να φύγει», μουρμούρισα. «Δεν ξέρω. Δεν νομίζω. Αν του έκανες αυτά που ήθελε, δεν πιστεύω πως θα έφευγε από το σπίτι σας». «Ίσως όχι, όμως τη Βάλια δεν θα την αγνοούσε, να είσαι βέβαιος. Και ποιος ξέρει πόσες άλλες Βάλιες υπήρξαν πριν απ’ αυτήν». «Δεν ξέρω», μου είπε ο Αντρέας και χαμήλωσε το βλέμμα του. Ήξερε. Ω, ναι,ήμουν σίγουρη γι’ αυτό, μα δεν επέμεινα να μάθω, όχι για να μη
τον φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά γιατί δεν με ενδιέφερε καθόλου. Δεκάρα δεν έδινα. Τελείωσα τον καφέ μου και σηκώθηκα. «Εμένα θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω. Πάω να δω τι κάνουν τα παιδιά. Θα τα πούμε αύριο». Μπήκα στο αυτοκίνητο, έβαλα το κλειδί στη μηχανή και άνοιξα το ραδιόφωνο. Ένιωθα μια απίστευτη ηρεμία, λες και κάποιο σοβαρό πρόβλημά μου, σαν από θαύμα, είχε βρει τη λύση του. Λες κι ένα ασήκωτο βάρος είχε φύγει ξαφνικά από το στήθος μου. Ωστόσο, εντελώς μηχανικά, δεν
ακολούθησα το δρόμο για το σπίτι, αλλά συνέχισα την Κηφισίας κι έφτασα στο Μαρούσι , εκεί που ήξερα πως έμενε η Βάλια. Δεν είχα γελαστεί. Δίπλα από την είσοδο της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της, ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του άντρα μου. Έστρεψα το βλέμμα μου στο δεύτερο όροψο. Φυσικό ήταν να μην μπορέσω να δω τίποτα, παρά μόνο μια διπλή κουρτίνα να κλείνει. Μου φάνηκε εκείνη τη στιγμή σαν να έπεφτε η αυλαία στο τέλος ενός ανιαρού έργου. Η Μαρία έβαλε τα δίδυμα να κοιμηθούν και πήγε να βρει τον Κώστα στο σαλόνι. Κάθησε δίπλα του στον καναπέ και τον τράβηξε στην αγκαλιά της.
«Δεν ξέρεις πόσο μου έχει στοιχίσει η ιστορία της Έρης. Κάθομαι και αναλογίζομαι ολόκληρη τη ζωή μου. Ψάχνω να βρω τα σωστά και τα λάθη μου και τρέμω στη σκέψη ότι μπορεί κάτι τέτοιο να τύχει και σ’ εμένα και να μην προλάβω να σου πω όλα όσα θα ήθελα…» «Και ποια είναι αυτά;» τη ρώτησε και την έσφιξε πάνω του. «Τι να πρωτοπώ… Πως σ’ αγαπώ,το πόσο σ’ εκτιμώ, ή το πόσο τυχερή είμαι που σε παντρεύτηκα και ζω μαζί σου; Μα και κάτι άλλο. Θα ήθελα πολύ να σου ζητήσω συγγνώμη για κάτι στιγμές που μπορεί να σε πλήγωσα άθελά μου… Σκέφτομαι και την Ελένη… Δεν
μπορώ να φανταστώ εμάς τους δύο στη θέση τους με πιάνει τρέλα». Ο Κώστας τραβήχτηκε από την αγκαλιά της. Χαμήλωσε το κεφάλι κι έμεινε για λίγες στιγμές σκεφτικός. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μαρία. «Ξέρεις… Έχεις δίκιο. Θα ήταν τρομερό να πάθαινε κανείς μας κάτι,χωρίς να έχει προλάβει να πει στον άλλο όλα όσα θα ήθελε… Θέλω να πω… Να, δεν θα ήθελα πράγματι να πεθάνω χωρίς να σου έχω πρώτα μιλήσει. Δεν θα ήθελα, με άλλα λόγια, να μάθεις από άλλους πράγματα που ίσως σου τα πουν διαστρεβλοομένα».
«Κώστα, με τρομάζεις. Τι θέλεις να μου πεις;» τον ρώτησε κάπως ανήσυχα η Μαρία. «Να… θέλω να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ πάρα πολύ, ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, ότι μ’ έχεις κάνει πολύ ευτυχισμένο». Κάτι πήγε να πει η Μαρία, μα δεν την άφησε. «Δεν τελείωσα. Έχω και κάτι άλλο ακόμα να σου πω και σου ζητώ να με καταλάβεις…» Φαινόταν ότι δίσταζε. Δεν ήξερε πώς να εκφραστεί. «Να, πριν από ένα εξάμηνο, ίσως και
περισσότερο, είχα δεσμό με κάποιαν άλλη»,της είπε τελικά. Η Μαρία τον κοίταξε σαν να της έκανε πλάκα. Ναι, περίμενε να παραδεχτεί πως της έκανε πλάκα και ήταν έτοιμη να γελάσουν μαζί. «Κράτησε για λίγο καιρό και αισθανόμουν ερωτευμένος μαζί της, χωρίς όμως να πάψω να σ’ αγαπώ. Γιατί, αυτό που ένιωθα για εκείνη ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις μου. Προσπάθησα να το ελέγξω, να κρατηθώ μακριά της. Τελικά ήταν ένα πάθος που όσο γρήγορα και ξαφνικά φούντωσε,το ίδιο γρήγορα και ξαφνικά έσβησε». «Και γιατί μου το λες τώρα; Τι θέλεις να
κάνω ;» τον ρώτησε. «Σου το λέω επειδή θεωρώ σωστό να το ξέρεις κι επειδή δεν θα ήθελα να μάθαινες κάτι από άλλους και να μην ξέρεις τι να τους απαντήσεις». Η Μαρία πετάχτηκε πάνω. «Και τώρα που το έμαθα, τι νομίζεις πως θα μπορούσα να τους απαντήσω; Πως ναι, ξέρω ότι με κεράτωσε, αλλά δεν με νοιάζει; Ναι, ερωτεύθηκε κάποιαν άλλη, αλλά ξαναγύρισε στη σιγουριά τη δική μου;» «Δεν είναι έτσι, Μαρία. Ερωτεύθηκα κάποιαν άλλη για ένα διάστημα, όμως δεν έπαψα ποτέ ν’ αγαπώ εσένα. Είναι
κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Προσπάθησε να έρθεις στη θέση μου. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να ερωτεύεται. Το έχει στο αίμα του. Δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του». «Εμένα μπορείς να με φανταστείς στη θέση σου; Αν ερχόμουν μια ωραία μέρα και σου έλεγα πως έχω ερωτευθεί κάποιον άλλο, πως κοιμόμουν μαζί του για λίγους μήνες, αλλά τώρα ξαναγύρισα στη σιγουριά τη δική σου και σου ζητούσα να με δεχτείς, τι θα έκανες;» «Θα πονούσα, αναμφίβολα, θα έκλαιγα ίσως, θα υπέφερα, αλλά επειδή σ’ αγαπώ τόσο, θα προσπαθούσα να σε
καταλάβω και να σε συγχωρήσω. Θα σε συγχωρούσα σίγουρα». «Βολικό να το λες εκ του ασφαλούς». «Έτσι είναι, Μαρία μου. Αλήθεια σού λέω. Σ’ αγαπώ πολύ. Τα αισθήματά μου για σένα δεν άλλαξαν καθόλου. Ποτέ. Ήθελα να φανώ ειλικρινής. Θα πρέπει τώρα να πληρώσω γι’ αυτή την ειλικρίνειά μου;» «Δεν σου κρύβω πως εκτιμώ την ειλικρίνειά σου, όμως εγώ τι πρέπει να κάνω; Να περιμένω την επόμενη φορά που θα τύχει να ξαναερωτευθείς κάποιαν άλλη αφού είσαι άνθρωπος που το έχει στο αίμα του; Ή να σου πω “ευχαριστώ” επειδή κατάφερες να με
πληγώσεις τόσο;» «Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θέλω μόνο να προσπαθήσεις να με καταλάβεις, να με συγχωρήσεις και να πιστέψεις πως σ’ αγαπώ πολύ». «Το κακό είναι πως κι εγώ σ’ αγαπώ, Κώστα, γι’ αυτό πονάω. Μου ζητάς να σε συγχωρήσω και να ξεχάσω, αλλά δεν. είναι καθόλου εύκολο, και το ξέρεις. Πώς μπορώ να σε κοιτάζω, να σ’ αγκαλιάζω και να μη σκέφτομαι ότι πριν από λίγο καιρό σε αγκάλιαζε και σε φιλούσε κάποια άλλη; Πώς μπόρεσες ; Πώς;» Ξέσπασε, και τα δάκρυά της, βρίσκοντας κάποια διέξοδο, άρχισαν να
κυλούν στα μάγουλά της. «Μαρία», ψιθύρισε με ραγισμένη φωνή ο Κώστας κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Εκείνη όμως τον σταμάτησε σηκώνοντας αποτρεπτικά το χέρι της. «Πήγαινε να κοιμηθείς, Κώστα, κι άφησέ με ήσυχη να σκεφτώ, να ηρεμήσω. Καληνύχτα». Έμεινε για λίγο διστακτικός και αναποφάσιστος. Ύστερα την καληνύχτισε, της γύρισε την πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο. Η Μαρία κάθησε στην άκρη του καναπέ και ξέσπασε σε λυγμούς. Πάντα πίστευε
πως είχε μια ιδανική σχέση με τον άντρα της, πως υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός, εμπιστοσύνη. Όμως, τώρα της ζητούσε να κατανοήσει πράγματα φοβερά για εκείνη. Πώς να καταλάβει και να δεχτεί πως ο άντρας που λάτρευε είχε ερωτευθεί κάποιαν άλλη γυναίκα; Ότι είχε κάνει έρωτα μαζί της, ότι τα χέρια του που χάιδευαν εκείνη, είχαν χαϊδέψει πριν ένα άλλο κορμί, τα χείλη του που τη φιλούσαν τρυφερά, είχαν φιλήσει κι άλλο στόμα. Ακατανόητο! «Πού έφταιξα;» αναρωτήθηκε. «Τι λάθος έκανα; Δεν του έδειχνα πόσο τον αγαπούσα, πόσο τον ήθελα; Δεν στάθηκα πάντα κοντά του, στήριγμα, φίλη και αγαπημένη; Τι μου ζήτησε και δεν του το έδωσα; Τι θέλησε και του το
αρνήθηκα; Γιατί, λοιπόν, να μου φερθεί έτσι; Γιατί να με προδώσει; Τι περισσότερο του πρόσφερε αυτή; Πού ήταν καλύτερη;» Τόσα ερωτήματα που δεν θα έβρισκαν ποτέ απάντηση . «Σταμάτα να αναζητάς δικά σου σφάλματα για να εξηγήσεις τη συμπεριφορά του Κώστα», της είπα την άλλη μέρα που πίναμε τον καφέ μας στο κυλικείο του νοσοκομείου. «Δεν είναι απαραίτητο να έχεις φταίξει κάπου. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, έτσι απλά. Έχει δίκιο ο άντρας σου, καμιά φορά δεν μπορείς να τα ελέγξεις». «Μου είναι αδύνατο να το χωνέψω.
Μου είναι αδύ-νάτο να τον δω πάλι όπως παλιά». «Δεν έχεις δίκιο, Μαρία», της είπε και η Νατάσσα. «Όταν έμπλεξα κι εγώ με τον Ντίνο, βρήκαμε όλες πολύ εύκολα ελαφρυντικά και δικαιολογίες. Είπαμε πως ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να ερωτευθεί πολλές φορές στη ζωή του, πως και ο παντρεμένος είναι άνθρωπος με τα ίδια συναισθήματα, είπαμε ένα σωρό πράγματα για να νιώσω καλύτερα και να χαρώ τον έρωτά μου. Αυτά δεν ισχύουν και για τον Κώστα; Κι αν αύριο τύχει κάτι ανάλογο σ’ εσένα; Μπορείς να προκαθορίσεις πώς θα αντιδράσεις;» «Αγνόησέ το», τη συμβούλευσα. «Δες το σαν μια απόδειξη της αγάπης του.
Ναι, πήγε με κάποιαν άλλη, όμως αυτή η άλλη δεν είχε τη δύναμη να σας χωρίσει, επειδή η αγάπη σας είναι δυνατή. Δεν τον ένιωσες ν’ απομακρύνεται ούτε στιγμή από κοντά σου, κι αν δεν σου το έλεγε ο ίδιος,δεν θα καταλάβαινες τίποτε. Άρα ήταν μια περιπέτεια που πέρασε ανώδυνα, χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Ξέχασέ την, λοιπόν. Δέξου πως είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν και άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο να χαρεί το μέλλον με τον άντρα που σ’ αγαπάει». «Δεν είναι τόσο εύκολο. Αν γυρνούσε πίσω ο Γιάννης , θα τον δεχόσουν;» «Δεν είναι το ίδιο, Μαρία, και το ξέρεις. Με τον Γιάννη δεν είχαμε ποτέ τη σχέση
που έχεις εσύ με τον Κώστα. Δεν επικοινωνήσαμε ποτέ, δεν μ’ αγάπησε ποτέ όσο τον εαυτό του. Και τώρα που έφυγε, το έκανε άνανδροι. Χωρίς να μου πει την αλήθεια, βρήκε μια αφορμή για να εγκαταλείψει το σπίτι του,τα παιδιά τρυ. Αν δεν μου μιλούσε ο Αντρέας, θα έμενα στην αβεβαιότητα και σε μάταιη αναμονή». «Ναι, δεν είναι το ίδιο», παραδέχτηκε. «Δεν ξέρω τι να πω. Είναι νωρίς ακόμα». «Σ’ αυτό έχεις δίκιο», συμφώνησε η Νατάσσα. «Είναι νωρίς ακόμα και η πληγή φρέσκια. Δώσε λίγο καιρό στον εαυτό σου και σ’ εκείνον, και θα δεις πως όλα θα περάσουν. Μη ζεις με
αυταπάτες τελειότητας. Κανείς μας δεν είναι τέλειος όλοι κάνουμε λάθη. Όλοι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε λάθη. Το θέμα είναι να μαθαίνουμε απ’ αυτά». «Από σένα εξαρτάται να δώσεις μία ευκαιρία στη σχέση σας για να σας αποδείξει πόσο δυνατή είναι. Μη βιάζεσαι να καταδικάσεις κάποιον επειδή κατά τύχη ποτέ δεν βρέθηκες στη θέση του. Σκέψου τη Νατάσσα,τον Γιάννη,τον Κώστα. Μπορεί να φαίνεται πως όλοι τους έχουν κάτι κοινό που τους κάνει να μοιάζουν, δες όμως τις σημαντικές διαφορές τους. Δεν μπορούμε να τους κρίνουμε και να τους καταδικάσουμε με τα ίδια κριτήρια. Δες την Έρη. Νομίζεις πως δεν θα προτιμούσε να βρισκόταν στη δική σου
θέση, που εσύ τη θεωρείς τραγική, αντί εκεί που είναι τώρα;» «Ναι, ναι», υποχώρησε η Μαρία, «σίγουρα υπάρχουν χειρότερες καταστάσεις. Η δική σου και πρώτα απ’ όλα της Έρης». Σηκώθηκε αποφασιστικά. «Πάμε να δούμε τη φίλη μας». «Πώς είναι η γλυκιά μας;» ρώτησε η Μαρία μόλις μπήκαμε στο θάλαμο της Έρης. Το πρόσωπό της είχε αλλάξει εντελώς τώρα. Δεν υπήρχε καμία σκιά, κανένα ίχνος στενοχώριας. Τελικά, είχε ικανότητες στην υποκριτική τέχνη.
«Πολύ καλύτερα», μας απάντησε η Έρη και μας φίλησε όλες με τη σειρά. «Τη Δευτέρα θα μου κάνουν μια πρώτη δόση από την αντιβίωση. Ελπίζω από την Τρίτη και μετά να πάρω τα πάνω μου». «Ο Αντρέας δεν ήρθε ακόμα;» ρώτησα. «Έχει μια γέννα. Μου τηλεφώνησε. Θα ’ρθει μόλις ξεμπερδέψει». «Είχες καμιά άλλη επίσκεψη;» ζήτησε να μάθει η Νατάσσα. «Ναι, πέρασε ο Γιάννης το μεσημέρι. Μου είπε πως έφυγε απ’ το σπίτι». Με κοίταξε ερευνητικά. «Δεν μου είπες τίποτα».
«Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω. Ναι, έφυγε. Δεν του άρεσε η καινούργια Ελένη…» «Μου είπε πως δεν σκέφτεται να ξαναγυρίσει». «Μπας και σου είπε τίποτε άλλο; Τελικά, ό,τι μαθαίνω, το μαθαίνω από τρίτους. Ακόμα περιμένω να επικοινωνήσει μαζί μου και να μου ανακοινώσει τις αποφάσεις του». «Πράγματι, μου είπε πως δεν του αρέσεις έτσι όπως άλλαξες και πως αν δεν ξαναγίνεις όπως ήσουν, δεν πρόκειται να γυρίσει». «Την επόμενη φορά που θα τον δεις,
διαβΐβασέ του να μην κάνει τον κόπο να περιμένει. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξω, ούτε έχω σκοπό να τον δεχτώ με ανοιχτές τις αγκάλες όταν βαρεθεί την άσωτη ζωή του και θελήσει να ξαναζήσει την οικογενειακή θαλπωρή». «Ποια άσωτη ζωή;» διαμαρτυρήθηκε η Έρη. «Μη γίνεσαι υπερβολική. Πιστεύω πως απλώς θέλει να σ’ εκβιάσει για να βρει πάλι τη βολική Ελένη που είχε μάθει». «Δεν σου τα είπε καλά τα πράγματα. Το ξέρεις ότι συζεί με τη γραμματέα του με την οποία είχε δεσμό δύο βδομάδες πριν βρει δικαιολογία για να φύγει από το σπίτι μας;»
«Τι;» Η έκπληξη της Έρης ήταν ειλικρινής. «Πού το ξέρεις; Είσαι βέβαιη;» «Απολύτως. Μου το είπε ο άντρας σου και είδα με τα ίδια μου τα μάτια το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι της δεσποσύνης». «Καλά, αυτή είναι μικρή. Τι ηλικία έχει;» «Είκοσι δύο. Δώδεκα χρόνια μικρότερή μου. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία». «Ναι», συμφώνησε η Νατάσσα. «Θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερή του. Τι θα άλλαζε;»
«Εσύ με τον καημό σου», την πείραξε η Μαρία. «Δίκιο έχεις»,την υπερασπίστηκα. «Τι με νοιάζει αν η γυναίκα που φιλοξενεί τον άντρα μου είναι μικρότερη ή μεγαλύτερή του; Αυτό που έχει σημασία είναι πως τίποτα, ούτε τα παιδιά δεν μπορούν να μας κρατήσουν μαζί». «Το είπες στα παιδιά σου;» με ρώτησε η Έρη. «Όχι ακόμα. Μέχρι τώρα προσπαθούσα να βρω διάφορες δικαιολογίες. Όμως, σήμερα έχω σκοπό να τους μιλήσω». «Τι θα τους πεις; Έχεις σκεφτεί;» «Όχι. Πάντως δεν μπορώ να πω πολλά
ψέματα. Θα μιλήσω αυθόρμητα». Αυτό έκανα. «Ο πατέρας σας έφυγε απ’ το σπίτι», τους είπα όταν η Νίκη με ρώτησε άλλη μια φορά πού ήταν και πότε θα γύριζε ο Γιάννης. «Έφυγε; Πού πήγε; Πότε θα ’ρθει;» «Δεν ξέρω πού πήγε, ούτε πότε θα ’ρθει, αυτό που ξέρω όμως είναι πως όταν θα θελήσει να γυρίσει δεν θα τον δεχτώ». «Ξέρεις το λόγο που έφυγε;» ρώτησε ο Αγγελος θυμωμένα. «Πάντως όχι εξαιτίας μου»,του
απάντησα αμυντικά επειδή πίστεψα πως ο θυμός του είχε για στόχο εμένα. «Σίγουρα όχι εξαιτίας σου», συμφώνησε ο γιος μου. «Ήσουν η καλύτερη σύζυγος που θα μπορούσε να έχει. Και σίγουρα όχι εξαιτίας μας. Άρα, άλλος λόγος πρέπει να υπάρχει. Αυτόν θέλω να μου πεις». «Αν με ρωτάς αν υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του, η απάντηση είναι “ναι”. Ωστόσο δεν ξέρω αν έφυγε για χάρη της ή επειδή δεν του πήγαινε πια ο γάμος», προσπάθησα να απαλύνω την κατάσταση. «Σαχλαμάρες! Αυτή τον παρέσυρε».
«Ε, όχι. Δεν θα κατηγορήσουμε τώρα έναν άλλο άνθρώπο χωρίς να ξέρουμε. Ίσως αυτή να παρασύρθηκε από τον πατέρα σας. Ποιος μπορεί να πει;» «Κι εμάς πώς μας άφησε;» ρώτησε παραπονεμένα η Νίκη. «Δεν θέλει να μας ξαναδεί;» «Και βέβαια θέλει», βιάστηκα να την παρηγορήσω. «Είστε παιδιά του και σας αγαπάει πολύ. Απλώς αφήνει να περάσει λίγος χρόνος για να συνηθίσουμε όλοι την καινούργια κατάσταση. Μου το είπε: σε λίγες μέρες θα έρθει να σας δει και να μιλήσετε». «Ας μην κάνει τον κόπο…» μουρμούρισε στεγνά ο Άγγελος.
«Μη μιλάς έτσι», τον μάλωσα τρυφερά. «Πατέρας σου είναι. Και πάνω απ’ όλα, είναι άνθρωπος. Με αδυναμίες, όπως όλοι μας. Αύριο μπορεί να βρεθείς εσύ στη θέση του. Είναι εύκολο να κρίνουμε και να καταδικάζουμε, όταν όμως έχουμε στο εδώλιο τον εαυτό μας γινόμαστε όλοι πολύ ανεκτικοί και μεγαλόκαρδοι. Τι ωραία που θα ήταν αν δίναμε και στους άλλους τα ελαφρυντικά που βρίσκουμε πάντα για μας… Κι έπειτα, αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνον δεν έχει καμία σχέση μ’ εσάς. Μην τα μπερδεύεις». «Και τώρα θα μένουμε μόνοι;» γκρίνιαξε η Νίκη.
«Είναι δυνατόν τρεις άνθρωποι που αγαπιούνται τόσο πολύ όσο εμείς, να είναι μόνοι;» τη ρώτησα. «Εμείς είμαστε οι τυχεροί. Έχουμε ο ένας τον άλλο, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό». Τράβηξα τα παιδιά μου στην αγκαλιά μου και τα έσφιξα πάνω μου. «Σας αγαπώ πολύ, να το ξέρετε. Θα είμαι πάντα κοντά σας ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν χρειαστείτε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο μεγάλο στη ζωή από την αγάπη που ενώνει τη μάνα με τα παιδιά της. Ελπίζω να μπορέσω να σας δείξω πόσο βαθιά σάς έχω στην καρδιά μου».
8 «Δεν θα μείνω πολύ», είπε η Νατάσσα. «Πρέπει να πάω στην Έρη. Σήμερα έκανε την πρώτη χημειοθεραπεία». «Μείνε όσο θέλεις», της είπε ο Ντίνος και την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Αρκεί που σε είδα». «Είμαι πολύ στενοχωρημένη. Είναι φοβερό. Δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι. Τόσο καλή. Τόσο νέα». «Έχεις δίκιο. Σε καταλαβαίνω. Δυστυχώς, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μόνο να σταθείς κοντά της και να της δώσεις όσο περισσότερη ευτυχία μπορείς το χρόνο που της έχει
απομείνει». «Σφίξε με στην αγκαλιά σου. Φοβάμαι. Για εκείνη, για σένα, για μένα, για όλους. Αυτή η αρρώστια με τρομάζει, με συγκλονίζει. Ας ήταν τουλάχιστον να μην υποφέρει κανείς. Να ερχόταν το τέλος γρήγορα, ξαφνικά, όσο είμαστε ακόμα γεροί και ευτυχισμένοι. Να μη λιώνουμε πάνω στο κρύο κρεβάτι κάποιου απρόσωπου νοσοκομείου». Ο Ντίνος την έσφιξε πάνω του και της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. «Μην τα σκέφτεσαι αυτά. Δεν βοηθούν ούτε εσένα ούτε τη φίλη σου. Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, έτσι είναι η ζωή. Με τα καλά και τα άσχημά της. Για
όλους μας». «Θα με πας και σήμερα βόλτα; Θέλω να ξεδώσω». « Πού θέλεις;» «Όπου θέλεις εσύ. Αρκεί να είμαστε μαζί». Τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Η Νατάσσα διαμαρτυρήθηκε. «Αφησέ με κάτω. Είμαι βαριά. Θα πονέσει η μέση σου». «Δεν είσαι βαριά. Και μ’ αρέσει να σε κρατάω στην αγκαλιά μου. Θέλεις να πάμε για πατινάζ;»
«Δεν έχω ξανακάνει. Δεν ξέρω. Θα με μάθεις;» «Αμέ! Δεν είναι δύσκολο. Θα έρθεις μαζί μου, ν’ αλλάξω;» Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Αλήθεια λες; Θέλω να πω, θα πάμε στ’ αλήθεια;» «Δεν θέλεις;» «Κι αν μας δει κανείς;» «Ποιος να μας δει; Κι έπειτα, τι κακό κάνουμε; Λίγο πατινάζ για να διασκεδάσουμε». Πλησίασε τα χείλη της στα δικά του. Το
φιλί τους ήταν καυτό και απελπισμένο, όπως κάθε φορά που συναντιούνταν. Ο Ντίνος προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του, δίχως να τραβήξει το πρόσωπό του. Την απόθεσε τρυφερά στο κρεβάτι κι έγειρε πάνω της. Τα χέρια του ανίχνευσαν τρυφερά και τολμηρά κάθε κρυφή πτυχή του κορμιού της. Τα ακροδάχτυλά της ταξίδεψαν στο κορμί του. Μέσα σε λίγες στιγμές βρέθηκαν γυμνοί, κολλημένοι ο ένας επάνω στον άλλο, ενωμένοι ο ένας με τον άλλο. «Ντίνο μου, σ’ αγαπώ. Μου λείπεις»,του ψιθύρισε. «Κι εμένα. Πολύ».
Πατινάζ στον πάγο; Η Νατάσσα ένιωθε πως έτρεχε με παγοπέδιλα ψηλά στον ουρανό. Ένα αισθησιακό ταξίδι που τη συνέπαιρνε, ένα ερωτικό μεθύσι που τη συγκλόνιζε. Πώς μπορούσε να ζει τόσα χρόνια χωρίς αυτόν τον άντρα κοντά της; Πώς θα ζούσε όταν θα τον έχανε; Χωρίς να έχει τα χείλη του να τη φιλούν, τα χέρια του να την αγκαλιάζουν, δίχως τη φωνή του να της ψιθυρίζει λόγια τρυφερά ή αστεία πειράγματα; Πού θα έβρισκε τη δύναμη να αντέξει το χωρισμό τους; Εδώ δεν άντεχε τις μέρες που περνούσαν χωρίς να συναντηθούν κρυφά. Δεν της έφταναν μια-δυο φορές τη βδομάδα που τον έβλεπε μακριά από τη δουλειά. Ήθελε να τον έχει κάθε μέρα δίπλα της,
δικό της. «Θα μου απαντήσεις σε μια αδιάκριτη ερώτηση;» του είπε. «Δεν ξέρω. Δοκίμασε». «Πότε λες να σε ξαναδώ;» «Χμ… τι μήνα έχουμε;» ρώτησε ο Ντίνος, χαμογελώντας σκανδαλιάρικα. «Έλα τώρα…» διαμαρτυρήθηκε εκείνη και του έριξε μια τρυφερή ξυλιά στο γοφό. Έπειτα έβαλε τα γέλια. «Άκου τι μήνα έχουμε», μονολόγησε κι έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του. Το γέλιο του ενώθηκε με το δικό της. Την έσφιξε πάνω του και της φίλησε τα
μαλλιά. «Πάμε για πατινάζ ;» της πρότεινε. Η Νατάσσα φόρεσε τα παγοπέδιλα κι έκανε μερικά διστακτικά βήματα πάνω σε στέρεο έδαφος. «Δεν φαίνεται δύσκολο», σκέφτηκε και προχώρησε πιο γρήγορα. Όταν όμως πάτησε πάνω στον πάγο, νόμισε πως τα πόδια της θα γλιστρούσαν με την παραμικρή κίνηση. Πιάστηκε από το προστατευτικό κιγκλίδωμα και δοκίμασε να κάνει ένα μικρό βήμα. Δεν ήταν και τόσο εύκολο. Τα πέδιλα έμοιαζαν να μην υπακούνε στις οδηγίες της. Έψαξε με το βλέμμα της τον Ντίνο και τον είδε να πατινάρει σταθερά προς την άλλη άκρη της πίστας. Έπειτα έκανε μια ήρεμη στροφή και γλίστρησε προς το μέρος της.
«Πιάσε μου το χέρι», της είπε. «Μη φοβάσαι. Θα σε κρατάω». «Θα πέσω κάτω. Και θα ρίξω κι εσένα»,τον προειδοποίησε . «Δεν πειράζει». Του έδωσε διστακτικά το χέρι κι άφησε τις ρόδες να τσουλήσουν κοντά του. Τώρα της φαινόταν πολύ πιο εύκολο. Με τη σιγουριά και τη ζεστασιά που της προσέφερε το χέρι του, άφησε το κορμί της να γλιστράει δίπλα του, στο δικό του ρυθμό. Πάνω σε μια κρίση αυτοπεποίθησης, δοκίμασε να κάνει ένα μεγάλο βήμα για να βρεθεί μπροστά του. Αυτό ήταν το λάθος της. Έχασε την ισορροπία της κι ένιωσε το έδαφος να
φεύγει κάτω από τα πόδια της. «Πέφτω», φώναξε και βρέθηκε γελώντας πάνω στον πάγο. Ο Ντίνος επιχείρησε να την κρατήσει, αλλά βρέθηκε κι εκείνος από πάνω της. Ξέσπασαν και οι δυο σε γέλια. «Σε είχα προειδοποιήσει»,του είπε. Συνέχισαν να πατινάρουν κοντά μισή ώρα. Η Νατάσσα κρατούσε το χέρι του σφιχτά και άφηνε να την παρασύρει και να την καθοδηγεί εκείνος. Κάθε φορά που επιχειρούσε να πάρει μια πρωτοβουλία ένιωθε το κορμί της να ταλαντεύεται επικίνδυνα και συχνά βρισκόταν πεσμένη κάτω. Το παντελόνι
της είχε γίνει μούσκεμα και πολύ φοβόταν πως οι γοφοί της θα ήταν μελανιασμένοι μέχρι το βράδυ. Δεν την ένοιαζε. Τίποτα δεν την απασχολούσε παρά μόνο ότι βρισκόταν κοντά του, δίπλα του, ότι την κρατούσε από το χέρι,της γελούσε, την περνούσε ανάμεσα από άλλα ζευγάρια και παιδιά, ότι την έκανε να νιώθει σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Η Μαρία κρατούσε το χέρι της Έρης που κοιμόταν αποκαμωμένη, ανασαίνοντας με δυσκολία ύστερα από την πρώτη δόση της χημειοθεραπείας που είχε κάνει. Ο ορός ήταν ακόμα συνδεδεμένος με το χέρι της, και η μάσκα του οξυγόνου περίμενε δίπλα της, έτοιμη να τη βοηθήσει σε κάθε
κρίση δύσπνοιας. Ακουσε την πόρτα να ανοίγει σιγανά και γύρισε να δει τον Κώστα, που έμπαινε επιφυλακτικά μέσα. «Γεια σου», τη χαιρέτησε διστακτικά. «Γεια!» Ένιωσε την καρδιά της να χοροπηδάει στη θέα του, όμως ένα χέρι έσφιξε το στήθος της όταν σκέφτηκε πως πριν από λίγο καιρό χαιρόταν τον έρωτα με κάποιαν άλλη. «Πώς είναι;» ρώτησε ο Κώστας. «Χάλια. Οι γιατροί είπαν πως θα είναι έτσι για δυο-τρεις μέρες. Τα φάρμακα ήταν πολύ δυνατά». «Συνήλθε
καθόλου;» «Ελάχιστα». «Εσύ;» «Τι εγώ;» «Πώς είσαι; Συνήλθες;» «Νομίζεις πως αυτή είναι η πιο κατάλληλη ώρα να το συζητήσουμε;» «Στο σπίτι δεν μου μιλάς. Ασχολείσαι συνέχεια με τα παιδιά και αποφεύγεις να μένεις μόνη μαζί μου». «Έτσι νιώθω. Όταν θα βρω μόνη μου τη λύση, κάποια απάντηση, θα σου πω». «Να θυμάσαι πως σ’ αγαπώ», της είπε.
«Αν αυτό είναι που θέλεις ν’ ακούσεις, κι εγώ σ’ αγαπώ. Όμως,δεν αρκεί αυτό μόνο. Η αγάπη μου δεν μπορεί να ξεπλύνει το κορμί σου από τα φιλιά και τα χάδια της άλλης. Δεν μπορεί να σβήσει την προδοσία σου. Όχι ακόμα». «Θα περιμένω. Όσο χρειαστεί»,της υποσχέθηκε. «Κι αν χρειαστεί πολύ; Αν στο μεταξύ ερωτευθείς ξανά κάποιαν άλλη;» «Μαρία, δεν είναι παιχνίδι. Γιατί δεν σκέφτεσαι τι θα γίνει αν ερωτευθείς εσύ στο μεταξύ κάποιον;» «Αυτό αποκλείεται όσο αγαπώ εσένα. Αν σε ξεπεράσω…»
Σταμάτησε επίτηδες. Ήθελε να τον εκδικηθεί. Τον βασάνιζε και το ήξερε. Γιατί να βασανίζεται μόνο εκείνη; Στο κάτω-κάτω, δικό του ήταν το φταίξιμο. Ένιωσε την Έρη να μετακινείται ανήσυχα στο κρεβάτι κι έστρεψε την προσοχή της στη φίλη της. «Διψάω», ψέλλισε η Ερη. Η Μαρία έπιασε το μπαμπάκι και το βούτηξε στο ποτήρι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Έπειτα το πέρασε απαλά πάνω από τα χείλη της Έρης. Την είδε να ανοίγει τα μάτια και να την κοιτάζει με ευγνωμοσύνη. Της έπιασε ξανά το χέρι και της το έσφιξε ενθαρρυντικά.
