ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΡΕΥΜΑΤΑ Επιμέλεια Αγγέλ Αγ γέλαα Κα Καστ στρι ρινάκ νάκη, η, Αλ Αλέξ έξης ης Πο Πολί λίτης της,, Δημήτ Δημ ήτρη ρηςς Τζ Τζιό ιόβα βαςς
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ / ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ, ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΡΕΥΜΑΤΑ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟ 20 - 22 ΜΑΪΟΥ 2011
Επιμέλεια
Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2012
Π ANEΠIΣTHMIAKEΣ E KΔOΣEIΣ K Ρ HTHΣ iδρυμα t εχνολογιασ
και E ρευνασ
Hράκλειο Kρήτης: Νικ. Πλαστήρα 100, Βασιλικά Βουτών 700 13. Tηλ. 2810 391097, Fax: 2810 391085 Aθήνα: Κλεισόβης 3, 106 77. Tηλ. 210 3849020-23, Fax: 210 3301583 e-mail:
[email protected] www.cup.gr Μ ουΣΕιο Μ ΠΕΝΑΚH Κουμπάρη 1, 106 74 Αθήνα Τηλ. 210 3671000 www.benaki.gr
© 2012 για την ελληνική γλώσσα:
ΠανεΠιστημιακεσ εκδοσεισ κρητησ & μουσειο μΠενακη
Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2012 Φιλολογική επιμέλεια: Στέλλα Τσάμου Σελιδοποίηση: Παρασκευή Βλάχου ( ΠΕΚ) Εκτύπωση: Fotolio & τυpicon Βιβλιοδεσία: Θ. Ηλιόπουλος – Π. Ροδόπουλος Σχεδίαση εξωφύλλου: Βάσω Αβραμοπούλου
ISBN
978-960-524-384-5 978-960-476-119-7
OE
Περιεχόμενα
xi
Προλογικό σημείωμα
MARIO VITTI Μια φιλία PETEr MACKRIDGE Λογοτεχνία και γλωσσικό ζήτημα, 1900-1967
xix 1
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ R odErIck ΒΕΑΤΟΝ
Ελληνικός μοντερνισμός 1900-1930: πριν από το ξεκίνημα Δημητρησ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗΣ «Το μεγάλο όνειρο του Ιουλιανού»: η συνάντηση του επτανησιακού ιδεαλισμού με τον πρώιμο ελληνικό νιτσεϊσμό ΜΑΡΙΑ ΡΩΤΑ Ανασυνθέτοντας την αλεξανδρινή λογοτεχνική δραστηριότητα 1910-1930: από τα πρόσωπα στις συλλογικότητες ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ Η δεκαετία του 1920: από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση Χ. Λ. ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ Η κριτική της κριτικής: προβληματισμοί και αντιπαραθέσεις στη δεκαετία του 1920 Γιαννησ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗΣ Γαλλικές απηχήσεις στη νεοελληνική κριτική 1930-1960: η έννοια του κλασικού ΛΙΖΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ «Μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ…» Η αυτοσυνειδησία των ποιητών στον ελληνικό μεσοπόλεμο
21
29
43
61
83
99
121
viii
ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΥ 20 ΑΙΩΝΑ ου
Μιχαλησ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ Προσλαμβάνοντας τον πολιτικό Καβάφη: τα ποιήματα για τον Ιουλιανό και το ζήτημα της «κυριαρχίας» ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ Ο Ιησούς Χριστός σε μιαν άθεη εποχή (1920-1940) ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Ιατρικές ιδέες στη λογοτεχνία: Ανδρέας Εμπειρίκος και René Laforgue ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ Η ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Σημεία πορείας
131 151
173
195
Β΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Δημητρησ ΤΖΙΟΒΑΣ Από τον μοντερνισμό στο nouveau roman: θεωρητικές αναζητήσεις και προβληματισμοί γύρω από το μυθιστόρημα στην Ελλάδα ΚΕΛΗ ΔΑΣΚΑΛΑ Η γοητεία και η λήθη της λυρικής πεζογραφίας στον 20 ό αιώνα Σ. Ν. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ Για μια ιστορία της ελληνικής πειραματικής πεζογραφίας κατά την περίοδο 1944-1974 ΤΑΚΗΣ ΚΑΓΙΑΛΗΣ «Ποιητές άξιοι του έθνους»: στρατηγικές για την εθνικοποίηση της μοντέρνας ποίησης στη μεταπολεμική Ελλάδα ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Όταν χάθηκε η άνω τελεία: η μελοποιημένη ποίηση στη δεκαετία του ’60 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ Ελληνική ποίηση και κινηματογράφος στις μεταπολεμικές ποιητικές γενιές: αποτυπώσεις της ιστορικής και καλλιτεχνικής μνήμης
209 239
257
281
305
327
Γ΄. ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ’67 ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ Εποχές της συνοχής: οι συγγραφείς ως πολίτες στα χρόνια 1967-1974
357
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Διαδρομές της γενιάς του 1970: από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ Το ευπώλητο μυθιστόρημα και η ιδέα της λογοτεχνικότητας, 1985-2010 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΑΤΣΙΝΑ Για τα όρια του μεταμοντερνισμού στην ελληνική πεζογραφία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20 ού αιώνα ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ Νέοι ποιητές στα τέλη του 20 ού και στις αρχές του 21 ου αιώνα
369
379
387 403
Δ΄. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
ΑΛΕΞΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ 1900: Η λογοτεχνία γράφεται πια στη Δημοτική. Ώρα να συγκροτηθεί το παρελθόν της ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΜΗΤΣΟΥ Εθνικά σχήματα στις νεοελληνικές μαρξιστικές γραμματολογίες ΒΕΝΕΤΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ Πανεπιστημιακή διδασκαλία και ιστοριογραφία της λογοτεχνίας: το παράδειγμα του Λίνου Πολίτη ΕΡΗ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Η παρουσία των γυναικών συγγραφέων στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Και ο ελληνικός αυτοβιογραφικός λόγος; ΜΙΛΤΟΣ ΠΕΧΛΙΒΑΝΟΣ Η γενιά του ’30, η γραμματολογία και ο συγκριτισμός ΝΛΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ Θεωριακός ιμπρεσσιονισμός: μια τάση της Νεοελληνικής Κριτικής ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Από την «ιστορία της παιδείας» στα «συγχρονικά τεκμήρια»: για την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Αλ. Αργυρίου ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗ – ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΣΟΥ Το ηλεκτρονικό αρχείο του Αλέξανδρου Αργυρίου Ευρετήριο ονομάτων
421 451
465
481 503 515 529
547 557 561
ix
Χριστίνα Ντουνιά Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η δεκαετία του 1920 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
Η ποίηση της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας χαρακτηρίζεται από μια ροπή προς την εξομολόγηση, τον χαμηλόφωνο λυρισμό και την έκφραση μιας απαισιόδοξης οπτικής που εκφράζει κυρίως τη δύσκολη σχέση τέχνης και κοινωνικής πραγματικότητας. Αρκετοί από τους νέους ποιητές, εκείνους δηλαδή που εμφανίζονται στις παραμονές ή στη διάρκεια αυ τής της δεκαετίας, προβάλλουν το αίτημα της αυτονομίας της τέχνης, ένα αίτημα που δεν έχει χαρακτηριστικά ελιτισμού, παρά συνδέεται αφενός με την αμφισβήτηση των παγιωμένων ιεραρχήσεων στον χώρο της λο γοτεχνίας και αφετέρου με την κριτική των κοινωνικών συμβάσεων. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με πληροφορίες για την αντι κομφορμιστική στάση τους απέναντι στη ζωή ή και τον πρόωρο θάνατο ορισμένων, επηρέασαν και την κριτική αποτίμηση του έργου τους. Κατηγορήθηκαν για ηττοπάθεια, παραίτηση και διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, επικρίθηκαν γιατί η ποίησή τους δεν εμπνέεται από μεγάλες ιδέες και δεν υποστηρίζει εθνικά οράματα. «Ποιητές της διάλυσης», της «απιστίας», της «άρνησης περισσότερο παρά της θέσης», θα τους χαρα κτηρίσει ο Κ. Θ. Δημαράς , ενώ ο Λίνος Πολίτης θα τους εντάξει φιλολο γικά στο σχήμα της παρακμής: 1
Η γενιά του 1920 καλλιέργησε σε πολλούς τόνους το αίσθημα αυτό του ανι κανοποίητου και της παρακμής. Οι ποιητές –décadents ή intimistes– είναι
1. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Ίκαρος, 71983, σ. 446, 449.
61
62
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
πολλοί, σχηματίζουν μποέμικες φιλολογικές συντροφιές σε καφενεία και δη μοσιεύουν τους στίχους τους σε λιγόζωα περιοδικά 2.
Ο Κ. Θ. Δημαράς και ο Λ. Πολίτης πάντως δεν χρησιμοποιούν τον όρο νεορομαντικοί και, όπως έδειξε και η μελέτη του Ευγένιου Ματθιόπουλου3, η πρόσληψη του νεορομαντισμού στην Ελλάδα είναι υπόθεση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ποιητές που δημιουργούν κυρίως λίγο πριν το 1920 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυ τής έχουν επιλεκτικές συγγένειες με τον συμβολισμό4, ενώ ιδεολογικά και συναισθηματικά νιώθουν κοντά σε αυτό που περιγράφεται από τους ιστορικούς και τους θεωρητικούς της τέχνης ως πνεύμα της παρακμής. Η πρώτη αναφορά στην παρακμή, ως ελληνική απόδοση της décadence, εντοπίζεται τον Δεκέμβριο του 1879 στο περιοδικό Εστία. Πρόκειται για το κείμενο του Άγγελου Βλάχου «Η φυσιολογική σχολή και ο Ζολά. Επιστολή προς επαρχιώτην», στο οποίο επικρίνεται σφοδρά ο να τουραλισμός με αφορμή την πρόσφατη μετάφραση της Νανάς του Ζολά: «Η σχολή αυτή ουδέν άλλο είναι […] ή η εσχάτη της παρακμής ακμή, αν αληθεύει –και αληθεύει, σημείωσαι– η λέξις décadence, διά της οποίας ομόφωνοι πάντες οι σύγχρονοι σπουδαίοι κριτικοί χαρακτηρίζουσι την σημερινήν φιλολογικήν παραγωγήν της Γαλλίας»5.
2. Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας , Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1978, σ. 249. 3. Ε. Ματθιόπουλος, «Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνη», Η πρόσληψη του νεορομαντισμού στην Ελλάδα, Αθήνα: Ποταμός, 2005. Επειδή ο ρομαντισμός, όπως έδειξε και ο Isaiah Berlin, έχει τόσες πολλές όψεις που θα μπορούσε να συσχετιστεί με το με γαλύτερο μέρος της νεότερης λογοτεχνίας και επειδή ουσιαστικά αποτέλεσε τομή στην ιστορία των ιδεών, ανατρέποντας παραδοσιακές αντιλήψεις για την τέχνη και τον κόσμο, θα βρούμε φυσικά τα ίχνη του και στους ποιητές του 1920. Αυτό δεν τους καθιστά «νεορομαντικούς». 4. Παρόμοια άποψη διατυπώνει και ο Γιώργος Αράγης στο βιβλίο του Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής ποίησης , Αθήνα: Σοκόλης, 2006, μιλώντας κυρίως για τους ποιητές: Ρ. Φιλύρα, Ν. Λαπαθιώτη, Κ. Ουράνη, Κ. Καρυωτάκη, και Τ. Άγρα, ενώ επίσης δεν θεωρεί ότι συνδέονται με τον ρομαντισμό, πέρα από κάποιες συμπτωμα τικές συγγένειες που οφείλονται σε κοινούς τόπους. Τον όρο μετασυμβολισμός χρη σιμοποιεί η Έλλη Φιλοκύπρου στο βιβλίο της Η γενιά του Καρυωτάκη. Φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου , Αθήνα: Νεφέλη, 2009, σ. 16-17. 5. Βλ. Εστία, τχ. 207 (16.12.1879), σ. 789-795. Ο νατουραλισμός έχει κάνει ήδη την εμφάνισή του με τη μετάφραση της Νανάς από τον Ιωάννη Καμπούρογλου (Φλοξ), που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στον Ραμπαγά προτού διακοπεί λόγω αντιδράσεων (μεταξύ άλλων και από τον Άγγελο Βλάχο) εξαιτίας του σκανδαλώδους περιεχομέ -
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
Βεβαίως εδώ δεν θα μας απασχολήσει η διαδρομή του όρου παρακμή στη νεοελληνική κριτική, αλλά η σύνδεσή της με τη λεγόμενη γενιά του 1920. Επίσης, για το ευαίσθητο ζήτημα των χαρακτηρισμών (νεορομαντικοί, νεοσυμβολιστές, μετασυμβολιστές) που αποδίδονται συνολικά στους ποιητές αυτής της περιόδου χρειάζεται μια ειδικά προσανατολισμένη έρευνα. Στη μελέτη μου θα επιχειρήσω να θίξω ορισμένα ζητή ματα που αφορούν στη λογοτεχνία της παρακμής, αξιοποιώντας κυρίως πρόσφατες μελέτες που αναψηλαφούν την υπόθεση, μέσα από νεότερες οπτικές. Από το πρώιμο Spleen (1912) του Κώστα Ουράνη έως τα Ελεγεία και Σάτιρες (1927) του Κ. Γ. Καρυωτάκη, η ποίηση του Μπωντλαίρ, αλλά και οι γάλλοι παρακμιακοί, συμβολιστές και φανταιζίστ, από τον Πωλ Βερλαίν έως τον Ζυλ Λαφόργκ, αποτελούν προνομιακό πεδίο αναφοράς των νέων ποιητών. Έτσι, οι παρατηρήσεις του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου για την ποίηση του Κώστα Ουράνη θα μπορούσαν να ισχύουν σχεδόν για το σύνολο των νέων ποιητών της δεκαετίας του 20: Η γαλλική ποίηση του καιρού του έχει καταντήσει ανάσα του πια. Ο προ σεκτικός ερευνητής θ’ ανακαλύψει σε πυκνές περιπτώσεις επιδράσεις. Οι «καταραμένοι» κι οι «εφιαλτικοί», οι «άρρωστοι ποιητές», οι «παρακμίες», καθώς τους είπανε, μπολιαστήκανε στην ανήσυχη φλέβα του, ταξιδεύουν στην καρδιά του, στο νου και στα χείλη του. Αφήνεται στο λεύτερο στίχο […], νοσεί την αρρώστια του αιώνα, την πλήξη, την αναίτια νοσταλγία, την αίσθηση του κενού 6.
Ο Κώστας Στεργιόπουλος, ένας συστηματικός αναγνώστης της ποί ησης αυτής της δεκαετίας, στην εκτίμησή του για το πνεύμα της παρακ μής που επηρεάζει την εποχή, κινείται στο ίδιο κριτικό πλαίσιο. Μάλιστα θεωρεί ότι σε όλους –εκτός από τον Άγρα– η εποχή τούς επιβάλλεται χωρίς εκείνοι να μπορούν να αντιδράσουν:
νου του έργου. Ο συσχετισμός της παρακμής με τον νατουραλισμό αποτελεί αντι κείμενο έρευνας και νεότερων μελετητών. Βλ. για παράδειγμα, Charles Bernheimer, «Decadent Naturalism/Naturalist Decadence», στο Decadent Subjects. The idea of Decadence in Art, Literature, Philosophy, and Culture of The n de Siècle in Europe, The Johns Hopkins University Press, 2002, σ. 56-103. 6. Βλ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Κώστας Ουράνης, Ο λυρικός άνθρωπος», Τα πρόσωπα και τα κείμενα,Τα ελληνικά και τα ξένα , τ. Στ΄, Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1980, σ. 244.
63
64
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Σε κανέναν άλλο εκτός από τον Άγρα δεν συναντάμε τέτοιο πνευματικό υπό στρωμα […]. Οι άλλοι είναι η εποχή: η πλήξη, ο υπερκορεσμός απ’ το κυνη γητό των συγκινήσεων. […] Η αγωνία τους έχει προέλευση ζωϊκή. […] Ο Καρυωτάκης, ο Λαπαθιώτης, ο Ουράνης, ποιος πολύ, ποιος λίγο, ήταν φορείς του πνεύματος της παρακμής – και σαν τέτοιοι δεν προβληματίζονταν ιδεο λογικά, αλλά το πραγματοποιούσαν αυτό το πνεύμα, και με τη ζωή τους και με το έργο τους 7.
Η κριτική του πνεύματος της παρακμής στην Ελλάδα διαμορφώνεται με όρους παθογένειας, όπως άλλωστε συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό και στην Ευρώπη. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή η λογοτεχνία αυτή προσλαμβανόταν για πολλά χρόνια διαμεσολαβημένη από την οπτική του Max Nordau στο βιβλίο του Entartung που εκδόθηκε το 1892, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες8. Ο εβραϊκής καταγωγής γερμανόφωνος γιατρός και συγγραφέας αντιμετωπίζει με όρους παθογένειας λογοτέχνες όπως ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Βερλαίν και ο Ουάιλντ συσχετίζοντας την καλλιτεχνική παρακμή με την παραφροσύνη, την εγκληματικότητα, τη σωματική κατάπτωση και τη σεξουαλική παρέκκλιση. Όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, ακόμα και σοβαρές μελέτες όπως για παράδειγμα το The Romantic Agony του Praz9 και το L’Imaginaire décadent του Pierrot10, δεν είναι απολύτως απαλλαγμένες 7. Κώστας Στεργιόπουλος, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, Αθήνα: Βάκων, 1972, σ. 212. Στη μελέτη αυτή, την ενδιαφέρουσα για τη βιογραφία και το έργο του Άγρα, δεν μας δίνονται παρά γενικές απόψεις για τις ιδέες της παρακμής, την οποία ουσιαστικά ο συγγραφέας ταυτίζει με τον νεορομαντισμό. Ο Στεργιόπουλος παρατηρεί ότι ο Άγρας εκφράζει τη «νοσηρότητα» της εποχής αλλά ταυτόχρονα αντιστέκεται σε αυτήν μάλλον λόγω του ιδεαλισμού του: «Η αγωνία του Άγρα, αντίθετα, ήταν προπά ντων πνευματική και μεταφυσική», σ. 238. 8. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1911 με τίτλο Εκφυλισμός, σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου, από τις εκδόσεις Φέξη. Στη θεωρία αυτή στηρίχτηκε και η πολιτική των Ναζί για τα πρωτοποριακά κινήματα στην τέχνη με κύρια έκφρασή της την έκ θεση του 1937 με τίτλο Ο εκφυλισμός στην τέχνη . Βλ. πρόχειρα, Stephanie Barron, “Degenerate Art”: The Fate of the Avant-Garde in Nazi Germany, Νέα Υόρκη: Harry N. Abrams, 1991. 9. Το βιβλίο του Mario Praz, La carne, la morte et il diavolo (1930) κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1933. Εκεί η παρακμιακότητα (decadentismo στα ιταλικά), αφού συν δέεται με ορισμένες όψεις του ρομαντισμού, αντιμετωπίζεται σαν ένα διεθνές φαι νόμενο με βασικούς άξονες αναφοράς τη γαλλική, την αγγλόφωνη και την ιταλική λογοτεχνία. 10. O Jean Pierrot επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία της παρακμής στην ανανέωση του
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
από την επίδραση αυτής της προσέγγισης . Παρατηρεί ο Philippe Winn, επιχειρώντας να ορίσει το πνεύμα και τις βασικές αρχές αυτού που ονο μάστηκε παρακμιακότητα ή παρακμή: 11
Είναι η εμφάνιση μιας αισθητικής που ξεκινά να διαδίδεται από ορισμένα έργα των Πόε, Μπωντλαίρ, Ντε Κουίνσι και Φλωμπέρ, και η οποία αποκρυ σταλλώνεται στο À rebours του Υισμάν: το ευαγγέλιο της παρακμής. Με λίγα λόγια η παρακμή είναι η καλλιτεχνική έκφραση της αισθητικής, η οποία γεν νημένη από ένα πεσιμισμό, αναπτύσσεται στα τελευταία είκοσι χρόνια του 19ου αιώνα και της οποίας οι βασικές αρχές περιλαμβάνουν κυρίως: άρνηση των κατεστημένων αξιών, αντίθεση στις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη γυναίκα, την υγεία, τη φύση, εξύμνηση της νευροπάθειας, των ναρκωτικών, του ανδρόγυνου και κυρίως της τέχνης 12.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 ο χαρακτηρισμός ενός καλ λιτέχνη ως παρακμιακού προσλαμβάνεται αρνητικά από το αναγνωστικό κοινό, και γι’ αυτό ο Ζαν Μορεάς νιώθει υποχρεωμένος το 1886 να ξεκα θαρίσει τη θέση του ως καθαρός συμβολιστής: «Πρώτος εγώ διαμαρτυ ρήθηκα για το επίθετο παρακμιακοί που μας κόλλησαν, και εγώ πρόβαλα την ίδια εποχή το συμβολιστές»13.
