Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΙΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΙΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
Στους γονείς μου, Νικόλαο και Ευαγγελία.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μέσα στη μεταμοντέρνα, άφιλη και α-κοινώνητη εποχή μας, όπου πρυτανεύουν η «ιδιογνωμοσύνη» και η «ιδιοβουλία»-ιδιορρυθμία της απρόσωπης προσέγγισης και κατανόησης των κοινωνικών δομών και όπου αυξανόμενα το πρόσωπο αντικαθίσταται από το άτομο και η κοινότητα των ανθρώπων από συλλογικά όργανα, το «κοινοβιακῶς ζῆν» της πατροπαράδοτης Ορθοδοξίας έρχεται για να υπενθυμίσει τις ρίζες-απαρχές της ανθρώπινης φύσης. Σηματοδοτεί την πορεία του ανθρώπου προς το απωλεσμένο του φυσικό είναι, το νοσταλγικό «πρωτόκτιστο κάλλος». Η άσκηση της κοινοβιακής ζωής αποτελεί το φυσικό «προορισμό» του ανθρώπου: δεν πλάστηκε για να είναι μόνος, σαν το αριστοτελικό θηρίο, εγκλωβισμένος στον εγωπαθή ναρκισσισμό του, αλλά για να απολαμβάνει το δώρο της ζωής «ἐν κοινότητι» γι’ αυτό και «ἐν καινότητι». Ο μοναχισμός ως νυχθήμερη κραυγή στην αναζήτηση της τέλειας κοινωνίας Θεού και ανθρώπου, αυτής που δονεί τα ανθρώπινα έγκατα και απορρέει από τα βάθη του Πνεύματος, αποτέλεσε το κοινωνικό καταφύγιο μιας πολύπτυχης ανθρώπινης έκφρασης μέχρι να αναπαυθεί το ανθρώπινο πνεύμα στον Πατρικό κόλπο. Η κοινοβιακή πλευρά του αποδείχτηκε δεδοκιμασμένη οδός, «βασιλική», φιλοσοφική και πρακτικοηθική μεσότητα μεταξύ έλλειψης και υπερβολής. Η αποστολική ζωή, ο πρωτοχριστιανικός ενθουσιασμός, η κοινωνία του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος, η αδιάλειπτη προσευχή, το μαρτυρικό φρόνημα, η πολυδιάστατη αγάπη για το Θεό, το συνάνθρωπο, την πλάση ενυπάρχουν και κωδικοποιούνται ως θεολογικές αρχές των κοινοβιακών θεσμών (κανόνες, τυπικά, υποτυπώσεις, διαθήκες) που καταρτίζουν πεφωτισμένοι κτίτορες και εμπνέουν με τη ζωή και το παράδειγμά τους, καθώς βιώνουν το μυστήριο της «εκκλησίας» με τις αδελφότητες-κοινωνίες που ιδρύουν. Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ως αναμορφωτής του κοινοβιακού βίου της εποχής του, στέκει φωτεινό παράδειγμα στη χορεία της μοναχικής παράδοσης και εκκλησιαστικής ιστορίας. Είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα με βασικά χαρακτηριστικά τον αγιασμένο βίο, την ασκητική διαγωγή, τη βιωματική διδασκαλία, την ορθόδοξη θεματοφυλακή, το ζήλο των πατρικών διατάξεων, τη μαρτυρική ένσταση και τα αθλητικά σκάμματα, την έμπνευση και εραστική αναζήτηση
Πρόλογος
του Θεού μέσα από τη μοναχική κοινοβιακή ζωή. Οι Κατηχήσεις του αποτελούν ένα ανοικτό θησαυροφυλάκιο από όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τρυγούν το απόσταγμα της κοινοβιακής ζωής. Αποτελεί μνημείο τόσο θεολογικής έκφρασης όσο και φιλολογικής πρωτοτυπίας, ιδιαίτερα για το κομμάτι της λεξιπλαστικής του ικανότητας. Η ιδέα της γενικότερης μελέτης των μοναχικών κειμένων και ιδιαίτερα των κοινοβιακών τυπικών οφείλεται στον ομότιμο καθηγητή κ. Γεώργιο Μαντζαρίδη, τον οποίο ευχαριστώ ως απαρχή για την ενασχόλησή μου με τον τομέα αυτό. Το ευρύτερο, όμως, αυτό θέμα εξειδικεύθηκε προκειμένου να ενταχθεί στα πλαίσια μιας μεταπτυχιακής εργασίας. Έτσι, επιμείναμε στη μελέτη των κοινοβιαρχών-σταθμών της σύνολης μοναχικής παράδοσης, δίνοντας έμφαση σε έναν αντιπρόσωπο του βυζαντινού κόσμου του 9ου αιώνα, τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη. Η θεολογική του συνδρομή στη μέχρι τότε ασκητική γραμματεία ερευνήθηκε μέσα από το έργο των Κατηχήσεών του. Την επίβλεψη της μελέτης επιμελήθηκε ο καθηγητής κ. Ανέστης Κεσελόπουλος, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια και αρωγή του οποίου η εργασία αυτή δεν θα είχε λάβει υπόσταση. Θερμές ευχαριστίες προς το πρόσωπό του με την υϊική ευχή να διαφωτίζει διακονικά την Εκκλησία και το μοναχισμό της μέσα από τη συγγραφική του δραστηριότητα. Η εργασία, επίσης, ολοκληρώθηκε χάρη στη βοήθεια της Σοφίας Πινακίδου και της Κερασίας Γαλιγαλίδου, εκλεκτών συναδέλφων θεολόγων, που βοήθησαν στη θεωρητική και υλικοτεχνική στήριξη της μελέτης μου, ως εγγύτερη επικουρία στη μακράν Θηραϊκή γη, τόπου της υπηρεσίας μου ως εκπαιδευτικού λειτουργού στη Μέση Εκπαίδευση. Ακόμη, δεν θα ήθελα να παραλείψω να ευχαριστήσω και τους υπαλλήλους τόσο της Γραμματείας του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ όσο και τους υπαλλήλους της Βιβλιοθήκης της Σχολής για τη συνεργασία και συμπόρευσή τους στις φιλομαθείς ανησυχίες μας και ουκ ολίγες απαιτήσεις μας.
Θήρα, 15 Δεκεμβρίου Εορτή του αγίου ιερομάρτυρος Ελευθερίου
Κωνσταντίνος Ν. Στεφανίδης
5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ .......................................................................... 4 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ .............................................................. 8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................... 9 ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ Α΄
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ 1. Οι απαρχές του χριστιανικού μοναχισμού ..................................... 13 2. Μορφές μοναχικής άσκησης α΄. Το κοινοτικό σύστημα - Οι λαύρες ......................................... 16 β΄. Το κοινοβιακό σύστημα - Παχώμιος και Μέγας Βασίλειος ............ 17 γ΄. Το ιδιόρρυθμο σύστημα ....................................................... 26 3. Η εξέλιξη του Ανατολικού μοναχισμού α΄. Παλαιστίνη και Συρία ....................................................... 28 β΄. Κωνσταντινούπολη και Άγιο Όρος ......................................... 33 4. Ο Δυτικός μοναχισμός ........................................................... 34 α΄. Ο άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός ............................................... 36 β΄. Ο άγιος Βενέδικτος ........................................................... 37 ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ Β΄
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ 1. Βίος του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου ....................................... 41 2. Συγγράμματα του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου α΄. Κατά των εικονομάχων ....................................................... 43 β΄. Ομιλίες ......................................................................... 43 γ΄. Ασκητικά ...................................................................... 44 δ΄. Ποιήματα ....................................................................... 44 ε΄. Επιστολές ...................................................................... 45 3. Ο στουδιτικός μοναχισμός α΄. Συμβολή και όψεις του στουδιτικού κοινοβίου ........................... 45 β΄. Οι πηγές της στουδιτικής μεταρρύθμισης .................................. 50 γ΄. Επίδραση της στουδιτικής μεταρρύθμισης ................................. 52
Περιεχόμενα ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ Γ΄
Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΕΟΔΩΡΟ ΣΤΟΥΔΙΤΗ 1. Μίμηση Χριστού, αγίων Αποστόλων και οσίων Πατέρων ................... 55 2. Υπακοή - Εκκοπή θελήματος - Διακονία «ἐν ὑπακοῇ» ...................... 64 3. Παρθενία .......................................................................... 82 4. Πνευματική πατρότητα .......................................................... 87 5. Αγάπη - Κοινωνία Σώματος και Αίματος Χριστού ........................ 100 6. Ενότητα - Κοινωνία παθημάτων ................................................ 110 7. Εργασία των αρετών .............................................................. 117 8. Αθλητικοί αγώνες - Η άνεση της βίας.......................................... 123 9. Το μυστήριο του «Αδάμ» στη ζωή του μοναχού ............................... 132 10. Ομολογία πίστης - Δογματικοηθική γνώση του Θεού ...................... 141 ΕΠΙΛΟΓΟΣ .......................................................................... 150 SUMMARY ......................................................................... 152 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................. 156
7
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΕΠΕΣ
Βυζαντινὰ DSAM
ΕΕΘΣΠΑ ΕΕΘΣΤΠ ΕΠΕ
ΕΦ
Θεολογία ΘΗΕ Irénikon LTK OC OCA PG RHR SC SVTQ
Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι. Βυζαντινά, Ἐπιστημονικὸ Ὄργανο Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη. Dictionnaire de Spiritualité Ascétique et Mystique, Doctrine et Histoire, Paris.
Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι. Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Τμῆμα Ποιμαντικῆς, Θεσσαλονίκη. ῞Ελληνες Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη. Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος, Ἐπ ιστημονικὸν Θεολογικὸν Περιοδικὸν Σύγγραμμα το ῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς, Ἀλεξάνδρεια. Θεολογία, Ἐπιστημονικὸν Θεολογικὸν Περιοδικόν, Ἀθῆ ναι. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 1-12, Ἀθῆναι. Irénikon, Chevetogne-Belgique. Lexikon für Theologie und Kirche, Freiburg. Orientalia Christiana, Roma. Orientalia Christiana Analecta, Roma. Patrologia Graeca, éd. J. P. Migne, Paris. Revue de l’ Histoire des Religions, Paris. Sources Chrétiennes, Paris. St Vladimir’s Theological Quarterly, New York.
8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αν η Εκκλησία ως σώμα Χριστού και επίγεια φανέρωση της Βασιλείας του Θεού έχει κεφαλή της τον ίδιο το Χριστό, τότε οι μοναχοί αποτελούν τους πνεύμονες, που εισάγουν καθαρό οξυγόνο για την παράταση της ζωτικής λειτουργίας της αναπνοής του όλου σώματος. Ως εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας, αφιερωμένη στη νυχθήμερη λατρεία του ζωντανού Τριαδικού Θεού, κοινωνούν των ενεργειών του Θεού και μεταφέρουν τη σωστική Χάρη ως ένθεο ήθος και αγιαστικό έθος στην κοινωνία των ανθρώπων. Για το λόγο αυτό λειτουργούν ως «ιερείς» των μυστηρίων του Θεού, θυσιάζοντας ως θύτες το Λόγο του Θεού καθημερινά στη νοητή τράπεζα της καρδιάς τους και παράλληλα προσφέρονται ως θύματα, ολοκαυτώματα λογικά, ιεροποιώντας τον άνθρωπο και εγκοσμικεύοντας το Θεό στα χρονικά, πεπερασμένα όρια. Η θεολογία, ως λόγος και παράλληλα γνώση, ως βίωμα και πράξη, βρίσκει στο μοναχισμό την ένυλη υπόστασή της, την κατάφαση στην αποφατική γνώση του Θεού. Εφόσον ο Θεός ενανθρώπησε, κάθε λόγος που αφορμάται από τις αισθήσεις του ανθρώπου και κάθε γνώση που απορρέει από αυτή τη συνάντηση βρίσκει «προορισμό» μέσα από τη μοναχική αναζήτηση και ασκητική πράξη. Στην ορθόδοξη ανατολή είναι γεγονός ότι ο λόγος συναντά την πράξη και η πράξη τη θεωρία· το ίδιο η ορθοδοξία την ορθοπραξία. Έτσι, και η θεολογία ολοκληρώνεται με τη θεοπτία, η πίστη ψηλαφά το Αόρατο, η ελπίδα συγκρατεί την Εικόνα και η αγάπη λειτουργεί την κράση-θέωση, την αλληλοπεριχώρηση του Θεού στον άνθρωπο και του ανθρώπου στο Θεό. Όλα αυτά, όμως, εντάσσονται μέσα στα πλαίσια που «θεσμοθετήθηκαν», δηλαδή μέσα στο περιβάλλον της καθαρότητας, του φόβου του Θεού
Εισαγωγή
και της ταπείνωσης. Είναι ο έμπονος, προσευχητικός δρόμος που γνωρίζει η Εκκλησία από την αρχή της γέννησής της και με τον οποίο προικοδοτεί ως τρόπο ύπαρξης τα μέλη της. Έτσι, οι χριστιανοί είναι οι πάσχοντες τα θεία, συμμετέχουν ενεργητικά και παθαίνουν την καλή αλλοίωση. Οι μοναχοί, ως χριστιανοί που αναζητούν την ακρίβεια των Ευαγγελικών εντολών, διασώζουν το ήθος της Εκκλησίας όπως διαμορφώθηκε στην ιστορική της συνέχεια. Η ενδοτριαδική ζωή της τέλειας αγάπης, η προπτωτική, «αγγελική» διαγωγή, η μετάνοια ως αφορμή αναζήτησης του απωλεσθέντος κάλλους, η προφητική όραση, η αποστολική μαθητεία, η πρωτοχριστιανική κοινοκτημοσύνη, ο μαρτυρικός ενθουσιασμός, η θεολογική γνώση και δογματική κατοχύρωση της πίστης, είναι βήματα που συνυπάρχουν αλληλοπεριχωρούμενα στο μοναχικό-ασκητικό ήθος κάθε ευχαριστιακής, λατρεύουσας, κοινοβιακής κοινότητας. Η παρούσα εργασία, που αποτελεί ένα μικρό εγχείρημα έρευνας του ανεξάντλητου κεφαλαίου του μοναχισμού, αναζητά τις βάσεις της κοινοβιακής ζωής μέσα στην ιστορική της διαδρομή, συναντά την κοινοβιακή μεταρρύθμιση του 9ου αιώνα μ.Χ. στο πρόσωπο του αγίου Θεοδώρου Στουδίτου και εγκύπτει στη ραχοκοκαλιά της μοναχικής ρύθμισης της ζωής του κοινοβίου του. Αναλυτικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο, που έχει τίτλο «Ιστορία του χριστιανικού μοναχισμού», παρουσιάζουμε τη γένεση του μοναχισμού ως ένθεης και ενθουσιαστικής κίνησης της ακριβούς μίμησης της ζωής και πολιτείας του Χριστού και των Αποστόλων. Στη συνέχεια πραγματευόμαστε τη θεσμοθέτηση του μοναχισμού μέσα στο χώρο της Εκκλησίας άλλοτε ως κοινοτικό και άλλοτε ως ιδιόρρυθμο σύστημα. Ακολούθως ασχολούμαστε με το κοινοβιακό σύστημα όπως διαμορφώθηκε στην Ανατολή από τον άγιο Παχώμιο, ιδρυτή και εμπνευστή του κοινοβίου, και το Μέγα Βασίλειο, κύριο αναμορφωτή και εισηγητή του κοινωνικού, κοινοβιακού μοναχισμού. Στη Δύση ξεχωρίζουν οι μορφές των αγίων Ιωάννη Κασσιανού και Βενέδικτου, σπουδαίων συγγραφέων κοινοβιακών διατάξεων και
10
Εισαγωγή
κανόνων. Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Βίος και συγγράμματα αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου», ασχολούμαστε εκτενέστερα με τη μορφή και την προσωπικότητα του αγίου Θεοδώρου Στουδίτου. Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας ομιλιών, επιστολών, λόγων και ζηλωτής των μοναχικών διατάξεων, ενώ επίσης διακρίθηκε για τους αγώνες του εναντίον των εικονομάχων. Η εκκλησιαστική δράση του αγίου Θεοδώρου ως μοναστική φωνή ενισχύει το θεολογικό λόγο και επιβεβαιώνει την αγιάζουσα χάρη των ενεργειών του Θεού, μέσα από τις οποίες το κτιστό κοινωνεί με το άκτιστο. Ολοκληρώνοντας τη διερεύνηση των βασικών αρχών του στουδιτικού κοινοβίου αξιολογούμε τη συμβολή του στην ιστορική εξέλιξη του κοινοβιακού θεσμού, δίνοντας έμφαση στις πηγές της μοναχικής αυτής αναμόρφωσης αλλά και στις επιδράσεις της στουδιτικής μεταρρύθμισης. Στο τρίτο κεφάλαιο, με θέμα την «Μοναχική άσκηση στην κοινοβιακή ζωή κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη», παρατίθενται οι κυριότερες ιδέες που διέπουν το έργο των Κατηχήσεων, έργο που αποτέλεσε σταθμό όχι μόνο για την ασκητική αλλά και για τη σύνολη εκκλησιαστική γραμματεία. Μέσα από τις στουδιτικές Κατηχήσεις εμβαθύνουμε στις βασικές μοναχικές αρετές, κάνοντας εκτενή αναφορά στην υπακοή και την παρθενία. Ο μοναχός, ως κλητός στη χριστοειδή ζωή, καλείται να μιμηθεί τη βιοτή του Θεανθρώπου μέσα από την οδό της υπακοής, την οποία οφείλει να επιδείξει απέναντι σε όλους. Εργάζεται τις αρετές σε προσωπικό επίπεδο αλλά συνάμα και σε συλλογικό, καθώς κάθε κόπος του ενός αποτελεί λιθαράκι για την οικοδομή και αρμονική συμβίωση συνόλου του σώματος της αδελφότητας. Με την άσκηση και αύξηση της θυσιαστικής του προσφοράς αυξάνει η αγάπη του προς το Θεό και το συμμοναστή του. Η αγάπη εκφράζει την πραγματική κοινωνία του ανθρώπου ως προσώπου, που βρίσκει τις συντεταγμένες του φυσικού του είναι στην ενδοτριαδική ζωή των Προσώπων της καθαυτό χαρισματικής, οντολογικής Αγάπης. Η ζωή του, τότε, αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της αποκάλυψης του Θεού ως Προσώπου,
11
Εισαγωγή
της εσώτατης αυτής συνάντησης που ερμηνεύεται στην καθημερινότητά του ως ένθεο, ευχαριστιακό, ομολογιακό ήθος ορθής πίστης και πράξης. Σε όλη την έκταση των Κατηχήσεων διαφαίνεται η προσωπικότητα του ιερού συγγραφέα μας και τα ποικίλα χαρίσματά του. Έτσι, εμβαθύνουμε ιδιαίτερα στο θέμα της πνευματικής πατρότητας, καθώς μέσα από τη συμβουλευτική και παραινετική στάση του αγίου Θεοδώρου διακρίνουμε το ήθος του ηγουμένου και γέροντος της στουδιτικής σύναξης, τη στρατηγική της διακυβέρνησης του κοινοβίου, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των μοναχών, όπως όλα αυτά προκύπτουν μέσα από την παραίνεση, την καθοδήγηση, τον έπαινο αλλά και τον έλεγχο και την επίπληξη εκ μέρους του πνευματικού Πατέρα. Γενικότερα, οι Κατηχήσεις είναι ένα έργο που συντάχθηκε για να εξυπηρετήσει τις εσωτερικές, ιδιαίτερες ανάγκες πρώτα του Γέροντα της συνοδείας, ο οποίος οφείλει να υπενθυμίζει τις μοναχικές υποσχέσεις, και έπειτα των μοναχών, οι οποίοι χρήζουν της καθοδήγησης και παρουσίας του Γέροντά τους. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι όλοι οι μοναχοί συνάγονταν υπό τη σκέπη του ηγουμένου τους, ως αφορμή σύσφιξης των μεταξύ τους σχέσεων και εγγύτερης επικοινωνίας πάνω σε θέματα της μοναστικής ζωής. Είναι, θα λέγαμε, ένας τύπος της όλης Εκκλησίας, ένα μέρος που χαρακτηρίζει το σύνολο. Είναι μία τοπική κοινοβιακή Εκκλησία που ζει και πορεύεται κατά το πρότυπο της μιας, καθολικής Εκκλησίας που «κοινοβιάζει» τον κόσμο γύρω της. Με άλλα λόγια, είναι η επίγεια φανέρωση του αιτήματος της ενότητας της αρχιερατικής προσευχής του Χριστού, που συνιστά το πρότυπο μίμησης για όλη την Εκκλησία. Ίσως αυτή είναι και η μεγαλύτερη προσφορά του μοναχισμού: διδάσκει στους ανθρώπους την αλληλοπεριχώρηση, το πλάτειασμα δηλαδή της προσωπικότητας με την κένωση από τον εγωϊσμό και την πλήρωση από την αγάπη για τον πλησίον ως εαυτόν.
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ 1. Οι απαρχές του χριστιανικού μοναχισμού Η μοναχική ζωή εμφανίζεται επίσημα στην Εκκλησία τον 4ο αιώνα, αλλά οι ρίζες της ανάγονται στην αποστολική εποχή. Ήδη στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες εμφανίζονται χριστιανοί που ζουν με εγκράτεια και άσκηση στην προσευχή, οι οποίοι ονομάζονται «ασκητές» 1. Αυτοί δεν ζούσαν απομονωμένοι, αλλά πάντα κοντά στις πόλεις και τις χριστιανικές κοινότητες, όπως αναφέρει και ο άγιος Αθανάσιος στο Βίον του Μεγάλου Αντωνίου. Μία από τις πρώτες αιτίες που ενέπνευσε τους χριστιανούς να απαρνηθούν τον κόσμο και να καταφύγουν στην έρημο ήταν η έντονη αίσθηση ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου είναι εγγύς 2. Η μεγάλη φυγή των χριστιανών στις ερήμους, βέβαια, έγινε την περίοδο των διωγμών, όταν, προκειμένου να μην αρνηθούν την πίστη τους, κατέφευγαν στην έρημο, όπου οι διώκτες τους δεν υποπτεύονταν την παρουσία τους. Σε μερικές περιπτώσεις η φυγή αυτή στην έρημο διήρκεσε τόσο πολύ, ώστε η έρημος αποτέλεσε τελικά τη μόνιμη κατοικία των χριστιανών αυτών. Αλλά και μετά την παύση των διωγμών πολλοί ήταν αυτοί που αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην οργανωμένη κοινωνία και προτίμησαν να ασκηθούν στην έρημο 3. Η πρώτη μορφή, λοιπόν, του μοναχικού βίου είναι ο αναχωρητισμός, 1. Χαρ. Τζώγα, «Μοναχισμός», ΘΗΕ, τ. 9, Ἀθῆναι 1966, στ. 20. 2. Βλ. Κων. Πολυζωΐδη, Ἐκκλησιαστικὲς πηγὲς Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 209. 3. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 21. Βλ. και Παν. Υφαντή, Μοναχισμός και ασκητι-
κή γραμματεία στην Ανατολή και τη Δύση κατά την πρώτη χριστιανική χιλιετία, πανεπιστημιακές παραδόσεις, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σσ. 12-13.
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
που γεννιέται στην Αίγυπτο την περίοδο των μεγάλων διωγμών. Ο όρος «αναχώρηση» είχε αρχικά πολιτική σημασία χρησιμοποιούμενος μετά το τέλος της Δημοκρατίας στη Ρώμη και δήλωνε την αποστροφή προς την ασκούμενη πολιτική. Πολλοί εύποροι Ρωμαίοι, δηλαδή, αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να «αναχωρήσουν» για τις κατοικίες τους στην ύπαιθρο, όπου έμεναν με την οικογένειά τους χωρίς να αναμιγνύονται πλέον στα κοινά. Αργότερα ο όρος αυτός παίρνει πνευματική χροιά στο Χριστιανισμό και σημαίνει πλέον την «αναχώρηση» από τον κόσμο για την αναζήτηση του Θεού 4. Εισηγητές του μοναχισμού στην Αίγυπτο είναι ο Μέγας Αντώνιος, ο άγιος Παχώμιος και ο Shenute 5. Αν και πρώτος γνωστός ερημίτης θεωρείται ο Παύλος ο Θηβαίος, ο πατέρας του μοναχικού βίου είναι ο Μέγας Αντώνιος, το βίο του οποίου έγραψε ο Μέγας Αθανάσιος. Ο βίος αυτός αποτελεί το πρώτο αγιολογικό μνημείο και την πρώτη πηγή της ιστορίας του αιγυπτιακού μοναχισμού. Υπήρξε η βάση και το πρότυπο για τη συγγραφή των βίων των μεταγενέστερων αναχωρητών και ιδρυτών μονών 6. Επί των ημερών του Μεγάλου Αντωνίου απαριθμούνται 5.000 αναχωρητές στην έρημο της Νιτρίας και τα περίχωρά της, όπου μονάζουν περίφημοι ασκητές, όπως ο Παμβώ, ο Παύλος ο Απλούς, ο Ποιμήν, ο Σισώης και ο Αρσένιος. Αυτοί ζούσαν απομονωμένοι και μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές συγκεντρώνονταν στον πλησιέστερο ναό για να συμπροσευχηθούν με τους άλλους ασκητές και να λάβουν τη θεία κοινωνία. Φρόντιζαν οι ίδιοι για την προσευχή, τη στέγη, την ενδυμασία, τη διατροφή και την εργασία τους. Υπέβαλλαν τον εαυτό τους σε κάθε είδους στέρηση και κακουχία και ζούσαν με συνεχείς προσευχές και νηστείες 7. Κύρια 4. Σάβ. Ἀγουρίδη, Μοναχισμός. Ἐρευνητικὴ μελέτη, ἐκδ. Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1997, σ. 27. 5. Ό.π., σ. 31. 6. Βλ. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 22. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σσ. 19-22. 7. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 22. 14
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ερημίτη που ζει με τέτοιον τρόπο θεωρούνται: - Η κρίση του Θεού. - Η πάλη με τους δαίμονες και οι συνεχείς προσευχές. - Η υπέρβαση των δυσκολιών και η επίτευξη της απάθειας. - Τα οράματα και τα θαύματα. Φυσικά δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που οι ασκητές φτάνουν σε ακρότητες, με αποτέλεσμα να παραφρονούν και αρκετές φορές να οδηγούνται στο θάνατο. Γι’ αυτό και αυτό το είδος της μοναχικής ζωής δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει να υπάρχει για πολύ, εφόσον δεν βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο της Εκκλησίας. Παράλληλα, η αναχωρητική ζωή ήταν υπερβολικά σκληρή και απαιτητική, εφόσον έπρεπε ο μοναχός να φτάσει στο ιδεώδες της μοναχικής τελειώσεως χωρίς προηγούμενη παιδαγωγία 8. Με την κοιλάδα της Νιτρίας συνδέονται και αρκετά γραπτά κείμενα που περιγράφουν τη ζωή και τα αποφθέγματα των μοναχών, όπως η συλλογή του Μακαρίου και τα έργα του Ευάγριου Ποντικού. Όταν αργότερα μοναχοί από τη Νιτρία αναγκάστηκαν να φύγουν από τα μέρη τους εξαιτίας πιθανότατα επιδρομών και κατέφυγαν στην Παλαιστίνη, επεξεργάστηκαν περαιτέρω αυτά τα κείμενα, που ήταν αρχικώς γραμμένα στα κοπτικά, και τα μετέφρασαν στα ελληνικά 9. Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την προσευχή των μοναχών της ερήμου είναι ότι δεν βασίζονται στον αυθορμητισμό ή στον αυτοσχεδιασμό αλλά μάλλον στο τυποποιημένο και επαναλαμβανόμενο. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι ο Παύλος της Σκήτης ήξερε 200 τέτοιες προσευχές. Γίνεται έτσι φανερό το πόσο νωρίς το «τυπικό» γίνεται μέρος της ζωής του μοναχού 10.
8. Ό.π., στ. 22. 9. Βλ. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 35. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σσ. 27-28. 10. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 36. 15
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
2. Μορφές μοναχικής άσκησης
α΄. Το κοινοτικό σύστημα - Οι λαύρες Η λαύρα (=ανοικτός χώρος, οδός, σταθμός αγοράς της υπαίθρου) ήταν χωριό ολόκληρο αποτελούμενο από καλύβες και κελλιά, στα οποία ζούσαν οι μοναχοί, όπως ακριβώς έκαναν και οι ερημίτες. Στο μόνο που διέφεραν από τους ερημίτες ήταν ότι είχαν χωριστά τα πάντα εκτός από την κοινή προσευχή το Σάββατο και την Κυριακή και μια κοινή υποτυπώδη διοίκηση. Πρώτη μορφή οργάνωσης των αναχωρητών βρίσκουμε στα Κελλία, συγκεκριμένη περιοχή στη Νιτρία της Αιγύπτου. Εκεί έχουμε τις πρώτες μορφές του λαυρεωτικού συστήματος. Αργότερα ο όρος Κελλία σημαίνει την αυτοτελή μοναχική πολιτεία με διεσπαρμένα μοναχικά οικήματα 11. Η ζωή στη λαύρα είχε έναν «οικογενειακό κατά μόνας» χαρακτήρα και χαρακτηριζόταν από τους ίδιους κοινωνικούς κανόνες. Σημαντικότεροι διαμορφωτές του συστήματος της λαύρας θεωρούνται ο Ιλαρίων, που ήταν μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου, ο Αμμούν στη Νιτρία και ο Μακάριος ο Αλεξανδρεύς στη Σκήτη 12. Ο Καππαδόκης όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης (414-519 μ.Χ.) φέρεται να ιδρύει την πρώτη λαύρα κοντά στην Ιερουσαλήμ, ενώ σχεδόν παράλληλα ο όσιος Σάββας ο Ηγιασμένος (439-532 μ.Χ.) ιδρύει επτά λαύρες στην Παλαιστίνη, από τις οποίες η Μεγίστη Λαύρα,
που
βρίσκεται
κοντά
στην
Ιερουσαλήμ,
θεωρείται
η
σημαντικότερη 13.
11. Βλ. Κων. Πολυζωΐδη, μν. έργ., σ. 221. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σσ. 23-24. 12. Βλ. Βασ. Στεφανίδη, Ἀρχιμ., Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 19596, σ. 154. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 30. 13. Βλ. Ἀθαν. Γερομίχαλου, Ὁ Μοναχικὸς βίος. Ἱστορικὴ αὐτοῦ ἐξέλιξις, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 27-29. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 31. 16
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
β΄. Το κοινοβιακό σύστημα - Παχώμιος και Μέγας Βασίλειος Ένα βήμα παραπάνω από το σύστημα της λαύρας ή του κοινοτικού συστήματος είναι το κοινοβιακό σύστημα, εισηγητής του οποίου υπήρξε ο όσιος Παχώμιος κατά τον 4ο αιώνα. Ο Παχώμιος ήταν ο πρώτος που κατάφερε να οργανώσει τους ερημίτες μοναχούς σε μορφή κοινωνίας, που ονομάστηκε κοινόβιο, γιατί οι μοναχοί τα είχαν όλα κοινά. Πέραν, δηλαδή, της διοίκησης και της προσευχής, που χαρακτήριζαν το λαυρεωτικό σύστημα, έθεσε επιπλέον υπό κοινό έλεγχο τη στέγη, την ενδυμασία, τη διατροφή και την εργασία των μοναχών. Ο Παχώμιος γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα (περίπου 290-292) στην Άνω Θηβαΐδα της Αιγύπτου από ειδωλολάτρες γονείς κοπτικής πρ οέλευσης. Υπηρετώντας ως στρατιωτικός επί Μεγάλου Κωνσταντίνου έτυχε να πιαστεί αιχμάλωτος και ως τραυματίας γνώρισε το Χριστιανισμό. Μόλις απολύθηκε, βαπτίστηκε και αργότερα αναχώρησε για την έρημο. Εκεί ασκήτευσε πλησίον του αυστηρού αναχωρητή Παλαίμωνος στη Θηβαΐδα της Άνω Αιγύπτου. Ο τελευταίος διηύθυνε αποικία αναχωρητών, στους οποίους είχε ορίσει αυστηρό τρόπο ζωής: καθημερινή νηστεία το καλοκαίρι, εναλλάξ το χειμώνα, βρώση μόνο άρτου και χόρτων, αποχή από λάδι και κρασί, χειρωνακτική εργασία και προσφορά του προϊόντος στους φτωχούς, ολονύκτια προσευχή. Γνώρισε έτσι από κοντά τον τρόπο ζωής των ερημιτών και τα ελαττώματα του αναχωρητικού βίου, μη υποκειμένου σε συστηματικό έλεγχο από τον προεστώτα 14. Αποφασίζει τότε να ιδρύσει το δικό του μοναστήρι-κοινότητα στην Ταβεννίσιδα (=Φοίνικες της Ίσιδος), επί της ανατολικής όχθης του Νείλου, και αργότερα στο Phebou 15. Σε αυτά ενώθηκαν και άλλοι περίπου 11 καταυλισμοί (9 ανδρικές και 2 γυναικείες μονές), με αποτέλεσμα ο Παχώμιος να διοικεί συνολικά γύρω στους
14. Βλ. Ἀνωνύμου, «Παχώμιος», ΘΗΕ, τ. 10, Ἀθῆναι 1966, στ. 240. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 22. 15. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 22. 17
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
3.000 μοναχούς 16. Ο Παχώμιος έγραψε «Κανόναῆς,ζωἐρ
γασίας καὶ πνευματικῆς
ἀσκήσεως» 17. Ιδιαίτερο βάρος δίνει στην υπακοή του μοναχού στους κανόνες του μοναστηριού. Παράλληλα φροντίζει ώστε οι συνθήκες διαβίωσης να είναι πιο ανθρώπινες από αυτές της ερήμου. Οι μοναχοί ακολουθούν κοινό τρόπο ζωής: όμοια ρούχα, λιτό φαγητό από κοινού σε καθορισμένες ώρες και εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας εντός του κοινοβίου. Τα γεύματα αποτελούνταν από λαχανικά και τυρί. Το κρασί, το κρέας και το ψάρι επιτρέπονταν μόνο σε περίπτωση ασθένειας. Η αυστηρότητα στην τροφή οφείλεται μάλλον στο θερμό κλίμα της περιοχής. Η προσευχή γινόταν από κοινού σε σταθερά χρονικά διαστήματα με κοινή θεία Λειτουργία το Σάββατο και την Κυριακή. Η πειθαρχία ήταν αυστηρή, αν και ήταν εύκολο ακόμα για κάποιον να πάει σε άλλο μοναστήρι. Ούτε υποσχέσεις ή όρκοι δίνονταν, ούτε η είσοδος είχε χαρακτήρα ισόβιο. Την εποχή εκείνη οι μοναχοί δεν είχαν καμία σχέση με τον κλήρο. Αντίθετα, μάλιστα, οι μοναχοί δεν επιτρέπονταν να γίνουν κληρικοί 18. Κατά την είσοδό του στη μονή ο υποψήφιος μοναχός έπρεπε να μάθει απ’ έξω την Κυριακή προσευχή και μερικούς ψαλμούς. Στη συνέχεια διδασκόταν τους μοναχικούς κανόνες και στο τέλος φορούσε το μοναχικό ένδυμα. Αργότερα, για να γίνει μοναχός, έπρεπε να ξέρει από στήθους είκοσι ψαλμούς και δύο επιστολές ή άλλα αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης. 16. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 38. Περισσότερες πληροφορίες για τα μοναστήρια του Παχωμίου και τους διαδόχους του Θεόδωρο και Ωρσίσιο βλ. Mayeul de Dreuille, Seeking the absolute Love: The founders of Christian Monasticism, Redwood Books Ltd, England 1999, σσ. 26-32. 17. Ό.π. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σσ. 22-23. Περισσότερα για τους μοναχικούς κανόνες του Παχωμίου βλ. Δημ. Πετρακάκου, Οἱ μοναχικοὶ θεσμοὶ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τ. Α΄ (Ἡ πρώτη Ὀργάνωσις), ἐν Λειψίᾳ 1907, σσ. 51-120, όπως επίσης και Ἀρχιμ. Placide Deseille, Ὁ Παχωμιακός Μοναχισμός, μετάφραση Νικοδήμου Μπαρούση Ἱερομονάχου, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 1992, σσ. 40-44. 18. Βασ. Στεφανίδη, μν. έργ., σ. 156. 18
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάποιος μοναχός ήταν να ξέρει ανάγνωση και γραφή, ώστε να μπορεί να δανείζεται βιβλία από τη βιβλιοθήκη και να τα διαβάζει στο κελλί του ή στο ναό. Οι αγράμματοι συνήθως φοιτούσαν σε σχολείο της μονής 19. Ο Παχώμιος έχει κατηγορηθεί από μερικούς ότι επέβαλε στρατιωτική πειθαρχία στο κοινόβιό του. Παρ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς· δεν ήταν μόνο το πλήθος των μοναχών αλλά και το ποιόν αυτών που κατέφευγαν εκεί -κάποιοι φοροφυγάδες, άλλοι με ψυχολογικά προβλήματα και άλλοι με διάφορα προβλήματα20. Στην Αίγυπτο, σε αντίθεση με τη Συρία, όπου οι μοναχοί περισσότερο προσεύχονταν παρά ασκούσαν κάποια εργασία, οι μοναχοί φέρνουν στην έρημο τις συνήθειες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: εργασία, καλαθοποιΐα, αγγειοπλαστική, για να μπορέσουν να επιβιώσουν στις αντίξοες συνθήκες 21. Από την Αίγυπτο το κοινοβιακό σύστημα διαδίδεται στη Μικρά Ασία, Παλαιστίνη και αργότερα στη Δύση. Ενώ, όμως, στην Αίγυπτο η αλλαγή του μοναχικού βίου επήλθε γρήγορα και ομαλά, στην Παλαιστίνη δημιούργησε αντιδράσεις 22. Πάντως, το κοινοβιακό σύστημα απάλυνε την τραχύτητα τόσο του αναχωρητισμού όσο και του λαυρεωτικού συστήματος καθιστώντας πιο εφικτή την πραγματοποίηση του μοναχικού ιδεώδους και από τους «μικρούς και ασθενέστερους». Ο βαθύτερος σκοπός, βέβαια, της κοινοβιακής ζωής ήταν να φέρει το μοναχό σε επαφή με τους συμμοναστές του, δηλαδή τον πλησίον του, για να κινηθεί προς φιλάνθρωπη δραστηριότητα απέναντι στον 19. Βλ. Ἀθαν. Γερομίχαλου, μν. έργ., σσ. 30-31. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 23. Αντίστοιχα και η μονή Στουδίου διέθετε σχολείο όχι μόνο για τη μόρφωση των αγραμμάτων αλλά και για τα μικρά παιδιά που αφιερώνονταν από τους γονείς τους στο μοναστήρι. Βλ. Peter Hatlie, The monks and the monasteries of Constantinople, c. 350850, Cambridge University Press, New York 2007, σ. 420. 20. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σσ. 39-40. 21. Ό.π., σ. 38. 22. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 22. 19
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
πλησίον. Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης των κοινοβίων είχε αρχίσει να καλλιεργείται η αντίληψη ότι ο «πλησίον» αποτελεί το θεμέλιο της σωτηρίας για το μοναχό. Αυτή η αντίληψη θεμελιώνεται πλήρως από το Μέγα Βασίλειο 23. Ο Μέγας Βασίλειος, αρχιεπίσκοπος (=μητροπολίτης) Καισαρείας της Καππαδοκίας, είναι ο συγγραφέας των αρχαιότερων σωζόμενων μοναστικών κανόνων. Γεννήθηκε πιθανότατα στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 330 μ.Χ. Στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου πηγαίνει για σπουδές, γνωρίζεται με τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Αργότερα συνεχίζει τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθως στην Αθήνα. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του βρίσκει την οικογένειά του να έχει αποσυρθεί σε ένα κτήμα στον Πόντο, ενώ η αδελφή του Μακρίνα, η μητέρα του Εμμέλεια, καθώς και ο αδελφός του Ναυκράτιος είχαν γίνει μοναχοί. Ο ίδιος ο Βασίλειος μεταβαίνει σε Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο και Παλαιστίνη, για να γνωρίσει από κοντά τον αναχωρητικό βίο. Όταν επανέρχεται στην πατρίδα του, χειροτονείται διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Γύρω στο 370 χειροτονείται επίσκοπος και αρχίζει ένα έργο που περνά μέσα από μεγάλες ταλαιπωρίες και διωγμούς. Η δραστηριότητά του ως επισκόπου δεν περιορίζεται μόνο στην υπεράσπιση της Ορθοδοξίας από κάθε λογής αιρετικές ιδέες και παράνομες αυτοκρατορικές παρεμβάσεις, αλλά περιλαμβάνει και τη ρύθμιση της λατρείας, την οργάνωση του μοναχικού βίου και τη συστηματοποίηση του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας 24. Αν και χωρίς να το επιδιώξει, ο Μέγας Βασίλειος έγινε με τα ασκη-
23. Ό.π., στ. 23. 24. Βλ. Παν. Χρήστου, «Βασίλειος. Ὁ Μέγας», ΘΗΕ, τ. 3,Ἀθῆναι 1963, στ. 685. Λεπτομέρειες για τη ζωή και την εκκλησιαστική δράση του μητροπολίτη Καισαρείας της Καππαδοκίας Βασιλείου του Μεγάλου βλ. τοῦ ἰδίου, Ὁ Μέγας Βασίλειος.
Βίος καὶ πολιτεία - Συγγράμματα - Θεολογικὴ σκέψις, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 27, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 11-124. Κων. Μπόνη, Βασίλειος ὁ Μέγας (μέρος Α΄), ΒΕΠΕΣ, τ. 51, Ἀθῆναι 1975, σσ. 15-73. 20
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
τικά του έργα (55 κεφάλαια των Ὅρων κατὰ πλάτος και 313 κεφάλαια των Ὅρων κατ’ ἐπιτομὴν) ο κατεξοχήν ρυθμιστής του μοναχικού κοινοβίου. Αντίθετα με τα μεταγενέστερα τυπικά, οι κανόνες του αγίου Βασιλείου είναι απλά μία σειρά από απαντήσεις που έδινε ο ίδιος σε ερωτήσεις των μαθητών του κατά τις βραδινές τους συζητήσεις και που ρύθμιζαν τη λειτουργία του δικού του μοναστηριού. Γι’ αυτό τα θέματα που αναφέρονται άπτονται θεμάτων και πτυχών από όλη σχεδόν τη ζωή του μοναχού, την οποία ρυθμίζουν με τόση σύνεση, που σιγά σιγά οι Ὅροι έγιναν οδηγός των κοινοβίων σε Ανατολή και Δύση. Αν και αδυνατούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς γράφτηκαν τα ασκητικά, εικάζεται ότι θα πρέπει να συντάχθηκαν μετά την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια το 358 από την περιήγησή του σε μοναστήρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η αρχική πρόθεση της συγγραφής ήταν, πιθανότατα, να χρησιμεύσουν τα κείμενα αυτά ως οδηγός για το πρώτο μοναστήρι που ίδρυσε ο Βασίλειος στον Πόντο το 360 μ.Χ. 25. Ο Μέγας Βασίλειος ταξίδεψε και παρατήρησε τις λαύρες των ερημιτών σε Αίγυπτο, Συρία και Μεσοποταμία, καθώς και τα κοινόβια που προϋπήρχαν. Επιστρέφοντας, όμως, στον τόπο του δεν αναπαρήγαγε με ακρίβεια κάποιον από τους θεσμούς αυτούς. Ακόμη και στο κοινόβιο του Παχωμίου κάνει κριτική: είχε πολλή κινητικότητα, πολλές υποθέσεις και πολύ θόρυβο. Επίσης λυπάται για τη σπανιότητα των σχέσεων ανάμεσα στον αββά και το μοναχό και για την πολύ συχνή απορρόφηση από την εργασία όλης της δραστηριότητας του κοινοβιάτη εις βάρος της πνευματικής ζωής. Οι καταχρήσεις αυτές σχετίζονται λιγότερο με το μεγάλο αριθμό θεμάτων που συγκεντρώνει ο Βασίλειος και περισσότερο με την ίδια τη φύση του θεσμού αυτού. Θα δημιουργηθεί, λοιπόν, ένα μοναστήρι μικρότερων διαστάσεων και κυρίως δεν θα υπάρχει διακυβέρνηση δύο επιπέδων, 25. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σσ. 83-84. Αναλυτικά για τα ασκητικά έργα του Μεγάλου Βασιλείου βλ. Κων. Μπόνη, μν. έργ., σ. 87 κ.ε. Παν. Χρήστου, μν. έργ., σ. 159 κ.ε. 21
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
δηλαδή του προεστώτος και του αρχηγού του οίκου. Για το Μέγα Βασίλειο ο προεστώς συγκεντρώνει όλη την εξουσία και την ασκεί άμεσα σε ολόκληρο το μοναστήρι 26. Ο προϊστάμενος δίνει στους μοναχούς κάθε τύπου οδηγίες, παρέχει την άφεση αμαρτιών, ενδυναμώνει τους μοναχούς και επιμένει στο να καταστεί η σωματική και πνευματική εργασία του μοναχού συστηματική του ενασχόληση. Η γνώμη του πρώτου αποτελεί για το μοναχό κανόνα απαράβατο και έχει να κάνει με οτιδήποτε αφορά τη ζωή του μοναχού. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει έδαφος για ατομική αφοσίωση ή αύξηση της αυστηρότητας του βίου. Η αληθής και τέλεια υπακοή των μοναχών προς τον ηγούμενο σημαίνει όχι μόνο να τον υπακούουν πιστά, αλλά και να μην πράττουν οτιδήποτε επαινετό χωρίς τη γνώμη του 27. Παράλληλα, σύμφωνα με το Βασίλειο, για να ερμηνευτούν οι Γραφές, ο ανώτερος θα πρέπει να είναι «πνευματικός». Ποιος, όμως, μας διαβεβαιώνει ότι είναι πραγματικά; Τί πρέπει να κάνουμε, αν έλθει σε διαμάχη με άλλους μοναχούς που θεωρούνται πιο πνευματικοί από εκείνον; Το «έννομο» λειτούργημα είναι τέτοιας καθοριστικής σημασίας, ώστε η φωνή του να επικρατήσει έναντι των άλλων; Τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν φλέγοντα ζητήματα στην ιστορία του μοναχισμού, αλλά ο Βασίλειος δεν τα έθεσε με σαφήνεια. Επέμεινε σε ένα γεγονός: το μοναστήρι αποτελεί ένα σώμα. Δεν πρέπει να θεωρούμε το κοινόβιο ως μια απλή συγκέντρωση μοναχών που ακολουθούν την προσωπική τους κλίση · κοινόβιο σημαίνει εν τέλει «μυστικό σώμα».
26. Jean Olphe-Galliard, «Cénobitisme», DSAM, tome II, Beauchesne Paris 1953, σ. 406. Περισσότερα για τις διαφορές ανάμεσα στο βασιλειανό και στον παχωμιακό μοναχισμό βλ. Emm. Amand de Mendieta, «Le systéme cénobitique basilien comparé au systéme cénobitique pachômien», RHR 152 (1957) 31-80. 27. Ἀθαν. Γερομίχαλου, μν. έργ., σσ. 36-37. Βλ. και Ἀ. Χορτάτου, «Ἡ ὑπακοὴ ὡς μοναχικὴ ἀρετὴ κατὰ τὰ Ἀσκητικὰ συγγράμματα τοῦ Μ. Βασιλείου», ΕΦ 65 (1983) 67-74. 22
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
Αργότερα, βέβαια, σε μια περίοδο παρακμής, ο Θεόδωρος Στουδίτης αποφάσισε να καταπολεμήσει το συλλογισμό αυτό, επανερχόμενος στην πιο αυθεντική παράδοση των Πατέρων. Ο Θεόδωρος υιοθέτησε ξανά το λόγο του Παχωμίου, που αποκαλούσε τους μοναχούς «αδελφούς-μέλη», προσθέτοντας: «πραγματικά, είμαστε το σώμα του ίδιου Χριστού». Το σώμα έχει την κεφαλή του, που είναι ο αββάς. Αλλά, επίσης, έχει χέρια, μάτια, πόδια. Γι’ αυτό το λόγο ο Θεόδωρος προσπαθεί να παραδώσει στο μοναστήρι μια συγκεκριμένη ιεραρχία, για να αποδώσει στον καθένα το λειτούργημά του στο πλαίσιο του οργανισμού. Το πνεύμα του «κοινοβιακ ῶς ζῇν» επι τρέπει μια ακραία διαφοροποίηση μέσα στην ενότητα ενός σώματος, γι’ αυτό παρουσιάζεται στα μάτια του Θεοδώρου ως το ιδανικό του μοναχισμού 28. Στη θέση της στρατιωτικού τύπου ιεραρχίας, που συναντάμε στον Παχώμιο, ο Βασίλειος δίνει στην κοινότητά του ένα θεσμό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «οικιακό» με την κοινωνιολογική έννοια του όρου. Έτσι αποκλείει μια αόριστη επέκταση του πλαισίου. Τα μοναστήρια θα μπορούν να πολλαπλασιάζονται, αλλά καθένα θα δέχεται συγκεκριμένο μόνο αριθμό μοναχών. Με τον τρόπο αυτό ο προεστώς θα γνωρίζει όλους του κατωτέρους του. Θα μπορεί και θα πρέπει να τους διορθώνει σε ατομικό επίπεδο. Οι μοναχοί από την πλευρά τους θα πρέπει να ανοίγουν την ψυχή τους στον προεστώτα. Εκείνος θα είναι πραγματικά η «κεφαλή» του «σώματος» του μοναστηριού. Γι’ αυτό και οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη δεν καθορίζονται από την πειθαρχία του μοναστηριού κατά τον Παχώμιο, αλλά αντικαθίστανται από την καλή οικογενειακή συνεννόηση. Στη βάση του κοινοβίου κατά το Βασίλειο υπάρχει ο δεσμός φιλίας ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας29. Εξίσου διαφορετική είναι και η έννοια της εργασίας. Χωρίς αμφιβολία, ο Βασίλειος προτείνει τη χειρωνακτική εργασία και επιμένει αυστη28. Τ. Spidlik - M. Tenace - R. Cemus, «Questions Monastiques en Orient», OCA 259, Pontificio Istituto Orientale, Roma 1999, σσ. 245-246. 29. Ό.π., σ. 406. 23
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
ρά στην αναγκαιότητα που υπάρχει για όλους να επιδίδονται σ’ αυτήν, καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Αλλά αυτή η χειρωνακτική εργασία διακόπτεται από τόσες θρησκευτικές ασκήσεις, ώστε δεν θα υπάρξει ποτέ κίνδυνος απώλειας του πνεύματος της προσευχής για εκείνους που επιδίδονται στην εργασία σύμφωνα με τον κανόνα 30. Η άσκηση του μοναχού δεν είναι κατά το Βασίλειο αυτοσκοπός. Το μοναστήρι είναι ο οίκος του Θεού, όπου όλα ανήκουν στο Θεό και όπου ζει ο μοναχός για το Θεό. Ιδιαίτερα εξαίρει ο Βασίλειος την «σε ένα σώμα» ενότητα των μοναχών, ενώ η υπακοή και υποταγή στο κοινόβιο είναι πραγμάτωση του ιδανικού των μαρτύρων31. Ο Καππαδόκης ιεράρχης εκφράζει ελεύθερα την προτίμησή του για την κοινοβιακή ζωή στους Ὅρους κατὰ
πλάτος, στο κεφάλαιο Ζ΄, όπου παραθέτει τους κινδύνους του αναχωρητισμού και την ωφέλεια και σιγουριά του κοινοβίου 32. Μεταξύ άλλων υπογραμμίζει τα παρακάτω: - Κανείς δεν αρκείται στον εαυτό του σε ό,τι αφορά τις υλικές και σωματικές ανάγκες. - Η ερημιτική ζωή βρίσκεται σε έκδηλη αντίθεση με το νόμο της αδελφικής φιλευσπλαγχνίας. - Στη μοναχική ζωή δεν υπάρχει αδελφική διόρθωση. - Ο μοναχός δεν μπορεί να ακολουθεί όλες τις εντολές του Κυρίου 30. Ό.π. Περισσότερα για την εργασία και την προσευχή βλ. Δ. Σαβράμη, «Ἡ ἀρχὴ “Ora et labora” κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον (μετάφραση Ἀν. Μπουγᾶς)», Θεολογία 37 (1966) 591-606· 38 (1967) 42-51. 31. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 87. 32. Ὅροι κατὰ πλάτος Ζ΄, PG 31, 928B-933C. Επίσης, αναλυτικά βλ. Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη, «Αἱ περὶ κοινοβιακῆς ζωῆς ἀντιλήψεις τοῦ Μ. Βασιλείου», Ἡ Ἀθωνικὴ Πολιτεία. Ἐπὶ τῇ χιλιετηρίδι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1963, σσ. 151-175. Ἀρχιμ. Συμεὼν Κραγιόπουλου, «Τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες στὸ Μ. Βασίλειο», Βασιλειάς. Ἑόρτιος τόμος ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 1600 ἐτῶν ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ Μ. Βασιλείου , Ἱερὰ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 155-164. 24
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
(για παράδειγμα να επισκέπτεται τους ασθενείς, να δέχεται φολοξενούμενους), ενώ μία κοινότητα μπορεί να το κάνει. - Είμαστε όλοι μέλη οι μεν των δε και ο Κύριος είναι η κεφαλή μας. Εάν χωριστούμε από τους αδελφούς μας, πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε ανέπαφη τη σχέση μας με το Χριστό; - Δεχόμαστε διάφορες πνευματικές δωρεές ή χαρίσματα. Ο ερημίτης θάβει τα χαρίσματά του και τα καθιστά άχρηστα, ενώ σε μια κοινότητα ο καθένας συμμετέχει στα χαρίσματα των αδελφών του και κάνει τα δικά του να καρποφορήσουν. - Ο αναχωρητής θα δυσκολευτεί περισσότερο από τον κοινοβιάτη να αντισταθεί στην αμαρτία και να ακολουθήσει την αρετή, αφού στερείται αδελφικής και κοινωνικής ενθάρρυνσης. - Ένα μεγάλο μειονέκτημα της αναχωρητικής ζωής είναι ότι τελικά γινόμαστε ματαιόδοξοι. - Ο ερημίτης δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει κάποιες σημαντικές θεϊκές εντολές. Για παράδειγμα δεν θα ασκήσει καθόλου την ταπεινοφροσύνη, τη φιλευσπλαγχνία, τη συγχώρεση, την αληθινή αγαθοεργία. Η προσφορά του Μεγάλου Βασιλείου στο μοναχισμό είναι τεράστια, αφού συνέβαλε τα μέγιστα στην εξέλιξή του. Επί δεκαετίες ολόκληρες οι μοναχοί δεν είχαν μεγάλη επαφή με την επίσημη Εκκλησία και κατά πολύ αραιά διαστήματα συμμετείχαν στα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο Βασίλειος μεταφέρει το μοναχικό βίο από την έρημο στις πόλεις, τον θεμελιώνει αγιογραφικά και δογματικά, τον θέτει υπό την εποπτεία των εκκλησιαστικών αρχών και του αναθέτει φιλανθρωπικά καθήκοντα. Παραλαμβάνει το μοναχισμό από το περιθώριο της Εκκλησίας και τον καθιστά ζωτικό τμήμα της. Η σημασία της προσφοράς του Μεγάλου Βασιλείου καθίσταται περισσότερο αισθητή, όταν ερευνάται από άποψη μορφής και καθηκόντων. Ο Μέγας Βασίλειος πιστεύει ότι η άσκηση πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που θέτει η Καινή Διαθήκη και η διδασκαλία της Εκκλησίας. Προστάτεψε έτσι το μοναχισμό από πολλές ασκητικές ακρότητες, όπως 25
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
ο πλήρης χωρισμός μοναχικής πολιτείας και κόσμου. Ο Μέγας Βασίλειος επαναφέρει το μοναχισμό στις πόλεις. Τα περίφημα φιλανθρωπικά του ιδρύματα, τα περιλαμβανόμενα στο συγκρότημα της Βασιλειάδας, διευθύνονταν και λειτουργούσαν με τη βοήθεια μοναχών, οι οποίοι ονομάζονταν «ὀρφανῶν πατέρες» 33. Μετά το Μέγα Βασίλειο η ανατολική αντίληψη της κοινοβιακής ζωής δεν παρουσιάζει σημαντική εξέλιξη. Δεδομένης της επιρροής που είχαν οι μοναχικοί του κανόνες δημιουργείται η εντύπωση ότι η μοναστική Ανατολή είπε με το Βασίλειο την τελευταία της λέξη σε ό,τι αφορά την κοινοβιακή πειθαρχία. Σε αυτό δεν συνέβαλε λίγο και η νομοθεσία του Ιουστινιανού, που καταδίκασε πρακτικά τον αναχωρητισμό, προκειμένου να ενοποιήσει το μοναχισμό. Για να εκτιμήσουμε, όμως, στη σωστή τους διάσταση τους διαφορετικούς κοινοβιακούς κανόνες που διαθέτει η Ανατολή, δεν θα πρέπει απλά να τους αξιολογήσουμε από την πλευρά των πειθαρχικών διδαχών που περιλαμβάνουν, ούτε να δεχθούμε άκριτα τις διακηρύξεις των ιδρυτών που υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμείνουμε πιστοί στο πνεύμα του Βασιλείου. Η ατομική συμπεριφορά μπορεί, πράγματι, να αλλάξει πολύ ορισμένες πτυχές του ίδιου ιδανικού, πράγμα που διακρίνουμε σαφώς στα κείμενα του Θεοδώρου του Στουδίτη 34.