«Ησύχασε,γλυκιά μου. Θα περάσει». «Ο Αντρέας;» «Έφυγε πριν από λίγο. Έχει κάποιες επισκέψεις στο ιατρείο του κι έπειτα θα έρθει πάλι. Είναι και ο Κώστας εδώ. Σε λίγο θα έρθει και η Ελένη με τη Νατάσσα». Η Έρη βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση επί τρεις μέρες μετά την πρώτη χημειοθεραπεία. Είχε κρίσεις δύσπνοιας, αδυναμία, πλήρη ανορεξία, τάσεις για εμετό και ζαλάδες. Οι τρεις φίλες της καθόμασταν εναλλάξ στο πλευρό της, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τις νύχτες είχαμε καλέσει αποκλειστική νοσοκόμα. Ο Αντρέας
υπέφερε μαζί της. Δεν πρέπει να έτρωγε καθόλου, γιατί είχε αδυνατίσει αισθητά. Όποτε δεν είχε δουλειά στο ιατρείο ή στο μαιευτήριο, βρισκόταν κοντά της. Ο Κώστας, ο Αντώνης και ο Γιάννης έρχονταν διαδοχικά κάθε μέρα. Μόνο που ο πρώην άντρας μου φρόντιζε να έρχεται τις ώρες που ήξερε ότι εγώ δεν θα βρισκόμουν εκεί. Τα παιδιά ακόμα περίμεναν να τον δουν, κι εγώ συνέχιζα να τον δικαιολογώ για χάρη τους. Την πέμπτη μέρα, με :η βεβαιότητα πια πως η Έρη είχε συνέλθει εντελώς, κανονίσαμε να βρεθούμε και οι τρεις κοντά της. «Ήταν σαν να πέθανα και ξαναζωντάνεψα», μας είπε. «Τι σόι
αντιβίωση ήταν αυτή;» «Πολύ δυνατή, όπως ξέρεις. Αλλά μόνο μ’ αυτή θα μπορέσεις να πολεμήσεις το μικρόβιο της πνευμονίας. Σημασία έχει ότι τώρα είσαι και πάλι καλά», ξεγλίστρησε η Μαρία. «Για λίγες μέρες μόνο. Την άλλη βδομάδα θα μου κάνουν κι άλλη μια δόση και θα έχω πάλι τα ίδια». «Υπομονή μέχρι να ολοκληρωθεί ο κύκλος της θεραπείας σου», προσπάθησα να την καθησυχάσω, όμως κατά βάθος ένιωθα άσχημα για τα ψέματα που της λέγαμε. «Πιστεύετε πως είναι σωστό αυτό που
κάνουμε;» ρώτησα τις άλλες δύο όταν κατεβήκαμε στο μπαρ για να πιούμε καφέ. «Νομίζω πως ένας άνθρωπος έχει δικαίωμα να ξέρει την αλήθεια για τη ζωή και το θάνατό του». «Είσαι τρελή;» με αποπήρε η Νατάσσα. «Αν μάθει πως έχει καρκίνο, θα πεθάνει πριν την ώρα της». «Δεν ξέρω», δίστασα. «Πάντως, εγώ θα ήθελα να το ήξερα όταν θα πλησιάζει το τέλος μου». «Και τι θα κέρδιζες;» ρώτησε η Μαρία. «Θα προσπαθούσα να χαρώ όλα όσα στερήθηκα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Θα έλεγα όλα όσα δεν πρόλαβα να πω σε
δικούς μου ανθρώπους. Θα τακτοποιούσα όσες εκκρεμότητες είχα». «Και είναι ανάγκη να φτάσεις στο σημείο του θανάτου για να τα κάνεις όλα αυτά;» αντέδρασε η Νατάσσα. «Το θέμα είναι να χαίρεσαι κάθε στιγμή της ζωής σου όσο είσαι ακόμα ζωντανή, να μην αφήνεις εκκρεμότητες, να μιλάς στους φίλους και τους δικούς σου, να κάνεις το κάθε σου λεπτό ν’ αξίζει. Άμα περιμένεις να πεθάνεις, δεν έχεις ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση για τέτοια». «Έχει δίκιο η Νατάσσα», συμφώνησε η Μαρία, «Εμείς οι άνθρωποι ζούμε σαν να πιστεύουμε ότι δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Προσπερνάμε τις καθημερινές μικροχαρές κυνηγώντας μια άπιαστη
ευτυχία. Αναβάλλουμε διαρκώς για αύριο πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε και να χαρούμε σήμερα. Κρατάμε για τον εαυτό μας τόσα όμορφα λόγια που θα μπορούσαν να προσφέρουν ευτυχία στους γύρω μας. Κρύβουμε πίσω από τη σοβαροφάνεια την τρέλα που μας κυριεύει και περιμένουμε να την απολαύσουμε αργότερα, όταν θα είμαστε μόνοι. Μα αξίζει έτσι; Τη ζωή πρέπει να τη ζούμε τώρα,την κάθε στιγμή, και να τη μοιραζόμαστε με τους άλλους. Μόνο τότε έχει αξία». «Συμφωνώ απόλυτα», είπα, «ωστόσο εξακολουθώ να πιστεύω πως ο καθένας μας έχει δικαίωμα να ξέρει πότε πλησιάζει η ώρα του θανάτου του. Ίσως
βέβαια να είναι και θέμα χαρακτήρα. Θέλω να πω, αν ξέρουμε πως ο άλλος είναι δειλός και αδύναμος, καλύτερα να μην του το πούμε. Αν όμως είναι από τους δυνατούς ανθρώπους…» «Κακά τα ψέματα», με διέκοψε η Νατάσσα. «Κανείς δεν είναι τόσο δυνατός ώστε ν’ αντέξει την είδηση του δικού του θανάτου. Στη θεωρία όλα είναι καλά, στην πράξη όμως… Εδώ μας τσακίζει η ανίατη αρρώστια ενός φίλου, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για εμάς». «Δεν ξέρω. Εγώ πάντως επιμένω πως δεν θέλω να μου το κρύψουν. Και με την ευκαιρία, θέλω να μου υποσχεθείτε τώρα πως θα μου το πείτε αν ποτέ
βρεθώ στη θέση της Έρης». «Καλά, καλά, θα σου το πούμε», συμφώνησε βιαστικά η Μαρία. «Φρόντισε μόνο, στο μεταξύ, να κάνεις τη ζωή σου να αξίζει». «Αξίζει τελικά το αντίτιμο που πληρώνεις για να ζεις όπως διάλεξες;» με ρώτησε ο Γιάννης πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του. Βρισκόμασταν σε ένα συμπαθητικό ιταλικό εστιατόριο κοντά στην Πεντέλη, σχεδόν ένα μήνα μετά τη φυγή του από το σπίτι μας. Μου είχε τηλεφωνήσει, επιτέλους, το προηγούμενο βράδυ και μου είχε ζητήσει να φάμε μαζί το μεσημέρι για να συζητήσουμε.
«Να σου απαντήσω με μια ερώτηση; Αξίζει να ζεις μια ζωή που διάλεξαν άλλοι για σένα;» «Δεν είναι απάντηση αυτή. Θα μείνεις μόνη, δεν σε νοιάζει;» «Πριν ήμουν ακόμα πιο μόνη. Εσένα δεν σε είχα έτσι κι αλλιώς, δεν είχα όμως ούτε τον εαυτό μου. Τώρα συνεχίζω να μην έχω εσένα, δεν έχω όμως τις καταπιέσεις και τις προσβολές σου, κι έχω τον εαυτό μου να τον κάνω ό,τι θέλω εγώ». «Δεν σε τρομάζει το ότι δεν θα έχεις έναν άντρα δίπλα σου;» επέμεινε. «Θα με τρόμαζε πολύ περισσότερο αν
ήταν να είχα έναν άντρα δίπλα μου, να είσαι βέβαιος γι’ αυτό», απάντησα με αυτοπεποίθηση κι έφαγα μια πιρουνιά από τα νιόκι μου. «Δεν έχεις καθόλου τύψεις που τελικά με έδιωξες μακριά σου; Που στέρησες από τα παιδιά μας τον πατέρα τους;» Αυτό πήγαινε πολύ. Προσπαθούσε πάλι να φορτώσει σ’ εμένα ενοχές για δικές του επιλογές και σφάλματα. Ακούμπησα ήρεμα το πιρούνι μου στο πιάτο, ήπια μια γουλιά από το κρασί μου, σταύρωσα τα χέρια κάτω από το πιγούνι μου και τον κοίταξα διαπεραστικά κατάματα.
«Είσαι βέβαιος πως εγώ σε έδιωξα μακριά από μένα και τα παιδιά μας;» ρώτησα. «Μήπως πρέπει επιτέλους να παραδεχτείς πως είχες φύγει μόνος σου εδώ και πάρα πολύ καιρό; Πως δεν έκανες για γάμο; Πως δεν ήθελες δίπλα σου μια σύζυγο αλλά ένα ρομπότ που θα προγραμμάτιζες εσύ πότε θα έκανε αυτό ή το άλλο, πότε θα σε εξυπηρετούσε, πότε θα μιλούσε και τι θα έλεγε, πότε θα παρουσιαζόταν και πότε θα αποτραβιόταν στη γωνιά του; Κάτι σαν τις καμαριέρες του ξενοδοχείου όπου μένεις, φαντάζομαι», συμπλήρωσα και συνέχισα να τον κοιτάζω επίμονα. «Είσαι υπερβολική. Αν σε ακούσει κανείς θα σκεφτεί πως ήμουν ο
χειρότερος σύζυγος. Σου στέρησα ποτέ τίποτα; Ό ,τι ήθελες δεν το είχες;» «Σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά, ναι. Ήσουν πάντα γαλαντόμος. Όμως, ένας άνθρωπος δεν χρειάζεται μόνο ρούχα, φαΐ και έπιπλα για να ζήσει ευτυχισμένος. Έχει ανάγκη από πολύ περισσότερα πράγματα, κι εγώ αυτά δεν τα είχα. Ίσως δεν φταις εσύ. Ίσως δεν τα έδωσες επειδή ποτέ σου δεν τα είχες». «Δηλαδή τόσα χρόνια ήσουν δυστυχισμένη δίπλα μου; Άσχημα περνούσες όταν πηγαίναμε εκδρομές και ταξίδια, και συζητούσαμε με τις ώρες;» «Δεν συζητούσαμε. Εσύ μιλούσες, και
πάντα για θέματα της δουλειάς σου. Γι’ αυτό τα παιδιά σταμάτησαν να έρχονται μαζί μας. Είχαν βαρεθεί ν’ ακούνε για δουλειές και σου το είπαν». «Τώρα μου λες πως σε ενοχλούσε το ότι μιλούσα για τη δουλειά μου;» «Όχι. Με ενοχλούσε που όταν μιλούσα εγώ δεν με άκουγες ποτέ». «Μα δεν μπορούσα ν’ ασχοληθώ με βλακείες, τη στιγμή που είχα τόσο σοβαρά θέματα να με απασχολούν», δικαιολογήθηκε. «Σκέφτηκες ποτέ πως αυτά που ήταν για σένα βλακείες,για μένα μπορεί να είχαν μεγάλη σημασία;»
«Μα μου ήταν αδύνατο με τα τόσα προβλήματά μου ν’ ασχοληθώ με τι χρώμα κουρτίνες θα αγόραζες, για παράδειγμα». «Δεν φταίω εγώ αν τα ενδιαφέροντά μου ήταν τόσο περιορισμένα. Εσύ με είχες αποκλείσει απ* όλους και απ’ όλα». «Ήθελα να σε προστατεύσω από λάθη. Ήσουν πολύ νέα και αθώα. Εύκολα θα μπορούσες να πέσεις σε παγίδες». «Και ποιος σου είπε πως δεν αγαπώ τα λάθη μου; Είναι καλοί δάσκαλοι και σου δίνουν ωραία μαθήματα. Εσύ κλωτσάς τα λάθη σου και αρνείσαι να παραδεχτείς πως δεν είσαι τέλειος. Εγώ
ξέρω πως έκανα και θα κάνω κι άλλα λάθη και σε πληροφορώ πως χαίρομαι και καμαρώνω γι’ αυτό». «Πιστεύεις πως εσύ ήσουν εντάξει μαζί μου; Εσύ ήσουν η καλή κι εγώ ο σκάρτος;» Ήπια το κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι μου και σκέφτηκα για λίγο την ερώτησή του. «Μπορεί να έχεις δίκιο τελικά. Μπορεί να πίστευα πως ήμουν καλή, πως σου έδινα ό,τι ήθελες, αλλά να μην μπορούσα να σε ικανοποιήσω. Δεν φταίω εγώ που δεν είχα περισσότερα να προσφέρω, δεν φταις κι εσύ που ζητούσες κάτι παραπάνω. Δεν φταις εσύ
που μου έδωσες πράγματα που δεν ήθελα, δεν φταίω κι εγώ που λαχταρούσα πράγματα διαφορετικά απ’ αυτά που είχες να δώσεις. Η μόνη μας διαφορά είναι πως εγώ δεν σου ζήτησα ποτέ να γίνεις κάτι άλλο απ’ αυτό που ήσουν. Το λάθος μου είναι πως δεν συνειδητοποίησα εγκαίρως ότι δεν ήσουν αυτό που ήθελα. Το λάθος σου είναι πως ήξερες ποια ήμουν, δεν σου άρεσα, αλλά με παντρεύτηκες με σκοπό να με αλλάξεις. Τι τα θες… σε τέτοιες καταστάσεις πάντα φταίνε και οι δύο». «Ευτυχώς που το καταλάβαμε σχετικά νωρίς». «Δεν θα το έλεγα. Έπειτα από δεκαεφτά χρόνια και με δύο μεγάλα παιδιά, δεν το
θεωρώ νωρίς». «Τώρα λοιπόν τι θα κάνουμε;» ρώτησε καθώς γέμιζε πάλι τα ποτήρια μας. «Θα ξαναφτιάξουμε καθένας τη ζωή του;» «Γιατί όχι;» απάντησα ανάλαφρα κι έπιασα το πιρούνι μου. «Έχεις σκοπό να ξαναπαντρευτείς;» Όταν οι γυναίκες τολμούν…
«Μπα, δεν το πιστεύω. Δοκίμασα μια φορά τη σπεσιαλιτέ που λέγεται γάμος και δεν μου άρεσε η γεύση της. Δεν νομίζω πως θα παραγγείλω άλλη φορά το ίδιο πιάτο. Σε αντίθεση μ’ αυτά τα νιόκι που είναι υπέροχα», συμπλήρωσα κεφάτα.
«Θα ξαναερωτευθείς;» ζήτησε να μάθει, λες κι είχε κάποια σημασία για εκείνον. «Γιατί όχι; Άνοιξη έρχεται,τα λουλούδια θα ανθίσουν κι οι καρδιές μας θα ξαναγεννηθούν. Άλλωστε ο άνθρωπος είναι ερωτικό ον». «Δεν σε φοζίζει η πιθανότητα κι άλλης αποτυχίας;» «Με φοβίζει, αλλά αυτός ο φόβος με γοητεύει». «Πώς θα μπορέσεις;» Με κοίταξε δύσπιστα. «Όπως ακριβώς θα μπορέσεις κι εσύ».
Με έτρωγε να του πω για τη Βάλια, αλλά ήθελα να μου δώσει εκείνος την αφορμή. «Δεν είναι το ίδιο. Ο άντρας είναι πολυγαμικό ον και ερωτεύεται συχνά». «Ναι; Δεν το πιστεύω. Και η γυναίκα είναι πολυγαμικό ον, σου το λέω εκ πείρας. Της αρέσει να ερωτεύεται, να κάνει έρωτα όταν το ευχαριστιέται, να φλερτάρει. Αλήθεια, εσύ πόσες φορές έχεις ερωτευθεί μέχρι τώρα;» «Αρκετές πριν σε γνωρίσω». «Δεν μιλώ για τότε. Μιλώ για τον καιρό που ήμαστε μαζί», διευκρίνισα. «Καμία».
«Θέλεις να πεις πως δεν με απάτησες ποτέ;» «Ποτέ». «Δεν το λες με μεγάλη σιγουριά, ούτε με κοιτάς στα μάτια», επέμεινα. «Όχι, Ελένη, δεν σε απάτησα», ισχυρίστηκε και με κοίταξε. Δεν κρατήθηκα. «Αλήθεια, σε ποιο ξενοδοχείο μένεις; Μπορεί να χρειαστεί να επικοινωνήσω μαζί σου. Τα παιδιά…» «Να με πάρεις στο γραφείο ή στο κινητό. Στο ξενοδοχείο πηγαίνω σπάνια».
«Πού είναι το ξενοδοχείο σου; Τις προάλλες που έκανα βόλτα, είδα το αυτοκίνητό σου παρκαρισμένο κάπου στο Μαρούσι», απα δήθεν αδιάφορα. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί του, έβαλε μια πιρουνιά πένες στο στόμα του και μάσησε τα λόγια του. «Δεν νομίζω… Α, θα ήταν τότε που είχα πάει σε κάποιον πελάτη. Κυριακή πρωί, νομίζω». Λεν υπολόγισες καλά, φίλε. «Μπα, αυτή θα ήταν άλλη φορά. Εγώ το είδα απόγευμα καθημερινής, και μάλιστα έξω από το σπίτι της γραμματέως σου. Μπορεί να είχατε
κάποια δουλειά να τελειώσετε». «Μπορεί. Δεν θυμάμαι». Μη με περνάς καί για ηλίθια. «Τέλος πάντων. Να ξέρεις όμως ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό». «Ποιο πράγμα;» ρώτησε ένοχα. «Να μένεις εσύ στο… ξενοδοχείο», άφησα επίτηδες ένα κενό πριν από την τελευταία λέξη, «κι εγώ στο σπίτι. Το δικό σου σπίτι». «Δικό μου ήταν το οικόπεδο. Το σπίτι το φτιάξαμε μαζί. Χρησιμοποιήθηκαν αρκετά λεφτά από την προίκα σου».
Τελικά, με ξάφνιαζε. Αυτό δεν περίμενα να το παραδεχτεί. «Έστω. Πάντως εμένα μου φαίνεται άδικο». «Και τι θέλεις να κάνουμε; Να φύγετε εσύ και τα παιδιά από το σπίτι,για να μείνω εγώ; Ή να το χωρίσουμε στα δύο;» «Δεν ξέρω. Θα μπορούσα να ζητήσω να αδειάσουν το πατρικό μου και να μείνω εκεί. Έτσι κι αλλιώς, το ενοίκιο που πληρώνουν είναι πολύ μικρό για τα σημερινά δεδομένα. Όμως, δεν θα ήταν καλό για τα παιδιά ν’ αλλάξουν γειτονιά, σχολείο και φίλους. Αρκετές αλλαγές ζουν τον τελευταίο καιρό».
«Σωστά. Γι’ αυτό ας αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι. Θα βολευτώ κι εγώ». Μωρέ, εσύ είσαι βολεμένος από καιρό. «Βέβαια», είπα. «Άλλωστε μπορεί να ξαναφτιάξεις πολύ γρήγορα τη ζωή σου και να μείνεις στο διαμέρισμα του επόμενου έρωτά σου». Τόνισα τη λέξη «διαμέρισμα». «Θέλεις να μου πεις κάτι; Τόση ώρα αναρωτιέμαι τι υπονοείς». «Εγώ; Τίποτα. Μήπως εσύ θέλεις να πεις κάτι;» «Πότε θα βάλουμε τις πρώτες
υπογραφές;» Αυτό μόνο; «Θα μας ειδοποιήσει ο Κώστας. Άσε να περάσει κι αυτό το δράμα με την Έρη. Δεν πιστεύω να βιάζεσαι τόσο». «Όχι, όχι». «Αυτό που θέλω οπωσδήποτε είναι να κανονίσεις να δεις τα παιδιά. Τους μίλησα, αλλά πρέπει πάση θυσία να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους. Νιώθουν σαν να τα έχεις απαρνηθεί. Σε έχουν ανάγκη». «Έχεις δίκιο. Ο χωρισμός μας δεν πρέπει να έχει αντίκτυπο στα παιδιά. Ούτε κι εμείς πρέπει να γίνουμε εχθροί.
Τι θα έλεγες αν τα έβλεπα κάθε Κυριακή κι όποτε άλλοτε είναι βολικό για όλους μας;» «Δεν έχω αντίρρηση. Αρκεί να παίρνεις ένα τηλέφωνο από την προηγουμένη, μήπως έχουμε κανονίσει τίποτα». Ο Άγγελος θα είχε οπωσδήποτε αντίρρηση, όμως θα προσπαθούσα να του αλλάξω γνώμη. Έπρεπε να καταλάβει πως ο Γιάννης θα ήταν πάντα ο πατέρας του και πως το πρόβλημα το δικό μας δεν είχε καμία σχέση μαζί τους. Εκείνο το πρωί σηκώθηκα πολύ νωρίς, πριν ακόμα χαράξει. Έπρεπε να παραδώσω μεταφρασμένο το βιβλίο κι
έπειτα να τρέξω στο νοσοκομείο επειδή η Έρη θα έκανε τη δεύτερη χημειοθεραπεία: Έκανα ένα ντους, ντύθηκα κι έφτιαξα ένα σκέτο φραπέ. Κοίταξα τα χάπια που έπινα τους τελευταίους μήνες. Αποφάσισα από τούτο το πρωί να κόψω μόνη μου τα πρωινά και τα μεσημεριανά, και να συνεχίσω μόνο τα βραδινά. Δεν είχα ρωτήσει τον ψυχίατρο. Έτσι κι αλλιώς, είχα πάνω από μήνα να ανανεώσω το εβδομαδιαίο ραντεβού μας. Ένιωθα πολύ καλύτερα και φοβόμουν πως αν τους έλεγα την τροπή που είχε πάρει η σχέση μου με τον Γιάννη, θα με πίεζαν να φερθώ διαφορετικά απ’ ό,τι ήθελα. Πήρα τον καφέ και τα τσιγάρα μου και κατέβηκα στο γραφείο μου. Έπρεπε να
κάνω κάτι τελευταίες διορθώσεις πριν ξεκινήσω για τον εκδοτικό οίκο. Κατά τις εφτά ξύπνησα τα παιδιά, τους ετοίμασα το πρωινό, έφτιαξα στα γρήγορα σπανακόρυζο με κατεψυγμένο σπανάκι για να έχουν να φάνε το μεσημέρι κι έφυγα για.την Αθήνα. Παρέδωσα το βιβλίο στον υπεύθυνο του μεταφραστικού, πήρα ένα άλλο με διορία πάλι ενός μήνα και ξεκίνησα για το νοσοκομείο. Για να αποφύγω την κίνηση της Αλεξάνδρας, αποφάσισα να παρακάμψω μέσα από του Γκύζη, κι εκεί έγινε το κακό. Στο μυαλό μου, οι σκέψεις ήταν ένας πίνακας αφηρημένης τέχνης. Πινελιές εδώ κι εκεί, ανάκατα βαλμένες. Η
συνάντηση των παιδιών μεθαύριο με τον Γιάννη, ο χωρισμός μας,τα ξενύχτια που έπρεπε να κάνω για να τελειώσω το καινούργιο βιβλίο, η κατάσταση της Έρης, η απελπισία του Αντρέα, η μοναξιά η δική μου. Όλα μουτζούρες που μου μαύριζαν την ψυχή. Και καθώς ανέβαινα μια μεγάλη ανηφόρα για να βγω στον περιφερειακό του Πολυγώνου, δεν είδα τη μηχανή που πετάχτηκε από αριστερά μου. Άκουσα ένα δυνατό μπαμ κι ένιωσα το κεφάλι μου να χτυπάει στο παρμπρίζ. «Γαμώτο, γαμώτο», μουρμούρισα αναστατωμένη. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα από το αυτοκίνητο για να δω τι είχε γίνει. Το
μέτωπό μου πονούσε στο δεξί μέρος και τα πόδια μου είχαν μουδιάσει από το σοκ. Μια μεγάλη μηχανή ήταν πεσμένη δίπλα στην πόρτα μου κι ένας άντρας βρισκόταν σχεδόν ξαπλωμένος στο δρόμο. «Γαμώτο», είπα ξαΜά κι ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. «Χτυπήσατε;» ρώτησα πιο δυνατά κι έσκυψα κοντά του. Τον είδα να σηκώνεται με σχετική δυσκολία και να περπατά κουτσαίνοντας μέχρι το πεζοδρόμιο. Τον ακολούθησα νιώθοντας ανακούφιση. Μπορούσε να σηκωθεί, να περπατήσει, έστω κουτσαίνοντας.
«Όχι πολύ. Λίγο το πόδι μου. Εσείς;» με ρώτησε. «Όχι. Λίγο το κεφάλι. Μα πώς έγινε; Δεν σας είδα. Δεν κατάλαβα τίποτα». «Εγώ φταίω», είπε εκείνος. «Ερχόσασταν από δεξιά. Έπρεπε να προσέχω. Ήμουν αφηρημένος και δεν σας πρόσεξα». «Η αλήθεια είναι πως κι εγώ ήμουν αφηρημένη. Αλλιώς θα έπρεπε να σας είχα δει». «Ευτυχώς δεν πάθαμε τίποτα σοβαρό. Πού χτυπήσατε στο κεφάλι;» «Εδώ», είπα και του έδειξε στο μέτωπο το σημείο που είχε αρχίσει να
φουσκώνει. «Θα κάνω καρούμπαλο», γκρίνιαξα σαν μικρό παιδί. «Και πάλι ωραία θα είστε!» μου χαμογέλασε και δοκίμασε να σηκωθεί. Αυτή τη φορά, το πόδι του πατούσε πολύ πιο άνετα. «Εγώ είμαι εντάξει. Θέλετε να πάμε στο νοσοκομείο για το κεφάλι σας;» «Μπα», απάντησα κι έτριψα απαλά το μέτωπό μου. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Να ανταλλάξουμε ασφάλειες ή θέλετε να ειδοποιήσουμε την τροχαία;» «Δεν χρειάζεται. Να σας δώσω την ασφάλειά μου. Έστω κι αν ήμαστε και οι δυο αφηρημένοι, τυπικά εγώ φταίω
που ερχόμουν από αριστερά. Θα κάνω δήλωση αύριο κιόλας». Πήγα μέχρι το αυτοκίνητο, πήρα από την τσάντα μου ένα μπλοκάκι και στυλό, κι έγραψα την ασφάλεια και το τηλέφωνό του. «Μανόλης Φωτιάδης», μου είπε και συμπλήρωσα το όνομά του δίπλα από τον αριθμό του. Έπειτα έκοψα ένα χαρτί και του έγραψα τα δικά μου στοιχεία. «Θέλετε να σας πάω κάπου αν δεν μπορείτε να οδηγήσετε;» προσφέρθηκα. Τον είδα να χαμογελά ξανά. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά και γοητευτικό
χαμόγελο. «Μάλλον εγώ θα πρέπει να σας πάω στον προορισμό σας», είπε κι έκανε ένα νεύμα προς το αριστερό μπροστινό μέρος του Πεζό μου. «Ο προφυλακτήρας έχει σπάσει και είναι σχεδόν χωμένος στη ρόδα. Αποκλείεται να κινηθεί το αυτοκίνητο». Κοίταξα εκεί που μου έδειχνε. Ήταν όπως ακριβώς το είχε περιγράψει. Κάθησα στη θέση του οδηγού και άναψα τη μηχανή. Έβαλα ταχύτητα και πάτησα μαλακά το γκάζι. Άκουσα έναν περίεργο ήχο κι ένιωσα το αυτοκίνητο να ζορίζεται για να προχωρήσει. Είχε δίκιο. Ο τροχός έβρισκε στον προφυλακτήρα. Δοκίμασα να στρίψω το
τιμόνι δεξιά για να παρκάρω στην άκρη, αλλά ήταν αδύνατον. Έστριψα προς τα αριστερά. Καλύτερα. Τον άφησα να τραβήξει τη μηχανή του και πλησίασα σιγά-σιγά το πεζοδρόμιο. «Και τώρα;» ρώτησα όταν έσβησα τη μηχανή και κατέβηκα. «Έχεις οδική βοήθεια;» με ρώτησε καθώς δοκίμαζε τη μηχανή του. «Ναι». «Ευτυχώς δουλεύει», είπε αφού τελείωσε τον έλεγχο. Είχε σπάσει μόνο ο δεξιός καθρέφτης και το φανάρι. Πόσα κυβικά ήταν άραγε και άντεξε τέτοιο τρακάρισμα; «Λοιπόν, πάρ’ τους
τηλέφωνο από το κινητό μου», είπε και μου έδωσε το τηλέφωνο. «Έπειτα θα σε πετάξω εκεί που πήγαινες». Αφού εξήγησα πού ακριβώς βρισκόμουν και τι είχε γίνει, έκλεισα το κινητό και του το έδωσα πίσω. «Σε μισή ώρα περίπου θα είναι εδώ. Φύγε εσύ. Δεν χρειάζεται να καθυστερείς. Θα έχεις δουλειά». Μου έδειξε ένα μικρό παραδοσιακό καφενείο που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πάνω. «Κερνάω καφέ, αν θέλεις, μέχρι να έρθουν. Έπειτα, σου είπα πως θα σε πάω όπου θέλεις. Όσο για τη δουλειά, μπορεί να περιμένει. Δεν τελειώνει ποτέ».
Τον κοίταξα διστακτικά. Ένας καφές θα μου χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Κι έπειτα, κάτι πάνω του με παρακινούσε να δεχτώ. «Εντάξει», συμφώνησα και κλείδωσα το αυτοκίνητο. Καθήσαμε σε ένα τραπεζάκι δίπλα από την πόρτα, ανάμεσα στους παππούδες της γειτονιάς. «Εγώ λέω να περάσουμε από ένα νοσοκομείο να δουν το κεφάλι σου», μου είπε μόλις παραγγείλαμε τους καφέδες μας. «Δεν χρειάζεται, αλήθεια. Άλλωστε σε νοσοκομείο πήγαινα». «Σοβαρά; Γιατί;»
«Έχω μια φίλη άρρωστη». «Περαστικά της». «Ευχαριστώ, αλλά η ευχή σου δεν θα πιάσει. Έχει καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο». «Γαμώτο! Είναι νέα;» «Σαράντα χρονών ». «Κρίμα. Αυτά είναι τα πιο άσχημα της ζωής. Έχει οικογένεια;» «Μόνο άντρα». «Μάλιστα. Πάντως εύχομαι ό,τι καλύτερο. Αν μη τι άλλο, να μην υποφέρει».
«Ναι, αυτό ευχόμαστε όλοι. Σήμερα θα κάνει τη δεύτερη χημειοθεραπεία». «Πού τον έχει;» ζήτησε να μάθει. «Στους πνεύμονες». «Κάπνιζε;» «Όχι», απάντησα κι έβγαλα τα τσιγάρα μου από την τσάντα. Εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι καφέδες μας. «Θέλεις;» τον ρώτησα και του έτεινα το πακέτο. «Όχι,ευχαριστώ. Δεν καπνίζω». «Εσύ πού πήγαινες; Θέλω να πω, τι δουλειά κάνεις; Ανησυχώ μήπως σε καθυστερώ».
«Όχι. Πήγαινα να δω έναν πελάτη. Είμαι αρχιτέκτονας σε οικοδομική εταιρεία». «Τι ώρα έχεις ραντεβού;» «Δεν είχαμε καθορίσει ώρα. Έχει κατάστημα και θα περνούσα να τον δω πριν κλείσει. Άρα έχω όλο το πρωί μπροστά μου. Μην ανησυχείς. Εσύ δουλεύεις;» «Είμαι μεταφράστρια σε εκδοτικό οίκο», απάντησα όλο καμάρι. Ήταν η πρώτη φορά που με ρωτούσε κάποιος άγνωστος τι δουλειά έκανα και είχα κάτι να του απαντήσω. «Ενδιαφέρον. Τι ακριβώς μεταφράζεις και από ποια γλώσσα;»
«Βιβλία τσέπης από αγγλικά προς το παρόν». «Γνωρίζεις κι άλλες γλώσσες;» «Ιταλικά και γερμανικά ». «Μπράβο σου. Κι εγώ μιλάω ιταλικά. Έχω σπουδάσει στην Ιταλία. Στη Νάπολη». «Ωραία χώρα η Ιταλία. Την αγαπώ πολύ». «Έχεις πάει;» «Έχω κάνει με τον άντρα μου μερικά επαγγελματικά ταξίδια». «Είσαι παντρεμένη;» με ρώτησε.
