Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα. Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Εργασία Τρίτη. Καθ. Στ. Βλίζος Φοιτ. Χρ. Τάσσης
Δικαστική απόφαση του 1375 υπογεγραμμένη από τον μητροπολίτη Θες/νίκης Δωρόθεο και τον αυτοκρατορικό υπάλληλο Δούκα Τζυκανδήλη, υπέρ της μονής Βατοπεδίου για την
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελίδα | 1
Εισαγωγή
III
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Η ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
IV
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
V
Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
VII
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Η ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
VIII
ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
IX
Επίλογος
XI
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
XII
Εισαγωγή
Σελίδα | 2
Με την οριστική διάλυση τις Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476 μ. Χ.) η Κωνσταντινούπολη αναγορεύεται σε πρωτεύουσα, διάδοχος και μοναδική κληρονόμος του Ρωμαϊκού κράτους. Συγκεντρώνει όλη την πολιτική και θρησκευτική διοίκηση τις αυτοκρατορίας: τον θρόνο με την αυλή του αυτοκράτορα και το πατριαρχείο, αναλαμβάνοντας την πραγμάτωση της Ρωμαϊκής παγκοσμιότητας: imperium romanum. Κάθε κομμάτι γης που έχει επαφή με την αυτοκρατορία ανήκει στην Ρώμη η οποία παραχωρεί το προνόμιο στην Κωνσταντινούπολη να ανασυνθέσει την παλιά αυτοκρατορία: Reconquista1. Η διάδοχος βυζαντινή αυτοκρατορία εστιάζει σε δύο βασικά χαρακτηριστικά την εδραίωσή της ως οικουμενικής δύναμης: στην συνέχιση τις Ρωμαϊκής παράδοσης κυρίως μέσω του Δικαίου και στην δημιουργία κοινής συνείδησης διαμέσου της γλώσσας και πρωτίστως του χριστιανισμού2. Ο αυτοκράτορας ως κεφαλή του ρωμαϊκού κόσμου (orbis romanus) και αρχηγός της χριστιανοσύνης διεκδικεί κυρίαρχο λόγο στα έθνη που απαρτίζουν τον Ρωμαϊκό κόσμο 3. Η ισχύς του έχει αναφορές στην απολυταρχική μοναρχία4, ενώ στην δικαιοδοσία του είναι ο έλεγχος των οικονομικών, το δικαίωμα θέσπισης νόμων, η απονομή δικαιοσύνης και η αρχηγία στρατού και εκκλησίας. Ο απολυταρχικός όμως τρόπος διακυβέρνησης υπόκειται στους περιορισμούς του σεβασμού των νόμων, την ομολογία πίστης στη θρησκεία και την λαϊκή κυριαρχία: consensus populi5, προσδίδοντας λαϊκό έρεισμα στην ισχύ του αυτοκράτορα, μετριάζοντας τον δεσποτισμό της εξουσίας, δίχως βέβαια συνταγματική κατοχύρωση. Ασφαλιστική δικλείδα στην μονοκρατορία αποτελούν οι αρμονικές κατά κανόνα σχέσεις αυτοκράτορα-πατριάρχη με τις οριοθετημένες αρμοδιότητές τους: ο αυτοκράτορας φροντίζει το σώμα και ο πατριάρχης την ψυχή 6. Παράλληλα
1 Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., Γιατί το Βυζάντιο, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2009, σελ. 21. 2 Βακαλούδη, Α., «Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία», στο: ΔΟΜΗ Ιστορία των Ελλήνων, Τομ. 5, Αθήνα 2001, σελ. 23. 3 Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος,, Τομ. Α’, Αθήνα 2008, σελ. 133. 4 Ως σύστημα διακυβέρνησης εδραιώνεται μετά την έκπτωση της δυαρχίας (αυτοκράτορας-σύγκλητος), με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να αποτελεί την ύπατη εξουσία (Διοκλητιανός 284-305), στο: Πέννα, Β., Ο Δημόσιος, Οικονομικός και Κοινωνικός Βίος των Βυζαντινών: «Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: τομ. Β’, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο», Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 20-1. 5 Γιαννόπουλος, Ι., Το Βυζάντιο, το Όνομα, η Σημασία του Πολιτισμού, το Κράτος: «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Σημαντικοί σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού», Τομ. Β’, Πάτρα 2000, σελ. 260. Σελίδα | 3
αναγνωρίζονται και πολιτικοί φραγμοί: σύγκλητος, δήμοι, στρατός, εκκλησία, επηρεάζοντας αποφασιστικά τις πολιτικές εξελίξεις.
