ΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: BEFORE I GO TO SLEEP από τις Εκδόσεις Doubleday, Λονδίνο 2011 ΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Αμνησία ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Steve Watson ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Γιώργος Γιώ ργος Μπαρουξής Μπαρουξής ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Μαρία Σεβαστιάδου ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Γιώργος Παζάλος ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙ ΣΕΛΙ ΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΟΠΟΙΗΣΗ: Μερσίνα Λαδοπούλου © Lola Communications, Communications, 2011 © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2011 Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Ιούνιος 2011 ISBN 978-960-496-179-5 ο παρόν έργο πνευματικής πνευματικής ιδιοκτησίας ιδι οκτησίας προστατεύεται προστατεύεται κατά τις διατάξεις δι ατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει ι σχύει σήμερα) και τις διεθνείς δι εθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. ιδι οκτησίας. Απαγορεύεται Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής γραπτής αδείας αδεί ας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, αναπαραγωγή, εκμίσθωση εκμίσθωσ η ή δανεισμός, μετάφραση, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση αναμετάδοση στο κοινό κοι νό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. Έδρα: Tατοΐου 121 144 52 Μεταμόρφωση Μεταμόρφωση Βιβλιοπωλείο: Μαυρομιχάλη 1 106 79 Αθήνα ηλ.: 2102804800 elefax: 2102819550 www.psichogios.gr e-mail:
[email protected] PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. Head office: office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Metamorfossi, Greece Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 Αthens, Greece el.: 2102804800 elefax: 2102819550 www.psichogios.gr
e-mail:
[email protected]
Σας ευχαριστούμε που αγοράσατε αυτό το e-book από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Γραφτείτε στο newslette Γραφτείτε newsle tterr µας ώστε να ενημερώνεστε ενημερώνεστε για νέες εκδόσεις, εκδόσεις , προσφορές μόνο για γι α τα μέλη µας, µας, αλλά και εκδηλώσεις σχετικές με τα e-books και τις εφαρμογές µας.
ή επισκεφθείτε μας στην παρακάτω διεύθυνση: διεύ θυνση: http://www.psichogios. http://www.ps ichogios.gr/site/Content/newslettersubsc gr/site/Content/newslettersubscribe?p ribe?prm=ebooks rm=ebooks
Για τη μητέρα μου και τον Νίκολας Γεννήθηκα αύριο Ζω σήμερα Με σκότωσε το χτες Παρβίζ Ουσία
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ – Σήμερα Η κρεβατοκάμαρα είναι ξένη. Άγνωστη. Άγνωσ τη. Δεν Δεν ξέρω πού είμαι, πώς βρέθηκα εδώ. Δεν ξέρω πώς θα γυρίσω στο σπίτι. Πέρασα εδώ τη νύχτα. νύχτα. Ξύπνησα από από μια γυναικεία γυναικεί α φωνή. Στην αρχή νόμισα ότι ό τι ήταν κάποια γυναίκα στο κρεβάτι μαζί μου, αλλά μετά μετά κατάλαβα κατάλαβα πως εκφωνούσε εκφω νούσε ειδήσεις, ειδήσει ς, πως με είχε ξυπνήσει ένα ραδιόφωνο-ξυπνητήρι. ραδιό φωνο-ξυπνητήρι. Κι όταν άνοιξα τα βλέφαρα, βρέθηκα βρέθηκα εδώ. Σ’ αυτό το το δωμάτιο που δεν αναγνωρίζω. αναγνωρίζω . Τα μάτια μου προσαρμόζονται προσαρμόζονται και κοιτάζω κοι τάζω γύρω μου μες στο μισοσκόταδο. μισο σκόταδο. Μια ρόμπα κρέμεται κρέμεται έξω από την πόρτα της της ντουλάπας –γυναικεία, αλλά για μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη μεγαλύτερη από μένα–, ενώ ένα σκούρο σκο ύρο παντελόνι είναι διπλωμένο με τάξη στην σ την πλάτη μιας καρέκλας μπροστά στο μπουντουάρ, μπουντουάρ, όμως όμως δε διακρίνω τίποτε άλλο. Το ραδιόφωνοραδιόφων οξυπνητήρι ξυπνητήρι δείχνει πολύπλοκο, αλλά βρίσκω βρίσκω ένα κουμπί κουμπί και καταφέρνω να το κλείσω. Τότε ακούω μια τρεμάμενη τρεμάμενη εισπνοή πίσω μου και συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι μόνη. Γυρίζω. Βλέπω δέρμα και σκούρα σ κούρα μαλλιά ανάμεικτα με λευκά. λευκά. Άντρας. Έχει το αριστερό του χέρι έξω από τα σκεπάσματα σκεπάσματα και υπάρχει μια χρυσή βέρα στο τρίτο του δάχτυλο. Πνίγω ένα αγανακτισμένο βογκητό. Ώστε δεν είναι μόνο ηλικιωμένος και γκριζομάλλης, σκέφτομαι, αλλά και παντρεμένος. Όχι μόνο πηδήχτηκα με έναν παντρεμένο, το έκανα και στο σπίτι του, απ’ ό,τι δείχνουν δείχνο υν τα πράγματα, πράγματα, στο κρεβάτι που πρέπει να μοιράζεται μοι ράζεται συνήθως με τη γυναίκα του. Ξαπλώνω Ξαπλώνω πίσω πί σω προκειμένου να μαζέψω τις σκέψεις σ κέψεις μου. Θα έπρεπε να ντρέπομαι. Αναρωτιέμαι πού είναι η σύζυγος. Μήπως Μήπως πρέπει πρέπει να ανησυχώ πως πως θα επιστρέψει επιστρέψει από στιγμή σε στιγμή; Τη φαντάζομαι φαντάζομαι να στέκει σ τέκει μπροστά στο κρεβάτι, κρεβάτι, να φωνάζει, φω νάζει, να με αποκαλεί τσούλα. Μέδουσα. Φίδι. Αναρωτιέμαι πώς πώ ς θα αμυνθώ αν εμφανιστεί. Ο τύπος στο κρεβάτι κρεβάτι δε δείχνει να ανησυχεί όμως. Έχει γυρίσει γυρί σει από την άλλη και και συνεχίζει συνεχίζ ει να ροχαλίζει. Μένω όσο πιο ακίνητη μπορώ. Συνήθως θυμάμαι με ποιον τρόπο έμπλεξα σε τέτοιες τέτοιες καταστάσεις, καταστάσεις, αλλά σήμερα σ ήμερα είναι είναι αδύνατο. Πρέπει Πρέπει να βρισκόμουν σε κάποιο πάρτι ή να πήγα σε κάποιο μπαρ ή κλαμπ. Θα ήμουν τύφλα στο μεθύσι. Τόσο τύφλα, ώστε να μη θυμάμαι θυμάμαι τίποτα. Τόσο τύφλα, ώστε να πάω στο σπίτι ενός άντρα με βέρα και τρίχες στην σ την πλάτη. Σηκώνω τα σκεπάσματα σκεπάσματα όσο πιο μαλακά μπορώ μπορώ και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. κρεβατιού. Πρώτα πρέπει να πάω στην σ την τουαλέτα. τουαλέτα. Αγνοώ τις παντόφλες παντόφλες μπροστά μου –μπορεί –μπορεί να πηδήχτηκα πηδήχτηκα με τον σύζυγο, αλλά δε θα μπορούσα ποτέ να φορέσω τα παπούτσια παπούτσια μιας άλλης γυναίκας– και βγαίνω βγαί νω ξυπόλυτ ξ υπόλυτη η στο κεφαλόσκαλο. Ξέρω ότι είμαι γυμνή και φοβάμαι μήπως διαλέξω λάθος πόρτα ή πέσω πέσω επάνω σε σ ε κανέναν άλλο ένοικο του σπιτιού, έναν έφηβο γιο ίσως. ίσ ως. Βλέπω Β λέπω με ανακούφιση πως η πόρτα του μπάνιου μπάνιου είναι μισάνοιχτη, μπαίνω μέσα και κλειδώνω πίσω μου. Χρησιμοποιώ την τουαλέτα, τουαλέτα, τραβάω τραβάω το καζανάκι και στρίβω στρί βω να πλύνω τα χέρια μου. Παίρνω το σαπούνι, αλλά κάτι δεν πάει καλά. Στην Στην αρχή δεν μπορώ να καταλάβω καταλάβω τι είναι, όμως μετά το βλέπω. βλέπω. Το χέρι που κρατάει το σαπούνι δε φαίνεται δικό μου. Το δέρμα είναι ρυτιδωμένο, τα νύχια αγυάλιστα αγυάλιστα και φαγωμένα έως τις ρίζες, ρί ζες, κι όπως όπω ς και ο άντρας στο
κρεβάτι κρεβάτι απ’ όπου μόλις σηκώθηκα, στο τρίτο δάχτυλο φοράω μια χρυσή βέρα. Την κοιτάζω κοι τάζω για μια στιγμή, ύστερα κουνάω τα δάχτυλά μου. Τα δάχτυλα του του χεριού που κρατούν το σαπούνι κινούνται κινο ύνται κι αυτά. Μου κόβεται κόβεται η ανάσα, και το σαπούνι πέφτει πέφτει στο νιπτήρα. Υψώνω το βλέμμα μου στον καθρέφτη. καθρέφτη. Το πρόσωπο που βλέπω να με κοιτάζει δεν είναι δικό μου. Τα μαλλιά δεν έχουν όγκο και είναι κομμένα κ ομμένα πολύ πολύ πιο κοντά, κο ντά, το δέρμα στα μάγουλα μάγουλα και κάτω από το πιγούνι είναι εί ναι σακουλιασμένο, τα χείλη λεπτά, λεπτά, οι άκρες τους γυρισμένες γυρι σμένες προς τα κάτω. Ξεφωνίζω, μια άναρθρη κραυγή που που θα εξελισσόταν εξελισσ όταν σε σοκαρισμένη σοκαρισ μένη στριγκλιά στρι γκλιά αν την άφηνα, και τότε προσέχω τα μάτια. Το δέρμα γύρω τους είναι ρυτιδωμένο, ρυτιδω μένο, όμως παρά τα άλλα αλλόκοτα αλλόκοτα που βλέπω, τα μάτια μάτια είναι είν αι δικά δι κά μου. Ο άνθρωπος στον καθρέφτη καθρέφτη είμαι εγώ, εγώ , αλλά γερασμένη κατά κατά είκοσι χρόνια. Είκοσι Είκοσ ι πέντε. Παραπάνω. Παραπάνω. Δεν είναι δυνατόν. Αρχίζω να τρέμω τρέμω και αρπάζομαι αρπάζομαι από το το νιπτήρα. νιπτήρα. Άλλο ένα ουρλιαχτό αρχίζει να ν α ανεβαίνει στο λαιμό μου, και αυτήν τη φορά ξεσπάει ξεσπάει σ’ ένα πνιγμένο γρύλισμα. γρύλισ μα. Κάνω πίσω, πίσ ω, μακριά από τον καθρέφτη, καθρέφτη, και τότε τις βλέπω. Φωτογραφίες. Είναι κολλημένες στον τοίχο κι επάνω στον ίδιο ίδι ο τον καθρέφτη. καθρέφτη. Ανάμεσά τους τους κίτρινα κί τρινα αυτοκόλλητα αυτοκόλλητα χαρτάκια γεμάτα γεμάτα σημειώσεις με μαρκαδόρο, μαρκαδόρο, νοτισμένα νοτισ μένα και κατσαρωμένα στις άκρες. Διαλέγω μια σημείωση σημείωση στην τύχη. τύχη. Κριστίν, γράφει, κι ένα βελάκι δείχνει μια φωτογραφία μου, αυτό τον καινούργιο εαυτό μου, αυτό τον γερασμένο εαυτό μου. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι σε μια προβλήτα δίπλα σε κάποιον άντρα. Το όνομα μου φαίνεται φαίνεται οικείο, οι κείο, αλλά αμυδρά, πρέπει πρέπει να κάνω προσπάθεια για να πιστέψω ότι είναι εί ναι δικό δι κό μου. Στη φωτογραφία χαμογελάμε αμογελάμε και οι δύο στην στην κάμερα κάμερα και είμαστε είμαστε πιασμένοι πιασμένοι από το το χέρι. Είναι όμορφος, ελκυστικός, κι όταν ό ταν κοιτάζω καλύτερα, καλύτερα, βλέπω ότι είναι ο ίδιος ί διος άντρας με τον οποίο κοιμόμουν, αυτός που άφησα στο κρεβάτι. Από κάτω γράφει το όνομα όνο μα Μπεν Μπεν και δίπλα δ ίπλα του Ο άντρας σου. Την αρπάζω από τον τοίχο. τοίχο. Όχι, Όχι , σκέφτομαι. σκέφτομαι. Όχι! Δεν είναι δυνατόν… Κοιτάζω τις υπόλοιπες φωτογραφίες. Δείχνουν όλες εμένα κι εκείνον. Σε μια φοράω ένα απαίσιο φόρεμα και ξετυλίγω ένα δώρο, δώ ρο, σε κάποια άλλη φοράμε και οι δύο δ ύο αντιανεμικά τζάκετ και στεκόμαστε μπροστά μπροστά σ’ έναν καταρράκτη, ενώ ένα μικρό σκυλί στέκει μπροστά στα πόδια μας και κάτι μυρίζει. Σε μιαν άλλη φωτογραφία φω τογραφία κάθομαι δίπλα του πίνοντας ένα ποτήρι πορτοκαλάδα και φορώντας φορώ ντας τη ρόμπα που είδα είδ α στην κρεβατ κ ρεβατοκάμαρα. οκάμαρα. Κάνω κι άλλο πίσω, πίσω , ώσπου νιώθω νι ώθω κρύα πλακάκια στην πλάτη μου. μου. Τότε μου έρχεται έρχεται μια αναλαμπή αναλαμπή ανάμνησης. Ο νους μου προσπαθεί να την αδράξει, αλλά διαλύεται σαν στάχτη παρασυρμένη παρασυρμένη από τον άνεμο, και συνειδητοποιώ πως στη ζωή ζω ή μου υπάρχει υπάρχει ένα «πριν» –αν και «πριν» από τι δεν ξξέρω– έρω– κι ένα τώρα, και ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο παρεμβάλλετα παρεμβάλλεταιι μόνο ένα μεγάλο σιωπηλό σιω πηλό κενό που με έχει οδηγήσει εδώ, σ’ αυτό τον γερασμένο εαυτό εαυτό και αυτό τον άντρα, σε τούτο το σπίτι. *** Γυρίζω πίσω στην κρεβατοκάμαρα. κρεβατοκάμαρα. Βαστάω Βαστάω ακόμα τη φωτογραφία στο σ το χέρι μου –αυτήν που με δείχνει μαζί με τον άντρα δίπλα μου στο κρεβάτι– και την κρατάω μπροστά μου. «Τι συμβαίνει;» λέω. Φωνάζω, Φω νάζω, τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μάτια μου. Ο άντρας έχει ανακαθίσει στο κρεβάτι με τα μάτια μάτια μισόκλειστα. «Ποιος είσαι;»
«Είμαι «Είμαι ο άντρας σου…» σ ου…» απαντάε απαντάει. ι. Είναι Εί ναι νυσταγμ ν υσταγμένος, ένος, αλλά στο σ το πρόσωπό του δε φαίνεται η παραμικρή ενόχληση. Δεν κοιτάζει το γυμνό μου σώμα. σώ μα. «Είμαστε «Είμαστε παντρεμένοι παντρεμένοι χρόνια…» χρόνι α…» «Τι εννοείς;» ρωτάω. Θέλω να το βάλω στα πόδια, αλλά δεν έχω πού να πάω. «“Παντρεμένοι «“Παντρεμένοι χρόνια”; Τι εννοείς;» Σηκώνεται. «Να, πάρε», λέει. Μου δίνει τη ρόμπα και περιμένει να τη βάλω. Αυτός φοράει ένα παντελόνι παντελόνι πιτζάμας πιτζάμας που του πέφτει πέφτει μεγάλο και μιαν άσπρη φανέλα. Μου θυμίζει τον πατέρα πατέρα μου. «Παντρευτήκαμε «Παντρευτήκαμε το 1985», προσθέτει. προσθέτει. «Πριν από είκοσι δύο χρόνια. χρόνι α. Είσαι…» «Τι;…» Αισθάνομαι Αισθάνομαι το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό μου, και το δωμάτιο αρχίζει να γυρίζει. Ακούγεται ένα τικ τακ από ρολόι κάπου μέσα από το σπίτι, και ο ήχος είναι δυνατός σαν σφυριά. «Μα…» Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. «Πώς;…» «Κριστίν, είσαι σαράντα εφτά εφτά χρόνων τώρα…» αποκρίνεται. αποκρίνεται. Τον κοιτάζω, κ οιτάζω, κοιτάζω κοι τάζω αυτό τον άγνωστο που μου χαμογελάει. Δε θέλω θέλω να τον πιστέψω, δε θέλω καν κ αν να ακούσω τι λέει, αλλά εκείνος συνεχίζει. «Είχες ένα ατύχημα. ατύχημα. Σοβαρό ατύχημα. ατύχημα. Έπαθες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. κακώσεις . Δυσκολεύεσαι να θυμηθείς κάποια πράγματα… πράγματα…» » «Τι πράγματα;» πράγματα;» ρωτάω, εννοώντας, εννοώ ντας, βέβαια, εκτός από τα τελευταία τελευταία είκοσι είκοσ ι πέντε χρόνια. «Τι πράγματα;» Με πλησιάζει πάλι σαν να είμαι τρομαγμένο αγρίμι. «Τα πάντα», απαντάει. «Μερικές φορές αρχίζοντας από τα είκοσι πέντε σου. Άλλες Άλλες φορές από ακόμα πιο παλιά». Το κεφάλι μου γυρίζει, στη σκέψη μου στροβιλίζ στροβιλίζονται ονται χρονολογίες χρονολογί ες και ηλικίες. ηλικί ες. Δε θέλω θέλω να ρωτήσω, αλλά ξέρω ότι πρέπει. «Πότε… Πότε έπαθα το ατύχημα;» Με κοιτάζει, και στο πρόσωπό πρόσω πό του διακρίνω ένα μείγμα συμπόνιας συμπόνιας και φόβου. φό βου. «Στα «Στα είκοσι εννιά σου…» Κλείνω τα μάτια. μάτια. Ενώ ο νους μου προσπαθεί προσπαθεί να απορρίψει αυτές τις πληροφορίες, κάπου βαθιά μέσα μου ξέρω πως είναι αλήθεια. Ακούω τον εαυτό εαυτό μου να αρχίζει και πάλι το κλάμα, και τότε αυτός ο άντρας, αυτός ο Μπεν, έρχεται εκεί όπου στέκομαι στην πόρτα. Αισθάνομαι την παρουσία του δίπλα μου και δε σαλεύω καθώς καθώς τυλίγει τα χέρια γύρω γύρω από τη μέση μου, δεν αντιστέκομαι όταν με τραβάει κοντά του. Με παίρνει αγκαλιά. Μαζί κουνιόμαστε ρυθμικά ρυθμικά μπρος-πίσω και συνειδητοποιώ σ υνειδητοποιώ ότι αυτή η κίνηση μου είναι για κάποιο λόγο οικεία. οι κεία. Με κάνει κάνει να νιώθω νιώ θω καλύτερα. «Σ’ αγαπάω, αγαπάω, Κριστίν…» Κρισ τίν…» λέει, και παρόλο που υποτίθεται υποτίθεται ότι πρέπει πρέπει να του πω κι εγώ πως τον αγαπάω, δεν το κάνω. Δεν αρθρώνω λέξη. Πώς θα μπορούσα μπορούσα να τον τον αγαπάω; αγαπάω; Για μένα είναι ένας ξένος. Τίποτα δε βγάζει νόημα. Θέλω να μάθω τόσο πολλά πράγματα. πράγματα. Πώς Πώ ς βρέθηκα εδώ, πώς κατάφερα κατάφερα να επιβιώσω; επιβιώσω ; Αλλά δεν ξέρω πώς να ρωτήσω. ρω τήσω. «Φοβάμαι…» «Φοβάμαι…» ψελλίζω ψελλίζω.. «Το ξέρω», αποκρίνεται. «Το ξέρω… Αλλά μην ανησυχείς, ανησυχείς, Κρις. Κ ρις. Εγώ θα σε φροντίσω. Θα σε φροντίζω πάντα! πάντα! Μην ανησυχείς καθόλου. Έχε μου εμπιστοσύνη!» *** Μου λέει ότι θα με ξεναγήσει στο σπίτι. Νιώθω Νιώ θω πιο ήρεμη. Φόρεσα ένα σλιπάκι κι ένα παλιό τι-σερτ που μου έδωσε και μετά μετά έριξα τη ρόμπα στους ώμους ώ μους μου. Βγαίνουμε στο κεφαλόσκαλο. «Είδες το μπάνιο», μου λέει και ανοίγει ανοί γει την πόρτα δίπλα του. «Αυτό «Αυτό είναι το γραφείο».
Μέσα υπάρχει υπάρχει ένα γυάλινο έπιπλο και κάτι που αντιλαμβάνομαι πως πρέπει να είναι είν αι κομπιούτερ, αν αν και φαίνεται εξωφρενικά εξωφρενι κά μικρό, θυμίζει θυμίζει σχεδόν παιχνίδι. παιχνίδι . Δίπλα του του βρίσκεται μια αρχειοθήκη σε σκούρο γκρίζο χρώμα χρώ μα και από πάνω πάνω της ένα ημερολόγιο ημερολόγιο τοίχου. Βλέπω ότι τα πάντα είναι τακτοποιημένα, συμμαζεμένα. «Δουλεύω εδώ πότε πότε», προσθέτει κλείνοντας την πόρτα. Διασχίζουμε το κεφαλόσκαλο κεφαλόσκαλο και ανοίγει μιαν άλλη πόρτα. Ένα κρεβάτι, κρεβάτι, ένα μπουντουά μπουντουάρ ρ και άλλες ντουλάπες. Είναι σχεδόν ίδιο ίδι ο με το δωμάτιο όπου ξύπνησα. «Μερικές «Μερικές φορές προτιμάς να κοιμάσαι εδώ…» μου λέει. «Αλλά συνήθως συνήθως δε δ ε σ’ αρέσει να ξυπνάς μόνη σου. Πανικοβάλλεσαι όταν δεν μπορείς μπορείς να καταλάβεις καταλάβεις πού είσαι». είσαι ». Γνέφω καταφατικά. καταφατικά. Νιώθω σαν υποψήφιος ενοικιαστής που του δείχνουν καινούργιο και νούργιο διαμέρισμα. Ένας πιθανός συγκάτοικος. «Ας κατέβουμε κατέβουμε κάτω». Τον ακολουθώ κάτω. Μου δείχνει το καθιστικό –έναν καφέ καναπέ καναπέ με ασορτί πολυθρόνες, μια επίπεδη επίπεδη οθόνη βιδωμένη βιδω μένη στον τοίχο που μου λέει ότι είναι τηλεόραση– και μια τραπεζαρία τραπεζαρία με κουζίνα. κουζί να. Τίποτα δε μου είναι γνωστό. Δεν αισθάνομαι απολύτως τίποτε. Ακόμα κι όταν όταν βλέπω βλέπω μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία των δυο μας μας σ’ έναν μπουφέ. μπουφέ. «Υπάρχει «Υπάρχει κι ένας κήπος από πίσω», μου λέει, και κοιτάζω κοι τάζω από τη γυάλινη πίσω πόρτα της κουζίνας. Μόλις έχει αρχίσει αρχί σει να φωτίζει, φω τίζει, ο νυχτερινός ουρανός παίρνει ένα βαθύ μπλε χρώμα, χρώμα, και διακρίνω τη σιλουέτα ενός μεγάλου δέντρου δέντρου και μιαν αποθήκη στο βάθος του μικρού κήπου, αλλά τίποτε τίποτε άλλο. Συνειδητοπ Συνειδητοποιώ οιώ ότι δεν ξέρω καν σε ποιο μέρος του κόσμου βρισκόμαστε. «Πού είμαστε εί μαστε;» ;» ρωτάω. Εκείνος στέκεται πίσω μου. Βλέπω και τους δυο μας να καθρεφτιζόμαστε στο γυαλί. Εμένα. Τον άντρα μου. Μεσόκοποι. «Στο Βόρειο Λονδίνο», απαντάει. «Στο Κράουτς Εντ». Κάνω πίσω. πίσ ω. Αρχίζω Αρχίζ ω να πανικοβάλλομαι. «Χριστέ «Χρισ τέ μου…» μου…» λέω. «Δεν «Δεν ξέρω καν πού ζω…» ζω …» Μου πιάνει το χέρι. «Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά». καλά». Στρέφομαι Στρέφομαι και τον κοιτάζω, περιμένω να μου πει πώς, με ποιον τρόπο θα πάνε όλα καλά, αλλά δε συνεχίζει. συνεχίζει . «Να σου φτιάξω καφέ;» Για μια στιγμή θυμώνω μαζί του, αλλά μετά απαντάω: απαντάω: «Ναι, ευχαριστώ». Γεμίζει ένα τσαγερό. «Σκέτο», «Σκέτο», προσθέτω. «Χωρίς «Χωρί ς ζάχαρη». «Το ξέρω», αποκρίνεται και μου χαμογελάει. «Θέλεις «Θέλεις λίγο φρυγανισμένο ψωμί;» Λέω ναι. Αυτός Αυτός ο άνθρωπος πρέπει πρέπει να ξέρει τόσο τόσο πολλά για μένα, μένα, αλλά αλλά και πάλι πάλι όλα αυτά αυτά μου θυμίζουν το πρωί έπειτα από από πήδημα της μιας βραδιάς: βραδι άς: πρόγευμα με έναν άγνωστο στο σπίτι του, ενώ σκέφτομαι πόσο γρήγορα μπορώ μπορώ να φύγω, χωρίς χω ρίς να τον προσβάλω, για να επιστρέψω στο σπίτι μου. Αυτή είναι η διαφορά όμως. Όπως φαίνεται, φαίνεται, αυτό είναι το σπίτι μου. «Θέλω «Θέλω να καθίσω…» μουρμουρίζω. Με κοιτάζει. «Πήγαινε και βολέψου στο καθιστικό», αποκρίνεται. «Θα σ’ τα φέρω σ’ ένα λεπτό». Φεύγω από την κουζίνα. Λίγο αργότερα έρχεται έρχεται και ο Μπεν. Μπεν. Μου δίνει ένα βιβλίο. «Είναι ένα άλμπουμ άλμπουμ», », μου λέει. λέει. «Μπορεί «Μπορεί να βοηθήσει». Το παίρνω. παίρνω . Είναι ντυμένο ντυμένο με ένα πλαστικό υλικό που υποτίθεται υποτίθεται ότι
μοιάζει με φθαρμένο δέρμα, δέρμα, αλλά δε μοιάζει, κι έχει γύρω του τυλιγμένη μια κόκκινη κορδέλα με έναν κακοδεμένο φιόγκο. «Θα γυρίσω σ’ ένα λεπτό», λεπτό», συμπληρώνει και βγαίνει από το δωμάτιο. Κάθομαι στον καναπέ. Το άλμπουμ είναι βαρύ επάνω στα πόδια μου. Νιώθω ότι θα είναι αδιακρισία αδιακρισί α να το ανοίξω. ανοίξω . Θυμίζω στον εαυτό μου πως ό,τι υπάρχει εδώ μέσα αφορά εμένα, πως μου το έδωσε έδωσ ε ο άντρας μου. Λύνω το φιόγκο και το ανοίγω ανοίγω στην σ την τύχη. τύχη. Μια Μια φωτογραφία με μένα και τον Μπεν. Μπεν. Δείχνουμε πολύ νεότεροι. νεότεροι. Το κλείνω με δύναμη. Αγγίζω το δέσιμο, ξεφυλλίζω τις σελίδες. Πρέπει να είμαι υποχρεωμένη να το κάνω αυτό κάθε μέρα. Δεν μπορώ ούτε ούτε να το το φανταστώ. φανταστώ. Είμαι σίγουρη ότι έχει γίνει κάποιο τρομερό τρομερό λάθος, αλλά αυτό είναι αδύνατο. Οι αποδείξεις είναι εί ναι όλες εδώ – στον καθρέφτη επάνω, επάνω, στις ρυτίδες των χεριών που κρατούν το άλμπουμ άλμπουμ μπροστά μου. μου. Δεν είμαι ο άνθρωπος που νόμιζα ότι είμαι εί μαι όταν ξύπνησα σήμερα σήμερα το πρωί. Ποιος Ποιο ς είναι εκείνος εκεί νος ο άνθρωπος όμως; όμω ς; σκέφτομαι. Πότε ήμουν ήμουν αυτή που ξύπνησε στο στο κρεβάτι κρεβάτι ενός αγνώστου και σκεφτότ σ κεφτόταν αν πώς θα φύγει; Κλείνω Κλεί νω τα μάτια. Νιώθω να αιωρούμαι. Σαν μπαλόνι που δεν το συγκρατεί τίποτα. Κινδυνεύω να χαθώ. Πρέπει να πιαστώ από κάτι. κάτι. Προσπαθώ Προσ παθώ να εστιάσω σε κάτι σίγουρο σίγο υρο και σταθερό, ό,τι ό,τι κι αν είναι αυτό. Δε βρίσκω τίποτα. Τόσα χρόνια χρόνι α της ζωής μου λείπουν, λεί πουν, σκέφτομαι. σκέφτομαι. Έχουν χαθεί. Αυτό το άλμπουμ άλμπουμ θα μου μου πει πει ποια είμαι, αλλά δε θέλω να το ανοίξω. Όχι ακόμα. Θέλω Θέλω να μείνω καθισμένη καθισ μένη εδώ για λίγο, με όλο το παρελθόν μου ένα κενό. Μέσα στη λήθη, ισορροπώντας ισορροπώ ντας ανάμεσα στις πιθανότητες πιθανότητες και στην πραγματικότητα. πραγματικότητα. Φοβάμαι Φοβάμαι να ανακαλύψω το παρελθόν παρελθόν μου. Τι έχω πετύχει πετύχει και τι όχι. Ο Μπεν Μπεν έρχεται πάλι και τοποθετεί τοποθετεί ένα δίσκο δί σκο μπροστά μου. Φρυγανισμένο ψωμί, δύο φλιτζάνια καφέ, ένα μικρό κανάτι με γάλα. «Είσαι «Είσαι εντάξει;» ρωτάει. Κάνω ένα καταφατικό καταφατικό νεύμα. νεύμα. Κάθεται Κάθεται δίπλα δί πλα μου. Έχει ξυριστεί, ξυρι στεί, φοράει παντελόνι, πουκάμισο και γραβάτα. γραβάτα. Δε μου θυμίζει τον πατέρα μου πια. Τώρα φαίνεται σαν να δουλεύει σε τράπεζα ή γραφείο. Δεν είναι κακός όμως, σκέφτομαι, και μετά διώχνω τη σκέψη από από το νου μου. «Γίνεται κάθε μέρα αυτό;» ρωτάω. Βάζει μια μι α φέτα στο πιάτο, τη βουτυρώνει. «Λίγο πολύ…» απαντ απαντάει. άει. «Θέλεις;» Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου, κι εκείνος δαγκώνει δ αγκώνει το ψωμί. ψωμί . «Μπορείς «Μπορείς να συγκρατήσεις πληροφορίες όσο είσαι ξύπνια», συμπληρώνει. συμπληρώνει. «Αλλά μετά, όταν όταν κοιμηθείς, οι οι περισσότερες χάνονται. Είναι εντάξει ο καφές σου;» «Μια χαρά», του απαντάω. Παίρνει το άλμπουμ από τα χέρια μου. «Αυτό είναι κάτι σαν αναμνηστικό άλμπουμ», λέει και το ανοίγει. ανοίγει . «Είχαμε μια μια πυρκαγιά πριν από μερικά χρόνια και χάσαμε πολλές πολλές από τις παλιές φωτογραφίες φω τογραφίες και τα πράγματά πράγματά μας, αλλά υπάρχουν ακόμα μερικές μερικές εδώ μέσα». Δείχνει την πρώτη σελίδα. «Αυτό «Αυτό είναι είναι το πτυχίο πτυχίο σου», συνεχίζει. «Κι «Κι αυτή είναι είναι η φωτογραφία σου σο υ από τη μέρα που αποφοίτησες». Κοιτάζω εκεί όπου δείχνει. Στη φωτογραφία χαμογελάω μισοκλείνοντας μισοκλεί νοντας τα μάτια μάτια από τον ήλιο, φοράω μαύρη τήβεννο τήβεννο και τσόχινο καπέλο με χρυσή φούντα. Στα νώτα μου στέκεται στέκεται
ένας άντρας με κοστούμι και γραβάτα γραβάτα που έχει το κεφάλι γυρισμένο γ υρισμένο από την άλλη μεριά. «Αυτός «Αυτός είσαι είσ αι εσύ;» ρωτάω. Χαμογελάει. «Όχι. Δεν αποφοίτησα την ίδια ίδι α μέρα με σένα. Εγώ σπούδαζα ακόμα τότε. Χημεία». Τον κοιτάζω. «Πότε παντρευτήκα παντρευτήκαμε;» με;» Γυρίζει προς το μέρος μου, παίρνει το χέρι μου και το βάζει ανάμεσα στα δικά του. Με ξαφνιάζει το τραχύ του δέρμα, δέρμα, ίσως ίσω ς επειδή είμαι συνηθισμένη στην απαλότητα απαλότητα της της νιότης. νι ότης. «Μια «Μια χρονιά χρονι ά αφότου πήρες πήρες το διδακτορικό σου. Ήμαστε μαζί μαζί για γι α μερικά χρόνια, αλλά ήθελες –θέλαμε– –θέλαμε– να περιμένουμε περιμένουμε πρώτα να τελειώσεις τις σπουδές σου». Λογικό ακούγεται, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αν και από την την άλλη μεριά μού μού φαίνεται φαίνεται επίσης πολύ πρακτικό. Αναρωτιέμαι αν ήθελα να τον παντρευτώ. Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, αποκρίνεται: «Υπήρξαμε πολύ ερωτευμένοι». Και μετά προσθέτει. «Και είμαστε ακόμα…» Δε μου έρχεται έρχεται τίποτα τίποτα να πω. Χαμογελάω. Εκείνος Εκείνος πίνει μια γουλιά από τον τον καφέ του και ύστερα κοιτάζει πάλι το άλμπουμ στα γόνατά του. του. Γυρίζει μερικές σελίδες ακόμα. «Σπούδασες «Σπούδασες αγγλική φιλολογία. φιλολ ογία. Αφού αποφοίτησες, έκανες έκανες μερικές δουλειές εδώ κι εκεί. Διάφορα. Γραμμ Γραμματέα ατέας. ς. Πωλήτρια. Δεν είμαι σίγουρος αν ήξερες πραγματικά πραγματικά τι ήθελες ήθελες να κάνεις. Εγώ πήρα πτυχίο πτυχίο και μετά μετά παρακολούθησα μαθήματα μαθήματα στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο για να γίνω γ ίνω καθηγητής. καθηγητής. Δυσκολευτήκαμε Δυσκολευτήκαμε για μερικά χρόνια, αλλά ύστερα πήρα πήρα προαγωγή και καταλήξαμε καταλήξαμε εδώ». Κοιτάζω γύρω το καθιστικό. Είναι καλόγουστο, άνετο. Άχρωμα μεσοαστικό. μεσοαστικό. Μια κορνιζαρισμένη κορνιζαρι σμένη σκηνή από δάσος στον τοίχο πάνω από το τζάκι, πορσελάνινα μπιμπελό μπιμπελό δίπλα στο ρολόι στο ράφι του τζακιού. Αναρωτιέμαι αν βοήθησα κι εγώ στην επιλογή της διακόσμησης. Ο Μπεν Μπεν συνεχίζει. συνεχίζει . «Διδάσκω σ’ σ ’ ένα γυμνάσιο εδώ κοντά. Είμαι διευθυντής του τμήματος τμήματος τώρα». Το λέει χωρίς ίχνος περηφάνιας. «Κι εγώ;» ρωτάω, αν και ουσιαστικά ξέρω ξ έρω ποια είναι η μόνη δυνατή απάντη απάντηση. ση. Μου σφίγγει το χέρι. «Αναγκαστικά σταμάτησες να δουλεύεις. Μετά το ατύχημα. Δεν κάνεις τίποτε». Αντιλαμβάνεται, φαίνεται, την απογοήτευσή μου. «Δε χρειάζεται να δουλέψεις… Παίρνω αρκετά καλό μισθό. Τα Τ α βγάζουμε πέρα. Είμαστε Είμαστε εντάξει». Κλείνω τα μάτια, μάτια, βάζω το χέρι στο σ το μέτωπό μου. Όλα αυτά αυτά με έχουν σαστίσει, θέλω μόνο να πάψει πάψει να μιλάει. Νιώθω Νι ώθω πως πω ς δεν μπορώ να επεξεργαστώ τίποτε άλλο, πως αν συνεχίσει να μου δίνει και άλλες πληροφορίες, τελικά θα εκραγώ. Τι κάνω όλη μέρα; θέλω θέλω να ρωτήσω, ρω τήσω, αλλά φοβάμαι την απάντηση απάντηση και σωπαίνω. σωπαίνω . Τρώει το βουτυρωμένο ψωμί και παίρνει το δίσκο δίσ κο στην κουζίνα. Όταν γυρίζει, έχει φορέσει ήδη ένα παλτό. «Πρέπει «Πρέπει να φύγω για γι α τη δουλειά…» λέει, κι εγώ αισθάνομαι το σώμα μου να σφίγγεται. σφί γγεται. «Μην «Μην ανησυχείς», συμπληρώνει. «Θα είσαι εντάξει εδώ. εδώ . Θα σου τηλεφωνήσω. Σ’ το υπόσχομαι. Μην ξεχνάς ότι ό τι η σημερινή μέρα δε διαφέρει σε σ ε τίποτε απ’ όλες τις άλλες. Θα είσαι μια χαρά». «Μα…» ψελλίζω. «Πρέπει «Πρέπει να φύγω», μου αντιγυρίζει. «Λυπάμαι… «Λυπάμαι… Θα σου δείξω δεί ξω μερικά πράγματα πράγματα που ίσως χρειαστείς». Πηγαίνουμε στην κουζίνα και μου εξηγεί τι υπάρχει σε κάθε ντουλάπι, ντουλάπι, μου δείχνει στο
ψυγείο μερικά φαγητά που που μπορώ να φάω για γι α μεσημέρι μεσημέρι κι έναν πίνακα βιδωμένο στον τοίχο με ένα μαύρο μαρκαδόρο μαρκαδόρο δεμένο με σπάγγο. «Μερικές «Μερικές φορές σού αφήνω μηνύματα μηνύματα εδώ», λέει. Βλέπω ότι έχει γράψει τη λέξη «ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ» με στρωτά, ομοιόμορφα κεφαλαία γράμματα γράμματα και από κάτω τα εξής: Πλυντήριο; Περίπατ Περί πατος; ος; (Πάρε ( Πάρε το τηλέφωνο μαζί!) ηλεόραση; Κάτω από το Μεσημεριανό Μεσημεριανό γράφει ότι υπάρχει σολομός στο ψυγείο και μετά μετά προσθέτει: προσθέτει: Σαλάτα; Τελικά έχει γράψει ότι θα επιστρέψει στο σπίτι γύρω στις έξι. έξι . «Έχεις επίσης μιαν ατζέντα», ατζέντα», συνεχίζει. συνεχίζει . «Στην «Στην τσάντα σου. Στο πίσω μέρος υπάρχουν σημαντικά τηλέφωνα τηλέφωνα και η διεύθυνσή μας, για την περίπτωση περίπτωση που χαθείς. Επιπλέον υπάρχει υπάρχει ένα κινητό τηλέφωνο…» «Τι πράγμα;» ρωτάω. «Ένα τηλέφωνο», μου απαντάε απαντάει. ι. «Είναι χωρίς καλώδιο. καλώδι ο. Μπορείς να το παίρνεις παντού. παντού. Έξω από το σπίτι, όπου θέλεις. Θα βρίσκεται στην τσάντα σου. Φρόντισε να το έχεις μαζί σου αν βγεις έξω». «Θα το πάρω», αποκρίνομαι. «Ωραία». «Ωραία». Πηγαίνουμε στο χολ και ο Μπεν Μπεν παίρνει μια μι α παλιά δερμάτινη τσάντα τσάντα δίπλα από την πόρτα. «Φεύγω «Φεύγω λοιπόν…» «Εντάξει», «Εντάξει», λέω. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Νιώθω σαν παιδί που δεν το στέλνουν στο σχολείο, που το αφήνουν στο σπίτι ενώ οι γονείς γο νείς του πηγαίνουν για δουλειά. Μην αγγίξεις τίποτα, τον φαντάζομαι φαντάζομαι να λέει. Μην ξεχάσεις να πάρεις το φάρμακό σου. Έρχεται εκεί όπου στέκομα σ τέκομαι. ι. Με φιλάει, στο σ το μάγουλο. Δεν τον εμποδίζ εμποδίζω ω αλλά ούτε ο ύτε του ανταποδίδω ανταποδίδω το φιλί. Γυρίζει προς την εξώπορτα και και είναι έτοιμος να την ανοίξει, όταν σταματάει. «Α!…» αναφωνεί και ξαναγυρίζει. «Κόντεψα να το ξεχάσω!» ξεχάσω! » Η φωνή φω νή του ακούγεται ακούγεται ξαφνικά βεβιασμένη, ο ενθουσιασμός του προσποιητός. Προσπαθεί να το κάνει να φανεί φυσικό, αλλά είναι φανερό ότι προετοιμαζόταν προετοιμαζόταν αρκετή ώρα για να το πει. Τελικά, όμως, όμως , δεν είναι τόσο άσχημο όσο ό σο φοβόμουν. «Θα φύγουμε απόψε», απόψε», συμπληρώνει. συμπληρώνει. «Για Σαββατοκύριακο. Σαββατοκύριακο. Είναι η επέτειός μας, κι έτσι σκέφτηκα να κλείσω κάτι. Σύμφωνοι;» Γνέφω καταφατικά. «Ωραία», απαντάω. Χαμογελάει δείχνοντας ανακουφισμένος. «Κάτι ευχάριστο, ε; Λίγο θαλασσινό θαλασσι νό αέρα; Θα μας κάνει καλό». Στρέφεται Στρέφεται πάλι προς την πόρτα και την ανοίγει. «Θα σου τηλεφωνήσω τηλεφωνήσω αργότερα», προσθέτει. «Να δω πώς τα πας». «Ναι», αποκρίνομαι. «Τηλεφώνησέ μου. Σε παρακαλώ…» «Σ’ αγαπάω, Κριστίν», λέει. «Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό». Κλείνει την πόρτα πίσω του. Κάνω μεταβολή μεταβολή και γυρίζω πάλι μέσα στο σπίτι. *** Αργότερα, λίγο πριν από το το μεσημέρι, μεσημέρι, κάθομαι κάθομαι σε μια πολυθρόνα. πολυθρόνα. Τα πιάτα είναι πλυμένα πλυμένα και τοποθετημένα τοποθετημένα στο στραγγιστήρι, τα ρούχα στο πλυντήριο. Έκανα Έκ ανα δουλειές για γι α να απασχοληθώ. Τώρα, όμως, όμως , αισθάνομαι άδεια. Είναι αλήθεια αυτό αυτό που είπε ο Μπεν. Δεν Δεν έχω καμία ανάμνηση. Τίποτα. Δεν υπάρχει ούτε ένα πράγμα μέσα στο σπίτι που να θυμάμαι ότι το έχω
ξαναδεί. Ούτε μία φωτογραφία –είτε στον καθρέφτη είτε στο άλμπουμ μπροστά μου– που να μου ξυπνάει μια μνήμη από τη στιγμή που τραβήχτηκε ούτε μία στιγμή με τον Μπεν, πέρα από το διάστημα της επαφής μου μαζί του αφότου ξύπνησα το πρωί. Το μυαλό μου είναι τελείως κενό. Κλείνω τα μάτια μάτια μου, προσπαθώ προσπαθώ να εστιάσω σε κάτι. Οτιδήποτε κι αν είναι αυτό. Χτες. Τα τελευταία τελευταία Χριστούγεννα. Χ ριστούγεννα. Οποιαδήποτε Χριστούγεννα. Ο γάμος μου. Τίποτα. Τ ίποτα. Σηκώνομαι. Αρχίζω να τριγυρίζω στο σ το σπίτι από δωμάτιο σε δωμάτιο. Αργά. Περιπλανιέμαι σαν φάντασμα, ακουμπάω με το χέρι τους τοίχους, τα τραπέζια, τα έπιπλα, αλλά στην πραγματικότητα πραγματικότητα δεν αγγίζω τίποτα. Πώς κατέληξα κατέληξα έτσι; σκέφτομα σ κέφτομαι. ι. Κοιτάζω Κο ιτάζω τις μοκέτες, μοκέτες, τα χαλιά με τα σχέδια, τα πορσελάνινα πορσελάνινα μπιμπελό μπιμπελό στο ράφι ράφι του τζακιού τζακιού και τα διακοσμητικά πιάτα που είναι βαλμένα σε προθήκες στην τραπεζαρία. τραπεζαρία. Λέω στον σ τον εαυτό μου πως είναι δικά μου. Όλα δικά μου. Αυτό είναι το σπίτι μου, ο άντρας μου, η ζωή μου. Αυτά τα πράγματα, όμως, δε μου ανήκουν. Δεν είναι μέρος μου. Στην κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρα ανοίγω την ντουλάπα ντουλάπα και βλέπω μια σειρά σει ρά ρούχα που μου είναι εί ναι άγνωστα να κρέμονται κρέμονται τακτικά, σαν άδειες εκδοχές μιας γυναίκας που δε γνωρίζω. γνωρί ζω. Μιας γυναίκας μέσα στο σπίτι της οποίας οποί ας περιφέρομαι, της οποίας το σαπούνι και το σαμπου σ αμπουάν άν έχω χρησιμοποιήσει, χρησι μοποιήσει, της οποίας τη ρόμπα έχω βγάλει και τις παντόφλες παντόφλες φοράω. Αλλά έχει κρυφτεί από μένα, μια μια άυλη παρουσία απόμακρη και άπιαστη. Το πρωί διάλεξα τα εσώρουχά μου ένοχα, ψάχνοντας ανάμεσα σε σλιπάκια τυλιγμένα μαζί με καλσόν και κάλτσες σαν να φοβόμουν ότι θα με πιάσουν. Κράτησα την ανάσα μου όταν ανακάλυψα μεταξωτά μεταξωτά δαντελωτά σλιπ στο πίσω μέρος του συρταριού, εσώρουχα που τα αγοράζεις αγοράζεις όχι ό χι μόνο για τον εαυτό σου αλλά και και για να τα δει κάποιος άλλος. άλλος . Τα έβαλα όλα πίσω πίσω ακριβώς όπως τα είχα βρει, αφού διάλεξα δι άλεξα ένα γαλάζιο σλιπ σλι π με ένα ασορτί ασορτί σουτιέν. σο υτιέν. Τα φόρεσα και ύστερα έβαλα έβαλα από πάνω ένα χοντρό καλσόν και μετά παντελόνι παντελόνι κι ένα πουκάμισο. πουκάμισο. Κάθισα στο μπουντουάρ για να εξετάσω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, πλησιάζοντας το είδωλό μου επιφυλακτικά. επιφυλακτικά. Άγγιξα Άγγιξ α τις αυλακιές στο μέτωπο. Τις πτυχές πτυχές κάτω από τα μάτια μου. Χαμογέλασα Χαμογέλασα και κοίταξα τα δόντια μου και τις ρυτίδες που εμφανίστηκαν εμφανίστηκαν στις άκρες των χειλιών χειλιώ ν και των ματιών μου. Παρατήρησα τις τις κηλίδες κηλί δες στο δέρμα μου, ένα σημάδι στο μέτωπο που έμοιαζε έμοιαζε με μώλωπα ο οποίος οποί ος ακόμα δεν είχε φύγει τελείως. τελείω ς. Βρήκα μέικ απ κι έβαλα λίγο επάνω. Ελαφριά πούδρα, μια πινελιά ρουζ. Φαντάστηκα μια μια γυναίκα – τη μητέρα μητέρα μου, συνειδητοποιώ τώρα– να βάφεται λέγοντας ότι βάζει τα χρώματ χρώ ματα α του πολέμου και καθώς ταμπονάριζα ταμπονάριζα το κραγιόν με ένα χαρτομάντιλο χαρτομάντιλο και βίδωνα βίδων α τη μάσκαρα, η έκφραση αυτή μου μου φάνηκε ταιριαστή. Ένιωθα Ένιω θα σαν να πήγαινα σε μάχη ή λες και η μάχη ερχόταν σε μένα. Προσπάθησα να θυμηθώ τη μητέρα μου να κάνει κάτι άλλο. Οτιδήποτε. Να με ετοιμάζει για το σχολείο. Να βάφεται. βάφεται. Δε μου ήρθε τίποτα. Έβλεπα μόνο ένα χάσμα. Τεράστια κενά ανάμεσα σε μικροσκο μικροσκοπικές πικές νησίδες μνήμης, ολόκληρα χρόνια άδεια. Τώρα, στην κουζίνα, κουζίν α, ανοίγω ντουλάπ ν τουλάπια: ια: πακέτα με με ζυμαρικά, συσκευασίες με ένα είδος ρυζιού που λέγεται Αρμπόριο, κονσέρβες με φασόλια. φασόλι α. Δεν αναγνωρίζω αυτά τα τα τρόφιμα. Θυμάμαι Θυμάμαι να τρώω τυρί επάνω σε σ ε ψωμί, ψάρι, σάντουιτς με κορν μπιφ. Παίρνω μια κονσέρβα που γράφει «ρεβίθια», ένα φακελάκι φακελάκι με κάτι που λέγεται κουσκούς. Δεν ξέρω τι είναι αυτά τα πράγματα, πράγματα, και πολύ περισσότερο πώς να τα μαγειρέψω. μαγειρέψω. Τότε Τ ότε πώς επιβιώνω επιβιώ νω ως σύζυγος;
Κοιτάζω τον πίνακα που μου έδειξε ο Μπεν Μπεν πριν φύγει. Έχει ένα βρόμικο γκρίζο γκρίζ ο χρώμα, λέξεις που γράφτηκαν γράφτηκαν και σβήστηκαν, αντικαταστάθη αντικαταστάθηκαν, καν, διορθώθηκαν διο ρθώθηκαν αφήνοντας ένα αμυδρό υπόλειμμα. υπόλειμμα. Αναρωτιέμαι τι θα έβρισκα αν κατάφερνα κατάφερνα να προχωρήσω προς τα πίσω στο χρόνο αποκρυπτογραφώντας αποκρυπτογραφώντας τα διαδοχικά διαδοχικ ά επίπεδα, αν θα μπορούσα μπορούσα να εισχωρήσω εισ χωρήσω στο παρελθόν μου με αυτό αυτό τον τρόπο, αλλά συνειδητοποιώ ότι, ακόμα κι αν αυτό ήταν ήταν δυνατόν, θα απέβαινε απέβαινε μάταιο. Σίγουρα Σίγ ουρα θα έβρισκα μόνο μηνύματα μηνύματα και λίστες, λί στες, τρόφιμα για αγορά, δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Είναι πραγματικά αυτή αυτή η ζωή μου; σκέφτομαι. Αυτό είμαι όλο κι όλο; Παίρνω Παί ρνω το μαρκαδόρο και προσθέτω άλλη μία σημείωση στον πίνακα. Να ετοιμάσω βαλίτσα για απόψε; Δεν Δεν είναι καμιά σπουδαία υπενθύμιση, υπενθύμιση, αλλά είναι είν αι δική δι κή μου. Ακούω ένα θόρυβο. θόρυβο. Μια Μια μελωδία που ηχεί ηχεί μέσα από από την την τσάντα τσάντα μου. μου. Την ανοίγω ανοίγω και κ αι αδειάζω το περιεχόμενό της στον καναπέ. Το πορτοφόλι μου, χαρτομάντιλα, χαρτομάντιλα, στιλό, στιλό , ένα κραγιόν. Μια πουδριέρα, μια απόδειξη απόδειξ η για δύο δ ύο καφέδες. Μια ατζέντα, μικρή, μικρή, τέσσερα πέντε εκατοστά, εκατοστά, με λουλουδάτο σχέδιο μπροστά κι ένα μολύβι στη ράχη. Βρίσκω και κάτι που συμπεραίνω συμπεραίνω ότι πρέπει να είναι το τηλέφωνο για το οποίο μου μίλησε ο Μπεν. Είναι μικρό, μικ ρό, πλαστικό, με ένα πληκτρολόγιο που το κάνει να θυμίζει παιχνίδι. παιχνίδι . Χτυπάει, Χτυπάει, και η οθόνη του αναβοσβήνει. Πιέζω ένα κουμπί ελπίζοντας να είναι το σωστό. «Εμπρός;» Η φωνή φων ή που ακούγεται ακούγεται δεν είναι του Μπεν. Μπεν. «Γεια…» «Γεια…» λέει. λέει. «Κριστίν; «Κριστίν ; Η Κριστίν Κρι στίν Λούκας;» Δε θέλω να απαντήσω. απαντήσω. Το επώνυμό επώνυμό μου μου φαίνεται φαίνεται τόσο παράξενο παράξενο όσο μου είχε φανεί και το μικρό μου όνομα. Νιώθω Νιώ θω ότι το όποιο όποι ο στέρεο έδαφος έχω κατακτήσει εξαφανίζεται πάλι, δίνει τη θέση του σε κινούμενη άμμο. «Κριστίν; Μ’ ακούς;» Ποιος μπορεί να είναι; Ποιος ξέρει πού είμαι, ποια είμαι; Συνειδητοποιώ ότι θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. οποι οσδήποτε. Αισθάνομαι τον πανικό να ξυπνάει μέσα μου. Το δάχτυλό μου πηγαίνει στο κουμπί που θα τερματίσει τερματίσει την κλήση. «Κριστίν; Εγώ είμαι. Ο δόκτωρ Νας. Απάντησέ Απάντησέ μου, σε παρακαλώ». Το όνομα δε μου λέει τίποτα, παρ’ όλα αυτά, αυτά, όμως, ρωτάω: «Ποιος «Ποιο ς είναι;» είναι ;» Η φωνή φω νή παίρνει νέα χροιά. χροι ά. Ανακούφιση; «Ο δόκτωρ Νας», επαναλαμβά επαναλαμβάνει. νει. «Ο γιατρός σου». Άλλο ένα κύμα πανικού. «Ο «Ο γιατρός μου;» μου;» λέω. Δεν είμαι άρρωστη, θέλω θέλω να προσθέσω, προσθέσω, αλλά δεν ξέρω ούτε καν αυτό. αυτό. Νιώθω Νιώ θω το μυαλό μου να τρέχει. «Ναι», απαντάει. «Μην ανησυχείς. Απλώς δουλεύαμε μαζί για να βοηθήσουμε τη μνήμη σου. Δεν έχεις τίποτα το σοβαρό». Προσέχω το χρόνο που χρησιμοποιεί. Δουλεύαμε. Άλλος Άλλος ένας άνθρωπος άνθρω πος που δεν τον θυμάμαι. «Τι κάναμε;» ρωτάω. «Προσπαθώ να σε βοηθήσω να βελτιωθείς», απαντάει. απαντάει. «Να βρούμε τι τι ακριβώς ακρι βώς σου προκάλεσε τα προβλήματα μνήμης κι αν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τα αντιμετωπίσουμε». Φαίνεται λογικό, λογικό , αλλά μου έρχεται άλλη μία σκέψη. Γιατί δε μου μίλησε ο Μπεν γι’ αυτό τον γιατρό το πρωί πριν φύγει; «Πώς;» λέω. «Τι κάναμε;» κάναμε;»
«Συναντιόμαστε τις τελευταίες εβδομάδες. Δύο φορές την εβδομάδα πάνω-κάτω». Μου φαίνεται φαίνεται αδύνατο. Άλλος ένας άνθρωπος που τον βλέπω τακτικά και δεν έχει αφήσει το παραμικρό παραμικρό ίχνος ί χνος στη σ τη μνήμη μνήμη μου. Μα δε θυμάμαι θυμάμαι να σε έχω συναντήσει ποτέ, θέλω να πω. Θα μπορούσες να είσαι οποιοσδήποτε. οποιο σδήποτε. Δε λέω τίποτα. Το ίδιο ίδι ο ισχύει και για τον άνθρωπο με με τον οποίο ξύπνησα το το πρωί, που, όπως αποδείχθηκε, ήταν ήταν ο άντρας μου. «Δε «Δε θυμάμαι», θυμάμαι», αντιγυρίζω τελικά. Η φωνή φω νή του μαλακώνει. «Μην ανησυχείς. ανησυχείς. Το ξέρω…» ξ έρω…» Αν αυτά αυτά που λέει είναι αλήθεια, τότε πρέπει να το καταλαβαίνει καλύτερα απ’ όλους. Μου εξηγεί ότι το επόμενο ραντεβού μας είναι σήμερα. «Σήμερα;» ρωτάω. Σκέφτομαι αυτό που μου είπε ο Μπεν το πρωί, τον κατάλογο με τις δουλειές που έχει γράψει στην κουζίνα. «Μα δε μου ανέφερε τίποτα τίποτα σχετικά ο άντρας μου…» Συνειδητοποιώ ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που αναφέρω με τον συγκεκριμένο τρόπο τον άνθρωπο δίπλα στον οποίο ξύπνησα ξ ύπνησα το πρωί πρωί.. Ακολουθεί παύση παύση και μετά μετά ο δόκτωρ Νας Νας λέει: «Δεν «Δεν είμαι είμαι σίγουρος ότι ο Μπεν γνωρίζει γνωρί ζει πως συναντιέσαι μαζί μου…» Προσέχω ότι ξέρει το όνομα του άντρα άντρα μου, αλλά αλλά λέω: «Αυτό «Αυτό είναι γελοίο! γελοί ο! Πώς Πώ ς είναι δυνατόν να μην το γνωρίζει; Θα μου το το έλεγε!» Ακούω ένα στεναγμό. στεναγμό. «Πρέπει «Πρέπει να μου μου έχεις εμπιστοσύνη…» εμπιστοσύνη…» μου αντιγυρίζ αντιγυρίζει. ει. «Θα «Θα σ’ τα τα εξηγήσω όλα ό λα μόλις συναντηθούμε. συναντηθούμε. Έχουμε κάνει σημαντική πρόοδο». Μόλις συναντηθούμε. συναντηθούμε. Πώς θα το κάνουμε αυτό; αυτό; Η σκέψη να βγω έξω χωρίς χωρί ς τον Μπεν, χωρίς ωρί ς να ξέρει καν ο Μπεν Μπεν πού πού είμαι και με με ποιον είμαι, με με τρομάζει. τρομάζει. «Λυπάμαι…» «Λυπάμαι…» μουρμουρίζω. «Δεν μπορώ». «Κριστίν», λέει, «είναι σημαντικό! Αν κοιτάξεις κοι τάξεις στην ατζέντα σου, θα δεις ότι σου λέω αλήθεια. Την έχεις; Πρέπει να είναι στην τσάντα σου». σου». Παίρνω τη λουλουδάτη ατζέντα ατζέντα από κει που έχει πέσει στον καναπέ και σοκάρομαι όταν ό ταν βλέπω το έτος που αναγράφεται αναγράφεται στο σ το εξώφυλλο με χρυσά γράμματα. γράμματα. Δύο χιλιάδες χιλι άδες εφτά. Είκοσι χρόνια έπειτα απ’ ό,τι θα έπρεπε. «Ναι». «Κοίτα τη σημερινή ημερομηνία», μου λέει. «Τριάντα Νοέμβρη. Θα δεις το ραντεβού μας». Δεν καταλαβαίνω καταλαβαίνω πώς μπορεί να είναι Νοέμβρης Νοέμβρης –Δεκέμβ –Δεκέμβρης ρης αύριο–, αλλά παρ’ όλα αυτά αυτά ξεφυλλίζω τις σελίδες, σελίδ ες, που είναι λεπτές λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο, και φτάνω στη σημερινή ημερομηνία. ημερομηνία. Εκεί, ανάμεσα στα φύλλα, υπάρχει υπάρχει ένα κίτρινο κί τρινο χαρτάκι κι επάνω είναι γραμμένο, με ένα γραφικό χαρακτήρα που δεν αναγνωρίζω, 30 Νοέμβρη – ραντεβού με τον δόκτορα Νας. Από κάτω η εξής φράση: Μην το πεις στον Μπεν. Αναρωτιέμαι αν το έχει διαβάσει ο Μπεν, αν κοιτάζει τα πράγματά πράγματά μου. Αποφασίζω ότι δεν υπάρχει υπάρχει λόγος να το κάνει. κάνει. Οι άλλες μέρες μέρες στην ατζέντα είναι κενές. Ούτε γενέθλια γενέθλια ούτε βραδιές έξω ούτε πάρτι. πάρτι. Αυτή είναι η ζωή μου; «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίνομαι. Μου εξηγεί ότι θα έρθει να με πάρει, πάρει, ότι ξέρει ξ έρει πού μένω και θα είναι εδώ σε μία ώρα. «Μα ο άντρας μου…» τραυλίζω. «Μην «Μην ανησυχείς. Θα έχουμε επιστρέψει επιστρέψει πολύ πριν έρθει από τη δουλειά. δ ουλειά. Σ’ το υπόσχομαι. Έχε μου εμπιστοσύνη». εμπιστοσύνη». Το ρολόι στο ράφι του τζακιού χτυπάει, χτυπάει, και το κοιτάζω. Είναι παλιομοδίτικο, ένα μεγάλο
καντράν σε ξύλινη θήκη με χαραγμένους λατινικούς αριθμούς. Δείχνει εντεκάμισι. Στο πλάι του υπάρχει υπάρχει ένα ασημένιο κλειδί για κούρδισμα, κούρδι σμα, κάτι που συμπεραίνω συμπεραίνω ότι πρέπει πρέπει να κάνει ο Μπεν Μπεν κάθε βράδυ. Φαίνεται αρκετά παλιό, παλιό, τόσο ώστε να είναι αντίκα, και αναρωτιέμαι πώς έγινε να έχουμε ένα τέτοιο ρολόι. ρολόι . Μπορεί, όμως, να μην έχει παρελθόν παρελθόν – με μας τουλάχιστον. Να είναι απλώς κάτι που είδαμε κάποτε σ’ ένα κατάστημα κατάστημα ή μιαν αγορά και να άρεσε στον ένα από τους δύο. Μάλλον στον Μπεν, Μπεν, σκέφτομαι. Συνειδητοποιώ Συνειδητοποιώ ότι εμένα δε μου αρέσει. Θα τον δω αυτήν αυτήν τη φορά μόνο, συλλογίζομαι. συλλογί ζομαι. Και απόψε, απόψε, όταν γυρίσει ο Μπεν στο σπίτι, θα του το πω. Δεν είναι δυνατόν να του κρατάω κρυφό κάτι τέτοιο τη στιγμή που στηρίζομαι εξ ολοκλήρου σ’ αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, η φωνή του δόκτορα Νας μού φαίνεται αλλόκοτα αλλόκο τα οικεία. Σε αντίθεση με τον Μπεν, Μπεν, δεν τον αισθάνομαι εντελώς εντελώς άγνωστο. άγνω στο. Συνειδητοποιώ Συνειδητοποιώ πως μου είναι σχεδόν πιο εύκολο να πιστέψω ότι γνωρίζω γνω ρίζω αυτόν παρά παρά τον άντρα μου. μου. Έχουμε κάνει σημαντική πρόοδο, είπε. Πρέπει να μάθω μάθω τι πρόοδο εννοεί. «Εντάξει», λέω. «Έλα». *** Όταν φτάνει ο δόκτωρ Νας, προτείνει να πάμε για έναν καφέ. «Διψάς;» με ρωτάει. «Δεν έχει νόημα να κάνουμε τόσο τόσο δρόμο μέχρι το γραφείο μου. Έτσι κι αλλιώς σήμερα ήθελα ήθελα κυρίως να σου μιλήσω». Γνέφω καταφατικά καταφατικά και λέω ναι. ναι . Ήμουν στην κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρα όταν ήρθε και τον παρακολουθούσα καθώς καθώς πάρκαρε το αμάξι του και το κλείδωσε, κλείδω σε, τον είδα να φτιάχνει τα μαλλιά του, να στρώνει το σακάκι του, να παίρνει το χαρτοφύλακά του. του. Δεν είναι αυτός, σκέφτηκα όταν χαιρέτησε μερικούς εργάτες που ξεφόρτωναν εργαλεία από ένα βαν, αλλά ύστερα ανέβηκε ανέβηκε το μονοπάτι μονοπάτι προς το σπίτι μας. Έδειχνε Έ δειχνε νέος –πολύ νέος για να είναι γιατρός–, και παρόλο που δεν ξέρω τι περίμενα να φοράει, φοράει, σίγουρα σί γουρα αυτό δεν ήταν ήταν το σπορ σακάκι και το γκρίζο γκρί ζο κοτλέ παντελόνι. παντελόνι. «Υπάρχει «Υπάρχει ένα πάρκο στο τέλος του δρόμου», λέει. «Νομίζω «Νομίζω ότι έχει και μια καφετέρια. Μπορούμε να πάμε εκεί». Περπατάμε Περπατάμε μαζί. μαζί. Το κρύο είναι τσουχτερό, και τυλίγω το κασκόλ σφιχτά σφι χτά στο λαιμό μου. Ευτυχώς, Ευτυχώς, έχω στην τσάντα μου το κινητό τηλέφωνο που μου έδωσε έδωσ ε ο Μπεν. Και ευτυχώς, επίσης, ο δόκτωρ Νας δεν επέμεινε να πάμε κάπου αλλού με το αυτοκίνητο. Ένα κομμά κο μμάτι τι μου εμπιστεύεται αυτό τον άνθρωπο, αλλά υπάρχει κι ένα μεγαλύτερο μέρος μου που μου λέει ότι θα μπορούσε να είναι είναι οποιοσδήποτε. ο ποιοσδήποτε. Ένας ξένος. Είμαι ενήλικη, αλλά με ένα σοβαρό πρόβλημα. Θα ήταν ήταν εύκολο γι’ γι ’ αυτό τον άνθρωπο να με πάει πάει οπουδήποτε, αν και δεν ξέρω για γι α ποιο λόγο θα ήθελε να κάνει κάνει κάτι τέτοιο. Είμαι ανυπεράσπιστη ανυπεράσπιστη σαν παιδί. παιδί . Φτάνουμε Φτάνουμε στον κεντρικό δρόμο. Απέναντι βρίσκεται το πάρκο. Περιμένουμε να περάσουμε περάσουμε απέναντι, απέναντι, και η σιωπή σι ωπή ανάμεσά μας είναι αφόρητη. αφόρητη. Ήθελα να καθίσουμε καθίσουμε πρώτα πριν πριν ξεκινήσω ξεκι νήσω να του κάνω ερωτήσεις, αλλά αρχίζω να μιλάω σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. «Τι είδους γιατρός είσαι;» ρωτάω. «Τι κάνεις; Πώς με βρήκες;»
Με κοιτάζει. «Είμαι γιατρός γι ατρός νευροψυχολόγος», απαντάει. απαντάει. Χαμογελάει. Αναρωτιέμαι αν του κάνω την ίδια ί δια ερώτηση ερώ τηση κάθε φορά που συναντιόμαστε. συναντιόμαστε. «Ειδικεύομαι σε ασθενείς με εγκεφαλικές βλάβες και ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα ιδ ιαίτερα για μερικές από τις νεότερες τεχνικές λειτουργικής νευροαπεικόνισης. νευροαπεικόνισ ης. Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα έκανα έρευνες έρευνες γύρω από τη διαδικασία διαδικασί α και λειτουργία λει τουργία της μνήμης. μνήμης. Έμαθα Έ μαθα για σένα από τη βιβλιογραφία που υπάρχει σχετικά με το θέμα και σε εντόπισα. Δεν ήταν πολύ δύσκολο». Ένα αυτοκίνητο στρίβει στη γωνία γωνί α πιο κάτω στο δρόμο δρό μο και κατευθύνεται κατευθύνεται προς το μέρος μας. «Τη βιβλιογραφία;» «Ναι. «Ναι. Έχουν γραφτεί γραφτεί δυο τρεις μελέτες μελέτες για σένα. σ ένα. Επικοι Επικοινώνησα νώνησα με το νοσοκομείο όπου νοσηλευόσουν πριν έρθεις να μείνεις στο σπίτι σπί τι σου». «Γιατί; Γιατί ήθελες να με βρεις;» Χαμογελάει. «Γιατί «Γιατί πιστεύω πισ τεύω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Δουλεύω αρκετό καιρό με ασθενείς που έχουν τέτοια τέτοια προβλήματα. προβλήματα. Πιστεύω Πι στεύω ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν. Χρειάζεται, όμως, όμως , πιο εντατική αγωγή από τη συνηθισμένη μία ώρα ώ ρα την εβδομάδα. Είχα μερικές ιδέες που πιστεύω ότι θα επέφεραν επέφεραν ουσιαστική βελτίωση και ήθελα να τις δοκιμάσω». Κάνει μια παύση. «Επιπλέον «Επιπλέον γράφω μια μελέτη για σένα. Μια εργασία που καθρεφτίζει καθρεφτίζει πολύ καλά την περίπτωσή περίπτωσή σου, σ ου, θα μπορούσες να πεις». Αρχίζει να γελάει, αλλά σταματάει σταματάει μόλις βλέπει βλέπει ότι ό τι δεν ανταποκρίνομαι. Ξεροβήχει. «Η περίπτωσή σου είναι ασυνήθιστη. Πιστεύω ότι ό τι χάρη σε σένα σ ένα μπορούμε μπορούμε να μάθουμε πολύ πολύ περισσότερα για τον τρόπο λειτουργίας της μνήμης». Το αυτοκίνητο περνάει, περνάει, και διασχίζουμε δι ασχίζουμε το δρόμο. Νιώθω να με κυριεύει άγχος, ανησυχία. Εγκεφαλικές βλάβες. Έρευνες. Σε εντόπισα. εντόπισα. Προσπαθώ Προσ παθώ να χαλαρώσω, να ηρεμήσω ηρεμήσω την αναπνοή μου, μου, αλλά δεν μπορώ. Είναι σαν να υπάρχουν δύο άνθρωποι μέσα στο ίδιο ίδ ιο σώμα: σ ώμα: η μια είναι μια σαρανταεφτάχρονη σαρανταεφτάχρονη γυναίκα, ήρεμη, ευγενική, ευγενική, που ξέρει ποιες συμπεριφορές είναι ανάρμοστες και ποιες όχι. Και Κ αι η άλλη είναι είκοσι εφτά και και διαμαρτύρεται διαμαρτύρεται με κάθε δυνατό τρόπο. τρόπο. Δεν μπορώ να αποφασίσω ποια από τις δύο είναι ο πραγματικός πραγματικός μου εαυτός, αλλά ο μοναδικός ήχος που ακούω είναι η μακρινή κίνηση και οι οι φωνές των παιδιών παιδι ών από το πάρκο, κι έτσι αποφασίζω ότι πρέπει να είμαι η πρώτη. Στο απέναντι απέναντι πεζοδρόμιο σταμ σ ταματάω ατάω και ρωτάω: ρω τάω: «Μπορείς «Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; Ξύπνησα Ξύπνησα σήμερα το πρωί πρωί σ’ ένα μέρος που δεν έχω ξαναδεί ποτέ, αλλά όπως φαίνεται είναι είν αι το σπίτι μου, ξαπλωμένη ξ απλωμένη δίπλα σ’ έναν άντρα που έβλεπα έβλεπα για πρώτη φορά, αλλά μου είπε ότι είμαι παντρεμένη παντρεμένη μαζί μαζί του εδώ και χρόνια. Κι εσύ φαίνεται να ξέρεις περισσότερα για μένα απ’ ό,τι εγώ». Κάνει ένα αργό καταφατικό καταφατικό νεύμα. «Έχεις αμνησία…» λέει λέει βάζοντας το χέρι στο μπράτσο μπράτσο μου. «Και μάλιστα πολύ καιρό. Δεν μπορείς να διατηρή δι ατηρήσεις σεις νέες αναμνήσεις, οπότε έχεις ξεχάσει πολλά απ’ όσα σου έχουν συμβεί σε όλη την ενήλικη ζωή ζω ή σου. Κάθε πρωί ξυπνάς ξ υπνάς νομίζοντας ότι είσαι νέα. Κάποιες μέρες νομίζεις ότι είσαι παιδί». Το γεγονός ότι μου το λέει αυτός, ένας γιατρός, το κάνει να φαίνεται χειρότερο. χειρό τερο. «Δηλαδή «Δηλαδή είναι αλήθεια;» «Δυστυχώς… «Δυστυχώς… Ναι. Ο άντρας στο σπίτι σου είναι ο σύζυγός σου, ο Μπεν. Είσαι παντρεμένη παντρεμένη μαζί του εδώ και χρόνια. χρόνι α. Πριν πάθεις πάθεις την αμνησία». αμνησία». Γνέφω καταφατικά. «Να «Να συνεχίσουμε;»
Απαντάω παντάω ναι και μπαίνουμε μπαίνουμε στο πάρκο. πάρκο. Ένα κυκλικό μονοπάτι μονοπάτι ακολουθεί την την περίμετρο περίμετρο του πάρκου, και μια παιδική χαρά βρίσκεται δίπλα δί πλα σ’ ένα ξύλινο κατάστημα κατάστημα απ’ απ’ όπου βλέπω να βγαίνει κόσμος κόσ μος κρατώντας δίσκους δίσκο υς με σνακ. Κατευθυνόμαστε Κατευθυνόμαστε προς προς τα κει και κάθομαι σ’ ένα από τα τραπέζια, τραπέζια, ενώ ο δόκτωρ Νας πηγαίνει να πάρει τους καφέδες μας. Όταν επιστρέφει, επιστρέφει, κρατάει δύο πλαστικά κύπελλα με δυνατό καφέ – ο δικός δι κός μου σκέτος, σκ έτος, ο δικός του με γάλα. Προσθέτει ζάχαρη από το μπολ στο τραπέζι, τραπέζι, αλλά δε μου προσφέρει και μένα, κι αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε ο τιδήποτε άλλο, με πείθει πως έχουμε ξανασυναντηθεί. ξανασυναντηθεί. Με κοιτάζει και με ρωτάει πώς χτύπησα χτύπησα στο μέτωπό μου. «Τι;» λέω στην αρχή, αλλά μετά θυμάμαι θυμάμαι το μώλωπα που είδα το πρωί. Φαίνεται Φαί νεται ότι το μέικ απ δεν τον έχει σκεπάσει τελείως. «Αυτό;» ρωτάω. «Δεν «Δεν ξέρω. ξέρω . Δεν είναι τίποτα. Δεν πονάει». Δεν απαντάει. απαντάει. Ανακατεύει Ανακατεύει τον καφέ του. του. «Δηλαδή «Δηλαδή ο άντρας μου με φροντίζει φροντίζ ει στο σ το σπίτι;» προσθέτω. Με κοιτάζει. «Ναι. Στην αρχή, όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Η κατάστασή σου ήταν τόσο σοβαρή, σο βαρή, που χρειαζόσουν περίθαλψη όλη μέρα. Μόνο πρόσφατα ο Μπεν Μπεν θεώρησε ότι μπορούσε να σε περιποιείται μόνος του». του». Δηλαδή η τωρινή μου κατάσταση κατάσταση είναι βελτιωμένη σε σύγκριση με το παρελθόν. παρελθόν. Ευτυχώς, δε θυμάμαι την περίοδο που τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. «Πρέπει να μ’ αγαπάει αγαπάει πολύ…» μουρμουρίζω, μουρμουρίζω, περισσότερο περισσ ότερο για να το ακούσω εγώ η ίδια ίδι α παρά ο Νας. Γνέφει καταφατικά. καταφατικά. Ακολουθεί μια παύση, και πίνουμε πί νουμε λίγο από τον καφέ μας. «Ναι. Πρέπει να σ’ αγαπάει…» Χαμογελάω και κοιτάζω κάτω, τα χέρια μου που κρατούν τον ζεστό καφέ, τη χρυσή βέρα, τα κοντά νύχια, τα πόδια πόδια μου, που είναι ευγενικά σταυρωμένα. Δεν αναγνωρί αναγνωρίζω ζω το ίδιο ί διο μου το σώμα. «Γιατί δεν ξέρει ο άντρας μου ότι σε σ ε βλέπω;» ρωτάω. Αναστενάζει, κλείνει κλείνει τα μάτια μάτια του. «Θα είμαι ειλικρινής ειλικρι νής μαζί σου…» απαντάει. απαντάει. Πιάνει τα χέρια του και γέρνει μπροστά. μπροστά. «Αρχικά «Αρχικά σου ζήτησα να μην μην πεις στον Μπεν Μπεν ότι ότι με βλέπεις». βλέπεις». Μια εκκένωση φόβου με διαπερνάει, σχεδόν σαν ηχώ. Ο δόκτωρ δό κτωρ Νας, όμως, δε μου φαίνεται αναξιόπιστος. «Συνέχισε», λέω. Θέλω να πιστέψω ότι μπορεί να με βοηθήσει. «Αρκετοί «Αρκετοί επιστήμονες –γιατροί, ψυχίατροι, ψυχολόγοι και ούτω καθεξής– σας έχουν πλησιάσει, και εσένα και τον Μπεν, στο παρελθόν επιθυμώντας επιθυμώντας να δουλέψουν δο υλέψουν μαζί μαζί σου. Παρ’ όλα αυτά, ο άντρας άντρας σου δεν δ εν ήθελε να σ’ αφήσει να τους δεις. Δήλωσε ότι έχεις κάνει εντατική αγωγή στο παρελθόν, η οποία κατά τη γνώμη του δεν κατάφερε τίποτα περισσότερο από το να σε αναστατώσει. Φυσικά Φυσι κά δεν ήθελε να υποβάλει εσένα –αλλά ούτε και τον εαυτό του– σε νέες ταλαιπωρίες». ταλαιπωρί ες». Βέβαια. Δε θέλει να μου δημιουργήσουν ψεύτικες ελπίδες. «Κι εσύ μ’ έπεισες να σ συναντη υναντηθούμε θούμε χωρίς να ξέρει τίποτα ο Μπεν;» «Ναι. «Ναι. Στην αρχή πλησίασα κι εγώ τον Μπεν. Μπεν. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Μάλιστα του ζήτησα να βρεθούμε βρεθούμε για να του εξηγήσω τι μπορώ να σου σ ου προσφέρω, αλλά αρνήθηκε. Έτσι, επικοινώνησα επικοι νώνησα απευθείας απευθείας μαζί σου». σο υ». Άλλη μια μια εκκένωση φόβου, από από το πουθενά. πουθενά. «Πώς «Πώς;» ;» λέω. Κοιτάζει το ποτό του. «Ήρθα και σε βρήκα. Περίμενα μέχρι που έφυγε ο Μπεν από το σπίτι και μετά σου χτύπησα χτύπησα και σου σ ου συστήθηκα». συστήθηκα». «Και συμφώνησα να σε δω; Έτσι απλά;»
«Στην «Στην αρχή όχι. Χρειάστηκε Χρει άστηκε να σε πείσω ότι μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη. εμπιστοσύνη. Σου πρότεινα να βρεθούμε βρεθούμε μια φορά, μόνο μόνο για γι α μία συνεδρία. Εν ανάγκη, ακόμα και χωρίς να το γνωρίζει γνωρί ζει ο Μπεν. Σου είπα είπα ότι θα σου εξηγήσω γιατί θέλω να έρθεις να με δεις και τι πιστεύω ότι μπορώ να σου σο υ προσφέρω». «Και συμφώνησα…» Με κοιτάζει. «Ναι», απαντάει. «Σου είπα ότι έπειτα απ’ αυτή την πρώτη επίσκεψη θα ήταν στο χέρι σου σο υ να αποφασίσεις αν θα το πεις στον σ τον Μπεν Μπεν ή όχι, αλλά αν έπαιρνες την απόφαση να μην του το πεις, εγώ θα σου σο υ τηλεφωνούσα για να σου υπενθυμίζω υπενθυμίζω τα ραντεβού μας». «Και αποφάσισα να μην του το πω». «Ναι. «Ναι. Ακριβώς. Ακριβώ ς. Είπες ότι ήθελες να περιμένεις περιμένεις μέχρι να κάνουμε κάποια πρόοδο και μετά μετά να του το πεις. Θεώρησες ότι αυτό ήταν το καλύτερο». «Και κάναμε;» «Τι;» «Πρόοδο…» Πίνει λίγο καφέ ακόμα και αφήνει το κύπελλο κύπελλο στο τραπέζι. τραπέζι. «Πιστεύω πως ναι. Αν και είναι κάπως δύσκολο να υπολογίσεις με ακρίβεια την πρόοδο. πρόοδο. Αλλά τις τελευταίες τελευταίες εβδομάδες σού έχουν έρθει πολλές αναμνήσεις αναμνήσεις – αρκετές απ’ αυτές αυτές για πρώτη φορά, απ’ όσο μπορούμε μπορούμε να ξέρουμε ξ έρουμε.. Και υπάρχουν ορισμένα πράγματα πράγματα που τα συνειδητοποιείς πιο συχνά, ενώ παλιότερα αυτό συνέβαινε σπάνια. Για παράδειγμα, μερικές φορές ξυπνάς ξ υπνάς και θυμάσαι θυμάσαι ότι είσαι εί σαι παντρεμένη παντρεμένη.. Και…» Σταματάει. «Και;» ρωτάω. «Κι έχω την πεποίθηση πεποίθηση ότι αρχίζεις ν’ αποκτάς μεγαλύτερη μεγαλύτερη ανεξαρτησία». ανεξαρτησία». «Ανεξαρτησία;» «Ναι. «Ναι. Δε στηρίζεσαι στον Μπεν τόσο πολύ όσο στο σ το παρελθόν. παρελθόν. Ή σε σ ε μένα». μένα». Αυτό είναι, σκέφτομαι. Γι’ Γι’ αυτή την πρόοδο μιλάει. Ανεξαρτησία. Ανεξαρτησία. Ίσως εννοεί πως μπορώ να πάω στα μαγαζιά ή στη βιβλιοθήκη χωρίς συνοδό, αν και τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είμαι καν σίγουρη πως αυτό είναι αλήθεια. Όπως και να ’χει, δεν έχω κάνει κ άνει αρκετή πρόοδο ώστε να την επιδεικνύω περήφανα περήφανα στον άντρα μου. Ούτε καν αρκετή ώστε να ξυπνάω ξ υπνάω πάντα γνωρίζοντας ότι είμαι εί μαι παντρεμένη. παντρεμένη. «Αυτό «Αυτό είναι όλο;» «Είναι σημαντικό», μου απαντάει. «Μην το υποτιμάς, Κριστίν». Δε μιλάω. Πίνω μια γουλιά καφέ και κοιτάζω γύρω στην καφετέρια. καφετέρια. Είναι σχεδόν άδεια. Ακούγονται θόρυβοι από από μια μικρή μικρή κουζίνα στο πίσω μέρος, πού και πού ένα ένα κόχλασμα έτσι όπως βράζει το νερό σε κάποιο τσαγερό, ήχοι από παιδιά που παίζουν πιο μακριά. Μου είναι δύσκολο δύσκολ ο να πιστέψω ότι αυτό το το μέρος είναι τόσο κοντά στο σπίτι μου κι όμως όμω ς δε θυμάμαι θυμάμαι να έχω ξανάρθει ξ ανάρθει εδώ. «Είπες «Είπες ότι συναντιόμαστε εδώ και μερικές εβδομάδες», λέω. «Τι κάνουμε σ’ αυτές τις συναντήσεις;» «Θυμάσαι «Θυμάσαι τίποτε από τις προηγούμενες προηγούμενες συνεδρίες σ υνεδρίες μας; Οτιδήποτε;» Οτιδήποτε;» «Όχι», απαντάω. απαντάω. «Τίποτε. Απ’ όσο ξέρω, ξ έρω, σήμερα σε είδα εί δα για γι α πρώτη φορά…» «Με «Με συγχωρείς συγχωρεί ς για γι α την ερώτηση…» λέει. λέει. «Όπως σου είπα, μερικές φορές έχεις αναλαμπές. αναλαμπές. Κάποιες μέρες θυμάσαι πιο πολλά».
«Δεν καταλαβαίνω…» ψελλίζω. «Δε θυμάμαι να σ’ έχω συναντήσει ποτέ ούτε τι έγινε χτες ή προχτές, ή και πέρσι, εδώ που τα λέμε. Θυμάμαι, όμως, μερικά πράγματα από παλιά. Τα παιδικά μου χρόνια. Τη Τ η μητέρα μητέρα μου. Μου έρχονται μνήμες από το πανεπιστήμιο, αν και με δυσκολία. Δεν καταλαβαίνω καταλαβαίνω πώς επέζησαν αυτές αυτές οι παλιές αναμνήσεις όταν όλα τα άλλα σβήστηκαν…» Ο Νας κάνει διαδοχικά διαδοχι κά καταφατικά καταφατικά νεύματα νεύματα όσο μιλάω. μιλάω . Σίγουρα θα τα έχει ξανακούσει. Μπορεί Μπορεί να του κάνω την ίδια ίδ ια ερώτηση κάθε εβδομάδα. Μπορεί Μπορεί και να κάνουμε την ίδια ακριβώς συζήτηση. «Η μνήμη είναι πολύπλοκο φαινόμενο», λέει. «Οι άνθρωποι έχουν τη λεγόμενη βραχυπρόθεσμη βραχυπρόθεσμη μνήμη, μνήμη, η οποία αποθηκεύει αποθηκεύει γεγονότα και πληροφορίες για γι α περίπου ένα λεπτό, αλλά επίσης έχουν και τη λεγόμενη μακροπρόθεσμη μνήμη. Εδώ μπορούμε να αποθηκεύσουμε αποθηκεύσουμε τεράστιες τεράστιες ποσότητες πληροφοριών και να τις διατηρήσουμε επ’ επ’ αόριστον. ώρα ξέρουμε ότι αυτές οι δύο λειτουργίες λει τουργίες ελέγχονται από διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου, που έχουν κάποιες συνδέσεις μεταξύ μεταξύ τους. Επιπλέον υπάρχει ένα μέρος του εγκεφάλου του οποίου οποίου η λειτουργία λει τουργία είναι μάλλον να παίρνει τις βραχυπρόθεσμες, βραχυπρόθεσμες, προσωρινές αναμνήσεις και να τις μετατρέπει μετατρέπει σε μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμες, ώστε ώ στε να μπορούμε μπορούμε να τις θυμηθούμε πολύ αργότερα». Μιλάει άνετα, γρήγορα, σαν να πατάει πατάει σε στέρεο σ τέρεο έδαφος τώρα. Κι εγώ πρέπει να ήμουν κάπως έτσι κάποτε, κάποτε, σκέφτομαι. Σίγουρη για τον εαυτό μου. «Υπάρχουν δύο είδη αμνησίας», συνεχίζει. «Στις περισσότερες περιπτώσεις ο αμνησιακός δεν μπορεί να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος, με τα πιο πρόσφατα απ’ αυτά να επηρεάζονται επηρεάζονται περισσότερο. Έτσι, Έτσι , για παράδειγμα, αν ο αμνησιακός έχει πάθει ένα τροχαίο ατύχημα, δεν μπορεί να θυμηθεί το ατύχημα ή κάποιες μέρες ή εβδομάδες πριν απ’ αυτό, αλλά θυμάται τα πάντα μέχρι κι έξι μήνες, λόγου χάρη, πριν από το ατύχημα». Γνέφω καταφατικά. καταφατικά. «Και το άλλο είδος;» είδο ς;» «Το άλλο είδος είδο ς είναι πιο σπάνιο», απαντάει. απαντάει. «Μερικές φορές υπάρχει μια ανικανότητ ανι κανότητα α μεταφοράς των αναμνήσεων από τη βραχυπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Οι αμνησιακοί με αυτό το πρόβλημα πρόβλημα ζουν τη στιγμή, θυμούνται θυμούνται απλώς το άμεσο παρελθόν και μόνο για μικρό χρονικό χρονι κό διάστημα». διάστημα». Σταματάε Σταματάειι θαρρείς και περιμένει περιμένει να πω κάτι. Είναι λες και κ αι καθένας μας έχει τις ατάκες του, σαν να έχουμε προβάρει προβάρει πολλές φορές αυτήν τη συζήτηση. «Εγώ έχω και τα δύο εί είδη;» δη;» ρωτάω. «Απώλεια «Απώλεια των αναμνήσεων που είχα, συν ανικανότητα να δημιουργήσω νέες;» Ξεροβήχει. Ξεροβήχει. «Δυστυχώς, ναι… Δεν είναι συνηθισμένη κατάσταση, κατάσταση, αλλά είναι είν αι κάτι που μπορεί κάλλιστα να συμβεί. Το ασυνήθιστο στη δική σου σ ου περίπτωση, όμως, είναι η μορφή της αμνησίας σου. Γενικά Γενι κά δε θυμάσαι τα γεγονότα που σου συνέβησαν από τα παιδικά σου χρόνια και μετά, μετά, αλλά επεξεργάζεσαι τις τις νέες αναμνήσεις με έναν τρόπο τρόπο που δεν έχω ξαναδεί. Αν έφευγα από το δωμάτιο τώρα και γύριζα σε σ ε δύο λεπτά, οι περισσότεροι ασθενείς με εμπροσθόδρομη αμνησία αμνησία δε θα θυμούνταν θυμούνταν ότι μ’ έχουν ξαναδεί. Παρ’ Π αρ’ όλα αυτά, αυτά, εσύ θυμάσαι μεγάλα χρονικά διαστήμα δι αστήματα τα –μέχρι –μέχρι είκοσι εί κοσι τέσσερις ώρες–, ώ ρες–, τα οποία χάνεις μετά. μετά. Αυτό Αυτό είναι ασυνήθιστο. Και, για να είμαι ειλικρινής, ειλικρι νής, δε βγάζει βγάζει νόημα με βάση βάση αυτά που που γνωρίζουμε γνωρί ζουμε για τον τρόπο λειτουργίας της μνήμης. Δείχνει Δείχνει ότι μπορείς μπορείς εύκολα να μεταφέρεις αναμνήσεις από τη βραχυπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Δεν
καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, όμως, όμως , γιατί δεν μπορείς να τις διατηρήσεις…» Μπορεί Μπορεί να ν α ζω μια κατακερματισμένη κατακερματισμένη ζωή, αλλά τουλάχιστον τουλάχισ τον τα κομμάτια της είναι αρκετά μεγάλα ώστε να διατηρώ κάποια ίχνη ανεξαρτησίας. Φαντάζομαι ότι αυτό σημαίνει πως είμαι τυχερή. «Γιατί;» ρωτάω. «Τι τα προκάλεσε όλα αυτά;» Ο Νας δε λέει τίποτα. Στο Στο δωμάτιο επικρατεί ησυχία. Νιώθω Νιώ θω τον αέρα ακίνητο, κολλώδη. Όταν μιλάει, τα λόγια του είναι σαν να χτυπούν στους τοίχους και να κάνουν αντίλαλο. «Πολλά πράγματα μπορεί να προκαλέσουν βλάβες της μνήμης», απαντάει. «Είτε της μακροπρόθεσμης μακροπρόθεσμης είτε εί τε της βραχυπρόθεσμης. βραχυπρόθεσμης. Ασθένειες, τραυματικές τραυματικές εμπειρίες, ναρκωτικά. ν αρκωτικά. Η ακριβής ακρι βής φύση της βλάβης φαίνεται να διαφέρει δι αφέρει ανάλογα με το μέρος του εγκεφάλου που έχει προσβληθεί». προσβληθεί». «Ναι», «Ναι», αποκρίνομαι. «Αλλά τι προκάλεσε τη δική δι κή μου αμνησία;» Με κοιτάζει για μια στιγμή. «Τι σου σο υ είπε ο Μπεν;» Μπεν;» Θυμάμαι τη συζήτηση που είχαμε στην κρεβατοκάμαρα. Ατύχημα, είχε πει. Σοβαρό ατύχημα. «Ουσιαστικά δε μου ανέφερε τίποτα», απαντάω. «Δηλαδή τίποτα συγκεκριμένο. Μόνο πως έπαθα ένα ατύχημα». «Ναι», «Ναι», λέει και παίρνει το χαρτοφύλακά του κάτω από το τραπέζι. τραπέζι. «Η αμνησία σου οφείλεται σε τραύμα. τραύμα. Αυτό είναι αλήθεια, τουλάχιστον εν μέρει». Ανοίγει το χαρτοφύλακα και βγάζει ένα βιβλίο. βιβλί ο. Στην αρχή αναρωτιέμαι αναρωτιέμαι αν θέλει να συμβουλευτεί συμβουλευτεί τις σημειώσεις του, αλλά εκείνος μου το δίνει. «Πάρε αυτό», αυτό», συνεχίζει. «Θα σ’ τα εξηγήσει όλα ό λα καλύτερα απ’ απ’ ό,τι μπορώ να σ’ τα εξηγήσω εγώ. εγώ . Κυρίως σχετικά με το τι προκάλεσε το πρόβλημά πρόβλημά σου. Και άλλα πράγματα πράγματα όμως…» Το παίρνω. παίρνω . Είναι καφέ, δερματόδετο, δερματόδετο, τυλιγμένο με ένα λαστιχάκι που το κρατάει κλειστό. ο βγάζω και το ανοίγω ανοίγ ω στην τύχη. Το χαρτί χαρτί είναι χοντρό με αχνές γραμμές γραμμές και κόκκινο περιθώριο. Οι σελίδες σ ελίδες είναι πυκνογραμμένες πυκνογραμμένες με το χέρι. «Τι είναι;» ρωτάω. «Ημερολόγιο», απαντάει. «Το κρατάς τις τελευταίες εβδομάδες». Σοκάρομαι. «Ημερολόγιο;» «Ημερολόγιο;» Αναρωτιέμαι γιατί γι ατί το έχει εκείνος. «Ναι. «Ναι. Μια καταγραφή όσων έχουμε κάνει πρόσφατα. Εγώ σου σ ου ζήτησα να κρατήσεις ημερολόγιο. Έχουμε κάνει πολλή δουλειά προσπαθώντας να βρούμε πώς πώς ακριβώς λειτουργεί η μνήμη μνήμη σου. Σκέφτηκα ότι μπορεί να σε βοηθούσε αν κατέγραφες κατέγραφες ό,τι έκανες». Κοιτάζω το ημερολόγιο. «Δηλαδή «Δηλαδή αυτό το έχω γράψει εγώ;» «Ναι. «Ναι. Σου είπα να γράφεις ό,τι θέλεις. Αρκετοί αμνησιακοί έχουν δοκιμάσει δοκι μάσει παρόμοιες μεθόδους. Αυτές, Αυτές, όμως, όμως , συχνά δεν είναι εί ναι τόσο αποτελεσματ αποτελεσματικές, ικές, γιατί γι ατί η μνήμη τους είναι πολύ περιορισμένη. Αλλά στη δική σου σ ου περίπτωση συνήθως θυμάσαι τα πάντα για μία ολόκληρη μέρα, οπότε σκέφτηκα σκέφτηκα ότι θα μπορούσες να κρατάς μερικές σημειώσεις σημειώ σεις κάθε βράδυ. Αυτό Αυτό ίσως ί σως σε βοηθήσει να διατηρή δι ατηρήσεις σεις ένα νήμα αναμνήσεων αναμνήσεων από τη μια μέρα στην άλλη. Επιπλέον η μνήμη μνήμη μοιάζει κάπως με τους μυς, μπορεί να δυναμώσει με την άσκηση». άσκηση». «Και το διάβαζες παράλληλα καθώς προχωρούσαμε;» προχω ρούσαμε;» «Όχι», μου απαντάει. «Το κρατούσες εσύ». «Μα «Μα πώς…» αρχίζω να τραυλίζω και ύστερα ρωτάω: «Μου «Μου θύμιζε ο Μπεν να το γράφω;» «Όχι. Σε συμβούλεψα συμβούλεψα να το κρατήσεις κρυφό», μου λέει. «Το έκρυβες στο σπίτι. σ πίτι. Και σου τηλεφωνούσα για να σου σ ου πω πού είναι εί ναι κρυμμένο». κρυμμένο».
«Κάθε μέρα;» «Ναι. Λίγο-πολύ». «Όχι ο Μπεν;» Κάνει μια παύση, μετά απαντάει: «Όχι. Ο Μπεν δεν το έχει διαβάσει». Αναρωτιέμαι γιατί, τι τι μπορεί να περιέχει το ημερολόγιο που δε θέλω να δει ο άντρας μου. μου. ι μυστικά μπορεί να έχω; Μυστικά Μυστικά που δεν τα γνωρίζω κι εγώ η ίδια. ίδι α. «Εσύ, «Εσύ, όμως, το διάβασες;» «Μου «Μου το έδωσες πριν από μερικές μέρες», μέρες», λέει. «Είπες πως ήθελες να το διαβάσω. Πως Π ως ήταν ώρα». Κοιτάζω το βιβλίο. Νιώθω Νιώ θω έξαψη. Ένα ημερολόγιο. Μια σύνδεση με ένα χαμένο παρελθόν, παρελθόν, έστω και μόνο το πρόσφατο. «Το «Το διάβασες δι άβασες όλο;» «Ναι», «Ναι», μου απαντάει. απαντάει. «Το περισσότερο. περισσ ότερο. Νομίζω ότι διάβασα δι άβασα όλα τα σημαντικά μέρη». μέρη». Σταματάε Σταματάειι και στρέφεται στρέφεται αλλού, ξύνει ξ ύνει το σβέρκο του. Τον έχει πιάσει αμηχανία, αμηχανία, σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι αν μου μου λέει την την αλήθεια αλήθεια και τι υπάρχει υπάρχει στο ημερολόγιο. ημερολόγιο. Ρουφάει τον υπόλοιπο υπόλοιπο καφέ του και προσθέτει: «Δε σε πίεσα να μου το δώσεις. δώσει ς. Θέλω να το ξέρεις αυτό…» αυτό…» Γνέφω καταφατικά καταφατικά και πίνω πί νω κι εγώ τον υπόλοιπο καφέ μου αμίλητη, ξεφυλλίζοντας ξεφυλλίζοντας ταυτόχρονα ταυτόχρονα το ημερολόγιο. Στο εσωτερικό εσω τερικό του εξωφύλλου υπάρχει μια σειρά σ ειρά από ημερομηνίες. ημερομηνίες. «Τι είναι αυτά;» ρωτάω. «Οι ημερομηνίες των συναντήσεών μας», μου απαντάει. «Κι αυτές που έχουμε προγραμματίσει. προγραμματίσει. Τις Τι ς συμφωνούμε καθώς προχωράμε. Σου τηλεφωνώ για να σου σ ου υπενθυμίσω, υπενθυμίσω, να ν α σου πω να διαβάσεις δι αβάσεις το ημερολόγιό σου». Σκέφτομαι Σκέφτομαι το κίτρινο κί τρινο σημείωμα που βρήκα στις σελίδες της ατζέντας. ατζέντας. «Και σήμερα σ ήμερα;» ;» «Σήμερα «Σήμερα είχα εγώ το ημερολόγιο», λέει. «Έτσι, γράψαμε ένα σημείωμα». Κάνω ένα καταφατικό καταφατικό νεύμα και ξεφυλλίζω ξεφυλλίζ ω και το υπόλοιπο ημερολόγιο. Είναι πυκνογραμμένο πυκνογραμμένο με έναν γραφικό χαρακτήρα που που δεν αναγνωρίζω. αναγνωρίζ ω. Σελίδες επί σελίδων. σελίδω ν. Πολλές μέρες δουλειάς. Αναρωτιέμαι πώς βρήκα το χρόνο να τα γράψω όλα αυτά, αυτά, αλλά μετά μετά συνειδητοποιώ ότι η απάντηση απάντηση είναι προφανής. Δεν Δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω. Το αφήνω πάλι στο τραπέζι. τραπέζι. Ένας Έ νας νεαρός πλησιάζει και κοιτάζει κο ιτάζει προς το μέρος μας, ύστερα παραγγέλνει παραγγέλνει κάτι και κάθεται σ’ ένα τραπέζι τραπέζι με μια εφημερίδα. Δε με ξανακοιτάζει, και η εικοσάχρονη εικοσ άχρονη μέσα μου ενοχλείται. ενοχλείται. Αισθάνομαι Αισ θάνομαι σαν να είμαι αόρατη. «Πάμε;» λέω. Γυρίζουμε πίσω όπως ήρθαμε. Ο ουρανός ουρανός είναι συννεφιασμένος, και στον αέρα αιωρείται μια αραιή ομίχλη. Νιώθω το έδαφος μουσκεμένο κάτω κάτω από τα πόδια μου. Είναι σαν να να περπατάς σε υδράργυρο. Στην παιδική χαρά βλέπω το μύλο να περιστρέφεται αργά, παρόλο που δεν κάθεται κάποιος επάνω. «Συνήθως «Συνήθως δε συναντιόμαστε εδώ;» ρωτάω όταν φτάνουμε φτάνουμε στο δρόμο. δ ρόμο. «Στην «Στην καφετέρια εννοώ». «Όχι. Συνήθως συναντιόμαστε στο γραφείο μου. Κάνουμε ασκήσεις. Τεστ Τ εστ και τέτοια». «Και γιατί εδώ σήμερα;» «Ήθελα «Ήθελα να σου δώσω πίσω το ημερολόγιό σου», σο υ», απαντάε απαντάει. ι. «Ανησυχούσα επειδή δεν το είχες». «Στηρίζομαι «Στηρίζομαι σ’ αυτό;» λέω.