φανταστικού μέσα από τα πεζά κείμενα της περιόδου διακρίνοντας τους παρακ μιακούς από τους συμβολιστές. Η μελέτη του L’Imaginaire décadent (1880-1900), Παρίσι: Presses Universitaires de France, 1977, ανανέωσε το ενδιαφέρον για την παρακμή, θεωρώντας την πρόδρομο της Art Nouveau και του υπερρεαλισμού. 11. Βλ. σχετικά την Εισαγωγή στο συλλογικό τόμο Perennial Decay. On the Aesthetics and Politics of Decadence, επιμ. Liz Constable, D. Denisoff, M. Potolsky, Φιλαδέλ φεια: University of Pennsylvania Press, 1999, σ. 5. 12. Βλ. Philippe Winn, Sexualités décadents chez Jean Lorrain. Le héros n de sexe , Άμστερνταμ: Rodopi, 1997, σ. 32. Aρκετά από αυτά τα στοιχεία, που εντοπίζονται κυ ρίως στην πεζογραφία, ανιχνεύονται και σε μεταγενέστερα έργα: «Ένα έργο όπως το Nightwood της Djuna Barnes για παράδειγμα, με την παραφορτωμένη αφήγηση, τους νευρασθενικούς χαρακτήρες και η εμφάνιση μιας εξεζητημένης λογιοσύνης, είναι ένα πρόδηλο σύμπτωμα της παρουσίας στοιχείων της Παρακμής στην Αμε ρικανική λογοτεχνία πενήντα περίπου χρόνια μετά τη εμφάνισή τους στη Γαλλία», βλ. David Weir, Decadence and the making of modernism, σ. 149. 13. Βλ. Ph. Stephan, Paul Verlain and the Decadence, 1882-90 , Rowman and Littleeld, 1975, σ. 167. «Η άποψη ότι το παρελθόν είναι νεκρό και ότι η ελπίδα δεν μπορεί πια να ανατείλει είναι η έκφραση του φιλοσοφικού πεσιμισμού της Παρακμής», ό.π., σ. 105. 1
65
66
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Αν στην ποίηση επιλέγεται ο όρος συμβολισμός, στην πεζογραφία έχουμε μια άλλη πρόταση αντικατάστασης του όρου παρακμή με τον όρο αισθητισμός. Ο Albert Farmer στη διατριβή του Le mouvement esthétique et “décadent” en Angleterre (1873-1900) 14 –μια πρώτη συστηματική φιλολογική μελέτη του θέματος– επιχειρεί ακριβώς να αντικαταστήσει τον όρο παρακμή με τον όρο αισθητισμός, για να ξεπλύνει το κίνημα από τις αρ νητικές συνδηλώσεις του, π.χ., ομοφυλοφιλία και διαστροφή. Στην Ελλάδα οι ενστάσεις για την ποίηση, που κινείται στο πλαίσιο του συμβολισμού και χρωματίζεται από το πνεύμα της παρακμής, εκφράστηκαν έντονα και από τον Φώτο Πολίτη, ο οποίος το 1922 αναφέρεται στον «άκρατο ατομικισμό», και στη «βλαβερή τάση της υποκειμενικής ποιήσεως» που δυναστεύει τη νέα γενιά των ποιητών, στην οποία καθρε φτίζεται «η λογική συνέπεια της φρικώδους παρακμής»15. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γ. Θεοτοκάς, στο Ελεύθερο Πνεύμα (1929) επιλέγει ως στόχο τον Κ. Π. Καβάφη, για να καταδικάσει το πνεύμα της παρακμής, που κυριαρχεί στην ποίηση των νέων: Ο κ. Καβάφης είναι το αποκορύφωμα της τάσης της ελληνικής ποίησης προς το θάνατο. Το έργο του δεν είναι μια αναμονή ή μια πρόσκληση του θανάτου, αλλά ο ίδιος ο θάνατος που επιτέλους ήρθε. […] Είναι ένας νικημένος που δεν τόλμησε να πολεμήσει […]. Είναι ένα όνειρο χασισοποτείου, χωρίς καμιά γενναιότητα και καμιά έξαρση, ένα μείγμα υπναλέας διαστροφής και αθερά πευτου κορεσμού. […] Η έλλειψη πίστης στη ζωή χαρακτηρίζει σχεδόν ολόκληρη τη νεανική ποίηση των τελευταίων είκοσι ετών, εκφρασμένη άλλοτε ως απογοήτευση αποτυχημένων υπάρξεων, άλλοτε ως δειλία και άλλοτε ως ήττα. Δεν υπάρ χουν στις νεότερες ποιητικές γενιές Σολωμοί και Παλαμάδες 16.
Οπωσδήποτε οι αρνητικές κρίσεις που συνοδεύουν και τους έλληνες λογοτέχνες, τους θεωρούμενους ως εκφραστές της παρακμής, από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έως τον Κώστα Καρυωτάκη, συσκότισαν τη σημασία της συμβολής τους στο λογοτεχνικό πεδίο και επηρέασαν την αξι-
14. Albert Farmer, Le mouvement esthétique et “décadent” en Angleterre (1873-1900) , Παρίσι: Champion, 1931. 15. Βλ. κυρίως στα άρθρα που δημοσιεύει το 1922 στην εφημ. Πολιτεία, τώρα στο Φώ τος Πολίτης, Επιλογή κριτικών άρθρων , τ. Γ΄, Αθήνα: Ίκαρος, 1983, σ. 93-196. 16. Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα: Ερμής, 1979, σ. 65-69.
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
ολόγηση του έργου τους. Στη δεκαετία του 1930 και μεταπολεμικά θα γίνουν κοινός τόπος, τόσο από τον μαρξιστικό, όσο και από τον αστικοφι λελεύθερο ιδεολογικό χώρο. Ο Γιώργος Αράγης, ένας από τους κριτικούς που συνέβαλαν –τα τε λευταία χρόνια– στην επανεκτίμηση της ποιητικής τους δημιουργίας, θεωρεί ότι οι ποιητές της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας έχουν μια ελεύθερη και επιλεκτική επικοινωνία με τον συμβολισμό, και πολύ μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με τον ρομαντισμό, και τους αποδίδει τα εύσημα της πρωτοτυπίας και της νεοτερικότητας. Ταυτόχρονα όμως αισθάνεται την ανάγκη να τους υπερασπιστεί από τη «ρετσινιά του παρακμία»: Στους […] ποιητές του ’20 συναντούμε ποιήματα με σαφέστερα κοινωνικό περιεχόμενο. Και μάλιστα σε μερικά από τα καλύτερά τους. Κορυφαίος βέ βαια ανάμεσά τους ο Καρυωτάκης, που στον τομέα αυτό παραμένει μέχρι σήμερα κορυφαίο παράδειγμα κοινωνικού ποιητή. Ας ειπωθεί εδώ πως ο πραγματισμός και η κοινωνική ευαισθησία των ποιητών του ’20 αποτελεί την καλύτερη απάντηση για όσους, μεταφέροντας αυθαίρετα ένα χαρακτηρισμό που αφορά μια υποομάδα γάλλων συμβολι στών, τους πέταξαν αστόχαστα τη ρετσινιά του παρακμία 17.
Τελικά το ζήτημα δεν είναι να αρνηθούμε τη σχέση τους με ένα υπαρ κτό ιδεολογικό-αισθητικό ρεύμα («κίνημα», «πνεύμα» ή «τάση», όπως και αν το ορίσουμε), παρά το πώς ερμηνεύουμε τη δυναμική αυτής της σχέσης. Η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση για το θέμα της παρακμής από την πλευρά του μαρξιστικού χώρου, εστιασμένη στην ποίηση του Κα βάφη και του Καρυωτάκη, αλλά και του Βάρναλη, γίνεται το 1955 στην Επιθεώρηση Τέχνης. Στη συζήτηση αυτή η παρέμβαση του Μανόλη Λαμπρίδη άνοιξε τον δρόμο για πιο αντικειμενικές ερμηνείες, και δίκαια θεωρείται σήμερα σαν ένα από τα σημαντικά βήματα στην ιστορία της ελληνικής κριτικής σκέψης. Στην ανάλυση του Λαμπρίδη η παρακμή δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ξεπερασμένο μοντέλο ιδεολογίας και αισθητικής που ενέπνευσε έργα άχρηστα και κενά νοήματος, αλλά ως κριτική της κυρίαρχης ιδεολογίας με ανατρεπτική προοπτική: Ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης […] δεν είναι ποιητές της ιδεολογίας των κλο νιζομένων κυριάρχων. […] Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Η στάση τους είναι αποδοκιμασία, χλευασμός, μυκτηρισμός των «αξιών», περιφρόνηση και
17. Γιώργος Αράγης, ό.π., σ. 403.