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ Η ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Η πανσπερμία αυτοκρατορικών διατάξεων ως κατάλοιπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μαζί με την έκδοση ρυθμιστικών νόμων της πρώτο-βυζαντινής περιόδου, κάνουν επιτακτική την ανάγκη κωδικοποίησης τους σε ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο. Η πρώτη επίσημη κωδικοποίηση πραγματοποιείται επί Θεοδοσίου Β΄ (Codex Theodosianus) και θα παραμείνει ορόσημο στην νομική ιστορία του βυζαντίου έως την ριζική αναδιοργάνωση του από τον Ιουστινιανό. Η δεκαμελής επιτροπή των νομικών με επικεφαλής τον Τριβωνιανό ταξινομεί και συστηματοποιεί τις αυτοκρατορικές διατάξεις στον codex Iustinianus, η ισχύς του οποίου αποτελεί έως σήμερα την βάση των νομικών συστημάτων της Ευρώπης, μέρους της Αφρικής, της λατινικής Αμερικής, του Quebec της Λουϊζιάνας των Η.Π.Α.7. Η αποδιδόμενη φράση, στον Ρωμαίο νομομαθή Ουλπιανό: «Ό,τι εντέλλεται (ή αποφασίζει ή ορίζει ή επιτάσσει) ο ηγεμών έχει ισχύν νόμου», στην πράξη σημαίνει ότι ο δήμος μεταβιβάζει στον αυτοκράτορα όλες τις κυριαρχικές του εξουσίες8. Έτσι το δικαίωμα θέσπισης, ερμηνείας και ακύρωσης των νόμων, μαζί με την αποκλειστική εξουσία του αυτοκράτορα ως απεσταλμένου του θεού, υποστηρίζουν ιδεολογικά την Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση ισοδυναμώντας με νόμο 9. Το νομοθετικό πνεύμα είναι μάλλον ρωμαϊκό, όπου παρά τις αντιδράσεις της εκκλησίας διατηρεί το διαζύγιο και την δουλεία, νομιμοποιεί την οικονομική χειραφέτηση των δούλων, ενώ με διάθεση ανθρωπισμού λόγω της χριστιανικής επίδρασης καταργεί το δικαίωμα πώλησης των παιδιών από 6 Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., ό. π., σελ. 157-158. 7 Μίλτων, Αν., «Πνευματικός Βίος και Πολιτισμός, Δίκαιο», στο: Ι.Ε.Ε., τομ. Ζ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 324.
8 Οι νομομαθείς του Ιουστινιανού διακηρύσσουν στους Πανδέκτες (1.4.1) και στις Εισηγήσεις (1.2.6.) το 530, ότι ο δήμος έχει μεταβιβάσει όλες τις εξουσίες στον αυτοκράτορα με ειδικό «βασιλικό νόμο περί εξουσίας» (Lex regia de imperio), στο: Μίλτων, Αν., ό. π., σελ.317-8. 9 Guillou, A., Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Paolo Odorico-Σμ. Τσοχανταρίδου, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1998, σελ. 175. Σελίδα | 4
τους γονείς (noxae deditio)10. Όμως η επιδίωξη της δογματικής αποκλειστικότητας του χριστιανισμού θα οδηγήσει σταδιακά στην εκδίωξη των ετερόδοξων καθιερώνοντας τον Ιουστινιανό ως χριστιανό μονάρχη της «ἐλέῳ Θεοῦ» εξουσίας του11. Η δικαστική εξουσία περιέρχεται στον αυτοκράτορα διορίζοντας δικαστές και δικάζοντας ο ίδιος. Την γενική ποινική δικαιοδοσία έχουν οι τακτικοί δικαστές (judices ordinarii) οι οποίοι καθορίζονται με βάση την διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας σε επαρχίες (ηγεμόνες), διοικήσεις (βικάριοι) και υπαρχίες (ύπαρχοι), ανάγοντας τους ύπαρχους σε αντιβασιλείς ως η ανώτατη αρχή στην οποία προσφεύγουν οι πολίτες. Η θητεία τους είναι ετήσια, μισθοδοτούνται από το κράτος και τα έξοδα παράστασης των διαδίκων δικάζοντας σε α΄ βαθμό. Συνεπώς η προσαρμογή του δικαίου στις διοικητικές (κοινοτικές) αυτοκρατορικές προτεραιότητες αναγνωρίζεται ως νομιμότητα εφαρμογής του τοπικού ή εθιμικού δικαίου12. Στην πρωτεύουσα πρωτοβάθμιος δικαστής είναι ο έπαρχος (praefectus urbi) του οποίου τις αποφάσεις μόνον ο αυτοκράτορας μπορεί να προσβάλλει. Επίσης δικάζουν οι πραίτωρες, ενώ με την Νεαρά 80 το 539 ο Ιουστινιανός αναθέτει στον κοιαίστωρ (quaesitor) δικαστικά καθήκοντα για τους ξένους κατοίκους της πρωτεύουσας13. Σημαντικό ρόλο κατέχουν και οι επίσκοποι στην επίλυση