«Από μιαν άποψη ναι». Περνάμε απέναντι και περπατάμε προς το σπίτι όπου μένω με τον Μπεν. Βλέπω το αυτοκίνητο του Νας, παρκαρισμένο παρκαρισμένο ακόμα εκεί όπου το άφησε, τον μικροσκοπικό μικροσ κοπικό κήπο έξω από το παράθυρό μας, το μικρό μονοπάτι και τα περιποιημένα παρτέρια παρτέρια με τα λουλούδια. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πιστέψω πως μένω σ’ αυτό αυτό το μέρος. «Θέλεις «Θέλεις να έρθεις μέσα;» ρωτάω. «Να πιεις πιεις κάτι;» «Όχι, δε θα έρθω. Ευχαριστώ. Πρέπει Π ρέπει να φύγω. Θα βγω με την Τζούλι το βράδυ». Στέκει Στέκει για γι α μια στιγμή και με κοιτάζει. Παρατηρώ τα μαλλιά του, κομμένα κοντά, καλοχτενισμένα, και βλέπω ότι το πουκάμισό πουκάμισό του έχει κατακόρυφες ρίγες που δεν ταιριάζουν με τις οριζόντιες οριζό ντιες στο πουλόβερ του. του. Συνειδητοποιώ Συνειδητοποιώ ότι είναι μερικά μόνο χρόνια μεγαλύτερος μεγαλύτερος απ’ όσο νόμιζα πως πω ς είμαι εγώ όταν ξύπνησα το πρωί. «Η Τζούλι είναι η γυναίκα σου;» Χαμογελάει. «Όχι. Η φιλενάδα μου. Βασικά η αρραβωνιαστικιά αρραβωνι αστικιά μου. Αρραβωνιαστήκαμε. ο ξεχνάω συνέχεια…» Του χαμογελάω κι εγώ. Αυτές είναι οι λεπτ λ επτομέρειες ομέρειες που θα έπρεπε έπρεπε να θυμάμαι, θυμάμαι, φαντάζομαι. φαντάζομαι. Τα μικροπράγματα. μικροπράγματα. Ίσως για τέτοια μικροπράγματα μικροπράγματα γράφω στο σ το ημερολόγιο, γι’ αυτούς τους μικρούς γάντζους στους σ τους οποίους κρεμάμε όλη μας τη ζωή. «Συγχαρητή «Συγχαρητήρια!» ρια!» λέω, κι εκείνος με ευχαριστεί. Νιώθω Νιώ θω ότι θα έπρεπε έπρεπε να του κάνω περισσότερες ερωτήσεις, να δείξω δείξ ω μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν έχει νόημα. Ό,τι Ό,τι κι αν μου πει τώρα θα το έχω ξεχάσει όταν ξυπνήσω αύριο. αύριο . Το μόνο που έχω είναι το σήμερα. «Κι εγώ πρέπει να γυρίσω έτσι κι αλλιώς», αλλι ώς», προσθέτω. «Θα φ φύγουμε ύγουμε αυτό αυτό το Σαββατοκύριακο. Σαββατοκύριακο. Θα πάμε στην παραλία. Πρέπει Π ρέπει να φτιάξω βαλίτσες αργότερα». Ο Νας χαμογελάει. «Αντίο, «Αντίο, Κριστίν», Κ ριστίν», λέει. Κάνει να φύγει, αλλά μετά με κοιτάζει πάλι. «Μέσα στο ημερολόγιό σου είναι γραμμένα τα τηλέφωνά μου», συμπληρώνει. «Μπροστά. Πάρε με αν θέλεις να με ξαναδείς. Για να συνεχίσουμε σ υνεχίσουμε την αγωγή σου εννοώ. Εντάξει;» «Αν;» ρωτάω. Θυμάμαι το ημερολόγιο, τα ραντεβού που ήταν γραμμένα από τώρα έως και το τέλος του χρόνου. «Δεν είπες είπες ότι έχουμε κλείσει και άλλες συνεδρίες;» σ υνεδρίες;» «Θα καταλάβεις καταλάβεις όταν διαβάσεις το ημερολόγιο», απαντάει. απαντάει. «Τότε θα δεις ότι όλα βγάζουν νόημα. Σ’ το υπόσχομαι». «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίνομαι. Συνειδητοποιώ Συνειδητοποιώ ότι του έχω εμπιστοσύνη και χαίρομαι γι’ αυτό. Χαίρομαι γιατί γι ατί έχω και κάποιον άλλο στον σ τον οποίο μπορώ να στηριχτώ εκτός από τον άντρα άντρα μου. «Από «Από σένα εξαρτάται, εξαρτάται, Κριστίν… Κρι στίν… Πάρε με όποτε ό ποτε θέλεις». θέλεις». «Θα σε πάρω», πάρω», λέω, ύστερα κουνάει το χέρι και μπαίνει στο σ το αμάξι του, και κοιτάζοντας κο ιτάζοντας πάνω από τον ώμο του, βγαίνει στο δρόμο και φεύγει. Φτιάχνω έναν καφέ και τον πηγαίνω στο καθιστικό. Απ’ έξω ακούγεται ακούγεται ένα σφύριγμα που διακόπτεται διακόπτεται από ήχο κομπρεσέρ και πότε πότε από από κοφτά γέλια, αλλά ακόμα και αυτοί οι οι θόρυβοι χάνονται κάπου στο βάθος την ώρα που κάθομαι στην πολυθρόνα. Ο ήλιος λάμπει λάμπει αδύναμα μέσα μέσα από τις διχτυωτές δ ιχτυωτές κουρτίνες, και αισθάνομαι τη ζεστασιά του στα χέρια και στους μηρούς μου. Βγάζω το ημερολόγιο από την τσάντα μου. Με έχει έχει πιάσει νευρικότητα. νευρικότητα. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι γραμμένο γραμμένο στις σελίδες του. Ποια Πο ια σοκ και εκπλήξεις με περιμένουν. Ποια μυστήρια. Βλέπω το άλμπουμ στο τραπεζάκι. τραπεζάκι. Εκεί
μέσα υπάρχει υπάρχει μια εκδοχή εκδο χή της ζωής μου. Αυτή, Αυτή, όμως, την έχει επιλέξει ο Μπεν. Μπεν. Μήπως το ημερολόγιο περιέχει μιαν άλλη; Το ανοίγω. Η πρώτη σελίδα δεν δ εν έχει γραμμές. γραμμές. Έχω γράψει το όνομά μου στο κέντρο. Κριστίν Λούκας. Πάλι καλά που που δεν έγραψα έγραψα από από κάτω κάτω Προσωπικό! Προσω πικό! Ή Μην το ανοίξετε! Υπάρχει, όμως, κάτι κάτι άλλο. Κάτι απρόσμενο, απρόσμενο, τρομακτικό. τρομακτικό. Πιο τρομακτικό τρομακτικό από οτιδήποτε οτιδήποτε έχω δει σήμερα. Εκεί, κάτω από το όνομά μου, με μπλε μελάνι και κεφαλαία γράμματα, υπάρχουν τέσσερις τέσσερις λέξεις. λέξει ς. ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΟΝ ΜΠΕΝ. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να γυρίσω τη σελίδα. Αρχίζω να διαβάζω την ιστορία μου.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ – Το Ημερολόγιο Ημερολόγιο της Κριστίν Κριστίν Λούκας Λού κας
Παρασκευή Παρασκευή 9 Νοέμβρη Λέγομαι Κριστίν Λούκας. Είμαι σαράντα εφτά χρόνων. Πάσχω από αμνησία. Κάθομαι Κάθομαι εδώ, σ’ αυτό το άγνωστο κρεβάτι, και γράφω την ιστορία ιστορί α μου φορώντας ένα μεταξωτό μεταξωτό νυχτικό που υποτίθεται υποτίθεται πως μου έκανε δώρο όταν ό ταν έκλεισα τα σαράντα σαράντα έξι ο άντρας που είναι τώρα κάτω, ο οποίος μου είπε ότι είναι ο σύζυγός μου κι ότι λέγεται Μπεν. Το δωμάτ δω μάτιο ιο είναι είν αι ήσυχο, και το μοναδικό φως έρχεται από το πορτατίφ πορτατίφ στο κομοδίνο κο μοδίνο – μια απαλή πορτοκαλί λάμψη. λάμψη. Νιώθω σαν να αιωρούμαι αιω ρούμαι μέσα σε μια λίμνη από φως. Έχω κλείσει την πόρτα της της κρεβατοκάμαρας. κρεβατοκάμαρας. Γράφω κρυφά. Ακούω τον άντρα μου στο καθιστικό – τον απαλό αναστεναγμό αναστεναγμό του καναπέ καθώς σκύβει σκ ύβει μπροστά ή σηκώνεται, ένα βήχα πού και πού, ευγενικά πνιγμένο. Αλλά αν ανεβεί πάνω, θα κρύψω το ημερολόγιο. Θα το βάλω κάτω από το κρεβάτι ή το μαξιλάρι. Δε θέλω να δει ότι γράφω σ’ αυτό. Δε θέλω θέλω να υποχρεωθώ να του πω πώς το βρήκα. Κοιτάζω το ρολόι στο κομοδίνο. Είναι σχεδόν έντεκα το βράδυ. βράδυ. Πρέπει να γράψω γράψω γρήγορα. Φαντάζομαι Φαντάζομαι ότι έπειτα από λίγο θα ακούσω την τηλεόραση τηλεόραση να κλείνει, το τρίξιμο τρίξ ιμο μιας σανίδας καθώς ο Μπεν θα διασχίζει το δωμάτ δω μάτιο, ιο, το κλικ του διακόπτη δι ακόπτη όταν θα κλείνει το φως. Θα πάει στην κουζίνα να φτιάξει ένα σάντουιτς ή να πιει νερό; Ή θα έρθει κατευθείαν κατευθείαν για ύπνο; Δεν ξέρω. Δε γνωρίζω γνωρί ζω τις συνήθειές του. Δεν ξέρω ούτε τις δικές μου. Επειδή δεν έχω μνήμη. Σύμφωνα με τον Μπεν, σύμφωνα με τον γιατρό που συνάντησα το απόγευμα, απόγευμα, μόλις κοιμηθώ κοι μηθώ απόψε, απόψε, ο νους μου θα σβήσει όλα όσα ό σα γνωρίζω γνωρί ζω σήμερα σ ήμερα.. Όλα όσα έκανα. Θα ξυπνήσω αύριο όπως ξύπνησα και σήμερα το πρωί. Νομίζοντας ότι είμαι ακόμα νέα. Νομίζοντας Νομίζοντας ότι έχω ακόμα μια ολόκληρη ζωή επιλογών μπροστά μου. μου. Και ύστερα θα ανακαλύψω, ανακαλύψω, πάλι, ότι κάνω λάθος. Οι επιλογές μου έχουν γίνει γί νει ήδη. Η μισή μου ζωή είναι πίσω μου. Ο γιατρός λέγεται Νας. Μου τηλεφώνησε σήμερα το πρωί, με πήρε με το αμάξι του, με πήγε σ’ ένα γραφείο. Με ρώτησε και του απάντησα ότι δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ μου. Εκείνος χαμογέλασε –αν και όχι με κακία– και άνοιξε άνοιξ ε την οθόνη του υπολογισ υπολογιστή τή που είχε στο γραφείο του. Μου έβαλε να δω μια ταινία. ταινί α. Ένα βιντεοκλίπ. Έδειχνε Έ δειχνε εμένα κι αυτόν. Ήμαστε καθισμένοι στα ίδια καθίσματα καθί σματα,, στο ίδιο ίδι ο γραφείο, αλλά φορούσαμε διαφορετικά ρούχα. Στο βίντεο μου έδωσε ένα μολύβι και μου ζήτησε να σχεδιάσω ορισμένα ορι σμένα σχήματα σχήματα σ’ ένα χαρτί, κοιτάζοντας όμως μόνο σ’ έναν καθρέφτη, έτσι που όλα φαίνονταν ανάποδα. Είδα ότι το έβρισκα δύσκολο, δύσκολο , αλλά καθώς παρακολουθούσα παρακολουθούσα τώρα την ταινία, το μόνο που έβλεπα έβλεπα ήταν τα ρυτιδωμένα δάχτυλά μου και τη λάμψη της βέρας στο αριστερό μου χέρι. Φάνηκε ικανοποιημένος όταν τελείωσα. τελείω σα. «Η ταχύτητά ταχύτητά σου αυξάνεται», αυξάνεται», είπε στο βίντεο βί ντεο και μετά πρόσθεσε ότι κάπου βαθιά μέσα μου πρέπει να θυμάμαι τα αποτελέσματα της εξάσκησης που έχω κάνει επί ολόκληρες εβδομάδες, έστω κι αν δεν ανακαλώ την ίδια την εξάσκηση. «Αυτό «Αυτό σημαίνει ότι η μακροπρόθεσμη μνήμη μνήμη σου μάλλον λειτουργεί σε κάποιο επίπεδο», επίπεδο», συμπλήρωσε. Χαμογέλασα τότε, αλλά δεν έδειχνα έδειχν α χαρούμενη. Η ταινία τελείωσε.
Ο δόκτωρ Νας έκλεισε έκλει σε τον υπολογιστή του. Μου είπε ότι συναντιόμαστε τις τελευταίες εβδομάδες κι ότι έχω σοβαρή δυσλειτουργία της λεγόμενης επεισοδ επεισοδιακής ιακής μνήμης. Μου εξήγησε πως αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να θυμηθώ συμβάντα συμβάντα ή αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες λεπτομέρειες και μου είπε ότι αυτό συνήθως οφείλεται ο φείλεται σε κάποιο νευρολογικό πρόβλημα. Δομικό ή χημικό, χημικό, συμπλήρωσε. συμπλήρωσε. Ή σε μια μια ορμονική ανισορροπία. Είναι πολύ σπάνιο, σπάνιο, και στη δική μου περίπτωση φαίνεται να έχει πολύ σοβαρή επίδραση. Όταν τον ρώτησα πόσο σοβαρή, μου απάντησε ότι μερικές μέρες δε θυμάμαι πολλά πράγματα πέρα από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Σκέφτηκα το σημερινό σημερινό πρωινό, πρωι νό, όταν ξύπνησα χωρίς να έχω καμία ανάμνηση από από την ενήλικη ζωή ζω ή μου. «Μερικές μέρες;» ρώτησα. Δεν απάντησε, απάντησε, και η σιωπή σιω πή του του μου είπε τι τι πραγματικά πραγματικά εννοούσε. εννοούσε. Τις περισσότερες περισ σότερες μέρες. μέρες. Υπάρχουν μορφές μορφές αγωγής για την αμνησία, είπε είπε – φάρμακα, φάρμακα, ύπνωση. Οι περισσότερες, περισσότερες, όμως, είχαν δοκιμαστεί ήδη. «Αλλά εσύ, Κριστίν, μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου», πρόσθεσε, κι όταν τον ρώτησα ρώ τησα γιατί, μου απάντη απάντησε σε ότι διαφέρω από τους περισσότερους αμνησιακούς. «Το μοτίβο των συμπτωμάτ συμπτωμάτων ων σου σο υ δε δείχνει πως οι ο ι αναμνήσεις σου χάνονται για πάντα» πάντα»,, είπε. «Μπορείς «Μπορείς να θυμάσαι θυμάσαι πολλά πράγματα πράγματα επί επί ώρες. Μέχρι Μέχρι να κοιμηθείς. Μπορείς επίσης να κοιμηθε κοι μηθείς ίς ελαφρά και να θυμάσαι ακόμα όταν ξυπνήσεις, φτάνει να μην πέσεις σε βαθύ ύπνο. Αυτό είναι πολύ ασυνήθιστο. Οι περισσότεροι αμνησιακοί χάνουν τις νέες αναμνήσεις τους κάθε λίγα δευτερόλεπτα». δευτερόλεπτα». «Και;» ρώτησα. Έσπρωξε ένα καφέ βιβλίο προς το μέρος μου επάνω επάνω στο γραφείο. «Νομίζω ότι αξίζει αξί ζει τον κόπο να τεκμηριώνεις την αγωγή σου, τα συναισθήμα συναισ θήματά τά σου, κάθε εντύπωση εντύπωση ή ανάμνηση ανάμνηση που μπορεί να σου έρθει. Εδώ». Εδώ ». Πήρα το βιβλίο και το άνοιξα. άνοιξ α. Οι σελίδες του άδειες. Ήταν ημερολόγιο. ημερολόγιο. Αυτή είναι η αγωγή μου δηλαδή; σκέφτηκα. σκέφτηκα. Να Να κρατάω κρατάω ημερολόγιο ημερολόγιο;; Θέλω να θυμάμαι θυμάμαι ό,τι μου συμβαίνει, όχι απλώς να το καταγράφω. καταγράφω. Πρέπει να κατάλαβε την απογοήτευσή απογοήτευσή μου. «Ελπίζω επίσης πως η καταγραφή καταγραφή των αναμνήσεών σου μπορεί να ενεργοποιήσει τη μνήμη μνήμη σου», είπε. «Και η επίδραση του ημερολογίου μπορεί να είναι επισωρευτική» επισω ρευτική».. Έμεινα αμίλητη για μια στιγμή. Τι άλλη επιλογή είχα ουσιαστικά; ο υσιαστικά; Ή θα κρατούσα ημερολόγιο ή θα έμενα έτσι για πάντα. «Εντάξει», αποκρίθηκα. «Θα το κάνω». «Ωραία», είπε. «Έχω γράψει τα τηλέφωνά μου μπροστά. Πάρε με αν μπερδευτείς». Πήρα το ημερολόγιο και του είπα ότι θα του τηλεφωνήσω. Ακολούθησε μια μια μεγάλη παύση, και μετά μετά πρόσθεσε: πρόσθεσε: «Τελευταία «Τελευταία έχουμε έχουμε κάνει κάνει καλή δουλειά σε σχέση με τα πρώτα σου παιδικά χρόνια. χρόνι α. Κοιτούσαμε φωτογραφίες. Όπως αυτήν». Έβγαλε μια φωτογραφία από ένα ντοσιέ μπροστά του. «Σήμερα θα ήθελα να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτό αυτό εδώ», είπε. «Το αναγνωρίζεις;» αναγνωρίζει ς;» Η φωτογραφία έδειχνε έδειχ νε ένα σπίτι. Στην αρχή μού μού φάνηκε τελείω τελείωςς άγνωστο, άγνωσ το, αλλά ύστερα είδα το φθαρμένο φθαρμένο σκαλοπάτι που οδηγούσε ο δηγούσε στην εξώπορτα εξώ πορτα και κατάλαβα. Ήταν Ήταν το σπίτι σ πίτι όπου είχα μεγαλώσει, το σπίτι στο οποίο νόμιζα νόμιζ α ότι ξύπνησα το πρωί. πρωί. Φαινόταν Φαι νόταν διαφορετικό κατά κάποιον τρόπο, λιγότερο πραγματικό, πραγματικό, αλλά ήταν σίγουρα αυτό. Ξεροκατάπια. Ξεροκατάπια. «Είναι το μέρος όπου ζούσα παιδί…» παιδί …» ψέλλισα. ψέλλισα.
Συμφώνησε Συμφώνησε και μου είπε ότι οι περισσότερες περισσ ότερες παιδικές μου αναμνήσεις δεν έχουν επηρεαστεί. επηρεαστεί. Μου ζήτησε να περιγράψω το εσωτερικό του σπιτιού. σ πιτιού. Του είπα ό,τι θυμόμουν: πως πως η εξώπορτα άνοιγε απευθείας απευθείας στο σ το καθιστικό, πως υπήρχε μια μικρή τραπεζαρία τραπεζαρία στο πίσω μέρος του σπιτιού, πως οι επισκέπτες επισκέπτες συνήθως περνούσαν από το δρομάκι που χώριζε το σπίτι σ πίτι από το διπλανό του και πήγαιναν κατευθείαν κατευθείαν στην κουζίνα στο πίσω μέρος. «Τίποτε άλλο;» με ρώτησε. «Ο επάνω επάνω όροφος;» ό ροφος;» «Δύο κρεβατοκάμαρες», απάντησα. «Μία μπροστά, μία πίσω. Το μπάνιο και η τουαλέτα βρίσκονταν πίσω από το σπίτι, περνούσες από την την κουζίνα για γι α να πας. Στην Στην αρχή ήταν ένα ανεξάρτητο ανεξάρτητο κτίσμα, που αργότερα το ενώσαμε με το υπόλοιπο σπίτι με δύο τοίχους και μια σκεπή από αυλακωτή λαμαρίνα». «Κάτι «Κάτι άλλο;» Δεν ήξερα τι τι ήθελε να θυμηθώ. θυμηθώ. «Δεν «Δεν είμαι σίγουρη…» είπα. Με ρώτησε αν θυμόμουν θυμόμουν καθόλου μικρολεπτομέρειες. μικρολεπτομέρειες. Τότε μου ήρθε. «Η μητέρα μου είχε στο κελάρι ένα βάζο που έγραφε Ζάχαρη απ’ έξω», απάντησα. απάντησα. «Έβαζε χρήματα χρήματα εκεί μέσα. Το έκρυβε στο πάνω ράφι. Είχε και μαρμελάδες μαρμελάδες εκεί. ις έφτιαχνε μόνη της. Μαζεύαμε βατόμουρα από ένα δάσος όπου πηγαίναμε με αυτοκίνητο. Δε θυμάμαι θυμάμαι πού. Περπατούσαμε Περπατούσαμε οι τρεις μας βαθιά στο δάσος και μαζεύαμε βατόμουρα. βατόμουρα. Ολόκληρες σακούλες. Και Κ αι ύστερα η μητέρα μου τα έβραζε κι έφτιαχνε μαρμελάδα». «Ωραία!» «Ωραία!» είπε ο Νας. «Εξαιρετικά!» Έγραφε στο ντοσιέ ντοσι έ που είχε μπροστά του. του. «Κι αυτές αυτές εδώ;» Μου έδειξε μερικές φωτογραφίες φω τογραφίες ακόμα. Στη μια μια απεικονιζόταν απεικονι ζόταν κάποια γυναίκα που, έπειτα από μερικά λεπτά, την αναγνώρισα – ήταν η μητέρα μου. Η άλλη ήταν δική μου. Του είπα ό,τι μπορούσα. Όταν τελείωσα, τις τι ς μάζεψε. «Αυτό «Αυτό είναι καλό. Οι αναμνήσεις από τα παιδι παιδικά κά σου χρόνια χρόνι α ήταν πολύ περισσότερες από το συνηθισμένο. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται οφείλεται στις στι ς φωτογραφίες». Έκανε μια παύση. «Την επόμενη επόμενη φορά θα ήθελα να σου δείξω δείξ ω κάποιες ακόμα». ακόμα». Είπα ναι. Αναρωτήθηκα πού πού είχε βρει αυτές τις φωτογραφίες, πόσα γνώριζε γνώ ριζε για γι α τη ζωή μου που δεν ήξερα ούτε εγώ η ίδια. «Μπορώ να την κρατήσω;» ρώτησα. «Αυτήν τη φωτογραφία από το παλιό μου σπίτι;» Χαμογέλασε. «Φυσικά!» απάντησε. απάντησε. Μου την έδωσε και την έβαλα ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου. Με πήγε πήγε πίσω στο σ το σπίτι με το αμάξι του. Μου είχε εξηγήσει ήδη πως ο Μπεν δεν ξέρει τίποτα για τις συναντήσεις μας, αλλά τώρα μου είπε επίσης ότι πρέπει να σκεφτώ προσεκτικά αν θέλω να του πω για το ημερολόγιο που θα κρατάω. «Μπορεί «Μπορεί αυτό να σε περιορίσει…» συμπλήρωσε. «Να μη μη θέλεις να γράψεις γ ράψεις για κάποια κ άποια πράγματα. πράγματα. Νομίζω Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να έχεις τη δυνατότητα δυνατότητα να γράφεις γράφεις ό,τι θέλεις. Επιπλέον ο Μπεν Μπεν ίσως ίσω ς δυσαρεστηθεί δυσαρεστηθεί αν μάθει πως αποφάσισες αποφάσισ ες να ακολουθήσεις πάλι αγωγή». αγω γή». Έκανε μια παύση. παύση. «Ίσως χρειαστεί χρει αστεί να το κρύβεις…» κρύβεις…» «Μα «Μα πώς θα ξέρω ότι γράφω ημερολόγιο;» ρώτησα. Δεν απάντησε. απάντησε. Μου ήρθε μια ιδέα. «Θα μου το υπενθυμίζεις εσύ;»
Είπε ότι θα το κάνει. «Αλλά πρέπει να μου αποκαλύψεις πού θα το κρύβεις», πρόσθεσε. Εκείνη την ώρα σταματούσαμε σταματούσαμε μπροστά μπροστά σ’ ένα σπίτι. σ πίτι. Έπειτα από μια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήταν το δικό μου. «Στην ντουλάπα!» αναφώνησα. «Θα το βάζω στο πίσω μέρος της ντουλάπας». «Καλή ιδέα! Αλλά πρέπει να γράψεις στο ημερολόγιο απόψε. Προτού πέσεις για γι α ύπνο. Αλλιώς λλιώ ς αύριο θα είναι απλώς ένα άδειο τετράδιο. τετράδιο. Ξέρεις Ξέρεις τι θα συμβεί». Αποκρίθηκα ότι ότι καταλαβαίνω καταλαβαίνω και θα γράψω. Βγήκα από το το αμάξι. αμάξι. «Να «Να προσέχεις, Κριστίν», Κριστίν », μου είπε. ώρα κάθομαι στο κρεβάτι. Περιμένω τον άντρα μου. Κοιτάζω τη φωτογραφία του σπιτιού όπου μεγάλωσα. Δείχνει τόσο φυσιολογικό, τόσο γήινο. Τόσο οικείο. Πώς έφτασα από κει εδώ; σκέφτομαι. Τι έγινε; Ποιο είναι το ιστορικό μου; Ακούω το ρολόι στο καθιστικό καθιστικό να χτυπάει. χτυπάει. Μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα. Ο Μπεν Μπεν ανεβαίνει ανεβαίνει τη σκάλα. Θα κρύψω το ημερολόγιο σ’ ένα κουτί παπουτσιών που βρήκα. Θα το βάλω στην σ την ντουλάπα, ντουλάπα, εκεί όπου είπα στον δόκτορα Νας ότι θα το έχω. Αύριο, αν τηλεφωνήσει, θα γράψω κι άλλα.
Σάββατο Σάββα το 10 Νοέμβρη Νοέμβρη ώρα που γράφω είναι μεσημέρι. μεσημέρι. Ο Μπεν είναι κάτω και διαβάζει. δι αβάζει. Νομίζει ότι έχω ξαπλώσει, αλλά αν και είμαι κουρασμένη, δε θέλω να ξεκουραστώ. Δεν έχω χρόνο. Πρέπει να καταγράψω καταγράψω αυτά πριν τα χάσω. χάσω . Πρέπει να γράψω στο ημερολόγιό μου. Κοιτάζω το ρολόι μου και προσέχω την ώρα. Ο Μπεν πρότεινε πρότεινε να πάμε έναν περίπατο περίπατο το απόγευμα. απόγευμα. Έχω κάτι παραπάνω παραπάνω από μία ώρα. ώ ρα. Σήμερα Σήμερα το πρωί ξύπνησα και δεν ήξερα ήξ ερα ποια είμαι. Όταν άνοιξα τα μάτια μάτια μου, περίμενα να δω ένα κομοδίνο, κομοδί νο, ένα κίτρινο πορτατίφ. Μια ντουλάπα ντουλάπα στη γωνία του δωματ δω ματίου, ίου, και στον σ τον τοίχο μια ταπετσαρία ταπετσαρία με φτέρες. Περίμενα να ακούσω τη μητέρα μητέρα μου κάτω να φτιάχνει μπέικον ή τον πατέρα μου μου στον κήπο να σφυρίζει σ φυρίζει καθώς καθώ ς κλαδεύει τους θάμνους. Περίμενα ότι το κρεβάτι μου θα ήταν μονό, ότι επάνω του θα ήμουν μόνο εγώ κι ένα λαγουδάκι με σκισμένο αυτί. Έκανα λάθος. Είμαι στο δωμάτ δω μάτιο ιο των γονιών γονιώ ν μου, σκέφτηκα στην στην αρχή, αλλά ύστερα ύστερα συνειδητοποίησα ότι δεν δ εν αναγνώριζα αναγνώριζ α τίποτα. Η κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρα ήταν ήταν εντελώς άγνωστη. άγνω στη. Έγειρα πίσω πίσ ω στο σ το κρεβάτι. Κάτι δεν πάει καλά, είπα μέσα μου. Καθόλου μα καθόλου καλά. Όταν τελικά τελικά κατέβηκα κάτω, κάτω, είχα δει δ ει τις φωτογραφίες στον καθρέφτη, είχα διαβάσει τις λεζάντες τους. Ήξερα ότι δεν ήμουν παιδί, ούτε καν έφηβη, έφηβη, και γνώριζα γνώ ριζα πως ο άντρας που άκουγα να φτιάχνει φτιάχνει πρωινό πρωι νό και να σφυρίζει συνοδεύοντας το ρυθμό ρυθμό του ραδιόφωνου δεν ήταν ο πατέρας πατέρας μου ούτε ο συγκάτοικός μου ούτε ο δεσμός μου, αλλά ότι λέγεται λέγεται Μπεν και είναι σύζυγός μου. Δίστασα έξω έξω από την κουζίνα. Ένιωθα Ένι ωθα τρομαγμένη. τρομαγμένη. Θα τον τον συναντούσα σαν για πρώτη φορά. Πώς θα ήταν; ήταν; Θα φαινόταν όπως στις φωτογραφίες; Ή είχε εί χε αλλάξει από τότε; Θα ήταν πιο πιο ηλικιωμένος, ηλικι ωμένος, πιο χοντρός, πιο φαλακρός; Πώς Π ώς θα ήταν η φωνή του; Οι Οι κινήσεις κι νήσεις του; Πόσο καλό σύζυγο είχα βρει; Ξαφνικά μου ήρθε μια εικόνα. Μια γυναίκα –η μητέρα μου;– να μου λέει να προσέχω. Αν παντρευτείς παντρευτείς βιαστικά, θα έχεις όλη σου σ ου τη ζωή να μετανιώνεις… Άνοιξα την πόρτα. πόρτα. Ο Μπεν Μπεν είχε είχε στραμμένη στραμμένη την την πλάτη πλάτη προς το μέρος μέρος μου, έσπρωχνε με τη σπάτουλα το το μπέικον, που τσιτσίριζε τσιτσίρι ζε στο τηγάνι. Δε με άκουσε. «Μπεν;» «Μπεν;» είπα. εί πα. Γύρισε αμέσως. «Κριστίν… Είσαι εντάξει;» Δεν ήξερα τι τι να του απαντήσω, απαντήσω, κι έτσι μουρμούρισα: μουρμούρισα: «Ναι, «Ναι, έτσι νομίζω…» Εκείνος τότε χαμογέλασε με μια έκφραση ανακούφισης, κι έκανα κι εγώ το ίδιο. ί διο. Φαινόταν Φαιν όταν πιο μεγάλος απ’ ό,τι στις φωτογραφίες φω τογραφίες που υπήρχαν υπήρχαν επάνω –το πρόσωπό του είχε πιο πολλές ρυτίδες, τα μαλλιά μαλλιά του άρχιζαν να γκριζάρουν και να αραιώνουν αραιών ουν λίγο στους κροτάφους–, αλλά αυτό αυτό τον έκανε περισσότερο, όχι λιγότερο, λι γότερο, όμορφο. Το σαγόνι του είχε μια θεληματικότητα που θα ταίριαζε σε πιο μεγάλο άντρα, τα μάτια του άστραφταν με μια εύθυμη εύθυμη λάμψη. Συνειδητοποίησα Συνειδητοποίησα ότι θύμιζε μια λίγο πιο ηλικιωμένη ηλικι ωμένη εκδοχή του πατέρα πατέρα μου. Θα μπορούσα μπορούσα να είχα βρει κάποιον χειρότερο, χει ρότερο, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Πολύ χειρότερο. χει ρότερο. «Είδες τις φωτογραφίες;» φω τογραφίες;» ρώτησε. Κατένευσα. Κατένευσα. «Μην «Μην ανησυχείς. Θα σ’ τα εξηγήσω όλα.
Γιατί δεν πας να καθίσεις;» καθίσει ς;» Έδειξε Έδειξ ε προς το διάδρομο. «Η τραπεζαρία είναι από κει. Δε θ’ αργήσω. Να, πάρε κι αυτό». Μου έδωσε ένα μύλο πιπεριού και πήγα στην τραπεζαρία. τραπεζαρία. Έπειτα από μερικά λεπτά ήρθε κι εκείνος εκείνο ς με δύο πιάτα. Ένα κομμάτι κομμάτι μπέικον που κολυμπούσε σε λίπος, ένα αυγό και μια φέτα τηγανισμένο τηγανισμένο ψωμί. Καθώς Κ αθώς έτρωγα, μου αφηγήθηκε πώς επιβίωνα στη ζωή μου. Σήμερα Σήμερα είναι Σάββατο, Σάββατο, είπε. Μου εξήγησε ότι δουλεύει τις εργάσιμες μέρες, ότι είναι καθηγητής. καθηγητής. Μου μίλησε για το τηλέφωνο που έχω στην σ την τσάντα τσάντα μου, τον πίνακα στον τοίχο της κουζίνας. Μου έδειξε πού έχουμε τα χρήματα χρήματα για τις έκτακτες έκτακτες ανάγκες –δύο χαρτονομίσματα των είκοσι λιρών, λι ρών, σφιχτά τυλιγμένα τυλιγμένα και κρυμμένα κρυμμένα πίσω από το ρολόι στο ράφι του τζακιού– και το άλμπουμ στο οποίο μπορώ να δω στιγμιότυπα της της ζωής ζω ής μου. Είπε ότι τα βγάζουμε πέρα. πέρα. Δεν ήξερα αν τον πιστεύω ούτε, όμως, μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. αλλιώς . Έπρεπε να τον τον πιστέψω. Τελειώσαμε το φαγητό και τον βοήθησα να πλύνει τα πιάτα. πιάτα. «Μπορούμε να κάνουμε μια βόλτα αργότερα, αν θέλεις», είπε. Αποκρίθηκα ότι θα το ήθελα, κι αυτό φάνηκε να τον ικανοποιεί. ικανοποιεί . «Εγώ θα διαβάσω εφημερίδα», εφημερίδα», πρόσθεσε. «Εντάξει;» Ήρθα επάνω. Όταν βρέθηκα βρέθηκα μόνη, το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει, γ υρίζει, γεμάτο και άδειο ταυτόχρονα. ταυτόχρονα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Τίποτα δε φαινόταν φαι νόταν αληθινό. Κοιτούσα Κο ιτούσα το σπίτι στο οποίο βρισ βρισκόμουν κόμουν –το μέρος μέρος όπου τώρα ήξερα πως ζω– και δεν αναγνώριζα τίποτα. Για μια στιγμή μού πέρασε από το μυαλό μυαλό να το βάλω στα πόδια. Χρειάστηκε να κάνω προσπάθεια για να ηρεμήσω. Κάθισα στο κρεβάτι όπου είχα κοιμηθεί. Πρέπει να το στρώσω, στρώσ ω, σκέφτηκα. Να τακτοποιήσω τακτοποιήσω.. Να απασχοληθώ απασχοληθώ με κάτι. Πήρα το μαξιλάρι για γι α να το αναφουφουλιάσω και άκουσα ένα βόμβο. Δεν ήμουν σίγουρη τι τι ήταν. Ένα χαμηλό επίμονο επίμονο βουητό. βουητό. Μια μελωδί μελωδία α απαλή απαλή και σιγανή. Η τσάντα μου ήταν στα πόδια μου, και μόλις τη σήκωσα, κατάλαβα ότι ο ήχος ερχόταν από κει. Θυμήθηκα τον Μπεν να μου λέει για το τηλέφωνο. Όταν το βρήκα, η οθόνη ήταν ήταν αναμμένη. αναμμένη. Έμεινα να το κοιτάζω κο ιτάζω για γ ια λίγο. λί γο. Κάπου βαθιά μέσα μου, κάπου στις παρυφές της μνήμης, ήξερα από ποιον ήταν το τηλεφώνημα. Απάντησα πάντησα στην κλήση. «Εμπρός;» «Εμπρός;» Αντρική φωνή. «Κριστίν; Κριστίν, Κριστίν , μ’ ακούς;» Είπα ναι. «Είμαι «Είμαι ο γιατρός γι ατρός σου. Είσαι καλά; Είναι εκεί ο Μπεν;» Μπεν;» «Όχι», απάντησα. απάντησα. «Είναι… «Είναι… Περί Π ερί τίνος τίνο ς πρόκειται;» Μου ανέφερε ανέφερε το όνομά του κι ότι δουλεύουμε μαζί εδώ και μερικές εβδομάδες. «Για τη μνήμη σου», σου», είπε, κι όταν δεν απάντησα, πρόσθεσε: «Πρέπει «Πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη. Σε παρακαλώ, κοίταξε μέσα στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς σου…» Άλλη μία παύση και μετά συνέχισε: «Υπάρχει ένα κουτί από παπούτσια στο δάπεδο μέσα στην ντουλάπα. Δες μέσα στο κουτί. Πρέπει να υπάρχει υπάρχει ένα ημερολόγιο». Κοίταξα την ντουλάπα. «Πώς «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» αυτά;» «Μου τα είπες εσύ», μου απάντησε. «Σε είδα χτες. Αποφασίσαμε ν’ αρχίσεις να κρατάς ημερολόγιο. Και μου είπες πού θα το έκρυβες». έκρυβες». Δε σε πιστεύω, ήθελα ήθελα να πω, αλλά μου φάνηκε φάνηκε αγένεια αγένεια και όχι απόλυτη απόλυτη αλήθεια. αλήθεια.
«Μπορείς «Μπορείς να κοιτάξεις;» κο ιτάξεις;» ρώτησε. Του είπα ότι θα κοιτάξω κοι τάξω και μετά μετά πρόσθεσε. «Κάν’ το τώρα. Μην πεις τίποτα στον Μπεν. Μπεν. Κάν’ το τώρα!» Πήγα στην ντουλάπα ντουλάπα χωρίς να κλείσω το τηλέφωνο. Είχε δίκιο. δί κιο. Μέσα, στο δάπεδο, δάπεδο, υπήρχε ένα κουτί κουτί παπουτσιών –ένα μπλε κουτί με τη λέξη Scholl επάνω στο καπάκι, που δεν έκλεινε καλά– και στο εσωτερικό εσω τερικό ένα ημερολόγιο τυλιγμένο με χαρτί. χαρτί. «Το βρήκες;» ρώτησε ο δόκτωρ Νας. Το πήρα και το ξετύλιξα. Ήταν δεμένο με καφέ δέρμα κι έδειχνε ακριβό. «Κριστίν;» «Ναι, το βρήκα». «Ωραία. «Ωραία. Έχεις Έ χεις γράψει τίποτα μέσα;» Το άνοιξα άνοιξ α στην πρώτη σελίδα. Είδα ότι είχα εί χα γράψει. Λέγομαι Λέγομαι Κριστίν Κρι στίν Λούκας, άρχιζε. Είμαι σαράντα εφτά εφτά χρόνων. Πάσχω Π άσχω από αμνησία. Ένι Ένιωθα ωθα νευρικότητα, έξαψη. έξαψη. Αισθανόμουν σαν να κατασκοπεύω κατασκοπεύω κάποιον, αλλά αυτός αυτός ο κάποιος κάποιος ήμουν εγώ. «Έχω γράψει», απάντησα. «Ωραία!» «Ωραία!» αποκρίθηκε. Ύστερα είπε ότι ότι θα μου τηλεφωνήσει αύριο κι έκλεισε. Δεν κουνήθηκα. Εκεί, καθισμένη ανακούρκουδα μπροστά μπροστά στην στην ντουλάπα, ντουλάπα, με το το κρεβάτι κρεβάτι άστρωτο ακόμη, άρχισα άρχισα να διαβάζω. διαβάζω . Στην αρχή απογοητεύτηκα. Δε θυμόμουν τίποτε απ’ όσα είχα γράψει. Ούτε τον δόκτορα Νας ούτε το γραφείο όπου ισχυριζόμουν ισ χυριζόμουν ότι με πήγε ούτε ούτε τις ασκήσεις ασκήσ εις που έγραφα ότι κάναμε. Παρά το γεγονός ότι είχα ακούσει μόλις τη φωνή φω νή του, δεν μπορούσα να φανταστώ φανταστώ το πρόσωπό του ούτε τον εαυτό μου να είναι μαζί του. Το ημερολόγιο ήταν σαν μυθιστόρημα. μυθιστόρημα. Μετά, Μετά, όμως, βρήκα μια φω φωτογραφία τογραφία ανάμεσα στις σελίδες, σελίδ ες, προς το πίσω πίσ ω μέρος του ημερολογίου. ημερολογίου. Το σπίτι σ πίτι στο οποίο είχα μεγαλώσει, το σπίτι όπου ό που νόμιζα ότι ήμουν όταν ξύπνησα το πρωί. Ήταν πραγματικό, αυτή ήταν ήταν η απόδειξή μου. Είχα δει τον δόκτορα Νας και μου είχε είχ ε δώσει αυτήν αυτήν τη φωτογραφία, αυτό το κομμάτι κομμάτι από το παρελθόν μου. Έκλεισα τα μάτια. Χτες είχα περιγράψει το παλιό μου σπίτι, το βάζο της ζάχαρης στο κελάρι, είχα πει στον Νας ότι μαζεύαμε μαζεύαμε βατόμουρα βατόμουρα στο δάσος. Υπήρχαν Υ πήρχαν ακόμα τούτες τούτες οι αναμνήσεις; Μπορούσα να βρω κι άλλες; Συλλογίστηκα τη μητέρα μου, τον πατέρα πατέρα μου προσπαθώντας να θυμηθώ θυμηθώ κάτι ακόμη. Άρχισαν Άρχισ αν να σχηματίζονται εικόνες. εικό νες. Ένα πορτοκαλί χαλί, ένα λαδί λαδί βάζο. Μια κίτρινη παιδική παιδική φόρμα με με ένα ροζ κεντητό κεντητό παπάκι παπάκι ραμμένο ραμμένο στο στήθος και κόπιτσες έως έω ς τη μέση. Ένα σκούρο μπλε πλαστικό πλαστικό κάθισμα κάθισ μα αυτοκινήτου αυτοκινήτου κι ένα ξεθωριασμένο ξεθωριασμένο ροζ γιογιό. γι ογιό. Χρώματα και σχήματα, αλλά τίποτα που που να περιγράφει τη ζωή ζω ή μου. Τίποτα. Θέλω να δω τους γονείς μου, σκέφτηκα και τότε συνειδητοποίησα συνειδητοποίησα για γι α πρώτη φορά ότι έχουν πεθάνει. Αναστέναξα και κάθισα στο άστρωτο άστρωτο κρεβάτι. κρεβάτι. Ένα στιλό ήταν χωμένο ανάμεσα ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου, και σχεδόν χωρίς χω ρίς να το σκεφτώ, το πήρα για να γράψω γράψω περισσότερα. Το κράτησα πάνω πάνω από τη σελίδα κι έκλεισα τα μάτια μάτια μου για να συγκεντρωθώ. Και τότε συνέβη. Δεν Δεν ξέρω αν ήταν εκείνη η συνειδητοποίηση –πως οι ο ι γονείς γονεί ς μου είχαν πεθάνει– πεθάνει– που ενεργοποίησε κι άλλες, αλλά ένιωσα ένι ωσα λες και ο νους μου ξυπνούσε από από ένα μακροχρόνιο βαθύ ύπνο. Η σκέψη σ κέψη μου ζωντάνεψε, αλλά όχι βαθμιαία. Ήταν σαν μια εκκένωση. Μια σπίθα σ πίθα ηλεκτρισμού. Ξαφνικά δεν καθόμουν πια σε μια κρεβατ κ ρεβατοκάμαρα οκάμαρα με
μια λευκή σελίδα μπροστά μου. Βρισκόμουν Βρισκό μουν κάπου αλλού. Είχα επιστρέψει επιστρέψει στο σ το παρελθόν – ένα παρελθόν παρελθόν που νόμιζα ότι το είχα χάσει– και μπορούσα να αγγίξω και να νιώσω νιώσ ω και να γευτώ τα πάντα. Συνειδητοποίησα ότι θυμόμουν. Είδα τον εαυτό μου να επιστρέφει επιστρέφει σπίτι, στο σπίτι σ πίτι όπου είχα μεγαλώσει. Είμαι Εί μαι δεκατριών ή δεκατεσσάρων δεκατεσσάρων χρόνων χρόν ων και ανυπομονώ να συνεχίσω ένα διήγημα που που γράφω, αλλά βρίσκω κάποιο σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας. Πρέπει Π ρέπει να βγούμε, βγούμε, λέει. Ο θείος Τεντ θα έρθει να σε πάρει στις έξι. έξι . Βάζω τσάι κι ένα σάντουιτς και κάθομαι με ένα τετράδιο. τετράδιο. Η κυρία Ρόις μού έχει πει ότι τα διηγήματά μου μου είναι «δυνατά και συγκινητικά». Πιστεύει ότι μπορώ να κάνω καριέρα συγγραφέα. Δεν καταφέρνω, καταφέρνω, όμως, να σκεφτώ για γι α να γράψω, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Βράζω από συγκρατημένη συγκρατημένη οργή. Αυτοί Αυτοί φταίνε. Πού είναι; είναι ; Τι κάνουν; Γιατί δε με πήραν μαζί μαζί τους; Τσαλακώνω Τ σαλακώνω το χαρτί και το πετάω. Η εικόνα εικό να χάθηκε, αλλά αλλά αμέσως εμφανίστηκε μια άλλη. Πιο έντονη. Πιο Πι ο πραγματική. πραγματική. Επιστρέφουμε Επιστρέφουμε στο σπίτι με το αυτοκίνητο, αυτοκίνητο, οδηγεί ο πατέρας πατέρας μου. Εγώ κάθομαι στο πίσω κάθισμα και κοιτάζω κοι τάζω ένα σημάδι στο παρμπρίζ. παρμπρίζ. Μια ψόφια μύγα. Ένας λεκές. Δεν ξέρω τι είναι. Μιλάω χωρίς να είμαι σίγουρη για το τι θα πω. «Πότε θα μου το λέγατε;» Κανένας δεν απαντάει. απαντάει. «Μαμά;» «Κριστίν», λέει η μητέρα μου. «Μην αρχίζεις…» «Μπαμπά; Πότε θα μου το λέγατε;» Σιωπή. «Θα πεθάνεις;» ρωτάω, με το βλέμμα μου ακόμα καρφωμένο στο σημάδι του παρμπρίζ. «Μπαμπά, θα πεθάνεις;» Κοιτάζει πάνω από τον ώμο ώ μο του και μου χαμογελάει. χαμογελάει. «Φυσικά όχι, άγγελέ μου… Φυσικά όχι. Θα πεθάνω όταν θα είμαι γέρος πια. Και θα έχω ένα τσούρμο εγγόνια!» Ξέρω ότι λέει ψέματα. «Θα το πολεμήσουμε», συνεχίζει. «Σ’ το υπόσχομαι!» Μου ξέφυγε μια πνιχτή κραυγή. Άνοιξα Άνοιξ α τα μάτια μου. Το όραμα τελείωσ τελείωσε, ε, έσβησε. Ήμουν καθισμένη σε μια κρεβατοκάμαρα, κρεβατοκάμαρα, στο δωμάτιο όπου ό που ξύπνησα σήμερα το το πρωί και που για γι α μια στιγμή που φάνηκε φάνηκε διαφορετικό. Τελείως αδιάφορο. Άχρωμο. Χω Χωρίς ρίς ενέργεια, σαν να κοιτάζω μια φωτογραφία φω τογραφία που ξεθώριασε στον ήλιο. Ήταν θαρρείς θαρρείς και η ζωντάνια του παρελθόντος παρελθόντος στράγγιξε στράγγιξ ε τη ζωή από το παρόν. Κοίταξα το ημερολόγιο στα χέρια μου. Μου είχε φύγει το στιλό και είχε αφήσει μια λεπτή μπλε γραμμή γραμμή στη σελίδα καθώς γλιστρούσε στο πάτωμα. πάτωμα. Η καρδιά κ αρδιά μου βροντοχτυπούσε βροντοχτυπούσε στο στήθος μου. Είχα θυμηθεί κάτι. Κάτι τεράστιο, σημαντικό. Η ανάμνηση δεν είχε χαθεί. Μάζεψα Μάζεψα το στιλό από κάτω και άρχισα άρχι σα να καταγράφω τις μνήμες. μνήμες. Θα τελειώ τελειώσω σω εκεί. Όταν κλείνω τα μάτια μάτια μου και προσπαθώ να επαναφέρω επαναφέρω την εικόνα, εικ όνα, διαπιστώνω ότι μπορώ. Βλέπω τον εαυτό μου. Τους γονείς μου. Να επιστρέφουμε επιστρέφουμε στο στο σπίτι με το αμάξι. Η ανάμνηση συνεχίζει να υπάρχει. υπάρχει. Λιγότερο Λι γότερο έντονη, σαν να έχει ξεθωριάσει από το χρόνο, αλλά υπάρχει. υπάρχει. Ακόμα κι έτσι όμως, χαίρομαι χαίρο μαι που την έγραψα. έγραψα. Ξέρω ότι τελικά θα εξαφανιστεί ολότελα. Τώρα τουλάχιστον δεν έχει χαθεί τελείως. Ο Μπεν πρέπει να διάβασε την εφημερίδα του. Μου φώναξε από κάτω, με ρώτησε αν είμαι έτοιμη να βγούμε. Του είπα πως είμαι. Θα κρύψω το ημερολόγιο στην ντουλάπα, ντουλάπα, θα βρω ένα σακάκι κι ένα ζευγάρι ζ ευγάρι μπότες. μπότες. Θα γράψω κι άλλα αργότερα. Αν θυμηθώ. θυμηθώ. ***
α προηγούμενα τα έγραψα πριν από ώρες. Ήμαστε έξω όλο το απόγευμα, αλλά τώρα έχουμε γυρίσει γυρίσει στο σπίτι. Ο Μπεν Μπεν είναι στην κουζίνα και φτιάχνει ψάρι για βραδινό. Έχει ανοιχτό το ραδιόφωνο, ραδι όφωνο, και οι ήχοι της τζαζ φτάνουν στην κρεβατοκάμα κρεβατοκάμαρα ρα όπου κάθομαι και καταγράφω όλα ό λα αυτά. Δεν Δεν προσφέρθηκα να μαγειρέψω εγώ –ανυπομονούσα –ανυπομονούσα να ανέβω επάνω και να γράψω τι είδα εί δα το απόγευμα–, απόγευμα–, αλλά δεν έδειξε να τον ενοχλεί. «Πρέπει να κοιμηθείς λίγο», είπε. «Θέλουμε γύρω στα σαράντα πέντε λεπτά ακόμα μέχρι το δείπνο». Κάνω ένα καταφατικό νεύμα. «Θα «Θα σε φωνάξω φων άξω όταν ό ταν είναι έτοιμο». Κοιτάζω το ρολόι μου. Αν γράψω γρήγορα, μάλλον θα μου φτάσει ο χρόνος. Φύγαμε από το σπίτι λίγο πριν από τη μία. Δεν πήγαμε μακριά. Παρκάραμε το αυτοκίνητο δίπλα σ’ ένα μεγάλο χαμηλό κτίριο. Έδειχνε Έδει χνε εγκαταλειμμένο. εγκαταλειμμένο. Ένα γκρίζο περιστέρι καθόταν σε καθένα από τα καρφωμένα παράθυρα, και η πόρτα ήταν σκεπασμένη από αυλακωτή λαμαρίνα. «Αυτό «Αυτό είναι το κολυμβητήριο», κολυμβητήριο», είπε ο Μπεν καθώς έβγαινε από το αμάξι. «Ανοίγει το καλοκαίρι, νομίζω. Να περπατήσουμ περπατήσουμε;» ε;» Ένα τσιμεντ τσι μεντένιο ένιο μονοπάτι μονοπάτι ανέβαινε καμπ κ αμπυλωτά υλωτά προς την κορυφή κο ρυφή του λόφου. Περπατούσαμε Περπατούσαμε σιωπηλοί, σιω πηλοί, ακούγοντας μόνο ένα κρώξιμο κρώ ξιμο πότε πότε από τα κοράκια που ήταν καθισμένα σ’ ένα άδειο άδειο ποδοσφαιρικό ποδοσ φαιρικό γήπεδο, γ ήπεδο, το το κλαψιάρικο γάβγισμα ενός σκύλου από κάπου μακριά, παιδικές φωνές, το βουητό της πόλης. Σκέφτηκα τον πατέρα μου, το θάνατό του και το γεγονός ότι, τουλάχιστον, είχα θυμηθεί θυμηθεί κάτι από αυτά τα περιστατικά. περιστατικά. Μια γυναίκα έτρεχε μόνη μόνη στο στίβο του σταδίου και την παρακολούθησα παρακολούθησα για λίγο, ώσπου ώ σπου το μονοπάτι μάς οδήγησε πίσω από έναν ψηλό φράχτη ανεβαίνοντας ανεβαίνοντας προς την κορυφή του λόφου. Εκεί υπήρχαν ενδείξεις ζωής. Ένα Έ να αγοράκι πετούσε χαρταετό χαρταετό με τον πατέρα πατέρα του να στέκεται στέκεται πίσω του, ένα κοριτσάκι έβγαζε βόλτα ένα μικρό μικρό σκυλί σ κυλί δεμένο με μακρύ λουρί. «Αυτός «Αυτός είναι ο λόφος Πάρλιαμεντ», Πάρλιαμεντ», είπε ο Μπεν. Μπεν. «Ερχόμαστε συχνά εδώ». Δε μίλησα. Η πόλη απλωνόταν μπροστά μπροστά μας κάτω κάτω από τα τα χαμηλά χαμηλά σύννεφα. σύννεφα. Έδειχνε ήσυχη. Και πιο μικρή απ’ όσο φανταζόμουν. Έβλεπα έως τους χαμηλούς λόφους από την άλλη πλευρά της. Έβλεπα τον πύργο Τέλεκομ, τον τρούλο του Αγίου Αγί ου Παύλου, το εργοστάσιο ρεύματος στο Μπάτερσι, Μπάτερσι, σχήματα σχήματα που αναγνώριζα, αν και αμυδρά και χωρίς χω ρίς να ξέρω γιατί. γι ατί. Υπήρχαν και άλλα λιγότερο οικεία αντικείμενα: ένα γυάλινο γυάλινο κτίριο κτίρι ο σε σχήμα χοντρού πούρου, πούρου, ένας ένας γιγάντιος τροχός πέρα μακριά. μακριά. Όπως Όπως και το ίδιο μου το πρόσωπο πρόσωπο στον καθρέφτη, η θέα μού φαινόταν άγνωστη και ταυτόχρονα ταυτόχρονα γνώριμη. γνώ ριμη. «Νιώ «Νιώθω θω ότι το αναγνωρίζω αναγνω ρίζω αυτό το μέρος…» μέρος…» είπα. «Ναι», «Ναι», αποκρίθηκε ο Μπεν. «Ναι. «Ναι. Ερχόμαστε συχνά εδώ, εδώ , αν και η θέα αλλάζει συνεχώς». σ υνεχώς». Συνεχίσαμε να περπατάμε. Τα περισσότερα παγκάκια ήταν κατειλημμένα από ζευγάρια ή μοναχικά άτομα. Πήγαμε σ’ ένα που βρισκόταν λίγο μετά μετά την κορυφή του λόφου και καθίσαμε. Μου μύρισε κέτσαπ. Ένα μισοφαγωμένο μισοφαγω μένο χάμπουργκερ χάμπουργκερ ήταν κάτω από το παγκάκι μέσα σ’ ένα χάρτινο κουτί. Ο Μπεν Μπεν το πήρε προσεκτικά και το έριξε έριξ ε σ’ ένα καλάθι απορριμμάτων, ύστερα γύρισε και κάθισε δίπλα μου. Μου έδειξε μερικά κτίρια που φαίνονταν από κάτω. «Εκείνο «Εκείνο είναι εί ναι το Κανάρι Γουόρφ», είπε δείχνοντας ένα κτίριο κτίρι ο που, ακόμα και από αυτή την απόσταση, απόσταση, έδειχνε απίστευτα ψηλό. «Φτιάχτηκε «Φτιάχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, ενενήντα, νομίζω. νομίζω . Είναι κτίριο που στεγάζει γραφεία».
Δεκαετία εκαετία του ενενήντα. ενενήντα. Ήταν Ήταν παράξενο παράξενο να ακούω να συνοψίζει σε τρεις λέξεις μια δεκαετία που δε θυμόμουν θυμόμουν να την την έχω ζήσει. ζ ήσει. Πρέπει να έχω χάσει τόσο πολλά. Τόσο Τόσ ο πολλή μουσική, τόσο πολλές ταινίες και βιβλία. Τόσο πολλές ειδήσεις. Καταστροφές, τραγωδίες, πολέμους. Ολόκληρες χώρες μπορεί να κατακε κ ατακερματ ρματίστηκαν ίστηκαν ενώ εγώ περιπλανιόμουν στη λήθη από τη μια μέρα στην άλλη. Έχω χάσει επίσης τόσο πολλά από τη δική μου ζωή. Είναι τόσα τα πράγματα πράγματα που δεν αναγνωρίζω, αναγνωρίζω , παρόλο που τα βλέπω κάθε μέρα. μέρα. «Μπεν…» είπα. «Πες μου για μας». «Για μας; μας; Τι εννοείς;» εννοεί ς;» Γύρισα και τον κοίταξα. κοί ταξα. Ο άνεμος άνεμος ανέβαινε με ριπές το λόφο, τον αισθανόμουν κρύο στο πρόσωπό μου. Ένα σκυλί γάβγιζε γάβγι ζε κάπου. Δεν ήξερα πόσα μπορούσα μπορούσα να πω. Ο Μπεν Μπεν ξέρει ότι δεν τον θυμάμαι θυμάμαι καθόλου. «Λυπάμαι…» «Λυπάμαι…» μουρμούρισα. μουρμούρισα. «Δεν ξέρω τίποτα για γι α μένα και σένα. σ ένα. Δεν ξέρω καν πώς γνωριστήκαμε ή πότε παντρευτήκαμε ή και οτιδήποτε άλλο». Χαμογέλασε και κάθισε πιο κοντά μου στο παγκάκι, έτσι που ακουμπούσαμε ακουμπούσαμε ο ένας τον άλλο. Με αγκάλιασε από τους ώμους. Πήγα Π ήγα να τραβηχτώ. Ύστερα, Ύστερα, όμως, όμως , θυμήθηκα θυμήθηκα ότι δεν ήταν ένας άγνωστος, αλλά ο άντρας που παντρεύτηκα. «Τι θέλεις να μάθεις;» «Δεν «Δεν ξέρω…» είπα. «Πώς γνωριστήκαμε γνωρι στήκαμε;» ;» «Ήμαστε «Ήμαστε και οι δύο στο πανεπιστήμιο», απάντησε. απάντησε. «Εσύ «Εσύ είχες αρχίσει αρχί σει το διδακτορικό δ ιδακτορικό σου. Το θυμάσαι θυμάσαι αυτό;» Έκανα ένα αρνητικό νεύμα. νεύμα. «Βασικά όχι. Τι σπούδασα;» σ πούδασα;» «Αγγλική φιλολογία», φιλολογί α», μου είπε, είπε, και μια μι α εικόνα άστραψε μπροστά μου, μου, γρήγορη και έντονη. Είδα τον εαυτό μου σε μια βιβλιοθήκη βιβλι οθήκη και θυμήθηκα θυμήθηκα αόριστες ιδέες, ι δέες, να σκέφτομαι να γράψω μια διατριβή για τη φεμινι φεμινιστική στική θεωρία και τη λογοτεχνία των αρχών του εικοστού αιώνα, αν και στην πραγματικότητα πραγματικότητα αυτό αυτό ήταν απλώς κάτι που θα μπορούσα να το κάνω ενώ έγραφα μυθιστορήματα, μυθιστορήματα, κάτι που η μητέρα μητέρα μου ίσως ίσ ως δεν καταλάβαινε, αλλά τουλάχιστον θα το θεωρούσε θεμιτό. Η εικόνα έμεινε εκεί για μια στιγμή, σ τιγμή, λαμπυρίζοντας, λαμπυρίζοντας, τόσο πραγματική, πραγματική, που θα μπορούσα σχεδόν να την αγγίξω. αγγί ξω. Μετά, Μετά, όμως, μίλησε ο Μπεν κι έσβησε. «Εγώ έκανα τη διπλωματική μου στη χημεία», είπε. «Σ’ έβλεπα συνέχεια. Στη βιβλιοθήκη, στο μπαρ, παντού. Πάντα έμενα έκπληκτος από την ομορφιά σου, αλλά δεν είχα το κουράγιο να σου μιλήσω». Γέλασα. «Αλήθεια;» Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να τρομάζει τους άντρες. «Είχες πάντα πάντα τόση σιγουριά… σιγουρι ά… Και ένταση! Καθόσουν επί ώρες τριγυρισμένη από βιβλία, διάβαζες και κρατούσες σημειώσεις σημειώσει ς κι έπινες καφέ ή δεν ξέρω τι άλλο. Ήσουν Ήσ ουν τόσο όμορφη! Ποτέ δε φαντάστηκα ότι μπορεί να ενδιαφερόσουν για μένα. Αλλά μια μέρα έτυχε να κάθομαι δίπλα σου στη βιβλιοθήκη, κι εσύ αναποδογύρισες κατά λάθος τον καφέ σου και λέρωσες λέρωσ ες τα βιβλία μου. Μου ζητούσες συνέχεια συγγνώμη, αν και για μένα δεν είχε σημασία. Σκουπίσαμε τον καφέ και μετά εγώ επέμεινα επέμεινα να κεράσω κ εράσω άλλον. Είπες Εί πες ότι έπρεπε να με κεράσεις εσύ για να ζητήσεις συγγνώμη, και σου απάντησα εντάξει εντάξει λοιπόν λοι πόν και πήγαμε για έναν καφέ. Κι αυτό ήταν».
Προσπάθησα να φανταστώ τη σκηνή, να θυμηθώ θυμηθώ τους δυο μας νέους σε σ ε μια βιβλιοθήκη, βιβλιο θήκη, με μουλιασμένα χαρτιά μπροστά μας μας να γελάμε. γελάμε. Δεν μπορούσα και βούλιαξα βούλι αξα στη θλίψη. Σκέφτηκα Σκέφτηκα ότι για γι α όλα τα ζευγάρια είναι πολύ σημαντική σημαντική η πρώτη τους συνάντηση σ υνάντηση –ποιος μίλησε στην αρχή, τι ειπώθηκε–, αλλά εγώ δε θυμόμουν τη δική μας. Ο άνεμος μαστίγωνε την ουρά του χαρταετού χαρταετού ενός πιτσιρικά, ένας ήχος σαν επιθανάτιος ρόγχος. «Και μετά τι έγινε;» ρώτησα. «Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Ξέρεις, Ξέρεις, τα συνηθισμένα. Εγώ πήρα το πτυχίο μου, εσύ τελείωσες το διδακτορικό διδ ακτορικό σου σο υ και μετά μετά παντρευτήκαμ παντρευτήκαμε». ε». «Πώς; Ποιος έκανε πρόταση σε ποιον;» «Α…, εγώ σου έκανα πρόταση», απάντησε. «Πού; Πες μου πώς έγινε». έγι νε». «Ήμαστε πολύ ερωτευμένοι», είπε. Κοίταξε μακριά. «Ήμαστε συνέχεια μαζί. Εσύ έμενες αλλού, αλλά δεν πήγαινες σχεδόν καθόλου σπίτι σου. σ ου. Περνούσες την περισσότερη ώρα σου μαζί μου. Ήταν λογικό να συγκατοικήσουμε, να παντρευτούμε. παντρευτούμε. Έτσι, τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου σού πήρα πήρα ένα σαπούνι. Ακριβό σαπούνι, σαπούνι, απ’ αυτά που σ’ άρεσαν πολύ, πολύ, κι έβγαλα το σελοφάν όπου ήταν τυλιγμένο τυλιγμένο και πίεσα ένα δαχτυλίδι αρραβώνων μέσα στο σαπούνι και ύστερα το ξανατύλιξα και σ’ το έδωσα. έδω σα. Καθώς ετοιμαζόσουν ετοιμαζόσο υν εκείνο το βράδυ, το βρήκες και είπες ναι». Χαμογέλασα. Ακουγόταν μπερδεμένη μπερδεμένη ιστορία, ένα δαχτυλίδι κρυμμένο κρυμμένο μέσα σ’ σ ’ ένα σαπούνι, και υπήρχε πάντα πάντα ο κίνδυνος κίνδ υνος να μη χρησιμοποιήσω το σαπούνι ή να μη βρω το δαχτυλίδι για γι α εβδομάδες. Παρ’ όλα αυτά, αυτά, δεν της έλειπε ο ρομαντισμός. «Με ποιον έμενα;» ρώτησα. «Μμμ…» είπε, «δε θυμάμαι πολύ καλά. Με μια φίλη σου. Τέλος πάντων, παντρευτήκαμε την επόμενη επόμενη χρονιά. Σε μια εκκλησία εκκλησί α στο Μάντσεστερ, Μάντσεστερ, κοντά στο μέρος όπου ζούσε ζο ύσε η μητέρα μητέρα σου. Ήταν υπέροχη μέρα. Εγώ παρακολουθούσα μαθήματα μαθήματα στο Παιδαγωγι Π αιδαγωγικό κό Ινστιτούτο στο μεταξύ, έτσι έτσι δεν είχαμε πολλά λεφτά, αλλά και πάλι ήταν όμορφα. Ο ήλιος έλαμπε, όλοι ήταν χαρούμενοι. Και ύστερα φύγαμε για το μήνα του μέλιτος. Στην Ιταλία. Στις λίμνες. λί μνες. Ήταν υπέροχα!» υπέροχα!» Προσπάθησα να φανταστώ την εκκλησία, το νυφικό, τη θέα από το δωμάτ δω μάτιο ιο του ξενοδοχείου. Δε μου ερχόταν κάτι. «Δε θυμάμαι τίποτα…» μουρμούρισα. «Λυπάμαι…» Ο Μπεν Μπεν γύρισε αλλού για να μη βλέπω το πρόσωπό πρόσω πό του. «Δεν «Δεν έχει σημασία. Καταλαβαίνω…» «Δεν υπάρχουν πολλές φωτογραφίες…» είπα. «Στο άλμπουμ εννοώ. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες από το γάμο μας». «Είχαμε μια πυρκαγιά», αποκρίθηκε. «Στο προηγούμενο σπίτι μας». «Πυρκαγιά;» «Ναι. Το σπίτι κάηκε. Χάσαμε πολλά πράγματα». Αναστέναξα. Ήταν άδικο, άδικο, να χάσω και τη μνήμη μου και και τα σουβενίρ σουβενίρ από το το παρελθόν παρελθόν μου. «Τι έγινε μετά;» «Μετά;» «Ναι», απάντησα. «Μετά το γάμο, το μήνα του μέλιτος…» «Ζούσαμε μαζί. Ήμαστε πολύ ευτυχισμένοι». «Και ύστερα;»
Ο Μπεν αναστέναξε αναστέναξε και δεν είπε τίποτα. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα. Δεν Δεν μπορεί να είναι εί ναι αυτή όλη κι όλη η ζωή μου. Δεν μπορεί να περιορίζεται περιορίζ εται μόνο σ’ αυτά. Ένας γάμος, ο μήνας του μέλιτος και η ζωή μετά. Αλλά τι άλλο περίμενα; Τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει; Η απάντηση μου ήρθε ξαφνικά. Παιδιά. Παιδι ά. Μωρά. Συνειδητοποίησα με ένα ρίγος ότι ό τι αυτό έλειπε από τη ζωή μου, από το σπίτι μας. Δεν υπήρχαν στο ράφι του τζακιού φωτογραφίες ενός γιου γι ου ή μιας κόρης να κρατάει ένα πτυχίο, να κάνει ράφτινγκ σε αφρισμένα νερά ή ακόμα και να ποζάρει βαριεστημένα βαριεστημένα στην κάμερα. κάμερα. Ούτε και εγγόνια επίσης. Δεν είχα κάνει παιδί. Δέχτηκα έχτηκα ένα ένα χαστούκι απογοήτευσης. απογοήτευσης. Η ανικανοποίητη ανικανοποίητη επιθυμία επιθυμία έκαιγε μέσα μέσα στο υποσυνείδητό μου. Αν και είχα ξυπνήσει χωρίς χωρί ς να ξέρω πόσων πόσω ν χρόνων ήμουν, κάπου μέσα μέσα μου πρέπει πρέπει να ήξερα πως ήθελα να αποκτήσω αποκτήσω παιδί. παιδί . Ξαφνικά άκουσα τη μητέρα μητέρα μου να περιγράφει το βιολογικό βιολογι κό ρολόι σαν να ήταν ωρολογιακή ωρολογι ακή βόμβα. βόμβα. Προσπάθη Προσ πάθησε σε να πετύχεις αυτά που θέλεις θέλεις να πετύχεις πετύχεις στη ζωή, είπε, γιατί τη μια μέρα θα είσαι μια χαρά, και την επόμενη… Καταλάβαινα Καταλάβαινα τι εννοούσε: εννοο ύσε: την επόμενη, επόμενη, μπουμ! μπουμ! Οι φιλοδοξίες φιλοδοξ ίες μου θα χάνονταν και θα ήθελα μόνο ένα πράγμα, πράγμα, να κάνω παιδιά. παιδι ά. Αυτό συνέβη και και σε μένα, συμπλήρωσε. συμπλήρωσε. Θα σου συμβεί συμβεί και σένα. Συμβαίνει Συμβαίνει σε όλες τις γυναίκες. Φαντάζομαι, Φαντάζομαι, όμως, όμως , ότι σε μένα δεν είχε συμβεί. Ή είχε εί χε συμβεί κάτι άλλο. Στράφηκα στον άντρα μου. «Μπεν…» είπα. «Τι έγινε μετά;» Με κοίταξε και μου έσφιξε το χέρι. «Μετά έχασες τη μνήμη σου», απάντησε. Η μνήμη μου. Όλα οδηγούσαν εκεί τελικά. Πάντα. Π άντα. Κοίταξα την πόλη. Ο ήλιος ήταν χαμηλά στον ουρανό, έλαμπε αδύναμα μέσα από τα σύννεφα ρίχνοντας μακρόσυρτες σκιές στο σ το γρασίδι. Συνειδητοποίησα ότι έπειτα από από λίγο θα σκοτείνιαζε. Ο ήλιος ήλι ος θα έδυε τελικά, θα έβγαινε το φεγγάρι. Άλλη μία χαμένη μέρα. μέρα. «Δεν κάναμε ποτέ παιδιά…» είπα. Δεν ήταν ερώτηση. Δεν απάντησε, απάντησε, αλλά γύρισε και με κοίταξε. Κρατούσε τα χέρια μου στα δικά του του και τα έτριβε σαν να ήθελε να τα ζεστάνει. «Όχι», αποκρίθηκε. «Δεν κάναμε…» Μια έκφραση λύπης ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό του. Για τον εαυτό του, για μένα; Δεν μπορούσα να καταλάβω. καταλάβω. Τον άφησα να μου τρίψει τα χέρια, να πλέξει τα δάχτυλά του στα δικά μου. Συνειδητοποίησα ότι, παρά τη σύγχυση, ένιωθα ένιω θα ασφαλής εδώ, με αυτό τον άντρα. Έβλεπα ότι ότι ήταν καλός, τρυφερός τρυφερός και υπομονετικός. υπομονετικός. Όσο τρομερή κι αν ήταν η κατάστασή κατάστασή μου, θα μπορούσε να είναι είν αι πολύ χειρότερη. χει ρότερη. «Γιατί;» ρώτησα. Δε μίλησε. Με Με κοίταξε με με μια μια έκφραση πόνου πόνου στο πρόσωπο. πρόσωπο. Πόνου και απογοήτευσης. απογοήτευσης. «Πώς έγινε, Μπεν;» είπα. «Πώς το έπαθα αυτό;» Βρισκόταν Βρισκό ταν σε υπερένταση, υπερένταση, το αισθάνθηκα. «Είσαι σίγουρη σί γουρη ότι θέλεις να μάθεις;» ρώτησε. Κάρφωσα το βλέμμα βλέμμα μου σ’ ένα κοριτσάκι που έτρεχε με ένα τρίτροχο ποδήλατο στο βάθος. Ήξερα πως αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που του έκανα μια τέτοια ερώτηση, η πρώτη φορά που υποχρεωνόταν να μου εξηγήσει αυτά τα πράγματα. Μπορεί να τον ρωτούσα κάθε μέρα. «Ναι», απάντησα. Συνειδητοποίησα ότι τώρα πια τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτήν τη φορά θα έγραφα αυτά που θα μου έλεγε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ήταν Δεκέμβρη Δεκέμβρης. ς. Είχε παγωνιά. παγωνι ά. Ήσουν έξω όλη μέρα, στη δουλειά. Γύριζες σπίτι με τα πόδια, ήταν κοντά στη δουλειά σου. Δεν υπήρχαν μάρτυρες. μάρτυρες. Δεν ξέρουμε ξέρουμε αν διέσχιζες διέσχι ζες το δρόμο για να περάσεις περάσεις απέναντι απέναντι ή αν το το αυτοκίνητο που σε χτύπησε τύπησε ανέβηκε ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Είναι σίγουρο, όμως, ότι σε πέταξε πέταξε πάνω πάνω από το καπό. ραυματίστηκες ραυματίστηκες πολύ σοβαρά. Κατάγματα Κατάγματα και στα δυο πόδια. πόδι α. Επίσης στο χέρι σου και στην κλείδα». Σταμάτησε Σταμάτησε να μιλάει. Άκουγα το σιγανό βουητό της πόλης. Αυτοκίνητα, ένα αεροπλάνο από πάνω, το μουρμουρητό του ανέμου στα δέντρα. Ο Μπεν μού έσφιξε το χέρι. «Είπαν «Είπαν ότι το κεφάλι σου ήταν αυτό αυτό που πρέπει να χτύπησε χτύπησε πρώτο στο έδαφος, και γι’ γι ’ αυτό έχασες τη μνήμη σου». Έκλεισα τα μάτια. μάτια. Δεν μπορούσα να θυμηθώ θυμηθώ τίποτε από το ατύχημα, ατύχημα, κι έτσι δεν ένιωσα ένιω σα θυμό, ούτε καν ταραχή ταραχή.. Απλώς με πλημμύρισε πλημμύρισε μια βουβή θλίψη. Ένα Έ να κενό. Ένας Έ νας κυματισμός κυματισμός επάνω στην επιφάνεια της μνήμης. Μου έσφιξε το χέρι κι έβαλα το δικό δι κό μου από πάνω. Αισθάνθηκα Αισ θάνθηκα την την κρύα σκληρή βέρα στο δάχτυλό του. «Ήσουν τυχερή που επέζησες…» πρόσθεσε. Πάγωσα. «Τι απέγινε ο οδηγός;» «Δε σταμάτησε. Σε εγκατέλειψε… Δεν ξέρουμε ποιος σε χτύπησε». «Μα «Μα ποιος θα το έκανε αυτό;» ρώτησα. «Ποιος θα χτυπούσε χτυπούσε κάποιον και μετά θα έφευγε;» Δεν απάντησε απάντησε τίποτα. τίποτα. Δεν Δεν ξέρω τι περίμενα. περίμενα. Σκέφτη Σκέφτηκα κα αυτά αυτά που διάβασα από τη συνάντηση που είχα με τον δόκτορα Νας. Κάποιο νευρολογικό νευρολογι κό πρόβλημα, μου είχε πει. Δομικό ή χημικό. χημικό. Μια ορμονική ορμονική ανισορροπία. ανισορροπί α. Υπέθεσα Υπέθεσα ότι μιλούσε μιλούσε για κάποια αρρώστια. Κάτι που απλώς συνέβη από μόνο του. Ένα από αυτά τα πράγματα πράγματα που γίνονται καμιά φορά. Αυτό, όμως, ήταν χειρότερο. Μου Μου το είχε προκαλέσει κάποιος κάποιος άλλος. Ήταν κάτι που που θα μπορούσα να είχα αποφύγει. αποφύγει. Αν είχα ακολουθήσει διαφορετική δ ιαφορετική διαδρομή εκείνο το βράδυ – ή αν είχε ακολουθήσει ακολο υθήσει διαφορετική διαδρομή δι αδρομή ο οδηγός του αυτοκινήτου που μ μεε χτύπησε–, χτύπησε–, θα ήμουν φυσιολογική τώρα. Μπορεί να ήμουν ακόμα και γιαγιά. «Γιατί;» ρώτησα. «Γιατί;» Ήταν μια ερώτηση που δεν μπορούσε να απαντηθεί, απαντηθεί, κι έτσι ο Μπεν Μπεν δεν είπε εί πε τίποτα. Μείναμε αμίλητοι αμίλητοι για γι α λίγο, με τα χέρια μας πλεγμένα. πλεγμένα. Σκοτείνιασε. Τα κτίρια κτίρι α της πόλης ήταν φωτισμένα. Δεν αργεί ο χειμώνας, σκέφτηκα. Σύντομα φτάνουμε στα μισά του Νοέμβρη. Μετά Μετά θα ακολουθήσει ο Δεκέμβρης και κατόπιν τα Χριστούγεννα. Χρι στούγεννα. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου πώς θα έφτανα από δω εκεί. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να ζει μια ολόκληρη σειρά σ ειρά από πανομοιότυπες μέρες. «Πάμε;» είπε ο Μπεν. «Να γυρίσουμε σπίτι;» Δεν του απάντη απάντησα. σα. «Πού «Πού ήμουν;» ρώτησα. «Τη «Τη μέρα μέρα που με χτύπησε χτύπησε το αυτοκίνητο. αυτοκίνητο. Τι έκανα;» «Γύριζες «Γύριζες σπίτι από τη δουλειά». «Ποια δουλειά όμως; Τι έκανα;» «Α…» «Α…» είπε. «Είχες «Είχες πιάσει πι άσει μια προσωρινή προσω ρινή δουλειά. Γραμματέας Γραμματέας – προσωπική προσω πική βοηθός, όπως λένε. Νομίζω Νομίζω πως ήταν σ’ ένα δικηγορικό γραφείο».
«Μα «Μα γιατί…» άρχισα να λέω. «Έπρεπε «Έπρεπε να δουλέψεις για γι α να πληρώνουμε τη δόση του στεγαστικού δανείου», μου απάντησε. απάντησε. «Είχαμε δυσκολίες για γι α λίγο». Δεν εννοούσα αυτό αυτό όμως. Εκείνο που ήθελα να πω ήταν ήταν το εξής: Μου είπες ότι είχα κάνει κάνει διδακτορικό. Γιατί λοιπόν λοι πόν συμβιβάστηκα με με μια δουλειά γραμματέως; «Μα γιατί δούλευα ως γραμματέας;» είπα. «Ήταν η μόνη δουλειά που μπόρεσες αν βρεις. Δύσκολη εποχή τότε…» Θυμήθηκα Θυμήθηκα το συναίσθημα που είχα νιώσει νιώ σει νωρίτερα. νω ρίτερα. «Έγραφα;» «Έγραφα;» ρώτησα. «Βιβλία;» Ο Μπεν έκανε ένα αρνητικό νεύμα. «Όχι». Ώστε ήταν ήταν μια παροδική φιλοδοξία φιλοδο ξία λοιπόν. λοι πόν. Ή μπορεί να δοκίμασα και να απέτυχα. Καθώς Καθώς στράφηκα να τον ρωτήσω πάλι, τα σύννεφα φωτίστηκαν, φω τίστηκαν, και μια στιγμή μετά ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Κοίταξα Κοί ταξα ξαφνιασμένη. Είδα σπίθες μακριά στον ουρανό να πέφτουν στην πόλη από κάτω. «Τι ήταν αυτό;» είπα. «Πυροτεχνήματα», απάντησε ο Μπεν. «Αυτή την εβδομάδα είναι η Νύχτα του Γκάι Φοκς». Έπειτα από λίγο ένα ακόμα πυροτέχνημα πυροτέχνημα φώτισε τον ουρανό, και ακούστηκε άλλος ένας δυνατός θόρυβος. «Φαίνεται ότι θα κάνουν παράσταση», είπε. «Θέλεις να παρακολουθήσουμε;» «Ναι», απάντησα. «Ας παρακολουθήσουμε». Δε θα έβλαπτε σε τίποτα, και μολονότι κάπου μέσα μου ήθελα ήθελα να τρέξω στο σπίτι και στο ημερολόγιό μου για να γράψω αυτά που που μου είπε ο Μπεν, από από την άλλη μεριά ήθελα επίσης να μείνω, μείνω , με την ελπίδα ότι μπορεί να μου έλεγε κι άλλα. Ο Μπεν Μπεν χαμογέλασε και με αγκάλιασε από από τους ώμους. Ο ουρανός έμεινε σκοτεινός για γι α μια στιγμή, και μετά ακούστηκε ακούστηκε ένας κρότος κι ένα σφύριγμα. Μια Μια μικροσκοπική μικροσκο πική σπίθα τινάχτηκε ψηλά. Μετεωρίστηκε Μετεωρίστηκε εκεί για γι α λίγο και ύστερα εξερράγη αφήνοντας μια πορτοκαλί λάμψη, λάμψη, ενώ αντήχησε αντήχησε ένας δυνατός θόρυβος. Ήταν υπέροχα. «Συνήθως πηγαίνουμε όταν ρίχνουν πυροτεχνήματα», είπε ο Μπεν. «Αλλά το ξέχασα πως ήταν απόψε». απόψε». Έτριψε το πρόσωπό πρόσω πό του στο λαιμό λ αιμό μου. «Πειράζει;» «Όχι», απάντησα. απάντησα. Κοίταξα την πόλη, τις χρωματιστές εκρήξεις στον αέρα, τα λαμπερά λαμπερά φώτα. «Είναι ωραία. ω ραία. Εδώ είναι καλύτερα, καλύτερα, θα δούμε όλα τα πυροτεχνήματα!» πυροτεχνήματα!» Αναστέναξε. Η ανάσα μου μου σχημάτιζε σχημάτιζε αχνό μπροστά μπροστά μου και ανακατευόταν ανακατευόταν με με τον τον αχνό από την ανάσα του Μπεν, Μπεν, κι εμείς καθόμασταν καθόμασταν αμίλητοι και κοιτούσαμε τον ουρανό να γεμίζει χρώματα χρώ ματα και φως. φως . Καπνοί υψώνονταν από τους κήπους της πόλης και φωτίζονταν φωτίζ ονταν από τα πυροτεχνήματ πυροτεχνήματα α –κόκκινα και πορτοκαλί, μπλε και μοβ–, και ο νυχτερινός ουρανός πήρε μια μυρωδιά σαν σ αν τσακμακόπετρα, τσακμακόπετρα, ξερή και μεταλλική. Έγλειψα Έγλ ειψα τα χείλη μου νιώθοντας νιώ θοντας μια γεύση από θειάφι, θειάφι, και την ίδια στιγμή στιγ μή μού ήρθε ήρθε μια ανάμνηση. ανάμνηση. Ήταν ολοζώντανη και έντονη. Οι ήχοι πολύ δυνατοί, τα χρώματα πολύ πολύ ζωηρά. ζω ηρά. Δεν αισθανόμουν ότι απλώς παρατηρούσα, παρατηρούσα, αλλά θαρρείς και τη ζούσα εκείνη τη στιγμή. Είχα μια αίσθηση λες κι έπεφτα έπεφτα προς τα πίσω. Έσφιξα Έ σφιξα το χέρι του Μπεν. Μπεν. Είδα τον εαυτό μου μαζί μαζί με μια γυναίκα. Έχει κόκκινα μαλλιά, στεκόμαστε οι δυο μας σε μια ταράτσα και βλέπουμε πυροτεχνήματα. Ακούω τον ρυθμικό παλμό της μουσικής που παίζει στο δωμάτ δω μάτιο ιο από κάτω μας, ενώ φυσάει ένας κρύος άνεμος που φέρνει προς το μέρος μας έναν καπνό με έντονη, διαπεραστική διαπεραστική οσμή. οσ μή. Αν και φοράω μόνο ένα λεπτό
φόρεμα, ζεσταίνομαι ζεσταίνομαι και είμαι ζαλισμένη ζαλισ μένη από από το αλκοόλ και το τσιγαριλίκι τσιγαριλίκ ι που κρατάω ακόμα στα δάχτυλά μου. μου. Αισθάνομαι χαλίκια χαλί κια κάτω από τα πόδια μου και θυμάμαι θυμάμαι ότι ό τι έχω βγάλει τα παπούτσια μου και τα έχω αφήσει κάτω, στην κρεβατοκάμαρα αυτής της κοπέλας. Την κοιτάζω καθώς γυρίζει γυρί ζει κι αυτή προς το μέρος μου και και νιώθω νιώ θω ζωντάνια, ζω ντάνια, μια παραζάλη ευτυχίας. «Κρίσι», μου λέει παίρνοντας από το χέρι μου το τσιγαριλίκι. τσιγαριλίκ ι. «Γουστάρεις «Γουστάρεις ένα χαρτάκι;» χαρτάκι;» Δεν καταλαβαίνω καταλαβαίνω τι εννοεί και της το λέω. Γελάει. «Ξέρεις!» «Ξέρεις!» μου αντιγυρίζει. «Χαρτάκι. Τριπάκι. LSD. Είμαι Εί μαι σίγουρη πως ο Νάιτζ έχει φέρει μερικά. Μου είπε ότι θα έφερνε». «Δεν «Δεν ξέρω…» ξ έρω…» αποκρίνομαι. «Έλα τώρα… Θα έχει πλάκα!» Γελάω και παίρνω πάλι το τσιγαριλίκι τσιγαριλί κι και τραβάω μια βαθιά τζούρα σαν να θέλω θέλω να αποδείξω ότι δεν είμαι εί μαι βαρετή. βαρετή. Έχουμε υποσχεθεί στον εαυτό μας ότι δε θα γίνουμε ποτέ βαρετές. «Δε «Δε νομίζω», νομίζω », λέω. «Δεν «Δεν είμαι σε σ ε τέτοια φάση. Μάλλον θα περιοριστώ σ’ σ ’ αυτό εδώ. Και στην μπίρα. Εντάξει;» «Καλά…» «Καλά…» απαντάει απαντάει και κοιτάζει πάνω από τα κάγκελα. Καταλαβαίνω Καταλαβαίνω ότι έχει απογοητευτεί, απογοητευτεί, αν και δεν δ εν έχει θυμώσει μαζί μου, και αναρωτιέμαι αναρω τιέμαι αν θα το κάνει χωρίς χωρί ς εμένα. Αμφιβάλλω. Δεν Δεν είχα ποτέ ποτέ ξανά τέτοια τέτοια φίλη. Μια φίλη φίλη που ξέρει ξέρει τα πάντα πάντα για μένα, που την εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, μερικές φορές περισσότερο περισσ ότερο και από τον εαυτό μου. Την κοιτάζω τώρα, τα κόκκινα μαλλιά της να ανεμίζουν, την καύτρα του του τσιγάρου να λάμπει στο σκοτάδι. σ κοτάδι. Είναι ευτυχισμένη ευτυχισμένη με τον τρόπο που που εξελίσσεται εξελίσσ εται η ζωή της; Ή είναι πολύ νωρίς για να το πει; «Κοίτα εκεί!» αναφωνεί δείχνοντας ένα πυροτέχνημα πυροτέχνημα σε σχήμα άστρου που σκάει αποκαλύπτοντας αποκαλύπτοντας με την κόκκινη λάμψη του το περίγραμμα περίγραμμα των δέντρων. «Και γαμώ τις φάσεις, ε;» Γελάω συμφωνώντας συμφωνώ ντας μαζί της και ύστερα μένουμε αμίλητες αμίλητες για γι α μερικά λεπτά ακόμα, περνώντας το τσιγαριλίκι η μια στην άλλη. Τελικά μου προσφέρει ό,τι έχει απομείνει από το μουλιασμένο τσιγάρο, κι όταν ό ταν αποκρίνομαι αποκρίνομαι όχι, όχ ι, το λιώνει λιώ νει στο έδαφος με την μπότα της. «Πρέπει «Πρέπει να κατέβουμε κατέβουμε κάτω», λέει λέει και με αρπάζει αρπάζει από το χέρι. χέρι . «Θέλω να γνωρίσεις γνωρί σεις κάποιον». «Όχι πάλι…» μουρμουρίζω, μουρμουρίζω, αλλά την ακολουθώ. Περνάμε πάνω από ένα ζευγάρι που φιλιέται στις στι ς σκάλες. «Δεν πιστεύω να είναι άλλος ένας από κείνους τους μαλάκες από το μάθημά σου… Έτσι;» «Άντε «Άντε γαμήσου!» μου αντιγυρίζει κατεβαίνοντας κατεβαίνοντας τη σκάλα. «Πί «Πίστευα στευα ότι θα σ’ άρεσε ο Άλαν…» «Μ’ άρεσε!» λέω. «Μέχρι τη στιγμή που μου είπε πως ήταν ερωτευμένος με κάποιον Κρίστιαν». «Τι να σου κάνω;» κάνω ;» λέει γελώντας. «Πού να το ήξερα ότι θα διάλεγε εσένα για να σου αποκαλύψει αποκαλύψει πως είναι είν αι ομοφυλόφιλος; Αυτός, όμως, είναι εί ναι διαφορετικός. Θα σ’ αρέσει. Είμαι σίγουρη. Απλώς πες του ένα γεια. Χαλαρά, χωρίς πίεση». «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίνομαι. Ανοίγω Ανοί γω την πόρτα και μπαίνουμε στο πάρτι. Το δωμάτ δω μάτιο ιο είναι εί ναι μεγάλο, με τσιμεντένιους τσιμεντένιους τοίχους τοίχο υς και γυμνούς γλόμπους να κρέμονται
από το ταβάνι. ταβάνι. Πηγαίνουμε Π ηγαίνουμε προς την κουζίνα και παίρνουμε από από μια μπίρα, ύστερα βρίσκουμε ένα σημείο δίπλα δί πλα στο παράθυρο. παράθυρο. «Λοιπόν, πού είναι αυτός ο τύπος;» ρωτάω, αλλά η φίλη μου δε με ακούει. Νιώθω τη ζάλη του αλκοόλ και του χόρτου και αρχίζω να χορεύω. Το δωμάτιο δ ωμάτιο είναι γεμάτο κόσμο, οι περισσότεροι ντυμένοι στα μαύρα. Μαλάκες Μαλάκες της Σχολής Καλών Κ αλών Τεχνών, Τ εχνών, σκέφτομαι. Κάποιος πλησιάζει και στέκεται μπροστά μπροστά μας. Τον αναγνωρίζω. αναγνωρίζω . Ο Κιθ. Έχουμε γνωριστεί γνωρισ τεί σ’ ένα άλλο πάρτι, πάρτι, όπου ό που καταλήξαμε καταλήξαμε να φιλιόμαστε φι λιόμαστε σε κάποια κρεβατοκάμαρα. κρεβατοκάμαρα. Αλλά τώρα μιλάει στη φίλη μου, της δείχνει έναν από τους πίνακές της που κρέμονται στον τοίχο του καθιστικού. Αναρωτιέμαι αν αποφάσισε να με αγνοήσει ή αν δε θυμάται θυμάται καν ότι ό τι γνωριζόμαστε. γνωρι ζόμαστε. Και στις δύο περιπτώσεις, σκέφτομαι, είναι μαλάκας. Τελειώνω την μπίρα μπίρα μου. «Θέλεις «Θέλεις άλλη;» ρωτάω. «Ναι «Ναι αμέ», απαντάε απαντάειι η φίλη μου. «Πας να φέρεις μέχρι να τελειώσω με τον Κιθ; Και μετά μετά θα σου συστήσω εκείνο τον τύπο τύπο που σου είπα. Οκέι;» Γελάω. «Οκέι. «Οκέι. Ό,τι να ’ναι». Πηγαίνω στην κουζίνα. Εκείνη τη στιγμή μια φωνή. Δυνατή Δυνατή στο αυτί αυτί μου. «Κριστίν! Κρις! Είσαι εντάξει;» Μπερδεύτη Μπερδεύτηκα. κα. Η χροιά ήταν γνωστή. γνω στή. Άνοιξα τα μάτια μάτια μου. Συνειδητοποίησα ξαφνιασμένη ξ αφνιασμένη ότι ήμουν έξω, στον νυχτερινό αέρα, επάνω στο λόφο Πάρλιαμεντ, με τον Μπ Μπεν εν να φωνάζει το όνομά μου και τα πυροτεχνήματα πυροτεχνήματα να σκάνε μπροστά μου μου δίνοντας δίνο ντας στον ουρανό το χρώμα του αίματος. «Είχες κλειστά κλεισ τά τα μάτια μάτια σου», είπε. «Τι συμβαίνει; Τι έχεις;» «Τίποτα…» «Τίποτα…» ψέλλισα. Το κεφάλι μου γύριζε, σχεδόν δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Έστρεψα το κεφάλι μου μπροστά, προσποιούμενη ότι παρακολουθώ τα πυροτεχνήματα. «Λυπάμαι… Δεν είναι τίποτα. Είμαι μια χαρά». «Τρέμεις!» «Τρέμεις!» είπε εκείνος. εκείνος . «Κρυώνεις; Θέλεις να επιστρέψουμε;» επιστρέψουμε;» Συνειδητοποίησα ότι όντως όντω ς έτρεμα. Κι ότι ήθελα να επιστρέψουμε. Ήθελα να γράψω αυτά που είχα δει. «Ναι», απάντησα. «Θα σε πείραζε;» Γυρίζοντας στο σπίτι, σ πίτι, σκεφτόμουν το όραμα που είχα δει καθώς παρακολουθούσαμε παρακολουθούσαμε τα πυροτεχνήματα. Με είχε σοκάρει με τη διαύγειά του, την έντασή του. Με άρπαξε και με ρούφηξε μέσα του σαν να το ξαναζούσα. Ένιωθα Έ νιωθα τα πάντα, πάντα, γευόμουν τα πάντα. πάντα. Τον δροσερό αέρα και το άφρισμα της μπίρας. Το κάψιμο του χόρτου στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Το σάλιο του Κιθ, ζεστό επάνω στη γλώσσα γλώσ σα μου. Ήταν πραγματ πραγματικό, ικό, σχεδόν σ χεδόν πιο πραγματικό πραγματικό από τη ζωή στην οποία άνοιξα τα μάτια μου όταν εκείνο έσβησε. Δεν ήξερα από από πότε ακριβώς ήταν. Μάλλον Μάλλον από το πανεπιστήμιο πανεπιστήμιο ή λίγο αργότερα. Το πάρτι πάρτι έδειχνε φοιτητ φοι τητικό. ικό. Δεν απέπνεε απέπνεε κάποιον αέρα υπευθυνότητ υπευθυνότητας. ας. Ήταν ξένοιαστο. ξ ένοιαστο. Ανάλαφρο. Κι εκείνη η κοπέλα, παρόλο που δε θυμάμαι θυμάμαι το όνομά όνο μά της, ήταν ήταν σημαντική για μένα. Η καλύτερή μου μου φίλη. Αισθανόμουν ότι η φιλία φι λία μας θα διαρκούσε για γι α πάντα, πάντα, κι ενώ δεν ήξερα ποια ήταν, είχα μια αίσθηση αίσ θηση ασφάλειας όταν ήμουν μαζί της. Αναρωτήθηκα αν είμαστε είμαστε ακόμα ακόμα φίλες και προσπάθησα προσπάθησα να μιλήσω στον Μπεν Μπεν γι’ αυτό αυτό καθώς οδηγούσε. Ήταν σιωπηλός σιω πηλός – όχι στενοχωρημένος, μάλλον αφηρημένος. αφηρημένος. Για μια στιγμή σκέφτηκα να του τα πω όλα για το όραμα, αλλά τελικά τελικά τον ρώτησα ρώ τησα μόνο ποιοι ήταν οι φίλοι μου όταν γνωριστήκαμε.
«Είχες πολλούς φίλους», φί λους», είπε. «Όλοι σε συμπαθούσαν». συμπαθούσαν». «Ποια ήταν η καλύτερή μου φίλη; Υπήρχε Υ πήρχε κάποια;» Με κοίταξε. «Όχι», απάντησε. «Δε νομίζω». Αναρωτήθηκα γιατί δεν μπορούσα μπορούσα να θυμηθώ θυμηθώ το το όνομα αυτής αυτής της της γυναίκας ενώ είχα θυμηθεί θυμηθεί τον Κιθ Κι θ και τον Άλαν. «Είσαι σίγουρος;» σί γουρος;» ρώτησα. «Ναι», «Ναι», μου είπε. «Είμαι σί σίγουρος». γουρος». Γύρισε πάλι μπροστά στο δρόμο. Άρχισε να βρέχει. βρέχει. Το φως από τα μαγαζιά και τις τις επιγραφές νέον έκανε αντανάκλαση αντανάκλαση στο οδόστρωμα. Υπάρχουν τόσο πολλά που θα ήθελα να τον ρωτήσω, σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα, κι έπειτα από μερικά ακόμα λεπτά ήταν πολύ αργά. Φτάσαμε στο σπίτι και ο Μπεν Μπεν άρχισε άρχισ ε να μαγειρεύει. Ήταν πολύ αργά. *** Μόλις τελείωσα τελείωσ α το γράψιμο, ο Μπεν Μπεν με φώναξε να κατέβω για να φάμε. Είχε στρώσει το τραπέζι τραπέζι και είχε βάλει ποτήρια με λευκό κρασί, αλλά δεν πεινούσα, και το ψάρι ήταν στεγνό. Έφαγα πολύ λίγο. λίγο . Ύστερα προσφέρθηκα προσφέρθηκα να πλύνω τα πιάτα, μιας και ο Μπεν Μπεν είχε μαγειρέψει. μαγειρέψει. Τα πήγα στο νεροχύτη και άνοιξα το ζεστό νερό, ενώ ταυτόχρονα ταυτόχρονα ήλπιζα να μπορέσω αργότερα να βρω μια δικαιολογία δικαιολο γία προκειμένου να ανέβω επάνω να διαβάσω το ημερολόγιό μου και να γράψω, ίσως, ίσως , λίγο ακόμη. Αλλά δε γινόταν –αν έμενα έμενα τόση ώρα μόνη μου στην κρεβατοκάμαρα, κρεβατοκάμαρα, θα του κινούσα υποψίες–, κι έτσι περάσαμε το βράδυ μπροστά στην τηλεόραση. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω. ηρεμήσω. Συλλογιζόμουν το ημερολόγιο και παρακολουθούσα παρακολουθούσα τους τους δείκτες του ρολογιού επάνω στο ράφι του τζακιού να αργοσέρνονται από τις τις εννιά εννι ά στις δέκα, στις δέκα και μισή. Τελικά, καθώς πλησίαζε έντεκα, συνειδητοποίησα συνειδητοποίησα ότι δε θα είχα άλλο χρόνο απόψε. «Λέω «Λέω να πάω για γι α ύπνο» είπα. «Ήταν «Ήταν κουραστική μέρα…» Ο Μπεν χαμογέλασε γέρνοντας το κεφάλι του. «Εντάξει, αγάπη μου», αποκρίθηκε. «Θ’ ανέβω κι εγώ σε λίγο». Κατένευσα, Κατένευσα, αλλά καθώς έβγαινα από το δωμάτιο, ένιωθα ένιω θα να με ζώνει τρόμος. Αυτός ο άνθρωπος είναι εί ναι άντρας μου, έλεγα μέσα μου, είμαι παντρεμένη παντρεμένη μαζί μαζί του, αλλά παρ’ όλα αυτά αισθανόμουν πως για κάποιο λόγο ήταν κακό να κοιμάμαι μαζί του. Δε θυμόμουν να έχουμε ξανακοιμηθεί μαζί στο παρελθόν και δεν δ εν ήξερα τι να περιμένω. Στο μπάνιο μπάνιο χρησιμοποίησα χρησι μοποίησα την τουαλέτα τουαλέτα και βούρτσισα τα δόντια μου χωρίς να κοιτάζω ούτε τον καθρέφτη ούτε τις φωτογραφίες γύρω του. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα, βρήκα το νυχτικό διπλωμένο δι πλωμένο επάνω επάνω στο σ το μαξιλάρι μου και άρχισα άρχι σα να γδύνομαι. Ήθελα να είμαι έτοιμη πριν έρθει ο Μπεν, να είμαι κάτω από τα σκεπάσματα. Για μια στιγμή μού πέρασε από το μυαλό η παράλογη παράλογη ιδέα να προσποιηθώ ότι κοιμάμαι. Έβγαλα το πουλόβερ που φορούσα και κοιτάχτ κοι τάχτηκα ηκα στον καθρέφτη. Είδα το κρεμ σουτιέν που είχα βάλει το πρωί και μου ήρθε μια φευγαλέα εικόνα απ’ όταν ήμουν παιδί, να ρωτάω ρω τάω τη μητέρα μητέρα μου γιατί εκείνη φορούσε σουτιέν κι εγώ όχι, όχι , κι αυτή να μου απαντάει απαντάει ότι μια μέρα θα φοράω κι εγώ. Και τώρα αυτή η μέρα είχε είχε έρθει, μόνο που δεν είχε έρθει σταδιακά, αλλά αστραπιαία. αστραπιαία. Αυτό το γεγονός, περισσότερο περισσό τερο και από τις αυλακιές στο πρόσωπο και στα σ τα χέρια μου, έδειχνε έδειχνε ότι δεν είμαι κορίτσι κορί τσι πια, αλλά γυναίκα. Αυτό, τα απαλά καμπυλωτά στήθη μου.
Έβαλα το νυχτικό και το ίσιω ί σιωσα. σα. Ύστερα έσυρα έσυρα το χέρι μου από κάτω και ξεκούμπωσα το σουτιέν νιώθοντας νι ώθοντας το βάρος του στήθους μου. Κατέβασα το φερμουάρ φερμουάρ του παντελονιού μου και το έβγαλα. Δεν ήθελα να εξετάσω άλλο το σώμα μου απόψε, έτσι απαλλάχθηκα και από το καλσόν και το σλιπ που είχα εί χα φορέσει το πρωί, πρωί , μπήκα κάτω κάτω από τα σκεπάσματα, γύρισα στο πλάι κι έκλεισα τα μάτια. μάτια. Άκουσα το ρολόι κάτω να χτυπάει, χτυπάει, κι έπειτα έπειτα από από λίγο ο Μπεν Μπεν μπήκε μπήκε στο δωμάτιο. Δε σάλεψα, μόνο τον άκουσα να γδύνεται και μετά μετά αισθάνθηκα το κρεβάτι να βουλιάζει έτσι όπως κάθισε κάθισ ε στην άκρη του. Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, και ύστερα ένιωσα ένιωσ α το χέρι του βαρύ επάνω επάνω στο σ το γοφό μου. «Κριστίν;…» είπε μισοψιθυρίζ μισοψιθυρίζοντας. οντας. «Είσαι ξύπνια;» Μουρμούρισα Μουρμούρισα πως είμαι. «Θυμήθηκες κάποια φίλη σου σήμερα;» με ρώτησε. Άνοιξα τα μάτια μάτια και γύρισα γύρισα ανάσκελα. Είδα Είδα τη φαρδιά φαρδιά γυμνή πλάτη του, τις λεπτές λεπτές τρίχες που φύτρωναν διάσπαρτ δι άσπαρτες ες στους σ τους ώμους ώ μους του. «Ναι», απάντησα. απάντησα. Γύρισε προς το μέρος μου. «Τι θυμήθηκες;» θυμήθηκες;» Του είπα, αλλά αόριστα πράγματα. πράγματα. «Ένα πάρτι… Νομίζω Νομίζω ότι ήμαστε και οι δύο φοιτήτριες». Τότε εκείνος σηκώθηκε και γύρισε γύρισ ε να ξαπλώσει. Είδα πως ήταν γυμνός. Το πέος του κρεμόταν κρεμόταν από τη σκούρα φωλιά φωλι ά του τριχώματος ανάμεσα στα πόδια του, και χρειάστηκε χρει άστηκε να καταπνίξω καταπνίξω την παρόρμηση παρόρμηση να βάλω τα γέλια. Δε θυμόμουν να έχω ξαναδεί ξ αναδεί αντρικά γεννητικά όργανα πριν, ούτε καν σε βιβλία, βι βλία, αλλά δε μου ήταν άγνωστα. Αναρωτήθηκα πόσα είχα γνωρίσει, γνω ρίσει, τι εμπειρίες μπορεί να είχα είχ α συλλέξει. Σχεδόν άθελά μου απέστρεψα απέστρεψα το το βλέμμα μου. «Το έχεις ξαναθυμηθεί αυτό το πάρτι», είπε ο Μπεν καθώς παραμέριζε τα σκεπάσματα. «Σου έρχεται έρχεται αρκετά συχνά. Ορισμένες από τις αναμνήσεις σου ζωντανεύου ζω ντανεύουνν τακτικά». Αναστέναξα. Δεν είναι τίποτα καινούργιο, καινούργιο, φαινόταν να μου μου λέει. Δεν Δεν υπάρχει υπάρχει λόγος να ενθουσιάζεσαι. Ξάπλωσε δίπλα μου και τράβηξε τράβηξε τα σκεπάσματα επάνω επάνω μας. Δεν έσβησε το φως. «Θυμάμαι συχνά τέτοια πράγματα;» ρώτησα. «Ναι. «Ναι. Κάποια Κ άποια πράγματα. πράγματα. Τις Τι ς περισσότερες μέρες». «Τα ίδια πράγματα;» Στράφηκε Στράφηκε προς το μέρος μου ακουμπώντας στον αγκώνα αγκώ να του. «Συνήθως «Συνήθως ναι», απάντησε. απάντησε. «Σπάνια υπάρχουν εκπλήξεις». Γύρισα προς το ταβάνι. «Θυμάμαι ποτέ εσένα;» «Όχι», είπε. Πήρε το χέρι μου και το έσφιξε. «Αλλά δεν πειράζει. Σ’ αγαπάω. Δεν πειράζει…» «Πρέπει «Πρέπει να σου είμαι μεγάλο βάρος…» ψέλλισα. Ανέβασε το χέρι του του πιο ψηλά ψηλά και άρχισε να μου χαϊδεύει χαϊδεύει το μπράτσο. μπράτσο. Ακολούθησε Ακολούθησε μια εκκένωση στατικού ηλεκτρισμού, κι έκανα ένα μορφασμό. μορφασμό. «Όχι», αποκρίθηκε εκείνος. «Κάθε άλλο. Σ’ αγαπάω». Τότε έστρεψε το το σώμα σώ μα του προς το μέρος μου και με φίλησε φίλ ησε στα χείλη. Έκλεισα τα μάτια. Ήμουν μπερδεμένη. Ήθελε να κάνουμε σεξ; Για μένα ήταν ένας άγνωστος. Ήξερα, νοερά, ότι κοιμόμασταν μαζί κάθε βράδυ από τότε που παντρευτήκαμε, παντρευτήκαμε, αλλά το σώμα μου τον γνώριζε γνώριζ ε λιγότερο από μία μέρα.
«Είμαι πολύ κουρασμένη, Μπεν…» είπα. Χαμήλωσε τη φωνή του, άρχισε άρχισ ε να μουρμουρίζει. «Το ξέρω, ξέρω , αγάπη μου…» μου…» αποκρίθηκε. Με φίλησε απαλά στο μάγουλο, στα χείλη, χεί λη, στα μάτια. «Το ξέρω…» Το χέρι του κατέβηκε πιο χαμηλά κάτω από τα σκεπάσματα, και αισθάνθηκα ένα κύμα άγχους να φουντώνει μέσα μου, σχεδόν σαν πανικός πανικός.. «Μπεν», είπα. «Λυπάμαι…» Έπιασα το χέρι του και το σταμάτησα. Αντιστάθηκα στην παρόρμηση παρόρμηση να το πετάξω από πάνω μου σαν σ αν να ήταν κάτι αηδιαστικό, και αντί γι’ αυτό το χάιδεψα. «Είμαι «Είμαι κουρασμένη», κουρασμένη», πρόσθεσα. «Όχι απόψε. απόψε. Εντάξει;» Εντάξει;» Δεν απάντησε απάντησε τίποτα, τίποτα, τράβηξε τράβηξε το χέρι του του και ξάπλωσε ανάσκελα. ανάσκελα. Αισθανόμουν την την απογοήτευση να τον πλημμυρίζει κατά κύματα. Δεν ήξερα τι να πω. Κάπου μέσα μου σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε έπρεπε να του ζητήσω συγγνώμη, συγγνώ μη, αλλά υπερίσχυσε υπερίσχυσε η αίσθηση αί σθηση ότι δεν είχα κάνει τίποτα κακό. Κι έτσι απομείναμε απομείναμε σιωπηλοί, σιω πηλοί, ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα χωρίς χωρί ς να αγγίζουμε ο ένας τον άλλο, ενώ εγώ αναρωτιόμουν πόσο συχνά συμβαίνει αυτό. Πόσο συχνά έρχεται στο κρεβάτι κρεβάτι και θέλει σεξ, αν θέλω ποτέ κι εγώ, εγώ , ή ακόμα κι αν μπορώ να του το προσφέρω, κι αν ακολουθεί πάντα αυτή αυτή η αμήχανη σιωπή όταν αρνούμαι. «Καληνύχτα, αγάπη μου», είπε έπειτα από μερικά λεπτά, και η ένταση υποχώρησε. Περίμενα ώσπου άρχισε να ροχαλίζει ρο χαλίζει απαλά και μετά σηκώθηκα προσεκτικά από από το κρεβάτι κρεβάτι και κάθισα κάθισ α εδώ, στο δωμάτιο των ξένων, ξένω ν, για να γράψω αυτά. Θα ήθελα τόσο τόσο πολύ να τον θυμηθώ. θυμηθώ. Έστω Έ στω και μόνο μία φορά.