67
68
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
αηδία. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη και δεν την εκπροσωπούν καλ λιτεχνικά. Βρίσκονται αντιμέτωποί της – και όταν ακόμα στέκονται στο κενό, είτε γιατί το κενό υπάρχει αντικειμενικά είτε γιατί οι ίδιοι δεν είναι από την πάστα των αγωνιστών, είτε και για τα δυο. […] Αναμφισβήτητα, και ο Καβά φης και ο Καρυωτάκης «βγαίνουν» από την παρακμή. Όχι όμως λογικά αλλά διαλεκτικά. Όχι σαν θέση συντηρητική του φθίνοντος, παρά σαν άρνησή του 18.
Σήμερα στο παρακμιακό πνεύμα εντάσσονται λογοτέχνες από τον Πόε και τον Μπωντλαίρ έως τον Ρεμπώ και τον νεαρό Γέιτς, και από τον Ουάιλντ και τον Ζιντ έως τον Λαφόργκ και τον Τζόυς. Αυτό συμβαίνει γιατί στην παρακμή η νεότερη κριτική διακρίνει όχι μόνο τις όψεις μιας εξαντλημένης και δυσφημισμένης λογοτεχνίας του n de siècle, αλλά κυ ρίως την ανάδειξη μιας νέας αισθητικής, τη διάθεση της ρήξης με το λο γοτεχνικό κατεστημένο19, και την αντίθεσή τους με ορισμένες πλευρές της αστικής ιδέας της προόδου που συνδέονται με την εξουσία των κανό νων της αγοράς. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1880 ο Βερλαίν και ο Μαλλαρμέ χαρακτηρίστηκαν παρακμιακοί, είχαν ως κοινό στοιχείο την έκφραση μιας σύγκρουσης με τους μεγαλύτερούς τους παρνασσιστές. Γρήγορα ωστόσο θα βρεθούν σε χωριστά στρατόπεδα, ο Μαλλαρμέ με τους συμβολι στές και ο Βερλαίν με τους παρακμιακούς, «αντιμέτωποι με μια σειρά υφολογικών και θεματικών αντιθέσεων». Όπως επισημαίνει ο Μπουρ ντιέ, «πρόκειται για την αντίθεση της Δεξιάς και της Αριστερής όχθης, του σαλονιού και του καφενείου, του απαισιόδοξου ριζοσπαστισμού και του συνετού ρεφορμισμού, της ρητής αισθητικής, θεμελιωμένης στον ερ μητισμό και τον εσωτερισμό, και της αισθητικής της διαύγειας και της απλότητας, της αφέλειας και της συγκίνησης». Σύμφωνα πάντα με τον Μπουρντιέ αυτή η αντίθεση εκφράζει και μια διαφορά κοινωνική. Οι συμβολιστές είναι παιδιά μεγαλοαστών ή αριστοκρατών και έχουν σπουδά σει κυρίως Νομική, στο Παρίσι, ενώ οι παρακμιακοί προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις, είναι επαρχιώτες και μικροαστοί20. Ίσως στην Ελλάδα αυ 18. Μανόλης Λαμπρίδης, «Il gran riuto», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 7 (Ιούλιος 1955), σ. 37. Για τις απόψεις σχετικά με την παρακμή που αναπτύσσονται στην περιοχή της μαρξιστικής κριτικής, βλ. Matei Calinescu, «The concept of Decadence in Marxist criticism», Five Faces of Modernity, Durham: Duke University Press, 1987, σ. 195-211. 19. Η παρακμή και η νεοτερικότητα συμπίπτουν «στην κοινή απόρριψη της τυραννίας της παράδοσης», Matei Calinescu, ό.π., σ. 171. 20. Πιερ Μπουρντιέ, Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου,
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
τή η διαφορά θα μπορούσε να οριστεί από δύο κορυφαίους συνομηλίκους: τον Γιώργο Σεφέρη με τη Στροφή (1931) και τον Κώστα Καρυωτάκη με τα Ελεγεία και Σάτιρες (1927)21. Ο Matei Calinescou παρατηρεί ότι στο περιοδικό Le Décadent του Anatol Bajou η ιδέα της παρακμής δεν ήταν μόνο η τέλεια αντίθεση με την αστική κοινοτοπία, αλλά είχε στόχο να προκαλέσει τη μεσαία τάξη («épater les bourgois»)22. Η τέχνη της πρόκλησης που υιοθέτησαν τα κινήματα της αβανγκάρντ ξεκινάει από αυτή την απόπειρα. Ο ίδιος ο Bajou, που μιλά μάλλον σαν αναρχικός, ήταν επίσης υποψήφιος με τους σοσιαλιστές. Σε μεγάλο βαθμό οι παρατηρήσεις του Calinescou, αλλά και του Philippe Winn, νομίζω ότι θα μπορούσαν να αναφέρονται και στο ελληνι κό λογοτεχνικό τοπίο της δεκαετίας του ’20: Η παρακμή δεν οργανώνεται ποτέ σε σχολή. Παραμένει μια συνάθροιση με μονωμένων ατόμων που αναγνωρίζονται και συναντιούνται με ένα τρόπο υπόγειο, είναι όλοι αυτοί που μοιράζονται με την άρνησή τους μια συγκεκρι μένη σύλληψη του κόσμου. […] Αυτή η άρνηση της σύγχρονης πραγματικότητας, αυτό το «εγχείρημα της αυθάδικης και παθιασμένης καταστροφής των κατεστημένων αξιών», όπως χαρακτηρίστηκε, εμφανίζεται κάτω από ποικίλες μορφές. Κάποιοι από αυτούς επιτίθενται κατευθείαν στην κοινωνία τους 23. μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Αθήνα: Πατάκης, 2006, σ. 200-201. Παρόμοια απόσταση χωρίζει στην Ελλάδα τη γενιά του 1930 από τη γενιά του 1920. Στην ουσία δεν πρόκειται για διαφορετικές γενιές, αλλά για διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή και την τέχνη, που συχνά έχει και ταξικά αίτια. 21. Και οι δύο ξεκίνησαν από τη λογοτεχνία της παρακμής και ένιωσαν κοντά τους τον Λαφόργκ, αλλά ο Σεφέρης ακολουθεί τον δρόμο που οδηγεί από την καθαρή ποίη ση στον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Αυτή η αντίθεση, από μιαν άποψη, βρίσκεται πίσω από τη διάκριση που κάνει ο Charles Russell ανάμεσα στην πρωτοπορία και τον μοντερνισμό, στο Prophets and Revolutionaries: The Literary Avant-garde from Rimbaud through Postmodernism, Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1985. Για τις θέσεις του Russell και την προέκτασή τους στη νεοελληνική ποίηση, βλ. την ενδια φέρουσα εισήγηση του Δημήτρη Τζιόβα, «Η ποίηση του Καρυωτάκη ως πρόκλη ση στο μοντερνισμό», στο Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό , Αθήνα: Νεφέλη, 2005, σ. 171-194. 22. Βλ. Matei Calinescu, ό.π., σ. 175. 23. Βλ. Philippe Winn, ό.π., σ. 37. Ο Ρεμπώ θεωρείται υπέρμαχος των δύο πρωτοποριών (avant-gardes) πολιτικής και καλλιτεχνικής, και είναι γνωστές οι σοσιαλ-αναρχικές του πεποιθήσεις. Βλ. Matei Calinescu, ό.π., σ. 112-113. Ακόμα και ο Μαλλαρμέ δήλωνε ότι ο ποιητής είχε καθήκον να είναι σε διάσταση με την κοινωνία, και συμ-
69
70
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Τα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του ’20 είναι περιοδικά των νέων. Κυρίως τα περιοδικά αυτά οργανώνονται γύρω από δύο πόλους. Τους décadents ή intimistes κατά τον ορισμό του Πολίτη, και τους μαρ ξιστές και τους συνοδοιπόρους τους. Στο πεδίο των προσώπων κάποτε μάλιστα οι δύο πόλοι συνυπάρχουν, και κάποτε έχουμε μετακινήσεις από τον ένα στον άλλο. Το πιο αντιπροσωπευτικό της πρώτης ομάδας είναι το περιοδικό Μούσα (1920-1923), το οποίο δίκαια θεωρήθηκε ως το κατεξοχήν όργανο της έκφρασης των νέων ποιητών της δεκαετίας του ’20. Παράλληλα με τη σταθερή βούληση των συντακτών του να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της τέχνης δεν κρύβουν και τη φιλοσοσιαλιστική τους διάθεση: «Περίπου είμαστε όλοι τότε ομοϊδεάτες. Βλέπαμε πάντοτε προς τα αριστερά», δηλώνει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στον Μπάμπη Καράογλου24. Ο Κλέων Παράσχος, από τους πιο θερμούς φιλοσοσιαλιστές συνεργάτες του περιοδικού, το δηλώνει απερίφραστα σε ένα κείμενό του τον Δεκέμβριο του 1922: Δεν είναι ιδανικό ο σοσιαλισμός; Εγνώρισε τάχα η ανθρωπότης ποτέ ιδανικό τόσο γόνιμο, τόσο ανθρώπινο, τόσο ευγενές; […] Σε τι τελικώς αποβλέπουν οι περισσότεροι σημερινοί άνθρωποι; Στην κατάργηση των τάξεων και στη δικαία διανομή των αγαθών της ζωής: Είναι εγωιστικό ή αλτρουιστικό, αλ τρουιστικότερο από κάθε ιδανικό άλλης εποχής, το σημερινό αυτό ιδανικό; 25
Ο συνεργάτης του περιοδικού Νίκος Λαΐδης, ποιητής και φίλος του Κ. Γ. Καρυωτάκη, σε μια παρέμβασή του υπέρ του Βουτυρά, το έργο του οποίου είχε κατηγορήσει ο Κώστας Παρορίτης ότι δεν είχε σαφή σοσιαλιστική στόχευση, συλλαμβάνει με ευστοχία τη δυναμική της λογοτεχνίας που, χωρίς να είναι προγραμματική, είναι δραστική κοινωνικά:
παθούσε τον αναρχισμό, ενώ ο Όσκαρ Ουάιλντ πίστευε σε μια ουτοπική εκδοχή του σοσιαλισμού. Βλ. Matei Calinescu, ό.π., σ. 175. 24. Χ. Λ. Καράογλου, Το περιοδικό “Μούσα” (1920-1923) , Αθήνα: Νεφέλη, 1991, σ. 42. Στην προγραμματική δήλωση του περιοδικού διαφαίνεται καθαρά η κριτική τους απέναντι στην πνευματική, αλλά και την κοινωνική συντήρηση: «Ύστερ’ από τη μουχλιασμένη περίοδο που επικρατούσε στη χώρα μας σ’ όλο το κοινωνικό σύστη μα και στα γράμματα…», ό.π., σ. 38. 25. Κλ. Παράσχος, «Δεν μπορεί κανείς να λέγει ό,τι θέλει ούτε και στην Ελλάδα», Μούσα, τχ. 29 (Δεκ. 1922), σ. 86-87. Ο Παράσχος είναι ένας από τους ελάχιστους που αποτιμούν θετικά τον Ν. Ράντο, «Μια ματιά στο σύγχρονο νέο ελληνικό λυρισμό», Σήμερα, τχ. 11-12 (1933), σ. 370.