γ΄. Το ιδιόρρυθμο σύστημα Το κοινόβιο δεν υπήρξε η τελική μορφή της ανάπτυξης και εξέλιξης του μοναχισμού. Από νωρίς παρουσιάστηκαν τάσεις αποδέσμευσης των μοναχών από το σύστημα του κοινοβίου, το οποίο, ενώ αρχικά ελάφρυνε το ζυγό των μοναχών από την αναχωρητική και λαυρεωτική ζωή, αργότερα έγινε αυστηρότερο με περισσότερες απαιτήσεις από τους μοναχούς. Από τον 9ο αιώνα ειδικά παρατηρείται χαλάρωση του μοναχικού βίου, που ο33. Ἀθαν. Γερομίχαλου, μν. έργ., σ. 37-38. Βλ. και Παν. Χρήστου, μν. έργ., σσ. 296-302. 34. Τ. Spidlik - M. Tenace - R. Cemus, μν. έργ., σ. 248. 26
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
δηγεί τελικά στη διαμόρφωση ενός καινούργιου συστήματος μοναχικού βίου, του ιδιόρρυθμου. Το ιδιόρρυθμο σύστημα αποτελεί από τη μια μεριά εκτροπή από το κοινοβιακό και επιστροφή εν μέρει στο κοινοτικό σύστημα των λαυρών 35. Στις ιδιόρρυθμες μονές παραμένει κοινή η διοίκηση, η προσευχή τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές και εν μέρει η εργασία και η ενδυμασία, ενώ ο καθένας ρυθμίζει μόνος του τα της διατροφής του 36. Η ανεξαρτησία αυτή των μοναχών τούς αναγκάζει να αποκτήσουν στοιχειώδη ατομική περιουσία για την αντιμετώπιση των αναγκών της διαβίωσής τους. Το ιδιόρρυθμο σύστημα εισήχθη επί Λέοντος Σοφού λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν τότε 37. Με το ιδιόρρυθμο σύστημα αρχίζει να καταργείται η διάταξη του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, που όριζε ότι οι μοναχοί έπρεπε να κοιμούνται και να ντύνονται σε μεγάλους κοιτώνες και κάθε μοναχός να έχει δικό του δωμάτιο. Στο ιδιόρρυθμο μοναστήρι ο μοναχός δεν υπόκειται στους κανόνες της κοινής μοναστικής ζωής, αλλά ζει όπως επιθυμεί. Υπάρχει ελευθερία ως προς τη διάρκεια του ύπνου, την προσέλευση στις ακολουθίες, την έξοδο από τη μονή και την επιλογή της ποιότητας και ποσότητας της τροφής, την οποία λαμβάνει από τη μονή εφ’ άπαξ ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Η προμήθεια της διατροφής και θέρμανσης των μοναχών γίνεται συνήθως σε είδος εφ’ άπαξ κατ’ έτος κατά την εποχή της συγκομιδής. Οι προμήθειες αυτές καταγράφονται στο βιβλίο της αποθήκης, που φυλάσσεται από τον εκάστοτε οικονόμο της μονής. Για τις υπόλοιπες βιοτικές ανάγκες των μοναχών χορηγείται ορισμένο χρηματικό ποσό κάθε μήνα, που εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες της μονής 38. Το ιδιόρρυθμο σύστημα παρουσίασε πολλά προβλήματα κατά την ε35. Ἀθαν. Γερομίχαλου, μν. έργ., σ. 44. 36. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 23. 37. Κων. Πολυζωΐδη, μν. έργ., σ. 235. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 26. 38. Ἀθαν. Γερομίχαλου, μν. έργ., σσ. 45, 47. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 27. 27
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
φαρμογή του. Για παράδειγμα, καθώς εξέλιπε η βουλή του ενός, εμφανίζονταν συχνά προστριβές μεταξύ των μοναχών, που για την επίλυσή τους ήταν αναγκαία η προσφυγή στον οικείο επίσκοπο ανεκκλήτως 39. 3. Η εξέλιξη του Ανατολικού μοναχισμού
α΄. Παλαιστίνη και Συρία Γνωρίζουμε δύο Παλαιστίνιους που μετέφεραν τον οργανωμένο μοναχικό βίο στην Παλαιστίνη: ο Ιλαρίων, μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου, μετέφερε το σύστημα της λαύρας, ενώ ο Επιφάνιος εισήγαγε το κοινοβιακό σύστημα. Όπως στην Αίγυπτο έτσι και στην Παλαιστίνη οι εξέχοντες αναχωρητές και μοναχοί υποβάλλονταν σε μεγάλες στερήσεις και γι’ αυτό θεωρούνταν ως έχοντες θείο πνεύμα και θεία γνώση. Η γνώμη και συμβουλή τους ήταν πολύτιμες. Θεωρούνταν ακόμη κάτοχοι ανώτερων δυνάμεων, οράσεων, προφητειών και ικανοί να θεραπεύουν ασθένειες και να νικούν τα πονηρά πνεύματα. Είχαν, δηλαδή, όπως και οι εγκρατείς, από τους οποίους προήλθαν, τα χαρακτηριστικά των εξαφανισθέντων χαρισματούχων. Έτσι συναντούμε και στην Παλαιστίνη αναβίωση των ενθουσιαστικών τάσεων, κάποιες φορές όμως με δυσάρεστα αποτελέσματα -όπως η εμφάνιση διαφόρων αιρετικών ομάδων, σημαντικότεροι από τους οποίους ήταν οι Μεσσαλιανοί 40. Κύριος οργανωτής του κοινοβίου στην Παλαιστίνη θεωρείται ο όσιος Θεοδόσιος. Ακολουθεί τις διατάξεις του Παχωμίου και του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά διατηρεί και τοπικά γνωρίσματα. Ο παλαιστινιακός μοναχισμός, δηλαδή, δεν εγκαταλείπει παντελώς το λαυρεωτικό σύστημα, αλλά συνδυάζει το κοινοβιακό σύστημα και στοιχεία της λαυρεωτικής ζωής. Σε πολλά κοινόβια, για παράδειγμα, ο ηγούμενος αλλά και οι μοναχοί 39. Ἀθαν. Γερομίχαλου, μν. έργ., σ. 47. 40. Βλ. Βασ. Στεφανίδη, μν. έργ., σσ. 156-157. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 33. Περισσότερα για τους Μεσσαλιανούς ή Ευχίτες βλ. John Meyendorff, «St. Basil, Messalianism and Byzantine Christianity», SVTQ 24 (1980) 219-234. 28
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
ασκούνταν σε μεγαλύτερη εγκράτεια από τη συνήθη κοινοβιακή, μένοντας σε σπήλαια μέσα στο κοινόβιο ή κοντά σε αυτό. Αναφέρεται ότι ο όσιος Θεοδόσιος, για παράδειγμα, ζούσε κρυμμένος σε σπήλαιο τρώγοντας βότανα μόνο, «μηδόλωςἐψητὸν βουλόμενος ἐσθίειν, σκληροτέραν ἔχων δι αγωγήν» 41. Παράλληλα, αυτό που παρατηρείται στην Παλαιστίνη δεν είναι μόνο η επίδραση της λαύρας στο κοινόβιο, αλλά και η επίδραση του κοινοβίου στο λαυρεωτικό σύστημα. Έτσι στην Παλαιστίνη βρίσκουμε λαύρες που έχουν εντός τους ή κοντά τους το κοινόβιο, το οποίο χρησίμευε για τους αρχάριους μοναχούς. Για παράδειγμα, κοντά στη λαύρα του οσίου Ευθυμίου βρίσκουμε το κοινόβιο του οσίου Θεοδοσίου. Το ίδιο και στις λαύρες του αββά Γερασίμου, του οσίου Σάββα και σε άλλες. Πάντως, το κοινοβιακό σύστημα διαδόθηκε σε όλη την Παλαιστίνη σε τέτοιο βαθμό, ώστε μεγάλες και σπουδαίες λαύρες να μεταβληθούν σε κοινόβια. Σπουδαία ασκητική μορφή της Παλαιστίνης είναι ο αββάς Δωρόθεος. Γεννήθηκε μετά το 500 μ.Χ. κοντά στη Γάζα της Παλαιστίνης από πλούσιους γονείς. Αφοσιώθηκε με πολύ ζήλο στην εγκύκλιο παιδεία μέχρι να γίνει μοναχός στη μονή του Σερίδου, αφού έδωσε τη μισή περιουσία του στο μοναστήρι και στους φτωχούς. Χειραγωγηθείς από τους Βαρσανούφιο και Ιωάννη έγινε υποτακτικός του Ιωάννη και ο μόνος, μαζί με το Σέριδο, που επισκέπτονταν τον Ιωάννη στο απομονωμένο κελλί του μέχρι το θάνατό του. Ο Δωρόθεος είχε αναλάβει τη διεύθυνση του ξενώνα και του νοσοκομείου της μονής και εκτελούσε τα καθήκοντά του με μεγάλη ευσυνειδησία. Επειδή, όμως, χλευαζόταν από μερικούς μοναχούς, έφτασε στο σημείο να θέλει να εγκαταλείψει τη μονή. Μετά το θάνατο του Σερίδου δέχθηκε πιέσεις να αναλάβει την ηγουμενία της μονής και γι’ αυτό κατέφυγε στην έρημο. Τέλος ίδρυσε δική του μονή κοντά στη Γάζα. Το συγγραφικό έργο του αββά Δωροθέου αποτελείται από 24 διδασ-
41. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 23. 29
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
καλίες και 8 μικρές επιστολές. Οι διδασκαλίες του αναφέρονται στις αρχές του κοινοβίου, όπως την αποταγή, την ταπεινοφροσύνη και το φόβο του Θεού. Γράφει σε απλό αλλά πλήρους χάριτος ύφος. Συχνά δίνει παραδείγματα από την προσωπική του εμπειρία για να υποστηρίξει καλύτερα την ανάγκη ενάρετου βίου και αρμονικής ζωής στο μοναστήρι. Οι διδασκαλίες του αββά Δωροθέου υπήρξαν από τα προσφιλέστερα αναγνώσματα των μοναχών του Βυζαντίου και συνέβαλαν σημαντικά στην καλή οργάνωση των κοινοβίων 42. Στη Συρία ο μοναχισμός μεταφέρεται από την Αίγυπτο, αλλά δεν φαίνεται να ισχύουν οι μοναχικές διατάξεις ούτε του οσίου Παχωμίου ούτε του Μεγάλου Βασιλείου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συριακού μοναχισμού είναι το αυστηρό ασκητικό πνεύμα, ενώ ο κοινοβιακός βίος θεωρείται στάδιο προπαρασκευαστικό για την αναχωρητική ζωή 43. Ο συριακός μοναχισμός χαρακτηρίζεται από υπερβολικό ενθουσιασμό που φτάνει κάποτε σε απάνθρωπες μορφές άσκησης, από ερημίτες που ακολουθούν υπερβολικές ασκητικές μεθόδους (όπως π.χ. οι «στυλίτες») και επισκόπους που προσπαθούν να περιορίσουν τις ακρότητες αυτές. Οι μοναχοί που δεν ακολουθούν τον αναχωρητικό τρόπο ζωής διαβιούν και ασκούνται σε μέρη που ονομάζονται ἰκίσκοι», «ο «καλύβαι» και «σκηναί». Οι μοναχοί αυτοί είναι ανυπόδητοι, τρώνε λιτά, έχουν κοινή προσευχή και συμμετοχή στη θεία Λειτουργία και υπακούουν στον ηγούμενο. Γενικά η ζωή στο κοινόβιο μοιάζει με αυτήν στην Αίγυπτο, ενώ οι ακρότητες περιορίζονται στους ερημίτες 44. Οι λεγόμενοι «στυλίτες» στη Συρία και στη Μεσοποταμία κατοικούσαν στην κορυφή στύλων προς συμβολική παράσταση της έξαρσής τους από τη γη στον ουρανό. Επινοητής αυτού του είδους άσκησης ήταν ο όσιος Συ42. Παν. Χρήστου, «Δωρόθεος. Ὁ ἀρχιμανδρίτης», ΘΗΕ, τ. 5, Ἀθῆναι 1964, στ. 268-269. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 71. 43. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 24. 44. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σσ. 42-43. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 32. 30
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
μεών ο Στυλίτης, ο οποίος έζησε 30 χρόνια στην κορυφή ημιερειπωμένου στύλου κοντά στην Αντιόχεια. Οι «βοσκοί» περιπλανούνταν στις ερήμους και στα όρη της Συρίας, ζούσαν με προσευχές και ύμνους προς το Θεό και τρέφονταν με ρίζες και βότανα. Γι’ αυτούς γράφει με θαυμασμό ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Οι «έγκλειστοι» περιόριζαν τους εαυτούς τους σε μικρά κελλιά, όπου με δυσκολία μπορούσαν να κινηθούν (=εγκλείστρες) για πολλά χρόνια και έτσι ασκήτευαν. Επίσης, όπως στην Αίγυπτο, έτσι και εδώ εμφανίστηκαν οι δια Χριστόν σαλοί, οι οποίοι περιόδευαν για να επιδείξουν χάριν ταπεινώσεως επιτηδευμένη παραφροσύνη 45. Άλλες ακραίες μορφές άσκησης είναι οι «ἄστεγοι», οι «σιωπῶντες», οι «ἡσυχαστὲς» και οι «ἄγρυπνοι». Οι πιο ιδιόρρυθμοι, πάντως, είναι οι Μεσσαλιανοί του 4ου αιώνα, που συνεχώς προσεύχονταν, έψαλλαν και χόρευαν. Δεν εργάζονταν, αλλά ζητιάνευαν για να εξοικονομήσουν την τροφή τους46. Γραπτές μοναχικές διατάξεις, που να ρυθμίζουν το συριακό μοναχικό βίο, είναι σπάνιες (όπως αυτές που παρατίθενται στη συνέχεια). Οι ασκούμενοι ακολουθούσαν κυρίως άγραφες διατάξεις που προέρχονταν από το παράδειγμα των επιφανέστερων μοναχών και κυρίως του οσίου Εφραίμ του Σύρου. Μοναστικοί κανόνες που διασώζονται στα συριακά είναι: i. Οι κανόνες του Ραβουλά της Εδέσσης
Αυτοί οι κανόνες είναι το αρχαιότερο δείγμα μοναστικών κανόνων που γράφτηκαν στα συριακά. Αποδίδονται στον Rabbula, επίσκοπο Εδέσσης, και χρονολογούνται στις αρχές του 5ου αιώνα (την ίδια εποχή που μετέφρασε και ο Ιερώνυμος τους κανόνες του Παχωμίου). Υπάρχουν 26 κανόνες στην κύρια συλλογή, που αφορούν κυρίως προβλήματα άμεσου ενδιαφέροντος (και λιγότερο λειτουργικά και διοικητικά θέματα). Παρά τη διαφορά τους με τους πιο ανεπτυγμένους βυζαντινούς κανόνες, υπάρχουν και αρκετά κοινά θέματα, όπως οι κανόνες που αφορούν τους εορτασμούς, τους περιορισμούς σε ό,τι αφορά την ιδιοκτησία, τα εμπόδια γι’ αυτούς που θέ45. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 24. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 32. 46. Βλ. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 45. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 33. 31
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
λουν να ακολουθήσουν την ερημική ζωή και την προϋπόθεση ένας μοναχός να έχει την άδεια του ηγουμένου προτού μεταφερθεί σε άλλο μοναστήρι. Ακολουθούν επίσης την παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου και του Παχωμίου σε ό,τι αφορά την προσωπική ιδιοκτησία και τη χρήση οίνου (δεν επιτρέπονται) 47. ii. Οι κανόνες του μοναστηριού της Mar Mattai
Αυτοί οι κανόνες συντέθηκαν στο συριακό μοναστήρι Mar Mattai και χρονολογούνται γύρω στο 508/09. Αποτελούν ένα άλλο δείγμα του συριακού μοναχισμού και βοηθούν να καλυφθεί το κενό ανάμεσα στις αρχικές μοναστικές παραδόσεις και τις μεταγενέστερες. Σ’ αυτό το μοναστήρι, για παράδειγμα, οι μοναχοί είχαν το δικαίωμα να διατηρούν την προσωπική τους ιδιοκτησία. Γι’ αυτό και υπάρχουν ποινές σε μορφή προστίμων στους κανόνες του μοναστηριού. Αυτή η πρακτική, βέβαια, έρχεται σε αντίθεση τόσο με την παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου όσο και με αυτήν του Παχωμίου 48. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για γενικούς κανόνες που διέπουν τα μοναστήρια της Συρίας. Ένα χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη αποστροφή προς τις γυναίκες σε σχέση με την παράδοση του Παχωμίου. Αντίθετα, σε άλλα σημεία θυμίζουν πολύ την παράδοση του Βασιλείου και του Παχωμίου, όπως για παράδειγμα ο φόβος διατήρησης στενών σχέσεων των μοναχών με τα μέλη της οικογένειάς τους, η ανάγκη για μόρφωση των μοναχών και η υπογράμμιση της χειρωνακτικής εργασίας -όλα αυτά αλλά σε μικρότερο βαθμό. Γενικά διαφαίνεται μια εξέλιξη στη διαμόρφωση των μοναστικών ιδρυμάτων, που θυμίζει τα μοναστήρια των επόμενων αιώνων. Ήδη, για παράδειγμα, το μοναστήρι του Ραβουλά της Εδέσσης δείχνει να μην έχει την αυτάρκεια των άλλων μοναστηριών της εποχής 47. John Thomas - Angela Constantinides, ed., Byzantine Monastic Foundation Documents: A Complete Translation of the Surviving Founders’ Typika and Testaments, Dumbarton Oaks Studies 35, Harvard University, Washington DC 2000, σ. 39. 48. Ό.π., σ. 40. 32
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
του και να κινείται προς την κατεύθυνση της οικονομικής του ενίσχυσης από εξωτερικούς παράγοντες, όπως έγινε αργότερα με τα μοναστήρια του Βυζαντίου 49.
β΄. Κωνσταντινούπολη και Άγιο Όρος Από την Καππαδοκία και Μικρά Ασία εξαπλώνεται ο μοναχισμός στο κέντρο της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Πολλές από τις μονές που ιδρύθηκαν εκεί εξελίχθηκαν σε σπουδαία πνευματικά κέντρα και επηρέασαν την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Τον 5ο αιώνα ιδρύεται η μονή των Ακοιμήτων από το μοναχό Αλέξανδρο, στην οποία κυριαρχεί η αδιάλειπτη προσευχή των μοναχών μέσω της διαρκούς λατρείας καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο. Οι μοναχοί διαιρούνταν σε τρεις ομάδες, που διαδέχονταν η μία την άλλη στο ναό50. Το 463 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη η μονή των Στουδιτών από τον πρώην ύπατο Στούδιο από τη Ρώμη. Είναι η μονή που εξελίσσεται σε σημαντικό πνευματικό κέντρο της λειτουργικής ανάπτυξης της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο οποίος έζησε και άκμασε τον 9ο αιώνα, έγινε με το βίο του πρότυπο των μοναχών και μεταρρύθμισε το μοναχικό κανόνα 51. Αξιοσημείωτο είναι ότι η μονή εμφανίζεται στις πηγές ή πριν ή μετά το Θεόδωρο Στουδίτη. Εκτός, δηλαδή, της εποχής των μεγάλων Στουδιτών, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μακρά περίοδο ακμής της μονής 52. Το πρώτο μεγάλο μοναστικό κέντρο του Βυζαντίου θεμελιώνεται τον 10ο αιώνα από τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη στη χερσόνησο του Άθωνα. Αν και ο μοναχικός βίος ήδη υπάρχει εκεί από τον 5ο αιώνα, η αναγνώρισή του γίνεται τον 9ο αιώνα, όταν αγιορείτες μοναχοί λαμβάνουν μέρος στη 49. Ό.π., σ. 41. 50. Βλ. Βασ. Στεφανίδη, μν. έργ., σ. 162. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 37. 51. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 27. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σσ. 72-73. 52. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 102. 33
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που συγκάλεσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (843)53. Αποκορύφωμα της ανεξάρτητης οργάνωσης και διακυβέρνησης των μονών του Αγίου Όρους αποτέλεσε το διάταγμα του Νικηφόρου Φωκά, που έδινε άδεια στον Αθανάσιο να ιδρύσει λαύρα «αυτοδέσποτη και αυτεξούσια» 54. Σε ό,τι αφορά το Θεόδωρο Στουδίτη, του οποίου η επιρροή υπήρξε σημαντική κυρίως στη μοναστική ζωή του Αγίου Όρους, η συμβολή του στο κοινοβιακό ιδανικό χαρακτηρίζεται κυρίως από τη σχολαστικότητα των κανονισμών με τους οποίους το εφοδίασε 55. Το Άγιο Όρος γίνεται κέντρο συσπείρωσης του μοναχισμού, αλλά από τον 13ο αιώνα και μετά έχουμε την παρακμή του κοινοβίου, αφού τα μοναστήρια του Αγίου Όρους μετατράπηκαν σε ιδιόρρυθμα, δηλαδή χωρίς ηγούμενο, κοινή λατρευτική ζωή, τράπεζα και άλλα56. Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης δεν εισήγαγε ουσιαστικά κάτι καινούργιο στο μοναχικό βίο. Ούτως ή άλλως προϋπήρχε η ασκητική πείρα δέκα σχεδόν αιώνων. Έτσι, τόσο το Τυπικόν του, όσο και η Διατύπωσις και
Ὑποτύπωσίς του ακολουθούν το Τυπικὸν του Θεοδώρου του Στουδίτου με εξαίρεση ελάχιστες διαφορές. Στον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, όμως, ανήκει το ότι κατάφερε να επιβάλει το μοναχικό τυπικό των μεγάλων μοναστηριών της Ανατολής σε μία έρημο και το ότι η πνευματική του ακτινοβολία ήταν τέτοια, ώστε η λαύρα του να γίνει ο πυρήνας της ίδρυσης και των υπόλοιπων μοναστηριών στο Άγιο Όρος. Η ίδια η ύπαρξη του Αγίου Όρους συνδέεται άρρηκτα με τη μεγάλη μορφή αυτού του αγίου 57. 53. Βλ. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 27. Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 39. 54. Κων. Πολυζωΐδη, μν. έργ., σ. 45. 55. Jean Olphe-Galliard, μν. έργ., σ. 407. 56. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 103. 57. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μοναχοῦ, «Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης», ΘΗΕ, τ. 1, Ἀθῆναι 1962, στ. 515. Περισσότερα βλ. το εμπεριστατωμένο βιβλίο Ἅγιος Ἀθανάσιος
ὁ Ἀθωνίτης, Εἰσαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχόλια, ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας, Ὀρμύλια 2003. 34
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
4. Ο Δυτικός μοναχισμός Τα πρώτα σπέρματα του ανατολικού μοναχισμού ρίχνονται στη Δύση από το Μέγα Αθανάσιο, όταν φτάνει εκεί ως εξόριστος το 339. Ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου, γραμμένος από το Μέγα Αθανάσιο, είχε ήδη μεταφραστεί στα λατινικά από το μετέπειτα επίσκοπο Αντιοχείας Ευάγριο και είχε μεγάλη διάδοση. Εκείνοι, όμως, που συνετέλεσαν στην ευρύτερη διάδοση του μοναχισμού στη Δύση ήταν ο Ιερώνυμος και ο Ρουφίνος, καθώς και άλλοι επίσκοποι που είχαν ζήσει το μοναχικό βίο στην Ανατολή. Ο Ιερώνυμος και ο Ρουφίνος διέδωσαν το μοναχισμό στη Ρώμη, ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος στη Βόρεια Ιταλία και ο Αυγουστίνος στη Βόρεια Αφρική, απ’ όπου μεταδόθηκε αργότερα στην Ισπανία. Στη Βόρεια Γαλλία διέδωσε το μοναχισμό ο επίσκοπος Τουρώνης Μαρτίνος, ενώ στη Νότια Γαλλία ο επίσκοπος Αρελάτης Ονωράτος και ο Ιωάννης Κασσιανός, μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου, ο οποίος διετέλεσε ηγούμενος σε μοναστήρι της Μασσαλίας και εισήγαγε στη Γαλλία τις διατάξεις του ανατολικού μοναχικού βίου 58. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι στη Δύση ο μοναχισμός αρχίζει να αναπτύσσεται όχι ανεξάρτητα, όπως στην Ανατολή, αλλά περί τον επίσκοπο. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν ο ιερός Αυγουστίνος και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων. Η επιδρομή των γερμανικών φύλων κατά τον 5ο αιώνα στη Δύση επιφέρει και την καταστροφή του μοναχικού βίου. Την αναδιοργάνωσή του επιχειρεί κατά τον 6ο αιώνα ο άγιος Βενέδικτος ο εκ Νουρσίας, ο οποίος ιδρύει στην Καμπανία, στο όρος Κασσίνο, το ομώνυμο μοναστήρι (Monte Cassino) 59.
α΄. Ο άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός 58. Χαρ. Τζώγα, μν. έργ., στ. 28. 59. Ό.π. 35
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
Πρώτος μεγάλος οργανωτής του μοναχικού βίου στη Δύση θεωρείται ο άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός ο Ρωμαίος. Ο άγιος Κασσιανός γεννήθηκε γύρω στο 360 μ.Χ. στη Μικρή Σκυθία, ρωμαϊκή επαρχία στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, και έγινε μοναχός στη μονή του Σπηλαίου της Βηθλεέμ. Στη Βηθλεέμ μένει δύο χρόνια (385-386) μονάζοντας και σπουδάζοντας σε τοπικό μοναστήρι 60. Εκεί μαθαίνει και τη λατινική γλώσσα λόγω της έντονης παρουσίας των δυτικών μοναχών στην Παλαιστίνη εκείνη την εποχή. Αργότερα ασκητεύει στην Αίγυπτο, ενώ το 400 πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και χειροτονείται διάκονος από τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, στον οποίο έδειξε ιδιαίτερη αφοσίωση. Γι’ αυτό και όταν εξορίζεται ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Κασσιανός ταξιδεύει μέχρι τη Ρώμη (405), για να ζητήσει τη μεσολάβηση του Πάπα Ιννοκεντίου του Α΄. Πιθανώς να ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πικραμένος από τον άδικο διωγμό του Ιωάννη του Χρυσόστομου επιστρέφει οριστικά στη Δύση και το 415 εγκαθίσταται στη Νότια Γαλλία. Εκεί, στα περίχωρα της Μασσαλίας, ιδρύει δύο μοναστήρια: ένα ανδρικό, του Αγίου Βίκτωρος, όπου ζει μέχρι το θάνατό, του και ένα γυναικείο, του Σωτήρος 61. Ο αββάς Κασσιανός συνέταξε διάφορα συγγράμματα προς νουθέτηση και καθοδήγηση των μοναχών της Γαλατίας: i. Institutiones coenobiticae (Κοινοβιακαὶ Διατυπώσεις ) ή De institutes coenobiorum (Περὶ κοινοβιακῶν θεσμῶν), όπου περιγράφονται οι κανονισ-
μοί των μοναστικών κοινοτήτων σε Αίγυπτο και Παλαιστίνη. ii. De octo principalium vitiorum remediis (Περὶ τῆς θεραπείας τῶν ὀκτὼ
πρωταρχικῶν κακιῶν), όπου αναφέρεται στα οκτώ θανάσιμα πάθη. iii. Collationes patrum (Διαλέξεις Πατέρων), που περιέχει 24 συζητή60. Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Ἡ ζωὴ στὰ κοινόβια τῆς Αἰγύπτου. Περὶ τῶν κανονικῶν τῶν κοινοβίων διατυπώσεων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1972, σ. 8. 61. Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Κοινοβιακαὶ Διατυπώσεις. Περὶ τῶν κανονικῶν τῶν κοινο-
βίων διατυπώσεων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1997, σσ. 5-7. 36
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
σεις με Αιγύπτιους μοναχούς (10 με πατέρες της Σκήτης, 7 με πατέρες της Θηβαΐδας και 7 με πατέρες του Δέλτα του Νείλου). Όλα τα έργα του αββά Κασσιανού διαβάζονταν αφειδώς κατά το Μεσαίωνα από τους μοναχούς της Δύσης. Η ασκητική διδασκαλία βασίζεται και ακολουθεί πιστά τα ανατολικά πρότυπά της. Η εικοσαετής διαμονή του αγίου Κασσιανού στα μοναστικά κέντρα της Ανατολής αποτυπώνεται με ακρίβεια μέσα στις περιγραφές της άσκησης και των πνευματικών εμπειριών των ασκητών της ερήμου. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο όσιος Βενέδικτος αναφέρει στον Κανόνα του το έργο του Κασσιανού Collationes partum ως βασικό βιβλίο ανάγνωσης των μοναχών 62.
β΄. Ο άγιος Βενέδικτος Ο όσιος Βενέδικτος γεννήθηκε γύρω στο 480 μ.Χ. στη Νουρσία της Ιταλίας από ευγενείς γονείς. Όταν μεγάλωσε, οι γονείς του τον έστειλαν στη Ρώμη για σπουδές. Λέγεται, όμως, ότι ο άγιος είχε δυσανασχετήσει τόσο πολύ από την ανηθικότητα που επικρατούσε στη Ρώμη της εποχής του, ώστε παράτησε τις σπουδές του και αποφάσισε να ζήσει ασκητικά ως ερημίτης (σε ηλικία 17 ετών) σε μια σπηλιά κοντά στην περιοχή Subiaco. Ήταν εικοσαετής, όταν αποφάσισε να γίνει μοναχός. Με τον καιρό έγινε φωτεινό παράδειγμα και άρχισε να ελκύει μαθητές. Εξαιτίας της φήμης που απέκτησε κλήθηκε να γίνει ηγούμενος στο γειτονικό μοναστήρι του Vicovaro. Επειδή, όμως, υπέβαλλε τους μοναχούς σε αυστηρούς κανόνες,
προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν. Γι’ αυτό επέστρεψε στο ερημητήριό του, όπου και πάλι συνέχισε να ελκύει μαθητές. Για χάρη των μαθητών του ιδρύει εκεί 12 μικρά κοινόβια, καθένα από τα οποία αριθμεί 12 μοναχούς 63. Μετά από σημαντικές αρχικές προσπάθειες και δυσκολίες σχετικά με την πρώτη κοινότητα στο Subiaco, ιδρύει τελικά το μοναστήρι 62. Ό.π., σσ. 9-10. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σσ. 86-87. 63. Βασ. Μουστάκη, «Βενέδικτος. Ὁ ἐκ Νουρσίας», ΘΗΕ, τ. 3, Ἀθῆναι 1963, στ. 792. Βλ. και Παν. Υφαντή, μν. έργ., σ. 51. 37
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
του Monte Cassino το 529, όπου και έγραψε τον Κανόνα του περί τα τέλη της ζωής του. Ο Κανόνας αυτός χρησιμοποιείται εδώ και 15 αιώνες από τους Βενεδικτίνους μοναχούς, αν και η ονομασία «Κανόνας τοῦ ἁγίου Β ενέδικτου» δεν εμφανίζεται παρά στα τέλη του Μεσαίωνα. Ο Βενέδικτος χρησιμοποιεί την πείρα της Ανατολής, όπως αναπτύσσεται στο Μέγα Βασίλειο και στον Ιωάννη Κασσιανό, χωρίς όμως να θεωρεί πως οτιδήποτε καλό για την Ανατολή είναι εξίσου καλό και για τη Δύση. Γνωρίζει καλά τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου και προτείνει επιπλέον την ανάγνωσή τους. Εάν θα θέλαμε να ορίσουμε εν συντομία αυτό που προσθέτει ο άγιος Βενέδικτος στα λεγόμενα του Μεγάλου Βασιλείου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ολοκληρώνει απόλυτα την ιδέα της «θρησκευτικής οικογένειας» που εισάγει ο δεύτερος. Σε αυτή τη θεμελιώδη αντίληψη αναφέρονται οι δύο μεγάλες καινοτομίες που έφερε ο Κανόνας του Βενέδικτου στο μοναστικό θεσμό: i. Η έννοια του αββά-πατέρα του μοναστηριού
Ο αββάς είναι πατέρας μέσω του Πνεύματος και μέσα στο Πνεύμα. Αυτό που υπέδειξε ο Μέγας Βασίλειος θα διατυπωθεί με σαφήνεια από τον πατέρα των μοναχών της Δύσης. ii. Ο κανόνας της σταθερότητας
Ο άγιος Βενέδικτος απαιτεί να πάρουν οι μοναχοί όρκο σταθερότητας. Αυτός ο όρκος συνδέει άρρηκτα το μοναχό με το μοναστήρι και υπενθυμίζει τον όρκο υπακοής στον πατέρα του μοναστηριού, γεγονός που εξηγεί τη μετέπειτα γένεση των τριών ευχών που αναφέρονται στο συνταγματικό χάρτη της ομολογίας πίστης του Βενέδικτου. Ο μέχρι τώρα όρκος της μοναστικής ζωής, γνωστός με το όνομα «conversion morum», συνοδεύεται από τον όρκο της σταθερότητας, που τη διαφυλάττει, και από τον όρκο της υπακοής, που την προϋποθέτει. Η σταθερότητα προκύπτει φυσικά από την ιδέα της οικογενειακής ζωής 64.
64. Jean Olphe-Galliard, μν. έργ., σ. 407. 38
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
Παράλληλα, ο άγιος Βενέδικτος τόνισε την αξία της γεωργίας και κτηνοτροφίας στο μοναχισμό. Άλλωστε οι Βενεδικτίνοι είναι το τάγμα που ανέλαβε την εξημέρωση και αφομοίωση των νέων λαών εργαζόμενοι ως γεωργοί, αντιγραφείς, ιεροκήρυκες, ιεραπόστολοι και ασκώντας διάφορα άλλα διακονήματα 65. Όπως αναφέρεται, έκοβαν τα δάση, μετέβαλλαν πετρώδη και ελώδη εδάφη σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κατασκεύαζαν συνοικισμούς και δρόμους. Συνέβαλαν έτσι στην ευπορία και τον εκπολιτισμό των νέων λαών 66. Ο άγιος Βενέδικτος διαθέτει στον υπέρτατο βαθμό αυτό το νομικό πνεύμα, που τον έκανε να δει το ιδανικό της θρησκευτικής ζωής σε μια τέλεια κοινωνία, την οικογένεια. Αλλά ανυψώνει την έννοια και διευρύνει τα πλαίσια. Βασισμένος στον απόστολο Παύλο διακηρύττει ότι ο πατέρας της οικογένειας, ο αββάς, κατέχει τη θέση του Χριστού: «Abbas Christi agree vices in monasterio creditor» (=πιστεύουμε ότι ο αββάς κατέχει τη θέση του
Χριστού στο μοναστήρι). Γι’ αυτό θα πρέπει να συμμετέχει στις εξής αρετές διακυβέρνησης: φιλευσπλαγχνία, σοφία, διακριτικότητα. Ο αββάς θα είναι πάνσοφος σε ό,τι αφορά την επιστήμη του Θεού, πεπειραμένος στην καθοδήγηση των ψυχών, δεν θα διδάσκει μόνο με το λόγο, θα προσθέσει κυρίως το παράδειγμα: αυτό είναι το διπλό δόγμα για το οποίο μιλάει ο «άγιος Κανόνας». Από την πλευρά τους οι μοναχοί θα δείχνουν απέναντι στον πατέρα τους φιλόστοργη υπακοή, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ένωσής τους με το Θεό. Θα δείχνουν οι μεν στους δε αυτή την ευσέβεια, αυτή την υπακοή, αυτή την αδελφική αγαθοεργία, που αποτελούν τις «θεμελιώδεις αρετές της κοινής ζωής». Έτσι η κοινότητα, όπως την έχει συλλάβει ο άγιος Βενέδικτος, τείνει να προωθεί συναισθήματα παρόμοια με εκείνα που εμπνέει η φύση, όταν είναι κατά φύση, στα μέλη μιας οικογένειας, συναισθήματα εκλεπτυσμένα και υπερφυσικά μέσω της χάρης του
65. Σάβ. Ἀγουρίδη, μν. έργ., σ. 138. 66. Βασ. Στεφανίδη, μν. έργ., σ. 164. 39
Α΄. Ιστορί α του Χριστι ανικού Μοναχισμού
Θεού 67. Επιπλέον, η αρχή της εξουσίας, η σημασία της οποίας υπογραμμίζεται, επιτρέπει διεύρυνση του οικογενειακού πλαισίου. Δεν είναι μόνο μια οικογένεια, είναι μια μικρή πολιτεία, που τείνει να μετατραπεί σε μοναστήρι κατά την αντίληψη του Βενέδικτου. Σε αυτή την πολιτεία βασιλεύει η αυστηρή τάξη που περιλαμβάνει την πορεία ενός περίπλοκου οργανισμού. Η απόχρωση ενός στρατιωτικού πνεύματος που αντικατοπτρίζει ο Κανόνας είναι προφανώς ένα ίχνος της επιρροής του αγίου Παχωμίου στον άγιο Βενέδικτο 68. Εξάλλου, το πνεύμα του Κανόνα του αγίου Βενέδικτου συνοψίζεται στο ρητό του τάγματος των Βενεδικτίνων: «pax» (=ειρήνη) και «ora et labora» (=προσεύχου και δούλευε). Εξαιτίας του μετριοπαθούς χαρακτήρα
του ο Κανόνας έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Άλλωστε, οι κύριες ανησυχίες του αγίου Βενέδικτου ήταν οι ανάγκες των μοναχών σε ένα κοινοβιακό περιβάλλον. Γι’ αυτό προσπαθούσε να θεμελιώσει την τάξη, να κατανοήσει τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που ζουν όλοι μαζί και να παρέχει έναν πνευματικό πατέρα, που θα υποστηρίζει και θα ενδυναμώνει τις ασκητικές προσπάθειες του κάθε μοναχού. Το πνεύμα της διακριτικότητας σε συνάρτηση με το καθ’ όλα ρωμαϊκού χαρακτήρα νομικό του σθένος τράβηξαν αρκετά γρήγορα την προσοχή πάνω του και του επέτρεψαν να επιβληθεί σιγά σιγά ακόμα και σε κέντρα σημαντικά, όπως το Luxeuil στη Γαλατία και το Bobbio στην Ιταλία, που πορεύθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό
την επιρροή του κανόνα που τούς είχε παραδώσει ο θεμελιωτής τους, ο άγιος Κολούμπα 69.
67. Jean Olphe-Galliard, μν. έργ., σ. 408. 68. Ό.π. 69. Ό.π., σ. 409. 40
Κ ΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ 1. Βίος του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου1 Έχουν συνταχθεί τρεις βιογραφίες του αγίου, μία από το Στουδίτη μοναχό Μιχαήλ, μία δεύτερη από το Θεόδωρο Δαφνοπάτη και μία τρίτη από άγνωστο συγγραφέα 2. Σύμφωνα με τους βιογράφους του ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γεννήθηκε το 759 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς. Η μητέρα του φρόντισε για την πλούσια μόρφωσή του, ενώ ο αδελφός της και θείος του Θεοδώρου, Πλάτων, ήταν ηγούμενος της μονής Συμβόλων στη Βιθυνία. Ο τελευταίος συνέβαλε ώστε να στραφεί όλη η οικογένεια προς το μοναχισμό. Έτσι γύρω στο 780 μοίρασαν μέρος από τα αγαθά τους στους φτωχούς, ελευθέρωσαν τους δούλους τους και αποσύρ1. Αναλυτικά για το βίο του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη βλ. Alice Gardner, Theodore of Studium, his life and times, Burt Franklin Reprints, New York 1974 (α΄ έκδοση 1905). Roman Cholij, Theodore the Studite, The Ordering of Holiness, Oxford University Press, New York 2002. K. Baus, «Theodoros Studites», Lexikon für Theologie und Kirche, τ. 10, Freiburg 1965, στ. 45-46. Diane Peters Auslander, «Theodore the Studite (759-826 c.e.)», Holly People of the World, A cross-cultural Encyclopedia, v. 3, Phyllis G. Jestice ed., California USA 2004, σσ. 851-852. Irénée Hausherr, «Saint Théodore Studite, L’ homme et l’ ascète (d’ après ses Catéchèses)», Orientalia Christiana 22, vol. VI-1, Pont. Institutum Orientalium Studiorum, Roma 1926. Παν. Χρήστου, «Θεόδωρος. Ὁ Στουδίτης», ΘΗΕ, τ. 6, Ἀθῆναι 1965, στ. 210211. Τοῦ ἰδίου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τ. Ε΄, Γραμματεία τῆς πρωτοβυζαντινῆς περιόδου ΣΤ΄-Θ΄ αἰῶνες, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 360-372. 2. Για το θέμα της βιογράφησης του αγίου Θεοδώρου βλ. εκτενέστερα Βασ. Τσίγκου, Ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Αὐθεντία καὶ πρωτεῖο, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 15-16.
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
θηκαν στο κτήμα του Φωτεινού, του πατέρα του αγίου, κοντά στο χωριό Σακκούδια της Βιθυνίας, και το μετέτρεψαν σε μοναχικό κέντρο με ηγούμενο τον Πλάτωνα. Εκεί ο Θεόδωρος έδειξε μέσω της άσκησης τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα. Γι’ αυτό και ο θείος του Πλάτων αποσύρθηκε επικαλούμενος λόγους υγείας και άφησε την ηγουμενία στο Θεόδωρο το 794. Κατά την εποχή αυτή η μονή αριθμούσε 100 μέλη. Τότε επικρατούσε το αναχωρητικό ιδεώδες του ασκητισμού, λόγω των εικονομαχικών ερίδων και του διωγμού που είχε εξαπολυθεί εναντίον των οργανωμένων μοναχικών κοινοτήτων. Ο Θεόδωρος, όμως, επιχείρησε να αναδιοργανώσει το μοναχικό βίο σύμφωνα με τα πρότυπα του Μεγάλου Βασιλείου. Αυτό, όμως, δεν κατέστη δυνατό κατά την παραμονή του στη μονή Σακκουδίωνος, αφού συγκρούστηκε με την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία και εξορίστηκε μαζί με τον αδελφό του Ιωσήφ στη Θεσσαλονίκη, όπου κλείστηκαν σε φυλακή (795). Μετά την απομάκρυνση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του ΣΤ΄, που τους είχε εκδιώξει, οι εξόριστοι ήταν ελεύθεροι να επιστρέψουν στο μοναστήρι τους στη Βιθυνία. Επειδή, όμως, οι Άραβες είχαν ήδη προωθηθεί μέχρι εκεί, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν το μοναστήρι τους στην Κωνσταντινούπολη και να εγκατασταθούν στην ημιερειπωμένη τότε μονή του Στουδίου (798). Η μονή σύντομα εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο των Ζηλωτών, επηρεάζοντας τόσο τα εκκλησιαστικά όσο και τα πολιτικά πράγματα, ενώ ο αριθμός των μοναχών ανήλθε σε 700 σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η σύγκρουση του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη συνεχίστηκε και με τον επόμενο αυτοκράτορα Νικηφόρο, με αποτέλεσμα να εξοριστεί για δεύτερη φορά στα Πριγκηπόννησα. Η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη στα χρόνια του Λέοντος του Ε΄ του Αρμένιου, ο οποίος επανέφερε την εικονομαχία και δίωξε τους εικονόφιλους. Ο Θεόδωρος Στουδίτης οργάνωσε λιτανεία από χίλιους μοναχούς που κρατούσαν εικόνες. Ο αυτοκράτορας ε42
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
ξόρισε τότε τους αρχηγούς των εικονοφίλων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος για τρίτη φορά εξορίστηκε διαδοχικά στη Μετώπη, Βόνιτα και τέλος στη Σμύρνη, όπου κλείστηκε στο υγρό υπόγειο του μητροπολιτικού κτιρίου. Εκεί συνέταξε πλήθος επιστολών και πραγματειών. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829) ακολούθησε συμβιβαστική πολιτική, απελευθερώνοντας τους εξόριστους και επιτρέποντας την κατ’ οίκον προσκύνηση των εικόνων. Ο άγιος Θεόδωρος ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα έπρεπε πλέον να σιωπά. Επιπλέον, η μονή του Στουδίου είχε πια καταληφθεί από άλλους μοναχούς. Παρέμεινε έτσι σε διάφορους τόπους, ανάμεσά τους και η μονή Κρήσκεντος, μέχρι το θάνατό του που τον βρήκε στη μονή Τρύφωνος, κοντά στον Αρτακηνό κόλπο, στις 11 Νοεμβρίου του 826. Το λείψανό του μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά την οριστική επικράτηση της Ορθοδοξίας στις 26 Ιανουαρίου του 844. 2. Συγγράμματα του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης υπήρξε γονιμότατος συγγραφέας. Τα έργα του μπορούν να χωριστούν σε:
α΄. Κατά των εικονομάχων i. Ἀντιρρητικοὶ λόγοι κατὰ εἰκονομάχων (3). ii. Προβλήματα πρὸς εἰκονομάχους. iii. Κεφάλαια ἑπτὰ κατὰ εἰκονομάχων. iv. Ἀνατροπὴ ἀσεβῶν ποιημάτων τῶν Ἰωάννου, Ἰγνατίου, Σεργίου καὶ
Στεφάνου. β΄. Ομιλίες i. Μικραὶ Κατηχήσεις. ii. Μεγάλαι Κατηχήσεις. iii. Διάφορες ομιλίες προς το κοινό: Εἰς τὴν Σταυροπροσκύνησιν, Εἰς 43
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων, Εἰς τὸ Πάσχα, Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, Εἰς τὴν Σύναξιν τῶν οὐρανίων ταγμάτων, Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Προδρόμου, Εἰς τὴν Ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου, Εἰς τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Βαρθολομαῖον, Ἐπιτάφιος εἰς Πλάτωνα, Ἐγκώμιον εἰς Ἀρσένιον, Ἐπιτάφιος εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ. γ΄. Ασκητικά i. Ὑποτύπωσις καταστάσεως τῆς μονῆς τῶν Στουδίου. ii. Διδασκαλία χρονικὴ ἢ Κατήχησις χρονικὴ περιλαμβάνουσα τὰς
περιόδους νηστείας. iii. Διάταξις τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων. iv. Ἐρωταποκρίσεις περὶ κανονικῶν ζητημάτων. v. Ἐπιτίμια μοναχικὰ ἐπὶ παραλείψει καθήκοντος. vi. Σχόλιον περ ὶ γνησιότητ ος το ῦ εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον
ἀποδιδομένου ἔργου Ἀσκητικαὶ Διατάξεις. vii. Διαθήκη (του ιδίου). viii. Περὶ ἐξαγορεύσεως ἁμαρτιῶν.
δ΄. Ποιήματα Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης εργάστηκε συστηματικά για τη συγκρότηση των λειτουργικών βιβλίων. Είναι ο εισηγητής των θεοτοκίων και σταυροθεοτοκίων στους κανόνες, καθώς και των αναβαθμών της Οκτωήχου. Στους Στουδίτες αποδίδονται τριώδια και τετραώδια στο Τριώδιο και το Πεντη-
κοστάριο, καθώς και οι κανόνες της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως και κατά τη λιτάνευση των εικόνων την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Γενικότερα, η μονή Στουδίου ως υμνογραφικό κέντρο συνέβαλε ιδιαίτερα στη λειτουργική μεταρρύθμιση του 9ου αιώνα 3.
3. Περισσότερα για το θέμα αυτό βλ. Περ. Μαυρουδή, Κρηπίδα γενικών μαθημάτων Βυζαντινής Μουσικής, εκδ. «Χριστιανική Ελπίς Ορθόδοξη Αδελφότητα», Θεσσαλονίκη 2008, σ. 130. 44
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
ε΄. Επιστολές Απευθύνονται σε αυτοκράτορες, πάπες, πατριάρχες, μοναχούς και ιδιώτες και αναφέρονται στα φλέγοντα θέματα της εποχής του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις εικόνες 4. 3. Ο στουδιτικός μοναχισμός
α΄. Συμβολή και όψεις του στουδιτικού κοινοβίου Για να κατανοήσει κανείς τη μεταρρύθμιση που επέφερε στο μοναχισμό ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, πρέπει να εξετάσει προσεκτικά το σύνολο των έργων του. Μελετώντας, για παράδειγμα, κανείς την αλληλογραφία του ανακαλύπτει πως ο άγιος προσπαθούσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη εκκλησιαστικών και κοσμικών κύκλων της κοινωνίας της εποχής του, που είχαν ισχυρή επιρροή, για να μπορέσει να διατηρήσει το αίσθημα της αλληλεγγύης μεταξύ των μοναχών του κατά τις περιόδους που απουσίαζε λόγω των συνεχών εξοριών που υπέστη. Οι Κατηχήσεις του αγίου Θεοδώρου αποτελούν ίσως τον πιο αξιόπιστο μάρτυρα των συνηθειών των μοναχών της εποχής εκείνης. Μερικές από τις Κατηχήσεις ανάγονται στην εποχή του πρώτου μοναστηριού στα Σακκούδια. Αυτές δε γράφτηκαν με σκοπό να δημοσιευτούν και είναι πιο σπάνιες στα χειρόγραφα σε σχέση με τις πιο διαδεδομένες Μικρές Κατηχήσεις, οι οποίες προορίζονταν κυρίως για λειτουργική χρήση. Σε κάθε περίπτωση ο ερευνητής πρέπει να μελετήσει πολύ προσεκτικά το σύνολο των συγγραμμάτων του Θεοδώρου Στουδίτη, πριν εξαγάγει συμπεράσματα για το στουδιτικό μοναχισμό. Πολλά από τα ποιήματα του ιερού πατρός περιέχουν προτροπές προς τους υπεύθυνους των μοναστηριών, ενώ ακόμη και μερικοί ύμνοι του μάς παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τη στουδιτική μεταρρύθμιση 5.
Αρχές της στουδιτικής μεταρρύθμισης - Ανάκαμψη του κοι4. Ό.π., στ. 213-214. 5. John Thomas - Angela Constantinides, ed., μν. έργ., σ. 85. 45
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
νοβιακού μοναχισμού i. Επιστροφή στο κοινοβιακό πρότυπο Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο στόχος της μεταρρύθμισης του Θεόδωρου Στουδίτη ήταν η επαναφορά του κοινοβιακού μοναχισμού, όπως αυτός είχε εφαρμοστεί στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας. Η επαναφορά του γοήτρου του κοινοβίου ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, αφού η ερημητική ζωή θεωρούνταν πάντα το ανώτατο όριο άσκησης ακόμη και στα όρια του κοινοβίου. Επιπλέον, ακόμη και τα μοναστήρια της εποχής του Θεοδώρου με το περισσότερο κύρος, όπως τα μοναστήρια της Βιθυνίας στον Όλυμπο, θεωρούσαν την κοινοβιακή ζωή ως προετοιμασία για την ερημητική ζωή. Ένα από τα χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης είναι η απαγόρευση για κατοχή δούλων και για θηλυκά ζώα 6. Αυτές οι απαγορεύσεις ήταν σημαντικές για την επιστροφή των μοναχών στη χειρωνακτική εργασία και την αποκοπή τους από εμπορικές ενασχολήσεις, καθώς δεν μπορούσαν πλέον να εκτρέφουν ζώα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όμως, άργησαν να εφαρμοστούν, αφού πληροφορούμαστε από τις Κατηχήσεις ότι οι μοναχοί συνέχισαν να έχουν δούλους και θηλυκά ζώα ακόμη και μετά τον επαναπατρισμό του Στουδίτη στην Κωνσταντινούπολη 7. ii. Χειρωνακτική εργασία Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θεόδωρος Στουδίτης ήταν υπέρμαχος της χειρωνακτικής εργασίας των μοναχών της εποχής του και αυτό είναι ένα βασικό κομμάτι της ιδεολογίας του Στουδίτη για τη μοναστική μεταρρύθμιση. Η μεταφορά του μοναστηριού του Στουδίτη από τα Σακκούδια στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 8ου αιώνα αναγκάζει τους μοναχούς να αφήσουν την αγροτική εργασία και να στραφούν σε χειροποίητες κατασκε-
6. Ό.π., σ. 86. 7. Βλ. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 428: «ἔπειτα τὸ μηδὲ δοῦλον μήτε θῆλυ κτῆνος κεκτῆσθαι, ὃ κακῶς νῦν ἐπεισενεχθὲν ὁρᾶται ἐν τῷ καθ’ ἡμᾶς τάγματι, ὥσπερ κοσμικῶν τινα ζωὴν βιοτεύειν αἱρουμένων». 46
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
υές, για να μπορέσουν να συντηρηθούν. Η αρχική ιδέα ότι ο μοναχός πρέπει να μπορεί να βγάζει τα «προς το ζην» από τη χειρωνακτική εργασία, ώστε να μη βασίζεται στην οικονομική στήριξη κανενός άλλου, φαίνεται να χαλαρώνει στα μέσα του 9ου αιώνα και αργότερα πολύ περισσότερο, όταν η μονή τίθεται υπό αυτοκρατορική προστασία τα επόμενα χρόνια 8. iii. Καθορισμός των καθηκόντων διαχείρισης του μοναστηριού Το πιο χαρακτηριστικό ίσως στοιχείο της στουδιτικής μεταρρύθμισης είναι η εξύψωση της σημασίας της υποταγής του μοναχού στη βουλή του προεστού και η θεώρηση της μοναστικής κοινότητας ως «μυστικού σώματος», με τον ηγούμενο ως την κεφαλή, τους προεστώτες ως τα χέρια και μάτια και τους υπόλοιπους μοναχούς ως τα πόδια. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση ο Θεόδωρος Στουδίτης αναπτύσσει έναν αρκετά λεπτομερή κατάλογο λειτουργικών καθηκόντων για το μοναστήρι του. Τις διοικητικές ευθύνες περιγράφει όχι μόνο στις Κατηχήσεις του αλλά ακόμη και σε ποιήματά του 9. iv. Λειτουργική ζωή Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της στουδιτικής μεταρρύθμισης, το οποίο βέβαια δεν υπομνηματίζεται αρκετά στο συγγραφικό του έργο, ήταν η εισαγωγή του τυπικού της μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Το τυπικό αυτό αντικατέστησε το μέχρι τότε συνεχές εικοσιτετράωρο τυπικό των «ἀκοιμήτων»μοναχών που επικρατούσε από τα μέσα του 5ου αιώνα.
Η ζωή και οι στόχοι του Στουδίτη μοναχού i. Λειτουργικά καθήκοντα
Η ημέρα του Στουδίτη μοναχού σε ό,τι αφορά τις ακολουθίες χωριζόταν σε 7 μέρη: 1. μεσονυκτικό, όρθρος, θεία λειτουργία, 2. α΄ ώρα, 3. γ΄ ώρα, 4. στ΄ ώρα, 5. θ΄ ώρα, 6. εσπερινός, 7. απόδειπνο. 8. John Thomas - Angela Constantinides, μν. έργ., σ. 86. 9. Ό.π. 47
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
ii. Χειρωνακτική εργασία
Σε ό,τι αφορά τη χειρωνακτική εργασία οι ώρες ενασχόλησης με αυτή εξαρτώνταν από την εποχή του χρόνου. Συγκεκριμένα κυμαίνονταν από 8 ώρες κατά τους μήνες του καλοκαιριού μέχρι 4,5 ώρες την περίοδο που διαρκούσε ο βαρύς χειμώνας. iii. Λειτουργική ζωή
Υπάρχει η δυνατότητα για τον προεστό να ακούει τις εξαγορεύσεις των μοναχών κατά την πρωϊνή ακολουθία. iv. Διατροφή
Το στουδιτικό τυπικό δεν κάνει συστηματική αναφορά στη νηστεία. Συγκεκριμένες οδηγίες δίνονται για τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και των Αποστόλων, καθώς και για την ημέρα του Ευαγγελισμού. Η διατροφή είναι γενικά χορτοφαγική. Επιτρέπεται το ψάρι αλλά όχι το κρέας. Αντίθετα με τη συριακή και παχωμιακή παράδοση, επιτρέπεται το κρασί. Υπήρχε σταθερά το μεσημεριανό φαγητό, για το οποίο ετοιμαζόταν τράπεζα, και προαιρετικό δείπνο με ψωμί και αποφάγια. Επίσης, η συνήθεια να διαβάζεται κάτι κατά τη διάρκεια του γεύματος έγινε αργότερα μέρος της βυζαντινής παράδοσης. v. Ενδυμασία
Οι οδηγίες για την ενδυμασία 10, την υπόδηση και τον ύπνο είναι πιο 10. Στη συλλογή των Μεγάλων Κατηχήσεων βλέπουμε τον ιερό πατέρα να καταφέρεται εναντίον των μοναχών εκείνων που κύριο μέλημά τους ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση: «εἰ φιλονικοῦμεν περὶ μανδύων, περὶ ἱματίων, περὶ κουκουλίων … πῶς οὐχὶ σαρκικοί ἐσμεν; Πῶς οὐχὶ κοσμικὸν ἡμῶν τὸ ἀγώνισμα;… Τὸ ζητεῖν ἀλλάγματα καινούργια καὶ λεπτότατα καὶ εὔβαφα, τοῦτο στρηνιασμὸς καὶ πορνείας εὐτρεπισμός… Καλλώπισμα μοναχοῦ τὸ ἀκαλλώπιστα διώκειν· εὐμορφία μοναχοῦ οὐ τὸ διασείεσθαι καὶ ἀλαζονεύεσθαι καὶ σοβαρεύεσθαι καὶ τὰ χειρίδια πλύνειν καὶ στιβίζεσθαι ἵν’ οὕτως εἴπω, πορνικῶς, διὰ ζώσματος καὶ ἐνδύσεως καὶ ὑποδήσεως, ἀλλὰ τὸ τὰ ἤθη τῆς ψυχῆς κατεσταλμένα ἔχειν, τὸ κατὰ τῶν παθῶν ἵστασθαι ἀνενδότως, τὸ εἰρηνεύειν ἐν ἑαυτῷ ἀπὸ τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν ἀτόπων», Μεγάλη Κατήχησις, σ. 428. Βλ. και ό.π., σ. 44. Αντίθετα, ο ιερός πατήρ χαίρεται με την απλή, τετριμμένη, μπαλωμένη, ακόμα και 48
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
γενναιόδωρες σε σχέση με την παράδοση του Παχωμίου, εξαιτίας ίσως και του κλίματος της Κωνσταντινούπολης, το οποίο δεν είναι τόσο ζεστό όσο η έρημος των μαθητών του Παχωμίου. vi. Δόκιμοι
Ο χρόνος προετοιμασίας για τους δόκιμους μοναχούς ήταν αρκετά σύντομος σε σχέση με άλλες μοναστικές παραδόσεις, καθώς διαρκούσε μόλις 2 έως 3 εβδομάδες. vii. Σημασία της μελέτης
Η μελέτη συνυπήρχε και διαδεχόταν τη χειρωνακτική εργασία. Ο χρόνος για μελέτη δεν ήταν πάντως περισσότερος από 3 ώρες, εκτός από το καλοκαίρι, καθώς οι μέρες είναι μεγαλύτερες. Υπήρχε βιβλιοθηκάριος και ένα είδος συστήματος που επέτρεπε το δανεισμό βιβλίων από τη βιβλιοθήκη 11. Υπήρχαν επίσης και αντιγραφείς, οι οποίοι εξαιρούνταν από τα καθήκοντά τους στην ανάγνωση του Ψαλτηρίου κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Το ότι οι μοναχοί μπορούσαν να διαβάσουν θεωρούνταν αυτονόητο, αν και δεν υπάρχει η αυστηρή προϋπόθεση της παχωμιακής παράδοσης για μόρφωση των μοναχών. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι ο ύπνος θεωρείται επιτρεπτή εναλλακτική απασχόληση αντί για τη μελέτη κατά τα μεσημεριανά διαλείμματα. viii. Πειθαρχικές προβλέψεις
Η σωματική τιμωρία απορρίπτεται, αλλά προβλέπεται η δημόσια επίπληξη του μοναχού που έχει κατά λάθος σπάσει κεραμικά ή μεταλλικά σκεύη 12.
κακοφορεμένη, ενδυμασία των μοναχών εκείνων που πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις. 11. Περισσότερα βλ. Νικηφόρου Ἐλεόπουλου, Ἡ βιβλιοθήκη καὶ τὸ
βιβλιογραφικὸν ἐργαστήριον τῆς Μονῆς τῶν Στουδίου, Ἀθήνα 1967. 12. Ό.π., σσ. 92-93. Για τα θέματα πειθαρχίας πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομὴν ΡΜΓ΄-ΡΜΣΤ΄, PG 31, 1177B-1180A. 49
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
β΄. Οι πηγές της στουδιτικής μεταρρύθμισης 13 i. Η επίδραση του Μεγάλου Βασιλείου
Από το βιογράφο του Στουδίτη μαθαίνουμε ότι στην αρχή της μοναστικής του ζωής ο άγιος Θεόδωρος μελέτησε τα έργα των Πατέρων, ιδιαιτέρως δε του Μεγάλου Βασιλείου. Παρ’ όλα αυτά, η επίδραση του Μεγάλου Βασιλείου στο Στουδίτη δεν είναι τόση, ώστε να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το Στουδίτη ως μαθητή του Βασιλείου 14. Ωστόσο, ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται 78 φορές σε όλα τα έργα του Στουδίτη, 39 φορές στις επιστολές του, 32 φορές στις 395 κατηχήσεις του, 3 φορές στην εικονόφιλη ομιλία του και τα αντιαιρετικά και μία φορά στα υπόλοιπα έργα του. Μαζί με τον αββά Δωρόθεο ο Μέγας Βασίλειος είναι η πατερική αναφορά του Θεοδώρου Στουδίτη κάθε φορά που χρειάζεται πατερική κάλυψη για τα επιχειρήματά του. Η άμεση αλλά και έμμεση αναφορά στο πνεύμα του Μεγάλου Βασιλείου δείχνει μια εξοικείωση με τα έργα του Βασιλείου, όπως τα Ἀσκητικά 15. Η θεώρηση, πάντως, του μοναστηριού ως μυστικού σώματος πρέπει να προήλθε από επιρροή τόσο του Μεγάλου Βασιλείου όσο και του αββά Δωροθέου. ii. Η επίδραση του αββά Δωροθέου 13. Γενικότερα για τη στουδιτική μεταρρύθμιση βλ. Julien Leroy, «La réforme studite», Il monachesimo Orientale, OCA 153, Pontificio Istituto Orientale, Roma 1958, σσ. 181-214. Επίσης αναλυτικότερα βλ. Alice Gardner, μν. έργ., σ. 66-88. 14. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Βενεδικτίνος μοναχός Julien Leroy, ο οποίος μελέτησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τις στουδιτικές γραφές, υποστηρίζοντας ότι οι αναφορές στο Μέγα Βασίλειο εκ μέρους του Θεοδώρου, αν και καταδεικνύουν τη βασιλειανή τους καταγωγή, ωστόσο δεν είναι ακριβείς ως προς τις γραφές του Βασιλείου και δεν αναλύουν με ενδελέχεια τα μεγάλα θέματα της βασιλειανής πνευματικότητας. Βλ. Julien Leroy, «L’ influence de saint Basile sur la réforme studite d’ après les Catéchèses», Irénikon 52 (1979) 506. 15. John Thomas - Angela Constantinides, μν. έργ., σ. 87. Βλ. και Julien Leroy, μν. έργ., σσ. 491-506. 50
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
Ο Στουδίτης φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τις παλαιστινιακές πηγές του σε ό,τι αφορά το ιδεολογικό υπόβαθρο της μοναστικής του μεταρρύθμισης. Ο αββάς Δωρόθεος, μαζί με τους δασκάλους του Βαρσανούφιο και Ιωάννη, φαίνεται να είχαν μεγαλύτερη επιρροή στο Στουδίτη απ’ ό,τι ο Μέγας Βασίλειος, λόγω του ότι χρονολογικά είναι εγγύτεροι σ’ αυτόν. Παρατηρώντας τα έργα του αγίου Θεοδώρου παρατηρούμε ότι αναφέρεται στο Δωρόθεο πιο συχνά απ’ ότι στο Βασίλειο. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι ο Δωρόθεος, έχοντας ζήσει τον 6ο αιώνα, είχε επιχειρήσει μια πιο «προχωρημένη» εξέλιξη της κοινοβιακής ζωής απ’ ό,τι θα ήταν δυνατό να γίνει την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου. Παράλληλα, η περίπλοκη οργάνωση της μονής του Στουδίτη βρίσκει αντιστοιχία με τη μονή του αββά Δωροθέου στην Παλαιστίνη μερικούς αιώνες νωρίτερα, αφού και τα δύο μοναστήρια έχουν κοινά στοιχεία σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητες των μοναχών. Ακόμη και η θεώρηση της μοναχικής υποταγής, απούσα στο Μέγα Βασίλειο, συναντάται στον πιο αυταρχικό μοναχισμό του αββά Δωροθέου μαζί με μερικά άλλα τεχνικά θέματα ήδη οικεία στο Θεόδωρο Στουδίτη 16. Είναι δύσκολο να βρεί κανείς την πηγή του ενδιαφέροντος του Στουδίτη για αναβίωση της χειρωνακτικής εργασίας, αφού ήταν τόσο σύνηθες στα κοινόβια των πρώτων χρόνων και συνεπώς κυριαρχούσε στην ασκητική γραμματεία που μελετούσε ο ίδιος. Άλλα στοιχεία της μεταρρύθμισης δείχνουν πιο έντονα την παλαιστινιακή επίδραση 17, όπως η διατύπωση του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη σε ό,τι αφορά τη διατροφή. Επίσης, είναι γνωστό ότι ο Θεόδωρος Στουδίτης είχε γράψει στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θωμά επιστολή με το αίτημα να του στείλει μοναχούς για να διδάξο-
16. John Thomas - Angela Constantinides, μν. έργ., σ. 87. 17. Βλ. Alexander Rentel, «Byzantine and Slavic Orthodoxy», The Oxford History of Christian Worship, edited by Goeffrey Wainwright and Karren B. Westerfield Tucker, Oxford University Press, New York 2006, σσ. 262-263. 51
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
υν τους σαββαϊτικούς ύμνους στο μοναστήρι του 18.