Δευτέρα 12 Νοέμβρη Νοέμβ ρη ο ρολόι μόλις μόλι ς χτύπησε τέσσερις. τέσσερις. Αρχίζει Αρχί ζει να σκοτεινιάζει. σκοτεινι άζει. Ο Μπεν Μπεν δε θα γυρίσει ακόμα στο σπίτι, αλλά καθώς κάθομα κ άθομαιι και γράφω, έχω το νου μου μήπως ακούσω το αυτοκίνητό του. ο κουτί των παπουτσιών είναι εί ναι στο δάπεδο δίπλα δί πλα στα πόδια πόδια μου, με το λεπτό λεπτό χαρτί όπου ήταν τυλιγμένο τυλιγμένο το ημερολόγιο να ξεχειλίζει ξεχειλί ζει από μέσα του. Αν γυρίσει ο Μπεν, θα βάλω το ημερολόγιο στην ντουλάπα και και θα του πω ότι ξεκουραζόμουν. ξ εκουραζόμουν. Είναι ανέντιμο, αλλά όχι σε τρομερό βαθμό, βαθμό, και δεν είναι κακό να θέλω να κρατήσω κρυφό το ημερολόγιό μου. Πρέπει να γράφω αυτά που βλέπω. Αυτά που που μαθαίνω. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι θέλω να τα διαβάσει κάποιος. Είδα τον δόκτορα Νας σήμερα σ ήμερα.. Καθίσαμε ο ένας απέναντι απέναντι στον άλλο στο γραφείο του. Πίσω Πίσ ω του υπήρχε μια αρχειοθήκη κι επάνω της ένα πλαστικό μοντέλο του εγκεφάλου κομμένο στη μέση, χωρισμένο σαν πορτοκάλι. Με ρώτησε πώς τα πηγαίνω. «Εντάξει, φαντάζομαι», απάντησα. Ήταν δύσκολη ερώτηση. Οι λίγες ώρες ώ ρες μετά το το πρωινό μου ξύπνημα ξύπνημα ήταν οι μόνες που θυμόμουν καθαρά. Είδα τον άντρα μου σαν να ήταν η πρώτη φορά, αν και ήξερα ότι δεν ήταν, και ύστερα μου τηλεφώνησε τηλεφώνησε ο γιατρός γ ιατρός μου και μου είπε για το ημερολόγιο. Έπειτα από το μεσημεριανό μεσημεριανό ήρθε και με πήρε και με έφερε εεδώ, δώ, στο σ το γραφείο του. «Έγραψα στο ημερολόγιο μετά το τηλεφώνημά σου», είπα. «Το Σάββατο». Αυτό φάνηκε να τον ευχαριστεί. ευχαριστεί. «Πιστεύεις ότι σε βοήθησε βοήθησε καθόλου;» καθόλου;» «Έτσι νομίζω», νομίζω », απάντησα. απάντησα. Του μίλησα για τις αναμνήσεις που είχα. Για τη γυναίκα στο πάρτι, πάρτι, την αρρώστια του πατέρα μου. μου. Εκείνος κρατούσε σημειώσεις σημειώσει ς όσο διηγιόμουν. «Θυμάσαι ακόμη αυτά τα πράγματα τώρα;» με ρώτησε. «Ή τα θυμόσουν όταν ξύπνησες το πρωί;» Δίστασα. Η αλήθεια αλήθεια ήταν ήταν ότι δεν τα θυμόμουν. θυμόμουν. Ή ανακαλούσα μερικά μέρη μέρη τους τους μόνο. Σήμερα Σήμερα το πρωί διάβασα την καταχώριση του Σαββάτου – το πρωινό που έφαγα με τον άντρα μου, τον περίπατο περίπατο στο σ το λόφο Πάρλιαμεντ. Μου φαίνονταν εξωπραγματικά, εξωπραγματικά, σαν σ αν μυθιστόρημα, μυθιστόρημα, θαρρείς και δεν είχαν καμία σχέση σ χέση μαζί μου. Διάβασα και ξαναδιάβασα ξ αναδιάβασα το ίδιο ίδι ο κομμάτι πάλι και πάλι προσπαθώντας να το αποτυπώσω αποτυπώσω στο μυαλό μου, να το το παγιώσω. παγιώσω . Μου πήρε παραπάνω παραπάνω από μία ώρα. Διάβασα αυτά που μου μου είπε ο Μπεν, Μπεν, το το πώς γνωριστήκαμ γνωρισ τήκαμεε και παντρευ παντρευτήκαμ τήκαμε, ε, πώς πώς ζούσαμε, και δεν ένιωσα ένι ωσα τίποτα. τί ποτα. Παρ’ όλα αυτά, αυτά, άλλα πράγματα πράγματα μου έμειναν. Η γυναίκα, για παράδειγμα. Η φίλη μου. Δεν μπορούσα να θυμηθώ συγκεκριμένα γεγονότα –το πάρτι πάρτι με τα πυροτεχνήματα, τη σκηνή όπου ήμουν στην ταράτσα μαζί της, το ότι γνώρισα κάποιον που λεγόταν Κιθ–, Κι θ–, αλλά η ανάμνησή της της υπήρχε ακόμα στο νου μου, και σήμερα σ ήμερα το πρωί, καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα ξαναδι άβαζα όσα είχα γράψει το Σάββατο, Σάββατο, μου ήρθαν ήρθαν περισσότερες λεπτομέρειες. λεπτομέρειες. Το έντονο κόκκι κόκκινο νο χρώμα των μαλλιών μαλλιώ ν της, τα μαύρα μαύρα ρούχα που προτιμούσε, η ζώνη με τα καρφιά, καρφιά, το άλικο κραγιόν, κραγιό ν, ο τρόπος με τον οποίο κάπνιζε, που έκανε τη διαδικασία διαδικασί α να φαντάζει σαν το πιο κουλ πράγμα στον κόσμο. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομά της, αλλά τώρα ζωντάνεψε στο μυαλό μου η νύχτα που γνωριστήκαμε γνωρι στήκαμε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτ γ εμάτο ο καπνό τσιγάρου τσι γάρου και τα ασταμάτητ ασταμάτητα α σφυρίγματα και
κροταλίσματα από από κάμποσα φλιπεράκια κι ένα μικρό τζουκ μποξ. Της ζήτησα φωτιά και μου έδωσε και ύστερα μου μου συστήθηκε και μου πρότεινε πρότεινε να καθίσω με κείνη και τις φίλες της. Ήπιαμε βότκα και μπίρα και μετά κρατούσε τα μαλλιά μου έξω από τη λεκάνη της τουαλέτας τουαλέτας καθώς ξερνούσα ξ ερνούσα πάλι ό,τι είχα πιει. «Μάλλον «Μάλλον είμαστε κανονικές φίλες τώρα!» τώ ρα!» είπε γελώντας την ώρα που στηνόμουν ξανά στα πόδια μου. «Δε θα το το έκανα αυτό για όποια όποι α να ’ναι, ξέρεις». ξ έρεις». Την ευχαρίστησα και μετά, δεν ξέρω για γ ια ποιο λόγο, λ όγο, της είπα ότι είχε πεθάνει ο πατέρας πατέρας μου, λες κι αυτό εξηγούσε τη συμπεριφορά μου. «Φτου…» είπε εκείνη, και σε μιαν αντίδραση που πρέπει να ήταν η πρώτη έκφανση των πολλών της μεταστροφών μεταστροφών από μια μεθυσμένη αποβλάκωση αποβλάκωση σε μια συμπονετική συμπονετική νηφαλιότητα, με πήγε πήγε πίσω στο δωμάτ δω μάτιό ιό της κι εκεί φάγαμε φάγαμε φρυγανισμένο ψωμί και ήπιαμε σκέτο καφέ ακούγοντας ακούγοντας δίσκους δίσκο υς και μιλώντας μιλών τας για τη ζωή μας ώσπου άρχισε να χαράζει. Είχε πίνακες στηριγμένους στον ένα τοίχο και κ αι στα πόδια του κρεβατιού της, ενώ το δωμάτιο ήταν γεμάτο μπλοκ με σκίτσα. «Είσαι ζωγράφος;» τη ρώτησα. ρώ τησα. «Ναι», «Ναι», είπε εκείνη. «Γι’ αυτό είμαι στο πανεπιστήμιο». πανεπιστήμιο». Θυμήθηκα Θυμήθηκα ότι μου είχε πει πως είναι εί ναι στη Σχολή Καλών Κ αλών εχνών. «Θα καταλήξω καθηγήτρια, φυσικά, αλλά στο σ το μεταξύ μπορώ μπορώ να ονειρεύομαι. Σωστά;» Γέλασα. «Κι «Κι εσύ; Τι σπουδάζεις;» Της απάντησα. Αγγλική φιλολογία. φιλολ ογία. «Α!» είπε. «Και θέλεις να γράψεις μυθιστορήματα μυθιστορήματα ή να διδάξεις;» δι δάξεις;» Γέλασε, όχι με κακία, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν της είπα για το διήγημα δι ήγημα που που δούλευα στο δωμάτ δω μάτιό ιό μου πριν κατέβω κάτω. «Δεν ξέρω», της απάντησα. «Μάλλον «Μάλλον είμαι το ίδιο ίδι ο με σένα». Γέλασε πάλι. «Σε μας λοιπόν!» λοι πόν!» είπε, και καθώς πίναμε η μια μια στην υγειά της άλλης τον καφέ μας, για πρώτη φορά εδώ και μήνες αισθάνθηκα ότι τελικά μπορεί να πάνε όλα καλά. Τα θυμήθηκα όλα αυτά. Με εξουθένωσε τούτη η προσπάθεια της θέλησης, αυτή η αναζήτηση στο κενό της μνήμης μου κάθε μικρολεπτομέρειας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μιαν ανάμνηση. Παρ’ όλα αυτά, οι αναθυμήσεις αναθυμήσεις της ζωής ζω ής μου με τον σύζυγό μου είχαν χαθεί. Διαβάζοντας εκείνες τις λέξεις, δεν δ εν ξύπνησε ούτε το παραμικρό παραμικρό υπόλειμμα ανάμνησης. Ήταν θαρρείς και δεν είχε συμβεί ποτέ κανένα από τα δύο: ούτε ο περίπατος στο λόφο Πάρλιαμεντ ούτε τα πράγματα που μου είπε εκεί. «Ανακαλώ μερικά πράγματα», είπα στον δόκτορα Νας. «Γεγονότα από τότε που ήμουν νεότερη, πράγματα που θυμήθηκα χτες. Αυτά υπάρχουν ακόμα. Επίσης μου έρχονται στο μυαλό μερικές λεπτομέρειες. Αλλά δε θυμάμαι καθόλου τι κάναμε χτες. Ούτε το Σάββατο. Μπορώ να προσπαθήσω να επαναφέρω επαναφέρω στο νου μου τη σκηνή που περιέγραψα στο ημερολόγιο, αλλά γνωρίζω γνωρί ζω ότι ό τι δεν είναι ανάμνηση. ανάμνηση. Ξέρω ότι απλώς τη φαντάζομαι». φαντάζομαι». «Ναι», αποκρίθηκε αυτός. «Θυμάσαι τίποτε από το Σάββατο; Καμιά λεπτομέρεια, έστω και μικρή, που την κατέγραψες και τη θυμάσαι ακόμη; Από το βράδυ, για παράδειγμα;» Σκέφτηκα Σκέφτηκα αυτά που που είχα γράψει για γι α όσα έγιναν έγι ναν όταν έπεσα για ύπνο. Συνειδητοποίησα πως ένιωθα τύψεις, επειδή, παρά την καλοσύνη του άντρα μου, δεν μπορούσα να του δοθώ. Προτίμησα να πω ψέματα. «Όχι», απάντησα. «Τίποτε». Αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να είχε κάνει κάνει με διαφορετικό διαφορετικό τρόπο ο Μπεν Μπεν ώστε να θέλω θέλω να τον αγκαλιάσω, αγκαλιάσω , να τον αφήσω να με αγαπήσει. αγαπήσει. Αν μου έφερνε λουλούδια; Σοκολατάκια; Πρέπει να κάνει ρομαντικές χειρονομίες χειρονο μίες κάθε φορά που θέλει θέλει να κάνουμε έρωτα σαν να είναι η πρώτη φορά; Κατάλαβα πόσο πόσο κλειστοί κλει στοί είναι γι’ αυτόν οι δρόμοι της αποπλάνησης. Δεν μπορεί μπορεί καν να παίξει το πρώτο πρώτο τραγούδι με το οποίο χορέψαμε χορέψαμε στο στο γάμο μας μας ή να
επαναλάβει το γεύμα της πρώτης φοράς που φάγαμε μαζί, αφού αυτά τα γεγονότα δεν τα θυμάμαι. θυμάμαι. Άλλωστε είμαι γυναίκα του. Δε θα έπρεπε έπρεπε να είναι υποχρεωμένος να με ξελογιάζει κάθε φορά από την αρχή όταν θέλει να κάνουμε σεξ. Υπάρχει, όμως, ποτέ ποτέ στιγμή που τον τον αφήνω να μου κάνει κάνει έρωτα ή ακόμα που που να θέλω θέλω κι εγώ να του κάνω έρωτα; Ξυπνάω Ξυπνάω ποτέ γνωρίζοντας γνωρί ζοντας αρκετά ώστε να προκύψει αβίαστα μια τέτοια επιθυμία; «Δε θυμάμαι ποτέ τον Μπεν», είπα. «Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν σήμερα το πρωί». «Θα το ήθελες;» ρώτησε ο Νας. Σχεδόν γέλασα. «Φυσικά!» απάντησα. «Θέλω να θυμηθώ το παρελθόν μου. Θέλω να ξέρω ποια ποι α είμαι. Ποιον Ποι ον παντρεύτηκα. παντρεύτηκα. Είναι όλα κομμάτ κομμάτια ια του ίδιου ίδι ου παζλ!» «Βέβαια», «Βέβαια», αποκρίθηκε εκείνος. Έκανε Έ κανε μια παύση και ύστερα ακούμπησε ακούμπησε τους αγκώνες του στο γραφείο και αγκάλιασε με τα χέρια του το πρόσωπό του σαν να σκεφτόταν προσεκτικά τι θα πει ή πώς θα το πει. «Αυτά «Αυτά που μου ανέφερες ανέφερες είναι ενθαρρυντικά. ενθαρρυντικά. Δείχνουν ότι οι αναμνήσεις αναμνήσεις δεν έχουν χαθεί χαθεί ολότελα. Δεν υπάρχει υπάρχει πρόβλημα αποθήκευσης, αποθήκευσης, αλλά πρόσβασης…» Το σκέφτηκα για μια στιγμή, μετά μετά είπα: «Εννοείς ότι οι αναμνήσεις αναμνήσεις μου υπάρχουν υπάρχουν και απλώς δεν μπορώ να τις φτάσω;» Χαμογέλασε. «Κάπως έτσι…» απάντησε. «Ναι». Ένιωθα Ένιω θα εκνευρισμό και απογοήτευση. απογοήτευση. Λαχτάρα. «Τότε «Τότε πώς μπορώ να θυμηθώ περισσότερα;» Έγειρε πίσω πί σω και κοίταξε κο ίταξε το ντοσιέ ντοσι έ μπροστά του. «Την περασμένη περασμένη εβδομάδα», εβδομάδα», είπε, «τη μέρα που που σου έδωσα έδωσ α το ημερολόγιο ημερολόγιο,, έγραψες ότι σου έδειξα μια φωτογραφία φω τογραφία του σπιτιού των παιδικών σου χρόνων; Σ’ την έδωσα, νομίζω». «Ναι», απάντησα. «Το έγραψα». «Αφού είδες αυτήν τη φωτογραφία, έδειξες να ανακαλείς πολύ περισσότερα απ’ όσα θυμόσουν πριν σ’ τη δείξω». δεί ξω». Έκανε μια παύση. «Αυτό «Αυτό βέβαια βέβαια δεν είναι παράξενο. Θα ήθελα, όμως, όμως, να δω τι θα συμβεί συμβεί αν σου δείξω δείξ ω φωτογραφίες από την περίοδο που δε θυμάσαι. θυμάσαι. Θέλω να δεις αν θα σου έρθει τίποτα». Ήμουν διστακτική, δεν ήξερα πού μπορεί να οδηγήσει αυτός ο δρόμος, αλλά από την άλλη μεριά ήταν προφανώς ένας δρόμος που έπρεπε να πάρω. «Εντάξει», είπα. «Ωραία! «Ωραία! Σήμερα Σήμερα θα δούμε μόνο μία». Πήρε μια φωτογραφία από το πίσω μέρος του ντοσιέ και μετά μετά έκανε το γύρο του γραφείου γραφείου και ήρθε και κάθισε δίπλα μου. «Πριν τη δούμε, θυμάσαι θυμάσαι τίποτα για το γάμο γ άμο σου;» Ήξερα ήδη ότι δεν δ εν είχα καμία τέτοια ανάμνηση. Ήταν λες και ο γάμος μου δεν είχε συμβεί σ υμβεί ποτέ, σαν να μην είχα δει ποτέ μου τον τον άντρα δίπλα στον οποίο ο ποίο ξυπνούσα ξ υπνούσα κάθε πρωί. «Όχι», απάντησα. «Τίποτα». «Είσαι σίγουρη;» Ένα καταφατικό νεύμα. «Ναι». Έβαλε τη φωτογραφία φω τογραφία στο γραφείο μπροστά μου. «Παντρεύτηκες «Παντρεύτηκες εδώ», εδώ », είπε χτυπώντας τη με το δάχτυλο. Ήταν μια εκκλησία. εκκλησί α. Μικρή, χαμηλοτάβανη, χαμηλοτάβανη, με ένα μικροσκοπικό καμπαναριό. καμπαναριό. Εντελώς άγνωστη. «Τίποτα;» Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να αδειάσω το νου μου. Μια εικόνα νερού. Η φίλη φί λη μου. Ένα πλακόστρωτο δάπεδο, μαύρο και άσπρο. Τίποτε Τί ποτε άλλο. «Όχι. Δε θυμάμαι θυμάμαι να την
έχω ξαναδεί». Φάνηκε να απογοητεύεται. απογοητεύεται. «Είσαι σίγουρη;» σί γουρη;» Έκλεισα τα μάτια μάτια μου πάλι. Σκοτάδι. Π Προσπάθησα ροσπάθησα να σκεφτώ τη μέρα του γάμου γάμου μου, να φανταστώ τον Μπεν, εμένα, εκείνον με κοστούμι και μένα με νυφικό, να στεκόμαστε στο γρασίδι μπροστά στην στην εκκλησία, αλλά δε δ ε μου ήρθε τίποτα. τίποτα. Καμία ανάμνηση. Θλίψη φώλιασε μέσα μου. Όπως όλες οι γυναίκες γυναίκ ες που παντρεύονται, παντρεύονται, πρέπει πρέπει να αφιέρωσα εβδομάδες για να οργανώσω το γάμο μου, να διαλέξω νυφικό και κ αι να περιμένω με αγωνί αγωνία α τις αλλαγές, να κλείσω κλείσ ω κομμώτρια, να καταλήξω στο τι μακιγιάζ μακιγι άζ θα κάνω. Φαντάστηκα τον τον εαυτό εαυτό μου να δυσκολεύετ δυσκο λεύεται αι να αποφασίσει για το μενού, να διαλέγει δι αλέγει τους ύμνους, να επιλέγει τα λουλούδια, ελπίζοντας ότι η μέρα θα ικανοποιούσε τις υπερβολικές υπερβολικές προσδοκίες μου. Και τώρα δεν μπορώ να ξέρω αν τις ικανοποίησε ι κανοποίησε ή όχι. Τα Τ α έχασα όλα, σβήστηκαν σβήστηκαν τα πάντα. Εκτός από τον άντρα που παντρεύτηκα. «Ναι», απάντησα. «Δεν υπάρχει τίποτε…» τί ποτε…» Απομάκρυνε πομάκρυνε τη τη φωτογραφία. «Σύμφωνα «Σύμφωνα με τις σημειώσεις που κράτησαν στο νοσοκομείο κατά την αρχική αγωγή σου, παντρεύτηκες στο Μάντσεστερ», είπε. «Στην εκκλησία του Αγίου Αγίο υ Μάρκου. Αυτή Αυτή είναι πρόσφατη φωτογραφία –η μόνη που μπόρεσα μπόρεσα να βρω–, αλλά φαντάζομα φαντάζομαιι ότι δεν έχουν γίνει αλλαγές. Η εκκλησία θα είναι σήμερα όπως ήταν και τότε». «Δεν υπάρχουν φωτογραφίες από το γάμο μας…» είπα. Ήταν ταυτόχρονα ερώτηση και δήλωση. «Όχι. Χάθηκαν. Σε μια μια πυρκαγιά στο σπίτι σας, σ ας, όπως φαίνεται» φαί νεται».. Κατένευσα. Κατένευσα. Το ότι τον άκουσα να το λέει επιβεβαίωσε κατά κάποιον τρόπο το γεγονός, το έκανε να φαίνεται πιο πραγματικό. Ήταν λες και, επειδή ήταν γιατρός, γι ατρός, τα λόγια του είχαν μια βαρύτητα που δε διέθεταν τα λόγια του Μπεν. «Πότε παντρεύτηκα;» ρώτησα. «Πρέπει να ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα». «Πριν από το ατύχημα». Ο Νας έδειξε κάποια αμηχανία. Αναρωτήθηκα αν του είχα μιλήσει ποτέ για το ατύχημα ατύχημα που μου στέρησε τη μνήμη μου. «Ξέρεις «Ξέρεις τι προκάλεσε την αμνησία σου;» με ρώτησε. «Ναι», απάντησα. «Μίλησα στον Μπεν. Τις προάλλες. Μου τα είπε όλα. Τα έγραψα στο ημερολόγιό μου». μου». «Πώς νιώθεις νι ώθεις γι’ γ ι’ αυτό το θέμα;» θέμα;» «Δεν είμαι σίγουρη…» είπα. Η αλήθεια ήταν ότι δε θυμόμουν το ατύχημα, κι έτσι δε μου φαινόταν πραγματικό. πραγματικό. Το μόνο χειροπιαστό χει ροπιαστό ήταν οι επιπτώσεις του. Το ότι με είχε αφήσει σ’ αυτή την κατάσταση. κατάσταση. «Νιώ «Νιώθω θω πως θα έπρεπε έπρεπε να μισώ τον άνθρωπο που μου το έκανε αυτό», αυτό», πρόσθεσα. «Κυρίως γιατί, αφού δεν δ εν τον έπιασαν ποτέ, δεν τιμωρήθηκε τι μωρήθηκε που μ’ άφησε όπως είμαι. Που Π ου κατέστρεψε κατέστρεψε τη ζωή μου. Αλλά το το παράξενο είναι πως ουσιαστικά δε νιώθω νιώ θω έτσι. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ μπορώ να τον φανταστώ, να θυμηθώ θυμηθώ πώς είναι. Είναι σαν να μην υπάρχει καν». Ο Νας έδειξε απογοητευμένος. απογοητευμένος. «Αυτό «Αυτό πιστεύε πισ τεύεις;» ις;» ρώτησε. ρώ τησε. «Ότι «Ότι η ζωή ζω ή σου είναι κατεστραμμένη;» «Ναι», απάντησα έπειτα από μερικές στιγμές. «Ναι, αυτό νομίζω». Δε μίλησε. «Έτσι δεν
είναι;» Δεν ξέρω τι περίμενα να κάνει ή να πει. πει. Φαντάζομαι Φαντάζομαι ότι κάπου μέσα μου μου ήθελα ήθελα να μου πει πει πως κάνω λάθος, να προσπαθήσει να με πείσει πείσει ότι αξίζει αξ ίζει τον κόπο να ζω. ζω . Αλλά εκείνος δεν το έκανε. Απλώς με κάρφωσε με το βλέμμα. Παρατήρησα πόσο εντυπωσιακά ήταν τα μάτια του. Γαλάζια, διάστικτα από γκρίζο. «Λυπάμαι, «Λυπάμαι, Κριστίν…» είπε. « «Λυπάμ Λυπάμαι. αι. Αλλά κάνω ό,τι μπορώ και νομίζω πως είμαι σε θέση να σε βοηθήσω. Πραγματ Π ραγματικά. ικά. Πρέπει να το πιστέψεις». «Το πιστεύω», αποκρίθηκα. «Το πιστεύω…» πι στεύω…» Έβαλε το χέρι του επάνω στο δικό μου. Ήταν βαρύ. βαρύ. Ζεστό. Μου Μου το έσφιξε, και για μια στιγμή ντράπηκα, ντράπηκα, για κείνον κεί νον αλλά και για μένα, μετά όμως όμως κοίταξα το πρόσωπό πρόσω πό του, την έκφραση θλίψης που είδα εκεί, και κατάλαβα ότι ήταν απλώς ένας νέος που παρηγορούσε παρηγορούσε μια πιο μεγάλη γυναίκα. Τίποτα Τί ποτα περισσό περισσότερο. τερο. «Με συγχωρείς…» είπα. «Πρέπει να πάω στην τουαλέτα». Όταν επέστρεψα, είχε βάλει καφέ και καθίσαμε πάλι να τον πιούμε. Μου φάνηκε ότι απέφευγε απέφευγε να με κοιτάξει, κοι τάξει, ξεφύλλιζε αμήχανα αμήχανα τα χαρτιά στο γραφείο του. Στην αρχή νόμισα ότι ντρεπόταν επειδή επειδή μου έπιασε το χέρι, ύστερα όμως σήκωσε σήκω σε το βλέμμα. βλέμμα. «Κριστίν…» είπε. «Θέλω «Θέλω να σε ρωτήσω ρω τήσω κάτι. Δύο πράγματα βασικά». Κατένευσα. Κατένευσα. «Πρώτον, αποφάσισα να γράψω μια εργασία για γι α την περίπτωσή περίπτωσή σου. Είναι μάλλον ασυνήθιστη στον τομέα μας, μας, και νομίζω νομίζ ω ότι θα είναι πραγματικά πραγματικά χρήσιμο να ανακοινωθούν ανακοι νωθούν οι λεπτομέρειες λεπτομέρειες στην επιστημονική κοινότητα κοι νότητα.. Σε πειράζει;» Το βλέμμα μου έπεσε έπεσε στα περιοδικά που ήταν στοιβαγμένα σε ακανόνιστους σωρούς στα ράφια γύρω από το γραφείο. Προσπαθε Προσ παθείί έτσι να προωθήσει την καριέρα του, να εξασφαλιστεί; Γι’ αυτό είμαι εδώ; εδώ ; Για μια στιγμή σκέφτηκα να του πω ότι θα προτιμούσα να μην το κάνει, αλλά τελικά απλώς κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Όχι» απάντησα. απάντησα. «Δεν «Δεν υπάρχει πρόβλημα». Χαμογέλασε. «Ωραία. «Ωραία. Σ’ ευχαριστώ. Και τώρα έχω μια μι α ερώτηση. Μια ιδέα μάλλον. Κάτι που θα ήθελα να δοκιμάσουμε δοκι μάσουμε.. Θα σε πείραζε;» «Τι ιδέα;» ιδ έα;» ρώτησα. Με Με είχε πιάσει νευρικότητα, νευρικότητα, αλλά ταυτόχρονα ταυτόχρονα ένιωθα ένιω θα ανακούφιση επειδή θα μου έλεγε επ επιτέλους ιτέλους τι τον απασχολεί. «Κοίτα…» είπε. «Σύμφωνα με το ιστορικό σου, αφού παντρεύτηκες με τον Μπεν, εξακολουθήσατε να μένετε μένετε μαζί μαζί στο σπίτι όπου συγκατοικούσατε στο ανατολικό Λονδίνο». Λονδ ίνο». Έκανε μια παύση. Ξαφνικά καμπάνισε μέσα μου μια φωνή που πρέπει να ήταν της μητέρας μου. Να ζεις μέσα στην αμαρτία… Ένα τς τς, ένα κούνημα του κεφαλιού που τα έλεγε όλα. «Έπειτα από από περίπου ένα χρόνο μετακομίσατε σε άλλο σπίτι και μένατε εκεί μέχρι που μπήκες μπήκες στο νοσοκομείο». ν οσοκομείο». Άλλη μία παύση. «Είναι πολύ κοντά στο μέρος όπου μένεις τώρα». Άρχισα να υποψιάζομαι τι μπορεί να ν α προτείνει. «Σκέφτηκα «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε μπορούσαμε να φύγουμε τώρα τώρα και να το επισκεφθούμε καθώς θα σε πηγαίνω σπίτι σ πίτι σου. Τι λες;» Τι να έλεγα; Δεν είχα ιδέα. Ήταν μια ερώτηση σχεδόν αδύνατον να απαντηθεί. απαντηθεί. Καταλάβαινα Καταλάβαινα πως ήταν λογική σκέψη, πως ίσως ίσ ως με βοηθούσε με κάποιον απροσδιόριστο απροσδιόρι στο τρόπο που κανένας από τους δυο μας δεν μπορούσε να κατανοήσει ακόμη, αλλά παρ’ όλα αυτά ήμουν ήμουν διστακτική. Ήταν λες κι ένιωθα ένι ωθα ξαφνικά ότι το παρελθόν παρελθόν μου ήταν επικί επικίνδυνο. νδυνο. Ένα μέρος που δεν ήταν συνετό να επισκεφθώ.
«Δεν είμαι σίγουρη…» απάντησα. «Μένατε εκεί αρκετά χρόνια», είπε ο Νας. «Το ξέρω, αλλά…» «Μπορούμε να πάμε απλώς και να το κοιτάξουμε. Δε χρειάζεται να μπούμε μέσα». «Να μπούμε μέσα;» μέσα;» ρώτησα. ρώ τησα. «Μα πώς;…» «Ναι», «Ναι», είπε. «Έγραψα στο ζευγάρι που μένει εκεί τώρα. Τους μίλησα και από το τηλέφωνο. Είπαν πως πως αν μπορεί να σε βοηθήσει, ευχαρίστως να σ’ αφήσουν να ρίξεις μια ματιά». Αυτό με ξάφνιασε. «Αλήθεια;» «Αλήθεια;» ρώτησα. Το βλέμμα του στράφηκε αλλού για μια στιγμή. Ήταν μια σύντομη αντίδραση, αλλά ολοφάνερα οφειλόταν σε αμηχανία. Αναρωτήθηκα Αναρωτήθηκα τι μπορεί να μου έκρυβε. «Ναι», «Ναι», απάντησε απάντησε και μετά μετά πρόσθεσε: «Δεν κάνω τόσο κόπο για γι α όλους τους ασθενείς μου». μου». Δεν είπα τίποτα. Εκείνος χαμογέλασε. «Πιστεύω πραγματικά πραγματικά ότι ό τι θα σε βοηθήσει, Κριστίν…» Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Στο αυτοκίνητο του δόκτορα Νας είχα σκοπό να γράψω στο ημερολόγιό μου, αλλά η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη. Μόλις είχα διαβάσει δ ιαβάσει την τελευταία τελευταία καταχώριση, όταν ό ταν παρκάραμε παρκάραμε έξω από το σπίτι. Έκλεισα Έκλ εισα το ημερολόγιο και σήκωσα το κεφάλι. Το σπίτι ήταν παρόμοιο παρόμοιο με κείνο απ’ όπου είχαμε φύγει το πρωί – εκείνο εκείν ο στο οποίο, είπα εί πα μέσα μου, ζω τώρα. Κόκκινο Κόκκιν ο τούβλο και βαμμένο βαμμένο ξύλο, το ίδιο ί διο παράθυρο που προεξέχει προεξέχει κι ένας παρεμφερής παρεμφερής περιποιημένος κήπος. Αυτό, όμως, φαινόταν φαινό ταν μεγαλύτερο, μεγαλύτερο, κι ένα παράθυρο παράθυρο στη στέγη έδειχνε ότι είχε σοφίτα, σοφί τα, κάτι κάτι που δεν υπήρχε στο τωρινό μας σπίτι. σπί τι. Αδύνατον να καταλάβω καταλάβω γιατί φύγαμε από δω για να μετακομ μετακομίσουμε ίσουμε δυο τρία χιλιόμετρα χιλι όμετρα πιο πέρα σ’ ένα σχεδόν πανομοιότυπο πανομοιότυπο σπίτι. σπί τι. Ύστερα, όμως, κατάλαβα: αναμνήσεις. αναμνήσεις. Μνήμες Μνήμες μιας καλύτερης εποχής πριν από το ατύχημα, ατύχημα, όταν ήμαστε ευτυχισμένοι ευτυχισμένοι και ζούσαμε ζο ύσαμε μια φυσιολογική φυσιολογι κή ζωή. Ο Μπεν Μπεν τις είχε, έστω κι αν δεν τις είχα εγώ. Ξαφνικά ήμουν σίγουρη ότι το σπίτι θα μου αποκάλυπτε πράγματα. Θα μου αποκάλυπτε το παρελθόν μου. «Θέλω να πάω μέσα», είπα. Κάνω ένα διάλειμμα δι άλειμμα εδώ. Θέλω να γράψω και τα υπόλοιπα, αλλά είναι σημαντικά, πολύ σημαντικά για να τα γράψω βιαστικά, βι αστικά, και ο Μπεν Μπεν θα επιστρέψει πολύ γρήγορα. Είναι ήδη αργά, ο ουρανός σκοτεινός, σκοτεινός , στο δρόμο ακούγονται κάθε τόσο πόρτες να κλείνουν καθώς γυρίζει ο κόσμος κόσ μος από τη δουλειά. Αυτοκίνητα ελαττώνουν ελαττώνουν ταχύτητα ταχύτητα έξω από το σπίτι. Δε θα περάσει πολλή ώρα, κι ένα από αυτά θα είναι του Μπεν. Καλύτερα να σταματήσω τώρα, να κρύψω το ημερολόγιο στην ντουλάπα. ντουλάπα. Θα συνεχίσω αργότερα. *** Έβαζα πάλι το καπάκι στο κουτί των παπουτσιών, όταν άκουσα το κλειδί του Μπεν Μπεν στην κλειδαριά. Μου φώναξε από κάτω μόλις μπήκε μπήκε στο σπίτι, κι εγώ του είπα ότι κατεβαίνω. Αν
και δεν υπάρχει υπάρχει λόγος λό γος να του κρύψω ότι είχα εί χα ανοίξει την ντουλάπα, ντουλάπα, παρ’ όλα αυτά την την έκλεισα αθόρυβα και κατέβηκα να δω τον σύζυγό σ ύζυγό μου. Η βραδιά ήταν κατακερμα κατακερματισμένη. τισμένη. Το ημερολόγιο με καλούσε. Καθώς τρώγαμε, αναρωτιόμουν αν θα κατάφερνα να γράψω πριν πλύνω τα πιάτα. Την ώρα που τα έπλενα, αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να πω πω ότι έχω πονοκέφαλο και να πάω να γράψω αφού τελειώσω. Αλλά μετά, μετά, καθώς τακτοποιούσα τακτοποιούσα την κουζίνα, κουζί να, ο Μπεν μού εξήγησε ότι είχε δουλειά και πήγε στο γραφείο του. Αναστέναξα ανακουφισμένη και του είπα ότι ότι θα πάω για γι α ύπνο. Εκεί είμαι τώρα. Ακούω τον Μπεν να γράφει στο πληκτρολόγιο και παραδέχομαι παραδέχομαι ότι ο ήχος είναι παρήγορος. Διάβασα αυτά αυτά που είχα γράψει γράψει πριν γυρίσει στο σ το σπίτι ο Μπεν και τώρα βρίσκομαι στο σ το σημείο όπου ήμουν αυτό αυτό το απόγευμα: απόγευμα: έξω από ένα σπίτι στο σ το οποίο είχα ζήσει κάποτε. Έτοιμη να συνεχίσω την ιστορία μου. Συνέβη στην κουζίνα. Μια γυναίκα –η Αμάντα– Αμάντα– απάντησε απάντησε στο επίμονο πάτημα πάτημα του κουδουνιού κουδουνιο ύ και χαιρέτησε τον δόκτορα Νας με μια χειραψία και μένα με μια ματιά, ματιά, κάτι ανάμεσα σε οίκτο οί κτο και αχόρταγο ενδιαφέρον. «Πρέπει «Πρέπει να είσαι είσ αι η Κριστίν», Κρι στίν», είπε γέρνοντας γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι και απλώνοντας το περιποιημένο από μανικιούρ χέρι της. «Περάστε μέσα!» Μπήκαμε Μπήκαμε στο σπίτι, και η πόρτα έκλεισε πίσω μας. Η γυναίκα φορούσε κρεμ πουκάμισο πουκάμισο και χρυσαφικά. Μας συστήθη σ υστήθηκε κε και είπε: εί πε: «Μπορείς «Μπορείς να μείνεις όσο θέλεις. θέλεις . Εντάξει; Όσο χρειάζεσαι». Έκανα ένα καταφατικό καταφατικό νεύμα και κοίταξα γύρω. Βρισκόμασταν Βρι σκόμασταν σ’ ένα φωτεινό προθάλαμο προθάλαμο με μοκέτα στο δάπεδο. Ο ήλιος έμπαινε από τις τζαμαρίες τζαμαρίες φωτίζοντας φω τίζοντας ένα βάζο με κόκκινες τουλίπες σ’ ένα τραπεζάκι. τραπεζάκι. Η σιωπή σιω πή ήταν παρατετ παρατεταμένη αμένη και αμήχανη. «Είναι ωραίο σπίτι!» σ πίτι!» είπε τελικά τελικά η Αμάντα, Αμάντα, και για μια στιγμή ένιωσα ένιωσ α λες και ο δόκτωρ Νας κι εγώ ήμαστε υποψήφιοι υποψήφιοι αγοραστές κι εκείνη κτηματομεσίτρια κτηματομεσίτρια που ανυπομ ανυπομονούσε ονούσε να κλείσει τη συμφωνία. «Το αγοράσαμε πριν πριν από δέκα χρόνια. χρόνι α. Το λατρεύουμε! λατρεύουμε! Είναι τόσο φωτεινό. Θέλεις να πάμε στο καθιστικό;» Την ακολουθήσαμε στο σαλόνι. Ο χώρος ήταν λιτά επιπλωμένος επιπλωμένος και καλόγουστος. Δεν αισθανόμουν τίποτα, ούτε καν μιαν αμυδρή αίσθηση οικειότητας. ο ικειότητας. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε δωμάτιο σε οποιοδήποτε ο ποιοδήποτε σπίτι σε οποιαδήποτε ο ποιαδήποτε πόλη. πόλη. «Σας ευχαριστούμε πολύ που μας αφήσατε να το δούμε», είπε ο Νας. «Α, ανοησίες…» αποκρίθηκε η Αμάντα με ένα παράξενο ξεφύσημα. Τη φαντάστηκα φαντάστηκα να κάνει ιππασία ή να καλλιεργεί λουλούδια. «Έχετε κάνει πολλές αλλαγές αφότου το πήρατε;» πήρατε;» ρώτησε ο δόκτωρ δ όκτωρ Νας. «Ω ναι, μερικές…» απάντησε η Αμάντα. «Από δω και από κει». Κοίταξα το γυαλισμένο πάτωμα και τα λευκά ντουβάρια, τον κρεμ καναπέ, τους πίνακες σύγχρονων έργων τέχνης που κρέμονταν κρέμονταν στους τοίχους. Σκέφτηκα Σκέφτηκα το σπίτι από το οποίο είχα φύγει το πρωί. Δε θα μπορούσε μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό. «Θυμάστε πώς ήταν όταν το πήρατε;» ρώτησε ο δόκτωρ Νας. Η Αμάντα αναστέναξε. «Δυστυχώς, «Δυστυχώς, αόριστα αόρι στα μόνο… Είχε μοκέτα. Στο χρώμα του μπισκότου, νομίζω. Και υπήρχε ταπετσαρία ταπετσαρία στους τοίχους. τοίχο υς. Ριγέ, αν θυμάμαι καλά». Προσπάθησα να φανταστώ το δωμάτιο όπως το περιέγραφε. Δε μου ήρθε τίποτα. τίποτα. «Είχε και
τζάκι, αλλά το βγάλαμε. Τώρα έχω μετανιώ μετανιώσει. σει. Ήταν πρωτότυπο…» «Κριστίν;» είπε ο Νας. «Σου έρχεται τίποτε;» Απάντησα με ένα αρνητικό νεύμα, κι εκείνος συνέχισε: «Θα μπορούσαμε μπορούσαμε να ρίξουμε ρίξ ουμε μια ματιά ματιά στο υπόλοιπο υπόλοι πο σπίτι;» Ανεβήκαμε νεβήκαμε πάνω. πάνω. Υπήρχαν δύο κρεβατοκάμ κρεβατοκάμαρες. αρες. «Ο Τζάιλς δουλεύει δ ουλεύει πολύ στο σπίτι», δήλωσε δήλωσ ε η Αμάντα καθώς μπαίναμε στην στην κρεβατοκάμαρα που έβλεπε στο μπροστινό μέρος του οικήματος. Μέσα δέσποζε ένα γραφείο, αρχειοθήκες και βιβλία. «Νομίζω ότι οι προηγούμενοι προηγούμενοι ιδιοκτήτες ι διοκτήτες είχαν εδώ την κρεβατοκάμαρά κρεβατοκάμαρά τους». τους». Η Αμάντα Αμάντα με κοίταξε, αλλά δε μίλησα. «Το δωμάτιο δ ωμάτιο αυτό είναι λίγο μεγαλύτερο μεγαλύτερο από το άλλο, αλλά ο Τζάιλς δεν μπορεί να κοιμηθεί εδώ. Εξαιτίας Εξαιτί ας της κίνησης…» Έκανε μια παύση. «Είναι «Είναι αρχιτέκτονας». αρχιτέκτονας». Και πάλι δεν είπα εί πα τίποτα. «Μεγάλη «Μεγάλη σύμπτωση!» σύμπτωση!» συνέχισε. συνέχισ ε. «Ο πωλητής πωλητής ήταν επίσης αρχιτέκτ αρχι τέκτονας. ονας. Τον γνωρίσαμε γνωρίσ αμε όταν όταν ήρθαμε ήρθαμε να δούμε το σπίτι. Τα Τ α πήγαν πολύ καλά με τον σύζυγό μου. Νομίζω ότι του κατεβάσαμε κατεβάσαμε μερικές μερικές χιλιάδες χι λιάδες λίρες λί ρες μόνο και μόνο επειδή ήταν συνάδελφοι!» Άλλη μία παύση. Αναρωτήθηκα Αναρωτήθηκα αν περίμενε να της δώσουμε συγχαρητήρια. «Ο Τζάιλς θ’ ανοίξει ανοί ξει δικό δ ικό του γραφείο». Αρχιτέκτονας, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Όχι καθηγητής καθηγητής σαν τον Μπεν. Μπεν. Δεν Δεν μπορεί μπορεί να πούλησε πούλησε σ’ αυτούς αυτούς το σπίτι. Προσπάθη Προσ πάθησα σα να φανταστώ το δωμάτιο με κρεβάτι κρεβάτι αντί για γι α το γυάλινο γραφείο, με μοκέτα μοκέτα και ταπετσαρία ταπετσαρία αντί για γυμνές γ υμνές σανίδες και λευκούς τοίχους. Ο δόκτωρ Νας στράφηκε σε μένα. «Τίποτα;» «Όχι», απάντησα. «Δε θυμάμαι κάτι». Κοιτάξαμε την άλλη κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο. Δε μου ερχόταν τίποτα, κι έτσι κατεβήκαμε κατεβήκαμε κάτω, στην κουζίνα. κο υζίνα. «Θα θέλατε ένα τσάι;» ρώτησε η Αμάντα. «Δεν είναι κόπος. Το έχω έτοιμο». «Όχι, ευχαριστώ», της απάντησα. απάντησα. Το δωμάτιο ήταν ψυχρό, αυστηρό. Τα ντουλάπια λευκά με χρώμιο, και ο πάγκος θύμιζε χυτό τσιμέντ τσι μέντο. ο. Ένα μπολ με γλυκολέμονα γλυκολέμονα έδινε το μοναδικό χρώμα. χ ρώμα. «Πρέπει να πηγαίνουμε», πηγαίνουμε», είπα. «Φυσικά…» αποκρίθηκε η Αμάντα. Αμάντα. Η ζωηρή ζω ηρή της άνεση είχε εξαφανιστεί, τώρα είχε μιαν απογοητευμένη έκφραση. Ένιωσα Ένιω σα τύψεις. Προφανώς η Αμάντα Αμάντα ήλπιζε πως η επίσκεψη στο σπίτι της θα ήταν ήταν το θαύμα που θα με θεράπευε. «Μπορώ «Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;» ρώτησα. Αμέσως το πρόσωπό πρόσωπό της φωτίστηκε. «Φυσικά! Να σου βάλω!» Μου Μου έδωσε το ποτήρι, ποτήρι, και τη στιγμή που το έπαιρνα, είδα το όραμα. Η Αμάντα και ο Νας εξαφανίστηκαν. Ήμουν μόνη. Επάνω Επάνω στον πάγκο είδα ένα ωμό ω μό ψάρι, υγρό και γυαλιστερό, μέσα σε μια οβάλ πιατέλα. Άκουσα μια φωνή. Μιαν αντρική φωνή. φω νή. Ήταν η φωνή του Μπεν, σκέφτηκα, σκέφτηκα, αλλά πιο νεανική κατά κάποιον κάποιον τρόπο. «Λευκό «Λευκό κρασί ή κόκκινο;» ρώτησε, και γύρισα και τον είδα να μπαίνει μπαίνει στην κουζίνα. κουζίν α. Ήταν η ίδια ίδι α κουζίνα, αυτή στην οποία στεκόμουν με τον δόκτορα Νας και την Αμάντα, Αμάντα, αλλά οι τοίχοι ήταν βαμμένοι βαμμένοι με διαφορετικό χρώμα. χρώ μα. Ο Μπεν Μπεν κρατούσε από ένα μπουκάλι μπουκάλι κρασί σε κάθε κ άθε χέρι και ήταν ο ίδιος ίδι ος Μπεν, αλλά πιο πιο λεπτός, με λιγότερο γκρίζο γκρίζ ο στα μαλλιά και είχε είχ ε μουστάκι. Ήταν γυμνός, το πέος του ήταν μισοσηκωμένο και ανεβοκατέβαινε ανεβοκατέβαινε κωμικά καθώς περπατούσε. περπατούσε. Το δέρμα του του ήταν λείο, σφιχτό πάνω από τους μυώνες των μπράτσων μπράτσων και του στήθους σ τήθους του. Αισθάνθηκα ένα έντονο κύμα πόθου. Γέλασα.
«Λευκό «Λευκό μάλλον», απάντησε απάντησε ο ίδιος ί διος και γέλασε κι εκείνος, μετά άφησε τα μπουκάλια μπουκάλια στο τραπέζι τραπέζι και με πλησίασε. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω μου, και τότε εγώ έκλεισα έκλεισ α τα μάτια, μάτια, το στόμα μου άνοιξε σαν από μόνο του και αρχίσαμε αρχί σαμε να φιλιόμαστε φιλιό μαστε.. Αισθάνθηκα το πέος του να με πιέζει πιέζει ανάμεσα στα πόδια, και το χέρι μου απλώθηκε για να το πιάσει. Και καθώς τον φιλούσα, σκεφτόμουν, πρέπει να το θυμάμαι αυτό, πρέπει να θυμάμαι την αίσθηση. Πρέπει να το βάλω στο βιβλίο βιβλί ο μου. Αυτό θέλω να γράψω. Πίεσα το σώμα σ ώμα μου στο δικό του, και τα χέρια του άρχισαν να τραβούν τραβούν τα ρούχα μου, να ψάχνουν για το φερμουάρ. «Σταμάτα!» είπα. «Μη…» Αλλά την ίδια στιγμή που του έλεγα όχι, που του ζητούσα να σταματήσει, σταματήσει, ένιωθα να τον θέλω περισσότερο περισσ ότερο απ’ όσο είχα θελήσει άλλον άντρα στη ζωή μου. «Επάνω», είπα, «γρήγορα!» και μετά βγήκαμε από την κουζίνα σκίζον σ κίζοντας τας και πετώντας τα ρούχα μας καθώς προχωρούσαμε, προχω ρούσαμε, ανεβήκαμε ανεβήκαμε στην στην κρεβατοκάμαρα με την γκρίζα μοκέτα και την ταπετσαρία με τα μπλε σχέδια και όλη αυτή την ώρα σκεφτόμουν, ναι, αυτό πρέπει να γράψω στο επόμενο μυθιστόρημά μου, αυτή είναι η αίσθηση που θέλω να συλλάβω. Μια αίσθηση λες και κ αι παραπατούσα. παραπατούσα. Ήχος γυαλιού που σπάει, και το όραμά μου εξαϋλώθηκε. Ήταν Ήταν σαν να είχε τελειώσει το φιλμ, και οι εικόνες στην οθόνη έδωσαν τη θέση τους σ’ ένα φως που τρεμόπαιζε τρεμόπαιζε και σε σκιές από κόκκους σκόνης. Άνοιξα τα μάτια μου. Ήμουν ακόμα εκεί, σε κείνη την κουζίνα, κουζί να, αλλά τώρα στεκόταν μπροστά μου μου ο δόκτωρ δό κτωρ Νας και δίπλα δί πλα του η Αμάντα Αμάντα και με κοιτούσαν και οι δύο ανήσυχοι. Συνειδητοποίησα ότι μου είχε πέσει το ποτήρι. «Κριστίν…» είπε ο Νας. «Κριστίν, «Κριστίν, είσαι καλά;» Δεν απάντησα. απάντησα. Δεν Δεν ήξερα τι να νιώσω. Απ’ όσο γνώριζα, αυτή ήταν η πρώτη πρώτη φορά που που είχα θυμηθεί θυμηθεί τον σύζυγό μου. Έκλεισα τα μάτια μάτια και προσπάθησα προσπάθησα να ξαναζωντανέψ ξαναζω ντανέψω ω το όραμα. Προσπάθησα να δω το ψάρι, το κρασί, κρασί , τον άντρα μου με μουστάκι, γυμνό, το πέος του να ανεβοκατεβαίνει, ανεβοκατεβαίνει, αλλά δε μου ερχόταν τίποτα. Η ανάμνηση είχε χαθεί σαν να μην υπήρξε ποτέ ή σαν να την είχε κάνει στάχτη το παρόν. «Ναι», είπα. «Είμαι καλά…» «Τι έπαθες;» ρώτησε η Αμάντα. «Είσαι εντάξει;» «Θυμήθηκα κάτι…» απάντησα. Η Αμάντα έφερε τα χέρια στο στόμα και με κοίταξε χαρούμενη. «Αλήθεια;» είπε. «Υπέροχα! Τι; Τι θυμήθηκες;» θυμήθηκες;» «Σε παρακαλώ…» παρακαλώ…» αντιγύρισε αντιγύρισε ο δόκτωρ Νας. Πλησίασε Π λησίασε και με έπιασε από το μπράτσο. μπράτσο. Άκουσα γυαλιά να τρίζουν κάτω από από τα παπούτσια παπούτσια του. «Τον άντρα μου», είπα. «Εδώ. Θυμήθηκα τον άντρα μου…» Η Αμάντα φάνηκε να απογοητεύετ απογοητεύεται. αι. Αυτό είναι όλο; φαινόταν να λέει η έκφρασή της. «Γιατρέ…» μουρμούρισα. «Θυμήθηκα τον Μπεν…» Άρχισα να τρέμω. «Ωραία!» «Ωραία!» αποκρίθηκε ο δόκτωρ δόκ τωρ Νας. «Υπέροχα! Εξαιρετικά!» Με οδήγησαν και οι δύο στο καθιστικό. Βολεύτηκα Β ολεύτηκα στον στον καναπέ. Η Αμάντα Αμάντα μού έδωσε μια κούπα καυτό τσάι, ένα βούτημα σ’ ένα πιατάκι. Δεν καταλαβαίνει, σκέφτηκα. Δεν μπορεί να καταλάβει. Θυμήθηκα τον Μπεν. Και μένα όταν ήμουν νέα. Τους δυο μας, μαζί. ώρα ξέρω πως ήμαστε ερωτευμένοι. ερωτευμένοι. Δε χρειάζεται πια να στηρίζομαι μόνο στους δικούς δ ικούς
του ισχυρισμούς. Κι Κ ι αυτό είναι σημαντ σ ημαντικό. ικό. Τόσο Τό σο όσο δεν μπορεί να καταλάβει καταλάβει η Αμάντα. Αμάντα. Ένιωθα Ένιω θα έξαψη σε όλη τη διαδρομή έως το σπίτι. Πλημμ Π λημμυρισμένη υρισμένη από ένταση. ένταση. Κοιτούσα τον κόσμο έξω –τον παράξενο, παράξενο, μυστηριώδη, άγνωστο κόσμο– κό σμο– και δεν έβλεπα απειλή. απειλή. Διέκρινα δυνατότητες. δυνατότητες. Ο δόκτωρ Νας Νας μού είπε είπε ότι κάνουμε κάνουμε σημαντική σημαντική πρόοδο. Έδειχνε γεμάτος γεμάτος έξαψη κι εκείνος. εκείνο ς. Αυτό είναι καλό, έλεγε συνέχεια. Αυτό είναι καλό. Δεν ξέρω αν εννοούσε πως ήταν καλό για μένα ή γι’ αυτόν, για την καριέρα του. Είπε ότι θα ήθελε να κάνω μια μαγνητική τομογραφία, τομογραφία, και συμφώνησα σχεδόν χωρίς χω ρίς να το σκεφτώ. Μου έδωσε επίσης ένα κινητό κι νητό τηλέφωνο, μου είπε ότι ήταν το παλιό τηλέφωνο της κοπέλας του. Ήταν διαφορετικό από κείνο που μου είχε δώσει ο Μπεν. Μπεν. Πιο μικρό, μικρό , αναδιπλούμενο, αναδιπλούμενο, και άνοιγε αποκαλύπτοντας αποκαλύπτοντας το πληκτρολόγιο και την οθόνη μέσα. Εφεδρικό, είπε ο Νας. Μπορείς να με πάρεις πάρεις ό,τι ώρα θέλεις. Όποτε συμβαίνει κάτι σημαντικό. Και να το έχεις μαζί σου. Θα σου τηλεφωνώ για να σου θυμίζω το ημερολόγιο. ημερολόγιο. Αυτό έγινε πριν από ώρες. Τώρα Τώ ρα συνειδητοποιώ ότι μου το έδωσε για γι α να μπορεί μπορεί να με καλεί χωρίς να το ξέρει ο Μπεν. Μπεν. Το είπε και μόνος του. Τις προάλλες τηλεφώνησα και απάντησε ο Μπεν. Μπεν. Μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα. Αυτό Αυτό το τηλέφωνο θα διευκολύνει τα πράγματα. πράγματα. Το πήρα χωρίς χωρί ς δισταγμό. Θυμήθηκα τον Μπεν. Θυμήθηκα ότι τον αγαπούσα. Δε θα αργήσει να επιστρέψει στο σπίτι. Ίσως Ίσω ς αργότερα, όταν πέσουμε πέσουμε για ύπνο, επανορθώσω επανορθώσω για χτες βράδυ που τον παραμέλησα. Νιώθω ζωντανή. Γεμάτη δυνατότητες.
Τρίτη 13 Νοέμβρη Είναι απόγευμα. απόγευμα. Όπου να ’ναι ο Μπεν Μπεν θα επιστρέψει στο σπίτι από μία ακόμα μέρα στη δουλειά. Κάθομαι με αυτό το ημερολόγιο μπροστά μου. Ένας άντρας –ο δόκτωρ δ όκτωρ Νας– μου τηλεφώνησε το μεσημέρι μεσημέρι και μου είπε πού θα το βρω. Ήμουν στο καθιστικό καθισ τικό όταν πήρε, και στην αρχή δεν πίστεψα ότι με ήξερε. Κοίτα στο κουτί των παπουτσιών στην ντουλάπα, ντουλάπα, μου είπε τελικά. Θα βρεις ένα ημερολόγιο. Δεν τον πίστεψ πίσ τεψα, α, αλλά περίμενε στη γραμμή ώσπου να κοιτάξω, και είχε εί χε δίκιο. δίκιο . Το ημερολόγιό μου είναι εδώ, τυλιγμένο με λεπτό λεπτό χαρτί. Το έβγαλα σαν να ήταν εύθραυστο, και αφού αποχαιρέτησα τον δόκτορα Νας, γονάτισα δίπλα δί πλα στην ντουλάπα και το διάβασα. Από την αρχή έως το τέλος. Με είχε πιάσει νευρικότητα, αν αν και δεν ήξερα ήξ ερα γιατί. Αισθανόμουν λες και το ημερολόγιο ήταν απαγορευμ απαγορευμένο, ένο, επικίνδυνο. Ίσως Ίσ ως επειδή το είχα κρύψει τόσο προσεκτικά. Σήκωνα επανειλημμένα επανειλημμένα το βλέμμα βλέμμα από τις σελίδες σελίδ ες του για να δω την ώρα, ενώ έφτασα στο σημείο να το κλείνω γρήγορα και να το βάζω πάλι στη θέση του όταν όταν άκουγα ήχο αυτοκινήτου έξω από το σπίτι. Τώρα Τώ ρα όμως είμαι ήρεμη. Τα γράφω αυτά καθισμένη στο πλατύ πρεβάζι πρεβάζι του παράθυρου παράθυρου της κρεβατοκάμαρας. κρεβατοκάμαρας. Αυτή Αυτή η θέση μού είναι οικεία για κάποιο λόγο, σαν να κάθομαι συχνά εδώ. Βλέπω Β λέπω κάτω στο δρόμο, δ ρόμο, προς τη μια κατεύθυνση κατεύθυνση μια συστάδα από ψηλά δέντρα πίσω από τα οποία αχνοφαίνεται ένα πάρκο, ενώ προς την άλλη μια σειρά σπίτια κι έναν άλλο δρόμο με περισσότερη κίνηση. Συνειδητοποιώ Συνειδητοποιώ πως πω ς αν και μπορώ να κρατήσω το ημερολόγιο κρυφό από τον Μπεν, τίποτα το τρομερό δεν πρόκειται να συμβεί αν το βρει. Είναι άντρας μου. Μπορώ Μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη. εμπιστοσύνη. Διάβασα πάλι για την την έξαψη που ένιω ένιωθα θα χτες χτες γυρίζοντας στο σπίτι. Αυτή Αυτή η αίσθηση έχει εξαφανιστεί. Τώρα αισθάνομαι αι σθάνομαι ικανοποίηση. Γαλήνη. Περνούν αυτοκίνητα. Μερικές Μερικές φορές διασχίζει διασχί ζει το δρόμο και κάποιος πεζός, ένας άντρας που σφυρίζει ή μια νεαρή μητέρα μητέρα που που πηγαίνει το παιδί της στο πάρκο και αργότερα φεύγει φεύγει από κει. Μακριά διακρίνω ένα αεροπλάνο που που πλησιάζει για να προσγειωθεί προσγειω θεί και φαίνεται σχεδόν ακίνητο. Τα σπίτια απέναντι είναι άδεια, ο δρόμος δ ρόμος ήσυχος, εκτός από τον άντρα που σφυρίζει και το γάβγισμα ενός σκύλου. Η πρωινή φασαρία, η συμφωνία συμφωνί α από πόρτες πόρτες που κλείνουν, από τραγουδιστούς αποχαιρετισμούς και μηχανές που μαρσάρουν, μαρσάρουν, έχει πάψει. Νιώθω μόνη στον κόσμο. Αρχίζει να βρέχει. Μεγάλες Μεγάλες σταγόνες σταγόνες πιτσιλίζουν πιτσιλίζ ουν το παράθυρο παράθυρο μπροστά μπροστά στο πρόσωπό πρόσωπό μου, μένουν μένουν εκεί για γι α μια στιγμή και ύστερα ενώνονται με άλλες και αρχίζουν αρχίζ ουν την αργή τους κατάβαση κατάβαση από το τζάμι. Βάζω την παλάμη παλάμη μου επάνω στο κρύο γυαλί. Είναι τόσο πολλά αυτά αυτά που με χωρίζουν από τον υπόλοιπο κόσμο. Διάβασα στο ημερολόγιο ημερολόγιο για γι α την την επίσκεψη επίσκεψη στο σπίτι όπου έμενα με τον σύζυγό μου. μου. Γράφηκαν όντως αυτές οι γραμμές μόλις χτες; Δε νιώθω να μου ανήκουν. Διάβασα Διάβασα επίσης για τη μέρα που θυμήθηκα. θυμήθηκα. Ότι φιλιόμουν φι λιόμουν με τον άντρα μου –στο σπίτι που αγοράσαμε μαζί πριν από τόσο καιρό–, καιρό –, κι όταν κλείνω τα μάτια μάτια μου, το βλέπω βλέπω πάλι. Αμυδρά στην αρχή, θολά, αλλά μετά η εικόνα τρεμοπαίζει και καθαρίζει, αποκτά μια τρομερή διαύγεια και ένταση. Ο άντρας μου, να μου σκίζει με παραφορά τα ρούχα. Ο Μπεν, να με κρατάει, τα φιλιά του να γίνονται πιο επιτακτικά, πιο βαθιά. Θυμάμαι Θυμάμαι πως ούτε φάγαμε φάγαμε το ψάρι ούτε
ήπιαμε το κρασί. Όταν κάναμε έρωτα, έρωτα, απλώς μείναμε στο κρεβάτι όσο πιο πολύ μπορούσαμε, με τα πόδια μας πλεγμένα, το κεφάλι μου στο στήθος του, το χέρι του να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, μου, το σπέρμα του να στεγνώνει στην κοιλιά μου. Ήμαστε Ήμαστε βουβοί. βουβοί. Η ευτυχία ευτυχία μάς τύλιγε σαν σ αν σύννεφο. «Σ’ αγαπάω…» αγαπάω…» είπε. είπε. Το ψιθύρισε ψι θύρισε σαν να μην είχαν ξαναβγεί ποτέ αυτές οι λέξεις λέξει ς από το στόμα του, και παρόλο που πρέπει πρέπει να μου το είχε πει πολλές φορές, ακούγονταν καινούργιες. Απαγορευμένες Απαγορευμένες και επικίνδυνες. επικίν δυνες. Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα, τα γένια στο σαγόνι του, τη σάρκα σάρκα των χειλιών χειλιώ ν του και το περίγραμμα περίγραμμα της μύτης του από πάνω. «Κι εγώ σ’ σ ’ αγαπάω…» αποκρίθηκα αποκρίθηκα μιλώντας μιλώ ντας χαμηλόφωνα, με με το πρόσωπό μου χωμένο στο στήθος στήθος του, λες λες και οι λέξεις ήταν εύθραυστες. Με έσφιξε πάνω του τότε και με φίλησε απαλά. απαλά. Στην κορυφή του κεφαλιού μου, στο σ το μέτωπο. Έκλεισα τα μάτια και με φίλησε στα βλέφαρα, βλέφαρα, μόλις που τα άγγιξε με τα χείλη του. Αισθανόμουν ασφαλής, θαρρείς και ήμουν ήμουν στο σπίτι μου. μου. Ένιωθα λες και εδώ, κολλημένη επάνω του, ήταν το μόνο μέρος στο οποίο ανήκα. Το μόνο μέρος όπου ό που ήθελα ποτέ ποτέ να είμαι. Μείναμε έτσι έτσι αμίλητοι για λίγο, λί γο, αγκαλιασμένοι, με το δέρμα μας ένα, την αναπνοή μας συγχρονισμένη. συγχρονισ μένη. Ένιωθα λες και η σιωπή σιω πή θα μπορούσε μπορούσε να κάνει τη στιγμή να κρατήσει κρατήσει αιώνια, αιώνι α, αλλά ακόμα και η αιωνιότητα αιω νιότητα δε θα ήταν αρκετή. αρκετή. Ο Μπεν Μπεν έσπασε τη μαγεία της στιγμής. «Πρέπει «Πρέπει να φύγω», είπε, κι εγώ άνοιξα τα μάτια μου και του έπιασα το χέρι. Ήταν ζεστό. Απαλό. Το έφερα στο στόμα μου και το φίλησα. φί λησα. Γεύση από γυαλί και χώμα. «Κιόλας;» ρώτησα. Με φίλησε πάλι. «Ναι. Πέρασε η ώρα. Θα χάσω το τρένο». τρένο». Αισθάνθηκα το το σώμα μου να σφίγγεται. Ο αποχωρισμός μού φαινόταν αδιανόητος. αδιανόητος. Αφόρητος. «Θα «Θα μείνεις μείνεις λίγο λίγ ο ακόμα;» ακόμα;» είπα. είπα. «Να «Να πάρεις πάρεις το επόμενο;» επόμενο;» Γέλασε. «Δεν μπορώ, Κρις…» απάντησε. «Το ξέρεις αυτό». Τον φίλησα πάλι. «Το ξέρω», ξ έρω», είπα. «Το «Το ξέρω…» ξέρω …» Έκανα ντους αφού έφυγε. Σαπουνίστηκα Σαπουνίστηκα αργά, χωρίς να βιάζομαι, βι άζομαι, νιώθοντας νιώ θοντας το νερό επάνω στο δέρμα μου σαν να ήταν μια νέα αίσθηση. Στην κρεβατοκάμαρα έβαλα άρωμα και φόρεσα το νυχτικό μου και μια ρόμπα και μετά κατέβηκα κατέβηκα στην τραπεζαρία. τραπεζαρία. Ήταν σκοτεινά. Άναψα το φως. φως . Επάνω στο τραπέζι τραπέζι μου ήταν μια γραφομηχανή με ένα λευκό χαρτί περασμένο περασμένο στον κύλινδρο κύλι νδρο και δίπλα δ ίπλα της μια μικρή στοίβα σελίδες γυρισμένες ανάποδα. Κάθισα μπροστά της. Άρχισα να γράφω. Κεφάλαιο Κ εφάλαιο Δεύτερο. Δεύτερο. Σταμάτησα. Σταμάτησα. Δε μου μου ερχόταν τι να γράψω, πώς να αρχίσω. αρχίσω . Αναστέναξα και ακούμπησα τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο πληκτρολόγιο.. Έδινε Έδι νε μια αίσθηση φυσική, τα πλήκτρα ήταν ήταν δροσερά και λεία, το σχήμα τους ανατομικό, φιλικό προς τα δάχτυλά μου. Έκλεισα τα μάτια κι έγραψα πάλι. Τα δάχτυλά μου χόρεψαν επάνω στα πλήκτρα αυτόματα, αυτόματα, σχεδόν χωρίς χω ρίς σκέψη. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είχα γράψει μία πρόταση. Η Λίζι Λίζ ι δεν ήξερε τι είχε κάνει ούτε πώς θα μπορούσε μπορούσε να το πάρει πάρει πίσω. πίσω . Κοίταξα την πρόταση. Ήταν βαριά. Αποτυπωμένη Αποτυπωμένη στη σελίδα. σελί δα. Βλακείες, σκέφτηκα. Θύμωσα. Ήξερα ότι μπορώ να γράψω καλύτερα. Το είχα κάνει στο παρελθόν, παρελθόν, το προ-προηγούμενο προ-προηγούμενο καλοκαίρι, καλοκαίρι , όταν οι λέξεις πετούσαν πετούσαν από μέσα μου
σκορπίζοντας την αφήγησή μου στη σελίδα σαν κομφετί. Τώρα όμως; όμως ; Τώρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Η γλώσσα γλώ σσα είχε γίνει βαριά, άκαμπτη. άκαμπτη. Σκληρή. Σκληρή. Πήρα ένα μολύβι και διέγραψα την πρόταση. πρόταση. Ένιωσα Ένι ωσα κάπως καλύτερα βλέποντας βλέποντας τις διαγραμμένες λέξεις, αλλά τώρα δεν δ εν είχα τίποτα πάλι. Δεν ήξερα από πού να αρχίσω. αρχίσω . Σηκώθηκα και άναψα ένα τσιγάρο από το πακέτο που είχε αφήσει ο Μπεν Μπεν στο τραπέζι. Ρούφηξα τον καπνό, βαθιά μέσα στα πνευμόνια μου, τον κράτησα, ύστερα τον άφησα να βγει. Για μια στιγμή ευχήθηκα να ήταν ήταν χόρτο, αναρωτήθηκα πού θα μπορούσα μπορούσα να βρω λίγο λί γο για την επόμενη φορά. Έβαλα ένα ποτό –βότκα σε ποτήρι ποτήρι του ουίσκι– ουί σκι– και ήπια μια γουλιά. γο υλιά. Έπρεπε να αρκεστώ στο αλκοόλ. Συγγραφικό μπλοκάρισμα, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Πώς μετατράπ μετατράπηκα ηκα σ’ ένα τέτοιο γαμημένο γαμημένο κλισέ; κλι σέ; Την προηγούμενη φορά. Πώς το έκανα την προηγούμενη προηγούμενη φορά; Πήγα στη βιβλιοθήκη βιβλιο θήκη στον τοίχο της τραπεζαρίας τραπεζαρίας και με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη μου κατέβασα κατέβασα ένα βιβλίο από το πάνω ράφι. Σίγουρα Σί γουρα πρέπει πρέπει να υπάρχει κάτι εδώ για γι α να με βοηθήσει. βοηθήσει. Άφησα τη τη βότκα βότκα και γύρισα το βιβλίο στα χέρια μου. μου. Άγγιξα με τα δάχτυλα δάχτυλα το εξώφυλλο λες και το βιβλίο βι βλίο ήταν κάτι ευαίσθητο και φίνο, χάιδεψα χάι δεψα απαλά απαλά τον τίτλο. Για τα πουλιά της της αυγής, έλεγε. Κριστίν Λούκας. Άνοιξα το εξώφυλλο και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Η εικόνα έσβησε. Τα μάτια μου άνοιξαν. άνοιξαν. Το δωμάτιο δ ωμάτιο φαινόταν μουντό και γκρίζο τώρα, κι εγώ ανάσαινα λαχανιασμένα. Αισθάνθηκα μιαν αμυδρή αμυδρή κατάπληξη κατάπληξη για γι α το γεγονός ότι κάπνιζα κάποτε, αλλά αυτή αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο. Ήταν αλήθεια; Είχε γράψει μυθιστόρημα; μυθιστόρημα; Το οποίο ο ποίο εκδόθηκε; Σηκώθηκα. Το ημερολόγιο γλίστρησε γλίσ τρησε από τα πόδια πόδια μου. Αν ήταν ήταν έτσι τα πράγματα, πράγματα, αυτό σήμαινε ότι ήμουν ήμουν κάποια, κάποια, ότι είχα ζωή, στόχους, φιλοδοξίες φιλοδοξ ίες και επιτυχίες. Κατέβηκα Κατέβηκα τρέχοντας τρέχοντας τη σκάλα. Ήταν αλήθεια; Ο Μπεν δε μου είχε αναφέρει τίποτα το πρωί. Δε μου είχε πει ότι ήμουν συγγραφέας. Μόλις ξύπνησα, διάβασα δι άβασα για τη βόλτα μας στο λόφο Πάρλιαμεντ. Π άρλιαμεντ. Εκεί Εκεί μου είχε πει ότι δούλευα ως γραμματέας όταν έπαθα το ατύχημα. Κοίταξα τα ράφια στο καθιστικό. Λεξικά. Λεξ ικά. Ένας άτλαντας. άτλαντας. Ένας οδηγός ο δηγός για γι α μαστορέματα. μαστορέματα. Μερικά μυθιστορήματα, μυθιστορήματα, σκληρόδετα, κι αν έκρινα από την κατάστασή τους, αδιάβαστα. ίποτα δικό μου όμως. Τίποτα Τί ποτα που που να δείχνει ότι είχα είχ α εκδώσει ένα μυθιστόρημα. Έκανα μεταβολή. μεταβολή. Ένιωθα Ένιω θα μισότρελη. Πρέπει να είναι εδώ, σκέφτη σκ έφτηκα. κα. Πρέπει. Ύστερα, όμως, μου ήρθε μια άλλη σκέψη. Μπορεί αυτά που είδα να μην ήταν ανάμνηση, αλλά μια επινόηση. Ίσως, Ίσω ς, επειδή δεν είχα κάποιο αυθεντικό αυθεντικό ιστορικό, ι στορικό, ο νους μου επινόησε ένα δικό του. Μπορεί Μπορεί το υποσυνείδητό μου να αποφάσισε ότι ήμουν συγγραφέας επειδή αυτό ήθελα να γίνω πάντα. πάντα. Έτρεξα πάλι επάνω. Τα ράφια του γραφείου ήταν γεμάτα γεμάτα με αρχειοθήκες αρχειοθήκες και εγχειρίδια εγχειρίδι α υπολογιστών, και δεν είχα δει κανένα κ ανένα βιβλίο στις δύο κρεβατοκάμαρες κρεβατοκάμαρες όταν εξερευνούσα το σπίτι εκείνο το πρωί. Στάθηκα έτσι έτσι για γι α λίγο και ύστερα είδα μπροστά μπροστά μου τον υπολογιστή, σιωπηλό και σκοτεινό. σ κοτεινό. Ήξερα τι να κάνω, αν και δε γνώριζα γνώρι ζα πώς το ήξερα. ον άνοιξα, άνοιξ α, και το τροφοδοτικό πήρε μπρος βουίζοντας κάτω από το γραφείο. Έπειτα από μια στιγμή η οθόνη φω φωτίστηκε. τίστηκε. Μια θριαμβευτική θριαμβευτική μουσική από το ηχείο πλάι στην οθόνη και μετά εμφανίστηκε εμφανίστηκε μια εικόνα. εικόν α. Μια φωτογραφία με τον Μπεν και μένα, και οι δυο μας χαμογελαστοί. Ανάμεσα Ανάμεσα στα στα πρόσωπά πρόσωπά μας, στο στο κέντρο της της οθόνης, ήταν ήταν ένα παράθυρο παράθυρο διαλόγου. Όνομα χρήστη, έλεγε, και από κάτω κάτω υπήρχε άλλο ένα πλαίσιο. Κωδικός Κω δικός..
Στο όραμά μου έγραφα με τυφλό σύστημα, τα δάχτυλά μου χόρευαν επάνω στο πληκτρολόγιο σαν να κινούνταν κι νούνταν από από ένστικτο. Έβαλα τον κέρσορα στο πεδίο που έγραφε Όνομα χρήστη και τοποθέτησα τα χέρια πάνω από τα πλήκτρα. Ήταν αλήθεια; Είχα μάθει να δακτυλογραφώ; Άφησα τα δάχτυλά μου να τα ακουμπήσουν. Άρχισαν να κινούνται κιν ούνται αβίαστα, αναζητώντας αναζητώντας τα πλήκτρα που έπρεπε. έπρεπε. Έκλεισα Έκλει σα τα μάτια και χωρίς χωρί ς να σκεφτώ άρχισα να γράφω, ακούγοντας μόνο τον ήχο της αναπνοής μου και το πλαστικό κροτάλισμα των πλήκτρων. Όταν τελείωσα, κοίταξα κοί ταξα το κείμενο που είχα γράψει. Περίμενα Περί μενα να δω κάτι κ άτι ακαταλαβίστικο, ακαταλαβίστικο, αλλά αυτό που διαπίστωσα με σόκαρε. Η γρήγορη καφέ αλεπού πηδάει πάνω από τον τεμπέλη σκύλο.* Κοίταξα την οθόνη. Ήταν αλήθεια. Ήξερα τυφλό σύστημα. Μπορεί Μπορεί το όραμα που είδα να μην ήταν φαντασία, αλλά ανάμνηση. Ίσως είχα γράψει μυθιστόρημα. μυθιστόρημα. Έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα. κρεβατοκάμαρα. Δεν μπορούσα να βγάλω νόημα. Για μια στιγμή σ τιγμή είχα μια σχεδόν ακατανίκητη αίσθηση ότι θα τρελαθώ. Το μυθιστόρημα μυθιστόρημα ήταν θαρρείς και υπήρχε και δεν υπήρχε ταυτόχρονα, σαν να ήταν υπαρκτό αλλά και ολότελα φανταστικό. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα σχετικά με αυτό, την πλοκή ή τους χαρακτήρες του, ούτε καν το λόγο για γι α τον οποίο του είχα δώσει δώ σει αυτό τον τίτλο. Από την άλλη, όμως, όμως, το ένιωθα ένι ωθα πραγματικό, πραγματικό, λες και χτυπούσε μέσα μου σαν καρδιά. Και γιατί γι ατί δε μου το είχε πει ο Μπεν; Γιατί δεν υπήρχε πουθενά ένα αντίτυπο; αντίτυπο; Το φαντάστηκα φαντάστηκα κρυμμένο κρυμμένο στο σ το σπίτι, τυλιγμένο με χαρτί, βαλμένο σ’ ένα κουτί στη σοφίτα ή στο υπόγειο. Γιατί; Τότε μου ήρθε στο μυαλό μια εξήγηση. Ο Μπεν μού είχε πει ότι δούλευα ως γραμματέας. Ίσως Ίσω ς γι’ αυτό ήξερα γραφομηχανή, γραφομηχανή, ίσως αυτός ήταν ήταν ο μοναδικός λόγος. Άρπαξα ένα από από τα τηλέφωνα που που υπήρχαν υπήρχαν στην στην τσάντα τσάντα μου, μου, δε με με ένοιαζε ποιο ποιο ήταν, δε με ένοιαζε σε ποιον θα τηλεφωνούσα. Στον άντρα μου μου ή στον γιατρό μου; Και οι ο ι δύο μού ήταν τελείως τελείως άγνωστοι. Το Τ ο άνοιξα, άνοιξ α, έψαξα στο μενού, μενού, ώσπου βρήκα ένα όνομα που αναγνώρισα και πάτησα πάτησα το κουμπί κλήσης. «Γιατρέ;» «Γιατρέ;» είπα όταν μου απάντησε. απάντησε. «Είμαι η Κριστίν». Κ ριστίν». Κάτι άρχισε να μου λέει, αλλά τον διέκοψα. «Άκου… Είχα γράψει ποτέ τίποτα;» «Ορίστε;» είπε ο Νας. Ακούστηκε μπερδεμένος, μπερδεμένος, και για γι α μια στιγμή είχα την αίσθηση αίσ θηση ότι έκανα κάτι τρομερά κακό. Αναρωτήθηκα αν ήξερε καν ποια είμαι, αλλά μετά πρόσθεσε: «Κριστίν;» Επανέλαβα την ερώτησή μου. «Μόλις ξύπνησε μέσα μου μια μνήμη. Έγραφα κάτι πριν από χρόνια, όταν πρωτογνώρισα πρωτογνώρι σα τον Μπεν, νομίζω. Ένα Έ να μυθιστόρημα. μυθιστόρημα. Έγραψα ποτέ μυθιστόρημα;» Φάνηκε να μην καταλαβαίνει. «Μυθιστόρημα;» «Ναι», του απάντησα. «Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρή, ήθελα να γίνω συγγραφέας. Και αναρωτιέμαι αν έγραψα ποτέ τίποτα. Ο Μπεν μού είπε πως δούλευα ως γραμματέας, αλλά σκεφτόμουν ότι…» «Δε σ’ το είπε;» ρώτησε ο Νας. «Έγραφες το δεύτερο μυθιστόρημά σου όταν έχασες τη μνήμη σου. Το πρώτο σου είχε εκδοθεί. Και είχε επιτυχία. Δεν έγινε μπεστ μπεστ σέλερ, αλλά είχε επιτυχία». Οι λέξεις λέξει ς στροβιλίζονταν, σ τροβιλίζονταν, μπερδεύονταν μπερδεύονταν μεταξύ τους. Μυθιστόρημα. Μυθιστόρημα. Επιτυχία. Έκδοση. Έκδοσ η.
Ήταν αλήθεια, η ανάμνηση που είχα ήταν πραγματική. Δεν ήξερα τι να πω. Τι να σκεφτώ. Τον αποχαιρέτησα και ήρθα επάνω για γι α να το καταγράψω. *** ο ρολόι στο κομοδίνο δείχνει δέκα δ έκα και μισή. Ο Μπεν θα έρθει έρθει σύντομα να πέσει πέσει για γι α ύπνο, αλλά παρ’ όλα αυτά είμαι είμαι ακόμα καθισμένη στο κρεβάτι και γράφω. Του μίλησα μετά το το βραδινό φαγητό. Είχα περάσει όλο το απόγευμα απόγευμα ταραγμένη, ταραγμένη, περπατούσα περπατούσα από δωμάτιο σε σε δωμάτιο κοιτάζοντας κοι τάζοντας τα πάντα πάντα σαν να τα έβλεπα για πρώτη φορά. Αναρωτιόμουν γιατί εξαφάνισε κάθε ίχνος αυτής αυτής της μικρής επιτυχίας μου. Δεν είχε νόημα. Ντρεπότα Ντρεπόταν; ν; Είχα γράψει γι’ αυτόν, για τη ζωή μας μαζί; μαζί; Ή ο λόγος λόγο ς ήταν κάτι κάτι χειρότερο; Κάτι πιο σκοτεινό σκ οτεινό που δεν μπορούσα να φανταστώ ακόμα; Όσο περίμενα να γυρίσει γυρίσει στο σ το σπίτι ο Μπεν, είχα αποφασίσει να τον ρωτήσω στα σ τα ίσια, τώρα όμως… Τώρα Τ ώρα μου φαινόταν αδύνατο. Θα ήταν σαν να τον κατηγορούσα ότι μου είπε ψέματα. Μίλησα όσο πιο ήρεμα και αδιάφορα μπορούσα. «Μπεν;» «Μπεν;» είπα. «Τι δουλειά έκανα;» Σήκωσε το κεφάλι από την εφημερίδα. εφημερίδα. «Είχα δουλειά;» «Ναι», απάντησε εκείνος. «Δούλευες γραμματέας για ένα διάστημα. Λίγο μετά το γάμο μας». Προσπάθησα να μην υψώσω υψώσω τον τόνο της φωνής μου. «Αλήθεια; «Αλήθεια; Έχω την αίσθηση ότι παλιά ήθελα να γράψω». Δίπλωσε την εφημερίδα εφημερίδα κι έστρεψε όλη του την προσοχή προσοχή σε μένα. μένα. «Την «Την αίσθηση;» «Ναι. «Ναι. Θυμάμαι Θυμάμαι με σιγουριά σι γουριά ότι μ’ άρεσαν πολύ τα βιβλία όταν ήμουν μικρή. Κι έχω μια αόριστη ανάμνηση πως ήθελα να γίνω συγγραφέας». Ο Μπεν Μπεν άπλωσε το χέρι πάνω από το τραπέζι κι έπιασε το δικό μου. Τα μάτια του ήταν ήταν θλιμμένα. Απογοητευμ Απογοητευμένα. ένα. Τι κρίμα, κ ρίμα, φαίνονταν να λένε. Κακοτυχία. Τώρα Τώ ρα δε θα γίνεις γίνει ς ποτέ συγγραφέας. «Είσαι σίγουρος;» σί γουρος;» ρώτησα. «Σαν να θυμάμαι…» θυμάμαι…» Με διέκοψε. «Κριστίν», είπε. «Σε παρακαλώ. παρακαλώ. Είναι Εί ναι της φαντασίας σου…» Όλο το υπόλοιπο βράδυ ήμουν αμίλητη, άκουγα μόνο τις σκέψεις σ κέψεις που έτρεχαν στο μυαλό μου. Γιατί να το κάνει αυτό; Γιατί να μου πει ότι δεν είχα γράψει ποτέ; Γιατί; Τον κοιτούσα κο ιτούσα όπως κοιμόταν κοι μόταν στον καναπέ, καναπέ, ροχαλίζοντας σιγά. Γιατί δεν του είπα ότι ήξερα πως πως είχα εί χα γράψει ένα μυθιστόρημα; μυθιστόρημα; Τόσο λίγη εμπιστοσύνη τού είχα; Είχα θυμηθεί θυμηθεί τους δυο μας αγκαλιασμένους, να μουρμουρίζουμε μουρμουρίζουμε λόγια αγάπης καθώς σκοτείνιαζε ο ουρανός. Πώς Π ώς είχαμε φτάσει από κείνη την κατάσταση σ’ αυτή; Ύστερα, Ύστερα, όμως, άρχισα να φαντάζομαι τι θα συνέβαινε σ υνέβαινε αν έβρισκα ένα αντίτυπο του βιβλίου μου σε κάποιο ντουλάπι ή στο πίσω μέρος ενός ραφιού. Τι θα σήμαινε για μένα αυτό, πέρα πέρα από το να μου δείξει πόσο κατακόρυφη ήταν ήταν η πτώση μου. Κοίτα Κοί τα τι μπορούσες να κάνεις, και μετά μετά εκείνο το αυτοκίνητο στον παγωμένο δρόμο σού τα πήρε όλα, σε άφησε χειρότερα από άχρηστη. Δε θα ήταν ήταν ευχάριστη ευχάριστη στιγμή. στιγμή. Φαντάστηκα Φαντάστηκα τον εαυτό εαυτό μου μου να παθαίνει παθαίνει υστερία, να ουρλιάζει, να κλαίει. κλαίει . Το αποτέλεσμα αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό, καταστροφικό, σε σ ε πολύ μεγαλύτερο μεγαλύτερο βαθμό
από την αντίδρασή μου σήμερα το απόγευμα, όταν τουλάχιστον η συνειδητοποίηση ήταν βαθμιαία, ενεργοποιημένη από μιαν ανάμνηση. Καθόλου παράξενο λοιπόν που ο Μπεν Μπεν ήθελε να μου το κρύψει. Τον φαντάζομαι φαντάζομαι τώρα να εξαφανίζει όλα τα αντίτυπα, να τα καίει στο σ το μεταλλικό μεταλλικό μπάρμπε μπάρμπεκιου κιου στην πίσω βεράντα βεράντα και να αποφασίζει τι πρέπει να μου πει για το παρελθόν παρελθόν μου προκειμένου να το κάνει πιο πι ο υποφερτό. υποφερτό. Τι θα ήταν ήταν ανώδυνο να ν α πιστεύω για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Τώρα, όμως, όμως , αυτό το ψέμα έχει έχει τελειώσει. τελειώσ ει. Ξέρω την αλήθεια. Τη δική δι κή μου αλήθεια, που δε μου την είπε κανένας, αλλά τη θυμήθηκα μόνη μου. Και αυτή η αλήθεια είναι γραμμένη πια, όχι στη μνήμη μου, αλλά στο ημερολόγιό μου, μα μόνιμη παρ’ όλα αυτά. Ξέρω πως το ημερολόγιο που γράφω μπορεί να είναι είν αι επικίνδυνο, είναι εί ναι και απαραίτητο όμως. Δεν είναι μυθιστόρημα. μυθιστόρημα. Μπορεί Μπορεί να αποκαλύψει αποκαλύψει πράγματα πράγματα που ίσως ίσω ς είναι εί ναι προτιμότερο να παραμείνουν κρυφά. Μυστικά που δε θα έπρεπε να δουν το φως της μέρας. Το στιλό μου, όμως, κινείται πάνω στη σελίδα.
Τετάρτη 14 Νοέμβρη Σήμερα Σήμερα το πρωί ρώτησα τον Μπεν αν είχε αφήσει ποτέ μουστάκι. Ήμουν ακόμα μπερδεμένη, μπερδεμένη, δεν ήξερα τι τι είναι είν αι αλήθεια και τι όχι. όχι . Είχα ξυπνήσει νωρίς νω ρίς και, και , σε αντίθεση με τις προηγούμενες μέρες, μέρες, δεν είχα την εντύπωση πως ήμουν ακόμα παιδί παιδί.. Ένιωθα Ένι ωθα ενήλικη. Σεξουαλική. Το ερώτημ ερώ τημα α που μου ήρθε στο μυαλό δεν ήταν το Γιατί είμαι στο σ το κρεβάτι κρεβάτι με αυτό τον άντρα, άντρα, αλλά Ποιος είναι και Τι κάναμε. κάναμε. Στο μπάνιο μπάνιο κοίταξα κοί ταξα το είδωλό μου με φρίκη, αλλά αισθάνθηκα αμέσως αμέσως ότι οι φωτογραφίες γύρω από τον καθρέφτη καθρέφτη ήταν ήταν αληθινές. Είδα το όνομα του άντρα –Μπεν– –Μπεν– και μου ήταν ήταν οικείο οικεί ο για κάποιο λόγο. Η ηλικία ηλι κία μου, ο γάμος μου, όλα αυτά ήταν πράγματα πράγματα που οι φωτογραφίες φω τογραφίες και ο καθρέφτης μού τα θύμισαν, δε μου τα αποκάλυψαν για πρώτη φορά. Ήταν θαμμένα μέσα μου, αλλά όχι βαθιά. Ο δόκτωρ Νας μού τηλεφώνησε σχεδόν αμέσως μόλις έφυγε ο Μπεν Μπεν για τη δουλειά. Μου υπενθύμισε υπενθύμισε το ημερολόγιό μου και αφού μου είπε ότι θα περάσει αργότερα να με πάρει πάρει για τη μαγνητική μαγνητική τομογραφία, κάθισα και το διάβασα. Υπήρχαν μερικά πράγματα που μπορούσα σχεδόν να τα θυμηθώ και ολόκληρα ολό κληρα κομμάτια κομμάτια που θυμόμουν ότι τα είχα γράψει. Ήταν λες και κάποιο υπόλειμμα ανάμνησης ανάμνησης είχε επιζήσει από τη νύχτα. Ίσως γι’ αυτό ήθελα να βεβαιωθώ βεβαιωθώ πως όσα όσ α έγραφα στο ημερολόγιο ημερολόγιο ήταν αλήθεια. ηλεφώνησα στον Μπεν. Μπεν. «Μπεν, «Μπεν, είχες ποτέ σου μουστάκι;» ρώτησα όταν μου είπε ότι δεν είναι απασχολημένος. απασχολημένος. «Παράξενη ερώτηση…» απάντησε εκείνος. Άκουσα το κουδούνισμα ενός κουταλιού κουταλιού επάνω σε φλιτζάνι και τον τον φαντάστηκα φαντάστηκα να ρίχνει ζάχαρη στον καφέ του, με την εφημερίδα απλωμένη μπροστά του. Ένιωθα αμηχανία. Δεν ήξερα πόσα έπρεπε να πω. «Απλώς…» μουρμούρισα, «νομίζω ότι μου ήρθε μια ανάμνηση». Σιωπή. «Ανάμνηση;» «Ναι», απάντησα. «Έτσι νομίζω…» Σκέφτηκα αυτά που είχα γράψει τις προάλλες –για το μουστάκι του, το γυμνό του σώμα, τη στύση του– κι αυτά που θυμήθηκα χτες. Οι δυο μας στο κρεβάτι. κρεβάτι. Να φιλιόμαστε. Οι εικόνες φωτίστηκαν φωτίσ τηκαν για λίγο, πριν βουλιάξουν πάλι στα βάθη του μυαλού μου. Ξαφνικά με κυρίεψε φόβος. «Απλώς μου φαίνεται ότι σε θυμάμαι με μουστάκι…» Ο Μπεν Μπεν γέλασε, και τον άκουσα να αφήνει κάτω τον καφέ του. Αισθάνθηκα Αισ θάνθηκα το το στέρεο έδαφος που νόμιζα ότι πατάω να γλιστράει γλισ τράει κάτω από τα πόδια πόδια μου. Μπορεί όλα όσα είχα γράψει να ήταν ψέματα. Σε τελική ανάλυση είμαι συγγραφέας, σκέφτηκα. Ή ήμουν. Ξαφνικά συνειδητοποίησα την παγίδα αυτού του συλλογισμού. Παλιά Παλι ά έγραφα φανταστικές φανταστικές ιστορίες, ι στορίες, επομένως ο ισχυρισμός ι σχυρισμός μου ότι ήμουν συγγραφέας συγγραφέας μπορεί να ήταν μια από αυτές τις φανταστικές ιστορίες. ισ τορίες. Σ’ αυτή την περ περίπτωση ίπτωση λοιπόν λοι πόν δεν ήμουν συγγραφέας. Το κεφάλι μου γύριζε. Ένιωθα Ένιω θα πως ήταν αλήθεια αλήθεια όμως. όμως . Και επιπλέον ήξερα τυφλό σύστημα. σύστημα. Ή τουλάχιστον είχα γράψει ότι ήξερα… «Είχες ποτέ μουστάκι;…» ρώτησα ρώτησα απεγνωσμένα. «Είναι… Είναι σημαντικό να μάθω».
«Για να δούμε…» απάντησε απάντησε εκείνος. Τον Το ν φαντάστηκα να κλείνει τα μάτια, μάτια, να δαγκώνει το κάτω χείλος του σε μια παρωδία αυτοσυγκέντρωσης. «Υποθέτω «Υποθέτω ότι μπορεί και να είχα κάποτε…» είπε. «Για πολύ λίγο. Ήταν πριν από χρόνια. Δε θυμάμαι…» Ακολούθησε παύση, και μετά συμπλήρωσε: συμπλήρωσε: «Ναι. Εδώ που τα λέμε, λέμε, ναι. Νομίζω πως είχα. εί χα. Για περίπου μία εβδομάδα. Πριν από πολύ καιρό». «Ευχαριστώ…» «Ευχαριστώ…» αποκρίθηκα ανακουφισμένη. Το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ήταν λίγο πιο σταθε σ ταθερό. ρό. «Είσαι εντάξει;» με ρώτησε, και του απάντησα απάντησα ότι ήμουν. Ο δόκτωρ Νας ήρθε και με πήρε στις δώδεκα. δώ δεκα. Μου συνέστησε να φάω κάτι πρώτα, αλλά δεν πεινούσα. Από νευρικότητα μάλλον. «Θα συναντηθούμε με ένα συνάδελφό μου», μου είπε στο αμάξι. «Τον δόκτορα δό κτορα Πάξτον». Δε μίλησα. «Είναι «Είναι ειδικός ειδικό ς στον τομέα της της λειτουργικής απεικόνισης απεικόνι σης του εγκεφάλου ασθενών με προβλήματ προβλήματα α όπως τα δικά σου. σ ου. Συνεργαζόμαστε». «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίθηκα. Το αμάξι είχε είχ ε κολλήσει στην σ την κίνηση. «Σου τηλεφώνησα τηλεφώνησα χτες;» ρώτησα. Μου απάντησε απάντησε πως ναι. «Διάβασες το ημερολόγιο;» «Το μεγαλύτερο μεγαλύτερο μέρος του. Πήδησα Π ήδησα μερικά μέρη. Είναι ήδη πολύ μεγάλο». Αυτό φάνηκε να του κεντρίζει κεντρίζει το ενδιαφέρον. «Ποι «Ποια α μέρη μέρη πήδησες;» πήδησες;» Το σκέφτηκα για λίγο. λίγο . «Μερικά «Μερικά μέρη μού φαίνονται φαίνονται γνωστά. γνω στά. Μάλλον Μάλλον νιώθω νι ώθω πως πω ς απλώς μου υπενθυμίζουν πράγματα που τα γνωρίζω ήδη. Που τα θυμάμαι ήδη…» «Αυτό «Αυτό είναι καλό». Με κοίταξε. «Πολύ καλό!» Αισθάνθηκα ικανοποίηση. «Λοιπόν, «Λοιπόν, για ποιο λόγο σού τηλεφώνησα τηλεφώνησα χτες;» «Ήθελες να μάθεις αν είχες γράψει πράγματι μυθιστόρημα», μου απάντησε. «Και είχα; Έχω γράψει;» Γύρισε και με κοίταξε. Χαμογελούσε. «Ναι. Έχεις γράψει». Τα αυτοκίνητα προχώρησαν πάλι, και ξεκινήσαμε. ξ εκινήσαμε. Ένιωθα Ένιω θα ανακούφιση. Αυτά που έγραφα έγραφα στο ημερολόγιο ήταν αλήθεια. Χαλάρωσα και κάθισα να απολαύσω το ταξίδι. ταξί δι. Ο δόκτωρ Πάξτον Πάξ τον ήταν πιο πιο μεγάλος απ’ όσο περίμενα. Φορούσε σακάκι τουίντ και είχε λευκές τρίχες να ξεφυτ ξ εφυτρώνουν ρώνουν ατίθασα από τα αυτιά και τη μύτη του. Έδειχνε σαν να ν α ήταν σε ηλικία για γι α να βγει στη σύνταξη. σύνταξη. «Καλώς ήρθες στο Κέντρο Απεικόνισης Απεικόνισ ης Βίνσεντ Βίνσ εντ Χολ», μου είπε αφού αφού μας σύστησε ο δόκτωρ Νας και μετά, μετά, χωρίς χωρί ς να πάρει το βλέμμα του από το δικό μου, έκλεισε έκλεισ ε το μάτι και μου έσφιξε το χέρι. «Μην «Μην ανησυχείς…» πρόσθεσε. «Δεν «Δεν είναι τόσο μεγαλόπρεπο μεγαλόπρεπο όσο όσ ο ακούγεται. ακούγεται. Έλα, Έ λα, πέρνα μέσα μέσα να σε ξεναγήσω». ξ εναγήσω». Ξεκινήσαμε να μπούμε μπούμε στο κτίριο. «Το κέντρο συνδέεται και με το νοσοκομείο νοσο κομείο και με το πανεπιστήμιο», πανεπιστήμιο», είπε καθώς περνούσαμε περνούσαμε από την κύρια είσοδο. εί σοδο. «Πράγμα που μπορεί να είναι ταυτόχρονα ταυτόχρονα ευλογία ευλογί α και κατάρα». κατάρα». Δεν ήξερα τι τι εννοούσε και περίμενα περίμενα να μου εξηγήσει, εξηγήσει, αλλά δε μίλησε. Χαμογέλασα. Χαμογέλασα. «Αλήθεια;» «Αλήθεια;» ρώτησα. Προσπαθού Προσ παθούσε σε να με βοηθήσει και ήθελα να είμαι ευγενική. «Όλοι θέλουν να κάνουμε τα πάντα», απάντησε γελώντας. «Και κανένας δεν επιθυμεί να πληρώσει για γι α τίποτα». τίποτα».
