ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ & ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΑΡΙΑ Κ. ΧΩΔΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:
ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΛΟΓΙΟΙ (19ος -20ος αι.)
Σύμβουλος καθηγητής: κ. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2007
Στην ιερή μνήμη των Μικρασιατών προγόνων μου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η μεταπτυχιακή αυτή εργασία αποτελεί μια απόπειρα στενότερης γνωριμίας, δικής μου περισσότερο, με την Μ.Ασία και κυρίως την όμορφη και όχι τόσο γνωστή χώρα της Καππαδοκίας και των ανθρώπων της, ιδίως των λογίων του 19ου και 20ου αιώνα που συνέβαλαν τόσο στην παιδεία, τοπική και ευρύτερη, και στην πνευματική αναγέννηση της περιοχής αλλά και της Ελλάδος γενικότερα όταν αναγκάστηκαν όσοι ζούσαν εκείνα τα χρόνια να ακολουθήσουν τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς μετά την καταστροφή του 1922 μαζί με τον υπόλοιπο μικρασιατικό ελληνισμό. Οι ελλείψεις και τα λάθη μπορεί να είναι αρκετά, λόγω της επιστημονικής απειρίας – και ζητώ κατανόηση γι’ αυτό – η αγάπη όμως με την οποία ασχολήθηκα με αυτό το θέμα είναι αληθινή, όχι μόνο γιατί είναι ένας ωραίος κόσμος αυτός της Καππαδοκίας αλλά και γιατί λόγω της καταγωγής μου είναι και ένας δικός μου κόσμος, κάτι που φανερώνει άλλωστε και η αφιέρωση της εργασίας. Άνθρωποι αγαπημένοι που έγιναν η αφορμή για την εργασία αυτή, κι ας μην είναι χρόνια τώρα πια μαζί μου, δεν με εγκατέλειψαν όμως ποτέ γιατί το ήθος, το παράδειγμα τους, ο βίος τους, η μικρασιατική αρχοντιά τους, η πίστη τους στον Θεό και η αγάπη τους με συντροφεύουν και με διδάσκουν πάντα. Αιωνία τους η μνήμη! «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» λέει ο ποιητής και έτσι γι’αυτήν την εργασία οφείλω πολλά σε πολλούς. Ένα μεγάλο ευχαριστώ το μικρό αντίδωρο μου. Ευχαριστώ λοιπόν εκ βάθους καρδίας, πρώτον, τον Δάσκαλό μου και σύμβουλό μου καθηγητή κ. Αθανάσιο Ε. Καραθανάση όχι μόνο για την εξαιρετική επιλογή του θέματος, την επιστημονική καθοδήγησή και την επίβλεψη του αλλά και για την εμπιστοσύνη με την οποία με τίμησε, την στήριξη και την υπομονή του όλο αυτό τον καιρό, το ήθος του και την αγάπη του προς τον άνθρωπο, μάλιστα αυτά τα δύο τελευταία είναι και η πιο δύσκολη μαθητεία μου δίπλα του. Όσα ευχαριστώ και να πω στους γονείς μου, Κώστα και Μαριάνθη, θα είναι λίγα και το ξέρω, ούτε και τα επιζητούν, όμως αισθάνομαι 3
βαθειά μέσα μου την υποχρέωση να τους το πω. Τους ευχαριστώ για τις θυσίες τους για μένα και την αδερφή μου, τους ευχαριστώ για την τόση αγάπη που αφειδώς μας δίνουν, τους ευχαριστώ για τις αρχές και το παράδειγμα τους προς εμάς. Ό,τι καλό κάνω στην ζωή μου θα το οφείλω σε αυτούς! Ευχαριστώ την αδερφή μου Έφη για την στήριξη και την κατανόηση της. Ευχαριστώ και όλους τους συγγενείς και τους φίλους για την δική τους στήριξη. Επίσης ευχαριστώ την εξαδέρφη μου δεσποινίδα Σοφία Παναγιωτάκη για την πολύτιμη βοήθεια της στο στάδιο της δακτυλογράφησης της εργασίας. Τέλος, ευχαριστώ όλους τους καθηγητές του Τομέα Ιστορίας Δόγματος, Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων για την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό μου.
Κλείνω με την ευχή αυτή η εργασία να γίνει η αιτία να
ακολουθήσουν συν Θεώ και άλλα τέτοια επιστημονικά ”ταξίδια”. Θεσσαλονίκη, Χριστούγεννα 2007 Μαρία Κ. Χωδιάκη 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα στα άλλα για τις εκκλησίες της Καππαδοκίας που επισκέφθηκε το 1950, “Πρέπει να μπορεί κανείς να ζήσει με άνεση ένα διάστημα σ’ αυτά τα μέρη. Να ιδεί και να ξαναϊδεί˙ ν’ αργοπορήσει, να στοχαστεί και ν’ αναμετρήσει˙ πρέπει να έχει κανείς τον τρόπο να παραβάλει και να κοιτάξει τι χάθηκε ανεπανόρθωτα και ό,τι μένει από τα καταπληκτικά τούτα αφιερώματα στο θεό ενός σβησμένου κόσμου. Κι αν τύχει και είναι Έλληνας, πρέπει να έχει τον πόθο να κοιτάξει από πιο κοντά τί χρωστάμε και τί δε χρωστάμε, αλλά νομίζω ότι χρωστάμε πολλά, στο σταυροδρόμι αυτής της Άκρης, που είναι συνάμα ένα ανυποψίαστο, για τους περισσότερους, χωνευτήρι ρευμάτων Ανατολής, Βοριά, Νοτιά και Δύσης. Πρέπει να έχει την ιδιοσυγκρασία να ιδεί αυτό που λέμε ελληνική παράδοση, εν κινήσει, όπου το μικρό και το λησμονημένο μπορεί να έχει την ίδια σημασία με τα απαρασάλευτα μνημεία της τέχνης”1.Όποιος έχει επισκεφθεί την Καππαδοκία δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με τον ποιητή. Σ’ αυτά λοιπόν τα μέρη της Κεντρικής Μικράς Ασίας, σε αυτό το σταυροδρόμι, ζούσε αιώνες και ο ελληνισμός της Καππαδοκίας πριν ακολουθήσει και αυτός την κοινή μοίρα όλων των Μικρασιατών, αυτήν της προσφυγιάς και του ξεριζωμού. Εκεί γεννήθηκαν, έζησαν, έδρασαν και προσέφεραν πολλά στην παιδεία και τον πολιτισμό οι Ελληνόφωνοι Καππαδόκες λόγιοι του 19ου και 20ου αιώνα με τους οποίους ασχολείται η παρούσα μελέτη. Κάποιοι κατάφεραν να ξεπεράσουν τα σύνορα της Καππαδοκικής γης και να διακριθούν και στην υπόλοιπη Μικρά Ασία ή την μητροπολιτική Ελλάδα, άλλοι έμειναν στα χωριά και στις κωμοπόλεις τους ενώ κάποιοι άλλοι δεν ήταν καν Καππαδόκες αλλά σφράγισαν με το έργο τους την πνευματική πορεία της περιοχής. Η διάκριση σ’ελληνόφωνους και σε τουρκόφωνους, λογίους και μη, είναι απαραίτητη γιατί ενώ ως γνωστόν ένα πολύ μεγάλο μέρος του Καππαδοκικού Ελληνισμού είχε χάσει την ελληνική του γλώσσα˙ υπήρχε ωστόσο και ένα άλλο τμήμα, μάλλον άγνωστο, που διετήρησε την ελληνοφωνία του και ανάμεσα τους και αυτοί οι λόγιοι. Άλλωστε, η τουρκόφωνη φιλολογία θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα μιας ολόκληρης 1
. Γιώργος Σεφέρης, Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, Αθήνα 1953, 22.
5
ξεχωριστής εργασίας. Η μελέτη επικεντρώνεται στον 19ο αιώνα και στα πρώτα χρόνια μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών γιατί η χρήση της ελληνικής γλώσσας στον γραπτό λόγο μέσα στο ελληνικό κράτος από επιστήμονες και λογίους θεωρείται μάλλον αυτονόητη, η παρουσία βέβαια Καππαδοκών στα πνευματικά πράγματα της χώρας συνεχίζεται πάντα. Συναντούμε λογίους μείζονες και ελάσσονες, για τους μεν η βιβλιογραφία είναι αρκετά πλούσια για τους δε γνωρίζουμε λίγα στοιχεία. Ο καθένας φυσικά έχει την δική του προσφορά. Τα πρόσωπα δεν είναι λίγα, αλλά προφανώς μας έχουν διαφύγει αρκετά. Αναπάντεχα πλούσια είναι η βιβλιογραφία για την Καππαδοκία γενικά, η επιλογή κρίθηκε αναγκαία. Ιδίως στα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στην Αθήνα μπορεί να βρει κανείς πολύ και σπάνιο υλικό, κάτι τέτοιο όμως υπερβαίνει τα πλαίσια μιας διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας, αφήνει ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας τέτοιας έρευνας στο μέλλον. Έτσι λοιπόν, η εργασία αυτή διαμορφώνεται ως εξής: στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη παρουσίαση της Καππαδοκίας ανά τους αιώνες
γεωγραφικά,
ιστορικά,
θρησκευτικά,
γλωσσικά,
κοινωνικοοικονομικά και ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παιδεία και στην πνευματική ατμόσφαιρα της περιοχής που οδήγησε στην πνευματική άνθηση του 19ου αιώνα και στην παρουσία των λογίων, των οποίων τη ζωή και το έργο μελετούμε. Στο δεύτερο κεφάλαιο ακολουθούν οι μορφές των λογίων, αρχικά των “προδρόμων” της αναγέννησης και μετά των κυρίων εκπροσώπων αυτής. Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι λιγότερο γνωστοί λόγιοι ή εν πάσει περιπτώσει αυτοί για τους οποίους η έρευνα δεν απέδωσε πολλά στοιχεία και τέλος, γίνεται μια σύντομη αναφορά σε μερικούς πιο σύγχρονους Καππαδόκες λογίους, αυτούς δηλαδή που έδρασαν ως επί το πλείστον κατά τον 20ο αιώνα, χαρακτηριστικά παραδείγματα όμως της Καππαδοκικής λογιοσύνης. 6
7
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ‐ Η ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ Α. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Η Καππαδοκία βρίσκεται στο κέντρο της Μικράς Ασίας. Αν και τα
πολιτικά της σύνορα δεν ήταν πάντα σταθερά εντούτοις συνέπιπταν συνήθως με τα φυσικά γεωγραφικά της όρια. Ανατολικά με τον άνω ρου του Ευφράτη, νότια με την οροσειρά του Ταύρου, δυτικά με την αλμυρή λίμνη Τάττα (Tuzgöl) και τον βόρειο ρου του ποταμού Άλυος (Kizil Irmak) και βόρεια με τις Ποντιακές Άλπεις1. Ο Στράβων χαρακτηρίζει την περιοχή αυτή ως «ισθμό» ενώ ο Ηρόδοτος ως «αυχένα» καθώς εκεί η μικρασιατική χερσόνησος στενεύει για να συναντηθεί με την Ανατολία2. Το κλίμα της Καππαδοκίας είναι σκληρό, ουσιαστικά με δύο εποχές χειμώνα και καλοκαίρι και με μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας, κάτι που οφείλεται και στο υψόμετρο της που είναι από 1000‐1500μέτρα. Τα κυριότερα βουνά‐ηφαίστεια της είναι ο Αργαίος, το Χασάν Νταγ, το Μελεντίζ Νταγ και το Ντέβελι. Στο ξέσπασμά τους, στην διάβρωση που προκαλούν τα υπόγεια νερά, ο αέρας και οι βροχές στο πέρασμα των αιώνων οφείλει η Καππαδοκία το γοητευτικό και παράξενο πέτρινο τοπίο της με τους ποικίλους σχηματισμούς3. Κυριότερα ποτάμια της είναι ο Άλυς ή τουρκιστί Κιζίλ Ιρμάκ δηλαδή κόκκινος ποταμός που χωρίζει την Καππαδοκία από την Γαλατία και την Παφλαγονία, ο Σκορδίσκος ή Σαρμουσακλί σουγιού τουρκιστί που ρέει μεταξύ Καισαρείας και Ερκελέτ και ο Μέλας ποταμός ή Καρά σου τουρκιστί που πηγάζει από τον Αργαίο4, ενώ κυριότερες λίμνες είναι η Τάττα ή Τουζ γκιολ, η Στεφάνη και η
1
. Robert Browning, « Ιστορική αναδρομή», στο λεύκωμα Σινασός της Καππαδοκίας, Αθήνα 1985, 13. 2 . Ν.Σ.Ρίζος, Καππαδοκικά ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής της Αρχαίας Καππαδοκίας, και ιδίως των επαρχιών Καισαρείας και Ικονίου, εν Κωνσταντινουπόλει 1856, 22‐23. 3 . Νότα Παντελεάκη, «Η φυσιογνωμία και η ιστορία της Καππαδοκίας από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος των Βυζαντινών χρόνων», στο λεύκωμα Καππαδοκία, περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή, Αθήνα 1991,8‐29. 4 . Ν.Σ.Ρίζος, Καππαδοκικά, 142‐145.
7
Ιντζέσου5. Θα χαρακτηριζόταν μάλλον άδενδρη αν και εύφορη σε αρκετά σημεία της και πλούσια σε μεταλλεύματα6.
Για την προέλευση του ονόματος της Καππαδοκίας υπάρχουν
αρκετές εκδοχές. Το όνομα αυτό πάντως πρωτομνημονεύεται από τον Ηρόδοτο το 450 π.Χ. και φαίνεται πως από τους Πέρσες το πήραν οι Έλληνες, οι οποίοι αποκαλούσαν Συρίους τους κατοίκους της Καππαδοκίας7. Άλλη εκδοχή είναι ότι ονομάστηκε έτσι από τον Καππάδοκο, υιό του μυθικού βασιλιά της Ασσυρίας Νινύου ή από τον ποταμό Καππάδοκο, φυσικό σύνορο μεταξύ της Καππαδοκίας και της Γαλατίας˙ υπάρχουν βέβαια κι άλλες υποθέσεις8.
Η πολιτική διαίρεση της είχε ως εξής: α) Η Καππαδοκία η προς τον
Ταύρο και η προς τον Πόντο, β) Η Καππαδοκία η εντός του Ταύρου και επέκεινα, γ) Η Καππαδοκία εντός του Άλυ ποταμού και η εκτός αυτού. Έτσι ήταν γνωστή ως α) Μεγάλη Καππαδοκία και β) Ποντική Καππαδοκία9.
Β. ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία της Καππαδοκίας από τους προϊστορικούς ακόμη
χρόνους μέχρι και την σύγχρονη εποχή υπήρξε ιδιαίτερα πλούσια και σημαντική. Ο Καππαδόκης ιστορικός Πάυλος Καρολίδης χωρίζει την ιστορία της στις εξής περιόδους: α) την Φρυγική, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 878 π.Χ., οπότε κατελύθη το πρώτο Ασσυριακό κράτος, β) την Ιρανική, από το 878 π.Χ. μέχρι το 322 π.Χ., οπότε η Καππαδοκία προσηρτήθη στο Ασσυριακό κράτος, γ) την Μακεδονική, από το 322 π.Χ. μέχρι το 301 π.Χ.,
5
. Α.Ε.Καραθανάσης, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2001, 27. . Ν.Σ.Ρίζος, Καππαδοκικά, 26. 7 . Π.Καρολίδης, Καππαδοκικά, ήτοι πραγματεία ιστορική και αρχαιολογική περί Καππαδοκίας, τ. Α’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874, 13. 8 . Ν.Σ.Ρίζος, Ό.π., 11‐12. 9 . Α.Ε.Καραθανάσης, Ό.π., 27‐28. 6
8
δ) την Ελληνική, δηλαδή του εξελληνιζομένου Καππαδοκικού κράτους, από το 301 π.Χ. μέχρι το 66 μ.Χ., ε) την Ρωμαϊκή, από το 66 μ.Χ. μέχρι το 400 μ.Χ., στ) την Βυζαντινή και την Αραβική από το 400 μ.Χ. μέχρι το 1070 μ.Χ. και ζ) την Τουρκική, δηλαδή την ιστορία των τουρκικών δυναστειών από το 1070 μ.Χ. μέχρι την τελική καθυπόταξή της στο Οθωμανικό κράτος10.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς δεν ήταν και λίγοι οι λαοί και οι
φυλές που κατοίκησαν την περιοχή11 αλλά και η αλλαγή διοικητικής αρχής ήταν συχνή. Ο Π.Καρολίδης στα Καππαδοκικά του κάνει μια διεξοδική ανάλυση. Πάντως ο ίδιος ιστορικός διαπιστώνει μια κάποια αρία μικρασιατική ομοφυλία φρυγοπελασγική για τους περισσότερους λαούς που πέρασαν από εκεί12. Βέβαια, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η περίοδος από τον εξελληνισμό της και μετά.
Οι Έλληνες ως γνωστόν, ίδρυαν αποικίες στα μικρασιατικά
παράλια και στον Πόντο από πολύ νωρίς, ήδη δηλαδή από το 1400 π.Χ. . Στην Καππαδοκία οι πρώτοι ελληνικοί πυρήνες άρχισαν να δημιουργούνται αρκετά αργότερα, από τον 6ο π.Χ. αιώνα και πύκνωσαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αυτοί αναμείχθηκαν με τους ντόπιους πληθυσμούς. Ο εξελληνισμός ήταν βαθμιαίος αλλά σταθερός και σ’αυτό συνετέλεσαν και κάποιοι βασιλείς εκείνης της περιόδου όπως ο Αριαράθης Α’ και ο Αρχέλαος Α’, φίλοι της ελληνικής παιδείας. Πάντως κατά τα χρόνια του Χριστού πρέπει να επικρατεί η ελληνική αφού ο Απόστολος Παύλος επισκεπτόμενος το Ικόνιο κηρύττει το Ευαγγέλιο στην ελληνική. Ύστερα ακολουθούν οι πρώτοι χριστιανικοί χρόνοι με κυρίαρχες μορφές αυτές των Καππαδοκών Πατέρων της Εκκλησίας Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Νύσσης, Γρηγόριο Ναζιανζηνό και ένα πλήθος άλλων αγίων, οι οποίοι καθιστούν την Καππαδοκία κέντρο όχι μόνο του Χριστιανισμού αλλά και της ελληνικής παιδείας13.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούμε, έστω επιλεκτικά, σε
κάποιες Καππαδοκικές προσωπικότητες που ξεχώρισαν και διέπρεψαν σε 10
. Π.Καρολίδης, Καππαδοκικά, 161‐162. . Για τους λαούς και τις φυλές που πέρασαν αλλά και αυτές που συνεχίζουν να υπάρχουν στην Μικρά Ασία, βλ. Γεώργιος Κ. Σκαλιέρης, Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1990 β’ έκδοση 12 . Π.Καρολίδης, Μικρασιανή Αρία ομοφυλία, Θεσσαλονίκη 1992, 137‐138. 13 . Β.Αναστασιάδης, «Ιστορία και γλώσσα της Καππαδοκίας και το ιδίωμα των Φαράσων», Μ.Χ. 16, Αθήνα 1975, 151‐153. 11
9
διάφορους τομείς από την αρχαιότητα ως τους βυζαντινούς χρόνους. Καταρχήν, οι βασιλείς της Καππαδοκίας Αριαράθης Α’ (402‐322 π.Χ.) άνθρωπος της οργάνωσης, Αριαράθης Ε’ (; ‐ περίπου 130 π.Χ.) άνθρωπος των γραμμάτων και Αρχέλαος Α’ (; ‐ 56 π.Χ.) άνθρωπος μεγάλης μόρφωσης, που όλοι συνέβαλαν στον εξελληνισμό της Καππαδοκίας. Ήταν ο ιατρός και συγγραφέας του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., Αρεταίος ο Καππαδόκης, ο περίφημος νεοπλατωνικός φιλόσοφος Αιδέσιος, ο φιλόσοφος Απολλώνιος από τα Τύανα που συνδέθηκε και με τον χώρο της θρησκείας και προβλήθηκε από τους οπαδούς του ως ένα ανταγωνιστικό πρότυπο του Χριστού. Η Καππαδοκία με την έντονη θρησκευτικότητα από αρχαιοτάτων χρόνων, εκτός από κέντρο του Χριστιανισμού και γενέτειρα πολλών αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας, για τους οποίους θα γίνει ξεχωριστή αναφορά σ’ άλλο κεφάλαιο, γέννησε και ανέπτυξε μεγάλα μυστικά τάγματα δερβίσηδων του Ισλαμισμού, όπως αυτά του Τζελαλεντίν Μεβλανά Ρουμί και του Χατζή Μπεκτάς.
Η Καππαδοκία γέννησε όμως και σπουδαίους αυτοκράτορες του
Βυζαντίου14, όπως ο Μαυρίκιος, ο Ηράκλειος, ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς, ο Ιωάννης Α’ Τζιμισκής, ο Ρωμανός Δ’ Διογένης και οι Λασκαρίδες της Νίκαιας, όλοι πρότυπα του Καππαδόκη στρατιώτη‐αυτοκράτορα‐ χριστιανού15. Ίσως η τραγικότερη φιγούρα ‐για τον εαυτό του και την αυτοκρατορία‐ είναι αυτή του Ρωμανού Δ’ Διογένη και γι’ αυτό θα σταθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτήν.
Ο Διογένης ο Ρωμανός, το έτος γέννησης του οποίου δεν μας είναι
γνωστό, καταγόταν από την Καππαδοκία από μεγάλη στρατιωτική αριστοκρατική οικογένεια και είχε λαμπρά χαρίσματα. Νυμφεύθηκε την χήρα αυτοκράτειρα Ευδοκία αλλά συνέχισε να ζει μια αυστηρή στρατιωτική ζωή. Εκείνη την εποχή η αυτοκρατορία κινδύνευε από τις επιθέσεις των Σελτζούκων που είχαν αρχηγό τους τον Αλπ‐ αρσλάν, έναν ηγέτη με μεγάλες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες και ο αυτοκράτωρ Ρωμανός οργάνωσε εκστρατεία για να απαλλάξει το
14
. Αναπόφευκτο ήταν να υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων για τους οποίους η Καππαδοκία δεν ήταν και ιδιαιτέρως υπερήφανη, όπως αυτή του Ιωάννη του Καππαδόκη, υπουργού Οικονομικών του Ιουστινιανού, που ήταν ανελέητος και απέκτησε πολλούς εχθρούς, Robert Browning, Ιστορική αναδρομή, 18. 15 . Ν.Ιντζεσίλογλου, « Καππαδοκών βίοι», στον τόμο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002, 113‐114, 118‐119,129.
10
Βυζάντιο από τον κίνδυνο16. Η τελευταία και σημαντικότερη μάχη δόθηκε το 1071 μ.Χ. στο Ματζικέρτ και έμελλε να είναι και μια από τις πιο καθοριστικές για την πορεία ολόκληρης της αυτοκρατορίας17.
Στο πεδίο της μάχης ενώ η έκβασή της παρά τις δυσκολίες
φαινόταν να είναι υπέρ του βυζαντινού στρατού, ο οποίος αριθμούσε περί τις 60.000 και ανάμεσα τους 6.000 επίλεκτοι Καππαδόκες στρατιώτες, η παρεξήγηση μιας κίνησης τακτικής της εμπροσθοφυλακής από την οπισθοφυλακή και ο πανικός που προκάλεσε έδωσαν την ευκαιρία στον διοικητή της Ανδρόνικο Δούκα, που συμφωνούσε με τις μηχανορραφίες του παλατιού και των γραφειοκρατών εναντίον του Ρωμανού, να λειτουργήσει προδοτικά οπισθοχωρώντας και αφήνοντας ακάλυπτο τον προωθημένο βασιλιά, ο οποίος τραυματίστηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο νικητής Αλπ Αρσλάν έδειξε όμως θαυμαστή μεγαλοψυχία απέναντι στον ηττημένο Ρωμανό και όχι μόνο δεν τον έβλαψε, αλλά του φέρθηκε ως ίσος προς ίσο, ελευθερώνοντας τον στο τέλος και προτείνοντας ευνοϊκούς όρους ειρήνης. Η μοίρα, όμως, δεν στάθηκε το ίδιο γενναιόδωρη και κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι συνωμoσίες συνεχίζονταν με κορυφαία πράξη σκληρότητας και υποκρισίας την διαταγή να συλληφθεί ο Ρωμανός, να φυλακιστεί και να τυφλωθεί. Ο ηρωικός αυτός άντρας πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους από τις πληγές των ματιών του που είχαν σαπίσει18.
Αυτή η ήττα, δυστυχώς, άνοιξε στους Σελτζούκους τον δρόμο της
Μικράς Ασίας για επιδρομές και κατακτήσεις. Μέσα σε λίγα χρόνια οι επιδρομές των Τούρκων θα φτάσουν ως τη Νίκαια, βλάπτοντας περισσότερο από ό,τι πιστεύουν αρκετοί την Μικρά Ασία19. Για παράδειγμα τεράστια καταστροφή θα υποστούν τα χριστιανικά μνημεία, ναοί όπως του Μεγάλου Βασιλείου στην Καισάρεια, θα βεβηλωθούν, ακόμα και η λάρνακα με τα ιερά λείψανα του αγίου θα συλληθεί20. Ήταν αποτέλεσμα, όμως, εν πολλοίς, όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και επόμενο
16
. Παύλος Καρολίδης, «Ο αυτοκράτωρ Διογένης», στο Νεοελληνική Ιστοριογραφία Α’, επιμέλεια Ε.Π.Φωτιάδου, Αθήνα 1954, 197‐206. 17 . Εύστοχα χαρακτηρίζεται από ιστορικούς ως η Μεγάλη Δευτέρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού. 18 . Νίκος Τσάγγας, Ματζικέρτ, η αρχή του τέλους του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, Αθήνα 1996, 184‐208. 19 . Κ.Άμαντος, Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας κατά τον Μεσαίωνα, Αθήνα 1919, 53‐54. 20 . Γ. Σωτηρίου, Χριστιανικά μνημεία της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1920, 18‐19.
11
των βίαιων εσωτερικών αναταραχών του προηγούμενου μισού αιώνα. Το έργο τους βέβαια οι Τούρκοι κατάφεραν να το ολοκληρώσουν 400 περίπου χρόνια μετά αλλά η αρχή έγινε τότε21. Η άποψη δηλαδή ότι η δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και εκείνης της εποχής και η γραφειοκρατία είχε νικήσει και πως η βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ηττηθεί, είχε πεθάνει, πριν από την μάχη του Ματζικέρτ22, κρίνεται σε μεγάλο βαθμό ορθή.
Την
καταστροφή
της
Μικράς
Ασίας
συμπληρώνουν
τα
τουρκομανικά φύλα και οι Οθωμανοί Τούρκοι που ακολουθούν τους Σελτζούκους. Σφαγές, βίαιοι εξισλαμισμοί, παιδομάζωμα είναι η πολιτική τους. Πολλοί αναγκάζονται να γίνουν κρυπτοχριστιανοί για να γλιτώσουν23. Σε λίγο μόνο τα ηρωικά κατορθώματα του Διγενή Ακρίτα και ο κύκλος των ακριτικών τραγουδιών θα θυμίζουν στον λαό το ένδοξο και ελεύθερο παρελθόν εκείνων των περιοχών24. Η τουρκοκρατία αρχίζει τότε στην Καππαδοκία μόλις μετά το 1071!
Η Καππαδοκία, μετά την κατάκτηση των Σελτζούκων και κυρίως
μετά την κατάληψη της Καισαρείας το 1169, μετατρέπεται από μια βυζαντινή ακριτική επαρχία σε καρδιά του σουλτανάτου του Ρουμ των Σελτζούκων.
Πραγματοποιούνται
αρκετά
κοινωφελή
έργα
και
παρατηρείται στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα μια αναζωπύρωση των χριστιανικών κοινοτήτων στην Καππαδοκία, όμως ο χριστιανικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας έχει μειωθεί σημαντικά. Παρατηρείται μια προοδευτική αφομοίωση και ένταξη των χριστιανών στην Ισλαμική κοινωνία κάτι που πρέπει να ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του θρησκευτικού συγκρητισμού και της λαϊκής λατρείας που διαδόθηκαν από τον 13ο και 14ο αιώνα και εξής με τα τάγματα των δερβίσηδων. Τον 15ο αιώνα η περιοχή από τα χέρια της δυναστείας των τουρκομάνων Καραμανιδών περνάει στους Οθωμανούς. Σ’ αυτή τη δυναστεία οφείλουν οι Καππαδόκες και την ονομασία τους ως Καραμανλήδες και έτσι χαρακτηρίζονται ήδη από τον 16ο αιώνα οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί της περιοχής, αλλά και όλης της 21
. Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1996, 129. 22 . Παν.Δρακόπουλος, Μεσαίωνας Ελληνικός και Δυτικός, Αθήνα 1987, 234‐236. 23 . Κ.Άμαντος, Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, 110,112‐114. 24 . Για το έπος του Διγενή Ακρίτα βλ. Σ. Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2005,119‐138.
12
Μικράς Ασίας. Ήδη από τα χρόνια του Μωάμεθ του Πορθητή δημιουργείται καππαδοκική κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη, εύπορη σε μεγάλο βαθμό η οποία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο εμπόριο. Πίσω στην Καππαδοκία, οι ελληνικοί πληθυσμοί ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι πλέον συγκεντρώνονται περισσότερο στις περιφέρειες των πόλεων, που είναι κυρίως ισλαμικές και στα χωριά. Σ’ αυτά τα μέρη, χωρίς μεγάλες αλλαγές, έζησαν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Σημαντικές πόλεις παλαιές ή κωμοπόλεις, εκτός από την Καισάρεια, είναι η Νίγδη, το Τάλας, τα Στέφανα, το Ανδρονίκι, το Ζινζίντερε και η Σινασός, ενώ ιδρύονται και δύο νέες πόλεις το Ιντζέσου το 1667 και το Νεβσεχιρ το 1720. Αρκετοί ναοί επισκευάζονται και κάποιοι ανοικοδομούνται. Αυτό ήταν και το ιδεολογικό υπόβαθρο που επέτρεψε στους Καππαδοκές να επιβιώσουν και να μην αφομοιωθούν τόσα χρόνια, η έντονη θρησκευτική τους ταυτότητα25, για την οποία άλλωστε ήταν γνωστοί ακόμη από τα αρχαία χρόνια.
Γ. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΕΣ
Η θρησκευτική ζωή και λατρεία, η πίστη γενικότερα, υπήρξε
ανέκαθεν ένα βασικό συστατικό της καθημερινής ζωής των Καππαδοκών από αρχαιοτάτων χρόνων. Όποιος και μέχρι τις μέρες μας γνωρίζει Καππαδόκες, ιδίως κάποιας ηλικίας και άνω, το καταλαβαίνει αυτό καλά, στις περισσότερες των περιπτώσεων τουλάχιστον.
Κατά την αρχαιότητα οι Καππαδόκες παρέλαβαν από τους Μήδες
και τους Πέρσες την πυρολατρεία, η οποία δεν ήταν πάντα καθαρή και ανόθευτη ενώ μόλις κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. εισήχθη η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων θεών. Λάτρευαν στοιχεία της φύσης, όπως το όρος Αργαίος, διάφορες άλλες θεότητες όπως την Αναϊτιδα, τον Μίθρα περσικής προελεύσεως, τον θεό των Αιγυπτίων Σέραπι αλλά και τον Δία, 25
. Άννα Μπαλλιάν, «Η Καππαδοκία μετά την κατάκτηση των Σελτζούκων και οι χριστιανικές κοινότητες από το 16ο εώς το 18ο αιώνα», στο λεύκωμα Καππαδοκία, περιήγηση στη χριστιανική Ανατολή, Αθήνα 1991, 30‐39.
13
τον Απόλλωνα, την Αθηνά, την Δήμητρα, την Κυβέλη, τον Ερμή και τον Ηρακλή, υπήρχε και ιερό της θεάς Τύχης στη Καισάρεια26.
Ο χριστιανισμός διεδόθη από τα πρώτα χρόνια στην Καππαδοκία
και έγινε γρήγορα αποδεκτός, τόσο που να γράφει με ενθουσιασμό ο Α. Λεβίδης «Ουδέν δ’έθνος, ουδείς λαός ἀσμενέστερον ἐδέξατο τάς ἀρχάς τοῡ χριστιανισμοῦ ἢ ὃσον οί Καππαδόκαι˙ οὐδαμοῦ ἴσως ἀλλαχού ή οὐράνιος τοῦ Ἰησού Χριστοῦ διδασκαλία οὒτω ταχέως προώδευσε καί βαθέως ἐρριζῶθη, ὂσον παρά Καππαδόκαις»27. Πρώτος κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Καππαδοκία ο Απόστολος Πέτρος, ενώ κατά την παράδοση πρώτος Επίσκοπος έγινε ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, ο αρχηγός των στρατιωτών που οδήγησαν στην σταύρωση τον Χριστό28. Την περίοδο των διωγμών η Καππαδοκία έδωσε στην Εκκλησία ένα μεγάλο αριθμό μαρτύρων, περί τους 1.000, μερικοί από αυτούς για τους οποίους οι Καππαδόκες Πατέρες έγραψαν και εγκωμιαστικούς λόγους είναι η Αγ.Ιουλίττα, ο Αγ.Γόρδιος, ο Αγ.Βαρλαάμ, ο Αγ.Μάμας και οι Άγιοι Τεσσαράκοντα29.
Θεμελιώδες κεφάλαιο στη ζωή και στη πορεία της Εκκλησίας αλλά
και της Καππαδοκίας είναι οι Καππαδόκες Πατέρες Μέγας Βασίλειος (330‐379), Γρηγόριος Νύσσης (335; ‐ 394;) και Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329/30‐389/90) και η θεολογία τους. Όχι μόνο θεμελίωσαν την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας αντιμετωπίζοντας τις αιρετικές δοξασίες, ανέπτυξαν μεγάλη κοινωνική δράση, όπως ο Μέγας Βασίλειος με το συγκρότημα κοινωφελών ιδρυμάτων την περίφημη Βασιλειάδα του, ποίμαναν με εξαιρετική ικανότητα και ευαισθησία30, άφησαν πίσω τους τεράστιο συγγραφικό έργο, ανήγαγαν σε άλλα ύψη την έννοια του ανθρώπου31, αλλά και πέτυχαν κάτι ξεχωριστό και σπουδαίο, την 26
. Αναστάσιος Λεβίδης, Ιστορικόν Δοκίμιον διηρημένον εις τόμους τέσσαρας, τ.Α’, Εκκλησιαστική Ιστορία, εν Αθήναις 1885, 11‐42. 27 . Ό.π. , 41 28 . Ό.π. , 44‐47. 29 .Άννα Καραμανίδου, «Καππαδόκες μάρτυρες», στον τόμο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002, 246‐250. 30 . Οι απόψεις τους για θέματα κοινωνικά και της καθημερινής ζωής όπως η οικογένεια, η εργασία, ο πλούτος και οι απολαύσεις είναι αξιόλογες και πάντα επίκαιρες, Αθαν. Γερομίχαλός, Η κοινωνική σκέψις του Μεγάλου Βασιλείου, λόγος εκφωνηθείς την 30ην Ιανουαρίου 1981 εορτήν των Τριών Ιεραρχών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1981, 19‐26. 31 . Στην ανθρωπολογία τους οι Καππαδόκες Πατέρες μιλούν για την έννοια του “προσώπου”, έννοια διαφορετική αυτής του ατόμου. Το πρόσωπο είναι κάτι ελεύθερο, μοναδικό και ανεπανάληπτο που βρίσκεται σε αγαπητική σχέση με τον Θεό και τον
14
συμπόρευση του ελληνικού πνεύματος και του χριστιανισμού. Οι ίδιοι σπούδασαν την θύραθεν φιλοσοφία και παιδεία δίπλα σε μεγάλους διδασκάλους, όπως ο Λιβάνιος αλλά με διάκριση κράτησαν αυτά τα στοιχεία που δεν έρχονται σε αντίθεση με την χριστιανική πίστη, αυτό άλλωστε προτείνουν και στους άλλους χριστιανούς. Η πραγματεία του Μεγάλου Βασιλείου «Προς τους νέους όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων» με τις συμβουλές του για την επιλεκτική αποδοχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και το γνωστό παράδειγμα της μέλισσας, είναι κλασσική32. Αυτοί οι μεγάλοι χριστιανοί ηγέτες δεν ήταν τόσο άφρονες, ώστε να αναγνωρίσουν πλήρως την αξία των πνευματικών προϊόντων του ελληνικού ειδωλολατρικού κόσμου, ούτε όμως και τόσο τυφλοί ώστε να μην αντιληφθούν την μεγάλη αξία των σπουδαιοτέρων από αυτά 33. Έτσι λοιπόν τότε στην Καππαδοκία τέθηκαν οι βάσεις για την δημιουργία αυτού που ονομάζουμε σήμερα ελληνοχριστιανικός πολιτισμός 34.