των ιδιωτικών διαφωνιών στο πλαίσιο της «επισκοπικής ακρόασης» (audientia episcopalis), όπου ως θεσμός θα επιβάλλει σταδιακά την εποπτεία του επισκόπου στην πολιτεία, ειδικά σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της αμεροληψίας του κοσμικού δικαστή από τους διαδίκους. Ειδικής προνομιακής μεταχείρισης τυγχάνουν οι κληρικοί και οι υπάλληλοι της Αυλής όπου αρμόδια δικαστήρια είναι η εκκλησιαστική αρχή και ο μάγιστρος των θείων οφφικίων (magister officiorum). Η πυραμιδική λοιπόν ιεράρχηση των αξιωμάτων τοποθετεί στην κορυφή τον αυτοκράτορα ως την ανώτερη αρχή επίλυσης των διαφορών 14. Η αυτοκρατορική συμμετοχή και εποπτεία στην απονομή δικαιοσύνης εξασφαλίζεται μέσω του κονσιστώριου, ένα είδος εφετείου για όλα τα δικαστήρια της επικράτειας ή μέσω απαντήσεων σε αιτήσεις δικαστών και ιδιωτών. Στην προσπάθεια στελέχωσης των δικαστηρίων της πρωτεύουσας, ο αυτοκράτορας φροντίζει η δικαιοσύνη να απονέμεται από ικανούς και αδέκαστους υπαλλήλους προερχόμενοι από τις 10Runciman, S., Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δ. Δετζώρτζη, εκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1979, σελ. 78-9. 11 Ostrogorsky, G., ό. π., σελ. 142-3. 12 Σβορώνος, Νίκος, Η βυζαντινή επαρχία, έκδοση Εταιρείας Σπουδών Νεοελλ. Πολιτισμού, Αθήνα 1991, σελ. 16. 13Τρωιάνος, Σπ., «Δικαιϊκοί θεσμοί», στο: ΔΟΜΗ Ιστορία των Ελλήνων, Τομ. 5, Αθήνα 2001, σελ. 648-9. 14 Χριστοφιλοπούλου, Αικ., «Το βυζαντινό πολίτευμα, δικαιοσύνη», στο: στο Ι.Ε.Ε., τομ. Ζ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 269-70.
Σελίδα | 5
συντεχνίες των δικηγόρων15, όπου μαζί με τους συμβολαιογράφους (ταβουλάριοι) διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο με εφόδια την γνώση της νομοθεσίας, την καλλιγραφία, την ευφράδεια του λόγου και την ευθυκρισία16. ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
Η «Εκλογή» αποτελεί την σημαντικότερη κωδικοποίηση νόμων της μέσο-βυζαντινής περιόδου (726 από τον Λέοντα Γ’) στην κατεύθυνση της δίκαιης τιμωρίας των ενόχων με παραδειγματικές τιμωρίες, με την ταυτόχρονη προστασία των φτωχών από επίορκους δικαστές, εισάγοντας στο δίκαιο τις χριστιανικές αρχές. Μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε εκφράζει το πνεύμα του Ευαγγελίου όπου μαζί με επαρκείς μισθούς για τους δικαστές εξασφαλίζεται η δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης17. Οι σπουδαιότερες μεταρρυθμίσεις αφορούν το αστικό και το ποινικό δίκαιο. Στο οικογενειακό δίκαιο αναγνωρίζεται μόνον ο χριστιανικός γάμος, οι λόγοι διαζυγίου περιορίζονται σε τέσσερις18, οι γάμοι μεταξύ εξαδέλφων απαγορεύονται, ενώ στην σύζυγο αναγνωρίζεται η κηδεμονία των παιδιών και η ισότητα έναντι της κοινής περιουσίας 19. Λόγω της συντομίας του το κείμενο της Εκλογής προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της καθημερινότητας, συμπληρώνεται από παραρτήματα: τον «Γεωργικό Νόμο», τον «Ναυτικό Νόμο» και τον «Στρατιωτικό Νόμο», ενώ το «Μωσαϊκό παράγγελμα», συλλογή από βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, θα προβάλει την βυζαντινή αντίληψη του «περιούσιου λαού»20. Η επόμενη νομοθετική δραστηριότητα ανάγεται στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σημαντικοί κώδικες δικαίου όπως ο Πρόχειρος Νόμος, η Επαναγωγή/Εισαγωγή και τα Βασιλικά (Βασίλειος Α’ και Λέων ΣΤ’ ο Σοφός) επεξεργάζονται την αντικατάσταση της Εκλογής σε μία προσπάθεια
επαναφοράς
της
Ιουστινιάνειας
νομοθεσίας,
γλωσσικά
και
νοηματικά
15 Guillou, A., ό. π., σελ.176 16 Πέννα, Β., (2001), ό. π., σελ. 95. 17 Μίλτων, Αν., «Πνευματικός Βίος και Πολιτισμός, Δίκαιο», στο: στο Ι.Ε.Ε., τομ. Η’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 216.