Διασχίσαμε μιαν αίθουσα αίθουσα αναμονής. αναμονής. Ήταν γεμάτη γεμάτη άδειες καρέκλες, καρέκλες, αντίτυπα αντίτυπα των ίδιων ίδιω ν περιοδικών που μου είχε αφήσει ο Μπεν στο σπίτι –Radio Times και Hello! που συνοδεύονταν τώρα από το Country Life και το Marie Claire– Clai re– και πεταμένα πλαστικά πλαστικά κύπελλα. Ήταν Ήταν σαν να είχε γίνει γί νει εκεί πρόσφατα πάρτι πάρτι και όλοι να ν α έφυγαν βιαστικά. Ο δόκτωρ Πάξτον Π άξτον σταμάτησε σταμάτησε σε μιαν άλλη πόρτα. «Θέλεις «Θέλεις να δεις το θάλαμο ελέγχου;» «Ναι», απάντησα. «Ευχαριστώ». «Η λειτουργική μαγνητική μαγνητική τομογραφία είναι εί ναι μια αρκετά πρόσφατη πρόσφατη τεχνική», είπε όταν μπήκαμε. «Την έχεις ακουστά;» Ήμαστε μέσα μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο που το φώτιζε φώ τιζε μόνο η χλωμή χλω μή λάμψη λάμψη από μια σειρά μόνιτορ. Τον ένα τοίχο τον στόλιζε ένα παράθυρο απ’ απ’ όπου φαινόταν κάποιο άλλο δωμάτιο, στο οποίο ο ποίο δέσποζε ένα μεγάλο κυλινδρικό κυλι νδρικό μηχάνημα, μηχάνημα, με ένα κρεβάτι κρεβάτι να προεξέχει από ένα σημείο του σαν γλώσσα. γλώ σσα. Άρχισα Άρχισ α να φοβάμαι. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν αυτήν τη μηχανή. Χωρίς μνήμη μνήμη πώς θα μπορούσα μπορούσα να ξέρω; «Όχι», απάντησα. Ο δόκτωρ Πάξτον χαμογέλασε. «Με συγχωρείς. Η μαγνητική τομογραφία είναι μια συνηθισμένη εξέταση. εξέταση. Είναι σαν να βγάζεις ακτινογραφία ακτινογραφί α σώματος. Εδώ χρησιμοποιούμε μια παρόμοια τεχνική, αλλά ουσιαστικά βλέπουμε βλέπουμε τον εγκέφαλο ενώ λειτουργεί». λει τουργεί». Ο δόκτωρ Νας μίλησε για πρώτη πρώ τη φορά, και η φωνή του βγήκε σιγανή, σχεδόν με συστολή. Αναρωτήθηκα αν αν ένιωθε ένιω θε δέος για τον δόκτορα δ όκτορα Πάξτον ή αν ήθελε απεγνωσμένα απεγνωσμένα να τον εντυπωσιάσει εντυπωσιάσει.. «Αν κάποιος έχει όγκο ό γκο στον εγκέφαλο, χρησιμοποιούμε τη μαγνητική μαγνητική τομογραφία για να βρούμε πού είναι, ποιο μέρος του εγκεφάλου επηρεάζει. Σ’ αυτή την περίπτωση εξετάζουμε τη δομή. Από την άλλη μεριά η λειτουργική λει τουργική μαγνητική τομογραφία μάς επιτρέπει επιτρέπει να δούμε ποιο μέρος του εγκεφάλου χρησιμοποιείς χρησιμοποιεί ς όταν κάνεις ορισμένα πράγματα. πράγματα. Θέλουμε να καταλάβουμε πώς επεξεργάζεται ο εγκέφαλός σου τη μνήμη». «Ποια μέρη φωτίζονται, θα λέγαμε», συμπλήρωσε συμπλήρωσε ο Πάξτον. «Πού πηγαίνει ο… χυμός». «Θα βοηθήσει αυτό;» ρώτησα. «Ελπίζουμε ότι θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε πού βρίσκεται η βλάβη», απάντησε ο δόκτωρ Νας. «Ποιο είναι το πρόβλημα. πρόβλημα. Τι δε λειτουργεί σωστά» σω στά».. «Κι αυτό θα με βοηθήσει να ξαναβρώ τη μνήμη μου;» Ο δόκτωρ Νας δίστασε δ ίστασε για μια στιγμή. «Το ελπίζουμε…» είπε είπε μετά. μετά. Έβγαλα τη βέρα και τα σκουλαρίκια σκουλαρίκι α μου και τα τοποθέτησα τοποθέτησα σ’ έναν πλαστικό δίσκο. «Πρέπει «Πρέπει ν’ αφήσεις εδώ και την τσάντα τσάντα σου», είπε ο δόκτωρ Πάξτον και ύστερα με με ρώτησε αν έχω κρίκους κρί κους σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος. «Δεν «Δεν μπορείς να φανταστείς φανταστείς τι βλέπουμε, αγαπητή μου», συνέχισε όταν απάντησα αρνητικά. «Και τώρα πρέπει να σου πω ότι ο τομογράφος κάνει θόρυβο. Θα χρειαστείς αυτά». αυτά». Μου Μου έδωσε δύο κίτρινες ωτοασπίδες. «Έτοιμη;» Δίστασα. «Δεν «Δεν ξέρω…» Είχα Είχα αρχίσει να φοβάμαι. φοβάμαι. Ήταν θαρρείς θαρρείς και το δωμάτιο δωμάτιο μίκρυνε και σκοτείνιασε, σκ οτείνιασε, και μέσα από το παράθυρο παράθυρο ο τομογράφος μού φαινόταν τεράστιος. Είχα την αίσθηση ότι τον είχα ξαναδεί, ή τουλάχιστον τουλάχισ τον κάποιον άλλο, παρόμοιο. «Δεν «Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτή την τομογραφία…» ψέλλισα. ψέλλισα. Ο δόκτωρ Νας με πλησίασε. Έβαλε Έ βαλε το χέρι στο μπράτσο μου. «Είναι τελείως ανώδυνο»,
είπε. «Απλώς «Απλώς κάνει λίγο θόρυβο». «Είναι ακίνδυνο;» «Εντελώς. Θα είμαι εδώ, απ’ αυτή την πλευρά του γυαλιού. Θα σε παρακολουθούμε συνέχεια». Φαίνεται ότι έδειχνα ακόμη αβέβαιη, γιατί ο δόκτωρ Πάξτον Π άξτον πρόσθεσε: «Μην «Μην ανησυχείς. Είσαι σε έμπειρα χέρια, αγαπητή αγαπητή μου. Όλα θα πάνε πάνε καλά». Τον κοίταξα, κι αυτός χαμογέλασε και συμπλήρωσε: συμπλήρωσε: «Σκέψου «Σκέψου πως οι αναμνήσεις αναμνήσεις σου έχουν χαθεί, αλλά αλλά βρίσκονται κάπου μέσα στο νου σου. σ ου. Με αυτό το μηχάνημα μηχάνημα θα προσπαθήσουμε απλώς απλώς να βρούμε πού είναι». Έκανε κρύο, παρά την κουβέρτα που που είχαν τυλίξει τυλίξ ει γύρω μου, και ήταν σκοτεινά, εκτός από ένα κόκκινο φως που αναβόσβηνε στο δωμάτιο κι έναν καθρέφτη καθρέφτη που κρεμόταν κρεμόταν μερικά εκατοστά πάνω πάνω από το κεφάλι μου σε τέτοια γωνία, γωνί α, ώστε να δείχνει την εικόνα στην οθόνη ενός υπολογιστή υπολογισ τή που υπήρχε υπήρχε μπροστά στον τομογράφο. τομογράφο. Εκτός από τις ωτοασπίδες φορούσα κι ένα ζευγάρι ακουστικά, μέσα από τα οποία μου είχαν πει ότι θα μπορούν να μου μιλούν. Προς το παρόν, όμως, όμως , δεν είχαν μιλήσει. Άκουγα μόνο ένα μακρινό βόμβο, τον ήχο της αναπνοής μου, δυνατό και βαρύ, και τους πνιχτούς παλμούς της καρδιάς μου. Στο δεξί μου χέρι κρατούσα μια πλαστική φούσκα με αέρα. «Αν «Αν θέλεις να μας πεις τίποτα, ζούληξέ τη», μου είχε πει ο δόκτωρ δόκτω ρ Πάξτον. «Δε θα μπορούμε μπορούμε να σε ακούσουμε αν απλώς μιλήσεις». Χάιδευα Χάι δευα τη λαστιχένια επιφάνεια και περίμενα. Ήθελα να κλείσω τα μάτια μάτια μου, αλλά μου είχαν πει να τα κρατάω ανοιχτά ανοι χτά και να κοιτάζω κοι τάζω την οθόνη. Σφήνες από αφρολέξ κρατούσαν το κεφάλι μου εντελώς ακίνητο. Δε θα μπορούσα να κινηθώ ακόμα κι αν το ήθελα. Η κουβέρτα ήταν απλωμένη επάνω μου σαν σάβανο. Μια στιγμή ησυχίας και μετά ένα κλικ. Ήταν τόσο δυνατό, δ υνατό, που τινάχτηκα, τινάχτηκα, παρά τις τις ωτοασπίδες. Ακολούθησε Ακολο ύθησε άλλο ένα κι ένα ακόμα. Ήταν Ήταν ένας βαθύς μεταλλικός κρότος, και δεν ήξερα αν προέρχεται από το μηχάνημα μηχάνημα ή από το κεφάλι μου. Θαρρείς και ξυπνάει ένα θηρίο και ακολουθεί ακολο υθεί μια στιγμή σιωπής σιω πής πριν από την επίθεση. επίθεση. Κρατούσα τη λαστιχένια φούσκα αποφασισμένη να μην τη ζουλήξω, και ύστερα ακούστηκε ακούστηκε ένας θόρυβος σαν συναγερμός ή σαν κομπρεσέρ ξανά και ξανά ξ ανά απίστευτα απίστευτα δυνατός, τόσο δυνατός, που έτρεμε έτρεμε όλο μου το σώμα με κάθε νέο τράνταγμα. Έκλεισα τα μάτια. Μια φωνή στα αυτιά μου. «Κριστίν…» είπε. «Μπορείς «Μπορείς ν’ ανοίξεις ανοί ξεις τα μάτια μάτια σου, σε σε παρακαλώ;» Φαίνεται ότι με έβλεπαν με κάποιον τρόπο. «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». Καλά; Σκέφτηκα. Σκέφτηκα. Τι ξέρουν αυτοί; Γνωρίζουν Γνωρίζ ουν πώς νιώθω, νιώ θω, ξαπλωμένη εδώ μέσα, σε μια πόλη που δε θυμάμαι, θυμάμαι, με ανθρώπους ανθρώπους που δεν έχω ξαναδεί; ξ αναδεί; Παρασέρνομαι χωρίς χωρί ς άγκυρα, σκέφτηκα, στο έλεος του ανέμου. Μια διαφορετική φωνή. Του δόκτορα Νας. «Μπορε «Μπορείς ίς να κοιτάξεις κοι τάξεις τις φωτογραφίες; φω τογραφίες; Σκέψου τι είναι και πες το από μέσα σου. Μην πεις τίποτα μεγαλόφωνα». μεγαλόφωνα». Άνοιξα τα μάτια. μάτια. Από Από πάνω πάνω μου, στον μικρό καθρέφτη, καθρέφτη, εμφανίζονταν εμφανίζονταν σκίτσα το ένα ένα μετά μετά το άλλο, λευκές γραμμές γραμμές σε μαύρο φόντο. Ένας άντρας. Μια ανεμόσκαλα. Μια καρέκλα. Ένα σφυρί. σφυρί . Έλεγα μέσα μου τι ήταν το καθένα, και μετά φάνηκαν φάνηκαν στην οθόνη οι εξής φράσεις: Ευχαριστούμε! Τώρα χαλάρωσε! χαλάρωσ ε! Και το επαναλάμβανα επαναλάμβανα κι αυτό μέσα μου για να
απασχοληθώ, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόμουν αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να χαλαρώσει κανείς μέσα στην κοιλιά κοιλι ά ενός τέτοιου μηχανήματος. μηχανήματος. Στην οθόνη φάνηκαν νέες οδηγίες. οδηγί ες. Θυμήσου ένα γεγονός από το παρελθόν, έγραφε, και μετά από κάτω εμφανίστηκε η φράση Ένα πάρτι. Έκλεισα τα μάτια μάτια μου. Προσπάθησα να σκεφτώ το πάρτι που είχα θυμηθεί όταν βλέπαμε τα πυροτεχνήματα με τον Μπεν. Να δω τον εαυτό μου στην ταράτσα δίπλα στη φίλη μου, να αφουγκραστώ το θόρυβο του πάρτι από κάτω μας, να γευτώ τα πυροτεχνήματα στον αέρα. Μου ήρθαν ήρθαν εικόνες, εικόνες , αλλά δε φαίνονταν πραγματικές. Κατάλαβα Κατάλαβα ότι δεν τις θυμόμουν. Τις επινοούσα. Προσπάθησα να δω τον Κιθ, να θυμηθώ θυμηθώ τότε που με αγνόησε, αλλά δε μου ερχόταν τίποτα. Εκείνες Εκείνες οι αναμνήσεις αναμνήσεις είχαν χαθεί και πάλι. Θαμμένες για πάντα ίσως, αν και τώρα τουλάχιστον ξέρω ότι υπάρχουν κλειδωμένες κλειδω μένες κάπου μέσα μέσα στο μυαλό μου. Άρχισα να σκέφτομαι σκέφτομαι παιδικά πάρτι. πάρτι. Γενέθλια, Γενέθλια, με τη μητέρα μητέρα μου και και τη θεία θεία μου και την ξαδέρφη μου τη Λούσι. Τουίστερ. Το υίστερ. Πέρνα το πακέτο. Μουσικές Μουσικές καρέκλες. Μουσικά αγάλματα. αγάλματα. Η μητέρα μητέρα μου κρατώντας σακουλάκια με καραμέλες καραμέλες που τις τυλίγει σαν σ αν βραβεία. Σάντουιτς με κρέας και πολτό ψαριού και ψωμί χωρίς χωρί ς κόρα. Γλυκά και ζελέ. Μου ήρθε στο νου ένα λευκό φόρεμα με φραμπαλά στα μανίκια, κάλτσες επίσης με φραμπαλά, μαύρα παπούτσια. Τα μαλλιά μου είναι ακόμα ξανθά και κάθομαι σ’ ένα τραπέζι μπροστά σε μια τούρτα με με κεράκια. Παίρνω βαθιά ανάσα, σκύβω εμπρός και φυσάω. Καπνός υψώνεται στον αέρα. Τότε ξύπνησαν αναμνήσεις από ένα άλλο πάρτι. Είδα τον εαυτό μου στο σπίτι, να κοιτάζω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς κρεβατοκάμαράς μου. Είμαι γυμνή, γύρω στα δεκαεφτά. δεκαεφτά. Έξω Έξ ω στο δρόμο υπάρχουν πρόχειρα τραπέζια τραπέζια σε μακριές σειρές γεμάτα γεμάτα δίσκους δίσ κους με σάντουιτς και πιροσκί με λουκάνικα, κανάτες με πορτοκαλάδα. Αγγλικές σημαίες σ ημαίες παντού, κρέμονται κρέμονται απ’ όλα τα παράθυρα. παράθυρα. Μπλε. Κόκκινο. Άσπρο. Υπάρχουν παιδιά παιδιά μεταμφιεσμένα μεταμφιεσμένα –πειρατές, –πειρατές, μάγοι, μάγοι, Βίκινγκ–, Βίκι νγκ–, ενώ οι μεγάλοι μεγάλοι προσπαθούν να τα οργανώσουν σε ομάδες για γι α έναν αγώνα με αυγά επάνω επάνω σε κουτάλια. Βλέπω τη μητέρα μου στην άλλη πλευρά του δρόμου να δένει ένα μανδύα γύρω από την πλάτη του Μάθιου Σόπερ, και ακριβώς κάτω από το παράθυρό παράθυρό μου κάθεται ο πατέρας μου σε μια ξαπλώστρα με ένα ποτήρι χυμό. «Έλα στο κρεβάτι», λέει λέει μια φωνή. Γυρίζω. Ο Ντέιβ Ντέιβ Σόπερ κάθεται στο μονό κρεβάτι μου κάτω από την αφίσα των Σλιτς. Το λευκό σεντόνι είναι τυλιγμένο γύρω του, πιτσιλισμένο με αίμα. Δεν του είχα είχα πει ότι ήταν η πρώτη μου φορά. «Όχι», λέω. λέω. «Σήκω! Πρέπει να ντυθείς πριν γυρίσουν οι γονείς μου!» Γελάει, αν και όχι με κακία. «Έλα τώρα…» τώρα…» Φοράω το τζιν τζι ν μου. «Όχι!» επαναλαμβάνω επαναλαμβάνω και παίρνω ένα τι-σερτ. «Σήκω. «Σήκω. Σε παρακαλώ…» Δείχνει απογοητευμέ απογοητευμένος. νος. Δεν περίμενα περίμενα ότι ότι θα συμβεί συμβεί κάτι τέτοιο τέτοιο –χωρίς αυτό να σημαίνει σημαίνει ότι δεν το ήθελα– και τώρα έχω ανάγκη να μείνω μόνη. Δε θέλω άλλη επαφή μαζί του. «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίνεται και σηκώνεται. Το σώμα του είναι χλωμό χλω μό και αδύνατο, το πέος πέος
του σχεδόν γελοίο. γελοί ο. Στρέφομαι Στρέφομαι αλλού καθώς ντύνεται, κοιτάζω από το παράθυρο. παράθυρο. Ο κόσμος μου έχει αλλάξει, νομίζω. Πέρασα Π έρασα μια γραμμή γραμμή και δεν μπορώ μπορώ να γυρίσω πίσω. «Γεια λοιπόν», λέει εκείνος, αλλά δε μιλάω. μιλάω . Δεν κοιτάζω πίσω, πίσω , παρά μόνο αφού έχει έχει φύγει. Μια φωνή στο αυτί μου με επανέφερε επανέφερε στο παρόν. «Ωραία. «Ωραία. Τώρα Τώ ρα περισσότερες εικόνες, Κριστίν», Κριστί ν», είπε ο δόκτωρ Πάξτον. Π άξτον. «Απλώς «Απλώς θέλουμε να τις τις κοιτάζεις κοι τάζεις και να σκέφτεσαι μέσα σου τι είναι ή ποιος είναι. Εντάξει; Έτοιμη;» Ξεροκατάπια. Ξεροκατάπια. Τι θα μου έδειχναν; Ποιους; Ποι ους; Πόσο Πό σο άσχημα μπορεί να ήταν τα πράγματα; πράγματα; Ναι, σκέφτηκα, και αρχίσαμε. αρχίσ αμε. Η πρώτη φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη. ασπρόμαυρη. Ένα κορίτσι τεσσάρων πέντε χρόνων στην αγκαλιά μιας γυναίκας. Το κοριτσάκι δείχνει κάτι και γελούν και οι δύο, και στο φόντο, λιγάκι θολός, φαίνεται ένας φράχτης και πίσω του μια καθισμένη τίγρη. Μια Μια μητέρα, μητέρα, σκέφτομαι. Η κόρη της. Σε ζωολογικό ζωολογι κό κήπο. Και τότε, αιφνιδιασμένη αιφνιδι ασμένη από από την αναγνώριση, κοίταξα το πρόσωπο του παιδιού και συνειδητοποίησα ότι το κοριτσάκι κορι τσάκι ήμουν εγώ, η γυναίκα η μητέρα μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Δε θυμόμουν να έχω επισκεφθεί ποτέ ζωολογικό ζωολο γικό κήπο, αλλά ιδού ιδ ού η απόδειξη πως είχαμε εί χαμε πάει. πάει. Εγώ, είπα εί πα μέσα μέσα μου, έχοντας στο νου μου τις οδηγίες. οδηγί ες. Η μητέρα μου. μου. Κοιτούσα την οθόνη προσπαθώντας να αποτυπώσω την εικόνα εικό να της στη μνήμη μου. μου. Η φωτογραφία, όμως, έδωσε τη θέση της σε μιαν άλλη. Ήταν πάλι η μητέρα μου, μου, πιο ηλικιωμένη ηλικιω μένη τώρα, τώρα, αλλά όχι τόσο ώστε ώ στε να χρειάζεται χρειάζεται το μπαστούνι μπαστούνι στο οποίο στηριζόταν. Χαμογελούσε, όμως έδειχνε έδει χνε πολύ κουρασμένη, τα μάτια μάτια της είχαν βουλιάξει στο αδύνατο πρόσωπό της. Η μητέρα μου, σκέφτηκα ξανά και μετά μου ήρθε άλλη μία λέξη, απρόσκλητη: απρόσκλητη: «πονάει». Έκλεισα ακούσια τα μάτια μάτια μου, αλλά τα άνοιξα πάλι. Άρχισα να σφίγγω τη φούσκα στο χέρι μου. Οι εικόνες άρχισαν να έρχονται γρήγορα τότε, κι αυτές που αναγνώρισα ήταν ελάχιστες. Στη μια ήταν η φίλη από την αναθύμηση του πάρτι, και με ένα ρίγος την κατάλαβα σχεδόν αμέσως. Ήταν όπως την είχα φανταστεί, φανταστεί, με ένα παλιό μπλου τζιν και τι-σερτ, να καπνίζει, με τα κόκκινα μαλλιά της λυτά και ατημέλητα. Κάποια άλλη την έδειχνε με τα μαλλιά της κομμένα και βαμμένα βαμμένα μαύρα κι ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου ηλί ου που τα είχε σπρώξει σπρώξ ει πάνω στο σ το κεφάλι της. Μετά ακολούθησε μια φωτογραφία του πατέρα μου –όπως ήταν τότε που ήμουν μικρή, χαμογελαστός, ευτυχισμένος, να διαβάζει δι αβάζει εφημερίδα στο μπροστινό δωμάτιο– και ύστερα μια με μένα μένα και τον Μπεν Μπεν μαζί με κάποιο άλλο ζευγάρι που δεν το αναγνώρισα. Άλλες φωτογραφίες έδειχναν αγνώστους. Μια Μια μαύρη με στολή νοσοκόμας, μια άλλη γυναίκα με ταγέρ καθισμένη μπροστά μπροστά σε μια βιβλιοθήκη βιβλι οθήκη να κοιτάζει με σοβαρή έκφραση πάνω από ένα ζευγάρι γυαλιά σε σχήμα μισοφέγγαρου. Ένας άντρας με κόκκινα μαλλιά και στρογγυλό πρόσωπο, ένας άλλος με μούσι. Ένα αγόρι έξι εφτά χρόνων να τρώει παγωτό και μετά το το ίδιο ίδι ο παιδί να χαμογελάει ενώ ζωγραφίζει ζω γραφίζει καθισμένο σ’ ένα γραφείο. Μια παρέα παρέα με το βλέμμα στραμμένο στην κάμερα. Ένας άντρας, όμορφος, με μαύρα και κάπως μακριά μαλλιά, ένα ζευγάρι γυαλιά με σκούρο σκελετό και μια ουλή στο πλάι του προσώπου του να κοιτάζει κοι τάζει το φακό με στενεμένα στενεμένα μάτια. Συνέχισαν να μου δείχνουν φωτογραφίες, κι εγώ τις κοιτούσα όλες και προσπαθούσα να
θυμηθώ θυμηθώ ποιες από αυτές αυτές –ή ακόμα κι αν– ήταν κομμάτια κομμάτια του μωσαϊκού της ζωής μου. Έκανα αυτό που μου ζητούσαν, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ένιω θα τον εαυτό μου να πανικοβάλλεται βαθμιαία. βαθμιαία. Ο θόρυβος της μηχανής γινόταν πιο δυνατός και διαπεραστικός, ώσπου ώσ που μετατράπ μετατράπηκε ηκε σ’ ένα συναγερμό, μια προειδοποίηση. Το στομάχι μου σφίχτηκε. σφί χτηκε. Δεν Δεν μπορούσα να αναπνεύσω κι έκλεισα τα μάτια, το βάρος της κουβέρτας με πίεζε, ήταν ασήκωτη σαν μαρμάρινη πλάκα. Αισθανόμουν να πνίγομαι. Έσφιξα Έσφιξ α το δεξί μου χέρι, αλλά έγινε απλώς γροθιά, χωρίς χωρί ς να βρει τίποτα να ζουλήξει. Τα νύχια μου μπήχτηκαν στη σάρκα της παλάμης μου. Μου είχε πέσει η φούσκα. Ούρλιαξα, μια άναρθρη κραυγή. «Κριστίν…» άκουσα μια φωνή στα αυτιά μου. «Κριστίν». Δεν ήξερα ποιος ποιος ήταν ούτε τι ήθελε ήθελε να κάνω. κάνω. Ξεφώνισα πάλι και άρχισα να κλοτσάω την κουβέρτα για να την πετάξω. «Κριστίν!» Πιο δυνατά τώρα, και μετά ο ήχος της σειρήνας σει ρήνας καταλάγιασε και σταμάτησε, σταμάτησε, μια πόρτα άνοιξε με φόρα, και άκουσα φωνές φω νές στο δωμάτ δω μάτιο, ιο, αισθάνθηκα αισ θάνθηκα χέρια χέρια να με πιάνουν από τα χέρια και τα πόδια μου. Άνοιξα τα μάτια. μάτια. «Είσαι εντάξει…» μου μου ψιθύρισε ο δόκτωρ δ όκτωρ Νας στο αυτί. «Είσαι εντάξει. Εδώ είμαι…» εί μαι…» Αφού με με ηρέμησαν ηρέμησαν με διαβεβαιώσεις διαβεβαιώσει ς ότι όλα είναι καλά –και μου έδωσαν έδωσαν πίσω την τσάντα, τσάντα, τα σκουλαρίκια και τη βέρα μου–, μου–, ο δόκτωρ Νας κι εγώ πήγαμε σε μια καντίνα. Βρισκόταν λίγο πιο πι ο κάτω στο διάδρομο, δι άδρομο, μικρή, με πορτοκαλί πορτοκαλί πλαστικές καρέκλες και τραπέζια από κιτρινισμένη κιτρινι σμένη φορμάικα. Μπαγιάτικα Μπαγιάτικα γλυκά και σάντουιτς σε δίσκους δί σκους μαραίνονταν κάτω από δυνατά φώτα. Δεν είχα χρήματα στην τσάντα μου, αλλά άφησα τον γιατρό να μου πάρει έναν καφέ κι ένα κέικ κέι κ καρότου και μετά διάλεξα μια καρέκλα δίπλα στο παράθυρο όσο εκείνος πλήρωνε. Έξω είχε λιακάδα, οι σκιές σκι ές είχαν μακρύνει στην αυλή. αυλή. Το γκαζόν ήταν διάστικτο από μοβ λουλούδια. Ο δόκτωρ Νας κάθισε δίπλα δί πλα μου. Έδειχνε πολύ πιο ήρεμος τώρα που ήμαστε ήμαστε οι δυο μας μόνοι. «Ορίστε», είπε κι έβαλε το δίσκο μπροστά μου. μου. «Ελπίζω «Ελπίζω να είναι εντάξει». Είδα ότι εκείνος είχε πάρει τσάι. Το σακουλάκι σ ακουλάκι επέπλεε επέπλεε ακόμα στο φλιτζάνι καθώς πρόσθεσε ζάχαρη από το μπολ στη μέση του του τραπεζιού. Ήπια λίγο καφέ κι έκανα μια γκριμάτσα. Ήταν πικρός πικρός και πολύ καυτός. «Είναι μια χαρά», αποκρίθηκα. «Ευχαριστώ». «Λυπάμαι…» απολογήθηκε έπειτα από μια στιγμή. Στην αρχή νόμισα ότι μιλούσε για τον καφέ. «Δεν «Δεν είχα ιδέα ι δέα ότι θα τρόμαζες τόσο πολύ εκεί μέσα». μέσα». «Ήταν «Ήταν κλειστοφοβικά…» κλει στοφοβικά…» είπα. «Και είχε πολύ θόρυβο». «Ναι, φυσικά». «Μου έπεσε το κουμπί έκτακτης ανάγκης». Ανακάτεψε νακάτεψε το το τσάι του χωρίς χωρί ς να πει πει κουβέντα. Μετά Μετά έβγαλε έβγαλε το το σακουλάκι και το άφησε άφησε στο δίσκο. Ήπιε μια γουλιά. «Τι έγινε;» ρώτησα. «Δεν «Δεν ξέρω στα σίγουρα. Πανικοβλήθηκες. Πανι κοβλήθηκες. Δεν Δεν είναι ασυνήθιστο. Είναι λίγο λί γο αποπνικτικά εκεί μέσα, όπως είπες». Κοίταξα το κέικ. Δεν το είχα αγγίξει. αγγίξ ει. Ήταν στεγνό. «Οι φωτογραφίες… Ποιοι Ποιο ι ήταν αυτοί
οι άνθρωποι; Και πού τις βρήκες;» «Ήταν «Ήταν ένα μείγμα. Μερικές Μερικές από τον ιατρικό σου σ ου φάκελο. Τις είχε δώσει δώσ ει ο Μπεν πριν από χρόνια. Σου ζήτησα ζήτησα επίσης επίσης να φέρεις και κάποιες από από το σπίτι σπίτι γι’ αυτή την άσκηση άσκηση – είπες ότι ήταν τοποθετημένε τοποθετημένεςς γύρω από τον καθρέφτη καθρέφτη σας. Άλλες τις έβαλα εγώ – άνθρωποι που σου ήταν εντελώς εντελώς άγνωστοι. Αυτές ήταν οι λεγόμενες φωτογραφίες ελέγχου. Τις Τι ς ανακατέψαμ ανακατέψαμεε όλες μαζί. Κάποιες έδειχναν άτομα που που γνώριζες γνώρι ζες σε πολύ μικρή ηλικία, ηλικί α, άτομα που μπορεί μπορεί να θυμόσουν. Συγγενείς. Φίλοι από το σχολείο. Οι υπόλοιπες υπόλοι πες ήταν ήταν άνθρωποι από την εποχή εποχή της ζωής σου που δεν ανακαλείς καθόλου. Ο δόκτωρ Πάξτον Π άξτον κι εγώ προσπαθούσαμε προσπαθούσαμε να δούμε αν υπάρχει υπάρχει καμιά διαφορά στον σ τον τρόπο με τον οποίο οποί ο προσπαθείς να ανακτήσεις τις αναμνήσεις σου σο υ απ’ αυτές αυτές τις διαφορετικές δι αφορετικές περιόδους. Την πιο έντονη αντίδραση την είχες με τον άντρα σου φυσικά. Αντέδρασες, Αντέδρασες, όμως, και κ αι με άλλους. Αν και δε θυμάσαι θυμάσαι αυτά τα άτομα άτομα από το παρελθόν σου, τα μοτίβα νευρικής διέγερσης είναι ευδιάκριτα». «Ποια ήταν η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά;» ρώτησα. Ο Νας χαμογέλασε. χαμογέλασε. «Μια «Μια παλιά φίλη σου σο υ ίσως;» ίσω ς;» «Ξέρεις το όνομά της;» «Δυστυχώς «Δυστυχώς όχι. όχι . Οι φωτογραφίες ήταν στο φάκελό σου. Δεν έγραφαν ονόματα». ονόματα». Κατένευσα. Κατένευσα. Μια παλιά φίλη. Το Τ ο ήξερα αυτό φυσικά. Εκείνο που ήθελα να μάθω μάθω ήταν το όνομά της. «Είπες, «Είπες, όμως, ότι αντέδρασα αντέδρασα στις φωτογραφίες…» «Σε μερικές ναι». «Αυτό «Αυτό είναι καλό;» «Πρέπει «Πρέπει να δούμε τα αποτελέσματα αποτελέσματα πιο διεξοδικά διεξ οδικά πριν μπορέσουμε να συναγάγουμε συμπεράσματα. Αυτή η δουλειά είναι πολύ καινούργια», απάντησε. «Πειραματική». «Κατάλαβα…» Έκοψα μια άκρη από το κέικ. Ήταν κι αυτό πολύ πικρό και το γκλασάρισμά γκλασάρι σμά του πολύ γλυκό. Μείναμε αμίλητοι αμίλητοι για γι α λίγο. Του Τ ου πρόσφερα το κέικ μου, αλλά εκείνος αρνήθηκε ακουμπώντας ακουμπώντας την κοιλιά κοι λιά του. «Πρέπει «Πρέπει να προσέχω!» είπε, παρόλο που δεν έβλεπα να έχει λόγους να ανησυχεί, ακόμα τουλάχιστον. Η κοιλι κ οιλιά ά του ήταν επίπεδη, επίπεδη, αν κι έδειχνε ότι θα μπορούσε αργότερα αργότερα να κάνει προκοίλι. Προς το παρόν, όμως, ήταν νέος. Τα χρόνια δεν τον είχαν αγγίξει σχεδόν καθόλου. Σκέφτηκα Σκέφτηκα το δικό μου σώμα. Δεν είμαι χοντρή ούτε και υπέρβαρη, αλλά το το σώμα σώ μα μου εξακολουθεί να με ξαφνιάζει. ξαφνιάζει . Όταν κάθομαι, παίρνει διαφορετικό σχήμα από αυτό αυτό που περιμένω. Οι γλουτοί μου σακουλιάζουν, οι ο ι μηροί μου τρίβονται μεταξύ τους. Σκύβω Σκύβω να φτάσω το φλιτζάνι μου, και τα στήθη μου μετατοπίζονται μετατοπίζονται μέσα στο σουτιέν σαν σ αν να μου υπενθυμίζουν υπενθυμίζουν την ύπαρξή τους. Κάνω ντους και αισθάνομαι αι σθάνομαι ένα μικρό τρεμούλιασμα της σάρκας κάτω από τα μπράτσα μπράτσα μου, αν αν και ίσα ί σα που είναι αισθητό αισ θητό προς προς το παρόν. Το σώμα σ ώμα μου πιάνει περισσότερο χώρο χώ ρο απ’ όσο περίμενα. περίμενα. Δεν είμαι νέα κοπέλα με σφιχτή σάρκα και λείο δέρμα, δ έρμα, δεν είμαι καν έφηβη, με το το σώμα σώ μα μου να αρχίζει μόλις μόλι ς να ανακατανέμει ανακατανέμει τα στρώματα του λίπους. Κοίταξα το κέικ και αναρωτήθηκα αναρωτήθηκα τι θα συμβεί στο μέλλον. Μπορεί Μπορεί να συνεχίσω συνεχίσ ω να παίρνω βάρος. Θα γίνω παχουλή και μετά μετά χοντρή, φουσκώνοντας σαν μπαλόνι. Ή αλλιώς αλλιώ ς θα μείνω στα κιλά που είμαι τώρα χωρίς χω ρίς να μπορέσω ποτέ να τα συνηθίσω. Θα βλέπω
στον καθρέφτη του μπάνιου μπάνιου τις αυλακιές στο πρόσωπό μου να βαθαίνουν και το δέρμα των χεριών χεριώ ν μου να λεπταίνει, λεπταίνει, να γίνεται γί νεται σαν κρεμμυδόφυλλο, κρεμμυδόφυλλο, και θα γερνάω βαθμιαία. Ο δόκτωρ Νας κοίταξε κο ίταξε κάτω κι έξυσε την κορυφή του κεφαλιού του. Μέσα από τα μαλλιά μαλλιά βλέπω το δέρμα του. Είναι πιο ευδιάκριτο σε μια κυκλική περιοχή στην κορυφή. Δε θα το έχει παρατηρήσει παρατηρήσει ακόμα, σκέφτηκα, αλλά μια μέρα θα το το προσέξει. Θα δει δ ει μια φωτογραφία φω τογραφία του τραβηγμένη τραβηγμένη από από πίσω ή θα μπει μπει σ’ ένα δοκιμαστή δοκι μαστήριο ριο είτε εί τε θα κάνει κάνει κάποιο σχόλιο ο κουρέας ή η φιλενάδα του. Τα χρόνια μάς προλαβαίνουν όλους, σκέφτηκα καθώς σήκωνε σήκω νε πάλι το κεφάλι του. Με διαφορετικούς τρόπους καθέναν από από μας. «Α!» αναφώνησε με μια ευθυμία που ακουγόταν βεβιασμένη. «Σου έφερα κάτι. Ένα δώρο! Δηλαδή, ουσιαστικά δεν είναι δώρο, απλώς κάτι κ άτι που ίσως ήθελες να έχεις». Έσκυψε και πήρε το χαρτοφύλακά του από κάτω. «Μάλλον θα έχεις ήδη αντίτυπο…» είπε καθώς τον άνοιγε. Έβγαλε ένα πακέτο. «Ορίστε!» «Ορίστε!» Ήξερα τι ήταν τη στιγμή που το έπαιρνα, πριν το ανοίξω ανοίξ ω ακόμα. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Το αισθάνθηκα βαρύ στο χέρι μου. Το είχε βάλει σ’ ένα φάκελο με φυσαλίδες τον οποίο είχε εί χε κλείσει με σελοτέιπ. Επάνω Επάνω ήταν γραμμένο γραμμένο το όνομά μου με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο. Κριστίν. «Είναι το μυθιστόρημά σου», είπε. «Αυτό που έγραψες!» Δεν ήξερα τι τι να νιώσω. νιώσω . Τεκμήρια, Τεκμήρια, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Αποδείξει Αποδείξειςς ότι αυτά αυτά που έχω γράψει στο ημερολόγιο είναι αλήθεια, αν τις χρειαστώ αύριο. Μέσα στο φάκελο υπήρχε ένα βιβλίο. Το έβγαλα. Ήταν χαρτόδετο, όχι καινούργιο. καινο ύργιο. Είχε ένα κυκλικό σημάδι από ποτήρι στο εξώφυλλο, και οι άκρες των σελίδων είχαν κιτρινίσει. Αναρωτήθηκα αν ο Νας Νας μού είχε είχε φέρει το δικό του αντίτυπο, αντίτυπο, αν αν το βιβλίο βιβλίο κυκλοφορεί ακόμα. Καθώς το κρατούσα, είδα τον εαυτό εαυτό μου όπως με είχα δει τις προάλλες, πιο νέα, πολύ πιο νέα, να παίρνω αυτό το βιβλίο για γι α να βρω έναν τρόπο να συνεχίσω να γράφω το επόμενο. επόμενο. Για κάποιον κάποιο ν άγνωστο άγνωσ το λόγο ήξερα ότι δεν τα είχα καταφέρει – το δεύτερο μυθιστόρημα μυθιστόρημα δεν είχε ολοκληρωθεί ποτέ. «Ευχαριστώ», «Ευχαριστώ», αποκρίθηκα. «Ευχαριστώ». Χαμογέλασε. «Τίποτα». Το έβαλα κάτω από το παλτό μου, όπου σε όλη τη διαδρομή δι αδρομή της επιστροφής χτυπούσε χτυπούσε σαν καρδιά. *** Μόλις έφτασα στο σπίτι, κοίταξα το μυθιστόρημά μου, αλλά πολύ γρήγορα. Ήθελα Ήθελα να γράψω όσα θυμόμουν στο ημερολόγιο ημερολόγιο πριν επιστρέψει ο Μπεν, Μπεν, αφού όμως τελείωσα τελείωσ α και το έκρυψα, έτρεξα έτρεξα πάλι πάλι κάτω για γι α να δω το δώρο δώ ρο μου πιο καλά. Πήρα το βιβλίο. βιβλίο . Στο εξώφυλλο υπήρχε μια μια ζωγραφιά ζω γραφιά με παστέλ χρώματα, χρώματα, ένα γραφείο κι επάνω σ’ αυτό μια γραφομηχανή. Επάνω Επάνω στον σ τον κύλινδρο της γραφομηχανής γραφομηχανής ήταν καθισμένο ένα κοράκι με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, σχεδόν σαν να διάβαζε δι άβαζε τη σελίδα που ήταν ήταν περασμένη περασμένη εκεί. Πάνω από το κοράκι ήταν γραμμένο το όνομά μου και πάνω από το όνομα ό νομα ο τίτλος. Για τα πουλιά της αυγής, έγραφε. έγραφε. Κριστίν Λούκας. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν καθώς άνοιγα το βιβλίο. βι βλίο. Η σελίδα με τον τίτλο και μετά
μια αφιέρωση. Για Γι α τον πατέρα μου, μου, και μετά η φράση Μου λείπεις. Έκλεισα τα μάτια. Μια τρεμάμενη ανάμνηση. Είδα τον πατέρα μου ξαπλωμένο σ’ ένα κρεβάτι κρεβάτι κάτω από δυνατά λευκά φώτα, το δέρμα του διάφανο, δι άφανο, στρωμένο με ιδρώτα, ιδρώ τα, έτσι που γυάλιζε σχεδόν. Είδα ένα σωληνάκι σω ληνάκι στο μπράτσο του, ένα ένα σακουλάκι με διαυγές υγρό να κρέμεται κρέμεται από μια βάση, ένα χάρτινο δίσκο κι ένα μπουκαλάκι με φάρμακα. Μια Μια νοσοκόμα να ελέγχει το σφυγμό του και την πίεση, κι εκείνος εκείνο ς να μην ξυπνάει. Η μητέρα μου, καθισμένη από την άλλη μεριά του κρεβατιού, να προσπαθεί να συγκρατή σ υγκρατήσει σει τα δάκρυά της, ενώ εγώ προσπαθούσα να κλάψω. Τότε τρύπησε τρύπησε τα ρουθούνια μου μια μυρωδιά. Κομμένα Κ ομμένα λουλούδια και υγρό χώμα. Γλυκιά και αποπνικτική. Είδα Εί δα τη μέρα που τον αποτεφρώσαμε. Εγώ φορούσα μαύρα –κάτι –κάτι που ξέρω πως δεν είναι ασυνήθιστο–, ασυνήθισ το–, αλλά αυτήν αυτήν τη φορά χωρίς μακιγιάζ. Η μητέρα μητέρα μου καθισμένη δίπλα στη γιαγιά μου. Οι κουρτίνες ανοίγουν, ανοί γουν, το φέρετρο φέρετρο γλιστράει γλισ τράει και απομακρύνετα απομακρύνεται, ι, κι εγώ κλαίω κλαί ω όταν ό ταν φαντάζομαι φαντάζομαι τον πατέρα μου να γίνεται στάχτη. Η μητέρα μητέρα μου σφίγγει το χέρι μου και μετά μετά επιστρέφουμε στο στο σπίτι και πίνουμε φτηνό σαμπανιζέ κρασί και τρώμε σάντουιτς καθώς γέρνει ο ήλιος, ήλιος , ώσπου δεν τη βλέπω βλέπω πια καθαρά μέσα μέσα στο μισόφωτο. μισ όφωτο. Αναστέναξα. Η εικόνα χάθηκε, και άνοιξα τα μάτια. μάτια. Το μυθιστόρημα μυθιστόρημα μπροστά μου. Το άνοιξα άνοι ξα στη σελίδα σελί δα του τίτλου, ύστερα στην αρχή του κειμένου. κειμένου. Εκείνη τη στιγμή, είχα γράψει, με τη τη μηχανή να μουγκρίζει μουγκρίζει και το δεξί της πόδι να πατάει πατάει το γκάζι έως το τέρμα, άφησε το τιμόνι κι έκλεισε έκλει σε τα μάτια. μάτια. Γνώριζε Γνώρι ζε τι θα συμβεί. Ήξερε που θα την την οδηγούσε αυτό που έκανε. Το ήξερε πάντα. Γύρισα στη μέση του βιβλίου. βι βλίου. Διάβασα μια παράγραφο εκεί, μετά άλλη μία κοντά κον τά στο τέλος. Είχα γράψει για γι α μια γυναίκα που λεγόταν Λου κι έναν άντρα, τον σύζυγό της μάλλον, που λεγόταν Τζορτζ. Το Τ ο μυθιστόρημα είχε σχέση με κάποιον πόλεμο. Απογοητεύτηκα. Απογοητεύτηκα. Δεν ξέρω τι ήλπιζα – μιαν αυτοβιογραφία ίσως; ίσ ως; Οι απαντήσεις, απαντήσεις, όμως, όμως , που θα μπορούσε μπορούσε να μου δώσει αυτό το το βιβλίο ήταν περιορισμένες. Παρ’ όλα αυτά, σκεφτόμουν σκεφτόμουν καθώς το γύριζα γύριζ α για να κοιτάξω κοι τάξω το οπισθόφυλλο, τουλάχιστον το είχα γράψει, το το είχα εκδώσει. εκδώσ ει. Στο οπισθόφυλλο, περιέργως, δεν δ εν υπήρχε φωτογραφία μου. Μόνο ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα. Η Κριστίν Κρι στίν Λούκας γεννήθηκε το 1960 στη βόρεια Αγγλία, έγραφε. Σπούδασε Σπούδασε αγγλική φιλολογία φιλολογί α στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, Λονδίνο υ, όπου και ζει τώρα. Αυτό είναι είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. μυθιστόρημα. Χαμογέλασα, νιώθοντας ένα κύμα ευτυχίας και περηφάνιας. Εγώ το έκανα αυτό. Ήθελα να το διαβάσω, δι αβάσω, να ξεκλειδώσω ξεκλειδ ώσω τα μυστικά μυστικά του, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελα. Ανησυχούσα μήπως η πραγματικότητα ακύρωνε την ευτυχία μου. Είτε θα μου άρεσε το μυθιστόρημα και θα αισθανόμουν θλίψη επειδή δε θα μπορούσα να γράψω ποτέ άλλο είτε δε θα μου άρεσε και θα στενοχωριόμουν επειδή δεν πρόλαβα να αναπτύξω το ταλέντο μου. Δεν ήξερα τι από τα δύο ήταν πιο πιθανό, παρ’ όλα αυτά ήμουν σίγουρη ότι μια μέρα δε θα μπορούσα να αντισταθώ στην ελκτική δύναμη δ ύναμη αυτού αυτού του μοναδικού μου επιτεύγματος επιτεύγματος και θα το διάβαζα. δι άβαζα. Θα έκανα αυτή την ανακάλυψη. Όχι σήμερα όμως. Σήμερα Σήμερα απέμενε απέμενε να ανακαλύψω και κάτι άλλο, κάτι πολύ χειρότερο
από τη θλίψη, πιο τρομερό από την απλή απογοήτευση. Κάτι που θα με διέλυε. Προσπάθησα να βάλω το βιβλίο πάλι στο φάκελο, αλλά είδα ότι υπήρχε και κάτι άλλο εκεί μέσα. Ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα με κολλαριστές άκρες. Ο δόκτωρ Νας είχε γράψει: Σκέφτηκα Σκέφτηκα ότι αυτό μπορεί μπορεί να σε ενδιέφερε! ενδι έφερε! Το ξεδίπλωσα. ξ εδίπλωσα. Στο πάνω μέρος είχε γράψει: Στάνταρντ Στάνταρντ,, 1986. Από κάτω ήταν κολλημένο ένα απόκομμα απόκομμα εφημερίδας εφημερίδας με μια φωτογραφία. Κοιτούσα Κοι τούσα τη σελίδα για γι α ένα δυο λεπτά πριν συνειδητοποιήσω ότι το άρθρο ήταν ήταν μια κριτική του βιβλίου μου και πως η φωτογραφία έδειχνε εμένα. εμένα. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς κρατούσα το άρθρο. Δεν ήξερα γιατί. Αυτή η κριτική είχε δημοσιευτεί πριν από χρόνια. Θετική ή αρνητική, οι επιδράσεις της είχαν χαθεί εδώ και καιρό. Τώρα Τώ ρα πια ήταν ήταν απλώς κομμάτι κομμάτι της ιστορίας, ιστορί ας, οι ρυτιδώσεις ρυτιδώ σεις των επιπτώσεώ επιπτώσεώνν της είχαν σβήσει εντελώς. Ήταν, Ή ταν, όμως, σημαντική για μένα. Πώς αντιμετωπίστηκε το έργο μου πριν από τόσα χρόνια; Τα είχα εί χα καταφέρει; καταφέρει; Έριξα Έριξ α μια ματιά στο άρθρο στα πεταχτά, πεταχτά, ελπίζοντας να καταλάβω το ύφος του πριν αναγκαστώ να το αναλύσω λεπτομερώς. λεπτομερώς. Το Τ ο μάτι μου πήγε σε κάποιες κάποιες λέξεις. λέξ εις. Θετικές ως επί το πλείστον. Καλοδουλεμένο. Διορατικό. Επιδέξιο. Ανθρωπιστικό. Ανθρωπισ τικό. Ωμό. Κοίταξα τη φωτογραφία. Ήταν ασπρόμαυρη, και με έδειχνε καθισμένη σ’ ένα γραφείο, με το σώμα μου να γέρνει προς την κάμερα. Η στάση μου ήταν αμήχανη. αμήχανη. Κάτι με κάνει να μη νιώθω νιώ θω άνετα, και αναρωτήθηκα αν ήταν ο άνθρωπος πίσω από την κάμερα κάμερα ή ο τρόπος με τον οποίο καθόμουν. Παρ’ όλα αυτά, χαμογελάω. χαμογελάω. Τα μαλλιά μου είναι εί ναι μακριά και λυτά, και παρόλο που η φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη, δείχνουν πιο σκούρα απ’ ό,τι είναι τώρα, τώ ρα, σαν να τα έχω βάψει βάψει μαύρα ή να είναι υγρά. Στα νώτα μου φαίνεται φαίνεται μια μπαλκονόπορτα μπαλκονόπορτα που βγάζει σε αυλή και μέσα από αυτή, αυτή, στη γωνία, γωνί α, διακρίνεται διακρίν εται ένα δέντρο με γυμνά κλαδιά. Κάτω από τη φωτογραφία υπάρχει μια λεζάντα. Η Κριστίν Λούκας στο σπίτι της στο βόρειο Λονδίνο. Συνειδητοποίησα ότι πρέπει πρέπει να είναι το σπίτι που είχα επισκεφθεί με τον δόκτορα Νας. Για μια στιγμή είχα μια σχεδόν ακατανίκητη επιθυμία επιθυμία να πάω πάλι εκεί, να πάρω μαζί μου τη φωτογραφία και να πείσω τον εαυτό εαυτό μου ότι ναι, είναι εί ναι αλήθεια. Υπήρχα τότε. τότε. Ήμουν όντως εγώ. Αυτό, όμως, το ήξερα ήδη. Μπορεί Μπορεί να μην μην το θυμόμουν θυμόμουν πια, αλλά αλλά γνώριζα ότι στην κουζίνα αυτού του σπιτιού μού ήρθε η ανάμνηση του Μπεν. Του Μπεν και της κινούμενης στύσης του. Χαμογέλασα και άγγιξα τη φωτογραφία, τη χάιδεψα αναζητώντας κρυφά στοιχεία όπως μπορεί να τα αναζητούσε ένας τυφλός. Ακούμπησα την άκρη των μαλλιών μου, έσυρα τα δάχτυλα στο πρόσωπό μου. Στη Στη φωτογραφία δείχνω να αισθάνομαι άβολα, όμως ταυτόχρονα ταυτόχρονα λάμπω. Είναι θαρρείς κι κ ι έχω ένα μυστικό που το κρατάω κρατάω σαν φυλαχτό. Το βιβλίο μου έχει εκδοθεί, εκδο θεί, ναι, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο, κάτι περισσότερο. Κοιτάζω καλύτερα. Έχω το ένα χέρι επάνω στην κοιλιά μου και διακρίνω δι ακρίνω τη στρογγυλάδα του στήθους μου μέσα από το φαρδύ φόρεμα που φοράω. Μια αναθύμηση ανεβαίνει στην επιφάνεια αυθόρμητα – κάθομαι για να μου τραβήξουν τη φωτογραφία. Μπροστά μου ο φωτογράφος πίσω από το τρίποδο, η δημοσιογράφος με την οποία μόλις συζήτησα σ υζήτησα για το βιβλίο μου στέκεται τώρα στην κουζίνα. Φωνάζει Φω νάζει για να ν α ρωτήσει πώς πάει, και απαντάμε απαντάμε και οι δύο με ένα εύθυμο «Μια χαρά!» και μετά γελάμε. «Κοντεύουμε», λέει ο φωτογράφος
αλλάζοντας φιλμ. Η δημοσιογράφος έχει ανάψει τσιγάρο και μου φωνάζει για να ρωτήσει όχι αν με πειράζει, αλλά αν έχουμε τασάκι. Αισθάνομαι ενοχλημένη, μα όχι πολύ. Η αλήθεια είναι πως λαχταράω λαχταράω κι εγώ ένα τσιγάρο, αλλά το έχω κόψει από τότε που που ανακάλυψα ότι… Κοίταξα και πάλι τη φωτογραφία. Όταν τραβήχτηκε, τραβήχτηκε, ήμουν έγκυος. ο μυαλό μου σταμάτησε σταμάτησε για γι α μια στιγμή σ τιγμή και μετά άρχισε να τρέχει, σκοντάφτοντας αμέσως στη συνειδητοποίηση πως όταν ήμουν καθισμένη σε κείνη την τραπεζαρία τραπεζαρία για γι α να με φωτογραφίσουν, όχι μόνο ήμουν έγκυος, αλλά το ήξερα κι ένιωθα ευτυχισμένη. Δεν έβγαινε νόημα. νόημα. Τι είχε συμβεί. συμβεί. Το παιδί θα έπρεπε έπρεπε να είναι… Πόσων Πόσω ν χρόνων τώρα; Δεκαοχτώ; εκαοχτώ; Δεκαεννιά; Είκοσι; Είκοσι ; Αλλά δεν υπάρχει υπάρχει παιδί, σκέφτηκα. Πού είναι ο γιος μου; Αισθάνθηκα τον τον κόσμο μου να γέρνει πάλι. πάλι. Αυτή η λέξη: «γιος». Την είχα είχα σκεφτεί με βεβαιότητα. Κατά κάποιον τρόπο, από κάπου βαθιά μέσα μου, ήξερα πως το παιδί μου ήταν αγόρι. Πιάστηκα από την καρέκλα για να κρατηθώ, και τότε άλλη μία λέξη ανέβηκε στην στην επιφάνεια της μνήμης μου σαν έκρηξη: «Άνταμ». «Άνταμ». Αισθάνθηκα τον κόσμο κό σμο μου να βγαίνει βγαί νει από ένα αυλάκι αυλάκι και να γλιστράει σ’ ένα άλλο. Είχα κάνει παιδί. παιδί . Τον έλεγαν Άνταμ. Σηκώθηκα, και ο φάκελος όπου βρισκόταν το βιβλίο βιβλί ο έπεσε στο πάτωμα. Το μυαλό μου έτρεχε σαν αυτοκίνητο αυτοκίνητο που οι τροχοί του σπινάρουν στον αέρα και ξαφνικά βρίσκουν βρί σκουν πάτημα, πάτημα, η ενέργεια μέσα μου εξοστρακιζόταν εξοστρακιζό ταν αναζητώντας απεγνωσμένα διέξοδο. Δεν υπήρχε τίποτα τίποτα στο άλμπουμ στο καθιστικό. καθιστικό . Το ήξερα αυτό. Θα το θυμόμουν θυμόμουν αν είχα δει κάποια φωτογραφία του παιδιού μου καθώς το ξεφύλλιζα ξ εφύλλιζα σήμερα το πρ πρωί ωί.. Θα ρωτούσα τον Μπεν ποιος ήταν. Θα έγραφα για το γιο μου στο ημερολόγιο. Στρίμωξα το απόκομμα απόκομμα στο φάκελο μαζί με το βιβλίο βι βλίο και ανέβηκα τρέχοντας τρέχοντας επάνω. Στο μπάνιο μπάνιο στήθηκα μπροστά μπροστά στον καθρέφτη. καθρέφτη. Χωρίς Χωρί ς να ρίξω ρί ξω ούτε μία ματιά ματιά στο πρόσωπό μου, περιεργάστηκα γύρω του τις φωτογραφίες φω τογραφίες από το παρελθόν, τις φωτογραφίες που είμαι υποχρεωμένη να χρησιμοποιώ για να ανασυνθέτω τον εαυτό εαυτό μου κάθε πρωί. Εγώ και ο Μπεν. Εγώ Εγώ μόνη και ο Μπεν μόνος. μόνος. Οι δυο μας μαζί με ένα άλλο ζευγάρι, πιο ηλικιωμένο, ηλικιω μένο, που που συμπεραίνω συμπεραίνω ότι ό τι είναι οι γονείς του. Εγώ, πολύ νεότερη, νεότερη, φοράω ένα κασκόλ και χαϊδεύω ένα σκυλί σ κυλί χαμογελώντας από ευτυχία. Παρ’ όλα αυτά, πουθενά ο Άνταμ. νταμ. Ούτε Ούτε μωρό ούτε ούτε νήπιο. νήπιο. Δεν υπήρχαν υπήρχαν φωτογραφίες από την την πρώτη του μέρα μέρα στο στο σχολείο, από κάποιο σπορ ή διακοπές. Δεν υπήρχαν υπήρχαν φωτογραφίες του να φτιάχνει κάστρα στην άμμο. Τίποτα. Ήταν ακατανόητο. ακατανόητο. Σίγουρα αυτές είναι φωτογραφίες φω τογραφίες που τις τραβάει κάθε γονιός, γονιό ς, και φυσικά δεν τις πετάει. πετάει. Πρέπει να είναι κάπου εδώ, σκέφτη σ κέφτηκα. κα. Σήκωσα τις φωτογραφίες φω τογραφίες για να δω αν υπάρχουν άλλες κολλημένες από κάτω τους, επίπεδα ιστορίας διαστρωματωμένα σαν πετρώματα. πετρώματα. Δεν υπήρχε τίποτα. τίποτα. Τίποτε άλλο πέρα από τα γαλάζια πλακάκια στον τοίχο, το λείο γυαλί του καθρέφτη. Κενό. Άνταμ. νταμ. Το όνομα στριφογύριζε στο κεφάλι μου. Τα μάτια μάτια μου έκλεισαν έκλεισαν και με χτύπησαν χτύπησαν και άλλες αναμνήσεις, καθεμιά πιο έντονη από την προηγούμενη, να αστράφτουν αστράφτουν για γι α μια
στιγμή και μετά μετά να εξαφανίζονται εξαφανίζο νται ενεργοποιώντας την επόμενη. επόμενη. Είδα τον Άνταμ με ξανθά μαλλιά, που ήξερα ότι μια μέρα θα γίνονταν καστανά, ένα τι-σερτ Σπάιντερμαν που επέμενε να φοράει ακόμα κι όταν του έπεφτε πια πολύ μικρό και αναγκαστήκαμε να το πετάξουμε. ον είδα σ’ ένα καροτσάκι να κοιμάται και θυμήθηκα ότι σκεφτόμουν πως ήταν το τελειότερο μωρό, το τελειότερο πλάσμα που που είχα δει ποτέ. Τον είδα καβάλα σ’ ένα μπλε ποδήλατο, ένα πλαστικό πλαστικό τρίτροχο, και κ αι ήξερα με κάποιον τρόπο ότι του το είχαμε αγοράσει στα γενέθλιά του κι ότι ό τι ύστερα πήγαινε παντ παντού ού με αυτό. Τον είδα σ’ ένα πάρκο, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το τιμόνι, να χαμογελάει πλατιά πλατιά έτσι όπως κατέβαινε σαν σίφουνας μια κατηφόρα προς το μέρος μου και μετά να γέρνει μπροστά και να βροντάει στο έδαφος, καθώς το ποδήλατο χτύπησε χτύπησε κάτι στο μονοπάτι και τον πέταξε πέταξε κάτω. Είδα τον εαυτό εαυτό μου να τον κρατάει την ώρα που έκλαιγε, να του σκουπίζω αίματα από από το πρόσωπο, πρόσω πο, να βρίσκω ένα δόντι του κάτω, δίπλα σ’ έναν τροχό που περιστρεφόταν ακόμα. ακόμα. Τον είδα να μου δείχνει μια ζωγραφιά που είχε φτιάξει –μια γαλάζια λωρίδα λω ρίδα ουρανού, πράσινο για έδαφος και ανάμεσά τους τους τρεις χοντρές φιγούρες κι ένα μικροσκοπικό σπίτι– κι επίσης είδα το λαγουδάκι που κουβαλούσε παντού. Ξαναγύρισα Ξαναγύρισα ξαφνικά ξ αφνικά στο παρόν, στο μπάνιο όπου στεκόμουν, σ τεκόμουν, αλλά έκλεισα έκλεισα πάλι τα μάτια μάτια μου. Ήθελα να τον τον θυμηθώ στο σχολείο ή σε εφηβική ηλικία, να τον δω με μένα μένα ή τον πατέρα πατέρα του. Δεν μπορούσα μπορούσα όμως. Όταν προσπαθούσα προσπαθούσα να οργανώσω οργανώ σω τις αναμνήσεις μου, αυτές αυτές τρεμόπαιζαν κι έσβηναν, σαν φτερό που το παρασέρνει παρασέρνει ο άνεμος και αλλάζει κατεύθυνση κατεύθυνση κάθε φορά που πάει να το αρπάξει ένα χέρι. Τον Τ ον είδα, όμως, ό μως, να κρατάει ένα παγωτό που έσταζε, ύστερα με το πρόσωπό του λερωμένο λερω μένο από γλυκόριζα, μετά μετά να κοιμάται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. αυτοκινήτου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να παρακολουθώ καθώς αυτές οι αναμνήσεις έρχονταν και ύστερα, εξίσου γρήγορα, χάνονταν. Χρειάστηκε να βάλω όλη μου τη δύναμη για να κρατηθώ κρατηθώ και να μη σκίσω τις φωτογραφίες που είχα μπροστά μου. Ήθελα Ήθελα να τις αρπάξω από τον τοίχο, να βρω στοιχεία πως ο γιος μου υπάρχει. υπάρχει. Σαν να φοβόμουν, όμως, πως από στιγμή στιγ μή σε στιγμή τα μέλη μέλη μου θα με προδώσουν, στεκόμουν εντελώς ακίνητη μπροστά στον καθρέφτη με όλους τους μυς μου σφιγμένους. Δεν υπήρχαν υπήρχαν φωτογραφίες στο ράφι ράφι του τζακιού. τζακιού. Δεν υπήρχε εφηβικό δωμάτιο με με αφίσες τραγουδιστών στον σ τον τοίχο. Ούτε τι-σερτ τι-σερτ στα άπλυτα ή ανάμεσα ανάμεσα στα ρούχα που ήταν για σιδέρωμα. σιδέρω μα. Ούτε Ούτε ταλαιπωρημένα αθλητικά αθλητικά παπούτσια στο ντουλάπι κάτω από τη σκάλα. Ακόμα κι αν είχε φύγει από από το σπίτι, δε θα έπρεπ έπρεπεε να υπάρχει υπάρχει κάποια ένδειξη για την την ύπαρξή του; του; Κάποιο ίχνος; ίχνος ; Αλλά όχι, δε βρίσκεται βρίσκεται σ’ αυτό αυτό το σπίτι. Με Με ένα ρίγος, συνειδητοποιώ πως είναι εί ναι σαν να μην υπάρχει, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Δεν ξέρω πόση πόση ώρα στεκόμουν στεκόμουν εκεί, στο μπάνιο, παρατη παρατηρώντας ρώντας την απουσία του. του. Δέκα Δέκα λεπτά; λεπτά; Είκοσι; Είκοσι ; Μία ώρα; Κάποια στιγμή άκουσα ένα κλειδί κλειδί στην εξώπορτα κι ένα ξύσιμο καθώς ο Μπεν Μπεν σκούπιζε τα πόδια πόδι α του στο χαλάκι. Δεν κουνήθηκα. Πήγε στην κουζίνα, κουζίν α, μετά μετά στην τραπεζαρία τραπεζαρία και ύστερα φώναξε πάνω ρωτώντας ρω τώντας αν είμαι καλά. Ακουγόταν ανήσυχος, στη φωνή του διέκρινα ένα νευρικό πετάρισμα πετάρισμα που δεν το είχα ακούσει το πρωί. πρωί . Μουρμούρισα Μουρμούρισα ότι ναι, είμαι εντάξει. Τον άκουσα να κατευθύνετ κατευθύνεται αι στο καθιστικό, καθιστι κό, να ανοίγει
την τηλεόραση. Ο χρόνος σταμάτησε. σταμάτησε. Ο νους μου είχε αδειάσει απ’ όλα. Όλα εκτός από την ανάγκη μου να μάθω τι είχε εί χε συμβεί στο γιο γι ο μου, τέλεια αντισταθμισμένη αντισταθμισμένη από έναν τρόμο για το τι μπορεί να ανακάλυπτα. Έκρυψα το βιβλίο βιβλί ο μου στην ντουλάπ ν τουλάπα α και κατέβηκα κατέβηκα κάτω. Στάθηκα Στάθηκα έξω από την πόρτα του καθιστικού. Προσπάθησα Προ σπάθησα να επιβραδύνω την αναπνοή μου, αλλά δεν μπορούσα. Η ανάσα μου έβγαινε σε αγκομαχητά. Δεν Δεν ήξερα τι να πω στον Μπεν, Μπεν, με ποιον τρόπο θα του έλεγα ότι ξέρω ξ έρω για γι α τον Άνταμ. Θα με με ρωτούσε πώς, πώς , και τι θα του απαντούσα τότε; Δεν είχε σημασία όμως. Τίποτα δεν είχε σημασία. σημασία. Τίποτε άλλο άλλο πέρα από το το να μάθω μάθω για το γιο μου. Έκλεισα τα μάτια και μόλις μόλι ς ηρέμησα όσο πίστευα πί στευα ότι θα μπορούσα ποτέ ποτέ να ηρεμήσω, ηρεμήσω, άνοιξα μαλακά την πόρτα. Την ένιωσα να γλιστράει πάνω στην τραχιά μοκέτα. μοκέτα. Ο Μπεν δε με άκουσε. Είχε βουλιάξει βουλι άξει στον σ τον καναπέ και παρακολουθούσε τηλεόραση, με ένα πιάτο ισορροπημένο επάνω στο πόδι του, μισή φρυγανιά μέσα σ’ αυτό. Αισθάνθηκα ένα κύμα θυμού. θυμού. Έδειχνε Έδει χνε τόσο ήρεμος και ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, με ένα χαμόγελο στα χείλη. Άρχισε να γελάει. γελάει. Ήθελα να ορμήσω, να τον τον αρπάξω, αρπάξω, να του βάλω βάλω τις φωνές ώσπου ώσ που να μου τα πει πει όλα, να μου πει γιατί δε δ ε μου είχε μιλήσει για το μυθιστόρημα, γιατί μου είχε κρύψει το γιο μου. Ήθελα να απαιτήσω να μου δώσει πίσω όσα είχα χάσει. Ήξερα, όμως, ότι αυτό θα ήταν ανώφελο. Έτσι, απλώς έβηξα. Ένας μικρός, λεπτός βήχας. Ένας βήχας που έλεγε Δε θέλω θέλω να σε ενοχλήσω, ενοχλήσω , αλλά… Με είδε και χαμογέλασε. «Αγάπη «Αγάπη μου!» είπε. «Εδώ «Εδώ είσαι!» είσαι! » Μπήκα στο δωμάτιο. «Μπεν», είπα. Η φωνή μου ήταν σφιγμένη. Ακουγόταν ξένη στα αυτιά μου. «Μπεν, πρέπει να σου μιλήσω». Το πρόσωπό του γέμισε ανησυχία. Σηκώθηκε και με σίμωσε, σί μωσε, αφήνοντας το πιάτο να γλιστρήσει στο σ το πάτωμα. πάτωμα. «Τι είναι, αγάπη μου; Είσαι καλά;» «Όχι», απάντησα. Σταμάτησε Σταμάτησε περίπου περίπου ένα μέτρο από κει που στεκόμουν. Άνοιξε τα χέρια χέρι α για να πέσω στην αγκαλιά του, αλλά έμεινα στο σημείο όπου ήμουν. «Τι συμβα σ υμβαίνει;» ίνει;» Κοίταξα τον άντρα μου, το πρόσωπό του. Φαινόταν να έχει την κατάσταση κατάσταση υπό έλεγχο, σαν να τα είχε ξαναπε ξ αναπεράσει ράσει αυτά, θαρρείς και ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες στιγμές υστερίας. Δεν αντέχω να συνεχίσω άλλο χωρίς χω ρίς να πω το όνομα του γιου μου. «Πού «Πού είναι ο Άνταμ;» Άνταμ;» ρώτησα. Οι λέξεις μού βγήκαν με με ένα λαχάνιασμα. «Πού «Πού είναι;» είναι ;» Η έκφραση του Μπεν Μπεν άλλαξε. Έκπληξη; Έ κπληξη; Ή σοκ; σο κ; Ξεροκατάπιε. Ξεροκατάπιε. «Πες μου!» είπα. Με πήρε πήρε στην αγκαλιά του, κι εγώ ήθελα να τον σπρώξω σπρώξ ω μακριά μου, αλλά δεν το έκανα. «Κριστίν», είπε. «Σε παρακαλώ… παρακαλώ… Ηρέμησε. Μπορώ να σ’ τα εξηγήσω όλα. Εντάξει;» Ήθελα να του πω πω ότι όχι, δεν είναι εί ναι εντάξει, αλλά δε μίλησα. Έκρυψα το πρόσωπό μου μέσα στις πτυχές του πουκάμισού του για να μην το βλέπει. Άρχισα Άρχισ α να τρέμω. «Πες μου…» ψέλλισα. «Σε παρακαλώ, πες μου τώρα…» Καθίσαμε στον καναπέ. Εγώ στη μιαν άκρη, εκείνος στην άλλη. Δεν ήθελα ήθελα να πλησιάσουμε πιο κοντά.
Δεν ήθελα να μιλήσει, μιλήσει, αλλά το έκανε. έκανε. Το είπε πάλι. «Ο Άνταμ είναι νεκρός». Αισθάνθηκα τον τον εαυτό εαυτό μου να σφίγγεται. Να κλείνει σαν αχηβάδα. Τα λόγια του κοφτερά σαν ξυράφι. Σκέφτηκα τη στιγμή που έμαθα για την αρρώστια του πατέρα μου, τη μύγα στο παρμπρίζ επιστρέφοντας επιστρέφοντας στο σπίτι από τη γιαγιά γιαγι ά μου. Ο Μπεν μίλησε πάλι. «Κριστίν, αγάπη μου. Λυπάμαι πολύ…» Ήμουν θυμωμένη. Θυμωμένη μαζί του. Μπάσταρδε, σκέφτηκα, αν και ήξερα ότι δε φταίει εκείνος. Ανάγκασα τον εαυτό μου να αρθρώσει αρθρώσει μία λέξη. «Πώς;» Ο Μπεν αναστέναξε. «Ο Άνταμ ήταν στο στρατό…» Μούδιασα. Όλα υποχώρησαν γύρω μου, ώσπου ώ σπου το μόνο που μου έμεινε ήταν ο πόνος και τίποτε άλλο. Πόνος. Συμπυκνωμένος σ’ ένα μοναδικό σημείο. Ένας γιος γι ος που δεν ήξερα καν ότι έχω και είχε γίνει γί νει στρατιώτης. Μια σκέψη πέρασε από από το μυαλό μου. Παράλογη σκέψη. Τι θα σκεφτεί η μητέρα μου; Ο Μπεν μίλησε πάλι, με κοφτές φράσεις. φράσεις . «Ήταν πεζοναύτης. πεζοναύτης. Τον έστειλαν στο Αφγανιστάν. Σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε. Πέρσι». Ξεροκατάπια, Ξεροκατάπια, ο λαιμός μου στεγνός. «Γιατί;» ρώτησα και μετά πρόσθεσα: «Πώς «Πώς;» ;» «Κριστίν…» «Θέλω «Θέλω να μάθω…» αντιγύρισα. «Έχω ανάγκη να μάθω!» Άπλωσε να πιάσει πιάσει το χέρι μου και τον άφησα, άφησα, αν κι ένιωσα ανακούφιση όταν όταν δεν πλησίασε πιο κοντά κ οντά στον καναπέ. «Είσαι «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να μάθεις τα πάντα;» Ο θυμός φούντωσε μέσα μου. Δεν μπορούσα μπορούσα να τον ελέγξω. ελέγξω . Θυμός και πανικός. πανικός . «Ήταν γιος μου!» Γύρισε αλλού, προς το παράθυρο. παράθυρο. «Βρισκόταν σ’ σ ’ ένα θωρακισμένο θωρακι σμένο όχημα…» είπε είπε ο Μπεν. Μπεν. Μιλούσε αργά, σχεδόν ψιθύριζε. «Συνόδευαν στρατεύμα στρατεύματα. τα. Υπήρχε μια νάρκη στο δρόμο… Ένας στρατ σ τρατιώτης ιώτης επέζησε. Ο Άνταμ και και άλλος ένας όχι…» Έκλεισα τα μάτια μου. Έγινε και η δική δ ική μου φωνή ψιθυριστή. ψιθυρισ τή. «Πέθανε «Πέθανε αμέσως αμέσως;; Υπέφερε;» Ο Μπεν αναστέναξε. «Όχι, δεν υπέφερε…» είπε έπειτα από μια στιγμή. «Πιστεύουν ότι ήταν ακαριαίο». Τον κοίταξα. κοί ταξα. Δε Δε με κοιτούσε. Λες ψέματα, ψέματα, σκέφτηκα. Είδα τον Άνταμ να πεθαίνει από αιμορραγία στο δρόμο δρό μο και απόδιωξα απόδιω ξα αυτήν τη σκέψη, συγκεντρώθηκα στο τίποτα, στο κενό. Το μυαλό μου γύριζε. Ερωτήσεις. Ερωτήσεις που δεν τολμούσα να κάνω, γιατί φοβόμουν μήπως με σκοτώσουν οι απαντήσεις. Πώς ήταν ως παιδί, ως έφηβος, ως άντρας; Είχαμε στενή σχέση; Μαλώναμε; Ήταν ευτυχισμένος; Ήμουν καλή μητέρα; Και πώς ένα αγοράκι που έτρεχε με ένα πλαστικό πλαστικό τρίτροχο ποδήλατο κατέληξε να σκοτωθεί στην άλλη άκρη του κόσμου; «Τι έκανε στο Αφγανιστάν;» ρώτησα. «Γιατί εκεί;» Ο Μπεν μού απάντησε πως είχαμε πόλεμο. Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, είπε, αλλά δεν ήξερα τι σημαίνει σ ημαίνει αυτό. Είπε ότι έγινε μια επίθεση, μια τρομερή τρομερή επίθεση στην Αμερική.
Χάθηκαν χιλιάδες. «Και μετά το παιδί μου σκοτώνεται στο σ το Αφγανιστάν;» τραύλισα. «Δεν «Δεν καταλαβαίνω καταλαβαίνω…» …» «Είναι πολύπλοκο», μου απάντησε. «Πάντα ήθελε να πάει στο στρατό. Πίστευε ότι κάνει το καθήκον του». «Το καθήκον του; Αυτό πιστεύεις πιστεύεις ότι έκανε; Το καθήκον του; Το πίστευα κι εγώ αυτό; Γιατί δεν τον έπεισες να κάνει κάτι άλλο; Οτιδήποτε…» Οτιδήποτε…» «Κριστίν, αυτό ήθελε». Για μια απαίσια απαίσι α στιγμή σχεδόν γέλασα. γ έλασα. «Να «Να σκοτωθεί; Αυτό ήθελε; ήθελε; Γιατί; Δεν τον γνώρισα ποτέ!» Ο Μπεν Μπεν δε μίλησε. Μου έσφιξ έσφιξεε το χέρι, κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου, καυτό σαν οξύ, και μετά άλλο ένα και ύστερα κι άλλα. Τα σκούπισα, φοβήθηκα πως αν άρχιζα να κλαίω, δε θα σταματούσα ποτέ. ποτέ. Αισθανόμουν το μυαλό μου να κλείνει, να αδειάζει, να αποσύρεται αποσύρεται στο κενό. «Δεν «Δεν τον γνώρισα γνώρι σα ποτέ…» ψέλλισα. Αργότερα ο Μπεν Μπεν κατέβασε κατέβασε κάτω ένα κουτί και το τοποθέτη τοποθέτησε σε στο τραπεζάκι τραπεζάκι μπροστά μπροστά μας. μας. «Αυτά τα έχω επάνω», είπε. «Για ασφάλεια». Ασφάλεια από από τι; σκέφτηκα. σκέφτηκα. Το κουτί κουτί ήταν γκρίζο, μεταλλικό. Από Από αυτά αυτά που χρησιμοποιείς για γι α να βάζεις μέσα χρήματα χρήματα ή σημαντικά σημαντικά έγγραφα. έγγραφα. Ό,τι κι αν περιέχει πρέπει να είναι επικίνδυνο. επικί νδυνο. Φαντάστηκα Φαντάστηκα άγρια ζώα, ζώ α, σκορπιούς και φίδια, φίδι α, πεινασμένα ποντίκια, ποντίκια, δηλητηριώδεις βατρά βατράχους. χους. Ή έναν αόρατο ιό, κάτι ραδιενεργό. ραδι ενεργό. «Για ασφάλεια;» ρώτησα. Αναστέναξε. «Υπάρχουν μερικά πράγματ πράγματα α που δε θα ήταν καλό να τα τα βρεις όταν όταν είσαι μόνη σου, κάποια πράγματα πράγματα που είναι προτιμότερο προτιμότερο να σ’ τα εξηγήσω…» Κάθισε δίπλα μου και άνοιξε άνοι ξε το κουτί. Μέσα έβλεπα μόνο χαρτιά. «Αυτός «Αυτός είναι ο Άνταμ μωρό», είπε. Πήρε μια χούφτα φωτογραφίες και μου τις τις έδωσε. έδωσ ε. Κάποια από αυτές έδειχνε εμένα σ’ ένα δρόμο. Περπατ Π ερπατάω άω προς την κάμερα με ένα μωρό – τον Άνταμ– δεμένο δεμένο μπροστά μου σε μάρσιπο. Το σώμα σώ μα του είναι γυρισμένο γυρισ μένο προς το μέρος μου, αλλά κοιτάζει πάνω από τον ώμο του αυτόν που τραβάει τραβάει τη φωτογραφία, το χαμόγελο στο πρόσωπό του ίδιο με το το δικό μου, αλλά χωρίς χωρί ς δόντια. «Εσύ την τράβηξες αυτή;» Ο Μπεν Μπεν έκανε ένα καταφατικό καταφατικό νεύμα. Την κοίταξα κοί ταξα πάλι. Η φωτογραφία φω τογραφία ήταν σκισμένη, οι άκρες λεκιασμένες, τα χρώματα ξεθωριασμένα ξεθωριασμένα σαν να άσπριζε σιγά σ ιγά σιγά. σι γά. Εγώ. Ένα μωρό. Μου φαινόταν εξωπραγματικό. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήμουν μητέρα. «Πότε;» ρώτησα. Ο Μπεν κοίταξε πάνω από τον ώμο μου. «Πρέπει να ήταν περίπου έξι μηνών τότε», τότε», απάντησε. «Για να δούμε λοιπόν… Αυτό πρέπει να ήταν γύρω στο 1987». Εγώ ήμουν είκοσι εφτά χρόνων. Πριν από μια ζωή. Τη ζωή του γιου μου. «Πότε γεννήθηκε;» Ο Μπεν έψαξε στο κουτί και μου έδωσε ένα χαρτί. «Γενάρη», απάντησε. Το χαρτί ήταν κίτρινο, εύθραυστο. Πιστοποιητικό γέννησης. Το Τ ο διάβασα αμίλητη. Έγραφε το όνομά του. Άνταμ.
«Άνταμ Γουίλερ!» αναφώνησα, απευθυνόμενη και στον εαυτό μου και στον Μπεν. «Γουίλερ είναι το επώνυμό μου», αποκρίθηκε. αποκρίθηκε. «Αποφασίσαμε να έχει το επώνυμό μου». «Φυσικά», είπα κι έφερα το χαρτί κοντά στο πρόσωπό μου. Ήταν πολύ ελαφρύ ελαφρύ για να μεταφέρει μεταφέρει τόσο πολύ νόημα. Ήθελα να το εισπνεύσω, να γίνει μέρος μου. «Έλα…» μουρμούρισε μουρμούρισε ο Μπεν. Μπεν. Μου πήρε το χαρτί και το δίπλωσε. δίπλω σε. «Υπάρχουν και άλλες φωτογραφίες. Θα ήθελες να τις δεις;» Μου έδωσε μερικές ακόμα. «Δεν «Δεν έχουμε τόσο πολλές…» πρόσθεσε πρόσθεσε καθώς τις κοιτούσα. κο ιτούσα. «Αρκετές «Αρκετές χάθηκαν». Το είπε με έναν τρόπο λες και τις είχαμε εί χαμε ξεχάσει σε τρένα ή τις είχαμε δώσει σε ξένους να τις φυλάξουν. «Ναι», «Ναι», αποκρίθηκα. «Θυμάμα «Θυμάμαι… ι… Είχαμε μια πυρκαγιά». Το είπα χωρίς χωρί ς να το σκεφτώ. Με κοίταξε με ένα αλλόκοτο βλέμμα, τα μάτια του στένεψαν, σκοτείνιασαν. «Θυμάσαι;» ρώτησε. Ξαφνικά δεν ήμουν σίγουρη. Μου είχε πει για την πυρκαγιά το πρωί ή θυμόμουν να μου το λέει τις προάλλες; Ή απλώς το είχα διαβάσει στο σ το ημερολόγιό ημερολόγιό μου όταν ξύπνησα; ξύπνησα; «Μου το είπες». «Σ’ το είπα;» «Ναι». «Πότε;» Πότε ήταν; Το πρωί ή πριν από μέρες; Σκέφτηκα το το ημερολόγιό μου, θυμήθηκα θυμήθηκα ότι το διάβασα αφού έφυγε για τη δουλειά. Μου είχε πει για την πυρκαγιά επάνω στο λόφο Πάρλιαμεντ. Θα μπορούσα μπορούσα να του μιλήσω για το ημερολόγιο τότε. Κάτι, Κάτι, όμως, όμω ς, με εμπόδισε, μιας και δε φαινόταν τόσο ευχαριστημ ευχαρισ τημένος ένος που είχα μιαν μι αν αναλαμπή. αναλαμπή. «Πριν φύγεις για δουλειά», δουλει ά», απάντησα. «Όταν κοιτούσαμε το άλμπουμ. Πρέπει να μου το είπες, φαντάζομαι…» Συνοφρυώθηκε. Αισθάνθηκα απαίσια που του έλεγα ψέματα, αλλά δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα αποκαλύπτοντας αποκαλύπτοντας νέα στοιχεία. «Αλλιώς πώς θα το ήξερα;» Με κοίταξε στα μάτια. «Ναι, μάλλον…» Κοίταξα για μια μι α στιγμή τις φωτογραφίες στο σ το χέρι μου. Ήταν πολύ λίγες, κι έβλεπα ότι το κουτί δεν περιείχε πολλές ακόμα. Ήταν αυτές το μόνο ντοκουμέντο που θα είχα ποτέ από τη ζωή του γιου μου; Ύψωσα το βλέμμα. βλέμμα. «Πώς έπιασε φωτιά το σπίτι;» σ πίτι;» ρώτησα. Το ρολόι στο ράφι του τζακιού χτύπησε. «Ήταν «Ήταν πριν από χρόνια. χρό νια. Στο παλιό μας σπίτι. σ πίτι. Εκεί όπου ζούσαμε ζ ούσαμε πριν έρθουμε εδώ». Αναρωτήθηκα αν εννοούσε αυτό στο στο οποίο είχα πάει. πάει. «Χάσαμε πολλά πράγματ πράγματα. α. Βιβλία, χαρτιά. Τέτοια…» Τέτοια…» «Πώς άρχισε άρχισ ε η φωτιά όμως;» είπα. Για μια στιγμή έμεινε βουβός. Το στόμα του άρχισε να ανοιγοκλείνει ανοιγοκλεί νει και ύστερα απάντησε: «Ήταν ατύχημα… Απλώς ατύχημα». Αναρωτήθηκα τι μου κρύβει. Μήπως Μήπως είχα αφήσει κάποιο κάποιο τσιγάρο αναμμένο, αναμμένο, το σίδερο στην πρίζα, καμιά κατσαρόλα επάνω στη φωτιά; Σκέφτηκα τον εαυτό εαυτό μου στην κουζίνα κουζί να όπου είχα σταθε σ ταθείί προχτές, με τον τσιμεντένιο πάγκο και τα λευκά ντουλάπια, ντουλάπια, αλλά πριν από χρόνια. Με είδα μπροστά μπροστά σε μια μια φριτέζα να κουνάω το συρμάτινο συρμάτινο καλάθι με με τις τις κομμένες πατάτες, πατάτες, να τις βλέπω να επιπλέουν στην επιφάνεια και μετά να βουλιάζουν πάλι μέσα στο
λάδι. Φαντάστηκα να ακούω το τηλέφωνο, τηλέφωνο, να σκουπίζω σκο υπίζω τα χέρια μου στην ποδιά που είχα στη μέση μου, να πηγα πηγαίνω ίνω στο χολ. Και μετά; Άρπαξε Άρπαξε φωτιά το λάδι καθώς μιλούσα ή μήπως ύστερα πήγα στο καθιστικό ή στο μπάνιο χωρίς να θυμάμαι θυμάμαι πως είχα αρχίσει να μαγειρεύω; μαγειρεύω; Δεν ξέρω και δε θα μάθω ποτέ. ποτέ. Αλλά ήξερα ότι ότι ο Μπεν Μπεν μού είχε πει από από καλοσύνη πως πως ήταν ατύχημα. ατύχημα. Η οικογενειακή οι κογενειακή ζωή κρύβει πολλούς κινδύνους κινδ ύνους για έναν άνθρωπο χωρίς μνήμη, μνήμη, και κάποιος άλλος σύζυγος ίσως ίσω ς επισήμαινε τα λάθη και τις ελλείψεις μου, μπορεί μπορεί να μην κατάφερνε κατάφερνε να αντισταθεί στον πειρασμό να με κοιτάζει κοι τάζει αφ’ υψηλού. Άγγιξα το χέρι του, κι αυτός χαμογέλασε. Συνέχισα να περιεργάζομαι τις λιγοστές λιγο στές φωτογραφίες. Υπήρχε μια με τον Άνταμ να φοράει ένα πλαστικό καουμπόικο καπέλο κι ένα κίτρινο μαντίλι στο λαιμό και να σημαδεύει σημαδεύει με ένα πλαστικό τουφέκι αυτόν που τον φωτογράφιζε. Σε μιαν άλλη ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, το πρόσωπό του πιο αδύνατο, τα μαλλιά του άρχιζαν να σκουραίνουν. σκουραίν ουν. Φορούσε πουκάμισο κουμπωμένο έως πάνω και παιδική γραβάτα. «Αυτή «Αυτή έχει τραβηχτεί τραβηχτεί στο σχολείο», είπε ο Μπεν. Μπεν. «Πορτρέτο». «Πορτρέτο». Έδειξε Έδει ξε τη φωτογραφία φω τογραφία και γέλασε. «Κοίτα εδώ. Είναι κρίμα… Καταστράφηκε Καταστράφηκε όλη η φωτογραφία». Το λαστιχάκι της γραβάτας γραβάτας φαινόταν, δεν ήταν κρυμμένο από το γιακά. Έσυρα τα δάχτυλα στη φωτογραφία. Δεν καταστράφηκε, καταστράφηκε, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Είναι τέλεια. Προσπάθησα να θυμηθώ θυμηθώ το γιο μου, να δω τον εαυτό εαυτό μου γονατισμένο μπροστά του να του φοράω τη γραβάτα με το το λαστιχάκι, λαστιχάκι , να τον χτενίζω ή να του σκουπίζω ξεραμένα αίματα από το γδαρμένο γόνατό του. Δε μου ήρθε ήρθε τίποτα. τίποτα. Το παιδί παιδί της φωτογραφίας είχε γεμάτα γεμάτα χείλη παρόμοια παρόμοια με τα τα δικά μου και τα μάτια του έμοιαζαν κάπως με της μητέρας μου, αλλά κατά τα άλλα θα μπορούσε να είναι ξένο. Ο Μπεν πήρε πήρε μιαν άλλη φωτογραφία. Μου την έδωσε έδωσ ε και είδα τον Άνταμ λίγο μεγαλύτερο – ίσως γύρω στα σ τα εφτά. εφτά. «Πιστεύεις ότι μου μοιάζει;» ρώτησε. Ο Άνταμ κρατούσε κρατούσε μια μπάλα και φορούσε σορτς σο ρτς και λευκό τι-σερτ. Τα μαλλιά του ήταν κοντά και ιδρωμένα. «Λίγο», απάντησα. «Ίσως…» Ο Μπεν Μπεν χαμογέλασε και συνεχίσαμε συνεχίσ αμε να κοιτάζουμε μαζί μαζί τις φωτογραφίες. φω τογραφίες. Οι περισσότερες έδειχναν εμένα και τον Άνταμ, ενώ σε μερικές ήταν μόνος του. Ο Μπεν πρέπει πρέπει να είχε εί χε τραβήξει τις περισσότερες. περισσ ότερες. Υπήρχαν μερικές που ήταν μαζί μαζί με φίλους. Δυο τρεις τον έδειχναν σε κάποιο πάρτι, πάρτι, να φοράει στολή πειρατή και να κρατάει ένα χαρτονένιο σπαθί. Σε Σε μια μια κρατούσε ένα μικρό μικρό μαύρο σκυλί. Υπήρχε κι ένα γράμμα ανάμεσα ανάμεσα στις φωτογραφίες. Απευθυνόταν Απευθυνόταν στον Αϊ-Βασίλη και ήταν γραμμένο γραμμένο με μπλε κηρομπογιά. Τα αδέξια αδέξι α γράμματα γράμματα χόρευαν εδώ κι εκεί στη σελίδα. σ ελίδα. Θέλει ένα ποδήλατο, λέει, ή ένα κουτάβι και υπόσχεται να είναι καλό παιδί. Από κάτω έχει γράψει το όνομά του και και την ηλικία του. Τεσσάρων χρόνων. χρόνω ν. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά καθώς το διάβαζα, αισθάνθηκα τον κόσμο μου μου να καταρρέει. καταρρέει. Η θλίψη θλί ψη εξερράγη στο στήθος στήθος μου σαν χειροβομβίδα. χειρο βομβίδα. Πριν από λίγο λί γο ένιωθα ένιω θα ηρεμία –όχι ευτυχία, ευτυχία, ούτε καν καρτερικότητα, καρτερικότητα, αλλά ηρεμία– και ξαφνικά αυτή η ηρεμία χάθηκε σαν να είχε είχε εξαχνωθεί. Από κάτω κάτω το τραύμα τραύμα ήταν ανοιχτό. «Λυπάμαι…» «Λυπάμαι…» είπα είπα κι έδωσα τις φωτογραφίες πίσω πίσ ω στον σ τον Μπεν. «Δεν «Δεν μπορώ μπορώ άλλο».
Με αγκάλιασε. Αισθάνθηκα μιαν αναγούλα να σκαρφαλώνει στο σ το λαιμό μου, αλλά την κατάπια. κατάπια. Μου είπε να μην ανησυχώ, με διαβεβαίωσε διαβεβαίωσ ε πως όλα ό λα θα πάνε καλά, μου υπενθύμισε υπενθύμισε πως αυτός είναι δίπλα μου, πως θα είναι εί ναι πάντα. Αρπάχτηκα Αρπάχτηκα από από πάνω του και καθίσαμε εκεί, με τα τα σώματά μας να κουνιούνται ρυθμικά μπρος-πίσω μπρος-πίσω.. Ένιωθα Ένιω θα μουδιασμένη, εντελώς εντελώς απομακρυσμένη απομακρυσμένη από το δωμάτιο όπου ό που καθόμασταν. καθόμασταν. Τον είδα να μου φέρνει ένα ποτήρι νερό, μετά μετά να κλείνει το κουτί κο υτί με τις φωτογραφίες. Έκλαιγα Έκ λαιγα με λυγμούς. Έβλεπα ότι ήταν κι αυτός ταραγμένος, ταραγμένος, αλλά ήδη η έκφρασή του ήταν χρωματισμένη και από κάτι άλλο. Θα μπορούσε να είναι παραίτηση παραίτηση ή αποδοχή, αλλά όχι σοκ. Με ένα ρίγος, συνειδητοποίησα συνειδ ητοποίησα ότι ο Μπεν Μπεν τα είχε ξανακάνει όλα ό λα αυτά στο παρελθόν. παρελθόν. Η θλίψη του δεν ήταν καινούργια. Είχε το χρόνο να την αφομοιώσει, αφομοιώσ ει, να την κάνει μέρος των θεμελίω θεμελίωνν του αντί να είναι κάτι που κλονίζει κλονί ζει αυτά τα θεμέλια. θεμέλια. Μόνο η δική μου θλίψη είναι καινούργια κ αινούργια κάθε μέρα. Βρήκα μια δικαιολογί δι καιολογία. α. Ανέβηκα στην κρεβα κρεβατοκάμα τοκάμαρα. ρα. Πήγα στην ντουλάπα. Άρχισα να γράφω. *** Αυτές οι κλεμμένες κλεμμένες στιγμές. στιγμές. Γονατισμένη μπροστά στην ντουλάπα ντουλάπα ή ακουμπισμένη ακουμπισμένη στο στο κρεβάτι. κρεβάτι. Γράφω πυρετωδώς. Οι λέξεις με πλημμυ πλημμυρίζουν ρίζουν και βγαίνουν από μέσα μου σχεδόν χωρίς ωρί ς σκέψη. Σελίδες επί σελίδων. Είμαι πάλι εδώ τώρα, ενώ ενώ ο Μπεν Μπεν νομίζει ότι ξεκουράζομαι. Δεν μπορώ να σταματήσω. σταματήσω. Θέλω να τα γράψω όλα. Αναρωτιέμαι αν ήταν πάλι έτσι έτσι όταν έγραφα έγραφα το μυθιστόρημά μυθιστόρημά μου, μου, αυτός αυτός ο χείμαρρος που αδειάζει στη σελίδα. σελί δα. Ή ήταν πιο αργή η διαδικασία, διαδικασί α, πιο συνειδητή; Μακάρι Μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ. Αργότερα κατέβηκα κατέβηκα κάτω κάτω κι έφτιαξα τσάι και για τους τους δυο μας. Καθώς έριχνα το γάλα, γάλα, σκεφτόμουν πόσες φορές πρέπει πρέπει να μαγείρεψα για τον Άνταμ, να πολτοποίησα λαχανικά, να του έφτιαξα χυμούς. Πήγα το τσάι στον Μπεν. «Ήμουν καλή μητέρα;» ρώτησα καθώς του το έδινα. «Κριστίν…» «Πρέπει «Πρέπει να ξέρω», είπα. «Πώς τα έβγαζα πέρα πέρα με ένα παιδί; Πρέπει Π ρέπει να ήταν πολύ μικρός όταν…» «Όταν έπαθες το ατύχημα;» με διέκοψε. «Ήταν δύο χρόνων. Ήσουν υπέροχη μητέρα όμως. Μέχρι τότε. Μετά…» Έπαψε να μιλάει, αφήνοντας την υπόλοιπη φράση να σβήσει, και στράφηκε από από την άλλη. Αναρωτήθηκα τι να ήταν αυτό που κρατούσε κρυφό, που θεωρούσε καλύτερο να μη μου το πει. Παρ’ όλα αυτά, ήξερα αρκετά αρκετά για να συμπληρώσω μερικά από τα κενά. Ίσως Ίσω ς δεν μπορούσα να ανακαλέσω εκείνη την περίοδο, αλλά ήμουν σε θέση να τη φανταστώ. φανταστώ. Σκέφτομαι να μου υπενθυμίζουν κάθε μέρα ότι ήμουν παντρεμένη και μητέρα, να μου λένε πως ο σύζυγος και ο γιος γιο ς μου θα έρθουν να με επισκεφθούν. επισκεφθούν. Με φαντάζομαι φαντάζομαι να τους χαιρετάω και τους δύο δύο κάθε μέρα σαν να μην μην τους τους είχα ξαναδεί ποτέ, ποτέ, λιγάκι παγερά ίσως ίσω ς ή
απλώς απορημένα. Βλέπω τον πόνο, πόσο θα πρέπει να υποφέραμε υποφέραμε όλοι μας. «Δεν πειράζει», αποκρίθηκα. «Καταλαβαίνω…» «Δεν «Δεν μπορούσες να φροντίσεις τον εαυτό σου. Ήσουν πολύ άρρωστη για γι α να σε περιποιούμαι εγώ στο σπίτι. Δεν μπορούσαμε μπορούσαμε να σε αφήσουμε μόνη ούτε για μερικά λεπτά. Ξεχνούσες τι έκανες. Έφευγες και περιπλανιόσο περιπλανιόσουν υν εδώ κι εκεί. Ανησυχούσα μήπως πας να γεμίσεις την μπανιέρα και αφήσεις το νερό να τρέχει ή μήπως αποφασίσεις να μαγειρέψεις μαγειρέψεις κάτι και το ξεχάσεις. ξεχάσεις . Δεν μπορούσα μπορούσα να το αντιμετωπίσω αυτό. Έτσι, έμενα σπίτι και φρόντιζα τον Άνταμ. Άνταμ. Βοηθούσε και η μητέρα μου. μου. Αλλά κάθε βράδυ ερχόμασταν και σε βλέπαμε βλέπαμε και…» Του έπιασα το χέρι. «Με «Με συγχωρείς…» συγχωρεί ς…» είπε. «Μου «Μου είναι δύσκολο να σκέφτομαι εκείνη την εποχή». «Το ξέρω», αποκρίθηκα. «Το «Το ξέρω. ξέρω . Η δική δι κή μου μητέρα μητέρα όμως; Βοήθησε; Της άρεσε που ήταν γιαγιά;» Ο Μπεν απάντησε κάνοντας ένα καταφατικό νεύμα και μετά πήγε κάτι να πει. «Έχει πεθάνει, ε;» ρώτησα. Πήρε το χέρι μου στο δικό του. «Πέθανε «Πέθανε πριν από λίγα λί γα χρόνια. Λυπάμαι…» Είχα δίκιο. δίκι ο. Αισθάνθηκα το νου μου να σφαλίζει πάλι, σαν να μην μπορούσα μπορούσα να επεξεργαστώ επεξεργαστώ άλλο πόνο, περισσότερα γεγονότα από αυτό το ανακατεμένο ανακατεμένο παρελθόν, αλλά ήξερα ότι αύριο θα ξυπνούσα και δε θα θυμόμουν τίποτε απ’ όλα αυτά. Τι θα μπορούσα να γράψω στο ημερολόγιό μου που θα με βοηθούσε να τα βγάλω πέρα την αυριανή μέρα και τη μεθαυριανή κι εκείνη που ακολουθεί έπειτα από αυτή; Μια εικόνα εμφανίστηκε εμφανίστηκε μπροστά μου. Μια γυναίκα με κόκκινα κόκκι να μαλλιά. Ο Άνταμ στο στρατό. Και ξαφνικά μου ήρθε ένα όνομα. Τι θα σκεφτεί η Κλερ; Να το λοιπόν. Το όνομα της φίλης μου. Κλερ. «Και η Κλερ;» ρώτησα. «Η φίλη μου η Κλερ. Ζει ακόμα;» «Η Κλερ;» είπε ο Μπεν. Με Με κοίταξε απορημένος για λίγο, λί γο, και ύστερα η έκφρασή του άλλαξε. «Θυμάσαι την Κλερ;» Έδειχνε έκπληκτος. έκπληκτος. Σκέφτηκα πως –σύμφωνα με το ημερολόγιό μου τουλάχιστον– είχαν περάσει μερικές μέρες απ’ όταν του είπα ότι θυμήθηκα την Κλερ στο πάρτι στην ταράτσα. «Ναι», απάντησα. «Ήμαστε φίλες. Τι απέγινε;» Ο Μπεν με κοίταξε θλιμμένα, και για μια στιγμή πάγωσα. Μίλησε αργά, αλλά τα μαντάτα δεν ήταν τόσο τρομερά τρομερά όσο φοβόμουν. «Μετακόμ «Μετακόμισε ισε στο εξωτερικό», εξω τερικό», είπε. «Πριν από χρόνια. Θα είναι είναι κάπου είκοσι χρόνια τώρα, νομίζω. Λίγα χρόνια μετά το γάμο γάμο μας βασικά». βασικά». «Πού πήγε;» «Στη Νέα Ζηλανδία». «Έχουμε επαφή;» «Είχατε για λίγο, λί γο, αλλά τώρα πια όχι». Μου φαίνεται αδύνατο. Η καλύτερή μου φίλη, είχα εί χα γράψει αφού τη θυμήθηκα στο λόφο Πάρλιαμεντ και είχα την ίδια αίσθηση εγγύτητας εγγύτητας στην αναθύμησή της της σήμερα. Αλλιώς γιατί να με ένοιαζε τι σκεφτόταν η Κλερ; «Μαλώσαμε;» «Μαλώσαμε;» Ο Μπεν Μπεν δίστασε, δίσ τασε, κι ένιωσα ένιω σα πάλι έναν υπολογισμό, υπολογισ μό, μια προσαρμογή. Συνειδητοποίησα Συνειδητοποίησα ότι ό τι φυσικά εκείνος ξέρει τι θα με στενοχωρήσει. Είχε όλα ό λα αυτά τα τα χρόνια για γι α να μάθει μάθει τι θα μπορούσα να αφομοιώ αφομοιώσω σω και τι θα αποδεικνυόταν επικίνδυνο. Σε τελική ανάλυση αυτή αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει την ίδια ίδι α συζήτηση. Είχε την ευκαιρία να εξασκηθεί, να μάθει μάθει πώς να ακολουθεί διαδρομές δ ιαδρομές που δε θα γκρεμίσουν το τοπίο της ζωής μου.
«Όχι», απάντησε. «Δε νομίζω. Δε μαλώσατε. Ή τουλάχιστον δε μου είπες ποτέ κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι απλώς απομακρυνθήκατε απομακρυνθήκατε και και μετά η Κλερ γνώρισε γνώρισ ε κάποιον και τον παντρεύτηκε κι έφυγαν». Μου ήρθε μια εικόνα εκείνη τη στιγμή. Η Κλερ κι εγώ να αστειευόμαστε ότι ότι δε θα παντρευτούμ παντρευτούμεε ποτέ. «Ο «Ο γάμος είναι για τους χαμένους!» να λέει καθώς σηκώνει σ ηκώνει ένα μπουκάλι μπουκάλι κόκκινο κόκκι νο κρασί στα χείλη της, κι εγώ να συμφωνώ, συμφωνώ , αν και ταυτόχρονα ταυτόχρονα ήξερα ότι μια μέρα θα γινόμουν παράνυμφός παράνυμφός της κι αυτή δική μου και θα καθόμασταν σε δωμάτια ξενοδοχείων ξενοδοχείω ν φορώντας οργάντζα και πίνοντας πίν οντας σαμπάνια σαμπάνια από ψηλά ποτήρια ποτήρια ενώ κάποιος κ άποιος θα μας έφτιαχνε τα μαλλιά. Αισθάνθηκα ένα ένα ξαφνικό κύμα αγάπης. αγάπης. Αν και θυμόμουν θυμόμουν ελάχιστες ελάχιστες από τις τις στιγμές μας, από τη ζωή μας μαζί –και αύριο θα έχουν χαθεί ακόμα κι αυτές–, αυτές–, ένιωθα ένιω θα με κάποιον κάποιον τρόπο ότι ήμαστε ακόμα συνδεδεμένες, συνδεδεμένες, ότι για γι α ένα διάστημα η Κλερ ήταν το παν για μένα. «Πήγαμε στο γάμο της;» ρώτησα. «Ναι», «Ναι», μου απάντησε. απάντησε. Άνοιξε το κουτί επάνω στα πόδια του και σκάλισε σκάλι σε το περιεχόμενο. «Υπάρχουν μερικές μερικές φωτογραφίες φω τογραφίες εδώ». Ήταν γαμήλιες γαμήλιες φωτογραφίες, αν και όχι στημένες στημένες πόζες. Θολές και σκοτεινές, τραβηγμένες τραβηγμένες από ερασιτέχνη. Από τον Μπεν Μπεν μάλλον. Προσέγγισα Π ροσέγγισα την πρώτη επιφυλακτικά. Έωςς τώρα είχα δει την Κλερ μόνο στη μνήμη Έω μνήμη μου. Ήταν όπως την είχα φανταστεί. Ψηλή, λεπτή. Ακόμα πιο όμορφη ίσως. ίσ ως. Στεκόταν Στεκόταν μπροστά σ’ έναν γκρεμό, το φόρεμά της της διάφανο να ανεμίζει και ο ήλιος ήλι ος να δύει στη θάλασσα πίσω της. Υπέροχη. Άφησα τη φωτογραφία και κοίταξα κοί ταξα τις υπόλοιπες. Σε μερικές ήταν με τον άντρα της της –τον οποίο δεν αναγνώρισα– και σε άλλες ήμουν κι εγώ μαζί τους, ντυμένη ντυμένη με γαλάζιο μεταξωτό, σχεδόν το ίδιο ίδι ο όμορφη. Ήταν αλήθεια. Ήμουν παράνυμφός παράνυμφός της. «Υπάρχουν φωτογραφίες από τον δικό μας γάμο;» ρώτησα. «Όχι. Ήταν σε άλλο άλμπουμ. Χάθηκε». Φυσικά. Η πυρκαγιά. Του έδωσα πίσω τις φωτογραφίες. Ένιωθα σαν να κοιτούσα μιαν άλλη ζωή, όχι τη δική μου. Ήθελα απεγνωσμένα να ανέβω επάνω, να καταγράψω αυτά που είχα ανακαλύψει. «Είμαι κουρασμένη…» είπα. «Θέλω να ξεκουραστώ». «Φυσικά», αποκρίθηκε ο Μπεν. Άπλωσε το χέρι του. «Δώσ’ τες μου». Πήρε τις φωτογραφίες και τις έβαλε στο κουτί. κουτί. «Θα τις τις κρατήσω εδώ για σιγουριά», σιγο υριά», είπε. είπε. Έκλεισε το σκέπασμα, κι εγώ ανέβηκα εδώ κι έγραψα αυτά αυτά στο ημερολόγιό μου. *** Μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα. Είμαι στο σ το κρεβάτι. Μόνη. Προσπαθώ να βγάλω νόημα απ’ όσα συνέβησαν σήμερα. Όλα όσα έμαθα. Δεν Δεν ξέρω ξ έρω αν μπορώ. Αποφάσισα να κάνω κάνω ένα ντους μετά μετά το βραδινό. βραδινό. Κλείδωσα Κλείδω σα την πόρτα του μπάνιου μπάνιου πίσω μου και κοίταξα κοί ταξα στα γρήγορα τις φωτογραφίες φω τογραφίες γύρω από τον καθρέφτη, καθρέφτη, βλέποντας βλέποντας τώρα μόνο τι λείπει. Άνοιξα το ζεστό νερό. Συνειδητοποίησα ότι τις περισσότερες μέρες δε θυμάμαι καθόλου τον Άνταμ, αλλά σήμερα τον θυμήθηκα θυμήθηκα αφού είδα μόνο μία φωτογραφία. Έχει Έ χει διαλέξει δι αλέξει ο Μπεν Μπεν τις φωτογραφίες έτσι που να μου θυμίζουν τον εαυτό μου αλλά όχι κι αυτό που έχω χάσει;
Το μπάνιο άρχισε να γεμίζει ατμό. ατμό. Άκουγα τον άντρα μου μου στο ισόγειο. ισ όγειο. Είχε ανοίξει ανοί ξει το ραδιόφωνο, ραδιόφων ο, και ηχούσε αμυδρά μουσική μουσική τζαζ. Παράλληλα Π αράλληλα κροτάλιζε το ρυθμικό χτύπημα χτύπημα ενός μαχαιριού επάνω στη σανίδα. σανί δα. Έκοβε καρότα, κρεμμύδια, κρεμμύδια, πιπεριές. Έφτιαχνε βραδινό, λες και σήμερα σ ήμερα ήταν ήταν μια φυσιολογική μέρα. Συνειδητοποίησα ότι για κείνον κείνο ν είναι μια μι α φυσιολογική φυσιολογι κή μέρα. Εμένα Εμένα με πνίγει πνίγει η θλίψη, θλί ψη, όχι αυτόν. Δεν τον κατηγορώ κατηγορώ που δε μου λέει λέει κάθε μέρα μέρα για τον τον Άνταμ, Άνταμ, τη μητέρα μητέρα μου, μου, την την Κλερ. Στη θέση του το ίδιο θα έκανα. Αυτά Αυτά τα πράγματα πράγματα είναι επώδυνα, κι αν μπορέσω να περάσω μία ολόκληρη μέρα χωρίς χωρί ς να τα θυμηθώ, τότε εγώ θα αποφύγω την οδύνη κι αυτός τον πόνο που νιώθει νιώ θει κάθε φορά που μου τα ξαναλέει. Πρέπει να είναι μεγάλος πειρασμός για τον Μπεν να γνωρίζει και να μη λέει τίποτα. Και πρέπει πρέπει να είναι είν αι πολύ δύσκολο γι’ αυτόν να ξέρει ότι υπάρχουν πάντα μέσα μου αυτά τα κοφτερά θραύσματα αναμνήσεων, σαν μικροσκοπικές βόμβες, βόμβες, κι ότι από στιγμή σε στιγμή κάποιο μπορεί να διαπεράσει την επιφάνεια επιφάνεια και να με υποχρεώσει να ξαναβιώσω τον ίδιο πόνο λες και είναι η πρώτη φορά και να του υπενθυμίσω υπενθυμίσω μαζί και τον δικό δι κό του. Γδύθηκα αργά, δίπλωσα τα ρούχα μου, τα έβαλα στην καρέκλα πλάι στην μπανιέρα. Γυμνή μπροστά στον καθρέφτη, είδα το άγνωστο σώμα μου. Ανάγκασα τον εαυτό μου να κοιτάξει τις ρυτίδες στο δέρμα, τα πεσμένα πεσμένα στήθη. Δε Δε με ξέρω, σκέφτη σκ έφτηκα. κα. Δεν αναγνωρίζω ούτε το σώμα μου ούτε το παρελθόν μου. Πλησίασα πιο κοντά στον καθρέφτ κ αθρέφτη. η. Όντως υπήρχαν, στην κοιλιά κοιλι ά μου, στους γλουτούς μου, στα στήθη στήθη μου. Λεπτές Λεπτές ραβδώσεις, ραβδώσει ς, οι ουλές της ιστορίας ιστορί ας μου. Δεν τις τις είχα προσέξει πριν, γιατί δεν τις είχα αναζητήσει. Φαντάστηκα Φαντάστηκα τον εαυτό μου να παρακολουθεί παρακολουθεί την εμφάνισή του, να εύχεται εύχεται να εξαφανιστούν εξαφανισ τούν καθώς έπαιρνα κιλά κι λά με την εγκυμοσύνη. εγκυμοσύνη. Τώρα Τώ ρα χαίρομαι που υπάρχουν. υπάρχουν. Μια υπενθύμ υπενθύμιση. ιση. Το είδωλό είδ ωλό μου άρχισε να εξαφανίζεται εξαφανίζ εται από τον ατμό. ατμό. Είμαι τυχερή, σκέφτηκα. Τυχερή που έχω τον Μπεν, που που έχω κάποιον να με φροντίζει, εδώ, σ’ αυτό το μέρος, μέρος, στο σπίτι μου, έστω κι αν δεν το θυμάμαι. θυμάμαι. Δεν είμαι η μόνη που υποφέρει. υποφέρει. Ο Μπεν έχει υποστεί κι εκείνος όσα όσ α υπέφερα υπέφερα εγώ σήμερα και θα πέσει να κοιμηθεί γνωρίζοντας γνωρίζο ντας πως αύριο ίσως ίσ ως περάσει τα ίδια. Ένας άλλος άντρας ίσως ίσω ς δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να αντιμετωπίσει αντιμετωπίσει αυτή την την κατάσταση. Ένας άλλος άντρας μπορεί και να με χώριζε. χώριζ ε. Κοίταξα το πρόσωπό μου θαρρείς και προσπαθούσα προσπαθούσα να χαράξω την εικόνα εικόν α στο μυαλό μου, να την αφήσω κοντά στην επιφάνεια ώστε ώσ τε όταν ξυπνήσω το πρωί, πρωί , να μη μου φανεί τόσο ξένη, να μη μου προκαλέσει τέτοιο σοκ. σ οκ. Όταν χάθηκε τελείως τελείως από τον ατμό, γύρισα και μπήκα στο νερό. Με πήρε ο ύπνος. Δεν ονειρεύτηκα –δε νομίζω τουλάχιστον–, αλλά όταν ξύπνησα, ξύπνησα, έπαθα έπαθα σύγχυση. Ήμουν σ’ ένα διαφορετικό δ ιαφορετικό μπάνιο, το νερό ακόμα ζεστό, ενώ ακουγόταν ένα χτύπημα χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξα τα μάτια μάτια μου μου και δεν αναγνώρισ αναγνώρισα α τίποτα. τίποτα. Ο καθρέφτης καθρέφτης απλός, χωρίς κανένα διακοσμητικό, βιδωμένος βιδω μένος επάνω σε λευκά πλακάκια και όχι μπλε. Μια κουρτίνα ντους κρεμόταν σε μια ράγα από πάνω μου, δύο ποτήρια ήταν βαλμένα ανάποδα σ’ ένα ράφι πάνω από το νιπτήρα, ενώ δίπλα στη λεκάνη της τουαλέτας υπήρχε μπιντές. Άκουσα κάποια κάποια φωνή. «Έρχομαι», «Έρχομαι», είπε, και συνειδητοποίησα πως ήταν ήταν δική μου. Ανακάθισα στο μπάνιο μπάνιο και κοίταξα τη μανταλωμένη μανταλωμένη πόρτα. πόρτα. Δύο Δύο μπουρνούζια μπουρνούζια κρέμονταν κρέμονταν από γάντζους στον απέναντι τοίχο, και τα δύο λευκά, ασορτί, με το μονόγραμμα μονόγραμμα Ξ. Ρ.
