ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ Ογδόντα Ημέρες Κίτρινο ΤΑΡΑ ΣΟΥ ΜΙ Η Πειθήνια ΟΚΤΑΒΙ ΝΤΕΛΒΟ Σεξ στην Κουζίνα ΝΕΤΖΜΑ Το Αμύγδαλο
ΒΙΝΑ ΤΖΑΚΣΟΝ
ΟΓΔΟΝΤΑ ΗΜΕΡΕΣ ΜΠΛΕ Μετάφραση από τα αγγλικά ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
Βίνα Τζάκσον είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησαν δύο καταξιωμένοι συγγραφείς, σε μια συναρπαστική συνεργασία τους για τη συγγραφή του Ογδόντα Ημέρες Μπλε.
Σειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος πρωτοτύπου: EIGHTY DAYS BLUE Συγγραφέας: VINA JACKSON Γλωσσική επιμέλεια: ΑΝΤΑ ΚΑΣΑΠΑΚΗ Copyright © Vina Jackson, 2013 Copyright © για την ελληνική γλώσσα: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2710-2
1 Ένα Γεύμα με Στρείδια
ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ του Κεντρικού Σιδηροδρομικού Σταθμού, με φίλησε. Ήταν το φιλί ενός εραστή, σύντομο, απαλό και τρυφερό, κατακλυσμένο από τις επίμονες αναμνήσεις μιας μέρας που περάσαμε στην ευτυχία της άρνησης, και μια υπενθύμιση πως αυτή θα ήταν η τελευταία μας νύχτα μαζί στη Νέα Υόρκη. Δεν είχαμε μιλήσει ακόμη για το μέλλον, ούτε για το παρελθόν. Δεν είχαμε τολμήσει. Ήταν λες κι αυτές οι λίγες μέρες και νύχτες αποτελούσαν ένα παράθυρο που ένωνε εκείνες τις δύο βαριές σκιές, οι οποίες καλύτερα θα ήταν να ξεχαστούν, τουλάχιστον έως ότου το αναπόφευκτο πέρασμα του χρόνου μάς υποχρέωνε να τις αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο. Για τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες, θα ήμασταν εραστές, ένα συνηθισμένο ζευγάρι, όπως όλα τα άλλα. Μία ακόμη νύχτα και μία ακόμη μέρα στη Νέα Υόρκη. Το μέλλον μπορούσε να περιμένει. Φάνταζε ταιριαστό να περάσουμε λίγα από τα τελευταία λεπτά που θα ήμασταν μαζί στον Κεντρικό Σταθμό, ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στην πόλη. Είναι ένας χώρος όπου παρελθόν και μέλλον συναντιούνται, ένα σημείο όπου τα πολλά και διάφορα κομμάτια της Νέας Υόρκης συνυπάρχουν –οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι αλήτες με τα κορίτσια και τα αγόρια της Γουόλ Στριτ, οι τουρίστες με τους καθημερινούς επιβάτες–, διασταυρώνονται κι ύστερα ο καθένας ακολουθεί την πορεία της ζωής του, τους ενώνουν μονάχα μερικές φευγαλέες στιγμές βιασύνης, καθώς για ένα σύντομο διάστημα βιώνουν όλοι την ίδια εμπειρία, τρέχουν να προλάβουν κάποιο τρένο. Βρισκόμασταν στο βασικό χώρο συγκέντρωσης, δίπλα στο περίφημο ρολόι με τις τέσσερις όψεις. Μετά το φιλί, έριξα μια ματιά προς τα πάνω και ολόγυρα, όπως έκανα κάθε φορά που στεκόμουν εκεί. Μου άρεσε να χαζεύω τις μαρμάρινες κολόνες και τα θολωτά τόξα που στήριζαν έναν αναποδογυρισμένο μεσογειακό ουρανό, τη ζωδιακή θεώρηση των αρχαίων χαρτογράφων που φαντάζονταν αγγέλους ή εξωγήινες μορφές ζωής να παρατηρούν τη Γη από τους ουρανούς. Το κτίριο μου θύμιζε εκκλησία, όμως καθώς ανέκαθεν αμφιταλαντευόμουν απέναντι στη θρησκεία, περισσότερο σεβόμουν τη δύναμη του σιδηροδρόμου, απόδειξη της ακατάπαυστης επιθυμίας του ανθρώπου να ταξιδέψει. Ο Κρις, ο καλύτερός μου φίλος στο Λονδίνο, πάντα έλεγε πως δεν μπορείς να γνωρίσεις πραγματικά μια πόλη παρά μόνο όταν πάρεις μια γεύση από το δίκτυο των μέσων μαζικής μεταφοράς, κι αν αυτή η παρατήρηση ίσχυε κάπου, αυτό το κάπου σίγουρα ήταν η Νέα Υόρκη. Ο Κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός συγκέντρωνε όλα εκείνα τα στοιχεία που μου άρεσαν στο Μανχάταν: ήταν γεμάτος υποσχέσεις, έσφυζε από την ενέργεια των ανθρώπων που τον διέσχιζαν, έμοιαζε με χωνευτήρι σωμάτων σε κίνηση· η πολυτέλεια και το μεγαλείο των χρυσών πολυελαίων που κρέμονταν από την οροφή έδιναν, θαρρείς, μια υπόσχεση σε όλους όσους περνούσαν από εκεί έχοντας πενταροδεκάρες στην τσέπη, μια υπόσχεση πως κάπου εκεί ψηλά τους περίμενε μια ευκαιρία.
Στη Νέα Υόρκη συμβαίνουν καλά πράγματα· αυτό είναι το μήνυμα που εκπέμπει ο Κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός. Αν δουλέψεις αρκετά σκληρά, αν ποντάρεις στο όνειρό σου, τότε μια μέρα θα σταθείς τυχερός και η πόλη θα ανταμείψει την προσπάθειά σου με μια ευκαιρία. Ο Ντόμινικ με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε μαζί του, μέσα από το πλήθος, στην αποβάθρα που οδηγούσε στη Στοά των Ψιθύρων στο χαμηλότερο επίπεδο. Δεν είχα επισκεφτεί ούτε τον ομώνυμο χώρο στον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο· ήταν και τα δύο καταχωρίσεις στην ατελείωτη λίστα μου με τα μέρη που ήθελα να επισκεφτώ και τα πράγματα που ήθελα να δω. Με άφησε στη γωνία, μπροστά σε μία από τις κολόνες που στήριζαν τις χαμηλές καμάρες, και έτρεξε στην απέναντι πλευρά. «Σάμερ», είπε, κι η φωνή του ήχησε πίσω από την κολόνα καθαρά, καμπάνα, λες και μου μιλούσε ο τοίχος. Ήξερα πως επρόκειτο για ένα αρχιτεκτονικό φαινόμενο –ηχητικά κύματα που ταξίδευαν από τη μία κολόνα στην απέναντι, διά μέσου της θολωτής οροφής, τίποτα παραπάνω από μια μικρή έκφανση ακουστικής μαγείας–, αλλά όπως και να ’χε, ήταν απόκοσμο. Βρισκόταν γύρω στα τρία τέσσερα μέτρα μακριά, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου, κι όμως ακουγόταν σαν να ψιθύριζε δίπλα στο αφτί μου. «Ναι;» μουρμούρισα στον τοίχο. «Θα σου κάνω έρωτα ξανά, αργότερα». Γέλασα και γύρισα να τον κοιτάξω. Μου χαμογέλασε πλατιά, πονηρά, από τη θέση του απέναντί μου. Επέστρεψε και με έπιασε ξανά από το χέρι, φέρνοντάς με πάλι στην αγκαλιά του. Ο θώρακάς του, ευχάριστα σφιχτός, ήταν σχεδόν τριάντα εκατοστά ψηλότερος από μένα, οπότε ακόμη και με τακούνια μπορούσα να γέρνω το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του. Ο Ντόμινικ δεν ήταν ογκώδης – δεν έκανε βάρη σε κάποιο γυμναστήριο, ή τουλάχιστον δεν είχε αναφέρει ποτέ κάτι τέτοιο–, ωστόσο διέθετε ένα λεπτό, αθλητικό κορμί και τις αβίαστες κινήσεις κάποιου που απολαμβάνει το να βρίσκεται μέσα στο σώμα του. Σήμερα ήταν μια πολύ ζεστή μέρα, καθώς πλησίαζε το τέλος του καλοκαιριού στη Νέα Υόρκη, ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός και καυτός, που θα μπορούσες να τηγανίσεις αβγό στο πεζοδρόμιο. Η ατμόσφαιρα εξακολουθούσε να είναι υγρή, και παρότι είχαμε κάνει και οι δύο ντους πριν φύγουμε από το ξενοδοχείο του Ντόμινικ, ένιωθα τη θερμότητα της επιδερμίδας του μέσα από το πουκάμισό του. Η αγκαλιά του μου έδινε την αίσθηση πως με τύλιγε ένα σύννεφο θερμό. «Για την ώρα όμως», ψιθύρισε, αυτή τη φορά κανονικά στο αφτί μου, «ας φάμε». Στεκόμασταν ακριβώς έξω από το Oyster Bar. Δε θυμάμαι να είχα αναφέρει στον Ντόμινικ την αγάπη μου για τα ωμά θαλασσινά – μία ακόμη πτυχή της ιδιοσυγκρασίας μου την οποία είχε μαντέψει σωστά. Μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη να του πω ότι τα στρείδια με ανακάτευαν, απλώς και μόνο για να του δείξω πως ίσως και να μην είχε πάντα δίκιο, όμως ήθελα να πάω στο Oyster Bar από τη μέρα που ήρθα στη Νέα Υόρκη και δε σκόπευα να αφήσω την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη τώρα. Άλλωστε, αντιμετωπίζω με καχυποψία κάθε άνθρωπο που δεν του αρέσουν τα στρείδια, κι ενδεχομένως το ίδιο να ίσχυε και γι’ αυτόν. Δεν ήθελα να του ξεφουρνίσω ένα ψέμα το οποίο πιθανόν να είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επιδίωκα. Είναι δημοφιλές στέκι, και μου έκανε εντύπωση το ότι κατάφερε να κλείσει τραπέζι την τελευταία στιγμή, αν και, γνωρίζοντας τον Ντόμινικ, πιθανότατα είχε κάνει την κράτηση από νωρίς και απλώς δε μου το είχε αναφέρει. Πάντως, ακόμη κι έτσι, χρειάστηκε να περιμένουμε είκοσι λεπτά για να καθίσουμε, όμως ο σερβιτόρος μάς έφερε το μενού αμέσως και έμεινε να πάρει την παραγγελία για
τα ποτά μας. «Σαμπάνια;» με ρώτησε ο Ντόμινικ, καθώς παράγγελνε ένα αναψυκτικό για τον ίδιο. «Μία Asahi για μένα, παρακαλώ», είπα στο σερβιτόρο, παρατηρώντας μια υποψία χαμόγελου που περνούσε από τα χείλη του Ντόμινικ καθώς προσπερνούσα την πρότασή του. «Το μενού είναι ιδιαίτερα μεγάλο εδώ», με προϊδέασε μετά. «Τι θα έλεγες να παίρναμε μερικά στρείδια για αρχή;» «Προσπαθείς να με κατακλύσεις με αφροδισιακές τροφές;» «Αν υπήρξε ποτέ γυναίκα που δεν είχε την παραμικρή ανάγκη για αφροδισιακά, Σάμερ, αυτή είσαι εσύ». «Αυτό θα το εκλάβω ως φιλοφρόνηση». «Ωραία. Αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Μήπως έχεις προτίμηση σε κάποια συγκεκριμένη ποικιλία στρειδιών;» Ο σερβιτόρος είχε επιστρέψει με τα ποτά μας. Απέρριψα με ένα νεύμα την πρότασή του να μου αφήσει ποτήρι: η μπίρα πρέπει να πίνεται από το μπουκάλι. Ρούφηξα μια δροσερή γουλιά και έριξα μια ματιά στο μενού. Είχαν μέχρι και στρείδια από τη Νέα Ζηλανδία εδώ, μεγαλωμένα στον κόλπο Χαουράκι, κοντά στη γενέτειρά μου. Ένιωσα ένα φευγαλέο σφίξιμο, ένα μικρό περόνιασμα νοσταλγίας, την κατάρα του κουρασμένου ταξιδιώτη. Όσο πολύ κι αν μου άρεσε η όποια καινούρια πόλη επισκεπτόμουν, οι αναμνήσεις της Νέας Ζηλανδίας εξακολουθούσαν να με κατατρύχουν κάθε τόσο. Τα θαλασσινά είναι ένα από εκείνα τα πράγματα που μου θυμίζουν τον τόπο μου, τις ζεστές μέρες και τις δροσερές βραδιές δίπλα στη θάλασσα, όταν έχωνα τις φτέρνες μου στη μαλακή υγρή άμμο στα μισά της παλίρροιας για να μαζέψω τούατουα και πίπι, τα οστρακοειδή που ζουν σε καθαρά ρηχά νερά στις αμμώδεις παραλίες, ή τα βράδια της Παρασκευής στο μαγαζί της γειτονιάς που σέρβιρε εκτός των άλλων το παραδοσιακό ψάρι και τηγανητές πατάτες, όπου παράγγελνα μισή ντουζίνα στρείδια στο τηγάνι, τα οποία σου έφερναν μέσα σε μια λευκή χαρτοσακούλα, πασπαλισμένα με αλάτι και σερβιρισμένα με μια μεγάλη φέτα λεμονιού. Ζήτησα μισή ντουζίνα κάποιας τοπικής ποικιλίας, οτιδήποτε έκρινε ο σερβιτόρος πως ήταν καλό, κι ο Ντόμινικ παρήγγειλε άλλη μισή ντουζίνα από το ίδιο. Πέρα από την όποια νοσταλγία ένιωθα ή δεν ένιωθα, δεν είχα έρθει μέχρι τη Νέα Υόρκη για να φάω θαλασσινά από την πατρίδα μου. Ο σερβιτόρος χάθηκε στην κουζίνα, οπότε ο Ντόμινικ άπλωσε το μπράτσο του πάνω στο τραπέζι και ακούμπησε την παλάμη του πάνω στη δική μου. Το άγγιγμά του ήταν πιο κρύο απ’ ό,τι περίμενα, λαμβάνοντας υπόψη τη θερμότητα που ανέδιδε το σώμα του, γι’ αυτό άθελά μου ρίγησα από την έκπληξη. Κρατούσε το ποτήρι του με εκείνο το χέρι, όπως συνειδητοποίησα, και πρέπει να ήταν παγωμένο, αν και πάντοτε παράγγελνε το αναψυκτικό του με ελάχιστο πάγο. «Σου λείπει; Η Νέα Ζηλανδία;» «Ναι. Όχι συνέχεια, όταν όμως μου θυμίζει κάτι την πατρίδα μου, μια λέξη, μια μυρωδιά ή κάποιος ήχος, κάτι τέλος πάντων, τότε ναι, μου λείπει. Όχι τόσο πολύ οι φίλοι ή η οικογένειά μου, γιατί επικοινωνούμε συχνά τηλεφωνικώς ή με email, αλλά μου λείπει ο τόπος, ο ωκεανός. Βρίσκω δύσκολη τη ζωή στο Λονδίνο ακριβώς γιατί είναι τόσο επίπεδο. Όχι τόσο όσο κάποιες περιοχές της Αυστραλίας όπου έχω ζήσει, αλλά και πάλι επίπεδο είναι. Η Νέα Ζηλανδία είναι γεμάτη λόφους». «Είναι σαν να διαβάζω βιβλίο όταν παρατηρώ το πρόσωπό σου. Φανερώνεις περισσότερα απ’ όσα νομίζεις. Δεν εκδηλώνονται τα πάντα μέσα από τη μουσική σου, ξέρεις». Είχε απογοητευτεί που είχα αφήσει το βιολί στο διαμέρισμά μου προτού ξαναπάω στο δωμάτιό
του στο ξενοδοχείο, λίγους δρόμους παρακάτω από εκεί που έμενα. Υποσχέθηκα πως θα το έφερνα και θα του έπαιζα ξανά πριν φύγει. Είχε κλείσει εισιτήριο σε νυχτερινή πτήση και θα έπαιρνε ταξί για το αεροδρόμιο αύριο γύρω στις τέσσερις το απόγευμα προκειμένου να επιστρέψει στο Λονδίνο, στα καθήκοντά του στο πανεπιστήμιο και στο γεμάτο με βιβλία σπίτι του, κοντά στο Χάμπστεντ Χιθ. Η άκρως καλοδεχούμενη εβδομάδα μου που είχα ρεπό έφτανε στο τέλος της και θα ξαναγυρνούσα στην ορχήστρα, καθώς είχαμε πρόβες για τη νέα μας συναυλία, από Δευτέρα. Δεν είχαμε συζητήσει για το τι θα ακολουθούσε. Στο Λονδίνο, λίγο πριν φύγω για τη Νέα Υόρκη, είχαμε συμφωνήσει για μια κάπως χαλαρή κατάσταση, μια σχέση κατά κάποιο τρόπο, αλλά χωρίς συγκεκριμένες δομές. Μου είχε πει ότι ήμουν ελεύθερη να πειραματιστώ εφόσον του περιέγραφα τις λεπτομέρειες μετά, αίτημα το οποίο έγινε ευχαρίστως δεκτό από την πλευρά μου. Μ’ έφτιαχνε να του λέω τι είχα κάνει, και μερικές φορές έκανα πράγματα ή τα απέφευγα μόνο και μόνο για να έχω την ευκαιρία να του τα εξομολογηθώ μετά. Αυτό το σημείο δεν το είχα αναφέρει στον Ντόμινικ. Ήταν, μ’ έναν άλλο τρόπο, ο ιερέας που δεν είχα ποτέ. Έδειχνε να διασκεδάζει ή και να ερεθίζεται από τις περιπέτειές μου, μέχρι εκείνη τη νύχτα που με είδε μαζί με τον Τζάσπερ, τότε που όλα είχαν στραβώσει τόσο άσχημα. Ούτε για τον Βίκτορ του είχα μιλήσει, τον άντρα που είχα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη. Δεν ήξερα πώς ακριβώς να θίξω αυτό το θέμα. Τα παιχνίδια που είχε οργανώσει ο Βίκτορ ήταν πολύ πιο διεστραμμένα απ’ όσο άρεσε στον Ντόμινικ. Ο Βίκτορ μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο να με πουλήσει, με είχε παραχωρήσει στους γνωστούς του για να με κάνουν ό,τι ήθελαν. Εγώ είχα συμμετάσχει σε αυτή τη φάση και, σε γενικές γραμμές, την είχα απολαύσει. Τι θα έλεγε ο Ντόμινικ για όλα αυτά; Δεν ήμουν σίγουρη. Είχαν περάσει μόλις σαράντα οχτώ ώρες από τη στιγμή που αποχώρησα από το πάρτι του Βίκτορ επειδή είχε θελήσει να με μαρκάρει ανεξίτηλα, να με σταμπάρει ως σκλάβα, ως κτήμα του, κι εγώ είχα αρνηθεί. Η σκέψη πως θα μαρκαριζόμουν μόνιμα είχε αποδειχτεί υπερβολικά τραβηγμένη. Ήδη αισθανόμουν σαν να είχαν συμβεί όλα αυτά σε μια άλλη ζωή. Οι ώρες που είχα περάσει με τον Ντόμινικ είχαν διώξει την όποια άσχημη αίσθηση από την εμπειρία με τον Βίκτορ, τουλάχιστον προς το παρόν. Εκτός αυτού, ήμουν πλέον βέβαιη ότι ο Ντόμινικ γνώριζε τον Βίκτορ από το Λονδίνο, κι αυτό ενίσχυε ιδιαίτερα την αμηχανία της όλης κατάστασης. «Τι νέα από το Λονδίνο;» ρώτησα, αλλάζοντας θέμα συζήτησης. Τα ορεκτικά έφτασαν γρήγορα, διαψεύδοντας τις κριτικές που είχα διαβάσει και σχολίαζαν την αργοπορία στο σέρβις. Μία ντουζίνα στρείδια σχημάτιζαν μια βεντάλια, σαν πετράδια πάνω σε μια μεγάλη λευκή πιατέλα, με λεμόνι στο κέντρο, κομμένο στη μέση, με το κάθε μισό να καλύπτεται από λευκή μουσελίνα, δεμένη σφιχτά στην άκρη, έτσι ώστε να παγιδεύονται πίσω της τα κουκούτσια, λες κι αν ξέφευγε ένα από τη σάρκα του καρπού θα κατέστρεφε την αξία ολόκληρου του πιάτου. Ο Ντόμινικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν έχεις χάσει πολλά. Δούλευα, είχα διαλέξεις, προχώρησα και κάποιες εργασίες στον ελεύθερο χρόνο μου, έγραψα πολύ». Έριξε μια ματιά προς το μέρος μου, με είδε που τον κοίταζα, δίστασε για λίγο και μετά συνέχισε. «Μου έλειψες. Συνέβησαν κάποια πράγματα τα οποία καλό θα ήταν να συζητήσουμε, εν ευθέτω, όμως για την ώρα ας απολαύσουμε τη βραδιά μας. Φάε τα στρείδια σου». Ο Ντόμινικ πλησίασε ένα στρείδι στο στόμα του, ακουμπώντας το κέλυφος στην παλάμη του ενώ περνούσε το σαρκώδες περιεχόμενο μέσα από τα χείλη του με το λεπτό ασημένιο πιρούνι που είχε φέρει ο σερβιτόρος. Είχε κάτι το βάναυσο ο τρόπος με τον οποίο είχε αποσπάσει το χυμό από το
λεμόνι, με τόση δύναμη που θα μπορούσες να πεις ότι το τσάκισε, δεν το έστυψε απλώς. Ύστερα, σχεδόν σαν να ήταν το επόμενο βήμα μιας πολύ γνωστής διαδικασίας, πασπάλισε μαύρο πιπέρι πάνω στο πιάτο, με δύο απότομα στριψίματα του μύλου. Κάρφωσε τη σάρκα με ακρίβεια, επιδέξια, χωρίς να επιτρέψει ούτε σε ένα ψήγμα, ούτε σε μία σταγόνα χυμού να ξεφύγει από την τροχιά της γλώσσας του. Εγώ προτίμησα να αφήσω κατά μέρος το πιρούνι και να ρουφήξω το στρείδι απευθείας από το κέλυφος, απολαμβάνοντας τη γλιστερή αίσθηση, το πλατάγισμα της υγρής σάρκας πάνω στη γλώσσα μου, χωρίς την παρέμβαση κάποιου μεταλλικού αντικειμένου, τον αλμυρό χυμό που κάλυψε τα χείλη μου. Σήκωσα το κεφάλι και είδα πως ο Ντόμινικ με παρακολουθούσε. «Τρως σαν αγρίμι». «Δεν είναι το μόνο πράγμα που κάνω σαν αγρίμι», είπα, επιχειρώντας να χαμογελάσω πονηρά. «Δε θα διαφωνήσω. Είναι ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν πάνω σου. Παραδίνεσαι στις ορέξεις σου, όποιες κι αν είναι αυτές». «Στη Νέα Ζηλανδία αυτός ο τρόπος να τρως θαλασσινά θα θεωρούνταν εκλεπτυσμένος. Στην πατρίδα μου έχω δει ανθρώπους να κόβουν με τα δόντια τις γλώσσες των πίπι, των θαλασσινών που βρίσκουμε στα ρηχά νερά κοντά στην ακτή. Μόλις τα βγάζεις από το νερό, απλώνουν τις γλώσσες τους για να δουν τι συμβαίνει και οι πραγματικοί εραστές των θαλασσινών τις δαγκώνουν επί τόπου, τα τρώνε ζωντανά». Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. «Ήσουν κι εσύ μία από αυτούς, έτρωγες ζωντανά τα πλάσματα της θάλασσας;» «Όχι, ποτέ δε μου έκανε καρδιά να το δοκιμάσω. Το έβρισκα πολύ σκληρό». «Βάζω στοίχημα όμως πως θαύμαζες εκείνους που το έκαναν, σωστά;» «Ναι. Ναι, είναι αλήθεια». Φαντάζομαι πως εν μέρει έχει να κάνει με τη φυσική μου τάση να πηγαίνω κόντρα στα πάντα, με το ότι ήμουν κατά κάποιο τρόπο επαναστάτρια, πάντως όσο πιθανότερο είναι μια τροφή να χωρίσει μια ομάδα ανθρώπων σε αυτούς που τη λατρεύουν και σε αυτούς που τη σιχαίνονται, τόσο πιθανότερο είναι να μου αρέσει, ή τουλάχιστον να θαυμάζω τους ανθρώπους εκείνους που τους αρέσει. «Έχεις διάθεση για έναν περίπατο;» ρώτησε ο Ντόμινικ, ευχαριστώντας το προσωπικό καθώς φεύγαμε. Εκείνοι ανταπέδωσαν με μια θερμή καληνύχτα. Ο Ντόμινικ άφηνε γενικά γενναίο φιλοδώρημα. Είχα διαβάσει κάπου πως πρέπει πάντοτε να δίνεις βάση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ένας άντρας τα ζώα, τη μητέρα του και τους σερβιτόρους, οπότε καταχώρισα κι αυτή την πληροφορία στην ολοένα και μεγαλύτερη στήλη με τα θετικά του. Έστρεψα το βλέμμα στα παπούτσια μου. Μαύρες χειροποίητες γόβες, και αφού είχα φέρει το πιο μικρό, το πλέον φανταχτερό τσαντάκι μου, δεν είχα χώρο να βάλω εκεί ένα δεύτερο ζευγάρι ίσια παπούτσια. «Μπορούμε να πάρουμε ταξί αν νιώθεις άβολα», είπε εκείνος. «Ναι, τα τακούνια αυτά δε φτιάχτηκαν για περπάτημα». Νόμιζα πως θα πήγαινε στο δρόμο για να σταματήσει ένα ταξί, όμως εκείνος με άρπαξε από τον
καρπό και με τράβηξε απότομα κατά μέρος. Με κόλλησε πάνω στον τοίχο, έξω από το εστιατόριο, δίπλα στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο της Ανατολικής 43ης Οδού, και πέρασε τις παλάμες του γύρω από τις πλευρές του σώματός μου, για να κατέβει από εκεί στα οπίσθιά μου. Ένιωθα τον καβάλο του να πιέζει το μηρό μου. Είχα την αίσθηση ότι σκλήραινε, όμως δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη, γι’ αυτό άπλωσα το χέρι για να το τσεκάρω. Έδωσε μία στα περίεργα δάχτυλά μου και τα απομάκρυνε. Ανάθεμά τον. Η μανία του να με φουντώνει πρώτα και μετά να μ’ αφήνει να περιμένω με τρέλαινε. Όσο γρηγορότερα γυρίζαμε στο σπίτι, τόσο το καλύτερο. «Θα σε απαλλάξω από τα τακούνια σου σύντομα», είπε και με άφησε, χωρίς να μπει στον κόπο να ψιθυρίσει. Μια μεσήλικη γυναίκα η οποία στεκόταν στη μεγάλη πλέον ουρά έξω από το Oyster Bar, φορώντας κρεμ παντελόνι, γόβες από ψεύτικο δέρμα φιδιού και, παρ’ όλη τη ζέστη, μια ροζ ζακέτα, πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα της. Ο Ντόμινικ πέρασε το μπράτσο μου γύρω από το δικό του και προχωρήσαμε δυτικά, από την 42η Οδό στην Παρκ Άβενιου, σκουντώντας στην πορεία το πλήθος που είχε βγει για σαββατόβραδο, συναντώντας μια θάλασσα από ανθρώπους που πήγαιναν σε πάρτι, τουρίστες, κοπέλες του κεφιού και θεατές, όλοι τους ζωηροί, αναζητώντας μια υποψία δράσης. Το διασκεδαστικό κομμάτι του Σαββατοκύριακου μόλις ξεκινούσε για τους περισσότερους· η ενέργειά τους αποκτούσε μια σχεδόν μανιώδη διάσταση, έμοιαζε να τρέφεται από τα δυνατά φώτα και τις διαφημιστικές επιγραφές που αναβόσβηναν καθώς τα αυτοκίνητα κινούνταν γρήγορα και ο Πύργος της Τάιμς Σκουέρ θαρρείς και υψωνόταν στον ουρανό από πάνω μας σαν φανταχτερό μεσαίο δάχτυλο που έδειχνε στα περισσότερο αξιοσέβαστα μέρη της πόλης ποια ακριβώς γνώμη είχε γι’ αυτά. «Μήπως θα ήθελες να δούμε κάποια παράσταση;» ρώτησα, ελπίζοντας πως η απάντηση θα ήταν αρνητική. Η ιδέα είχε πέσει νωρίτερα να φερθούμε σαν τουρίστες και να παρακολουθήσουμε κάποιο θεατρικό στο Μπρόντγουεϊ. Ήταν γεγονός πως είχαμε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μαζί στο κρεβάτι, όμως εγώ δεν αισθανόμουν κουρασμένη και δεν ήθελα να χαραμίσουμε την τελευταία μας νύχτα. «Προτιμώ να δω μια δική σου παράσταση», απάντησε εκείνος με μάτια που λαμπύριζαν, κι η καρδιά μου πετάρισε στη θύμηση του πόσο πολύ απολάμβανε ο Ντόμινικ να με κοιτάζει, πόσο ερεθισμένος ήταν μετά από κάθε ένα από τα πριβέ κονσέρτα που είχε κανονίσει, στη διάρκεια των οποίων είχα παίξει για εκείνον με το βιολί μου σε διάφορα στάδια ένδυσης και γύμνιας. Θυμήθηκα το πολύτιμο Μπαγί, το οποίο μου είχε αγοράσει όταν το δικό μου βιολί υπέστη ζημιές, με τη συμφωνία πως σε αντάλλαγμα θα ερμήνευα για εκείνον έργα του Βιβάλντι... γυμνή. Το πώς μετά το πρώτο σόλο κονσέρτο σε μια κρύπτη στο Λονδίνο με είχε γαμήσει κολλητά στον τοίχο, επί τόπου, προτού με οδηγήσει στο σπίτι του στο Χάμπστεντ, όπου μου ζήτησε να έρθω σε οργασμό ενώ εκείνος καθόταν στην καρέκλα του γραφείου του και παρακολουθούσε. Στεκόμασταν στη διασταύρωση, με τον κόσμο γύρω μας να μας προσπερνά βιαστικός, κι εγώ φανταζόμουν πως, αν εκείνη η στιγμή καταγραφόταν από κάποια κάμερα, η εικόνα που θα αποτυπωνόταν θα έδειχνε απλώς τον Ντόμινικ κι εμένα, τα σώματά μας να διαγράφονται καθαρά μέσα σε μια δίνη χρώματος, σαν να ήμασταν οι μοναδικοί άνθρωποι που υπήρχαν, ολόκληροι, στους δρόμους της Νέας Υόρκης, την ώρα που ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν ξεχώριζε, οι άνθρωποι έμοιαζαν να σχηματίζουν μια ενιαία θολή μάζα, τα διάφορα άτομα φάνταζαν απρόσωπα όπως οι διπλανοί τους.
Κάναμε ένα μεγάλο περίπατο κατά μήκος της Μπρόντγουεϊ, περάσαμε από τη Γιούνιον Σκουέρ και στη συνέχεια πήραμε τη Γιουνιβέρσιτι Πλέις, αποφεύγοντας την ξεθωριασμένη λάμψη και τα φώτα της Πέμπτης Λεωφόρου. Μέχρι να φτάσουμε στο διαμέρισμά μου, τα πόδια μου με πέθαιναν, αν και η αίσθηση είχε κάπως περιοριστεί από τις δύο μπίρες που είχα πιει με το φαγητό και την ανάλαφρη διάθεση που είχα ενώ περπατούσα στο πλευρό του Ντόμινικ, με το μπράτσο περασμένο γύρω από το δικό του, λες κι όλες μου οι έγνοιες είχαν χαθεί, τουλάχιστον για μία ακόμη νύχτα και μία ακόμη μέρα. Ο Ντόμινικ δεν το γνώριζε, όμως στεκόμασταν έξω από το διαμέρισμα που μοιραζόμουν με ένα ζευγάρι Κροατών, τη Μαρίγια και τον Μπάλντο, οι οποίοι έπαιζαν στο τμήμα των χάλκινων πνευστών της ορχήστρας και περνούσαν τα περισσότερα απογεύματα έξω. Όταν βρίσκονταν εκεί, κατέκλυζαν το διαμέρισμα με τους ήχους των ερωτικών τους συνευρέσεων, τις βαριές τους ανάσες και τους γδούπους από το κεφαλάρι του κρεβατιού, με τη Μαρίγια να ακούγεται τόσο δυνατά, που ζήλευα, αν και, φυσικά, δεν αποκλείεται να προσποιούνταν. Δεν ήμουν σίγουρη για την ακριβή κατάσταση της σχέσης τους, κατά πόσο ήταν παντρεμένοι, συζούσαν ή απλώς ζούσαν βουτηγμένοι στην αμαρτία έχοντας εγκαταλείψει αντίστοιχα τους συντρόφους τους, πράγμα το οποίο θα εξηγούσε για ποιο λόγο η φλόγα του πάθους τους δεν έδειχνε κανένα σημάδι εξασθένησης. «Το βιολί μου», είπα, «βρίσκεται πάνω και υποσχέθηκα να σου παίξω μια τελευταία φορά». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου, έτσι που ένιωσα το γεροδεμένο κορμί του να πιέζει την πλάτη μου, κι ύστερα πέρασε την παλάμη του ελαφρά στο εσωτερικό του μηρού μου. «Φυσικά. Θα σε περιμένω εδώ αν θέλεις», μου ψιθύρισε σιγανά στο αφτί. Ο τόνος της φωνής του ήταν απολύτως χαλαρός κι έμοιαζε να το διασκεδάζει κάπως. Έδειχνε να απολαμβάνει την επίδραση που είχε η παρουσία του πάνω μου καθώς πάλευα να στρίψω τη λαβή που άνοιγε την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας, με δάχτυλα τόσο τρεμάμενα λες και προσπαθούσα να λύσω έναν κύβο του Ρούμπικ. «Όχι», είπα, «πέρασε μέσα. Είναι σαββατόβραδο, άρα οι συγκάτοικοί μου μάλλον θα έχουν βγει. Αλλά και πάνω να είναι, θα σε συστήσω – είναι φιλικοί και δε θα τους ενοχλήσει ένας επισκέπτης». Δεν μπορούσα να θυμηθώ την τελευταία φορά που είχα προσκαλέσει έναν άντρα στο σπίτι. Ούτε ο Ντόμινικ ούτε ο Ντάρεν, ο άντρας με τον οποίο είχα σχέση στο Λονδίνο επί έξι μήνες πριν γνωριστούμε με τον Ντόμινικ, με είχαν επισκεφτεί έστω μία φορά στο διαμέρισμά μου. Τους μήνες που ήμουν μόνη, είχαν υπάρξει κάποιες σχέσεις της μιας βραδιάς, όμως ακόμη και τότε επέμενα σε όλες τις περιπτώσεις να καταλήξουμε στο σπίτι τους. Ουσιαστικός λόγος δεν υπήρχε για τη διστακτικότητά μου· απλώς είμαι κάπως επιφυλακτική σε ό,τι έχει να κάνει με τον προσωπικό μου χώρο. Είμαι επίσης ακατάστατη και σιχαίνομαι τις μεγάλες διαδρομές για να πάω στη δουλειά, οπότε συνήθως καταλήγω να ζω σε φτηνότερα μικρά δωμάτια σε πιο ακριβές περιοχές της πόλης, παρά να αναζητήσω κάτι μεγαλύτερο σε κάποιο οικονομικότερο προάστιο και να πρέπει να παίρνω το μετρό καθημερινά. Το δωμάτιό μου σε εκείνο το διαμέρισμα στο Ιστ Βίλατζ ήταν πολύ μικρό· αν ήθελα κάτι μεγαλύτερο, θα έπρεπε να μετακομίσω στο Μπρούκλιν. Η Μαρίγια και ο Μπάλντο καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος και κατά συνέπεια πλήρωναν τα δύο τρίτα του ενοικίου. Εγώ είχα ένα δωματιάκι με ένα μονό κρεβάτι μόνο, μια συρόμενη κρεμάστρα για όλα μου τα ρούχα και τα παπούτσια μου σε κοινή θέα, λίγες φωτογραφίες από την πατρίδα και μερικά βιβλία, σκόρπια εδώ κι εκεί. Γραφείο δεν είχα, ούτε καν κάποιο άλλο έπιπλο πέρα από το κρεβάτι και την κρεμάστρα. Από τότε που έφυγα από τη Νέα Ζηλανδία, φρόντιζα να ταξιδεύω με λιγοστές αποσκευές, έτσι ώστε όπου κι αν μ’ έβγαζε ο δρόμος μου να
μπορώ να τα μαζέψω και να φύγω ξανά, χωρίς πολλές φασαρίες. Άρχιζα να αισθάνομαι νευρικότητα όποτε αποκτούσα περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα μπορούσα να χωρέσω μέσα σε μία βαλίτσα. Έσπρωξα την εξώπορτα του διαμερίσματος και ψηλάφισα τον τοίχο για να εντοπίσω το διακόπτη, ακουμπώντας συγχρόνως το τσαντάκι μου στον πάγκο της κουζίνας. «Παιδιά;» φώναξα, πιάνοντας τον Ντόμινικ από το χέρι για να τον οδηγήσω στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Εκείνος στάθηκε στην κουζίνα και κοίταξε τριγύρω, ενώ εγώ χτυπούσα ελαφρά την πόρτα του υπνοδωματίου των Κροατών, για να τσεκάρω αν ήταν εκεί. Καμία απάντηση. «Έχουν βγει». «Ωραία», είπε εκείνος, καλύπτοντας με μερικές δρασκελιές την απόσταση που μας χώριζε, πιάνοντας μια χούφτα από τα μαλλιά μου και τραβώντας τα ελαφρά. Ξαφνικά, με γύρισε ανάποδα, έτσι που κοίταζα προς το μεγάλο παράθυρο του καθιστικού, το οποίο έβλεπε στο μικρό κοινόχρηστο κήπο που μοιράζονταν οι ένοικοι της πολυκατοικίας. Εν τω μεταξύ, έξω ήταν βαθύ σκοτάδι, και, με τα φώτα και τα στόρια ανοιχτά, όποιος τύχαινε να βρίσκεται στο κηπάκι για να κάνει ένα τσιγάρο ή στεκόταν στο δικό του παράθυρο κοιτάζοντας προς το μέρος μας μάλλον θα μπορούσε να δει τα πάντα, τουλάχιστον τις σιλουέτες μας, εμένα με το κοντό μαύρο φόρεμα και τον Ντόμινικ με το καλό πουκάμισο και τη γραβάτα του. Είχαμε ντυθεί και οι δύο για βραδινή έξοδο, σε περίπτωση που καταλήγαμε σε κάποιο από τα πιο κυριλέ μπαρ της Νέας Υόρκης. Ήταν όμορφος με κοστούμι, ποτέ δεν έδινε τόσο τυπική εικόνα ώστε να πεις πως πήγαινε στη δουλειά, ούτε αμηχανία έβγαζε, όπως εκείνοι οι άντρες που είχαν τα ίδια ρούχα δέκα χρόνια και τα ξέθαβαν από την γκαρνταρόμπα τους μία με δύο φορές το χρόνο για γάμους ή κηδείες. Ο Ντόμινικ μονίμως εξέπεμπε μια κάποια άνεση· διέθετε την αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που νιώθει καλά με τον εαυτό του, οπότε, ό,τι κι αν φορούσε, η εμφάνισή του ήταν καλή. Είχε ένα άνετο στιλ. Κάτω από εκείνο το ατάραχο, ευγενικό προσωπείο όμως κρυβόταν ένα πολύ βρόμικο μυαλό, και ήταν εκείνη η σκοτεινή πλευρά πίσω από όλες τις κοινωνικές συμβάσεις που με εμπόδιζε να βαρεθώ και να πάω παρακάτω, όπως έκανα συνήθως με τους άντρες μετά από μερικούς μήνες σχέσης. Αναρωτιέμαι τι θα επιχειρήσει ο Ντόμινικ στη συνέχεια, σκέφτηκα, κοιτάζοντας το κηπάκι, παρατηρώντας τα φωτάκια που είχε βάλει κάποιος γείτονας εκεί για να δώσει μια πιο ευχάριστη νότα στο χώρο, σαν να πετάριζαν πυγολαμπίδες. Θα με κολλήσει πάνω στο παράθυρο; Θα με βάλει να σηκώσω το φόρεμα κι ύστερα θα κάνει πίσω για να χαζέψει τον κώλο μου; Θα με γαμήσει μπροστά στους γείτονες; Δεν είχε γλιστρήσει την παλάμη του κάτω από το φόρεμά μου ακόμη, οπότε, εκτός κι αν είχε παρατηρήσει την απουσία των γραμμών από εσώρουχο όταν φιλιόμασταν και χάιδευε το σώμα μου πάνω από τα ρούχα μου, δε θα ήξερε πως είχα προτιμήσει να αφήσω το εσώρουχό μου στο σπίτι και ότι είχα περάσει όλη τη βραδιά απολαμβάνοντας κάθε τόσο το φύσημα του δροσερού αέρα ανάμεσα στα πόδια μου. «Βγάλε τις κάλτσες σου», είπε, «αλλά χωρίς να λυγίσεις τα γόνατα. Και μη γυρίσεις να με κοιτάξεις». Άκουγα το χαμόγελο στη φωνή του· το απολάμβανε, σκαρφιζόταν ένα καινούριο παιχνίδι που ήξερε πως θα με άναβε. Ήταν η αλλαγή, η έκπληξη αυτή που με ερέθιζε. Εφόσον δεν ήξερα τι θα επακολουθούσε, το όλο σκηνικό ήταν συναρπαστικό. Το μυαλό μου έπαυε να σκέφτεται και χαλάρωνε, όλες μου οι αισθήσεις εστίαζαν στο να ακολουθήσουν την επόμενη οδηγία του. Έτσι, δε με απασχολούσε πλέον το πλυντήριο που έπρεπε να βάλω, οι πρόβες την ερχόμενη εβδομάδα, η επόμενη ημερομηνία πληρωμών και η σειρά με την οποία έπρεπε να πληρώσω τους λογαριασμούς.
Ο ήχος της φωνής του Ντόμινικ παρέσερνε κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό μου, κι όταν δε σκεφτόμουν, κάλυπτα το κενό με το συναίσθημα, όλες οι αισθήσεις μου βρίσκονταν σε υπερδιέγερση, και τότε ακόμη και το παραμικρό άγγιγμα, η πιο απαλή ανάσα πάνω στην επιδερμίδα μου ήταν ικανή να με τρελάνει από το πάθος. Είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι ακούγεται το να βγάλεις δυο κάλτσες που πιάνουν με λάστιχο ψηλά στο μηρό χωρίς να λυγίσεις τα γόνατα. Σήκωσα το φόρεμά μου, προσφέροντας στον Ντόμινικ μια πρώτη εικόνα της σάρκας μου, έχωσα τον αντίχειρα μέσα από την ελαστική λωρίδα στην κορυφή, στο δαντελωτό όριο που χώριζε την κάλτσα από το πάνω μέρος του μηρού μου, και τράβηξα προς τα κάτω, ανοίγοντας καλά τα πόδια μου, ώστε να μπορέσω να λυγίσω στη μέση και να αγγίξω τις άκρες των ποδιών μου, συνεχίζοντας να κρατώ τα πόδια μου απόλυτα ίσια. Έπειτα ισορρόπησα όλο μου το βάρος στο άλλο πόδι και προσεκτικά αφαίρεσα τη γόβα στιλέτο, για μια στιγμή μόνο, ώστε να μπορέσω να περάσω την κάλτσα από τη φτέρνα και τα δάχτυλα του ποδιού, και μετά ξαναφόρεσα το παπούτσι. Ύστερα επανέλαβα την ίδια ακριβώς διαδικασία στην άλλη πλευρά. «Δώσε μού τες χωρίς να στραφείς». Άπλωσα το χέρι μου προς τα πίσω, συνεχίζοντας να κοιτάζω ευθεία μπροστά, πέρα από το τζάμι. Δεν ήμουν σίγουρη τι σκόπευε να κάνει μετά. «Δώσε μου τα χέρια σου». Δεν είχε πει ρητά ότι έπρεπε να φέρω τα χέρια πίσω από την πλάτη μου, όμως αυτό έκανα, γιατί ο Ντόμινικ πάντοτε εννοούσε ακριβώς αυτό που έλεγε, κι αν ήθελε να γυρίσω προς το μέρος του, ή θα μου το είχε ζητήσει ή θα με είχε στρίψει ο ίδιος για να τον κοιτάξω. Έτσι, στάθηκα με τα πόδια μου σε διάσταση, κοιτάζοντας το παράθυρο, με τους ώμους στραμμένους πίσω, το στήθος προτεταμένο, τα μπράτσα ίσια και μαγκωμένα, τις παλάμες πιασμένες σαν σε προσευχή, με τους αντίχειρες να δείχνουν προς τα οπίσθιά μου. Οι κάλτσες αποδείχτηκαν απρόσμενα αποτελεσματικές χειροπέδες, παρά την ελαστικότητα του λεπτού υφάσματος. Χρησιμοποίησε και τις δύο, έδεσε τα χέρια μου φέρνοντας τις κάλτσες επιδέξια δυο βόλτες γύρω τους και τις ένωσε σφιχτά στο ύψος των καρπών μου, χωρίς να εμποδίζει την κυκλοφορία του αίματος, όμως ακόμη κι αν επιχειρούσα να στρίψω τις παλάμες μου, δε θα μπορούσα να λυθώ. Φαντάζομαι πως θα κατάφερνα να ξεφύγω από τα δεσμά μου αν το προσπαθούσα πραγματικά, αλλά δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Μου άρεσε το να υποτάσσομαι στη βούληση του Ντόμινικ, να καταλήγω αιχμάλωτη επειδή εγώ το είχα επιλέξει, να τον αφήνω να με κάνει ό,τι θέλει. Ακούμπησε τις παλάμες του πάνω στους ώμους μου και με γύρισε προς το μέρος του. Ο πόνος στα πόδια μου, μετά από μια ατελείωτη μέρα ισορροπίας πάνω σε ψηλά τακούνια για χάρη του περιπάτου στην πόλη, είχε αρχίσει να γίνεται ευχάριστος πλέον, μια οξεία συναρπαστική υπενθύμιση πως είχα παραδώσει το σώμα μου στη θέληση του Ντόμινικ και επομένως η όποια αίσθηση είχα ήταν γιατί το ήθελε αυτός. Μου είχε περάσει κι άλλοτε από το μυαλό πως, αν κατάφερνα να εφαρμόσω αυτό το σκεπτικό και σε άλλες πτυχές της ζωής μου, θα μπορούσα να πετύχω τα πάντα. Από τη στιγμή που έπαιρνα μπροστά, έμοιαζα με τρένο που κινείται στις ράγες τραβώντας γραμμή για την όποια κατάληξη, αδιαφορώντας πλήρως για την όποια δυσφορία στη διαδρομή. Η υποταγή ωστόσο δεν ήταν κάτι το οποίο μπορούσα να εφαρμόσω όπου και όποτε το επιθυμούσα. Χρειαζόμουν έναν καταλύτη. Καθώς μεγάλωνα, είχα το δάσκαλό μου στο βιολί, τον κύριο Φαν ντερ Βλιτ, ο οποίος ποτέ δε με είχε
αγγίξει έστω με τρόπο ανάρμοστο πέρα απ’ ό,τι επέβαλλε η σχέση δασκάλου και μαθήτριας, κι όμως για κάποιο ανεξήγητο λόγο αισθανόμουν υποχρεωμένη να τον ευχαριστήσω, σε τέτοιο βαθμό που εξασκούμουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα ήταν τυπικά απαραίτητο. Τώρα ήταν ο Ντόμινικ εκείνος που ασκούσε την ίδια δύναμη πάνω μου, αν και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που του την είχα εκχωρήσει. Έσκυψε, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου, έσυρε την παλάμη του πάνω στη γυμνή πλέον επιδερμίδα μου, πρώτα στο ένα πόδι και μετά στο άλλο, από τον αστράγαλο μέχρι το μηρό, σταματώντας μια ιδέα πριν από το σημείο όπου κανονικά θα ξεκινούσε το ύφασμα του εσωρούχου μου, αν είχα φορέσει. Το βλέμμα του έμοιαζε με γρανίτη· ήταν το βλέμμα που αποκτούσε κάθε φορά που ακολουθούσε το μονοπάτι των δικών του επιθυμιών, περνούσε σε ένα χώρο έξω από τη συνειδητή σκέψη, εκεί όπου το σώμα καταλάμβανε τη θέση του οδηγού, αρκεί να του το επέτρεπες. Η ανάσα μου είχε αρχίσει να γίνεται βαριά. Ξετρελαινόμουν όταν το έκανε αυτό, πραγματικά· όμως, Θεέ μου, κάθε φορά που το άγγιγμά του πλησίαζε, το μόνο που ευχόμουν ήταν να γλιστρήσει το δάχτυλό του μέσα μου. Η υπομονή ουδέποτε υπήρξε το μεγαλύτερο προτέρημά μου. Ίσιωσε το σώμα του και πέρασε από πίσω μου, αρπάζοντάς με από τα δεσμά των καρπών μου, λες και οι κάλτσες ήταν μια βολική λαβή. Δυσκολεύτηκα να τον ακολουθήσω, καθώς περπατούσα προς τα πίσω και τα τακούνια μου κροτάλιζαν πάνω στο γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα. Κόλλησε το πρόσωπό μου πάνω στο κρεβάτι, ενώ τα χέρια μου παρέμεναν καλά δεμένα πίσω από την πλάτη μου. Γύρισα στο πλάι για να μπορέσω να πάρω ανάσα και τον είδα, με την άκρη του ενός ματιού, να γονατίζει δίπλα στο μαξιλάρι και να ψάχνει κάτω από το κρεβάτι, αφήνοντας ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης να απλωθεί στο πρόσωπό του όταν εντόπισε το μπουκαλάκι με το λιπαντικό και το κουτί με τα προφυλακτικά που φύλαγα εκεί. Τελικά, δεν ήταν και τόσο καλή η κρυψώνα, σκέφτηκα. Ίσως να μη διέφερα και τόσο πολύ από τις άλλες γυναίκες. Ή, απλά, ίσως εκείνος να είχε πάντοτε σχέσεις με τον ίδιο τύπο γυναίκας. Ο Ντόμινικ σήκωσε ακόμη περισσότερο το φόρεμά μου, έτσι που το ύφασμα μαζεύτηκε γύρω από τη μέση μου και ο γυμνός κώλος μου αποκαλύφθηκε πλέον απόλυτα. Πήρε μια κοφτή ανάσα, καθώς τώρα συνειδητοποιούσε, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως είχα περάσει το βράδυ μαζί του χωρίς να φορώ εσώρουχο κάτω από το κοντό μαύρο φόρεμα. Τινάχτηκα ελαφρά ακούγοντας την αγκράφα της ζώνης του να λύνεται, μια και δεν ήξερα αν σκόπευε να δώσει στον κώλο μου μια γεύση από το δερμάτινο λουρί ή απλώς κατέβαζε τα παντελόνια του για να με πηδήξει. Και τα δύο θα τα απολάμβανα, εφόσον κάποια στιγμή συνέβαινε και το δεύτερο. Κράτησα το σώμα μου τελείως ακίνητο, περιμένοντας την επόμενη κίνησή του, ελπίζοντας πως θα ακολουθούσε σύντομα, διαφορετικά φοβόμουν πως θα εκραγώ. Δεν ήθελα να του προσφέρω την ικανοποίηση να με δει να τον ικετεύω για τη συνέχεια, όμως τον ήθελα μέσα μου τόσο πολύ ώστε ένιωθα λες και ο χρόνος είχε επιβραδυνθεί. Κάθε δευτερόλεπτο που στεκόταν κοντά μου χωρίς να με αγγίζει έμοιαζε με ώρα. Ήταν σαν να βρισκόμουν στην κόψη του ξυραφιού, παγιδευμένη στο μεταίχμιο ανάμεσα στο πάθος και την ικανοποίηση. Το απολάμβανα και συνάμα το σιχαινόμουν. Κάθε φορά που έκανε ένα βήμα πίσω, το πάθος μου για εκείνον πολλαπλασιαζόταν, όμως κάθε φορά που με άγγιζε με έφερνε πιο κοντά στην ικανοποίηση και πιο κοντά στο τέλος όλης αυτής της έντασης. Το γνώριζε άλλωστε κι εκείνος. Όσο κι αν προσπαθούσα να μετριάσω τις αντιδράσεις μου, από περηφάνια, ήταν προφανές πως είχε δώσει προσοχή στις προηγούμενες επαφές μας και ήξερε πώς να παίζει μαζί μου σαν να ήμουν μουσικό όργανο. Δε με είχε κάνει ολότελα δική του, ούτε θα το
κατόρθωνε ποτέ, όμως για όσο διάστημα ήμασταν μαζί στο κρεβάτι το σώμα μου του ανήκε, είτε το ήθελα είτε όχι. Βρισκόμουν απόλυτα στο έλεος του Ντόμινικ. Τινάχτηκα σαν άκουσα τον ήχο μιας πλαστικής συσκευασίας που σκιζόταν, και μετά το ξερό άνοιγμα του καπακιού από το μπουκαλάκι με το λιπαντικό. Ύστερα ένιωσα το δάχτυλό του μέσα μου, επιτέλους, να ψάχνει, να εξερευνά, μόνο του στην αρχή, έπειτα ένα ακόμη, κι άλλο, κι άλλο, ώσπου ήμουν βέβαιη πως δε θα μπορούσε να χωρέσει άλλο μέσα. Προσπάθησα να συρθώ προς το μέρος του, να λυγίσω τα γόνατά μου ώστε να βρω κάποιο πάτημα στα σκεπάσματα για να σπρώξω το σώμα μου προς τα πίσω, πάνω στο χέρι του, όμως με τους καρπούς μου δεμένους και το κορμί μου κολλημένο στο κρεβάτι το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κουνιέμαι ανήμπορα σαν κάμπια πάνω στο τραπέζι ενός εντομολόγου, μια πεταλούδα καρφιτσωμένη, έτοιμη να θυσιαστεί σε μάθημα ανατομίας. Εκείνος παρέμενε εντυπωσιακά ακίνητος πίσω μου, πιθανότατα απολάμβανε την προσπάθειά μου να απελευθερωθώ από το βασανιστήριό μου. Ένιωθα περισσότερο εκτεθειμένη που ήμουν ημίγυμνη κι όχι εντελώς γυμνή. Για κάποιο λόγο ήταν περισσότερο πορνογραφικό το να έχω το πάνω μισό του σώματός μου ντυμένο και το κάτω μισό γυμνό, λες και ο γυμνός κώλος και τα γεννητικά μου όργανα ήταν πιο σοκαριστικά χωρίς το αντίβαρο του γυμνού στήθους μου. Το ημίγυμνο ήταν το πεδίο δράσης των ανώμαλων, των γέρων που παραφυλούσαν στις στάσεις των λεωφορείων με τα πουκάμισα φορεμένα, τα παντελόνια κατεβασμένα και τα παλτά τους ανοιχτά. Ως αποτέλεσμα της επιθυμίας ενός άλλου, το ημίγυμνο έβγαζε μια εικόνα ταπείνωσης, μια αίσθηση ιδιοκτησίας. «Άνοιξε τα πόδια σου», είπε. Το έκανα. «Περισσότερο». Οι μύες των μηρών μου είχαν αρχίσει να πονάνε, καθώς με είχε οδηγήσει σχεδόν στο να κάνω σπαγκάτο. Ήμουν ακόμη στα γόνατα, με το στήθος κολλημένο στο κρεβάτι και τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, μετά βίας κατάφερνα να κρατώ την ισορροπία μου. Εκείνος έσκυψε και πέρασε τη γλώσσα του ελαφρά κατά μήκος του ποδιού μου, από το γόνατο μέχρι ψηλά στο εσωτερικό του μηρού μου, πρώτα από τη μία πλευρά και μετά από την άλλη. Σταμάτησε λίγο πριν γλείψει το καυτό μου σημείο, όμως κράτησε το στόμα του πάνω στο σώμα μου, έτσι ώστε να νιώθω την καυτή του ανάσα πάνω στα χείλη του αιδοίου μου. Έσπρωξα λίγο προς τα πίσω, ελπίζοντας να νιώσω το άγγιγμα της γλώσσας του. «Α, όχι, σε γελάσανε. Μείνε ακίνητη». Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου να το παίξω άνετη, άρχισα να βογκάω και να κουνιέμαι ελαφρά μπρος πίσω. «Με θες, έτσι δεν είναι;» είπε γαργαλιστικά. Ο τόνος του ήταν χλευαστικός. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή μπορεί και να τον είχα χαστουκίσει, όμως εκείνη την ώρα ένιωθα λες και το σώμα μου είχε πάρει φωτιά και θα έκανα οτιδήποτε για να τον καταφέρω να με αγγίξει, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να συρθώ στα πατώματα, στα τέσσερα, και να τον ικετεύω να με πάρει. «Ναι». «Ναι; Δεν ακούγεσαι και τόσο σίγουρη. Ίσως θα ήταν καλύτερα να φύγω από το δωμάτιο μέχρι να το αποφασίσεις». Σηκώθηκε κι έκανε να απομακρυνθεί. «Όχι, σε παρακαλώ, μη φύγεις, σε παρακαλώ. Σε θέλω όσο τίποτα στον κόσμο».
«Όσο τίποτα... Κάπως καλύτερα τώρα. Κι αν σου δώσω αυτό που θέλεις, εσύ τι θα κάνεις για μένα;» «Ό,τι θες. Θα κάνω ό,τι θέλεις. Μονάχα, σε παρακαλώ, γάμησέ με. Δεν αντέχω άλλο». «Ό,τι θέλω, ε; Καλά θα κάνεις να προσέχεις τι υπόσχεσαι. Μπορεί να σου ζητήσω να κρατήσεις την υπόσχεσή σου». «Δε με νοιάζει. Άγγιξέ με, σε παρακαλώ», κλαψούρισα, έχοντας ξεχάσει εντελώς την περηφάνια μου, που έμοιαζε να έχει συντριβεί από την ένταση του πάθους μου. Πλησίασε και έχωσε το κεφάλι του πούτσου του μέσα μου, όμως όχι παραπάνω από λίγα εκατοστά. Εκεί περίμενε. Εγώ δάγκωνα τα σκεπάσματα από τη μανία μου. «Ικέτεψέ με», είπε σιγανά. «Πες μου τι θέλεις». «Σκίσε με, σε παρακαλώ. Λυπήσου με, γάμησέ με». Επιτέλους, έσπρωξε μέχρι μέσα, με γέμισε κανονικά. Η λαύρα του πούτσου του παραλίγο να με κάνει να τελειώσω με τη μία. Με άρπαξε δυνατά από τους καρπούς, όπως καρφωνόταν και τραβιόταν, ενώ εγώ προσπαθούσα να κολλήσω πάνω του. Συνέχισε να με καρφώνει μέχρι που άρχισα να πονάω, κι εκείνος έφτασε. Μείναμε εκεί, λαχανιασμένοι. Λύγισε το κορμί του και μου έλυσε με απαλές κινήσεις τα χέρια. Τέντωσα τα μπράτσα μου προσεκτικά, καθώς το αίμα επέστρεφε ορμητικά στους καρπούς μου. «Μείνε εδώ», είπε, λες και θα μπορούσα να πάω κάπου με εκείνον ακόμη μέσα μου. Τραβήχτηκε και ξάπλωσε δίπλα μου, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου με το ένα χέρι, ενώ άπλωνε το άλλο ανάμεσα στα πόδια μου εντοπίζοντας το επίμαχο σημείο, οπότε άρχισα να βογκάω ξανά. Σκέφτηκα πως ήταν απίθανο να τελειώσω σε τούτη τη στάση, μπρούμυτα, όμως ήμουν πρόθυμη να τον αφήσω να το προσπαθήσει. «Γύρνα από την άλλη», ψιθύρισε, ίσως γιατί διέκρινε την αβεβαιότητα στο πρόσωπό μου. Ξάπλωσα ανάσκελα. Συνέχισε να παίζει με το ένα χέρι, και ανασηκωνόταν για να βλέπει καλύτερα τι έκανε. Τον παρακολουθούσα να με παρακολουθεί, το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο σημείο που έπαιζε με το ακροδάχτυλό του. Με κοίταξε έτσι όπως τον κοίταζα και χαμογέλασε. Ένας ηδονοβλεψίας που αναγνώριζε έναν όμοιό του. Ύστερα πέρασε το ελεύθερο χέρι του πάνω από το θώρακά μου, ανάμεσα στα στήθη μου, διαγράφοντας στη διαδρομή έναν κύκλο γύρω από την κάθε θηλή. Ακούμπησε την παλάμη του πολύ ελαφρά πάνω στο λαιμό μου. «Κλείσε τα μάτια σου». Μάθαινε γρήγορα ο Ντόμινικ, και με τα μάτια μου κλειστά, έτσι ώστε να μη με αποσπά τίποτα, και το άλλο του χέρι να τα δίνει όλα για να μου χαρίσει απόλαυση, πολύ σύντομα παραδόθηκα στην ηδονή του οργασμού μου, σε ένα σχεδόν επώδυνο κύμα απόλαυσης που ξεκίνησε από τα λαγόνια μου και ταξίδεψε μέχρι τον εγκέφαλό μου, προτού σκορπίσει και χαθεί, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον Ντόμινικ να με κοιτάζει, ολοφάνερα ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Δε φτάνω εύκολα σε οργασμό, και, εκτός του Ντόμινικ, μόνο δύο εραστές είχα που κατάφεραν να με οδηγήσουν εκεί χωρίς τη συνδρομή μου. «Καλό κορίτσι», είπε. Μπορεί να ακουγόταν γλυκανάλατο, αλλά ήταν μια φράση που δεν έπαυε ποτέ να μου προκαλεί έξαψη.
Αποφασίσαμε να μεταφερθούμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έμενε ο Ντόμινικ για την υπόλοιπη νύχτα. Το διπλό κρεβάτι του ξενοδοχείου ήταν απείρως πιο άνετο απ’ ό,τι το μονό που είχα εγώ, ενώ το δωμάτιο έβλεπε προς το Ουάσινγκτον Σκουέρ Παρκ. Κάναμε ξανά έρωτα το πρωί, μισοκοιμισμένοι ακόμη και οι δύο, καθώς ξυπνούσαμε αγκαλιασμένοι. Κούρνιασα πάνω του και διαπίστωσα πως ήταν σκληρός στη θέση του ανάμεσα στη βάση του κώλου μου και, λίγο μετά, μέσα μου. Είχαμε ξαπλώσει πλάι πλάι, το μπράτσο του ήταν τυλιγμένο προστατευτικά γύρω μου και η παλάμη του ακουμπισμένη πάνω στο ένα στήθος μου έτσι όπως έσπρωξα απαλά προς τα πίσω. Το σμίξιμό μας είχε κάτι το τρυφερό, το νοσταλγικό. Η πικρή πραγματικότητα του επικείμενου χωρισμού μας είχε καταλαγιάσει τη φλόγα της προηγούμενης νύχτας, αφήνοντας πίσω της μονάχα μια γλυκιά επιθυμία. Στάθηκα στο παράθυρο, γυμνή, και του έπαιξα μια τελευταία φορά το «Message to my Girl», το αγαπημένο μου κομμάτι από τη συνεργασία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νέας Ζηλανδίας με τους Split Enz, αν και εννοείται πως δεν ήταν το ίδιο χωρίς την υπόλοιπη ορχήστρα, το φλάουτο και το πιάνο, και τη φωνή του Νιλ Φιν. Ήταν η πρώτη φορά που του έπαιξα ένα κομμάτι εκτός του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν ήξερε τα λόγια, δεν του θύμιζε τον τόπο του, όπως ένιωθα εγώ κάθε φορά που έπαιζα εκείνο το τραγούδι, δεν μπορούσε να φανταστεί, όπως εγώ, την Αοτερόα –όπως λέγεται η Νέα Ζηλανδία στη γλώσσα των Μαορί– να απλώνεται απέραντη. Ακόμη κι έτσι όμως, ήλπιζα πως τουλάχιστον ένα μικρό μέρος της μαγείας και της νοσταλγίας μου για τη Νέα Ζηλανδία κατάφερνε να αναδυθεί μέσα από τις χορδές του βιολιού. Άφησα κατά μέρος το Μπαγί και κάθισα στο κρεβάτι, δίπλα του. «Να πάρουμε πρωινό;» ρώτησα. Ήταν η ώρα του δεκατιανού όταν φτάσαμε τελικά. Τον πήγα στο Caffe Vivaldi στην Τζόουνς Στριτ, λίγα μόλις τετράγωνα δυτικά του ξενοδοχείου. Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους είχα εγκατασταθεί στο Βίλατζ. Ανέκαθεν ήμουν κάπως αισθηματίας και το όνομα του καφέ μού έμοιαζε με καλό οιωνό, ειδικά από τη στιγμή που έμαθα πως οργάνωναν βραδιά ανοιχτή σε κάθε είδους μουσικούς. Δεν είχα μιλήσει με τους ιδιοκτήτες σχετικά με το ενδεχόμενο να παίξω εκεί, αλλά μου άρεσε να κάθομαι και να απολαμβάνω την ατμόσφαιρα. Απ’ ό,τι έλεγαν όλοι, η περιοχή είχε αλλάξει σε σχέση με τα παλιά χρόνια, οι μποέμ είχαν μετακινηθεί σε οικονομικότερες περιοχές, παραχωρώντας τις θέσεις τους σε πιο εύπορους μεσοαστούς, στους οποίους άρεσε η αίσθηση της τοπικής κοινωνίας, τα χαριτωμένα καφέ και τα γειτονικά πάρκα, γεγονός που εξηγούσε για ποιο λόγο το ενοίκιό μου ήταν τσουχτερό παρότι έμενα σε μικρό δωμάτιο. Όμως ένα μέρος εκείνης της μαγείας εξακολουθούσε να υπάρχει, και δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι πως ίσως απορροφούσα λίγη από την ενέργεια που άφησαν πίσω τους όλοι οι μουσικοί που είχαν καθίσει σ’ εκείνες τις καρέκλες πριν από εμένα. Πρόσφεραν επίσης εξαιρετικό φαγητό και ετοίμαζαν Μπλάντι Μέρι με την ιδανική ποσότητα μπαχαρικών. Παρήγγειλα ένα, καθώς είχα αρχίσει να συνηθίζω να το γιορτάζω με αλκοόλ μόνη μου, την ώρα που ο Ντόμινικ παρέμενε αμετακίνητα πιστός στον καφέ και στα αναψυκτικά. Ίσως να ήταν το αλκοόλ που με έκανε τολμηρή. Συνήθως δεν είμαι άνθρωπος που φανερώνει το πώς αισθάνεται, ειδικά στους εραστές μου, όμως κάθε λεπτό που περνούσε μας έφερνε πιο κοντά στην αναχώρηση του Ντόμινικ και η ταχύτητα με την οποία προχωρούσαν οι δείκτες του ρολογιού στο διπλανό τοίχο με ώθησε να εγκαταλείψω τους όποιους ενδοιασμούς μου. «Θα μου λείψεις, Ντόμινικ».
Κατέβασε το πιρούνι του και με κοίταξε. «Και σε μένα θα λείψεις». Έκανα μια παύση, έβαλα τις σκέψεις μου σε σειρά. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Πραγματικά σήμαινε πολλά για μένα το ότι ήσουν εδώ, έστω και για λίγο καιρό. Τα πράγματα θα πάνε καλύτερα τώρα, είμαι σίγουρη, αλλά δεν μπορώ να φύγω από τη Νέα Υόρκη. Η μουσική μου... Είχα κάποιες δυσκολίες τον πρώτο καιρό, όμως τώρα τα πηγαίνω καλά με την ορχήστρα». «Χαίρομαι. Και δε νομίζω ότι πρέπει να φύγεις, θα έλεγα να μείνεις και να εκμεταλλευτείς αυτή την ευκαιρία που παρουσιάστηκε. Για την ώρα, δεν μπορώ να φύγω κι εγώ από το Λονδίνο, τρέχουν διάφορα θέματα, κι εκτός αυτού έχω συμβόλαιο με το πανεπιστήμιο, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του εξαμήνου». Έγνεψα καταφατικά. «Πάντως, δεν είναι και τόσο μεγάλη η απόσταση», σχολίασε. «Εφτά ώρες πτήση, στη χειρότερη περίπτωση. Υπάρχουν τα Σαββατοκύριακα, σε λίγο καιρό θα έχουμε και τις διακοπές στη σχολή και, για να είμαι ειλικρινής...» «Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο θα λειτουργούσε μια σχέση μεταξύ μας σε μόνιμη βάση», ολοκλήρωσα τη σκέψη του. «Όχι. Είναι πολλά τα θέματα που δεν έχουμε συζητήσει ακόμη. Το ξέρω πως δεν πέρασες όλες τις νύχτες μόνη στη Νέα Υόρκη, ούτε κι εγώ άλλωστε στο Λονδίνο. Δε νομίζω πως θα έπρεπε να αλλάξει αυτό τώρα. Δεν είμαστε...» «Μαζί;» Γέλασε. «Όχι, όχι ακριβώς. Δε νομίζω πως είναι τόσο απλό το θέμα». «Όμως δε νιώθω το ίδιο με κανέναν άλλο. Δεν αισθάνομαι ότι αφήνομαι απόλυτα. Μόνο κοντά σου νιώθω έτσι». Δεν είχα μιλήσει ακόμη στον Ντόμινικ για τον Βίκτορ. Αυτό όμως ήταν διαφορετικό. Είχα επιτρέψει στον Βίκτορ να μου κάνει όσα έκανε, όμως δεν ήθελα να μου κάνει αυτά τα πράγματα έτσι όπως το ήθελα από τον Ντόμινικ. Άλλοτε, πριν από όχι και τόσο πολύ καιρό, θα έλεγα πως δεν μπορούσα να ερμηνεύσω την έκφραση του Ντόμινικ, τώρα όμως τον ήξερα καλύτερα, μπορούσα να παρακολουθήσω την έκφραση των ματιών του. Πόθος. Θέρμη. Συμφωνία. «Καλώς», είπε. «Το ίδιο ισχύει και για μένα. Δε συνηθίζω να κάνω αυτά τα πράγματα, ξέρεις». Σειρά μου να γελάσω. Θα μπορούσε να ήταν ατάκα κάποιου γυναικείου χαρακτήρα τηλεοπτικής σειράς μετά από μια σχέση της μιας βραδιάς. «Το εννοώ», συνέχισε, πιάνοντας το χέρι μου από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Ούτε κι εγώ μπορώ να το καταλάβω απόλυτα, όμως την ξέρω αυτή την αίσθηση. Με κάνεις να θέλω να... σου κάνω διάφορα». «Με κάνεις να θέλω να μου κάνεις διάφορα». «Λοιπόν», είπε χαμογελώντας, «τουλάχιστον συμφωνούμε». «Κανονίστηκε επομένως;» «Εννοείς αν κανονίστηκε πως τίποτα δεν έχει κανονιστεί;» «Ναι». «Θα έρθω να σε επισκεφτώ ξανά, να απολαύσω την ορχήστρα, να χαρώ όσο περισσότερο γίνεται τη Νέα Υόρκη. Το εννοώ, να τη χαρείς κι εσύ όσο περισσότερο γίνεται, με όποιο τρόπο θελήσεις. Όμως πρέπει να με κρατάς ενήμερο, όπως συμφωνήσαμε». Παρήγγειλε έναν ακόμη εσπρέσο, κι εγώ ένα δεύτερο Μπλάντι Μέρι. Δε σκόπευα να μεθύσω
μπροστά του, όμως τα μπαχαρικά και η βότκα περιόριζαν κάπως το κύμα της δυστυχίας που ένιωθα να πλησιάζει όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που μας έφερνε πιο κοντά στην ώρα που θα έπρεπε να φύγει. Μείναμε όλη την ώρα στο Caffe Vivaldi, πίνοντας καφέ, συζητώντας και γελώντας, ακούγοντας τον πιανίστα στο βάθος να παίζει κομμάτια του Μπίλι Τζόελ. Ο Ντόμινικ είχε τακτοποιήσει ήδη το λογαριασμό του με το ξενοδοχείο και μαζί του είχε μόνο μια μικρή χειραποσκευή. Ταξίδευε χωρίς να φορτώνεται με πολλά, όπως κι εγώ. Όταν έφτασε η ώρα να φύγει, τον συνόδευσα μέχρι τα σκαλοπάτια του ξενοδοχείου στη Γουέιβερλι Πλέις, όπου η λιμουζίνα που είχε νοικιάσει για να τον μεταφέρει στο αεροδρόμιο περίμενε ήδη. Το αποχαιρετιστήριο φιλί του ήταν σύντομο, απαλό, τρυφερό. Το φιλί ενός εραστή.
2 Μετά το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρο
ΤΟ ΤΑΞΙ ΑΦΗΣΕ τον Ντόμινικ μπροστά στη βεράντα του σπιτιού του στο Βόρειο Λονδίνο. Δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί πολύ στη διάρκεια της νυχτερινής πτήσης από τη Νέα Υόρκη: ήταν πάρα πολλές οι σκέψεις που θόλωναν το μυαλό του, οι αναμνήσεις που στροβιλίζονταν μέσα του, σαν ένας προσωπικός, συναισθηματικός κυκλώνας. Ήταν ακόμη νωρίς το πρωί. Ο άνεμος έφερνε μαζί του ένα ψιλόβροχο, το οποίο ράντιζε τα δέντρα που λικνίζονταν νωχελικά στο γειτονικό άλσος. Ξεκλείδωσε την πόρτα, πέρασε στο χολ και, πληκτρολογώντας τη γνωστή ακολουθία, απενεργοποίησε το σύστημα του συναγερμού. Άφησε τη χειραποσκευή και τη θήκη του φορητού υπολογιστή του δίπλα στην πόρτα, έβγαλε τα παπούτσια του και ένιωσε να εντυπωσιάζεται από τη σιωπή που τον περιέβαλλε τώρα. Με την πόρτα κλειστή, οι εξωτερικοί ήχοι είχαν χαθεί – τα τιτιβίσματα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων που καλωσόριζαν τη βροχή, η λιγοστή κίνηση στους δρόμους του λόφου και γενικά όλες οι ενδείξεις της καθημερινότητας. Ήταν λες κι ένα αφόρητο βάρος πλάκωνε τους ώμους του. Ο Ντόμινικ συνειδητοποίησε πως το βάρος εκείνο ήταν η απαίσια πίεση της μοναξιάς. Τώρα που ήταν ολομόναχος, μέσα στο σπίτι του, ασφαλής ανάμεσα στις βιβλιοθήκες και τις γνώριμες εικόνες, ένιωθε λειψός. Από τη στιγμή που είχαν αποχαιρετιστεί στο Μανχάταν, όταν είχε έρθει να τον παραλάβει η λιμουζίνα, λίγο η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο, λίγο η διαδικασία της επιβεβαίωσης του εισιτηρίου, κάτι οι έλεγχοι ασφαλείας και οι ουρές στο αεροδρόμιο, η παρουσία άλλων ανθρώπων, όλα αυτά δεν επέτρεπαν στο μυαλό του να εστιάσει στο γεγονός ότι είχε αφήσει τη Σάμερ μόνη της. Σε μια άλλη πόλη. Όχι αβοήθητη βέβαια, όμως την είχε εγκαταλείψει. Την είχε αφήσει να αναμετρηθεί με τους δαίμονές της, τις αντιφάσεις της, εκείνες τις απίθανες ορέξεις που ο ίδιος λαχταρούσε και συνάμα φοβόταν. Άραγε θα αισθανόταν την ίδια έλξη απέναντί της, θα ένιωθε το πετάρισμα των ρομαντικών διαθέσεων αν εκείνη δεν ήταν τόσο διαφορετική, τόσο ατελής, τόσο επικίνδυνη; Θα μπορούσε τελικά να την είχε ερωτευτεί αν ήταν ήσυχη και υπεύθυνη, όπως τόσες άλλες γυναίκες που είχε γνωρίσει στη ζωή του; Όχι, αν αυτό που ένιωθε ήταν έρωτας, ήταν ένας έρωτας άνευ όρων. Όφειλε να αποδεχτεί τον άστατο χαρακτήρα της. Για την ακρίβεια, το ήθελε κι εκείνος να έχει απέναντί του ένα ελεύθερο πνεύμα, έναν εξερευνητή του πάθους. Για πρώτη φορά τις τελευταίες πέντε μέρες, ο Ντόμινικ είχε το χρόνο να σκεφτεί σοβαρά. Και τα όσα σκεφτόταν δεν τον έκαναν να αισθάνεται καλύτερα απέναντι στην όλη κατάσταση και τα παράδοξά της. Τσέκαρε το ημερολόγιό του. Η επόμενη διάλεξή του ήταν προγραμματισμένη για αύριο. Είχε
χάσει μόνο κάποιες ώρες υποστηρικτικής διδασκαλίας όταν αποφάσισε τόσο ξαφνικά να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη. Ήξερε πως δε θα είχε κανένα πρόβλημα να επαναπρογραμματίσει εκείνες τις συναντήσεις, καθώς μεσολαβούσε ικανό διάστημα μέχρι την εξεταστική. Ένιωθε την ανάγκη να κάνει ένα ντους. Έβγαλε τα ρούχα που φορούσε στο ταξίδι ανεβαίνοντας τη σκάλα που οδηγούσε στο μπάνιο, στο βάθος του μεγάλου διαδρόμου, και προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια τάξη. Στάθηκε ακίνητος έτσι όπως έτρεχε πάνω του το νερό, παρακολουθώντας την αόρατη διαδρομή του ιδρώτα του που ξεπλενόταν από το σώμα του και κατέληγε στα πόδια του. Απαλλάχτηκε από την κούραση και τις άγνωστες αμαρτίες του, φροντίζοντας να αποκλείσει τον κόσμο από τις αισθήσεις του. Εστίασε το μυαλό του στην ανάμνηση της ροδαλής ταινίας που είχε αποτυπωθεί πάνω στη λευκή επιδερμίδα της Σάμερ όταν τελικά έλυσε τις κάλτσες που συγκρατούσαν τους καρπούς της, πριν από μόλις τριάντα έξι ώρες, στη Νέα Υόρκη. Στην επιστροφή από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό σκεφτόταν ότι θα ήθελε να τη δέσει, όμως η αποκάλυψη ότι φορούσε ελαστικές κάλτσες και η όμορφη αντίθεση που σχημάτιζαν στο σημείο όπου έσφιγγαν το γαλακτερό τοπίο των μηρών της, ακόμη και μετά, αφού φάνηκε πως δεν είχε εσώρουχο, τον αιφνιδίασαν ευχάριστα. Προσπάθησε να θυμηθεί τον τρόπο που κάποιες φορές κρατούσε την ανάσα της όταν την πηδούσε, σαν να προσπαθούσε να συνταιριάξει το ρυθμό των κινήσεών του με το φούντωμα του πάθους της. Ο Ντόμινικ το είχε παρατηρήσει κι άλλοτε, εκείνες τις πρώτες φορές στο Λονδίνο, όμως τώρα συνειδητοποιούσε πως όλο αυτό αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του ερωτικού χαρακτήρα της, έναν ασυναίσθητο εσωτερικό μηχανισμό που τη βοηθούσε να συντονιστεί στο ίδιο μήκος κύματος με τον εραστή της. Το δίχως άλλο, το ίδιο έκανε και με άλλους άντρες, το είχε κάνει πολλές φορές. Έστρεψε το βλέμμα στο σώμα του, κάτω από τη ροή του ζεστού νερού που έτρεχε από το ντους. Το πέος του κυμάτιζε μεσίστιο, προς τιμήν της Σάμερ και των γλυκών αναμνήσεων που ξυπνούσε μέσα του. Το στεφάνι κάτω από τη βάλανο ήταν πιο κόκκινο απ’ ό,τι συνήθως, μάρτυρας της έντασης της πρόσφατης συνεύρεσής τους. Αλήθεια έλεγε όταν της είπε πως τον έκανε να θέλει να της κάνει διάφορα πράγματα. Πράγματα άσχημα και γλυκά, τολμηρά και πρόστυχα, αποκαλυπτικά και τρυφερά, πράγματα στα οποία πολλές γυναίκες θα αντιστέκονταν. Όμως η Σάμερ δεν ήταν όπως εκείνες οι γυναίκες. Ο πούτσος του σκλήρυνε, διακόπτοντας τη ροή του υδάτινου πέπλου. Προχθές, όταν περπατούσαν πιασμένοι αγκαζέ κατά μήκος της 42ης Οδού, είχαν προσπεράσει ένα κατάστημα με ερωτικά είδη στην Μπρόουντγεϊ κατευθυνόμενοι προς το Νότο, ένα από τα ελάχιστα που είχαν απομείνει στην πόλη μετά τις πρόσφατες αλλαγές. Η Σάμερ δεν το είχε αντιληφθεί, αλλά ο Ντόμινικ για μια φευγαλέα στιγμή βίωσε την ανάγκη να μπει μέσα και να αγοράσει κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πάνω της, χειροπέδες ή κάτι ανάλογο. Ήταν απλώς μια παρόρμηση, όμως η λερή τζαμαρία και τα αμφιβόλου ποιότητος εμπορεύματα του καταστήματος έβγαζαν κάτι το φτηνό, ενώ παράλληλα φάνταζε κάπως προλεταριακό το να περάσεις χειροπέδες σε μια γυναίκα. Κατάφερε να αντισταθεί στην παρόρμηση και απέφυγε να επισκεφτεί το κατάστημα, ωστόσο η σκέψη να τη δέσει είχε ριζώσει στο μυαλό του, και η αποκάλυψη ότι φορούσε κάλτσες με λάστιχο αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από τέλεια, λες και είχε διαβάσει η Σάμερ το μυαλό του και του είχε παρουσιαστεί απολύτως έτοιμη για οτιδήποτε θα επέβαλλε η τολμηρή φαντασία του.
Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση της Κάθριν, της νεαρής παντρεμένης γυναίκας που είχε γνωρίσει πριν από χρόνια και η οποία, στη σύντομη διάρκεια της σχέσης τους, είχε βοηθήσει τον Ντόμινικ να συνειδητοποιήσει την τάση του προς την κυριαρχία. Όπως η Κάθριν, έτσι και η Σάμερ διέθετε αυτή τη δύναμη να ξυπνά τα κρυμμένα φαντάσματα, να τα ανασύρει στην επιφάνεια, να του ψιθυρίζει χυδαία λόγια και να τον διαβεβαιώνει πως δεν την πείραζε, δε θα σοκαριζόταν ούτε θα αηδίαζε. Αφύπνιζε την κυριαρχική πλευρά της προσωπικότητάς του, προκαλούσε τον Ντόμινικ να εκδηλώσει ό,τι χειρότερο έκρυβε μέσα του, απολύτως βέβαιη πως ήταν ικανή να το χειριστεί. Σε σημείο που τον έκανε να αναρωτιέται ποιος είχε στην πραγματικότητα τον έλεγχο της κατάστασης. Το μυαλό του ξέφυγε και ένα κουβάρι από σκέψεις έσπευσε να βγει στην επιφάνεια. Το σίγουρο ήταν πως ήθελε κάτι περισσότερο από το να τα έχει με τη Σάμερ –τι περίεργος ευφημισμός κι αυτός– ή απλώς να την πηδάει. Την ήθελε απόλυτα, σώμα και μυαλό, όχι όμως κτητικά, κι αυτό παρ’ όλα εκείνα τα απρόσμενα κεντρίσματα ερωτικής ζήλιας που είχε βιώσει όταν την είδε με τον Τζάσπερ ή όποτε τη φανταζόταν με άλλους άντρες. Δεν ήταν θέμα ιδιοκτησίας. Κάτι ισχυρό μέσα του επιθυμούσε να δει ως ποιο σημείο ήταν ικανός να την οδηγήσει, μαζί και τον εαυτό του, τι είδους πόνους και ανάμεικτα συναισθήματα θα έρχονταν έτσι στο φως. Εκείνη λαχταρούσε την κυριαρχία του· αυτό ήταν ολοφάνερο. Αποφάσισε πως αυτός ήταν ο τρόπος που θα συνέχιζε να φέρεται απέναντί της. Θα ήταν κάποιος που θα την έλεγχε, που θα την οδηγούσε σ’ εκείνο το ταξίδι. Και ποιος ο λόγος να αποκλειστούν τα συναισθήματα από αυτή τη διαδικασία; Ναι, με τον τρόπο του ήξερε ήδη ότι την αγαπούσε, μα ήταν μια αγάπη ασφυκτική σε όλους τους τομείς, απαίσια. Του έλεγε πως μια μέρα ίσως ήθελε να τη δει ξανά με έναν άλλο άντρα, όμως αυτή τη φορά έχοντας δώσει ρητά ο ίδιος την οδηγία, όχι απλώς από δικό της καπρίτσιο ή τυχαία. Η σκέψη αυτή του προκαλούσε δυσφορία. Εντελώς ξαφνικά, ένιωσε την ανάγκη να βγει όπως ήταν από το ντους και να πάει αμέσως να της τηλεφωνήσει, να της μιλήσει. Ήθελε να της ουρλιάξει μέσα από το ακουστικό, να της πει όλα εκείνα τα άσχημα πράγματα που λαχταρούσε να κάνει μαζί της, πάνω της, να ανακουφιστεί από το βάλσαμο της αποδοχής της. Όμως στο Μανχάταν θα ήταν ακόμη νύχτα, κι εκείνη πιθανότατα θα κοιμόταν ήσυχη, σαν μια αθώα ψυχή, μετά την αναπόφευκτη κούραση των τελευταίων ημερών που πέρασαν μαζί. Άλλωστε, ο Ντόμινικ ουδέποτε συγκινήθηκε από το τηλεφωνικό σεξ. Όντας άνθρωπος που ζούσε από τις λέξεις, δεν έβρισκε κάποια συναισθηματική φόρτιση στην όλη διαδικασία· παραήταν εύκολο! Άπλωσε το χέρι να πιάσει το σαπούνι κι άρχισε να πλένεται. Οι μέρες πέρασαν σαν μέσα σε παραζάλη. Η ζωή προχωρούσε στον αυτόματο πιλότο, αφήνοντας πίσω της διαλέξεις, υποστηρικτικές διδασκαλίες, βαθμολόγηση γραπτών, έρευνα, προετοιμασία για επόμενες διαλέξεις και άρθρα. Ο Ντόμινικ δεν έβλεπε το χρόνο να κυλά, καθώς καταπιανόταν με πράγματα της καθημερινότητας, με τις υποχρεώσεις της δημόσιας ζωής του. Η επικοινωνία του με τη Σάμερ ήταν περιορισμένη. Όπως κι αυτός, έτσι κι εκείνη δεν αισθανόταν άνετα με τις ατελείωτες τηλεφωνικές επαφές, σε σημείο που επικοινωνούσαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και γραπτών μηνυμάτων. Απρόσωπα, σχεδόν επαγγελματικά, μπαίνοντας κατευθείαν
στο θέμα. Ήταν ένα σκληρό παιχνίδι. Εκεί που αυτή περίμενε να τον βρει τρυφερό, εκείνος αποδεικνυόταν απόμακρος ή απαιτητικός. Ενώ τον ικέτευε να της δώσει εντολές, εκείνος φαινόταν αόριστος. Ο Ντόμινικ ήθελε να την κρατά σε ένταση. Ήθελε να έχει αυτός τον έλεγχο, διαρκώς. Να είναι ο κυρίαρχος. Ήταν ένας ρόλος με τον οποίο είχε αρχίσει να εξοικειώνεται. Λίγες μέρες αργότερα, ο Ντόμινικ έφευγε από το πανεπιστήμιο και κατευθυνόταν στο σταθμό του μετρό, χαμένος στις σκέψεις του, όταν άκουσε κάποιον να τον φωνάζει. «Ντόμινικ;» Ήταν η Λόραλιν, η ξανθιά τσελίστρια την οποία είχε προσλάβει για να συνοδεύσει τη Σάμερ στο κονσέρτο στην κρύπτη, πριν από τόσους μήνες. Την είχε ξεχάσει τελείως μετά από εκείνη τη σύντομη τηλεφωνική συνομιλία που είχαν και που τελικά τον οδήγησε στη Νέα Υόρκη. Πρέπει να τον περίμενε να ολοκληρώσει τη διάλεξή του. Στεκόταν στο δρόμο, έξω από το γκρίζο τούβλινο κτίριο, φορούσε μια μαύρη ίσια φούστα, με λάστιχο στη μέση, η οποία τόνιζε τις πλούσιες καμπύλες της, ψηλά τακούνια και μια άσπρη μπλούζα, κάτω από την οποία το κόκκινο σουτιέν της διακρινόταν κάτι περισσότερο από καθαρά, μοιάζοντας να ασφυκτιά πίσω από το εξωτερικό ύφασμα, με μια ένταση σχεδόν επιθετική. Η συνολική εικόνα ήταν συνειδητά προκλητική. Οι χρυσαφένιες μπούκλες της έπεφταν στους ώμους της, χωρίζοντας προσεκτικά το οβάλ πρόσωπό της, έτσι που θύμιζε τη Βερόνικα Λέικ. Ο Ντόμινικ ενοχλήθηκε από αυτή την αναστάτωση στη ρουτίνα του, καθώς το μυαλό του είχε απορροφηθεί ήδη από ένα άρθρο με το οποίο σχεδίαζε να αναμετρηθεί αμέσως μόλις έφτανε στο γραφείο του σπιτιού του. «Επέστρεψες από τη Νέα Υόρκη, βλέπω», είπε η Λόραλιν. «Ναι», απάντησε εκείνος. Δε θυμόταν αν της είχε πει ότι θα ταξίδευε ως εκεί, όμως τι σημασία είχε; «Μου έκλεισες το τηλέφωνο την τελευταία φορά. Καθόλου ευγενικό». Την κοίταξε στα μάτια και ένιωσε πως είχε απέναντί του ένα σκανταλιάρη κυνηγό. Αποφάσισε να παίξει για λίγο, να δει πού θα μπορούσε να οδηγήσει αυτή η κουβέντα. «Τη συνάντησες στη Νέα Υόρκη, έτσι δεν είναι;» «Ποια;» «Τη βιολονίστρια φίλη μας φυσικά», είπε η Λόραλιν. «Τι γίνεται, εξακολουθεί να είναι το παιχνιδάκι σου;» «Δε θα το έθετα έτσι», αποκρίθηκε ο Ντόμινικ, κάπως αιφνιδιασμένος. «Πολύ θα ήθελα να ακούσω πώς θα το έθετες εσύ, Ντόμινικ», τον προκάλεσε η Λόραλιν. Ο Ντόμινικ ήταν έτοιμος να φύγει, εκνευρισμένος τόσο από την ενοχλητική οικειότητα που του έδειχνε όσο και από τις λανθασμένες εικασίες της. Πώς ήταν δυνατό να έχει άποψη για το τι συνέβαινε ανάμεσα στη Σάμερ και τον ίδιο; Τότε θυμήθηκε ότι είχε επικοινωνήσει μαζί της ο Βίκτορ, θυμήθηκε την ολοπρόθυμη συμμετοχή της στην κατάσταση που είχε σκηνοθετήσει εκείνος στην κρύπτη, μια συμμετοχή πίσω από την οποία πλέον γνώριζε ότι κρυβόταν ο Βίκτορ. Παρότι δεν είχε συζητήσει το θέμα με τη Σάμερ στο Μανχάταν, είχε την έντονη υποψία πως του κρατούσε κάποια μυστικά κι εκείνη. Το γεγονός ότι και ο Βίκτορ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη δε θα μπορούσε να είναι σύμπτωση. Ο τύπος ήταν ύπουλος και πονηρός. Όμως η Σάμερ δε θα του υποτασσόταν. Συγκράτησε τον εκνευρισμό του και τη ρώτησε: «Τι ακριβώς θέλεις;» «Να τα πούμε λιγάκι, τίποτα περισσότερο». Χαμογέλασε πονηρά. «Μην ανησυχείς, δε γουστάρω
τους άντρες». Ο Ντόμινικ συμφώνησε, οπότε κατευθύνθηκαν σε ένα κοντινό μπαρ που διέθετε αίθουσα στον πάνω όροφο, όπου, εκείνη την ώρα της μέρας, θα μπορούσαν να μιλήσουν χωρίς να υπάρχει πολύς κόσμος εκεί γύρω για να διακόψει τη ροή της συζήτησης. «Λοιπόν, τι ακριβώς θέλεις να πούμε, Λόραλιν;» «Μου άρεσε το στιλ σου στην κρύπτη». «Τα είδες όλα;» «Όχι ακριβώς. Το ύφασμα με το οποίο ήταν δεμένα τα μάτια μου όμως ήταν αρκετά χαλαρό». «Κατάλαβα». «Τον ξέρω τον Βίκτορ. Είχε υποψιαστεί σε γενικές γραμμές τι είχες κατά νου για τη Σάμερ, οπότε τα κανόνισε έτσι ώστε εγώ και τα άλλα δύο μέλη του κουαρτέτου να είμαστε διαθέσιμοι για τη φάση που οργάνωσες». «Δηλαδή το ξέρατε όλοι;» «Όχι. Μονάχα εγώ και ο Βίκτορ... Είχαμε συμφωνήσει να του δώσω αναφορά», αποκάλυψε η Λόραλιν, μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη της. «Τον αλήτη», σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Ντόμινικ. «Μην το λες», αντέτεινε η Λόραλιν. «Απλά του αρέσει το παιχνίδι. Όπως και σε σένα. Αλλά και σε μένα». «Με κολακεύεις που είσαι διατεθειμένη να με κάνεις δεκτό στον κύκλο σου». Ο Λόραλιν ήπιε μια γουλιά από το μποζολέ της. Το κόκκινο κρασί απλώθηκε σαν υγρό κραγιόν πάνω στα σαρκώδη χείλη της. «Α, μα είσαι, Ντόμινικ... είσαι δικός μας. Περισσότερο απ’ όσο νομίζεις. Σε ορισμένους βγαίνει φυσικά, σε άλλους τυχαία. Απλά δεν το συνειδητοποιείς πάντοτε από την αρχή. Κυρίαρχοι, υποταγμένοι, όλα αυτά προκύπτουν σταδιακά, σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνεις. Ώσπου φτάνει η μέρα που μπαίνεις απόλυτα στο ρόλο, τον αποδέχεσαι, ξεπερνάς κάθε αμφιβολία. Προκύπτει, βλέπεις, φυσικά, δεν καλλιεργείται». «Ενδιαφέρουσα οπτική γωνία», αναγνώρισε ο Ντόμινικ, εξακολουθώντας να αισθάνεται περιέργεια για τις προθέσεις της. «Μήπως λοιπόν κρύβεται ο Βίκτορ πίσω από την απόφασή σου να έρθεις να με βρεις;» «Όχι, καμία σχέση», το αρνήθηκε η Λόραλιν. «Εγώ αποφάσισα να δω τι παίζει. Αν θες να ξέρεις πάντως, με τον Βίκτορ έχουμε χαθεί εδώ και καιρό. Βρίσκομαι σε σόλο αποστολή, τρόπον τινά». «Πες μου», την προέτρεψε ο Ντόμινικ. Η Λόραλιν ανακάθισε στη θέση της και έγειρε στην πλάτη της καφέ δερμάτινης πολυθρόνας της, κοιτάζοντάς τον με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα που χρωμάτιζε τα γοητευτικά χαρακτηριστικά του προσώπου της, ενώ απομάκρυνε μια τούφα ξανθών μαλλιών από τα μάτια της, με μια αρχοντική κίνηση. «Όχι, εσύ να μου πεις, Ντόμινικ. Πώς νιώθεις όταν έχεις του χεριού σου μια γυναίκα, όταν τη βάζεις να κάνει πράγματα που οι περισσότεροι κοινοί θνητοί θα αποδοκίμαζαν; Σε φτιάχνει, σου προσφέρει ευχαρίστηση ή μήπως αισθάνεσαι αποστασιοποιημένος, σαν θεατής; Με ενδιαφέρει να μάθω, να καταλάβω τι ακριβώς είσαι. Ή τι θα μπορούσες να γίνεις». «Μεγάλη κουβέντα άνοιξες», απάντησε εκείνος, και σηκώθηκε για να φέρει και δεύτερο γύρο ποτών από το μπαρ του ισογείου.
«Μου αρέσει να χρησιμοποιώ τους ανθρώπους», εξομολογήθηκε η Λόραλιν αργότερα εκείνη τη μέρα, καθώς συνέχιζαν την κουβέντα τους γευματίζοντας στην Τσάιναταουν. «Έτσι αισθάνομαι ότι ζω πραγματικά». Δεν είχε προσπαθήσει να δικαιολογηθεί· ήταν μια απλή διαπίστωση, η οποία ούτε περηφάνια της προκαλούσε ούτε κάποια απόλαυση της χάριζε. Μια εξήγηση. Η αρχική αντίδραση του Ντόμινικ ήταν η άρνηση. Δεν μπορούσε να ισχύει το ίδιο και για εκείνον. Αγαπούσε τις γυναίκες. Δεν τους φερόταν άκαρδα, σωστά; Στη διαδικασία της αποπλάνησης, δεν έπαιζε μόνο η σεξουαλική απόλαυση, η απροκάλυπτη επιδίωξη της ευχαρίστησης, αλλά και μια βαθιά επιθυμία για επικοινωνία, για επαφή, η αποφασιστικότητα να μάθει ποια ήταν τα κουμπιά της κάθε γυναίκας. Φτάνοντας στο σημείο να θέλει να καταλάβει πώς αισθανόταν εκείνη. Αργότερα, ενώ στριφογύριζε ανήσυχος στο κρεβάτι του, ερεθισμένος και ταυτόχρονα γοητευμένος από τα δαιμόνια που είχε σπείρει η Λόραλιν, δεν μπορούσε να εμποδίσει το μυαλό του να ανατρέξει στην Κάθριν και στις νέες επιθυμίες που είχε ξυπνήσει μέσα του. Κι επίσης, σκέφτηκε, στις επιθυμίες που ξύπνησαν μέσα της και οι οποίες την είχαν σοκάρει σε τέτοιο βαθμό ώστε, μετά το χωρισμό τους, όπως γνώριζε ο Ντόμινικ, όχι μόνο συνέχισε με το σύζυγό της, αλλά και σε αντίδραση απέναντι στο δικό τους δεσμό ξεκίνησε μια εντελώς καινούρια ζωή, μετακομίζοντας σε άλλο μέρος και λίγα χρόνια αργότερα φέρνοντας στη ζωή δίδυμα, μετά από εξωσωματική. Εκείνη που, μπροστά του, πάντα εξέφραζε την απόλυτη περιφρόνησή της στην ιδέα να κάνει κάποτε παιδιά. Ήταν δυνατό η ανακάλυψη των δικών της τάσεων υποταγής, η αντίληψη πως αυτές την καθιστούσαν μια άλλη γυναίκα, οι κίνδυνοι που αυτό αποκάλυπτε να την ώθησαν να τραπεί σε φυγή; Έτσι ώστε να ξεφύγει από τα χέρια του; Δεν αποκλείεται, κατέληξε, κι αναστέναξε. Όμως δεν μπορεί να ήταν δικό του το φταίξιμο, σίγουρα όχι. Ο πυρήνας της κυριαρχίας και της υποταγής προϋπήρχε, κρυμμένος βαθιά μέσα στον Ντόμινικ και στην Κάθριν, πολύ πριν γνωριστούν. Σαν θράκα που περίμενε την απαλή πνοή κάποιας άγνωστης θεότητας για να επιστρέψει στη ζωή και να θεριέψει ξανά. Αν δεν είχαν συναντηθεί, κατά πάσα πιθανότητα οι ζωές τους θα συνέχιζαν την απροβλημάτιστη ροή τους, ακολουθώντας περισσότερο... συμβατικά κανάλια. Την πεπατημένη, όπως συνειδητοποιούσε. Από τη στιγμή όμως που ο ασκός του Αιόλου άνοιξε, δεν υπήρχε τρόπος να συγκρατηθούν εκείνα τα συναισθήματα, αυτό ήταν κάτι που ο Ντόμινικ το γνώριζε με απόλυτη βεβαιότητα. Τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούσε τον ίδιο. Απλώς δε γνώριζε πόση αυτοπειθαρχία και πόσος πόνος είχε χρειαστεί ώστε να κλείσει η Κάθριν τα αφτιά της στο κάλεσμα των Σειρήνων, να του γυρίσει την πλάτη τόσο αποφασιστικά και να επιστρέψει στην πεπατημένη. Η απάρνηση. Του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Οι σκόρπιες φωνές των πουλιών από τον κήπο έξω από το υπνοδωμάτιό του έφταναν μέσα από το παράθυρο στα αφτιά του, ενισχυμένες, εκκωφαντικές μέσα στη σιγαλιά. Εκ των υστέρων πλέον, θαύμαζε την αποφασιστικότητα της Κάθριν, τον τρόπο με τον οποίο είχε θυσιάσει τον εαυτό της. Δυστυχώς, ο Ντόμινικ ήξερε πως ο ίδιος δε διέθετε τέτοια δύναμη. Έφερε το σημάδι της δαγκωνιάς, της αμετάκλητης μόλυνσης από κάποια σεξουαλική μορφή βαμπιρισμού, κι είχε παραδοθεί οικειοθελώς στην αγκαλιά των στοιχειών του πάθους χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα ένιωσε να παραδίνονται εκ νέου στις φλόγες την πρώτη φορά που συνάντησε τη Σάμερ. Αυτή τη φορά, ο Ντόμινικ ήταν αποφασισμένος να κινηθεί σωστά. Εφόσον η Σάμερ λαχταρούσε
πραγματικά να του υποταχθεί, τότε αυτό ακριβώς θα της πρόσφερε. Θα κατακτούσε την τέχνη της στοργικής κυριαρχίας, θα την οδηγούσε σε ένα ταξίδι μέσα από το οποίο και οι δυο τους θα έβγαιναν άλλοι άνθρωποι. Σκληραγωγημένοι αλλά τρυφεροί, ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, συναρπαστικά ζωντανοί. Ο νους του ανέτρεξε σ’ εκείνα τα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην Κάθριν και τη Σάμερ, στις εποχές της λαγνείας και της σκληρότητας. Ο κόμπος στο στομάχι του εντάθηκε, καθώς στο μυαλό του αναδύονταν οι αναμνήσεις της τρέλας. Εξερευνώντας τους σκοτεινούς, θολούς δρόμους του διαδικτύου, είχε περιηγηθεί σε χώρους συζήτησης και σε διάφορες ιστοσελίδες, είχε συναντήσει αμέτρητες γυναίκες που οι επιθυμίες τους ταίριαζαν με τις δικές του. Είχε απομνημονεύσει ένα εντελώς νέο λεξιλόγιο και μια γκάμα κρυφών συναντήσεων, έναν ιδιαίτερο κώδικα εναλλακτικής σεξουαλικότητας. Μερικές επαφές είχαν αποδειχτεί λυτρωτικές, κάποιες αμήχανες και λιγότερο πετυχημένες, ορισμένες έφταναν στα όρια του κωμικού για τα μέτρα του Ντόμινικ, που διέθετε ανεπτυγμένη αίσθηση της ειρωνείας. Ακόρεστος αναγνώστης, γνώριζε ήδη ορισμένες από τις πρακτικές και τις μεθόδους του σαδομαζοχισμού, της κυριαρχίας και της υποταγής, όμως του έκανε εντύπωση το πόσο διαδεδομένη ήταν αυτή η τάση, πίσω από τα καθημερινά προσωπεία του καθωσπρεπισμού. Ολόκληρος ο κόσμος έμοιαζε να συμμετέχει, ένα παράλληλο σύμπαν, την ύπαρξη του οποίου ως τότε αγνοούσε παντελώς μέσα στην αθωότητά του. Άλλο πράγμα η φαντασία και άλλο η πραγματικότητα, με τη δεύτερη να αποδεικνύεται γεμάτη από ανείπωτες εκπλήξεις. Τα χρόνια του στην ερημιά. Ο Ντόμινικ έκλεισε τα μάτια. Ο άντρας τον οποίο είχε συναντήσει στο Groucho Club ήταν φίλος του φίλου ενός φίλου. Με κάποιο τρόπο, είχε μάθει από έγκυρη πηγή πως ο Ντόμινικ ήταν εντάξει τύπος. «Όπως και να έχει, θα πρέπει να σε εγκρίνουν πρώτα κάποια άτομα», είχε πει ο άλλος άντρας. «Απολύτως κατανοητό», είχε απαντήσει ο Ντόμινικ. Ο άγνωστος είχε κάνει ένα τηλεφώνημα και, μία ώρα αργότερα, βρέθηκαν να κάθονται μαζί με δύο άλλους. Καλοντυμένοι επιχειρηματίες, κοστουμαρισμένοι και γραβατωμένοι. Μερικά ποτά αργότερα, έγινε και επισήμως δεκτός. «Πώς τις βρίσκετε;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Από το διαδίκτυο, από αγγελίες, από συστάσεις γνωστών...» «Από συστάσεις;» «Ούτε που φαντάζεσαι τι παίζει». «Τι να πω...» «Όλες τους απολύτως νορμάλ γυναίκες. Χρήματα δεν αλλάζουν χέρια, ποτέ». Ο άντρας που μιλούσε εξ ονόματος της ομάδας ήταν πενηντάρης. Νωρίτερα, είχε αναφέρει πως πριν από μερικές εβδομάδες είχε επιστρέψει από τις διακοπές του, είχε γυρίσει με το ιστιοπλοϊκό του τα παράλια της Τουρκίας. Ένας άλλος ήταν χειρουργός, ένας επιβλητικός έγχρωμος με καταγωγή από την Γκάνα, κι ο τρίτος είχε κάποια αδιευκρίνιστη αλλά σημαντική θέση στο Σίτι του Λονδίνου. Συμφωνήθηκε πως ο Ντόμινικ θα προσκαλούνταν να συμμετάσχει στην επόμενη συνάντησή τους. Βρέθηκαν στο μπαρ που λειτουργούσε στο κελάρι ενός μεγάλου απρόσωπου ξενοδοχείου πολύ κοντά στο σταθμό Βικτόρια. Δύο άλλα μέλη της ομάδας βρίσκονταν ήδη εκεί, έπιναν μπίρες, όταν
έφτασε ο Ντόμινικ. Συστάσεις δεν έγιναν. Η νεαρή γυναίκα έφτασε στο μπαρ δέκα λεπτά αργότερα, συνοδευόμενη από τον αρχηγό της ομάδας. Μετά βίας θα την έκανες εικοσάρα, αν και, κοιτάζοντάς την καλύτερα στο μισοσκόταδο που επίτηδες επικρατούσε εκεί μέσα, διακρίνονταν μαύροι κύκλοι κάτω από τα ανοιχτά γκρίζα μάτια της και λεπτές ρυτίδες στο λαιμό της. Στην αρχή φάνηκε διστακτική, αν όχι ντροπαλή, όμως μετά από μερικά ποτά χαλάρωσε και ανοίχτηκε. Ήταν φοιτήτρια νοσηλευτικής, όπως αποκάλυψε. Σε μετέπειτα συναντήσεις συμμετείχε και ένας πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία υποδιευθυντής τράπεζας, ο οποίος ταξίδευε επί τούτου από τη νότια ακτή, ενώ κάποια άλλη φορά μια ανύπαντρη μητέρα, η οποία ήθελε να γίνει συγγραφέας και η οποία, όταν ανακάλυψε ορισμένες από τις μη ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις του, του ταχυδρόμησε μερικές από τις ιστορίες που δούλευε· αποδείχτηκαν απρόσμενα καλές. Κάποιες φορές η ομάδα έκλεινε το ξενοδοχείο στη Βικτόρια, όμως σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν ένα ξενοδοχείο κοντά στην Ολντ Στριτ ή, σε μία περίπτωση, το υπόγειο ενός ξενοίκιαστου καταστήματος στην Ολντ Κόμπτον, στο οποίο είχε πρόσβαση ένας από τους άντρες της ομάδας μέσω της δουλειάς του. Τα ξενοδοχεία επιλέγονταν κατά κύριο λόγο επειδή συγκέντρωναν πολύ κόσμο και επειδή η εικόνα πέντ’ έξι αντρών να μπαίνουν στο ασανσέρ που οδηγούσε στους πάνω ορόφους μαζί με μία γυναίκα δε θα τραβούσε την προσοχή των υπολοίπων. «Πρώτη σου φορά;» ρώτησε τη φοιτήτρια νοσηλευτικής, εκείνη την πρώτη νύχτα. Αυτό όσο βρίσκονταν ακόμη στο μπαρ. Δύο από τους άντρες της ομάδας είχαν πάει στην μπάρα για να παραλάβουν νέο γύρο ποτών. «Ναι», είπε. «Και για μένα». Προσπάθησε να της χαμογελάσει. «Ωραία», απάντησε εκείνη. «Γιατί το κάνεις;» Δεν ήταν αυτή ακριβώς η ερώτηση που ήθελε να θέσει ο Ντόμινικ, όμως για κάποιο λόγο οι λέξεις που σκόπευε πραγματικά να αρθρώσει δεν έλεγαν να βγουν από τα χείλη του. Φαινόταν τόσο νέα, έστω κι αν είχε κάποια σημάδια καταπόνησης. «Ξέρεις, είναι μια φαντασίωση. Νομίζω πως όλες οι γυναίκες έχουν κάποια. Απλά θέλω να νιώσω αυτή την αίσθηση. Γελοίο, ε;» «Όχι, καθόλου». Οι άλλοι επέστρεψαν, οπότε η συζήτησή τους τερματίστηκε απότομα. Μόλις πέρασαν όλοι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, έγδυσαν τη νεαρή νοσοκόμα χωρίς πολλά πολλά. Είχε υπέροχα, στρογγυλά στήθη. Ψηλά και στητά. Είχε πάρει εντολή να ξυριστεί παντού και είχε ακολουθήσει τις οδηγίες κατά γράμμα. Εσώρουχο δε φορούσε, μονάχα μαύρες κάλτσες που έπιαναν με λάστιχο. Ο αρχηγός της ομάδας κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του, έφερε τον πούτσο του μπροστά της και την ανάγκασε να γονατίσει. Τον πήρε στο στόμα της. Αυτό ήταν το σύνθημα για να γδυθούν οι υπόλοιποι. Ο Ντόμινικ κοίταξε ολόγυρα τον ωκεανό της αντρικής σάρκας που τον κύκλωνε. Είχαν διάφορα σχήματα και μεγέθη, και με ικανοποίηση διαπίστωσε πως δεν ήταν ο πιο μικρός ούτε ο πιο χοντρός. Κάποια συναισθήματα δεν άλλαζαν ποτέ όταν ήσουν μαζί με άλλους, παρότι εκείνος συνήθως ένιωθε σίγουρος για τον εαυτό του και άνετα με το σώμα του. Όση ώρα εκείνη ρουφούσε λαίμαργα τον πρώτο της βραδιάς, οι άλλοι άρχισαν να την αγγίζουν, να την εξερευνούν λαίμαργα, να την πιέζουν, να τη χουφτώνουν σαν εκλεκτό κομμάτι κρέατος. Τα μόρια σκλήρυναν, άρχισαν να πετάγονται. Το βλέμμα του Ντόμινικ στράφηκε στο δωμάτιο, στον τόπο του εγκλήματος. Το παράθυρο έβλεπε προς ένα αδιάφορο πανόραμα οροφών της πόλης. Στο κομοδίνο έστεκε ένας μικρός σωρός από προφυλακτικά και διάφορα σωληνάρια με κρέμες και
λιπαντικές ουσίες. Στο γραφειάκι κοντά στο ψυγείο κάποιος είχε αφήσει δύο μπουκάλια κρασί, κόκκινο, μαζί με τρία ποτήρια και μία κούπα. Ολόγυρα ήταν σκόρπια μερικά ερωτικά βοηθήματα, μεταξύ των οποίων κι ένας τερατώδους μεγέθους διπλός δονητής, ο οποίος σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσει στις τρύπες οποιασδήποτε γυναίκας χωρίς να τις σκίσει, σκέφτηκε εκείνος. Αποδείχτηκε ότι χωρούσε. Περίπου μία ώρα αργότερα, αφού την είχαν χρησιμοποιήσει διαδοχικά όλοι οι άντρες στο δωμάτιο και σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί, δύο άντρες βάλθηκαν να μπήγουν το δικέφαλο μαύρο δονητή στον κόλπο της κοπέλας, την ώρα που η άλλη άκρη του βυθιζόταν, πόντο πόντο, στον πρωκτό της. Η νεαρή νοσοκόμα βαριανάσαινε όση ώρα διαρκούσε η όλη διαδικασία, στημένη στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι, με το στόμα της καρφωμένο πάνω στο χοντρό πουλί ενός μεγαλόσωμου κοκκινοτρίχη. «Καλό κορίτσι», είπε κάποιος. Εν τω μεταξύ, ο Ντόμινικ είχε εξαντληθεί. Την είχε πηδήξει με κάθε τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί, μάλιστα κάποια στιγμή την ένιωσε να πνίγεται καθώς ο σκληρός πούτσος του έβρισκε στο βάθος απ’ το λαρύγγι της, την ώρα που ο έγχρωμος γιατρός την κάρφωνε από πίσω και η κίνηση την έστειλε άθελά της περισσότερο μπροστά απ’ ό,τι υπολόγιζε. Οι άλλοι συνέχιζαν ακάθεκτοι. Όταν δεν την πηδούσαν, της έδιναν να πιει κρασί, αργότερα νερό, το οποίο ζήτησε η ίδια, και κάποιος σκούπιζε τρυφερά το μέτωπό της όταν άρχισε να στάζει ιδρώτας από την έξαψη. Εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε στιγμή, ούτε θέλησε να κάνουν κάποιο διάλειμμα. Ο Ντόμινικ παρατηρούσε τη σκηνή, προσπαθούσε να μπει στη θέση ενός αποστασιοποιημένου παρατηρητή. Μία από τις κάλτσες της είχε σκιστεί πολύ, η άλλη είχε κουλουριαστεί γύρω από τον αστράγαλό της. Αν και στο πρόσωπο φαινόταν σπασμένη, εξακολουθούσε να είναι αρκετά όμορφη ενώ οι άντρες της ομάδας σχημάτιζαν κύκλο γύρω από το κρεβάτι, παίρνοντας σειρά για να παίξουν μαζί της. Ο Ντόμινικ κοίταζε τους άντρες που είχαν ζώσει την υποταγμένη γυναίκα. Αναρωτήθηκε πώς να ήταν η αίσθηση του να έχεις ένα πέος στο στόμα σου, τι γεύση να είχε, πώς γέμιζε το μέσα της. Πώς θα ήταν να είσαι γυναίκα. Το μυαλό του είχε μαγευτεί από την τόση ομορφιά της υποταγής κι από τα υπόγεια ρεύματα γοητείας και αυτοπροσδιορισμού που αυτό έφερνε στην επιφάνεια του σώματος και της ψυχής μιας γυναίκας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στην καρδιά της πρώτης του παρτούζας, ο Ντόμινικ κατανόησε φευγαλέα πώς θα ήταν να είσαι υποταγμένος, και ήξερε πως, αν ήταν γυναίκα, θα ήταν κι αυτός μια γυναίκα που θα χάριζε τον εαυτό της στους άντρες, σε αγνώστους. Του προκαλούσε δέος το γεγονός ότι μια γυναίκα με τάσεις υποταγής μπορούσε, στηριγμένη στη δύναμη της σεξουαλικότητάς της, σχεδόν να ελέγξει μια τέτοια ξέφρενη κατάσταση. Η νεαρή νοσοκόμα τσίριξε. Κάποιος το είχε παρακάνει. «Αρκετά», διαμαρτυρήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της έλαμπε, σχεδόν εκστατικό. Οι άντρες σεβάστηκαν την επιθυμία της και απομακρύνθηκαν. Εκείνη κατέβηκε από το κρεβάτι και άφησε πίσω της τα γυμνά σώματα. Χρησιμοποιημένα προφυλακτικά ήταν πεταγμένα ολόγυρα στη μοκέτα του δωματίου. «Νομίζω πως χρειάζομαι ένα ντους», είπε. Κοίταξε τριγύρω, τον κύκλο των σωμάτων που έστεκαν κοντά στο κρεβάτι. «Απίθανο! Τι γλέντι κι αυτό», είπε γελώντας, και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Ντύθηκαν όλοι τους και ο ένας μετά τον άλλο έφυγαν από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, αφήνοντάς την εκεί με τον αρχηγό της ομάδας, ο οποίος είχε την πρώτη επαφή μαζί της και την είχε
συνοδεύσει ως εκεί. Ο Ντόμινικ συμμετείχε σε άλλες πέντε παρτούζες που οργάνωσε εκείνη η ετερόκλητη ομάδα. Κανείς από τους άντρες που πήραν μέρος δε γνώριζε τα ονόματα των άλλων, και σύντομα ο Ντόμινικ κατάλαβε τους άγραφους κανόνες του παιχνιδιού. Γιατί παιχνίδι ήταν, συναινετικό, παθιασμένο, ερωτικό. Η ομάδα κάλυπτε μια ανάγκη, και το εντυπωσιακό ήταν πως κάποιες από τις γυναίκες επέστρεφαν σε μερικές περιπτώσεις. Κάθε φορά έλεγε στον εαυτό του πως δε θα πήγαινε στην επόμενη συνάντηση, αισθανόταν ντροπή, ενοχές, θυμό απέναντι στην ίδια του την παρόρμηση. Όμως όλοι οι άντρες υπακούουν στο κάτω κεφάλι, και ακόμη κι αν το άφηνε μέχρι την τελευταία στιγμή πριν επιβεβαιώσει τη συμμετοχή του, τελικά εμφανιζόταν στην παμπ ή στο μπαρ όπου θα παρουσιαζόταν μία ακόμη καινούρια κοπέλα. Στην τελευταία παρτούζα που συμμετείχε, σ’ εκείνο το ξενοδοχείο κοντά στο σταθμό Βικτόρια, έπειτα από τις συναντήσεις στο ξενοδοχείο της Ολντ και στο υπόγειο της Ολντ Κόμπτον, ο Ντόμινικ εξέπληξε τον εαυτό του επιτρέποντας στη σκοτεινή πλευρά του να κυριαρχήσει. Η γυναίκα ήταν μια βιβλιοθηκάριος από το Χάι Γουίκομπ και συνέχιζαν να την απολαμβάνουν όπως ήθελαν, όταν ένα μέλος της ομάδας κατέβηκε στο μπαρ του ξενοδοχείου για να φέρει μερικά ακόμη ποτά και επέστρεψε με μια άλλη γυναίκα. Κάπως είχε καταφέρει να την ξελογιάσει σε χρόνο ρεκόρ ή τουλάχιστον να την πείσει να ανέβει στο δωμάτιο. Η νεοφερμένη δεν έδειξε να εκπλήσσεται από την εικόνα έξι γυμνών αντρών να κινούνται λάγνα γύρω από το γυμνό κορμί μιας μικρότερης γυναίκας, με τα καυλιά τους στητά σαν κοντάρια, αναμαλλιασμένοι. Ενημέρωσε ότι θα προτιμούσε να μη συμμετάσχει και ότι ήθελε απλώς να παρακολουθήσει. Εκείνη την ώρα, η γυναίκα που αποτελούσε τη βασική ατραξιόν της βραδιάς ήταν πεσμένη στα γόνατα, στο χείλος του κρεβατιού, και μπούκωνε τον πούτσο του Ντόμινικ, ο οποίος καθόταν με τους μηρούς όσο έπαιρνε ανοιχτούς. Είχε αρχίσει να κουράζεται, μαλάκωνε. Η γυναίκα από το μπαρ παρακολουθούσε και τους δύο, κρατώντας ένα ποτήρι με τζιν, με βλέμμα ζωηρό και χείλη υγρά καθώς εστίαζε στις κινήσεις τους. Εκείνος απέφυγε να την κοιτάξει, ξεκόλλησε το πρόσωπο της βιβλιοθηκάριου από τον καβάλο του πιάνοντάς την από τα μαλλιά και ανακάθισε κάπως. «Γλείψε με», διέταξε ο Ντόμινικ τη νεαρή γυναίκα, με φωνή που αιφνιδίασε ακόμη και τον ίδιο. Έπιασε μια ζώνη που ήταν πεσμένη στο κρεβάτι, παρατημένη εκεί από ένα προηγούμενο ερωτικό παιχνίδι, και την πέρασε στο λαιμό της σαν κολάρο. Εκείνη υπάκουσε και, για μια στιγμή, ο Ντόμινικ θαρρείς και βγήκε από το σώμα του κι έγινε κι ο ίδιος παρατηρητής της σκηνής, σαν να την έβλεπε από μακριά, αποστασιοποιημένος. Ήταν το σεξ στην πιο βασική του μορφή. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη για ερωτικά αξεσουάρ και βοηθήματα, καμία ανάγκη για λόγια, να τον αποκαλεί «αφέντη» ή οτιδήποτε άλλο. Η έξαψη ήταν εκτυφλωτική. Μια γυναίκα ανάμεσα στα πόδια του. Μια δεύτερη να παρακολουθεί. Δέκα λεπτά αργότερα, είχε ντυθεί και εγκατέλειπε τρέχοντας το λόμπι του ξενοδοχείου, κάνοντας νόημα σε ένα ταξί. «Πήγαινέ με στο Χάμπστεντ», είπε στον οδηγό. «Πού ακριβώς;» ρώτησε ο ταξιτζής. «Είναι μεγάλο μέρος το Χάμπστεντ».