γ΄. Επίδραση της στουδιτικής μεταρρύθμισης Κατά το 10ο αιώνα ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ιδρυτής του μοναστηριού της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, χρησιμοποίησε το τυπικό του Στουδίτη ως βάση για να γράψει το δικό του, χωρίς όμως να αναφέρει το Στουδίτη ως πηγή του 19. Το 1034 ο τότε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αλέξιος Στουδίτης (1025-1043) ιδρύει τοπικό μοναστήρι αφιερωμένο στη Θεοτόκο και συνθέτει τυπικό επίσης βασισμένο στο στουδιτικό τυπικό. Το πιο αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι ο Θεοδόσιος Pétcherski παρουσιάζει μια μετάφραση του τυπικού του Αλεξίου Στουδίτη στα σλαβικά για το μοναστήρι των Σπηλαίων στο Κίεβο το 1061. Το στουδιτικό τυπικό φαίνεται να έχει ευρεία διάδοση σε διάφορα μοναστήρια, όπως γίνεται φανερό από μεταφράσεις του που έχουν βρεθεί στα ρωσικά αλλά και στα αγγλικά. Επίσης, είναι γνωστό ότι μέσα από την προσαρμογή του στο λειτουργικό τυπικό της Εὐεργέτιδος το στουδιτικό τυπικό διαδόθηκε στα περισσότερα βυζαντινά μοναστήρια εκτός Παλαιστίνης μέχρι το 13ο αιώνα 20. Από τα έργα του Στουδίτη αυτά με τη μεγαλύτερη απήχηση ήταν οι
Μικρές Κατηχήσεις, όπως φαίνεται από τα 70 σωζόμενα χειρόγραφά τους, που χρονολογούνται πριν το 16ο αιώνα. Στα τέλη του 11ου αιώνα ο Ιωάννης ο Ε΄, πατριάρχης Αντιοχείας, συμπεριέλαβε τις Μικρές Κατηχήσεις στη λίστα του με τα ουσιώδη έργα της ασκητικής γραμματείας. Στις Μικ-
ρές Κατηχήσεις ως έργο αυθεντίας αναφέρεται επίσης και ένας άλλος με18. Βλ. Patrich Joseph, The Sabaite heritage in the Orthodox Church from the fifth century to the present, Uitgeverij Peeters rn Department Oosterse Studies, Leuven 2001, σ. 75. 19. John Thomas - Angela Constantinides, μν. έργ., σ. 88. 20. Ό.π. Επίσης, διευκρινίζουμε ότι ο Εὐεργετινός είναι συνερανισμός αποφθεγμάτων και διηγήσεων των χαρισματούχων γερόντων της μοναχικής, ασκητικής παράδοσης ενώ η Εὐεργέτις είναι η ομώνυμη μονή της Κωνσταντινούπολης, των αρχών του 11ου αιώνα, γνωστή για τη φιλανθρωπική της δράση. 52
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
ταρρυθμιστής του 11ου αιώνα, ο Νίκων του Μαύρου Όρους21. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλά μοναστήρια, όπως το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου της Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη, οι Μικρές Κατηχήσεις χρησιμοποιούνταν ως λειτουργικό βιβλίο για κατηχητικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, ο μοναχός Αρσένιος του αναφερόμενου μοναστηριού γράφει στα 1136 ότι ο κανόνας προέβλεπε τρία αναγνώσματα από τις Μικρές Κα-
τηχήσεις την εβδομάδα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου 22. Αντίθετα, οι Μεγάλες Κατηχήσεις, που περιέχουν μεγάλο μέρος του ιδεολογικού και διαχειριστικού περιεχομένου της στουδιτικής μεταρρύθμισης, έμειναν αρχικά πίσω στα αρχεία της μονής του Στουδίου. Μόνο αργότερα, τον 11ο και 12ο αιώνα, άρχισαν να διαδίδονται κυρίως στη νότια Ιταλία και Σικελία, όπως φαίνεται από τα σωζόμενα χειρόγραφα. Ο αριθμός των χειρογράφων των Κατηχήσεων του Στουδίτη που έχει βρεθεί στη Νότια Ιταλία και Σικελία φανερώνει εκτενή διάδοση της στουδιτικής παράδοσης σ’ αυτές τις περιοχές. Ο συγγραφέας του «Λουκᾶ τῆς Μεσσίνας», ενός χειρογράφου του 12ου αιώνα, αναφέρει το Στουδίτη ως μία από τις κύριες πηγές του κανόνα στο μοναστήρι του 23. Στα μέσα του 11ου αιώνα ο Παύλος ο Ευεργετινός, ιδρυτής του ομώνυμου μοναστηριού στην Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποίησε τις Μεγάλες
Κατηχήσεις στη συλλογή της δικής του κατηχητικής παράδοσης, τον γνωστό Εὐεργετινόν 24. Αργότερα, κατά το 12ο αιώνα, ο Εὐεργετινὸς και τα τυπικά μοναστηριών που ακολουθούν τη μεταρρύθμιση της παράδοσης του Εὐεργετινοῦ αρχίζουν να αντικαθιστούν το στουδιτικό τυπικό ως βάση
21. Περισσότερες πληροφορίες για το Νίκωνα τον Μαυρορείτη βλ. Θεοδώρου Γιάγκου, Νίκων ὁ Μαυρορείτης: βίος -συγγραφικό ἔ ργο-κανονική διδασκαλία, ΕΕΘΣΤΠ, Παράρτημα αρ. 2, Διατριβή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1991. 22. Ό.π., σ. 89. 23. Ό.π. 24. Ό.π. 53
Β΄. Βίος και συγγράμματα Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
αναφοράς. Από το σημείο αυτό και μετά το στουδιτικό τυπικό φαίνεται να μην επηρεάζει άμεσα το βυζαντινό μοναχισμό εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι το μοναστήρι παρέμεινε εγκαταλειμμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του 13ου αιώνα εξαιτίας της εισβολής των Σταυροφόρων το 1293 στην Κωνσταντινούπολη.
54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΕΟΔΩΡΟ ΣΤΟΥΔΙΤΗ 1. Μίμηση Χριστού, αγίων Αποστόλων και οσίων Πατέρων Σε όλο το έργο των Κατηχήσεων του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη συναντούμε το παραινετικό παράγγελμα «μιμησώμεθα» τόσο πυκνά, ώστε εύκολα συμπεραίνουμε ότι η μοναχική ζωή αποτελεί μίμηση της εν σαρκί πολιτείας του Χριστού, των συνεχιστών του έργου Του αγίων Αποστόλων αλλά και των οσίων Πατέρων, τόσο των μεγάλων αββάδων της ερήμου, των καθηγητών δηλαδή του μοναχικού βίου, όσο και των συγχρόνων μοναχών που έλαμψαν μέσα σε κάθε αδελφότητα με την καθαρότητα του βίου τους1. Ο Χριστός, όντας ο Ίδιος άγαμος και παρθένος, αμήτωρ εκ Πατρός και απάτωρ εκ μητρός2, έζησε εν πτωχεία, χωρίς να έχει «πο ῦ τὴν κεφαλὴ ν κλίνῃ» 3 και προσέφερε τον Εαυτό του θυσία για τον απολλύμενο άνθρωπο 4 εν υπακοή και ταπεινώσει. Συχνά αποσυρόταν στα όρη και σε έρημους τόπους για να προσευχηθεί, όχι γιατί ο Ίδιος είχε την ανάγκη ηρεμίας και ησυχίας, όσο για να δείξει στον άνθρωπο τη σημασία του «ἐν ἡσυχίᾳ προ-
1. Βλ. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 241: «Μιμησώμεθα τοιγαροῦν τοὺς ἀπὸ νεότητος μέχρι γήρως τὴν ὑ ποταγὴν διασώσαντας· οὐ λέγω τοὺς πάλαι ἁγίους, ἀλλὰ τοὺς ἐπὶ τῆς ἡμετέρας ἀδελφότητος διαλάμψαντας». 2. Ἑβρ. 7, 3. Πρβλ. τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «οὐ γὰρ ἔσχε πατέρα ἐπὶ τῆς γῆς, ὁ μὴ ἐσχηκὼς μητέρα ἐν οὐρανοῖς», Λόγος εἰς τὴν ὑπερένδοξον μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 6, PG 96, 556C. 3. Ματθ. 8, 20. 4. «…ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας», Ἐφεσ. 5, 2-3.
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
σεύχεσθαι» 5. Η νηστεία των σαράντα ημερών και η δοκιμασία των πειρασμών μάς οδηγούν στη ρήση Του: «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» 6. Αλλά και η διδασκαλία του Χριστού χαρακτηρίζεται από την ασκητική αντιμετώπιση του κόσμου και των αγαθών του, όπως ακριβώς συμβαίνει στο μοναχισμό, που ακολουθεί απαρέγκλιτα τις εντολές του Χριστού 7. Συγκεκριμένα δίδαξε ότι δεν πρέπει να θησαυρίζουμε «ἐπὶ τῆς γῆς» 8, άσκησε έντονη κριτική κατά των πλουσίων 9, συνέστησε στους μαθητές του να μην αποκτήσουν υλικά αγαθά 10· συμβούλευσε: «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης» 11, σηκώνοντας ο καθένας το σταυρό του και κόβοντας τους επίγειους δεσμούς με γονείς, γυναίκα, τέκνα, συγγενείς 12. Με άλλα λόγια θα λέγαμε ότι ο Χριστός με τους μαθητές Του αποτέλεσαν το πρώτο χριστιανικό κοινόβιο, που απλώθηκε κατόπιν και ευρύτερα στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων 13. 5. Βλ. Λουκ. 5, 16· 9, 18. 28-29. 6. Ματθ. 17, 21. 7. Πρωτοπρ. Θεοδ. Ζήση, Ὁ« Μοναχισμὸς μίμηση τοῦ Χριστοῦ κα ὶ τῶν Ἀποστόλων», Βυζαντινὰ 17 (1994) 161. 8. Ματθ. 6, 19. 9. Λουκ. 12, 21. 18, 24-25. 10. Μάρκ. 6, 8-9. Λουκ. 10, 4-5. 11. Λουκ. 13, 24. 12. Λουκ. 9, 23. 18, 29-30. Επίσης, για τα σχετικά καινοδιαθηκικά χωρία που μαρτυρούν ότι ο κοινοβιακός βίος έχει τις ρίζες του στην επίγεια ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων, βλ. Στυλ. Παπαδόπουλου, Ὁ Μοναχισμός, «Ὄρος δυσανάβατον». Γένεση, μορφές, λόγοςὑπάρξεως, ἐκτίμηση -ἀποτίμηση, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Δι ακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1999, σσ. 15-17. 13. Αξίζει να μνημονευθεί ένα πατριαρχικό σιγίλλιο του Πατριάρχη Ιερεμίου Β΄ (16ος αιώνας) που επανέφερε το κοινόβιο στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, επισημαίνοντας ότι η κοινοβιακή ζωή είναι σύμφωνη με τη ζωή του Χριστού και των Αποστόλων: «[ὁ Χριστὸς] πρὸς τοῖς ἄλλοις ὑπ’ αὐτοῦ παραδοθεῖσιν ἡμῖν ἀγαθοῖς καὶ πρὸς σωτηρίαν συντείνουσι δέδωκε καὶ τὸ κοινοβιακῶς ζῆν ἐν μι ᾷ συμπνοίᾳ καὶ ἀγάπῃ καὶ 56
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Παρόμοια οι Απόστολοι, που ήταν άγαμοι οι περισσότεροι, προβάλλουν σθεναρά το ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού. Ο απόστολος Παύλος διδάσκει την κατά κόσμον σταύρωση «σὺν
τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς
ἐπιθυμίαις» 14, την ψυχοσωματική ένωση με το Χριστό στην τωρινή αλλά και στη μέλλουσα ζωή, καθώς κατά τον απόστολο «τὸ ἀποθανεῖν κέρδος», εφόσον σπεύδει «ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶ ναι» 15. Αλλού συνιστά την παρθενία τονίζοντας: «θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐ μαυτόν· ἀλλ’ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως». Το ὁμονοίᾳ τοῖς μοναχοῖς καὶ κατὰ Θεὸν τὰ πάν τα αἱρουμένοις, τοῖς τὰς βιωτικὰς ἀποφυγοῦσι τρικυμίας καὶ ταῖς θειοτ άταις μοναῖς ὡς εἰς λιμένας καθορμισθεῖσι διὰ πράξεώς τε καὶ θεωρίας Θεῷ δουλεύειν. Αὐτὸς γὰρ ἐπὶ γῆς θεανδρικῶς διατρίψας τοιαύτην διαγωγὴν μετὰ τῶν αὐτοῦ μακαρίων Ἀποστόλων εἶχεν· ὅθεν τοῖς ζῶσι τὸν τοιοῦτον κοινοβιακὸν βίον παντοίᾳ εἰρήνῃ ἐστὶ καὶ οὐκ ἔστι λέγειν ὅτι τοῦτο ἐμόν, ἐκεῖνο σόν, ἀλλὰ πάντα κοινὰ εἰς ὅλους καὶ ἑνὶ ἑκάστῳ». Βλ. Πρωτοπρ. Θεοδ. Ζήση, μν. έργ., σ. 183. 14. Γαλ. 5, 24. 15. Φιλιπ. 1, 21. 23. Στο πνεύμα αυτό της αποτύπωσης της ζωής του Χριστού και των Αποστόλων στο μοναχικό βίο βρίσκεται και ο άγιος Συμεών, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «[ὁ Χριστὸς] τὸ σχῆμα τὸ ἅγιον [τῶν μοναχῶν] ὁμοίως διὰ τῶν ἀποστόλων καὶ ἑαυτοῦ παρέδειξέ τε καὶ παραδέδωκε… Εὑρίσκομεν ἄρα, ὡς καὶ ἔζησεν ὁ Κύριος τὴν κατὰ μοναχοὺς ὁδὸν καὶ παρέδωκε. Καὶ ἐν τοῖς ἀποστόλοις αὕτη ἡ ζωὴ ἦν, διὸ καὶ τούτοις παρῄνει μὴ δύο ἔχειν χιτῶνας, μηδὲ ράβδον ἢ πήραν ἢ ὑποδήματα καὶ τὰ λοιπά, ὃ τῆς μοναχικῆς ἔστι βιοτῆς». Στην ίδια συνάφεια πιο συγκεκριμένα εξηγεί: «Διὸ καὶ εἴ τις ἀληθής ἐστι μοναχός, κατὰ Παῦλον, οὗτος καὶ ἐνταῦθα μὲν Χριστὸν ἀγαπᾷ, καὶ οὐδὲν αὐτὸν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ χωρίσαι δύναται· καὶ ἐπιθυμεῖ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι. Καὶ τοῦτο διὰ τῶν ἔργων δείκνυσιν, ἐν ἐρήμοις καὶ ὄρεσι καὶ μοναῖς φυγαδεύων διὰ Χριστόν. Καὶ ἓν εἶναι σπεύδει μετὰ Χριστοῦ, ἵνα καὶ ἐν αὐτῷ Χριστὸς σὺν Πατρὶ οἰκήσῃ καὶ Πνεύματι. Διὸ καὶ τὸν τοῦ Χριστοῦ ὅλον ἐκμιμεῖται βίον καὶ ταπεινοῦται καὶ πτωχε ύει καὶ ὑποτάσσεται καὶ οὐδενὸ ς φροντίζειν ῶν τ ὧδε καὶ σταυροῦται τῷ βίῳ καὶ παρθενεύειν ἐπαγγέλλεται καὶ ἀκτημονεῖν καὶ νηστείαις σχολάζειν καὶ προσευχαῖς καὶ δεήσεσι καὶ ἄχρι θανάτου τούτοις ἐμμένειν καὶ τοῖς τοιούτοις καὶ πάντα φέρειν διὰ Χριστό ν», Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τῶν ἱερῶν τελετῶν ΝΒ΄ καὶ ΝΕ΄, PG 155, 197ΒC καὶ 201BC. Βλ. και Πρωτοπρ. Θεοδ. Ζήση, μν. έργ., σ. 185. 57
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
σχήμα του μάταιου αυτού κόσμου παράγει, παρέρχεται, και το πολίτευμα των χριστιανών υπάρχει στους ουρανούς 16. Ο παρθένος μαθητής και ηγαπημένος Ιωάννης στην Ἀποκάλυψή του εξαίρει την παρθενία με την προνομιακή θέση των 144.000 παρθένων που στέκονται γύρω από το ουράνιο θυσιαστήριο και ακολουθούν το Αρνίο: «Οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εἰσιν. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ Ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγῃ... ἄμωμοι γάρ εἰσιν» 17. Η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων ζεί έμπρακτα τα Κυριακά λόγια της ασκητικής ζωής και τα παραδίδει στις επόμενες χριστιανικές γενιές ως αποστολική παράδοση: «εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε· καθ’ ἡ μέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ’ οἶκον ἄ ρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀ γαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸ ς ὅλον τὸ ν λαόν» 18. Τη σκυτάλη της αποστολικής παράδοσης και της πρωτοχριστιανικής χαράς της «ἐπὶ τὸ αὐτὸ» 19 συγκατοίκησης παραλαμβάνουν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και κοινοβιάρχες, καθώς οργανώνουν τη μοναχική ή μοναδική πολιτεία 20 κατά το πρότυπο των πρώτων χριστιανών της Ιερου16. Α΄ Κορ. 7, 7. 31. Φιλιπ. 3, 20. 17. Ἀποκ. 14, 1-5. 18. Πράξ. 2, 44-47. Επίσης πρβλ. σχετικό σχόλιο του Γέροντος Αιμιλιανού: «Καὶ εἰς τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν αἱ ἀγάπαι, αἱ κοιναὶ τράπεζαι, ἡ ἀποστολικὴ κοινωνία εἰς τὴν Ἰερουσαλὴμ καὶ αἱ ἀποστολικαὶ κοινότητες ἦσαν, πάλιν, προτυπώσεις τῆς μοναχικῆς βιοτῆς», Κατηχήσεις καὶ Λόγοι 1, Σφραγὶς γνησία, ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Ὀρμύλια 1998, σ. 132. 19. Πράξ. 2, 44. Επίσης πρβλ. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 281: «ἐπειδὴ θέλημα Κυρίου ἐστὶ τὸ ἐπὶ τὸ αὐτὸ εἶναι τοὺς πλείονας καὶ δεῖγμά ἐστι τῶν ἀποστολικῶν ἡμερῶν ἐκείνων…». 20. Αξιοσημείωτη είναι η επεξήγηση του όρου «μοναδική πολιτεία» από το μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεο: «Κατὰ τὸ Liddell and Scott ἡ λέξη 58
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
σαλήμ. Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει στις Ἀσκητικές του διατάξεις τον τρόπο με τον οποίο διάγουν το βίο τους οι μοναχοί κατά μίμηση του Χριστού και των Αποστόλων: «Οὗτοι [οἱ μοναχοὶ] ἀκριβεῖς μιμηταὶ τοῦ Σωτῆρος καὶ τῆς κατ’ αὐτὸν ἐν σαρκὶ πολιτείας ὑπάρχουσιν. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνος, χορὸν μαθητῶν συστησάμενος, κοινὰ τὰ πάντα, καὶ κοινὸν ἑαυτὸν τοῖς ἀποστόλοις παρέσχηκεν· οὕτω καὶ οὗτοι τῷ καθηγουμένῳ πειθόμενοι, οἵγε καλῶς τὸν κανόνα τοῦ βίου διαφυλάσσοντες, τὴν τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ Κυρίου πολιτείαν μετ’ ἀκριβείας μεμίμηνται» 21. Άρα οι μοναχοί, ως εραστές της Ευαγγελικής τελειότητας και της πιστής τήρησης των εντολών του Χριστού, πορεύονται «τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» εφαρμόζοντας την ίδια κοινότητα ζωής με αυτή του αποστολικού κοινοβιακού χορού 22. Το ίδιο επισημαίνει και ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης στο Τυπικόν που συνέταξε για τη Μεγίστη Λαύρα: «Φημὶ δὲ κοινῶς τοὺς ἅπαντας βιοῦν ἀδελφούς, κοινῇ βλέπειν πρὸς τὸν αὐτὸν τῆς σωτηρίας σκοπόν, μίαν τε καρδίαν εἶναι ἐν τῷ κοινοβίῳ καὶ θέλημα ἓν καὶ μίαν ἐπιθυμίαν καὶ ἓν σῶμα ἐκ διαφό“μοναδικὸς” σημαίνει ὸτ ν “ἀποτελούμενον ἐκ μονάδων”, τὸ ν “μόνον, ἀντίθετον τῷ ἀγελαῖος”. Τὸ ἐπίρρημα “μοναδιστὶ” δηλώνει τὸ “κατὰ μοναδικὸν τρόπον ἢ κατὰ μονάδας”. Τὸ ρῆμα “μονάζω” δηλώνει τὸ “εἶμαι μόνος”, “ζῶ μονήρη βίον” καὶ βεβαίως ἐννοοῦνται “οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημίται”. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ λέξη “μοναδικὸς” στὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα ταυτίζεται μὲ τὴν λέξη “μοναστικός”. Ὁπότε, ἡ “μοναδικὴ πολιτεία” εἶναι μία ἰ διότυπη καὶ ἰδιόμορφη πολιτεία ἡ ὁποία ἀπαρτίζεται καὶ λειτουργεῖ ἀπὸ ἐρημίτας, ἀναχωρητάς, ἐνδεχομένως καὶ κοινοβιάτες ποὺ ζοῦν ἡσυχαστικὰ μέσα στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ζοῦν μόνοι τους μὲ τὸν Θ εό», Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμὸς ὡς προφητική, ἀποστολικὴ καὶ μαρτυρικὴ ζωή, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Λεβαδειὰ 2002, σσ. 69-70. 21. Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικαὶ διατάξεις, κεφ. ΙΗ΄, 2, PG 31, 1384Β. 22. Πρβλ. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, μν. έργ., σ. 186: «Ἡ διὰ τῆς ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατοικήσεως τῶν ἀδελφῶν σύστασις τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς συνοδείας σκοπὸν τίθησι τῇ Θεοῦ ἀντιλήψει καὶ συνεργείᾳ, δι’ ἀκριβοῦς μιμήσεως τῆς ἐν σαρκὶ πολιτείας τοῦ Κυρίου, πόνοις πολλοῖς καὶ ἱκανῇ γυμνασίᾳ καὶ διηνεκεῖ μελέτῃ τῶν ἐντολῶν Αὐτοῦ, σωτηρίαν τῶν ψυχῶν καὶ τὴν ὑψοποιὸν καὶ φιλόθεον τελείωσιν καὶ μακαρίαν θέωσιν». 59
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ρων μελῶν συνηρμοσμένον πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς ἀ δελφότητος, καθὼ ς νομοθετεῖ ὁ Ἀπόστολος» 23. Στο ίδιο πνεύμα της πρωτοχριστιανικής τήρησης του Ευαγγελίου και των εντολών, της αποκαραδοκίας, της προσμονής της επαγγελίας του Πατρός, της κοινοκτημοσύνης και κοινοχρησίας των υλικών και πνευματικών αγαθών επιμένει και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο κοινοβιάρχης της ομώνυμης κωνσταντινοπολίτικης μονής. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «ἡμεῖς ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου πολιτευώμεθα οὐράνιον τὸ πολίτευμα ἔχοντες, ξένοι καὶ παρεπίδημοι (τῶν) ἐπὶ τῆς γῆς· οὐδεμία γὰρ μερὶς ἡμῖν οὐδὲ κλῆρος ἐνταῦθα» 24. Εδώ κατανοούμε ότι ο μοναχισμός είναι κλήση βίωσης του Ευαγγελίου στην ερημία και ησυχία, με ολοκληρωτική αφιέρωση και πίστη στα προστάγματά του. Αυτή η αυθεντική βίωση της κατά γράμμα και πνεύμα τήρησης του Ευαγγελίου αποτελεί την κινητήριο δύναμη πολλών χριστιανών, που μετά την κατάπαυση των διωγμών επιζητούσαν το μαρτύριο της συνείδησης ως τρόπο και μέσο ευαρέστησης ενώπιον του Θεού. Η μίμηση του Χριστού και των ευαγγελικών του προσταγμάτων καθιστά το μοναχικό πολίτευμα ουράνιο και τους μοναχούς ξένους και παρεπίδημους της εδώ ζωής. Ο λόγος αυτός του Θεοδώρου Στουδίτη συνάδει με το περιεχόμενο της Πρὸς Διόγνητον επιστολής που αναφέρεται στην πολιτεία των πρώτων χριστιανών: «Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη... Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται» 25. Από την άλλη, η αποκαραδοκία των Πατρικών επαγγελιών κατά την 23. Βλ. Μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, τ. Β΄, Τὰ εὑρισκόμενα κείμενα, ἐκδ. «Παρουσία», Ἀθήνα 2000, σσ. 141-142. 24. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 81. Φιλιπ. 3, 20. Βλ. και Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολὴ ΚΒ΄, Περὶ τελειότητος βίου μοναχῶν, 1, PG 32, 288Β: «ἄξια τῆς ἐπουρανίου κλήσεως φρονεῖν, καὶ ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθαι». 25. Πρὸς Διόγνητον, H.-I. Marrou, A Diognete, SC, τ. 33, Paris 1951, σσ. 62-70. 60
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
αποστολική ρήση στις ψυχές των μοναχών με την ελπίδα και την πίστη, που είναι τα εχέγγυα της αιώνιας ζωής, δίνει εσχατολογική προέκταση στη μοναχική πολιτεία και δυναμική πορεία στη «στρατευμένη» επι γης παρουσία της. Ήδη αριστεύουν οι μοναχοί σβήνοντας το φλογοφόρο πόθο της σάρκας και εξημερώνοντας τα ατίθασα πάθη του παλιού εαυτού ως άλλα «τέρατα καὶ σημεῖα» των αποστολικών χρόνων 26. Επίσης, οι διωγμοί και το μίσος εναντίον των Αποστόλων αποτελούν κοινωνία παθημάτων και για τους μοναχούς, που την εποχή του Στουδίτη αντιμετώπιζαν το γνωστό πρόβλημα της εικονομαχίας · «Ἴδε ἐν τούτοις ἔδειξεν ἡμᾶς κοινωνοῦντας ἀλλήλοις ἐν τοῖς παθήμασι καὶ ἐν ταῖς παρακλήσεσιν, ὡ ς “ἓν σῶμα ὄντας καὶ ἓν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθημεν ἐν μι ᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν”» 27. Έπειτα καλεί τους μοναχούς του να μιμηθούν τους Αποστόλους όχι μόνο στο θείο κήρυγμα αλλά και στον καθαρό, ανεπίληπτο βίο τους. Το παράδειγμα της ακτημοσύνης και της μεμετρημένης ζωής 28 είναι το φως των «ἐσκοτισμένων» και το αλάτι των «μεμωραμμένων» 29. Παράλληλα με τη μίμηση των Αποστόλων παραθέτει και τη μίμηση της οσιακής βιοτής των προγενεστέρων αγίων Πατέρων, οικιστών και πολιτών της ερήμου. Ενώνει, δηλαδή, ο ιερός συγγραφέας την προγενέστερη μοναχική παράδοση με τη μέχρι τότε διαμορφωμένη. Στους Πατέρες βρίσκει το υπόγειο μυστικό ρεύμα της μοναχικής άσκησης, τη ζείδωρη παρά-
26. Πράξ. 1, 4· 2, 43. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 82. 27. Ό.π., σσ. 140-141. Ἐφεσ. 4, 4. Βλ. και Β΄ Κορ. 1, 5 κ.ε.: «ὅτι καθὼς περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν…». 28. Είναι χαρακτηριστική στο Στουδίτη η ακρίβεια του κανόνα της μοναχικής ζωής: «ἔστω πᾶσα ἡμέρα μὴ ἁπλῶς καὶ ἀκανονίστως παρατρέχουσα, καὶ ταύτῃ δαπανῶσα ἡμῶν τὴν ζωὴν εἰκῇ καὶ μάτην», ό.π., σ. 83. Επίσης βλ. ό.π., σ. 137: «μετέστησεν [ὁ Θεὸς τοὺς μοναχοὺς] εἰς τήνδε τὴν μακαρίαν ζωήν, ἐν ᾗ οὐκ ἀκρασία, ἀλλὰ συμμετρία». 29. Ό.π., σ. 50. 61
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
δοση που οφείλουν να φυλάξουν, αλλά και να μεταδώσουν χρωματισμένη και με τα δικά τους μοναχικά παλαίσματα, τη δική τους υπακοή κατά τις χαλεπές περιστάσεις της ζωής τους. Γι’ αυτό και δίνει τόση σημασία στους πνευματικούς προγόνους, χαρακτηρίζοντάς τους Παράδεισο του Θεού που ανθεί πνευματικούς καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όπου ο αρχαίος όφις, ο διάβολος, πληγώθηκε και δεν πλήγωσε όπως έπραξε άλλοτε στον Παράδεισο της τρυφής των πρωτοπλάστων. Με τολμηρό λόγο τούς αποκαλεί «βασιλείαν οὐ ρανῶν», κατοχυρώνοντας την επωνυμία αυτή στα λόγια του Χριστού που είπε ότι «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸ ς ὑμῶν ἐστίν» 30, ενώ αλλού τους ονομάζει «παραδείγματα ἐν [
ᾧ] ρυθμιζώμεθα καὶ
εἰκονιζώμεθα καὶ διαμορφώμεθα, ἰνδάλματα αὐτῶν ἀψευδῆ γινόμενοι καὶ ἀπεικονίσματα» 31. Το κορυφαίο, βέβαια, της ζωής του μοναχού είναι η μίμηση και ομοίωσή του με το Χριστό. Ο Θεόδωρος Στουδίτης προτρέπει τους μοναχούς του να μιμηθούν το Χριστό σ’ όλο το φάσμα της ηλικίας του απο την ξενιτεία του από τους Πατρικούς κόλπους και την υποταγή του στους γονείς του μέχρι και το σταυρό και το θάνατό Του: «Δέον ταῦτα, ἀδελφ οί, ἀεὶ ἐνθυμεῖσθαι καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπευθύνεσθαι, καὶ ταπε ινοῦσθαι σφόδρα, καὶ (τὰ) κατὰ μίμησιν αὐτοῦ ἢ φθάσαντα εὐχαρίστως δέχεσθαι, ἢ μὴ φθάσαντα ἐπιζητεῖν» 32. Εξάλλου η μίμηση των παθημάτων του Χριστού με δυναμικό 30. Ό.π., σ. 116. Λουκ. 17, 21. 31. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 350. Επίσης, στην 110η Κατήχηση της μεγάλης συλλογής αναφέρεται στο ίδιο θέμα «ὑποδειγματισμοῦ» και «εἰκονισμοῦ» των μοναχών από τους βίους και το παράδειγμα των οσίων Πατέρων. Χαρακτηριστικά, επιχειρηματολογώντας προβάλλει το παράδειγμα του ζωγράφου, που χρησιμοποιεί ως πρωτότυπα για τα αντιγραφόμενα έργα του τον ἀ « ρχέτυπο ν χαρακτῆρα, τὸν κάλλιστα διαμεμορφωμένον» και όχι τον «ὕστατον καὶ δυσειδῆ». Παρόμοια και οι μοναχοί καλούνται να μιμούνται «τὰς ἠγλαϊσμένας εἰκόνας, τὸν τῶν ἁγίων βίον» και να μην επιλέγουν «ἐκ τῶν κακῶν καὶ ἀμόρφων [παραδειγμάτων]», ό.π., σ. 434. 32. Ό.π., σ. 347. Πρβλ. επίσης την 27η Κατήχηση, όπου αντίστοιχα αναφέρονται: «Τὸ καθ’ ἑκάστην συνεπώμεθα· κἂν εἰς τὸ ὄρος ἀνέλθῃ συνανίωμεν αὐτῷ, κἂν πειρά62
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
τρόπο είναι από τα πιο σπουδαία κεφάλαια της μοναχικής ζωής. Αθανασία και μακαριότητα 33 είναι κατά το Στουδίτη η κοινωνία και η οικείωση του Πάθους του Χριστού καθώς γίνεται πάθος και πάθημα κάθε ερωμένης ψυχής. Ο μοναχός «ἐπείγεται συμμορφωθῆναι τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, ὡς ἂν καὶ συμμετάσχῃ τῆς δόξης ἐν τῇ ἀναστάσει αὐτοῦ» 34. Η προτροπή του καθηγουμένου των Στουδίου έχει διπλή κατεύθυνση: αφ’ ενός ο Δεσπότης Χριστός «ὑπὲρ πάντων ἀπέθανε… πάντων ἐρ ᾷ τῆς σωτηρίας», άρα η τρυφή και το μέγεθος της δωρεάν σωτηρίας είναι πλούσιο, και αφ’ ετέρου οι πόνοι που χρειάζεται να καταβληθούν από τον αγωνιζόμενο μοναχό μπροστά στο αδάπανο έλεος και την ατέλεστη μακαριότητα είναι μικροί· «αὕτη ἡ καλὴ πραγματεία, αὕτη ἡ μακαριστὴ συναλλαγή» 35. Ο Χριστός στέκεται αρωγός και συναθλητής 36, προσφέρων και προσφερόμενος, διαδίδων και διαδιδόμενος. Γράφει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης: «Ὁμοιοπαθήσωμεν αὐτῷ τοίνυν καὶ ἡ μεῖς, φίλοι καὶ ἀδελφοί, παρακαλῶ, καὶ ἀγαπήσωμεν ὑβρίζεσθαι, ἐ ρεσχελεῖσθαι, ὀνειδίζεσθαι, τυχὸν δὲ καὶ ραπίζεσθαι καὶ ἐμπτύεσθαι, εἰ δέοι ἡμῖν καὶ σταυροῦσθαι ἀποθνήσκειν διὰ τῆς τῶν παθῶν νεκρώσεως, ἢ καὶ καιροῦ μαρτυρίου ἐπιστάντος, ἵνα ὡς συσταυρούμενοι καὶ συνδοξασθησώμεθα, ὡς συνθαπτ όμενοι καὶ συναναστησώμεθα, ὡς συμπάσχοντες καὶ συμβασιλεύσωμεν» 37. ζηται ὑπὸ τοῦ διαβόλου, τὸν πειραστὴν ἑλεῖν βουλόμενος, συμπειρασθῶμεν αὐτῷ πρὸς μικρόν, ἵν’ εἰς αἰῶνα ἀνενόχλητοι διαμείνωμεν· κἂν νηστεύῃ ὡς ἄνθρωπος τεσσαρακονθήμερον, τῷ ἐφημερησίῳ συννηστεύσωμεν αὐτῷ, ἵνα τρυφήσωμεν τὰ ὑπὲρ ἀγαθ ὰ ἀϊδίως…», ό.π., σσ. 120-121 κ.ε. 33. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 183. 34. Ό.π., σ. 188. 35. Ό.π., σσ. 183-184. 36. Ό.π., σ. 194. 37. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 458. Πρβλ. Τάξις καὶ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἔκδ. Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἅγιον Ὄρος 1983, σ. 24: «…καὶ γὰρ πεινᾶσαι ἔχεις, καὶ διψῆσαι, καὶ γυμνητεῦσαι, ὑβρισθῆναί τε καὶ χλευασθῆναι, ὀνειδισθῆναί τε καὶ διωχθῆναι, καὶ πολλοῖς περιαχθῆναι λυπηροῖς, οἷς ἡ 63
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Αλλά και το ανάποδο πάλι αναρωτιέται ρητορικά ο συγγραφέας των Κα-
τηχήσεων: «Πῶς δὲ μετὰ τοῦ Χριστοῦ συμβασιλεύσομεν οἱ μὴ συμμορφούμενοι τῷ θανάτῳ αὐτοῦ μηδὲ κοινωνοῦντες τοῖς ἀχράντοις αὐτοῦ παθήμασι;» 38. 2. Υπακοή - Εκκοπή θελήματος - Διακονία «ἐν ὑπακοῇ» Η υπακοή-υποταγή μαζί με τις άλλες δύο αρετές της παρθενίας και της ακτημοσύνης αποτελεί το τρίπτυχο των αρετών του μοναχισμού 39. Ιδιαίτερα, κατά το Γέροντα Σωφρόνιο, η υπακοή είναι η βάση του μοναχισμού 40. Η εντολή της υπακοής θεμελιώνεται στα λόγια του Χριστού: «ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» 41. Όλη η ζωή του Χριστού είναι πορεία υπακοής, από την κένωση του Πατρικού κόλπου μέχρι τη θυσία Του στο σταυρό, υπηρετώντας τον άνθρωπο και αποκαθιστώντας την ανθρώπινη φύση στο «ἀ ρχαῖον ἀξίωμα» 42. Ο Μέγας Βασίλειος απαντώντας στις ερωτήκατὰ Θεὸν ζωὴ χαρακτηρίζεται». Βλ. και Κων. Μουρατίδη, «Χριστοκεντρικὴ ποιμαντικὴ ἐν τοῖς ἀσκητικοῖς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», Θεολογία 33 (1962) 57 κ.ε. 38. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 241. Επίσης ο Γέρων Αιμιλιανός στο λόγο του «Μοναστική ζωή» εξηγεί ότι ο μοναχός που «νεκρώνεται» καθημερινά στο μοναστήρι αποκτά το μόρφωμα του Χριστού που βρίσκει μέσα του: «Μορφοῦται ὁ Χριστὸς σημαίνει παίρνει μορφή… Καὶ αὐτὸ τὸ μόρφωμα τὸ ὁποῖο ἔχω δὲν εἶναι παρὰ τὸ προσωπικὸ καὶ ἀναπόσπαστο βίωμά μου, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐν ἐμοί, ὁ Χριστὸς ὁ ζῶν ἐν ἐμοί. Καὶ τότε ὅλο μου τὸ εἶναι καὶ ὅλη μου ἡ παράστασις καὶ ὅλη μου ἡ ζωὴ δὲν λέγει τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον “οὐδὲν οἶδα εἰ μὴ τὸν Χριστόν”», Kατηχήσεις καὶ Λόγοι 2, Ζωὴ ἐν Πνεύματι, ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Ὀρμύλια 1998, σ. 131. 39. Βλ. Γεωργ. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 362-363. 40. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σ. 45. 41. Ἰωάν. 6, 38. 42. Βλ. Προσόμοιον ἑορτῆς Εὐαγγελισμοῦ, Μηνολόγιον Μαρτίου, ἐκδ. Ἀστήρ. 64
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
σεις μέχρι ποιο σημείο οφείλουμε να υπακούουμε και πώς πρέπει να υπακούουμε ο ένας στον άλλο, δίνει όλα τα καινοδιαθηκικά χωρία που αποδεικνύουν την υπακοή του Χριστού ως βίωμα, φρόνημα της Εκκλησίας και αποστολική επιταγή: «[Χρὴ ὑπακούειν] ὡς δούλους δεσπόταις, κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον, ὅτι “Ὁ θέλων ἐν ὑμῖν εἶναι μέγας ἔστω πάντων ἔσχατος , καὶ πάντων δοῦλος”. Οἷς ἐπιφέρει δυσωπητικώτερον· “Ὥσπερ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι”, καὶ κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου εἰρημένον· “Διὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος δουλεύετε ἀλλήλοις”… Ὁ Ἀπόστολος ἔδειξε, προθεὶ ς ἡμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ὑπακοήν, ὃς
“Ἐγένετο ὑπήκοος μ έχρι θανάτου, θανάτουὲ δ
σταυροῦ”· καὶ προειπών· “Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν, ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ”» 43. Στα ασκητικά συγγράματα της πατερικής γραμματείας βλέπουμε ότι η υπακοή του Χριστού ως εκούσια κένωση του Εαυτού Του χάριν της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, ως ολοκληρωτική ταύτιση του θελήματός Του με το θέλημα του Πατρός Του 44, αποτελεί οδό θεραπείας και αποκατάστασης της αμαυρωμένης θέλησης του μεταπτωτικού ανθρώπου. Κατά το Γέροντα Σωφρόνιο, «ἡ ὑπακοὴ ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ ἱερὸν ἀ πόρρητον, τὸ ὁποῖον ἀποκαλύπτεται μόνον διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὸ ὁποῖον συγχρόνως εἶναι μυστήριον καὶ ζωὴ ἐν τῇ Ἐκκλησία» 45. Το μυστήριο αυτό εδράζεται στον τρόπο που συνεργάζεται η υπακοή με την ανθρώπινη ελεύθερη θέληση, που είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο και προίκισμα του «κατ’ εἰκόνα», αλλά και στη βούληση του ανθρώπου δια της υπακοής να ομοιωθεί με το Δεσπότη Χριστό, όπως ακριβώς και Εκείνος «ἐν ὑπακοῇ
43. Μάρκ. 10, 44. 45. Γαλ. 5, 13. Φιλιπ. 2, 8. 5. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομὴν ΡΙΕ΄-ΡΙΣΤ΄, PG 31, 1161AB. 44. Ματθ. 26, 40: «πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ». Βλ. και Κων. Μουρατίδη, μν. έργ., σ. 65. 45. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, μν. έργ., σ. 46. 65
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ἐπλήρωσε πᾶσαν τὴν Πατρικὴν οἰκονομίαν» 46. Είναι γεγονός ότι για το μεταπτωτικό άνθρωπο, που στηρίζεται στη λογική δύναμη του εαυτού του, η υπακοή θα είναι παράδοση σε δουλεία, αυτοεκμηδένιση της προσωπικότητας, πτώση στην άβυσσο του σκότους 47. Η φιλαυτία και το προπατορικό αμάρτημα της ισοθεΐας, που συμπαρεκτείνεται σαν πιστή σύντροφος στο ανθρώπινο γένος, καθιστά την ανθρώπινη φύση αδύναμη να υποταχθεί με ελευθερία στο μυστήριο αυτό της εν υπακοή ομοίωσης του ανθρώπου με το Θεό και της εν ταπεινώσει διακονίας των αδελφών του. Γι’ αυτό και η πατερική πείρα χαρακτήρισε το θέλημα του μεταπτωτικού ανθρώπου «μεμιασμένον καὶ φευκτὸν τῷ Θεῷ» 48 και τον αγώνα του για τον «ἐγκεντρισμὸν εἰς τὴν καλλιέλαιον» 49 σταυρό, μαρτύριο και θάνατο. Ο άνθρωπος εγκολπώνεται το «ἴδιον» θέλημα, αρέσκεται στις ηδονές, που φέρουν όμως «γλυκόπικρη» εμπειρία στην ψυχή. Στην αρχή απολαμβάνει την τέρψη της ηδονής, η οποία όμως είναι εφήμερη και παραπλανητική, γιατί γρήγορα καταλήγει σε απογοήτευση και πίκρα 50. Στον κοινοβιακό μοναχισμό, αντίθετα, διασώζεται το πρόσωπο του ολοκληρωμένου «ἐν Χριστῷ» ανθρώπου που ζει στην ελευθερία των τέκνων του Θεού, που ζει «ἐν τῷ Πνεύματι» του Κυρίου, δηλαδή βιώνει την ίδια την ελευθερία 51. Με άλλα λόγια θα λέγαμε ότι ο Χριστός είναι η Αυτοελευθερία, που οντολογικά και όχι θεωρητικά ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη που τον πνίγουν και τον κλείνουν στον εαυτό του. Έτσι, η κοινοβιακή ζωή θα λέγαμε ότι είναι μία «επανάληψη» της ζωής του Χριστού που με απόλυτα προσωπικό τρόπο βιώνει κάθε μοναχός μέσα στον κοινό τρόπο ζωής. Σκοπός της ζωής αυτής, αλλά και της χριστιανικής ζωής εν 46. Βλ. Εὐχὴ Θείας Λειτουργίας, Μέγα Εὐχολόγιον. 47. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σ. 46. 48. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα ἀσκητικά, ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Ἀθήνα 1993, σ. 39. 49. Βλ. Ρωμ. 11, 24. 50. Ἀββᾶ Δωροθέου, μν. έργ., σ. 39. 51. Ρωμ. 8, 21. Β΄ Κορ. 3, 17: «οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία». 66
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
γένει, σύμφωνα με το Γέροντα Σωφρόνιο, είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, που αποτελεί ακριβώς και σκοπό της υπακοής 52. Αυτό, δηλαδή, που η Παρθένος Μαρία «κατέκτησε» με την υπακοή της, την επισκίασή της από το Άγιο Πνεύμα και τη σύλληψη του Υιού του Θεού, αυτό ακριβώς επιτυγχάνει και ο μοναχός, ο οποίος δια της υπακοής μορφώνει με ωδίνες το Χριστό μέσα του 53. Ο μοναχός φέροντας τον Αδάμ νιώθει την εξορία του ατομικού θελήματος, των παθών και της ηδονής και δια της υπακοής αποκαθιστά τα «ρήγματα» που έτεμαν και διέσπασαν την ανθρώπινη φύση. Στην υπακοή του Χριστού βρίσκει το πρότυπο ζωής που η ελεύθερη άσκηση της τον οδηγεί στο πρωτότυπό του, στην απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα, το Λόγο του Θεού. Έτσι, συμπληρώνει ο Γέροντας Σωφρόνιος: «Ὅταν κόπτωμεν τὸ θέλημα ἡμῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παραδιδόμενοι εἰς τὸ θέλημα Αὐτοῦ καὶ “μισοῦντες” τὰς μικρὰ ς “ἀτομικὰς” ἡμῶν ἐπιθυμίας, καθιστάμεθα ἱκανοὶ νὰ δεχθῶμεν καὶ νὰ φέρωμεν ἐντὸς ἡμῶν τὴν ἐνέργειαν τοῦ Θείου Θελήματος. Τελειούμεθα ἐν τῇ ὑπακοῇ εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν, τελειούμεθα ἐν τῇ ἀγάπῃ, διευρύνομεν τὸ εἶναι ἡμῶν, μέχρι νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν πληρότητα τῆς Θεανδρικῆς ὑπάρξεως κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ» 54. Στις Κατηχήσεις του ο Θεόδωρος Στουδίτης πολύ συχνά κάνει λόγο για την υπακοή-υποταγή χαρακτηρίζοντάς την ως «τῶν μεγίστων ἡ 52. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, μν. έργ., σ. 48. Επίσης, από τις γραφές του Αγίου Σιλουανού παρατηρούμε τα εξής: «Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἀπαραίτητος οὐχὶ μόνον εἰς τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ καὶ εἰς πάντα ἄνθρωπον. Καὶ ὁ Κύριος εἰσέτι ἐγένετο ὑπήκοος. Οἱ ὑπερήφανοι καὶ ἰδιόρρυθμοι δὲν δίδουν χῶρον εἰς τὴν χάριν, ἵνα ζήσῃ ἐντὸς αὐτῶν, καὶ διὰ τοῦτο οὐδέποτε ἔχουν ἐσωτερικὴν εἰρήνην. Εἰς τὴν ψυχὴ ν ὅμως τοῦ ὑπηκόου ἀκωλύτως εἰσέρχεται ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ παρέχει εἰς αὐτὸ ν χαρὰν καὶ εἰρήνην», Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1998, σ. 527. 53. Βλ. Γαλ. 4, 19: «Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν». 54. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σσ. 49-50. 67
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ἄθλησις» 55. Διακλαδίζει μάλιστα την πρακτική εφαρμογή της σε δύο βασικά θέματα που παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη ζωή του κάθε κοινοβιάτη μοναχού: α) αφ’ ενός υπακοή στο πρόσωπο του Γέροντα και ανάπαυση του θελήματός του και β) αφ’ ετέρου υπακοή στον Κανονισμό της μονής μέσα από τις διακονίες. Γενικά, και στις δύο περιπτώσεις προβάλλεται ο όρος «ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος» διαμέσου της υπακοής στον καθηγούμενο και στους αδελφούς. Ο Θεόδωρος Στουδίτης τονίζει ότι η υπακοή ξεκινά από τον ίδιο το Χριστό και συνεχίζεται από τους Αποστόλους. Υπενθυμίζει τα λόγια του Κυρίου: «ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με», ενώ επιπλέον επισημαίνει την αποστολική περί υποταγής διδασκαλία: «Ἀλλ’ ὅτι βαρὺς ὁ τῆς ὑπακοῆς ζυγός; ἀλλὰ πάλιν γέγραπται· “Ἀγαθὸν ἀ νδρί, ὅταν ἄρῃ ζυγὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ”, ἐπὶ τὸ αὐτὸ καταμόνας τῷ Κυρίῳ δουλεύσει. Καὶ αὖθις· “Ὁ ζυγός μου χρηστός ἐστι, καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν”. Ἀλλ’ ὅτι οὐδὲν ἔχει ἰδιόκτητον ἡ ὑποταγή; ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἀποστολικόν· “Ἰδοὺ γὰρ ἡμεῖς, φησίν, ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;”. Καὶ ἡ ἐπαγγελία ὡς φοβερά τε καὶ ὑπερένδοξος! Μὴ γὰρ ὁμοίως καὶ ὑμεῖς ἀφέντες πάντα ἠκολουθήσατε τῷ Κυρίῳ;» 56. Αλλά και στην κατήχησή του στην εορτή των Θεοφανείων δεν παραλείπει να αναφερθεί στην υπακοή που επέδειξε ο Χριστός στους γονείς του μέχρι τα τριάντα του χρόνια: «μέχρι γὰρ τῆς δεῦρο τριακονταετίᾳ ὑποτάσσεται ἀνθρωπίνως τοῖς γονεῦσι, τυπῶν ἡμῖν τὸ ὑ ποτακτικόν, καὶ τοῦτο, ὡς βούλει, εἴτε φυσικῶς λαβεῖν, εἴτε πνευματικῶς» 57. Επομένως αν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος υποτάχθηκε στους γεννήτορές του και άφησε υπογραμμό την «ἐν ὑπακοῇ» προσφορά και θυσία Του, πόσο μάλλον οι μοναχοί οφείλουν να δείξουν ζήλο υπακοής εφόσον 55. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 231. 56. Ἰωάν. 6, 38. Θρῆνοι Ἱερ. 3, 27. Ματθ. 11, 30· 19, 27. Μικρὰ Kατήχησις, σσ. 326-327. 57. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 119. 68
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ελεύθερα μιμούνται την οδό της ζωής του Χριστού. Παράλληλα με το ζήλο χρειάζεται και η επίγνωση της αδυναμίας και του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσης, το ότι δηλαδή, κατά το Στουδίτη, «ὅλως διόλου ἐσμὲν ταλαίπωροι, μηδὲν κατορθοῦν δυνάμενοι δίχα βοηθείας Θεοῦ» 58. Τότε ο άνθρωπος έχοντας επίγνωση της πραγματικής, φυσικής κατάστασης του είναι του, ευκολότερα μπορεί να υπακούσει, να ταπεινωθεί, να επεκτείνει σε βάθος τα πνευματικά νοήματα που προέρχονται από αυτή την άσκηση της υπακοής 59. Εδώ, όμως, κρίνεται αναγκαίος και ο ρόλος του πνευματικού καθοδηγητή, του ηγουμένου και πνευματικού πατρός στο κοινόβιο, που αναλαμβάνει να εισαγάγει τον κάθε προσερχόμενο στο μυστήριο αυτό της εν Θεώ αφιέρωσης 60. Σε μια Κατήχησή του ο Θεόδωρος Στουδίτης αντιπαραβάλλει τον αποστολικό χορό με τη συνοδεία των μοναχών και το Χριστό με τους ηγουμένους των κοινοβίων. Ερμηνεύοντας το ευαγγελικό περιστατικό της έ58. Ό.π., σ. 269. 59. Σε αντιπαραβολή με τον άνθρωπο που έχει επίγνωση του πεπερασμένου των δυνατοτήτων του, ο Γέροντας Σωφρόνιος αντιπαραθέτει τη στάση του σύγχρονου ανθρώπου πάνω στο θέμα της υπακοής: «Ὁ νοήμων ἄνθρωπος τῆς σήμερον, διά τῆ ς πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν ἀνεπτυγμένης κ ριτικῆς αὐτοῦ στάσεως, εἶναι ἀσυγκρίτως ὀλιγώτερον ἱκανός πρός ἄσκησιν τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς ἤ ὁ ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ὁ ἀπείραστος τῆς περιεργείας τοῦ νοός. Ὁ πρῶτος ἀγαπᾷ τό κριτικόν αὐτοῦ πνεῦμα καί πιστεύει συν ήθως ὅτι εἰς αὐτό κυρίως ὀφείλει τήν ἀξίαν αὐτο ῦ, θεωρῶν τοῦτο ὡς τό θεμέλιον τῆς “προσωπικῆς” αὐτοῦ ζωῆς. Διά τοῦτο εἶναι ἀνάγκη, πρίν γίνῃ ὑποτακτικός, νά ἀπαρνηθῇ τόν πλοῦτον τοῦτον, ἄλλως, κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ (βλ. Λουκ. ιδ΄ 33), δέν θά δυνηθῇ νά εἰσέλθῃ εἰς τήν Βασιλείαν», Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σ. 50. 60. Είναι πολύ βασικό στην πνευματική ζωή, ιδιαίτερα στη μοναχική, τα πάντα να γίνονται «τῇ γνώμῃ» του πνευματικού καθοδηγητή. Αυτό εκφράζει και ο Θεόδωρος Στουδίτης με τα λόγια: «μεσιτείᾳ τοῦ καθοδηγοῦντος, ὅστις ἂν εἴη», Μικρὰ Κατήχησις, σ. 129. Πρβλ. επίσης: «Στὴν ἐπίπονη πορεία τ οῦ Χριστιανοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ὡρίμανση βοηθᾶ ὁ πνευματικὸς πατέρας, ὄχι ὡς νομοφύλακας ἀλλὰ ὡς μυσταγωγὸ ς στὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ», π. Βασ. Καλλιακμάνη, Ὁ ἐκκλησιολογικὸς χαρακτήρας τῆς ποιμαντικῆς. Λεντίῳ ζωννύμενοι ΙΙ, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 185. 69
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
γερσης του Λαζάρου στέκεται στη ρήση και προτροπή του αποστόλου Θωμά προς τους συμμαθητές του: «Μεταβαίνοντι δὲ τ ί φάσκει ὁ τῶν μαθητῶν ἀξιοπιστότερος καὶ ἀξιάγαστος Θωμᾶς, ὁ λεγόμενος Δίδυμος; “Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ”. Ἴδε πίστεως θερμότητα μαθητοῦ καὶ ὀξύτητος φίλημα! Συνανήγειρεν ὅλον τὸν ἀποστολικὸν ἐκεῖνον χορὸ ν καὶ παρέθηξεν εἰς εὐτολμίαν ἀνδρικὴ ν συγκινδυνεῦσαι τῷ διδασκάλῳ!... εἰς ἡμᾶς διαβαίνειν τὸ ὑπόδειγμα ἱστόρηται, ἵνα καὶ ἡμεῖς συνεπώμεθα τοῖς ἡγουμένοις, κἂν θανάσιμα εἶεν τὰ προκείμενα» 61. Αυτή η αποστολική φράση: «ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ», αλλά και του αποστόλου Πέτρου σε άλλη συνάφεια: «εἰς τίνα ἀ πελευσόμεθα, ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» 62 μαρτυρούν την αγάπη και την πίστη των μαθητών στο πρόσωπο του Διδασκάλου τους, όπως ακριβώς και οι μοναχοί οφείλουν να επιδεικνύουν στο πρόσωπο του πνευματικού τους διδασκάλου και αναγεννητή της ανακαινισμένης «ἐν Πνεύματι» ζωής τους. Η μέχρι θανάτου ακολουθία οπίσω του Γέροντος και η ανάπαυση του θελήματός του είναι το μέτρο της υπακοής του αγωνιζόμενου υποτακτικού. Για το μοναχό οι υποτακτικοί θεσμοί και κανόνες είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της σωτηρίας του. Οι μοναχοί μιμούνται τη Μαρία, η οποία «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο», παρακαθήμενοι «παρὰ τοὺ ς πόδας» του Γέροντος, ακροώμενοι τους λόγους του και κόβοντας το προσωπικό τους θέλημα προκειμένου να κάνουν το θέλημα του Θεού έτσι όπως εκφράζεται δια του θελήματος του Γέροντός τους 63. Σ’ αυτή τη λογική ερμηνεύεται το αποστολικό χωρίο του Παύλου: «ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» 64. Εφόσον ο Γέροντας κατέχει τη θέση του Χριστού 65, μεσιτεύει 61. Ἰωάν. 11, 16. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 123. 62. Ἰωάν. 6, 68. 63. Λουκ. 10, 42. 39. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 334. 64. Α΄ Κορ. 7, 32. 65. Αποτελεί κοινή θέση των κοινοβιαρχών το ότι ο γέροντας και καθηγούμενος μιας συνοδίας βρίσκεται «εἰς τ ύπον καὶ τόπον Χριστο ῦ». Παραθέτουμε τα εξής αποσ70
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
στο Θεό για τα πνευματικά του τέκνα, ενώ οι μοναχοί υποτάσσονται με τη βεβαιότητα ότι η εφαρμογή του θελήματος και του λόγου του Γέροντος «ἀρέσει τῷ Κυρίῳ». Κατά το Γέροντα Αιμιλιανό: Ἡ « ὁ μολογία τοῦ μοναχοῦ εἰς τὸν ἡγούμενον εἶναι μία συνθήκη μὲ τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ ἕνας πάσματα: «Ὁ γὰρ καθηγούμενος οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ ὁ τοῦ Σωτῆρος ἐπέχων πρόσωπον, καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ ἱερουργῶν τῷ Θεῷ τὴν τῶν πειθομένων αὐτῷ σωτηρίαν... Ὥσπερ οὖν τὰ πρόβατα τῷ ποιμένι πείθεται, ταύτῃ τρεπόμενα, ᾗπερ ἂν ὁ ποιμὴν ἄγῃ· οὕτω προσήκει τοὺς κατὰ Θεὸν ἀσκητὰς τοῖς καθηγουμένοις πείθεσθαι, μὴ πολυπραγμο νοῦντας τὰ ἐπιτάγματα, ὅταν ἁμαρτίας ᾖ καθαρά, ἀλλ ὰ τὰ ἐπιταχθέντα μετὰ προθυμίας πάσης καὶ σπουδῆς ἐκπληροῦντας», Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικαὶ διατάξεις, κεφ. ΚΒ΄, 4-5, 1409ΑΒ. Επίσης, πρβλ. σχετικό απόσπασμα από το μοναχικό κανονισμό του αγίου Βενέδικτου: «Διότι πιστεύεται,ὅτι [ὁ ἡγούμενος] ἐπέχει θέσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Μοναστηρίῳ, καθ’ ὅσον καλεῖται διὰ τῆς κλήσεως ἐκείνου κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος: “Ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ... Ὀφείλουσι δὲ οἱ ἀδελφοὶ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ ὑποταγῆς νὰ ἐκφέρωσι τὴν γνώμην αὐτῶν, καὶ νὰ μὴ τολμῶσι προπετῶς καὶ αὐθαδῶς νὰ ὑπερασπίζωνται τὸ δοκοῦν αὐτοῖς, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκ τῆς προαιρέσεως τοῦ Ἀββᾶ νὰ ἐξαρτῶσι τὸ πᾶν, ἵνα ὅ,τι ἐκεῖνος κρίνῃ ὡς σωτηριωδέστερον, παραδέχωνται εὐπειθῶς ἅπαντες», Κανονισμὸς τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ βίου, κατὰ μετάφραση ἐ κ τοῦ Λατινικοῦ πρωτοτύπου ὑπὸ Παύλου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Ἁγιορείτικες Ἐκδόσεις 2, Ἅγιον Ὄρος Ἄθω 1986, σσ. 49, 54. Ακόμη, πρβλ. το Τυπικὸν της Μεγίστης Λαύρας που συνέταξε ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, κτίτορας της εν λόγω μονής: «Εὐπείθειαν δὲ καὶ ταπείνωσιν καὶ τὴν μέχρι θανά του ὑπα κοὴν πρὸς τὸν καθηγούμε νον ἀποσώσατε, μὴ ἀντιλέγοντες ἢ θλίβοντες ἔν τινι… τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀγόμενοι ἀρνηταὶ τοῦ οἰκείου θελήματος γένοισθε πρὸς μόνα διατυπούμενοι τὰ παρὰ τοῦ καθ ηγουμένου ὑμῶν ἐγκρινόμενα», Μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη, μν. έργ., σσ. 169-170. Τελευταίο παραθέτουμε το λόγο του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Ο ἱ οὖν καλὸν τὸν θεμέλιον τῆς πίστεως καὶ ἐλπίδος ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ ἐπὶ πέτραν ὑπακοῆς πνευματικῶν πατέρων καταβαλόντες καὶ ὡς ἐκ Θεοῦ στόματος τὰ παρ’ ἐκείνων ἐντελλόμενα τῷ θεμελίῳ τούτῳ τῆς ὑποταγῆς ἀδιστάκτως ἐποικοδομοῦντες εὐθὺς κατορθοῦσι τὸ ἀπαρνήσασθαι ἑαυτούς. Τὸ γὰρ μὴ τὸ ἑαυτοῦ ἀλλὰ τὸ τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς αὐτοῦ θέλημα ἐκπληροῦν ἕνεκεν ἐντολῆς Θεοῦ καὶ γυμνασίας πρὸς ἀρετήν, οὐ μόνον ἀπάρνησιν ἑαυτοῦ, ἀλλὰ καὶ νέκρωσιν τὴν πρὸς τὸν κόσμον ἅπαντα ἐμποιεῖν», Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ἠθικὸς Δ΄, SC, τ. 129, Paris 1967, σσ. 18-20. 71