Σηκώθηκα όρθια. «Έλα!» ακούστηκε μια φωνή έξω από την πόρτα. Θύμιζε τη χροιά του Μπεν και ταυτόχρονα ταυτόχρονα δεν τη θύμιζε. Ύστερα έγινε τραγουδιστή. «Έλα! Έλα, έλα, έλα!» «Ποιος είναι;» ρώτησα, αλλά η φωνή δε σταμάτησε. σταμάτησε. Βγήκα από την μπανιέρα. μπανιέρα. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με πλακάκια, μαύρα και άσπρα, διαγώνια. διαγώ νια. Ήταν βρεγμένα, αισθάνθηκα να γλιστράω. Έπεσα Έ πεσα κάτω τραβώντας την κουρτίνα επάνω επάνω μου. Το κεφάλι μου χτύπησε στο νιπτήρα καθώς έπεφτα. Ξεφώνισα. «Βοήθεια!» Ξύπνησα στ’ αλήθεια τότε, με μιαν άλλη, διαφορετική φωνή να μου μιλάει. «Κριστίν! Κρις! Κ ρις! Είσαι εντάξει;» είπε, και με ανακούφιση συνειδητοποίησα ότι ήταν ο Μπεν κι ότι ονειρευόμουν. Άνοιξα τα μάτια. μάτια. Ήμουν Ήμουν ξαπλωμένη στην μπανιέρα, μπανιέρα, τα ρούχα ρούχα μου διπλωμένα στην καρέκλα δίπλα και οι φωτογραφίες της ζωής ζω ής μου κολλημένες στα γαλάζια πλακάκια πάνω από το νιπτήρα. «Ναι», απάντησα. «Μια χαρά. Απλώς είδα έναν εφιάλτη». Σηκώθηκα, έφαγα βραδινό, μετά πήγα για ύπνο. Ήθελα να καταγράψω όσα είχα μάθει πριν εξαφανιστούν. Δεν ήμουν σίγουρη αν θα τα κατάφερνα προτού προτού έρθει για γι α ύπνο ο Μπεν. Μπεν. Τι μπορούσα να κάνω όμως; ό μως; Έγραφα Έγ ραφα τόσο πολλή ώρα, σκέφτηκα. Σίγουρα Σίγουρα θα αρχίσει να υποψιάζεται, υποψιάζεται, θα αναρωτιέται τι κάνω επάνω μόνη. Ισχυρίζομαι πως είμαι κουρασμένη κο υρασμένη,, πως θέλω να ξεκουραστώ, και ως τώρα με πιστεύει. πιστεύει. Δε θα αρνηθώ αρνηθώ ότι νιώθω τύψεις. Τον έχω ακούσει να περπατ περπατάει άει στις μύτες, μύτες, να ανοιγοκλείνει ανοιγοκλεί νει πόρτες σιγά για γι α να μη με ξυπνήσει, ξυπνήσει, ενώ εγώ είμαι σκυμμένη στο ημερολόγιό ημερολόγιό μου και γράφω πυρετωδώς. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. αλλιώς . Πρέπει να τα καταγρά καταγράψω ψω όλα. Αυτό μου μου φαίνεται φαίνεται σχεδόν πιο σημαντικό από από οτιδήποτε άλλο, διαφορετικά θα θα τα χάσω για πάντα. πάντα. Πρέπει να βρίσκω δικαιολογί δι καιολογίες ες και να επιστρέφω στο ημερολόγιό μου. «Λέω να κοιμηθώ κοι μηθώ στο εφεδρικό δωμάτιο απόψε», του είχα πει. «Είμαι ταραγμένη. ταραγμένη. Καταλαβαίνεις Καταλαβαίνεις,, ε;» Μου απάντησε απάντησε ναι, μου είπε ότι ότι θα έρθει το πρωί να δει πώς είμαι, να βεβαιωθεί ότι είμαι εί μαι εντάξει πριν φύγει για τη δουλειά, και μετά μετά με καληνύχτισε καληνύχτισε με ένα φιλί. Τον Το ν ακούω τώρα να κλείνει την τηλεόραση, να γυρίζει το κλειδί κλειδ ί στην εξώπορτα. εξώ πορτα. Να Να μας κλειδώνει μέσα. Δε θα ήταν ήταν καθόλου καλό να βγω έξω και να χαθώ στην κατάστασή κατάστασή μου. Μου φαίνεται φαίνεται απίστευτο πως σε μερικές στιγμές, σ τιγμές, όταν κοιμηθώ, θα ξεχάσω το γιο γι ο μου και πάλι. Οι αναθυμήσεις αναθυμήσεις του μου φαίνονταν –και συνεχίζουν να μου φαίνονται– τόσο πραγματικές, πραγματικές, τόσο ζωντανές. ζ ωντανές. Και εξακολούθησα να τον θυμάμαι θυμάμαι ακόμα και αφού με πήρε πήρε ο ύπνος στην μπανιέρα. Είναι απίστευτο που ένας ύπνος μεγαλύτερης μεγαλύτερης διάρκειας θα σβήσει τα πάντα, πάντα, αλλά ο Μπεν, και ο δόκτωρ Νας, μου έχουν πει ότι ό τι αυτό ακριβώς θα συμβεί. Να τολμήσω τολμήσω να ελπίσω ότι κάνουν λάθος; Θυμάμαι Θυμάμαι όλο και κ αι περισσότερα κάθε μέρα, ξυπνάω γνωρίζοντας γνωρί ζοντας πιο πολλά για γι α το ποια είμαι. Ίσως Ίσω ς τα πράγματα πράγματα πηγαίνουν πηγαίνουν καλά, μπορεί αυτό το ημερολόγιο ημερολόγιο να φέρνει τις αναμνήσεις μου στην επιφάνεια. Ίσως σήμερα είναι η μέρα που θα θυμάμαι θυμάμαι στο μέλλον και θα τη θεωρώ το μεγάλο βήμα. Είναι πιθανό. Είμαι κουρασμένη τώρα. Σύντομα θα σταματήσω σταματήσω να γράφω και μετά μετά θα κρύψω το ημερολόγιό μου, θα σβήσω σβήσω το φως. φως . Θα κοιμηθώ. Προσεύχομαι αύριο να ξυπνήσω και να θυμάμαι θυμάμαι το γιο γι ο μου.
Πέμπτη 15 Νοέμβρη Ήμουν στο μπάνιο. Δεν ήξερα πόση ώρα στεκόμου σ τεκόμουνν εκεί. Απλώς κοιτούσα. Όλες αυτές οι φωτογραφίες με μένα και τον Μπεν να χαμογελάμε ευτυχισμένοι ευτυχισμένοι ενώ θα έπρεπε έπρεπε να είμαστε εί μαστε τρεις. Τις Τι ς κάρφωνα με το βλέμμα, βλέμμα, ακίνητη, σαν να πίστευα ότι έτσι θα μπορούσα να κάνω την εικόνα του Άνταμ να εμφανιστεί, εμφανιστεί, να υπάρξει και πάλι. Αλλά δεν δ εν το έκανε. Παρέμεινε αόρατη. Όταν ξύπνησα, δεν τον θυμόμουν. Καθόλου. Πίστευα ακόμα πως η μητρότητα ήταν κάτι που περίμενε περίμενε στο μέλλον, κάτι φωτεινό και ανησυχητικό μαζί. Ακόμα και αφού είδα το μεσήλικο πρόσωπό μου κι έμαθα ότι ήμουν παντρεμένη, παντρεμένη, αρκετά αρκετά μεγάλη για να έχω εγγόνια σύντομα –ακόμα και αφού με σόκαραν αυτά τα γεγονότα–, δεν ήμουν προετοιμασμένη για το ημερολόγιο που ο δόκτωρ Νας, όταν τηλεφώνησε, μου είπε πως είχα στην ντουλάπα. Δε Δε φαντάστηκα φαντάστηκα ότι θα ανακάλυπτα ανακάλυπτα πως είμαι και μητέρα. μητέρα. Πως είχα κάνει παιδί. παιδί . Κρατούσα το ημερολόγιο στο χέρι μου. Μόλις το διάβασα, δι άβασα, αισθάνθηκα πως πως ήταν αλήθεια. αλήθεια. Είχα κάνει παιδί. παιδί . Το ένιωθα ένιω θα σχεδόν σαν να ήταν ακόμα κοντά μου, μου, μέσα στους πόρους μου. Το διάβασα ξανά και ξανά προσπαθώντας να το αποτυπώσω αποτυπώσω στο νου μου. Και μετά συνέχισα να διαβάζω και ανακάλυψα ότι ο Άνταμ είναι νεκρός. Δε μου φαινόταν πραγματικό. πραγματικό. Μου φαινόταν αδύνατο. Η καρδιά μου αντιστεκόταν σ’ αυτήν αυτήν τη γνώση, γνώ ση, προσπαθούσε να την απορρίψει, απορρίψει, αν και γνώριζα γνώρι ζα πως ήταν αλήθεια. αλήθεια. Με έπιασε ναυτία. Αναγούλιασα, και καθώς κατάπια κατάπια πάλι πάλι για να μην ξεράσω, το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Για μια στιγμή ένιωσα ένιω σα τον εαυτό μου έτοιμο έτοιμο να πέσει στο πάτωμα. Το ημερολόγιο γλίστρησε από τα πόδια μου κι έπνιξα μια κραυγή πόνου. Σηκώθηκα και βγήκα έξω από την κρεβατοκάμαρα. Μπήκα Μπήκα στο μπάνιο για να κοιτάξω τις φωτογραφίες φω τογραφίες όπου θα έπρεπε έπρεπε να υπάρχει ο Άνταμ. Αισθανόμουν απελπισμένη, απελπισμένη, δεν ήξερα τι να κάνω κάνω όταν ο Μπεν Μπεν θα θα επέστρεφε επέστρεφε στο σπίτι. Τον φαντάστηκα φαντάστηκα να μπαίνει μπαίνει μέσα, να μου δίνει ένα φιλί, να φτιάχνει βραδινό, βραδι νό, να τρώμε μαζί. Και μετά θα βλέπαμε τηλεόραση, ή ό,τι άλλο κάνουμε τα περισσότερα βράδια, και όλη αυτή την ώρα θα ήμουν υποχρεωμένη υποχρεωμένη να προσποιούμαι ότι δεν ξέρω πως έχω χάσει το παιδί μου. Και ύστερα θα πηγαίναμε πηγαίναμε για ύπνο, θα ξαπλώναμε μαζί και μετά… μετά… Δεν άντεχα άλλο. Δεν Δεν μπορούσα μπορούσα να σταματή σταματήσω. σω. Στην πραγματ πραγματικότητα ικότητα δεν ήξερα τι τι έκανα. Άρχισα να αρπάζω αρπάζω τις φωτογραφίες, φω τογραφίες, να τις τραβάω, να τις τις σκίζω σκ ίζω.. Μέσα σε ελάχιστο ελάχιστο χρόνο τις έβγαλα όλες. Τώρα ήταν σκόρπιες στο δάπεδο του του μπάνιου. μπάνιου. Επέπλεαν Επέπλεαν μέσα στο στο νερό της λεκάνης. Βούτηξα το ημερολόγιο και το έχωσα στην σ την τσάντα τσάντα μου. Το πορτοφόλι μου ήταν άδειο, κι έτσι πήρα ένα από από τα χαρτονομίσματα χαρτονομίσματα των είκοσι είκοσ ι λιρών λι ρών που είχα διαβάσει δι αβάσει ότι ήταν κρυμμένα κρυμμένα πίσω από το ρολόι στο ράφι του τζακιού και βγήκα τρέχοντας από το σπίτι. Δεν ήξερα πού πάω. πάω. Ήθελα να δω τον δόκτορα Νας, αλλά δεν είχα ιδέα πού είναι ή πώς πώ ς μπορώ να πάω εκεί ακόμα κι αν ήξερα. Ένιωθα Ένι ωθα ανήμπορη. Μόνη. Μόνη. Κι έτσι άρχισα να τρέχω. Στο δρόμο έστριψα αριστερά, προς το πάρκο. Ήταν μεσημέρι, μεσημέρι, με λιακάδα. Το φως αντανακλούσε στα παρκαρισμένα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και στα νερά που είχε αφήσει στο δρόμο δ ρόμο η πρωινή βροχή, αλλά έκανε κρύο. Η ανάσα μου σχημάτιζε αχνό γύρω μου. Έσφιξα Έσφι ξα το παλτό
μου, ανέβασα ανέβασα το κασκόλ πάνω από τα αυτιά και συνέχισα συνέχισ α με γρήγορο βήμα. Φύλλα έπεφταν έπεφταν από τα δέντρα, τα παράσερνε ο άνεμος, στοιβάζονταν σ’ έναν καφέ σωρό στο χαντάκι. Κατέβηκα Κατέβηκα από το πεζοδρόμιο. Ξαφνικά ήχος από φρένα. Ένα αμάξι σταματάει σταματάει με τα λάστιχα να στριγκλίζουν. στριγκλί ζουν. Μια αντρική φωνή, πνιχτή πίσω από τα τζάμια. τζάμια. Πού πας, ρε μαλακισμένη;… Γύρισα. Ήμουν στη μέση του δρόμου, ένα αυτοκίνητο σταματημένο μπροστά μου, ο οδηγός του να φωνάζει φων άζει έξαλλος. Μου ήρθε μια εικόνα: εγώ, μέταλλα να τσαλακώνονται τσαλακώνονται πάνω σε οστά, οσ τά, να βουλιάζουν και μετά μετά να γλιστράω γλι στράω επάνω στο καπό του αυτοκινήτου ή από κάτω του, για να μείνω εκεί μια σακατε σ ακατεμένη μένη μάζα, μάζα, το τέλος μιας κατεστραμμέ κατεστραμμένης νης ζωής. ζω ής. Θα μπορούσε πραγματικά να είναι τόσο απλό; Θα ήταν δυνατόν ένα δεύτερο ατύχημα να αποτελειώσ αποτελειώσει ει αυτό που άρχισε το πρώτο, πριν από τόσα χρόνια; Νιώθω Νιώ θω ότι θα έπρεπε να είμαι ήδη νεκρή εδώ και είκοσι χρόνια. Αλλά εκεί πρέπει να οδηγήσουν τελικά όλα αυτά; Σε ποιον θα έλειπα; Στον άντρα άντρα μου. Σ’ ένα γιατρό ίσως, αν και γι’ αυτόν είμαι μόνο μια ασθενής. Δεν υπάρχει, υπάρχει, όμως, κανένας άλλος. Μπορεί Μπορεί ο κύκλος κ ύκλος μου να είναι τόσο μικρός; Με εγκατέλειψαν εγκατέλειψαν οι φίλοι φίλο ι μου ένας ένας; Πόσο Π όσο γρήγορα θα με ξεχνούσαν αν πέθαινα; Κοίταξα τον άντρα στο αμάξι. Εκείνος, Εκείνο ς, ή κάποιος σαν εκείνον, μου το έκανε αυτό. Μου τα πήρε όλα. Μου πήρε πήρε ακόμα και τον εαυτό μου. Εκείνος, όμως, όμως , συνέχιζε να ζει. Όχι ακόμα, σκέφτηκα. Όχι ακόμα. Όπως Όπως κι αν πρέπει να τελειώσει η ζωή μου, δεν ήθελα να τελειώσει έτσι. έτσι . Συλλογίστηκα το μυθιστόρημα μυθιστόρημα που είχα γράψει, το παιδί παιδί που είχα μεγαλώσει, ακόμα και το πάρτι με τα πυροτεχνήματα όπου είχα πάει με την καλύτερή μου φίλη πριν από τόσα χρόνια. Έχω Έ χω ακόμα να ξεθάψω αναμνήσεις. Να ανακαλύψω ανακαλύψω πράγματα. πράγματα. Να βρω την αλήθεια μου. Ψέλλισα ένα «Με συγχωρείς» στον οδηγό, διέσχισα δι έσχισα τρέχοντας το δρόμο, πέρασα την καγκελόπορτα και μπήκα στο πάρκο. Υπήρχε ένα ξύλινο κτίριο στη σ τη μέση του του γκαζόν, μια μια καφετέρια. καφετέρια. Μπήκα Μπήκα μέσα και και πήρα έναν καφέ και ύστερα κάθισα σ’ ένα παγκάκι ζεσταίνοντας τα χέρια μου στο πλαστικό κύπελλο. Απέναντι πέναντι υπήρχε μια παιδι παιδική κή χαρά. Μια τσουλήθρα, τσουλήθρα, κούνιες, κούνιες, ένας μύλος. Κάποιο Κάποιο αγοράκι ήταν καθισμένο σ’ ένα κάθισμα που είχε σχήμα σχ ήμα πασχαλίτσας πασχαλίτσας και ήταν στερεωμένο στερεωμένο στο έδαφος με ένα χοντρό ελατήριο. ελατήριο. Το κοιτούσα καθώς κουνιόταν κ ουνιόταν μόνο του μπρος-πίσω μπρος-πίσω κρατώντας παγωτό στο ένα του χέρι, παρά το κρύο. Μου ήρθε μια μια εικόνα εικό να του εαυτού μου μου μαζί με ένα άλλο μικρό μικ ρό κορίτσι κορί τσι στο πάρκο. Είδα τις δυο μας να ανεβαίνουμε από τη σκάλα σ’ ένα ξύλινο ξύλι νο κλουβί, για να κατέβουμε στο έδαφος από μια μεταλλική μεταλλική τσουλήθρα. Πόσο ψηλά μου φαινόταν πριν από τόσα χρόνια, τώρα όμως, κοιτάζοντας κο ιτάζοντας την παιδική χαρά, έβλεπα ότι η τσουλήθρα πρέπει πρέπει να ήταν λίγο λί γο ψηλότερη από μένα. Λερώναμε τα φορέματά μας και μας μάλωναν οι μαμάδες μας και μετά γυρίζαμε χοροπηδώντας στο σπίτι κρατώντας σακουλάκια σακουλάκι α με καραμέλες καραμέλες ή τσιπς. Ήταν ανάμνηση αυτό; Ή επινόηση; Παρακολουθούσα το αγοράκι. Ήταν μόνο. Το πάρκο φαινόταν άδειο. Μονάχα οι δυο μας, μέσα στο κρύο, κάτω από έναν ουρανό σκεπασμ σ κεπασμένο ένο με σκούρα σύννεφα. Ήπια μια γουλιά γουλι ά καφέ. «Ε!…» «Ε!…» είπε ο μικρός. μι κρός. «Ε, κυρία!»
Τον κοίταξα, ύστερα κατέβασα πάλι το βλέμμα στα χέρια μου. «Ε!…» «Ε!…» φώναξε πιο δυνατά. «Ε, «Ε, κυρία! Έλα Έ λα να με γυρίσεις!» γυρίσεις !» Σηκώθηκε και πήγε στο μύλο. «Έλα να με γυρίσεις!» γυρίσεις !» επανέλαβε. επανέλαβε. Προσπάθησε να σπρώξει μόνος του το μύλο, αλλά παρά την προσπάθεια που φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό του, η μεταλλική κατασκευή δεν κουνήθηκε σχεδόν καθόλου. Τα παράτησε απογοητευμένος. «Σε παρακαλώ…» μουρμούρισε. «Δεν «Δεν πειράζει, κάνε κάτι άλλο!» άλλο! » αποκρίθηκα. Ήπια λίγο καφέ. Αποφάσισα να περιμένω εδώ ώσπου ώ σπου να γυρίσει η μητέρα του. Να Να τον προσέχω. Ο μικρός ανέβηκε στο μύλο και μετακινήθηκε μετακινήθηκε ώσπου βρέθηκε στο κέντρο. «Έλα να με γυρίσεις…» γυρίσεις …» είπε πάλι. πάλι. Η φωνή του ήταν πιο σιγανή. σι γανή. Ικετευτική. Ικετευτική. Ευχήθηκα Ευχήθηκα να μην είχα έρθει εδώ, να μπορούσα να τον κάνω να φύγει. Ένιωθα Ένι ωθα μακριά από τον κόσμο. Αφύσικη. Επικίνδυνη. Επικί νδυνη. Σκέφτηκα Σκέφτηκα τις φωτογραφίες φω τογραφίες που ξεκόλλησα από τον τοίχο και άφησα σκορπισμένες στο μπάνιο. Είχα έρθει στο πάρκο για να βρω ησυχία. Όχι γι’ αυτό. Κοίταξα τον μικρό. Προσπαθούσε Π ροσπαθούσε και πάλι να σπρώξει μόνος του το μύλο, αλλά τα πόδια πόδια του μόλις που έφταναν έφταναν στο έδαφος από κει που καθόταν επάνω επάνω στην πλατφόρμα. πλατφόρμα. Φαινόταν τόσο εύθραυστος. Ανήμπορος. Ανήμπορος. Τον Τ ον πλησίασα. «Σπρώξε με!» είπε. Άφησα τον τον καφέ μου κάτω κάτω και του χαμογέλασα. χαμογέλασα. «Κρατήσου «Κρατήσου γερά!» γερά!» αποκρίθηκα. αποκρίθηκα. Έσπρωξα Έσπρωξ α με δύναμη την μπάρα. μπάρα. Ο μύλος ήταν απρόσμενα βαρύς, αλλά άρχισε να κινείται, κι νείται, και ξεκίνησα ξεκί νησα να περπατάω περπατάω κι εγώ γύρω του καθώς περιστρεφόταν πιο γρήγορα. «Πάμε!» είπα. Κάθισα κι εγώ στην σ την πλατφόρμα. πλατφόρμα. Ο μικρός χαμογέλασε γεμάτος χαρά σφίγγοντας τη μεταλλική μπάρα με όλη του τη δύναμη, σαν να γυρίζαμε πολύ πιο γρήγορα. Τα χέρια χ έρια του έδειχναν κρύα, σχεδόν μπλε. μπλε. Φορούσε ένα πράσινο σακάκι που φαινόταν πολύ λεπτό, ένα τζιν με γυρισμένα τα μπατζάκια. μπατζάκια. Αναρωτήθηκα ποιος ποιος τον έστειλε έξω χωρίς χωρί ς γάντια, κασκόλ και σκούφο. σκο ύφο. «Πού είναι η μαμά σου;» τον τον ρώτησα. ρώ τησα. Σήκωσε τους ώμους. «Ο μπαμπάς μπαμπάς σου;» «Δεν ξέρω…» απάντησε. «Η μαμά λέει πως ο μπαμπάς έφυγε. Λέει ότι δε μας αγαπάει πια». Τον κοίταξα. κοί ταξα. Το είχε πει χωρίς χωρί ς καμία αίσθηση πόνου ή απογοήτευσης. Γι’ αυτόν αυτόν ήταν μια απλή περιγραφή περιγραφή της κατάστασης. Για μια στιγμή ένιωσα ένιω σα λες και ο μύλος ήταν εντελώς ακίνητος και ο κόσμος στροβιλιζόταν γύρω μας. «Βάζω στοίχημα ότι η μαμά σου σ’ αγαπάει αγαπάει όμως. όμως . Έτσι δεν δ εν είναι;» είπα. Έμεινε σιωπηλός σιω πηλός για λίγες λί γες στιγμές. «Μερικές φορές…» απάντη απάντησε. σε. «Άλλες φορές, όμως, όχι;» Δίστασε. «Δε «Δε νομίζω νομίζω…» …» Αισθάνθηκα ένα βρόντο στο στήθος μου, θαρρείς και κάτι φιδογύριζε φιδογύριζ ε μέσα μου. Ή ξυπνούσε. «Λέει «Λέει πως όχι. ό χι. Μερικές φορές». «Κρίμα…» είπα. Έβλεπα το παγκάκι όπου καθόμουν να έρχεται προς το μέρος μας, μετά να απομακρύνεται. απομακρύνεται. Συνεχίσαμε να γυρίζουμε, ξανά και ξανά. ξ ανά. «Πώς σε σ ε λένε;» «Άλφι», απάντησε. Ο μύλος άρχιζε να ελαττώνει ελαττώνει ταχύτητα, ταχύτητα, και ο κόσμος κόσ μος σταματούσε σταματούσε πίσω από το κεφάλι του. Πάτησα κάτω και κλότσησα. κλό τσησα. Αρχίσαμε να γυρίζουμε πάλι. Είπα το όνομά του σαν να το έλεγα στον εαυτό μου. Άλφι.
«Η μαμά μερικές φορές λέει ότι θα ήταν καλύτερα γι’ αυτήν αν ζούσα πουθενά αλλού», πρόσθεσε ο μικρός. Προσπάθησα να συνεχίσω να χαμογελάω, να κρατήσω τη φωνή μου εύθυμη. «Βάζω «Βάζω στοίχημα ότι αστειεύεται…» αστειεύεται…» Ο Άλφι σήκωσε τους ώμους. Όλο μου το σώμα σφίχτηκε. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να τον ρωτάει αν θα ήθελε να έρθει μαζί μου. Στο σπίτι μου. Να ζήσει. Φαντάστηκα Φαντάστηκα πώς θα φωτιζόταν το πρόσωπό πρόσω πό του, αν και θα μου έλεγε πως δεν πρέπει πρέπει να πηγαίνει πουθενά με αγνώστους. Μα εγώ δεν είμαι εί μαι άγνωστη, θα αντιγύριζα. Θα τον σήκωνα σήκω να αγκαλιά –θα ήταν βαρύς και θα είχε τη γλυκιά μυρωδιά της σοκολάτας– σ οκολάτας– και μαζί θα πηγαίναμε πηγαίναμε στην καφετέρια. Τι χυμό θέλεις; θα του έλεγα, κι εκείνος θα ζητούσε χυμό μήλου. Θα Θα του τον αγόραζα και θα του έπαιρνα έπαιρνα και μερικά γλυκά και θα φεύγαμε από το πάρκο. Θα κρατούσε κρατούσε το χέρι μου καθώς θα επιστρέφαμε επιστρέφαμε στο σπίτι, στο σπίτι όπου ζούσα με τον άντρα μου, και το βράδυ θα του έκοβα το κρέας και θα του έλιωνα τις πατάτες πατάτες και ύστερα, όταν όταν πια είχε φορέσει τις πιτζάμες του, θα του διάβαζα ένα παραμύθι, κι όταν θα τον έπαιρνε ο ύπνος, θα τον σκέπαζα καλά και θα τον φιλούσα φι λούσα απαλά στην κορυφή του κεφαλιού. Και αύριο… Αύριο; Δεν έχω αύριο, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Όπως Όπως δεν είχα ούτε χτες. «Μαμά!» «Μαμά!» φώναξε ο μικρός. Για μια στιγμή σ τιγμή νόμισα ότι μιλούσε σε μένα, αλλά εκείνος πήδησε από το μύλο κι έτρεξε προς την καφετέρια. «Άλφι!» είπα με δυνατή φωνή, αλλά μετά είδα μια γυναίκα να έρχεται προς το μέρος μας κρατώντας από ένα πλαστικό κύπελλο σε κάθε χέρι. Κάθισε ανακούρκουδα όταν την πλησίαζε πλησίαζε ο Άλφι. Άλφι . «Είσαι καλά, τίγρη;» ρώτησε καθώς ο μικρός έτρεχε στην αγκαλιά της. Αυτή κοίταξε πίσω του, εμένα. εμένα. Τα μάτια της είχαν στενέψει, στενέψει, το πρόσωπό πρόσω πό της σκλήρυνε. Δεν έκανα τίποτα τίποτα κακό! ήθελα ήθελα να φωνάξω. φωνάξω . Άσε με με ήσυχη! Δε μίλησα όμως. Έστρεψα αλλού το βλέμμα βλέμμα μου και ύστερα, αφού έφυγε έφυγε η γυναίκα με τον Άλφι, σηκώθηκα από το μύλο. Ο ουρανός σκοτείνιαζε τώρα, έπαιρνε μια κυανή απόχρωση σαν μελάνη. Κάθισα σ’ σ ’ ένα παγκάκι. Δεν ήξερα τι ώρα ήταν ούτε ούτε πόση ώρα έλειπα. Ήξερα μόνον ότι δεν δ εν μπορούσα να επιστρέψω στο σπίτι ακόμα. Δεν Δεν μπορούσα να αντικρίσω τον Μπεν. Μπεν. Δε γινόταν να προσποιηθώ ότι δεν ξέρω ξ έρω τίποτα για τον Άνταμ, ότι ότι δεν έχω ιδέα ι δέα πως είχαμε ένα παιδί. Για μια στιγμή σ τιγμή ήθελα να του του τα πω όλα. Για το ημερολόγιο, τον δόκτορα Νας, τα πάντα. πάντα. Αλλά έδιωξα έδιω ξα αυτήν τη σκέψη. Δεν Δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι, αλλά δεν είχα πουθενά αλλού να πάω. Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω περπατάω καθώς ο ουρανός γινόταν γι νόταν μαύρος. μαύρος. ο σπίτι ήταν σκοτεινό. Δεν ήξερα τι να περιμένω όταν άνοιξα άνοι ξα την εξώπορτα. Ο Μπεν θα με έψαχνε. έψαχνε. Είχε πει ότι ό τι θα γύριζε στις πέντε. Τον φαντάστηκα να βηματίζει βηματίζει πέρα-δώθε στο καθιστικό – για γι α κάποιο λόγο, αν και δεν τον είχα δει να καπνίζει το πρωί, η φαντασία φαντασία μου πρόσθεσε ένα αναμμένο αναμμένο τσιγάρο σ’ σ ’ αυτήν τη σκηνή. Ή μπορεί να ήταν έξω, να οδηγούσε οδ ηγούσε στους δρόμους αναζητώντας με. Φαντάστηκα ομάδες ομάδες αστυνομικών και εθελοντών να απλώνονται στην περιοχή, να πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα με μια φωτογραφία μου και αισθάνθηκα τύψεις. τύψεις. Σκέφτηκα ότι δεν ήμουν κανένα παιδί, έστω κι αν είχα αμνησία, αλλά παρ’ όλα αυτά μπήκα μπήκα στο σπίτι έτοιμη να ζητήσω συγγνώμη.
«Μπεν;» φώναξα. Δεν πήρα απάντηση, αλλά μάλλον αισθάνθηκα, παρά άκουσα, μια κίνηση. Ένα τρίξιμο τρίξ ιμο σε μια σανίδα σανί δα κάπου από από πάνω μου, μια σχεδόν ανεπαίσθητη αλλαγή στην ισορροπία ισορρο πία του σπιτιού. Φώναξα Φώ ναξα πάλι, αλλά πιο δυνατά αυτήν αυτήν τη φορά. «Μπεν;» «Μπεν;» «Κριστίν;» ακούστηκε μια φωνή. φω νή. Ήταν αδύναμη, σπασμένη. «Μπεν…» είπα. «Εγώ είμαι. Ήρθα». Εμφανίστηκε Εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας. Έδειχνε Έ δειχνε σαν να κοιμόταν. Φορούσε ακόμα τα ρούχα που είχε βάλει το πρωί για τη δουλειά, αλλά τώρα το πουκάμισο πουκάμισο ήταν τσαλακωμένο τσαλακωμένο και κρεμόταν έξω από το παντελόνι παντελόνι του, ενώ τα μαλλιά μαλλιά του ορθώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, κατευθύνσεις, τονίζοντας τονίζ οντας την έκφραση σοκ στο πρόσωπό του με μια σχεδόν κωμική κωμι κή υπόνοια ηλεκτρικής εκκένωσης. Μια ανάμνηση κινήθηκε κάπου μέσα μου –μαθήματ –μαθήματα α φυσικής και κ αι γεννήτριες Βαν ντε Γκραφ–, αλλά δε βγήκε στην επιφάνεια. Άρχισε να κατεβαίνει κατεβαίνει τη σκάλα. «Κρις «Κρις,, γύρισες!» «Ήθελα… Ήθελα να πάρω αέρα», αποκρίθηκα. «Δόξα «Δόξα τω Θεώ…» Πλησίασε και μου έπιασε το χέρι. Το έσφιξε έσφιξ ε θαρρείς και σκόπευε σκό πευε να κάνει χειραψία ή σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ό τι ήταν πραγματικό. πραγματικό. «Δόξα τω Θεώ!» Με κοίταξε με διάπλατα μάτια, μάτια, και παρατήρησα παρατήρησα ότι γυάλιζαν γυάλιζ αν μέσα στο αμυδρό φως λες κι έκλαιγε. Πόσο Πόσ ο με αγαπάει, σκέφτηκα. Οι τύψεις μου θέριεψαν. «Λυπάμαι…» ψέλλισα. «Δεν ήθελα να…» Με σταμάτησε. «Ω, ας μην ανησυχούμε γι’ αυτό. Εντάξει;» Έφερε το χέρι μου στα χείλη του. Η έκφρασή του άλλαξε, τώρα έδειχνε ικανοποίηση, ευτυχία. ευτυχία. Κάθε ίχνος ί χνος άγχους εξαφανίστηκε. Με φίλησε. «Μα…» «Γύρισες «Γύρισες τώρα. Αυτό έχει σημασία!» Άναψε Άναψε το φως και ύστερα έστρωσε έστρωσε όσο όσ ο μπορούσε τα μαλλιά του. «Ωραία!» αναφώνησε βάζοντας το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του. «Τι θα έλεγες να πας να φρεσκαριστείς; φρεσκαριστείς ; Και μετά μετά θα μπορούσαμε μπορούσαμε να βγούμε έξω. Λοιπόν;» Λοι πόν;» «Δε νομίζω», απάντησα. «Είμαι…» «Ω Κριστίν, πρέπει να βγούμε! Μου Μου φαίνεται ότι σου χρειάζεται χρει άζεται κάτι να σου φτιάξει το κέφι!» «Μα, Μπεν, δεν έχω διάθεση…» «Σε παρακαλώ…» παρακαλώ…» μου αντιγύρισε. Μου έπιασε πάλι το χέρι και το έσφιξε έσφιξ ε μαλακά. «Θα «Θα σήμαινε πολλά για μένα». Μου έπιασε έπιασε και το άλλο χέρι κι έβαλε και τα δυο ανάμεσα στα δικά του. «Δεν ξέρω αν σ’ σ ’ το είπα το πρωί. πρωί . Σήμερα είναι τα γενέθλιά μου». μου». ι μπορούσα να κάνω; Δεν ήθελα να βγω. Ουσιαστικά δεν είχαν όρεξη για γι α τίποτα. Του είπα ότι θα κάνω αυτό που μου ζήτησε, θα θα φρεσκαριστώ και μετά μετά θα δω πώς νιώθω. νιώθω . Ανέβηκα επάνω. Η ψυχική του διάθεση με είχε ταράξει. Φαινόταν τόσο ανήσυχος, αλλά αμέσως μόλις εμφανίστηκα εμφανίστηκα σώα σώ α και αβλαβής, αυτή η ανησυχία χάθηκε. Με αγαπούσε αγαπούσε όντως τόσο πολύ; Με εμπιστευόταν τόσο πολύ ώστε το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν ήμουν καλά και όχι το πού είχα πάει; Μπήκα Μπήκα στο μπάνιο. Μπορεί Μπορεί να μην είχε δει τις φωτογραφίες που είχα σκορπίσει παντού και να πίστευε ότι είχα βγει για γ ια έναν περίπατο. περίπατο. Υπήρχε ακόμα χρόνος για να καλύψω κ αλύψω τα ίχνη μου. Να κρύψω το θυμό και τη θλίψη μου. Κλείδωσα Κλείδω σα την πόρτα πίσω πίσω μου. Άνοιξα το φως. φως . Το πάτωμα ήταν ήταν σκουπισμένο. Γύρω από
τον καθρέφτη καθρέφτη υπήρχαν υπήρχαν ακριβώς οι ίδιες ί διες φωτογραφίες, φω τογραφίες, σαν να μην είχαν μετακινηθεί μετακινηθεί ποτέ από κει. Είπα στον Μπεν πως θα είμαι έτοιμη σε μισή μι σή ώρα. Κάθισα Κ άθισα στην κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρα κι έγραψα τα παραπάνω παραπάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Παρασκευή 16 Νοέμβρη Δεν ξέρω τι τι συνέβη μετά. μετά. Τι έκανα αφού μου είπε είπε ο Μπεν Μπεν ότι ήταν τα γενέθλιά γενέθλιά του; Αφού ανέβηκα επάνω επάνω και ανακάλυψα ανακάλυψα τις φωτογραφίες φω τογραφίες στη θέση τους, όπως ήταν πριν τις πετάξω; πετάξω; Δεν ξέρω. Μπορεί να έκανα ντους και να άλλαξα, μπορεί να βγήκαμε έξω, να φάγαμε, να πήγαμε σινεμά. Δεν ξέρω. Δεν τα έγραψα και δε θυμάμαι, παρόλο που έγιναν πριν από μερικές ώρες ώ ρες μόνο. Αν δε δ ε ρωτήσω τον Μπεν, Μπεν, όλα αυτά θα χαθούν εντελώς. Νιώθω ότι ό τι θα τρελαθώ. τρελαθώ. Σήμερα Σήμερα το πρωί, πολύ νωρίς, νωρί ς, ξύπνησα και τον είδα είδ α ξαπλωμένο δίπλα μου. Ένας άγνωστος άγνωσ τος πάλι. Το δωμάτιο δ ωμάτιο σκοτεινό, σιωπηλό. σιω πηλό. Έμεινα στο κρεβάτι, παράλυτη παράλυτη από φόβο, μην ξέροντας ποια είμαι και πού είμαι. Το μόνο που ήμουν σε θέση να σκεφτώ ήταν να το βάλω στα πόδια, να το σκάσω, όμως ό μως δεν μπορούσα να κουνηθώ. Το μυαλό μου ήταν άδειο, κούφιο, αλλά μετά ανέβηκαν ανέβηκαν στην επιφάνεια κάποιες λέξεις. Μπεν. Μπεν. Σύζυγος. Μνήμη. Ατύχημα. τύχημα. Θάνατος. Θάνατος. Γιος. Άνταμ. νταμ. Αιωρούνταν μπροστά μπροστά μου, μου, θόλωναν και εστίαζαν. Δεν μπορούσα να τις συνδέσω. Δεν ήξερα τι σημαίνουν. Γύριζαν στο νου μου ξανά και ξανά σαν μάντρας, και ύστερα μου ήρθε πάλι το όνειρο, το όνειρο που πρέπει να με ξύπνησε. Ήμουν σ’ ένα δωμάτ δω μάτιο, ιο, σ’ σ ’ ένα κρεβάτι. Στην Στην αγκαλιά μου βρισκόταν βρισ κόταν ένα σώμα, ένας άντρας. Ήταν ξαπλωμένος επάνω μου, βαρύς, η πλάτη πλάτη του φαρδιά. Ένιω Έ νιωθα θα παράξενα, αλλόκοτα, το κεφάλι μου πολύ ελαφρύ, το σώμα μου πολύ βαρύ, το δωμάτιο κουνιόταν κουνιό ταν από κάτω μου, κι όταν ό ταν άνοιγα τα μάτια, δεν μπορούσα να εστιάσω το βλέμμα μου στο ταβάνι. Δεν έβλεπα έβλεπα ποιος ήταν ήταν ο άντρας άντρας –το κεφάλι κεφάλι του ήταν ήταν πολύ πολύ κοντά στο δικό μου και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του–, αλλά ένιωθα ένιω θα τα πάντα, πάντα, ακόμα και τις τρίχες στο στέρνο του, που τρίβονταν στα γυμνά μου μου στήθη. Αισθανόμουν μια γεύση στη γλώσσα γλώσσ α μου τραχιά και γλυκιά. γλυκι ά. Με φιλούσε. Ήταν πολύ άγριος, ήθελα να σταματήσει, σταματήσει, μα δεν είπα εί πα τίποτα. «Σ’ «Σ’ αγαπάω…» μουρμούρισε μουρμούρισε αυτός, και οι λέξεις του χάθηκαν μέσα στα μαλλιά μου, στο λαιμό μου. Ήθελα να μιλήσω –αν και δεν δ εν ήξερα τι να πω–, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω καταλάβω πώς. Το Το στόμα μου φαινόταν σαν να μην ήταν συνδεδεμένο με το το μυαλό μου, κι έτσι έμεινα ξαπλωμένη εκεί καθώς με φιλούσε και μιλούσε μέσα στα μαλλιά μου. Θυμήθηκα Θυμήθηκα το δίδυμο συναίσθημα: πως τον ποθούσα και ταυτόχρονα ταυτόχρονα ήθελα να σταματήσει, σταματήσει, πως όταν άρχισε να με φιλάει, είχα πει στον εαυτό μου ότι δε θα κάνουμε σεξ, αλλά το χέρι του κατέβηκε κατέβηκε από την καμπύλη καμπύλη της πλάτης πλάτης μου στους γλουτούς μου και το άφησα. Και πάλι, όταν σήκωσε το πουκάμισό πουκάμισό μου και γλίστρησε γλίσ τρησε το χέρι του από από κάτω, σκέφτηκα: Έως εδώ θα σε αφήσω να προχωρήσεις. Δε θα σε σταματήσω, σταματήσω, όχι τώρα, γιατί μου αρέσει. Γιατί το χέρι σου είναι ζεστό επάνω στο στήθος μου, γιατί το σώμα σώ μα μου ανταποκρίνεται ανταποκρίνεται με μικρά ρίγη ηδονής. Γιατί, για πρώτη φορά, νιώθω γυναίκα. γυναί κα. Αλλά δε θα κάνω σεξ μαζί σου. σ ου. Όχι απόψε. Ως Ως εδώ θα προχωρήσουμε, ως εδώ και όχι παραπέρα. παραπέρα.
Αργότερα, όμως, μου έβγαλε έβγαλε το το πουκάμισο πουκάμισο και ξεκούμπωσε το σουτιέν μου, μου, και δεν ήταν ήταν το χέρι του στο στήθος μου τώρα, αλλά το στόμα του, κι εγώ σκεφτόμουν ακόμα πως πως θα τον σταματήσω σταματήσω σύντομα σ ύντομα.. Η λέξη «όχι» είχε αρχίσει αρχίσ ει να παίρνει σχήμα στο μυαλό μου, αλλά ώσπου να την πω, εκείνος με έσπρωξε πίσω στο κρεβάτι κρεβάτι και μου έβγαλε το το σλιπ, σλι π, και το όχι μετατράπ μετατράπηκε ηκε σε κάτι άλλο, σ’ σ ’ ένα βογκητό, σε μιαν αίσθηση αίσ θηση που αναγνώριζα αμυδρά ως ηδονή. Αισθάνθηκα κάτι κάτι σκληρό ανάμεσα ανάμεσα στα γόνατά μου. «Σ’ «Σ’ αγαπάω», αγαπάω», μου είπε είπε πάλι, πάλι, και κατάλαβα ότι ήταν το γόνατό του, ότι μου άνοιγε τα σκέλια με το πόδι του. Δεν ήθελα να τον αφήσω, αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι πρέπει, ότι είχα καθυστερήσει να αντιδράσω και ήταν πια πολύ αργά. Είχα δει τις ευκαιρίες μου να πω κάτι, να τον σταματήσω, σταματήσω, να ν α χάνονται μία μία. Και τώρα δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. δ ιαφορετικά. Το είχα θελήσει τη στιγμή που ξεκούμπωσε το παντελόνι παντελόνι του κι έβγαλε αδέξια αδέξια το εσώρουχό εσώ ρουχό του, κι έτσι πρέπει να το θέλω ακόμα, τώρα που βρίσκομαι κάτω από το σώμα σώ μα του. Προσπάθησα να χαλαρώσω. Εκείνος Εκείνο ς τεντώθηκε προς τα πάνω πάνω και βόγκηξε –ένας βαρύς απρόσμενος ήχος που ξεπήδησε από κάπου βαθιά μέσα του–, και τότε είδα το πρόσωπό του. Δεν το αναγνώρισα στο όνειρό μου, αλλά το κατάλαβα τώρα. Ο Μπεν. «Σ’ αγαπάω», είπε, και ήξερα πως πρέπει να πω κάτι, πως ήταν άντρας μου, έστω κι αν τον είχα γνωρίσ γν ωρίσει ει για πρώτη φορά μόλις το πρωί. Δεν μπορούσα να τον σταματήσω. σταματήσω. Δεν μπορούσα μπορούσα να περιμένω πως θα σταματήσει σταματήσει μόνος του. «Μπεν…» Με διέκοψε φιλώντας με με το υγρό του στόμα στόμα και τον αισθάνθηκα να εισβάλλει βίαια βί αια μέσα μου. Πόνος ή ηδονή. Δεν μπορούσα να καταλάβω καταλάβω πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Γαντζώθηκα από την πλάτη του, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ιδρώ τα, και προσπάθησα προσπάθησα να του ανοιχτώ, προσπάθησα στην αρχή να απολαύσω αυτό που γινόταν γιν όταν και μετά, μετά, όταν είδα πως δεν μπορούσα, επιχείρησα να το αγνοήσω. Εγώ το θέλησα αυτό, σκέφτηκα, και ταυτόχρονα ταυτόχρονα δεν το θέλησα ποτέ. Είναι δυνατόν δ υνατόν να θέλεις και να μη θέλεις την ίδια στιγμή; Είναι δυνατόν η επιθυμία επιθυμία να συνυπάρχε σ υνυπάρχειι με το φόβο; Έκλεισα τα μάτια μάτια μου. Είδα ένα πρόσωπο. πρόσω πο. Κάποιον άντρα με μαύρα μαλλιά μαλλιά και μούσι. Με μια ουλή στο μάγουλο. Φαινόταν γνωστός, αλλά δεν είχα εί χα ιδέα από πού. Καθώς τον κοιτούσα, το χαμόγελό του εξαφανίστηκε, και τότε ήταν που ξεφώνισα στο όνειρό μου. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα και βρέθηκα στο κρεβάτι σ’ ένα σιωπηλό, σι ωπηλό, ήσυχο δωμάτ δω μάτιο ιο με τον Μπεν Μπεν ξαπλωμένο δίπλα δί πλα μου και μένα να μην έχω ιδέα ι δέα πού βρίσκομαι. Σηκώθηκα όρθια. Για να πάω στην τουαλέτα; Να ξεφύγω; Δεν ήξερα πού θα πήγαινα, τι θα έκανα. Αν γνώριζα γνώρι ζα με κάποιον τρόπο την ύπαρξη του ημερολογίου, ημερολογίου, θα άνοιγα άνοι γα την ντουλάπα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και θα έπαιρνα το κουτί των παπουτσιών, παπουτσιών, αλλά δεν τη γνώριζα. Κι έτσι κατέβηκα κάτω. κάτω. Η εξώπορτα εξώ πορτα ήταν ήταν κλειδωμένη, κλειδω μένη, το το φεγγαρόφωτο μπλε μέσα από το χρωματιστό γυαλί. Συνειδητοποίησα πως ήμουν γυμνή. γυμνή. Κάθισα στο κάτω μέρος της σκάλας. Βγήκε Β γήκε ο ήλιος, και κ αι το χολ από μπλε πήρε μια μια σκούρα πορτοκαλί απόχρωση. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα, και κυρίως το όνειρο. Ήταν πολύ αληθινό, κι εγώ είχα εί χα ξυπνήσει στο ίδιο δωμάτιο όπου ήμουν στο όνειρο δίπλα σ’ έναν άντρα άντρα που δεν περίμενα να δω. Και τώρα, τώρα που έχω διαβάσει δι αβάσει το ημερολόγιο αφού μου τηλεφώνησε τηλεφώνησε ο Νας, μια σκέψη παίρνει σχήμα. Μήπως Μήπως το όνειρο ήταν μια ανάμνηση; ανάμνηση; Μια ανάμνηση που είχα
διατηρήσει από το προηγούμενο βράδυ; Δεν ξέρω. Αν αυτό αυτό ισχύει, τότε είναι μια ένδειξη προόδου, φαντάζομα φαντάζομαι. ι. Αυτό, όμως, σημαίνει επίσης ότι ο Μπεν Μπεν μού επέβαλε επέβαλε να κάνουμε σεξ και, κάτι πολύ χειρότερο, ότι ενώ ήμουν μαζί μαζί του, είδα το πρόσωπο πρόσω πο ενός αγνώστου αγνώσ του με μούσι μούσι και μια ουλή. Φαίνεται απάνθρωπο απάνθρωπο απ’ όλες τις δυνατές αναμνήσεις αναμνήσεις να κράτησα αυτήν. αυτήν. Αλλά μπορεί μπορεί να μη μη σημαίνει σημαίνει τίποτα. Ήταν Ήταν απλώς απλώς ένα όνειρο. Ένας εφιάλτης. Ο Μπεν Μπεν με αγαπάει, αγαπάει, και ο άγνωστος με το μούσι μούσι δεν δ εν υπάρχει. υπάρχει. Αλλά πώς πώς μπορώ να είμαι ποτέ ποτέ σίγουρη; Αργότερα είδα τον δόκτορα Νας. Ήμαστε Ήμαστε σταματ σταματημένοι ημένοι στο φανάρι, φανάρι, ο Νας Νας χτυπούσε χτυπούσε τα δάχτυλά του στο στο τιμόνι, όχι τελείως συγχρονισμένα συγχρονι σμένα με τη τη μουσική που έπαιζε το στερεοφωνικό –ποπ που ούτε την την αναγνώριζα αναγνώριζ α ούτε μου άρεσε–, ενώ εγώ κοιτούσα κο ιτούσα ευθεία μπροστά. μπροστά. Του είχα τηλεφωνήσει σήμερα σ ήμερα το το πρωί σχεδόν αμέσως αφού διάβασα δι άβασα το ημερολόγιο κι έγραψα για το όνειρο που μπορεί να ήταν ανάμνηση. ανάμνηση. Έπρεπε να μιλήσω με κάποιον. Το νέο πως είχα εί χα κάνει παιδί ήταν σαν ένα μικροσκο μικροσκοπικό πικό σκίσιμο σκί σιμο στο ύφασμα της της ζωής μου που τώρα απειλούσε απειλούσε να μεγαλώσει, να απλωθεί παντού, να την γκρεμίσει, γκρεμίσει, και ο δόκτωρ Νας πρότεινε να κάνουμε την επόμενη συνάντησή μας σήμερα. Μου ζήτησε να φέρω το ημερολόγιο. Δεν του είχα πει ποιο ήταν το πρόβλημα, είχα σκοπό να περιμένω ώσπου να φτάσουμε στο γραφείο του, αλλά τώρα δεν δ εν ήξερα αν μπορούσα. Το φανάρι έγινε πράσινο. Ο Νας σταμάτησε σταμάτησε να χτυπάει τα δάχτυλα, και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. «Γιατί ο Μπεν δε μου μιλάει για τον Άνταμ;» άκουσα τον εαυτό μου να λέει. «Δεν καταλαβαίνω. καταλαβαίνω. Γιατί;» Γι ατί;» Μου έριξε μια ματιά, αλλά δεν απάντησε. απάντησε. Προχωρήσαμε Προχω ρήσαμε λίγο ακόμα. Ένα πλαστικό σκυλί στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου που βρισκόταν μπροστά μπροστά μας κουνούσε το κεφάλι του κωμικά και πίσω του έβλεπα έβλεπα το ξανθό κεφαλάκι ενός μικρού παιδιού. παιδι ού. Σκέφτηκα Σκέφτηκα τον Άλφι. Ο δόκτωρ Νας ξερόβηξε. «Πες μου τι έγινε…» Ήταν αλήθεια αλήθεια λοιπόν. λοι πόν. Κάπου μέσα μου ήλπιζα ότι θα με ρωτήσει τι εννοώ, αλλά αμέσως μόλις είπα τη λέξη «Άνταμ», κατάλαβα πόσο μάταιη ήταν αυτή η ελπίδα, πόσο άστοχη. Αισθάνομαι πως ο Άνταμ είναι πραγματικός. πραγματικός. Υπάρχει μέσα μου, στο συνειδητό μου, μου, καταλαμβάνει καταλαμβάνει χώρο εκεί όπως κανένας άλλος. Ούτε ο Μπεν ούτε ο δόκτωρ Νας. Ούτε καν εγώ η ίδια. Θύμωσα. Ο Νας το ήξερε από την αρχή. «Κι εσύ», είπα. «Μου «Μου έδωσες έδωσ ες το μυθιστόρημα. Γιατί λοιπόν δε μου μίλησες για γι α τον Άνταμ;» νταμ;» «Κριστίν…» αποκρίθηκε. «Πες μου τι έγινε». έγι νε». Κοίταξα από το παρμπρίζ. «Είχα μιαν ανάμνηση». Μου έριξε μια ματιά. «Αλήθεια;» «Αλήθεια;» Έμεινα βουβή. «Κριστίν, προσπαθώ να σε βοηθήσω…» Του μίλησα. «Ήταν τις προάλλες. Αφού μου έδωσες έδωσ ες το μυθιστόρημα. Κοίταξα τη φωτογραφία που έβαλες στο φάκελο μαζί με το βιβλίο και ξαφνικά θυμήθηκα τη τη μέρα που τραβήχτηκε. τραβήχτηκε. Δεν Δεν ξέρω για γι α ποιο λόγο. Απλώς έγινε. Και μου ήρθε στο νου πως ήμουν έγκυος». Λέξη δε βγήκε από τα χείλη του. «Ήξερες για το γιο γι ο μου;» ρώτησα. «Για τον Άνταμ;» νταμ;»
«Ναι…» «Ναι…» απάντησε απάντησε μιλώντας αργά. «Ήξερα. Είναι στο φάκελό σου. σο υ. Ήταν περίπου δύο χρόνων όταν έχασες τη τη μνήμη μνήμη σου». Μια Μια παύση. «Επιπλέον «Επιπλέον έχουμε ξανασυζητήσει γι’ αυτόν». Πάγωσα. Με διαπέρα δι απέρασε σε ένα ρίγος, ρίγο ς, παρά τη ζέστη μέσα στο αυτοκίνητο. αυτοκίνητο. Ήξερα πως ήταν δυνατόν, ή και πολύ πιθανό ακόμα, να είχα θυμηθεί θυμηθεί τον Άνταμ και στο παρελθόν, αλλά αυτή η γυμνή αλήθεια αλήθεια –πως τα είχα ξαναπεράσει αυτά και επομένως θα τα ξαναπερνούσα– με σόκαρε. Φαίνεται πως ο Νας αισθάνθηκε αισ θάνθηκε την την κατάπληξή κατάπληξή μου. «Πριν από μερικές εβδομάδες…» εβδομάδες…» είπε. «Μου «Μου ανέφερες πως είδες ένα παιδί έξω στο σ το δρόμο. Ένα αγοράκι. Στην αρχή είχες την έντονη αίσθηση ότι το ήξερες, ότι ήταν χαμένο, πως ερχόταν σπίτι σε σένα, πως ήσουν ήσο υν η μητέρα μητέρα του. Και μετά θυμήθηκες. θυμήθηκες. Το είπες στον σ τον Μπεν, κι εκείνος σου μίλησε για γι α τον Άνταμ. Αργότερα την ίδια ίδι α μέρα μέρα το το είπες και σε μένα» μένα».. Δε θυμόμουν θυμόμουν τίποτε τίποτε απ’ απ’ όλα αυτά. αυτά. Υπενθύμισα στον στον εαυτό εαυτό μου ότι δε μιλούσε για κάποια κάποια ξένη, αλλά για μένα. «Και δε μου ξαναείπες ξ αναείπες γι’ αυτόν από τότε;» Ο Νας αναστέναξε. «Όχι…» Ξαφνικά θυμήθηκα θυμήθηκα αυτά αυτά που είχα διαβάσει δι αβάσει σήμερα το πρωί, για γι α τις εικόνες ει κόνες που μου είχαν δείξει στον τομογράφο. «Υπήρχαν φωτογραφίες του!» αναφώνησα. «Όταν μου κάνατε τομογραφία… Υπήρχαν Υπήρχαν φωτογραφίες!» φωτογραφίες! » «Ναι», αποκρίθηκε ο Νας. «Από το φάκελό σου». «Μα «Μα δεν τον ανέφερες! Γιατί; Γι ατί; Δεν καταλαβαίνω…» «Κριστίν, πρέπει να κατανοήσεις κατανοήσεις ότι δεν μπορώ ν’ αρχίζω αρχίζ ω κάθε μας συνεδρία λέγοντάς σου όλα όσα ξέρω ξ έρω κι εσύ αγνοείς. Επιπλέον, σ’ αυτή την την περίπτωση αποφάσισα ότι δε θα σε ωφελούσε». «Δε θα με ωφελούσε;» «Ακριβώς. Ήξερα ότι θα σε σόκαρε αν μάθαινες μάθαινες πως είχες εί χες ένα παιδί και το έχεις ξεχάσει». ξ εχάσει». Μπήκαμε Μπήκαμε σ’ ένα υπόγειο πάρκινγκ. Το απαλό φως της μέρας έσβησε, δίνοντας δί νοντας τη θέση του σ’ έναν παγερό φωτισμό από λάμπες λάμπες φθορισμού και στην οσμή της βενζίνης και του τσιμέντου. Αναρωτήθηκα Αναρωτήθηκα τι άλλο μπορεί να θεωρούσε θεωρο ύσε αντιδεοντολογικό για να μου το πει, τι άλλες ωρολογιακές ω ρολογιακές βόμβες κουβαλούσα στο νου μου, ενεργοποιημένες, ενεργοποιημένες, έτοιμες να εκραγούν. «Δεν είχα άλλα…» άρχισα να λέω. «Όχι», με διέκοψε. «Είχες «Είχες μόνο τον Άνταμ. Άνταμ. Αυτός ήταν το μοναδικό σου σ ου παιδί». Παρατατικός. Παρατατικός. Επομένως Επομένως ο δόκτωρ Νας ήξερε κι αυτός ότι είχε πεθάνει. Δεν ήθελα να ρωτήσω, αλλά έπρεπε να το κάνω. «Ξέρεις «Ξέρεις πώς σκοτώθηκε;» Ο Νας σταμάτησε σταμάτησε το αμάξι κι έσβησε τη μηχανή. μηχανή. Το πάρκινγκ ήταν μισοσκότεινο, υπήρχαν υπήρχαν μόνο πού και πού φωτεινές ζώνες ζ ώνες από τις λάμπες λάμπες φθορισμού, φθορισ μού, και ήσυχο. Το μόνο που άκουγα ήταν κάποια κάποια πόρτα να βροντάει, τον ήχο ενός ασανσέρ. Για μια στιγμή στιγ μή νόμισα ότι υπήρχε ακόμα κάποια πιθανότητα. Μπορεί να έκανα λάθος. Ο Άνταμ ήταν ζωντανός. Ο νους μου φωτίστηκε με αυτήν αυτήν τη σκέψη. Το πρωί, όταν διάβασα για τον Άνταμ, είχα νιώσει νιώ σει αμέσως ότι εκείνος εκείνο ς είναι πραγματικός, πραγματικός, όμως ο θάνατός του όχι. Προσπάθη Προσ πάθησα σα να φανταστώ ή να θυμηθώ πώς πρέπει να αισθάνθηκα αισ θάνθηκα όταν όταν μου είπαν ότι σκοτώθηκε, σ κοτώθηκε, αλλά ήταν αδύνατο. Δε μου φαινόταν σωστό. Σίγουρα θα με τσάκισε η οδύνη. Κάθε μέρα θα ήταν
πλημμυρισμένη πλημμυρισμένη από συνεχή πόνο, από λαχτάρα, από τη συνειδητοποίηση πως ένα μέρος μου πέθανε πέθανε και δε δ ε θα υπάρξει ποτέ ξανά. Σίγουρα η αγάπη μου για το γιο μου θα ήταν τόσο δυνατή ώστε να θυμάμαι την απώλειά του. Αν ήταν πραγματικά νεκρός, τότε σίγουρα ο πόνος μου θα ήταν πιο δυνατός από την αμνησία. Συνειδητοποίησα ότι δεν πίστευα πίσ τευα τον τον άντρα μου. Δεν είχα πιστέψει πως ο γιος μου ήταν ήταν νεκρός. Για μια στιγμή η ευτυχία μου ισορροπούσε στην σ την κόψη του ξυραφιού, αλλά μετά ο δόκτωρ Νας μίλησε. «Ναι», απάντησε. «Ξέρω». Η έξαψη έξ αψη εκτονώθηκε από μέσα μου σαν μια μικροσκοπική μι κροσκοπική έκρηξη και μετατράπηκε μετατράπηκε στο αντίθετό της. Κάτι χειρότερο από την απογοήτευση. απογοήτευση. Πιο καταστροφικό, καταστροφικό, διάσπαρτο από πόνο. «Πώς;…» ήταν η μόνη λέξη που μπόρεσα μπόρεσα να αρθρώσω. αρθρώσω . Μου αφηγήθηκε αφηγήθηκε την ίδια ιστορία ι στορία που μου είχε πει ο Μπεν. Ο στρατός. στρατός. Μια νάρκη. Άκουγα αποφασισμένη να βρω τη δύναμη να μην κλάψω. Όταν τελείωσε, έκανε μια παύση, ένα διάκενο σιωπής, σι ωπής, και ύστερα έβαλε το το χέρι του επάνω στο δικό δι κό μου. «Κριστίν…» είπε μαλακά. «Λυπάμαι πολύ…» Δεν ήξερα τι τι να πω. Τον κοίταξα. Έγερνε προς το το μέρος μου. μου. Είδα το το χέρι του που σκέπαζε το δικό μου να είναι γεμάτο γεμάτο μικροσκοπικές μικροσκο πικές γρατζουνιές. Τον φαντάστηκα φαντάστηκα στο σπίτι του αργότερα να παίζει με ένα γατάκι, γατάκι, ίσως ίσω ς ένα μικρό σκυλί. Να ζει μια φυσιολογική φυσιολο γική ζωή. «Ο άντρας άντρας μου δε μου λέει για γι α τον Άνταμ…» τραύλισα. τραύλισα. «Κρατάει «Κρατάει τις φωτογραφίες φω τογραφίες του κλειδωμένες κλειδω μένες σ’ ένα μεταλλικό μεταλλικό κουτί. Για Γι α δική μου προστασία». Ο δόκτωρ Νας δε μίλησε. «Γιατί να το κάνει αυτό;» Ο δόκτωρ Νας κοίταξε κο ίταξε από το παράθυρο, παράθυρο, κι εγώ είδα εί δα τη λέξη «μουνί» γραμμένη γραμμένη με σπρέι σπρέι στον τοίχο μπροστά μας. «Θα «Θα σου θέσω λοιπόν λοι πόν την ίδια ερώτηση», είπε. «Γιατί «Γιατί νομίζεις νομίζει ς ότι το κάνει αυτό;» Το σκέφτηκα. Σκέφτηκα Σκέφτηκα όλους τους λόγους που μπορεί να είχε. Για να με ελέγχει. Για Γι α να έχει εξουσία εξουσί α επάνω μου. Για να μπορεί να μου αρνηθεί το μοναδικό μοναδικ ό πράγμα που με έκανε έκανε να νιώθω νιώ θω ολοκληρωμένη. ολο κληρωμένη. Συνειδητοποίησα Συνειδητοποίησα ότι ό τι δεν τα πίστευα αυτά. Έτσι, μου έμεινε μόνο η πεζή πραγματικότητα. «Φαντάζομαι «Φαντάζομαι πως είναι πιο εύκολο για κείνον. Να μη μου το λέει αφού δε θυμάμαι». «Γιατί να είναι πιο εύκολο για κείνον;» κείνον ;» «Επειδή «Επειδή με πονάει τόσο πολύ; Θα ήταν φρικτό να είναι υποχρεωμένος να μου λέει κάθε μέρα πως πως όχι μόνο είχα παιδί, αλλά ότι τώρα τώ ρα έχει πεθάνει. πεθάνει. Και με τέτοιο τέτοιο φρικτό τρόπο…» «Μπορείς «Μπορείς να σκεφτείς κάποιον κάποιο ν άλλο λόγο;» Έμεινα αμίλητη για λίγο λί γο και ύστερα κατάλαβα. κατάλαβα. «Θα «Θα πρέπει πρέπει να είναι εί ναι δύσκολο δύσκο λο και γι’ αυτόν. Ήταν πατέρας πατέρας του Άνταμ και…» Σκέφτηκα Σκέφτηκα ότι ο Μπεν Μπεν είναι υποχρεωμένος να διαχειρίζεται δι αχειρίζεται όχι μόνο τη δική μου οδύνη αλλά και τη δική του. «Όλη αυτή αυτή η κατάσταση είναι δύσκολη για σένα, Κριστίν», Κρι στίν», είπε ο Νας. «Αλλά πρέπει πρέπει να θυμάσαι θυμάσαι πως είναι δύσκολη δύσκο λη και για γι α τον Μπεν. Μπεν. Πιο δύσκολη από μερικές απόψεις. Σ’ αγαπάει αγαπάει πολύ, φαντάζομαι, και…» «… εγώ δε θυμάμαι καν ότι υπάρχει». «Αυτό «Αυτό είναι αλήθεια», αλήθεια», αποκρίθηκε.
Αναστέναξα. «Πρέπει «Πρέπει να τον αγαπούσα κι εγώ κάποτε. Στο κάτω κάτω κάτω τον παντρεύτηκα…» Ο δόκτωρ Νας δε μίλησε. Σκέφτηκα τον τον άγνωστο δίπλα δ ίπλα στον οποίο είχα εί χα ξυπνήσει το πρωί, τις φωτογραφίες της ζωής ζω ής μας που είχα δει, το όνειρο όνει ρο –ή την ανάμνηση– ανάμνηση– που μου ήρθε στη μέση της της νύχτας. Σκέφτηκα τον Άνταμ Άνταμ και τον Άλφι, Άλφι , τι είχα κάνει ή τι είχα σκεφτεί να κάνω. Πανικός Πανι κός φούντωσε μέσα μου. Ένιωσα Ένιω σα παγιδευμένη, παγιδευμένη, σαν να μην υπήρχε διέξοδος, διέξοδ ος, η σκέψη σ κέψη μου πηδούσε πηδούσε από το ένα στο άλλο αναζητώντας ελευθερία ελευθερία και λύτρωση. Ο Μπεν, σκέφτηκα. Μπορώ Μπορώ να στηριχτώ στον σ τον Μπεν. Είναι δυνατός. «Τι μπλέξιμο…» είπα. «Νιώ «Νιώθω θω να με συνθλίβουν όλα αυτά». αυτά». Γύρισε πάλι προς το μέρος μου. «Μακάρι «Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για να σε σε διευκολύνω…» Έδειχνε να το εννοεί, σαν να ήθελε πραγματικά πραγματικά να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να με βοηθήσει. Υπήρχε μια τρυφερότητα στα μάτια του, στον τρόπο που ακουμπούσε το χέρι του στο δικό μου, κι εκεί, μέσα στο μισοσκότεινο μισοσκό τεινο υπόγειο πάρκινγκ, έπιασα τον εαυτό εαυτό μου να αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν έβαζα κι εγώ το χέρι μου επάνω επάνω στο δικό δ ικό του ή μετακινούσα μετακινούσα λίγο λί γο το κεφάλι μου προς τα εμπρός, εμπρός, ανοίγοντας ανοί γοντας ταυτόχρονα το στόμα μου ελάχιστα. Θα έσκυβε μπροστά; Θα δοκίμαζε να με φιλήσει; φι λήσει; Αν το έκανε, θα τον άφηνα; Ή θα με θεωρούσε γελοία; Εξωφρενική; Μπορεί να ξύπνησα το πρωί νομίζοντας νο μίζοντας ότι είμαι γύρω στα είκοσι είκ οσι πέντε, πέντε, αλλά δεν είμαι. Είμαι σχεδόν πενήντα. Σχεδόν αρκετά αρκετά μεγάλη για να είμαι μητέρα μητέρα του. Κι έτσι απλώς τον κοίταξα. Κι εκείνος, εκείνο ς, εντελώς ακίνητος, συνέχισε να με κοιτάζει. Έδειχνε Έ δειχνε δυνατός. Αρκετά δυνατός δυνατός για γι α να με βοηθήσει. βοηθήσει. Για να μπορέσω να ν α τα βγάλω πέρα. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω χωρίς χωρί ς να ξέρω τι θα πω, αλλά με σταμάτησε σταμάτησε το το πνιχτό κουδούνισμα ενός τηλεφώνου. Ο δόκτωρ Νας δεν κουνήθηκε, μόνο μόνο τράβηξε το χέρι του, και κατάλαβα ότι το τηλέφωνο πρέπει να ήταν ένα από τα δικά μου. Το έβγαλα από την τσάντα μου. Δεν ήταν το αναδιπλούμενο, αλλά το άλλο, εκείνο που μου είχε δώσει δώ σει ο άντρας μου. Μπεν, Μπεν, έγραφε στην στην οθόνη. Όταν είδα το όνομά του, συνειδητοποίησα συνειδητοποίησα πόσο άδικη άδι κη είχα γίνει. γίνει . Πενθούσε κι αυτός. Και ήταν αναγκασμένος αναγκασμένος να βιώνει βι ώνει τη συγκεκριμένη κατάσταση κατάσταση κάθε μέρα, μέρα, χωρίς χωρί ς να μπορεί να μου μιλήσει γι’ γι ’ αυτή, χωρίς να μπορεί να έρθει στη γυναίκα του για γι α να βρει συμπαράσταση. συμπαράσταση. Και τα έκανε όλα αυτά από αγάπη. Ενώ εγώ, εγώ , από την άλλη μεριά, ήμουν ήμουν σε κάποιο πάρκινγκ με έναν άντρα του οποίου την ύπαρξη ο Μπεν Μπεν σχεδόν αγνοούσε. Σκέφτηκα τις τις φωτογραφίες που είχα δει το πρωί, το άλμπουμ. άλμπουμ. Εγώ και ο Μπεν, ξανά και ξανά. Χαμογελαστ Χ αμογελαστοί. οί. Ευτυχισμένοι. Ερωτευμ Ερω τευμένοι. ένοι. Αν γύριζα στο σπίτι σπί τι και τις κοιτούσα τώρα, μπορεί να έβλεπα μόνο αυτό που έλειπε. έλειπε. Τον Άνταμ. νταμ. Ήταν, Ήταν, όμως, οι ίδιες ίδι ες φωτογραφίες, και σ’ αυτές αυτές κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο θαρρείς θαρρείς και δεν υπάρχει κανένας άλλος στον κόσμο. Ήμαστε ερωτευμένοι, αυτό ήταν φανερό. «Θα τον καλέσω αργότερα», είπα. Έβαλα το τηλέφωνο πίσω στην τσάντα μου. Θα του το πω απόψε, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Για το ημερολόγιο. Για τον δόκτορα δό κτορα Νας. Τα πάντα. πάντα. Ο Νας ξερόβηξε. «Πρέπει να ανέβουμε ανέβουμε στο γραφείο. Να αρχίσουμε…» «Φυσικά», αποκρίθηκα. Δεν Δεν τον κοίταξα. ***
Άρχισα να τα καταγράφω καταγράφω αυτά στο αμάξι αμάξι καθώς με πήγαινε πήγαινε στο σπίτι ο δόκτωρ Νας. Νας. Ένα μεγάλο μέρος τους μετά βίας διαβάζεται, είναι γραμμ γ ραμμένο ένο με βιαστικά ορνιθοσκαλίσματα. ορνι θοσκαλίσματα. Ο γιατρός δεν είπε τίποτα όσο έγραφα, αλλά τον έβλεπα να με κοιτάζει όταν έψαχνα για τη σωστή σωσ τή λέξη ή για μια καλύτερη καλύτερη φράση. Αναρωτήθηκα τι τι σκεφτότα σ κεφτόταν. ν. Πριν Πρι ν φύγουμε από το γραφείο του, είχε ζητήσει τη συγκατάθεσή μου για να παρουσιάσει την περίπτωσή περίπτωσή μου σ’ σ ’ ένα συνέδριο όπου τον είχαν καλέσει να συμμετάσχει. συμμετάσχει. Στη Γενεύη, είπε, μην μπορώντας να κρύψει μια λάμψη περηφάνιας. περηφάνιας. Απάντησα Απάντησα ναι και φαντάστηκα ότι σύντομα θα με ρωτούσε αν μπορούσε να βγάλει φωτοτυπίες το ημερολόγιό μου. Για Γι α έρευνα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, με αποχαιρέτησε λέγοντας: «Παραξενεύτηκα που ήθελες να γράψεις στο ημερολόγιό σου σ ου μέσα στο αμάξι. αμάξι. Φαινόσουν Φαι νόσουν πολύ… αποφασισμένη. Φαντάζομαι Φαντάζομαι ότι ό τι δε θέλεις να σου ξεφύγει ξ εφύγει τίποτα». τίποτα». Ήξερα τι εννοούσε όμως. όμως . Ότι έγραφα μανιασμένα. Απελπισμένα. Απελπισμένα. Ήθελα απεγνωσμένα να τα γράψω όλα. Κι έχει δίκιο. Είμαι αποφασισμένη. Όταν μπήκα μέσα, ολοκλήρωσα αυτά που έγραφα στο έπιπλο της τραπεζαρίας, μετά έκλεισα το ημερολόγιο και το έκρυψα και άρχισα να γδύνομαι αργά. Ο Μπεν Μπεν μού είχε αφήσει ένα μήνυμα στο τηλέφωνο. Ας βγούμε απόψε, απόψε, έλεγε. Για φαγητό. Είναι Παρασκευή… Έβγαλα το σκούρο σκο ύρο μπλε παντελόνι παντελόνι που είχα βρει στην ντουλάπα το πρωί. Ύστερα το ανοιχτό μπλε πουκάμισο πουκάμισο που θεώρησα ότι συνδυάζεται καλύτερα με κείνο. Ήμουν μπερδεμένη. μπερδεμένη. Είχα Είχα δώσει δώ σει στον δόκτορα δ όκτορα Νας το ημερολόγιό ημερολόγιό μου στη διάρκεια της συνεδρίας. Με είχε ρωτήσει αν μπορεί μπορεί να το διαβάσει και του απάντησα ναι. Αυτό έγινε πριν αναφέρει την πρόσκληση στη Γενεύη, Γενεύη, και τώρα αναρωτιέμαι αν αυτός ήταν ο λόγος για γι α τον οποίο ζήτησε να το διαβάσει. «Εξαιρετικά!» είπε όταν τελείωσε. «Πας πολύ καλά. Θυμάσαι πολλά πράγματα, πράγματα, Κριστίν. Σου έρχονται πολλές αναμνήσεις. Δεν υπάρχει λόγος να μη συνεχιστεί αυτό. Η πορεία σου είναι πολύ ενθαρρυντική!» ενθαρρυντική!» Αλλά δεν ένιωθα ψυχωμένη. Αισθανόμουν μπερδεμέ μπερδεμένη. νη. Είχα φλερτάρε φλερτάρειι μαζί του ή εκείνος μαζί μου; Έφταιγε το χέρι του επάνω στο δικό δικ ό μου, αλλά τον είχα αφήσει να το βάλει εκεί και του είχα επιτρέψει επιτρέψει να το κρατήσει. «Πρέπει να συνεχίσεις σ υνεχίσεις να γράφεις», είπε όταν μου έδωσε πίσω το ημερολόγιο ημερολόγιο.. Του αποκρίθηκα ότι θα συνέχιζα. Και τώρα, στην σ την κρεβατοκάμαρά κρεβατοκάμαρά μου, μου, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό εαυτό μου ότι δεν είχα κάνει τίποτα κακό. Ένιωθα Ένι ωθα ακόμα ένοχη. Επειδή μου άρεσε. Η προσοχή, η αίσθηση αί σθηση της σύνδεσης. Για μια στιγμή, μέσα σε όλα τα άλλα που συνέβαιναν, είχα αισθανθεί αι σθανθεί έναν απειροελάχιστο νυγμό χαράς. Είχα νιώσει νι ώσει ελκυστική. Επιθυμητή. Επιθυμητή. Πήγα στο συρτάρι με τα εσώρουχά εσώρο υχά μου. Στο βάθος βάθος του βρήκα ένα μαύρο μεταξωτό μεταξωτό σλιπ σ λιπ κι ένα ασορτί σουτιέν. σ ουτιέν. Τα φόρεσα –αυτά τα τα ρούχα που ξέρω ότι πρέπει να είναι δικά δι κά μου, αν και δε νιώθω νιώ θω πως είναι–, είν αι–, ενώ όλη αυτή την την ώρα συλλογιζόμουν συλλογιζ όμουν το ημερολόγιο ημερολόγιο που είχα κρυμμένο κρυμμένο στην ντουλάπα. Τι θα σκεφτόταν ο Μπεν αν το έβρισκε; Αν διάβαζε δ ιάβαζε όλα όσα είχα γράψει, όλα όσα είχα εί χα αισθανθεί; Θα καταλάβαινε; Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Θα καταλάβαινε, σκέφτηκα. Έπρεπε να καταλάβει. Εξέτασα το σώμα μου με τα μάτια και τα χέρια. Το εξερεύνησα, ψηλάφισα με τα δάχτυλα τα περιγράμματα περιγράμματα και τις καμπύλες του σαν να ήταν κάτι καινούργιο, καινούργι ο, ένα δώρο. δώ ρο. Κάτι που έπρεπε να μάθω από την αρχή.
Αν και είχα καταλάβει καταλάβει πια πια ότι ο δόκτωρ Νας δε με φλέρταρε φλέρταρε,, εκείνο το σύντομο διάστημα διάστημα που νόμισα ότι το έκανε δεν είχα νιώσει γριά. γρι ά. Αισθάνθηκα ζωντανή. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν στεκόμουν εκεί. Για μένα μένα ο χρόνος εξαπλώνεται εξαπλώνεται χωρίς να τον αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι, σχεδόν δεν έχει νόημα. Χάθηκαν Χάθηκαν χρόνια ολόκληρα ο λόκληρα από τη ζωή μου χωρίς να αφήσουν ίχνος. Τα λεπτά δεν υπάρχουν. υπάρχουν. Μόνο οι χτύποι του ρολογιού στο σ το ισόγειο ισόγει ο μου δείχνουν ότι περνάει ο χρόνος. Κοίταξα το σώμα μου, το βάρος βάρος των γλουτών και των γοφών μου, τις σκούρες σκο ύρες τρίχες στα πόδια μου, κάτω από τις μασχάλες μου. Βρήκα ένα ξυράφι στο μπάνιο και σαπούνισα τα πόδια μου, ύστερα έσυρα την κρύα λεπίδα λεπίδα στο δέρμα μου. Πρέπει Πρέπει να το έχω ξανακάνει ξ ανακάνει αυτό στο παρελθόν, σκέφτηκα, αμέτρητ αμέτρητες ες φορές, όμως και πάλι μου φαίνεται παράξενο, κάπως γελοίο. γελοί ο. Κόπηκα στην κνήμη – ένα μικρό τσίμπημα τσίμπημα πόνου και μετά μετά μια κόκκινη κόκκι νη σταγόνα που ανάβλυσε και τρεμόπαιξε τρεμόπαιξε πάνω στο δέρμα πριν αρχίσει να κυλάει. Τη σταμάτησα με το δάχτυλο, αλείφοντας το αίμα σαν να ήταν μελάσα. Το έφερα στα χείλη μου. Μια γεύση από σαπούνι και ζεστό ζ εστό μέταλλο. μέταλλο. Δεν έλεγε να πήξει. Άφησα το αίμα να τρέχει στο λείο δέρμα μου και μετά το το σκούπισα με λίγο υγρό χαρτί. Γύρισα στην κρεβατοκάμαρα και φόρεσα κάλτσες κι ένα κολλητό μαύρο φόρεμα. Διάλεξα ένα χρυσό κολιέ από την μπιζουτιέρα μπιζουτιέρα στο κομό κι ένα ζευγάρι ασορτί σκουλαρίκια. σκουλαρίκι α. Κάθισα στο μπουντουάρ και βάφτηκα, κατσάρωσα κατσάρωσα τα μαλλιά μου και τους έβαλα λακ. Αρωμάτισα τους καρπούς μου και το πίσω μέρος των αυτιών μου. Κι όση ώρα τα έκανα όλα αυτά, μια μια ανάμνηση αιωρούνταν μέσα μου. Είδα τον εαυτό μου να φοράει κάλτσες, να κουμπώνει τις ζαρτιέρες, να βάζει ένα σουτιέν, αλλά ήταν ένας ένας διαφορετικός δι αφορετικός εαυτός σ’ ένα διαφορετικό δωμάτιο. Επικρατούσε ησυχία. Άκουγα μουσική αλλά σιγά, και κάπου μακριά ηχούσαν φωνές, πόρτες που άνοιγαν κι έκλειναν, ο αμυδρός βόμβος της κίνησης. Ένιω Έ νιωθα θα ήρεμη ήρεμη και ευτυχισμένη. ευτυχισμένη. Στράφηκα Στράφηκα στον καθρέφτη και εξέτασα το πρόσωπό μου στο φως φω ς των κεριών. Καθόλου άσχημα, σκέφτηκα. Καθόλου άσχημα. Η αναθύμηση παρέμενε απρόσιτη. Λαμπύριζε κάτω από την επιφάνεια, και παρόλο που έβλεπα λεπτομέρε λεπτομέρειες, ιες, αποσπασματικές αποσπασματικές εικόνες, ει κόνες, στιγμές, σ τιγμές, ήταν πολύ βαθιά για γι α να καταφέρω καταφέρω να την ακολουθήσω εκεί όπου οδηγούσε. Είδα ένα μπουκάλι σαμπάνια σ’ ένα κομοδίνο. Δύο ποτήρια. ποτήρια. Ένα μπουκέτ μπουκέτο ο λουλούδια επάνω επάνω στο κρεβάτι, κρεβάτι, μια κάρτα. κάρτα. Είδα ότι ότι βρισκόμουν σ’ ένα δωμάτιο δω μάτιο ξενοδοχείου, ξενοδοχείο υ, μόνη, και περίμενα τον άντρα που αγαπούσα. αγαπούσα. Άκουσα ένα χτύπημα τύπημα στην πόρτα, πόρτα, είδα είδα τον εαυτό εαυτό μου μου να σηκώνεται σηκώνεται να περπατ περπατάει άει προς την την πόρτα, πόρτα, αλλά αλλά εκεί η ανάμνηση έσβησε, σαν να έβλεπα τηλεόραση τηλεόραση και ξαφνικά ξ αφνικά να αποσυνδέθηκε η κεραία. Ύψωσα το κεφάλι και είδα τον εαυτό μου πάλι στο σπίτι μου. Αν και η εικόνα ει κόνα στον καθρέφτη καθρέφτη μπροστά μου ήταν ήταν μιας ξένης –και με το μακιγιάζ και τα φορμαρισμένα με λακ μαλλιά αυτή η αίσθηση ήταν ακόμα πιο πιο έντονη απ’ όσο πρέπει πρέπει να ήταν συνήθως–, ένιωθα ένιω θα έτοιμη. Για ποιο πράγμα, δεν ήξερα, αλλά ένιωθα έτοιμη. Κατέβηκα κάτω κάτω για γι α να περιμένω τον σύζυγό μου, τον άντρα που παντρεύτηκα, τον άντρα που αγαπούσα. Που αγαπάω, υπενθύμισα στον εαυτό μου. Τον άντρα που αγαπάω. αγαπάω. Άκουσα το κλειδί του στην κλειδαριά, κλειδαριά, μετά να ανοίγει την πόρτα, να σκουπίζει τα πόδια του στο χαλάκι. Σφύριζε; Ή ήταν αυτός αυτός ο ήχος της αναπνοής μου, βαρύς βαρύς και γρήγορος; Μια φωνή. «Κριστίν; Κριστίν, είσαι καλά;» «Ναι», απάντησα. «Εδώ είμαι». Ένας βήχας, μετά τον τον άκουσα να κρεμάει το άνορακ, να αφήνει κάτω το χαρτοφύλακα. χαρτοφύλακα.
Ήρθε στη σκάλα και φώναξε φώ ναξε προς τα πάνω. «Όλα εντάξει;» ρώτησε. «Σου «Σου τηλεφώνησα νωρίτερα. Σου άφησα μήνυμα». Τρίξιμο Τρίξι μο στις σκάλες. Για Γι α μια στιγμή πίστεψα ότι θα πήγαινε πήγαινε κατευθείαν κατευθείαν στο μπάνιο ή στο γραφείο του χωρίς χωρί ς να έρθει πρώτα να με δει κι ένιωσα ανόητη, γελοία που είμαι ντυμένη έτσι, περιμένοντας τον άντρα με τον τον οποίο είμαι παντρεμένη παντρεμένη ποιος ξέρει πόσα χρόνια χρόνι α και φορώντας τα ρούχα μιας άλλης. Θα ήθελα να μπ μπορούσα ορούσα να βγάλω αυτό το φόρεμα, φόρεμα, να σκουπίσω το μακιγιάζ και να μεταμορφωθώ μεταμορφωθώ πάλι στη γυναίκα που είμαι, αλλά άκουσα ένα γρύλισμα καθώς έβγαζε το ένα παπούτσι παπούτσι και μετά μετά το άλλο και κατάλαβα ότι είχε καθίσει για γι α να φορέσει τις παντόφλες παντόφλες του. Η σκάλα έτριξε πάλι, κι εκείνος μπήκε στο δωμάτιο. «Αγάπη μου…» ξεκίνησε να λέει και σταμάτησε. Το βλέμμα του πήγε στο πρόσωπό μου, στο σώμα μου, μετά ανέβηκε στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκέφτεται. «Ουάου!» αναφώνησε. «Είσαι…» Κούνησε το κεφάλι αφήνοντας τη φράση του στη μέση. «Βρήκα αυτά τα ρούχα», είπα. «Και σκέφτηκα να ντυθώ καλά. Είναι Παρασκευή βράδυ. Σαββατοκύριακο». «Ναι…» αποκρίθηκε εκείνος. Στεκόταν ακόμα στην πόρτα. «Ναι, αλλά…» «Θέλεις να βγούμε, να πάμε κάπου έξω;» Σηκώθηκα μετά και τον πλησίασα. «Φίλα με», είπα και παρόλο που δεν το είχα σχεδιάσει, σχεδι άσει, ένιωθα ένιω θα ότι αυτό έπρεπε έπρεπε να κάνω. Έβαλα τα χέρια μου γύρω από το το λαιμό του. Μύριζε σαπούνι σαπούνι και ιδρώτα ιδρώ τα και και δουλειά. Γλυκιά μυρωδιά, σαν κηρομπογιές. κ ηρομπογιές. Μια ανάμνηση με διαπέρασε διαπέρασε –να είμαι γονατισμένη γο νατισμένη στο πάτωμα, με τον Άνταμ να ζωγραφίζει–, αλλά χάθηκε αμέσως. «Φίλα με…» επανέλαβα. Τα χέρια του τυλίχτηκαν στη μέση μου. Τα χείλη μας ενώθηκαν. Ανάλαφρα στην αρχή. Σαν φιλί καληνύχτας ή αποχαιρετισμού, αποχαιρετισμού, ένα φιλί όταν είσαι σε σ ε δημόσιο χώρο, ένα φιλί για τη μητέρα μητέρα σου. Δεν απομακρύνθηκα, απομακρύνθηκα, και με φίλησε πάλι. Το ίδιο. ίδι ο. «Φίλα με, Μπεν…» ψιθύρισα. «Κανονικά». «Μπεν», είπα αργότερα, «είμαστε ευτυχισμένοι;» Ήμαστε καθισμένοι καθισμένοι σ’ ένα εστιατόριο. Δεν είχα ξαναπά ξ αναπάει ει ποτέ εκεί, μου είπε ο Μπεν, αν κι εγώ φυσικά δεν είχα ιδέα. ι δέα. Στους Στους τοίχους υπήρχαν κορνιζαρισμένες κορνιζαρισ μένες φωτογραφίες διασημοτήτων, και στο βάθος έχασκε ένας ανοιχτός φούρνος περιμένοντας να ψήσει πίτσες. Σκάλιζα το πεπόνι στο σ το πιάτο μπροστά μου. μου. Δε θυμόμουν θυμόμουν να το έχω παραγγείλει. παραγγείλει. «Θέλω «Θέλω να πω…» συνέχισα, «είμαστε «είμαστε παντρεμένοι. παντρεμένοι. Εδώ και πόσο καιρό;» «Για να δούμε…» απάντησε απάντησε εκείνος. «Είκοσι δύο χρόνια». χρόνι α». Ήταν απίστευτα απίστευτα μεγάλο διάστημα. Συλλογίστηκα τις εικόνες που είχα δει το απόγευμα απόγευμα καθώς ετοιμαζόμουν. Λουλούδια σ’ ένα δωμάτ δω μάτιο ιο ξενοδοχείου. ξ ενοδοχείου. Είναι βέβαιο ότι περίμενα τον Μπεν. «Είμαστε ευτυχισμένοι;» Άφησε το το πιρούνι του και και ήπιε λίγο από το λευκό κρασί που είχε παραγγείλει. παραγγείλει. Μια οικογένεια ήρθε και κάθισε στο τραπέζι δίπλα μας. Ηλικιωμένοι Ηλικιω μένοι γονείς, μια κόρη γύρω στα σ τα είκοσι. «Είμαστε «Είμαστε ερωτευμένοι, ερωτευμένοι, αν εννοείς αυτό. Εγώ σίγουρα σίγο υρα σ’ αγαπάω». Να το λοιπόν. Η προτροπή για να του πω ότι τον αγαπάω κι εγώ. εγώ . Οι άντρες λένε πάντα το «Σ’ αγαπώ» αγαπώ» σαν να είναι εί ναι ερώτηση. ερώ τηση. Τι μπορούσα να πω όμως; όμως ; Για μένα είναι ένας άγνωστος. άγνω στος. Δε γίνεται να προκύψει έρωτας μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, ώ ρες, όσο κι αν κάποτε μπορεί μπορεί να ήθελα να πιστέψω πιστέψω κάτι τέτοιο.
«Το ξέρω ότι δε μ’ αγαπάς…» είπε ο Μπεν. Μπεν. Τον κοίταξα κοί ταξα σοκαρισμένη. «Μην «Μην ανησυχείς. Καταλαβαίνω Καταλαβαίνω σε τι κατάσταση βρίσκεσαι. Βρισκόμαστε Βρισκό μαστε.. Εσύ δεν το θυμάσαι, αλλά κάποτε ήμαστε ερωτευμένοι. ερωτευμένοι. Τρελά και απόλυτα. Όπως στα βιβλία. Ρωμαίος Ρω μαίος και Ιουλιέτα και όλες αυτές αυτές οι βλακείες». Προσπάθησε να γελάσει, αλλά έδειχνε αμήχανος. «Σ’ αγαπούσα αγαπούσα και μ’ αγαπούσες. Ήμαστε Ήμαστε ευτυχισμένοι, Κριστίν. Κρισ τίν. Πολύ ευτυχισμένοι…» ευτυχισμένοι…» «Μέχρι το ατύχημα». Το πρόσωπό πρόσω πό του έκανε έναν αυτόματο, αυτόματο, ακούσιο μορφασμό στο άκουσμα της λέξης. Μήπως Μήπως είχα εί χα πει πολλά; Το είχα διαβάσει δι αβάσει στο ημερολόγιό μου, αλλά μου είχε μιλήσει σήμερα για το ατύχημα; Δεν ήξερα, αλλά και πάλι ένας άνθρωπος στην κατάστασή μου θα ήταν λογικό να υποθέσει ότι είχε πάθει πάθει κάποιο ατύχημα. ατύχημα. Δε χρειαζόταν να ανησυχώ. «Ναι…» είπε θλιμμένα. «Μέχρι τότε. Ήμαστε ευτυχισμένοι». «Και τώρα;» «Τώρα; Μακάρι να ήταν διαφορετικά τα πράγματα, πράγματα, αλλά δεν είμαι δυστυχισμένος, Κρις. Κρι ς. Σ’ αγαπάω… Δε θα ήθελα καμία άλλη». Κι εγώ; εγώ ; αναρωτήθηκα. αναρωτήθηκα. Εγώ είμαι ευτυχισμένη; Κοίταξα στο διπλανό δ ιπλανό τραπέζι. Ο πατέρας πατέρας κρατούσε ένα ζευγάρι γυαλιά στα σ τα μάτια μάτια του και κοιτούσε αλλήθωρα το πλαστικοποιημένο μενού, ενώ η μητέρα μητέρα τακτοποιούσε τακτοποιούσε το καπέλο της κόρης και της έβγαζε το κασκόλ. Η κοπέλα καθόταν καθόταν χωρίς να ν α βοηθάει, βοηθάει, χωρίς χωρί ς να κοιτάζει τίποτα, με το στόμα της της λιγάκι ανοιχτό. Το δεξί δεξ ί της χέρι έκανε μικρές νευρικές ν ευρικές συσπάσεις κάτω από το τραπέζι. τραπέζι. Από το σαγόνι της κρεμόταν κρεμόταν μια λεπτή ίνα σάλιου. σάλι ου. Ο πατέρας πατέρας της με είδε να κοιτάζω και γύρισα γύρισ α αμέσως αλλού, στον Μπεν, με με μια κίνηση τόσο απότομη, που ήταν φανερό ότι τους κάρφωνα αδιάκριτα με το βλέμμα. Πρέπει να ήταν συνηθισμένοι σε σ ε τέτοιες αντιδράσεις, σε σ ε κόσμο που στρέφεται αλλού την τελευταία τελευταία στιγμή. Αναστέναξα. «Μακάρι «Μακάρι να μπορούσα μπορούσα να θυμηθώ θυμηθώ τι έγινε…» «Τι έγινε;» ρώτησε ρώ τησε ο Μπεν. «Γιατί;» Σκέφτηκα Σκέφτηκα όλες τις άλλες αναμνήσεις που μου είχαν έρθει. Ήταν σύντομες, παροδικές. Είχαν χαθεί τώρα. Τίποτα. Τ ίποτα. Παρ’ όλα αυτά, τις είχα καταγράψει. Ήξερα πως υπάρχουν υπάρχουν – ότι ό τι βρίσκονται ακόμα κάπου μέσα μου. Απλώς ήταν χαμένες. Ήμουν σίγουρη ότι υπάρχει ένα κλειδί, μια ανάμνηση που που θα ξεκλειδώσει όλες τις άλλες. «Απλώς «Απλώς νομίζω ότι αν μπορούσα να ανακαλέσω το ατύχημα, ατύχημα, τότε τότε ίσως ίσω ς κατάφερνα να θυμηθώ και άλλα πράγματα. Όχι όλα, αλλά αρκετά. Το γάμο μας, για παράδειγμα, το μήνα του μέλιτος. Δε θυμάμαι θυμάμαι τίποτε απ’ αυτά». αυτά». Ήπια λίγο λ ίγο κρασί. Λίγο Λ ίγο ήθελε να μου ξεφύγει το όνομα του γιου μας, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή θυμήθηκα ότι ο Μπεν δεν ήξερε πως είχα διαβάσει δ ιαβάσει γι’ γι ’ αυτόν στο ημερολόγιο. ημερολόγιο. «Απλώς να ξυπνήσω ξ υπνήσω και να θυμάμαι θυμάμαι ποια είμαι. Αυτό θα ήταν σημαντικό για μένα». Ο Μπεν έβαλε τους αγκώνες στο τραπέζι, έπλεξε τα δάχτυλά του και ακούμπησε το σαγόνι επάνω τους. «Οι γιατροί γι ατροί είπαν ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει». «Δεν «Δεν ξέρουν στα σίγουρα όμως… όμως … Έτσι δεν είναι; είν αι; Δεν είναι βέβαιοι. Μπορεί να κάνουν λάθος…» «Αμφιβάλλω». Άφησα το το ποτήρι ποτήρι στο τραπέζι. τραπέζι. Αυτός έκανε έκανε λάθος. λάθος. Πίστευε Πίσ τευε πως είχαν χαθεί όλα, πως το παρελθόν παρελθόν μου είχε εξαερωθεί εντελώς. Ίσως Ί σως τώρα ήταν η κατάλληλη κατάλληλη στιγμή να του πω πω για γι α
τις φευγαλέες αναμνήσεις που είχα ακόμα, τον δόκτορα Νας. Για Γι α το ημερολόγιό μου. Τα πάντα. «Θυμάμ «Θυμάμαι, αι, όμως, όμω ς, κάποια πράγματα πράγματα μερικές φορές…» αντιγύρισα. Φάνηκε να εκπλήσσεται. «Νομίζω «Νομίζω ότι μου έρχονται κάποιες αναμνήσεις αναμνήσεις σε αναλαμπές». αναλαμπές». Ο Μπεν ξέπλεξε τα δάχτυλά του. «Αλήθεια; Τι πράγματα;» «Α…, «Α…, εξαρτάται. εξαρτάται. Μερικές φορές δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Απλώς συναισθήματα, συναισθήματα, αισθήσεις. Εικόνες. Ει κόνες. Είναι λίγο λί γο σαν όνειρα, αλλά φαίνονται πολύ πραγματικές πραγματικές για να τις φτιάχνω με τη φαντασία μου». Ο Μπεν δε μίλησε. «Πρέπει να είναι αναμνήσεις». Περίμενα, σίγουρη ότι θα με ρωτήσει κι άλλα, ότι θα θέλει να του πω όλα όσα έχω δει, να του εξηγήσω πώς ξέρω ότι είναι αναμνήσεις. Δε μίλησε όμως. Συνέχισε Συνέχισε να με κοιτάζει θλιμμένα. Σκέφτηκα Σκέφτηκα τις αναμνήσεις για γι α τις οποίες είχα γράψει, εκείνη όπου μου πρόσφερε κρασί στην κουζίνα του πρώτου μας σπιτιού. σ πιτιού. «Είδα και σένα» σ ένα»,, είπα. «Πολύ νεότερο…» «Τι έκανα;» ρώτησε. «Τίποτα το σπουδαίο», απάντησα. «Απλώς «Απλώς στεκόσουν στην κουζίνα». Σκέφτηκα την κοπέλα, τη μητέρα και τον πατέρα της που κάθονταν μερικά μέτρα μακριά. Η φωνή μου έγινε ψιθυριστή. «Με φιλούσες…» Ο Μπεν χαμογέλασε. «Σκέφτηκα πως αν μπορώ να έχω μιαν ανάμνηση, τότε τότε ίσως μπορώ να έχω πολλές…» Τεντώθηκε πάνω από το τραπέζι τραπέζι και μου έπιασε το χέρι. «Το θέμα όμως είναι πως αύριο δε θα θυμάσαι αυτή την ανάμνηση. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν έχεις θεμέλια για να χτίσεις επάνω τους…» Αναστέναξα. Αυτό ήταν αλήθεια. Δεν μπορώ να γράφω γράφω όσα θα μου μου συμβαίνουν συμβαίνουν για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, ιδιαίτερα ιδ ιαίτερα αν πρέπει και να τα διαβάζω δι αβάζω κάθε μέρα. Κοίταξα την οικογένεια δίπλα δ ίπλα μας. Η κοπέλα έτρωγε αδέξια με το κουτάλι μινεστρόνε μουσκεύοντας την πάνινη πετσέτα που της είχε δέσει η μητέρα της στο λαιμό. Μπορούσα να φανταστώ φανταστώ τη ζωή τους. Τσακισμένοι Τσακισ μένοι και οι δύο, δ ύο, παγιδευμένοι παγιδευμένοι σ’ αυτόν το ρόλο, να φροντίζουν την κόρη τους, ένα ρόλο από τον οποίο περίμεναν ότι θα είχαν απαλλαγεί πριν από χρόνια. Είμαστε κι εμείς το ίδιο, ίδι ο, σκέφτηκα. Κι εγώ τα χρειάζομαι όλα όλ α στο στόμα. Και συνειδητοποίησα επίσης ότι, ό τι, όπως κι αυτοί με το παιδί τους, ο Μπεν Μπεν με αγαπούσε με έναν τρόπο που δεν μπορούσα ποτέ να ανταποδώσω. Παρ’ όλα αυτά, ίσως υπάρχουν διαφορές. Ίσως στη δική μας περίπτωση υπάρχει ελπίδα. «Θέλεις να καλυτερέψω;» ρώτησα. Με κοίταξε εμβρόντητος. «Κριστίν», είπε. «Σε παρακαλώ…» «Ίσως αν μπορούσα να πάω πάω σε κάποιον; Ένα Έ να γιατρό;» «Το έχουμε δοκιμάσει αυτό…» αυτό…» «Μπορεί, «Μπορεί, όμως, ν’ αξίζει αξίζ ει τον κόπο να δοκιμάσουμε πάλι. Τα πράγματα βελτιώνονται βελτιώνονται συνέχεια. Ίσως υπάρχει υπάρχει καμιά καινούργια καινούργι α αγωγή…» Μου έσφιξε το χέρι. «Κριστίν, δεν δ εν υπάρχει. υπάρχει. Πρέπει να με πιστέψεις. Έχουμε δοκιμάσει δοκι μάσει τα πάντα…» «Τι;» ρώτησα. «Τι έχουμε δοκιμάσει;» «Κρις, σε παρακαλώ. παρακαλώ. Μην…» Μην…» «Τι έχουμε δοκιμάσει;» δοκι μάσει;» επέμεινα. επέμεινα. «Τι;»
«Τα πάντα», μου απάντησε. «Τα πάντα. Δεν ξέρεις πώς ήταν». Φαινόταν αμήχανος. Τα μάτια του κοιτούσαν δεξιά δεξι ά και αριστερά, αρι στερά, σαν να περίμενε ένα χτύπημα τύπημα και δεν ήξερε από ποια ποια κατεύθυνση κατεύθυνση θα έρθει. Θα μπορούσα να σταματήσω, σταματήσω, αλλά δεν το έκανα. «Πώς «Πώ ς ήταν, Μπεν; Πρέπει να ξέρω. ξ έρω. Πώςς ήταν;» Δε μίλησε. Πώ μίλησε. «Πες μου!» Σήκωσε το κεφάλι του και ξεροκατάπιε. Έδειχνε τρομοκρατημένος, τρομοκρατημένος, το πρόσωπό πρόσω πό του κόκκινο, τα μάτια μάτια του γουρλωμένα, γο υρλωμένα, έκπληκτα. έκπληκτα. «Ήσουν σε κώμα…» ψέλλισε. ψέλλισε. «Όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνεις. πεθάνεις. Όλοι εκτός από μένα. Ήξερα πως είσαι δυνατή, πως πως θα τα καταφέρεις. καταφέρεις. Ήξερα Ήξ ερα πως θα καλυτερέψεις. καλυτερέψεις. Και μια μέρα μού τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο και κ αι μου είπαν ότι ξύπνησες. Το θεώρησαν θαύμα, αλλά εγώ ήμουν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο για θαύμα. Ήσουν εσύ, Κριστίν, που γύρισες γύρισ ες κοντά μου! Ήσουν σε σύγχυση. Δεν ήξερες πού βρισκόσουν, βρι σκόσουν, δε δ ε θυμόσουν τίποτα για το ατύχημα, ατύχημα, αλλά με αναγνώρισες, αναγνώρισες , το ίδιο και τη μητέρα μητέρα σου, αν και και δε γνώριζες γνώ ριζες ποιοι ποιο ι ήμαστε. Μας Μας είπαν ότι δε θα έπρεπε έπρεπε να ανησυχούμε, ότι η απώλεια μνήμης είναι φυσιολογική φυσιολογι κή σε τόσο σοβαρούς τραυματισμούς, τραυματισμούς, ότι θα περάσει. Ύστερα όμως…» Σήκωσε τους ώμους και κοίταξε κοί ταξε την πετσέτα πετσέτα που κρατούσε. Για μια στιγμή νόμισα ότι δε θα συνέχιζε. σ υνέχιζε. «Ύστερα τι;» «Άρχισες να χειροτερεύεις. Ήρθα μια μέρα και δεν ήξερες ποιος ήμουν. Νόμισες ότι ήμουν γιατρός. Και μετά ξέχασες και ποια ήσουν εσύ. Δε θυμόσουν το όνομά σου, ποια χρονιά γεννήθηκες… Τίποτα. Κατάλαβαν Κατάλαβαν ότι είχες πάψει πάψει επίσης να διαμορφώνεις νέες αναμνήσεις. Έκαναν τεστ, εξετάσεις. Τα Τ α πάντα. Μάταια Μάταια όμως… Είπαν ότι ό τι το ατύχημα είχε προκαλέσει βλάβες στη μνήμη σου. Και πως ήταν μόνιμες. Δεν υπήρχε θεραπεία. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα». «Τίποτα; Δεν έκαναν τίποτα;» «Όχι. Δήλωσαν πως είτε θα επανέλθει επανέλθει η μνήμη σου είτε όχι και πως πω ς όσο περνάει περνάει ο χρόνος χωρίς χωρί ς να επανέρχετ επανέρχεται, αι, τόσο μειώ μειώνονται νονται οι πιθανότητες πιθανότητες να τα τα καταφέρει καταφέρει τελικά. τελικά. Μου είπαν ότι το μόνο που μπορώ μπορώ να κάνω είναι να σε φροντίζω. φροντί ζω. Κι αυτό προσπαθώ…» προσπαθώ…» Πήρε τα χέρια μου στα δικά του, χάιδεψε τα δάχτυλά δάχτυλά μου κι έτριψε το σκληρό μέταλλο της βέρας μου. Έσκυψε Έσ κυψε μπροστά, μπροστά, το κεφάλι του απείχε μερικά εκατοστά από το δικό μου. Ψιθύρισε ένα «Σ’ αγαπάω», αγαπάω», αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω απαντήσω και φάγαμε το υπόλοιπο γεύμα μας μας σχεδόν σχ εδόν αμίλητοι. Ένιωθα Έν ιωθα μιαν αγανάκτηση αγανάκτηση να θεριεύει μέσα μου. Ένα θυμό. Έδειχνε τόσο σίγουρος σ ίγουρος και απόλυτος απόλυτος ότι τίποτα δεν μπορεί μπορεί να με βοηθήσει. βοηθήσει. Τόσο Τόσ ο ανυποχώρητος. Ξαφνικά δεν είχα διάθεση να του πω για το ημερολόγιο, για γι α τον δόκτορα Νας. Ήθελα να κρατήσω τα μυστικά μου λίγο ακόμα. Ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσα να θεωρήσω δικό μου. *** Επιστρέψαμε Επιστρέψαμε στο σπίτι. Ο Μπεν έφτιαξε καφέ, κι εγώ πήγα στο μπάνιο. μπάνιο. Εκεί έγραψα όσα μπορούσα για τα γεγονότα της μέρας έως εκείνη εκείν η τη στιγμή και μετά γδύθηκα και ξεβάφτηκα. ξεβάφτηκα. Φόρεσα το νυχτικό μου. Άλλη μία μέρα τελείωνε. τελείωνε. Γρήγορα θα κοι κοιμόμουν μόμουν και ο εγκέφαλός μου θα άρχιζε να σβήνει σ βήνει τα πάντα. πάντα. Αύριο θα περνούσα πάλι τα ίδια ίδ ια από την αρχή.