«Θα αποφασίσω όταν φτάσουμε εκεί». Η βραδινή κίνηση ήταν λιγοστή, έτσι σύντομα διέσχισαν τη Μέριλεμπον, πέρασαν από το Ρίτζεντς Παρκ και έφτασαν στο Κάμντεν Τάουν κι από εκεί στο Μπελσάιζ Παρκ. «Στρίψε δεξιά μετά το Ρόγιαλ Φρι», έδωσε εντολή ο Ντόμινικ. «Ό,τι πεις, κύριος». Ζήτησε από το ταξί να σταματήσει όταν έφτασαν στη λιμνούλα δίπλα στο Jack Straw’s Castle, τη γνωστή παμπ. Το μυαλό του ήταν ανταριασμένο. Από τη μια πλευρά, αισθανόταν πραγματικά σοκαρισμένος από τις ίδιες τις πράξεις του: το κτηνώδες σεξ, την αδιαφορία, το κενό. Εικόνες γυναικών, αντρών, καυλιά, οι ζωώδεις ήχοι μιας συνεύρεσης χωρίς συναίσθημα. Από την άλλη, ένιωθε την έξαψη της κυριαρχίας να διατρέχει το σώμα του, σαν ναρκωτική ουσία που κυλούσε στις φλέβες εθισμένου. Για μια στιγμή, μπήκε στον πειρασμό να περάσει στο άλσος δίπλα στο χώρο στάθμευσης της παμπ, μια περιοχή διαβόητη ως χώρος όπου ψωνίζονταν οι γκέι. Αισθανόταν μια ανεξήγητη επιθυμία να ανακαλύψει τι σημαίνει να σε τρυπάνε, να σε χρησιμοποιούν, λες κι αυτό θα τον βοηθούσε να καταλάβει καλύτερα τις γυναίκες που πηδούσε. Παράνοια! Έκανε δυο βήματα προς τη μια μεριά, ύστερα προς την άλλη, δίστασε και τελικά με αργό βήμα πήρε το δρόμο για το σπίτι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν έφτασε ο Ντόμινικ στα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο κατώφλι του. Θα μπορούσε να είχε σταματήσει ένα άλλο ταξί, όμως το περπάτημα τον είχε βοηθήσει να ηρεμήσει. Μία εβδομάδα αργότερα, άρχισε να βλέπει μια πρώην φοιτήτριά του, την Κλαούντια, και διέκοψε κάθε επαφή με την ομάδα. Ίσως, πάλι, η απόφαση να ήταν των άλλων και να έπαψαν να τον προσκαλούν στις κάπως ιδιαίτερες συναντήσεις τους. Το σεξ με την Κλαούντια ήταν καλό, ξεκάθαρο, υγιές μέσα στην έντασή του. Εκείνη αποδεχόταν τις ανάγκες του, τον έλεγχο που αποζητούσε, δέχτηκε ευχαρίστως τις παραλλαγές, τις ιδιαιτερότητες, για κάποιο λόγο δεν τις έκανε ζήτημα, και για ένα διάστημα ο Ντόμινικ νόμισε πως είχε κυριαρχήσει πάνω στη σκοτεινή πλευρά του, πως είχε βάλει φρένο στους βαθύτερους, παράλογους πόθους του. Ήξερε όμως πως κάτι έλειπε... μέχρι που είδε τη Σάμερ να παίζει το ταλαιπωρημένο βιολί της στο σταθμό του μετρό, οπότε η φωτιά μέσα του είχε θεριέψει και πάλι. «Λοιπόν, πόσο καλά γνωρίζεις τη Σάμερ; Και τον Βίκτορ;» ρώτησε ο Ντόμινικ, την ώρα που η Λόραλιν καθόταν πάνω στην κουβέρτα που είχε φέρει μαζί και είχε απλώσει στο γρασίδι του Ρίτζεντς Παρκ. Εκείνη του είχε προτείνει το πικνίκ. Ο καιρός, σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, θα ήταν ζεστός αυτό το Σαββατοκύριακο, ένα μικρό διάλειμμα ηλιοφάνειας πριν από την απειλή του φθινοπώρου. Πόσο γρήγορα άλλαζαν οι εποχές, αναλογίστηκε, έτσι που το μυαλό του πήγε στο έργο του Βιβάλντι. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από εκείνο το μοιραίο απόγευμα, όταν πέρασε από το σταθμό του μετρό στο Τότεναμ Κορτ Ρόουντ κι άκουσε τη μεθυστική μουσική ενός βιολιού να απλώνεται στη στοά, οπότε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μαγεύτηκε από τη Σάμερ, τη μουσική της, τον τρόπο με τον οποίο ερμήνευε τις νότες. «Με τον Βίκτορ μια απλή γνωριμία είχαμε, ας πούμε πως για κάποια χρόνια ήμασταν συνένοχοι
στις μικρές μας απολαύσεις. Γνωριστήκαμε σ’ ένα πάρτι και προσφέρθηκε να με βοηθήσει να οργανώσω μερικές καταστάσεις. Φαντάζομαι πως διέκρινε σε μένα μια επιθετική τάση. Είναι επικίνδυνος άνθρωπος, ξέρεις. Χρησιμοποιεί τους άλλους. Κρύβει μέσα του έναν ισχυρό, εκδικητικό πυρήνα... Πάντως, έχει γερές διασυνδέσεις. Κι εκτός αυτού, είναι έμπειρος». «Και η Σάμερ;» «Μόνο μία φορά βρεθήκαμε μετά από εκείνο το ιδιαίτερο κονσέρτο στην κρύπτη, όταν την έβαλες να σου παίξει γυμνή. Τη βρήκα –πώς να το θέσω;– ενδιαφέρουσα». «Και μετά;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Έγινε κάτι με σας τις δύο;» «Δυστυχώς όχι», ομολόγησε η Λόραλιν. «Δε νομίζω πως την ενδιαφέρει αυτό. Ίσως να δοκίμαζε κάτι στο χαλαρό, στα σοβαρά όμως δεν υπάρχει περίπτωση. Τον ξέρω τον τύπο της πάντως. Είναι σαν το έντομο που πηγαίνει τυφλά στο φως. Επίσης επικίνδυνο άτομο. Νομίζει πως έχει τον έλεγχο, αλλά μερικές φορές πέφτει εντελώς έξω. Βλέπει το δέντρο, μα χάνει το δάσος, δε συνειδητοποιεί το κίνητρό της. Ακόμη δεν έχει συμφιλιωθεί πλήρως με τα θέλω της. Πιστεύει πως είναι μοντέρνα και δυναμική, όμως το πιο εύκολο πράγμα είναι να λες ψέματα στον εαυτό σου. Έτσι δεν είναι, Ντόμινικ;» Για μία ακόμη φορά η κακία στο βλέμμα της ήταν φανερή και ταυτόχρονα συνένοχη. Η Λόραλιν έβγαλε δύο πλαστικά κύπελλα και τα γέμισε προσεκτικά με καφέ από το θερμός που είχε φέρει μαζί της στο πάρκο, μέσα σε ένα ψάθινο καλάθι. Ο Ντόμινικ είχε αναλάβει τα σάντουιτς. Λίγο πιο κάτω από το σημείο όπου κάθονταν, κατά μήκος του δρόμου που χώριζε το πάρκο στα δύο, παιδιά στη σειρά που έκαναν σαματά κατευθύνονταν προς τον κοντινό ζωολογικό κήπο. «Τι συνέβη; Όταν συναντήθηκε μαζί σου;» «Παίξαμε. Κάλεσα ένα από τα δικά μου παιχνιδάκια, έναν άντρα. Νομίζω πως της άρεσε, μπόρεσε να δει κάποιες νέες παραλλαγές». «Κατάλαβα». «Όπως σου είπα, τον ξέρω τον τύπο της. Έχω συναντήσει κι άλλες σαν κι αυτή, παλιότερα. Είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού τους. Έτσι και τις αφήσεις να κάνουν τα δικά τους, έχουν την τάση να παρασύρονται από κάθε λογής πειρασμούς. Η περηφάνια τους τις κάνει ό,τι θέλει, σαν να τις σέρνει από τη μύτη». «Αλήθεια;» σχολίασε ο Ντόμινικ, εν μέρει ενοχλημένος από τον τρόπο με τον οποίο η Λόραλιν αποφαινόταν για την ψυχολογία της Σάμερ ενώ εκείνος ακόμη δυσκολευόταν να συμφιλιωθεί απόλυτα με τον εαυτό του. Η Λόραλιν δάγκωσε μια μπουκιά από ένα σάντουιτς με αβγό, μαγιονέζα και μαρούλι. «Αν σου αρέσει τόσο πολύ», επισήμανε η Λόραλιν, «στη θέση σου δε θα την άφηνα μόνη της στη Νέα Υόρκη, ή και οπουδήποτε αλλού, τώρα που το λέμε. Θα τη χάσεις». «Από τον Βίκτορ;» «Πιθανόν. Όμως δεν είναι ο μόνος λύκος που κυκλοφορεί. Η Σάμερ ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των ατόμων με τάσεις υποταγής που μπορεί να γυαλίσει και σε μερικές δικές μας, που θα ήθελαν ίσως να τη σπάσουν». «Να τη σπάσουν;» «Τον τσαμπουκά εννοώ. Είναι δυνατός χαρακτήρας, αυτό το παραδέχομαι, όμως κανείς δεν είναι θωρακισμένος απέναντι σε κάποιες πιέσεις. Έχω την αίσθηση πως η Σάμερ είναι αρκετά χαλαρή ως προς το πώς χρησιμοποιεί ή πώς επιτρέπει να χρησιμοποιούν οι άλλοι το σώμα της, οπότε τα κυρίαρχα άτομα θα στοχεύσουν κατευθείαν το μυαλό της. Εκεί είναι που θα προσπαθήσουν να την
υποτάξουν στη βούλησή τους. Κι από τη στιγμή που θα σπάσει, είναι αδύνατο να ενώσεις ξανά τα κομμάτια. Δε συνειδητοποιεί, τουλάχιστον δεν το νομίζω, πως πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο δεν υπάρχει επιστροφή». «Πολύ μελοδραματικά τα περιγράφεις, Λόραλιν». «Μπορεί... Όμως η κυριαρχία έχει πολλές μορφές, Ντόμινικ. Για κάποιους, έχει να κάνει με την άσκηση εξουσίας. Για κάποιους άλλους, είναι απλώς ένα παιχνίδι...» Τη διέκοψε, θέλοντας να διατυπώσει την άποψή του. «Προσωπικά, δε με ενδιαφέρει η εξουσία, και θεωρώ πως με τη Σάμερ είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι. Θέλω να είναι δυνατή. Δεν έχω καμία διάθεση να της σπάσω τον τσαμπουκά, όπως το έθεσες. Θέλω να τη δω να εξελίσσεται, να συμφιλιώνεται με τη φύση της. Αυτό απολαμβάνω, όχι τον έλεγχο. Την αποδοχή των συναισθημάτων της...» «Σε επικίνδυνες γειτονιές κυκλοφορείς, Ντόμινικ. Κάποιοι δε θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν μια ενοχλητική λέξη που αρχίζει από άλφα για να περιγράψουν αυτή την κατάσταση». «Κι εσύ;» τη ρώτησε. «Με αυτούς που παίζεις, που ελέγχεις, ό,τι τους κάνεις τέλος πάντων, τι ακριβώς επιδιώκεις;» «Είναι ένα παιχνίδι βούλησης. Κάποιες φορές γίνεται σκληρό, αλλά δεν παύει να είναι παιχνίδι. Που λες, νόμιζα ότι ανήκαμε στο ίδιο στρατόπεδο, όμως κρύβεις μια τρυφερότητα μέσα σου, Ντόμινικ. Το καταλαβαίνω τώρα. Αξιοθαύμαστο το βρίσκω. Δεν ακολουθείς ξερά τα προστάγματα του καυλιού σου». «Ελπίζω πως όχι. Αν και δε θα ήθελα να αγνοήσω υπερβολικά τις επιθυμίες του». Χαμογέλασε. «Ό,τι κι αν γίνει, Ντόμινικ, θα ήθελα να είμαστε φίλοι, ξέρεις». «Καλό θα ήταν αυτό». «Με τον Βίκτορ το θέμα ήταν μονίμως ο επόμενος στόχος· ήταν ακόρεστος. Στην αρχή το έβρισκα διασκεδαστικό, αλλά κρύβει μια κακία μέσα του, μια βαθιά επιθυμία να ελέγξει απόλυτα τα άτομα που βάζει στο στόχαστρό του, να τα καταστήσει σκλάβους των επιθυμιών του. Να προσέχεις». «Θα προσέχω», είπε ο Ντόμινικ. Ήταν αρκετές μέρες που προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη Σάμερ στη Νέα Υόρκη, όμως το τηλέφωνό της τον έστελνε διαρκώς στον τηλεφωνητή, ό,τι ώρα κι αν ήταν στο Μανχάταν, έτσι είχε αρχίσει να ανησυχεί κάπως. Του είχε υποσχεθεί να τον κρατά ενήμερο για τις περιπέτειές της εκεί, αλλά μέχρι στιγμής τα νέα είχαν αποδειχτεί μάλλον κοινότοπα και αδιάφορα. Λειψά ίσως; «Έχω κανονίσει ένα πάρτι για αύριο, με έναν δυο δικούς μου, αλλά έλεγα να διευρύνω λίγο τον κύκλο μας. Θα σε ενδιέφερε να έρθεις; Να παρακολουθήσεις ίσως;» τον ρώτησε η Λόραλιν. «Δε θα είχαν αντίρρηση οι... θαυμαστές σου να είναι παρών ένας άγνωστος;» θέλησε να μάθει εκείνος. «Καμία απολύτως. Ξέρουν πώς να υπηρετούν και να κάνουν αυτό που τους λένε. Αν και φαντάζομαι πως δε σου λέει κάτι το να χρησιμοποιείς άντρες, σωστά; Παραπάει κάπως;» «Ακριβώς», τόνισε ο Ντόμινικ, κρύβοντας από τη Λόραλιν το γεγονός πως είχε σκεφτεί να το δοκιμάσει, να βρεθεί ο ίδιος στη θέση του παθητικού, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα πώς αισθάνεται ένα άτομο με τάσεις υποταγής, όχι γιατί έτεινε προς τα εκεί. Σύμφωνα με όσα ακούγονταν στους κύκλους τους, πολλοί κυρίαρχοι υποτίθεται πως είχαν περάσει από τη θέση των υποταγμένων. Τους βοηθούσε να αντιληφθούν καλύτερα τη δυναμική αυτής της σχέσης. Το πρόβλημα ήταν πως δεν τον έλκυαν οι άντρες. Τον γοήτευαν τα καυλιά τους, ναι, όχι όμως τα
πρόσωπα ή οι προσωπικότητές τους. Έτσι, το να παρακολουθήσει θα είχε ενδιαφέρον, ενδεχομένως να αποδεικνυόταν και επιμορφωτικό, αλλά για κάποιο λόγο ήξερε πως δεν ήταν ακόμη έτοιμος για κάτι τέτοιο. «Κάποια άλλη φορά ίσως», απάντησε, φροντίζοντας να μην απορρίψει την πιθανότητα μελλοντικά. Εκείνη την ώρα οι σκέψεις του εστιάζονταν στη Σάμερ και στον κυκλώνα των λάγνων προθέσεων που εκείνη έφερνε στην επιφάνεια της φαντασίας του. «Κρίμα», σχολίασε η Λόραλιν. «Θα ήταν ωραίο να είχαμε καινούρια συντροφιά. Θα μπορούσα να σου μάθω πολλά», συμπλήρωσε. «Επ’ αυτού δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία». «Θα έλεγα πως δεν είσαι άτομο που το ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα βοηθήματα, έτσι δεν είναι;» «Το ένστικτό σου έπεσε διάνα», επιβεβαίωσε ο Ντόμινικ. «Ο Βίκτορ είναι», συνέχισε η Λόραλιν. «Πάρα μα πάρα πολύ. Ξετρελαίνεται με τις μπάρες που κρατούν τα πόδια ανοιχτά, ναι. Εγώ, πάλι, έχω διαπιστώσει πως με τις γυναίκες λειτουργούν καλά, αλλά οι άντρες για κάποιο λόγο παθαίνουν συνέχεια κράμπες. Οι περισσότεροι δηλαδή. Κάποιοι, ειδικά οι γκέι, αντέχουν τα πάντα. Βέβαια, δε συναντώ πολλούς τέτοιους· έχουν δικές τους ομάδες και συνήθειες μάλλον», πρόσθεσε, σαν υστερόγραφο, κι ο Ντόμινικ σκέφτηκε πως υπήρχε μια χροιά στεναχώριας στη φωνή της όταν αποκάλυψε τούτη τη σκέψη. Ο ήλιος του μεσημεριού περνούσε από πάνω τους και μια αύρα ίσα που χάριζε κάποια κίνηση στις φυλλωσιές των δέντρων τριγύρω. Η Λόραλιν σκούπισε ένα ψίχουλο από την άκρη του στόματός της. «Όμορφα δεν είναι;» είπε στον Ντόμινικ, ρίχνοντας μια ματιά στον ήλιο. Εκείνος είχε βγάλει το λινό σακάκι του. «Μάλλον είναι η τελευταία ζεστή μέρα που θα δούμε φέτος. Λονδίνο, ε; Λατρεύω τον ήλιο». Της χαμογέλασε. Τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της. Τεντώθηκε, ανακάθισε λίγο και με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε την εφαρμοστή εμπριμέ μπλούζα της. Δε φορούσε σουτιέν από κάτω. Το βλέμμα του πήγε πάνω στις διακριτικά τρυπημένες ρώγες της, στην έξοχη απόχρωση του ροζ που επιδείκνυαν αβίαστα, κι ύστερα σε ένα μπλε τατουάζ, ένα κινέζικο ιδεόγραμμα καλλιγραφημένο στον αριστερό της ώμο. Η Λόραλιν ξάπλωσε μπρούμυτα, έβγαλε το ξεθωριασμένο καυτό τζιν σορτσάκι που φορούσε και αφέθηκε να απολαύσει τον ήλιο φορώντας μόνο το μικροσκοπικό στρινγκ της. Οι λόφοι των οπισθίων της έμοιαζαν με γεωμετρική συμφωνία που διέγραφε μια τέλεια καμπύλη με μαθηματική ακρίβεια. Η γραμμή του λάστιχου ήταν ελαφρά στραβή, έτσι που φαινόταν από το γενικό μαύρισμα πως ήταν απολύτως συνηθισμένη να κάνει ηλιοθεραπεία γυμνή. Κάποιοι περαστικοί άντρες άρχισαν να επιβραδύνουν ώστε να ξεκλέψουν για λίγο περισσότερο μια ματιά καθώς περνούσαν από το μονοπάτι που βρισκόταν πιο κοντά στο γρασίδι, την ώρα που οι διάφορες οικογένειες στο πάρκο τούς έριχναν οργισμένα βλέμματα. Ο τρόπος με τον οποίο η Λόραλιν είχε ξαπλώσει εκεί είχε κάτι το εξόχως προκλητικό, με τη γυμνή της πλάτη και τα κωλομάγουλά της να σιγοψήνονται στον ήλιο. Ήταν ξεδιάντροπη, και το ήξερε. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη, με τα πόδια διάπλατα ανοιχτά, σε δημόσιο πάρκο, από κάποια απόσταση θα έκανε τους άλλους να νομίζουν πως ήταν ολόγυμνη. Προτού γυρίσει μπρούμυτα η Λόραλιν, ο Ντόμινικ είχε παρατηρήσει τον τρόπο που το λεπτό ύφασμα του εσωρούχου της κολλούσε πάνω στην επιδερμίδα της και τη βαθιά εσοχή του μουνιού
της να διαγράφεται από κάτω. Του άρεσε η Λόραλιν, και θεωρούσε ότι, αν είχαν την ευκαιρία, θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικά καλοί φίλοι. Έβγαλε το πουκάμισό του, θέλοντας με τη σειρά του να απολαύσει την τελευταία ηλιόλουστη μέρα της χρονιάς. Σύντομα είχαν αποκοιμηθεί και οι δύο, παραδομένοι στη νωχελική αγκαλιά της φθινοπωρινής ζέστης. Ο Ντόμινικ όμως ονειρευόταν τη Σάμερ, όχι τη Λόραλιν.
3 Το Ρομάντζο των Σκοινιών
ΟΙ
να πέφτουν πάνω στο μικρό περιφραγμένο κήπο έξω από το ακόμη μικρότερο παράθυρό μου, στο διαμέρισμα του Ιστ Βίλατζ, και το φως που απέμενε μετά βίας φώτιζε το σώμα μου στον καθρέφτη, έτσι που, όπως φορούσα τον κορσέ, είχα μια σχεδόν μουμιοποιημένη όψη, σαν αλλόκοτη γυναίκα βγαλμένη μέσα από κάποιο βικτοριανό καμπαρέ. Το ρούχο πίεζε την επιδερμίδα μου, κλείνοντάς τη μέσα στην ατσάλινη αγκαλιά του. Χαλάρωσα τα κορδόνια στην πλάτη και έσκυψα προς τα εμπρός, βγάζοντας προσεκτικά τα μεταλλικά στεφάνια από τα βύσματα που συγκρατούσαν το όλο κατασκεύασμα στην μπροστινή πλευρά. Οι μπανέλες είχαν αφήσει μια ενδιαφέρουσα σειρά από σημάδια πάνω στο κορμί μου, ένα σχέδιο σε στιλ αρ ντεκό, αποτελούμενο από συμμετρικές εσοχές οι οποίες εκτείνονταν κατά μήκος της μέσης μου και έφταναν μέχρι τα στήθη μου, κατακόκκινες πάνω στη λευκή επιδερμίδα μου. Οι συγκάτοικοί μου κι εγώ είχαμε μόλις επιστρέψει από μια δωρεάν υπαίθρια συναυλία στη Γιούνιον Σκουέρ, στο πλαίσιο μιας μηνιαίας σειράς άτυπων εκδηλώσεων προς τιμήν Αμερικανών συνθετών, ενόψει του επικείμενου εορτασμού των Ευχαριστιών. Ήταν αρχές Νοεμβρίου και ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει νωρίτερα στον ουρανό, με την απουσία του να σηματοδοτεί την άφιξη μιας τσουχτερής φθινοπωρινής ψύχρας. Σύντομα θα φεύγαμε για να πάμε σε κάποιο από τα μπαρ που λειτουργούσαν στις ταράτσες του Μίνταουν, προκειμένου να απολαύσουμε όσο περισσότερο γινόταν τη βραδινή ατμόσφαιρα πριν απλώσει ο χειμώνας τα παγερά χέρια του πάνω από την πόλη, αφήνοντας έξω μονάχα τους πλέον αποφασισμένους καπνιστές. Είχα παίξει βιολί δεμένη σφιχτά μέσα στο μαύρο κοφτό κορσέ που μου είχε αγοράσει ο Ντόμινικ και μου είχε δώσει εντολή να φορέσω σε ένα από τα πάρτι της Σάρλοτ στο Λονδίνο, με το εσώρουχο να κρατά το στήθος, καθώς και άλλα μέρη του σώματός μου, ζεστό κάτω από το λεπτό μαύρο πλεχτό φόρεμα που είχα φορέσει από πάνω. Μου φαινόταν σαν να είχαν συμβεί όλα αυτά σε μια άλλη ζωή, ήταν μία από τις πρώτες μου εμπειρίες στον εναλλακτικό ερωτικό χώρο, όταν είχα ντυθεί και λειτουργήσει σαν υπηρέτρια εκείνο το βράδυ σε μια προσπάθεια να ανακαλύψω πώς ένιωθα σε ένα ρόλο υποταγής ακολουθώντας τις εντολές άλλων και όχι του Ντόμινικ. Η συμπεριφορά μου ήταν αδύνατο να αναλυθεί μετά από εκείνη την εκδήλωση, γιατί ντυμένη με αυτά τα ρούχα και απαντώντας στο χτύπημα ενός κουδουνιού που εκείνος είχε δώσει στους καλεσμένους για να με ειδοποιούν αισθανόμουν σαν να ακολουθούσα τις δικές του οδηγίες και όχι των ανθρώπων που ζητούσαν λίγο ακόμη γλυκό ή να τους ξαναγεμίσω το ποτήρι. Μου έλειπε τρομερά, περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενα και σίγουρα περισσότερο απ’ όσο θα του ομολογούσα. Η επικοινωνία μας από τότε που είχε φύγει ήταν σύντομη, σποραδική. Ο ήχος της φωνής του με κατέκλυζε με τέτοια λαχτάρα ώστε άρχισα να αφήνω το κινητό μου στον τηλεφωνητή την περισσότερη ώρα, ώστε να μην αντιμετωπίζω τη δοκιμασία τού να του μιλάω. ΣΚΙΕΣ ΕΙΧΑΝ ΑΡΧΙΣΕΙ
Ο Ντόμινικ δε με είχε διατάξει να φορέσω τον κορσέ κάτω από τα ρούχα μου σ’ αυτή την απογευματινή εκδήλωση. Μόνη μου είχα αποφασίσει να το κάνω, σε μια προσπάθεια να βιώσω εκείνη την αίσθηση κυριαρχίας που τόσο πολύ μου έλειπε. Προσπάθησα να εκμεταλλευτώ το επιπλέον συναίσθημα που φούντωνε μέσα μου λόγω της απουσίας του στρέφοντας την ενέργειά μου στη μουσική μου, διοχετεύοντας τον πόνο και την ένταση στο βιολί μου, σαν να ήταν αλεξικέραυνο, αν και αναπόφευκτα ένα μέρος της μοναξιάς επέμενε και οι σκέψεις μου κατακλύζονταν από αναμνήσεις των αισθήσεων που είχε δημιουργήσει ο Ντόμινικ στο Λονδίνο και των φαντασιώσεων για όλα εκείνα τα πράγματα που ήθελα να μου κάνει. Άρχισα να γίνομαι ευερέθιστη και να κλείνομαι στον εαυτό μου, καθώς με τάραζε η ένταση των ίδιων των συναισθημάτων μου. Είχα επιχειρήσει να επικοινωνήσω με email με τη Σάρλοτ, ζητώντας τη συμβουλή της, όμως εκείνη είτε είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς είτε απλώς με αγνοούσε. Ο Κρις είχε ολοκληρώσει τη σύντομη περιοδεία του με το συγκρότημα στην Αμερική και είχε επιστρέψει στο Λονδίνο. Δε σχεδίαζε να ταξιδέψει ξανά στη Νέα Υόρκη στο προσεχές μέλλον, και, εκτός αυτού, δεν έβλεπε με ιδιαίτερη συμπάθεια τον Ντόμινικ, οπότε δεν του είχα εξομολογηθεί τους προβληματισμούς μου. Είχα μιλήσει με παλιούς φίλους στη Νέα Ζηλανδία μέσω Skype, αλλά αυτοί βρίσκονταν στη φάση που έμπαιναν σε μια σειρά, συνεχίζοντας να εργάζονται σε δουλειές γραφείου και διατηρώντας μακροχρόνιες σχέσεις. Η ζωή μου ήταν τελείως διαφορετική, με την ορχήστρα, τη Νέα Υόρκη, τον Ντόμινικ, έτσι αισθανόμουν αποκομμένη και από αυτούς. Κοινωνικά, ήμουν κάπως ξεκρέμαστη, όμως μουσικά τουλάχιστον οι προσπάθειές μου δεν είχαν περάσει απαρατήρητες. Ο Σιμόν, ο διευθυντής ορχήστρας από τη Βενεζουέλα που είχε προσκληθεί να συνεργαστεί με την ορχήστρα την προηγούμενη σεζόν, είχε εξασφαλίσει μόνιμη θέση στο σχήμα και φαινόταν να με συμπαθεί, αφού επαινούσε διακριτικά τις ερμηνείες μου κλείνοντάς μου το μάτι ή κρατώντας το βλέμμα του πάνω μου λίγο παραπάνω. Είχα αρχίσει να παρατηρώ την προσοχή που μου έδειχνε μόλις πρόσφατα, όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες για τις συναυλίες ενόψει της γιορτής των Ευχαριστιών, ίσως γιατί προσέγγιζα θετικά το αμερικάνικο στιλ· επηρεαζόταν από τη μουσική κουλτούρα τόπων μακρινών, χρωματιζόταν από την ατελείωτη ποικιλία του πολιτισμικού υπόβαθρου που διέθεταν οι συνθέτες που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική αναζητώντας μια καινούρια ζωή, γεμάτοι αισιοδοξία, συλλέγοντας τους ρυθμούς των νέων πόλεων στη διαδρομή, με τους ήχους της τζαζ και της λαϊκής μουσικής να συνταιριάζονται με τις κλασικές ευρωπαϊκές παραδόσεις. Δε με είχε λυπήσει η αποχώρηση του προηγούμενου διευθυντή ορχήστρας. Εκείνος είχε μια ακαδημαϊκή προσέγγιση η οποία θεωρούσα ότι στερούνταν ευαισθησίας. Υπό τη διεύθυνσή του, τα έγχορδα απέδιδαν έναν ήχο κάπως άκαμπτο. Ο Σιμόν ήταν νεότερος, και οι μέθοδοί του απείχαν παρασάγγας από τα όσα είχαμε συνηθίσει. Η παρουσία του αποτελούσε το επίκεντρο των σχολίων που γίνονταν στους κόλπους της ορχήστρας. Είχε ένα μάλλον μποέμικο αέρα και, τουλάχιστον στις πρόβες, θα μπορούσε να τον περάσει κανείς για βασικό κιθαρίστα ροκ συγκροτήματος, καθώς φορούσε τζιν παντελόνια και φαρδιά μπλουζάκια. Εξέπεμπε μια ζωντάνια, από τα παπούτσια, τα οποία κάλυπταν όλη την γκάμα από τα άνετα αθλητικά μέχρι τα μποτάκια από δέρμα φιδιού, γυαλισμένα τόσο που άστραφταν, μέχρι τα μαλλιά του, τα οποία πετούσαν από το κεφάλι του, σχηματίζοντας μια μάζα πυκνών σκούρων βοστρύχων που αναπηδούσαν αδιάκοπα όταν έκανε πιο έντονες κινήσεις. Διηύθυνε την ορχήστρα θαρρείς και τον μάγευε η μουσική, έδινε το ρυθμό χτυπώντας τις παλάμες του σαν τα σαγόνια
κροκόδειλου. Κάθε σύσπαση των μυών του προσώπου του αποτελούσε έκφανση αντίστοιχων εσωτερικών μεταβολών, φαινομενικά αυθόρμητων: ένα ανασήκωμα του φρυδιού ή ένα σούφρωμα των χειλιών σηματοδοτούσε μια απειροελάχιστη αλλαγή στη διάθεση ή στο τέμπο. Ήλπιζα πως, υπό τη διεύθυνσή του, τα έγχορδα θα ενθαρρύνονταν να βγάλουν περισσότερο πάθος. Κι αν οι τελευταίες συναυλίες μας μπορούσαν να αποτελέσουν κριτήριο, η επιρροή του ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν. Ο Μπάλντο και η Μαρίγια, οι Κροάτες συγκάτοικοί μου, που έπαιζαν τρομπέτα και φλάουτο αντίστοιχα, δεν ήταν και τόσο σίγουροι για το κατά πόσο ήταν θετική η αλλαγή. Πρόσφατα είχαν αρραβωνιαστεί και η ευτυχία που είχαν βρει ο ένας στον άλλο αποτυπωνόταν σε κάθε πτυχή της ζωής τους, σε σημείο που θα χρειαζόταν να σκάσει κάποιος κακός οιωνός από τους ουρανούς για να επηρεάσει τη διάθεσή τους. Μετά την ευτυχή κατάληξη του δεσμού τους, η Μαρίγια είχε αποφασίσει να μου βρει σύντροφο και συχνά με ρωτούσε για την εξέλιξη της σχέσης μου με τον Ντόμινικ, επιδεικνύοντας την επιμονή και την πονηριά ιδιωτικού ντετέκτιβ. Εκείνο το πρωί, της είχα πει όλα όσα είχαν συμβεί, αν μη τι άλλο για να της εξηγήσω για ποιο λόγο ήμουν τόσο απότομη τον τελευταίο καιρό. «Ξέρεις πως ο καλύτερος τρόπος για να αφήσεις κάποιον πίσω σου είναι να τρυπώσεις κάτω από κάποιον άλλο», είπε εκείνη, χωρίς ρομαντική διάθεση, καθώς τα λέγαμε στην κουζίνα, παίρνοντας το πρωινό μας καθυστερημένα, προτού ετοιμάσουμε τα όργανα για να πάμε στη συναυλία. Είχε μόλις κόψει μια φράντζα στα εντελώς ίσια σκούρα μαλλιά της και η αυστηρή γραμμή κατά μήκος του μετώπου της προσέδιδε στα λόγια της ένα κάποιο κύρος. «Μα δεν έχω λόγο να τον ξεπεράσω. Εξακολουθούμε να βλεπόμαστε». «Βασικά όμως δε βλέπεστε, αφού εσύ είσαι εδώ κι εκείνος στην απέναντι πλευρά του ωκεανού». «Δεν έχουμε ακριβώς σχέση. Είμαστε φίλοι. Με προνόμια». «Το θέμα είναι πως εσύ δεν απολαμβάνεις κανένα προνόμιο». Είχα παραλείψει τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών μας επιδόσεων, όμως είχα πει στη Μαρίγια ότι είχαμε συμφωνήσει, δεδομένων των χαρακτήρων και της μεταξύ μας απόστασης, πως ήμασταν και οι δύο ελεύθεροι να αναζητήσουμε χαλαρές σχέσεις με άλλα άτομα. «Φυσικά», είπε εκείνη, σχολιάζοντας αυτή την πληροφορία, «αφού δεν είναι εδώ, πρόβλημά του. Μια κοπέλα έχει ανάγκες». Με προσκάλεσε να πάμε με τον Μπάλντο εκείνο το βράδυ για ένα ποτό στο 230 Fifth, ένα από τα κλασικά στέκια για γνωριμίες, το οποίο τα Σαββατοκύριακα κατακλυζόταν από νέους κατοίκους του Μανχάταν που έβγαιναν να διασκεδάσουν και ό,τι ήθελε προκύψει. Ειλικρινά, δεν είχα καμία τέτοια διάθεση, ωστόσο συμφώνησα. Δε γινόταν να περνώ όλα μου τα βράδια κλεισμένη στο δωμάτιό μου, φορώντας τον κορσέ του Ντόμινικ, έστω κι αν έβρισκα τη συντροφιά των δύο ερωτευμένων Κροατών υποφερτή μόνο σε μικρές δόσεις, ενώ όσο αφορούσε και το μπαρ ανήκε σε εκείνη ακριβώς την κατηγορία με τα δήθεν στέκια που έκανα ό,τι μπορούσα για να τα αποφεύγω. Φτάνοντας, διαπίστωσα ότι είχαν προσκαλέσει ένα ακόμη μέλος των χάλκινων πνευστών, έναν τρομπονίστα ονόματι Άλεξ, ο οποίος είχε ενταχθεί στη Συμφωνική του Γκράμερσι πριν από ένα χρόνο, όταν έπαψε να εργάζεται ως δικηγόρος ειδικευμένος στα διαζύγια στο Γουισκόνσιν και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει επαγγελματίας μουσικός. Η Μαρίγια είχε κανονίσει διπλό ραντεβού, και αυτό κάθε άλλο παρά με ενθουσίαζε. Ο Άλεξ ήταν αρκετά ευχάριστος, αλλά βαρετός, και φορούσε ένα μοβ πουκάμισο το οποίο
ενδεχομένως να ταίριαζε σε έναν άλλο, ψηλότερο, λιγότερο γεμάτο άντρα, όμως πάνω του, έτσι όπως καθόταν σε έναν από τους βαθυκόκκινους σουέντ καναπέδες του μπαρ, μου έφερνε στο νου την εικόνα τάρτας με μούρα. Τους άφησα να κάθονται στους καναπέδες, τη Μαρίγια να έχει πλέξει τα μακριά πόδια της γύρω από το κοντύτερο ζευγάρι του Μπάλντο και τον Άλεξ να μου ρίχνει κάθε τόσο κλεφτές ματιές, και ανέβηκα με το ποτό μου στο μπαρ που λειτουργούσε στην ταράτσα του κτιρίου. Το κοκτέιλ ήταν μέτριο, η μουσική δε μου έλεγε κάτι, όμως η θέα ήταν εξαιρετική, ο πύργος του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ υψωνόταν επιβλητικός, τόσο κοντά που ένιωθα λες και θα μπορούσα να απλώσω το χέρι και να τον αγγίξω, να πηδήξω πάνω του και να σκαρφαλώσω στον ουρανό σαν άλλος Κινγκ Κονγκ ή ένας σύγχρονος Τζακ πάνω στη μαγική φασολιά. «Όμορφη εικόνα, δε βρίσκεις;» είπε μια φωνή στα αριστερά μου, με τη μακρόσυρτη προφορά των νότιων Πολιτειών. Η φωνή ανήκε σε έναν ξανθό άντρα με σκούρο μπλε ριγέ κοστούμι και λεπτή γραβάτα, ο οποίος κρατούσε ένα χαμηλό ποτήρι στο ένα χέρι και ένα χοντρό πούρο στο άλλο. Είχε τραβήξει ένα από τα τραπέζια πλάι στο μπαρ και στεκόταν πάνω του, ρίχνοντας όλο του το βάρος στα κάγκελα όπως ατένιζε τη νύχτα, με τη σιγουριά ανθρώπου που πιστεύει απόλυτα είτε πως δεν κινδυνεύει από εκείνα τα σποραδικά ατυχήματα στα οποία οι άνθρωποι πέφτουν στο κενό και σκοτώνονται είτε πως ο νόμος της βαρύτητας δεν τον αφορά. «Ναι, πράγματι», απάντησα, εισπνέοντας το διακριτικό άρωμα του καπνού από πούρο που τον περιέβαλλε. Κατέβηκε με ένα σάλτο από το παρατηρητήριό του, επιδεικνύοντας απρόσμενη άνεση στις κινήσεις του, και στάθηκε δίπλα μου. «Από πού είσαι;» με ρώτησε. «Η καταγωγή μου είναι από τη Νέα Ζηλανδία, πριν από εδώ ζούσα στο Λονδίνο και ενδιάμεσα στην Αυστραλία». «Έχουν δει πολλά τα μάτια σου, ε;» «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι». Παρατήρησα το βλέμμα του να λαμπυρίζει ακούγοντας την απάντησή μου κι έγειρα ελαφρά προς το μέρος του, για την περίπτωση που τα λόγια μου δε φανέρωναν αρκετά καθαρά τη διάθεσή μου για φλερτ. «Να κεράσω δεύτερο ποτό;» Κοίταξα τα υπολείμματα του αδιάφορου μοχίτο μου. «Κάπου αλλού ίσως. Τι λες, φεύγουμε;» Δε χρειάστηκε να το προτείνω δεύτερη φορά. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, είχαμε βρεθεί στο διαμέρισμά του, στο Άπερ Ιστ Σάιντ, σ’ ένα από εκείνα τα σικ, μινιμαλιστικά επιπλωμένα σπίτια που νόμιζα ότι θα προτιμούσε ο Ντόμινικ, πριν τον γνωρίσω καλύτερα και συνειδητοποιήσω ότι η οικονομική άνεση δεν εξασφαλίζει απαραιτήτως καλό γούστο – αν και εξακολουθούσα να μην είμαι απόλυτα σίγουρη για το κατά πόσο ο Ντόμινικ είχε λεφτά ή όχι. Ίσως να είχε διαθέσει τις οικονομίες μιας ζωής για να μου αγοράσει το Μπαγί και πλέον να ζούσε με τον απλό μισθό ενός καθηγητή πανεπιστημίου. Ο άντρας που είχα γνωρίσει μου συστήθηκε ως Ντέρεκ, γέννημα θρέμμα Νεοϋορκέζος, ασφαλιστής. Του είπα πως με έλεγαν Έλεν και ότι ήμουν γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο. Η πείρα με είχε διδάξει ότι οι περισσότεροι άντρες ανταποκρίνονται θετικά στις γραμματείς και στις
νοσοκόμες, χώρια που δε θα χρειαζόταν να ανησυχώ πως θα μπορούσε να με εντοπίσει μέσω των μουσικών διασυνδέσεών μου και να εμφανιστεί σε κάποια συναυλία. Τον Ντέρεκ τον έλεγαν πράγματι Ντέρεκ, όπως επιβεβαίωσα ρίχνοντας μια ματιά σε κάτι φακέλους που ήταν ακουμπισμένοι στο πάσο. Το διαμέρισμά του φώναζε από μακριά πως είχε χρήμα, όμως μύριζε πρόσφατα τηγανισμένο σολομό, ανάμεικτο με νικοτίνη. Παρατήρησα ότι τα περισσότερα παράθυρα δεν άνοιγαν. Πιθανότατα κάπνιζε μέσα στο σπίτι, για να γλιτώνει από την ταλαιπωρία να βγαίνει στο μπαλκόνι. «Πώς το προτιμάς;» ρώτησε. Στην αρχή νόμισα πως προσφερόταν να μου ετοιμάσει κάτι να πιω, μετά όμως συνειδητοποίησα, καθώς δεν είχε κάνει την παραμικρή κίνηση να βάλει νερό να βράσει ή να βγάλει κάποιο μπουκάλι από το ψυγείο, ότι εννοούσε πώς προτιμάω το σεξ. Η ευθύτητα της ερώτησης με αιφνιδίασε κάπως. «Εεε...» Πλησίασε και έσπασε τον πάγο με ένα φιλί. Μια χαρά φιλούσε, μόνο που δεν μπορούσα να ξεπεράσω τη μυρωδιά του ψαριού που είχε φάει πρόσφατα. Σκέφτηκα να αρνηθώ πριν προχωρήσει περισσότερο η ιστορία, όμως ως αδιόρθωτη αισιόδοξη ήλπιζα πως το πράγμα θα βελτιωνόταν όταν θα περνούσαμε στο κυρίως πιάτο. Εκτός αυτού, προσπαθούσα να περιορίσω τα ταξί που έπαιρνα για να εξοικονομώ χρήματα, ελπίζοντας να κάνω κάποιο ταξίδι αργότερα μέσα στη χρονιά, κι αν έμενα το βράδυ εκεί, θα μπορούσα να πάρω το μετρό ή ακόμη και να γυρίσω στο σπίτι με τα πόδια το πρωί. Μετά βίας συγκρατήθηκα να μη μορφάσω μόλις ο Ντέρεκ επιχείρησε να εξερευνήσει το στόμα μου με τη γλώσσα του καταφεύγοντας σ’ εκείνες τις βαθιά διερευνητικές μανούβρες που ίσως είχαν καλύτερο αποτέλεσμα σε χαμηλότερα σημεία. Οι σκέψεις αυτές μου θύμισαν τον Ντόμινικ, ο οποίος πράγματι είχε ταλέντο σ’ αυτό, κι αναρωτήθηκα αν οι ικανότητές του είχαν παραμείνει αναξιοποίητες απ’ όταν έφυγε από τη Νέα Υόρκη ή αν βίωνε τα δικά του τετ α τετ με την επιστροφή του στο Λονδίνο. Η εικόνα του Ντόμινικ με άλλη γυναίκα με ερέθισε. Έσπρωξα τον Ντέρεκ για να φύγουμε από την κουζίνα και να περάσουμε στο καθιστικό, όπου η ατμόσφαιρα ήταν πιο ευχάριστη. «Ω», έκανε, «μια γυναίκα που θέλει να έχει τον έλεγχο. Μου αρέσει αυτό». Η όλη κατάσταση δεν εξελισσόταν καθόλου έτσι όπως περίμενα. Ο Ντέρεκ κατέβασε με διστακτικές κινήσεις τις τιράντες του φορέματός μου από τους ώμους μου και πέρασε τα δάχτυλά του πάνω στην επιδερμίδα μου λες και χάιδευε γατάκι. Κάθε άγγιγμα ήταν απαλό, ντελικάτο. Πιθανότατα αποτέλεσμα της ανάγνωσης των μυριάδων βιβλίων που εξηγούν ότι οι γυναίκες προτιμούν γενναίες δόσεις προκαταρκτικών πριν από το σεξ, ιδανικά σε συνδυασμό με σοκολάτα, και στη συνέχεια ένα ζεστό μπάνιο, δηλαδή όλες εκείνες τις ανοησίες που αναπαράγουν τα διάφορα μέσα ενημέρωσης, γελοίες όσο και το να υποθέτει κανείς πως όλοι οι άντρες γουστάρουν τσόντες, πίπες και ζεστό φαΐ. Εγώ είχα την ελπίδα πως ο Ντέρεκ θα μου έσκιζε το φόρεμα, θα με κολλούσε στο τζάμι και θα μ’ έπαιρνε από πίσω, στα πρότυπα των δισεκατομμυριούχων στις ταινίες του Χόλιγουντ, όμως η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ λιγότερο συναρπαστική. Έπειτα από μερικές αμήχανες στιγμές, κατάφερα να λύσω τη ζώνη του και το παντελόνι του έπεσε άχαρα στους αστραγάλους του. Έπρεπε να είχα βγάλει πρώτα τα παπούτσια του, καθώς τα πόδια του τώρα είχαν μαγκώσει, πρακτικά ακινητοποιώντας τον από τα γόνατα και κάτω. Οπισθοχωρήσαμε με μικρά βηματάκια προς το υπνοδωμάτιό του, όπου με ξάπλωσε τρυφερά στο
κρεβάτι και άρχισε να με φιλάει απαλά από το λαιμό μέχρι τον αφαλό. Εκεί σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε πλατιά προτού χωθεί ανάμεσα στα πόδια μου, με το στοματικό σεξ να αποτελεί πιθανότατα τον άσο στο μανίκι του, το κόλπο που φύλαγε για τις γυναίκες τις οποίες ήθελε να εντυπωσιάσει. Ήταν πρόθυμος αλλά τρυφερός. Εγώ, πάλι, προσπαθούσα να φανταστώ τον Ντόμινικ στην ίδια θέση, όμως εκτός από τη γλώσσα του εκείνος θα έχωνε και τέσσερα δάχτυλα μέσα μου να με ανοίγουν για τα καλά, παίζοντας κάθε τόσο με το σφιγκτήρα μου, ενώ θα μου υποσχόταν με ειρωνικά ευγενικό τόνο πως σύντομα θα ακολουθούσε και ο πούτσος του. Με τον Ντόμινικ δεν είχαμε κάνει ακόμη πρωκτικό σεξ, κι εγώ αναρωτιόμουν γιατί δεν το προχωρούσε – όχι πως με πείραζε η αναμονή. Έδειχνε να έχει την εντύπωση πως ήταν μία από τις πλέον προχωρημένες καταστάσεις στο κρεβάτι, ενώ εγώ θεωρούσα το πρωκτικό κάτι που περίμενες να το κάνεις στο δεύτερο ραντεβού. Θεωρούσα την άποψή του γύρω από το όλο θέμα γλυκά παλιομοδίτικη και ανυπομονούσα να έρθει η στιγμή που θα αποφάσιζε πως ήταν καιρός πια να το κάνουμε. Το μυαλό μου πήγε ξανά στον Ντέρεκ και προσπάθησα να εστιάσω την προσοχή μου σ’ εκείνον, από ευγένεια. Είχε ολοκληρώσει τις στοματικές περιποιήσεις του, οπότε ανακάθισα κι επιχείρησα να ανταποδώσω, εκείνος όμως με σταμάτησε και με ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι. «Όχι, μωρό μου, απόψε είναι όλα για σένα», είπε. Αναστέναξα, αντίδραση την οποία εκείνος θεώρησε έκφραση απόλαυσης. Τουλάχιστον ο πούτσος του ήταν μεγάλος και σκληρός και το κορμί του ευχάριστα σφιχτό πάνω στο στήθος μου, αν κι ευχόμουν, αντί για τα ατελείωτα, ανάλαφρα χάδια του, να χρησιμοποιούσε τα δάχτυλά του για να τραβήξει τις ρώγες μου ή να περιορίσει ελαφρά την ανάσα μου. Ίσως να χρειαζόταν απλώς μια διακριτική υπόδειξη για να κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση. Έπιασα το χέρι του και το έφερα προς το λαιμό μου. «Όπα. Δε φαντάζομαι να είσαι από εκείνες τις κοπέλες; Δε γουστάρω τέτοιες μαλακίες». Ένιωθα τον πούτσο του να μαλακώνει μέσα μου. Τον τράβηξα προς το μέρος μου για να τον φιλήσω, το σεξουαλικό ισοδύναμο του να αλλάζεις θέμα συζήτησης, όμως η μαγεία της στιγμής είχε χαθεί. Τραβήχτηκε από μέσα μου και εξαφανίστηκε στο μπάνιο. Άκουσα νερά να τρέχουν στο ντους, κι αργότερα επέστρεψε φέρνοντας δύο ζεστές σοκολάτες. «Είναι αργά», είπε, δίνοντάς μου τη μία αχνιστή κούπα. «Ευχαρίστως να μείνεις εδώ απόψε». Ήταν ευγενικός τουλάχιστον και γνώριζε τους καλούς τρόπους του ευκαιριακού σεξ, έστω κι αν δεν ήταν ο τύπος μου. Ξάπλωσα αμήχανα δίπλα του μέχρι το πρωί και τελικά σηκώθηκα νωρίς για να την κάνω, κι ας μην περίμενα πως ο Ντέρεκ θα ζητούσε το τηλέφωνό μου ούτως ή άλλως. Οι πλανόδιοι πωλητές είχαν κάνει δυναμικά την εμφάνισή τους γύρω από το Σέντραλ Παρκ, ζορίζοντας άσχημα τους τουρίστες που καθυστερούσαν έστω κι ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου να διαλέξουν μεταξύ του κέτσαπ και της σάλτσας ντομάτας. Αγόρασα ένα κουλούρι κι έναν καφέ στη συμβολή της 78ης Οδού με την Πέμπτη Λεωφόρο κι εκμεταλλεύτηκα το πρωινό ρεπό για να περάσω από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, μια και ήμουν κοντά. Το μυαλό μου ήταν πολύ αναστατωμένο για να εκτιμήσω τα έργα τέχνης. Τελικά εγκατέλειψα την προσπάθεια να αποφασίσω ποια από τις πάμπολλες εκθέσεις να επισκεφτώ και πέρασα μία ώρα στον ασιατικό τομέα, κοιτάζοντας επίμονα μια κεφαλή του Βούδα από το Αφγανιστάν,
χρονολογημένη στον 5ο αιώνα, ελπίζοντας να απορροφήσω ένα μέρος της γαλήνης που αποτυπωνόταν στα χαρακτηριστικά του πέτρινου προσώπου με τα μακριά χαλαρά αφτιά και τα πλατιά νυσταγμένα μάτια. Ακολούθησα τις γραμμές των συμμετρικών φρυδιών που κατέληγαν σε μια γωνιώδη μύτη και, από κάτω, σ’ ένα παχύ, αισθησιακό στόμα με μαλακά χείλη, τα οποία έδιναν στο θεϊκό πλάσμα έναν ανθρώπινο αέρα. Η σκέψη μου γύρισε στη νύχτα που είχα μόλις περάσει με τον Ντέρεκ, στο τελευταίο Σαββατοκύριακο που έζησα με τον Ντόμινικ, στις εβδομάδες που προηγήθηκαν, με τον Βίκτορ, εκείνη τη φορά που είχα πάει στο κλαμπ των φετιχιστών στο Λονδίνο μόνη μου και απόλαυσα τις ξυλιές που μου έριξε ένας άγνωστος. Αναλογίστηκα πώς όλα εκείνα τα πράγματα, πράγματα τα οποία ήμουν βέβαιη πως τουλάχιστον ο μισός πλανήτης θα θεωρούσε αφύσικα, με ερέθιζαν απερίγραπτα κι όμως μια νύχτα με έναν άντρα όπως ο Ντέρεκ, έναν ευγενικό άνθρωπο, ένα κελεπούρι με την κοινωνική έννοια της λέξης, δε μου έλεγε τίποτα απολύτως. Εκεί είχε καταλήξει το πράγμα; Έπρεπε να ακινητοποιούμαι, να αιφνιδιάζομαι ή να ζορίζομαι για να απολαύσω το σεξ; Ήθελα πράγματι τον Ντόμινικ για το χαρακτήρα του ή πολύ απλά επειδή απολάμβανα το πώς με έκανε να αισθάνομαι στο κρεβάτι; Επιλέγοντας να ακολουθήσω τη μεγάλη διαδρομή της επιστροφής στο σπίτι αντί για την υγρή βρομιά του μετρό, οι εικόνες και οι ήχοι της πόλης που μόλις χθες φάνταζαν επιβλητικοί και συναρπαστικοί σήμερα μου θύμιζαν πως ήμουν κλεισμένη, περιορισμένη, παγιδευμένη ανάμεσα στις απόλυτα ευθείες λεωφόρους και στα οικοδομικά τετράγωνα. Ήμουν κυκλωμένη από μονολιθικά οικοδομήματα, καμωμένα από γυαλί και τσιμέντο, που υψώνονταν στον ουρανό, άγρυπνοι φύλακες, με τη φλοίδα του γαλανού ουρανού ανάμεσα στις κορυφές των κτιρίων να φαντάζει μακρινή, απειλητική σαν γκιλοτίνα που αιωρούνταν από πάνω μου. Μου έλειπαν τα στέκια στο μετρό του Λονδίνου, οι στενοί ακανόνιστοι δρόμοι και τα σκοτεινά σοκάκια του, οι πλακόστρωτες οδοί με τα παλιομοδίτικα ονόματα, όπως Κοκ και Κλίτερχαουζ, ωμή υπενθύμιση των εποχών που οι δρόμοι γίνονταν μάρτυρες χυδαίων συμπεριφορών σε κάθε γωνία, όταν τα σπίτια του αγοραίου έρωτα ξεχείλιζαν από ιερόδουλες με φουρό, ξεδιάντροπες θεραπαινίδες και διεφθαρμένους πολιτικούς, κυρίους και κυρίες της νύχτας που αναζητούσαν λαίμαργα την ικανοποίηση ορέξεων κάθε είδους. Έκτοτε, είχαν κυριαρχήσει περισσότερο πουριτανικές τάσεις και ορισμένα από τα χυδαιότερα τοπωνύμια είχαν αλλάξει, ώστε να αντικατοπτρίζουν τα ήθη της σύγχρονης εποχής, παρ’ όλα αυτά το Λονδίνο παρέμενε μια πόλη όπου το πάθος είχε ποτίσει τους δρόμους της. Αν είχαν στόμα οι πέτρες να μιλήσουν, σκέφτηκα, θα επευφημούσαν στη θέα της διαφθοράς στις διάφορες μορφές της. Το Λονδίνο ήταν σύμμαχός μου. Εκείνη τη μέρα η Νέα Υόρκη μού άφηνε την αίσθηση μιας αδερφής μου που με ακολουθούσε με αποδοκιμαστικό ύφος. Άργησα λίγα λεπτά για την πρόβα εκείνο το απόγευμα, γι’ αυτό ο Σιμόν με κοίταξε κάπως απορημένος την ώρα που καθόμουν στη θέση μου. Έπαιξα στον αυτόματο πιλότο, χωρίς κανένα από τα γνωστά σκέρτσα μου, ελπίζοντας η αφηρημάδα μου και οι μηχανικές κινήσεις του δοξαριού μου να μην ήταν υπερβολικά φανερές. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα με βαριά καρδιά.
Ξύπνησα στις τρεις τα ξημερώματα, την ώρα που τα προβλήματα επιστρέφουν στη βάση τους για να φωλιάσουν, κι έστειλα στον Ντόμινικ ένα γραπτό μήνυμα: Μου λείπεις. Με πήρε ο ύπνος νιώθοντας ενοχές, γιατί δεν ήμουν πραγματικά σίγουρη αν ίσχυε αυτό που είχα γράψει. Την επόμενη μέρα αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου και να αναζητήσω κάποιο χώρο για ψαγμένες καταστάσεις στη Νέα Υόρκη. Υπέθεσα πως σίγουρα κάθε πόλη θα είχε τέτοια μέρη. Παρά τη χθεσινή παροδική κατάθλιψη, ήξερα από τις περιπέτειές μου στο Λονδίνο πως κι άλλοι άνθρωποι στον κόσμο σκέφτονταν και συμπεριφέρονταν όπως εγώ. Έπρεπε απλώς να τους εντοπίσω. Μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο δεν απέδωσε ιδιαίτερα. Ίσως τα πράγματα να ήταν δυσκολότερα εδώ για τους φετιχιστές. Είχα ακούσει πως σε κάποια μέρη η αστυνομία δεν καλόβλεπε το τολμηρό ντύσιμο σε δημόσιους χώρους και τη συναινετική βία. Ενδεχομένως, πάλι, αυτό να ήταν το στιλ των Νεοϋορκέζων· μπορεί να ήταν πιο διακριτικοί σε αυτά τα θέματα και να έπρεπε να γνωρίζεις κόσμο για να μάθεις πού διοργανώνονταν τέτοιες φάσεις. Υπήρχαν κάποιοι χώροι που διαφήμιζαν συναντήσεις, όμως τίποτα δε μου τράβηξε την προσοχή. Μια δυο βραδιές καμπαρέ, ένα πάρτι με θέμα τα φετίχ των ποδιών, μια λέσχη αντρών με επίκεντρο τις ξυλιές στον πισινό. Τελικά, βρήκα ένα εισαγωγικό εργαστήρι με αντικείμενο το ερωτικό δέσιμο με σκοινί, το οποίο διαφημιζόταν για το μεσημέρι του επόμενου Σαββάτου. Δεν είχα ιδιαίτερη εμπειρία με τα σκοινιά, όμως οι εικόνες σίγουρα είχαν ενδιαφέρον, κι αν η αντίδρασή μου στο σφίξιμο του κορσέ και στον τρόπο που με είχε δέσει με τις κάλτσες μου ο Ντόμινικ αποτελούσαν κριτήριο, θα μου ταίριαζε πολύ. Επιπλέον, η συμμετοχή σε ένα εισαγωγικό εργαστήρι πρακτικά εκμηδένιζε τον κίνδυνο να πέσω τυχαία πάνω στον Βίκτορ ή σε κάποιον από τους γνωστούς του, πράγμα που δεν μπορούσε να αποκλειστεί σε μια λέσχη. Η διεύθυνση δε δημοσιευόταν, για λόγους εχεμύθειας. Έστειλα ένα email, στην ηλεκτρονική διεύθυνση που εμφανιζόταν η ιστοσελίδα, αναφέροντας ότι είχα έρθει πρόσφατα στην πόλη κι ότι θα με ενδιέφερε να παρακολουθήσω το εργαστήρι. Έλαβα απάντηση σχεδόν αμέσως, ένα email από κάποια Τσέρι Μπανγκς, ψευδώνυμο ασφαλώς. Έγραφε πως η ίδια συμμετείχε στην οργάνωση του εργαστηρίου και πως ευχαρίστως θα με δέχονταν ως «κουνελάκι για δέσιμο», δηλαδή ως εθελόντρια πάνω στην οποία θα εξασκούνταν εκείνοι που διδάσκονταν την τέχνη του ερωτικού δεσίματος, και πως δεν είχα καμία υποχρέωση να το κάνω αν δε μου άρεσε. Πρότεινε να βρεθούμε για καφέ, μια και ήμουν καινούρια στη Νέα Υόρκη, κι έτσι κλείσαμε ραντεβού για το πρωί του Σαββάτου, λίγες ώρες πριν από την έναρξη του εργαστηρίου. Έχοντας βρει μια πιθανή άκρη για το Σαββατοκύριακο, πήγα στην πρόβα εκείνη τη μέρα με ανάλαφρη καρδιά και ζωηρό βήμα. Η καλή μου διάθεση ήταν φανερή στον τρόπο που έπαιξα και μέχρι το τέλος της πρόβας ένιωθα αναζωογονημένη. Εξακολουθούσε να μου λείπει ο Ντόμινικ, όμως μάθαινα να αντέχω και χωρίς εκείνον. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε μια σειρά. «Έπαιξες καλά απόψε», σχολίασε ο Σιμόν, όχι τόσο ως φιλοφρόνηση όσο ως απλή διαπίστωση ενός γεγονότος, αλλά και πάλι αναψοκοκκίνισα από περηφάνια. Τα καστανά του μάτια γυάλιζαν στο
φως, φορτισμένα ακόμη από την αδρεναλίνη της απογευματινής πρόβας. «Ευχαριστώ», είπα. «Κι εγώ σε βρήκα καταπληκτικό». «Χαίρομαι που το ακούω. Είναι πάντα δύσκολο να έρχεσαι ως αντικαταστάτης, ειδικά όταν έχει προηγηθεί κάποιος εμπειρότερος. Δεν ξέρω αν πρέπει να φέρομαι ήπια ή αυστηρά, πώς να κερδίσω το σεβασμό χωρίς να γίνω ο κακός της υπόθεσης». «Όπως και να έχει, χαίρομαι που είσαι εδώ». Ίσως να ήταν ο ενθουσιασμός μου από τη μουσική που είχαμε παίξει εκείνη τη φορά αυτός που με έκανε να συνεχίσω να μιλάω. «Θα ήθελες να πάμε για ένα ποτό;» Με κοίταζε ενόσω προσπαθούσε να αποφασίσει. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να βγω ραντεβού με τους προηγούμενους διευθυντές ορχήστρας που είχα συνεργαστεί –ήταν όλοι τους αρκετά ηλικιωμένοι–, επομένως δεν ήμουν σίγουρη για την ηθική διάσταση του θέματος. Άλλωστε, δε θα ήταν κανονικό ραντεβού, θα ήμασταν απλώς δυο ταξιδιώτες που έπιναν ένα ποτό μαζί. Σκέφτηκα πως κι εκείνος πρέπει να ήταν καινούριος στην πόλη. «Βέβαια», είπε, χαμογελώντας πλατιά. Πήγαμε σε ένα ιταλικό καφέ στη Λέξινγκτον. Παρήγγειλα έναν αφογκάτο, παγωτό βανίλια με καφέ εσπρέσο και μια δόση Κουαντρό. Ο σερβιτόρος, ένας Αμερικανοϊταλός με βροντερή φωνή και μια ποδιά στο χρώμα του μπλε ελεκτρίκ, το έφερε πάνω σε ένα δίσκο, το παγωτό μέσα σε ένα ποτήρι για μαρτίνι χωρίς πόδι, τοποθετημένο σε ένα λευκό πιατάκι με μια κόκκινη χαρτοπετσέτα και ένα ασημένιο κουτάλι με μακριά λαβή στο πλάι, ενώ ο καυτός εσπρέσο και το λικέρ βρίσκονταν από πίσω, σε σφηνάκια. Έχυσε το υγρό πάνω στο παγωτό με μια επιδέξια κίνηση κι έπειτα επέστρεψε φέρνοντας δύο μπισκότα σε ένα πιάτο. Ο Σιμόν κοίταξε την περίπλοκη επιλογή μου κι ύστερα το δικό του απλό ποτήρι με κόκκινο κρασί. «Ζηλεύω λιγάκι», είπε. Του πρότεινα το κουτάλι. «Δοκίμασε, παρακαλώ». Δίστασε για λίγο πριν δεχτεί αυτή τη χειρονομία οικειότητας και φάει μια κουταλιά. «Χμ, καλό είναι». Πήρα πίσω το κουτάλι, η λαβή του ήταν ακόμη ζεστή έτσι όπως την έπιασε, ενώ η άκρη του παγωμένη. «Στη Βενεζουέλα», είπε, «τρώμε καρύδα και καραμέλα για επιδόρπιο». Τόνιζε έντονα το «κ» σε κάθε λέξη, έτσι που έδινε την εντύπωση πως σκεφτόταν κάτι άλλο, πιο καυτό απ’ ό,τι η καρύδα ή η καραμέλα, όμως η έκφραση των ματιών του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από θερμή και φιλική. Δεν ήμουν σίγουρη κατά πόσο με φλέρταρε. «Εξαιρετικός συνδυασμός. Πόσο καιρό έχεις στη Νέα Υόρκη;» «Εδώ γεννήθηκα. Η μητέρα μου εργαζόταν στη Γουόλ Στριτ. Γνώρισε τον πατέρα μου στις διακοπές της. Έπαιζε σε μια μπάντα. Μετανάστευσε εδώ για να είναι μαζί της, αλλά δεν κατάφερε να προσαρμοστεί, οπότε επιστρέψαμε στη Νότια Αμερική όταν ήμουν μικρός. Ακόμη εκεί ζουν. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας ταξιδεύοντας ανάμεσα στις δύο πόλεις. Μουσική σπούδασα στο Καράκας. Άρχισα μαθαίνοντας βιολί...» «Α, ναι; Και γιατί σταμάτησες;»
«Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός. Όποτε έπαιζα, οι ήχοι της υπόλοιπης ορχήστρας μού αποσπούσαν μονίμως την προσοχή. Εγώ ήθελα να ελέγχω τα πάντα». Γέλασα. «Γεννημένος διευθυντής ορχήστρας δηλαδή». «Ναι, μάλλον. Παίζεις πολύ καλά, ξέρεις. Παίζεις σαν Λατίνα. Έχεις πάθος». «Ευχαριστώ», μουρμούρισα. «Δεν προσπαθώ να σε κολακέψω. Όμως σε περιορίζουν οι νόρμες της ορχήστρας. Ο ήχος σου θα αναδεικνυόταν καλύτερα αν έπαιζες μόνη σου, σολίστ». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω. Θα έτρεμα αν έπρεπε να σταθώ μόνη στη σκηνή». «Θα το συνήθιζες. Νομίζω πως θα το απολάμβανες». Άπλωσε το χέρι του και για μια στιγμή νόμισα πως θα έκλεινε την παλάμη μου μέσα στη δική του, εκείνος όμως έπιασε το κουτάλι και έφαγε μία ακόμη κουταλιά παγωτό. Το εννοούσε πραγματικά; αναρωτήθηκα. Η μετριοφροσύνη μου ήταν ειλικρινής ως κάποιο σημείο. Πολύ θα ήθελα να παίξω σόλο μπροστά σε κοινό, όμως η προοπτική αυτή με φόβιζε και με ενθουσίαζε παράλληλα. Παραμείναμε σιωπηλοί για μερικά αμήχανα δευτερόλεπτα. Μάζεψα τις τελευταίες σταγόνες του επιδόρπιού μου με το δάχτυλο, εστιάζοντας την προσοχή μου στο λιωμένο παγωτό, ώστε να μη σκέφτομαι την αμηχανία που είχε επικρατήσει ανάμεσά μας. «Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν θαυμάσιες», είπα, σπάζοντας τη σιωπή. «Μου αρέσουν οι Αμερικανοί συνθέτες. Ειδικά ο Φίλιπ Γκλας». «Χαίρομαι που το ακούω», είπε γελώντας. «Αν και δε νομίζω ότι συμμερίζονται όλοι την άποψή σου. Ορισμένοι θεωρούν πως επαναλαμβάνεται πολύ». «Η οικογένειά σου γιορτάζει τις Ευχαριστίες;» «Δε θα το έλεγα. Παλιότερα, τις γιόρταζε η μητέρα μου, όμως πλέον έχει υιοθετήσει τον τρόπο ζωής της Βενεζουέλας. Πάντως, εγώ έχω κανονίσει ένα μικρό σουαρέ για την Πέμπτη. Θα βρεθώ με μερικά ακόμη “ορφανά” της πόλης που δεν έχουν να παραστούν σε κάποιο οικογενειακό δείπνο. Ευχαρίστως να έρθεις κι εσύ. Θα είναι εκεί και κάποιος στον οποίο θα ήθελα να σε συστήσω». «Με μεγάλη μου χαρά», απάντησα, παραμερίζοντας την επίμονη ανησυχία που στριφογυρνούσε στο μυαλό μου πως το να ενθαρρύνω τον Σιμόν δεν ήταν δίκαιο, ούτε για τον ίδιο ούτε για τον Ντόμινικ. Λίγες μέρες αργότερα, βρισκόμουν στο ίδιο καφέ προκειμένου να συναντήσω τη γυναίκα η οποία είχε απαντήσει στο αίτημά μου για το εργαστήρι ερωτικού δεσίματος. Η Τσέρι ήταν στην όψη αυτό ακριβώς που θα υπέθετε κανείς κρίνοντας από το όνομά της. Τα μαλλιά της ήταν βαμμένα σε ένα έντονα κερασί χρώμα, κουρεμένα σε ένα απόλυτα λείο καρέ. Ήταν κοντή, με πλούσιο στήθος, ντυμένη απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια στο ροζ, με μόνη εξαίρεση ένα μαύρο δερμάτινο αεροπορικό μπουφάν, το οποίο προσέδιδε μια τραχιά νότα σε μια κατά τα άλλα μάλλον κοριτσίστικη εμφάνιση. Τα σαρκώδη χείλη της καλύπτονταν από άφθονη ποσότητα κραγιόν και τα δάχτυλά της ήταν στολισμένα με διάφορα μεγάλα δαχτυλίδια, τα οποία λαμπύριζαν στο φως καθώς χειρονομούσε. Η Τσέρι μιλούσε με τα χέρια της σχεδόν εξίσου με τον Σιμόν. «Λοιπόν, είσαι καινούρια στην πόλη;» ρώτησε, με φωνή που με έκανε να σκεφτώ πως μάλλον η καταγωγή της ήταν από βορειότερα. Μου είπε ότι καταγόταν από την Αλμπέρτα του Καναδά, από
κάπου κοντά στο Κάλγκαρι, οπότε κατάλαβα γιατί έμπαινε σε τόσο κόπο να βοηθήσει μια νεοφερμένη. «Όχι ακριβώς», απάντησα. «Έχω μερικούς μήνες εδώ. Απλώς είμαι καινούρια... στο χώρο». «Αυτό μη σε ανησυχεί καθόλου. Είμαστε όλοι φιλικοί. Έχει τύχει να δέσει κάποιος ως τώρα;» «Με σκοινί όχι». «Ε, τότε καλύτερα να μάθεις σ’ έναν τέτοιο χώρο παρά να πέσεις τυχαία σε κάνα πάρτι σε κανένα τύπο που γουστάρει τα δεσίματα αλλά δεν ξέρει τι κάνει ή που θα σε δέσει πρώτα και μετά θα σε παρατήσει να κρέμεσαι εκεί. Θα σ’ έχω από κοντά». Παρακολουθούσα τα χέρια της που χάιδευαν απαλά μια μεγάλη κούπα παγωμένου καφέ με όλα τα συνοδευτικά. Ένα από τα δαχτυλίδια της, όπως παρατήρησα, είχε το σχήμα μεγάλης αράχνης, το σώμα ήταν φτιαγμένο από μαύρη πέτρα και τα οχτώ ασημένια πόδια έκλειναν γύρω από το δάχτυλό της σαν κλουβί. Ένα άλλο είχε το σχήμα κρανίου, με ψεύτικα διαμάντια στις κόγχες, που αστραποβολούσαν. Αμφέβαλλα για το κατά πόσο ήταν ήπιος τύπος, όμως δεν είναι εύκολο να μαντέψεις τι ακριβώς ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Αν η δημόσια συμπεριφορά του καθενός αντανακλούσε απόλυτα τον τρόπο που συμπεριφερόταν στην κρεβατοκάμαρα, τότε λογικά θα έπρεπε να είχα πολύ περισσότερες επιτυχίες στα ραντεβού. Το εργαστήρι διοργανωνόταν σε ένα λοφτ κάπου μεταξύ του Μίνταουν και της συνοικίας των παλιών σφαγείων. Για την ακρίβεια, γινόταν στο διαμέρισμα κάποιου, αν και ο διάδρομος που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια φραζόταν από παραβάν, με το καθιστικό να έχει μετατραπεί σε «χώρο παιχνιδιού». Ήταν φωτεινό και ευάερο, θύμιζε περισσότερο στούντιο γιόγκα παρά μπουντρούμι. Ολόγυρα υπήρχαν μαξιλάρια, στα οποία κάθονταν οι συμμετέχοντες, άτομα διαφόρων ηλικιών και των δύο φύλων. Ένα νεαρό ζευγάρι καθόταν αγκαλιασμένο πάνω σε ένα φουτόν από απομίμηση δέρματος αγελάδας, έχοντας ολοφάνερα την όψη πρωτάρηδων. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες έδειχναν χαλαροί, συνομιλούσαν εύθυμα. Ο ήχος ενός βραστήρα σε διαρκή λειτουργία έδινε στο δωμάτιο μια σπιτική ατμόσφαιρα, ενώ η κουζίνα ήταν γεμάτη από ανθρώπους που περίμεναν να βάλουν νερό σε κούπες που περιείχαν τσάι ή καφέ. Πάνω σε ένα τραπεζάκι υπήρχε μια ποικιλία από αρωματικά τσάγια και μια πιατέλα με φρούτα και οργανικές σοκολάτες. Εκεί κοντά καθόταν ένας άντρας μόνος του, με μακριά μαλλιά κι ένα φθαρμένο δερμάτινο σακάκι, τρώγοντας ατάραχος πατατάκια από ένα μπολ. Η Τσέρι με σύστησε σε κάποια άτομα και πήρα τη θέση μου δίπλα της, στην μπροστινή πλευρά του δωματίου, μαζί με την Τάμπιθα, η οποία είχε αναλάβει την παρουσίαση. Η Τάμπιθα έμοιαζε με παγανιστική θεά, είχε μακριά σκούρα καστανά μαλλιά, τα οποία έπεφταν πλούσια στους ώμους της σαν ποταμός, και φορούσε ένα άλικο φόρεμα που έφτανε ως το πάτωμα, πάνω στο οποίο αποτυπώνονταν ζωηρόχρωμα μικρά μπλε λουλουδάκια. Ήταν ξυπόλυτη, όχι ιδιαίτερα ψηλή, όμως η παρουσία της κυριαρχούσε στο δωμάτιο, με έναν τρόπο που την έκανε να δίνει την εντύπωση ότι ήταν στην πραγματικότητα ψηλή. Η Τάμπιθα ξεκίνησε περιγράφοντας τα θέματα ασφαλείας που έχουν να κάνουν με το ερωτικό δέσιμο με σκοινί, εξηγώντας μεταξύ άλλων πώς αποφεύγονται τραυματισμοί των νεύρων και περιπτώσεις ασφυξίας. (Δεν περνάς ποτέ λουριά γύρω από το λαιμό.) Σήκωσε ψηλά ένα ειδικό στομωμένο ψαλίδι. «Να έχετε πάντοτε πρόχειρο ένα τέτοιο», μας συμβούλεψε, «γιατί μπορεί να χρειαστεί να λύσετε το σύντροφό σας γρήγορα, σε περίπτωση φωτιάς, τραυματισμού ή απροειδοποίητης επίσκεψης της πεθεράς σας».
Ακούστηκαν χαχανητά ολόγυρα στο δωμάτιο. Έκανε επίδειξη μερικών βασικών τεχνικών δεσίματος, απλώνοντας ένα κομμάτι σκοινί στο πάτωμα, το οποίο με αργές κινήσεις βάλθηκε να δένει σε κόμπους. Ακολούθησα το παράδειγμά της και μου προκάλεσε εντύπωση η αίσθηση ικανοποίησης που άντλησα όταν κατάφερα να ολοκληρώσω σωστά ένα μονό δέσιμο γύρω από τον καρπό της Τσέρι. Εκείνη μου χαμογέλασε πλατιά. «Βλέπεις; Γούστο δεν έχει;» Το δεύτερο μισό του εργαστηρίου ήταν περισσότερο προχωρημένο, και ήταν εκείνο που περίμενα με ανυπομονησία. Η Τάμπιθα με προσκάλεσε να γίνω το «κουνελάκι» της, όπως είπε, ώστε να περάσουμε στην επίδειξη του δεσίματος ενός βασικού πλαισίου, της αφετηρίας, όπως τόνισε, των περισσότερων δεσιμάτων του σώματος. «Φέρε τα χέρια πίσω από την πλάτη σου». Η φωνή της, ήσυχη αλλά αποφασιστική, όπως ήταν αναμενόμενο έκανε τα γόνατά μου να κοπούν. Έφερε τα χέρια μου στο σωστό σημείο, όχι με τις παλάμες ενωμένες στη θέση της προσευχής, όπως είχε κάνει ο Ντόμινικ όταν έδεσε τους καρπούς μου με τις κάλτσες μου, αλλά με τους πήχεις κολλημένους σε ευθεία μεταξύ τους και τις άκρες των δαχτύλων του ενός χεριού να αγγίζουν ελαφρά τον αγκώνα του άλλου. Ξεκίνησε δένοντας τα χέρια μου μαζί, βάζοντας το σκοινί στα μισά της απόστασης μεταξύ των καρπών και των αγκώνων μου, και ύστερα δένοντάς το γύρω από το πάνω και το κάτω μέρος του θώρακά μου, δημιουργώντας ένα πλαίσιο γύρω από τα στήθη μου, ακινητοποιώντας τα χέρια μου πάνω στα πλευρά μου. Πέρασε επιδέξια τα δάχτυλά της κατά μήκος του μπράτσου μου προτού σφίξει το δέσιμο, ελέγχοντας πάντα πως το σκοινί είχε τοποθετηθεί σωστά και δεν πίεζε κάποιο νεύρο. Στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή, όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν σωπάσει πλέον, ακούγοντας με προσήλωση τις οδηγίες της Τάμπιθα. Είχε σταματήσει να μου λέει προς τα πού να γυρίσω και απλώς με έστριβε λες και ήμουν κούκλα, άψυχη, και το μόνο που ήθελε από εμένα ήταν να της επιβεβαιώνω αν ήταν αρκετά σφιχτό το κάθε δέσιμο. Άρχισα να χαλαρώνω στα χέρια της, τα άκρα μου λύθηκαν και έφερα τους ώμους μου πίσω, επιτρέποντάς της να με ακινητοποιήσει όπως εκείνη ήθελε. Έκλεισα τα μάτια, έχοντας πλήρη συναίσθηση πως όλοι όσοι ήταν εκεί παρακολουθούσαν. Η Τάμπιθα ολοκλήρωσε το βασικό δέσιμο και με άφησε να στέκομαι στο κέντρο του δωματίου, όση ώρα εκείνη ασχολούνταν με την ομάδα ελέγχοντας τα δεσίματα των παρισταμένων, που πλέον είχαν δέσει τους συντρόφους τους με αντίστοιχο τρόπο. Γυρνούσε σε μένα περιοδικά, έσφιγγε τις παλάμες πίσω από την πλάτη μου για να ελέγξει την κυκλοφορία του αίματος, φροντίζοντας να βεβαιώνεται πως δεν είχα μουδιάσει. Εγώ, πάλι, είχα αρχίσει να λικνίζομαι ελαφρά, σαν να είχα σηκωθεί απότομα μετά από μασάζ. Είχα ζαλιστεί κανονικά μέχρι να επιστρέψει η Τάμπιθα έχοντας ολοκληρώσει τις οδηγίες προς την ομάδα και αρχίσει να με λύνει. Το σκοινί περνούσε πάνω από την επιδερμίδα μου με ένα σιγανό θρόισμα έτσι όπως εκείνη χαλάρωνε τους κόμπους. Ήταν σχεδόν εξίσου ευχάριστο το λύσιμο όσο και το δέσιμο. Απελευθερωμένη από τα δεσμά μου, τέντωσα τα μπράτσα και κούνησα τα δάχτυλα, επαναφέροντας την κυκλοφορία του αίματος. Κοίταζα επίμονα τους πήχεις μου, παρατηρούσα το μοτίβο που είχε αφήσει το σκοινί πάνω στην επιδερμίδα μου, τα ελαφρώς βαθουλωμένα σημάδια, λευκά εκεί που το δέσιμο ήταν δυνατό και η
κυκλοφορία του αίματος είχε περιοριστεί, κόκκινα περιμετρικά. Ήταν ένα απρόσμενα «σπιτικό» σχέδιο, θύμιζε παραδοσιακό τραπεζομάντιλο ιταλικού εστιατορίου. Η Τσέρι με διαβεβαίωσε πως τα σημάδια θα εξαφανίζονταν μέσα σε λίγες ώρες – ευτυχώς, γιατί είχα πάλι πρόβα αργά εκείνο το απόγευμα. Αποχαιρετιστήκαμε δίνοντας υπόσχεση να τα ξαναπούμε και να κανονίσουμε μια νέα εξερεύνηση της φετιχιστικής σκηνής της Νέας Υόρκης. Έπαιξα καλά εκείνη τη μέρα, ευχαριστημένη που είχα αποκτήσει μερικούς νέους φίλους. Τα σημάδια στα μπράτσα μου εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα, που έφτασα να εύχομαι να επιστρέψουν, σαν ένα είδος υπενθύμισης της ευχάριστης ώρας που είχα περάσει, όμως τελικά το μόνο που μου έμεινε ήταν η ανάμνηση της όλης εμπειρίας, την οποία κλωθογύριζα στο νου μου. Είχα παραμείνει ντυμένη σε όλη τη διάρκεια που η Τάμπιθα με έδενε, όπως απαιτούσε το εργαστήρι, προκειμένου οι μαθητευόμενοι να μην παρασύρονται από τη θέα των γυμνών σωμάτων και να μη χάνουν τη συγκέντρωσή τους στο μάθημα. Την επόμενη φορά, σκέφτηκα, θα ήθελα να το δοκιμάσω γυμνή, ώστε να νιώσω την αίσθηση του σκοινιού σε ολόκληρο το σώμα μου και όχι μόνο στα μπράτσα μου. «Πολύ καλή ερμηνεία απόψε», φώναξε προς το μέρος μου ο Σιμόν, ενώ έκλεινα το Μπαγί στη θήκη του. Συζητούσε με τον Άλεξ, τον τρομπονίστα. Είχαμε επιστρέψει στο ιταλικό καφέ για δεύτερη φορά και είχαμε αρχίσει να περνάμε σε ένα στάδιο αβίαστης φιλίας. Η καλύτερη γνωριμία μαζί του είχε βελτιώσει το παίξιμό μου. Άρχισα να παρακολουθώ κάποιες κινήσεις του τόσο αμυδρές, ώστε αμφέβαλλα κατά πόσο ακόμη και ο ίδιος είχε συναίσθηση ότι τις έκανε, ερμηνεύοντας τη μουσική ακριβώς όπως κι εκείνος, και απολάμβανα τη ζεστασιά των επαίνων του όταν μου έλεγε ότι εξακολουθούσα να εξελίσσομαι. «Τα λέμε την Πέμπτη», απάντησα φεύγοντας. Δεν αισθανόμουν απόλυτα άνετα με την όλη κατάσταση. Η κατάλληλη στιγμή να αναφέρω το όνομα του Ντόμινικ δήθεν τυχαία στη διάρκεια μιας συζήτησης, ώστε να ξέρει ο Σιμόν ότι δεν ήμουν απόλυτα ελεύθερη, είχε έρθει και παρέλθει. Από την πλευρά του, δεν είχε επιχειρήσει το παραμικρό, όμως για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να απαλλαγώ από τη δυσάρεστη αίσθηση ότι τον παραπλανούσα. Πλέον, ήταν πολύ αργά για να κάνω κάτι γι’ αυτό, καθώς είχα μόλις χτυπήσει το κουδούνι του διαμερίσματός του σε μια επίζηλη πολυκατοικία στο Άπερ Γουέστ Σάιντ, δυο βήματα από το Λίνκολν Σέντερ, και στεκόμουν στο κατώφλι του κρατώντας μια αχνιστή κολοκυθόπιτα. Η Μαρίγια μού την είχε ετοιμάσει, παρά τις αντιρρήσεις μου, αμέσως μόλις έμαθε πως είχα κανονίσει «ραντεβού» με το μαέστρο. Ο Σιμόν άνοιξε την πόρτα και με απάλλαξε από το βάρος της πίτας. Φορούσε ένα χρυσαφί γιλέκο απόψε, με ασορτί μανικετόκουμπα και τις μυτερές μπότες του από δέρμα φιδιού, έτσι που θύμιζε γκάνγκστερ από ταινία της δεκαετίας του 1930. Ταιριαστή επιλογή , σκέφτηκα, καθώς ήταν φορές που κρατούσε την μπαγκέτα σαν οπλοπολυβόλο. Τα έβαλα με τον εαυτό μου, που δεν είχα ντυθεί καλύτερα. Με απασχόλησε πολύ το θέμα του τι να φορέσω και τελικά επέλεξα ένα άνετο ντύσιμο: μαλακό μαύρο κολάν, μια μακριά ζακέτα J. Crew κι ένα ζευγάρι πέδιλα με χαμηλό τακούνι, ώστε να μη νομίσει ότι επρόκειτο πράγματι για ραντεβού. Πήγα στο μπάνιο με την πρώτη ευκαιρία για να προσθέσω ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρια κι ένα ασορτί κολιέ, τα οποία είχα φέρει στην
τσάντα μου, σε περίπτωση που η περίσταση αποδεικνυόταν περισσότερο επίσημη απ’ ό,τι περίμενα. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι συγκροτούσαν ένα ετερόκλητο σύνολο, καθώς οι περισσότεροι Αμερικανοί βρίσκονταν στα σπίτια με τις οικογένειές τους, οπότε ο Σιμόν είχε προσκαλέσει όλους εκείνους που ήξερε πως δεν είχαν πού αλλού να πάνε: τον Αλ, έναν αρχιτέκτονα ο οποίος είχε αποσπαστεί στη Νέα Υόρκη από μια εταιρεία που έδρευε στη Μέση Ανατολή, για την κατασκευή ενός νέου πολυτελούς ξενοδοχειακού συγκροτήματος στη Μάντισον Άβενιου· τον Στιβ, έναν ποιητή που είχε έρθει από την Αγγλία και είχε συμμετάσχει σ’ εκείνη την εκδήλωση στη Γιούνιον Σκουέρ, εμφανιζόμενος ακριβώς πριν από εμάς· την Άλις και την Νταϊάν, ένα ζευγάρι που διατηρούσε ένα χώρο τέχνης και εκδηλώσεων στη Νολίτα· και, τέλος, τη Σούζαν, μια γυναίκα με διαπεραστικό βλέμμα και αβίαστο γέλιο, δίπλα στην οποία με έβαλε να καθίσω ο Σιμόν την ώρα του δείπνου. Ήταν ατζέντισσα, όπως πληροφορήθηκα, και εκπροσωπούσε μια σειρά από σολίστες μουσικούς. Ο Σιμόν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς μιλώντας με τον Στιβ, τον ποιητή, αφήνοντάς με ελεύθερη να πιάσω κουβέντα με τη Σούζαν. Στο τέλος της βραδιάς μού άφησε την κάρτα της. «Να τα ξαναπούμε», είπε. «Ο Σιμόν λέει τα καλύτερα για σένα, και έχει άψογο γούστο». Έφυγα τελευταία. Ο Σιμόν με συνόδευσε στην πόρτα, διατηρώντας μια φιλική αλλά συνάμα επαγγελματική απόσταση μεταξύ μας. «Και πάλι ευχαριστώ για την πρόσκληση», είπα ευγενικά. «Παρακαλώ», απάντησε εκείνος, με μια ελαφριά υπόκλιση του κεφαλιού. «Χαίρομαι που σου δόθηκε η ευκαιρία να τα πείτε με τη Σούζαν». Το βλέμμα του ήταν κοφτερό, σταθερό. «Φαίνεται πολύ ευγενική». «Είναι. Επίσης, είναι πολύ καλή στη δουλειά της». Επέστρεψα στο σπίτι και βρήκα τον Μπάλντο με τη Μαρίγια ξαπλωμένους τον έναν πάνω στον άλλο στον καναπέ του καθιστικού. Δεν είχαν το παραμικρό πρόβλημα να γιορτάσουν τις Ευχαριστίες οι δυο τους μόνοι. «Λοιπόοοοον», είπε η Μαρίγια, «πες μας τα πάντα». «Η πίτα σου είχε μεγάλη επιτυχία». «Ελπίζω να μην ήταν η μόνη που είχε μεγάλη επιτυχία εκεί», σχολίασε, χαχανίζοντας πονηρά. «Λάθος κάνεις, δεν έχουμε τέτοια σχέση. Είμαστε συνεργάτες». «Ναι, καλά, αυτά μας τα ’παν κι άλλοι». Την κοίταξα όπως άνοιγα την πόρτα του δωματίου μου. Πάντως, μάλλον είχε δίκιο, σκέφτηκα, αναστενάζοντας καθώς ξάπλωνα στο κρεβάτι μου. Ο κορσές μου έστεκε ξεχασμένος, παρατημένος στη συρόμενη κρεμάστρα, τα ασημένια κουμπώματά του λαμπύριζαν στο φως του πορτατίφ μου, σαν σειρά από μικροσκοπικά φεγγάρια.