Η Καππαδοκία συνέχισε να δίνει αγίους στην Εκκλησία διαχρονικά
ακόμη και στη σύγχρονη εποχή. Ένα παράδειγμα είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος που αγίασε στα ευλογημένα χώματα της Καππαδοκίας, όταν συνελήφθη αιχμάλωτος κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου και μεταφέρθηκε από έναν Τούρκο, που τον αγόρασε, στο Προκόπι της Καππαδοκίας, ζούσε σ’ έναν στάβλο και υπέμεινε εξευτελισμούς, στερήσεις και βασανιστήρια, κέρδισε όμως στο τέλος την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη ακόμα και των Τούρκων. Κοιμήθηκε το 1730. Το ιερό λείψανο του μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες στο Νέο Προκόπι Ευβοίας σε ναό
άνθρωπο, έχει δική του υπόσταση και ταυτότητα, Ι. Δ .Ζηζιούλας, «Η Συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη», στο λεύκωμα Η Σινασός της Καππαδοκίας, Αθήνα 1991, 32‐37. 32 . Βασίλειος Τατάκης, Η Συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, Αθήνα 1960, 67‐269. 33 . Π.Κ.Χρήστου, «Ο Μέγας Βασίλειος και η ελληνική παιδεία», στον τόμο Βασιλειάς, Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1970, 60. 34 . Να σημειωθεί εδώ ότι και η έννοια της φιλοπατρίας ήταν σημαντική για τους Καππαδόκες Πατέρες, συγκεκριμένα ο Μέγας Βασίλειος ενδιαφερόταν πολύ για την πατρίδα του θεωρούσε όμως ότι η επίγεια πατρίδα δεν πρέπει να υπερεκτιμάται έναντι της επουρανίου, προς την οποία προσβλέπουν όλοι οι χριστιανοί, Παν.Σιμωτάς, «Αι περί πατρίδος απόψεις του Μεγάλου Βασιλείου», στον τόμο Βασιλειάς, Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1979, 204, βλ. και Αθ.Αγγελόπουλος, ”Οι έννοιες «Πατρίδα», «Έθνος» και «Κοινωνία», στην εποχή των Καππαδοκών Πατέρων και δη του Μεγάλου Βασιλείου”, Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002,57‐70.
15
αφιερωμένο στη χάρη του35. Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης είναι μια άλλη περίπτωση, γεννήθηκε το 1840 στα Φάρασα και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του εκάρη μοναχός σε ηλικία 26 ετών περίπου στη Μονή Τιμίου Προδρόμου στα Φλαβιανά, δίδαξε γράμματα τα παιδιά της περιοχής και η πνευματική του δράση ήταν μεγάλη, στήριζε την ορθόδοξη πίστη των συμπατριωτών του, αλλά και τους βοηθούσε με κάθε τρόπο, η φήμη του ήταν μεγάλη ανάμεσα και στους Τούρκους, οι οποίοι τον σέβονταν πολύ. Έκανε μάλιστα και πολλά θαύματα. Ήρθε στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Κέρκυρα, αλλά έζησε μόνο 40 μέρες. Είχε προβλέψει και τον θάνατό του36. Πνευματικό τέκνο του Αγίου Αρσενίου ήταν και ο γνωστός σε όλους Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης. Γεννήθηκε και αυτός στα Φάρασα από ευσεβή οικογένεια το 1924 και τον βάφτισε ο ίδιος ο Άγιος Αρσένιος δίνοντας του την ευχή του, αλλά και το όνομά του κατά τη βάφτιση. Βρέφος 40 ημερών ήρθε ο Γέροντας στην Ελλάδα για να γίνει αρκετά χρόνια αργότερα ένας από τους πιο φωτισμένους γέροντες της σύγχρονης εποχής. Κοιμήθηκε το 199437.
Μια άλλη έκφραση της έντονης θρησκευτικότητας της περιοχής
είναι και τα πολλά μοναστήρια της. Πλήθος μονών, ανδρικών και γυναικείων, υπήρχαν στην Καππαδοκία και αυτό αποδεικνύεται από τις επιστολές και τα συγγράμματα του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού που αναφέρονται σε αυτά αλλά και από τα ερείπιά τους που σώζονται ακόμη. Τα μοναστήρια βρίσκονταν εντός των πόλεων και των κωμοπόλεων αλλά και εκτός σε δυσπρόσιτες περιοχές ή στα όρη, όπου οι μοναχοί συνήθιζαν να σκαλίζουν τους βράχους για να δημιουργήσουν μικρές σπηλιές, όπου ασκήτευαν ή έφτιαχναν μικρές εκκλησίες. Πρόκειται για τα περίφημα ασκηταριά, που διατηρούνται ακόμη και σήμερα και εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη κάνοντας τον να συλλογιστεί την μεγάλη αρετή και την ταπεινοφροσύνη αυτών των μοναχών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα μοναστήρια του Αγίου Μάμαντος, της Αγίας Ιουλίττης, του Αγίου Βλασίου, των Ταξιαρχών, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και πάρα
35
. Βίος και Ασματική ακολουθία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Ιωάννου του νέου ομολογητού του Ρώσου, Εύβοια 1974, 11‐26. 36 . Παϊσίου Γέροντος Αγιορείτου, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, Θεσσαλονίκη 2000, 32‐ 39. 37 . Ισαάκ Ιερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, 19‐39.
16
πολλά άλλα38. Σ’ αυτά τα μοναστήρια οφείλει σε μεγάλο βαθμό την πνευματική σωτηρία του ο ελληνισμός της Καππαδοκίας39.
Δείγμα της έντονης λαϊκής ευσέβειας των Ελλήνων της
Καππαδοκίας ήταν και τα οικογενειακά παρεκκλήσια στις αυλές των σπιτιών, γνωστά με το επώνυμο της οικογένειας που ανήκαν: Άγιος Αντώνιος του Μέρντογλου, Άγιος Νικόλαος του Αλέξη Χατζηαβραάμ κ.α.40. Μέγιστη τιμή και ευλάβεια έδειχναν και στα ιερά λείψανα των αγίων μαρτύρων, τα οποία όχι μόνο φύλατταν, αλλά και δεν ήθελαν να παραχωρήσουν για κανένα λόγο πουθενά41.
Σ’ ένα περιβάλλον, όπου ζούσαν πληθυσμοί χριστιανικοί και
μουσουλμανικοί αναπόφευκτος ήταν και ο αλληλοεπηρεασμός και ο συγκρητισμός. Αυτό συνέβη κυρίως από την πλευρά των μουσουλμάνων προς τους χριστιανούς. Τα περισσότερα τουρκοχώρια έδειχναν έναν ιδιαίτερο σεβασμό στους χριστιανούς και την θρησκεία τους και διατηρούσαν ακόμα μια ανάμνηση της κοινής προέλευσής τους, πριν τον εξισλαμισμό τους, με τους Έλληνες. Έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό σε αρκετούς αγίους μας όπως τον Άγιο Ιωάννη και τον Άγιο Θεράποντα, προσφιλέστερος όμως όλων προς αυτούς ήταν, και είναι ακόμη, ο Άγιος Γεώργιος42. Επίσης συμμετείχαν στις χριστιανικές εορτές, στα πανηγύρια, στις θρησκευτικές τελετές και στις λιτανείες, παρακολουθούσαν την περιφορά του Επιταφίου, συνεόρταζαν με τους χριστιανούς στην ακολουθία της Αναστάσεως, έκαναν τάματα και προσέφεραν αφιερώματα, λάδι και κερί στους χριστιανικούς ναούς κ.α.43. Υπήρχε και μια άλλη κατηγορία με ιδιαίτερες θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, αυτή των μουσουλμοφανών ή τουρκοφανών με αποκλίσεις από το ορθόδοξο μουσουλμανικό τυπικό λατρείας και αρκετές ομοιότητες 38
. Αναστάσιος Λεβίδης, Αι εν μονολίθοις Μοναί της Καππαδοκίας και Λυκαονίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1899, 11, 17. Στο έργο αυτό υπάρχει αναλυτική απαρίθμηση και ιστορία όλων τον μοναστηριών της περιοχής. 39 . Α.Α.Παπαδόπουλος, Ο υπόδουλος ελληνισμός της Ασιατικής Ελλάδος εθνικώς και γλωσσικώς εξεταζόμενος, Αθήναι 1919, 44. 40 . Πετροπούλου Δ.‐ Ανδρεάδη Ε., Η θρησκευτική ζωή στη περιφέρεια Ακσεράϊ‐Γκέλβερι, Κ.Μ.Σ., Αθήνα 1970, 72. 41 . Α Λεβίδης, Ο.π., 13. 42 . Όλγα Βατίδου, Η χριστιανικότητα των Τούρκων και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1950, 11‐12,17‐57. 43 . Σουλτάνα Λάμπρου, «Λατρευτικά έθιμα της Καππαδοκίας και κατάλοιπα τους στον Μουσουλμανικό κόσμο», στο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002, 272‐275.
17
προς τη χριστιανική λατρεία. Αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν απόγονοι εξισλαμισθέντων αιρετικών χριστιανών της βυζαντινής περιόδου του χριστιανισμού. Μερικοί από αυτούς ήταν οι Κιζίλ‐μπάσηδες (κοκκινοκέφαλοι), οι Γεζίτες, οι Κιρκάσιοι, οι Μεβλεβήδες (Δερβίσηδες) και οι Μπεκτασίδες44. Για τους τελευταίους μάλιστα, υπάρχουν αρκετά πειστικά στοιχεία που δείχνουν ότι στο τάγμα τους εντάχθηκαν πολλοί από τους αιρετικούς χριστιανούς της Μικράς Ασίας, όπως Νεστοριανοί, Παυλικιανοί κ.α. Ο συγκρητισμός άλλωστε που είναι και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ευνοούσε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε και από τους Σουλτάνους ως μέσο για τη πολιτική του εκτουρκισμού και του εξισλαμισμού που επέβαλλαν45. Στις αρχές του 16ου αιώνα θα διαδοθεί γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Βέβαια υπήρχαν και άλλοι σημαντικότατοι λόγοι που συντελούσαν στον εξισλαμισμό μεγάλου τμήματος, όπως τα ισχυρά οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα, καθώς οι προσήλυτοι απαλλάσσονταν από τον βαρύ κεφαλικό φόρο, που πλήρωναν οι μη‐ μουσουλμάνοι, πλήρωναν ελαφρύτερο αγροτικό φόρο ενώ αμέσως εισέρχονταν στην ευνοούμενη θρησκευτική ομάδα της αυτοκρατορίας. Εκτός από τους εκούσιους, και οι βίαιοι εξισλαμισμοί αποτελούσαν σοβαρό πρόβλημα για τους χριστιανούς. Σχετικές επιστολές του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα τον 14ο αιώνα και ποιμαντορική επιστολή του Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου μας το επιβεβαιώνουν. Επιπλέον, αναφέρονται νεομάρτυρες46.
Η δεύτερη μεγάλη πληγή του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού και
πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία είναι το παιδομάζωμα. Η συστηματική δηλαδή στρατολόγηση των αρίστων εκ των χριστιανοπαίδων ηλικίας περίπου 7 ετών – ένα είδος δημοσίου φόρου των ραγιάδων – και η συγκρότηση από αυτούς του επιλέκτου και φοβερού σώματος των Γενιτσάρων. Το παιδομάζωμα διενεργήθη επίσημα από το 1326 ως το 1638, ανεπισήμως όμως μέχρι το 1826, στερώντας έτσι από τον ελληνισμό ένα δυναμικό και πολύτιμο τμήμα του πληθυσμού του. Υπολογίζεται ότι για
44
. Νίκος Ε. Μηλιώρης, Οι Κρυπτοχριστιανοί, Αθήνα 1962, 77‐78. . Ευστράτιος Χ. Ζεγκίνης, Ο Μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη, Θεσσαλονίκη 2001, 28, 107‐ 109. 46 . Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού ελληνισμού, 320. 45
18
τα πρώτα 312 χρόνια εφαρμογής αυτού του μέτρου πάνω από 1.200.000 ελληνόπουλα εξισλαμίσθηκαν47.
Το άλλο μεγάλο δράμα του ελληνισμού είναι το φαινόμενο του
Κρυπτοχριστιανισμού ή της αποκρυφίας. Όσο συνεχίζονταν οι βίαιοι εξισλαμισμοί και οι απάνθρωπες ταπεινώσεις πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν τυπικά μόνο στο Ισλάμ, αλλά κρυφά να διατηρήσουν την πίστη τους. Διάλεγαν δηλαδή τον τρίτο δρόμο μεταξύ του εξισλαμισμού και της χριστιανικής πίστης που σήμαινε μια πολύ δύσκολη και ταπεινωτική ζωή. Αυτοί είναι γνωστοί ως Κρυπτοχριστιανοί ή Κλωστοί ή Κρυφοί ή Γυριστοί ή Τενεσούρηδες, αλλά και με άλλα ονόματα το φαινόμενο αυτό υπήρχε σε όλες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, φυσικά και στην Καππαδοκία, αλλά ιδιαίτερη έκταση παρουσίασε στο Πόντο. Έχουμε και συγκεκριμένες πληροφορίες για την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών και στην περιοχή της Καισαρείας48. Αρκετοί από αυτούς όταν δόθηκαν οι πρώτες ελευθερίες στο οθωμανικό κράτος με την έκδοση του Χάττι‐Σερίφ (1839) και Χάττι‐Χουμαγιούν (1856) αποκάλυψαν την πραγματική τους θρησκευτική ταυτότητα και επέστρεψαν στο χριστιανισμό49.
Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στο φαινόμενο αυτό ήταν
αντιφατική. Πρώτη μαρτυρία αποκρυφίας έχουμε το 1338 για τους κατοίκους της Νίκαιας της Βιθυνίας στους οποίους ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΔ’ Καλέκας σε πιττάκιο που τους έστειλε δέχεται γι’ αυτούς που δεν μπορούν να ακολουθήσουν το μαρτύριο «κατά μέγιστην συγκατάβασιν» τον δρόμο της αποκρυφίας, ενώ σε άλλη περίπτωση ήταν κατηγορηματική η θέση της εναντίον της αποκρυφίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις η Εκκλησία έδειχνε ανοχή και προσπαθούσε να στηρίξει την πίστη και αυτών των χριστιανών με τη διπλή ζωή50. Ο αριθμός των Κρυπτοχριστιανών στις αρχές του 20ου αιώνα υπολογίζονταν ότι ήταν αρκετά μεγάλος αυξάνοντας ουσιαστικά τον 47
. Α. Α .Παπαδόπουλος, Ο υπόδουλος ελληνισμός της Ασιατικής Ελλάδος, 19‐22. . Ν. Μηλιώρης, Οι Κρυπτοχριστιανοί, 59. 49 . Κ. Φωτιάδης, Πηγές της Ιστορίας του Κρυπτοχριστιανικού προβλήματος, Θεσσαλονίκη 1997, 23‐25. Σε αυτή τη μελέτη καθώς και στου ιδίου, Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1988, υπάρχουν πολλές συγκινητικές και τραγικές ιστορίες Κρυπτοχριστιανών που ζουν κρυφά στη Τουρκία μέχρι και των ημερών μας ακόμη και φανερώνουν την ταυτότητα τους σε Έλληνες που επισκέπτονται σε προσκυνηματικά ταξίδια τις αλησμόνητες πατρίδες. 50 . Ν. Μηλιώρης, Ό.π. , 37‐40. 48
19
πραγματικό ελληνικό πληθυσμό του τουρκικού κράτους από αυτόν που επισήμως ήταν γνωστός51, ενώ εάν προσμετρούνταν αυτός μαζί με το σύνολο των υπολοίπων λαών μη τουρκικών που ζούσαν και ζουν μετά την ανταλλαγή στην Τουρκία, ο πραγματικός αμιγώς τουρκικός πληθυσμός ήταν πολύ μικρότερος από τον επίσημο52.
Εκτός των υπολοίπων όμως οι Ορθόδοξοι Έλληνες είχαν ν’
αντιμετωπίσουν και έναν επιπλέον κίνδυνο , αυτόν του προσηλυτισμού από
Καθολικούς
και
Προτεστάντες
κυρίως,
Μισσιοναρίους.
Η
προσηλυτιστική προπαγάνδα στην Καππαδοκία άρχισε το 1855 με τους Αγγλοαμερικάνους μισσιοναρίους να ανοίγουν σχολές με την στήριξη των προσηλυτιστικών εταιρειών, όπως η Πορτ, αλλά δεν έφερε αποτελέσματα καθώς, εκτός από μερικούς Αρμενίους, ουδείς ορθόδοξος προσηλυτίστηκε. Οι προπαγανδιστές προσπαθούσαν, είτε δελεάζοντας τους ορθοδόξους είτε χλευάζοντας την πίστη τους, να υποκλέψουν πιστούς όμως οι ποιμένες της Εκκλησίας ,άγρυπνοι φρουροί, όπως ο Μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος, ο διάδοχός του Ευστάθιος Κλεόβουλος, ο Ιεροδιάκονος τότε Ιωάννης Αναστασιάδης, αλλά και δάσκαλοι,
όπως
ο
Αναστάσιος
Λεβίδης,
κατάφεραν
να
τους
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά53. Βασικό μέσο προσηλυτισμού είχαν την διανομή από τις Βιβλικές Εταιρείες της Αγίας Γραφής στους απλοϊκούς πιστούς , με μεταφράσεις στα ελληνικά αμφίβολης ποιότητας, αλλά και πιστότητας με το αρχικό κείμενο και τα δόγματα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, των οποίων την αμάθεια, την ευλάβεια, αλλά και την αφέλεια προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν54. Μάλιστα έχουμε από την Βιβλική Εταιρεία και μεταφράσεις της Αγίας Γραφής, αλλά και άλλων θρησκευτικού περιεχομένου βιβλίων και στα
51
. Κ. Λαμέρας, Οι περί Μικράς Ασίας και των εν αυτή Κρυπτοχριστιανών διάλεξις, εν Αθήναις 1921, 28‐29. 52 . Κ. Λαμέρας, Πόσοι και ποιοι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μετά την ανταλλαγή διαλέξεις, εν Αθήναις 1929, 20, 27, 84‐88. 53 . Α. Λεβίδης, «Συμβολαί εις την ιστορίαν του προσηλυτισμού εν Μικρά Ασία.Περί των εν Καππαδοκία ενεργειών των Προσηλυτιστικών Εταιρειών», Ξενοφάνης 3 (1905‐6), 149,248‐255. 54 . Κ. Λαμπρύλος, Ο Μισσιοναρισμός και Προτεσταντισμόςεις τας Ανατολάς ήτοι Διαγωγή των Προτεσταντών Μισσιαναρίων εις τα μέρη μας, εις τινά τε άλλα της γης μέρη και Σχέσεις του Προτεσταντισμού προς την Μητέρα πασών των Εκκλησιών και το Ελληνικό Έθνος, εν Σμύρνη 1836, 1‐19.
20
καραμανλίδικα55. Ακόμα και στον Βίο του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη αναφέρονται προσπάθειες προσηλυτισμού από Προτεστάντες που απειλούσαν την ηρεμία της τοπικής Εκκλησίας όμως ο Άγιος προστάτεψε το ποίμνιό του από αυτούς τους προβατόσχημους λύκους δρώντας καίρια56.
Δ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ Λίγα χρόνια μετά την Άλωση οι κάτοικοι της Καππαδοκίας αρχίζουν να μετακινούνται προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και κυρίως προς την Κωνσταντινούπολη. Η φτώχεια, οι επιδρομές των Τούρκων και οι επισφαλείς συνθήκες ζωής είναι τα κύρια αίτια των μετακινήσεων. Ήδη το 1477 οι Καραμανλήδες έχουν μέσα στην Πόλη 750 σπίτια. Τον 16ο αιώνα αναφέρονται ως περίφημοι έμποροι και τεχνίτες, ιδίως χρυσοχόοι και κλειδαράδες. Οι γυναίκες τους κάνουν ωραία εργόχειρα και τα πουλούν στο μπεζεστένι, ενώ οι φτωχότερες πουλούν αυγά, πουλερικά, γάλα, τυρί, χόρτα. Όταν εκκλησιάζονται οι φορεσιές τους είναι χρυσοΰφαντες και εντυπωσιακές. Οι περισσότεροι είναι πλούσιοι , κατοικούν σε μια συνοικία ονομαζόμενη Καραμανιά, έχουν ωραία σπίτια, μιλούν τουρκικά και δεν ξέρουν καθόλου ή ξέρουν λίγα ελληνικά, έχουν δική τους εκκλησία, του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου η Λειτουργία γίνεται στα ελληνικά και δείχνουν μεγάλο σεβασμό στον Πατριάρχη.
Η
αποδημία
των
Καραμανλήδων
προς
την
Κωνσταντινούπολη και τις άλλες μεγάλες Μικρασιατικές πόλεις συνεχίζεται μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Από μικρή ηλικία τα αγόρια ξενιτεύονται, επιστρέφουν για να νυμφευθούν και ξαναφεύγουν για να συντηρήσουν την οικογένεια τους και ν’ αποκτήσουν αρκετά χρήματα
55
. Richard Clogg, «Notes on some Karamanli books printed before 1850». Μ.Χ. 13 (1967), 552‐555. 56 . Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης,39‐40.
21
ώστε να εξασφαλίσουν τα γηρατειά τους. Επιστρέφουν μόνιμα μετά από αρκετά χρόνια στην πατρίδα και στους δικούς τους57. Γενικά στη Μ. Ασία αλλά και στην Καππαδοκία η πνευματική ανάπτυξη και η οικονομική κατάσταση των ελληνικών κοινοτήτων δεν βρίσκεται παντού στο ίδιο επίπεδο , είναι βέβαια σαφώς ανώτερη από αυτήν των τουρκικών κοινοτήτων, κάτι στο οποίο συμβάλλει και η μειωμένη παραγωγικότητα των Μουσουλμάνων λόγω της φυσικής τους νωθρότητος58. Όντως οι Έλληνες ήταν φορείς πολιτισμού για τους όχι τόσο ανεπτυγμένους Τούρκους , οι οποίοι απολάμβαναν τα αγαθά των ανωτέρων σε σύγκριση μ’ αυτούς επαγγελματικών προϊόντων των Ελλήνων και παράλληλα διδάσκονταν από αυτούς πώς να ζουν και να εργάζονται. Πράγματι είχαν ωφέλειες οι Τούρκοι από τους Έλληνες επαγγελματίες αλλά και οι Έλληνες καθώς είχαν στα χέρια τους τα ανώτερα επαγγέλματα, εμπόριο, τέχνες είχαν και την οικονομική ισχύ και τον Τούρκο εξαρτημένο από αυτούς. Οι Τούρκοι ήταν συνήθως οι “υπηρέτες” και οι Έλληνες τα “αφεντικά”. Στατιστικοί πίνακες με τα επαγγέλματα των Ελλήνων όλων των περιφερειών της Καππαδοκίας δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ασχολούνταν με την γεωργία, το εμπόριο ή είναι τεχνίτες59. Για παράδειγμα, οι κάτοικοι της Καρβάλης, πολλοί εκ των οποίων είχαν εγκατασταθεί στην Πόλη, ήταν έμποροι ή και εργοστασιάρχες. Άλλοι είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, Ρωσία, Γαλλία, Αμερική και άλλοι είχαν διάφορα επαγγέλματα, ξυλουργοί, αρχιτέκτονες, σιδηρουργοί, κτίστες, υποδηματοποιοί, αγγειοπλάστες κ.α., ενώ οι γυναίκες ασχολούνταν κυρίως με την υφαντική60. Για θέματα κοινωνικής πρόνοιας, όπως για την βοήθεια προς τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους φυλακισμένους, τα ορφανά, τα χρέη απόρων προς το δημόσιο και τους άπορους μαθητές αναλάμβαναν οι κοινοτικές αρχές των χωριών και διέθεταν ένα κονδύλι , ενώ οι φιλανθρωπικές αδελφότητες
57
. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ.Β’, Τουρκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1976, 456‐463. 58 . Σταμάτιος Αντωνόπουλος, Μικρά Ασία, εν Αθήναις 1907, 19‐21. 59 . Μαρία Ασβέστη, Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, Αθήνα 1980, 9‐10, 202. 60 . Ιωάννης Α. Ακακιάδης, Η Καρβάλη Ναζιανζού και ο βίος Γρηγορίου του Θεολόγου, εν Αθήναις 1928, 63‐64.
22
που σύστηναν στην Πόλη συνεισέφεραν πολλά προς αυτήν την κατεύθυνση61.
Ε. ΓΛΩΣΣΑ
Η αρχαία Καππαδοκική γλώσσα ανήκε στην οικογένεια των
Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Ο Καππαδοκικός λαός προήλθε από την συγχώνευση των αρχαίων αυτοχθόνων κατοίκων της χώρας Φρυγών και κάποιων επήλυδων Ιρανικών λαών, συνεπώς και η Καππαδοκική γλώσσα ήταν μια παρεφθαρμένη Φρυγική διάλεκτος –η Φρυγική γλώσσα ήταν Αρία και συγγενική με την Ελληνική‐ η οποία είχε προσλάβει κάποια Ιρανικά στοιχεία. Στην εξαφάνιση αυτής της γλώσσας συνετέλεσε πολύ η επικράτηση της ελληνικής, κυρίως από τους Ελληνιστικούς χρόνους και μετά όπου άρχισαν οι κάτοικοι να είναι σε μεγάλο δίγλωσσοι. Τα ελληνικά τους βέβαια είναι διαφοροποιημένα από των άλλων Ελλήνων, ειδικά η προφορά. Ο Απόστολος Παύλος κηρύττει το Ευαγγέλιο στο Ικόνιο στην ελληνική. Στοιχεία της αρχαίας Καππαδοκικής υπάρχουν μέχρι και τα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου, ίσως μάλιστα λείψανα εκείνης της γλώσσας να υπήρχαν μέχρι και την σύγχρονη εποχή62. Στοιχεία τέτοια μπορεί να εντοπίσει κανείς στην διάλεκτο των Φαράσων.
Τα Φάρασα ήταν σπουδαίο λείψανο της Βυζαντινής και
μεσαιωνικής
Καππαδοκίας
και
του
Καππαδοκικού
Βυζαντινού
Ελληνισμού και σπουδαίο κέντρο των κατά τον νότιο Αντίταυρο διεσπαρμένων ελληνοφώνων Καππαδοκών. Η Φαρασιώτικη διάλεκτος είναι αυτή με τα περισσότερα στοιχεία της προελληνικής Αρίας γλώσσας που μαρτυρούν την συγγένειά της προς την ελληνική και την λατινική και τις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκες γλώσσες63. Στις αρχές του 20ου αιώνα 61
. Ελένη Καρατζά, Καππαδοκία, ο τελευταίος Ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι Γκέλβερι (Καρβάλη), Αθήνα 1985, 251‐252. 62 . Παύλος Καρολίδης, Καππαδοκικά,86‐106. 63 . Παύλος Καρολίδης, Γλωσσάριον Συγκριτικόν Ελληνοκαππαδοκικών λέξεων, εν Σμύρνη 1885, 34‐38.
23
στα Φάρασα οι κάτοικοι είναι πλέον δίγλωσσοι και η ελληνική βρισκόταν σε αρκετά προχωρημένο στάδιο περιορισμού και πιο πολύ στα δημοτικά τους τραγούδια παρατηρούνται οι ιδιορρυθμίες του γλωσσικού ιδιώματος τους64. Ο R. Dawkins, μελετώντας την ελληνική γλώσσα στη Μ.Ασία, διαιρεί τα ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα της Καππαδοκίας σε τρεις ομάδες α) την διάλεκτο της Σίλλης, β) την διάλεκτο της Καππαδοκίας και γ) την διάλεκτο των Φαράσων, σημειώνει δε ότι ο χαρακτήρας των δύο γλωσσών, ελληνικής και τουρκικής, είναι τόσο διαφορετικός που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε με μεγάλη ευκρίνεια την έκταση της επιρροής της δεύτερης στην πρώτη. Εντοπίζει μάλιστα, εκτός από το λεξιλόγιο ομοιότητες στη σύνταξη, στους διάφορους ιδιωματισμούς και στην σειρά των λέξεων γι’ αυτό καταλήγει στο εξής για την γλώσσα: το σώμα παρέμεινε Ελληνικό, η ψυχή όμως έγινε Τουρκική65.
Mετά την μάχη του Ματζικέρτ (1071) και την εγκατάσταση των
Σελτζούκων Τούρκων στην περιοχή ο Ελληνισμός της Καππαδοκίας αποξενώνεται τελείως από τον υπόλοιπο Ελληνισμό. Αυτή η απομόνωση και η αναγκαστική στενότερη επαφή με τους Τούρκους είχε αναπόφευκτη επίδραση και στην γλώσσα. Αποτέλεσμα αυτής της επαφής ήταν η τουρκοφωνία μεγάλου ποσοστού των Καππαδοκών από την μια πλευρά και από την άλλη η διαφορετική εξέλιξη των ελληνικών μέσα στον χρόνο σε σχέση με τις άλλες ελληνικές περιοχές, με την διατήρηση δηλαδή μεσαιωνικών και αρχαϊκών στοιχείων, κάτι που αφορά βέβαια τα χωριά που ήταν ακόμα ως ένα βαθμό τουλάχιστον ελληνόφωνα66.
Ο εκτουρκισμός της γλώσσας έγινε σταδιακά, γνωρίζουμε όμως με
βεβαιότητα ότι το 1071 η ομιλούμενη γλώσσα στην Καισάρεια ήταν η ελληνική, η οποία δεν είχε σβήσει ούτε κατά τις αρχές του 16ου αιώνα στην περιοχή της Κεντρικής Μικρασίας67. Υπήρχε και η παράδοση που έλεγε ότι αιτία της τουρκοφωνίας ήταν η κοπή των γλωσσών από τους Τούρκους μιας ολόκληρης γενιάς με αποτέλεσμα η επόμενη γενιά αφού δεν άκουγε από πουθενά ελληνικά, να τουρκοφωνήσει. Η παράδοση αυτή δεν επιβεβαιώνεται όμως είναι αλήθεια ότι στην περιοχή της Καισαρείας οι 64
. Ν.Π. Ανδριώτη, Το γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων, Αθήνα 1948, 12‐13. . R. Dawkins, Modern Greek in Asia Minor, Cambridge 1916, 192‐202. 66 . Β. Αναστασιάδης, Ιστορία και γλώσσα της Καππαδοκίας και το ιδίωμα των Φαράσων,158‐159. 67 . Εμμ.Ι. Τσαλίκογλου, «Πότε και πώς ετουρκοφώνησε η Καππαδοκία», Μ.Χ. 14 (1970), 9,27. 65
24
χριστιανοί υπέστησαν σκληρούς διωγμούς για να απωλέσουν την μητρική τους γλώσσα. Ούτως ή άλλως, η ελληνική έσβησε για ένα μεγάλο τμήμα του Καππαδοκικού Ελληνισμού68. Κάπως έτσι προέκυψαν τα καραμανλίδικα –η γραφή τουρκικών λέξεων με την χρήση του ελληνικού αλφαβήτου‐ και η καραμανλίδικη φιλολογία με αρκετές και σημαντικές εκδόσεις. Όμως το ενδιαφέρον για τον τουρκόφωνο ελληνικό πληθυσμό και η ανακάλυψή του από το Εθνικό Κέντρο αρχίζει μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου η Καππαδοκία καθίσταται πλέον ως χώρα, τμήμα του Αλύτρωτου Ελληνισμού69. Τελικώς, από τους 74 Καππαδοκικούς οικισμούς, οι 47 είναι τουρκόφωνοι και οι 27 ελληνόφωνοι70.
ΣΤ. Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Μετά την Άλωση τα πάντα τα κάλυψε πυκνό σκοτάδι. Η ελληνική
παιδεία στην Ανατολή είχε πέσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο και η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει να εξαφανισθεί. Μετά το πρώτο πλήγμα, όμως αρχίζουν
να
γίνονται
κάποιες
δειλές
κινήσεις
πνευματικής
ανασυγκρότησης με κύριο φορέα την Εκκλησία. Μία από τις καθοριστικότερες ήταν η ίδρυση της Πατριαρχικής Σχολής, της γνωστής ως Πατριαρχική Ακαδημία ή ως Μεγάλη του Γένους Σχολή, το 1454 από τον πρώτο Πατριάρχη του δουλεύοντος Γένους Γεννάδιο Σχολάριο 71. Σκοπός του Γενναδίου ήταν να ιδρύσει την νέα σχολή σε συνέχεια της παλαιάς και να θέσει έτσι τα θεμέλια της πνευματικής ζωής του Νέου Ελληνισμού, γι’ αυτό ήταν από τις πρώτες φροντίδες του η ίδρυσή της και
68
. Εμμ. Ι. Τσαλίκογλου, «Λαογραφικά των Φλαβιανών της Καππαδοκίας», Μ.Χ. 15 (1972),123‐125. 69 . Η. Αναγνωστάκης‐Ε. Μπαλτά, Η Καππαδοκία των «ζώντων μνημείων», Αθήνα 1990, 48‐ 69. 70 . Θ. Κωστάκης, Η Ανακού, Αθήνα 1963,19. 71 . Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 256‐262.
25
γενικότερα η οργάνωση της παιδείας. Η Σχολή συνάντησε πολλές αντιξοότητες αλλά προσέφερε πολλές υπηρεσίες στο Γένος72.
Ένα άλλο σημαντικό γεγονός ενάμιση περίπου αιώνα μετά είναι
όταν το 1593 ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός θα συγκαλέσει σύνοδο και θα αποφασίσουν να φροντίσουν οι ορθόδοξοι μητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία. Από τότε γενικεύεται η ίδρυσή τους αν και τα προβλήματα συνεχίζονται. Σ’ αυτές τις προσπάθειες των φωτισμένων κληρικών ενώνουν τις δικές τους οι κοσμικοί λόγιοι, είτε αυτοί που ζουν μέσα στην δουλεία, είτε στο εξωτερικό και στην ελευθερία73.Μαζί μ΄ αυτούς εμφανίζονται προστάτες της παιδείας και των γραμμάτων οι Έλληνες ηγεμόνες των παραδουνάβιων ηγεμονιών Βλαχίας και Μολδαβίας, οι μεγάλοι διερμηνείς , μεγαλέμποροι της Εσπερίας όπως οι Ζωσιμάδες, ο Βαρβάκης κ.α. που χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να ενισχύσουν την εκπαίδευση στην σκλαβωμένη πατρίδα , ιδρύοντας σχολεία και ναούς, πληρώνοντας τα έξοδα για τις σπουδές φτωχών νέων στο εξωτερικό και άλλα πολλά74.