18 Η μοιχεία της συζύγου, η ανικανότητα του συζύγου, η δολοφονική απόπειρα του ενός κατά του άλλου και η λέπρα. Εκλογή, μτφρ. Fieshfield. 78-9. 19 Runciman, S., ό. π., σελ. 80. 20 Τρωιάνος, Σπ., «Δικαιϊκοί θεσμοί», στο: ΔΟΜΗ Ιστορία των Ελλήνων, Τομ. 6, Αθήνα 2001, σελ. 6023. Σελίδα | 6
επεξεργασμένης21. Η μεγάλη βέβαια καινοτομία είναι ο χωρισμός της αυτοκρατορικής εξουσίας από την εκκλησιαστική, εισάγοντας την έννοια των «δύο εξουσιών» και μάλιστα νομοθετικά 22, ως η υπέρτατη εγγύηση της βυζαντινής πνευματικής και υλικής προόδου. Η απονομή δικαιοσύνης είναι δικαιοδοσία ανώτερων υπαλλήλων (εκπροσώπων του αυτοκράτορα) του κράτους σε συνεργασία με νομικούς οι οποίοι πολλές φορές επηρεάζουν τις αποφάσεις. Πρόεδρος του αυτοκρατορικού δικαστηρίου είναι ο έπαρχος, ενώ στην πρωτεύουσα ο κοιαίστωρ (quaesitor sacri palatii) με βοηθούς τους σκρίβας (αντιγραφείς) διαπιστώνουν την γνησιότητα ή την πλαστογραφία των εγγράφων κυρίως σε θέματα οικογενειακού δικαίου. Τις διαμαρτυρίες των πολιτών για αδικίες ( δέησιν ή υπομνημαστικόν) συγκεντρώνουν οι δύο ιππείς που συνοδεύουν τον αυτοκράτορα, για να τις μελετήσει ο «επί των δεήσεων» ανώτερος δικαστικός, εξασφαλίζοντας την σχετική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης23. Από τον 10ο αι. και μετά εμφανίζονται ως επαγγελματίες δικαστές στην Κωνσταντινούπολη οι κριτές επί του ιπποδρόμου (συνεδρίαζαν στον Σκεπαστό Ιππόδρομο) και οι κριτές της βήλου (δίκαζαν σε χώρο με βήλον = παραπέτασμα), ενώ πρίν τα μέσα του 11ου αι. ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος ιδρύει νέο δικαστήριο (σεκρέτο επί των κρίσεων) ως ελεγκτικό μηχανισμό των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστών. Ο ρόλος των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων εξακολουθεί να είναι σημαντικός, ενώ η ένταξή τους στις αντίστοιχες συντεχνίες εγκρίνεται από τον νομοφύλακα24. Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Σε αντίθεση με την άνθηση της νομικής φιλολογίας της μέσο-βυζαντινής περιόδου, στο ύστερο βυζάντιο παρατηρείται πτώση της νομοθετικής δραστηριότητας. Οι λόγοι σχετίζονται κυρίως με την λατινοκρατία και τον τουρκικό επεκτατισμό με επακόλουθο η ανάγκη επιβίωσης της αυτοκρατορίας να αποτελεί πρώτιστη προτεραιότητα. Ο οικονομικός μαρασμός του βυζαντίου οδηγεί την Πολιτεία στο να αγνοήσει τις νομικές σπουδές, ενώ ακόμη και τα νομικά κείμενα τελούν υπό εξαφάνιση. Το αξιολογότερο έργο: «Πρόχειρον Νόμων» ή «Έξάβιβλος», ως απλή κωδικοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας, αποτελεί τον νομοθετικό οδηγό τόσο των 21 Πέννα, Β., Βυζαντινοί θεσμοί: «Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και Ελληνισμός», Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σελ. 56. 22 Επαναγωγή, Εκδ. Zepos, Jus Graecoromanum, τ. ΙΙ, κεφ. 2 και 3, στο: Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Τ. Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2009, σελ. 157, με σημ 7. 23 Οικονομίδης, Ν., «Πολιτεία-Οικονομία-Κοινωνία, το νέο κράτος της μέσης βυζαντινής περιόδου», στο: στο Ι.Ε.Ε., τομ. Η’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 161-3.