4 Μπέρμπον Στριτ
Ο ΝΤΟΜΙΝΙΚ θεώρησε ότι ήταν οιωνός όταν μια κριτική για μια συλλογή δοκιμίων στην οποία είχε συμμετάσχει δημοσιεύτηκε σε ένα τεύχος του περιοδικού Book Forum δίπλα σε μια καταχώριση για καμιά δεκαριά θέσεις επισκέπτη καθηγητή με υποτροφία στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, οι οποίες προσφέρονταν για ερευνητικούς σκοπούς σε μελετητές ή συγγραφείς, με τη χρηματοδότηση ενός οικογενειακού καταπιστεύματος το οποίο δεν είχε υπόψη του ως τότε. Φαινόταν πως πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που αναγράφονταν στο έντυπο της αίτησης που βρήκε στο διαδίκτυο ως προς τις προηγούμενες δημοσιεύσεις και τα ακαδημαϊκά κριτήρια. Εδώ και αρκετό καιρό, πριν του αποσπάσει την προσοχή η εμφάνιση της Σάμερ στη ζωή του, επεξεργαζόταν στο μυαλό του μια συγκεκριμένη ιδέα για ένα βιβλίο για το οποίο θα απαιτούνταν σημαντική έρευνα είτε στη Βιβλιοθήκη του Λονδίνου είτε στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Σκέφτηκε αμέσως ότι θα ήταν ιδανικό να έχει ένα δικό του γραφείο στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, και θα αποτελούσε μια τέλεια δικαιολογία για να περάσει εννιά μήνες στο Μανχάταν, πιο κοντά στη Σάμερ. Οι διαλέξεις που θα έπρεπε να δοθούν στο πλαίσιο της υποτροφίας ήταν ελάχιστες και απολύτως διαχειρίσιμες, το δε προσφερόμενο ποσό γενναιόδωρο. Όχι πως το οικονομικό τον απασχολούσε στο ελάχιστο, ακόμη κι αν λάμβανε υπόψη το ύψος των ενοικίων στη Νέα Υόρκη. Υπέβαλε την αίτηση και ενημερώθηκε ταχυδρομικώς ότι είχε συμπεριληφθεί στην τελική λίστα των υποψηφίων. Οι συνεντεύξεις θα πραγματοποιούνταν την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε σωστή σειρά. Η Σάμερ τον είχε ενημερώσει σχετικά με μια πρόσφατη σχέση της μιας βραδιάς που είχε στη Νέα Υόρκη. Δεν είχε ζηλέψει. Ακόμη λιγότερο μάλιστα από τη στιγμή που διέκρινε το νόημα πίσω από την εύθυμη ομολογία της που εστίαζε κατά κύριο λόγο στα έπιπλα του τύπου, στα χρώματα του διαμερίσματος και στο πώς είχε δώσει αγώνα για να μη γελάσει όταν διαπίστωσε πως σε όλο εκείνο το χώρο δεν υπήρχε βιβλίο ούτε για δείγμα. Προφανώς δεν ήταν κάτι σοβαρό, απλώς μια ανάγκη που καλύφθηκε. Δεν μπορούσε να έχει από εκείνη την απαίτηση να παραμείνει άμωμη καλόγρια σε μια πόλη όπως η Νέα Υόρκη. Στην πραγματικότητα, αισθανόταν ευγνώμων που η Σάμερ ένιωθε αρκετά σίγουρη για τη σχέση τους ώστε να τον κρατά ενήμερο για τις ασήμαντες ερωτικές περιπέτειές της. Τον είχε ενημερώσει επίσης ότι σχεδίαζε να παρακολουθήσει ένα εργαστήρι ερωτικού δεσίματος την επόμενη εβδομάδα και έδειχνε να την ενθουσιάζει αυτή η προοπτική. Ο Ντόμινικ ανυπομονούσε να διαβάσει στο email της την περιγραφή της εν λόγω συνάντησης κι έτσι την ενθάρρυνε να συμμετάσχει. Παράλληλα όμως ήξερε πως δεν τον έπαιρνε να την αφήσει ελεύθερη να κάνει ό,τι ήθελε στην
Αμερική για πολύ μεγάλο διάστημα. Είχαν ανανεώσει το δεσμό τους, ο οποίος όμως εξακολουθούσε να είναι σχετικά ασταθής και ευάλωτος στα καπρίτσια της απόστασης και των συμπτώσεων. Ο Ντόμινικ ήθελε να τη δει ξανά, να περάσει χρόνο μαζί της. Ήξερε πως κι εκείνη ένιωθε το ίδιο και ότι η σχετικά αθώα σχέση της μιας βραδιάς με έναν άντρα, το όνομα του οποίου πλέον έδειχνε να μη θυμάται καν, ήταν απλώς μια εκτόνωση, ένα προσωρινό μέτρο μέχρι να μπορέσουν να είναι και πάλι μαζί. Όλα αυτά αποτελούσαν στοιχεία του δούναι και λαβείν που ήταν απαραίτητο αν ήθελαν να λειτουργήσει η δική τους σχέση. Της τηλεφώνησε και, αυτή τη φορά, κατάφερε να της μιλήσει χωρίς να μεσολαβήσει η κουραστική διαδικασία των μηνυμάτων ή να χρειαστεί να κανονίσουν μια συγκεκριμένη ώρα και στιγμή αργότερα για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν. «Εγώ είμαι». «Γεια». Ο Ντόμινικ μπορούσε να διακρίνει την πραγματική χαρά στη φωνή της. «Είχα ένα προαίσθημα πως θα τηλεφωνούσες». «Αλήθεια;» «Ναι. Το ένιωθα μέσα μου». «Όταν λες μέσα σου;» «Μπορεί κι εκεί που φαντάζεσαι», πρόσθεσε εκείνη, με διάθεση για φλερτ. «Λοιπόν, κανόνισα να βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη σε τρεις εβδομάδες». «Θαυμάσια». «Θα μιλήσω με ένα ίδρυμα εκεί σχετικά με την πιθανότητα να έρθω ως επισκέπτης καθηγητής στη Νέα Υόρκη, πράγμα το οποίο σημαίνει πως μπορεί να εγκατασταθώ στην πόλη για εννιά ολόκληρους μήνες. Πώς σου φαίνεται;» Ακολούθησε μια παύση, σίγουρα γιατί η Σάμερ συνειδητοποιούσε πως αυτό θα μπορούσε να αποδειχτεί ένα μεγάλο βήμα στην περιπέτειά τους. «Χμμ... τέλειο ακούγεται». «Θα σου πω περισσότερα όταν έρθω εκεί, αλλά το βρίσκω αρκετά ενδιαφέρον». «Ναι». Μπορούσε να νιώσει τη Σάμερ να κλείνεται μέσα από το ακουστικό. Ο Ντόμινικ ήταν έτοιμος να προτείνει, σε περίπτωση που η συμφωνία ολοκληρωνόταν, να βρουν ένα μέρος για να μείνουν μαζί το διάστημα που θα ζούσε στην πόλη και θα ετοίμαζε το υλικό για το μελλοντικό βιβλίο του. Ωστόσο, καταλαβαίνοντας το δισταγμό στη φωνή της, δεν το έκανε. Ναι, θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο βήμα. Και για τους δυο τους. Ένα πείραμα, για το οποίο ενδεχομένως κανείς από τους δύο δεν ήταν έτοιμος. «Και...» «Και;» «Να, σκέφτηκα κάτι. Δεν έχω κανένα λόγο να βιαστώ να γυρίσω στο Λονδίνο μετά τις συνεντεύξεις. Οι επόμενες διαλέξεις μου είναι προγραμματισμένες για το νέο έτος. Θα μπορούσα να μείνω εκεί και να ταξιδέψουμε κάπου στην Αμερική την περίοδο των γιορτών. Συνέχεια αναφέρεις πόσο πολύ σου αρέσουν τα ταξίδια και υπάρχουν ένα σωρό μέρη στις Ηνωμένες Πολιτείες που πάντα ήθελες να επισκεφτείς, έτσι δεν είναι;» «Έχουμε προγραμματισμένη συναυλία την παραμονή των Χριστουγέννων», τον ενημέρωσε η Σάμερ. «Κανένα πρόβλημα», συνέχισε ο Ντόμινικ. «Μπορούμε να αναχωρήσουμε αεροπορικώς την επομένη. Να πάμε κάπου που να κάνει περισσότερη ζέστη ίσως;»
Η Σάμερ δεν αντέδρασε με τον τρόπο που περίμενε αυτός. «Οι ορχήστρες πάντα μπλέκουν σε συναυλίες της πλάκας την περίοδο των γιορτών», υποστήριξε. «Το σιχαίνομαι αυτό το ρεπερτόριο, την τετριμμένη μουσική που για κάποιο λόγο απαιτεί το κοινό. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε μετακαλέσει κι ένα μαέστρο, τον οποίο μας φέρνουν από τη Βιέννη. Βαλς του Στράους, μεγαλεία και κορδώματα και όλα τα σχετικά. Ο Σιμόν χαίρεται που δεν είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει». «Ποιος είναι ο Σιμόν;» απόρησε ο Ντόμινικ. «Ο διευθυντής ορχήστρας. Ο μόνιμος». «Α, μάλιστα. Δεν ήξερα πως συνεργαζόταν με τη δική σας ορχήστρα. Διάβασα ένα άρθρο γι’ αυτόν. Λατινοαμερικάνος, σωστά;» «Ναι. Είναι εξαιρετικός. Ζει με ένταση τη μουσική». «Όπως εσύ;» «Ναι, μάλλον. Πιθανόν αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει η συνεργασία μας». «Ωραία». Ακολούθησε μια παύση. Ο Ντόμινικ ένιωθε την ανυπομονησία της Σάμερ να εντείνεται. Την ενοχλούσαν τα τηλεφωνήματα που κρατούσαν πολύ. «Συνεπώς πόσο διάστημα έχεις ελεύθερο μετά την παραμονή των Χριστουγέννων;» τη ρώτησε. Την άκουσε που διέσχισε το στενό υπνοδωμάτιο για να συμβουλευτεί το επιτραπέζιο ημερολόγιό της. «Οι επόμενες πρόβες θα ξεκινήσουν στις 4 Ιανουαρίου», απάντησε. «Τέλεια», είπε ο Ντόμινικ. «Μην κανονίσεις κάτι γι’ αυτές τις μέρες». Η Σάμερ αναστέναξε. «Θα φτιάξω εγώ το πρόγραμμα», είπε εκείνος, καθώς ήξερε ότι της άρεσε να είναι αποφασιστικός. Ο Ντόμινικ έπρεπε να γίνει και πάλι ο παλιός του εαυτός, κι είχε σκοπό να το κάνει οπωσδήποτε. Πέρασαν τρεις ολόκληρες μέρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη, με μόνο διάλειμμα κάποιες τετράωρες τελικές πρόβες της ορχήστρας, πριν από τη χριστουγεννιάτικη συναυλία με την οποία θα έκλεινε η σεζόν. Η Σάμερ φοβόταν πως, όπως στο Λονδίνο, θα ζητούσαν από τους μουσικούς να φοράνε αστεία γιορτινά καπέλα, αγιοβασιλιάτικες γενειάδες ή άλλα ταπεινωτικά στολίδια, λόγω των ημερών, όμως η διεύθυνση εδώ έδειχνε να ενδιαφέρεται λιγότερο γι’ αυτά τα πράγματα και η μόνη υπόδειξη που αναρτήθηκε στον πίνακα ανακοινώσεων έκανε λόγο για κάποια καρφίτσα με γκι στα πέτα ή στις τιράντες των φορεμάτων, αλλά ακόμη κι αυτό δεν ήταν υποχρεωτικό. Αρκούσε που το πρόγραμμα για τη συναυλία ήταν επί της ουσίας ένα ποτ πουρί από επιτυχίες, ευκολοχώνευτες επιλογές για ένα ακροατήριο κατά βάση απαίδευτο, που πήγαινε να παρακολουθήσει συναυλίες όταν άναβαν τα δυνατά φώτα των χειμωνιάτικων γιορτών. Δεν υπήρχε κανένα σοβαρό ενδιαφέρον. Άνθρωποι που θα έρχονταν από το Λονγκ Άιλαντ και το Νιου Τζέρσεϊ στη μεγάλη πόλη για μια ευχάριστη βραδιά μετά τα καταιγιστικά ψώνια στα διάφορα πολυκαταστήματα. Έκαναν έρωτα κάτω από κορνιζαρισμένα πορτρέτα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν και της Μάρλεν Ντίτριχ στα νιάτα τους, κρεμασμένα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Ο Ντόμινικ δεν είχε καταφέρει την τελευταία στιγμή να εξασφαλίσει κάποιο δωμάτιο πολυτελείας με υπέρδιπλο κρεβάτι,
αυτό που διέθετε το δωμάτιο ήταν κάπως στενό, κι έτσι έπρεπε να κοιμούνται κολλητά· σίγουρα δεν ήταν σχεδιασμένο για υπέρβαρα άτομα, όπως το έβλεπε η Σάμερ. Θα μπορούσε να τον είχε προσκαλέσει να μείνει στο δωμάτιό της, παρότι ο χώρος εκεί ήταν ακόμη πιο περιορισμένος, όμως η σκέψη αυτή της προκαλούσε νευρικότητα, σαν να ήταν μια απόφαση ακόμη πιο προσωπική και τολμηρή απ’ ό,τι το να πηδιούνται ώρες ατελείωτες μέχρι που πονούσαν τα κορμιά τους. Τις πρόβες τις έβγαλε στον αυτόματο, το μυαλό της ήταν τελείως αλλού, αδιαφορούσε για τη μουσική, έπαιζε μηχανικά, δεν έβλεπε την ώρα να ξεμπερδεύει με την αγγαρεία για να επιστρέψει στη θαλπωρή του κρεβατιού του Ντόμινικ. Το δωμάτιο βρισκόταν σε διαφορετικό όροφο του ξενοδοχείου στην Ουάσινγκτον Σκουέρ απ’ ό,τι την τελευταία φορά που είχε έρθει στην πόλη ο Ντόμινικ, όμως η διάταξη ήταν η ίδια. Το ροζ δωμάτιο, έτσι το θυμόταν η Σάμερ, παρόλο που πρέπει να ήταν βαμμένο σε μια ανοιχτή απόχρωση του μοβ, όταν δεν ήταν κατεβασμένα τα στόρια, όπως παρατηρούσε τώρα. Ήταν παράξενος ο τρόπος που η μνήμη ήταν ικανή να μετατοπίζεται ανεπαίσθητα στο φάσμα του ουράνιου τόξου, ένα αλλόκοτο συναισθηματικό φίλτρο. Το δωμάτιο είχε μετατραπεί πλέον σ’ ένα οικείο, φιλόξενο κουκούλι, μέσα στο οποίο πρόθυμα παραδινόταν στα χέρια και στα γλυκόλογα του Ντόμινικ. Το σώμα του ήταν ένας χάρτης τον οποίο είχε ταξιδέψει κι άλλοτε, με μέρη ανεξερεύνητα και παλμούς θεσπέσια ακανόνιστους. Οι αισθήσεις της κατέγραφαν κάθε ανάσα του πάνω στην επιδερμίδα της, το άγγιγμα των δαχτύλων του. Η Σάμερ είχε την εντύπωση –μια επίμονη σκέψη που περνούσε πολύ συχνά από το μυαλό της όταν το έκαναν– πως τελικά ίσως να συμμετείχαν δύο εκδοχές του εαυτού της σε αυτό το παιχνίδι. Η μία, η γνωστή, αναρωτιόταν γιατί όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, για ποιο λόγο έτρεφε αυτή την εμμονή, αυτή την ανάγκη για κάτι περισσότερο, ενώ παράλληλα υπήρχε κι ένας δεύτερος εαυτός, διαβολικός και προκλητικός, ο οποίος της ψιθύριζε προδοτικά πως σίγουρα στη ζωή υπήρχε κάτι περισσότερο από αυτό που βίωνε. Η σκέψη, πάντοτε, ποτέ δεν κρατούσε για πολύ, καθώς αφηνόταν στη δυναμική αγκαλιά του. Ήταν ο άντρας της. Για την ώρα. Τα χέρια του την κολλούσαν πάνω στο κρεβάτι, έτσι όπως της άρεσε να την ελέγχουν οι άντρες σεξουαλικά, ο πούτσος του τη γέμιζε, καμαρωτός και άγριος, οι ήχοι που έκανε όσο βρισκόταν μέσα της είχαν το σωστό συνδυασμό τρυφερότητας και ζωώδους πάθους. Ήταν αρκετό. Η Σάμερ ήξερε πως έπρεπε να ζήσει τη στιγμή. Γιατί εκείνες οι ιδιαίτερες στιγμές ποτέ δεν κρατούσαν για πάντα. «Πες μου, πες μου όλα αυτά που θες να μου κάνεις», του είπε με πνιχτή φωνή, καθώς άλλο ένα δυνατό κάρφωμα τη φούντωνε ακόμη περισσότερο και για μια στιγμή της ήρθε ζαλάδα. «Ω, τόσα πολλά πράγματα, Σάμερ. Τόσα πολλά. Άσχημα πράγματα, υπέροχα πράγματα, βρόμικα, επικίνδυνα». Τα λόγια του ακούγονταν κάπως σφιγμένα. Το βάρος του σώματός του πίεζε το δικό της, περιόριζε την ανάσα της. Έτσι όπως την παρατηρούσε από κάτω του, με τα μάτια της κλεισμένα σφιχτά, την επιδερμίδα της τόσο απαλή και εύπλαστη, να επικοινωνεί με τη ροή του πάθους της, ο Ντόμινικ ένιωσε ένα αμυδρό κύμα γενναιοδωρίας να διατρέχει το νου του, να υπερνικά τις τυραννικές απαιτήσεις του καυλιού του, που αυτή τη στιγμή ήταν χωμένο βαθιά μέσα στο σώμα της Σάμερ. Κάτι τέτοιες στιγμές αισθανόταν πως θα μπορούσε να πεθάνει ευτυχισμένος εκεί επί τόπου, σε τούτο το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, με τη νυχτερινή λάμψη της γειτονικής αψίδας να περνά ανάμεσα από τα κενά που άφηναν τα κλειστά στόρια. Σήκωσε το κεφάλι. Η θέα του προσώπου της αποδεικνυόταν αφόρητα έντονη για μια στιγμή,
οπότε η Μπέργκμαν και η Ντίτριχ τού χαμογέλασαν αινιγματικά από ψηλά. Επιβράδυνε το ρυθμό του, σχεδόν σταμάτησε, και η Σάμερ μισάνοιξε το ένα μάτι, προσπαθώντας να καταλάβει πώς είχε προκύψει εκείνη η αλλαγή ρυθμού. Ο Ντόμινικ δεν ήθελε να φτάσει ακόμη σε οργασμό. Ήθελε εκείνο το σμίξιμο να κρατήσει για πάντα, να μείνει μέσα της, κομμάτι της, νιώθοντας την ακόρεστη δύναμη της απόλαυσής της. Της αγάπης της; Τα δάχτυλά του ταξίδευαν με προσεκτικό ενδιαφέρον πάνω στη ζεστή της σάρκα. Από κάτω τους, τα σεντόνια είχαν τσαλακωθεί και υγρανθεί από τον ιδρώτα. Τραβήχτηκε από μέσα της για λίγο και άλλαξε θέση, μετακινήθηκε κάπως προτού την καρφώσει και πάλι. Όπως κατέβαιναν οι παλάμες της από τους ώμους του πάνω στην πλάτη του, τα νύχια της έγδερναν ελαφρά την επιδερμίδα του, σε μια παρωδία μασάζ. Ω, ναι, ήταν τόσα πολλά τα πράγματα που ήθελε να κάνει. Όχι τώρα. Κάποια μέρα. Μαζί της. Θα παρατηρούσε τη δυσφορία της αρχικής εμφάνισης του πόνου κι ύστερα την αποδοχή της δυσφορίας να μετατρέπεται σε ηδονή, από τα μεταλλικά πιάστρα ή τα μανταλάκια με τα οποία αναπόφευκτα θα στόλιζε τις σκούρες ρώγες της μια μέρα. Θα υπολόγιζε την ένταση της ανάσας της ενώ τα δάχτυλά του θα ασκούσαν πίεση πάνω στον ντελικάτο λαιμό της και ολόκληρο το κορμί της θα παραδινόταν σε ασυγκράτητους σπασμούς κάτω από τον έλεγχό του. Α, Ντόμινικ, επικίνδυνες σκέψεις, είπε μέσα του. Θα απολάμβανε το τρύπημα του σφιγκτήρα της με διάφορα βοηθήματα και μετά με τον πούτσο του, όταν θα έφτανε η κατάλληλη στιγμή, ένα ακόμη ταμπού που έστεκε ανάμεσά τους, ακίνητο σαν σημάδι στο τοπίο... Αρκετά, Ντόμινικ, αρκετά... Οι σκέψεις του ακολουθούσαν ξέφρενες διαδρομές καθώς συνέχιζε να καρφώνεται μέσα της, νιώθοντας την απόλαυσή της να γιγαντώνεται παράλληλα με τη δική του, επιβραδύνοντας το ρυθμό του ώστε να συγχρονιστεί με τον δικό της όσο καλύτερα μπορούσε, και τότε η Σάμερ πέρασε ένα δάχτυλο μέσα στο δικό του πρωκτό... ΓΑΜΩΤΟ... Τελείωσε αμέσως, τόσο βίαια ώστε για μια στιγμή ανησύχησε πως μπορεί να είχε σπάσει το προφυλακτικό. Το βέβαιο ήταν πως η κίνηση εκείνη τον είχε αιφνιδιάσει απόλυτα. Με τραχιά ανάσα, έφερε τα χείλη του πάνω στο στόμα της Σάμερ και τη φίλησε τρυφερά, σκουπίζοντας παράλληλα τον αλμυρό ιδρώτα από το μέτωπό της. Ήταν φανερό πως είχε πολλά ακόμη να μάθει για τη Σάμερ Ζάχοβα. Κι αυτό σκόπευε να κάνει. Η συνέντευξη με τους υπευθύνους του ιδρύματος που επιχορηγούσε την υποτροφία στη Δημόσια Βιβλιοθήκη είχε πάει εξαιρετικά εκείνο το απόγευμα και πλέον αισθανόταν βέβαιος πως η θέση ήταν δική του. Ενθουσιαζόταν με την προοπτική εννιά ολόκληρων μηνών με τη Σάμερ στο Μανχάταν. Κοίταξε το γυμνό της κορμί, τεντωμένο πάνω στο κρεβάτι, απλωμένο, ανοιχτόχρωμο, εκτεθειμένο στις πιο προσωπικές του στιγμές. Θα είχαν τόσο χρόνο στη διάθεσή τους, τόσα πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν. Η επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων αναμενόταν στις αρχές Ιανουαρίου, και εφόσον το αποτέλεσμα ήταν θετικό, θα καλούνταν να καταλάβει τη θέση λίγο μετά το Πάσχα. Ετοιμαζόταν να της πει κάτι, όταν παρατήρησε ότι την είχε πάρει ο ύπνος. Ο Ντόμινικ χάρηκε με την ξαφνική σιωπή που του πρόσφερε την ευκαιρία να σκεφτεί. «Θέλω να σε επιδείξω», την είχε προειδοποιήσει ο Ντόμινικ. Η χριστουγεννιάτικη συναυλία της ορχήστρας είχε τελειώσει και τελικά δεν είχε αποδειχτεί και
τόσο βασανιστική μέσα στο υπερβολικά γιορτινό της πνεύμα, ενώ ο Ντόμινικ είχε ζητήσει από τη Σάμερ να ετοιμάσει αρκετά ρούχα για μία εβδομάδα. Όταν τον είχε ρωτήσει πού θα πήγαιναν, το μόνο που της είχε πει ήταν πως ο καιρός αναμενόταν ήπιος. «Δε νομίζω πως θα χρειαστεί μαγιό πάντως», είχε προσθέσει. Σε κάθε περίπτωση, ο Ντόμινικ δεν μπόρεσε να κρατήσει μυστικό τον προορισμό του για πολύ από τη στιγμή που έφτασαν στο αεροδρόμιο. Το Λα Γκουάρντια είχε κατακλυστεί από ένα πλήθος ανθρώπων που τραβούσαν βιαστικά προς κάθε κατεύθυνση, καθώς η περίοδος των γιορτών βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Θα πίστευε κανείς ότι περισσότεροι άνθρωποι, ανήμερα τα Χριστούγεννα, θα βρίσκονταν ήδη στον προορισμό τους αντί να περιφέρονται στα αεροδρόμια σαν αποκεφαλισμένα κοτόπουλα, όμως στην πράξη δεν επιβεβαιωνόταν κάτι τέτοιο. Ο Ντόμινικ και η Σάμερ, που ταξίδευαν για αναψυχή με την άνεσή τους, χωρίς να τους περιμένει κάποια οικογενειακή μάζωξη, διαισθάνονταν κάτι σαν πανικό κι απόγνωση στους περισσότερους συνεπιβάτες τους, οι οποίοι έτρεχαν να κοιτάξουν τις οθόνες και μόρφαζαν κάθε φορά που μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ενημέρωνε πως σημειώνονταν καθυστερήσεις σε κάποιο σημείο της ηπείρου εξαιτίας της κακοκαιρίας ή κάποιου άλλου λόγου. Η Σάμερ θα προτιμούσε να μην ξέρει πού την πήγαινε, να την περιμένει ένας μυστηριώδης προορισμός, όμως από τη στιγμή που τσέκαραν τις αποσκευές τους ήταν αδύνατο να μη γνωρίζει την απάντηση: η πτήση τους (και με λίγη καλή τύχη και οι αποσκευές τους) θα κατέληγε στη Νέα Ορλεάνη. Ήταν μια πόλη για την οποία είχε διαβάσει πολλά στα βιβλία και ένιωθε πως σχεδόν τη γνώριζε από τις μυριάδες ταινίες μέσα από τις οποίες είχε απαθανατιστεί, θυμίζοντας κάπως σε αυτό τη Νέα Υόρκη. Την πρώτη φορά που προσγειώθηκε στη Νέα Υόρκη, είχε ανακαλύψει πως το Μανχάταν και τα άλλα διοικητικά διαμερίσματα ήταν συνολικά κάτι πολύ περισσότερο από ό,τι το σύνολο των επιμέρους στοιχείων και πως μεταξύ εικόνας και πραγματικότητας απουσίαζε ένα λεπτό αλλά σημαντικό στοιχείο: η ζωή και οι ήχοι, οι μυρωδιές και τα χρώματα. Και οι άνθρωποι. Περίμενε πως η Νέα Ορλεάνη θα αποδεικνυόταν εξίσου ενδιαφέρουσα. Ο Ντόμινικ είχε επισκεφτεί την πόλη πολλές φορές στο παρελθόν, όμως όλα αυτά προτού ο Τυφώνας Κατρίνα εξαπολύσει τη μανία του πάνω στη Νέα Ορλεάνη, και είχε γλυκόπικρες αναμνήσεις από το μέρος εκείνο. Καθώς το ταξί τσουλούσε από διασταύρωση σε διασταύρωση στη Γαλλική Συνοικία, επιχειρώντας να φτάσει στο μικρό αλλά εκλεκτό ξενοδοχείο τους υπό καταρρακτώδη βροχή, η θέα έξω από τα παράθυρα του οχήματος φάνταζε οικεία, τα φώτα, τα μαντεμένια μπαλκόνια, οι ταράτσες κατάφορτες από ανθισμένες μανόλιες, το μεθυστικό μείγμα μουσικής και γέλιου που κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα. Αργότερα μόνο, αφού έκαναν ντους, άλλαξαν και βγήκαν για να απολαύσουν το πρώτο γεύμα του ταξιδιού τους, άρχισαν να φανερώνονται οι μικρές διαφορές. Λιγότεροι άνθρωποι, σαν σκηνικό ταινίας που έκανε οικονομία στους κομπάρσους, αγγελίες σε πολλές βιτρίνες και πόρτες μπαρ και εστιατορίων που ζητούσαν καινούριο προσωπικό, καθαριστές μυδιών, βοηθούς. «Δε θυμίζει καθόλου Αμερική», σχολίασε η Σάμερ, με το βλέμμα της να στρέφεται ολόγυρα, σε μια προσπάθεια να προσανατολιστεί. «Συμφωνώ», είπε ο Ντόμινικ. «Είναι πολύ ιδιαίτερο μέρος». «Ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω πολύ στην Ευρώπη –ένα τριήμερο στο Παρίσι μόνο–,
όμως ούτε Ευρώπη θυμίζει, ε;» ρώτησε. Είχε φορέσει ένα λεπτό μακρύ λευκό φόρεμα με κοντό μανίκι, το οποίο έδενε στη μέση με μια στενή κόκκινη ζώνη, και το είχε συνδυάσει με χαμηλοτάκουνα πέδιλα. Η βροχή είχε σταματήσει και η ατμόσφαιρα είχε μια βαριά, σχεδόν κλειστοφοβική αίσθηση, θαρρείς και εγκυμονούσε μελλοντικές καταιγίδες. «Είναι συνδυασμός διαφορετικών επιδράσεων», επιβεβαίωσε ο Ντόμινικ. «Γαλλικών, ισπανικών, κρεολικών, αγγλικών της αποικιοκρατικής περιόδου. Πολλοί από τους πρώτους αποίκους εδώ ήταν Ακάδιοι, είχαν έρθει από τον Καναδά, επιχειρώντας να διαφύγουν από τις εκεί θρησκευτικές διώξεις. Είναι ένα ιδιαίτερο ιστορικό χωνευτήρι». «Ήδη μου αρέσει», δήλωσε η Σάμερ. «Κρίμα που ο καιρός είναι τόσο βαρύς σήμερα. Δεν είναι ό,τι καλύτερο για μια πρώτη γνωριμία με την πόλη». «Δε με πειράζει». «Η πρόγνωση του καιρού λέει πως τις αμέσως επόμενες μέρες δε θα έχουμε βροχές», ανέφερε ο Ντόμινικ. «Ωραία». Καθώς ο Ντόμινικ δεν την είχε ενημερώσει για τον προορισμό τους, η Σάμερ ανησυχούσε πως δεν είχε φέρει μαζί της τα κατάλληλα ρούχα. «Θυμάσαι το Oyster Bar κάτω από τον Κεντρικό Σταθμό;» τη ρώτησε, κι ένα χαμόγελο απλώθηκε ήρεμα στα χείλη του. «Φυσικά», είπε η Σάμερ. «Ξέρεις πόσο μου αρέσουν τα στρείδια». «Ε, βρισκόμαστε στο κατάλληλο μέρος. Επίσης, έχουν θαυμάσιες καραβίδες και γαρίδες. Κι ένα πιάτο που το λένε Γκάμπο. Θα απολαύσουμε ένα διαρκές τσιμπούσι». Έξω από το Acme Oyster House, στη γωνία της Ίμπερβιλ και της Μπέρμπον, είχε σχηματιστεί μια μεγάλη ουρά, ενώ και οι δυο τους δεν είχαν πάρει πρωινό στη Νέα Υόρκη κι είχαν αρνηθεί το φαγητό που πρόσφερε η αεροπορική εταιρεία. Έτσι, παρακινημένοι από την όρεξή τους, προχώρησαν για ένα δεκάλεπτο στον κεντρικό δρόμο και βρήκαν ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία του Desire, του μαγαζιού που σέρβιρε στρείδια στο πολυτελές ξενοδοχείο Sonesta. Η ηλικιωμένη σερβιτόρα τούς έφερε ζεστό ψωμί και βούτυρο μέχρι να παραγγείλουν. «Που λες», ξεκίνησε ο Ντόμινικ, «συνοδεύουν τα ωμά στρείδια με μια σάλτσα με βάση το κέτσαπ και το χρένο. Αρχικά έβλεπα με επιφύλαξη τις γαστριμαργικές προοπτικές της ταπεινής κέτσαπ, όμως ο συνδυασμός είναι εκπληκτικός. Αν θέλεις τη σάλτσα ακόμη πιο δυνατή, μπορείς να προσθέσεις και δεύτερη κουταλιά χρένου. Είναι μεν καυτερό το αποτέλεσμα, αλλά δένει έξοχα με τη γεύση και την υφή της σάρκας του στρειδιού. Προσωπικά, μου αρέσει και μια ιδέα λεμόνι με λίγο πιπέρι». Της έδειξε τι ακριβώς εννοούσε λίγες στιγμές αργότερα, όταν η σερβιτόρα ακούμπησε μια μεγάλη πιατέλα στο τραπέζι τους. Έβαλε το πρώτο πελώριο στρείδι στο στόμα του και το κατάπιε με τη μία. Αφού τον παρακολούθησε προσεκτικά, η Σάμερ μιμήθηκε το παράδειγμά του. Σύντομα η πιατέλα ανήκε στο παρελθόν, έμοιαζε με πεδίο μάχης, άδεια κελύφη σκορπισμένα πάνω σε ένα τοπίο θρυμματισμένου πάγου. Η Σάμερ είχε προσθέσει και μερικές σταγόνες δυνατού ταμπάσκο στα τρία τελευταία στρείδια, έτσι που ένιωθε το λαρύγγι της να έχει πιάσει φωτιά όπως κατέβαζε λαίμαργα το παγωμένο νερό της για να καλμάρει το κάψιμο. Έστρεψε το βλέμμα στον Ντόμινικ. Τον είδε να σκουπίζει την άκρη του στόματός του με την
πετσέτα και να την τρώει με τα μάτια. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Αν δε σε ήξερα καλύτερα, θα σκεφτόμουν πως έτσι όπως με κοιτάς θες να με φας κι εμένα κι ότι τα στρείδια ήταν απλώς το ορεκτικό. Το ξέρω πως υποτίθεται ότι είναι αφροδισιακά, όμως, μην το ξεχνάς, με έχεις ήδη στο κρεβάτι σου, δε χρειάζεται πλέον να με παρασύρεις ως εκεί», του είπε με πειραχτική διάθεση. «Λες να μην το ξέρω;» σχολίασε ο Ντόμινικ. Οι επόμενες μέρες αναλώθηκαν στις προβλεπόμενες τουριστικές δραστηριότητες: διαδρομή με το τραμ μέχρι τη Συνοικία των Κήπων και μια επίσκεψη στο Όντουμπον Παρκ, κάποιες κρουαζιέρες στον Μισισιπή για να δουν τους βάλτους και τους μάλλον απρόθυμους να εμφανιστούν αλιγάτορες, προσκύνημα στα αμέτρητα κοιμητήρια και στα διάφορα μουσεία βουντού, καφές και λουκουμάδες στο ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο Café du Monde στην Τζάκσον Σκουέρ καταμεσής της νύχτας, έπειτα από χαλαρές ώρες έρωτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, καθώς τα κουρασμένα κορμιά και οι ψυχές τους χρειάζονταν άμεσα ενέργεια, αναζήτηση για διάφορα μπιχλιμπίδια στη Γαλλική Αγορά, κι ακόμη περισσότερο φαγητό, υπέροχο φαγητό, βόλτες χωρίς σκοπό στην Μπέρμπον Στριτ, ακούγοντας τους ήχους της μουσικής που απλώνονταν στην ατμόσφαιρα από τα λογής λογής μπαρ, ένα τρελό συνονθύλευμα τζαζ, ροκ, φολκλόρ, σόουλ και γενικά κάθε μελωδικής παραλλαγής. Στη γωνία της Ρόγιαλ οι μικροί λούστροι χόρευαν κλακέτες όσο τραβούσε η όρεξή τους και στη συμβολή της Μάγκαζιν με την Τουλούζ ένας τυφλός μουσικός έπαιζε ακορντεόν ενώ μια νεαρή χίπισσα με αμέτρητα τατουάζ και στα δυο της χέρια τον συνόδευε στο βιολί. Δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη Σάμερ, ούτε στο ταλέντο ούτε στην εμφάνιση, όμως η Σάμερ επέμενε να της αφήσουν ένα πολύ καλό φιλοδώρημα, απαλλάσσοντας με αυτή την κίνηση αλληλεγγύης τον Ντόμινικ από όλα τα άχρηστα κέρματα που κουβαλούσε στις τσέπες του. Ο Ντόμινικ ήταν φανερά ανήσυχος. Είχε βρεθεί στα ίδια μέρη κι άλλοτε, τα είχε κάνει όλα αυτά. Ένιωθε κι ο ίδιος την ανυπομονησία του να ενισχύεται, όπως και η Σάμερ. Απέμενε ακόμη μία ολόκληρη μέρα μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο Ντόμινικ είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μια περιζήτητη κράτηση στο φημισμένο εστιατόριο Tujague’s, στον πρώτο όροφο, με πρόσβαση στο μπαλκόνι, σε απόσταση αναπνοής από την Τζάκσον Σκουέρ και τα εμπορικά καταστήματα και τα εστιατόρια της πάλαι ποτέ ζυθοποιίας Τζαξ Μπρούερι, όπου η παραδοσιακή αστραφτερή σφαίρα θα υψωνόταν από το επίπεδο του δρόμου μέχρι την οροφή την ώρα που θα σήμαιναν μεσάνυχτα σηματοδοτώντας την καινούρια χρονιά. Ήταν μία από τις πλέον δύσκολες κρατήσεις στην πόλη, καθώς το εστιατόριο φύλαγε τούτες τις θέσεις για ντόπιους τακτικούς πελάτες και μέλη της Ροταριανής Λέσχης. Η Σάμερ βγήκε από το μπάνιο, όπου είχε κάνει ντους, τυλιγμένη με μια μεγάλη άσπρη χνουδωτή πετσέτα που μετά βίας έφτανε στο ύψος των μηρών της, προσφέροντας μια γαργαλιστική ματιά στα απόκρυφά της. Όπως ήταν καθισμένος και διάβαζε στο κρεβάτι, ο Ντόμινικ σήκωσε το βλέμμα του από τη σελίδα και το εστίασε πάνω της. Η Σάμερ κοίταξε προς τα κάτω και συνειδητοποίησε πόσο κοντή ήταν η πετσέτα. Προσπάθησε να τεντώσει το βαμβάκι, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να τραβήξει το παχύ λευκό πέπλο της πετσέτας προς τα κάτω, οπότε αποκαλύφθηκαν τα στήθη της. Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. «Ντρέπεσαι;» τη ρώτησε.
«Είναι κάπως αργά για ντροπές», είπε εκείνη. Ο Ντόμινικ συνέχισε να την κοιτάζει, βυθισμένος στις σκέψεις του, ανεξήγητα συλλογισμένος. Η Σάμερ έστρεψε το βλέμμα έξω από το παράθυρο, για να δει τι καιρό έκανε. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, αλλά ήξερε πως θα είχε αρκετή ζέστη ώστε να κυκλοφορεί με κοντομάνικο, τουλάχιστον μέχρι να βραδιάσει. «Τι θέλεις να φορέσω σήμερα;» τον ρώτησε. Το βλέμμα του φωτίστηκε, με φανερά πειραχτική διάθεση. «Τίποτα». Η Σάμερ άφησε την πετσέτα από τα χέρια της κι αυτή κατέληξε στο πάτωμα. «Κάπως έτσι;» «Τέλεια», είπε ο Ντόμινικ. Τράβηξε τα σκεπάσματα από πάνω του, αποκαλύπτοντας το ήδη μισοσηκωμένο μόριό του, κι άρχισε να χαϊδεύεται. Η Σάμερ έκανε να πλησιάσει το κρεβάτι. «Όχι!» «Δε θέλεις να σε βοηθήσω;» πρότεινε εκείνη. «Όχι. Μείνε εκεί. Έτσι όπως είσαι». Άνοιξε περισσότερο τα πόδια του και συνέχισε να χαϊδεύει το ορθωμένο όργανό του, κρατώντας γερά το χοντρό μέλος στην παλάμη του, με τον αντίχειρα να γλιστρά ταυτόχρονα ανάμεσα στους σκούρους αδένες του. Οι όρχεις του άρχισαν να φουσκώνουν έτσι όπως έπαιζε με το πέος του, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στο γυμνό κορμί της. Η Σάμερ θυμήθηκε εκείνο το πρώτο βράδυ στο σπίτι του στο Λονδίνο, όταν της είχε ζητήσει να αυνανιστεί. Αναρίγησε. Σύντομα η ανάσα του άρχισε να σκαλώνει. Η Σάμερ κατέβασε το ένα χέρι και το έφερε πάνω στα χείλη της, εκείνος όμως και πάλι τη διέταξε να μείνει ακίνητη. Δεν ήθελε να την αφήσει να κάνει το ίδιο. Έπρεπε να τον παρακολουθεί. Αμίλητη. Ακολούθησε μια στιγμή, σαν να πάγωσε ο χρόνος, όταν το φως από το παράθυρο έπεσε πάνω στον τεντωμένο πούτσο του, σαν μια πύρινη γραμμή που χώριζε στα δύο τη μανιταροειδή απόληξη, οι όρχεις του έμοιαζαν έτοιμοι να σκάσουν, κι ύστερα η στιγμή πέρασε και ο Ντόμινικ τελείωσε. Έβγαλε από μέσα του ένα βαθύ αναστεναγμό. «Έλα», είπε γνέφοντας στη Σάμερ. Εκείνη επιτέλους βγήκε από την ακινησία. «Γλείψε με να καθαρίσω», της είπε. Είχε γεύση στρειδιού και χρένου και κάθε πιθανής κι απίθανης αμαρτίας. Η Σάμερ πεινούσε και πάλι τρομερά. Η καμπάνα χτυπούσε για τη σιλουέτα της. Έφυγαν από το House of Blues στο Ντεκέιτουρ λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Η μπάντα ήταν καλή και η Σάμερ φανταζόταν να παίζει στη σκηνή μαζί τους, να αυτοσχεδιάζει γύρω από τα ακόρντα τους με το βιολί της. Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που είχε παίξει κάτι εκτός του κλασικού ρεπερτορίου, κάτι αυτοσχέδιο, παραλλαγές φυσικά. Της έλειπε εκείνη η ελευθερία τώρα που ήταν μέλος μιας ορχήστρας. Το πλήθος είχε απλωθεί στο πεζοδρόμιο έξω από το χώρο. Με την άκρη του ματιού της, είδε τον Ντόμινικ να συζητά με έναν περαστικό, έναν ψηλό τύπο με ένα βαμβακερό ριγέ σακάκι και τζιν παντελόνι γεμάτο τρύπες σε στρατηγικά σημεία και μαύρα δερμάτινα μποτίνια. Δεν μπορεί να αγόραζε ναρκωτικά, σκέφτηκε. Δεν έκανε τέτοια πράγματα ο Ντόμινικ. Οι δύο άντρες χώρισαν, όμως τους είδε να ανταλλάσσουν χειραψία και μερικά πράσινα
χαρτονομίσματα. «Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε τον Ντόμινικ καθώς επέστρεφε κοντά της. «Ένας ντόπιος. Χρειαζόμουν κάποιες πληροφορίες». Η Σάμερ αναγνώρισε τη λάμψη στο βλέμμα του. Την είχε δει κι άλλοτε. Βρήκαν ένα ταξί στην Κάναλ Στριτ κι ο Ντόμινικ ψιθύρισε μια διεύθυνση στον οδηγό. Η Σάμερ ένιωθε κάπως ζαλισμένη από τα απρόσμενα δυνατά κοκτέιλ που είχε δοκιμάσει στο κλαμπ ενώ άκουγε μουσική. Μετά από μερικά τετράγωνα, έκλεισε για λίγο τα μάτια της και, όταν τα άνοιξε ξανά, είδε πως είχαν διασχίσει την Μπέρμπον Στριτ, έχοντας φτάσει πολύ πιο μακριά από εκεί που είχαν πάει σε προηγούμενους βραδινούς περιπάτους. Βρίσκονταν σε μια σχετικά σκοτεινή περιοχή σε σύγκριση με τις καλά φωτισμένες λεωφόρους στις οποίες είχε συνηθίσει να περιφέρεται έως τώρα. Το ταξί σταμάτησε τελικά μπροστά σε ένα ανώνυμο κτίριο με μια ατσάλινη πύλη. Ο Ντόμινικ πλήρωσε τον οδηγό. Με το ταξί να χάνεται στο βάθος, η Σάμερ ένιωσε το βάρος της σιωπής να πέφτει στους ώμους της. Όλα αυτά δε θύμιζαν σε τίποτα τη Νέα Ορλεάνη. Δεξιά της πόρτας υπήρχε ένα αδύναμα φωτισμένο κουδούνι, το οποίο και πάτησε ο Ντόμινικ. Ο ηλεκτρονικός μηχανισμός της πύλης ενεργοποιήθηκε και η πόρτα άνοιξε. Τώρα βρίσκονταν σε ένα μεγάλο προαύλιο, κυκλωμένο περιμετρικά από μικρότερα κτίρια. «Αυτά ήταν τα καταλύματα των σκλάβων», είπε ο Ντόμινικ, δείχνοντας τα περιφερειακά κτίρια. «Πριν από πολλά χρόνια φυσικά». Έπιασε τη Σάμερ από το χέρι και την οδήγησε προς το κεντρικό κτίριο, το οποίο ορθωνόταν μέσα στο σκοτάδι, αισθητά μεγαλύτερο απ’ ό,τι τα υπόλοιπα, ένα τριώροφο οικοδόμημα με ξύλινο μπαλκόνι και μια λευκή ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στη βεράντα. Λεπτές δέσμες φωτός ξεπρόβαλλαν από τις άκρες ορισμένων παραθύρων στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο. Ανέβηκαν τα σκαλοπάτια και η εξώπορτα άνοιξε. Ένας μεγαλόσωμος μαύρος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι, ντυμένος με άψογο σμόκιν, τους υποδέχτηκε και ταυτόχρονα τους έκοψε από πάνω μέχρι κάτω. Έχοντας περάσει από τον έλεγχό του, οδηγήθηκαν μέσα στο κτίριο. Πάνω σε ένα χαμηλό τραπέζι δίπλα στη σκάλα που έβγαζε στους πάνω ορόφους του σπιτιού υπήρχε ένας δίσκος με κολονάτα ποτήρια. Ο επιβλητικός πορτιέρης τούς πρόσφερε σαμπάνια και τους ζήτησε να περιμένουν, προτού χαθεί πίσω από μια βοηθητική πόρτα. «Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε η Σάμερ, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της. Η σαμπάνια ήταν καλή. Ο Ντόμινικ δεν τη δοκίμασε. «Στριπ κλαμπ, αν θες να ξέρεις, αλλά πολύ πριβέ». «Στριπ κλαμπ;» «Εξόχως εκλεκτό», συνέχισε ο Ντόμινικ. «Υπήρχαν εποχές που στη Νέα Ορλεάνη έπαιζαν τα πάντα, όμως με την πάροδο των χρόνων τα πράγματα έγιναν περισσότερο εμπορευματοποιημένα και ήπια. Στα στριπτιζάδικα της Μπέρμπον Στριτ παλιά τα έβγαζαν όλα, αλλά πλέον δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Γδύνονται μέχρι τα στρινγκ και τα εσώρουχά τους. Εκτός αυτού, το θέαμα έχει γίνει φτηνό, χυδαίο. Εδώ, απ’ ό,τι μαθαίνω, η παρουσίαση είναι αυτή που πρέπει». «Δηλαδή εδώ παίζουν τα πάντα;» ρώτησε η Σάμερ, νιώθοντας το γαργάλημα του γνώριμου πάθους στην επιδερμίδα της. «Ακριβώς». «Έχω παρακολουθήσει παραστάσεις μπουρλέσκ παλιότερα», είπε η Σάμερ, «και μου άρεσαν. Ελπίζω μόνο να μην είναι υπερβολικά κιτς», πρόσθεσε.
«Απ’ ό,τι μου είπαν, δεν είναι», τη διαβεβαίωσε. Μια γυναίκα πλησίασε. Φορούσε λευκή μάσκα καρναβαλιού και τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα, έπεφταν στους ώμους της σαν μεταξωτό πέπλο. Το φόρεμά της κολλούσε πάνω στο κορμί της, μια μακρυμάνικη κόκκινη βελούδινη τουαλέτα, παλιό κομμάτι, η οποία άφηνε να φαίνεται μόνο ο λαιμός της και ένα εντυπωσιακά λεπτό ζευγάρι αστραγάλων που ισορροπούσαν πάνω σε επικίνδυνα ψηλά τακούνια. «Θα είμαι η οικοδέσποινά σας απόψε. Από εδώ, παρακαλώ», είπε και έδειξε προς τις σκάλες. Αν υπήρχε ένα πράγμα το οποίο σιχαινόταν ο Ντόμινικ, αυτό ήταν η χυδαιότητα. Ήλπιζε πως απόψε δε θα ερχόταν σε δύσκολη θέση. Τα τραπέζια στα οποία είχαν καθίσει οι θεατές σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο γύρω από μια αυτοσχέδια σκηνή, η οποία δε θα ήταν μεγαλύτερη από ρινγκ πυγμαχίας. Δεν πρέπει να βρίσκονταν περισσότερα από πενήντα άτομα εκεί, και ο Ντόμινικ παρατήρησε ότι, εκτός από τη Σάμερ και τον ίδιο, στα τραπέζια υπήρχαν μόλις άλλα τρία ζευγάρια. Οι άνθρωποι εκεί περιορίζονταν να μιλούν με την παρέα τους, μετά βίας έριχναν ματιές στους άλλους γύρω τους. Αρχικά ο χώρος σκοτείνιασε. Έπειτα άναψε ένας προβολέας που σημάδεψε σαν πύρινος κύκλος το κέντρο της αυτοσχέδιας σκηνής και στη συνέχεια, όσο διαρκεί ένα ανοιγόκλειμα των ματιών, απλώθηκε ξανά απόλυτο σκοτάδι. Αμέσως μετά το φως αποκάλυψε μια νεαρή γυναίκα όρθια στην καρδιά του νεοσχηματισμένου ήλιου, μια οπτασία που εμφανίστηκε από το πουθενά. Ήταν εντυπωσιακά ψηλή. Το κεφάλι της κάλυπτε ένα φωτισμένο πυκνό στεφάνι ανοιχτών ξανθών βοστρύχων που θύμιζαν Μέδουσα, η δε επιδερμίδα της φάνταζε αλαβάστρινη. Το μόνο που φορούσε ήταν μια ασύλληπτα λεπτή βαμβακερή ρόμπα, η οποία έμοιαζε σχεδόν διαφανής κάτω από το ανελέητο φως του προβολέα που τη σημάδευε, τονίζοντας την κουκλίστικα λεπτή μέση της και τις ατελείωτες γραμμές των μακριών ποδιών της. Ήταν ξυπόλυτη. Στην αρχή έστεκε ακίνητη, σαν άγαλμα, ενώ οι θεατές παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Ύστερα ακούστηκε ένα σιγανό βουητό καθώς άνοιγε το ηχοσύστημα και μια σχεδόν ανεπαίσθητη ακολουθία από παράσιτα. «Ονομάζομαι Λούμπα», ακούστηκε ένας ψίθυρος. Ρώσικη προφορά, φωνή κρεβατοκάμαρας. Η ηχητική εγκατάσταση ήταν surround και όλοι όσοι ήταν παρόντες εκεί είχαν την αίσθηση πως η ηχογραφημένη φωνή ήταν προσωπικό δώρο, προορισμένο για τα αφτιά τους και μόνο. Ο Ντόμινικ ένιωσε το χέρι της Σάμερ να εγκαταλείπει το ποτήρι της και να σφίγγει το μηρό του κάτω από το τραπεζομάντιλο. Η γυναίκα ήταν καταπληκτική, όπως άλλωστε και η όλη θεατρικότητα της παράστασης. Τότε άρχισε η μουσική. Κλασική. Ένας ιμπρεσιονιστικός χείμαρρος από απαλές, ντελικάτες νότες, που θύμιζε στον Ντόμινικ τη θάλασσα και το στραφτάλισμα ανταριασμένων νερών. «Ντεμπισί», είπε σιγανά η Σάμερ. Η Λούμπα ζωντάνεψε. Ένα μάτι έκλεισε· ένας ώμος κινήθηκε ανεπαίσθητα· ένα πόδι σηκώθηκε από το πάτωμα· ένα χέρι άλλαξε θέση, δάχτυλα ξεδίπλωσαν σαν πέταλα που ανθίζουν. Η Λούμπα χόρευε με τη χάρη εκπαιδευμένης μπαλαρίνας και τη ζυγισμένη πρόκληση πόρνης, έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται καν την παρουσία των θεατών, λες και η τέχνη του γδυσίματος και του σκανδαλισμού ήταν κάτι ουσιαστικά ιδιωτικό, το οποίο έκανε μόνο για την ίδια, μια προσωπική
διαδρομή προς την καρδιά της απόλαυσης. «Βρίσκεται σε έναν κόσμο δικό της», ψιθύρισε η Σάμερ στον Ντόμινικ, μαγεμένοι και οι δυο τους από τη χορεύτρια. Σύντομα η Λούμπα απαλλάχτηκε από το αραχνοΰφαντο ρούχο που φορούσε. Η ένταση του προβολέα, στο φως του οποίου παρέμενε αιχμάλωτη, την έκανε να φαντάζει πιο λευκή κι απ’ το λευκό. Η μοναδική πινελιά χρώματος ήταν το ντελικάτο ροζ που σκίαζε τις ρώγες στα μικρά στητά στήθη της και οι σχεδόν ανεπαίσθητες γραμμές των λείων γεννητικών της οργάνων. Το σώμα της έμοιαζε να χύνεται σαν γάλα μέσα από το τρέμουλο των μελωδιών του Γάλλου συνθέτη. Ο Ντόμινικ δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει το μικρό τατουάζ που φαινόταν σε απόσταση σκάρτων τριών εκατοστών από το αιδοίο της, ένα μικρό μπλε λουλούδι, ή ίσως μια μικρογραφία κάποιου όπλου – η εικόνα θαρρείς και άλλαζε με κάθε κίνηση του σώματός της, πριν προλάβει να εστιάσει πλήρως πάνω της. Ποιος ο λόγος να έχει σχεδιάσει ένα όπλο εκεί, αποτυπωμένο βαθιά μέσα στην επιδερμίδα της, στο πλέον απόκρυφο σημείο της σάρκας της; αναρωτήθηκε. Γνώριζε ελάχιστα πράγματα για τις ζωές των άλλων. Όμως λαχταρούσε να μάθει. Ποια ήταν η ιστορία της Λούμπα; Τα δάχτυλα της Σάμερ, που άγγιζαν το σκληρό κόμπο που εν τω μεταξύ δοκίμαζε τις αντοχές του παντελονιού του, τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Ακόμη κι εκείνη είχε ερεθιστεί από την παράσταση. Η Ρωσίδα χορεύτρια λύγιζε το σώμα της σε ασύλληπτες στάσεις με τη χάρη περιστεριού σε πτήση. Έδειχνε να μην επηρεάζεται στο ελάχιστο απ’ όσα αποκάλυπτε στην πορεία αυτού του απόλυτου δοσίματος, το σουφρωμένο καστανό κυκλάκι της κωλοτρυπίδας της, το έντονο ροζ του εσωτερικού της όταν άνοιγε διάπλατα τα πόδια της ή εκτελούσε κάποια αθλητική κίνηση. Το πρόσωπό της παρέμενε εντελώς απαθές, αρχοντικό μέσα στην αποστασιοποίησή του, ανώτερο. Ο Ντόμινικ κατάλαβε ότι το έργο του Ντεμπισί έφτανε στο τέλος του και αναστέναξε. Λυπόταν που αυτή η παράσταση δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Τα δάχτυλα της Σάμερ είχαν μείνει πάνω του. Αισθανόταν τον παλμό της καρδιάς της μέσα από τη ζέστη που εξέπεμπαν τα ακροδάχτυλά της. Έσκυψε προς το μέρος της, έφερε τα χείλη του πάνω στο αφτί της. «Μια μέρα ίσως σου ζητήσω να ανέβεις σε μια σκηνή για να επιδείξεις το κορμί σου με τόσο αποκαλυπτικό και όμορφο τρόπο, Σάμερ. Θα σου άρεσε αυτό;» Τα μάγουλά της κοκκίνισαν ορατά ενώ οι λέξεις επιχειρούσαν να ξεφύγουν από τα χείλη της χωρίς επιτυχία· ένα ορμητικό κύμα συναισθημάτων ήταν φανερό πως κόχλαζε μέσα της. Αυτό αρκούσε για απάντηση στον Ντόμινικ. Καθώς οι ύστατες νότες έσβηναν και οι κινήσεις της Λούμπα επιβραδύνονταν αντίστοιχα, με την πλάτη της να ισιώνει, τα πόδια της να κλείνουν και πάλι, τους γλουτούς της να σφίγγουν και να σηκώνονται, με την άκρη του ματιού του ο Ντόμινικ παρατήρησε την οικοδέσποινα με τη μάσκα και το φλογερό βελούδινο φόρεμα να κατευθύνεται στη σκηνή και να πλησιάζει τη χορεύτρια, ακριβώς τη στιγμή που η Λούμπα σταματούσε και επανερχόταν στην κατάσταση ζωντανού αγάλματος. Το φως του προβολέα έσβησε, βυθίζοντας και πάλι τη μικρή σκηνή στο απόλυτο σκοτάδι. Κανείς από τους άλλους θεατές στα υπόλοιπα τραπέζια δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να φύγει. Ίσως η παράσταση να μην είχε τελειώσει. Το ηχοσύστημα ενεργοποιήθηκε ξανά. «Ας ευχαριστήσουμε τη Λούμπα», είπε μια γυναικεία φωνή, σπάζοντας τη μαγεία της στιγμής, οπότε οι διασκορπισμένοι θεατές άρχισαν να χειροκροτούν
την παράσταση, αργά στην αργή, ύστερα δυνατότερα, όταν μια μικρή σιλουέτα φάνηκε ακροπατώντας στη σκηνή. Ήταν η Λούμπα. Η χορεύτρια. Τώρα φορούσε μια λεοπάρ ρόμπα, με το σχήμα του σώματός της κρυμμένο, κι έμοιαζε πολύ μικρότερη απ’ ό,τι είχε δώσει την εντύπωση πως ήταν κάτω από την εκτυφλωτική λάμψη του κεντρικού προβολέα. «Φαίνεται μικρούλα τώρα», σχολίασε η Σάμερ. «Από χορό πώς τα πας;» τη ρώτησε ο Ντόμινικ. «Δεν μπορώ να συγκριθώ ούτε για αστείο μαζί της», τον διαβεβαίωσε. «Θα ήθελα να σε δω να χορεύεις». «Είμαι αδέξια. Δεν έχω αίσθηση του ρυθμού, ούτε χάρη». «Είμαι σίγουρος πως θα ήσουν τέλεια. Είσαι μουσικός. Ο ρυθμός είναι στο αίμα σου». «Μην το λες». Ο Ντόμινικ ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Οι πρώτες νότες του μαγευτικού «Μπολερό» του Ραβέλ ακούγονταν μέσα από τα δυνατά ηχεία, πνιχτές, μακρινές. Αναρωτήθηκε αν θα ακολουθούσε κι άλλη χορεύτρια ή αν η αινιγματική Λούμπα θα επέστρεφε και πάλι. Κοίταξε τη Σάμερ στα μάτια και βεβαιώθηκε. Ναι. Αυτό ήταν. Ένα οικείο κύμα δύναμης διέτρεξε την καρδιά του. «Ήταν πραγματικά πολύ όμορφο», παραδέχτηκε τελικά η Σάμερ. «Καμία σχέση με ό,τι θα περίμενα. Φοβόμουν πως το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν κάπως χοντροκομμένο. Κάθε άλλο». Πήρε στο χέρι το ποτήρι της σαμπάνιας της. Η οικοδέσποινα πέρασε από το τραπέζι τους. «Ελπίζω να σας άρεσε η παράσταση», είπε. «Πράγματι», απάντησε ο Ντόμινικ. Είχε χάσει τα λόγια του. «Παρουσιάζουμε αποκλειστικά ξένες καλλιτέχνιδες», συνέχισε εκείνη. «Κυρίως Ρωσίδες. Είναι τόσο καλοαναθρεμμένες. Έχουν θαυμάσια κατατομή», πρόσθεσε. «Οι ντόπιες κοπέλες δεν έχουν την ίδια φινέτσα. Η Λούμπα, για παράδειγμα, μοιάζει απόλυτα συμφιλιωμένη με το γυμνό». «Το ίδιο και η φίλη μου από δω», παρατήρησε ο Ντόμινικ, γνέφοντας προς τη Σάμερ. «Εντυπωσιακά συμφιλιωμένη». Τα λόγια βγήκαν μόνα τους από το στόμα του, λες και τον είχε βάλει ο διάβολος να τα πει, εδραιώνοντας έτσι τις προηγούμενες σκέψεις του σχετικά με τις χορευτικές ικανότητες της Σάμερ. «Κι είναι και πανέμορφη, προφανώς», σχολίασε η μεγαλύτερη γυναίκα με την κόκκινη τουαλέτα, κόβοντας τη Σάμερ με νέο ενδιαφέρον. Ο Ντόμινικ δεν μπόρεσε να αντισταθεί. «Οργανώνετε και ιδιωτικές παραστάσεις;» «Κανονίζεται κι αυτό», είπε η οικοδέσποινα. «Αύριο ίσως; Μετά τον ερχομό του Νέου Έτους;» Η Σάμερ στριφογύριζε αμήχανα στην καρέκλα της. Οι περισσότεροι από τους άλλους θεατές είχαν αρχίσει ήδη να αποχωρούν. «Έχουμε κανονίσει τραπέζι για την αλλαγή του χρόνου, αλλά θα μπορούσαμε να είμαστε εδώ στη μία, ας πούμε;» πρότεινε ο Ντόμινικ. «Αυτό θα βόλευε», είπε η γυναίκα. «Πόσο μεγάλο ακροατήριο θα επιθυμούσατε;» ρώτησε τον Ντόμινικ. «Όπως απόψε. Όχι κάτι μεγάλο. Ένα μικρό κύκλο ατόμων. Διακριτικών, εννοείται». Η οικοδέσποινα στράφηκε προς τη Σάμερ. «Είστε διατεθειμένη να παίξετε, κυρία;
Αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι η επιλογή είναι δική σας;» Η Σάμερ είχε γραπώσει το χείλος του τραπεζιού. Απέφυγε να κοιτάξει τον Ντόμινικ. «Ναι», είπε, όσο πιο αποφασιστικά μπορούσε. «Θα επιθυμούσατε απλώς ένα χορό ή κάτι... περισσότερο;» ρώτησε η μεγαλύτερη γυναίκα τον Ντόμινικ. «Τι ακριβώς θα περιλάμβανε το... περισσότερο;» θέλησε να μάθει εκείνος. «Είστε άνθρωπος με φαντασία. Αφήνω εσάς να το εκτιμήσετε», αποκρίθηκε η γυναίκα, χαμογελώντας με νόημα. Ο Ντόμινικ το σκέφτηκε. «Νομίζω πως ένας χορός αρκεί», είπε τελικά, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στο ωχρό πρόσωπο της Σάμερ. Η Σάμερ κρατούσε την αναπνοή της. «Εκτός αυτού, οι καλλιτέχνιδές μας προσφέρουν ιδιωτικές παραστάσεις», τόνισε η γυναίκα. «Μήπως θα σας ενδιέφερε κάτι τέτοιο;» Εν τω μεταξύ, η καρδιά της Σάμερ χτυπούσε ξέφρενα. Ο αρχικός φόβος υποχωρούσε και ένα νέο κύμα νευρικότητας εισέβαλλε στο σύστημά της. «Νομίζω πως θα ήθελα απλώς να δω τη φίλη μου να χορεύει», αποφάσισε ο Ντόμινικ. «Σε αυτή τη σκηνή», είπε γνέφοντας. «Καλώς», απάντησε η γυναίκα. «Να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες λοιπόν;» Έκανε νόημα στον Ντόμινικ να προχωρήσουν λίγο παρακάτω, ώστε να μην ακούει η Σάμερ, προκειμένου να συμφωνήσουν στο οικονομικό. Η διαπραγμάτευση αποδείχτηκε σύντομη. Η Σάμερ είδε τον Ντόμινικ να κρατά μία από τις πιστωτικές του κάρτες και την οικοδέσποινα να την περνά από μια μικρή συσκευή χειρός. Από τη στιγμή που έκλεισε η συναλλαγή, η οικοδέσποινα με το κόκκινο βελούδινο φόρεμα τους συνόδευσε στη σκάλα κι από εκεί στο ισόγειο. «Θα φροντίσουμε εμείς για τη στολή της κυρίας για την περίσταση», τους ενημέρωσε. «Είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσουμε να της παρουσιάσουμε μια ποικιλία επιλογών μέσα από την οποία θα βρει κάτι που να της ταιριάζει άψογα. Θα έχουμε μία ολόκληρη ώρα στη διάθεσή μας πριν την παρουσιάσουμε στο κοινό μας, οπότε θα υπάρχει χρόνος για τυχόν ρυθμίσεις». «Τέλεια», είπε ο Ντόμινικ. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα για να περάσουν σε εκείνο το σκοτεινιασμένο τμήμα της Μπέρμπον Στριτ. Το κρύο φαινόταν να έχει δυναμώσει. «Α, κύριε;» «Ορίστε». «Έχετε κάποια προτίμηση όσο αφορά τη μουσική;» Ο Ντόμινικ είδε την έκφραση της Σάμερ, εκείνη τη λάμψη που πρόδιδε την προσμονή και το φόβο, σαν να τον ικέτευε να δώσει τη σωστή απάντηση. «Τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι». «Έξοχη επιλογή», αποφάνθηκε η οικοδέσποινα. «Θα χαρώ να σας ξαναδώ αύριο». Τα μεσάνυχτα, όταν πια η σφαίρα ολοκλήρωσε την άνοδό της, τα πυροτεχνήματα εκτοξεύτηκαν από τις μαούνες που έπλεαν καταμεσής του Μισισιπή και ο Ντόμινικ με τη Σάμερ παρακολούθησαν το θέαμα από την ασφάλεια του μπαλκονιού του Tujague’s, την ώρα που τα πλήθη από κάτω
βρυχιόντουσαν μεθυσμένα. Όταν το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα, την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Ήταν μια τόσο απλή κίνηση, που όμως την άγγιξε κατευθείαν στην καρδιά. Μακάρι τα πράγματα να ήταν τόσο απλά, μακάρι να ήταν αρκετό αυτό, σκέφτηκε ο Ντόμινικ. Για την ώρα, είχαν μια αποστολή.
5 Χορεύοντας στο Σκοτάδι
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΧΟΡΕΨΩ γυμνή, όμως η υπεύθυνη της παράστασης αρνήθηκε ακόμη και να το συζητήσει. Ήταν μια επιβλητική γυναίκα. Φορούσε και πάλι την κόκκινη τουαλέτα και τη μάσκα με τη γαμψή μύτη. Η μάσκα μού προκαλούσε ρίγος. Έμοιαζε με γιατρό του μεσαίωνα για τους εύπορους, βγαλμένη κατευθείαν από τις σελίδες βιβλίων ιστορίας, αλλά όπως και να ’χε, την ακολούθησα σ’ ένα καμαρίνι στα παρασκήνια, εκεί όπου ήταν αραδιασμένα όλα τα κοστούμια. Το δωμάτιο ήταν πελώριο, βαμμένο βαθυκόκκινο. Μου θύμισε μήτρα. Ψηλοτάβανο, κατακλυσμένο από βραδινές τουαλέτες που εκτείνονταν κατά μήκος των τοίχων, σε μια σειρά πολύχρωμων σιφόν· υπήρχαν ρόμπες μεταξωτές και με χάντρες, με ασορτί παπούτσια, ψηλοτάκουνα πέδιλα και κομψές μπαλαρίνες, δίπλα σε σκηνικά και εξαρτήματα χορού, φτερωτές βεντάλιες, ακόμη κι ένα επίχρυσο κλουβί πουλιού, κρεμασμένο από την οροφή. Μέσα στο κλουβί καθόταν μια γυναίκα ντυμένη στα άσπρα, σαν περιστέρι, παρακολουθώντας τα όσα συνέβαιναν από κάτω της με περιέργεια. Έμεινα να την κοιτάζω, απορημένη. «Μην της δίνετε σημασία, κάνει πρόβα για την αυριανή παράσταση», είπε ανυπόμονα η γυναίκα με τη μάσκα. Έδειξε με το χέρι της ολόγυρα, την τεράστια συλλογή από στολές που είχα στη διάθεσή μου. «Πρέπει να φορέσετε κάτι». «Προτιμώ να χορέψω γυμνή». Ήθελα να ανέβω στη σκηνή με τους δικούς μου όρους, όχι να αποκαλυφθώ εκεί, για ένα κοινό ηδονοβλεψιών, ειδικά από τη στιγμή που δυσκολευόμουν τόσο πολύ να βγάλω ένα φόρεμα και να απαλλαγώ από αυτό με χάρη. Όχι, αν ήταν να χορέψω γυμνή στο τέλος, ήθελα να ξεκινήσω γυμνή, σαν να μην αφαιρούσα το παραμικρό για χάρη των θεατών. Ακόμη και του Ντόμινικ. Σταθήκαμε αντικριστά, αμίλητες, σε μια ιδιότυπη αναμέτρηση. Την κοίταζα στα μάτια, όπως υπολόγιζα, αν και ήταν δύσκολο να είμαι σίγουρη προς τα πού κοιτούσε πίσω από τη μάσκα της. «Θα φορέσετε αυτά», είπε τελικά, προσπερνώντας το χαμόγελο ικανοποίησης που απλωνόταν στο πρόσωπό μου μια και είχε περάσει το δικό μου, και μου παρέδωσε ένα ξύλινο κουτί επενδυμένο με μαύρο βελούδο, το οποίο περιείχε διάφορα αξεσουάρ: δύο κρίκους για θηλές που έπιαναν με κλιπ, ασορτί στοιχεία που προορίζονταν για τα χείλη των γεννητικών οργάνων, καθώς και ένα μικρό ερωτικό βοήθημα για τον πρωκτό. Σε καθένα από αυτά υπήρχε ένα σκούρο κόκκινο πετράδι, σχεδόν στο ίδιο χρώμα με τα μαλλιά μου. Κράτησε τον έναν κρίκο στο φως και τον κούνησε πέρα δώθε, δείχνοντας έτσι πώς λαμπύριζε και έλαμπε το πετράδι. Το βοήθημα με έκανε να σαστίσω, εκείνη όμως επέμεινε. «Ο ευεργέτης σας θα το προτιμούσε». Άραγε εννοούσε πως ο Ντόμινικ της είχε ζητήσει να μου το προτείνει ή μήπως ήταν δική της η ιδέα; Τοποθέτησε όλα τα στολίδια στο σώμα μου, συμπεριλαμβανομένου και του βοηθήματος, με κάπως περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο, ίσως σαν τιμωρία για το θράσος
μου να αρνηθώ να φορέσω κάποια από τις στολές που μου πρότεινε. Αν η γυναίκα στο κλουβί είχε παρακολουθήσει τα όσα συνέβησαν, δεν είπε τίποτα, πάντως εγώ είχα εντονότατη την αίσθηση ότι με παρατηρούσε από ψηλά. Οι κρίκοι με πονούσαν κάπως, ειδικά τα κλιπ στις θηλές, όμως ο πόνος ήταν τόσος ώστε να κατατάσσεται οριακά στην πλευρά της απόλαυσης. Ακολούθησα τη γυναίκα σε έναν άλλο διάδρομο, που οδηγούσε σε μια βελούδινη κουρτίνα, το άνοιγμα από το οποίο θα έβγαινα στη σκηνή. Κράτησα την ανάσα μου, ελπίζοντας πως, αν καθόμουν ακίνητη για αρκετή ώρα, ίσως το όλο θέμα να ξεχνιόταν ή ο Ντόμινικ να άλλαζε γνώμη. Ακόμη δεν είχα σχεδιάσει τι θα έκανα μόλις άρχιζε η μουσική. Η υπεύθυνη έφερε την παλάμη της πάνω στην πλάτη μου και με έσπρωξε απαλά για να περάσω μέσα από την κουρτίνα. Στην αρχή υπήρχε μόνο σκοτάδι. Ύστερα ένας προβολέας άναψε από το πουθενά, μια φωτεινή δέσμη που σημάδευε το σώμα μου, σαν ανελέητη ακτίνα τεχνητού ήλιου. Η λάμψη ήταν εκτυφλωτική. Αναζήτησα τον Ντόμινικ στο τραπέζι μας στα δεξιά, μα δεν μπορούσα να δω τίποτ’ άλλο πέρα από το φως της σκηνής που αντανακλούσε στα μάτια μου. Τότε ξεκίνησε η μουσική. Σήκωσα τα χέρια μου αμέσως, ενστικτωδώς, σαν να σκόπευα να κρατήσω βιολί και δοξάρι. Κι εκεί έμεινα ακίνητη. Είμαι μουσικός, όχι χορεύτρια. Το μόνο βέβαιο πάντως ήταν πως είχα ριζώσει εκεί, παγιδευμένη στα όρια των οδηγιών του Ντόμινικ, σαν να με είχε δέσει με τα αόρατα νήματα ενός κουκλοπαίκτη. Κι ενώ τον σκεφτόμουν, τα νήματα πήραν να κινούνται. Πρώτα το ένα μπράτσο, μετά το άλλο. Άρχισα να λικνίζομαι, να χορεύω, όλο και πιο γρήγορα στο ρυθμό της «Άνοιξης», πιο αργά στο τέμπο του «Φθινοπώρου». Ο χορός τελείωσε πριν αρχίσω να λαχανιάζω και η σκηνή βυθίστηκε και πάλι στο σκοτάδι. Ένα δροσερό χέρι με έπιασε γερά από την παλάμη και με οδήγησε πίσω στο καμαρίνι. «Ήσουν πολύ καλή», είπε η γυναίκα με τη μάσκα. Λυπήθηκα που είδα τα κοσμήματα να φεύγουν από πάνω μου κι αποφάσισα να αγοράσω δικά μου με την πρώτη ευκαιρία. Θα ήταν πιο εύκολο να τα φορώ κάτω από τα ρούχα μου απ’ ό,τι ένας κορσές, και σίγουρα πολύ μικρότερος μπελάς για να τα βάλω το πρωί. Το πρόσωπο του Ντόμινικ ήταν κάπως ξαναμμένο όταν επέστρεψα στο τραπέζι μας. Τα καστανοπράσινα μάτια του φέγγιζαν δυνατά, σαν τα φώτα της σκηνής. Σκέφτηκα πως ίσως με έπαιρνε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, στο δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο, υπό το βλέμμα του οδηγού μέσα από τον εσωτερικό καθρέφτη, όμως ο Ντόμινικ σε αυτό το θέμα ήταν περιέργως κλειστός, παρά την επιθυμία του να με επιδεικνύει δημόσια. Προτιμούσε να με έχει με τους δικούς του όρους, κι αυτοί δεν περιλάμβαναν ένα πήδημα στο πίσω κάθισμα ενός ταξί που προχωρούσε αργά μέσα από το πλήθος του κόσμου που είχε βγει να γιορτάσει τον καινούριο χρόνο στη Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης. Ο Ντόμινικ κοίταζε έξω από το παράθυρο της πλευράς του απολαμβάνοντας τις τελευταίες εικόνες της Νέας Ορλεάνης, τεντώνοντας το λαιμό του για να δει τα τελευταία πυροτεχνήματα που έσκαγαν έξω, πίδακες χρώματος που φώτιζαν τον ουρανό. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να ρίξω μια
γρήγορη ματιά στα γραπτά μηνύματα στο κινητό μου, τις γνωστές ευχές για το νέο έτος από φίλους σε μέρη μακρινά, με τους οποίους είχα μήνες να μιλήσω. Μία από τις καλύτερές μου φίλες στη Νέα Ζηλανδία γεννήθηκε παραμονή Πρωτοχρονιάς, και για σχεδόν μία δεκαετία, πριν φύγω για το εξωτερικό, περνούσα την 31η Δεκεμβρίου μαζί της, συνήθως μέσα, σε πάρτι, έχοντας μεθύσει με φτηνιάρικους αφρώδεις οίνους αγορασμένους παράνομα, και αργότερα, από τη στιγμή που τελειώσαμε το σχολείο και αρχίσαμε να εργαζόμαστε, επιλέγοντας πιο ακριβά ποτά και κοκτέιλ κάθε είδους. Είχα ξεχάσει να της στείλω ευχές για τα γενέθλιά της φέτος, για πρώτη φορά από τότε που γνωριστήκαμε, και ένιωθα να με πλακώνουν οι τύψεις. Απέφευγα όλους τους φίλους μου από την πατρίδα· ανησυχούσα πως θα με έβρισκαν αλλαγμένη και πως ίσως να μην τους άρεσε ή να μην ενέκριναν τη νέα Σάμερ. Ο Σιμόν μού είχε στείλει μήνυμα. «Καλή Χρονιά! Ελπίζω το 2013 να σου φέρει ό,τι επιθυμείς». Μακάρι να ’ξερα τι επιθυμούσα. Ο Ντόμινικ έγειρε προς το μέρος μου και ακούμπησε την παλάμη του απαλά πάνω στο γόνατό μου. Έκλεισα το κινητό και το έβαλα στην τσάντα μου. Θα απαντούσα το πρωί. «Ήσουν τέλεια», είπε όταν φτάσαμε στην πόρτα. «Η ολοδική μου, στολισμένη πόρνη. Πώς ένιωσες;» «Παράξενα. Λες κι οι δυο μας ήμασταν οι μοναδικοί άνθρωποι εκεί μέσα, αλλά δεν μπορούσα να σε δω. Δεν μπορούσα να δω κανέναν πίσω από το φως». Άπλωσε το μπράτσο του γύρω μου, πέρασε την παλάμη του κάτω από το φόρεμά μου και οδήγησε στο δάχτυλό του στη σχισμή του κώλου μου. «Θα ήταν αδύνατο να μην παρατηρήσω το πρωκτικό βοήθημα. Ήταν επιπλέον των οδηγιών που είχα δώσει. Δική σου επιλογή ή της γυναίκας;» «Δική της». «Σου άρεσε;» «Ναι. Φοβόμουν μην πέσει, αλλά τελικά δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση». «Ίσως σου αγοράσω ένα και να σε βάλω να το φοράς στις πρόβες με την ορχήστρα». «Μπορεί να έχω πρόβλημα να συγκεντρωθώ έτσι». «Θα τα καταφέρεις, δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Έτσι θα με θυμάσαι όσο θα είμαστε χώρια, σωστά;» Ο Ντόμινικ έσκυψε και με σήκωσε στα χέρια του, με μετέφερε στο δωμάτιο και εκεί, χωρίς πολλά πολλά, με έριξε στο κρεβάτι, μπρούμυτα. Το δωμάτιο μύριζε έντονα σεξ, παρότι είχε περάσει η καθαρίστρια κάποια στιγμή μέσα στη μέρα και είχε αλλάξει σεντόνια. Οι διαρκείς επιδόσεις μας στον έρωτα είχαν επηρεάσει την ατμόσφαιρα, την είχαν κάνει να μοιάζει κολλώδης και γλυκιά, σαν την υγρή ενέργεια που εκπέμπει μια ιδιαίτερα θερμή μέρα λίγο πριν αρχίσει να πέφτει η βροχή. Σήκωσε το κάτω μισό του φορέματός μου στη μέση μου και στάθηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Παραμέρισε τους μηρούς μου, ύστερα έπεσε στα γόνατα, χώρισε τα κωλομάγουλά μου με τις παλάμες του και πέρασε τη γλώσσα του κατά μήκος της σχισμής και του περινέου μου. Η ανάσα του ήταν καυτή, η γλώσσα του σκληρή. Έστριψα λίγο, μια ήπια διαμαρτυρία απέναντι σε αυτή την ιδιαίτερα προσωπική εξερεύνηση, όμως εκείνος ακούμπησε την παλάμη του χαμηλά στην πλάτη μου και με κράτησε εκεί, εξακολουθώντας να με γλείφει. Ακολούθησε το δάχτυλό του, μετά και δεύτερο, ανοίγοντας την τρύπα μου περισσότερο απ’ ό,τι το μικρό βοήθημα που μου είχε χώσει εκεί η γυναίκα με τη μάσκα. Απόψε ήταν σκληρός και σιωπηλός, δε μιλούσε, απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτό που επιχειρούσε. Το πρόσωπό μου ήταν
χωμένο στις κουβέρτες, όμως φανταζόμουν τον Ντόμινικ να με κοιτάζει από ψηλά, να πειραματίζεται με τα σημεία που με έφτιαχναν, επιδεικνύοντας μια παράξενη αποστασιοποίηση. Δε χρησιμοποίησε λιπαντική ουσία, παρά μόνο την υγρασία της γλώσσας του, την οποία τώρα οδήγησε χαμηλότερα, γλείφοντας το μουνάκι μου, έτσι που έστελνε κύματα ηδονής να διατρέχουν το κορμί μου. Καθώς η αναπνοή μου βάραινε και έχανε το ρυθμό της, απέσυρε τα δάχτυλά του, με βούτηξε από τους γοφούς και με τράβηξε προς το μέρος του, καρφώνοντας τον πούτσο του μέσα μου ενώ εκείνος σωριαζόταν στην πλάτη μου βογκώντας, χωρίς να περιμένει να φτάσω σε οργασμό. Αυτός ήταν ο Ντόμινικ που μου άρεσε περισσότερο, σκληρός, τραχύς, με τη στοργικότητα να παρασύρεται από το πάθος. Γιορτάσαμε την τελευταία μας νύχτα μαζί στη Νέα Ορλεάνη με ακόμη περισσότερα στρείδια. Είχα φάει αρκετά στρείδια για να με κρατήσουν τουλάχιστον μέχρι την επόμενη φορά που θα τον έβλεπα, αλλά δε νομίζω πως όσο σεξ κι αν καταφέρναμε να χωρέσουμε στο διάστημα από το τελευταίο μας δείπνο μέχρι την αναχώρηση από το ξενοδοχείο θα μπορούσε να καλύψει το κενό της επικείμενης απουσίας του. Με είχε σκίσει στο γαμήσι, κι εγώ εκείνον, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να μπει μια τελευταία φορά μέσα μου πριν φύγουμε. Ακούμπησε την παλάμη του στην πόρτα του δωματίου μας έτσι όπως έκανα να την ανοίξω και την έκλεισε με δύναμη, μετά ακινητοποίησε τους καρπούς μου πάνω από το κεφάλι μου με το ένα του χέρι, κατέβασε το εσώρουχό μου με το άλλο και με γέμισε ξανά από πίσω. Το μουνάκι μου παλλόταν σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, θυμίζοντάς μου με τον πλέον έντονο τρόπο τον Ντόμινικ, διακόπτοντας έτσι το φλερτ μου με το γοητευτικό άντρα που καθόταν δίπλα μου. Είχαμε αποχωριστεί στο αεροδρόμιο, καθώς εκείνος θα έπαιρνε άλλη πτήση για να επιστρέψει στο Λονδίνο, μέσω Σικάγου, απολαμβάνοντας μία επιπλέον νύχτα στη Νέα Ορλεάνη αντί να γυρίσει μαζί μου στη Νέα Υόρκη και να ταξιδέψει για το Λονδίνο από εκεί. Στη συνέχεια θα περιμέναμε να μάθουμε τα αποτελέσματα της αίτησης που είχε υποβάλει για εκείνη τη θέση. Η σκέψη πως θα είχα τον Ντόμινικ μόνιμα στη Νέα Υόρκη μού προκαλούσε ένα ανάμεικτο αίσθημα απόλαυσης και ανησυχίας. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ να ζω ανεξάρτητη και απολάμβανα το ότι είχα όλο το χρόνο στη διάθεσή μου για να κάνω πρόβες, να γνωρίζω καινούριους ανθρώπους, να περνώ τις μέρες μου κάνοντας ό,τι ήθελα, χωρίς να δεσμεύομαι από κανέναν. Η Μαρίγια ήρθε και μ’ έπιασε με το που πέρασα το κατώφλι, θέλοντας να ακούσει με κάθε λεπτομέρεια πώς είχαμε περάσει εκείνες τις λίγες μέρες μαζί. Ήταν πολύ ωμή, αν και, δεδομένου ότι δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια να συγκρατεί τους ήχους των νυχτερινών της περιπτύξεων με τον Μπάλντο, φαντάζομαι πως δε θα έπρεπε να μου προκαλεί εντύπωση αυτό. «Λοιπόν, ήταν καλό το σεξ;» «Μαρίγια!» διαμαρτυρήθηκε ο Μπάλντο από τον καναπέ, όπου είχε ξαπλώσει νωχελικά, φορώντας μονάχα ένα στενό εσώρουχο, με τα πόδια ακουμπισμένα στο μπράτσο του επίπλου. Ήταν τόσο τριχωτός, που θα μπορούσες να τον περάσεις για κουβέρτα, πράγμα που εξηγούσε και γιατί ντυνόταν τόσο ελαφριά Γενάρη μήνα στη Νέα Υόρκη. «Είναι πολύ καλός». «Για λέγε, τον έχει μεγάλο;» Έφερε το χέρι της μπροστά στον καβάλο της και το κούνησε λες και
επρόκειτο για προβοσκίδα ελέφαντα. Σε απάντηση, κράτησα τις δύο παλάμες μου σε απόσταση εβδομήντα εκατοστών. Ο Μπάλντο πετάχτηκε από τον καναπέ ξεφυσώντας και πήγε εκνευρισμένος στο δωμάτιό τους, κλείνοντας με δύναμη πίσω του την πόρτα. Την άνοιξε ξανά και φώναξε στη Μαρίγια: «Έλα να με βρεις όταν πάψετε να κακαρίζετε σαν γριές κουτσομπόλες». Εκείνη μου έκλεισε το μάτι και διέσχισε το δωμάτιο λικνίζοντας τους γοφούς της για να τον συναντήσει. Δέκα λεπτά αργότερα, το κεφαλάρι του κρεβατιού κοπανούσε στον τοίχο. Πήγα στο δωμάτιό μου κι έπεσα στο κρεβάτι με το που ακούμπησα κάτω τη βαλίτσα. Με πήρε ο ύπνος αμέσως μόλις έκλεισα τα μάτια μου, λες και ο μανδύας της εξάντλησης που κουβαλούσα μαζί μου είχε βρει επιτέλους την ευκαιρία να με τυλίξει τώρα που είχα μείνει μόνη. Στα όνειρά μου, είδα τον εαυτό μου να χορεύει, κρεμασμένη από την οροφή, μέσα σε ένα χρυσαφένιο κλουβί. Ο Ντόμινικ παρακολουθούσε από κάτω, μόνο που δεν ήταν ο Ντόμινικ, το ήξερα· ήταν ένας άλλος άντρας, που φορούσε μια μάσκα με μακριά γαμψή μύτη. Ξύπνησα νιώθοντας λες και δεν είχα κλείσει μάτι. Οι πρόβες ξεκινούσαν και πάλι σε λίγες ώρες. Με το πρόγραμμα που μας είχε ετοιμάσει ο Σιμόν, θα είχα ελάχιστα περιθώρια να κάνω διάλειμμα στο προσεχές μέλλον. Τουλάχιστον, για να μη λέμε πως δε γίνονται θαύματα, είχαμε καταφέρει να ξεμπερδέψουμε με όλη εκείνη τη γλυκανάλατη χριστουγεννιάτικη μουσική. Έτσι κι αναγκαζόμουν να παίξω έναν ακόμη ύμνο, θα πετούσα το βιολί από κανένα παράθυρο. Για τον υπόλοιπο Ιανουάριο ο Σιμόν είχε προγραμματίσει να παίξουμε έργα διαφόρων Λατινοαμερικάνων συνθετών· απόψε θα κάναμε πρόβες στον Βίλα-Λόμπος. Ανέκαθεν μου άρεσε να έρχομαι σε επαφή με καινούρια πράγματα, και τα έργα του Βίλα-Λόμπος είχαν μια αίσθηση φολκλόρ· δεν είχα κανένα πρόβλημα να έχει το τσέλο μεγαλύτερο ρόλο σε σχέση με τα βιολιά. Ο Σιμόν φαινόταν να είχε εστιάσει την προσοχή του πάνω μου, πράγμα το οποίο δεν ήταν πάντοτε θετικό. Εντόπιζε και σχολίαζε κάθε αστοχία στις ερμηνείες μου. Εκείνο το βράδυ ήμουν ακόμη κουρασμένη από το ταξίδι και βίωνα μια μικρή μεθεόρτια μελαγχολία. Ο Ντόμινικ με είχε εξουθενώσει, και παρότι χαμογελούσα ανακαλύπτοντας κάθε καινούριο πονάκι, αυτό δε με βοηθούσε καθόλου να αντεπεξέρχομαι στις πρόβες. Ο Σιμόν με πλησίασε την ώρα που έκλεινα το Μπαγί στη θήκη του. Το σώμα του χαλάρωνε αμέσως μόλις τελείωνε η μουσική, έχανε την ένταση που είχε πάντοτε όταν κρατούσε την μπαγκέτα. Αναρωτήθηκα σε ποιο βαθμό ήταν προσποιητή η αυστηρότητα για να διατηρεί την ορχήστρα σε τάξη και κατά πόσο ήταν πραγματικά στοιχείο του χαρακτήρα του. «Σαν να μαύρισες λιγάκι, Σάμερ... Ασυνήθιστο χειμώνα καιρό στη Νέα Υόρκη. Κατάφερες να ξεφύγεις αυτές τις μέρες;» «Πετάχτηκα για λίγο στη Νέα Ορλεάνη... Μάλλον με παραείδε ο ήλιος στη βόλτα στο ποτάμι...» «Μόνη σου πήγες;» «Με ένα φίλο. Από το Λονδίνο». «Ωραία. Η ξεκούραση θα σου φανεί χρήσιμη. Μας περιμένουν δύο φορτωμένοι μήνες». «Σαν να λέμε τέρμα οι διακοπές για το προσεχές μέλλον». «Έλα, δεν είναι και τόσο άσχημα εδώ. Δε θα ήθελα να σε εξουθενώσω». Ο χώρος όπου κάναμε τις πρόβες είχε αδειάσει, τα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας είχαν χαθεί
στην αγκαλιά της νύχτας, για να απολαύσουν ό,τι απέμενε από εκείνη τη βραδιά. Ακόμη και ο Μπάλντο με τη Μαρίγια είχαν συνηθίσει να μας βλέπουν να μιλάμε για λίγο στο τέλος κάθε πρόβας, οπότε μας άφησαν μόνους. Ο Σιμόν με είχε πλησιάσει, αρκετά κοντά ώστε να φιληθούμε. Το άρωμα της κολόνιας του απλωνόταν γύρω μου σαν σύννεφο, δυνατό και πικάντικο, τελείως διαφορετικό από την απλή σαπουνένια μυρωδιά του Ντόμινικ. Ποτέ δεν είχα δει τον Ντόμινικ να βάζει κάτι μετά το ξύρισμα. Τα μαλλιά του ήταν κατσαρά, πυκνότερα ακόμη κι από τα δικά μου. Πλαισίωναν το πρόσωπό του σαν σκοτεινό φωτοστέφανο. Για μια στιγμή, σκέφτηκα πως έτσι και κάναμε παιδιά σίγουρα θα είχαν μαλλιά που θα θύμιζαν κανίς, αλλά επρόκειτο για παράλογη σκέψη. Εγώ δεν ήθελα καν να αποκτήσω παιδιά. Έφερα το βιολί μου έτσι ώστε να καλύπτει την μπροστινή πλευρά του σώματός μου, κλείνοντας το δρόμο στον Σιμόν σε περίπτωση που σχεδίαζε να κάνει κάποια κίνηση, και κινήθηκα προς τα εμπρός, προς την έξοδο. Εκείνος σήκωσε την τσάντα του και με συνόδευσε στην πόρτα. Η ριπή κρύου αέρα απέξω μου έκαψε το λαρύγγι. Βάλθηκα να ψάχνω στην τσάντα μου για να βρω τα γάντια μου. «Να πάρει, ξέχασα τα γάντια μου», αναστέναξα. Ο χώρος όπου κάναμε τις πρόβες απείχε λίγα μόλις τετράγωνα από το διαμέρισμά μου. Αν το έπαιρνα ποδαράτο, θα έφτανα εκεί στο χρόνο που θα έκανα να βρω ταξί. Ο Σιμόν ξετύλιξε το κασκόλ από το λαιμό του, έκλεισε τις παλάμες μου μέσα στις δικές του και τύλιξε το ύφασμα γύρω από τους καρπούς μου. Ήταν ακόμη ζεστό από την επαφή με το σώμα του. «Α, όχι», διαμαρτυρήθηκα, «θα παγώσεις». «Επιμένω», είπε εκείνος, σφίγγοντας τα χέρια μου μέσα από το μαλλί. «Τα χέρια σου είναι πολύ πιο σημαντικά απ’ ό,τι τα δικά μου». «Σ’ ευχαριστώ», απάντησα, με τον πλέον ευγενικό, τον πλέον επαγγελματικό τόνο που μπορούσα να δώσω στη φωνή μου. Έκανα ένα μικρό βήμα προς τα πίσω, αυξάνοντας το κενό ανάμεσά μας, και τον αποχαιρέτισα με ένα νεύμα. «Τα λέμε αύριο», είπε εκείνος, στρίβοντας στη μύτη από τις δερμάτινες μπότες του με φινέτσα χορευτή, πριν χαθεί στη νύχτα. Πίεσα τις παλάμες μου, οι οποίες παρέμεναν σφιχτά τυλιγμένες μέσα στο κασκόλ του, πάνω στο πρόσωπό μου για να ζεσταθώ. Η μυρωδιά του με ακολούθησε μέχρι το σπίτι, και όσο κι αν προσπάθησα να την ξεχάσω, δεν μπορούσα να μην αναρωτιέμαι πώς θα μύριζε η γυμνή επιδερμίδα του. Ίσως να μη μύριζε κολόνια· ίσως ο Σιμόν, γυμνός, να μύριζε μπαχαρικά, κανέλα και μοσχοκάρυδο, ανάμεικτα με ιδρώτα. Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκα δύο άντρες. Κάθε φορά που σχημάτιζα στο νου μου την εικόνα του Ντόμινικ, τον ήχο της φωνής του, τις σύνθετες επιθυμίες του, η εικόνα θόλωνε και τη θέση της έπαιρνε η μορφή του Σιμόν. Φανταζόμουν την αίσθηση που θα είχαν τα πυκνά μαλλιά του ανάμεσα στα δάχτυλά μου, τη ζεστασιά των χεριών του, το πλούσιο χρώμα καραμέλας της επιδερμίδας του, τόσο διαφορετικό από το ωχρό αγγλικό σώμα του Ντόμινικ. Αναρωτήθηκα αν ήταν τριχωτός, όπως ο Μπάλντο. Ανέκαθεν μου άρεσαν οι τρίχες στους άντρες, τις συνδύαζα με τη θέρμη και την τεστοστερόνη, την αρρενωπότητα. Ο Ντόμινικ είχε μονάχα ένα μαλακό χνούδι στο στήθος, το οποίο έσβηνε κατεβαίνοντας στο στομάχι και μετά ξεκινούσε και πάλι στη βουβωνική του χώρα, σαν σκούρο βέλος που υποδείκνυε τη θέση του πέους του.
Τελικά εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους ξεχωρίσω και φαντάστηκα πως τους έπαιρνα ταυτόχρονα, τον Ντόμινικ στο στόμα μου, κολλώντας το πρόσωπό μου πάνω στο πουλί του, τον Σιμόν μέσα στον κόλπο μου. Για κάποιο λόγο όμως είχα την αίσθηση πως κανείς από τους δυο τους δεν ήταν τύπος με διάθεση να μοιράζεται. Είχα εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να αντλήσω συμβουλές για το θέμα αυτό από τη Μαρίγια. Δεν είχε γνωρίσει τον Ντόμινικ, όμως για κάποιο λόγο τον έβλεπε με δυσπιστία. Οι συμπάθειές της έτειναν ξεκάθαρα προς την πλευρά του Σιμόν και διαρκώς μου κολλούσε για να φλερτάρω περισσότερο μαζί του. «Είσαι τρελή, φιλενάδα. Θα μπορούσες να έχεις τον κόσμο στα πόδια σου με αυτό τον άντρα. Ή το Λίνκολν Σέντερ, τουλάχιστον. Άλλωστε, σε τι σε έχει βοηθήσει εκείνος ο Άγγλος, ε;» Είχε αποκτήσει τη συνήθεια του Μπάλντο να φορά μονάχα τα εσώρουχά της μέσα στο σπίτι, με τη θέρμανση να λειτουργεί στο φουλ. Φορούσε πάντοτε ασορτί σύνολα, σε φωτεινά χρώματα που κάλυπταν όλο το φάσμα του ουράνιου τόξου. Η Μαρίγια δεν ήθελε τις δαντέλες και τα μετάξια. Ευτυχώς, η συμμετοχή μου στο ενοίκιο συμπεριλάμβανε μόνο τους λογαριασμούς, οπότε κάλυπταν εκείνοι τα έξοδα για την επιπλέον θέρμανση. Η Μαρίγια είχε μακριά λεπτά πόδια, σαν υδρόβιο πουλί, οι μηροί της σε διάμετρο πλησίαζαν τα μπράτσα μου, έτσι όπως τους έκοβα, κι ας έτρωγε ασταμάτητα. Ο Μπάλντο βρισκόταν διαρκώς σε δίαιτα, όμως το γεμάτο σώμα του διατηρούσε πεισματικά τα κιλά του. «Ο αρκουδίνος μου», έτσι τον έλεγε η Μαρίγια, γελώντας πνιχτά όταν την αγριοκοίταζε. «Το θέμα δεν έχει να κάνει με το τι μου προσφέρει ο ένας ή ο άλλος», αναστέναξα. «Μη λες ανοησίες. Φυσικά και έχει να κάνει. Τουλάχιστον, αν είναι να κάνεις τη βλακεία και τα φτιάξεις με τον Άγγλο, κράτα το κρυφό. Ο μαέστρος θα σταματήσει τις χάρες έτσι και χάσει κάθε ελπίδα να χαρεί το περιεχόμενο της κιλότας σου». «Κι εγώ που νόμιζα πως ήταν μαζί μου από έρωτα», πετάχτηκε ο Μπάλντο, του οποίου το σχόλιο προοριζόταν για τη Μαρίγια. «Είμαι μαζί σου για το κορμί σου», του απάντησε περιπαιχτικά εκείνη, πλέκοντας τα μπράτσα της γύρω του και φέρνοντας το πρόσωπό της πάνω στο λαιμό του. Πήρα την τσάντα μου κι έφυγα γρήγορα από το διαμέρισμα, θέλοντας να απομακρυνθώ προτού οι μεταξύ τους τρυφερότητες αποκτήσουν περισσότερο ερωτικό χαρακτήρα. Είχα κανονίσει να συναντήσω την Τσέρι απόψε. Θα έδινε μια παράσταση μπουρλέσκ σ’ ένα μπαρ στο Άλφαμπετ Σίτι, στο πλαίσιο ενός προγράμματος καμπαρέ. Ήταν καλή παράσταση, κι αυτή ένα από τα δυνατά ονόματα. Το σόου ξεκινούσε στις οχτώ κι εκείνη δεν εμφανιζόταν πριν από τις έντεκα, οπότε είχαμε μερικές ώρες στη διάθεσή μας να καθίσουμε και να τα πούμε. Βρισκόταν ήδη εκεί όταν έφτασα. Ακόμη και κάτω από το χαμηλό φωτισμό του κλαμπ, τα έντονα ροζ μαλλιά της φέγγιζαν σαν φάρος. Με είδε να μπαίνω στο χώρο, μου έκανε νόημα να πλησιάσω στο τραπέζι της και μου έδωσε ένα Κοσμοπόλιταν. «Χρόνια έχω να πιω αυτό το κοκτέιλ», είπα. «Από την εποχή που παιζόταν στην τηλεόραση το Sex and the City;» «Ναι, κάτι τέτοιο», απάντησα γελώντας. «Έχεις μείνει πίσω. Εγώ είμαι στο δεύτερο. Το κόλπο για να ανέβεις στη σκηνή, βλέπεις, είναι να
εντοπίσεις εκείνη τη λεπτή γραμμή μεταξύ του να είσαι μεθυσμένη και λιώμα και μετά να την ακολουθήσεις μέχρι το τέρμα». «Δε νομίζω πως γίνεται αυτό σε μια ορχήστρα», σχολίασα. «Μια μπίρα να έπινα, ο μαέστρος θα με πετούσε έξω». «Θα μπορούσες να παίζεις ροκ μουσική». «Μπα, δε νομίζω ότι με παίρνει να αλλάξω. Ο Βιβάλντι καλύπτει τα έξοδα». «Πώς ήταν η Πρωτοχρονιά στη Νέα Ορλεάνη; Ήρθε ο δικός σου να σε επισκεφτεί;» «Τέλεια ήταν. Τώρα όμως χρειάζομαι διακοπές για να συνέλθω. Με πέθανε». «Τυχερή είσαι. Εμένα και οι δύο φίλοι μου λείπουν αυτό τον καιρό, δουλεύουν». «Μισό λεπτό. Είπες “και οι δύο”;» Η Τσέρι χαμογέλασε πλατιά. «Ναι. Τυχερή είμαι κι εγώ, ε; Έχω δύο». «Και ξέρουν ο ένας για τον άλλο;» «Εννοείται. Ο Πιτ έχει κι άλλη κοπέλα. Να, αυτές τις μέρες έχει πάει να τη βρει. Ο Τόνι είναι σε τουρνέ με το συγκρότημα. Βρισκόμαστε, αλλά τον περιποιούνται καλά και οι θαυμάστριές του. Είναι πολυάσχολο παιδί». Είχα απομείνει να την κοιτάζω. «Καλά, κι εσύ δε ζηλεύεις;» Η Τσέρι αναστέναξε θαρρείς μπουχτισμένη. «Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που με ρωτάνε όλοι». «Ε, δεν είναι παράλογη η ερώτηση. Λοιπόν;» «Καμιά φορά. Νομίζω πως όλοι ζηλεύουν. Όμως με τον Πιτ βλεπόμαστε εδώ και πέντε χρόνια. Τσουλάει η κατάσταση. Ο Τόνι είναι σαν να λέμε η γαρνιτούρα. Δε νομίζω πως θα τα έβγαζα πέρα αν ήμουν με έναν μόνο. Θα βαριόμουν». «Τίνος ιδέα ήταν; Δική σου ή δική του;» «Δική μου, θα έλεγα. Ξεκινήσαμε πηγαίνοντας σε κάτι λέσχες ανταλλαγής συντρόφων, για να βάλουμε λίγο αλατοπίπερο στη σχέση μας. Από εκεί και πέρα, το πράγμα πήρε το δρόμο του. Μ’ εσένα τι γίνεται; Πώς πάει το θέμα; Τον βλέπεις σοβαρά αυτό τον Άγγλο;» Έφερε το ποτό της στο φως. «Μονίμως το τσιγκουνεύονται το Κουαντρό. Θύμισέ μου να το πω στον μπάρμαν». Οι ψεύτικες βλεφαρίδες της λαμπύριζαν από την αντανάκλαση του ποτηριού. Η άκρη της κάθε βλεφαρίδας ήταν στολισμένη με ένα μικροσκοπικό κρύσταλλο, σαν πόδια αράχνης που είχε μόλις περάσει μέσα από χιόνι. «Κοίτα, κι εμείς κατά κάποιο τρόπο βλέπουμε άλλα άτομα». «Τι εννοείς “κατά κάποιο τρόπο”; Ή παίζει κάτι ή δεν παίζει. Αυτά τα “κατά κάποιο τρόπο” είναι περίεργες καταστάσεις. Έχετε καθίσει να το συζητήσετε; Έχετε συμφωνήσει στο τι είναι ΟΚ και τι όχι;» «Είναι περίπλοκη κατάσταση». «Να, εδώ ακριβώς κάνεις το λάθος. Καθόλου περίπλοκη δεν είναι. Αντίθετα, είναι απλούστατη. Ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι». «Ίσως έρθει σύντομα να εγκατασταθεί στην πόλη. Έχει κάνει αίτηση για μια δουλειά στη Νέα Υόρκη». «Μάλιστα. Άρα καλά θα κάνεις να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα, σύντομα». Άδειασε το ποτήρι της. «Ένα ακόμη;» Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ήταν τόσο μεγάλο, που παρέπεμπε σε μπαλάκι του γκολφ πάνω στον καρπό της, μια σφαίρα διακοσμημένη με ψεύτικα διαμάντια, σαν ντισκομπάλα η οποία άνοιγε αποκαλύπτοντας το ψηφιακό καντράν στο εσωτερικό της. «Γιατί όχι; Έχω ακόμη μερικές ωρίτσες».
Κατέβηκα από το σκαμπό και πήγα στο μπαρ. Τα φώτα χαμήλωσαν καθώς το πρώτο νούμερο ξεκίνησε στη σκηνή, υπό τους ήχους του «Goldfinger» της Σίρλεϊ Μπάσεϊ. Η χορεύτρια ήταν ψηλή, λεπτή, φορούσε ένα λεοπάρ μπικίνι σε στιλ δεκαετίας του 1950, με ψηλή μέση, και αστρονομικά ψηλά ασορτί τακούνια. Ήταν μεικτής καταγωγής, με χαλκόχρωμη επιδερμίδα και πυκνά σκούρα μαλλιά χτενισμένα άφρο. Τραγουδούσε και χόρευε στο νούμερό της σαν να ήταν απόλυτη κυρίαρχος της σκηνής, με τη σιγουριά νεαρής λέαινας που μόλις έριξε κάτω μια ολόκληρη γαζέλα για δείπνο. «Ευχαριστώ», είπε η Τσέρι όταν της έδωσα ένα Κοσμοπόλιταν φτιαγμένο με γερή δόση λικέρ. «Δε θα μάντευες με τίποτα πως είναι άντρας, ε;» μου ψιθύρισε γνέφοντας προς τη σκηνή. Έριξα ξανά μια ματιά στη χορεύτρια. Πράγματι, είχε ένα χαρακτηριστικό εξόγκωμα ανάμεσα στα πόδια της, όμως οι κινήσεις της ήταν θεσπέσια θηλυκές, με μια σαφή χροιά αιλουροειδούς. Ακόμη και σε χαλαρή στάση, έμοιαζε έτοιμη να χιμήσει σε κάποιον. Σε μένα, ήλπιζα, αν και κάτι τέτοιο φάνταζε απίθανο. Το επόμενο νούμερο ήταν συγκριτικά βαρετό: μια αρκετά χαριτωμένη κοπέλα έκανε στριπτίζ ντυμένη άντρας. Δεν είχε την απαιτούμενη μαγκιά, κι εκτός αυτού σκόνταψε άχαρα στο κοστούμι που κρατούσε στα χέρια όπως έφευγε από τη σκηνή. Τη λυπήθηκα λιγάκι. «Μάλιστα. Σειρά μου. Μετά την επόμενη αλλαγή, πρέπει να πάω και να ετοιμαστώ». Η Τσέρι χάθηκε πίσω από μια πόρτα στο πλάι της σκηνής. Κρατούσε μια τσάντα τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να ζει μέσα της, σαν χελώνα που περιφέρεται με το καβούκι της. Μετά βίας την αναγνώρισα όταν εμφανίστηκε στη σκηνή, μετά από ένα ακόμη στριπτίζ, αν και αυτή τη φορά ήταν ένας άντρας ντυμένος σαν αρκούδα ντυμένη άντρας, ο οποίος γδύθηκε μένοντας με τη στολή της αρκούδας σε ένα νούμερο το οποίο κατάφερε να συνδυάζει το παράλογο με το κωμικό σε ιδανικές αναλογίες. Η Τσέρι ήταν ντυμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια στα ροζ. Φορούσε μια σατέν τουαλέτα που άγγιζε το πάτωμα, με ουρά από σιφόν, ενώ κρατούσε δύο πελώριες φτερωτές βεντάλιες, η καθεμιά τους σχεδόν μεγαλύτερη απ’ αυτή. Τα δε τακούνια της ήταν πανύψηλα –όμοιά τους δεν είχα ξαναδεί–, επίσης έντονα ροζ, καλυμμένα με μικροσκοπικούς κρυστάλλους που λαμπύριζαν σε κάθε της βήμα. Εκτός από τα πόδια της που ισορροπούσαν πάνω στις γόβες-στιλέτο, το σώμα της κρυβόταν τελείως πίσω από τις βεντάλιες. Περίμενα πως το νούμερό της θα θύμιζε πολύ το προηγούμενο, άλλο ένα αργό τραγούδι που προσφερόταν για στριπτίζ και η χορεύτρια να μένει με τα εσώρουχα, όμως το νούμερο της Τσέρι ήταν πολύ πιο πικάντικο, έχοντας ως μουσική υπόκρουση το «Super Freak» του Ρικ Τζέιμς. Οι θεατές ξέσπασαν σε ξέφρενα χειροκροτήματα την ώρα που η Τσέρι έβγαινε από το φόρεμά της και κουνούσε τα βαριά της στήθη, έτσι που οι φούντες πάνω στις ρώγες της έφερναν βόλτες σαν ανεμόμυλοι. Ολοκλήρωσε το νούμερο ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα πόδια πάνω από το κεφάλι, δείχνοντας πως θα μπορούσε να γλείψει τον εαυτό της αν το επέλεγε. «Απίθανο», της είπα μόλις επέστρεψε στη θέση της. «Πολύ εντυπωσιακό νούμερο. Τώρα καταλαβαίνω γιατί τα έχεις με δύο ταυτόχρονα». Γέλασε πνιχτά. «Να έρθεις καμιά φορά. Θα σου μάθω μερικές κινήσεις». Τα χείλη της εξακολουθούσαν να καλύπτονται από ένα ζωηρό ροζ κραγιόν, το οποίο είχε ενισχύσει με ένα επιπλέον στρώμα ασημόσκονης και ένα πέρασμα με γκλος. Τη συνόδευσα στο μετρό. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω», είπε, και ψαχούλεψε μέσα στην πελώρια τσάντα της για ώρα. «Σου πήρα κάτι».
«Δεν είναι τα γενέθλιά μου». Έβγαλε από μέσα ένα κομμάτι σκοινί, γύρω στο ενάμισι μέτρο, και μου το έδωσε. «Για να εξασκείσαι. Απλώς να θυμάσαι πως έτσι και δεθείς σε κάποιο πόδι τραπεζιού θα πρέπει είτε να έχεις ψαλίδι κοντά είτε να αφήσεις τους κόμπους αρκετά χαλαρούς ώστε να μπορέσεις να λυθείς γρήγορα σε περίπτωση που πιάσει φωτιά το σπίτι. Μη βρεθείς σε δύσκολη θέση δηλαδή όταν έρθει η πυροσβεστική». «Ευχαριστώ», απάντησα, παραχώνοντας το σκοινί στην τσάντα μου, «αλλά, ξέρεις, δε μου αρέσει και τόσο να δένω. Προτιμώ να είμαι η αποδέκτρια τέτοιων περιποιήσεων». «Όπως και να έχει, καλό θα ήταν να μάθεις πώς γίνεται. Έτσι θα εκτιμήσεις καλύτερα τον κόπο που κάνει αυτός που σε δένει». Όταν έφτασα στο σπίτι και έριξα μια ματιά στον καθρέφτη, παρατήρησα πως είχα μια γραμμή από ασημόσκονη πάνω στο ένα μου μάγουλο, αν και δε θυμόμουν να είχα καληνυχτίσει την Τσέρι φιλώντας τη. Η υπόλοιπη εβδομάδα πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Οι μέρες μου αναλώνονταν στις πρόβες, στο φαγητό και στον ύπνο και βασικά τίποτ’ άλλο. Εν τω μεταξύ, δεν είχα κανένα νέο από τον Ντόμινικ. «Κουρασμένη δείχνεις», μου είπε ο Σιμόν όταν του επέστρεψα το κασκόλ. «Ευχαριστώ», απάντησα, πειραγμένη. «Να κοιτάξεις να ξεκουράζεσαι περισσότερο. Όταν πρωτοήρθες εδώ, έπαιζες με ολόκληρο το σώμα σου. Τώρα παίζεις με το μυαλό σου. Πρέπει να χαλαρώσεις ξανά. Πότε ήταν η τελευταία φορά που βγήκες από το σπίτι χωρίς να έρθεις σε πρόβα;» «Την περασμένη εβδομάδα. Πήγα σε μια παράσταση μπουρλέσκ». «Δεν αρκεί. Δε γίνεται να εντάσσεις τον κόσμο στη μουσική σου αν δε βγαίνεις να δεις τον κόσμο». Ήμουν τόσο κουρασμένη, που δεν είχα το κουράγιο να διαφωνήσω. Έγνεψα καταφατικά και έπιασα τη θήκη με το βιολί μου για να φύγω. «Έχω δύο εισιτήρια για το ροντέο που διοργανώνεται στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν την Παρασκευή. Θέλεις να έρθεις; Κανονικά, θα πήγαινα με τον πατέρα μου, αλλά χρειάστηκε να αναβάλει την επίσκεψή του, οπότε έχω ένα διαθέσιμο εισιτήριο». «Ροντέο;» Δεν περίμενα κάτι τέτοιο. «Μην παίρνεις αυτό το ύφος. Ροντέο είναι, όχι ταυρομαχίες. Δεν το κάνουν όπως ακριβώς το κάνουμε εμείς στη Βενεζουέλα, αλλά και πάλι είναι ό,τι πλησιέστερο θα βρεις στο Μανχάταν. Ξεκινά στις τέσσερις. Θα σε πάω για φαγητό μετά, ως ανταμοιβή που θα αντέξεις δύο ώρες να βλέπεις ανθρώπους να καβαλάνε ταύρους». Γέλασα. «Εντάξει λοιπόν. Ενδιαφέρον ακούγεται». Η Μαρίγια και ο Μπάλντο είχαν κουρνιάσει μαζί στον καναπέ όταν γύρισα στο σπίτι, παρακολουθώντας παλιές ταινίες τρόμου. Η Μαρίγια είχε το χέρι πάνω στα μάτια της, άνοιγε τα δάχτυλά της κάθε τόσο για να ρίξει μια ματιά στην οθόνη κι αμέσως τσίριζε. Ο Μπάλντο είχε το ένα μπράτσο περασμένο από πάνω της, ενώ με το άλλο βουτούσε κράκερ ρυζιού μέσα σε ένα άλειμμα τυριού χαμηλών λιπαρών, μορφάζοντας σε κάθε μπουκιά. «Παιδιά, έχετε ακούσει ποτέ να οργανώνουν ροντέο στο Μανχάταν;» «Μη μου πεις πως βρήκες εισιτήρια για την Παρασκευή;» είπε ο Μπάλντο. «Τυχερούλα... Έχουν
εξαντληθεί εδώ και μήνες». «Α!» έκανε η Μαρίγια, κατεβάζοντας την παλάμη από το πρόσωπό της. «Τι έγινε, ραντεβού με τον Σιμόν;» «Δεν είναι ραντεβού». «Ό,τι πεις», απάντησε, στρέφοντας ξανά το βλέμμα στην οθόνη, αγκαλιάζοντας τον Μπάλντο, τη στιγμή που μια ηθοποιός στην τηλεόραση έβγαζε μια διαπεραστική κραυγή. Η Παρασκευή έφτασε τόσο γρήγορα, ώστε μετά βίας πρόλαβα να νιώσω νευρικότητα απέναντι στην προοπτική να περάσω ένα ολόκληρο απόγευμα ως το βράδυ με τον Σιμόν. Κάθε φορά που τον κοίταζα τώρα, ανησυχούσα πως με κάποιο τρόπο θα κατάφερνε να διαβάσει το μυαλό μου και να διακρίνει τις σκέψεις μου, κι έτσι θα μάθαινε πως, λίγες μέρες νωρίτερα, είχα αυνανιστεί ανασαίνοντας το άρωμα που ανέδιδε το κασκόλ του. Είχα βγει ραντεβού σε αθλητική εκδήλωση μόνο μία φορά στο παρελθόν, με ένα φίλο μου στη Νέα Ζηλανδία, για να δούμε την Εθνική μας να παίζει με τη Σαμόα ράγκμπι, στο Στάδιο Γουέστπακ στο Γουέλινγκτον. Το παιχνίδι είχε γρήγορο ρυθμό και μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο πολύ μου άρεσε, δεδομένου ότι δεν ασχολούμαι καθόλου με τον αθλητισμό, αν και για μένα το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα είχε κυλήσει πλάθοντας φαντασιώσεις για το πώς θα ήταν αν περνούσα από τα αποδυτήρια μετά τον αγώνα για να κάνω ό,τι ήθελα με τους παίκτες. Ήταν ασύλληπτα γεροδεμένοι, με κορμιά θεών και σορτσάκια τόσο κοντά, που απόρησα πώς δεν είχε βρεθεί κάποιος να διαμαρτυρηθεί πως το άθλημα δεν ήταν κατάλληλο για να το παρακολουθούν παιδιά. Κάναμε σεξ μετά το παιχνίδι. Εγώ είχα κλείσει τα μάτια και φαντασιωνόμουν πως με έπαιρναν με τη σειρά διάφορα μυώδη θηρία, παίκτες και των δύο ομάδων, αν και, σε περίπτωση που με ανάγκαζαν να διαλέξω, νομίζω πως θα είχα προτιμήσει την ομάδα της Σαμόα. Ήταν πιο όμορφοι. Έβρισκα αδύνατο να διαλέξω τι να φορέσω σε κάτι τέτοια ραντεβού. Θα έδειχνα γελοία αν πήγαινα με ψηλά τακούνια σε έναν αγώνα, αν όμως ντυνόμουν πολύ σπορ, θα αισθανόμουν άβολα στο δείπνο. Τελικά επέλεξα ένα σκούρο καφεκόκκινο φόρεμα, το οποίο συνδύασα με λεπτές κάλτσες που πιάνουν ψηλά με λάστιχο, ίσιες δετές δερμάτινες μπότες και την τσάντα μου από ψεύτικο δέρμα φιδιού. Ο Σιμόν είχε έρθει ντυμένος σαν κανονικός καουμπόης, με άσπρο πουκάμισο και τζιν παντελόνι κι ένα καφέ δερμάτινο καπέλο φορεμένο πάνω στα σγουρά μαλλιά του. Στη μέση είχε περάσει μια μαύρη ζώνη με μια μεγάλη ασημένια αγκράφα σε σχήμα νεκροκεφαλής και φορούσε ένα ζευγάρι σκούρες καφέ μυτερές μπότες, επίσης με ένα σχέδιο νεκροκεφαλής πάνω σε κάθε αστράγαλο, λες και είχε προσπαθήσει να συνδυάσει τα χτυπητά μαλλιά του με κάτι ανάλογο στα πόδια του. Σε οποιονδήποτε άλλο, το σύνολο μπορεί να έμοιαζε γελοίο, όμως ο Σιμόν ήταν άντρας που ντυνόταν με τόση σιγουριά ώστε ήταν αδύνατο να αμφισβητήσεις το γούστο του. Με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε στο στάδιο, καταλήγοντας στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στις θέσεις μας, λίγες μόλις σειρές πίσω από το στίβο, απ’ όπου θα είχαμε άψογη θέα. Τουλάχιστον οι μισοί θεατές φορούσαν καουμπόικα καπέλα· οι περισσότερες γυναίκες είχαν επιλέξει μπλε και κόκκινα καρό πουκάμισα και τζιν παντελόνια. Έκανε ζέστη εκεί μέσα, κάτι από τη θερμότητα του πλήθους, κάτι από τα δυνατά φώτα και τον ενθουσιασμό για την επικείμενη έναρξη της επίδειξης. Μπορούσα να μυρίσω το χωμάτινο στίβο όπου σύντομα αναβάτες και ταύροι θα αναμετριόνταν μπροστά στα μάτια μας· ανέδιδε μια σκονισμένη, μπρούντζινη οσμή που μου θύμιζε τη Βόρεια Αυστραλία, εκεί όπου είχα εργαστεί για ένα σύντομο διάστημα προτού ο άνεμος με φέρει στη Μεγάλη Βρετανία.
«Θα πρέπει να μου εξηγήσεις τους κανόνες», είπα. «Βασικά δεν ξέρω τίποτα για το ροντέο». «Ξέχνα τους κανόνες κι απλώς παρακολούθα. Κάθε προσπάθεια δε θα διαρκέσει πάνω από οχτώ δευτερόλεπτα, και πάλι ο αναβάτης θα πρέπει να είναι καλός για να αντέξει τόσο, επομένως δεν υπάρχει χρόνος για εξηγήσεις». Ο Σιμόν είχε δίκιο: ορισμένοι από τους αναβάτες έμειναν στην πλάτη των ταύρων τρία με τέσσερα δευτερόλεπτα. Φανταζόμουν όμως πως πάνω στην πλάτη ενός τέτοιου ζώου ακόμη και μερικά δευτερόλεπτα θα έμοιαζαν με ολόκληρη ζωή. Οι ταύροι δεν κρατούσαν στιγμή και τα τέσσερα πόδια τους στο έδαφος, ενώ ένας κατάφερε να πηδήξει γύρω στο ενάμισι μέτρο στον αέρα, σηκώνοντας και τον αναβάτη μαζί του, προτού σκάσει και πάλι στο χώμα, δίχως να σταματήσει καθόλου πριν συνεχίσει τα τινάγματά του. Τα ζώα αντιδρούσαν λες και ο στίβος ήταν ηλεκτροφόρος, ρουθούνιζαν, πηδούσαν και χτυπιόντουσαν σαν να είχες ντοπάρει 800 κιλά βοδινού. Οι αναβάτες δεν ήταν έτσι όπως τους περίμενα. Οι περισσότεροι ήταν κοντοί, με σώματα γυμναστών. Απαντούσαν σε κάθε κίνηση του ταύρου με μια ανάλογη αλλά αντίθετη αντίδραση, κινούνταν πίσω ή μπροστά, αριστερά ή δεξιά, με θαυμαστή ταχύτητα και ακρίβεια, θυμίζοντας περισσότερο κουρδιστά παιχνίδια παρά ανθρώπους. Αρκετές φορές ο αναβάτης γκρεμιζόταν, και προλάβαιναν να τον τραβήξουν από τις εξαγριωμένες οπλές του ταύρου την τελευταία στιγμή, μια ανάσα προτού ποδοπατηθεί. Ο Σιμόν παρακολουθούσε με μάτια που γυάλιζαν, ούρλιαζε και πεταγόταν πάνω κάθε φορά που κάποιος αναβάτης κατόρθωνε να κρατηθεί στο ζώο περισσότερα από λίγα δευτερόλεπτα. «Φαντάσου να έχεις ένα τέτοιο ζώο ανάμεσα στα πόδια σου», αναστέναξε. «Χμ», απάντησα, ρουφώντας τις τελευταίες γουλιές του αναψυκτικού μου μέσα από το καλαμάκι. «Στη Βενεζουέλα οι αναβάτες καταδιώκουν τους ταύρους έφιπποι και διαγωνίζονται για το ποιος θα καταφέρει να γκρεμίσει πρώτος το ζώο τραβώντας το από την ουρά. Το λέμε κολέο». «Πιο εύκολο μου ακούγεται από το ροντέο». «Είναι επικίνδυνο να πεις τέτοια βαριά κουβέντα σε κάποιον από τη Βενεζουέλα!» «Δε με πειράζει να ζω λιγάκι επικίνδυνα, αλλιώς δε θα βρισκόμουν εδώ». «Το είχα υποψιαστεί. Δε γίνεται να προσκαλέσεις μια οποιαδήποτε κοπέλα σε ροντέο». Έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος μου καθώς μιλούσε. Έκλεισα το στόμα μου γύρω από το καλαμάκι. «Θα μπορούσα να πιω κι εγώ λίγο;» ρώτησε. «Συγνώμη... το τελείωσα». «Δεν πειράζει. Η επίδειξη κοντεύει να τελειώσει. Μπορούμε να πιούμε κάτι κάπου αλλού». Πήγαμε στο Caracas Arepa Bar, στην 7η Οδό στο Ιστ Βίλατζ. Ήταν ακόμη σχετικά νωρίς, όμως η ουρά εκτεινόταν έξω από την πόρτα. «Αξίζει τον κόπο, σ’ το υπογράφω». «Μην ανησυχείς. Μπορώ να φανώ ιδιαίτερα υπομονετική όποτε χρειάζεται». «Είμαι σίγουρος. Ξέρεις, σκεφτόμουν...» «Επικίνδυνη συνήθεια αυτή». «Το ξέρω πως τον τελευταίο καιρό σε ζόρισα πολύ, αλλά στ’ αλήθεια πιστεύω πως πρέπει να δοκιμάσεις αυτό το σόλο που λέγαμε. Είσαι καλή. Μπορώ να μιλήσω σε κάποιους ανθρώπους. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να γεμίσουμε ένα χώρο». «Μα, αν θυμάμαι καλά, είπες πως έπαιζα με το μυαλό μου».