Στη Μικρά Ασία στα δύσκολα αυτά χρόνια πρώτοι δάσκαλοι ήταν
οι ιερείς και κάποιοι λαϊκοί που γνώριζαν λίγα γράμματα και δίδασκαν από το Ψαλτήρι και το Οκτωήχι, ωστόσο ασκούσαν τεράστια επίδραση στους κατοίκους και προσέφεραν λαμπρές υπηρεσίες 75. Στην συνέχεια οι προσπάθειες γίνονταν όλο και πιο συστηματικές και από τον 18ο αιώνα και μετά, ειδικά στους τουρκόφωνους πληθυσμούς με την ευρεία κυκλοφορία των καραμανλίδικων βιβλίων, παρουσιάζεται μια μεγάλη πρόοδος. Πυκνώνουν τα σχολεία τα σχολεία σ’ όλη τη Μ. Ασία, πόλεις και χωριά γεμίζουν με δασκάλους, δασκάλες και νηπιαγωγούς. Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται στα σχολεία και ομιλείται ακόμα και στους δρόμους76.
Στην Καππαδοκία, και συγκεκριμένα στην Καισάρεια, η
εκπαίδευση αρχίζει επίσημα από το 1792, όταν ο ιερομόναχος Γερμανός από την Αλεξανδρέττα άνοιξε σχολείο στην Καισάρεια. Μέχρι τότε η κατάσταση της παιδείας εκεί ήταν μάλλον απελπιστική. Όμως οι συνεχείς 72
. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδ. Ζήσης, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος‐Συγγράμματα‐ Διδασκαλία, εκδ.Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1988, 230. 73 . Α. Βακαλόπουλος, ο.π.,304‐305. 74 . Τρύφων Ευαγγελίδης, Η παιδεία επί τουρκοκρατίας, τ.1, Αθήνα 1936, 112‐113. 75 . Χρίστος Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας, τ.Α’, Αθήνα 1989, 31‐33. 76 . Ό.π.,52.
26
και επίμονες προσπάθειές του , οι έρανοι, η βοήθεια που ζητάει από το Πατριαρχείο αποδίδουν καρπούς και σε λίγα χρόνια αποφοιτούν από το σχολείο του εξαίρετοι νέοι με μεγάλη γνώση. Ο Γερμανός όμως δεν αρκείται σ’ αυτό και αποφασίζει να ιδρύσει ιερατική σχολή και στην Μονή του
Τιμίου
Προδρόμου
(εικόνα1)
στα
Φλαβιανά
(Ζιντζίντερε).
. Εικόνα 1 Μονή Τιμίου Προδρόμου από Σ. Κοιμίσογλου, Καππαδοκία,Θεσ/νίκη 2005, 8.
Το 1804 ανακαινίστηκε το μοναστήρι και πράγματι ο Γερμανός πήγε μαζί με τον μαθητή του Παΐσιο (τον έπειτα Καισαρείας) και ίδρυσε εκεί σχολείο με βιβλιοθήκη. Ο Γερμανός έγινε ηγούμενος της Μονής και διευθυντής της Σχολής και τον Παΐσιο τον έκανε γενικό διευθυντή της Μονής77. Η Σχολή στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου θα γίνει εκπαιδευτικός φάρος
77
. Χρ. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση,53‐57.
27
για ολόκληρη την Μ. Ασία και θα στελεχώσει Εκκλησία και σχολεία με σπουδαία μέλη78.
Σημαντικές προσπάθειες για οργανωμένη εκπαίδευση γίνονται και
στις άλλες πόλεις και χωριά της Καππαδοκίας όπως την Κερμίρα, το Ιντζέσου, την Νέβσεχιρ, το Ανδρονίκιον, το Γκέλβερι, την Σινασό, τα Τύανα κ.α.79. Ενδεικτικά αναφέρουμε λίγα για κάποια χωριά. Στην Ανακού, ελληνόφωνο χωριό, λειτουργούσαν δύο σχολεία, ένα δημοτικό και αργότερα ένα αρρεναγωγείο. Πολλοί ήταν οι δάσκαλοι που πέρασαν από το χωριό γιατί οι κάτοικοί τους αντικαθιστούσαν στην προσπάθεια τους να βρουν καλύτερους αφού οι περισσότεροι ήταν μικρής μόρφωσης. Οι αμοιβές τους ήταν πενιχρές. Ανάμεσά τους ξεχώρισε ο Χρήστος
78
. Η ίδρυση της Μονής του Τιμίου Προδρόμου πηγαίνει πολύ πίσω, ίσως και στα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου αν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Στα νεώτερα χρόνια, το 1720 γίνεται Πατριαρχική Σταυροπηγιακή Μονή , ανακαινίζεται, δημιουργείται ένα ‘‘γραμματοδιδασκαλείο’’ και αποκτάει η Μονή μεγάλη φήμη σ’ όλη την Ανατολή. Το 1803 αποφασίζεται να χτιστεί νέο και μεγαλύτερο μοναστήρι στην θέση του παλαιού. Οι εργασίες διαρκούν έναν χρόνο και συμμετέχουν σ’ αυτές όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας με ιδιαίτερη προθυμία. Το αποτέλεσμα θα τους αποζημιώσει. Το 1804 οι κάτοικοι, ο Μητροπολίτης Καισαρείας Φιλόθεος αποφασίζουν με την άδεια του Πατριαρχείου να χτίσουν σχολείο μέσα στην Μονή και καλούν για διευθυντή τον ιερομόναχο Γερμανό, διδάσκαλο στο σχολείο της Καισαρείας . Εκείνος εγκαθίσταται με χαρά, ουσιαστικά την διαμορφώνει ως ιερατική σχολή, αλλά σύντομα αναγκάζεται να επιστρέψει στην Καισάρεια , όπου τον ζητούν οι κάτοικοι γιατί δεν είναι ικανοποιημένοι με τον αντικαταστάτη του Κυπριανό. Το 1805 πεθαίνει ο Γερμανός και την διεύθυνση αναλαμβάνει ο μαθητής του Παΐσιος. Η Μονή για τα επόμενα χρόνια προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στον Ελληνισμό της Ανατολής, δίδαξαν στις σχολές που είχε υπό την εποπτεία της σπουδαίοι δάσκαλοι και απεφοίτησαν άξιοι μαθητές. Υπό την ευθύνη της ιδρύθηκαν και λειτούργησαν: α) Ιερατική σχολή, β) Σχολαρχείο , Γυμνάσιο Αρρένων, γ) Σχολαρχείο, Γυμνάσιο Θηλέων, δ)Ορφανοτροφείο Αρρένων, ε) Ορφανοτροφείο Θηλέων, βλ. Βασίλειος Φαρασόπουλος, «Η τοποθεσία και η ανέγερση της Μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Ζινδζίδερε‐Φλαβιανά Καισαρείας», στον τόμο ΣΤ’ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002,59‐66. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλη συμβολή για την εύρυθμη λειτουργία της σχολής είχαν οι κατά καιρούς ευεργέτες της. Ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης από την Χίο προσέφερε ένα μεγάλο ποσό το 1882 στην Σχολή η οποία προς τιμήν του ονομάσθηκε Ροδοκανάκειος. Το 1912 μετονομάζεται σε Καισαρείας Καππαδοκικόν Γυμνάσιον, αναπροσαρμόζεται το πρόγραμμα διδασκαλίας και οργανώνεται πολύ καλύτερα. Τα δύο ορφανοτροφεία μετονομάζονται και αυτά σε Συμεών Σινιόσογλου το Αρρένων και σε Ευλαμπίας Σινιόσογλου το Θηλέων αφου οι δύο σύζυγοι υπήρξαν μεγάλοι ευεργέτες των ιδρυμάτων, βλ. Στ. Κεκρίδης, «Το ‘‘εν Φλαβιανοίς της Καισαρείας Καππαδοκικόν Γυμνάσιον’’», στον τόμο Ε’ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Α.Π.Θ. 1998, Θεσσαλονίκη 2000, 59‐61. 79 . Για αυτά και για άλλα χωριά βλ. Χρ. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση, 61‐79.
28
Τουργούτης ( 1867‐1961) απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής80. Στο τουρκόφωνο Γκέλβερι η ανάπτυξη της παιδείας ακολούθησε σε γενικές γραμμές την πορεία όλων των καππαδοκικών κωμοπόλεων. Από το εντελώς πρωτόγονο στις αρχές του 19ου αιώνα το 1914 η κοινότητα είχε ένα εξατάξιο αρρεναγωγείο, ένα τετρατάξιο παρθεναγωγείο και νηπιαγωγείο. Το Πατριαρχείο, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως81
και
η
φιλεκπαιδευτική
αδελφότητα
«Η
Ναζιανζός» που ιδρύθηκε το 1884, βοηθούσαν πολύ τις προσπάθειες των κατοίκων για καλύτερη εκπαίδευση82.
Στο Μιστί δεν μπορεί να γίνει λόγος για οργανωμένη εκπαίδευση,
το χωριό ήταν από τα πιο καθυστερημένα σε θέματα παιδείας. Κάποιες αίθουσες χρησιμοποιούσαν για σχολείο, οι γνώσεις που παρείχαν στους μαθητές ήταν λίγες ενώ πλην ελαχίστων εξαιρέσεων τα κορίτσια δεν φοιτούσαν στο σχολείο83. Αντίθετα η Σινασός είχε καλά οργανωμένη εκπαίδευση. Τα εκπαιδευτήριά της που συστήθηκαν και με την βοήθεια του εθνικού ευεργέτη Ι. Βαρβάκη παρείχαν μιαν υψηλού επιπέδου μόρφωση και δίδαξαν σ’ αυτά μορφωμένοι άνδρες όπως ο Ιωάννης Φήμιος, ο Ιωάννης Αρχέλαος, ο Α. Αγγελίδης κ.α.. Η εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για όλα τα παιδιά και κανείς γονέας δεν μπορούσε να αποσύρει το παιδί του από το σχολείο χωρίς σοβαρή αιτία. Οι κάτοικοι, και κυρίως οι πρόκριτοι, αντιλήφθηκαν την αξία της γυναικείας μόρφωσης και το 1872 συστήθηκε και παρθεναγωγείο με καλές δασκάλες84. Με υπερηφάνεια μιλάει ο Ρίζος Ελευθεριάδης στο έργο του Συνασός , για την εκπαίδευση στην πατρίδα του θεωρώντας ότι είναι η καλύτερη στην Καππαδοκία. Φροντίζει όμως να ασκήσει αυστηρή κριτική στις λανθασμένες αντιλήψεις και μεθόδους του παρελθόντος, αλλά και στην
80
. Θ. Κωστάκης, Η Ανακού, 132‐138. . Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως ιδρύθηκε το 1861 από μια συντροφιά λογίων και πρώτος σκόπος του ήταν ‘‘ἡ τῶν γραμμάτων ἐν γένει καλλιέργεια και διάδοσις κατά την ‘Ανατολή’’. Για 50 περίπου χρόνια θα προσφέρει μεγάλες και ποικίλες υπηρεσίες στην εκπαίδευση του ελληνισμού της Μ. Ασίας, τουρκόφωνου και ελληνόφωνου. Είχε μάλιστα και δικό του περιοδικό, βλ. Τατιάνα Σταύρου, Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος. Το Υπουργείον παιδείας του Αλύτρωτου ελληνισμού, Αθήνα 1967,14‐18. 82 . Ε. Καρατζά, «Η παιδεία στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας», Δ.Κ.Μ.Σ. 3 (1982), 127‐133. 83 . Θ. Κωστάκη, Το Μιστί της Καππαδοκίας,τ.1, Αθήνα 1977,171‐181. 84 . Ι. Σαραντίδης Αρχέλαος, Η Σινασός, εν Αθήναις 1899, 42‐53. 81
29
αμάθεια ιερέων και μητροπολιτών που εμποδίζουν την εξέλιξη της περιοχής85.
Ως προς την γυναικεία μόρφωση σ΄ όλη την Μικρά Ασία οι
αντιλήψεις των Ελλήνων, επηρεασμένες και από αυτές των Τούρκων, καθυστέρησαν πολύ την απόφασή τους να στείλουν τα κορίτσια τους στα σχολεία. Όταν όμως αντελήφθησαν τη σπουδαιότητα της γυναικείας μόρφωσης, γέμισε όλη η Μ. Ασία παρθεναγωγεία μέχρι και στο τελευταίο χωριό. Γύρω στα 1900 όλα τα κορίτσια πλέον μαθαίνουν γράμματα86.
Ένα παράδειγμα φιλομάθειας και φιλοπατρίας των Καππαδοκών
είναι ο Σάββας Ζερβουδάκης, υπότροφος στην ιερατική σχολή της Καισαρείας και μετέπειτα δάσκαλος επί 7 έτη στην Κερμίρα. Αποφάσισε για να προσφέρει στην κοινότητά του να σπουδάσει ιατρός στην Αθήνα. Ζούσε ζωή πολύ λιτή καθώς χρήματα δεν είχε, σε σημείο να μένει άσιτος πολλές φορές. Κάποια λίγα χρήματα του έστειλαν συμπατριώτές του και ξαναεργάσθηκε ως δάσκαλος στην Μ. Ασία για να συλλέξει το απαιτούμενο ποσό για τις σπουδές και την διαβίωση του αλλά τελικώς όταν επέστεψε στην Ιατρική σχολή από τις πολλές στερήσεις και τις κακουχίες αυτός ο άριστος φοιτητής πέθανε στον Ευαγγελισμό 87. Ένα άλλο παράδειγμα φιλοπατρίας που εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της προσπάθειας για επανασύνδεση με το εθνικό κέντρο είναι η περίπτωση του Καππαδόκη Χατζή Ιορδάνη του Λεπτοϋδωρέως (δηλ. από το Ιντζέσου). Γεννήθηκε το 1811, το 1831 πήγε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στο Ιππικό και μετά υπηρέτησε στην χωροφυλακή, επέστρεψε το 1843 στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Συγγράφει δύο έργα με γεωγραφικές κυρίως πληροφορίες για περιηγήσεις του με σκοπό όπως λέει « Χάριν της πατρίδος και καταγωγής ελληνικής αποδείξεως». Τα χειρόγραφα αυτά βρίσκονται στην Ρωσία88.
Αυτές οι φιλότιμες προσπάθειες των Καππαδοκών για μόρφωση
κάνουν τον Κωνσταντίνο Κούμα να γράψει ανάμεσα στα άλλα σε επιστολή του προς τον εκδότη του Λογίου Ερμού το 1812: « Ἀλλά τό ἂξιον να νικήσει πάντα Γραικόν εἰς ἀγάπησιν τῆς παιδείας εἴναι ὅτι κατά τους 85
. Ρίζος Ελευθεριάδης, Συνασός ήτοι μελέτη επί των ηθών και εθίμων αυτής, εν Αθήναις 1879, 37‐44. 86 . Χρ. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση, 124. 87 . Μ. Ευαγγελίδης, «Νέοι Μικρασιάται Κλεάνθαι», Ξενοφάνης 6 (1909), 506‐507. 88 . Κ. Παπουλίδης, «Τα χειρόγραφα 167 και 168 του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Κωνσταντινουπόλεως», Δ.Κ.Μ.Σ. 2 (1980), 205‐210.
30
χρόνους τούτους ἠσθάνθη και ἡ Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τήν ἀνάγκην τῶν φώτων. Πρό δέκα ἤδη χρόνων συνέστησαν οί Καισαρεῖς σχολεῖον Ἑλληνικόν, και οἰ μηδέ γρὐ ἐξεύροντες πρότερον ἀπό την Γραικικήν γλῶσσαν, ἒρχονται τώρα ἐδῶ και με ἀξιέπαινον ὑπερηφάνειαν την λαρυγγίζουσι διηγούμενοι τάς προόδους τοῦσχολείου τῶν. Θέλω ἐκθέσει ἐάν εὐκαιρήσω ὁποσοῦν την ἀρχήν τῆς σχολῆς ταύτης, διά να μάθη ὅστις εἶναι ἀδιάφορος Γραικός πόσον εἶναι οὐδαμινός και ἂλογος, ὁπότε με ζῆλον περιποιοῦνται την παιδείαν οί Καππαδόκαι»89.
Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και, αφού πλέον
υπάρχουν δύο εθνικά κέντρα, Αθήνα και Κωνσταντινούπολη, παρατηρείται και στην Ανατολή και πιο ειδικά στην Καππαδοκία το φαινόμενο εξαρχαϊσμού και εξελληνισμού των ονομάτων και των επωνύμων μέσα στα πλαίσια οργανωμένων κινήσεων για την καλλιέργεια εθνικής συνείδησης , την διαμόρφωση μιας ενοποιητικής ιδεολογίας και της επανασύνδεσης με τα εθνικά κέντρα. Μερικά παραδείγματα εξελληνισμού είναι ο Αβράμιος Ομηρόλης από Ουμουρλόγλου , ο Ιάρδανος Καρολίδης από Ιορδάνης Καρλόγλου, Χρυσοσφαιρίδης Κωνσταντίνος από Αλτιντόπ Κωστάκης Αγάς κ.α.90.
Σε μεγάλο μέρος της Καππαδοκίας μητρική γλώσσα είναι η
τουρκική γι’ αυτό και το μήνυμα της αρχαίας κληρονομιάς και της εθνικής ένταξης θα περάσει αναγκαστικά και μέσα από την καραμανλίδική γραφή με την διάδοση της τυπογραφίας. Μεταφράσεις νεοελληνικών και δυτικών έργων θα τυπωθούν στα καραμανλίδικα όπως ο Γεροστάθης του Λέοντος Μελά αλλά ακόμη και η Αντιγόνη του Σοφοκλή91. Η τουρκόφωνη φιλολογία αποτελεί άλλωστε ένα ξεχωριστό σπουδαίο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας του Καππαδοκικού Ελληνισμού92. 89
. Ν. Βέης, «Συμβολή εις τα σχολικά πράγματα της Σμύρνης», Μ.Χ. 1 (1938), 222. . Ιωάννα Πετροπούλου, «Ο εξελληνισμός‐ εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία του 19ου αιώνα», Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988‐89), 141‐142, 165‐171. 91 . Της ίδιας, «Μετονομασίες, εξαρχαϊσμός, εθνική ένταξη. Μικρά Ασία (19οςαι.)», Δ.Κ.Μ.Σ. 12 (1997‐98), 179‐180. 92 . Πρώτο τουρκόφωνο κείμενο που γνωρίζουμε είναι η περίφημη ομιλία του Γενναδίου Σχολαρίου προς τον Μωάμεθ τον Πορθητή λίγο μετά την Άλωση «Περί της ορθής και αμωμήτου πίστεως των χριστιανών» την οποία συμπεριέλαβε ο Μαρτίνος Krusius στην Turcograeciae του, βλ. Ι. Τ. Παμπούκης, Πετεριμίζ, ολίγαι λέξεις επί της συνθέσεως των θρησκευτικών βιβλίων της τουρκοφώνου φιλολογίας, Αθήνα 1961, 18‐19 και Patrologiae Greca, τ.160, εκδ. Migne, Γενναδίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Σχολαρίου, τα ευρισκόμενα πάντα , 333‐352. Το Πατριαρχείο χρησιμοποιεί όμως αυτήν την μέθοδο επί αιώνες όταν στέλνει εγκυκλίους σε τουρκόφωνες περιοχές. Για παράδειγμα ένα 90
31
Πάντως ότι η εθνική συνείδηση των Καραμανλήδων είναι
ξεκάθαρη φαίνεται τόσο από το γεγονός ότι δεν ήταν λίγοι αυτοί που συμμετείχαν στην Επανάσταση του 182193, αλλά και από το ότι όταν έγινε προσπάθεια εκμετάλλευσης της τουρκοφωνίας τους από το Τουρκικό κράτος ώστε να πεισθούν ότι δεν είναι Έλληνες, αλλά απλώς Ορθόδοξοι και Τούρκοι στο γένος με την δυνατότητα να μην ανταλλαγούν αρκεί να αποκηρύξουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να ενταχθούν στην “Τουρκορθόδοξη Εκκλησία” με αρχηγό τον περίφημο Παπά‐Ευθύμ Καραχισαρίδη, έναν αρχομανή και φιλάργυρο πράκτορα των Τούρκων, οι προσπάθειες τους έπεσαν στο κενό. Οι Καραμανλήδες έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο και στην Ελλάδα94. Μέσα σ΄ αυτά τα εθνικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά, κοινωνικά πλαίσια γεννήθηκαν, ανδρώθηκαν, έζησαν, δραστηριοποιήθηκαν και προσέφεραν οι Καππαδόκες λόγιοι την ζωή και το έργο των οποίων θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε στις σελίδες που ακολουθούν.
σιγίλλιο του Γρηγορίου του Ε’ που αναφέρεται στην κακή κατάσταση της κοινοτικής σχολής του Νέβσεχιρ, τους εράνους και τα μέτρα που ελήφθησαν για την ανόρθωση της, βλ. Κ.Α. Μανάφη, «Ανέκδοτον Καραμανλιστί σιγίλλιον του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’. Περί της εν Νεαπόλει (Νέβ‐σεχίρ) Καππαδοκίας Κοινοτικής Σχολής», Μ.Χ. 14(1970), 226‐256. Πάντως η παραγωγή τουρκοφώνων –καραμανλίδικων βιβλίων, μεταφράσεων και πρωτοτύπων, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Οι S. Salaville‐E. Dallegio στο κλασικό έργο τους Karamanlidika, Bibliographie analytique des ouvrages en lanque turque imprimes en caractère grec, Athenes I( 1958), II(1966), III(1974), αριθμούν συνολικά 333 τίτλους και η Ε. Μπαλτά που συμπληρώνει το έργο τους αναφέρει ακόμα 301 έργα στο E. Balta, Karamanlidika XXe siècle , Bibliographie analytique, Athenes 1987. 93 . Σ. Κοιμίσογλού, Καππαδοκία , Θεσσαλονίκη 2005, 215. 94 . Α. Αλεξανδρής, «Η απόπειρα δημιουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία, 1921‐1923», Δ.Κ.Μ.Σ. 4 (1983), 159‐199 και Κ. Φωτιάδης, «Η ίδρυση Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία», στο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002, 91‐107.
32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΛΟΓΙΟΙ Α. ΟΙ ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Ιερομόναχος Γερμανός (1759‐1805) Ο Γερμανός γεννήθηκε το 1759 στην Αλεξανδρέττα από γονείς ευσεβείς, των οποίων τα ονόματα δυστυχώς δεν γνωρίζουμε. Έμεινε σε μικρή ηλικία ορφανός και από τους δύο γονείς και επειδή ο πατέρας του ήταν ιερέας τον προέτρεψαν οι συγγενείς του, όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή, όταν ενηλικιωθεί να αναλάβει αυτός την εφημερία του πατέρα του. Γι’ αυτό σε ηλικία 15 χρόνων μετέβη στην Κύπρο για να διδαχθεί τα αναγκαία για τον σκοπό αυτό γράμματα και όταν επιστρέψει να νυμφευθεί και να γίνει έγγαμος ιερέας. Όμως εκεί άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να μονάσει και εισήλθε στην Μονή της Παναγίας της Μαχαιρού, όπου έγινε ιεροδιάκονος. Αφού έμαθε εκεί τα πρώτα γράμματα, μετέβη στην Βηρυττό όπου εδιδάχθη την Αραβική. Η αγάπη του για τα γράμματα τον οδήγησε ύστερα στην Θεοδοσιούπολη, όπου είχε μάθει ότι ο τότε Χαλεπίου υπήρξε μαθητής του Ευγενίου Βούλγαρη για να μαθητεύσει δίπλα του, όμως το αποτέλεσμα μάλλον τον απογοήτευσε και μετά από λίγο πήγε στην Καισάρεια. Εκεί ο μητροπολίτης Γρηγόριος είχε έναν πεπαιδευμένο Πρωτοσύγκελλο τον Ιγνάτιο με τον οποίο έκανε μερικά μαθήματα. Όμως ο Γερμανός παρακάλεσε τον Ιγνάτιο, και με την συγκατάβαση του Μητροπολίτη, αποφάσισαν να τον στείλουν στην Σμύρνη για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του με την συμφωνία να επιστρέψει στην Καισάρεια και να συστήσει Ελληνική Σχολή. Μετά την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, ακολούθησε μαθήματα στη Πάτμο, δίπλα στον περίφημο διδάσκαλο Δανιήλ Κεραμέα, και στη Χίο με τον Αθανάσιο Πάριο. Η φιλομάθεια του Γερμανού ήταν μεγάλη και εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία που του δόθηκε ώστε να συλλέξει όση
33
περισσότερη σοφία γινόταν πριν επιστρέψει στην Καισάρεια για να συμβάλει και στη δική τους πνευματική πρόοδο1. Η πνευματική κατάσταση που αντίκρισε στην Καισάρεια ήταν απελπιστική και το επίπεδο πολύ χαμηλό. Ο ιερομόναχος Γερμανός όμως δεν πτοήθηκε και το 1792 συνέστησε Ελληνική Σχολή. Ο μισθός του ήταν ευτελέστατος, μόλις 500 γρόσια. Βλέποντας την αμάθεια του λαού, διδάσκει κάθε Κυριακή σε εκκλησία και σχολή, όπου πλήθος λαού συρρέει για να τον ακούσει. Φροντίζει ιδιαίτερα για τον κλήρο, μεταφράζοντας στη τουρκική πολλά χριστιανικού περιεχομένου συγγράμματα, ακόμα και βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και το Ιερόν Εξομολογητάριον, για να τους βοηθήσει να ποιμάνουν τους πιστούς όσο το δυνατόν καλύτερα 2. Η φήμη της σχολής που εξαπλώνεται διαρκώς και η αρετή και η παιδεία του Γερμανού, προσελκύουν μαθητές απ’ όλες τις επαρχίες της Μικράς Ασίας. Αναθέτει σε μερικούς άξιους μαθητές του που είχαν αποφοιτήσει την διδασκαλία κάποιων μαθημάτων για να βρίσκει τον χρόνο και να επισκέπτεται πόλεις και χωριά και να κηρύττει τον λόγο του Θεού. Ο βίος του ήταν τόσο λιτός και απέριττος, ώστε έδινε και τον πενιχρό μισθό του για τη διατροφή και τη συντήρηση των φτωχών μαθητών του. Ο φωτισμένος Γερμανός δεν αρκέστηκε σ’ αυτό και το 1804 σύστησε σχολή και σε μια γειτονική κωμόπολη, την Κερμίρα, με την βοήθεια ενός πλουσίου ευεργέτη ονομαζομένου Χατζη Αντωνίου και αφού την κατήρτισε καλά επανήλθε στην Καισάρεια. Όμως φοβούμενος μήπως ελλείψει χρημάτων ο κόπος τόσου καιρού και τα θετικά αποτελέσματα που είχε φέρει χαθούν, απευθύνθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας οικονομική ενίσχυση Πράγματι, το Πατριαρχείο επικουρεί την προσπάθειά του και οργανώνει εράνους στην Κωνσταντινούπολη, ενώ δίσκοι περιφέρονται στις εκκλησίες για να συνδράμουν στο θεάρεστο έργο του. Ο Γερμανός κατά τη παραμονή του στην Πόλη κηρύττει σε αρκετούς ναούς και χαρούμενος για την επίτευξη του στόχου του, και
1
. Αναστάσιος Λεβίδης, Ιστορικόν Δοκίμιον διηρημένον εις τόμους τέσσαρας, τόμος Α’, Εκκλησιαστική Ιστορία, εν Αθήναις 1885, 185‐186. 2 . Ο Γερμανός εξέδωσε ωστόσο ένα μόνο έργο το Σοφός Σολωμωνούν Παροιμισλαρή Βε σερήφ Εκκλησενήν ρουχανιέτ μανεσί, Ομολογητής Μαξιμοσούν… δηλαδή Οι παροιμίες του σοφού Σολωμώντος και η πνευματική ερμηνεία της Αγίας Εκκλησίας, του Μαξίμου Ομολογητού… το 1799 από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο Κωνσταντινουπόλεως, βλ. Salaville S – Dallegio E. , Karamanlidika, Bibliographie analytique des ouvrages en lanque turque imprimés en caractére grec, τ. 1 , Αθήνα 1958, 105‐106.
34
αφού το Πατριαρχείο έθεσε υπό την προστασία του τη Σχολή και διόρισε και εφόρους για την επίβλεψη της λειτουργίας της, επέστρεψε στη Καισάρεια. Πρώτη μέριμνά του ήταν να ανεγείρει νέο οικοδόμημα ευρύχωρο και με πολλά δωμάτια για την στέγαση και την σίτιση των φτωχών κυρίως μαθητών του. Οι δυσκολίες ήταν αρκετές, αλλά ο Γερμανός όχι μόνο κατόρθωσε να το ολοκληρώσει αλλά μετέβαλε τη Σχολή σε Γυμνάσιο προσφέροντας ακόμα πιο υψηλό επίπεδο σπουδών. Σπουδαίοι δάσκαλοι απεφοίτησαν από αυτήν. Ο Γερμανός όμως είχε και ένα άλλο όνειρο ακόμα πιο μεγάλο για την πνευματική ανάταση της περιοχής. Ο νέος στόχος του ήταν η σύσταση ιερατικής σχολής για την μόρφωση των ιερωμένων, αλλά και των υπολοίπων δασκάλων που όπως πίστευε έπρεπε για να έχουν ολοκληρωμένη μόρφωση και να γνωρίζουν και τη θεία διδασκαλία. Επιλέγει το παλαιό και κάποτε ακμάζον μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε), το οποίο ήταν απομακρυσμένο από την πόλη, ως την κατάλληλη τοποθεσία για την ίδρυση της σχολής. Όμως το υπάρχον οικοδόμημα της Μονής ήταν ανεπαρκές και έπρεπε να ανακαινιστεί εκ θεμελίων κάτι για το οποίο απαιτούνταν μεγάλο χρηματικό ποσό. Για άλλη μια φορά καταφέρνει να συλλέξει το απαιτούμενο ποσό και αφού κατεδάφισε το παλιό κτίριο ανέγειρε το 1804 στη θέση του ένα λαμπρό και ευρύχωρο διώροφο οικοδόμημα3. Είχε αίθουσες παραδόσεως, βιβλιοθήκη, τραπεζαρία, κατοικία για μαθητές και δωμάτια για δασκάλους. Τα μαθήματα διαιρέθηκαν σε δύο τμήματα, ένα για μαθητές και μοναχούς και ένα για ιερείς. Ο Γερμανός έγινε ηγούμενος της Μονής και διευθυντής της Σχολής και ο Παΐσιος ( ο μετέπειτα Καισαρείας), λαμπρός μαθητής του στην Καισάρεια, τον οποίο πήρε μαζί του βοηθό, γενικό διευθυντή της Μονής. Αξιοσημείωτη ήταν η πρόοδος της Σχολής, αλλά οι παρακλήσεις των Καισαρέων να γυρίσει καθώς δεν ήταν ικανοποιημένοι με τον αντικαταστάτη και μαθητή του Κυπριανό, τον πείθουν και επιστρέφει αφήνοντας στα χέρια του Παϊσίου την Μονή. Όμως στάθηκε άτυχος, γιατί
3
. Ματθαίος Παρανίκας, Σχεδίασμα περί της εν τω Ελληνικό Έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της Ενεστώσης (ΙΘ’) εκατονταετηρίδος, εν Κωνσταντινουπόλει 1867, 118‐123.
35
στη Καισάρεια προσβλήθηκε από νόσο λοιμώδη και κολλητική και το 1805, δυστυχώς, πέθανε σε ηλικία μόλις 50 ετών4. Διέταξε και η μικρή περιουσία του μοιράστηκε στους φτωχούς και τα λίγα ενδύματά του στους άπορους μαθητές του, ενώ συνιστούσε την διατήρηση των σχολείων που με τόσο κόπο και αγωνία είχε συστήσει. Η λύπη των χριστιανών για τον θάνατο του ήταν απαραμύθητη και η μνήμη του ήταν ζωντανή στο νου των Καππαδοκών για πολύ καιρό. Ήταν ένας σπουδαίος δάσκαλος όλης της Ανατολής και πραγματικά λίγοι άνδρες άξιοι και πεπαιδευμένοι, ιερείς και λαϊκοί, διακρίθηκαν και προσέφεραν στην παιδεία της Καππαδοκίας όσο αυτός5.
Μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος ο Β’ (1780‐1871) Ο Παΐσιος, κατά κόσμον και Πέτρος Κεπόγλου, γεννήθηκε το 1780 στα Φάρασα της Καππαδοκίας, από γονείς φτωχούς, αλλά ευσεβείς. Ο πατέρας του Αναστάσιος ήταν ιερέας και η μητέρα του Βαρβάρα κόρη ιερέως. Ο πατέρας του, του έμαθε τα πρώτα γράμματα και τη ζωή της εκκλησίας. Όμως αυτά δεν ήταν αρκετά για το νεαρό Πέτρο, ο οποίος διψούσε για γνώση και ζήτησε και έπεισε τελικώς τον πατέρα του και το 1796 πήγε στη σχολή που είχε ιδρύσει ο ιερομόναχος και μέγας διδάσκαλος Γερμανός στην Καισάρεια. Εκεί εντυπωσιάζει με το ήθος, την πρόοδο και την ευφυΐα του τον δάσκαλό του, ο οποίος απερχόμενος το 1799 στην Κωνσταντινούπολη για να πετύχει την οικονομική ενίσχυση της σχολής, του αφήνει την διεύθυνση της μέχρι να επιστρέψει αφού πρώτα γίνεται η μοναχική κουρά του. Μετά την επάνοδο του Γερμανού, μεταβαίνει για προσκύνηση στο Άγιο Όρος και όταν επανέρχεται 4
. Χρίστος Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ.Ασίας (1800‐1922), τ. Α’, Αθήνα 1989, 56‐57. 5 . Αναστάσιος Λεβίδης, Ιστορικόν Δοκίμιον, 191‐192.
36
διορίζεται δάσκαλος στην Κερμίρα όπου δίδαξε μέχρι το 1804, οπότε κληθείς πάλι από τον δάσκαλό του επιστρέφει στη μονή του Τιμίου Προδρόμου στα Φλαβιανά και αναλαμβάνει καθήκοντα γενικού διευθυντού της Μονής. Ο Παΐσιος συνέχιζε να ζει και εκεί προσευχόμενος, τηρώντας αυστηρή νηστεία και μελετώντας τις γραφές, αποτελώντας έτσι υπόδειγμα μοναχού.