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
Ο κ. Παρορίτης φοβήθηκε μην του πάρουν το μονοπώλιο της σοσιαλιστικής φιλολογίας. Κι όμως κι οι πιο φανατικοί κομμουνισταί βρίσκουν περισσότε ρη επανάσταση στο διήγημα του Βουτυρά απ’ ό,τι στου Παρορίτη, ο οποίος φωνάζει από κάθε γραμμή του: «το παρόν είναι κομμουνιστικόν». Ε, μ’ αυ τό αποδεικνύει (σε ανθρώπους ευπίστους) ότι είναι κομμουνιστής και τίποτα παραπάνω. Το πολύ πολύ να σεβαστούμε την ιδέα του 26.
Το 1922 εκδίδεται η ανθολογία ποίησης του Τέλλου Άγρα Οι νέοι. Με τον τόμο αυτό στον οποίο δεν περιλαμβάνονταν μόνο οι εικοσάρηδες, παρά και κάποιοι παλιότεροι (π.χ. Βάρναλης, Μελαχρινός, Λαπαθιώτης, κ.ά.), ουσιαστικά εκδηλώνεται η επιθυμία για ανανέωση της ποιητικής σκηνής. Στην εισαγωγή του Άγρα επισημαίνουμε τη διακριτική αποστασιοποίηση από τη σχολή του Παλαμά, αλλά και την καταγραφή της «αιγυπτιακής» σχολής με αρχηγό φυσικά τον Καβάφη. Ο Άγρας είχε συστήσει θερμά τον Αλεξανδρινό σε ομιλία που δημοσιεύεται στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού ομίλου το 192127. Το 1924 το περιοδικό Νέα Τέχνη του Μάριου Βαϊάνου κάνει αφιέρωμα στον Καβάφη δημοσιεύοντας αρκετά ποιήματά του, αλλά και γνώμες θετικές για το έργο του. Ο Καβάφης είναι για τους νέους του 1920 η αξία που ανεβαίνει στο χρηματιστήριο της ποίησης28. Ο χώρος των νέων λογοτεχνών που ζητούν να ορίσουν την ανάγκη για μια αλλαγή στο λογοτεχνικό πεδίο, νομίζω ότι εκφράζεται από το προ λογικό σημείωμα που δημοσιεύεται στο βραχύβιο περιοδικό Εμείς, που εμφανίζεται το 1924, ένα χρόνο μετά το κλείσιμο της Μούσας. Οι 21 συνεργάτες και εκδότες του Εμείς, που ήταν κυρίως συνεργάτες της Μούσας, δηλώνουν στο πρώτο τεύχος: Εικοσιένας Νέοι συσσωματωθήκαμε. Διαφορετικοί στην τάση και στην εκ δήλωση της τέχνης, ενωθήκαμε κάτω από ένα καθήκον και ένα συμφέρον: το καθήκον να ξεκαθαρίσουμε τις κλίκες και τα παράσιτα στην τέχνη. Το συμ φέρον να χειραφετηθούμε επαγγελματικά.
26. Ό.π., σ. 158. Για τον Λαΐδη (μετέπειτα Πωλ Νορ) και τη σχέση του με τον Καρυωτάκη βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης , Αθήνα: Καστανιώτης, 1999, σ. 151-154. 27. Από την ανθολόγηση απουσιάζει ο Άγγελος Σικελιανός, συνομήλικος του Κ. Βάρ ναλη. Ίσως αυτό δηλώνει κάτι για τις επιλογές του ανθολόγου και της ποιητικής τά σης που εκφράζει. 28. Βλ. και Χ. Λ. Καράογλου, Η αθηναϊκή κριτική και ο Καβάφης (1918-1924) , Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1985.
71
72
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Αηδιασμένοι από τη στείρα μονοτονία της σύγχρονης λογοτεχνικής μας ζωής, ερχόμαστε να μπούμε στην πρώτη γραμμή μιας νέας κινήσεως με σκοπό ν’ ανοίξουμε καινούργιους δρόμους προς φωτεινότερους ορίζοντες δράσεως. Αναγκαστικά θα είμαστε ωμοί, έξω από κάθε μεροληψία και επιρροή – και πάνω απ’ όλα απεριόριστα ειλικρινείς.
Την ίδια χρονιά εκδίδεται και το περιοδικό Νέοι Βωμοί , ένα έντυπο που πρόσκειται στο ΚΚΕ, στο οποίο όμως μας εντυπωσιάζει η άποψη για την αυτονομία της τέχνης: «Η τέχνη δεν είναι προλεταριακή, ούτε αστι κή, μα ανθρώπινη. Ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να εξυπηρετεί κανένα, δεν γράφεται για ορισμένους σκοπούς, μα σαν έργο που βγαίνει από τη δόνηση και φλόγα μιας εποχής, ένα έργο αληθινό, αναγκαστικά θα συγκινεί ολάκερη την ανθρωπότητα»29. Πλάι στις υπογραφές στρατευμένων κομμουνιστών, όπως οι Πέτρος Πικρός, Γιάνης Κορδάτος και Νίκος Κατη φόρης, συναντούμε τα ονόματα ποιητών όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Γιώργος Τσουκαλάς, ο Καίσαρ Εμμανουήλ, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος. Το περιοδικό φιλοξενεί ποίηση του Πωλ Βερλαίν και του Ιβάν Γκολ μαζί με κείμενα του Ανατόλ Λουνατσάρσκι, της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα συγκροτείται στη Γαλλία ένα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό ρεύμα που διεκδικεί την αυτονομία του από το κράτος και τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Ο Πιερ Μπουρντιέ στο βιβλίο του Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου αναφέρεται κυρίως στην έντονη διάθεση αμφισβήτησης που εκφράζεται μέσα από τους επιφανείς οπαδούς της αυτονομίας της τέχνης, κυρίως τον Μπωντλαίρ και τον Φλωμπέρ, οι οποίοι, αντιδρώντας στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ λογοτεχνικού πεδίου και εξουσίας, οδηγούνται στην προοδευτική διακήρυξη της αυτονομίας των συγγραφέων 30: Οι οπαδοί της αυτονομίας της τέχνης πηγαίνουν πιο μακριά από τους συνο δοιπόρους τους που φαινομενικά είναι πιο ριζοσπάστες αφού επιχειρούν τη
29. Βλ. Κ. Κλώνης, «Δεν υπάρχουν αξίες σταθερές», Νέοι Βωμοί , τχ. 1 (1924), σ. 13. Για τη φυσιογνωμία του περιοδικού βλ. Χριστίνα Ντουνιά, «Το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς», στο Λογοτεχνία και Πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο, Αθήνα: Καστανιώτης, 1996, σ. 61-82. 30. Πιερ Μπουρντιέ, Οι κανόνες της τέχνης , ό.π., σ. 114.
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
ρήξη με τον αστικό κονφορμισμό της αστικής τέχνης» χωρίς «την ηθικοπρα κτική συγκατάβαση» των οπαδών της «κοινωνικής τέχνης» 31.
Ο Κλέων Παράσχος, στο κείμενό του «Η σκοπιμότης στην τέχνη», υποστηρίζει περίπου τα ίδια πράγματα: Θα μπορούσε κανείς και σε κανόνα ακόμα ν’ αναγάγει ότι, όπου για τον καλ λιτέχνη πρώτη αξία δεν είναι η τέχνη, αλλά άλλο τι, γίνεται τούτο επί τη βλάβη της τέχνης […]. Όπου η τέχνη υπετάγη στη θρησκεία, στη φιλοσο φία, στα άτομα ή στο κράτος, πάντα εμειώθη η καθαρή της αξία […]. Η χειρότερη υποδούλωση της τέχνης είναι η υποδούλωσή της στην αστική ηθι κή32.