«Έλα, μην κάνεις έτσι. Υπάρχουν πάντοτε περιθώρια βελτίωσης. Λοιπόν, τι λες; Το ξέρω πως ο χώρος για τις πρόβες δε λέει πολλά. Μπορείς να χρησιμοποιείς το υπόγειό μου. Είναι ηχομονωμένο. Το ανακαίνισα πριν μετακομίσω εκεί, οπότε είναι πολύ άνετα. Μπορώ να σου κάνω μερικά εξτρά μαθήματα». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά...» «Δε θέλω να ακούω “αλλά”. Έχεις ταλέντο. Πίστεψε στον εαυτό σου. Αυτή θα μπορούσε να είναι η μεγάλη ευκαιρία σου, ξέρεις. Θα φροντίσω στη λίστα των προσκεκλημένων να βρίσκονται και μερικοί ατζέντηδες». «Εντάξει». «Εντάξει;» «Ναι. Εντάξει». Πέρασε τα μπράτσα του γύρω μου και με σήκωσε με τη μία στον αέρα, δίνοντάς μου από ένα ρουφηχτό φιλί σε κάθε μάγουλο. Το καπέλο του έπεσε κάτω. «Καλύτερα να το βγάλω αυτό τώρα, ούτως ή άλλως», είπε, χαμογελώντας όπως έσκυψε για να το μαζέψει. Στριμωχτήκαμε στην άκρη ενός τραπεζιού, μαζί με τέσσερις άλλους. Εκείνοι βρίσκονταν στα μισά του γεύματός τους. Κρίνοντας από τις εκφράσεις τους, το φαγητό πρέπει να ήταν θεϊκό. «Γκουακαμόλε και τσιπς για αρχή», είπε ο Σιμόν, «και μαργαρίτες. Θα το γιορτάσουμε». «Μπορείς να παραγγείλεις και τα επόμενα», τον προέτρεψα. «Δεν έχω ιδέα τι είναι όλα αυτά τα πιάτα, κι άλλωστε σε εμπιστεύομαι». «Μπορεί να το μετανιώσεις». «Αμφιβάλλω». Φάγαμε μέχρι που ένιωσα πως για να γυρίσω στο σπίτι θα έπρεπε να με πάει κάποιος τσουλώντας. «Καλά, παρήγγειλες ό,τι υπήρχε στον κατάλογο;» ρώτησα, κοιτάζοντας τα τελευταία ταχάδας, τσιπς μπανάνας γαρνιρισμένα με αλμυρό τυρί, χτυπώντας το βαρύ στομάχι μου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία επ’ αυτού, τα ραντεβού είναι καταστροφή για τη γραμμή σου. «Όχι ακριβώς», απάντησε εκείνος γελώντας. Με συνόδευσε μέχρι το διαμέρισμά μου. Γυρίσαμε με τα πόδια. Είχαμε πιει και οι δύο από τέσσερις ή πέντε μαργαρίτες και είχαμε ζαλιστεί για τα καλά. Η αλήθεια είναι πως εγώ κόντευα να μεθύσω κανονικά. Ήταν ευχάριστη αλλαγή το να μην πίνω μόνη. Βάλθηκα να ψαχουλεύω μέσα στην τσάντα μου για να βρω τα κλειδιά του σπιτιού, γέρνοντας στον τοίχο για να στηρίζομαι. «Δε γίνεται να έχω κλειστεί έξω», είπα. «Η εξώπορτα κλειδώνει από την έξω μεριά». «Να δοκιμάσω;» πρότεινε εκείνος. «Νομίζω πως έχω ζαλιστεί λιγότερο». Κράτησα ανοιχτή την τσάντα μου, οπότε εκείνος πέρασε διστακτικά το χέρι του μέσα. «Καλά, είναι απαραίτητο να κουβαλάς μαζί σου τόσα πράγματα;» απόρησε. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείς ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια». Έβγαλε από μέσα το σκοινί που μου είχε δώσει η Τσέρι μετά την παράσταση. Το είχα ξεχάσει στον πάτο της τσάντας μου από τότε. «Σχεδίαζες να με απαγάγεις;» ρώτησε εκείνος, κουνώντας το σκοινί μπροστά στο πρόσωπό μου. «Είμαι προσκοπίνα», απάντησα εγώ με άνεση. «Το σίγουρο είναι πως είσαι γεμάτη εκπλήξεις». Πέρασε το σκοινί χαλαρά γύρω από τη μέση μου
και, κρατώντας τις δυο του άκρες, με τράβηξε προς το μέρος του. «Τώρα σε τσάκωσα», είπε. Μετά με φίλησε. Το φιλί του ήταν ζεστό, πιο δυνατό απ’ ό,τι τα φιλιά του Ντόμινικ, πιθανότατα επειδή ήταν μεθυσμένος. Είχε γεύση τεκίλας, κι όταν ανάσανα, το μόνο που μπόρεσα να μυρίσω ήταν τα επίμονα μπαχαρικά του αρώματος που φορούσε και που θύμιζε κουζίνα στην οποία ψήθηκαν μπισκότα πιπερόριζας. Άφησε το σκοινί να πέσει κάτω και βύθισε τις παλάμες του μέσα στα μαλλιά μου, πιάνοντας σφιχτά το κεφάλι μου. Κράτησα την ανάσα μου, ελπίζοντας πως θα τραβούσε τα μαλλιά μου έτσι όπως έκανε ο Ντόμινικ για να με φιλήσει ξανά. Είχα αρχίσει να αισθάνομαι μια γνώριμη ζεστασιά να διατρέχει το σώμα μου και για μια στιγμή μπήκα στον πειρασμό να του προτείνω να ανέβει. Εκείνος όμως έκανε πίσω, κρατώντας κάπως μαγκωμένα τις παλάμες μου μέσα στα χέρια του. «Συγνώμη... Δεν έπρεπε να το είχα κάνει». «Δεν πειράζει. Είμαστε συνεργάτες». «Το ξέρω. Δεν ήταν καλή ιδέα». «Σίγουρα δεν ήταν». Μάζεψα το σκοινί και το έβαλα ξανά στην τσάντα μου. Τα κλειδιά μου λαμπύριζαν στην πλαϊνή θήκη, ακριβώς εκεί που τα έβαζα πάντοτε. «Είμαι βέβαιη πως σε είδα να βάζεις το χέρι σου εκεί», είπα, με δήθεν αυστηρό ύφος. «Ναι. Απλώς προσπαθούσα να σε καθυστερήσω». «Ευχαριστώ για το δείπνο και το ροντέο». «Εγώ ευχαριστώ, που μου έκανες παρέα». Είχε επιστρέψει στο συνήθη χαρακτήρα του, φιλικός, επαγγελματίας. Φλέρταρε, αλλά σαν να μην το εννοούσε πραγματικά. Αν και, κρίνοντας από το φιλί του τουλάχιστον, το εννοούσε απόλυτα. «Ώρα να ανέβω». «Κι εγώ πρέπει να πάω στο κρεβατάκι μου, να ξεκουραστώ. Έχουμε πρόβες αύριο. Κι εκτός αυτού, πρέπει να αρχίσουμε να προετοιμάζουμε τη σόλο εμφάνισή σου». «Καληνύχτα». «Καληνύχτα». Τον άφησα να στέκεται στο κατώφλι κι έκλεισα την πόρτα. Ακόμη δεν είχα επικοινωνήσει με τον Ντόμινικ, όμως μπορούσα να αισθανθώ το βάρος της αποδοκιμασίας του από την απέναντι πλευρά του ωκεανού.
6 Ένα Νησί στη Σπρινγκ Στριτ
Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ στην αίτηση που είχε υποβάλει έφτασε στο γραμματοκιβώτιο του Ντόμινικ ένα δεκαπενθήμερο μετά την επιστροφή του από τη Νέα Υόρκη. Καθώς αρχικά του είχε δοθεί η εντύπωση πως θα είχε ενημέρωση νωρίτερα, είχε περάσει μια δύσκολη εβδομάδα, όσο περίμενε την απόφαση της επιτροπής, νιώθοντας άλλοτε προσμονή και άλλοτε μια ιδιότυπη μορφή ήπιας κατάθλιψης. Η απάντηση ήταν, όπως ήλπιζε ολόψυχα, θετική, του είχε δοθεί η θέση του επισκέπτη καθηγητή, με την ανάλογη οικονομική ενίσχυση. Η περίοδος παραμονής του στο Μανχάταν θα ξεκινούσε μετά τις διακοπές του Πάσχα. Θα του παραχωρούνταν ένα μικρό γραφείο στους χώρους της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης, καθώς και ηλεκτρονική και απευθείας πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες, κι εκείνος σε αντάλλαγμα θα έδινε μία ομιλία το μήνα, διάρκειας όχι μεγαλύτερης της μιας ώρας, για ένα θέμα της επιλογής του. Το πόσο χρόνο θα περνούσε κάνοντας έρευνα μέσα στο επιβλητικό κτίριο στη συμβολή της Πέμπτης Λεωφόρου με την 42η Οδό επαφιόταν στη διακριτική του ευχέρεια. Πλέον ο Ντόμινικ είχε λιγότερους από τρεις μήνες για να ολοκληρώσει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες: να οργανώσει την άδειά του από τη δουλειά του στο Λονδίνο, να συνδράμει στον εντοπισμό ενός αντικαταστάτη για το διάστημα της απουσίας του και, το σημαντικότερο, να βρει μέρος να μείνει στη Νέα Υόρκη, καθώς η βιβλιοθήκη δεν μπορούσε να βοηθήσει σε αυτό το θέμα. Τηλεφώνησε στη Σάμερ. «Επιτέλους, είχα νέα τους. Εξασφάλισα τη θέση». «Τέλεια. Πραγματικά χαίρομαι». «Θα έρθω αμέσως μετά το Πάσχα». «Α...» «Συμβαίνει κάτι;» «Θα είμαι τελείως κλεισμένη με τις πρόβες για τη σόλο εμφάνισή μου». «Κανένα πρόβλημα. Θα βρω ένα μέρος, κάπου, όπου θα μπορείς να παίζεις το Μπαγί μέρα νύχτα χωρίς να ανησυχείς μήπως ενοχλήσεις τους γείτονες». «Καλό θα ήταν αυτό», αποκρίθηκε η Σάμερ. «Έως τότε, κυρίως δουλεύω σε ένα μικρό δωμάτιο στα έγκατα των εγκαταστάσεων της Συμφωνικής. Δεν είναι ό,τι καλύτερο. Εκτός αυτού, πρέπει να κλείνω το χώρο μέρες νωρίτερα, καθώς είναι πολλοί οι μουσικοί που ζητούν επιπλέον χρόνο για πρόβες. Ο Σιμόν προσφέρθηκε να μου παραχωρήσει το διαμέρισμά του, στο Άπερ Γουέστ Σάιντ, αλλά θα αισθανόμουν άβολα αν εκμεταλλευόμουν την καλοσύνη του». «Δίκιο έχεις». «Χώρια που προτιμώ να είμαι μόνη όταν προετοιμάζομαι», πρόσθεσε η Σάμερ. «Και με μένα τι θα γίνει; Τέρμα τα ιδιωτικά ρεσιτάλ;»
«Α, αυτό είναι εντελώς άλλο ζήτημα», είπε εκείνη. Το να βρεθεί χώρος για ενοικίαση στο Μανχάταν, ακόμη και με τον πλέον γενναιόδωρο προϋπολογισμό, αποτελεί πάντοτε δύσκολη υπόθεση, ειδικά όταν επιχειρείται από απόσταση. Οι αναζητήσεις μέσω διαδικτύου αποδείχτηκαν αρχικά χάσιμο χρόνου, γι’ αυτό ο Ντόμινικ κινήθηκε τελικά μέσω ενός μεσίτη εκεί. Έτσι, βρήκε ένα λοφτ στο Σόχο, στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στη Σπρινγκ Στριτ, κοντά στη γωνία της Γουέστ Μπρόντγουεϊ. Η Σάμερ έλεγξε το χώρο για λογαριασμό του και τον χαρακτήρισε ιδανικό. Ήταν τεράστιος, όπως ανέφερε, απολάμβανε άφθονο φως και η ακουστική του ήταν καταπληκτική. Αν και επιπλωμένος σε ιδιαίτερα μινιμαλιστικό στιλ, ήταν σίγουρη πως τα βιβλία του Ντόμινικ καθώς και η έφεσή του να τα συλλέγει με ταχύτητα σύντομα θα χάριζαν στη σοφίτα επιπλέον ζεστασιά και προσωπικότητα. Το συμβόλαιο ενοικίασης ήταν για μια πλήρη περίοδο δώδεκα μηνών και κανονίστηκε ώστε να μετακομίσει η Σάμερ εκεί έναν ολόκληρο μήνα πριν από την άφιξη του Ντόμινικ στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να αξιοποιήσει το χώρο. Αρχικά δίσταζε να εγκαταλείψει τους Κροάτες φίλους της, σύντομα όμως άρχισε να ανυπομονεί για την ώρα που θα γλίτωνε από τα βογκητά τους και τη διαρκή αναστάτωση που της προκαλούσαν τις νύχτες. Θα περιέγραφε τα κατορθώματά τους στον Ντόμινικ όταν θα του μιλούσε στο τηλέφωνο· πάντοτε γελούσε με την καρδιά του μαθαίνοντας τις περιπέτειες των λάγνων Κροατών. Αργότερα, μια σκεφτική Σάμερ αναλογιζόταν πως σπάνια έβλεπε τον Ντόμινικ να γελά μπροστά της. Αναρωτιόταν γιατί συνέβαινε αυτό. Ο Ντόμινικ είχε δει μόνο φωτογραφίες του λοφτ, οπότε η Σάμερ, μόλις μετακόμισε εκεί, του περιέγραψε το χώρο. «Πέρα από το υπνοδωμάτιο, το οποίο βρίσκεται στη μία πλευρά, όλος ο υπόλοιπος χώρος είναι ενιαίος, με γυαλιστερά ξύλινα πατώματα. Θυμίζει αίθουσα χορού». «Αλήθεια;» «Η κουζίνα είναι σούπερ μοντέρνα. Πρώτη φορά βλέπω τέτοια κουζίνα, με γρανιτένιους πάγκους, εξοπλισμένη με ό,τι πιο καινούριο. Σαν διαστημόπλοιο μοιάζει! Δεν ξέρω όμως αν θα μπορέσω να τη βγάζω με ομελέτες και τοστ εκεί πέρα... Θα ήταν σαν να φτύνω κατάμουτρα όλη αυτή τη μαγειρική τεχνολογία». «Μπορούμε να τρώμε έξω», είπε ο Ντόμινικ. «Όχι», απάντησε εκείνη. «Θέλω να σου μαγειρεύω. Πολύ σπάνια το έχω κάνει για έναν άντρα, για έναν εραστή». «Ωραία. Δηλαδή τέρμα οι κορσέδες και τα παλιά βιολιά. Θα πρέπει να σου βρω βιβλία μαγειρικής γεμάτα περίεργες συνταγές, ναι;» Η Σάμερ γέλασε πνιχτά. «Τα παράθυρα είναι πελώρια. Το φως που μπαίνει είναι απίστευτο. Θέα όμως δεν έχει: απέναντι βλέπεις μια ατελείωτη γκρίζα επιφάνεια, τα γειτονικά κτίρια. Εκεί παράθυρα δεν υπάρχουν, μόνο σωλήνες και μεταλλικές γρίλιες. Είναι κάπως άσχημα. Το αποτέλεσμα όμως είναι το βράδυ να επικρατεί απόλυτη ησυχία, παρόλο που στο δρόμο υπάρχουν ένα σωρό εστιατόρια, που μένουν ανοιχτά μέχρι αργά. Είναι απόκοσμα γαλήνια». «Και διακριτικά;» «Απόλυτα», του επιβεβαίωσε. «Θαυμάσια. Θα θέλω να κάνεις πρόβες γυμνή, εννοείται, όταν θα είμαι εκεί». «Είχα αρχίσει να υποψιάζομαι πως αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που νοίκιασες τούτο το
μέρος». «Ακριβώς», τη διαβεβαίωσε με τη σειρά του. Χωρίς να της το ζητήσει και χωρίς να το γνωρίζει εκείνος, η Σάμερ είχε αποκτήσει γρήγορα τη συνήθεια να περιφέρεται στο χώρο γυμνή, είτε έκανε πρόβα είτε απλώς χαλάρωνε. Της φαινόταν σωστό, στα όρια του ερεθισμού, φυσικό, σε μια σοφίτα που έμοιαζε με νέο παραδείσιο κήπο, έναν κόσμο αθωότητας. Της άρεσε η λιτή ατμόσφαιρα του χώρου, οι μινιμαλιστικές γραμμές και οι λευκοί τοίχοι του, όπως και τα ασοβάτιστα τούβλα που ξεχώριζαν σαν καλλιτεχνική νότα ανάμεσα στα ατσάλινα δοκάρια της οροφής και σε τακτά διαστήματα, σκούρες πινελιές πάνω στο τοπίο των ατελείωτων τοίχων. Η Σάμερ αγόρασε μερικές ορχιδέες, τις οποίες τοποθέτησε σε διάφορα σημεία, για να δώσει λίγο χρώμα στο διαμέρισμα. Δίσταζε να βάλει κάποιο από τα τροπικά αυτά φυτά στο υπνοδωμάτιο. Δεν ήξερε αν άρεσαν τα λουλούδια στον Ντόμινικ. Είχε ακόμη ένα σωρό πράγματα να μάθει γι’ αυτόν. Πώς θα ήταν όταν θα συζούσαν; Κανονίζοντας να έρθει στη Νέα Υόρκη, ο Ντόμινικ την είχε φέρει αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή κατάσταση. Ήταν μια μεγάλη απόφαση το να συζήσουν, αν και η Σάμερ δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς είχε συμφωνήσει. Κατά κάποιο τρόπο είχε προκύψει, μέσα από την αδράνεια, σαν να είχε πάρει την απόφαση το σώμα της, χωρίς να έχει συνεννοηθεί με τον εγκέφαλό της. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που έζησε μαζί με έναν της εραστή. Επί χρόνια μοιραζόταν τα διαμερίσματα όπου έμενε στα ταξίδια της: Αυστραλία, Λονδίνο, Νέα Υόρκη... Θα λειτουργούσε αυτή η σχέση; Μπορούσε να λειτουργήσει; «Θα είναι ωραία να σε έχω εδώ», του είπε. «Ανυπομονώ», της απάντησε. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Θα στείλεις τίποτα βιβλία εδώ, για την έρευνά σου; Θα μπορούσα ίσως να αγοράσω μερικά ράφια, από το Ikea, ας πούμε. Ευχαρίστως να δω τι υπάρχει». «Μην μπεις στον κόπο», είπε ο Ντόμινικ. «Θα βρω ό,τι χρειαστώ στη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Περισσότερα απ’ όσα θα χρειαστώ». «Εντάξει». «Ένας μήνας απέμεινε», της υπενθύμισε. «Ναι». «Ένα πράγμα μόνο... Θυμάσαι τι έχουμε συμφωνήσει. Αν νιώσεις ότι πρέπει να πας με κάποιον μέσα στις επόμενες εβδομάδες...» «Ναι;» Ένιωσε την καρδιά της να πεταρίζει. «Πήγαινε στο σπίτι του ή κάπου αλλού, όχι στο δικό μας διαμέρισμα». «Καταλαβαίνω». Δεν ήταν σίγουρη αν το σχόλιό του αποτελούσε οδηγία ή ενθάρρυνση. Οι καλύτερες προθέσεις συχνά ανατρέπονται από τις συμπτώσεις. Η γυναίκα που καθόταν στο παράθυρο στα αριστερά του, στην πτήση από το Λονδίνο για τη Νέα Υόρκη, διάβαζε τον Μεγάλο Γκάτσμπι, προσφέροντας έτσι στον Ντόμινικ το ιδανικό πάτημα για να της μιλήσει. Ήταν ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσε σχεδόν να απαγγείλει από μνήμης, από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη,
καθώς το είχε μελετήσει διεξοδικά σε πολλές περιπτώσεις. Το όνομά της ήταν Μιράντα. Άραγε η συζήτηση θα είχε στραφεί προς το φλερτ τόσο εύκολα αν ήταν κάποιο άλλο βιβλίο ή αν η διασκεδαστική αφήγηση της Σάμερ για την περιπέτεια της μιας βραδιάς στο Μανχάταν δεν είχε σκαλώσει στη μνήμη του, σιγοβράζοντας εκεί εδώ και μερικές εβδομάδες; Ο Ντόμινικ ήξερε ότι δεν ήταν ζηλιάρης. Ρεαλιστής ήταν. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχε καταστήσει απολύτως σαφείς τους όρους της σχέσης τους στη Σάμερ και είχε συμφωνήσει ότι δεν ήταν αποκλειστική, όμως κάποιες φορές η καρδιά αρνείται να ακολουθήσει τη λογική. Σε αντίθεση με τη Σάμερ, απ’ ό,τι φαινόταν, εκείνος δεν έκανε τα πάντα για να προχωρήσει κάτι (και το γεγονός ήταν ότι εκείνη, σε μεγάλο βαθμό, είχε προκαλέσει τη συνάντηση με τον – να δεις πώς τον έλεγαν... Γκάρι ή Γκρεγκ;), προτιμώντας να αφήνει τη ζωή να ακολουθεί το δρόμο της και μέσα από αυτή να προκύπτουν οι όποιες ανθρώπινες επαφές. Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμη εικοσάρης και τα οικονομικά του τόσο περιορισμένα ώστε δεν μπορούσε να καλύψει το κόστος ενός κανονικού αεροπορικού εισιτηρίου από το Λονδίνο για το Παρίσι, κατέφυγε σε μια οικονομική λεωφορειακή σύνδεση που εξυπηρετούσε τις δύο πόλεις, με αφετηρία το σταθμό λεωφορείων στο Γουότερλου και προορισμό την Πλας ντε λα Ρεπουμπλίκ, κι είχε βρεθεί να κάθεται δίπλα στην Ντανιέλ, μια νεαρή μελαχρινή Γαλλίδα. Ίσως να διάβαζε κι εκείνη κάποιο βιβλίο που ο ίδιος το γνώριζε καλά· δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε ακριβώς γίνει. Η συζήτηση προέκυψε αβίαστα. Η κοπέλα επέστρεφε από το Λονδίνο, στο οποίο είχε ταξιδέψει προκειμένου να διατηρήσει μια εξ αποστάσεως σχέση με έναν Ινδό φοιτητή της ιατρικής, σχέση η οποία φαινόταν πως έπνεε τα λοίσθια. Ο Ντόμινικ ήταν ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο σχέσεις. Είχαν απολαύσει τη συζήτησή τους, είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα και διευθύνσεις, προτού πάρει ο καθένας το δρόμο του φτάνοντας στο Παρίσι. Ήταν προφανές πως η Ντανιέλ ήταν χαλαρή και ξέγνοιαστη. Μέσα σε μία εβδομάδα, της είχε τηλεφωνήσει, κατέληξαν στο κρεβάτι και έγιναν εραστές σε τακτική βάση, σε μια περίοδο δεκαοχτώ μηνών. Ή, τουλάχιστον, ο Ντόμινικ είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των πολυάριθμων εραστών της, καθώς η Ντανιέλ πρόσφερε τις χάρες της με ασυνήθιστη γενναιοδωρία και δεν είχε καμία δυσκολία να ομολογήσει πως δεν ήταν ο Ντόμινικ ο μοναδικός άντρας με τον οποίο πλάγιαζε σε μόνιμη βάση. Μάλιστα ένα βράδυ της χτύπησε την πόρτα κάποιος άλλος άντρας, την ώρα που ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, εξουθενωμένοι, στο μικρό της διαμέρισμα κοντά στη φυλακή της Σαντέ, οπότε ευχαρίστως τον προσκάλεσε να περάσει, για να καταλήξουν και οι τρεις κάτω από τα σκεπάσματα, με τους δύο άντρες να την καβαλάνε εναλλάξ καθώς γυρνούσε από τον ένα στον άλλο. Μετά την επιστροφή του για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, είχε χάσει κάθε επαφή με την Ντανιέλ, μέχρι που του τηλεφώνησε πανικόβλητη ένα απόγευμα, ενώ εκείνος βρισκόταν ακόμη στη δουλειά, γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβε ο Ντόμινικ, την είχε πετάξει στο δρόμο ένας άλλος άντρας με τον οποίο είχε σχέσεις επειδή του είχε κλέψει το πορτοφόλι. Ήταν άφραγκη και χρειαζόταν άμεσα τη βοήθειά του. Σε απελπιστική κατάσταση, μόνη στο Λονδίνο, χωρίς ούτε μία αλλαξιά ρούχα –ο άντρας είχε κρατήσει τη βαλίτσα της–, η Ντανιέλ έπεσε σε απόγνωση και μάλιστα είχε επιχειρήσει να κάνει πεζοδρόμιο στα σοκάκια του Σόχο, χωρίς επιτυχία. Ο Ντόμινικ της βρήκε ένα μικρό δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο στο Μπλούμσμπερι στις δύο το πρωί και της δάνεισε λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής στο Παρίσι, την επόμενη μέρα. Ήταν πολύ αργά για να γυρίσει στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα, χρήματα δεν είχε πλέον για να πάρει ταξί, οπότε έμεινε μαζί της στο στενό δωμάτιο, όπου το έκαναν μέχρι το ξημέρωμα, ενώ η Ντανιέλ έκλαιγε την περισσότερη ώρα. Το ένα έφερε το άλλο,
και καθώς ήξεραν και οι δύο πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα βλέπονταν, κατέληξαν να κάνουν πρωκτικό σεξ. Ήταν η πρώτη του φορά. Έφυγε νωρίς το πρωί, γιατί έπρεπε να πάει στη δουλειά, αφήνοντας την Ντανιέλ να κοιμάται στο κρεβάτι, με το πρόσωπο πασαλειμμένο από το μακιγιάζ και τη σκούρα θηλή του ενός στήθους της να ξεχωρίζει πάνω από τα ξέστρωτα σεντόνια. Ανέκαθεν έβγαζε ένταση στις επαφές τους και κάποιες φορές η απροσεξία της τον φόβιζε. Δεν την αποχαιρέτισε καν, γεγονός το οποίο θα τον βάραινε για χρόνια. Από την αρχή είχε την υποψία πως η Ντανιέλ δε θα είχε καλή κατάληξη, όμως μία δεκαετία αργότερα, από περιέργεια, την έψαξε στο διαδίκτυο και ανακάλυψε πως πλέον δίδασκε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό, και μάλιστα είχε γράψει μια διατριβή πάνω σε κάποιο άκρως εξειδικευμένο ακαδημαϊκό αντικείμενο, το οποίο όμως ελάχιστα τον ενδιέφερε να διαβάσει. Από καθαρή σύμπτωση βρέθηκαν να κάθονται μαζί στο λεωφορείο, να γνωριστούν και τελικά, απρόσμενα, να έχει την πρώτη του εμπειρία στο πρωκτικό σεξ. Από τότε ο Ντόμινικ είχε υιοθετήσει μια χαλαρή στάση ώστε να επιτρέπει στα ρεύματα της ζωής να τον οδηγούν σε διάφορες απρόβλεπτες κατευθύνσεις, χωρίς ποτέ να αντιστέκεται στη ροή τους. Άραγε κουβαλούσε πάνω του τη μυρωδιά των βιβλίων και γι’ αυτό τόσα πολλά από τα άτομα που συναντούσε τυχαία είχαν ακαδημαϊκές διασυνδέσεις; Η Μιράντα, η συνεπιβάτιδά του στην πτήση για τη Νέα Υόρκη, εργαζόταν στις διοικητικές υπηρεσίες του Κολεγίου Χάντερ. Ο Ντόμινικ ανέκαθεν ήταν χαμηλών τόνων, πλην όμως χαρισματικός ομιλητής. Ήταν ένα από τα δυνατά του σημεία ως δασκάλου. Αν τον ενδιέφερε το αντικείμενο, δεν είχε την παραμικρή δυσκολία να αυτοσχεδιάζει επί ώρες, να αναπτύσσει θεωρίες, τυχαίες σκέψεις και τολμηρές προτάσεις με ιδιαίτερη άνεση, χωρίς ποτέ να αναλώνεται σε κοινοτοπίες ή να κάνει επίδειξη. Στο θέμα του Γκάτσμπι έπαιζε πραγματικά εντός έδρας, οπότε η πτήση πέρασε ευχάριστα καθώς συζητούσε σε χαλαρό τόνο με τη Μιράντα. Οι εφτά ώρες σύντομα κύλησαν νεράκι. Έτσι είχε λιγότερο χρόνο να σκεφτεί τη Σάμερ και το πώς θα κατάφερναν να συζήσουν στη Νέα Υόρκη. Η Μιράντα φορούσε ένα γκρι επαγγελματικό σύνολο, η φούστα τής έφτανε ως το γόνατο, όμως σταδιακά άρχισε να ανεβαίνει προς το μηρό της έτσι όπως ανακαθόταν στη θέση της. Η εφαρμοστή άσπρη μπλούζα της άφηνε μικρά κενά ανάμεσα στα κουμπιά, τεντωμένη από το μαύρο σουτιέν που φαινόταν ότι φορούσε από κάτω. Ο λαιμός της ήταν θαυμάσια λεπτοκαμωμένος, παίρνοντας μια υποψία ροζ χρώματος καθώς περνούσαν οι ώρες και η θερμοκρασία στο αεροπλάνο ανέβαινε. Ήταν διαζευγμένη και ζούσε μόνη στο Άπερ Ιστ Σάιντ, όπως έμαθε ο Ντόμινικ. Απορροφημένη από τη συζήτησή τους, συχνά άπλωνε τα δάχτυλά της και έπιανε ελαφρώς τον πήχη του όταν προσπαθούσε να τονίσει κάποιο σημείο, ενώ, σε μια δυο περιπτώσεις, άγγιξε και το γόνατό του. Ο Ντόμινικ δεν ήταν ειδικός στη γλώσσα του σώματος, αλλά ήξερε πως αυτό ήταν κάτι που έκανε συχνά και ο ίδιος, εντελώς αθώα, ενστικτωδώς. Μόνο απέναντι σε γυναίκες οι οποίες τον έλκυαν όμως. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, αντάλλαξαν στοιχεία επικοινωνίας και υποσχέθηκαν να τα ξαναπούν. Ο Ντόμινικ έγραψε το νούμερό της στην πίσω πλευρά μιας από τις επαγγελματικές του κάρτες. Σχεδίαζε να πάρει καινούριο τηλέφωνο στη Νέα Υόρκη, καθώς αυτό από το Λονδίνο δεν εξυπηρετούσε εδώ, πράγμα που σήμαινε πως το μπαλάκι είχε περάσει στη δική της πλευρά. Επίσης, φρόντισε να μην αναφέρει στη Μιράντα ότι θα συζούσε με μια άλλη γυναίκα στο διάστημα της παραμονής του στην πόλη. Από μια νέα σύμπτωση, οι αποσκευές τους εμφανίστηκαν στον ιμάντα μεταφοράς σχεδόν
ταυτόχρονα. Το χαμόγελο της Μιράντα όταν το παρατήρησε άξιζε χίλιες λέξεις. Φαίνεται πως πίστευε κι εκείνη στις συμπτώσεις. Με το πρόσχημα της απόστασης των προορισμών τους, ο Ντόμινικ επέμεινε στην ουρά να πάρουν ξεχωριστά ταξί. Η εξαπάτηση είναι εύκολη. Αυτή τη φορά ο οδηγός ήταν Βιετναμέζος και δυσκολευόταν να καταλάβει την αγγλική προφορά του Ντόμινικ όταν του ζήτησε να τον μεταφέρει στη Σπρινγκ Στριτ. Ο δρόμος ανοιγόταν μπροστά τους. Η γνώριμη διαδοχή των περιφερειακών διοικητικών διαμερισμάτων, ο Αυτοκινητόδρομος Σάουδερν Στέιτ, η αναπόφευκτη παράκαμψη μέσω της Ατλάντικ Άβενιου και στη συνέχεια ο δρόμος ταχείας κυκλοφορίας Βαν Γουίκ και οι τσιμεντένιοι στύλοι που στηρίζουν τις εναέριες ράγες του τρένου, από εκεί στο Νοσοκομείο της Τζαμάικα και στο τελικό σκέλος προς τη Σήραγγα Μίνταουν. Πόσες φορές είχε ακολουθήσει αυτή τη διαδρομή και είχε βρεθεί αντιμέτωπος με μποτιλιαρίσματα και στις δύο κατευθύνσεις; Ο Ντόμινικ πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Η Σάμερ τον περίμενε στο τέλος του ταξιδιού. Μέχρι να φτάσει το ταξί στο Σόχο, είχε πιάσει ένα ανοιξιάτικο ψιλόβροχο. Καταφύγιο δεν υπήρχε ανάμεσα στο ταξί και την ακάλυπτη κεντρική είσοδο του κτιρίου. Ο Ντόμινικ χτύπησε το κουδούνι. «Εγώ είμαι». Η Σάμερ, όπως είχαν συνεννοηθεί, βρισκόταν στο σπίτι και του άνοιξε. Το ασανσέρ ήταν ήδη στο ισόγειο, με τις πόρτες ανοιχτές, βιομηχανικό στην αισθητική του. Πριν από χρόνια, όπως είχε μάθει ο Ντόμινικ, στεγάζονταν στο κτίριο διάφορα εργαστήρια στα οποία εργάζονταν μετανάστες, μέχρι που η βιοτεχνία ρούχων μεταφέρθηκε στη συνοικία που σήμερα είναι γνωστή ως Συνοικία Ιματισμού. Οι πελώριοι άδειοι χώροι προσέλκυσαν καλλιτέχνες, στους οποίους άρεσε το φως και οι οικονομικές τιμές των ακινήτων. Στις μέρες μας ελάχιστοι καλλιτέχνες μπορούσαν να αντέξουν τα ενοίκια στο Σόχο, κι έτσι τα λοφτ περνούσαν στα χέρια τραπεζιτών, επενδυτών και γενικά επιχειρηματιών. Ο πέμπτος όροφος είχε χωριστεί σε τρία διαμερίσματα, και εκείνο που είχε κανονίσει να νοικιάσει ο Ντόμινικ βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου βγαίνοντας από το ασανσέρ. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Κρατώντας σφιχτά το χερούλι της βαλίτσας του, έσπρωξε κι άλλο την πόρτα με το πόδι του. Το παρκεταρισμένο ξύλινο πάτωμα οδηγούσε σε μια μικρή ράμπα, η οποία εκτεινόταν παράλληλα με τον εξωτερικό διάδρομο, στα δεξιά της οποίας βρισκόταν η κουζίνα. Πιο πέρα ήταν ο ενιαίος μεγάλος χώρος της σοφίτας, ο οποίος κατέληγε στα επιβλητικά παράθυρα, πέρα από τα οποία ένα πέπλο βροχής πλαισίωνε τον γκρίζο ουρανό εκείνης της μέρας. Λόγω της επιδείνωσης του καιρού, η Σάμερ είχε ανάψει τα φώτα. Μια σειρά από χωνευτά σποτάκια εκτείνονταν κατά μήκος της οροφής, τέμνοντας στα δύο το χώρο. Στο κέντρο ακριβώς του καθιστικού, μέσα σε ένα φωτεινό κύκλο, στεκόταν η Σάμερ. Γυμνή. Κρατούσε το πολύτιμο βιολί της στο ένα χέρι, στο πλευρό της. Ένα χαμόγελο όλο νόημα απλωνόταν στο πρόσωπό της. Το βλέμμα του Ντόμινικ πέρασε γρήγορα από τα βαμμένα χείλη της στους εκρηκτικούς
βοστρύχους που στεφάνωναν το κεφάλι της κι από εκεί στο εντυπωσιακό κόκκινο των θηλών της. Είχε χρησιμοποιήσει κραγιόν για να τονίσει ορισμένα σημεία του σώματός της, ακριβώς όπως είχε κάνει κι εκείνος, πριν από τόσους μήνες. Τα μάτια του στράφηκαν χαμηλότερα. Το τρίχωμα στην ηβική της χώρα είχε αρχίσει να μεγαλώνει, όμως φαινόταν πως είχε ζωγραφίσει και τα κάτω χείλη της. Η καρδιά του πετάρισε. Άφησε τη βαλίτσα να πέσει από τα χέρια του. Η Σάμερ έφερε με κάθε επισημότητα το βιολί στο πιγούνι της, σκλάβα αυτής της ιδιωτικής τελετής την οποία και οι δύο αναγνώριζαν ως απολύτως δική τους, και άρχισε να παίζει. Το δεύτερο σκέλος από τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι. Ένας χείμαρρος συναισθημάτων σάρωσε τον Ντόμινικ. Απέμεινε να στέκει ακίνητος, σαστισμένος μπροστά σ’ εκείνο τον αισθηματικό κυκεώνα. Μαγεμένος από την προσφορά της. Το χαιρετισμό της. Αυτή την ουβερτούρα του χρόνου που θα περνούσαν μαζί στο Μανχάταν. Κάθε νότα έφτανε οικεία και συνάμα φρέσκια στα αφτιά του, αφυπνίζοντας αναμνήσεις, περασμένα γεγονότα, εικόνες της Σάμερ σε όλο της το μεγαλείο. Τούτη η άνοιξη προμηνυόταν ιδιαίτερα τρυφερή... Καθώς η μουσική απλωνόταν στους τοίχους του διαμερίσματος και η Σάμερ περνούσε στο μελωδικό της κόσμο, έκλεισε τα μάτια της. Όπως πάντα, η παρτιτούρα ήταν περιττή. Οι νότες του Βιβάλντι αποτελούσαν πλέον κομμάτι της. Κομμάτι τους ίσως; Ο Ντόμινικ έβγαλε τα παπούτσια του. Φορούσε μαύρες ελαστικές κάλτσες, όπως πάντα. Τις έβγαλε κι αυτές· τούτα τα ξύλινα πατώματα ήταν καμωμένα για ξυπόλυτα πόδια. Πλησιάζοντας τη Σάμερ, ένιωσε την ήπια θερμότητα που ανέδιδε το σώμα της, τις πράσινες νότες του αρώματός της, το σχεδόν ανεπαίσθητο ρεύμα του ιδρώτα που έβγαινε στην επιφάνεια της επιδερμίδας της καθώς το παίξιμο του βιολιού τη ζέσταινε σταδιακά. Ο Ντόμινικ πήρε μια βαθιά ανάσα. Διέγραψε κύκλο γύρω της. Η πλάτη της ήταν λευκή σαν το χιόνι, όμως ο Ντόμινικ δεν μπορούσε να μη φαντάζεται σημάδια από το παρελθόν, αμυδρά, απλωμένα στην πλάτη και στους γλουτούς της, σαν από καιρό ξεχασμένο πλαίσιο μικρών τατουάζ που εκτείνονταν σε ευθείες και παράλληλες γραμμές πάνω στον καμβά της σάρκας της. Έτσι φανταζόταν τα σκοινιά που του είχε αναφέρει πως την είχαν σημαδέψει για λίγο. Πλησίασε κι άλλο. Ολόκληρο το σώμα του βρισκόταν σε απόσταση εκατοστών από το δικό της. Φίλησε τρυφερά το λοβό του αφτιού της. Με μάτια κλειστά ακόμη, η Σάμερ ρίγησε, κι εκείνη η κίνηση άθελά της προκάλεσε ένα ελαφρύ τρέμουλο στη ροή της μελωδίας που έπαιζε. Η πλάτη της ίσιωσε. Ο Ντόμινικ έκανε ένα βήμα πίσω και διέγραψε ξανά κύκλο γύρω από τη Σάμερ, παίρνοντας αυτή τη φορά θέση μπροστά της. Χωρίς να εμποδίσει την κίνηση των χεριών της καθώς εκείνη συνέχιζε να παίζει, πέρασε ένα δάχτυλο από τον ώμο μέχρι χαμηλά στα πλευρά της, στρίβοντας το χέρι έτσι ώστε να ακολουθήσει τη γραμμή του μπικίνι, μένοντας γαργαλιστικά στα όρια των ζωγραφισμένων χειλιών της. Γονάτισε μπροστά της, χρησιμοποιώντας και τα δύο χέρια για να μεγαλώσει το κενό ανάμεσα στα πόδια της. Έφερε το πρόσωπό του ακόμη πιο κοντά, σχεδόν πάνω της, αλλά όχι ακριβώς. Ήξερε πως, έτσι όπως εκείνη κρατούσε το βιολί, δεν μπορούσε να τον δει, δεν μπορούσε να δει τη γλώσσα του καθώς πλησίαζε αργά τα υγρά, πρόθυμα χείλη της.
Η Σάμερ συνέχισε να παίζει, παρότι ο Ντόμινικ αντιλαμβανόταν πως κάθε κύτταρο του κορμιού της ζητούσε επιτακτικά να πετάξει στην άκρη το πολύτιμο μουσικό όργανο και να τον βουτήξει, να τον προκαλέσει ώστε να εξερευνήσει το σώμα της ταχύτερα, δυνατότερα. Ήξερε πως εκείνος δοκίμαζε τις αντοχές της. Έπαιζε μαζί της. Την έβαζε στον πειρασμό να πάψει να εστιάζει την προσοχή της στο βιολί. Να γίνει περισσότερο δραστήρια. Η Σάμερ συναισθανόταν το πόσο ασταθής γινόταν η μουσική, πόσο ερασιτεχνική. Η μουσικός μέσα της έφριττε με το φτωχό αποτέλεσμα, όμως η γυναίκα μέσα της, πολύ απλά, δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ο Ντόμινικ σταμάτησε για λίγο, απολαμβάνοντας τη στιγμή, τη γεύση της Σάμερ. Η κηρώδης υφή του κραγιόν που είχε χρησιμοποιήσει ήταν γλυκιά και κολλώδης, το δίχως άλλο μεταφερόταν στα χείλη του. Πιθανότατα θα θύμιζε κάπως κλόουν έτσι και κοιταζόταν αυτή τη στιγμή σ’ έναν καθρέφτη, όπως τα λογάριαζε, με ανάλαφρη διάθεση. Η Σάμερ ήταν απίστευτα υγρή και την ένιωθε να αντιδρά σε κάθε κίνηση της γλώσσας του μέσα της, όμως ακόμη κι έτσι συνέχιζε να παίζει. Βύθισε το πρόσωπό του στα απόκρυφά της, με την άκρη της γλώσσας του να χτυπάει ελαφρά την κλειτορίδα· την αισθανόταν να σκληραίνει, την έπιανε ανάμεσα στα χείλη του, την πίεζε, τη μάλαζε, συγκρατώντας την έντονη επιθυμία του να τη δαγκώσει. Εκείνη άλλαξε τη γωνία που σχημάτιζαν τα πόδια της χωρίς να της ξεφύγει νότα από τη μελωδία, προσκαλώντας τον να προχωρήσει βαθύτερα. Τα μαλλιά του χάιδευαν το εσωτερικό των μηρών της καθώς αποδεχόταν ευχαρίστως την πρόσκλησή της και τρύπωνε βαθύτερα μέσα της, νιώθοντας πάνω στα χείλη του τη ροή των χυμών της. Η Σάμερ τελείωσε, ξεσπώντας με ένα βαθύ ρίγος που απλώθηκε σαν κύμα από το βάθος του στομαχιού της, ακριβώς τη στιγμή που η μουσική έφτανε στο ορισμένο τέλος της. Η βροχή έξω είχε σταματήσει και ακολούθησε μια παρατεταμένη στιγμή απόλυτης σιωπής, με τη Σάμερ να στέκεται προσοχή, σαν στήλη άλατος στο κέντρο του δωματίου, με τα μάτια της ακόμη κλειστά και τον Ντόμινικ γονατισμένο μπροστά της. Και οι δύο δίσταζαν να μιλήσουν πρώτοι, να πουν κάτι, λες και η απόφαση αυτή θα μπορούσε να έχει τρομερές συνέπειες. Τη σιωπή έσπασαν οι στακάτες ανάσες της Σάμερ, καθώς τώρα πάλευε να σταθεροποιήσει την αναπνοή της. Ο Ντόμινικ σηκώθηκε από το σκληρό ξύλινο πάτωμα, έριξε μια ματιά γύρω του και παρατήρησε ένα κομμάτι σκοινί αφημένο πάνω σε έναν από τους γρανιτένιους πάγκους της κουζίνας, δίπλα στην τσάντα της Σάμερ, μαζί με το ροζ κινητό της κι ένα μπρελόκ με κλειδιά. Μήπως ήταν κάτι που χρησιμοποιούσε στο εργαστήρι της; «Μείνε εδώ. Κράτα τα μάτια σου κλειστά», της είπε. Πλησίασε στον πάγκο κι έπιασε το κοντό σκοινί, ζυγίζοντάς το στην παλάμη του. Έφτανε οριακά, όπως το υπολόγιζε. Ήταν ό,τι έπρεπε. Επέστρεψε στο σημείο όπου ήταν η Σάμερ. Στάθηκε στο πλευρό της και πέρασε προσεκτικά το σκοινί γύρω από το λαιμό της, στερεώνοντάς το με ένα χαλαρό κόμπο. Αισθανόταν τη νευρικότητά της καθώς προσπαθούσε να ελέγξει την αναπνοή της, να την επιβραδύνει. «Έλα», της είπε. Τράβηξε απαλά το αυτοσχέδιο λουρί. Η Σάμερ έκλεισε τα πόδια της, φέρνοντας διστακτικά το ένα μπροστά, ακολουθώντας τον στην κατεύθυνση όπου τεντωνόταν το σκοινί. Ο Ντόμινικ την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα.
Ο Ντόμινικ συμπλήρωνε ένα δεκαπενθήμερο στη Νέα Υόρκη, διάστημα κατά το οποίο μαζί με τη Σάμερ είχαν περάσει αβίαστα σε ένα χαλαρό πρόγραμμα. Κανόνιζε τις ώρες που αφιέρωνε στη βιβλιοθήκη ανάλογα με τις πρόβες της και μέχρι στιγμής δεν είχαν υπάρξει προβλήματα, παρόλο που και οι δύο αντιλαμβάνονταν πως σύντομα τα πράγματα θα δυσκόλευαν, καθώς πλησίαζε η ημερομηνία της σόλο εμφάνισής της. Η Σάμερ θα χρειαζόταν επιπλέον ώρες προετοιμασίας και είχε συμφωνήσει να δουλέψει εκτός προγράμματος με τον Σιμόν, το διευθυντή της ορχήστρας. Ο Ντόμινικ είχε προτείνει να δειπνήσουν όλοι μαζί, όμως η Σάμερ απέφευγε να το προχωρήσει, με το πρόσχημα πως ήθελε να κρατήσει την προσωπική και την επαγγελματική ζωή της αυστηρά σε απόσταση. «Δε γίνεται να είμαστε οι δυο μας συνέχεια», επισήμανε ο Ντόμινικ. «Βρίσκεις;» «Είναι φορές που μοιάζουμε με αιχμαλώτους σε αυτό το διαμέρισμα. Εσύ κι εγώ, απέναντι σε ολόκληρο τον κόσμο». «Αυτό δεν είναι το νόημα του να είσαι μαζί με κάποιον;» αντέτεινε η Σάμερ, με μια υποψία εκνευρισμού. Δεν ήταν σίγουρη τι θα μπορούσε να περιμένει όταν είχε συμφωνήσει να συζήσει με τον Ντόμινικ. Δεν ήξερε κατά πόσο ήταν έτοιμος γι’ αυτή τη ζωή. Η αλήθεια ήταν πως εξακολουθούσαν να υπάρχουν στιγμές που την εξέπληττε, που αποδεικνυόταν απρόβλεπτος, που έφερνε στην επιφάνεια την πόρνη που έκρυβε μέσα της, όταν αναλάμβανε τον έλεγχο με απροσδόκητους τρόπους, που εκείνη λαχταρούσε αλλά δεν κατόρθωνε πάντοτε να εκφράσει. Εκτός αυτού, η Σάμερ ήξερε πως ήταν αδύνατο να διατηρηθεί αυτή η αίσθηση σε καθημερινή βάση. Από τη μια μεριά αισθανόταν δέσμια της αναγκαίας ρουτίνας της σχέσης τους, μα από την άλλη διαρκώς επιζητούσε κάποιου είδους επιπρόσθετη πρόκληση. Ήταν τόσο περίπλοκη όλη αυτή η κατάσταση... Ο Ντόμινικ ήταν περίεργος να μάθει τι γινόταν με την Τσέρι, με το εργαστήρι ερωτικού δεσίματος, με τις ήπιες καταστάσεις στις οποίες είχε συμμετάσχει. Ίσως θα μπορούσε να τον συστήσει στους γνωστούς της. Σίγουρα δε θα ήταν κακό κάτι τέτοιο. «Απέκτησα μια φίλη... ξέρεις, όταν πειραματίστηκα με το σκοινί. Τη λένε Τσέρι. Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάποια στιγμή, να πιούμε ένα ποτό. Νομίζω πως θα τη συμπαθούσες». «Βεβαίως. Γιατί όχι;» Η Σάμερ έπιασε το κινητό της και κανόνισε τη συνάντηση. Έδωσαν ραντεβού στις τέσσερις, σ’ ένα μπαρ που ήξερε στην Μπλίκερ. Θα είχαν τουλάχιστον δύο ώρες στη διάθεσή τους, μια και η Τσέρι θα εμφανιζόταν νωρίς εκείνο το βράδυ σ’ ένα στέκι στο Μπάουερι. Η Μπλίκερ Στριτ είχε ως συνήθως κίνηση από νωρίς, καθώς αποτελούσε τόπο συνάντησης μποέμ και δήθεν τύπων, όπως και τουριστών. Πήγαν με τα πόδια ως εκεί, διασχίζοντας τη Χιούστον, περνώντας από αμέτρητα μπαρ στη διαδρομή. «Γιατί είπαμε στο Red Lion και όχι σε κάποιο άλλο μέρος, από τα τόσα που υπάρχουν εδώ;» ρώτησε ο Ντόμινικ τη Σάμερ. «Μα είναι αγγλικό. Σκεφτήκαμε πως θα σου άρεσε μια νότα της πατρίδας». Μια και δεν έπινε, ο Ντόμινικ ουδέποτε υπήρξε θαμώνας των παμπ, κάτι που η Σάμερ έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται. Όλες οι μη ερωτικές συναντήσεις τους ήταν σε μικρές καφετέριες ή ιταλικά στέκια, διάσπαρτα σε ολόκληρο το Λονδίνο.
Συμπτωματικά, στην τηλεόραση προβαλλόταν ζωντανά ένας σημαντικός ευρωπαϊκός ποδοσφαιρικός αγώνας εκείνο το βράδυ, οπότε το Red Lion ήταν ασφυκτικά γεμάτο, είχε συρρεύσει εκεί ένα φωνακλάδικο πλήθος ξένων αλλά και ντόπιων που είχαν την περιέργεια να παρακολουθήσουν το παιχνίδι. Έτσι, αναγκάστηκαν να μεταφερθούν πιο κάτω στην ίδια οδό, στο Kenny’s Castaways, ένα κλαμπ που είχε επιβιώσει από τα χρόνια της ακμής του Γκρίνουιτς Βίλατζ, από τον καιρό της Μπαέζ, του Ντίλαν και των άλλων μεγάλων της εποχής· το μπαρ ήταν σχετικά άδειο, υπήρχαν ακόμη διαθέσιμα τραπέζια και η δυνατότητα να απομονωθεί κάποιος. Στον Ντόμινικ έκανε εντύπωση το πόσο κοντή ήταν η Τσέρι – καμία σχέση με αυτό που θα περίμενε από μια χορεύτρια στο χώρο του μπουρλέσκ. Ήταν λεπτοκαμωμένη αλλά ταυτόχρονα απέπνεε μια δυναμικότητα κάτω από το καρέ των εκτυφλωτικά ροζ μαλλιών της. Η παραφουσκωμένη υφασμάτινη τσάντα που κουβαλούσε, κρεμασμένη στον ώμο της, έκανε το σώμα της να μοιάζει ακόμη πιο μικρό. «Τα πράγματά μου», είπε, ακουμπώντας τη βαριά τσάντα στο πάτωμα. «Μια ζωή κουβαλάω περισσότερα απ’ όσα χρειάζομαι. Ένα δεύτερο κοστούμι, αξεσουάρ, πέντ’ έξι ζευγάρια παπούτσια... Έτσι είναι η δουλειά, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να χρειαστείς», δήλωσε απολογητικά, περνώντας τις κατάφορτες από δαχτυλίδια παλάμες της ανάμεσα στα βαμμένα μαλλιά της για να τα ισιώσει. Ο Ντόμινικ είχε ξεχάσει να ζητήσει από τον μπάρμαν να βάλει πάγο με μέτρο στο αναψυκτικό του, το οποίο έφτασε σερβιρισμένο με άκρως αμερικάνικο τρόπο, ξέχειλο από παγάκια. Και οι δύο γυναίκες παρήγγειλαν ροζ κοκτέιλ, προς τιμήν των μαλλιών της Τσέρι. Η Σάμερ συνήθως δε θα έπινε κάτι τέτοιο, παρατήρησε ο Ντόμινικ, ειδικά από τη στιγμή που το μπαρ πρόσφερε μια μεγάλη γκάμα από γιαπωνέζικες μπίρες πίσω από τον πάγκο. «Λοιπόν, εσύ είσαι ο Ντόμινικ;» ρώτησε η ροδομαλλούσα φίλη της Σάμερ, κόβοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω. Το μαύρο δερμάτινο μπουφάν της ήταν φθαρμένο στις άκρες και σε μερικά σημεία μπαλωμένο. Φορούσε ένα σούπερ εφαρμοστό λεοπάρ κολάν και αστραφτερά, πανύψηλα τακούνια, εμφάνιση που θα ταίριαζε καλύτερα σε νούμερο του καμπαρέ παρά σε παμπ. Ο Ντόμινικ είχε παραλείψει να ρωτήσει τη Σάμερ πόσα πράγματα είχε αποκαλύψει γύρω από τη σχέση και το παρελθόν τους στην καινούρια της φίλη. «Ο ένας και μοναδικός». «Άκρως βρετανική απάντηση», σχολίασε η Τσέρι. «Κι εσύ είσαι η Τσέρι, η άσος του σκοινιού». Η Σάμερ χαμογέλασε, παρακολουθώντας την ανταλλαγή των πρώτων διερευνητικών, δηκτικών σχολίων. Η Τσέρι σήκωσε το ποτήρι της. «Στους καινούριους φίλους», έκανε μια πρόποση. Τη μιμήθηκαν. «Δεν έχω ιδέα από αμερικάνικες προφορές», είπε ο Ντόμινικ. «Από πού κατάγεσαι, Τσέρι;» «Για την ακρίβεια, είμαι Καναδή», απάντησε εκείνη, τονίζοντας τη μακρόσυρτη προφορά της, για να δώσει έμφαση στη διευκρίνιση. «Α, μάλιστα. Ζητώ ταπεινά συγνώμη». «Κατάγομαι από το Τέρνερ Βάλεϊ της Αλμπέρτα, μια μικρή πόλη στα νοτιοδυτικά του Κάλγκαρι. Μάλλον δεν την έχεις ακουστά, αλλά νομίζω πως είναι όπως ακριβώς τη φαντάζεσαι. Άγριος τόπος, ουρανοξύστη δε βρίσκεις ούτε για δείγμα σε ακτίνα χιλιομέτρων και σίγουρα δεν υπάρχουν καμπαρέ. Την έκανα με την πρώτη ευκαιρία που μου δόθηκε. Ξεκίνησα δουλεύοντας ως τόπλες σερβιτόρα, κι εκεί γνώρισα κάτι κορίτσια που μου έμαθαν να χορεύω. Μόλις μάζεψα αρκετά από τα
φιλοδωρήματα, κατέβηκα στη Νέα Υόρκη. Και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιστρέψω». «Επαρχία της Νέας Ζηλανδίας, Αλμπέρτα και Λονδίνο», σχολίασε η Σάμερ. «Είμαστε όλοι μας εξόριστοι, ξένοι σε ξένο τόπο». Ένιωθε άβολα, πατούσε σε κλισέ για να προχωρήσει η κουβέντα, καθώς δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο τελικά ήταν καλή ιδέα να συστήσει τον Ντόμινικ στην Τσέρι. «Στην υγειά των εξορίστων», είπε η Τσέρι. «Είσαι μόνη σου εδώ δηλαδή; Και οι δικοί σου; Ζουν ακόμη στην Αλμπέρτα;» τη ρώτησε ο Ντόμινικ. Η Σάμερ στριφογύρισε στο κάθισμά της. Όσο περνούσε η ώρα, αισθανόταν όλο και πιο αμήχανα με την κατεύθυνση προς την οποία τραβούσε η κουβέντα. «Όχι ακριβώς μόνη. Τα αγόρια μου με κρατούν ζεστή τη νύχτα, αλλά λείπουν και οι δύο αυτό το διάστημα. Ο ένας ταξιδεύει με το συγκρότημά του και ο άλλος για τη δουλειά του. Είναι πωλητής, οπότε τον τρώνε οι δρόμοι». «Δύο φίλους έχεις;» Ο Ντόμινικ χαμογέλασε και ανασήκωσε το φρύδι, απορημένος. «Ναι, και κανονικά θα περίμενες να μην περνώ τόσο καιρό μόνη μου, αλλά έτσι είναι. Ίσως πρέπει να ψαχτώ και για έναν τρίτο». «Ένα ποτό ακόμη;» παρενέβη η Σάμερ, επιχειρώντας να μη συζητηθεί άλλο το θέμα των πολλαπλών συντρόφων της Τσέρι. «Σειρά μου να κεράσω, νομίζω», πετάχτηκε η Τσέρι, στηρίζοντας το βάρος της στο τραπέζι έτσι όπως πατούσε στο πάτωμα. Ήταν μεγάλη η απόσταση για τα κοντά πόδια της, οπότε κοντοστάθηκε για μια στιγμή για να τσεκάρει την ισορροπία της προτού ρίξει όλο το βάρος της στις φτέρνες της και προχωρήσει προς το μπαρ. «Ενδιαφέρουσα γυναίκα η φίλη σου». «Ναι, είναι... διαφορετική. Όμως τη συμπαθώ. Είναι ειλικρινής». «Τι λες, περπατάει η ιστορία με τους δύο φίλους;» «Έτσι φαίνεται. Ακόμη δεν έχω γνωρίζει κανέναν τους, αλλά ευτυχισμένη τη βλέπω. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει. Εγώ, με όλες τις πρόβες που έχω, με δυσκολία να βολέψω έναν. Εκείνη λέει πως όλο το θέμα είναι να διαχειρίζεσαι σωστά το χρόνο σου». «Το ξέρω πως είσαι πολυάσχολη, ελπίζω όμως να καταφέρεις να βρεις αρκετό χρόνο για μένα». «Α, όχι, δεν το εννοούσα έτσι. Φυσικά και έχω χρόνο για σένα». «Φαντάζομαι πως δε διακόπτω», ακούστηκε η φωνή της Τσέρι, που ακούμπησε ένα δίσκο με δύο ροζ κοκτέιλ, ξέχειλα, και ένα ποτήρι με αναψυκτικό πάνω στο τραπέζι. «Παρατήρησα πως δε σου αρέσει πολύ ο πάγος, Ντόμινικ, γι’ αυτό δεν άφησα στιγμή από τα μάτια μου τον μπάρμαν, μην κάνει καμιά λαδιά. Ελπίζω αυτή τη φορά να είναι καλύτερο». «Τέλεια. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου». Πρώτα έπρεπε να βρουν το κατάλληλο φόρεμα για τη σόλο εμφάνιση της Σάμερ. Ο Ντόμινικ είχε επιμείνει να βάλει κάτι ολοκαίνουριο για την περίσταση και να μην αρκεστεί σε κάποιο χιλιοφορεμένο κομμάτι. Ζήτημα χρημάτων δεν ετίθετο. Η πρότασή του να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο στις μπουτίκ που υπήρχαν διάσπαρτες σε σημεία της Πέμπτης Λεωφόρου και πιο κάτω, στη Χιούστον και στην Μπρόντγουεϊ, απορρίφθηκε πάραυτα από τη Σάμερ. Ήξερε πως ήταν απίθανο να βρει το σωστό ρούχο σ’ εκείνα τα καταστήματα. Ένα απόγευμα που διατέθηκε σε γρήγορες ματιές σε διάφορες μπουτίκ στο Σόχο αποδείχτηκε εξίσου άκαρπο. Το στιλ εκείνων των
ρούχων απλά δεν της ταίριαζε, όπως το έβλεπε η Σάμερ, πόσω μάλλον οι εξωφρενικές τιμές των περισσότερων φορεμάτων που της προτάθηκαν, παρά τη γαλαντομία του Ντόμινικ σε ό,τι είχε να κάνει με το κόστος. Ήδη αισθανόταν ότι του ήταν εξαιρετικά υπόχρεη και το κονσέρτο αυτό υποτίθεται πως θα ήταν η δική της μεγάλη στιγμή, με αποτέλεσμα να προβληματίζεται που έμπαινε κι αυτός στο παιχνίδι. Ένας Θεός ήξερε πόσα λεφτά είχε δώσει για το Μπαγί, ενώ παράλληλα γνώριζε πως το ενοίκιο του διαμερίσματος κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ήταν. Είχε επιμείνει να συμβάλει κι εκείνη, μα ήταν εν γνώσει της πως το ποσό που έδινε δεν πλησίαζε καν στα μισά. Αρκετά ως εκεί. Ήταν θέμα περηφάνιας, το ήξερε, αλλά όπως και να είχε το πράγμα, ήταν αυτή που ήταν και δεν είχε καμία πρόθεση να αλλάξει τώρα και να καταλήξει σπιτωμένη. Απέμενε μόλις μία εβδομάδα για την εκδήλωση, η Σάμερ ήταν εξουθενωμένη από τις πρόβες, από την επιμονή του Σιμόν να τη φλερτάρει κι από τα βουβά βλέμματα αποδοκιμασίας του Ντόμινικ όταν επέστρεφε στο διαμέρισμα αφού είχε σκοτεινιάσει, ώρες αργότερα απ’ ό,τι περίμενε εκείνος, εξαντλημένη από την ολοένα και μεγαλύτερη πίεση του επικείμενου κονσέρτου αλλά κι από τις δικές της αβεβαιότητες σχετικά με το πόσο καλή ήταν τελικά και κατά πόσο της άξιζε μια σόλο εμφάνιση. Είχε συναίσθηση του ότι δεν ήταν εύκολο να ζει κανείς μαζί της εκείνο το διάστημα. Έτρωγαν αμίλητοι και μετά περνούσαν στο κρεβάτι, όπου οι επαφές τους είχαν καταλήξει διαδικαστικές. Όλο εκείνο το διάστημα ο Ντόμινικ έμενε κλεισμένος στον εαυτό του, δε μιλούσε πολύ για την έρευνά του στη βιβλιοθήκη, αντιμετώπιζε τη Σάμερ λες κι ήταν παιδάκι. Δεν της είχε πει ότι είχε επικοινωνήσει με τη Μιράντα και ότι σχεδίαζε να συναντήσει το διοικητικό στέλεχος του Κολεγίου Χάντερ λίγες μέρες αργότερα για να γευματίσουν μαζί, καθώς οι παλιοί δαίμονες μέσα του αναζητούσαν τρόπο να αναζωπυρωθούν. Πλησιάζοντας το τέλος Ιουνίου, η θερμοκρασία στην πόλη ανέβαινε. Ένα νωχελικό κυριακάτικο απόγευμα αποφάσισαν να πάνε περίπατο, να τραβήξουν ίσως προς την Ουάσινγκτον Σκουέρ, να καθίσουν δίπλα στο σιντριβάνι και να ακούσουν τους μουσικούς, να πάρουν παγωτό και να ξεφύγουν από τη φυλακή του διαμερίσματος και των αμήχανων σιωπών τους. Κατά μήκος κάποιων τετραγώνων στη Γουέιβερλι Πλέις είχε στηθεί πολύβουο παζάρι, μέχρι τη βόρεια πλευρά του πάρκου. Οι μυρωδιές των φαγητών απλώνονταν στην ατμόσφαιρα –κεμπάπ, τηγανητά κρεμμύδια, μπέργκερ, μεξικάνικες φαχίτας–, ενώ υπήρχαν αμέτρητοι πάγκοι που πουλούσαν ψευτοκοσμήματα, πασμίνες, δερμάτινα είδη και μπλουζάκια, καθώς επίσης και πωλητές που πρόσφεραν λεμονάδα και μιλκσέικ, όπως και ατελείωτες σειρές από τραπέζια φορτωμένα με παλιά, φθαρμένα βιβλία. Ο Ντόμινικ τράβηξε αμέσως προς τα εκεί, η δε Σάμερ παρατήρησε στην απέναντι πλευρά ένα χώρο που οριζόταν από μια τέντα που διέθετε παλιά ρούχα βίντατζ, αφημένα εκεί στην τύχη. Ήταν ένα πραγματικό κουβάρι χρωμάτων και υφασμάτων, όμως η προσοχή της γρήγορα εστιάστηκε πάνω σε ένα ελαφρώς τσαλακωμένο φόρεμα που στραβοκρεμόταν σε μια κρεμάστρα, προς το βάθος της αυτοσχέδιας σκηνής. Ένα μαύρο φόρεμα. Η Σάμερ πλησίασε το ρούχο, νιώθοντας ένα μυρμήγκιασμα στα δάχτυλα. Δεν μπορεί... Ήταν φτιαγμένο από διπλό στρώμα σιφόν, σχεδόν αλλά όχι απόλυτα διάφανο. Τολμηρό αλλά αρκετά σεμνό ώστε να εγκριθεί από τους αυστηρούς διοργανωτές της εκδήλωσης. Είχε ένα πολύ βαθύ κόψιμο στην πλάτη, λεπτές τιράντες και μια γαλαζοπράσινη κεντητή φάσα που εκτεινόταν κατά μήκος της μπροστινής πλευράς, παρέχοντας επιπλέον κάλυψη στα επίμαχα σημεία, ενώ παράλληλα τόνιζε τις καμπύλες ενός θηλυκού σώματος. Ο ποδόγυρος του φορέματος ήταν επίσης
κεντητός με χάντρες, στα ίδια χρώματα, προσθέτοντας βάρος, έτσι ώστε να διατηρεί τη φόρμα του το ρούχο και παράλληλα να κυματίζει σε κάθε κίνηση. Συνοδευόταν από ένα ζευγάρι μακριά γάντια χωρίς δάχτυλα, με τις ίδιες χάντρες να ξεκινούν από μια λεπτή λωρίδα περασμένη ανάμεσα στο δείκτη και τον μέσο, καταλήγοντας λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα. Ο άνθρωπος που είχε τον πάγκο, βλέποντας πως θα μπορούσε να πουλήσει, έσπευσε να πλησιάσει. «Ανήκε σε μια Αγγλίδα χορεύτρια του μπουρλέσκ. Το είχε κάνει ειδική παραγγελία. Είναι μοναδικό κομμάτι σε ολόκληρο τον κόσμο, κι είχε σώμα ακριβώς σαν το δικό σου». «Είναι πανέμορφο. Έχει θαυμάσια αίσθηση, το υλικό είναι υπέροχο στην αφή». Η Σάμερ φώναξε τον Ντόμινικ και του έδειξε το φόρεμα από δεύτερο χέρι. «Πράγματι», συμφώνησε εκείνος. Η Σάμερ γύρισε το φόρεμα ανάποδα, αναζητώντας κάποια ένδειξη για το μέγεθός του. Δεν υπήρχε καμία. «Θα παραήταν μεγάλη σύμπτωση αν ήταν ακριβώς το νούμερό μου», μουρμούρισε, αναστενάζοντας απογοητευμένη. «Πώς το ξέρεις;» «Είναι απίθανο». «Δοκίμασέ το», της πρότεινε εκείνος. «Δεν υπάρχει χώρος να αλλάξω», επισήμανε η Σάμερ, δείχνοντας τα πλήθη που περιφέρονταν γύρω τους, στη σκιά της Αψίδας της Ουάσινγκτον Σκουέρ, και, μερικά βήματα παρακάτω, μια αυτοσχέδια παιδική χαρά, όπου ψιλές φωνούλες τσίριζαν και γελούσαν. «Το ξέρω», είπε εκείνος. «Και λοιπόν;» «Δεν μπορώ», ψέλλισε η Σάμερ. «Φυσικά και μπορείς». Πριν φύγουν από το διαμέρισμα, είχε επιλέξει για τη βόλτα στο πάρκο ένα άνετο καθημερινό εμπριμέ καλοκαιρινό φόρεμα. Σουτιέν δε φορούσε, καθώς το ρούχο τής κρατούσε καλά το στήθος. «Ντόμινικ...» «Από πότε σ’ έπιασαν οι ντροπές;» «Ήταν αλλιώς τις άλλες φορές», διαμαρτυρήθηκε η Σάμερ. «Το ξέρω. Ήταν σεξουαλικό το θέμα. Εδώ δεν είναι. Κάθε άλλο. Οπότε κάν’ το. Είναι πολύ απλό». Ο τόνος της φωνής του ήταν αποφασιστικός, αυστηρός. Τον κοίταξε στα μάτια κι αναγνώρισε εκείνη τη γνώριμη λάμψη της πονηριάς και της εξουσίας που κάποιες φορές τον μετέβαλλε σε έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο, τον ευχάριστα κακό και απαιτητικό Ντόμινικ, έναν άντρα που πλέον γνώριζε πολύ καλά. Προσπάθησε να υποχωρήσει μερικά βήματα και να σταθεί κάτω από το ύφασμα της αυτοσχέδιας σκηνής, ώστε να βγάλει το φόρεμά της, όμως άκουσε τον Ντόμινικ να πλαταγίζει τη γλώσσα του. «Όχι... Εδώ που στέκεσαι είναι μια χαρά». Αποφεύγοντας τα βλέμματα των περαστικών, η Σάμερ έπιασε τις λεπτές τιράντες του καλοκαιρινού φορέματος που είχε βάλει και τις σήκωσε προς τα πάνω, έτσι που το βαμβακερό ύφασμα μαζεύτηκε ανάμεσα στα δάχτυλά της και το τράβηξε γρήγορα πάνω από το κεφάλι της. Το μόνο που φορούσε από κάτω ήταν ένα χαμηλοκάβαλο λεπτό μαύρο εσώρουχο. Βρισκόταν σε ένα δρόμο της Νέας Υόρκης, άγνωστοι περνούσαν γοργά γύρω της, κι εκείνη στεκόταν ουσιαστικά γυμνή. Με την άκρη του ματιού της, εντόπισε τις ματιές απορίας, την έκπληξη, κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων που σταμάτησαν για να κοιτάξουν και κάποιες άλλες που απέστρεφαν το βλέμμα τους. Κρατώντας την ανάσα της, πήρε το μαύρο φόρεμα, νιώθοντας τα
μάγουλά της να έχουν πάρει φωτιά, και το άφησε να πέσει γύρω από το κεφάλι της. Της ερχόταν τέλεια, εφάρμοζε άψογα ακόμη και στην ασυνήθιστα στενή μέση της. Το ύφασμα άφηνε την αίσθηση του μεταξιού πάνω στο δέρμα της και την ανακούφιζε από την τρομερή κάψα που διέτρεχε το κορμί της στη σκέψη πως όλοι εκείνοι οι άγνωστοι την παρακολουθούσαν να ξεντύνεται ξεκλέβοντας κάτι παραπάνω από μια απλή ματιά. Βίωνε ένα συνδυασμό ντροπής και έντονου ερεθισμού· της θύμισε την πρώτη φορά που γυμνώθηκε και ερεθίστηκε δημόσια, στο κλαμπ των φετιχιστών στο Λονδίνο, πριν από τόσους μήνες. Ίσως της έπεφτε μερικά εκατοστά μακρύ, ήξερε όμως πως με βελόνα και κλωστή αυτό ήταν κάτι που διορθωνόταν εύκολα. «Βλέπεις;» της είπε ο Ντόμινικ. Χαμογελώντας, του έγνεψε καταφατικά. Ο Ντόμινικ πλήρωσε τον πωλητή. Η Σάμερ ετοιμαζόταν να προτείνει να καλύψει τη σύντομη διαδρομή μέχρι το σπίτι φορώντας το καινούριο μαύρο φόρεμα, όμως ο Ντόμινικ ζήτησε από τον πωλητή μια πλαστική σακούλα για να το μεταφέρουν και της είπε να αλλάξει και να βάλει το άνετο καλοκαιρινό της φουστάνι. Για δεύτερη φορά η Σάμερ γδύθηκε κάτω από τα επίμονα βλέμματα του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί σταδιακά γύρω από τον πάγκο με τα ρούχα για να παρακολουθήσει το θέαμα. «Σου άρεσε αυτό, έτσι δεν είναι;» την τσίγκλησε ο Ντόμινικ. «Μου αρέσει το μαύρο φόρεμα που αγοράσαμε», απάντησε η Σάμερ, αρνούμενη να τσιμπήσει το δόλωμα. Το καινούριο φόρεμα είχε περάσει από το καθαριστήριο, το μήκος του είχε διορθωθεί και η Σάμερ ήταν έτοιμη για το σόλο κονσέρτο της. Έπειτα από την έντονη όσο και προβλέψιμη επιμονή του Ντόμινικ, δεν είχε φορέσει τίποτα από κάτω. Η αίσθηση ήταν συναρπαστική. Αναρωτήθηκε τι θα σκεφτόταν για εκείνη ο Σιμόν έτσι και το ήξερε. Απόψε είχε το ρόλο του μαέστρου, ως συνήθως. Το κονσέρτο, το οποίο δινόταν στο Γουέμπστερ Χολ, στην 11η Οδό, μεταξύ Τρίτης και Τέταρτης Λεωφόρου, θα ξεκινούσε με πλήρη ορχήστρα να ερμηνεύει το έργο του Μουσόργκσκι Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό σε ενορχήστρωση Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Η Σάμερ θα ακολουθούσε με το Κονσέρτο για Βιολί σε Ρε μείζονα του Κόρνγκολντ, με την εκδήλωση να ολοκληρώνεται με την ορχήστρα να ερμηνεύει τη Συμφωνία Αρ. 5 σε Ρε ελάσσονα του Σοστακόβιτς. Ο Σιμόν είχε επιλέξει τα κομμάτια ως ιδανικές εκφράσεις της νέας δυναμικής που είχε φέρει στην ορχήστρα και θεωρούσε πως ο Κόρνγκολντ ταίριαζε άψογα με το ταμπεραμέντο και το ταλέντο της Σάμερ. Ο Ντόμινικ κανόνισε να παραλάβει ένα ταξί τη Σάμερ, καθώς έπρεπε να βρίσκεται στο χώρο της εκδήλωσης αρκετή ώρα πριν από την έναρξη του κονσέρτου. Ο ίδιος θα πήγαινε εκεί αργότερα, μόνος του. Γνώριζε το χώρο –είχε παρακολουθήσει κάποτε εκεί την Πάτι Σμιθ– και είχε κανονίσει να του εξασφαλίσει η Σάμερ θέση στον εξώστη, απ’ όπου ήξερε πως θα είχε υπέρτερη θέα της σκηνής. Η ατμόσφαιρα έσφυζε από ενέργεια καθώς η ορχήστρα και ο Σιμόν, πραγματικό δυναμό, με τα σγουρά μαλλιά του να ταλαντεύονται σε κάθε κίνηση των χεριών του, υποκλίνονταν στο τέλος του πρώτου σύντομου και ενίοτε πυροτεχνικού έργου του Μουσόργκσκι, με το ακροατήριο να αναμένει
την εμφάνιση της βιολονίστριας, δεδομένου ότι η εκδήλωση είχε διαφημιστεί έντονα ως το πρώτο κονσέρτο της. Κατόπιν επιμονής του Ντόμινικ, είχε χρησιμοποιηθεί στις αφίσες μια ακέφαλη φωτογραφία της Σάμερ να κρατά το βιολί πάνω στο γυμνό στήθος της, με μόνο μερικές τούφες κόκκινων μαλλιών να διακρίνονται, έτσι ώστε η ταυτότητά της να παραμείνει μυστική μέχρι τη μέρα του κονσέρτου. Ήταν μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ένας φίλος της στο Λονδίνο, την οποία ο Ντόμινικ λάτρευε λόγω των προσωπικών αναμνήσεων με τις οποίες την είχε συνδέσει. Όταν έγινε η πρόταση αυτή στους διοργανωτές του κονσέρτου και στη διεύθυνση της ορχήστρας, εκείνοι αποδείχτηκαν απρόσμενα ενθουσιώδεις. Ακόμη και έντυπα όπως το Village Voice και το Time Out το είχαν επισημάνει, με αποτέλεσμα να εξαντληθούν μέχρι ενός τα διαθέσιμα εισιτήρια. Τα φώτα χαμήλωσαν και η Σάμερ εμφανίστηκε στη σκηνή. Τα μουρμουρητά από το ακροατήριο σώπασαν. Η Σάμερ ρύθμισε τη στάση της, έφερε το δοξάρι στη θέση του και ξεκίνησε να ερμηνεύει δυναμικά το συναρπαστικό εναρκτήριο σόλο από το έργο του Κόρνγκολντ, το «Moderato nobile», το οποίο είχε γραφεί σε δύο οκτάβες, με πέντε νότες. Το καινούριο μαύρο φόρεμα κολλούσε πάνω της σαν δεύτερη επιδερμίδα. Παρακολουθώντας την από ψηλά, ο Ντόμινικ ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Τον είχε μαγέψει η ομορφιά, τόσο της Σάμερ όσο και της μουσικής. Αναδιδόταν ένας πλούσιος αισθησιασμός από τον τρόπο που τα πυκνά μαλλιά της, ανάκατα και στιλπνά, φωτίζονταν ακόμη περισσότερο από τους προβολείς της σκηνής, με τη λευκή επιδερμίδα των γυμνών μπράτσων της να κάνει έντονη αντίθεση με το μαύρο ύφασμα του φορέματος και το σκοτεινό πλαίσιο που σχημάτιζαν τα ρούχα που φορούσαν τα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας. Έκλεισε τα μάτια του, φαντάστηκε τη γύμνια της, τον τρόπο που έπαιζε για εκείνον, ανερυθρίαστο και πανέμορφο, τον τρόπο που η θέα του σώματός της χαμένου στη μουσική έκανε το πέος του να τρέμει και ήταν ικανή να τον οδηγήσει σχεδόν στον οργασμό, πρόθυμο θύμα του πάθους. Γύρω του, ο κόσμος ολόκληρος εξαφανίστηκε. Ο χρόνος επιβραδύνθηκε, αλλά και πάλι συνέχισε να κυλά, νανουρισμένος από τις έξοχες ερμηνείες της υπόλοιπης ορχήστρας, με το τμήμα των χάλκινων οργάνων να έχει ιδιαίτερα δυναμική συμβολή, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Κροάτες φίλοι της, οι οποίοι χαμογελούσαν πλατιά καθώς επιτίθονταν στα μουσικά τους όργανα με μάγουλα φουσκωμένα, ξεχειλίζοντας από υπολογισμένη δύναμη. Πολύ σύντομα –το κονσέρτο του Κόρνγκολντ μετά βίας διαρκούσε είκοσι πέντε λεπτά στην καλύτερη περίπτωση–, το «Romanze» ολοκληρώθηκε και η Σάμερ ξεκίνησε να ερμηνεύει το εναρκτήριο στακάτο της τελευταίας κίνησης, το «Allegro assai vivace». Ήταν το πλέον απαιτητικό τμήμα της σύνθεσης, στο οποίο είχε διαθέσει πολλές κοπιαστικές ώρες πρόβας, όμως τώρα το έκανε να φαντάζει απλό, με το σώμα της συντονισμένο με το βιολί και τη μουσική. Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του ο Ντόμινικ, ο αντίλαλος από τις τελευταίες νότες του κονσέρτου έσβηνε στο βάθος και το ακροατήριο όρθιο χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, ενώ ο Σιμόν χαμογελούσε διάπλατα στο πόντιουμ και η Σάμερ έκανε την πρώτη της υπόκλιση. Ο Ντόμινικ, από το ψηλό παρατηρητήριό του, εστίασε την προσοχή του πάνω στο πρόσωπο της Σάμερ, αγνοώντας τους άλλους θεατές στον εξώστη, που είχαν σηκωθεί και τον σκουντούσαν πάνω στα ενθουσιώδη χειροκροτήματά τους. Μια υποψία χαμόγελου είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο της Σάμερ καθώς συνέχιζε να υποκλίνεται σεμνά στο ακροατήριο, την ώρα που όλα τα μέλη της
ορχήστρας πίσω της στη σκηνή σηκώνονταν πραγματικά ταυτόχρονα για να χειροκροτήσουν με τη σειρά τους. Ήταν ένα χαμόγελο στο οποίο ο Ντόμινικ μπορούσε να διακρίνει μια ήρεμη ικανοποίηση και παράλληλα μια θλίψη, σαν να είχε συνειδητοποιήσει η Σάμερ ότι εκείνο το βράδυ είχε φτάσει σε ένα σταυροδρόμι και ότι η ζωή της από εκεί και πέρα δε θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Μια κυρία του συναυλιακού χώρου έκανε την εμφάνισή της στη σκηνή και πρόσφερε στη Σάμερ μια πελώρια ανθοδέσμη. Για μια στιγμή, η Σάμερ έμεινε εκεί, σαστισμένη, μην ξέροντας πώς να την πιάσει, αφού ακόμη κρατούσε νευρικά το βιολί στο πλευρό της. Ο Σιμόν πλησίασε και, ψιθυρίζοντάς της κάτι στο αφτί, την απάλλαξε διακριτικά από το Μπαγί. Η Σάμερ κρατούσε τώρα τα λουλούδια και, χωρίς να κοιτάξει προς τον εξώστη, οδηγήθηκε εκτός σκηνής, με την αποχώρησή της να καθυστερεί λόγω των ακατάπαυστων χειροκροτημάτων. Ήταν η βραδιά της, ο θρίαμβός της. Αναμφίβολα θα ήθελε να περάσει τη συνέχεια με τους συναδέλφους της μουσικούς, γιορτάζοντας στα παρασκήνια, ο Ντόμινικ ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Λίγο πριν κοπάσει ο ενθουσιασμός του ακροατηρίου και η ορχήστρα ξεκινήσει την ερμηνεία της κατακλείδας του κονσέρτου, του έργου του Σοστακόβιτς, ο Ντόμινικ σηκώθηκε και αποχώρησε από τον εξώστη. Κατέβηκε στο ισόγειο και βγήκε από το Γουέμπστερ Χολ, για να επιστρέψει μόνος του στο διαμέρισμα.
7 Ένα Πρελούδιο για τους Δρόμους
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑ ήταν λίγη ηρεμία και ησυχία, ένα μέρος να καθίσω μόνη μου και να νιώσω την ενέργεια που παρέμενε στο σώμα μου μετά την ερμηνεία μου να με διατρέχει, όμως τα παρασκήνια έμοιαζαν να φιλοξενούν ένα δεύτερο κονσέρτο, μια κακοφωνία ευχών και συγχαρητηρίων. Η Μαρίγια έπλεξε τα μπράτσα της γύρω μου κι εγώ ανταπέδωσα την αγκαλιά κάπως μαγκωμένα. Το δυνατό κορμί της πίεζε τόσο πολύ το δικό μου, ώστε φοβήθηκα μήπως μου ράγιζε κανένα πλευρό. «Ήσουν καταπληκτική!» αναφώνησε. Ο Μπάλντο στεκόταν δίπλα της, χειροκροτώντας. «Καλά θα κάνεις να περάσεις από το σπίτι να μαζέψεις ό,τι πράγματα άφησες εκεί», είπε γελώντας. «Η Μαρίγια σκοπεύει να τα πουλήσει τώρα που έγινες διάσημη». Η Μαρίγια με άφησε και γύρισε να του ρίξει μια μπάτσα στα οπίσθια. Κάπου στο βάθος, άκουσα τον ξερό κρότο από το φελλό μιας σαμπάνιας και μια κοπέλα από το τμήμα των κρουστών να τσιρίζει, καθώς το αφρίζον υγρό απειλούσε να χυθεί πάνω στο φόρεμά της. Την επόμενη στιγμή κάποιος μου έβαλε ένα ποτήρι στο χέρι. Πανικοβλήθηκα μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα πού ήταν το βιολί μου. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ήθελα να το κρατώ στο χέρι μου. «Μην ανησυχείς», μου είπε σιγανά ο Σιμόν στο αφτί. «Το Μπαγί σου είναι ασφαλές. Το έβαλα πίσω, μαζί με τα πράγματά μου». Πήρε το ποτήρι της σαμπάνιας από το χέρι μου και το αντικατέστησε με ένα μπουκάλι μπίρα. «Σκέφτηκα πως θα την προτιμούσες». «Αχ, σ’ ευχαριστώ. Είσαι πολύ ευγενικός». «Μπα, όχι και τόσο. Ήσουν καταπληκτική εκεί έξω. Αλήθεια». «Σε ευχαριστώ. Αλλά μακάρι να...» «Τι;» «Δε θέλω να φανώ αχάριστη, όμως νιώθω λες και πάει να σπάσει το κεφάλι μου. Μακάρι να γινόταν να καθίσω λίγο». «Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Έλα μαζί μου». Έκλεισε την παλάμη μου μέσα στη δική του και με οδήγησε μέσα από μια βοηθητική πόρτα σε ένα από τα διπλανά δωμάτια, κι από εκεί σ’ έναν άλλο διάδρομο, μετά πίσω από μία ακόμη πόρτα, η οποία έβγαζε σε μια σκάλα που με τη σειρά της κατέβαινε γραμμή προς τα κάτω, εκεί όπου άλλη μια άγνωστη πόρτα ξεπρόβαλλε μέσα από το μισοσκόταδο. Δίστασα. Τα σκαλοπάτια ήταν ξύλινα αντί για πέτρινα και δεν είχαν εκείνη τη μυρωδιά που προσκολλάται στα παμπάλαια αντικείμενα. Πέρα απ’ αυτό, μου θύμιζε απόλυτα την κρύπτη που με είχε πάει ο Ντόμινικ, εκεί όπου είχαμε κάνει σεξ για πρώτη φορά.
Ο Ντόμινικ. Κανονικά, μαζί του έπρεπε να γιορτάζω, όχι με τον Σιμόν. Αν δεν είχε περάσει τυχαία από εκεί που έπαιζα Βιβάλντι, στο σταθμό του μετρό στο Τότεναμ Κορτ Ρόουντ, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, μάλλον δε θα βρισκόμουν εδώ. Τα περισσότερα από τα γεγονότα που είχαν ακολουθήσει από εκεί και μετά κατά πάσα πιθανότητα δε θα είχαν συμβεί αν δεν ήταν εκείνος· η τυχαία γνωριμία μας έμοιαζε με ρεύμα που με είχε σαρώσει παρασύροντάς με ορμητικά από μία κατεύθυνση και στρέφοντάς με ολοταχώς προς μία άλλη. Δίστασα. «Μην ανησυχείς, δεν υπάρχουν φαντάσματα εκεί κάτω. Είναι μια παλιά αποθήκη, αλλά το μοναδικό μέρος σε αυτό το κτίριο όπου θα περάσουμε εντελώς απαρατήρητοι, τουλάχιστον για μερικά λεπτά». Τον ακολούθησα στη σκάλα. Δε θα αργούσαμε πολύ, κι ο Ντόμινικ θα συνέχιζε να με περιμένει· αυτό ήλπιζα, τουλάχιστον. Το δωμάτιο δε θύμιζε σε τίποτα την κρύπτη – υπήρχαν λίγα μόνο ράφια γεμάτα με καθαριστικά προϊόντα, μερικά χαρτοκιβώτια και κάποιοι κουβάδες με σφουγγαρίστρες. Ο Σιμόν αναποδογύρισε έναν κίτρινο κουβά και κάθισε πάνω του, απλώνοντας κάπως άχαρα τα μακριά πόδια του μπροστά του. «Απλά μαύρα παπούτσια απόψε, βλέπω», σχολίασα, διασκεδάζοντας με τον τρόπο που η επισημότητα του κοστουμιού του ερχόταν σε αντίθεση με το σκονισμένο περιβάλλον της αποθήκης και τα φωτεινά, παιδικά χρώματα των αυτοσχέδιων καθισμάτων μας. Αναποδογύρισα άλλον ένα κουβά και κάθισα δίπλα του, φροντίζοντας να ξεσκονίσω τη βάση του ώστε να μη λερώσω το φόρεμά μου. «Χρειάζεται κι αυτό», είπε. «Πάντα θα υπάρχουν πτυχές του εαυτού μου που θα είναι καλύτερα να μένουν κρυφές, γνωστές μόνο σε κάποια διακριτική συντροφιά. Δεν επικροτούν όλοι την απόφαση κάποιου μαέστρου να φορέσει μπότες από δέρμα φιδιού. Αν και παρατηρώ πως εσύ, με αυτό το φόρεμα, έκανες τολμηρότερες επιλογές απ’ ό,τι θα δοκίμαζα εγώ». Δεν μπορεί να έβλεπε από εκείνη την απόσταση ότι δε φορούσα σουτιέν. Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Το σεξ πουλάει», αποφάνθηκα. «Ποια ήταν η τελευταία φορά που είδες μια άχαρη μουσικό να τα πηγαίνει καλά; Η κλασική μουσική στην εποχή μας εξαρτάται απόλυτα από το σεξ». «Η κλασική μουσική ανέκαθεν εξαρτιόταν από το σεξ. Κι αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τις γυναίκες». «Τι γίνεται, λυσσάνε οι θαυμάστριες κάθε φορά που προσπαθείς να περάσεις ανάμεσά τους για να φτάσεις στο καμαρίνι σου;» «Δε θα έλεγα πως λυσσάνε, αλλά είναι φορές που τα πράγματα ζορίζουν. Σπάνια βγαίνω ραντεβού πλέον. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω αν μια γυναίκα ενδιαφέρεται πραγματικά για μένα ή απλώς της αρέσει η ιδέα να έχει σχέση με έναν άντρα που διευθύνει ορχήστρα. Με σένα πώς πάει; Ο Άγγλος φίλος σου πέρασε να σε δει στο κονσέρτο;» «Ναι. Έχει έρθει στη Νέα Υόρκη για μερικούς μήνες μάλιστα. Ζούμε μαζί». «Κινήθηκε γρήγορα λοιπόν. Δεν μπορώ να πω ότι τον κατηγορώ γι’ αυτό». Είχα μείνει να κοιτάζω τα παπούτσια μου, αποφεύγοντας το βλέμμα του Σιμόν. «Καλύτερα να ανέβω στα παρασκήνια. Θα αναρωτιέται με ποιον γιορτάζω τη βραδιά». «Ναι, καλύτερα. Γιατί δεν τον προσκάλεσες να έρθει μαζί μας; Απόψε, ειδικά, θα μπορούσες να έχεις προσκαλέσει ακόμη και κοπάδι ελεφάντων στα παρασκήνια αν το ήθελες».
«Δεν ξέρω», μουρμούρισα. «Απλώς, μου φάνηκε πως ήταν κάτι που έπρεπε να το κρατήσω ξέχωρο. Δεν είναι καλή ιδέα να μπλέξεις τη δουλειά με τη διασκέδαση». «Ναι. Έχω διαπιστώσει από πρώτο χέρι τις απόψεις σου πάνω σ’ αυτό το θέμα... Λοιπόν, προτού εξαφανιστείς, θέλω να μιλήσεις με κάποιον». Έσπρωξε τον κουβά για να σταθεί όρθιος και πρότεινε το μπράτσο του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Έπιασα την παλάμη του και χαλάρωσα, αφήνοντάς τον να με τραβήξει, εισπνέοντας στην πορεία, απολαμβάνοντας το άρωμα της κολόνιας του. Είχε βάλει αρκετή ποσότητα απόψε, ενώ είχε χρησιμοποιήσει και κάποιο ειδικό προϊόν στα μαλλιά του, για να περιορίσει κάπως το φριζάρισμα και να προσθέσει επιπλέον λάμψη. Με τα λαμπερά μαλλιά του, το μαύρο φράκο και το άκαμπτο λευκό πουκάμισό του, θύμιζε ταχυδακτυλουργό από περιπλανώμενο θίασο. Άνοιξε την πόρτα και την κράτησε ευγενικά για να περάσω, ώστε να προπορευτώ στη σκάλα, αν και είχα την υποψία πως περισσότερο τον ώθησε σε αυτή την κίνηση ο ηδονοβλεψίας μέσα του παρά οι καλοί του τρόποι, καθώς ο Ντόμινικ με είχε ενημερώσει πριν φύγω από το διαμέρισμα ότι με το σωστό φως η πίσω πλευρά του φορέματος, η οποία δεν ήταν κεντημένη με χάντρες, έμοιαζε σχεδόν διάφανη, προσφέροντας σε όποιον κοίταζε τέλεια θέα των γυμνών οπισθίων μου. Στο αδύναμο φως στην κορυφή της σκάλας, είδα μια εκτυφλωτική ροζ νότα, τη μοναδική πινελιά χρώματος στο διάδρομο. «Φαίνεται πως έκανα λάθος για την ανωνυμία της κρυψώνας μας», παρατήρησε ο Σιμόν. «Απέκτησες ήδη μια φανατική θαυμάστρια. Και μάλιστα την κόβω να είναι από τις παλαβές». «Σιμόν», είπα, συστήνοντάς τους, «από εδώ η Τσέρι. Τσέρι, ο Σιμόν». Η Τσέρι πρότεινε το χέρι της ευγενικά. Παρά τα πανύψηλα τακούνια της, ο Σιμόν χρειάστηκε να σκύψει για να συναντήσει η παλάμη του τη δική της. Η Τσέρι φορούσε μια ζωηρή κίτρινη σατέν τουαλέτα και ασορτί παπούτσια, και με τα ροζ μαλλιά της να πετούν ατίθασα στην κορυφή του κεφαλιού της θύμιζε κάτι που θα μπορούσε να έχει διαφύγει μέσα από πυρηνικό εργοστάσιο. «Μη μου πεις ότι κρύβεσαι από τους θαυμαστές σου, Σάμερ;» είπε εκείνη. «Ήσουν καταπληκτική. Κανονικά, έπρεπε να είσαι μπροστά, να απολαμβάνεις την επιτυχία σου». «Ψάχναμε να βρούμε ένα ασφαλές μέρος να αφήσει το βιολί της», παρενέβη ο Σιμόν. «Μάλιστα», απάντησε η Τσέρι, στρέφοντας καχύποπτα τα μάτια της εναλλάξ στους δυο μας. «Και δυστυχώς θα χρειαστεί να κλέψω ξανά τη φίλη σου, γιατί πρέπει να συναντήσει ορισμένους από τους θαυμαστές της». Με έπιασε ξανά από το χέρι και με οδήγησε μέσα από έναν ακόμη λαβύρινθο διαδρόμων, σ’ ένα από τα μπαρ, όπου ευτυχώς επικρατούσε σχετική ηρεμία. Αισθανόμουν κάπως αμήχανα, αφού τα φώτα εδώ ήταν πολύ πιο δυνατά απ’ ό,τι στα παρασκήνια, οπότε ξαφνικά ένιωθα έντονα τη γύμνια μου κάτω από το λεπτό φόρεμα, που πάνω στη σκηνή μπορεί να αποτελούσε μέρος του θεάματος, όμως εκτός σκηνής ενδεχομένως να φάνταζε σοκαριστική. Τα έβαλα με τον εαυτό μου που δεν είχα φέρει μαζί μου ένα ρούχο να αλλάξω. Ερασιτεχνικό λάθος, το οποίο δεν επρόκειτο να επαναλάβω. «Θυμάσαι την ατζέντισσα από το πάρτι στο σπίτι μου, τη Σούζαν;» μου ψιθύρισε ο Σιμόν στο αφτί. «Τώρα είναι η ευκαιρία σου. Πήγαινε να της μιλήσεις». Έγνεψα καταφατικά κι εκείνος έφερε την παλάμη του χαμηλά στην πλάτη μου σπρώχνοντάς με απαλά προς τα εκεί. Έγειρα στο μπαρ δίπλα της, σαν να είχα βρεθεί τυχαία εκεί, περιμένοντας να πάρω ένα ποτό. Ήταν ντυμένη κομψά, φορούσε ένα στιλάτο αλλά συντηρητικό ίσιο φόρεμα, στο χρώμα του δαμάσκηνου, τα δε μαλλιά της ήταν άψογα χτενισμένα, δίνοντας την ιδανική εικόνα για κάποια που
συνδύαζε δουλειά με διασκέδαση. Η Σούζαν ήταν φυσική κοκκινομάλλα, πράγμα που για μένα μετρούσε σαν ένα ακόμη από τα υπέρ της. Κρατούσε ένα κινητό στο χέρι και πληκτρολογούσε με μανία, σαν να είχε ξεκοπεί από το περιβάλλον της, όμως το βλέμμα της φωτίστηκε αμέσως μόλις με είδε. «Σάμερ! Πολύ χαίρομαι που σε πετυχαίνω. Ήσουν καταπληκτική στη σκηνή, ήταν ένας αληθινός θρίαμβος». «Ευχαριστώ. Εεε... ωραία παπούτσια». Τα έσυρα για τα καλά στον εαυτό μου, που πριν την πλησιάσω δεν είχα σκεφτεί κάτι καλύτερο να της πω. «Α, σ’ ευχαριστώ. Είναι ψηλοτάκουνα μποτάκια σε σπορ γραμμή. Δεν έχω δει να κυκλοφορούν στη Νέα Υόρκη. Τα συγκεκριμένα τα αγόρασα στο Λονδίνο». Περιορίστηκα να κατανεύσω. «Λοιπόν, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Το ξέρω πως θα έχεις στρατιές θαυμαστών που περιμένουν να σε συγχαρούν, και πιθανόν δε βλέπεις την ώρα να ξεφύγεις από τον πανικό και να γυρίσεις στο σπίτι σου, όμως νομίζω πως έχεις κάτι το πραγματικά ξεχωριστό. Θέλω να πάω σε περιοδεία το πρόγραμμά σου». «Σε περιοδεία;» Ξεροκατάπια. «Ναι. Εσένα και λίγα άτομα από τα έγχορδα. Θεωρώ πως έχεις τον κατάλληλο συνδυασμό ικανοτήτων και σεξαπίλ ώστε να στηρίξεις μια σόλο καριέρα. Και όχι μονάχα στην Αμερική. Θέλω να σε πάω παντού. Δε μου λες, διακρίνω προφορά από Αυστραλία στη φωνή σου;» «Ναι. Δηλαδή η καταγωγή μου είναι από τη Νέα Ζηλανδία, αλλά έζησα και στην Αυστραλία για ένα διάστημα». «Τέλεια. Οι παραγωγοί σ’ εκείνα τα μέρη θα ξετρελαθούν με την προοπτική. Λατρεύουν όλους όσους ξεχώρισαν στο εξωτερικό και επιστρέφουν να επισκεφτούν τα μέρη τους». «Πολύ θα μου άρεσε να ταξιδέψω στην πατρίδα μου», απάντησα, «αλλά και οπουδήποτε αλλού θα ήθελες να με στείλεις φυσικά», έσπευσα να προσθέσω, τονίζοντας τον ενθουσιασμό μου. «Ωραία. Κανονίστηκε λοιπόν. Δε φαντάζομαι να πας και να μιλήσεις σε άλλους ατζέντηδες τώρα; Πέρασε από το γραφείο μου τη Δευτέρα για να τακτοποιήσουμε τα συμβόλαια». Έβγαλε μια κάρτα από την τσέπη της και την άφησε στο χέρι μου. «Είναι πολύ σημαντική εξέλιξη αυτή, ξέρεις, Σάμερ. Πριν το καταλάβεις, θα αράζεις σε κάποιο παραθαλάσσιο σπίτι στο Λονγκ Άιλαντ». «Πότε θα ήθελες να ξεκινήσουμε;» ρώτησα, τρέμοντας ήδη την απάντησή της. «Αμέσως φυσικά. Ο χρόνος παίζει καθοριστικό ρόλο σε τέτοιες καταστάσεις. Είδες τον κόσμο εκεί έξω; Πρέπει να εκμεταλλευτείς αυτό το ρεύμα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν θα χαθεί στην πορεία. Είναι αδύνατο να προβλέψεις τη στάση του κοινού. Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι αυτό που θα προκαλέσει αίσθηση. Πάντως, αυτή τη στιγμή είσαι αυτή. Να το εκμεταλλευτείς όσο διαρκεί». «Εντάξει. Ευχαριστώ», είπα, φροντίζοντας να χαμογελάσω. Αισθανόμουν απίστευτα κουρασμένη. Το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω στο σπίτι, στον Ντόμινικ. Είχε πάει μία το πρωί μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι. Ο Ντόμινικ κοιμόταν ήδη. Είχε πετάξει από πάνω του τα σκεπάσματα, κάτι το οποίο θα φρόντιζα να του θυμίσω το πρωί, καθώς μονίμως γκρίνιαζε πως του τραβούσα τις κουβέρτες. Η λευκή αγγλική επιδερμίδα του φάνταζε ακόμη πιο χλομή με φόντο τα μαύρα σεντόνια. Τα
προτιμούσε στο χρώμα που άρεσε και στη Λόραλιν, όπως θυμόμουν, και του είχα πει όταν τα αγόρασε πως το χρώμα δεν ήταν πρακτικό και πως σύντομα θα ήταν γεμάτα λεκέδες. Εκείνος τα πήρε ούτως ή άλλως φυσικά, αν και δε διαμαρτυρήθηκε όταν τα άλλαξε με ένα δικό μου σετ, σε κρεμ χρώμα. Είχαμε καταλήξει σε μια σιωπηλή συμφωνία πλέον και χρησιμοποιούσαμε εναλλάξ τα δύο. Τουλάχιστον ευχαριστούσα την τύχη μου που δεν του άρεσαν τα ριγέ ή τα εμπριμέ. Κοιμόταν γυμνός, όπως κι εγώ, και έμοιαζε απρόσμενα ευάλωτος έτσι όπως είχε κουλουριαστεί στο κρεβάτι, ξεσκέπαστος. Ήταν ξαπλωμένος σε σχεδόν εμβρυακή στάση, με το ένα πόδι λυγισμένο σε ορθή γωνία, το άλλο ίσιο και το χαλαρό πέος του σε πρώτο πλάνο. Έδειχνε μικρό και ζαρωμένο, όμως και πάλι ήταν αρκετά όμορφο. Έγειρα από πάνω του και το χάιδεψα πολύ απαλά. Μου έκανε εντύπωση πόσο μαλακή ήταν η επιδερμίδα του σ’ εκείνο το σημείο του σώματός του, που το φανταζόμουν μονίμως σκληρό, σαν όπλο, το επίκεντρο της δύναμής του. Ποτέ δεν είχα παρατηρήσει ένα πέος σε ηρεμία. Μ’ έκανε να αναρωτιέμαι τι άλλο που αφορούσε τους άντρες γενικά, και ειδικά τον Ντόμινικ, είχα πάρει ως δεδομένο. Είχα κατά νου να τον ξυπνήσω παίρνοντάς του μια πίπα από τότε που αρχίσαμε να συζούμε, όμως κάθε φορά σηκωνόταν πριν από εμένα, αφήνοντας τουλάχιστον μία και κάποιες φορές τρεις κούπες καφέ να κρυώνουν δίπλα μου στο κρεβάτι προτού σαλέψω. Η επιδερμίδα του ήταν πιο σκούρα όταν γνωριστήκαμε, ήμουν σίγουρη. Πρέπει να είχε πάει διακοπές και δεν είχε να κάνει με μεσογειακή καταγωγή από κάποιο συγγενή, σκέφτηκα όπως άφηνα να πέσει το φόρεμά μου στο πάτωμα και περνούσα κάτω από τα σκεπάσματα που είχε τινάξει πέρα εκείνος. Ήταν ακόμη τόσα πολλά τα πράγματα που δεν ήξερα γι’ αυτόν, τόσα πολλά πράγματα για τα οποία δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ. Αποφάσισα να γίνω καλύτερη σύντροφος, ξεκινώντας από την επομένη. Τουλάχιστον όσο προλάβαινα, προτού υποχρεωθώ να τον αφήσω μόνο του στη Νέα Υόρκη, πράγμα το οποίο πλέον φάνταζε αναπόφευκτο, αν έδινα βάση στα λόγια της Σούζαν. Τελικά ο Ντόμινικ ήταν εκείνος που με ξύπνησε με στοματικό σεξ το επόμενο πρωί. Δεν είχα κάνει ντους πριν πέσω στο κρεβάτι, οπότε τράβηξα απαλά τα μαλλιά του αμέσως μόλις ένιωσα το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου, επιχειρώντας να τον αποτρέψω να με περιποιηθεί πριν έχω την ευκαιρία να μπανιαριστώ. Εκείνος όμως έκανε πέρα το χέρι μου και συνέχισε. Ήταν ανώφελο να πας κόντρα στον Ντόμινικ, είτε σιωπηλά είτε σε μια συζήτηση. Κάποιες φορές είχα την αίσθηση πως του άρεσα περισσότερο όταν δεν είχα πλυθεί, σαν να αντλούσε μια αίσθηση εξουσίας καταφέρνοντας να με ερεθίσει όταν εγώ αισθανόμουν ανεπιθύμητη. Μόλις είχα αρχίσει να χαλαρώνω και να απολαμβάνω τα δυνατά χάδια της γλώσσας του, όταν μετατοπίστηκε προς τα πάνω και με φίλησε. «Το αγαπημένο μου πρωινό», μουρμούρισε στο αφτί μου. «Είσαι ακόμη πιο νόστιμη τώρα που έγινες διάσημη». Γέλασα. «Εντάξει, δε χρειάζεται να με κοροϊδεύεις». «Καθόλου δε σε κοροϊδεύω. Έπρεπε να έβλεπες τους άντρες στο ακροατήριο. Βάζω στοίχημα πως τους είχε γίνει όλων τέντα, μέχρι την τελευταία κίνηση, ειδικά του αγαπημένου σου Σιμόν». Ενοχλήθηκα από το σχόλιο. «Δεν είναι έτσι». «Όχι», επέμεινε εκείνος, «μου αρέσει που σε θέλουν. Δεν κατηγορώ κανέναν τους, κι εγώ είμαι αυτός που σε έχει δική του, εδώ που είναι η θέση σου». Έφερε τη λεκάνη του προς τα πάνω και τον έχωσε μέσα μου. Η αίσθηση του μορίου του εκεί
όπου είχε περάσει η γλώσσα του λίγες στιγμές νωρίτερα ήταν αρκετή για να διώξει κάθε σκέψη από το μυαλό μου. Βόγκηξα από απόλαυση, οι φόβοι για το μέλλον ξεχάστηκαν καθώς με έπιανε και από τους δύο καρπούς και τους κρατούσε σφιχτά ενώ καρφωνόταν πάνω μου, αδιαφορώντας για το γδούπο που έκανε το κεφαλάρι όπως έβρισκε τον τοίχο. «Μάλλον πρέπει να προσέχω τα χέρια σου τώρα πια», είπε. «Τι λες, θα τα ασφαλίσεις;» Έπνιξε το γέλιο μου με ένα φιλί. «Η ιεραποστολική στάση είναι παρεξηγημένη», υποστήριξα, έχοντας κουρνιάσει κάτω από το μπράτσο του, μετά που τελείωσε μέσα μου. Είχαμε περάσει και οι δύο από τη μάλλον πεζή αλλά απαραίτητη στενωπό της συζήτησης του σεξουαλικού παρελθόντος μας και των μέτρων προφύλαξης. Είχα αρχίσει να διασκεδάζω με τη σοκαρισμένη αντίδραση των ειδικών γιατρών όταν τους παρέθετα το ιστορικό των σχέσεών μου. Άξιζε κάθε στιγμή αμηχανίας για να απολαμβάνω την αίσθηση του καυτού σπέρματος του Ντόμινικ να κυλά ανάμεσα στα πόδια μου χωρίς τις ενοχές ή την ανησυχία πως μια μέρα θα κατέληγε να μεταφραστεί σε μια καινούρια ζωή, προοπτική την οποία ήθελα οπωσδήποτε να αποφύγω. Άφησα να περάσει μία μέρα για να θίξω το θέμα της περιοδείας, στο Toto, το γιαπωνέζικο εστιατόριο στην Τόμσον, το οποίο είχε εξελιχθεί σε στέκι μας. Είχα σκεφτεί πως, σε δημόσιο χώρο, χαρούμενος με την προοπτική ενός δείπνου με σούσι, ο Ντόμινικ ίσως έβλεπε πιο ζεστά την όλη ιδέα. Έκανα λάθος. «Φεύγεις;» ρώτησε, σαν να μην πίστευε στα αφτιά του. «Μόλις τώρα ήρθα. Ούτως ή άλλως, λίγους μήνες θα είμαστε μαζί. Δεν μπορεί να περιμένει η περιοδεία;» «Το γραφείο που με εκπροσωπεί λέει πως ο χρόνος πιέζει». «Σιγά μην έλεγε κάτι άλλο ο τύπος». «Γυναίκα είναι», τον διόρθωσα. Έστριψε με μανία τη χαρτοπετσέτα του. «Μάλιστα. Κι εγώ τι θα κάνω όσο διάστημα εσύ θα απουσιάζεις;» Η φωνή του ήταν ψύχραιμη, ωστόσο παρατήρησα πως κρατούσε σφιχτά το ποτήρι του. «Θα συνεχίσεις την έρευνά σου, φαντάζομαι. Κοίτα, τους πρώτους μήνες δε θα βρίσκομαι και τόσο μακριά. Άνετα θα μπορώ να επιστρέφω για να βλεπόμαστε, ανάμεσα στις συναυλίες. Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να έρχομαι, για να αλλάζω ρούχα και τα σχετικά». «Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό να το συζητήσεις μαζί μου πριν πάρεις όλες αυτές τις αποφάσεις; Δεν ήρθα ως εδώ για να αναλάβω ρόλο πλύστρας, ξέρεις». «Δεν το εννοούσα έτσι. Θα μου λείψεις, αλήθεια, όμως δεν καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να αρνηθώ μια τέτοια ευκαιρία; Ίσως να μην προκύψει ποτέ ξανά αυτή η πρόταση». Αναστέναξε. «Το ξέρω. Καταλαβαίνω», είπε, καρφώνοντας ένα ακόμη κομμάτι ωμού ψαριού με ανησυχητική ένταση. «Απλώς δεν ήταν εύκολο να κανονίσω να έρθω στη Νέα Υόρκη, και η ουσία της όλης προσπάθειας ήταν να μπορέσουμε να περάσουμε ένα διάστημα μαζί. Δε μου αρέσει ιδιαίτερα η έρευνα, ξέρεις, κι εκτός αυτού θα μπορούσα να επισημάνω ότι δε με έχεις ρωτήσει πώς προχωράει ούτε μία φορά». «Λυπάμαι». «Καλά. Εντάξει. Πρέπει να φύγεις. Ας μη μαλώσουμε τώρα και χαλάσουμε το διάστημα που μας απομένει να περάσουμε μαζί». Καθίσαμε αμίλητοι στην υπόλοιπη διάρκεια του φαγητού. Το σασίμι, που κανονικά ήταν ένα από
τα αγαπημένα μου πιάτα, κολλούσε στο λαιμό μου, ενώ ακόμη κι ένα μπουκάλι γιαπωνέζικη μπίρα δε στάθηκε αρκετό να απομακρύνει τη δυσάρεστη αίσθηση. Το γραφείο της ατζέντισσας βρισκόταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω από το Σέντραλ Παρκ. Ήταν μικρό αλλά κομψό, με φωτεινά διακοσμητικά στοιχεία στα βασικά χρώματα και διάφορα φυτά τοποθετημένα ολόγυρα, παρουσιάζοντας συνολικά μια εικόνα την οποία ένας ειδικός στο φενγκ σούι θα μπορούσε να προτείνει ως τον ιδανικό συνδυασμό επαγγελματισμού και φιλικότητας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη ενός άπειρου πελάτη. Είχε κι ένα σκύλο, ένα γέρικο μπασέ, το οποίο καθόταν στον καναπέ απέναντί μου, πάνω σε ένα τριμμένο κόκκινο μαξιλάρι, παρατηρώντας με κάτω από τα βαριά βλέφαρά του. Βρήκα την παρουσία του σκύλου ευχάριστη. Έχω την τάση να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που έχουν ζώα, ειδικά σκυλιά. Αν ήξερα πως ο Ντόμινικ δεν είχε κατοικίδια πριν πάω στο σπίτι του στο Χάμπστεντ, ενδεχομένως και να το θεωρούσα μειονέκτημα. Όμως, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, είχαμε κάνει ήδη σεξ μέχρι να βρεθώ για πρώτη φορά στο σπίτι του, οπότε ήταν πολύ αργά για να συμπεριλάβω αυτή την αδυναμία στην αρχική αξιολόγηση του χαρακτήρα του. Σκέφτηκα πως η Σούζαν πρέπει να ήταν αρκετά καλός άνθρωπος, τουλάχιστον τόσο ώστε να θέλει ο σκύλος να είναι μαζί της, κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο σταμάτησα να διαβάζω τις στοίβες χαρτιών που άφησε μπροστά μου μετά τις πρώτες σελίδες κι απλώς υπέγραψα τα πάντα. Το κείμενο αποτελούνταν από λέξεις-σιδηρόδρομους και ποσοστά, δεν έβλεπα κάτι γύρω από το οποίο να είχα κάποια ουσιαστική επιλογή. Ήμουν κάτι περισσότερο από τυχερή, συνειδητοποίησα, που βρισκόμουν σε αυτή τη θέση και σίγουρα δε με έπαιρνε να διαπραγματευτώ. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως να ήταν εφικτό στην επόμενη περιοδεία μου, αν η πρώτη στεφόταν με επιτυχία. Πέρα από το σκύλο, την εμπιστευόμουν ενστικτωδώς. Ήταν υπολογίστρια, αλλά ειλικρινής. Είχα κανονίσει να συναντήσω την Τσέρι μετά την υπογραφή των συμβολαίων με την ατζέντισσα, καθώς εργαζόταν εκεί κοντά. Δασκάλα σε δημοτικό σχολείο, όπως ανακάλυψα. «Τι γνώμη έχει για την προσωπική σου ζωή το συμβούλιο του σχολείου;» τη ρώτησα ενώ πίναμε καφέ στο Lenny’s, στη Δεύτερη Λεωφόρο. «Θεούλη μου, πώς σου ήρθε αυτό; Ιδέα δεν έχουν. Γι’ αυτό και χρησιμοποιώ το καλλιτεχνικό μου ψευδώνυμο παντού. Μονάχα οι δικοί μου και οι συνάδελφοί μου με φωνάζουν με το κανονικό μου όνομα. Βασικά, έχω δύο παράλληλες ζωές. Το συνηθίζεις. Καλό θα ήταν να κάνεις το ίδιο κι εσύ αν σκοπεύεις να είσαι δημόσιο πρόσωπο και ταυτόχρονα να συνεχίσεις να ασχολείσαι σε κάποιο επίπεδο με τα φετίχ». «Δε νομίζω πως θα μπορούσα να αλλάξω όνομα. Θα μου φαινόταν ανέντιμο». «Ε, ουσιαστικά δεν είσαι και τόσο έντιμη, σωστά;» «Τι εννοείς;» Το σχόλιο με είχε θίξει κάπως. Ανέκαθεν αισθανόμουν περήφανη για την ειλικρίνειά μου. Αντιπαθούσα τους ανθρώπους που ένιωθα πως κρύβονταν. Το θεωρούσα σημάδι αδυναμίας, έλλειψης σθένους. «Οι δύο άντρες σου δεν ξέρουν τι παίζει ο ένας με τον άλλο, έτσι δεν είναι;» «Δεν είναι άντρες μου. Δεν έχω κάποια σχέση με τον Σιμόν». «Εσύ ξέρεις, εγώ πάντως αλλιώς έκοψα την κατάσταση». «Τι να σου πω, δεν ξέρεις τα πάντα, έτσι δεν είναι;» Αισθανόμουν το αίμα μου να βράζει. Οι τελευταίες μέρες είχαν έντονο στρες, βρισκόμουν συνεχώς αντιμέτωπη με επικριτικά και πικρόχολα
σχόλια από τον Ντόμινικ και δεν είχα καμία όρεξη να ακούω τα ίδια κι από την Τσέρι. «Κοίτα, το τι κάνεις είναι δική σου δουλειά, όχι δική μου, δε νομίζω όμως πως ο τρόπος που χειρίζεσαι την κατάσταση είναι εντάξει. Δεν είναι ζήτημα μονογαμίας ή όχι· είναι ζήτημα του αν απατάς τον άλλο». «Ούτε που έχω αγγίξει τον Σιμόν!» «Αλήθεια;» Δεν είχα κάτι να απαντήσω σε αυτό. Τον είχα φιλήσει, αλλά το πράγμα είχε μείνει εκεί. «Αυτό που έχω με τον Ντόμινικ δεν είναι όπως η σχέση σου με τους δύο... φίλους σου. Οι οποίοι εξακολουθούν να παραμένουν άφαντοι», πρόσθεσα δηκτικά. «Δεν υπάρχει λόγος να θυμώνεις. Καταλαβαίνω γιατί θα ήθελες να κρατάς τον Σιμόν ευχαριστημένο –προφανώς έχει βοηθήσει τα μέγιστα την καριέρα σου–, μη θυσιάσεις όμως τον Ντόμινικ γι’ αυτό. Είναι εντάξει τύπος. Μπορεί να το μετανιώσεις, αυτό λέω». «Θες να πεις ότι τον εκμεταλλεύομαι; Για την καριέρα μου;» «Όχι, καμία σχέση. Είμαι σίγουρη πως χωρίς έναν εύπορο ευεργέτη να σου αγοράσει ένα κυριλέ βιολί κι ένα διάσημο νεαρό μαέστρο να σε γνωρίζει σε ατζέντηδες θα τα πήγαινες εξίσου καλά τελικά». Της είχα πει πώς είχαμε γνωριστεί με τον Ντόμινικ, και ξαφνικά ευχόμουν να μην το είχα κάνει. Δεν καταλάβαινε. Πήρα την τσάντα μου και πέταξα ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι, καλύπτοντας το κόστος των ποτών συν ένα παραπάνω από γενναιόδωρο φιλοδώρημα, αν και αισθανόμουν κάπως άσχημα όπως απομακρυνόμουν, ξέροντας πως κατά βάθος είχε βάση αυτό που έλεγε και πως σε κάθε περίπτωση δεν ήταν σωστό να συμπεριφερθώ έτσι τώρα που άλλαζαν τα πράγματα για μένα. Πολύ αργά, σκέφτηκα, επιβραδύνοντας το φουριόζικο βήμα μου, καθώς συνειδητοποιούσα πως βρισκόμουν πλέον στο Σέντραλ Παρκ και πως δεν είχα ιδέα από πού είχα έρθει ή πού πήγαινα, αφού πάνω στο θυμό μου δεν είχα προσέξει καθόλου το χώρο γύρω μου. Το πάρκο, αντί για χώρος ανάπαυσης και περισυλλογής, όπως ήλπιζα, ήταν κατακλυσμένο από παιδιά που τσίριζαν. Είχα φτάσει σχεδόν στο άγαλμα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, κοντά στην 74η Οδό, οπότε τουλάχιστον τώρα ήξερα πού βρισκόμουν. Γονείς και νταντάδες είχαν δυναμική παρουσία συνοδεύοντας τα καμάρια τους, τα οποία σκαρφάλωναν και χοροπηδούσαν πάνω στο γιγάντιο μανιτάρι στο οποίο καθόταν η Αλίκη. Η μπρούντζινη επιφάνειά του ήταν λεία σαν μάρμαρο. Ενδεχομένως εξαρχής να είχε σχεδιαστεί έτσι, ωστόσο βοηθούσαν και τα αμέτρητα πιτσιρίκια που είχαν περάσει τις παλάμες τους από πάνω του εδώ και δεκαετίες ελπίζοντας να εντοπίσουν το μαγικό κουμπί που θα τα έστελνε στο λαγούμι του κουνελιού. Ήθελα να τους πω να ξεχάσουν τα παραμύθια, ένα σωρό τρελά πράγματα συμβαίνουν έτσι κι αλλιώς στην πραγματικότητα, όμως αμφέβαλλα κατά πόσο οι συνοδοί τους, οι οποίοι έμοιαζαν έτοιμοι να εκραγούν, θα χαίρονταν με αυτό. Ένα κοριτσάκι μ’ ένα κόκκινο πανωφόρι και ασορτί κόκκινα παπούτσια με κίτρινα κορδόνια πάσχιζε να βγάλει το ημίψηλο από το κεφάλι του Τρελοκαπελά. Άρχισε να κλαίει μόλις το απομάκρυνε η μητέρα του. Κάθισα στο γρασίδι και προσπάθησα να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή μου αν είχα επιλέξει την πεπατημένη, αν το κοριτσάκι με το κόκκινο πανωφόρι ήταν δικό μου, αν είχα ένα σπίτι με αυλή κι ένα μπασέ να με περιμένει, μια κανονική δουλειά που δε σε υποχρέωνε να ξενυχτάς σε αίθουσες συναυλιών ή να ζεις μέσα σε λεωφορεία που ταξιδεύουν.