24 Πέννα, Β., ό. π., (2001), σελ. 94-5. Σελίδα | 7
τουρκοκρατούμενων Ελλήνων, όσο και του νεώτερου ελληνικού κράτους έως την θέσπιση του Αστικού Κώδικα το 194625. Οι διαδικασίες προσφυγής στον αυτοκράτορα-δικαστή είναι η «υπόμνησις» (ralatio), η «έκκλησις» (apellatio) και η «δέησις» (supplicatio). Η «δέησις»26 θα μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου σε μέσο κωλυσιεργίας από τους διαδίκους, αναγκάζοντας τον Μανουήλ Α’ Κομνηνό να θεσπίσει διάταξη παρακάμπτοντας την αυτοκρατορική «αντιγραφή». Επίσης προκειμένου να συντομευθούν οι δικαστικές διαδικασίες (Νεαρά, 1166) ορίζει ως υποχρεωτικές τις τρείς συνεδρίες την εβδομάδα με την παράλληλη απαγόρευση στους δικαστικούς λειτουργούς να μετέχουν σε περισσότερα του ενός δικαστήρια. Ιδρύει τέσσερα νέα δικαστήρια 27, καθιερώνει την έκδοση αποφάσεων «ερήμην» λόγω απουσίας των διαδίκων και θεσπίζει τις αργίες και ημιαργίες των δικαστηρίων με το πρόσχημα της «ευλάβειας» σε «απράκτους» και «εν μέρει μεν απράκτους, εν μέρει δε εμπράκτους»28. Ως καινοτομία στην λειτουργία των δικαστηρίων αποτελεί και η συμμετοχή και κληρικών στην σύνθεση τους ως προσπάθεια εξευμενισμού του Θείου εξαιτίας του καταστρεπτικού σεισμού το 1296 επί αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου. Τέλος με την Νεαρά 41 (Ανδρόνικος Γ’) καθιερώνεται ο θεσμός των «καθολικών κριτών των Ρωμαίων», όπου ως θεσμός επιζεί έως την άλωση με αρμοδιότητα τις ποινικές και αστικές υποθέσεις των λαϊκών. Η δικαιοδοσία τους αφορά όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, ενώ έχουν το ανέκκλητο των αποφάσεων. Μερικές διατάξεις29 αν και εισάγουν επαναστατικές καινοτομίες, εντούτοις βάλλουν απευθείας στο αυτοκρατορικό γόητρο, επεκτείνοντας συνάμα τις επισκοπικές δικαστικές αρμοδιότητες30.
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 25 Πέννα, Β., ό. π., (1999), σελ. 58-9. 26 «Δέηση»: Η προσφυγή των διαδίκων στον αυτοκράτορα πρίν την εκδίκαση της υπόθεσης των, αφαιρώντας έτσι την δικαστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων με αυτοκρατορική «αντιγραφή», στο : Μίλτων, Αν., «Δίκαιο», Ι.Ε.Ε., τομ. Θ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 343. 27 Του «Μεγάλου Δρουγγαρίου της Βίγλης» αρμόδιος για αστικές υποθέσεις, του «προκαθημένου των δημοσιακών δικαστηρίων» υπεύθυνος για σωφρονιστικά και ποινικά αδικήματα, του «πρωτασκρήτου» ως επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας και το δικαστήριο του «δικαιοδότου, στο: Guillou, A., ό. π., σελ.180. 28 Μίλτων, Αν., ό. π., σελ. 343-4. 29 Ένας εκ των δικαστών υποχρεωτικά είναι κληρικός, οι διορισμοί τους γίνονται κατόπιν συνεννόησης αυτοκράτορα-πατριάρχη, ενώ έχουν το δικαίωμα να ψέγουν τον αυτοκράτορα για παράνομες πράξεις. 30 Πέννα, Β., ό. π., (2001), σελ. 96-7. Σελίδα | 8
Η ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Η διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους, επί Διοκλητιανού (284-305), σε ανατολικό και δυτικό τμήμα διευκολύνει την προσαρμογή του διοικητικού μηχανισμού στις ιδιομορφίες και απαιτήσεις κάθε περιοχής. Αυτή ακριβώς η διαδικασία, συνεπικουρούμενη της επίδρασης και διάδοσης του χριστιανισμού, αποτελεί το σημείο εκκίνησης για σημαντικές αλλαγές και στο πολίτευμα, ανάγοντας τον αυτοκράτορα σε απόλυτο ρυθμιστή των πάντων 31. Παρά την έλλειψη συνταγματικού ελέγχου στην απολυταρχία του ηγεμόνα, ο σεβασμός του στο δίκαιο και τους θεμελιώδεις νόμους του κράτους, αποτελεί την αναγκαία επικύρωση της χρηστής του εξουσίας 32. Και ενώ ο αυτοκράτορας συνιστά την πηγή των