«Ναι… δηλαδή ήμουν. Είμαστε σε διάσταση». «Έχεις παιδιά;» «Δύο. Ένα γιο δεκάξι χρονών και μια κόρη δεκατριών». «Σοβαρά; Καλά, πότε τα έκανες; Στα δεκατρία σου;» «Όχι δα. Δεν είμαι και τόσο ηλίθια. Στα δεκαεννιά μου». «Δηλαδή είσαι… τριάντα πέντε τώρα», υπολόγισε. «Ναι». «Κοίτα σύμπτωση. Κι εγώ. Μη μου πεις
ότι γεννηθήκαμε και τον ίδιο μήνα!» «Εγώ Οκτώβρη. Τέσσερις Οκτωβρίου. Την παγκόσμια ημέρα των ζώων. Λες να είναι τυχαίο;» αστειεύτηκα. Χαμογέλασε. «Εγώ δεκαεφτά Ιανουαρίου. Άρα είσαι μικρότερή μου». «Εσύ είσαι παντρεμένος;» ρώτησα. «Παραλίγο, αλλά τη γλίτωσα». «Γιατί; Συγγνώμη που ρωτάω», βιάστηκα να προσθέσω. «Αδιάκριτη ερώτηση». «Μπα. Τώρα γίναμε φίλοι. Άλλωστε, πώς θα περάσει η ώρα; Ήμουν ερωτευμένος με μια κοπέλα, αλλά
ευτυχώς συνειδητοποιήσαμε εγκαίρως ότι δεν ταιριάζαμε και δεν θα ζούσαμε ευτυχισμένοι μαζί. Έτσι, αποφασίσαμε να χωρίσουμε πριν κάνουμε το μοιραίο λάθος». «Πολύ σωστή κίνηση. Σε μένα και τον άντρα μου, μας πήρε δεκαεφτά χρόνια για να καταλάβουμε ότι δεν ταιριάζουμε και δεν είμαστε ευτυχισμένοι μαζί». «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», είπε. «Είναι κι αυτό μια παρηγοριά». «Πού μένεις;» , «Στο Ψυχικό. Το οικόπεδο ήταν του άντρα μου, το σπίτι το χτίσαμε μαζί και αποφάσισε να φανεί γενναιόδωρος και
να με αφήσει να μείνω εκεί με τα παιδιά». «Εκείνος πού μένει; Στο πατρικό του;» «Μπα. Θα του ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει στους γονείς του. Μου είπε πως μένει σε ξενοδοχείο, αλλά εγώ είμαι βέβαιη πως συζεί με κάποια». «Πώς είσαι βέβαιη;» «Μου το είπε ένας κοινός καλός φίλος και είδα το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι της». «Άρα την ξέρεις», συμπέρανε. «Βέβαια. Είναι η.γραμματέας του». Κοίταξα το ρολόι μου.
«Άργησες;» με ρώτησε. «Ναι. Ήθελα να είμαι εκεί όταν θα της έκαναν τη χημειοθεραπεία. Δεν θέλω να είναι μόνη τής». «Ο άντρας της;» «Είναι γυναικολόγος. Αν δεν έχει κάτι έκτακτο, θα είναι κοντά της». Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στο δρόμο το αυτοκίνητο της οδικής βοήθειας. Ο Μανόλης πλήρωσε στα γρήγορα και βγήκαμε έξω. Αφού συνεννοηθήκαμε με τους υπαλλήλους της εταιρείας, άφησα το αμάξι μου στα χέρια τους και ανέβηκα σε μηχανή για πρώτη φορά στη ζωή μου. Η αίσθηση
της ελευθερίας και του κινδύνου με συνεπήρε. Ένιωθα τα μαλλιά μου να ανακατεύονται με τον αέρα και σήκωσα ψηλά το κεφάλι χαμογελώντας. Ένιωσα τους μυώνες της κοιλιάς του να σφίγγονται κάτω από τα χέρια μου κι έκλεισα τα μάτια. Ελευθερία και κίνδυνος. Από πολλές απόψεις. Τι ενδιαφέρον! Η Έρη άνοιξε τα μάτια πολύ νωρίς εκείνο το πρωί και πρόλαβε να δει την αποκλειστική που έφευγε από το δωμάτιο. Δεν τη φώναξε. Ένιωθε αρκετά καλά. Είχαν περάσει τρεις μέρες από τη δεύτερη δόση της «αντιβίωσης» και είχε αρχίσει να συνέρχεται. «Κουράγιο», είπε στον εαυτό της. «Λίγο ακόμα και τελειώνω». Σηκώθηκε
προσεκτικά από το κρεβάτι και κίνησε για την τουαλέτα. Έπιασε το παντελόνι της πιτζάμας της για να μην της πέσει. Είχε αδυνατίσει πολύ τον τελευταίο καιρό. «Καλύτερα», σκέφτηκε. «Όταν βγω από το νοσοκομείο θα ανανεώσω την γκαρνταρόμπα μου». Μπήκε στο μπάνιο κι έκανε ένα ζεστό ντους. Φόρεσε το μπουρνούζι της κι έπιασε τη βούρτσα για να χτενίσει τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Το πρόσωπό της ήταν κομμένο και τα μάτια της θαμπά. «Θα πω στα κορίτσια να μου φέρουν τα σύνεργα του μακιγιάζ μου», αποφάσισε. Ακούμπησε τη βούρτσα στην εταζέρα του μικρού μπάνιου και πάγωσε. Οι τρίχες που είχαν μείνει πάνω της, της φάνηκαν υπερβολικές. Αρχισε
να συνδυάζει τα γεγονότα. Δυνατή δόση φαρμάκων που την εξαντλούσε για μέρες, δύσπνοια,· βήχας, αδυνάτισμα, μαλλιά που έπεφταν. «Κάτι δεν πάει καλά εδώ», σκέφτηκε. Τα συμπτώματα και ο τρόπος θεραπείας δεν της θύμιζαν και πολύ πνευμονία, ωστόσο αρνιόταν να σκεφτεί την πιο κατάλληλη λέξη. «Δεν μπορεί. Θα το καταλάβαινα πιο γρήγορα, θα μου έλεγαν κάτι». Ξανακοίταξε τις ξανθές τρίχες επάνω στη βούρτσα κι έπειτα έβγαλε το μπουρνούζι της και προσπάθησε να δει το σώμα της στον στενό καθρέφτη του μπάνιου. «Πόσα κιλά να έχω χάσει;» αναρωτήθηκε. Τα κόκαλά της προεξείχαν στα πλευρά και στους γοφούς της. «Αυτό δεν είναι
πνευμονία», ξέσπασε ξαφνικά. «Είναι… είναι… καρ… Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να είναι καρκίνος». «Δεν μπορεί!» είπε δυνατά. Φόρεσε καθαρά εσώρουχα και πιτζάμες, και πλησίασε στην πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Κάθησε μηχανικά και κοίταξε έξω. Ήταν μια λαμπερή, ανοιξιάτικη μέρα. «Δεν μπορεί», ξαναείπε. Ένα λευκό περιστέρι προσγειώθηκε μαλακά στο μπαλκονάκι της και άρχισε να ψάχνει κάτι να τσιμπολογήσει. Η Έρη σηκώθηκε προσεκτικά, για να μην το τρομάξει, και άνοιξε το πορτάκι του
κομοδίνου της. Πήρε ένα πακέτο με μπισκότα που της είχε φέρει κάποιος από τους φίλους της και ξαναγύρισε στην πολυθρόνα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, έβγαλε λίγα μπισκότα από το πακέτο και τα έτριψε στην άκρη του μπαλκονιού. Είδε το περιστέρι να πλησιάζει διστακτικά. Έμεινε εκεί, να το παρακολουθεί μηχανικά όση ώρα έτρωγε, αρνούμενη πεισματικά να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο.
Άκουσε την πόρτα του δωματίου της να ανοίγει και γύρισε αυθόρμητα το κεφάλι. Ήταν η νοσοκόμα. «Πώς είμαστε σήμερα;» ρώτησε η κοπέλα χαμογελώντας ενθαρρυντικά. «Καλύτερα», απάντησε άχρωμα η Έρη. «Να βάλουμε θερμόμετρο;» Πλησίασε στο κρεβάτι της και ξάπλωσε. Πήρε το θερμόμετρο από το χέρι της νοσοκόμας και το έβαλε στη μασχάλη της. «Ωραία. Θα περάσω πάλι σε λίγο», της είπε η νεαρή κοπέλα. Η Έρη ανασήκωσε αδιάφορα τους
ώμους. Κάρφωσε το βλέμμα της στο ταβάνι κι έμεινε ακίνητη. Έμεινε έτσι για ένα τέταρτο, μέχρι τη στιγμή που η νοσοκόμα ξαναήρθε στο δωμάτιό της. «Γιά να δούμε», είπε και πήρε το θερμόμετρο. «Τριάντα εφτά και ένα. Καλά». «Καλά;» ρώτησε η Έρη. «Ναι. Δεν το νιώθετε;» Σημείωσε τη θερμοκρασία της στο πινακάκι που κρεμόταν στα πόδια του κρεβατιού της και έφυγε χαμογελαστή. Η Έρη σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε εκεί που στεκόταν πριν από λίγο η νεαρή νοσοκόμα. Έπιασε τον πίνακα και
προσπάθησε να διαβάσει όλα όσα ήταν γραμμένα πάνω του. Άδικος κόπος. Δεν έβγαζε, νόημα. Όλα τής έμοιαζαν συνθηματικά εκτός από τους αριθμούς που έδειχναν την καθημερινή της θερμοκρασία. Έφερε το χέρι της στα μαλλιά της και τα τράβηξε δυνατά. Αρκετές ξανθές τρίχες έμειναν στη χούφτα της. «Γιατί να μη μου το πουν;» αναρωτήθηκε. «Αλλά πάλι, τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω;» Τίναξε το χέρι της και παρακολούθησε τις ξανθές τρίχες που αιωρήθηκαν απαλά πριν προσγειωθούν στο μαρμάρινο πάτωμα. Έπειτα ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια. Μπήκα σιγά-σιγά στο δωμάτιο και βρήκα την Έρη ξαπλωμένη. Μου
φάνηκε πως κοιμόταν. Όταν όμως πλησίασα κοντά της, άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε. Το βλέμμα της μου φάνηκε παράξενο. Σαν κάτι να έψαχνε, κάτι να ρωτούσε, «Πώς είσαι σήμερα, γλυκιά μου;» της είπα κι έσκυψα να τη φιλήσω. «Καλά», απάντησε άτονα. «Πολύ καλύτερα», πρόσθεσε πιο ζωηρά. «Πώς είναι το κεφάλι σου;» «Το καρούμπαλο έφυγε εντελώς… κοίτα». Ανασήκωσα τη φράντζα μου για να δει. «Στις αρχές της άλλης εβδομάδας θα πάρω και το αυτοκίνητο». «Μην ταλαιπωρείσαι τώρα που δεν έχεις
μεταφορικό μέσο. Έτσι κι αλλιώς, είμαι καλά. Πέρασε η επήρεια και της δεύτερης… αντιβίωσης», μου είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη. Ένιωσα άσχημα χωρίς να συνειδητοποιήσω το λόγο. «Και τα ταξί γιατί υπάρχουν;» ρώτησα προσπαθώντας να δώσω ανάλαφρο τόνο στη φωνή μου. «Δεν σου περισσεύουν χρήματα για ταξί τώρα. Έμεινες μόνη με τα παιδιά σου κι έχεις πολλές ανάγκες». «Ναι, αλλά δουλεύω. Κι έπειτα, ο Γιάννης συνεισφέρει στα έξοδα της πρώην οικογένειάς του».
Δεν είπε τίποτα. Γύρισε το κεφάλι στο πλάι και κοίταξε έξω από το τζάμι. Το βλέμμα της μου φάνηκε μελαγχολικό, η σιωπή της παράξενη. «Έχεις τίποτα;» ζήτησα να μάθω. «Μπα. Τίποτα. Απλώς σήμερα μου καρφώθηκε η ιδέα πως δεν θα ξαναβγώ όρθια από ’δω μέσα». «Τι βλακείες είναι αυτές που λες;» ρώτησα αναστατωμένη. «Τώρα την άνοιξη που η φύση ξαναγεννιέται, θα ξαναγεννηθείς κι εσύ. Πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή ακόμα. Είσαι στη μέση του δρόμου σου. Κουράγιο και τελείωσες».
«Ναι, αυτό φοβάμαι κι εγώ. Πως τελείωσα». Ξαφνικά γύρισε και με κοίταξε με αγωνία στα μάτια. «Ελένη, είσαι φίλη μου. Πες μου, σε παρακαλώ,την αλήθεια. Τι έχω;» «Μα τι έπαθες σήμερα;» είπα ταραγμένα. «Δεν ξέρεις τι έχεις; Πνευμονία βαριάς μορφής. Που όμως σιγά-σιγά περνάει». «Μπας και η αντιβίωση είναι χημειοθεραπεία;» «Δεν καταλαβαίνω πώς σου ήρθαν όλα αυτά». «Να σου πω. Σήμερα το πρωί που έκανα ντους,, πρόσεξα πόσο πολύ έχω
αδυνατίσει». «Είναι φυσικό», βιάστηκα να πω. «Δεν πέρασες και λίγη ταλαιπωρία». «Έπειτα χτενίστηκα», συνέχισε σαν να μη με είχε ακούσει, «και η βούρτσα μου γέμισε τρίχες. Τα μαλλιά μου πέφτουν, καταλαβαίνεις;» «Πρέπει να είναι της εποχής. Κι εμένα μου πέφτουν περισσότερο από τις άλλες φορές. Να, κοίτα», έπιασα μια τούφα από το πίσω μέρος του κεφαλιού μου για να μην μπορεί να με δει και την τράβηξα με όσο περισσότερη δύναμη είχα. Έπειτα της έδειξα τη χούφτα μου. Δυστυχώς είχα καταφέρει να ξεριζώσω μόνο τρεις τρίχες.
«Κοίτα κι εμένα», μου είπε και μιμήθηκε τις κινήσεις μου. Στη χούφτα της υπήρχαν αρκετές ξανθές τρίχες. «Ναι… αλλά εσύ είσαι πολύ εξασθενημένη από την αρρώστια. Μόλις δυναμώσεις, όλα θα γίνουν πάλι όπως παλιά. Και τα μαλλιά σου». «Ό,τι κι αν μου λέτε, έχω την αίσθηση πως η ζωή μου τελειώνει. Και αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο δεν είναι όλα όσα θα χάσω, αλλά όλα όσα έχω χάσει μέχρι τώρα. Τώρα συνειδητοποιώ πόσο ανόητο είναι να αγνοείς τις προκλήσεις της ζωής, να προσπαθείς πάντα να κάνεις αυτό που οι άλλοι θεωρούν σωστό, να ακολουθείς νόμους που δεν σε εκφράζουν και δεν σε
ικανοποιούν». «Το μόνο που μου αρέσει απ’ όλα όσα λες είναι πως επιτέλους κατάλαβες ότι πρέπει να ζήσεις από ’δω και πέρα τη ζωή σου. Έχεις καιρό να τα διορθώσεις όλα». «Δεν έχω καιρό, και το ξέρεις. Μακάρι να μπορούσα να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Θα ζούσα εντελώς διαφορετικά. Θα έκανα όποια τρέλα μού κατέβαινε». Σκέφτηκε για λίγο. «Θα κυλιόμουν στο χορτάρι αδιαφορώντας για τη γνώμη των άλλων, θα κάπνιζα κι ας ήξερα πως ίσως μου έκανε κακό. Θα ζούσα ένα μεγάλο έρωτα με τον Χρήστο κι ας θεωρούν παράνομη τη μοιχεία. Θα ασχολιόμουν λιγότερο με το νοικοκυριό
και περισσότερο με τα παιχνίδια. Θα φρόντιζα να μη μεγαλώσω ποτέ. Αν μπορούσα να ξεκινήσω από την αρχή… Όμως, δεν μπορώ». 9 Την Κυριακή το πρωί πέρασε ο Γιάννης και πήρε τα παιδιά. Θα έκαναν μια εκδρομούλα μέχρι τον Ωρωπό , στο σπίτι ενός ξαδέρφου του, που είχε κι εκείνος ένα γιο και μια κόρη της ίδιας ηλικίας με τα δικά μας.” Θα επέστρεφαν κατά τις εννέα το βράδυ, όπως μου είπε. Ο Άγγελος δεν έδειχνε και πολύ ευχαριστημένος που θα περνούσε μία ολόκληρη μέρα με τον πατέρα του, όμως η προοπτική να συναντήσει τα
ξαδέρφια του τον έπεισε να ακολουθήσει. Γιά μένα ήταν ευκαιρία να ασχοληθώ μέχρι νωρίς το απόγευμα με τη μετάφραση του βιβλίου. Έπειτα είχα κανονίσει να περάσω από την Έρη για να φύγει η Μαρία. Έψαχνα έναν περίεργο αγγλικό ιδιωματισμό στο λεξικό όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Παρακαλώ;» «Καλημέρα. Ελένη, εσύ είσαι;» ρώτησε μια φωνή που μου θύμισε κάτι ακαθόριστο. «Ναι. Ποιος είναι;»
«Ο Μανόλης ο Φωτιάδης. Με θυμάσαι;» «Πώς δεν σε θυμάμαι. Ξεχνιέται τέτριο τρακάρισμα ; Τι κάνεις;» «Μια χαρά, ευχαριστώ. Εσύ πώς είσαι; Το κεφάλι σου;» «Εντάξει είναι. Έφυγε και το καρούμπαλο χωρίς να μου αφήσει κανένα κουσούρι», αστειεύτηκα. «Πώς και πήρες;» «Να, Κυριακή σήμερα, σκέφτηκα πως δεν έχεις μεταφορικό μέσο να κινηθείς και είπα να σου προτείνω θαλασσινό καφεδάκι. Είναι κι ο καιρός ωραίος…» «Δεν είναι άσχημη ιδέα», άκουσα τον
εαυτό μου να λέει. «Έχω πολύ καιρό να βγω έξω. Για πότε λογάριαζες ;» «Το απόγευμα ίσως;» «Το απόγευμα δεν μπορώ. Πρέπει να πάω στο νοσοκομείο, στη φίλη που σου έχω πει». «Καταλαβαίνω. Τι θα έλεγες αν πηγαίναμε για ψαράκι στην παραλία το μεσημέρι;» «Δελεαστική πρόταση», απάντησα. «Τι ώρα να περάσω να σε πάρω, κι από πού ακριβώς ;» Στη μία άκουσα τη μηχανή του να κορνάρει. Είχα φορέσει το μαύρο
ελαστικό τζιν που είχα αγοράσει πρόσφατα, το κοντό μαύρο ζακετάκι της Νίκης με τα κουμπιά-μαργαρίτες, το τζιν μπουφάν και τα ορειβατικά μποτάκια. Άρπαξα την τσάντα μου και κατέβηκα κάτω. Ο Μανόλης με περίμενε πάνω στη μηχανή, ντυμένος κι αυτός με τζιν παντελόνι και μπουφάν. «Καλώςτην. Ανέβα. Φόρεσε κι αυτό»,είπε και μου έδωσε το δεύτερο κράνος που κρατούσε. Έβαλα το κράνος στο κεφάλι μου και πέρασα τα χέρια μου γύρω από τη μέση του. «Έτοιμη;» με ρώτησε, κι όταν απάντησα θετικά, άνοιξε το γκάζι και όρμησε στην
άσφαλτο. Ήταν συναρπαστική εμπειρία για μένα. Πάνω σε μια μεγάλη μηχανή να διασχίζω σαν βολίδα τις λεωφόρους, ανάμεσα σε αυτοκίνητα ή δίπλα σε άλλα μηχανάκια. Το κορμί μου έγερνε στο πλάι σε κάθε στροφή, σαν να ήταν έτοιμο να αγγίξει το δρόμο, όμως εγώ δεν φοβό· μουν. Χαμογελούσα μέσα από το κράνος σαν ριψοκίνδυνη έφηβη που το είχε σκάσει από το σπίτι της κι έτρεχε προς την ελευθερία. «Είσαι καταπληκτική συνεπιβάτιδα», μου είπε όταν φτάσαμε σε ένα απόμερο κεντράκι της Λούτσας. «Ξέρεις να οδηγείς μηχανή;» «Αυτή ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που ανέβηκα σε μηχανή»,του είπα.
«Η πρώτη ήταν εκείνη τη μέρα που τρακάραμε. Σε ό,τι αφορά τα δίτροχα,γνωρίζω μόνο από ποδήλατο». «Δεν θα το πίστευε κανείς. Συνήθως όσοι είναι άπειροι και ανεβαίνουν σε μηχανές, δυσκολεύουν τον οδηγό. Ιδιαίτερα στις στροφές, που φοβούνται ότι θα πέσουν και γέρνουν το σώμα τους προς την αντίθετη φορά. Εσύ λες κι ήσουν ένα με μένα, με τη μηχανή». «Ενστικτώδης αντίδραση», απάντησα με μετριοφροσύνη . Καθήσαμε σε ένα τραπεζάκι δίπλα στη θάλασσα. Οι περισσότερες παρέες είχαν
προτιμήσει την κλειστή αίθουσα της ταβερνούλας, εμείς όμως αψηφήσαμε το δροσερό αεράκι που φυσούσε. «Είναι πολύ όμορφα εδώ», είπα μόλις απομακρύνθηκε το γκαρσόνι με την παραγγελία μας. «Πώς το ανακάλυψες;» «Το ξέρω χρόνια. Έχω έρθει αρκετές φορές με πελάτες και περισσότερες με φίλους. Έχει όμορφο περιβάλλον για το καλοκαίρι και πολύ καλή ποιότητα όλο το χρόνο. Το ψάρι του είναι φρεσκότατο. Αλήθεια, δεν σε ρώτησα αν σου αρέσουν τα ψαρικά. Σου πρότεινα κατευθείαν να έρθουμε εδώ, ενώ εσύ μπορεί να προτιμούσες κρέας». «Είμαι παμφάγο ζώο, μην ανησυχείς.
Τρώω τα πάντα, αλλά έχω ιδιαίτερη αδυναμία στην κινέζικη κουζίνα». «Ωραία. Την επόμενη φορά που θα βγούμε, θα πάμε για κινέζικο». Ώστε θα υπήρχε και επόμενη φορά; Γιατί όχι; Ήταν άνθρωπος ευχάριστος, περιποιητικός, ευγενικός, καλλιεργημένος, με ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ. Όπως αποδείχτηκε, μπορούσε να συζητήσει με την ίδια άνεση θέματα σοβαρά ή παραδοξολογίες. Είχε διαβάσει πολλά βιβλία,του άρεσε ο αθλητισμός, παρακολουθούσε την ελληνική και διεθνή επικαιρότητα, αγαπούσε τον κινηματογράφο και το θέατρο. Είχαμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και
παρόμοιες απόψεις για τη ζωή. «Η ώρα περνά πολύ ευχάριστα μαζί σου», μου είπε όταν ζητήσαμε το λογαριασμό. «Ειλικρινά, θα ήθελα να ξαναβρεθούμε. Μπορούμε να πάμε σινεμά κι έπειτα για κινέζικη κουζίνα». «Κι εμένα μου αρέσει η παρέα σου», απάντησα, «και η αλήθεια είναι πως έχω επιθυμήσει τον κινηματογράφο. Το μόνο πρόβλημα είναι πως αυτόν τον καιρό δεν έχω πολύ χρόνο ελεύθερο. Οι ώρες μου μοιράζονται στο νοσοκομείο, στο σπίτι με τα παιδιά, στις . μεταφράσεις. Να σκεφτείς ότι ακόμα και ο ύπνος μου είναι ελάχιστος». «Αρα σου λείπει το πιο σημαντικό στη
ζωή: η διασκέδαση. Είμαι βέβαιος ότι θα μπορέσεις να ξεκλέψεις λίγη ώρα για να φορτίσεις τις μπαταρίες σου. Διαφορετικά δεν θα καταφέρεις να τα βγάλεις πέρα για πολύ καιρό ακόμα». Δεν είχε άδικο. Άλλωστε κάτι τέτοιο μου είχε πει και η Έρη τις προάλλες. Αν μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή της, θα έκανε όποια τρέλα τής κατέβαινε, θα φρόντιζε να μη μεγαλώσει ποτέ. Και λυπόταν για όλα όσα είχε χάσει. Είναι φοβερό να πλησιάζει η ώρα του θανάτου και να συνειδητοποιείς ότι στην πραγματικότητα δεν έζησες τίποτα. Δεν έπρεπε να αφήσω να μου συμβεί κάτι τέτοιο. «Είναι ολοφάνερο πως η φιλενάδα μας
το έχει καταλάβει. Δεν μπορούμε να την κοροϊδεύουμε πια», είπα. «Ναι,το υποψιάζεται, εμείς όμως πρέπει να συνεχίσουμε να της λέμε ψέματα». Η Μαρία ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της κι άναψε τσιγάρο. «Δώσε μου κι εμένα ένα», της ζήτησε η Νατάσσα. «Ο Αντρέας μου είπε νωρίτερα πως οι τελευταίες εξετάσεις έδειξαν ότι τα πνευμόνια της έχουν μαζέψει πολύ υγρό. Αύριο θα της το αφαιρέσουν». «Με ποιο τρόπο;» ρώτησα. «Με παρακέντηση, αν κατάλαβα καλά. Θα ταλαιπωρηθεί πάλι».
«Έχω αρχίσει και παρακαλώ να πεθάνει όσο το δυνατό νωρίτερα», είπε η Μαρία και σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της. «Δεν θα αντέξω να τη δω να λιώνει, να υποφέρει. Σήμερα όλο το πρωί φορούσε τη μάσκα του οξυγόνου. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει χωρίς αυτήν. Λίγο πριν έρθει η Νατάσσα ένιωσε καλύτερα και την έβγαλε». «Εγώ βασανίζομαι κάθε φορά που την επισκέπτομαι», ομολόγησα. «Δεν μου είναι εύκολο πια να παίζω θέατρο κι εκείνη να με κοιτάζει πάντα καχύποπτα κι επίμονα σαν να θέλει να διαβάσει στο πρόσωπό μου την αλήθεια». «Για όλους είναι δύσκολο», είπε η
Νατάσσα. «Και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που θα την έκανε να χαρεί, να διασκεδάσει. Θέλω να της προσφέρω το γέλιο, αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο». «Πάμε και οι τρεις μαζί πάνω να την ψαρέψουμε», πρότεινε η Μαρία. «Πώς;» απόρησα εγώ. «Κάποιον τρόπο θα βρούμε. Θα δούμε». Βγήκαμε από το καφέ του νοσοκομείου και ανεβήκαμε στο δωμάτιο της φίλης μας. Η Έρη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χλωμή όπως πάντα τον τελευταίο καιρό. Μας κοίταξε κουρασμένα. «Τι έγινε, κορίτσια;» ρώτησε.
«Έχουμε ευχάριστα νέα», είπε η Μαρία. «Είδαμε πριν από λίγο το γιατρό και μας είπε ότι μετά την αφαίρεση του υγρού θα νιώσεις πολύ καλύτερα. Τότε μας ήρθε η ιδέα και τον ρωτήσαμε αν θα μπορούσες να βγεις έξω, να’ διοΐσκεδάσεις λιγάκι, βρε αδερφέ. Εκείνος συμφώνησε. Είπε πως αν νιώθεις εσύ καλά, μπορείς να βγεις. Είπαμε λοιπόν ν’ ανεβούμε και να σε ρωτήσουμε πού θα ήθελες να πάμε». Μαζί με τη Νατάσσα την κοιτάξαμε με έκπληξη. Τι ήταν αυτά που της έλεγε τώρα; Τη γέμιζε με φρούδες ελπίδες; Ωστόσο τα μάτια της Έρης έλαμψαν ξαφνικά. Ήταν σαν να ξαναγύρισε στην καρδιά της η ελπίδα.
«Άντε λοιπόν. Πες μας πού θέλεις να πάμε», επέμεινε η Μαρία. «Αλήθεια λέτε;» ζήτησε επιβεβαίωση η φίλη μας. «Θα σου λέγαμε ποτέ ψέματα εμείς;» διαμαρτυρήθηκε η Νατάσσα, που είχε βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της. «Πες το κι έγινε!» Η Έρη κοίταξε ερωτηματικά κι εμένα. «Έλα, κοπέλα μου. Πες μας τι τραβά η καρδιά σου»,της είπα. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της κι έμεινε σκεφτική για λίγο. Έπειτα το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Δεν ξέρω. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να κάνω,τα μέρη
που θέλω να πάω. Στην καφετέρια που συναντιόμασταν κάθε Τετάρτη, στο κουτούκι που είχαμε πάει το Μάρτιο, στο λούνα παρκ, στη θάλασσα, στην Αθήνα να χαζέψω τις βιτρίνες, στο θέατρο να γελάσω με μια κωμωδία, στην Κηφισιά να κάνω βόλτα με το αμαξάκι…» «Καλά, καλά», διέκοψε η Μαρία το χείμαρρο που ξεχυνόταν από τα ωχρά της χείλη. «Άσε να κανονίσουμε εμείς το πρόγραμμα». «Πότε θα πάμε;» μας ρώτησε ανυπόμονα. «Κάνε αύριο την παρακέντηση και μόλις νιώσεις έτοιμη πες το μας και φύγαμε
αμέσως», της υποσχέθηκε η Νατάσσα. Η φίλη μας διψούσε για ζωή, ήταν ολοφάνερο. Όταν έφυγαν οι άλλες δύο και μείναμε μόνες, δεν σταμάτησε να μου μιλά για τη μεγάλη μας έξοδο. Την είχε συνεπάρει μια ευχάριστη αναστάτωση, μια βιασύνη , σαν να ήθελε να προλάβει να γεμίσει τη ζωή που της απέμενε με όσο το δυνατόν περισσότερες εμπειρίες. Την άφηνα να κάνει όνειρα, να ζει με τη φαντασία της τις τρέλες που σκεφτόταν, να με παρασύρει κι εμένα στους οραματισμούς των ταξιδιών της. Κέντριζα τα ονειροπολήματά της και χαμογελούσα μαζί της. Μέσα μου όμως η καρδιά μου μάτωνε. Πόσα απ’ αυτά θα προλάβαινε να χαρεί;
Την επόμενη μέρα έφτασα πέντε λεπτά αφότου είχε αρχίσει η παρακέντηση. Ο γιατρός δεν με άφησε να μπω. Η πόρτα του δωματίου της δεν ήταν εντελώς κλειστή, μια μικρή χαραμάδα μού άφηνε το περιθώριο να βλέπω την αριστερή πλευρά του κρεβατιού της. Μια νάιλον σακούλα, σαν αυτή για τα ούρα που συνδέουν μετά τις εγχειρήσεις, κρεμόταν από το κρεβάτι. Κοίταξα καλύτερα για να δω το υγρό που μαζευόταν εκεί μέσα. Ήταν κόκκινο σαν αίμα. Συγκλονίστηκα. Πανικοβλήθηκα. Μόλις βγήκε ο γιατρός, έτρεξα κοντά του για να μου εξηγήσει. «Τα πνευμόνια έχουν αρχίσει και σαπίζουν. Ναι, ήταν αίμα, δεν είναι
καθαρό υγρό. Δεν της μένει πολύς καιρός». «Θα μπορέσει να βγει έξω για λίγες ώρες; Λαχταράει μια βόλτα». «Μου εξήγησε ο σύζυγός της το πρωί τι σκεφτήκατε. Μου είπε πως θα υπογράψει εκείνος, θα αναλάβει κάθε ευθύνη. Ο γιατρός μέσα μου λέει όχι, ο άνθρωπος όμως λέει ναι. Όταν νιώσει έτοιμη, μπορεί να βγει. Φροντίστε μόνο να μην κουραστεί. Δεν αντέχουν τα πνευμόνια της». Δύο μέρες μετά, νωρίς το απόγευμα, μαζευτήκαμε όλες μαζί στο δωμάτιό της. Τη βοηθήσαμε να φορέσει ένα τζιν που της είχαμε αγοράσει, δύο νούμερα
μικρότερο απ’ αυτό που φορούσε πριν, να μαζέψει τα μαλλιά της αλογοουρά, να βάψει το πρόσωπό της με λίγο χρώμα και ξεκινήσαμε. Ήταν αρκετά αδύναμη, γι’ αυτό την έπιασα αγκαζέ μέχρι το αυτοκίνητο της Νατάσσας, συγχρονίζοντας τα βήματά μου στο δικό της αργό ρυθμό. «Μα δεν θα μου πείτε πού θα πάμε;» ρώτησε για πολλοστή φορά όταν κάθησε στη θέση του συνοδηγού. «Αν σου πούμε δεν θα είναι έκπληξη», απάντησε η Νατάσσα καθώς βολευόταν δίπλα της. «Κάνε λίγο υπομονή». Ξεκινήσαμε από το λούνα παρκ στη λεωφόρο Κηφισίας. Κάναμε όλα τα
παιχνίδια, εκτός απ’ αυτά που δεν επέτρεπε η ηλικία μας ή αυτά που θα δυσκόλευαν την Έρη. Φώναζε και γελούσε σαν μικρό παιδί. Ο κόσμος γυρνούσε και μας κοιτούσε περίεργα. Πολλοί θα σκέφτονταν ότι ήμαστε σαλεμένες ή, στην καλύτερη περίπτωση, εκκεντρικές που προσπαθούσαμε να τραβήξουμε την προσοχή. Δεν μας ένοιαζε. Ο ενθουσιασμός της Έρης μας είχε παρασύρει κι εμάς. Σίγουρα όλες σκεφτόμασταν το ίδιο πράγμα: «Αύριο μπορεί να πεθάνει η Έρη, μεθαύριο εγώ. Κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσει, γι’ αυτό ας γλεντήσω το κάθε λεπτό που είμαι ακόμα ζωντανή». Τα τσιρίσματα και τα γέλια μας ενώθηκαν με τα δικά της. Οι άνθρωποι μας κοιτούσαν κι εμείς τους
βγάζαμε τη γλώσσα και τους κάναμε αστείες γκριμάτσες. «Αυτό είναι η ζωή, κορίτσια», μας είπε όταν ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο. «Μια τρέλα. Πολλές στιγμές ξεγνοιασιάς και υπερβολής. Από στιγμές είναι φτιαγμένη η ζωή μας και δεν πρέπει ν’ αφήνουμε καμία να πηγαίνει χαμένη. Τώρα πού πάμε;» «Θα δεις». Έπειτα από το ξεφάντωμα του λούνα παρκ, η Έρη είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να αντέξει μέχρι τα μεσάνυχτα που είχαμε σκοπό να τη γυρίσουμε στο νοσοκομείο. Γ ι’ αυτό είχαμε κανονίσει να πάμε για καφέ στην
καφετέρια που συναντιόμασταν κάθε Τετάρτη. «Και τις άλλες φορές είχε τόσο όμορφους άντρες εδώ μέσα, ή εγώ τους προσέχω σήμερα;» μας ρώτησε πονηρά όταν ο νεαρός σερβιτόρος έφερε τους καπουτσίνο μας. «Όμορφοι άντρες υπάρχουν παντού και πάντα», της απάντησε η Μαρία. «Εμείς είμαστε προσκολλημένες στους δικούς μας και δεν βλέπουμε κανέναν άλλο». «Πες μου για τον Ντίνο σου, Νατάσσα», ζήτησε η Έρη . «Έχεις καιρό να μου μιλήσεις γι’ αυτόν. Πώς τα πάτε;» «Πολύ όμορφα, σαν παραμύθι. Είναι
ένας έρωτας υπέροχος. Κάθε φορά που τον συναντώ νιώθω να ξαναγεννιέμαι. Θα ήθελα να είχα τη δύναμη να τα μουτζώσω όλα και να φύγω μαζί του. Τρελαίνομαι τις μέρες που δεν συναντιόμαστε. Βλέπεις, στη δουλειά είμαστε και οι δύο τυπικοί. Με πνίγει η ανασφάλεια, η αγωνία για το αν με έχει ξεπεράσει, αν με έχει βαρεθεί. Έχει γίνει ζωτικό κομμάτι της ζωής μου». «Αφήσου όσο μπορείς», τη συμβούλευσε η Έρη. «Μη συγκρατείς τον εαυτό σου. Έχεις κάτι υπέροχο, απόλαυσέ το. Κάνε ανοησίες, ρισκάρισε. Αξίζει, πίστεψέ με. Δεν μας δίνονται συχνά τέτοιες ευκαιρίες». «Έχει και η Ελένη κάτι στα σκαριά, σου
το είπε;» ρώτησε η Μαρία. «Όχι. Τι φίλη είσαι που μου έκρυψες κάτι τόσο σημαντικό;» με ρώτησε περιπαιχτικά. «Άσε τη Μαρία να λέει. Δεν έχει γίνει τίποτα». «Ναι, αλλά ψήνεται», επέμεινε η Μαρία. «Πες μου, πες μου». «Θυμάσαι τότε που τράκαρα καθώς ερχόμουν σ’ εσένα;» «Ναι». «Ο τύπος που οδηγούσε τη μηχανή μού τηλεφώνησε την περασμένη Κυριακή
και με κάλεσε να φάμε μαζί το μεσημέρι στη Λούτσα». «Ελπίζω να δέχτηκες», είπε η Έρη. «Και βέβαια δέχτηκα. Μου αρέσει. Είναι ωραίος, ευχάριστος, ενδιαφέρων. Μου είπε πως θα με πάρει τηλέφωνο για να ξαναβρεθούμε». «Σε πήρε;» «Μάλλον όχι. Τουλάχιστον όχι όταν είμαι σπίτι. Θα πάρει όμως,το ξέρω. Και θα βγω μαζί του». «Πολύ καλά θα κάνεις. Θα ήθελα να έβλεπα τα μούτρα του Γιάννη έτσι και το μάθαινε».