Συνειδητοποίησα ότι δεν έχω φιλοδοξία. φιλοδοξ ία. Δεν μπορώ μπορώ να έχω. Το μόνο που θέλω είναι να αισθανθώ φυσιολογική. φυσιολ ογική. Να ζω όπως όλοι οι άλλοι, με κάθε εμπε εμπειρία ιρία μου να χτίζει πάνω στην προηγούμενη, με τη μια μέρα να δίνει σχήμα στην επόμενη. Ήθελα να αναπτυχθώ, να μάθω πράγματα, πράγματα, να διδαχτώ δι δαχτώ από τη ζωή. ζω ή. Εκεί, στο μπάνιο, σκέφτηκα τα γηρατειά γηρατειά μου. Προσπάθησα να φανταστώ πώς θα είναι. εί ναι. Θα είμαι εβδομήντα ή ογδόντα και ακόμα θα ξυπνάω νομίζοντας ότι είμαι στην σ την αρχή της ζωής μου; Θα ξυπνάω χωρίς να ξέρω ότι τα κόκαλά μου έχουν γεράσει, ότι οι αρθρώσεις μου είναι βαριές και δύσκαμπτες; δύσκαμπτες; Δεν μπορώ μπορώ να φανταστώ πώς θα αντεπεξέρχομαι αντεπεξέρχομαι όταν ό ταν θα ανακαλύπτω ανακαλύπτω ότι η ζωή ζ ωή μου είναι πίσω μου, ότι έχει συμβεί ήδη κι ότι δε μου έχει μείνει τίποτε απ’ όλα αυτά τα τα χρόνια. Ούτε αναμνήσεις ούτε εμπειρίες εμπειρίες ούτε συσσωρευμέ συσσω ρευμένη νη σοφία. Γιατί τι είμαστε αν όχι η συσσώρευση συσσώ ρευση των αναμνήσεών αναμνήσεών μας; Πώς Πώ ς θα νιώσω νιώσ ω όταν θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω το είδωλο εί δωλο της γιαγιάς μου; Δεν ξέρω, αλλά δεν μπορώ να αφήσω τον εαυτό εαυτό μου να το σκέφτεται σκέφτεται τώρα. Άκουσα τον Μπεν Μπεν να μπαίνει μπαίνει στην κρεβατοκάμ κρεβατοκάμαρα. αρα. Κατάλαβα Κατάλαβα ότι δε θα μπορούσα να βάλω το ημερολόγιο στη θέση του μέσα στην ντουλάπα, ντουλάπα, κι έτσι το απόθεσα στην καρέκλα δίπλα στην μπανιέρα, κάτω από τα ρούχα που είχα βγάλει. Θα το τοποθετήσω αργότερα, σκέφτηκα, αφού κοιμηθεί. Έσβησα το φως και μπήκα στην κρεβατοκάμαρα. κρεβατοκάμαρα. Ο Μπεν Μπεν ήταν καθισμένος στο κρεβάτι και με κοιτούσε. Δεν είπα τίποτε, απλώς απλώς ξάπλωσα δίπλα του. Αντιλήφθηκα ότι ήταν γυμνός. Μου ψιθύρισε ένα «Σ’ αγαπάω, Κριστίν…» Κρισ τίν…» και άρχισε να με φιλάει, φι λάει, στο λαιμό, στο σ το μάγουλο, στα χείλη. Η ανάσα του ήταν ήταν καυτή και μύριζε σκόρδο. Δεν ήθελα να με φιλήσει, αλλά δεν τον απώθησα. Εγώ το ζήτησα αυτό, σκέφτηκα. Φορώντας εκείνο το ηλίθιο ηλί θιο φόρεμα, βάζοντας μέικ απ και άρωμα, άρω μα, ζητώντας του να με φιλήσει πριν βγούμε. Στράφηκα Στράφηκα προς το μέρος του και παρόλο που δεν το ήθελα, ανταπέδωσα ανταπέδωσα το φιλί. φιλί . Προσπάθησα να φανταστώ φανταστώ τους δυο μας στο σ το σπίτι που μόλις είχαμε αγοράσει μαζί, τον Μπεν να μου σκίζει τα ρούχα καθώς πηγαίνουμε προς την κρεβατοκάμαρα, με το αμαγείρευτο αμαγείρευτο φαγητό μας να χαλάει στην κουζίνα. κουζί να. Είπα στον εαυτό μου ότι μάλλον τον αγαπούσα τότε τότε – αλλιώς, αλλιώς , γιατί να τον παντρευτ παντρευτώ; ώ; Κι έτσι δεν υπάρχει λόγος να μην τον αγαπάω τώρα. Είπα στον εαυτό εαυτό μου πως αυτό που έκανα ήταν σημαντικό, σημαντικό, μια έκφραση αγάπης και ευγνωμοσύνης, κι έτσι, την ώρα που η παλάμη του σκαρφάλωνε στο στήθος μου, δεν τον σταμάτησα, σταμάτησα, σκέφτηκα ότι ήταν φυσικό, φυσιολογικό. φυσιολ ογικό. Ούτε όταν το χέρι του γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια μου και με χάιδεψε τον σταμάτησα, σταμάτησα, και μόνο εγώ ήξερα ότι αργότερα, πολύ πολύ αργότερα, μόλις άρχισα άρχισ α να βογκάω σιγανά, δεν ήταν επειδή έκανε ό,τι έκανε. Δεν ήταν από ηδονή, αλλά από φόβο, από αυτό που είδα όταν έκλεισα τα μάτια μου. Εγώ, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. ξενοδοχείο υ. Το ίδιο ίδι ο που είχα δει καθώς ετοιμαζόμουν νωρίτερα νωρί τερα το το βράδυ. Βλέπω τα κεριά, τη σαμπάνια, τα λουλούδια. Ακούω το χτύπημα στην πόρτα, βλέπω πως αφήνω το ποτήρι από το το οποίο έπινα και σηκώνομαι σ ηκώνομαι για να ανοίξω. ανοίξ ω. Νιώθω έξαψη, προσμονή, και ο αέρας είναι πλημμυρισμένος πλημμυρισμένος από υποσχέσεις. Σεξ και λύτρωση. Απλώνω το χέρι, πιάνω το πόμολο της πόρτας – κρύο και σκληρό. σ κληρό. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Επιτέλους όλα θα γίνουν όπως πρέπει. πρέπει. Ένα κενό στη σ τη μνήμη μνήμη μου τότε. Η πόρτα ανοίγει προς το μέρος μου, αλλά δε βλέπω ποιος είναι πίσω πί σω της. Κι εκεί που ήμουν στο κρεβάτι με τον άντρα μου, αισθάνθηκα αισθάνθηκα εντελώς ξαφνικά μια έκρηξη πανικού. «Μπεν!» «Μπεν!» φώναξα, αλλά δε σταμάτησε, σταμάτησε, δεν έδειξε καν κ αν να με
ακούει. «Μπεν!» «Μπεν!» επανέλαβα. επανέλαβα. Έκλεισα τα μάτια μάτια και σφίχτηκα επάνω του. Βούλιαξα Βο ύλιαξα πάλι στο παρελθόν. Είναι μέσα στο δωμάτ δω μάτιο. ιο. Πίσω Π ίσω μου. Αυτός Αυτός ο άντρας. Πώς Πώ ς τολμάει; Στρέφομαι, Στρέφομαι, αλλά δε βλέπω τίποτα. Πόνος τρομερός. τρομερός. Μια πίεση στο λαιμό μου. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Δεν είναι ο άντρας μου, δεν είναι ο Μπεν, Μπεν, αλλά παρ’ όλα αυτά τα χέρια του είναι πάνω μου, παντού, παντού, τα χέρια του και η σάρκα του με σκεπάζουν. Προσπαθώ να πάρω ανάσα, αλλά δεν μπορώ. Το σώμα μου τραντάζεται, τραντάζεται, συνθλίβετα σ υνθλίβεται, ι, γίνεται γ ίνεται τίποτα, στάχτη και αέρας. Νερό στα πνευμόνια πνευμόνια μου. Ανοίγω τα μάτια μάτια και βλέπω μόνο κόκκινο. κόκκι νο. Θα πεθάνω, πεθάνω, εδώ, σ’ σ ’ αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου. Θεέ μου, σκέφτομαι. Δεν το ήθελα ποτέ αυτό. Δεν το ζήτησα αυτό. Κάποιος να με βοηθήσει. Κάποιος πρέπει πρέπει να έρθει. Έκανα ένα τρομερό λάθος, ναι, αλλά δε μου πρέπει πρέπει αυτή η τιμωρία. Δε μου αξίζει αξίζ ει να πεθάνω. Νιώθω τον εαυτό μου να χάνεται. χάνεται. Θέλω να δω τον Άνταμ. Θέλω Θέλω να δω δ ω τον άντρα μου. Αλλά δεν είναι είναι εδώ. Δεν είναι κανένας κανένας εδώ εκτός από μένα και αυτό τον άντρα, άντρα, αυτό αυτό τον τον άντρα που έχει τα χέρια του γύρω από το λαιμό λαι μό μου. Γλιστράω, βυθίζομαι. Προς Προ ς το σκοτάδι. Δεν πρέπει να κοιμηθώ. Δεν πρέπει πρέπει να κοιμηθώ. κοι μηθώ. Δεν. Πρέπει. Να. Να. Κοιμηθώ. Η ανάμνηση τελείωσε ξαφνικά, αφήνοντας ένα τρομακτικό απέραντο κενό. Τα μάτια μου άνοιξαν. Ήμουν πίσω στο σπίτι μου, στο κρεβάτι κρεβάτι μου, με τον άντρα μου μέσα μου. «Μπεν!» φώναξα, αλλά ήταν πολύ αργά. Εκσπερμάτωσε με μικρά, πνιχτά γρυλίσματα. Αρπάχτηκα Αρπάχτηκα από πάνω του, τον κρατούσα όσο πιο σφιχτά σ φιχτά μπορούσα. Έπειτα από μια στιγμή φίλησε το λαιμό λαι μό μου και μου είπε πάλι ότι με αγαπάει. αγαπάει. Και ύστερα πρόσθεσε: «Κριστίν, κλαις…» κλαις …» Οι Οι λυγμοί επέλασαν, επέλασαν, ανεξέλεγκτοι. «Τι έχεις;» έχεις ;» ρώτησε. «Σε πόνεσα;» Τι μπορούσα να του πω; Έτρεμα ολόκληρη καθώς το μυαλό μου προσπαθούσε να επεξεργαστεί επεξεργαστεί αυτά που είχα δει. Ένα Έ να δωμάτιο ξενοδοχείου ξ ενοδοχείου γεμάτο λουλούδια. Σαμπάνια και κεριά. Ένας άγνωστος να μου σφίγγει το λαιμό. Τι μπορούσα να πω; Το μόνο που ήμουν σε θέση να κάνω ήταν να κλάψω ακόμα πιο πιο δυνατά, να τον σπρώξω μακριά μου και μετά να περιμένω. Να περιμένω περιμένω ώσπου ώ σπου να κοιμηθεί, για να μπορέσω να σηκωθώ σηκω θώ από το κρεβάτι και να τα καταγράψω καταγράψω όλα.
Σάββατο – 2:07 π.μ. Δεν μπορώ μπορώ να κοιμηθώ. Ο Μπεν Μπεν είναι πάνω, έχει έχει ξαπλώσει πάλι, κι εγώ τα γράφω αυτά στην κουζίνα. Νομίζει ότι πίνω ένα φλιτζάνι κακάο που μου έφτιαξε έφτιαξε πριν από λίγο. Πιστεύει Πι στεύει ότι θα γυρίσω γρήγορα στο κρεβάτι. Θα γυρίσω, αλλά πρώτα πρέπει πρέπει να γράψω ξανά. ο σπίτι είναι ήσυχο και σκοτεινό τώρα, όμως νωρίτερα όλα φάνταζαν ζωντανά. Πιο έντονα. Είχα κρύψει το ημερολόγιο στην σ την ντουλάπα ντουλάπα και είχα εί χα ξαπλώσει πάλι στο κρεβάτι αφού έγραψα αυτά που είχα δει καθώς κάναμε έρωτα, αλλά ήμουν ακόμα σε υπερένταση. Άκουγα το το τικ τακ τακ του ρολογιού από κάτω, το το μελωδικό του χτύπημ χτύπημα α κάθε ώρα, το σιγανό ροχαλητό του Μπεν. Αισθανόμουν τα σκεπάσματα επάνω στο στήθος μου κι έβλεπα μόνο το λαμπύρισμα από το ξυπνητήρι ξυπνητήρι δίπλα μου. Γύρισα ανάσκελα, έκλεισα τα μάτια. Μου ερχόταν συνέχεια η εικόνα του αγνώστου, αγνώ στου, τα χέρια του να σφίγγουν σφίγγο υν το λαιμό μου, να μην μπορώ να αναπνεύσω. Και άκουγα τη φωνή μου σαν ηχώ. ηχώ . Θα πεθάνω. πεθάνω. Σκέφτηκα Σκέφτηκα το ημερολόγιο. Θα με βοηθούσε αν έγραφα κι άλλο; Αν το διάβαζα πάλι; Θα μπορούσα να το πάρω από την κρυψώνα του χωρίς χωρί ς να ξυπνήσω ξ υπνήσω τον Μπεν; Μόλις που τον έβλεπα δίπλα μου μέσα στις σκιές. Μου λες ψέματα, ψέματα, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Για το μυθιστόρημά μυθιστόρημά μου, για τον Άνταμ. Και τώρα είμαι σίγουρη σί γουρη ότι μου λέει επίσης ψέματα ψέματα για το πώς κατέληξα κατέληξα να είμαι εδώ, εδώ , παγιδευμένη σ’ αυτή την κατάσταση. κατάσταση. Ήθελα να τον ταρακουνήσω, ταρακουνήσω, να τον ξυπνήσω. Ήθελα να φωνάξω. φωνάξω . Γιατί; Γιατί μου λες ότι με χτύπησε χτύπησε ένα αυτοκίνητο σ’ έναν παγωμένο δρόμο; Αναρωτιέμαι Αναρω τιέμαι από τι με προστατεύει. Πόσο άσχημη μπορεί μπορεί να είναι η αλήθεια; Και τι άλλο υπάρχει υπάρχει που δεν το ξέρω; ξέρω ; Η σκέψη σκ έψη μου έτρεξε έτρεξε από το ημερολόγιο στο μεταλλικό κουτί, κο υτί, αυτό όπου ο Μπεν έχει τις φωτογραφίες του Άνταμ. Μπορεί Μπορεί να υπάρχουν και άλλες απαντήσεις απαντήσεις εκεί, σκέφτηκα. Ίσως βρω την αλήθεια. Αποφάσισα να σηκωθώ. Παραμέρισα Παραμέρισα τα σκεπάσματ σκεπάσματα α προσεκτικά προσεκτικά για να μην μην ξυπνήσω ξυπνήσω τον Μπεν, Μπεν, πήρα το ημερολόγιο από την κρυψώνα του και πήγα ξυπόλυτη στο κεφαλόσκαλο. Το σπίτι έδειχνε διαφορετικό δι αφορετικό τώρα, φωτισμένο από το το φεγγαρόφωτο. Κρύο και ακίνητο. Έκλεισα την πόρτα της της κρεβατοκάμαρας κρεβατοκάμαρας πίσω μου, ένα απαλό απαλό ξύσιμο ξύσι μο ξύλου σε χαλί, χ αλί, ένα αδιόρατο κλικ. κλι κ. Εκεί, στο κεφαλόσκαλο, διάβασα δ ιάβασα στα πεταχτά πεταχτά αυτά αυτά που είχα γράψει. Διάβασα πως πως ο Μπεν μού είπε είπε ότι με με χτύπησε χτύπησε αυτοκίνητο. αυτοκίνητο. Διάβασα Διάβασα πως αρνήθηκε αρνήθηκε ότι ότι είχα γράψει ποτέ μυθιστόρημα. μυθιστόρημα. Διάβασα για το γιο μας. Έπρεπε να δω μια φωτογραφία του Άνταμ. Άνταμ. Πού θα έψαχνα όμως; «Αυτά τα έχω επάνω», είχε πει. «Για ασφάλεια». Το ήξερα αυτό. αυτό. Το είχα είχ α γράψει. Πού ακριβώς όμως; Στην άλλη κρεβατοκάμαρα; κρεβατοκάμαρα; Στο Στο γραφείο; Πώς Π ώς θα έβρισκα κάτι που δε θυμόμουν να έχω ξαναδεί ξ αναδεί ποτέ; Έβαλα το ημερολόγιο ημερολόγιο εκεί όπου το είχα βρει και πήγα στο γραφείο γραφείο κλείνοντας κλεί νοντας και αυτή την πόρτα πίσω πίσω μου. Από το παράθυρο παράθυρο έμπαινε έμπαινε το φως φω ς του φεγγαριού ρίχνοντας ρί χνοντας μια γκριζωπή γκριζω πή λάμψη λάμψη στο δωμάτ δω μάτιο. ιο. Δεν τόλμησα να ανάψω το φως, φω ς, δεν μπορούσα να το ρισκάρω να με τσακώσει ο Μπεν να ψάχνω. Θα με ρωτούσε τι θέλω να βρω και δε θα είχα
τίποτα να του πω, κανένα λόγο για γι α να βρίσκομαι εδώ. Θα ανέκυπταν ανέκυπταν πολλά ερωτήματα που που θα έπρεπε να απαντηθούν. Το κουτί ήταν μεταλλικό, μεταλλικό, είχα εί χα γράψει, και γκρίζο. γκρίζο . Κοίταξα πρώτα επάνω στο γραφείο. Ένα μικροσκοπικό μικροσ κοπικό κομπιούτε κο μπιούτερ ρ με μιαν απίστευτα επ επίπεδη ίπεδη οθόνη, στιλό και μολύβια σε μια κούπα, χαρτιά σε τακτικές στοίβες, στοί βες, ένα κεραμικό πρες-παπιέ με μορφή ιππόκαμπου. ιππόκαμπου. Πάνω από το γραφείο κρεμόταν κρεμόταν ένα ημερολόγιο τοίχου γεμάτο χρωματιστά αυτοκόλλητα χαρτάκια, κύκλους κύκλους και αστέρια. Κάτω από το το γραφείο υπήρχε υπήρχε μια μια δερμάτινη δερμάτινη τσάντα κι ένα καλάθι απορριμμάτων, απορριμμάτων, και τα δύο άδεια, και δίπλα δ ίπλα του μια αρχειοθήκη. Κοίταξα εκεί πρώτα. Τράβηξα το πάνω συρτάρι σ υρτάρι αργά, αθόρυβα. Ήταν Ήταν γεμάτο χαρτιά μέσα σε ντοσιέ με ετικέτες ετικέτες που έγραφαν Σπίτι, Δουλειά, Οικονομικά. Τα παραμέρισα. παραμέρισα. Πίσω Πί σω από τα ντοσιέ υπήρχε ένα πλαστικό πλαστικό μπουκαλάκι μπουκαλάκι με χάπια, αλλά δεν μπορούσα να διαβάσω δι αβάσω το όνομα στο μισοσκόταδο. μισοσκό ταδο. Το δεύτερο συρτάρι συρτάρι έβριθε από γραφική ύλη – κουτιά, σημειωματάρια, στιλό, μαρκαδόρους. Το έκλεισα έκλει σα κι αυτό μαλακά μαλακά και ύστερα κάθισα με λυγισμένα γόνατα για να ανοίξω το κάτω συρτάρι. Μια κουβέρτα ή μια μια πετσέτα, ήταν ήταν δύσκολο να διακρίνω διακρί νω τι από τα δύο μέσα στο αμυδρό φως. Σήκωσα Σήκωσ α τη μια γωνία, ψαχούλεψα από από κάτω και άγγιξα ψυχρό μέταλλο. Τράβηξα Τράβηξα έξω το ύφασμα. Κάτω από αυτό βρισκόταν το μεταλλικό μεταλλικό κουτί, μεγαλύτερο μεγαλύτερο απ’ όσο το είχα εί χα φανταστεί, φανταστεί, τόσο μεγάλο, που σχεδόν γέμιζε το συρτάρι. Πέρασα Π έρασα τα χέρια μου γύρω του για να το πιάσω και κ αι είδα ότι ήταν και πιο βαρύ απ’ ό,τι ό,τι περίμενα. Κόντεψε να μου πέσει καθώς το σήκωνα και το ακουμπούσα ακουμπούσα στο πάτωμα. Το κουτί ήταν μπροστά μπροστά μου. Για μια στιγμή δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω, αν ήθελα καν να το ανοίξω. Τι καινούργια σοκαριστικά στοιχεία μπορεί να περιείχε; Όπως και η ίδια η μνήμη, μνήμη, ίσως ίσω ς έκρυβε αλήθειες που δεν μπορούσα καν να διανοηθώ. δι ανοηθώ. Αφάνταστα όνειρα και απρόσμενο τρόμο. τρόμο. Φοβόμουν. Συνειδητοποίησα, όμως, ότι αυτές αυτές οι αλήθειες είναι το μόνο που έχω. Είναι το παρελθόν μου. Είναι αυτό που με κάνει κάνει άνθρωπο. Χωρίς Χω ρίς αυτές αυτές δεν είμαι τίποτα. Δεν Δεν είμαι παρά ένα ζώο. ζώο . Πήρα μιαν ανάσα κλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια μάτια μου και άρχισα να σηκώνω σηκώ νω το σκέπασμα. Ανέβηκε λίγο, αλλά σταμάτησε. σταμάτησε. Δοκίμασα πάλι, πάλι, νομίζοντας ότι ήταν ήταν κολλημένο, κολλημένο, και ύστερα άλλη μία φορά, αλλά μετά κατάλαβα. κατάλαβα. Ήταν κλειδωμένο. κλειδω μένο. Ο Μπεν το είχε κλειδώσει κλειδ ώσει.. Προσπάθησα να παραμείνω παραμείνω ψύχραιμη, αλλά ξαφνικά με κυρίεψε θυμός θυμός απύθμενος. Ποιος ήταν αυτός αυτός για γι α να κλειδώνει κλειδών ει το κουτί με τις αναμνήσεις μου; Να μου στερεί κάτι δικό μου; Το κλειδί είναι εδώ κοντά, ήμουν ήμουν σίγουρη γι’ αυτό. Κοίταξα στο συρτάρι. Ξεδίπλωσα την πετσέτα πετσέτα και την τίναξα. Σηκώθηκα, άδειασα τα στιλό στι λό και τα μολύβια από την κούπα στο γραφείο κι έψαξα κι εκεί. Τίποτε. Τί ποτε. Απελπισμένη πελπισμένη πια, άρχισα άρχισα να ψαχουλεύω ψαχουλεύω και στα άλλα άλλα συρτάρια, συρτάρια, όσο γινόταν μες στο στο μισοσκόταδο. Δεν υπήρχε πουθενά πουθενά κλειδί, κλειδί , και συνειδητοποίησα σ υνειδητοποίησα ότι θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Πραγματικά οπουδήποτε. Έπεσα στα γόνατα. Ένας ήχος. Ένα Έ να τρίξιμο τόσο σιγανό, σι γανό, που νόμισα ότι μπορεί να προερχόταν προερχόταν από από το ίδιο μου το σώμα. Ύστερα, όμως, ένας άλλος ήχος. Μια ανάσα. Ή ένας στεναγμός. Μια φωνή. Του Τ ου Μπεν. «Κριστίν;» είπε και μετά μετά επανέλαβε επανέλαβε πιο δυνατά: «Κριστί «Κριστίν!» ν!» Τι να έκανα; Ήμουν καθισμένη εκεί, μέσα στο γραφείο του, έχοντας μπροστά μου το μεταλλικό μεταλλικό κουτί που ο Μπεν νόμιζε ότι δε θυμάμαι. θυμάμαι. Άρχισα Άρχισ α να πανικοβάλλομαι. Μια πόρτα
άνοιξε, η λάμπα στο κεφαλόσκαλο άναψε φωτίζοντας τη χαραμάδα χαραμάδα στην πόρτα. Ερχόταν εδώ. Κινήθηκα γρήγορα. Έβαλα το κουτί πίσω στο συρτάρι, και θυσιάζοντας την ησυχία στο βωμό της ταχύτητας, ταχύτητας, το έκλεισα με ένα σπρώξιμο. σπρώξ ιμο. «Κριστίν;» είπε πάλι εκείνος. Βήματα Βήματα στο κεφαλόσκαλο. «Κριστίν, «Κριστί ν, αγάπη μου; Εγώ είμαι. Ο Μπεν». Έβαλα όπως όπως τα στιλό και τα μολύβια πίσω στην κούπα επάνω επάνω στο γραφείο και κ αι μετά σωριάστηκα σωρι άστηκα κάτω. κάτω. Η πόρτα άρχισε να ανοίγει. Δε γνώριζα γνώρι ζα τι ετοιμαζόμουν ετοιμαζόμουν να κάνω παρά μόνο αφού το έκανα. έκανα. Αντέδρασα Αντέδρασα αυτόματ αυτόματα, α, από ένα βαθύ, ενστικτώδες επίπεδο. «Βοήθεια!» φώναξα καθώς εμφανίστηκε ο Μπεν στην ανοιχτή πόρτα. Φαινόταν μόνο το περίγραμμά περίγραμμά του από το φως φω ς του κεφαλόσκαλου, και για γι α μια στιγμή στι γμή αισθάνθηκα πράγματι πράγματι τον τρόμο που προσποιούμουν προσποιούμουν ότι νιώθω. νι ώθω. «Βοήθεια!» Άναψε το φως και με πλησίασε. «Κριστίν «Κριστίν!! Τι συμβαίνει;» είπε. είπε. Άρχισε να σκύβει. Τινάχτηκα προς τα πίσω, πίσ ω, μακριά του, ώσπου βρέθηκα με την πλάτη κολλημένη κολλημένη στον τοίχο κάτω από το παράθυρο. «Ποιο «Ποιοςς είσαι;» είσ αι;» ρώτησα. Συνειδητοποίησα Συνειδητοποίησα πως είχα αρχίσει να κλαίω, να τρέμω τρέμω υστερικά. Τα νύχια μου γρατζούνισαν τον τοίχο τοί χο πίσω μου, αρπάχτηκα αρπάχτηκα από την κουρτίνα που κρεμόταν κρεμόταν από πάνω μου σαν να ήθελα να την τραβήξω τραβήξω για γι α να σηκωθώ. Ο Μπεν Μπεν έμεινε εκεί όπου βρισ βρισκόταν, κόταν, στην άλλη άκρη του δωματίου. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου σαν να ήμουν ένα άγριο, επικίνδυνο ζώο. ζώ ο. «Εγώ είμαι…» ψέλλισε. ψέλλισε. «Ο άντρας σου». «Ποιος;» είπα και μετά μετά συμπλήρωσα: «Τι μου συμβαίνει;» «Έχεις αμνησία», απάντησε. «Είμαστε παντρεμένοι χρόνια». Και ύστερα, αφού μου έφτιαξε ένα φλιτζάνι κακάο που το έχω ακόμα μπροστά μου, τον άφησα να μου πει από την αρχή αυτά που ήξερα ήδη.
Κυριακή 18 Νοέμβρη α παραπάνω παραπάνω συνέβησαν σ υνέβησαν Σάββατο Σάββατο πρωί, πριν ακόμα ξημερώσει. ξημερώσει . Σήμερα είναι είναι Κυριακή. Περίπου μεσημέρι. Έχει περάσει μία ολόκληρη μέρα χωρίς να την καταγράψω. καταγράψω. Είκοσι τέσσερις ώρες χαμένες. χαμένες. Είκοσι τέσσερις ώρες που τις πέρασα πιστεύοντας πιστεύοντας όλα όσα μου είπε ο Μπεν. Πιστεύοντα Πι στεύονταςς ότι ό τι δεν έγραψα ποτέ ποτέ μυθιστόρημα, δεν είχα ποτέ παιδί. Πιστεύοντας ότι αυτό που έσβησε το παρελθόν μου ήταν ένα ατύχημα. Ίσως, Ίσως , σε αντίθεση με τη σημερινή μέρα, δε με πήρε πήρε τηλέφωνο τηλέφωνο ο δόκτωρ δόκτω ρ Νας και δε βρήκα αυτό αυτό το ημερολόγιο. Ή μπορεί να τηλεφώνησε, αλλά να αποφάσισα να μην το διαβάσω. Με διαπέρασε διαπέρασε ένα ρίγος. ρίγο ς. Τι θα συμβεί αν μια μέρα πάρει την απόφαση απόφαση να μην ξανατηλεφωνήσει; Δε θα έβρισκα το ημερολόγιο ποτέ, δε θα το διάβαζα δι άβαζα ποτέ, ποτέ, δε θα μάθαινα ούτε καν την ύπαρξή του. Δε θα μάθαινα για το παρελθόν μου. Θα ήταν ήταν αδιανόητο. Το ξέρω αυτό τώρα. Ο άντρας άντρας μου μου λέει μια μι α εκδοχή για το πώς έχασα τη μνήμη μου, τα συναισθήματά συναισθήματά μου μου φωνάζουν μιαν άλλη. Αναρωτιέμαι αν έχω ρωτήσει ποτέ τον δόκτορα Νας τι συνέβη. Ακόμα κι αν τον έχω ρωτήσει, μπορώ να πιστέψω αυτά που λέει; Η μοναδική αλήθεια που έχω είναι αυτή που που έχω γράψει γ ράψει σε τούτο το ημερολόγιο. Γραμμένη από μένα. Πρέπει να το θυμάμαι αυτό. Γραμμένη από μένα. Σκέφτομαι Σκέφτομαι πάλι το σημερινό πρωί. πρωί . Θυμάμαι Θυμάμαι τον ήλιο να μπαίνει από τις κουρτίνες κο υρτίνες και να με ξυπνάει ξαφνικά. Άνοιξα Άνοιξ α τα μάτια μάτια μου σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον κι ένιωθα ένι ωθα σύγχυση. Πάντως, παρόλο που δε θυμήθηκα θυμήθηκα συγκεκριμένα γεγονότα, είχα την αίσθηση ότι πίσω πίσ ω μου υπάρχει υπάρχει ένα πλούσιο ιστορικό, ι στορικό, όχι μερικά χρόνια μόνο. Και ήξερα, έστω και αμυδρά, πως πως αυτό το ιστορικό περιλάμβανε περιλάμβανε ένα παιδί. Σε κείνο κεί νο το κλάσμα του δευτερολέπτου δευτερολέπτου πριν ξυπνήσω εντελώς, γνώριζα γνώ ριζα ότι ήμουν μητέρα. μητέρα. Ότι Ότι είχα κάνει ένα παιδί, παιδί , ότι το σώμα σώ μα μου δεν ήταν πια το μοναδικό που είχα το καθήκον να τρέφω και να προστατεύω. προστατεύω. Γύρισα έχοντας αντιληφθεί κάποιον άλλο στο κρεβάτι δίπλα δί πλα μου, ένα χέρι στη μέση μου. Δεν τρόμαξα. τρόμαξα. Αντίθετα, Αντίθετα, αισθάνθηκα ασφαλής. ασφαλής. Ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη. Ξύπνησα Ξύπνησα καλύτερα, καλύτερα, και οι εικόνες και τα συναισθήματα συναισθήματα άρχισαν να συνενώνονται συνενώνο νται σε αλήθεια και μνήμη. Πρώτα είδα το αγοράκι μου, άκουσα τον εαυτό μου να φωνάζει το όνομά του –Άνταμ– –Άνταμ– και το έβλεπα να τρέχει προς το μέρος μου. Και ύστερα θυμήθη θυμήθηκα κα τον άντρα μου. Το όνομά του. Ένιωθα Ένι ωθα βαθιά ερωτευμένη μαζί του. Χαμογέλασα. Χ αμογέλασα. Τούτη η αίσθηση γαλήνης δεν κράτησε πολύ. Έστρεψα το βλέμμα στον άντρα δίπλα μου, και το πρόσωπό του δεν ήταν το πρόσωπο που περίμενα να δω. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν αναγνώριζα αναγνώριζ α το δωμάτιο στο οποίο κοιμόμουν κοι μόμουν και δε θυμόμουν θυμόμουν πώς είχα εί χα βρεθεί εδώ. Και Κ αι τελικά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα καθαρά. καθαρά. Αυτά τα σύντομα σύντομα ασύνδετα ασύνδετα αποσπάσματα αποσπάσματα δεν ήταν διάσπαρτα δείγματα των αναμνήσεών αναμνήσεών μου. Ήταν όλες οι αναμνήσεις που είχα. Ο Μπεν, φυσικά, μου εξήγησε την κατάσταση. Ή κάποια μέρη της τουλάχιστον. Και αυτό το ημερολόγιο εξήγησε τα υπόλοιπα, αφού μου τηλεφώνησε ο δόκτωρ Νας και το βρήκα. Δεν είχα είχα χρόνο να το διαβάσω όλο. Φώναξα κάτω στον Μπεν Μπεν ότι ότι έχω πονοκέφαλο και μετά μετά
αφουγκραζόμουν για να πιάσω και τον παραμικρό θόρυβο, ανησυχούσα μήπως ο Μπεν Μπεν ανέβει από στιγμή σε στιγμή με μιαν ασπιρίνη ασπιρί νη κι ένα ποτήρι νερό. Αλλά διάβασα αρκετά. Το ημερολόγιο μου έδειξε ποια είμαι, πώς βρέθηκα εδώ, τι έχω και τι έχω χάσει. χάσει . Μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν εξανεμίστηκαν όλα. Ότι οι αναμνήσεις μου επανέρχονται, επανέρχονται, έστω και αργά. Μου το είπε ο δόκτωρ Νας τη μέρα που που διάβασε το ημερολόγιο στη διάρκεια της συνεδρίας. Θυμάσαι πολλά πράγματα, πράγματα, Κριστίν, είχε πει. Δεν υπάρχει λόγος να μη συνεχιστεί αυτό. Και το ημερολόγιο μου αποκάλυψε ότι το τροχαίο ατύχημα ατύχημα ήταν ψέμα, ψέμα, ότι κάπου βαθιά μέσα μου θυμάμαι ακόμα τι μου συνέβη τη νύχτα που έχασα τη μνήμη μου. Ότι δεν έχει σχέση με αυτοκίνητα και παγωμένους δρόμους, αλλά με σαμπάνια και λουλούδια κι ένα χτύπημα χτύπημα στην πόρτα ενός ξενοδοχείου. Και τώρα έχω ένα όνομα. Ο άντρας άντρας που περίμενα να δω σήμερα το το πρωί όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν ήταν ο Μπεν. Εντ. Ξύπνησα Ξύπνησα περιμένοντας να είμαι ξαπλωμένη δίπλα σε κάποιον που λέγεται Εντ. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός ο Εντ. Σκέφτηκα ότι μπορεί να μην ήταν κανένας, απλώς ένα όνομα όνο μα που επινόησα, επινόησα, που το έπλασε η φαντασία μου. Ή μπορεί να ήταν κάποιος κάποιος παλιός εραστής, περιπέτεια περιπέτεια της μιας βραδιάς που δεν την ξέχασα τελείως. τελείως . ώρα όμως διάβασα το ημερολόγιο. Έμαθα ότι δέχτηκα επίθεση σ’ ένα δωμάτιο δωμάτιο ξενοδοχείου. Έτσι λοιπόν, τώρα ξέρω ποιος είναι αυτός ο Εντ. Είναι ο άνθρωπος που μου χτύπησε την πόρτα εκείνη τη νύχτα. Ο άνθρωπος που μου επιτέθηκε. Ο άνθρωπος που μου έκλεψε τη ζωή. *** Σήμερα το βράδυ έκανα τεστ στον άντρα μου. Δεν το ήθελα, δεν το προσχεδίασα καν, αλλά είχα περάσει όλη τη μέρα ανησυχώντας. Γιατί μου είχε είχ ε πει ψέματα; ψέματα; Γιατί; Και μου λέει ψέματα κάθε μέρα; Υπάρχει μία εκδοχή του παρελθόντος που μου λέει κάθε φορά ή αρκετές; αρκετές; Πρέπει Π ρέπει να του έχω εμπιστοσύνη, σκεφτόμουν. Δεν έχω κανέναν άλλο. Τρώγαμε αρνάκι, ένα φτηνό κότσι, λιπαρό και παραβρασμένο. Έσπρωχνα την ίδια μπουκιά εδώ κι εκεί στο πιάτο μου, τη βουτούσα στη σάλτσα, την έφερνα έφερνα στο στόμα μου, την άφηνα πάλι. «Πώς κατέληξα έτσι;» ρώτησα. Είχα προσπαθήσει προσπαθήσει να θυμηθώ τις εικόνες ει κόνες από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά παρέμεναν φευγαλέες, άπιαστες. Από μιαν άποψη αυτό ήταν ευχάριστο. Ο Μπεν σήκωσε το κεφάλι από το πιάτο του, τα μάτια του διάπλατα από έκπληξη. «Κριστίν…» ψέλλισε. «Αγάπη μου. Δεν…» «Σε παρακαλώ…» τον διέκοψα. «Πρέπει να μάθω!» Άφησε το το μαχαίρι μαχαίρι και το πιρούνι του. «Πολύ «Πολύ καλά», είπε. «Πρέπει να μου τα πεις όλα», πρόσθεσα. «Όλα!» Με κοίταξε, και τα μάτια μάτια του στένεψ σ τένεψαν. αν. «Είσαι σίγουρη;» σ ίγουρη;» «Ναι», «Ναι», απάντησα. απάντησα. Δίστασα, αλλά μετά αποφάσισα αποφάσισα να το πω. «Ίσως πιστεύεις ότι θα ήταν καλύτερο να μη μου λες όλες τις λεπτομέρειες. λεπτομέρειες. Ιδιαίτερα όταν μπορεί μπορεί να με στενοχωρήσουν. Αλλά εγώ δεν δ εν το βλέπω έτσι. Νομίζω ότι πρέπει πρέπει να μου λες τα πάντα, πάντα, ώστε να αποφασίζω μόνη μου τι να νιώσω. νιώσ ω. Καταλαβαίνεις;»
«Κρις», είπε ο Μπεν, «τι «τι εννοείς;» εννοεί ς;» Γύρισα αλλού. Το βλέμμα βλέμμα μου πήγε σε μια φωτογραφία των δυο μας επάνω στο ερμάρι. «Δεν «Δεν ξέρω», ξέρω », απάντησα. απάντησα. «Γνωρίζω ότι δεν ήμουν πάντα πάντα έτσι. Και Κ αι τώρα είμαι. Οπότε κάτι πρέπει πρέπει να έγινε. έγι νε. Κάτι άσχημο. Το ξέρω αυτό λοιπόν. λοι πόν. Ξέρω ότι μάλλον ήταν κάτι τρομερό. Αλλά ακόμα κι έτσι, θέλω να μάθω τι. τι. Πρέπει να ξέρω τι τι ήταν. Τι μου συνέβη. συνέβη. Μη Μη μου πεις ψέματα, Μπεν…» είπα. είπα. «Σε παρακαλώ…» παρακαλ ώ…» Άπλωσε το χέρι χέρι του πάνω πάνω από το το τραπέζι τραπέζι κι έπιασε το δικό μου. «Αγάπη «Αγάπη μου, δε θα το το έκανα ποτέ αυτό…» Και μετά άρχισε να μιλάει. «Ήταν Δεκέμβρης», είπε. «Οι δρόμοι παγωμένοι…» Εγώ άκουγα με έναν τρόμο που όλο και θέριευε καθώς μου έλεγε για το ατύχημα. ατύχημα. Όταν τελείωσε, τελείωσε, πήρε το μαχαίρι και το πιρούνι του και συνέχισε να τρώει. τρώει . «Είσαι σίγουρος;» σί γουρος;» ρώτησα. «Είσαι «Είσαι σίγουρος ότι ήταν ατύχημα;» ατύχημα;» Αναστέναξε. «Γιατί;» Προσπάθησα να αποφασίσω πόσα πρέπει πρέπει να πω. πω . Δεν ήθελα να του αποκαλύψω αποκαλύψω πως γράφω, πως κρατάω ημερολόγιο, αλλά ήθελα να είμαι όσο πιο ειλικρι ει λικρινής νής μπορούσα. «Νωρίτερα σήμερα είχα μια παράξενη αίσθηση», απάντησα. «Σχεδόν σαν ανάμνηση. Για έναν αδιόρατο λόγο ένιωσα ένιω σα ότι είχε κάποια σχέση σ χέση με την την τωρινή μου κατάσταση». κατάσταση». «Τι είδους αίσθηση;» «Δεν ξέρω». «Μιαν ανάμνηση;» «Κατά κάποιον τρόπο…» «Θυμήθηκες συγκεκριμένα πράγματα για το τι συνέβη;» Σκέφτηκα Σκέφτηκα το δωμάτιο του ξενοδοχείου, τα κεριά, τα λουλούδια. Την αίσθηση αίσ θηση ότι δεν ήταν από τον Μπεν, Μπεν, ότι δεν περίμενα αυτόν σε κείνο το δωμάτιο. Μου ήρθε επίσης στο μυαλό η δυσάρεστη αίσθηση πως δεν μπορούσα να αναπνεύσω. «Τι πράγματα;» πράγματα;» ρώτησα. «Λεπτομέρε «Λεπτομέρειες ιες βασικά… βασι κά… Τι είδους εί δους αυτοκίνητο σε χτύπ χ τύπησε; ησε; Έστω και το χρώμα χρώ μα του. Είδες ποιος το οδηγούσε;» Ήθελα να του βάλω βάλω τις φωνές. Γιατί θέλεις να πιστέψω ότι με χτύπησε αυτοκίνητο; αυτοκίνητο; Μήπως Μήπως το κάνει απλώς επειδή είναι πιο πιστευτή ιστορία από αυτό που συνέβη πραγματ πραγματικά; ικά; Μια ιστορία που είναι πιο εύκολο να την ακούω εγώ, εγώ , συλλογίστηκα, συλλογίσ τηκα, ή πιο πιο εύκολο να ν α τη λέει αυτός; Αναρωτήθηκα τι θα έκανε αν αν του έλεγα τα τα εξής: Βασικά, όχι. Δε Δε θυμάμαι θυμάμαι να με χτύπησε χτύπησε αυτοκίνητο. Θυμάμ Θυμάμαι αι να είμαι σ’ σ ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου ξενοδοχεί ου και να περιμένω κάποιον που δεν ήσουν εσύ. «Όχι», απάντησα. απάντησα. «Βασικά, όχι. Ήταν περισσότερο μια γενική γενι κή εντύπωση». «Μια «Μια γενική γενι κή εντύπωση;» εντύπωση;» αντιγύρισε ο Μπεν. Μπεν. «Τι εννοείς με το “μια γενική εντύπωση”;» Είχε υψώσει τη φωνή του και ακουγόταν σχεδόν θυμωμένος. Δεν ήμουν ήμουν πια σίγουρη σίγο υρη αν ήθελα να συνεχίσω τη συζήτηση. «Τίποτα», είπα. «Δεν ήταν τίποτε. Απλώς μια παράξενη αίσθηση σαν να συνέβαινε κάτι πολύ κακό και μια αύρα πόνου. Αλλά δε θυμάμαι λεπτομέρειες». Εκείνος φάνηκε να ηρεμεί. «Μάλλον «Μάλλον δεν είναι τίποτα», τίποτα», είπε. «Απλώς σε σ ε ξεγελάει το μυαλό σου. Προσπάθη Προσ πάθησε σε να το αγνοήσεις». Να το αγνοήσω; σκέφτηκα. Πώς είναι εί ναι δυνατόν να μου ζητάει κάτι τέτοιο; τέτοιο; Φοβόταν Φο βόταν μήπως θυμηθώ την αλήθεια;
Αυτό ήταν πιθανό. Μου Μου έχει πει πει ήδη σήμερα σήμερα ότι ότι με χτύπησε χτύπησε αυτοκίνητο. Δε θα θα του αρέσει καθόλου να τον βγάλω ψεύτη ψεύτη έστω και για το υπόλοιπο της μέρας, το διάστημα που μπορούσα να κρατήσω στη μνήμη μου. Ιδιαίτερα αν λέει ψέματα για χάρη μου. Καταλαβαίνω Καταλαβαίνω πως είναι πιο εύκολο και για τους δυο μας να πιστεύω ότι με χτύπησε χτύπησε αμάξι. αμάξι. Αλλά πώς θα ανακαλύψω ανακαλύψω τι πραγματικά πραγματικά συνέβη; συνέβη; Και πώς θα ανακαλύψω ποιον περίμενα σε κείνο το δωμάτιο; «Εντάξει», «Εντάξει», είπα. Τι άλλο θα μπορούσα να πω; «Μάλλον «Μάλλον έχεις δίκιο…» δίκι ο…» Συνεχίσαμε να τρώμε το φαγητό, φαγητό, που τώρα είχε κρυώσει. Τότε Τ ότε μου ήρθε μια μια άλλη σκέψη. σκ έψη. ρομερή, κτηνώδης. κτηνώδης. Κι αν έχει δίκιο; δίκι ο; Αν ήταν όντως τροχαίο ατύχημα; Αν η φαντασία φαντασία μου επινόησε το δωμάτ δω μάτιο ιο του ξενοδοχείου, την επίθεση; Μπορεί να είναι όλα ψέματα. ψέματα. Φαντασία, όχι μνήμη. μνήμη. Μήπως, Μήπως, επειδή το απλό γεγονός ενός ατυχήματ ατυχήματος ος σ’ σ ’ έναν παγωμένο δρόμο δεν το χωρούσε χω ρούσε το μυαλό μου, επινόησα όλα τα υπόλοιπα; Αν είναι έτσι τα πράγματα, πράγματα, τότε δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί λειτουργεί η μνήμη μνήμη μου. Δεν Δεν έχω αρχίσει να θυμάμαι. θυμάμαι. Δεν καλυτερεύω καλυτερεύω καθόλου, απλώς τρελαίνομαι. Βρήκα την τσάντα μου και την αναποδογύρισα επάνω στο κρεβάτι. Άδειασαν όλα από μέσα. Το πορτοφόλι μου, η λουλουδάτη ατζέντα, ατζέντα, ένα κραγιόν, κραγιόν , μια πουδριέρα, μερικά χαρτομάντιλα. αρτομάντιλα. Ένα κινητό τηλέφωνο, τηλέφωνο, μετά μετά άλλο ένα. ένα. Ένα πακέτο πακέτο μέντες. μέντες. Μερικά σκόρπια κέρματα. κέρματα. Ένα κίτρινο κί τρινο τετράγωνο χαρτί. Κάθισα στο κρεβάτ κ ρεβάτιι και άρχισα να ψάχνω. Πρώτα πήρα τη μικρή ατζέντα και σκέφτηκα πως ήμουν τυχερή όταν όταν είδα το όνομα του δόκτορα δόκ τορα Νας γραμμένο γραμμένο με μαύρη μελάνη πίσω, αλλά μετά είδα είδα ότι δίπλα στον αριθμό αρι θμό που υπήρχε υπήρχε από κάτω έλεγε Γραφείο μέσα σε παρενθέσεις. παρενθέσεις. Ήταν Κυριακή. Δε θα ήταν εκεί. Το κίτρινο κί τρινο χαρτάκι είχε κόλλα στη σ τη μια πλευρά πλευρά του, με με σκόνη και τρίχες τρίχ ες κολλημένες επάνω της, αλλά κατά τα άλλα ήταν ήταν κενό. Είχα αρχίσει αρχί σει να αναρωτιέμαι πώς στην ευχή πίστεψα έστω και για γι α μία στιγμή ότι ο δόκτωρ δόκ τωρ Νας θα μου έδινε τον προσωπικό του αριθμό, όταν θυμήθηκα θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει δ ιαβάσει πως είχε γράψει τα τηλέφωνά του στην αρχή του ημερολογίο ημερολογίου. υ. Πάρε με αν μπερδευτείς, μπερδευτείς, είχε πει. Βρήκα τον αριθμό, ύστερα κοίταξα τα δύο τηλέφωνα. Δε θυμόμουν θυμόμουν ποιο μου είχε είχ ε δώσει ο Νας. Πήρα το μεγαλύτερο από τα δύο. Όλα τα τηλεφωνήματα ήταν από ή προς τον Μπεν. ο δεύτερο –αυτό με την αναδιπλούμενη οθόνη– ήταν σχεδόν αχρησιμοποίητο. Γιατί Γι ατί μου το έδωσε ο δόκτωρ δ όκτωρ Νας αν όχι γι’ αυτόν το λόγο; σκέφτηκα. Δεν είμαι είμαι τώρα αρκετά μπερδεμένη; μπερδεμένη; Το άνοιξα, άνοιξ α, βρήκα τον αριθμό του και πάτησα το κουμπί κουμπί κλήσης. κλήσης . Σιωπή για λίγο λί γο και μετά ένας ήχος σαν βόμβος που τον διέκοψε δι έκοψε μια φωνή. «Εμπρός;» «Εμπρός;» μουρμούρισε. μουρμούρισε. Ακουγόταν νυσταγμένος, αν και κ αι δεν ήταν αργά. «Ποιος είναι;» «Γιατρέ…» «Γιατρέ…» ψιθύρισα. Άκουγα τον Μπεν κάτω, εκεί όπου τον είχα αφήσει, να παρακολουθεί παρακολουθεί κάποια εκπομπή ταλέντων ταλέντων στην τηλεόραση. Τραγούδια, γέλια γέλι α και ανά διαστήματα χειροκροτήματα. χειροκροτήματα. «Είμαι η Κριστίν». Κ ριστίν». Ακολούθησε μια μια παύση. Μια νοητική νοητική αναπροσαρμογή. αναπροσαρμογή. «Α… Οκέι. Οκέι. Πώς…» Πώ ς…» Αισθάνθηκα μιαν μιαν απρόσμενη βουτιά απογοήτευ απογοήτευσης. σης. Δεν ακουγόταν ευχαριστημέ ευχαριστημένος νος που του τηλεφώνησα. «Λυπάμαι…» αποκρίθηκα. «Βρήκα τον αριθμό σου στο ημερολόγιο».
«Φυσικά», είπε. «Φυσικά… «Φυσικά… Πώς Πώ ς είσαι;» εί σαι;» Δεν απάντησα. απάντησα. «Όλα καλά;» «Με «Με συγχωρείς…» συγχω ρείς…» ψέλλισα. Οι λέξεις έβγαιναν από μέσα μου ορμητικά, η μια μετά μετά την άλλη. «Πρέπει «Πρέπει να σε δω. δω . Τώρα. Ή αύριο. Ναι, αύριο. αύριο . Είχα μιαν ανάμνηση. Χτες βράδυ. Την έγραψα. Ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. ξενοδο χείου. Κάποιος χτύπησε χτύπησε την πόρτα. Δεν Δεν μπορούσα να αναπνεύσω… αναπνεύσω… Γιατρέ;» «Κριστίν», είπε αυτός. αυτός. «Πιο αργά, σε παρακαλώ. παρακαλώ. Τι έγινε;» Πήρα ανάσα. «Είχα μιαν ανάμνηση. Είμαι σίγουρη ότι έχει σχέση με την αμνησία μου. Αλλά δεν μπορώ μπορώ να βγάλω βγάλω νόημα. Ο Μπεν Μπεν λέει ότι με με χτύπησε χτύπησε αυτοκίνητο». αυτοκίνητο». Άκουσα κίνηση σαν να άλλαζε στάση στάση και μιαν άλλη άλλη φωνή. Γυναικεία. Γυναικεία. «Δεν «Δεν είναι τίποτα…» τίποτα…» αποκρίθηκε ο δόκτωρ δόκτω ρ Νας σιγανά σι γανά και μετά μετά μουρμούρισε κάτι ακόμα που δεν μπόρεσα να καταλάβω. «Γιατρέ…» τραύλισα. «Με χτύπησε αυτοκίνητο;» «Κοίτα, δεν μπορώ να μιλήσω τώρα…» απάντη απάντησε σε εκείνος, εκείνος , και άκουσα τη φωνή φω νή της γυναίκας πάλι, πιο δυνατή αυτήν τη φορά, να διαμαρτ δι αμαρτύρετα ύρεται. ι. Αισθάνθηκα κάτι κάτι να φουντώνει φουντώνει μέσα μου. Θυμός ή πανικός. «Σε παρακαλώ!» παρακαλώ!» αντιγύρισα. Η λέξη βγήκε σαν συριγμός συρι γμός από το στόμα μου. Σιωπή στην αρχή και ύστερα η φωνή του πάλι, με κύρος τώρα. «Λυπάμαι», είπε. «Είμαι λίγο απασχολημένος. απασχολημένος. Το Τ ο έγραψες αυτό που θυμήθηκες;» θυμήθηκες;» Δεν απάντησα. απάντησα. Απασχολημένος. Απασχολημένος. Τον φαντάστηκα φαντάστηκα με την την κοπέλα του, αναρωτήθηκα τι είχα διακόψει. Ο δόκτωρ Νας μίλησε πάλι. «Αυτό «Αυτό που θυμήθηκες…, θυμήθηκες…, το έγραψες στο ημερολόγιό σου; σο υ; Φρόντισε να το γράψεις». γ ράψεις». «Εντάξει», αποκρίθηκα, «αλλά…» Με σταμάτησε. «Θα μιλήσουμε αύριο. Θα σου τηλεφωνήσω, σ’ αυτό τον αριθμό. Σ’ το υπόσχομαι». Ανακούφιση ανακατεμένη ανακατεμένη με κάτι κάτι άλλο. Κάτι Κάτι απρόσμενο. Δύσκολο να το το προσδιορίσω. προσδιορίσ ω. Ευτυχία; Ευτυχία; Αγαλλίαση; Όχι. Ήταν κάτι παραπάνω. Εν μέρει άγχος, εν μέρει βεβαιότητα αναμεμειγμένη με μια μικρή έξαψη για μιαν απόλαυση που θα έρθει. έρθει. Το νιώθω νι ώθω ακόμα καθώς το γράφω αυτό, περίπου μία ώρα μετά, μετά, αλλά τώρα καταλαβαίνω καταλαβαίνω τι είναι. Κάτι που δεν ξέρω ξ έρω αν έχω ξανανιώσει ποτέ πριν. Προσμονή. Αλλά προσμονή προσμονή για ποιο πράγμα; πράγμα; Ότι Ότι ο δόκτωρ Νας Νας θα μου μου πει πει αυτά που θέλω θέλω να μάθω, μάθω, ότι θα επιβεβαιώ επιβεβαιώσει σει πως οι ο ι αναμνήσεις μου έχουν αρχίσει να επανέρχονται, επανέρχονται, πως η αγωγή αγω γή μου έχει αποτέλεσμα; Ή είναι κάτι παραπάνω; παραπάνω; Συλλογίζομαι πώς πρέπει πρέπει να αισθάνθηκα αισ θάνθηκα μόλις μόλις με άγγιξε στο πάρκινγκ, τι πρέπει να σκεφτόμουν για να αγνοήσω το τηλεφώνημα από τον τον άντρα μου. Ίσως η αλήθεια είναι πιο απλή. Ανυπομονώ Ανυπομονώ να μιλήσω μαζί του. «Ναι», αποκρίθηκα όταν μου είπε ότι θα τηλεφωνήσει. «Ναι. Πάρε με, σε παρακαλώ…» Αλλά στο μεταξύ μεταξύ η γραμμή γραμμή ήταν ήταν ήδη νεκρή. Σκέφτηκα Σκέφτηκα τη γυναικεία φωνή, συνειδητοποίησα σ υνειδητοποίησα ότι ήταν ξαπλωμένοι στο σ το κρεβάτι. κρεβάτι. Διώχνω τη σκέψη από το το μυαλό μου. Αν την κυνηγούσα, θα θα τρελαινόμουν τρελαινόμουν πραγματ πραγματικά. ικά.
Δευτέρα 19 Νοέμβρη Νοέμβ ρη Η καφετέρια ήταν γεμάτη γεμάτη κόσμο. Ανήκε σε κάποια αλυσίδα. αλυσί δα. Όλα ήταν πράσινα ή καφέ και μίας χρήσης, αλλά –σύμφωνα με τις αφίσες στους τοίχους– η διάθεσή δ ιάθεσή τους γινόταν με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον. Ήπια καφέ από ένα χάρτινο κύπελλο τεραστίων διαστάσεων, ενώ ο δόκτωρ Νας κάθισε κάθισ ε σε μια πολυθρόνα απέναντι απέναντι από τη δική μου. Ήταν η πρώτη φορά που έβρισκα την ευκαιρία να τον κοιτάξω κο ιτάξω προσεκτικά, ή τουλάχιστον η πρώτη φορά σήμερα, πράγμα που ήταν ένα και το αυτό. Μου είχε τηλεφωνήσει –στο κινητό κι νητό με την αναδιπλούμενη αναδιπλούμενη οθόνη– λίγη ώρα ώ ρα αφότου είχα καθαρίσει τα υπολείμματα υπολείμματα του πρωινού και ήρθε να με πάρει έπειτα από περίπου μία ώρα, αφού είχα διαβάσει το μεγαλύτερο μέρος του ημερολογίου. Κοιτούσα από το παράθυρο καθώς πηγαίναμε με με το αμάξι του στην καφετέρια. Ένιωθα Ένιω θα σύγχυση. Απελπιστική Απελπιστική σύγχυση. Σήμερα Σήμερα το πρωί, όταν ξύπνησα, δεν ήμουν σίγουρη αν γνώριζα γνώρι ζα το ίδιο ίδι ο μου το όνομα, όμως ήξερα ότι είμαι ενήλικη και μητέρα, μητέρα, αν και δεν είχα ιδέα πως είμαι εί μαι μεσόκοπη και και πως ο γιος μου έχει πεθάνει. Η μέρα μου έως τώρα ήταν τρομερή, τρομερή, το ένα σοκ μετά το άλλο –ο καθρέφτης καθρέφτης του μπάνιου, το άλμπουμ και αργότερα αυτό το ημερολόγιο–, για γ ια να καταλήξω στην απόφαση ότι δεν έχω εμπιστοσύνη στον άντρα μου. Δεν Δεν είχα διάθεση δι άθεση να εξετάσω τίποτε άλλο πολύ προσεκτικά. Τώρα, όμως, διαπίστωνα δι απίστωνα ότι ο Νας ήταν πιο πιο νέος απ’ όσο περίμενα, και μολονότι είχα γράψει ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για γι α το βάρος του, έβλεπα ότι αυτό δε σήμαινε πως ήταν αδύνατος, όπως είχα υποθέσει το πρωί. Είχε κάτι το συμπ σ υμπαγές αγές επάνω του που το τόνιζε το υπερβολικά μεγάλο σακάκι του, από τα μανίκια μανίκια του οποίου ξεπρόβαλλαν δυο πολύ τριχωτά χέρια. «Πώς νιώθεις νι ώθεις σήμερα σ ήμερα;» ;» με ρώτησε μόλις κάθισε. Σήκωσα τους ώμους. «Δεν είμαι σίγουρη… Μπερδεμένη, Μπερδεμένη, φαντάζομαι». φαντάζομαι». Κατένευσε. «Συνέχισε». Έσπρωξα από μπροστά μου το βούτημα βούτημα που που μου είχε δώσει δώσ ει ο Νας αν και δεν το είχα ζητήσει. «Το πρωί ξύπνησα ξ ύπνησα γνωρίζοντας με κάποιον τρόπο πως είμαι εί μαι ενήλικη. Δεν ήξερα ότι ήμουν παντρεμένη, παντρεμένη, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ξαφνιάστηκα ξ αφνιάστηκα βλέποντας βλέποντας πως υπήρχε κάποιος στο σ το κρεβάτι δίπλα μου». «Αυτό «Αυτό είναι καλό, αν και…» άρχισε να λέει. Τον διέκοψα. δι έκοψα. «Χτες, «Χτες, όμως, έγραψα ότι ξύπνησα και γνώριζα γνώ ριζα πως είχα έναν άντρα…» άντρα…» «Εξακολουθείς «Εξακολουθείς λοιπόν να γράφεις γ ράφεις στο ημερολόγιο;» με ρώτησε, κι εγώ απάντησα με ένα καταφατικό καταφατικό νεύμα. «Το έφερες σήμερα;» συμπλήρωσε συμπλήρωσε ο δόκτωρ Νας. Το είχα στην τσάντα μου. Παρ’ όλα αυτά, μέσα σ’ αυτό υπήρχαν πράγματα που δεν ήθελα να τα διαβάσει ούτε αυτός αυτός ούτε κανένας άλλος. Προσωπικά Προ σωπικά πράγματα. πράγματα. Η ιστορία ι στορία μου. Η μοναδική ιστορία που έχω. Πράγματα που που είχα γράψει για κείνον. κεί νον. «Το ξέχασα», του απάντησα. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν απογοητεύτηκε. «Οκέι», «Οκέι», αποκρίθηκε. «Δεν «Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω ότι πρέπει πρέπει να είναι εί ναι εκνευριστικό τη μια μέρα να θυμάσαι θυμάσαι κάτι και την επόμενη να έχει έχει χαθεί ξανά. Αλλά και πάλι είναι πρόοδος. πρόοδος .
Γενικά θυμάσαι περισσότερα περισσό τερα τώρα απ’ ό,τι παλιότερα». παλιότερα». Αναρωτήθηκα αν αυτό αυτό που είπε είπε ήταν ήταν ακόμη αλήθεια. Στις πρώτες καταχωρίσεις καταχωρίσεις στο σ το ημερολόγιο είχα γράψει γ ράψει ότι θυμήθηκα τα τα παιδικά μου χρόνια, χρόνι α, τους γονείς μου, ένα πάρτι πάρτι με την καλύτερή καλύτερή μου φίλη. Είχα δει τον άντρα μου όταν ήμ ήμαστε αστε νέοι και ερωτευμένοι, ερωτευμένοι, είχα είχ α δει τον εαυτό μου να γράφει ένα μυθιστόρημα. μυθιστόρημα. Από τότε όμως; Τελευταία έβλεπα έβλεπα μόνο το γιο που έχω χάσει και την επίθεση που με άφησε έτσι. Πράγματα που που ίσως ίσ ως ήταν προτιμότερο προτιμότερο να μην τα θυμάμαι. «Είπες «Είπες ότι ανησυχούσες για τον Μπεν; Μπεν; Για όσα ό σα σου ανέφερε σχετικά με το τι προκάλεσε την αμνησία;» Ξεροκατάπια. Αυτά που είχα γράψει χτες φαίνονταν σήμερα απόμακρα, αδιάφορα. Σχεδόν μυθιστορηματικά. μυθιστορηματικά. Ένα τροχαίο ατύχημα. ατύχημα. Μια βίαιη εμπειρία σ’ ένα δωμάτιο δω μάτιο ξενοδοχείου. ξενοδοχείο υ. Ένιωθα Ένι ωθα ότι τίποτε από τα δύο δεν είχε μεγάλη σχέση μαζί μαζί μου. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή από το να πιστέψω ότι αυτά που έγραψα είναι αλήθεια. Ότι ο Μπεν όντως μου είπε ψέματα για το πώς έπαθα έπαθα αμνησία. «Πες μου…» είπε είπε ο δόκτωρ δόκ τωρ Νας. Του αφηγήθηκα όσα είχα γράψει, αρχίζοντας αρχίζο ντας από την ιστορία του Μπεν για το ατύχημα και τελειώνοντας τελειώνο ντας με την ανάμνηση ανάμνηση του δωματίου στο ξενοδοχείο, ξ ενοδοχείο, αν και δεν ανέφερα ούτε ούτε ότι κάναμε σεξ με τον Μπεν όταν μου ήρθε αυτή η αναθύμηση ούτε και τη ρομαντική ατμόσφαιρα μέσα στο δωμάτιο – τα λουλούδια, λουλούδι α, τα κεριά και τη σαμπάνια. Τον παρακολουθούσα καθώς μιλούσα. Πότε Πό τε πότε πότε μουρμούριζε μουρμούριζε κάτι ενθαρρυντικό και σε σε κάποιο σημείο έξυσε το σαγόνι του και στένεψε τα μάτια μάτια του, αν και η έκφρασή του ήταν ήταν περισσότερο σκεπτική παρά έκπληκτη. «Τα ήξερες αυτά. αυτά. Έτσι δεν είναι;» εί ναι;» είπα μόλις τελείωσα. «Τα γνώριζες γνώρι ζες ήδη». Άφησε τον τον καφέ του στο τραπέζι. τραπέζι. «Όχι ακριβώς… Ήξερα ότι ότι η αμνησία αμνησία σου δεν οφείλεται οφείλεται σε τροχαίο ατύχημα, ατύχημα, αν και αφού διάβασα δι άβασα το ημερολόγιό ημερολόγιό σου σ ου τις προάλλες, γνωρίζω γνωρί ζω πλέον ότι ο Μπεν σού λέει πως ήταν. Γνώρι Γνώριζα ζα επίσης ότι μάλλον έμενες σε κάποιο κάποιο ξενοδοχείο ξ ενοδοχείο τη νύχτα που… που έχασες τη μνήμη σου. Οι άλλες λεπτομέρειες που ανέφερες, όμως, είναι καινούργιες. Και Κ αι απ’ όσο γνωρίζω γνω ρίζω,, αυτή είναι είναι η πρώτη πρώ τη φορά που θυμήθ θυμήθηκες ηκες κάτι από μόνη σου. Αυτά είναι είναι καλά νέα, Κριστίν!» Κριστίν! » Καλά νέα; Δηλαδή θα έπρεπε έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη; ευχαριστημένη; «Είναι αλήθεια λοιπόν;» λοι πόν;» ρώτησα. «Δεν ήταν τροχαίο;» Έκανε μια παύση. «Όχι, δεν ήταν», απάντησε μετά. «Μα «Μα γιατί δε δ ε μου είπες ότι ο Μπεν Μπεν έλεγε ψέματα; ψέματα; Όταν διάβασες το ημερολόγιο… Γιατί δε μου είπες την αλήθεια;» «Γιατί ο Μπεν πρέπει πρέπει να έχει τους λόγους του», του», μου αντιγύρισε. «Και δε δ ε μου φαινόταν σωστό σωσ τό να σου πω ότι λέει ψέματα ψέματα – όχι τότε, τουλάχιστον». τουλάχιστον». «Δηλαδή μου είπες κι εσύ ψέματα». «Όχι. Δε σου έχω πει ποτέ ψέματα! Δεν είπα ποτέ πως ήταν ατύχημα!» Σκέφτηκα Σκέφτηκα αυτά που που είχα διαβάσει δι αβάσει το πρωί. «Μα «Μα τις προάλλες στο σ το γραφείο σου…» είπα. Μιλήσαμε γι’ αυτό…» Ο δόκτωρ Νας με σταμάτησε με ένα αρνητικό νεύμα. «Εγώ δε μίλησα για ατύχημα», αποκρίθηκε. «Μου «Μου ανέφερες ότι ο Μπεν Μπεν σου είχε εί χε πει πώς έχασες τη μνήμη σου, έτσι έτσι νόμιζα ότι ήξερες την αλήθεια. Μην Μην ξεχνάς ότι δεν είχα διαβάσει δι αβάσει το ημερολόγιό σου τότε. Μάλλον Μάλλον
έχουμε μπερδευτεί…» Ήταν εύκολο να γίνει κάτι τέτοιο. Και οι δύο δ ύο να μιλάμε με περιστροφές περιστροφές για ένα θέμα που δε θέλαμε να συζητήσουμε ευθέως. «Τελικά τι έγινε;» ρώτησα. «Σε «Σε κείνο το ξενοδοχείο… ξενοδ οχείο… Τι έκανα εκεί;» «Δεν τα ξέρω όλα», απάντησε ο Νας. «Πες μου λοιπόν αυτά που ξέρεις!» ξέρεις! » Οι λέξεις ξεπήδησαν θυμωμένα θυμωμένα από μέσα μου, αλλά ήταν πια πολύ αργά για να τις πάρω πίσω. πίσω . Τον είδα είδ α να τινάζει ένα ανύπαρκτο ανύπαρκτο ψίχουλο από το παντελόνι του. «Είσαι σίγουρη σί γουρη ότι θέλεις να μάθεις;» είπε. Αισθάνθηκα ότι ότι μου έδινε μια μια τελευταία τελευταία ευκαιρία. ευκαιρία. Μπορείς Μπορείς ακόμα να το το αφήσεις, φαινόταν να λέει. Μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου χωρίς χω ρίς να ξέρεις αυτά που ετοιμάζομαι ετοιμάζομαι να σου πω. Έκανε λάθος όμως. Δεν μπορούσα. Χω Χωρίς ρίς την αλήθεια ζω λιγότερη λιγό τερη από από μισή ζωή. «Ναι», απάντησα. Άρχισε να μιλάει αργά. αργά. Κομπιάζοντας. Κομπιάζοντας. Ξεκινούσε φράσεις και τις παρατούσε παρατούσε στη μέση μέση έπειτα από από μερικές λέξεις. λέξ εις. Η αφήγησή του ήταν ήταν σπειροειδής, σαν να έκανε κύκλους γύρω από κάτι τρομερό, κάτι που ήταν προτιμότερο να παραμείνει παραμείνει ανείπωτο. Κάτι που έκανε να φαίνονται γελοίες οι ο ι αδιάφορες συζητήσεις που φανταζόμουν ότι συνηθίζονταν σε τέτοιες τέτοιες καφετέριες. «Είναι αλήθεια… Δέχτηκες επίθεση. Ήταν…» Μια παύση. «Ήσουν πολύ άσχημα. Σε βρήκαν να περιπλανιέσαι στο δρόμο. δρό μο. Σε σύγχυση. Δεν είχες ταυτότητα ταυτότητα μαζί μαζί σου και δε θυμόσουν ποια είσαι και τι σου συνέβη. Είχες τραύματα τραύματα στο κεφάλι. Η αστυνομία αρχικά θεωρούσε ότι σε λήστεψαν». Άλλη μία παύση. «Σε βρήκαν τυλιγμένη με μια κουβέρτα, γεμάτη αίματα». Πάγωσα. «Ποιος «Ποι ος με βρήκε;» ρώτησα. ρώτησα. «Δεν «Δεν είμαι σίγουρος…» σί γουρος…» «Ο Μπεν;» «Όχι ο Μπεν. Ένας άγνωστος. Όποιος κι αν ήταν σε ηρέμησε. Κάλεσε ασθενοφόρο. ασθενοφόρο. Διακομίστηκες στο νοσοκομείο φυσικά. Υπήρχε Υπήρχε κάποια κάποια εσωτερική αιμορραγία, κι έπρεπε έπρεπε να χειρουργηθείς επειγόντως». «Μα «Μα πώς ήξεραν ποια ήμουν;» Για μια τρομερή τρομερή στιγμή σκέφτηκα ότι μπορεί να μην είχαν ανακαλύψει ανακαλύψει ποτέ την ταυτότητά μου. Μπορεί όλα, όλο αυτό το ιστορικό, ακόμα και το όνομά μου, να μου τα έδωσαν τη μέρα που με ανακάλυψαν. Ακόμα και τον Άνταμ. «Δεν «Δεν ήταν δύσκολο», απάντησε απάντησε ο δόκτωρ δόκτω ρ Νας. «Είχες πιάσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο με το όνομά σου. Και ο Μπεν Μπεν είχε πάει ήδη στην αστυνομία για την εξαφάνισή σου. Πριν Πρι ν σε βρουν ακόμα». Σκέφτηκα τον άντρα που χτύπησε την πόρτα εκείνου του δωματίου, τον άντρα που περίμενα. «Ο Μπεν δεν ήξερε πού ήμουν;» «Όχι. Δεν είχε ιδέα». ι δέα». «Ούτε «Ούτε με ποιον ήμουν; Ποιος Π οιος μου το έκανε αυτό;» «Όχι», είπε ο Νας. «Η αστυνομία δε συνέλαβε ποτέ κανέναν. Είχε στη διάθεσή δι άθεσή της ελάχιστα στοιχεία, και φυσικά εσύ δεν μπορούσες να βοηθήσεις. Θεώρησε ότι αυτός που
σου επιτέθηκε πήρε πήρε τα πάντα πάντα από το δωμάτιο και μετά μετά σ’ άφησε κι έφυγε. Κανένας δεν είδε κάποιον να έρχεται ή να αναχωρεί. αναχωρεί. Το ξενοδοχείο ξ ενοδοχείο είχε πολύ κόσμο εκείνο το βράδυ, γινόταν μια εκδήλωση εκδήλω ση σ’ ένα από τα δωμάτια, δω μάτια, και υπήρχε πλήθος πλήθος ανθρώπων που έρχονταν κι έφευγαν. Κατά πάσα πιθανότητα έμεινες αναίσθητη για ένα διάστημα μετά την επίθεση. ελικά κατέβηκες κατέβηκες τη σκάλα κι έφυγες από το ξενοδοχείο στη μέση της νύχτας. νύχτας. Κανένας δε δε σε είδε να αναχωρείς». Αναστέναξα. Κατάλαβα Κατάλαβα πως η αστυνομία μάλλον μάλλον είχε κλείσει την υπόθεση εδώ και χρόνια. Για όλους τους άλλους εκτός εκτός από μένα –ακόμα και για τον Μπεν– Μπεν– όλα αυτά ήταν παρελθόν, παρελθόν, αρχαία ιστορία. ι στορία. Δε θα μπορέσω να μάθω ποτέ ποιος μου το έκανε αυτό αυτό και γιατί. Μόνο αν θυμηθώ. θυμηθώ. «Τι έγινε έγι νε ύστερα;» ρώτησα. «Αφού μεταφέρθηκα μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο;» νοσο κομείο;» «Η εγχείρηση είχε εί χε επιτυχία, αλλά υπήρξαν κάποιες δευτε δ ευτερεύουσες ρεύουσες επιπλοκές. Δυσκολεύτηκαν υσκολεύτηκαν να σταθεροποιήσουν σταθεροποιήσουν την κατάστασή κατάστασή σου μετά μετά το χειρουργείο. Ιδιαίτερα την πίεσή σου». Έκανε μια παύση. «Έπεσες σε κώμα για γι α λίγο». «Κώμα;» «Ναι. «Ναι. Ήταν αμφίβολο αν θα επιζούσες, αλλά φάνηκες τυχερή. Ήσουν στο κατάλληλο νοσοκομείο για τέτοιες περιπτώσεις περιπτώσεις,, και το πρόβλημά πρόβλημά σου αντιμετωπίστηκε επιθετικά. επιθετικά. Συνήλθες. Τότε, όμως, έγινε φανερό ότι είχες χάσει τη μνήμη μνήμη σου. Στην αρχή νόμισαν ότι μπορεί να είναι προσωρινό. Ένας συνδυασμός των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων και της ανοξίας. Ήταν λογικό συμπέρασμα… συμπέρασμα…» » «Μια στιγμή…» είπα. «Ανοξία;» Δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό. «Με «Με συγχωρείς. συγχωρείς . Έλλειψη οξυγόνου». οξ υγόνου». Αισθάνθηκα μια μια ζάλη. Όλα άρχισαν να συρρικνώνονται και να παραμορφώνονται, παραμορφώνονται, σαν να γίνονταν μικρότερα ή σαν να γινόμουν εγώ μεγαλύτερη. μεγαλύτερη. Άκουσα τον εαυτό εαυτό μου να μιλάει. «Έλλειψη οξυγόνου;» «Ναι», «Ναι», απάντησε απάντησε ο δόκτωρ Νας. «Είχες συμπτώματα συμπτώματα σοβαρής έλλειψης έλλει ψης οξυγόνου στον εγκέφαλο. Αυτό μπορεί μπορεί να συμβεί σ υμβεί είτε λόγω δηλητηρ δ ηλητηρίασης ίασης από μονοξείδιο του άνθρακα – μόνο που δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία που να δείχνουν κάτι τέτοιο– τέτοιο– είτε από στραγγαλισμό. Και στο λαιμό λαι μό σου βρήκαν σημάδια που έδειχναν πως όντως αποπειράθηκαν αποπειράθηκαν να σε στραγγαλίσουν. Θεώρησαν, όμως, ότι η πιο πιθανή εξήγηση ήταν πως πως κόντεψες να πνιγείς σε νερό». Σταμάτησε καθώς αφομοίωνα αυτά που μου έλεγε. «Θυμάσαι τίποτα γι’ αυτό; Σχεδόν να πνίγεσαι σε νερό;» Έκλεισα τα μάτια. μάτια. Το μόνο που είδα ήταν μια κάρτα επάνω σ’ ένα μαξιλάρι, μαξιλάρι , όπου έβλεπα γραμμένη τη φράση Σ’ αγαπάω. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Ανάρρωσες, «Ανάρρωσες, αλλά η μνήμη σου δεν έδειξε σημάδια βελτίωσης. βελτίωσ ης. Έμεινες στο σ το νοσοκομείο για μερικές εβδομάδες. Στην Στην αρχή στη σ τη μονάδα εντατικής εντατικής παρακολούθησης παρακολούθησης και μετά σε κανονικό θάλαμο. Όταν Όταν βελτιώθηκε αρκετά η υγεία σου ώστε ώσ τε να μπορείς να μετακινηθείς, σε πήγαν πίσω στο Λονδίνο». Πίσω Πίσ ω στο Λονδίνο. Λονδί νο. Φυσικά. Με είχαν βρει κοντά σ’ ένα ξενοδοχείο. Πρέπει Π ρέπει να ήμουν ήμουν σε άλλη πόλη. Ρώτησα πού. «Στο «Στο Μπράιτον», Μπράιτον», είπε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας. «Έχεις καμιά ιδέα γιατί γι ατί μπορεί να ήσουν εκεί; Κάποια σύνδεση με την περιοχή;» Προσπάθησα να θυμηθώ διακοπές, αλλά δε μου ήρθε τίποτα. «Όχι», απάντησα. «Καμία.
Καμία απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον». «Μπορεί «Μπορεί να σε βοηθήσει αν πας εκεί κάποια στιγμή. σ τιγμή. Να δεις αν θα θυμηθείς». Πάγωσα. Έκανα Έ κανα ένα αρνητικό νεύμα. «Εντάξει. «Εντάξει. Κοίτα, Κοί τα, φυσικά υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί μπορεί να σ’ έκαναν να πας εκεί». Ναι, σκέφτηκα. Αλλά μόνο ένας λόγος συνοδεύεται συνοδεύεται από κεριά και μπουκέτα μπουκέτα τριαντάφυλλα τριαντάφυλλα και δεν περιλαμβάνει τον άντρα μου. «Ναι», αποκρίθηκα. «Φυσικά». Αναρωτήθηκα αν θα ανέφερε κάποιος κάποιος από τους δυο μας τη φράση παράνομος δεσμός και πώς θα πρέπει να ένιωσε ένιωσ ε ο Μπεν όταν έμαθε έμαθε πού ήμουν και γιατί. γι ατί. Τότε κατάλαβα. Ιδού ο λόγος που έκανε τον Μπεν να μη θέλει να μου πει ποια ήταν η πραγματική πραγματική εξήγηση για την αμνησία. Γιατί να θέλει να μου θυμίσει ότι κάποτε, έστω και για λίγο, λί γο, είχα πάει με έναν άλλο άντρα; Αισθάνθηκα Αισθάνθηκα ένα ρίγος. Είχα Εί χα πάει με έναν άλλο άντρα απατώντας απατώντας τον σύζυγό μου, και να ποιο ήταν το τίμημ τί μημα α που πλήρωνα. «Τι έγινε μετά;» ρώτησα. «Έμεινα πάλι με τον Μπεν;» «Όχι, όχι», απάντησε ο Νας. «Ήσουν ακόμα σε σ ε κακή κατάσταση. Έπρεπε να μείνεις στο σ το νοσοκομείο». «Για πόσο καιρό;» «Ήσουν στην παθολογική πτέρυγα στην αρχή. Για μερικούς μήνες». μήνες». «Και μετά;» «Μετά «Μετά σε μετακίνησαν…» μετακίνησαν…» Δίστασε, για μια μι α στιγμή νόμισα νόμισ α ότι θα χρειαζόταν να του ζητήσω να συνεχίσει, αλλά ύστερα πρόσθεσε: «Στην «Στην ψυχιατρική πτέρυγα» πτέρυγα».. Η φράση αυτή με σόκαρε. «Στην ψυχιατρική πτέρυγα;» Φαντάστηκα φρικτούς χώρους γεμάτους γεμάτους τρελούς που ουρλιάζουν. ο υρλιάζουν. Δεν μπορούσα να σκεφτώ σκ εφτώ τον εαυτό μου εκεί. «Ναι». «Μα «Μα γιατί; Γιατί Γι ατί εκεί;» Ο δόκτωρ Νας μίλησε μαλακά, όμως ο τόνος του πρόδιδε ενόχληση. Ξαφνικά ήμουν σίγουρη ότι τα έχουμε έχουμε ξαναπεί όλα αυτά στο παρελθόν, παρελθόν, ίσως πολλές φορές, πιθανόν πριν αρχίσω να κρατάω ημερολόγιο. «Ήσουν πιο ασφαλής εκεί», μου απάντησε. απάντησε. «Είχες σχεδόν αναρρώσει από τα σωματ σω ματικά ικά τραύματα, αλλά τα προβλήματα μνήμης ήταν στη χειρότερη φάση τους. Δεν ήξερες ποια ήσουν και πού βρισκόσουν. Είχες συμπτώματα συμπτώματα παράνοιας, παράνοιας, ισχυριζόσουν ισχυρι ζόσουν ότι οι γιατροί συνωμοτούν εναντίον σου. Προσπαθού Προσ παθούσες σες συνέχεια να ξεφύγεις». ξ εφύγεις». Μια Μια παύση. «Γινόσο «Γινόσουν υν όλο και πιο απείθαρχη. Σε μετέφε μετέφεραν ραν και για τη δική δι κή σου ασφάλεια και για γι α την ασφάλεια των άλλων». «Των άλλων;» «Μερικές «Μερικές φορές ήσουν επιθετική απέναντι απέναντι στους ανθρώπους ανθρώ πους γύρω σου». σ ου». Προσπάθησα να φανταστώ πώς πρέπει πρέπει να ήταν. Σκέφτηκα Σκέφτηκα έναν άνθρωπο που ξυπνάει ξ υπνάει κάθε μέρα μέρα σε πλήρη σύγχυση, που δεν ξέρει ποιος είναι εί ναι και πού βρίσκεται, βρίσ κεται, γιατί τον έχουν στο νοσοκομείο. νοσοκ ομείο. Να ζητάει απαντήσεις, απαντήσεις, αλλά να μην τις παίρνει. Να τον περιβάλλουν άνθρωποι που γνώριζαν γνώριζ αν περισσότερα γι’ αυτόν αυτόν απ’ όσα ήξερε ο ίδιος. ίδιος . Πρέπει να ήταν ήταν κόλαση. Θυμήθηκα ότι μιλούσαμε για μένα. «Και ύστερα;» ρώτησα. Δε μου απάντη απάντησε. σε. Είδα το το βλέμμα βλέμμα του του να πηγαίνει πηγαίνει πίσω μου, προς την την πόρτα, πόρτα, σαν να την την παρακολουθούσε και να περίμενε. Αλλά δεν ήταν κανένας εκεί, η πόρτα δεν άνοιξε, δεν
μπήκε και δε βγήκε κανένας. Αναρωτήθη Αναρω τήθηκα κα μήπως σκεφτότ σ κεφτόταν αν έναν τρόπο για γι α να ξεφύγει. ξ εφύγει. «Γιατρέ», είπα. «Τι έγινε μετά;» «Έμεινες εκεί για γι α κάποιο διάστημ δι άστημα…» α…» είπε, είπε, και η φωνή φω νή του ήταν σχεδόν ψιθυριστή τώρα. Μου τα έχει αναφέρει αναφέρει ξανά ξ ανά αυτά, αυτά, σκέφτηκα, αλλά τώρα ξέρει ότι θα τα γράψω, ότι δε θα τα ξεχάσω έπειτα από μερικές μερικές ώρες. ώ ρες. «Πόσο;» Δεν απάντησε. απάντησε. Τον ρώτησα πάλι. «Πόσο;» «Πόσ ο;» Με κοίταξε, το πρόσωπό του γεμάτο θλίψη. «Εφτά χρόνια». Πλήρωσε Πλήρωσ ε και βγήκαμε από την καφετέρια. καφετέρια. Ήμουν σοκαρισμένη. σοκαρισ μένη. Δεν Δεν ξέρω τι περίμενα, πού νόμιζα ότι έζησα κατά τη χειρότερη περίοδο περίοδο της αρρώστιας μου, αλλά δεν είχα σκεφτεί πως θα ήμουν σε ψυχιατρείο. Να είμαι υποχρεωμένη να περάσω περάσω όλο ό λο αυτό τον πόνο σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Καθώς περπατούσαμε, περπατούσαμε, ο δόκτωρ δόκτω ρ Νας γύρισε προς το μέρος μου. «Κριστίν», είπε. «Έχω να σου κάνω μια πρόταση». πρόταση». Πρόσεξα πόσο αδιάφορος ήταν ο τόνος του, σαν να με ρωτούσε τι γεύση παγωτό προτιμάω. Μια αδιαφορία που μόνο προσποιητή θα μπορούσε μπορούσε να είναι. είναι . «Τι πρόταση;» ρώτησα. «Νομίζω «Νομίζω ότι θα μπορούσε να σε βοηθήσει μια επίσκεψη στην πτέρυγα πτέρυγα όπου νοσηλεύτηκες», νοσηλεύτηκες», απάντησε. απάντησε. «Στο μέρος όπου είχες μείνει τόσο καιρό». Η αντίδρασή μου ήταν άμεση. άμεση. Αυτόματη. Αυτόματη. «Όχι!» αντιγύρισα. «Για ποιο ποι ο λόγο;» λόγο ;» «Έχουν αρχίσει να σου έρχονται στο σ το μυαλό αναμνήσεις», αναμνήσεις», είπε. «Σκέψου «Σκέψου τι έγινε έγι νε όταν επισκεφθήκαμε το παλιό σου σπίτι». Έκανα ένα καταφατικό νεύμα. «Θυμήθηκες κάτι τότε. Νομίζω πως αυτό μπορεί μπορεί να γίνει και πάλι. Ίσως Ίσ ως ενεργοποιηθούν περισσότερες αναμνήσεις». «Μα…» «Δεν «Δεν είσαι υποχρεωμένη να το κάνεις. Αλλά… Κοίτα, θα είμαι ειλικρινής ειλι κρινής απέναντί σου. Έχω κανονίσει ήδη μαζί τους. Μου είπαν πως είσαι ευπρόσδεκτη. Είμαστε ευπρόσδεκτοι. ευπρόσδεκτοι. Πρέπει απλώς να τους πάρω τηλέφωνο για γι α να τους ενημερώσω ότι θα πάμε. Θα έρθω έρθω κι εγώ μαζί σου. Αν αισθανθείς άσχημα, μπορούμε να φύγουμε. Όλα θα πάνε καλά. Σ’ το υπόσχομαι». «Πιστεύεις ότι μπορεί να με βοηθήσει να καλυτερέψω; καλυτερέψω; Αλήθεια;» «Δεν ξέρω», μου είπε. «Ίσως…» «Πότε; Πότε θέλεις να πάμε;» Σταμάτησε να περπατάει. Κατάλαβα ότι το αμάξι δίπλα στο οποίο στεκόμασταν μάλλον ήταν το δικό του. «Σήμερα», απάντησε. «Νομίζω ότι πρέπει να πάμε σήμερα». Και ύστερα πρόσθεσε κάτι παράξενο. «Δεν «Δεν έχουμε χρόνο για γ ια χάσιμο». χάσι μο». *** Δεν ήμουν ήμουν υποχρεωμένη υποχρεωμένη να πάω. πάω. Ο δόκτωρ Νας Νας δε με με πίεσε να συμφωνήσω γι’ αυτή την επίσκεψη. Αλλά αν και δεν το θυμάμαι θυμάμαι –βασικά δε θυμάμαι θυμάμαι σχεδόν τίποτα–, τί ποτα–, μάλλον μάλλον είπα ναι.
Η διαδρομή δι αδρομή δεν ήταν μεγάλη, μεγάλη, και τη διανύσαμε δι ανύσαμε αμίλητοι. αμίλητοι. Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Δεν είχα τίποτα να πω και τίποτα να αισθανθώ. Το μυαλό μου κενό. Αδειασμένο. Έβγαλα από την τσάντα τσάντα το ημερολόγιό μου –αδιαφορώντας για γι α το γεγονός ότι είχα εί χα πει στον Νας ότι δεν το έχω μαζί μου– κι έγραψα αυτή την τελευταία καταχώριση. Ήθελα να καταγράψω κάθε λεπτομέρεια λεπτομέρεια της συζήτησής μας. Έγραφα σιωπηλή, σιω πηλή, σχεδόν χωρίς χωρί ς να σκέφτομα σ κέφτομαι. ι. Δε μιλήσαμε καθώς πάρκαρε το αμάξι ούτε όσο περπατούσαμ περπατούσαμεε στους αποστειρωμένους διαδρόμους με την οσμή του μπαγιάτικου καφέ και της φρέσκιας φρέσκι ας μπογιάς. Δίπλα μας περνούσαν ασθενείς ασθενείς σε φορεία, με ορούς. Στους τοίχους αφίσες αφίσ ες με ξεκολλημένες άκρες. Από πάνω πάνω μας τα τα φώτα τρεμόπαιζαν τρεμόπαιζαν και βούιζαν. Σκεφτόμουν Σκεφτόμουν τα εφτά εφτά χρόνια που είχα περάσει εδώ. Μια ολόκληρη ζωή ζω ή – για την οποία δε θυμόμουν τίποτα. τίποτα. Σταματήσαμε έξω από μια δίφυλλη πόρτα. «Πτέρυγα Φίσερ». Ο δόκτωρ Νας πάτησε ένα κουμπί σε μια συσκευή συσκ ευή ενδοεπικοινωνίας ενδοεπικοινωνί ας που ήταν τοποθετημένη τοποθετημένη στον τοίχο και μουρμούρισε κάτι στο μικρόφωνο. Κάνει Κ άνει λάθος, σκέφτηκα καθώς άνοιγε η πόρτα. Δεν επέζησα από από την επίθεση. Η Κριστίν Κρισ τίν Λούκας που άνοιξε άνοιξ ε την πόρτα πόρτα σε κείνο το δωμάτιο δ ωμάτιο ξενοδοχείου είναι νεκρή. Άλλη μία μία δίφυλλη πόρτα. πόρτα. «Είσαι «Είσαι εντάξει, Κριστίν;» ρώτησε ο Νας Νας καθώς η πρώτη πρώτη πόρτα πόρτα έκλεινε πίσω μας σφραγίζοντάς μας μέσα. Δε μίλησα. «Είναι πτέρυγα περιορι περιορισμένης σμένης πρόσβασης», πρόσθεσε. Ξαφνικά ένιωσα σίγουρη σί γουρη πως η πόρτα πίσω πίσω μου είχε κλείσει για πάντα, πως πως δεν δ εν πρόκειται να με αφήσουν να φύγω από δω. Ξεροκατάπια. «Α…» είπα. Η εσωτερική εσω τερική πόρτα άρχισε άρχισε να ανοίγει. ανοί γει. Δεν ήξερα τι θα έβλεπα έβλεπα πίσω της, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα ξανάρθει εδώ. «Έτοιμη;» με ρώτησε. Ένας μακρύς διάδρομος. δι άδρομος. Είχε πόρτες δεξιά και αριστερά, και καθώς περπατούσαμε, περπατούσαμε, είδα ότι οδηγούσαν σε θαλάμους. Σε καθέναν από αυτούς υπήρχε ένα κρεβάτι. Μερικά ήταν στρωμένα, άλλα άστρωτα, κάποια κατειλημμένα, κατειλημμένα, τα περισσότερα όχι. όχι . «Οι ασθενείς εδώ πάσχουν από διάφορα προβλήματα» προβλήματα»,, είπε ο δόκτωρ Νας. «Αρκετοί «Αρκετοί εμφανίζουν σχιζοσυναισθηματικά σχιζ οσυναισθηματικά συμπτώματα, συμπτώματα, αλλά υπάρχουν υπάρχουν κι άλλοι με διπολική δι πολική διαταραχή, οξύ άγχος, άγχος , κατάθλιψη». κατάθλιψη». Κοίταξα σ’ ένα θάλαμο. θάλαμο. Μια κοπέλα καθόταν γυμνή στο κρεβάτι κρεβάτι και κοιτούσε την τηλεόραση. Σε κάποιον κάποιον άλλο ένας άντρας ήταν καθισμένος ανακούρκουδα και κουνιόταν ρυθμικά μπρος-πίσω μπρος-πίσω,, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τα γόνατα λες και προσπαθούσε να ζεσταθεί. «Είναι κλειδωμένοι κλειδω μένοι μέσα;» ρώτησα. «Οι ασθενείς εδώ κρατούνται με βάση το Νόμο Νόμο περί Ψυχικής Υγείας. Είναι Εί ναι εδώ για το καλό τους, αλλά παρά τη θέλησή τους». «“Για το καλό τους”;» «Ναι. «Ναι. Είναι επικίνδυνοι, επικίνδυνοι , είτε για τον εαυτό τους είτε για τους άλλους. Γι’ αυτό φυλάσσονται». Συνεχίσαμε να περπατάμ περπατάμε. ε. Μια γυναίκα σήκωσε σ ήκωσε το κεφάλι καθώς περνούσαμε περνούσαμε από το θάλαμό της. Τα βλέμματά βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, αλλά το δικό δ ικό της ήταν εντελώς ανέκφραστο. Ξαφνικά Ξαφνικά χαστούκισε το μάγουλό της, ενώ με κοιτούσε κοι τούσε ακόμα, κι όταν το πρόσωπό μου συσπάστηκε από έναν ακούσιο μορφασμό, το έκανε πάλι. Μου ήρθε μια
εικόνα: να είμαι σ’ σ ’ ένα ζωολογικό ζωολογι κό κήπο, παιδί ακόμα, και να βλέπω μια τίγρη να βηματίζει πέρα-δώθε πέρα-δώθε μέσα στο κλουβί της. Την έδιωξα έδι ωξα και συνέχισα, αποφασισμένη να μην κοιτάζω δεξιά και αριστερά. «Γιατί μ’ έφεραν εδώ;» ρώτησα. «Πριν σε σ ε φέρουν, ήσουν στην σ την πτέρυγα πτέρυγα του παθολογικού τμήματος. τμήματος. Σε κρεβάτι, όπως και όλοι οι άλλοι. άλλοι . Μάλιστα κάποια Σαββατοκύριακα Σαββατοκύριακα τα περνούσες σπίτι με τον Μπεν. Αλλά γινόσουν όλο και πιο δύσκολη». «Δύσκολη;» «Έφευγες από από το σπίτι. Ο Μπεν αναγκαζόταν αναγκαζόταν να κλειδώνει κλειδώ νει τις πόρτες. πόρτες. Μερικές φορές σ’ έπιανε υστερία, πίστευες πίστευες ότι ο Μπεν σού έκανε κακό, ότι σε κλείδωνε κλείδ ωνε μέσα διά της βίας. Όταν σε πήγαν πήγαν πίσω στο νοσοκομείο, νοσοκο μείο, ήσουν εντάξει για ένα διάστημ διάσ τημα, α, αλλά ύστερα ύστερα άρχισες να έχεις παρόμοια συμπεριφορά συμπεριφορά κι εκεί». «Κι έτσι έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να με κλείσουν μέσα», είπα. Είχαμε φτάσει φτάσει στο γραφείο των νοσοκόμων. νοσοκό μων. Ένας άντρας με στολή καθόταν πίσω από ένα γραφείο κι έγραφε κάτι στο κομπιούτερ. Μας Μας κοίταξε κοί ταξε μόλις πλησιάσαμε και είπε πως ο γιατρός θα έρθει σύντομα σ ύντομα.. Μας ζήτησε να καθίσουμε. Κοίταξα το πρόσωπό πρόσω πό του –στραβή μύτη, μύτη, ένα χρυσό καρφάκι στο αυτί του– ελπίζοντας να αισθανθώ κάποιο ίχνος οικειότητ οικειό τητας. ας. ίποτα. Όλη η πτέρυγα μου φαινόταν εντελώς ξένη. «Ναι», «Ναι», αποκρίθηκε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας. «Κάποια στιγμή στι γμή μάλιστα εξαφανίστηκες. Για περίπου τεσσερισήμισι ώρες. Σε βρήκε η αστυνομία κοντά στο κανάλι. Φορούσες μόνο πιτζάμες και μια ρόμπα. Ο Μπεν ήρθε και σε πήρε από το τμήμα. Δεν ήθελες να πας με τους νοσοκόμους, κι έτσι δεν μπορούσαν να κάνουν κάνουν αλλιώς…» αλλιώς …» Μου είπε πως από την αρχή ο Μπεν προσπαθούσε να με μετακινήσει από κει. «Πίστευε ότι μια ψυχιατρική πτέρυγα δεν δεν είναι το καλύτερο καλύτερο μέρος για σένα. σ ένα. Και ουσιαστικά ουσιαστικ ά είχε δίκιο. δίκι ο. Δεν ήσουν επικίνδυνη ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τους άλλους. Ήταν επίσης επίσης πολύ πιθανό, μιας και περιτριγυριζόσουν περιτριγυριζό σουν από τόσους άλλους πολύ πιο άρρωστους άρρω στους από σένα, να επιδεινωθεί επιδεινω θεί η κατάστασή σου. Έγραψε στους γιατρούς, γι ατρούς, στο διευθυντή του νοσοκομείου, στο σ το βουλευτή βουλευτή της περιφέρειάς σας. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα διαθέσιμο. »Εκείνη »Εκείνη την εποχή», συνέχισε, «άνοιξε ένα κέντρο φροντίδας για άτομα με χρόνιες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. κακώσ εις. Ο Μπεν Μπεν άσκησε μεγάλες μεγάλες πιέσεις. πιέσεις . Σε αξιολόγησαν και σε θεώρησαν κατάλληλη, αν και υπήρχε θέμα χρηματοδότησης. Ο Μπεν αναγκάστηκε να πάρει άδεια από τη δουλειά του προκειμένου να σε περιποιείται περιποιεί ται και δεν μπορούσε να καλύψει καλύψει το κόστος μόνος του, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν εγκατέλειψε εγκατέλειψε τις προσπάθειες. προσπάθειες. Όπως έμαθα, έμαθα, απείλησε να πάει πάει στις εφημερίδες εφημερίδες και να τους πει την ιστορία σου. Ακολούθησαν Ακολο ύθησαν συσκέψεις και εκκλήσεις και ούτω καθεξής, αλλά τελικά τα κατάφερε. κατάφερε. Έγινες δεκτή ως ασθενής, και το κράτος συμφώνησε να πληρώσει πληρώσει για γι α τη διαμονή σου επί επί όσο καιρό ήσουν άρρωστη. Σε μετέφεραν μετέφεραν στο κέντρο πριν από περίπου δέκα χρόνια». χρό νια». Σκέφτηκα τον άντρα μου, προσπάθησα να τον φανταστώ να γράφει γράμματα, να πιέζει, να απειλεί. Μου ήταν ήταν αδύνατο. Ο άνθρωπος άνθρωπος που είχα γνωρίσει γνω ρίσει το πρωί φαινόταν φαινό ταν σεμνός, συνεσταλμένος. συνεσταλμένος. Όχι αδύναμος, αλλά άνθρωπος που αποδέχεται αποδέχεται τις καταστάσεις, καταστάσεις, που αποφεύγει αποφεύγει τις φασαρίες. Ο τραυματισμός τραυματισμός μου δεν άλλαξε μόνο τη δική δι κή μου προσωπικότητ προσωπικό τητα, α, σκέφτηκα. «Το κέντρο ήταν σχετικά μικρό», είπε ο Νας. «Μερικά «Μερικά δωμάτ δω μάτια ια σ’ σ ’ ένα κέντρο
αποκατάστασης. αποκατάστασης. Δεν υπήρχαν υπήρχαν πολλοί άλλοι ασθενείς. Πράγμα που σημαίνει ότι το προσωπικό ήταν αρκετό για να σε φροντίζει. φροντίζει . Ήσουν λίγο λί γο πιο ανεξάρτητη εκεί. εκεί. Ασφαλής. Και σημείωσες πρόοδο». «Αλλά δεν ήμουν με τον Μπεν;» «Όχι. Εκείνος ζούσε στο σπίτι σας. σ ας. Έπρεπε να συνεχίσει να δουλεύει, και δεν μπορούσε να το κάνει αυτό και να σε φροντίζει ταυτόχρονα. ταυτόχρονα. Αποφάσισε…» Μια ανάμνηση άστραψε μέσα μου και με εκτόξευσε ξαφνικά στο παρελθόν. Όλα ήταν κάπως θολά και είχαν εί χαν μιαν αχλή γύρω τους, ενώ οι ο ι εικόνες εικό νες ήταν τόσο λαμπερές, λαμπερές, που σχεδόν ήθελα να αποστρέψω το βλέμμα μου. Είδα τον εαυτό μου να περπατάει μέσα στους ίδιους ίδι ους αυτούς διαδρόμους, να με οδηγούν πίσω σ’ ένα δωμάτιο που κάπου μέσα μου ήξερα ήξερα πως ήταν δικό μου. Φοράω παντόφλες παντόφλες και μια μπλε ρόμπα ρόμπα που δένει πίσω. Η γυναίκα μαζί μου είναι μαύρη και ντυμένη με στολή. «Εδώ «Εδώ είμαστε, καλή μου», μου», μου λέει. «Κοίτα ποιοι ήρθαν να σε δουν!» Αφήνει το χέρι μου και με κατευθύνει κατευθύνει προς το κρεβάτι. Μια ομάδα από αγνώστους κάθεται γύρω από το κρεβάτι και με κοιτάζει. Βλέπω έναν άντρα με μαύρα μαύρα μαλλιά και μια γυναίκα με μπερέ μπερέ στο κεφάλι, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω διακρί νω τα πρόσωπά τους. Δεν Δεν είμαι στο σωστό σ ωστό θάλαμο, θέλω να πω. Κάποιο λάθος έχει γίνει. γίνει . Αλλά δε λέω λέω τίποτα. Ένα παιδί τεσσάρων πέντε χρόνων σηκώνεται. Ήταν καθισμένο στο κρεβάτι. Έρχεται πάνω μου τρέχοντας και λέει μαμά μαμά και βλέπω ότι ό τι μου μιλάει, και μόνο τότε συνειδητοποιώ ποιος είναι. Ο Άνταμ. Κάθομαι με λυγισμένα γόνατα και τρέχει στην αγκαλιά μου, τον σφίγγω και τον φιλάω στην σ την κορυφή του του κεφαλιού και ύστερα σηκώνομαι. «Ποιοι είστε εί στε εσείς;» λέω σ’ αυτούς που είναι μαζεμένοι μαζεμένοι γύρω από το κρεβάτι. κρεβάτι. «Τι θέλετε θέλετε εδώ;» Ο άντρας άντρας δείχνει δείχ νει θλιμμένος ξαφνικά, ενώ η γυναίκα με τον μπερέ μπερέ σηκώνεται και λέει: «Κρις. Κρίσι… Κρί σι… Εγώ είμαι. Με γνωρίζεις, γνωρίζ εις, ε;» Και μετά μετά με πλησιάζει πλησιάζει και βλέπω ότι κλαίει. «Όχι», απαντάω. απαντάω. «Όχι! Φύγετε! Έξω!» Έξω! » και στρέφομαι για να βγω από το δωμάτ δω μάτιο ιο και βλέπω άλλη μία γυναίκα που στεκόταν στεκόταν πίσω μου, δεν ξέρω ποια είναι ή πώς βρέθηκε εκεί, και αρχίζω να κλαίω. Πάω να πέσω, λίγο θέλω να σωριαστώ στο πάτωμα, αλλά το παιδί είναι εκεί, με έχει αγκαλιάσει από τα γόνατα και δε γνωρίζω γνωρί ζω ποιο είναι, αλλά με φωνάζει συνέχεια μαμά, το λέει ξανά και ξανά. Μαμά. Μαμά. Μαμά. Και ούτε ξέρω γιατί ούτε ποιο είναι ούτε γιατί με αγκαλιάζει… Ένα χέρι άγγιξε το μπράτσο μου και πετάχτηκα πετάχτηκα σαν να με είχαν είχ αν τσιμπήσει. Μια φωνή. «Κριστίν, είσαι εντάξει; Ήρθε η δόκτωρ Γουίλσον». Άνοιξα τα μάτια μάτια μου μου και κοίταξα γύρω. Μια Μια γυναίκα με λευκή ιατρική μπλούζα μπλούζα στεκόταν στεκόταν μπροστά μας. «Γιατρέ Νας», Νας», είπε. Έκαναν χειραψία και μετά γύρισε σε σ ε μένα. «Κριστίν;» «Ναι», είπα. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Χίλαρι Γουίλσον». Της έσφιξα έσφι ξα το χέρι. Ήταν λίγο μεγαλύτερη μεγαλύτερη από μένα. μένα. Τα μαλλιά της άρχιζαν να γκριζάρουν γκρι ζάρουν και είχε ένα ζευγάρι γυαλιά σε σ ε σχήμα μισοφέγγαρου που κρέμονταν από από το λαιμό της με μια χρυσή αλυσίδα. «Τι κάνεις;» ρώτησε, και ξαφνικά ήμουν σίγουρη πως τη γνωρίζω. γνωρί ζω. Έδειξε Έ δειξε προς το διάδρομο. «Περάστε από δω».