Όταν ο Γερμανός απεβίωσε το 1805, μόνος ο Παΐσιος επωμίστηκε
την ευθύνη και τη φροντίδα της Σχολής και της Μονής. Αμέσως ζήτησε και έστειλαν από τις Κυδωνίες διδάσκαλο για τη Σχολή και φρόντισε κάποιοι μαθητές να σταλούν για νεότερες σπουδές στο εξωτερικό. Αναγκάζεται σύντομα όμως να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη γιατί επιβλήθηκε στη Σχολή ένα άδικο πρόστιμο, όταν κάποιοι κακόβουλοι πληροφόρησαν τις αρχές λανθασμένα σχετικά με την οικοδομή και το σκοπό της Μονής. Εκεί, κερδίζει την εύνοια του Πατριάρχη και της Συνόδου και του δίνουν την άδεια για ένα έτος να κηρύττει στις εκκλησίες της Πόλης και να δέχεται την οικονομική στήριξη των χριστιανών. Το 1808 επανέρχεται στην Καππαδοκία, αλλά ακόμα δεν μπορεί να απαλλαχθεί από το χρέος και γι’ αυτό με πατριαρχικά συστατικά γράμματα περιοδεύει σ’ όλη την Μικρά Ασία για να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειάζονταν. Τότε μαθαίνει ότι τον προτείνουν για μητροπολίτη Καισαρείας γιατί, πέραν των άλλων προσόντων του, ομιλεί την τουρκική και γνωρίζει τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής, κάτι που δυσκολεύει τους άλλους αρχιερείς που δεν τα γνωρίζουν να παραμείνουν για καιρό στη Καισάρεια. Ο Παΐσιος ζητάει να του δοθεί χρόνος, γιατί δεν είναι έτοιμος να αναλάβει τέτοιες ευθύνες και συνεχίζει την περιοδεία του, στην διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με σπουδαίους άντρες της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γρηγόριος Σαράφης και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος. Γυρίζει ,λοιπόν, πίσω μεταφέροντας όλο τον υλικό και ηθικό πλούτο που αποκόμισε για να ενισχύσει την Μονή και την Σχολή6. Όλα έβαιναν καλώς μέχρι το 1821, όταν, στον απόηχο της Ελληνικής Επανάστασης, προκλήθηκαν κάποιες ταραχές και μαθητές και δάσκαλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Σχολή7. Επέστρεψαν 6
. Αναστάσιος Λεβίδης, Ιστορικόν Δοκίμιον, 205‐209. . Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 εστάλη Βασιλικός ορισμός σε όλο το οθωμανικό κράτος να εκδιώκονται οι αντάρτες όπου τυχόν βρίσκονται, ενώ τους ευπειθείς υπηκόους να τους υπερασπίζονται. Οι πρόκριτοι των χριστιανών της 7
37
τέσσερεις μήνες μετά και μέχρι το 1832, οπότε και ο Παΐσιος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Καισαρείας, γνώρισε η Σχολή μεγάλη άνθιση.
Ο Παΐσιος ως Μητροπολίτης πραγματικά ελάμπρυνε τον θρόνο της
Καισαρείας. Περιόδευε στην επαρχία του για να διδάξει το ποίμνιο του και να το προστατέψει από τους προτεστάντες Μισσιοναρίους που προσπαθούσαν να τους προσηλυτίσουν8. Τους παρακινούσε να συστήνουν σχολεία, να χτίζουν εκκλησίες ή να επισκευάζουν τις παλαιές, να μην αμελούν οι ιερείς το κήρυγμα. Ιδιαιτέρως τον λυπούσε το γεγονός, ότι παραβιάζονταν τα προνόμια των αρχιερέων από τους κατά καιρόν διοικητές παρά τους Υψηλούς ορισμούς που διέτασσαν την διατήρηση τους, συχνά αδικούνταν στις υποθέσεις τους οι χριστιανοί και γίνονταν πολλά εναντίον των ιερών θεσμών9. Τελικώς, κατόρθωσε να επιτύχει την κατοχύρωση των προνομίων και το απαραβίαστό τους. Έτσι κινήθηκε με Καππαδοκίας, όταν ήταν συγκεντρωμένο το πλήθος για να ακούσει τον ορισμό, έσπευσαν να δηλώσουν, ότι οι Ρωμιοί εκεί είναι φιλήσυχοι, για να μην προκαλέσουν τους Τούρκους. Μια ομάδα όμως Τούρκων επιδίωκε λεηλασίες και ισχυρίστηκε ότι ο ορισμός γράφει στην πραγματικότητα περί γενικής σφαγής των χριστιανών και αρπαγής των περιουσιών τους. Ματαίως προσπάθησαν οι υπεύθυνοι να τους πείσουν ότι δεν περιέχεται τίποτα τέτοιο στον ορισμό. Μετά από λίγες μέρες μεγάλος αριθμός ενόπλων προκάλεσε μεγάλες αναταραχές ακόμα και φόνους προκρίτων. Εισέβαλαν στο μοναστήρι, το λεηλάτησαν και εκδίωξαν τους μοναχούς. Ο Παΐσιος διέφυγε προς τα Φάρασα, όπου και οργάνωσε μια ομάδα για την ανακατάληψη της μονής. Η ανακατάληψη αυτή όμως, θεωρήθηκε πράξη επαναστατική και τιμωρήθηκε από τις αρχές με σκληρούς διωγμούς των κατοίκων της περιοχής. Τελικώς εγκαταστάθηκαν ξανά στο μοναστήρι τέσσερεις μήνες μετά, βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Θεοδωρίδης, « Επεισόδιον επαναστατικόν εν Καισαρεία της Καππαδοκίας κατά την επανάσταση του 1821», Μ.Χ. 17,(1980), 216‐226. 8 . Σχετικό είναι και το ακόλουθο περιστατικό. Όταν ήρθαν και στη Καισάρεια το 1885 Διαμαρτυρόμενοι Μισσιονάριοι βρήκαν σύμμαχό τους έναν δάσκαλο της περιοχής, τον Λάζαρο Χαριτωνίδη, ο οποίος είχε προκαλέσει αρκετά προβλήματα στον Παΐσιο καθώς τον συκοφαντούσε και είχε συγκρουστεί μαζί του. Οι μεταξύ τους εντάσεις ώθησαν κάποιους υποστηρικτές του δασκάλου να προσχωρήσουν στον προτεσταντισμό. Ο Παΐσιος, με τις κατάλληλες ενέργειες, κατάφερε να μεταπείσει τους περισσότερους να επιστρέψουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας, βλ. Αναστάσιος Λεβίδης, « Συμβολαί εις την ιστορίαν του προσηλυτισμού εν Μικρά Ασία. Αι εν Καππαδοκία ενέργειαι των προσηλυτιστών», Ξενοφάνης 3(1905‐1906), 250‐252. 9 . Υπάρχουν επιστολές του Παΐσίου γραμμένες στα Καραμανλίδικα που αφορούν θέματα της τάξης της Εκκλησίας που παραβιάζονται, όπως κωλύματα γάμου, ονοματοδοσίες παιδιών (ο ίδιος τονίζει ότι τα ονόματα πρέπει να είναι Αγίων της Εκκλησίας μας και όχι βαρβαρικά ή τούρκικα) κ.α., βλ. Φ.Δ.Απστολόπουλος, « Τρία έγγραφα του κώδικα Ταβλουσούν της Καππαδοκίας», Δ.Κ.Μ.Σ. 1 (1977), 220‐221,229‐234 και Ευαγγελία Μπαλτά, «Καραμανλίδικοι κώδικες του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών», Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988‐1989), 240‐246.
38
μεγαλύτερη ελευθερία για να βελτιώσει την πνευματική κατάσταση του ποιμνίου του. Προσκάλεσε σοφούς διδασκάλους για να διδάξουν στη σχολή όπως τον Ιωάννη Συμεωνίδη, τον Ιωάννη Αναστασιάδη και τον Αναστάσιο Λεβίδη10. Μια άλλη σπουδαία ενέργεια του ήταν η μετάφραση στα καραμανλίδικα το 1839 της “Ορθόδοξης Διδασκαλίας” του Πλάτωνος Μόσχας. Ο Παΐσιος γνώριζε καλά ότι οι αμαθείς κληρικοί, στην
Εικόνα 2. Μητροπολίτης Παϊσιος Β’, Ιωάννης Δορουκίδης, Μικρασιατικός Ελληνισμός, Θεσσαλονίκη 1998,206.
πλειοψηφία τους και το απαίδευτο ποίμνιο, κινδύνευαν από τις κακόβουλες ξένες θρησκευτικές προπαγάνδες και αποφάσισε να προχωρήσει στην μετάφραση του έργου αυτού στη γλώσσα του λαού του για να τον ενισχύσει. Η μετάφραση όμως, έπρεπε πρώτα να εγκριθεί από την Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή και η πρώτη έγκρισή της ήταν αρνητική γιατί ορισμένα χωρία απομακρύνονταν «ἀπό τήν ἀληθῆ ἒννοιαν τῶν πραγμάτων» και έπρεπε να γίνει νέα επεξεργασία. Την δεύτερη φορά εγκρίθηκε η έκδοσή της και η πνευματική ωφέλεια από αυτήν ήταν μεγάλη. Μάλιστα, ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ ενδιαφέρθηκε για την διάδοσή του σε όλες τις τουρκόφωνες περιφέρειες11.
Μετέφρασε επίσης την «Φιλόθεου Ἀδολεσχίαν» του Ευγενίου
Βούλγαρη και έγραψε θαυμάσια Απομνημονεύματα που φωτίζουν τον βίο 10
. Αναστάσιος Λεβίδης, Ιστορικόν Δοκίμιον, 210‐213. . Κυριακή Μαμώνη, « Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ και η καραμανλίδικη μετάφραση της ″Ορθόδοξης διδασκαλίας″ του Πλάτωνος Μόσχας από τον Παΐσιο Καισαρείας», Δ.Κ.Μ.Σ. 7(1988‐1989), 132‐139.
11
39
της Εκκλησίας της Καππαδοκίας από τα μέσα της ΙΗ’ εκατονταετηρίδος12. Ενίσχυσε και τον Νεαπολίτη διδάσκαλο Θεόκτιστο στην τουρκόφωνη έκδοση του Κυριακοδρομίου του Νικηφόρου Θεοτόκη13. Συνήργησε και στη σύσταση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, παρευρισκόμενος τότε στην Ιερά Σύνοδο14, ενώ διετέλεσε και έφορος το 1847 της Μεγάλης του Γένους Σχολής15.
Το 1862 τον καλεί ο Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος
της Ιεράς Συνόδου. Στην επιστολή που γράφει ενόψει της αναχώρησης του, προς το ποίμνιό του ο Παΐσιος δείχνει τους βαθύτατους συναισθηματικούς του δεσμούς με τους πατριώτες του Καππαδόκες. Μιλάει για τη ζωή του, τον δάσκαλο του Γερμανό, για φίλους και συνεργάτες, ζητάει συγχώρεση από όσους δυσαρέστησε και συγχωρεί αυτούς που τον πίκραναν. Ο αποχαιρετιστήριος χαρακτήρας της επιστολής, δικαιολογείται από τη σχετικά προχωρημένη, για την εποχή εκείνη, ηλικία του (89 χρόνων) και τους φόβους του ότι μπορεί και να μην επιστρέψει16. Οι φόβοι του δεν επαληθεύθηκαν. Επιστρέφει και μετά από μια σύντομη περιοδεία στη δυτική επαρχεία του εγκαθίσταται στην Καισάρεια και αργότερα ξανά στη μονή που τόσο αγαπούσε, η υγεία του ήταν όμως βεβαρημένη και στις 30 Ιανουαρίου του 1871 απεδήμησε προς Κύριον. Άπειρο πλήθος κόσμου προσήλθε στη κηδεία του. Ετάφη στον πρόναο της Ιεράς Μονής17.
Ο Παΐσιος υπήρξε Μέγας Ιεράρχης, αγωνιστής για την θρησκευτική
και πνευματική εξύψωση του λαού του και δεν έβλεπε μονοδιάστατα τα πράγματα, σε μια εγκύκλιό του έλεγε σχετικά: «Οὒτε ἐκκλησία ἂνευ σχολείου, οὒτε σχολεία ἂνευ ἐκκλησίας γίνεται»18. Αντιλαμβάνεται νωρίς την σύνδεση ελληνισμού και χριστιανισμού και κινείται προς την κατεύθυνση: ελληνική γλώσσα, ελληνική συνείδηση. Ξέρει όμως ότι ακριβώς λόγω της αμάθειας και της τουρκοφωνίας του ποιμνίου του πρέπει να στηρίξει την εθνική ιδέα πάνω στη θρησκεία. Αυτός είναι και 12
. Μανουήλ Ι. Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου 1800‐1913, Αθήνα 1932, 224. . Ιωάννα Πετροπούλου, «Φιλίππου Αριστοβούλου, Ανθολόγιο, Θεολογική Σχολή Χάλκης 1853‐1856», Δ.Κ.Μ.Σ. 5 (1984‐1985), 223. 14 . Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 212. 15 . Μανουήλ Ι. Γεδαιών, Γράμματα Πατριαρχικά περί της Μ. του Γ.Σχολής, εν Κωνσταντινουπόλει 1903, 80‐81. 16 . Φ.Δ.Αποστολόπουλος, Τρία έγγραφα του κώδικα Ταβλουσούν,Δ.Κ.Μ.Σ.1, 222,234‐239. 17 . Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 214. 18 . Χρίστος Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση, 58. 13
40
ένας από τους λόγους που προχωράει σε μεταφράσεις στα καραμανλίδικα19.
Δικαίως έγραψε ο Α.Λεβίδης γι’ αυτόν τα εξής: «Ἦν δέ ὁ ἀοίδιμος
καθ’ ὃλα ἂξιος τῆς ἐμπιστευθείσης αὐτᾡ ἱερᾶς διακονίας˙ λόγιος ἐν τοῖς λογίοις, πολιτικός ἐμβριθής ἐν τοῖς πολιτικοῖς καί πολύπειρος, ὑπομονητικός ἐν ταῖς θλίψεσι, πολύτροπος ἐν τοῖς δεινοῖς, ἀδιαφορών περί τῶν κατηγορούντων αὐτοῦ, ἐν τοῖς ἐπαίνοις μή ἐπαιρόμενος, ζηλωτής τῶν πατρᾡων, ἂγρυπνος ἐργάτης τῶν θείων, συνεβούλευεν, ἢλεγχε, παρεκάλει τά πνευματικά αὐτοῦ τέκνα˙ διά τῆς πολυπειρίας αὐτοῦ μεγάλως συνέτεινε καί εἰς τά κοινά τοῦ ἒθνους καί τῆς ἐκκλησίας συμφέροντα»20. Μητροπολίτης Καισαρείας (Παλαιστίνης) Αγαθάγγελος (1800;‐1846)
Ο Αγαθάγγελος γεννήθηκε στα Στέφανα, μια μικρή κωμόπολη
κοντά στα Φλαβιανά, στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν ιερέας και αυτός του δίδαξε τα πρώτα γράμματα και την εκκλησιαστική ακολουθία. Όταν έγινε 10 ετών ο μικρός Αβραάμ, όπως ονομαζόταν πριν τη χειροτονία του, προσήλθε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου ως αφιερωμένος κατ’ ευχήν των γονέων του και ως μαθητής στη σχολή της.
Ο ηγούμενος Παΐσιος εντυπωσιάστηκε από τα προτερήματα του
Αβραάμ, την ευφυΐα, την φιλομάθεια, τη σεμνή διαγωγή, τη καθαρή προφορά, την ευγλωττία και τη καλή φωνή και τον έστειλε στις Κυδωνίες το 1816 για να σπουδάσει με έξοδα της μονής. Εκεί διδάχθηκε μέχρι το 1821 διάφορα μαθήματα από σοφούς διδασκάλους, οι οποίοι θαύμαζαν και αυτοί τα προσόντα του Αβραάμ και έγραφαν προς τον Παΐσιο παρακαλώντας τον να μην τον αποσύρει από τη Σχολή μέχρι να 19
. Ιωάννα Πετροπούλου, «Ο εξελληνισμός‐εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία τον 19ου αιώνα», Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988‐1989), 168‐169. 20 . Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 214‐215.
41
τελειώσει όλες τις τάξεις προβλέποντας ότι θα γίνει φωστήρας της Καππαδοκίας. Ο Παΐσιος επείσθη, αλλά δυστυχώς η καταστροφή των Κυδωνιών διέκοψε απότομα τις σπουδές του. Ο Αβραάμ βρέθηκε στα Κύθηρα, όπου δίδαξε στη σχολή του νησιού μαθηματικά και λίγο αργότερα ανέλαβε και την παράδοση των ελληνικών μαθημάτων. Δεν ξέχασε όμως την πατρίδα του. Έγραψε επιστολή προς τους εμπορευόμενους Καππαδόκες στην Σμύρνη με την οποία τους παρότρυνε να συστήνουν σχολεία στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Μετά από λίγο επέστρεψε στη μονή στα Φλαβιανά, όπου ο Παΐσιος τον υποδέχτηκε με χαρά και του ανέθεσε καθήκοντα διδασκάλου. Πράγματι, δίδαξε επιτυχώς μέχρι το 1830, όταν τον κάλεσε ο Πατριάρχης Αγαθάγγελος στην Κωνσταντινούπολη για να συστήσει μετόχι της μονής στην Πόλη. Πριν φύγει χειροτονήθηκε ιερομόναχος και πήρε το όνομα Αγαθάγγελος. Εν τω μεταξύ, νέος Πατριάρχης έγινε ο Κωνστάντιος, ο οποίος τον διέταξε για να τον εγκρίνει ή όχι , να κηρύξει στην εκκλησία. Ο Αγαθάγγελος εντυπωσίασε τόσο τον Πατριάρχη και τους συνοδικούς αρχιερείς με την ευφράδεια και την ρητορική του, ώστε ομοφώνως τον αναγόρευσαν Ιεροκήρυκα και Ρήτορα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και συγχρόνως διδάσκαλο στην Πατριαρχική Σχολή. Εκεί δίδαξε για 3 χρόνια από το 1831 μέχρι το1833.
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος βλέποντας την αξία του,
του ανέθετε συχνά να κηρύττει στο Αγιοταφικό μετόχι και να συμβουλεύει τους χριστιανούς να βοηθούν τον Πανάγιο Τάφο. Εκτός αυτού όμως, τον έπεισε να χειροτονηθεί Μητροπολίτης Καισαρείας της Φιλίππου με την προοπτική να τον διαδεχθεί και στον Πατριαρχικό θρόνο. Η είδηση αυτή στεναχώρησε πολύ τον Οικουμενικό Πατριάρχη που τον προόριζε και αυτός για Μητροπολίτη. Στα Ιεροσόλυμα όμως οι αρχιερείς του Παναγίου Τάφου, λόγω φθόνου, συκοφάντησαν τον Αγαθάγγελο πως δήθεν λειτούργησε με τους Παπικούς και ανέγνωσε το «Πιστεύω» με την προσθήκη του «Filioque». Ο Αθανάσιος, χωρίς να εξετάσει τη πραγματική ή μη υπόσταση των κατηγοριών, τον εκδιώκει και τον εξορίζει στη Θεσσαλία στο μοναστήρι του Βαρλαάμ στα Μετέωρα. Εκεί, περίλυπος για την εις βάρος του αδικία, ασχολείται με τη μελέτη και αντιγραφή πολύτιμων ανέκδοτων χειρογράφων.
Λίγο αργότερα, με παρέμβαση του Παϊσίου Καισαρείας προς τον
Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ’, ανακαλείται στη Κωνσταντινούπολη ο 42
Αγαθάγγελος, ο οποίος πικραμένος γράφει επιστολή όχι ευχαριστήρια αλλά γεμάτη παράπονα προς τον Πατριάρχη γιατί δεν είχε την στήριξη της Μεγάλης Εκκλησίας αυτό το διάστημα. Ύστερα μεταβαίνει στην Τεργέστη το 1838, όπου διορίζεται σχολάρχης της σχολής της ελληνικής κοινότητας, καθώς με τον θάνατό του Κ. Κούμα είχε χηρεύσει η θέση21. Ταυτόχρονα με τη διδασκαλία ασχολείται και με τη συγγραφή έργου με το υλικό των χειρογράφων από τα Μετέωρα22. Τα σχέδιά του ματαιώνονται όμως, γιατί πέφτει θύμα συκοφαντίας, για άλλη μια φορά, από τον υποδιδάσκαλό του τώρα, ο οποίος τον καταγγέλλει στις αυστριακές αρχές για αντικαθεστωτική δράση και εκδιώκεται από την χώρα.
Επιστρέφει το 1842 στην μονή του Τιμίου Προδρόμου και ο Παΐσιος
του παραδίδει την Σχολαρχεία. Καλεί όλους τους δασκάλους της επαρχίας για συμπληρωματικά μαθήματα δημιουργούνται προβλήματα όμως, γιατί οι δάσκαλοι, σε αντίθεση με τον Αγαθάγγελο, δεν επιθυμούν τέλεια κατάρτιση23. Μετά από λίγο, μεταβαίνει στην Καισάρεια στην εκεί Σχολή την οποία την οργανώνει και παίρνει τον τίτλο Θεολογική και Επιστημονική Σχολή και φοιτούσαν σε αυτή εκτός των μικρών μαθητών, 20 ηλικιωμένοι ιερείς και δάσκαλοι με σημαντική θέση στα χωριά τους. Παρόλη την έλλειψη διδακτικών βιβλίων και βοηθημάτων, ο Αγαθάγγελος πέτυχε διδασκαλικά και έβγαλε σοφούς μαθητές24. Δυστυχώς, όμως, υπήρξε διχόνοια ανάμεσα στον Αγαθάγγελο και στους άλλους δασκάλους με αποτέλεσμα να διχαστούν ακόμα και οι πολίτες. Αυτό λύπησε πολύ τον Αγαθάγγελο και ουσιαστικά έγινε η αιτία του θανάτου του, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια. Πέθανε σε ηλικία μόλις 46 χρόνων. Ήταν
Ο θάνατός του προξένησε μεγάλο πένθος σε όλη την επαρχία. σπουδαίος
δάσκαλος
των
Καππαδοκών,
είχε
μεγάλη
μεταδοτικότητα, ήταν εξαιρετικός ρήτορας και είχε μεγάλη ευχέρεια στη
21
. Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 193‐197. . Εξέδωσε μόνο το 1841 στην Τεργέστη αγγελία 18 σελίδων που προαναγγέλλλει την έκδοση τρίτομου έργου. Ο Α’ τόμος θα περιείχε την ιστορία του Μεγάλου Σπηλαίου, ο Β’ ανέκδοτα φιλολογικά έργα και ο Γ’ την ιστορία των Θεσσαλικών Μετεώρων, βλ. Μανουήλ Ι. Γεδεών, Χρονικά της Πατριαρχικής Ακαδημίας: Ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής 1454‐1830, εν Κωνσταντινουπόλει 1883, 215. 23 . Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 197‐198. 24 . Χρίστος Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση, 60. 22
43
στιχουργική,
ήταν
άριστος
μαθηματικός
και
γεωγράφος25.
Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό με την επίσκεψη στον Μοναστήρι που δίδασκε ο Αγαθάγγελος του Άγγλου προξένου Σούτερ, που είχε ακούσει για την φήμη του Αγαθαγγέλου και ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά. Ο Άγγλος εντυπωσιάζεται από τη συνομιλία με τον Αγαθάγγελο, ο οποίος γνώριζε Ιταλικά, Αγγλικά και Γαλλικά, και μένει κατάπληκτος όταν βλέπει, ότι στην τάξη διδάσκει Αίαντα Μαστιγοφόρο του Σοφοκλή. Φεύγοντας λέει: «Ἐμεῖς εἴδαμε πολλούς σοφούς, μά σάν ἀυτόν δέν ἒχομεν ἰδεί»26.
Β. ΚΥΡΙΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ Μητροπολίτης Καισαρείας Ευστάθιος Κλεόβουλος (1824‐1876)
Ο Ευστάθιος, κατά κόσμον Ευστράτιος Ιωαννίδης (ή Ισιδώρου),
γεννήθηκε το 1824 στο Παλλαδάριο της Προύσας. Το όνομα του πατέρα του ήταν Ιωάννης. Σε μικρή ηλικία μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Νικόλαο πήγε στο μοναστήρι της Θεοτόκου στους Ελλημούς, όπου ηγούμενος ήταν ο θείος του. Εκεί μαθαίνουν τα ιερά γράμματα και μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, στέλνονται από τον θείο τους στην Κίον, όπου δίδασκε ο Ελληνοδιδάσκαλος Χριστόδουλος Κοκκινάκης. Ύστερα, ο
25 26
. Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 198. . Χρίστος Σολδάτος, ο.π., 59.
44
Ευστράτιος πηγαίνει στη Κωνσταντινούπολη και μαθητεύει δίπλα τον Ευσέβιο, ιεροκήρυκα του Οικουμενικού Θρόνου. Με τις συστάσεις του τότε Πατριάρχου Γρηγορίου του ΣΤ’ και του Μητροπολίτη Δέρκων Γερμανού, εισέρχεται για σπουδές στη Μεγάλη του Γένους Σχολή σε ηλικία 16 ετών. Ακολουθούν σπουδές στην Αθήνα και το 1848 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και διορίζεται καθηγητής ελληνικής και λατινικής φιλολογίας στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου διδάσκει ως το 1850. Κατόπιν συστάσεως του Κωνσταντίνου Οικονόμου, με τον οποίο είχε γνωριστεί στην Αθήνα, εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος στην οικία του μεγάλου λογοθέτη Νικολάου Αριστάρχου μέχρι το 1853. Τότε χειροτονείται διάκονος και μετονομάζεται Ευστάθιος.
Οι περιστάσεις τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει την οικογένεια
του Αριστάρχου και αποστέλλεται από την Μεγάλη Εκκλησία ως σχολάρχης στην Τραπεζούντα. Εκτός των άλλων καθηκόντων του, αναλαμβάνει να συμφιλιώσει τους εν διαστάσει, λόγω πολιτικών προβλημάτων, τότε Τραπεζούντιους27. Ματαίως πάλεψε για να επιτύχει την ομόνοια των αντιμαχόμενων πλευρών, κατόρθωσε τουλάχιστον να συντάξει σχέδιο κανονισμού για την Σχολή και εγκατέλειψε την Τραπεζούντα28. Κατά τ’ άλλα, η παρουσία του εκεί ήταν λίαν εποικοδομητική για την παιδεία της περιοχής. Επιστρέφει το 1855 στην Πόλη και εκδίδει έργο με τον τίτλο «Τά ἐν Τραπεζούντι Σχολεία» με τα εκεί πεπραγμένα του και εγκαθίσταται ξανά στην οικία του μεγάλου λογοθέτη για να συνεχίσει να διδάσκει τα παιδιά του ως το 1858 , οπότε φεύγει για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Σπουδάζει Θεολογία, Φιλοσοφία, Ιστορία, Φιλολογία, Ανθρωπολογία, Χημεία, Μαθηματικά και Εκκλησιαστική Μουσική στην Λειψία, στο Βερολίνο, στο Παρίσι. Συνεργάζεται και με το γνωστό γαλλικό περιοδικό Union Chrétienne και το Εθνικό Ημερολόγιο του Μαρίνου Βρεττού. Το 1863 έχοντας αποκομίσει τεράστιους θησαυρούς γνώσης επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, προχειρίζεται Αρχιμανδρίτης και το 1864 διορίζεται Σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ο Ευστάθιος προσέφερε πραγματικά
27 28
. Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 215‐217. . Τρύφων Ευαγγελίδης, Η παιδεία επί τουρκοκρατίας, τ. Β’, Αθήνα 1936, 270.
45
πολύτιμες υπηρεσίες στη Σχολή, την οποία αγάπησε πολύ και μόχθησε για την πρόοδο της29.
Το 1867 διορίζεται Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού
Θρόνου και προσφέρει μεγάλο έργο στην Εκκλησία, στην οργάνωση της Σχολής, στους ιερείς, στα Εκπαιδευτήρια και στους δασκάλους της Πόλης. Το 1868 συναντήθηκε με εκπρόσωπο του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη και το 1869 προσφώνησε τη Βασίλισσα της Γαλλίας Ευγενία σε επίσκεψή της στη Βασιλίδα των πόλεων30. Το 1871 χηρεύει ο θρόνος της Καισαρείας και διάδοχος του Παϊσίου αναδεικνύεται ο Μητροπολίτης Αγχιάλου Βασίλειος (ο μετέπειτα Σμύρνης), όμως συμβαίνει κάτι πρωτοφανές˙ οι Καισαρείς που μένουν στην Κωνσταντινούπολη, τουρκόφωνοι στην πλειοψηφία τους, διαδηλώνουν ζητώντας για Μητροπολίτη τον Ευστάθιο Κλεόβουλο κραυγάζοντας «Μπιζ Κολοβολοζί ιστερήζ» δηλαδή θέλουμε τον Κολόβολον, όπως παρεφθαρμένα προέφεραν το Κλεόβουλος. Το Πατριαρχείο υποχωρεί και ο Ευστάθιος χειροτονείται στις 30 Σεπτεμβρίου του 1871 Μητροπολίτης Καισαρείας31.
Πριν φύγει για την Καππαδοκία, ίδρυσε το 1872 την Καππαδοκική
Εκπαιδευτική Αδελφότητα στην Κωνσταντινούπολη κατά τα πρότυπα των
υπολοίπων
Φιλεκπαιδευτικών
Αδελφοτήτων
(Μακεδονικής,
Θρακικής, Ηπειρωτικής). Σκοπός της Αδελφότητας είναι η ίδρυση σχολών, αρρένων και θηλέων στην Καισάρεια, η υποστήριξη απόρων σχολείων και η εκπαίδευση απόρων νέων32. Με την εγκατάστασή του στην νέα του Μητρόπολη άρχισε άοκνες προσπάθειες για την ευημερία, την πρόοδο και την ψυχική σωτηρία του λαού του. Συγκρότησε επαρχιακές συνελεύσεις για την κοινωνική και αστική μόρφωση των χριστιανών. Ίδρυσε και υποστήριξε πολλά εκπαιδευτήρια και για τα δύο φύλα33. Συγκεκριμένα έλεγε ο οξύνους και προοδευτικός ιεράρχης: «κοινότης, ἥτις δέν εἶνε εἰς θέσιν νά διατηρήσῃ σχολεῖα ἀμφοτέρων τῶν φύλων εἶνε προτιμότερον νά διατηρῇ μόνον παρθεναγωγεῖον, διότι ἡ μήτηρ δύναται 29
. Με την εξαιρετική ευγλωττία που τον διέκρινε μιλάει σε λόγους του για την σχολή με τα ωραιότερα λόγια, βλ. Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 219. 30 . Ο.π. 218‐220. 31 . Βενέδικτος Αδαμαντιάδης, «Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (Προυσαείς Ιεράρχαι)», Μ.Χ. 5(1952), 34. 32 . Ιωάννης Μπάκας, «Ειδήσεις για την εκπαίδευση στις επαρχίες Ικονίου και Καισαρείας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα», στο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002, 286. 33 . Αναστάσιος Λεβίδης, ο.π., 221.
46
νά ἀναπληρώσῃ τήν ἓλλειψιν τοῦ ἀρρεναγωγεῖου ἐνῷ τό ἀρρεναγωγεῖον ἃνευ μητρικῆς ανατροφῆς δέν ἀποφέρει τοῦς καρπούς, οὓς ἀναμένει τίς ἐξ αὐτοῦ οὒτε ἀναπληροῖ τήν μητρικήν ἀνατροφήν»34. Σχεδίαζε μάλιστα, να καταστήσει τα εκπαιδευτήρια Σινασού αμφοτέρων των φύλων κεντρικά της επαρχίας του και εξαιτίας της ελληνοφωνίας της, αλλά και της κεντρικής θέσης του χωριού35. Αγωνίστηκε για να προστατέψει το ποίμνιο του από τους Αγγλοαμερικάνους Μισσιοναρίους και κατάφερε με επιστολές του αλλά και προφορικώς να τους αποστομώσει και να σώσει τον λαό του. Έγραψε και εκτεταμένη πραγματεία κατά των διαμαρτυρομένων, την οποία τελικώς δεν κατάφερε να την δημοσιεύσει ο ίδιος36. Επίσης, έκανε προσπάθειες προσέγγισης με την Αρμενική Εκκλησία και οι Αρμένιοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν γιατί ο Ευστάθιος φερόταν προς όλους όπως ο φιλόστοργος πατέρας στα παιδιά του. Όμως ξαφνικά, στις 25 Ιανουαρίου 1876 και μετά από δεκαπενθήμερη ασθένεια, έφυγε σε ηλικία 52 ετών γεμίζοντας πόνο και θλίψη όλους του κατοίκους της Καππαδοκίας, Έλληνες και μη, που συνέρρεαν οδυρόμενοι για να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό37. Η κηδεία του ήταν σαν αναπαράσταση αυτής του Μεγάλου Βασιλείου, θρηνούσαν Ορθόδοξοι, Αρμένιοι, Ισραηλίτες και Οθωμανοί. Για χρόνια Τούρκοι πήγαιναν και έπαιρναν χώμα από τον τάφο του σαν φάρμακο για τις ασθένειες τους. Απολάμβανε τον σεβασμό πάντων.
Σπάνιος ιεράρχης, εξαιρετικός καθηγητής38, λαμπρός ιεροκήρυκας
επέλεγε σπουδαία φιλοσοφικά και θρησκευτικά θέματα για τα κηρύγματα του και όχι τετριμμένα χρησιμοποιώντας την ελληνική καθαρεύουσα, την οποία ήξερε να χειρίζεται όσο λίγοι39. Εξέδωσε το έργο «Ο βουλγαρισμός προ του ιστορικού, εκκλησιαστικού, και εθνοπολιτικού βήματος» στην Κωνσταντινούπολη το 1864, και λίγους εκκλησιαστικούς λόγους. Έγραψε Δογματική Θεολογία, Εκκλησιαστική Ιστορία μέρος και μέρος επίσης Ιστορίας της Φιλοσοφίας, και Ιστορίας Εκκλησιαστικής της Καππαδοκίας. Η τελευταία εκδόθηκε από κάποιον άλλον, για τα άλλα δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν. Συνέγραψε επίσης Επιστολιμαία Διατριβή 34
. Ι.Αρχέλαος Σαραντίδης, Η Σινασός, Αθήνα 1889, 50. . Χρίστος Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση, 77. 36 . Αναστάσιος Λεβίδης, Συμβολαί εις την ιστορίαν του προσηλυτισμού, 253‐254. 37 . Του ιδίου, ο.π., 222‐227. 38 . Μανουήλ Ι. Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου, 83‐84. 39 . Του ιδίου, Μνεία των προ εμού 1800‐1863‐1913, Αθήνα 1934, 151. 35
47
κατά Προτεσταντών το 1878, Τα εν Τραπεζούντι σχολεία, (εν Κων/πολει 1855) κ.α.40.
Εικόνα 3. Μητροπολίτης Ευστάθιος Κλεόβουλος, Μ.Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου 1800‐1913, Αθήνα 1932, 83.
Ο μαθητής του Βλάσιος Γαβριηλίδης, με ευγνωμοσύνη σε ένα
μνημόσυνο, είπε για τον δάσκαλό του τα εξής από τα οποία αποδεικνύεται η αξία του ανδρός: «Σύ, ὅστις γενναῖος καί ἀτρόμητος, ἀπό τοῦ σπουδαστηρίου σου εἰς τόν ἂμβωνα, ἀπό τοῦ ἂμβωνος εἰς τήν πλατεῖαν τῆς συγχρόνου δράσεως κατέβαινες, ἀγωνιστής ἐνθουσιῶν ὑπέρ τῶν δικαίων τοῦ ἔθνους σου, ὑπέρ τῶν νομίμων τῆς Έκκλησίας σοῦ, σύ, Κλεόβουλε, ἔσο τό ἱλαρόν φῶς τῆς κοινωνίας, ἣτις ἐννοεῖ νά ζήσῃ ὠς σύ, μαχομένη ὑπέρ τῆς ἐπιστήμης ὠς μέσου δυνάμεως καί ἀνθρωπισμού, ὑπέρ τῆς γλῶσσης, ὡς ὀργάνου φρονήματος ἐθνικοῦ ἀλλά καί μέλλοντος ἐθνικοῦ˙ ὑπέρ τῆς Έκκλησίας, ὡς σκοπιᾶς δεικνυούσης ἐν ἀπόπτῳ τόν ἰοστέφανον τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν ὁρίζοντα»41. 40 41
. Του ιδίου, Αποσημειώματα, 86‐87. . Μανουήλ Ι. Γεδεών, Μνεία, 372-373.