Θα μπορούσα να έχω αυτή τη ζωή, αν την ήθελα. Πιθανότατα όχι με τον Ντόμινικ, αλλά με τον Σιμόν, ή με οποιονδήποτε από τους άλλους αδιάφορους άντρες με τους οποίους θα μπορούσα να φανταστώ ότι ήμουν ερωτευμένη για ένα διάστημα, προτού τελικά τους βαρεθώ, αλλά τους οποίους θα μπορούσα να συστήσω στους φίλους και στην οικογένειά μου, να βγαίνω ραντεβού μαζί τους, να κάνουμε οικογενειακές διακοπές, ακόμη και να γεράσουμε μαζί, με λίγη τύχη. Η σκέψη αυτή με γέμισε τρόμο. Η ζωή με τον Ντόμινικ στο διαμέρισμα του Σόχο μάλλον ξέφευγε από το πλαίσιο του φυσιολογικού για τα μέτρα των περισσότερων ανθρώπων, ενώ η επιλογή της ζωής μιας περιοδεύουσας μουσικού θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερο ρήγμα απέναντι στην όποια πιθανότητα να ζήσω κάποια στιγμή όπως ο πολύς κόσμος. Όμως αυτή ήταν η ζωή που είχα επιλέξει, η ζωή που μου ταίριαζε. Ανέκαθεν ήμουν άνθρωπος που προτιμούσε να κολυμπά κόντρα στο ρεύμα, έστω κι αν αυτό ήταν δυσκολότερο. Η αισιόδοξη διάθεσή μου γρήγορα ατόνησε μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο, καθώς οι δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη της περιοδείας με τη Σούζαν είχαν περάσει χωρίς καν να το καταλάβω, λες και η ζωή ανυπομονούσε να με σπρώξει σε αυτό το νέο μονοπάτι και είχε επιταχύνει προκειμένου να με οδηγήσει εκεί ακόμη γρηγορότερα. Ελάχιστοι μουσικοί από την ορχήστρα μπόρεσαν να με συνοδεύσουν στην περιοδεία, όμως δεν τους γνώριζα καλά. Συνειδητοποίησα στη διάρκεια των ακροάσεων πόσο κλεισμένη στον εαυτό μου ήμουν από τότε που ήρθα στη Νέα Υόρκη, αφού, με εξαίρεση τη Μαρίγια και τον Μπάλντο, δεν είχα αναπτύξει σχέσεις με κανένα άλλο μέλος της ορχήστρας. Είχα περάσει τον περισσότερο χρόνο συζητώντας με τον Σιμόν. Εκείνος, σε συνεργασία με τη Σούζαν, κατόρθωσε να συγκεντρώσει μια ομάδα μουσικών μέσα από γνωριμίες, συστάσεις και ονόματα που είχε εκείνη στα αρχεία της. Ήταν όλοι τους συνηθισμένοι να περιοδεύουν και να συνεργάζονται με καινούριους συναδέλφους υπό στενά χρονικά περιθώρια. Αφιερώσαμε ώρες κάνοντας πρόβες μαζί, εκμεταλλευόμενοι τούτη τη φορά την πρόταση του Σιμόν να μας παραχωρήσει το υπόγειο του σπιτιού του για το λόγο αυτό, και αποδείχτηκε πως ήταν πολύ πιο ευχάριστος χώρος για να περνάς ένα απόγευμα απ’ ό,τι το άθλιο παλιό κτίριο που νοικιάζαμε ως τότε, το οποίο μπορεί να βρισκόταν πιο κοντά στο διαμέρισμά μου, ήταν όμως σκοτεινό, αφημένο στην τύχη του, γεμάτο ρεύματα, τα οποία κατάφερναν να τρυπώνουν στο χώρο όσο καλά κι αν κλείναμε τα παράθυρα, λες και οι τοίχοι ήταν ασθματικοί. Ο πρώτος σταθμός της περιοδείας μας ήταν μερικές βραδιές στο Κάλγκαρι, απ’ όπου συνεχίσαμε στο Τορόντο και το Κεμπέκ προτού κατηφορίσουμε στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου θα βρισκόμουν πιο κοντά στη βάση μου και θα μπορούσα να επισκέπτομαι τον Ντόμινικ. Τον είχα δει ελάχιστα τις τελευταίες δέκα μέρες. Είχε κλειστεί στον εαυτό του από τότε που τον ενημέρωσα για την περιοδεία, επιμένοντας πως είχε μείνει πίσω στην έρευνά του και στις υποχρεώσεις του που αφορούσαν τις διαλέξεις, με αποτέλεσμα να περνά όλο και περισσότερο χρόνο στη βιβλιοθήκη. Σεξ δεν είχαμε κάνει, από εκείνο το πρωινό μετά το κονσέρτο μου, και οι προσπάθειές μου να τον στρέψω σ’ εκείνη την κατεύθυνση είχαν άσχημα αποτελέσματα. Ένα απόγευμα, ενώ εκείνος περίμενε πως θα έλειπα από το σπίτι για πρόβα, είχα επιστρέψει νωρίς για να του κάνω έκπληξη, μετά από μία από τις σποραδικές διαλέξεις του. Άνοιξε την πόρτα και με βρήκε στην κουζίνα, να ψήνω μηλόπιτα, φορώντας στολή μαθήτριας, την οποία είχα
παραγγείλει από το διαδίκτυο, κομπλέ, με ψηλές κάλτσες, καρό μίνι φούστα και τιράντες, έχοντας πιάσει τα μακριά μου μαλλιά πλεξούδες. Εγώ το είχα κάνει για να γελάσουμε, αν και φυσικά έτρεφα την ελπίδα πως, εκτός από διασκεδαστική, θα έβρισκε την όλη εικόνα ερεθιστική. «Είναι φορές που αναρωτιέμαι αν με ξέρεις καθόλου», είχε πει εκείνος, ρίχνοντάς μου μια καυστική ματιά, προτού περάσει στο υπνοδωμάτιό μας και κλείσει με κρότο πίσω του την πόρτα. Πέταξα τη μηλόπιτα και άναψα τον εξαερισμό στο χώρο της κουζίνας για να απαλλαγώ από τη μυρωδιά. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, έπαψα να προσπαθώ και τον άφησα να κάνει μούτρα, αν και κάθε βράδυ, όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι δίπλα του και μου γύριζε την πλάτη, ένιωθα λες και οι δύο είχαμε μπει στον πάγο, σαν να είχε σχηματιστεί ένα τείχος ανάμεσά μας που δεν είχε θέση εκεί. Ήθελα να απλώσω το χέρι και να τον αγγίξω, να καλυτερέψω τα πράγματα με μια ζεστή αγκαλιά, όμως τα μπράτσα μου έμοιαζαν καρφωμένα πάνω στα πλευρά μου, λες και είχαν κολλήσει εκεί πάνω. Αντίθετα, ο Σιμόν επιδίωκε να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί μου, κι εγώ αναρωτιόμουν αν είχε κανονίσει τη διαθεσιμότητα των υπόλοιπων μουσικών έτσι ώστε κάθε φορά έπρεπε να βιαστούν να φύγουν για κάποιο άλλο ραντεβού αμέσως μόλις τελείωνε η πρόβα, αφήνοντας τους δυο μας μόνους στο υπόγειο, όσο εγώ μάζευα τις παρτιτούρες και τα υπόλοιπα πράγματά μου. Ήθελε να μάθει κάθε λεπτομέρεια της περιοδείας, τη μουσική που θα παίζαμε κάθε βραδιά. Εγώ είχα αφήσει την όλη οργάνωση στα χέρια της Μοίρας και της ατζέντισσάς μου, η οποία είχε σχεδιάσει και την παραμικρή λεπτομέρεια με αποτελεσματικότητα που θα ζήλευε ακόμη και μυστικός πράκτορας της CIA, οπότε δεν ήξερα καν την απάντηση στις περισσότερες ερωτήσεις που έκανε ο Σιμόν σχετικά με το πού θα μέναμε και για πόσο διάστημα. Είχα αρχίσει να κουράζομαι από το ενδιαφέρον του. Η πιπεράτη κολόνια του μου προκαλούσε πονοκέφαλο. Τα φριζαρισμένα μαλλιά του με έβαζαν στον πειρασμό να αφήσω ένα σωληνάριο με τζελ στο ντουλαπάκι του μπάνιου του. Ακόμη και τα αμέτρητα ζευγάρια παπούτσια που ήταν αραδιασμένα δίπλα στην πόρτα, τα οποία άλλοτε έβρισκα ιδιαίτερα και κομψά, τώρα δοκίμαζαν τις αντοχές των νεύρων μου. Μετά από κάθε πρόβα επέστρεφα αμέσως στο σπίτι, ελπίζοντας πως ο Ντόμινικ θα με είχε συγχωρέσει, πως θα ήταν και πάλι ο παλιός του εαυτός, τουλάχιστον για τις τελευταίες μέρες που θα περνούσαμε μαζί. Όμως το διαμέρισμα ήταν άδειο και, όσο περισσότερο έμενα μόνη μου εκεί, τόσο μεγαλύτερη μοναξιά ένιωθα. Κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο. Άρχισα λοιπόν να ετοιμάζω τα πράγματά μου, παίρνοντας μαζί μου όσο το δυνατό λιγότερα, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσω τον Ντόμινικ πως δε θα αργούσα να επιστρέψω. Μάζεψα τα ρούχα μου για τις παραστάσεις, το μακρύ μαύρο φόρεμα που μου είχε αγοράσει για την πρώτη σόλο εμφάνισή μου, δύο πιο κοντά φορέματα για μικρότερους, περισσότερο ιδιωτικούς χώρους ή για μέρη τα οποία ενδεχομένως να ήταν πολύ συντηρητικά για να δεχτούν ένα ημιδιαφανές φόρεμα. Παραμονή της αναχώρησής μου, ο Ντόμινικ έλειπε από το διαμέρισμα, στη δουλειά του. Τηλεφώνησε ο Σιμόν για να μου ευχηθεί καλή τύχη, καθώς θ’ αναχωρούσαμε αεροπορικώς νωρίς το πρωί. Άφησα την κλήση να προωθηθεί στον τηλεφωνητή και δεν άκουσα το μήνυμά του. Σε μια ύστατη απόπειρα να συμφιλιωθώ με τον Ντόμινικ, φόρεσα το μαύρο κορσέ μου, όσο πιο σφιχτά μπορούσα χωρίς να έχω βοήθεια, και έβαλα το σκούρο βραδινό κραγιόν που προτιμούσε, έτσι όπως είχα κάνει την πρώτη μας νύχτα μαζί στο λοφτ, έτσι όπως με είχε στολίσει κι εκείνος
παλιότερα μπροστά στον ίδιο και στο μυστικό ακροατήριό του, καλύπτοντας τις θηλές μου και στη συνέχεια τα κάτω χείλη μου με ένα έντονο κόκκινο χρώμα. Έσβησα όλα τα φώτα στο σπίτι, εκτός από ένα σποτάκι στην οροφή, το οποίο ήταν στραμμένο κατευθείαν πάνω στο ξύλινο δάπεδο του καθιστικού. Ύστερα έφερα το βιολί και το δοξάρι μου στις θέσεις τους και περίμενα. Περίμενα και περίμενα. Το ρολόι έδειξε μεσάνυχτα, κι εκείνος ακόμη δεν είχε γυρίσει. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος άντρας, δε θα μου έκανε εντύπωση αν τον έβλεπα να επιστρέφει μεθυσμένος, όμως ο Ντόμινικ δεν έπινε, πράγμα το οποίο σήμαινε πως, όπου κι αν ήταν, ήξερε πόσο περασμένη ήταν η ώρα και ότι αυτή ήταν η τελευταία μου νύχτα στη Νέα Υόρκη πριν από την περιοδεία. Άραγε να ήταν με κάποια άλλη γυναίκα; Απίθανο, σκέφτηκα. Μάλλον μόνος του ήταν, κυκλωμένος από τα βιβλία του, πνίγοντας το θυμό του σ’ ένα χείμαρρο λέξεων. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια, χωρίς να μπω στον κόπο να λύσω τον κορσέ ή να αφαιρέσω το κραγιόν. Με ξύπνησε πριν ξημερώσει, την ώρα που στην πόλη κυκλοφορούν μονάχα τα πουλιά, οι σκουπιδιάρηδες και οι έφηβοι που επιστρέφουν στα σπίτια τους από την έξοδο της προηγούμενης βραδιάς. «Σε περίμενα», είπα νυσταγμένα. «Το ξέρω». Έπιασε τις κορδέλες στην πλάτη του κορσέ και με σήκωσε στα γόνατα. Η ανάσα του ήταν βαριά, σκάλωνε στο λαιμό του. Ένιωσα το σχεδόν ανεπαίσθητο ρεύμα που προκάλεσε το χέρι του όπως σηκώθηκε στον αέρα, προτού η παλάμη του σκάσει πάνω στα καπούλια μου, τραβώντας μου ένα δυνατό χαστούκι, πρώτα στη μία πλευρά, μετά στην άλλη. Τινάχτηκα από το σοκ. Ύστερα χαμήλωσα το στήθος μου, φέρνοντάς το πιο κοντά στο κρεβάτι, τουρλώνοντας τον κώλο μου για να τον διευκολύνω, σαν σκύλα που περίμενε να την καβαλήσουν. Πόσο πολύ μου είχε λείψει αυτό, το βάρος των χεριών του πάνω στο σώμα μου, που παρέσερνε κάθε σκέψη από το μυαλό μου, η ευκαιρία να του αποδείξω πως δεν υπήρχε τίποτα που δε θα έκανα για χάρη του, η υπέροχη προσμονή για ό,τι θα μπορούσε να μου ζητήσει να του κάνω, το πόσο πολύ με ερέθιζαν τα όσα ήθελε. Ήταν σαν να παραδινόταν στο πάθος του για μένα όταν βρισκόταν σε αυτή τη διάθεση, επιτρέποντας στο θυμικό του να κατευθύνει τις πράξεις του, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να πρόβαλλε ο νους του. Η ικανότητα που είχα να τον εξωθώ στο να υποκύπτει στις επιθυμίες του μου προκαλούσε μια μεθυστική αίσθηση εξουσίας, ακόμη κι όταν ήμουν εγώ αυτή που γονάτιζε. Με χάιδεψε τρυφερά, καλμάροντας το τσούξιμο, κι έπειτα σκούντησε ελαφρά τους μηρούς μου. «Άνοιξε τα πόδια σου». Πέρασε το δάχτυλό του ανάμεσα στα χείλη μου, σκουπίζοντας την υγρασία μέχρι την κωλοτρυπίδα μου. «Σου έλειψα, βλέπω». «Ναι, πάρα πολύ».
«Φέρε τα χέρια πίσω από την πλάτη σου». Έσκυψα ακόμη βαθύτερα ώστε να ισορροπήσω, με τα χέρια πίσω από την πλάτη και τις παλάμες κολλημένες σε στάση προσευχής. Μετάνιωνα που είχα διακόψει τα μαθήματα γιόγκα τον τελευταίο καιρό, καθώς δεν είχα χρόνο με όλες εκείνες τις πρόβες. Οι ώμοι μου πονούσαν, όμως ο πόνος με ερέθιζε ακόμη περισσότερο. Ήθελα να με οδηγήσει ο Ντόμινικ ακόμη πιο μακριά από κάθε άλλη φορά, να διαγράψει με το άγγιγμά του κάθε δυσάρεστη ανάμνηση από τις τελευταίες μέρες. Άκουσα το σκοινί προτού το νιώσω, το θρόισμα που έκανε όπως ξετυλιγόταν. Το αισθάνθηκα τραχύ πάνω στην επιδερμίδα μου, τις άκρες του που άγγιζαν τους καρπούς μου. Έδεσε τα χέρια μου σφιχτά, στο ύψος των καρπών. «Φέρε τα γόνατα πιο κοντά στο στήθος σου». Η φωνή του ήταν σιγανή, ήρεμη, αποφασιστική, ένας τόνος που, από προηγούμενες εμπειρίες, ήξερα ότι αποτελούσε το πρελούδιο μιας πολύ πιο σκληρής αντιμετώπισης. Τύλιξε το σκοινί γύρω από τους αστραγάλους μου, δένοντας τα πόδια με τους καρπούς μου, έτσι ώστε ήμουν στημένη στα τέσσερα μπροστά του, με το πρόσωπο κολλημένο στα σκεπάσματα, τελείως ανήμπορη να κινηθώ. Ύστερα σήκωσε την παλάμη του ξανά, μου τράβηξε άλλο ένα χαστούκι στα καπούλια, έπειτα ένα ακόμη, ξανά και ξανά, μέχρι που τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν και ο χρόνος σταμάτησε. Το τσούξιμο ενώθηκε με μια εντελώς άλλη αίσθηση και τα αρχικά επιφωνήματα έκπληξης και πόνου εξελίχθηκαν σε ξεσπάσματα ηδονής. Για μια στιγμή, ένιωσα σαν να ήμουν προέκταση του σώματός του, σαν να κατάφερνε κάπως, μέσα από τη συνάντηση της παλάμης του με τη σάρκα μου, να ενωθεί μαζί μου με τρόπο σεξουαλικό, που όμως ήταν κάτι περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να είναι το σεξ, καθώς και οι δυο μας ταξιδεύαμε σε άγνωστες γωνιές του ψυχισμού μας, μέσα από μια πράξη προσωπική, τόσο σε πνευματικό όσο και σε σωματικό επίπεδο. Τότε άκουσα τη δερμάτινη ζώνη του να λύνεται, το σιγανό σύρσιμο όπως τραβούσε το λουρί πάνω στο παντελόνι του, ένα ελάχιστο τσάκισμα όταν ένωνε τις δύο άκρες και στη συνέχεια το ανεπαίσθητο ρεύμα του αέρα καθώς το αυτοσχέδιο μαστίγιό του έσκιζε την ατμόσφαιρα και συναντούσε πρώτα το ένα κωλομάγουλο και μετά το άλλο. Η αίσθηση ήταν εντυπωσιακά παρόμοια με εκείνη του χεριού του, και σύντομα δεν μπορούσα να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα στα χτυπήματα της επιδερμίδας του και της ζώνης. Κάποιες στιγμές αισθανόμουν ένα άγγιγμα από ύφασμα στα πόδια μου, έτσι όπως έγερνε πάνω μου, ντυμένος ακόμη, και αργότερα το πρωί θα φανταζόμουν τι εντύπωση θα έδινε ένα τέτοιο θέαμα σε κάποιο περίεργο γείτονα ή σ’ ένα περαστικό έντομο. Κάποιοι μπορεί να χαρακτήριζαν τη σκηνή όμορφη, κάποιοι άλλοι ανήθικη· υπήρχαν κι αυτοί που θα την έλεγαν γελοία. Ένας κουρασμένος άντρας με τσαλακωμένο κοστούμι και μια γυμνή κοπέλα στα γόνατα, δεμένη μπροστά του. Τα σημάδια της παλάμης και της ζώνης του θα με συνόδευαν για το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας, θα αποτελούσαν μια ιδιαίτερα αισθητή υπενθύμιση της τελευταίας μας ώρας μαζί στο κρεβάτι, κάθε φορά που θα καθόμουν. Για την ώρα όμως άφησα απλώς το μυαλό μου να ταξιδέψει στην αίσθηση της παλάμης του πάνω στον κώλο μου, στην υγρασία που έτρεχε στα πόδια μου, θυμίζοντάς μου διαρκώς την αντίδραση του σώματός μου σε αυτή την ιδιαίτερη μορφή συνεύρεσης που μας ένωνε εξίσου σφιχτά με το σκοινί γύρω από τους αστραγάλους μου. Έκανε μια παύση για να πάρει ανάσα, ακουμπώντας τις παλάμες του απαλά πάνω στα οπίσθιά
μου, και έγειρε προς τα εμπρός, σφίγγοντας τις παλάμες μου για να βεβαιωθεί πως δεν είχαν αρχίσει να κρυώνουν, να μελανιάζουν. Κούνησα τα δάχτυλά μου για να επιβεβαιώσω πως ήμουν εντάξει, κι αυτή ήταν σχεδόν η μόνη κίνηση που μπορούσα να κάνω τη δεδομένη στιγμή, καθώς τα χαστούκια μού είχαν προκαλέσει παραζάλη. Πέρασε τις παλάμες του πάνω στο κορμί μου, χάιδεψε τα πόδια μου, έβαλε τα δάχτυλά του και πάλι μέσα μου, νιώθοντας το δίχως άλλο την υγρασία των χειλιών μου, τη λίπανση που εκείνος είχε προκαλέσει· ύστερα γονάτισε και βύθισε το πρόσωπό του ανάμεσα στους μηρούς μου, δαγκώνοντας ελαφρά τα χείλη μου, βάζοντας τη γλώσσα του να με γαμήσει. Άκουσα το τρίξιμο του συρταριού στο κομοδίνο όπως άνοιγε, ένας ήχος που στη διάρκεια του σεξ μού προκαλούσε την ίδια αίσθηση με το άφρισμα ενός αναψυκτικού μια καυτή μέρα. Αποτελούσε βέβαιη ένδειξη πως κάτι ευχάριστο θα ακολουθούσε. Το λιπαντικό ήταν παγωμένο όταν συνάντησε την επιδερμίδα του πρωκτού μου, αν και πολύ γρήγορα ζεστάθηκε καθώς ο Ντόμινικ έβαζε πρώτα ένα δάχτυλο και μετά και δεύτερο. Κάποιος άλλος άντρας μπορεί να είχε σχολιάσει πως ήμουν στενή εκεί, εκείνος όμως παρέμενε σιωπηλός, αν και η ανάσα του γινόταν όλο και πιο τραχιά. Δεν μπορούσα να ακούσω την καρδιά του να χτυπάει, ούτε μπορούσα να δω την έκφραση του προσώπου του, ωστόσο φανταζόμουν πως ήταν χαμένος στο πάθος όπως κι εγώ, με μάτια κλειστά και στόμα χαμογελαστό, ικανοποιημένος από τις αντιδράσεις που μου αποσπούσε. Πέρασε τον πούτσο του πάνω από τη σχισμή του κώλου μου. Το κεφάλι του ήταν απαλό και μεταξένιο, γλιστρούσε από το λιπαντικό, τόσο το χημικό όσο και το φυσικό. Το ακούμπησε πάνω στην τρύπα μου και άρχισε να πιέζει, διερευνητικά, όμως μετά σαν να άλλαξε γνώμη. Έσκυψε βιαστικά και έλυσε τα χέρια και τα πόδια μου, ενώ το σκληρό καυλί του έβρισκε πάνω στους μηρούς μου όπως καταπιανόταν με το σκοινί. Το αίμα επέστρεψε ορμητικό στα πέλματα και στις παλάμες μου, οπότε κούνησα όλα μου τα δάχτυλα, για να συνέλθω γρηγορότερα από το αναπόφευκτο μυρμήγκιασμα. «Είσαι εντάξει;» με ρώτησε, χαϊδεύοντας τα άκρα μου, ζεσταίνοντας σημεία του σώματός μου που είχαν κινδυνέψει να κρυώσουν από την περιορισμένη κυκλοφορία του αίματος. «Ναι, μη σταματάς, σε παρακαλώ». Έχει κάτι το ιδιαίτερο το πρωκτικό σεξ. Είναι μια αίσθηση την οποία είχα βιώσει λίγες μόνο φορές, όμως σε κάθε περίπτωση με έκανε να νιώθω ότι ανήκα στον άλλο, ότι δινόμουν ολοκληρωτικά σε έναν άντρα. Ο Ντόμινικ έστρεψε ξανά την προσοχή του στο άνοιγμά μου. Κράτησα την ανάσα μου όταν άρχισε να σπρώχνει σιγανά κι ύστερα πιο δυνατά, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά με κάθε σπρώξιμο, ενώ εγώ χαλάρωνα, του ανοιγόμουν. Βούτηξα τα σκεπάσματα μέσα στις γροθιές μου ενώ εκείνος μπαινόβγαινε μέσα μου. Είχε εγκαταλείψει τη σιωπή του πλέον, η ηδονή του ακουγόταν σε κάθε του κίνηση. Έπιασε μια χούφτα από τα μαλλιά μου και με σήκωσε, χρησιμοποιώντας τα σαν γκέμια για να σπρώχνει δυνατότερα καθώς οι κινήσεις του σταδιακά επιταχύνονταν και ξέφευγαν από τον έλεγχό του, φτάνοντας σε ξέφρενα επίπεδα, μέχρι που τελείωσε μέσα μου, οπότε σωριάστηκε στην πλάτη μου, ενώ το ζεστό του σπέρμα με γέμιζε και έσταζε στο εσωτερικό του ποδιού μου. Έμεινε μέσα μου μέχρι που ένιωσα το πουλί του να μαλακώνει, την ανάσα του καυτή πάνω στο αφτί μου. Είχε ξημερώσει στη Νέα Υόρκη.
Έκανα να σηκωθώ, να ανακαθίσω, για να καθαριστώ. «Όχι. Μείνε», είπε. «Θέλω να με νιώσεις μέσα σου έτσι». Κουλουριάστηκε πίσω μου, με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του, με την παλάμη του περασμένη πάνω από το θώρακά μου, κρατώντας το στήθος μου στη χούφτα του, μέχρι που χτύπησε το ξυπνητήρι μου. Ήταν ώρα να φύγω, η λιμουζίνα που είχε κλείσει η Σούζαν σύντομα θα έφτανε για να με μεταφέρει στο αεροδρόμιο. Τον βρήκα στην κουζίνα, να μου ετοιμάζει καφέ, όταν ξύπνησα και είδα μελανιές να εμφανίζονται στο σώμα μου και τα σεντόνια λερωμένα σε αποχρώσεις του κόκκινου, σαν αίματα. Τα υπολείμματα του βραδινού κραγιόν μου, το χρώμα που χρησιμοποιούσα για τη μετάβαση στη βραδινή μου πλευρά, είχε απλωθεί στα σκεπάσματα, εντονότερο κι από έντονο στο φως της μέρας. Μεσάνυχτα στο Κάλγκαρι, εκεί όπου όλοι οι άντρες μάλλον κυκλοφορούσαν με καουμπόικα καπέλα. Το δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο θα μπορούσε να είχε βγει κατευθείαν από κατάλογο ξενοδοχείων της δεκαετίας του 1950. Λειτουργικό, γκρι, καταθλιπτικό στις χρωματικές επιλογές του. Τα τζάμια ήταν διπλά, επομένως κανένας ήχος απέξω δεν μπορούσε να φτάσει ως εκεί. Ένας άδειος θύλακας και μια άδεια γυναίκα να στέκεται στο κέντρο του. Επιστροφή και πάλι στη ζωή χωρίς τον Ντόμινικ. Τα σημάδια από τις παλάμες του πάνω στο σώμα μου θα μπορούσαν να είναι ο οδικός χάρτης της σχέσης μας. Την ώρα που έφευγα από τη Νέα Υόρκη, υποκύπτοντας σε μια παρόρμηση της τελευταίας στιγμής είχα πάρει το κοντό σκοινί στη βαλίτσα μου. Τώρα το είχα τυλιγμένο στο λαιμό μου και περπατούσα γυμνή στην έρημο του δωματίου μου. Έφερα τα δάχτυλα στη μέση μου κι ακόμη χαμηλότερα. Χαϊδεύτηκα, με τη μορφή του Ντόμινικ αποτυπωμένη στο μυαλό μου, παρακαλώντας να εμφανιστεί στο πλευρό μου, να πιάσει το σκοινί και να το σφίξει, μέχρι να τελειώσω, να λιποθυμήσω ή να πεθάνω. Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και τώρα, απροσδόκητα, Κάλγκαρι. Στους δρόμους και πάλι.
8 Απιστίες
ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ,
ο Ντόμινικ είχε πάρει τη θέση του επισκέπτη καθηγητή προκειμένου να πραγματοποιήσει έρευνα για ένα πιθανό εγχείρημα, το λιγότερο για τη συγγραφή ενός δοκιμίου, αλλά ίσως ακόμη και για ένα βιβλίο με θέμα Αμερικανούς συγγραφείς και μουσικούς που έζησαν στο Παρίσι τα χρόνια αμέσως μετά τη λήξη του Βʹ Παγκόσμιου πολέμου. Ήταν ένα θέμα το οποίο του κέντριζε το ενδιαφέρον και πρόσφερε πολλές ευκαιρίες για πραγματική έρευνα στο αντικείμενο, καθώς η υπόλοιπη ακαδημαϊκή κοινότητα φαινόταν να το έχει προσπεράσει σε μεγάλο βαθμό. Όμως, όσο περισσότερο ερευνούσε το αντικείμενο, τόσο περισσότερο αισθανόταν το ενδιαφέρον του να ατονεί. Είχε την υποψία πως θα μπορούσε να βρει περισσότερο υλικό για το αντικείμενο αυτό σε πηγές διαθέσιμες στη γαλλική πρωτεύουσα παρά στη Νέα Υόρκη. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, όταν η διάθεσή του από αδιάφορη γινόταν κάκιστη, το διάστημα των συχνών απουσιών της Σάμερ λόγω της περιοδείας της, σκέφτηκε ακόμη και να φύγει από το Μανχάταν και να πάει στη Γαλλία για μία εβδομάδα, ώστε να ψάξει περισσότερο το θέμα. Μια σκέψη όμως του πέρασε από το μυαλό, και ξετρύπωσε τα χαρτιά που του είχαν σταλεί μετά την έγκριση της υποτροφίας για να ελέγξει τους συγκεκριμένους όρους που την καθόριζαν. Θυμήθηκε από την καταχώριση στο Book Forum πως αρχικά η θέση ήταν διαθέσιμη όχι μόνο για ακαδημαϊκούς και ερευνητές, αλλά και για συγγραφείς που χρειάζονταν οικονομική βοήθεια προκειμένου να ολοκληρώσουν ένα εγχείρημα εν εξελίξει. Η θέση που του δόθηκε ήταν μία από τις δώδεκα συνολικά, όμως τους άλλους υποτρόφους τούς είχε συναντήσει μονάχα σε ένα κοκτέιλ πάρτι με το οποίο γιορτάστηκε η έναρξη της παραμονής τους στη Νέα Υόρκη. Δύο από αυτούς – ένας λεπτός ξανθός τύπος από το Πόρτλαντ και μια κοντόχοντρη γυναίκα με επίσης κοντά μαλλιά και έντονη προφορά από τη Φινλανδία– ήταν συγγραφείς. Ίσως θα μπορούσε να μετατρέψει όλες εκείνες τις ιδέες και τα γεγονότα σε ένα μυθιστόρημα. Δε θα αποτελούσε απλώς μια μεγάλη πρόκληση, αλλά κάτι πραγματικά ανεκτίμητο. Θα μπορούσε να πλάσει ορισμένους νέους χαρακτήρες και να τους βάλει να συναναστρέφονται τους πραγματικούς πρωταγωνιστές που είχαν ζήσει στο Παρίσι τη χρυσή εποχή του Σεν Ζερμέν ντε Πρε και του υπαρξισμού: τον Μάιλς Ντέιβις και τον κύκλο της τζαζ, τη Ζιλιέτ Γκρεκό, τον Μπορίς Βιάν και τον Ζαν-Πολ Σαρτρ. Να συνδυάσει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα και να προσθέσει μια δόση πιπεράτου φλερτ. Θα μπορούσε να σταθεί, σκέφτηκε. Από καιρό λαχταρούσε να γράψει ένα μυθιστόρημα, και συχνά φανταζόταν πως θα κατάφερνε να το εκδώσει. Η σκέψη αυτή βελτίωσε αφάνταστα τη διάθεσή του. Εκείνο το πρωί ήλπιζε πως θα του τηλεφωνούσε η Σάμερ. Βρισκόταν στο Μέιν, όπου είχε παίξει το προηγούμενο βράδυ, και συχνά του τηλεφωνούσε νωρίς την επόμενη μέρα, όταν είχε επαναφορτίσει τις μπαταρίες της, για να τον
ενημερώσει για το πώς είχε πάει η βραδιά. Ήταν συνέχεια πάνω απ’ το τηλέφωνο σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος, εκείνη όμως δεν του τηλεφώνησε. Ήταν η δεύτερη φορά αυτή την εβδομάδα που συνέβαινε αυτό. Μετά από ένα κονσέρτο στο Νιου Χάμσαϊρ, πάλι δεν είχε επικοινωνήσει μαζί του για δύο μέρες. Ένα κομμάτι του Ντόμινικ αισθανόταν λυπημένο και παραμελημένο, ενώ ο υπόλοιπος φανταζόταν τις τιμωρίες που θα της επέβαλλε, με στοιχεία ταπείνωσης που θα έφτιαχναν και τους δυο τους. Για κάποιο λόγο όμως είχε την αίσθηση πως η φαντασία του άρχιζε να στερεύει. Με την επιστροφή του στη σοφίτα μετά το θριαμβευτικό ντεμπούτο της Σάμερ στο Γουέμπστερ Χολ, είχε τηλεφωνήσει για να ακυρώσει το ραντεβού του με τη Μιράντα, με την πρόφαση πως είχε προκύψει κάποια υποχρέωση εκτός πόλεως, διαισθανόμενος με κάποιο τρόπο πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για μια απιστία. Εσύ φταις, Σάμερ, σκεφτόταν όπως κοίταζε την επαγγελματική κάρτα στην πίσω πλευρά της οποίας είχε σημειώσει πρόχειρα το νούμερο της Μιράντα. «Ο ακριβοθώρητος ταξιδιώτης των γραμμάτων μάς θυμήθηκε, βλέπω», είπε εκείνη όταν της τηλεφώνησε. «Αυτός ακριβώς. Θα ήθελες να βρεθούμε;» «Ευχαρίστως», απάντησε η Μιράντα. Της πρότεινε να περάσουν νωρίς για ποτό απ’ το Balthazar, στη Σπρινγκ Στριτ, λίγα τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι του, στον ίδιο δρόμο. Με τις συχνές απουσίες της Σάμερ, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να πηγαίνει εκεί καθημερινά για ένα πλούσιο πρωινό, το οποίο του επέτρεπε να αποφεύγει τα υπόλοιπα γεύματα μέχρι την ώρα του δείπνου. Δεν πρόλαβε καλά καλά να ακουμπήσει το τηλέφωνο σε έναν από τους γρανιτένιους πάγκους της κουζίνας, εκεί που το άφηνε συνήθως, όταν αυτό χτύπησε ξανά. Η Σάμερ, επιτέλους; Ίσως, εκεί που βρισκόταν, να είχε διαισθανθεί πόσο αναστατωμένος ήταν και να μάντεψε ότι σκόπευε να βρεθεί με κάποια άλλη. Ευτυχώς ή δυστυχώς; αναρωτήθηκε. «Παρακαλώ». «Χαθήκαμε τελείως, ε;» Δεν ήταν η Σάμερ, αλλά μια άλλη, γνώριμη φωνή. «Γεια σου, Λόραλιν». «Είμαι στην πόλη». «Αλήθεια; Περαστική ή θα μείνεις καιρό;» «Εξαρτάται από διάφορα. Τέλος πάντων, δε θέλω να σε κουράσω μ’ αυτά τώρα. Πολύ θα ήθελα να βρεθούμε, να ανταλλάξουμε ζουμερά κουτσομπολιά, να μάθω πώς τα πάνε τα πράγματα εδώ. Διαβάζω για τα κατορθώματα της φίλης μας, φαίνεται πως έχει κάνει εντύπωση, έχει εξελιχθεί σε μια μικρή διασημότητα. Ζηλεύω πολύ κι έχω αρχίσει να μετανιώνω που ασχολήθηκα με το τσέλο και όχι με το βιολί όταν μου πρότειναν να διαλέξω, στα οχτώ μου, όμως σ’ εκείνη την... ώριμη ηλικία δεν έχεις ιδέα τι είναι σέξι και τι όχι, δε συμφωνείς;» Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. «Λοιπόν, τι λες; Είμαι τελείως ελεύθερη απόψε». «Εγώ όχι». «Τι έγινε, σ’ έχει από κοντά η Σάμερ;» «Κάθε άλλο. Βρίσκεται εκτός πόλεως, περιοδεύει στον Καναδά. Ήταν κάπου στην περιοχή του Τορόντο χθες το βράδυ, μπορεί και στο Κεμπέκ, δεν είμαι σίγουρος... Τι θα έλεγες για αύριο;»
«Δεν μπορώ. Έχω οντισιόν για μια τρίμηνη δουλειά στο Κονέκτικατ, αν την πάρω θα καλύψω μια συνάδελφο που θα μείνει εκτός με άδεια μητρότητας. Είναι μια ορχήστρα δωματίου που συνδέεται με το Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Εγώ θα μένω στο Νιου Χέιβεν, όμως με το τρένο, απ’ ό,τι βλέπω, είναι μόλις μία ώρα από τη μεγάλη πόλη. Ο Βίκτορ μού έδωσε την πληροφορία». «Ο Βίκτορ;» «Ναι. Φαίνεται να ξέρει ό,τι συμβαίνει στον κύκλο μας. Καλοσύνη του που με ενημέρωσε. Έχει τύχει να βρεθείτε τώρα που είστε και οι δύο στη Νέα Υόρκη;» «Όχι, δεν έχουμε συναντηθεί», απάντησε ο Ντόμινικ. Εξακολουθούσε να μην είναι βέβαιος για τον ενδεχόμενο ρόλο του Βίκτορ το διάστημα που η Σάμερ ήταν μόνη της στο Μανχάταν. Κάθε φορά που τη ρωτούσε αν είχαν επικοινωνήσει, εκείνη απαντούσε αόριστα, αν όχι με υπεκφυγές. Ο Ντόμινικ υπέθετε πως κάτι είχε συμβεί, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού του δεν ήθελε να ξέρει τι ακριβώς. Ήξερε πως ήταν αδύνατο να αλλάξεις το παρελθόν. «Τέλος πάντων, θα πάρω το τρένο από τον Κεντρικό Σταθμό με προορισμό το Νιου Χέιβεν αύριο το απόγευμα, εκεί με περιμένουν τρεις μέρες γεμάτες ακροάσεις και πρόβες με τους συναδέλφους. Μετά θα με ενημερώσουν αν κρίθηκα αρκετά καλή για να ενταχθώ στο σχήμα τους. Γι’ αυτό σκέφτηκα πως ίσως απόψε...» Ο Ντόμινικ είχε πραγματικά διάθεση να συναντήσει τη Λόραλιν. Από την πρώτη στιγμή του είχε κινήσει το ενδιαφέρον, παρόλο που ήξερε πως δεν ήταν ο τύπος της και πως προτιμούσε τις γυναίκες. Όμως το κέφι της ήταν μεταδοτικό. Το σκέφτηκε λίγο κι ύστερα πρότεινε: «Άκου, είχα κανονίσει μια συνάντηση. Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ; Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί. Αν ταιριάξουμε, μπορούμε να πάμε για φαγητό, να συνεχίσουμε τη βραδιά μας. Αν δε γίνεται κάτι, θα το καταλάβω γρήγορα και κανονίζουμε οι δυο μας τη συνέχεια. Είναι μια γυναίκα που γνώρισα στο αεροπλάνο και μου φάνηκε ενδιαφέρουσα». «Παμπόνηρε τύπε», τον πείραξε η Λόραλιν, γελώντας πνιχτά μέσα από το ακουστικό. «Μου αρέσει. Μη μου πεις πως εκτός των άλλων είναι μουσικός;» «Δεν είναι. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως έχω εμμονή με τις μουσικούς που παίζουν έγχορδα; Δεν αποκλείεται να έχω αδυναμία και στα χάλκινα, ξέρεις». «Καλό μου ακούγεται, πάντως στη θέση σου δε θα πλησίαζα ούτε για πλάκα τα κρουστά. Λένε πως είναι μεγάλες ανάφτρες», είπε η Λόραλιν. Κανόνισαν να συναντηθούν. Για να μη φέρει σε δύσκολη θέση την άλλη γυναίκα, συμφώνησαν να εμφανιστεί η Λόραλιν στο Balthazar ένα τέταρτο αργότερα από το ραντεβού του Ντόμινικ με τη Μιράντα και να προσποιηθεί πως έπεσε τυχαία πάνω τους. Ο Ντόμινικ ήξερε πως ήταν αρκετά καλή ηθοποιός για να το καταφέρει και να κάνει να φανεί η συνάντησή τους αποτέλεσμα μιας ευτυχούς σύμπτωσης. Η Μιράντα είχε ζητήσει συγνώμη από την παρέα και είχε πάει στην τουαλέτα. Βρίσκονταν ήδη στον τρίτο γύρο ποτών. «Της αρέσω», ανακοίνωσε η Λόραλιν. «Αλήθεια;» είπε ο Ντόμινικ. «Φαίνεται. Εμείς τα κορίτσια έχουμε ένα ειδικό ραντάρ», πρόσθεσε. «Όπως το “γκέινταρ” που έχουν οι άντρες;» θέλησε να μάθει εκείνος.
«Ακριβώς», ψιθύρισε η Λόραλιν, σκύβοντας προς το μέρος του, πάνω από το γεμάτο με ποτήρια τραπέζι. «Κι εσύ της αρέσεις. Παρατήρησε τον τρόπο που έρχεται συνέχεια σε επαφή μαζί μας, όταν μιλάει, πώς περνά τα δάχτυλά της ξυστά πάνω από το μπράτσο σου, το πόδι μου, πώς τινάζει πίσω τα μαλλιά της. Είναι φανερό ότι φλερτάρει». «Εντάξει, άλλο θέμα το φλερτ όμως», επισήμανε ο Ντόμινικ. Η Μιράντα επέστρεφε από τα βάθη του καφέ, έχοντας μια ελαφριά δυσκολία να ισορροπήσει πάνω στα ψηλοτάκουνα που φορούσε, χαμογελώντας πλατιά, ενώ η φαρδιά άσπρη φούστα της έκανε αντίθεση με τη μαύρη μεταξωτή μπλούζα της όπως πλησίαζε στο τραπέζι τους και στριμωχνόταν στον πάγκο, ανάμεσα στη Λόραλιν και τον Ντόμινικ. Η Λόραλιν φορούσε –όπως συνήθιζε άλλωστε στις εξόδους της– λευκό μπλουζάκι, τζιν παντελόνι και μαύρες δερμάτινες μπότες. Δε θύμιζε σε τίποτα μετρημένη τσελίστρια. «Έχετε πολύ γούστο εσείς οι δύο», είπε η Μιράντα, ακουμπώντας τις παλάμες της ελαφρά στους μηρούς των δύο άλλων της παρέας, αγγίζοντας σχεδόν το λεπτό ύφασμα του καβάλου του Ντόμινικ. Εκείνος ήξερε πως αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η Λόραλιν είχε δίκιο. Δεν ήταν μονάχα η επίδραση του αλκοόλ· απλώς λειτουργούσε ως επιπλέον ενθάρρυνση. Ο Ντόμινικ κοιτάχτηκε με τη Λόραλιν, την ώρα που η Μιράντα άδειαζε το υπόλοιπο κόκκινο κρασί από το ποτήρι της, το πρώτο μποζολέ νουβό της χρονιάς. Τα μάτια της Λόραλιν λαμπύριζαν, με ολοφάνερα σκανταλιάρικη διάθεση. Ανακάθισε, έτσι που κατέληξε να γέρνει πάνω στην άλλη γυναίκα. «Μιράντα;» «Ναι;» Η Μιράντα έστρεψε το κεφάλι της προς τη Λόραλιν. Η Λόραλιν έφερε το χέρι της στο πιγούνι της Μιράντα, το κράτησε εκεί για λίγο κι ύστερα πλησίασε νωχελικά τα χείλη της στο στόμα της Μιράντα και τη φίλησε. Η Αμερικανίδα κοκκίνισε, αλλά δεν προσπάθησε να αποφύγει την απρόσμενη προσωπική επαφή. Το βλέμμα της στράφηκε ολόγυρα και στάθηκε στον Ντόμινικ· έπειτα μετακινήθηκε για να δει ποιος άλλος μπορεί να τους παρακολουθούσε, σερβιτόροι ή θαμώνες του καφέ. Η παλάμη της έκλεισε πιο σφιχτά πάνω στο μηρό του Ντόμινικ. Το φιλί συνεχίστηκε. Σε απόσταση εκατοστών από τις δύο νεαρές γυναίκες, ο Ντόμινικ μπορούσε να διακρίνει το τρέμουλο στα μάγουλά τους, καθώς οι γλώσσες τους είχαν συναντηθεί και πλέον πλέκονταν ανέμελα. Ο κόμπος στο στομάχι του εντάθηκε, μια γνώριμη δόνηση που διέτρεξε τον καβάλο του και σταδιακά κινούνταν προς τα πάνω. Ο κόσμος θαρρείς και πάγωσε. Τελικά η μαγική στιγμή έληξε, τα χείλη της Λόραλιν και της Μιράντα χώρισαν απρόθυμα καθώς έπαιρναν και οι δυο τους ανάσα. Ο Ντόμινικ παρατήρησε πως το δεξί χέρι της Λόραλιν είχε βαλθεί να τρυπώσει στις πτυχές της άσπρης φούστας της Μιράντα, να την αγγίζει, σχεδόν σαν να ενορχήστρωνε το πάθος της. Οι τρεις τους έμειναν σιωπηλοί για κάποια ώρα. Συνέχιζαν να σηκώνουν ως τα χείλη τους τα ποτήρια τους, σαν να είχαν μπει στον αυτόματο πιλότο, παρότι τα δύο από αυτά ήταν σχεδόν άδεια. Η Λόραλιν χαμογέλασε. Η θεωρία της είχε πλέον επιβεβαιωθεί και ένα συγκρατημένα θριαμβευτικό ύφος απλωνόταν στο φωτεινό πρόσωπό της. «Τι λέτε, πηγαίνουμε;» είπε. «Γιατί όχι;» συμφώνησε ο Ντόμινικ. Η Μιράντα απλώς έγνεψε καταφατικά. «Πού;»
Η Μιράντα ξετρύπωσε από τη στριμωγμένη θέση της ανάμεσα στους δυο τους και σηκώθηκε. «Πώς θα σας φαινόταν να πηγαίναμε στο σπίτι μου;» πρότεινε. Το ταξί που βρήκαν να περιμένει λίγο παρακάτω από το Balthazar πήρε την Παρκ Άβενιου με κατεύθυνση το Βορρά, για να κινηθεί στη συνέχεια ανατολικά του Σέντραλ Παρκ. Ήταν από τις σπάνιες φορές που δεν είχε πολλή κίνηση, κι έτσι έφτασαν στο διαμέρισμα της Μιράντα στο Άπερ Ιστ Σάιντ σε λιγότερο από είκοσι λεπτά. Ήταν ένα μικρό και κομψά επιπλωμένο στούντιο, με ένα λεπτό παραβάν γιαπωνέζικου στιλ να χωρίζει το καθιστικό από το υπνοδωμάτιο. Καθώς η Μιράντα γύριζε προς την εξώπορτα για να την κλειδώσει και να ασφαλίσει το μεταλλικό σύρτη, η Λόραλιν κόλλησε πάνω στην Αμερικανίδα και, χώνοντας τα δάχτυλά της μέσα από το λάστιχο που κρατούσε στη θέση της την ογκώδη λευκή φούστα της, το τράβηξε προς τα κάτω. Η Μιράντα φορούσε ένα κόκκινο δαντελωτό στρινγκ. Πλησιάζοντας τις δύο γυναίκες, ο Ντόμινικ χάιδεψε αφηρημένα την απαλή επιδερμίδα των σφριγηλών οπισθίων της Μιράντα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έβγαζε το μπεζ λινό σακάκι του. Είχε σημάδια από μαύρισμα περιμετρικά της μέσης της, καθώς το μπικίνι που είχε φορέσει πρόσφατα στον ήλιο προφανώς κάλυπτε μεγαλύτερο μέρος του σώματός της απ’ ό,τι το μικροσκοπικό εσώρουχο που είχε τώρα γύρω της. Η Μιράντα σήκωσε τα χέρια της και η Λόραλιν, αφού πρώτα της είχε ξεκουμπώσει τα δύο πάνω κουμπιά της μαύρης μεταξωτής μπλούζας, την πέρασε πάνω από το κεφάλι της, ενώ με την κίνηση το καστανό πέπλο των κυματιστών μαλλιών της χωρίστηκε στα δύο. Το δαντελωτό σουτιέν της ήταν επίσης μαύρο και για μια στιγμή ο Ντόμινικ παρατήρησε με έκπληξη τη χρωματική αντίθεση των εσωρούχων της. Οι περισσότερες γυναίκες που είχε γνωρίσει φρόντιζαν πάντοτε να συνδυάζουν τα χρώματα. Οι δύο γυναίκες κόλλησαν τα κορμιά τους και φιλήθηκαν ξανά. Όπως στεκόταν δίπλα τους, ο Ντόμινικ ένιωσε κάπως αμήχανος. Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Το να βρεθεί με δύο γυναίκες, ή ακόμη και το να παρακολουθήσει απλώς δύο γυναίκες να κάνουν σεξ, υποτίθεται πως ήταν κορυφαία αντρική φαντασίωση, η οποία είχε καταγραφεί διεξοδικά στην ιστορία της πορνογραφίας, όμως για κάποιο λόγο ουδέποτε απασχόλησε σοβαρά τον Ντόμινικ. Δεν ήταν κάτι που το είχε επιδιώξει συστηματικά και το αποτέλεσμα ήταν να μην του είχε συμβεί ποτέ. Ως τώρα. Πλησίασε και φίλησε το λαιμό της Μιράντα, κοντά στην παλλόμενη αρτηρία της. Ύστερα άλλαξε ελαφρά στάση και άρχισε να δαγκώνει το λοβό του αφτιού της. Ο Ντόμινικ δεν ήταν βέβαιος για το πώς έπρεπε να προσεγγίσει τη Λόραλιν τώρα, γνωρίζοντας πως βασικά δεν την ενδιέφεραν οι άντρες. Παρατηρώντας το δισταγμό του, η Λόραλιν, που εξακολουθούσε να είναι ντυμένη κανονικά, αποσπάστηκε από τη Μιράντα, πήρε την παλάμη του με τη δική της και την τοποθέτησε πάνω στη γυμνή πλάτη της Μιράντα, δίνοντάς του να καταλάβει πως έπρεπε να λύσει το σουτιέν της. Ο Ντόμινικ κατάφερε να συγκρατήσει ένα γέλιο που πήγε να του ξεφύγει, καθώς θυμήθηκε την πρώτη φορά, πριν από τόσα χρόνια, που βρέθηκε να ξεντύνει γυναίκα, ή πιο σωστά μια κοπέλα, η οποία μετρούσε δεκαεφτά χρόνια απέναντι στα δεκαέξι της εφηβείας του, και πόσο καιρό του είχε πάρει για να κατακτήσει την τέχνη του να λύνει ένα σουτιέν. Επώδυνη ανάμνηση, αν και αστεία, εκ των υστέρων. Ή ο τρόπος κατασκευής των γυναικείων εσωρούχων είχε βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου ή
τα επίπεδα της δικής του ευφυΐας είχαν φτάσει σε νέα ύψη, πάντως το μόνο που χρειαζόταν τώρα ήταν να ασκήσει ελαφριά πίεση με ένα δάχτυλο, οπότε το λάστιχο άνοιξε και ο Ντόμινικ μπόρεσε να απελευθερώσει τα βαριά στήθη της Μιράντα από το σκούρο δαντελωτό ύφασμα του σουτιέν της. Με ένα νεύμα του κεφαλιού, η Λόραλιν του έδειξε πως έπρεπε να γδυθεί ενώ οι τρεις τους προχωρούσαν με άτσαλα βήματα προς το υπνοδωμάτιο. Εκεί υπήρχε μια στρατιά από λούτρινα αρκουδάκια απλωμένα πάνω στο ροζ σκέπασμα. Η Λόραλιν έσκυψε, τα παραμέρισε ανυπόμονα με το μπράτσο της και έσπρωξε τα μαλακά παιχνίδια να πέσουν στο γυαλισμένο ξύλινο πάτωμα. Ύστερα ξάπλωσαν στο κρεβάτι, και οι τρεις τους. Η Λόραλιν ανέλαβε τον έλεγχο. Ήταν το πρώτο τρίο του Ντόμινικ με δύο γυναίκες. Αργότερα θα τον προβλημάτιζε ο αλλόκοτος χαρακτήρας εκείνης της συνεύρεσης και οι πολλές δυσκολίες της, το γεγονός ότι σε κανένα στάδιο δεν κατόρθωσε να απολαύσει πλήρως την εμπειρία. Ήταν υπερβολικά σφιγμένος. Θυμόταν να καβαλάει το μαλακό σώμα της Μιράντα στην ιεραποστολική στάση και να νιώθει τα δάχτυλα της Λόραλιν να χαϊδεύουν νωχελικά το όσχεό του και να γαργαλούν το πέος του καθώς μπαινόβγαινε στον κόλπο της Αμερικανίδας ενώ τα υπερβολικά κοριτσίστικα βογκητά της Μιράντα τον αποσπούσαν, όπως και οι βραχνοί ψίθυροι με τους οποίους τον ενθάρρυνε η Λόραλιν, που ήταν πίσω τους. Το μυαλό του δεν μπορούσε να εστιάσει σε αυτό που συνέβαινε, γιατί φανταζόταν πόσο χυδαίο ή ακόμη και γελοίο πρέπει να φάνταζε το θέαμα των δυο τους να γαμιούνται σαν ζώα στα μάτια της Λόραλιν από τη θέση στην οποία βρισκόταν. Σε κάποια φάση, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, η Λόραλιν τον είχε πάρει στο στόμα της – άραγε για να τον κάνει να σκληρύνει πριν καρφώσει τη Μιράντα ή μετά, ή κάποια στιγμή αργότερα μέσα στο όλο σκηνικό; Επίσης, είχε γλείψει τη Λόραλιν την ώρα που κι εκείνη έκανε το ίδιο στη Μιράντα, με τη συμμετρία της γεωμετρίας τους να του φαίνεται ιδιαίτερα ταιριαστή. Η Λόραλιν είχε έντονη γεύση· μια γεύση καινούρια αλλά απροσδιόριστη μέσα στην άγρια δύναμή της. Είχε παρακολουθήσει τις δύο γυναίκες να τρίβονται ξέπνοα η μία πάνω στην άλλη, είχε παρατηρήσει τα επιδέξια μουσικά δάχτυλα της Λόραλιν να τρυπώνουν στο μουνί της Μιράντα και να εισχωρούν τόσο βαθιά ώστε να μπει σχεδόν όλη η γροθιά μέσα, ενώ εκείνος καθόταν πίσω από το κεφάλι της Μιράντα και άφηνε τον πούτσο του να τρίβεται στα μάγουλά της, να παίζει με το στόμα της, νιώθοντας το στακάτο της ανάσας της πάνω στους ορθάνοιχτους μηρούς του καθώς η Αμερικανίδα επιχειρούσε να συγκρατήσει το κύμα του πάθους που της είχε προκαλέσει η Λόραλιν. Κάποια στιγμή ο Ντόμινικ τελείωσε πάνω στο στήθος της Μιράντα και παρατήρησε την ικανοποίηση της Λόραλιν με το θέαμα. Ύστερα κατέβασε τους διακόπτες, περιορίστηκε σε ρόλο θεατή, μαλάκωσε και άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από το αίσθημα ανημποριάς και αδιαφορίας που ακολουθούσε τη συνεύρεση. Συνέχιζε να κοιτάζει τις δύο γυναίκες στο κρεβάτι, οι οποίες εξακολουθούσαν να τρίβονται και να χαϊδεύονται, αντλώντας απόλαυση η μία από την άλλη, σαν να μην ήταν καν παρών αυτός. Ήταν αλήθεια πως και οι δυο τους ήταν όμορφες, με το δικό τους τρόπο. Η Μιράντα ήταν υπόδειγμα απαλότητας, ενώ τα πόδια της Λόραλιν ήταν ατελείωτα. Οι φαρδιοί της ώμοι έδιναν στο κορμί της όψη Αμαζόνας, κι απλωμένοι στο κρεβάτι πρόσφεραν ένα πραγματικά απολαυστικό θέαμα, όπως και ο απροκάλυπτος ερωτισμός του στόματός της όταν έγλειφε τη Μιράντα ξανά και ξανά. Αν είχε ανακτήσει τη στύση του, ίσως κάποια στιγμή είχε επιχειρήσει να καβαλήσει τη Λόραλιν έτσι όπως έσκυβε πάνω από τη Μιράντα, με τα οπίσθιά της τουρλωμένα, σε ανοιχτή πρόσκληση. Ο Ντόμινικ όμως φοβόταν μήπως μια τέτοια κίνηση χαλούσε την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί, οπότε
περιορίστηκε στο να χαζεύει τις δύο γυναίκες ενώ τρίβονταν και βογκούσαν. Τον είχαν χρησιμοποιήσει και τώρα ήταν απασχολημένες με τα δικά τους. Πάντως, παράπονο δεν είχε. Τελικά βγήκε από το δωμάτιο, πλύθηκε στα γρήγορα, ντύθηκε και έφυγε από το διαμέρισμα. Καμία από τις δύο γυναίκες δεν τον φώναξε να επιστρέψει, ούτε του πρότεινε να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Ήταν μια ευχάριστα ζεστή νύχτα, αρχές καλοκαιριού στη Νέα Υόρκη, οπότε ακολούθησε την εξωτερική περίμετρο του Σέντραλ Παρκ, μέχρι που έφτασε στην Πέμπτη Λεωφόρο, με το ξενοδοχείο Plaza να υψώνεται επιβλητικά στα δεξιά του. Αποφάσισε να πάει με τα πόδια ως το κέντρο της πόλης. Κοίταξε το κινητό του. Κανένα μήνυμα. Τι μπορεί να κάνει κανείς στο Μέιν τη νύχτα; αναρωτήθηκε. «Πήδηξα μια άλλη». «Και λοιπόν;» «Δε σ’ ενοχλεί αυτό;» «Όχι». Η γραμμή ήταν τόσο καθαρή ώστε η Σάμερ θα μπορούσε να στέκεται στην άλλη άκρη του λοφτ· τα χείλη της έμοιαζαν να βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από το αφτί του. Η φωνή της ακουγόταν ασυγκίνητη, δίπλα του. «Δε θέλεις να μάθεις ποια ήταν και πώς έγινε;» «Έγινε, έτσι δεν είναι; Όχι». Ο Ντόμινικ αποζητούσε απεγνωσμένα να την κάνει να ζηλέψει. Να θυμώσει. «Για την ακρίβεια, ήταν δύο οι γυναίκες». «Δε χρειάζεται να μπεις σε λεπτομέρειες». «Μάλλον όχι. Πώς πήγε η παράσταση;» «Καλά πήγε. Πολύ πιο επαρχιώτικο το ακροατήριο. Στην αρχή ήταν πολύ σφιγμένοι. Τους πήρε ώρα να χαλαρώσουν, έτσι μου φάνηκε. Όμως η ατζέντισσα με είχε προειδοποιήσει, κι αυτός είναι ο λόγος που το ρεπερτόριο μεταβάλλεται ελαφρώς ανάλογα με το πού εμφανιζόμαστε. Προσαρμόζεσαι. Μελωδίες για την επαρχία και τις μεγαλουπόλεις, ας πούμε. Κάποια στιγμή ζεστάθηκαν. Πάντως, κάθε φορά ερμηνεύω τις Τέσσερις Εποχές». «Ωραία». Στο πρώτο σκέλος της περιοδείας, στον Καναδά, συμμετείχε μόνο η Σάμερ και ένα μικρό σύνολο εγχόρδων. Το να τη συνοδεύσει ολόκληρη η ορχήστρα θα αποδεικνυόταν υπερβολικά δαπανηρό, λόγω του κόστους που θα είχε το ταξίδι. «Θα περάσω από τη Νέα Υόρκη σε κάνα δυο μέρες. Κάποιες ώρες θα είμαι εκεί, για να αφήσω κάτι άπλυτα και να πάρω άλλα ρούχα», είπε η Σάμερ. «Την Πέμπτη, το απόγευμα. Καλά θα ήταν να σε έβλεπα, γιατί μετά θα λείψω για δύο εβδομάδες». Λίγες ώρες, με ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο να την περιμένει κάτω, σκέφτηκε ο Ντόμινικ, τι αξία έχουν; Εγώ ήρθα στη Νέα Υόρκη για να είμαι μαζί σου! Τώρα περνάμε περισσότερο χρόνο χώρια παρά μαζί. Από την άλλη, ήξερε πως κι εκείνη έκανε μεγάλες θυσίες· κρινόταν η καριέρα της και τώρα ήταν η ευκαιρία να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το κονσέρτο στο Γουέμπστερ Χολ και τις εξαιρετικές κριτικές που είχε λάβει. «Θα προσπαθήσω να είμαι εδώ», υποσχέθηκε. «Σάμερ;»
«Ναι;» «Αν αισθανθείς μοναξιά, ξέρεις...» «Ξέρω, έχω το ελεύθερο να πάω με άλλους. Μου το έχεις ξαναπεί». «Και το έχεις κάνει;» τη ρώτησε, νιώθοντας έναν κόμπο να του φράζει το λαιμό. «Όχι. Μέχρι να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, είμαι πτώμα στην κούραση». «Θέλω να το κάνεις». «Αλήθεια;» «Αλήθεια». «Και μετά θέλεις να σου πω τι ακριβώς έγινε;» «Ναι». Ακολούθησε μια παύση στη συζήτησή τους. Ο Ντόμινικ δεν μπορούσε να φανταστεί πώς να ήταν το τοπίο του Μέιν από το παράθυρο του δωματίου της. Λιβάδια; Λόφοι; Θάλασσα; «Πρέπει να κλείσω», είπε η Σάμερ. «Με περιμένουν οι άλλοι κάτω για πρωινό. Έμαθα πως φτιάχνουν καταπληκτικές τηγανίτες σ’ αυτά τα μέρη. Με σιρόπι σφενδάμου». «Καλή όρεξη», είπε εκείνος, προσπαθώντας να μη φανεί ότι χαμογελούσε. «Τα λέμε την Πέμπτη». Ο Ντόμινικ ήξερε ήδη πως δε θα ήταν στο διαμέρισμα την Πέμπτη, καθώς είχε συμφωνήσει να δώσει μία από τις διαλέξεις του εκείνη την ώρα στη βιβλιοθήκη. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη το θέμα. Ούτως ή άλλως, το ακροατήριό του ποτέ δεν ξεπερνούσε τα δέκα με δεκαπέντε άτομα. Ήταν καλός στο να αυτοσχεδιάζει. Ήταν ένας από τους όρους της υποτροφίας, όμως ούτε η βιβλιοθήκη ούτε οι υπεύθυνοι του προγράμματος ασχολούνταν ιδιαίτερα με την προώθηση των εκδηλώσεων, πέρα από μερικά φυλλάδια σχεδιασμένα στο πόδι που καρφιτσώνονταν σε πίνακες ανακοινώσεων, σε κάθε άλλο παρά στρατηγικά σημεία, σε δημόσιους χώρους. Μόνη του παρηγοριά το ότι κανείς από τους υπόλοιπους υποτρόφους εκείνης της χρονιάς –μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν ένας υποψήφιος για το Βραβείο Μπούκερ κι ένας συγγραφέας τιμημένος με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, άνθρωποι διασημότεροι και με πολύ περισσότερες δημοσιεύσεις στο βιογραφικό τους απ’ ό,τι εκείνος– δε συγκέντρωνε σημαντικά μεγαλύτερο ακροατήριο. Έφτανε στο τέλος της ομιλίας του, παραθέτοντας κάποιες σκέψεις γύρω από τις διάφορες ταινίες που έχουν γυριστεί με βάση τον Γκάτσμπι του Φιτζέραλντ και τους ηθοποιούς που έχουν υποδυθεί τον Τζέι, την Νταίζη και τον Νικ. Στο ακροατήριο ήρθε καθυστερημένος ένας άντρας, ο οποίος μπήκε στη μικρή αίθουσα διαλέξεων και κάθισε στην τελευταία σειρά. Ο Ντόμινικ τον αναγνώρισε. Ήταν ο Βίκτορ. Ήξερε πως βρισκόταν κι εκείνος στη Νέα Υόρκη, όμως μέχρι στιγμής δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να τον συναντήσει. Πώς κατάφερε να πληροφορηθεί τη διοργάνωση τούτης της μικρής εκδήλωσης; Τότε ο Ντόμινικ θυμήθηκε πως κάποια στιγμή το είχε αναφέρει στη Λόραλιν. Αυτή πρέπει να ήταν η εξήγηση. Άραγε η τσελίστρια βρισκόταν ακόμη στο Νιου Χέιβεν; Είχε κατορθώσει να αντεπεξέλθει με επιτυχία στις οντισιόν εκεί; «Προσπαθούσες να με αποφύγεις, φίλε μου;» ρώτησε ο Βίκτορ πλησιάζοντας τον Ντόμινικ, την ώρα που οι υπόλοιποι που είχαν παρακολουθήσει τη διάλεξη αποχωρούσαν. Στους μήνες που είχαν
μεσολαβήσει από την τελευταία τους συνάντηση δεν είχε αλλάξει. Κοντός, γκριζομάλλης, περιποιημένος, με προσεγμένο μουσάκι, εκλεπτυσμένος και συμφιλιωμένος με τον εαυτό του. Ασκούσε έλξη στις γυναίκες, αν και ο Ντόμινικ δεν μπορούσε να προσδιορίσει κάποιο συγκεκριμένο λόγο γι’ αυτό. Ίσως να ήταν η αίσθηση υπεροχής που εξέπεμπε και το αλύγιστο βλέμμα του. «Δεν αποκλείεται, Βίκτορ». Ο τόνος της φωνής του ήταν συγκρατημένος αλλά ευγενικός. «Νόμιζα πως ήμασταν φίλοι». «Την ίδια εντύπωση είχα κι εγώ». «Τότε τι συνέβη;» Ο Βίκτορ φορούσε ένα ριγέ τζάκετ, λευκό και μπλε, μαύρο παντελόνι και πουκάμισο με κουμπιά στο γιακά. Παρότι ο καιρός είχε ζεστάνει, εκείνος επέμενε να φορά γραβάτα, από ένα παράξενο καφετί ύφασμα, την οποία είχε δέσει με υπερμεγέθη κόμπο. Είχε έναν αλλόκοτο τρόπο ντυσίματος, πρόδιδε τις ανατολικοευρωπαϊκές καταβολές του, περισσότερο έφερνε σε σφιγμένο κοσμικό παρά σε ξέγνοιαστο ακαδημαϊκό, αν και ίσως αυτό να ήταν το στιλ με το οποίο είχε μεγαλώσει. Όλοι μας σε κάποιο βαθμό είμαστε αιχμάλωτοι της καταγωγής μας. Δείχνοντας να διασκεδάζει με την απροθυμία του Ντόμινικ να απαντήσει, ο Βίκτορ έκανε μια εικασία. «Η κοπέλα φταίει; Η βιολονίστρια;» «Ακριβώς». Ο Βίκτορ υπέθεσε πως η Σάμερ δεν είχε αποκαλύψει τα πάντα στον Ντόμινικ σχετικά με τα όσα συνέβησαν μεταξύ τους από τη στιγμή που έφτασε στη Νέα Υόρκη. «Πράγμα που σημαίνει πως η Λόραλιν σου μίλησε, σωστά;» «Μου είπε πως εσύ πρότεινες την κρύπτη και κινούσες τα νήματα λες και ήμασταν μαριονέτες, Βίκτορ. Καθόλου σωστή στάση, αν θες να ξέρεις». «Ένα παιχνίδι ήταν, Ντόμινικ. Έλα τώρα, αρέσουν και στους δυο μας αυτά τα παιχνίδια, έτσι δεν είναι; Καταλαβαινόμαστε». «Είχες σχέσεις μαζί της από τη στιγμή που ήρθε στην Αμερική;» θέλησε να μάθει ο Ντόμινικ. Ο Βίκτορ το σκέφτηκε. Εφόσον ο Ντόμινικ ρωτούσε, σήμαινε πως δεν είχε πλήρη εικόνα της κατάστασης. Χαμογέλασε αμυδρά. «Και βέβαια όχι. Τη συνάντησα κάποιες φορές· στους ίδιους κύκλους κινούμαστε άλλωστε. Είναι αναπόφευκτο... ο κόσμος μας είναι τόσο μικρός. Σχεδόν αιμομεικτικός, θα μπορούσες να πεις. Το ήξερα πως ήταν δικιά σου όμως... Κοίτα, αλλά μην αγγίζεις, ε;» «Δικιά μου;» «Το παιχνιδάκι σου». «Έχεις έναν παράξενο τρόπο να θέτεις ορισμένα πράγματα, Βίκτορ». «Πάντως, είναι ομορφούλα, το παραδέχομαι. Και θαυμάσια μουσικός. Πλέον, έχει εξελιχθεί σε μια μικρή σταρ. Καλά τα λέω;» «Ναι». «Είστε και πάλι μαζί; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήρθες στη Νέα Υόρκη;» ρώτησε ο Βίκτορ. «Μαζί; Όχι ακριβώς», αποκρίθηκε ο Ντόμινικ, «αλλά εξακολουθούμε να βλεπόμαστε». «Έξοχα». «Στο σπίτι σου, όταν είχες την ευγενή καλοσύνη να μου επιτρέψεις να την παρακολουθήσω να παίζει...» Ο Βίκτορ κόμπιασε, σίγουρα ανακαλούσε στη μνήμη του εκείνη την περίπτωση, μήνες
πριν, που ο Ντόμινικ είχε ζητήσει από τη Σάμερ να παίξει γυμνή και με τα μάτια δεμένα μπροστά σε έναν άγνωστο – τον Βίκτορ. Ο Ντόμινικ σκεφτόταν πώς το ένα έφερε το άλλο και τελικά την είχε χρησιμοποιήσει μπροστά στον άντρα που είχε απέναντί του. «Τι;» «Είναι υπερβολικά περήφανη. Όσο κι αν δίνει την εντύπωση πως είναι σκλάβα του πάθους της, έχει κάτι πάνω της... Το βλέπεις στα μάτια της, στην κορμοστασιά της. Πολεμάει τις παρορμήσεις της, την εσωτερική της φύση». «Έτσι νομίζεις;» Αν και έμοιαζε να το αρνείται, ο Ντόμινικ αναγνώριζε την αλήθεια στο σχόλιο του Βίκτορ. «Σαν άγριο άλογο», συνέχισε εκείνος. «Ορισμένες γυναίκες πρέπει να τις δαμάσεις. Είναι κι αυτό μέρος της όλης διαδικασίας. Πρέπει να αποδεχτούν το ποιες είναι κατά βάθος, και τότε θα μπορέσεις να τις πλάσεις από την αρχή, να επανασυνδέσεις τα κομμάτια τους. Μόνο που πλέον εσύ θα είσαι αυτός που έχει τον έλεγχο». «Χμ... Ξέρω καλά τη Σάμερ», ισχυρίστηκε ο Ντόμινικ. «Δε νομίζω πως θα χρειαστώ εξωτερική βοήθεια». «Μα δεν πρότεινα κάτι», διευκρίνισε ο Βίκτορ. «Μια απλή παρατήρηση έκανα. Τέλος πάντων, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Έχεις κανονίσει κάτι; Για τώρα; Ξέρω ένα θαυμάσιο ουκρανικό εστιατόριο στη Δεύτερη Λεωφόρο, κοντά στη Σεντ Μαρκς Πλέις. Τα πιερόγκι και οι λαχανοντολμάδες που σερβίρουν είναι όπως τα φτιάχνουν στην πατρίδα. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε εκεί; Κερνάω εγώ. Πρέπει να γίνουμε και πάλι φίλοι». Ο Ντόμινικ κοίταξε τον Βίκτορ, το πλατύ πειρατικό χαμόγελο που απλωνόταν στο πρόσωπό του, το επιμελώς περιποιημένο γκρίζο γενάκι με το άψογο σχήμα. Καταλάβαινε πως ο Βίκτορ κάτι είχε κατά νου, αλλά δεν τον ενδιέφερε αυτό. Το παιχνίδι θα συνεχιζόταν, το δίχως άλλο. «Γιατί όχι;» απάντησε. Η Σάμερ είχε περάσει από το διαμέρισμα, είχε πάρει τα περισσότερα ρούχα της από την ντουλάπα και είχε βάλει πλυντήριο, το οποίο βρισκόταν ακόμη στο τελευταίο στύψιμο και στέγνωμα όταν επέστρεψε στο σπίτι ο Ντόμινικ. Δεν του είχε αφήσει κάποιο σημείωμα για να του αναφέρει κάτι ή απλώς για να του πει ένα γεια εφόσον εκείνος απουσίαζε. Είχε καθίσει στο κρεβάτι τους να ξεκουραστεί, τουλάχιστον για λίγο, καθώς το άρωμά της παρέμενε στο χώρο. Ο Ντόμινικ την είδε στον ύπνο του εκείνο το βράδυ. Εκείνη και άγρια άλογα. Άραγε αυτό είχε επιλέξει η Σάμερ για να τον βασανίσει, να τον τιμωρήσει για την περιπέτειά του με τη Λόραλιν και τη Μιράντα; Δε θα μπορούσε να είχε σκεφτεί καλύτερο τρόπο. Από περιέργεια, έριξε μια ματιά στην ντουλάπα της Σάμερ ξανά και παρατήρησε ότι ο κορσές δε βρισκόταν πλέον εκεί. Προηγουμένως ήταν, το ήξερε, όσο εκείνη απουσίαζε για το καναδέζικο σκέλος της περιοδείας της. Για τους σταθμούς στην Ανατολική Ακτή το είχε πάρει μαζί της. Άρα, υπέθεσε, σκόπευε να ακολουθήσει τις οδηγίες του και να βρει αντρική παρέα για μια δυο βραδιές. Το να φορέσει όμως εκείνο τον κορσέ για χάρη κάποιου άλλου ήταν τελείως διαφορετικό πράγμα, ένα μήνυμα προδοσίας. Σαν να έστριβε το μαχαίρι στην πληγή. Να πάρει, Σάμερ!
Είχαν χωρίσει την ντουλάπα: τα ρούχα της πήγαιναν στην αριστερή πλευρά, τα δικά του στη δεξιά. Η δική του μεριά ήταν λειτουργική και σχεδόν μονόχρωμη – κυρίως μαύρα παντελόνια, λίγα κοστούμια, όλα εκτός από ένα μαύρα, πάμπολλα μπλουζάκια, μερικές δεκάδες πουκάμισα, από λευκά μέχρι και μαύρα, με τα περισσότερα μπλε, κάποια σκούρα κασμιρένια πουλόβερ και το υποχρεωτικό σμόκιν για κάποιες αφόρητα βαρετές περιστάσεις. Το κατέβασε από την κρεμάστρα. Ο Βίκτορ τον είχε προσκαλέσει σε ένα μικρό σουαρέ στο Μπρούκλιν, το οποίο οργάνωνε ο ίδιος. «Θα είναι κάπως επίσημα, φίλε μου», του είχε πει, «όμως είμαι βέβαιος πως θα απολαύσεις τη βραδιά». Το καφέ τούβλινο κτίριο βρισκόταν σε απόσταση πέντε λεπτών με τα πόδια από μια στάση του μετρό στη Γραμμή F σε ένα δρόμο με δέντρα, λίγο πιο κάτω από μια σειρά μικρών έθνικ εστιατορίων, ένα επιβλητικό διώροφο οίκημα σε αποικιακό στιλ με ξύλινη βεράντα και σκάλα. Τον Ντόμινικ υποδέχτηκε στην πόρτα μια ώριμη γυναίκα που είχε τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα σε ένα σικ κότσο. Φορούσε ένα μακρύ αεράτο μπλε βραδινό φόρεμα, ενώ σε κάθε δάχτυλο είχε από ένα βαρύ δαχτυλίδι. Ένα μαργαριταρένιο κολιέ κοσμούσε το λαιμό της. Ήταν αρκετά όμορφη, παρά τις ρυτίδες –ή ίσως λόγω αυτών– που πρόδιδαν την ηλικία της. «Είμαι η Κλαρίσα», συστήθηκε. «Εσύ πρέπει να είσαι ο φίλος του Βίκτορ». «Πράγματι. Χαίρω πολύ. Το σπίτι σου είναι αυτό;» «Ακριβώς», είπε η γυναίκα. «Έχουμε χρόνια που ζούμε εδώ. Βρίσκεται στην κατοχή της οικογένειάς μου εδώ και αρκετές γενιές», εξήγησε. Η Κλαρίσα άνοιξε περισσότερο την πόρτα και συνόδευσε τον Ντόμινικ στο εσωτερικό. «Πελώριο φαίνεται», σχολίασε εκείνος. «Έχουμε απομείνει δύο άτομα πλέον», είπε η Κλαρίσα. «Κρίμα είναι, από μια άποψη, όμως δε θα σκεφτόμασταν ποτέ να μετακομίσουμε», πρόσθεσε. Στο διάδρομο διακρινόταν η ευχάριστη μυρωδιά κάποιου φαγητού που μαγειρευόταν. Έμοιαζε να προέρχεται από το υπόγειο, όπου λογικά βρισκόταν η κουζίνα. Η Κλαρίσα οδήγησε τον Ντόμινικ στη σκάλα κι από εκεί στον πρώτο όροφο, σε ένα μεγάλο καθιστικό περιμετρικά του οποίου εκτείνονταν ψηλά παράθυρα, που έβλεπαν σε ένα μακρύ, απεριποίητο κήπο. Ήδη βρίσκονταν εκεί πάνω από δέκα καλεσμένοι, κυρίως ζευγάρια. Έπιναν σαμπάνια από κολονάτα κρυστάλλινα ποτήρια και συζητούσαν χαμηλόφωνα. «Δεν ήρθε ακόμη ο Βίκτορ;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Τους περιμένουμε με την παρέα του από λεπτό σε λεπτό», τον πληροφόρησε η Κλαρίσα. «Έλα», είπε, δείχνοντας έναν κύριο κάποιας ηλικίας με ψαρά μαλλιά που στεκόταν δίπλα στο πιάνο, σε μια γωνιά του δωματίου, «να σε συστήσω. Από εδώ ο Έντουαρντ, ο σύζυγός μου». Ο Έντουαρντ φορούσε ένα καφέ γιλέκο με ψιλό καρό κι ένα σκούρο καφέ βραδινό σακάκι. Στη μέση του είχε περασμένη μια φαρδιά υφασμάτινη ζώνη. Το λεπτό μουστάκι του ήταν ψαλιδισμένο προσεκτικά, με τέτοιο τρόπο που τον έκανε να μοιάζει με ήρωα πολεμικής ταινίας της δεκαετίας του 1940, ενώ στο λοβό του δεξιού του αφτιού λαμπύριζε ένα διαμάντι. Πραγματικός δανδής, σκέφτηκε ο Ντόμινικ. Ο οικοδεσπότης ανέδιδε μια ενεργητικότητα, ακόμη κι όταν στεκόταν ακίνητος. Η λαβή του ήταν δυνατή και σίγουρη όταν αντάλλαξαν χειραψία. «Ο Βίκτορ μάς έχει πει τα πάντα για σένα», είπε. «Αλήθεια; Σε αυτή την περίπτωση έχετε ένα ξεκάθαρο πλεονέκτημα απέναντί μου». Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε και ο Έντουαρντ ζήτησε συγνώμη. Με την Κλαρίσα είχαν αναλάβει να κατεβαίνουν εναλλάξ στο ισόγειο για να υποδέχονται τους καλεσμένους.
Ο Ντόμινικ πλησίασε στο τραπέζι κι έβαλε να πιει ένα ποτήρι μεταλλικό νερό. Ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο, τον κήπο, όπου στα όριά του φύτρωναν τριαντάφυλλα, με τα πέταλά τους να σκορπίζονται στον αέρα, σαν κόκκινες, ροζ και άσπρες πεταλούδες. Ανά τακτά διαστήματα η πρασινάδα διακοπτόταν από πέτρινες πλάκες, σαν βωμούς ή μικρά μνήματα. Για μια στιγμή, η φαντασία του Ντόμινικ ακολούθησε τολμηρά μονοπάτια, καθώς έκανε ένα σωρό τρελές σκέψεις, επηρεασμένος απ’ όσα γνώριζε για τον Βίκτορ και τους ανθρώπους τους οποίους συναναστρεφόταν. Πράγματι, ήταν ένας απομονωμένος κήπος στον οποίο πολλά θα μπορούσαν να συμβούν, σκέφτηκε, με τους ψηλούς ξύλινους φράχτες που τον περιέβαλλαν, κρύβοντάς τον με εντυπωσιακή τελειότητα. Πάνω που οι σκέψεις του ετοιμάζονταν να πάρουν μια ακόμη πιο τολμηρή κατεύθυνση, ένιωσε μια παλάμη να τον χτυπά ελαφρά στον ώμο. «Χαθήκαμε πάλι». Ο Ντόμινικ έκανε μεταβολή. Ήταν η Λόραλιν, και, δίπλα της, με ένα ντροπαλό χαμόγελο στα χείλη, η Μιράντα. Και οι δύο γυναίκες φορούσαν εξαίσιες βραδινές τουαλέτες, οι οποίες άφηναν τους ώμους τους γυμνούς. Τα μακριά σαν αγάλματος μαυρισμένα μπράτσα της Λόραλιν ξεπρόβαλλαν μέσα από ένα αστραφτερό λευκό ύφασμα που κάλυπτε σαν δεύτερη επιδερμίδα το σώμα της. Ανεβασμένη πάνω σε ψηλά τακούνια, έριχνε ενάμισι κεφάλι στην Αμερικανίδα, της οποίας το φόρεμα ήταν άλικο και πολύ πιο φαρδύ από τη μέση και κάτω. Και οι δύο γυναίκες προφανώς δε φορούσαν σουτιέν, κι ο Ντόμινικ δεν κατάφερε να μην κοιτάξει τις σκληρές ρώγες τους που τέντωναν το ύφασμα των φορεμάτων τους. Κατάφερε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. «Τι έγινε, ξέφυγες από το Νιου Χέιβεν;» «Όντως. Και έπεισα τη Μιράντα να μας κάνει παρέα...» Ετοιμαζόταν να πει κάτι ακόμη, όταν ο Ντόμινικ είδε τον Βίκτορ, ντυμένο με σμόκιν, να στέκεται λες και είχε καταπιεί μπαστούνι, δίπλα τους. «Καλησπέρα, Ντόμινικ. Ευχαριστώ που ήρθες». «Γεια σου, Βίκτορ», τον χαιρέτησε ο Ντόμινικ. «Βλέπω, έχεις γνωριστεί ήδη με αυτές τις δύο υπέροχες κυρίες». «Η Λόραλιν είναι φίλη από παλιά», απάντησε εκείνος, «και η Μιράντα ήρθε ως καλεσμένη της και είχε την ευγενή καλοσύνη να δεχτεί να μας διασκεδάσει απόψε. Έτσι δεν είναι, αγαπητή μου;» Η Μιράντα χαμήλωσε το βλέμμα. «Δεν ήξερα πως γνώριζες τη Μιράντα ήδη», σχολίασε ο Βίκτορ. Φυσικά και το ήξερε, σκέφτηκε ο Ντόμινικ, απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό. Ήταν προφανές ότι η Λόραλιν δεν κρατούσε μυστικά από τον Βίκτορ. Είχε καταπιαστεί και πάλι με τα παιχνίδια του. Να τον παγιδεύσει επιχειρούσε; Οι γυναίκες προχώρησαν στο τραπέζι για να πάρουν ποτά. Ο Βίκτορ έγειρε προς το μέρος του Ντόμινικ. «Νομίζω πως είναι το καινούριο παιχνιδάκι της Λόραλιν. Η φίλη μας η Λόραλιν δεν έχει καμία δυσκολία να περάσει από τους άντρες στις γυναίκες, ξέρεις». Υπήρχαν πολλά ακόμη πράγματα που ήθελε να ρωτήσει ο Ντόμινικ τον Βίκτορ σχετικά με τη βραδιά που θα ακολουθούσε και τα άτομα που θα συμμετείχαν, όμως εκείνη τη στιγμή ήρθαν κοντά
τους κάποιοι άλλοι καλεσμένοι στο πάρτι κι έτσι πέρασαν στις συστάσεις και στις αναπόφευκτες συζητήσεις για το ποιος ήταν και το πώς είχε βρεθεί στη Νέα Υόρκη. Αποδείχτηκε πως ένας από τους καλεσμένους ήταν εκτός των άλλων μέλος της επιτροπής που είχε εγκρίνει την υποτροφία του και γνώριζε ήδη πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Άλλη μια σύμπτωση; Το χαμόγελο του Βίκτορ παρέμενε αινιγματικό όπως πάντα ενόσω κατηύθυνε όλες τις συζητήσεις. Ένας ιδανικός κονφερασιέ. Οι γυναίκες επέστρεψαν και μπήκαν στην παρέα τους. Η Λόραλιν κρατούσε τη Μιράντα από το χέρι. Τους ζητήθηκε να περάσουν στην τραπεζαρία, στην απέναντι πλευρά του ορόφου, καθώς το φαγητό είχε σερβιριστεί. Στην κουζίνα του υπογείου πρέπει να εργαζόταν κάποιος επαγγελματίας σεφ, δεδομένου ότι κανείς από τους οικοδεσπότες δεν έδειχνε να απασχολείται με το μαγείρεμα. Τους καλεσμένους σερβίρισε ένας απαθής μπάτλερ, ο οποίος φορούσε μαύρη λιβρέα κι έμοιαζε βγαλμένος κατευθείαν μέσα από τις σελίδες μυθιστορήματος του μεσοπολέμου. Το δείπνο ξεκίνησε με χτένια Σεν Ζακ, η μαλακή σάρκα των οποίων έπλεε μέσα σε μια λεία και πυκνή σάλτσα μπεσαμέλ με γεύση μανιταριών. Ακολούθησε μια μοναδικά ανάλαφρη λεμονάτη γλώσσα, έξοχα φιλεταρισμένη και ψημένη υποδειγματικά στο γκριλ, με μια ιδέα βούτυρου και μαϊντανού. Τα κρασιά που συνόδευαν το φαγητό ήταν επίσης εξαιρετικά, αν έκρινε κανείς από τις αντιδράσεις των υπόλοιπων συνδαιτυμόνων, ενώ ο Ντόμινικ αισθανόταν και πάλι κάπως αμήχανα λόγω του ότι δεν έπινε. Καθόταν ανάμεσα στη Λόραλιν και τον Βίκτορ στο στρογγυλό τραπέζι, με τη Μιράντα στα αριστερά της Λόραλιν, και παρατήρησε πως τα χέρια της ξανθιάς νεαρής γυναίκας συχνά τρύπωναν κάτω από το τραπέζι και έπαιζαν με μια ολοένα και πιο νευρική Μιράντα. Το δείπνο ολοκληρώθηκε με μια μεγάλη ποικιλία μαλακών και αρωματικών ευρωπαϊκών τυριών, συνοδευόμενων από φράουλες με σαντιγί. Απλές επιλογές, παρουσιασμένες όμως με ιδιαίτερη φινέτσα. Οι δύο γυναίκες ζήτησαν από τη συντροφιά να τις συγχωρέσει την ώρα που σερβιρίζονταν οι καφέδες και ο Βίκτορ τούς έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι ότι μπορούσαν να πηγαίνουν. Από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού το μέλος της επιτροπής έκανε ερωτήσεις στον Ντόμινικ σχετικά με την πρόοδο της έρευνάς του κι εκείνος αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως τα έγγραφα που μελετούσε στη βιβλιοθήκη είχαν αρχίσει να τον προσανατολίζουν σε διαφορετική κατεύθυνση σε σχέση με το αρχικό του σχέδιο, προς τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. «Α», έκανε ο συνομιλητής του. «Τα μυθιστορήματα πάντα φτάνουν πολύ πιο κοντά στο πραγματικό πρόσωπο της ζωής, δε βρίσκετε;» «Πρόκειται για ένα χώρο εντελώς καινούριο για εμένα», απάντησε ο Ντόμινικ. «Είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρετε περίφημα». «Το ελπίζω, αλλά δεν έχω πάρει ακόμη κάποια οριστική απόφαση», πρόσθεσε. Όσοι είχαν απομείνει στο τραπέζι επέστρεψαν και πάλι στο καθιστικό. Η Λόραλιν βρισκόταν ήδη εκεί, καθόταν στο σκαμπό του πιάνου, παίζοντας σιγανά μια μελωδία την οποία ο Ντόμινικ αναγνώριζε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίτλο ή συνθέτη. Δίπλα της καθόταν η Μιράντα, χωρίς την κόκκινη τουαλέτα που φορούσε νωρίτερα, αλλά ντυμένη τώρα μ’ ένα αδιαφανές νεγκλιζέ που έφτανε στα μισά των μηρών της. Φορούσε επίσης κολάρο σκύλου, στο οποίο είχε περαστεί μια χαλαρή αλυσίδα που κατέληγε στον έναν καρπό της Λόραλιν. «Ααα...» έκανε ο Βίκτορ, συνοδεύοντας τον Ντόμινικ σε μία από τις καρέκλες που είχαν
τοποθετηθεί στο δωμάτιο, στραμμένες προς το χώρο όπου βρίσκονταν το πιάνο και οι δύο γυναίκες. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι κάθισαν επίσης στις θέσεις τους. «Η αποψινή μας διασκέδαση. Η Λόραλιν θα στρώσει την καινούρια». «Θα τη στρώσει;» απόρησε ο Ντόμινικ. «Μη φανταστείς τίποτα ιδιαίτερα τραβηγμένο», διευκρίνισε ο Βίκτορ. «Είναι ακόμη νωρίς. Απλώς όσο πρέπει, για να φανεί αν έχει την αποφασιστικότητα να ενταχθεί στη μικρή μας συντροφιά». Όταν κάθισε ο Ντόμινικ στην καρέκλα του, ο Βίκτορ πλησίασε τις δύο γυναίκες και η Λόραλιν σταμάτησε να παίζει, κατέβασε το καπάκι των πλήκτρων και σηκώθηκε με χάρη από το σκαμπό, εντυπωσιακή. Ο Βίκτορ ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο της Μιράντα και έδωσε στη νεαρή γυναίκα να καταλάβει ότι έπρεπε να γονατίσει δίπλα στο άδειο πλέον σκαμπό και να ακουμπήσει το κεφάλι της στο κάθισμά του. Οι κινήσεις της Μιράντα ήταν διστακτικές καθώς συνειδητοποιούσε τι μάλλον θα επακολουθούσε, ωστόσο, αν και δίχως καμία σπουδή, υπάκουσε στην οδηγία. Από τη στιγμή που πήρε θέση, ο Βίκτορ, με μια θεατρική κίνηση προς τέρψιν των θεατών, έπιασε το κάτω μέρος του νεγκλιζέ της Μιράντα και το σήκωσε, αποκαλύπτοντας τα γυμνά οπίσθια και ολόκληρους τους μηρούς της. Η Λόραλιν τράβηξε την αλυσίδα, υποχρεώνοντας τη Μιράντα να κρατά το κεφάλι της σε ευθεία, προς την αντίθετη κατεύθυνση την ώρα που της έπιανε τα μαλλιά και τα έδενε με ένα λαστιχάκι έτσι ώστε να μην κρύβουν πλέον τη θέα σε κανέναν, αφήνοντας εκτεθειμένο στην πορεία τον ευάλωτο σβέρκο της Μιράντα. Ξαφνικά ο Βίκτορ πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια της και τα έσπρωξε για να ανοίξουν περισσότερο. Η Μιράντα αναγκάστηκε να αλλάξει θέση έτσι όπως ήταν γονατισμένη στο ξύλινο πάτωμα, αποκαλύπτοντας το σκούρο άνοιγμα του πρωκτού της σε όλους. Πάνω στο πιάνο υπήρχε ένα πλατύ μαστίγιο, το οποίο έπιασε η Λόραλιν και το πέρασε στον Βίκτορ. Εκείνος το σήκωσε ψηλά και, με μια θριαμβευτική κίνηση, χτύπησε τα λευκά κωλομάγουλα της Μιράντα. Η πρώτη της τσιρίδα φανέρωνε πόνο και έκπληξη. Πόσα πράγματα της είχαν πει εκ των προτέρων για τα όσα θα της έκαναν; Δεν μπορεί να μην είχε δώσει τη συγκατάθεσή της. Ο Ντόμινικ δε γνώριζε πλήρως τις πρακτικές του χώρου, πέρα απ’ όσα είχε διαβάσει, όμως απ’ ό,τι του είχε πει η Λόραλιν βασικό στοιχείο ήταν όλοι οι συμμετέχοντες να είναι ενήμεροι και πρόθυμοι. Μέχρι να τελειώσει η βραδιά, τα κωλομάγουλά της ήταν σχεδόν τόσο άλικα όσο και η τουαλέτα που φορούσε νωρίτερα. Μετά τις ξυλιές, η Λόραλιν τη βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνη στάθηκε όρθια με δυσκολία, το μακιγιάζ της είχε τρέξει στο σαστισμένο πρόσωπό της, ενστικτωδώς έπιασε το νεγκλιζέ, το οποίο εξακολουθούσε να είναι μαζεμένο πάνω από τη μέση της, και το κατέβασε για να προστατέψει τα απόκρυφά της. Απέφυγε να κοιτάξει τους θεατές καθώς την οδηγούσαν εκτός δωματίου. Εν τω μεταξύ, ο Έντουαρντ και η Κλαρίσα είχαν αρχίσει να κινούνται ανάμεσα στους καλεσμένους τους προσφέροντας λικέρ. «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» ρώτησε ο Βίκτορ τον Ντόμινικ. «Εντυπωσιακό». «Καινούρια εμπειρία για σένα;» Ο Ντόμινικ δεν απάντησε αμέσως, το σκέφτηκε λίγο. «Όχι ακριβώς», είπε. «Η Σάμερ, η βιολονίστρια, μου είπε κάποτε ότι είχε πάει σε τέτοιες λέσχες κάποιες φορές, όπου της έριξαν ξυλιές, χαστούκια, δεν είμαι σίγουρος...»
«Αλήθεια;» «Εγώ δεν ήμουν παρών σε καμία από τις επισκέψεις», ξεκαθάρισε ο Ντόμινικ, «όμως ξέρω ότι το απόλαυσε ιδιαίτερα. Μου έκανε εντύπωση. Οφείλω να ομολογήσω ότι ουδέποτε μπήκα στον πειρασμό να γίνω αποδέκτης τέτοιας μεταχείρισης. Φοβάμαι πως θα είχε αρνητική επίδραση στη στύση μου». «Πολύ αστείο», σχολίασε ο Βίκτορ. «Πάντως, ήταν ευχάριστο θέαμα, δε βρίσκεις; Όπως βλέπεις, το σεξ δεν προκύπτει αυτόματα στο χώρο μας, στη μικρή μας παρέα. Δεν αποκλείεται βεβαίως· απλώς αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος». «Κατάλαβα», κατένευσε ο Ντόμινικ. «Θα σου άρεσε να δεις περισσότερα πράγματα, να συμμετάσχεις;» τον ρώτησε ο Βίκτορ. «Ίσως». «Το συμβόλαιό μου στη Νέα Υόρκη λήγει σε τρεις μήνες, οπότε θα αναχωρήσω για νέα μέρη, δεν ξέρω ακόμη για πού, ενδεχομένως να επιστρέψω στην πατρίδα για ένα διάστημα. Σκέφτηκα να οργανώσω ένα μεγάλο πάρτι. Το πάρτι που θα αποτελέσει μέτρο σύγκρισης για όλα τα επόμενα. Έχω ένα έξοχο κεντρικό κομμάτι κατά νου, ένα πραγματικό αστέρι, δεν είναι ακόμη απολύτως έτοιμη, αλλά ξέρω πώς να τη φέρω με τα νερά μας. Είμαι σίγουρος πως θα αρέσει και σε σένα», κατέληξε ο Βίκτορ. «Θα σου αρέσει αυτό το παιχνιδάκι. Θα σου πρότεινα να έρθεις. Θέλω πραγματικά να προσφέρω μια αξέχαστη εμπειρία, όταν έρθει αυτή η μέρα». Η ώρα ήταν περασμένη. Ίσως η Σάμερ να του είχε αφήσει κάποιο μήνυμα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Ο Ντόμινικ ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο Μανχάταν. «Πολύ πιθανόν, Βίκτορ. Πολύ πιθανόν». Παρ’ όλα αυτά, ήξερε κιόλας πως, όταν θα του σφύριζε ο Βίκτορ, θα έτρεχε να συμμετάσχει. Ήταν απίστευτη η ευκολία με την οποία διέκρινε ο Βίκτορ το γούστο του Ντόμινικ στις γυναίκες. Ήδη τον είχε συναρπάσει το πέπλο μυστηρίου που κάλυπτε εκείνο το αστέρι το οποίο του είπε ότι είχε κατά νου. Στο Μέιν, στο σκέλος της περιοδείας της που την είχε φέρει στην Ανατολική Ακτή, η Σάμερ είχε αποχωρήσει νωρίς από τα καμαρίνια, όπου οι συνάδελφοι μουσικοί γιόρταζαν με ποτά το ιδιαίτερα επιτυχημένο κονσέρτο εκείνης της βραδιάς. Δεν είχε διάθεση για κουβέντες, ούτε για ποτά. Επέστρεψε αμέσως στο ξενοδοχείο με ταξί και έκλεισε με δύναμη πίσω της την πόρτα. Εδώ γδύθηκε, έκανε ένα καυτό ντους, στέγνωσε και πέρασε γυμνή στο δωμάτιο. Η βαλίτσα βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι. Την τράβηξε έξω κι έβγαλε τον κορσέ από την πλαστική σακούλα μέσα στην οποία τον είχε τοποθετήσει βιαστικά, όταν, παρορμητικά, τον πήρε από την ντουλάπα του διαμερίσματος στη Νέα Υόρκη. Μέχρι να φορέσει τον κορσέ και να τον δέσει όσο πιο σφιχτά μπορούσε, διαπίστωσε πως η ώρα είχε πάει κιόλας μία. Από το παράθυρο του δωματίου της, στο δέκατο πέμπτο όροφο του πολυτελούς ξενοδοχείου, μπορούσε να διακρίνει τα φώτα του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού πέρα από το δρόμο και, στο βάθος, το ήσυχο λαμπύρισμα των νερών μιας απέραντης λίμνης. Όλα αυτά τα έκανε στο σκοτάδι. Τώρα άναβε το κεντρικό φως του δωματίου και στρεφόταν να αντικρίσει τον ολόσωμο καθρέφτη στο εσωτερικό της πόρτας της ντουλάπας. Ο μαύρος κορσές φυλάκιζε την ήδη λεπτή μέση της, οι μπανέλες του πίεζαν με δύναμη τη χλομή επιδερμίδα της, τονίζοντας τα στήθη της, προτάσσοντάς τα σαν προσφορά, με τις σκούρες ρώγες σε στάση
προσοχής, σκληρές σαν κεράσια· κάτω, ήταν τελείως γυμνή, ο θάμνος της ένας μικρός, απεριποίητος πλέον πυρήνας από φλογισμένες μπούκλες. Αυτή είμαι, σκέφτηκε στην αγκαλιά του κορσέ που αναδείκνυε τα επίμαχα σημεία της, την προστυχιά μέσα της. Μια πόρνη; αναρωτήθηκε. Ένα κύμα ανεξήγητης ενοχής σάρωσε το μυαλό της. Εκείνη τη στιγμή, ένιωθε ότι της άξιζε να τιμωρηθεί, να φάει ξυλιές μέχρι να νιώσει τα κωλομάγουλά της πυρακτωμένα σαν κάρβουνα, να τη γαμήσουν ανελέητα. Ήξερε πως εκείνα τα συναισθήματα δεν είχαν λογική· πραγματικά δεν είχε κανένα λόγο να αισθάνεται ενοχές. Οι σεξουαλικές παρορμήσεις ήταν αυτό ακριβώς. Ή αφηνόσουν σε αυτές, ελεύθερα, ανταποκρινόσουν και μάθαινες πώς να βιώνεις την ηδονή ή τις αρνιόσουν. Αυτό ήταν όλο. Οι ενοχές δεν είχαν καμία σχέση. Το σκέφτηκε κάποια στιγμή να τηλεφωνήσει στον Ντόμινικ, όμως ένα κομμάτι του εαυτού της αντιστεκόταν. Κατέβασε το παλτό της από την κρεμάστρα στην πόρτα, εκείνο το μακρύ φαρδύ πανωφόρι που φορούσε συνήθως για να μετακινείται προς και από τους διάφορους συναυλιακούς χώρους, καθώς κάλυπτε τις βραδινές τουαλέτες της και τη βοηθούσε να περνά απαρατήρητη. Έπειτα έβαλε το πρώτο ζευγάρι παπούτσια που μπόρεσε να εντοπίσει μέσα στο χαμό από ρούχα και παπούτσια που ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Κούμπωσε το παλτό, ένιωσε το τραχύ ύφασμα να γδέρνει τις ακάλυπτες ρώγες της, να περνά ξυστά πάνω από το πυκνό τρίχωμα στην ηβική της χώρα και βγήκε γρήγορα στο μακρύ διάδρομο του ορόφου, προχωρώντας εκεί που περίμενε το ασανσέρ. Έξω από το κτίριο, έστριψε αριστερά κι έφτασε στο τέρμα του κεντρικού δρόμου. Ήταν ένας δρόμος που έμοιαζε ατελείωτος, πολυσύχναστος, καλά φωτισμένος, σε εύπορη περιοχή, ενώ παρακάτω αποκτούσε μια σκοτεινή, ύποπτη, αν όχι επικίνδυνη, χροιά, καθώς φιλοξενούσε αμφιβόλου ποιότητος στέκια και καταστήματα με οικονομικά είδη, τα περισσότερα από τα οποία ήταν κλειστά εκείνη την ώρα. Αφού περιπλανήθηκε βόρεια για μισή ώρα, η Σάμερ σταμάτησε. Στάθηκε σε ένα σημείο μέσα στο σκοτάδι. Κράτησε την ανάσα της. Έλυσε τη ζώνη και ξεκούμπωσε το μπεζ πανωφόρι, αποκαλύπτοντας το σώμα της στη νύχτα. Λίγα μόλις μέτρα παρακάτω, έτσι όπως έγερνε πάνω στα μεταλλικά στόρια ενός κλειστού καταστήματος, εκτεθειμένη σε δημόσια θέα κάτω από ένα φως που τρεμόπαιζε, τα αυτοκίνητα περνούσαν με ταχύτητα στον κεντρικό δρόμο. Κανένα δεν επιβράδυνε, θαρρείς και η Σάμερ δε βρισκόταν καν εκεί ή δεν άξιζε να ασχοληθεί κανείς μαζί της, ούτε για μία στιγμή. Το μυαλό της είχε σαστίσει. Κάτω το μουνάκι της είχε πάρει φωτιά – ή μήπως ήταν το πρόσωπό της, η καρδιά της; Σταδιακά, ξεπρόβαλε η σιλουέτα ενός περαστικού που κατηφόριζε προς το μέρος της. Ήταν ένας άντρας. Ήταν εμφανές ότι παραπατούσε, μεθυσμένος, κρατώντας σφιχτά στο χέρι μια καφέ χαρτοσακούλα, μέσα από την οποία ξεχώριζε ο λαιμός ενός μπουκαλιού. Φτάνοντας στο ύψος της, επιβράδυνε. Γύρισε και την κοίταξε. Σταμάτησε. «Γάμησέ με», είπε η Σάμερ στον άγνωστο μεθυσμένο. Τον ικέτευε, αδιαφορούσε για την αξιοπρέπειά της, ήταν απελπισμένη. Ο άντρας είχε απομείνει να την κοιτάζει, ζαλισμένος. «Σε παρακαλώ». Τι άλλο έπρεπε να κάνει; Να πέσει στα τέσσερα, να τουρλώσει τον κώλο της, να ανοίξει τα χείλη
του αιδοίου της; Ο άντρας είχε λόξιγκα, τα μάτια του έμοιαζαν υπνωτισμένα μπροστά στο προκλητικό θέαμα. Ένα λεπτό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του καθώς κοίταζε λιγωμένος τις θηλές της, το ακάλυπτο μουνί της. Ύστερα έκανε ένα βήμα μπροστά, μετά και δεύτερο, και συνέχισε να κατηφορίζει το δρόμο. Αγνοώντας τη. Δέκα λεπτά αργότερα, καρφωμένη ακόμη στο ίδιο σημείο, μπροστά στα μεταλλικά στόρια του καταστήματος, η Σάμερ συνειδητοποίησε πως με κάποιο τρόπο είχε καταντήσει παρωδία πρόστυχου γέρου επιδειξία που ανοίγει την καμπαρντίνα του για να δείξει τα γεννητικά του όργανα. Ανατρίχιασε. Έκλεισε το παλτό της, κουμπώθηκε κι έσφιξε τη ζώνη. Σε μια τσέπη βρήκε μερικά τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Πλησίασε στην άκρη του πεζοδρομίου, σταμάτησε ένα ταξί και επέστρεψε στο ξενοδοχείο της. Έκανε ξανά ντους, για να ξεπλύνει από πάνω της όχι μόνο τη βρομιά αλλά και την ανάμνηση της απόγνωσής της, αποφασισμένη να μη φορέσει ποτέ ξανά εκείνο τον κορσέ. Κοιμήθηκε βαθιά. Την ξύπνησε το πρωί το τηλεφώνημα από την ατζέντισσά της. Ήθελε να μάθει αν η Σάμερ θα ήταν διατεθειμένη να παρατείνει την περιοδεία της, η οποία ήταν προγραμματισμένη να τελειώσει σε λίγες εβδομάδες, προσθέτοντας ένα επιπλέον δεκαπενθήμερο προκειμένου να ταξιδέψει στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
9 Η Επιστροφή
ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ μού προκαλούσαν τόση χαρά όσο το να περνώ κάτω από τη μεγάλη ξύλινη πύλη στο αεροδρόμιο του Όκλαντ, η οποία σηματοδοτούσε το τέλος του διαδρόμου προσγείωσης και την άφιξη στη Νέα Ζηλανδία. Ο ήχος είναι που μου έκανε πάντοτε πρώτος εντύπωση, το ηχογραφημένο τραγούδι των πουλιών τούι που έπαιζε γύρω από την πύλη, λίγο πριν από τον έλεγχο των διαβατηρίων, μια τελετουργική καμάρα σκαλισμένη με παραδοσιακές μορφές των Μαορί που χώριζαν την πατρίδα μου από τον υπόλοιπο κόσμο. Φτάνοντας σ’ εκείνο το σημείο, χρειάστηκε να καταβάλω προσπάθεια ώστε να μην τρέξω για να περάσω από την πόρτα και να φιλήσω το χώμα, όπως κάνει ο Πάπας, κίνηση που στη δική μου περίπτωση μάλλον θα έκανε τους υπευθύνους του αεροδρομίου να με στρώσουν στο κυνήγι και μια αγέλη καλά εκπαιδευμένων λαγωνικών να αμοληθεί για να εντοπίσει τυχόν απαγορευμένα φρούτα και λαχανικά στις αποσκευές μου. Ανέκαθεν αισθανόμουν κάπως αμήχανα απέναντι στο δέσιμό μου με τη Νέα Ζηλανδία, ειδικά από τη στιγμή που είχα φύγει γιατί εγώ το θέλησα, σπάνια την επισκεπτόμουν και δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να επιστρέψω κάποια στιγμή οριστικά. Ήταν ο τόπος που μου έλειπε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Καμία άλλη εικόνα στον κόσμο δεν έκανε την καρδιά μου να σκιρτά τόσο όσο η θέα της Αοτερόα όπως απλωνόταν μέσα από το παράθυρο του αεροπλάνου. Η Αοτερόα, η γη του μεγάλου λευκού σύννεφου. Παράξενο όνομα για έναν τόπο που χαρακτηριστικό του δεν είναι τα σύννεφα, αλλά οι λόφοι, που ξεπροβάλλουν μέσα από τις πεδιάδες σαν κοιλιές εγκύων γυναικών, ωκεανοί καθάριοι και φωτεινοί σαν μάτι ψαριού, ποτάμια που εκτείνονται νωχελικά από το ένα άκρο της χώρας μέχρι το άλλο, λεία χρυσαφένια νερά γεμάτα χέλια και πέστροφες, μια διαρκής υπενθύμιση των ζεστών απογευμάτων και των Σαββατοκύριακων που είχα περάσει επιπλέοντας στα νερά του Γουαϊχού. Είχα καταφέρει να εξασφαλίσω μερικές μέρες πριν από την έναρξη αυτού του σκέλους της περιοδείας προκειμένου να επισκεφτώ την οικογένειά μου στην Τε Αρόχα, τη μικρή πόλη στο Βόρειο Νησί όπου γεννήθηκα, λίγες ώρες νοτιότερα του Όκλαντ. Είχαν επικοινωνήσει από το λύκειό μου και μου είχαν ζητήσει να πω λίγα λόγια την ώρα της πρωινής συγκέντρωσης των μαθητών, εξέλιξη μάλλον ειρωνική, καθώς οι βαθμοί μου ουδέποτε ήταν ιδιαίτερα καλοί και είχα εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο έχοντας σπουδάσει μουσική για ένα μόλις έτος. Μου είχε ζητηθεί επίσης να δώσω μια σύντομη παράσταση στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου λόγω της επιστροφής μου, ενώ η μητέρα μου με περηφάνια με ενημέρωσε πως η φωτογραφία μου είχε δημοσιευτεί στην τοπική εφημερίδα. Ευτυχώς, δεν ήταν η φωτογραφία που είχε χρησιμοποιηθεί στις αφίσες που κυκλοφόρησαν στη Νέα Υόρκη και στην οποία ήμουν τελείως γυμνή.