Ο Μπωντλαίρ και ο Φλωμπέρ αισθάνονται «φρίκη για όλες τις μορ φές του φαρισαϊσμού, συντηρητικού ή προοδευτικού»33. Ιδιαίτερα η περίπτωση του Μπωντλαίρ, έτσι όπως παρουσιάζεται από τον Μπουρντιέ, μας οδηγεί σε προφανείς συσχετισμούς με το κλίμα της δεκαετίας του ’20 στην Ελλάδα: Κανείς δεν είδε διαυγέστερα από αυτόν το δεσμό μεταξύ των μετασχημα τισμών της οικονομίας και της κοινωνίας και των μετασχηματισμών της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής ζωής που τοποθετούν τους υποψήφιους για τη θέση του συγγραφέα ή του καλλιτέχνη μπροστά στο διάζευγμα ανάμεσα στον εξευτελισμό, με την περίφημη «μποέμικη ζωή», φτιαγμένη από υλική και ηθική φτώχεια, στειρότητα και πικρία και στην εξίσου εξευτελιστική υποταγή στο γούστο των κυρίαρχων, μέσω της δημοσιογραφίας, του μυθι στορήματος σε συνέχειες ή του θεάτρου του βουλεβάρτου 34.
Η μελέτη του Μπουρντιέ μας προσφέρει ένα ακόμα κλειδί για να κατανοήσουμε τους δρόμους, μέσα από τους οποίους οι ποιητές του πνεύ ματος της παρακμής και της αυτονομίας της τέχνης στην Ελλάδα οδηγούνται στην άρνηση των κατεστημένων αξιών, που τους φέρνει πιο κοντά στις ιδέες της κοινωνικής αμφισβήτησης και στην αναζήτηση, εντέλει, νέων εκφραστικών τρόπων, έστω και αν δεν υιοθετούν τον ελεύθερο στί χο. Η παρουσίαση των συνθηκών μέσα στις οποίες γράφει ο Μπωντλαίρ 31. Ό.π., σ. 134. 32. Βλ. Κλέων Παράσχος, «Η σκοπιμότης στην τέχνη», Νέα Πολιτική, τχ. 2 (1923), σ. 20-21. 33. Ό.π., σ. 140. 34. Ό.π., σ. 118.
73
74
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
παραπέμπουν εντυπωσιακά στην ατμόσφαιρα της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου: Ζει και περιγράφει με υπέρτατη διαύγεια την αντίφαση που του αποκάλυψε η μαθητεία στη λογοτεχνική ζωή, η οποία συντελέστηκε μέσα στον πόνο και την εξέγερση, στους κόλπους της μποεμίας της δεκαετίας του 1840, η τρα γική ταπείνωση του ποιητή, ο αποκλεισμός και η κατάρα που τον πλήττουν, του επιβάλλονται από μια εξωτερική αναγκαιότητα, ενώ ταυτόχρονα παρου σιάζονται σ’ αυτόν, από μια εντελώς εσωτερική αναγκαιότητα, ως συνθήκη για την ολοκλήρωση του έργου 35.
Την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η γενιά του ’20 την περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης: «ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική»36. Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Η «μπωντλαιρική έλξη του μπολσεβικισμού», σύμφωνα με την εύστοχη παρα τήρηση ενός βέλγου συγγραφέα, χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις των νέων λογοτεχνών στην Ευρώπη37. Είναι η εποχή κατά την οποία η Αθήνα αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας προβληματικής μεγαλούπολης και η ακτινοβολία της ΟκτωβριανήςΕπανάστασης είναι έντονη στους πνευματικούς κύκλους. Οι μαρξιστικές εκδόσεις πολλαπλασιάζονται, η ποίηση του Καβάφη κερδίζει την αθηναϊκή νεολαία, ο Λαπαθιώτης δεν κρύβει την ομοφυλοφιλία του δηλώνοντας ταυτόχρονα οπαδός του κομμουνιστικού οράματος, η Πολυδούρη κάνει πράξη τις ιδέες του φεμινιστικού κινήμα τος, ο Καρυωτάκης γράφει τις ανατρεπτικές του σάτιρες, ενώ στο τέλος της δεκαετίας κάνει την εμφάνισή του ένα προκλητικό μυθιστόρημα με θέμα του τη χειραφέτηση των νέων γυναικών και τον λεσβιακό έρωτα38. Είναι βέβαιο ότι λογοτέχνες που δημιουργούν τα πρώτα τους έργα μέσα στο ιδεολογικό-αισθητικό πλαίσιο της παρακμής, όπως ο Ναπολέων 35. Ό.π., σ. 119. Η πολιτική στάση του Μπωντλαίρ, κυρίως το 1848, είναι υποδειγμα τική: δεν μάχεται για τη δημοκρατία, αλλά για την επανάσταση, την οποία αγα πά σαν ένα είδος «τέχνης για την τέχνη», της εξέγερσης και της παράβασης, ό.π., σ. 136. 36. Άγγελος Τερζάκης, «Ο ματωμένος λυρισμός», στο Προσανατολισμός στον αιώνα , Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1963, σ. 193. 37. Βλ. M. Thiry, Le goût du Malheur (1922). Το παράθεμα στο βιβλίο του Paul Aron, La littérature prolétarienne, Βρυξέλλες 1995, σ. 44. 38. Βλ. Ντόρα Ρωζέττη, Η ερωμένη της, επιμέλεια-επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2005.
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
Λαπαθιώτης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Πέτρος Πικρός, ο Ιωσήφ Ρα φτόπουλος, ο Νίκος Βέλμος, ο Μανώλης Κανελής, ο Τεύκρος Ανθίας, ο Γιώργος Τσουκαλάς, ο Κλέων Παράσχος, ο Κώστας Καρυωτάκης, η Μα ρία Πολυδούρη, ο Νίκος Λαΐδης, ο Γιώργος Μυλωνογιάννης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, νωρίτερα ή αργότερα, δείχνουν το ενδιαφέρον τους για τις ιδέες της κοινωνικής αμφισβήτησης, αρκετοί μάλιστα συνεργάζονται με αριστερά έντυπα. Η συστηματική παρουσίαση αυτού του φαινομένου αποτελεί αντικείμενο μιας εκτενέστερης μελέτης. Εδώ θα περιοριστώ σε μια συνοπτική και παραδειγματική χαρτογράφησή του. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που ξεκινά τη λογοτεχνική της πορεία μέσα από τη μαθητεία της στον παρακμιακό αισθητισμό, σταδιακά μετατοπίζεται σε μια αριστερή προβληματική διατηρώντας στοιχεία από τη νεανική της δημιουργία. Η εκπόρνευση του γυναικείου σώματος, η γυ ναίκα ως εμπόρευμα, χρησιμοποιείται ως αλληγορία για να δηλώσει την παρακμή της αστικής κοινωνίας και συνιστά κοινό τόπο του αριστερού λόγου στη δεκαετία του ’20, όπως αποτυπώνεται στο ποίημα «Αμαρτωλό» που δημοσιεύεται το 1931 στους Πρωτοπόρους, όπου η Καζαντζάκη είχε για ένα διάστημα την αρχισυνταξία:
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι όλη η ζωή μου του χαμού! Μ’ από την κόλασή μου σου φωνάζω –Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Ο Πέτρος Πικρός, αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη το 1923 και αργότερα εκδότης του περιοδικού Πρωτοπόροι (1930-1931), έχει αρχίσει τη λογοτεχνική του δραστηριότητα με μια σειρά ποιημάτων του κλίματος της παρακμής, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες των Χανίων (1919-1920) κάτω από τον εύγλωττο τίτλο Από την άρρωστη ζωή . Ο Πικρός συνιστά το κατεξοχήν παράδειγμα ώσμωσης μπωντλαιρισμού και μπολσεβικισμού που ανιχνεύεται στις παρέες των νέων λογοτεχνών της δεκαετίας του ’20. Μετά την πρώτη του εμφάνιση ως ποιητής συνεχίζει στο ίδιο κλίμα ως διηγηματογράφος, παραθέτοντας το 1922 στα Χαμένα κορμιά ως μότο του διηγήματος «Ξεμολογημένα», με το οποίο ανοίγει η συλλογή, τη φράση του Σαρλ Μπωντλαίρ: Ω αναγνώστη υποκριτή,| αδέρφι που μου μοιάζεις! 39. 39. Την ίδια ακριβώς φράση παραθέτει στα γαλλικά ο T.S. Eliot στην Έρημη χώρα, που εκδίδεται επίσης το 1922. Στη δεύτερη έκδοση της συλλογής του Πικρού η φράση του Μπωντλαίρ μπαίνει ως μότο ολόκληρου του βιβλίου.
75
76
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Την ίδια εποχή ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ένας ποιητής που εκφράζει δυναμικά τον συνδυασμό μπωντλαιρικής ανίας και σοσιαλιστικού οράματος, προσβάλλεται από φυματίωση και πρωτοστατεί σε διαδηλώσεις των φυματικών της Σωτηρίας. Πεθαίνει το 1924 μετά την επιδείνωση της υγείας του κατά τις συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ τα ποιήματά του «Προλετάριος», «Στο Λήμπκνεχτ»40 δημοσιεύονται στους Νέους Βωμούς. Ο Νίκος Βέλμος, μια ιδιότυπη μορφή καταραμένου λογοτέχνη, επανα στατεί ενάντια στην κοινωνική ανισότητα και στον πολιτικό αμοραλισμό της εποχής του, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Φραγκέλιο που εκδίδει από το 1927 έως τον αιφνίδιο θάνατό του το 1930. Ο Γιώργος Τσουκαλάς, που γράφει το 1927 το Κουρασμένος απ’ τον έρωτα , με φόντο τη ζωή της νύχτας και τις περιπλανήσεις του Λαπαθιώτη και της παρέας του στο Ζάππειο και στους υπόγειους τεκέδες, θα εξοριστεί ως κομμουνιστής το 1935 με τον Βάρναλη και τον Γληνό στην Ανάφη. Ο μπωντλαιρικός ποιητής Τεύκρος Ανθίας θα προσχωρήσει στο κομμουνιστικό κίνημα. Ο Κλέων Παράσχος και ο Κώστας Ουράνης θα συνεργαστούν με το σοσιαλιστικό περιοδικό Σήμερα (1933), ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσιεύει συνεργασία του στο περιοδικό Νέοι Βωμοί (1924), ενώ ο νεότερος Γιώργος Μυλωνογιάννης γράφει στο τροτσκιστικό λογοτεχνικό έντυπο Λυτρωμός (1933). «Κι έπειτα να μην είσαι μπολσεβίκος!», γράφει το 1922 στο ημερολόγιό της η Μαρία Πολυδούρη, η νεαρή ποιήτρια που θα σταθεί απέναντι στα ταμπού και τις προκαταλήψεις μιας κοινωνίας ανδροκρατούμενης και κλειστής. Οι σύγχρονοί της την συνέκριναν με την Marceline DesbordesValmore, την ερωτική ποιήτρια που συμπεριλαμβάνει ο Πωλ Βερλαίν στην ομάδα των «καταραμένων» του. Όσα πεζά της κείμενα διασώθηκαν (ημερολόγιο, επιστολές και ένα ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα), μαρτυρούν την κριτική της στάση απέναντι στην υποκριτική ηθική, τις κοινωνικές ανισότητες και –κυρίως– το ενδιαφέρον της για τη χειραφέτηση της γυ ναίκας: «Η Μαρία Πολυδούρη», γράφει η Καίτη Ζέγγελη το 1930 στο περιοδικό Ελληνίς του Εθνικού συμβουλίου Ελληνίδων, «συμβολίζει τη νεότητα την σημερινή, την μεταπολεμική. Την διψασμένη για καινούργια ιδεώδη και ανίατα αποκαρδιωμένη από την πραγματικότητα, την ανυπόμονη να ζήσει χίλιες ζωές κι από τώρα κατάκοπη»41. 40. Για το θέμα βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης, ό.π., σ. 270-276. 41. Βλ. Καίτη Ζέγγελη, «Τρεις γυναίκες – Τρία έργα», Ελληνίς, τχ. 2 (Φεβρ. 1930), σ. 33.