48
Μητροπολίτης Καισαρείας Ιωάννης Αναστασιάδης (1833‐1902)
Ο Ιωάννης Αναστασιάδης, κατά κόσμον Πρόδρομος, γεννήθηκε
στις 3 Μαϊου του 1833 στην κωμόπολη Ιντζέ‐σου της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ονομάζονταν Αναστάσιος και Αικατερίνη. Ο πατέρας του ήταν παντοπώλης στη Κωνσταντινούπολη και πέθανε όταν ο γιος του ήταν 2 χρονών. Η ευλαβής μητέρα του τον ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και φρόντισε από νωρίς για την μόρφωσή του. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο σχολείο που λειτουργούσε στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, δεύτερο ναό της κωμόπολης. Στη συνέχεια προβιβάστηκε στο ελληνικό σχολείο της κωμόπολης του. Δέκα ετών χειροθετείται αναγνώστης από τον Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο. Ο ιερομόναχος Γερμανός δίδαξε τον μικρό Πρόδρομο για δύο χρόνια (1848‐1850). Ύστερα, ο Πρόδρομος θέλησε να σπουδάσει στην θεολογική σχολή της Χάλκης αλλά, αν και συστημένος από τον Παΐσιο, δεν βρήκε κενή θέση και γι’ αυτό γράφτηκε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του πρώτου μόνο έτους και την επόμενη χρονιά εισήλθε στην σχολή της Χάλκης, στην οποία μαθήτευσε επί 6 έτη, γιατί για ένα χρόνο ασθένησε και παρέμεινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Το 1858 χειροτονείται διάκονος με το όνομα Ιωάννης και το επόμενο έτος αποφοιτά με βαθμό άριστα. Ακολουθούν προσκυνήματα στο Άγιο Όρος και στους Αγίους Τόπους.
Όταν επιστρέφει στη Καππαδοκία, διορίζεται διευθυντής της
νεοϊδρυμένης τότε Μικρής Ιερατικής Σχολής που λειτουργούσε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Σ’ αυτή δίδαξε δύο έτη (1860‐1862). Η έφεσή του για μάθηση τον οδήγησε μετά στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας (1860‐1862) και θεολογίας (1862‐1864) και ασχολήθηκε με την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας με σκοπό να μεταβεί στο εξωτερικό για σπουδές. Πράγματι, πήγε στο Στρασβούργο, όπου παρακολούθησε γερμανικά και διάφορα μαθήματα ως ακροατής, μετά πήγε για ένα εξάμηνο στη Χαϊδελβέργη και στην Γοτίγγη. Κατά τις σπουδές του ειδικεύθηκε περισσότερο στην εκκλησιαστική ιστορία. 49
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο εξωτερικό επέστρεψε
στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε καθηγητής στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου δίδαξε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1875, ιστορία, εξηγητική και λατινικά. Στο μεταξύ, χειροτονείται πρεσβύτερος (1872) και ο Πατριάρχης Άνθιμος ο ΣΤ’ του απένειμε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Ο Ιωάννης Αναστασιάδης συνδέθηκε και με το Βουλγαρικό Ζήτημα
γιατί κατηγορήθηκε ως βουλγαρίζων. Για το λόγο αυτό αποστέλλει μαζί με τον καθηγητή Ηλία Τανταλίδη έγγραφο προς τον Πατριάρχη αναιρώντας τις κατά αυτόν κατηγορίες και ομολογώντας την ολόψυχη αφοσίωση στις αρχές και στα συμφέροντα της Εκκλησίας. Πάντως έλαβε μέρος στη σύνοδο που συγκροτήθηκε το 1872 για την διευθέτηση σου Βουλγαρικού Ζητήματος και υπέγραψε τον όρο της. Το 1875 τον συναντούμε στην Βόννη, όπου πήρε μέρος σε συνέδριο των παλαιοκαθολικών της Γερμανίας. Οι παλαιοκαθολικοί μετά την απόσπασή τους από τη Ρώμη το 1870, έκαναν πολλές κινήσεις προσέγγισης με τους ορθοδόξους και άρχισαν να συνάπτουν επίσημες εκκλησιαστικές σχέσεις ιδιαιτέρως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σε αυτή τη συνάντηση το Πατριαρχείο έστειλε τους Αρχιμανδρίτες Φιλόθεο Βρυέννιο και Ιωάννη Αναστασιάδη.
Η δράση που ανέπτυξε ο Ιωάννης σε αυτό το συνέδριο ήταν
σπουδαία. Ανέπτυξε τις ορθόδοξες θέσεις με εξαιρετικό τρόπο πείθοντας για πολλά τους ετερόδοξους συνομιλητές του42. Κατέληξαν και σε κείμενο συμφωνίας δογματικής, η οποία περιέχει διάφορα άρθρα43. Του ανατέθηκε και
η
σύνταξη
της
εκθέσεως
στο
όνομα
της
πατριαρχικής
αντιπροσωπείας. Η έντονη αισιοδοξία που εξέφραζε σε αυτήν για το μέλλον των συνομιλιών δεν βρήκε σύμφωνους τους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που διεφώνησαν μαζί του. Θεωρήθηκε τότε φιλοδυτικός ή φιλενωτικός γιατί ανήκε στην φιλελεύθερη μερίδα των ορθοδόξων, όμως η γενναία στάση του στο συνέδριο για να αποδείξει την ορθότητα των θέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτηρισμό44. Μια ακόμη απόδειξη της ορθοδοξίας του είναι και
42
.Γεώργιος Ι. Χρυσοστόμου, «Ιωάννης Αναστασιάδης (1833‐1902) Μητροπολίτης Καισαρείας», Γρηγόριος ο Παλαμάς 72 (1989), 742‐749. 43 .Γεώργιος Ι. Παπαδόπουλος, Η σύγχρονος ιεραρχία της ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, τ. 1, Αθήνα 1895, 433‐434 όπου και υπάρχουν τα άρθρα της συμφωνίας. 44 . Γεώργιος Ι. Χρυσοστόμου, ο.π., 749.
50
η αυστηρή στάση του απέναντι στους προσηλυτιστές που λυμαίνονταν την επαρχία του εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια αλλά κυρίως την ανέχεια των χριστιανών. Με την βοήθεια σοφών διδασκάλων, όπως του Αναστασίου Λεβίδη, κατάφερε να αποσπάσει από τους προτεστάντες μεγάλο αριθμό ορθοδόξων που είχαν προσηλυτιστεί. Σε αλληλογραφία που είχε με έναν Αγγλικανό πρεσβύτερο, αναφέρει όλα τα προβλήματα που προκαλούν όλοι οι Μισσιονάριοι στο ποίμνιό του με τις ενέργειές τους και διαμαρτύρεται εντόνως για την κατάσταση ζητώντας να σταματήσουν την δράση τους στην επαρχία του45. Με την επιστροφή του το 1875 διορίζεται σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Η όλη δραστηριότητά του στην Μεγάλη Σχολή προσανατολίστηκε
κυρίως στο να εμπεδωθεί η απαραίτητη τάξη στη λειτουργία της, σε συνεργασία με το διδακτικό προσωπικό. Η έλλειψη οικονομικών πόρων και η διαρροή μαθητών ήταν δύο από τα σοβαρά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει. Κινήθηκε με σύνεση, χωρίς να κάνει μεγάλες αλλαγές, και πάντα λάμβανε τις αποφάσεις με την σύμφωνη γνώμη του Συλλόγου. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδινε στην διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και στις γραπτές εξετάσεις των μαθημάτων. Από την θέση αυτή τον Μάϊο του 1878 εξελέγη Μητροπολίτης Καισαρείας και γίνεται «υπέρτιμος των υπερτίμων και έξαρχος πάσης Ανατολής», όπως είναι ο τίτλος του εκεί εκάστοτε Μητροπολίτη46.
Πριν φύγει για την επαρχία του αναδιοργάνωσε την Εκπαιδευτική
Καππαδοκική Αδελφότητα και ξεκίνησε για την Καισάρεια, όπου η δράση του υπήρξε μνημειώδης. Η Μητρόπολή του απέκτησε έναν αρχιερέα όχι μόνο προικισμένο με ευρυμάθεια, αλλά και έναν υπέροχο εκπαιδευτικό.
Καταρχήν, πέτυχε την ίδρυση του Γυμνασίου αρρένων στην Μονή
του Ζιντζίντερε με την χορηγία του ευεργέτη Θεόδωρου Εμμανουήλ Ροδοκανάκη που διέθεσε 5.000 γαλλικά φράγκα στην Εκπαιδευτική Φιλανθρωπική Αδελφότητα Κωνσταντινούπολης για την ίδρυση, κάπου στην Ανατολή, σχολείου. Η Μητρόπολη Καισαρείας επιλέχθηκε ως η κατάλληλη. Πολλές πόλεις της Καππαδοκικής Μητρόπολης διεκδικούσαν την ίδρυση του σχολείου στην περιοχή τους αλλά ο Ιωάννης έπεισε το επαρχιακό συμβούλιο που ήταν υπεύθυνο, ότι το κατάλληλο μέρος ήταν 45
. Αναστάσιος Λεβίδης, «Συμβολαί εις την ιστορία του προσηλυτισμού εν Μικρά Ασία», Ξενοφάνης 3 (1905‐1906), 254‐255, 343‐351, 405‐406. 46 . Γεώργιος Ι. Χρυσοστόμου, ο.π., 749‐754.
51
εντός της μονής του Ζιντζίντερε. Η επιλογή ήταν σωστή γιατί, εκτός των άλλων, δεν δαπανήθηκε μεγάλο ποσό αφού δεν ανεγέρθηκε καινούργιο κτίριο αλλά επισκευάστηκε και μετατράπηκε ένα τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής σε Γυμνάσιο.
Δέχονταν μαθητές με δίδακτρα και υποτρόφους. Ο αριθμός τους
διαρκώς αυξανόταν. Η προσφορά της «Ροδοκανάκειου Ιερατικής Σχολής» όπως ονομάστηκε, αν και κατ’ ουσίαν ήταν αναγνωρισμένο από το Πανεπιστήμιο Γυμνάσιο, προσέφερε πολλά στη παιδεία της περιοχής μέχρι το 1918, οπότε σταμάτησε η λειτουργία της.
Ο αείμνηστος ιεράρχης Ιωάννης ίδρυσε επίσης «Καππαδοκικό
Κεντρικό Παρθεναγωγείο», Ορφανοτροφείο Αρρένων και Ορφανοτροφείο Θηλέων, όλα μέσα στο μοναστηριακό συγκρότημα. Ο Ιωάννης ήταν εξαιρετικά φιλάνθρωπος και δεν ήταν λίγες οι φορές που κάλυπτε ο ίδιος τα έξοδα για πολλές ανάγκες της Μητρόπολης, αθόρυβα όμως και χωρίς να επαίρεται47.
Ο ιεράρχης, δεν διέπρεψε μόνο στο ποιμαντικό του έργο αλλά και
στην εκκλησιαστική διοίκηση. Υπήρξε μέλος της Συνόδου του Πατριαρχείου και τοποτηρητής του Πατριαρχικού θρόνου, όταν το 1886 παραιτήθηκε ο Πατριάρχης Ιωακείμ Δ’. Από την θέση αυτή εργάστηκε ένθερμα υπέρ της υποψηφιότητας του Ιωακείμ του Γ’, ο οποίος και εξελέγη. Μάλιστα, είχε και ο ίδιος πολλές πιθανότητες να εκλεγεί εάν η Υψηλή Πύλη δεν διέγραφε το όνομά του από τον κατάλογο των εκλογίμων.
Όμως η ασταμάτητη εργατικότητά του, οι αγώνες και η αγωνία του
για το ποίμνιό του, που αγαπούσε υπέρμετρα, καταπόνησαν τον ασθενικό ούτως ή άλλως οργανισμό του και αρρώστησε. Παρά τις θεραπείες, στις 28 Απριλίου 1902, σε ηλικία 69 ετών, παραδίδει την ψυχή του στον Κύριο. Ο θάνατός του προκάλεσε θλίψη καθολική. Η αξία του αναγνωριζόταν από όλους48. Φρόντισε, πριν φύγει, να εξασφαλίσει το οικονομικό μέλλον της Σχολής και σε προφορική διαθήκη του άφησε τα λιγοστά υπάρχοντά του σε συγγενείς και στα ορφανοτροφεία που με τόσο κόπο ίδρυσε.
Σε κάποιον από τους επικήδειους λόγους αναφέρονται τα εξής για
τον ταπεινό αλλά και τόσο ενεργητικό ιεράρχη: «Ευθύς, ενάρετος, λιτός, 47
. Εμμανουήλ Τσαλίκογλου, Ελληνικά Εκπαιδευτήρια και Ελληνορθόδοξες κοινότητες της πρειφέρειας Καισαρείας, Αθήνα 1976, 20‐25. 48 . Γεώργιος Ι. Χρυσοστόμου, ο.π., 760‐763.
52
αφιλοχρήματος, αυστηρός εις το καθήκον, ενθουσιώδης εις την δράσιν, ήτο μια ζώσα ανάμνησις άλλων χρόνων, εις τύπος ενθυμίζων τους αρχαίους της Εκκλησίας πατέρας και όστις αναζωπύρωσεν αληθώς δια της διδαχής και του παραδείγματός του την κλεινήν πατρίδα του Μεγάλου Βασιλείου και προσφιλή του γενέτειρα»49. Χαρακτηριστικό της αγάπης και της εκτίμησης του κόσμου ήταν ότι ο Μητροπολίτης Ιωάννης, βρισκόμενος ακόμη στη ζωή, έχαιρε φήμης αγίου. Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της επαρχίας του τον αποκαλούσαν «Αζίζ Ιωάννη» δηλαδή «Άγιο Ιωάννη»50.
Εικόνα 4. Μητροπολίτης Ιωάννης Αναστασιάδης, Εμμανουήλ Τσαλίκογλου, Ελληνικά εκπαιδευτήρια και ελληνορθόδοξοι κοινότητες της περιφέρειας Καισαρείας, Αθήνα 1976.
Παύλος Καρολίδης (1849‐1930)
Ο Παύλος Καρολίδης γεννήθηκε το 1849 στο Ανδρονίκιο (Εντιρλίκ)
της Καππαδοκίας. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Καρλόγλου (Kar = χιόνι στα τούρκικα) το οποίο το εξελλήνισε ως προς την κατάληξη, αν μεταφραζόταν έπρεπε να γίνει Χιονάτος51. Ανήκε σε οικογένεια λογίων, ο 49
. Εμμανουήλ Τσαλίκογλου, ο.π., 23‐26. . Γεώργιος Ι. Χρυσοστόμου, ο.π., 763‐764. 51 . Ιωάννα Πετροπούλου, «Ο εξελληνισμός‐εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία του 19ου αιώνα», Δ.Κ.Μ.Σ., 7 (1988‐1989), 180, 199. 50
53
μεγαλύτερος αδερφός του ήταν ο περίφημος Ελληνιστής και Ασιανολόγος Ιορδάνης Καρολίδης. Μαθήτευσε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1867 πήγε στην Αθήνα για τις πανεπιστημιακές του σπουδές και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, ως υπότροφος του Σίνα, και αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλολογίας στην Τυβίγγη το 1872. Με την επιστροφή του, εδίδαξε στην Κωνσταντινούπολη στο Λύκειο του Πέραν και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Η διδασκαλία του εκεί ήταν ιδιαιτέρως γόνιμη από επιστημονικής και εθνικής απόψεως και η φήμη του ως καθηγητή τον έφερε στο Πρακτικό Λύκειο της Αθήνας.
Τα πρώτα έργα του έχουν κατεύθυνση γλωσσολογική. Το 1874
εκδίδει τα «Καππαδοκικά» και το 1885 το «Γλωσσάριον συγκριτικόν Ελληνοκαππαδοκικών λέξεων». Το 1886 γίνεται υφηγητής της Ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το πρώτο μάθημά του προκάλεσε μεγάλη εντύπωση για το βαθύ και φιλοσοφικό του περιεχόμενο. Το 1893 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, διάδοχος του αποθανόντος Κ. Παπαρρηγόπουλου, του οποίου υπήρξε αγαπημένος μαθητής. Οι σχέσεις τους βέβαια είχαν διαταραχθεί γιατί ο γηραιός Παπαρρηγόπουλος είχε πειραχθεί από κάποια πράγματα που είχε γράψει σε μία από τις πολλές δημοσιεύσεις του ο πολυγραφότατος μαθητής του. Υπήρξαν ανταπαντήσεις και οι σχέσεις τους διεκόπησαν52.
Η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις του Καρολίδη ήταν τεταμένες και με
άλλους καθηγητές, κυρίως με τον Σπυρίδωνα Λάμπρο και τον Γεώργιο Σωτηριάδη. Σε κάθε ευκαιρία ανταλλάσουν βαρύτατους χαρακτηρισμούς, όχι μόνο προφορικώς αλλά και γραπτώς αμφισβητώντας ο ένας την επιστημονική αρτιότητα του άλλου και όχι μόνο. Ο Καρολίδης γράφει τρεις «Διαμαρτυρίας» καλώντας σε δημόσια συζήτηση τον Σ.Λάμπρον, ο Λάμπρος γράφει με την σειρά του για «Καρολίδειες Ανεπιστασίες»53.
Ο Γεώργιος Σωτηριάδης συγγράφει ολόκληρο βιβλίο υπό τον τίτλο
«Π.Καρολίδης, ο διαμαρτυρόμενος Καππαδόκης», έναν λίβελλο, μια σφοδρή κριτική επί προσωπικού εναντίον του Καρολίδη που προκαλεί, ακόμα και στην εποχή μας, με την σκληρότητα των εκφράσεων που 52
. Σ.Β.Κουγέας, «Παύλος Καρολίδης», Νέα Εστία 8 (1930), 935‐936. . Β.Α.Μυστακίδης, Οι εν Αθήναις και οι εν Κωνσταντινουπόλει Λόγιοι, Κωνσταντινούπολη 1907, 25‐26.
53
54
χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Αιτία ήταν η αρνητική κριτική του Καρολίδη στο διδακτικό εγχειρίδιο ιστορίας της πρώτης γυμνασίου που συνέγραψε ο Γ.Σωτηριάδης54. Ανάλογου περιεχομένου αλλά πιο ήπιο είναι ένα υπόμνημα του Καρολίδη προς τον Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Ι.Χατζιδάκη
για
τον
καθηγητή
Δ.Πατσόπουλο55.
Ο
Καρολίδης
συγκρούστηκε και με τον ιατρό Σωτήριο Καρακούση, έφορο της Ευαγγελικής Σχολής, ο οποίος ήταν η αιτία της παραιτήσεώς του. Ο Καρολίδης εξέδωσε σε δύο τόμους τας «Ευθύνας» σχολιάζοντας δριμύτατα την δράση του Καρακούση στη Σχολή56.
Η αναγνωρισμένη από τους πάντες πολυμάθειά του, η γνώση
πολλών ασιατικών γλωσσών, η ενασχόλησή του με τα μικρασιατικά προβλήματα διαμόρφωσαν, όπως φαίνεται, μια υπεροπτική και συμπλεγματική ταυτόχρονα συμπεριφορά απέναντι στους Ελλαδίτες συναδέλφους του, τους οποίους αποκαλεί «κηφήνες της Ευρωπαϊκής σκέψης». Εκείνοι καταλογίζουν στις έρευνες του φιλοσοφική τροπή και διάθεση που οδηγεί στην σκοτεινή θεοσοφία και θα τον αποκαλέσουν «Ανατολίτη διλετάντη», «στόμα σκυθικόν και κακόζηλον». Στην πραγματικότητα αυτά υποκρύπτουν τον ανταγωνισμό Αθήνας‐ Κωνσταντινούπολης57.
Πέραν αυτών των συγκρούσεων στον Ακαδημαϊκό χώρο, ο
Καρολίδης ανέπτυξε και πολιτική δράση. Στις εκλογές του 1908 στη Τουρκία, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων, εξελέγη βουλευτής Σεβαστείας την περίοδο 1908‐1912 και Σμύρνης την περίοδο 1912‐191458. Οι Νεότουρκοι στις πρώτες εκλογές προσπάθησαν να νοθεύσουν το αποτέλεσμα ώστε να μην εκλεγεί βουλευτής ο Καρολιδης, γιατί δεν ήταν αρεστός σε αυτούς. Όταν άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα αποτελέσματα στη Σμύρνη, ο Καρολίδης υστερούσε πολύ και κινδύνευε να μην εκλεγεί. 54
. Ανεξαρτήτως από το ποια πλευρά έχει δίκιο, κάτι που δεν εξετάζουμε εδώ, το έργο του Σωτηριάδη περιέχει πολύ σκληρές εκφράσεις που δεν προσιδιάζουν σε ακαδημαϊκό δάσκαλο. Μερικές είναι: «υποκριτής», «σοφιστής», «μωροκαρολίδης», «μωροδιδάσκαλος», «βλάκας και κτηνώδης άνθρωπος», «κτήνος», «ζώο» κ.α., βλ. Γεώργιος Σωτηριάδης, Π.Καρολίδης ο διαμαρτυρόμενος Καππαδόκης, Αθήνα 1894. 55 . Η.Αναγνωστάκης‐Ε.Μπαλτά, Η Καππαδοκία των «ζώντων μνημείων», Αθήνα 1990, 71‐ 78. 56 . Σόλων Βέρας, «Οι Έλληνες ιατροί της Σμύρνης», Μ.Χ. 2 (1939), 324. 57 . Η.Αναγνωστάκης‐Ε.Μπαλτά, ο.π., 43‐44. 58 . Κατερίνα Μπούρα, «Οι βουλευτικές εκλογές στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Έλληνες βουλευτές 1908‐1918», Δ.Κ.Μ.Σ. 4 (1983), 84‐85.
55
Τότε οι Έλληνες της Σμύρνης αναστατώθηκαν, κατανοώντας τι συνέβαινε, και αμέσως οργανώθηκε τεράστιο ένοπλο συλλαλητήριο και υπήρξε σοβαρή απειλή να δημιουργηθούν ταραχές. Τότε, οι Νεότουρκοι υποχώρησαν και οι διαδικασίες εξελίχθηκαν κανονικά. Πάντως ο Καρολίδης κατηγορήθηκε ότι δεν ενεργούσε ένθερμα για τα ελληνικά συμφέροντα γιατί δεν συμμετείχε, μαζί με άλλους 7, σε ομάδα που είχαν συστήσει οι υπόλοιποι 16 βουλευτές και στην αποχή από την βουλή που είχαν αποφασίσει αλλά ακολουθούσε τους Νεότουρκους59. Ο ίδιος ο Καρολίδης στο έργο του Λόγοι και Υπομνήματα εξηγεί τους λόγους που δεν συμμετείχε στην ομάδα και γιατί διαφωνούσε με κάποιες ενέργειές της, δηλώνοντας ότι πάντοτε υπερασπιζόταν την αλήθεια και τα δίκια της Ελλάδος. Αναφέρει μάλιστα: «οὐδείς ἀπό τοῦ βήματος τῆς βουλῆς ἠμύνετο ὑπέρ τῶν ἐθνικῶν Ἑλληνικῶν δικαίων τοσοῦτον κατ’ οὐσίαν τολμηρῶς ὅσον ἐγώ, οὐδείς καί ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος αὐτῆς συνηγόρησε τοσοῦτον τολμηρῶς ὅσον ἐγώ»60. Πράγματι, ο Καρολίδης ζητούσε την συμμετοχή του ελληνικού στοιχείου σε όλες τις εκδηλώσεις του δημοσίου και κοινωνικού βίου των Τούρκων, ώστε να αναδειχθούν οι Έλληνες πρωτεύων παράγων στα πλαίσια του τουρκικού κράτους61.
Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων φεύγει στη Γερμανία.
Ανακτά το 1915 την πανεπιστημιακή του θέση, που έχασε λόγω εκλογών, απολύεται ξανά το 1918 και επαναδιορίζεται το 1920. Μετά από μια διετία απομακρύνεται τελικώς από το πανεπιστήμιο γιατί παρήλθε το όριο της ηλικίας. Οι περιπέτειες των τελευταίων ετών και η πίκρα που πότισε την, κατά βάθος, αγαθή και άκακη ψυχή του και τον έκαναν να συμπεριφέρεται με μισανθρωπία και να εκδηλώνει αντιπάθεια επί δικαίων και αδίκων ακόμα και στα συγγράμματά του. Πέθανε στις 26 Ιουλίου 1930.
59
. Α.Χ.Χαμουδόπουλος, Η Νεωτέρα Φιλική Εταιρεία, Αθήνα 1946, 11, 17. . Π.Καρολίδης, Λόγοι και Υπομνήματα, τ. 1, Αθήνα 1913, 1‐18, 317‐327, 410. Το βιβλίο περιέχει ενδιαφέροντα στοιχεία για τα πολιτικά πρόσωπα και δρώμενα εκείνης της εποχής. 61 . Ε.Φωτιάδης, «Παύλος Καρολίδης», Ελληνικά 4 (1931), 291. 60
56
Εικόνα 5. Παύλος Καρολίδης, Σ.Κουγέας, «Παύλος Καρολίδης», Νέα Εστία 8 (1930)
Την θέση του ως ιστορικού δεν μπορεί να την ορίσει κανείς
επακριβώς
και
να
την
χαρακτηρίσει
με
ευστοχία.
Αν
και
πολυγραφότατος, υστερεί του Παπαρρηγόπουλου στην συνθετική τέχνη και δύναμη. Δεν είχε το ιστοριοδιφικό δαιμόνιο του Λάμπρου, είχε όμως πολυμάθεια και ιστοριογνωσία όσο κανείς άλλος. Είχε θαυμάσια μνήμη, ουδέποτε μεταχειριζόταν γραπτά βοηθήματα στις παραδόσεις και στις ομιλίες του και ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση ιστορικού θέματος. Η μελετηρότης και η φιλοπονία του ήταν σπάνια. Ο Καρολίδης, χωρίς υπερβολή, πέθανε επί του βιβλίου. Ήταν ένας έξοχος, σοφός δάσκαλος και μια σεβαστή προσωπικότητα62.
Ο Παύλος Καρολίδης ήταν κάτι παραπάνω από πολυγραφότατος
και φώτισε πολλά ιστορικά και γλωσσικά ζητήματα, προσφέροντας πολλά στην ιστοριογραφία και στην ανάδειξη της ιστορίας της Καππαδοκίας. Η έλλειψη μεθοδικότητας δυστυχώς όμως παρατηρείται στα περισσότερα έργα του. Συνέγραψε πάνω από 300 βιβλία, άρθρα και μελέτες. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Καππαδοκικά, ήτοι πραγματεια ιστορική και
αρχαιολογική
περί
Καππαδοκίας,
Κωνσταντινούπολις
1874,
Γλωσσάριον Συγκριτικόν Ελληνοκαππαδοκικών λέξεων, ήτοι η εν Καππαδοκία λαλουμένη ελληνική διάλεκτος και τα εν αυτή σωζόμενα ίχνη της αρχαίας καππαδοκικής γλώσσης, Σμύρνη 1885, Σημειώσεις τινές περί της Μικρασιανής Αρίας ομοφυλία, Αθήνα 1886, Περί της εθνικής καταγωγής των αραβοφώνων ορθοδόξων χριστιανών της Συρίας και 62
. Σ.Κουγέας, ο.π., 937.
57
Παλαιστίνης, Ιεροσόλυμα 1911 και άλλα πολλά63. Υπάρχει ακόμα στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και ανέκδοτο χειρόγραφο του για την αρχαία ιστορία της Καππαδοκίας και του Πόντου64. Αναστάσιος Λεβίδης (1834‐1918)
Ο Αναστάσιος Λεβίδης γεννήθηκε το 1834 στον Άγιο Κωνσταντίνο
(Αϊ‐Κωστέν) της Καππαδοκίας. Μετά τις προκαταρτικές σπουδές του εισήλθε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στη Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου έλαβε το πτυχίο του με άριστα το 1860. Οι καθηγητές του Καλλίφρων, Φιλαλήθης και Ευθυβούλης, κατά την συνήθεια της σχολής να απονέμουν επωνύμια στους άριστους μαθητές, εξελλήνισαν το τουρκικό επώνυμο του από Καζαντσόγλου σε Λεβίδη γιατί δεν διέκριναν την σημασία των τουρκικών λέξεων Καζάντς=κέρδος και καζαν=λέβης.
Με το πέρας των σπουδών του επιστρέφει στην Καισάρεια και ο
Μητροπολίτης Παΐσιος τον διόρισε διευθυντή της Ιερατικής σχολής στα Φλαβιανά. Δώδεκα χρόνια την διεύθυνε με μεγάλη επιτυχία. Σύντομα την προαγάγει από μικρή αστική σχολή σε πλήρες ημιγυμνάσιο και κατόπιν σε Γυμνάσιο αναγνωρισμένο ως ισότιμο με τα της Ελλάδος, το οποίο ανέδειξε σπουδαίους ιερείς και δασκάλους. Είχε σπουδαίους συνεργάτες όπως τους αδερφούς Συμενίδη, τον Α.Ηλιάδη και τον Ιωάννη Αναστασιάδη. Από νωρίς ο Παΐσιος τον ενθάρρυνε να συγγράψει εκκλησιαστική ιστορία της Καππαδοκίας. Πράγματι, συνέλεξε το υλικό του και έγραψε τετράτομο έργο που περιείχε τα εξής: Α’ τόμος‐ Η προ και μετά του χριστιανισμού θρησκευτική ιστορία της Καππαδοκίας, Β’ τόμος‐ Η πολιτική ιστορία της Καππαδοκίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, Γ’ τόμος‐ Φυσική και πολιτική γεωγραφία της Καππαδοκίας, Δ’ τόμος‐ Αρχαιολογία της Καππαδοκίας, ήτοι βίος, ήθη και έθιμα, νόμοι,
63
. Γι’ αυτά και για όλη την εργογραφία του βλ. Ε.Φωτιάδης, ο.π., 291‐300. . Ιωάννα Πετροπούλου, «Χειρόγραφα πριν το 1922 στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών», Δ.Κ.Μ.Σ. 2 (1980), 251.
64
58
γλώσσα, νομίσματα και άλλα μνημεία της Καππαδοκίας. Δυστυχώς, μόνο ένας τόμος, η εκκλησιαστική ιστορία της Καππαδοκίας εκδόθηκε.
Βοήθησε πολύ τους τουρκόφωνους μαθητές να κατανοούν τα
ελληνικά διδακτικά βιβλία, τα οποία απλώς αποστήθιζαν, εξηγώντας και μεταφράζοντας τις λέξεις στα τουρκικά. Για να βοηθήσει τις τουρκόφωνες οικογένειες εξέδωσε στα καραμανλίδικα έργα όπως το Προσευχητάριον, Πνευματική
Πανοπλίαν,
Διπλογραφίαν
κ.α.
Αρκετά
ανέκδοτα
χειρόγραφά του υπάρχουν στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών65.
Όταν έκλεισε το 1872 η ιερατική σχολή των Φλαβιανών, ο Λεβίδης
διηύθυνε την σχολή του Ανδρονικίου (1872‐1882), επανήλθε για μικρό διάστημα στα Φλαβιανά (1881‐1884), ύστερα στη σχολή Υοσγάτης (1884‐ 1886) και τέλος στο ημιγυμνάσιο Μουταλάσκης (1886‐1888) οπότε και αποσύρθηκε και αφιερώθηκε στη συγγραφή.
Το 1889 δημοσιεύει το έργο του «Αι εν μονολίθοις Μοναί της
Καππαδοκίας και Λυκαονίας» περιγράφοντας περιοχές και μοναστήρια που ο ίδιος είχε δει και περιέλθει πεζός ή έφιππος δεκάδες φορές, στρέφοντας το ενδιαφέρον και των υπολοίπων ερευνητών για τα μέρη αυτά66. Ο γιος του Πλάτων σημειώνει σχετικά στην βιογραφία του πατέρα του που έγραψε το 1935: «Καθ’ όλον το διάστημα της διδασκαλικής αυτού υπηρεσίας, αψηφών τας δυσκολίας των ελλειπών συγκοινωνιακών μέσων, τους διαφόρους κινδύνους ληστών, και τας πολυειδείς κακουχίας εις μεμακρυσμένους και έρημους τόπους, όπου ήκουεν ότι ευρίσκονται αρχαιολογικά ερείπια, εξοδεύων εξ ιδίων και δία τους εκάστοτε οπλοφόρους οδηγούς αυτού, τους ειδήμονας του τόπου, μισθοδοτών αυτούς, εκ των οικονομιών του γλίσχρου αυτού διδασκαλικού μισθού… περιηγήθη πολλά μέρη… συλλέγων ύλην επί τόπου περί πάντος αφορώντος την Καππαδοκίαν»67.
Ο Λεβίδης είναι ο πρώτος που αντιμετώπισε ισότιμα την
τουρκόφωνη και την ελληνόφωνη προφορική παράδοση της Καππαδοκίας θεωρώντας την ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Πίστευε ότι η Μικρά Ασία υπήρξε πέρασμα και τόπος εγκατάστασης διαφόρων λαών σε διάφορες
65
.Ο.π., 253, 256, 258‐261. . Γ.Ασκητόπουλος, «Υπόμνημα περί της εν Φλαβιανοίς Μονής του Τιμίου Προδρόμου και του Αναστασίου Λεβίδου», Πρακτικά Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 3 (1938), ξθ’ – ογ’. 67 . Ιωάννα Πετροπούλου, Χειρόγραφα πριν το 1922, 246. 66
59
εποχές και είναι φυσικό η παράδοσή της να φέρει πολλαπλές πολιτισμικές προσμίξεις. Ενώ για την τουρκοφωνία των Καππαδοκών λέει τα εξής: «αὐτός προεθέμην ἳνα ὡς μικρός ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μοῦ, μικράν τινά ὑπηρεσίαν ἀποδῶ ὡς ὀφείλημα τῇ κρίμασιν οἷς οἷδε Κύριος τήν πάτριον ἀπολεσάσῃ φωνήν φίλῃ πατρίδι»68.
Εικόνα 6. Αναστάσιος Λεβίδης, Ι.Πετροπούλου, «Ο εξελληνισμός-εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία του 19ου αιώνα», Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988-1989), 182.
Ο Λεβίδης ανέπτυξε και ενεργό δράση με θετικά αποτελέσματα και
εναντίον των προσηλυτιστών, προτεσταντών και καθολικών, που απειλούσαν το ορθόδοξο ποίμνιο της Καππαδοκίας βοηθώντας προθύμως τον Μητροπολίτη Ιωάννη στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Με την μεσολάβηση του επέστρεψαν στην ορθοδοξία 27 μαθητές που φοιτούσαν σε σχολή προτεσταντών στο Ζιντζίντερε και 40 οικογένειες στα Στέφανα που είχαν παρασυρθεί και είχαν δεχθεί τον προτεσταντισμό69.