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
δεσμὸς φυλαττόμενος ἀδιάρρηκτος μετ’ αὐτοῦ… Κανεὶς νὰ μὴ σὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ ἡγουμένου σου, σὰν νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπὸς τοῦ μοναχοῦ. Ὁ πιστός, κατὰ τὸν Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, “βλέπων αὐτόν, τὸν Χριστὸ ν λογίζεται· καὶ συνὼν ἢ ἀκολουθῶν αὐτῷ, Χριστῷ συνεῖναι καὶ ἀκολουθεῖν βεβαίως πιστεύει. Ὁ τοιοῦτος (μοναχὸς) οὐκ ἐπιθυμήσει ἑτέρῳ τινὶ ὁμιλῆσαί ποτε, οὐ προτιμήσει τι ὑπὲρ τὴν ἐκείνου μνήμην ὁμοῦ καὶ ἀγάπην”. “Καὶ ὡς αὐτὸν τὸν Χριστὸν καὶ ὁρῶν καὶ λαλῶν, οὕτω σεβάσθητι αὐτὸν καὶ οὕτω διδάχθητι παρ’ αὐτοῦ τὰ συμφέροντα”, λέγει πάλι ὁ ἴδιος» 66. Οφείλουμε, βέβαια, να διευκρινήσουμε ότι αυτή η υποταγή στο Γέροντα δεν αντιπαραβάλλεται με τη λέξη «πειθαρχία», όπως οι στρατιώτες για παράδειγμα που οφείλουν να πειθαρχούν σε εξωτερικούς τύπους των κανόνων του στρατοπέδου και στις εντολές του διοικητή και των ανωτέρων τους. Εδώ πρόκειται για «εὐπείθεια» κατά το αποστολικό χωρίο: «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ἡμῶν καὶ ὑπείκετε» 67, για μια πράξη που χαρακτηρίζεται από θρησκευτική ελευθερία και ως τέτοια απορρέει αβίαστα από τη συνείδηση του πιστού και κατατίθεται ως συγκεκριμένη πράξη στην οποία λειτουργεί και συμμετέχει ο όλος άνθρωπος, ψυχοσωματικά. Ούτε πρόκειται για επιβεβλημένη, θρησκευτική, ολοκληρωτική επιταγή, καθώς στο χώρο του Πνεύματος το «πρέπει» εξοβελίζεται. Αντίθετα, πρόκειται για ένα εκούσιο δόσιμο της ελευθερίας, μία αυτενεργούμενη πράξη «υἱοθεσίας», όπου ο υιοθετούμενος αυτή τη φορά επιλέγει τον πατέρα, στην αυλή του οποίου θα πήξει την καλιά του. Το εγχείρημα αυτό της εκούσιας υποταγής ονομάζεται «μαρτυρικὴ ἔνστασις» 68, καθώς αποτελεί μίμηση των βασάνων των αγίων μαρτύρων, όπου αντί των εκκοπών των μελών και των εκχύσεων 66. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Σφραγὶς γνησία, ό.π., σσ. 73-74. 67. Ἑβρ. 3, 17. 68. Ο όρος ανήκει στο Μέγα Βασίλειο, τον οποίο υπομνηματίζει συχνά ο Θεόδωρος Στουδίτης. Βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολὴ ΡΞΔ΄, Ἀσχολίῳ, ἐπισκόπῳ Θεσσαλονίκης, 2, PG 32, 636C-637A. 72
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
των αιμάτων οι μοναχοί με το μαρτύριο της υπακοής «ἑτεροτρόπως κολάζονται καὶ ἀοράτως κενοῦσι τὸ αἷμα καὶ τὰ μέλη νοητῶς κατακόπτονται» 69. Ήδη έχουμε εξηγήσει ότι η εκκοπή του θελήματος που δείχνει ο μοναχός στα πλαίσια της λειτουργίας του κοινοβίου στηρίζεται στην ευαγγελική ρήση: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» 70. Όντως είναι σταυρός το ν’ απαρνηθεί κάποιος τον εαυτό του και να δεχθεί για δικό του θέλημα, στην προκειμένη περίπτωση, το θέλημα του καθηγουμένου του. «Δυσκατόρθωτον ἐν ἀνθρώποις» χαρακτηρίζει ο ιερός μας συγγραφέας την απόθεση των θελημάτων. Προχωρεί, όμως, σε μια πολύ εύστοχη παρατήρηση. Οποιαδήποτε άσκηση που γίνεται εκ μέρους του μοναχού και αφορά επιτεταμένη νηστεία, αγρυπνία, χαμευνία, αλουσία, μόνωση πηγάζει από το αυτεξούσιο θέλημα του μοναχού, που αν και «φύσει βαρύ ἐστιν, ἀλλ’ οὖν τῷ θελήματι εὐμαρῶς διανύεται»71. Παράλληλα με την άσκηση ο κοινοβιάτης μοναχός επιδίδεται σε «μαθητεύματα καὶ σπουδάσματα», όπως «ἐργοχειρίδια καὶ καλλιγραφήματα, τροπαρίσματα κα ὶ μελουργήματα, ἀναγνώσματα καὶ λογοτριβήματα, λογοφορήματα καὶ προτιμήματα», στα οποία όμως ελλοχεύει η οικεία έφεση και δόξα 72. Αυτό, όμως, που θα κάνει εν υπακοή της θέλησης του καθηγουμένου, το οποίο δεν άπτεται κάτι από τα παραπάνω, «δυσχερῶς διαπράττεται» 73. Η άσκηση αυτή, που δεν εμφορείται από προσωπική άποψη και γνώμη, αλλά καθοδηγείται εμπεπιστευμένα από τη θέληση του καθηγουμένου, είναι το μαρτύριο 74 και το πραγματικό κατόρθω69. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 297-298. 70. Ματθ. 16, 24. 71. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 327. 72. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 328. 73. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 327. 74. Βλ. επίσης, ό.π., σ.112: «Οὔτε γὰρ ἐξ ἐγκρατείας οὔτε ἐξ ἀγρυπνίας οὔτε ἐκ χαμευνίας οὔτε ἐξ ἄλλου τινὸς ἀγῶνος, ὅσον ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ θελήματος, εὐδοκιμεῖν 73
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
μα του υποτακτικού, το οποίο ονομάζεται «αἱματεκχυσία» 75. Ο αληθινός υποτακτικός φτάνει σε τέτοιο πνευματικό ύψος, ώστε να ταυτίζεται με αυτό του αποστόλου Παύλου: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ , ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Με τέτοιους υποτακτικούς, που ζουν το Θεό μέσα στην καθημερινή τους πραγματικότητα «διὰ μέσου τοῦ καθηγουμενικοῦ θελήματος» 76, «νευρώνεται» η προθυμία των αδελφών να ανέχονται ο ένας τον άλλο, κατά τον παύλειο λόγο, να βαστάζουν «ἀλλήλων τὰ βάρη, ὡς ὁμάδελφοι, ὡς σύμψυχοι, ὡς ὁμόσωμοι» 77. Άρα μέσω του «μυστηρίου» της ἔχομεν καὶ τὸ μαρτύριον ὑποδεικνύειν τῆς ἀθλήσεως τοῦ κοινοβιακοῦ βίου». 75. Ό.π., σ. 327. Βλ. επίσης, ό.π., σ. 249: «ὥστε καὶ ἡμεῖς μὴ ἐκκακῶμεν “τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν” διανύειν φέροντες τὰ πάντα εὐψύχως, τὰς ἐπιπλήξεις ὡς μαστιγώσεις, τὰς κοπὰς τῶν θελημάτων ὡς αἱματεκχυσίας...». 76. Γαλ. 2, 20. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 327. Πρβλ. Μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη, μν. έργ., σ. 202: «Πάντες δὲ ὁμοῦ, καὶ νέοι καὶ γέροντες καὶ πρῶτοι καὶ ἔσχατοι, τὴν εἰς τὸν καθηγούμενον ὑποταγὴν ἀνόθευτον διατηρῆσαι σπουδάσατε ὑπείκοντες τῷ λόγῳ αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν ὑπόθεσιν, ὡς ὅ γε ἀντιτασσόμενος τῇ προστάξει αὐτοῦ τῇ τοῦ Θεοῦ ἀνθίσταται διαταγῇ». Βλ. επίσης Στυλ. Παπαδόπουλου, μν. έργ., σ. 130: «Ὁ μοναχὸς κάνοντας ἄσκηση ὑπακοῆς ἀκολουθεῖ ἀπόλυτα καὶ ἀποκλειστικὰ τὸ θέλημα τοῦ πνευματικοῦ του γέροντα, τοῦ ἀββᾶ του, γιὰ νὰ ἐθισθεῖ ν’ ἀκολουθεῖ ἀποκλειστικὰ τὸ θεῖο θέλημα κι ἔτσι ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ δικό του. Ὁ γέροντας-ἀββᾶς εἶναι στὴν γῆ γιὰ τὸν μοναχὸ τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο ὄν, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου καθρεπτίζεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Χαρακτηριστικά, επίσης, είναι τα σχόλια του Γέροντος Αιμιλιανού πάνω στο εξής χωρίο του αββά Ησαΐα: «Τοῦτο γὰρ μέγα ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ, ἵνα ἀφῇ τὸ ἴδιον θέλημα καὶ δικαίωμα, ὃ νομίζει κατὰ Θεὸν εἶναι, καὶ φυλάξῃ τὸ ρῆμα τοῦ κατὰ Θεὸν διδάσκοντος»· και ερμηνεύει: «Δικαιοῦσαι, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ σὲ τιμοῦν, νὰ σὲ ἀγαποῦν, νὰ σὲ βοηθοῦν, νὰ σοῦ ἐπιτρέπουν νὰ κάθεσαι στὴν θέσι ποὺ πρέπει· δικαιοῦσαι νὰ σὲ ἀναγνωρίζουν. Αὐτὸ ποὺ δικαιοῦσαι, αὐτὸ ποὺ περιμένεις ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτὸ νὰ τὸ ἀφήσης, καὶ ἐπὶ πλέον τὸ θέλημά σου. Αὐτὰ τὰ δύο εἶναι τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα ποὺ μπορεῖς νὰ ἐπιτύχης στὴν ζωή σου, καὶ μάλιστα ὅταν τὸ θέλημά σου ἢ τὸ δικαίωμά σου νομίζης ὅτι εἶναι κατὰ Θεόν. Ἂν πράγματι ἀγαπᾶς τὸν Θεόν, καλεῖσαι νὰ ἐγκαταλείψης αὐτ ὸ ποὺ πιστεύεις ὅτι θέλει ὁ Θεὸς καὶ νὰ φυλάξης τὸ ρῆμα τοῦ κατὰ Θεὸν διδάσκοντος», Ἀ ρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, Λόγοι ἀσκητικοί. Ἑρμηνεία στὸν Ἀββᾶ Ἠσαΐα, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 20064, σ. 249. 77. Κολ. 3, 13: «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα 74
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
υπακοής και της εκκοπής του θελήματος διενεργείται το μυστήριο της μεταμόρφωσης και ανακαίνισης των ψυχών των μοναχών, όπου μετά το σβήσιμο και άδειασμα του χώρου του εαυτού τους εγγράφουν το χαρακτήρα του αδελφού τους 78. Ο πειθήνιος μοναχός ευκολότερα άγεται και φέρεται από το Θεό και ευκολότερα «επεκτείνει» τα όρια του εαυτού του αγκαλιάζοντας τους αδελφούς του χωρίς εγωϊσμό, πάθη και κυρίως ατομικό θέλημα. Οπωσδήποτε η άρση και διάρρηξη του εγωϊσμού ως αυτοπροαίρετη και ελεύθερη επιλογή προκαλεί θλίψη και στένωση στον άνθρωπο 79. Η διαδικασία
αυτή είναι έμπονη
και
οδυνηρή,
αλλά και «ἀναγκαῖον
ὑπενεγκεῖν» 80. Ο κοινοβιάτης «θλίβεται», κατά το Θεόδωρο Στουδίτη, καθώς η κοινοβιακή ζωή, ο κοινός τρόπος ζωής και συμβίωσης, απαιτεί «παρὰ τὸ θέλημα ἡμῶν διακονία, προσταγή, βρῶμα, πόμα, ἱμάτιον, ὑπόδημα, τόπον κα ὶ τρόπον ὑποταγῆς, ἄλλο τι τοιοῦ τον ἐνοχλοῦν ἐ ν διανοίᾳ», πράγματα δηλαδή που και κατά κυριολεξία στενεύουν το δικαίωμα επιλογής και προσωπικής θέλησης και γνώμης του ανθρώπου. Αν όμως συνειδητοποιήσει κανείς ότι όλα αυτά είναι μέσα και τρόποι επίτευξης ουράνιου σκοπού, τότε η ἔχῃ μομφήν». Μικρὰ Κατήχησις, σ. 328. 78. Βλ. π. Βασ. Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς. Λεντίῳ ζωννύμενοι Ι, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 207: «Στὴν κοινὴ ζωὴ ἡ ὑπακοὴ ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουμε τὴν ψυχολογία τῶν ἄλλων προσώπων. Ὅταν μαθαίνουμε νὰ ζοῦμε μὲ ἕνα πρόσωπο, μαθαίνουμε νὰ ζοῦμε μὲ ἑκατομμύρια ἄλλα ποὺ τοῦ μοιάζουν. Ἔτσι σταδιακὰ εἰσχωροῦμε σὲ βαθὺ πόνο γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἐὰν ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ φέρει μέσα του μιὰ μικρὴ ἀδελφότητα, πῶς θὰ μπορέσει νὰ ἀγκαλιάσει, ὅπως ὁ Χριστός, τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητος μέσα στὸ χρόνο καὶ τὸ χῶρο;». 79. Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας , ἔκδ . «Ἄρτος ζωῆς», Ἀθήνα 19892, σ. 197: «Ἀλλ’ ἡ ἄρνησις τοῦ ἰδίου μας τοῦ ἑαυτοῦ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ προσωπικότης πρέπει νὰ σβησθεῖ, νὰ ἐξοντωθῆ, νὰ διαλυθῆ μέσα στὴ μάζα. Ἡ καθολικότης δὲν εἶναι συλλογικότης. Ἀντίθετα, ἡ αὐταπάρνησις πλαταίνει τὸ εὖρος τῆς προσωπικότητάς μας· περικλείουμε τοὺς πολλοὺς μέσα στὸ δικό μας ἐγώ». 80. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 238. 75
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
σωματική αυτή θλίψη «μετὰ χαρᾶς Πνεύματος ἁγίου ἐστ ίν, ὡς καὶ τὸ δοκοῦν λυπηρὸν περιχαρὲς τυγχάνειν, διὰ τὴν ἐλ πίδα τὴν ἀποκειμένην ἡμῖν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Η επίγνωση εκ μέρους του μοναχού της θυσιαστικής αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο γενικά και της ευκαιρίας που του δίνει ο Θεός να ζήσει τη ζωή Του, το «οὐράνιον ἐπάγγελμα», κατά το Στουδίτη, μεταθέτει τους κόπους και την ψυχική στένωση από το σωματικό και επίγειο-κοσμικό φρόνημα σ’ ένα πνευματικό και αληθινό επίπεδο ζωής, το οντολογικό, όπου ο μοναχός βρίσκει τον αληθινό εαυτό του, τον προπτωτικό Αδάμ, και βλέπει τους κόπους και τις ωδίνες της κοινοβιακής ζωής ως μικρά δείγματα της προθυμίας του, της εραστικής έφεσής του να τύχει της ευεργεσίας του Ερωμένου. Από την άλλη, ο Θεός, επειδή είναι «πλήρης, ἀνενδεὴς καὶ ὑπεράγαθος» 81, δεν έχει ανάγκη από την άσκηση του ανθρώπου. Συγκινείται, όμως, με την ασκητική προθυμία του πλάσματός Του και παρέχει δωρεάν τα δώρα της Χάρης Του σ’ όποιον τα επιθυμεί. Άρα η στένωση και η θλίψη της άσκησης της υπακοής στην ουσία είναι περιχαρής 82, γιατί τα ευεργετικά αποτελέσματά της επιστρέφουν στον ασκούμενο, ο οποίος είναι πομπός και ταυτόχρονα δέκτης των πνευματικών αυτού νοημάτων. Επίσης, πολύ εύστοχα ο ιερός πατέρας διατυπώνει και τον εξής χαρακτηρισμό για την αληθινή υποταγή: «τὸ ἄλυπον διαγώνισμα». Ο μοναχός που αφορίζει το θέλημα του και οικειώνεται το θέλημα του καθηγουμένου του, ζει μπροστά στο Θεό ἀ« νακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμενος ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν». Αυτός είναι ο πραγματικά αφόβητος από το θάνατο και αμέριμνος από τις κοσμικές φροντίδες, ο «ὅλος διόλου ἀνακείμενος τῷ Θεῷ» 83. Αυτός είναι το υπόδειγμα της αδελφότητας. Αντίθετα, ο εγκρατής του θελήματός 81. Ό.π. 82. Πρβλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, μν. έργ., σ. 38: «ὁ φθάσας, λέγων, εἰς τὸ κόψαι τὸ ἴδιον θέλημα, ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον τῆς ἀναπαύσεως». 83. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 263. Β΄ Κορ. 3, 18. 76
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
του ονομάζεται «πολύλυπος», διανύει οδυνηρό βίο «τοὺς τῆς ὑποταγῆς ἀκρωτηριάζων νόμους, αὐτοθελῶν τε καὶ αὐταρεσκῶ ν» 84. Η άσκησή του κρίνεται αδόκιμη, καθώς δεν εντάσσεται στα πλαίσια του κοινού κανόνα, αλλά απορρέει από το ιδιαίτερο, ατομικό του φρόνημα 85. Αυτός είναι ο ιδιόρρυθμος, που στην ουσία ζεί μόνος του περιορισμένος στα τείχη της δικής του «μονής». Άρα η υπακοή στον καθηγούμενο και η απόρριψη του ιδίου θελήματος είναι πίστη και τρόπος ζωής συνόλου της Εκκλησίας. Αν το κοινόβιο είναι η Εκκλησία και η Εκκλησία είναι κοινοβιακή 86, κάθε πράξη ιδιορρυθμίας των μελών της αποσυντονίζουν τον κοινό τρόπο ζωής, τον τρόπο ύπαρξης και κατανόησης της καθ’ αυτό κοινωνικής ζωής, περιθωριοποιούνται στην ανυπαρξία του κοινού συμφέροντος και στην ύπαρξη του εγωτικού ορίζοντα 87. Γι’ αυτό και η Εκκλησία αφ’ εαυτού της είναι ασκη84. Ό.π., σ. 264. Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατ᾽ ἐπιτομὴν ΡΛΗ΄, PG 31, 1173A-C. 85. Για τη μη στήριξη του μοναχού στο ατομικό του θέλημα συμβουλεύει ο Αββάς Δωρόθεος: «Ἐν ὑποταγῇ δὲ ὤν, μηδέποτε πιστεύσῃς τῇ καρδίᾳ σου· τυφλώττῃ γὰρ ἀπὸ τῶν παλαιῶν προσπαθειῶν. Καὶ μὴ στοιχήσῃς ἔν τινι τῇ ἰδίᾳ κρίσει καὶ μὴ στήσῃς παρὰ σεαυτῷ μηδὲν χωρὶς ἐρωτήσεως καὶ γνώμης» , μν. έργ., σ. 402. Επίσης, πρβλ. Ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ, Κεφάλαια παραινετικὰ ΙΕ΄, 30, ΒΕΠΕΣ 40, ἐ κδ. Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1970, σ. 65: «Τήρει σεαυτὸ ν ἀκρι βῶς, ὡς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὢν πάντοτε, ἵνα, εἴ τι δ’ ἂν συμβῇ σοι πρᾶγμα, εἴτε ἔργῳ εἴτε κατὰ διάνοιαν, τὸ καθόλου μὴ ζητῇς τὸ σὸν θέλημα μηδὲ τὴν σὴν ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς καὶ τελείως, εἰ καὶ κόπον φαίνεται ἔχον, ἀλλ’ ὡς ἀληθῶς βασιλείαν οὐρανῶν καὶ στέφανον ζωῆς... ἵνα μηδὲν ἄνευ γνώμης αὐτοῦ ποιῇς». 86. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ ΝΓ΄, PG 99, 1264D: «μία Ἐκκλησία κοινοβιακή ἐσμεν». 87. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 180: «Ὅτε γὰρ οὐ πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον, οὔτε κατὰ προσταγὴν τοῦ προεστῶτος γίνεταί τι τῶν γινομένων, εἴτε περὶ ἀναγνώσεως εἴποις, εἴτε περὶ ψαλμῳδίας… ἀλλὰ κατὰ τὸ τοῦ πράττοντος ἰδιόρρυθμον βούλημα καὶ θέλημα (ὅπερ καὶ ταραχὴν καὶ ἀνίαν ἐμποιεῖν εἴωθεν ἐν πάσῃ τῇ ἀδελφότητι, καθὼς καὶ ἐν τοῖς προδηλωθεῖσιν ἔσχεν), δῆλον ὅτι ὁ τοιοῦτος ὄργανον κακίας ἀποβήσεται, τοὺς τῆς ὑποταγῆς δεσμοὺς καταπατήσει, ὀπίσω τῶν ἐπιθυμιῶν αὐτοῦ ὡς ἐν πυρὶ καὶ σκότει πορευόμενος». 77
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
τική· εφ’ όσον η Κεφαλή της, ο Χριστός, εξετέλεσε το έργο του Πατρός εν υπακοή, οφείλουν και τα μέλη να πορευθούν στην οδό της υπακοής. Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς συντάσσονται κανόνες και τυπικά 88 από τους κτίτορες και καθηγουμένους των μονών, για να αποταμιεύσουν την εμπειρία του αγιασμού και της σωτηρίας του προσώπου μέσα από την άσκηση της χριστο-είδειας και χριστο-μόρφωσης που παρέχει στους αθλούμενους η κοινοβιακή ζωή. Εδώ θα ήταν σκόπιμο να σημειωθεί ότι τα τυπικά ως κείμενα που προέρχονται από μοναχούς και γράφονται για να εξυπηρετήσουν την εύρυθμη λειτουργία μιας μοναστικής οικογένειας, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόζονται απ’ όλη την Εκκλησία. Φέρουν εκκλησιολογικό χαρακτήρα, καθώς εντάσσονται μέσα στη δυναμική πορεία της πνευματικής τελείωσης των τέκνων του Θεού όπως ακριβώς βιώνεται και διαγράφεται στην καθημερινή πρακτική, λειτουργική, ευχαριστιακή, εσωτερική και εξωτερική ζωή τους, αλλά μέρος αυτών εμπνέει και το υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας. Έτσι, η άσκηση της υπακοής και της ανάπαυσης του καθηγουμενικού θελήματος «μέχρι θανάτου» 89 ως σκοπός του αγιασμού και της απόκτησης του Αγίου
88. Είναι αξιόλογες οι παρατηρήσεις του Γέροντος Αιμιλιανού σχετικά με τα υπάρχοντα τυπικά και τους κανονισμούς όπως διαμορφώθηκαν μέσα στην ιστορική πορεία της ζωής του μοναχισμού:Ὁ« κανονισμ ὸς εἶναι ἀπόρροια καὶ συμπέρασμα μιᾶς ἐμπειρίας, μιᾶς βιώσεως τῶν μοναχῶν ποὺ δέχονται τὸν κανονισμόν… Παραδίδεται εἰς ὡρισμένην πνευματικὴν οἰκογένειαν μὲ τὴν ἰδικήν της πνευματικὴν ζωήν, θεοπρεπῆ καὶ θεοποιὸν ἀτμόσφαιραν, εἰς ἕνα συγκεκριμένον, ζωντανὸν κόσμον μὲ τὰς ἰδικάς του συνθήκας καὶ προϋποθέσεις. Ἕνας κανονισμός, ἕνα τυπικόν, εἶναι προϋπόθεσις, κυρίως ὅμως ἀκολουθία καὶ συνέπεια τῆς ζωῆς μιᾶς μοναστικῆς κοινότητος, εἶναι ἡ ζωὴ τῆς μονῆς διατετυπωμένη εἰς τὸ διηνεκές, τὸ πλαίσιον ἐν ᾧ κινεῖται ἡ ἀδελφότης», Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 89. 89. Η σχετική φράση προέρχεται από την ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος (κουρά), κατά την οποία ο υποψήφιος μοναχός ερωτάται με ελευθερία: «Σώζεις μέχρι θανάτου τὴν ὑπακοὴ ν τῷ Προεστῶτι, καὶ πάσῃ τῇ ἐν Χριστῷ Ἀδελφότητι;», στο Τάξις καὶ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ Σχήματος, ό.π., σ. 22. 78
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Πνεύματος είναι άθλημα και επιταγή μόνου του κοινοβιάτη μοναχού. Γενικότερα, η εφαρμογή του θελήματος του Θεού δια της υπακοής αποτελεί κεφάλαιο εντολής και σωτηρίας για τους χριστιανούς, όπως ερμηνεύεται από τους πνευματικούς πατέρες που συμβουλεύουν και καθοδηγούν αντίστοιχα τους πιστούς. Έτσι, υπάρχει ομοιότητα μεταξύ μοναχών και χριστιανών, εφόσον μία είναι η υπακοή, αλλά χωρίς την ιδιαίτερη σημασία της μοναχικής υποταγής στον καθηγούμενο για τους δεύτερους 90. Το δεύτερο σκέλος της υπακοής, κατά τον ιερό συγγραφέα, που οφείλει να δείξει ο κοινοβιάτης μοναχός είναι και η υπακοή που γίνεται μέσω της ενσυνείδητης 91, πρακτικής άσκησης της διακονίας. Η διακονία έχει εμπιστευθεί στο μοναχό «εὐφυῶς, ἐ κ χάριτος Θεοῦ» 92. Η ολοπρόθυμη επιτέλεσή της είναι τρόπος δοξολογίας του Θεού αλλά και μέσο για την κατάκτηση της οικείας σωτηρίας. Αν, λοιπόν, σ’ ένα κοινόβιο που υπόσχεται τέλεια κοινωνία προσώπων τα οποία ζούν την αγάπη μεταξύ τους εν υπακοή και ταπεινώσει, βρεθούν λάθη και πταίσματα στις προκείμενες διακονίες, τότε εύκολα καταλύεται το κοινοβιακό, που στην ουσία είναι άρνηση του εγωϊσμού και του ατομικού θελήματος, καθώς παρεισφρύει το ιδιόρρυθμο που διασαλεύει την ειρήνη μεταξύ των μελών. Για παράδειγμα, εάν ο «οἰ κονόμος» είναι προσωπολήπτης, δεν θα δείχνει συμπάθεια και φιλαδελφία σ’ όλους, εάν ο «κελλαρίτης» προσφέρει σάπιες τροφές χωρίς να έχει την ειλικρινή πρόθεση της σωματικής ανάπαυσης των αδελφών του σε θέματα διατροφής, εάν ο «ὀ ψοποιός» και ο «τραπεζοποιός» δεν προσέχουν την καθαρότητα της εργασίας τους, τότε προσβάλλουν στο πρόσωπο της α90. Πρβλ. τη «διπλή μεθοδολογία» της μοναστικής και κοσμικής υπακοής στο Γεωργ. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθικὴ ΙΙ, ἐ κδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 209. 91. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 123: «ἕκαστος τὴν ἐμπιστευθεῖσαν αὐτῷ διακονίαν εὐσυνειδότως ἐχέτω, καὶ ἐν αὐτῇ δοξαζέτω τὸν Θεὸν καὶ κατακτάσθω τὴν οἰκείαν σωτηρίαν». 92. Ό.π., σ. 318. 79
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
δελφότητας και τον ίδιο το Θεό, ο Οποίος «τῷ κακῶς διακονοῦντι τὴν ἐναντίαν ἀ ποίσει ψῆ φον» 93 ή κατά τη γνωστή ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως: «ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐ λαχίστων, οὐδὲ ἐμο ὶ ἐποιήσατε» 94. Πρώτος διακονητής, κατά το Στουδίτη, είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος με τη μέχρι θανάτου υπακοή Του στο Πατρικό θέλημα «τὴν σωτήριον τοῦ κόσμου οἰκονομίαν ἀπειργάσατο». Σε αντίθεση, όμως, με το Θεάνθρωπο, ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, παράκουσε την εντολή του Θεού που οδηγούσε στη ζωή και συγκατοίκηση στην αγαπητική κοινωνία της Αγίας Τριάδας, προτιμώντας την εφήμερη ηδονή που επέφερε το θάνατο στην ανθρώπινη φύση· «τῆς ἀπειρημένης βρώσεως ἀπογευσάμενος θάνατον εἰς τὸν κόσμον εἰσήγαγεν» . Το παράδειγμα του Αδάμ ακολουθούν έκτοτε οι άνθρωποι και ανάμεσά τους μεγάλες παλαιοδιαθηκικές και καινοδιαθηκικές μορφές, που εύλογα μαρτυρούνται από το συγγραφέα μας στην παρούσα συνάφεια. Την αιτία της «παραίτησης» από τη διακονία που κάθε φορά ο Θεός εμπιστεύεται στον άνθρωπο, συνεχίζει ο Στουδίτης, την προσάπτει στην «ἀντιλογία»: «ἀντιλογίας γὰρ ἐγείρει πᾶς κακὸς ὑποτακτίτης, ὁ δὲ Κύριος ἄγγελον ἀνελεήμονα εἰκότως πέμπει αὐ τῷ» 95. Η αντιλογία μέσα στο κοινόβιο φέρει τη φιλονεικία και αυτή με τη σειρά της οδηγεί σε στασιασμό, σύγχυση, προσκρούσεις. Όπως με απλότητα διατυπώνει ο ιερός συγγραφέας, κυριαρχεί το «διατί ἐκεῖνος οὕτως ἔχει καὶ διατί τοῦτο τοιῶσδε;» 96. Τη λύση δίνει μ’ ένα παράδειγμα από τη διδασκαλία του αποστόλου 93. Ό.π., σ. 123. Βλ. επίσης την ίδια απαρίθμηση των διακονημάτων ό.π., σσ. 133-134, και Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 103-104, 157-159, 192-193. 94. Ματθ. 25, 45. Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος ΛΔ΄, 1-2, PG 31, 1000Β-1001Β. Ὅροι κατ᾽ ἐπιτομὴν ΡΜΘ΄-ΡΝ΄, PG 31, 1180C-1181Β· ΡΞ΄ΡΞΑ΄, PG 31, 1188ΑΒ. 95. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 319. 96. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 144-145. 80
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Παύλου, κατά το οποίο παρομοιάζει το κοινόβιο με σώμα και τους μοναχούς με τα μέλη του σώματος. Το σώμα αυτό του κοινοβίου αυτοκαταστρέφεται, όταν τα μέλη του αρνούνται να πραγματοποιήσουν τις ιδιαίτερες λειτουργίες τους ή επαναστατούν επιθυμώντας ζηλόφθονα τη λειτουργία άλλου μέλους: «Ἐὰν οὖν μὴ πάντα τὰ μέλη τὰ οἰκεῖα ἐνεργῇ, ἀλλὰ φιλονικοίη ὁ ὀφθαλμὸς ἀκούειν καὶ τὸ οὖς ὀσφραίνεσθαι καὶ ἡ ρὶς φθέγγεσθαι καὶ ἡ γλῶσσα χειραπτεῖν καὶ ἡ χεὶρ βαδίζειν, ὐχ ο ὶ τὸ ὅλον σῶμα οἰχήσεται καὶ διαφθαρήσεται; Οὐκοῦν, ἐπεὶ ταῦτα οὕτως ἔχει, ἕκαστος τὴν διακονίαν αὐτοῦ πληροφορείτω καὶ ὃ ἔλαβε χάρισμα παρὰ Θεοῦ λυσιτελείτω πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον» 97. Εν κατακλείδι, ο Άγιος Θεόδωρος προτρέπει τους μοναχούς του να εργάζονται στις διακονίες ως θείες υπηρεσίες, ως «θυσίαν εὐ άρεστον» 98 ενώπιον του παντεπόπτου Θεού, με τη γνώση και τη διάκριση ότι η αμοιβή των κόπων διαμερίζεται εξίσου στους κοινοβιάτες μοναχούς 99. Είναι αυτό το μυστήριο της Εκκλησίας, όπου οι πολλοί γίνονται ένα και έτσι οι κόποι του ενός γίνονται αυτόματα και κόποι όλων των μελών. Αρκεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, να μη λείψει ο σεβασμός προς την ιδιαιτερότητα του
97. Βλ. Ρωμ. 12, 5-6. Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 319-320. Βλ. και Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος Ζ΄, 2, PG 31, 929C: «ἐὰν μὴ ἐκ συμφωνίας πρὸς ἑνὸς σώματος ἁρμολογίαν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ συναρμοσθῶμεν· ἕκαστος δ ὲ ἡμῶν τὴν μόνωσιν αἱρῆται, μὴ κατὰ τὸ εὐάρεστον τῷ Θεῷ πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον τῇ οἰκονομίᾳ δουλεύων, ἀλλὰ τὸ ἴδιον τῆς αὐταρεσκείας πάθος πληροφορῶν· πῶς δυνάμεθα ἀπεσχισμένοι καὶ διῃρημένοι σώζειν τὴν τῶν μελῶν πρὸς ἄλληλα σχέσιν τε καὶ ὑπηρεσίαν, ἢ τὴν ὑποταγὴν πρὸς τὴν κεφαλὴν ἡμῶν, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστός;». 98. «Οὐ γάρ τις τὴν ἐργασίαν σαρκὶ καὶ αἵματι ἀνατίθησιν, ἀλλὰ τῷ δεσπότῃ Θεῷ, ἣν ὡς θυσίαν εὐάρεστον προσδεχόμενος τὰς ἀξίας ἀμοιβὰς ἀποδώσειν ἐπαγγέλλεται ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι», Μεγάλη Κατήχησις, σ. 487. 99. «Μὴ οὗτοι πάντες ἐλλιμπανόμενοι καθίσματος καὶ ἡσυχίας καὶ στιχολογ ήσεως καὶ ψαλμῳδίας οὐ διαμερίσονται ἐξίσου τοῖς οἴκοι καθημένοις; Πάνυ γε, ὥσπερ ἔστιν ἰδεῖν ἐπὶ τῶν κατὰ τὸν πόλεμον σκύλων καὶ λαφύρων. Καὶ γὰρ καὶ ἐκεῖ ἴσα τῶν ἔξω πολεμούντων καὶ οἱ ἐναπομείναντες ἐν τῇ παραφυλακῇ διανέμονται», ό.π., σ. 103. 81
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
κάθε διακονούντος μοναχού 100. Γι’ αυτό και οι εργάτες του Θεού, οι γεωργοί της τρυφής του Παραδείσου, τονίζει ο Στουδίτης, οφείλουν να επιτελούν τη διακονία τους «μετὰ πολλῆς ἐπιτηρήσεως, εὐσπλα γχνίας τε καὶ συμπαθείας καὶ διακρίσεως τῶν προσώπων (ἄ λλως γὰρ οὗτος καὶ ἄλλως ἐκεῖνος)… Γινέσθωσαν αἱ ἀλοιφαί, τὰ ἐπιθέματα, αἱ φαρμακοποσίαι, τὰ ἄλλα θεραπεύματα, κατ’ ἀξίαν δὲ προσώπου ἕκαστον, καὶ βρῶμα καὶ πόμα καὶ στρῶμα καὶ εἴ τι τῶν ἄλλων» 101. 3. Παρθενία Ο κοινοβιάτης μοναχός, κατά το συγγραφέα των Κατηχήσεών μας, ανάμεσα στις άλλες αρετές καλείται να αθληθεί και στο στάδιο της παρθενίας «διὰ παντὸς τοῦ βίου» 102. Η παρθενία για τους μοναχούς είναι η ομοίωση της εν σαρκί πολιτείας του Χριστού, του αρχιποιμένα, αρχιπροφήτη και αρχιπάρθενου 103. Στο χριστιανικό βίο η παρθενία ανάγεται στα εξής 100. Επίσης βλ. στον Κανονισμό του Ιερού Κοινοβίου Ευαγγελισμού Ορμύλιας δίνεται μεγάλη σημασία στην ομαλή και ολόπλευρη ανάπτυξη υγιών προσωπικοτήτων εντός του κοινοβίου, λαμβάνοντας υπόψη κάθε εξωτερική και εσωτερική παράμετρο που αφορά τα πλαίσια διαμόρφωσης της προσωπικότητας του μοναχού: «Λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἐν σχέσει πρὸς πάντα αἱ περιστάσεις, τὸ συμφέρον τῆς ἑνότητος, ἡ χρεία ἑκάστης μοναχῆς, ἡ ἡλικία, ἡ γενέτειρα, τὰ ἔτη μοναστικῆς ζωῆς, ἡ ὑγεία, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ μόρφωσις, ἡ δυνατότης κατανοήσεως ἑκάστης, ἡ ψυχικὴ πρὶν καὶ νῦν κατάστασις, τῆς Καθηγουμένης διευθετούσης τὸ προσωπικὸ ν πρόγραμμα μιᾶς ἑκάστη ς ἐν δικαιοσύνῃ καὶ πάσῃ σοφίᾳ, ἐν πνεύματι κατανοήσεως καὶ ἐλευθερίας, διὰ νὰ ἐπιβοηθῆται ἡ ἀνάπτυξις τῆς προσ ωπικῆς ζωῆς ἀνακαινιζομένης κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον», Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 204. 101. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 158-159. 102. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 99. 103. Βλ. Μεθοδίου Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων 1, 5, 25, ἔκδ. H. Musurillo, «Sources Chrétiennes», τ. 95, σ. 64 στο Γεωργ. Μαντζαρίδη, μν. έργ., σ. 363. Επίσης για την παρθενία στην πατερική γραμματεία βλ. εκτενέστερα Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Παρθενίας, PG48, 533-596 και Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Παρθενίας ἐπιστολὴ προτρεπτικὴ εἰς τὸν κατ’ ἀρετὴν βίον, PG 46, 316-416. 82
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
λόγια του Κυρίου: «εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω… καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω». Γι’ αυτό και ο Στουδίτης ερμηνεύοντας το λόγο του Κυρίου ονομάζει την παρθενία «ἀχώρητον τοῖς πολλοῖς δώρημα», προσθέτοντας ότι είναι πρόξενος χαράς για τους «ἐσταυρωμένους τῷ βίῳ», καθώς προσκλήθηκαν σ’ αυτό το υψηλό αξίωμα, στο οποίο δοξάζεται ο Θεός και οι άνθρωποι θαυμάζουν 104. Ακόμη, το δώρο αυτό του Θεού, που προαιρετικά και αυτοβούλως ο άνθρωπος δέχεται, απαιτεί εσωτερική νήψη και εγρήγορση για τη διαφύλαξή του 105, καθώς εύκολα, επισημαίνει ο ιερός μας συγγραφέας, είτε από έπαρση είτε από αδιαφορία 106 μπορεί να χαθεί από το μοναχό. Τότε η παρθενία περιορίζεται μόνο σε σωματικό επίπεδο, χάνοντας τη χαρισματική της διάσταση, αυτή που οδηγεί τον άνθρωπο στο ὑπὲ « ρ φύσιν», στην οντολογική σωφροσύνη, που είναι η «ἐν ἀληθείᾳ ἀνθρωπίνη ζωὴ κατ’ εἰκόνα τοῦ τελείου Ἀ νθρώπου-Χριστοῦ» 107. Αυτήν ακριβώς τη ζωή ζούσε στον Παράδεισο ο προπτωτικός Αδάμ, «ὅτε οὐκ ἦν γάμος, οὔτε δειλία, ἀλλά τις ζωὴ ἀπήμων καὶ διαγωγὴ ἄλυπος» 108. Με άλλα λόγια θα λέγαμε ότι οι προπάτορές μας είχαν συνάψει «παρθενικὸν » γάμο109, εφόσον μεταξύ τους είχαν αγνεία και με το Θεό αδιάλειπτη επαφή και σχέση. Αντίθετα, μετά 104. Ματθ. 19, 12. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 100. 105. Πρβλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σ. 67: «πᾶν δῶρον τῆς χάριτος ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ συνεπάγεται ἀναποφεύκτως μέγαν ἀγῶνα χάριν τῆς συνετῆς διαφυλάξεως αὐτοῦ». 106. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 100. 107. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σ. 63. 108. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 278. Επίσης πρβλ. ό.π., σ. 129: «Παρθενία γάρ ἐστιν ἡ ἐν παραδείσῳ πρώτιστα ἐκλάμψασα πρὶν ἢ τοὺς προπάτορας ἡμῶν κατασοφισθῆναι ὑπὸ ὄφεως». 109. Βλ. πιο αναλυτικά για το συγκεκριμένο θέμα στο Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ, Σχέσεις ἀνδρογύνου πρὶν καὶ μετὰ τὸν γάμο (Μία Ὀρθόδοξη προσέγγισις), ἐκδ. Μυριόβιβλος, Ἀθήνα, σ. 317. 83
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
την πτώση «ὁ μὲν γάμος ἐκ φθορᾶς ἄρχεται καὶ εἰς φθορὰν καταλήγει· ἡ δὲ παρθενία εἰς ἀφθαρσίαν τὸν κόσμον ἀνίστησι» 110. Οι μοναχοί με την παρθενία ομοιώνονται με τον Τριαδικό Θεό και γίνονται ισάγγελοι· «Μέγιστον γὰρ καὶ ὑπερφυὲς κατόρθωμα τὸ τῆς παρθενίας, καὶ αὐτῆς ἁπτόμενον τῆς ἀγγελικῆ ς πολιτείας· εἰς τὸ κατ’ ἀρχὰς ἀνακομίζον τὸν ἄνθρωπον ἐν τῷ παραδείσῳ...» 111. Πράγματι, ο μοναχικός βίος αποκαθιστά το ανθρώπινο πρόσωπο στο πρωτόκτιστο κάλλος,ἔνθα « οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός» 112. Με τη φυλακή των αισθήσεων, τη νήψη, την εγρήγορση, το «ἀκοίμητον τῆς διανοίας ὄμμα» και την «καρδ ίαν ζέουσαν ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ» 113 χαριτώνονται από το Θεό, ώστε η ασκητική, έμπονη διαγωγή τους να αποβεί μόνιμη παραμονή στο υπερώο της Πεντηκοστής, της καθ’ ημέραν δηλαδή απόκτησης του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο γάμος με το Νυμφίο Χριστό 114, όπου αυτοπροαίρετα ο άνθρωπος από πλησμονή αγάπης για το Θεό εγγίζει το Χριστό δια της παρθενίας. Αυτή η ζωή είναι η ζωή της πραγματικής χαράς, σύμφωνα και με το αποστολικό παράγγελμα «χαίρετε ἐν Κυρίῳ», που κατά τον ιερό μας συγγραφέα προσιδιάζει κυρίως στην αμέριμνη βιοτή (μοναχική πολιτεία). Έτσι, οι μοναχοί δεν μεριμνούν για γυναίκα, τέκνα, δούλους, χρήματα, κτήματα, ούτε κάτι άλλο «τῶν τοῖ ς φιλοσάρκοις σπουδαζομένων». Η μοναδική τους μέριμνα είναι «πῶς ἀρέσουσι τῷ Κυρίῳ . Τὸ δὲ οὕτω μεριμνᾷν χαίρειν ἐστὶν ἐν Κυρίῳ πάντοτε» 115. Επομένως, με το σχήμα παρθενία-αμεριμνίαχαρά δίνει ο Στουδίτης μία θεολογική ερμηνεία σχετικά με το γάμο και το 110. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 129. 111. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 278. Βλ. και Σεραπίωνος ἐπισκόπου, Ἐπιστολὴ πρὸς μονάζοντας 7, PG 40, 932D: «ἰσάγγελοί ἐστε τῇ πολιτείᾳ». 112. Τροπάριον τρισαγίου εἰς κεκοιμημένους, Μέγα Εὐχολόγιον. 113. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 279. 114. Βλ. σχετικό κεφάλαιο «Ὁ αἰ ώνιος γάμος» στο Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Ζωὴ ἐν Πνεύματι, ό.π., σσ. 211-251. 115. Φιλιπ. 3, 1. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 278. 84
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
μοναχισμό στην ορθόδοξη παράδοση, ανακεφαλαιώνοντας τα λόγια του αποστόλου Παύλου στο συγκεκριμένο θέμα: «Θέλω δὲ ὑ μᾶς ἀμερίμνους εἶναι. Ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ· ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί» 116. Εφόσον, λοιπόν, ο παρθενεύων μοναχός «ἐν σαρκί ἐστι καὶ ὑπὲρ τὴν σάρκα, ἐν κόσμῳ καὶ ὑπὲρ τὸν κόσμον» 117, για να παραμείνει στην κατάσταση αυτή της χάριτος οφείλει να φυλάττει 118 τον εαυτό του απρόσβλητο από τους εμπαθείς λογισμούς και τις ηδονές, λαμβάνοντας άνωθεν βοήθεια: «οὕ τως οὖν καὶ ἡμεῖς, ἐπὰν ὁ ἀγρευτὴς τῶ ν ψυχῶν ἡμῶν διάβολος ἐπισταίη, ὡς ὑπόπτεροι τῷ πνεύματι ἀνατατικῇ θεωρίᾳ τὰ ἄνω ζητῶμεν, τὰ ἄνω σκοπῶμεν» 119. Εάν όμως «ὑπονοστήσῃ» προς τα έργα της αισχύνης, τότε θα ακούσει από το Χριστό, στη φοβερή εκείνη σκηνή της τελικής κρίσης, ότι ο σύμμορφος και σύσσωμος Του, ο παρθενεύων κατά χάριν Χριστού, έκανε τα μέλη του μέλη πόρνης 120. Αυτός ο οξύς χαρακτηρισμός «πόρνης μέλη», που ξεκινά από τον απόστολο Παύλο 121, δίνει το μέτρο της σοβαρότητας στην τήρηση των κανόνων του κοινοβίου και ιδιαίτερα στο τρίπτυχο των αρετών υπακοή-παρθενία-ακτημοσύνη, στα οποία ο μοναχός ἑ« κουσίᾳ γνώμῃ» 122 υποσχέθηκε να διαφυλάξει. Στη μοναχική ζωή τα πταίσματα και οι αδυναμίες, που οφείλονται στὸ 116. Α΄ Κορ. 7, 32-33. 117. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 100. 118. «Ἡμεῖς δέ, παρακαλῶ, ἀδελφοί, φυλάξωμεν ἑαυτοὺς ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, αἰδούμενοι τὸν νυμφίον ἡμῶν Χριστόν, μὴ προδιδόντες τὸν ἐμπιστευθέντα θησαυρὸν τῆς παρθενίας, μηδὲ ταυτὸν πάθοιμεν τοῖς ἰχθύσιν, οἳ δελεάσματι σαρκὸς τὸ ἄγκιστρον καταπίνοντες τὸν θάνατον εὑρίσκουσιν· ἄγκιστρον γάρ ἐστιν ἡ ἡδονή, φθείρουσα οὐχ ἡδύνουσα, θανατοῦσα οὐ ζωογονοῦσα», ό.π., σσ. 172-173. 119. Ό.π., σ. 100. 120. Ό.π., σ. 104. 121. Α΄ Κορ. 6, 15. 122. Βλ. κείμενο μοναχικής κουράς στο Τάξις καὶ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ Σχήματος, ό.π., σ. 21. 85
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
«ὀλίγωρον καὶ εὐόλισθον» 123 της ανθρώπινης φύσης, φαίνονται μεγαλύτερα από αυτά των κοσμικών. Γι’ αυτό το λόγο η συγκατάθεση του μοναχού στους πονηρούς λογισμούς είναι ήδη αρκετή για να τον βγάλει από την κατάσταση της χάριτος και να τον οδηγήσει στην απώλεια. Από την άλλη, η προσκόλληση που ζητάει ο Θεός και η ολοκληρωτική αφιέρωση σ’ Αυτόν ξεκινάει από την αναχώρηση του κόσμου και συνεχίζεται για να τελειωθεί με τη φύλαξη της ομολογίας της πίστης, την τήρηση της καρδιάς, του νου, την εν γένει προσοχή που απαιτεί το «μοναδικὸν ἐπάγγελμα» 124. Ιδιαίτερα, για τον ιερό μας συγγραφέα και την ταραγμένη εποχή της εικονομαχίας, η πνευματική άλωση του μοναχού προέρχεται από τη μη ενσυνείδητη φύλαξη της ομολογίας. Το αποτέλεσμα είναι διπλό: πορνεία πίστης και πορνεία σώματος. Η αιρετική κοινωνία και ανθομολογία του Τριαδικού Θεού είναι πνευματική πορνεία που οδηγεί και στην πορνεία του σώματος. Άρα η ηθική πτώση του μοναχού συνοδεύεται από συνειδησιακό κλονισμό της ορθής του πίστης. Αντίθετα, όπως επισημαίνει ο άγιος Θεόδωρος, οι συνειδητοί μοναχοί που φυλάττουν τη σωματική και πνευματική παρθενία συνοδεύουν τη ζωή τους με πράξεις που προσφέρονται στο Θεό ως ανταπόδοση για τη δική Του αγάπη και παράδοση του εαυτού Του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Όπως ακριβώς ο εραστής που αγαπά την ερωμένη του παρέχει όλο τον εαυτό του σ’ αυτήν, μυαλό και αισθήσεις, και δεν αντιλαμβάνεται αν είναι ημέρα ή νύχτα ούτε έχει ανάγκη τροφής, έτσι και οι μοναχοί που προκρίνουν το Χριστό ως «γλυκασμὸν καὶ ἐπιθυμίαν» οφείλουν να τον αναζητούν εραστικά 125. Αυτή η εσώτατη γνώση ότι ο Θεός αγάπησε τον άνθρωπο και θυσιάστηκε γι’ αυτόν κάνει τον άνθρωπο αντίστοιχα εκστατικό και τον μεταφέρει σε επίπεδο αγιασμού και χάριτος, καθώς με σφοδρότητα αγάπης αντιπροσφέρεται στον Αγαπή-
123. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 104. 124. Ό.π., σ. 16. 125. Ό.π., σσ. 16-17. 86
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
σαντα Κύριο 126. 4. Πνευματική πατρότητα Στην ανατολική, ορθόδοξη, εκκλησιαστική παράδοση, εκτός από τους επισκόπους και ιερουργούς ποιμένες του λαού του Θεού, υπήρχε ανέκαθεν και ο θεσμός των πατέρων της ερήμου, των γερόντων και καθηγουμένων ως πνευματικών καθοδηγητών των μοναχών, οι οποίοι εμπιστεύονταν τη ζωή τους ως πορεία σωτήριας προόδου και ομοίωσης με τον ουράνιο Πατέρα Θεό δια μέσου κυρίως της υπακοής τους στο πρόσωπο του πνευματικού τους πατέρα. Ο ηγούμενος μιας μονής είναι πατέρας των αδελφών ως ισότιμο και όχι ποιοτικά ανώτερο μέλος της αδελφότητας, αφού είναι αιρετός από τα ίδια μέλη, τους συν-αδέλφους και συμ-μοναστές του. Εγχειρίζεται ηγούμενος από τους ίδιους τους αδελφούς του και καλείται να διακονήσει από τη θέση αυτή τις εμπεπιστευμένες σ’ αυτόν από το Θεό ψυχές όπως ο Μωϋσής και ο Ααρών στην Παλαιά Διαθήκη 127 και όπως οι Απόστολοι στην
126. Βλ. σχετικά στο κεφάλαιο περι παρθενίας από τις γραφές του Γέροντος Σωφρονίου: «Ἐ κ τῶν πολλῶν συνομιλιῶν μου μετ’ ἀσκητῶν ἔχω ἀποκτήσει τὴν σταθερὰν πεποίθησιν ὅτι, ὅταν ἡ ψυχὴ διὰ πραγματικῆς πείρας γνωρίσῃ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τότε ἐκ τῆς γλυκύτητος τῆς ἀγάπης αὐτῆς γεννᾶται ἀκράτητός τις ἕλξις πρὸς τὸν Θεόν, ἀκατάπαυστός τις “δίψα” Αὐτοῦ, καὶ ἐν ταυτῷ ἀνερμήνευτος θλῖψις περὶ τοῦ κόσμου, συνέπεια ῆς τ ὁπο ίας εἶναι ὁ τελείως ἄκοπος κα ί, τρόπον τινά, φυσικὸς ἀποχωρισμὸς ἀπὸ πασῶν τῶν αἰσθητικῶν ἡδυπαθειῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ψυχραίνεται καὶ ἐξαλείφεται ἡ Θεία ἀγάπη. Χαρακτηριστικὸ ν τῆς μεγάλης πρὸς τὸν Χριστ ὸν ἀγάπης εἶναι ὅτι δὲν δύναται νὰ συμβιβασθῇ μετὰ σαρκικῶν ἀπολαύσεων ἐν γένει, καὶ πρὸ παντὸς μετὰ τῶν ἰσχυροτέρων ὅλων, τῶν γενετησίων. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν ἀποσπᾶται ἐκ τῆς γῆς καὶ καθαίρεται ἀπὸ πάσης γηΐνης εἰκόνος, ἐνῷ ἡ σαρκικὴ σχέσις τραυματίζει βαθύτα τα τὴν ψυχὴν ἀκριβῶς διὰ τῶν εἰκόνων αὐτῶν», Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σσ. 65-66. 127. «Ὡδήγησας ὡς πρόβατα τὸν λαόν σου ἐν χειρὶ Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών», Ψαλμ. 76, 21. 87
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Καινή 128. Όπως ο επίσκοπος βρίσκεται «εἰς τόπον Θεοῦ» και θεωρείται το κέντρο της εκκλησιαστικής κοινότητας, έτσι και στη μοναχική κοινότητα «τὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα λειτουργεῖ ὡς αὐθεντικὸς ἐκφραστὴς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ λόγῳ τῆς ἄμεσης καὶ συνεχοῦς ὁμιλίας του μὲ τὸν Θεό, καὶ γνήσιος ὁδηγὸς στὴν πνευματικὴ πορεία ὡς φορέας μιᾶς πλούσιας καὶ σπάνιας ἐμπειρίας ποὺ ἀποκόμισε στὴν ἐξωτερικὴ ἄσκηση καὶ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς» 129. Γι’ αυτό και ο άγιος Βενέδικτος στο μοναχικό κανονισμό που συνέταξε σημειώνει για το πρόσωπο του γέροντα: «ἐπέχει θέσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Μοναστηρίω, καθ’ ὅσον καλεῖται διὰ τῆς κλήσεως ἐκείνου κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος· “Ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ”»130. Πρόκειται, λοιπόν, για κάτι το χαρισματικό και μυστηριακό, καθώς η επίγεια πνευματική πατρότητα απορρέει και ανάγεται στη θεία Πατρότητα χωρίς να αρκείται ή να παραμένει στον «τίτλο» ενός εκκλησιαστικού αξιώματος (ex officio). Ο άγιος Ιωάννης ο συγγραφέας της Κλίμακος διαφωτίζει τη χαρισματική θέση του γέροντα της μονής με τα λόγια: «Ποιμὴ ν κυρίως ἐστίν, ὁ τὰ ἀ πολωλότα πρόβατα δι’ ἀκακίας, δι’ οἰκείας σπουδῆς καὶ εὐχῆς ἀναζητῆσαι καὶ ἀνορθῶσαι δυνάμενος. Κυβερνήτης ἐστίν, ὁ ἰσχὺν νοερὰν ἐκ Θεοῦ καὶ οἰκείων μόχθων εἰληφώς… Ἰατρός ἐστιν, ὁ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν κεκτημένοςἄ νοσον… Διδάσκαλός ἐστιν ὄντως, ὁ νοερὰν δέλτον γνώσεως δακτύλῳ Θεοῦ, ἤγουν ἐνεργείᾳ ἐ λλάμψεως ἐξ
128. Βλ. την υποδειγματική σχέση του αποστόλου Παύλου με τις εκκλησίες που ίδρυε στα χωρία: Α΄ Κορ. 4, 14 κ.ε. Φιλιπ. 1, 8. Α΄ Θεσ. 2, 7. Φιλιπ. 1, 8. 129. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανοῦ Ἱερομονάχου, Κόσμος καὶ ἔρημος. Σπουδὴ στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία τοῦ 6ου αἰώνα, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος 2002, σ. 183. 130. Κανονισμὸς τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ βίου, σ. 49. Επίσης, στην ίδια συνάφεια συναντούμε και το χαρακτηρισμό για τον ηγούμενο ως «τοποτηρητῆ τοῦ Χριστοῦ». Βλ. Φωτ. Ἰωαννίδη, Ἐπιδράσεις τοῦ Μοναχισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς στὸν Κανόνα τοῦ Ὁσίου Βενεδίκτου, ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 70. 88
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
αὐτοῦ κομισάμενος καὶ τῶν λοιπῶν βίβλων ἀνενδεὴς γενόμενος» 131. Παρόμοια ο «οὐρανοφάντωρ» της Καππαδοκίας, ο Μέγας Βασίλειος, θέλει τον ποιμένα-καθηγούμενο μιας κοινοβιακής συνοδίας ταγμένο στην υπηρεσία των εμπεπιστευμένων σ’ αυτόν ψυχών. Αυτό συνεπάγεται ότι η ζωή και η πολιτεία του ποιμένα θα είναι το υπόδειγμα, ο τύπος, η έμπρακτη εφαρμογή των Κυριακών εντολών 132. Αυτή η ίδια η ζωή της μίμησης του Χριστού 133 θα εμπνέει και θα προσελκύει όσους επιθυμούν να γνωρίσουν τη μοναχική πολιτεία. Συνοπτικά επικεντρώνεται στις αρετές που πρέπει να έχει ο ποιμένας: α) ταπεινοφροσύνη και πραότητα, προβάλλοντας το ομότιμό του με τους υπόλοιπους αδελφούς και υπενθυμίζοντας ότι η θέση μίμησης Χριστού είναι ταυτόχρονα θέση διακονίας και θυσίας προς τους αδελφούς του, β) ευσπλαγχνία και μακροθυμία, ώστε να ανέχεται τις παραλείψεις των αδελφών, αλλά και με το κατάλληλο μέτρο και θεραπεία να διορθώνει τα αμαρτήματα-αστοχήματα134. Έτσι, και ο ιερός συγγραφέας των Κατηχήσεων που εξετάζουμε αναφέρει κατηγορηματικά στην «περὶ ταπεινώσεως» κατήχηση 135, ως ίδια χα131. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 19925, σσ. 381-382. 132. Ὅροι κατὰ πλάτος ΜΓ΄, 1, PG 31, 1028B. 133. Κατά το Μέγα Βασίλειο η μίμηση της ζωής του Χριστού αποτελεί «ὅ ρον» του Χριστιανισμού: «Εἰ γὰρ οὗτος ὅρος Χριστιανισμοῦ, μίμησις Χριστοῦ ἐν τῷ μέτρῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως, κατὰ τὸ ἐπιβάλλον τῇ ἑκάστου κλήσει, οἱ τὴν ὁδηγίαν τῶν πολλῶν πεπιστευμένοι τοὺς ἔτι ἀσθενεστέρους διὰ τῆς ἑαυτῶν μεσιτείας προβιβάζειν ὀφείλουσι τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐξομοιώσει, κατὰ τὸν μακάριον Παῦλον λέγοντα· “Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ” (Α΄ Κορ. 11, 1)», ό.π., 1028BC. 134. «Πραότης οὖν τρόπου καὶ καρδίας ταπείνωσις χαρακτηριζέτω τὸν προϊστάμενον… Ἔπειτα εὔσπλαγχνον κα ὶ μακροθύ μως ἀνεχόμενον τῶν ἐξ ἀπειρίας ἐλλιμπανόντων τι τῶν καθηκόντων, οὐχ ὑποσιωπῶντα τοῖς ἁμαρτήμασιν, ἀλλὰ πράως ἀνεχόμενον τῶν ἀφηνιαζόντων καὶ τὰς ἰατρείας αὐτοῖς ἐν πά σῃ εὐσπλαγχνίᾳ καὶ συμμετρίᾳ προσάγοντα», ό.π., 2, 1028C-1029A. 135. Βλ. Κατήχησις ΡΘ΄, «Περὶ ταπεινώσεως τοῦ καθηγουμένου, καὶ διδασκαλία πολιτείας τοῦ κατὰ Θεὸν ἡμῶν βίου, καὶ τοῦ μὴ ὑπαχθῆναι τῷ καίσαρι ἐν τῇ μοιχείᾳ», 89