«Θα ξίνιζαν. Δεν μπορεί ούτε να το διανοηθεί ότι θα μπορούσε να με συγκινήσει κάποιος άλλος άντρας. Και μάλιστα τόσο σύντομα μετά το χωρισμό μας». «Δεν πειράζει. Αυτός συγκινήθηκε από άλλη γυναίκα πολύ πριν από το χωρισμό σας. Εσύ, Μαρία; Μη μου πεις πως έχεις κι εσύ συνταρακτικά νέα;» «Μπα. Εμένα είναι όπως τα ήξερες». Η Μαρία αρνήθηκε να στενοχωρήσει τη φίλη μας με τα δικά της προβλήματα. Γύρισε επιδέξια την κουβέντα σε εύθυμα θέματα και μας παρέσυρε όλες με το αστείρευτο κέφι της.
Κατά τις εννιάμισι βρισκόμασταν πάλι στο αυτοκίνητο της Νατάσσας: Αυτή τη φορά κατεβαίναμε τον περιφερειακό του Καρέα. «Αναρωτιέμαι τι άλλο σκεφτήκατε», είπε η Έρη. «Σε λίγο θα δεις», απάντησε η Νατάσσα και είκοσι λεπτά αργότερα πάρκαρε έξω από το κουτούκι που είχαμε πάει την άλλη φορά. «Δεν το πιστεύω», φώναξε ενθουσιασμένη η Έρη. «Είστε απίθανες!» Καθήσαμε στο ίδιο τραπέζι όπου είχαμε καθήσει και τότε. Δεν σηκωθήκαμε να
χορέψουμε, ωστόσο τραγουδούσαμε σχεδόν όλα τα τραγούδια που έπαιζε η κομπανία, χτυπούσαμε παλαμάκια στο ρυθμό της μουσικής και ακολουθούσαμε με τις κινήσεις του κορμιού μας το σκοπό που έπαιζαν το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς. Προσπαθούσαμε όσο μπορούσαμε να μιμηθούμε το κέφι εκείνης της αξέχαστης βραδιάς, και μάλλον τα καταφέραμε. «Έλα, Σταχτοπούτα», είπε η Μαρία κατά τις έντεκα και μισή. «Καιρός να γυρίσουμε στο φτωχικό μας. Σε λίγο.το ρολόι θα χτυπήσει δώδεκα». Η Έρη δεν έφερε αντίρρηση. Έτσι κι αλλιώς, ένιωθε κουρασμένη.
«Πότε θα το ξανακάνουμε;» ρώτησε μόνο. «Όσο πιο σύντομα μπορέσουμε», της υποσχέθηκε η Νατάσσα. «Γίνε εσύ καλά και θα ξεδίνουμε κάθε μέρα». Το Σάββατο το πρωί με πήρε τηλέφωνο ο Μανόλης. «Δεν ξεχνώ τις υποσχέσεις μου», μου είπε. « Είχαμε συμφωνήσει κινηματογράφο και κινέζικο». «Ναι, αλλά εγώ σου είχα εξηγήσει πως οι ελεύθερες ώρες μου είναι μετρημένες αυτόν τον καιρό. Λείπω που λείπω συχνά στο νοσοκομείο, δεν μπορώ να εξαφανιστώ πάλι. Ίσως είναι καλύτερα
να μοιράσουμε στα δύο το πρόγραμμα. Ας πούμε αύριο σινεμά και την άλλη βδομάδα κινέζικο». «Σήμερα;» «Σήμερα δεν ξέρω πόσο θα λείψουν τα παιδιά. Καλά, ο Άγγελος θα βγει με την παρέα του και θα έρθει κατά τις δώδεκα. Η Νίκη όμως θα πάει σε μια φίλη της και δεν ξέρω πόση ώρα θα μείνει. Δεν μπορώ να φύγω». «Θέλω πολύ να σε δω. Δεν μπορείς να βγεις ούτε για καφέ;» «Δεν ξέρω», απάντησα σκεφτικά. Ήθελα κι εγώ να τον συναντήσω, όμως δεν μπορούσα να απομακρυνθώ από το
σπίτι ενόσω δεν ήξερα τι έκαναν τα παιδιά μου. «Θέλεις να έρθεις εσύ από ’δω για ένα ποτό; Μπορώ να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο να τσιμπήσουμε». Η πρότασή μου μού φάνηκε πολύ τολμηρή για τα δικά μου δεδομένα. Ξένος άντρας στο σπίτι μου; Ένιωσα αμηχανία. «Εντάξει. Θα χαρώ πολύ να έρθω. Τι ώρα;» «Κατά τις εφτάμισι ;» Είχα ήδη μετανιώσει για την τόλμη μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Κατέβασα το ακουστικό κι έκλεισα τα μάτια. Μέσα μου πάλευε η επιθυμία και ο φόβος. Έφερα στη σκέψη μου την
Έρη. «Κάνε ανοησίες, ρισκάρισε», είχε πει στη Νατάσσα. Σε μένα τι θα έλεγε τώρα; Προσπάθησα να φανταστώ τα λόγια της και χαμογέλασα. Ήταν σαν να άκουγα ζωντανή τη φωνή της: «Μη χάνεις το τώρα. Τόλμα. Γέμισε τις άδειες στιγμές σου. Κάνε τη ζωή σου ν’ αξίζει». Ανασήκωσα τους ώμους αποφασιστικά. Δεν έκανα δα κανένα κακό. Είχα καλέσει έναν άντρα που μου άρεσε, στο σπίτι μου. Δεν ήξερα τι θα έβγαινε απ’ αυτή την πρόσκληση. Σύντομα όμως θα μάθαινα. Στις έξι έφυγε η Νίκη για τη φίλη της και στις εφτά πέρασε η παρέα του Άγγελου και τον πήρε. Έτρεξα στο
μπάνιο, έκανα ένα γρήγορο ντους και φόρεσα το τζιν μου κι ένα κοντό μπλουζάκι. Χτενίστηκα, άπλωσα λίγο ρουζ στα μάγουλα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Εντάξει. Κατέβηκα στην κουζίνα και άναψα το φούρνο. Το μεσημέρι είχα ετοιμάσει κρέπες για τα παιδιά και είχα φυλάξει μερικές σε ένα μικρό πυρέξ. Θα τις έψηνα για απόψε. Όταν θα ερχόταν ο Μανόλης, θα έφτιαχνα μια πρόχειρη σαλάτα και θα τρώγαμε ελαφρά. Στις εφτάμισι ακριβώς χτύπησε το κουδούνι. Ταράχτηκα. Δεν μου είχε συμβεί ποτέ άλλοτε κάτι τέτοιο. Πρώτη φορά στη ζωή μου θα βρισκόμουν μόνη με έναν άντρα που με γοήτευε. Άνοιξα την πόρτα και προσπάθησα να
χαμογελάσω. «Καλησπέρα», με χαιρέτησε και μου έδωσε ένα μπουκάλι γαλλική σαμπάνια. «Βάλ’ την στην κατάψυξη αν θέλεις να την πιούμε απόψε». «Ευχαριστώ πολύ», απάντησα μουδιασμένα και πήρα το μπουκάλι. «Πέρασε. Κάθησε». Πήγα στην κουζίνα κι έβαλα τη σαμπάνια στην κατάψυξη. Δεν είχα αποφασίσει αν θα την πίναμε μαζί και πότε, ωστόσο υπάκουσα μηχανικά. «Τι θα πιεις;» τον ρώτησα όταν γύρισα στο σαλόνι. «Τι έχεις;» «Έλα στο καθιστικό να δεις», τον
κάλεσα και τον οδήγησα στο τραπεζάκι με τα ποτά. «Αν έχεις τόνικ, θα ήθελα ένα τζιν. Αλλιώς, ουίσκι με κόκα ή…» «Έχω τόνικ. Περίμενε». Πήρα το μπουκάλι με το τζιν και πήγα στην κουζίνα. Ο Μανόλης με ακολούθησε. Ετοίμασα το ποτήρι του, έβαλα και δύο παγάκια και του το έδωσα. «Ευχαριστώ πολύ». Ένιωθα ταραγμένη κι έψαχνα τρόπο να ηρεμήσω. Έπιασα ένα χαμηλό ποτήρι, έβαλα τρία παγάκια και ξαναγύρισα στο τραπεζάκι με τα ποτά. Άφησα πίσω το
τζιν κι έριξα λίγο ουίσκι στο ποτήρι μου. «Στην υγειά σου», του είπα γυρίζοντας προς το μέρος του. «Στην υγειά σου». «Έλα,κάθησε όπου θέλεις». Πήγε στον καναπέ του καθιστικού. Εγώ βολεύτηκα -σχήμα λόγου-στην απέναντι πολυθρόνα. «Ωραίο το σΛίτι σου», είπε κοιτώντας ολόγυρα. «Καλό είναι. Βέβαια, θα ήθελα να του κάνω μερικές αλλαγές. Πιο ζωηρόχρωμες κουρτίνες,χαλιά, πιο
μοντέρνους πίνακες. Ίσως κάποια μέρα καταφέρω να το διαμορφώσω όπως ακριβώς με εκφράζει. Προς το παρόν βολεύομαι». Φλυαρούσα και το ήξερα. Όταν δεν είχα τι άλλο να πω, πετάχτηκα όρθια. «Πάω να ρίξω τις κρέπες στο φούρνο. Σου είπα πως θα ετοίμαζα κάτι ελαφρύ να τσιμπήσουμε». Κι έφυγα για την κουζίνα. Έβαλα το πυρέξ στο φούρνο κι έπλυνα το μαρούλι . Καθυστέρησα τόσο όσο να μη φανώ αγενής. Όταν ξαναγύρισα στο καθιστικό, πήρα το ποτήρι μου και ήπια δυο γερές γουλιές ουίσκι. «Είσαι νευρική ή μου φαίνεται;» με ρώτησε ο Μανόλης με ήρεμη φωνή.
«Όχι», απάντησα ψέματα. «Ναι», διόρθωσα αμέσως. Άλλωστε σε τι θα ωφελούσε αν έκρυβα την αλήθεια; «Βλέπεις, είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι μόνη με‘έναν άντρα. Νιώθω κάποια αμηχανία». «Αν σε κάνω να αισθάνεσαι άσχημα, ίσως είναι σκόπιμο να φύγω», πρότεινε. «Όχι δα. Μου αρέσει η παρέα σου και χαίρομαι που ήρθες. Μη με παρεξηγείς. Δεν είμαι αγενής, απλώς λιγάκι αμήχανη». Άδειασα το ποτήρι μου και πρόσθεσα λίγο ουίσκι ακόμα. «Αν προσπαθείς να χαλαρώσεις με το ποτό, προβλέπω πολύ σύντομα να είσαι μεθυσμένη», μου επισήμανε.
«Μπορούμε να βάλουμε μουσική;» ρώτησε. «Βέβαια. Αν θυμάμαι καλά, σου αρέσει κι εσένα η ροκ». «Μου αρέσουν σχεδόν όλα τα είδη μουσικής. Βάλε ό,τι θέλεις». Πλησίασα το στερεοφωνικό κι έβαλα μια κασέτα με διάφορα ξένα. It’s my life and I’ll do what I want τραγούδησαν οι Animals κι εγώ ένιωσα την παρουσία της Έρης κοντά μου. Άρχισα να χαλαρώνω. Τα λόγια του τραγουδιού, το ουίσκι, η ήρεμη συντροφιά του, οι ανώδυνες συζητήσεις του έδιωξαν το άγχος από μέσα μου. Έπιασα τον εαυτό μου να απαντά αυθόρμητα στις
κουβέντες του, να ανταποδίδει τα πειράγματά του, να γελά με τα αστεία του. Όταν σηκώθηκα για να ετοιμάσω τη σαλάτα, με ακολούθησε και προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Έκοψε εκείνος το μαρούλι κι εγώ έστρωσα το τραπέζι. Σε λίγη ώρα καθόμασταν απέναντι και τρώγαμε τονοσαλάτα και κρέπες με θαλασσινά. Αποφασίσαμε να συνοδεύσουμε το φαγητό μας με τη σαμπάνια που είχε φέρει. «Οι κρέπες σου είναι καταπληκτικές», μου είπε καθώς έβαζε τη δεύτερη στο πιάτο του. «Συγχαρητήρια!» «Ευχαριστώ. Η αλήθεια είναι πως τις πετυχαίνω καλά και αρέσουν σε όλους», απάντησα χωρίς ψευτομετριοφροσύνες.
«Σου αρέσει η μαγειρική;» «Αν έλεγα ναι, θα ήταν ψέμα. Εξαρτάται από τη διάθεσή μου. Όταν έχω κέφι διασκεδάζω με το μαγείρεμα. Αλλιώς το κάνω σαν αγγαρεία». «Αυτό είναι φυσικό και συμβαίνει σε όλους. Όταν έχουμε καλή διάθεση, μας αρέσει να ασχολούμαστε με ένα σωρό πράγματα που κάποιες άλλες φορές θα μας φαίνονταν καταναγκαστικά έργα. Κι εγώ για παράδειγμα, μαγειρεύω ευχάριστα όποτε έχω κέφια». «Ξέρεις να μαγειρεύεις;» τον ρώτησα έκπληκτη. Ο Γιάννης δεν ήξερε ούτε ένα αυγό να βράσει. «Αυτά δεν είναι αντρικές δουλειές», ισχυριζόταν πάντα.
«Μπορώ να σου φτιάξω σχεδόν οτιδήποτε. Ακόμα και γλυκά. Είναι ένα από τα χόμπι μου». «Πότε θα μου κάνεις το τραπέζι;» τον ρώτησα. «Όποτε θέλεις. Πρώτα όμως θα σε κεράσω το κινέζικο που σου έχω υποσχεθεί». «Μην το δένεις κόμπο. Μπορώ να κάνω και χωρίς αυτό». «Ναι, αλλά όταν τάζω κάτι, μου αρέσει να κρατώ το λόγο μου. Είναι θέμα αρχών». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μητέρα της φίλης της κόρης μου
και μου ζητούσε να της επιτρέψω να κοιμηθούν μαζί απόψε. Και το άλλο κορίτσι είχε κοιμηθεί μερικές φορές στο σπίτι μας και δεν μου φαινόταν σωστό να αρνηθώ. Άλλωστε, βαθιά μέσα μου, μου άρεσε η προοπτική να μείνω κι άλλο μόνη με τον Μανόλη. Ήταν σαν να έπρεπε να κάνω εκείνη τη στιγμή την επιλογή μου. Αν ζητούσα από τη Νίκη να γυρίσει στο σπίτι μας, θα ήταν σαν να έβαζα κάποια όρια στη βραδιά μου. Αν της επέτρεπα να κοιμηθεί με τη φίλη της, άφηνα την τύχη να ορίσει το τέλος της αποψινής νύχτας. Επέλεξα το δεύτερο. Αυτό δεν θα με συμβούλευε και η Έρη; Όταν τελειώσαμε το φαγητό μας, ο Μανόλης με βοήθησε να μαζέψω το
τραπέζι. Ύστερα σέρβιρε τη σαμπάνια που είχε απομείνει στα ποτήρια μας. «Πάμε στο καθιστικό;» πρότεινα. «Ό,τι θέλεις». «Αυτή τη φορά διάλεξε εσύ μουσική», είπα και του έδειξα το ντουλάπι με τις κασέτες και τα CD. Τον άφησα σκυμμένο να ψάχνει και πήγα να καθήσω στον καναπέ. Άδειασα μονορούφι το ποτήρι μου και το ακούμπησα στο τραπεζάκι. Έπειτα έμεινα να τον κοιτάζω. Το σώμα του ήταν αθλητικό, ελκυστικό κάτω από το στενό τζιν. Φαντάστηκα τα χέρια του να με αγκαλιάζουν και ρίγησα. Έφερα με
το μυαλό μου τα χείλη του πάνω στα δικά μου κι ένιωσα το κορμί μου να σφίγγεται. Τον ήθελα. Ήθελα να κάνω έρωτα μαζί του, κι αυτό με ξάφνιασε. Εδώ και πολλά χρόνια πίστευα ποος οι ορμές μου είχαν κοιμηθεί για πάντα και τώρα τις ένιωθα να με κατακλύζουν σαν παλιρροϊκό κύμα. Τον ήθελα, αλλά ντρεπόμουν να κάνω την αρχή. Ο χώρος γέμισε από τις ρομαντικές μελωδίες κάποιου παλιού ιταλικού τραγουδιού. Ο καναπές δίπλα μου βούλιαξε από το βάρος του κορμιού του. Γύρισα και τον κοίταξα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο πρόσωπό μου. Δεν το άντεχα. Χαμήλωσα το κεφάλι. «Σε θέλω»,τον άκουσα να μου λέει
απλά. Κι εγώ τι έπρεπε να πω; Ήταν κι αυτό το φως που αποκάλυπτε κάθε έκφραση, κάθε κρυφή μου σκέψη. «Ελένη;» «Ναι». «Με άκουσες;» «Ναι». «Δεν έχεις να πεις τίποτα;» Τον κοίταξα στα μάτια. Τι να πω; Δεν καταλαβαίνεις; Σε θέλω κι εγώ πολύ, αλλά ντρέπομαι να το ομολογήσω. Δεν ξέρω πώς γίνονται αυτά τα πράγματα.
Έχω ξεχάσει. Και φοβάμαι. Αν κάνεις έρωτα όπως έκανε ο άντρας μου, θα με απογοητεύσεις. Προσπάθησε να νιώσεις τι γίνεται μέσα μου. Μου αρέσεις τόσο πολύ. Δεν θέλω να σε σιχαθώ μετά. Άπλωσε το χέρι του και με τράβηξε στην αγκαλιά του. Κούρνιασα πάνω στο στήθος του και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του. Τα χείλη του έψαξαν τα δικά μου κι όταν τα βρήκαν τα ρούφηξαν αχόρταγα. Αφέθηκα στα φιλιά του, στα χάδια του στην αρχή συγκρατημένα, έπειτα πιο τολμηρά. Το πάθος του με παρέσυρε. Ήταν τρυφερός και απαιτητικός ταυτόχρονα. Οι κινήσεις του ευγενικές αλλά και ανυπόμονες. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά όταν το έκανε έλεγε όμορφα λόγια. Έψαχνε να βρει τρόπους
να με ικανοποιήσει. Κι όταν το κατάφερε, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να απολαύσει κι αυτός τη δική του ηδονή. Δεν είχα καταλάβει πότε βρεθήκαμε από τον καναπέ στη μοκέτα. Δεν με ένοιαζε. Αφέθηκα στην αγκαλιά του και πέρασα το πόδι μου πάνω από τα δικά του. Έκλεισα τα μάτια κι έζησα ξανά την εμπειρία που μου είχε γνωρίσει. Νά λοιπόν που υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να κάνει κάποιος έρωτα. Νά που μπορούσα να έχω μόλις ολοκληρώσει μια ερωτική επαφή και να ανυπομονώ για την επόμενη. Νά που ο έρωτας έκρυβε ακόμα πολλά μυστικά για μένα. Μου έμαθε κι άλλα την επόμενη μέρα.
Τα παιδιά τα είχε πάρει ο Γιάννης. Ο Μανόλης ήρθε αργά το μεσημέρι. Με ταξίδεψε πάλι μέχρι τα ουράνια κι έπειτα ζήτησε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του. Με πήγε στον κινηματογράφο κι ύστερα με οδήγησε σε ένα ακριβό κινέζικο εστιατόριο. Ήταν νωρίς ακόμα και το μαγαζί ήταν άδειο. Αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να νιώσουμε πιο άνετα, να αστειευτούμε χωρίς ενδοιασμούς, να ξεσπάμε κάθε τόσο σε ασυγκράτητα γέλια. Στις εννέα με είχε φέρει στο σπίτι. Με φίλησε τρυφερά κι έφυγε. Ανέβηκα πάνω. Σε μισή ώρα θα γύριζαν τα παιδιά. Κάθησα στο σαλόνι και αναπόλησα τα γεγονότα της ημέρας.
Πόσον καιρό είχα να νιώσω τόσο γεμάτη, τόσο χαρούμενη; Δεν θυμόμουν. Σκέφτηκα τη Νατάσσα. Κάπως έτσι ένιωθε άραγε κι εκείνη όταν προσπα-’ θούσε να μας περιγράψει τα συναισθήματά της; Θυμήθηκα τη Μαρία. Αυτή τη γαλήνη πίστευε πως είχε χάσει η σχέση της με τον Κώστα; Και η Έρη; Αισθανόμουν ενοχές που δεν είχα πάει να τη δω σήμερα, ήμουν όμως βέβαιη πως όταν αύριο θα μάθαινε τα νέα μου θα χαιρόταν περισσότερο κι από μένα. 10 Κάτι την πίεζε, κάτι την ενοχλούσε. Έφερε το χέρι στο πρόσωπό της κι
έπιασε τη μάσκα του οξυγόνου. Αυτό ήταν λοιπόν. Για πόσο καιρό ακόμα θα ρουφούσε τη ζωή μέσα από πλαστικά σωληνάκια; Όλη αυτή η ιστορία την είχε κουράσει. Αγωνιζόταν να κρατηθεί ζωντανή, πάσχιζε να πιστέψει τα ψέματα που της σέρβιραν, βαθιά όμως μέσα της ήξερε την αλήθεια. Ώρες-ώρες ήθελε να τους φωνάξει να πάψουν να την κοροϊδεύουν, ήθελε να τους πει πως ένιωθε το θάνατο που πλησίαζε, ωστόσο συγκρατούσε τον εαυτό της επειδή ήξερε πόσο θα τους στενοχωρούσε. Πίστευε πως αν τους άφηνε να ζουν μες στο ψέμα που οι ίδιοι είχαν πλάσει, θα ξεγελούσαν κάπως και το δικό τους πόνο. Κάποιοι ψίθυροι την έκαναν να γυρίσει
το κεφάλι. Ο Αντρέας με τη Μαρία στέκονταν κοντά στην μπαλκονόπορτα με τις πλάτες τους γυρισμένες προς το μέρος της και συζητούσαν χαμηλόφωνα. Έκλεισε τα μάτια για να προσποιηθεί την κοιμισμένη και τέντωσε τα αυτιά της. Δεν μπορούσε να ακούσει πολλά. Κάτι για χημειοθεραπεία, για σάπια πνευμόνια, για καιρό που πλησίαζε. Χαλάρωσε. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτε άλλο. Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν. «Θα πεθάνω», σκέφτηκε. «Τουλάχιστον, Θεέ μου, κάνε να μην υποφέρω. Δώσε μου τη δύναμη να σηκωθώ απ’ αυτό το κρεβάτι και να μείνω όρθια μέχρι την τελευταία μου ώρα. Άφησέ με ν’ απολαύσω με κάθε
τρόπο τις μέρες που μου έχουν απομείνει». Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία χημειοθεραπεία; Δεν μπορούσε να υπολογίσει. Σίγουρα, όμως, περισσότερος απ’ ό,τι τις δύο προηγούμενες φορές. Ο οργανισμός της είχε αδυνατίσει πολύ.’ Δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί, να μιλήσει, να κινηθεί. Τα κόκαλά της πονούσαν από τόσες μέρες ακινησίας. Κάτι χοροπηδούσε στο μέρος όπου βρισκόταν το στομάχι της και της έφερνε τάση για εμετό. Η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία, λες κι ένας θεόρατος βράχος είχε καταπλακώσει το στήθος της. Τα ωχρά της χείλη είχαν στεγνώσει.
«Διψάω», μουρμούρισε και αμέσως ο άντρας της έτρεξε κοντά της και πλησίασε στο στόμα της ένα κομμάτι μπαμπάκι ποτισμένο με νερό. «Συνήλθες, καλή μου;» τη ρώτησε. «Μμ…» Η Μαρία στάθηκε στο προσκέφαλό της και της έπιασε το χέρι. «Πώς νιώθεις;» « Καλά ». «Πάει κι αυτό. Πέρασε», προσπάθησε να την παρηγορήσει ο Αντρέας. Μμ… Πόσα τέτοια πρέπει να περάσουν ακόμα μέχρι να λυτρωθώ; αναρωτήθηκε. Πόσες μέρες θα σας
βασανίζω ακόμα; «Πονάνε τα κόκαλά μου», παραπονέθηκε. «Θέλεις να σου σηκώσω λιγάκι το κρεβάτι;» ρώτησε η Μαρία. «Ναι». Η αλλαγή θέσης δεν τη βοήθησε καθόλου. Την ώρα μάλιστα που το επάνω μέρος του κορμιού της ανασηκωνόταν μαζί με την πλάτη του κρεβατιού, της ήρθε να ουρλιάζει. Μη με ταλαιπωρείτε άλλο, ήθελε να τους πει. Αφήστε με να πεθάνω. Δέκα μέρες είχαν περάσει από την τρίτη χημειοθεραπεία, αλλά η Έρη δεν
κατάφερε να συνέλθει εντελώς. Οι πόνοι στα κόκαλα, που την ταλαιπωρούσαν, έβαλαν σε υποψία τους γιατρούς και μια δεύτερη αξονική έδειξε πως είχε γίνει μετάσταση. Τώρα πια,η μάσκα οξυγόνου ήταν καθημερινός της σύντροφος και η μορφίνη μοναδική παρηγοριά. Δεν κανονίζαμε πια βάρδιες, για να μην την αφήνουμε μόνη. Προσπαθούσαμε όλοι να βρισκόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά της. Ακόμα και τις νύχτες. Πολλές φορές συναντιόμασταν στο δωμάτιό της όλοι μαζί, όπως παλιά, όταν μαζευόμασταν για να διασκεδάσουμε. Εκείνο το απόγευμα ήμαστε δίπλα της η
Νατάσσα, η Μαρία, ο Αντρέας, ο Κώστας κι εγώ. Δεν μιλούσε κανείς μας,για να μην την ξυπνήσουμε. Καθένας μας ήταν χαμένος στις δικές του σκέψεις και ο μοναδικός ήχος που έσπαγε τη σιωπή ήταν το οξυγόνο που έβγαινε από τη φιάλη. Κάποια στιγμή τη νιώσαμε να μετακινείται και γυρίσαμε όλοι προς το μέρος της. «Γεια σας», μας χαιρέτησε γαλήνια με γλυκιά φωνή. «Χαίρομαι που βλέπω τους φίλους μου κοντά μου». Μας κοίταξε προσεκτικά και πρόσθεσε: «Λείπουν μόνο δύο». «Ο Αντώνης και ο Γιάννης θα έρθουν αργότερα, όταν κλείσουν τα μαγαζιά», της εξήγησε η Νατάσσα. ’
«Ωραία». «Πώς αισθάνεσαι, καλή μου;» ρώτησε ο Αντρέας. «Πονάς;» «Δεν θα το πιστέψετε, αλλά νιώθω πολύ καλύτερα. Δεν πονάω, κι έχω όρεξη για παγωτό». «Πάω να σου φέρω», είπε αμέσως ο άντρας της. «Τι γεύση θέλεις;» «Σοκολάτα, μόκα και καραμέλα». «Θα έρθω κι εγώ μαζί σου,για να καπνίσω ένα τσιγάρο», είπε ο Κώστας. «Λοιπόν, φιλενάδες», είπε η Έρη όταν έφυγαν οι άντρες και μείναμε μόνες. «Πείτε μου τα νέα σας».
Κοιταχτήκαμε αμήχανα. Τι να της λέγαμε τώρα; «Νατάσσα, πώς τα πας με τον Ντίνο;» μας διευκόλυνε η Έρη. «Καλά. Πολύ καλά. Ο έρωτάς μας ζει ακόμα». «Εσύ, Ελένη, με τον Μανόλη;» «Πολύ καλά», απάντησα κι εγώ. «Μαρία;» «Μια χαρά, όπως τα ήξερες». Έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε. «Ζήστε», μας είπε. «Ζήστε όσο πιο τρελά μπορείτε. Έχετε δικαίωμα να
δοκιμάσετε τα πάντα. Η ζωή δεν είναι μόνο υποχρεώσεις, άγχος, θυσίες και συμβιβασμούς. Κρύβει πολλά υπέροχα πράγματα που πρέπει να ανακαλύψετε». Η φωνή της έφτανε στ’ αυτιά μας αλλοιωμένη από τη μάσκα που έκρυβε το στόμα της, όμως το νόημα των λόγων της δεν άλλαζε. «Ξυπνήστε αύριο και πείτε πως ξαναγεννηθήκατε», συνέχισε αργά. «Αλλάξτε ό ,τι δεν σας αρέσει. Πετάξτε ό ,τι σας είναι άχρηστο. Τολμήστε να πειραματιστείτε με κάτι καινούργιο. Συγχωρήστε αυτούς που σας πίκραναν. Ξεχάστε όσα πληγώνουν την καρδιά σας». «Γιατί τα λες αυτά;» ρώτησε η Μαρία ανήσυχα.
«Επειδή η ζωή είναι μικρή. Πολύ πιο μικρή απ’ όσο πιστεύουμε. Κι ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε τώρα. Αύριο ίσως να μην έχουμε την ευκαιρία. Γι’ αυτό θέλω τώρα να σας πω ότι σας αγαπώ πολύ. Σταθήκατε οι καλύτερες φίλες για μένα και σας ευχαριστώ πολύ». «Κι εμείς σ’ αγαπάμε, Έρη», της είπε η Νατάσσα. «Όλες μαζί κάνουμε μια υπέροχη τετράδα. Η φιλία μας υπήρξε πάντα αγνή και τίμια, κι έτσι θα μείνει». «Ναι», συμφώνησε. «Θα είμαστε πάντα οι καλύτερες φίλες». Η πόρτα άνοιξε και η Έρη χαμογέλασε. «Νά και το παγωτό μου».