νόμων, ταυτόχρονα ο νόμος υπερβαίνει τον επίγειο εκπρόσωπο του θεού, θεμελιώνοντας την ηθική αξιολόγηση της δικαιοσύνης ως προαπαιτούμενο της συμπόρευσής με το θείο δίκαιο33. Το πλέγμα των σχέσεων αυτοκράτορα-νόμων εκπορεύεται από τον ρωμαϊκό προσδιορισμό της εξαίρεσης του από τον νόμο (Princeps legimus solutus est), την νόμιμα αποκλειστική θέσπιση, ερμηνεία και ακύρωση των νόμων (quod principi placuit vigorem habet legis) και την πεποίθηση ότι ο αυτοκράτορας κυβερνά ως έμψυχος νόμος34. Η βούλησή του, δικαιωματικά εκπορευόμενη της απόλυτης μοναρχίας του βυζαντινού πολιτεύματος, ρυθμίζει την νομοθετική διαδικασία ανεξέλεγκτα, εποπτεύει την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης εκδικάζοντας πολλές φορές αυτοπροσώπως. Ωστόσο υπάρχουν ηθικοί περιορισμοί στην καταχρηστική κρίση του, όπως το δίδαγμα του χριστιανισμού και η ελληνική παράδοση. Ακριβώς αυτοί οι ηθικοί περιορισμοί προσδίδουν την απαραίτητη λαϊκή βάση στην ισχύ του μονάρχη, καθιστώντας τους νόμους την μοναδική αυθεντία την οποία είναι υποχρεωμένος να σέβεται και να υπαναχωρεί 35. Στο πλαίσιο λοιπόν της συναινετικής διακυβέρνησης (consensus omnium) ο αυτοκράτορας μάλλον αναγκαστικά υποτάσσεται στον νόμο και δεσμεύεται ηθικά από την χριστιανική ιδεολογία, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του. Εξάλλου η προσήλωση στους νόμους και στα χριστιανικά ιδεώδη, εκχωρούν στον αυτοκράτορα την αιτιολόγηση του «δίκαιου πολέμου», προκειμένου να διατηρήσει τα υπάρχοντα και να ανακτήσει τα ελλείποντα 36. 31 Πέννα, Β., ό. π., (2001), σελ. 28-9. 32 Runciman, S., ό. π., σελ. 63. 33 Τρωιάνος, Σπ., «Δικαιϊκοί θεσμοί», στο: ΔΟΜΗ Ιστορία των Ελλήνων, Τομ. 5, Αθήνα 2001, σελ. 631. 34 Πέννα, Β., ό. π., (1999), σελ. 52-3. 35 Runciman, S., ό. π., σελ.83 36 Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., ό. π., σελ. 150-1. Σελίδα | 9
Πέρα των ηθικών περιορισμών στην απολυταρχία του ηγεμόνα λειτουργούν και ανασχετικοί πολιτικοί θεσμοί όπως η σύγκλητος, η εκκλησία και ο στρατός. Η σύγκλητος από τα μέσα του 5 ου αναλαμβάνοντας πολιτικές ευθύνες (εκλογή αυτοκράτορα) εξελίσσεται σε δικαιοδοτικό όργανο, ασκώντας δικαστικά καθήκοντα κυρίως για σοβαρά αδικήματα (εσχάτη προδοσία, συνομωσία εναντίον του αυτοκράτορα)37. Οι στρατηγοί παράλληλα ως ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, απονέμουν και αυτοί δικαιοσύνη, βέβαια εντός των ορίων δικαιοδοσίας των, δικάζοντας υφιστάμενους τους, με την καθοδηγητική υποστήριξη των νομικών υπαλλήλων 38. Στους υστεροβυζαντινούς χρόνους η δυσλειτουργία στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος των αυτοκρατόρων. Τα προβλήματα από την ραθυμία των δικαστών, οι πολλές αργίες, η εκ περιτροπής συνεδρίαση των τεσσάρων ανώτατων δικαστηρίων 39, η ακατάσχετη φλυαρία των συνηγόρων, οι επαναλαμβανόμενες (έως και τέταρτη φορά) δικαστικές αποφάσεις με σκοπό την τελεσιδικία, τονίζουν τα αδιέξοδα της βυζαντινής δικαιοσύνης. Μέρος αυτών των αδιεξόδων αναλαμβάνει να επιλύσει το πατριαρχικό δικαστήριο. Η ανάμιξη της Εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη μάλλον δεν ενοχλεί την αυτοκρατορική δικαιοδοσία, τουναντίον απαλλάσσει το έργο των πολιτικών δικαστηρίων, ενώ το εκκλησιαστικό ποινολόγιο (αφορισμός, απαγόρευση μετάληψης) επιδρά κατασταλτικά στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, εστιάζοντας στο θρησκευτικό και ευλαβικό συναίσθημα των βυζαντινών40. ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