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ρακτηριστικά του ποιμένα την επιμελή επιστασία της εμπεπιστευμένης σ’ αυτόν ποίμνης, την άοκνη αγρυπνία περιφρούρησης και ασφάλειας των προβάτων του, που ερμηνεύεται ως επίσκεψη στους αρρώστους, στήριξη των συντετριμμένων και επιστροφή των πλανωμένων αδελφών. Γι’ αυτό τονίζει χαρακτηριστικά προς τη συνοδία του: «Τοιγαροῦν ὡς ἄρνες ὄ ντες Χριστοῦ ποιμαίνεσθε θεοπρεπῶς, κατασκηνούμενοι ἐν ταῖς ζωηφόροις ἐντολαῖς “ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως”, προφητικῶς εἰπεῖν, ἐκτρεφόμενοι, ὁδηγούμενοί τε ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης καὶ συμψάλλοντες ἐκεῖνο, ὅτι “ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ”» 136. Είναι χαρακτηριστική η προσφώνηση με την οποία ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης απευθύνεται στους μοναχούς του ξεκινώντας τις περισσότερες κατηχήσεις του: «πατέρες μου καὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα». Έχουμε ήδη αναφέρει το ισότιμο του γέροντα με τους υπόλοιπους αδελφούς. Εδώ προσθέτουμε ότι ο άγιος Θεόδωρος αισθάνεται εκτός από αδελφός και πατέρας, που με ωδίνες γεννά τα παιδιά του και φροντίζει να τα τροφοδοτεί με τους κατηχητικούς του λόγους και συμβουλές στις συνάξεις της αδελφότητας. Βλέπει τα παιδιά του μέσα από το σύνδεσμο της αγάπης και ταπεινοφροσύνης, ως πνευματικά τέκνα που καλούνται και αυτά να γίνουν πατέρες, να ασκήσουν δηλαδή το λειτούργημα της πνευματικής πατρότητας. Άρα σκοπός του γέροντα δεν είναι να καταδικάζει τα τέκνα του σε ισόβια πνευματική νηπιότητα, αλλά να φροντίζει διαρκώς να τα βοηθήσει να ανδρωθούν το ταχύτερο, να ωριμάσουν πνευματικά και να φθάσουν «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» 137. στο Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 426-430. 136. Ό.π., σσ. 426-427. Ψαλμ. 22, 2-4. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 440: «Τέκνα οὖν Θεοῦ ἐστέ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε (Ἐφεσ. 5, 8). Ἄρνες Χριστοῦ ἐστέ· ὡς ἄρνες αὐτοῦ ἠπίως καὶ εὐμαρῶς ποιμαίνεσθε». 137. Ἐφεσ. 4, 13. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 455: «Τί γάρ ἐστι θυμηδέστερον πατρὶ ἢ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ὁρᾶν δι’ ἀρετῆς αὐξουμένους καὶ ἐν τῇ νοητῇ ἡλικίᾳ προκόπτον90
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Ο ίδιος ο άγιος Θεόδωρος, ως γέροντας και καθοδηγητής της συνοδίας του, αναφέρεται στον εαυτό του με πολλή ταπείνωση ως ανάξιου και ανίκανου για την διαποίμανση λογικών ψυχών: «Πόρρω ἀπέχω τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θείων ἀνδρῶν… ὅ δέ εἰμι, δι’ ὑμᾶς εἰμι… καὶ χαίρω, ὅτι μοι δέδωκεν ὁ Θεὸς οὐ μόνον τέκνα, ἀλλὰ κυρίους καὶ δεσπότας καὶ πατέρας, ἵνα πίπτοντά με ἀνεγείρωσι καὶ ὀλισθαίνοντα ἐ πανορθῶσι καὶ μὴ χρησιμεύοντα πεποιημένον δεικνύωσι» 138. Ζει την ταπείνωση ως πραγματικό γεγονός κένωσης και εξόδου από τον εγωτικό ορίζοντα του εαυτού του, αφού βλέπει τα παιδιά του ως «κυρίους, δεσπότας, πατέρας», που με τις προσευχές τους θα επιτύχει και τη δική του βελτίωση και διόρθωση. Δε λησμονεί, βέβαια, και το πρόσωπο του δικού του πατέρα και πνευματικού αναγεννητή, στον οποίο απευθύνεται συχνά επικαλούμενος τις ευχές του τόσο για τον ίδιο όσο και για τα δικά του πνευματικά παιδιά 139. Με αυτό, λοιπόν, τον τρόπο ο Θεόδωρος Στουδίτης «γενεαλογεί» την αδελφότητα με πνευματικό τρόπο και τροφοδοτεί τα νεότερα βλαστάρια με τη χάρη που απέκτησαν με προσωπική πείρα και μόχθο οι αγιασμένοι γέτας;». Επίσης βλ. Βεν. Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 31. 138. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 216-217. Ἐπίσης, βλ.: «Ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος ἀποκληροῦμαι κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ τὸ ὀλιγοστὸν ἐσχάτου ἔχοντος», ό.π., σ. 102. «Δέον μέ ἐστι πρόβατον εἶναι καὶ εἰς ποιμένα κατέστην· δέον με εἶναι ἀρχόμενον καὶ εἰς ἄρχοντα ἦλθον· δέον ὑποτιθεῖν τὸ οὖς εἰς ἀκρόασιν διδαγμάτων καὶ τὰ ρυπαρὰ χείλη ἀνοίγω εἰς διδασκαλίαν ἑτέρων», ό.π., σ. 198. «Ἐγὼ γὰρ ὁμολογῶ, ὥσπερ καὶ πολλάκις ὡμολόγησα, οἷός τέ εἰμι καὶ ὅσος ἀσθενὴς καὶ ἀνίκανος», ό.π., σ. 427. 139. «Ἐγὼ δέ, ὡς ὁρᾶτε, εἰμὶ πτωχὸς καὶ πένης τῶν ἀρετ ῶν, οὐδὲν κεκτημένος ζηλωτὸν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ὑμᾶς ἐπὶ καλῷ· ἐρῶ δὲ τῆς βελτιώσεως καὶ ἐπιθυμῶ τῆς διορθώσεως. Τοῦτ’ ἂν γένοιτο δι’ εὐχῶν τοῦ πατρός μου καὶ πατρὸς ὑμῶν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς ὑμῶν αὐτῶν ἱκετηρίας· πιστεύω γὰρ ὅτι ἰσχύει πρὸς σωτηρίαν μου. Καὶ πόθεν γὰρ καὶ ὅ εἰμι μικρόν; Πῶς, εἰ μὴ ἐκ τῶν προσευχῶν ὑμῶν στηριζόμενος;», ό.π., σ. 209. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 427: «εἴπερ καὶ δοίη Θεὸς τοῦτο δύνασθαι πράττειν, παρακαλούμενος ὑπὸ τῆς εὐχῆς τοῦ πατρός μου καὶ πατρὸς ὑμῶν καὶ τῆς ὑμῶν αὐτῶν πεποιθήσεως». 91
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ροντες της αδελφότητας140. Συνεπώς ο ηγούμενος-πνευματικός πατέρας γίνεται ο φορέας που λαμβάνοντας την πείρα των προκατόχων του ως κληρονομιά τη μεταδίδει δωρεάν, προίκα, στα παιδιά του, σφραγίζοντάς τα με την αρετή των αγίων πατέρων της αδελφότητας. Η σύνδεση αυτή προγενεστέρων και μεταγενεστέρων αδελφών μέσω του εκάστοτε πνευματικού γέροντος θα λέγαμε ότι διαιωνίζει τη χάρη του Θεού με οντολογικό τρόπο, ώστε ο ίδιος ο Χριστός, παρατεινόμενος, αγιάζει τα μέλη απαλείφοντας τις χωροχρονικές, ηλικιακές και οποιεσδήποτε άλλες διαφορές τους. Έτσι γέροντες και νέοι μοναχοί, κεκοιμημένοι και ζωντανοί, μέλη της ίδιας αδελφότητας, βρίσκονται συνηλικιώτες μπροστά στο ιστορικό παρόν της βιωμένης Βασιλείας του Θεού, που δεν γεύονται θανάτου, αλλά μεταβαίνουν «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», σαν να θέλουν να προλάβουν όλοι να δούν την «βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» 141. Η συναίσθηση της αναξιότητάς του αλλά και της δυσκολίας του εγχειρήματος της πνευματικής πατρότητας 142 καθορίζουν εντός του αφ’ ενός το ατελές και αδύναμο της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης και αφ’ ετέρου την ανάγκη θεϊκής επικουρίας, μίμησης της Δεσποτικής ζωής και ευχετικής στήριξης από τον γέροντά του. Θεωρώντας τους μοναχούς ως την κατεξοχήν «οικογένειά» του αντιπαραβάλλει τη διακονική του θέση με αυτή του Χριστού και τη θέση των υποτακτικών του με αυτή των Αποστόλων 143. 140. «Εἰ δέ τις ἐρωτᾷ με, πόθεν ἦργμαι, ἀποκρινοῦμαι ἐξ ὑμῶν γενεαλογεῖσθαι· καὶ γὰρ αὐτοί μου πατὴρ καὶ μήτηρ καὶ ἀδελφοί μου καὶ τέκνα· πρὸ δὲ ὑμῶν πατήρ μου καὶ πατὴρ ὑμῶν ὁ γεννήσας με πνεύματι, ἐπεὶ πρό γε τούτου, εἰ καὶ τολμηρὸν εἰπεῖν, ὁ Θεὸς ὁ πατὴρ πάντων καὶ δεσπότης», ό.π., σ. 252. 141. Α΄ Ἰωάν. 3, 14. Μάρκ. 9, 1. 142. «Ὅθεν οὐ μικρὰ ἡ διακονία μου, ἀλλὰ τῷ ὄντι χαλεπὴ καὶ δυσάνυστος... μοχθήσω δὲ καὶ ἀγωνίσομαι τοὺς κυρίους μου καὶ πατέρας μου ὑπομνήσκειν τὰ δέοντα», Μεγάλη Κατήχησις, σ. 168. 143. «Μιμητὴ ς ὀφείλω τοίνυν γενέσθαι Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὑμ εῖς τῶν ἀποστόλων. Ἠγάπησε καὶ ἠγαπήθη, καὶ τοσοῦτον, ὥστε τὸ οἰκεῖον αἷμα κενῶσαι τοὺς ἁγίους μαθητάς, κατὰ ἀφομοίωσιν ἐκείνου, ὑπὲρ τῆς ὁμολογίας τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ», ό.π., σ. 252. 92
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Έτσι, μιμούμενος τη θέση του Χριστού, που έδωσε ολόκληρο τον Εαυτό Του, ισοσταθμίζεται το βάρος της πατρικής διακονίας, ελαφρύνεται ο ζυγός της επιμέλειας των ψυχών, καθώς δίνεται το μέτρο και το όριο της πατρικής αγάπης: δεν πρόκειται για μια εγωϊστική, σαρκική σχέση, αλλά για μίμηση της δεσποτικής θυσίας, που είναι σωτήρια τόσο για τον ίδιο 144 όσο και για τους μαθητές του. Δεν είναι μια αυτοπροβολή των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του πατρός ούτε ικανοποίηση εξουσιαστικών τάσεων. Αντίθετα, είναι μαρτυρική διακονία των αδελφών, κατά την άσκηση της οποίας ο πατέρας πεθαίνει για τα παιδιά του και έτσι βρίσκονται και οι δύο αναγεννημένοι εν Πνεύματι μέσα στο Δεσποτικό πάθος και την ανάσταση. Σαν άλλος ευαγγελικός καλός ποιμένας 145 θέτει την ψυχή του στη διακονία των μαθητών του και αγαπάει για να αγαπηθεί, με την αγάπη που αγαπήθηκε ο Υιός από τον Πατέρα Του προ καταβολής κόσμου 146 και έδωσε την ψυχή του υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων. «Καὶ γὰρ ὁ ἔρως μου ὑμεῖς ἐστε καὶ ὁ γλυκασμὸ ς καὶ ἡ ἐπιθυμία», ψελλίζει ο ιερός συγγραφέας 147. 144. Είναι χαρακτηριστική αυτή η αμφίδρομη σχέση πνευματικού πατρός και μαθητών, όταν μάλιστα ο ίδιος ο πνευματικός καλείται να διορθώνει τον εαυτό του μέσα από τις ίδιες τις παραινέσεις προς τα παιδιά του. Βλ. σχετικό απόσπασμα από τον Κανόνα του αγίου Βενέδικτου: «Ὀφείλει νὰ γι νώσκῃ, ὅτι ἐκεῖνος ὅστις ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνησιν ψυχῶν, πρέπει νὰ ἑτοιμάζῃ ἑαυτὸν πρὸς λογοδοσίαν. Καὶ δέον νὰ γινώσκῃ μετὰ βεβαιότητος, ὅτι δι’ ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς ψυχάς, αἵτινες ἐτάχθησαν ὑπὸ τὴν ἐπιμέλειαν αὐτοῦ, θὰ δώσῃ λόγον τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, προστιθεμένης ἀναντιρρήτως καὶ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Καὶ οὕτω φοβούμενος πάντοτε τὴν μέλλουσαν ἐξέτασιν περὶ τῶν ἐμπιστευθέντων προβάτων αὐτῷ ὡς ποιμένι, ἐξάπαντος θὰ γίνηται ἐμμέριμνος καὶ περὶ τῶν ἑαυτοῦ πράξεων, ἀφ’ οὗ φοβεῖται περὶ τῆς λογοδοσίας τῶν ἀλλοτρίων· καὶ πάλιν, ἀφ’ οὗ διὰ τῶν παραινέσεων αὐτοῦ παρέχει εἰς τοὺς ἄλλους διόρθωσιν, θὰ διορθοῖ αὐτὸς πάντως τὰς ἑαυτοῦ ἐλλείψεις», Κανονισμὸς τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ βίου, ό.π., σ. 53. 145. Βλ. Ἰωάν. 10, 11-18. 146. Ἰωάν. 17, 24. 147. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 252. 93
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Πράγματι, ο αληθινός πνευματικός πατέρας εμφορείται από πνεύμα εραστικής διάθεσης και ερωτικής αναζήτησης των τέκνων-αδελφών-φίλων του. Για το γέροντα του Στουδίου οι αδελφοί της μονής είναι «τὰ ἀδελφικὰ σπλάγχνα, τὰ τεκνικὰ μέλη» 148, χωρίς καμία διάκριση σε μικρούς ή μεγάλους, νέους ή πολιούς γέροντες, εγγύς ή μακράν 149. Η επαγρύπνηση, η φροντίδα και η επιμέλεια που επιδεικνύει ο ποιμένας του κοινοβίου για την ψυχή του κάθε μοναχού φαίνονται καθαρά στις κατηχητικές συμβουλές που απευθύνει ο Θεόδωρος Στουδίτης προς την αδελφότητα: «Τῷ δοκεῖν φροντίζειν ἑνὸς ἑκάστου ὑμῶν καθ’ ἑκάστην -ὡς εἰπεῖν- τιτρώσκομαι καὶ φλέγομαι καὶ κόπτομαι, ἱμειρόμενος ὑμῶν καὶ τὰ ψυχικὰ καὶ τὰ σωματικά» 150. Άρα η πατρική αγάπη είναι ένας σταυρός αγάπης και η καρδιά του αγαπώντος κινείται φυσικά και αυθόρμητα προς τη θυσία του αδελφού 151. Η θυσία της αγάπης μαρτυρεί, κατά το συγγραφέα μας, πόνο, αγώνα 148. Ό.π., σ. 60. 149. Αμέριστο υπήρξε το πατρικό ενδιαφέρον του αγίου και για τους μοναχούς των υπόλοιπων αδελφών μοναστηριών. Βλ. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 158: «ἐπὶ πᾶσι προσευχόμενοι καὶ ὑπὲρ τῶν ὧδε κἀκεῖσε διεσπαρμένων ἀδελφῶν ἡμῶν· ἐπειδὴ πόνος μοι καὶ περὶ ἐκείνων μὴ ὁρῶντι κατ’ ὀφθαλμούς, ὅπως ἕκαστος διασώζεται». 150. Ό.π., σ. 40. Επίσης, βλ. ό.π., σσ. 352-353: «τοῦτο γὰρ τὸ ζητούμενον καὶ διὰ τοῦτο ὁ κόπος μου καὶ ὁ μόχθος, ἡ καθημερινὴ ἐπισύστασις περὶ ὑμῶν καὶ φροντίς μου… διὰ τὸ ζηλοτυπεῖν με τὴν ὑμῶν σωτηρίαν καὶ προκοπὴν τιτρώσκομαι καὶ βάλλομαι καὶ καίομαι ἐπὶ ἑνὶ ἑκάστῳ ὑμῶν, ἵνα πάντες σῴζοισθε, ἵνα μηδεὶς ἀπόληται». 151. Βλ. Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος ΠΑ΄, Περὶ διαφορᾶς τῶν ἀρετῶν, καὶ περὶ τελειότητος παντὸ ς δρόμου ῆς τ ἀρετῆς , Τὰ σωζόμενα Ἀσκητικά, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως 1871), Θεσσαλονίκη 1997, σ. 381: «Καὶ τί ἐστι καρδία ἐλεήμων; καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων κ αὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆ ς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεω ρίας αὐτῶν ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα». Βλ. και Βεν. Χριστοφορίδη, μν. έργ., σ. 105, σχόλιο 61. Πρβλ. John Chryssavgis, Deacon, «Obedience and the Spiritual Father», Θεολογία 58 (1987) 570: «the spiritual father offers us to God in an act of sacrifice, preparing and leading us into the Holy of Holies». 94
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
και οδύνη 152, ενώ οι σχέσεις υιοθεσίας που γεννιούνται δια του Αγίου Πνεύματος καθίστανται «ἀ ειπόθητοι» 153, αλώβητες από το χρόνο και την ανθρώπινη λησμοσύνη. Αυτή η αμφίδρομη αγαπητική σχέση πατρός και τέκνων είναι πλούτος και θησαυρός, καθώς η πατρική αγάπη φαιδρύνεται από την υϊική και το αντίθετο 154. Κορύφωση της θυσίας του πατέρα είναι, εν τέλει, όταν προτιμά την απώλεια της δικής του ψυχής παρά των αδελφών του: «καιομένη ἐ στὶν ἡ καρδία μου ἐν ὑμῖν καὶ ζηλοτυπῶ τὴν σωτηρίαν ὑμῶν καὶ εὔχομαι εὐχὴν τολμηράν, τὴν ἀπώλειαν τὴν ἐμὴν ὄψεσθαι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἢ τὴν ὑμῶν ἐκ Θεοῦ ἀπόπτωσιν» 155. Η θυσία και η αμέριστη αγάπη του πνευματικού πατέρα της στουδιτικής μονής πρέπει να εκφράζεται με διάκριση και εξατομίκευση: «Πολλῶν γὰρ ὄντων καὶ διαφόρων τῶν ἠθῶν ἀναλόγως καὶ ὁ διδασκαλικὸς τρόπος ὀφείλει γίνεσθαι· ᾧ γὰρ τρόπῳ οὗτος θεραπεύεται, ἕτερος τυχὸν βλάπτεται, καὶ δι’ οὗπερ ἄλλος εὐεργετεῖται, συμβαίνει τὸν ἕ τερον καταλύεσθαι, καὶ καθ’ οἷον λόγον τις οἰκοδομεῖται, συμβαίνει τὸν ἕτερον ζημιοῦσθαι» 156. Σε άλλο σημείο ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης τονίζει: «Καὶ ἁπλῶς κατὰ τὸ πολυειδὲς τῶν χαρακτήρων πολυειδῆ εἰσι καὶ ποικίλα τὰ ἑκάστου ἤθη τε καὶ πάθη, καὶ πρὸς τοῖς ἑκάστου πάθεσι κα ὶ ἤθεσιν ὁ ἰατρικὸ ς λόγος ὀφείλει γίνεσθαι» 157. Είναι φανερή η δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας πνευματικός πατέρας προκειμένου να στηρίξει μια πολυάνθρωπη αδελφότητα, που αποτελείται από διαφορετικά πρόσωπα και χαρακτήρες, μέσα
152. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 52. 153. Ό.π., σ. 45. 154. Βλ. Ό.π., σ. 455. 155. Ό.π., σ. 444. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 148: «Οὕτως κἀγὼ ὁ τάλας καὶ ἀνάξιος ταύτην τὴν φροντίδα πεπιστευμένος τῆς καθ’ ὑμᾶς προστασίας, τὴν ταπεινήν μου ψυχὴν προθεῖναι ὀφείλω μέχρις αἵματος ὑπὲρ τῆς κοινῆς σωτηρίας ὑμῶν· τοῦτο γάρ ἐστ ιν ἴδιον, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου (Ἰωάν. 10, 11), τῷ ἀγαθῷ καὶ ἀψευδεῖ ποιμένι». 156. Ό.π., σ. 168. 157. Ό.π., σ. 233. 95
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
στα πλαίσια ενός κοινού και καθολικού σκοπού, δηλαδή της σωτηρίας των εμπεπιστευμένων σ’ αυτόν ψυχών. Στα παραπάνω λόγια του ιερού πατρός συναντάμε την παιδαγωγική ικανότητα του ποιμένα της μοναστικής αδελφότητας να διακρίνει το ήθος, το χαρακτήρα και την προαίρεση του κάθε μοναχού και να θεραπεύει την κάθε περίπτωση χωριστά και με διαφορετική κάθε φορά «φαρμακευτική αγωγή», ώστε αυτή να γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή εκ μέρους των ασθενών αδελφών 158. Το ιδιαίτερο, λοιπόν, στοιχείο που αναδεικνύει τη σωτηριώδη σημασία της στουδιτικής ποιμαντικής είναι ότι βασίζεται στη «διαπροσωπική οικονομία» και στην άσκηση εξατομικευμένης ποιμαντικής προς κάθε πρόσωπομοναχό και όχι προς μονάδες που απαρτίζουν μία ολότητα. Η ευλυγισία αυτή της κανονισμένης ποιμαντικής μαρτυρεί το σεβασμό προς το ανθρώπινο πρόσωπο και εν προκειμένω προς το μοναχό, ο οποίος αναπτύσσεται μέσα σε ένα ζωντανό οργανισμό ως «μέλος ἐκ μέρους» του ενός σώματος του Χριστού 159. Έτσι ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης συστήνει: «Οἰκονομεῖτε οὖν 158. Βλ. από τον Κανόνα του αγίου Βενεδίκτου: «Ὀφείλει [ὁ Ἀββᾶς] νὰ γινώσκῃ ὁπόσον δύσκολον καὶ ἀκανθῶδες ἔργον ἀνέλαβε, ὅτι δηλαδὴ ἀνέλαβε νὰ κυβερνᾷ ψυχὰς καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖ εἰς τὰ ἤθη καὶ τοὺς τρόπους τῶν πολλῶν, ὧν πρὸς ἄλλους μὲν ὀφείλει νὰ προσφέρηται μετὰ θωπειῶν, πρὸς ἄλλους δὲ μετ’ ἐπιπλήξεων, πρὸς ἄλλους δὲ μετὰ παραινέσεως καὶ πειστικότητος. Ἑνὶ λόγῳ ὀφείλει οὕτω νὰ προσαρμόζῃ ἑαυτὸν καὶ νὰ συμμορφοῖ πρὸς πάντας κατὰ τὴν ποιότητα καὶ νοημοσύνην ἑνός ἑκάστου, ὥστε οὐ μόνον νὰ μὴ λυπῆται ἐπὶ τῇ βλάβῃ τῆς ἐμπιστευθείσης αὐτῷ ποίμνης, ἀλλὰ καὶ νὰ χαίρῃ μάλιστα ἐπὶ τῇ εὐδοκιμήσει αὐτῆς», Κανονισμὸς τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ βίου, σσ. 52-53. 159. Α΄ Κορ. 12, 27. Τη στουδιτική αυτή παράδοση της οικονομίας του προσώπου παραλαμβάνει και ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης στην Ὑποτύπωσιν της Λαύρας, όπου με διάκριση και σύνεση ορίζει το μέτρο των διακονιών, καθώς και ιδιαίτερη οικονομία για τη δίαιτα των βαρέως εργαζομένων, των αδυνάτων και των ασθενών. Βλ. Μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη, μν. έργ., σσ. 238-244. Επίσης, ο Γέροντας Αιμιλιανός αναφερόμενος στον αγιορειτικό μοναχισμό τονίζει: «Ὁ ἁγιορειτικὸς μοναχισμός… εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις, μία ζωὴ ἐπὶ τὸ αὐτό, ὅπου τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα εἶναι σεβαστὰ καὶ ἀναπτύσσονται ὡς “μέλη ἐκ μέρους” τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ, μία κοινωνία 96
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
τὰ πρὸς χρείαν τῶν ἀδελφῶν πνευματικῶς τε καὶ σωματικῶς, τέκνα μου, δεόντως, καὶ διεγείρετε ἑαυτοὺς ἑκάστοτε πρὸς τὰς ἐργασίας τὰς δεούσας, τὴν φιλανθρωπίαν τῇ ἀποτομίᾳ συγκιρνῶντες, τὸ ἁπαλὸν τῷ αὐστηρῷ, τὸ ἐπιτακτικὸν τῷ ἀνεκτικῷ , τὸ πρ ᾷον καὶ εὐσύμμικτον τῷ ἀπαρρησιάστῳ καὶ αἰδεστικῷ, κατὰ τὴν ἑκάστου ἰδιότητα, κατὰ τὸ ἑκάστου πρόσφορον. Οἳ μὲν γὰρ δέονται κέντρου, ὡς διδάσκουσιν οἱ πατέρες, οἳ δὲ χαλινοῦ, ἄλλοι ἐπιτιμήσεως, οἳ δὲ ἀφέσεως καὶ ἕτεροι ἐλεγμοῦ, ἄλλοι δὲ παροράσεως» 160. Βέβαια, εάν η αμέριστη αγάπη είναι η μία όψη της εξατομικευμένης ἐν ἀγάπῃ καὶ διακονίᾳ, μελέτῃ καὶ προσευχῇ, χαροποιῷ ἐξαγορεύσει τῶν λογισμῶν καὶ ἐν τῇ μεθέξει τῆς λατρείας». Ακόμη, στον εσωτερικό κανονισμό της Ιεράς Μονής Ορμύλιας αναγράφονται τα εξής: «Πλήν, δίχα ἀθετήσεως τῆς κοινοβιακῆς παραδόσεως, λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἐν σχέσει πρὸς πάντα αἱ περιστάσεις, τὸ συμφέρον τῆς ἑνότητος, ἡ χρεία ἑκάστης μοναχῆς, ἡ ἡλικία, ἡ γενέτειρα, τὰ ἔτη μοναστικῆς ζωῆς, ἡ ὑγεία, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ μόρφωσις, ἡ δυνατότης κατανοήσεως ἑκάστης, ἡ ψυχικὴ πρὶν καὶ νῦν κατάστασις, τῆς Καθηγουμένης διευθετούσης τὸ προσωπικὸν πρόγραμμα μιᾶς ἑκάστης ἐν δικαιοσύνῃ καὶ πάσῃ σοφίᾳ, ἐν πνεύματι κατανοήσεως καὶ ἐλευθερίας, διὰ νὰ ἐπιβοηθῆται ἡ ἀνάπτυξις ῆτς προσωπικῆς ζωῆς ἀνακαι νιζομένης κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον… Ἡ ἐλευθερία αὕτη ὅμως νὰ μὴ καταλύῃ τὴν εὔρυθμον λειτουργίαν τοῦ Κοινοβίου οὔτε τὴν οὐσιασ τικὴν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀδελφῶν», Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Σφραγὶς γνησία, ό.π., σσ. 204-205. Το ίδιο πνεύμα συναντούμε και στον άγιο Νεκτάριο, αναμορφωτή του μοναχικού κοινοβιακού βίου στον 20ό αιώνα, ο οποίος θέλει το γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην Αίγινα να στηρίζεται στη διάκριση και ανάπαυση του προσώπου των μοναζουσών: «Ἔχων ὁ ἅγιος Νεκτάριος τὴν διάκρισι… οἰκονομεῖ τὶς μοναχὲς ἀναλόγως πρὸς τὶς σωματικές τους δυνάμεις καὶ τὴν ἀντοχή τους, τὴν ἡλικία, τὴν ψυχοσύνθεσι, τὶς κλίσεις τους, τὴν ἀγωγὴ ποὺ εἶχαν λάβει στὸν κόσμο. Στὸ κοινόβιο το ῦ ἁγίου Νεκταρίου, ἕνα ὄντως ὀρθόδοξο κοινόβιο, ὁ ἀγών, ὁ σκοπός, ὁ πόθος εἶναι κοινά, ἀλλὰ τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα δὲν ἰσοπεδώνονται», Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς καὶ Ἅγιον Ὄρος, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 19972, σ. 155. 160. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 233. Για την ποιμαντική αρχή της εξατομίκευσης βλ. Κων. Μουρατίδη, «Ποιμαντικαὶ ἀρχαὶ καὶ μέθοδοι ἐν τῇ ἀσκητικῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ΕΕΘΣΠΑ 15 (1965) 987-989. 97
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ποιμαντικής, σίγουρα η άλλη όψη είναι η διακριτική αυστηρότητα. Η αυστηρότητα και τα επιτίμια τα οποία αναγκάζεται να επιβάλει ο πατέρας της συνοδίας, εξηγεί ο Στουδίτης, δεν επιλέγονται από ασπλαγχνία αλλά από φιλοστοργία και έμπονη διάθεση για τη σωτηρία των ψυχών των αδελφών 161. Το επιτίμιο είναι το τελικό στάδιο της αυστηρότητας του πατρός, αφού πρώτα έχει συμβουλεύσει κατ’ ιδίαν τους «άτακτους» αδελφούς και έχει δείξει έμπρακτα «μικραῖς ἀπειλαῖς καὶ προσκρούσεσι» τη σοβαρότητα του λάθους τους 162. Αναμφισβήτητα, θεωρεί ως «ὅρον εὐσεβείας» και έμπρακτο τρόπο συνεχούς επαγρύπνησης για την πορεία των αδελφών την πιο εκκωφαντική, παρά τη σιωπή της, διδασκαλία: την ίδια την ευσεβή και ενάρετη ζωή του γέροντα και πνευματικού καθοδηγητή της μονής 163. Νουθετώντας ο Θεόδωρος Στουδίτης το Σωφρόνιο, πνευματικό αρχηγό του Σακκουδίου, τονίζει ότι εάν η παρουσία του γέροντα δεν 161. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 239. Επίσης, η 44η Κατήχηση της μικρής συλλογής αρχίζει ως εξής: «Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἴσως ἐλύπησεν ὑμᾶς ἡ προλαβοῦσα κατήχησις καθαψαμένη ὑμῶν τῆς τιμιότητος· ἀλλὰ καὶ τοῦτο λυσιτελές· ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λ ύπη χαρᾶς ἐστι ποιητικὴ καὶ ἡ ἐξ ἀγάπης ἐπίπληξις διορθωτική ἐστι τῶν προσηκόντων», Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 122-123. Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατ᾽ ἐπιτομὴν Μ΄, PG 31, 1108CD. Βλ., επίσης, Κων. Μουρατίδη, Ἡ μοναχικὴ ὑπακοὴ ἐν τῇ ἀρχαίᾷ Ἐκκλησίᾳ, Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας », Θεσσαλονίκη 1955, σ. 107, όπου απαριθμεί τα εξελικτικά στάδια των μοναχικών επιτιμίων: «Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ καὶ λεπτὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἡγουμένου κατὰ τὴν ἐπιβολὴν τῆς ποινῆς, ὅτ ε δέον νὰ ἐπιδείξῃ μεγίστην σύνεσιν καὶ νὰ χρησιμοποιήσῃ, μετὰ πάσης πραότητος καὶ ἀγάπης, πᾶν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτοῦ εὑρισκόμενον μέσον πρὸς θεραπείαν τοῦ “νοσοῦντος” ἀδελφοῦ». Ακόμη , πρβλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντικὴ διακονία κατὰ τοὺς ἱερο ὺς Κανόνες, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεὺς 1976, σσ. 171-172. 162. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 239. 163. Ό.π., σ. 238. Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος ΜΓ΄, 1, PG 31, 1028B. Για τα πνευματικά προσόντα που πρέπει να έχει ο ποιμένας του μοναστηριού και για την αποστολή του μέσα στη μοναστική αδελφότητα βλ. Κων. Μουρατίδη, μν. έργ., σσ. 969-980. 98
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
αποτελεί πηγή έμπνευσης και δύναμης για τους μοναχούς, τότε μπορεί αυτός να καταφεύγει σε δοκιμαστικά μέσα με τα οποία θα επαναφέρει τους αδελφούς στην κατάσταση της χάριτος και της μεταξύ τους ειρήνης: «Μὴ παρόρα τὰ ἐ κζητήσεως χρῄζοντα, ἵνα μὴ διὰ τῆς δῆθεν χρηστότητος ἀψηλάφητα μένοντα τὰ μικρὰ εἰς μείζονα κακὰ φέρῃς τὴν ἀδελφότητα. Λαθροφαγεῖ τις; ἐπιτιμάσθω. Ἰδιαζόντως ἔχει τι ἄνευ εὐλογίας μέχρι καὶ τοῦ τυχόντος; ἐπιτιμάσθω. Μεταδιδοῖ, μήτι ἔχων ἐξουσίαν, βρῶμα ἢ ἀντικαταλλαγὴν ποιεῖται πινακιδίου ἤ τι τοιοῦτο; ἐπιτιμάσθω. Γογγύζει; ὡσαύτως. Παρακοὴν ὤφλησεν; ἐπιτιμάσθω. Οὐ θέλει ἐργάζεσθαι; μηδὲ ἐσθιέτω. Φατριάζει ἢ κλέπτει; ἀφοριζέσθω, καθώς εἰσι τὰ ἐπιτίμια» 164. Πάντως, σ’ όλο το φάσμα των Κατηχήσεων διακρίνεται έντονα η αγωνία του ιερού συγγραφέα για την πνευματική επιμέλεια των αδελφών του. Αυτό γίνεται φανερό μέσα από την κλιμακούμενη χρήση κατάλληλων ρημάτων, που αποδεικνύουν έμπρακτα το εναγώνιο ενδιαφέρον του. Αρχικά συμβουλεύει 165, έπειτα, παρακαλεί, δυσωπεί, δέεται166 και στο τέλος προστάσσει και απειλεί 167. Ως έμπειρος πνευματικός γνωρίζει να διανθίζει το λόγο του ανάλογα με την περίσταση και να χρησιμοποιεί άλλοτε 164. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 239. 165. «οὐ γὰρ ἐπιταγήν, ἀλλὰ συμβουλὴν δίδωμι ἐν τῷ πράγματι… τὸ αὐτὸ συμβουλεύω», ό.π., σ. 72. 166. «Ναί, ἀντιβολῶ καὶ δυσωπῶ ὑμᾶς, μὴ στερηθῶμεν τῆς χαρᾶς τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ καὶ τῆς δεξιᾶς παραστάσεως…», ό.π., σ. 80. «Ναί, ναί, τέκνα μου, παρακαλῶ καὶ δέομαι, ὑπομνήσκω καὶ δυσωπῶ…», ό.π., σ. 189. «Ναί, ναί, ἀντιβολῶ καὶ δέομαι ὑμῶν, διὰ τὸν Θεόν, διὰ τὴν ἀνταπόδοσιν, διὰ τὴν ζωὴν καὶ χαρὰν ἐκείνην … ἔτι καὶ ἔτι καθυπομείνωμεν, ὑποδράμωμεν, εὐθυπορήσωμεν, διεξέλθωμεν, ἀντιστῶμεν, διελάσ ωμεν, καταφθάσωμεν, ἐκπεράσωμεν, ἀποπ ληρώσωμεν τὸ πέλαγος τὸ μέγα τοῦ αἰῶ νος τούτου...», ό.π., σ. 203, όπου είναι δηλωτική της ψυχικής έντασης του ιερού πατρός η απανωτή χρήση της προτρεπτικής υποτακτικής των ρημάτων που χρησιμοποιεί. 167. «Ταῦτα εἰ καὶ ἐγένετο, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ νῦν μὴ γένηται, παρακαλῶ, ἀντιβολῶ, προστάσσω, ἀπειλῶ. Εἴ τις μετὰ ταύτην μου τὴν κατήχησιν πράξει ἕν τι τοιοῦτον, ἔστω τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀλλότριος, εἰ μὴ διὰ μετανοίας καὶ ἐξαγορεύσεως Θεὸν ἐξιλεώσηται», ό.π., σ. 66. 99
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
τον έπαινο, για να διεγείρει το φιλότιμο του μοναχού, και άλλοτε τον ψόγο για να αποκαταστήσει τα πράγματα: «Ἀλλ’ οὐκ εἰς πάντας τὸ ἔγκλημα καὶ μὴ θαυμάσητε, ἰε ἀπὸ ἐπαίνων εἰ ς ψόγους καταφέρομαι · πρὸς ἑκατέρους γὰρ τὰ ἑκάτερα ἀναγκάζεται προσφέρειν ὁ λόγος» 168. 5. Αγάπη - Κοινωνία Σώματος και Αίματος Χριστού Μέσα στο έργο της Θείας Οικονομίας και σωτήριας επιφάνειας του Θεού Λόγου στον κόσμο ο άγιος Θεόδωρος εντάσσει και τη μοναχική τελειότητα ως δωρεά του Χριστού και «τρίτην χάριν» 169. Κι ενώ δεχθήκαμε τη χάρη της ανακαινίσεως και απολυτρώσεως, ως άνθρωποι συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε. Ο Χριστός, όμως, συνεχίζει ο ιερός συγγραφέας, δεν μας αποστρέφεται, αλλά αντίθετα στηρίζει, ανακουφίζει, σώζει από τη θλίψη, το πένθος, την αδυναμία, την ασθένεια, την απελπισία 170. Γι’ αυτό και προτρέπει τους υποτακτικούς του, ευχόμενος να ανοίξει ο Κύριος τις διάνοιες, να επιβλέψει κάθε κίνησή τους, ώστε και αυτοί αντίστοιχα να κινηθούν από έρωτα προς την αγάπησή Του 171. Θεωρεί, δηλαδή, θεϊκή επέμβαση την αγάπη που έχει ο άνθρωπος προς το Θεό, χωρίς την οποία ο άνθρω-
168. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 66. Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατ᾽ ἐπιτομὴν ΡΙΓ΄, PG 31, 1157CD. Βλ. και Βεν. Χριστοφορίδη, μν. έργ., σ. 110. 169. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 72. Εκτός από την «τρίτην χάριν», σε άλλη συνάφεια ο άγιος Θεόδωρος ονομάζει τη μοναχική ιδιότητα «δεύτερο βάπτισμα»:ἐάσαμεν « τὰ τῆς μοχθηρᾶς γενέσεως ἡμῶν αἴτια, πρῶτον μὲν ἐν τῷ δι’ ὕδατος καὶ πνεύματος βαπτίσματι, ἔπειτα (δὲ) κατὰ μεγάλην φιλανθρωπίαν Θεοῦ καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ τῆς μετανοίας καὶ ἀποταγῆς βαπτίσματι», Μεγάλη Κατήχησις, σ. 55. Πρβλ. επίσης την «τρίτη γέννησιν» του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη ἱστορικά, Περὶ τῶν ἑτέρων γ΄, Πρὸς Βιταλιανὸν παρὰ τῶν υἱῶν, PG 37, 1498Α-1499Α. 170. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 72: «καὶ εἰς αὐτὸν ἤδη τὸν πυθμένα τοῦ ᾅδου μέλλοντας ἐμπίπτειν προφθάσας ἐξαιρεῖται τῶν κινδύνων φιλανθρώπως». Πρβλ. το γνωστό ρητό που αποκάλυψε ο Θεός στον άγιο Σιλουανό: «Κράτει τὸν νοῦν σου εἰς τὸν ᾅδην, καὶ μὴ ἀπελπίζου», Ἀρχιμ. Σωφρονίου,Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ό.π., σ. 51. 171. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 54. 100
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
πος περιορίζεται στις ατελείς και πεπερασμένες δυνάμεις του 172. Το μυστήριο, όμως, της διττής αγάπης, δηλαδή του Θεού προς τον άνθρωπο και των ανθρώπων μεταξύ τους, φανερώνεται και ολοκληρώνεται κατεξοχήν μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας 173. Έτσι, ο Θεός ενώ μας ανακαίνισε με το βάπτισμα, δεν παραλείπει και να μας τρέφει υλικά και πνευματικά 174. Πνευματικά, μάλιστα, κατά τον άγιο Θεόδωρο, περισσότερο από μητέρα και τροφός ο Χριστός αναζητά θελκτικά τους κοινωνούς Του και περιέχεται μέσα σ’ αυτούς ερωτικά 175. Έχοντας πλήρη επίγνωση της θείας ευεργεσίας ο ιερός πατήρ αναφωνεί: «Οὐχὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τοῦ ἀχράντου αὐτοῦ σώματος καὶ αἵματος μεταλαμβάνομεν; Τί δ’ ἂν εἴη τούτου ἡδύτερον καὶ ἀπολαυστικώτερον , εἴπερ τοῖς μετὰ καθαροῦ
172. Ό.π., σ. 211: «οὐ γὰρ ἔχομέν τι ἐξ ἑαυτῶν· τὸ γὰρ μὴ οὕτω λογίζεσθαι φέρει τὴν πτῶσιν». 173. Σωτ. Μπαλατσούκα, Ὀρθόδοξος Μοναχισμός. Μαρτύριο καὶ Μαρτυρία, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20022, σσ. 18-19: «Ὁ ὅρος “θεία κοινωνία” δηλώνει ἀκριβῶς τὸν κοινωνικὸ χαρακτῆρα τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, διὰ τῶν ὁποίων οἱ πιστοὶ κοινωνοῦν καὶ συνδέονται μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους. Εὐχαριστοῦν, δοξολογοῦν, ἱκετεύουν ἀπὸ κοινοῦ, ξεπερνοῦν κάθε ἀτομικισμὸ νοσηρό, ἐκκλησιοποιοῦνται. Γίνονται συγγενεῖς τοῦ ἴδιου σώματος, τῆς μιᾶς, ἁγίας καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Γίνονται σύναιμοι, χριστοφόροι, φιλάδελφοι μέσα ὴ στστοργικὴ ἀγκαλιὰ τῆς μη τέρας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας». 174. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 72. Επίσης, πρβλ. Γεωργ. Μαντζαρίδη, Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 19983, σ. 189: «Τὸ βάπτισμα παρέχει εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν κάθαρσιν τοῦ “κατ’ εἰκόνα” καὶ τὴν ἀπαρχὴν τῆς μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀπεργάζεται τὴν ἐπέκτασιν εἰς τὸ “καθ’ ὁμοίωσιν ” καὶ τὴν πλήρη ἕνωσιν μετὰ τοῦ Χριστοῦ». 175. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 72. Επίσης, βλ. Γεωργ. Μαντζαρίδη, μν. έργ., σ. 190: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐπίσης πατὴρ καὶ μήτηρ τῶν ἀνθρώπων διότι ἀναγεννᾷ αὐτοὺς διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ τοὺς τρέφει ὡς ὑπομάζια βρέ φη ὄχι μόνον διὰ τοῦ α ἵματός του ἀντὶ διὰ γάλακτος, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ σώματος καὶ διὰ τοῦ πνεύματός του. Συνδεόμενος δὲ διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας εἰς μίαν σάρκα μετὰ τῶν πιστῶν καθίσταται ὁ Χριστὸς καὶ νυμφίος τῶν ἀνθρώπων». 101
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
συνειδότος μετέχουσι ζωὴ αἰώνιος εὑ ρίσκεται;» 176. Σ’ αυτές τις σκέψεις θα προσθέσει και τις επόμενες: «ζω ῆς γὰρ μετουσία ἐστὶν ὁ προκείμενος ἄρτος… Εἶδες δωρεὰν ἄφατον καὶ ἄπειρον; Οὐ μόνον ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν, ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν προὔθη κεν ἡμῖν εἰς ἑστίασιν. Τί τούτου δεικτικώτερον πρὸς ἀγάπησιν κραταιάν;» 177. Με τους προτρεπτικούς αυτούς λόγους ο άγιος τονίζει ότι απαραίτητο στοιχείο της μοναστικής ζωής είναι η συμμετοχή των μοναχών στα μυστήρια και ιδιαίτερα σ’ αυτό της Θείας Ευχαριστίας 178. Εάν ο μοναχός ζει μέσα σ’ ένα ζωντανό οργανισμό που συμμετέχει κεχαριτωμένα στη ζωή του Χριστού, και κατά συνέπεια στη ζωή της Αγίας Τριάδας, είναι ευνόητο ότι θα συσσωματώνεται και θα ανακιρνάται με το ζωντανό ευχαριστιακό Σώμα του Χριστού 179. Γι’ αυτό το λόγο είναι αδιανόητο για το γέροντα της στουδιτικής συνοδίας να μην υπάρχει συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, όταν ακριβώς ορίζει ως σκοπό της λειτουργικής σύναξης «τὴν μετάληψιν τῶν ἁ γιασμάτων» 180. Ιδιαίτερα την ημέρα της Κυριακής το πνευματικό νόημα της ημέρας, δηλαδή της έ176. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 159. 177. Ό.π., σ. 272. Βλ. και Κων. Μουρατίδη, «Χριστοκεντρικὴ ποιμαντικὴ ἐν τοῖς ἀσκητικοῖς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ό.π., σ. 74. 178. Πρβλ. Roman Cholij, Theodore the Stoudite, The Οrdering of Ηoliness, Oxford University Press, New York 2002, σ. 197: «Theodore had great personal devotion to the eucharist, and he would try to celebrate the Divine Liturgy and communicate every day, whenever liturgical canons would not prohibit it». 179. Βλ. σχετικά Γεωργ. Μαντζαρίδη, μν. έργ., σ. 192. Επίσης, βλ.Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, Περὶ Θεοῦ: Λόγος αἰσθήσεως, Ἱερὸ Κοινόβιο Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας Χαλκιδικῆς, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2004, σ. 95: «Τὰ μέλη μας καὶ οἱ σάρκες μας καὶ τὰ ὀστᾶ μας γίνονται μέλη καὶ σάρκες καὶ ὀστᾶ τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦμε τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ἀναλαμβάνει τὴν δική μας ζωή. Ὅπως ἕνας εἶναι ὁ ἄ ρτος ποὺ βάζομε εἰς τὸ ἅγιον ἀρτοφόριον, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ ἄρτος τὸν ὁποῖον ἀποθέτομεν εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν Χριστὸν καὶ μεταξύ μας γινόμεθα ἕνα· γινόμεθα ἕνας Χριστός». 180. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 271. 102
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
γερσης και ζωοποίησης της ανθρώπινης φύσης από την αμαρτία, ολοκληρώνεται όχι μόνο με το άνοιγμα των θυρών του Παραδείσου αλλά και με τη συμμετοχή στην απόλαυση του Ξύλου της Ζωής, δηλαδή στην Κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χριστού 181. Με τον τρόπο αυτό ενστερνιζόμαστε το «φίλτρον τοῦ Χριστοῦ » 182, καθώς ανταγαπούμε Αυτόν που μας αγάπησε πρώτος, πεθαίνοντας γι’ Αυτόν ως προς τις ηδονές και την αμαρτία. Ως προς τις προϋποθέσεις συμμετοχής στη Θεία Ευχαριστία ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης ορίζει ότι οι μοναχοί οφείλουν, «ὅσον ἐνδέχεται», να καθαρίζουν τον εσωτερικό τους κόσμο, για να είναι προετοιμασμένοι για τη συμμετοχή τους στο φρικτό αυτό μυστήριο 183. Κάθε φορά που σημαίνει για τη θεία Λειτουργία, οι μοναχοί, ακόμη κι αν έχουν διακονήματα, πρέπει να θέτουν ως προτεραιότητα το «δῶρον» και όχι το «ἐ ργόχειρον» 184. Εξάλλου, αυτή η συνεχής προετοιμασία, αλλά και η λειτουργική προτεραιότητα και ετοιμότητα κάθε μοναχού 185, αποδεικνύει την πραγματική του 181. Ό.π., σ. 40. Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης επιπλήττει αυστηρά όσους αμελούν να προσέρχονται στη Θεία Κοινωνία τόσο την ημέρα της Κυριακής όσο και στις καθημερινές εκκλησιαστικές συνάξεις. Βλ. ό.π., σ. 271. 182. Ό.π., σ. 42. 183. Για την ανάγκη της κάθαρσης πριν από τη Θεία Ευχαριστία, κατά τους λόγους του αγίου Θεοδώρου, βλ. Βασ. Τσίγκου, μν. έργ., σσ. 57-59. 184. Ό.π., σ. 272. 185. Ενδεικτικό αυτής της λειτουργικής προτεραιότητας είναι το Τυπικὸν της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Ορμύλιας, όπου ο συγγραφέας του Γέροντας Αιμιλιανός προτάσσει έναντι των άλλων τα εξής: «α. Βαθεῖα ἐσωτερικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωή. Αἱ μοναχαί… εὐ φραίνονται ἰδίως εἰς τὸν ναόν, ὅπου καὶ ἀποκαλυ πτικῶς βιοῦν ἐν τῇ λατρείᾳ τὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις, παράστασις οὖσα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός, εἰς τὸν ὁποῖον εὐφροσύνῃ ἀνεκλαλήτῳ καὶ ἀμετρήτῳ πόθῳ κολλῶνται καὶ γίνονται μέτοχοι τῶν ἰδιοτήτων τῆς θείας Κεφαλῆς» , Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 186. Πρβλ. το Κεφ. 3, που έχει θέμα «Μίμησις Χριστοῦ ἐν τῷ μέτρῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως, κατὰ τὸ ἐπιβάλλον τῇ ἑκάστου κλήσει», στο Κων. Μουρατίδη, «Χριστοκεντρικὴ ποιμαντικὴ ἐν τοῖς ἀσκητικοῖς τοῦ Μ. Βασιλείου», Θεολογία 32 (1961) 76: «Ἡ ἀξία 103
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
θέληση να είναι συνενωμένος με το Νυμφίο του Χριστό και με τους υπόλοιπους αδελφούς του μέσα σε αμιγώς υπαρξιακά και οντολογικά πλαίσια. Διαφορετικά, η αδιαφορία και η αμέλεια «το ῦ μὴ κοινωνεῖ
ν» αποτελεί,
κατά τον ιερό συγγραφέα μας, άλωση της ψυχής των μοναχών από τα πάθη 186. Έτσι, αμέλεια της συνάφειας με το Χριστό, «τοῦ Χριστῷ συνεῖναι», είναι ταυτόχρονα και άρνηση της συνοδοιπορίας με τους συντρεφόμενους από το ίδιο Σώμα και Αίμα του Χριστού αδελφούς. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε σε μία θέση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πλήρως τη σύσφιξη των μελών της αδελφότητας που συντρέφονται από το ίδιο Ποτήριο. Η συζυγική αγάπη, αν και αποτελεί ανώτατη βαθμίδα κοσμικής αγάπης, ενώνει τα δύο μέλη «εἰς σάρκα μίαν», αλλά όχι και «εἰς πνεῦμα ἕ ν». Αντίθετα, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας δεν προσκολλόμαστε μόνο αλλά και ανακιρνόμαστε με το Σώμα του Χριστού, γινόμενοι ένα σώμα αλλά και ένα πνεύμα μαζί Του 187. Αυτή η σύγκραση των κοινωνούντων με το Χριστό αλλά και μεταξύ τους είναι το οντολογικό μυστήριο της αγάπης που επιτελείται μόνο «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Είναι μια κατάσταση χάριτος, υιοθεσίας και πνευματικής συγγένειας που δεν σβήνει και δεν αλλοιώνεται από ανθρώπινες συμβάσεις. Ο άγιος Θεόδωρος ονομάζει την κατάσταση αυτή συναρμολόγηση «ἐν μι ᾷ συμπνοίᾳ τοῦ πνεύματος ὡς ἕν τι σῶμα Χριστοῦ» 188. Εφόσον, λοιπόν, μετέχουν όλοι ισότιμα των ιδιωμάτων της συμμετοχὴ τοῦ μοναχοῦ εἰς τὸ μυστήριον τῆς θείας εὐχαριστίας συνιστᾷ τὴν βεβαιοτέραν ἀπόδειξιν τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου συσταυρώσεως καὶ τῆς ἀποφάσεως αὐτοῦ νὰ ἀφιερώσῃ τελείως τὸν ἐπίγειον βίον αὐτοῦ ἐν ἀγάπῃ πρὸς τὸν Κύριον». 186. «Τῇ γὰρ ἀδιαφορίᾳ τοῦ μὴ κοινωνεῖν, πῶς ἂν οὐχ ἁλωσόμεθα τοῖς πάθεσι;», Μικρὰ Κατήχησις, σ. 272. 187. Βλ. Γεωργ. Μαντζαρίδη, μν. έργ., σσ. 190-191. 188. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 109. Αλλά και αλλού λέγεται: «Οὕτως οὖν καὶ ἐφ’ ὑμῖν ὁρᾶται καὶ γνωρίζεται· σῶμα γὰρ ἐστὲ Χριστοῦ καὶ μέλη, ἐκ μέρους συναρμολογούμενοι καὶ συμβιβαζόμενοι τῇ συναφείᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», ό.π., σσ. 359-360. Α΄ Κορ. 12, 27. 104
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
κεφαλής της Εκκλησίας, είναι και μεταξύ τους γνήσιοι αδελφοί, ομόγνωμοι και ισόψυχοι. Τουλάχιστον, κατά το Στουδίτη, οι μοναχοί οφείλουν να έχουν αυτή τη χαρισματική, αδελφική κατάσταση ως πρότυπο μέσα στον καθημερινό τους αγώνα «ἄμαχοι καὶ ἀφιλένδεικτοι διαμένοντες, χαίροντες καὶ συγχαίροντες τῇ ἀλλήλων εὐδοκιμήσει» 189. Πρακτικά, συμβουλεύει ο ιερός συγγραφέας μας, η αδελφότητα συσφίγγεται, όταν ο κάθε μοναχός συναισθανθεί ότι είναι μέλος του ίδιου σώματος και οικειοποιηθεί, φροντίσει και αγαπήσει το συμμοναστή του με κάθε τρόπο· «οὕτω γὰρ χαίρει Κύριος καὶ ἡμεῖς οἱ ἁ μαρτωλοί· οὕτω καὶ ἑαυτόν τις βελτιώτερον καὶ ἐνθεέστερον ἀπεργάζεται διὰ τῆς πρὸς τὸν πέλας, ᾶλλον μ
δὲ
πρὸς
τὸ
οἰκεῖ ον
μέλος
συναντιλήψεως ὶ κα
ἐπικουρήσεως» 190. Το οικοδόμημα της αδελφότητας χτίζεται με την αγάπη 191 που δείχνει ο καθένας στο διπλανό του, για τον κόπο που επιδεικνύει για την άνεση του πλησίον. Ο κόπος δεν χρειάζεται να είναι μεγαλύτερος από τις δυνάμεις του ανθρώπου, γιατί έτσι θα αμελήσει και αυτά που μπορεί να πράξει και δεν θα συντελεί πλέον στο κοινό συμφέρον. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι κόποι και το μεγαλείο της αγάπης των μοναχών δεν αφορούν μόνο τα ζωντανά μέλη της αδελφότητας αλλά και τα κεκοιμημένα, ώστε όλοι μαζί δοξάζουν το Θεό που κυριεύει ζώντες και νεκρούς 192. Αυτή η θεώρηση συνόλου της αδελφότητας θέτει τον αγώνα του 189. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 109. Όμοια, βλ. ό.π., σ. 32: «δότεἀλλήλοις δι’ ἀγάπην ἑαυτούς, χαίρετε τῇ ἀλλήλων εὐδοκιμήσει, λυπεῖσθε ἐπὶ τῇ τοῦ πέλας καταπτώσει». Ό.π., σ. 150: «ἐν μετριοφροσύνῃ πρὸς ἀλλήλους διεξέρχεσθαι, ἐν ἀγάπῃ ἀπαρρησιάστῳ μετ’ ἀλλήλων συνανακίρνασθαι». Ό.π., σ. 161: «Ἐὰ ν τοίνυν οὕτως ἐσμὲν καὶ εἰς ἀλλήλους συγκιρνώμεθα καὶ πρὸς ἀλλήλους δεσμούμεθα τῇ ἑνώσει τῆς ἀγάπης, προκόψομεν μᾶλλον καὶ μᾶλλον καὶ ὁ Θεὸς δοξασθήσεται ἐν τῷ ἔργῳ ἡμῶν». 190. Ό.π., σ. 363. 191. Βλ. Α΄ Κορ. 8, 2: «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». 192. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 59. Ας μη λησμονούμε, επίσης, ότι μέσα στο Ποτήριο της αγίας Αναφοράς τίθενται τόσο οι μερίδες των ζώντων όσο και των κεκοιμημένων. Βλ. σχετικά σχόλια του Γέροντος Αιμιλιανού: «Τί γίνεται ἑπομένως ὅταν κάνωμε λε105
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
μοναχού σε οντολογικά πλαίσια 193, όπου η ζωή και ο θάνατος είναι η νυχθήμερη βιοπάλη του· κερδίζει τη ζωή νικώντας το θάνατο, επειδή ακριβώς ελπίζει όχι σε μάταια ή θεωρητικά πράγματα αλλά στην οντολογία της πραγματικής ζωής, που φυτεύεται με κόπο και πόνο από την παρούσα ζωή και δρέπεται με ανάπαυση και αγαλλίαση στην αιώνια. Μία άλλη θέση του Στουδίτη, λιτή σε έκταση αλλά πλούσια σε περιεχόμενο, είναι η εξής: «Ἐκ τοῦ πλησίον ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» 194. Στη φράιτουργία; Κάνομε μίαν δεξίωση, ἕνα δεῖπνο. Καλοῦμε ὡς συνδαιτυμόνες τοὺςἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, καλοῦμε τὸν πατέρα μας τὸν κεκοιμημένο, τὸν παπποῦ μας, τὸν προπάππο μας, τὰ πρ όσωπά μας τὰ ἀγαπητὰ ποὺ ἔφυγαν, καλοῦ με τοὺς ἀ γγέλους. Καὶ ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς παραθέτει τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του», Περὶ Θεοῦ: Λόγος αἰσθήσεως , ό.π., σ. 95, και τοῦ ἰδίου, Κατηχήσεις καὶ Λόγοι 4, Θεία Λατρεία, Προσδοκία καὶ Ὅρασις Θεοῦ , ἔ κδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας, Ὀρμύλια 2001, σ. 132: «Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι πηγαίνομε στὴν λατρεία πάντοτε συσσωματωμένοι μὲ ὅλους τοὺς πιστούς, τοὺς ζῶντας καὶ τοὺς κεκοιμημένους, μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν. Ὡς ἐκ τούτου θὰ προσευχηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτόν μου· ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκκλησία, οἱ ἄλλοι, εἶναι ἐπίσης ὁ ἑαυτός μου, ἐφ’ ὅσον συναπαρτίζω μαζί τουςἓ ν ἑνιαῖον σῶμα, τὸ πνευματικὸν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον δὲν εἴμεθα σώματα, ἐγὼ καὶ ἐκεῖνοι, ἀλλὰ ἓν σῶμα ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ». 193. Βλ. Δευτ. 30, 15: «Ἰδοὺ δέδωκα πρὸ προσώπου σου σήμερον τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον». 194. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 117. Προφανώς εδώ ο άγιος Θεόδωρος κάνει χρήση του γνωστού ασκητικού χωρίου του Μεγάλου Αντωνίου, πράγμα που δείχνει ότι ήταν εγκρατής της μέχρι τότε ασκητικής γραμματείας. Βλ. Ἀποφθέγματα Γερόντων, τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου 9, PG 65, 77B. Πρβλ., επίσης, από την Ὑποτύπωσιν του Οσίου Χριστοδούλου του εν Πάτμω: «καὶ ἦτο ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον τὸ πᾶν», Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου, Ἀκολουθία Ἱερὰ τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ Κτίτορος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, Πάτμος 1990, σ. 100. Βλ. και από τις επιστολές του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως: «Ὅταν εὐφραίνῃς τὴν καρδίαν τοῦ πλησίον σου, πολλῷ μᾶλλον τῆς ἀδελφῆς, τῆς στερηθείσης τῶν πάντων καὶ ἀπεκδεχομένης παρὰ σοῦ μόνης πνευματικὴν εὐφροσύνην, τότε ἔσο βεβαία, ὅτι εὐαρεστεῖς τῷ Θεῷ, πολλῷ μᾶλλον ἢ ἐὰν μακρὰς ποιῇς προσευχὰς καὶ 106