Τα ξημερώματα η Έρη έπαθε πνευμονικό οίδημα. Κοντά της ήταν ο άντρας της και ο Κώστας. Μας ειδοποίησαν πως δεν ήταν καλά. Έφτασα πρώτη στο νοσοκομείο. Από τη μισάνοιχτη πόρτα πρόλαβα να δω το γιατρό να της κάνει μαλάξεις στο στήθος. Δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει. Μέσα σε λίγα λεπτά η φίλη μας ξεψύχησε. Καθόμασταν όλοι στο δωμάτιό της, γύρω από το κρεβάτι της. Μόνο η Μαρία έλειπε. Μέχρι να βολέψει τα δίδυμα, χρειάστηκε λίγη ώρα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη σκηνή που είδα όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Δεν είχε καταλάβει πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Νόμιζε πως απλώς είχε χειροτερέψει πάλι. Πριν μπει στο
δωμάτιο φόρεσε τη μάσκα της ανεμελιάς και ανάγκασε τα χείλη της να χαμογελάσουν πλατιά. «Τι έγινε, καλή μου; Δεν μπορείς χωρίς εμάς;» ρώτησε κι έκανε ένα βήμα προς το κρεβάτι. Και πάγωσε. «Τι συμβαίνει;» μας ρώτησε μουδιασμένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα ένα πρόσωπο να αλλάζει τόσο ξαφνικά χρώμα. Η Μαρία έπεσε αποκαμωμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα. Ο Κώστας έκλεισε πίσω του την πόρτα του σπιτιού τους και την κοίταξε τρυφερά. «Να πεταχτώ στους δικούς μου για να
πάρω τα παιδιά;» τη ρώτησε. «Νομίζω πως θα είναι καλύτερα να,τα αφήσουμε να κοιμηθούν εκεί απόψε. Η κηδεία με τσάκισε. Δεν έχω δύναμη ούτε με τα παιδάκια μου ν’ ασχοληθώ». «Έχεις δίκιο. Καλύτερα να ηρεμήσουμε πρώτα. Θέλεις κάτι να πιεις;» «Ναι. Οτιδήποτε. Σ’ ευχαριστώ πολύ», συμπλήρωσε όταν πήρε το ποτήρι που της έδωσε ο άντρας της. Εκείνος έβαλε λίγο κονιάκ για τον εαυτό του και κάθησε στον καναπέ απέναντί της. Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της. Την αγαπούσε αυτή τη γυναίκα. Την αγαπούσε αληθινά. Δεν θα την άλλαζε
με καμιά άλλη στον κόσμο. Μπορεί να είχε χαρεί ξένα χάδια και φιλιά, μπορεί να είχε απολαύσει άλλον έρωτα, μπορεί να είχε γευτεί ένα πιο νεανικό κορμί, όμως η Μαρία δεν είχε χάσει ποτέ τη θέση της μέσα στην καρδιά του. Δεν ένιωθε τύψεις γι’ αυτό που είχε κάνει. Θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε, ακόμα και στην αγαπημένη του Μαρία. Όμως ένιωθε τύψεις για τον πόνο που της είχε προκαλέσει. Όχι ότι δεν το έβρισκε φυσικό και δικαιολογημένο. Έτσι ακριβώς θα αντιδρούσε κι εκείνος. Ίσως να πονούσε ακόμα περισσότερο. Ωστόσο η ειλικρίνεια ήταν για τον Κώστα ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία μιας σχέσης.
Ειλικρίνεια,σεβασμός και κατανόηση. Τρεις βασικές προϋποθέσεις για ένα σωστό δεσμό. «Ο Αντρέας ήταν ράκος», διέκοψε τις σκέψεις του η Μαρία. «Φυσικό δεν είναι; Μια ζωή μαζί, δεν είναι λίγο». «Φοβερό πράγμα ο θάνατος. Αλλά κι ό,τι πιο δημοκρατικό υπάρχει στη ζωή μας. Δεν κάνει καμία διάκριση. Ούτε και σε ό,τι αφορά την ηλικία ενός ανθρώπου». «Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση του. Θα τρελαινόμουν χωρίς εσένα κοντά μου».
Η Μαρία σηκώθηκε και πήγε να καθήσει δίπλα του. Αδειασε μονορούφι το ποτήρι της, το άφησε στο τραπεζάκι και ακούμπησε το χέρι της στο μηρό του. «Κώστα, ο θάνατος της Έρης μ’ έκανε να σκεφτώ καλύτερα μερικά πράγματα. Δεν θέλω να πεθάνω χωρίς να σου έχω πει πώς νιώθω. Ξέρεις πόσο με πλήγωσε αυτό που έκανες, όμως κατάφερα να σε καταλάβω. Ίσως με βοήθησαν και οι φίλες μου σ’ αυτό. Κάθε μία με τον τρόπο της… Τέλος πάντων. Πρέπει να ξέρεις πως σ’ αγαπώ και σ’ έχω συγχωρήσει. Με πειράζει ακόμα και ίσως να με πειράζει μια ζωή. Όμως ξέρω πώς νιώθεις για μένα, ξέρω πόσο ανθρώπινο είναι αυτό που σου συνέβη, ξέρω ακόμα πως μπορεί να το
αντιμετωπίσουμε ξανά. Είμαι όμως βέβαιη πως όσο υπάρχει αγάπη ανάμεσά μας, θα υπάρχει και κατανόηση. Έτσι δεν είναι;» Ο Κώστας την έκλεισε στην αγκαλιά του και ξεφύσηξε με ανακούφιση. Τα δύσκολα είχαν περάσει. Η Νατάσσα ένιωθε τόση θλίψη να βαραίνει την καρδιά της ώστε με το ζόρι ξεκίνησε για τη δουλειά το επόμενο πρωί. Ο μοναδικός λόγος που δεν είχε ζητήσει άδεια ήταν επειδή έτσι θα έχανε την ευκαιρία να δει τον Ντίνο. Κάθησε στο γραφείο της κι έψαξε με το βλέμμα τα ταμεία. Το πόστο του ήταν άδειο. Το στομάχι της σφίχτηκε από την απογοήτευση. Ήξερε πως έκανε σαν
ερωτοχτυπημένη έφηβη, όμως δεν την ένοιαζε : Και μόνο η παρουσία του ήταν ικανή να δώσει άλλο χρώμα στην κάθε της ημέρα. Και σήμερα μόνο εκείνος μπορούσε να φωτίσει το γκρίζο της ψυχής της. Έσκυψε το κεφάλι αποθαρρημένη και άνοιξε το ντοσιέ που βρισκόταν μπροστά της. Πάνω από τα μηχανογραφημένα χαρτιά βρισκόταν ένα μικρό σημείωμα: «Σ’ αγαπώ πολύ και μου λείπεις». Η καρδιά της πετάρισε κάτω από το στήθος της. Την αγαπούσε και σήμερα. Κι εκείνη τον λάτρευε περισσότερο από χθες, λιγότερο από αύριο. Κοίταξε προς τη γνωστή του θέση στο ταμείο. Ήταν εκεί και της χαμογελούσε συνωμοτικά. Ήθελε να
τρέξει κοντά του, να τρυπώσει στην αγκαλιά του, να του φωνάξει την αγάπη της και να τον γεμίσει φιλιά. Όμως δεν μπορούσε να το κάνει. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. Ούτε απλώς να ονειρεύεται για το μέλλον. Γιατί τα όνειρά της ήταν καταδικασμένα εξαρχής. Χτισμένα δίπλα στη θάλασσα, χωρίς θεμέλια, δίχως άδεια. Άμμος το καλοκαίρι, νερό το χειμώνα. Θα μπορούσαν να γκρεμιστούν οποτεδήποτε. Όνειρα δίχως υπόσταση, χωρίς προοπτικές, δίχως αντίκρισμα, όνειρα που δεν έχουν δικαίωμα ούτε σε αναμνήσεις. Ο Μανόλης ήθελε να με συνοδεύσει στην κηδεία, όμως αρνήθηκα και κανόνισα να συναντηθούμε το βραδάκι
στο σπίτι μου. Είχα ανάγκη από μια ώριμη συντροφιά, και από τη στιγμή που οι φίλες μου είχαν τους άντρες τους κι εμένα έλειπαν τα παιδιά μου στα πεθερικά μου, θεώρησα πως αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή. Ήρθε στις οχτώ ακριβώς, όπως είχαμε συμφωνήσει. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και με αγκάλιασε τρυφερά. «Πώς είσαι;» με ρώτησε. «Χάλια». Ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος του κι ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. «Τέλειωσε , Μανόλη. Αυτό ήταν. Ένα σύντομο πέρασμα από τη ζωή. Και τι άφησε πίσω της; Τίποτα. Γλυκές αναμνήσεις στους ανθρώπους
που αγάπησε και την αγάπησαν, και πολλή οδύνη». «Ο πόνος θα καταλαγιάσει», είπε και με οδήγησε στον καναπέ. «Οι όμορφες αναμνήσεις θα μείνουν μόνο. Έτσι δεν γίνεται πάντα; Ο χρόνος είναι το καλύτερο γιατρικό για όλες τις πληγές, το ξέρεις. Κι ο πόνος που νιώθουμε για το χαμό κάποιου αγαπημένου μας προσώπου είναι καθαρά εγωιστικός. Υποφέρουμε επειδή χάσαμε εμείς κάποιον που αγαπούσαμε, επειδή νιώθουμε πως μας εγκατέλειψε μόνους, επειδή ξέρουμε πως δεν θα είναι κοντά μας όταν θα τον χρειαστούμε». «Όχι», διαμαρτυρήθηκα, «στην περίπτωση της Έρης δεν είναι έτσι.
Αυτό που με πληγώνει περισσότερο είναι η αδικία. Ήταν τόσο νέα, τόσο καλή. Δεν ήταν δίκαιο για εκείνη. Είχε άλλη τόση ζωή να ζήσει, κι όμως έφυγε τόσο γρήγορα. Γιατί;» «Μα αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού, καλή μου. Η ζωή είναι γεμάτη από αδικίες και δεν κάνει διακρίσεις. Όλοι μας γευόμαστε τη χαρά και την πίκρα, το γέλιο και το κλάμα, την επιτυχία και την αποτυχία, την αγάπη και το μίσος. Ανθρώπινα πράγματα. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτά». «Δεν είναι εύκολο», παραπονέθηκα. «Τίποτα δεν είναι εύκολο. Όμως, ο άνθρωπος έχει τεράστιες δυνάμεις.
Μπορεί ν’ αντέξει τα πάντα. Είναι πολλές οι φορές που λυγίζουμε και λέμε φτάνει πια, δεν μπορώ άλλο. Κι όμως,η επόμενη στιγμή μάς αποδεικνύει πως αντέχουμε ακόμα. Λυγίζουμε αλλά δεν τσακίζουμε. Ορθώνουμε ξανά το ανάστημά μας και προχωράμε για την επόμενη μάχη». «Το ξέρω. Η καρδιά μου είναι βαριά τώρα, όμως μέρα με τη μέρα θα ξαλαφρώνει. Εγώ θα ζήσω, θα προχωρήσω, θα ξαναχαρώ. Η Έρη;» «Η Έρη ακολούθησε τη φυσιολογική πορεία κάθε ανθρώπου. Έκανε κάποτε μια αρχή και τώρα βρέθηκε στο τέλος του δρόμου. Μόνο που ο δικός της δρόμος ήταν πιο σύντομος, αλλά και πιο
μακρύς από κάποιων άλλων. Κανείς δεν μπορεί να καθορίσει τη διάρκεια της διαδρομής, μπορεί όμως να αγωνιστεί για να κάνει ευχάριστο και χρήσιμο το ταξίδι του». «Και το αποτέλεσμα ποιο είναι; Το ίδιο πάντα: Ένας θάνατος που περιμένει εμάς και αβάσταχτη θλίψη γι’ αυτούς που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν», κατέληξα με απογοήτευση. «Ίσως. Όμως, ξέρεις πού βρίσκεται η διαφορά; Σ’ αυτή τη θλίψη που είπες. Υπάρχουν αυτοί που μας πικραίνουν χωρίς να το θέλουν με το θάνατό τους, κι αυτοί που γεμίζουν τη ζωή μας πίκρα όσο είναι ακόμα ζωντανοί. Απ’ όσα μου έχεις πει κατά καιρούς,η Έρη είχε το
προνόμιο να ανήκει στην πρώτη κατηγορία και θα πρέπει να ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτό». «Ναι,ήταν υπέροχος άνθρωπος». Αναστέναξα και σκούπισα άλλο ένα δάκρυ που ξέφυγε από τα μάτια μου. «Μπορείς να μου βάλεις κάτι να πιω;» τον παρακάλεσα. «Απόψε νιώθω πολύ βαριά την καρδιά μου». «Θυμήθηκα κάτι που διάβασα κάποτε», είπε ο Μανόλης καθώς έβαζε ουίσκι σε δύο ποτήρια. «Το πιο παράξενο ειδικό βάρος είναι της καρδιάς. Όσο πιο άδεια είναι,τόσο πιο βαριά την αισθανόμαστε». Τον είδα να πηγαίνει στην κουζίνα για
να φέρει πάγο και σκέφτηκα πόσο μου άρεσε να συζητώ μαζί του. Ήταν άτομο καλλιεργημένο, προβληματισμένο, κατασταλαγμένο. Τα λόγια του μου έδιναν δύναμη,η παρουσία του σιγουριά, το ενδιαφέρον του αυτοπεποίθηση. Και ειδικά αυτό το βράδυ,η συντροφιά του έμοιαζε με βροχή σε πυρακτωμένη έρημο. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να είναι στην πραγματικότητα ένας ιδανικός ερωτικός σύντροφος; 11 Είχαν περάσει δυο μήνες από το θάνατο της Έρης. Το καλοκαιράκι είχε μπει για
τα καλά. Τέλη Ιουλίου και τα παιδιά μου είχαν πάει με τον πατέρα τους και τα πεθερικά μου στο εξοχικό της οικογένειας στην Εύβοια. Θα έμεναν εκεί δυο βδομάδες, αφού εγώ δεν ήθελα να αφήσω τις μεταφράσεις μου και να ξοδέψω χρήματα για διακοπές. Τους είχα μόνο υποσχεθεί ένα τριήμερο μέσα στον Αύγουστο. «Τέλη Αυγούστου η τράπεζα έχει οργανώσει ένα εκδρομικό διήμερο στις Σπέτσες», μας είπε η Νατάσσα. «Ο Αντώνης δεν θέλει να έρθει. Το φαντάζεστε;» Ήταν Τετάρτη βραδάκι και απολαμβάναμε δροσερούς χυμούς στη συνηθισμένη μας καφετέρια.
«Ο Ντίνος θα έρθει;» ρώτησε η Μαρία. «Φυσικά. Γιατί νομίζεις ότι χαίρομαι τόσο;» «Τι θα κάνεις, Νατάσσα;» τη ρώτησα. «Γία πόσο διάστημα ακόμα θα μπορείς να συνεχίζεις αυτή τη διπλή ζωή;» «Για όσο χρειαστεί. Τα έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου. Νιώθω πως έχω δύο εαυτούς. Ο ένας ανήκει στην οικογένειά μου και ο άλλος στον Ντίνο, Το μόνο που με ανησυχεί είναι πως ο Αντώνης κάτι δείχνει να ψυλλιάζεται τελευταία. Χθες με ρώτησε ξεκάθαρα αν έχει μπει κάποιος άλλος στη ζωή μου». «Κι εσύ τι του απάντησες;» ρώτησε η
Μαρία με ανησυχία. «Φυσικά, αρνήθηκα. Τι μπορούσα να πω; Ωστόσο εκείνος σχολίασε πως λείπω συχνά από το σπίτι, πως όποτε είμαστε μαζί δείχνω να ταξιδεύω αλλού, πως φέρομαι σαν να τον έχω διαγράψει πια από τη ζωή μου. Πολύ μπερδεμένη η κατάσταση, φιλενάδες», κατέληξε. «Και είσαι ευτυχισμένη έτσι;» «Όχι απόλυτα. Δεν είναι εύκολο να μοιράζεσαι στα δύο. Το σώμα σου να βρίσκεται σε ένα μέρος και η ψυχή σου να ταξιδεύει αλλού. Όμως,τι να κάνω; Μου είναι αδύνατο να δώσω ένα τέλος. Με τον Αντώνη νιώθω πως μοιράστηκα όλη μου τη ζωή. Με τον Ντίνο πως
ξαναγεννήθηκα». «Αν έπρεπε να διαλέξεις,τι θα έκανες;» ζήτησε να μάθει η Μαρία. «Ξέρεις πόσες φορές το έχω σκεφτεί; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Το δύσκολο είναι να την κάνεις πράξη. Όταν είσαι ερωτευμένη δεν προβληματίζεσαι πολύ. Η καρδιά σού δείχνει το δρόμο και ο δικός μου δρόμος οδηγεί στόν Ντίνο. Όταν όμως εκτός από ερωτευμένος είσαι και άνθρωπος, σκέφτεσαι τον πόνο που θα προκαλέσεις αν διαγράψεις την προηγούμενη ζωή σου και τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτήν. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως θα χτίσω την ευτυχία μου πάνω στη
δυστυχία κάποιων άλλων. Γι’ αυτό αρκούμαι στα ψίχουλα που έχω και δεν γυρεύω περισσότερα». «Δεν’ξέρω αν και πόσοι θα το έκαναν αυτό», είπε η Μαρία. «Μα δεν το κάνω από μεγαλοψυχία. Ίσα-ίσα, θα έλεγα πως είναι καθαρά εγωιστικά τα κίνητρά μου. Κάθε τι στη ζωή έχει το τίμημά του. Εγώ προτίμησα να πληρώσω το μικρότερο: το ρίσκο. Αν διάλεγα την άλλη λύση,το τίμημα θα ήταν πολύ βαρύ για μένα: οι τύψεις και οι ενοχές». «Δεν ξέρω αν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση σου»,της είπα.
«Σου εύχομαι ολόψυχα να μη βρεθείς ποτέ. Είναι φοβερό.Ώρες-ώρες νιώθω πως θα τρελαθώ. Τις μόνες φορές που αισθάνομαι ήρεμη και ευτυχισμένη είναι όταν βρίσκομαι μαζί με τον Ντίνο. Όμως, συμβαίνει τόσο σπάνια αυτό… Τον υπόλοιπο καιρό νιώθω απαίσια. Μου μιλάει ο Αντώνης κι εγώ ακούω τη φωνή του Ντίνου. Με αγκαλιάζει και μου ’ρχεται να ουρλιάξω. Το μυαλό μου συνέχεια ταξιδεύει αλλού. Η καρδιά μου πονάει από την απουσία του. Κάθε πρωί ξυπνάω με την καρδιά μου γεμάτη αμφιβολίες. Αν γνώρισε κάποιαν άλλη; Αν δεν με θέλει πια;» «Εσύ έχεις κοπεί σε δύο κομμάτια και η ευτυχία του ενός προκαλεί δυστυχία στο άλλο», της είπα. «Πόσο νομίζεις πως θα
μπορέσεις ν’ αντέξεις ακόμα;» «Δεν ξέρω. Καμιά φορά θυμάμαι τα λόγια της Έρης. Μας συμβούλευσε να ζήσουμε όσο πιο τρελά μπορούμε. Να αλλάξουμε ό,τι δεν μας αρέσει, να πειραματιστούμε με κάτι καινούργιο. Όμως,πόσο εύκολα είναι όλα αυτά;» «Θέλει κότσια για να κάνεις κάτι τέτοιο», είπε η Μαρία. «Δύσκολα πετάς το σίγουρο για να ακολουθήσεις μια αβεβαιότητα. Δύσκολα θυσιάζεις την πραγματικότητα για να κυνηγήσεις ένα όνειρο». «Ίσως να μην έχουμε τοποθετήσει το
πρόβλημα στη σωστή του βάση», είπα. «Τι εννοείς;» ρώτησε η Νατάσσα. «Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, πιστεύω πως αυτό που σε εμποδίζει να πάρεις μια απόφαση είναι η διαφορά ηλικίας που έχεις με τον Ντίνο. Αν είχε τα χρόνια σου, αν είχε ζήσει τη ζωή του, θα σου ήταν πολύ εύκολο να τον ακολουθήσεις. Θα ήλπιζες σε κάποιο μέλλον μαζί του. Τώρα όμως έχεις δεδομένο πως κάποια στιγμή θα χωρίσετε, για να φτιάξει κι εκείνος τη ζωή του. Γι’ αυτό φοβάσαι να ζήσεις φανερά τον έρωτά σου». «Έχεις δίκιο», συμφώνησε χωρίς να πολυσκεφτεί τα λόγια μου. «Έχουμε
τοποθετήσει το πρόβλημα σε λάθος βάση. Μιλάμε λες και η σχέση μου με τον Ντίνο παίζει ουσιαστικό ρόλο στο γάμο μου, όμως η αλήθεια είναι πως ο γάμος μου έχει πάει περίπατο προ πολλού. Αν αποφασίσω να χωρίσω, ο Ντίνος θα είναι μόνο μια αφορμή. Το τι θα μπορούσα να κάνω έπειτα μαζί του, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το γεγονός πως εγώ και ο Αντώνης στην πραγματικότητα έχουμε χωρίσει εδώ και χρόνια». «Τότε, γιατί δεν παίρνεις την απόφαση να δώσεις και ένα τυπικό τέλος;» ρώτησε η Μαρία. «Σας το ξαναείπα. Δεν θέλω να πληγώσω ούτε τον άντρα μου ούτε την
κόρη μου». «Και νομίζεις πως είναι πιο έντιμο αυτό που κάνεις τώρα;Καλά,η κόρη σου λείπει και δεν έχει καταλάβει τίποτα. Όμως, ο Αντώνης βρίσκεται εδώ, ζει μαζί σου και πληγώνεται καθημερινά με την ανεξήγητη για εκείνον συμπεριφορά σου. Πιστεύω ότι το καλύτερο θα ήταν να του εξηγούσες πως όλα έχουν τελειώσει ανάμεσά σας. Θα πληγωνόταν πολύ, σίγουρα, όμως θα ήξερε τι του γίνεται και θα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του. Τίμια και καθαρή εξήγηση», είπε η Μαρία. «Δεν έχω ακόμα το κουράγιο να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν θα αντέξω να αντικρίσω τον πόνο του. Μπορεί να μην
είμαι ερωτευμένη μαζί του, όμως τον αγαπάω και τον πονάω». «Φαντάζεσαι όμως τον πόνο που θα του προκαλέσεις αν ανακαλύψει μόνος του την αλήθεια;» τη ρώτησα. «Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Πολλές φορές παρακαλώ να βρει κι εκείνος κάποιαν άλλη, να την ερωτευθεί τρελά και να ζητήσει αυτός το χωρισμό». «Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ βολικό για σένα, έτσι δεν είναι;» ρώτησα. «Α, ναι. Η τέλεια λύση!» «Ωστόσο πρέπει να συνειδητοποιήσεις επιτέλους πως δεν μπορούν να σου
έρχονται όλα στη ζωή σου βολικά. Αν πραγματικά έχεις αποφασίσει ότι τελείωσες με τον Αντώνη, πάψε να τον κοροϊδεύεις και δώσε το τέλος που πρέπει. Θέλει κότσια, το ξέρω, όμως είναι καλύτερα να τον αφήνεις να ζει με αμφιβολίες και αυταπάτες;» επέμεινα. «Εκτός αν δεν είσαι σίγουρη για τα αισθήματα που τρέφεις για τον Ντίνο», συμπλήρωσε η Μαρία. «Είσαι καλά;» διαμαρτυρήθηκε η Νατάσσα. «Αέτε να είμαι τόσους μήνες μαζί του, να υποφέρω, να ξενυχτάω , να αναζητώ έστω και λίγα λεπτά κοντά του, και να μη νιώθω κάτι σοβαρό; Κορίτσια, είμαι ερωτευμένη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Τον αγαπώ αυτόν ‘τον
άνθρωπο. Τον νιώθω σαν κομμάτι του εαυτού μου. Πονάω όταν πονάει, χαίρομαι με τη χαρά του, κλαίω με τη στενοχώρια του. Η ζωή μου όλη είναι ατέλειωτα “πρέπει”. Εκείνος είναι το μοναδικό μου “θέλω”. Μια συνειδητή επιλογή που κανείς δεν με υποχρέωσε ν’ ακολουθήσω. Δεν είναι η τελευταία λύση στα προβλήματά μου. Δεν είναι καν λύση. Είναι ο άντρας που με συγκλόνισε, που γέμισε τα κενά μου. που με ξανάφερε στη ζωή». Ανταλλάξαμε με τη Μαρία μια ματιά γεμάτη νόημα. Η φίλη μας ήταν στ’ αλήθεια ερωτευμένη. Τα συναισθήματά της είχαν ξεφύγει από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα και είχαν μεταφερθεί σε άλλες διαστάσεις. Ζούσε μια αγάπη
που πολύ λίγοι ήταν τόσο τυχεροί ώστε να την απολαύσουν, και ακόμα λιγότεροι οι τυχεροί που την ένιωθαν. «Χθες έφυγε με την παρέα του για διακοπές», συνέχισε η Νατάσσα. «Θα λείψει δυο βδομάδες. Κοντεύω να τρελαθώ. Μετρώ από τώρα τις μέρες σαν φαντάρος. Δεν ξέρω πώς θα περάσει τόσος καιρός, πώς θα αντέξω μακριά του». Η φωνή της ράγισε κι εγώ κοίταξα ερευνητικά το πρόσωπό της. Θεέ μου, ήταν δυνατό να υποφέρει κανείς τόσο πολύ για χάρη μιας τέτοιας αγάπης; Αν είναι έτσι, δεν θέλω να γνωρίσω ποτέ μια τόσο ξεχωριστή εμπειρία, συλλογίστηκα με δειλία. Καλύτεροι οι
συνηθισμένοι έρωτες που γεννιούνται και πεθαίνουν καθημερινά γύρω μας, καλύτερα τα χλιαρά συναισθήματα που ζεσταίνουν πρόσκαιρα τις καρδιές μας, καλύτερες οι αυταπάτες που παίρνουν τη μορφή της αγάπης, καλύτερη ακόμα και η μοναξιά. «Θα έρθετε κι εσείς μαζί μου;» ρωτούσε τώρα η Νατάσσα, αλλά οι σκέψεις μου με είχαν κάνει να χάσω τον ειρμό της συζήτησης. «Αύριο το απόγευμα δεν μπορώ», απάντησε η Μαρία. «Έχω κάποιο επαγγελματικό ραντεβού στις έξι». «Πού είπες;» ζήτησα να μάθω.
«Στη χαρτορίχτρα, δεν άκουσες;» «Έλα βρε Νατάσσα», διαμαρτυρήθηκα. «Μορφωμένη γυναίκα και πιστεύεις αυτές τις βλακείες;» «Δεν είμαι σίγουρη για το αν πιστεύω. Όμως, θέλω να δοκιμάσω, Μια συνάδελφος που πήγε, μου είπε ότι της τα βρήκε όλα». «Σαχλαμάρες», επέμεινα. «Τέλος πάντων. Αύριο θέλεις να πας;» «Ναι. Έκλεισα ραντεβού για τις πέντε». «Καλά. Πέρνα να με πάρεις από το σπίτι. Είμαι περίεργη να δω τι θα εφεύρει το μυαλό της».
Το επόμενο απόγευμα στις πέντε παρά κάτι χτυπούσαμε το κουδούνι μιας πολυκατοικίας κάπου στο Παγκράτι. Η Νατάσσα έδειχνε νευρική και ανυπόμονη. Εγώ από μέσα μου την κορόιδευα και τη λυπόμουν ταυτόχρονα. Την ακολούθησα στη σκάλα εκνευρισμένη με τη δική της αφέλεια και τη δική μου υποχωρητικότητα. Στον πρώτο όροφο μας περίμενε μια νεαρή κοπέλα μπροστά σε μια ανοιχτή πόρτα. «Καλησπέρα», χαιρέτησε η Νατάσσα. «Η κυρία Παγέτ;» Παγέτ; αναρωτήθηκα και μου ήρθε να βάλω τα γέλια. Αυτό είναι το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο για να
δίνει περισσότερη βαρύτητα στο… επάγγελμά της; Ωστόσο ακολούθησα σιωπηλά τη φίλη μου και βρέθηκα σε ένα επιβλητικό σαλόνι. Χωρίς να το θέλω, το δωμάτιο μου προκάλεσε ένα παράξενο δέος. Ο καναπές και οι κλασικές πολυθρόνες ήταν ντυμένα με βαρύ βελούδο σε μπορντό χρώμα. Η μεγάλη βιτρίνα και το κεντρικό τραπέζι του καθιστικού ήταν φτιαγμένα από ακριβό δρύινο ξύλο, ενώ τα μικρότερα τραπεζάκια και σχεδόν όλα τα διακοσμητικά έμοιαζαν σαν να είχαν έρθει κατευθείαν από την Ανατολή. Σκαλιστοί ελέφαντες, κλουαζονέ βάζα, αναπαραστάσεις πάνω σε ελεφαντόδοντο, χειροποίητα αντικείμενα με χρυσές λεπτομέρειες.
«Τώρα δεν απομένει παρά να εμφανιστεί και η Παγέτ με παρδαλό σάρι και φερετζέ», σκέφτηκα ειρωνικά. Ωστόσο η γυναίκα που μας συστήθηκε ως Παγέτ ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Μια κομψή κυρία γύρω στα πενήντα, ντυμένη με μπλε σκούρο παντελόνι και εμπριμέ πουκαμίσα σε διακριτικά χρώματα. Το χαμόγελό της ήταν ζεστό και φιλικό, και η φωνή της ήρεμη και καλοσυνάτη. Αφού μας ρώτησε αν θα μας έβλεπε μία-μία ή και τις δύο μαζί, μας οδήγησε στο γραφείο της που δεν έμοιαζε σε τίποτα με το εντυπωσιακό σαλόνι. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο δύο επί δύο, με μοναδικά έπιπλα ένα μικρό τραπέζι και
τρεις απλές καρέκλες. Όταν βολευτήκαμε και οι τρεις, έβγαλε μια τράπουλα από ένα μικρό τσαντάκι και ζήτησε να μάθει ποια θα άρχιζε πρώτη, Η Νατάσσα δεν έκρυψε την ανυπομονησία της κι εγώ έγειρα στην πλάτη της καρέκλας μου κοιτώντας πότε τα χαρτιά και πότε τη χαρτορίχτρα. Η Παγέτ σκέπασε με τα χέρια της την τράπουλα, χαμήλωσε το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια. «Τώρα μάλιστα», άρχισα τις ειρωνικές σκέψεις. «Υποτίθεται πως αυτοσυγκεντρώνεται». «Κόψε μια φορά», ζήτησε από τη Νατάσσα. Η φίλη μου υπάκουσε αμέσως. Η άλλη
γυναίκα έβγαλε ένα χαρτί στο κέντρο του τραπεζιού κι ύστερα άρχισε να ρίχνει ένα-ένα τα υπόλοιπα γύρω του με συγκεκριμένο συμμετρικό τρόπο. Κάθε λίγο σταματούσε για να κάνει τα σχόλιά της. «Μάλιστα», ξεκίνησε. «Είσαι παντρεμένη». Σπουδαία πληροφορία, σκέφτηκα εγώ. Πολύ δύσκολο να το καταλάβει κανείς. «Έχεις ένα παιδί. Μεγάλο». Ε, βέβαια, δεν δείχνει και για μικρομάνα, συνέχισα εγώ το βιολί μου. Ωστόσο μου έκανε εντύπωση που βρήκε πως η Κατερίνα ήταν μοναχοπαίδι.
«Το παιδί σου ζει μακριά από το σπίτι σου. Σπουδάζει ;» «Ναι», απάντησε η Νατάσσα. Καλά, αυτό δεν έπρεπε να μας το πεις εσύ; αναρωτήθηκα. «Θα έχει επιτυχία με τις σπουδές της». Σπουδαία προφητεία, σκέφτηκα χωρίς να συνειδητοποιήσω πως η Παγέτ είχε βρει το φύλο της Κατερίνας. «Θα παντρευτεί και θα αποκτήσει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Θα κάνει δύο παιδιά». Καλά, θα δούμε μέχρι τότε. «Ο άντρας σου είναι κάπου μακριά. Βλέπω μεγάλη απόσταση». Εδώ σε τσακώσαμε, κυρία μου. Τι διάβολο, όλοι μακριά θα
είναι; «Ψυχική, εννοώ», εξήγησε η Παγέτ και μου έσπασε τα νεύρα. «Εδώ και χρόνια είστε μακριά ο ένας από τον άλλο. Όμως είναι μόνος του, δεν υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή του. Ίσως στο παρελθόν…» Συνέχισε να ρίχνει φύλλα και να μελετά ποιος ξέρει τι. «Εσύ δεν είσαι μόνη. Έχεις μια σχέση», είπε με σιγουριά και την κοίταξε στα μάτια. «Ναι», ομολόγησε σιγανά η Νατάσσα κι εγώ άρχισα να παρακολουθώ το παιχνίδι με καινούργιο ενδιαφέρον. «Χμ… δύο άντρες. Ένας ψηλός κι ένας κοντός. Ποιος είναι ο άντρας σου;»
«Ο κοντός». «Ο ψηλός σ’ αγαπάει πολύ. Αλλά κι εσύ βλέπω πως τον αγαπάς. Πω πω έρωτας!» μονολόγησε η Παγέτ κι εγώ δεν ήξερα αν ήταν έκπληξη, θαυμασμός ή ζήλια αυτό που διέκρινα στη φωνή της. «Για στάσου, τον βλέπω σχεδόν καθημερινά κοντά σου, Τι είναι; Συγγενής ; Συνάδελφος;» «Συνάδελφος». «Και είναι μικρός. Πολύ μικρότερος σου». «Ναι, πολύ», συμφώνησε ένοχα η Νατάσσα. «Δεν έχει σημασία. Σ’ αγαπάει πολύ,
είσαι κάτι πολύ σημαντικό για εκείνον. Όμως γάμο δεν βλέπω. Θα ζήσετε πολύ μαζί, Πάρα πολύ. Βλέπω μάλιστα και τα κεφάλια σας κάτω από την ίδια στέγη. Δεν ξέρω, ίσως σε κάποιο ταξίδι…» Τώρα βρήκες να μην ξέρεις, χριστιανή μου; Στο πιο κρίσιμο σημείο; «Θα θελήσει να κάνει παιδί μαζί σου». Αυτό μας έλειπε. Παιδί και εγγόνι συνομήλικα. «Όμως δεν θα αποκτήσετε ποτέ». Ουφ! Ανακουφίστηκα. «Εκείνος δεν θα παντρευτεί ποτέ».