Το νομικό σύστημα των βυζαντινών αποτελεί εξέλιξη του αντίστοιχου ρωμαϊκού, όμως είναι φανερή η διάκριση του σε σχέση με την αυθαίρετη απονομή της δικαιοσύνης στους μη ρωμαϊκούς λαούς. Η σχετική ηπιότητα του ποινικού κώδικα οφείλεται ἐν πολλοῖς στην επίδραση του χριστιανισμού βασιζόμενη κυρίως στην ανταποδοτικότητα των ποινών με στόχο την έννομη τάξη. Η αμέλεια ή ο δόλος προσώπου που εκτελεί παράνομη πράξη ως αρχή της υπαιτιότητας, αποτελεί την νομιμοποιητική βάση του ποινικού κώδικα, δικαιολογώντας προφανώς την κατά περίπτωση κρίση των ανηλίκων ή των ψυχικά ασθενών αποδεικνύοντας έτσι τον περιπτωσεολογικό χαρακτήρα του βυζαντινού δικαίου41.Οι ποινές του βυζαντινού δικαίου ως φυσική συνέχεια των 37 Χριστοφιλοπούλου, Αικ., ό. π., σελ.260. 38 Οικονομίδης, Ν., ό. π., σελ. 161. 39 Βλ. σημ. 25. 40 Μίλτων, Αν., ό. π., σελ. 345. 41 Πέννα, Β., ό. π., (2001), σελ. 98. Σελίδα | 10
ποινών του αντίστοιχου ρωμαϊκού περιλαμβάνουν την θανάτωση, τον εξανδραποδισμό, τον ακρωτηριασμό, τον σωματικό κολασμό, την κουρά, την διαπόμπευση, την εξορία, την δήμευση. Η ποινή του θανάτου μάλλον είναι στην ημερήσια διάταξη σε όλη την διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και παρά την διδασκαλία του χριστιανισμού. Ο ακρωτηριασμός συνδέεται με εγκλήματα κατά της περιουσίας και της γενετήσιας προσβολής, ενώ ο σωματικός κολασμός εμφανίζεται είτε ως κύρια ποινή, είτε ως παρεπόμενη της εξορίας και του ακρωτηριασμού. Η κουρά εμπεριέχει την έννοια της ταπείνωσης, ενώ η εξορία αφορά τα εγκλήματα της ακούσιας ανθρωποκτονίας, της άμβλωσης, της μαγείας. Τέλος η δήμευση της περιουσίας ως ποινή σταδιακά εκφυλίζεται όταν η ανταποδοτικότητα των περιουσιακών ποινών δεν αποφέρει έσοδα στα δημόσια ταμεία από τα ασθενή οικονομικά στρώματα42. Στους πρώτο-βυζαντινούς χρόνους παρατηρείται σημαντική σκλήρυνση στην αυστηρότητα του ποινικού δικαίου, μη συμβαδίζοντας με το φιλανθρωπικό δίδαγμα του χριστιανισμού. Οι ποινές διατηρούν τον ανταποδοτικό τους χαρακτήρα προκειμένου να αποκατασταθεί η ένομμη τάξη, όπου παρά την κατάργηση της σταύρωσης από τον Μ. Κωνσταντίνο θεσπίστηκαν άλλες αποτρόπαιες ποινές. Η εξήγηση μάλλον οφείλεται στην επιρροή των χριστιανών συγγραφέων, οι οποίοι αξιολογούν τα αδικήματα κατά της ζωής ως ευθεία προσβολή του «Θείου Νόμου»43. Στον πρόλογο της Εκλογής (νομοθέτημα των Ισαύρων) ο Λέων Γ’ υποστηρίζει πως ο θεός του ανέθεσε να θρέψει το ποίμνιό του, όπως έκανε με τον Πέτρο. Αυτός με την σειρά του αναθέτει σε νομομαθείς τον σαφή επαναπροσδιορισμό του σκοπού των ποινών που οδηγεί στην δίκαιη απόδοση τιμωρίας. Έτσι η επανατοποθέτηση του σκοπού επιτυγχάνεται με την σχετική κατάργηση των διάφορων μορφών θανατικής ποινής και την παράλληλη μείωση της εφαρμογής της, τον περιορισμό της αυθαιρεσίας των δικαστών με τον σαφή προσδιορισμό της αντίστοιχης ποινής, την άμβλυνση των ταξικών κριτηρίων για τις αντίστοιχες ποινές, ενώ για πρώτη φορά της ποινικής μεταχείρισης λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα του ενόχου 44. Παρά το αναθεωρητικό πνεύμα στον σκοπό της ποινής, εισάγονται στο ποινικό δίκαιο κάποιες απάνθρωπες ποινές όπου αναιρούν το «φιλανθρωπικότερον» της νομοθεσίας. Ποινές όπως η αποκοπή της γλώσσας για ψευδορκία, η τύφλωση για κλοπή αντικειμένων λατρείας, η ρινότμηση για αποπλάνηση μοναχής
42 Τρωιάνος, Σπ. (επιμ.), Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 2001, σελ. 27 κ.ε. 43 Τρωιάνος, Σπ., ό. π., Τομ. 5, σελ. 648. 44 Τρωιάνος, Σπ., ό. π., Τομ. 6, σελ. 615. Σελίδα | 11
κ.ά., δικαιολογούνται ως υποκατάστατα της θανατικής ποινής, ανακηρύσσοντας την Εκλογή ως «τον πρώτο χριστιανικό κώδικα νόμων»45.