Ο σοφός διδάσκαλος τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τυφλός και
ημιπληγικός λόγω εγκεφαλικού, χτυπήθηκε από την μοίρα, όταν έχασε τον υιό του, ιατρό Φιλάρετο Λεβίδη, και έβρισκε παρηγοριά στην μελέτη των θείων και των επιστημονικών θεμάτων. Πέθανε πλήρης ημερών το 1918. Ήταν αξιομίμητο παράδειγμα ευσυνείδητου διδασκάλου, αξιόλογου 68 69
. Η.Αναγνωστάκης‐Ε.Μπαλτά, ο.π., 59‐61. . Αναστάσιος Λεβίδης, Συμβολαί εις την ιστορίαν του προσηλυτισμού, 254‐255.
60
συγγραφέως πολύτιμων συγγραμμάτων και ενθουσιώδους ερευνητή των βυζαντινών μνημείων70.
Φίλιππος Αριστόβουλος Παπαγρηγορίου (1832‐1903)
Ο Φίλιππος Αριστόβουλος γεννήθηκε το 1832 στην Νεάπολη
(Νέβσεχιρ) της Καππαδικίας. Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το εισιτήριο έγγραφο που φέρει την ένδειξη «11 Αυγούστου 1849», ημερομηνία της κατάταξης του στην χορεία των μαθητών της Σχολής, τον αποκαλεί «Φίλιππο Παπαγρηγορίου». Το επίθετο «Αριστόβουλος» του δόθηκε από τον Κωνσταντίνο Τυπάλδο το 1846, μέσα στην σχολή71.
Οι γονείς του υπήρξαν φυσιογνωμίες διακεκριμένες για την
κοινωνία τους. Δέχθηκε, πολύ νέος, λόγιες επιδράσεις από το οικογενειακό του περιβάλλον. Η μεριά του πατέρα του συγγενεύει με κληρικούς και δασκάλους και από την μητέρα του είχε εκκλησιαστικές καταβολές. Πριν εισαχθεί στην Χάλκη , σπουδάζει για ένα χρόνο στη σχολή του Γεωργίου Ραφάνη , στο Φανάρι. Μέσα στην σχολή ο Αριστόβουλος όχι μόνο μελετά πολύ, αλλά από ιδιαίτερη αγάπη προς την γνώση και το βιβλίο, δημιουργεί και την προσωπική του βιβλιοθήκη, το δικό του ανθολόγιο, αντιγράφοντας επιμελώς όσα κείμενα και βιβλία τον ενδιέφεραν, καθώς, λόγω κόστους, η αγορά τους του ήταν αδύνατη72
Το 1856 απεφοίτησε με βαθμό άριστα και επέστρεψε στην πατρίδα
του για να αναλάβει την διεύθυνση των ελληνικών εκπαιδευτηρίων Νέβσεχιρ, με τα οποία συνέδεσε ολόκληρη την ζωή του, αφού εργάσθηκε εκεί για σαράντα χρόνια προσφέροντας πολλά. Είχε να αντιπαλέψει με 70
. Γ.Ασκητόπουλος, ο.π., ξθ’ – οδ’. . Ιωάννα Πετροπούλου, Ο εξελληνισμός‐εξαρχαϊσμός,175. 72 . Της ιδίας, Φιλίππου Αριστοβούλου, Ανθολόγιο, 188‐196. 71
61
πολλές δυσχέρειες , απαρχαιωμένες αντιλήψεις, κομματικές έριδες και πικράθηκε πολλές φορές αλλά ουδέποτε διενοήθη να παραιτηθεί . Ο Αριστόβουλος είχε πολλά χαρίσματα, ακάματος, δραστήριος, μετριόφρων, ειρηνοποιός αλλά κυρίως είχε πνεύμα αυταπάρνησης και εθελοθυσίας. Πάντοτε, προέτασσε το καλό της κοινότητας έναντι του δικού του συμφέροντος. Κήρυττε αδιαλείπτως τις Κυριακές και στήριζε τον λαό στην πίστη και στα πάτρια, ώστε η Νεάπολη επί των χρόνων του, μόνη σχεδόν αυτή, έμεινε απρόσβλητος από τις ποικίλες προπαγάνδες73. Μια φορά περπάτησε τρεις ώρες την νύχτα για να πάει σε γειτονικό χωριό και να πείσει μια κοπέλα «χλιαράν τῇ πίστει» να μην ασπαστεί τον Ισλαμισμό, όπως σκόπευε. Όντως, κατάφερε να την μεταπείσει74. Υπήρξε, λοιπόν, υπόδειγμα διδασκάλου και δικαίως τον ανακήρυξαν Μέγα Διδάσκαλο της Κοινότητος.
Υπό την διεύθυνση του Αριστοβούλου τα σχολεία γνώριζαν όλο και
πιο μεγάλη ακμή. Με την βοήθειά του ιδρύθηκαν παρθεναγωγεία και νηπιαγωγείο. Η πρόοδος ήταν τέτοια που μέσα σε λίγα χρόνια σ’ όλα τα εκπαιδευτήρια συνολικά υπήρχαν άνω των 1200 μαθητών και μαθητριών. Με τον Αριστόβουλο συνεργάσθηκαν άξιοι δάσκαλοι, όπως ο Γαβριήλ Παπαρχαγγέλου, ο οποίος ήταν και στενός του φίλος, ο Ιωάννης Φήμιος, ο Πορφύριος Μαρτίνος, ο Ελευθ. Κοντόπουλος κ.α. Το 1893, μετά από 37 χρόνια επιτυχούς διδασκαλίας, υπέβαλε λόγω γήρατος την παραίτησή του από την διεύθυνση των εκπαιδευτηρίων, ανέλαβε όμως αμισθί την διδασκαλία των θρησκευτικών μαθημάτων και συνέχισε να κηρύττει στην Εκκλησία75.
Εκτός από το διδακτικό έργο του, ο Φ. Αριστόβουλος εργάσθηκε
πολύ για τον συστηματικό καταρτισμό της κοινοτικής βιβλιοθήκης της Νεάπολης. Όταν ανελάμβανε την διεύθυνση των σχολών , η βιβλιοθήκη αυτή είχε 250 τόμους βιβλίων, και όταν αυτός πέθαινε αριθμούσε 1300 τόμους76. Εξέδωσε την μετάφραση του «Γεροστάθη» του Λέοντος Μελά στα καραμανλίδικα, Ηθικές ομιλίες στις Αποστολικές περικοπές των Κυριακών και στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια» την βιογραφία του
73
. Ι. Γεωργίου, «Η εν Καππαδοκία Νέβσεχιρ»,Μ.Χ. 1 (1938),450‐451 . Μανουήλ Ι. Γεδεών, Αποσημειώματα, 104. 75 . Ι. Γεωργίου, ο.π., 452‐456. 76 . Χρίστος Σολδάτος, ο.π., 66. 74
62
Μητροπολίτη Χαλεπίου Θεοκτίστου, που ήταν θείος του77. Ο Αριστόβουλος
αλληλογραφούσε
και
κρατούσε
αντίγραφα
της
αλληλογραφίας του. Έτσι, υπάρχουν τρεις τόμοι στο Κ.Μ.Σ. με άφθονα στοιχεία για τα εκπαιδευτικά πράγματα της Καππαδοκίας, που καλύπτουν τα έτη από το 1852 μέχρι το 190378. Η αλληλογραφία του είναι ενδιαφέρουσα και γιατί φρόντιζε να αλληλογραφεί με πρόσωπα που διέθεταν κοινωνική εμβέλεια, διακεκριμένα έξω από το επαρχιακό δίκτυο των Καππαδοκών, και γεωγραφικά εκτείνονταν από την Οδησσό ως την Μασσαλία79.Ο σοφός και αγαπητός σ΄ όλους διδάσκαλος απεβίωσε τον Αύγουστο του 190380.
Εικόνα 7. Φίλιππος Αριστόβουλος, Α.Ε. Καραθανάσης, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2001, 183.
77
. Μανουήλ Ι. Γεδεών, ο.π., 104. . Ιωάννα Πετροπούλου, Χειρόγραφα πριν το 1922, 247,250‐251. 79 . Της ιδίας, «Μανουήλ Γεδεών‐Ευγένιος ιερεύς: η Ζωοδόχος Πηγή [1896] ή Λόγος περί του βιβλίου», Δ. Κ. Μ. Σ. 10(1993‐1994),181. 80 . Μανουήλ Γεδεών, ο.π.,105. 78
63
Νικόλαος Σ. Ρίζος (1838‐1895)
Ο Νικόλαος Ρίζος γεννήθηκε στη Σινασό το 1838. Ήταν υιός του
Σεραφείμ Ρίζου. Σπούδασε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με την αποφοίτηση του συνέγραψε και εξέδωσε τα Καππαδοκικά του.
Κληρονόμησε όλες τις αρετές του πατέρα του αλλά όχι και την
περιουσία, η οποία δυστυχώς είχε καταστραφεί εξαιτίας διαφόρων ατυχών εμπορικών επιχειρήσεων. Είχε όμως μεγάλη παιδεία και ευρείες επιστημονικές γνώσεις. Μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση τον οποιοδήποτε συνομιλητή του είτε ήταν θεολόγος, είτε νομικός, είτε φιλόλογος, είτε ιατρός. Ήταν έξοχος ρήτορας, δεινός συζητητής και άριστος σύμβουλος των κατά καιρούς μητροπολιτών Καισαρείας. Η γνώμη του ήταν σεβαστή απ’ όλους και την ζητούσαν ακόμη και διοικητές του νομού Ικονίου. Ο βίος του ήταν μια αέναος μελέτη και δράση υπέρ της πατρίδος. Πολλές φορές πικράθηκε από συμπεριφορές συμπατριωτών του, αλλά δεν λάμβανε υπόψιν τίποτα μπροστά στο γενικό καλό, ούτε φείδονταν χρημάτων, αν και είχε λίγα, ούτε κόπου, αν και ήταν ασθενικός, ούτε υπολόγιζε υψηλές θέσεις, αν και κατείχε. Με τα επιχειρήματά του αποστόμωσε και ξένους ιεραποστόλους που είχαν έρθει για προσηλυτισμό στη Σινασό. Το σπίτι του ήταν εντευκτήριο όλων των ανωτάτων κυβερνητικών υπαλλήλων και ο ξενώνας κάθε επισκέπτη της Σινασού81. Είχε δύο γιούς, τον Ρίζο και τον Σεραφείμ. Δυστυχώς, το 1895 ασθένησε, αντιμετώπισε όμως στωικά την ασθένειά του και δεν έπαψε μέχρι και την τελευταία μέρα να ενδιαφέρεται για την πατρίδα του. Ο θάνατός του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη όχι μόνο στη Σινασό αλλά και σε όλη την Καππαδοκία82.
Η προοδευτική του σκέψη που ωφέλησε πολύ τη Σινασό
αποδεικνύεται και από την έκκλησή του προς τους συμπατριώτες του: «Πόσην ωφέλειαν, πόσα αγαθά θέλει επιφέρει το σχολείον των κορασίων εις Σινασόν, όπου η μητρική γλώσσα είναι η Ελληνική! ας γνωρίζωσιν οι
81
. Το αρχοντικό της οικογενείας Ρίζου, διατηρείται από τις τοπικές αρχές σε σχετικά καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα στη Τουρκία και χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως. 82 . Ι.Σαραντίδης Αρχέλαος, Η Σινασός, 103‐104.
64
κάτοικοι της Σινασού καλώς ότι, άνευ παρθεναγωγείου φρούδα τα σχολεία, φρούδος ο πολιτισμός και προσωρινή μόνο η πρόοδος αυτών»83.
Εικόνα 8. Νικόλαος Ρίζος, Ευαγγελία Μπαλτά, Σινασός εικόνες και αφηγήσεις, Κ.Μ.Σ. Αθήνα 2004, 155.
Το έργο του, Καππαδοκικά, Κωνσταντινούπολη 1856, αποτελεί το
καππαδοκικό σύγγραμμα που αποκαλύπτει στο ελληνόγλωσσο αναγνωστικό κοινό την ύπαρξη περιοχών της Καππαδοκίας, όπου ομιλείται μια μορφή ελληνικών. Προσπαθεί να ανατρέψει έτσι την εικόνα της απόλυτης τουρκοφωνίας στην Καππαδοκία. Με υπερηφάνεια αναφέρεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου οι κάτοικοί της «ομιλούσιν την απλοελληνικήν αρκετά καλώς, οι πλείστοι δε αγνοούσι και την οθωμανικήν»84. Βασική πηγή του είναι το έργο του Κυρίλλου Μητροπολίτη Ικονίου, και όπως γράφει «εκ των νεωτέρων δε παρ’ ουδενός ηρανίσθην, εκτός
του
πονήματος
του
αοιδήμου
Κυρίλλου
Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως»85. 83
. Ρίζος Ελευθεριάδης, Σινασός ήτοι μελέτη επί των ηθών και εθίμων αυτής, Αθήνα 1879, 42. 84 . Η.Αναγνωστάκης‐Ε.Μπαλτά, ο.π., 21‐22. 85 . Νίκος Ρίζος, Καππαδοκικά ήτοι δοκίμιον ιστορικής περιγραφής, εν Κωνσταντινουπόλει 1856, θ’. Πρόκειται για το κλασσικό και δυσεύρετο έργο του Κυρίλλου Ικονίου, κατόπιν Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου ΣΤ’, Ιστορική περιγραφή του εν Βιέννη προεκδοθέντος χωρογραφικού πίνακος της μεγάλης αρχισατραπείας Ικονίου νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα εν τω Πατριαρχικώ τυπογραφείω εν έτει 1815.
65
Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Παντελεημονίδης (1850‐1901)
Ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Παντελεημονίδης, γνωστός σ’ όλους με
το όνομα «Χατζη Παπάς», γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1850 στο Γκέλβερι (Κελλίβαρα) της επαρχίας Ικονίου από γονείς ευσεβείς, τον Παντελεήμονα και την Άννα. Έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Αφού περάτωσε τις σπουδές του στα σχολεία της πατρίδας του προσελήφθη διδάσκαλος σ’ αυτά. Μετά από επιτυχή τετραετή διδασκαλία, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Ικονίου Σωφρόνιο. Ακολούθησαν ολιγόμηνες σπουδές στη θεολογική σχολή της Χάλκης και το 1874, πρεσβύτερος πλέον, διορίστηκε Πρωτοσύγκελλος του Αγίου Χαλεπίου και ταξίδεψε στη Βηρυττό, στην Αλεξάνδρεια, στην Ιερουσαλήμ και αλλού. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε προϊστάμενος στο ναό της Αγίας Κυριακής στο Κοντοσκάλι, όπου κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση των χριστιανών και την εύνοια του τότε Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Εκάρη μοναχός στο Άγιο Όρος και μετά από λίγο ο Ικονίου Αγαθάγγελος, βλέποντας τις αρετές και τα προσόντα του, τον διόρισε ιεροκήρυκα της επαρχίας Ικονίου. Το κήρυγμά του ήταν απλό αλλά μεστό νοήματος. Μετά τον θάνατο του Αγαθαγγέλου, επέστρεψε το Γκέλβερι, όπου προσέφερε πολλά.
Επιδιόρθωσε με δικά του έξοδα 15 εκκλησίες στην περιοχή του
Γκέλβερι, έκτισε εκ θεμελίων την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και επιστάτησε το 1885 στην ανοικοδόμηση του κεντρικού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Κατασκεύασε δρόμο για να διευκολύνει τη συγκοινωνία του χωριού του και επιμελήθηκε την επέκταση του σχολείου της πατρίδος του. Μέχρι το τέλος της ζωής του υπήρξε ιδιαιτέρως ελεήμων σ’ όσους είχαν ανάγκη χρημάτων. Εργάστηκε και υπέρ της πνευματικής προόδου της περιοχής, βοηθώντας στις σπουδές τους απόρους νέους. Προσπάθησε να καταπολεμήσει την αμάθεια του κλήρου, την οποία θεωρούσε αιτία της αυξανόμενης θρησκευτικής αδιαφορίας, κτίζοντας μοναστήρι, όπου οι υποψήφιοι κληρικοί θα προετοιμάζονταν καλύτερα μελετώντες.
Το 1896 επέστρεψε στο Ικόνιο και αφοσιώθηκε στο ποιμαντικό και
κοινωνικό του έργο. Κατόρθωσε και συνέλεξε χρήματα για την διεύρυνση 66
του ναού της Μεταμορφώσεως, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να φέρει εις πέρας το έργο αυτό. Έχτισε όμως τουλάχιστον, καινούργιο ωραίο κωδωνοστάσιο στη θέση του παλαιού μικρού σήμαντρου που είχε ο ναός.
Ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης τον Ιανουάριο του 1901 στην
υπερπροσπάθεια του να συλλέξει το απαιτούμενο ποσό για την ενίσχυση της εκκλησίας και των εκπαιδευτηρίων της κοινότητας του, οργάνωσε έρανο στον οποίο συμμετείχε και ο ίδιος. Εξαιτίας όμως του δριμύτατου ψύχους προσβλήθηκε από περιπνευμονία και παρά τις προσπάθειες των ιατρών, απεβίωσε στις 24 του μηνός σε ηλικία μόλις 50 ετών. Ο θάνατος, αυτού του αληθινού πνευματικού πατέρα και προστάτη, βύθισε στη θλίψη και στο πένθος ολόκληρο το Ικόνιο.
Διέθεσε, σύμφωνα με την διαθήκη του, την περιουσία του στους
κληρονόμους του κατά το εν τρίτο, στην κοινότητα Ικονίου και υπέρ του μοναστηρίου της Μεταμορφώσεως. Δυστυχώς, η επιθυμία του για την επέκταση της Μονής δεν πραγματοποιήθηκε γιατί κάποιοι προύχοντες της περιοχής δεν αξιοποίησαν σωστά την περιουσία του.
Εικόνα 9. Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Παντελεημονίδης, Μ.Νομίδης, «Ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Παντελεημονίδης», Ξενοφάνης 6 (1906), 254.
Τιμήθηκε από την κοινότητά του με τον τίτλο του Μεγάλου Ευεργέτη και από την κυβέρνηση με το παράσημο δ’, μεδζηδιέ ,αλλά κυρίως τον τίμησε η αγάπη και η εκτίμηση όλων των πιστών, ακόμα και αυτών που διαφωνούσαν μαζί του για διάφορα θέματα86. Στο Κ.Μ.Σ φυλάσσονται κάποια χειρόγραφά του, όπως η αυτοβιογραφία του, χωρογραφία της
86
. Μιχ. Α. Νομίδης, «Ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Παντελεημονίδης», Ξενοφάνης 6 (1906), 255‐262.
67
περιοχής Γκέλβερι, κατάλογοι συσκευών και αντικειμένων και άλλα γραμμένα στα ελληνικά και στα καραμανλίδικα87. Αβράμιος Ομηρόλης (1799‐1833)
Ο Αβράμιος Ομηρόλης γεννήθηκε το 1799 στο Ανδρονίκιο της
Καππαδοκίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αβραάμ Ομουρλόγλου δηλαδή Πολυχρονιάδης ή Ομηρλόγλης όπως έλεγε ο ίδιος. Σε μια επιστολή του προς τον μαθητή του, Χρήστο Νικολαϊδη‐Φιλαδελφέα γράφει σχετικά: «Δεν έχει κανείς την άδειαν να ρίψη ή χαρίση από ιδικά του εν λ και εν γ, ενώ άλλοι λαμβάνουν ολόκληρα ξένα ή νέα επωνύμια; Υπεγραφόμην Καισαρεύς εώς τώρα, διότι όυτω μ’ εγνώριζε και με ωνόμαζεν η Σμύρνη, το αυτό όμως να βαλθή και εις τύπον, και να με ακολουθήση παντού, δεν το έβρισκες εύλογον βέβαια»88. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν έμπορος και η μητέρα του Αικατερίνη μια γυναίκα συνετή και σώφρων. Από μικρός διέφερε από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του στην σεμνότητα, στην πραότητα και στην ευφυΐα.
Σε ηλικία μόλις 12 ετών και αφού είχε διδαχθεί τα πρώτα γράμματα
στην πατρίδα του δείχνοντας εξαιρετική πρόοδο, ο πατέρας του τον στέλνει στη Σμύρνη για να σπουδάσει δίπλα στον Κ. Οικονόμο και τον Κ. Κούμα. Σύντομα κερδίζει με την φιλομάθεια, την πρόοδο και την αψεγάδιαστη συμπεριφορά του, την εύνοια και την αγάπη των καθηγητών του και γίνεται ο κορυφαίος των μαθητών της Σχολής. Επιστρέφει το 1819 για λίγο χρόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και μετά εργάζεται μαζί με τον πατέρα του για λίγο ως έμπορος βάμβακος στη Σμύρνη. Όμως η μοίρα τον προόριζε για ανώτερα πράγματα. Μετά την αναχώρηση των Κούμα και Οικονόμου τον καλούν να αναλάβει την διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής. Με αγώνες 5 ετών, επιμονή και 87
. Ιωάννα Πετροπούλου, ο.π., 252. . Χρ.Νικολαϊδης Φιαλδελφέας, «Προσθήκαι τινές εις την βιογραφίαν Αβραμίου του Ομηρόλου υπό του μαθητού και φίλου αυτού Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως», Όμηρος 2 (1874), 12. 88
68
υπομονή καταφέρνει να μετατρέψει το χάος και την αταξία, που είχε επικρατήσει, σε τάξη. Όλη η Σμύρνη αναγνώρισε τις προσπάθειες του. Άλλωστε, ολόκληρος ο δημόσιος βίος του στη Σμύρνη ήταν μια σειρά αγαθοεργιών προς τους πάντες89. Με την ανάληψη της διεύθυνσης της Σχολής προέβη στην αναδιοργάνωσή της. Ένωσε τους μαθητές που είχαν χωριστεί και τους διήρεσε ανάλογα με τις ικανότητες τους σε τάξεις. Προσέλαβε καινούργιους καθηγητές και εισήγαγε την διδασκαλία της αγγλικής και της γαλλικής και σύστησε εντός της Σχολής αλληλοδιδακτικό σχολείο. Υπό την διεύθυνσή του η Σχολή γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή της και έφτασε σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος ως ισότιμη με τα Γυμνάσια της Ελλάδος και οι απόφοιτοι της εγγράφονταν χωρίς εξετάσεις στο Εθνικό Πανεπιστήμιο90.
Με δική του πρωτοβουλία, περιμάζεψε ένα από τα μικρά
τυπογραφεία που υπήρχαν επηρεασμένος και από τις συνεχείς συμβουλές και προτροπές του Αδαμαντίου Κοραή, με τον οποίο διατηρούσε συχνή αλληλογραφία και ο οποίος του υπενθύμιζε συνεχώς, ότι η Σμύρνη πρέπει να αποκτήσει αξιόλογο τυπογραφείο, και το 1831 εκδίδεται η πρώτη σε ελληνική γλώσσα εβδομαδιαία εφημερίδα από Άγγλους ιεραποστόλους, με τον τίτλο «Φίλος των Νέων» που κυκλοφόρησε μόνο 11 φύλλα και το 1832 «Αστήρ εν τη Ανατολή». Η πρώτη ελληνική εφημερίδα της Ανατολής, ένα φύλλο ευρείας κυκλοφορίας, θα τυπωθεί το 1832 από τον ίδιο τον Ομηρόλη με τον τίτλο Μνημοσύνη που κυκλοφόρησε 34 φύλλα91! Στα ίδια πιεστήρια τυπώνει και το 1834 το έργο του Δοκίμιον Επιστολικών Κανόνων, το οποίο αφιερώνει στον βασιλιά της Ελλάδος Όθωνα.
Το ίδιο έτος, ο Πατριάρχης Κωνστάντιος τον καλεί να αναλάβει την
εμπορική σχολή της Χάλκης, η οποία βρισκόταν σχεδόν υπό διάλυση με ελάχιστους μαθητές. Ο Αβράμιος πείθεται92 και εγκαθίσταται στο Εκπαιδευτήριο. Απομακρύνει τους ανεπίδεκτους και ανάγωγους μαθητές, 89
. Σεραπίων Ιωαννίδης Ανδρονικεύς, «Αβράμιος Ομηρόλης», Όμηρος 1 (1873), 589‐592. . Α.Αναστασιάδης, «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης», Μ.Χ. 1 (1938), 97. 91 . Αγγελική Στεργίου, Σελίδες από την Μικρά Ασία, Θεσσαλονίκη 2006, 165‐166. 92 . Στην εκούσια αποχώρησή του από την Ευαγγελική Σχολή φαίνεται ότι συνετέλεσε και η αγνώμων συμπεριφορά του μαθητή του και υποδιδασκάλου της Σχολής Βενέδικτου Κωνσταντινίδη, που έκανε πολύ άσχημους τους όρους της παραμονής του εκεί, βλ. Γ.Βαλέτας, «Σελίδες από την πνευματική ιστορία της Σμύρνης», Μ.Χ. 2 (1939), 206‐207. 90
69
σωφρονίζει τους υπόλοιπους και συντάσσει κανονισμό λειτουργίας της Σχολής. Διδάσκει αρχαία ελληνική γραμματεία, την οποία κατέχει όσο λίγοι, αλλά και γεωμετρία και άλγεβρα. Κοιμάται λίγες ώρες και εργάζεται ασταμάτητα. Φροντίζει σαν πατέρας τους μικρούς μαθητές του και επιτηρεί την ηθική διαγωγή των μεγαλυτέρων. Εξοπλίζει την Σχολή με όργανα φυσικής και αστρονομίας. Κατευνάζει τις έριδες που ανακύπτουν μεταξύ των εφόρων της Σχολής. Δυστυχώς όμως το 1839 προσβάλλεται από εγκεφαλίτιδα και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ιατρών της Κωνσταντινούπολης, όπου μετεκομίσθη, δεν σώθηκε. Ο θάνατός του συγκλόνισε τους πάντες και ιδίως τους μαθητές του.
Συγκινητικοί και γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς τον σοφό διδάσκαλο
Ομηρόλη είναι οι επικήδειοι λόγοι που εκφωνήθηκαν. Ο μαθητής του Ξενοφών Ζωγράφος λέει: «Αλλά που είσαι και εσύ κλεινέ της Καππαδοκίας υιέ Αβράμιε Ομηρόλη! Το αγλάϊσμα της Σμύρνης, το κλέος και η δόξα της Σχολής ταύτης! Αναζητεί σε η Σμύρνη σου, αναζητεί σε πένθιμος και μελανειμονούσα η έδρα σου!»93. Λέει και ο μαθητής του Π. Πασπαλλής: «Ο ανήρ ούτος αναδέχεται τας ηνίας της Ευαγγελικής Σχολής, νεκράς ούσης, την τελειοποιεί, την εμψυχώνει, την ανασταίνει και την κατασταίνει εις το διάστημα της εκεί σχολαρχίας του εστίαν των φώτων Ασίας και Ελλάδος… Γλυκύς, ειρηνοποιός και ευπροσήγορος διήλθε σωκρατικήν ζωή εις την εν Σμύρνη σχολαρχίαν, από όλους αγαπώμενος, και υπό όλους επαινούμενος»94.
Όνειρό και του ιδίου ήταν άλλωστε όπως έγραψε το 1834 να
καταστήσει την Ευαγγελική Σχολή «διδακτήριον υψηλοτέρων επιστημών, Φιλοσοφίας, ποιητών, ρητορικής κλπ ώστε οι μορφωνόμενοι και προετοιμαζόμενοι εις τα φροντιστήρια να μεταβαίνωσιν εκεί και τελειοποιούμενοι εις αυτήν, να έχωσιν ολίγην ανάγκην από την Ευρώπην», ενώ προέτρεπε για την γλώσσα «εις το εξής πρώτην γλώσσαν και βάσις των σπουδασμάτων μας πρέπει να μανθάνωμεν παντού την ελληνικήν όλοι, και δι’ ανατροφής εθνικής να γινώμεθα όλοι μέλη του έθνους οικεία»95. Η απώλειά του, και μάλιστα σε τέτοια μικρή ηλικία, ήταν
93
. Σεραπίων Ιωαννίδης Ανδρονικεύς, ο.π., 593‐597. . Κώστας Παπαδόπουλος, «Δύο εξέχουσαι προσωπικότητες της Σμύρνης. Οι διευθυνταί της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης˙ Νεοκλής Παπάζογλου και Βενέδικτος Κωνσταντινίδης», Μ.Χ. 10 (1963), 419. 95 . Αβράμιος Ομηρόλης, Δοκίμιον Επιστολικών Κανόνων, Σμύρνη 1834, ιστ’. 94
70
πράγματι μεγάλη γιατί είχε να προσφέρει πολλά ακόμα στην πνευματική πρόοδο της Σμύρνης αλλά και όλης της Μικράς Ασίας. Ευαγγελινός Μισαηλίδης (1820‐1890)
Ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης γεννήθηκε στην Κούλα (Κολόη), μια
πόλη μεταξύ Φιλαδελφείας και Ουσάκ, στην δυτική Μικρά Ασία το 1820 και πέθανε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην ιδιαίτερή του πατρίδα. Μετά πήγε για ελληνικές και τουρκικές σπουδές στη Σμύρνη και για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα. Αφού πήρε το πτυχίο της φιλοσοφικής σχολής, τοποθετήθηκε στη συνέχεια στο Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας
ως
ειδικός
μεταφραστής.
Αργότερα,
επιστρέφοντας στη Σμύρνη, κάνει τον διδάσκαλο της τουρκικής, και από το 1845 εώς το 1847 βγάζει το πρώτο του βιβλίο στα καραμανλίδικα. Στη συνέχεια το «Ρεσιμλί» (εικονογραφημένο), το «Μεκτρυίαι Φουνούν Σαρκιέ» το 1849 και τέλος το «Σαρκ» και «Ανατολή» εβδομαδιαίες εφημερίδες.
Το
1850,
πηγαίνοντας
στην
Κωνσταντινούπολη,
εξακολούθησε να βγάζει την εφημερίδα «Ανατολή», τρεις φορές την εβδομάδα, της οποίας οι εκδόσεις συνεχίστηκαν και μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο96.
Η «Ανατολή» δεν ήταν μια απλή εφημερίδα που περιείχε απλώς
πολιτικές ειδήσεις, αλλά ένας πραγματικός θησαυρός γνώσεων με θέματα ιστορίας, γεωγραφίας, φυσικής, όλων των επιστημών και των τεχνών και γι’ αυτό ιδιαιτέρως σημαντική για τους τουρκόφωνους αναγνώστες, και αποτελούσε γι’ αυτούς συνδετικό κρίκο με τον υπόλοιπο ελληνισμό97.
96
. Ι.Δορουκίδης, «Το ʺκαραμανλήδικοʺ γλωσσικό ιδίωμα και η ʺκαραμανλήδικηʺ φιλολογία. Μαρτυρία», στο Πρώτο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002, 349. 97 . Ιωακείμ Βαλαβάνης, Μικρασιατικά, Αθήνα 1891, 72‐73.
71
Ο εκδοτικός οίκος του Ευαγγελινού Μισαηλίδη έφερε την επωνυμία
«Μισαηλίδης και Ανατολή». Ήταν κέντρο των εκδόσεων στα καραμανλίδικα μαζί με την εφημερίδα «Ανατολή» και εώς το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα διέθεσε στη διάλεκτο αυτή 55 βιβλία, τα περισσότερα θρησκευτικού περιεχομένου98 αλλά και κοσμικά βιβλία, όπως οι λαϊκές φυλλάδες του Μ.Αλεξάνδρου, Γενοβέφας, Κιόρογλου, Νασδρεντίν Χότζα, μυθιστορήματα (Ροβινσών Κρούσος, Κόμης Μοντεχρήστος, Γεροστάθης του Λέοντος Μελά κ.α.), κανονισμούς καππαδοκικών συλλόγων της Κωνσταντινουπόλεως, κείμενα οθωμανικού δικαίου και πρωτότυπα έργα99.
Ο Μισαηλίδης , όταν ήταν στην Σμύρνη, άρχισε τις εκδόσεις του με
το βιβλίο «Irfanname» στην τουρκική. Μέχρι το τέλος του βίου του δεν άφησε ποτέ την πένα από το χέρι του και έκανε πολλές μεταφράσεις από την ελληνική και γαλλική γλώσσα. Θεωρείτο, από τους πιο πολυγραφώτατους Ρωμιούς των τελευταίων ετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1986 οι Τούρκοι επανέκδοσαν το βιβλίο του «Ταμασαλί Δουνγιά», το σπουδαιότερο του συγγραφέως. Στον πρόλογο γράφει ο Τούρκος μετάφραστής ότι, όταν πρόκειται για ιστορικά γεγονότα ο πανέξυπνος Μισαηλίδης τα παρουσιάζει διαφορετικά γιατί «προσπαθεί με κάθε τρόπο και κάνει το πάν για να βοηθήσει, να ενθαρρύνει και να προβάλει τους τουρκόφωνους ομοεθνείς και χριστιανούς αδελφούς του που ζουν μέσα στο πλήθος των Μουσουλμάνων Τούρκων. Όλα αυτά μέσα στα επιτρεπτά όρια του Τανζιμάτ (των μεταρρυθμίσεων), που ίσχυαν τότε». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που σημειώνει:«υπάρχουν πολλά ακόμη να ειπωθούν, αλλά μερικά δεν λέγονται και μερικά δεν επιτρέπονται».
Για την μεγάλη του δραστηριότητα στα γράμματα έλαβε: α) το
αξίωμα του “Μilli Egitimei’’ από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, β) το ‘’ Pasa Unvanni” από το Οθωμανικό κράτος και γ) παρασημοφορήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση100.
Ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης για 50 χρόνια προσέφερε σπουδαίες
υπηρεσίες στο έθνος και κυρίως στους τουρκόφωνους της Μ. Ασίας. Διατήρησε ζωντανό το συναίσθημα της ελληνικής καταγωγής στους 98
. Ι.Δορουκίδης, ο.π., 349. . Αθ.Ε.Καραθανάσης, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2001, 178‐179. 100 . Ι. Δορουκίδης, ο.π.,348‐350. 99
72
ορθοδόξους συμπατριώτες του στην Αττάλεια, την Καππαδοκία, την Λυκαονία και την Φρυγία. Ελάχιστοι αρχιερείς εργάσθηκαν κατά τον 19ο αιώνα όσο ο Μισαηλίδης για την αναβίωση και την συντήρηση του υποδούλου Μικρασιατικού Ελληνισμού101. Θεωρούσε ότι η εκπαίδευση είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα έπρεπε να χτιστεί το μέλλον των Ρωμιών της Ανατολής και γι΄ αυτό έλεγε:«Ε, εσείς Ρωμιοί Ανατολίτες, μαζέψτε το μυαλό στο κεφάλι σας και αποκτήστε γνώση όσο είναι καιρός˙ ανοίξτε σχολεία…ενώ οι συμφορές που υπέστησαν Ρωμιοί της Ανατολής, δεν συνέβησαν σε κανένα άλλο έθνος, αυτοί συνέχισαν και τις θρησκευτικές τους ακολουθίες και την εθνικότητά τους. Εύγε, χίλιες φορές εύγε ! Και μάλιστα, σε δύσκολους καιρούς, για να αποδείξουν ότι είναι απόγονοι ευγενικού και αρχοντικού έθνους , ίδρυσαν σχολεία και ιεροδιδασκαλεία , με κάθε δυνατό τρόπο στις οπές και στα πηγάδια της γης»102. Ο Μισαηλίδης υπήρξε πράγματι , κορυφαία πνευματική, συγγραφική, εκδοτική προσωπικότητα του Μικρασιατικού Ελληνισμού με μεγάλη προσφορά στο Έθνος.
Εικόνα 10, Ευαγγελινός Μισαηλίδης, Ι. Δορουκίδη, Μικρασιατικός Ελληνισμός, Θεσσαλονίκη 1998,201.