Παρέλαβα τις αποσκευές μου και πέρασα γρήγορα στην αίθουσα αφίξεων, αναζητώντας με ανυπομονησία τον αδερφό μου, τον Μπεν, ο οποίος θα ερχόταν να με παραλάβει. Εργαζόταν στο χαλυβουργείο κοντά στο Πουκεκόχε, αλλά είχε πάρει άδεια εκείνη την εβδομάδα για να βρίσκεται στην Τε Αρόχα και να με δει όσο θα καθόμουν εκεί. Δεν τον έβλεπα πουθενά. Το κινητό μου βούιξε μέσα στην τσέπη μου. «Έλα, αδερφούλα! Βγες έξω. Κόβω βόλτες για να μην πληρώσω πάρκινγκ». Κλασικά. Τον εντόπισα και του έκανα νόημα ενώ συμπλήρωνε τον πέμπτο γύρο στο χώρο απ’ όπου έβγαιναν οι επιβάτες. «Γεια σου, Μπεν!» «Αδερφούλα μου!» Ο Μπεν πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο και με έκλεισε στην αγκαλιά του. Μύριζε ιδρώτα και γράσο. Ελάχιστα είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που τον είχα δει, αν και οι ώμοι του είχαν φαρδύνει κάπως από τότε που άρχισε να εργάζεται στη χαλυβουργία, ενώ στα σκούρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να διακρίνονται μερικές γκρίζες πινελιές. «Έλα, μπες μέσα γρήγορα, προτού μας τσακώσουν», είπε, γνέφοντας με το κεφάλι προς τις αυστηρές πινακίδες που μόνο με βέβαιο θάνατο δεν απειλούσαν όσους άφηναν τα αυτοκίνητά τους στο χώρο παραλαβής των επιβατών. Ακούμπησε τη θήκη του βιολιού μου στο πίσω κάθισμα προσεκτικά, λες και κρατούσε νεογέννητο. Ο αδερφός μου είχε το ίδιο αυτοκίνητο από τότε που τον θυμόμουν, ένα κόκκινο Toyota στέισον βάγκον, το οποίο είχε αγοράσει μεταχειρισμένο με τα λεφτά που κάποιος άλλος θα αγόραζε ποδήλατο και το είχε επισκευάσει με υπομονή και επιμονή, αποκαθιστώντας το σε σημείο που θα ζήλευε ακόμη και οδηγός της Φόρμουλα Ένα. «Πιάνει τα εκατό χιλιόμετρα μέσα σε δεκαπέντε λεπτά», μου είχε πει με περηφάνια την πρώτη φορά που κατάφερε να το βάλει μπροστά. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού, απολαμβάνοντας την αίσθηση της οικειότητας που συνοδεύει τη γλυκιά επιστροφή σε κάτι που δεν έχει αλλάξει παρά τη μακρά απουσία σου. Ο αδερφός μου και το αυτοκίνητό του ήταν δύο παράμετροι σταθερές, όπως η δύση του ήλιου. Μια σιγανή βροχή είχε αρχίσει να πέφτει και οι υαλοκαθαριστήρες σάρωναν σταθερά το παρμπρίζ, τρίζοντας καθώς συναντούσαν το γυαλί. Ήταν χειμώνας στη Νέα Ζηλανδία, αλλά ο καιρός εξακολουθούσε να είναι αρκετά ήπιος, πολύ πιο ζεστός απ’ ό,τι ο χειμώνας στη Νέα Υόρκη. Παρά τους γκρίζους ουρανούς, η όλη εικόνα ήταν πολύ πιο τροπική απ’ όσο θυμόμουν. Κοίταζα έξω από το παράθυρο τους φοίνικες που εκτείνονταν κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στο αεροδρόμιο. «Ποπό», έκανα. «Δε θυμάμαι να ήταν έτσι ο τόπος. Μοιάζει με νησί». «Νησί είναι», απάντησε λογικά ο Μπεν. «Εννοώ κανονικό νησί, όπως αυτά του Ειρηνικού». «Δε μου λες, σχολείο πήγες; Αδερφούλα, η μεγαλούπολη δε σε βοήθησε και τόσο, ε; Σουρωτήρι σ’ το έκανε το μυαλό το νέφος;» Έσκυψα προς το μέρος του και του έκοψα μία στο πόδι.
Ο Μπεν είχε φύγει από τη Νέα Ζηλανδία μόνο μία φορά, για να ταξιδέψει στο Μπρίσμπεϊν ένα Σαββατοκύριακο, για σέρφινγκ. Δεν έβρισκε κάποιο λόγο να φύγει. «Θες να βάλεις μια κασέτα;» Είχε ακόμη εκείνο το κασετόφωνο στο Toyota, και ο χώρος στα πόδια του συνοδηγού ήταν τίγκα στις κασέτες. Βάλθηκα να τις ψάχνω. «Σαντέ;» ρώτησα, με πειραχτική διάθεση. «Γιατί; Καλή είναι. Καλύτερη από τον Μπετόβεν». Κοίταζα έξω από το παράθυρο, εντυπωσιασμένη από την απουσία αυτοκινήτων, από τα απέραντα λιβάδια που απλώνονταν γύρω από το δρόμο. Την τελευταία φορά που είχα πάει στο Όκλαντ είχα την αίσθηση πως είχα πέσει σε ένα χωνευτήρι ανθρώπων και αυτοκινήτων, κίνηση παντού, τώρα όμως ακόμη και τα πιο πολυσύχναστα μέρη φάνταζαν επαρχιακά. «Λοιπόν, σου είπε η μαμά ότι παντρεύομαι;» «Όχι! Δεν ήξερα καν πως είχες κοπέλα! Πότε έγινε αυτό;» «Γύρω στο μήνα έχει. Τη λένε Ρεμπέκα. Μπεξ τη φωνάζουμε. Έζησε στο Λονδίνο για ένα διάστημα, οπότε θα έχετε θέμα συζήτησης». «Τι λες τώρα... Μπράβο, αδερφέ μου». «Επίσης, είναι έγκυος». «Καλά, θα τα πάρω τώρα. Γιατί δε μου λέτε τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν;» «Αφού δε σε βρίσκουμε ποτέ στο τηλέφωνο!» «Υπάρχουν και τα emails». «Δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω ότι θα γίνω πατέρας με email. Τέλος πάντων, θα τη γνωρίσεις στο κονσέρτο που θα δώσεις. Είναι στην Ταουράνγκα αυτές τις μέρες, έχει πάει στους δικούς της». Σωπάσαμε. Η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει και η κίνηση είχε πυκνώσει, οι γνωστές ουρές που σχημάτιζαν στην πόλη οι εργαζόμενοι που αναχωρούσαν για πιο ήσυχα μέρη για να περάσουν το Σαββατοκύριακο. Πότε είχα τηλεφωνήσει τελευταία φορά στους δικούς μου; Τους σκεφτόμουν πολύ, την οικογένειά μου, τους φίλους μου, τη Νέα Ζηλανδία γενικά, όμως τηλέφωνο είχα να πάρω από τα Χριστούγεννα, πριν από έξι μήνες, και τότε είχα μιλήσει μόνο στη μητέρα και τον πατέρα μου. Στον Μπεν είχα να μιλήσω πάνω από χρόνο. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Μπεν», είπα, νιώθοντας να πλημμυρίζω από θλίψη, με τη διάθεσή μου ξαφνικά να φαντάζει γκρίζα, σαν τον καιρό που έκανε έξω. «Κι εγώ, αδερφούλα. Μας έλειψες». Περάσαμε την υπόλοιπη διαδρομή συζητώντας για παλιούς φίλους και γνωστούς. Τίποτα δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα, πέρα από τους αναμενόμενους γάμους και τις γεννήσεις στις τάξεις των πιο νέων, τα διαζύγια στις τάξεις των μεγαλύτερων σε ηλικία. Πάντα μου έκανε εντύπωση όταν μάθαινα πως ζευγάρια τα οποία γνώριζα όταν έφυγα είχαν καταφέρει τελικά να μείνουν μαζί. Οι γονείς μου ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, είχαν συμπληρώσει περισσότερα από τριάντα χρόνια γάμου. Πάντοτε έδειχναν αγάπη ο ένας στον άλλο, αν και ποτέ μου δε θεώρησα ότι ήταν πραγματικά ερωτευμένοι. Ο αδερφός και η αδερφή μου διαφωνούσαν μαζί μου σε αυτό το σημείο: θεωρούσαν τους γονείς μας υποδείγματα ρομαντισμού, τη ζωντανή απόδειξη πως δύο άνθρωποι μπορούσαν να μείνουν μαζί, όσες αναποδιές κι αν συναντούσαν στη ζωή. Εγώ, πάλι, είχα την αίσθηση πως είχαν καταφέρει να κρατήσουν το γάμο τους γιατί το να μείνουν μαζί ήταν ευκολότερο
και πιο ευχάριστο από την εναλλακτική, να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα διαζύγιο και μετά να καταλήξουν μόνοι. Ανέκαθεν ήμουν η κυνική της οικογένειας. Περίμενα να δω την Τε Αρόχα να ξεδιπλώνεται γύρω μου πριν ακόμη περάσουμε την πινακίδα που καλωσόριζε τους ταξιδιώτες και μας πληροφορούσε ότι είχαμε φτάσει και επισήμως στην πόλη. Η πόλη μού προκαλούσε πάντοτε την εντύπωση ότι καλυπτόταν από ένα φως ελαφρώς σκοτεινότερο απ’ ό,τι εκείνο των γειτονικών περιοχών. Είχα την αίσθηση ότι ζούσαμε στη σκιά του βουνού, του όρους Τε Αρόχα, κι ότι η σκιά του έφτανε πολύ μακρύτερα και πλατύτερα απ’ ό,τι θα έπρεπε κανονικά, καλύπτοντας ολόκληρη την πόλη. Η υπόλοιπη οικογένειά μου με θεωρούσε τρελή· πίστευαν πως το φως στην Τε Αρόχα ήταν το ίδιο όπως παντού. Εγώ το έβρισκα πνιγηρό, σαν να κοιμάσαι σε κρεβάτι με τα σκεπάσματα στρωμένα υπερβολικά σφιχτά. Το βουνό υψωνόταν στο βάθος, ένας σκούρος όγκος στον ορίζοντα, όποια εποχή του έτους κι αν ήταν. Ήταν ο λόγος για τον οποίο υπήρχε η πόλη και η πρώτη διέξοδος από αυτή που ανακάλυψα. Είχα ανέβει στο βουνό παιδάκι ακόμη, με τον πατέρα μου. Τα είχα παρατήσει κάπου στα ριζά, γιατί το έδαφος ήταν λασπώδες και η ανάβαση φάνταζε ακατόρθωτη. Τα πόδια μου δεν έβρισκαν πατήματα, οπότε ο πατέρας μου με είχε σηκώσει, με είχε βάλει στους ώμους του και με είχε κουβαλήσει μέχρι την κορυφή. Όταν κοίταξα τριγύρω και αντίκρισα αυτό που φανταζόμουν πως ήταν ο υπόλοιπος κόσμος να απλώνεται μπροστά μας, είχα νιώσει για μερικές στιγμές πως είχα απελευθερωθεί επιτέλους από τη σκιά που έριχνε εκείνο το βουνό, κι από εκείνη τη μέρα και μετά έβλεπα ό,τι υπήρχε πέρα από τα όρια της πόλης σαν τη Γη της Επαγγελίας. Έφυγα την επομένη που τελείωσα το σχολείο και δεν επέστρεψα ξανά, πέρα από κάποιες σπάνιες επισκέψεις. Ήμουν η μικρότερη και πάντοτε η παράξενη της οικογένειας. Η μεγαλύτερη αδερφή μου, η Φραν, εργαζόταν στο τοπικό υποκατάστημα της Τράπεζας της Νέας Ζηλανδίας. Τα τελευταία δέκα χρόνια βρισκόταν στην ίδια δουλειά και δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να αποχωρήσει. Ο αδερφός μου είχε σπουδάσει δι’ αλληλογραφίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και είχε δίπλωμα μηχανολόγου, εγώ όμως ήμουν η μόνη που πήγε στο πανεπιστήμιο, έστω κι αν δεν έμεινα για πολύ. Ποτέ δεν είχα κατορθώσει να εξηγήσω την ανάγκη που αισθανόμουν να βρίσκομαι διαρκώς σε κίνηση. Στη Νέα Υόρκη μάλλον μπήκα σε μεγαλύτερη σειρά απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη φάση της ζωής μου, ενώ η άνεση που αισθανόμουν εκεί, και στο Λονδίνο, πιθανότατα είχε να κάνει με το γεγονός ότι οι δύο πόλεις διαρκώς άλλαζαν και ότι στα μέρη εκείνα περιτριγυριζόμουν από συνεχή κίνηση, απολάμβανα την ηρεμία στο μάτι του κυκλώνα αντί να φέρνω ασταμάτητα βόλτες γύρω από τον εαυτό μου προσπαθώντας να προκαλέσω τη δική μου θύελλα απλώς και μόνο για να ξεφύγω κάπως από την ατέρμονη ανία της ζωής σε μια μικρή πόλη. Όταν ήμουν μικρή, όπως μου είπε η μητέρα μου, είχα κατενθουσιαστεί με ένα θίασο Τσιγγάνων που είχε περάσει από την Τε Αρόχα καθώς περιόδευε στη χερσόνησο Κορομάντελ. Είχαν σκαλιστά μπιχλιμπίδια που τα πουλούσαν, διάβαζαν τις κάρτες ταρό, έδιναν παραστάσεις χορού με φωτιές και ξεναγούσαν τους επισκέπτες στα πολύχρωμα τροχόσπιτα μέσα στα οποία ζούσαν. Το μόνο που ήθελα ήταν να το σκάσω και να τους ακολουθήσω, να παίζω βιολί για τις χορεύτριες, τις οποίες έβρισκα ασύλληπτα εξωτικές, με τα ξυπόλυτα πόδια τους στο γρασίδι και το χαριτωμένο λίκνισμα των γοφών τους την ώρα που χειρίζονταν ραβδιά βουτηγμένα σε βενζίνη που οι άκρες τους έπαιρναν φωτιά τόσο γρήγορα ώστε έμοιαζαν να καταπίνουν την ατμόσφαιρα.
Μόλις είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν σταματήσαμε έξω από το πατρικό μου, το σπίτι όπου είχα ζήσει δεκαεφτά χρόνια. Ανέκαθεν είχαμε μια δυσκολία στα οικονομικά μας, και δεν ήμασταν στο ελάχιστο υλιστές, επομένως λίγα πράγματα είχαν αλλάξει εν τω μεταξύ. Πλέον το σπίτι διέθετε νέο χώρο για τα αυτοκίνητα, ο κήπος είχε βελτιωθεί και ο φράχτης είχε περαστεί ένα χέρι μπογιά. Η λεμονιά στην αυλή υπήρχε ακόμη, γεγονός το οποίο βρήκα παραδόξως παρηγορητικό, ίσως γιατί το ξύσμα των καρπών της στόλιζε τις τηγανίτες μου από τότε που έμαθα να κρατάω μαχαίρι και πιρούνι. Το πορτάκι στην εξώπορτα πηγαινοερχόταν και τα δύο μπουλντόγκ της μητέρας μου, ο Ρούφους και ο Σίλο, γρύλιζαν δυνατά, ενώ τα κοντά τους πόδια μετά βίας κατόρθωναν να πατούν στο επόμενο σκαλοπάτι χωρίς να κουτρουβαλήσουν. Η μητέρα μου ακολουθούσε λίγο παραπίσω. Είχε βγει τρέχοντας να μας υποδεχτεί, αμέσως μόλις άκουσε τον κινητήρα του Toyota να πλησιάζει στο δρόμο. Έβλεπα τα πρόσωπα της αδερφής μου και του πατέρα μου πίσω από το παράθυρο της κουζίνας. Χαμογελούσαν πλατιά και οι δύο. Η Φραν έμενε λίγα τετράγωνα πιο κάτω από το πατρικό μου, σε ένα μικρό σπίτι που είχε αγοράσει μαζί με μια φίλη της. Η Φραν παρέμενε πεισματικά εργένισσα εδώ και χρόνια. Σοβαρή σχέση δε φαινόταν στον ορίζοντα την τελευταία φορά που είχα νέα της, αν και μετά την ανακοίνωση του Μπεν δε θα μου έκανε εντύπωση αν έβγαινε στην πόρτα μαζί με έναν άντρα και δυο κουτσούβελα πίσω της. Η μητέρα μου θα είχε ενθουσιαστεί μόλις θα έμαθε για το γάμο του Μπεν. Από τη στιγμή που τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου δείχναμε παντελή αδιαφορία για να κάνουμε κάποια σχέση, φοβόταν πως ίσως να μην έβλεπε εγγόνια. «Καλώς όρισες, αγάπη μου», είπε, σφίγγοντας τα μπράτσα της γύρω μου. Φορούσε μια παλιά κρεμ ποδιά, γεμάτη λεκέδες από φαγητά, πάνω από ένα τζιν παντελόνι κι ένα ανοιχτό ροζ πουλόβερ. Είχε μακιγιαριστεί για την άφιξή μου, βάζοντας μια ιδέα μάσκαρα και ρουζ. Είχε αφήσει τα μαλλιά της να γκριζάρουν, αν και παρέμεναν πυκνά και μακριά. Ποτέ της δεν υπήρξε κοκέτα. Ήταν κάπως πιο γεμάτη απ’ ό,τι την τελευταία φορά που την είδα, όμως της πήγαινε, όπως και τα γκρίζα μαλλιά της. Πάντα την είχα στο νου μου σαν ένα δέντρο που απλά συνέχιζε να μεγαλώνει γαλήνια, στην όποια κατεύθυνση το έστρεφε η φύση. Δεν την είχα ακούσει ούτε μία φορά να λέει αρνητική κουβέντα για τον εαυτό της, ούτε ήξερα να έχει κάνει ποτέ της δίαιτα, πράγμα που μάλλον εξηγούσε για ποιο λόγο τόσο η αδερφή μου όσο κι εγώ είχαμε σχεδόν ακλόνητη αυτοπεποίθηση. Η Φραν ήταν η μόνη από τις τρεις μας με κοντά μαλλιά. Τα είχε κόψει όταν ήταν έφηβη και τα είχε βάψει κατάξανθα, στο πλαίσιο της μεγαλύτερης επανάστασης που είχε σημειωθεί στους κόλπους της οικογένειάς μας πριν από την απόφασή μου να παρατήσω το πανεπιστήμιο και να ταξιδέψω στην Αυστραλία, κι από τότε τα κράτησε κοντά. Δε μοιάζαμε καθόλου, κατά την άποψή μου, οι άλλοι όμως έλεγαν πως είχαμε τις ίδιες χειρονομίες και εκφράσεις. Αν και είχαμε περάσει αρκετά χρόνια χωριστά, εξακολουθούσαμε να συμπληρώνουμε η μία τις φράσεις της άλλης και να διαλέγουμε αντίστοιχα ρούχα. Η Φραν έδειχνε σαν ξωτικό, μικρόσωμη και νευρώδης, με πεταχτή μύτη και πλατύ χαμόγελο. Κυκλοφορούσε με ποδήλατο και φορούσε γυαλιά με χοντρό πλαστικό σκελετό, παρότι είχε άριστη όραση. Έμοιαζε με κοπέλα που θα συναντούσες να κάνει ποδήλατο στο Σόρντιτς του Λονδίνου, και το γεγονός ότι είχε επιλέξει να μείνει στην Τε Αρόχα ήταν για μένα άλυτο μυστήριο. Αρχικά είχα την αίσθηση πως ξεχώριζε πολύ, όμως είχε μείνει τόσα χρόνια εδώ ώστε η πόλη κατέληξε να την αφομοιώσει κατά κάποιο τρόπο, έτσι που στο τέλος κατάντησε να αποτελεί μέρος της, σαν πεταλίδα
πάνω σε πλοίο. Η αγκαλιά της Φραν ήταν μαγκωμένη και σύντομη. Ποτέ της δεν αισθανόταν άνετα με τις εκδηλώσεις στοργής. Με όσα είχα ακούσει για το πόσο κλειστοί είναι οι Βρετανοί, μου είχε κάνει εντύπωση όταν διαπίστωσα πως ήταν πολύ πιο προσηνείς από τους Πακέχα στη Νέα Ζηλανδία –τους Νεοζηλανδούς ευρωπαϊκής καταγωγής–, οι οποίοι δεν ήταν ασυνήθιστο να χαιρετούν τους φίλους τους με ένα χαμόγελο ή ένα διακριτικό πείραγμα. Ο πατέρας μου στεκόταν πίσω από τις δυο τους, περιμένοντας υπομονετικά. Φορούσε ακόμη τη σαλοπέτα του· σπάνια τον είχα δει να φοράει κάτι άλλο, θαρρείς και του είχε γίνει δεύτερη επιδερμίδα, μια εικόνα τόσο οικεία όσο το να βλέπω τη μητέρα μου με ποδιά. Με αγκάλιασε, με σήκωσε στον αέρα και με κράτησε εκεί τόση ώρα, που νόμισα πως θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος στα χέρια του, όπως όταν ήμουν μικρή. Η πόρτα άνοιξε ξανά και μία ακόμη σιλουέτα έκανε την εμφάνισή της στο κατώφλι, πίσω τους. Ήταν ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ. Δεν ήταν τόσο ψηλός όσο τον θυμόμουν, αν και εξακολουθούσε να είναι τόσο λεπτός και να διατηρεί τα τελευταία του μαλλιά περιμετρικά του κεφαλιού του. Πρέπει να ήταν ογδοντάρης πλέον, το βλέμμα του όμως ήταν αυστηρό και φωτεινό όπως πάντα, η έκφρασή του διαπεραστική, σαν κίσσας που είχε βάλει στο μάτι ένα ασημένιο κουτάλι. «Μπράβο σου, παιδί μου», μου είπε την ώρα που έδινα στο ρουφηγμένο του μάγουλο ένα φιλί. Με χτύπησε τρυφερά στην πλάτη. Δε ζούσε κοντά στους γονείς μου, ούτε είχε τακτικές επαφές μαζί τους, άρα πρέπει να είχε περάσει από εκεί ειδικά για να με δει. Ξαφνικά ένιωσα έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Η Φραν με γλίτωσε από τη δύσκολη θέση. Ξερόβηξε. «Καλύτερα να περάσουμε μέσα, παιδιά. Δεν υπάρχει λόγος να στεκόμαστε εδώ. Ακόμη και τα σκυλιά έχουν αρχίσει να πεινάνε, τέτοια αχόρταγα τέρατα που είναι». Η μητέρα μου πρέπει να μαγείρευε εβδομάδες ολόκληρες, καθώς το τραπέζι έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει υπό το βάρος όλων των αγαπημένων μου φαγητών. «Τον τελευταίο μήνα τα μαγείρευα σταδιακά και τα έβαζα στην κατάψυξη», δήλωσε με περηφάνια. Τα λαχανικά ήταν από τον κήπο, όπου τα φρόντιζε ο πατέρας μου, ενώ το κρέας από έναν κτηνοτρόφο της περιοχής. Ο πατέρας μου είχε ανταλλάξει κάτι λάστιχα φορτηγού με μια ολόκληρη αγελάδα, η οποία κόπηκε σε κομμάτια και αποθηκεύτηκε στο μεγάλο καταψύκτη στην αποθήκη. Είχαμε μπίρες L&P και Speight’s για να συνοδεύσουμε το φαγητό, παγωτό βανίλια με καραμέλα πάνω σε σπιτική μηλόπιτα για γλυκό και καπάκι σοκολατάκια με γέμιση ανανά. Όταν πήγα να φέρω το αλατοπίπερο από το αποθηκάκι, παρατήρησα πως ήταν γεμάτο με τρία διαφορετικά είδη ψωμιού. «Δεν ήμασταν σίγουροι τι θα σου είχε λείψει περισσότερο», είπε η μητέρα μου, «γι’ αυτό πήραμε τα πάντα». Τα μάτια της είχαν αρχίσει να βουρκώνουν, ωστόσο συνέχιζε να χαμογελά. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να τα φάω όλα αυτά πριν να φύγω», διαμαρτυρήθηκα. «Μια χαρά θα μπορέσεις», απάντησε εκείνη. «Θα σε βάλω εγώ». «Υπάρχει φαγητό και στη Νέα Υόρκη, μαμά». «Δε φαντάζομαι να το συγκρίνεις με το φαγητό της μητέρας σου;» «Όχι, καμία σχέση», της είπα σφίγγοντάς της τους ώμους και επέστρεψα στην καρέκλα μου. Ο Μπεν με γλίτωσε από τη συνέχεια της γκρίνιας, αν και ήξερα πως το παράπονό της ήταν απλώς σημάδι πως της είχα λείψει.
«Λοιπόν, αδερφούλα, για πες μας πώς τα περνάς στη μεγαλούπολη. Πώς είναι να είσαι διάσημη, ε; Έχεις δικό σου καμαρίνι;» Γέλασα. «Μπα, είναι πολύ πιο ταπεινά απ’ ό,τι ακούγεται. Λατρεύω τις συναυλίες, όμως έχω αρχίσει να κουράζομαι που πηγαίνω από το ένα ξενοδοχείο στο άλλο με μια βαλίτσα στο χέρι». «Με μια βαλίτσα στο χέρι;» επανέλαβε η Φραν. «Αυτό ήθελες από μικρή. Δε νομίζω πως θα γυρίσεις κάποια στιγμή για να εγκατασταθείς εδώ, έτσι δεν είναι;» «Κάποια μέρα, ναι». Ήταν σειρά του κυρίου Φαν ντερ Βλιτ να με βγάλει από τη δύσκολη θέση. «Πού θα δώσεις το επόμενο κονσέρτο;» «Λοιπόν, στάθηκα τυχερή και εξασφάλισα μία εβδομάδα ξεκούρασης πριν ξεκινήσουμε. Μετά θα ταξιδέψω στο Νότο και θα ανηφορίσω από εκεί. Κράιστερτς, μετά Γουέλινγκτον, ύστερα Όκλαντ και την επομένη πετάω για Μελβούρνη κι από εκεί για Σίντνεϊ. Όμως θα μείνω λίγες μέρες σε κάθε πόλη. Ένα γρήγορο πέρασμα. Σε κάθε σταθμό θα παίζω με κάποια τοπική ορχήστρα, είναι κι αυτό στοιχείο της προώθησης της περιοδείας, κι επίσης περιορίζονται τα έξοδα έτσι, επομένως θα περνάω αρκετό χρόνο σε πρόβες». Η Φραν έσκασε στα γέλια και με σκούντησε στα πλευρά. «“Στοιχείο της προώθησης”», επανέλαβε, με δήθεν βρετανική προφορά. «Ακούτε εδώ! Καλά, πότε μας έγινες τόσο καθωσπρέπει;» Ένα από τα μπουλντόγκ γάβγισε από τη γωνία, σαν να συμφωνούσε. Ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ προσπέρασε και τα δύο σχόλια. «Έχεις αρκετή πίεση δηλαδή;» «Ναι, πάρα πολλή, αλλά ξέρω πόσο τυχερή είμαι. Οι περισσότεροι βιολονίστες μόνο στα όνειρά τους έχουν μια τέτοια ευκαιρία». «Διαβάζω πως συνεργαζόσουν με τον Λόμπο, το μαέστρο από τη Βενεζουέλα;» «Ναι, τον Σιμόν», απάντησα γρήγορα. «Τι έγινε, κοκκίνισες;» ρώτησε η Φραν, που με παρατηρούσε προσεκτικά. «Τι, παίζει τίποτα με το μαέστρο; Για πες». «Τίποτα, ειλικρινά. Είμαστε απλώς φίλοι». «Ω Θεέ μου, μην καταλήξεις στη Λατινική Αμερική», πετάχτηκε η μητέρα μου, φέρνοντας ταραγμένη την παλάμη της πάνω στο πρόσωπό της. «Αρκετά μακριά είναι ήδη η Νέα Υόρκη!» «Η Βενεζουέλα βρίσκεται πιο κοντά στη Νέα Ζηλανδία απ’ ό,τι η Νέα Υόρκη, μαμά. Μην ανησυχείς όμως, δεν πρόκειται να μετακομίσω εκεί». «Συγκάτοικο έχεις στη Νέα Υόρκη; Έχεις ένα μέρος για να επιστρέφεις στα διαλείμματα;» «Μοιραζόμουν ένα διαμέρισμα με ένα ζευγάρι Κροατών που παίζουν στην ορχήστρα, αλλά μετακόμισα όταν ξεκίνησε η περιοδεία. Βασικά, καταλήγω σε σπίτια διαφόρων φίλων όταν επιστρέφω στην πόλη, αραιά και πού, και πλένω τα ρούχα μου έξω». Είχα χαμηλωμένο το βλέμμα στο φαγητό μου. Αισθανόμουν όλο και μεγαλύτερη αμηχανία καθώς προχωρούσε η συζήτηση. Δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη για ποιο λόγο δεν ήθελα να τους μιλήσω για τον Ντόμινικ. Θα μπορούσα άνετα να είχα αναφέρει ότι ήμασταν μαζί, χωρίς να προσθέσω πως μου άρεσε όταν έδενε τους καρπούς μου πίσω από την πλάτη μου ή όταν μου έκανε έρωτα με την παλάμη του να πιέζει ελαφρά το λαιμό μου, ακριβώς όπως όλοι οι άνθρωποι δεν κάθονται να αναλύσουν τις λεπτομέρειες της ερωτικής τους ζωής σε μια παρέα, ακόμη κι όταν οι πιο πικάντικες επιλογές τους περιορίζονται στο να το κάνουν στα πόδια του κρεβατιού. Ο πατέρας μου δεν είπε λέξη σχεδόν όλο το βράδυ, παρότι δεν έπαψε στιγμή να χαμογελά πλατιά. Είχε καταφέρει να εξασφαλίσει δωρεάν εισιτήρια για κάθε κονσέρτο που θα έδινα και
σχεδίαζε να κάνει κι αυτός μια μικρή περιοδεία. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να έρθει σε όλες, αν και ολόκληρη η οικογένεια θα ερχόταν να με δει στο Όκλαντ, στο Αότε Σέντερ, στην Κουίν Στριτ. «Κάποιος πρέπει να προσέχει τα σκυλιά», είπε απολογητικά. Μόνο όταν ξάπλωσα στο προσεκτικά στρωμένο μονό κρεβάτι, στο ίδιο υπνοδωμάτιο που είχα σε ολόκληρη την παιδική μου ηλικία, άρχισα να αισθάνομαι έντονη μοναξιά. Είχα συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό το θόρυβο της κίνησης, κάθε ώρα της μέρας, ώστε οι ήχοι της πόλης ήταν για μένα εξίσου χαλαρωτικοί όσο ένα CD με το τραγούδι των φαλαινών ή τα κύματα που σκάνε στην ακτή. Όμως έξω από το δωμάτιο επικρατούσε σχεδόν απόλυτη ησυχία. Η σιωπή κατέληγε να φαντάζει ασφυκτική, σαν να ήμουν παγιδευμένη μέσα σε μια δεξαμενή χωρίς κανένα εξωτερικό ερέθισμα. Άνοιξα το παράθυρο, παρά τη βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει και πάλι, και γονάτισα στο κρεβάτι, με το βλέμμα στραμμένο στο σκοτάδι. Περίμενα να δω αστέρια, μα δε φαινόταν κανένα απόψε. Συνήθως ο ουρανός ήταν γεμάτος από αστέρια στη Νέα Ζηλανδία, η ατμόσφαιρα τόσο καθαρή ώστε φέγγιζαν σαν φάροι. Έλεγαν πως ήμουν ταξιδιάρικη ψυχή, μα πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος από τα μέρη μου να είναι οτιδήποτε άλλο; Η λαχτάρα της αναζήτησης νέων παραστάσεων κυλά γοργά στις φλέβες μας. Αντιλαμβανόμουν για ποιο λόγο επιστρέφουμε στον τόπο μας φυσικά. Δε θα έπαυα ποτέ να αγαπώ αυτό το μέρος, όσο μακριά κι αν βρισκόμουν, όμως δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω εκείνους τους ανθρώπους που δεν ήθελαν να φύγουν καθόλου. Αναρωτήθηκα αν ο Ντόμινικ αισθανόταν το ίδιο. Αν είχε έρθει στη Νέα Υόρκη μόνο για μένα. Αν θα καταφέρναμε κάποτε να είμαστε πραγματικά μαζί. Από τη μια μεριά, κάθε τέτοια προοπτική φάνταζε καταδικασμένη. Δεν ήμουν σίγουρη αν θα με συγχωρούσε πραγματικά που τον άφησα εκεί και πήρα τους δρόμους. Από την άλλη, δεν άντεχα στη σκέψη πως θα ζούσα χωρίς εκείνον. Είχα δοκιμάσει διάφορα πράγματα, επιχειρώντας να υποκαταστήσω τη συντροφιά του, τα περισσότερα όμως ήταν ανόητα ή επικίνδυνα, συχνά και τα δύο ταυτόχρονα. Τον τελευταίο καιρό απέφευγα να δένω το σκοινί γύρω από το λαιμό μου μόνη μου, γιατί οι ενδεχόμενες συνέπειες με φόβιζαν τρομερά, ενώ το γεγονός ότι ο φόβος μου με ερέθιζε με φόβιζε ακόμη περισσότερο. Ακόμη και στον Ντόμινικ δε θα άρεσε αυτό, σκέφτηκα, αν και οι πιθανότητες να σκοντάψω κάπου, να πιαστώ στο σκοινί και να στραγγαλιστώ ήταν ουσιαστικά μηδενικές. Το είχα ακόμη μέσα στη βαλίτσα. Οι σφυγμοί μου είχαν πολλαπλασιαστεί την ώρα που περνούσα από το τελωνείο. Φανταζόμουν τις διάφορες δικαιολογίες που θα αναγκαζόμουν να χρησιμοποιήσω έτσι και έψαχναν τη βαλίτσα μου και το έβρισκαν. Ορειβασία ή προσκοπισμός, όπως είχα πει στον Σιμόν, τότε που τον καληνύχτισα με ένα φιλί. Ίσως να απαντούσα με ειλικρίνεια και να ψιθύριζα πως μία στο τόσο μου άρεσε ένα ερωτικό δέσιμο – εξάλλου, έγκλημα ήταν; Όμως οι αποσκευές μου πέρασαν από τον έλεγχο χωρίς να μου κάνουν την παραμικρή ερώτηση. Και δεν είχα βγάλει το σκοινί από τη βαλίτσα. Παρέμενε εκεί, κουλουριασμένο σαν φίδι κρυμμένο στην άμμο. Ο κίνδυνος ελλόχευε διαρκώς, αόρατος. Πώς στην ευχή συνέβη αυτό; αναρωτήθηκα χαζεύοντας τη σελήνη, με το πρόσωπό μου και το περβάζι βρεγμένα και παγωμένα από τη βροχή. Τα δέντρα σφύριζαν όπως συναντούσαν τον άνεμο, διακριτικοί σύντροφοι των σκέψεών μου, ενώ πού και πού περνούσε κάποιο ζώο απέξω, κρυμμένο στις σκιές.
Ακόμη και το σκοτάδι φάνταζε πιο σκοτεινό εδώ, μονάχα κάποια φώτα στο δρόμο ξεχώριζαν. Έκλεισα το παράθυρο και παρατήρησα το υπνοδωμάτιό μου, ίδιο όπως το είχα αφήσει. Εγώ νόμιζα πως από τη στιγμή που εγώ και τα αδέρφια μου φύγαμε από εκεί οι γονείς μου μάλλον θα μετακόμιζαν σε κάποιο μικρότερο σπίτι, για να έχουν λιγότερα έξοδα συντήρησης, ή ίσως έβρισκαν κάποιο νοικάρη για να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα. Το λιγότερο, θα άλλαζαν τη διακόσμηση των δωματίων μας, θα τα μετέτρεπαν σε ξενώνες ή σε αποθηκευτικούς χώρους. Αντίθετα, όλα τα δωμάτια παρέμεναν ίδια κι απαράλλαχτα, έτσι ακριβώς όπως τα είχαμε αφήσει φεύγοντας από το σπίτι, το αρχιτεκτονικό ισοδύναμο μιας χρονοκάψουλας. Ως παιδί είχα μινιμαλιστικές τάσεις. Λιγοστά βιβλία, μικρές στοίβες από δίσκους, κασέτες και CD, μια υδρόγειο σφαίρα την οποία στριφογύριζα με τις ώρες χαζεύοντάς τη, να φαντάζομαι όλα εκείνα τα μέρη στα οποία θα ταξίδευα. Εκεί ήταν και το πρώτο μου βιολί, παιδικού μεγέθους, μέσα στην αυθεντική του θήκη, με το μικρό δοξάρι δίπλα του και τις περισσότερες χορδές σπασμένες. Ένα λευκό βάζο ζωγραφισμένο με ένα σχέδιο της Άπω Ανατολής, μικρά άνθη κερασιάς, το οποίο μου είχε χαρίσει μια μέρα ο πατέρας μου, όχι για τα γενέθλιά μου ή τα Χριστούγεννα, αλλά γιατί το είχε δει σε ένα κατάστημα και είχε σκεφτεί εμένα. «Για όταν πας στην Ιαπωνία», μου είχε πει. Ακόμη δεν είχα πάει. Τελικά ο ήλιος έκανε ξανά την εμφάνισή του το πρωινό που θα έδινα εκείνη την ομιλία στο παλιό μου σχολείο. Ήταν μια εντελώς αλλόκοτη εμπειρία, να απευθύνομαι σε παιδιά που έμοιαζαν πολύ μικρότερα απ’ όσο νόμιζα πως έδειχνα εγώ στην ηλικία τους. Μου έφταναν στη μέση, μωρά ακόμη. Εγώ έτρεμα πως θα με γιουχάριζαν ή θα μου πέταγαν διάφορα πράγματα, εκείνα όμως κάθονταν στις θέσεις τους με τα μούτρα ξινισμένα, το βλέμμα χαμένο στο κενό, λες και δεν είχαν βαρεθεί περισσότερο άλλη φορά στη ζωή τους. Οι διάδρομοι και τα σχολικά κτίρια ήταν σχεδόν ολόιδια όπως τα θυμόμουν, ενώ πολλοί από τους παλιούς καθηγητές μου εξακολουθούσαν να διδάσκουν εκεί. Προσκλήθηκα στο γραφείο των καθηγητών για πρώτη φορά και μου έκανε εντύπωση η θερμή υποδοχή που μου επιφύλαξαν καθηγητές οι οποίοι νόμιζα πως δε με συμπαθούσαν καθόλου εκείνα τα χρόνια. Ακόμη και ο μαθηματικός μου, ο κύριος Μπλικ, ο οποίος κυκλοφορούσε μονίμως μουτρωμένος, στα όριά του να σκάσει από την αδυναμία μου να κατανοήσω την άλγεβρα, μου χαμογέλασε πλατιά μόλις με είδε όρθια δίπλα στο βραστήρα. «Μπράβο σου», είπε. «Αναμετρήθηκες με τον κόσμο και κατάφερες κάτι. Μακάρι τα μισά έστω παιδιά εδώ να κάνουν το ίδιο». Το πρόσωπό του κρέμασε ξανά προφέροντας την τελευταία φράση, πριν κάνει μεταβολή με την κούπα και το σακουλάκι του τσαγιού στο χέρι. Δεν είχε περιμένει για να προσθέσει καυτό νερό. Πήρα την κούπα μου και αναζήτησα μια θέση, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή να πέσω πάνω στον άντρα που στεκόταν πίσω μου, όμως σκούντησα το χέρι μου κι έχυσα καυτό καφέ πάνω στο μπράτσο μου. «Αχ, Θεέ μου, χίλια συγνώμη», είπε εκείνος ταραγμένος. Σκούπισε τον καρπό μου με το μανίκι του πουκαμίσου του κι ύστερα τραβήχτηκε, λες κι ήταν αυτός που είχε καεί. «Γκράχαμ;» ψιθύρισα. Σιωπή απλώθηκε στο χώρο. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, όπως συνειδητοποίησα, που είχα αποκαλέσει με το μικρό του όνομα αντί με το επίθετό του. «Κύριο Άιβερς» έπρεπε να τον είχα πει,
ακριβώς όπως είχα πει τον μαθηματικό μου «κύριο Μπλικ», όπως συνέχιζα να λέω τη μουσικό μου «κυρία Ντράμοντ» – παρότι εκείνη είχε γελάσει και μου είχε ζητήσει να τη λέω Μαρί. Για κάποιο λόγο μου ήταν αδύνατο να συνηθίσω να απευθύνομαι στους καθηγητές μου με τα μικρά τους ονόματα. Ο κύριος Μπλικ ξερόβηξε και είχε την καλοσύνη να πιάσει μεγαλόφωνα κουβέντα για τον καιρό με τον διπλανό του. Σύντομα οι ήχοι του γραφείου επανήλθαν στο κανονικό, καθώς οι καθηγητές ξεχνούσαν το ενδιαφέρον τους για εκείνη την εκδήλωση οικειότητας και συνέχιζαν από εκεί που είχαν σταματήσει. Ο Γκράχαμ ήταν ο παλιός μου καθηγητής κολύμβησης και ο άντρας με τον οποίο είχα χάσει την παρθενιά μου. Με είχε πιάσει να αυνανίζομαι στα αποδυτήρια των κοριτσιών μια μέρα μετά την προπόνηση, με είχε ρωτήσει αν θα ήθελα να νιώσω έναν άντρα μέσα μου κι εγώ του είχα απαντήσει «Ναι». Δεν είχα μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό, ούτε καν στη Μαίρη, την καλύτερή μου φίλη εκείνα τα χρόνια, αν και νομίζω πως πάντα το υποψιαζόταν. Ο μόνος άνθρωπος που το ήξερε σίγουρα ήταν ο Ντόμινικ. Όμως δεν του είχα πει τα πάντα, δηλαδή ότι είχα συνεχίσει την κολύμβηση για τον Γκράχαμ, απολαμβάνοντας τη δυσφορία κάθε περάσματος που ολοκλήρωνα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του. Η μητέρα μου είχε ενθουσιαστεί με το ενδιαφέρον που έδειχνα για το άθλημα, καθώς ήταν της άποψης ότι είχα αρχίσει να αναπτύσσω μια επικίνδυνη εμμονή με τη μουσική. Μάλιστα είχε πέσει η ιδέα να αγωνιστώ στο πρωτάθλημα κολύμβησης. Εγώ, πάλι, σκαρφιζόμουν όλο και περισσότερες δικαιολογίες για να μένω μέχρι αργά μετά τις προπονήσεις, τόσο ώστε να προλάβουν να φύγουν οι υπόλοιπες κοπέλες για να μπορέσω να αυνανιστώ με την πόρτα ανοιχτή, ελπίζοντας πως ο προπονητής θα περνούσε για να το κάνουμε ξανά. Οι υπόλοιπες κοπέλες άρχισαν να κουτσομπολεύουν, όπως ήταν φυσικό, και ίσως κάποια σχόλια να έφτασαν μέχρι το γραφείο των καθηγητών. Μια μέρα πήγα στην προπόνηση και μας ενημέρωσαν ότι ο Γκράχαμ είχε μετατεθεί σε γειτονικό σχολείο. Τον είχε αντικαταστήσει μια στραβοκάνα μεσήλικη μ’ ένα πράσινο μαγιό που την έκανε να μοιάζει ακόμη περισσότερο με βάτραχο απ’ ό,τι χωρίς αυτό. Κάπως έτσι εγκατέλειψα τα μαθήματα κολύμβησης και επικεντρώθηκα δυναμικά στα μαθήματα βιολιού. «Χαίρομαι που είσαι πάλι πίσω», είπε πει ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ, παρόλο που δεν είχα χάσει ούτε μία ώρα από τις πρόβες. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ». Ποτέ μου δε θύμωσα με τον προπονητή, αν και θα έπρεπε. Απλώς μου είχε προκαλέσει θλίψη το ότι δε με θέλησε ξανά. Δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή λάθος, πάντως μου είχε αρέσει. Τότε φανταζόμουν πως ήμουν ενήλικη, αν κι έτσι όπως κοίταζα τώρα τα κορίτσια γύρω μου, με τα φρέσκα προσωπάκια τους και τις τσάντες με το φαγητό τους, που έδιναν την εντύπωση πως μέχρι τις οχτώ το βράδυ θα βρίσκονταν στα κρεβάτια τους, παρακολουθώντας ταινίες κινουμένων σχεδίων, σοκαρίστηκα στη σκέψη του πόσο νέα πρέπει να ήμουν. Δεν μπορούσα να μην αισθάνομαι υπεύθυνη, λες και για όλη εκείνη την κατάσταση έφταιγα εγώ. Ο κύριος Άιβερς δεν έπρεπε να είχε φερθεί έτσι, όμως δε θα έλεγα ποτέ ότι μου έκανε οτιδήποτε χωρίς να το θέλω, χωρίς να το απολαύσω και χωρίς να είμαι σε θέση να πω ναι ή όχι. Το βέβαιο ήταν πως δε με είχε κάνει αυτός έτσι όπως ήμουν, απλώς είχε βοηθήσει να φουντώσει μια φλόγα που υπήρχε εξαρχής και αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου, όπως τα
κόκκινα μαλλιά μου. Ήταν τόσο υπεύθυνος για το πώς κατέληξα όσο υπεύθυνη είναι και η άμμος που απορροφά ένα κύμα όταν σκάει στην ακτή. Εντελώς ξαφνικά, το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Ζήτησα συγνώμη και κατευθύνθηκα στις τουαλέτες των κοριτσιών. Στον καθρέφτη έδειχνα τόσο γκρίζα όσο οι διάδρομοι του σχολείου. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου για να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου και σκούπισα αποκαμωμένη το στόμα μου. Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Τα λεπτά κυλούσαν γρήγορα κι εγώ είχα αργήσει για τη συνάντηση με τους τελειόφοιτους μαθητές του τμήματος μουσικής, μαζί με τους οποίους θα έπαιζα εκείνο το βράδυ στο κονσέρτο. Την υπόλοιπη μέρα θα την περνούσα σε πρόβες μαζί τους. Ώρα να συνέλθω. Ο Γκράχαμ περίμενε έξω από τις τουαλέτες όταν βγήκα. «Δε νομίζω πως είναι το καλύτερο σημείο για να κυκλοφορείς», σχολίασα, ανυπομονώντας πλέον να πάω στην πρόβα. Το πρόσωπό του πήρε ένα έντονα κόκκινο χρώμα σε κάποια σημεία. Είχε χάσει ως ένα βαθμό τη νεανική, αθλητική του εμφάνιση και είχε αρχίσει να κάνει διπλοσάγονο. Τα πυκνά μαλλιά του υποχωρούσαν, δίνοντας στο μέτωπό του την όψη αβγού που έσκαγε μέσα από τον πισινό πάπιας. Είχε αρχίσει το κάπνισμα, οπότε τον περιέβαλλε η οσμή της τσιγαρίλας. Κράτησα την ανάσα μου. «Συγνώμη», έσπευσα να τα μπαλώσω. «Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Θα έρθεις απόψε στο κονσέρτο;» Έγνεψε καταφατικά. «Τα λέμε εκεί», είπα χαλαρά, και κατευθύνθηκα στην αίθουσα της μουσικής για να συναντήσω τους νεαρούς μουσικούς που είχαν επιλεγεί για να παίξουν μαζί μου. Ήταν αξιοπρεπέστατοι και πολύ λιγότερο νευρικοί απ’ ό,τι είχε πει η κυρία Ντράμοντ. Τους είχα στείλει τις προτεινόμενες παρτιτούρες από μέρες. Είχα διαθέσει ώρες στο σχεδιασμό, προσπαθώντας να φέρω την κλασική μουσική σε ένα επίπεδο καταλληλότερο για μια πόλη της οποίας οι κάτοικοι στην πλειονότητά τους δεν είχαν ακούσει ούτε νότα. Τα περισσότερα κομμάτια ήταν από τη συνεργασία του συγκροτήματος Split Enz και της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νέας Ζηλανδίας. Ξεκινούσαμε με το «Message to my Girl», το τραγούδι που είχα παίξει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στην Ουάσινγκτον Σκουέρ μετά που άφησα τον Βίκτορ, όταν ο Ντόμινικ είχε επανεμφανιστεί ως διά μαγείας στη ζωή μου. Το τραγούδι αυτό έκανε την καρδιά μου να σφίγγεται, ακόμη και τη δέκατη φορά που το παίξαμε. Πρόσθεσα δύο από τα ορχηστρικά κομμάτια της ταινίας Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, τα οποία φάνηκε να αρέσουν ιδιαίτερα στα παιδιά. Η αίθουσα εκδηλώσεων του Κολεγίου της Τε Αρόχα, όσο ταπεινή κι αν ήταν, αποτελούσε την πρώτη μου ευκαιρία να δώσω στα πράγματα μια δική μου κατεύθυνση και, παρά τη χαλαρή ατμόσφαιρα, ήταν το κονσέρτο εκείνο που περίμενα περισσότερο. Η μουσική στους υπόλοιπους σταθμούς της περιοδείας στις μεγάλες πόλεις θα ήταν περισσότερο τυπική και περιλάμβανε κυρίως κλασικές επιλογές, μεταξύ των οποίων και έργα του Βιβάλντι, τα οποία είχαν ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την περιοδεία. Η αίθουσα ήταν έντονα φωτισμένη, εδώ δεν υπήρχαν προβολείς ή ρυθμιζόμενα φώτα στο ακροατήριο. Μπορούσα να διακρίνω τα πρόσωπα των ανθρώπων κάθε φορά που σήκωνα το κεφάλι. Παρότι προσπάθησα να αφεθώ στη μουσική, όπως έκανα συνήθως, δεν ήταν τόσο εύκολο όσο όταν έπαιζα σε ένα μεγαλύτερο, σκοτεινό χώρο, όπου, ακόμη κι αν είχα χίλιους ανθρώπους μπροστά μου,
ένιωθα σαν να ήμουν ολομόναχη στη σκηνή, γιατί δεν μπορούσα να διακρίνω τα βλέμματά τους. Ήμουν πολύ πιο συγκεντρωμένη στα όσα συνέβαιναν γύρω μου στη διάρκεια αυτής της παράστασης, καθώς, προτού ανέβουν στη σκηνή, ήθελα να ενθαρρύνω τους μαθητές, ορισμένοι από τους οποίους έδειχναν να έχουν χλομιάσει και να τρέμουν, σαν μπουγάδα με ασπρόρουχα κρεμασμένα στο σκοινί μια μέρα με αέρα. Παράλληλα, ήταν η πρώτη φορά που έπαιζα δημόσια μπροστά σε φίλους και συγγενείς από τότε που πήγαινα στο σχολείο. Οι δικοί μου είχαν βάλει τα καλά τους για την περίσταση, ενώ ακόμη και οι φίλες μου, η Κέιτ και η Μαίρη, που είχαν έρθει ειδικά για το κονσέρτο, είχαν φορέσει τα πιο κομψά τους φορέματα, αν και οι δύο έδειχναν κάπως σαστισμένες, μια και ήταν περισσότερο συνηθισμένες να βγαίνουν τα βράδια στο Όκλαντ και το Γουέλινγκτον. Η σκέψη πως δε θα ανταποκρινόμουν στις προσδοκίες τους μου προκαλούσε μεγαλύτερη ανησυχία από την παρουσία των αυστηρότερων κριτικών κλασικής μουσικής στον πλανήτη. Το πρώτο μέρος πήγε καλά, ώσπου ήρθε η ώρα να σταματήσουμε για ένα σύντομο διάλειμμα ενός τετάρτου, ώστε να ανασυγκροτηθούμε λίγο. Δεν είχα το κουράγιο να κατέβω στην αίθουσα για να δεχτώ τα συγχαρητήρια του κοινού και να αντιμετωπίσω τα περίεργα βλέμματα των ντόπιων που ήθελαν να δουν πώς είχα εξελιχθεί τελικά. Η ατζέντισσά μου έλεγε πως έπρεπε να κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια να επικοινωνήσω με το κοινό μου, στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως θεωρούσα πως ακόμη κι εκείνη θα συγχωρούσε τη διστακτικότητά μου. Βάλθηκα να ψάχνω στην τσάντα μου το κινητό. Προσποιήθηκα πως είχα ένα σημαντικό τηλεφώνημα, βγήκα έξω από μια βοηθητική πόρτα και έγειρα στον τοίχο του κτιρίου όπου στεγαζόταν η αίθουσα εκδηλώσεων, απολαμβάνοντας το δροσερό αέρα. Τουλάχιστον είχε σταματήσει η βροχή, αν και τα σύννεφα φαίνονταν πυκνά και βαριά όπως πάντα, καλύπτοντας την πόλη με ένα μόνιμο πέπλο υγρασίας. Το γρασίδι λαμπύριζε από τη βροχή, ενώ οι σταγόνες στα δέντρα φέγγιζαν στο σεληνόφως σαν γυάλινες χάντρες. Τη χαλάρωσή μου διέκοψε ένας βήχας, λίγο παρακάτω, και ο ξερός ήχος ενός αναπτήρα. Ο άνθρωπος εκεί στεκόταν στο σκοτάδι, το μόνο φως ήταν η καύτρα του τσιγάρου του, ωστόσο μπορούσα να τον μυρίσω και να διακρίνω το περίγραμμα του κεφαλιού του με φόντο το νυχτερινό ουρανό. Ο κύριος Άιβερς. «Χαίρομαι που σε πέτυχα μόνη», είπε. «Ήθελα να σου μιλήσω». Η άκρη του τσιγάρου κουνιόταν πέρα δώθε, σαν πυγολαμπίδα. Τα χέρια του έτρεμαν. «Α, ναι;» απάντησα μουδιασμένα. Σίγουρα δε σκεφτόταν να μου προτείνει να παίξει κάτι μεταξύ μας. Τον κοίταξα ξανά, τώρα που τα μάτια μου είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στην παρουσία του στο σκοτάδι. Πιθανόν θα συνήθιζα και τη μυρωδιά του τσιγάρου, κι εκτός αυτού είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που πήγα με τον Ντόμινικ. Χρόνος για φλερτ δεν υπήρχε, έτσι όπως ταξίδευα από τη μία πόλη στην άλλη, ενώ μέχρι να τελειώσει το κάθε κονσέρτο ήμουν πτώμα στην κούραση, έτοιμη να σωριαστώ στο κρεβάτι. Είχα σκεφτεί να πληρώσω για να τακτοποιηθεί το θέμα, να προσλάβω κάποιο συνοδό κυριών, όμως το διαδίκτυο δεν είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμο σε αυτό το θέμα, καθώς κατακλυζόταν από γυναίκες που πρόσφεραν τέτοιου είδους υπηρεσίες, αλλά ήταν ελάχιστες οι αγγελίες αντρών που να δείχνουν σοβαρές. Με προβλημάτιζε τόσο η αναστάτωση ή ο κίνδυνος που θα μπορούσε να προκύψει αν έκανα κάποιο λάθος, ώστε τελικά έπαψα να ασχολούμαι. Ίσως θα είχε ενδιαφέρον αν πήγαινα ξανά με τον κύριο Άιβερς, για να θυμηθούμε τα παλιά. Θα μπορούσαμε μάλιστα να επιστρέψουμε στον τόπο του εγκλήματος.
Χαμογέλασα με νόημα και πλησίασα λίγο προς το μέρος του. «Ξέρεις, είμαι σίγουρη πως θα βρίσκαμε τρόπο να μπούμε στα αποδυτήρια μετά το κονσέρτο. Βάζω στοίχημα πως έχεις τα κλειδιά». «Τρελή είσαι, γαμώτο μου;» μου πέταξε εκείνος μέσα από σφιγμένα δόντια, φανερά σοκαρισμένος από την πρότασή μου. «Μα νόμιζα πως...» «Όχι βέβαια! Παντρεύομαι τον άλλο μήνα. Εγώ ήθελα μονάχα να σου μιλήσω για να ζητήσω συγνώμη και να βεβαιωθώ πως... δεν το έχεις πει πουθενά. Χρήματα πολλά δεν έχω, αν όμως θα σε βοηθούσε να... προχωρήσεις, μπορώ να πληρώσω. Έχω κάτι οικονομίες, λίγα πράγματα, αλλά...» «Νομίζεις πως θέλω χρήματα;» τον διέκοψα. «Κοίτα, το ξέρω πως δε θα διορθώσουν κάτι τα λεφτά, κι άλλωστε έχεις κάνει όνομα πλέον –έτσι δεν είναι;–, άρα μάλλον ούτε τα χρήματά μου χρειάζεσαι», είπε ειρωνικά. «Δε θέλω τα λεφτά σου, ούτε και θα το πω σε κανέναν». «Δόξα τω Θεώ. Σ’ ευχαριστώ». Οι ώμοι του χαλάρωσαν, τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του. «Παρεμπιπτόντως, ήσουν καλή. Στο βιολί θέλω να πω», πρόσθεσε, χαμογελώντας όπως άφηνε το αποτσίγαρο να πέσει στο γρασίδι και το έσβηνε με μια ένταση που συνήθως συνοδεύει το τσάκισμα κάποιου ιδιαίτερα αηδιαστικού εντόμου. Έκανε μεταβολή και γύρισε στην αίθουσα εκδηλώσεων, την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι για να επιστρέψει ο κόσμος στις θέσεις του. Λύγισα τα πόδια μου, κάθισα και παρακολούθησα τα τελευταία κομμάτια καπνού που συνέχιζαν να καίνε στο αποτσίγαρο, παρά την πίεση που δέχτηκαν από τη σόλα του παπουτσιού του, να τρεμοπαίζουν και τελικά να σβήνουν. Εκείνη τη στιγμή, ήθελα τον Ντόμινικ περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου.
10 Κάτω από την Προκυμαία «ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΩ», είπε η Λόραλιν. Ο Ντόμινικ είχε ήδη μερικές εβδομάδες που δούλευε πάνω στο μυθιστόρημά του. Ελάχιστα άλλα πράγματα τον απασχολούσαν. Η ζωή του είχε μπει σε συγκεκριμένους ρυθμούς. Περνούσε κάποιες ώρες υποχρεωτικά στο γραφείο του στη βιβλιοθήκη ή στους αντίστοιχους χώρους των άλλων υποτρόφων, συζητώντας για διάφορα λογοτεχνικά θέματα, κι ύστερα έπαιρνε το μετρό για να επιστρέψει στο Σόχο. Είχε πάψει ακόμη και να τρώει έξω, εξαρτιόταν από τις υπηρεσίες παράδοσης κατ’ οίκον: σούσι τη μια μέρα, μεξικάνικο την επόμενη, ιταλικό ή βιολογικό φαγητό από ένα μαγαζί κοντά στην Γκρίνουιτς Άβενιου ή απλώς κουλούρια. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο. Ο κέρσορας πάνω στη λευκή οθόνη του φορητού υπολογιστή του αναβόσβηνε ασταμάτητα, οι ιδέες περνούσαν και χάνονταν από το μυαλό του, συχνά αποδεικνύονταν τόσο φευγαλέες ώστε δεν μπορούσε να τις συλλάβει προτού κάνει την εμφάνισή της η επόμενη και, τελικά, χάνονταν στο ψυχρό φως της λογικής σκέψης. Το να γράφεις για γεγονότα ήταν απείρως ευκολότερο, συνειδητοποίησε, μετά το αρχικό κύμα ενθουσιασμού για το νέο του σχέδιο. Απλώς αποτύπωνες τα γεγονότα που είχες μελετήσει, τα παρουσίαζες όσο το δυνατό σαφέστερα και συγκροτημένα κι έπειτα πρόσθετες και τις δικές σου απόψεις. Η λογοτεχνία όμως ήταν τελείως διαφορετική υπόθεση. Γνώριζε την ιστορία που προσπαθούσε να αφηγηθεί, σχεδόν μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια: τα πράγματα που θα έκαναν οι χαρακτήρες του, τις αντιδράσεις τους, το χορό του θανάτου και της απόλαυσης στον οποίο θα μπλέκονταν. Όμως και πάλι δεν μπορούσε να βάλει όλα τα στοιχεία ξεκάθαρα σε μια σειρά μέσα στο μυαλό του. Να μπει στην ψυχολογία των ηρώων. Να κατανοήσει πλήρως το σκεπτικό τους, σαν να μην ήταν όλα αυτά αποκυήματα της φαντασίας του. Στη συνέχεια άφησε κατά μέρος όλα τα βιβλία και τις εκτυπώσεις παλιών δημοσιευμάτων από περιοδικά και εφημερίδες που είχε συγκεντρώσει σχετικά με το Παρίσι την περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο –κείμενα με θέα τους μαύρους μουσικούς της τζαζ, τον υπαρξισμό και τους μποέμ που κατέκλυζαν δρόμους και καφέ στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε– και πέρασε μερικά βράδια διαβάζοντας ξανά ορισμένα από τα αγαπημένα του μυθιστορήματα, επιχειρώντας να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς είχαν ζωντανέψει πρόσωπα και πράγματα, αναζητώντας την τεχνική πίσω από την ικανότητα. Η προσπάθεια αυτή τελικά το μόνο που απέφερε ήταν να καταστήσει την όλη προοπτική της συγγραφής ενός μυθιστορήματος ακόμη πιο προβληματική. Δεν ένιωθε ικανός να αντεπεξέλθει. Μήπως επρόκειτο για ένα ταλέντο το οποίο, πολύ απλά, ο ίδιος δε διέθετε; Η Σάμερ βρισκόταν πλέον στην Αυστραλία. Η περιοδεία εξελισσόταν καλά, αν και η επιστροφή στις ρίζες της έφερνε στην επιφάνεια πολλά ανάμεικτα συναισθήματα. Κάθε τόσο του έστελνε ένα email, σε μια απόπειρα να περιγράψει το πώς αισθανόταν, κι εκείνος προσπαθούσε να φανταστεί τα μέρη στα οποία βρισκόταν, τους βρεγμένους δρόμους, τα πρόσωπα των ανθρώπων και την
εντύπωση που τους έκανε εκείνη, ο τρόπος με τον οποίο ντυνόταν, περπατούσε, εκείνο το πολύ ιδιαίτερο μείγμα αθωότητας και ασυναίσθητης πρόκλησης που τη συνόδευε όπου κι αν πήγαινε. Είχε να δει τη Σάμερ πάνω από ένα μήνα. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να θυμηθεί το πρόσωπό της, το χρώμα των ματιών της, το σχήμα των χειλιών της όταν τα σούφρωνε, παραδομένη στα κύματα της ηδονής. Τον περήφανο, απρόβλεπτο χαρακτήρα της. Μπροστά στα μάτια του, ο κέρσορας συνέχιζε να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, αδιάκοπα. Επιχειρώντας να αφήσει πίσω της μια άτυχη πρώτη ερωτική σχέση, η νεαρή ηρωίδα του είχε εγκαταλείψει τους ήσυχους ρυθμούς του Ανατολικού Τέξας και της πολίχνης Νακοντότσες, όπου είχε μεγαλώσει, καταλήγοντας στο Παρίσι, εκεί όπου έμελλε να συναντήσει έναν Άγγλο δημοσιογράφο. Η ιστορία τους θα ξετυλιγόταν με φόντο την ασυνήθιστη αλλά συναρπαστική ιστορική περίοδο για την οποία ήθελε να γράψει ο Ντόμινικ. Ο πρωταγωνιστικός αντρικός χαρακτήρας βασιζόταν φυσικά στον ίδιο, στο πώς θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε μια άλλη ζωή, ο χαρακτήρας της Ελένα όμως εξακολουθούσε να αποδεικνύεται δύσκολος στην αποτύπωση, και όλες οι μέχρι στιγμής προσπάθειές του να τον καταστήσει πειστικό είχαν, κατά την άποψή του, αποτύχει οικτρά. Δεν ήταν καν σίγουρος για την εξωτερική της εμφάνιση. Τις σκέψεις του διέκοψε ευτυχώς ένα τηλεφώνημα. Ήταν η Λόραλιν. «Γεια, Λόραλιν. Πώς πάει;» «Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη». «Πες μου». «Έχω μία εβδομάδα ελεύθερη. Θέλω να έρθω στην πόλη. Η ατμόσφαιρα εδώ είναι απαίσια. Μιλάμε για τελείως επαρχία, κι ας υπάρχει ολόκληρο πανεπιστήμιο. Έτσι και δεν κάνω κάτι να ξεφύγω, με βλέπω ν’ αρχίζω το πλέξιμο...» «Εντάξει, δεν μπορεί...» «Δε σου κάνω πλάκα. Τέλος πάντων, υπάρχει μήπως περίπτωση να με φιλοξενήσεις;» «Χμ...» Ο Ντόμινικ αιφνιδιάστηκε από την παράκληση. «Η Σάμερ δεν έχει γυρίσει ακόμη, έτσι δεν είναι;» τον πίεσε με τρόπο η Λόραλιν. «Ναι», παραδέχτηκε ο Ντόμινικ. «Θα λείψει μερικές ακόμη εβδομάδες, το λιγότερο. Είναι στην Αυστραλία... Πώς και δε σκέφτηκες να ρωτήσεις τη Μιράντα;» «Δυστυχώς δεν έχει δώσει σημεία ζωής μετά από εκείνο το πάρτι στο Μπρούκλιν», τον πληροφόρησε η Λόραλιν. «Ίσως να παραήταν μεγάλο το βήμα για εκείνη. Κατά βάθος, είναι κοπέλα που της αρέσουν οι απλές καταστάσεις. Μάλλον παλεύει με την ντροπή της τώρα που μιλάμε, ή μπορεί απλώς να διστάζει να επικοινωνήσει και να ζητήσει να το ξανακάνουμε. Όπως και να ’χει, το σπίτι της είναι μικρό. Ίσως να κατέληγε άβολο να συγκατοικήσουμε για μία ολόκληρη εβδομάδα. Εσύ όμως, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, διαθέτεις αρκετό χώρο». «Μόνο ένα υπνοδωμάτιο, αλλά...» «Κανένα πρόβλημα. Θα έχω μαζί και τον υπνόσακό μου. Δε θα ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Με ξέρεις άλλωστε, ούτε που θα με καταλάβεις ότι είμαι εκεί». «Α, ναι;» «Απολύτως». Ο Ντόμινικ το σκέφτηκε για λίγο. «Ναι, φαντάζομαι πως...» «Χίλια ευχαριστώ, είσαι πραγματικός φίλος. Να ξέρεις, δε θα σου γίνω φόρτωμα. Εξάλλου, πότε έφαγες κανονικό, μαγειρευτό φαγητό, ε; Η Σάμερ ξέρει να μαγειρεύει;»
«Τα βασικά μόνο», ομολόγησε ο Ντόμινικ. «Συνήθως παραγγέλνουμε κάτι απέξω». «Δε γίνεται έτσι δουλειά», είπε η Λόραλιν. «Δώσε μου τη διεύθυνσή σου λοιπόν. Λογικά, θα φτάσω στο σταθμό νωρίς το απόγευμα. Θα περάσω αμέσως από σένα. Είναι κάτι που θέλεις να φέρω;» «Δε μου έρχεται κάτι στο μυαλό. Καλά θα ήταν αν θα μπορούσες να εμφανίσεις μια γνωστή και μη εξαιρετέα φίλη από την Αυστραλία για να τη στείλεις εδώ, αλλά νομίζω πως κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε ακόμη και τις δικές σου, εξαιρετικές δυνατότητες... Μπορείς να αφήσεις τα μαστίγια, τα λάτεξ αξεσουάρ και τα υπόλοιπα παιχνίδια σου στο Νιου Χέιβεν. Δε θα χρειαστούν εδώ. Α, ναι, ούτε και οι χειροπέδες». Η Λόραλιν γέλασε πνιχτά. «Οι χειροπέδες είναι για τους ψόφιους», υποστήριξε. «Για κάτι ζευγάρια μεσοαστών που ψάχνονται να προσθέσουν αλατοπίπερο στη σχέση τους. Ερασιτέχνες. Πέρα από αυτούς που το κάνουν σκέτα κατά τα άλλα, χειροπέδες έχω δει να χρησιμοποιούνται εκτενώς μόνο στα βιβλία. Είναι ένας τελείως άλλος κόσμος, Ντόμινικ. Πάρα πολλοί άνθρωποι συγχέουν την πραγματικότητα με τη φαντασία», πρόσθεσε. «Τα διάφορα δεσμά όμως, εντάξει, αυτό είναι εντελώς διαφορετικό θέμα...» Εκείνο το σχόλιο ήταν που τον έκανε να καταλάβει. Αυτό ήταν το πρόβλημα με την Ελένα, το χαρακτήρα στο μυθιστόρημά του που εξελισσόταν με αργούς ρυθμούς. Εξακολουθούσε να φαντάζει εξωπραγματική, ακόμη και στον ίδιο. Ένα κατασκεύασμα. Αν της έδινε το πρόσωπο της Σάμερ, τα λόγια, το σώμα της, τότε θα αποκτούσε αυθεντική αίσθηση. Σάρκα και οστά. Θα έπαυε να είναι μια παρωδία. Έδωσε βιαστικά στη Λόραλιν τη διεύθυνση του λοφτ στη Σπρινγκ Στριτ, επέστρεψε γρήγορα στον υπολογιστή του και βάλθηκε να κάνει μανιωδώς αλλαγές στο εισαγωγικό κεφάλαιο, καθώς φανταζόταν τη Σάμερ να κατάγεται από την επαρχία του Ανατολικού Τέξας και ένα στενόμυαλο, κλειστό περιβάλλον. Μία ώρα αργότερα, είχε την αίσθηση πως ο χαρακτήρας είχε αποκτήσει καινούρια διάσταση, πως ήταν πιστευτός. Η Σάμερ ουδέποτε έδειξε ιδιαίτερη διάθεση να μιλήσει για τη ζωή της στη Νέα Ζηλανδία, τη ζωή της πριν από εκείνον. Ο Ντόμινικ πίστευε πως ενδεχομένως η διαδικασία αυτή τον βοηθούσε να την καταλάβει καλύτερα. Η Λόραλιν αποδείχτηκε άψογη φιλοξενούμενη. Μάζευε προσεκτικά τον υπνόσακό της και τον έβαζε σε μια γωνιά του διαμερίσματος, έτσι ώστε να μην είναι στη μέση και να φαίνεται τη μέρα. Προσφέρθηκε επίσης να σκουπίσει, να ξεσκονίσει και να καθαρίσει τους χώρους του καθιστικού και της κουζίνας, οι οποίοι είχαν αφεθεί κάπως στην τύχη τους τα διαστήματα που η Σάμερ απουσίαζε για την περιοδεία, όταν ο Ντόμινικ δεν είχε καμία όρεξη να ασχοληθεί με τα του σπιτιού. Το γεγονός ότι προτιμούσε να κάνει αυτές τις δουλειές μόνο με το εσώρουχό της και ένα πλατύ χαμόγελο αποτελούσε μια ξεκάθαρη, αν και ευχάριστη, πηγή αναστάτωσης, όμως ο Ντόμινικ την είχε δει κι άλλοτε γυμνή, σ’ εκείνο το τρίο με τη Μιράντα, καθώς και όταν είχε κάνει ηλιοθεραπεία γυμνόστηθη, οπότε η όλη στάση της δεν είχε κάτι το εξόχως προκλητικό. Ήταν απλώς μία ακόμη έκφανση της απεριόριστα σκανταλιάρικης διάθεσής της ασφαλώς, αφού ήξερε πάρα πολύ καλά την επίδραση που είχε στον Ντόμινικ. Ήταν κατακαλόκαιρο, επομένως, ακόμη και με τον κλιματισμό αναμμένο, η ζέστη τρύπωνε από την πνιγηρή ατμόσφαιρα έξω με εντυπωσιακή ευκολία. Κανονικά, ο Ντόμινικ κυκλοφορούσε ξυπόλυτος στο σπίτι, έτσι αυτή η κατάσταση απλώς οδηγούσε τα
πράγματα ένα λογικό, φυσικό βήμα παραπέρα. «Παλιά έμενα εδώ κοντά», είπε η Λόραλιν. «Στη Νέα Υόρκη γεννήθηκα». «Δεν το ήξερα». «Οι γονείς μου είχαν ένα ισόγειο διαμέρισμα στην Έκτη Λεωφόρο, κοντά στη συμβολή με την Μπλίκερ. Τα παράθυρά μας έβλεπαν τη Μινέτα Λέιν. Εκεί είναι ένα μικρό θέατρο. Κυρίως πειραματικές παραστάσεις ανεβαίνουν, μία στο τόσο, όμως όταν ήμουν μικρή, νόμιζα πως ήταν κάποιο ύποπτο στέκι. Με συνάρπαζε απερίγραπτα αυτό. Ήδη διέθετα ζωηρή φαντασία», πρόσθεσε. «Και πότε φύγατε;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Πρέπει να ήμουν δέκα χρονών, κάπου τόσο». «Μοναχοπαίδι;» «Όχι, έχω έναν αδερφό, αν και ποτέ δεν είχαμε στενή σχέση». «Και πού πήγατε;» «Έξω από την πόλη, στο Λονγκ Άιλαντ, για να είμαστε πιο κοντά στους παππούδες μου. Οι γονείς μου θεωρούσαν πως δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να μεγαλώσουν παιδιά. Εγώ διαφωνούσα φυσικά. Το Γκρίνουιτς Βίλατζ είναι καταπληκτικό μέρος για ένα παιδί. Έχει ένα σωρό μικρά πάρκα και παιδικές χαρές που ο μέσος Νεοϋορκέζος ούτε καν ξέρει πως υπάρχουν, ενώ σε περιτριγυρίζει ο σφυγμός της μεγάλης πόλης. Ήταν υπέροχα». «Υποθέτω πως ήταν». «Με δωροδόκησαν. Μου υποσχέθηκαν μαθήματα ιππασίας εκεί πέρα, στο Λονγκ Άιλαντ». «Μπορώ να σε φανταστώ άνετα να κάνεις ιππασία». «Στο στιλ της Λαίδης Γκοντάιβα εννοείς; Δηλαδή γυμνή;» «Όχι», είπε ο Ντόμινικ χαμογελώντας. «Απλώς σκέφτηκα πως θα σου πήγαιναν τέλεια τα ρούχα και τα αξεσουάρ». «Μου πηγαίνουν. Από εκεί έκανα την αρχή, και το ένα έφερε το άλλο. Άρχισα να κάνω δοκιμές με το μικρό μου αδερφό, ύστερα με άλλους. Για παιχνίδι φυσικά, αλλά κόλλησα το μικρόβιο της τιμωρίας, παρόλο που αρχικά τα πράγματα ήταν χαλαρά και αθώα. Ο δρόμος αποδείχτηκε ολισθηρός. Απέκτησα το σαράκι της κυριαρχίας. Ποτέ μου δε θέλησα να καταλάβω το γιατί. Αυτή είμαι, έτσι απλά». «Πού βρίσκεται ο αδερφός σου τώρα; Μένει ακόμη στο Λονγκ Άιλαντ;» «Όχι. Είναι πεζοναύτης. Πιθανότατα στο Αφγανιστάν. Δεν επικοινωνούμε συχνά πλέον. Οι γονείς μας έχουν πεθάνει. Η μητέρα μου από καρκίνο, ο πατέρας μου σε τροχαίο λίγο καιρό μετά που πέθανε η μητέρα μου. Απομακρυνθήκαμε. Πήγαμε να ζήσουμε με κάτι συγγενείς σε άλλη Πολιτεία, εγώ φοιτούσα ήδη στο πανεπιστήμιο. Καμιά φορά, τα φέρνει έτσι η ζωή». «Δε θα φανταζόμουν πως θα άρεσε σε έναν πεζοναύτη να δοκιμάζει πάνω του την αίσθηση ενός καμτσικιού», παρατήρησε ο Ντόμινικ. «Και να ήταν ο μόνος...» σχολίασε η Λόραλιν. «Πού έμαθες να φτιάχνεις δικό σου πέστο;» ρώτησε ο Ντόμινικ τη Λόραλιν, όπως χαλάρωναν στον καναπέ, μετά το γεύμα τους. Η Λόραλιν είχε ετοιμάσει εκείνη τη γευστική πράσινη σάλτσα με άφθονο βασιλικό, κουκουνάρι, σκόρδο, ελαιόλαδο και παρμεζάνα, χρησιμοποιώντας υλικά που είχε παραγγείλει από το διαδίκτυο και είχαν παραδοθεί στην πόρτα τους, μαζί με σπιτικά ζυμαρικά, τα οποία είχε μαγειρέψει al dente, δίνοντας ένα πολύ ανάλαφρο αποτέλεσμα.
«Έζησα ένα φεγγάρι στη Γένοβα», είπε εκείνη, «με έναν Ιταλό κόμη που του άρεσε να τον τιμωρώ. Στα διαλείμματα των σκηνικών που στήναμε μου έδειξε μερικά μυστικά της ιταλικής κουζίνας. Τα πιάτα της Λιγουρίας είναι πολύ χαρακτηριστικά· χρησιμοποιούν πολύ σκόρδο. Δε φαντάζομαι να σε πείραξε η δυνατή γεύση;» «Κάθε άλλο», τη διαβεβαίωσε ο Ντόμινικ. «Αν και θα ήταν ίσως σκόπιμο να αποφύγουμε τις επαφές με άλλους ανθρώπους, τουλάχιστον για μερικές ώρες. Θα πάθαιναν σοκ – μάλλον θα μυρίζουμε σκορδίλα από ένα χιλιόμετρο!» Εξακολουθούσε να νιώθει τη γεύση πάνω στα χείλη του, οπότε τα έγλειψε και πάλι για να τα καθαρίσει. «Όποιος δε γουστάρει να πάει να γαμηθεί», αναφώνησε η Λόραλιν. «Εγώ πάντως δεν εμπιστεύομαι άνθρωπο που αντιπαθεί πραγματικά το σκόρδο». «Λοιπόν, η αρχή έγινε με την ιππασία· ύστερα, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ακολούθησε το τσέλο. Ή μήπως τα λέω ανάποδα;» «Βασικά, περίπου ταυτόχρονα», απάντησε η Λόραλιν, «από τη στιγμή που ξεριζωθήκαμε και πήγαμε στο Λονγκ Άιλαντ. Οι γονείς μου ανέκαθεν αγαπούσαν τη μουσική, όμως είχαν χάσει οι ίδιοι την ευκαιρία να μάθουν κάποιο μουσικό όργανο, αν και συμμετείχαν στη χορωδία της εκκλησίας. Είχαν υπέροχες φωνές, και οι δύο. Αρχικά δεν το είδα και πολύ ζεστά το πράγμα. Έπαιζα και πιάνο, όχι σε υψηλό επίπεδο, ενώ πειραματίστηκα και με κάποια άλλα όργανα, μέχρι που βρήκα αυτό που μου ταίριαζε. Ο ήχος του τσέλου βγάζει ένα θαυμάσιο αισθησιασμό, δε βρίσκεις;» «Όπως ξέρεις, έχω προτίμηση στο βιολί», είπε ο Ντόμινικ, χαμογελώντας της. «Ο ήχος του είναι καθάριος, όχι βρόμικος όπως του τσέλου, τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται». «Καλό είναι το βρόμικο», εξέφρασε τη γνώμη της η Λόραλιν. «Εντάξει, τι θα έλεγες εσύ...» «Και για μια γυναίκα είναι μοναδική η αίσθηση του να κρατάς το όργανο ανάμεσα στους μηρούς σου, να ακουμπά το ξύλο την επιδερμίδα σου, οι ήχοι που βγάζεις μέσα από το όργανο να διατρέχουν τη σάρκα σου, λες και ολόκληρο το κορμί σου είναι προέκταση του ηχείου». Ο Ντόμινικ δυσκολευόταν να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά μετά το πλούσιο γεύμα που είχε ετοιμάσει η Λόραλιν και με την απογευματινή ζέστη να έχει αρχίσει να του απομυζά την ενέργεια. «Τι λες, βάζουμε ένα CD να παίξει;» πρότεινε. «Όχι», είπε κοφτά η Λόραλιν. «Έχω ρεπό αυτή την εβδομάδα. Δε θέλω να ακούσω ούτε νότα». «Αλλιώς μπορεί να με πάρει ο ύπνος», της επισήμανε. «Τότε ας πάμε για τρέξιμο», αντιπρότεινε εκείνη. «Για τρέξιμο, με αυτή τη ζέστη;» διαμαρτυρήθηκε ο Ντόμινικ. «Γιατί όχι;» «Κάνω πολλά πράγματα, το τρέξιμο όμως δεν είναι ένα από αυτά». «Αχ, καλέ! Έναν περίπατο τότε, ήσυχα κι ωραία, όπως ταιριάζει σε έναν άνθρωπο της ηλικίας σου;» «Αυτό γίνεται». Η Λόραλιν του χαμογέλασε πλατιά. «Όχι, έχω μια καλύτερη ιδέα. Γιατί δεν πάμε στην παραλία;» «Πού;» «Έχεις πάει ποτέ στο Ατλάντικ Σίτι, να δεις την προκυμαία; Έχει κι εκεί παραλία, νομίζω». «Ποτέ». «Ούτε κι εγώ», είπε εκείνη. «Πάμε λοιπόν», συμπλήρωσε αποφασιστικά. «Από ποιο σταθμό παίρνουμε το τρένο, τον Πεν ή τον Κεντρικό; Ή μπορούμε να φτάσουμε ως εκεί με το μετρό;»
«Θα το τσεκάρω». Άνοιξε τον υπολογιστή του και συνδέθηκε με την ιστοσελίδα. «Θα είναι σαν να βγαίνουμε ραντεβού», σχολίασε παιχνιδιάρικα η Λόραλιν. «Νιώθω λες και παίζω σε ταινία», είπε ο Ντόμινικ. Η προκυμαία του Ατλάντικ Σίτι έφτανε ως εκεί που έβλεπε το μάτι, σαν μακρύ μπεζ χαλί που είχε στη μια πλευρά τη θάλασσα και στην άλλη μια ακανόνιστη σειρά από πολύχρωμα κτίρια. Ήταν απόγευμα, και τα φώτα των ψηλών ξενοδοχείων που υπήρχαν περιμετρικά δεν είχαν ανάψει ακόμη. «Θέλω παγωτό», εξέφρασε την επιθυμία της η Λόραλιν. «Δε θα προτιμούσες κάποια παγωμένη κρέμα;» αντέτεινε ο Ντόμινικ, παρατηρώντας τις άφθονες επιλογές που αναγράφονταν στις προσόψεις πολλών από τα καφέ και τα αναψυκτήρια που εκτείνονταν κατά μήκος της περατζάδας. «Αποκλείεται. Και που το σκέφτομαι, αηδιάζω. Σήμερα θέλω κάτι πραγματικά λαχταριστό». Γέλασε σαν παιδί. «Θα μπορούσαμε να πάμε στην Ατσάλινη Προβλήτα αργότερα», πρότεινε εκείνος. «Να ανέβουμε στα τρενάκια;» «Μπορεί... Βλέποντας και κάνοντας». Η Λόραλιν κατευθύνθηκε στο πλησιέστερο καφέ και κοίταξε τον κατάλογο με τις διάφορες γεύσεις. Γύρω τους περνούσαν πλήθη κακοντυμένων ανθρώπων που είχαν έρθει για το Σαββατοκύριακο, τουριστών, αλλά και μια παρέα επισκεπτών με παιδιά ντυμένα με παστέλ ρούχα, τα οποία ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα την προκυμαία καβάλα σε μικρά πατίνια. «Σοκολάτα με καραμέλα. Αυτό θέλω», αναφώνησε ενθουσιασμένη η Λόραλιν, δείχνοντας ζωηρά τον κατάλογο. «Εσύ τι θα πάρεις;» Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και το χαμόγελό της έμοιαζε απόλυτα αβίαστο. Ο Ντόμινικ έριξε μια τελευταία ματιά στον κατάλογο με τις γεύσεις και διάλεξε ένα συνδυασμό βατόμουρου και σοκολάτας Βελγίου. «Χωνάκι ή κύπελλο;» Η Λόραλιν κοίταξε το εφαρμοστό λευκό μπλουζάκι της και, μετά, τον ήλιο που έλαμπε ψηλά στο βαθυγάλανο ουρανό. «Νομίζω πως κύπελλο θα ήταν καλύτερα». «Έγινε». Ο Ντόμινικ έγειρε πάνω στον πάγκο, έδωσε στον νεαρό με τη στολή την παραγγελία τους και έβαλε το χέρι στην τσέπη του τζιν του για να πάρει ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. «Τέλεια δεν είναι;» είπε κατενθουσιασμένη η Λόραλιν. Γιατί δεν είχε σκεφτεί ποτέ του να φέρει τη Σάμερ εδώ, ή στο Κόνι Άιλαντ, ή σε κάποιο άλλο μέρος που μαζεύεται ο κόσμος για να διασκεδάσει; Δεν είχαν πάει ούτε καν στο Σέντραλ Παρκ, να καθίσουν στο γρασίδι και να χαζέψουν τους χαρταετούς που πετούσαν ψηλά ή να κάνουν ένα πικνίκ μαζί. Και τούτη η στιγμή λειτούργησε μέσα του σαν μια μικρή αποκάλυψη. Τόσο πολύ είχαν παρασυρθεί από τα συναισθήματα, από τις επιθυμίες τους; Ίσως να είχαν κάποιο πρόβλημα ως άνθρωποι. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν έστω φυσιολογικοί; «Ε, πού ταξιδεύει το μυαλό σου;» Η φωνή της Λόραλιν έφτασε στα αφτιά του μέσα από τη θολούρα που είχε πλακώσει το νου του καθώς μάζευε από το κυπελλάκι τα τελευταία, σχεδόν υγρά υπολείμματα του παγωτού του. «Α, τίποτα, απλώς αφαιρέθηκα», απάντησε ο Ντόμινικ. Η Λόραλιν τον κοίταξε λοξά. «Τη Σάμερ σκέφτεσαι;»
«Ναι, μάλλον», παραδέχτηκε εκείνος. «Έχει τρυπώσει για τα καλά στις σκέψεις σου, έτσι δεν είναι;» «Φαντάζομαι». «Μου φαίνεται πως πλέον δεν έχεις εσύ τον έλεγχο». «Είναι φορές που αναρωτιέμαι ποιο είναι τελικά το νόημα όλης αυτής της κατάστασης». «Αυτό είναι το πρόβλημα με σένα, Ντόμινικ: σκέφτεσαι υπερβολικά». «Εύκολα το λες, αλλά...» «Πρέπει να χαλαρώσεις περισσότερο. Να αντιμετωπίζεις τις καταστάσεις όπως προκύπτουν. Να ακολουθήσεις λίγο τη ροή των πραγμάτων». «Χμ...» μουρμούρισε εκείνος. «Λοιπόν, κατεβάζω πρόταση», είπε κεφάτα εκείνη. «Ακούω». «Πάμε στην παραλία». Ο Ντόμινικ κοίταξε προς τη μεριά της στενής παραλίας κάτω από την προκυμαία. Σκόρπιες σιλουέτες βρίσκονταν εκεί, ενώ σε κάποια σημεία στη θάλασσα ξεχώριζαν μερικά κεφάλια. «Δεν υπάρχει περίπτωση να πάμε για μπάνιο», δήλωσε κατηγορηματικά. «Δεν έχουμε φέρει τίποτα μαζί μας». Δε θα μπορούσαν καν να μείνουν με τα εσώρουχα, μια και η Λόραλιν δε φορούσε σουτιέν κι εκείνος είχε βάλει το τζιν του χωρίς να τον απασχολήσει καν το θέμα του εσωρούχου. «Τα πόδια μας θα βρέξουμε μονάχα», είπε η Λόραλιν, «κάτω από την προκυμαία. Όπως έκαναν στα τραγούδια και στις ταινίες, εντάξει;» Προχώρησαν παρακάτω στην προκυμαία, μέχρι που βρήκαν μια σκάλα που οδηγούσε στην άμμο. Κατέβηκαν κι έβγαλαν τα παπούτσια τους. Η άμμος ήταν τραχιά και νοτισμένη, κι αφού γυρόφεραν λίγο στον αφρό του κύματος, στα όρια της παραλίας, απολαμβάνοντας την αίσθηση του νερού γύρω από τους αστραγάλους τους, αποτραβήχτηκαν και κάθισαν σε ένα στεγνό σημείο της αμμουδιάς κάτω από τα υποστυλώματα της προκυμαίας. Η Λόραλιν χαχάνιζε σαν παιδί. «Τι τρέχει;» τη ρώτησε ο Ντόμινικ. «Ε, να, σκέφτηκα πως κανονικά θα έπρεπε να ήμασταν ασπρόμαυροι», είπε, έχοντας κατά νου τις αναρίθμητες ταινίες που είχε δει όταν ήταν μικρότερη. «Και βουβοί;» πρόσθεσε εκείνος. «Απολύτως». Χαμογέλασε. «Έλα εδώ». Του έκανε νόημα. Ο Ντόμινικ σύρθηκε λίγο στην άμμο, μέχρι που βρέθηκε ακριβώς δίπλα της. Κι εκείνη τον φίλησε τρυφερά. Από πάνω τους ακούγονταν ακατάπαυστοι οι ζωηροί ήχοι από τις οικογένειες και τους περαστικούς που έκαναν περίπατο στην προκυμαία, καθώς και τα πατίνια των παιδιών που κινούνταν γοργά. Ο Ντόμινικ έκλεισε τα μάτια του, με το ένα χέρι πάνω στο μηρό της Λόραλιν, το άλλο να σκάβει την υγρή άμμο με δυο δάχτυλα, χαράζοντας αλλόκοτα ιερογλυφικά, καθώς το μυαλό του είχε κατεβάσει το διακόπτη. Ήξερε πως δεν είχε τίποτα το σεξουαλικό το ξαφνικό φιλί της Λόραλιν, ήταν απλώς μια έκφραση του πώς αισθανόταν εκείνη τη στιγμή, συμφιλιωμένη με τον εαυτό της. Ακόμη κι έτσι όμως, ένιωσε το πέος του να σκληραίνει και αναρωτήθηκε, αν της το ζητούσε, κατά πόσο θα δεχόταν εκείνη να του πάρει μια πίπα. Το είχε κάνει όταν βρέθηκαν στο ίδιο κρεβάτι με τη Μιράντα, το θυμόταν χαρακτηριστικά, την αίσθηση του στόματός της όπως έκλεινε γύρω του.
Ήξερε όμως πως κάτι τέτοιο θα χαλούσε την ατμόσφαιρα, κι έτσι προσπάθησε να χαλαρώσει. Αργότερα, η Λόραλιν είπε: «Σ’ ευχαριστώ που με έφερες εδώ, Ντόμινικ. Ήταν μια θαυμάσια μέρα, πραγματικά». «Δεν υπάρχει βιασύνη να γυρίσουμε στην πόλη», είπε εκείνος. «Μπορούμε να μείνουμε εδώ το βράδυ». «Θα μου άρεσε αυτό». Εν τω μεταξύ, είχαν επιστρέψει στην προκυμαία και ο ήλιος είχε πέσει, αν και ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι γαλανός, πιο άτονος και όχι τόσο ζεστός. Οι άνθρωποι είχαν λιγοστέψει, όπως και τα ρούχα που φορούσαν. Η βραδινή βάρδια έκανε την εμφάνισή της, σαν βρικόλακες που ξεπρόβαλλαν μέσα από τα φέρετρά τους, μια αλλιώτικη, νυχτόβια ράτσα που έμοιαζε να την προσελκύουν τα φώτα που πλέον εκτείνονταν περιμετρικά του ορίζοντα της προκυμαίας. «Τι θα έλεγες για ένα ωραίο γεύμα;» πρότεινε ο Ντόμινικ. «Είμαστε κατάλληλα ντυμένοι;» ρώτησε εκείνη. Και οι δυο τους φορούσαν τζιν. Εκείνη είχε βάλει ένα λεπτό λευκό μπλουζάκι, τόσο εφαρμοστό ώστε διαγράφονταν καθαρά οι σκληρές ρώγες της κάτω από το ύφασμα, και μπαλαρίνες, ενώ εκείνος ένα απλό γκρι κοντομάνικο σπορ πουκάμισο. «Στο Ατλάντικ Σίτι βρισκόμαστε. Είμαι σίγουρος πως ο ενδυματολογικός κώδικας δε θα είναι και τόσο αυστηρός», υπέθεσε. Ή μήπως ίσχυε αυτό που είχε δει σε κάποια κλαμπ του Λονδίνου, όπου του είχε δανείσει το μαγαζί γραβάτα ή ακόμη και σακάκι, προκειμένου να ανταποκρίνεται στους κανόνες της επιχείρησης; Πάντως, σκέφτηκε πως κάπου θα έβρισκαν ένα κατάστημα ανοιχτό στην προκυμαία για να αγοράσει ένα καλοκαιρινό σακάκι σε περίπτωση που χρειαζόταν. Το βλέμμα της Λόραλιν φωτίστηκε. «Μετά το φαγητό, θέλω να επισκεφτώ ένα καζίνο», δήλωσε. «Γιατί όχι;» Κατέληξαν στο Tropicana. Δεν ήταν απαραίτητο το σακάκι για να μπεις εκεί. Εκείνο που εξέπληξε τον Ντόμινικ ήταν ότι η Λόραλιν αποδείχτηκε τολμηρή και μανιώδης τζογαδόρος. Όσο για τον ίδιο, καμία σχέση. Δύο φορές είχε επισκεφτεί στο παρελθόν τη Μέκκα του τζόγου, το Λας Βέγκας, για να συμμετάσχει σε ένα σεμινάριο και ένα συνέδριο, και είχε σημειώσει το διόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα να μη ρισκάρει ούτε δεκάρα στους πανταχού παρόντες κουλοχέρηδες που κατέκλυζαν την πόλη, από τους διαδρόμους του αεροδρομίου μέχρι τις τουαλέτες ξενοδοχείων και εστιατορίων. Δεν είχε μπει καν στον πειρασμό να καθίσει σε κάποιο τραπέζι. Παλιότερα έπαιζε πόκερ τακτικά με κάποιους φίλους, τον καιρό που ήταν φοιτητής, όμως τα πονταρίσματα ήταν μικρά (κι όταν κάποια στιγμή δεν το σήκωνε άλλο η τσέπη τους, είχαν φτάσει να παίζουν με σπίρτα). Δε γνώριζε άλλα παιχνίδια με την τράπουλα και ούτε τον ενδιέφερε να μάθει τους κανόνες. Στην αρχή η Λόραλιν επιτέθηκε σε μια ρουλέτα και γρήγορα τριπλασίασε το αρχικό μικρό ποντάρισμά της παίζοντας συνετά στο κόκκινο και το μαύρο, σχεδόν εναλλάξ, ακολουθώντας κάθε τόσο το ένστικτό της, που την οδηγούσε σε κάποια παραλλαγή. Ήταν θέμα τύχης ή μαντεψιάς. Με το που έχασε δύο διαδοχικά πονταρίσματα, εγκατέλειψε εκείνο το τραπέζι και πέρασε σε άλλο. Στο επόμενο τραπέζι, το παιχνίδι παιζόταν με τράπουλα, όμως ο Ντόμινικ δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ακριβώς ήταν. Και πάλι η επιτυχία της Λόραλιν ήταν εντυπωσιακή και η στήλη με τις μάρκες της άρχισε σύντομα να μεγαλώνει. Ο Ντόμινικ ούτε που ήξερε πόσα είχε κερδίσει, αφού αγνοούσε
πλήρως τη συγκεκριμένη αξία για κάθε χρώμα που είχαν οι μάρκες, όμως ήταν φανερό πως είχε τραβήξει την προσοχή των άλλων, καθώς κόσμος μαζευόταν γύρω από τα τραπέζια όπου έπαιζε για να την παρακολουθήσει, στην πλειονότητά τους άντρες που την κοιτούσαν σαν ξερολούκουμο. Αλλά και γυναίκες. Μετά από κάποια ώρα, τα κέρδη της σταθεροποιήθηκαν, έτσι πέρασε σε καινούριο τραπέζι και κρουπιέρη, όπου τα πράγματα ησύχασαν κάπως για ένα διάστημα. Ο Ντόμινικ είχε αρχίσει να βαριέται να την παρακολουθεί, παρόλο που η Λόραλιν ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα σε σχέση με τους άλλους τζογαδόρους, με τα πλούσια ξανθά μαλλιά της να πέφτουν πυκνά στους ώμους της και ν’ αγγίζουν το λευκότερο κι από λευκό λαιμό της μπλούζας της όπως καθόταν με την πλάτη ίσια, επιβλητική σαν καθαρόαιμο. Τελικά, κουράστηκε να παίζει, μάζεψε τις μάρκες της και σηκώθηκε από το τραπέζι, ενώ τα βλέμματα όλων όσων βρίσκονταν εκεί την ακολούθησαν. «Χρειάζομαι ένα ποτό», είπε στον Ντόμινικ. «Θα έλεγα πως το σηκώνει η τσέπη σου τώρα», παρατήρησε εκείνος. Αυτή τη φορά, ο Ντόμινικ ξέχασε να πει στον μπάρμαν να βάλει με ρέγουλα τον πάγο, οπότε το αναψυκτικό του ήταν άγευστο και νερωμένο. «Σου αρέσει να ρισκάρεις», σχολίασε κουτσοπίνοντας το αναψυκτικό του. Τα μάτια της Λόραλιν εξακολουθούσαν να λάμπουν από την έξαψη του τζόγου. «Όλη η ζωή ένα ρίσκο είναι», απάντησε. «Υπάρχει όμως μια λεπτή γραμμή μεταξύ του ρίσκου και της αφροσύνης», πρόσθεσε εκείνος. «Νομίζω πως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά σου, Ντόμινικ», επισήμανε η Λόραλιν. «Ένα μέρος του εαυτού σου θέλει να προχωρήσει δυναμικά, να ρισκάρει, όμως υπάρχει κι ένα άλλο μέρος που προτιμά να ζυγίζει τα πράγματα, να τα σκέφτεται, κι αυτό σε κρατά πίσω. Δεν μπορείς να δοθείς πλήρως σε μια κατάσταση». «Έτσι λες;» «Βέβαια, εγώ μια απλή μουσικός είμαι, και μάλιστα γυναίκα. Δεν έχω πτυχίο ψυχολογίας», είπε, χαμογελώντας πλατιά. «Πολύ αστείο». «Έχω φτιαχτεί», άλλαξε απότομα θέμα η Λόραλιν. Ήταν αδύνατο να προσπεράσεις το θέαμα που παρουσίαζαν οι ρώγες της καθώς δοκίμαζαν τις αντοχές της λεπτής βαμβακερής μπλούζας της. «Δε θα ήταν άσχημο λίγο σεξ τώρα», συμπλήρωσε, κοιτάζοντας ολόγυρα τους άλλους πελάτες στο μπαρ, ζευγάρια ή άντρες μόνοι. Δε φάνηκε να βρίσκει κάτι ενδιαφέρον εκεί. «Όχι όμως με άντρα; Ή με εμένα;» «Δεν πηδάω τους φίλους μου», είπε ξερά. «Ναι, μονάχα τους φιλάς ή τους παίρνεις καμιά πίπα, αν είναι κατάλληλες οι συνθήκες», έδωσε την πληρωμένη απάντηση ο Ντόμινικ. «Α, αυτό...» είπε εκείνη. «Απλώς ακολούθησα το ρεύμα, ήταν κομμάτι της όλης φάσης που παίχτηκε εκείνη τη φορά. Με τη Μιράντα. Κρίμα που δεν προχώρησε. Αναρωτιέμαι μήπως της έκοψε τη διάθεση ο Βίκτορ έτσι όπως τη μεταχειρίστηκε», πρόσθεσε. «Δεν αποκλείεται βέβαια απλώς εκείνη να φοβήθηκε. Δε χρησιμοποίησε τη “λέξη ασφαλείας” για να σταματήσει τις ξυλιές, αλλά θα μπορούσε να το είχε κάνει. Εγώ νόμιζα πως θα είχε διάθεση για περισσότερα πράγματα». «Τέλος πάντων», είπε ο Ντόμινικ, «μη θεωρήσεις πως έχεις κάποια υποχρέωση να μείνεις μαζί μου. Γυρίζω και μόνος μου στην πόλη. Αν θες, μπορείς να βρεις παρέα...»
«Όχι, δε θα ήταν δίκαιο αυτό», αρνήθηκε η Λόραλιν. «Όπως θες». «Λοιπόν, κοίτα», συνέχισε εκείνη. «Έβγαλα σχεδόν ένα χιλιάρικο απόψε. Θα γυρίσουμε πίσω με ταξί. Βαριέμαι να μπλέκουμε με τρένα. Θα κάνουμε και πιο γρήγορα τέτοια ώρα. Τα έξοδα δικά μου». «Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου». Στη διάρκεια της αρκετά μεγάλης διαδρομής με το ταξί ως το Μανχάταν, εκείνη κυρίως λαγοκοιμόταν, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του, ενώ η ανάσα της επιβραδυνόταν και η θερμότητα από το σώμα της έδινε την αίσθηση ζεστής απαλής κουβέρτας. Πίσω στο διαμέρισμα, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, του γύρισε την πλάτη και, αδιαφορώντας που την έβλεπε, έβγαλε το μπλουζάκι και το τζιν της και τρύπωσε χαλαρά μέσα στον υπνόσακο, στο μισοσκόταδο. Το μακρύ της σώμα γρήγορα χάθηκε κάτω από το ύφασμα, καθώς η ίδια δεν είχε διάθεση για κάτι περισσότερο, είχε κατεβάσει τους διακόπτες. Ο Ντόμινικ τράβηξε το παραβάν που χώριζε το υπνοδωμάτιό του από το κυρίως καθιστικό, ξεντύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τον πήρε γρήγορα ο ύπνος. Περίπου μία ώρα αργότερα ξύπνησε από κάτι σιγανούς ήχους που έρχονταν από τη γωνία όπου είχε ξαπλώσει η Λόραλιν. Την άκουσε να βογκά και συνειδητοποίησε, με έναν απότομο ερεθισμό, πως πρέπει να χαϊδευόταν. Άραγε ποιες σκέψεις ή εικόνες, τίνος το πρόσωπο ή το σώμα φέρνει στο νου της τώρα που το κάνει αυτό; αναρωτήθηκε ο Ντόμινικ, κατεβάζοντας την παλάμη του πάνω στο πέος του, αρχίζοντας να αυνανίζεται κι αυτός, αν και πιο σιγανά. Έφτασαν και οι δύο σε οργασμό με διαφορά λίγων δευτερολέπτων. «Τη μια μέρα φαντάζει απόμακρη. Την αμέσως επόμενη κρέμεται από πάνω σου, γίνεται απαιτητική, μη σου πω ότι θυμώνει». Ο Ντόμινικ μιλούσε στη Λόραλιν για τη Σάμερ και τα λιγοστά emails που του έστελνε όποτε το θυμόταν από τη στιγμή που είχε επιστρέψει στη Νέα Ζηλανδία. «Καταλήγω να μην ξέρω τι θέλει πραγματικά από τη σχέση μας. Ούτε τι θέλω εγώ...» «Κλασική περίπτωση του μαζί δεν κάνετε και χώρια δεν μπορείτε μου ακούγεται», σχολίασε η Λόραλιν. «Ίσως». «Το πρόβλημα είναι το ίδιο», πρόσθεσε εκείνη, «είτε είστε ένα συνηθισμένο ζευγάρι είτε έχετε τάσεις προς την κυριαρχία και την υποταγή. Έτσι το βλέπω εγώ. Έχει να κάνει με το πώς χειρίζεται κανείς μια σχέση πέρα από το πάθος». «Της αρέσει να παίζει με τη φωτιά», είπε ο Ντόμινικ. «Αυτό είναι που την ελκύει σε μένα, κι αυτό που με ωθεί να οδηγώ τα πράγματα στα άκρα σε κάποιες περιπτώσεις. Από την άλλη, κι εμένα με φοβίζει, μια και δεν ξέρω τι θα θέλει να κάνει ή να της κάνουν στη συνέχεια. Είναι σαν να έχει υπερβολικά μεγάλες απαιτήσεις από μένα, αλλά ταυτόχρονα να επαναστατεί απέναντι στα όσα συμβαίνουν. Δε θέλω να καταλήξουμε μια μέρα σαν την Κλαρίσα και τον Έντουαρντ, ένα ζευγάρι παλαιάς κοπής, παρωδία του εαυτού μας». «Ο Εντ και η Κλαρίσα έχουν γούστο όταν τους γνωρίσεις. Υποδύονται ένα ρόλο, είναι οι οικοδεσπότες στις παραστάσεις του Βίκτορ. Άλλωστε, είμαι σίγουρη πως δεν είναι υποχρεωτική μια τέτοια κατάληξη».