Κρίμα για το παιδί, να μη γνωρίσει τη χαρά της οικογένειας. Έτσι όμως θα γλιτώσει και πολλές πίκρες. «Πρόσεχε, κοπέλα μου», είπε ανήσυχα η Παγέτ καθώς συνέχιζε να φανερώνει φύλλα. «Ο άντρας σου κάτι υποψιάζεται. Θα βάλει ντετέκτιβ να σε παρακολουθήσει. Πρόσεχε! Και βλέπω διαζύγιο. Σύντομα». «Πότε;» «Την εποχή του Τοξότη». Δηλαδή γύρω στο Νοέμβρη, υπολόγισα εγώ. Η Παγέτ συνέχισε να προβλέπει μελλοντικά γεγονότα τα οποία εμένα
μου φαίνονταν ασήμαντα εμπρός στα όσα είχε πει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όταν τελείωσε, ρώτησε τη Νατάσσα αν ήθελε να μάθει τίποτε άλλο, και όταν η φίλη μου αρνήθηκε γύρισε σε μένα. «Σειρά σου τώρα». Ήμουν έτοιμη να της πω ότι εγώ δεν είχα έρθει για να μου ρίξει τα χαρτιά, όμως η περιέργεια με σταμάτησε. Τι είχα να χάσω; Μόνο ένα πεντοχίλιαρο. Γι’ αυτό έκοψα υπάκουα όταν ανακάτωσε τα χαρτιά και τα άφησε μπροστά μου. «Πω πω,εσύ δεν έχεις περάσει και λίγα»,είπε όταν άρχισαν να φανερώνονται τα φύλλα. «Πολλές
στενό-χώριες στη ζωή σου. Έχεις δύο παιδιά. Θα ζήσουν ευτυχισμένα, μην ανησυχείς. Τα περιμένει επιτυχία στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Ο άντρας σου έχει’ φύγει. Είστε έτοιμοι να χωρίσετε». Την άφηνα να μιλά χωρίς να λέω τίποτα. Είχα αρχίσει να πιστεύω πολύ στις ικανότητες αυτής της γυναίκας και η καρδιά μου χοροπηδούσε από την αγωνία για το μέλλον που με περίμενε. «Υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του. Ζουν μαζί. Αλλά κι εσύ έχεις κάποια σχέση. Δεν βλέπω όμως γάμο. Εσύ δεν θέλεις. Φοβάσαι ίσως. Θα χωρίσετε σύντομα. Όμως σ’ αγαπάει. Κρίμα. Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Την
εποχή των Ιχθύων θα έχεις μια μεγάλη επιτυχία και θα πάρεις πολλά χρήματα. Τι άλλο θέλεις να μάθεις;» «Τίποτα». Σάμπως ήθελα να μάθω κι αυτά που άκουσα; Τελικά ίσως είναι καλύτερα να μη γνωρίζουμε το μέλλον μας. Να ζούμε με την περιέργεια του τι θα μας φέρει η κάθε μέρα που ξημερώνει. Έτσι η ζωή μας είναι πιο ενδιαφέρουσα, το μέλλον πιο προκλητικό. Ωστόσο για τη Νατάσσα, παρ’ όλο που είχε μάθει με κάθε λεπτομέρεια τι της επιφύλασσε το αύριο, όλα έμοιαζαν συναρπαστικά. Όση ώρα οδηγούσε μέχρι το σπίτι μου, δεν σταματούσε να μιλάει.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να νιώθω ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη. Ο Ντίνος μ’ αγαπάει. Θα είμαστε μαζί για πολύ καιρό. Θα χωρίσω με τον Αντώνη, κι έτσι θα είμαι πιο ελεύθερη να χαρώ τον έρωτά μου. Όμως εκείνος πώς θα νιώθει; Λες να με μισήσει; Και με τον ντετέκτιβ τι θα κάνω; Άραγε έχει αρχίσει ήδη να με παρακολουθεί; Ελένη, κομμένα τα σχόλια από το τηλέφωνο. Πρέπει να προσέχουμε. Δεν θέλω να το μάθει έτσι. Αχ, φιλενάδα, μ’ αγαπάει. Το άκουσες, μ’ αγαπάει. Τώρα είμαι σίγουρη». Την κοίταξα και χαμογέλασα. Μου θύμιζε μικρό παιδί. Τόσο ενθουσιασμένη αλλά και τόσο φοβισμένη. Κι αυτός ο ακατάσχετος
χείμαρρος που ξεχυνόταν ακράτητος από τα χείλη της. Η αγάπη που έκανε τα μάτια της να λάμπουν, οι ενοχές που σκίαζαν το πρόσωπό της. Η ζωντάνια που εξέπεμπε, οι ενδοιασμοί που τύλιγαν σαν δεσμά το μικροκαμωμένο κορμί της. Τι μπορούσα να της πω; Πώς μπορούσα να βάλω φρένο στην ευτυχία της ή να καθησυχάσω τους φόβους της; Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, είχε πει η Παγέτ. Ποια ήμουν εγώ για να επηρεάσω τη μοίρα της; «Θα φύγεις πάλι;» με ρώτησε η Νίκη όταν με είδε να κατεβαίνω ντυμένη μ’ ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα και την τσάντα μου στο χέρι. «Μόνο για λίγο. Το πολύ δυο
ωρίτσες»,την καθησύχασα . «Μην αργήσεις», με συμβούλευσε ο Άγγελος. «Αύριο θα ξεκινήσουμε νωρίς». «Μην ανησυχείτε. Θα είμαστε στην ώρα μας στο λιμάνι». Είχε φτάσει επιτέλους το Σαββατοκύριακο που τους είχα υποσχεθεί πως θα περνούσαμε οι τρεις μας. Είχαμε συμφωνήσει να πάμε μέχρι την Τζιά. Κοντά και βολικά. Και οικονομικά -το βασικότερο. «Έχει μπριζόλες στο φούρνο», τους είπα και τους έστειλα’ δυο φιλιά από την πόρτα, «Σας αγαπώ». Μπήκα στο αυτοκινητάκι μου και
ξεκίνησα για την Κηφισιά, για το κινέζικο εστιατόριο όπου είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε με τον Μανόλη. Λίγο νωρίτερα βρισκόμουν στο γραφείο της συμβολαιογράφου κι έβαζα τις δεύτερες υπογραφές για το διαζύγιό μου. Ένιωθα ηρεμία και ανακούφιση. Άλλο ένα κεφάλαιο της ζωής μου έκλεινε. Λευκές σελίδες με περίμεναν να γράψω μια νέα ιστορία. Μπήκα στο γκαράζ του εστιατορίου κι έψαξα με το βλέμμα για τη μηχανή του Μανόλη. Ήταν εκεί. Είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού εκεί κοντά και για να μη χάσουμε χρόνο είχαμε αποφασίσει να συναντηθούμε κατευθείαν στο μαγαζί. Ο σερβιτόρος με οδήγησε στο τραπέζι μας και με
βοήθησε να καθήσω. «Άργησα;» ρώτησα και χαμογέλασα. «Καθόλου. Είσαι πολύ όμορφη απόψε. Σου πάει το κόκκινο χρώμα». «Ευχαριστώ πολύ. Πώς πήγε η δουλειά σου;» «Πιστεύω καλά. Θα μου τηλεφωνήσει τη Δευτέρα για να κλείσουμε τη συμφωνία μας. Εσύ είσαι έτοιμη για την αυριανή εξόρμηση;» «Πανέτοιμη. Άλλωστε δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος πολλά πράγματα για δύοτρεις μέρες απουσίας από την Αθήνα». Ήταν έτοιμος να μου πει κάτι, αλλά τον
σταμάτησε ο σερβιτόρος που ήρθε να πάρει την παραγγελία μας. Καθώς και οι δυο ήμαστε φαν της κινέζικης κουζίνας, δεν αργήσαμε να καταλήξουμε στα πιάτα που επιθυμούσαμε. Την επιλογή του κρασιού την άφησα ολοκληρωτικά στον Μανόλη που μου είχε αποδείξει πως είχε την ικανότητα να συνδυάζει τέλεια τη λεπτή γεύση του αλκοολούχου σταφυλιού με τη χαρακτηριστική νοστιμιά κάθε κουζίνας. «Σκέφτηκα πως απόψε είναι η πιο κατάλληλη ευκαιρία να σου πω κάτι που έχω στο νου μου», μου είπε όταν ο σερβιτόρος γέμισε τα ποτήρια μας με το παγωμένο λευκό κρασί. «Έχεις μπροστά σου τρεις μέρες ηρεμίας για να σκεφτείς και να καταλήξεις όπου νομίζεις».
Ένιωσα το σώμα μου να σφίγγεται άθελά μου. Το ύφος του είχε μια παράξενη σοβαρότητα, μια αδιόρατη αμηχανία. «Μου κινείς την περιέργεια», είπα μόνο. «Ελένη, είμαστε και οι δύο ώριμοι και κατασταλαγμένοι άνθρωποι. Σίγουρα ξέρουμε τι θέλουμε από τη ζωή μας και από τους ανθρώπους που έχουμε κοντά μας. Και πιστεύω πως γνωρίζουμε πολύ καλά τι νιώθει ο ένας για τον άλλο». Ήπιε μια γουλιά από το κρασί του πριν συνεχίσει. «Πλησιάζει ο καιρός που θα έχεις το διαζύγιό σου στο χέρι, που θα είσαι ελεύθερη να χαράξεις μια νέα πορεία. Θα ήθελα να είμαι κι εγώ δίπλα σου, συνέχεια».
«Μα ήδη είσαι, Μανόλη», απάντησα και θυμήθηκα ξαφνικά τα λόγια της χαρτορίχτρας από το Παγκράτι. «Δεν κατάλαβες καλά. Είμαι, και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Όμως, δεν σου ζητώ μόνο μια σχέση. Είμαστε αρκετά μεγάλοι για να καταναλώνουμε το χρόνο μας σε ανεπίσημους δεσμούς και εφηβικές αγάπες. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα, αλλά δεν μου είναι αρκετά. Έχουμε ανάγκη από κάτι πιο μόνιμο και νόμιμο, από μια ολοκληρωμένη οικογένεια». Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο σερβιτόρος με τα ορεκτικά που είχαμε ζητήσει και μου έδωσε το χρόνο να συνέλθω από την έκπληξη και να
συγκεντρώσω κάπως τις σκόρπιες σκέψεις μου. «Έχω οικογένεια, Μανόλη», του είπα όταν μείναμε πάλι μόνοι. «Έχεις μόνο δύο παιδιά. Αυτό δεν είναι ο ορισμός της οικογένειας. Κι έπειτα, εγώ δεν έχω τίποτα. Και θέλω ν’ αποκτήσω. Θέλω να κάνω ένα παιδί μαζί σου, Ελένη, αν το θέλεις κι εσύ. Θέλω να ζήσω μαζί σου κάτω από την ίδια στέγη. Να ξυπνάω το πρωί και να σ’ έχω δίπλα μου, να σ’ έχω στην αγκαλιά μου όταν ακούω μουσική, να μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου στις καθημερινές μας ασχολίες, να σε φροντίζω και να με φροντίζεις…»
Ανακάτωσα αμήχανα την καυτερή σούπα που βρισκόταν μπροστά μου. Ξαφνικά, μου είχε φύγει κάθε όρεξη για φαΐ, έστω κι αν ήταν από την αγαπημένη μου κινέζικη κουζίνα. Όλα αυτά που μου έλεγε ο Μανόλης ήταν πολύ ωραία. Στ’ αυτιά κάποιας άλλης θα ακούγονταν ρομαντικά και δελεαστικά. Όμως, εγώ είχα ξαναδεί αυτό το έργο και δεν με συγκινούσε καθόλου πια. Με κάτι τέτοιες σκέψεις είχα αποφασίσει πριν από δεκαοχτώ χρόνια να εντρυφήσω στον έγγαμο βίο, αλλά γρήγορα είχα συνειδητοποιήσει πως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Είχα γνωρίσει από πρώτο χέρι τη φθορά της συμβίωσης, τη
δυσκολία της συνύπαρξης με κάποιον άλλο, τη διαφορά της θεωρίας από την πράξη. Εκείνος ωστόσο…· «Σε καταλαβαίνω πολύ καλά»,του είπα. « Επιθυμείς κάτι που δεν δοκίμασες ποτέ κι έχεις δικαίωμα να το γνωρίσεις. Όμως εγώ, Μανόλη, τα έζησα όλα αυτά και ξέρεις πως οεν ήταν η καλύτερη εμπειρία για μένα. Το μόνο που κέρδισα από το γάμο ήταν αρκετά χρόνια καταπίεσης και θλίψης, μια επώδυνη κρίση κατάθλιψης κι ένα διαζύγιο που θα διαλαλήσει επίσημα την αποτυχία μου. Το μοναδικό καλό που είδα είναι τα δύο παιδιά μου, τα οποία αναγκάζονται τώρα να πληρώνουν τα δικά μου λάθη. Δεν θέλω να ξαναζήσω τα ίδια».
«Τόσο λίγο πιστεύεις λοιπόν στη σχέση μας; Την καταδικάζεις σε αποτυχία πριν τολμήσεις να κάνεις ένα βήμα;» «Όχι, δεν την καταδικάζω σε καμία αποτυχία. Θα μπορούσε να εξελιχθεί μια χαρά. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να μου το εγγυηθεί αυτό. Κι εγώ θα ζω καθημερινά με το φόβο και το άγχος ενός επικείμενου τέλους. Φαντάζεσαι πόσο μπορεί να με επηρεάσει κάτι τέτοιο; Πόσο εύκολα θα μπορούσε να με οδηγήσει σε λάθος συμπεριφορά, σε λανθασμένη αντιμετώπιση κάποιων υπαρκτών προβλημάτων που όλα τα ζευγάρια αντιμετωπίζουν;» «Αν ήταν να σκέφτονται όλοι τόσο απαισιόδοξα, κανείς δεν θα
παντρευόταν». «Δεν σκέφτομαι απαισιόδοξα. Απλώς ρεαλιστικά. Θα ήταν ανόητο εκ μέρους μου να αγνοήσω τις εμπειρίες μου και να συνεχίσω να σκέφτομαι σαν ρομαντικό κοριτσόπουλο. Κι αν όλοι σκέφτονταν έτσι, πιστεύω πως θα είχαμε πολύ λιγότερα διαζύγια». «Κι ακόμα λιγότερους γάμους», σχολίασε κι άρχισε να τρώει τη σούπα του με μηχανικές κινήσεις. Δεν ήξερα τι άλλο να πω, γι’ αυτό μιμήθηκα αυτόματα τις κινήσεις του. Όταν η σιωπή έγινε αβάσταχτη για μένα, αποφάσισα να κάνω άλλη μια απόπειρα. Αδειασα το κρασί που είχε απομείνει
στο ποτήρι μου και άφησα στο μπολ το κουτάλι μου. «Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω, πίστεψέ με. Απλώς με έπιασες απροετοίμαστη». «Κι όμως, τα λόγια σου έδειξαν πως είχες κατασταλάξει από καιρό σε συγκεκριμένες αποφάσεις». «Είναι φυσικό, νομίζω, να έχω αυτές τις απόψεις ύστερα απ’ όλα αυτά που έχω ζήσει. Το ξέρεις πως σ’ εκτιμώ,σ’ αγαπώ και σε θέλω. Είμαι πολύ ευτυχισμένη όταν είμαι κοντά σου, κι αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν θέλω να διακινδυνεύσω να τα χάσω όλα αυτά».
«Δεν είσαι πια είκοσι χρονών, Ελένη. Τώρα πια έχεις τη λογική και την εμπειρία να αποφασίσεις ώριμα για τη ζωή σου. Ξέρεις αν μοιάζω καθόλου στον πρώην άντρα σου, ξέρεις πως κι εσύ δεν είσαι αυτή που ήσουν πριν από δεκαοχτώ χρόνια, ξέρεις τι ζητάς και τι μπορείς να δώσεις. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να ζυγίσεις ψύχραιμα τα υπέρ και τα κατά της πρότασής μου και να πάρεις μια σοβαρή και υπεύθυνη απόφαση». «Ούτως ή άλλως πιστεύω πως είναι πολύ νωρίς γι·’ αυτή τη συζήτηση», προσπάθησα να ξεφύγω. «Θα χρειαστούν ακόμη αρκετοί μήνες μέχρι να βγει το διαζύγιό μου. Μέχρι τότε έχουμε καιρό να το ξανασκεφτούμε».
«Και νομίζεις πως είναι δίκαιο αυτό για μένα; Να περιμένω μια απάντηση που μπορεί να μην έρθει ποτέ;» «Δηλαδή πρέπει να ξέρεις εδώ και τώρα αν θα παντρευτούμε σε ένα χρόνο; Μα ακόμα κι αν σου έλεγα τώρα το “ναι”, πολλά θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν μέσα σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα». «Ωστόσο θα είχα μια ιδέα για το πού βαδίζω. Θα ήξερα τι να περιμένω από σένα, από τη σχέση μας. Είναι τόσο παράλογο;» «Όχι, δεν είναι», αναγκάστηκα να ομολογήσω. «Όμως, δεν ξέρω τι να σου πω. Αυτή τη στιγμή οι απόψεις μου είναι αυτές που σου είπα. Ίσως σε λίγο
καιρό να έχουν αλλάξει». «Εντάξει. Άλλωστε γι’ αυτό βιάστηκα να σου μιλήσω. Για να έχεις το χρόνο να σκεφτείς και να αναθεωρήσεις κάποια πράγματα. Όταν πιστέψεις πως έχεις πάρει την οριστική σου απόφαση, πες το μου. Το μόνο που θέλω είναι να μου υποσχεθείς πως δεν θα δεις μονόπλευρα αυτά που σου είπα». «Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό», του υποσχέθηκα. Δεν είχα σκοπό να δω μονόπλευρα την πρότασή του, δεν ήθελα να περιφρονήσω τις ανάγκες του, όμως μου ήταν αδύνατο να αγνοήσω τις δικές μου άσχημες εμπειρίες. Τρεις μέρες
στην Τζιά και μια βδομάδα στην Αθήνα, τα λόγια του δεν έφευγαν από το μυαλό μου. Είχε δικαίωμα να ζητάει αυτά που λαχταρούσε να ζήσει και η πρότασή του με τιμούσε. Ωστόσο ο φόβος μιας καινούργιας αποτυχίας έσφιγγε σαν μέγγενη την καρδιά μου. Η σχέση μου μαζί του κυλούσε πολύ όμορφα. Μου χάριζε ηρεμία, τρυφερότητα, ελευθερία, σιγουριά και δεν μου στερούσε την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό μου. Δεν ήθελα να ριψοκινδυνεύσω να τα χάσω όλα αυτά. Και μέσα μου ένιωθα σίγουρη πως, αν δεχόμουν να παντρευτούμε, κάποια μέρα αυτό θα γινόταν. Στην καλύτερη περίπτωση θα αναγκαζόμουν να ζήσω συμβιβαστικά και συμβιβασμένα. Όχι, δεν ήθελα κάτι
τέτοιο. Δεν μπορούσα να ξαναδώ τη μέχρι τώρα ζωή μου σε επανάληψη. «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, όμως πιστεύω πως σκέφτεσαι με λάθος τρόπο», μου είπε η Μαρία το Σάββατο το απόγευμα που πίναμε όλες μαζί τον καφέ μας στη γνωστή μας καφετέρια. «Πολλοί είναι αυτοί που δεν άφησαν να τους επηρεάσει ένας αποτυχημένος γάμος και γνώρισαν την επιτυχία και την ευτυχία στη δεύτερη προσπάθειά τους». «Δεν μπορείς να ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου μόνη, Ελένη», είπε και η Νατάσσα. «Έχεις ήδη καταλάβει τι άνθρωπος είναι ο Μανόλης κι έχεις ακόμα πολύ χρόνο στη διάθεσή σου για να ανακαλύψεις και τις άλλες πτυχές
του χαρακτήρα του». «Όμως, αρκετές πτυχές τις ανακαλύπτει κανείς μέσα από τη συμβίωση. Τι θα συμβεί αν μου αποκαλυφθούν πράγματα που δεν θα μου αρέσουν αργότερα ;» ρώτησα. «Οι φόβοι σου είναι αρκετά δικαιολογημένοι. Αν αυτό πρόκειται να σε βοηθήσει, τότε ζήστε για ένα διάστημα μαζί χωρίς νομικές δεσμεύσεις», πρότεινε η Μαρία. «Αυτό είναι κάτι που έχω σκεφτεί και θα το έκανα ίσως αν δεν υπήρχαν τα παιδιά. Τώρα δεν μπορώ. Τι παράδειγμα θα τους δώσω; Τι γνώμη θα σχηματίσουν για τη μάνα τους;»
«Πρέπει να καταλάβουν πως και η μάνα είναι γυναίκα. Ανθρωπος με τις δικές του ανάγκες και επιλογές. Όσο για το παράδειγμα που είπες, έχω σκοπό να συμβουλεύσω τα δίδυμα να συζήσουν πρώτα για ένα διάστημα με τον άνθρωπο που θα έχουν επιλέξει να παντρευτούν», δήλωσε η Μαρία. «Πφ!» έκανε η Νατάσσα. «Αν τα ζευγάρια συζούσαν πριν από το γάμο, πολύ λίγα θα ήταν εκείνα που θα έφταναν στο κατώφλι της εκκλησίας». «Τώρα έρχεσαι στα λόγια μου», της είπα. «Η συμβίωση σκοτώνει τον έρωτα, απογυμνώνει τον άλλο στα μάτια σου,
καταστρέφει την αγάπη. Αυτά που φοβάμαι πως θα συμβούν αν δεχτώ την πρόταση του Μανόλη». «Ναι, αλλά λένε και πως η οικογένεια ολοκληρώνει τον άνθρωπο», επισήμανε η Μαρία. «Κι αν εσύ μπορεί να γνώρισες αυτή την ολοκλήρωση, έστω με τα όποια προβλήματά της, δεν νομίζεις πως και ο Μανόλης έχει το δικαίωμα να τη ζήσει;» «Σίγουρα, αλλά…» «Δεν έχει “αλλά”. Εδώ επιλέγεις. Ή είσαι εσύ αυτή που θα τον ολοκληρώσει ή παραχωρείς αυτή τη θέση σε κάποιαν άλλη. Εσύ αποφασίζεις».
«Δεν μπορείς να θέτεις όλους τους όρους εσύ. Αυτό το παιχνίδι παίζεται με δύο παίκτες που έχουν ίσα δικαιώματα», συμπλήρωσε η Νατάσσα. «Αυτό που φοβάμαι είναι οι ζαβολιές», είπα. «Ελένη,δεν είσαι μικρό παιδί. Ξέρεις πως ποτέ δεν πρόκειται να βρεις τον τέλειο σύντροφο, όπως κι εσύ δεν μπορεί να είσαι τέλεια για κανέναν. Ομως,η αγάπη από μόνη της είναι ένα τέλειο συναίσθημα που μας βοηθά να κατανοήσουμε, ακόμα και ν’ αγαπήσουμε τα ελαττώματα του άλλου», φιλοσόφησε η Μαρία. «Αυτό που σ’ έχει πληγώσει
περισσότερο στο γάμο σου», είπε η τρίτη της παρέας, «είναι πως ο Γιάννης δεν σου έδειχνε σεβασμό, εκτίμηση και κατανόηση στις ανθρώπινες ανάγκες σου. Σου είχε στερήσει την ελευθερία και σου είχε καταρρακώσει την προσωπικότητα. Τώρα έχεις το μυαλό και την εμπειρία να καταλάβεις εγκαίρως αν ο Μανόλης είναι κάτι ανάλογο. Άσε που αν έμοιαζε έστω και στο ελάχιστο στον Γιάννη, θα του είχες δώσει πόδι προ πολλού». Όχι, σίγουρα δεν υπήρχε καμία σχέση ανάμεσά τους. Τον καιρό που ήμουν με τον Μανόλη ένιωθα ανεξάρτητο άτομο μέσα σε μια ανιδιοτελή σχέση. Ήξερα πως θαύμαζε την προσωπικότητα και τις απόψεις μου, πως αγαπούσε εμένα γι’
αυτό που ήμουν και όχι γι’ αυτό που θα ήθελε να ήμουν, πως απολάμβανε τον παιδιάστικο αυθορμητισμό μου και το χιούμορ μου, πως χαιρόταν με τη χαρά μου και λυπόταν με τη λύπη μου. Ήξερα πως κοντά του ένιωθα σιγουριά και ηρεμία, πως είχα τη συμπαράστασή του για οποιοδήποτε βήμα αποφάσιζα να κάνω,πως μπορούσα να μοιραστώ μαζί του και το πιο τρελό μου όνειρο. Ήμουν σίγουρη πως όποτε τον χρειαζόμουν θα βρισκόταν κοντά μου και όποτε είχε εκείνος την ανάγκη μου θα έτρεχα δίπλα του. Τι ήταν λοιπόν αυτό που γέμιζε την καρδιά μου φόβους και αμφιβολίες; 12
Το Καταμαράν έφτασε στην ώρα του στις Σπέτσες και η Νατάσσα κατέβηκε στο λιμάνι με τους συναδέλφους της από την τράπεζα και δεκάδες άλλους ταξιδιώτες. Ήταν Παρασκευή βράδυ και η Ντάπια έσφυζε από ζωή. Ο κόσμος λες κι είχε χωριστεί σε τρεις ομάδες. Οι νέοι είχαν γεμίσει τις καφετέριες, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία τα εστιατόρια και τα παιδιά έτρεχαν πάνω-κάτω στα πλακόστρωτα σοκάκια. Η ομάδα από την τράπεζα χωρίστηκε σε μικρότερες παρέες που ξεκίνησαν αμέσως για την πλατεία της Μπουμπουλίνας, εκεί που έκαναν πιάτσα οι άμαξες, το παραδοσιακό μεταφορικό μέσο του νησιού. Η Νατάσσα ανέβηκε στη δεύτερη άμαξα.
Εντελώς τυχαία δίπλα της κάθησε ο Ντίνος και στο απέναντι κάθισμα ένας συνάδελφός τους με τη γυναίκα του. «Όμορφα είναι το βράδυ», σχολίασε ο Ντίνος καθώς το άλογο έτρεχε στον παραλιακό δρόμο, πηγαίνοντάς τους στο Σπέτσες Οτέλ. «Έχετε ξανάρθει στο νησί;» «Πρώτη φορά έρχομαι», βιάστηκε να απαντήσει η Νατάσσα, λες και δεν το ήξερε. «Εμείς έχουμε έρθει άλλες δύο φορές. Πάνε όμως αρκετά χρόνια από τότε», είπε ο Δημήτρης, ο συνάδελφος. «Την πρώτη ήμαστε ερωτευμένοι. Τη δεύτερη παντρεμένοι», διευκρίνισε.
«Το ένα αναιρεί το άλλο;» ζήτησε να μάθει η Νατάσσα γελώντας. «Όχι απαραιτήτως», απάντησε αόριστα η Καίτη,η γυναίκα του. «Πάντως, το νησί προσφέρεται για όλες τις περιπτώσεις. Για ερωτευμένα ζευγάρια, για παντρεμένους, για οικογενειάρχες, ακόμα και για παράνομους εραστές, αν βέβαια ξέρουν πού να πάνε», τους πληροφόρησε ο Δημήτρης. Η Νατάσσα ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται από ανησυχία. Ο Ντίκος της έριξε μια κλεφτή ματιά. Έπειτα χαμογέλασαν ταυτόχρονα και οι δύο σαν να είχαν συνεννοηθεί.
«Φτάσαμε», είπε ο αμαξάς και τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του. Έπειτα από μια μικρή διαφωνία για το ποιος θα πληρώσει, ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του ξενοδοχείου και πλησίασαν τη ρεσεψιόν. Αφού πήραν τα κλειδιά τους, προχώρησαν προς το ασανσέρ. «Στον ίδιο όροφο είμαστε όλοι, ε;» παρατήρησε ο Ντίνος. «Ναι, και πιστεύω πως θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Θα κατεβείτε στο εστιατόριο για το δείπνο που έχει κανονίσει η τράπεζα;» ρώτησε ο Δημήτρης.
«Μπα, εγώ δεν νομίζω», απάντησε ο Ντίνος. «Με ψιλοπείραξε το ταξίδι. Μάλλον θα πέσω νωρίς». «Εσύ;» Κοίταξε τη Νατάσσα. «Ε… Μάλλον ναι. Θα πρέπει να είναι ωραία οργανωμένο». Έξω από το ασανσέρ χώρισαν. Καθένας ακολούθησε διαφορετική κατεύθυνση. Η Νατάσσα μπήκε στο 304 κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Τον πείραξε το ταξίδι; Μα μέχρι πριν από λίγο φαινόταν μια χαρά. Τι είχε άραγε στο μυαλό του; Άνοιξε το σακ-βουαγιάζ της κι έβγαλε καθαρά εσώρουχα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να φορέσει. Δεν ήξερε πώς θα περνούσε
το υπόλοιπο βράδυ της. Ανασήκωσε χαμογελώντας τους ώμους και πήγε στο μπάνιο. Σε λίγο ήταν σίγουρη πως θα ξεκαθάριζαν όλα. Έπειτα από δέκα λεπτά ξαναβγήκε φρεσκαρισμένη, χτενισμένη και ντυμένη μόνο με τα μαύρα της εσώρουχα. Πήρε το νεσεσέρ της κι έβγαλε από μέσα το άρωμά της. Δεν είχε προλάβει καλάκαλά να βιδώσει το καπάκι, όταν άκουσε ανυπόμονο χτύπημα στην πόρτα. Πλησίασε με μεγάλα βήματα κι ετοιμάστηκε να ανοίξει, όταν θυμήθηκε πού βρισκόταν και με ποιους. «Ναι;» ρώτησε.
«Όχι»,ακούστηκε μια αγαπημένη φωνή. Άνοιξε προσεκτικά, φροντίζοντας να παραμείνει προφυλαγμένη από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Ο Ντίνος μπήκε βιαστικά κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Έπειτα την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Με περίμενες, βλέπω», της είπε πειραχτικά, ρίχνοντας μια πονηρή ματιά στο γυμνό της κορμί. «Πάντα σε περιμένω», του απάντησε και αναζήτησε τα χείλη του με τα δικά της. Χάρηκαν τον έρωτά τους και ο Ντίνος τη ρώτησε φιλώντας τρυφερά τα μαλλιά της: «Πεινάς ;»
«Εξαρτάται για τι πράγμα εννοείς». «Γία φαγητό, αχόρταγη!» «Ακόμα κι αν πέθαινα από την πείνα, δεν θα ήθελα ν’ αφήσω την αγκαλιά σου με τίποτα», του απάντησε με λαχτάρα. «Η νύχτα είναι ολόκληρη δική μας. Τώρα πάμε να κάνουμε μια βόλτα;» της πρότεινε. Ο Ντίνος κατέβηκε πρώτος και ζήτησε από τη ρεσεψιόν να καλέσουν μια άμαξα. Η Νατάσσα τον ακολούθησε μετά από πέντε λεπτά και λίγο αργότερα ένα άλογο τους γύριζε με αργό καλπασμό στο λιμάνι. Ανακατεύτηκαν
με τον κόσμο και περιπλανήθηκαν στα στενά σοκάκια της Ντάπιας. Χάζεψαν τις βιτρίνες των καταστημάτων, αγόρασαν παγωτά και κατηφόρισαν το στενό παραλιακό δρόμο που οδηγούσε στο Παλιό Λιμάνι. Ρομαντικά ζευγαράκια, κεφάτες παρέες, άμαξες που πηγαινοέφερναν κόσμο περνούσαν αδιάφορα από δίπλα τους. Η Νατάσσα τους έριξε μια κλεφτή ματιά. Επιτέλους μπορούσε να κυκλοφορήσει δίπλα του χωρίς το φόβο μήπως τη δει κανείς γνωστός. Επιτέλους η αγάπη τους είχε δραπετεύσει από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του και τραγουδούσε πλάι τους μαζί με το κύμα. «Να σου πιάσω το χέρι;» τον ρώτησε διστακτικά. Απόψε ήθελε να απολαύσει
με όλο της το είναι τον έρωτα που έκρυβε τόσο προσεκτικά στην καρδιά της. «Όχι»,της απάντησε εκείνος και η Νατάσσα ένιωσε το κορμί της να μουδιάζει από τον πόνο. Όμως, αμέσως ένιωσε το χέρι του να τυλίγεται γύρω από τους ώμους της και να την τραβάει κοντά του, και η καρδιά της φτερούγισε χαρούμενα στο στήθος της. Τύλιξε το χέρι της γύρω από τη μέση του κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Πόση ευτυχία! Να περπατά αγκαλιά με τον άντρα που αγαπούσε! Η χαρά τής έφερε μια ακατάσχετη πολυλογία. Σχολίαζε τα πάντα, γελούσε με το παραμικρό,τον πείραζε σαν κοριτσόπουλο.
Ο δρόμος ήταν μακρύς μέχρι το Παλιό Λιμάνι, όμως η Νατάσσα ούτε που κατάλαβε πότε έφτασαν. Γελούσε ακόμα όταν συνειδητοποίησε πως είχαν προσπεράσει το πρώτο μαγαζί και τα φώτα του λιμανιού φανέρωναν τον απαγορευμένο δεσμό τους. Έκανε να τραβηχτεί μακριά του, αλλά ο Ντίνος την έσφιξε στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν από αμηχανία. Κοίταξε γύρω της, αλλά κανείς δεν φαινόταν να τους δίνει ιδιαίτερη σημασία. «Χαλάρωσε», της είπε ο Ντίνος. «Το μόνο κακό είναι πως είσαι παντρεμένη, αλλά εδώ κανείς δεν το ξέρει».