Επίλογος Στην εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή ανατολική αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα (της λεγόμενης «Βυζαντινής») το σύνολο των οριοθετήσεων του τρόπου αντίδρασης, συμπεριφοράς και προάσπισης του πολίτη συγκροτείται από τα νομοθετήματα του αυτοκράτορα (consititiones principum), θεσπίζοντας το βυζαντινό δίκαιο. Ως δομικό στοιχείο της μακραίωνης πορείας του, αντλεί τις καταβολές του από το αντίστοιχο ρωμαϊκό,
προσδιοριζόμενο
της
λειτουργικής
συνύπαρξης
δύο
παράλληλων
θεσμικών
συγκροτήσεων: του κράτους και της εκκλησίας. Η συναλληλία εκκλησιαστικής κοινότητας και πολιτικής εξουσίας με διαφορετικούς αλλά όχι αντίθετους στόχους, αποζητά την έννομη επίλυση των διαφορών, των διενέξεων και των εγκλημάτων. Ο επαναπροσδιορισμός των βασικών εννοιών δικαίου και απονομής δικαιοσύνης σηματοδοτούν την ίδρυση δικαστηρίων, στην σύνθεση των οποίων μετέχουν εκπαιδευμένοι λειτουργοί, ως σπουδαία καινοτομία. Έτσι ο σκοπός και η έννοια του δικαίου στο «Βυζάντιο» προβάλουν ως μέσον ανάσχεσης του εγκλήματος - όπως η χριστιανική εμπειρία κομίζει στον ελληνορωμαϊκό κόσμο – ως το ευκταίο του παραδειγματισμού και του εξαγνισμού. Παράλληλα οριοθετείται με σαφήνεια ο διακριτός ρόλος του τρόπου απόδοσης της δικαιοσύνης, με εμφανή τον ανταποδοτικό χαρακτήρα των ποινών ως κατάλοιπο της ρωμαϊκής εποχής. Η απονομή της δικαιοσύνης στο βυζάντιο εκπορεύεται κυρίως από την πολιτειακή ιεραρχία όπου στην κορυφή είναι ο αυτοκράτορας, ως ο έμψυχος νόμος. Δικαιωματικά θεσπίζει ερμηνεύει και τροποποιεί τον νόμο και παρότι εξαιρείται του νόμου υπόκειται σε αυτόν, διαμέσου της διαδικασίας επικύρωσης της εξουσίας του ως φιλάνθρωπος και δίκαιος κριτής. Στο πρώιμο 45 Μίλτων, Αν., ό. π., Τομ. Θ’, σελ. 217. Σελίδα | 12
βυζάντιο γίνεται προσπάθεια κωδικοποίησης των νόμων η οποία συστηματοποιείται στους μέσους χρόνους, κυρίως από τον Ιουστινιανό, ενώ στην ύστερη βυζαντινή περίοδο παρατηρείται υποχώρηση του νομοθετικού έργου με μοναδική εξαίρεση την συλλογή του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου τον 14ο αιώνα γνωστή με τον τίτλο Έξάβιβλος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., Γιατί το Βυζάντιο, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2009. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Τ. Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2009. Βακαλούδη, Α., «Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία», στο: ΔΟΜΗ Ιστορία των Ελλήνων, Τομ. 5, Αθήνα 2001. Γιαννόπουλος, Ι., Το Βυζάντιο, το Όνομα, η Σημασία του Πολιτισμού, το Κράτος: «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Σημαντικοί σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού», Τομ. Β’, Πάτρα 2000. Guillou, A., Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Paolo Odorico-Σμ. Τσοχανταρίδου, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1998. Μίλτων, Αν., «Πνευματικός Βίος και Πολιτισμός, Δίκαιο», στο: στο Ι.Ε.Ε., τομ. Ζ’,Η’,Θ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979. Οικονομίδης, Ν., «Πολιτεία-Οικονομία-Κοινωνία, το νέο κράτος της μέσης βυζαντινής περιόδου», στο: στο Ι.Ε.Ε., τομ. Η’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος, Αθήνα 2008. Πέννα, Β., Βυζαντινοί θεσμοί: «Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και Ελληνισμός», Ε.Α.Π., Πάτρα 1999. Πέννα, Β., Ο Δημόσιος, Οικονομικός και Κοινωνικός Βίος των Βυζαντινών: «Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: τομ. Β’, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο», Ε.Α.Π., Πάτρα 2001. Runciman, S., Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δ. Δετζώρτζη, εκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1979.
Σελίδα | 13
Σβορώνος, Νίκος, Η βυζαντινή επαρχία, έκδοση Εταιρείας Σπουδών Νεοελλ. Πολιτισμού, Αθήνα 1991. Τρωιάνος, Σπ., «Δικαιϊκοί θεσμοί», στο: ΔΟΜΗ Ιστορία των Ελλήνων, Τομ. 5,6,7, Αθήνα 2001. Τρωιάνος, Σπ. (επιμ.), Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 2001. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., «Το βυζαντινό πολίτευμα, δικαιοσύνη», στο: στο Ι.Ε.Ε., τομ. Ζ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979.
Σελίδα | 14