«Κι εγώ έτσι νομίζω, αλλά δυσκολεύομαι να δω τα πράγματα καθαρά. Τι θα γίνει όταν λήξει η περιοδεία της; Θα πλησιάζει ο καιρός που θα πρέπει να φύγω εν τω μεταξύ. Θα πρέπει να αποφασίσω αν θα παραμείνω στη Νέα Υόρκη ή αν θα επιστρέψω στο Λονδίνο. Θα μπορούσα να της ζητήσω να έρθει μαζί μου. Ως σόλο μουσικός σίγουρα μπορεί να έχει την έδρα της όπου εκείνη επιθυμεί, έτσι δεν είναι;» «Ναι, μάλλον». «Θα μπορούσα να τη διατάξω φυσικά, να επιμείνω να έρθει μαζί μου, να γυρίσει στο Λονδίνο, όμως τρέμω στη σκέψη πως θα αρνηθεί, κι αυτό θα τερμάτιζε οριστικά ό,τι μας δένει». «Γιατί δεν το επιχειρείς;» τον προέτρεψε η Λόραλιν. «Μακάρι να μπορούσα. Αισθάνομαι πως δεν έχω φτάσει ακόμη σε σημείο να την καταλάβω αρκετά». «Τι να καταλάβεις;» «Το πώς αισθάνεται, τι αισθάνεται...» Η Λόραλιν καθόταν στην άκρη του μεγάλου πορτοκαλόχρωμου καναπέ του λοφτ. Ο Ντόμινικ ήταν καθισμένος στην απέναντι άκρη, με το φορητό υπολογιστή πάνω στα γόνατα και τη σελίδα της Wikipedia με θέμα τη σύγχρονη τζαζ να προβάλλεται ακόμη στην οθόνη του, υπενθυμίζοντάς του τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής του. Είχε αρχίσει να συγκεντρώνει πληροφορίες για τους μαύρους μουσικούς που είχαν παίξει στην Αριστερή Όχθη του Παρισιού στις αρχές της δεκαετίας του 1950, για τις ανάγκες του μυθιστορήματός του. Σκεφτόταν να βάλει την ηρωίδα του, την Ελένα, να πλαγιάζει με έναν από αυτούς, εξακολουθούσε ωστόσο να τον προβληματίζει η προοπτική να εντάξει μια τέτοια σκηνή τόσο νωρίς στο βιβλίο, καθώς θα μπορούσε να κατηγορηθεί για ρατσισμό αν δεν κατόρθωνε να την αποδώσει με αρκετή ευαισθησία. «Εσύ έχεις δοκιμάσει την υποταγή;» τον ρώτησε η Λόραλιν. Η ερώτησή της τον αιφνιδίασε. «Όχι. Ποτέ. Απλώς δεν είναι αυτός ο χαρακτήρας μου. Σίγουρα το καταλαβαίνεις καλά αυτό». Το μυαλό του πήγε στην Κάθριν και στον τρόπο με τον οποίο του είχε βγάλει από μέσα του την κυρίαρχη πλευρά που φώλιαζε εκεί, πριν από τόσα χρόνια. Εκείνο το βλέμμα της που φανέρωνε την υποταγή της –όχι μόνο σε σεξουαλικό επίπεδο–, αλλά κι εκείνο το χαρακτηριστικό δόσιμο ψυχής και σώματος. Στην Κλαούντια, που τον είχε ενθαρρύνει να διευρύνει τα όρια της κυρίαρχης στάσης του και δεν είχε διστάσει στιγμή όσο εκείνος αποκάλυπτε τη σκοτεινή πλευρά του. Στη Σάμερ... «Κάποιες φορές», σχολίασε η Λόραλιν, όχι και τόσο χαλαρά όσο ακουγόταν, όπως παρατήρησε ο Ντόμινικ, καθώς μια πονηρή λάμψη φώτιζε το ανοιχτό γαλάζιο των ματιών της, «πρέπει να βιώσεις ορισμένα πράγματα για να μπορέσεις να τα κατανοήσεις πλήρως». «Το οποίο σημαίνει;» «Γνωρίζεις την αίσθηση του να έχεις υπό τον έλεγχό σου έναν άλλο άνθρωπο, υποταγμένο, να ασκείς ως ένα βαθμό εξουσία στο επίπεδο ζωής και θανάτου πάνω του, σωστά;» «Ναι, αν και το θέτεις κάπως μελοδραματικά...» «Όμως μπορείς να καταλάβεις πραγματικά πώς αισθάνεται ο άλλος όταν σου υποτάσσεται, όταν σου αφήνεται να τον γεμίσεις;» «Θα ήθελα να το καταλάβω, σίγουρα, αλλά είμαι ετεροφυλόφιλος. Δε νομίζω πως δεν το έχω σκεφτεί, όμως η προοπτική να με πάρει ένας άλλος άντρας δε με ερεθίζει για κάποιο λόγο. Δεν αισθάνομαι έλξη για το φύλο συνολικά. Δεν είναι θέμα προκατάληψης, πίστεψέ με, απλώς προτιμήσεων, όπως το ότι δεν πίνω αλκοόλ».
«Μην το απορρίπτεις», του είπε η Λόραλιν χαμογελώντας. «Το να σε πάρει ο άλλος έχει τη δική του γοητεία, είναι μια θαυμάσια αίσθηση όταν γίνει σωστά. Το έχω δοκιμάσει. Μπορεί να προτιμώ τις γυναίκες, αλλά έχω κι ένα παρελθόν, ξέρεις... δε γεννήθηκα έτσι». Ο Ντόμινικ θυμήθηκε εκείνη τη μία φορά που η Σάμερ, εντελώς ξαφνικά, του είχε βάλει δάχτυλο την ώρα που το έκαναν με τρέλα, και πόσο δυνατή ήταν εκείνη η εμπειρία, τόσο που τον οδήγησε σε έναν ασυνήθιστα έντονο οργασμό. Άραγε ήταν επειδή ξαφνικά βρέθηκε στη θέση της Σάμερ ή μήπως επρόκειτο για αποτέλεσμα της ηδονής που είχε αντλήσει από την επιθετική, λάγνα στάση της; αναρωτήθηκε. Όπως τον παρατηρούσε, η Λόραλιν χαμογέλασε πλατιά. «Βλέπω πως σε έβαλα σε σκέψεις». Ο Ντόμινικ το σκέφτηκε. «Πράγματι», ομολόγησε. «Είμαι πολύ ευαίσθητος σ’ εκείνο το σημείο. Ίσως ένα πέος να αποδεικνυόταν ενδιαφέρουσα εμπειρία, αλλά θα έπρεπε να είναι με κάποιο τρόπο ξεκομμένο από τον κάτοχό του. Ένας απρόσωπος άντρας, ένας ασώματος πούτσος, όπως θέλεις πες το». Χαμογέλασε με τη σειρά του. «Απλώς για να καταλάβω την αίσθηση», είπε, καθώς δυσκολευόταν να εξηγήσει τη στάση του. «Α, νομίζω πως μπορώ να προτείνω κάτι καλύτερο, αλλά θα πρέπει να με εμπιστευτείς. Θα παίξουν τα πάντα, ας πούμε. Έχει περισσότερο γούστο έτσι, όταν υπάρχει ένα στοιχείο έκπληξης. Το “σταμάτα” θα μπορούσε να είναι η ασφαλιστική δικλίδα σου εφόσον τη χρειαστείς». Η Λόραλιν έγλειψε τα χείλη της και παραμέρισε με χάρη τα μαλλιά που είχαν πέσει στο μέτωπό της, έτσι όπως την είχε δει να κάνει συχνά όταν ερεθιζόταν. Ο Ντόμινικ την κοίταξε απορημένος. «Πολύ μυστηριώδη μου ακούγονται όλα αυτά, αλλά νομίζω πως θα μπορούσα να αντεπεξέλθω». «Δεν παίρνεις το τρένο να κατέβεις στο Νιου Χέιβεν το επόμενο Σαββατοκύριακο;» είπε εκείνη. Θα έφευγε από την πόλη αργότερα την ίδια μέρα. «Το πρωί του Σαββάτου έχω πρόβα, αν όμως πάρεις το τρένο της μία και μισή, θα είσαι εκεί μέχρι το απόγευμα. Α, ναι, να φέρεις μαζί σου και λίγα πράγματα για να μείνεις το βράδυ», πρόσθεσε. «Θα κανονίσω κάτι ενδιαφέρον». «Αυτό είναι υπόσχεση ή απειλή;» Τον παρέλαβε από το σταθμό. Ούτε δέκα άτομα δεν κατέβηκαν από το τρένο. Η όλη εικόνα θύμιζε πόλη-φάντασμα. Πήγαν κατευθείαν από την αποβάθρα στο χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων, όπου ένα ταξί περίμενε, ελπίζοντας να πάρει κούρσα. Η Λόραλιν τον οδήγησε μπροστά από παρκαρισμένα ημιφορτηγά, τζιπ και αυτοκίνητα, κάθε μεγέθους και χρώματος, μέχρι το σημείο όπου ήταν σταθμευμένη μια αστραφτερή Kawasaki στο χρώμα του ιβουάρ και του μαύρου. Του έδωσε ένα δεύτερο κράνος. «Δική σου είναι;» «Το καμάρι μου», απάντησε εκείνη, και σήκωσε τα μακριά μαλλιά της για να τα χώσει μέσα στο κράνος ώστε να μην παρασυρθούν από τον αέρα. Φορούσε μαύρο τζιν παντελόνι, μπλε δερμάτινο μπουφάν και μάλλον καουμπόικες μπότες· έμοιαζε σαν πολεμίστρια βασίλισσα στην προαστιακή έρημο του σιδηροδρομικού σταθμού του Νιου Χέιβεν. Σίγουρα ήταν γυναίκα γεμάτη εκπλήξεις, αν και ο Ντόμινικ αισθανόταν νευρικότητα για την επόμενη έκπληξη που ετοίμαζε ειδικά. Για εκείνον. Πρώτα σταμάτησαν για να τσιμπήσουν κάτι σε ένα μικρό καφέ δίπλα στο ποτάμι. Η Λόραλιν είχε τεράστια όρεξη κι έφαγε διπλάσια ποσότητα σε σχέση με ό,τι κατάφερε ο
Ντόμινικ, καθώς εκείνος άφησε το μεγαλύτερο μέρος από το κολοσσιαίο σάντουιτς με μπέικον, μια και του ήταν αρκετό να τσιμπήσει από τη μεγάλη σαλάτα που το συνόδευε. Επέστρεψαν στη δυνατή Kawasaki, κι ο Ντόμινικ πιάστηκε γερά από τη μέση της Λόραλιν. Ακολούθησε μια δεκάλεπτη θορυβώδης διαδρομή έξω από την ήσυχη πόλη, στα δάση, όπου η Λόραλιν έστριψε ξαφνικά στα αριστερά, παίρνοντας ένα δρόμο στρωμένο με φύλλα. Σύντομα η μηχανή σταμάτησε. Η απομονωμένη κατοικία ήταν μια πελώρια έπαυλη, σχεδιασμένη σε αποικιοκρατικό στιλ, χτισμένη δίπλα σε ένα ρυάκι. «Εγώ νοικιάζω το στούντιο στην πίσω πλευρά του σπιτιού», διευκρίνισε η Λόραλιν ενώ έβγαζαν τα κράνη τους. «Έχει αυτόνομη είσοδο. Τέλος πάντων, οι ιδιοκτήτες απουσιάζουν, βρίσκονται στην Ινδία, οπότε έχω όλο το σπίτι στη διάθεσή μου». «Ειδυλλιακό φαίνεται», σχολίασε ο Ντόμινικ. «Και πολύ ήσυχο». «Αυτό σίγουρα». Η Λόραλιν ξεκλείδωσε την πόρτα του στούντιο και πέρασαν μέσα. Το κυκλικό εσωτερικό ήταν τεράστιο, ψηλοτάβανο, με φεγγίτες, μέσα από τους οποίους έμπαινε άπλετο φως. Ο Ντόμινικ μπορούσε να φανταστεί πόσο ευχάριστο θα ήταν το μέρος για ένα ζωγράφο ή τον όποιο καλλιτέχνη εργάστηκε εκεί, δεν ήταν όμως βέβαιος κατά πόσο θα εξυπηρετούσε η ακουστική του χώρου μια μουσικό. Σε μια μεριά του αυτοσχέδιου δωματίου η Λόραλιν είχε στήσει μια γωνιά για την ίδια: δύο καρέκλες, ένα φουτόν, μια μεγάλη μεταλλική συρόμενη κρεμάστρα όπου έβαζε τα ρούχα της, η θήκη του τσέλου της ακουμπισμένη στο παρκεταρισμένο ξύλινο πάτωμα, κάτι βαλίτσες που έστεκαν πρόχειρα ανοιγμένες. Ήταν φανερό ότι ζούσε –όπως το περίμενε άλλωστε ο Ντόμινικ– σε διαρκή κατάσταση κίνησης, έτοιμη να τα μαζέψει και να φύγει ανά πάσα στιγμή. Η Λόραλιν πλησίασε από πίσω του, τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο και του ψιθύρισε λάγνα στο αφτί: «Ήρθε η ώρα, Ντόμινικ. Κλείσε τα μάτια σου». Εκείνος υπάκουσε. Περίμενε λίγο έτσι, ακούγοντάς τη να κινείται γύρω του, κι ένας Θεός ξέρει τι σκάρωνε. Τότε ένιωσε ένα ελαστικό ύφασμα να περνά πάνω από τα μαλλιά του, με την πίεσή του να ρυθμίζεται πάνω από τα αφτιά, μέχρι που κάλυψε τα μάτια του. Τα άνοιξε. Δεν έβλεπε τίποτα πια. Χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε τις εντολές του στους μουσικούς που είχαν συνοδεύσει τη Σάμερ στην κρύπτη να δέσουν τα μάτια τους. Άραγε η Λόραλιν το έκανε για να τον εκδικηθεί; Να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, μια και ανάμεσα στους μουσικούς ήταν κι αυτή; «Γδύσου». Ακολούθησε και πάλι τις εντολές της. Τον είχε δει ήδη γυμνό, εκείνο το βράδυ με τη Μιράντα, οπότε δεν ήταν κάτι που πρώτη φορά θα έβλεπε, όμως και πάλι ο Ντόμινικ ρούφηξε το στομάχι του για μια στιγμή. Ένστικτο. «Γονάτισε». Ακούστηκε και πάλι ο ήχος των ξυπόλυτων πλέον ποδιών της που κινούνταν δίπλα του. Μακριά νύχια σύρθηκαν πάνω στα πλευρά του, ταξίδεψαν στα γυμνά οπίσθιά του κι ύστερα βούτηξαν το αναπόφευκτα κρεμασμένο όσχεό του. Ο Ντόμινικ μόρφασε. Ένιωσε το μόριό του να σκληραίνει. Δεν μπορούσε να το αποφύγει. Όχι πως υπήρχε περίπτωση να αποκαλέσει τη Λόραλιν «αφέντρα». Με καμία δύναμη. «Χέρια. Πάνω από τους ώμους». Σήκωσε τα μπράτσα του και την ένιωσε να τον δένει από τους καρπούς. Μάλλον φουλάρι χρησιμοποιούσε: το ύφασμα είχε μια μεταξένια αίσθηση. Κάθε φορά που τον πλησίαζε η Λόραλιν, ένιωθε τη θερμότητα που αναδιδόταν από το κορμί της σε απόσταση αναπνοής, το άρωμά της, ένα
χαρμάνι απροσδιόριστων μπαχαρικών και ιδρώτα. Το λαρύγγι του κόμπιασε. Η Λόραλιν απομακρύνθηκε, κι εντελώς ξαφνικά ο Ντόμινικ ένιωσε να κρυώνει χωρίς την άμεση παρουσία της. Άκουγε το τιτίβισμα των πουλιών στα δέντρα κοντά στο σπίτι, το γλυκό κελάρυσμα του νερού όπως κυλούσε στο ρυάκι κι άλλους συρτούς ήχους, που έμοιαζαν να έρχονται ταυτόχρονα από δύο διαφορετικά σημεία. Μήπως δεν ήταν μόνη της; Είχε μπει και κάποιος άλλος στο δωμάτιο; Ο Ντόμινικ δεν είχε ακούσει τη βαριά ξύλινη πόρτα του στούντιο να ανοιγοκλείνει, όμως ίσως υπήρχε κι άλλη είσοδος από το κυρίως σπίτι. Ξανά ένα χέρι τον χάιδεψε στα καπούλια. Έπειτα ένιωσε κάτι σκληρό και τσουχτερό να σκάει πάνω στον κώλο του. Το τρέμουλο του αρχικού πόνου διέτρεξε το σώμα του. Α, καλά, σκέφτηκε, το ξεφτιλίσαμε τελείως. Νομίζει πως θα φτιαχτώ με μερικές ξυλιές; Ένιωθε τους όρχεις του να μαζεύονται από αντίδραση. Μια στάλα ιδρώτα σχηματίστηκε ανάμεσα στη μύτη και το πάνω χείλος του, περιμένοντας το επόμενο χτύπημα, όμως αυτό δεν ήρθε. «Λοιπόν, καταλαβαίνεις πώς νιώθει ο άλλος;» Ο Ντόμινικ έγνεψε καταφατικά. Στη συνέχεια αισθάνθηκε κάτι να μπαίνει βαθιά μέσα στα αφτιά του: βαμβάκι. Κάποιου είδους βύσματα; Η σιωπή έγινε αφόρητη, κλεισμένος καθώς ένιωθε μέσα σ’ ένα κουκούλι, μόνος. Γυμνός. Ξεκομμένος. Δύο από τις αισθήσεις του είχαν τεθεί εκτός μάχης, η όραση και η ακοή. Δεν πίστευε πως η Λόραλιν θα τον φίμωνε ώστε να εξουδετερώσει και την ομιλία, τους ήχους· σίγουρα κάτι τέτοιο θα ήταν αντιπαραγωγικό, καθώς θα ήθελε κι εκείνη να απολαύσει τα βογκητά, τους αναστεναγμούς, τις πιθανές διαμαρτυρίες του. Ήταν όλα μέρος του παιχνιδιού. Ο Ντόμινικ περίμενε. Ένιωσε μια σκιά να στέκεται από πάνω του, πίσω του, πιθανότατα εμποδίζοντας το γαλάζιο της μέρας να περάσει από τους φεγγίτες. Αισθάνθηκε μια καυτή ανάσα στο σβέρκο την ώρα που εκείνη έσκυβε από πάνω του και με ένα δάχτυλο, κρύο και λιπασμένο, διερευνούσε το σφιγκτήρα του, τον ύγραινε, δοκίμαζε την ελαστικότητά του, άπλωνε άφθονες ποσότητες κάποιας λιπαντικής ουσίας στην τρύπα του. Ο Ντόμινικ κράτησε την ανάσα του καθώς διαισθανόταν τι θα επακολουθούσε. Ένα αμβλύ όργανο, κάποιο υποκατάστατο πέους, υπέθεσε, πίεσε για να μπει, εισχωρώντας με απρόσμενη ευκολία, ανοίγοντας τα κωλομάγουλά του μέχρι που χώρεσε η άκρη του. Ακολούθησε ένα βίαιο τίναγμα προς τα μέσα, οπότε τρυπήθηκε βαθιά, ένιωσε λες και σκιζόταν στα δύο. Δάγκωσε τα χείλη του. Ο πόνος ήταν έντονος. Ολόκληρη η περιφέρεια της κωλοτρυπίδας του είχε ανοίξει, είχε τεντώσει, έμοιαζε να έχει πάρει φωτιά, σαν να είχε χρησιμοποιηθεί λάθος κρέμα, η οποία, αντί να τον ανακουφίζει, τον έκαιγε εκεί κάτω. Προσπάθησε να ελέγξει τούτη την αίσθηση, αρνούμενος να επιτρέψει στον παραμικρό ήχο να ξεφύγει από το στόμα του. Προσπάθησε να σφίξει τους μυς του, ώστε να εμποδίσει το αντικείμενο εκείνο να διεισδύσει ακόμη βαθύτερα μέσα του, όμως είχε χάσει τον έλεγχο, και μετά από μερικά αδύναμα σπρωξίματα εκείνη είχε μπει τελείως μέσα. Με γαμάει, σκέφτηκε ο Ντόμινικ. Τώρα ξέρω πώς νιώθει μια γυναίκα όταν γεμίζει, όταν καρφώνεται ως μέσα. Πίσω από το ύφασμα, τα μάτια του ήταν πλέον κλειστά, αν και αυτό δεν έκανε καμία διαφορά στην όλη κατάσταση. Η διαύγεια επέστρεψε στο μυαλό του, και αυτή ήταν η στιγμή για να αρχίσει η Λόραλιν μια σειρά
μετρονομικών κινήσεων μέσα του: ένα γρήγορο, μερικό τράβηγμα προς τα έξω, το οποίο ακολουθούσε άλλη μια βαθιά επίθεση, ένα σύντομο διάλειμμα, η αίσθηση του αδειάσματος, του κενού, και μετά το γέμισμα, ξανά και ξανά και ξανά. Στην αρχή, άθελά του και ασυναίσθητα, άρχισε να συντονίζεται με το ρυθμό του γαμησιού, το ακολουθούσε, έμπαινε στη ροή του, καθώς ο αρχικός πόνος γρήγορα υποχώρησε. Δεν τον αντικατέστησε η ηδονή, όπως ήλπιζε εκείνος, αλλά ένας κατακλυσμός από ασυνήθιστες αισθήσεις τις οποίες κατέγραφε και καταχώριζε στο μυαλό του όσο περνούσαν τα λεπτά, αδιόρθωτος παρατηρητής, ακαδημαϊκός. Το σώμα του άρχισε να συνεργάζεται και να διευκολύνει την είσοδο και την έξοδο του τεχνητού πέους που τον όργωνε. Σύντομα έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου, κλεισμένος μέσα σε ένα κουκούλι τυφλής σιωπής. Κάποια στιγμή –ιδέα δεν είχε μετά από πόση ώρα– εκείνη τραβήχτηκε από μέσα του. Γιατί; Ο κώλος του είχε απομείνει να χαϊδεύεται από τη ροή του αέρα που κυκλοφορούσε στο χώρο του στούντιο, ανυπομονώντας να γεμίσει ξανά, ικετεύοντας να χρησιμοποιηθεί, εγκαταλειμμένος. Εκείνη βάλθηκε να τον καβαλάει ξανά, αυτή τη φορά με κινήσεις ηπιότερες. Η οργανική φύση του δονητή που ήταν περασμένος στα λουριά που φορούσε εκείνη (ο Ντόμινικ ήξερε πως δε χειριζόταν το δονητή με το χέρι, κρίνοντας από τη φυσική κίνηση του σώματός της από πίσω του και την επαφή των ζεστών μελών της με τα ανοιχτά οπίσθιά του κάθε φορά που έμπαινε μέσα του) έμοιαζε τώρα περισσότερο εύπλαστη, λιγότερο άκαμπτη, σχεδόν σαν να ήταν αληθινό πέος αυτό που καρφωνόταν μέσα του. Υποψιάστηκε και πάλι πως κάποιος άντρας είχε πάρει τη θέση της Λόραλιν και τον πήδαγε. Μα δεν ήταν δυνατό... Κι ύστερα σκέφτηκε: Τι σημασία έχει; Δεν μπορούσε να κάνει κάτι τώρα γι’ αυτό. Θα ήταν μία ακόμη εμπειρία. Η Λόραλιν του είχε πει πως θα έπαιζαν τα πάντα και είχε κρατήσει το λόγο της. Ο Ντόμινικ δεν μπορούσε πλέον να σκληρύνει τελείως, αν και κάποια στιγμή είχε φτάσει επικίνδυνα κοντά στην κορύφωση, όταν ένα χέρι είχε πιάσει τα αρχίδια του, είχε σφίξει τον πούτσο του και είχε βαλθεί να τον τρίβει ενώ το ίδιο άτομο τον πήδαγε από πίσω, τσεκάροντας την κατάστασή του, δοκιμάζοντας τις αντοχές του, παίζοντας μαζί του. Τελικά, η Λόραλιν (ή όποιος είχε πάρει τη θέση της, αν πράγματι υπήρχε και τρίτο άτομο, κάποιος άντρας στο στούντιο) άρχισε να κουράζεται και η δύναμη από τα σπρωξίματα μέσα του περιορίστηκε. Μετά από ένα τελευταίο, βίαιο σπρώξιμο, το οποίο σχεδόν τον ισοπέδωσε με τη βιαιότητά του, εκείνη (ή εκείνος) τραβήχτηκε από μέσα του. Ακολούθησε και πάλι αυτή η χαρακτηριστική αίσθηση του κενού, ο αέρας που χάιδευε το ταλαιπωρημένο του άνοιγμα, ένα απαλό φυσικό αεράκι που περνούσε πάνω από την τρύπα του κι ένα κύμα πρόωρης θλίψης μετά τη συνεύρεση. Η ακοή του επανήλθε. Το σύρσιμο των ποδιών. Το κελάρυσμα του ρυακιού και το μανιακό τιτίβισμα μικρών πουλιών κάπου στο βάθος. Ο Ντόμινικ περίμενε να του λύσει τα μάτια. Ανασηκώθηκε, κάθισε στα κάπως πονεμένα οπίσθιά του. Χαλάρωσε. Εκείνη τράβηξε απαλά το ελαστικό ύφασμα, το ανέβασε με αργές κινήσεις στο μέτωπό του κι ύστερα στα μαλλιά του, προσέχοντας να μην τα ανακατέψει. Ήταν κανονικά ντυμένη. Ή μήπως δεν είχε ξεντυθεί καν για να τον πηδήξει; Ήταν λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό. Ένα αμυδρό χαμόγελο απλωνόταν στα ωχρά της χείλη, οι αχτίδες του ήλιου σκάλωναν στα ξανθά μαλλιά της όπως φιλτράρονταν μέσα από τη γυάλινη οροφή. «Τώρα ξέρεις», του είπε.
Η Λόραλιν είχε ψήσει πατάτες και τις σερβίρισε με μια γενναία ποσότητα γιαουρτιού, μαζί με διάφορα κομμάτια κρύου κρέατος. Ήταν καθισμένοι στο γρασίδι απέναντι από το σπίτι, έχοντας ανάψει τα φώτα της βεράντας, παρακολουθώντας το νερό του ρυακιού να κυλά προς τα ριζά του λόφου. «Ο Βίκτορ μού είπε πως συμφώνησες να παραστείς στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του», άνοιξε την κουβέντα η Λόραλιν. «Πράγματι, αν κι ακόμη δεν ξέρω τι ακριβώς σχεδιάζει να κάνει», ομολόγησε ο Ντόμινικ. «Ούτε κι εγώ», είπε η Λόραλιν. «Κρατάει κλειστά τα χαρτιά του, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, ο παμπόνηρος. Πολύ δυσάρεστη αίσθηση αυτή». «Σε έχει προσκαλέσει;» «Έχουμε μια εκδήλωση στη Βοστόνη εκείνο το Σαββατοκύριακο ούτως ή άλλως, αλλά όχι, δε με προσκάλεσε. Πράγμα που με κάνει καχύποπτη, όπως καταλαβαίνεις». «Ένα πάρτι είναι». «Το ξέρω. Να προσέχεις όμως τον Βίκτορ. Είναι περισσότερο επικίνδυνος απ’ όσο φαίνεται». Βύθισε το κουτάλι της μέσα στην αχνιστή πατάτα που είχε αφήσει στο πλαστικό πιάτο της. Ο Ντόμινικ ένιωσε το κινητό του να δονείται μέσα στην τσέπη του. Κάποιο μήνυμα είχε λάβει. Μόνο ένα άτομο γνώριζε που του έστελνε γραπτά μηνύματα. Έβγαλε το τηλέφωνο, ζήτησε συγνώμη από τη Λόραλιν και κατηφόρισε μερικά βήματα προς την άκρη του νερού. «Σε θέλω τόσο πολύ». Η Σάμερ. Πρέπει να ήταν πολύ νωρίς το πρωί στη Νέα Ζηλανδία ή στην Αυστραλία ή όπου τέλος πάντων βρισκόταν τώρα. Πώς κατάφερνε να επικοινωνεί μαζί του την πλέον ακατάλληλη στιγμή;
11 Μια Επίσκεψη
ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ,
όπως πολύ συχνά συμβαίνει στις πολύωρες πτήσεις, είχα καθίσει δίπλα σε ένα διόλου γοητευτικό και άκρως ενοχλητικό επιχειρηματία, ο οποίος είχε ταξιδέψει από το Σαν Φρανσίσκο. Τουλάχιστον ήταν καλύτερα από το να μου τύχαινε κανένα πιτσιρίκι που ούρλιαζε. Όταν δε μου έκανε ασταμάτητα ερωτήσεις, προσπαθούσε να με σαγηνεύσει με ένα λεπτομερές όσο και αδιάφορο μάθημα γύρω από την τέχνη της ροής των ψηφιακών μέσων, αντικείμενο για το οποίο ελάχιστα γνώριζα, ακόμη και μετά τις πολλές ώρες που πέρασα να τον ακούω, με τον εγκέφαλό μου στο ρελαντί, καθώς το αεροπλάνο από το Σίντνεϊ διέσχιζε τους ουρανούς σε μια ατελείωτη πτήση. Ο τύπος φορούσε κόκκινες τιράντες, είχε τα μαλλιά του χτενισμένα με χωρίστρα στο πλάι και τα δάχτυλά του ήταν κοντά και στρουμπουλά, ο ιδανικός συνδυασμός για να μου καταστρέψει κάθε διάθεση από την πρώτη στιγμή της συνομιλίας μας. Προσπάθησα να κοιμηθώ, ξέροντας όμως ότι με χώριζε λιγότερο από μία μέρα από τον Ντόμινικ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι, ούτε να συγκεντρωθώ στις ταινίες που προβάλλονταν στη διάρκεια του ταξιδιού. Η Σούζαν είχε αρχίσει να θίγει την περίπτωση μιας ευρωπαϊκής περιοδείας, προκειμένου να εκμεταλλευτούμε την επιτυχία αυτής που είχε πλέον ολοκληρωθεί, αλλά με είχε προειδοποιήσει πως θα περνούσαν τουλάχιστον έξι μήνες μέχρι να κατορθώσει να την οργανώσει. Εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό. Αισθανόμουν πραγματικά εξουθενωμένη και έτρεμα στη σκέψη πως θα χρειαζόταν να ανέβω ξανά στη σκηνή. Μόλις ανακάλυψε ότι είχα έξι ώρες για σκότωμα, περιμένοντας την επόμενη πτήση στο Σαν Φρανσίσκο, ο επιχειρηματίας με το αδιάφορο πρόσωπο μου πρότεινε χωρίς περιστροφές να πάμε σε ένα δωμάτιο κάποιου από τα ξενοδοχεία που υπήρχαν γύρω από το αεροδρόμιο για «ένα στα γρήγορα», όπως το έθεσε, αν και μου ξεκαθάρισε ότι η δική του πτήση για την Ομάχα αναχωρούσε πολύ πριν από τη δική μου για τη Νέα Υόρκη και ότι θα μπορούσε να μου διαθέσει βαριά δύο ώρες. Έδειξε να αιφνιδιάζεται πραγματικά όταν αρνήθηκα την πρότασή του, και αισθάνθηκα ανακούφιση όταν οι πινακίδες στο χώρο άφιξης τον κατηύθυναν σε διαφορετική ουρά για πολίτες των ΗΠΑ. Με λίγη καλή τύχη, η βαλίτσα του θα εμφανιζόταν πριν από τη δική μου και θα τον ξεφορτωνόμουν οριστικά. Κάποιος Αμερικανός συγγραφέας, νομίζω, ήταν που είπε πως «δεν μπορείς να επιστρέψεις στην πατρίδα σου» ή κάτι τέτοιο. Το είχα διαβάσει σ’ ένα περιοδικό που είχα βρει τυχαία στο διαμέρισμα του Ντόμινικ, αν και δε με είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τότε. Σε αντίθεση με το τελευταίο διάστημα. Η επιστροφή στη γενέτειρά μου με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι πλέον πατρίδα μου ήταν η Αμερική και ότι η Νέα Ζηλανδία, όσο κι αν την είχα εξιδανικεύσει, δε θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Κοίταξα το ρολόι μου, ένα παλιό πολύχρωμο Swatch το οποίο φορούσα στην εφηβεία μου και το
οποίο είχα βρει θαμμένο στο βάθος του παιδικού κομοδίνου μου. Η ώρα θα ήταν πολύ περασμένη στη Νέα Υόρκη, οπότε πιθανότατα ο Ντόμινικ θα είχε επιστρέψει στο σπίτι αν είχε βγει εκείνη τη βραδιά. Σχημάτισα τον αριθμό του. «Παρακαλώ». Η φωνή του ήταν νυσταγμένη αλλά θερμή, μπάσα, οικεία. «Εγώ είμαι». Ξερόβηξε. «Χαίρομαι που σε ακούω». «Μήπως σε ξύπνησα;» «Εννοείται, αλλά δεν έχει σημασία. Με ξέρεις, σηκώνομαι από νωρίς». «Βρίσκομαι στο Σαν Φρανσίσκο. Στο αεροδρόμιο, στην αίθουσα αναμονής. Θα πάρω νυχτερινή πτήση, άρα λογικά θα βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη νωρίς το πρωί». «Είμαι στο Λονδίνο...» «Στο Λονδίνο;» Ένιωσα ένα περόνιασμα στην καρδιά. Δηλαδή είχε γυρίσει στην Αγγλία; «Για λίγες μέρες μόνο. Είχα να τακτοποιήσω κάποιες δουλειές. Οικογενειακά θέματα, ξέρεις. Θα είμαι πίσω μετά το Σαββατοκύριακο». Ένα κύμα ανακούφισης απλώθηκε μέσα μου. Το γραπτό μήνυμα που του είχα στείλει λίγες μέρες νωρίτερα για να τον ειδοποιήσω ότι επέστρεφα, μια και η περιοδεία είχε ολοκληρωθεί επιτέλους, για κάποιο λόγο δεν είχε φτάσει. Συμφωνήσαμε και οι δύο πως δεν είχε σημασία αυτό και πως δε θα είχε κάνει κάποια διαφορά. Ο Ντόμινικ είχε κανονίσει ήδη τα του ταξιδιού του ούτως ή άλλως, συνεπώς δε θα μπορούσε να με παραλάβει από το αεροδρόμιο. Ήταν μαύρη νύχτα εκεί που βρισκόταν και αισθανόμουν κάπως άσχημα που τον είχα ξυπνήσει, όμως η φωνή του ήταν γλυκιά σαν μέλι, κι έτσι όπως ήμουν καθισμένη στην αίθουσα αναμονής και με νανούριζαν οι σποραδικές νυχτερινές ανακοινώσεις, κουτσοπίνοντας μια χλιαρή μπίρα, ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου όσο το δυνατό περισσότερο. Ήταν πολλά τα πράγματα που ήθελα να πω στον Ντόμινικ, αλλά η γεωγραφική απόσταση που μας χώριζε, η διαφορά της ώρας και η κούραση που ένιωθα συνωμότησαν ώστε να κρατήσουν τα λόγια εκείνα σκαλωμένα στο λαιμό μου. Το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω κάποια ανώδυνα σχόλια. Κλείσαμε το τηλέφωνο με την αόριστη διαπίστωση πως και οι δύο ανυπομονούσαμε να συναντηθούμε πολύ σύντομα. Όπως έβγαινα παραπατώντας από την αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου το επόμενο πρωί, με τη θήκη του βιολιού κάτω από το ένα μπράτσο, σέρνοντας μια βαριά βαλίτσα πίσω μου, οι φθαρμένες ρόδες της οποίας έτριζαν κάτω από το βάρος όλων εκείνων των δώρων που με συνόδευαν από συγγενείς και φίλους στη Νέα Ζηλανδία, με βλέμμα θολό και χωρίς να πολυκαταλαβαίνω πού βρισκόμουν, αιφνιδιάστηκα ακούγοντας να φωνάζουν το όνομά μου. «Σάμερ!» Ήταν ο Σιμόν. Δοκίμασα να χαμογελάσω, έστρεψα το βλέμμα στα πόδια του. Φορούσε εκείνες τις φανταχτερές μυτερές μπότες. Τα μαλλιά του ατίθασα και σγουρά όπως πάντα. Το ίδιο μονίμως ενθουσιώδες χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό του. «Πώς ήξερες ότι θα έφτανα αυτή την ώρα;» Μου έδωσε από ένα πεταχτό φιλί στα μάγουλα –το άρωμα του άφτερ σέιβ του ήταν φρέσκο και μεθυστικό–, ενώ ιπποτικά προσφέρθηκε να πάρει και τις δύο αποσκευές από τα χέρια μου. «Έχουμε κοινούς φίλους, το ξέχασες; Μου το είπε η Σούζαν ότι επέστρεφες. Τυγχάνει να είναι και δική μου ατζέντισσα, ή μήπως δεν το ήξερες;»
«Φυσικά». «Μια χαρά σε βλέπω». «Ευχαριστώ». «Μαθαίνω πως η περιοδεία πήγε πολύ καλά. Όλοι για σένα μιλάνε στην πόλη, ή τουλάχιστον στην ορχήστρα μας... Χαρήκαμε όλοι πάρα πολύ. Ενθουσιαστήκαμε. Πραγματικά». «Ευχαριστώ, Σιμόν». «Καλώς όρισες». Μας περίμενε μια λιμουζίνα, με κανονικό σοφέρ, με στολή και τα πάντα. Ο Σιμόν είχε αποφασίσει να με φλερτάρει με όλες του τις δυνάμεις, απ’ ό,τι φαινόταν. Η διαδρομή προς την πόλη εξελισσόταν με αργούς ρυθμούς, καθώς είχαμε πέσει στο πρωινό μποτιλιάρισμα και οι άνθρωποι έβγαιναν στους δρόμους για να πάνε στις δουλειές τους. Δεν είχα καμία όρεξη για κουβέντα, όμως ο Σιμόν είχε αρκετή και για τους δυο μας. Με βομβάρδιζε με ερωτήσεις για τα μέρη στα οποία είχα εμφανιστεί και για την υποδοχή που είχε τύχει το ρεπερτόριο, στην επιλογή του οποίου είχε παίξει καθοριστικό ρόλο. Φρόντισε να αποφύγει κάθε ερώτηση προσωπικού περιεχομένου, μονάχα θέλησε να μάθει πού θα με πήγαινε, παρακάμπτοντας κάθε αναφορά στον Ντόμινικ και στα μελλοντικά μου σχέδια. Μέχρι να φτάσουμε στο Σόχο, ο ήλιος βρισκόταν ήδη ψηλά στον καλοκαιρινό ουρανό. Μετά τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία, ένιωθα σαν να βρισκόμουν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Το δικό μου κόσμο. Την ώρα που ο οδηγός μετέφερε την πολυταξιδεμένη μου βαλίτσα από το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου και την ακουμπούσε στα σκαλοπάτια του κτιρίου όπου έμενα με τον Ντόμινικ, ο Σιμόν ρώτησε: «Ο φίλος σου δεν μπήκε στον κόπο να σε υποδεχτεί στο αεροδρόμιο;» «Είναι στο Λονδίνο», απάντησα. Είχα άλλες τέσσερις μέρες μπροστά μου μέχρι να γυρίσει ο Ντόμινικ. Την πρώτη μέρα κοιμήθηκα. Σαν κούτσουρο. Ελάχιστα σηκώθηκα από το κρεβάτι, πεταγόμουν μέχρι την τουαλέτα όταν δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο ή έσερνα τα πόδια μου μέχρι την κουζίνα για να τσιμπολογήσω κομμάτια πολυκαιρισμένου τυριού από το ψυγείο και να πιω κατευθείαν από το κουτί γάλα που δεν είχε λήξει ακόμη. Ήταν ευτυχία να μπορώ να χαλαρώνω, χωρίς σχέδια ή υποχρεώσεις. Το διαμέρισμα ήταν όπως το θυμόμουν, ευρύχωρο, φιλόξενο, οικείο. Δεν είχα ξεπακετάρει κανονικά και δε σκόπευα να το κάνω για τουλάχιστον μία ακόμη μέρα. Περιφερόμουν γυμνή, χόρευα πάνω στο παρκεταρισμένο ξύλινο δάπεδο, παρακολουθούσα τα περιστέρια πίσω από τα παράθυρα να κουρνιάζουν σε μια σκιερή γωνιά μιας γειτονικής οροφής. Κάποια στιγμή μάλιστα πήγα στην εντοιχισμένη ντουλάπα και χάιδεψα μερικά από τα κρεμασμένα ρούχα του Ντόμινικ, η γυμνή επιδερμίδα μου τρίφτηκε πάνω στο κασμίρι των πουλόβερ του, τα δάχτυλά μου γλίστρησαν πάνω στα έξοχα υφάσματα των κοστουμιών του. Παραδόθηκα στη γαλήνια απλότητα της αναμονής. Ο Σιμόν τηλεφώνησε δύο φορές, αλλά δεν του απάντησα. Τελικά, έκλεισα εντελώς το κινητό. Ακόμη κι αν ο Ντόμινικ τηλεφωνούσε και δε με έβρισκε, θα επέστρεφε σε λίγες μέρες, και εκτός αυτού υπήρχαν κάποια πράγματα τα οποία θα ήθελα να του πω από κοντά παρά από το τηλέφωνο. Φτάνοντας στη δεύτερη μέρα, είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, οπότε, αφού έκανα επιτέλους ένα
ντους, βγήκα στους δρόμους του Μανχάταν. Στα δύο τετράγωνα ένιωσα να πεθαίνω της πείνας, έτσι κέρασα τον εαυτό μου ένα απολαυστικά παχύ μπέργκερ και χοντροκομμένες τηγανητές πατάτες από ένα πολύβουο φαγάδικο στη συμβολή της Λα Γκουάρντια Πλέις με τη Χιούστον. Κάθισα και το έφαγα με όρεξη, αδιαφορώντας για τις θερμίδες που έπαιρνα. Τα αθλητικά μου παπούτσια με περίμεναν στο σπίτι, αλλά δε θα πάθαιναν τίποτα αν έμεναν εκεί μία ακόμη μέρα. Στο Ουάσινγκτον Σκουέρ Παρκ, ένα σμάρι αλλοδαπών νταντάδων είχε συγκεντρωθεί δίπλα στην παιδική χαρά με τα καροτσάκια και τα παιδάκια που φρόντιζαν, την ώρα που οι επαγγελματίες φροντιστές σκύλων ανεβοκατέβαιναν στα μονοπάτια με αποφασιστικές δρασκελιές σέρνοντας πίσω τους τα ζώα – αν και σε ορισμένες περιπτώσεις συνέβαινε το αντίθετο. Οι σκίουροι πηδούσαν από το ένα δέντρο στο άλλο, έτρεχαν σαν βολίδες πάνω στα περιορισμένα μέρη με γρασίδι. Στο βορειοδυτική γωνία, μια ομάδα κακοντυμένων σκακιστών καθόταν στα τραπέζια, αναζητώντας αντιπάλους ή προκλήσεις. Μουσικοί δεν είχαν εμφανιστεί σήμερα. Κάθισα και παρακολούθησα το πλήθος, εστιάζοντας την προσοχή μου στα μικρά παιδιά, μ’ ένα σωρό πράγματα να μου περνούν από το μυαλό, ενώ προσπαθούσα να εστιάσω τη σκέψη μου στο τι θα μπορούσε να σημαίνει μια φυσιολογική ζωή με τον Ντόμινικ. Ή ακόμη κι αν ήταν εφικτό να ζήσουμε οι δυο μας μια τέτοια ζωή. Είχα αφήσει το κινητό μου στο σπίτι, όμως θυμήθηκα πως υπήρχε ένα τηλέφωνο για δημόσια χρήση σε μια γωνία παρακάτω. Το τάισα μερικά κέρματα και τηλεφώνησα στην Τσέρι. Τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί με τον καλύτερο τρόπο στην τελευταία μας συνάντηση και της χρωστούσα μια συγνώμη. Ο αριθμός δε χρησιμοποιούνταν πλέον. Ίσως απόψε πήγαινα στα μπαρ και τα κλαμπ όπου ήξερα ότι σύχναζε. Τελικά, επέστρεψα πίσω στο σπίτι. Έκανα ένα ακόμη ντους· το σώμα μου εξακολουθούσε να προσαρμόζεται στη ζέστη του καλοκαιριού στο Μανχάταν κι εγώ ψηνόμουν μετά το σύντομο πέρασμά μου από το χειμώνα της Νέας Ζηλανδίας. Ύστερα έκανα μερικές ασκήσεις γιόγκα. Ο χαιρετισμός στον ήλιο και ο σκύλος με το κεφάλι κάτω ήταν στάσεις που πάντοτε βοηθούσαν το μυαλό μου να ηρεμήσει. Σε μια γωνιά του λοφτ, δίπλα στον πορτοκαλόχρωμο καναπέ, η θήκη του βιολιού έστεκε εκεί που την είχα αφήσει φτάνοντας στο σπίτι, πριν από δύο μέρες, μόνη της, σαν να με φώναζε, σαν να με εκλιπαρούσε να πλησιάσω και να την ανοίξω. Ένιωσα σοκ μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν είχα παίξει, ούτε καν αγγίξει το Μπαγί επί τρεις ολόκληρες μέρες, πρώτα λόγω των πολύωρων πτήσεων και μετά λόγω της αδράνειας με την επιστροφή μου στη Νέα Υόρκη. Ποτέ μου δεν είχα συμπληρώσει τόσο μεγάλο διάστημα χωρίς να εξασκηθώ τουλάχιστον ή να περάσω τις κλίμακες. Όμως δε μου είχε λείψει η μουσική, δεν το είχα καν παρατηρήσει. Στην αρχή η σκέψη ήταν τρομακτική, μετά όμως παρηγορήθηκα, γιατί αυτό σήμαινε ότι μπορούσα να αλλάξω. Τίποτα δεν ήταν μόνιμο. Ούτε καν η αγάπη μου για τη μουσική. Σκέπασα με μετρημένες κινήσεις τη θήκη του βιολιού και πλησίασα στο γραφειάκι το οποίο χρησιμοποιούσε συχνά ο Ντόμινικ για να δουλεύει με τον υπολογιστή του, όταν βρισκόταν στο σπίτι. Είχε πάρει το φορητό μηχάνημα μαζί του στο Λονδίνο και υπήρχαν μόνο κάποια μολύβια και στιλό αφημένα εκεί, δύο μικρές εξωτερικές μνήμες, ένα λείο μαύρο συρραπτικό και μερικοί λεπτοί φάκελοι, ακουμπισμένοι πάνω στη σχεδόν άδεια επιφάνεια. Άνοιξα αφηρημένα τον ένα. Περιείχε κάτι σελίδες τις οποίες πρέπει να είχε εκτυπώσει στο γραφείο του στη βιβλιοθήκη, αφού δεν είχε εκτυπωτή εδώ. Πήρα στα χέρια την αρχική σελίδα.
Διάβασα τις πρώτες αράδες. Το περίμενα πως θα έβρισκα κάτι σχετικό με το Παρίσι, την περίοδο που ήξερα ότι μελετούσε ο Ντόμινικ –ημερομηνίες, γεγονότα, ρήσεις–, όχι όμως αυτό που διάβαζα. Ήταν μια ιστορία. Διαδραματιζόταν στο Ανατολικό Τέξας, σε μια μικρή πόλη που δεν την είχα καν ακουστά. Αναφερόταν σε μια νεαρή γυναίκα με κατακόκκινα μαλλιά. Το ενδιαφέρον μου κεντρίστηκε, οπότε πήρα και τις υπόλοιπες σελίδες από το υλικό που πρέπει να ήταν το πρώτο κεφάλαιο και κάθισα στον καναπέ, φέρνοντας τα πόδια από κάτω μου, στην αγαπημένη μου στάση για διάβασμα, με το οποίο, όπως συνειδητοποίησα, ελάχιστα είχα ασχοληθεί εδώ και μήνες. Το κείμενο περιέγραφε γνώριμες καταστάσεις από τη ζωή σε μια μικρή πόλη, οι οποίες κατά περίεργο τρόπο θύμιζαν ορισμένα από τα λιγοστά πράγματα που θυμόμουν πως είχα πει στον Ντόμινικ για το μέρος όπου είχα μεγαλώσει στη Νέα Ζηλανδία, όμως εν προκειμένω είχαν αποδοθεί μέσα από περισσότερο ευφάνταστες, λεπτές παραλλαγές της πραγματικής ιστορίας. Το αποτέλεσμα ήταν να μοιάζουν περισσότερο ενδιαφέροντα αλλά ταυτόχρονα κάπως ξένα, σαν να είχαν φιλτραριστεί μέσα από το βλέμμα ενός τρίτου ο οποίος δεν μπορούσε να συλλάβει απόλυτα την πραγματικότητά τους. Ήταν δυνατό; Ο Ντόμινικ έγραφε μυθιστόρημα. Διάβασα στα γρήγορα το κεφάλαιο, το οποίο ήταν προφανώς ημιτελές, και σηκώθηκα αμέσως να δω τους υπόλοιπους φακέλους. Μόνο ένας φαινόταν να περιέχει κι άλλα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που έγραφε ο Ντόμινικ. Τέσσερις μόλις σελίδες, με μεγάλα κενά ανάμεσα σε κάποιες παραγράφους. Η Ελένα, όπως ονομαζόταν εκείνος ο χαρακτήρας, βρισκόταν τώρα στο Παρίσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, την περίοδο που γνώριζα ότι ερευνούσε συστηματικά ο Ντόμινικ. Άραγε το Ελένα τυχαία το είχε επιλέξει για όνομα της πρωταγωνίστριας; Πριν προλάβω να διαβάσω περισσότερο, με διέκοψε το κουδούνι. Κάποιος ήταν κάτω. Πλησίασα στο σύστημα ενδοεπικοινωνίας. Δεν περίμενα κανέναν. Ίσως να ήταν ο Σιμόν που είχε περάσει, ελπίζοντας να με βρει στο σπίτι. Προσπάθησα να καταλήξω αν ήθελα να απαντήσω, καθώς δεν ένιωθα απόλυτα σίγουρη πως ήμουν έτοιμη να του μιλήσω και να του ξεκαθαρίσω οριστικά πως είχα αποφασίσει ότι ήταν καλύτερα να μείνουμε απλώς φίλοι. Όμως, επειδή υπήρχε περίπτωση να ήταν κάποιος άλλος, που είχε έρθει για σοβαρό λόγο, ίσως για να παραδώσει κάτι στον Ντόμινικ, αποφάσισα να πατήσω το κουμπί. «Παρακαλώ;» «Άνοιξέ μου, Σάμερ». Η φωνή μού προκάλεσε ρίγος, δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος ήταν. Ο Βίκτορ. Του άνοιξα. «Πώς ήξερες πού να με βρεις;» «Έλα τώρα, αγαπητή μου, μη με υποτιμάς». «Δεν έχουμε τίποτα να πούμε εμείς οι δύο, Βίκτορ». Το λεπτό χαμόγελό του ήταν, όπως πάντα, μυστηριώδες. Ήταν ντυμένος επίσημα, φορούσε
γκρίζο κοστούμι, πουκάμισο και γραβάτα, σαν να πήγαινε να κλείσει επαγγελματική συμφωνία και όχι να επισκεφτεί μια πρώην ερωμένη του. Τα μαύρα παπούτσια του ήταν γυαλισμένα στην εντέλεια. «Κι όμως, νομίζω πως έχουμε...» Έκανε ένα βήμα μπροστά και μπήκε στο διαμέρισμα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα, λες και ήταν στο σπίτι του. Υποχώρησα προς το καταφύγιο του καναπέ κι εκείνος με ακολούθησε, με κινήσεις υπολογισμένες, σιωπηλός. Το λεπτό γενάκι του είχε το γνωστό σχήμα, περιποιημένο με απόλυτη ακρίβεια. «Έχουμε αφήσει κάποιες εκκρεμότητες», είπε ο Βίκτορ, με ήρεμη φωνή. «Αποχώρησα. Άλλαξα γνώμη. Είναι μια κατεύθυνση την οποία δε θέλω πλέον να ακολουθήσω», διαμαρτυρήθηκα. «Έγινες αστέρι, σαν να λέμε, ε; Ταξιδεύεις σε ολόκληρο τον κόσμο με το βιολάκι σου και...» «Δεν είναι βιολάκι, είναι βιολί», διαμαρτυρήθηκα ξανά, κι ας ήξερα πως τσιμπούσα το δόλωμά του. «Ό,τι πεις». Με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, και τότε συνειδητοποίησα ότι φορούσα μονάχα ένα από τα πουκάμισα του Ντόμινικ, μισοκουμπωμένο μπροστά, το οποίο δεν έφτανε πιο κάτω από τη μέση του μηρού μου. Το είχα ρίξει πρόχειρα πάνω μου μετά που στέγνωσα από το ντους και στην πορεία απορροφήθηκα τελείως από το διάβασμα. Όταν χτύπησε ο Βίκτορ το κουδούνι της πόρτας, το σοκ ήταν τέτοιο ώστε δεν είχα σκεφτεί να βάλω κάτι λιγότερο αποκαλυπτικό. Τράβηξα προς τα κάτω το πουκάμισο, όχι πως έκανε μεγάλη διαφορά. «Άμα είσαι τσούλα, δεν αλλάζεις ποτέ», σχολίασε. Κοίταξα προς τα κάτω. Έτσι όπως είχα καθίσει στην άκρη του καναπέ, με τα πόδια μαζεμένα, φαίνονταν τα πάντα. Γαμώτο. «Σε προτιμώ ξυρισμένη». «Δε σου πέφτει λόγος πια. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;» «Αν καταλαβαίνω; Κοίτα ποιος μιλάει!» «Τι εννοείς;» «Μια γυναίκα που λέει ψέματα στον εαυτό της. Που αρνείται να αποδεχτεί αυτό που είναι, Σάμερ. Πηγαίνεις κόντρα στην ίδια σου τη φύση. Πες μου, είσαι ευτυχισμένη; Αυτή τη στιγμή;» Η ερώτησή του με αιφνιδίασε. Φυσικά και δεν ήμουν ευτυχισμένη, ούτε γι’ αστείο. Ήμουν μπερδεμένη, διχασμένη, το θέμα όμως αφορούσε τον Ντόμινικ και το πώς θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε οι δυο μας, να βρούμε τη σωστή ισορροπία στις ζωές μας· δεν είχε καμία σχέση με τον Βίκτορ και τα εξωφρενικά πάρτι του. «Καλά, δε θα μου προσφέρεις τουλάχιστον κάτι να πιω; Δε χρειάζεται να φτιάξεις καφέ, ένα ποτήρι νερό αρκεί». «Όχι». Δεν ήθελα να κάνω τίποτα για το συγκεκριμένο άνθρωπο, ούτε καν να του φέρω λίγο νερό. «Καλώς». Στεκόταν στα όρια του χώρου της κουζίνας. Δεν έπρεπε να είχα καθίσει, καθώς τώρα στεκόταν επιβλητικός από πάνω μου, κι ας μην ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Έκανε ένα βήμα μπροστά κι εγώ, με σφιγμένα δόντια, είπα: «Έτσι και πλησιάσεις άλλο, έτσι και κάνεις να με αγγίξεις, θα ουρλιάξω, σ’ το ορκίζομαι».
«Μη γίνεσαι γελοία. Πρώτον, δε θα σε ακούσει κανείς. Αυτά τα παλιότερα κτίρια έχουν πολύ χοντρούς τοίχους, τα παράθυρά σου είναι κλειστά και, ούτως ή άλλως, μόνο στέγες υπάρχουν εδώ γύρω». Έδειξε προς τη μεριά των παραθύρων. «Δεύτερον, νομίζεις ότι μ’ ενδιαφέρει να σε πηδήξω ξανά; Γελιέσαι. Σε βρήκα υπερβολικά παθητική, αν θες να ξέρεις». Κοκκίνισα. Ήταν η πρώτη φορά που μου έλεγε κάτι τέτοιο άντρας. Το ήξερα πως ήταν ανοησία μου, γιατί ο τύπος ήταν μεγάλος μαλάκας, όπως και να είχε όμως, το σχόλιο με ενόχλησε. «Και τότε τι θέλεις;» τον ρώτησα τελικά. «Να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε. Να ολοκληρώσω την εκπαίδευσή σου. Να σε μεταμορφώσω, καλή μου. Έχεις μεγάλες δυνατότητες· κρίμα θα ήταν να τις χαραμίσεις». «Δε θέλω να ανήκω σε κανέναν». «Το καταλαβαίνω αυτό. Έκανα λάθος όταν υπέθεσα πως αυτός ήταν ο στόχος σου, αλλά υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, ξέρεις...» Χαμογέλασε, μια κίνηση τόσο προσποιητή ώστε μου ήρθε να τον χαστουκίσω για τη συγκαταβατική του αντίδραση. «Αλήθεια;» «Βεβαίως». «Κι αν συνεχίσω να αρνούμαι;» «Όπως είπα, τρόποι υπάρχουν». Για μια φευγαλέα στιγμή, αναθάρρησα, λες και αν επέμενα στην άρνησή μου και δε δεχόμουν να παρακολουθήσω τις ίντριγκές του θα έφευγε από τη ζωή μου ή θα εγκατέλειπε τα μοχθηρά του σχέδια. «Και πάλι όχι θα απαντήσω, Βίκτορ. Δεν ενδιαφέρομαι πια. Το τι αποφασίζω να κάνω στην κρεβατοκάμαρα δε σε αφορά στο ελάχιστο, μπορώ ωστόσο να σε διαβεβαιώσω ότι η συμμετοχή σου σε αυτό το κομμάτι της ζωής μου είναι κάτι το οποίο δε θα επιθυμήσω ποτέ ξανά. Τέλος πάντων, πλέον είμαι οριστικά με τον Ντόμινικ, τον περιμένω από στιγμή σε στιγμή να επιστρέψει, γι’ αυτό ίσως θα ήταν καλύτερα να έφευγες», είπα ψέματα. «Ο Ντόμινικ βρίσκεται στο Λονδίνο», δήλωσε ψύχραιμα. Τώρα στεκόταν ακριβώς μπροστά μου. Κούμπωσα νευρικά τα υπόλοιπα κουμπιά του πουκαμίσου, κρύβοντας το μπούστο μου. Ο Βίκτορ έβαλε χαλαρά το χέρι στην αριστερή τσέπη του γκρίζου σακακιού του και έβγαλε από μέσα ένα κινητό. Τα δάχτυλά του χόρεψαν πάνω στο μικρό πληκτρολόγιο προτού μου το περάσει. «Θα δεχτείς», είπε, όπως παραλάμβανα νευρικά το κινητό από το χέρι του. «Γιατί;» «Βάλε να παίξει το βίντεο». Έστρεψα το βλέμμα στη μικρή οθόνη και στην παγωμένη εικόνα που προβαλλόταν πάνω του. Ήμουν εγώ. Στεκόμουν γυμνή σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγνώστους, φορώντας κολάρο σκύλου. Το βίντεο προφανώς είχε τραβηχτεί σ’ εκείνη την ιδιότυπη δημοπρασία που είχε οργανώσει ο Βίκτορ πέρσι, με έπαθλο εμένα. Πάγωσα. Οι αναμνήσεις σάρωσαν σαν χείμαρρος το μυαλό μου, φέρνοντας μαζί τους ένα γλυκό μυρμήγκιασμα το οποίο δεν κατάφερα να συγκρατήσω. Το δάχτυλό μου στάθηκε πάνω από το πληκτρολόγιο του κινητού. «Καλή διασκέδαση», μου είπε εκείνος. Ένα άγγιγμα, απαλό σαν αεράκι, και η εικόνα ζωντάνεψε, μια σειρά από καρέ διαδέχτηκαν το ένα
το άλλο. Πρέπει να υπήρχε κι άλλη κάμερα κρυμμένη στο δωμάτιο όπου με είχε οδηγήσει ο φαλακρός διοπτροφόρος όταν με κέρδισε στη δημοπρασία. Δεν το είχα καταλάβει, το δίχως άλλο ήμουν εντελώς ζαλισμένη. Δεν ήταν ακριβώς βίντεο, αλλά διαδοχικές εικόνες. Κάποιος είχε ρυθμίσει τη μηχανή ώστε να παίρνει σε τακτά διαστήματα φωτογραφίες του δωματίου. Κοίταξα τις φωτογραφίες να περνούν από την οθόνη με φρικτό ενδιαφέρον, σαν να παρακολουθούσα ταινία τρόμου και δεν μπορούσα ούτε να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά ούτε να αποστρέψω το βλέμμα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον εαυτό μου έτσι όπως θα με έβλεπαν οι άλλοι. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν ήμουν έφηβη, είχα τραβήξει μερικές γυμνές φωτογραφίες του σώματός μου μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, τις οποίες είχα καταστρέψει λίγο μετά, τρέμοντας στη σκέψη πως οι γονείς μου ή τα αδέρφια μου μπορεί να τις έβρισκαν τυχαία, όμως αυτό που είχα τώρα μπροστά μου ήταν πολύ πιο αληθινό. Ένιωσα σαν να παρατηρούσα μια άλλη γυναίκα στην οθόνη, σαν να έβλεπα ταινία πορνό. Είχα προσπαθήσει όσο περισσότερο μπορούσα να ξεχάσω όσα είχαν συμβεί με τον Βίκτορ. Οι φωτογραφίες ήταν ακόμη πιο συγκλονιστικές σε σχέση με ό,τι θυμόμουν από εκείνη τη νύχτα. Ο άντρας με τη ζώνη του στον αέρα, έτοιμος να με χτυπήσει, το πρόσωπό μου βυθισμένο πάνω στα σκεπάσματα. Όταν συνέβησαν αυτά, ο πόνος είχε αποδειχτεί χρήσιμο εργαλείο ώστε να αφεθώ στην αίσθηση και να μη σκέφτομαι τι γινόταν, όμως σε μορφή φωτογραφιών η σκηνή ήταν πολύ χειρότερη απ’ ό,τι οι εικόνες που απέμεναν στο μυαλό μου. Δεν είχα καταφέρει καν να συγκρατήσω το πρόσωπο του άντρα μετά απ’ όσα έγιναν· θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε. Θα αδυνατούσα να τον περιγράψω στην όψη ή στις λεπτομέρειες του μορίου του. Τώρα τον έβλεπα στην οθόνη, το στόμα του οργισμένο, το σώμα του να αλλάζει στάση καθώς οι φωτογραφίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Άραγε με είχε ρωτήσει τότε ο Βίκτορ αν ήμουν σύμφωνη να φωτογραφηθώ; Δε θυμόμουν να μου είχε ζητήσει την άδεια. Η σκέψη μού προκαλούσε φρίκη, κι ακόμη περισσότερο το ότι δεν είχα προσπαθήσει να τον σταματήσω. Το τηλέφωνο φάνταζε απειλητικό σαν χειροβομβίδα στην παλάμη μου, μα δεν μπορούσα να αποστρέψω το βλέμμα μου, ούτε να το πετάξω έξω από το παράθυρο. Ο ρυθμός με τον οποίο έπεφταν οι εικόνες ήταν αδιάκοπος κι ήταν όλες τους σκληρές, βίαιες. Η χυδαιότητα και μόνο του να βλέπω αυτό τον άντρα να καρφώνεται μέσα μου, ο τρόπος με τον οποίο άλλαζα στάση για να τον διευκολύνω ήταν κάτι το συγκλονιστικό, όπως και οι διαδοχικές εκφράσεις του προσώπου μου, πανέμορφες και κακάσχημες εναλλάξ, παγωμένες στο χρόνο. Κάποια στιγμή, η δέσμη των εικόνων έφτασε στο τέλος της. Μα δεν ήταν έτσι! ήθελα να ουρλιάξω. Αυτό θα έβλεπαν οι άλλοι όμως αν ο Βίκτορ κυκλοφορούσε τις φωτογραφίες, πράγμα που σίγουρα είχε κατά νου. Οι επαφές μου με τον Ντόμινικ, τα μαθήματα ερωτικού δεσίματος με την Τσέρι, οι σκηνές που είχα παρακολουθήσει στα κλαμπ που είχα επισκεφτεί, τίποτα δεν ήταν σαν κι αυτό. Όλες εκείνες οι καταστάσεις ήταν όμορφες, διασκεδαστικές, απερίγραπτα σεξουαλικές και απολαυστικές, αλλά δεν ήταν αυτή η εντύπωση που θα σχημάτιζε ο κόσμος έτσι κι έβλεπε το απαίσιο υλικό του Βίκτορ, εμένα να φοράω κολάρο, το πρόσωπό μου κάποιες στιγμές παραμορφωμένο από την οδύνη, τον άντρα πίσω μου να κραδαίνει τη ζώνη του, ολοφάνερα εξαγριωμένος. Εκείνες οι νύχτες ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό, ένας εφιάλτης στον οποίο είδα οδηγηθεί με δόλο και τον οποίο είχα καταφέρει σχεδόν να ξεχάσω, μέχρι τώρα. Ήθελα να πνίξω τον Βίκτορ, να τον βάλω να καταπιεί το κινητό, όμως το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να μπλέξω χειρότερα.
«Διδακτικό, δε βρίσκεις;» άκουσα να λέει ο Βίκτορ, από κάπου μακριά. Κατακλυσμένη από τον τρόμο, συνειδητοποίησα πως είχα υγρανθεί κάτω από το λεπτό παραπέτασμα του πουκαμίσου του Ντόμινικ που έκρυβε τα γυμνά γεννητικά μου όργανα. Η πρόθεση ήταν εντελώς λάθος και τα κίνητρα του Βίκτορ εγκληματικά, όμως οι ίδιες οι εικόνες, η ανάμνηση του γαμησιού, με είχαν ερεθίσει. Παρέμεινα σιωπηλή, καταλαβαίνοντας πως ό,τι κι αν έλεγα για να του απαντήσω θα έβρισκε τρόπο να το στρέψει εναντίον μου. «Κάνεις θαυμάσιους μορφασμούς όταν σε πηδάνε, Σάμερ, δε συμφωνείς; Θα γινόσουν μεγάλο αστέρι του σινεμά ενηλίκων, τι λες κι εσύ; Κρίμα που δεν μπορούσαμε να ετοιμάσουμε μια κανονική ταινία, με ήχο και εφέ! Να αποτυπώσουμε την ηδονή που αντλούσες και την προσπάθειά σου να αντισταθείς, με κάθε μυ του σώματός σου. Το μυαλό απέναντι στο σώμα, ε;» Γέλασε πνιχτά με το δήθεν ευφυολόγημά του. «Κάθαρμα!» Πλησίασε στον πάγκο της κουζίνας, πήρε ένα ποτήρι και έβαλε λίγο νερό. Εγώ είχα παγώσει εκεί που καθόμουν. Ένα κομμάτι του εαυτού μου ήθελε να πετάξει το κινητό πάνω στον τοίχο, να το κάνει χίλια κομμάτια· το υπόλοιπο ικέτευε να δει τις διαδοχικές φωτογραφίες ξανά και ξανά. Υπέθετα πάντως ότι τις είχε αποθηκεύσει και αλλού, για να είναι εξασφαλισμένος, και το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να αντιδράσω με μελοδραματικό τρόπο. «Δε νομίζω ότι θα κέρδιζες το Όσκαρ, αγαπητή μου, αν διέρρεαν αυτές οι φωτογραφίες», συνέχισε εκείνος, «όμως θεωρώ πως η ζωή σου ως κλασικής μουσικού ενδεχομένως να συναντούσε ορισμένες δυσκολίες, ε; Οι ερωτικές ταινίες και οι διάφορες παραλλαγές τους είναι για τις εκκολαπτόμενες στάρλετ ή τις σουρλουλούδες των ριάλιτι, όχι για σοβαρές καλλιτέχνιδες. Έτσι θα έλεγα. Εκτός αυτού... αχ... τι θα γινόταν έτσι και τις έβλεπε ο υπέροχος Ντόμινικ, ο ερασιτέχνης κυρίαρχός σου; Λες να χαιρόταν;» Ήμουν έτοιμη να απαντήσω καταφατικά στο τελευταίο ερώτημά του, αν μη τι άλλο για να προκαλέσω τον Βίκτορ, μα δε μου άφησε το χρονικό περιθώριο. Με ίσιο κορμί, ακούμπησε το άδειο πλέον ποτήρι στον πάγκο και είπε: «Η επιλογή είναι δική σου, Σάμερ. Χρειάζομαι τις υπηρεσίες σου μία τελευταία φορά. Αν δεχτείς, οι φωτογραφίες θα καταστραφούν. Έχεις το λόγο μου ως κυρίου. Ορίστε το τηλέφωνό μου στη Νέα Υόρκη». Άφησε μια μικρή παραλληλόγραμμη κάρτα πάνω στη γρανιτένια επιφάνεια του πάγκου. «Τι...;» «Όχι ερωτήσεις. Εφόσον συμφωνήσεις να παραστείς στη συγκέντρωση, θα υπακούσεις σε όλες τις οδηγίες που θα σου δοθούν μέχρι την ολοκλήρωσή της. Αυτό είναι όλο. Κακό δεν πρόκειται να πάθεις, ούτε θα υποστείς κάποιο σωματικό τραυματισμό. Και πάλι έχεις το λόγο μου». Θυμήθηκα το αρχείο καταγραφής των ερωτικών σκλάβων κι έκανα να ανοίξω το στόμα μου. Μάντεψε ποια θα ήταν η ερώτησή μου. «Κανένα σημάδι ή μαρκάρισμα. Τίποτα το μόνιμο». «Μα...» Και πάλι ο Βίκτορ με διέκοψε. «Μέρα και ώρα. Τόπος. Παρουσιάζεσαι. Δε θέλω να γνωρίζεις τίποτα περισσότερο. Σε θέλω νευρική. Δείχνεις πολύ ομορφότερη όταν είσαι ευάλωτη, αγαπητή μου. Ασύγκριτα ομορφότερη». Είχα ξεμείνει από λόγια. «Τηλεφώνησέ μου εντός των επόμενων σαράντα οχτώ ωρών για να μου δώσεις την απάντησή
σου. Δε χρειάζεται να με συνοδεύσεις». Έκανε μεταβολή κι έφυγε. Μετά την επίσκεψη του Βίκτορ και ενόψει της επιστροφής του Ντόμινικ στο Μανχάταν, έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη, ένιωθα σαν κόκκος άμμου που βολόδερνε σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα συναισθημάτων. Δεν ήταν δίκαιο. Πάνω που είχα αρχίσει να ελπίζω πως με τον Ντόμινικ θα μπορούσαμε να βρούμε μια λύση, να χτίσουμε μια κοινή ζωή, όσο ασυνήθιστη κι αν ήταν, ερχόμουν αντιμέτωπη με μία ακόμη μηχανορραφία του Βίκτορ, ένα σχέδιο ικανό να καταστρέψει την καριέρα μου πάνω στα πρώτα της βήματα. Θα μπορούσα να απευθυνθώ στην αστυνομία, η καρδιά μου όμως σφιγγόταν σε αυτή την προοπτική. Τι θα έλεγα; Θα καταλάβαιναν πέντε πράγματα για την προσωπική μου ζωή και θα έσκαγαν στα γέλια. Ακόμη κι αν αποδεικνύονταν περισσότερο ανοιχτόμυαλοι απ’ ό,τι φανταζόμουν, η παρέμβασή τους θα απέβαινε ανούσια αν ο Βίκτορ κατόρθωνε να διαρρεύσει έστω και μία φωτογραφία. Κινδύνευα να χάσω τα πάντα. Έτσι και περνούσε στο διαδίκτυο η εικόνα και άρχιζε η αναπαραγωγή της, θα μπορούσε να φτάσει ως την Τε Αρόχα. Δε θα το άντεχα αν την έβλεπαν οι γονείς μου δημοσιευμένη στην εφημερίδα. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον για το πρόβλημα που αντιμετώπιζα, όμως η Τσέρι δεν ήταν διαθέσιμη και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πω κάτι στον Κρις, τον καλύτερό μου φίλο στο Λονδίνο. Ήδη θεωρούσε τον Ντόμινικ κακή επιρροή. Ικανό τον είχα να έβαζε κάποιον να κανονίσει τον Βίκτορ, τόσο προστατευτικός γινόταν σε κάποιες περιπτώσεις. Η σκέψη του Κρις μού προκάλεσε νοσταλγία. Μου έλειπε τρομερά. Ήταν ο άλλος άντρας στη ζωή μου πέρα από τον παλιό μου δάσκαλο του βιολιού, τον κύριο Φαν ντερ Βλιτ, ο οποίος ουδέποτε είχε επιχειρήσει να κάνει κάτι, και μου έλειπε η ασφάλεια της παρέας του, οι συζητήσεις μας, το να ξέρω πως οι δυο μας δε θα ήμασταν ποτέ κάτι περισσότερο από φίλοι και επομένως οι συμβουλές του δεν είχαν κίνητρο την επιθυμία να με βάλει κάτω στο κρεβάτι. Είχα πάψει να αναρωτιέμαι για ποιο λόγο δεν είχαμε νιώσει ποτέ κάποια έλξη ο ένας για τον άλλο ο Κρις κι εγώ. Το βέβαιο ήταν ότι στις άλλες γυναίκες άρεσε και μετά από κάθε εμφάνισή του τον περικύκλωναν διάφορες θαυμάστριες. Ίσως είχε να κάνει με το ότι ήμασταν και οι δύο μουσικοί και άρα δε μου προκαλούσε τόση εντύπωση όσο στις γυναίκες στο ακροατήριο. Ο Κρις ήταν γλυκός και αρκετά παλιομοδίτης κατά βάθος. Δε συζητούσαμε για την ερωτική μας ζωή, όμως στις λιγοστές περιπτώσεις που είχε μάθει τυχαία πέντε πράγματα παραπάνω για τη δική μου το είχε καταστήσει απόλυτα σαφές πως οι ερωτικές μου περιπέτειες τον ανησυχούσαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει την απόλαυση που αντλούσα από κάποια πράγματα που μου άρεσε να κάνω και τα θεωρούσε επικίνδυνα. Δεν τα έβλεπε σαν κάτι το διασκεδαστικό και ασφαλές, μέσα σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον· ήταν της άποψης ότι ο κυρίαρχος ήταν ένα άτομο που είχε εμμονή με τον έλεγχο κι ότι θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Ήλπιζα πως κάποια μέρα θα του άλλαζα γνώμη, επί του παρόντος πάντως σκόπευα να κινηθώ με υπομονή και να το φέρω με τρόπο. Πάνω απ’ όλα, δεν ήθελα να τον χάσω, επομένως η όποια συζήτηση για τα προβλήματά μου με τον Βίκτορ θα έπρεπε να γίνει με κάποιο άλλο φίλο. Όχι με τον Κρις. Θυμήθηκα τη Λόραλιν, αλλά δεν είχα ούτε το τηλέφωνό της, ενώ είχαμε να ιδωθούμε και να μιλήσουμε σχεδόν ένα χρόνο. Από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα είχε απόλυτη αυτοπεποίθηση
και σίγουρα θα είχε κάποια σοφή συμβουλή να μου δώσει σε αυτή την περίπτωση. Συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχα κλειστεί και απομονωθεί. Το σύντομο διάστημα που πέρασα στην πατρίδα με τους φίλους και τους συγγενείς μου με είχε κάνει να αντιληφθώ πόσο λίγους φίλους είχα. Ο Ντόμινικ είχε γίνει το λιμάνι μου, το σταθερό σημείο αναφοράς, το καταφύγιό μου στην καταιγίδα, αν όμως του αποκάλυπτα τι συνέβαινε τώρα και πώς είχε προκύψει αυτή η κατάσταση, ήξερα πως θα τον έχανα για πάντα. Την είχα γαμήσει. Εκείνο το βράδυ μέθυσα, για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ανακάτεψα επίτηδες μπίρα και αλκοολούχα ποτά, βγήκα στο Γουέστ Βίλατζ και πέρασα από τα μισά μπαρ γύρω από τη Μακντούγκαλ και τη Σάλιβαν. Δεν ήμουν σίγουρη τι έψαχνα: παρηγοριά στο αλκοόλ ή απλώς το ήσυχο, ζεστό καταφύγιο της λιποθυμίας; Ουδέποτε τα πήγα καλά με το μεθύσι (συνήθως καταλήγω βλοσυρή και δύσθυμη), κι αυτός είναι μάλλον ο λόγος για τον οποίο δεν τράβηξα κανενός την προσοχή στο μπαρ – ευτύχημα, το δίχως άλλο, καθώς δεν ήμουν σε κατάσταση να επιλέξω έξυπνα ερωτικό παρτενέρ. Όχι πως ψαχνόμουν για κάτι ή κάποιον στην κατάσταση που βρισκόμουν. Αρκετά περίπλοκη ήταν η ζωή μου ήδη. Επέστρεψα σέρνοντας τα βήματά μου στο διαμέρισμα πάνω στην ώρα για να προλάβω να αγκαλιάσω τη λεκάνη της τουαλέτας, όπου έκανα έναν ξεγυρισμένο εμετό. Εξουθενωμένη, άδεια μέσα μου, κατάφερα να φτάσω μέχρι το υπνοδωμάτιο, όπου σωριάστηκα στο κρεβάτι και σύντομα έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη κι εγώ είχα έναν τρομερό πονοκέφαλο, λες και μου είχαν βάλει το κεφάλι στη μέγκενη. Στο ντουλαπάκι του μπάνιου δεν υπήρχε τίποτα για να με ανακουφίσει. Ο Ντόμινικ δε συνήθιζε να παίρνει από μόνος του φάρμακα και τα μόνα χαπάκια εκεί μέσα ήταν τα αντισυλληπτικά μου. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη: είχα τα χάλια μου, μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, ένα άσχημο κοκκίνισμα στο δεξί μάγουλο, μαλλιά λες και είχα περάσει μέσα από βατσινιές. Αναστέναξα και γύρισα ακροπατώντας στο δωμάτιο, για να προσπαθήσω να κοιμηθώ ξανά. Τα σεντόνια έζεχναν ιδρώτα και αλκοόλ. Θα έπρεπε να τα πλύνω και να τα στεγνώσω πριν επιστρέψει ο Ντόμινικ. Έμεινα στο κρεβάτι για ώρες, αδυνατώντας να ησυχάσω το μυαλό μου. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τη θήκη του βιολιού στο βάθος του καθιστικού, να με καλεί, παρατημένη, όμως δεν μπορούσα να βρω αρκετή δύναμη ώστε να σηκωθώ και να εξασκηθώ, έστω και λίγο. Ο χρόνος περνούσε βασανιστικά αργά. Κάθε φορά που έριχνα μια ματιά στο ρολόι μου η μέρα έμοιαζε να κυλά όλο και πιο δύσκολα. Είχα εξαντλήσει τη μισή διορία που μου είχε δώσει ο Βίκτορ και οι σκέψεις μου έμοιαζαν με κουβάρι. Εν τω μεταξύ, η πίεση που ένιωθα στους κροτάφους μου δεν έλεγε να υποχωρήσει με τίποτα. Ήθελα να βάλω τα κλάματα, μα δεν μπορούσα να βρω τη δύναμη ούτε καν γι’ αυτό. «Εγώ είμαι». «Περίμενα τηλεφώνημά σου». Μπορούσα σχεδόν να δω το αυτάρεσκο χαμόγελο να απλώνεται πάνω στο γοητευτικό πρόσωπό του. «Είσαι έξυπνος άνθρωπος».
«Λοιπόν;» «Λοιπόν...» Ο λαιμός μου σφίχτηκε καθώς επιχειρούσα να ελέγξω τα συναισθήματά μου, να μην του προσφέρω την επιπλέον ευχαρίστηση του να ακούσει πνιχτούς τους ήχους που προσπαθούσα να αρθρώσω με το ζόρι. «Πέρνα στο προκείμενο, Σάμερ», είπε ο Βίκτορ. «Είναι απλή η επιλογή: ναι ή όχι; Άντε». «Οι φωτογραφίες θα διαγραφούν και δε θα υπάρξουν αντίγραφα;» «Ναι. Έχεις το λόγο μου». «Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Μπορώ πραγματικά να σε εμπιστευτώ;» «Δεν έχεις άλλη επιλογή». «Μάλλον». «Δηλαδή η απάντηση είναι καταφατική;» Αναστέναξα παραιτημένα. «Και... όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, δε θα με ενοχλήσεις ποτέ ξανά. Θα με αφήσεις ήσυχη. Θα πάψεις να αποτελείς κομμάτι της ζωής μου;» «Αν αυτό θέλεις». «Αυτό θέλω. Απολύτως». «Καλώς». Και πάλι δεν μπορούσα να αναγκάσω τον εαυτό μου να πει τη μοιραία λέξη, προσπαθούσα να παρατείνω τη συζήτηση. «Κι αυτή τη φορά δε θα υπάρξουν κάμερες, κινητά ή οτιδήποτε άλλο;» «Φυσικά». Ουσιαστικά, είχα επιλογή; Ή θα δεχόμουν ή θα έχανα την καριέρα μου ως μουσικός και, στην πορεία, το δίχως άλλο, τον Ντόμινικ. «Άλλωστε», είπε ο Βίκτορ, «αυτή τη φορά σχεδιάζω να φοράς μάσκα». «Τι κιτς». «Κάθε άλλο, αγαπητή μου. Σε όλους μας δεν αρέσουν οι τελετές; Θα είσαι υπέροχη. Η μάσκα θα είναι μαύρη φυσικά, εκτός κι αν έχεις κάποια άλλη χρωματική προτίμηση». Ξαφνικά, θυμήθηκα τη γυναίκα μέσα στο κλουβί, πίσω στη Νέα Ορλεάνη. Δεν ήμουν καν σίγουρη αν φορούσε πράγματι μάσκα, όμως η χαλαρή αναφορά του Βίκτορ στις τελετές ανέσυρε την εικόνα αυτή από τη μνήμη μου και ένιωσα ένα γνώριμο σφίξιμο στο στομάχι. «Τέλος πάντων», είπα. «Να θεωρήσω ότι είμαστε σύμφωνοι;» ρώτησε ο Βίκτορ. «Σύμφωνοι». Ένιωσα ένα πλάκωμα στο στήθος. «Τέλεια». Μια νύχτα θα είναι, μία από τις πολλές που θα είμαι πλέον ελεύθερη να απολαύσω με τους δικούς μου όρους, είπα στον εαυτό μου. Μια νύχτα. Και θα αφορούσε μόνο το σώμα μου, όχι το μυαλό ή την καρδιά μου. Αυτά θα τα κλείδωνα μέσα μου για τις λίγες ώρες που θα διαρκούσε, μακριά από τις μοχθηρές σκέψεις του Βίκτορ, τα βλέμματα των αγνώστων, θα τα διατηρούσα αγνά. Δυστυχώς, γνώριζα πάρα πολύ καλά πως το σώμα γρήγορα επανέρχεται και η ντροπή δεν αφήνει σημάδια, τουλάχιστον εξωτερικά. Θα ήταν απλώς μια τελευταία περιπέτεια και μετά θα ήμουν ελεύθερη, θα ανακτούσα τον έλεγχο της ζωής μου. Σίγουρα το τίμημα δεν ήταν πολύ μεγάλο. Ή μήπως όχι; «Πότε;» θέλησα να μάθω. Γέλασε. «Τόσο πολύ βιάζεσαι;» «Όχι. Απλώς θέλω να τελειώνουμε», απάντησα.
«Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να συγκρατήσεις τον ενθουσιασμό σου για ένα διάστημα. Θα σε ενημερώσω». «Α...» Ήλπιζα πως αυτή η ιστορία θα τελείωνε προτού επιστρέψει ο Ντόμινικ. Ήθελα να ανήκει ήδη στο παρελθόν, όπως και τόσα άλλα πράγματα που του είχα κρατήσει κρυφά, μέχρι να ξαναβρεθούμε. «Θα είμαστε σε επικοινωνία, Σάμερ», δήλωσε ο Βίκτορ. «Σε παρακαλώ...» «Α, μην ανησυχείς. Θα είμαι υπόδειγμα διακριτικότητας», πρόσθεσε πριν κλείσει το τηλέφωνο. Το μόνο που μπορούσα να κάνω πλέον ήταν να περιμένω. Ο Ντόμινικ ακούμπησε κάτω τη βαλίτσα του και κινήθηκε προς το μέρος μου. Ήμουν καθισμένη στον καναπέ και περίμενα, φορώντας ένα από τα πουκάμισά του, το μπλε-ανθρακί Ralph Lauren που του άρεσε να βάζω στο κρεβάτι όποτε κρύωνα τόσο ώστε να μην μπορώ να κοιμηθώ γυμνή. Φορούσα επίσης ένα λευκό βαμβακερό εσώρουχο που είχα αγοράσει την προηγούμενη μέρα από το κατάστημα της Gap. Συγκρατημένη εμφάνιση, σχεδόν αθώα. «Γύρισες», είπε, κι ένα γλυκύτατο χαμόγελο μεταμόρφωσε τη θλίψη που είχε εγκατασταθεί στο πρόσωπό του. «Ναι, η περιοδεία έληξε. Για τους επόμενους μήνες δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα», τον πληροφόρησα. «Θαυμάσια». Σηκώθηκα να τον φιλήσω. Τα χείλη του ήταν απαλά αλλά στεγνά. Τα έγλειψα, ενώ αφηνόμουν και πάλι στην αίσθηση της παρουσίας του, στη ζέστη του κορμιού του, στο άρωμά του. Το βλέμμα του με σάρωνε, κατακλυσμένο από άρρητες ερωτήσεις τις οποίες δεν είχα καμία διάθεση να απαντήσω αυτή την ώρα. «Καλώς όρισες», είπα. «Κι εσύ». Η παλάμη του πέρασε στον ώμο μου, τραβώντας με αποφασιστικά προς το μέρος του. Έκανα να ανοίξω το στόμα μου, όμως τα δάχτυλά του πήγαν αμέσως στα χείλη του, δείχνοντάς μου πως δεν έπρεπε να πω λέξη. «Σσς». Μια γνώριμη αίσθηση απλώθηκε στο στομάχι μου. Αναμνήσεις από όλες εκείνες τις σιωπές που είχαμε μοιραστεί. Από τη σιωπή που ακολουθούσε πάντοτε τη μουσική. Ένα αβίαστο τελετουργικό που είχε καταστεί απόλυτα δικό μας. Ο Ντόμινικ που γνώριζα είχε επιστρέψει και δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για το παρελθόν. Το μόνο που είχε σημασία ήταν το παρόν, το ότι ήμασταν μαζί σ’ εκείνο το δωμάτιο, κι ο υπόλοιπος κόσμος δεν είχε θέση σε αυτό. Όπως με κρατούσε σφιχτά πάνω του και οι καρδιές μας έμοιαζαν να συντονίζονται, σε απόσταση λίγων εκατοστών η μία από την άλλη, η δεύτερη παλάμη του σηκώθηκε και έπιασε γερά μια χούφτα από τα μαλλιά μου. Έκλεισε γροθιά. Τράβηξε. Το κεφάλι μου κινήθηκε προς τα πίσω, ακολουθώντας τη γωνία της κίνησής του, αποκαλύπτοντας το λαιμό μου. Πλησίασε το στόμα του και, με τα χείλη του, έπιασε την τεντωμένη επιδερμίδα, τη μάλαξε. Ανατρίχιασα. Ύστερα τα χείλη του παραμέρισαν, τα δόντια του δάγκωσαν ελαφρά το δέρμα, χωρίς όμως να το σημαδέψουν,
δοκιμάζοντας την ελαστικότητά του. Σε μια άκρη του μυαλού μου αναρωτιόμουν αν με αυτό τον τρόπο θα μου έσκιζε ένας κανίβαλος το λαιμό ή αν από εκεί θα τρεφόταν το βαμπίρ στο οποίο είχε μετατραπεί ο Ντόμινικ όσο διάστημα απουσίαζα. Τα πόδια μου λύγισαν. Ήξερα πως τα δόντια του τελικά θα άφηναν σημάδι στο λαιμό μου. Το σημάδι του. Έμεινε για λίγο εκεί, σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να με δαγκώσει τελείως, να κόψει την επιδερμίδα μου ώστε να τρέξει αίμα ή να με φάει με μια γρήγορη, βίαιη κίνηση, να με κατασπαράξει. Τελικά, άφησε τα μαλλιά μου και, σχεδόν αστραπιαία, έσκισε το πουκάμισο από το στήθος μου, εκτοξεύοντας μερικά από τα κουμπιά στον αέρα, στέλνοντάς τα να πέσουν στο ξύλινο πάτωμα του λοφτ. Έτσι όπως στεκόμουν εκεί, απέναντί του, σχεδόν γυμνή, αισθάνθηκα ξαφνικά την παρόρμηση να πέσω στα γόνατα, να κατεβάσω το φερμουάρ του μαύρου παντελονιού του, να βγάλω έξω το σκληρό όργανό του και να το μπήξω στο λαιμό μου μέχρι να νιώσω ότι πνίγομαι, να υποδυθώ την τσούλα που πάντα ήθελα να γίνω για χάρη του. Τελικά όμως περίμενα, ανυπομονώντας να δω τι θα έκανε στη συνέχεια. Ο Ντόμινικ πέρασε από πίσω μου και, χτυπώντας και πάλι ελαφρά τον ώμο μου, με έβαλε να κάνω μεταβολή μέχρι που βρέθηκα απέναντι στον πορτοκαλή καναπέ. Ύστερα με ανάγκασε να σκύψω και με μια σίγουρη κίνηση κατέβασε το εσώρουχό μου, αφήνοντάς το πεσμένο στους αστραγάλους μου. Ένα δάχτυλο με δοκίμασε. Και στις δύο τρύπες. Άνοιξε τα πόδια μου και ξαφνικά καρφώθηκε μέσα μου στην ψύχρα, με τη διαδρομή του να διευκολύνεται από την άφθονη υγρασία μου. Απολάμβανα τον τρόπο που με γέμιζε ο πούτσος του, το πώς μου ταίριαζε, σαν άκαμπτο γάντι. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε καμία ανάγκη για σκοινιά, δεσίματα, φίμωτρα, βοηθήματα, αν και ήλπιζα πως θα φύλαγε μερικές τέτοιες εκπλήξεις για μια άλλη φορά. Το μόνο που ήθελα ήταν την αποφασιστική κίνηση του πέους του μέσα μου, τον ήχο της ανάσας του καθώς εντεινόταν η ηδονή του, την αίσθηση των αρχιδιών του πάνω στον κώλο μου κάθε φορά που έφτανε μέχρι τέρμα. Βρισκόμασταν στη Νέα Υόρκη, το φθινόπωρο πλησίαζε και ο Ντόμινικ ήταν μέσα μου, η μουσική των κινήσεών του συντονιζόταν με τον τραχύ τρόπο που τα δάχτυλά του έπαιζαν με τον κώλο μου. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ευτυχισμένη. Δε χωρούσε καμία σκέψη για το αύριο. Ή το χθες. Μακάρι να σταματούσε ο χρόνος εκεί και αυτό που ένιωθα να μην άλλαζε ποτέ.
12 Το Βαλς Ξεκινά
ΔΕ ΘΑ ΑΡΕΣΕ ΚΑΘΟΛΟΥ
στη Σάμερ όλο αυτό, σκεφτόταν ο Ντόμινικ μπαίνοντας στο κτίριο που είχε κλείσει ο Βίκτορ για τη συγκέντρωση και παρατηρώντας στη συνέχεια το εσωτερικό του. Η διακόσμηση ήταν πλούσια, σε βαθμό κακογουστιάς. Προφανώς θα είχε στοιχίσει μια περιουσία, έστω και για μία βραδιά, αν και ίσως ανήκε σε κάποιο εύπορο άτομο από τον κύκλο των γνωριμιών του Βίκτορ. Επρόκειτο για μια επιβλητική έπαυλη η οποία έβλεπε προς τον ποταμό Χάντσον, σε μια περιοχή του Μανχάταν όπου σπάνια πήγαινε ο Ντόμινικ, σε μια συνοικία εκατομμυριούχων γνωστή σε ελάχιστους. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα απ’ άκρη σ’ άκρη με κόκκινα χαλιά, σε μια προσπάθεια ο χώρος να παραπέμπει σε κατοικία γαλαζοαίματων, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να μοιάζει μακάβριος, θυμίζοντας εκείνα τα σπίτια στις παλιές ταινίες τρόμου όπου όλα τα πατώματα είχαν πνιγεί στο αίμα. Καθρέφτες με περίτεχνες επίχρυσες κορνίζες εκτείνονταν κατά μήκος και των δύο πλευρών του διαδρόμου, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του πλάτους. Ο Ντόμινικ μπορούσε να δει το είδωλό του από όλες τις γωνίες, μια εικόνα δυσάρεστη, που τον έκανε να θέλει να περάσει από το διάδρομο όσο το δυνατό γρηγορότερα. Ανέβηκε τη σκάλα στο βάθος του διαδρόμου, η οποία στην κορυφή οδηγούσε προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, χωρίς να υπάρχει κάποια ένδειξη για τους καλεσμένους προς τα πού έπρεπε να στραφούν. Ο Ντόμινικ επέλεξε τον αριστερό διάδρομο. Η πόρτα άνοιξε προτού προλάβει να σηκώσει το χέρι του για να πιάσει το παλιομοδίτικο ρόπτρο. Μια νεαρή γυναίκα στάθηκε στο κατώφλι και του έγνεψε να περάσει, με μια χαριτωμένη κίνηση του χεριού. Φορούσε ένα κατακόκκινο σετ εσωρούχων, στο ίδιο χρώμα με το χαλί. Αντί να καλύπτουν τα στήθη και τα γεννητικά της όργανα, τα μικρά κομμάτια υφάσματος απλώς τα περιέβαλλαν· το στρινγκ ήταν ανοιχτό στον καβάλο και το σουτιέν αποτελούνταν από δύο τρίγωνα πίσω από τα οποία ξεπρόβαλλαν τα μικρά στήθη της. Τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα πάνω και στην κορυφή του κότσου της έστεκε ένα μεγάλο κόκκινο φτερό, το οποίο έμοιαζε να μακραίνει το κορμί της, έτσι που η τελική εικόνα θύμιζε μια άκρως θηλυκή καμηλοπάρδαλη. Κρατούσε έναν ασημένιο δίσκο, ο οποίος φαινόταν πολύ βαρύς για το λεπτό της χέρι. Πάνω στο δίσκο ήταν αραδιασμένες αρκετές σειρές σφηνάκια. Πρότεινε το δίσκο στον Ντόμινικ. «Όχι, ευχαριστώ», αρνήθηκε εκείνος ευγενικά. «Δεν πίνω». «Α, όχι», εξήγησε η γυναίκα. «Δεν είναι αλκοόλ, σοκολάτα είναι. Οι αρχαίοι Αζτέκοι θεωρούσαν τη σοκολάτα ένα από τα ισχυρότερα αφροδισιακά, ξέρετε». «Αφού το θέτεις έτσι, δε θα ήταν ευγενικό να αρνηθώ». Του έκανε εντύπωση το ότι το γλυκό υγρό ήταν επίσης ζεστό, λες και τα σφηνάκια είχαν γεμίσει
από ένα δοχείο με σοκολάτα λιωμένη στη φωτιά. Η σοκολάτα ήταν ελαφρώς καρυκευμένη, με μια ιδέα καυτερής πιπεριάς και μοσχοκάρυδου, όπως του φάνηκε. «Υπέροχα, ευχαριστώ». Εκείνη απάντησε με μια ελαφριά υπόκλιση του κεφαλιού της. Το σπίτι ήταν πραγματικό παλάτι, συμπέρανε ο Ντόμινικ κοιτάζοντας ολόγυρα την τεράστια σάλα μέσα στην οποία είχε βρεθεί. Με ικανοποίηση παρατήρησε πως το χαλί δεν κάλυπτε ολόκληρο το δωμάτιο, αλλά μόνο την περιφέρειά του, δημιουργώντας ένα πλαίσιο γύρω από την κεντρική πίστα χορού. Μάλιστα ένα ζευγάρι χόρευε βαλς στο ξύλινο πάτωμα, αν και μουσική δεν έπαιζε. Ο Ντόμινικ αναγνώρισε τον Έντουαρντ και την Κλαρίσα, τους οικοδεσπότες σ’ εκείνη τη συγκέντρωση όπου είχε συμμετάσχει η Μιράντα. Η Κλαρίσα ήταν επίσης ντυμένη ασορτί με το χαλί, φορούσε μια κόκκινη τουαλέτα που έφτανε ως το πάτωμα, με τελειώματα λευκής δαντέλας, θυμίζοντας βασίλισσα της βικτοριανής εποχής. Ο Ντόμινικ είχε αρχίσει να υποψιάζεται πως ο Βίκτορ είχε δώσει οδηγίες στους άλλους καλεσμένους για το πώς να ντυθούν, οδηγίες τις οποίες δεν είχε μοιραστεί με τον ίδιο. Ο Έντουαρντ φορούσε στρατιωτική στολή με όλα τα εξαρτήματα και τα παράσημά της, παραπέμποντας σε ήρωα πολέμου ή δικτάτορα, ανάλογα πώς το έβλεπε κανείς. Ο Ντόμινικ κατευθύνθηκε στο μακρύ τραπέζι στο βάθος της αίθουσας, στο οποίο υπήρχαν σαμπάνιες μέσα σε παγωνιέρες, αμέτρητες σειρές κολονάτων ποτηριών, μεγάλα τσαμπιά σταφύλι, καθώς και μάνγκο κομμένα σε κομμάτια πάνω σε ξύλινες πιατέλες, αλλά κι ένα γλυπτό από πάγο, ένας στρουμπουλός Έρωτας που στόχευε το βέλος του κατευθείαν στο δωμάτιο. Δεν ήταν ο θεός του έρωτα, όπως πολλοί νόμιζαν, αναλογίστηκε ο Ντόμινικ, αλλά ο θεός του αισθησιασμού, διότι τα βέλη του κατέκλυζαν τα θύματά του με ασυγκράτητο πάθος. Χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μη γελάσει μόλις πρόσεξε το σιντριβάνι σοκολάτας, παλιό δώρο πιθανότατα κάποιας καλοπροαίρετης θείας, η οποία δε θα μπορούσε να φανταστεί πως θα κατέληγε να αποτελεί κεντρικό στοιχείο της διακόσμησης σ’ ένα τέτοιο πάρτι. Να λοιπόν πώς κρατούσαν ζεστή τη σοκολάτα. Ο Ντόμινικ είχε αρχίσει να υποψιάζεται πως ο Βίκτορ ήταν κάποιου είδους μάγος. «Τα περνάτε όμορφα απόψε;» Ο Ντόμινικ γύρισε και είδε μια Γιαπωνέζα μ’ ένα λευκό κορσέ, λεπτά διακοσμημένο με μικροσκοπικά κόκκινα άνθη. Υπό άλλες συνθήκες, θα έβρισκε το σχέδιο ευχάριστο, σ’ εκείνο το χώρο όμως η εικόνα τον έκανε να φαντάζεται πως η γυναίκα είχε δεχτεί πυροβολισμό στα πλευρά. «Ναι, ευχαριστώ. Επί του παρόντος τουλάχιστον... Μόλις τώρα ήρθα». «Έχετε βρεθεί και άλλοτε σε κάποιο πάρτι του Βίκτορ;» «Μία φορά μόνο, αλλά ήταν πιο ανεπίσημη η περίσταση. Καμία σχέση με απόψε». Η γυναίκα έπιασε ένα ποτήρι και έσκυψε πάνω στο τραπέζι για να βρει κάποιο μπουκάλι, αποκαλύπτοντας μέρος του στήθους της και μια ανοιχτή καφέ ρώγα όπως έγερνε. «Επιτρέψτε μου». Ο Ντόμινικ πήρε το μπουκάλι από το χέρι της και το έγειρε σερβίροντας το αφρώδες υγρό στο ποτήρι της με αργές κινήσεις, ώστε να μη χυθεί. «Ευχαριστώ. Τι θα λέγατε να κάναμε μια πρόποση;» «Αν δε βρω κάποιο αναψυκτικό, δυστυχώς δε θα μπορέσω. Συνήθως δεν πίνω». Αποφάσισε να πάψει να δικαιολογείται. Γιατί έδειχναν οι άνθρωποι να μπερδεύονται τόσο από
την επιλογή του να αποφεύγει το αλκοόλ; Λες και ήταν αδύνατο να περάσεις όμορφα αν δεν τα είχες τσούξει. «Σοφή επιλογή μάλλον, σε τέτοιες συνθήκες». Ο Ντόμινικ συνοφρυώθηκε, αναζητώντας με το βλέμμα κάποια εναλλακτική λύση. Δεν ήταν πάρτι για νηφάλιους, κρίνοντας από τα ποτά που προσφέρονταν. Μέχρι να γυρίσει προς τα πίσω, η παρέα του είχε παρασυρθεί στο πλήθος από έναν άντρα που φορούσε ένα εφαρμοστό χρυσόμαυρο σορτσάκι και μάσκα παλαιστή του κατς. Ο Ντόμινικ παρατήρησε τη μυώδη πλάτη του άντρα να κινείται όπως απομακρυνόταν κι ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας. Ίσως έπρεπε να αρχίσει το τρέξιμο, όπως είχε προτείνει η Λόραλιν, ή τουλάχιστον να επιστρέψει με κάποιο τρόπο στην ενασχόλησή του με τον αθλητισμό, όπως στα φοιτητικά του χρόνια. Όχι πως η Σάμερ έδειχνε να ενδιαφέρεται στο ελάχιστο όταν έπαιρνε ή έχανε κανένα κιλό. Ο Ντόμινικ αμφέβαλλε ακόμη κι αν εκείνη το παρατηρούσε. Ο Έντουαρντ διέκοψε τις σκέψεις του. «Νομίζω πως έχουμε ήδη συναντηθεί, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν συστηθήκαμε επισήμως. Ήσουν στο τελευταίο σουαρέ του Βίκτορ αν δεν απατώμαι;» «Ναι. Κλαρίσα και Έντουαρντ αν θυμάμαι καλά; Εμένα με λένε Ντόμινικ». «Λέγε με Εντ, σε παρακαλώ. Μονάχα ο Βίκτορ με φωνάζει Έντουαρντ, και η Κλαρίσα, όταν θέλει να με εκνευρίσει. Όπως βλέπεις, στον Βίκτορ αρέσει να δίνει στις εκδηλώσεις του μια κάποια θεατρική νότα». Ο Εντ τράβηξε ένα κομμάτι σταφύλι από μια πιατέλα, το βούτηξε στο σιντριβάνι σοκολάτας και μετά το έβαλε στο στόμα του, χαμογελώντας με ικανοποίηση. Η Κλαρίσα συνέχισε τη συζήτηση. «Κάθε φορά δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, μας έχει ετοιμάσει κάποια έκπληξη για αργότερα. Ένας Θεός ξέρει τι. Τον γνωρίζεις καλά;» «Όχι, δε θα το έλεγα. Γνωστοί είμαστε». «Ωραία. Δε θα ήθελα να πω κάτι που θα σε έθιγε αν ήσασταν φίλοι. Δεν πιστεύω πως είναι ιδιαιτέρως συμπαθής, για να είμαι ειλικρινής. Ο κόσμος έρχεται στα πάρτι του για το θέαμα, και βέβαια η σαμπάνια είναι κάθε φορά καλή». «Αυτό είναι το αποψινό πάρτι λοιπόν; Κάπως υποτονικό μοιάζει για τα μέτρα του Βίκτορ. Περίμενα κάτι περισσότερο». «Νομίζω πως η κυρίως δράση θα έχει επίκεντρο το μπουντρούμι, και το χώρο του παιχνιδιού, όταν θα έχουν έρθει όλοι και θα έχουν ζεσταθεί κάπως». Έδειξε δύο καμάρες στον απέναντι τοίχο, καλυμμένες με χοντρές κόκκινες βελούδινες κουρτίνες. «Αν δεν κάνω λάθος, θα ανοίξουν τα μεσάνυχτα». «Μπουντρούμι και χώρος παιχνιδιού;» «Ναι. Ο Βίκτορ έχει φροντίσει να καλύψει όλα τα γούστα απόψε. Υπάρχει χώρος σαδομαζοχισμού, με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, καθώς και ένα δεύτερο δωμάτιο για όσους από εμάς προτιμούν τις ανταλλαγές συντρόφων». «Ή για τους λιμπερτίνους, για όσους από εμάς προτιμούν να μην το βλέπουν σαν μια απλή ανταλλαγή συντρόφων», παρενέβη ο Εντ. Είχε σοκολάτα στο κάτω μέρος του λεπτού μουστακιού του. «Ναι, καλέ μου», απάντησε η Κλαρίσα, στρέφοντας τα μάτια προς τα πάνω, μπουχτισμένη μαζί του. «Λοιπόν, είσαι καινούριος στο χώρο;» «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι».