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα ώσμωσης παρακμιακού αισθητισμού και κομμουνιστικού οράματος είναι η περίπτωση του Λαπαθιώτη, ο οποίος, όπως έγραψε και ο Φαίδρος Μπαρλάς, «κάθε άλλο ήταν παρά κλεισμένος στον ελεφάντινο πύργο του, και κάθε άλλο παρά αδιάφορος γι’ αυτό που λέμε πολιτική»42. Φιλελεύθερος στη δεκαετία του 1910, εξελίσσεται μετά την ακτινοβολία των ιδεών της Οκτωβριανής Επανάστασης σε οπαδό του κομμουνιστικού οράματος. Ήδη τον Ιούνιο του 1921, με επιστολή του στον Ριζοσπάστη ζητά να ενταχθεί στις γραμμές του κινήματος: Οποθενδήποτε και αν ορμώμεθα –οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγέ νειάν τους, οι δε από την ανάγκην της λυτρώσεως– σήμερα συναντώμεθα επί ταυτόν. Ο Σκοπός επείγει. Με αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω ότι ανήκω ολόψυχα στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου πρώτη φορά γυ μνά, χωρίς προσχήματα 43.
Το 1924 συνεργάζεται με το αριστερό περιοδικό Νέοι Βωμοί , ενώ το 1927 δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, όπου ζητά να τον διαγράψει από «τας δέλτους της Ορθοδοξίας»44. Την ίδια χρονιά λογοκρίνει ένα φιλολογικό πορτρέτο του από τον Χαρίλαο Παπαντωνίου, στο περιοδικό Μπουκέτο, αφαιρώντας πριν από τη δημοσίευσή του μια φράση «ανευλαβή και επιπολαία, για την κομμουνιστική ιδεολογία»45. Παράλληλα δημοσιεύει στο Φραγκέλιο του Νίκου Βέλμου το «Τραγούδι της αγάπης και του μίσους» 46. Πρόκειται για την πρώτη δημοσίευση του κειμένου που με λίγες διορθώσεις αναδημοσιεύεται το 1932 στους Νέους Πρωτοπόρους με τίτλο «Τραγούδι 42. Βλ. Φαίδρος Μπαρλάς, «Προλεγόμενα», Αφιέρωμα στο Ναπολέοντα Λαπαθιώτη , Νέα Σύνορα, τχ. 6 (1970), σ. 42. 43. Κάτω από τον τίτλο «Ο Αγών μας και οι διανοούμενοι» ο Ριζοσπάστης χαιρετίζει την κίνηση αυτή και το σθένος που μαρτυρά, μέσα σε μια εποχή διώξεων και φυλα κίσεων. Στο αρχείο Λαπαθιώτη ( Ε.Λ.Ι.Α.) βρίσκεται επίσης δακτυλόγραφη επιστο λή (18 Απριλίου 1919) με την οποία ανακοινώνει ότι δεν συνεργάζεται με έντυπα που «κυκλοφορούν σε χέρια αστών κι έχουν τα ίδια προέλευση αστική». 44. Βλ. Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Αθήνα: Πρόσπερος, 1985, σ. 37. 45. Βλ. και Τάκης Σπετσιώτης, Χαίρε Ναπολέων. Δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 63 πεζά ποιήματά του και εικόνες του Άγγελου Παπαδημητρίου , Αθήνα: Άγρα, 1999, σ. 375-387. 46. Βλ. Φραγκέλιο, τχ. 6-7 (22-29.1.1927), σ. 8.
77
78
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Στο πεζό αυτό ποίημα η παρακμή της αστικής κοινωνίας ανοίγει τον δρόμο για την προλεταριακή επανά σταση47: Η παγκόσμια σάπια αστική κοινωνία, η «μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκόνα με τη σάπια την ψυχή» θα ανατραπεί από «της γης τους κολασμένους» που φτάνουν «απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια»: Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλητοι ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης, οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι και για να σ’ αφανί σουν, μια για πάντα […] 48.
Ο Λαπαθιώτης εκτός από τα καθαρά λυρικά του ποιήματα, δίνει και δείγματα κοινωνικής ευαισθησίας στο έργο του49. Προφανώς, η σχέση του ποιητή με την κομμουνιστική ιδεολογία, κατανοητή στο κλίμα των ιδεών της δεκαετίας του ’20, όταν ακόμα οι ομοφυλόφιλοι ήλπιζαν στην καθολική αλλαγή και όχι μόνο στην αλλαγή των οικονομικών σχέσεων, δεν μπορούσε να διατηρηθεί μετά το 1930, όταν η σταλινική κυριαρχία και η άνοδος του φασισμού αναστέλλουν την πρωτοποριακή δυναμική στον χώρο των ιδεών50. 47. Ό.π., σ. 311-313. 48. Βλ. Νέοι Πρωτοπόροι, τχ. 3 (1932), σ. 87. Οι μικρές αλλαγές της δεύτερης δημοσίευσης αφορούν κυρίως στην απάλειψη ακραίων εκφράσεων όπως «πανούργα πόρνη συφιλιδική [πρόκειται για την αστική τάξη]» ή «δε θένε ψίχουλα [οι σκλάβοι που ξυπνούν] δε θένε ξεροκόματα – θένε την ίδια την καρδιά σου να ροκανίσουν, γέρικο τέρας πλουτοκρατικό…». Βλ. και την άποψη του Ασημάκη Πανσέληνου στο άρθρο του «Ο Λαπαθιώτης και οι Νέοι Πρωτοπόροι», η λέξη, τχ. 33 (1984), σ. 203: «Στο αγχωτικό αδιέξοδο των παθών του και στην αδυναμία του να σταθεί στο ξέφωτο της ζωής, ο Λαπαθιώτης ζήτησε μια στιγμή αποκούμπι και στον κομμουνισμό». 49. Βλ. Γιώργος Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης , ό.π., σ. 357. Βλ. και το πεζοτράγουδο «Δράμα σ’ εννέα εικόνες και σ’ ένα δίστιχο», με θέμα τις συνθήκες εργασίας των ανθρακωρύχων (βλ. Τάκης Σπετσιώτης, ό.π., σ. 356-358), καθώς και το ποίημα «Τα χλωμά κοριτσάκια», όπου προβάλλει η αντίθεση ανά μεσα στα φτωχοντυμένα κορίτσια της πόλης και στη βιτρίνα με τις πλούσια ντυ μένες πλαστικές κούκλες (στο Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τα ποιήματα, επιμ. Άρης Δικταίος, Αθήνα: Φέξης, 1964, σ. 158-159). 50. Όπως δείχνουν και οι στοχασμοί του: «Θέλω τον ερχομό της κομμουνιστικής κοι νωνίας με την ελπίδα ότι αυτή μέλλει να κινηθεί πλησιέστερα προς το πνεύμα της στοργής και της δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που θα πεισθώ ότι δεν πρόκειται να συμβεί αυτό και ότι δεν πρόκειται να φέρει παρά μόνο μερικές, πολύ σχετικές τρο -
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
Εξάλλου η στάση του Λαπαθιώτη, όπως ήδη διαπιστώσαμε, δεν είναι μια εκδήλωση μεμονωμένη. Μετά το κενό που δημιουργείται με την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, οι νέοι λογοτέχνες, είτε ταυτίζουν τη ζωή τους με την τέχνη είτε συσπειρώνονται γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες και τα αντιπολεμικά κηρύγματα, εμφανίζουν αρκετά κοινά γνωρί σματα. Η γλώσσα τους έχει κάτι από το άρωμα της πόλης, με χρήση κάποτε εκφράσεων αργκό ή και τύπων της καθαρεύουσας των εφημερί δων, απομακρύνονται δηλαδή από τη δημοτική της ηθογραφικής ακμής και της εθνικής αστικής τάξης, δηλαδή της δημοτικής των φιλοβενιζελι κών διανοουμένων51. Ένα ρεύμα ιδεών που συγκροτείται γύρω από την επαγγελία και το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς αντιθέσεις και πολέμους, αποτελούμενο από ισότιμα και ελεύθερα μέλη, διαπερνά τα φιλολογικά υπόγεια και τα φοιτητικά στέκια. Η άποψη που επικρατεί στους κύκλους της αριστερής διανόησης συνδέεται ώς το τέλος της δεκαετίας του ’20 με την αντίληψη ότι η λογοτεχνία μπορεί και πρέπει να συντελεί στο «ξέφτισμα των αστικών αξιών»52. Στις αρχές της δεκαετίας ακόμα όλα είναι ρευστά και οι παρέες ανοιχτές. Ο εχθρός άλλωστε είναι κοινός: το ασφυ κτικό κοινωνικό πλαίσιο και η υποκρισία της αστικής τάξης. Mέσα σε αυτά τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά συμφραζόμενα δημιουργήθηκε το έργο του Καρυωτάκη και ίσως έτσι μπορούμε να εκτιμήσουμε τη δραστικότητα της ποίησής του στους λογοτεχνικούς κύκλους των νέων στο τέλος της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το αίτημα της ειλικρίνειας, η κατάθεση μιας ποίησης που γράφεται με αίμα, που προβάλλουν τα έντυπα των νέων, είναι κρίσιμο για τη λογοτεχνία της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας. Ουσιαστικά δηλώνει τη δυσπιστία απέναντι στην ποίηση της μεγαληγορίας και των φορμαλιστικών ασκήσεων και αναδεικνύει την αξία της μετουσίωσης βιώματος στην καλλιτεχνική δημιουργία.