«Υπάρχει κι άλλο κακό που ακόμα κι αν δεν το ξέρουν, σύντομα θα το καταλάβουν. Σου ρίχνω πολλά χρόνια». «Και τι τους νοιάζει τους άλλους αφού εμάς δεν μας πειράζει;» «Τίποτε. Αλλά… δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς με τη… μαμά σου;» «Αφού η μαμά μου είναι τόσο όμορφη, όχι», της είπε και την ξαναφίλησε. Τα λόγια του τη χαροποίησαν, ωστόσο δεν κατάφε; ραν να διώξουν ολότελα την αμηχανία της. Σε όλη τη διάρκεια της βόλτας τους, κοιτούσε γύρω της για να εντοπίσει και κάποιο άλλο αταίριαστο εξωτερικά ζευγάρι, όμως δεν
είδε κανένα. Απεναντίας, ένιωσε πολύ άσχημα όταν πρόσεξε δύο φορές να τους κοιτάζουν περίεργα. Της φάνηκε σαν να την κορόιδευαν, σαν να την κατέκριναν. Ο Ντίνος πρόσεξε την ξαφνική μελαγχολία της. «Τι έχεις;» τη ρώτησε. «Τίποτα». «Μη μου λες ψέματα». «Τίποτα», επανέλαβε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. Τίποτα. Δεν είχε τίποτα. Μόνο μια ουτοπία για να ζεσταίνει την παγωμένη της καρδιά, έναν ψίθυρο αγάπης για να τη νανουρίζει τις άδειες νύχτες της ζωής
της. Ωστόσο εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε στη ζεστή αγκαλιά του και ξύπνησε με το χέρι του τυλιγμένο γύρω από το γυμνό κορμί της. «Καλημέρα, αγάπη»,την πλημμύρισε η φωνή του. «Καλημέρα», απάντησε χαμογελώντας. «Θα κατεβούμε για πρωινό;» «Μαζί;» ρώτησε τρομοκρατημένη. «Πρώτα ο ένας κι έπειτα ο άλλος». Όταν η Νατάσσα βγήκε στο μπαλκόνι της τραπεζαρίας, βρήκε τον Ντίνο
καθισμένο ανάμεσα σε πέντε άλλους συναδέλφους. «Εδώ! Έχει άδεια θέση»,της φώναξε η υπεύθυνη του τμήματός της και της έδειξε τη διπλανή καρέκλα. «Κι εγώ που έλεγα ότι δεν θα μας καταδεχτείς ούτε σήμερα», της είπε ο Δημήτρης μόλις κάθησε απέναντί του. «Χθες το βράδυ μόνο εσύ, ο Ντίνος και η Αλέκα λείπατε. Τι έπαθες;» «Δεν θα το πιστέψετε», δικαιολογήθηκε η Νατάσσα. «Είπα να ξαπλώσω για ένα τεταρτάκι και με πήρε ο ύπνος». «Έτσι τουλάχιστον δεν θα έχεις δικαιολογία σήμερα πως είσαι
κουρασμένη. Θα έρθεις μαζί μας για μπάνιο;» ρώτησε η Καίτη. «Και βέβαια». Η θάλασσα ήταν υπέροχη. Ζεστή, πεντακάθαρη, βαθιά και αρκετά ήσυχη. Κανείς από την παρέα της τράπεζας δεν σκέφτηκε να την περιφρονήσει. Μπαινόβγαιναν στα διάφανα νερά, πηδούσαν από την προβλήτα, έπαιζαν και γελούσαν. Οι περισσότεροι άντρες γρήγορα βαρέθηκαν και προτίμησαν να καθήσοον γύρω από το κιόσκι του ξενοδοχείου για να απολαύσουν τα ουζάκια τους. Οι γυναίκες συνέχισαν το κολύμπι και την ηλιοθεραπεία. Η Νατάσσα ήταν η τελευταία που βγήκε. Κολυμπούσε
πάνω-κάτω, πότε χαλαρά πότε δυνατά, προσπαθώντας να πνίξει στο ζεστό νερό τον πόθο και την ανυπομονησία της να βρεθεί πάλι μόνη με τον Ντίνο. Όταν οι άλλοι αποφάσισαν πως ήταν ώρα να ετοιμαστούν για το μεσημεριανό, εκείνη ισχυρίστηκε πως δεν πεινούσε και δεν θα κατέβαινε στην τραπεζαρία. «Μα,τόσες ώρες κολύμπι δεν σου άνοιξαν την όρεξη ;» απόρησε η Καίτη. «Γι’ αυτό διατηρείς πάντα τη σιλουέτα σου», σχολίασε η Αλέκα. Η Νατάσσα τους απάντησε αόριστα και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Έκανε ντους, φόρεσε σορτσάκι και μακό μπλουζάκι, και κάθησε στην άκρη του κρεβατιού.
Περίμενε. Τα αυτιά της κατέγραφαν και τον παραμικρό ήχο που ακουγόταν απ’ έξω. Το κορμί της σφιγγόταν κάθε φορά που άκουγε το ασανσέρ ή βήματα. Το μυαλό της αρνιόταν να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από εκείνον. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει μέχρι τη στιγμή που άκουσε το χτύπημα στην πόρτα. Έτρεξε να ανοίξει και βρέθηκε στην αγκαλιά του. . «Ήρθες! Ήρθες επιτέλους». Μία ώρα αργότερα βρισκόταν ξαπλωμένη γυμνή στην αγκαλιά του, παραδομένη στα τρυφερά του χάδια. Κοίταξε γύρω της το μικρό δωμάτιο και θαύμασε το πόσο απέραντη αγάπη μπορεί να χωρέσει μέσα σε τέσσερις
στενούς τοίχους. «Θα ήθελες να μέναμε μαζί έστω και σ’ ένα τόσο μικρό χώρο; Να μην είχαμε τίποτε άλλο παρά μόνο μια μικρή τουαλέτα, χωρίς μπανιέρα, μόνο με ένα ντους, έστω κι ένα μικρό κουζινάκι;» «Μμ…» έκανε ο Ντίνος χαμογελώντας ονειροπόλα. «Μόνο που θα υπήρχε ένα πρόβλημα», συνέχισε η Νατάσσα. «Όταν θα με νεύριαζες δεν θα μπορούσα να σε στείλω να κοιμηθείς στην μπανιέρα». Ο Ντίνος γέλασε. «Θα το άντεχε η ψυχή σου να μ’ αφήσεις μόνο σε μια κρύα μπανιέρα;»
«Δεν θα σ’ άφηνα ποτέ και για τίποτα. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ». «Κι εγώ». «Ως πότε;» «Για πάντα». «Κι όταν θα γίνω μια άσχημη, ρυτιδιασμένη γριά;» τον ρώτησε. «Για μένα θα είσαι πάντα ίδια». «Ναι,καλά». Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ να με δεις έτσι, αποφάσισε εκείνη τη στιγμή η Νατάσσα. Θα εξαφανιστώ, μπορεί ακόμα και να πεθάνω, όμως έτσι δεν θα με δεις. Θέλω να με θυμάσαι πάντα όπως είμαι τώρα.
«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε ο Ντίνος. «Τίποτα». «Πάλι τίποτα; Κάθε φορά που βλέπω το πρόσωπό σου να συννεφιάζει και σε ρωτάω, μου απαντάς πάντα “τίποτα”». «Αλήθεια, τίποτα». Μερικά πράγματα ήταν καλύτερα να μην τα ξέρει. Όπως τον πόνο που της προκαλούσε πολλές φορές αυτή η απαγορευμένη αγάπη, τις ανασφάλειες που βασάνιζαν την καρδιά της, τα τρελά όνειρα που έκανε κάποιες φορές για το μέλλον τους… «Τελικά, αναρωτιέμαι τι είναι χειρότερο. Να αγα· πάς χωρίς ανταπόκριση ή να ζεις μια αγάπη αμοιβαία αλλά
απαγορευμένη, μια αγάπη που δεν μπορείς να τη χαρείς;» μας ρώτησε η Νατάσσα τη Δευτέρα το απόγευμα που πίναμε τον καφέ μας σε μια καινούργια καφετέρια που είχε ανακαλύψει η Μαρία στην Πεντέλη. «Χειρότερο είναι το πρώτο», απάντησε η Μαρία ύστερα από λίγη σκέψη. «Το βάρος της απόρριψης είναι πολύ μεγάλο για να το σηκώσει κανείς εύκολα». «Ναι, αλλά σου είναι πιο εύκολο να το πάρεις απόφαση πως δεν γίνεται τίποτα και να το ξεπεράσεις», την αντέκρουσε η Νατάσσα. «Είναι όμως μεγάλη παρηγοριά να ξέρεις πως τα αισθήματά σου έχουν μΐ-α
ανταπόκριση», είπα εγώ. «Έχεις πάντα μια ελπίδα, έχεις μια παρηγοριά πως δεν πονάς μόνη σου». «Και είναι καλό αυτό; Είναι καλό να ξέρεις πως προκαλείς πόνο στον άνθρωπο που αγαπάς; Πιστεύω πως είναι η μοναδική περίπτωση που, ενώ μοιράζεσαι με κάποιον άλλο τη στενοχώρια σου,το φορτίο -αν και χωρισμένο στα δυο-ζυγίζει διπλά», διαφώνησε η φίλη μας σαν να μονολογούσε. «Και γιατί προβληματίζεσαι τόσο;» τη ρώτησε η Μαρία. «Ψάχνεις πάντα να βρεις τα άσχημα στη σχέση σας. Απόλαυσέ την όσο μπορείς, χωρίς να δηλητηριάζεις μόνη σου την ευτυχία
σας. Αυτού του είδους οι δεσμοί δεν σηκώνουν ερωτήσεις, δεν έχουν απαντήσεις. Κυριαρχεί ένα σπάνιο πάθος που μπροστά του δεν έχει αξία τίποτε άλλο. Ούτε ηλικίες, ούτε απαγορεύσεις, ούτε ενοχές, ούτε όρια. Τίποτα. Και κανείς δεν μπορεί να σου προκαθορίσει το μέλλον. Απλώς βουτάς σε άγνωστα νερά, ελπίζοντας πως θα καταφέρεις να επιπλεύσεις. Χαλάρωσε και πήγαινε σύμφωνα με το ρεύμα του ποταμού, όχι κόντρα». Η Νατάσσα δεν μίλησε. Χαμήλωσε το κεφάλι και κοίταξε αμήχανα τα τσιγάρα της. Η έκφρασή της ήταν προβληματισμένη, το πρόσωπό της ανήσυχο.
«Δεν ξέρω», είπε έπειτα από λίγο. «Είναι φορές που νιώθω πολύ τυχερή γι’ αυτό που μου συμβαίνει. Άλλες, πάλι, σας ζηλεύω. Έχετε μια ζωή ήρεμη, ρουτινιάρικη ίσως, αλλά καλοβαλμένη». «Αυτό το λες και για μένα;» τη ρώτησα. «Τι ζηλεύεις από μένα; Τον αποτυχημένο γάμο μου,τις λανθασμένες επιλογές μου ή την αφόρητη, ώρεςώρες, μοναξιά μου;» «Κατάφερες ωστόσο ν’ απαλλαγείς απ’ ό,τι σ’ ενοχλούσε. Και τώρα δεν μπορείς να ισχυριστείς πως είσαι μόνη. Έχεις τον Μανόλη και ξέρεις πού βαδίζεις». «Όλα έχουν το τίμημά τους, Νατάσσα.
Απαλλάχτηκα από πολλά, πλήρωσα όμως αρκετά ακριβά. Τίποτα δεν σου χαρίζεται. Όλα τελικά αγοράζονται. Όσο για τον Μανόλη, όχι, δεν ξέρω πού βαδίζω. Για να τον έχω κοντά μου θα πρέπει να κάνω πάλι ορισμένες υποχωρήσεις και δεν ξέρω αν το θέλω». «Εκείνος τι λέει;» «Μου δείχνει πως μ’ αγαπάει, προσπαθεί να μην αλλάξει τη συμπεριφορά του, δείχνει υπομονή και κατανόηση, όμως διακρίνω μια ανυπομονησία, μια… αγανάκτηση θα μπορούσα να πω». «Δεν έχει και τόσο άδικο», σχολίασε η Μαρία.
«Ίσως όχι. Αυτή τη στιγμή όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο. Όποιος καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι, λέει η παροιμία κι έχει απόλυτα δίκιο». «Μήπως δεν τον αγαπάς πραγματικά;» ρώτησε η Νατάσσα. «Αν τον αγαπούσες δεν θα ήσουν τόσο επιφυλακτική». «Είμαι επιφυλακτική επειδή δεν θέλω να την ξαναπάθω. Κι έπειτα, αν θέλεις να συγκρίνεις τη σχέση μας με τη δική σου, ε, ναι, η δική μου αγάπη δεν συγκρίνεται σε τίποτα μ’ αυτό που νιώθεις εσύ για τον Ντίνο. Εγώ διστάζω να διακινδυνεύσω το μέλλον μου, ενώ εσύ θα θυσίαζες πρόθυμα το παρελθόν σου. Εγώ δεν είμαι διατεθειμένη ούτε να
δώσω ούτε να πάρω πολλά, εσύ θέλεις να δώσεις και να πάρεις τα πάντα. Εγώ οχυρώνω τον εαυτό μου απέναντί του, ενώ εσύ τον προσφέρεις με παιδικό αυθορμητισμό και ανιδιοτέλεια». «Σε τέτοια θέματα δεν χωράνε συγκρίσεις», μπήκε στη μέση η Μαρία. «Κάθε σχέση είναι μοναδική, διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη. Και τη διαφορά αυτή την κάνουν οι εμπειρίες που κουβαλάει ο καθένας μας, οι απαιτήσεις που έχει, ο τρόπος με τον οποίο βλέπει την ίδια τη ζωή,το τι είναι διατεθειμένος να επενδύσει στη σχέση του». «Το αποτέλεσμα ωστόσο μπορεί να είναι το ίδιο», είπε η Νατάσσα. «Θέλω
να πω, εμείς οι τρεις για παράδειγμα, έχουμε τρεις εντελώς διαφορετικές σχέσεις. Κι όμως, θα μπορούσαμε κάλλιστα να είμαστε και οι τρεις το ίδιο ευτυχισμένες». «Θα μπορούσαμε, αλλά δεν είμαστε. Κι αυτό επειδή κάθε μία δίνει διαφορετικό ορισμό στην ευτυχία, ζητάει διαφορετικά πράγματα. Εγώ θα ήθελα να μην ένιωθα τη σκιά της απιστίας του Κώστα, εσύ θα ήθελες να είχες μια έγκυρη βεβαίωση πως θα είσαι για πάντα μαζί με τον Ντίνο και η Ελένη να θέσει τους δικούς της όρους στη σχέση της με τον Μανόλη. Όμως, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται, κι αυτό μας υπονομεύει την ευτυχία».
«Φταίει η ανθρώπινη αχαριστία», είπα. «Ποτέ δεν είμαστε ευτυχισμένοι με ι),τι έχουμε και πάντα ζητάμε κάτι περισσότερο. Κι αν είχαμε αυτό το περισσότερο, κάτι άλλο θα βρίσκαμε να λαχταράμε». «Ίσως να μην είναι αχαριστία», διαφώνησε η Νατάσσα. «Ίσως να είναι δικαιολογημένη ανθρώπινη ανασφάλεια». «Γιατί να είναι τόσο πολύπλοκα τα πράγματα;» ρώτησα. «Δεν νομίζω πως είναι από μόνα τους», απάντησε η Μαρία. «Εμείς έχουμε την τάση να τα περιπλέκουμε. Αντί να χαιρόμαστε αυτό που μας προσφέρει η
κάθε μέρα, αρχίζουμε τις αναλύσεις, τις αμφιβολίες, τους προβληματισμούς». «Επειδή θέλουμε να διασφαλίσουμε το μέλλον μας. Δεν είναι κακό αυτό», ~ίπα. «Ένα μέλλον που δεν ξέρουμε αν θα έρθει ποτέ. Αυτό σας λέω, κορίτσια. Σπαταλάμε το παρόν μας,το μόνο σίγουρο,για ένα αβέβαιο μέλλον. Δεν είναι κουταμάρα ;» «Τώρα μου θύμισες την Έρη», είπε η Νατάσσα και όλες χαμογελάσαμε μελαγχολικά. Όλα γύρω μας άλλαζαν και μόνο η παρουσία του θανάτου έμοιαζε αμετακίνητη και απαράλλαχτα
απειλητική. Πόση ακόμα σοφία θα χρειαζόμασταν για να παρατήσουμε τις αμφιβολίες μας και να παραδοθούμε στην ευτυχία της στιγμής, της κάθε στιγμής, χωρίς κανένα φόβο και καμία ενοχή; 12 Η Νατάσσα στάθηκε έξω από την πόρτα και αφουγκράστηκε πριν βάλει το κλειδί της στην κλειδαριά. Απόλυτη ησυχία. Κι όμως, το αυτοκίνητο του Αντώνη βρισκόταν στη θέση του στο γκαράζ. Άνοιξε σιγάσιγά και μπήκε μέσα. Το σαλόνι ήταν σκοτεινό. Ψηλάφισε τον τοίχο και πάτησε το διακόπτη. Το φως έλουσε το χώρο και το πρόσωπο του
άντρα της, που ήταν κρυμμένο πίσω από μια ολωσδιόλου απροσδιόριστη έκφραση. «Καλησπέρα»,τον χαιρέτησε. «Καλησπέρα»,της απάντησε με αλλοιωμένη φωνή. «Τι έχεις;» «Πού ήσουν;» «Γία καφέ με τα κορίτσια. Γιατί;» Ο Αντώνης την κοίταξε σαν να είχε ένα σωρό πράγματα να πει αλλά δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Ξαφνικά,το πρόσωπό του σκοτείνιασε από ανεξέλεγκτο θυμό.
«Επειδή πίστευα πως θα ήσουν με τον γκόμενό σου», είπε τελικά σαν να έφτυνε τις λέξεις. Η Νατάσσα κοκάλωσε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Έμεινε να τον κοιτάζει αμίλητη σαν μαρμαρωμένη. Έπειτα συνειδητοποίησε πως τα μάγουλά της έκαιγαν και τα χέρια της έτρεμαν. Στο μυαλό της ήρθε η προειδοποίηση της χαρτορίχτρας. «Δεν έχεις να πεις τίποτα;» συνέχισε αμείλικτα ο Αντώνης. «Δεν θα το αρνηθείς;» Τα χείλη της κινήθηκαν, αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από το στόμα της.
«Πώς μπόρεσες; Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;» «Ποιο;» έκανε την ανοησία να ρωτήσει. Ο άντρας της πετάχτηκε από τον καναπέ σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα. «Να με κερατώνεις. Να πηδιέσαι με κάποιον άλλο, κι εμένα να μ’ αφήνεις στην άγνοιά μου να παίζω το ρόλο του μαλάκα». «Ποιος σου το είπε;» «Αυτό έχει σημασία για σένα; Από πού το έμαθα; Αυτό που μου έκανες σου μοιάζει εντελώς ασήμαντο ;» «Όχι, αλλά…» Τι μπορεί να πει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις;Τόσες φορές είχε
σκεφτεί να ξεκαθαρίσει τη θέση της απέναντί του,για να μη φτάσει ποτέ σ’ αυτό το σημείο, κι όμως ποτέ δεν είχε βρει το θάρρος να το κάνει. «Πόσον καιρό με δουλεύεις; Πόσον καιρό γελάνε οι άλλοι πίσω από την πλάτη μου;» Την πλησίασε άγρια και η Νατάσσα έκανε δυο βήματα πίσω για να αποφύγει το χτύπημά του. Όμως, ο Αντώνης δεν είχε τέτοιο σκοπό. Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της και περίμενε με ανυπομονησία την απάντηση της. «Έ.,.έχει σημασία;» «Όχι και τόσο. Έχεις δίκιο. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το ότι μπόρεσες
να το κάνεις. Όμως, είμαι περίεργος, γι’ αυτό ρωτάω». «Πάνε κάτι μήνες», του απάντησε αόριστα. «Μήνες! Κι εγώ κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου. Κι αυτό το καθίκι ήξερε πως είσαι παντρεμένη, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Και απ’ όλες τις γυναίκες της Αθήνας, τη δική μου βρήκε να πηδήσει;» «Δεν είναι έτσι, Αντώνη. Μακάρι να μπορούσες να καταλάβεις. Ήταν κάτι…» «Ήταν κάτι πρόστυχο και από τους δυο
σας», την έκοψε εκείνος. «Και περισσότερο βέβαια απ’ τη μεριά σου. Αυτός τι είχε να χάσει; Ένα πήδημα περισσότερο, ένα λιγότερο. Εσύ; Τι παραπάνω βρήκες σ’ αυτόν;» «Δεν είναι όπως το περιγράφεις, Αντώνη», του είπε ικετευτικά και η φωνή της ράγισε. «Ξέρω πως θα σε πληγώσω μ’ αυτό που θα σου πω, όμως υπάρχει αγάπη σ’ αυτή τη σχέση. Προσπαθήσαμε να το πολεμήσουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Μ’ αγαπάει και τον αγαπώ κι εγώ, καταλαβαίνεις;» «Όχι, που να πάρει ο διάολος», φώναξε και τη γράπωσε δυνατά από το μπράτσο. «Δεν καταλαβαίνω . Δεν καταλαβαίνω πού πήγε η δική μας
αγάπη. Δεν καταλαβαίνω τι περισσότερο έχει αυτό το παιδαρέλι από μένα». «Η δική μας αγάπη υπάρχει ακόμα σε άλλη μορφή. Αυτό ήταν κάτι πιο δυνατό». «Τόσο δυνατό που σ’ έκανε να διαγράψεις τόσο εύκολα είκοσι χρόνια σχέσης; Που σ’ έκανε να ξεχάσεις όλα όσα περάσαμε μαζί; Να με απορρίψεις σαν άντρα σου και να αδιαφορήσεις για το παιδί μας; Πώς μπόρεσες να σβήσεις μια ολόκληρη ζωή για το τίποτα; Τι περιμένεις απ’ αυτόν;» «Δεν διέγραψα τίποτα. Η κοινή μας ζωή δεν αλλάζει. Με τα καλά και τα άσχημά της. Ούτε αδιαφόρησα για την
Κατερίνα’. Και δεν ξέρω τι περιμένω. Ξέρω μόνο πως ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου». «Τότε,γιατί δεν ήρθες σαν κυρία να μου εξηγηθείς; Να μου πεις τι συμβαίνει, να ζητήσεις διαζύγιο κι έπειτα να κάνεις ό,τι ήθελες; Γιατί με άφησες να γελοιοποιούμαι ;» «Δεν ήθελα να σε πληγώσω», του απάντησε ξέπνοα. «Και τώρα είναι καλύτερα; Τώρα δεν με πλήγωσες; Ξέρεις τι μου έχεις κάνει;» ρώτησε και η φωνή του τσάκισε. «Ναι, καταλαβαίνω. Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να γίνει έτσι».
«Δεν ήθελες να σε πιάσω, ε; Σε βόλευε να συνέχιζες να πηδιέσαι κι εγώ να μην ξέρω τίποτα». «Όχι. Δεν μου άρεσε αυτό. Ήθελα να σου το πω, αλλά δεν ήξερα πώς. Αν μπορούσες να έρθεις στη θέση μου…» «Δεν μπορώ. Και δεν θα έφτανα ποτέ σ’ αυτή τη θέση. Εγώ δεν θα σε κορόιδευα ποτέ έτσι. Δεν θα σε γελοιοποιούσα. Δεν θα γύριζα στα νησιά με κάποια μικρούλα. Δεν θα επέτρεπα στους συνεργάτες μου να γελούν εις βάρος σου». «Κανείς δεν γέλασε εις βάρος σου. Κανείς δεν το ήξερε».
«Κανείς; Ούτε οι φιλενάδες σου; Οι φίλες μας;» κάγχασε. «Ε… Ναι. Μόνο αυτές το ήξεραν». «Καλά πουταναριά κι αυτές. Να τις χαίρεσαι τέτοιες φιλενάδες». «Άδικα τις κατηγορείς. Όλες τους προσπάθησαν να με πείσουν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου απέναντί σου. Τι περισσότερο ήθελες να κάνουν; Να έρθουν να με καρφώσουν;» υπερασπίστηκε τις φιλενάδες της η Νατάσσα.
«Να σου βάλουν μυαλό, αυτό ήθελα. Αλλά όλες ίδιες είστε. Είχε δίκιο ο Γιάννης όταν έλεγε πως όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες». «Γιατί το λες αυτό; Είναι κακό ν’ αγαπήσει ένας άνθρωπος; Είναι πουτανιά η αγάπη;» «Πουτανιά, αγαπητή μου», της τόνισε αργά καθώς την έσπρωχνε στον καναπέ, «είναι να είσαι παντρεμένη και να πηδιέσαι με τον πρώτο τυχόντα. Πουτανιά είναι να γράφεις στο πράμα σου τον άντρα σου και να τριγυρίζεις με κάποιον που θα μπορούσε να ήταν γιος σου, κάποιον που θα έπρεπε να κυνηγά κοπέλες σαν την κόρη σου».
«Η αγάπη δεν κοιτάζει ηλικία, Αντώνη», προσπάθησε να υπερασπιστεί τον έρωτά της. «Δεν του ζήτησα ταυτότητα όταν τον ερωτεύθηκα, ούτε εκείνος με ρώτησε πόσο χρονών είμαι». «Έπρεπε να δεις την ταυτότητά του για να καταλάβεις πως θα μπορούσε να ήταν γιος σου; Κάνει μπαμ από μακριά», της είπε και της πέταξε μερικές φωτογραφίες που είχε κρυμμένες στην τσέπη του. Η Νατάσσα έριξε μια βιαστική ματιά. Σε όλες ήταν με τον Ντίνο στις*Σπέτσες. Αγκαλιασμένοι στο παραλιακό δρομάκι, να φιλιούνται με πάθος στο Παλιό Λιμάνι, να παίζουν στην έρημη παραλία που είχαν ανακαλύψει τη δεύτερη μέρα,
να της κρατάει το χέρι στο ταβερνάκι όπου έφαγαν το τελευταίο βράδυ… «Ήθελα να ’ξέρα, δεν ντρεπόσουν καθόλου που σ’ έβλεπε τόσος κόσμος; Δεν σας ένοιαζε που αυτόν θα τον έλεγαν ζιγκολό κι εσένα τεκνατζού; Μα δεν έχεις καθόλου τσίπα;» «Δεν μπορείς να καταλάβεις». «Όχι,δεν μπορώ. Εξήγησέ μου». «Τον αγαπάω», ξέσπασε η Νατάσσα και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα από τα μάτια της. «Τον αγαπάω και μ’ αγαπάει. Δεν μας νοιάζει η διαφορά της ηλικίας. Δεν το βλέπουμε. Αγαπιόμαστε πολύ και τίποτε
άλλο δεν κατάφερε vot μετρήσει περισσότερο. Είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς, το ξέρω, όμως είναι κάτι πάνω από τις δυνάμεις μας. Προσπαθήσαμε και οι δύο να το εμποδίσουμε να γίνει, αλήθεια σου λέω, αλλά δεν τα καταφέραμε. Θα προτιμούσες να μην είχα πάει μαζί του, αλλά να τον σκέφτομαι κάθε λεπτό, να τον λατρεύω, να κάνω έρωτα μαζί του στα όνειρά μου, να κοιτάζω εσένα και να βλέπω εκείνον στο πρόσωπό σου, να είμαι δίπλα σου και να υποφέρω για κάποιον άλλο;» «Θα προτιμούσα να μου έκανες μια καθαρή και τίμια εξήγηση κι έπειτα να πηδιόσουν με όποιον και όσο ήθελες. Αλλά να ξαπλώνεις δίπλα μου και να μ’
αφήνεις να σ’ αγγίζω, τη στιγμή που πριν από λίγο είχε απλώσει τα βρωμόχερά του πάνω σου ένα κωλόπαιδο, αυτό όχι αγαπητή μου, δεν μπορώ να το καταπιώ με τίποτα». Για λίγο δεν μίλησε κανείς. Ο Αντώνης βημάτιζε πέρα-δώθε στο σαλόνι σαν θηρίο στο κλουβί. Η Νατάσσα είχε κουρνιάσει στη γωνιά του καναπέ και προσπαθούσε να βάλει σε κάποια τάξη τις σκέψεις της. Οι τύψεις της για τον πόνο που είχε προκαλέσει στον άντρα της, πάλευαν με την ανακούφιση πως δεν θα είχε πια τίποτα να κρύψει. Η αγωνία της για το τι θα έλεγε η κόρη της όταν θα μάθαινε τι είχε συμβεί, μαλάκωνε με τη χαρά της για τη λύτρωσή της από το ψέμα. Μόνο που
δεν ήθελε να γίνουν έτσι τα πράγματα. Έπρεπε να είχε βρει τη δύναμη να του μιλήσει η ίδια. Ειδικά μετά την προειδοποίηση της χαρτορίχτρας… Ο Αντώνης πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι και γέμισε ένα ποτήρι. Το ήπιε μονορούφι και το ξαναγέμισε. Η Νατάσσα ήθελε να του ζητήσει να πιει κι εκείνη λίγο, όμως δεν τόλμησε. Δεν ήξερε πόση οργή κρυβόταν ακόμα μέσα του, έτοιμη να ξεσπάσει. «Αν ήξερες τι μου έκανες», τον άκουσε να λέει μέσα από ένα λυγμό. «Πόσο ψηλά σε είχα». Δεν του μίλησε. Τι να του πει; Εκείνη ήξερε, μπορούσε να καταλάβει. Ο
Αντώνης όμως δεν είχε ζήσει ποτέ κάτι τέτοιο και δεν μπορούσε να έρθει στη θέση της. Είχε δίκιο να νιώθει πληγωμένος, προδομένος, ανήμπορος. Ο πόνος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του και της κομμάτιαζε την καρδιά. Ένιωσε την ανάγκη να απλώσει το χέρι της και να χαϊδέψει τα μουσκεμένα μάγουλά του. Να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να τον παρηγορήσει. Τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε σαν φίλο, σαν αδελφό, σαν πατέρα ίσως. Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι. Δεν άντεχε να είναι εκείνη η αιτία για την τόση δυστυχία του. Το τηλέφωνό μου χτύπησε πολύ μετά τα μεσάνυχτα και μ’ έκανε να πεταχτώ γεμάτη ανησυχία. Με δυσκολία
κατάφερα να ξεχωρίσω τη φωνή της Νατάσσας πίσω από τους λυγμούς της. Με μεγάλη προσπάθεια κατάλαβα τι μου έλεγε. Ο Αντώνης τα είχε μάθει όλα. Αυτό που φοβόμασταν. Της πρότεινα να έρθει από το σπίτι, ντύθηκα κι ετοίμασα την καφετιέρα. Μια δύσκολη νύχτα μάς περίμενε. «Έγινε αυτό που δεν ήθελα», μου είπε μισή ώρα αργότερα. Καθόταν, ή μάλλον είχε χωθεί στη γωνιά του καναπέ μου και κρατούσε ένα ποτήρι ουίσκι με χέρι που έτρεμε. «Είχε δίκιο η χαρτορίχτρα. Έβαλε ντετέκτιβ. Δεν ήθελα να το μάθει έτσι, Ελένη». «Το ξέρω. Όμως κι εσύ δεν έκανες τίποτα για να το προλάβεις. Τώρα δεν
ωφελεί να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα. Ό,τι έγινε έγινε και δεν αλλάζει. Προσπάθησε να του εξηγήσεις. Πιστεύω πως με τον καιρό θα σε καταλάβει και θα σε συγχωρήσει. Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;» «Ακόμα δεν ξέρω,τα έχω χαμένα». «Νομίζω πως αυτό που προέχει είναι να τηλεφωνήσεις πρωί-πρωί στην Κατερίνα. Να της μιλήσεις εσύ. Δεν πρέπει να το μάθει από τον Αντώνη». «Ναι, έχεις δίκιο». «Έπειτα θα πρέπει να πληροφορήσεις και τον Ντίνο για τις εξελίξεις». «Έχεις δίκιο», επανέλαβε μηχανικά.