101 102
. Μανουήλ Ι. Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου,13‐14. . Σ. Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2005,220.
73
Ιωακείμ Βαλαβάνης (1858‐1921)
Ο Ιωακείμ Βαλαβάνης γεννήθηκε το 1858 στο Αραβάνι της
Καππαδοκίας και απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1921, σε ηλικία 63 ετών. Οι γονείς ήταν φτωχοί. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν ιχθυέμπορος, μετέφερε ψάρια από μια λίμνη κοντά στο Ικόνιο στο Μεταλλείο του Ταύρου και τα πουλούσε στους μεταλλωρύχους. Ο πατέρας του αγαπούσε πολύ την παιδεία και γι’ αυτό φρόντισε όλα τα παιδιά του να μάθουν γράμματα, ακόμη και οι κόρες του, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Καππαδοκία, στα
Μεταλλεία του Ταύρου και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωστοί και συμπατριώτες του θέλησαν να του μάθουν την τέχνη του πηγαδά. Όμως, γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι η μελέτη τον ενδιαφέρει περισσότερο και σκέφθηκαν ότι πρέπει να τον σπουδάσουν.
Την εποχή εκείνη ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Β’ είχε προκηρύξει
διαγωνισμό για μία υποτροφία στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ο Ιωακείμ έλαβε μέρος και ήρθε πρώτος. Μετά ακολούθησαν σπουδές Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου κατάφερε να κερδίσει και άλλη υποτροφία. Ως φοιτητής εργαζόταν παράλληλα ως διορθωτής και συνεργάτης σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια της εποχής εκείνης, όπου δημοσίευσε διάφορες μελέτες του. Το 1889 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλολογίας και το 1891 εξέδωσε τα Μικρασιατικά , στα οποία περιγράφονται τα ήθη και τα έθιμα του Αραβανίου και γενικά όλης της Καππαδοκίας.
Κατόπιν, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διορίσθηκε
καθηγητής στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο και το Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου και ύστερα στο Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και την Σχολή Γλωσσών. Τέλος, το 1903 διορίσθηκε καθηγητής στην Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη εκδίδει το
Αναγνωσματάριον εκ του Ηροδότου, το οποίο και βραβεύεται από τον
74
Ελληνικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως στον Καραπάνειο αγώνα του 1834, την Νεοελληνική Κιβωτό σε τρεις τόμους, η οποία περιέχει έργα νέων Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων, τα Απανθίσματα Ελληνικών Γραμμάτων , που περιέχουν την Κύρου Ανάβασιν του Ξενοφώντος, την προς Δημόνικον Παραίνεσιν του Ισοκράτη, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντος, τον Επιτάφιο του Λυσίου και τον Αρεοπαγητικόν του Ισοκράτη.
Το 1919 επεδίωξε να διορισθεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών. Ο τότε Υπουργός Παιδείας Σ. Σίμος τον παρουσίασε στον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος όμως τον απέτρεψε να εγκατασταθεί στην Αθήνα γιατί, όπως εξήγησε, σύντομα η Ελλάδα θα καταλάμβανε την Κωνσταντινούπολη ή θα διεθνοποιούνταν άρα θα ήταν πιο χρήσιμος εκεί.
Δημοσίευσε διάφορες μελέτες του στις εφημερίδες «Νεολόγος» και
«Ταχυδρόμος» της Πόλης. Ήταν μειλίχιος στους τρόπους, καταδεκτικός και φιλόπατρις. Ήταν νυμφευμένος με την Πολυξένη Γεράρδου, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.
Εικόνα 11. Ιωακείμ Βαλαβάνης .Δ. Φωστέρης,«Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μ.Χ.6(1955),379.
Μετά τον θάνατό του το 1922, καταζητήθηκε από τους Τούρκους γιατί είχε υπογράψει μαζί με άλλους, όπως ο Λόυδ Τζώρτζ και ο Κλεμανσώ, υπόμνημα των αλύτρωτων Ελλήνων , για την παραχώρηση της Μ. Ασίας στην Ελλάδα.
75
Ετάφη στο Νεκροταφείο Σισλή της Κωνσταντινούπολης, τα δε οστά
του κατατέθηκαν στο Μαυσωλείο που ανήγειραν εκεί οι τελειόφοιτοι των Ελληνικών Σχολών της Κωνσταντινουπόλεως στην μνήμη των καθηγητών τους103. Δημήτριος Μαυροφρύδης(1828‐1866)
Ο Δημήτριος Μαυροφρύδης γεννήθηκε το 1828 στο Ανδρονίκι της
Καππαδοκίας. Εξελλήνισε το επώνυμο του από Καρακάσογλου( kara=μαύρος, kas=φρύδι τουρκιστί) σε Μαυροφρύδης104.Οι γονείς του, Ιωάννης και Αναστασία, ήταν φτωχοί αλλά τίμιοι και ενάρετοι άνθρωποι. Αφού έμαθε τα κοινά γράμματα στην πατρίδα του, η μητέρα του τον έστειλε δωδεκαετή στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερες σπουδές πλάι στον σοφό θείο του Αβράμιο Ομηρόλη, ο οποίος τότε ήταν διευθυντής της Εμπορικής Σχολής της Χάλκης. Ο ξαφνικός θάνατος του Ομηρόλη όμως ανέτρεψε τα σχέδιά του. Τότε, μετέβη στην Σμύρνη και στην Ευαγγελική Σχολή, όπου φοίτησε διακρινόμενος για την φιλοπονία και το ήθος του. Μετά την αποφοίτηση του διετέλεσε την διετία 1846‐48 καθηγητής στην ίδια Σχολή. Τα επόμενα χρόνια δίδαξε την τουρκική γλώσσα στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων105.
Το 1850 πήγε στην Αθήνα και σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή
Αθηνών και το 1855 αναγορεύθηκε διδάκτωρ με την διατριβή «Περί της ελεγείας ή ελεγειακής ποιήσεως των αρχαίων Ελλήνων». Συνέχισε με σπουδές γλωσσολογίας στην Γερμανία, ως υπότροφος του Ελληνικού Κράτους. Εκεί συνέγραψε και την πραγματεία του «Δοκίμιον της Ελληνικής Γλώσσης», η οποία κέρδισε το πρώτο βραβείο σε γλωσσολογικό διαγωνισμό. Επέστρεψε στην Αθήνα και το 1861 διορίσθηκε καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. Λίγο καιρό αργότερα όμως, το 1866, πέθανε στο Μεσολόγγι. 103
. Δ.Φωστέρης, «Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μ.Χ. 6(1955),377‐380. . Ι. Πετροπούλου, Ο εξελληνισμός‐εξαρχαϊσμός, 184. 105 . Δ. Μαυροφρύδης, Περί της ελεγείας ή ελεγειακής ποιήσεως των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 1867, ε’‐στ’. 104
76
Ο Μαυροφρύδης δημοσίευσε αρκετές μελέτες σε γερμανικά
περιοδικά. Στα ελληνικά συνέγραψε την «εκλογήν μνημείων της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης» το 1866. Δημοσίευσε αρκετές ιστορικές και γλωσσολογικές πραγματείες στο περιοδικό ‘’Φιλίστωρ’’, του οποίου υπήρξε εκδότης μαζί με τους Κ. Ξανθόπουλο και Σ. Κουμανούδη. Το έργο του « Δοκίμιον της Ελληνικής Γλώσσης» εκδόθηκε μετά τον θάνατο του, από την Εφορεία της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης το 1871.
Εικόνα 12. Δημήτριος Μαυροφρύδης. Του ιδίου, Δοκίμιον της Ελληνικής Γλώσσης,Σμύρνη 1871,1.
Ο Μαυροφρύδης, ακόμα και όταν βρισκόταν μακριά από την
Σμύρνη, παρακολουθούσε την πνευματική κίνηση του ελληνικού στοιχείου. Ήταν ο πρώτος που πραγματεύθηκε το ζήτημα της ενότητος της ελληνικής γλώσσας δια της μόνης ασφαλούς μεθόδου, της γλωσσολογίας. Θεωρούσε την νεώτερη γλώσσα ως μία από τις πολλές φάσεις της αρχαίας ελληνικής. Επίσης, υποστήριζε ότι ισχυρή απόδειξη της ελληνικής μας καταγωγής αποτελεί η ίδια η ομιλούμενη γλώσσα. Υπήρξε μετά τον Κοραή, ο πρώτος που ασχολήθηκε με ζήλο με την μελέτη της μεσαιωνικής γλώσσας106.
Ο σύντομος βίος του ήταν παράδειγμα αρετής. Τον αγαπούσαν
συμμαθητές, μαθητές, καθηγητές, συνάδελφοι. Ήταν απλός, ομιλητικός, ευπροσήγορος, ευθύς και δίκαιος, απροσωπόληπτος και φιλόπατρις.
106
. Στ. Σπεράντζας, «Δημήτριος Μαυροφρύδης», Μ.Χ. 5(1952),46‐48.
77
Έπραττε πάντα το καθήκον του, για την προκοπή της πατρίδας, αθόρυβα και χωρίς έπαρση107.
107
. Δ. Μαυρoφρύδης, ο.π., ή.
78
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΤΕΡΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΛΟΓΙΟΙ Α. ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ Σεραφείμ Ρίζος (1799‐1879)
Γεννήθηκε στην Σινασό το 1799 και πέθανε το 1879. Ήταν ο
πατέρας της κοινότητας και μέγας ευεργέτης της. Ήταν άνδρας σοφός, επιβλητικός, νομομαθής, ευφραδής και γι’ αυτό γνωστός σ’ όλους τους εμπορικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης και της Ιερουσαλήμ. Ήταν άνθρωπος της δράσης, φιλόπατρις και εχθρός της αδικίας. Δεινός ρήτορας αλλά και εμπειρότατος έμπορος χαβιαριού στην Πόλη.
Διεύθυνε την κοινότητα της Σινασού επί πολλά έτη, προσφέροντας
σπουδαίες υπηρεσίες. Εισήγαγε την τάξη και την ευκοσμία στις σχολές και τις εκκλησίες και την ευνομία μεταξύ των πολιτών. Εισήγαγε την αλληλοδιδακτική μέθοδο στην ελληνική σχολή, την οποία προήγαγε σε ημιγυμνάσιο. Έδινε συχνά μεγάλα ποσά για τα εκπαιδευτήρια της περιοχής και κατήρτισε σπουδαία βιβλιοθήκη στην σχολή της κοινότητας. Επίσης, με την μεσολάβησή του προς το κράτος καταργήθηκαν επαχθείς φόροι της κοινότητας. Συνέβαλε στην οικοδόμηση του ναού των Ταξιαρχών και στην επισκευή του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου. Εν γένει έπραξε για την πατρίδα του όσα ουδείς1. Ρίζος Ελευθεριάδης (;)
Ήταν ανεψιός του Ν. Ρίζου, ιατρός και λόγιος, ζούσε στο Αδαπαζάρ
κοντά στην Νικομήδεια. Συνέγραψε το έργο «Συνασός, ήτοι μελέτη επί των ηθών και των εθίμων αυτής» στην Κωνσταντινούπολη το 1879, στο οποίο προσπάθησε να δείξει την ομοιότητα, στα ήθη, στα έθιμα, στα τραγούδια της Σινασού με αυτά της μητροπολιτικής Ελλάδος2. 1 2
. Σαραντίδης Ι. Αρχέλαος, Η Σινασός, Αθήνα 1899,97‐99. . Αθ. Ε. Καραθανάσης, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2001,15,17.
79
Αρχέλαος Σαράντης (1814‐1891)
Ο Αρχέλαος Σαράντης ή Σαραντίδης γεννήθηκε στην Σινασό.
Καταγόταν «εξ επισήμου αλλά πτωχοτάτης οικογενείας». Ασχολήθηκε με το εμπόριο και χρημάτισε δημογέροντας και επίτροπος στην σχολή της Σινασού. Ήταν πατέρας του συγγραφέα Ιω. Σ. Αρχελάου3. Γαβριήλ Σοφοκλής (;)
Καταγόταν από την Καισάρεια και διακρίθηκε ως διδάσκαλος και
σχολάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως4. Συνέταξε αλφάβητο με νεωτεριστική μέθοδο, το οποίο όμως υπήρξε αντικείμενο αυστηρής κριτικής αλλά και σάτιρας από τους συναδέλφους του5. Ως αντιπρόεδρος του Συλλόγου, αντέδρασε έντονα στις απόψεις του Γερμανού ανατολιστή A.D.Mordtmann, όταν παρουσιάστηκε στον Σύλλογο βιβλίο του, ότι δήθεν η γλώσσα των Καππαδοκών ήταν η αρχαία καππαδοκική και μετά η τουρκική και ότι οι σύγχρονοι Καππαδόκες δεν έχουν σχέση με τους υπόλοιπους Έληνες6. Γεώργιος Ραφάνης (1800‐1878)
Γεννήθηκε στο Νεβσεχίρ (Νεάπολη) της Καππαδοκίας. Σπούδασε
στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, με δάσκαλο τον Λογάδη, και αργότερα δίδαξε στην προκαταρκτική σχολή στο Φανάρι(1843‐1868)7. Δεν έγραψε κάποιο σύγγραμμα αλλά ήταν καλός δάσκαλος και τον εκτιμούσαν όλοι, ονομάζοντας την σχολή που δίδασκε, σχολείον του Ραφάνη8. Πολλοί Καππαδόκες μαθήτευσαν στην Σχολή του. Ο Ραφάνης δώρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την βιβλιοθήκη του, η οποία αποτέλεσε και τον πρώτο πυρήνα της κοινοτικής βιβλιοθήκης9. 3
. Ιωάννα Πετροπούλου, «Ο εξελληνισμός‐εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία τον 19ο αιώνα».Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988‐1989),177. 4 . Ό.π.,187. 5 . Μανουήλ Ι. Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου 1800‐1913, Αθήνα 1932, 171‐172. 6 . Η. Αναγνωστάκης‐ Ε. Μπαλτά, Η Καππαδοκία των «ζώντων μνημείων», Αθήνα 1990, 25‐ 26. 7 . Ιωάννα Πετροπούλου, ο.π.,186. 8 . Μανουήλ Ι. Γεδεών, ο.π.,80. 9 . Ι. Γεωργίου, «Η εν Καππαδοκία Νέβσεχιρ», Μ.Χ. 1 (1938),448.
80
Βασίλειος Πυλάδης (1810‐1888)
Γεννήθηκε στην Καισάρεια. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους
Σχολή με δάσκαλο τον Λογάδη. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου και έχοντας εξασφαλίσει τις υλικές προϋποθέσεις από την ενασχόλησή του με το εμπόριο, έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή του ως λόγιος στην Κωνσταντινούπολη,
στο
περιβάλλον
του
Πατριαρχείου10.
Ήταν
πολυμαθέστατος και περιζήτητος στις συντροφιές. Αν και τον θεωρούσαν φιλάργυρο, εκτύπωσε με δικά του έξοδα τα «Καππαδοκικά» του Παύλου Καρολίδη11. Ιάρδανος Καρολίδης (1836‐1906)
Γεννήθηκε στο Εντιρλίκ (Ανδρονίκι) της Καισάρειας και ήταν
αδελφός του Παύλου Καρολίδη. Εξελλήνισε και αυτός το όνομα του σε Καρολίδης από Καρλόγλου και προτίμησε το βαπτιστικό Ιάρδανος της ελληνικής μυθολογίας από το Ιορδάνης. Σπούδασε στην Σμύρνη και στην Γερμανία και δίδαξε σε διάφορα ανώτερα εκπαιδευτήρια της Πόλης. Διακρίθηκε ως Ασιανολόγος, γλωσσολόγος, σύμβουλος επικρατείας και δάσκαλος των σουλτανοπαίδων. Ήταν και συνεργάτης του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως12. Ιωάννης Κουγιουμτζόγλου(;)
Ο Ιωάννης Κουγιουμτζόγλου ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια
με την ιστορία της πατρίδας του. Στο Κ.Μ.Σ. υπάρχει ένα οδοιπορικό κείμενο του από 137 φύλλα που αποτελεί περιγραφή της πορείας του από την Μ. Ασία και καταλήγει στην Σμύρνη με ενδιάμεσους σταθμούς το «Βασίλειον της Ελλάδος, Τήνος, Σύρος, Πειραιάς, Αθήνα, διάφορα αξιοθέατα». Σε 80 περίπου φύλλα (φφ.286‐365) σημειώσεις περί Καππαδοκίας
(ελληνικά,
αγγλικά,
καραμανλίδικα),
όπου
ο
Κουγιουμτζόγλου χρησιμοποιεί βυζαντινούς χρονογράφους, περιηγητές, αρχαιολόγους. Υπάρχουν για αυτόν ορισμένα βιογραφικά γραμμένα
10
. Ιωάννα Πετροπούλου, ο.π., 184. . Μανουήλ Ι. Γεδεών, Μνεία των προ εμού 1800‐1863‐1913, Αθήνα 1934, 74‐75. 12 . Ιωάννα Πετροπούλου, ο.π., 178. 11
81
πιθανώς
από
τον
δωρητή
των
χειρογράφων
του
Α.
Κουγιουμτζόγλου(1953)13. Απόστολος Χατζηφιλιππίδης (;)
Ο Απόστολος Χατζηφιλιππίδης ήταν λόγιος από τα Σύλατα και
χειρόγραφα του απόκεινται στο Κ.Μ.Σ. Αυτά είναι:«Υμνολόγιον ήτοι εγχειρίδιον πραγμάτων και ποικίλων ασμάτων περιέχον και τινά εγκώμια ωφελιμότατα και διαγραφθέν νεοτάτι υπό Αποστόλου Λαζάρου Χαδζί Φιλιππίδης υπό του ιδίου χειρός. Εν Συλλάτης έτος 1875 τη 15 Ιανουαρίου» και το δεύτερο : Άσματα ποικίλα (60): θρησκευτικά (34), πατριωτικά(17) και έμμετρα εγκώμια(9) σε πρόσωπα , ιδρύματα. Στο εσώφυλλο σημειώνεται η χρονολογία 189814. Ανάργυρος Χρηστίδης(;)
Πρέπει να ήταν διδάσκαλος και ιεροψάλτης και φαίνεται ότι δίδαξε
σε διάφορες πόλεις της Καππαδοκίας, αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις σημειώσεις του γραμμένες σε διάφορες καππαδοκικές πόλεις. Το Σημειωματάριο που βρίσκεται στο Κ. Μ. Σ. περιέχει σημειώσεις ποικίλου περιεχομένου, Ερανίσματα περί Μικράς Ασίας, Ερανίσματα από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Έμμετρα επιγράμματα, δώδεκα παιδικά μονόπρακτα στα καραμανλίδικα, λόγους που εκφωνήθηκαν σε σχολικές εορτές προς τιμήν των αρχών του τόπου, συνταγές φαρμάκων κ.α. Τα κείμενα αυτά εγράφησαν την περίοδο 1823‐190815. Ηρακλής Μπόγδανος(1889‐;)
Υπάρχει ένα χειρόγραφο του 1909 δικό του στο Κ. Μ. Σ. με λόγο
που εκφωνείται κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου στην αίθουσα του Αμερικανικου σχολείου της Μουταλάσκης, σ’ αυτό επισυνάπτεται και η αυτοβιογραφία του γραμμένη το 196616.
13
. Α. Καραθανάσης, ο.π.,186. . Ο.π.,189. 15 . Ο.π.,189. 16 . Ιωάννα Πετροπούλου, «Χειρόγραφα πριν το 1922 στο Κ. Μ. Σ.», Δ. Κ. Μ. Σ.2(1980),261‐ 262. 14
82
Προκόπιος Φωκαΐδης(;) Στο Κ. Μ. Σ. υπάρχει ένα χειρόγραφο του δασκάλου από το Μερή Φωκαΐδη . Πρόκειται για ένα σχολικό τετράδιο με ποικίλα ποιήματα, Γλωσσάρι Ελληνοτουρκικό, Ανθρωπολογία και πρακτική αριθμητική. Πρέπει να εγγράφει το 1913 με 191417. Πρόδρομος Σειρηνίδης(;)
Στο Κ. Μ. Σ. υπάρχει σύντομη αυτοβιογραφία του, στην οποία
εξιστορεί τις διώξεις που υπέστη ως Προτεστάντης και τις περιιπλανήσεις του σε Καισάρεια, Αθήνα ,Λίβερπουλ, Ν. Υόρκη (1886‐1897). Εγράφη την περίοδο 1915‐1917. Τα σχετικά περιστατικά περιλαμβάνονται στο έργο του Σοφ. Σειρηνίδη, Εικόνες από τη ζωή του Στεφάνου Ιωακείμ Σειρηνίδη, Αθήνα 195818. Αχιλλέας Ανδρεάδης(;)
Καταγόταν από την Καρβάλη και ήταν έμπορος αποικιακών στην
Κωνσταντινούπολη, συνέγραψε, μετά το 1919, το δοκίμιο Περί Καρβάλης, όπου γίνεται λόγος για την ιστορική περιγραφή του Γκέλβερι, τα σχολεία, την γλώσσα και τις σχέσεις με τους Τούρκους19. Κωνσταντίνος Μαρκόπουλος(;)
Σ’ αυτόν λόγιο από την Σινασό ανήκει ένα χειρόγραφο που
περιέχει λόγο του πανηγυρικό, περί των εκπαιδευτικών πραγμάτων της Σινασού (1820‐1920)20. Αβράμιος Κουζηνόπουλος (1830‐;)
Γεννήθηκε στο Εντιρλίκ (Ανδρονίκιο) της Καισάρειας. Ανήκε στην
τριμελή οικογένεια Κουζουντζάκογλου και εξελλήνισε το επώνυμό του, μαζί με τον αδελφό του Λάζαρο, σε Κουζηνόπουλος, ενώ ο τρίτος αδελφός Φήμιος σε Αρνάκης. Σπούδασε ιατρική, υπήρξε λόγιος, μεταφραστής, αναγνώστης της Πανδώρας, και ασχολήθηκε με θέματα
17
. Ό. π., 262. . Ό. π., 262. 19 . Ό. π., 263. 20 . Ό. π., 263. 18
83
τοπικής ιστορίας και αρχαιολογίας. Συνεργάστηκε με την τουρκόφωνη Ανατολή του Ε. Μισαηλίδη21. Ιωάννης‐Φήμιος Αρνάκης (1840‐1900)
Γεννήθηκε στο Ανδρονίκιο της Καισάρειας και ήταν αδελφός του
Αβράμιου και του Λαζάρου Κουζηνοπούλου. Το προηγούμενο όνομά του ήταν Κουζουντζάκογλου. Ήταν ελληνοδιδάσκαλος στην σχολή της Σινασού και στην Ροδοκανάκειο Ιερατική Σχολή της Καισαρείας. Κατά τον Γάλλο περιηγητή George Perrot, που τον συνάντησε στην Βιθυνία το 1861, ο Φήμιος ετοίμαζε μια μελέτη για την Μ. Ασία, την οποία είχε περιηγηθεί ολόκληρη. Ήταν εξαιρετικός μουσικός και ιεροψάλτης22. Σαμουήλ Αλεκτορίδης (;‐1867)
Γεννήθηκε στο Φερτέκι της Νίγδης και ονομαζόταν πριν
Κοκονιόσογλου. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και εργάσθηκε ως ελληνοδιδάσκαλος στο χωριό Τένεϊ. Μετέφρασε στα καραμανλίδικα το Απάντησις Ορθοδόξου (1864), ένα συμπίλημα έργων διαφόρων Ελλήνων συγγραφέων23. Αναστάσιος Αλεκτορίδης (;)
Ήταν υιός του Σαμουήλ Αλεκτορίδη από το Φερτέκι και
ασχολήθηκε με τον πολιτισμό και την ιστορία της Καππαδοκίας. Έργα του : «Λεξιλόγιον του εν Φερτακαίνοις της Καππαδοκίας γλωσσικού ιδιώματος», Δ.Ι.Ε.Ε. 1(1883) και «Άσματα καππαδοκικά συλλεγέντα υπό Αναστασίου Σ. Αλεκτορίδου», Δ.Ι.Ε.Ε. 1(1883)24. Σεραπίων Ιωάννου (1830‐;)
Γεννήθηκε στο Ανδρονίκι της Καισαρείας και ήταν καθηγητής σε
πολλά σχολεία της επαρχίας του. Ήταν αντεπιστέλλον μέλος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου, εργάσθηκε το 1873 για τον εντοπισμό
21
. Ιωάννα Πετροπούλου, Ο εξελληνισμός‐εξαρχαϊσμός των ονομάτων,180. . Ό.π., 177. 23 . Ό.π., 175-176. 24 . Αθανάσιος Καραθανάσης, ο.π., 14,14,141. 22
84
ελληνικών γλωσσικών στοιχείων στους τουρκόφωνους25. Δίδαξε και στην Σχολή Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε26. Ιωάννης Σεραφείμ Αίσωπος (περίπου 1800‐;)
Γεννήθηκε στο Ανδρονίκι της Καισαρείας. Ήταν πατέρας του
Σεραπίωνος Ιωάννου. Σπούδασε στην Ιερατική Σχολή Καισαρείας και συνέγραψε μικρή βιογραφία του Αβραμίου Ομηρόλη, Όμηρος 1(1873),589‐ 59227. Ιωάννης Ευμολπίδης (1852‐1879)
Γεννήθηκε στο Νεβσεχίρ (Νεάπολη) της Καππαδοκίας και
προερχόταν από οικογένεια κληρικών. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και αργότερα ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε στο Μontpellier στη Γαλλία. Άλλαξε το επώνυμο του κατά την παραμονή του στην Αθήνα και το καθιέρωσε ως νέο οικογενειακό τους επίθετο28. Λάζαρος Λινείδης (πριν το 1850‐;)
Το προηγούμενο όνομά του ήταν Μπεζιρτζόγλου. Γύρω στα 1871
τον βρίσκουμε ελληνοδιδάσκαλο στο Προκόπι . Το 1876 συμμετέχει στην έκδοση του καραμανλίδικου έργου, Έλεγχος Διαμαρτυρομένων, ενώ συνδεόταν και με τον Φίλιππο Αριστόβουλο29. Κωνσταντίνος Χρυσοσφαιρίδης (πριν το 1850‐;)
Ήταν
λόγιος
και
έμπορος
με
άξονα
δράσης
Άγκυρα‐
Κωνσταντινούπολη. Υποψήφιος χορηγός σε καραμανλίδικη μετάφραση του έργου του Λέοντος Μελά «Χριστόφορος», έκδοση την οποία σχεδίαζε ο Φ. Αριστόβουλος, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. Το προηγούμενο όνομά του ήταν Άλτιντοπ, altin=χρυσός και top=σφαίρα τουρκιστί30. 25
. Ιωάννα Πετροπούλου, ο.π., 178. . Σάββας Ζερβουδάκης, «Διανοητική αναγέννησις εν Καισαρεία Καππαδοκίας», Ξενοφάνης 1(1896),78. 27 . Ιωάννα Πετροπούλου, ο.π., 175. 28 . Ο.π.,177‐178. 29 . Ό.π., 181,184. 30 . Ό.π., 187. 26
85
Γαβριήλ Παπαρχαγγέλου (;)
Υπήρξε μαθητής του Φιλίππου Αριστοβούλου και κατόπιν
αχώριστος φίλος, συνεργάτης και βοηθός του στην Ελληνική Σχολή του Νέβσεχιρ, όπου δίδαξε με ζήλο προσφέροντας στην πνευματική πρόοδο της περιοχής31. Ιωάννης Σ. Αρχέλαος (;)
Διδάσκαλος στην σχολή της Σινασού από το 1880‐1886, από το 1890‐
1893 στο αρρεναγωγείο και από το 1893 και στο Παρθεναγωγείο της περιοχής, το οποίο κατόρθωσε, ως διευθυντής, να το προαγάγει στην πρέπουσα γι’ αυτό θέση. Ήταν απόφοιτος του διδασκαλείου Αθηνών. Συνέγραψε το σημαντικό βιβλίο Η Σινασός, το 189932. Θεόδωρος Χασάπης (1835‐;)
Λαμπρός δημοσιογράφος και εκδότης, γεννήθηκε στην Καισάρεια
και παρέμεινε στο Παρίσι από το 1856 εώς το 1870, όπου για 9 χρόνια διετέλεσε και ιδιαίτερος γραμματέας του Αλεξάνδρου Δουμά, πατέρα. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη το 1871, εξέδωσε την σατυρική επιθεώρηση Ο Διογένης, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Αργότερα εξέδωσε και δύο άλλες εφημερίδες, τον Κουδουνάτο και τον Μώμο. Μέσω της αρθρογραφίας του, ο Χασάπης συνέβαλε στην θεμελίωση του πρώτου συνταγματικού καθεστώτος στην Οθωμανική αυτοκρατορία το 1876, και για τον λόγο αυτό ο Σουλτάνος Αμπτούλ Χαμίτ τον φυλάκισε για τρία χρόνια διακόπτοντας αποτελεσματικά την σπουδαία πορεία του33. Κωνσταντίνος Βαγιάννης (1846‐1919)
Γεννήθηκε στη Νεάπολη της Καππαδοκίας, σπούδασε στην
Μεγάλη του Γένους Σχολή και κατόπιν στην Αθήνα. Ήταν μεγάλος νομικός και μέλος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διακρίθηκε ως ηγεμόνας της Σάμου (1899‐1900), ως
31
. Ι. Γεωργίου, «Η εν Καππαδοκία Νέβσεχιρ», Μ.Χ. 1 (1938),451‐452. . Ιωάννης Σαραντίδης Αρχέλαος, Η Σινασός, Αθήνα 1899,47, 52‐53. 33 . Αλέξης Αλεξανδρής, «Η απόπειρα δημουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία, 1921‐1923», Δ.Κ.Μ.Σ.4 (1983),166. 32
86
υφυπουργός δικαιοσύνης και θρησκευμάτων (1909‐1910) και ως υπουργός εμπορίου (1918‐1919)34. Δημήτριος Θωμαΐδης (;)
Δημοσιογράφος και εκδότης, εξέδιδε στην Κωνσταντινούπολη τις
καραμανλίδικες εφημερίδες Αναθεώρηση και Μικρά Ασία και έδινε μ’ αυτές τις κατευθύνσεις της εθνικής, θρησκευτικής και πνευματικής πορείας των συμπατριωτών του35. Παντελάκης Κοσμίδης (1867‐1925)
Καταγόταν από την Νίγδη, όπου τελείωσε το σχολαρχείο. Είχε
οξυτάτη αντίληψη και κατάφερε να γίνει γρήγορα ένας από τους πιο διαπρεπείς δικηγόρους της Κωνσταντινούπολης. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ τον υπέδειξε ως βουλευτή. Υπηρέτησε πιστά την εθνική ιδέα36. Αναδείχθηκε βουλευτής στην νεοτουρκική βουλή το 1908‐1912 και ανάπτυξε αξιόλογη πολιτική δράση. Υπήρξε ο κυριότερος συντάκτης της Σαδάι Μιλλέτ (Φωνή του Έθνους) που εκδόθηκε από την Ένωση Μικρασιατών στην Κωνσταντινούπολη από το 1909 έως το 1919. Δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις ελληνικές και τούρκικες εφημερίδες της Πόλης.
Επίσης,
ήταν
ηγετικό
στέλεχος
της
Οργανώσεως
Κωνσταντινουπόλεως37. Βασίλειος Αντωνιάδης (1851‐1932)
Γεννήθηκε στο Ιντζέσου της Καππαδοκίας. Σπούδασε στην Μεγάλη
του Γένους Σχολή και στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Πνεύμα φιλομαθές και ανήσυχο, συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό. Αναγορεύθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Λειψίας και Διδάκτωρ Θεολογίας στην Μόσχα. Υπήρξε ένας από τους πιο διαπρεπείς καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, την οποία υπηρέτησε για σχεδόν 40 χρόνια, 1890‐1926. Διετέλεσε διευθυντής και συντάκτης των περιοδικών Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ορθοδοξία, ενώ συνέγραψε
34
. Συμεών Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2005, 221. . Ο.π., 221. 36 . Α. Χαμουδόπουλος, Η Νεωτέρα Φιλική Εταιρεία, Αθήνα 1946,16. 37 . Αλέξης Αλεξανδρής, ο.π., 167. 35
87
πολλά διδακτικά εγχειρίδια Φιλοσοφίας, Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης κ.α38. Β. ΝΕΩΤΕΡΟΙ Σοφοκλής Χουδαβερδόγλους‐Θεόδοτος (1872‐1956)
Καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας, αλλά γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην Γερμανοελβετική Σχολή Κωνσταντινουπόλεως και στενογραφία στο εξωτερικό. Υπήρξε μέλος Εκπαιδευτικών, Φιλανθρωπικών και Κοινοτικών Συλλόγων, ως και μυστικών οργανώσεων στην υπηρεσία της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής. Εργάσθηκε και ως γραμματέας‐διερμηνέας στην Ουγγρική πρεσβεία στην Αθήνα. Για τις υπηρεσίες του στο έθνος και την ορθοδοξία του απενεμήθησαν οι Χρυσοί Σταυροί Φοίνικος και Σωτήρος και οι ο τίτλος του Άρχοντος Μέγ. Δικαιοφύλακος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Συνέγραψε έργα σχετικά με την στενογραφία, αλλά ιστορικές έρευνες, κανονισμούς συλλόγων και ιδρυμάτων και επιμελήθηκε εκδόσεις Βίων Αγίων39. Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης(;)
Γεννήθηκε στην Ναξό (Αξό) του Ικονίου. Μαθήτευσε δίπλα στον
Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Παντελεημονίδη. Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο της Πάτμου και εργάσθηκε ως δάσκαλος στο Ικόνιο. Επιστρατεύθηκε από τον Τουρκικό στρατό αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει στην Ελλάδα, όπου συνέχισε να διδάσκει σε δημοτικά σχολεία. Είχε σπουδαία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και παιδαγωγική κατάρτιση40. Ήταν ένας από
38
. Βασίλειος Σταυρίδης, «Ο Βασίλειος Αντωνιάδης και το θεολογικόν αυτού έργον», Ορθοδοξία 31(1956), 7‐22,127‐142,261‐277. 39 . Φαίδων Μπουμπουλίδης, «Σοφ. Χουδαβερδόγλους‐Θεόδοτος», Μ.Χ. 10 (1963), 250‐251. 40 . Ιωάννης Ακακιάδης, Η Καρβάλη Ναζιανζού και ο Βίος Γρηγορίου του Θεολόγου, Αθήνα 1928, 110,113.
88
τους σπουδαιότερους συνεργάτες του Κ.Μ.Σ.. Συνέγραψε το Γλωσσικό ιδίωμα της Αξού, εκδ.Κ.Μ.Σ. 196041. Γεώργιος Ασκητόπουλος (Αρέθας Αργαίος 1876‐1960)
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς καταγομένους από
την Μουταλάσκη και το Ταβλοσούν της Καππαδοκίας. Ήταν εκπαιδευτικός. Δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά εργασίες ιστορικές και λαογραφικές αναφερόμενες στον Ελληνισμό της Μ. Ασίας. Υπήρξε συνεργάτης του Κ.Μ.Σ. και ένας από τους πιο δραστήριους παράγοντες του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολή», του οποίου διετέλεσε Γενικός Γραμματεύς πολλά χρόνια42. Λάζαρος Τακαδόπουλος (1897‐1972)
Γεννήθηκε στην Σινασό , όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα.
Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιερατική Σχολή της Καισαρείας. Επέστρεψε και δίδαξε στην Σινασό και στο Προκόπι. Ήταν ο τελευταίος διευθυντής της σχολής της Σινασού και αυτός που επιμελήθηκε την ταξινόμηση και την μεταφορά κειμηλίων και δημοσίων εγγράφων της Σινασού. Το 1924, στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Συνέχισε τις σπουδές του στην Φιλοσοφική και στην Νομική Σχολή Αθηνών και το 1928 διορίστηκε στην Ελληνογαλλική Σχολή Πειραιώς, όπου και δίδαξε για 40 χρόνια. Ήταν δραστήριο μέλος του σωματείου ‘’Η Νέα Σινασός’’ και το 1950 εξέδωσε την εφημερίδα ‘’Παγκαππαδοκική Ηχώ’’, όπου και δημοσιογραφούσε. Έγραψε και δύο θεατρικά έργα43. Δημήτριος Φωστέρης (;)
Γεννήθηκε στο Μεταλλείον Ταύρου(Μπουγά Μαντενί). Δημοσίευσε
άρθρα στα «Μικρασιατικά Χρονικά» αναφερόμενα στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στο Αραβάνι της Καππαδοκίας. Συνέγραψε, μαζί με τον Ι. Κεσίσογλου, το Λεξιλόγιο του Αραβανί, Κ.Μ.Σ. 196044. 41
. Νίκος Μηλιώρης, «Η πνευματική εισφορά των Μικρασιατών», Μ.Χ. 11(1964),133. . Ό.π., 129‐130. 43 . Ευαγγελία Μπαλτά, Σινασός, Εικόνες και αφηγήσεις, Κ.Μ.Σ.,Αθήνα 2004. 44 . Νίκος Μηλιώρης, ο.π., 138. 42
89
Σωφρόνιος Σωφρονιάδης(;)
Γεννήθηκε στην Σινασό της Καππαδοκίας. Έγραψε το : «Η Σινασός
της Καππαδοκίας και τα δημοτικά της τραγούδια» Αθήνα(1958)45. Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης(1867‐1943)
Γεννήθηκε στην Καισάρεια. Ήταν δικηγόρος και πολιτευτής.
Εκλέχθηκε βουλευτής Σμύρνης και Αϊδινίου στην Τουρκική Βουλή (1911‐ 1918), καθώς και βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου (1924‐1936). Διετέλεσε Υπουργός Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως(1928‐1930). Έγραψε : «Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας»(1924), και «Ο πρώτος διωγμός»(1949)46. Ιορδάνης Κεσίσογλου(;)
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς καταγομένους από
το Ούλαγατς (περιοχή Νίγδης). Ήταν γλωσσολόγος και τακτικός συνεργάτης του Κ.Μ.Σ., το οποίο και εξέδωσε τα βιβλία του, «Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού»(1960),μαζί με τον Γ. Μαυροχαλυβίδη, «Το γλωσσικό
ιδίωμα
του
Ούλαγατς»(1951),
«Λεξιλόγιο
του
Αραβανί»(1960),μαζί με τον Δ. Φωστέρη47. Αθανάσιος Αθανασιάδης (1903‐;)
Γεννήθηκε στην Ανακού της Καππαδοκίας. Στα βιβλία του «Τι
έκαμα διά την Ελλάδα» (1949) και «Εθνικές και Πατριωτικές Ιστορίες» (1961) περιέχονται αρκετές πληροφορίες από την ζωή και την ιστορία της Καππαδοκίας και του Μικρασιατικού Ελληνισμού48. Θεόδωρος Θεοδωρίδης (;)
Γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Ήταν ιερέας. Πρόεδρος
της Πανελληνίου Ομοσπονδίας Καππαδοκικών Σωματείων. Έχει δημοσιεύσει άρθρα, ιδίως με λαογραφικά στοιχεία της πατρίδος του. Υπήρξε συνεργάτης του Κ.Μ.Σ.49.
45
. Ό.π., 137. . Ό.π., 83. 47 . Ό.π., 132. 48 . Ό.π., 128. 49 . Ό.π., 131. 46
90
Πέτρος Πετρίδης(1892‐;)
Γεννήθηκε στην Νίγδη της Καππαδοκίας. Ήταν μουσουργός και
ακαδημαϊκός από το 1959. Έργα του: « Διγενής Ακρίτας»( διπλή επική συμφωνία),
«Άγιος
Παύλος»
(ορατόριο),
Βυζαντινή
μνημόσυνος
ακολουθία, «Ο πραγματευτής» (χορόδραμα) κ.α.. Έγραψε μουσικά άρθρα και κριτικές σε διάφορες εφημερίδες50. Αθανάσιος Αγνίδης(1889‐;)
Γεννήθηκε στην Νίγδη της Καππαδοκίας. Ήταν διπλωμάτης και
ανώτερος υπάλληλος της Γραμματείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Έγραψε : «The international secretariat of the future», «Les actes de Montreux», «Conférence de Montreux» και άλλα51. Ιωακείμ Ζαμπίδης(;)
Γεννήθηκε στο Νεβσεχίρ της Καππαδοκίας. Ήταν εκπαιδευτικός.
Βιβλία του: «Η καππαδοκική Νεάπολη‐Νεβ‐Σεχίρ‐Προσκύνημα στη Γη των Πατέρων» (1954)52. Ιωάννης Ακακιάδης(;)
Γεννήθηκε στην Καρβάλη της Καππαδοκίας. Έγραψε το βιβλίο: «Η
Καρβάλη Ναζιανζού και ο Βίος Γρηγορίου του Θεολόγου. Γεωγραφική και ιστορική περιγραφή μετ’ αρχαιοτήτων και των πέριξ χωρίων» (1928)53. Πέτρος Καρφόπουλος(;)
Δάσκαλος από την Μαλακοπή με σπουδαία διδακτική
δραστηριότητα στην ιδιαίτερη πατρίδα του και μετά την Ανταλλαγή στην Ελλάδα (Νευροκόπι, Δράμα, Καβάλα, Αθήνα). Συνέγραψε μελέτη περί της γλώσσας της Μαλακοπής, λαογραφικά της, και άλλα που αφορούν την καππαδοκική αυτή κωμόπολη54. 50
. Ό.π., 68. . Ό.π., 80. 52 . Ό.π., 130‐131. 53 . Ό.π., 129. 54 . Ελένη Τζούτζια (επιμελ.),Μαλακοπή, εκδ. ILP, Θεσσαλονίκη 2007. 51
91
Αβροτέλης Ελευθερόπουλος (1869‐1963)
Γεννήθηκε στα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) της Καππαδοκίας. Το
αρχικό όνομά του ήταν Αβραάμ Σελμπέσογλου. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Συνέχισε με σπουδές Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας στην Λειψία και την Ζυρίχη, όπου και δίδαξε μέχρι το 1929. Κατόπιν δίδαξε Κοινωνιολογία στην Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.. Υπήρξε ο πρώτος που κατείχε έδρα κοινωνιολογίας στην Ελλάδα και είναι ο πρώτος σε αριθμό παραπομπών που γίνονται από ξένους συγγραφείς στο πλουσιότατο έργο του. Πνεύμα ελεύθερο και ασυμβίβαστο, άνθρωπος ακέραιος και αδέκαστος, ήρθε σε σύγκρουση με το πολιτικό καθεστώς της εποχής του και απολύθηκε το 1937. Έτσι, αναγκάστηκε και επέστρεψε στην Ελβετία55. Χαράλαμπος Θεοδωρίδης (1883‐1958)
Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Σπούδασε στην
Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και στα Πανεπιστήμια Λειψίας και Μονάχου. Το 1926 εκλέχθηκε ως ο πρώτος καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Μερικά από τα συγγράμματά του είναι: Το Συναισθηματικό στη σκέψη του Κάντ (1924), Εισαγωγή στη φιλοσοφία (1933),Η θέση της φιλοσοφίας στην εποχή μας (1935), Ιστορικά χρονικά για τον χειμώνα 1941‐1942 και την Κατοχή (εκδόθηκε μετά τον θάνατό του)κ.α. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής του και ιδίως της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Το 1946 απολύθηκε από το Α.Π.Θ. εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων56. Δημοσθένης Δανιηλίδης (1889‐1972)
Γεννήθηκε στο Προκόπι της Καππαδοκίας. Σπούδασε στην Μεγάλη
του Γένους Σχολή, Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης καθώς και στο Βερολίνο, στην Ζυρίχη, στην Βέρνη και την Γενεύη. Εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αλλά και τις συμπλήρωσε με σπουδές Κοινωνιολογίας, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών. Υπήρξε διανοούμενος και πολιτικός, εντάχθηκε στο «Αγροτικό‐Εργατικό Κόμμα» 55
. Νικόλαος Ιντζεσίλογλου, «Καππαδοκών Βίοι», στο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002,157‐158. 56 . Ό.π., 158‐159.
92
του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, και αγωνίστηκε για την βελτίωση της παιδείας και της αυτοσυνειδησίας του ελληνικού λαού, οργανώνοντας διαλέξεις σ’ όλη την Ελλάδα57.
57
. Ό.π.,159.
93
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αυτοί ήταν οι λόγιοι της Καππαδοκίας του 19ου και του 20ου αιώνα,
ή για να είμαστε πιο ακριβείς ένα σημαντικό τμήμα τους, την ζωή και το έργο των οποίων προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε. Η προσέγγιση του θέματος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ερασιτεχνική, καθώς οι ελλείψεις είναι αρκετές, αυτός ο ερασιτεχνισμός όμως δεν σημαίνει επιπόλαια αντιμετώπιση του θέματος από μέρους μας, αλλά αγάπη και σεβασμό προς το αντικείμενο, αγάπη προς την Καππαδοκία και προς τους ανθρώπους, που ο καθένας με τον τρόπο του και τις δυνάμεις του, προσέφεραν σ’ εκείνα τα άγια και αλησμόνητα, πλέον, εδάφη της, αγάπη προς ολόκληρη την Μικρά Ασία, από την οποία κατάγονται και οι δικοί μου. Έχουμε, λοιπόν, γι’ αυτό την ελπίδα να αποτέλεσε η μελέτη αυτή ένα μικρό μνημόσυνο στην μνήμη τους, οπωσδήποτε όμως, δεν μπορεί –και πώς θα μπορούσε άλλωστε;‐ να είναι αντάξια της προσφοράς τους.
Όλοι αυτοί οι λόγιοι συνεισέφεραν στην παιδευτική ανάπτυξη των
ιδιαιτέρων πατρίδων τους. Ο αναγνώστης ας προσέξει, πάντως, ότι οι περισσότεροι τους προέρχονται, φυσικώ τω λόγω, από κέντρα της Καππαδοκίας: Καισάρεια, Νέβσεχιρ, Σινασός, Ανδρονίκιο, Γκέλβερι˙ είναι οι ίδιοι που ακολούθησαν σπουδές στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά δηλαδή την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, και ορισμένοι σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Άλλοι από αυτούς διακρίθηκαν ως επίσκοποι, ιερείς, ανιδρυτές μονών, γνήσιοι εκφραστές της ρωμέϊκης συνείδησης των Καππαδοκών, την οποία επιτυχώς μετέφεραν στους συμπολίτες τους. Η παράλληλη γνώση της τουρκικής τους βοήθησε, ωσαύτως, να μεταφράσουν κείμενα της ορθοδόξου πίστεως στην καραμανλίδικη, να συστήσουν σχολεία, όπου προείχε η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, αλλά και με συνεχή εγρήγορση να κρατήσουν ως την Ανταλλαγή όρθιο το θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα των συμπατριωτών τους απέναντι στον μουσουλμανισμό και την δυτικόφερτη λύμη. Ορισμένοι μάλιστα πέρασαν πάρα πέρα και συνέγραψαν έργα κλασικά για την ιστορία και τον πολιτισμό της Καππαδοκίας, όπου ουσία και προσφορά γενναία ήταν η απόδειξη της ελληνικότητας της. Σ’ αυτήν την προοπτική δεν λησμονείται
94
και ο κρυμμένος, αλλά τόσον σπουδαίος και καθοριστικός ρόλος των διδασκάλων των ρωμέϊκων καππαδοκικών κωμοπόλεων ή χωριών , αλλά και εκείνων των καππαδοκών λογίων, τουρκοφώνων ή ελληνοφώνων, που δημοσίευσαν πριν ακόμη την Ανταλλαγή, μελέτες για τις πατρίδες τους, όπως ο Ι. Ακακιάδης από το Γκέλβερι, που έγραψε για την Καρβάλη [Ξενοφάνης 7(1910)], ο Α. Αλεκτορίδης για το Φερτέκι (1883) και Καππαδοκικά τραγούδια(1883), ο Σ. Βασιλειάδης για γλωσσικά της Ζήλας [Ξενοφάνης 1 (1896)], ο Δ. Μακρόας για την Μαλακοπή [Ξενοφάνης 4(1904)], ο Μ. Νομίδης [Ξενοφάνης 6(1906)], ο Σ. Φαρασόπουλος, Τα Σύλατα (1895), ο Σ. Χωλόπουλος [Ξενοφάνης 2(1904)].
95
Χάρτης της Καππαδοκίας, από το λεύκωμα Καππαδοκία, Περιήγηση στη χριστιανική Ανατολή, Αθήνα 1991,4.
97
Χάρτης της Μικράς Ασίας: τα Βιλαέτια 1919, Γεώργιος Σκαλιέρης, Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, 1990.
98
Χάρτης της Μικράς Ασίας, από Charles Texier, Asie Mineure, description géographique, historique et archéologique des provinces et des villes de la chersonese d’ Asie, Paris 1862.
99
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Εξώφυλλο: Το Προκόπι, από Texier C., Asie Mineur, Paris 1862. Εικόνα 1: Μονή Τιμίου Προδρόμου……………………………………………..27 Εικόνα 2: Μητροπολίτης Παΐσιος Β’…………………………………………....39 Εικόνα 3: Μητροπολίτης Ευστάθιος Κλεόβουλος…………………………....48 Εικόνα 4: Μητροπολίτης Ιωάννης Αναστασιάδης…………………………....53 Εικόνα 5: Παύλος Καρολίδης…………………………………………………….57 Εικόνα 6: Αναστάσιος Λεβίδης…………………………………………………..60 Εικόνα 7: Φίλιππος Αριστόβουλος.…………………………………………......63 Εικόνα 8: Νικόλαος Ρίζος………………………………………………………...65 Εικόνα 9: Αρχιμ. Ιωάννης Παντελεημονίδης………………………………….67 Εικόνα 10: Ευαγγελινός Μισαηλίδης…………………………………………...73 Εικόνα 11: Ιωακείμ Βαλαβάνης………………………………………………….75 Εικόνα 12: Δημήτριος Μαυροφρύδης…………………………………………...77
100
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Π.Θ.: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Δ.Ι.Ε.Ε.: Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος Δ.Κ.Μ.Σ.: Δελτίον Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Ι.Μ.Χ.Α.: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου Κ.Μ.Σ.: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών Μ.Ι.Ε.Τ.: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Μ.Χ.: Μικρασιατικά Χρονικά
101
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ………………………………………………………………………….3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………………...5 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ‐Η ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ Α. Γεωγραφία και ονομασία………………………………………………………7 Β. Ιστορία……………………………………………………………………………..8 Γ. Θρησκευτικότητα και αντιξοότητες…………………………………………13 Δ. Οικονομική και κοινωνική κατάσταση από την Άλωση και μετά……...21 Ε. Γλώσσα…………………………………………………………………………..23 ΣΤ. Η παιδεία μετά την Άλωση…………………………………………………25 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ‐ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΛΟΓΙΟΙ Α. Οι ‘’σκαπανείς’’ της πνευματικής αναγέννησης…………………………33 Β. Οι κύριοι εκπρόσωποι………………………………………………………….44 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ‐ΕΤΕΡΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΛΟΓΙΟΙ Α. Παλαιότεροι…………………………………………………………………….79 Β. Νεώτεροι…………………………………………………………………………88 ΕΠΙΛΟΓΟΣ………………………………………………………………………….94 XΑΡΤΕΣ……………………………………………………………………………..96 ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΚΟΝΩΝ…………………………………………………………...100 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ…………………………………………………………….101 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.………………………………………………………………….102 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………...103
102
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ • Αδαμαντιάδης Β., «Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (Προυσαείς Ιεράρχαι)» Μ.Χ. 5 (1952), 32‐44 •
Ακακιάδης Ιωάννης, Η Καρβάλη Ναζιανζού και ο βίος Γρηγορίου Θεολόγου, Αθήναι 1928.
•
Αλεξανδρής Α., «Η Απόπειρα δημιουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας», Δ.Κ.Μ.Σ. 4 (1983), 159‐199.
•
Άμαντος Κ., Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας κατά τον Μεσαίωνα, Αθήναι 1919.
•
Αναγνωστάκης Η.‐Μπαλτά Ε., Η Καππαδοκία των «ζώντων μνημείων», Αθήναι 1990.
•
Αναστασιάδης Α., «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης»,Μ.Χ.1(1938), 90‐ 107.
•
Αναστασιάδης Β., «Ιστορία και γλώσσα της Καππαδοκίας και το ιδίωμα των Φαράσων», Μ.Χ. 16(1975), 150‐184.
•
Ανδριώτης Ν., Το γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων, Αθήναι 1948.
•
Αντωνόπουλος Σ., Μικρά Ασία, εν Αθήναις 1907.
•
Αποστολόπουλος Φ. Δ., «Τρία έγγραφα του Κώδικα Ταβλουσούν της Καππαδοκίας κλπ.», Δ.Κ.Μ.Σ. 1 (1977), 217‐239.
•
Αρχέλαος Ι., Η Σινασός, Αθήναι 1899.
•
Ασβέστη Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, Αθήνα 1980.
•
Ασκητόπουλος Γ., «Υπόμνημα περί της εν Φλαβιανοίς Μονής του Τιμίου Προδρόμου και του Αναστασίου Λεβίδου», Πρακτικά Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 3 (1938) ξη’‐οδ’.
•
Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β1, Τουρκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1976.
•
Βαλαβάνης Ι., Μικρασιατικά, Αθήναι 1891.
•
Βαλέτας Γ., «Σελίδες από την πνευματική ιστορία της Σμύρνης»,Μ.Χ.2(1939),198‐262.
•
Βατίδου Ο., Η χριστιανικότητα των Τούρκων και οι Έλληνες της Μικρασίας, Αθήναι 1956.
103
•
Βέης Ν., «Συμβολή εις τα σχολικά πράγματα της Σμύρνης», Μ.Χ. 1 (1938), 193‐237.
•
Βέρας Σ., «Οι Έλληνες ιατροί της Σμύρνης», Μ.Χ.2 (1939),319‐356.
•
Βίος και ασματική ακολουθία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Ιωάννου του νέου ομολογητού του Ρώσου, Εύβοια 1974.
•
Βρυώνης Σ., Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος‐15ος αιώνας), Μ.Ι.Ε.Τ. 1996.
•
Γεδεών Μ., Αποσημειώματα Χρονογράφου 1780‐1800, 1869‐1913, Αθήναι 1932.
•
Ο ίδιος, Γράμματα Πατριαρχικά περί της Μ. του Γ. Σχολής, εν Κωνσταντινουπόλει 1903.
•
Ο ίδιος, Μνεία των προ εμού, Αθήναι 1936.
•
Ο ίδιος, Χρονικά της Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί
της
Μεγάλης
του
Γένους
Σχολής
1454‐1830,εν
Κωνσταντινουπόλει 1903. •
Γερομιχαλός Α., Η κοινωνική σκέψη του Μ. Βασιλείου, εκδ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1981.
•
Γεωργίου Ι., «Η εν Καππαδοκία Νεβσεχίρ», Μ.Χ. 1 (1938) 413‐468.
•
Δορουκίδης Ι., Μικρασιατικός Ελληνισμός. Ανθολογία κειμένων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό ‘’Σάλπιγξ Ορθοδοξίας’’, Θεσσαλονίκη 1998.
•
Ο ίδιος, «Το ‘’καραμανλήδικο’’ γλωσσικό και η ‘’καραμανλήδικη’’ φιλολογία. Μαρτυρία», στο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την ΚαππαδοκίαΑ.Π.Θ.2000, Θεσσαλονίκη 2002,343‐350.
•
Δρακόπουλος Π., Μεσαίωνας Ελληνικός και Δυτικός, Αθήνα 1987.
•
Ελευθεριάδης Ρ., Σινασός, ήτοι μελέτη επί των ηθών και εθίμων αυτής, εν Κωνσταντινουπόλει 1879.
•
Ευαγγελίδης Μ., «Νέοι Μικρασιάται Κλεάνθαι», Ξενοφάνης 6 (1909),504‐510.
•
Ευαγγελίδης Τ., Η παιδεία επί τουρκοκρατίας, τ. 2, Αθήναι 1936.
•
Ζεγκίνης Ε., Ο Μπεκτασισμός στη Δυτική Θράκη, Θεσσαλονίκη 2001.
•
Ζερβουδάκης
Σ.,
«Διανοητική
αναγέννησις
εν
Καισαρεία
Καππαδοκίας», Ξενοφάνης 1 (1896),74‐85. •
Ζηζιούλας Ι., «Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη», στο Λεύκωμα Η Σινασός της Καππαδοκίας, Αθήνα 1991, 23‐ 27. 104
•
Ζήσης Θ., Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Βίος – Συγγράμματα – Διδασκαλία, εκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1988.
•
Θεοδωρίδης Θ., «Επεισόδιον επαναστατικόν εν Καισαρεία της Καππαδοκίας κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821», Μ.Χ.17, (1980), 216‐226.
•
Ιντζεσίλογλου Ν., «Καππαδοκών βίοι», στον τόμο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002.
•
Ισαάκ ιερομονάχου , Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004.
•
Ιωαννίδης Σ., «Αβράμιος Ομηρόλης», Όμηρος1(1873),589‐598.
•
Καραθανάσης Α., Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2001.
•
Καραμανίδου Α., «Καππαδόκες μάρτυρες», στον τόμο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002.
•
Καρατζά Ε., «Η παιδεία στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας», Δ.Κ.Μ.Σ. 3 (1982), 127‐148.
•
Η ίδια, Καππαδοκία, ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι‐Γκέλβερι (Καρβάλης), Αθήναι 1985.
•
Καρολίδης Π., Καππαδοκικά, ήτοι πραγματεία ιστορική και αρχαιολογική περί Καππαδοκίας, τ. Α’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.
•
Ο ίδιος, Γλωσσάριον Συγκριτικόν Ελληνοκαππαδοκικών λέξεων, Σμύρνη 1885.
•
Ο ίδιος, Λόγοι και Υπομνήματα, τ.1, Αθήνα 1913.
•
Ο ίδιος, Μικρασιανή Αρία ομοφυλία, Θεσσαλονίκη 1992.
•
Ο ίδιος, «Ο αυτοκράτωρ Διογένης», στο Νεοελληνική ιστοριογραφία Α’, επιμέλεια Ε.Π. Φωτιάδου, Αθήνα 1954.
•
Κεκρίδης Στ. Ν., «Το εν Φλαβιανοίς τοις Καισαρείας Καππαδοκικόν Γυμνάσιον», στον τόμο Ε’ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Α.Π.Θ. 1998, Θεσσαλονίκη 2000, 56‐63.
•
Κοιμίσογλου Σ., Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2005.
•
Κουγέας Σ., «Παύλος Καρολίδης», Νέα Εστία 8 (1930) 935‐937.
•
Κωστάκης Θ., Η Ανακού, εκδ. Κ.Μ.Σ., Αθήνα 1963.
•
Ο ίδιος, Το Μιστί της Καππαδοκίας, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, τ. 1, Αθήνα 1977.
105
•
Λαμέρας Κ., Η περί Μικράς Ασίας και των εν αυτή Κρυπτοχριστιανών διάλεξις, Αθήναι 1921.
•
Ο ίδιος, Πόσοι και ποιοί οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μετά την ανταλλαγή διαλέξεις, Αθήναι 1929.
•
Λάμπρου Σ., «Λατρευτικά έθιμα της Καππαδοκίας και κατάλοιπα τους
στον
Μουσουλμανικό
κόσμο»,
στο
Α’
Πανελλήνιο
Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ.2000, Θεσσαλονίκη 2002. •
Λαμπρύλος Κ., Ο Μισσιοναρισμός και προτεσταντισμός εις τας Ανατολάς ήτοι Διαγωγή των Προτεσταντών Μισσιοναρίων εις τα μέρη μας, εις τινά άλλα της γης μέρη και Σχέσεις του Προτεσταντισμού προς την Μητέρα πασών των Εκκλησιών και το Ελληνικό Έθνος, εν Σμύρνη 1836.
•
Λεβίδης Α., Ιστορικόν Δοκίμιον διηρημένον εις τόμους τέσσαρας, τ. Α’, Εκκλησιαστική Ιστορία, εν Αθήναις 1885.
•
Ο ίδιος, Αι εν μονολίθοις μοναί της Καππαδοκίας και Λυκαονίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1889.
•
Ο ίδιος, «Συμβολαί εις την ιστορίαν του προσηλυτισμού εν Μικρά Ασία. Αι εν Καππαδοκία ενέργειαι των προσηλυτιστών», Ξενοφάνης 3 (1905),114‐119,147‐150, 248‐255, 343‐351, 403‐410.
•
Λεύκωμα Σινασός της Καππαδοκίας, Αθήναι 1985.
•
Μαμώνη Κ., «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ και η καραμανλίδικη μετάφραση της ‘’Ορθόδοξης Διδασκαλίας’’ του Πλάτωνος Μόσχας από τον Παϊσιο Καισαρείας», Δ.Κ.ΜΣ. 7 (1988‐1989), 129‐140.
•
Μανάφης Κ., «Ανέκδοτον καραμανλιστί σιγίλλιον του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’. Περί της εν Νεαπόλει (Νεβ‐Σεχίρ) Καππαδοκίας Κοινοτικής Σχολής», Μ.Χ. 14 (1970) 226‐256.
•
Μαυροφρύδης Δ., Δοκίμιον Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσης, Σμύρνη 1871.
•
Ο ίδιος, Περί της ελεγείας ή ελεγειακής ποιήσεως των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 1867.
•
Μηλιώρης Ν., Οι Κρυπτοχριστιανοί, Αθήνα 1962.
•
Ο ίδιος, «Η πνευματική εισφορά των Μικρασιατών», Μ.Χ. 11(1964), 43‐142.
•
Μπάκας Ι., «Ειδήσεις για την εκπαίδευση στις επαρχίες Ικονίου ναι Καισαρείας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα», στο Α’ Πανελλήνιο 106
Επιστημονικό
Συνέδριο
για
την
Καππαδοκία
Α.Π.Θ.
2000,Θεσσαλονίκη 2002, 281‐301. •
Μπαλλιάν Α., «Η Καππαδοκία μετά την κατάκτηση των Σελτζούκων και οι χριστιανικές κοινότητες από το16ο εώς το 18ο αιώνα»,στο λεύκωμα Καππαδοκία, περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή, Αθήνα 1991.
•
Μπαλτά Ε., « Καραμανλίδικες Κώδικες του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών», Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988‐1989), 201‐246.
•
Η ίδια, Σινασός. Εικόνες και αφηγήσεις, Κ.Μ.Σ., Αθήνα 2004.
•
Μπουμπουλίδης Φ., «Σοφοκλής Χουδαβερδόγλους‐Θεόδοτος», Μ.Χ.10(1963), 250‐258.
•
Μπούρα
Κ.,
Αυτοκρατορία.
«Οι Οι
βουλευτικές Έλληνες
εκλογές
στην
Οθωμανική
βουλευτές1908‐1918»,
Δ.Κ.Μ.Σ.4
(1983),69‐85. •
Μυστακίδης Β.Α., Οι εν Αθήναις και οι εν Κωνσταντινουπόλει Λόγιοι, Κωνσταντινούπολη 1907.
•
Νικολαΐδης Φιλαδελφέας Χ., «Προσθήκαι εις την βιογραφίαν Αβραμίου του Ομηρόλου», Όμηρος 2(1874),8‐13.
•
Νομίδης
Μ.,
«Ο
αείμνηστος
αρχιμανδρίτης
Ιωάννης
Παντελεημονίδης», Ξενοφάνης 6 (1906) 255‐262. •
Ομηρόλης Α., Δοκίμιον Επιστολικών Κανόνων, Σμύρνη 1834.
•
Παΐσιος Γέροντας Αγιορείτης, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, Θεσσαλονίκη 2000.
•
Παμπούκης Ι., Πετεριμίζ, ολίγαι λέξεις επί της συνθέσεως των θρησκευτικών βιβλίων της τουρκοφώνου ελληνικής φιλολογίας, Αθήνα 1961.
•
Παντελεάκη Ν., «Η φυσιογνωμία και η ιστορία της Καππαδοκίας από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος των Βυζαντινών χρόνων», στο λεύκωμα Καππαδοκία, περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή, Αθήνα 1991,8‐29.
•
Παπαδόπουλος Α., Ο υπόδουλος Ελληνισμός της Ασιατικής Ελλάδος εθνικώς και γλωσσικώς εξεταζόμενος, Αθήναι 1919.
•
Παπαδόπουλος Γ., Η σύγχρονος Ιεραρχία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, τ.1, Αθήνα 1895.
•
Παπαδόπουλος Κ., «Δύο εξέχουσαι προσωπικότητες της Σμύρνης. Οι διευθυνταί της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης˙ Νεοκλής 107
Παπάζογλους και Βενέδικτος Κωνσταντινίδης», Μ.Χ.10(1963),384‐ 460. •
Παπουλίδης Κ., «Τα χειρόγραφα 167 και 168 του Ρωσσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Κωνσταντνουπόλεως», Δ.Κ.Μ.Σ. 2 (1980), 205‐210.
•
Παρανίκας Μ., Σχεδίασμα περί της εν τω Ελληνικώ Έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της Ενεστώσης (ΙΘ’) εκατονταετηρίδος, εν Κωνσταντινουπόλει 1867.
•
Πετρόπουλος Δ. – Ανδρεάδης Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράϊ‐Γκέλβερι, Κ.Μ.Σ., Αθήνα 1970.
•
Πετροπούλου Ι., «Χειρόγραφα πριν το 1922 στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών», Δ.Κ.Μ.Σ. 2 (1980), 243‐268.
•
Η ίδια, «Ο εξελληνισμός – εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία τον δέκατο ένατο αιώνα», Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988‐1989), 141‐ 200.
•
Η ίδια , «Μετονομασίες, εξαρχαϊσμός, εθνική ένταξη. Μικρά Ασία(19ος αιώνας)»,Δ.Κ.Μ.Σ. 12 (1997‐1998), 169‐188.
•
Η ίδια, «Φιλίππου Αριστοβούλου, Ανθολόγιο, Θεολογική Σχολή Χάλκης 1853‐1856», Δ.Κ.Μ.Σ. 5 (1984‐1985), 187‐239.
•
Ρίζος Ν., Καππαδοκικά, ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής της Αρχαίας Καππαδοκίας και ιδίως των επαρχιών Καισαρείας και Ικονίου, εν Κωνσταντινουπόλει 1856.
•
Σεφέρης Γ., Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, Αθήνα 1953.
•
Σιμωτάς Π., «Αι περί πατρίδος απόψεις του Μεγάλου Βασιλείου», στον τόμο Βασιλειάς, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, 1979.
•
Σκαλιέρης Γ. Κ., Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, μετά πινάκων και χαρτών, Αθήνα 1990.
•
Σολδάτος Χ., Η εκπαιδευτική και πνευμετική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας, τ. Α’, Αθήνα 1989.
•
Σπεράντζας Σ., «Δημήτριος Μαυροφρύδης»,Μ.Χ.5(1952),45‐48.
•
Σταυρίδης Β., «Ο Βασίλειος Αντωνιάδης και το θεολογικό αυτού έργον», Ορθοδοξία 31 (1956), 7‐22,127‐142,261‐277.
108
•
Σταύρου Τατιάνα, Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος. Το Υπουργείον παιδείας του Αλύτρωτου Ελληνισμού, Αθήνα 1967.
•
Στεργίου Α., Σελίδες από την Μικρά Ασία, Θεσσαλονίκη 2006.
•
Σωτηριάδης Γ., Π.Καρολίδης. Ο διαμαρτυρόμενος Καππαδόκης, Αθήνα 1894.
•
Σωτηρίου Γ., Χριστιανικά μνημεία της Μικράς Ασίας, Αθήναι 1920.
•
Τατάκης Β., Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, εκδ. Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών – Κ.Μ.Σ., Αθήναι 1960.
•
Τζούτζια Ε.,(επιμέλ.), Μαλακοπή, εκδ. ILP,Θεσσαλονίκη 2007.
•
Τσάγγας Ν., Μαντζικέρτ. Η αρχή του τέλους του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 1996.
•
Τσαλίκογλου Ε., «Πότε και πώς ετουρκοφώνησεν η Καππαδοκία», Μ.Χ. 14 (1970), 9‐30.
•
Ο ίδιος, Ελληνικά εκπαιδευτήρια και ελληνορθόδοξοι κοινότητες της περιφέρειας Καισαρείας – βάσει των εις τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Κωδίκων, Καππαδοκίας, εκδ. Κ.Μ.Σ., Αθήναι 1976.
•
Ο ίδιος, «Λαογραφικά των Φλαβιανών της Καππαδοκίας», Μ.Χ. 15 (1972), 123‐159.
•
Φαρασόπουλος Β., «Η τοποθεσία και η ανέγερση της μονής του Τιμίου Ιωάννου Προδρόμου στο Ζινδζίδερε‐Φλαβιανά Καισαρείας», στον τόμο ΣΤ’ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002,55‐71.
•
Φωστέρης Δ., «Ιωακείμ Βαλαβάνης» ,Μ.Χ.6 (1955),377‐380.
•
Φωτιάδης Ευ., «Παύλος Καρολίδης», Ελληνικά 4 (1931), 291‐300.
•
Φωτιάδης Κ., Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988.
•
Ο ίδιος, Πηγές της ιστορίας του Κρυπτοχριστιανικού προβλήματος, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997.
•
Ο ίδιος, «Η ίδρυση Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία», στο Α’ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για την Καππαδοκία, Α.Π.Θ. 2000, Θεσσαλονίκη 2002.,93‐107.
•
Χαμουδόπουλος Α., Η Νεωτέρα Φιλική Εταιρεία, Αθήνα 1946.
•
Χρήστου Π., «Ο Μ.Βασίλειος και η ελληνική παιδεία», στον τόμο Βασιλειάς, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1979. 109
•
Χρυσοστόμου
Γ.,
«Ιωάννης
Αναστασιάδης
(1833‐1902)
Μητροπολίτης Καισαρείας», Γρηγόριος ο Παλαμάς 72(1989), 742‐ 766. •
Balta E., Karamanlidika, XXe siècle, Αθήνα 1987.
•
Browning R.,«Ιστορική αναδρομή», στο λεύκωμα Σινασός της Καππαδοκίας, Αθήνα 1985.
•
Clogg R., «Notes on some Karamanli books printed before 1850» Μ.Χ. 13 (1967), 521‐563.
•
Dawkins R., Modern Greek in Asia Minor, Cambridge 1916.
•
Patrologiae Greca, Γενναδίου ,Πατριάρχιου Κωνσταντινουπόλεως του Σχολαρίου, τα ευρισκόμενα πάντα, τ.160, εκδ. J.I.Migne, 333‐352.
•
Sallaville S.‐ Dalleggio E., Karamanlidika, Bibliographie analytique des ouvrages en lanque turque imprimés en caractére grec, I (1958), II (1966), III (1974), Αθήνα.
•
Texier C., Asie Mineure, description géographique, historique et archéologique des provinces et des villes de la chersonnèse d’ Asie, Paris 1862.
110