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ση αυτή συγκεφαλαιώνονται όσα εκθέσαμε παραπάνω, καθώς τελικά ο πλησίον είναι για τη μοναχική ζωή ο καταλυτικός παράγοντας της τελείωσης αυτής της πορείας ζωής 195. Έτσι, οι μοναχοί χαρακτηρίζονται από το μεγάλας νηστείας», Ἀρχιμ. Γεωργίου, μν. έργ., σ. 156. Πρβλ. Archim. Kallistos Ware, «The monastic life as a sacrament of love», Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 2 (1981) 690: «From our neighbour is life and from our neighbour is death, states St. Antony of Egypt (251-356)… Created according to the image of God the Trinity, the human animal becomes truly personal only by relating to others, by making his own the joys and sorrows of others, by seeing through their eyes and feeling with their heart». Πρβλ. Harry Boosalis, Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωὴ κατὰ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 185: «μόνο μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ὁ ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν ἐμπειρία τῆς ὀντολογικῆς ἑνότητας ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους». Βλ. και Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἡ ζωή Του ζωή μου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 175: «Ἐὰν ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὀντολογικὰ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἕνα, τότε, χάρη σ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα τῆς φύσεως, θὰ στραφοῦμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας σὰν τμῆμα τῆς ὑπάρξεώς μας». 195. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι στον ορθόδοξο ανατολικό μοναχισμό δεν επικράτησε το πνεύμα της ιεραποστολής και κοινωνικής δράσης, όπως έγινε στη Δύση με τα μοναχικά τάγματα. Ο ορθόδοξος μοναχός ζει «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», στον οποίο και βρί σκει πληρότητα. Ιδιαίτερα, ολοκληρώνεται ως πρόσωπο (υποστατική αρχή) στην προσευχή «ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου». Περισσότερα βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ό.π., σσ. 511-513. Δεν αρνείται, βέβαια, να περιθάλψει, όποτε χρειαστεί, τις σωματικές ανάγκες όποιου ανθρώπου ζητήσει βοήθεια από τη μονή, καθώς και εφόσον αυτό επιτρέπεται από το Τυπικὸν ή την Ὑποτύπωσιν του κτίτορος της κάθε μονής. Ο άγιος Θεόδωρος αναφέρεται σε «διαθήκες» μονών που ανοίγουν την πύλη τους στον «ἐπιδεόμενον πτωχὸν » και ο ίδιος σχολιάζει: «εἰσδέξομαι πάντα τὸν ἐρχόμενον (οὐκ ἐγώ, ἀλλ’ ὁ ἐντειλάμενος Θεός, ἔπειτα καὶ αὐτοὶ μετ’ ἐμοῦ· ἓν γάρ ἐσμεν οἱ πάντες), τὸν γυμνὸν ἐνδιδύσκων καὶ τὸν ψυχούμενον θάλπων, τὸν ἀνυπόδετον ὑποδύων καὶ τὸν ἄστεγον εἰσάγων καὶ τὸν πεινῶντα τρέφων καὶ τὸν διψῶντα ποτίζων», Μεγάλη Κατήχησις, σ. 135. Βλ. και Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, Βυζάντιον ἕνας κόσμος πνεύματος καὶ ἀγάπης, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1967, σ. 88: «Παραλλήλως [ἡ μον ὴ Στουδίου] ἀπετέλεσε πρότυπον φιλανθρωπικὸν κέντρον, χάρις εἰς τὴν φωτεινὴν ἀντίληψιν καὶ τὰς ἀκαταπονήτους προσπαθείας τοῦ ἡγουμένου της. Ἦτο ἄσυλον ἀνοικτὸν εἰς ὅλους τοὺς πε νομένους. Ἡ φιλοξενία ἦτο βασικὴ ἀρχὴ τοῦ 107
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
συγγραφέα μας ως «δρομεῖς τοῦ μεγάλου βασιλέως» ή καλύτερα «μαθητές» που κοινό τους ιδίωμα οφείλουν να έχουν την αγάπη 196. «Καὶ ἐν τῇ ἀγάπῃ μένοντες στέργετε τὰ εἰς ἀλλήλους, τὰς προτιμήσεις λέγω καὶ κανονισμοῦ τῆς μονῆς». Την ερμηνεία αυτή του αγίου Θεοδώρου σχετικά με την περίθαλψη των πτωχών συνεχίζουν και άλλα Κωνσταντινουπολίτικα Τυπικὰ μονών, όπως της Εὐεργέτιδος και της Κεχαριτωμένης, όπου αναφέρονται η καθημερινή διανομή τροφής αλλά και η φιλοξενία ξένων στο ξενοδοχείο και ασθενών στο νοσοκομείο της κάθε μονής. Βλ. Paul Gautier, Le Typikon De la Théotokos Évergétis, Institut français d’ Études byzantines, Paris 1982, σσ. 81-82, και του ιδίου, Le Typikon de la Théotokos Kécharitôménè, Institut français d’ Études byzantines, Paris 1985, σ. 111. Περισσότερες πληροφορίες βλ. στο κεφάλαιο «Ἡ φιλανθρωπία στ ὰ βυζαντινὰ μοναστήρια βάσει τῶν διασωθέντων Τυπικῶν», στο Μοναχῆς Θεοτέκνης, Ἡ θέση τῆς μοναχῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 20042, σσ. 84-86. Επίσης, ειδικότερα για την περίθαλψη ασθενών σε νοσοκομεία κοινοβιακών μονών βλ. το αντίστοιχο κεφάλαιο «Νοσοκομε ῖα καὶ κοινοβιακὰ μοναστήρια» στοTimothy Miller, Ἡ Γέννησις τοῦ νοσοκομείου στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία , ἀπόδοσις στὰ ἑλληνικὰ Ν. Κελερμένος, ἐκδ. Βῆτα (Ἰατρικὲς ἐκδόσεις), Ἀθήνα 1998, σσ. 173-179. Για τη Δύση και το τυπικό φιλοξενίας των επισκεπτών του κοινοβίου βλ. Φωτ. Ἰωαννίδη, μν. έργ., σσ. 210-211. Για το ιεραποστολικό έργο των μοναχών παραθέτουμε και το σχόλιο του Γέροντος Αιμιλιανού από τον Κανονισμὸν της Ιεράς Μονής Ορμύλιας: «Πᾶσα διακονία ὑπὸ τοῦ κοινοβίου, πᾶν ἐπιτελούμενον κοινωνικὸν καὶ ἱεραποστολικὸν ἔργον θὰ εἶναι, πόρρω πάσηςἀτομικῆς προβολῆς, ταπεινὴ καὶ ἀνιδιοτελὴς θυσία, μὲ τὴν ἔννοιαν συμμετοχῆς εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὰς ἀνάγκας τοῦ Κυριακοῦ σώματος, μοναχῶν, ἐν μηδενὶ καυχωμένων, εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν τῷ περιφέρειν ἐν τῷ σώματι τὴν Αὐτοῦ νέκρωσιν», Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 206. Ακόμη, για το ίδιο θέμα βλ. Μοναχοῦ Θεοδωρήτου, Μοναχισμὸς καὶ αἵρεσις, Ἀθῆναι 1977, σσ. 86-94, όπου το αντίστοιχο κεφάλαιο «Μοναχισμὸς καὶ Ἱεραποστολή». Από μια άλλη σκοπιά ο π. Κάλλιστος Ware ερμηνεύει την πνευματική μοναχική πατρότητα ως παραδοσιακή διακονία και «φιλοξενία» των μοναχών προς τον κόσμο της εποχής τους, στο Archim. Kallistos Ware, μν. έργ., σ. 692. 196. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 166. Βλ. επίσης Μικρὰ Κατήχησις, σ. 303: «“Ἐν τούτῳ, φησί, γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις”… Ὁρᾶτε οἷον τὸ ὕψος τῆς ἀγάπης; Ὡς βασίλισσά ἐστι πάντων τῶν τοῦ Πνεύματος χαρισμάτων ὑπερανεστῶσα, ἥτις οὐδὲ ἐκπίπτειν ποτὲ δύναιτ’ ἄν· οἱ δὲ σημειουργοὶ ἔστιν ὅτε ἐκπίπτουσιν». 108
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
προχειρίσεις εἴτε διακονιῶν, εἴτε ἐργοχείρων, εἴτε στάσεων καὶ τάξεων. Καὶ ἀπέστω φθόνος καὶ ἀποσκορακιζέσθω θυμὸς καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα τὰ τῶν πλησίον εὐδοκιμήματα ἰδιοποιούμενοι καὶ χαίροντες ταῖς ἀλλήλων προκοπαῖς» 197. Είναι βέβαιο ότι η αγάπη και η χαρά του μοναχού για την προκοπή του συμμοναστή του επιστρέφει στο δικό του πρόσωπο. Άρα στο κοινόβιο η αγάπη των αδελφών απομακρύνει τις ιδιαιτερότητες, τις διαφορές και τις ατομικές δόξες και εγκαθιστά την κοινότητα του ἀ« γαπ ᾷν καὶ ἀνταγαπᾶσθαι» 198. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η αγάπη προς τους αδελφούς είναι διακριτική, μεμετρημένη και ισότιμη προς όλους 199. 197. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 166-167. Ἰακ. 3, 16. 198. «…χάρις τῷ οὕτως ἡμᾶς συνάψαντι Θεῷ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπᾷν καὶ ἀνταγαπᾶσθαι, στέργειν κα ὶ ἀντιστέργεσθαι… συγχαί ρωμεν ἀλλήλοις… ὅτι ἐξ ἀγάπης καὶ πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον, οἴσωμεν μακροθύμως τὴν παιδείαν», Μικρὰ Κατήχησις, σ. 343. 199. «…ἀπορρίψωμεν πόρρω ἀπὸ καρδίας τὰς σαρκικὰς καὶ φιληδόνους σχέσεις, οὐ λέγω ἀπὸ τῶν ἔξω μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν ἔνδοθεν καὶ ἐν ἡμῖν αὐτοῖς, ἤγουν τοῦ μὴ ἔχειν πρὸς τὸν ἕτερον παρὰ τὸν ἄλλον ἀδελφὸν πλείονα τὴν ἀγάπην», Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 289-290. «Ἐπειδὴ δὲ ὀφειλέται πάντως εἰσὶ τοῦ ἀλλήλους ἀγαπᾷν τῷ ἴσῳ μέτρῳ τῆς διαθέσεως, ἀδίκημά ἐστιν ἐν συνοδίᾳ εὑρεθῆναι ἰδιαζούσας τινὰς φατρίας καὶ συσκηνίας. Ὁ γὰρ τὸν ἕνα ὑπὲρ τοὺς ἄλλους ἀγαπῶν κατηγορεῖ ἑαυτοῦ, ὡς ἐν τοῖς ἄλλοις μὴ ἔχων τὴν τελείαν ἀγάπην... Ὥσπερ οὖν ὁ Θεὸς κοινὴν δίδωσι πᾶσι τοῦ φωτὸς τὴν μετουσίαν, οὕτω καὶ οἱ μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ κοινήν τε καὶ ὁμότιμον τὴν τῆς ἀγάπης ἀκτῖνα ἐπὶ πάντας φερέτωσαν», Μεγάλου Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικὸς 2, PG 31, 885AB. Το ίδιο σχολιάζεται και στον Κανονισμὸν της Ορμύλιας: «Τεκμήριον τῆς γνησιότητας τῶν ἀδελφῶν εἶναι ἡ πρὸς τὰς ἄλλας ἀγάπη, τὴν ὁποίαν ὑπὲρ πάντα ζητεῖ ὁ Κύριος... Ἀποκλείονται δὲ πᾶσα ἰδιαιτέρα, ἀποκλειστικὴ ἢ ἀπομονουμένη φιλία, ἢ προστατευτικὸν ἐνδιαφέρον ἢ ὑπεράσπισις καὶ συνηγορία ὑπὲρ ἑτέρου προσώπου, διότι ταῦτα σκοτίζουν τὸν νοῦν, ἐξαρθρώνουν τὴν βούλησιν, ρυτιδώνουν τὴν ψυχήν, σπείρουν ζιζάνια εἰς τὴν ἀδελφότητα», Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 206. Επίσης, ο Γρηγοριάτης Γέροντας Γεώργιος Καψάνης γράφει για τον άγιο Νεκτάριο: Ὁ « ἴδιος ὁμολογεῖ ὅτι ἀγαπᾷ τὶς μοναχὲς γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ζητεῖ ἀπὸ αὐτὲς νὰ τὸν ἀγαποῦν γιὰ τὸν Χριστό. Θλίβεται δὲ βαθύτατα, ὅταν διαβλέπῃ ἄλλου εἴδους ἀγάπη νὰ 109
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
6. Ενότητα - Κοινωνία παθημάτων Το ιδανικό των ανθρώπων που ζούν «ἐπὶ τὸ αὐ τό», κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, και χαίρονται τη σωτηρία της ψυχής τους 200, είναι «ἡ εἰς Θεὸν ἱερὰ καὶ ζωόπυρος ἀ γάπη», που πρέπει να διαχέεται ανάμεσά τους «ἄφθονος καὶ ἀ παρρησίαστος» 201. Όταν το κοινόβιο, λοιπόν, στρέφεται με αγάπη προς το Θεό, δημιουργεί μια αγαπητική κοινωνία προσώπων τα οποία αυτόματα θέτουν μέσα από την κοινή ζωή τους και κοινούς στόχους, όπως: α) αποφυγή της ατομικής επιθυμίας και φιλοδοξίας που οδηγούν στην «πολυπάθεια», β) ανυπόκριτη υπακοή και χριστομίμητη ταπείνωση και γ) ανόθευτη υποταγή και ειλικρινή πίστη στον καθηγούμενο. Με αυτούς τους τρόπους αποβάλλεται η ιδιορρυθμία, η φιλοπρωτία, η μεμψιμοιρία, η φιλοδοξία. Αποφεύγονται, ακόμη, η οίηση και η προβολή των πιο χαρισματικών που εξασκούν λεπτές και εξειδικευμένες τέχνες, όπως καλλιγραφία, κεντητική, υφαντική, χαλκευτική. Τα χαρίσματα, κατά τον άγιο Θεόδωρο, δίνονται δωρεάν για την υπηρεσία του σώματος της αδελφότητας και όχι για την προσωπική προβολή και υπερηφάνεια του χαρισματούχου. Γι’ αυτό και επιθυμεί να βλέπει τους μοναχούς ἐπ « ὶ ἴσοις ὅροις» μέσα στο αθλητικό και μαρτυρικό στάδιο του κοινοβίου, σαν μέλισσες που τρυγούν τις αρετές σε έναν κοινό κόπο μέσα από την ιδιαίτερη διακονία του
αἰχμαλωτίζῃ τὴν ψυχὴ κάποιας μοναχῆς», μν. έργ., σ. 158. Επίσης, πρβλ. Φωτ. Ἰωαννίδη, Ἡ ἀσκητικὴ γραμματεία τῆς Δύσης μέχρι τὸν ΣΤ΄ αἰώνα, (πανεπιστημιακὲς σημειώσεις), Θεσσαλονίκη 2000, σ. 42: «Ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη ἐξασφαλίζει τὴν ἀλληλεγγύη μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν καὶ “τὴν κοινὴν συμφωνίαν”. Ἡ ὁμαλότητα αὐτῆς τῆς σχέσης καὶ τὸ ἰσορροπημένο μέτρο στοχεύουν στὴν ἀποφυγὴ προσωποληψιῶν, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ εἶναι ξένες πρὸς τὸ κοινοβιακὸ πνεῦμα». 200. Το κοινόβιο, κατά τον άγιο Θεόδωρο, είναι: «ὡς ἐν ἡμῖν τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ (οὐδὲν γὰρ ψυχῆς σῳζομένης χαριέστερον)», Μεγάλη Κατήχησις, σ. 470. 201. Ό.π. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 218: «Ἀγαπήσατε ἀλλήλους ἀπαρρησιάστως». 110
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ο καθένας 202. Για πληρέστερη κατανόηση της έννοιας της «ὁμοφρονίας» και «ὁμογνωμίας» των μοναχών που αποτελούν την αδελφότητα ο άγιος Θεόδωρος προσφεύγει στον απόστολο Παύλο, ο οποίος παρομοιάζει την Εκκλησία με σώμα που ζει και κινείται εύρυθμα χάρη στην ομαλή λειτουργία των μελών του: «Πάντες ἓν σῶμα ὄντες ἀλλήλους ἀντιδιδῶμεν τὰ ς οἰκείας ἐ νεργείας καὶ εἰς ἀλλήλους περιχωροῦσι ὰτ
ἑκάστου πρὸς
ἕκαστον χαρίσματα, ὡς ἐπὶ τῶν μελῶν ἔστιν ἰδεῖν τοῦ σώματος». Έτσι, η εκκλησιαστική σύναξη είναι το σώμα των ισότιμων και ομότιμων μελών, μέσα στο οποίο περιχωρούνται τα χαρίσματα του καθενός προς κοινή ωφέλεια και ανάπτυξη όλων των μελών του σώματος. Το σώμα της αδελφότητας πρέπει να μιμείται την εύτακτη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος, όπου το στόμα δεν επαναστατεί κατά των ποδιών ούτε τα μάτια κατά των χεριών, και γενικά τα υπερέχοντα μέλη δεν στασιάζουν εναντίον των «ὑφιζανόντων», αλλά όλα επιτελούν «τὸ κατὰ χρέος» και συνδράμουν ισότιμα το όλο σώμα «πρὸς τὴν κατὰ χρείαν κίνησιν». Στο σημείο αυτό ο ιερός πατήρ συμπληρώνει επεξηγηματικά: «Διό, ἰε καὶ χείρ εἰμι, οὐκ ἠλάττωμαι συνδοξάζεσθαι τῷ ὀφθαλμῷ μου· οὐδέ, ἰε πούς εἰμι, ἀποκέκριμαι τοῦ κλήρου τῆς τιμῆς τῶν χειλέων μου· ὁ αὐτὸς γάρ εἰμι ἐν πᾶσι, καὶ τιμώμενος καὶ δυσφημούμενος». Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης θεωρεί ίση την τιμή και τη δόξα ανάμεσα στα μέλη της αδελφότητας203. 202. Ό.π., σσ. 470-472. 203. Ρωμ. 12, 4-6: «Καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ’ εἷς ἀλλήλων μέλη». Α΄ Κορ. 12, 27: «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μ έρους». Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 463-464. Βλ. και Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος ΚΔ΄, PG 31, 981C-984B. Πρβλ. Roman Cholij, μν. έργ., σσ. 199-200: «The Pauline idea of the church as the undivided body of Christ is fundamental to Theodore’s ecclesiology… Theodore’s theology of coenobitic monasticism was also 111
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Από την άλλη, η ομοφρονία μεταξύ των μοναχών εισάγει στην αδελφότητα την ευπείθεια και την ευταξία 204. Αυτό διαπιστώνεται στην καθημερινή λειτουργική διακονία των αδελφών: «Ἡ κεφαλὴ ὡς κεφαλὴ σκοπείτω καὶ βλεπέτω τὰ συμφέροντα τοῖς μέλεσιν· ὁ πρῶτος, ὧν ἐστι πρῶτος· ὁ οἰκονόμος, οὓς οἱκονομεῖ· ἕκαστος τῶν διακονούντων, οὓς διακονεῖ» 205. Εάν, λοιπόν, γνωρίζει ο καθένας τη διακονία 206 που πρέπει να προσφέρει και την επιτελεί με καθαρή συνείδηση, προσευχή, διάκριση, προθυμία και ταπεινοφροσύνη, οδηγούν όλοι μαζί την αδελφότητα σε ομόνοια και αυτοβουλία 207. Γι’ αυτό και δεν παραλείπει ο άγιος να υπενθυμίζει τη θέση των διοικητών αλλά και των διοικουμένων μέσα στο κοινόβιο, ώστε να επιβραβεύεται ένα μέλος από την εργασία του άλλου: «Γινώσκετε νόμους ὑποτάξεως οἱ ὑποτασσόμενοι καὶ νόμους ὑποτάξεως οἱ ἄρχοντες, τῇ προθέ-
founded on this idea of being one body. His conception of the koinobion as a microcosm of the church, as a body with Christ as its head, represented by the hegoumenos, was inspired by St Basil the Great, the Monastic Constitutions and Dorotheos of Gaza. More directly, it was inspired by Scripture itself». Πρβλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντικὴ διακονία κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ό.π., σ. 115: «Ἡ Ἐκκλησία εἰς ὅλα τὰ ἐπίπεδα αὐτῆς ζῇ ὡς Σύνοδος, ἤτοι κοινωνία προσώπων ἐλευθέρως συναγομένων ἐν Χριστῷ καὶ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ, ἵνα προσφέρουν ἕκαστος τὸ χάρισμα αὐτοῦ πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος ἐν ἀγάπῃ». Επίσης, για το ίδιο θέμα βλ. Βασ. Τσίγκου, μν. έργ., σσ. 41-42, όπως και για το ευρύτερο θέμα της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού» βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μετάφραση Ἰ. Κ. Παπαδόπουλος, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 3738, και Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984, σσ. 83-126. 204. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 476. 205. Ό.π., σ. 224. 206. Σε μία μοναστική αδελφότητα υπάρχουν κελλαρίτες, οψοποιοί, τραπεζάριοι, μάγκιπες, κηπουροί, αμπελουργοί, γεωργοί, κανονάρχες, καλλιγράφοι, ψάλτες, διαβαστές και πολλοί άλλοι. Περί των διακονιών της στουδιτικής αδελφότητας βλ. αναλυτικά ό.π., σσ. 207, 224-225, 400-401, 474. 207. Ό.π., σ. 225. 112
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
σει κάτωὄντες οἱ πρῶτοι καὶ εὐσπ λαγχνίᾳ καὶ ἀγάπῃ φερόμενοι, ἵν’ ἕλκωνται φυσικῶς πως ὡς ὑπὸ σιδήρου οἱ καλο ὶ ἀδελφοὶ ἡμῶν» 208. Σε άλλη κατήχηση, επίσης, αναφερόμενος στους πρώτους της αδελφότητας, συμβουλεύει
να
μην
προστάσσουν
εξουσιαστικά ἐκ κελεύσεως «
αὐθεντικῆς καὶ ἐξουσίας ἀσυμπαθοῦς καὶ ἀδιακρίτου», αλλά με αγαπητική φειδώ και δεδοκιμασμένο φρόνημα. Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύουν ότι η εκλογή τους στη διακονική αυτή θέση συνάδει με τα κριτήρια της καινοδιαθηκικής εκλογής των διακόνων ως ανδρών που ήταν «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας». Έτσι, κά θε αδελφός οφείλει να μένει πιστός στη θέση της διακονίας που του έλαχε, χωρίς να επεμβαίνει σε άλλη διακονία, χωρίς να επαναστατεί και χωρίς να ερευνά «τ ὰ παρ ’ ἀξίαν» της εργασίας των άλλων αδελφών209. Σύμφωνα με τον άγιο Θέοδωρο, το κοινοβιακό σύστημα επιτυγχάνει την αποστολή του, όταν εκπληρώνονται οι ευκτικοί Κυριακοί λόγοι της προσευχής στη Γεθσημανή: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» 210. Το αίτημα του Χριστού για ενότητα, ως δεδομένη προβολή της ενδοτριαδικής ζωής και ζητούμενη επικράτηση στη στρατευόμενη εκκλησία, οδηγεί τον ιερό μας συγγραφέα στη σκέψη να το παρομοιάσει με Παράδεισο, αγγελική ζωή 211, αληθινή κοινοβιακή αδελφότητα 212. Εάν, δηλαδή, η αδελφότητα αποκτήσει «ἓν θέλημα καὶ ἓν ἐπ ιθύμημα, ὡς ἐξ ἑνὸ ς καὶ ἐν ἑνὶ σώματι ἐνεργούμενον », εάν με τόλμη και ευψυχία συναναστρέφεται και αντιμετωπίζει τα πνευματικά και σωματικά έργα ως «μία ψυχὴ» και «εἷς ἀνήρ», εάν «περιχωρεῖται» ο ένας μέσα στον άλλο «κατὰ τὸν τῆς ἀγάπης τρόπον», τότε κάνουμε λόγο για αληθινό κοινοβιακό σύστημα, για αληθινή Εκκλησία, που πραγματικά 208. Ό.π., σ. 218. 209. Πράξ. 6, 3. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 476. 210. Ἰωάν. 17, 21. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 208. 211. Βλ. ό.π., σ. 201, αλλά και σσ. 182-183, όπου το κοινόβιο παρομοιάζεται με «ἄλλη Ἐδὲμ» και το επίπεδο της ζωής κρίνεται αγγελικό. 212. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 199. 113
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
μπορεί να επιδείξει ως κεφαλή της το Χριστό 213. Εμπόδιο, κατά τον ιερό μας συγγραφέα, στην επίτευξη της ενότητας και αποκάλυψης της ουράνιας ενότητας μέσα στην αδελφότητα είναι το «ἴδιον θέλημα». Για να υπάρξει σύμπνοια και συγκρότηση δεν πρέπει οι αδελφοί να έχουν διαιρετικές και διαζευκτικές υποθέσεις μεταξύ τους, όπως είναι «ἰδιογνωμοσύνης μέρη καὶ σχέσεις, σαρκικα ὶ φιλίαι, συγγενικαὶ
ἀκολουθίαι», ἑτεροθελία, «
ἰδιογνωμία,
αὐτορρυθμία
,
ἐθελοθρησκεία… γογγυσμός, ψιθυρισμός, φατριασμός… ἀργία, ὀλιγωρία, αὐθάδεια, ὑπερηφανία» 214. Αντίθετα, όταν οι αδελφοί συναμιλλώνται μεταξύ τους ως προς τα έργα της αρετής και τα ασκητικά κατορθώματα, επιδεικνύμενοι ζήλο και προθυμία, αποταγή και υποταγή, υπομονή και επιμονή, νήψη και εγκράτεια, απαρρησίαστη και αδιάκριτη αγάπη προς όλους, τότε επιτυγχάνουν την κλήση τους. Τότε η κοινοβιακή πολιτεία επαναλαμβάνει το πρωτοχριστιανικό κλίμα της ειρήνης, της αγάπης και της κοινοκτημοσύνης 215, στοχεύοντας, κατά το συγγραφέα μας, σε «μία κληρουχίαν, τὴν βα σιλείαν τῶν οὐρανῶν, τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄνω Ἰερουσαλήμ». Ο «εἷς ἔρως» των μοναχών, ο νυμφίος Χριστός, είναι ο σκοπός, η αρχή και το τέλος κάθε αγωνιζόμενου χριστιανού. Η ενότητα των ανθρώπων μεταξύ τους και με το Χριστό είναι η πορεία της ζωής της Εκκλησίας. Το κοινόβιο διασώζοντας την ενότητα αυτή αποτελεί παράδειγμα και πρότυπο για κάθε εκκλησιαστική σύναξη και κοινωνία 216. Αν, λοιπόν, η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός που ενώνει τόσο σε σωματικό όσο και σε οντολογικό επίπεδο τα μέλη της, τότε οι μοναχοί ζώντας την κοινοβιακή ενότητα είναι τα «νεῦρα καὶ ἑδραιώματά» της217. Την άρρηκτη ενότητα των μελών του κοινοβίου, που έχουν αποταχθεί 213. Μεγάλη Kατήχησις, σσ. 199, 215, 274. 214. Ό.π., σσ. 199, 220. 215. Ό.π., σσ. 220, 209-210. Πράξ. 2, 45-47. 216. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 299. 217. Ό.π., σ. 289. 114
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
κοσμικές συγγένειες και φιλίες και προπάντων το εγωϊστικό θέλημα και έχουν συναφθεί οντολογικά με την κεφαλή της Εκκλησίας και μεταξύ τους, ο άγιος Θεόδωρος την ονομάζει «θείαν ἀνάκρασιν» 218 και «κράσιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος» 219. Κατά ένα μυστηριακό τρόπο ο πατέρας του κοινοβίου που αναγεννά πνευματικά τα παιδιά του ενώνεται μαζί τους, εγκαινίζοντας τις ψυχές τους στο φως του Χριστού. Οι μοναχοί, συγκερασμένοι από την αγάπη του πατρός τους, μεταφέρουν την αγάπη στις μεταξύ τους σχέσεις, ώστε ο σύνδεσμος αυτός της πνευματικής κράσης των ψυχών τους δίνει στην αδελφότητα μία ψυχή, μία διάνοια και ένα θέλημα. «Ἐν τοῖς πᾶσι, μίαν καρδίαν θέλω εἶναι», τονίζει ο ιερός συγγραφέας, καθώς εξοβελίζει από το κοινόβιο την ιδιογνωμία, την αργία και το γογγυσμό. Θέλει τους μοναχούς «ἀλληλοχαρεῖς» και «ἀλληλοφιλεῖς », πλήρεις από τις ιδιότητες της Κεφαλής του ενός σώματος. Το μυστήριο αυτό της περιχώρησης της αγάπης και της ενότητας μεταξύ τους γίνεται μόνο «ἐν Χριστῷ» και «κατὰ μέθεξιν Χριστοῦ» 220. Όσο πλησιάζουν στο κέντρο της αγάπης, που είναι ο Χριστός, τόσο ενώνονται μεταξύ τους, όπως ακριβώς καταλήγουν στο κέντρο οι ακτίνες που ξεκινούν από την περιφέρεια ενός κύκλου 221. 218. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 200. Βλ. και ό.π., σ. 219. 219. Ό.π., σ. 71. 220. Βλ. π. Δημητρίου Στανιλοάε, Θεολογία καὶ Ἐκκλησία , μετάφραση Νῖκος Τσιρώνης, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1989, σ. 194: «Ἡ πιό οὐσιαστική ἕνωση πού ὁ Χριστός ἐπιδιώκει καί πού εἶναι ἡ πιό ἀποφασιστική του συμβολή στήν πραγματοποίηση τῆ ς ἑνώσεως ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, εἶναι ἡ ἕνωση ἡ δική μας μέ τόν Θεό καί ἡ ἕνωση μεταξύ μας. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο δημιουργηθήκαμε κατ’ ἀρχάς. Γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἕνωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός πρῶτα ἑνώνει ὅλα τά δημιουργήματα στά βαθύταταἐπίπεδα τῆς ὑπάρξεώς τους καί μέσῳ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως ἐπιφέρει τήν ἕνωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων». 221. Ό.π., σσ. 200, 219-221, 230. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ενότητα του κοινοβίου, κατά τον άγιο Θεόδωρο, στηρίζεται στην υπακοή που επιδεικνύουν οι μοναχοί στο πρόσωπο του ηγουμένου και στην άοκνη τήρηση της εργασίας των αρετών. Οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα (χαρίσματα, δεξιότητες και άλλα) είναι δυνατό να σταθούν αιτία υπερηφάνειας για το μοναχό, και έτσι ενδέχεται να αλλοτριωθεί από το σώμα του κοινοβίου115
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Η ενότητα στο κοινόβιο του Στουδίου δεν είναι ένα θεωρητικό μέγεθος που επιτάσσει ο ηγούμενος με τις κατηχήσεις του. Ο άγιος Θεόδωρος τονίζει ότι η συγκακοπάθεια των μελών, η υπομονή στους πειρασμούς, ο αγώνας της άσκησης, ο καθημερινός μαρτυρικός θάνατος, η άσκηση της υπακοής ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως. Εφόσον «πάντες ἕν ἐσμεν τ ῇ φύσει», τα παλαίσματα των αγίων μαρτύρων και οσίων πατέρων είναι τα ίδια και για τη στρατευόμενη Εκκλησία 222. Ο ιερός συγγραφέας θέλει τους μοναχούς στρατιώτες του Βασιλέως Χριστού 223, οι οποίοι όντας οπλισμένοι με τον οπλισμό του Αγίου Πνεύματος 224 θα επιδίδονται στον εκούσιο θάνατο «ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» και θα πάσχουν ψυχοσωματικά, οντολογικά, ελπίζοντας στα αγαθά της Βασιλείας του Θεού 225. Παράδειγμα ενότητας μαρτυρίου και θανάτου είναι η άθληση των αγίων Τεσσαράκοντα στρατιωτών της Σεβάστειας. Αυτοί προβάλλονται από τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη ως ισχυρό παράδειγμα για μίμηση, καθώς η συγκακοπάθεια του ομίλου τους έγινε υποφερτή λόγω της επιμονής τους Εκκλησίας: «Μή μοι λεγέτω τιςἀφρονεύων· “ὤφειλον τὸ καὶ τὸ πράσσειν παρὰ τοὺς πολλοὺς καὶ ἐπάξιός εἰμι τοῦ καὶ τοῦ ἀπολαύειν, διὰ τὸ ὁρμεῖσθαί με ἐκ τοῦ τοιούτου καὶ τηλικούτου”. Σαρκικὰ τὰ ρήματα, μᾶλλον δὲ σατανικὰ τὰ κινήματα· ἐν τούτῳ γὰρ ἀλλοτρίους ἑαυτοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας οἱ τοιοῦτοι καθιστάνουσιν», ό.π., σ. 275. Πρβλ. τα λόγια του Γέροντος Αιμιλιανού: Ἕκαστος « μοναχός, ὑπηρετῶν τὰς χρείας τῶν ἀδελφῶν, ἐνεργεῖ τὴν λειτουργίαν τοῦ ἑνὸς σώματος καὶ ἀποδίδει τὴν ἀναφοράν του ὡς πιστὸς οἰκονόμος. Ὁ διακονῶν ἀσκεῖ τὴν ὑπακοήν του ἐν μέσῳ τῆς ἀδελφότητος, τρέχων μετὰ ζήλου νὰ προφθάσῃ τὴν ταχύτητα τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἕνας αὐτόβουλος ὅμως, αὐτοδιοίκητος καὶ ἀνεξάρτητος, μένει μόνος», Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 142. 222. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 298. 223. Βλ. ό.π., σσ. 68, 89, 173, 402. Αλλού χαρακτηρίζει τους μοναχούς ως «δρομεῖς τοῦ μεγάλου βασιλέως», ό.π., σ. 166. Επίσης, βλ. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, μν. έργ., σ. 133. Στη δυτική γραμματεία για το σχετικό θέμα βλ. Φωτ. Ἰ ωαννίδη, μν. έργ., σ. 55. 224. Βλ. τη σχετική διδασκαλία του αποστόλου Παύλου στοἘφεσ. 6, 10-18. 225. Μεγάλη Kατήχησις, σσ. 143, 298. 116
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
στον κοινό στόχο που είχαν θέσει. Η λύπη τους δεν ήταν για το σωματικό τους άλγος αλλά για το συστρατιώτη τους που λιποψύχησε και απαρνήθηκε τον αμαράντινο στέφανο της συμβασιλείας με το Χριστό. Γι’ αυτό η ειλικρινής διάθεση και η αίσθηση της ανταπόδοσης της αγάπης του Θεού καταξιώνουν κάθε πιστό μέλος του σώματος της Εκκλησίας στον αγώνα του εναντίον του εγωϊσμού και των παθών του. Κατά το συγγραφέα μας: «[ὁ Θεὸς] ὅταν ἴδῃ ψυχὴν διψῶσαν αὐτόν, νευροῖ αὐτὴν εἰς τὸ δ ύνασθαι ὑπενεγκεῖν τὰ ὑπὲρ αὐτοῦ παθήματα». Άρα η ζητούμενη ενότητα δεν υπάρχει θεωρητικά ως μύχιος, ρομαντικός πόθος της Εκκλησίας, αλλά γίνεται πραγματικότητα μέσα από την κοινότητα της ζωής και του θανάτου· «αὕτη ἡ κοινωνία τοῦ βίου, κοινωνία τῶν παθημάτων γίνεται» 226. 7. Εργασία των αρετών Η ζωή του Πνεύματος είναι ένας θερισμός, ένας πνευματικός αμητός, όπου οι μοναχοί ως θεριστές συλλέγουν αντί υλικών καρπών πνευματικά εφόδια, τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος 227. Ο κόπος του θερισμού, σημειώνει ο ιερός συγγραφέας μας, δεν τελειώνει σε δύο ή τρεις μήνες, αλλά συμπαρεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Οι μοναχοί, «οἱ τοῦ Χριστοῦ θεραπευταί», ζούν στο κοινόβιο σαν σε ένα λιβάδι θερισμού όπου «διὰ παντὸς καὶ εἰσαε ὶ» 228 καλούνται με προθυμία να φέρουν το ζυγό της υποταγής, διακριτικά και αμιγώς να συλλέγουν το καλό και με την ασ-
226. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 165. Για το μαρτύριο των αγίων τεσσαράκοντα στρατιωτών βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, PG 31, 508Β-525Α. 227. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 54. Γαλ. 5, 22-23. Πρβλ. σχετικό σχόλιο του Γέροντος Αιμιλιανού: «Τὸ μοναστήρι δὲν εἶναι ἱεραποστολικὸν κέντρον, εἶναι σπορὰ συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος θερισμὸς ἀναπαύων τὴν ψυχὴν τοῦ μοναχοῦ. Βαθεῖα ἡ καρδιακὴ συγκομιδή! Γεμίζει εἰρήνην καὶ τὴν μεταδίδει. Ἐμποιεῖ χαρμονὴν ἀκόμη καὶ εἰς τὰ τετράποδα ζῶα!», μν. έργ., σ. 152. 228. Μικρὰ Kατήχησις, σσ. 53-54. 117
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
φάλεια της ταπεινοφροσύνης να εσοδειάζουν τα γεννήματα των κόπων τους στην αποθήκη της καρδιάς τους. Όλα αυτά με υπομονή στο σωματικό και πνευματικό κόπο· «οὗ γὰρ πλείων ὁ κόπος, ἐκεῖ πλείων καὶ ὁ μισθός» 229. Ακόμη και η ασθένεια του σώματος δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο για το μοναχό, εφόσον με τη ρώμη του πνεύματός του μπορεί να επιδοθεί σε πνευματικά παλαίσματα: δάκρυα, κατάνυξη, συντριμμό ψυχής, πραότητα, ειρήνη, αγιασμό, «ἅτινά εἰσι φίλα τῷ Θεῷ». Αυτό που έχει σημασία στον πνευματικό αγώνα είναι η δύναμη της θέλησης: «Θέλησον δὴ μόνον καὶ ἐγερεῖ σε» 230. Η ανθρώπινη, όμως, φύση, κατά τον ιερό συγγραφέα, δεν επιλέγει το αληθινό θέλημα, την εραστή και σωτήρια αρετή, αλλά τη φθορά και τον πνευματικό θάνατο· «Ὅτι μὴ ἀληθινῷ θελήματι θέλομεν, ἀλλ’ ἐπιπλάστῳ· ἐπεὶ αὐτεξούσιοι ὄντες, πάντως ὃ θέλομεν τοῦτο καὶ αἱρούμεθα. Ἀλλ’ ὡς ἔοικεν, ἡ ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος διατριβὴ ἕξιν ἐνεποίησεν ἡμῖν δυσαπόσπαστον τῶν παθῶν» 231. Καθώς πλαστήκαμε αυτεξούσιοι, χειραγωγούμε τη βούλησή μας σύμφωνα με τις ελεύθερες επιλογές μας 232. Η αμαρτητική 229. Ό.π., σ. 52. Ο σωματικός κόπος, ιδίως των γεωργικών εργασιών, επιβραβεύεται στο μοναστήρι, κατά το Γέροντα Αιμιλιανό, καθώς: «ἐξασκοῦν τὸ σῶμα διὰ νὰ γρηγορῇ μετὰ τοῦ πνεύματος καὶ ἀφήνουν ἐλεύθερον τὸν νοῦν διὰ τὴν ἰδικήν του ἀπασχόλησιν», μν. έργ., σ. 143. 230. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 54. Βλ. επίσης ό.π.. σ. 122: «θελῆσαι δεῖ μόνον καὶ τὸ πᾶν ἤνυσται». Ό.π., σ. 235: «οὐδὲν ἐμπόδιον τῷ σωθῆναι προαιρουμένῳ οὐδὲ πρόφασις κατέχουσα πρὸς τ ὸ ἀνακληθῆναι τὸν καὶ εἰς τὸν ἔσχατον ὅρον τῆς κακίας ἐληλακότα». Μεγάλη Κατήχησις, σ. 453: «Ἕ ν ἐστιν ἡμῖν μόνον, τὸ θελῆσαι, καὶ τὸ πᾶν εἴργασται». Ό.π., σ. 454:ὅτι« δυνατόν ἐστι παντὶ τῷ θέλοντι εὖ βιοῦν ἐπανάγεσθαι εἰς τελειότητα καὶ κατορθοῦν τὰς ἀρετάς». 231. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 274. Βλ. και Γέν. 8, 21: «οὐ προσθήσω ἔτι καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ». 232. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 292: «Ἡμῖν δὲ ὁμοῦ μὲν ἡ τρῶσις, ὁμοῦ δὲ καὶ ἡ ἴασις». Βλ. και ό.π., σ. 80: «ἐπὶ δὲ τοῦ καθ’ ἡμᾶς σπόρου, ἡμεῖς ἐσμεν κύριοι τοῦ ὑετίζειν καὶ βρέχειν, ἤγουν κλαίειν καὶ κατανύσσεσθαι, ὁπηνίκα βουλώμεθα καὶ ὅσον αἱρούμεθα… 118
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ροπή, όμως, της ασθενικής φύσης μας, που από τη νεότητα κυριαρχεί και ερωτοτροπεί με την αμαρτία, δημιουργεί την έξη, τη συνήθεια να αρεσκόμαστε στη δουλαγωγία των παθών. Έτσι, η αρετή προβάλλει δυσκατόρθωτη για τον άνθρωπο, αφ’ ενός γιατί προϋποθέτει ελεύθερη προτίμηση και όχι αναγκαστική εκδούλευση και αφ’ ετέρου γιατί τα αδύναμα πνευματικά αισθητήρια 233 χρειάζονται γενναία εκγύμναση για να επιδείξουν την «ἀντίρροπον σπουδήν», δηλαδή τη σθεναρή αντίσταση στο κράτος της αμαρτίας234. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο αγώνας του μοναχού έγκειται στην προετοιμασία της καρδιάς, που είναι το κέντρο των αισθήσεων και των επιθυμιών, ώστε πεπληρωμένη από το φόβο του Θεού και τη διηνεκή μνήμη θανάτου να επιτύχει τη συμμετοχή στην έμπονη προσευχή και στην εγρήγορση· «ὅπου γὰρ πόνος τοιοῦτος πάρεστιν, ἐκεῖ οὐ κ ἔχει χώραν εἰσδύειν ἡ ἁμαρτία… Οὐκοῦν ἑλώμεθα τὸ πονεῖν ὑπὲρ ἀρετῆς, ἵνα εὕρωμεν τ ὸ εὖ βιοῦν… ἑλώμεθα τὴν στενὴν καὶ τε θλιμμένην ὁδὸ ν ὁδεύειν, ἵνα εὕρωμεν τὴν ἐντεῦθεν τικτομένην ζωὴ ν ἀπήμονα ». Η ανάλγητη καρδιά κυριεύεται ευκολότερα από τις επιθυμίες που προξενούν ταραχή και οίστρο και κλυδωνίζουν την ψυχή 235. Η αρετή, αντίθετα, είναι ἀεικίνητος, « οὐδέποτε τῆς ἐπὶ τὰ πρόσω φορᾶς ἱσταμένη, ἀλλ’ ἀεὶ πρὸς τὰ κρείττονα τοὺς μετόχους αὐτῆς μεταβιβάζουσα». Δεν γνωρίζει δηλαδή στασιμότητα, αλλά διακρίνεται για την κινητικότητά της προς τα υψηλότερα και τα καλύτερα. Γι’ αυτό και ο ποιμένας του Στουδίου προτρέπει τους αδελφούς να δείχνουν ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ἡμῶν ἡ αἵρεσις αὕτη». 233. Βλ. ό.π., σ. 210: «ἐπειδὴ ὀλισθηρὰ ἡ φύσις ἡμῶν». Ό.π., σ. 217: «ἀλλ’ ὅτι λήθαργός ἐστιν ἡ φύσις ἡμῶν καὶ κατωφερής, ἐπιλανθανομένη τῶν διδαγμάτων καὶ ἀεὶ χρῄζουσα, οἷόν τινι κέντρῳ, τῇ πληγῇ τοῦ λόγου νύσσεσθαι, ἵνα διυπνίζηται καὶ ὁρ ᾷ τὴν προκειμένην αὐτῇ χαράν». 234. Ό.π., σ. 275. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 62: «οὐδεμία πρόφασις ἀδυναμίας τῷ προαιρουμένῳ σῴζεσθαι, εἰ μή τι ἄρα ἀνάλγητός τις καὶ ἐθελοθάνατος εἴη». 235. Ό.π., σ. 267. 119
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ευθυμία κάθε μέρα της ζωής τους, τόσο στην προσευχή και στη λατρεία εν γένει όσο και στα διακονήματά τους236. Με την προθυμία που καλούνται να επιδείξουν, επιβεβαιώνουν την καλή προαίρεσή τους, δηλαδή την ελεύθερη επιλογή της αρετής. Προτρέπονται, λοιπόν, να μεταποιήσουν τα διανοήματα και διαβουλεύματά τους προς τα υψηλότερα, να ανάψουν «τὰ ἐπιθυμήματα καὶ τὰ ἐρωτεύματά» τους, να διατηρήσουν «ζέουσαν» την καρδιά τους στην αγάπη του Θεού 237. Παράλληλα, ο συγγραφέας μας παρομοιάζει την αρετή με οικοδομή που συναρμολογείται από διάφορα υλικά, όπως το φόβο του Θεού για θεμέλιο λίθο, τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη.Όλες μαζί οι αρετές με συνδετικό υλικό την αγάπη καθιστούν την οικοδομή «ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ» που έχει ανάγκη να καλλωπίζεται διαρκώς από τις αρετές για να ενοικεί σ’ αυτόν το Άγιο Πνεύμα238. Ο ενάρετος, κατά το Στουδίτη, αποπέμπει ευωδία και δεν μπορεί να κρύβεται 239, αφού «οὐ γὰρ ἔχει φύσιν ἡ ἀρετὴ κρύπτεσθαι» 240. Ο ενάρετος παρομοιάζεται με πόλη χτισμένη πάνω σε ύψωμα, κατά το Κυριακό λόγιο, που δεν είναι δυνατό να είναι κρυμμένη. Πόλη, συμπληρώνει ο ιερός πατήρ, είναι η ψυχή του ανθρώπου και όρος το ύψωμα των αρετών στο οποίο 236. Ό.π., σ. 273. 237. Ό.π., σσ. 277, 279. Βλ. και ό.π., σ. 308: «Οὐκοῦν μισήσωμεν ἔτι τὴν τοῦ κόσμου ματαιότητα, κτησώμεθα τὰς ἀρετὰ ς ἐν ἐπιθυμίᾳ, πλουτήσωμεν τὰ θεῖα μεγ αλεμπόρως, προσευχάς, δάκρυα, καθαρμόν, φωτισμόν, ἀπάθειαν, ἅτινά ἐστιν ἐφόδια τῆς αἰωνίου ζωῆς». 238. Ό.π., σ. 151. 239. Πρβλ. τον τίτλο του σχετικού βιβλίου και τις πληροφορίες για το βίο και τη δράση του εμφανούς-«κεκρυμμένου» αγίου Αλεξίου, ανθρώπου του Θεού.Ἀνωνύμου,
Ἡ ἐμφάνεια τοῦ ἀφανοῦς, ἢ ἄλλως τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μπούρα, Ἀρκαδία 2005. 240. Ό.π., σ. 121. Βλ. επίσης Μεγάλη Kατήχησις, σ. 196: «ἵνα εὐωδιάζητε τὴν εὐωδίαν τοῦ πνεύματος, ὡς τὰ ὡραῖα φυτὰ τοῦ Παραδείσου, ἵνα πυκάζητε ὡς ρόδα ἀμάραντα τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου». 120
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
όσοι ανεβαίνουν λάμπουν, αφού πρώτα αφήσουν κάτω τα θελήματα της σάρκας και της διάνοιας, τις ηδονές του βίου. Η αρετή ωραΐζει τον άνθρωπο, εφόσον ο ίδιος επιτρέπει την παιδαγωγία και τον ωραϊσμό του Χριστού να δράσουν πάνω του. Η ωραιότητα αυτή είναι πνευματική και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη κι αυτούς που στερούνται αρτιμέλειας ή κάλλους 241. Όσο, λοιπόν, άμορφος ή δυσειδής εξωτερικά κι αν είναι κάποιος, ο αγώνας για την εσωτερική, πνευματική ομορφιά είναι δεδομένος 242. Η αρετή, όταν εφαρμόζεται αληθινά, αγγελοποιεί και θεοποιεί τον άνθρωπο 243, αφού τον χωρίζει από κοσμικές έννοιες και τον φέρει σε ουσιαστική σχέση με το Θεό. Η «θεοποίηση» αυτή, για την οποία κάνει λόγο ο ιερός συγγραφέας μας, δεν είναι ένα θεωρητικό γεγονός ευσεβιστικής ηθικής. Για την πληρέστερη κατανόηση της θεοποίησης του ανθρώπου ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης επικαλείται έμψυχα παραδείγματα αρετής, κεκοιμημένους πατέρες της συνοδίας του, όπως τον «μακάριον» Δομετιανό, «οὗ τὸ μνημόσυνον μετὰ τῶν ἁγίων». Η πραγματεία και πολιτεία του ήταν τέτοια, που με τους πόνους και τους αγώνες κέρδισε αιώνια δόξα, επειδή ακριβώς «εἵλετο ἀρετὴν καὶ ἠγάπησε Θεόν». Με αυτά τα δύο ρήματα «εἵλετο» και «ἠγάπησεν» ο ιερός πατὴρ υποδεικνύει στην αδελφότητα τη θέληση και την προαίρεση του μοναχού, που ανυψώθηκε στο Θεό και έγινε παράδειγμα 241. Ματθ. 5, 14. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 121. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 61: «εἴπερ γὰρ [ἡ ψυχὴ] κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν πεποίηται, δηλονότι ὡς ἄγαλμα οὖσα τῆς θεαρχικῆς ὡραιότητος καὶ αὐτὴ ὡραϊσμοῦ μετείληφε». 242. Βλ. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 291: «Οὕτω γὰρ εὐπόριστον ὁ ἀγαθὸς ἡμῶν Θεὸς καὶ πᾶσιν εὐπρόσιτον τὸ τῆς ἀρετῆς ἀγαθὸν προύθηκεν ἡμῖν, οὐ διὰ σωματικῶν προτερημάτων, ἀλλὰ διὰ ψυχικῶν διαθέσεων κατασπειρόμενον καὶ αὐξούμενον καὶ τελειούμενον». 243. Βλ. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 20: «αἱρετέον τὴν ἀρετήν, ἥτις τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους ἀναδείκνυσι» . Ό.π., σ. 204: «Ἀγαπήσωμεν δὲ μᾶλλον τὴν ἀρετὴ ν ὡς τοὺς ἀνθρώπους ἐργαζομένην ἀγγέλους, μᾶλλον δὲ θεούς». Ό.π., σ. 299: «Ἀρετὴ γάρ ἐστιν ἥτις τοὺς μεταποιουμένους αὐτῆς θεοὺς οἶδε ἀπεργάζεσθαι». 121
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
μίμησης για τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό θέλει τους μοναχούς του να προσφέρονται στο Θεό «κατὰ τὸ δυνατόν» 244, επιλέγοντας από τις οδούς και τα πολλά κατορθώματα της «μονογενο ῦς » αρετής αυτά που ταιριάζουν στο καθένα 245. Στο ίδιο πλαίσιο της άσκησης των αρετών εντάσσεται και η εργασία των εντολών. Αν είναι βασική παράμετρος για τη χριστιανική ζωή εν γένει, η απαράβατη και ολοπρόθυμη τήρηση των εντολών αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα για τη μοναχική ζωή ειδικότερα. Για τον ιερό συγγραφέα μας η τήρηση των εντολών του Χριστού εισάγει στη βασιλεία του Θεού, ενώ η απείθεια οδηγεί στην απιστία, που είναι αιτία αιώνιας καταδίκης 246. Επίσης, ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης εντοπίζει την αγιότητα στην τήρηση της ορθής πίστης και στη φύλαξη των εντολών «ἀπαρατρώτων», σε συνδυασμό με την καθαρότητα και την ειλικρινή αγάπη προς τον πλησίον 247. Εξάλλου, αυτός που αγαπά τον αδελφό του με αγάπη Χριστού και έχει φιλάδελφη διάθεση σίγουρα τηρεί τις εντολές κατά το αποστολικό: «ἐν τούτῳ 244. Ό.π., σ. 15. 245. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 74: «καὶ γὰρ αἱ ὁδοὶ καὶ πολλαὶ καὶ μία· μία μέν, ὅτι ἡ ἀρετὴ μονογενής, πολλαὶ δέ, ὅτι διῄρηται εἰς πολλὰ κατορθώματα ἡ αὐτή». 246. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 98, όπου αναφέρεται ως παράδειγμα απιστίας των εντολών η τεσσαρακονταετής περιπλάνηση των Ισραηλιτών στην έρημο. Γενικότερα, οι εντολές φέρουν σε άμεση κοινωνία τον άνθρωπο με τον Τριαδικό Θεό, εφόσον απορρέουν από το αψευδές στόμα του Χριστού. Κατά τον καθηγητή Κεσελόπουλο: ἱ«Ο ἐντολ ὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ καλεῖται ὁ Χριστιανὸς νὰ τηρεῖ στὴν καθημερινή του ζωή, δὲν ἀποτελοῦν ἄρθρα νόμου ἢ ἁπλὲς ἠθικὲς διατάξεις, ἀλλὰ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ», Προτάσεις ποιμαντικῆς Θεολογίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 226. Επίσης, πρβλ. Γεωργ. Μαντζαρίδη, Ὁδοιπορικὸ θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, ἔκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2005, σσ. 304-305: «Οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται νὰ τηρήσουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐφαρμόζοντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ βαδίζοντας τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ… Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἁγιάζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς διατηρεῖ στὴν ἀδιαίρετη Ἐκκλησία». 247. Μεγάλη Kατήχησις, σσ. 389-390. 122
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸν Θεὸν ἀγαπῶμεν καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν». Γι’ αυτό συχνά ο ιερός πατήρ τονίζει τη φύλαξη όλων των εντολών, γιατί η αμέλεια έστω και μιας οδηγεί στη παραθεώρηση και των υπόλοιπων, με αποτέλεσμα την ξηρασία της ψυχής, κατά την εικόνα της άκαρπης συκιάς της ευαγγελικής διήγησης 248. 8. Αθλητικοί αγώνες - Η άνεση της βίας Η κοινοβιακή ζωή, κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, όταν ξεκινά από την αληθινή αποταγή του κόσμου και των κατά σάρκα συγγενών, τότε γίνεται πραγματικά «κοινωνικὴ καὶ ἀμέριστος». Στον πλούτο αυτής της ζωής, ανάμεσα στις άλλες αρετές, συγκαταλέγεται και ὸ«τἐν τῇ στενοχωρί
ᾳ
τῶν πρὸς τὴν χρείαν ὑπομονητικὸν καὶ φερέπονον» 249. Με άλλα λόγια, ο μοναχός καλείται να είναι οπλισμένος με μαρτυρικό φρόνημα σε τέτοιο βαθμό, που να αγαπά τις στενοχώριες 250 και τις δοκιμασίες, καθώς γνωρί248. Α΄ Ἰωάν . 5, 2-3. Ματθ. 21, 18-21. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 482. Βλ. και ό.π., σ. 136: «εἴπερ ἀνεχόμενοι παριδεῖν ἡμᾶς μίαν καὶ μόνην ἐντολὴν τῶν γεγραμμένων, δι’ ἧς ἕωλοι καὶ αἱ λοιπαὶ γίγνονται…». Το ίδιο συνιστά και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για την άσκηση των αρετών: «Σπούδαζε νὰ κερδήσῃς τὰς ἀρετάς· οὐχὶ τὰς μέν, τὰς δὲ οὔ, ἀλλὰ πάσας· ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀρκετὴ μία, ἢ δύο ἀρεταὶ εἰς σωτηρίαν, ἀλλὰ πᾶσαι… Θεοῦ γὰρ μιμητὴς εἶναι ὁ ἔχων τὰ ς ἀρετάς, κα ὶ εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ ὁμοίωσιν ἀναβαίνει» , Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον , ἐκδ. Ν. Παναγόπουλου, Ἀθῆναι 1999 4, σσ. 202-203. Πρβλ. Roman Cholij, μν. έργ., σ. 99: «Because the monk was subject to the whole of the Gospel, it logically followed that he had to obey all the “commandments” without exception, since they were all interrelated. To be unfaithful or disobedient to one aspect of evangelical living was to be unfaithful or disobedient to the whole». 249. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 428. 250. Οι θλίψεις και ιδαίτερα ο πόνος θεωρούνται παιδαγωγικά μέσα με τα οποία ο άνθρωπος επιστρέφει στην πνευματική ζωή. Έτσι, αντίθετα από το κοσμικό φρόνημα, για τον πιστό οι κάθε είδους δυσκολίες είναι αιτίες που χαλκεύουν την υπομονή του και επιφέρουν πνευματική ωφέλεια. Βλ. σχετικά Γέροντος Ἐφραίμ, Πατρικαὶ νουθεσίαι, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος 2003, σσ. 27-86. 123
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ζει ότι εκεί θα βρει την πραγματική άνεση από τα δεινά της ζωής. Την άνεση, όμως, αυτή δεν πρέπει να την εννοήσουμε σύμφωνα με το κοσμικό φρόνημα, δηλαδή ως αταλαιπώρητο, δαφνοστρωμένο βίο, με δόξα και πλησμονή υλικών αγαθών και απολαύσεων 251. Ο μοναχός, η ζωή του οποίου μέσα στο μοναστήρι είναι η εκ προοιμίου βίωση της βασιλείας των ουρανών, γνωρίζει ότι εισέρχεται σ’ αυτή «διὰ πολλῶν θλίψεων» 252. Γι’ αυτό και κάνουμε λόγο για «δεύτερη δημιουργία», όπου ο άνθρωπος βρίσκει τον πραγματικό του εαυτό συνημμένο με το Θεό, με αποκατεστημένο το «κατ’ εικόνα» και ζητούμενο το «καθ’ ομοίωσιν», μέσα από την οδό της άσκησης, του ιδρώτα και της οδύνης. Είναι, δηλαδή, ο πόνος και ο μόχθος ένας «τεχνικός» τρόπος και συνάμα ψυχοσωματικός, αισθητικός, οντολογικός, διά του οποίου ο άνθρωπος καλείται να δείξει στον ανενδεή Θεό την προαίρεσή του, την ελεύθερη συγκατάβαση και αυτενέργειά του για την επαναφορά του στο αρχαίο πρωτόκτιστο κάλλος 253. Ο άνθρωπος «πάσχων καὶ ἀθλῶν καὶ μοχθῶν ἐγγίζει τὸν Θεόν», 251. Σύμφωνα με τον καθηγητή Κεσελόπουλο, η χριστιανική θεώρηση της «ποιότητας ζωής» έγκειται στη θεμελιακή, οντολογική γνώση ότι ο άνθρωπος από τη σύλληψή του ακόμη, «ἀποτελεῖ φανέρωση καὶ προέκταση τοῦ θείου Εἶναι καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ». Αυτή ακριβώς η θεώρηση στέκει ως γνωστικός και ηθικοπρακτικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται και νοηματοδοτούνται η φύση και η προοπτική του ανθρώπου. Η απουσία αυτής της θεώρησης περιορίζει την «ποιότητα» ζωής στη βιολογικότητα, κατανάλωση, ευμάρεια και ευζωΐα. «Μάλισταἶνα ε ι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὶς δυτικὲς κοινωνίες ἠχεῖ παράξενα ἀκόμη καὶ ἀκουόμενη ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς δοκιμασίας. Ἀκόμη καὶ ὁ θάνατος πρέπει νὰ μεταμφιεσθεῖ καὶ μὲ κάθε τρόπο νὰ γίνει “εὐτυχία”», Ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. Θεολογικὴ προσέγγιση στὶς προκλήσεις τῆς Βιοηθικῆς , ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 118119. 252. Πράξ. 14, 22. 253. Ή αλλιώς «ἡ ἀναμό ρφωσις τῶν χαρακτήρων» της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο - ανάκτηση της ευπρέπειας του προσωπικού κάλλους. Βλ. Ἀ νέστη Κεσελόπουλου, Πάθη καὶ ἀρετὲς στὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1986, σ. 149. 124
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
κατά το σεβαστό Γέροντα Αιμιλιανό 254. Στους κατηχητικούς λόγους του ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης πολύ συχνά προτρέπει: «νήψωμεν, γρηγορήσωμεν,ἐκζητήσωμεν τὸν Θεόν…»
255
.