ο δωμάτ δω μάτιο ιο ήταν μεγάλο, μεγάλο, παντού στοίβες βιβλία και κ αι κουτιά γεμάτα χαρτιά. Η δόκτωρ Γουίλσον κάθισε κ άθισε στο γραφείο της και μας έδειξε δύο καρέκλες μπροστά του, στις στις οποίες καθίσαμε ο δόκτωρ Νας κι εγώ. Την είδα είδ α να παίρνει ένα ντοσιέ από το το σωρό επάνω στο γραφείο και να το ανοίγει. «Και τώρα, αγαπητή μου», είπε, «ας ρίξουμε μια ματιά». Η εικόνα εικό να της πάγωσε. Την ήξερα. Είχα δει τη φωτογραφία της στον μαγνητικό τομογράφο και παρόλο που δεν την είχα αναγνωρίσει αναγνω ρίσει εκείνη τη στιγμή, την κατάλαβα κατάλαβα τώρα. Είχα ξανάρθει σ’ σ ’ αυτό το μέρος. Αρκετές φορές. Καθισμένη εδώ που κάθομαι τώρα, σ’ αυτή την καρέκλα ή σε μιαν άλλη παρόμοια, την παρακολουθούσα να κρατάει σημειώσεις σ’ ένα ντοσιέ κοιτάζοντας μέσα από τα γυαλιά που τα κρατούσε ντελικάτα ντελικάτα μπροστά στα μάτια της. «Σ’ έχω ξαναδεί…» μουρμούρισα. «Σε θυμάμαι». Ο Νας με κοίταξε, μετά στράφηκε στράφηκε πάλι στη δόκτορα Γουίλσον. Γουίλσον . «Ναι», «Ναι», αποκρίθηκε. «Μ’ «Μ’ έχεις ξαναδεί. Αν και όχι ό χι πολλές φορές». Μου εξήγησε πως άρχισε να δουλεύει δ ουλεύει εδώ την εποχή που με μετέφεραν μετέφεραν αλλού και πως αρχικά δεν ήμουν καν στην αρμοδιότητά της. «Σίγουρα είναι εξαιρετικά εξ αιρετικά ενθαρρυντικό το ότι με θυμήθηκες» θυμήθηκες»,, πρόσθεσε. «Πάει πολύς καιρός από τότε που που ήσουν εδώ». εδώ ». Ο δόκτωρ Νας έσκυψε μπροστά και είπε ότι μπορεί και να με βοηθούσε βοηθούσε αν έβλεπα το το δωμάτ δω μάτιο ιο στο σ το οποίο έμενα. Η δόκτωρ Γουίλσον συμφώνησε σ υμφώνησε και κοίταξε στο ντοσιέ, ντοσι έ, αλλά είπε ότι δεν αναφέρει τον αριθμό του θαλάμου. θαλάμου. «Άλλωστε μπορεί να σε μετακίνησαν πολλές φορές όσο ήσουν εδώ», εδώ », είπε. «Αυτό «Αυτό συμβαίνει με αρκετούς ασθενείς. Θα μπορούσαμε μπορούσαμε να ρωτήσουμε ρω τήσουμε τον άντρα σου; Σύμφωνα με το ιστορικό σου, εκείνος και ο γιος σου σε επισκέπτονταν επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά». καθημερινά». Είχα διαβάσει για γι α τον Άνταμ σήμερα το το πρωί κι ένιωσα ένι ωσα μια αχτίδα ευτυχίας όταν άκουσα το όνομά του και και μιαν ανακούφιση που τον είχα ζήσει για λίγο λί γο όσο μεγάλωνε πριν χάσω τη μνήμη μου. Η απάντησή μου, όμως, ήταν αρνητική. «Θα προτιμούσα να μην πάρω τον Μπεν». Η δόκτωρ δόκτω ρ Γουίλσον δεν έφερε αντίρρηση. αντίρρηση. «Μια φίλη σου, κάποια Κλερ, ερχόταν τακτικά, τακτικά, όπως βλέπω. Τι λες λ ες γι’ αυτήν;» «Όχι. Δεν έχουμε επαφή». «Α… Κρίμα. Δεν Δεν πειράζει όμως. όμως . Μπορώ να σου πω μερικά πράγματα πράγματα για τη ζωή σου εδώ». εδώ ». Κοίταξε τις σημειώσεις της και μετά έπλεξε έπλεξε τα χέρια. «Την αγωγή σου την είχε αναλάβει αναλάβει κυρίως ένας ψυχίατρος. Έκανες συνεδρίες ύπνωσης, αλλά δυστυχώς η όποια πρόοδος ήταν περιορι περιορισμένη σμένη και μικρής διάρκειας». Διάβασε πιο κάτω. «Δε σου χορηγήθηκαν πολλά φάρμακα. φάρμακα. Μόνο ένα ηρεμιστικό πού και πού, περισσ περισσότερο ότερο για να σε σ ε βοηθήσει να κοιμηθε κοι μηθείς. ίς. Έχει πολύ θόρυβο εδώ μέσα, όπως καταλαβαίνεις καταλαβαίνεις». ». Θυμήθηκα τα ουρλιαχτά που είχα φανταστεί νωρίτερα και αναρωτήθηκα αν ήμουν κάποτε κι εγώ έτσι. «Πώς ήμουν;» ρώτησα. ρώτησα. «Ήμουν ευτυχισμένη;» ευτυχισμένη;» Η δόκτωρ δόκτω ρ Γουίλσον χαμογέλασε. «Σε «Σε γενικές γραμμές ναι. Ήσουν πολύ συμπαθής. συμπαθής. Έγινες Έγι νες μάλιστα φίλη με μια συγκεκριμένη νοσοκόμα» νοσοκ όμα».. «Πώς τη λένε;» Η δόκτωρ Γουίλσον κοίταξε τις σημειώσεις της. «Δυστυχώς, δε λέει. Έπαιζες πολύ πασιέντσες». «Πασιέντσες;»
«Ένα παιχνίδι με χαρτιά. χαρτιά. Ίσως Ίσω ς μπορεί να σου εξηγήσει ο δόκτωρ Νας αργότερα». Με Με κοίταξε. «Σύμφωνα «Σύμφωνα με τις σημειώσεις, σημειώ σεις, μερικές φορές είχες βίαιη βίαι η συμπεριφορά», συμπεριφορά», πρόσθεσε. «Μη «Μη σε τρομάζει αυτό. Δεν Δεν είναι ασυνήθιστο σε τέτοιες τέτοιες περιπτώσει περιπτώσεις. ς. Τα άτομα με σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις συχνά εκδηλώνουν βίαιες τάσεις, ιδίως όταν έχει υποστεί βλάβη το μέρος του εγκεφάλου που ελέγχει την αυτοσυγκράτηση. Επιπλέον οι ασθενείς με αμνησία, όπως εσύ, συχνά σ υχνά έχουν την τάση να επιδίδονται σε σ ε κάτι που αποκαλούμε μυθοπλασία. μυθοπλασία. Τα πράγματα γύρω τους δεν έχουν νόημα, νό ημα, κι έτσι νιώθουν νι ώθουν αναγκασμένοι να επινοούν λεπτομέρειες λεπτομέρειες για τον εαυτό τους και για γι α τους γύρω τους ή για γι α το ιστορικό τους, για το τι τους συνέβη. Πιστεύου Πισ τεύουμε με ότι αυτό οφείλεται στην επιθυμία να συμπληρώσουν τα κενά της μνήμης. μνήμης. Και είναι εί ναι φυσικό από μιαν άποψη. άποψη. Συχνά, όμως, μπορεί να οδηγήσει σε βίαιη συμπεριφορά όταν τα γεγονότα διαψεύδουν τη φαντασίω φαντασίωση ση του αμνησιακού. Η ζωή ζ ωή πρέπει πρέπει να σου προκαλούσε μεγάλη σύγχυση. Ιδιαίτερα Ιδιαί τερα όταν είχες επισκέπτες». Επισκέπτες. Ξαφνικά φοβήθηκα ότι μπορεί να χτύπησα τον Άνταμ. «Τι έκανα;» «Μερικές «Μερικές φορές χτυπούσες κάποια μέλη του προσωπικού», μου απάντησε. «Όχι τον Άνταμ όμως; όμως; Όχι το γιο γι ο μου;» «Σύμφωνα «Σύμφωνα με αυτές αυτές τις σημειώσεις, σημειώσεις , όχι». Αναστέναξα, αν και εξακολουθούσα εξ ακολουθούσα να ανησυχώ σε κάποιο βαθμό. «Έχουμε μερικές μερικές σελίδες σελί δες από ένα ημερολόγιο που κρατούσες», συνέχισε η δόκτωρ Γουίλσον. Γουίλσ ον. «Ίσως σε βοηθούσε αν τους έριχνες μια ματιά. Πιθανόν να καταλάβεις καταλάβεις καλύτερα καλύτερα τη σύγχυση στην σ την οποία βρισκόσουν». βρισ κόσουν». Ένιωθα Ένιω θα πως αυτό ήταν ήταν επικίνδυνο. Κοίταξα Κ οίταξα τον Νας, κι αυτός έκανε ένα καταφατικό καταφατικό νεύμα. Η δόκτωρ Γουίλσον έσπρωξε μια γαλάζια σελίδα σελί δα προς το μέρος μου και την πήρα, αλλά στην αρχή φοβόμουν ακόμα και να την κοιτάξω. κοι τάξω. Όταν τελικά την κοίταξα, είδα ότι ήταν γεμάτη κακογραμμένες κακογραμμένες σημειώσεις. σημειώσ εις. Στην κορυφή τα γράμματα ήταν καλοσχηματισμένα και τακτικά στοιχισμένα ανάμεσα στις γραμμές της σελίδας, αλλά προς το τέλος ήταν μεγάλα και παραμορφωμένα, παραμορφωμένα, πολύ ψηλά, ολόκληρα εκατοστά, εκατοστά, μόνο μερικές λέξεις σε κάθε αράδα. Άρχισα να διαβάζω, αν κι έτρεμα έτρεμα για το τι μπορεί να έβλεπα. 8:15 π.μ., έγραφε η πρώτη καταχώρι καταχώριση. ση. Ξύπνησα. Ο Μπεν Μπεν είναι εδώ. Ακριβώς Ακρι βώς από κάτω είχα γράψει: 8:17 π.μ. Αγνόησε τα προηγούμενα. προηγούμενα. Γράφτηκαν Γράφτηκαν από κάποιον άλλο. Και από κάτω τα εξής: 8:20. Είμαι ξύπνια ΤΩΡΑ. Πριν Πρι ν δεν ήμουν. Ο Μπεν Μπεν είναι εδώ. εδώ . Κοίταξα παρακάτω στη σελίδα. 9:45, έγραφε. Μόλις ξύπνησα, ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ, και ύστερα, μερικές μερικές αράδες πιο κάτω, 10:07. ΤΩΡΑ είμαι σίγουρα ξύπνια. ξ ύπνια. Όλα τα παραπάνω παραπάνω είναι ψέματα. Είμαι ξύπνια ΤΩΡΑ. Κοίταξα τη γιατρό. γι ατρό. «Εγώ τα έχω γράψει αυτά;» ρώτησα. ρώτησα. «Για αρκετό αρκετό χρονικό διάστημα ένιωθες συνεχώς ότι μόλις είχες ξυπνήσει ξ υπνήσει από έναν έναν πολύ μεγάλο και πολύ βαθύ ύπνο. ύπνο. Κοίτα Κοί τα εδώ». Η δόκτωρ Γουίλσον Γουί λσον μού έδειξε κάτι στη σ τη σελίδα μπροστά μου μου και άρχισε άρχισ ε να μου διαβάζει κάποια σημεία. «Κοιμόμουν πολύ για πολύ καιρό. Ήταν σαν να είμαι ΝΕΚΡΗ. Μόλις ξύπνησα. Βλέπω πάλι για πρώτη φορά. Όπως φαίνεται, σου έλεγαν να γράφεις ό,τι αισθανόσουν αι σθανόσουν για να σε σ ε βοηθήσουν να θυμηθείς θυμηθείς τι είχε συμβε σ υμβείί προηγουμένως, προηγουμένως, αλλά δυστυχώς εσύ απλώς ήσουν σίγουρη σί γουρη πως όλα τα προηγούμενα είχαν είχαν γραφτεί από κάποιον άλλο, επειδή δε θυμόσουν ότι τα είχες γράψει. Άρχισες να φαντάζεσαι ότι κάνουν πειράματα επάνω επάνω σου, σο υ, ότι σε κρατούν εδώ παρά τη θέλησή σου». Κοίταξα πάλι τη σελίδα. σελί δα. Ήταν όλη γεμάτη από από σχεδόν πανομοιότυπες πανομοιότυπες φράσεις που
απείχαν μερικά λεπτά μεταξύ μεταξύ τους. Είχα Είχ α παγώσει. «Ήμουν στ’ αλήθεια τόσο άσχημα;» ρώτησα. Τα λόγια θαρρείς κι έκαναν ηχώ μέσα στο κεφάλι μου. «Για κάποιο διάστημα ναι», απάντησε απάντησε ο δόκτωρ Νας. «Οι σημειώσεις σου δείχνουν δείχνο υν ότι η μνήμη σου διαρκούσε μερικά δευτερόλεπτα δευτερόλεπτα μόνο. Μερικές φορές ένα ή δύο λεπτά. λεπτά. Αυτό το διάστημα έχει επιμηκυνθεί σταδιακά με τα χρόνια». χρόνι α». Δεν μπορούσα να το πιστέψω πως αυτά αυτά τα είχα γράψει γράψει εγώ. Φαίνονταν σαν να ήταν γραμμένα από άνθρωπο που το μυαλό του ήταν εντελώς κατακερματισμένο. Κατεστραμμένο. Κατεστραμμένο. Κοίταξα πάλι τις λέξεις. Ήταν σαν να είμαι ΝΕΚΡΗ. «Με «Με συγχωρείτε… συγχωρεί τε…» » ψέλλισα. «Δεν μπορώ…» Η δόκτωρ δόκτω ρ Γουίλσον μού πήρε πήρε τη σελίδα. «Καταλαβαίνω, «Καταλαβαίνω, Κριστίν. Κρι στίν. Έχεις Έχει ς ταραχτεί. Θα…» Θα…» Ξαφνικά με έπιασε έπιασε πανικός. Σηκώθηκα, αλλά το δωμάτιο άρχισε άρχισ ε να γυρίζει. «Θέλω να φύγω…» είπα. «Δεν ήμουν εγώ αυτή. Δεν μπορεί να ήμουν εγώ. Δεν… Δε θα χτυπούσα ποτέ άλλους. Ποτέ. Θα…» Ο Νας σηκώθηκε. Η δόκτωρ Γουίλσον σηκώθηκε σ ηκώθηκε κι εκείνη και πήγε να κάνει το γύρο του του γραφείου, αλλά το πόδι της χτύπησε χτύπησε στη γωνία γωνί α γκρεμίζοντας μια στοίβα χαρτιά. Μια φωτογραφία έπεσε στο δάπεδο. «Θεέ «Θεέ μου…» μουρμούρισα, μουρμούρισα, και η δόκτωρ Γουίλσον Γουί λσον κοίταξε κοί ταξε κάτω, ύστερα έσκυψε αμέσως αμέσως και σκέπασε σκ έπασε τη φωτογραφία με μιαν άλλη σελίδα. Αλλά είχα δει δ ει αρκετά. «Εγώ ήμουν αυτή;» ρώτησα. Η φωνή μου υψώθηκε, μετατράπηκε σε ουρλιαχτό. «Εγώ ήμουν αυτή;» Η φωτογραφία απεικόνιζε απεικόνι ζε το κεφάλι μιας νέας γυναίκας. γυναίκ ας. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα πιασμένα πίσω. Στην αρχή νόμιζες ότι ό τι φοράει αποκριάτικη μάσκα. Το ένα μάτι ήταν ήταν ανοιχτό και κοιτούσε την κάμερα, το άλλο κλειστό από έναν τεράστιο μοβ μώλωπα. μώλω πα. Και τα δυο χείλη ήταν πρησμένα, πρησμένα, ροζ, γεμάτα κοψίματα. Τα μάγουλά της ήταν φουσκωμένα, δίνοντας σε όλο το πρόσωπο μια γκροτέσκα όψη. Μου θύμισε πολτοποιημένα φρούτα. φρούτα. Δαμάσκηνα, Δαμάσκηνα, σάπια και σκασμένα. «Εγώ ήμουν αυτή;» φώναξα, αν και, παρά το πρησμένο, παραμορφωμένο πρόσωπο, ήξερα ότι ήμουν. Η μνήμη μου διαιρείται εδώ, σπάει στα δύο. Ένα μέρος μου ήταν ήρεμο, ήρεμο, ήσυχο. Γαλήνιο. Και παρακολουθούσε το άλλο μέρος μου, που χτυπιόταν χτυπιόταν και ούρλιαζε. Ο δόκτωρ Νας και η δόκτωρ Γουίλσον Γουίλσ ον προσπαθούσαν να με συγκρατήσουν. συγκρατήσουν. Πρέπει πράγματι πράγματι να δείξεις δεί ξεις λίγη ευπρέπεια, ευπρέπεια, φαινόταν να λέει το ένα μέρος μου. Γελοιοποιείσαι. Γελοιο ποιείσαι. Παρ’ όλα αυτά, το αντίπαλο μέρος ήταν πιο δυνατό. Είχε πάρει τον έλεγχο, είχε γί νει ο πραγματικός πραγματικός μου εαυτός. εαυτός. Ξεφώνισα, Ξεφώνι σα, ξανά και ξανά, και ύστερα γύρισα και όρμησα προς την πόρτα. πόρτα. Ο δόκτωρ Νας με πήρε στο κατόπι. κατόπι. Την άνοιξα και άρχισα να τρέχω. Αλλά πού μπορούσα να πάω; Μια εικόνα ει κόνα από μανταλωμένες πόρτες. Συναγερμούς. Συναγερμούς. Ένας Έν ας άντρας να με κυνηγάει. κυνηγάει. Ο γιος γιο ς μου να κλαίει. Το Τ ο έχω ξανακάνει ξ ανακάνει αυτό, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Τα έχω ξανακάνει όλα αυτά. Η μνήμη μου αδειάζει. Πρέπει να με ηρέμησαν με κάποιον τρόπο, να με έπεισαν να πάω με τον δόκτορα Νας. Το επόμενο επόμενο πράγμα που θυμάμαι θυμάμαι είναι εί ναι να βρίσκομαι στο σ το αυτοκίνητό του, καθισμένη δίπλα του καθώς οδηγούσε.
Ο ουρανός είχε αρχίσει να συννεφιάζει, συννεφιάζει , οι δρόμοι γκρίζοι γκ ρίζοι,, η εικόνα φαντάζει φαντάζει επίπεδη. Ο δόκτωρ Νας μιλούσε, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ήταν θαρρείς και ο νους μου είχε σκοντάψει, είχε υποχωρήσει προς τα πίσω σε κάτι άλλο και τώρα δεν μπορούσε να προλάβει το παρόν. Κοιτούσα από τα παράθυρα παράθυρα τον κόσμο –άλλοι έκαναν ψώνια, κάποιοι είχαν βγάλει τα σκυλιά σκυλι ά τους βόλτα, μερικοί με καροτσάκια ή ποδήλατα– και αναρωτιόμουν αναρωτι όμουν αν το ήθελα πραγματικά αυτό, αυτή την αναζήτηση της αλήθειας. Ναι, ίσως με βοηθούσε να καλυτερέψω. καλυτερέψω. Πόσο Πό σο μεγάλη, όμως, μπορούσα να ελπίζω ότι θα ήταν αυτή η βελτίω βελτίωση; ση; Δεν περιμένω περιμένω ότι θα καταφέρω καταφέρω ποτέ να ξυπνάω ξυπνάω γνωρίζοντας γνωρί ζοντας τα πάντα όπως οι φυσιολογικοί φυσιολογι κοί άνθρωποι, γνωρίζοντας γνω ρίζοντας τι έκανα την προηγούμενη προηγούμενη μέρα, μέρα, τι τι σχέδια σχέδι α έχω για την επόμενη, επόμενη, ποια δαιδαλώδης διαδρομή με έχει οδηγήσει στο εδώ και τώρα, στον άνθρωπο που είμαι σήμερα. Το καλύτερο καλύτερο που μπορώ να ελπίζω είναι εί ναι να κοιτάξω κοι τάξω μια μέρα στον καθρέφτη και να μην πάθω ολοκληρωτικό σοκ. Να θυμάμαι θυμάμαι ότι παντρεύτηκα παντρεύτηκα κάποιον κάποιον που λέγεται λέγεται Μπεν κι έχασα ένα γιο που λεγόταν Άνταμ και να μη χρειάζεται να δω ένα αντίτυπο αντίτυπο του μυθιστορήματός μυθιστορήματός μου για γι α να ξέρω πως υπάρχει. Ακόμα, όμως, κι αυτό φαίνεται φαίνεται ανέφικτο. Συλλογίστηκα όσα είχα δει στην Πτέρυγα Πτέρυγα Φίσερ. Τρέλα και πόνος. Μυαλά τσακισμένα. Είμαι πιο κοντά σ’ αυτή την κατάσταση, κατάσταση, σκέφτηκα, παρά παρά στην ανάρρωση. Ίσως τελικά είναι καλύτερο να μάθω να ζω με το πρόβλημά πρόβλημά μου. Θα μπορούσα μπορούσα να πω στον δόκτορα Νας ότι δε θέλω να τον ξαναδώ και να κάψω το ημερολόγιο, να θάψω τις αλήθειες που έχω μάθει, μάθει, να τις κρύψω εξίσου εξίσο υ καλά με κείνες που δεν ξέρω ακόμα. Με αυτό τον τρόπο, θα απέφευγα το παρελθόν μου και δε θα μετάνιω μετάνιωνα να για τίποτα – έτσι κι αλλιώς μερικές ώρες μετά δε θα ήξερα καν ότι υπάρχει υπάρχει είτε το ημερολόγιο είτε ο γιατρός. Τότε θα μπορούσα να ζω απλά. Η μια μέρα θα ακολουθούσε την άλλη, ασύνδετες μεταξύ μεταξύ τους. Ναι, μερικές φορές θα ερχόταν στην επιφάνεια η αναθύμηση του Άνταμ. Θα ζούσα μία μέρα πόνου και θλίψης, θα θυμόμουν τι έχασα, αλλά αυτό δε θα διαρκούσε. Έπειτα από λίγο θα κοιμόμουν και θα τα ξεχνούσα όλα. Πόσο Πόσ ο εύκολο θα ήταν αυτό, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Πολύ πιο εύκολο από αυτό που κάνω. Σκέφτηκα Σκέφτηκα τη φωτογραφία που είχα δει. Η εικόνα ει κόνα είχε χαραχτεί μέσα μου. Ποιος μου το έκανε αυτό; Γιατί; Θυμήθηκα Θυμήθηκα την ανάμνηση από το δωμάτ δω μάτιο ιο του ξενοδοχείου. ξενοδοχείο υ. Συνέχιζε να υπάρχει, υπάρχει, λίγο λί γο κάτω από την επιφάνεια, απρόσιτη απρόσιτη ακόμα. Το πρωί διάβασα πως είχα εί χα λόγους να πιστεύω ότι απατούσα απατούσα τον Μπεν, αλλά τώρα συνειδητοποιούσα πως –ακόμα κι αν αυτό ήταν αλήθεια– δεν ήξερα με ποιον. Το μόνο που είχα ήταν ένα όνομα που το θυμήθηκα όταν ξύπνησα πριν από μερικές μέρες, χωρίς χωρί ς καμία υπόσχεση ότι θα μπορέσω ποτέ να ανακαλέσω περισσότερα, ακόμα κι αν ήθελα. Ο Νας εξακολουθούσε να μιλάει. Δεν είχα ιδέα τι έλεγε έλεγε και τον τον διέκοψα. «Καλυτερε «Καλυτερεύω;» ύω;» τον τον ρώτησα. Μια παύση που με έκανε να φοβηθώ ότι δεν είχε απάντηση, και ύστερα είπε: «Εσύ πιστεύεις ότι καλυτερεύεις;» καλυτερεύεις;» Πίστευα Πίσ τευα ότι καλυτερεύω; καλυτερεύω; Δε γνώριζα. γνώρι ζα. «Δεν «Δεν ξέρω… Ναι. Φαντάζομαι πως ναι. Ανακαλώ πράγματα από το παρελθόν μερικές φορές. Αναλαμπές μνήμης. Μου έρχονται όταν διαβάζω το ημερολόγιό μου. Τις Τι ς νιώθω νι ώθω πραγματικές. πραγματικές. Θυμήθηκα Θυμήθηκα την Κλερ. Τον Άνταμ. Τη μητέρα μου. Αλλά είναι σαν σ αν νήματα που που δεν μπορώ να τα κρατήσω. κρατήσω. Μπαλόνια που υψώνονται στον ουρανό πριν προλάβω να τα πιάσω. Δε θυμάμαι το γάμο μου. Ούτε τα πρώτα βήματα του Άνταμ, την πρώτη του λέξη. Δε θυμάμαι την πρώτη του μέρα στο σχολείο ούτε την
αποφοίτησή του… Τίποτα. Δεν ξέρω καν αν ήμουν εκεί. Μπορεί ο Μπεν Μπεν να σκέφτηκε ότι δεν είχε νόημα να με πάρει μαζί του…» Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Δε θυμάμαι καν πώς έμαθα ότι είναι νεκρός. Ούτε και την κηδεία του». του». Άρχισα να κλαίω. κλαί ω. «Νιώθω ότι θα τρελαθώ… Μερικές φορές δεν πιστεύω καν ότι είναι νεκρός. νεκρός . Απίστευτο, Απίστευτο, ε; Κάποιες φορές σκέφτομα σ κέφτομαιι πως ο Μπεν Μπεν μού λέει ψέματα γι’ αυτό, όπως και για όλα τα άλλα». άλλα». «Όλα τα άλλα;» «Ναι», «Ναι», απάντησα. απάντησα. «Το μυθιστόρημά μου. Την επίθεση. Το γιατί και πώς έπαθα έπαθα αμνησία. Όλα». «Γιατί πιστεύεις ότι θα το έκανε αυτό;» Μου ήρθε μια ξαφνική σκέψη. «Επειδή είχα παράνομο δεσμό;» ρώτησα. «Επειδή δεν του ήμουν πιστή;» «Κριστίν…» αντιγύρισε αντιγύρισε ο δόκτωρ Νας. «Αυτό είναι απίθανο. Δε νομίζεις;» Δε μίλησα. Είχε δίκιο φυσικά. Κατά βάθος δεν πίστευα πίστευα πραγματ πραγματικά ικά ότι τα ψέματα ψέματα του Μπεν Μπεν ήταν μια παρατεταμένη παρατεταμένη εκδίκηση για κάτι που είχε συμβεί πριν από τόσα χρόνια. Η εξήγηση πρέπει να ήταν πολύ πιο πεζή. «Ξέρεις…» «Ξέρεις…» είπε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας. «Εγώ πιστεύω ότι βελτιώνεσαι. Θυμάσαι πολλά πράγματα. Πολύ περισσότερα περισσό τερα απ’ απ’ όσα όταν αρχίσαμε. Αυτές Αυτές οι φευγαλέες φευγαλέες μνήμες είναι σαφής ένδειξη ένδειξ η προόδου. Σημαίνουν…» Σημαίνουν…» Στράφηκα Στράφηκα και τον κοίταξα. «Προόδου; Το λες αυτό πρόοδο;» Σχεδόν φώναζα τώρα, ο θυμός ξεχυνόταν από μέσα μου σαν να μην μπορούσα να τον συγκρατή σ υγκρατήσω σω άλλο. «Αν αυτό είναι πρόοδος, τότε δεν ξέρω αν τη θέλω!» Τα δάκρυα έτρεχαν τώρα ασταμάτητα. «Δεν τη θέλω…» Έκλεισα τα μάτια και εγκατέλειψα τον τον εαυτό μου στη θλίψη του. του. Για κάποιο λόγο ένιωσα ένιωσ α καλύτερα όταν αποδέχτηκα πως είμαι ανήμπορη. Δεν ντρεπόμουν. Ο Νας μού μιλούσε, μου έλεγε πρώτα να μη στενοχωριέμαι στενοχωρι έμαι γιατί όλα θα πάνε καλά και μετά μετά με συμβούλευε να ηρεμήσω. ηρεμήσω. Τον αγνόησα. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω και δεν ήθελα. Ο δόκτωρ Νας σταμάτησε το αμάξι. Έσβησε τη μηχανή. Άνοιξα τα μάτια. Είχαμε βγει από τον κεντρικό δρόμο και μπροστά μου υπήρχε υπήρχε ένα πάρκο. Μέσα από από το θολό τείχος των δακρύων μου διέκρινα μια ομάδα παιδιών –έφηβοι, φαντάζομαι– να παίζουν ποδόσφαιρο με δύο στοίβες παλτά για δοκάρια. δο κάρια. Είχε αρχίσει αρχίσ ει να βρέχει, αλλά δε σταμάτησαν. σταμάτησαν. Ο Νας γύρισε προς το μέρος μου. «Κριστίν», είπε. «Λυπάμαι… «Λυπάμαι… Ίσως το σημερινό ήταν λάθος. Δεν ξέρω. Πίστευα Π ίστευα ότι μπορεί να σου ξυπνήσει ξ υπνήσει περισσότερες αναμνήσεις. Διαψεύστηκα. Διαψεύστηκα. Όπως και να ’χει, δεν έπρεπε να δεις εκείνη εκεί νη τη φωτογραφία…» «Δεν «Δεν ξέρω καν αν έφταιξε η φωτογραφία» φω τογραφία»,, αντιγύρισα. Είχα πάψει να κλαίω τώρα, αλλά το πρόσωπό μου ήταν υγρό και αισθανόμουν μια μεγάλη μάζα βλέννας βλέννας να κατεβ κ ατεβαίνει αίνει από τη μύτη μύτη μου. «Έχεις ένα χαρτομάντιλο;» χαρτομάντιλο;» ρώτησα. ρώ τησα. Άπλωσε το χέρι μπροστά μου και κοίταξε κοί ταξε στο ντουλαπάκι του ταμπλό. «Ήταν όλα», πρόσθεσα. «Το ότι είδα αυτούς τους ανθρώπους και φαντάστηκα ότι κάποτε ήμουν ήμουν κι εγώ έτσι. Και το ημερολόγιο. Δεν μπορώ μπορώ να ν α πιστέψω ότι τα έχω γράψει εγώ όλα ό λα αυτά. Δεν Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ό τι ήμουν τόσο άρρωστη» άρρωσ τη».. Μου έδωσε ένα χαρτομάντιλο. χαρτομάντιλο. «Δεν είσαι πια όμως…» αποκρίθηκε. Το πήρα και φύσηξα τη μύτη μου. «Μπορε «Μπορείί να είναι χειρότερα έτσι…» είπα χαμηλόφωνα. χαμηλόφωνα. «Είχα γράψει πως ήταν σαν να είμαι νεκρή. Αυτό όμως… Αυτό είναι χειρότερο. Είναι λες και
πεθαίνω κάθε μέρα. Ξανά και ξανά. Πρέπει να καλυτερέψω», πρόσθεσα. «Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι για πολύ ακόμα. Ξέρω Ξέρω ότι θα κοιμηθώ απόψε και αύριο θα ξυπνήσω και δε θα θυμάμαι τίποτα πάλι, το ίδιο και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη, για πάντα. Δεν το χωράει το μυαλό μυαλό μου. Δεν μπορώ μπορώ να το αντιμετωπίσω αντιμετωπίσω.. Αυτό Αυτό δεν είναι ζωή, είναι απλώς μια παρουσία, να πηδάω από τη μια στιγμή στην επόμενη χωρίς να έχω ιδέα ι δέα για το παρελθόν και χωρίς χωρί ς κανένα πλάνο για το μέλλον. μέλλον. Έτσι φαντάζομαι ότι πρέπει να ζουν τα ζώα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δε γνωρίζω καν τι αγνοώ. Μπορεί Μπορεί να υπάρχουν υπάρχουν ένα σωρό πράγματα πράγματα που περιμένουν να με πληγώσουν. Πράγματ Π ράγματα α που δεν έχω καν διανοηθεί δι ανοηθεί ακόμα». Έβαλε το χέρι του επάνω στο δικό μου. Έπεσα στην αγκαλιά του ξέροντας ξέροντας τι θα κάνει, τι πρέπει πρέπει να κάνει, κάνει , και το έκανε. Άνοιξε Άνοι ξε τα μπράτσα μπράτσα του και με κράτησε, κράτησε, κι εγώ τον άφησα. «Μην «Μην ανησυχείς…» είπε. «Μην «Μην ανησυχείς». Ένιωθα Έ νιωθα το στήθος του στο μάγουλό μου και πήρα ανάσα, μύρισα την οσμή του, φρεσκοπλυμένα ρούχα και, ανεπαίσθητα, κάτι άλλο. Ιδρώτας και σεξ. Το χέρι του ήταν στην πλάτη πλάτη μου και το αισθάνθηκα να κινείται, να αγγίζει τα μαλλιά μου, το κεφάλι μου, ανάλαφρα στην αρχή, αλλά ύστερα πιο σταθερά καθώς άρχισα άρχισ α να κλαίω πάλι. «Όλα θα θα πάνε καλά…» καλά…» μου ψιθύρισε, κι εγώ έκλεισα έκλει σα τα μάτια. «Θέλω μόνο να θυμηθώ τι έγινε τη νύχτα που με χτύπησαν…» ψέλλισα. «Για κάποιο λόγο νιώθω πως αν μπορούσα να ξυπνήσω αυτήν τη μνήμη, θα τα θυμόμουν όλα». «Δεν «Δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι τέτοιο…» αποκρίθηκε αποκρίθηκε μιλώντας μιλώ ντας σιγανά. σι γανά. «Δεν «Δεν υπάρχει κανένας λόγος…» «Αυτό, «Αυτό, όμως, νομίζω…» είπα. «Το ξέρω, με κάποιον τρόπο». Τότε με έσφιξε. Μαλακά, Μαλακά, τόσο μαλακά, που σχεδόν δεν το αντιλήφθηκα. Αισθανόμουν το σώμα του, σκληρό επάνω στο δικό δι κό μου, και πήρα μια βαθιά ανάσα και την ίδια στιγμή σκέφτηκα κάποια άλλη φορά που με κρατούσαν αγκαλιά. Είχα Εί χα μιαν άλλη ανάμνηση. ανάμνηση. Τα μάτια μάτια μου είναι κλειστά, ακριβώς όπως τώρα, και το σώμα σώ μα μου είναι είναι κολλημένο κο λλημένο στο σώμα ενός άλλου, όμως η αίσθηση είναι διαφορετική. Δε θέλω να με κρατάει κρατάει αγκαλιά αυτός ο άντρας. Με πονάει. πονάει. Παλεύω, προσπαθώ να ξεφύγω, αλλά είναι ρωμαλέος και με τραβάει τραβά ει πάνω του. Μιλάει. Σκύλα, λέει. Τσούλα, και παρόλο που θέλω να διαφωνήσω, δι αφωνήσω, δεν το κάνω. Το πρόσωπό μου κολλάει πάνω στο πουκάμισό του και, όπως ό πως με τον δόκτορα Νας, κλαίω, ουρλιάζω. Ανοίγω τα μάτια μάτια και βλέπω το μπλε ύφασμα ύφασμα του πουκάμισού πουκάμισού του, μια πόρτα, ένα μπουντουάρ μπουντουάρ με τρεις καθρέφτες κι έναν πίνακα από πάνω, τη ζωγραφιά ζ ωγραφιά ενός πουλιού. Βλέπω Β λέπω το μπράτσο μπράτσο του, δυνατό, μυώδες, με μια φλέβα κατά μήκος του. Άσε με! λέω και ξαφνικά ξ αφνικά γυρίζω, γυρίζω , πέφτω, πέφτω, ή το πάτωμα σηκώνεται και με χτυπάει, χτυπάει, δεν ξέρω. ξέρω . Αρπάζει μια μια τούφα από τα τα μαλλιά μαλλιά μου και και με σέρνει σέρνει προς την πόρτα. πόρτα. Στρέφω Στρέφω το κεφάλι κεφάλι μου να δω το πρόσωπό πρόσω πό του. Εκεί η μνήμη μου μου με προδίδει και πάλι. Παρόλο που θυμάμαι θυμάμαι ότι κοιτάζω κο ιτάζω το πρόσωπό πρόσω πό του, είναι αδύνατο να ανακαλέσω τι είδα. Είναι χωρίς χωρί ς χαρακτηριστικά, άδειο. Σαν να μην μπορώ να αντέξω αυτό το κενό, το μυαλό μυαλό μου ανατρέχει ανατρέχει σε σ ε πρόσωπα που γνωρίζω – μια παράλογη και αδύνατη προσπάθεια. προσπάθεια. Βλέπω τον δόκτορα Νας. Τη Τ η δόκτορα Γουίλσον. Το ρεσεψιονίστ στην Πτέρυγα Φίσερ. Τον πατέρα πατέρα μου. Βλέπω ακόμα και το δικό μου πρόσωπο πρόσω πο να γελάει καθώς υψώνω τη γροθιά για να χτυπήσω. Σε παρακαλώ…, παρακαλώ…, τραυλίζω, σε σ ε παρακαλώ, μη. Αλλά ο πολυπρόσωπος άγνωστος άγνωσ τος χτυπάει, χτυπάει,
και γεύομαι αίμα. Με σέρνει στο σ το πάτωμα και ύστερα βρίσκομαι στο μπάνιο, επάνω σε κρύα πλακάκια, μαύρα μαύρα και άσπρα. Το δάπεδο είναι υγρό από υδρατμούς, υδρατμούς, το δωμάτ δω μάτιο ιο μυρίζει άνθη πορτοκαλιάς, και θυμάμαι θυμάμαι ότι ό τι δεν έβλεπα την ώρα να κάνω μπάνιο, μπάνιο, να γίνω όμορφη, με τη σκέψη ότι μπορεί να ήμουν ακόμα στην μπανιέρα όταν θα ερχόταν και τότε θα έμπαινε έμπαινε κι εκείνος μέσα και θα κάναμε έρωτα, έρωτα, θα σηκώναμε κύματα στο αρωματικό αρωματικό νερό που θα μούσκευαν το πάτωμα, τα ρούχα μας, τα πάντα. Γιατί, επιτέλους, έπειτα από τόσους μήνες αμφιβολίας είμαι σίγουρη σί γουρη πια. Τον αγαπάω αυτό τον άντρα. Επιτέλους το ξέρω. Τον αγαπάω. Το κεφάλι μου βροντάει στο πάτωμα. Μία Μία φορά, δύο, τρεις. Η όρασή μου θολώνει και γίνεται διπλή, δι πλή, μετά μετά επανέρχεται. επανέρχεται. Ένα βουητό στα αυτιά μου, κι εκείνος μου φωνάζει κάτι, αλλά δεν ακούω τι. Η φωνή του κάνει αντίλαλο, σαν να είναι είν αι δύο άντρες που με κρατούν, κρατούν, μου στρίβουν το χέρι και οι ο ι δύο, αρπάζουν τούφες από τα μαλλιά μαλλιά μου καθώς γονατίζουν γονατίζ ουν και οι δύο επάνω στην πλάτη πλάτη μου. Τον ικετεύω να με αφήσει και είμαι κι εγώ δύο άτομα. Καταπίνω. Αίμα. Το κεφάλι μου τραβιέται πίσω. Πανικός. Π ανικός. Είμαι Εί μαι στα γόνατα. Βλέπω νερό, αφρό που έχει έχει αραιώσει ήδη. Προσπαθώ να μιλήσω, μα δεν τα καταφέρνω. καταφέρνω. Το χέρι του σφίγγει το λαιμό μου και δεν μπορώ να ανασάνω. Με σπρώχνει μπροστά και κάτω, πάλι κάτω, τόσο γρήγορα, που νομίζω ότι δε θα σταμ σ ταματήσω ατήσω ποτέ, και ύστερα το κεφάλι μου είναι μέσα στο νερό. Άνθη πορτοκαλιάς στο λαιμό μου. Ακούστηκε μια φωνή. «Κριστί «Κριστίν!» ν!» είπε. είπε. «Κριστί «Κριστίν, ν, σταμάτα!» σταμάτα!» Άνοιξα τα μάτια μάτια μου. μου. Ήμουν έξω από το αμάξι, άγνωστο πώς. Έτρεχα. Έτρεχα. Όρμησα Όρμησα μέσα μέσα στο πάρκο όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πίσω πίσ ω μου έτρεχε ο δόκτωρ Νας. Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι. Ήταν τσιμεντένιο τσιμεντένιο με ξύλινες σανίδες. Μία έλειπε, ενώ οι υπόλοιπες βούλιαζαν από κάτω μας. Αισθανόμουν Αι σθανόμουν τον ήλιο στο σ το σβέρκο μου, έβλεπα τις τις μακρόσυρτες μακρόσυρτες σκιές σκι ές του στο έδαφος. Τα παιδιά έπαιζαν ακόμα ποδόσφαιρο, αλλά το παιχνίδι μάλλον τελείωνε τώρα. Μερικά απομακρύνονταν, απομακρύνονταν, κάποια άλλα μιλούσαν, μια από τις στοίβες σ τοίβες με τα παλτά παλτά δεν υπήρχε πια, αφήνοντας αφήνοντας το τέρμα χωρίς όρια. Ο δόκτωρ δόκ τωρ Νας με ρώτησε τι συνέβη. «Θυμήθηκα κάτι», είπα. «Για τη νύχτα της επίθεσης;» «Ναι», απάντησα. «Πώς το κατάλαβες;» «Ούρλιαζες. «Ούρλιαζες. “Φύγε από πάνω μου!” έλεγες ξανά ξ ανά και ξανά». «Ήταν σαν να ήμουν εκεί», αποκρίθηκα. «Συγγνώμη…» «Σε παρακαλώ, παρακαλώ, μη ζητάς συγγνώμη… Θέλεις να μου πεις τι είδες;» Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελα. Ένιωθα θαρρείς και κάποιο αρχαίο ένστικτο μου έλεγε να κρατήσω καλύτερα αυτή την ανάμνηση για τον εαυτό μου. Αλλά χρειαζόμουν τη βοήθειά του και ήξερα ότι μπορούσα να του έχω εμπιστοσύνη. Του τα είπα όλα. Όταν τελείωσ τελείωσα, α, έμεινε βουβός για μια στιγμή και ύστερα είπε: «Τίποτε άλλο;» «Όχι», απάντησα. «Δε νομίζω». «Δε θυμάσαι πώς ήταν; Ο άντρας που σε χτύπησε;» «Όχι. Δεν μπορώ μπορώ να τον δω καθόλου». «Το όνομά του;»
«Όχι», είπα. «Τίποτα». «Τίποτα». Δίστασα. «Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να βοηθήσει αν ήξερα ήξ ερα ποιος μου το έκανε αυτό; Αν τον έβλεπα; Αν τον θυμόμουν;» «Κριστίν, δεν υπάρχουν ουσιαστικές ενδείξεις ενδεί ξεις πως αν θυμηθείς την επίθεση, αυτό αυτό θα σε βοηθήσει». «Θα μπορούσε μπορούσε να με βοηθήσει όμως;» ό μως;» «Αυτή «Αυτή φαίνεται να είναι μια από τις πιο πι ο καταπιεσμένες καταπιεσμένες αναμνήσεις σου…» σ ου…» «Οπότε μπορεί;» Έμεινε αμίλητος για λίγο, λί γο, ύστερα είπε: «Σ’ «Σ’ το έχω προτείνει ήδη, αλλά ίσως ίσω ς σε βοηθούσε αν πήγαινες πάλι εκεί…» «Όχι», αντιγύρισα. αντιγύρισα. «Όχι! Δε θέλω ούτε να το ακούσω!» «Μπορούμε «Μπορούμε να πάμε πάμε μαζί. Θα είσαι μια χαρά, σ’ το υπόσχομαι. Αν πήγαινες πάλι εκεί, στο Μπράιτον…» «Όχι». «… μπορεί να θυμόσουν…» «Όχι. Σε παρακαλώ…» «… μπορεί να σε βοηθούσε». Κοίταξα τα χέρια μου. «Δεν μπορώ να πάω πάλι εκεί…» ψέλλισα. «Δεν μπορώ». Αναστέναξε. «Εντάξει… «Εντάξει… Ίσως το ξανασυζητήσουμε. ξανασυζητήσουμε. Τι λες;» «Όχι…» μουρμούρισα. «Δεν μπορώ». «Εντάξει», αποκρίθηκε. «Εντάξει». Χαμογέλασε, αλλά έδειχνε απογοητευμένος. Ήθελα να του δώσω κάτι κ άτι για να τον κρατήσω, έτσι ώστε ώ στε να μην εγκαταλείψει εγκαταλείψει την προσπάθειά του να με βοηθήσει. «Γιατρέ Νας;» είπα. «Ναι;» «Τις προάλλες έγραψα πως κάτι μου ήρθε. Μπορεί Μπορεί να έχει σχέση. Δεν ξέρω». Γύρισε προς το μέρος μου. «Συνέχισε». Τα γόνατά μας άγγιξαν. Κανένας Κ ανένας από τους δυο μας δεν τραβήχτηκε. τραβήχτηκε. «Όταν ξύπνησα», είπα, «ήξερα με κάποιον τρόπο ότι ήμουν στο κρεβάτι με έναν άντρα. Θυμήθηκα ένα όνομα. Δεν ήταν, όμως, το όνομα του Μπεν. Σκέφτομαι μήπως ήταν το όνομα του άντρα με τον οποίο είχα δεσμό. Του άντρα που με χτύπησε…» «Ίσως», είπε ο δόκτωρ Νας. «Μπορεί να ήταν η αρχή της ανάδυσης μιας καταπιεσμένης καταπιεσμένης ανάμνησης. Ποιο ήταν το όνομα;» Ξαφνικά δεν ήθελα να το πω, να το προσφέρω δυνατά. Αισθανόμουν ότι με αυτό τον τρόπο θα το έντυνα με τη δύναμη της αλήθειας, θα έδινα υπόσταση στον άνθρωπο που μου επιτέθηκε. επιτέθηκε. Έκλεισα Έκλεισ α τα μάτια. «Εντ…» «Εντ…» ψιθύρισα. «Νόμισα «Νόμισα ότι ξυπνούσα ξ υπνούσα δίπλα σε κάποιον που λεγόταν Εντ». Σιωπή. Μια παύση που φαινόταν φαινόταν να διαρκεί αιώνια. αιώνι α. «Κριστίν…» είπε. «Αυτό είναι το όνομά μου. Λέγομαι Εντ… Εντ Νας». Το μυαλό μου άρχισε να τρέχει για μια στιγμή. στιγ μή. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ήταν ότι μου είχε επιτεθεί επιτεθεί εκείνος. εκείνος . «Τι;» είπα, νιώθοντας νιώ θοντας τον πανικό πανικό να σφίγγει σφί γγει γύρω μου τον κλοιό του. «Αυτό «Αυτό είναι το όνομά μου. Σ’ το έχω πει. Μπορεί να το έγραψες. έγραψες. Το όνομά μου είναι Έντμουντ. Εντ». Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορεί να ήταν αυτός. Δεν είχε γεννηθεί καλά καλά τότε. «Μα…»
«Μπορεί «Μπορεί να είναι εί ναι μυθοπλασία», με διέκοψε ο Νας. «Αυτό «Αυτό που είπε εί πε η δόκτωρ Γουίλσον». «Ναι», αποκρίθηκα. «Αλλά…» «Ή μπορεί μπορεί να σε χτύπησε κάποιος κάποιος με το ίδιο όνομα…» Χαμογέλασε αμήχανα αμήχανα προκειμένου να δείξει ότι δεν το παίρνει στα σοβαρά, αλλά με αυτό τον τρόπο αποκάλυψε αποκάλυψε πως είχε εί χε συνειδητοποιήσει ήδη αυτό που αντιλήφθηκα αντιλήφθηκα κι εγώ πολύ αργότερα, αφού αφού με είχε πάει ήδη στο σπίτι. Εκείνο το πρωί είχα ξυπνήσει ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη που ήμουν στο κρεβάτι με κάποιον Εντ. Αλλά δεν ήταν ανάμνηση. Ήταν φαντασίωση. Το να ξυπνήσω δίπλα δί πλα σ’ αυτό αυτό τον Εντ δεν ήταν κάτ κάτιι που είχα κάνει στο παρελθόν, παρελθόν, αλλά κάτι που ήθελα να κάνω στο μέλλον, έστω κι αν το συνειδητό μου δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός αυτός ο άνθρωπος. Ήθελα να κοιμηθώ κοι μηθώ με τον δόκτορα Νας. Και τώρα, εντελώς τυχαία και αθέλητα, του το το είπα. Του αποκάλυψα πώς πώς νιώθω για κείνον. Ο Νας φέρθηκε ως επαγγελματίας επαγγελματίας φυσικά. φυσι κά. Προσποιηθήκαμε και οι δύο δ ύο ότι δε δίνουμε σημασία σ’ αυτό που έγινε, και αυτή η συγκάλυψη φανέρωνε πόσο σημαντικό ήταν. Επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο και με πήγε στο σπίτι. Μιλήσαμε για ασήμαντα θέματα. Για τον καιρό. Τον Τ ον Μπεν. Υπάρχουν μερικά πράγματα πράγματα για τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε. Και υπάρχουν ολόκληροι τομείς εμπειρίας εμπειρίας από τους οποίους είμαι αποκλεισμένη. «Θα πάμε θέατρο απόψε…» είπε κάποια στιγμή, και δε μου διέφυγε με πόση προσοχή φρόντισε να χρησιμοποιήσει τον πληθυντικό. πληθυντικό. Μην ανησυχείς, ήθελα να του αντιγυρίσω αντιγυρίσω.. Ξέρω τη θέση μου. Αλλά έμεινα βουβή. βουβή. Δεν ήθελα να νομίσει ότι είμαι πικρόχολη. Μου είπε ότι θα μου τηλεφωνήσει τηλεφωνήσει αύριο. «Είσαι σίγουρη σί γουρη ότι θέλεις να συνεχίσεις;» συνεχίσεις ;» Ξέρω ότι δεν μπορώ να σταματήσω σταματήσω τώρα. Πριν μάθω την αλήθεια. Το χρωστάω χρωσ τάω στον εαυτό εαυτό μου αυτό, αλλιώς αλλιώ ς θα ζω ζ ω ζωή μισή. «Ναι», απάντησα. απάντησα. «Είμαι». «Είμαι». Άλλωστε έπρεπε να μου υπενθυμίζει υπενθυμίζει να γράφω στο σ το ημερολόγιο ημερολόγιο.. «Εντάξει», αποκρίθηκε. «Ωραία. Νομίζω ότι την επόμενη φορά θα πρέπει να επισκεφθούμε κάποιο κάποιο άλλο μέρος από το παρελθόν σου». Κοίταξε προς το σημείο όπου καθόμουν. «Μην «Μην ανησυχείς… Δεν εννοώ εκεί. Νομίζω ότι πρέπει να πάμε στο κέντρο αποκατάστασης στο οποίο σε μετέφεραν όταν έφυγες από την Πτέρυγα Φίσερ. Λέγεται Γουόρινγκ Χάουζ». Χ άουζ». Δε μίλησα. μίλησα. «Δεν είναι μακριά από το σπίτι σου. Να τους τηλεφωνήσω;» Το σκέφτηκα για μια στιγμή, αναρωτήθηκα αναρωτήθηκα σε τι μπορεί να ωφελήσει, αλλά ύστερα συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχαν υπήρχαν άλλες δυνατές επιλογές και πως το κάτι είναι καλύτερο από το τίποτα. «Ναι», απάντησα. «Τηλεφώνησέ τους».
Τρίτη 20 Νοέμβρη Είναι πρωί. Ο Μπεν μού είπε ότι θα μπορούσα να καθαρίσω τα παράθυρα. παράθυρα. «Το «Το έγραψα στον πίνακα», συμπλήρωσε καθώς έμπαινε έμπαινε στο αμάξι του. «Στην «Στην κουζίνα». κουζί να». Κοίταξα. Πλύσιμο Πλύσι μο παράθυρα, παράθυρα, είχε γράψει, προσθέτοντας προσθέτοντας κι ένα διστακτικό ερωτημ ερω τηματικό. ατικό. Μήπως Μήπως πίστευε πί στευε ότι μπορεί μπορεί να μην προλάβαινα; Τι νόμιζε νόμιζ ε ότι κάνω όλη μέρα; Δε Δε γνωρίζει γνωρίζ ει πως τώρα περνάω ώρες διαβάζοντας δι αβάζοντας το ημερολόγιό ημερολόγιό μου και μερικές φορές άλλες τόσες ώρες γράφοντας. Δεν ξέρει ότι μερικές μέρες βλέπω τον δόκτορα Νας. Αναρωτιέμαι τι έκανα έκανα πριν πριν αρχίσω να γράφω. Έβλεπα τηλεόραση, τηλεόραση, πήγαινα βόλτες, βόλτες, έκανα έκανα δουλειές; Περνούσα Π ερνούσα ατέλειωτες ατέλειωτες ώρες ώ ρες καθισμένη σε μια πολυθρόνα ακούγοντας το τικ τακ του ρολογιού και αναρωτιόμουν πώς θα συνεχίσω να ζω; Πλύσιμο παράθυρα. παράθυρα. Μπορεί Μπορεί κάποιες μέρες να βλέπω τέτοιες τέτοιες προτροπές-υποδείξεις προτροπές-υποδείξεις στον πίνακα και να ενοχλούμαι, να θεωρώ πως είναι είν αι μια προσπάθεια του Μπεν Μπεν να ελέγξει τη ζωή μου, αλλά η σημερινή με έκανε να αισθανθώ μόνο στοργή, δεν ήταν τίποτα παραπάνω παραπάνω από την επιθυμία επιθυμία να έχω να ασχοληθώ με κάτι. Χαμογέλασα, Χ αμογέλασα, αλλά ταυτόχρονα ταυτόχρονα συλλογιζόμουν συλλογιζό μουν πόσο δύσκολο θα του είναι να ζει μαζί μου. Θα πρέπει πρέπει να κάνει μεγάλες προσπάθειες προσπάθειες για γι α να με προστατεύε προστατεύειι και, ακόμα κι έτσι, μάλλον ανησυχεί συνεχώς μήπως μήπως πάθω σύγχυση, μήπως βγω από το σπίτι και χαθώ ή και άλλα χειρότερα. Θυμήθηκα αυτά που διάβασα για την πυρκαγιά που κατέστρεψε τα περισσότερα ενθύμια από το παρελθόν μας, την πυρκαγιά που ο Μπεν ποτέ δε μου είπε ότι την προκάλεσα, αν και είμαι σίγουρη σ ίγουρη ότι πρέπει να έφταιγα εγώ. Είδα μια εικόνα εικόν α –μια πόρτα να καίγεται, καίγεται, σχεδόν αόρατη μέσα στον πυκνό καπνό, καπνό, έναν καναπέ να λιώνει σαν σ αν να είναι από κερί–, αλλά δεν έλεγε να γίνει γί νει καθαρή ανάμνηση, ανάμνηση, παραμένοντας παραμένοντας φευγαλέα και απροσπέλαστη, απροσπέλαστη, κάτι ανάμεσα σε φαντασία φαντασία και όνειρο. ό νειρο. Ο Μπεν, όμως, όμως, με έχει συγχωρέσει συγχω ρέσει γι’ αυτό, σκέφτηκα, όπως όπως πρέπει πρέπει να με έχει συγχωρέσει και για πολλά ακόμα. Κοίταξα προς τα έξω από το παράθυρο παράθυρο της κουζίνας και μέσα από από το αδιόρατο είδωλο είδω λο του προσώπου μου είδα το κουρεμένο γκαζόν, τα μικρά παρτέρια, την παράγκα με τα εργαλεία, τους φράχτες. Συνειδητοποίησα ότι ο Μπεν πρέπει πρέπει να ήξερε πως είχα παράνομο δεσμό. Σίγουρα το έμαθε όταν με βρήκαν βρήκαν στο Μπράιτον, αν δεν το γνώριζε γνώ ριζε ήδη. Πόση Π όση δύναμη άραγε χρειάστηκε για να με φροντίζει φροντίζ ει αφότου έχασα τη μνήμη μου ξέροντας ότι ήμουν σε μιαν άλλη πόλη με σκοπό να πηδηχτώ με κάποιον… Σκέφτηκα τις εικόνες που μου είχαν έρθει, εκείνα που είχα είχ α γράψει στο ημερολόγιο. Ο νους ν ους μου είχε κατακερματιστεί. κατακερματιστεί. Είχε Εί χε καταστραφεί. καταστραφεί. Παρ’ Π αρ’ όλα αυτά, ο Μπεν στάθηκε στο πλάι μου, ενώ ένας άλλος άντρας μπορεί να μου έλεγε ότι μου άξιζαν όσα έπαθα και να με άφηνε να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Έκανα μεταβολή από από το παράθυρο παράθυρο και πήγα να κοιτάξω κάτω από το νεροχύτη. Καθαριστικά. Σαπούνι. Κουτιά με σκόνες, πλαστικές συσκευασίες σπρέι. σ πρέι. Υπήρχε κι ένας κόκκινος πλαστικός κουβάς, που τον γέμισα γέμισα με ζεστό νερό και πρόσθεσα λίγο υγρό σαπούνι και μερικές σταγόνες ξίδι. Πώς τον ξεπληρώνω για όσα έχει κάνει; σκέφτηκα. Πήρα ένα σφουγγάρι και άρχισα να καθαρίζω το παράθυρο, παράθυρο, ξεκινώντας ξεκινώ ντας από πάνω και πηγαίνοντας προς τα κάτω. κάτω. Τριγυρίζω Τριγυρίζ ω κρυφά στο Λονδίνο, Λονδίνο , βλέπω γιατρούς, κάνω αξονικές, επισκέπτομαι επισκέπτομαι τα παλιά μας σπίτια και τα μέρη όπου με κουράριζαν αφού έχασα τη
μνήμη μου, μου, και όλα αυτά χωρίς να του πω τίποτα. Και γιατί; γι ατί; Επειδή δεν του έχω εμπιστοσύνη; Επειδή Επειδή αποφάσισε να με προστατέψει προστατέψει από την αλήθεια, να κάνει τη ζωή ζ ωή μου όσο πιο πι ο απλή και εύκολη γίνεται; γί νεται; Κοίταξα το σαπουνόνερο που έτρεχε σε ρυάκια στο τζάμι καταλήγοντας καταλήγοντας στο κάτω μέρος και ύστερα πήρα πήρα ένα πανί πανί και το σκούπισα ώσπου ώσ που γυάλισε. Τώρα που ξέρω ξ έρω την αλήθεια είναι ακόμα χειρότερα. Σήμερα Σήμερα το πρωί ξύπνησα με μια σχεδόν συντριπτ σ υντριπτική ική αίσθηση αί σθηση ενοχής και τη φράση Θα έπρεπε έπρεπε να ντρέπεσαι ντρέπεσαι να στριφογυρίζει ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Θα το μετανιώσ μετανιώσεις. εις. Στην αρχή νόμισα ότι ξύπνησα δίπλα σ’ έναν άντρα που δεν ήταν ο σύζυγός σ ύζυγός μου, και μόνο αργότερα ανακάλυψα ανακάλυψα την αλήθεια. αλήθεια. Ότι τον έχω προδώσει. προδώ σει. Δύο φορές. Η πρώτη πριν από χρόνια, χρόνι α, με έναν έναν άντρα που τελικά θα μου έκλεβε τη ζωή, και πιο πρόσφατα το το ξανάκανα, έστω και με την καρδιά μου μόνο. Ξεμυαλίστηκα Ξεμυαλίστηκα με γελοίο, παιδιάστικο παιδι άστικο τρόπο με ένα γιατρό που προσπαθεί να με βοηθήσει, να με παρηγορήσει. Ένα γιατρό που δεν μπορώ να τον θυμηθώ θυμηθώ καν κ αν τώρα, δε θυμάμαι θυμάμαι να τον έχω συναντήσει ποτέ, αλλά που ξέρω πως είναι είν αι πολύ νεότερος κι έχει φιλενάδα. Και τώρα του αποκάλυψα πώς πώς νιώθω! νιώ θω! Κατά λάθος, ναι, αλλά παρ’ όλα αυτά του του το αποκάλυψα. αποκάλυψα. Δεν αισθάνομαι απλώς ένοχη. Νιώθω ηλίθια. Δεν μπορώ καν να φανταστώ φανταστώ τι με έχει φέρει σ’ σ ’ αυτό το σημείο. Είμαι αξιολύπητ αξι ολύπητη. η. Εκείνη την ώρα που καθάριζα το τζάμι, πήρα μιαν απόφαση. Ακόμα κι αν ο Μπεν Μπεν δεν πίστευε πως η αγωγή αγωγ ή μου θα έχει αποτέλεσμα, αποτέλεσμα, σε καμία περίπτωση δε θα μου αρνιόταν την ευκαιρία να το εξακριβώσω εξακριβώσ ω μόνη μου αν αυτό ήθελα. ήθελα. Είμαι ενήλικη, και ο Μπεν Μπεν δεν είναι κανένα τέρας. τέρας. Σίγουρα Σίγο υρα μπορώ να του εμπιστευτώ εμπιστευτώ την αλήθεια. Έτσι δεν είναι; Άδειασα το νερό στο νεροχύτη και ξαναγέμ ξ αναγέμισα ισα τον κουβά. Θα μιλήσω στον άντρα μου. μου. Απόψε. Όταν Όταν γυρίσει στο σπίτι. Δεν μπορεί να διαιωνίζεται διαιω νίζεται αυτό. Συνέχισα να καθαρίζω τα παράθυρα. παράθυρα. *** α παραπάνω παραπάνω τα έγραψα πριν από μία ώρα, ώ ρα, αλλά τώρα δεν είμαι τόσο σίγουρη. σί γουρη. Σκέφτομαι Σκέφτομαι τον Άνταμ. Διάβασα Διάβασα για τις φωτογραφίες στο μεταλλικό μεταλλικό κουτί, κο υτί, αλλά στο σπίτι δεν υπάρχει καμία. Τίποτα. Δεν μπορώ μπορώ να πιστέψω πως ο Μπεν –ή οποιοσδήποτε– θα μπορούσε να χάσει ένα παιδί παιδί και να εξαφανίσει όλα τα ίχνη του από από το σπίτι. Δε φαίνεται σωστό, δε φαίνεται δυνατόν. Μπορώ να εμπιστευτώ εμπιστευτώ έναν άνθρωπο που είναι ικανός ι κανός να κάνει κάτι τέτοιο; Θυμήθηκα αυτά που διάβασα για τη μέρα που καθίσαμε στο λόφο Πάρλιαμεντ, όταν τον ρώτησα στα ίσια. ίσ ια. Μου είχε πει ψέματα. Ξεφύλλισα Ξεφύλλισα τώρα το ημερολόγιο και το διάβασα πάλι. Δεν κάναμε ποτέ παιδι παιδιά; ά; ρώτησα, κι αυτός απάντησε: απάντησε: Όχι, δεν κάναμε. Μπορεί Μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο μόνο και μόνο για να με προστατέψει; προστατέψει; Μπορεί πραγματικά πραγματικά να πιστεύε πισ τεύειι ότι αυτό είναι το καλύτερο; Να μη μου λέει τίποτα πέρα πέρα απ’ ό,τι είναι υποχρεωμένος να μου πει, πέρα απ’ απ’ ό,τι βρίσκει βολικό; Κι επίσης ό,τι βρίσκει πιο σύντομο. Μάλλον έχει βαρεθεί βαρεθεί πια να μου λέει τα ίδια ίδι α πράγματα πράγματα ξανά και ξανά κάθε μέρ μέρα. α. Συλλογίζομαι πως ο λόγος λό γος για γι α τον οποίο συντομεύει συντομεύει τις εξηγήσεις και αλλάζει τις ιστορίες ι στορίες που μου λέει δε σχετίζεται με μένα. Ίσως το κάνει για να μην τρελαθεί τρελαθεί με τις συνεχείς επαναλήψεις. Νιώθω να τρελαίνομαι. Όλα είναι ρευστά, όλα αλλάζουν. Σκέφτομαι Σκέφτομαι ένα πράγμα, και μια στιγμή αργότερα το αντίθετό αντίθετό του. Πιστεύω Πι στεύω όλα όσα όσ α μου είπε ο άντρας μου και μετά μετά δεν
πιστεύω τίποτα. Του έχω εμπιστοσύνη εμπιστοσύνη και ύστερα δεν του έχω. Δεν υπάρχει υπάρχει τίποτα που να το νιώθω νιώ θω πραγματικό. πραγματικό. Όλα μού φαίνονται επινοημένα. Ακόμα και ο εαυτός μου. Μακάρι να ήξερα ένα πράγμα στα σίγουρα. Μόνο ένα πράγμα, που να μη χρειάζεται να μου το πουν, να μου το θυμίσουν. Μακάρι Μακάρι να ήξερα με ποιον ήμουν εκείνη τη μέρα στο Μπράιτον. Μακάρι Μακάρι να ήξερα ποιος μου το έκανε αυτό. *** Αργότερα. Μόλις μίλησα με τον δόκτορα Νας. Με Με είχε πάρει πάρει ο ύπνος ύπνος στο καθιστικό, όταν χτύπησε τύπησε το τηλέφωνο. Η τηλεόραση τηλεόραση ήταν ήταν αναμμένη αναμμένη με τον ήχο κλειστό. κλειστό. Για μερικά δευτερόλεπτα δευτερόλεπτα δεν μπορούσα να καταλάβω καταλάβω πού βρίσκομαι, βρίσ κομαι, αν κοιμάμα κοι μάμαιι ή αν είμαι ξύπνια. ξ ύπνια. Μου φάνηκε πως πως άκουσα φωνές που δυνάμωναν. Συνειδητοποίησα ότι η μια ήταν δική μου, ενώ η άλλη ηχούσε σαν σ αν του Μπεν. Μπεν. Γαμημένη Γαμημένη σκύλα, έλεγε, και άλλα χειρότερα. Κι εγώ του φώναζα θυμωμένη και μετά φοβισμένη. Μια Μια πόρτα βρόντηξε, ο γδούπος μιας γροθιάς, γυαλιά που σπάνε. Τότε κατάλαβα ότι ονειρευόμουν. ονει ρευόμουν. Άνοιξα τα μάτια. μάτια. Μια Μια κούπα με κρύο καφέ βρισκόταν στο τραπέζι τραπέζι μπροστά μπροστά μου, μου, κι ένα τηλέφωνο κουδούνιζε κουδούνιζ ε νευρικά δίπλα δί πλα της. Αυτό με την αναδιπλούμενη οθόνη. Απάντησα Απάντησα στην κλήση. Ήταν ο δόκτωρ Νας. Μου συστήθηκε, συστήθηκε, αν και η φωνή του μου φάνηκε γνωστή από την αρχή. Με ρώτησε ρώτησε αν είμαι καλά. Του αποκρίθηκα ότι είμαι κι ότι διάβασα δι άβασα το ημερολόγιό ημερολόγιό μου. «Διάβασες «Διάβασες γι’ γι ’ αυτό που συζητήσαμε χτες;» είπε. είπε. Με χτύπησε ένα ξαφνικό σοκ. Ένα Έ να ωστικό κύμα φρίκης. Είχε αποφασίσ αποφασίσει ει να μου μιλήσει στα ίσια λοιπόν. λοι πόν. Ακολούθησε μια μια αναλαμπή αναλαμπή ελπίδας –μπορεί να ένιωθε κι εκείνος όπως όπω ς κι εγώ, αυτό το μπερδεμένο μπερδεμένο μείγμα μείγμα επιθυμίας και φόβου–, αλλά δεν κράτησε πολύ. «Για την επίσκεψη στο μέρος όπου πήγες όταν έφυγες από το νοσοκομείο…» νοσ οκομείο…» πρόσθεσε. «Στο «Στο Γουόρινγκ Χάουζ». «Ναι», απάντησα. «Τους τηλεφώνησα λοιπόν το πρωί. πρω ί. Είναι όλα εντάξει. Μπορούμε Μπορούμε να πάμε. Ό,τι Ό,τι ώρα ώ ρα θέλουμε μάλιστα». μάλιστα». Το μέλλον. Και πάλι μου φαινόταν σχεδόν άνευ σημασίας. «Θα είμαι απασχολημένος τις επόμενες μέρες», συμπλήρωσε ο Νας. «Θα μπορούσαμε να πάμε την Πέμπτη;» «Ναι, «Ναι, την Πέμπ Π έμπτη τη είναι καλά», είπα. Δε με με ενδιέφερε πότε θα πηγαίναμε. Έτσι κι αλλιώς δεν ήμουν αισιόδοξη αισιόδ οξη ότι θα με βοηθούσε. «Ωραία», «Ωραία», αποκρίθηκε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας. «Θα σου τηλεφωνήσω». τηλεφωνήσω ». Ήμουν έτοιμη να τον αποχαιρετήσω, όταν ό ταν θυμήθηκα θυμήθηκα αυτά που που είχα γράψει πριν κοιμηθώ. Συνειδητοποίησα πως ο ύπνος μου δεν πρέπει να ήταν βαθύς, βαθύς, αλλιώς αλλιώ ς θα τα είχα ξεχάσει ξ εχάσει όλα. «Γιατρέ;» είπα. «Μπορώ «Μπορώ να σου σ ου μιλήσω για κάτι;» «Ναι…» «Για τον Μπεν…» «Φυσικά». «Να, απλώς έχω μπερδευτεί. Δε μου λέει κάποια πράγματα. Σημαντικά πράγματα. Για τον Άνταμ. νταμ. Για το το μυθιστόρημά μυθιστόρημά μου. μου. Και μου λέει ψέματα ψέματα για άλλα θέματ θέματα. α. Μου Μου λέει ότι αυτό αυτό
το έπαθα από τροχαίο ατύχημα». «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίθηκε ο Νας. Μια παύση. «Εσύ «Εσύ γιατί πιστεύεις ότι το κάνει αυτό;» Δεν τόνισε το γιατί αλλά το εσύ. Το σκέφτηκα για μια στιγμή. «Δεν «Δεν ξέρει ότι ό τι γράφω αυτά που μου συμβαίνουν. Δεν ξέρει ότι γνωρίζω πως δεν είναι αλήθεια. Φαντάζομαι πως είναι πιο εύκολο για κείνον». «Μόνο «Μόνο για κείνον;» κεί νον;» «Όχι. Φαντάζομαι Φαντάζομαι πως είναι εί ναι πιο εύκολο και για γι α μένα. μένα. Ή αυτός νομίζει ότι είναι. είναι . Δεν είναι είναι όμως. Το Τ ο μόνο που καταφέρνει με αυτή την την τακτική είναι να μην ξέρω καν αν μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη». εμπιστοσύνη». «Κριστίν, όλοι μας αλλάζουμε συνεχώς τα γεγονότα, ξαναγράφουμε ξαναγράφουμε την την ιστορία ιστορί α για να κάνουμε τα πράγματα πράγματα πιο εύκολα, να τα κάνουμε να ταιριάζουν ταιρι άζουν στην εικόνα ει κόνα που προτιμάμε. προτιμάμε. Αυτό γίνεται αυτόματα. αυτόματα. Επινοούμε αναμνήσεις. Χωρίς Χω ρίς να το σκεφτούμε καν. Αν πούμε πολλές πολλές φορές στον εαυτό μας ότι έγινε κάτι, αρχίζουμε να το πιστεύουμε και τελικά φτάνουμε φτάνουμε στο σημείο σ ημείο να θυμόμαστε πως έγινε. Αυτό δεν κάνει ο Μπεν;» «Μάλλον…» απάντησα. «Αλλά νιώθω ότι με εκμεταλλεύεται. Εκμεταλλεύεται την αρρώστια μου. Νομίζει ότι μπορεί μπορεί να ξαναγράψε ξ αναγράψειι την ιστορία ιστορί α με όποιον τρόπο θέλει κι ότι εγώ δε θα καταλάβω ποτέ τίποτα. τίποτα. Εγώ, όμως, ξέρω. ξέρω . Γνωρίζω Γνωρί ζω πολύ καλά τι κάνει. Κι Κ ι έτσι δεν τον εμπιστεύομαι. Τελικά με διώχνει διώ χνει μακριά του, γιατρέ. Καταστρέφει Καταστρέφει τα πάντα…» πάντα…» «Οπότε «Οπότε τι πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις γι’ αυτό;» Ήξερα ήδη την απάντηση. απάντηση. Έχω διαβάσει δι αβάσει ξανά και ξανά όσα όσ α έγραψα σήμερα σήμερα το πρωί. Πρέπει να του έχω εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, αλλά δεν μπορώ. Και Κ αι τελικά το μόνο που ήμουν σε θέση να σκεφτώ ήταν το εξής: Δε γίνεται γί νεται να συνεχιστεί αυτό. «Πρέπει «Πρέπει να του πω ότι ό τι γράφω ημερολόγιο», είπα. «Πρέπει «Πρέπει να του πω ότι σε βλέπω». Ο δόκτωρ Νας έμεινε βουβός για μια στιγμή. στιγ μή. Δεν Δεν ξέρω τι περίμενα. περίμενα. Αποδοκιμασία; Παρ’ όλα αυτά, όταν όταν μίλησε, είπε: «Νομίζω «Νομίζω ότι μπορεί και να έχεις δίκιο». δίκι ο». Με πλημμύρισε ανακούφιση. «Αλήθεια;» «Ναι», «Ναι», μου απάντησε. απάντησε. «Σκέφτομαι «Σκέφτομαι εδώ και μερικές μέρες ότι αυτό ίσως ίσω ς είναι εί ναι το καλύτερο. Δεν ήξερα πως η εκδοχή του παρελθόντος που σου περιγράφει ο Μπεν θα ήταν τόσο διαφορετική απ’ αυτή που που αρχίζεις να θυμάσαι. θυμάσαι. Δεν είχα ιδέα πόσο μπορεί μπορεί να σ’ σ ’ ενοχλεί αυτό. Από την άλλη μεριά, όμως, στην πραγματικότητα αυτήν τη στιγμή έχουμε μόνο τη μισή εικόνα. Απ’ όσα μου έχεις πει, βλέπω ότι αρχίζουν αρχί ζουν να έρχονται στην επιφάνεια όλο και περισσότερες καταπιεσμένες καταπιεσμένες αναμνήσεις. Μπορεί να ήταν βοηθητικό βοηθητικό αν μιλούσες με τον Μπεν. Μπεν. Για το παρελθόν. Πιθανόν Πι θανόν αυτό να βοηθούσε τη συγκεκριμένη διαδικασία». «Νομίζεις;» «Ναι. «Ναι. Θεωρώ πως ίσως ί σως ήταν λάθος που κρατήσαμε κρατήσαμε τη δουλειά μας κρυφή από τον Μπεν. Επιπλέον μίλησα με το το προσωπικό του Γουόρινγκ Χάουζ σήμερα. Ήθελα Ήθελα να πάρω μια ιδέα για το πώς ήταν τα πράγματ πράγματα α εκεί. Συνομίλησα με μια γυναίκα με την οποία είχες εί χες δημιουργήσει φιλία. φιλί α. Μέλος Μέλος του προσωπικού. Τη λένε Νικόλ. Μου είπε πως πως είχε εί χε φύγει για ένα διάστημα από κει και επέστρεψε επέστρεψε πρόσφατα, πρόσφατα, και χάρηκε πολύ μόλις έμαθε έμαθε ότι τώρα ζεις ζ εις στο σπίτι σου. σ ου. Είπε ότι κανένας δε σ’ αγαπούσε πιο πολύ από τον Μπεν. Μπεν. Ερχόταν και σ’ έβλεπε, έβλεπε, ουσιαστικά ουσιαστικ ά κάθε μέρα. μέρα. Καθόταν μαζί σου στο δωμάτιό σου σ ου ή στον κήπο. Και προσπαθούσε να είναι ευχάριστος, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Τον ήξεραν όλοι πολύ καλά. Ανυπομονούσαν να τον δουν κάθε μέρα». μέρα». Έκανε μια μι α μικρή παύση. «Γιατί δεν
προτείνεις στον Μπεν να έρθει μαζί μας όταν πάμε πάμε εκεί;» Άλλη μία παύση. «Έτσι κι αλλιώς, αλλιώς , μάλλον πρέπει πρέπει να τον γνωρίσω…» γνωρί σω…» «Δεν «Δεν έχετε γνωριστεί;» γνωρι στεί;» «Όχι. Μιλήσαμε λίγο στο τηλέφωνο μόνο όταν τον προσέγγισα για γι α να του ζητήσω να συναντηθώ μαζί σου. Δεν πήγε πολύ καλά…» Τότε κατάλαβα. κατάλαβα. Γι’ αυτό πρότεινε να καλέσω και τον Μπεν. Μπεν. Ήθελε να τον γνωρίσει. γνω ρίσει. Να γίνονται όλα ανοιχτά, ώστε ώ στε να μην επαναληφθεί επαναληφθεί ποτέ η χτεσινή χτεσι νή αμήχανη κατάσταση. κατάσταση. «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίθηκα. «Αν νομίζεις ότι αυτό είναι το καλύτερο…» καλύτερο…» «Ναι, «Ναι, έτσι νομίζω». νομίζω ». Ακολούθησε παρατεταμ παρατεταμένη ένη σιωπή. σιω πή. Ύστερα Ύστερα ρώτησε: «Κριστίν, «Κρισ τίν, είπες ότι διάβασες το ημερολόγιό σου;» «Ναι», απάντησα. Ο δόκτωρ Νας έμεινε πάλι αμίλητος για λίγο. λί γο. «Δε σου τηλεφώνησα τηλεφώνησα το πρωί. Δε σου είπα πού είναι». Συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο. δίκι ο. Είχα πάει στην ντουλάπα μόνη μόνη μου, και μολονότι δεν ήξερα τι υπάρχει μέσα, βρήκα βρήκα το κουτί των παπουτσιώ παπουτσιώνν και το άνοιξα άνοι ξα σχεδόν χωρίς χ ωρίς να το σκεφτώ. Το είχα είχ α βρει μόνη μου. Σαν Σαν να είχα θυμηθεί ότι βρίσκεται εκεί. «Εξαιρετικά!» είπε ο δόκτωρ Νας. *** Αυτά τα γράφω γράφω στο κρεβάτι. κρεβάτι. Είναι αργά, αλλά ο Μπεν Μπεν βρίσκεται στο γραφείο του, στο απέναντι απέναντι δωμάτ δω μάτιο. ιο. Τον Το ν ακούω να δουλεύει, δο υλεύει, το κροτάλισμα των των πλήκτρων, το κλικ του ποντικιού. Ακούω πού και πού ένα στεναγμό, στεναγμό, ένα τρίξιμο από το κάθισμά του. Τον φαντάζομαι φαντάζομαι να κοιτάζει κοι τάζει την οθόνη συγκεντρωμένος. Πιστεύω πως θα τον ακούσω όταν σβήσει τον υπολογιστή για να έρθει να ξαπλώσει και πως θα έχω χρόνο να κρύψω το ημερολόγιο. Τώρα, παρ’ όλα όσα σκεφτόμουν σήμερα το το πρωί κι όσα όσ α συμφώνησα με τον δόκτορα Νας, είμαι σίγουρη σίγο υρη πως δε θέλω να μάθει ο άντρας μου τι έχω γράψει. Του μίλησα σήμερα το βράδυ ενώ καθόμασταν στην τραπεζαρία. «Μπορώ «Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;» είπα, κι όταν με κοίταξε, συνέχισα. συνέχισ α. «Γιατί δεν κάναμε ποτέ παιδιά;» Μάλλον τον δοκίμαζα. δοκί μαζα. Μέσα Μέσα μου παρακαλούσα να μου πει την αλήθεια, να διαψεύσει αυτό τον ισχυρισμό μου. «Δε θεωρήσαμε ποτέ ότι ήταν κατάλληλη στιγμή», απάντησε. «Και μετά ήταν πολύ αργά…» Παραμέρισα το πιάτο με το φαγητό από μπροστά μου. Ήμουν απογοητευμένη. Ο Μπεν Μπεν είχε επιστρέψει αργά, φώναξε το όνομά μου αμέσως μόλις μπήκε μπήκε στο σπίτι, με ρώτησε πώς είμαι. εί μαι. «Πού είσαι;» είπε. Ο τόνος του ήταν ήταν σχεδόν επικριτικός. επικρι τικός. Του απάντησα πως ήμουν στην κουζίνα. Έφτιαχνα Έ φτιαχνα φαγητό, έκοβα κρεμμύδια κρεμμύδια για να τα τσιγαρίσω στο ελαιόλαδο που ζέσταινα στο τηγάνι. τηγάνι. Εκείνος στάθη σ τάθηκε κε στο κατώφλι λες και δίσταζε να μπει μέσα. Έδειχνε Έδει χνε κουρασμένος. Δυστυχισμένος. «Είσαι καλά;» ρώτησα. Είδε το μαχαίρι στο χέρι μου. «Τι κάνεις;» «Ετοιμάζω «Ετοιμάζω βραδινό», του είπα. Χαμογέλασα, αλλά αυτός έμεινε σοβαρός. σο βαρός. «Σκέφτηκα «Σκέφτηκα να φτιάξω μια ομελέτα. ομελέτα. Βρήκα αυγά στο ψυγείο και μερικά μανιτάρια. Έχουμε καθόλου
πατάτες; Δε βρήκα πουθενά και…» «Είχα προγραμματ προγραμματίσει ίσει να φάμε χοιρινές μπριζόλες», αντιγύρισε ο Μπεν. «Τις αγόρασα χτες». «Λυπάμαι…» ψέλλισα. «Ξέρεις…» «Δεν «Δεν πειράζει όμως. όμως . Και η ομελέτα μια μια χαρά είναι. είναι . Αν την προτιμάς…» Ένιωθα Ένιω θα τη συζήτηση να γλιστράει σ’ ένα μέρος όπου δεν ήθελα να πάω. Ο Μπεν κοιτούσε τη σανίδα μπροστά μου, το χέρι μου από πάνω της με το μαχαίρι. «Όχι», είπα. Γέλασα, αλλά εκείνος όχι. όχ ι. «Δεν έχει σημασία. σ ημασία. Δεν το ήξερα. Μπορώ πάντα…» πάντα…» «Τα έκοψες τα κρεμμύδια κρεμμύδια τώρα», τώ ρα», αντιγύρισ αντιγύρισεε αυτός. Ο τόνος του ήταν επίπεδος. Μια λιτή, κοφτή δήλωση. «Το ξέρω, αλλά… Θα μπορούσαμε και πάλι να φάμε τις μπριζόλες». «Ό,τι «Ό,τι νομίζεις», ν ομίζεις», αποκρίθηκε. Στράφηκε και πήγε στην τραπεζαρία. «Θα «Θα στρώσω το τραπέζι». Λέξη δε βγήκε βγήκε από από το στόμα στόμα μου. μου. Δεν Δεν ήξερα τι λάθος έκανα – ή αν αν έκανα κάποιο λάθος. Άρχισα να κόβω πάλι τα τα κρεμμύδια. κρεμμύδια. ώρα καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο. Φάγαμε σχεδόν αμίλητοι. Τον Τ ον ρώτησα αν είναι όλα εντάξει, αλλά εκείνος σήκωσε σήκω σε τους ώμους και κατένευσε. «Ήταν δύσκολη μέρα σήμερα…» ήταν το μόνο που μου απάντησε, κι όταν τον ρώτησα περισσότερα, απλώς πρόσθεσε: «Στη δουλειά». Η συζήτηση είχε τελειώσει πριν ακόμη αρχίσει, και αποφάσισα αποφάσισ α να μην του του πω τελικά για το ημερολόγιό μου και τον δόκτορα Νας. Σκάλιζα το φαγητό μου, προσπαθούσα να μην ανησυχώ –σε τελική ανάλυση, σκέφτηκα, έχει έχει κι αυτός το δικαίωμα δικαίω μα να είναι κακόκεφος μερικές μέρες–, αλλά με έτρωγε ένα απύθμενο απύθμενο άγχος. Αισθανόμουν να χάνεται η ευκαιρία ευκαιρί α να του μιλήσω και δεν ήξερα αν αύριο θα ξυπνούσα με την την ίδια ίδι α πεποίθηση πεποίθηση πως αυτό είναι το σωστό. Τελικά δεν δ εν κατάφερα να αντέξω άλλο. «Παρ’ όλα όλ α αυτά, θέλαμε θέλαμε παιδιά;» ρώτησα. Ο Μπεν αναστέναξε. «Κριστίν, είναι απαραίτητο να κάνουμε τώρα αυτήν τη συζήτηση;» «Με «Με συγχωρείς…» συγχωρεί ς…» τραύλισα. τραύλισα. Δεν ήξερα ακόμα τι ήμουν έτοιμη να πω – κι αν ετοιμαζόμουν να πω κάτι. Ίσως Ίσ ως ήταν καλύτερα καλύτερα να το αφήσω. Μετά, όμως, συνειδητοποίησα ότι δεν δ εν μπορούσα να το κάνω αυτό. «Απλώς σήμερα μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο», παράξενο», συμπλήρωσα. Προσπαθούσα Προσ παθούσα να ντύσω τη φωνή φω νή μου με μια ευθυμία, μια ελαφρότητα που δεν ένιωθα. «Μου φάνηκε ότι θυμήθηκα κάτι». «Κάτι;» «Ναι. Δεν ξέρω…» «Συνέχισε», «Συνέχισε», είπε. Έσκυψε μπροστά, δείχνοντας ξαφνικά ξ αφνικά μεγάλο ενδιαφέρον. «Τι θυμήθηκες;» Το βλέμμα μου πήγε πήγε στον τοίχο πίσω του, όπου κρεμόταν κρεμόταν μια φωτογραφία. Τα Τ α πέταλα πέταλα ενός λουλουδιού, λο υλουδιού, τραβηγμένα τραβηγμένα από πολύ κοντά αλλά ασπρόμαυρα, ασπρόμαυρα, με σταγόνες νερού επάνω τους. Σκέφτηκα ότι δείχνει φτηνή. Σαν να ήταν από πολυκατάστημα ή από το σπίτι κάποιου άλλου. «Θυμήθηκα πως είχα ένα παιδί». Έγειρε πίσω πίσ ω στην σ την καρέκλα του. Τα μάτια μάτια του άνοιξαν άνοιξ αν διάπλατα, μετά μετά έκλεισαν εντελώς.
Πήρε μιαν ανάσα και την άφησε να βγει με έναν αργό αναστεναγμό. «Είναι αλήθεια;» ρώτησα. «Είχαμε παιδί;» Αν πει ψέματα τώρα, σκέφτηκα, τότε δεν ξέρω τι θα κάνω. Θα του πάω κόντρα, φαντάζομαι. φαντάζομαι. Θα του τα πω όλα, θα ξεχειλίσουν ξεχειλί σουν από μέσα μου σαν ένας ανεξέλεγκτος, καταστροφικός καταστροφικός χείμαρρος. Άνοιξε τα μάτια μάτια και με με κοίταξε. «Ναι…» «Ναι…» απάντησε. απάντησε. «Είναι «Είναι αλήθεια». Μου είπε για τον Άνταμ κι ένιωσα ένιω σα ανακούφιση. Ανακούφιση ανάμεικτη ανάμεικτη με πόνο. Όλα αυτά τα χρόνια χαμένα για πάντα. Όλες εκείνες οι στιγμές που δεν τις θυμάμαι, θυμάμαι, που δε θα μπορέσω να τις ξαναβρώ. Αισθάνθηκα μια λαχτάρα να φουντώνει μέσα μου, να απλώνεται, να γιγαντώνεται τόσο, που να απειλεί να με καταπιεί. Ο Μπεν μού είπε για τη γέννηση του Άνταμ, νταμ, τα παιδικά του χρόνια, τη τη ζωή του. Πού πήγε σχολείο, για τη θεατρική θεατρική παράσταση παράσταση όπου είχε παίξει, τις ικανότητές του στο ποδόσφαιρο και στο σ το στίβο, την απογοήτευσή απογοήτευσή του με τα αποτελέσμα αποτελέσματα τα των εξετάσεων. Φιλενάδες. Το Τ ο περιστατικό όπου νομίσαμε νομίσ αμε ότι ένα στριφτό τσιγάρο ήταν τσιγαρι τσιγαριλίκι λίκι.. Τον ρωτούσα και μου απαντούσε. απαντούσε. Έδειχνε ευχαριστημένος ευχαριστημένος που μιλούσε για το γιο του, θαρρείς και οι αναμνήσεις αναμνήσεις είχαν εί χαν αποδιώξει την αρχική κακή του διάθεση. δι άθεση. Άρχισα να κλείνω τα μάτια μάτια καθώς καθώς μιλούσε. Εικόνες εμφανίζονταν μπροστά μπροστά μου –εικόνες –εικόνες του Άνταμ και δικές μου και του Μπεν–, αλλά δεν ήξερα αν ήταν αναμνήσεις αναμνήσεις ή παιχνίδια παιχνίδι α του μυαλού. Όταν Όταν σταμάτησε, σταμάτησε, άνοιξα άνοιξ α τα μάτια και για γι α μια στιγμή στι γμή σοκαρίστηκα βλέποντας ποιος καθόταν απέναντί απέναντί μου, πόσο είχε γεράσει, πόσο διέφερε δι έφερε από από τον νεαρό πατέρα που φανταζόμουν. «Αλλά δεν υπάρχουν φωτογραφίες του», είπα. «Πουθενά». Με κοίταξε αμήχανα. «Το ξέρω», αποκρίθηκε. «Σε ταράζουν». «Με ταράζουν;» Δε μίλησε. Ίσως δεν είχε τη δύναμη να μου πει για το θάνατο του Άνταμ. Άνταμ. Έδειχνε τσακισμένος κατά κάποιον τρόπο. Εξουθενωμένος. Ένιωθα τύψεις γι’ αυτό που του έκανα, όχι μόνο σήμερα, αλλά κάθε μέρα. «Μην ανησυχείς…» είπα. «Το «Το ξέρω ξ έρω πως έχει πεθάνει». Φάνηκε έκπληκτος. έκπληκτος. Διστακτικός. «Το… ξέρεις;» ξέρεις ;» «Ναι», «Ναι», απάντησα. απάντησα. Ήμουν έτοιμη να του μιλήσω για γι α το ημερολόγιο, να του πω ότι όλα αυτά μού μού τα είχε αναφέρει ξανά, αλλά δεν το έκανα. Η διάθεσή δι άθεσή του φαινόταν ακόμα εύθραυστη, η ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση. Δε θα μιλήσω ακόμα. «Απλώς το νιώθω…» πρόσθεσα. «Αυτό «Αυτό είναι εί ναι λογικό. λογ ικό. Σ’ τα είχα ξαναπεί αυτά». Ήταν αλήθεια, αλήθεια, φυσικά. Μου τα είχε ξαναπεί. Όπως μου είχε ξαναμιλήσει για γι α τη ζωή του Άνταμ. νταμ. Συνειδητοποίησα, Συνειδητοποίησα, όμως, ότι τη μια ιστορία την ένιωθα αληθινή, αλλά την άλλη άλλη όχι. Κατάλαβα ότι δεν πίστευα πως πως ο γιος μου είναι νεκρός. «Πες μου πάλι», είπα. Μου είπε για τον πόλεμο, τη νάρκη. Τον άκουγα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Μίλησε Μίλησε για γι α την κηδεία του Άνταμ, για τις ομοβροντίες ο μοβροντίες που έριξαν πάνω από το φέρετρό φέρετρό του, τη βρετανική βρετανική σημαία με την οποία το σκέπασαν. Αναζήτησα στο νου μου κάποιες αναμνήσεις, ακόμα και τόσο δυσάρεστες, τόσο φρικτές όσο αυτή. αυτή. Δε μου ερχόταν τίποτα. «Θέλω να πάω εκεί…» ψέλλισα. «Θέλω να δω τον τάφο του». «Κρις», μου αντιγύρισε. «Δεν ξέρω αν…»
Κατάλαβα Κατάλαβα ότι χωρίς χωρί ς τη μνήμη μου μου έπρεπε έπρεπε να έχω αποδείξεις, αποδείξεις , να δω πως πω ς ήταν νεκρός, αλλιώς θα είχα πάντα μέσα μέσα μου την ελπίδα ότι δεν δ εν ήταν. «Θέλω «Θέλω να πάω», είπα. «Πρέπει να πάω!» Πίστευα Πίσ τευα ότι ότι μπορεί και να έλεγε όχι. όχι . Ότι δεν είναι καλή ιδέα, ότι μπορεί να ταραχτώ ταραχτώ πολύ. ι θα έκανα τότε; Πώς θα τον ανάγκαζα; Παρ’ όλα αυτά, δεν είπε όχι. «Θα πάμε το Σαββατοκύριακο», αποκρίθηκε. «Σ’ το υπόσχομαι». Ανακούφιση ανάμεικτη ανάμεικτη με με τρόμο, τρόμο, μια μια αίσθηση που με άφησε μουδιασμένη. μουδιασμένη. Πλύναμε τα πιάτα μετά το φαγητό. Στεκόμουν στο νεροχύτη και βουτούσα τα πιάτα που μου έδινε σε ζεστό ζ εστό σαπουνόνερο, τα έτριβα με το το σφουγγάρι, του τα έδινα πάλι για γι α να τα ξεπλύνει και να τα σκουπίσει, ενώ ταυτόχρονα ταυτόχρονα όλη αυτή την ώρα απέφευγα να κοιτάξω το είδωλό είδωλ ό μου στο παράθυρο. παράθυρο. Ανάγκασα τον εαυτό μου να σκεφτεί σ κεφτεί την κηδεία του Άνταμ, με φαντάστηκα φαντάστηκα να στέκω μπροστά στο γρασίδι γρασίδ ι μια συννεφιασμένη μέρα δίπλα σ’ ένα σωρό χώμα, να κοιτάζω ένα φέρετρο φέρετρο που κρεμόταν κρεμόταν πάνω από από ένα λάκκο στο έδαφος. έδαφος. Προσπάθησα να φέρω στο νου μου την ομοβροντία των όπλων, τη σάλπιγγα να παίζει καθώς εμείς –οι συγγενείς, οι φίλοι του– κλαίγαμε βουβά. Δεν μπορούσα όμως. Δεν είχε είχε περάσει περάσει πολύς καιρός, κι όμως δεν έβλεπα έβλεπα τίποτα. τίποτα. Προσπάθησα να φανταστώ φανταστώ πώς πρέπει να ένιωσα. Θα ξύπνησα εκείνο εκείνο το πρωί χωρίς χωρί ς να γνωρίζω γνωρί ζω καν ότι ήμουν μητέρα. Ο Μπεν Μπεν έπρεπε έπρεπε να με πείσει πείσει πρώτα ότι είχα ένα γιο γι ο και μετά πως το ίδιο ί διο εκείνο απόγευμα γινόταν η κηδεία του. Σκέφτομ Σκέφτομαι αι όχι τη φρίκη ή το σοκ, αλλά τη δυσπιστία. Κάτι εξωπραγματικό. Υπάρχει ένα όριο στο τι είναι σε θέση να αφομοιώσει ένα μυαλό, μυαλό, και σίγουρα σ ίγουρα κανένας δεν μπορεί να αντέξει κάτι τέτοιο – και σε σε καμία περίπτωση εγώ. Φαντάστηκα να μου λένε τι να φορέσω, να με πηγαίνουν από το σπίτι σ’ ένα αμάξι που περίμενε, να κάθομαι κάθομαι στο πίσω πίσ ω κάθισμα. Ίσως Ίσω ς στη διαδρομή αναρωτιόμουν σε ποιου ποιο υ την κηδεία πηγαίναμε. Μπορεί Μπορεί να ένιωθα ένιω θα σαν να ήταν η δική μου. Κοίταξα το είδωλο του Μπεν Μπεν στο παράθυρο. παράθυρο. Θα ήταν αναγκασμένος να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά σε μια στιγμή που και η δική του οδύνη βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Ίσως ήταν προτιμότερο προτιμότερο για όλους όλο υς μας αν δε με πήγαινε πήγαινε καθόλου στην σ την κηδεία. Αναρίγησα και αναρωτήθηκα μήπως μήπως αυτό ακριβώς είχε εί χε κάνει. Δεν ξέρω ακόμη αν πρέπει πρέπει να του του πω για τον τον δόκτορα Νας. Νας. Έδειχνε πάλι κουρασμένος κουρασμένος τώρα, σχεδόν σαν να είχε εί χε πάθει πάθει κατάθλιψη. Χαμογέλασε μόνον όταν τον κοίταξα και του έσκασα ένα χαμόγελο. Ίσως Ίσω ς αργότερα, σκέφτηκα, αν και δεν ήξερα κατά πόσο θα παρουσιαζόταν κάποια καλύτερη καλύτερη ευκαιρία. Ένιωθα Ένι ωθα πως έφταιγα εγώ για γι α την κακή του διάθεση, κάτι που έκανα ή ίσως κάτι που παρέλειψα παρέλειψα να κάνω. Συνειδητοποίησα πόσο νοιαζόμουν αυτό τον άνθρωπο. Δεν ήξερα αν τον αγαπούσα –και ακόμα δεν το ξέρω–, αλλά αυτό είναι φυσικό, αφού δε γνωρίζω γνω ρίζω πραγματικά πραγματικά τι σημαίνει αγάπη. Παρά τη θολή, αόριστη ανάμνηση που έχω από τον Άνταμ, νιώθω αγάπη για κείνον, μια ενστικτώδη επιθυμία να τον προστατέψω, προστατέψω, να του δώσω τα πάντα, πάντα, μιαν αίσθηση πως είναι μέρος μου και χωρίς χωρί ς αυτόν είμαι ανολοκλήρωτη. Και για γ ια τη μητέρα μητέρα μου επίσης, επίσης, όταν ό ταν τη φέρνω στο νου μου, αισθάνομαι μια διαφορετική δι αφορετική αγάπη. αγάπη. Έναν πιο πολύπλοκο δεσμό, με περιορισμούς και επιφυλάξεις. Ένα δεσμό που δεν τον καταλαβαίνω πλήρως. Για Γι α τον Μπεν Μπεν όμως; Τον Τ ον βρίσκω ελκυστικό. Τον εμπιστεύομαι εμπιστεύομαι – παρά τα ψέματα ψέματα που μου έχει έχει πει, ξέρω ξ έρω
ότι προσπαθεί να με προστατέψει. προστατέψει. Αλλά μπορώ να πω ότι τον αγαπάω όταν αυτό που έχω είναι μια αμυδρή μόνο αίσθηση ότι δεν δ εν τον γνώρισα γνώρι σα για πρώτη φορά πριν από μερικές ώρες; Δεν ήξερα. Ήθελα, Ήθελα, όμως, όμως, να είναι ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, κι ένα κομμάτι κομμάτι μου καταλάβαινε καταλάβαινε πως ήθελα να είμαι εγώ αυτή που θα τον κάνει ευτυχισμένο. Πρέπει να καταβάλω μεγαλύτερη προσπάθεια, προσπάθεια, αποφάσισα. Να πάρω τον έλεγχο. Αυτό το ημερολόγιο θα είναι το μέσο που θα βελτιώ βελτιώσει σει τη ζωή και των δυο δ υο μας, όχι μόνο τη δική μου. Ετοιμαζόμουν να τον ρωτήσω πώς είναι, εί ναι, όταν συνέβη. Πρέπει να άφησα το το πιάτο πριν το πιάσει ο Μπεν. Μπεν. Αυτό έπεσε με κρότο κρότο στο δάπεδο δ άπεδο –εκείνος είπε ένα Φτου! μέσα από τα δόντια του– κι έγινε χίλια χίλι α κομμάτια. κομμάτια. «Με «Με συγχωρείς…» συγχω ρείς…» είπα, αλλά ο Μπεν δε με κοίταξε. κοί ταξε. Γονάτισε βλαστημώντας βλαστημώντας σιγανά. σ ιγανά. «Θα τα μαζέψω μαζέψω εγώ», εγώ », πρόσθεσα, αλλά με με αγνόησε και άρχισε να αρπάζει τα πιο μεγάλα κομμάτια κομμάτια και να τα μαζεύει στο δεξί του χέρι. «Με συγχωρείς…» συγχωρείς …» επανέλαβα επανέλαβα.. «Είμαι τόσο αδέξια…» Δεν ξέρω τι περίμενα. περίμενα. Συγχώρεση, φαντάζομαι, φαντάζομαι, ή μια μια διαβεβαίωση ότι δεν ήταν ήταν σημαντικό. Το μόνο, όμως, που είπε ο Μπεν Μπεν ήταν ένα «Γαμώτο!» Πέταξε πάλι τα κομμάτια κομμάτια του πιάτου κάτω και άρχισε άρχισ ε να ρουφάει τον αντίχειρα του αριστερού αρι στερού του χεριού. Σταγόνες αίμα ράντισαν το δάπεδο. «Είσαι εντάξει;» ρώτησα. Με κοίταξε. «Ναι. «Ναι. Κόπηκα, αυτό είναι όλο. ό λο. Το ηλίθιο, το γαμημένο…» γαμημένο…» «Φέρε να δω». «Δεν είναι τίποτα». Σηκώθηκε. «Φέρε να δω», επανέλαβα. επανέλαβα. Άπλωσα Άπλωσα να πιάσω το χέρι του. «Θα πάω να φέρω έναν επίδεσμο. Ή ένα τσιρότο. Έχουμε… Έ χουμε…» » «Για όνομα!» φώναξε αυτός και μου πέταξε πέταξε το χέρι μακριά. «Παράτα «Παράτα το! Εντάξει;» Έμεινα αποσβολωμένη. Έβλεπα ότι το κόψιμο ήταν βαθύ. βαθύ. Το αίμα ανάβλυζε από την πληγή και κυλούσε σε λεπτή γραμμή στον καρπό του. Δεν Δεν ήξερα τι να κάνω, κάνω , τι να πω. πω . Δε μου είχε βάλει τις φωνές φω νές ακριβώς, ακριβώς , αλλά δεν έκανε και κάποια προσπάθεια προσπάθεια να κρύψει την ενόχλησή του. Κοιταζόμασταν μεταξύ μεταξύ μας μας ισορροπώντας ι σορροπώντας στο χείλος χείλο ς ενός καυγά, κ αυγά, ο ένας περιμένοντας περιμένοντας να μιλήσει ο άλλος, άλλος , χωρίς όμως να ξέρουμε τι ακριβώς είχε εί χε συμβεί συμβεί και πόση σημασία είχε η στιγμή. Δεν άντεξα. «Με «Με συγχωρείς…» μουρμούρισα, μουρμούρισα, αν και κάπου μέσα μου μου δεν το το ήθελα. ήθελα. Το πρόσωπό πρόσω πό του μαλάκωσε. «Δεν «Δεν πειράζει. Με συγχωρείς συγχωρεί ς και μένα…» μένα…» Μια παύση. «Απλώς είναι τεντωμένα τα νεύρα μου. Ήταν πολύ δύσκολη μέρα». Έκοψα ένα κομμάτι κομμάτι χαρτί κουζίνας κουζί νας και του το έδωσα. έδωσ α. «Καθάρισε «Καθάρισε το χέρι σου». σ ου». Το πήρε. «Ευχαριστώ», «Ευχαριστώ», αποκρίθηκε και σκούπισε σ κούπισε το αίμα από τον καρπό και τα δάχτυλά του. «Θα πάω επάνω. Να κάνω ένα ντους». Έσκυψε και με φίλησε. «Εντάξει;» Στράφηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Άκουσα την την πόρτα του μπάνιου μπάνιου να κλείνει, τη βρύση βρύση να ανοίγει. Ο λέβητας λέβητας πήρε μπροστά. Μάζεψα τα υπόλοιπα κομμάτια του πιάτου και τα έβαλα στο σκουπιδοτενεκέ αφού πρώτα τα τύλιξα με χαρτί, ύστερα σκούπισα σκούπισ α τα μικρότερα κομματ κομματάκια άκια και τέλος καθάρισα το αίμα με ένα σφουγγάρι. Όταν τελείωσα, πήγα στο καθιστικό. καθισ τικό.