«Μήπως είναι καλύτερα να τον πάρεις τώρα;» πρότεινα. «Θα κοιμάται». «Να ξυπνήσει, Νατάσσα. Αυτό το πρόβλημα δεν αφορά μόνο εσένα. Κι έπειτα, θα θέλει να βρίσκεται μαζί σου αυτή την ώρα. Δεν θα του αρέσει να τον αφήνεις έξω από τα βάσανά σου». «Ξέρεις… φοβάμαι. Δεν ξέρω πώς θα το πάρει. Ποτέ δεν συζητήσαμε μια τέτοια περίπτωση. Ποτέ δεν μου ζήτησε να χωρίσω για να μείνουμε μαζί. Αν τον τρομάξει όλη αυτή η κατάσταση; Δεν θα αντέξω κι άλλη απογοήτευση». «Το ότι δεν σου ζήτησε ποτέ να
χωρίσεις δεν σημαίνει τίποτα. Ούτε αυτό τον απαλλάσσει από τις ευθύνες του. Άλλωστε είναι μια καλή ευκαιρία να τον δεις και στα δύσκολα. Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά στο τέλος, θα το δεις». Είχα δίκιο. Ο Ντίνος αναστατώθηκε, ζήτησε τη διεύθυνσή μου κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε . κοντά της. Επιτέλους τον γνώρισα. Ήταν πολύ γλυκό παιδί. Ευγενικός, τρυφερός και πολύ ερωτευμένος. Έσφιξε τη Νατάσσα στην αγκαλιά του,γέμισε το πρόσωπό της με φιλιά και προσπάθησε να την παρηγορήσει. «Ηρέμησε, αγάπη μου. Ήταν άσχημο
έτσι όπως έγινε, όμως το ξέραμε πως κάποτε εκεί θα κατέληγε. Θα σε καταλάβει, είμαι σίγουρος. Δεν το χειριστήκαμε σωστά, είναι αλήθεια, όμως σε ξέρει τόσα χρόνια. Δεν θα σε καταδικάσει έτσι». «Νομίζω πως ο πόνος του θα με κυνηγάει μια ζωή. Οι τύψεις…» «Ώρα να σου πω κάτι κοινότοπο», μπήκα στη μέση. «Ο χρόνος είναι το καλύτερο γιατρικό για όλες τις πληγές. Κι εκείνος θα το ξεπεράσει, κι εσύ θα ξεχάσεις τις τύψεις σου. Είναι όλα πρόσφατα,γι’ αυτό σου φαίνονται αβάσταχτα». «Δεν ξέρω…»
«Έχει δίκιο η Ελένη, γλυκιά μου», συμφώνησε ο Ντίνος. «Θα δεις πως σε λίγο θα είμαστε όλοι ευτυχισμένοι. Κάνε λίγο υπομονή». Γύρισε και τον κοίταξε με αμφιβολία. «Κι εσύ;» ρώτησε. «Εγώ, τι;» «Τι θα κάνεις;» «Τι εννοείς; Τι θέλεις να κάνω; Θα είμαι δίπλα σου και θα σε στηρίξω με κάθε τρόπο. Μαζί θα το ξεπεράσουμε». Τον κοίταξε δύσπιστα. «Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Δεν… Δεν…» «Επειδή φοβόταν την αντίδρασή σου. Δεν ήξερε τι να περιμένει», εξήγησα εγώ. Μια σκιά πέρασε φευγαλέα από τα πράσινα μάτια του Ντίνου. «Τόσο λίγο με ξέρεις, λοιπόν;» τη ρώτησε με παράπονο . «Δεν… Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για μια τέτοια περίπτωση. Δεν μου είχες συζητήσει ποτέ την προοπτική να χωρίσω από τον άντρα μου…» «Ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο. Είχες φτιάξει τη ζωή σου πριν με γνωρίσεις, είχες την οικογένειά σου. Γιά τίποτα δεν
θα μπορούσα να σου ζητήσω να τα εγκαταλείψεις όλα για χάρη μου. Άφηνα τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους και ήμουν έτοιμος ν’ ακολουθήσω όποια απόφαση έπαιρνες εσύ. Εγώ δεν διακινδύνευα τίποτα. Εσύ ρισκάριζες τα πάντα. Θα ήταν άδικο να σε πιέσω. Μου έφτανε η σκέψη πως μ’ αγαπούσες». Αυτή τη φορά, είχα την αίσθηση πως τα δάκρυα που έτρεξαν από τα μάτια της φίλης μου είχαν πηγή την ευτυχία. Η Κατερίνα δεν κατέκρινε τη μητέρα της, ούτε όμως τη δικαιολόγησε. Είχε αποφασίσει να μείνει το καλοκαίρι στην Ιταλία επειδή είχε βρει μια δουλειά, που της άρεσε, ειδοποίησε ωστόσο τη Νατάσσα πως θα κανόνιζε να έρθει το
πρώτο Σαββατοκύριακο για να τα πουν από κοντά. Μάνα και κόρη συναντήθηκαν σε ένα ήσυχο καφέ για να συζητήσουν. Η Νατάσσα είχε μετακομίσει από την επόμενη κιόλας μέρα του κακού στο σπίτι του Ντίνου. Τώρα κρατούσε στο ένα χέρι το ποτήρι με το φραπέ της, στο άλλο το τσιγάρο της και είχε χαμηλώσει αμήχανα το κεφάλι. «Αοιπόν;» τη ρώτησε η Κατερίνα. «Τι θέλεις να σου πω; Λίγο-πολύ, τα ξέρεις όλα. Ίσως και κάπως διαστρεβλωμένα από τον πατέρα σου». «Εγώ όμως θέλω ν’ ακούσω και τη δική
σου πλευρά. Όχι για να σε καταδικάσω ή να σε αθωώσω, δεν νιώθω ικανή για κάτι τέτοιο. Ωστόσο θέλω να ξέρω πώς έγιναν όλα. Με τον πατέρα δείχνατε μια χαρά, χωρίς προβλήματα». «Το ξέρω. Και ήμαστε καλά. Έρωτας βέβαια δεν υπήρχε μετά από είκοσι χρόνια γάμου, και είναι φυσικό, νομίζω. Το μόνο κακό ήταν πως είχαμε κάπως αποξενωθεί εξαιτίας της δουλειάς του και της δικής μου. Οι συναντήσεις μας είχαν γίνει πια τυπικές. Είχαμε χάσει το σημείο επαφής. Τα μόνα κοινά που είχαμε ήταν εσύ και οι φίλοι μας». Σταμάτησε για λίγο και ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της.
«Πιστεύω πως επαναπαυθήκαμε στη δύναμη της σχέσης μας, κι αυτό ήταν λάθος. Τη θεωρούσαμε δεδομένη, εξασφαλισμένη, σίγουρη. Κανείς μας δεν κατάλαβε πως οποιαδήποτε σχέση, όσο δυνατή κι αν είναι, πρέπει να καλλιεργείται κάθε μέρα, πρέπει να παίρνει για να μπορεί να δίνει, πρέπει να προστατεύεται από την πλήξη και την ανία. Κι έτσι, σιγά-σιγά, απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλο. Οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει, κι εμείς δεν το είχαμε πάρει είδηση. Νομίζαμε πως βαδίζαμε παράλληλα, εγώ όμως πήγαινα προς το βορρά κι ο Αντώνης προς το νότο». «Και κάπου εκεί συνάντησες τον άλλο,τον… πώς τον λένε;»
«Ντίνο. Δεν φταίει εκείνος, Κατερίνα. Θέλω να το πιστέψεις αυτό. Και -ίσως σου φανεί εγωιστικόπιστεύω πως δεν έφταιγα ούτε εγώ. Ένα μεγάλο μέρος της καρδιάς μου είχε μείνει κενό και ο Ντίνος το γέμισε. Έτσι απλά, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. Δεν το επεδίωξα. Δεν ψαχνόμουν». «Σε πιστεύω. Δεν ήσουν ποτέ από εκείνες που πάνε γυρεύοντας για περιπέτειες. Δεν είσαι ματαιόδοξη, δεν είσαι επιπόλαιη,το ξέρω. Και να σου πω κάτι, ρε μαμά;Ώς ένα σημείο μπορώ να σε καταλάβω. Σου συνέβη κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας. Ίσως κάποιος άλλος να είχε τη δύναμη να το κρύψει βαθιά μέσα του, να υποφέρει μια ζωή για χάρη της
οικογένειάς του, να ζει μέσα στο ψέμα για να μη χαλάσει την εικόνα του ευτυχισμένου σπιτικού. Εσύ δεν είχες αυτή τη δύναμη και είναι αποδεκτό. Αυτό που με ξενίζει κάπως είναι η διαφορά της ηλικίας σας. Ο μπαμπάς μού είπε πως θα μπορούσε να είναι γιος σου. Πώς μπορεί μια ώριμη γυναίκα να ερωτευθεί, να θυσιάσει τόσα πράγματα για χάρη ενός νεαρού;» «Είσαι πολύ μικρή για να το καταλάβεις. Η ζωή είναι μπροστά σου, οι άνθρωποι που θα μπορούσες να ερωτευθείς είναι τουλάχιστον συνομήλικοί σου, δεν έχεις περιθώρια για τέτοιου είδους εκκεντρικότητες. Βλέπεις την αγάπη από συγκεκριμένη οπτική γωνία. Όμως, δεν είναι έτσι. Η
αγάπη δεν χωρά μέσα σε περιορισμούς και κανόνες. Είναι ένα υπέροχο συναίσθημα που σβήνει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ηλικιακές διαφορές, σε αντικρουόμενες σκέψεις, σε διαφωνίες χαρακτήρων. Και δεν ελέγχεται. Δεν μπορείς να πεις, α, αυτός δεν μου κάνει, δεν τον αγαπώ. Από τη στιγμή που θα σκιρτήσει η καρδιά σου, αποδέχεσαι ακόμα και τα ελαττώματα του άλλου. Και τα αγαπάς». Η Κατερίνα δεν μίλησε. Έδειξε να σκέφτεται σοβαρά τα λόγια της μητέρας της. «Η αλήθεια είναι πως δεν θα ήθελα ν’ αγαπήσω έτσι έναν άντρα τόσο μικρότερό μου», συνέχισε η Νατάσσα.
«Γιατί, πίστεψέ με, αυτού του είδους η αγάπη πονάει πολύ. Σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να έχεις εγγυήσεις, εδώ όμως όλα μοιάζουν να είναι εναντίον σου. Από τον κόσμο που σε περιτριγυρίζει μέχρι το μέλλον που σε περιμένει. Η ευτυχία σου δηλητηριάζεται από αβεβαιότητες, φοβίες, ανασφάλειες. Κάθε μέρα ξυπνώ και αναρωτιέμαι αν μ’ αγαπάει ακόμη. Αν θα με κοιτάξει χωρίς να δει τις ρυτίδες μου, δίχως να αηδιάσει με τη χαλαρή μου κοιλιά, χωρίς να φοβηθεί τις άσπρες τρίχες που ξέφυγαν από τη βαφή. Κάθε φορά που λείπει μακριά μου,φοβάμαι πως θα γνωρίσει μια νέα και όμορφη κοπέλα σαν εσένα, που θα τον κάνει να σιχαθεί και τον εαυτό του
κι εμένα μαζί. Μένω μόνη και κλαίω επειδή τρέμω τη στιγμή που η αγάπη μου δεν θα του είναι πια αρκετή και δεν θα μπορεί να καλύπτει άλλο τα σημάδια που μου φόρτωσε ο χρόνος». «Τον αγαπάς λοιπόν τόσο πολύ;» ρώτησε η Κατερίνα με έναν τόνο οίκτου, «Δεν θέλω να με λυπάσαι, Κατερίνα. Δεν φταίμε εμείς αν η καρδιά μας δεν γερνά ταυτόχρονα με το κορμί μας. Ξέρω πολύ καλά πού βαδίζω και γνωρίζω τι πρέπει να κάνω όταν έρθει εκείνη η καταραμένη ώρα. Προς το παρόν απολαμβάνω με όλες μου τις αισθήσεις αυτό που έχω. Και είμαι ευτυχισμένη, να είσαι βέβαιη».
Η Κατερίνα σκέπασε με την παλάμη της το χέρι της μητέρας της. «Δεν ξέρω τι να σου πω. Δεν ξέρω αν σε θαυμάζω, αν σε ζηλεύω ή αν σε λυπάμαι. Νομίζω πως εγώ δεν θα γνωρίσω ποτέ ένα τόσο δυνατό συναίσθημα. Ακόμα και ο πρώτος μου έρωτας, που είναι όπως λένε ο πιο σημαντικός στη ζωή ενός κοριτσιού, δεν είχε το πάθος, την ανιδιοτέλεια,την αυταπάρνηση της δικής σου σχέσης. Σου εύχομαι μόνο να έχεις πάντα την ανταπόκριση που σου αξίζει. Να μη πληγωθείς ποτέ». «Αυτό είναι αδύνατον,το ξέρουμε και οι δύο».
«Τότε, να πονέσεις όσο το δυνατόν λιγότερο». «Σ’ ευχαριστώ», απάντησε η Νατάσσα, συγκινημένη από την κατανόηση και την ευαισθησία της κόρης της. Βαθιά μέσα της ήταν περήφανη ξέροντας πως αυτό το πλάσμα εκείνη το είχε μεγαλώσει, εκείνη είχε εμφυτεύσει στην ψυχή του τις ιδέες που τώρα εξέφραζε . Η κόρη της, εντέλει, μπορούσε να την κατανοήσει, γιατί η ίδια τής είχε διδάξει κάποτε τη συμπόνια και την απέραντη στοργή. 13
Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα Τετάρτης. Τα καθιερωμένα ραντεβού μας στην καφετέρια είχαν χάσει πια τη συχνότητά τους. Η ζωή μας είχε αλλάξει σημαντικά, εκτός από της Έρης που είχε χαθεί για πάντα. Ο χειμώνας που πέρασε, μας είχε αφήσει με προβληματισμούς και ανησυχίες, αλλά και φρέσκα όνειρα που ανυπομονούσαμε να πραγματοποιήσουμε. Έριξα μια επιδοκιμαστική ματιά στο στρωμένο τραπέζι και γύρισα στην κουζίνα για να ετοιμάσω την πιατέλα με τα μεζεδάκια. Σε λίγο θα έρχονταν οι δύο φίλες μου για να πιούμε ένα ουζάκι και να πούμε τα νέα μας, και το βραδάκι θα δειπνούσαμε μαζί με τους άντρες της
ζωής μας και τον Αντρέα. Ήταν η πρώτη φορά που θα συναντιόμασταν όλοι μαζί, που θα παρουσιάζαμε δύο νέα πρόσωπα -τον Μανόλη και τον Ντίνο-σε όλη την παρέα. Ήταν η πρώτη φορά μετά το χωρισμό μου, που έκανα τραπέζι στο σπίτι μου, κι ένιωθα πολύ ευτυχισμένη γι’ αυτό. Δεν ανησυχούσα για την επιτυχία της βραδιάς. Την είχα σίγουρη. Τα δύο νέα πρόσωπα ήταν αξιαγάπητα και ταίριαζαν απόλυτα με τη νοοτροπία και την άνεση των παλιών μου φιλενάδων. Στις εφτά ακριβώς έφτασαν οι φίλες μου. Έπειτα από εγκάρδιες αγκαλιές και ζεστά φιλιά βολευτήκαμε στο καθιστικό και σερβίραμε στα ποτήρια μας ούζο.
«Σε τι να πιούμε;» ρώτησε η Μαρία. «Στο νέο ξεκίνημα της ζωής μας», πρότεινε η Νατάσσα. «Στη φιλία μας, που δεν θα πεθάνει ποτέ», είπα εγώ. «Σε όλα τα όμορφα πράγματα της ζωής μας», κάλυψε και τις δυο μας η Μαρία και ήπιε μια γουλιά από το μυρωδάτο ποτό. «Λοιπόν;» μας ρώτησε όταν ακουμπήσαμε τα ποτήρια μας στο τραπεζάκι. «Τα νέα σας». Κοιταχτήκαμε και οι τρεις, περιμένοντας να κάνει κάποια άλλη την αρχή. «Πάντα θα πρέπει να συντονίζω εγώ τη συζήτηση;» ρώτησε ανυπόμονα η
Μαρία. «Καλά, λοιπόν. Αφού το θέλετε, λέγε, Νατάσσα». «Είμαι έγκυος», ανακοίνωσε η φίλη μας κι έμεινε να περιμένει την αντίδρασή μας. «Λοιπόν», συνέχισε έπειτα από λίγο, «ωραία δόντια έχετε. Τα είδα. Τώρα μπορείτε να κλείσετε το στόμα σας». «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;» ρώτησε η Μαρία, βρίσκοντας πρώτη την αυτοκυριαρχία της. «Θα το κρατήσω». «Σοβαρολογείς;» Αυτό, ομολογώ, ήταν κάτι που δεν περίμενα να ακούσω. «Φυσικά σοβαρολογώ».
«Μα το σκέφτηκες καλά; Νιώθεις πως έχεις τις αντοχές να γεννήσεις και να μεγαλώσεις άλλο ένα παιδί έπειτα από τόσα χρόνια;» επέμεινα. «Ναι. Το θέλω αυτό το παιδί. Είναι το παιδί του άντρα που αγαπάω. Είναι το παιδί του πιο μεγάλου έρωτα της ζωής μου. Δεν μου πέρασε ούτε στιγμή απ’ το μυαλό να το ρίξω». «Και ο Ντίνος τι λέει;» ζήτησε να μάθει η Μαρία. «Είναι τρελός και παλαβός απ’ τη χαρά του. Ανυπομονεί πότε θα το πιάσει στα χέρια του κι εύχεται να είναι κορίτσι και να μου μοιάζει».
«Θα παντρευτείτε;» Φαίνεται ότι τις πιο ανόητες ερωτήσεις έπρεπε να τις κάνω εγώ. «Όχι», απάντησε η Νατάσσα. «Ο Ντίνος θέλει, με παρακαλάει να το κάνουμε. Εγώ αρνούμαι». «Γιατί;» ρωτήσαμε και οι δύο με ένα στόμα. «Δεν καταλαβαίνω τι χρειάζεται ένας γάμος. Για μένα είναι μια λέξη αόριστη, μια ανόητη δέσμευση. Δεν μπορεί να σου εγγυηθεί τίποτα, κι αυτό το ξέρουμε πολύ καλά εμείς οι δύο», είπε γυρνώντας σε μένα. «Το μόνο που θέλω είναι να είμαστε μαζί αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι. Κι αυτό, κανένα χαρτί δεν
μπορεί να σου το υποσχεθεί. Έπειτα, δεν θέλω να τον κάνω να νιώθει δεσμευμένος, πιεσμένος. Θέλω να μπορεί να φύγει εύκολα όποια στιγμή το αποφασίσει, αν το θελήσει. Τον αγαπώ πολύ για να τον υποχρεώσω να σκλαβωθεί έτσι». «Κι εσύ;» αρκέστηκε να ρωτήσει η Μαρία. «Εγώ είμαι ευτυχισμένη να τον έχω κοντά μου, να τον αγαπώ και να μ’ αγαπά, να γεννήσω το παιδί του. Δεν ζητώ τίποτε άλλο. Νιώθω τυχερή που γνώρισα κι έζησα ένα τέτοιον έρωτα. Δεν θέλω να φανώ αχάριστη, ούτε να κοροϊδέψω τον εαυτό μου με ανατρέψιμες τελετές».
«Ο Αντώνης το ξέρει;» ήταν η επόμενη ανόητη ερώτησή μου. «Δεν ξέρω, ούτε και με νοιάζει. Ίσως του το είπε η Κατερίνα». «Η μικρή πώς αντέδρασε;» Η Μαρία άδειασε το ούζο από το ποτήρι της και περίμενε με αγωνία την απάντηση της φίλης μας. «Η Κατερίνα έδειξε εξαρχής πως είναι άτομο προοδευτικό και γεμάτο κατανόηση. Μου είπε πως το πρόβλημα είναι δικό μου,το ίδιο και η επιλογή. Και μου ξεκαθάρισε πως τα αισθήματά της και η γνώμη της για μένα δεν θα αλλάξουν από την οποιαδήποτε απόφασή μου».
«Είναι λογικό», μονολόγησα. «Απ’ τη στιγμή που κατάλαβε και αποδέχτηκε αυτή τη σχέση…» «Τώρα τι να σου πω, ρε φιλενάδα», είπε η Μαρία. «Είπες να ξεφύγεις από τη ρουτίνα της ζωής σου, αλλά εσύ το παράκανες. Ούτε στις σαπουνόπερες δεν βλέπουμε τέτοια πράγματα. Μπράβο. Ήσουν η πιο ήσυχη της παρέας και μας βγήκες η πιο επαναστάτρια». «Κακό είναι αυτό;» «Κάθε άλλο! Απ’ τη στιγμή που παίρνεις συνειδητά τις αποφάσεις σου, μπράβο σου και μαγκιά σου. Και να ξέρεις, σε θαυμάζω. Θέλει θάρρος και ανιδιοτέλεια για να χαράξεις τέτοιο
δρόμο. Και μεγάλη καρδιά». «Σημασία έχει να νιώθεις εσύ καλά, και αφού αυτό είναι που σε κάνει ευτυχισμένη, τα άλλα περιττεύουν», είπα εγώ. «Σε μια σχέση, σημασία έχει να νιώθουν και οι δύο καλά», μου θύμισε η Νατάσσα. «Κι αυτό εσύ το ξέρεις καλύτερα απ’ όλες μας. Αυτό προσπαθώ κι εγώ. Να ανταποδώσω στον Ντίνο την ευτυχία που μου χάρισε, για να μπορέσουμε μετά να τη δωρίσουμε και στο παιδί μας». «Πόσο μηνών είσαι;» ζήτησε να μάθει η Μαρία,
«Την άλλη βδομάδα θα μπω στον τρίτο», απάντησε η φίλη μας και χάιδεψε τρυφερά την κοιλιά της, «Άντε, καλή λευτεριά!» της ευχηθήκαμε και τσουγκρίσαμε πάλι τα ποτήρια μας. «Τώρα θα τα ξαναγεμίσουμε και θα ακούσουμε τα νέα της Ελένης», είπε η Μαρία και ετοίμασε το δεύτερο γύρο. «Ελπίζω και τα δικά σου να είναι αρκετά συνταρακτικά». «Όπως το πάρει κανείς», απάντησα και πήρα ένα καναπεδάκι από την πιατέλα. «Λέγε, λοιπόν», με παρακίνησε ανυπόμονα η Νατάσσα όταν είδε πως αργούσα να ξεκινήσω.
Ήπια αργά δυο γουλιές ούζο, θέλοντας να δώσω λίγο σασπένς σ’ αυτά που θα έλεγα. Είδα τις φίλες μου να με κοιτούν με αγωνία και χαμογέλασα. Τι περίμεναν ν’ ακούσουν;Τι συνταρακτικό θα μπορούσα να τους πω εγώ; Ύστερα μάλιστα από τα νέα της Νατάσσας… «Άντε ντε. Θες να μας σκάσεις πρώτα;» «Μην έχεις τόση αγωνία», είπα στη Μαρία. «Τα δικά μου δεν είναι τόσο συγκλονιστικά όσο της κυρίας από ’δω. Απλά πράγματα, συνηθισμένα». «Φιλενάδα», είπε η Μαρία αγανακτισμένα, «μπο-. ρεί η Νατάσσα να περιμένει παιδί από τον Ντίνο,εμένα
όμως με γκάστρωσες εσύ!» «Λοιπόν, εγώ αποφάσισα ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή σας και να δεχτώ κατά το ήμισυ την πρόταση του Μανόλη», είπα αινιγματικά. «Δηλαδή;» ρώτησε η Νατάσσα. «Θα συζήσουμε για ένα διάστημα και αν όλα πάνε καλά, ίσως προχωρήσω στο επόμενο βήμα». «Μπράβο», είπε η Μαρία. «Σωστή απόφαση». «Η πιο σωστή», συμφώνησε και η Νατάσσα. «Το είπες στα παιδιά; Πώς το δέχτηκαν;»
«Τους το είπα». Το πρόσωπό μου συννέφιασε λιγάκι. «Η Νίκη το δέχτηκε ψύχραιμα, σαν κάτι φυσικό. Ο Άγγελος, όμως…» «Αντέδρασε άσχημα;» «Όχι, δεν θα το έλεγα. Όσο όμως κι αν προσπαθούσε να μου παραστήσει τον αδιάφορο, κατάλαβα πως τον ενόχλησε η ιδέα». «Είναι φυσικό», είπε η Μαρία. «Τα αγόρια βλέπουν αλλιώς τη μάνα τους. Σαν ιερό εικόνισμα που έχουν τοποθετήσει ψηλά και δεν επιτρέπουν σε κανένα ξένο χέρι να το αγγίξει». «Δεν θέλω να τον πληγώσω», είπα.
«Προσπάθησα όσο καλύτερα μπορούσα να του εξηγήσω πώς νιώθω, τι ανάγκες έχω ως άνθρωπος, πόσο ξεχωριστή θέση έχουν τα παιδιά μου στη ζωή μου. Έδειξε να τα κατάλαβε όλα, όμως δεν μπόρεσε ακόμα να χωνέψει το γεγονός πως θα μπει κάποιος τρίτος, κάποιος ξένος, στη ζωή μας». «Σιγά-σιγά θα το αποδεχτεί. Μεγαλώνει και θα καταλάβει πως ορισμένα πράγματα είναι απαραίτητα και αδιαπραγμάτευτα. Θα συνειδητοποιήσει πως αυτός και η αδελφή του κάποια μέρα θα ακολουθήσουν τη δική τους ζωή και δεν είναι δίκαιο για σένα να μείνεις μόνη». «Πώς τα πάνε με τον Μανόλη;» ρώτησε
η Μαρία. «Καλά. Πολύ καλά. Τους κέρδισε αμέσως σαν φίλος. Ασχολείται μαζί τους, παίζει, συζητά. Όταν όμως ο Άγγελος κατάλαβε πως έχει ξεχωριστή θέση στη ζωή μου, έγινε επιφυλακτικός και κάπως ψυχρός». «Πού θα μείνετε;» ήταν η σειρά της Νατάσσας να ρωτήσει. «Εδώ;» «Όχι δα! Το ξέρετε πως ποτέ δεν θεώρησα αυτό το σπίτι δικό μου. Κι αν συνέχιζα να μένω εδώ τόσον καιρό,το έκανα μόνο για χάρη των παιδιών. Θα πάμε στο πατρικό μου. Έτσι κι αλλιώς, οι ενοικιαστές ψάχνουν ν’ αγοράσουν δικό τους σπίτι και θα φύγουν
σύντομα». «Πότε δηλαδή;» «Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Δεν βιάζομαι. Θέλω πρώτα ν’ αλλάξει τρόπο αντιμετώπισης ο Άγγελος. Αν δεν είμαι σίγουρη πως το δέχτηκε απόλυτα, δεν θα κάνω αυτό το βήμα. Πάντως, δεν πιστεύω πως θα αργήσει πολύ. Έτσι κι αλλιώς, οι γονείς του καλύτερού του φίλου είναι χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι.. Ξέρει πως αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Δεν είναι κάτι άγνωστο για εκείνον. Είναι θέμα χρόνου». «Και ο Γιάννης;» ρώτησε η Μαρία.
«Ο Γιάννης, τι; Δεν έχει δικαίωμα να ανακατευτεί καθόλου. Αυτός συνεχίζει τη ζωή του απτόητος. Δεν του πέφτει κανένας λόγος». «Όσο γι’ αυτό, δεν χωράει αμφιβολία», συμφώνησε η Μαρία. «Ο Κώστας πιστεύει πως σύντομα θα παντρευτεί τη Βάλια». «Είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της;» θέλησε να μάθει η Νατάσσα. «Σαχλαμάρες! Ο Γιάννης είναι από τους ανθρώπους που ερωτεύονται μόνο μία φορά στη ζωή τους. Τον εαυτό τους. Απλώς δεν μπορεί να ζήσει μόνος και η Βάλια φαίνεται να τον βολεύει. Αναλαμβάνει το ρόλο που αρνήθηκε πια
να παίζει η Ελένη». Η Νατάσσα σηκώθηκε και πλησίασε το τζάκι. Πήρε στα χέρια της μια ξύλινη κορνίζα και κοίταξε τη φωτογραφία που έδειχνε εμάς, τις τέσσερις φίλες, πριν από τρία χρόνια. «Πώς έρχονται τα πράγματα!» μονολόγησε. «Ποια θα το φανταζόταν τότε πως θα άλλαζε έτσι η ζωή μας. Πως σήμερα θα έλειπε η Έρη από κοντά μας και πως οι δύο από εμάς θα κάναμε μια νέα αρχή, σχεδόν σε ηλικία που άλλες γίνονται γιαγιάδες». Άφησε την κορνίζα στη θέση της. «Εσύ, Μαρία; Έχεις αλλάξει καθόλου από τότε;» «Φυσικά. Χάρη στις τρεις φίλες μου,
έχω ζήσει πράγματα συνταρακτικά που σημάδεψαν τη ζωή μου. Γνώρισα το θάνατο, θαύμασα ένα μεγάλο έρωτα, έζησα από κοντά μια επανάσταση κι έναν αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία. Μπορεί η δική μου ζωή να είναι ήρεμη και καλοβαλμένη, όμως είναι γεμάτη από τις δικές σας εμπειρίες, γι’ αυτό πιστεύω πως είναι πλούσια. Εγώ δεν έχω νέα να σας πω. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Ωστόσο, το ότι δεν γνώρισα την πλήξη και την ανία, το χρωστώ σ’ εσάς τις τρεις. Και λίγο στον Κώστα και την απιστία του», πρόσθεσε χαμογελώντας. «Το ξεπέρασες εντελώς;» ρώτησε η Νατάσσα.
«Ναι. Πιστεύω πως ναι. Τουλάχιστον δεν το σκέφτομαι πια. Κατανόησα πως είναι κι αυτό μέσα στο παιχνίδι». «Τελικά, η χαρτορίχτρα δεν είχε μεγάλη επιτυχία, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε η Νατάσσα. «Μάλλον όχι», απάντησα χαμογελώντας. «Έγιναν μόνο τα μισά απ’ όσα προέβλεψε πως θα γίνουν, και όλα όσα είπε πως δεν θα γίνουν». «Χαρτορίχτρες και κουραφέξαλα!» ειρωνεύτηκε η Μαρία. «Την επόμενη φορά που θα θελήσετε να μάθετε το μέλλον σας, ελάτε σε μένα. Θα σας στοιχίσει λιγότερο και θα σας βρω περισσότερα».
Κοίταξα το ρολόι μου. «Σε λίγο θα καταφθάσουν οι άντρες. Τι λέτε; Δεν είναι ώρα να ετοιμάσουμε τις σαλάτες;» Οι άντρες της παρέας ήταν συνεπείς. Γύρω στις. εννέα άρχισαν να φτάνουν ο ένας μετά τον άλλο, κι έπειτα από μισή ώρα καθόμασταν όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Ούτε ο Κώστας ούτε ο Αντρέας έδειξαν να ενοχλούνται σπό την παρουσία των δύο καινούργιων στη συντροφιά μας και τους αντιμετώπισαν λες κι ήταν φίλοι από παλιά. Όταν μάλιστα έμαθαν τα νέα μας, συμμετείχαν με όλη τους την καρδιά στη χαρά μας. «Δηλαδή, φιλενάδα, σε εφτά μήνες θα έρθεις να σε ξεγεννήσω», είπε ο
Αντρέας χαμογελώντας. «Ε ρε και να ζούσε η Έρη. Χαρές που θα έκανε», συμπλήρωσε και το πρόσωπό του συννέφιασε. «Αν δεν έχετε αντίρρηση», είπε ο Κώστας,«προσφερόμαστε για νονοί. Εσύ τι λες, αγάπη μου;» ρώτησε τη Μαρία και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. «Και το ρωτάς; Θα είναι πραγματική ευτυχία για μένα να βαφτίσω τον καρπό ενός τόσο μεγάλου έρωτα. Φτάνει να συμφωνούν και τα παιδιά». «Τι λες, Τινι;» ρώτησε η Νατάσσα τον Ντίνο,χαμογελώντας του τρυφερά,
«Τίνι;» επανέλαβα. «Τι είναι πάλι αυτό;» «Το χαϊδευτικό του», εξήγησε η Νατάσσα. «Από το “παγωτίνι”». «Παγωτίνι;» απόρησε η Μαρία. «Τόσο κρυόκωλος είναι; Αλλα μας έλεγες εσύ». Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Δεν υπάρχει πιο θερμός άντρας απ’ αυτόν εδώ», είπε η Νατάσσα και φίλησε τον Ντίνο που χαμογελούσε. «Τον έβγαλα έτσι την εποχή που ήμουν παντρεμένη. Τον έβλεπα τόσο λίγο ώστε κάθε φορά που χωρίζαμε ένιωθα σαν παιδί που του χάριζαν ένα μεγάλο παγωτό κι έπειτα του το έπαιρναν πριν προλάβει να δοκιμάσει δεύτερη κουταλιά. Φαντάζεστε πώς ένιωθα».
«Καλά, χάθηκε να του βρεις κάτι πιο γλυκό, πιο ρομαντικό, πιο… καυτό;» ρώτησε ο Κώστας. «Είμαι και γλυκό και καυτό», ανέλαβε την υπεράσπισή του ο Ντίνος. «Είμαι παγωτό της φωτιάς, παρφέ. Άρα και γλυκό και καυτό». «Χρειάζεσαι όμως ειδική φροντίδα για να μη λιώσεις», είπε ο Μανόλης. «Κι έχω ακούσει πως η φιλενάδα μας από ’δω κοντεύει να σε εξαντλήσει», συμπλήρωσε πονηρά. «Έτσι, ε;» έκανε πως διαμαρτύρεται η Νατάσσα. «Ωραίες φίλες είστε. Μου βγάλατε και παράρτημα».
«Για να τ’ ακούνε μερικοί-μερικοί και να παίρνουν παράδειγμα», είπε η Μαρία και βάλαμε όλοι τα γέλια. Η βραδιά κύλησε μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα. Καλοπροαίρετα πειράγματα, γέλια και τρυφερά ερωτόλογα. Πριν φέρω από την κουζίνα τα φρούτα, στάθηκα στο άνοιγμα της πόρτας και τους κοίταξα. Χαμογέλασα ευτυχισμένη. Όλα είχαν μπει στο δρόμο τους. Οι φίλοι μου πάντα κοντά μου, η χαρά πάλι συγκάτοικος στο σπίτι μου, η γαλήνη επιτέλους να* βασιλεύει στην καρδιά μου. Ήταν και ο Μανόλης… Το βλέμμα μου στάθηκε στο πρόσωπό του. Ο Μανόλης δίπλα μου, να με στηρίζει χωρίς να με πιέζει, να μου δίνει δίχως να ζητά, να μ’ αγαπά χωρίς ανταλλάγματα.
Να μου κλείνει τρυφερά το μάτι σαν να μου λέει: «Είδες πόσο απλά είναι όλα;Είδες τι όμορφα που μπορούμε να ζήσουμε μαζί; Εγώ, εσύ και τα παιδιά μας. Και οι φίλοι μας. Τι άλλο να ζητήσουμε;» Εφτά μήνες αργότερα, η Νατάσσα γέννησε ένα ξανθό κοριτσάκι κι εγώ άρχισα να μοιράζω τις προσκλήσεις του γάμου μου. Πήγαινα στη Δάφνη για να δώσω ένα προσκλητήριο σε μια συνάδελφο μεταφράστρια. Περνώντας μέσα από το Παγκράτι, υπολόγισα περίπου πού βρισκόταν η γειτονιά εκείνης της χαρτορίχτρας. Γύρισα το κεφάλι προς τα ’κει κι έβγαλα περιπαιχτικά τη
γλώσσα. Καλή η προσπάθεια, σκέφτηκα, αλλά καμιά τράπουλα και κανένα φλιτζάνι δεν έχει ούτε τις ικανότητες τις δικές μας ούτε τη δύναμη του πεπρωμένου μας. Σου τη φέραμε, Παγέτ. Σου τη σκάσαμε. Και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Καλή η προσπάθεια, αλλά καμία τράπουλα και κανένα φλιτζάνι δεν έχουν τη δύναμη που μπορούν να έχουν οι γυναίκες όταν τολμούν…