Αυτή η νυχθήμερη αναζήτηση του Θεού είναι το πεντόσταγμα της μαρτυρικής κοινοβιακής ζωής. Οι ρίζες της θεϊκής αναζήτησης είναι προφητικές και αποστολικές. Είναι το δόσιμο, θα λέγαμε, της σκυτάλης της ένθεης αγωνίας της πρωτοχριστιανικής, ενθουσιαστικής, λατρεύουσας κοινότητας του «ἀμήν, ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» στη μοναχική, κοινοβιακή αδελφότητα, που ακούει στο προφητικό «λάλει, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλό ς σου» 256. Δεν υπάρχει, δηλαδή, χριστιανική ψυχή που αγαπά το Θεό και δεν Τον αναζητά 257. Ιδιαίτερα ο μοναχός δονείται με την «ὁμιλία» και «προσεδρία» 254. Ο Γέροντας Αιμιλιανός συνεχίζει λέγοντας: «Ἀγαπᾷ τὸν Θεὸν περισσότερον, ἐξαρτᾶται πλειότερον ἐξ Αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος, δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, οἰκονομικῶς θὰ ἐλέγομεν, μὲ τίποτε ἄλλο δὲν θεραπεύεται, ὅσον μὲ τὸν πόνον καὶ τὸν κόπον καὶ τὸν μόχθον, ζωὴν ἀντιδίδων εἰς τὸν ἑκούσιον θάνατόν μας… Διὸ καὶ ὁ ποθῶν τὸν τῆς ἀσκήσεως βίον, δὲν ἀναπαύεται εἰς καμμίαν λύσιν μετριότητος, εἰς καμμίαν συμβατικὴν κατάστασιν, ἐλπίζει εἰς τὴν τε λείωσίν του, ἐνεργῶν καὶ τὰς μεγαλυτέρας ἀκόμη ἀσκήσεις, τὰ ὀδυνηρότερα παθήματα. Ἡ μαρτυρικὴ αὕτη συνείδησις κινεῖται εὐχερῶς, ἀνέτως καὶ εὐχαρίστως μεθ’ ἡδονῆς πρὸς πᾶσαν ὑπερβολὴν ὀδύνης, ἀρκεῖ Χριστὸ ν νὰ κερδήσῃ» , Σφραγὶς γνησία, ό.π., σσ. 295-296. Επίσης, πρβλ. Ἀ νδρ. Φυτράκη, «Μαρτύριον καὶ μοναχικὸς βίος», Θεολογία 19 ( 1941-48) 326: «Καὶ τὸ μαρτύριον καὶ ὁ μοναχικὸς βίος εἶναι ἔσχατοι ἐκδηλώσεις ἑνὸς χριστιανικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ὁ ὁποῖος παρωθεῖ τοὺς ἐκπροσώπους του νὰ ἀρνηθοῦν ἑαυτο ὺς καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Κύριον… Ἐκλείπει τὸ στάδιον τῶν ἀγώνων τῶν μαρτύρων, δημιουργεῖται ἕτερον στάδιον ἀγώνων ἐντὸς τῆς συνειδήσεως τοῦ νέου τῆς πίστεως ἥρωος. Τὸ μαρτύριον τοῦ σώματος ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ μαρτυρίου τῆς καρδίας». 255. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 301. 256. Ἀποκ. 22, 20. Α΄ Βασ. 3, 10. 257. Βλ. από τις γραφές του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη: «Ψυχή, ἥτις ἐγνώρισε τὸν Θεόν, δὲν δύναται νὰ θελχθῇ ὑπὸ οὐδενὸς ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλ’ ἀπαύστως ὁρμᾷ πρὸς τὸν Κύριον καὶ κράζει, ὡς τὸ νήπιον τὸ ἀπολέσαν τὴν ἑαυτοῦ μητέρα· “Διψᾷ ἡ ψυχή μου διὰ Σέ, καὶ μετὰ δακρύων Σὲ ζητῶ”», Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ό.π., σ. 622, το ίδιο και στου ἰδίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σ. 77. 125
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
του Θεού κι αυτό γίνεται πλέον ο τρόπος της ζωής του. Κατά το μέτρο της αναζήτησής του κατέχει το Θεό 258 όπως ακριβώς αναπνέει το οξυγόνο, πολύτιμο στοιχείο για τη ζωή. Η περίφοβη και περιδινούμενη 259 αυτή πορεία εκζήτησης του Θεού δυναμώνει την ψυχή και την καθιστά ικανή να παλεύει με τους πειρασμούς και τις δαιμονικές ενέργειες τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής όσο και κατά την ώρα του θανάτου 260. Σ’ αυτή την κατάσταση η αρετή γίνεται πλέον αναφαίρετη συνοδός του και η αγάπη του για το Θεό διαχέεται σ’ όλη την πλάση, φανερώνοντας για μια ακόμη φορά το γνήσιο της μαθητικής του ιδιότητας 261. Γι’ αυτό και σε άλλη συνάφεια προτρέπει πάλι ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης: «Στῶμεν [ἀδελφοὶ] πρὸς τὸ κατὰ συνείδησιν διηνεκὲς μαρτύριον… τοῖς δάκρυσι, τῇ προσοχῇ, τῇ δεήσει, τῇ κατανύξει, τοῖς ἄλλοις ὑπωπιασμοῖς τοῦ σώματος» 262. «Ὑπωπιασμὸς» και άσκηση του σώματος είναι και η νηστεία, η οποία στην ορθόδοξη παράδοση είναι παθοκτόνος και όχι σωματοκτόνος. Ιδιαίτερα για τον άγιο πατέρα του Στουδίου, η πραγματική άσκηση της νηστείας δεν περιορίζεται στην «ποσότητα» του κόπου της στιχολογίας, της προσευχής, της βραχυφαγίας, της γονυκλισίας και της άσκησης εν γένει, αλλά στο καταβεβλημένο φρόνημα και στο ἐ« κκεκομένον» θέλημα 263. Με αυτό τον 258. Βλ. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 301-302. 259. Βλ. το σχετικό κεφάλαιο του Γέροντος Αιμιλιανού: «Ἡ πορεία τῆ ς ψυχῆς», στο Ζωὴ ἐν Πνεύματι, ό.π., σσ. 17-67. 260. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 302. 261. Βλ. Ἰωάν. 13, 35. 262. Θεοδώρου Στουδίτου, Κεφάλαια Δ΄, 3, PG 99, 1681B. 263. «Μή μοι λεγέτω τις,ὅτι “τόσον καὶ ψάλλω καὶ στιχολογῶ καὶ τοσοῦτον προσεύχομαι· βραχυφαγῶ λίαν καὶ ὀλιγοποτῶ· καθεζόμενος ἀφυπνῶ, γονυκλιτῶ τε τοσοῦτον, αἴρω τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν πολυώριον”. Ἀποδεκτέα μὲν οὖν καὶ ταῦτα· πῶς γὰρ οὔ; Ἀλλ’ ἐκεῖνο μοι φραζέτω, εἰ τὸ φρόνημα καταβεβλημένον καὶ τὸ θέλημα ἐκκεκομένον, ὥστε ἀεὶ εὐηκοεῖν καὶ μηδαμῶς ἀντιλέγειν, μηδὲ γογγύζειν τὸ καθόλου, ἢ φιλονεικεῖν τὸ καθάπαξ, μὴ διαφθονεῖν τὸν ἀδελφόν, μηδὲ ζηλεύειν τὸν πλησίον, μηδὲ κενονοεῖν καὶ κενολογεῖν ταῦτα καὶ ἐκεῖνα, ὡς “διατί ἐκεῖνος οὕτως ἔχει καὶ διατί 126
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
τρόπο ανακαινίζεται ο εσωτερικός άνθρωπος και συνάπτεται με τον Τριαδικό Θεό 264. Άρα η εγκράτεια, η αποχή των κακών, που είναι και ο πραγματικός ορισμός της νηστείας 265, με την προθυμία του αγωνιστή μοναχού γίνεται η δεύτερη φύση του και τον ενώνει με το αρχέτυπο κάλλος. Επομένως η μαρτυρική αυτή ένσταση του μοναχού απέναντι στη σωματική ευζωΐα είναι ένα μέσο και όχι αυτοσκοπός, που συντελεί ώστε ν’ ανάψει εντός του η φωτιά του θείου ζήλου και ένθεου έρωτα, αυτού που θα κάνει το μοναχό θεοδίδακτο και θεοφόρο, για να ομολογεί: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» 266. Αυτή η «ταλαιπωρία» 267 για τον άγιο Θεόδωρο Στουτοῦτο τοιῶσδε;”… Οὐ τὰ τοιαῦ τα οὖν, ὦ ἀδελφοί, νηστείας ἔργα, οὐδὲ ἐγκρατείας σκάμματα, ἀλλ’ εἴ τι ταπεινώσεως ἔχει καὶ ὑπακοῆς, ὡς εἴρηται», Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 144-145. 264. «Ἡ νηστεία τοιγαροῦν ἀνακαινισμός ἐστι ψυχῆς… Εἰ δὲ καὶ ἀνακαινοῦται [ὁ ἔσωθεν ἄνθρωπος] δηλονότι καὶ ὡραΐζεται κατὰ τὸ ἀρχέτυπον κάλλος· ὡραϊζομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν ἐπισπᾶται ἀγαπητικῶς τὸν εἰπόντα· Ἐγ ὼ καὶ ὁ πατὴρ “ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν ” (Ἰωάν. 14, 23). Εἰ τοίνυν τοιαύτη ἡ χάρις τῆς νηστείας πέφυκεν, ὡς κατοικητήριον Θεοῦ ἡμᾶς ἀπεργάσασθαι, περιχαρῶς ὀφείλομεν, ἀδελφοί, ὑποδέξασθαι αὐτὴν μὴ ἀχθόμενοι ἐπὶ τῇ λιτότητι τῆς διαίτης… ἔπειτα ὅτι καὶ τὸ ἀηθὲς τῇ προθυμίᾳ εὐμαρισθὲν ἄλυπον γενήσεται», Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 147-148. 265. «Νηστεία δὲ οὐκ ἐν βρώμασι μόνοις ὁρίζεται, ἀλλ’ ἐν πάσῃ κακῶν ἀποχῇ, ό.π., σ. 148. Βλ. και Μεγάλου Βασιλείου, Περὶ νηστείας λόγος α΄, 10, PG 31, 181B: «Μὴ μέντοι ἐν τῇ ἀποχῇ μόνῃ τῶν βρωμάτων τὸ ἐκ τῆς νηστείας ἀγαθὸν ὁρίζου. Νηστεία γὰρ ἀληθὴς ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Τοῦ ἰδίου, Περὶ νηστείας λόγος β´, 7, PG 31, 196D: «Ἀληθ ὴς νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστὶν ἀληθής». Τοῦ ἰδίου, Ὅροι κατὰ πλάτος ΙΖ΄, 2, PG 31, 964ΑΒ: «Ἔστιν οὖν ἡ ἐγκράτεια ἁμαρτίας ἀναίρεσις, παθῶν ἀπαλλοτρίωσις, σώματος νέκρωσις μέχρι καὶ αὐτῶν τῶν φυσικῶν παθημάτων τε καὶ ἐπιθυμιῶν, ζωῆς πνευματικῆς ἀρχή, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν πρόξενος, ἐν ἑαυτῇ τὸ κέντρον τῆς ἡδονῆς ἀφανίζουσα». 266. Γαλ. 2, 20. Βλ. Tito Collianter, Ὁ δρόμος τῶν ἀσκητῶν, μετάφραση Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 1979, σ. 108: «Μὲ τὴ νηστεία μεγαλώνει ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴ δύναμη νὰ νηστεύει. Ἡ νηστεία βοηθάει στὴν κατάκτηση τῆς περιοχῆς ἐκείνης ποὺ μόνο μὲ τὴν διαίσθηση νιώθει κα127
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
δίτη είναι μικρή σε σύγκριση με την ανεκλάλητη χαρά της αιώνιας βασιλείας των ουρανών 268. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της γενικότερης νήψης ο άγιος Θεόδωρος επισημαίνει και την ανάγκη για σωστή θεώρηση και κατανομή του χρόνου. Κάθε ώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος για μετάνοια και σωτηρία 269. Ο ανθρώπινος χρόνος, όμως, εάν χαθεί, δεν ξαναβρίσκεται, ενώ μαζί μ’ αυτόν χάνεται και η ευκαιρία για επαναπροσανατολισμό στην ανοδική πορεία· «Μὴ οὖν λοιπὸν μία καὶ μόνη ἡμέρα παρερχέσθω ρᾳθύμως καὶ ἠμελημένως». Επίσης, ο μοναχός δεν πρέπει να κρίνει τα κατορθώματα των άλλων με κριτήριο τη δική του αρετή. Η σωτηρία είναι συλλογική αλλά και προσωπική υπόθεση, την οποία οφείλουμε να εργαζόμαστε εσωτερικά, «ἐν τῷ κρυπτῷ, κἂν ἔξω ἄλλως φαίνηται». Γι’ αυτό ο αγώνας του μοναχού συνίσταται στο να παρουσιάσει τον εαυτό του καθαρό απέναντι στο Θεό κατά τη συνείδηση του και να αποφεύγει τα πονηρά ενθυμήματα του διαβόλου 270. Ένας άλλος πόλεμος, κατά τον ιερό συγγραφέα μας, και μάλιστα «ἀκήρυκτος», είναι και ο αγώνας κατά των λογισμών. Ο αγώνας χαρακτηρίζεται «χαλεπὸς καὶ δυστέκμαρτος», επειδή όλοι κυριεύονται από διαλογισμούς που οδηγούν σε λόγους και αυτοί με τη σειρά τους σε ενέργειες. νείς, ὅτι ὑπάρχει … Ἡ ἐγρήγορση τῆς “ἱερᾶς θεωρίας” γίνεται διαυγής. Ἡ ἀνήσυχη ἐκζήτηση μεταβάλλεται σὲ ἤρεμη, ταπεινὴ καὶ γεμάτη εὐγνωμοσύνη ἀποδοχὴ τῶν θείων δωρεῶν». 267. Ως «ταλαιπωρία» νοείται ο κόπος απόκτησης κάθε αγαθού: «Κόπ ῳ δὲ τὸ ἀγαθὸν κτᾶταί τις τῷ ὄντι, καὶ πολὺς ὁ περὶ τούτου ἀγών, καὶ κατ’ οὐδὲν ἄλλο φροντιστέον ἢ περιβλεπτέον τῷ βουλομένῳ περιέσεσθαι· δυσθήρατος γὰρ ὁ τῆς ἀληθείας λόγος καὶ δυσπόριστόν φησι τὸ ἀγαθὸν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει», Μεγάλη Kατήχησις, σ. 331. 268. Βλ. ό.π., σ. 303: «μικρὸν πονήσαντες, μικρὸν ταλαιπωρήσαντες (μικρὸν γάρ ἐστι τῷ ὄντι κατὰ τοὺς ἀπείρους μέλλοντας αἰῶνας καὶ ἡ ἑκατονταέτις ἐνταῦθα διαβίωσις) ἔτυχον ζωῆς αἰωνίου». 269. Βλ. Β΄ Κορ. 6, 2. 270. Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 228-229. 128
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Το αλεξιτήριο των πονηρών λογισμών είναι οι καρδιακοί πόνοι που γεννιούνται από το φόβο του Θεού· τέτοιους πόνους εννοεί ο ιερός πατήρ κυρίως τα δάκρυα και την προσευχή. Η σάρκα, πάλι, που στην πατερική γραμματεία αποτελεί το σύνολο των φθοροποιών παθών, κατά τον άγιό μας, δεν είναι εχθρός του ανθρώπου αυτή καθ’ εαυτή, εφόσον και ο ίδιος ο Λόγος του Θεού «σὰρξ ἐγένετο» . Εχθρός του ανθρώπου είναι το σαρκικό, φιλήδονο φρόνημα, «τὸ ἐμπεπαρμένον ταῖς ἀτόποις ἐπιθυμίαις». Άρα ο άγιος στηλιτεύει κάθε σαρκική κίνηση του ανθρώπου που αποβλέπει στην ατομική ηδονή, έχοντας απομακρύνει από μέσα του τη φυσική αναφορά προς το Θεό. Μέσα στα ερμηνευτικά αυτά πλαίσια εξηγεί και το παλαιοδιαθηκικό χωρίο: «οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας». Ο άνθρωπος, μόνο όταν συναισθανθεί την πνευματική του καταγωγή και αναφορά, μπορεί να εξέλθει νικητής από τον αγώνα αυτό 271. Το ζητούμενο, λοιπόν, στο μαρτυρικό αγώνα του μοναχού είναι η επιμονή στα αθλητικά σκάμματα και η υπομονή «ἐν τοῖς λυπηροῖς» 272. Βοηθητικά, επισημαίνει ο άγιος πατήρ του Στουδίου, οι μοναχοί οφείλουν να επαναλαμβάνουν καθημερινά στον εαυτό τους το σκοπό στον οποίο αφιερώθηκαν 273. Αυτή η επανάληψη της κλήσης τους να ζήσουν τη ζωή του 271. Ό.π., σσ. 315-317. Γέν. 6, 3. Ἰωάν. 17, 16. 272. Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 281-282: «Σωφρόνων οὖν ἐστι καὶ δοκίμων ἐν τοῖς ἀστάτοις στερέμνιον εἶναι καὶ ἐν τοῖς τρεπτοῖς ἄτρεπτον διαμένειν. Τίνων δ’ ἂν εἴη τοῡτο, ἀλλ’ ἢ τῶν ἐσταυρωμένων τῷ κόσμῳ καὶ κατόπιν ἰόντων τοῦ Κυρίου;… Γενναίως οὖν στῶμεν, παρακαλῶ, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν νήφοντες, γρηγοροῦντες, ἀνακινοῦντες τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡμῶν πρὸς Θεὸν μόνον, καὶ τῇ περὶ αὐτὸν θεωρίᾳ ἐνασχολούμενοι, δάκρυσί τε καὶ κατανύξεσι βαλλόμενοι, προσευχαῖς τε καὶ δεήσεσι φωτιζόμενοι, κἀντεῦθεν ἕλκοντες τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος». 273. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 240-241: «Ἀλλὰ προσοχῆς χρεία καὶ ἑκάστοτε τῆς ἡμέρας καὶ τῆς ὥρας ἐπανάληψις τοῦ νοὸς ἡμῶν ποῦ ποτέ ἐσμεν καὶ ποῦ μέλλομεν μεθίστασθαι καὶ ποταπὴ ἡ ἀναχώρησις τοῦ κόσμου, ἡ ἀπάντησις τῶν ἀγγέλων… Τούτοις ὀρθρίζεσθε, τούτοις μελετᾶτε, ἐν τούτοις ἀναστρέφεσθε… τὰ ὦτα ἀνοίξατε καὶ τὴν καρ129
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Χριστού είναι μια ασφαλιστική δικλείδα απένατι στον αντικείμενο εχθρό που προσπαθεί να τους εκτρέψει από την πορεία της αγιότητας. Επίσης, η βία -πνευματικώς νοουμένη- ως ψυχοσωματική, ασκητική στάση ζωής, είναι εχέγγυο για την ουράνια αμοιβή κάθε σωματικού πόνου. Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης συστήνει: «βιασώμεθα τὴν φύσιν, νεκρώσωμεν τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, κτησώμεθα τὰς ἀρετάς»274. Αλλά και αλλού χαρακτηρίζει «βιαίαν» τη φύση της αρετής, καθώς αυτή έλκει προς τα πάνω όσους θελήσουν να την ακολουθήσουν, σε αντίθεση με την κακία που οδηγεί «πρὸς τὸ κάταντες» 275. Χρειάζεται όμως προσοχή, ώστε η βία αυτή να προέρχεται από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και να μην είναι αποκύημα αρρωστημένης ψυχικής διάθεσης ή καταναγκαστικής διεξόδου ή απόφασης που προέρχεται από φόβο ή ανάγκη 276. Η ευαγγελική βία 277, με τα ασκητικά μέσα που τη διακρίνουν, πρέπει να οδηγεί στη χαρά. Κατά το Γέροντα Αιμιλιανό: «ὁ ἑκούσιος πόνος εἶναι ὁδὸς ἑλευθερίας καὶ πραγματικῆς δίαν κάητε καὶ σύνετε ἢ λέγω καὶ δαφυλάττεσθε ἀσινεῖς, κοπιῶντες ὑπὲρ ἡμῶν, ὑπὲρ τῶν ἀσθενῶν, ὑπὲρ τῶν πτωχῶν, ἵν’ ὡς ἐργάται τοῦ ἀμπελῶνος Θεοῦ κομίσησθε τὸν μισθὸν πολὺν καὶ ἄπειρον». 274. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 259. Επίσης, βλ. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 37-38: «μακάριός ἐστιν… ὁ βιαζόμενος ἑαυτὸν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐν τῷ νοητῷ πολέμῳ· βίαιον γάρ ἐστι τὸ σῴζεσθαι καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπακταὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ὀφείλετε ξενίζεσθαι, ἐπὰν συμβῇ ὑμῖν πειράζεσθαι, πρὸς δοκ ιμασίαν ὑμῶν τοῦ τοιούτου γινομένου». Βλ. επίσης το σχόλιο του Αρχιμ. Γεωργίου, μν. έργ., σ. 102: «Στὴν κατάστασι τῆ ς ἐλευθερίας φθάνει ὁ χριστιανὸς μετὰ ἀπὸ πολλὴ βία ποὺ ἀσκεῖ ἑκούσια στὸ ἐγωϊστικό του θέλημα, γιὰ νὰ τὸ ὑποτάξῃ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ… Ἡ πείρα τῶν ἁγίων συνοψίζεται στὸ λόγιο, “δῶσε αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα”. Μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς ποὺ χύνεις καθαρίζεσαι ἀπὸ τὰ πάθη. Τότε ἠμπορεῖς νὰ δεχθῇς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». 275. Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 338-339. 276. Βλ. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 396, όπου και το σχετικό κεφάλαιο «Ἡ ἄνεσις τῆς βίας καὶ ἡ βία τῆς ἀνέσεως». 277. Ματθ. 11, 12: «ἡ βασιλεία τῶ ν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». 130
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ἀναπαύσεως» 278. Είναι η οδός των προφητών, των αποστόλων και των μαρτύρων, των οσίων και των δικαίων, δηλαδή όλης της Εκκλησίας. Όποιος ακολουθεί ελεύθερα αυτή την οδό αισθάνεται τη χάρη και τη χαρά της παρουσίας όλων των δικαίων και των αγίων, μιμούμενος την καρτερία των παλαισμάτων τους στο συναξάρι της δικής του ζωής. Μέσα στα πλαίσια της βίας που ασκεί ο μοναχός στον εαυτό του δεν λησμονεί, βέβαια, ότι κύρια πηγή έμπνευσης και ανατροφοδοσίας της υπομονετικής και καρτερικής του άσκησης είναι η θυσία του Χριστού. Το γεγονός ότι ο Χριστός «τὰ μυρία ὑπὲρ ἡμῶν τῶν κατακρίτων κατεδέξατο π αθήματα» με τα «ὑπεκκαύματα τῆς θείας ἀγαπήσεως», όπως τα ονομάζει ο Στουδίτης, στάθηκε αφορμή για τους αγίους να προσφέρουν το σώμα και το αίμα τους με μαρτυρικό τρόπο ως αντάλλαγμα για τη αγάπη του Χριστού 279. Με τέτοια ακόρεστη διάθεση μαρτυρικής, ανταποδοτικής αγάπης κινούνται και οι μοναχοί σμίγοντας το δικό τους αίμα με αυτό των μαρτύρων. Διά της υπομονής στις θλίψεις και τους πειρασμούς που επιτρέπει ο Κύριος, όπως στον πολύαθλο Ιώβ, δοκιμάζεται ο πόθος της συμμετοχής τους στη ζωή του Χριστού και η επιμονή στην άσκηση της αρετής 280. Η επιλογή της κακοπάθειας, η μαρτυρική έφεση, πηγάζει από την ευγνωμοσύνη για τη θυσία του Γολγοθά. Ο μοναχός που γνωρίζει τα όρια και τις δυνατότητες της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης, συνειδητοποιεί ότι «πᾶσα κατόρθωσις εἶναι προὶξ τῆς ἀγάπης Ἐκείνου» 281. Ο αθλητής του 278. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Σφραγὶς γνησία, ό.π., σ. 397. 279. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 192. Βλ. και Α΄ Πέτρ. 4, 1-2: «Χριστοῦ οὖν παθόντος ὑπὲρ ἡμῶν σαρκὶ καὶ ὑμεῖς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε, ὅτι ὁ παθὼν ἐν σαρκὶ πέπαυται ἁμαρτίας, εἰς τὸ μηκέτι ἀνθρώπων ἐπιθυμίαις, ἀλλὰ θελήματι Θεοῦ τὸν ἐπίλοιπον ἐν σαρκὶ βιῶσαι χρόνον». 280. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 448. 281. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, μν. έργ., σ. 306. Πρβλ. π. Βασ. Καλλιακμάνη, Ἀπὸ τὸ φόβο στὴν ἀγάπη. Σπουδὴ στὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας, ἐκδ. Ἀφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 95: «Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Ὁ Χριστιανὸς ἀδυνατεῖ νὰ τη ρήσει ὶτς ἐντολὲς μὲ τὶς δικέ ς του μόνο δυνάμεις. 131
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
πνεύματος δεν έχει ούτε δύναμη ούτε καύχηση δική του, γιατί ακριβώς έχει «Χριστὸν ἀρωγὸν καὶ συναθλητὴ ν ἐν τοῖς παλαίσμασι» 282. Η αίσθηση της πνευματικής του γυμνότητας και η νυχθήμερη κραυγή του «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με» φανερώνουν όλη την αγωνία του για την ελπίδα της θείας κοινωνίας. Τότε ο Χριστός εγκύπτει στο πλάσμα Του και γίνεται «ἀνδρείας συναγωνιστής, συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκ αίνων καὶ εὐφραίνων τὴν καρδίαν» 283. 9. Το μυστήριο του «Αδάμ» στη ζωή του μοναχού Για τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη ο λόγος για τον οποίο οι χριστιανοί αφήνουν τον κόσμο και μεταβαίνουν στο μοναστήρι είναι για να νεκρώσουν τα πάθη τους με την εργασία των αρετών και την ευαρέστησή τους απέναντι στο Θεό. Η κοινοβιακή ζωή χαρακτηρίζεται ως «βασιλικὴ ὁδός» 284, επειδή ακριβώς στηρίζεται στην αδιάκριτη υπακοή, στη θεομίμητη ταπεινοφροσύνη και στην έμμετρη άσκηση 285. Προπάντων, για τον άγιό μας, ο μοναχός Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργία τῆς θείας χάριτος. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρει εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ἡ προαίρεση». Επίσης, πρβλ. Ἰωάν. Κορναράκη, Πατερικὰ βιώματα τῆς ἑνδεκάτης ὥρας. Ἀπὸ τὴν ψυχολογίαν τῆς κατανύξεως, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 79: [ὁ ἀσκητὴς] σὰν ἐραστὴς καὶ ἐνσαρκωτὴς τῆς νήψεως γνωρίζει ὅτι σὲ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μέρη ποὺ συνεργάζονται γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἁρμόζει ἕνα ἰδιαίτερο ἔργο. Ἔτσι ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ συγχωρῆ καὶ νὰ λυτρώνη, ἐνῶ ἔργο τοῦ ἀσκητοῦ εἶναι βιωματικὰ μόνο νὰ προσκολλᾶται στὴν προσωπικὴ ἐνοχή. Ὅταν ἐμμένη ἀμετακίνητα στὴ β ίωση αὐτῆς τῆς ἐνοχῆς, δὲν ἀρνεῖται τὴν εὐλογία τῆς Θείας Χάριτος. ὲΔν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐκφράζει μόνο τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ προσφέρει στὸ Θεὸ αὐτὸ ποὺ μόνο μπορεῖ νὰ προσφέρει· τὴ βίωση τῆς ἐνοχῆς του». 282. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 194. 283. Τάξις καὶ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ Σχήματος, ό.π., σ. 27. 284. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 229. 285. Μικρὰ Kατήχησις, σσ. 312-313. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 80: «πάντα συμμεμετρημένως ἐπιτελείσθω». Μεγάλη Κατήχησις, σ. 194: «…καὶ οὐδὲν παρὰ τὸ εἰκὸς γέγονε χάριτι Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ εἴ τι σωματικὸν πρὸς παράκλησιν, καὶ τοῦτο μετὰ 132
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
οφείλει να μη λησμονεί ότι ο μονήρης βίος είναι ο τρόπος ζωής που επέλεξε ο ίδιος αυτόβουλα και ελεύθερα, και γι’ αυτό δεν του επιτρέπεται οποιαδήποτε απόκλιση από τα ίχνη της ζωής και των διδαγμάτων των αγίων 286. Διατυπώνει, όμως, και την εξής παρατήρηση: «Τάχα ἀποροῦμεν καὶ ἐξαποροῦμεν πῶς, καίπερ ἀγωνιζόμενοι, ἁλισκόμεθα ὑπὸ τῶν ἐκτόπων λογισμῶν· ἀλλὰ τοῦτο πανθάνομεν διὰ τὴν ἐν Ἀδὰμ παράβασιν» 287. Ενώ, δηλαδή, ο καθημερινός αγώνας του μοναχού έγκειται στην προσπάθειά του να μείνει εδραίος στην αρετή, εν τούτοις η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης που ο συγγραφέας μας αποδίδει στην Αδαμιαία παράβαση, μοιάζει με αξεπέραστο εμπόδιο που ορθώνεται στον αγώνα των ασκητών. Αυτή η παρατήρηση αποτελεί, ίσως, ένα από τα πιο νευραλγικά σημεία της έρευνας για τις απαρχές της μοναχικής και χριστιανικής ζωής. Η φύση, κατά τον ιερό Στουδίτη, ύστερα από την προπατορική πτώση νοσεί εξαιτίας της φιληδονίας 288. Η ανυπακοή του Αδάμ και η εξάρτηση από το εγωϊστικό του θέλημα αποτέλεσαν την απαρχή των δεινών 289 για το ανθρώπινο γένος· «ἠγαπήσαμεν γὰ ρ τὴν φιλαυτίαν καὶ ἰσόθεοι ἐδόξαμεν εἶναι γενέσθαι, καὶ διὰ τοῦτο ἐξεπέσομεν ἀ πὸ τοῦ ὕψους τῆς ἀγγελικῆς διαγωγῆς, ἐξώβλητοι τοῦ Παραδείσου γενόμενοι» 290. Η αγάπη του εαυτού και η ελεύθερη συγκατάθεση στην ηδονή της απόγευσης του καρπού οδήεὐταξίας καὶ τῆς καθηκούσης συμμετρίας». Ό.π., σ. 114: «καλὸν ἡ σύμμετρος ἐγκράτεια...». Γενικότερα, ο ιερός συγγραφέας μας ονομάζει τη μοναχική ζωή μακαρία ζωή συμμετρίας, νήψης, ειρήνης, ευχαριστίας, αγνείας, αγιασμού και σωφροσύνης, προβάλλοντας έμψυχο παράδειγμα «μεμετρημένης» μοναχικής ζωής τον καθηγητή της ερήμου άγιο Αντώνιο. Βλ. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 137. 286. Μεγάλη Kατήχησις, σ. 229. 287. Μικρὰ Kατήχησις, σ. 311. 288. Ό.π., σ. 312. 289. «Ἢ οὐκ ἴστε τί εἰργάσατο ἡ ἁμαρτία; οὐχὶ θάνατον εἰς τὸν κόσμον εἰσήγαγεν; οὐχὶ τὴν γῆν κατέφθειρεν; οὐχὶ τὴν οἰκουμένην ἐπλήρωσε πολυανδρίων καὶ τάφων, ἐξ αἰῶνος μέχρι τοῦ δεῦρο;», ό.π., σ. 20. 290. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 34. 133
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
γησαν στην απομάκρυνση από το θεϊκό θέλημα και στην επώδυνη εξορία από την Πατρική αγκαλιά. Έκτοτε, κατά το συγγραφέα μας, η ανθρώπινη φύση ολισθαίνει «ἐξ ὀλιγωρίας πρὸς τὸ φιλήδονον » 291 και «ἡ ἀνθρωπίνη ὰ τῆς κακία παρεκτείνεται» 292. Αντίθετα, εάν ο Αδάμ διαφύλαττε σώα «τ ψυχῆς ἀκροατήρια», δεν θα αισχυνόταν από τη ντροπή της γυμνότητας, αλλά θα συνέχιζε την απόλαυση των υψηλών θεωριών και των αθάνατων τροφών 293. Η ζωή του, όμως, τώρα χαρακτηρίζεται από πτώσεις και μεταβολές, παθήματα και αλλοιώσεις 294. Η μεγαλύτερη αλλοίωση του Αδάμ είναι ο εγκλωβισμός του στα στενά όρια του εγωϊσμού του, στη λατρεία του ειδώλου της αυτοϊκανοποίησής του και στον εκμαυλισμό του στα πάθη της ηδονής. Εξαιτίας της πτώσης του, η αμαρτία της προαίρεσης 295 μεταδίδεται σε όλο το ανθρώπινο γένος. Κατά το Στουδίτη, η ηδονή είναι το άγκιστρο του διαβόλου με το οποίο αιχμαλωτίζει τους ανθρώπους και τους δουλαγωγεί. Είναι, μάλιστα, τόσο μεγάλη η δύναμή της και η δουλαγωγία που επιφέρει, σε σημείο που οι κυριευμένοι και ταλαιπωρημένοι από τα πάθη θα προτιμούσαν τον «δι’ ἀχγόνης θάνατον» και το «θηρίοις παραδοθῆναι» 296. Επίσης, η ηδονή παρομοιάζεται με την ασθένεια της «ψώρας», κατά την οποία όσο περισσότερο ξύνεται ο ασθενής για να νιώσει κάποια ανακούφιση, τόσο χειροτερεύει η κατάσταση της υγείας του. Παρόμοια, η ηδονή είναι μόνο επιφανειακή, εί291. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 312. 292. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 34. 293. Ό.π., σ. 460. 294. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 281: «παρεδόθημεν τῇ πολυπαθεστάτῃ καὶ ἀλλοιωτῇ ζωῇ ταύτῃ». 295. Για την «αμαρτία της προαίρεσης» και την «αμαρτία της φύσης» βλ.Ἱ ερομ. Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, Τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας κατὰ τὸν Ἅγιον Μάξιμον τὸν Ὁμολογητήν, ἐναίσιμος ἐπὶ διδακτορίᾳ διατριβή, Ἀθῆναι 1975, σ. 61. 296. Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 77-78. Βλ. και Μεγάλου Βασιλείου, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα 5, PG 31, 436A. Περὶ τοῦ μὴ προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, καὶ περὶ τοῦ γενομένου ἐμπρησμοῦ ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας 1, PG 31, 541CD. 134
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ναι «νόσος παγχάλεπος» για την ψυχή, γιατί ουσιαστικά προκαλεί οδύνη, περίσταση, αθυμία, φόβο 297, «ἔκστα σιν φρενῶν κα ὶ ἀλλοίωσιν πονηράν», φθορά και θάνατο298. Η φυγή από την ηδονή αποτελεί θέμα γενναίας απόφασης και συνίσταται σε «ἀντίστασιν ἐπίμονον». Κάθε σαρκική επέλαση πάθους που προσβάλλει συχνά τον άνθρωπο, σύμφωνα με τον έμπειρο ποιμένα του Στουδίου, μπορεί να αντιμετωπισθεί με έντονη προσευχή, στεναγμό και δάκρυα. Ο εναγκαλισμός του πόνου, δηλαδή της οδύνης, που έρχεται μετά την ηδονή, αποβαίνει ωφέλιμος, γιατί ουσιαστικά απαλλάσσει τον άνθρωπο από το πάθος, ενώ επίσης με τη μετάνοια επανέρχεται ο νους στη φυσική του κατάσταση 299. Η κατάσταση αυτή, που είναι η αρετή, είναι το πεδίο της πραγματικής ελευθερίας του πνεύματος, όπου ο Θεός ενοικεί στον άνθρωπο και ο άνθρωπος αφήνεται με εμπιστοσύνη στα χέρια της Θείας Πρόνοιας 300. Η ίδια η κτίση φαίνεται φιλική και ειρηνική σ’ αυτόν, επειδή ακριβώς δεν είναι υποταγμένος σε πάθη που διώχνουν την πνευματική και σωματική γαλήνη 301. Αυτή είναι η πραγματική ηδονή, ηἱερ«
ὰ ἡδονή», η
297. Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 286-287. 298. Ό.π., σσ. 32, 218. 299. Ό.π., σ. 287. «Ἡ ὀδύνη κατὰ τὴ σοφὴ πρόνοια τοῦ δημιουργοῦ τέθηκε πλάι στὴν ἡδονή, ἐξισορροπώντας ἔτσι τὴν παράλογη πορε ία· μάλιστα ὁδηγῶντάς τον μέσα ἀπὸ τὰ ποικίλα παθήματα στὸ ξερίζωμα αὐτῆς τῆς παρὰ φύσιν ἡδονῆς», Ἀθαν. Βλέτση,
Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα στὴ θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ἔρευνα στὶς ἀπαρχὲς μιᾶς ὀντολογίας τῶν κτιστῶν, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998, σ. 272 κ.ε., όπου παρουσιάζονται αναλυτικά οι θέσεις του αγίου Μαξίμου για το πλέγμα της σχέσης ηδονή-οδύνη. 300. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 78: «ὁ ἐνάρετος, ὅς γε ἐλεύθερος ὢν τῇ ἁμαρτίᾳ, λέγω δὲ τοῦτο οὐ μόνον τῇ ἡδονῇ, ἀλλὰ καὶ κατὰ πᾶν ἄλλο πάθος-, χαίρει τε κα ὶ ἥδεται, βασιλεύει τῇ δικαιοσύνῃ, ἀφόβητός ἐστι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν». 301. Ό.π., σ. 32: «ὁ τοιοῦτος ἐν σαρκὶ καὶ ὑπὲρ σάρκα, ἐν κόσμῳ καὶ ὑπὲρ κόσμον, ἐν ζωῇ τῇ παρούσῃ καὶ ζῶν ὑπὲρ τὰ ὁρώμενα, ἐν ᾧ τὰ κύματα τῆς χάριτος πραείαις αὔραις τοῦ Πνεύματος κινούμενα γαληνι ᾷ τὴν ψυχὴν ὅτι μάλιστα» . Ό.π., σ. 287: «Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἡδὺ τῇ ψυχῇ, ὡς τὸ ἀνενόχλητον καὶ ἀδούλωτον πάθεσιν». 135
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
οποία δεν έχει σχέση με τη σαρκική που επιφέρει τη νέκρωση των πνευματικών αισθητηρίων της ψυχής 302. Ο μοναχός αλλά και κάθε άνθρωπος εγκρύπτεται μέσα στον Αδάμ. Ο συγγραφέας μας, αναφερόμενος στην αιτία της διασαλευμένης τάξης εξαιτίας της επιλογής του Αδάμ, δεν κατηγορεί τον προπάτορα αλλά την αυτόβουλη, άστοχη συγκατάθεσή του στη δύναμη της αμαρτίας. Η ίδια αμαρτητική ροπή εμφωλεύει σε κάθε άνθρωπο λόγω κατάχρησης του δώρου του «κατ’ εἰκόνα», της ελεύθερης δηλαδή βούλησης και επιλογής. Η ανάστροφη πορεία δεν ξεκινά από την κατάκριση του Αδάμ αλλά από την παραδοχή της Αδαμιαίας παράβασης ως κοινού κτήματος και κληροδοτήματος όλων των ανθρώπων. Η αναγνώριση της καθολικής αμαρτίας ως προσωπικού γεγονότος ανάληψης ευθυνών οδηγεί ευκολότερα στη μίμηση του Αδαμιαίου θρήνου 303. Ο μοναχός ταυτίζεται με τον Αδάμ και αγκαλιάζει την αμαρτία που επιτελείται στον κόσμο, σκυθρωπάζοντας και πενθώντας, δεόμενος «νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ὅπως παραβιβάσῃ Κύριος, οἵοις οἶδε τρόποις σοφίας, τὸν πειρασμόν… τὸ βραβευθῆναι τὴν οἰκουμένην ἐν εἰρήνῃ» 304. Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης είναι ίσως περισσότερο παρών απ’ όλους τους συγχρόνους του στα πνευματικά προβλήματα της εποχής του, γιατί γνωρίζει τα γενεσιουργά αίτια της κακίας και τα αντιμετωπίζει δυναμικά με τη σιωπηλή 302. Ό.π., σ. 217. Βλ. και ό.π., σ. 78: «Ἥδε ἡ ἀγαθὴ ζωή· αὕτη ἐστὶν ἡ μακαρία βιοτή». 303. Βλ. το ομώνυμο κεφάλαιο από τις γραφές του Αγίου Σιλουανού στου Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ό.π., σσ. 559-567. Πρβλ. επίσης Harry Boosalis, μν. έργ., σσ. 189-190: «Ὅταν κάποιος ἀρχίζει νὰ βλέπει μὲ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ τὸ καθημερινὸ δράμα τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης τοῦ πλησίον του, τότε φθάνει στὸ σημεῖο νὰ βλέπει κάτω ἀπὸ ἕνα νέο φῶς τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει μέσα του τὴν ἐμπειρία τῆς ἀγωνίας, τοῦ προσωπικοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης κάθε ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ πιστὸς μὲ τὴν ταύτιση καὶ τὴ συμμετοχή του στὸ κοινὸ πάθημα τῆς ἀνθρωπότητας, ἀποκτᾶ ἀληθινὴ “συνείδηση τοῦ Χριστο ῦ”. Φθάνει νὰ συμμετέχει στὴν ἀθάνατη καὶ αἰώνια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο». 304. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 35. 136
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
κραυγή της προσευχής του και την προσωπική ανάληψη της ευθύνης για την κακία. Στο κοινόβιο επιτυγχάνεται η αποκατάσταση της διασαλευμένης τάξης. Αφού ο άνθρωπος λόγω της παρακοής και της απείθειάς του στις εντολές του Θεού γνώρισε την εξορία από τον Παράδεισο, την κερδίζει πάλι δια της υπακοής και της ευπείθειας. Η «πρὸς τὸ ἀρχαῖον ἀνακομιδή», η δωρεά του νέου Αδάμ, του Χριστού, απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά της αμαρτίας χαρίζοντάς του τη ζωή της ελευθερίας, τη συνομιλία με την Αγία Τριάδα μέσα στον ανακαινισμένο Παράδεισο της χάριτος 305. Το μοναστήρι είναι μέσα στο φθειρόμενο κόσμο ο καινός κόσμος, όπου σώζεται το «κατ’ εἰκόνα» και στερέμνια αναζητάται το «καθ’ ὁμοίωσιν» 306. Γι’ αυτό και απαράβατος κανόνας της μοναχικής ζωής αλλά και εμπειρικό αξίωμα του πνευματικού αγώνα είναι η ρήση του ιερού πατρός: «ἡ ὑπακοὴ ζωὴ καὶ ἡ παρακοὴ θάνατος» 307. Η παρακοή δεν φέρει την ανάπαυση αλλά αντίθετα «τὸ φορτικὸν καὶ ἐπαχθὲς καὶ δυσήνυτον» 308. Η υπακοή είναι το κλειδί για τον Παράδεισο, η ανάστροφη πορεία από την εξορία του εγωϊσμού στην επίτευξη της θέας του Θεού. Έτσι, το «κοινὸν ἐπιτίμιον» 309, ο θάνατος, γίνεται χαροποιός μέσα στην ανεστραμμένη πορεία αναζήτησης του Πατρικού κόλπου, το τέλος της οποίας είναι η αθανασία, δηλαδή η επαναφορά στην προπτωτική κατάσταση. Γι’ αυτό ο άγιος Θεόδωρος συμβουλεύει: «ἕτοιμοι ἀεὶ ὦμεν πρὸς τὴν ἔξοδον, πᾶσαν ἡμέραν τελευταίαν ἡγούμενοι τοῦ βίου 305. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 281. 306. Βλ. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Σφραγὶς γνησία, ό.π., σσ. 131-132: «Ὁ Χριστός… διὰ μεγαλυτέραν καὶ εὐχερεστέραν δυνατότητα χαρᾶς, εἰρήνης καὶ πλουτισμοῦ ἁγίων δωρημάτων καὶ θείας ζωῆς, “ἔκτισεν” ἐν τῷ κόσμῳ ἕνα κόσμον ἔξω τοῦ κόσμου, τὸν μοναχισμόν. Δι’ αὐτοῦ ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς ἁμιλλᾶται μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ συγκάθηται, συνομιλῶν ὅσον “χωρεῖ” μὲ τὸν Θεόν». 307. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 425. Το ίδιο διδάσκει και αλλού: «ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ζωὴ αἰώνιός ἐστι καὶ ἡ παρακοὴ αὐτῆς θάνατος», ό.π., σ. 436. 308. Ό.π., σσ. 425-426. 309. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 301. 137
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ἡμῶν» 310. Η επιμονή στον αγώνα κατά των παθών και η υπομονή στις θλίψεις των πειρασμών, η συνεχής νήψη και η διαρκής επαγρύπνηση στη φύλαξη των εντολών, παρά την ασθενική και αδύναμη ανθρώπινη φύση, είναι ένας «θάνατος», που όμως προτυπώνει την ανάσταση. Γι’ αυτό η πορεία του μοναχού είναι η προτύπωση της ανάστασης, της εσχατολογικής παραδείσιας αποκατάστασης 311. Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης συγκρίνει τους μοναχούς με τις μυροφόρες γυναίκες της Ανάστασης, καθώς τους ονομάζει «μυρεψούς», οι οποίοι συνθέτουν τις αρετές που ευωδιάζουν μέσα στον κατάφυτο και ευωδιαστό λειμώνα της μονής, ως αναστάσιμοι φορείς και οπαδοί του Αρνίου της Αποκάλυψης 312. Η προπτωτική ζωή όπως βιώνεται στο κοινόβιο προσιδιάζει σε ζωή «οὐκ ἐν σαρκ ί, ἀλλ’ ὑπὲρ σάρκα». Ο μόχθος είναι επίγειος, φθειρόμενος, το πολίτευμα όμως είναι ουράνιο 313. Η ζωή του μοναχού δεν ξεκινά από τη σαρκική του γέννηση, αλλά γενεαλογείται από τη στιγμή της παρουσίας της Εδέμ και του Αδάμ, εφόσον και ο ίδιος αποτελεί ένα κομμάτι του Α310. Ό.π., σ. 322. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει ότι ο ανακαινισμένος από το Ευαγγέλιο του Χριστού άνθρωπος ασκείται με την υπομονή στα οδυνηρά και στις προσβολές του διαβόλου, προκειμένου να υποδεχθεί την αφθαρσία. Η ζωή του, αν και απολυτρωμένη με τη χάρη του αγίου βαπτίσματος, εμπίπτει σε παθητή ακόμα κατάσταση, γι’ αυτό και επισυμβαίνουν οι πειρασμοί και ο θάνατος, ιδωμένα όμως κατά παραχώρηση Θεού ως μέσα παιδαγωγίας και όχι ταλαιπωρίας του ανθρώπου. «Πλὴ ν γὰρ τῆς ἁμαρτίας οὐδὲν τῶν ἐν τῷ βίῳ τούτῳ κακὸν ὄντως, εἰ καὶ κακώσεως πρόξενον, οὐδ’ αὐτὸς ὁ θάνατος», Γρηγορίου Παλαμᾶ,Ὁμιλία περὶ τῆς κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας, καὶ τῶν δι’ αὐτῆς κεχαρισμένων τοῖς ὡς ἀληθῶς εἰς αὐτὸν πιστεύουσι, ΕΠΕ 9, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1985, σ. 468. 311. Βλ. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, μν. έργ., σ. 134: «[Οἱ μοναχοὶ] ὡς ἀείποτε ἐπιθανάτιοι, ἐν σαρκὶ αἴρουν τὰς θεϊκὰς ἐπαγγελίας καὶ προτυποῦν τὴν ἐρχομένην βασιλείαν». 312. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 24. Ἀποκ. 5, 6. 313. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 190. Φιλιπ. 3, 20. 138
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
δάμ ή μάλλον φέρει μέσα του ολόκληρο τον Αδάμ: «Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὸ κατὰ σάρκα ὡς ἀγενεαλόγητοι καὶ ἀπόλιδες χρηματίζετε, ἕνα πατέρα ἕχοντες, τὸν τῶν ὅλων Θεόν, καὶ πόλιν τὴν ἄνω Ἰερουσαλὴμ καὶ συμπολίτας τοὺς ἀπ’ αἰῶνος ἁγίους» 314. Καθώς ανήκει ο ίδιος στο μυριοϋπόστατο σώμα της ανθρωπότητας, γίνεται όλος Αδάμ, εξερχόμενος του εαυτού του και αγκαλιάζοντας με την προσευχή του καθολικά όλους τους ανθρώπους 315. Αυτό και μόνο το γεγονός τον ανάγει σε έναν οικουμενικό
314. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 191. Βλ. και ό.π., σ. 252: «Ἀμήτωρ ἐγὼ καὶ ἀπάτωρ καὶ ἀγενεαλόγητος, ὡς παραφρονῶν λέγω. Εἰ δέ τις ἐρωτᾷ με, πόθενἦργμαι, ἀποκρινοῦμαι ἐξ ὑμῶν γενεαλογεῖσθαι · καὶ γὰρ αὐτοί μου πατὴρ καὶ μήτηρ καὶ ἀδελφοί μου καὶ τέκνα· πρὸ δὲ ὑμῶν πατήρ μου καὶ πατὴρ ὑμῶν ὁ γεννήσας με πνεύματι, ἐπεὶ πρό γε τούτου, εἰ καὶ τολμηρὸν εἰπεῖν, ὁ Θεὸς ὁ πατὴρ πάντων καὶ δεσπότης». Το ίδιο συναντούμε και στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος τονίζει ότι αυτός που νέκρωσε τα γήϊνα μέλη του «κα ὶ ἀρνησάμ ενος πάντα τὰ τῆς σαρκὸς καὶ τὰ τοῦ κόσμου γνωρίσματα… ὁ τοιοῦτος ἀπάτωρ καὶ ἀμήτωρ καὶ ἀγενεαλόγητος κατὰ τὸν μέγαν Μελχισεδὲκ γέγονεν», Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ θεολογίας καὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον ἑκατοντὰς ἑβδόμη , Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Β΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1958 3, σ. 181. Βλ. και τοῦ ἰδίου, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, Θεωρία εἰς τὸν Μελχισεδέκ , PG 91, 1140Α, 1141D: «Ὁ θεῖος Μελχισεδέκ… σώαν καὶ ἀληθῆ ἐν ἑαυτῷ φέρει τοῦ γεννήσαντος Θεοῦ τὴν ὁμο ίωσιν ἐπεὶ καὶ πᾶσαν γέννησιν τ’ αὐτὸν τῷ γεννῶντι πέφυκεν ἀποτελεῖν τὸ γεννώμενον», όπου με παράδειγμα τον Μελχισεδέκ ο γενεαλογούμενος από Θεού φέρει και την ομοίωσή Του. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Γέροντας Αιμιλιανός: «Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπον, “ἀγενεαλόγητος”. Τὸ πρότυπον τῆς μοναχικῆς τελειότητος εἶναι ἡ περὶ τὸν θρόνον καὶ τὸν οὐράνιον κόσμον τοῦ Θεοῦ ζωὴ τῶν ἀγγέλων, πρὸ τῆς δημιουργίας ἀκόμη τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου», μν. έργ., σ. 131. 315. Πρβλ. Harry Boosalis, μν. έργ., σσ. 236-237: «Ἡ οὐσιαστικὴ διακονία τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴ σωτηρία ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Γιὰ τὸν ἅγιο Σιλουανό, αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ. Ὁ μοναχὸς -καὶ μὲ τὶς κοινὲς προσευχὲς τῶν λειτουργικῶν ἀκολουθιῶν, καὶ μὲ τὶς κατ’ ἰδίαν προσευχὲςεἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει κληθεῖ νὰ ἀφιερώσει ὅλη τὴ ζωή του στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀνθρωπότητας μέσῳ τῆς ἱερᾶς διακονίας τῆς προσευχῆς». Βλ. και Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ό.π., σ. 610. 139
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
άνθρωπο 316, που είναι επιλεγμένος από την ίδια την ανθρωπότητα, δι’ ενός μυστικού τρόπου κλήσης και κλίσης, προκειμένου να υπουργήσει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου και της αναγέννησης του κόσμου. Εάν ο μοναχός ως απλό μόριο του ενός σώματος προσευχητικά αγιάζεται, τότε μπορεί να αγιάσει και το υπόλοιπο σώμα 317. 10. Ομολογία πίστης - Δογματικοηθική γνώση του Θεού Μία βασική πτυχή του μοναχικού βίου είναι και η ομολογία ή μαρτυρία της πίστης, που είναι διατυπωμένη στις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας και πρακτικά εφαρμοσμένη στο χριστιανικό ήθος. Μία τέτοια αλήθεια είναι η εξής: «μαρτυροῦμεν ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» 318. Αυτή η λιτή φράση, με πλούσιο νοηματικό περιεχόμενο και κα316. Ο Γέροντας Αιμιλιανός αναλύοντας τη μοναστική ζωή εξηγεί το ρόλο του μοναχού ως οικουμενικού ανθρώπου: Ἐφ’ « ὅσον εἶμαι ὁ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν δεσπόζοντα ἐφ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης, σημαίνει ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ οἰκουμενικὸς ἄνθρωπος, εἶναι ὁ καθολικὸς ἄνθρωπος… Ἐφ’ ὅσον εἶμαι ὁ οἰκουμενικὸς ἄνθρωπος, εἶμαι μιὰ πανανθρώπινη ὕπαρξις· ἐφ’ ὅσον εἶμαι ἕνας καθολικὸς ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον εἶμαι ἕνας προφήτης, ἐφ’ ὅσον εἶμαι ἕνας ἀπόστολος, ἐφ’ ὅσον συμμετέχω μέσα σ’ αὐτὸν τὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον ἔχω τέτοια σημασία, καταλαβαίνετε ποιὸς εἶναι ὁ ρόλος τὸν ὁποῖον τώρα μπορῶ ἐγὼ νὰ παίζω ὡς ἕνας μοναχός», Ζωὴ ἐν Πνεύματι, σσ. 125-126. 317. Εξηγώντας ο Γέρων Σωφρόνιος το νόημα της «υποστατικής» προσευχής, σημειώνει: «Δι’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς ὁ ὑποτακτικ ὸς αἰσθάνεται τὴν ἑνότητα αὐτοῦ μεθ’ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἤτοι πρὸς πάντα ἄνθρωπον, ἀποβαίνει φυσικόν τι. Ἡ τοιαύτη προσευχὴ συντελεῖ ἀληθῶς εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου, καὶ πᾶς χριστιανὸς ὀφείλει νὰ τείνῃ πρὸς αὐτήν, ἰδίως δὲ οἱ ἱερεῖς κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας», Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ό.π., σ. 150. Επίσης, πρβλ. Harry Boosalis, μν. έργ., σ. 240: «Ἡ προσευχὴ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς συμμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ θεῖο ἀρχέτυπο, κατὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε· εἶναι μία ὑπαρξιακὴ συμμετοχὴ στὴν κοινωνία τῆς θείας ἀγάπης· εἶναι ἡ ὑπέρτατη ὑλοποίηση τοῦ θείου δυναμικοῦ, ποὺ εἶναι ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο, καὶ ἡ ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ του». 318. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 36. 140
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
νονικοδογματική χροιά, είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται η μοναχική βιοτή ως πίστη και ζωή ταγμένη στην υπηρεσία του Θεού και των ανθρώπων. Η μαρτυρία του ονόματος του Χριστού ξεκινά από την αποστολική και πρωτομαρτυρική εποχή ως αιματηρός άθλος των χριστιανών και συνεχίζεται στη μοναχική ζωή ως φυσική συνέχεια του μαρτυρίου του αίματος με το μαρτύριο της συνείδησης και τους λοιπούς ασκητικούς αγώνες. Η ομολογία της πίστης του μοναχού στο Χριστό, τον Υιό του Θεού, είναι η μαρτυρία και το μαρτύριό του με το οποίο αποκαλύπτει την εραστική του διάθεση να αναζητά και να βρίσκει το Θεό. Κατά τον ιερό μας συγγραφέα, η πίστη αυτή θεμελιώνει και νοηματοδοτεί τη ζωή του μοναχού, ώστε να υπομείνει «τὸ πολύθλιπτο ν τοῦ σταυροφόρου βίου», τη φρούρηση του «παρθενικοῦ ἐπαγγέλματος», «τὸ ἀνεξάρνητον τῆς ἀθλητικῆς ὑποταγῆς» 319. Η μαρτυρική αυτή διαγωγή βρίσκει την τελείωσή της στην άλλη ζωή, όπου τα επηγγελμένα αγαθά είναι η «καθημερινή» πραγματικότητα μέσα στο άχρονο της βασιλείας του Θεού. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για μια μεταφυσική, θεωρητική ερμηνεία· η πίστη και η μαρτυρία του ονόματος του Χριστού οντολογικά δονούν τον άνθρωπο και τον μεταμορφώνουν σε πολίτη της «ἄλλης βιοτῆς» 320. Γι’ αυτό και δέχεται «ὑπὲρ ἀληθοῦς μαρτυρίας τὰς ἀνυποίστους βασάνους», συμμορφώνοντας τη ζωή του με προσανατολισμό την κληρονόμηση της αιώνιας βασιλείας 321. Η διαφύλαξη, λοιπόν, της ορθόδοξης πίστης είναι μία από τις σπουδαιότερες μέριμνες της στουδιτικής μονής, καθώς μόνο ο ορθόδοξος τρόπος βίωσης της πίστης στον Τριαδικό Θεό οδηγεί σε μια καθαρή και ακηλίδωτη ζωή 322. Ώστε τα δύο αυτά, πίστη και ήθος, γίνονται αλληλένδετα και αλ319. Ό.π. 320. Ἀπὸ τὸν Κανόνα τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ᾨδὴ ζ΄, Πεντηκοστάριον, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1959. 321. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 37. 322. Βλ. ό.π., σ. 66: «τὴν πίστιν ἔχειν ὀρθόδοξον καὶ τὸν βίον ἀκατάγνωστον». 141
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ληλοπροϋπόθετα. Αν η πίστη είναι κακόδοξη, τότε και τα ελατήρια των πράξεων είναι ιδιοτελή και πονηρά, φερέφωνα των επιταγών της κακοδοξίας. Οι αγώνες, λοιπόν, και οι εξορίες του ηγουμένου και των μοναχών του Στουδίου αποσκοπούν στη διασφάλιση των δογμάτων της Εκκλησίας, δηλαδή στην προστασία της ίδιας της ζωής τους. Ο μοναχός διαφυλάττει το δόγμα όχι ως θεωρητική κληρονομιά αλλά ως πρακτική εφαρμογή της πίστης, την οποία βιώνει οντολογικά από την παρούσα ζωή προσδοκώντας την επόμενη. Αν, λοιπόν, η Εκκλησία είναι η κιβωτός της σωτηρίας, οι θεματοφύλακές της είναι οι μοναχοί, η έμψυχη φωνή της συνείδησης της Εκκλησίας 323. Τα δόγματα της Εκκλησίας περιχαρακώνουν τη ζωή του πληρώματος και καταγράφουν το άρρητο και αθέατο, όπως ειπώθηκε και θεάθηκε μέσα στην ανθρώπινη ιστορία 324. Αυτός είναι και ένας ορισμός της πίστης: ελεΌ.π., σ. 68: «ὀρθόδοξον τὴν πίστιν κεκτήμεθα, ὡσαύτως καὶ τὸν βίον ἀ κηλίδωτον». Πρβλ. Δημ. Τσελεγγίδη, Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ζωή . Μελέτες Συστηματικῆς Θε ολογίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 127: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτὲ δὲν αὐτονόμησε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ δόγμα της ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν εὐσέβειά της. Ἡ μονομερὴς προβολὴ ἑνὸς ἀπὸ τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικά της θεωρήθηκε πολὺ νωρὶς ὡς διάψευση τῆς ὅλης ταυτότητάς της. Ὁ καθαρὸς βίος κρίνεται καὶ καταξιώνεται μόνο ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη. Καὶ ἡ ὀρθ ὴ πίστη ἔχει τὴν φερεγγυότητα καὶ τὸ ἀντίκρισμά της στὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς». 323. Βλ. Μητρ. Ἰγνατίου Τριάντη, Ὁ Γέροντας τῆς Πάτμου Ἀμφιλόχιος Μακρῆς (1889-1970), Βίος - Ὑποθῆκαι - Μαρτυρίαι, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ, Πάτμος 20074, σ. 202: «Οἱ μοναχοί φρουροῦν τά κάστρα τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν προστατεύουν ἀπό τούς ἐχθρούς της, πού σάν λύκοι ὁρμοῦν γιά νά τήν κατασπαράξουν στήν σύγχρονη ὑλιστική ἐποχή μας. Ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος θά γίνῃ μόνον ὅταν ἀδειάσουν τά μοναστήρια, τά κάστρα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἐγώ μέ μίαν ῥάβδο ὁδοιπορικήν καί μέ μιά σφενδόνα τοῦ μοναχισμοῦ καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κατώρθωσα νά σᾶς ἀφήσω ὅ,τι τώρα βλέπετε καί σᾶς τά παραδίδω». 324. Βλ. π. Δημητρίου Στανιλοάε, Ὁ Θεός, ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος. Εἰσαγωγὴ στὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ θεολογία, μετάφραση π. Κωνσταντῖνος Coman, Γιῶργος Παπαευθυμίου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1990, σ. 117: «Τὰ χριστιανικὰ δόγματα δὲν εἶναι ἕνα 142