Ο Ντόμινικ ουδέποτε υπήρξε φίλος των οργανωμένων πάρτι για ανταλλαγή συντρόφων ή για πειραματισμούς στο σαδομαζοχισμό, προτιμώντας να ζει τις φαντασιώσεις του είτε μέσα στο μυαλό του είτε μέσα στο σπίτι του. Τα σκηνικά στο Λονδίνο, τότε που συμμετείχε μαζί με άλλους άντρες σε βραδιές κραιπάλης, είχαν αποδειχτεί εκ των υστέρων κάπως λειψά σε επίπεδο ερωτισμού, απλά επεισόδια άκρατου πάθους. Σε κλαμπ φετιχιστών δεν είχε πάει ποτέ, ενώ σπάνια παρακολουθούσε δημόσια φετιχιστικά παιχνίδια, πέρα από εκείνη την περίπτωση που ο Βίκτορ έριξε ξυλιές στη Μιράντα. Τουλάχιστον ήλπιζε πως επρόκειτο για απλές ξυλιές και όχι για επίθεση. Απ’ όσο ήξερε για τον Βίκτορ, η πραγματικότητα θα μπορούσε να ταυτίζεται με οποιαδήποτε από τις δύο εκδοχές. «Είσαι τυχερός που έχεις όλα αυτά τα πράγματα στη διάθεσή σου. Όταν ξεκινήσαμε εμείς, νομίζαμε πως ήμασταν οι μοναδικοί άνθρωποι στον κόσμο που τους άρεσαν αυτές οι καταστάσεις». «Επομένως, δεν είστε καινούριοι στο χώρο. Πώς τον ανακαλύψατε;» Η περιέργεια του Ντόμινικ είχε κεντριστεί. Ίσως ήταν εφικτό να διατηρηθεί μια σχέση υπό τέτοιες συνθήκες. «Όχι, παλιές καραβάνες, και οι δυο μας. Γνωριστήκαμε στο λύκειο. Είμαστε τριάντα χρόνια παντρεμένοι. Μετά από λίγο τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ανιαρά, οπότε προσπαθήσαμε να πειραματιστούμε, για να προσθέσουμε λίγο αλατοπίπερο στη ζωή. Το ένα έφερε το άλλο και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ. Ήταν πιο δύσκολο όταν τα παιδιά έμεναν ακόμη μαζί μας στο σπίτι. Πού να ’ξεραν πως οι γονείς τους έφευγαν για να πάνε στα πιο καυτά κλαμπ της Νέας Υόρκης όταν κανονίζαμε να έρθουν να τα φυλάξουν νταντάδες και τους λέγαμε πως πηγαίναμε στον κινηματογράφο; Τώρα έχουμε το σπίτι στη διάθεσή μας και κάνουμε ό,τι μας αρέσει». «Και τα παιδιά σας...» άρχισε να λέει ο Ντόμινικ, αλλά τελικά κατάπιε την πρόταση, καθώς έψαχνε έναν ευγενικό τρόπο να στρέψει τη συζήτηση προς άλλη κατεύθυνση, ώστε να κλείσει αυτό το άβολα προσωπικό θέμα. «Εννοείς αν όλα πήγαν καλά; Ναι, μια χαρά είναι και τα δύο, αν και εντελώς βαρετά. Ο γιος μας κατέληξε να εργάζεται ως δικηγόρος ειδικευμένος στα διαζύγια –αν είναι ποτέ δυνατό!– και μετακόμισε στο Γουισκόνσιν. Έχει επιστρέψει στη Νέα Υόρκη τώρα, παίζει τρομπόνι σε κάποια ορχήστρα. Η κόρη μας παντρεύτηκε το γιο του ιερέα της ενορίας. Ένας Θεός ξέρει πώς έγινε αυτό. Καθόλου δεν τους αρέσει ο τρόπος που ζούμε, παρότι προσπαθούμε να μη μάθουν τίποτα, σε περίπτωση που αποφασίσει η κόρη μας ότι θα επηρεάσουμε αρνητικά τα εγγόνια μας. Ο κόσμος σκέφτεται ένα σωρό ανοησίες, καταλαβαίνεις». «Ναι, μάλλον». «Α, εμφανίστηκε επιτέλους, ο άρχοντας του παλατιού. Τι γελοία εμφάνιση, δε βρίσκεις; Λάτεξ πρέπει να φοράνε μόνο οι νέοι και λεπτοί άνθρωποι». Ο Έντουαρντ την αγριοκοίταξε. «Βλακείες. Οι νέοι και λεπτοί δεν έχουν το μονοπώλιο της λάμψης. Άλλωστε, εμείς οι δύο αποτελούμε τη ζωντανή απόδειξη, έτσι δεν είναι;» πρόσθεσε, χαμογελώντας αυτάρεσκα. «Ναι, απολύτως». Ο Βίκτορ φορούσε μια λαστιχένια στολή κονφερασιέ, στα χρώματα του κόκκινου, του μαύρου και του χρυσού. Το πρόσωπό του είχε βαφτεί σαν κλόουν και οι άφθονες ποσότητες κόκκινου κραγιόν γύρω από το στόμα του έμοιαζαν με παρωδία χαμόγελου. Κρατούσε ένα μαστίγιο στο ένα χέρι και στο κεφάλι του φορούσε ημίψηλο σε λοξή γωνία, το οποίο έβγαλε μόλις έφτασε μπροστά τους και υποκλίθηκε βαθιά. «Χαίρομαι πολύ που κατάφερες να έρθεις», είπε στον Ντόμινικ, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο
ικανοποίησης. «Ευχαριστώ για την πρόσκληση». «Είμαι βέβαιος ότι θα ενθουσιαστείς μόλις σου δείξω τι έχω κανονίσει». «Δε θα μας δώσεις ούτε μια μικρή πληροφορία για να μαντέψουμε τι θα επακολουθήσει;» «Τι, και να χαλάσω την έκπληξη; Ποτέ. Λοιπόν, με συγχωρείτε τώρα, πρέπει να χαιρετήσω και τους υπόλοιπους καλεσμένους. Δεν είναι εύκολος ο ρόλος του οικοδεσπότη, αλλά κάποιος πρέπει να τον αναλάβει». Η Κλαρίσα περίμενε να απομακρυνθεί λίγο ο Βίκτορ προτού συνεχίσει την κουβέντα. «Είναι τελείως παράλογος. Έχει τρελαθεί ο άνθρωπος. Πάω να μάθω τι μαγειρεύει». «Είσαι σίγουρη πως θα ήταν φρόνιμο αυτό;» τη ρώτησε ο Εντ. «Δεν ξέρω, πάντως κάποιος πρέπει να δει τι γίνεται. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του πικάντικου και της ψυχοπάθειας, ξέρεις. Δε γίνεται να νομίσουν οι καινούριοι πως είμαστε όλοι παράφρονες έτσι και αποκαλύψει κανένα τρελό κόλπο σε ανυποψίαστο κοινό». Έκανε επί τόπου μεταβολή και εξαφανίστηκε πίσω από την κουρτίνα που οδηγούσε στο μπουντρούμι. Η Σάμερ είχε δεχτεί το τηλεφώνημα του Βίκτορ πριν από τέσσερις μέρες, οπότε είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή της για να κάνει μια εκτεταμένη αποτρίχωση στο μπικίνι και να έχει υποχωρήσει ο ερεθισμός. Η επιλογή του χρόνου πιθανότατα δεν ήταν τυχαία, σκεφτόταν ενώ η αισθητικός άπλωνε το καυτό παχύρρευστο υγρό, περίμενε μερικά δευτερόλεπτα να στεγνώσει και μετά τραβούσε την ταινία, ακουμπώντας γρήγορα την παλάμη της πάνω στο σώμα της Σάμερ για να μετριάσει το τσούξιμο. Είχε ακούσει πως υπήρχαν διαφορετικές μορφές πόνου. Το ότι αρέσει σε ένα άτομο να δέχεται ξυλιές ή καμτσικιές στα γυμνά οπίσθιά του δε σημαίνει πως θα έτρεχε να επισκεφτεί τον οδοντίατρο ή πως θα ξετρελαινόταν αν χτυπούσε τα δάχτυλα του ποδιού του. Η Σάμερ οπωσδήποτε δεν ήταν μαζοχίστρια, αυτό ήταν βέβαιο, όμως θεωρούσε την επίσκεψη για αποτρίχωση στην περιοχή του μπικίνι μία από τις μικρές απολαύσεις της ζωής. Ενδεχομένως να είχε να κάνει με το ότι έβγαζε το εσώρουχό της μπροστά σε μια άγνωστη ή με το ότι η κοπέλα άγγιζε ανάλαφρα τα δάχτυλά της πάνω της ώστε να της ανοίξει τα χείλη και να βεβαιωθεί πως το κερί θα απλωνόταν στα σωστά σημεία και δε θα αφαιρούσε κάτι που δεν έπρεπε. Ή ίσως είχε να κάνει με το ότι η κοπέλα ήταν πραγματικά πολύ όμορφη και μύριζε σαμπουάν. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, η Σάμερ έβρισκε την όλη διαδικασία ερεθιστική, κι εκείνη τη νύχτα έμεινε ξύπνια μετά που κοιμήθηκε ο Ντόμινικ και αυνανίστηκε, φτάνοντας σε οργασμό. Για λόγους που δεν μπορούσε να εξηγήσει, ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό, η σκέψη πως ο Ντόμινικ ήταν δίπλα της και δεν ήξερε ότι αυνανιζόταν τη συνάρπαζε. Ήταν η σκέψη πως έκανε κάτι κακό, πως ίσως την τσάκωνε ο άλλος να το κάνει αυτή που έστρεφε το νου της στο σεξ. Αυτό και η αίσθηση της επιδερμίδας της, η οποία ήταν πλέον ιδιαίτερα λεία στην αφή μετά τις περιποιήσεις της αισθητικού. Ο Ντόμινικ δεν είχε διαπιστώσει ακόμη την αλλαγή, όμως εννοείται πως αυτό θα συνέβαινε σύντομα. Θα του έλεγε πως της είχε έρθει διάθεση για κάτι διαφορετικό. Από εκείνη τη φορά στο πάρτι της Σάρλοτ, όταν την ξύρισε τελείως μπροστά σε όλους τους καλεσμένους, δεν της είχε δώσει
να καταλάβει πως προτιμούσε να περιποιείται το σώμα της εκεί κάτω με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Εκείνος φαινόταν να το απολαμβάνει όταν παρατηρούσε τον τρόπο με τον οποίο επέλεγε η Σάμερ να εκδηλώνει τις διαθέσεις της στο ντύσιμο και στα μαλλιά της, όμως δεν της πρότεινε να αλλάζει έτσι ή αλλιώς για να τον ευχαριστεί. Αυτό άρεσε στη Σάμερ. Ήταν μια ελευθερία την οποία θα δυσκολευόταν να χάσει. Είχε πει στον Ντόμινικ ότι θα συναντούσε την Τσέρι απόψε προκειμένου να συμφιλιωθούν και ότι δε θα έπρεπε να ανησυχήσει αν αργούσε να επιστρέψει ή ακόμη κι αν δεν επέστρεφε καθόλου. Ο Ντόμινικ είχε μουρμουρίσει πως κι εκείνος είχε κάπου να πάει, αν και δεν μπήκε σε λεπτομέρειες. Έμοιαζε αφηρημένος, κλεισμένος στον εαυτό του. Ίσως το να περάσουν το πρώτο τους Σάββατο χωριστά να μην ήταν καλή ιδέα, αλλά δεν μπορούσε να γίνει κάτι γι’ αυτό. Η Σάμερ δεν μπορούσε να αποκαλύψει στον Ντόμινικ τα σχέδια του Βίκτορ: ήταν μέρος της συμφωνίας τους να μην πει κουβέντα προκειμένου να εξασφαλίσει τη σιωπή του Βίκτορ. Άλλωστε, έτρεμε μήπως ο Ντόμινικ αντιδρούσε άσχημα αν μάθαινε όσα είχε κάνει. Γνώριζε το χαρακτήρα της, ως ένα βαθμό, όμως η Σάμερ δεν πίστευε πως καταλάβαινε ως ποιο σημείο είχε φτάσει, ποια όρια είχε ξεπεράσει χωρίς τη συμμετοχή του. Ευτυχώς, ο Ντόμινικ είχε φύγει από νωρίς για να εργαστεί στη βιβλιοθήκη, δίνοντάς της το χρόνο που χρειαζόταν για να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες της και να κανονίσει να έρθει αυτοκίνητο για να την πάει στη διεύθυνση που της είχε δώσει ο Βίκτορ. Ο Σιμόν τηλεφώνησε πάνω που πήγαινε να φύγει. «Πώς είναι το αστέρι μας; Συνήλθες από το ταξίδι της επιστροφής ή ακόμη; Είσαι έτοιμη για μια πρόβα εκτός προγράμματος απόψε;» «Ξέρεις, δεν είμαι ακόμη εντελώς καλά. Πειράζει να το αφήσουμε για μια δυο μέρες;» «Μήπως μου κρύβεις κάτι; Σε έχει ταράξει ο Άγγλος σου; Δε συνηθίζεις να απορρίπτεις πρόβες. Ανησυχώ». «Όχι, απλώς κουρασμένη είμαι. Αλήθεια». Ο Σιμόν δε φάνηκε να πείθεται. Μόλις έφτασε το αυτοκίνητο στο υπόγειο γκαράζ της έπαυλης που είχε κλείσει ο Βίκτορ για το πάρτι, εκείνος βρισκόταν εκεί και την περίμενε. Απαίσιο μέρος, σκέφτηκε η Σάμερ ενώ οι μεταλλικές πύλες στην είσοδο άνοιγαν με κλαγγή. Δεν είχε καμία σχέση με τις λεπτές γραμμές του αρ ντεκό ξενοδοχείου στη Νέα Ορλεάνη όπου τους είχε βρει δωμάτιο ο Ντόμινικ. Αυτό το μέρος θα μπορούσε να είναι το όνειρο κάποιου ποδοσφαιριστή, από εκείνα τα σπίτια που μόνο σκοπό έχουν να επιδεικνύουν τον πλούτο του κατόχου τους, χωρίς καμία σκέψη για το πώς δένουν με το περιβάλλον. Μάλλον θα ήταν τίγκα στα βελούδα και τα επίχρυσα στολίδια, αν και δεν πρόλαβε να το τσεκάρει, καθώς ο Βίκτορ την οδήγησε αμέσως σε ένα μακρύ σκοτεινό διάδρομο κι από εκεί σε ένα δωμάτιο εφοδιασμένο με εξοπλισμό μπουντρουμιού. Πλέον, όλα εκείνα τα αντικείμενα τα έβρισκε παρηγορητικά αντί για ενδιαφέροντα ή τρομακτικά. Η παρουσία του επενδυμένου χιαστού σταυρού, δύο πάγκων για ξυλιές, ενός κλουβιού, ενός μεταλλικού πλαισίου που έμοιαζε κάπως με άλογο, καθώς και η ποικιλία από βούρδουλες, μαστίγια και καμτσίκια που εκτίθονταν εκεί έκαναν τον άγνωστο χώρο να φαντάζει οικείος. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε μια κόκκινη βελούδινη κουρτίνα κρεμασμένη από ψηλά, σχηματίζοντας μια σκηνή, παραπέμποντας σε μινιατούρα τσίρκου τρόπον τινά. Ο Βίκτορ παραμέρισε την κουρτίνα, αποκαλύπτοντας ένα τελετουργικό βάθρο, στολισμένο με υφάσματα και λουλούδια, με τέτοιο τρόπο που θύμιζε κάπως θυσιαστήριο βωμό. Πάνω από τη
σκηνή υπήρχε ένας προβολέας. «Έκανα ένα σωρό ετοιμασίες για χάρη σου, αγαπητή μου, όπως βλέπεις. Ελπίζω να εγκρίνεις το τελικό αποτέλεσμα». «Έχω βρεθεί κι άλλοτε κάτω από το φως των προβολέων. Είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρω». «Θα έλεγα πως μάλλον ανυπομονείς για τη συνέχεια», σχολίασε εκείνος, αυτάρεσκα. Η Σάμερ δεν απάντησε, όμως τα λόγια του την έκοψαν σαν μαχαίρι. Αλήθεια, το περίμενε με ανυπομονησία; Μάλλον ναι. Κατά βάθος ήξερε πως ο Βίκτορ ήταν απαίσιος. Ωστόσο, υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού της που ανταποκρινόταν στις διαταγές του. Έκρυβε μέσα της ένα σκοτάδι το οποίο ο Βίκτορ έμοιαζε να αναγνωρίζει και να κατορθώνει να ανασύρει στην επιφάνεια, να το χειραγωγεί επιδέξια. Η Σάμερ ήξερε πως ο Βίκτορ ήταν προβληματικός άνθρωπος και πως δεν αποτελούσε ασφαλή σύντροφο για να εξερευνήσει μαζί του τις σεξουαλικές προτιμήσεις της, όμως σαν έντομο που έλκεται από τη φλόγα, η Σάμερ ένιωσε τις αντιστάσεις της απέναντι στον Βίκτορ να καταρρέουν υπό το βάρος του πάθους της. Παρ’ όλα αυτά, δε θα του έδινε την ικανοποίηση να καταλάβει πως αυτή ήταν η αλήθεια. «Έλα εδώ», της είπε εκείνος. Η Σάμερ στάθηκε μπροστά του, ευχαριστημένη που είχε φορέσει τα πιο τολμηρά τακούνια της, με αποτέλεσμα να είναι μερικά εκατοστά ψηλότερή του. «Γδύσου». Είχε προβλέψει κι αυτή την εντολή, γι’ αυτό είχε φορέσει ένα στράπλες μακρύ μαύρο φόρεμα από ελαστικό βαμβάκι, το οποίο μπορούσε να βάζει και να βγάζει με μία κίνηση. Ελάχιστα πράγματα έβρισκε η Σάμερ περισσότερο ταπεινωτικά από το να παλεύει να απαλλαγεί από τα ρούχα της μπροστά στους άλλους, ειδικά όταν είχε απέναντί της τον Βίκτορ. Ύστερα εκείνος πήρε ένα κομμάτι σκοινί. Γαμώτο, την κατασκόπευε; Μονίμως έμοιαζε να ξέρει ποια ακριβώς ήταν τα κουμπιά της. Το σκοινί ήταν χοντρό, χρησιμοποιημένο και μαλακωμένο από τις συχνές πλύσεις. Μάλλον η Σάμερ θα μπορούσε να αντέξει το δέσιμο για πολλή ώρα, χωρίς ιδιαίτερο πόνο, δυσφορία ή ζημιά στα νεύρα. «Γονάτισε». Της έγνεψε προς το βωμό, ο οποίος, όπως παρατήρησε η Σάμερ, διέθετε άνετη επένδυση, καλυπτόταν από ένα στρώμα και δεν ήταν η κρύα πέτρα που για κάποιο λόγο είχε σχηματίσει με τη φαντασία της απέναντι σε αυτή την κατάσταση. Ήταν κοντός και υπήρχαν σκαλοπάτια στις δύο πλευρές του, περίπου στο σωστό ύψος ώστε να στέκεται εκεί κάποιος άντρας ή γυναίκα και να έχει εύκολη πρόσβαση στο άτομο που ξάπλωνε εκεί πάνω. Σ’ εκείνη. Η Σάμερ ρίγησε μόλις ένιωσε το σκοινί να περνά απαλά πάνω από την επιδερμίδα της. Ο Βίκτορ αντέδρασε με ένα πνιχτό γέλιο βλέποντας τη Σάμερ να αντιδρά άθελά της με ευχαρίστηση, εκείνη όμως συγκρατήθηκε και δεν τον κλότσησε. Δε θα βοηθούσε σε κάτι αυτό. Την έδεσε προσεκτικά, τόσο ήπια ώστε η Σάμερ άρχισε να χαλαρώνει, παρότι αρχικά άλλες ήταν οι προθέσεις της. Δε γαμιέται, σκέφτηκε. Μετά το αποψινό, δεν πρόκειται να τον ξαναδώ. Τι σημασία έχει; Τα δεσίματα ήταν γερά αλλά όχι ιδιαίτερα σφιχτά, και η Σάμερ παρατήρησε πως ο Βίκτορ είχε ακολουθήσει όλους τους κανόνες ασφαλείας στο ερωτικό δέσιμο, φροντίζοντας να μην ασκεί πίεση στα κέντρα του νευρικού της συστήματος, αφήνοντας ένα δάχτυλο κενό ανάμεσα στη σάρκα της και
το σκοινί, για να διευκολύνει την κυκλοφορία. Προφανώς το είχε ξανακάνει, και μέχρι στιγμής τηρούσε το λόγο του, καθώς της είχε υποσχεθεί πως δε θα έφευγε με κάποιο μόνιμο σημάδι από εκεί ούτε θα πάθαινε κακό. Τότε η Σάμερ επιχείρησε να κουνήσει το κεφάλι της. Έστριψε το σώμα της, δοκιμάζοντας και πάλι την αίσθηση του σκοινιού, προσπαθώντας να καταλάβει τι της είχε κάνει. «Επιτέλους», είπε εκείνος σιγανά, με φωνή που ξεχείλιζε από ευχαρίστηση. «Κατάφερα να σε κάνω να αντιδράσεις και να μη στέκεσαι σαν κούτσουρο». Είχε δέσει το κάτω μέρος του σώματός της και είχε φτιάξει έναν κόμπο στο σκοινί ο οποίος περνούσε ανάμεσα από τα πόδια της και τον οποίο στη συνέχεια έδεσε στα μαλλιά της, έτσι ώστε κάθε φορά που έφερνε το κεφάλι της προς τα εμπρός το σκοινί τεντωνόταν και τριβόταν πάνω στην κλειτορίδα της. Με μερικές καλά συγχρονισμένες κινήσεις, θα μπορούσε να φτάσει στην κορύφωση χωρίς να χρειαστεί χείρα βοηθείας, δική της ή οποιουδήποτε άλλου. «Κατάπιες τη γλώσσα σου;» Η Σάμερ προσπάθησε να μείνει όσο το δυνατό ακίνητη, αναθεματίζοντας από μέσα της το σώμα της που την είχε προδώσει, καθώς ένιωθε το σκοινί ανάμεσα στα πόδια της να υγραίνεται, να μουσκεύει από τους χυμούς του κορμιού της. Ο Βίκτορ το τράβηξε μερικές φορές. «Σου αρέσει, έτσι δεν είναι;» είπε, την ώρα που η Σάμερ προσπαθούσε και αποτύγχανε να πνίξει ένα βογκητό. «Ωραία. Λοιπόν, όπως σου υποσχέθηκα, θα φορέσω μια μάσκα στο όμορφο προσωπάκι σου, για να είμαστε βέβαιοι πως δε θα σε αναγνωρίσει κανείς από τους καλεσμένους μας. Να προστατέψουμε την ανωνυμία της διάσημης μουσικού μας, σωστά; Δε θα μπορείς να βλέπεις, δυστυχώς, αλλά επειδή σε ξέρω καλά, είμαι βέβαιος πως αυτό θα επιτείνει την απόλαυσή σου». Η Σάμερ έσκυψε το κεφάλι για να του επιτρέψει να της περάσει τη μάσκα, που κάλυψε το πάνω μισό του προσώπου της. Αμέσως παρατήρησε πως το στόμα της είχε μείνει ελεύθερο. Φυσικά: ο Βίκτορ δε θα άφηνε να χαθεί η ευκαιρία να είναι διαθέσιμο προς χρήση ένα από τα ανοίγματά της. Ικανοποιημένος με το κάλυμμα του προσώπου της, ο Βίκτορ πέρασε τις παλάμες του πάνω από το σώμα της, έτσι όπως θα χάιδευε κάποιος μια γάτα. Άγγιξε τα στήθη της, παίζοντας λίγο με τις ρώγες. Η Σάμερ δεν του έδωσε σημασία. «Δεν έχεις καθόλου γούστο. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι σου βρίσκει εκείνος ο άντρας. Τέλος πάντων, πρέπει να γυρίσω στους υπόλοιπους καλεσμένους μου. Δε θα αργήσουμε». Η Σάμερ δε σήκωσε το κεφάλι ενώ εκείνος έφευγε, αν κι ένιωσε το φύσημα του αέρα πάνω στο γυμνό της σώμα καθώς ο Βίκτορ έκλεινε την κουρτίνα απομονώνοντάς την από το υπόλοιπο δωμάτιο. Λίγα λεπτά αργότερα, άκουσε τη βαθιά κλαγγή ενός γκονγκ. Ο Βίκτορ χτύπησε τις παλάμες του σαν ενθουσιασμένο παιδί ενώ ο κόσμος στον κυρίως χώρο συγκεντρωνόταν για να τον ακούσει. «Επιτέλους», ψιθύρισε ο Εντ στο αφτί του Ντόμινικ. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ πως θα περνούσε η επίδραση του Viagra προτού μας αμολήσει να παίξουμε». Ο Ντόμινικ συνοφρυώθηκε. Δεν είχε σκεφτεί καν να πάρει κάποιο χημικό βοήθημα, αν και υπέθετε πως πολλοί από τους άλλους άντρες που ήταν παρόντες πιθανότατα είχαν πάρει. Δεν τον προβλημάτιζε και τόσο το σεξ. Δεν ήταν καν σίγουρος για ποιο λόγο είχε έρθει εκεί. Ή γιατί δεν το
είχε πει στη Σάμερ. Από περιέργεια, φανταζόταν. Μια υποψία άρχισε να τον πολιορκεί μόλις σκέφτηκε τη Σάμερ. Συμπεριφερόταν παράξενα μετά την επιστροφή της από την περιοδεία. Έμοιαζε να την περιβάλλει ένα πέπλο θλίψης, κι ο Ντόμινικ είχε την αίσθηση πως κάτι του έκρυβε. Ήταν δυνατό να την είχε συμπεριλάβει ο Βίκτορ με κάποιο τρόπο σε όλη αυτή την ιστορία; Ικανό τον είχε πάντως· η έκφρασή του ήταν ιδιαίτερα αυτάρεσκη απόψε και είχε υπαινιχθεί πως θα συνέβαινε κάτι στη συνέχεια το οποίο ο Ντόμινικ θα έβρισκε άκρως ενδιαφέρον. Ο Έντουαρντ δεν ήταν ο μόνος μεταξύ των συγκεντρωμένων που είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόμονος. Όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω του, ζευγάρια και παρέες, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, χαϊδεύονταν. Ένας άντρας που στεκόταν μπροστά τους είχε σηκώσει χαλαρά τη φούστα της γυναίκας που συνόδευε και χάιδευε με την παλάμη του τον κώλο της. Με το άλλο χέρι κρατούσε τη φούστα σηκωμένη, δείχνοντας να έχει αντιληφθεί ότι ο Εντ και ο Ντόμινικ τους παρακολουθούσαν, επιλέγοντας έτσι να τους προσφέρει καλύτερη θέα. «Ενοχλώ;» είπε ο Εντ στον άντρα ευγενικά, λες και ζητούσε από δύο αγνώστους την άδειά τους για να καθίσει κοντά τους σ’ ένα δείπνο. Ο άντρας κοίταξε τη σύντροφό του, η οποία έγνεψε πως δεν υπήρχε πρόβλημα. «Τι θα λέγατε να περάσουμε δίπλα;» Οι τρεις τους κατευθύνθηκαν στο χώρο του παιχνιδιού. Ο Έντουαρντ γύρισε προς το μέρος του Ντόμινικ. «Έλα λοιπόν», είπε. «Να δεις κι εσύ πώς είναι». Λίγα μόλις λεπτά είχαν περάσει μετά την ανακοίνωση του Βίκτορ πως όλα τα δωμάτια ήταν διαθέσιμα προς χρήση, όμως σε εκείνο το διάστημα οι μισοί τουλάχιστον από τους παρευρισκομένους είχαν κινητοποιηθεί ήδη και μέχρι εκείνοι να περάσουν στο δωμάτιο τους βρήκαν να το κάνουν πάνω σε πάγκους και μαξιλάρια. Πρώτη φορά έβλεπε ο Ντόμινικ τόσους πολλούς ανθρώπους να κάνουν σεξ ταυτόχρονα. Στάθηκε για λίγο εκεί, κοιτάζοντας ολόγυρα αμήχανα. Η σάρκινη μάζα που αντίκριζε –στήθη που ανεβοκατέβαιναν, πούτσοι χαλαροί και κρεμασμένοι ή κάγκελο σε στάση προσοχής, πόδια ορθάνοιχτα και μουνόχειλα σε κοινή θέα– δεν τον ερέθιζε, αν και έβρισκε την εικόνα ενδιαφέρουσα, από αντικειμενικής άποψης, έτσι όπως αντιμετώπιζε τις εκθέσεις μοντέρνας τέχνης σε ψαγμένες γκαλερί και μουσεία. Η γυναίκα που έπαιρναν μάτι νωρίτερα τον κοίταξε στα μάτια. Πλησίασε και ακούμπησε την παλάμη της πάνω στην αγκράφα της ζώνης του, με ερωτηματικό βλέμμα. Της έγνεψε καταφατικά. Εκείνη έλυσε επιδέξια τη ζώνη, κατέβασε το παντελόνι του και άρχισε να παίζει με τη γλώσσα της τον πούτσο του, ζωντανεύοντάς τον. Περιέργως, μέσα σε εκείνη τη θάλασσα του σεξ που λυσσομανούσε γύρω του, ο Ντόμινικ διαπίστωσε πως μπορούσε να καταφέρει να έρθει σε στύση μόνο αν έβγαζε τα άλλα σώματα από το μυαλό του και εστίαζε την προσοχή του στη γυναίκα που είχε μπροστά του. Πρέπει να ήταν συνομήλική του, όπως την έκοβε, αν και πλέον ήταν αδύνατο να είναι κανείς βέβαιος. Τα μακριά καστανά μαλλιά της κάλυπταν τις ρώγες της σαν κουρτίνες, αλλά δεν μπορούσαν να κρύψουν τα αρκετά μεγάλα στήθη της. Από πίσω έδειχνε γεμάτη, είχε μυώδεις μηρούς, σαν εκείνους των χειρωνακτών ή των αθλητών, και μεγάλα μαλακά οπίσθια που προσφέρονταν για ζύμωμα όταν θα την έπαιρνε ένας άντρας από πίσω. Η σκέψη αυτή έκανε το όργανό του να σκληρύνει μεμιάς. Παρά τον αρχικό δισταγμό του, ο
Ντόμινικ ξαφνικά σκεφτόταν πως θα του άρεσε να νιώσει τα πόδια αυτής της γυναίκας να τυλίγονται γύρω του, όμως εκείνο το σημείο ήταν απασχολημένο. Οι κινήσεις του στόματός της γύρω από τον πούτσο του είχαν γίνει απότομες και βιαστικές, οπότε εκείνος σε κάποιες περιπτώσεις μόρφασε καθώς τον έγδερνε με τα δόντια της, με το πρόσωπό της ν’ ακολουθεί τις κινήσεις του υπόλοιπου κορμιού της ενώ την πηδούσε ο σύντροφός της. Ο Ντόμινικ ήταν έτοιμος να τραβηχτεί, να αποφύγει τυχόν τραυματισμό στο μόριό του και να στρέψει την προσοχή του αλλού, όταν συνειδητοποίησε πως η γυναίκα ήταν κοντά στον οργασμό. Δε θα ήταν ευγενικό να της αποσπάσει την προσοχή αποχωρώντας τώρα. Ο Έντουαρντ είχε φορέσει ένα γάντι και καταπιανόταν με την κωλοτρυπίδα της. Θύμιζε κάπως τρελό επιστήμονα, όμως ο επιπλέον ερεθισμός σίγουρα έδειχνε να της χαρίζει ιδιαίτερη απόλαυση. Η γυναίκα κουνιόταν πέρα δώθε ανάμεσα στον Ντόμινικ και τους άντρες πίσω της, σαν πιστόνι, χτυπιόταν όλο και πιο δυνατά πάνω σε ό,τι βρισκόταν μέσα της εκείνη τη στιγμή, πέος ή δάχτυλο, ώσπου το σώμα της άρχισε να τρέμει, έβγαλε ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό και μετά σωριάστηκε ικανοποιημένη μπροστά τους. «Ευχαριστώ», ψιθύρισε, χωρίς να απευθύνεται κάπου συγκεκριμένα, με μάτια κλειστά κι ένα πλατύ χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό της. Ο Ντόμινικ έσκυψε και της χάιδεψε τα μαλλιά, νιώθοντας ένα ξαφνικό κύμα στοργής όπως ακουμπούσε η γυναίκα τρυφερά πάνω στο χέρι του. Ίσως να μην ήταν και τόσο άσχημα απόψε τελικά. Η Σάμερ είχε μόλις αρχίσει να αναρωτιέται αν ο Βίκτορ είχε παραβιάσει μία από τις βασικές εντολές του φετιχισμού και την είχε παρατήσει δεμένη και μόνη της, όταν ένιωσε μια ελαφριά μεταβολή στη δυναμική του δωματίου και μύρισε ένα έντονο άρωμα, κάτι που είχε την οξύτητα του λεμονιού. Μη θέλοντας να αποκαλύψει την παρουσία της στον άγνωστο που είχε μπει στο χώρο και ενδεχομένως να μην είχε καλές προθέσεις, κράτησε την ανάσα της και έμεινε ακίνητη. Αυτό δεν εμπόδισε όμως την κουρτίνα να ανοίξει. Όποιος κι αν ήταν εκεί, την είχε ανακαλύψει, αν και η Σάμερ υπέθετε πως ο Βίκτορ σίγουρα είχε διαφημίσει κάποιου είδους σόου στους καλεσμένους του, και από τη στιγμή που είχε στηθεί σκηνή και κουρτίνα εκεί, ήταν μάλλον προφανές πως κάτι ενδιαφέρον θα υπήρχε από πίσω. Κράτησε το κεφάλι της σκυμμένο, ελπίζοντας πως, αν δεν κουνιόταν, όποιος ήταν εκεί θα έφευγε και θα την άφηνε ήσυχη. «Χμ... Ώστε εσύ είσαι το αστέρι της βραδιάς». Η Σάμερ αναγνώρισε τη γυναικεία φωνή. Ανέτρεξε στο παρελθόν, στους ήχους και στις εικόνες που είχε καταγράψει στη μνήμη της ώστε να τις συνδυάσει με ένα πρόσωπο. Αυτό ήταν. Η αφέντρα Κλαρίσα, η γυναίκα που της είχε ζητήσει ένα ποτό δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να εξασφαλίσει από τον Βίκτορ το κλειδί του ντουλαπιού μέσα στο οποίο αυτός είχε κλειδώσει το κινητό και τα ρούχα της και να στείλει γραπτό μήνυμα στον Ντόμινικ και αργότερα να ξεφύγει. «Ναι, μάλλον», αναστέναξε η Σάμερ. Εν τω μεταξύ, είχε συνηθίσει την αίσθηση του σκοινιού που τριβόταν πάνω στην κλειτορίδα της, αλλά επειδή δε συνοδευόταν από κάποιο εγκεφαλικό ερεθισμό (ήταν δυνατό να την είχε ερεθίσει η παρουσία του Βίκτορ;), είχε αρχίσει να βαριέται και να κουράζεται, δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι της και να πέσει στο κρεβάτι.
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. «Αναγνωρίζω την προφορά και το χρώμα των μαλλιών σου. Και, οφείλω να ομολογήσω, τη σιλουέτα σου. Αν και είμαι βέβαιη πως πρέπει να υπάρχουν κι άλλες κοκκινομάλλες Νεοζηλανδές με ιδιαίτερα γούστα στη Νέα Υόρκη. Ήσουν και σε ένα άλλο πάρτι του Βίκτορ, έτσι δεν είναι; Αν δεν κάνω λάθος, έφυγες πριν φτάσουμε στο κυρίως πιάτο της βραδιάς. Ελπίζω να μη σε έδεσε για να αποφύγει ανάλογο ενδεχόμενο αυτή τη φορά». «Ναι, εγώ ήμουν, και όχι, δε με έδεσε για να μη φύγω. Βρίσκομαι εδώ επειδή το θέλω. Με τον Βίκτορ συγκρουστήκαμε κάποια στιγμή... και δεν ήθελα να αποκτήσω τατουάζ, να με μαρκάρει μόνιμα ως κτήμα του, ως σκλάβα». «Δεν είναι ο αφέντης σου δηλαδή ή ο κυρίαρχός σου;» «Όχι. Έχω κάποιον άλλο». «Κι αυτός ο άλλος το ξέρει πως βρίσκεσαι εδώ;» «Όχι». «Το βρίσκεις φρόνιμο αυτό;» Ο τόνος της φωνής της φανέρωνε απορία παρά συγκατάβαση, όμως σε κάθε περίπτωση η Σάμερ εκνευρίστηκε. Γιατί δεν κοιτούσε ο κόσμος τη δουλειά του; Αν είχε επιλέξει να δεθεί για να αποτελέσει την κεντρική ατραξιόν του πάρτι, αυτό ήταν δικό της καπέλο και κανενός άλλου. «Ίσως όχι φρόνιμο, αλλά απαραίτητο». «Και ξέρεις τι σε περιμένει, τι έχει σχεδιάσει για σένα αυτή τη φορά ο Βίκτορ;» «Άφθονο σεξ, θα υπέθετα. Και το περιμένω με ανυπομονησία μάλιστα», είπε η Σάμερ αποφασιστικά. «Εντάξει, αφού είσαι σίγουρη, δεν έχω κανένα λόγο να αμφιβάλω, ούτε και οι υπόλοιποι καλεσμένοι, σίγουρα. Ελπίζω να μη σε ενόχλησα. Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ πως όλα όσα είχε σχεδιάσει ο Βίκτορ ήταν... ξεκάθαρα. Λοιπόν, με την άδειά σου, ώρα να πηγαίνω, προτού αρχίσει το σόου». Ο Ντόμινικ έφυγε από το δωμάτιο για να βρει κάτι να πιει νιώθοντας αρκετά ανεβασμένος. Η εμπειρία του με τον Εντ και το άλλο ζευγάρι καθώς και η συζήτηση που είχε με την Κλαρίσα είχαν αναπτερώσει τις ελπίδες του. Εφόσον κι άλλοι άνθρωποι έβρισκαν τρόπο να διαχειριστούν μια τέτοια σχέση, το ίδιο θα μπορούσε να καταφέρει κι εκείνος με τη Σάμερ. Ίσως χρειαζόταν να καθίσουν και να το συζητήσουν, να καταλήξουν στο τι ακριβώς ήθελε ο καθένας τους, όμως τουλάχιστον τώρα ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν ανέφικτο. Η Κλαρίσα τον έπιασε από το χέρι όπως πήγαινε εκείνος να βρει τη γυναίκα με τα σφηνάκια σοκολάτας. Το ότι μια γυναίκα ντυμένη με τόσο μικροσκοπικά εσώρουχα κι ένα φτερό στο κεφάλι μακρύ σαν τα πόδια της μπορούσε να περνά απαρατήρητη αποτελούσε ένδειξη του πόσο απίθανα ήταν τα κοστούμια που είχαν κατακλύσει το χώρο. «Όλα εντάξει», του είπε, «κι έχουμε μια σπέσιαλ έκπληξη». «Α, ναι; Και τι μας ετοίμασε ο οικοδεσπότης μας;» «Έχει μια κοπέλα εκεί μέσα για να το διασκεδάσουμε. Την είχα πετύχει και παλιότερα σ’ ένα πάρτι, αν και τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί και τόσο καλά εκείνη τη φορά. Εντύπωση μου έκανε που την ξαναείδα, όμως της μίλησα και μου επιβεβαίωσε πως ανυπομονεί για τη συνέχεια». «Αλήθεια; Καλό αυτό».
«Είναι κοκκινομάλλα. Ο Έντουαρντ θα χαρεί, έχει αδυναμία στις κοκκινομάλλες, όπως κι όλοι οι άντρες στις μέρες μας απ’ ό,τι φαίνεται. Ποιος είπε πως οι κύριοι προτιμούν τις ξανθιές;» Ο Ντόμινικ ένιωσε ένα πλάκωμα στους ώμους, λες και ο αέρας στο δωμάτιο είχε μετατραπεί σε μολύβι κι είχε κάτσει πάνω του. Ζήτησε συγνώμη από την Κλαρίσα και έσπευσε στο μπουντρούμι. Έριξε μια ματιά τριγύρω. Οι άλλοι παίκτες είχαν μπει για τα καλά στο παιχνίδι με τους συντρόφους τους και ο ήχος των διαφόρων εξαρτημάτων που έσκαγαν πάνω σε γυμνά οπίσθια και πλάτες έπνιγε τις κινήσεις του. Προχώρησε στο κέντρο του δωματίου, παραμέρισε την κουρτίνα και κοίταξε από πίσω. Όπως το είχε μαντέψει, ήταν η Σάμερ. Ήταν ξαπλωμένη πάνω σε μια υπερυψωμένη σκηνή, δεμένη και γυμνή, βογκούσε σιγανά. Η πρώτη του σκέψη ήταν να τη λύσει, να χαλαρώσει τα δεσμά της, να την κλείσει στην αγκαλιά του, όμως η έκφραση του προσώπου της, ο ολοφάνερος ερεθισμός της, τον απέτρεψε. Έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε πώς πρέπει να ένιωθε εκείνη, με τις αισθήσεις της περιορισμένες αλλά με τους ήχους και τις μυρωδιές της δράσης που εξελισσόταν ολόγυρά της, τα μαστίγια που έβρισκαν γυμνές επιδερμίδες, τα βογκητά και τις φωνές ενός δωματίου κατακλυσμένου από ερεθισμένους ανθρώπους, τη μυρωδιά του ιδρώτα και των αρωμάτων, το σώμα της σε εγρήγορση, να περιμένει το άγγιγμα ενός αγνώστου. Ένιωσε το μόριό του να σκληραίνει. Την επόμενη στιγμή, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Του είχε πει ψέματα, του είχε πει πως πήγαινε να συναντήσει μια φίλη της. Θυμήθηκε αυτό που του είπε η Κλαρίσα, λίγο νωρίτερα. Ισχυρίστηκε πως η Σάμερ τής είπε ότι ανυπομονούσε για τη συνέχεια, ότι είχε προσφερθεί εθελοντικά γι’ αυτή τη φάση. Γιατί, Σάμερ; Ήθελε να την πιάσει και να την τραντάξει. Αν ήξερε πως ο Βίκτορ την είχε καλέσει εκεί, θα μπορούσαν να είχαν έρθει ως ζευγάρι, να απολαύσουν τη βραδιά μαζί. Καμία εμπιστοσύνη δεν του είχε για να νιώσει την ανάγκη να κάνει ό,τι έκανε πίσω από την πλάτη του; Πέρασε στον προθάλαμο. Ο Βίκτορ στεκόταν εκεί, χαμογελώντας σκληρά, σαρδόνια. «Υπέροχα δεν είναι; Αν και οφείλω να ομολογήσω πως τη βρίσκω μάλλον ανιαρή. Λυπάμαι που την εντόπισες πριν ξεκινήσω το σόου. Ένα περίεργο πράγμα, ε;» Ο Βίκτορ μύριζε λάστιχο, ταλκ και ό,τι σπρέι ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε για να γυαλίσει τη λάτεξ στολή του, η οποία άστραφτε σαν κρύσταλλο στο φως. «Τι ατιμίες έχεις σκαρώσει πάλι; Δεν της είπες πως θα ήμουν κι εγώ απόψε εδώ;» «Α, όχι, δεν το ξέρει πως είσαι εδώ. Βάζω στοίχημα όμως πως ούτε κι εκείνη σου είπε τι σχέδια είχε για το βράδυ, σωστά;» Μιλούσαν και οι δύο ψιθυριστά, για να αποφύγουν να ενοχλήσουν τους υπόλοιπους στο δωμάτιο, όμως ήταν τέτοια η οργή του Ντόμινικ ώστε ο ψίθυρός του έβγαινε τραχύς. «Όχι, δε μου είπε, αλλά κάποια εξήγηση πρέπει να υπάρχει. Έτσι και ανάγκασες τη Σάμερ να έρθει εδώ παρά τη θέλησή της, μα το Θεό θα σε σκοτώσω, Βίκτορ». «Δεν υπήρχε κανένας λόγος να την πιέσω. Δεν τη γνωρίζεις και τόσο καλά, έτσι δεν είναι; Δε σου είχε μιλήσει για τις σχέσεις μας; Δεν είναι η πρώτη φορά που η Σάμερ σου απολαμβάνει ένα τέτοιο πάρτι. Μάλιστα θα έλεγα πως είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις παρέες μου». Ο Ντόμινικ ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Η Σάμερ πάντοτε επιδείκνυε μια περίεργη σιωπή όποτε αναφερόταν το όνομα του Βίκτορ. Το να θέλει να τον βλέπει ή να συμμετέχει στα πάρτι του
ήταν ένα θέμα, όμως το να το κάνει πίσω από την πλάτη του ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Το μόνο πράγμα που της είχε ζητήσει ήταν να τον κρατά ενήμερο. Κάθισε βαρύς σε έναν από τους πάγκους που είχε τοποθετήσει εκεί ο Βίκτορ για τους καλεσμένους του. Το γκονγκ χτύπησε ξανά. Ο Βίκτορ περίμενε να τελειώσουν οι διάφορες φάσεις κι έπειτα ανακοίνωσε την έναρξη της κυρίως παράστασης. Ο ένας μετά τον άλλο, οι καλεσμένοι μπήκαν στο δωμάτιο, γελώντας και χαχανίζοντας, οι περισσότεροι σε διάφορα στάδια γύμνιας, πολλοί από αυτούς μεθυσμένοι. Μια γυναίκα κάθισε στα δεξιά του, φορώντας κάτι που έμοιαζε με εμπριμέ κολάν, το οποίο είχε τραβήξει φέρνοντάς το κάτω από τα στήθη της, σαν φόρμα. Ένα χοντρό κολάρο με καρφιά ήταν περασμένο στο λαιμό της. Ο Έντουαρντ κάθισε από την άλλη πλευρά. Το πρόσωπό του ήταν μουντζουρωμένο με τρεις διαφορετικές αποχρώσεις κραγιόν. «Το καλό που του θέλω να έχει ετοιμάσει κάτι σπέσιαλ», σχολίασε, «γιατί τα περνούσα μια χαρά στο άλλο δωμάτιο». Ο Ντόμινικ περιορίστηκε σε ένα καταφατικό μουρμουρητό. Πλέον, δεν είχε καμία διάθεση για κουβέντες. Τα φώτα χαμήλωσαν. Άκουσε τον ήχο μετάλλου να σέρνεται πάνω σε μέταλλο καθώς παραμεριζόταν η κουρτίνα. Τότε ένας προβολέας άναψε στο ταβάνι, λούζοντας τη Σάμερ με μια δέσμη φωτός. Τώρα ήταν λυτή –ο Βίκτορ πρέπει να είχε περάσει απαρατήρητος πίσω από την κουρτίνα για να τη λύσει– και ακουμπούσε στα γόνατα και στους αγκώνες της, σαν να περίμενε να τη χρησιμοποιήσουν από μπρος κι από πίσω. Ο Βίκτορ πέρασε στο φως του προβολέα μπροστά της και χτύπησε τις παλάμες του. «Κυρίες και κύριοι», ανακοίνωσε, «για την αποψινή μας διασκέδαση έχω μια πανέμορφη εθελόντρια. Μου ζήτησε να ετοιμάσω κάτι για να εκπληρώσει τις πιο μύχιες φαντασιώσεις της, να τη χρησιμοποιήσουν με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο άγνωστοι, ώσπου να μην αντέχει άλλο. Φυσικά, ευχαρίστως δέχτηκα να βοηθήσω. Σας παρουσιάζω μια πραγματική τσούλα και σας εύχομαι καλή διασκέδαση». Για να τους δείξει πόσο έτοιμη ήταν, ο Βίκτορ βύθισε ένα δάχτυλο ανάμεσα στους μηρούς της Σάμερ κι εκείνη βόγκηξε, σπρώχνοντας το κορμί της προς τα πίσω, σαν να του ζητούσε να το κάνει ξανά. «Όπως βλέπετε, φίλοι μου», πρόσθεσε ο Βίκτορ ξερά, «είναι έτοιμη και σας περιμένει». Έγειρε προς τα εμπρός και παραμέρισε προσεκτικά κάποια από τα μαλλιά της Σάμερ που είχαν πέσει στο μασκοφορεμένο πρόσωπό της. «Όμως είμαι βέβαιος πως θα προτιμούσαν να το ακούσουν από τα χείλη σου. Πες τους τι είσαι». «Είμαι μια τσούλα», είπε εκείνη, με καθαρή, μεθοδική φωνή. Κάθε λέξη ήταν μια μαχαιριά στα πλευρά του Ντόμινικ, όμως έμοιαζε να έχει ριζώσει εκεί που καθόταν, μαγεμένος από την εικόνα που παρουσίαζε εκείνη. «Και τι ακριβώς θέλεις;» Η Σάμερ έκανε μια παύση, έγλειψε τα χείλη της. «Θέλω να με σκίσουν». Ο Βίκτορ κοίταξε τον Ντόμινικ κι ένα μανιακό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Δε νομίζω να έχω ακούσει πιο ξεκάθαρη πρόκληση. Θα σας ζητήσω φυσικά να προχωρήσουμε με ασφάλεια, σε λογικά πλαίσια και πάντοτε συναινετικά. Η λέξη ασφαλείας είναι “Βιβάλντι”, την
οποία η φίλη μας θα προφέρει όποια στιγμή θελήσει να σταματήσει η όλη διαδικασία. Θα βρείτε προφυλακτικά, λιπαντικές ουσίες και άλλα αξεσουάρ δίπλα στο κρεβάτι. Και πάλι καλή σας διασκέδαση». Υποκλίθηκε βαθιά και παραμέρισε. Ο Έντουαρντ έχωσε μία με τον αγκώνα στα πλευρά του Ντόμινικ. «Καλύτερα να πιάνει κανείς νωρίς σειρά σε κάτι τέτοιες καταστάσεις, δε συμφωνείς;» «Ελεύθερα. Εγώ προτιμώ να παρακολουθήσω για λίγο». Ο άλλος είχε σηκωθεί πριν ακόμη ολοκληρώσει τη φράση του ο Ντόμινικ. Σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, η Σάμερ είχε διαλέξει τη μουσική τους για ασφαλιστική δικλίδα, με τον Βίκτορ, αν ήταν ποτέ δυνατό. Ο Ντόμινικ ένιωθε ανόητος, σαν αποκαρδιωμένος έφηβος. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω της. Ο Εντ περνούσε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά της Σάμερ, τα τραβούσε. Εκείνη έγειρε το λαιμό της προς τα πίσω, τέντωσε το λαρύγγι της, την ώρα που ένα σκληρό χαμόγελο απλωνόταν στα χείλη της. Ήταν μια έκφραση την οποία είχε δει ο Ντόμινικ πολλές φορές όταν έκαναν οι δυο τους έρωτα, η έκφραση που έπαιρνε όταν ήταν περισσότερο ερεθισμένη. Τουλάχιστον πρώτος θα έμπαινε ο πούτσος του Έντουαρντ και όχι του Βίκτορ· ο Ντόμινικ δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να το αποδεχτεί αυτό. Ίσως ο βλάκας να μην μπορούσε να βγάλει εύκολα τη λάτεξ στολή του ώστε να παίξει κι αυτός. Ένας άλλος άντρας, τον οποίο ο Ντόμινικ δεν είχε δει ως τότε, έπαιρνε θέση μπροστά στο στόμα της Σάμερ, ο πούτσος του αναπηδούσε διαρκώς όπως την πλησίαζε, σε πλήρη στύση. Ο Ντόμινικ κράτησε την ανάσα του για μια στιγμή, ελπίζοντας πως ίσως η Σάμερ χρησιμοποιούσε τη λέξη ασφαλείας έτσι και καρφωνόταν ξαφνικά ένας πούτσος στο στόμα της, εκείνη όμως άνοιξε τα χείλη της διάπλατα και έγειρε ενστικτωδώς προς τα εμπρός, σαν να τον προκαλούσε να το κάνει. Σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν πάνω στην επιδερμίδα της σαν δάκρυα και ο Ντόμινικ ακολουθούσε τη διαδρομή της κάθε σταγόνας όπως κυλούσε στο σώμα της. Τα στήθη της πήγαιναν μπρος πίσω, σαν εκκρεμές, το απαλό πλατάγισμα της επιδερμίδας της πνιγόταν από τα βογκητά των συντρόφων της. Μια γυναίκα με μαλλιά κοντά σαν ξωτικό και ανδρόγυνη σιλουέτα, κατατομή ντελικάτη σαν πουλιού πέρασε κάτω από το σώμα της από το πλάι και βάλθηκε να πιπιλάει τις ρώγες της Σάμερ. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά στο στόμα της Σάμερ αποτραβήχτηκε, γονάτισε μπροστά στη μικροκαμωμένη γυναίκα και χώρισε τα χείλη της με τα δικά του. Ένας άλλος άντρας είχε πάρει τη θέση του στο κεφάλι της Σάμερ μέσα σε λιγότερη ώρα απ’ όση χρειάστηκε ο Ντόμινικ για να πάρει ανάσα. Αυνανιζόταν τρίβοντας πάνω του τα κόκκινα μαλλιά της με τις χούφτες του. Ο Ντόμινικ δεν έβλεπε πλέον τι συνέβαινε στη μικρή σκηνή, καθώς είχε περικυκλωθεί από άντρες και γυναίκες που περίμεναν να αγγίξουν τη Σάμερ, να τη γεμίσουν με κάποιο τρόπο. Εν τω μεταξύ, όλο και κάποιος από τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί εκεί αποτραβιόταν για να σκουπίσει τον ιδρώτα του ή να αλλάξει προφυλακτικό, οπότε για ένα με δύο δευτερόλεπτα, μέχρι να πάρει κάποιος άλλος τη θέση του, ο Ντόμινικ διέκρινε φευγαλέα το λευκό δέρμα της Σάμερ, που πλέον γυάλιζε από τον ιδρώτα, καθώς το σώμα της βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, μπρος πίσω, ακολουθώντας την πίεση κάποιου πούτσου μέσα της, μορφάζοντας σαν αντίδραση σε κάποιο χάδι. Αν έκλεινε τα μάτια του, κατάφερνε να διακρίνει το γνώριμο ήχο του λαχανιάσματός της,
φανταζόταν πώς πρέπει να χτυπούσε η καρδιά της, πώς θα ένιωθε αν είχε το στόμα της τυλιγμένο γύρω από το καυλί του, τον τρόπο που έμοιαζε να είναι απόλυτα παρούσα στο κορμί της όταν έκαναν έρωτα, το πώς αντιδρούσε στο παραμικρό άγγιγμά του. Άρχισε να σκληραίνει και πάλι, άθελά του. Την είδε να παίρνει στο στόμα της το πουλί ενός ακόμη άντρα. Σίγουρα θα έχει αρχίσει να κουράζεται, σκέφτηκε τότε ο Ντόμινικ, εκείνη όμως δεν έδειχνε ούτε να επιβραδύνει ούτε να έχει χορτάσει. Ήταν λες και προσπαθούσε να διαγράψει όλο το χλιαρό σεξ που είχε κάνει στη ζωή της με αυτή τη μία βραδιά αδιάκοπου γαμησιού. Ίσως να ήταν θυμός αυτό που τον ώθησε να κινηθεί, ίσως πάλι να ήταν το πάθος του. Μόλις αποτραβήχτηκε ο άντρας που είχε βάλει τον πούτσο του στο στόμα της Σάμερ, ο Ντόμινικ ήταν εκεί για να πάρει τη θέση του. Κοίταξε από ψηλά το πρόσωπό της, τις γραμμές του στόματός της, το ζαρωμένο της μέτωπο, τις αισθήσεις της να αντιδρούν στην αλλαγή στάσης. Πέρασε τις παλάμες του πάνω από το λαιμό και τους ώμους της, την ένιωσε να χαλαρώνει όπως την πίεζε. Έπιασε τα μαλλιά της στις χούφτες του, τράβηξε πίσω το κεφάλι της, ύστερα έσκυψε και τη φίλησε. Για μια στιγμή η Σάμερ αντέδρασε όπως πάντα, ανοίγοντας το στόμα της και βγάζοντας ένα σιγανό στεναγμό ικανοποίησης. Αμέσως μετά όμως τραβήχτηκε και έβγαλε τη μάσκα της. Είχε αναγνωρίσει το άγγιγμά του. «Σταματήστε, παρακαλώ», είπε, και ανασηκώθηκε για να καθίσει. Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί ολόγυρά της έκανε αμέσως πίσω. Η Σάμερ μετακινήθηκε προς τα εμπρός και αναζήτησε κάτι για να καλυφθεί, μια πετσέτα ή το φόρεμά της, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Έπλεξε τα μπράτσα μπροστά στο στήθος της για να το κρύψει. «Τι γυρεύεις εδώ;» «Ο Βίκτορ με προσκάλεσε. Φαίνεται πως προσκάλεσε κι εσένα». «Τι σου είπε;» τον ρώτησε ψιθυριστά. «Μου είπε για όλες τις άλλες φορές, αν αυτό εννοείς. Εσύ γιατί δε μου είπες πως θα ερχόσουν;» «Εσύ γιατί δε μου το είπες; Πρώτη φορά έρχεσαι σε πάρτι του;» «Κοίτα, όχι, αλλά... Πίστευα πως δε θα σε ενδιέφερε και δεν μπόρεσα να βρω μια κατάλληλη στιγμή να το προτείνω. Έλειπες συνέχεια. Σε πρόβες. Με τον Σιμόν». «Μάλιστα. Δηλαδή εσύ μπορείς να πηδάς όποια γουστάρεις, όποτε γουστάρεις, αλλά εγώ όχι;» «Δεν εννοούσα αυτό». «Αυτό είπες όμως. Κι αυτό κάνεις. Άντε στο διάολο, Ντόμινικ». Κατέβασε τα πόδια της από τη σκηνή, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε αποφασιστικά στην έξοδο, με τους ώμους ίσιους και το πιγούνι ψηλά. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ένα ξερό χειροκρότημα αντήχησε στα αφτιά του Ντόμινικ. Ήταν ο Βίκτορ.
13 Το Τοπίο μετά τη Μάχη
Ο ΣΙΜΟΝ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕ όταν το ταξί σταμάτησε έξω από το διαμέρισμα στο Σόχο. Καθόταν στο σκαλοπάτι της εισόδου, με τα πόδια απλωμένα μπροστά, σταυρωμένα στο ύψος των αστραγάλων, μέσα στις γνώριμες μπότες από δέρμα φιδιού. «Το ήξερα πως κάποια στιγμή θα γύριζες στο σπίτι». «Τι διάβολο γυρεύεις εδώ πέρα; Είναι τρεις το πρωί». «Δεν απαντούσες, τηλεφώνησα τόσες φορές. Ανησύχησα». Έβγαλα το κινητό από την τσάντα μου και κοίταξα τα μηνύματα και τη λίστα με τις αναπάντητες κλήσεις. Ο Σιμόν τηλεφωνούσε σχεδόν ανά μία ώρα από τη στιγμή που του είχα πει πως προτιμούσα να αναβάλουμε την πρόβα. «Συγνώμη. Πρέπει να το είχα στο αθόρυβο». Προσπάθησα να βάλω το κλειδί στην πόρτα, όμως τα δάχτυλά μου έτρεμαν σαν φύλλα στον άνεμο. Ο Σιμόν κάρφωσε ένα εξεταστικό βλέμμα πάνω μου. Ύστερα πετάχτηκε όρθιος κι έκλεισε τις παλάμες μου μέσα στις δικές του. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Εγώ ούτε ματιά δεν είχα ρίξει στους καθρέφτες που εκτείνονταν κατά μήκος του διαδρόμου που κατέληγε στην εξώπορτα της έπαυλης του Βίκτορ. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι εικόνα έδινα, ήξερα ωστόσο πως ήμουν ιδρωμένη κι έτρεμα και πως τα μαλλιά μου ήταν ένα χάλι. Ήλπιζα τουλάχιστον να μη μου είχε αφήσει κάποιος σημάδι από δαγκωνιά. «Τι έγινε; Ο Ντόμινικ σε πείραξε; Θα τον κάνω να το μετανιώσει έτσι και σου έκανε κάτι». «Όχι, καμία σχέση. Ήμασταν σ’ ένα πάρτι και τσακωθήκαμε. Λογικά, θα επιστρέψει κι αυτός από λεπτό σε λεπτό». «Έλα να μείνεις σε μένα. Θα έχεις το περιθώριο να σκεφτείς καλύτερα τα πράγματα. Θα είσαι ασφαλής». «Δε γίνεται να εξαφανιστώ. Θα νομίσει ότι τον εγκατέλειψα». «Μάλλον θα χαρεί που θα έχει κι αυτός το χώρο του, άσε που δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσετε να συζητήσετε λογικά από τη στιγμή που είστε και οι δύο σε τέτοια κατάσταση». Δεν είχα τη δύναμη να διαφωνήσω. Άλλωστε, δεν ανυπομονούσα για τη συζήτηση που θα έπρεπε να κάνω με τον Ντόμινικ. Ίσως μια δυο μέρες χωριστά να μας έκαναν καλό. «Εντάξει. Πάω να πάρω τα πράγματά μου». «Άφησέ τα εκεί που είναι. Επιστρέφεις όταν θα λείπει αυτός. Έχω στο σπίτι ό,τι χρειαστείς». «Το βιολί...» «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα από τα δικά μου». Πήρε την παλάμη μου μέσα στη δική του και με οδήγησε στη Γουέστ Μπρόντγουεϊ για να βρούμε ταξί, το καλύτερο σημείο εκείνη την ώρα. Τα δύο πρώτα είχαν τη σημαία τους κατεβασμένη,
το τρίτο όμως σταμάτησε μόλις του έκανε νόημα ο Σιμόν. Η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά όποτε συναντούσαμε άλλο αυτοκίνητο, φανταζόμουν πως μέσα σε κάποιο από αυτά βρισκόταν ο Ντόμινικ που έσπευδε να μου ζητήσει συγνώμη. Θα του έλεγα όσα είχαν συμβεί με τον Βίκτορ κι εμένα· θα παίρναμε πίσω όποια βαριά κουβέντα είχε ειπωθεί. Θα κάναμε μια καινούρια αρχή. Όμως δεν ήρθε. Ο Σιμόν με τράβηξε πάνω του μέσα στο ταξί. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του κι εκείνος τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τον ώμο μου. Άρχισε να περνά τα δάχτυλά του ανάμεσα από τα αχτένιστα μαλλιά μου κι εγώ χαλάρωσα, αφήνοντας την καλοσύνη του να απομακρύνει τις ανησυχίες μου, τουλάχιστον γι’ απόψε. «Μυρίζεις αλλιώτικα», είπε νυσταγμένα καθώς με κουνούσε για να ξυπνήσω μόλις φτάσαμε στο δρόμο όπου έμενε. «Άλλαξες άρωμα;» Αυτό είναι το άρωμα δέκα αντρών και δύο γυναικών, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα. «Είχε πολύ κόσμο στο πάρτι. Πρέπει να κάνω ένα ντους». «Ευχαρίστως να βοηθήσω όπως μπορώ». «Αλήθεια;» «Φυσικά». Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα τα σκούρα καστανά μάτια του, τα οποία έμοιαζαν να κατακλύζονται από τόση ζεστασιά, κι εκείνη τη στιγμή τον ήθελα, αν μη τι άλλο για να διώξω από πάνω μου την αίσθηση των άλλων ανθρώπων. Έγειρα προς το μέρος του και τον φίλησα στα χείλη. Δεν είχε ξυριστεί και το πιγούνι του ήταν τραχύ όπως άγγιξε το πρόσωπό μου. Πέρασα το μάγουλό μου πάνω από το αξύριστο σαγόνι του, απολαμβάνοντας την άγρια αίσθηση. Τα χέρια του έτρεμαν όσο τα δικά μου όταν πληκτρολογούσε τον κωδικό για να μπούμε στην πολυκατοικία του. «Νόμιζα πως είπες ότι δεν ήταν καλή ιδέα αυτό». «Δε με απασχολεί πια το τι είναι και τι δεν είναι καλή ιδέα». «Εντάξει, όχι πως έχω αντίρρηση». Με τράβηξε στο ασανσέρ και έκλεισε τα μπράτσα του γύρω μου, πιέζοντάς τα χείλη του πάνω στα δικά μου, σαν σεληνιασμένος. Μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για τον όροφό του, είχα ξεκουμπώσει το πουκάμισό του και είχα καταπιαστεί με τη ζώνη του, θέλοντας να ολοκληρωθεί το σμίξιμό μας προτού αλλάξει γνώμη ο ένας από τους δυο μας. Είχα κάνει αρκετά πράγματα εκείνο το βράδυ για τα οποία ενδεχομένως να ντρεπόμουν το πρωί, επομένως το σεξ με έναν ακόμη άντρα έμοιαζε σχεδόν αναπόφευκτο, σαν να έτρωγα και το τελευταίο μπισκότο στο πιάτο. Φιληθήκαμε με το πάθος δύο ανθρώπων που σκέφτονται πως αυτή ίσως είναι η τελευταία τους νύχτα μαζί καθώς με οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο και με ξάπλωνε στο κρεβάτι. Πέρασε τα χέρια του κάτω από το φόρεμά μου και άρχισε να ανεβάζει το ύφασμα προς τη μέση μου, με κινήσεις επιθετικές, μάτια που λαμπύριζαν με απροκάλυπτη λαχτάρα. Μόλις γονάτισε ανάμεσα στους μηρούς μου, βούτηξα μια χούφτα από τα πυκνά μαλλιά του στην κάθε παλάμη μου και τον σήκωσα προς το μέρος μου. «Όχι, σε παρακαλώ, θέλω μονάχα να με γαμήσεις». Ο Σιμόν έδειχνε κάτι περισσότερο από πρόθυμος να κάνει αυτό που του ζητούσα. Δεν είχα καμία διάθεση για προκαταρκτικά και δεν ήθελα να νιώσει τις γεύσεις που σίγουρα εξακολουθούσαν να
ποτίζουν την επιδερμίδα μου: τις διάφορες μυρωδιές των άλλων ανθρώπων, τα λιπαντικά, την έντονη χημική οσμή που πάντοτε αφήνουν πίσω τους τα προφυλακτικά. Ήταν πιο βαρύς από τον Ντόμινικ. Η αίσθηση του σώματός του πάνω μου ήταν ευχάριστα πιεστική και τα μαλλιά του έπεφταν πάνω στο πρόσωπό του. Τον ανάσανα βαθιά, βυθίζοντας τις παλάμες μου μέσα στα πυκνά σκούρα σγουρά μαλλιά του. Έπλεξα τα πόδια μου γύρω από τη μέση του και γραπώθηκα πάνω του τη στιγμή που καρφωνόταν μέσα μου, ελπίζοντας πως με κάθε του κίνηση θα έδιωχνε την αίσθηση που είχαν αφήσει οι άλλοι άντρες. Πάνω απ’ όλα, ήθελα να απαλλαγώ από την ανάμνηση του Βίκτορ. Ελάχιστα με είχε αγγίξει, όμως η βαριά μυρωδιά της κολόνιας του έμοιαζε να έχει παγιδευτεί μέσα στα ρουθούνια μου, απειλώντας να ανακατέψει το στομάχι μου σε κάθε εισπνοή. Τελείωσε μέσα σε μερικά λεπτά. Ο Σιμόν ήταν κουρασμένος και είχε ώρες που με περίμενε. Τουλάχιστον δε ζήτησε συγνώμη. Φαντάζομαι ότι θα πίστευε πως θα υπήρχαν κι άλλες φορές, κι ίσως σε αυτό να είχε δίκιο. «Θα μου πεις κάποια στιγμή τι συνέβη;» ρώτησε όπως ξαπλώναμε ο ένας δίπλα στον άλλο, με το μπράτσο του να ακουμπά πάνω στον κορμό μου, κολλώντας με πάνω του, σαν να ήθελε να με κρατήσει εκεί για πάντα. Το βάρος της παύσης μου κατέκλυσε το δωμάτιο σαν κροτάλισμα τυμπάνου, λες και η σιωπή είχε ένα δικό της ήχο. «Ίσως, αλλά όχι απόψε». «Θα είμαι στο πλευρό σου όποτε νιώσεις έτοιμη». Περίμενα να αποκοιμηθεί προτού σηκωθώ για να κάνω ένα ντους. Δεν ήθελα να νομίσει πως το ότι πήγα μαζί του με έκανε να αισθάνομαι βρόμικη. Του άξιζε καλύτερη αντιμετώπιση. Είχα περάσει τόσο χρόνο στο διαμέρισμά του ήδη ώστε το ένιωθα σαν δεύτερο σπίτι μου ούτως ή άλλως. Ήξερα πού φύλαγε τις καθαρές πετσέτες κι ότι είχε έναν ολόσωμο καθρέφτη στο μπάνιο, όπου θα μπορούσα να δω σε τι κατάσταση βρισκόμουν. Δεν υπήρχε σχεδόν ούτε σημάδι πάνω μου. Για κάποιο λόγο θεωρούσα πως η επιδερμίδα μου θα είχε στιγματιστεί από το βάρος των αμαρτιών μου. Δεν ήξερα τι περίμενα να δω. Ένα άλικο γράμμα χαραγμένο με καυτό σίδερο πάνω στην καρδιά μου; Πάντως, δεν υπήρχε τίποτα. Το είδωλο που έστεκε απέναντί μου ήταν λευκό σαν το φρέσκο χιόνι, αν και ήξερα πως τα γεννητικά μου όργανα θα ήταν κόκκινα και πρησμένα και πιθανότατα θα έκαναν μέρες να συνέλθουν. Λένε πως τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής. Εγώ, πάλι, νομίζω πως περισσότερα θα μαθαίναμε αν στρέφαμε την προσοχή μας πιο χαμηλά. Άνοιξα το νερό και πέρασα από κάτω του, ύστερα έστριψα και προσπάθησα να ρυθμίσω την μπαταρία. Το νερό ήταν γυρισμένο στο τέρμα του ζεστού, και πάλι όμως δεν ήταν αρκετά καυτό. Δεν υπήρχε ντους σε ολόκληρο τον κόσμο ικανό να ξεπλύνει από πάνω μου αυτή την αίσθηση. Ο Ντόμινικ ήξερε πως αυτό που είχε συμβεί είχε αλλάξει τα πάντα ανάμεσα στον ίδιο και τη Σάμερ, οριστικά. Δεν ήταν θέμα τού ποιος έφταιγε. Όλοι τους όφειλαν να αποδεχτούν ένα βαρύ μέρος των ευθυνών για την ατυχή πορεία των γεγονότων: ο Βίκτορ, η Σάμερ κι εκείνος, στον ίδιο βαθμό. Οι λέξεις πλέον δεν μπορούσαν να αποκαταστήσουν μια σχέση η οποία είχε διαρραγεί στη βάση της. Όλα αυτά τα είχε σχεδιάσει ο Βίκτορ, ο πονηρός τελετάρχης που είχε βαλθεί να εκμεταλλευτεί
και τους δυο τους, να χειραγωγήσει τη Σάμερ και τον Ντόμινικ, οδηγώντας τους σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Από κακία και μόνο; Για να αντλήσει ο ίδιος κάποια απόλαυση; Ή μήπως ήταν μια απλή σκανταλιά, σαν ένα παιδί που βλέπει μια στοίβα από τουβλάκια τέλεια βαλμένα και δεν αντέχει να μην τα κλοτσήσει σκορπίζοντάς τα ολόγυρα, προκαλώντας το χάος εκεί όπου υπήρχε τάξη; Κι όταν είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία, ο Ντόμινικ για κάποιο λόγο είχε κατορθώσει να πει τα λάθος λόγια, δεν είχε βρει μέσα του την καλοσύνη που χρειαζόταν για να συγχωρέσει ή να καταλάβει, μετατρεπόμενος άθελά του στον κακό της υπόθεσης εξαιτίας της τρελής επιθυμίας του να παίξει με τη Σάμερ, μέχρι να φτάσουν οι δεσμοί που τους ένωναν στα όρια των αντοχών τους. Ναι, δικό του ήταν το λάθος, από τη στιγμή που τη διέκρινε φευγαλέα να παίζει το βιολί της στο μετρό του Λονδίνου και φαντάστηκε πως θα μπορούσε να την παρασύρει στο δικό του ιστό, στο κρεβάτι του, στη ζωή του, υπό όρους τους οποίους ακόμη και τώρα δεν μπορούσε να κατανοήσει πλήρως. Κι εκείνη; Πόσα πράγματα είχε καταλάβει σχετικά με τις δυνάμεις που χειραγωγούσαν τη σεξουαλικότητά της; Είχε ανοίξει άραγε την καρδιά της στον Ντόμινικ ή είχε πέσει απλώς θύμα των δικών της παθών, επιλέγοντας να αφεθεί αφελώς σε αυτά από την πρώτη στιγμή; Μακάρι να μπορούσε να τη δει τώρα, να κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια της· ίσως να υπήρχε κάποια απάντηση εκεί, κάποιο στοιχείο που θα βοηθούσε να λυθεί αυτός ο γρίφος όπου συναισθήματα και πάθη χόρευαν ένα τρελό βαλς και τον έκαναν να αισθάνεται απόλυτα ανήμπορος. Είχαν περάσει σαράντα οχτώ ώρες και η Σάμερ ακόμη δεν είχε επιστρέψει στο διαμέρισμα. Ίσως να είχε πάει σε κάποιο φιλικό της πρόσωπο. Στην Τσέρι, πιθανόν, στη Σούζαν, την ατζέντισσά της, ή, το πιθανότερο, στο φίλο της το μαέστρο, τον Σιμόν, ο οποίος πάντοτε της διέθετε με ύποπτη προθυμία το σπίτι του για πρόβες, ανά πάσα στιγμή. Τα ρούχα της ήταν ακόμη κρεμασμένα στην ντουλάπα που μοιράζονταν οι δυο τους, δίπλα στα δικά του, σε στενάχωρη πλέον επαφή, και κάθε τόσο ο Ντόμινικ πήγαινε και έσερνε τα δάχτυλά του πάνω στα μαλακά υφάσματα νιώθοντας ένα βαθύ πόνο να του σφίγγει την καρδιά, καθώς ανέσυρε το άρωμα του σώματός της από τις πτυχώσεις των διαφόρων ενδυμάτων. Σαν κανένας διεστραμμένος γέρος, συνειδητοποίησε. Τουλάχιστον δεν είχε καταντήσει να ψάχνει μανιασμένα τα εσώρουχά της. Όχι πως δεν του είχε περάσει κι αυτή η σκέψη από το μυαλό. Δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει το Μπαγί, το οποίο φώλιαζε μέσα στην ταλαιπωρημένη πλέον θήκη του, παρατημένο σε μια γωνιά στην άκρη του καθιστικού. Του έκανε εντύπωση που το είχε αφήσει εκεί η Σάμερ και δεν είχε επιστρέψει για να το πάρει. Λες και το ότι εγκατέλειπε το βιολί στην τύχη του αποτελούσε την οριστική επιβεβαίωση πως δεν είχε καμία πρόθεση να τον αντικρίσει ποτέ ξανά, αφήνοντάς το εκεί να του θυμίζει αυτό που τους είχε ενώσει αρχικά. Όχι, δεν έφταιγε αυτός, αποφάσισε ο Ντόμινικ. Ούτε κι εκείνη. Οι δυο τους ήταν απλώς τα πιόνια, θύματα των επιθυμιών τους και των αντιφάσεων του πάθους. Αντίθετα, ο Βίκτορ ήταν τελείως διαφορετική περίπτωση. Εκείνος γνώριζε από την πρώτη στιγμή τι ακριβώς έκανε. Σ’ εκείνον έπεφτε το κύριο βάρος των ευθυνών για τα θλιβερά, αν όχι απαίσια, γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί. «Γεια σου, Λόραλιν». «Γεια σου, Ντόμινικ. Πώς είσαι;» «Για να είμαι ειλικρινής, έξω φρενών... Πώς πήγε στη Βοστόνη;» «Παιχνιδάκι», απάντησε η Λόραλιν. «Για πες, τι σ’ έκανε να θυμώσεις;» «Ο φίλος σου ο Βίκτορ».
«Αχ, μη μου πεις πως άρχισε πάλι τα δικά του;» «Δε θα ήθελα να το συζητήσω τώρα. Μήπως ξέρεις πού μπορώ να τον βρω; Κάπου μου παράπεσε το χαρτί στο οποίο είχα γράψει τη διεύθυνσή του. Πρέπει να συζητήσω κάποια πράγματα μαζί του». «Να συζητήσεις;» «Σε παρακαλώ, Λόραλιν...» «Μην κάνεις κάτι για το οποίο θα μετανιώσεις τελικά, Ντόμινικ», τον συμβούλεψε η Λόραλιν, όμως μετά του έδωσε τη διεύθυνση, την οποία, φυσικά, ουδέποτε είχε. Πράγμα το οποίο έμοιαζε να αντιλαμβάνεται άριστα κι εκείνη. «Ντόμινικ;» είπε η Λόραλιν. Όμως το τηλέφωνο ήταν ήδη νεκρό. Η συνάντηση δεν εξελίχθηκε καλά. Έχοντας αιφνιδιαστεί από την εμφάνιση του Ντόμινικ έξω από το διαμέρισμά του, ο Βίκτορ δεν ήθελε να του ανοίξει για να περάσει και επέμεινε να συζητήσουν κάπου έξω. Και οι δύο άντρες δίσταζαν να βρεθούν ενώπιος ενωπίω σε κάποιο μπαρ ή σε άλλο μέρος με πολύ κόσμο. Το κτίριο όπου έμενε ο Βίκτορ βρισκόταν σε απόσταση μερικών οικοδομικών τετραγώνων από το Σέντραλ Παρκ, κοντά στο επιβλητικό συγκρότημα πολυτελών κατοικιών που είναι γνωστό ως Ντακότα, οπότε κατέληξαν δίπλα στη λιμνούλα, στην περιοχή όπου εκτείνεται το καταφύγιο πουλιών. Είχε αρχίσει να νυχτώνει, έτσι περαστικοί και τουρίστες αραίωναν. Η αρχική αντίδραση του Βίκτορ ήταν να καμωθεί πως δεν είχε γίνει και τίποτα τρομερό όταν του έθιξε ο Ντόμινικ το θέμα του πάρτι και τον τρόπο με τον οποίο είχε χειραγωγήσει τη Σάμερ προκειμένου να συμμετάσχει. «Μα είχες την ευκαιρία να σταματήσεις τα όσα συνέβαιναν, έτσι δεν είναι; Εσύ όμως παρέμεινες θεατής, σωστά; Της επέτρεψες να τα βιώσει όλα αυτά. Εγώ εν τω μεταξύ απλώς παρακολουθούσα», είπε, με το γνώριμο υπεροπτικό μειδίαμα να απλώνεται ειρωνικά στο πρόσωπό του, σαν να προκαλούσε τον άλλο. Ο Ντόμινικ ένιωσε τη χολή να του καίει το λαιμό. Κάθε λέξη του Βίκτορ έμοιαζε με μαχαιριά στην καρδιά, του υπενθύμιζε την ανοησία του και αυτό που πλέον ολοφάνερα αποτελούσε το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του. «Αιφνιδιάστηκα απόλυτα», διαμαρτυρήθηκε. «Ακόμη δεν έχω καταλάβει για ποιο λόγο συμφώνησε να συμμετάσχει και να βρεθεί στο επίκεντρο εκείνου του χυδαίου οργίου, όμως είμαι βέβαιος πως εσύ το κανόνισες, από την αρχή αυτό σχεδίαζες». «Κοίταξε, θα ομολογήσω πως ενδεχομένως και να υπήρξα λιγάκι άτακτος», παραδέχτηκε ο Βίκτορ, σέρνοντας τα βήματά του κατά μήκος του μονοπατιού που σκοτείνιαζε, έχοντας τα χέρια στις τσέπες. «Εσύ τα κανόνισες όλα, Βίκτορ. Εντάξει, δε λέω πως είπες ξεκάθαρα ψέματα στη Σάμερ ή σε μένα, αλλά είναι ολοφάνερο πως δεν είπες και την αλήθεια. Πώς μπόρεσες να το κάνεις;» «Μη νομίζεις πως κι εσείς οι δύο είστε τίποτα αθώοι, Ντόμινικ. Άλλωστε, τι είναι μια μικρή αμαρτία μεταξύ φίλων, ε; Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς λίγη αμαρτία;» είπε, γελώντας σιγανά. «Είσαι μεγάλο καθίκι». Η υπομονή του Ντόμινικ κόντευε να εξαντληθεί. Ένιωθε να προκαλείται διαρκώς από τη χαλαρή διάθεση του Βίκτορ, τη φαινομενική αδιαφορία του απέναντι σε μια κατάσταση την οποία είχε προκαλέσει με τις πονηριές του. Έδειχνε μάλιστα ευχαριστημένος με την
όλη κατάσταση, λες και ο θυμός του Ντόμινικ την καθιστούσε ακόμη πιο διασκεδαστική. Ο Βίκτορ σταμάτησε, γύρισε προς τον Ντόμινικ και ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο του. «Κοίτα», είπε, «μια κοπέλα είναι μόνο. Πάμε γι’ άλλα τώρα. Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις λες και σου θίξαμε την άσπιλη. Εξάλλου, δεν έκανε και κανένα σπουδαίο κρεβάτι». Ο Ντόμινικ έσπρωξε την παλάμη του Βίκτορ από πάνω του. Μέσα του έβραζε. Ξαφνικά, η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο θυμό και τη μανία ξεπεράστηκε. Έσφιξε τη γροθιά του και χτύπησε τον Βίκτορ στο σαγόνι. Ο άλλος παραπάτησε κι έπεσε κάτω, όχι τόσο από τη δύναμη της γροθιάς του Ντόμινικ όσο από τον απόλυτο αιφνιδιασμό. Σήκωσε το χέρι του, ενστικτωδώς, σαν να ζητούσε από τον Ντόμινικ να σταματήσει, και άνοιξε το στόμα του. «Είσαι τρελός», του φώναξε. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να καταγραφεί ο πόνος στις χτυπημένες του αρθρώσεις, οπότε ο Ντόμινικ μόρφασε. Ουδέποτε υπήρξε βίαιος άνθρωπος, δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τον τελευταίο καβγά στον οποίο πρωταγωνίστησε, όταν άκουσε όμως τον Βίκτορ να αναφέρεται στη Σάμερ λες και ήταν κάποιο αντικείμενο, χωρίς ίχνος σεβασμού για το μυαλό ή το σώμα της, ένιωσε να τον πνίγει μια ασυγκράτητη οργή. Ποτέ ως τότε δεν είχε συγκρουστεί για την τιμή μιας γυναίκας, ωστόσο εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσε πως θα έκανε τα πάντα για να υπερασπιστεί τη Σάμερ, να την προστατέψει από αρπακτικά όπως ο Βίκτορ, που θεωρούσαν την αδυναμία και την αφέλειά της ευκαιρία για να την εκμεταλλευτούν. Βλαστήμησε χαμηλόφωνα και κοίταξε το πρόσωπο του Βίκτορ, συσπασμένο από τον πόνο και το σοκ, με το στόμα σουφρωμένο, τα χείλη να τρέμουν. «Πήγαινες γυρεύοντας, κάθαρμα», του επιτέθηκε με φωνές. Ο Βίκτορ εν τω μεταξύ έμοιαζε τελείως αδύναμος, όμως μέσα του ο Ντόμινικ εξακολουθούσε να αισθάνεται πως ο άλλος τον χλεύαζε. Ρίχνοντάς του μια τελευταία ματιά, ο Ντόμινικ έκανε να φύγει. «Άντε μπράβο, γύρνα στην άχρηστη πουτάνα σου». Ο Βίκτορ μουρμούρισε εκείνα τα λόγια, όμως τα είπε αρκετά δυνατά ώστε να τ’ ακούσει ο Ντόμινικ. Ο οποίος κοντοστάθηκε, έκανε μεταβολή και με μια κλοτσιά πιο δυνατή απ’ όσο σκόπευε ξάπλωσε τον Βίκτορ φαρδύ πλατύ στο έδαφος. Η πραγματικότητα επέστρεψε ξαφνικά, κάνοντας τον Ντόμινικ να αηδιάσει με την αντίδρασή του. Ο Βίκτορ κειτόταν στο έδαφος βογκώντας. Ο Ντόμινικ έριξε μια ματιά γύρω του. Δεν υπήρχε κανείς εκεί κοντά. Κατά πάσα πιθανότητα η πράξη του είχε περάσει απαρατήρητη. Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Να μείνει εκεί μέχρι να συνέλθει ο Βίκτορ; Σε κάποιο δέντρο εκεί κοντά ένα πουλί τιτίβισε χαρωπά, τη στιγμή που ο Ντόμινικ συνειδητοποιούσε τι είχε κάνει. Είχε χτυπήσει έναν άνθρωπο, έναν άντρα πιο μικρόσωμο από τον ίδιο και τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερό του. Κι όλα αυτά για μια γυναίκα. Ήταν κάτι χειρότερο από κλισέ· ήταν θλιβερό. Έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε. Εκείνες οι λίγες μέρες χωρίς τον Ντόμινικ αποδείχτηκε πως ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ζήτησα από τον Σιμόν να με περιμένει έξω όση ώρα συγκέντρωνα τα λιγοστά υπάρχοντά μου. Είχα προσπαθήσει να του εξηγήσω ότι δεν είχα πολλά πράγματα και ότι, έχοντας ζήσει ήδη σε τρεις ηπείρους, ήμουν απολύτως ικανή να ετοιμάσω μόνη μου μια βαλίτσα, εκείνος όμως επέμενε να με ακολουθήσει, λες και φοβόταν πως θα μ’ έχανε έτσι κι έφευγα από το οπτικό του πεδίο περισσότερο από μία ώρα.
Τελικά τον άφησα να έρθει, αλλά δεν του επέτρεψα να μπει στο διαμέρισμα. Αυτό θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα έτσι και επέστρεφε ο Ντόμινικ και τον έβρισκε εκεί ή αν κατάφερνε με κάποιο τρόπο να διαισθανθεί πως κάποιος άλλος άντρας είχε βρεθεί στο δωμάτιο που μοιραστήκαμε. Το λοφτ φάνταζε άδειο πριν ακόμη διπλώσω τα λιγοστά ρούχα μου στη βαλίτσα και μαζέψω παπούτσια και καλλυντικά. Με την περιοδεία, σκεφτόμουν πως θα έλειπα για μήνες προτού αποχωρήσω οριστικά. «Πο!» έκανε ο Σιμόν κατεβάζοντας τη βαλίτσα από τις σκάλες. «Αλήθεια δεν έχεις πολλά πράγματα. Εγώ νόμιζα πως υπερέβαλλες». Προσπάθησα να καθίσω και να γράψω στον Ντόμινικ ένα σημείωμα προτού φύγω από το σπίτι, να του πω ότι λυπόμουν και να τον βοηθήσω να κλείσει αυτό το κεφάλαιο της ζωής του, όμως για κάποιο λόγο οι λέξεις δε μου έρχονταν. Άλλωστε, εκείνος ήταν ο συγγραφέας, όχι εγώ. Τελικά μάζεψα απλώς τα πράγματά μου κι έφυγα, ελπίζοντας πως με κάποιο τρόπο θα καταλάβαινε όλα αυτά που δεν μπόρεσα να του πω. Η συγκατοίκηση με τον Σιμόν προέκυψε χωρίς να το αποφασίσω συνειδητά. Στην αρχή ήταν ο προφανής προορισμός για μένα. Είχε άνετα χώρο για να φιλοξενήσει και δεύτερο άτομο, ειδικά από τη στιγμή που άρχισα να μοιράζομαι το κρεβάτι του. Εκτός αυτού, είχε ειδικό χώρο για πρόβες, οπότε γλίτωνα από τον μπελά να βρίσκω μέρος για να εξασκούμαι χωρίς να ενοχλώ τους γείτονες. Το να πάω σε κάποιο ξενοδοχείο θα ήταν ανοησία. Θα μπορούσα να είχα αναζητήσει καταφύγιο στο διαμέρισμα του Μπάλντο και της Μαρίγια. Η Τσέρι πιθανότατα θα μου είχε προσφέρει τον καναπέ της αν την εντόπιζα και της εξηγούσα την κατάσταση, όμως ήμουν πολύ περήφανη για να παραδεχτώ πως είχε δίκιο σε όσα μου είχε πει. Είχα αποδειχτεί πολύ περήφανη σχεδόν σε όλα. Ο Σιμόν έσπευσε να εξοικονομήσει χώρο στην ντουλάπα του για τα ρούχα μου. Ένα άδειο συρτάρι έκανε την εμφάνισή του από τη μια μέρα στην άλλη στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Τα πράγματά μου άρχισαν σταδιακά να βρίσκουν τη θέση τους στο διαμέρισμά του. Βγαίναμε έξω, πηγαίναμε μαζί σε πάρτι και οι φίλοι του υπέθεσαν ότι ήμασταν ζευγάρι πριν προλάβω να εξηγήσω πως η συγκατοίκηση ήταν προσωρινή. Κάπως έτσι, μέχρι να καταλάβω τι συνέβαινε, βρέθηκα σε μια νέα σχέση. Ο Σιμόν ήταν παθιασμένος και διέθετε ισχυρότερη λίμπιντο από κάθε άντρα με τον οποίο είχα υπάρξει στη ζωή μου. Ισχυρότερη ακόμη κι από του Ντόμινικ. Κάναμε σεξ πρωί και βράδυ, συχνά και το απόγευμα. Οι επαφές μας ήταν συχνές και έντονες, και παρότι ήξερα πως καλό θα ήταν να περάσω ένα διάστημα μόνη μου προτού ριχτώ με τα μούτρα σε μια νέα ζωή στο πλευρό ενός ακόμη άντρα, δε νομίζω πως θα μπορούσα να τα καταφέρω διαφορετικά. Το σώμα του πάνω στο δικό μου κάλυπτε σαν κουβέρτα όλες τις στενάχωρες σκέψεις που με στοίχειωναν μέσα στη νύχτα. Σκεφτόμουν τον Ντόμινικ συχνά. Αναρωτιόμουν αν θα είχαμε καταφέρει με κάποιο τρόπο να υποστηρίξουμε μια σχέση. Αν είχα σταθεί έντιμα απέναντί του. Αν κι εκείνος δε ζήλευε τόσο. Αν δεν είχα πάει στην περιοδεία. Ένα σωρό υποθετικές καταστάσεις. Μου έλειπε η τραχύτητα του αγγίγματός του. Καθετί στον Σιμόν ανέδιδε μια απαλότητα και ζεστασιά, από τη θερμότητα του κορμιού του μέχρι το χρυσαφένιο χρώμα της επιδερμίδας του, το αβίαστο γέλιο του και τη ζωντάνια με την οποία προσέγγιζε τα πάντα, από το σεξ μέχρι το φαγητό και τη μουσική. Είχε τεράστια όρεξη για οτιδήποτε και μια εύθυμη αισιοδοξία την οποία δε διέθετε ο Ντόμινικ, αν και κάποιες φορές με εκνεύριζε. Το βήμα του είχε μια ζωηράδα αντίστοιχη με τα μαλλιά του, μια ζωηράδα που απειλούσε να μείνει μονίμως εκεί. Ήταν σαν να συγκατοικούσα με μια ηλιαχτίδα. Κάποια στιγμή άρχισα να νοσταλγώ τη βροχή.
Ένα βράδυ πήγαμε στο σινεμά. Ο Σιμόν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της προβολής χώνοντας το χέρι του κάτω από τη φούστα μου, ενώ εγώ προσπαθούσα απεγνωσμένα να μην αντιδράσω, ώστε να μην ενοχλήσω τους ανθρώπους που κάθονταν δίπλα μας. Ήταν μια ταινία με υπερήρωες, από εκείνες που προσελκύουν παιδιά και ενήλικες, οπότε γύρω μας κάθονταν οικογένειες. Ο Σιμόν ήταν το άκρο αντίθετο του Ντόμινικ σε αυτό το θέμα, όπως και στα περισσότερα άλλα. Εκτός από το να είναι κατάλληλα ντυμένος, πράγμα ζωτικής σημασίας για εκείνον, ελάχιστα τον ενδιέφερε τι εικόνα έδινε σε δημόσιους χώρους. Θέλησε να περπατήσουμε μετά αντί να πάρουμε ταξί για να γυρίσουμε στο σπίτι. Είχε παρατηρήσει πως τα παντελόνια του είχαν αρχίσει να τον στενεύουν από τότε που ξεκίνησε η συγκατοίκησή μας και ξαφνικά έδειχνε να τον απασχολεί περισσότερο το να γυμνάζεται καθημερινά. Ίσως, πάλι, να ήταν μέρος ενός σχεδίου που είχε καταστρώσει νωρίτερα και το ότι περάσαμε μπροστά από το κατάστημα με τα ερωτικά βοηθήματα στη συμβολή της Έκτης Λεωφόρου με τη 18η Οδό να έγινε επίτηδες και όχι τυχαία. «Σκέφτηκα να δοκιμάζαμε κάτι καινούριο», μου ψιθύρισε στο αφτί, με φωνή χρωματισμένη από σκανταλιάρικη διάθεση. «Α, ναι;» Δεν ήξερα αν έπρεπε να προσβληθώ. Εγώ θεωρούσα πως το σεξ που κάναμε ήταν αρκετά καλό. Το βέβαιο ήταν πως κάναμε αρκετό και η σκέψη πως ίσως να μην τον κάλυπτε με προβλημάτισε. Τράβηξε γραμμή στο χώρο όπου εκτίθονταν τα διάφορα εξαρτήματα για ερωτικό δέσιμο, από σατέν λωρίδες για το κρεβάτι μέχρι μπάρες που κρατούσαν τα πόδια ανοιχτά και χοντρές δερμάτινες χειροπέδες. «Τι λες;» ζήτησε τη γνώμη μου. Πήρα στο χέρι κάτι ροζ χνουδωτές χειροπέδες, από εκείνες που θα έβρισκε κανείς σε κάποιο πάρτι για τη νύφη πριν από το γάμο. Οι δερμάτινες χειροπέδες ήταν περισσότερο του γούστου μου, αλλά δεν ήθελα να τον φοβίσω δείχνοντάς του πως είχα ήδη αρκετά μεγάλη εμπειρία με αυτού του είδους τα πράγματα. «Ω Θεέ μου», είπε. «Θα ένιωθα εντελώς γελοίος έτσι και τις φορούσα αυτές». «Εσύ θα αισθανόσουν γελοίος;» Το πρόσωπό του κοκκίνισε. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να αντιδρά έτσι. «Ξέχνα το. Ήταν μια χαζή ιδέα». Η πωλήτρια μας παρακολουθούσε καχύποπτα. «Όχι, καθόλου χαζή δεν είναι. Απλώς σκέφτηκα πως είχες εμένα κατά νου». «Θυμάσαι την πρώτη φορά που φιληθήκαμε;» «Ναι, φυσικά». «Είχες ένα σκοινί στην τσάντα σου. Σκέφτηκα... Μοιάζεις με κοπέλα που θα της άρεσε να έχει τον έλεγχο. Πάντα ήθελα να το δοκιμάσω. Να μην έχω τον έλεγχο θέλω να πω». Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ήξερα βέβαια πως ήταν τελείως υποκριτικό εκ μέρους μου, όμως ποτέ μου δεν κατάφερα να συμφιλιωθώ με την εικόνα των υποταγμένων αντρών, είτε στα κλαμπ είτε στα λίγα ιδιωτικά σκηνικά στα οποία είχα παραστεί. Η σκέψη να γονατίζει ο Σιμόν μπροστά μου με έκανε να ανατριχιάσω. Για κάποιο λόγο, δεν περίμενα ποτέ κάτι τέτοιο από εκείνον. Μία ακόμη αστοχία της παρατηρητικότητάς μου ή επιπλέον απόδειξη του πόσο εγωκεντρική ήμουν. Ο Σιμόν φάνταζε τόσο φυσικά επιβλητικός, ειδικά όταν διηύθυνε την ορχήστρα. Μετά από όλα αυτά που είχα περάσει όμως δε θα μπορούσα να του αρνηθώ την ευκαιρία να το δοκιμάσει. Ίσως να ήταν
διαφορετικά με ένα σύντροφο για τον οποίο αισθανόμουν έλξη. Φύγαμε από το κατάστημα έχοντας αγοράσει ένα σετ μαύρων σατέν λωρίδων και κάποια πικάντικα εσώρουχα που είχαν τραβήξει την προσοχή του Σιμόν. Όπως έβαζε η πωλήτρια τα πράγματά μας σε μια διακριτική σακούλα, μπορούσα σχεδόν να ακούσω το ειρωνικό γέλιο του Ντόμινικ να αντηχεί στα αφτιά μου. Εκείνη τη νύχτα έδεσα τους καρπούς και τους αστραγάλους του Σιμόν στις τέσσερις άκρες του κρεβατιού. Το βλέμμα του θόλωσε. Γουργούριζε λες και πραγματοποιούνταν όλα τα όνειρά του ταυτόχρονα. Εγώ είχα καρφώσει το δικό μου βλέμμα στον τοίχο πάνω από το κεφαλάρι όπως τον καβαλούσα και αναρωτιόμουν για εκατομμυριοστή φορά τι ήταν αυτό που ήθελα πραγματικά. Έκλεισα τα μάτια κι έπαιξα με το σώμα μου, σχηματίζοντας στο μυαλό μου ένα χείμαρρο εικόνων. Ο Ντόμινικ εμφανιζόταν σε κάθε σκηνή, όμως και πάλι δεν κατάφερα να φτάσω σε οργασμό. Ο Σιμόν αποκοιμήθηκε δεμένος στο κρεβάτι, μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που τελείωσε. Τον έλυσα προσεκτικά και μετακίνησα τα άκρα του, ώστε να χωρέσω να ξαπλώσω δίπλα του. Ο ύπνος κατάφερε να μου ξεφύγει σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα. Σηκώθηκα ήσυχα κι έβγαλα τη βαλίτσα μου από την ντουλάπα του διαδρόμου. Είχα αφήσει το σκοινί σε μία από τις θήκες που έκλειναν με φερμουάρ, στο μόνο μέρος που μπορούσα να σκεφτώ ώστε να μην το εντοπίσει τυχαία ο Σιμόν. Έβαλα τη βαλίτσα στη θέση της και πήγα στο μπάνιο με το σκοινί και ένα μπουκάλι λιπαντικό. Ο Σιμόν κοιμόταν βαριά, παρ’ όλα αυτά άνοιξα το νερό να τρέχει για να καλύψω τους σιγανούς ήχους του αυνανισμού μου. Έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη την ώρα που το έκανα, πιέζοντας σταθερά το σκοινί πάνω στο λαιμό μου. Δεν είχα την παραμικρή τάση αυτοκτονίας, ούτε ήθελα να βλάψω τον εαυτό μου. Ποτέ δεν τράβηξα το σκοινί τόσο πολύ ώστε να προκαλέσω βλάβη, έστω και προσωρινή, όμως η ελαφριά πίεση στην αναπνοή μου ενίσχυσε τον ερεθισμό μου αρκετά ώστε να φτάσω σε οργασμό μέσα σε μερικά λεπτά. Πόσο πολύ θα ήθελα να ήταν η παλάμη του Ντόμινικ αυτή που με πίεζε αντί για μια θηλιά γύρω από το λαιμό μου. Ο Ντόμινικ επέστρεψε με το μετρό στη Σπρινγκ Στριτ. Αμέσως μόλις άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος κατάλαβε πως η Σάμερ είχε περάσει από εκεί το διάστημα της σύντομης απουσίας του. Το άρωμά της αιωρούνταν σχεδόν ανεπαίσθητα στην ατμόσφαιρα και ο μινιμαλιστικός διάδρομος που οδηγούσε στον κυρίως χώρο του λοφτ δε φιλοξενούσε πια τα αραδιασμένα παπούτσια της. Το βιολί έλειπε, και, το δίχως άλλο, είχε πάρει βιαστικά και όλα τα ρούχα της. Είχε ξεχάσει την οδοντόβουρτσά της, κάποια καλλυντικά, διάφορα σωληνάρια και μπουκάλια με κρέμες και σαμπουάν, ενώ η παλιά συσκευασία με τα πιθανότατα ληγμένα αντισυλληπτικά χάπια που είχαν ξεμείνει στο μπάνιο το διάστημα της περιοδείας της σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία είχε μείνει εκεί, σαν αποχαιρετιστήριο δώρο, κάτι για να τη θυμάται. Ούτε καν ένα σημείωμα. Παρότι δεν τον εξέπληξε αυτή η κατάληξη, ο Ντόμινικ ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Ένιωσε πως η σχέση τους είχε φτάσει στο τέλος της.
Τις επόμενες δύο μέρες έμεινε στο διαμέρισμα, αμελώντας τις περιορισμένες υποχρεώσεις του στη βιβλιοθήκη, ανήμπορος να συγκεντρωθεί, πόσω μάλλον να κάνει έρευνα ή να γράψει. Φοβόταν πως ανά πάσα στιγμή θα χτυπούσε το κουδούνι και θα ήταν ο Βίκτορ ή η αστυνομία. Ακόμη κι αν ο Βίκτορ δεν υπέβαλλε μήνυση, υπήρχε περίπτωση να είχε δει κάποιος περαστικός το τι είχε συμβεί. Ήξερε πως η όλη σκηνή θα φάνταζε ιδιαίτερα βίαιη, κι αν κάποιος ήταν μάρτυρας και το είχε καταγγείλει στην αστυνομία, ενδεχομένως να αποφάσιζαν να τον συλλάβουν. Μέχρι το πρωί του Σαββάτου είχε πάρει την απόφασή του. Μάζεψε τα πράγματά του κι έστειλε μια σειρά από emails με τα οποία ζητούσε συγνώμη, παραιτούνταν από τη θέση του ως επισκέπτης καθηγητής και προσφερόταν να καλύψει εκείνος τα όποια ποσά είχαν δοθεί ήδη στο μεσιτικό γραφείο στο οποίο ανήκε το διαμέρισμα. Πήρε ταξί για το αεροδρόμιο, γνωρίζοντας πως αν μίσθωνε λιμουζίνα, όπως συνήθιζε, θα άφηνε ίχνη των κινήσεών του. Εκεί έκλεισε εισιτήριο για την πρώτη διαθέσιμη νυχτερινή πτήση με προορισμό το Λονδίνο. Το Χάμπστεντ κοιμόταν ακόμη νωρίς την Κυριακή, όταν κατέβηκε από το ταξί, αναζήτησε τα κλειδιά του σπιτιού του στον πάτο της χειραποσκευής του και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του. Το άλσος, από μακριά, φάνταζε πιο πράσινο από ποτέ, είχε μια ιδιαίτερη απόχρωση που για κάποιο λόγο ταίριαζε μόνο στον αγγλικό καιρό. Έτσι όπως κρατούσε τη μικρή βαλίτσα του και με τα δύο χέρια, έσπρωξε την πόρτα με το πόδι του και το ξερό άρωμα των βιβλίων του απλώθηκε από μέσα, σαν να ερχόταν να τον καλωσορίσει. Είχε γυρίσει στον τόπο του. Πέρασαν δύο μήνες. Αρκετός χρόνος ώστε να ανασυνταχθεί ο Ντόμινικ. Συμφώνησε με το πανεπιστήμιο να επεκτείνει την άδειά του για δύο ακόμη εξάμηνα και σταδιακά μπήκε σε μια σειρά με τη συγγραφή. Ξυπνούσε, όπως πάντοτε, νωρίς κάθε πρωί, προτού ξημερώσει, έγραφε έναν ορισμένο αριθμό λέξεων για το μυθιστόρημα κι ύστερα επέτρεπε στον εαυτό του να χαλαρώσει το απόγευμα, διαβάζοντας, παρακολουθώντας DVD ή πηγαίνοντας περιπάτους στο άλσος, εφόσον ο αγγλικός καιρός δε συνωμοτούσε εναντίον του. Φυσικά, η Σάμερ εξακολουθούσε να βρίσκεται στο μυαλό του και δεν περνούσε ούτε μία μέρα χωρίς κάποιες επώδυνες αλλά και χαρούμενες αναμνήσεις να διαπεράσουν το πέπλο της συναισθηματικής σιωπής που είχε επιβάλει στον εαυτό του. Περπατώντας με βαρύ βήμα στο νοτισμένο χορτάρι του άλσους, δεν μπορούσε να μη θυμάται τη Σάμερ να διασχίζει εκείνο το μέρος καθώς κατευθυνόταν προς την εξέδρα όπου του είχε παίξει για πρώτη φορά. Εκείνη η μέρα φάνταζε τώρα βγαλμένη μέσα από μια άλλη ζωή. Ήξερε πως ήταν αναπόφευκτο αυτό και μάταιο να προσπαθήσει να αντισταθεί. Έπρεπε απλώς να αποδεχτεί αυτά τα γλυκόπικρα συναισθήματα και να τα αντιμετωπίσει όσο καλύτερα μπορούσε. Ίσως ο χρόνος να έφερνε μια κάποια παρηγοριά, αν και δεν υπολόγιζε σε κάτι τέτοιο. Έχοντας οδηγήσει τον εαυτό του μια μέρα, προς τα τέλη του χειμώνα, σε αρκετά δύσκολη θέση με ένα χαρακτήρα στο βιβλίο που δε συμπεριφερόταν όπως θα περίμενε εκείνος, γεγονός που θα τον υποχρέωνε να σκίσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο και να αλλάξει ένα σημαντικό σημείο του κειμένου, έτσι ώστε να στέκουν καλύτερα τα ψυχολογικά κίνητρα των διαφόρων κεντρικών ηρώων, ο Ντόμινικ αισθανόταν αποκαμωμένος και αποπροσανατολισμένος όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
Φορούσε τη ρόμπα του και είχε τέσσερις μέρες αξύριστος. Έσφιξε καλά τη ζώνη γύρω από τη μέση του και κατέβηκε στο ισόγειο. Μάλλον ο ταχυδρόμος θα ήταν, για να παραδώσει κάποια καθυστερημένη αλληλογραφία, σκέφτηκε. Εν τω μεταξύ, έξω είχε αρχίσει να βρέχει αρκετά δυνατά, παρατήρησε όπως περνούσε μπροστά από το παράθυρο της σκάλας, και το κουδούνι χτύπησε ξανά, περισσότερο επίμονα αυτή τη φορά. Το κατώφλι του σπιτιού δεν πρόσφερε καμία προστασία από τα στοιχεία της φύσης. Τράβηξε το μάνταλο, έστριψε το κλειδί στην πάνω κλειδαριά και ξεκλείδωσε την εξώπορτα. «Γεια!» «Α...» Μπροστά του στεκόταν η Λόραλιν, κρατώντας μια εφημερίδα πάνω από τα ξανθά μαλλιά της, σε μια μάταιη προσπάθεια να προστατευτεί από τη βροχή. Είχε μουσκέψει κανονικά, το λεπτό μπλουζάκι της κολλούσε πάνω στις πλούσιες καμπύλες της. Δε θύμιζε σε τίποτα το συνήθη γοητευτικό εαυτό της, έτσι ταλαιπωρημένη όπως ήταν από τη βροχή, όμως ο αισθησιασμός της ήταν φανερός. Πώς θα μπορούσε να μην είναι άλλωστε; «Καλά, δε θα προσκαλέσεις μια βρεγμένη κοπέλα να περάσει μέσα;» ρώτησε, με ένα αμυδρό χαμόγελο στα γεμάτα χείλη της. «Φυσικά». Ο Ντόμινικ άνοιξε την πόρτα διάπλατα και της έγνεψε να μπει. «Δεν περίμενα να σε δω, αλλά χαίρομαι πολύ που ήρθες. Συγνώμη για την εμφάνιση. Δε φανταζόμουν πως θα είχα επισκέψεις». Η Λόραλιν κούνησε το κεφάλι της, στέλνοντας ολόγυρα αμέτρητες μικρές σταγόνες. «Δε νομίζω η δική μου εμφάνιση να είναι καλύτερη», σχολίασε. «Αυτά παθαίνεις όταν ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Με το που βγήκα από το σταθμό του μετρό, λες και άρχισε ο κατακλυσμός. Εκατό ώρες έκανες να ανοίξεις την πόρτα. Δε με άκουγες; Είδα τα φώτα αναμμένα, οπότε ήξερα πως ήσουν μέσα». «Ήμουν στο γραφείο, στον πάνω όροφο. Μάλλον δεν άκουσα το κουδούνι την πρώτη φορά». Η Λόραλιν φορούσε ένα εφαρμοστό μαύρο τζιν και το γνωστό μαύρο δερμάτινο μπουφάν της πάνω από το άσπρο μπλουζάκι. Ο Ντόμινικ την οδήγησε στην κουζίνα. «Θέλεις κάτι να ζεσταθείς;» πρότεινε. «Βέβαια. Κάποιο καυτό ρόφημα της επιλογής σου, αν είναι εύκολο, κι αμέσως μετά κάτι ακόμη δυνατότερο. Το ξέρω πως δεν πίνεις, αλλά είσαι αρκετά εκλεπτυσμένος ώστε να έχεις φυλαγμένα κάπου κάνα δυο μπουκάλια, σωστά;» «Με ξέρεις καλά». Άναψε το βραστήρα και βάλθηκε να ψάχνει σε ένα από τα ντουλάπια για να βρει το βάζο με τον στιγμιαίο καφέ. «Τι είναι αυτό;» είπε η Λόραλιν. «Εγώ θα περίμενα στη χειρότερη περίπτωση να έχεις μια κυριλέ αστραφτερή εσπρεσιέρα». «Λυπάμαι που σε απογοητεύω». Είχε ήδη δέκα μέρες στο Λονδίνο, όπως του εξήγησε η Λόραλιν. Το συμβόλαιο με το Γέιλ για να καλύψει τη συνάδελφο που είχε πάρει άδεια μητρότητας είχε λήξει και της είχαν προτείνει μια εξάμηνη παράταση, όμως το να ζει στα προάστια δεν της ταίριαζε. Αυτή ήταν πλασμένη για τις μεγαλουπόλεις. Αν η θέση ήταν στη Νέα Υόρκη, ευχαρίστως θα είχε παραμείνει στην Αμερική, όμως είχε αρχίσει να κουράζεται να πρέπει να έχει το νου της στο ρολόι και να τρέχει να προλάβει το τελευταίο τρένο για το Νιου Χέιβεν από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό κάθε φορά που κατέβαινε να διασκεδάσει στο Μανχάταν. «Έφυγες πάρα πολύ βιαστικά», είπε αργότερα, καθισμένοι και οι δύο κουτσοπίνοντας τους
καφέδες τους. «Το ξέρω». Κοιτάχτηκαν με νόημα. «Ο Βίκτορ είναι εντάξει», είπε η Λόραλιν. «Όχι πως ρώτησες», πρόσθεσε. «Δε ρώτησα». «Του έσπασες τη μύτη». «Φτηνά τη γλίτωσε». «Δε σε είχα ικανό για κάτι τέτοιο, Ντόμινικ». «Είμαι όλο εκπλήξεις». «Έφυγε κι αυτός από τη Νέα Υόρκη. Έμαθα πως δέχτηκε μια θέση που του πρότειναν στο πανεπιστήμιο του Κιέβου. Τα απέραντα πράσινα λιβάδια της πατρίδας και όλα τα σχετικά...» «Καλά που μου το είπες, να ξέρω να αποφύγω την Ουκρανία στο μέλλον». «Νομίζω πως θα ήταν σοφή κίνηση αυτή», επισήμανε η Λόραλιν. «Λοιπόν, ποια είναι τα σχέδιά σου τώρα που γύρισες;» τη ρώτησε. «Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο κατά νου. Κατάφερα να μαζέψω κάποια χρήματα. Βασικά, δε βιάζομαι». «Πού θα μείνεις;» «Για την ώρα έχω κάνει κατάληψη στον καναπέ κάτι φίλων στο Κάμντεν. Πάντως, δε νομίζω πως θα μπορέσω να τους γίνω φόρτωμα για πολύ ακόμη». «Έχεις ακόμη τον υπνόσακό σου τυλιγμένο και έτοιμο για χρήση;» «Εννοείται. Δεν πάω πουθενά χωρίς αυτόν». «Το σπίτι εδώ είναι μεγάλο. Τα βιβλία φαίνεται πως δεν έχουν καταφέρει να κατακλύσουν τα πάντα, άρα θα βρεθεί, φαντάζομαι, κάποια γωνιά που να χωράει έναν υπνόσακο». «Πρόσκληση είναι αυτό;» «Για τα μέτρα μου, ό,τι κοντινότερο», είπε ο Ντόμινικ. «Αν είναι έτσι, δέχομαι, κύριε καθηγητά». «Ωραία θα είναι να έχω μια παρέα. Κάποτε ένιωθα μια χαρά μόνος μου, όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ήταν όμορφα με τη Σάμερ όσο κράτησε, αλλά κι εκεί τα έκανα μαντάρα». «Νομίζω πως το πρόβλημα ήταν ότι δεν κατάφερες ποτέ να ξεκαθαρίσεις τι ακριβώς ήθελες, Ντόμινικ». «Αυτό ξαναπές το». «Έχω την άποψη πως χρειάζεσαι μια δασκάλα». «Αλήθεια; Ενδιαφέρουσα αντιστροφή ρόλων αυτή, δε βρίσκεις;» «Σου κάνω;» Τι εννοούσε η Λόραλιν; Εκείνη παρατήρησε τη σαστιμάρα του. «Μπορεί να γνωρίζεις ένα σωρό πράγματα πάνω σε βιβλία και σε άλλα τέτοια θέματα, αλλά υπάρχουν πολλά άλλα που θα μπορούσα να σου μάθω, Ντόμινικ, για τις γυναίκες, το πάθος, τον έλεγχο, τα κουμπιά των ανθρώπων». «Πρόσκληση είναι αυτό;» είπε ο Ντόμινικ χαμογελώντας. «Άσε που τα μαθήματα είναι δωρεάν. Με διάφορα μπόνους στην πορεία». Ο Ντόμινικ θυμήθηκε το τρίο με τη Μιράντα και κατάλαβε τι ακριβώς είχε κατά νου η πονηρή Λόραλιν. «Πότε ξεκινούν οι εγγραφές;» ρώτησε.
«Αυτή τη στιγμή», απάντησε εκείνη. «Για πες τώρα, πού κρύβεις τα ποτά;» Η ζωή συνεχίστηκε, έτσι όπως γίνεται πάντα. Δεκαοχτώ μήνες πέρασαν σαν νερό, ο χρόνος κύλησε γαλήνια στο πλευρό του Σιμόν, με επίκεντρο την καριέρα μου στη μουσική. Έλειπα εδώ και κάποιες εβδομάδες από την πόλη, είχα κανονίσει εμφανίσεις στο Μέμφις και το Τσάρλεστον. Το να βρίσκεσαι σε περιοδεία μοιάζει με το να ταξιδεύεις μέσα σε ένα κουκούλι, και μου άρεσε αυτό, το να έχω τον απόλυτο έλεγχο του κόσμου μου. Ήταν μια ευχάριστη αλλαγή σε σχέση με το να πρέπει να δικαιολογούμαι στον Σιμόν κάθε φορά που ήθελα να κάνω κάτι χωρίς εκείνον, ακόμη κι αν αυτό το κάτι ήταν να πεταχτώ μέχρι το παντοπωλείο στη γωνία. Δεν άνοιγα καν την τηλεόραση στα δωμάτια των ξενοδοχείων όπου έμενα, διάβαζα μονάχα μυθιστορήματα του σωρού ή άκουγα μουσική, ενώ κάποιες φορές καθόμουν και κοίταζα τον τοίχο βουβή. Κοσμοϊστορικά γεγονότα θα μπορούσαν να συμβούν κι εγώ ούτε που θα έπαιρνα χαμπάρι. Αδιαφορούσα παντελώς για τις εξελίξεις. Πήγαινα για τρέξιμο κάθε μέρα στη διάρκεια της περιοδείας. Ήταν ο τρόπος μου να γίνω φίλη με μια καινούρια πόλη, να συγκεντρώσω εικόνες και αρώματα, να προσπεράσω τις τουριστικές διαδρομές και να εξερευνήσω τα μυστήρια των προαστίων της. Οι άνθρωποι ήταν πολύ πιο ενδιαφέροντες απ’ ό,τι τα μουσεία άλλωστε. Όταν επέστρεψα στο Μανχάταν για λίγες μόλις μέρες, εκμεταλλεύτηκα το ότι γνώριζα την αγορά εκεί για να αποκτήσω ένα καινούριο ζευγάρι αθλητικά παπούτσια. Είχα διαλύσει τις μύτες των δικών μου, πράγμα που μου χάριζε ιδιαίτερη ικανοποίηση. Προτιμώ τα παπούτσια μου φθαρμένα –για κάποιο λόγο δε μου κάθονται καλά στην όψη όταν είναι ολοκαίνουρια–, όμως στα συγκεκριμένα είχε φαγωθεί τελείως η επένδυση και δεν ήθελα να στραμπουλίξω κανένα αστράγαλο, οπότε κατέβηκα με το μετρό στη Γιούνιον Σκουέρ, σκοπεύοντας να περάσω από τα καταστήματα υποδημάτων στην Μπρόντγουεϊ, βόρεια και νότια του Άστορ Πλέις. Τα ανοιξιάτικα πλήθη είχαν κάνει δυναμικά την εμφάνισή τους, μπαινόβγαιναν από τα καταστήματα αδιάκοπα, λες και τα ψώνια θα έπαυαν από στιγμή σε στιγμή να είναι στη μόδα. Μετά τη σχετική απομόνωση των δωματίων των διαφόρων ξενοδοχείων, τα σπρωξίματα και τα σκουντήματα και οι ουρές προκειμένου να φέρουν οι πωλητές το δεύτερο παπούτσι του ζευγαριού που είχα δει στη βιτρίνα εξάντλησαν πολύ γρήγορα την υπομονή μου. Ίσως έβρισκα περισσότερη ησυχία νότια του Χάντσον, εκεί όπου τα καταστήματα ήταν πολύ πιο ακριβά και τα πλήθη μικρότερα και λιγότερο φουριόζικα. Άλλωστε, χρήματα διέθετα για να δώσω κάτι παραπάνω και το καλό ήταν πως έτσι θα περνούσα από ένα αγαπημένο μαγαζί με παγωτά στη διαδρομή. Είχα να φάω παγωτό φιστίκι από τον καιρό που ήμουν στην Ευρώπη και ξαφνικά το είχα λαχταρήσει. Διέσχισα το δρόμο στην πρώτη διάβαση. Η βιτρίνα του Shakespeare & Co. με υποδέχτηκε όπως έφτανα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ήταν ένα από τα τελευταία εναπομείναντα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία στην πόλη, ένα από τα αγαπημένα στέκια του Ντόμινικ. Έμενε και με περίμενε εδώ όσο εγώ ψώνιζα στα γύρω καταστήματα ρούχων και ποτέ δεν έδειχνε να τον πειράζει, όση ώρα κι αν έκανα δοκιμάζοντας φορέματα ή παπούτσια. Ευχαρίστως θα καθόταν να ψάχνει βιβλία στα ράφια όλη τη νύχτα αν τον άφηνε εκεί το προσωπικό. Ως συνήθως, η βιτρίνα φιλοξενούσε ένα σωρό βιβλία, κάθε μεγέθους και χρώματος. Πάντοτε
αναρωτιόμουν αν στον Ντόμινικ άρεσε αυτό το μέρος τόσο πολύ επειδή του θύμιζε τα ράφια στο δικό του σπίτι, όπου ήταν αδύνατο να διακρίνεις κάποια τάξη. Ετοιμαζόμουν να κατηφορίσω στο δρόμο όταν το μάτι μου έπεσε στην εικόνα ενός βιολιού, στο εξώφυλλο ενός βιβλίου στην άκρη της βιτρίνας. Επιβράδυνα και κοίταξα πίσω από το τζάμι. Ξαφνικά, πάγωσα εκεί που στεκόμουν, οπότε οι άνθρωποι που είχαν βγει για ψώνια με σκούντησαν κι από τις δύο μεριές. Μια λεπτή ταινία πάνω στο εξώφυλλο ανέφερε πως το βιβλίο είχε σημειώσει εξαιρετική επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία, εγώ όμως το μόνο που έβλεπα ήταν το όνομα του Ντόμινικ γραμμένο με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο και την εικόνα του βιολιού, που μου θύμιζε φωτογραφία. Ώστε είχε ολοκληρώσει το βιβλίο του και είχε καταφέρει να βρει και εκδότη. Μπήκα στο βιβλιοπωλείο και έπεσα σε μια στοίβα από τα βιβλία του στο τραπέζι με τις νέες κυκλοφορίες, στην μπροστινή πλευρά του καταστήματος. Έπιασα ένα αντίτυπο έτσι όπως θα πλησίαζα ένα καυτό πιάτο που μόλις είχε βγει από το φούρνο. Προσεκτικά. Το άνοιξα, προσπέρασα τη σελίδα όπου είχε τυπωθεί ο τίτλος. Στην επόμενη σελίδα υπήρχε μια αφιέρωση: Στη Σ. Δικός σου, πάντα.
Ευχαριστίες Ένα μεγάλο ευχαριστώ όπως πάντα στην ατζέντισσά μας Sarah Such, του λογοτεχνικού πρακτορείου Sarah Such Literary Agency, καθώς και στους επιμελητές μας Jemima Forrester και Jon Wood και στην Tina Pohlman της Open Road Integrated Media στη Νέα Υόρκη, όπως και στους εκδότες μας στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Σουηδία και τη Βραζιλία, που πίστεψαν σε εμάς, και, φυσικά, στη Rosemarie Buckman της Buckman Agency και την Carrie Kania της Conville & Walsh για την εξαιρετική δουλειά τους.