ποποιήσεις των ανθρωπίνων συνθηκών και σχέσεων χωρίς άλλα σοβαρά επακο λουθήματα, η υπόθεση αυτή θα παύσει αυτομάτως να μ’ ενδιαφέρει», στο Τάσος Κόρφης, ό.π., σ. 74. 51. Είναι εκείνοι οι οποίοι ουσιαστικά επιβάλλουν τον Καβάφη απέναντι στην κυριαρ χία του Παλαμά. Αντίθετα ο βασικός πυρήνας της γενιάς του ’30 είναι βενιζελικός και υπέρμαχος της καθαρότητας της δημοτικής. Η ανάμειξη λόγιων στοιχείων και αργκό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των ποιητών της παρακμής στη Γαλλία. 52. Για το θέμα αυτό βλ. το κεφάλαιο «Η κριτική των αστικών αξιών», στο Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και Πολιτική , ό.π., σ. 27-53.
79
80
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Ο Ρολφ Τίντεμαν, αναδεικνύοντας την αντίθεση του Μπωντλαίρ με τις αστικές συμβάσεις που διακρίνει στην ποίησή του, επισημαίνει: Η δυσαρέσκειά του από την κυριαρχία της μπουρζουαζίας επέτρεψε στον Μπωντλαίρ να εκφράσει περισσότερα στοιχεία αυτής της εποχής από όσα μπόρεσε να συλλάβει μια ποίηση με κοινωνική θεματική – όπως αυτή που εκπροσωπούνταν στη Γαλλία από συγγραφείς τόσο διαφορετικούς όσο ο Βι κτόρ Ουγκώ και ο Πιερ Ντυπόν 53.
Τηρουμένων των αναλογιών, τη δυσαρέσκεια αυτή την εκφράζει στον ελληνικό χώρο ο Καρυωτάκης με το ώριμο έργο του. Ο Καρυωτάκης εί ναι ένας από τους ποιητές που συνεργάζονται με τη Μούσα και ένας από τους εκδότες του περιοδικού Εμείς, όπου και δημοσιεύει τη νεκρολογία για τον πρόωρα χαμένο φίλο του και αριστερό ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπου λο. Σύμφωνα με την άποψη του Michael Riffatere, η παρακμή οδηγείται σε ρήξη με τον ρομαντισμό επιτυγχάνοντας τη διάσταση ανάμεσα στο κοινά αποδεκτό και στην ανατροπή του ή τη διάσταση ανάμεσα στο φυ σικό και το παράξενο54. Ο Καρυωτάκης αξιοποίησε άριστα το μάθημα του Μπωντλαίρ και του Λαφόργκ, δημιουργώντας και στην ελληνική λογοτεχνία την ποιητική του παράδοξου. Αυτό που ονομάστηκε καρυωτακισμός ίσως τελικά να μην ήταν τίποτε άλλο από το κοινό μερίδιο των ποιητών του μεσοπολέμου στην ποίηση της υποκειμενικότητας, του πε σιμισμού, της αμφισβήτησης ή ακόμα και της άρνησης των κοινωνικών συμβάσεων, δηλαδή αυτά που εξέφρασε ο Καρυωτάκης με τη δική του ποιητική ιδιοφυία55. Στα Ελεγεία και Σάτιρες , αλλά και στα μικρά πεζά
53. Βλ. «Μπωντλαίρ, μάρτυς κατά της αστικής τάξης» (μτφρ. Θοδωρής Λουπασάκης), στο Walter Benjamin, Σαρλ Μπωντλαίρ. Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού , μτφρ. Γιώργος Γκουζούλης, Επίμετρο Adorno, Tiedeman, Buck-Morris, επιμ. Κώστας Λιβιεράτος, Λευτέρης Αναγνώστου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 22002, σ. 273. Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν: «μέσω της φιλίας του με τον Πιερ Ντυπόν ο Μπωντλαίρ θέλησε να αναγνωριστεί ως κοινωνικός ποιητής. […] Η εισαγωγή του στα ποιήματα του Ντυπόν το 1851 ήταν μια πράξη λογοτεχνικής στρατηγικής», ό.π., σ. 32-33. 54. Βλ. Michael Riffatere, «Paradoxes décadents», στο Rhétorique Fin de siècle, επιμ. Mary Shaw και François Cornillat, Παρίσι: Christian Bourgois, 1992, σ. 220-233. 55. Πβ. και την παρατήρηση του Μ. Δημάκη ότι «Ο καρυωτακισμός μιας εποχής ήταν ο μπωντλαιρισμός στα καθ’ ημάς», στο άρθρο του «Charles Baudelaire. Μια τομή στην ευρωπαϊκή ποίηση. Το έργο του. Η απήχησή του στην Ελλάδα», Νέα Εστία, τ. 82, τχ. 971 (1967), σ. 34.
ΧΡ. ΝΤΟΥΝΙΑ, Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’20
που γράφει τον τελευταίο χρόνο πριν από την αυτοκτονία του, η διάσταση τέχνης και κοινωνίας και ο ρόλος του ποιητή στον σύγχρονο κόσμο είναι ο ιστός πάνω στον οποίο υφαίνονται κείμενα που μιλούν για τη διάψευση, τη φθορά, την άβυσσο, το κενό, την απόγνωση και τον θάνατο, με ένα τόνο όμως περισσότερο οργισμένο και λιγότερο μελαγχολικό. Αυτή η οργή, που χρωματίζεται πότε από τον λυρισμό του ελεγείου και πότε από τον ρεαλισμό της σάτιρας, διαταράσσει τη μετρική αρμονία και τη γλωσσική καθαρότητα του στίχου και δίνει το νέο ρίγος στην ποίησή του και στην ποίηση του καιρού του56. Ο Καρυωτάκης ξεκινά με απόλυτη πίστη στην υποκειμενικότητα του δημιουργού που είναι έτοιμος να αμφισβητήσει κοινούς τόπους: «Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους», είναι το μότο του στο ποίημα «Άνοιξη» της πρώτης του ποιητικής συλλογής, ένα ποίημα που βγαίνει ολόκληρο μέσα από τους τρόπους και τα θέματα της παρακμιακής λογοτεχνίας57. Διατηρώντας την ανατρεπτική δυναμική των ποιητών της παρακμής, θα γράψει λίγο πριν από την αυτοκτονία του –πάλι σε πρώτο πρόσωπο, με διαφορετική ωστόσο προοπτική– ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κείμενά του: στο πεζό «Κάθαρσις» ο ποιητής είναι πάλι «αυτός-που-βλέπει»58, μέσα και έξω τώρα από τον εαυτό του. Εξόριστος στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης είναι ταυτόχρονα λυρικός ποιητής και μαχητικός συνδικαλιστής. Με αυτή τη διπλή ιδιότητα επιτίθεται στη διεφθαρμένη γραφειοκρατία
56. «Τα Άνθη του κακού», γράφει ο Μπένγιαμιν, «είναι το πρώτο βιβλίο που αξιοποίησε για λογαριασμό της λυρικής ποίησης λέξεις που προέρχονταν όχι μόνο από τον πε ζό λόγο, αλλά και από τον κόσμο της πόλης», βλ. Walter Benjamin, Σαρλ Μπωντλαίρ. Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού , ό.π., σ. 118. Μετά τον Καβάφη, αυτή την πρωτοτυπία διεκδικούν για την Ελλάδα οι ποιητές της δεκαετίας του ’20 και κυρίως τα Ελεγεία και Σάτιρες του Καρυωτάκη. 57. Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα: Νεφέλη, 1992, σ. 33. Το ποίημα «Άνοιξη» ανατρέπει όλες τις εικόνες σχετικά με την ανοιξιάτι κη φύση που θα περιμέναμε, μετά την ανάγνωση του τίτλου. Ανατρέπει δηλαδή τον «ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη»· βλ. Jauss Hans Robert, Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία Μελετήματα, εισαγωγή-μετάφραση Μ. Πεχλιβάνος, Αθήνα: Εστία, 1995, σ. 56-66. 58. Η έκφραση από την επιστολή του Rimbaud σχετικά την ποιητική εμπειρία· βλ. Arthur Rimbaud, Ένα ποίημα και πέντε επιστολές, απόδοση-παρουσίαση Στρατής Πασχάλης, Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2000, σ. 64.
81
82
Α΄. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
και καταθέτει ένα όραμα κοινωνικής ανατροπής: «Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει»59.
59. Από το πεζό «Κάθαρσις», ένα από τα πιο πολιτικά κείμενα του Καρυωτάκη, που γράφτηκε λίγο πριν από την αυτοκτονία του, βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκης, Πεζά, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα: Νεφέλη, 1989, σ. 41-42.