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ύθερη αποδοχή της αποκεκαλυμμένης αλήθειας και έκφραση της ψυχοσωματικής συμμετοχής ως «γνώσης» 325 και βίωσης σε οντολογικό επίπεδο ήθους και έθους σε εφαρμοσμένη πρακτική. Κατά το Στουδίτη: «ὁ ἀγαθὸς βίος συμπαρομαρτεῖ τῇ πίστει… Ἐκ δυοῖν γάρ ἐστι τὸ σῶσμα τῆς ψυχῆς, καὶ οὔτε πίστις καθ’ ἑαυτὴν οὔτε βίος καθ’ ἑαυτὸν σῴζει, ἀλλ’ ἑκάτερα ὑφ’ ἑκατέρων συντηρούμενα καὶ συμβιβαζόμενα» 326. Έτσι, όσο ορθά θεωρεί κανείς, αντίστοιχα και πράττει. Οπότε, για το συγγραφέα μας, ο ευχαριστιακός, προσευχητικός τρόπος ζωής με τις ηθικές προεκτάσεις του προέρχεται από την ορθή αντίληψη της ίδιας της ζωής και των πραγμάτων της. Η «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι» δημιουργία του ανθρώπου είναι το αφετηριασύστημα διδασκαλιῶν πεπερασμένο καὶ ἐξαρτημένο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὴν περιορισμένη πραγματοποίησή του, ἀλλ ὰ εἶναι ἡ ἑρμηνεία τῆς πραγματικότητας τοῦ Χριστοῦ στὴν πορεία τῆς ἐνεργοῦ ἐπέκτασής της στοὺς ἀνθρώπους. Ἑπομένως τὰ δόγματα ἐκφράζουν τὴν Ἀποκάλυψη ἀπροκάλυπτα, ἐπειδὴ ὁ Χριστός, ὡς τέλεια θεανθρώπινη πραγματικότητα, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δύναμή Του ἐπιβάλλεται πάνω μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ζωντανὸ περιεκτικότατο δόγμα ποὺ ἐργάζεται ὅλη τὴ σωτηρία μας» . Πρβλ. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Κατηχήσεις καὶ Λόγοι 5, Σταθμοὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, Ἀπὸ τὴν πτῶσι στὴν αἰωνιότητα, ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας, Ὀρμύλια 2003, σσ. 157: «Τὸ δόγμα δὲν εἶναι νόμος ἐπιβλητικός, δὲν εἶναι ἄπιαστη φιλοσοφικὴ ἔννοια, δὲν εἶναι καταθλιπτικὴ καὶ ἀπαιτητικὴ ὑποχρέωσις, δὲν εἶναι ἀπειλητικὸς ὅρος γιὰ τὴν ζωή μας, δὲν ἐπιδέχεται φιλοσοφικὲς ἑρμηνεῖες. Εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας· μᾶς λέγει τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τί εἶναι ὁ Θεός. Τὸ δόγμα ἁπλοποιεῖ τὰ μυστικὰ καὶ δυσθεώρητα, γιὰ νὰ μᾶς γίνωνται ἁπλᾶ καὶ ἀντιληπτά». 325. Σύμφωνα με το Γέροντα Σωφρόνιο: «Γνωρίζω σημαίνει ἐνσωματῶ τι εἰ ς τὴν ἰδίαν μου ζωήν, καθιστῶ τὸ γινωσκόμενον “ἐνυπάρχον” εἰς ἐμέ», Ἄσκησις καὶ θεωρία, ό.π., σ. 133. Βλ. και π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὁδὸς Θεογνωσίας. Κεφάλαια ἀσκητικὰ καὶ γνωσιολογικά, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1985, σ. 238: «Εἶναι ἀναμφίβολο ὅτι ἡ γνώση σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες της ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θρησκευτικο -ηθικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι τελειότερος ἀπὸ ἄποψη θρησκευτικο-ηθικὴ (δηλ. πνευματική), τόσο καὶ ἡ γνώση του εἶναι τελειότερη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἡ γνώση καὶ τὸ ἦθος νὰ βρί σκονται πάντοτε σ’ αὐτὸ ν σὲ ἀκριβὴ συμμετρία». 326. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 86. 143
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
κό στοιχείο της ευχαριστίας προς το Θεό, δεδομένου μάλιστα ότι η δημιουργία της κτίσης προηγήθηκε αυτής του ανθρώπου ως πρόνοια του Θεού, ως προετοιμασία για το τελειότερο δημιούργημά Του 327. Έπειτα, η υιοθεσία διά του αγίου βαπτίσματος και το δώρο της μοναχικής τελειότητας 328, ως επέκταση της χριστιανικής άσκησης, θεωρούνται τρόποι ομολογίας της παρουσίας του Θεού και πρακτικής εφαρμογής της κοινωνίας Του 329. Η ίδια η κατασκευή του ανθρώπου και το τριμερές της ψυχής του, λογιστικό, θυμικό και επιθυμητικό, είναι μία εικόνα της αγίας Τριάδας, μία πλάση ομοίωσης και δοξολογίας του Θεού, εξωραϊσμού και εξευγένισης του ανθρώπου. Μάλιστα, το λογιστικό μάς δόθηκε, συμπληρώνει ο ιερός συγγραφέας, «ἵνα πιστεύωμεν ὀρθῶς εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα», ενώ όλα μαζί μάς οδηγούν σε βίο «καθαρὸν καὶ ἀνεπίληπτον, βίον ἐνάρετον καὶ οὐρά νιον»,
327. Ό.π., σ. 84. Βλ. και Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὴν Γένεσιν Η΄, 2, PG 53, 71: «Καὶ τίνος ἕνεκεν, φησίν, εἰ τούτων ἁπάντων τιμιώτερον τυγχάνει [ὁ ἄνθρωπος], ὕστερον παρήχθη; Εἰκότως. Καθάπερ γὰρ βασιλέως μέλλοντος εἰς πόλιν εἰσελαύνειν, τοὺς δορυ φόρους ἀ νάγκη προηγεῖσθαι, καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας, ἵνα εὐτρεπισμένων τῶν β ασιλείων, οὕτως ὁ βασιλεὺς εἰς τὰ βα σίλεια παραγίνηται· τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ νῦν, καθάπερ βασιλέα τινὰ καὶ ἄρχοντα μέλλων ἐφιστᾷν πᾶσι τοῖς ἐπὶ τῆς γῆς, πᾶσαν ταύτην τὴν διακόσμησιν πρότερον ἐτεκτήνετο, καὶ τότε τὸν μέλλοντα ἐφίστασθαι παρήγαγε, δεικνὺς ἡμῖν δι’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων ὅσον τιμᾶται τουτὶ τὸ ζῶον». 328. Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 84-85. Επίσης, βλ. ό.π., σ. 254: «Τρίτον ἐκάλλυνεν ἡμᾶς ἐν τῷ τῆς παρθενίας ἐπαγγέλματι χαρισάμενοςἡμῖν πάντα τὰ παραπτώματα, “ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον” (Κολ. 2, 14), τῇ σταυροφόρῳ ζωῇ ἐπίσης τῷ βαπτίσματι». 329. Δεν παραλείπει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης να τονίσει ότι ομολογία πίστης αποτελεί και ο αγώνας του εναντίον των εικονομάχων, δείγμα ότι η μοναχική πολιτεία του Στουδίου σεμνύνεται με την αληθινή πίστη στον «ἐν εἰκονίσμασι» περιγεγραμμένο σαρκί Χριστό, Υιό του Θεού: «εὐχαριστῶμεν αὐτῷ [τῷ Θεῷ], ὅτι ἤγαγεν ἡμᾶς εἰς τὴν προκειμένην ὁμολογίαν… καὶ οὐκ ἠπατήμεθα οὐδὲ πεπλανήμεθα· ἴσμεν δὲ ὅτι ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σὰρξ γεγονώς, καθὼς Ἰωάννης βοᾷ, περιγράφεται σαρκὶ καὶ ἔχει εἰκόνα, κἂν τῇ εἰκόνι αὐτοῦ προσκυνεῖται», ό.π., σ. 85. 144
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
όπως αρμόζει στα τέκνα του Θεού, στα μέλη του Χριστού 330. Παράλληλα με την «κατ’ ἰεκόνα» και «καθ’ ὁμοίωσιν» του Θεού κατασκευή του ανθρώπου, η κατασκευή της υπόλοιπης κτίσης, έμψυχης και άψυχης, ορατής και αόρατης, είναι ένας άλλος τρόπος θεολογίας και γνώσης του Θεού 331. Τα «καλὰ θεάματα » 332, κατά το συγγραφέα μας, δηλαδή οι αγγελικές δυνάμεις, «τὰ ἐκεῖσε ἄρρητά τε καὶ ἀμήχανα κάλλη», οι σκηνές των προφητών, των αποστόλων, των μαρτύρων και των δικαίων, ο ίδιος ο ουρανός, το φως του ήλιου, της σελήνης και των αστεριών, οφείλουν να είναι η αδολεσχία του νου 333, ώστε ο άνθρωπος να συναισθάνεται ότι όλα ανήκουν στο Δημιουργό, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος αποτελεί ένα μικρό κομμάτι αυτής της αλυσίδας. Το κάλλος της κτίσης είναι ικανό να τον οδηγήσει στο θαυμασμό του πάνσοφου σχεδίου του Δημιουργού και στην αναγνώριση της ψυχής του ως κορωνίδας της κτιστής πραγματικότητας 334. 330. Ό.π., σ. 88. 331. Η γνώση του Θεού μέσα από τα κτίσματά Του ονομάζεται «φυσική θεωρία» και είναι τόσο χρήσιμη, ώστε δι’ αυτής αποδίδεται η ορθή τοποθέτηση του κτίσματος απένατι στον Κτίστη Θεό. Κάθε προσπάθεια εκθείασης της ύλης είναι ειδωλολατρεία. Βλ. και το σχόλιο π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ: «Δὲ ν ἐκπλήσσει καθόλου τὸ ὅτι μιὰ ἐσφαλμένη ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο ὁδηγεῖ σ ὲ μία ἀσαφὴ κατανό ηση τοῦ κόσμου, ἀποδίδει στὸ Θεὸ ἕνα ἔργο ποὺ ὁ Θεὸς δὲν ἔφτιαξε -κρίνει, δηλαδή, κατὰ διεστραμμένο τρόπο τὴ δραστηριότητα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ» , Οἱ Βυζαντινοὶ πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, μετάφραση Π. Πάλλη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 54. 332. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 254. Πρβλ. Ρωμ. 1, 20: «Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐ τοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης». Βλ. και Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολὴ ΣΛΕ΄, 1, Ἀμφιλοχίῳ, ἐπισκόπῳ Ἰκονίου, PG 32, 872BC. 333. «Φύσει γὰρ ἀεικίνητος ὢ ν [ὁ νοῦς] οὐ δύναται ἠρεμεῖν, ἀλλὰ πρὸς ὅπερ ἂν αὐτὸν ἀπευθύνωμεν ἀνάγκη φέρεσθαι, εἴτε δεξιῶς εἴτε ἀριστερῶς», Μικρὰ Κατήχησις, σ. 253. 334. Ό.π., σ. 254. Μεγάλου Βασιλείου, Περὶ τοῦ μὴ προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, καὶ περὶ τοῦ γενομένου ἐμπρησμοῦ ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας 5, PG 31, 549Α: «…Ψυχή τε, ᾗ ζῶμε ν, λεπτή τις οὖσα καὶ νοε ρά, καὶ οὐδὲν δεο μένη τῶν βαρυ νόντων· 145
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
Ποτέ, όμως, ο θαυμασμός αυτός δεν πρέπει να φτάσει σε θεοποίηση της φύσης και σε αποπροσανατολισμό από την απλανή οδό γνώσης του Θεού. Γι’ αυτό ο ιερός πατήρ μνημονεύει ένα παράδειγμα από τους αγίους Πατέρες, σύμφωνα με το οποίο ένας ασκητής βγαίνοντας από το κελλί του κάλυπτε την κεφαλή του για να μην ατενίσει το φως της αυγής, καθώς το θεωρούσε πρόσκαιρο, επειδή επιθυμούσε να δει το αόρατο και αιώνιο φως 335. Μια τέτοια ψυχή είναι μακαρία, διότι είναιἀπολελυμένη «
πάσης σχέσεως καὶ
μόνον τὸν Θεὸν καὶ σχέσιν καὶ πόθον καὶ ἔρωτα κεκτημένη» 336. Εξάλλου, το έργο της θείας Οικονομίας και οι σωτηριώδεις ευεργεσίες του Θεού για τον άνθρωπο είναι ο κατεξοχήν θεολογικός λόγος γνώσης του Θεού. Η ζωή του μοναχού δεν είναι παρά ένα «πανηγύρι» αλληλοδιαδοχής των δεσποτικών εορτών κατά τη διάρκεια του λειτουργικού έτους, γύρω από τις οποίες στρέφεται η ζωή του μοναχού ως ηθικοπρακτική εφαρμογή των υψηλών νοημάτων τους. Το χριστολογικό δόγμα της Σάρκωσης του Υιού του Θεού, ως το κεντρικό μυστήριο της απαρχής της σωτηρίας και θέωσης 337 του ανθρώπινου γένους, αποτελεί και τα θεμέλια της μοκαὶ σῶμα, τὸ ταύτῃ δοθὲν ὄχημα πρὸς τὸν βίον παρὰ τοῦ κτίσαντος. Τοῦτο γὰρ ἄνθρωπος· νοῦς ἐνδεδεμένος προσφόρῳ καὶ πρεπούσῃ σαρκί... Τοῦτο ἄρχειν ἐτάχθη τῶν ἐπὶ γῆς. Τούτῳ γυμνάσιον ἀρετῆς ἡ κ τίσις ὑ φήπλωται. Τούτῳ κεῖται νόμος, μιμεῖσθαι τὸν πλάστην εἰς δύναμιν, καὶ τὴν ἐν οὐρανοῖς εὐταξίαν σκιαγραφεῖν ἐπὶ γῆς. Τοῦτο, ἐντεῦθεν καλούμενον, ἀπανίσταται. Τοῦτο τῷ τοῦ πέμψαντος Θεοῦ παρίσταται βήματι...». 335. «Οὕτως ὁ φιλόθεος ἀνὴρ πάντων ἐκστὰς μόνης τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης καὶ θεωρίας ἔχεται· καὶ ὁρᾷ μὲν τὴν ὑπ’ οὐρανὸν θαυμάζων καὶ ὑμνῶν τὸν ἀριστοτέχνην Θεόν· θᾶττον δὲ κατ’ αἴσθησιν μετελθὼν ἐν τοῖς ἀοράτοις γίνεται, ἐντεῦθεν καρπούμενος ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην πνευματικὴν ἐνθεαστικώτατα», Μικρὰ Κατήχησις, σσ. 56-57. 336. Ό.π., σ. 255. Πρβλ. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Ἄνθρωπος καὶ φυσικὸ περιβάλλον. Σπουδὴ στὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο , ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992 (α΄ ἔκδοση 1989), σ. 171: «Ὁ ἀληθινὸς μοναχὸς παραμένει νεκρωμένος καὶ σταυρωμένος γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἐπιθυμίες ποὺ ἐγείρει τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου». 337. Βλ. Δημ. Τσάμη, Εισαγωγή στην Πατερική σκέψη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 492-494: «Σκοπός της ενανθρώπησης είναι να δοθεί η δυνατότητα 146
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
ναχικής ιδιότητας. Ο Υιός του Θεού «μεσίτιδι ἁγίᾳ Παρθένῳ» γ ίνεται υιός ανθρώπου, «ἑαυτῷ ναὸν ἀναπλάσας καὶ τέλειος γενόμενος ἄνθρωπος» 338. Η ανθρώπινη φύση θεώνεται στο πρόσωπο του Θεού Λόγου και απελευθερώνεται από τη δουλεία της αμαρτίας, της εμπάθειας, του φιλόκοσμου και φιλόσαρκου πνεύματος 339. Ο Λόγος «αὐτοπροσώπως ἡμῖν ἐπιφαινόμενος», προσφέρει χαρά «οἵα οὐκ ἐγένετο ἐξ αἰῶνος», καθώς προσφέρει τη ζωή Του για όσους θέλουν να Τον μιμηθούν και να Τον ακολουθήσουν. Άρα το νόημα της εορτής επιβεβαιώνεται, όταν εορτάζουμε πνευματικά και πολιτευόμαστε «ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πραότητι, ἐν εἰρήνῃ, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ὡς ἂν μὴ κενὴν καὶ ἄπρακτον τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἰκονομίαν τὸ καθ’ ἑαυτοὺς δεικνύωμεν» 340. Οι μοναχοί, κατά το Στουδίτη, οφείλουν να προσεύχονται με έμπονη διάθεση για όλο τον κόσμο. Επειδή ο κόσμος αθετεί τη δωρεά και την ευεργεσία του Χριστού, την προσφορά της κοινωνίας Του με την αθάνατη τροφή, την «ἐν Χριστῷ» υιοθεσία και επίσκεψη, ο μοναχός διά της επιφάνειας του Χριστού βλέπει τους άλλους ως αδελφούς του, ακόμη κι αν βρίσκονται στην αποστασία. Τότε, ιδαίτερα, οφείλει να επιδείξει το μυστήριο να γίνει ο άνθρωπος σε τέτοιο βαθμό Θεός, όσο άνθρωπος έγινε ο Υιός του Θεού… Έτσι με την ενανθρώπηση ο Θεός Λόγος πήρε την “πεπτωκυῖα” φύση και η μορφή του δούλου έγινε Χριστός και Κύριος, ενώ οι άνθρωποι έγιναν θεοειδείς και “Θεοῦ χωρητικοί”». Η σωτηρία όμως πραγματοποιείται κι ολοκληρώνεται με το πάθος, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού». 338. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 169. 339. Βλ. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Προτάσεις ποιμαντικῆς Θεολογίας , ό.π., σ. 219: «Τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα δόγμα, ἀλλὰ παρέχει τὸ ἀληθινὸ θεμέλιο τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καὶ ὑπάρχει ὡς τὸ κέντρο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκλησίας. Μὲ τὴν ἐν Χριστῷ οἰκονομία ὁ ἄνθρωπος ἐπαναπροσλαμβάνεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο καὶ γίνεται ἱκανὸς νὰ ἐκπληρώσει τὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του». 340. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 170. Β΄ Κορ. 6, 6. 147
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
της αγάπης και της προσευχητικής προσφοράς κατ’ εικόνα του διδασκάλου και νυμφίου Χριστού: «Ὅτι οἱ γνήσ ιοι μαθηταὶ ἐν τα ῖς ἀθετήσεσι τῶν συμμαθητῶν λυποῦνται δεικνύντες τό τε πρὸς τὸν διδάσκαλον καὶ τὸ πρὸς τοὺς μαθητὰς ἀγαπητικόν· ὡσαύτως καὶ οἱ γνήσιοι δοῦλοι ἐν ταῖς ἀποστασίαις τῶν ὁμοδούλων τὸ αὐτὸ πάσχουσι» 341. Έτσι, η ομολογία της πίστης του μοναχού στο «σαρκὶ φανερωθέντα» συνδυάζεται με το «σταυροφόρον βίον» 342. Συνεπώς, η ασκητική βιοτή έχει αξία, όταν ο μοναχός μαρτυρά, με οποιοδήποτε τίμημα, την πίστη του στον Τριαδικό Θεό και με ορθό τρόπο την εκφράζει με έργα αγάπης προς το συνάνθρωπο-αδελφό του. Επίσης, οι εορτές της Μεταμόρφωσης και Ανάληψης του Χριστού, με το ιδιαίτερο θεολογικό νόημα της «θέωσης» του ανθρώπου, της Τριαδικής θεοφάνειας και του δοξασμού της ανθρώπινης φύσης με την «ἐκ δεξιῶν» του Πατρός παράσταση του Θεανθρώπου, αποτελούν το «τέλος» της μοναχικής άσκησης και την υπόσχεση της άληκτης συμβασιλείας με το Δεσπότη Χριστό. Οι εορτές αυτές, καθώς υπομνηματίζουν τη σωτήρια σωματική ενδημία του Χριστού στον κόσμο, ανανεώνουν στον άνθρωπο τα δώρα του «κατ’ εἰκόνα» και «καθ’ ὁμοίωσιν» και σαν πυξίδα υποδεικνύουν την πορεία προς τη θέωση. Οι υιοθετημένοι άνθρωποι ανάγονται με τη χάρη και τη δωρεά του Θεού στην πρόγευση της βασιλείας Του. Βιώνουν οντολογικά και όχι ηθικιστικά την αλλοίωση και μεταμόρφωση των ψυχών τους 343 με ήθος «εὐκατάστατον» 344, που θέλει την ψυχή στο πρώτο της κάλλος, στην αρχέτυπη ομορφιά. Η «ἀδιάλειπτος προκοπὴ καὶ ἀναγωγὴ» 345 είναι για τον ιερό 341. Ό.π. 342. Ό.π., σ. 94. 343. Βλ. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 43: «μεταμορφούμενοι καὶ ὅλοι βελτιούμενοι καὶ ἀεὶ λαμπρυνόμενοι καὶ τὰ θεῖα καταπλουτούμενοι, ἕως ἂν φθάσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ». Ἐφεσ. 4, 13. 344. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 27. 345. Βλ. Μεγάλη Κατήχησις, σ. 114: «Αὕτη ἡ γνησία καὶ πνευματικὴ γέννησις, 148
Γ΄. Η μοναχική άσκηση της κοινοβιακής ζωής
πατέρα η «θέωση» της μοναχικής πορείας, η οποία ξεκινά από την ἐν« Χριστῷ» γέννηση, ανδρώνεται με την ισόβια εργασία των εντολών και τελειώνει με ατέλεστη τελειότητα, με την αρχή της γεύσης των μελλοντικών αγαθών 346. Αν το αποτέλεσμα της ανάβασης στην «ἄνω Ἰερουσαλὴμ» νοηματοδοτεί όλη την πορεία του μοναχού, τότε οι προτροπές του ηγουμένου του Στουδίου κρύβουν το μεγαλείο της μοναχικής κοινοβιακής πολιτείας: Ὑ « μεῖς οὖν, τέκνα μου, χορτάσατε τὸν Θεὸν καὶ τὰ θεῖα καὶ οὐράνια· μεθύσατε τὰ τοῦ πνεύματος ὑπὲρ κόρον, ἀπολαύσατε τὰ ἡδέα καὶ γλυκερὰ ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον, τὰ λόγια τῆς χάριτος· καλλωπίσασθε τῇ ἁγνείᾳ, διακοσμήθητε τῇ ἐγκρατείᾳ, πλουτήσατε τῇ εὐπραξίᾳ, δοξάσθητε τῇ ταπε ινοφροσύνῃ, ἀνέλθετε εἰς οὐρανοὺ ς τῇ ἀπαθείᾳ, μεγαλύν ατε τὸν Κύριον σὺν τοῖς ἀγγέλοις…
πάντοτε
φωτιζόμενοι,
πάντοτε
καθαιρόμενοι,
πάντοτε
οὐρανιούμενοι» 347.
αὕτη ἡ ἀνόθευτος ὑποταγή, αὕτη ἡ ἀμέριμνος ὁδοιπορία, αὕτη ἡ γλυκεῖα προσευχὴ καὶ ἀδιάλειπτος προκοπὴ καὶ ἀναγωγὴ καὶ θέωσις τοῦ κεκτημένου τὸ δῶρον». 346. Μικρὰ Κατήχησις, σ. 60. 347. Μεγάλη Κατήχησις, σσ. 249-250. 149
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Τελειώνοντας την εργασία αυτή θα θέλαμε να επισημάνουμε κάποιες λεπτομέρειες που διέπουν το έργο των Κατηχήσεων του αγίου Θεοδώρου Στουδίτου. Ανάμεσα στη μοναχική αναμορφωτική του προσπάθεια διακρίνουμε να βασίζεται διαρκώς και να υπομνηματίζει την Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα άτυπο σύνθημα που επιβάλλει στο βυζαντινό κόσμο της εποχής του: τη μελέτη της ανάγνωσης της Αγίας Γραφής καθώς και των έργων των αγίων Πατέρων. Η ενασχόληση με αυτά τα αντικείμενα δεν είναι μόνο καθήκον του μοναχού αλλά και κάθε χριστιανού. Πολύ περισσότερο η μοναχική άσκηση στηριγμένη στις Γραφές και στην Πατερική γραμματεία μπορεί να υποδείξει στον κάθε χριστιανό την αληθινή οδό του Χριστιανισμού, που είναι η συνεπής τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Αυτό ακριβώς είναι το ήθος του κοινοβιακού μοναχισμού που προσφέρεται και στο σύγχρονο χριστιανικό κόσμο. Η τήρηση του Ευαγγελίου που δεσπόζει στη λατρεία, στην υπηρεσία της οποίας είναι ταγμένοι οι μοναχοί, φανερώνει στο χριστιανό την πραγματική του θέση μέσα στην Εκκλησία. Είμαστε υπάρξεις ευχαριστιακές-δοξολογικές-λατρεύουσες, που τρεφόμαστε από το Λόγο του Θεού, μεταφέροντας την αγιότητα μέσα στο φθαρτό, ανθρώπινο χωροχρόνο. Αν το καθολικό μιας κοινοβιακής μονής είναι στο κέντρο του ζωτικού, εργασιακού-διακονικού χώρου, αποτελεί έναν τύπο προς μίμηση για κάθε ευχαριστιακή κοινότητα. Ο ναός με όλες τις συνεπόμενες έννοιες της κατήχησης, ευχαριστίας, διακονίας, θεραπείας, αν βρίσκεται στο κέντρο της καρδιάς μας, μπορεί να λειτουργήσει ως μήτρα στην οποία μορφωνόμαστε «ἐν Χριστῷ», λαμβάνοντας όλη την ουσιώδη τροφή για τον εγκεντρισμό μας στη βασιλεία του Θεού.
Επίλογος
Οι μοναχικές αρετές, από τη διάκριση μέχρι την αγάπη, από την αρχή ώς το τελευταίο και τελειότερο στάδιο των αγώνων, είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους που θέτουν ως σκοπό της ζωής τους την ομοίωση με το Θεό. Η επιμονή στην εργασία των εντολών, που στην ασκητική θεολογία θεωρείται ως θέμα ζωής και θανάτου, τροφοδοτεί όλη την Εκκλησία με το ήθος του αγώνα για την καταπολέμηση του εγωϊστικού θελήματος και την εγκόλπωση του εκκλησιαστικού. Αν, δηλαδή, κάτι είναι μοναχικό, τότε δεν μπορεί παρά να είναι εκκλησιολογικό και να απευθύνεται σε όλους τους χριστιανούς όχι ως νόμος αλλά ως ηθική επιταγή-συμβουλή πλεύσης μέσα στο ρού της πολυκύμαντης ζωής. Ιδιαίτερα, ο άγιος Θεόδωρος με τα κείμενά του αλλά και με ολόκληρη τη βιοτή του αναδεικνύεται πατέρας της εκκλησιολογίας, θέτοντας τις βάσεις για την εκκλησιαστική ζωή του μοναχισμού αλλά και του ευρύτερου χριστιανικού βίου. Το σπουδαιότερο ίσως είναι ότι στις Κατηχήσεις (σήμερα αποτελεί λειτουργικό-εκκλησιαστικό ανάγνωσμα που είθισται να αναγινώσκεται στις μονές του Αγίου Όρους στην αρχή του καθημερινού όρθρου) ο κάθε πιστός μπορεί να ανακαλύψει μια πυξίδα που θα τον βοηθήσει να βρεί τον προορισμό του ως οντολογική ύπαρξη μέσα στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη δημιουργία. Η εύρεση ή επανεύρεση του «κατ’ εἰκόνα» μέσα από τη ν Αγία Γραφή και τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι ένας καθημερινός αγώνας όλων των μελών του σώματος της Εκκλησίας. Η επιμονή στην προαίρεση για αγιασμό και σωτηρία μπορεί να οδηγήσει στο «καθ’ ὁμοίωσιν». Οι βάσεις είναι πάντα «κοινοβιακές», δηλαδή δημοκρατικές (δήμος = εκκλησία), εκκλησιολογικές, ίσων ευκαιριών και υποχρεώσεων απέναντι στις απαιτήσεις της χριστιανικής ζωής. Η ενότητα ως δεδομένο και ζητούμενο φανερώνεται ως πρόγευση της ατέρμονης βασιλείας και ατέλεστης τελειότητας. Αν αναζητάται με ειλικρίνεια, τότε η Εκκλησία γίνεται πραγματικά κοινοβιακή, σώμα Χριστού και οι χριστιανοί γίνονται μέλη χριστόμορφα-χριστοποιημένα, γεννημένα και αναγεννημένα για τη ζωή του «καινού οίνου» της Βασιλείας του Θεού. 151
SUMMARY This study deals with the historical and social phenomenon of monasticism and especially focuses on the ninth century and its most overriding monastic representative, St. Theodore the Studite. He is one of the most important monastic reformers of his times since he gave coenobitism a new form and outlook. In the first part of the study we find a brief narrative of the course of monasticism as it begins from the first enthusiastic endeavours of the people who wished to live the Gospel commandments in an honest and sincere way. For this reason they decided to live secluded in smaller or bigger groups (kellialaures) or in isolation as a rule of foremost ascetic life (anachorites-hermits). A step forward of this type of life is the coenobitic one, in which all the monks lived in common, were led by an Abbot, having left all worldly possessions and following Christ’s instructions, carrying out the abbot’s orders and fulfilling his wish which was seen as a fulfillment of God’s will itself. Among the coenobitic Fathers, one that stands out is Saint Pachomios, the founder of coenobitic life in Egypt and Saint Basil the Great, its reformer in Asia Minor. We also find just about the same conditions of establishment of the coenobitic monasticism in Palestine and Syria laid out by Saints Theodosius and Dorotheos of Gaza. The spiritual revival of coenobitic life was also brought forth in the Byzantine Empire and its capital Constantinople, where many monasteries were founded, such as the one of “Acoemeti” (the sleepless ones) where the choir was divided into groups in such a way that in their church the “voice” of psalmody never ceased. Studium, another one of the great monasteries of the Byzantine capital, dedicated to Saint John the Forerunner and Precursor of Christ, centre of zealous monks who in order to keep alive all of the Fathers’ traditions and rules, opposed many times the emperors and patriarchs, sent even to exile
Summary
or put to death in order not to succumb to any heretic beliefs. From Constantinople, coenobitic life was spread to Mt Athos by Saint Athanasios the Athonite who first organized the greatest coenobitic monastery on this peninsula. The coenobitic breeze is early transferred to West by Saint John the Cassian and Saint Benedict who both founded monasteries in which monastic life is organized in a renovating style upon the rules of the latter Fathers of the East (Pachomios, Basil the Great). Thus, it is accepted -as survey indicates- that coenobitism prevails in both the East and the West as a dominant figure that was tested in practice, perfect in communal life, as a “royal path” between scarcity and abundance. It is confirmed through the existence of all the above monastic institutions that somebody finds perfection in Christ only by living in obedience, trust and accordance to his Abbot’s will, loving the others as himself, according to the Gospel. In the second part, we deal with the personality of Saint Theodore the Studite and especially his reformative attachment to the spirit of the former Fathers of both the Desert and the Church. He devised a rule that would return the monasteries of his time to an earlier state of purity. It turned out to be an ingenious renovation of Byzantine monasticism, rather than a pure “return to the Fathers”. Saint Basil is Theodore’s most frequent cited authority as well as Dorotheos of Gaza, to whom he seems to be mostly “indebted”. He was, also, familiar with all the ascetic bibliography collected by that time as he portrayed the lives of outstanding coenobitic Saints especially from Egypt and Palestine as role models to his disciples that should be imitated. Theodore, among other things, emphasized on communal living that included strict poverty, manual labour, moderation and the stability of remaining within the community. He was so concerned with the purity of those in his care that he even banned female animals from monastic properties. His central activity focused on the liturgical life of the monastery. Work always took second place to liturgy and psalmody. He owned much of his liturgical usages to Palestinian monasticism as well as to the Constantinopolitan cathedral tradition.
153
Summary
An important aspect of Theodore’s reform was the reintroduction of the ancient custom, which had largely fallen into disuse, of providing a carefully prepared regular teaching or Catechesis to the whole community, which he would perform, whenever possible, three times a week in the early morning. In these Catecheses he would discuss and examine the commandments of the Lord, in order to excite, persuade, discipline and enlighten his monks. His reflections were the fruit of his reading and meditation on the Scriptures and the writings of the Fathers, along with his own personal experience. Apart from being a reformer of monastic life, he was also a defender in general, of the Orthodox doctrine and beliefs. He was a protagonist of his time in the controversy between the zealous monks and the iconoclast emperor. Because of his dedicated and outspoken defense of the Orthodox dogma, he spent the last few years before his death, in 826, in exile. He lived on, however, through his writings and the form of monasticism he instituted had lasting influence as the main standard against which all future Byzantine monastic reforms would be measured. The third and last chapter, is an attempt to analyze some of the most basic topics that are found throughout the two collections of Catecheses, the Petite and the Grand. The themes that we have gathered and are mentioned are: imitation of Christ, Saint Apostles and Holly Fathers, obedience, chastity, spiritual fatherhood, loving, holly communion, unity, virtues, ascetic struggles, confirmation of faith, learning God by dogma and ethics. For Theodore, theology and ethics bear the same austerity. The transitory nature of life and the nullity both of earthly joys and of early sufferings are ever before his eyes. The approach of death is dwelt upon at all seasons. The possibility of a lapse into evil living on the part of the most virtuous is always held up in warning, though the equal possibility of recovery after any number of lapses is also insisted upon. The strict rules of the law are always there, though the promises of the Gospel may sometimes counterbalance them. Monks that
154
Summary
have overcome the fear of death, and their persecutions are welcome as having a share in the sufferings of their Lord. Thus they are treated with tenderness. It is evident how intense an interest Theodore took in the monks individually, how he delighted in their progress, and mourned when they drifted away from virtuous living. His moral exhortations show comprehensiveness of mind and large experience. He never forgets the great diversity of character among the men with whom he has to deal. He feels egalitarian towards others, in such a way that many times he levels himself to the audience. If he exhorts to fidelity and watchfulness, he identifies himself with the others. If they may fall, so may he, and there is provision for recovery in all cases. The labour of all in the monastery, however different in kind, is directed to the same end and is a form of divine service. All have been called to the highest vocation. Their common sufferings are the foreteller of common joys to come. Their life is a school and like schoolboys they live in hope of the holidays. Or it is the seed-time of which the harvest is to be hereafter. Generally speaking, it is concluded that coenobitic life, according to Saint Theodore, is one way for people who have promised to perform the monastic profession that leads to the “Prototype” of the souls, to eternal life in Paradise. If needed to show obedience and patience to all ascetic demands, efforts compared to heavenly glory seem less than they really are. Christ is the beginning and the ending of the spiritual quest at the same time and certainly rewards the monks who try to reach him with enlightment, joy and peacefulness from this very life.
155
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α΄. ΠΗΓΕΣ
Ἀμμωνᾶ Ἀββᾶ, Κεφάλαια παραινετικά, ΒΕΠΕΣ 40, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακ ονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1970. Ἀποφθέγματα Γερόντων, τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου 9, PG 65, 71-440. Βασιλείου Μεγάλου, Περὶ νηστείας λόγος α´, PG 31, 164-184.
, Περὶ νηστείας λόγος β´, PG 31, 185-197.
, Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα, PG 31, 424-444.
, Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, PG 31, 508-525.
, Περὶ τοῦ μὴ προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, καὶ περὶ τοῦ γενομένου
ἐμπρησμοῦ ἔξωθεν τῆς Ἐκκλησίας, PG 31, 540-564. , Λόγος ἀσκητικός, PG 31, 881-888. , Ὅροι κατὰ πλάτος, κατ᾽ ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν, PG 31, 889-1052. , Ὅροι κατ᾽ ἐπιτομήν, κατ᾽ ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν, PG 31, 1080-1305. , Ἀσκητικαὶ διατάξεις, πρὸς τοὺς ἐν κοινοβίῳ καὶ καταμόνας ἀσκοῦντας, PG 31, 1321-1428. , Ἐπιστολὴ ΚΒ΄, Περὶ τελειότητος βίου μοναχῶν, PG 32, 288-293. , Ἐπιστολὴ ΡΞΔ΄, Ἀσχολίῳ, ἐπισκόπῳ Θεσσαλονίκης, PG 32, 633637.
, Ἐπιστολὴ ΣΛΕ΄, Ἀμφιλοχίῳ, ἐπισκόπῳ Ἰκονίου, PG 32, 872-876.
Βενέδικτου Ἁγίου, Κανονισμὸς τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ βίου, κατὰ μετάφραση ἐκ τοῦ Λατινικοῦ πρωτοτύπου ὑπὸ Παύλου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Ἁγιορείτικες Ἐκδόσεις 2, Ἅγιον Ὄρος Ἄθω 1986. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη ἱστορικά, Περὶ τῶν ἑτέρων γ΄, Πρὸς Βιταλιανὸν παρὰ τῶν υἱῶν, PG 37, 1452-1600. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Παρθενίας ἐπιστολὴ προτρεπτικὴ εἰς τὸν κατ’ ἀρετὴν
βίον, PG 46, 316-416. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία περὶ τῆς κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας, καὶ τῶν δι’ αὐτῆς κεχαρισμένων τοῖς ὡς ἀληθῶς εἰς αὐτὸν πιστεύουσι, ΕΠΕ 9, Πατερικα ὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ
Βιβλιογραφί α
Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 422-481. Δωροθέου Ἀββᾶ, Ἔργα ἀσκητικά, ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Ἀθήνα 1993. Θεοδώρου Στουδίτου, Μικρὰ Κατήχησις, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1984.
, Μεγάλη Κατήχησις, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1987.
, Ἐκ τῶν διαφόρων αὐτοῦ ἐπιστολῶν ἐκλογὴ τῆς τρίτης ἐξορίας,
Βιβλίον δεύτερον, PG 99, 1116-1680. , Κεφάλαια Δ΄, PG 99, 1681-1684. Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος ΠΑ΄, Περὶ διαφορᾶς τῶν ἀρετῶν, καὶ περὶ τελειότητος παντὸς δρόμου τῆς ἀρετῆς , Τὰ σωζόμενα Ἀσκητικά, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως 1871), Θεσσαλονίκη 1997. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος εἰς τὴν ὑπερένδοξον με ταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 6, PG 96, 545-576. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 19925. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὴν Γένεσιν Η΄, PG 53, 69-76.
, Περὶ Παρθενίας, PG 48, 533-596.
Κασσιανοῦ Ἀββᾶ, Ἡ ζωὴ στὰ κοινόβια τῆς Αἰγύπτου. Περὶ τῶν κανονικῶν τῶν
κοινοβίων διατυπώσεων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1972.
, Κοινοβιακαὶ Διατυπώσεις. Περὶ τῶν κανονικῶν τῶν κοινοβίων δια-
τυπώσεων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1997. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, Θεωρία εἰς τὸν Μελχισεδέκ, PG 91, 1032-1418.
, Περὶ θεολογίας καὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ,
Πρὸς Θαλάσσιον ἑκατοντὰς ἑβδόμη, Φιλοκαλίαῶντ Ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Β΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19583. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον , ἐκδ. Ν. Παναγόπουλου, Ἀθῆναι 19994.
Πρὸς Διόγνητον, Marrou H.-I., A Diognete, SC, τ. 33, Paris 1951, σσ. 52-84. Σεραπίωνος ἐπισκόπου, Ἐπιστολὴ πρὸς μονάζοντας, PG 40, 925-941. Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τῶν ἱερῶν τελετῶν, PG 155, 176-237. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ἠθικὸς Δ΄, SC, τ. 129, Paris 1967, σσ. 8-77. 157
Βιβλιογραφί α
Τάξις καὶ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ Σχήματος , ἔκδ. Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἅγιον Ὄρος 1983.
Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου, Ἀκολουθία Ἱερὰ τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ Κτίτορος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, Πάτμος 1990. Β΄. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Ἀγουρίδη Σάβ., Μοναχισμός. Ἐρευνητικὴ μελέτη, ἐκδ. Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1997. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, Ἀρχιμ., Κατηχήσεις καὶ Λόγοι 1, Σφραγὶς γνη-
σία, ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Ὀρμύλια 1998.
, Kατηχήσεις καὶ Λόγοι 2, Ζωὴ ἐν Πνεύματι , ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας, Ὀρμύλια 1998.
, Κατηχήσεις και Λόγοι 4, Θεία Λατρεία, Προσδοκία καὶ Ὅρασις
Θεοῦ, ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας, Ὀρμύλια 2001.
, Κατηχήσεις καὶ Λόγοι 5, Σταθμοὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, Ἀπὸ τὴν
πτῶσι στὴν αἰωνιότητα, ἔ κδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας, Ὀρμύλια 2003.
, Περὶ Θεοῦ: Λόγος αἰσθήσεως, Ἱερὸ Κοινόβιο Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας Χαλκιδικῆς, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2004.
, Λόγοι ἀσκητικοί. Ἑρμηνεία στὸν Ἀββᾶ Ἠσαΐα, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 20064.
Amand de Mendieta Emm., «Le systéme cénobitique basilien comparé au systéme cénobitique pachômien», RHR 152 (1957) 31-80. Ἀνωνύμου, «Παχώμιος», ΘΗΕ, τ. 10, Ἀθῆναι 1966, στ. 239-241. Ἀνωνύμου, Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Εἰσαγωγή - κείμενο - μετάφραση σχόλια, ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ὀρμύλιας, Ὀρμύλια 2003.
158
Βιβλιογραφί α
Ἀνωνύμου, Ἡ ἐμφάνεια τοῦ ἀφανοῦς, ἢ ἄλλως τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου
τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μπούρα, Ἀρκαδία 2005. Baus K., «Theodoros Studites», LTK, τ. 10, Freiburg 1965, στ. 45-46. Βλέτση Ἀθαν., Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα στὴ θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολο-
γητοῦ. Ἔρευνα στὶς ἀπαρχὲς μιᾶς ὀντολογίας τῶν κτιστῶν, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998. Boosalis Harry, Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωὴ κατὰ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ τὸν
Ἀθωνίτη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000. Γερομίχαλου Ἀθαν., Ὁ Μοναχικὸς Βίος. Ἱστορικὴ αὐτοῦ ἐξέλιξις, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1981. Γιάγκου Θεοδώρου, Νίκων ὁ Μαυρορείτης: βίος-συγγραφικό ἔργο-κανονική δι-
δασκαλία, ΕΕΘΣΤΠ, Παράρτημα αρ. 2, Διατριβή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1991. Γιέβτιτς Ἀθανασίου, Ἱερομ., Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατὰ
τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984. Chryssavgis John, Deacon, «Obedience and the Spiritual Father», Θεολογία 58 (1987) 551-571. Collianter Tito, Ὁ δρόμος τῶν ἀσκητῶν, μετάφραση ἀπὸ τὸ Σουηδικὸ Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 1979. Δαμασκηνοῦ, Μοναχοῦ, Σχέσεις ἀνδρογύνου πρὶν καὶ μετὰ τὸν γάμο (Μία
Ὀρθόδοξη προσέγγισις), ἐκδ. Μυριόβιβλος, Ἀθήνα 2007. De Dreuille Mayeul, Seeking the absolute Love: The founders of Christian Monasticism, Redwood Books Ltd, England 1999. Deseille Placide, Ἀρχιμ., Ὁ Παχωμιακὸς μοναχισμός, μετάφραση Νικοδήμου Μπαρούση Ἱερομονάχου, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 1992. Ἐλεόπουλου Νικηφόρου, Ἡ βιβλιοθήκη καὶ τὸ βιβλιογραφικὸν ἐργαστήριον τῆς
Μονῆς τῶν Στουδίου, Αθήνα 1967. Ἐφραίμ, Ἀρχιμ., Πατρικαὶ νουθεσίαι, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος 2003. Ζήση Θεοδ., Πρωτοπρ., «Ὁ Μοναχισμὸς μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων», Βυζαντινὰ 17 (1994) 177-187. Θεοδωρήτου Μοναχοῦ, Μοναχισμὸς καὶ αἵρεσις, Ἀθῆναι 1977. Θεοτέκνης Μοναχῆς, Ἡ θέση τῆς μοναχῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔκδ. 159
Βιβλιογραφί α
Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 20042. Gardner Alice, Theodore of Studium, his life and times, Burt Franklin Reprints, New York 1974 (α΄ έκδοση London 1905). Gautier Paul, Le Typikon De la Théotokos Évergétis, Institut français d’ Études byzantines, Paris 1982.
, Le Typikon de la Théotokos Kécharitôménè, Institut français d’
Études byzantines, Paris 1985. Hatlie Peter, The monks and the monasteries of Constantinople, c. 350-850, Cambridge University Press, New York 2007. Hausherr Irénée, «Saint Théodore Studite, L’ homme et l’ ascète (d’ après ses Catéchèses)», Orientalia Christiana 22, vol. VI-1, Pont. Institutum Orientalium Studiorum, Roma 1926.
Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, Ὁ Ὀρθόδοξος
μοναχισμὸς ὡς προφητική, ἀποστολικὴ καὶ μαρτυρικὴ ζωή, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Λεβαδειὰ 2002. Ἰωαννίδη Φωτ., Ἐπιδράσεις τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς στὸν Κανόνα τοῦ
Ὁσίου Βενεδίκτου, ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 1995. , Ἡ ἀσκητικὴ γραμματεία τῆς Δύσης μέχρι ὸντ ΣΤ΄ αἰώνα , (πανεπιστημιακὲς σημειώσεις), Θεσσαλονίκη 2000.
Καλλιακμάνη Βασ., Πρωτοπρ., Ἀπὸ τὸ φόβο στὴν ἀγάπη. Σπουδὴ στὰ κείμενα
τῆς Φιλοκαλίας, ἐκδ. Ἀφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993. , Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς. Λεντίῳ ζωννύμενοι Ι , ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005.
, Ὁ ἐκκλησιολογικὸς χαρακτήρας τῆς ποιμαντικῆς . Λεντίῳ ζωννύ-
μενοι ΙΙ, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005. Καψάνη Γεωργίου, Ἀρχιμ., Ἡ ποιμαντικὴ διακονία κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεὺς 1976.
, Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς καὶ Ἅγιον Ὄρος, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 19972.
Κεσελόπουλου Ἀνέστη, Πάθη καὶ ἀρετὲς στὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1986. , Ἄνθρωπος καὶ φυσικὸ περιβάλλον. Σπουδὴ στὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992 (α΄ ἔκδοση 1989). , Ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. Θεολογικὴ προσέγγιση στὶς προκλή160
Βιβλιογραφί α
σεις τῆς Βιοηθικῆς, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003. , Προτάσεις ποιμαντικῆς Θεολογίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003.
Κορναράκη Ἰωάν., Πατερικὰ βιώματα τῆς ἑνδεκάτης ὥρας. Ἀπὸ τὴν ψυχολογίαν
τῆς κατανύξεως, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986. Κοτσώνη Ἱερωνύμου, Ἀρχιμ., «Αἱ περὶ κοινοβιακῆς ζωῆς ἀντιλήψεις τοῦ Μ. Βασιλείου», Ἡ Ἀθωνικὴ Πολιτεία. Ἐπὶ τῇ χιλιετηρίδι τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1963, σσ. 151-175. Κραγιόπουλου Συμεών, Ἀρχιμ., «Τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες στὸ Μ. Βασίλειο», Βα-
σιλειάς. Ἑόρτιος τόμος ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 1600 ἐτῶν ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ Μ. Βασιλείου , Ἱερὰ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 155-164. Leroy Julien, «La réforme studite», Il monachesimo Orientale, OCA 153, Pontificio Istituto Orientale, Roma 1958, σσ. 181-214.
, «L’ influence de saint Basile sur la réforme studite d’ après les Catéchèses», Irénikon 52 (1979) 491-506.
Μαντζαρίδη Γεωργ., Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 19983.
, Χριστιανικὴ Ἠθική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2004.
, Χριστιανικὴ Ἠθικὴ ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003.
, Ὁδοιπορικὸ θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, ἔκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2005.
Μαστρογιαννόπουλου Ἠλία, Ἀρχιμ. , Βυζάντιον ἕνας κόσμος πνεύματος καὶ
ἀγάπης, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1967. Μαυρουδή Περ., Κρηπίδα γενικών μαθημάτων Βυζαντινής Μουσικής, εκδ. «Χριστιανική Ελπίς Ορθόδοξη Αδελφότητα», Θεσσαλονίκη 2008. Meyendorff John, «St. Basil, Messalianism and Byzantine Christianity», SVTQ 24 (1980) 219-234. Miller Timothy, Ἡ Γέννησις τοῦ νοσοκομείου στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία , ἀπόδοσις στὰ ἑλληνικὰ Ν. Κελερμένος, ἐκδ. Βῆτα (Ἰατρικὲς ἐκδόσεις), Ἀθήνα 1998. Μουρατίδη Κων., Ἡ μοναχικὴ ὑπακοὴ ἐν τῇ ἀρχαίᾷ Ἐκκλησίᾳ. Συμβολὴ εἰς
τὴν ἱστορίαν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1955. 161
Βιβλιογραφί α
, «Χριστοκεντρικὴ ποιμαντικὴ ἐν τοῖς ἀσκητικοῖς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», Θεολογία 32 (1961) 537-581· 33 (1962) 54-82.
, «Ποιμαντικαὶ ἀρχαὶ καὶ μέθοδοι ἐν τῇ ἀσκητικῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ΕΕΘΣΠΑ 15 (1965) 969-1022.
Μουστάκη Βασ., «Βενέδικτος. Ὁ ἐκ Νουρσίας», ΘΗΕ, τ. 3, Ἀθῆναι 1963, στ. 790-792. Μπαλατσούκα Σωτ., Ὀρθόδοξος Μοναχισμός. Μαρτύριο καὶ Μαρτυρία , ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20022. Μπιλάλη Νικοδήμου, Μοναχοῦ, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, τ. Β΄, Τὰ εὑρισκόμενα κείμενα, ἐκδ. «Παρουσία», Ἀθήνα 2000. Μπόνη Κων., Βασίλειος ὁ Μέγας (μέρος Α΄), ΒΕΠΕΣ, τ. 51, Ἀθῆναι 1975. Olphe-Galliard Jean, «Cénobitisme», DSAM, tome II, Beauchesne Paris 1953, σσ. 404-416. Παπαδόπουλου Στυλ., Ὁ Μοναχισμός, «Ὄρος δυσανάβατον». Γένεση, μορφές,
λόγος ὑπάρξεως, ἐκτίμηση -ἀποτίμηση, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1999. Πετρακάκου Δημ., Οἱ μοναχικοὶ θεσμοὶ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τ. Α΄ (Ἡ πρώτη Ὀργάνωσις), ἐν Λειψίᾳ 1907. Πολυζωΐδη Κων., Ἐκκλησιαστικὲς Πηγὲς Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ὀρθόδο-
ξος Μοναχισμός, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991. Πόποβιτς Ἰουστίνου, Ἀρχιμ., Ὁδὸς Θεογνωσίας. Κεφάλαια ἀσκητικὰ καὶ γνωσιολογικά, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1985. Ραντοσάβλιεβιτς Ἀρτεμίου, Ἱερομ., Τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας κατὰ τὸν Ἅγιον Μάξιμον ὸτν Ὁμολογητήν, ἐναίσιμος ἐπὶ διδακτορίᾳ διατριβή, Ἀθῆναι 1975. Rentel Alexander, «Byzantine and Slavic Orthodoxy», The Oxford History of Christian Worship, edited by Goeffrey Wainwright and Karren B. Westerfield Tucker, Oxford University Press, New York 2006. Σαβράμη Δ., «Ἡ ἀρχὴ “Ora et labora” κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον (μετάφραση Ἀν. Μπουγᾶς)», Θεολογία 37 (1966) 591-606· 38 (1967) 42-51. Špidlík Thomas, «L’ idéal du monachisme basilien», Basil of Caesarea: Christian, Humanist, Ascetic, A Sixteen-Hundredth Anniversary Symposium, part 1, ed. Paul Jonathan Fedwick, Pontifical Institute of Mediaeval Studies, Toronto 1981, σσ. 361-374. 162
Βιβλιογραφί α
Špidlík Τ. - Tenace M. - Cemus R., «Questions Monastiques en Orient», OCA 259, Pontificio Istituto Orientale, Roma 1999. Στανιλοάε Δημητρίου, Ἱερέως, Θεολογία καὶ Ἐκκλησία , μετάφραση Νῖκος Τσιρώνης, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1989.
, Ὁ Θεός, ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος. Εἰσαγωγὴ στὴν ὀρθόδοξη
δογματικὴ θεολογία, μετάφραση π. Κωνσταντ ῖνος Coman, Γιῶργος Παπαευθυμίου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1990. Στεφανίδη Βασ., Ἀρχιμ., Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 19596. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ἀρχιμ., Ἄσκησις καὶ θεωρία, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996.
, Ἡ ζωή Του ζωή μου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1996.
,Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1998.
Τζώγα Χαρ., «Μοναχισμός», ΘΗΕ, τ. 9, Ἀθῆναι 1966, στ. 18-35. Thomas John - Constantinides Angela, ed., Byzantine Monastic Foundation Documents: A Complete Translation of the Surviving Founders’ Typika and Testaments, Dumbarton Oaks Studies 35, Harvard University, Washington DC 2000. Τριάντη Ἰγνατίου, Μητρ., Ὁ Γέροντας τῆς Πάτμου Ἀμφιλόχιος Μακρῆς (1889-
1970), Βίος - Ὑποθῆκαι - Μαρτυρίαι, ἔ κδ. Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ, Πάτμος 20074. Τσάμη Δημ., Εισαγωγή στην πατερική σκέψη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990. Τσελεγγίδη Δημ., Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ζωή . Μελέτες Συστηματικῆς Θε ο-
λογίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005. Τσίγκου Βασ., Ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Αὐθεντία καὶ πρωτεῖο, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1999. Υφαντή Παν., Μοναχισμός και ασκητική γραμματεία στην Ανατολή και τη Δύ-
ση κατά την πρώτη χριστιανική χιλιετία, πανεπιστημιακές παραδόσεις, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Φλωρόφσκυ Γεωργίου,Ἱερέως, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας , ἐκδ. «Ἄρτος ζωῆς», Ἀθήνα 19892. 163
Βιβλιογραφί α
, Οἱ Βυζαντινοὶ πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, μετάφραση Π. Πάλλη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992.
, Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλη-
σίας, μετάφραση Ἰ. Κ. Παπαδόπουλος, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999. Φυτράκη Ἀνδρ., «Μαρτύριον καὶ μοναχικὸς βίος», Θεολογία 19 (1941-48) 301329. Ware Kallistos, Archim., «The monastic life as a sacrament of love», Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 2 (1981) 690-700.
Χορτάτου Ἀ., «Ἡ ὑπακοὴ ὡς μοναχικὴ ἀρετὴ κατὰ τὰ Ἀσκητικὰ συγγράμματα τοῦ Μ. Βασιλείου», ΕΦ 65 (1983) 67-74. Χρήστου Παν. Κ., «Βασίλειος.Ὁ Μέγας», ΘΗΕ, τ. 3, Ἀθῆναι 1963, στ. 681 695.
, «Δωρόθεος. Ὁ ἀρχιμανδρίτης», ΘΗΕ, τ. 5,Ἀθῆναι 1964, στ. 268 269.
, «Θεόδωρος. Ὁ Στουδίτης», ΘΗΕ, τ. 6, Ἀθῆναι 1965, στ. 210-216.
, «Ἰωάννης. Ὁ Κασσιαν ός», ΘΗΕ, τ. 6,Ἀθῆναι 1965, στ. 1194 1195.
, «Ἰωάννης. Ὁ Σιναΐτης», ΘΗΕ, τ. 6, Ἀθῆναι 1965, στ. 1211-1213.
, Ὁ Μέγας Βασίλειος. Βίος καὶ πολιτεία - Συγγράμματα -
Θεολογικὴ σκέψις, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 27, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1978.
, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τ. Ε΄, Γραμματεία τῆς πρωτοβυζαντινῆς
περιόδου ΣΤ΄-Θ΄ αἰῶνες , ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992 , σσ. 360-372. Χριστοφορίδη Βεν., Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1977. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανοῦ, Ἱερομονάχου, Κόσμος καὶ ἔρημος . Σπουδὴ
στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία τοῦ 6ου αἰώνα, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος 2002.
164
Εικόνα εξωφύλλου: Σύνθεση αποτελουμένη από την ανατολική άποψη του
εσωτερικού του καθολικού ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου της Μονής Στουδίου και από τον Άγιο Θεόδωρο Στουδίτη. Επιμέλεια σχεδίου: Κωνσταντίνος Στεφανί δης