Το αναδιπλούμενο τηλέφωνο χτυπούσε, ο ήχος του ακουγόταν πνιχτός μέσα από την τσάντα μου. μου. Το έβγαλα έξω. Ήταν ο δό δόκτωρ κτωρ Νας. Η τηλεόραση ήταν ακόμη ανοιχτή. Από πάνω μου ηχούσαν σανίδες που έτριζαν καθώς ο Μπεν Μπεν πήγαινε από δωμάτιο σε σ ε δωμάτιο. Δεν ήθελα να με ακούσει να μιλάω σ’ ένα τηλέφωνο που δεν ήξερε ότι έχω. «Εμπρός;» ψιθύρισα. «Κριστίν. Είμαι ο Εντ. Ο δόκτωρ Νας. Μπορείς Μπορείς να μιλήσεις;» μιλ ήσεις;» Το απόγευμα ακουγόταν ήρεμος. ήρεμος. Τώρα, Τ ώρα, όμως, όμως , η φωνή φω νή του ήταν γεμάτη γεμάτη ένταση. Άρχισα να φοβάμαι. «Ναι…» «Ναι…» απάντησα, απάντησα, χαμηλώνοντας ακόμα πιο πολύ τη φωνή φω νή μου. «Τι συμβαίνει;» «Άκου… Μίλησες στον Μπεν;» «Ναι…» «Ναι…» τραύλισα. τραύλισα. «Κατά κάποιον τρόπο. Γιατί; Τι είναι;» «Του είπες για το ημερολόγιό ημερολόγιό σου; σ ου; Για μένα; Τον κάλεσες στο Γουόρινγκ Χάουζ;» «Όχι», απάντησα. απάντησα. «Ετοιμαζόμουν «Ετοιμαζόμουν να το κάνω. κάνω . Είναι πάνω. Θα… Μα τι έγινε;» «Με «Με συγχωρείς…» συγχω ρείς…» είπε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας. «Κατά πάσα πιθανότητα πιθανότητα δεν είναι εί ναι κάτι το ανησυχητικό. Απλώς μόλις μου τηλεφώνησε κάποιος κάποιος από το Γουόρινγκ Χάουζ. Εκείνη η γυναίκα που σου είπα το πρωί. Η Νικόλ. Ήθελε να μου δώσει ένα τηλέφωνο. τηλέφωνο. Είπε πως η φίλη σου η Κλερ Κ λερ τούς τηλεφώνησε και ήθελε να σου μιλήσει. Άφησε τον αριθμό της». της». Αισθάνθηκα ένα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Άκουσα το καζανάκι της της τουαλέτας τουαλέτας και μετά μετά νερό στο νιπτήρα. «Δεν καταλαβαίνω…» ψέλλισα. «Πρόσφατα;» «Όχι», μου απάντησε. «Αυτό έγινε μερικές εβδομάδες αφότου έφυγες για να πας να ζήσεις μαζί με τον Μπεν. Μιας Μιας και δεν ήσουν εκεί, τηλεφώνησε στον Μπεν, Μπεν, αλλά τους πήρε πάλι αργότερα και είπε ότι δεν μπορούσε να τον βρει. Τους ζήτησε να της πουν τη διεύθυνσή σου. Φυσικά δε γινόταν γι νόταν να το κάνουν αυτό, αυτό, και τους άφησε τον δικό της αριθμό για να σ’ τον δώσουν δ ώσουν αν τηλεφωνούσες εσύ ή ο Μπεν. Μπεν. Η Νικόλ Νικό λ βρήκε μια σημείωση στο φάκελό σου αφού μιλήσαμε το πρωί και με πήρε να μου δώσει δώσ ει τον αριθμό». Δεν καταλάβαινα. καταλάβαινα. «Μα «Μα γιατί δεν τον τον έστειλαν ταχυδρομικά ταχυδρομικά σε μένα; μένα; Ή στον στον Μπεν;» Μπεν;» «Η Νικόλ μού είπε ότι τον έστειλαν. Αλλά δεν επικοινώνησε επικοινώ νησε κανένας από τους δυο σας». «Την αλληλογραφία την έχει αναλάβει ο Μπεν», Μπεν», αποκρίθηκα. «Την παίρνει το πρωί. πρωί . Ή τουλάχιστον την πήρε σήμερα…» «Σου έδωσε ο Μπεν το τηλέφωνο της Κλερ;» «Όχι», απάντησα. απάντησα. «Μου «Μου είπε πως έχουμε χρόνια να επικοινωνήσουμε. επικοινω νήσουμε. Μετακόμισε Μετακόμισε αλλού λίγο μετά το γάμο μας. Στη Νέα Ζηλανδία…» «Ναι», «Ναι», είπε ο δόκτωρ Νας και μετά πρόσθεσε: «Κριστίν, μου το είχες αναφέρει αυτό, αλλά… ο αριθμός δεν είναι διεθνής». δ ιεθνής». Ένιωθα Ένιω θα μια σπίθα τρόμου να φουντώνει φουντώνει μέσα μου, αν αν και δεν ήξερα ακόμα γιατί. «Δηλαδή «Δηλαδή ξαναγύρισε;» ξ αναγύρισε;» «Η Νικόλ είπε ότι η Κλερ Κλ ερ σε επισκεπτόταν επισκεπτόταν συνέχεια στο Γουόρινγκ Χάουζ. Χ άουζ. Ήταν εκεί σχεδόν εξίσου εξί σου συχνά με τον Μπεν. Και η Νικόλ Νικό λ δεν άκουσε ποτέ ότι θα μετακόμιζε. Ούτε στη Νέα Ζηλανδία ούτε πουθενά αλλού». Αισθάνθηκα λες λες και όλα ξαφνικά κινούνταν πολύ πολύ γρήγορα και και δεν μπορούσα μπορούσα να τα τα προλάβω. Άκουγα τον Μπεν επάνω. Το νερό έπαψε να τρέχει, ο λέβητας είχε σταματήσει κι
αυτός. Πρέπει να υπάρχει υπάρχει κάποια λογική λογι κή εξήγηση, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Πρέπει. Ένιωθα Ένι ωθα ότι το μόνο που είχα να κάνω ήταν να επιβραδύνω τα πράγματα πράγματα για να μπορέσω να τα προφτάσω, να καταλάβω καταλάβω ποια ποι α ήταν η ερμηνεία ερμηνεία τους. Ήθελα να πάψει να μιλάει, να αναιρέσει όσα όσ α είπε, αλλά εκείνος συνέχισε. «Υπάρχει «Υπάρχει κάτι ακόμα…» πρόσθεσε πρόσθεσε ο Νας. «Λυπάμαι, «Λυπάμαι, Κριστίν, Κρισ τίν, αλλά η Νικόλ με ρώτησε ρώ τησε πώς πας και κ αι της απάντησα. Είπε πως ήταν παράξενο παράξενο που ζούσες πάλι με τον Μπεν. Μπεν. Τη ρώτησα γιατί». «Ναι…» άκουσα τον εαυτό μου να λέει. «Συνέχισε». «Κριστίν, άκου. Είπε πως εσύ και ο Μπεν είχατε πάρει πάρει διαζύγιο». διαζύγι ο». Το δωμάτ δω μάτιο ιο έγειρε. έγει ρε. Γαντζώθηκα από το μπράτσο μπράτσο της πολυθρόνας για να μην πέσω. Δεν έβγαινε νόημα. Στην Στην τηλεόραση μια ξανθιά φώναζε φώ ναζε σ’ έναν πιο ηλικιωμένο ηλικιω μένο άντρα, του του έλεγε ότι τον μισεί. Ήθελα να ουρλιάξω κι εγώ. εγώ . «Τι;» τραύλισα. «Είπε πως πως εσύ και ο Μπεν είχατε χωρίσει. χωρίσει . Ο Μπεν Μπεν σ’ άφησε. Γύρω στον ένα χρόνο αφότου σε μετέφεραν μετέφεραν στο Γουόρινγκ Γουόρι νγκ Χάουζ». Χ άουζ». «Είχαμε χωρίσει;» χωρίσ ει;» ψέλλισα. Ένιωθα Ένιω θα λες και το δωμάτιο υποχωρεί, μικραίνει τόσο, που πολύ γρήγορα θα εξαφανιστεί. «Είσαι σίγουρος;» σίγο υρος;» «Ναι. «Ναι. Αυτό μου είπε. Κι επίσης είχε την εντύπωση πως αυτό ίσω ς σχετιζόταν με την Κλερ. Δεν ήθελε ήθελε να πει πει τίποτε άλλο». «Την Κλερ;» ρώτησα. «Ναι», μου απάντησε. Ακόμα και μέσα στη δική μου σύγχυση έβλεπα πόσο δύσκολη του ήταν αυτή αυτή η συζήτηση. Ο δισταγμός στη σ τη φωνή του, ο τρόπος της ομιλίας ομιλ ίας του – αργή, σαν να εξέταζε προσεκτικά κάθε δυνατή δυνατή επιλογή πριν αποφασίσει αποφασίσ ει ποιο ήταν το καλύτερο καλύτερο να πει. «Δε γνωρίζω γιατί δε σ’ σ ’ τα λέει όλα ο Μπεν», Μπεν», πρόσθεσε. «Σίγουρα «Σίγουρα πιστεύει πως αυτό είναι προτιμότερο. Σε προστατεύει. προστατεύει. Αλλά τώρα δεν ξέρω… ξ έρω… Να μη σου πει ότι η Κλερ ζει ακόμα εδώ; Να μη σου πει για το διαζύγιο; διαζύγι ο; Δεν ξέρω… Δε μου φαίνεται φαίνεται σωστό, σω στό, αλλά φαντάζομαι φαντάζομαι ότι ό τι θα έχει τους λόγους του». του». Δεν αποκρίθηκα. «Σκέφτηκα «Σκέφτηκα μήπως μήπως να ρωτήσεις την Κλερ. Ίσως Ίσω ς αυτή έχει κάποιες απαντήσεις. Μπορεί και να ν α κατάφερνε κατάφερνε να μιλήσει στον Μπεν. Μπεν. Δεν ξέρω…» Άλλη μία μία παύση. «Κριστίν, έχεις ένα στιλό; Θέλεις να σου δώσω δώ σω τον αριθμό;» Ξεροκατάπια. «Ναι…» μουρμούρισα. «Ευχαριστώ». Έπιασα την άκρη της εφημερίδας από το τραπεζάκι τραπεζάκι και κ αι το στιλό στιλ ό δίπλα δί πλα της κι έγραψα τον αριθμό που μου έδωσε. Άκουσα το σύρτη στην πόρτα πόρτα του μπάνιου να ανοίγει και τον Μπεν να βγαίνει στο κεφαλόσκαλο. «Κριστίν;» είπε ο δόκτωρ δόκτω ρ Νας. «Θα σε πάρω αύριο. Μην πεις τίποτα στον Μπεν. Πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Εντάξει;» Άκουσα τον εαυτό εαυτό μου να συμφωνεί, να λέει αντίο. Μου Μου είπε να μην μην ξεχάσω να τα καταγράψω καταγράψω αυτά στο ημερολόγιο πριν κοιμηθώ. κοι μηθώ. Έγραψα Κλερ δίπλα στον αριθμό, χωρίς χωρί ς να ξέρω ακόμα τι θα κάνω. Έσκισ Έ σκισα α την άκρη της εφημερίδας εφημερίδας και την έβαλα στην τσάντα τσάντα μου. Δεν είπα τίποτα τίποτα όταν όταν κατέβηκε κατέβηκε ο Μπεν, Μπεν, τίποτα τίποτα όταν όταν κάθισε στον καναπέ δίπλα μου. Κάρφωσα το βλέμμα στην τηλεόραση. τηλεόραση. Έδειχνε Έδει χνε ένα ντοκιμαντέρ για τη φύση. Η πανίδα στην άβυσσο των ωκεανών. ωκεανώ ν. Ένα τηλεχειριζόμενο βαθυσκάφος εξερευνούσε μια υποβρύχια υποβρύχια
τάφρο με σπασμωδι σπασμωδικά κά τινάγματα. τινάγματα. Δύο προβολείς φώτιζαν φώτι ζαν μέρη που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ φως έως τότε. Φαντάσματα του βυθού. Ήθελα να τον ρωτήσω αν έχει ακόμα επαφή με την την Κλερ, αλλά δεν είχα εί χα όρεξη να ακούσω πάλι ψέματα. ψέματα. Ένα γιγάντιο καλαμάρι αιωρούνταν στα σκοτεινά σ κοτεινά νερά, παρασυρόταν από από το ρεύμα. ρεύμα. Αυτό το πλάσμα δεν έχει αποτυπωθεί αποτυπωθεί ποτέ ως τώρα σε ταινία, έλεγε ο σχολιαστής με συνοδεία ηλεκτρονικής μουσικής. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Μπεν. Μπεν. Έγνεψα Έγ νεψα καταφατικά καταφατικά χωρίς χωρί ς να ν α πάρω τα μάτια μου από την οθόνη. Σηκώθηκε. «Έχω «Έχω δουλειά να κάνω», συμπλήρωσε. «Πάνω. Θα έρθω σε λίγο για ύπνο». ύπνο». Τον κοίταξα. κοί ταξα. Δεν Δεν ήξερα ποιος είναι. «Εντάξει», αποκρίθηκα. αποκρίθηκα.
Τετάρτη 21 Νοέμβρη Πέρασα όλο το πρωί διαβάζοντας το ημερολόγιο. Παρ’ όλα αυτά, δεν το διάβασα όλο. Μερικές σελίδες τις κοίταξα απλώς στα πεταχτά, πεταχτά, ενώ ενώ άλλες τις διάβασα δ ιάβασα ξανά και ξανά προσπαθώντας να τις πιστέψω. πισ τέψω. Και τώρα είμαι εί μαι στην κρεβατοκάμαρα, κρεβατοκάμαρα, καθισμένη στο πρεβάζι πρεβάζι του παραθύρου, παραθύρου, και γράφω πάλι. Έχω το τηλέφωνο επάνω στα πόδια μου. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να καλέσω τον αριθμό της Κλερ; Νευρικές Νευρικές ώσεις, ώ σεις, μυϊκές συσπάσεις. συσπάσεις . Αυτό χρειάζεται χρειάζεται όλο κι όλο. Τίποτα το πολύπλοκο. Τίποτα το δύσκολο. Αλλά μου είναι πολύ πιο εύκολο να πάρω ένα στιλό σ τιλό και να αρχίσω να γράφω αντί να τηλεφωνήσω. Σήμερα Σήμερα το πρωί πήγα στην κουζίνα. Η ζωή μου, σκέφτηκα, είναι χτισμένη επάνω σε κινούμενη άμμο. Μεταβάλλεται μέρα με τη μέρα. Πράγματα που νομίζω ότι ξέρω αποδεικνύονται λάθος, πράγματα πράγματα για τα οποία είμαι σίγουρη, σί γουρη, αντικειμενικά γεγονότα για τη ζωή μου, για τον εαυτό μου, φαίνεται φαίνεται πως ίσχυαν πριν από χρόνια, χρόνι α, αλλά όχι πια. Όλο το ιστορικό που διάβασα θυμίζει μυθιστόρημα. Ο δόκτωρ Νας, ο Μπεν. Μπεν. Ο Άνταμ και τώρα η Κλερ. Υπάρχουν, αλλά φαντάζουν φαντάζουν σαν σκιές σκι ές μέσα στο σκοτάδι. Άγνωστοι Άγνω στοι που διασταυρώνονται με τη ζωή ζω ή μου, συνδέονται, αποσυνδέονται. Φευγαλέοι, Φευγαλέοι, άπιαστοι. Σαν φαντάσματα. Και όχι όχ ι μόνο αυτοί. Καθετί. Τα πάντα είναι επινοημένα. Δημιουργημένα Δημιουργημένα ως διά δι ά μαγείας από το τίποτα. Χρειάζομαι απεγνωσμένα στέρεο στέρεο έδαφος, κάτι πραγματικό, πραγματικό, κάτι που δε θα εξαφανιστεί μόλις κοιμηθώ. κοι μηθώ. Έχω ανάγκη να στηρίξω κάπου τον εαυτό εαυτό μου. Άνοιξα το καπάκι καπάκι του σκουπιδοτενεκέ. σκουπιδοτενεκέ. Μια Μια ζέστη αναδύθηκε αναδύθηκε από μέσα, μέσα, η θερμότητα θερμότητα της αποσύνθεσης και της σήψης. Μύριζε, ανεπαίσθητα. Η γλυκιά, αηδιαστική οσμή του σάπιου φαγητού. Είδα μια εφημερίδα εφημερίδα με το σταυρόλεξο μισοσυμπληρωμέ μισ οσυμπληρωμένο νο κι ένα μοναχικό σακουλάκι του τσαγιού να τη μουλιάζει χαρίζοντάς χαρίζ οντάς της μια καφέ απόχρωση. Κράτησα την ανάσα μου και γονάτισα στο πάτωμα. Μέσα στην εφημερίδα υπήρχαν κομμάτια πορσελάνης, ψίχουλα, μια λεπτή λευκή σκόνη και από κάτω μια μι α σακούλα δεμένη. Την έβγαλα έξω, με το μυαλό μου να πηγαίνει σε βρόμικες πάνες, και αποφάσισα να την ανοίξω αργότερα αν αν χρειαστεί. Στο κάτω μέρος υπήρχαν υπήρχαν φλούδες από πατάτες πατάτες κι ένα σχεδόν άδειο πλαστικό μπουκάλι μπουκάλι που έτρεχε κέτσαπ. κέτσαπ. α παραμέρισα και τα δύο. Τσόφλια από αυγά –τέσσερα πέντε– και μερικά κρεμμυδόφυλλα. Τα υπολείμματα μιας κόκκινης πιπεριάς, ένα μεγάλο μανιτάρι, μανιτάρι, το μισό σαπισμένο. σ απισμένο. Ικανοποιημένη, Ικανοποιημένη, τα έβαλα πάλι πάλι όλα πίσω στο σκουπιδοτενεκέ και τον έκλεισα. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Χτες βράδυ φάγαμε φάγαμε ομελέτα. ομελέτα. Ένα πιάτο είχε εί χε σπάσει. Κοίταξα Κοί ταξα στο ψυγείο. Δύο χοιρινές μπριζόλες μέσα σε πλαστικό πλαστικό δίσκο. δίσ κο. Στο διάδρομο οι παντόφλες του του Μπεν Μπεν μπροστά στη σκάλα. Όλα όπως ακριβώς ακριβώ ς τα περιέγραψα στο ημερολόγιο χτες βράδυ. Δεν τα επινόησα. Είναι αλήθεια. Κι αυτό σήμαινε ότι ο αριθμός αρι θμός είναι της Κλερ. Όντως μου τηλεφώνησε τηλεφώνησε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας. Ο Μπεν Μπεν κι εγώ είμαστε εί μαστε χωρισμένοι. Θέλω να τηλεφωνήσω στον δόκτορα δό κτορα Νας τώρα. Θέλω Θέλω να τον ρωτήσω ρω τήσω τι να κάνω ή,
ακόμα καλύτερα, καλύτερα, να του ζητήσω να το κάνει κ άνει αυτός για μένα. Για πόσο καιρό, όμως, θα είμαι μια απλή επισκέπτρια επισκέπτρια στην ίδια ίδι α μου τη ζωή; Πόσο καιρό θα είμαι παθητική; Πρέπει να πάρω τον έλεγχο. Μου περνάει από το μυαλό η σκέψη ότι μπορεί να μην ξαναδώ ποτέ τον Νας τώρα που του αποκάλυψα τα συναισθήματά μου, το ξεμυάλισμά μου με κείνον, αλλά δεν την αφήνω αφήνω να ριζώσει ριζ ώσει.. Όπως και να ’χει, πρέπει πρέπει να μιλήσω στην Κλερ η ίδια. Αλλά τι τι θα πω; πω; Φαίνεται να έχουμε έχουμε τόσο τόσο πολλά να πούμε και τόσο λίγα μαζί. Έχουμε τόση κοινή ιστορία, την οποία, όμως, εγώ αγνοώ τελείως. Συλλογίστηκα αυτά που που μου είπε ο δόκτωρ Νας, τους λόγους για τους οποίους οποίο υς χωρίσαμε χωρί σαμε με τον Μπεν. Μπεν. Ίσως Ίσω ς σχετιζόταν σχ ετιζόταν με την Κλερ. Φαίνεται λογικό. Πριν Π ριν από χρόνια, χρόνι α, όταν τον χρειαζόμουν περισσ περισσότερο, ότερο, αλλά δεν τον καταλάβαινα καταλάβαινα καθόλου, ο άντρας μου με χώρισε και τώρα τώ ρα είμαστε πάλι πάλι μαζί και μου λέει ότι η καλύτερή μου φίλη μετακόμισε στην άλλη άκρη του κόσμου. Γι’ αυτό δεν μπορώ να της τηλεφωνήσω τηλεφωνήσω;; Επειδή φοβάμαι φοβάμαι πως η Κλερ ίσως ίσω ς κρύβει πράγματα πράγματα που δεν είμαι σε θέση να διανοηθώ καν; Και γι’ αυτό ο Μπεν δε θέλει να θυμηθώ κι άλλα; Μήπως γι’ γ ι’ αυτό έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει ότι κάθε προσπάθεια θεραπείας θεραπείας είναι μάταιη, για να μην μπορέσω μπορέσω ποτέ να συνδέσω ανάμνηση με ανάμνηση και να καταλάβω καταλάβω τι συμβαίνει; Δεν μπορώ να φανταστώ φανταστώ πως θα έκανε κάτι τέτοιο. τέτοιο. Κανένας δε θα θα έφτανε έφτανε σ’ αυτό το σημείο. Είναι γελοίο. γελοί ο. Σκέφτομαι Σκέφτομαι όσα μου είπε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας για το διάστημα δι άστημα που που έμεινα στο νοσοκομείο. Ισχυριζόσουν ότι οι γιατροί συνωμοτούν εναντίον σου, είπε. Είχες συμπτώματα παράνοιας. Αναρωτιέμαι μήπως μήπως αυτό ακριβώς έχω και τώρα. Ξαφνικά με πλημμυρίζει πλημμυρίζει μια ανάμνηση. Με χτυπάει χτυπάει σχεδόν βίαια, ανεβαίνοντας από το κενό του παρελθόντος παρελθόντος μου, και με σοκάρει, αλλά ύστερα εξαφανίζεται εξίσου εξίσο υ γρήγορα. Η Κλερ Κ λερ κι εγώ σ’ ένα άλλο πάρτι. «Χριστέ μου…» μου…» λέει. «Είναι «Είναι μεγάλο σπάσιμο! Ξέρεις ποιο πιστεύω πισ τεύω πως είναι το πρόβλημα; πρόβλημα; Όλοι είναι τόσο κολλημένοι κο λλημένοι με το το σεξ. Σαν ζώα που ζευγαρώνουν! Όσο κι αν προσπαθούμε προσπαθούμε να το αποφύγουμε, να το παρουσιάσουμε παρουσιάσουμε σαν κάτι άλλο, στην πραγματικότητα πραγματικότητα αυτό αυτό είναι όλο κι όλο». Μήπως, Μήπως, όσο εγώ ήμουν κολλημένη στη δική μου κόλαση, η Κλερ και ο Μπεν αναζήτησαν αναζήτησαν παρηγοριά ο ένας στον άλλο; Κοιτάζω προς τα κάτω. Το τηλέφωνο κείτεται νεκρό επάνω στα πόδια μου. Δεν έχω ιδέα πού πηγαίνει πραγματικά ο Μπεν όταν φεύγει κάθε πρωί ή πού μπορεί να σταμ σ ταματάε ατάειι καθώς επιστρέφει στο σπίτι. Θα μπορούσε να πηγαίνει οπουδήποτ ο πουδήποτε. ε. Και δεν δ εν έχω τη δυνατότητα να χτίσω υποψία επάνω επάνω στην υποψία, να συνδέσω ένα γεγονός με ένα άλλο. Ακόμα κι αν μια μέρα έπιανα την Κλερ και τον Μπεν στο κρεβάτι, την επόμενη θα είχα ξεχάσει αυτό που είδα. Είμαι ο τέλειος άνθρωπος για να τον απατούν. Μπορεί Μπορεί να βλέπονται ακόμα. Ίσως τους έχω ανακαλύψει ανακαλύψει ήδη και το έχω ξεχάσει. ξ εχάσει. Το σκέφτομαι, αλλά για κάποιο λόγο δεν πιστεύω πως είναι είν αι αλήθεια. Έχω εμπιστοσύνη στον Μπεν και ταυτόχρονα ταυτόχρονα δεν έχω. Δεν είναι διόλου δι όλου απίθανο να έχεις δύο ασύμφωνες απόψεις στο νου νο υ σου ταυτόχρονα, ταυτόχρονα, να αμφιταλαντεύεσαι αμφιταλαντεύεσαι ανάμεσά ανάμεσά τους – το αντίθετο μάλιστα. Αλλά γιατί να πει ψέματ ψέματα α ο Μπεν; Μπεν; Απλώς Απλώς πιστεύει ότι κάνει κάνει το σωστό, επαναλαμβά επαναλαμβάνω νω
συνέχεια στον εαυτό μου. Σε προστατεύει. Σε προφυλάσσει από πράγματα που δε χρειάζεται να ξέρεις. ξέρεις. Φυσικά κάλεσα τον αριθμό. αρι θμό. Δεν Δεν υπήρχε περίπτωση περίπτωση να ν α μην τηλεφωνήσω τηλεφωνήσω.. Χτύπησε για λίγο, και ύστερα ακούστηκε ένα κλικ και μια φωνή. «Γεια», είπε. «Παρακαλώ, «Παρακαλώ, αφήστε μήνυμα». Αναγνώρισα αμέσως τη χροιά. Ήταν Ήταν της της Κλερ. Ήμουν Ήμουν σίγουρη. Άφησα μήνυμα μήνυμα.. Σε παρακαλώ, παρακαλώ, πάρε με. Είμαι η Κριστίν. Κατέβηκα Κατέβηκα κάτω. Είχα κάνει ό,τι μπορούσα. *** Περίμενα. Πέρασε μία ώρα, ώ ρα, που έγιναν δύο. Στο μεταξύ έγραφα στο ημερολόγιό ημερολόγιό μου, και αφού δεν τηλεφωνούσε, έφτιαξα ένα σάντουιτς και το έφαγα στο καθιστικό. Ενώ ήμουν στην κουζίνα –όπου –ό που καθάρισα τον πάγκο, έριξα τα ψίχουλα στην σ την παλάμη παλάμη μου, ετοιμαζόμουν να τα πετάξω πετάξω στο νεροχύτη–, χτύπησε χτύπησε το κουδούνι. κουδούνι . Ο θόρυβος με ξάφνιασε. Άφησα το το σφουγγάρι, σκούπισα τα χέρια μου στην πετσέτ πετσέτα α που κρεμόταν κρεμόταν από το κρεμαστάρι κρεμαστάρι του φούρνου και πήγα να δω ποιος ήταν. Μέσα από το θαμπό θαμπό τζάμι διέκρινα δ ιέκρινα τη σιλουέτα ενός άντρα. Δε φορούσε στολή, μάλλον κοστούμι και γραβάτα. Ο Μπεν; σκέφτηκα, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι θα ήταν ακόμα στη δουλειά. Άνοιξα Άνοιξ α την πόρτα. Ήταν ο δόκτωρ Νας. Το κατάλαβα εν μέρει μέρει επειδή δε θα μπορούσε να είναι κανένας άλλος, αλλά εν μέρει, επίσης, επειδή τον αναγνώρισα. Όταν διάβασα γι’ αυτόν το πρωί, δεν δ εν ήμουν σε θέση να τον φανταστώ, αλλά παρ’ όλα αυτά τώρα τα κατάφερα, ενώ ο άντρας μου είχε παραμείνει παραμείνει ένας άγνωστος άγνω στος για μένα ακόμα και αφού μου είχε πει ποιος είναι. Τα μαλλιά του ήταν κοντά με χωρίστρα, χωρί στρα, η γραβάτα του χαλαρή και κακοδεμένη, και κάτω από το σακάκι φορούσε φορο ύσε ένα πουλόβερ που δεν ταίριαζε με το κοστούμι του. Πρέπει να είδε την έκπληξη που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου. «Κριστίν;» είπε. «Ναι», απάντησα. «Ναι». Είχα ανοίξει ελάχιστα την πόρτα. «Εγώ είμαι. Ο Εντ. Εντ Νας. Ο δόκτωρ Νας;» «Το ξέρω», αποκρίθηκα. «Διάβασες «Διάβασες το ημερολόγιό σου;» «Ναι, αλλά…» «Είσαι εντάξει;» «Ναι. Μια χαρά». Χαμήλωσε τη φωνή του. «Είναι σπίτι σ πίτι ο Μπεν;» Μπεν;» «Όχι, δεν είναι. Απλώς δε σε περίμενα. Είχαμε κανονίσει κανονίσει συνάντηση;» Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή, σ τιγμή, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, δευτερολέπτου, μια αντίδραση που διατάραξε το ρυθμό της συζήτησης. Δεν είχαμε κανονίσει συνάντηση, το γνώριζα γνώρι ζα αυτό. Ή τουλάχιστον δεν είχα γράψει κάτι. «Ναι», απάντησε. «Δεν το έγραψες;» Δεν το είχα γράψει, γράψει, αλλά δεν είπα τίποτα. Στεκόμασταν Στεκόμασταν στο στο κατώφλι του σπιτιού που ακόμα δεν μπορούσα μπορούσα να το αισθανθώ δικό δι κό μου κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. «Μπορώ να περάσω;» με ρώτησε.
Στην αρχή δε μίλησα. Δεν ήμουν ήμουν σίγουρη σί γουρη αν ήθελα να τον καλέσω μέσα. Μου Μου φαινόταν κακό για κάποιο λόγο. Κάτι σαν προδοσία. Τι θα πρόδιδα όμως; όμως ; Την εμπιστοσύνη του Μπεν; Δεν Δεν ήξερα πια πόσο σημαντ σ ημαντική ική ήταν αυτή για μένα μετά τα ψέματα που μου αράδιαζε. Είχα περάσει σχεδόν όλο το πρωί διαβάζοντας για τα ψέματά του. «Ναι», απάντησα. Άνοιξα την πόρτα. Έκανε ένα νεύμα καθώς έμπαινε στο σπίτι και κοίταξε δεξιά δεξι ά και αριστερά. αρι στερά. Πήρα το παλτό παλτό του και το κρέμασα στο πορτμαντό πορτμαντό δίπλα σ’ ένα άνορακ που πρέπει πρέπει να ήταν δικό μου. «Από δω…» πρόσθεσα δείχνοντας προς το καθιστικό. Έφτιαξα κάτι να ν α πιούμε, του έδωσα το δικό δι κό του ρόφημα και ύστερα κάθισα απέναντί του κρατώντας το δικό μου. Δεν Δεν είπε κουβέντα, κι εγώ ήπια αργά μια γουλιά και μετά περίμενα περίμενα όσο έκανε κι εκείνος το ίδιο. ί διο. Άφησε το φλιτζάνι του στο τραπεζάκι τραπεζάκι ανάμεσά μας. μας. «Δε θυμάσαι που μου ζήτησες να έρθω;» ρώτησε. «Όχι», είπα. «Πότε;» Η απάντησή του με πάγωσε. «Σήμερα το πρωί. Όταν σε πήρα να σου υπενθυμίσω πού να βρεις το ημερολόγιο». Δε θυμόμουν θυμόμουν ότι μου τηλεφώνησε το το πρωί και ακόμα δεν μπορώ μπορώ να το ανακαλέσω, ανακαλέσω, και τώρα που έχει φύγει. Σκέφτηκα Σκέφτηκα άλλα παρόμοια περιστατικά που είχα γράψει. Ένα πιάτο πι άτο με πεπόνι πεπόνι που δε θυμόμουν να έχω παραγγείλει. Ένα βούτημα που δεν το είχα ζητήσει. «Δε θυμάμαι…» αποκρίθηκα. Άρχισε να με κυριεύει πανικός. Με κοίταξε ανήσυχος. «Μήπως «Μήπως κοιμήθη κοι μήθηκες κες σήμερα; Για ώρα, όχι να σε πάρει απλώς για λίγο ο ύπνος…» «Όχι», απάντησα. «Όχι. Καθόλου. Απλώς δε θυμάμαι. Πότε ήταν; Πότε;» «Κριστίν», είπε. «Ηρέμησε… Μάλλον δεν είναι είν αι τίποτα» τί ποτα».. «Μα τι γίνεται αν… Αν δεν…» «Κριστίν, σε παρακαλώ. Δε σημαίνει τίποτε αυτό. αυτό. Απλώς το ξέχασες, αυτό είναι όλο. όλ ο. Όλοι ξεχνούν κάποια πράγματα πράγματα μερικές φορές». «Όχι όμως ολόκληρες ολό κληρες συζητήσεις. Αυτό πρέπει πρέπει να έγινε πριν από μερικές ώρες ώ ρες μόνο!» «Ναι», «Ναι», αποκρίθηκε. Μιλούσε μαλακά προσπαθώντας προσπαθώντας να με ηρεμήσει, ηρεμήσει, αλλά χωρίς να μετακινηθεί μετακινηθεί από κει που καθόταν. καθόταν. «Τελευταία, «Τελευταία, όμως, έχεις περάσει πολλά. Η μνήμη σου ήταν πάντα πάντα ευμετάβλητ ευμετάβλητη. η. Το να ξεχάσεις κάτι δε σημαίνει πως επιδεινώνεται επιδει νώνεται η κατάστασή σου, πως δε θα καλυτερέψεις καλυτερέψεις πάλι. Εντάξει;» Έγνεψα καταφατικά καταφατικά προσπαθώντας να τον πιστέψω, θέλοντας απεγνωσμένα να τον πιστέψω. πισ τέψω. «Μου «Μου ζήτησες να έρθω επειδή ήθελες να μιλήσεις στην σ την Κλερ, αλλά δεν ήξερες αν μπορείς μπορείς να το κάνεις. κάνεις . Και ήθελες να μιλήσω εγώ στον Μπεν για λογαριασμό σου». σ ου». «Ναι;» «Ναι. «Ναι. Είπες ότι ό τι δεν μπορούσες να το κάνεις κάνει ς μόνη σου». Τον κοιτούσα, κοι τούσα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν σκεφτόμουν αυτά που είχα γράψει. Συνειδητοποίησα ότι δεν τον πίστευα. Πρέπει να βρήκα το ημερολόγιο μόνη μου. Δεν του είχα ζητήσει να έρθει εδώ σήμερα σ ήμερα.. Δεν ήθελα να μιλήσει στον Μπεν. Γιατί να θέλω κάτι τέτοιο όταν είχα αποφασίσει να μην του πω τίποτα προς το παρόν; Και γιατί να του πω ότι θέλω να είναι εδώ για γι α να με βοηθήσει βοηθήσει να μιλήσω στην Κλερ όταν της είχα τηλεφωνήσει ήδη μόνη μου και
της είχα αφήσει μήνυμα; μήνυμα; Λέει ψέματα. ψέματα. Άρχισα να σκέφτομαι σκέφτομαι ποιους άλλους λόγους είχε για να θέλει να έρθει. Τι ήταν αυτό αυτό που ένιωθε ένιω θε ότι δεν μπορούσε να μου πει. Δεν έχω μνήμη, μνήμη, αλλά δεν είμαι ηλίθια. «Τι «Τι είναι αυτό, στ’ αλήθεια, που σ’ έφερε εδώ;» ρώτησα. Εκείνος ανακάθισε στην πολυθρόνα. Μπορεί Μπορεί να ήθελε απλώς να δει το εσωτερικό του σπιτιού όπου ζούσα. Ή να με συναντήσει για μία ακόμα φορά πριν μιλήσω στον Μπεν. «Ανησυχούσες μήπως μήπως ο Μπεν δε μ’ αφήσει να σε βλέπω αφού του πω για μας;» Μου έρχεται έρχεται άλλη μία σκέψη. Ίσως Ίσω ς δεν κάνει καμία έρευνα. Πιθανόν να έχει άλλους λόγους για γι α να θέλει θέλει να περνάει τόσο χρόνο μαζί μου. Τη διώχνω διώχ νω από το νου μου. «Όχι», απάντησε. απάντησε. «Δεν «Δεν είναι αυτό. Ήρθα επειδή μου το ζήτησες. Άλλωστε Άλλωσ τε αποφάσισες να μην πεις στον Μπεν ότι με βλέπεις. Ήθελες να μιλήσεις μιλήσει ς στην Κλερ Κλ ερ πρώτα. Το θυμάσαι;» Έκανα ένα αρνητικό νεύμα. Όχι, δεν το θυμόμουν. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. «Η Κλερ γαμιέται με τον άντρα μου!» αντιγύρισα. Με κοίταξε σοκαρισμένος. σο καρισμένος. «Κριστίν…» «Κρι στίν…» τραύλισε. «Δεν…» «Δεν…» «Ο Μπεν μού φέρεται σαν να είμαι καμιά ηλίθια!» τον διέκοψα. «Μου λέει ψέματα για όλα. Ε λοιπόν, δεν είμαι ηλίθια!» «Το ξέρω πως δεν είσαι ηλίθια», μου αποκρίθηκε. αποκρίθηκε. «Αλλά δε νομίζω…» «Γαμιούνται «Γαμιούνται εδώ και χρόνια!» είπα. «Αυτό «Αυτό τα εξηγεί όλα. Να γιατί μου λέει πως η Κλερ μετακόμισε μετακόμισε στη Νέα Ζηλανδία. Γιατί δεν την έχω δει ενώ υποτίθεται ότι είναι η καλύτερή μου φίλη». «Κριστίν», είπε ο Νας, «δε σκέφτεσαι σωστά». σω στά». Ήρθε και κάθισε στον καναπέ δίπλα μου. «Ο Μπεν Μπεν σ’ αγαπάει. Αυτό το ξέρω. Μίλησα μαζί του, προσπάθησα προσπάθησα να τον πείσω να μ’ αφήσει να σε δω. δ ω. Σου ήταν απόλυτα αφοσιωμένος. Απόλυτα! Μου είπε πως σε είχε χάσει μία φορά στο παρελθόν και δεν ήθελε να σε ξαναχάσει. Πως Πω ς σ’ έβλεπε να υποφέρεις υποφέρεις κάθε φορά που δοκίμαζαν να σου κάνουν κάποια αγωγή αγωγ ή και πως δε θ’ αφήσει να σε πονέσουν πάλι. Σ’ αγαπάει, αγαπάει, είναι είν αι φανερό. Προσπαθε Προσ παθείί να σε προστατέψει. προστατέψει. Από την αλήθεια ίσως…» ίσω ς…» Σκέφτηκα Σκέφτηκα αυτά που που είχα διαβάσει δι αβάσει το πρωί. Για το διαζύγιο. δι αζύγιο. «Μ’ άφησε άφησε όμως. Για Γι α να είναι μαζί της…» «Κριστίν», είπε εκείνος, «δε σκέφτεσαι σωστά. σω στά. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, πράγματα, γιατί να σε φέρει εδώ; Απλώς θα σ’ άφηνε στο Γουόρινγκ Χάουζ. Δεν το έκανε όμως. Σε φροντίζει. Κάθε μέρα». Αισθάνθηκα τον τον εαυτό εαυτό μου να καταρρέει, καταρρέει, να διπλώνεται στα δύο. Ένιωθα Ένιω θα σαν να καταλαβαίνω καταλαβαίνω τα λόγια του και ταυτόχρονα ταυτόχρονα σαν να μην τα καταλαβαίνω. καταλαβαίνω. Αισθανόμουν Αι σθανόμουν τη ζέστη που εξέπεμπε το σώμα του, την καλοσύνη στα μάτια του. Μου χαμογέλασε καθώς τον κοιτούσα. Φαινόταν θαρρείς και γιγαντωνόταν, ώσπου το σώμα σώ μα του ήταν ήταν το μόνο που έβλεπα, η ανάσα του το μόνο που άκουγα. Μιλούσε, αλλά ο ήχος δεν έφτανε στα αυτιά μου. Άκουγα μόνο μία λέξη. Αγάπη. Δεν έκανα σκόπιμα ό,τι έκανα. Δεν το προγραμμά προγραμμάτισα. τισα. Έγινε ξαφνικά, η ζωή μου κολλημένο καπάκι που τελικά τελικά ξεκολλάει. Τη Τ η μια στιγμή τον κοιτούσα, και την άλλη αισθάνθηκα τα χείλη μου επάνω στα δικά του, τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του. Τα μαλλιά του ήταν υγρά, και δεν καταλάβαινα γιατί ούτε και με ένοιαζε. Ήθελα Ή θελα να μιλήσω, να του πω τι ένιωθα, ένιω θα, αλλά δεν το έκανα, έκανα, γιατί θα έπρεπε να πάψω πάψω να τον φιλάω, να δώσω δ ώσω τέλος σ’ αυτήν τη στιγμή που ήθελα να κρατήσει κρατήσει αιώνια. αιώ νια. Επιτέλους αισθανόμουν γυναίκα.
Είχα τον έλεγχο. Πρέπει να είχα φιλήσει φι λήσει και άλλους άντρες, αλλά δε θυμάμαι θυμάμαι –δεν έχω γράψει– καμία περίπτωση όπου φιλάω οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον σύζυγό μου. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το πρώτο μου φιλί. φιλί . Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε. κράτησε. Δεν Δεν ξέρω καν πώς πώς έγινε, τη μια μια στιγμή να κάθομαι στον καναπέ δίπλα του, σχεδόν εξαϋλωμένη, τόσο τόσο μικρή που ένιωθα ένιω θα ότι μπορεί να εξαφανιστώ, και την άλλη να τον φιλάω. φι λάω. Δε θυμάμαι θυμάμαι να κάνω την κίνηση, πράγμα που δε σημαίνει βέβαια πως δε θυμάμαι να το θέλω. Δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου το πώς άρχισε. άρχι σε. Ανακαλώ μόνον ότι βρέθηκα βρέθηκα από από τη τη μια κατάστα κατάσταση ση στην άλλη χωρίς τίποτα ενδιάμεσα, ενδιάμεσα, χωρίς ωρί ς καμία ευκαιρία ευκαιρία για συνειδητή σκέψη ή απόφαση. απόφαση. Δε με έσπρωξε απότομα απότομα μακριά μακριά του. Ήταν μαλακός. μαλακός. Με Με λυπήθηκε λυπήθηκε σ’ αυτό αυτό τουλάχιστον. Δε με με πρόσβαλε πρόσβαλε ρωτώντας με τι κάνω, και πολύ περισσότερο τι νομίζω ότι κάνω. Απλώς τράβηξε τα χείλη του από τα δικά μου, μετά τα χέρια μου από τους ώμους του και είπε απαλά «Όχι…» Έμεινα άναυδη. Από αυτά που έκανα; Ή από την αντίδρασή του; Δεν ξέρω. Αισθανόμουν Αι σθανόμουν μόνον ότι, για γι α μια στιγμή, είχα βρεθεί κάπου αλλού και μια νέα Κριστίν είχε εί χε πάρει τον έλεγχο, με είχε κυριέψει εντελώς και μετά είχε εξαφανιστεί. Δεν ένιωθα φρίκη όμως. όμως . Ούτε καν απογοήτευση. Ήμουν χαρούμενη. χαρούμενη. Χαρούμενη γιατί, χάρη σ’ αυτήν, είχε συμβεί κάτι. Με κοίταξε. «Λυπάμαι…» «Λυπάμαι…» ψέλλισε, ψέλλισε, και δεν μπορούσα να καταλάβω τι αισθάνετα αι σθάνεται. ι. Θυμό; Οίκτο; Θλίψη; Οτιδήποτε από αυτά θα ήταν πιθανό. Ίσως η έκφραση που έβλεπα ήταν ένα μείγμα και των τριών. τριώ ν. Κρατούσε ακόμα τα χέρια, μου τα έβαλε έβαλε πάλι επάνω στα πόδια μου και ύστερα τα άφησε. «Λυπάμαι, Κριστίν…» επανέλαβε. Δεν ήξερα τι τι να πω. Τι να κάνω. κάνω. Έστεκα αποσβολωμένη, αποσβολωμένη, ετοιμαζόμουν ετοιμαζόμουν να ζητήσω ζητήσω κι εγώ συγγνώμη, αλλά μετά είπα: «Εντ… Σ’ αγαπάω». Έκλεισε τα μάτια μάτια του. «Κριστίν», «Κρισ τίν», είπε, «δεν…» «δεν…» «Σε παρακαλώ…» παρακαλώ…» αντιγύρισα. αντιγύρισα. «Μη μου πεις πεις πως δεν το ένιωσες ένιωσ ες κι εσύ…» Συνοφρυώθηκε. «Το ξέρεις ότι μ’ αγαπάς». «Κριστίν», αποκρίθηκε. «Σε παρακαλώ. παρακαλώ. Είσαι… Είσαι … Είσαι…» «Τι; Τρελή;» «Όχι. Μπερδεμένη. Μπερδεμένη. Είσαι σε σύγχυση». Γέλασα. «Σε σύγχυση;» «Ναι», μου απάντησε. «Δε μ’ αγαπάς. Θυμάσαι που μιλήσαμε για τη μυθοπλασία; Είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο σε άτομα που…» «Α…» είπα. «Ξέρω. Θυμάμαι. Σε άτομα που πάσχουν από αμνησία. Αυτό πιστεύεις πως είναι;» «Είναι δυνατόν. Απόλυτα δυνατόν». Τον μίσησα μίσ ησα τότε. Πίστευε ότι τα ξέρει όλα, ό λα, ότι με ξέρει καλύτερα καλύτερα απ’ ό,τι εγώ τον εαυτό εαυτό μου. Το μόνο που γνώριζε γνώ ριζε ήταν το πρόβλημά μου. «Δεν «Δεν είμαι ηλίθια!» ηλίθι α!» αντιγύρισα. «Το ξέρω. Το γνωρίζω αυτό, Κριστίν. Δεν πιστεύω πως είσαι. Απλώς νομίζω…» «Μα «Μα πρέπει να μ’ αγαπάς…» Αναστέναξε. Αναστέναξε. Είχα αρχίσει αρχίσ ει να τον εκνευρίζω τώρα. Να εξαντλώ την υπομονή του. «Διαφορετικά, «Διαφορετικά, γιατί έρχεσαι εδώ τόσο συχνά; Με πηγαίνεις εδώ κι εκεί στο Λονδίνο. Λονδ ίνο. Το κάνεις κάνει ς αυτό με όλους τους ασθενείς σου;» «Ναι», «Ναι», άρχισε να λέει και μετά συμπλήρωσε: συμπλήρωσε: «Δηλαδή όχι… Όχι ακριβώς». ακρι βώς».
«Τότε γιατί;» «Προσπαθώ να σε βοηθήσω», απάντησε. «Αυτό «Αυτό είναι όλο;» Μια παύση, και μετά είπε: είπε: «Βασικά όχι. όχι . Γράφω επίσης μια μελέτη. μελέτη. Μια επιστημονική μελέτη…» «Με μελετάς;» «Κατά κάποιον τρόπο…» μουρμούρισε. Προσπάθησα να διώξω διώ ξω από το νου μου αυτά που έλεγε. έλεγε. «Αλλά δε μου είπες ότι ο Μπεν Μπεν κι εγώ είχαμε χωρίσει», χωρί σει», αντιγύρισα. «Γιατί; Γιατί δε μου το είπες;» «Δεν «Δεν το ήξερα», απάντησε απάντησε εκείνος. «Αυτός «Αυτός είναι εί ναι ο μόνος λόγος. λόγο ς. Δεν είμαι στη ζωή ζω ή σου, και ο Μπεν δε μου το ανέφερε. Δεν το ήξερα!» Σώπασε. Κινήθηκε σαν να ετοιμαζόταν να μου πιάσει τα χέρια πάλι, αλλά μετά σταμάτησε κι έξυσε το μέτωπό του. «Θα σ’ το είχα πει αν το γνώριζα». «Αλήθεια;…» «Αλήθεια;…» αποκρίθηκα. αποκρίθηκα. «Όπως μου μίλησες και για γι α τον Άνταμ;» Με κοίταξε πληγωμένος. «Κριστίν, σε σ ε παρακαλώ…» «Γιατί μου το έκρυψες;» έκρυψες;» είπα φωναχτά. «Είσαι κι εσύ σαν τον Μπεν!» «Χριστέ μου…» ψέλλισε. ψέλλισε. «Κριστίν, «Κρι στίν, τα έχουμε πει αυτά. Έκανα αυτό που θεώρησα καλύτερο. Ο Μπεν δε σου είχε πει για τον Άνταμ. Δεν μπορούσα να σ’ το πω εγώ. Θα ήταν λάθος. Αντιδεοντολογικό». Αντιδεοντολογικό». Γέλασα. Ένα υπόκωφο υπόκωφο γέλιο γέλι ο σαν ξεφύσημα. «Αντιδεοντολογικό; «Αντιδεοντολογικό; Και πού είναι η δεοντολογία όταν ό ταν μου κρατάς κρυφή την ύπαρξη του γιου μου;» «Ήταν «Ήταν στο χέρι του Μπεν να αποφασίσει αποφασίσει αν θα σου πει για τον Άνταμ, όχι στο δικό δι κό μου. Εγώ ήμουν αυτός που σου πρότεινε να κρατήσεις κρατήσεις ημερολόγιο όμως. Ώστε να γράφεις αυτά που μαθαίνεις μαθαίνεις.. Θεώρησα ότι θα σε σ ε βοηθούσε». βοηθούσε». «Και σχετικά με την επίθεση; Δεν είχες πρόβλημα να μ’ αφήσεις αφήσεις να νομίζω ότι έπαθα αμνησία από τροχαίο!» «Κριστίν, όχι. Κάνεις Κ άνεις λάθος. Ο Μπεν Μπεν σ’ το είπε αυτό. αυτό. Εγώ δε γνώριζα γνώρι ζα τι σου έλεγε. Πώς μπορούσα να το ξέρω;» Σκέφτηκα Σκέφτηκα αυτά που είχα δει. Μπανιέρες Μπανιέρες με άρωμα άρω μα από άνθη πορτοκαλιάς και χέρια γύρω από το λαιμό μου. Η αίσθηση ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω. αναπνεύσω. Ο άντρας που το πρόσωπό του παρέμεινε παρέμεινε ένα μυστήριο. Άρχισα να κλαίω. «Τότε γιατί μου το είπες; Γιατί να μη μ’ αφήσεις με την ψευδαίσθηση πως ήταν τροχαίο;» ρώτησα. Μου μίλησε με καλοσύνη, αλλά και πάλι δε με ακούμπησε. «Δε σ’ το είπα εγώ», απάντησε. «Δε σου είπα ότι σε χτύπησαν. Αυτό το θυμήθηκες μόνη σου». Είχε δίκιο φυσικά. Με κυρίεψε θυμός. «Κριστίν…» «Θέλω να φύγεις», αποκρίθηκα. «Σε παρακαλώ…» Έκλαιγα, τα δάκρυα έτρεχαν ασυγκράτητα ασυγκράτητα πια, αλλά περιέργως ένιωθα ζωντανή. ζ ωντανή. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί μόλις τώρα, σχεδόν δεν μπορούσα να θυμηθώ θυμηθώ τι είχαμε πει, πει, αλλά αισθανόμουν θαρρείς και κάποιο τρομερό βάρος είχε φύγει από πάνω μου, λες και κάποιο φράγμα μέσα μέσα μου είχε σπάσει τελικά. «Σε παρακαλώ, φύγε…» μουρμούρισα. Περίμενα να φέρει αντίρρηση. Να με παρακαλέσει παρακαλέσει να τον αφήσω να μείνει. Σχεδόν το ήθελα. Δεν Δεν το έκανε όμως. ό μως. «Αν αυτό θέλεις…» είπε.
«Ναι…» τραύλισα. Στράφηκα Στράφηκα προς το παράθυρο, παράθυρο, αποφασισμένη να μην τον ξανακοιτάξω. ξ ανακοιτάξω. Όχι σήμερα. Κι αυτό για μένα σήμαινε ότι αύριο θα ήταν σαν να μην τον είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. «Θα σου τηλεφωνήσω…» ψέλλισε. «Αύριο. Για την αγωγή σου». «Απλώς φύγε», αποκρίθηκα. «Σε παρακαλώ…» Δεν είπε τίποτε τίποτε άλλο. άλλο. Άκουσα την την πόρτα πόρτα να κλείνει πίσω του. Έμεινα καθισμένη εκεί για λίγο. λί γο. Μερικά λεπτά; λεπτά; Ώρες; Δεν ξέρω. Η καρδιά καρδι ά μου βροντοχτυπούσε βροντοχτυπούσε στο στήθος μου. Αισθανόμουν Αισ θανόμουν άδεια και μόνη. Τελικά ανέβηκα επάνω. επάνω. Στο μπάνιο μπάνιο κοίταξα τις φωτογραφίες. Ο άντρας μου. Ο Μπεν. Τι έκανα; Δεν έχω τίποτα τώρα. Δεν υπάρχει υπάρχει κανένας που να εμπιστεύομαι. εμπιστεύομαι. Κανένας στον οποίο οποί ο να μπορώ να να στραφώ. Η σκέψη μου έτρεχε ανεξέλεγκτα. ανεξέλεγκτα. Σκεφτόμουν Σκεφτόμουν συνέχεια αυτό που είχε πει ο δόκτωρ Νας. Σ’ αγαπάει. Προσπαθεί να σε σ ε προστατέψει. προστατέψει. Να με προστατέψ προστατέψει ει από τι όμως; ό μως; Από την αλήθεια. Κι εγώ που θεωρούσα την αλήθεια αλήθεια πιο σημαντική απ’ όλα… Μπορεί να έκανα λάθος. Πήγα στο γραφείο. Ο Μπεν μού είχε πει ψέματα για τόσο πολλά πράγματα, ώστε δεν υπάρχει υπάρχει τίποτε από τα λεγόμενά του που να μπορώ να το πιστέψω. Τίποτε Τί ποτε απολύτως. απολύτως. Ήξερα τι να κάνω. Έπρεπ Έ πρεπεε να μάθω. Έπρεπε να ξέρω πως πω ς μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη σ’ αυτό το ένα πράγμα. Το κουτί ήταν εκεί όπου είχα γράψει στο ημερολόγιο, κλειδωμένο, κλει δωμένο, όπως υποψιαζόμουν. Αυτό δε με τρόμαξε. Άρχισα να ψάχνω. ψάχνω. Είπα στον εαυτό εαυτό μου ότι ότι δε θα σταματούσα σταματούσα ώσπου να βρω το κλειδί. Έψαξα το δωμάτ δω μάτιο ιο πρώτα. Στα Στα άλλα συρτάρια, στο γραφείο. Το έκανα μεθοδικά. μεθοδικά. Έβαζα Έ βαζα τα πάντα εκεί όπου τα βρήκα κι όταν τελείωσα, πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Κοίταξα στα συρτάρια, σκάλισα κάτω από τα εσώρουχά του, τα καλοσιδερωμένα μαντίλια, τις μπλούζες και τις φανέλες. Τίποτα. Τίποτα και στα δικά μου συρτάρια. Υπήρχαν συρτάρια συρτάρια στα κομοδίνα. Θα τα τα έψαχνα έψαχνα όλα, αρχίζοντας από την την πλευρά πλευρά του του Μπεν. Μπεν. Άνοιξα το πάνω συρτάρ σ υρτάριι κι έψαξα μέσα μέσα –στιλό, ένα ξεκούρδιστο ξεκούρδι στο ρολόι, μια καρτέλα με χάπια που δεν αναγνώρι αναγνώριζα– ζα– και ύστερα άνοιξα το κάτω. Στην αρχή νόμισα νόμισα ότι ήταν άδειο. Το έκλεισα πάλι, αλλά τότε ακούστηκε ένας ένας σιγανός σι γανός θόρυβος, μέταλλο μέταλλο που σέρνεται πάνω σε ξύλο. Το άνοιξα πάλι, με την καρδιά μου να χτυπάει τυπάει ήδη δυνατά. δυνατά. Ένα κλειδί. Κάθισα στο πάτωμα πάτωμα με το ανοιχτό κουτί. Ήταν γεμάτο. γεμάτο. Φωτογραφίες κυρίως. κυρίως . Του Άνταμ και δικές δι κές μου. Μερικές Μερικές μου φάνηκαν γνωστές –μάλλον αυτές που μου είχε ξαναδείξει–, αλλά πολλές όχι. Βρήκα το πιστοποιητικό γέννησης, το γράμμα π που ου είχε γράψει στον ΑϊΒασίλη. Στοίβες από φωτογραφίες του Άνταμ όταν ήταν ήταν μωρό, να μπουσουλάει, μπουσουλάει, να χαμογελάει προς προς την κάμερα, κάμερα, να θηλάζει θηλάζει από το το στήθος μου, μου, να κοιμάται τυλιγμένος τυλιγμένος με μια μια πράσινη κουβέρτα. κουβέρτα. Άλλες φωτογραφίες καθώς καθώ ς μεγάλωνε. Η φωτογραφία φω τογραφία όπου ήταν ήταν ντυμένος ντυμένος καουμπόης, οι σχολικές σχο λικές φωτογραφίες, φω τογραφίες, το τρίτροχο ποδήλατο. Ήταν Ήταν όλες εκεί, ακριβώς όπως τις είχα περιγράψει στο ημερολόγιό μου.
Τις έβγαλα όλες έξω και τις άπλωσα στο πάτωμα κοιτάζοντάς τες μία μία. Υπήρχαν επίσης φωτογραφίες με μένα και τον Μπεν. Κάποια μπροστά στη Βουλή των Κοι νοτήτων, χαμογελαστοί και οι δύο, αλλά αλλά με μιαν αμήχανη αμήχανη στάση στάση λες και ο ένας ένας αγνοεί την την ύπαρξη ύπαρξη του άλλου. Μια άλλη από το γάμο μας, στημένη πόζα. Είμαστε μπροστά σε μια εκκλησία κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό. Δείχνουμε ευτυχισμένοι, ευτυχισμένοι, εξωφρενικά ευτυχισμένοι, και ακόμα περισσότερο σε μιαν άλλη, που πρέπει να τραβήχτηκε αργότερα, στο μήνα του μέλιτος. Είμαστε σ’ ένα εστιατόριο, χαμογελάμε σκυμμένοι σκυμμένοι πάνω από ένα μισοφαγωμένο γεύμα, με με τα πρόσωπά μας να φωτίζονται φωτίζ ονται από τον έρωτα και τον ήλιο. Κάρφωσα το βλέμμα στη φωτογραφία. Άρχισα να αισθάνομαι ανακούφιση. Κοίταξα Κοί ταξα την εικόνα της γυναίκας που στέκει δίπλα στον άντρα της έχοντας μπροστά της ένα μέλλον που δεν μπορεί να προβλέψει και δε θέλει να προβλέψει και σκέφτη σ κέφτηκα κα πόσα κοινά κοι νά υπάρχουν ανάμεσά μας. μας. Αλλά αυτά τα τα κοινά είναι όλα σε υλικό επίπεδο. Κύτταρα Κύτταρα και ιστοί. ιστοί . DNA. Η χημική μας μας σύσταση. Τίποτε άλλο όμως. Για μένα μένα είναι μια ξένη. Δεν υπάρχει υπάρχει τίποτα που που να τη συνδέει μαζί μου, κανένας τρόπος για να βρω ένα νήμα που να με οδηγεί πίσω σ’ σ ’ αυτήν. Όπως και να ’χει όμως, όμως , εκείνη είναι εγώ κι εγώ εκείνη, και βλέπω ότι είναι ερωτευμένη. ερωτευμένη. Με τον Μπεν. Μπεν. Τον άνθρωπο που μόλις μόλι ς παντρεύτηκε. παντρεύτηκε. Τον άνθρωπο δίπλα δί πλα στον οποίο ξυπνάω ακόμα κάθε μέρα. Ο Μπεν Μπεν δεν αθέτησε αθέτησε τους γαμήλιους όρκους ό ρκους που έδωσε έδωσ ε εκείνη τη μέρα σ’ αυτήν τη μικρή εκκλησία του Μάντσεστερ. Δε με εγκατέλειψε. Κοίταξα τη φωτογραφία, και η αγάπη πλημμύρισε πλημμύρισε πάλι την ψυχή μου. Παρ’ όλα αυτά, άφησα κάτω τη φωτογραφία και συνέχισα σ υνέχισα την έρευνα. Ήξερα τι ήθελα να βρω κι επίσης τι έτρεμα μήπως μήπως το βρω. Το μοναδικό πράγμα που θα θα αποδείκνυε πως ο άντρας μου δεν έλεγε ψέματα, ψέματα, που θα μου μου έδινε πίσω πίσ ω τον σύζυγό μου, έστω κι αν ταυτόχρονα ταυτόχρονα μου στερούσε σ τερούσε το γιο μου. Και το βρήκα. Στον πάτο του κουτιού μέσα σ’ ένα φάκελο. Ένα φωτοαντίγραφο φω τοαντίγραφο από το άρθρο μιας εφημερίδας, εφημερίδας, διπλωμένο, δι πλωμένο, οι άκρες του κολλαριστές κολλαρισ τές ακόμα. Ήξερα τι τι ήταν σχεδόν πριν το ανοίξω, ανοίξ ω, αλλά έτρεμα έτρεμα καθώς το διάβαζα. Το Υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ανακοίνωσ ε το όνομα ενός Βρετανού στρατιώτη που σκοτώθηκε σκοτώ θηκε συνοδεύοντας στρατεύματα στρατεύματα στην επαρχία Χελμάντ του Αφγανιστάν, έγραφε. Ονομάζεται Άνταμ Γουίλερ, 19 ετών. Γεννημένος Γεννημένος στο Λονδίνο… Λονδί νο… Στο φωτοαντίγραφο ήταν πιασμένη με συνδετήρα μια φωτογραφία. Λουλούδια επάνω σ’ έναν τάφο. Η επιγραφή έλεγε: Άνταμ Γουίλερ, 19872006. Τότε με χτύπησε χτύπησε η οδύνη με μια δύναμη, που αμφιβάλλω αν την είχα νιώσει νι ώσει ποτέ πριν. Μου έπεσε έπεσε το χαρτί και διπλώθηκα στα δύο από έναν πόνο τόσο αφόρητο, που δεν μπορούσα ούτε να κλάψω. Από μέσα μου βγήκε ένας ένας ήχος σαν ουρλιαχτό, σαν κραυγή πληγωμένου ζώου που προσεύχεται να έρθει το τέλος του. Έκλεισα Έ κλεισα τα μάτια και τότε το είδα. Μια σύντομη σ ύντομη αναλαμπή. αναλαμπή. Μια Μια εικόνα ει κόνα να αιωρείται αι ωρείται τρεμοπαίζοντας τρεμοπαίζοντας μπροστά μου. Ένα μετάλλιο μετάλλιο που μου είχαν δώσει δώ σει σ’ ένα μαύρο βελούδινο κουτί. Ένα Έ να φέρετρο, φέρετρο, μια σημαία. Στράφηκα αλλού για να μη βλέπω και προσευχήθηκα να μη μου ξανάρθουν ποτέ αυτές οι εικόνες. Υπάρχουν Υ πάρχουν αναμνήσεις αναμνήσεις που είναι προτιμότερο να μην τις έχω. έχω . Πράγματα που είναι καλύτερο να χαθούν για πάντα. Άρχισα να τακτοποιώ τακτοποιώ τα χαρτιά. χαρτιά. Έπρεπε Έπρεπε να τον είχα εμπιστευ εμπιστευτεί τεί από από την αρχή, σκέφτηκα. Έπρεπε Έπρεπε να πιστέψω ότι μου κρύβει πράγματα πράγματα επειδή επειδή είναι εί ναι πολύ επώδυνα για γι α να τα βιώνω από την αρχή κάθε μέρα. μέρα. Το μόνο που έκανε ήταν να προσπαθεί να με σώσει από
αυτό τον πόνο. Αυτή την την απάνθρωπη αλήθεια. αλήθεια. Έβαλα πίσω τις φωτογραφίες, φω τογραφίες, τα χαρτιά, ακριβώς όπως τα είχα βρει. Ένιωθα ικανοποιημένη. Τοποθέτησα το κλειδί πίσω στο συρτάρι, το κουτί πίσω στην αρχειοθήκη. Μπορώ Μπορώ να τα κοιτάζω όποτε ό ποτε θέλω θέλω τώρα, σκέφτηκα. Όσο συχνά θέλω. Υπήρχε μόνο μόνο ένα πράγμα πράγμα που είχα είχα να κάνω ακόμα. ακόμα. Να μάθω γιατί με με άφησε άφησε ο Μπεν. Μπεν. Κι επίσης να μάθω τι έκανα στο Μπράιτον πριν από τόσα χρόνια. Έπρεπε να βρω ποιος μου έκλεψε τη ζωή. Έπρεπε να προσπαθήσω προσπαθήσω και πάλι. Για δεύτερη φορά σήμερα κάλεσα τον αριθμό της Κλερ. Παράσιτα. Σιωπή. Σιω πή. Μετά Μετά ένας διπλός δι πλός τόνος κλήσης. Δε θα απαντήσει, σκέφτηκα. Στο Στο κάτω κάτω δε με πήρε, πήρε, παρόλο που της άφησα μήνυμα. μήνυμα. Έχει κάτι να κρύψει, κάτι που δε θέλει να μάθω. Σχεδόν χάρηκα. Αυτή ήταν μια συζήτηση που μόνο θεωρητικά ήθελα να κάνω. Δε βλέπω να μπορεί να οδηγήσει σε οτιδήποτε άλλο εκτός από νέο πόνο. Προετοιμάστηκα για μία ακόμα μαγνητοφωνημένη μαγνητοφωνημένη πρόσκληση να αφήσω μήνυμα. Ένα κλικ. κλι κ. Μετά μια μια φωνή. φω νή. «Εμπρός;» «Εμπρός;» Ήταν η Κλερ. Το κατάλαβα αμέσως αμέσως.. Η φωνή της μου ήταν τόσο οικεία όσο και η δική μου. «Εμπρός;» είπε πάλι. πάλι. Δε μίλησα. Με Με πλημμύ πλημμύρισαν ρισαν εικόνες. Είδα το πρόσωπό της, της, τα μαλλιά της της κομμένα κομμένα κοντά, να φοράει μπερέ. Να γελάει. γελάει. Την είδα σε κάποιο γάμο –τον δικό μου, φαντάζομαι, φαντάζομαι, αν και δεν είμαι σίγουρη– σ ίγουρη– με σμαραγδί φόρεμα να βάζει σαμπ σ αμπάνια. άνια. Την είδα εί δα να κρατάει ένα παιδί στην αγκαλιά της, να μου το δίνει λέγοντας Ώρα για φαγητό! Την είδα εί δα να κάθεται κάθεται στο κρεβάτι, κρεβάτι, να μιλάει μι λάει στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη εκεί και κατάλαβα κατάλαβα ότι αυτή η γυναίκα ήμουν εγώ. «Κλερ;» είπα. «Ναι; Εμπρός; Ποιος είναι;» Προσπάθησα να εστιάσω, εστιάσω , υπενθύμισα υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι ήμαστε στενές φίλες κάποτε, κάποτε, ό,τι κι αν συνέβη αργότερα. αργότερα. Την είδα είδ α να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου κρατώντας ένα μπουκάλι μπουκάλι βότκα, να γελάει, να μου λέει ότι οι άντρες είναι εντελώς γελοίοι. γελοί οι. «Κλερ;» είπα. είπα. «Εγώ είμαι. Η Κριστίν». Κριστί ν». Σιωπή. Ο χρόνος διαστέλλεται, δ ιαστέλλεται, η στιγμή φαντάζει φαντάζει σαν αιωνιότητα. αιω νιότητα. Στην Στην αρχή νόμισα ότι δε θα μιλούσε, ότι είχε ξεχάσει ξ εχάσει ποια είμαι ή ότι δεν ήθελε να μου μιλήσει. μιλήσει. Έκλεισα Έ κλεισα τα μάτια. «Κρίσι!» «Κρίσι! » αναφώνησε. Μια Μια έκρηξη. Την άκουσα να καταπίνει, σαν να έτρωγε. «Κρίσι! Θεέ μου… Αγάπη Αγάπη μου, είσαι στ’ αλήθεια εσύ;» Άνοιξα τα μάτια μάτια μου. μου. Ένα δάκρυ είχε αρχίσει μιαν αργή κάθοδο στις άγνωστες γραμμές γραμμές του προσώπου μου. «Κλερ…» ψέλλισα. «Ναι. Εγώ είμαι. Η Κρίσι». Κρίσι ». «Χριστέ μου… Κρίσι!» Κρίσι !» είπε και μετά επανέλαβε: επανέλαβε: «Κρίσι «Κρίσι…» …» Η φωνή της ήταν σιγανή. σι γανή. «Ρότζερ! Ροτζ! Η Κρίσι! Στο τηλέφωνο!» φώναξε. Και ύστερα πρόσθεσε: «Πώς είσαι; Πού είσαι;» Και μετά μετά πάλι: «Ρότζερ!» «Σπίτι», απάντησα. «Σπίτι;» «Ναι». «Με τον Μπεν;»
«Ναι», είπα. «Με τον Μπεν. Πήρες το μήνυμά μου;» Μια εισπνοή. Έκπληξη; Έ κπληξη; Ή μήπως κάπνιζε; «Ναι!» μου απάντησε. απάντησε. «Και θα σ’ έπαιρνα, αλλά εδώ που κάλεσες είναι το σταθερό. Δεν Δεν έχει αναγνώριση αναγνώρι ση κλήσης και δεν άφησες αριθμό». Δίστασε, και και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αναρωτήθηκα μήπως υπήρχαν υπήρχαν και άλλοι λόγοι που την την έκαναν έκαναν να μη με πάρει. πάρει. «Τέλος πάντων… Πώς Πώ ς είσαι, είσ αι, αγάπη μου;» συνέχισε. συνέχισε. «Χαίρομαι «Χαίρο μαι τόσο πολύ που σε ακούω!» Δεν ήξερα τι να απαντήσω, απαντήσω, κι όταν δε μίλησα, η Κλερ συμπ σ υμπλήρωσε: λήρωσε: «Πού μένεις;» «Δεν «Δεν ξέρω ακριβώς…» μουρμούρισα. Αισθάνθηκα μιαν ανακούφιση. Αυτή η ερώτηση σίγουρα σήμαινε σ ήμαινε ότι δεν έβλεπε τον Μπεν, Μπεν, ύστερα όμως σκέφτηκα ότι μπορεί να με ρωτούσε για να μην υποψιαστώ τίποτα. Ήθελα τόσο πολύ να την εμπιστευτώ, εμπιστευτώ, να βεβαιωθώ ότι ο Μπεν δε με άφησε επειδή βρήκε κάτι στην Κλερ, την αγάπη που δεν ήμουν σε θέση να του δώσω εγώ, γιατί αυτό σήμαινε πως θα μπορούσα να εμπιστευτώ εμπιστευτώ και τον άντρα μου. «Στο «Στο Κράουτς Εντ ίσως;» ίσω ς;» «Α», «Α», αποκρίθηκε. «Λοιπόν, πώς πάει; Τι κάνεις;» «Ξέρεις…» τραύλισα. «Δε θυμάμαι τίποτα». Γελάσαμε και και οι ο ι δύο. Ένιωσα Ένι ωσα όμορφα με αυτή τη συναισθηματική συναισθηματική έκρηξη, που επιτέλους δεν ήταν οδύνη. Αλλά δεν κράτησε πολύ, κι έπεσε πάλι σιωπή. σι ωπή. «Ακούγεσαι καλά», καλά», είπε η Κλερ έπειτα από λίγο. «Πολύ καλά». Της είπα ότι γράφω πάλι. «Αλήθεια; «Αλήθεια; Ουάου! Υπέροχα! Υ πέροχα! Τι γράφεις; Μυθιστόρημα;» «Όχι», απάντησα. «Θα ήταν λίγο δύσκολο να γράψω μυθιστόρημα αφού δε θυμάμαι τίποτε από τη μια μέρα στην άλλη». Σιωπή. «Απλώς γράφω αυτά που μου συμβαίνουν». «Α, εντάξει…» είπε η Κλερ και μετά σώπασε πάλι. Αναρωτήθηκα μήπως μήπως δεν καταλάβαινε καταλάβαινε απόλυτα απόλυτα την την κατάστασή κατάστασή μου μου και άρχισα να ανησυχώ για τον τόνο της. Ακουγόταν κάπως κάπως ψυχρός. Τι να είχε εί χε συμβεί άραγε την την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε; «Λοιπόν, τι σου συμβαίνει;» με ρώτησε. Τι να πω; Αισθάνθηκα Αισ θάνθηκα την την παρόρμηση παρόρμηση να την αφήσω να δει το ημερολόγιό μου, να της επιτρέψω επιτρέψω να το διαβάσει δι αβάσει όλο μόνη της, αλλά φυσικά δεν μπορούσα. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Υπήρχαν τόσο πολλά που ήθελα να πω, τόσα που ήθελα να μάθω. Όλη μου τη ζωή. «Δεν «Δεν ξέρω…» ξέρω …» απάντησα. απάντησα. «Είναι δύσκολο…» δύσκο λο…» Μάλλον ακούστηκα στενοχωρημένη, στενοχωρημένη, γιατί είπε: «Κρίσι, «Κρίσι , αγάπη μου, τι τι σου σ ου συμβαίνει;» «Τίποτα», «Τίποτα», είπα. «Είμαι καλά. Απλώς…» Η φωνή μου έσβησε αφήνοντας αφήνοντας τη φράση στη μέση. «Κρίσι;» «Δεν «Δεν ξέρω…» ψέλλισα. Σκέφτηκα τον Νας και όσα του είχα είχ α πει. Μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι ό τι δε θα μιλούσε στον Μπεν; «Απλώς «Απλώς είμαι μπερδεμένη. μπερδεμένη. Νομίζω Νομίζω πως έκανα μια βλακεία». «Ω, σίγουρα υπερβάλλεις». υπερβάλλεις». Ξανά σιωπή σιω πή – ένας υπολογισμός; Και μετά πρόσθεσε: «Άκου… Μπορώ Μπορώ να μιλήσω στον Μπεν;» «Λείπει», «Λείπει», είπα. Ένιωσα Ένιω σα ανακούφιση που η συζήτησή μας μας είχε προχωρήσει προχω ρήσει σε κάτι απτό, συγκεκριμένο. «Στη δουλειά». «Σωστά», αποκρίθηκε η Κλερ. Άλλη μία μία παύση. Ξαφνικά η συζήτηση ακουγόταν ακουγόταν εξωπραγματική. εξωπραγματική.
«Πρέπει «Πρέπει να σε δω…» δ ω…» μουρμούρισα. μουρμούρισα. «“Πρέπει”;» «“Πρέπει”;» ρώτησε η Κλερ. Κ λερ. «Όχι “θέλω”;» «Ναι», απάντησα. «Προφανώς θέλω…» «Ηρέμησε, «Ηρέμησε, Κρίσι», Κρίσι », μου είπε. είπε. «Πλάκα σου κάνω. Κι εγώ θέλω να σε σ ε δω. Βασικά Β ασικά δε βλέπω την ώρα!» Αισθάνθηκα ανακούφιση. ανακούφιση. Είχα φοβηθεί φοβηθεί πως η κουβέντα κουβέντα μας μας θα ήταν ήταν αμήχανη, αμήχανη, θα σταματούσε σταματούσε σε κάποιο σημείο, θα τελείωνε με έναν ευγενικό αποχαιρετισμό και μιαν αόριστη υπόσχεση να τα ξαναπούμε στο μέλλον, σφαλίζοντας έτσι για πάντα άλλη μία πόρτα που με οδηγεί στο παρελθόν μου. «Σ’ ευχαριστώ», αποκρίθηκα. «Σ’ ευχαριστώ». «Κρίσι», ψιθύρισε, «μου λείπεις τόσο πολύ… Κάθε μέρα. Κάθε μέρα περίμενα να χτυπήσει αυτό το αναθεματισμένο αναθεματισμένο το τηλέφωνο τηλέφωνο και να είσαι εί σαι εσύ και ταυτόχρονα ήμουν σίγουρη πως δε θα έπαιρνες…» Μια παύση. «Πώς «Πώς… … Πώς είναι η μνήμη σου τώρα; Πόσα ξέρεις;» ξ έρεις;» «Δεν είμαι σίγουρη…» απάντησα. «Καλύτερα απ’ ό,τι ήταν, νομίζω. Αλλά και πάλι δε θυμάμαι πολλά». Σκέφτηκα αυτά που είχα γράψει, τις εικόνες που είχα δει με μένα και την Κλερ. «Θυμάμαι ένα πάρτι», πρόσθεσα. «Πυροτεχνήματα επάνω σε μια ταράτσα. Εσένα να ζωγραφίζεις. ζωγραφίζ εις. Εμένα να σπουδάζω. Αλλά ουσιαστικά ουσιαστικ ά τίποτα πιο πιο πρόσφατο». «Α!» είπε. «Η «Η μεγάλη νύχτα! νύχτα! Χριστέ Χ ριστέ μου… Μου φαίνεται ότι ήταν πριν από μια ολόκληρη ο λόκληρη ζωή! Υπάρχουν πολλά που πρέπει πρέπει να σου πω. Πολλά…» Π ολλά…» Αναρωτήθηκα τι εννοούσε, αλλά αλλά δεν τη τη ρώτησα. Άσ’ το για αργότερα, αργότερα, σκέφτηκα. Υπήρχαν πιο πιο σημαντικά πράγματ πράγματα α που έπρεπε έπρεπε να μάθω. «Έφυγες «Έφυγες ποτέ;» ποτέ;» ρώτησα. ρώτησα. «Στο «Στο εξωτερικό;» Εκείνη γέλασε. «Ναι. «Ναι. Για Γι α περίπου έξι μήνες. Γνώρισα Γνώρι σα έναν τύπο πριν από χρόνια. χρόνι α. Σκέτη καταστροφή!» «Πού;» είπα. «Πού πήγες;» «Στη «Στη Βαρκελώνη. Γιατί;» «Α…, τίποτα». Ντρεπόμουν που δεν ήξερα αυτές τις λεπτομέρειες για τη ζωή της φίλης μου. «Απλώς «Απλώς κάτι που μου είπε κάποιος. Ότι είχες πάει στη σ τη Νέα Ζηλανδία. Ζηλανδία. Μάλλον έκανε λάθος». «Στη Νέα Ζηλανδία;» ρώτησε γελώντας. «Όχι. Δεν έχω πάει ποτέ εκεί». Ώστε ο Μπεν μού είχε πει ψέματα ψέματα και γι’ γι ’ αυτό. Δε γνώριζα ακόμα γιατί, γι ατί, δεν καταλάβαινα καταλάβαινα για ποιο λόγο ήθελε τόσο πολύ να απομακρύνει απομακρύνει τελείως την Κλερ από τη ζωή μου. Ήταν Ήταν κι αυτό όπως και όλα τα άλλα ψέματα που μου είχε πει ή κάτι που είχε επιλέξει να μη μου αποκαλύψει; αποκαλύψει; Για το δικό δι κό μου καλό; Άλλο ένα πράγμα που έπρεπ έπρεπεε να ρωτήσω τον Μπεν Μπεν όταν όταν θα κάναμε τη συζήτηση συζήτηση που τώρα ήξερα πως έπρεπε να γίνει. Όταν θα του του έλεγα όσα γνωρίζω γνωρί ζω και πώς τα έμαθα. έμαθα. Μιλήσαμε λίγο ακόμα, μια συζήτηση με μεγάλα διαστήματα διαστήματα σιωπής σιω πής και απεγνωσμένα, ορμητικά ξεσπάσματα. Η Κλερ Κλ ερ μού είπε ότι είχε παντρευτε παντρευτεί, ί, μετά χώρισε χώρισ ε και τώρα ζούσε με τον Ρότζερ. «Είναι ακαδημαϊκός ακαδημαϊκός», », πρόσθεσε. «Ψυχολογία. «Ψυχολογία. Το κάθαρμα θέλει να τον παντρευτώ, παντρευτώ, αλλά εγώ δε σκοπεύω να βιαστώ. Τον αγαπάω όμως». Ένιωθα Ένιω θα όμορφα που της της μιλούσα, που άκουγα τη φωνή της. Ήταν εύκολο, εύκολο, οικείο. οικ είο. Σχεδόν
σαν να επιστρέφω στο σ το σπίτι μου. Δε ζητούσε τίποτα, καταλάβαινε καταλάβαινε πως είχα εί χα ελάχιστα να δώσω. δώσω . Τελικά σταμάτησε, σταμάτησε, και σκέφτηκα ότι μπορεί να ετοιμάζεται να με αποχαιρετήσει. αποχαιρετήσει. Συνειδητοποίησα ότι δεν δ εν είχαμε αναφέρει καθόλου τον Άνταμ. Δεν είχε σκοπό να κλείσει κλείσει όμως. όμως . «Λοιπόν…» «Λοιπόν…» μου είπε. είπε. «Μίλησέ «Μίλησέ μου μου για τον Μπεν. Μπεν. Πόσο καιρό είστε, εεε…» «Πάλι μαζί;» ρώτησα. «Δεν ξέρω. Δεν ήξερα καν ότι είχαμε εί χαμε χωρίσει». χωρίσει ». «Προσπάθησα να του τηλεφωνήσω», αποκρίθηκε. Αισθάνθηκα μια μια ένταση, αλλά δεν ήξερα γιατί. «Πότε;» «Πότε;» «Σήμερα «Σήμερα το απόγευμα, απόγευμα, αφού τηλεφώνησες. Σκέφτηκα πως θα σου σ ου είχε δώσει το τηλέφωνό μου. Δεν απάντησε, απάντησε, αλλά είχα μόνο ένα παλιό τηλέφωνό του στη δουλειά. Μου είπαν ότι δε δουλεύει πια εκεί». Αισθάνθηκα το το πέπλο πέπλο του τρόμου τρόμου να με τυλίγει. Κοίταξα γύρω στην κρεβατοκάμαρα, κρεβατοκάμαρα, άγνωστη και ξένη. Ήμουν σίγουρη σίγο υρη ότι μου λέει ψέματα. «Του «Του μιλάς συχνά;» ρώτησα. «Όχι. Έχουμε καιρό να μιλήσουμε». μιλήσουμε». Διέκρινα ένα νέο τόνο στη φωνή της. Πνιγμένο. Πνι γμένο. Δε μου άρεσε. «Μερικά «Μερικά χρόνια…» χρόνι α…» Δίστασε. Δίστασε. «Ανησυχούσα τόσο πολύ για σένα…» σ ένα…» Φοβόμουν. Φοβόμουν πως η Κλερ Κλ ερ θα έλεγε στον Μπεν Μπεν ότι της τηλεφώνησα πριν προλάβω να μιλήσω μαζί του. «Σε παρακαλώ, μην του τηλεφωνήσεις…» τραύλισα. τραύλισα. «Θέλω να του πω εγώ ότι σε πήρα και μιλήσαμε». μιλήσαμε». «Κρίσι… Μα γιατί;» «Θα προτιμούσα να μην του το πεις». Αναστέναξε βαριά, κι όταν ξαναμίλησε, ακουγόταν ακουγόταν θυμωμένη. θυμωμένη. «Μα «Μα τι στην στην ευχή συμβαίνει;» «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω…» απάντησα. «Δοκίμασε». Δεν είχα το κουράγιο κουράγιο να αναφέρω αναφέρω τον Άνταμ, Άνταμ, αλλά αλλά της της μίλησα για τον δόκτορα Νας Νας και την ανάμνηση ανάμνηση από το δωμάτ δω μάτιο ιο του ξενοδοχείου και κ αι για γι α το ότι ο Μπεν Μπεν επιμένει πως έπαθα τροχαίο ατύχημα. ατύχημα. «Νομίζω «Νομίζω πως δε δ ε μου λέει την αλήθεια επειδή ξέρει ότι θα ταραχτώ», ταραχτώ», συμπλήρωσα. Δε μου απάντησε. «Κλερ;» είπα. «Τι μπορεί να έκανα στο Μπράιτον;» Μια παρατεταμ παρατεταμένη ένη σιωπή, σιω πή, και ύστερα είπε: «Κρίσι, «Κρίσι , αν θέλεις πραγματικά πραγματικά να μάθεις, θα σου μιλήσω. Ή τουλάχιστον θα σου πω όσα όσ α ξέρω. Όχι από το τηλέφωνο τηλέφωνο όμως. όμω ς. Όταν συναντηθούμε. Σ’ το υπόσχομαι». Η αλήθεια. Κρεμόταν μπροστά μου αστράφτοντας. αστράφτοντας. Τόσο κοντά, που μπορούσα να απλώσω το χέρι μου και να την πιάσω. «Πότε μπορείς να έρθεις;» ρώτησα. «Σήμερα; Απόψε;» «Θα προτιμούσα να μην έρθω από κει…» απάντησε. «Αν δε σε πειράζει…» «Γιατί;» «Απλώς «Απλώς νομίζω… Νομίζω ότι είναι προτιμότερο προτιμότερο να βρεθούμε κάπου κάπου αλλού. Μπορώ Μπορώ να σε κεράσω έναν καφέ…» Η φωνή της ήταν εύθυμη, αλλά η ευθυμία μού φάνηκε προσποιητή. Ψεύτικη. Αναρωτήθηκα τι φοβόταν, φοβόταν, αλλά είπα μόνο μόνο ένα «Εντάξει». «Εντάξει». «Στο «Στο Αλεξάνδρα Πάλας;» Π άλας;» ρώτησε. «Τι λες; Μπορείς να πας εύκολα εκεί από το Κράουτς Εντ». «Οκέι», αποκρίθηκα.
«Ωραία. «Ωραία. Την Παρασκευή στις έντεκα. Σύμφωνοι;» Συμφώνησα. Δε γινόταν αλλιώς. «Μια χαρά. Κανένα πρόβλημα», απάντησα. Μου είπε ποια λεωφορεία πρέπει να πάρω κι έγραψα τις οδηγίες σ’ ένα χαρτί. Μετά, αφού αφού μιλήσαμε μερικά λεπτά λεπτά ακόμη, αποχαιρετιστήκαμε, αποχαιρετιστήκαμε, κι εγώ έβγαλα το ημερολόγιο ημερολόγιο και άρχισα άρχισ α να γράφω. *** «Μπεν;» «Μπεν;» είπα είπα όταν επέστρεψε επέστρεψε στο σπίτι. Είχε Εί χε σωριαστεί σωρι αστεί στην πολυθρόνα στο καθιστικό και διάβαζε εφημερίδα. Έδειχνε κουρασμένος, κο υρασμένος, σαν να μην είχε κοιμηθε κοι μηθείί καλά. «Μου έχεις εμπιστοσύνη;» ρώτησα. Σήκωσε το κεφάλι. Τα Τ α μάτια του άστραψαν άστραψαν φωτισμένα από αγάπη, αλλά και κάτι άλλο. Κάτι που θύμιζε σχεδόν σ χεδόν φόβο. Καθόλου παράξενο, φαντάζομαι. φαντάζομαι. Αυτή την ερώτηση την κάνουμε συνήθως πριν παραδεχτούμε ότι παραβιάσαμε αυτή την εμπιστοσύνη. Παραμέρισε τα μαλλιά από το μέτωπό του. «Φυσικά, αγάπη μου», απάντησε. Πλησίασε και κάθισε κάθισ ε στο μπράτσο μπράτσο της πολυθρόνας μου, πήρε τα χέρια μου στα δικά του. «Φυσικά…» Ξαφνικά δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να συνεχίσω. «Μιλάς «Μιλάς καθόλου με την Κλερ;» Με κοίταξε στα μάτια. «Την Κλερ;» είπε. «Τη θυμάσαι;» Είχα ξεχάσει πως έως έω ς πρόσφατα –έως την ανάμνηση του πάρτι πάρτι με τα πυροτεχνήματα– πυροτεχνήματα– η Κλερ δεν υπήρχε καν για μένα. «Αμυδρά», απάντησα. Κοίταξε αλλού, το ρολόι στο ράφι του τζακιού. «Όχι», είπε. «Νομίζω «Νομίζω πως έφυγε από από δω. δω . Πριν από χρόνια». Μου ξέφυγε ένας ένας μορφασμός σαν να πονούσα. «Είσαι σίγουρος;» σί γουρος;» ρώτησα. Ήταν απίστευτο που μου έλεγε ακόμα ψέματα. Ειδικά για το θέμα αυτό. Τα ψέματα αυτά μου φαίνονταν σχεδόν χειρότερα χει ρότερα απ’ όλα τα άλλα. Σίγουρα θα ήταν ήταν εύκολο να μου πει την αλήθεια σχετικά με αυτό. αυτό. Το γεγονός ότι η Κλερ βρισκόταν βρισ κόταν ακόμα στην στην Αγγλία δε θα μου προκαλούσε κανέναν πόνο, ίσως ίσω ς μάλιστα βοηθούσε τη μνήμη μου μου να βελτιωθεί αν την έβλεπα. έβλεπα. Για ποιο ποι ο λόγο το ψέμα λοιπόν; Μια σκοτεινή σκέψη πέρασε από το μυαλό μου –η ίδια ίδι α μαύρη υποψία–, αλλά την παραμέρισα. παραμέρισα. «Είσαι βέβαιος; Πού Π ού πήγε;» Πες μου, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Δεν είναι αργά. «Δε θυμάμαι», μου απάντησε. «Στη Νέα Ζηλανδία μάλλον. Ή στην Αυστραλία». Αισθάνθηκα την την ελπίδα ελπίδα να χάνεται, χάνεται, αλλά ήξερα ήξερα τι έπρεπ έπρεπεε να κάνω. «Είσαι σίγουρος;» ρώτησα. Αποφάσισα να το ρισκάρω. ρι σκάρω. «Έχω μια παράξενη ανάμνηση, ανάμνηση, ότι κάποτε μου είπε πως σκεφτόταν να μετακομίσει μετακομίσει στη σ τη Βαρκελώνη για λίγο. λίγο . Πρέπει να ήταν πριν από πολλά χρόνια». Ο Μπεν Μπεν δε μίλησε. μίλησε. «Είσαι «Είσαι βέβαιος ότι δεν πήγε εκεί;» «Το θυμήθηκες αυτό; Πότε;» «Δεν «Δεν ξέρω…» μουρμούρισα. «Είναι απλώς μια αίσθηση». Μου έσφιξε το χέρι. Μια κίνηση παρηγοριάς. «Μάλλον είναι της φαντασίας σου». «Ήταν «Ήταν πολύ πραγματικό πραγματικό όμως. Είσαι σίγουρος σ ίγουρος ότι δεν πήγε στη Βαρκελώνη;» Αναστέναξε. «Ναι. «Ναι. Δεν ήταν στη Βαρκελώνη. Κατά πάσα πάσα πιθανότητα πιθανότητα πήγε στην Αυστραλία. Στην Στην Αδελαΐδα Αδελαΐδα μάλλον. Δεν είμαι σίγουρος. Πάει πολύς καιρός τώρα». Κούνησε το κεφάλι. «Η Κλερ…» είπε χαμογελώντας. «Είχα πολύ καιρό να τη σκεφτώ. Πολλά Π ολλά χρόνια…»
Έκλεισα τα μάτια. Όταν τα τα άνοιξα, μου χαμογελούσε. Έδειχνε σχεδόν ηλίθιος. Αξιολύπητος. Ήθελα να τον χαστουκίσω. «Μπεν… «Μπεν…» » ψέλλισα. Η φωνή μου ήταν σχεδόν σχεδό ν ψιθυριστή. «Της μίλησα». Δεν ήξερα πώς πώς θα αντιδράσει. Δεν Δεν έκανε τίποτα, σχεδόν σαν να μην μην είχα μιλήσει, μιλήσει, αλλά μετά τα μάτια του άστραψαν. «Πότε;» Η φωνή του ήταν σκληρή σαν γυαλί. Μπορούσα Μπορούσα είτε να του πω την αλήθεια αλήθεια είτε να παραδεχτώ πως έγραφα την την ιστορία ισ τορία μου μέρα με τη μέρα. «Σήμερα το απόγευμα», απάντησα. «Μου τηλεφώνησε». «Σου τηλεφώνησε;» τηλεφώνησε;» ρώτησε. «Πώ «Πώς; ς; Πώς Πώ ς σου τηλεφώνησε;» Αποφάσισα να του του πω ψέματ ψέματα. α. «Είπε «Είπε πως πως της έδωσες τον αριθμό μου». μου». «Ποιον αριθμό; Αυτό είναι γελοίο! Πώς θα μπορούσα; μπορούσα; Είσαι σίγουρη σ ίγουρη ότι ήταν αυτή;» αυτή;» «Μου είπε πως μιλούσατε πού και πού. Μέχρι σχετικά πρόσφατα». Άφησε το το χέρι μου, κι εκείνο έπεσε στα πόδια πόδια μου σαν άψυχο. άψυχο. Σηκώθηκε Σηκώθηκε και γύρισε προς το μέρος μου. «Τι έκανε λέει;» «Μου «Μου είπε πως οι δυο δ υο σας είχατε εί χατε επαφή. επαφή. Μέχρι Μέχρι πριν από μερικά χρόνια». Έσκυψε κοντά μου. Μύρισα καφέ στην ανάσα του. «Αυτή η γυναίκα σού τηλεφώνησε έτσι, στα καλά καθούμενα; καθούμενα; Είσαι σίγουρη σί γουρη πως ήταν η Κλερ;» «Ω Μπεν…» μουρμούρισα. «Ποια άλλη θα μπορούσε να είναι;» Χαμογέλασα. Δεν περίμενα ότι αυτή η συζήτηση θα ήταν εύκολη, αλλά τώρα είχε μπολιαστεί με μια σοβαρότητα που δε μου άρεσε καθόλου. Ο Μπεν Μπεν σήκωσε τους ώμους ώ μους του. «Δεν «Δεν ξέρω, αλλά πολλοί είχαν επιχειρήσει να επικοινωνήσουν επικοινω νήσουν μαζί σου στο παρελθόν. Δημοσιογράφοι. Δημοσιογράφοι. Άνθρωποι που διάβασαν δι άβασαν τι τι σου είχε συμβεί και προσπαθούσαν να μάθουν τη τη δική σου εκδοχή εκδο χή της ιστορίας ή ήθελαν απλώς να σκαλίσουν σ καλίσουν τα πράγματα, πράγματα, να διαπιστώσουν δι απιστώσουν σε πόσο άσχημη κατάσταση κατάσταση ήσουν, να δουν πόσο είχες αλλάξει. Κάποιοι Κάποιο ι μάλιστα έφτασαν έφτασαν στο σημείο να δώσουν δώσο υν ψεύτικο ψεύτικο όνομα μόνο και μόνο για γι α να σε πείσουν να μιλήσεις. μιλήσεις . Γιατροί. Απατεώνες που έλεγαν ότι μπορούν να σε βοηθήσουν. Ομοιοπαθητική. Εναλλακτική ιατρική. Ακόμα και μάγοι». «Μπεν… «Μπεν…» » αντιγύρισα. «Ήταν η καλύτερή μου φίλη για γι α χρόνια. χρόνι α. Αναγνώρισα Αναγνώρισ α τη φωνή της». Το πρόσωπό του κρέμασε, πήρε μια έκφραση ήττας. «Μιλούσες μαζί της, ε;» συνέχισα. Πρόσεξα ότι είχε αρχίσει να σφίγγει και να ξεσφίγγει τη δεξιά του γροθιά. «Μπεν;» «Μπεν;» επανέλαβα. Σήκωσε το κεφάλι. Το Τ ο πρόσωπό του ήταν ήταν κόκκινο, κόκκι νο, τα μάτια του βουρκωμένα. «Εντάξει…» αποκρίθηκε. «Εντάξει. Μίλησα με την Κλερ. Μου ζήτησε να διατηρήσω επαφή, να την ενημερώνω ενημερώνω πώς είσαι. είσ αι. Μιλάμε κάθε μερικούς μερικούς μήνες, για λίγο λί γο μόνο». «Γιατί δε μου το ανέφερες;» Δεν απάντησε. «Μπεν, γιατί;» Σιωπή. «Απλώς αποφάσισες ότι ήταν πιο εύκολο να την κρατήσεις μακριά μου; Να μου πεις πως έφυγε από τη χώρα; Αυτό είναι; είναι; Όπως μου είπες ότι ότι δεν είχα γράψει γράψει ποτέ μου μυθιστόρημα; μυθιστόρημα;» » «Κρις», είπε, «τι…» «Δεν «Δεν είναι δίκαιο, δίκαιο , Μπεν», Μπεν», αντιγύρισα. «Δεν «Δεν έχεις δικαίωμα δικαίω μα να μου κρύβεις αυτά τα πράγματα. πράγματα. Να μου λες ψέματα επειδή επειδή ήταν πιο εύκολο για γι α σένα. Κανένα δικαίωμα!» δι καίωμα!» Σηκώθηκε. «Πιο εύκολο για γι α μένα;» είπε είπε υψώνοντας τη φωνή του. «Πιο εύκολο για μένα; Αυτό νομίζεις νομίζεις λοιπόν; λο ιπόν; Ότι σου είπα πως η Κλερ ζει στο εξωτερικό επειδή ήταν ήταν πιο εύκολο εύκολο για μένα; Κάνεις λάθος, Κριστίν. Κ ριστίν. Μεγάλο λάθος! Τίποτε Τ ίποτε απ’ όλα αυτά αυτά δεν ήταν ήταν εύκολο για
μένα. Τίποτα! Δε σου είπα πως είχες γράψει μυθιστόρημα επειδή δεν μπορώ να σκέφτομαι πόσο ήθελες να γράψεις κι άλλο ή να βλέπω τον πόνο σου όταν συνειδητοποιείς πως αυτό δε θα γίνει ποτέ. Σου είπα πως η Κλερ ζει στο εξωτερικό γιατί δεν αντέχω να βλέπω τον πόνο σου όταν μαθαίνεις ότι σε σ ε εγκατέλειψε εγκατέλειψε σε κείνο το μέρος! Σε παράτησε παράτησε εκεί, όπως και όλοι οι άλλοι!» άλλοι !» Περίμενε μιαν αντίδραση. «Σ’ το το είπε αυτό;» συνέχισε όταν δε μίλησα. Όχι, δε μου το είπε, εί πε, συλλογίστηκα. Αντίθετα, Αντίθετα, σήμερα διάβασα στο ημερολόγιό μου ότι ό τι με επισκεπτόταν επισκεπτόταν συνέχεια. «Σ’ το είπε αυτό;» ρώτησε πάλι. «Πως έπαψε να σε επισκέπτεται όταν κατάλαβε ότι δεκαπέντε λεπτά αφότου έφευγε εσύ ξεχνούσες και την ύπαρξή της; Μπορεί να τηλεφωνούσε τα Χριστούγεννα για να μάθει πώς είσαι, είσ αι, αλλά εγώ ήμουν αυτός που σου συμπαραστάθηκα συμπαραστάθηκα,, Κριστίν! Κρισ τίν! Εγώ ερχόμουν και σ’ έβλεπα έβλεπα κάθε μέρα! Εγώ ήμουν εκεί και περίμενα και προσευχόμουν να καλυτερέψεις καλυτερέψεις λίγο για να μπορέσω να σε πάρω από κει μέσα και να σε φέρω να ζήσεις ζήσει ς μαζί μου, στη ασφάλεια του σπιτιού μας. Εγώ! Δε σου είπα ψέματα ψέματα επειδή επειδή ήταν εύκολο για γι α μένα. Μην Μην ξανακάνεις το λάθος να το νομίσεις νο μίσεις αυτό. Ποτέ!» Θυμήθηκα Θυμήθηκα αυτά αυτά που είχα διαβάσει δι αβάσει ότι μου είπε ο δόκτωρ Νας. Τον Τ ον κοίταξα κοί ταξα στα μάτια. μάτια. Μόνο που δεν είναι έτσι, σκέφτηκα. Δε στάθηκες στάθηκες δίπλα μου. «Η Κλερ μού είπε ότι με χώρισες». ώρι σες». Πάγωσε, ύστερα πισωπάτησε σαν να είχε δεχτεί γροθιά. Το στόμα του άνοιξ άνοιξε, ε, μετά μετά έκλεισε πάλι. Ήταν σχεδόν κωμικό. κω μικό. Τελικά του ξέφυγε μία και μόνη λέξη. «Σκύλα!» Το πρόσωπό πρόσω πό του πλημμύρισε πλημμύρισε οργή. Φοβήθηκα ότι θα με χτυπήσει, αλλά συνειδητοποίησα ότι δε με ένοιαζε. «Με «Με χώρισες;» χώρι σες;» ρώτησα. «Είναι αλήθεια;» «Αγάπη μου…» Σηκώθηκα όρθια. «Πες μου», μου», είπα. «Πες μου!» Στεκόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο. Δεν ήξερα ήξερα τι τι θα κάνει, δε γνώριζα γνώρι ζα τι ήθελα ήθελα να κάνει. Το μόνο που που ήξερα ήταν πως ήθελα να είναι ειλικρινής. ειλικρι νής. Να πάψει πάψει να μου λέει ψέματα. ψέματα. «Απλώς «Απλώς θέλω να μάθω την αλήθεια!» Έκανε ένα βήμα εμπρός κι έπεσε στα γόνατα μπροστά μου, προσπάθησε να μου πιάσει τα χέρια. «Αγάπη «Αγάπη μου…» μου…» «Με «Με χώρισες; χώρι σες; Είναι αλήθεια, Μπεν; Μπεν; Πες μου!» Έσκυψε το κεφάλι, μετά το το σήκωσε σήκω σε πάλι, τα μάτια του διάπλατα, τρομαγμένα. «Μπεν!» φώναξα. Άρχισε να κλαίει. «Μπεν, μου είπε και για τον Άνταμ. Μου Μου είπε ότι είχαμε ένα ένα γιο! Ξέρω πως είναι νεκρός!» νεκρός! » «Λυπάμαι…» αποκρίθηκε. «Λυπάμαι πολύ. Το έκανα για το καλό σου». Και μετά, ανάμεσα στους λυγμούς του, ψέλλισε ότι θα μου τα πει όλα. Το φως φω ς έξω είχε σβήσει, το σούρουπο παραχωρούσε τη θέση του στη νύχτα. νύχτα. Ο Μπεν άναψε ένα πορτατίφ πορτατίφ και καθίσαμε μες στη ρόδινη ρόδι νη λάμψη του στην τραπεζαρία, τραπεζαρία, ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Ανάμεσά μας μας υπήρχε μια στοίβα φωτογραφίες, οι ίδιες ίδι ες που είχα δει νωρίτερα. νωρί τερα. Υποκρινόμουν την έκπληκτη έκπληκτη καθώς μου τις έδινε μία μία, μου μιλούσε για γι α την ιστορία τους. Στάθηκε στις φωτογραφίες του γάμου μας –μου είπε πόσο υπέροχη μέρα ήταν, πόσο ξεχωριστή, και πόσο όμορφη ήμουν–, αλλά μετά άρχισε να ταράζεται. «Δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπάω, Κριστίν…» Κρισ τίν…» τραύλισε. τραύλισε. «Πρέπει να το πιστέψεις αυτό. Έφταιγε η αρρώστια αρρώ στια σου. Έπρεπε να μπεις μπεις σε κείνο το κέντρο, κι εγώ… εγώ … Δεν μπορούσα… μπορούσα… Δεν το άντεχα. άντεχα. Θα σε
ακολουθούσα. Θα έκανα τα πάντα πάντα για να σε φέρω πίσω. Τα πάντα! Αλλά δε μ’ άφηναν… Δεν μπορούσα μπορούσα να σε δω… Είπαν πως ήταν για το καλό σου». σου». «Ποιοι;» «Ποιοι ;» ρώτησα. «Ποι «Ποιοι οι το είπαν;» εί παν;» Δε μίλησε. «Οι «Οι γιατροί;» Με κοίταξε. Έκλαιγε, τα μάτια του κατακόκκινα. «Ναι…» απάντησε. «Οι γιατροί… Είπαν πως ήταν για το καλό σου. σο υ. Πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος…» Σκούπισε ένα δάκρυ. «Έκανα αυτό που μου συνέστησαν. Μετάνιωσ Μετάνιωσα α όμως. Μακάρι να μην τους είχα εί χα ακούσει… Μακάρι να είχα παλέψει για σένα. Ήμουν αδύναμος και ανόητος». Η φωνή του μαλάκωσε κι έγινε έγι νε ψίθυρος. «Έπαψα να σε βλέπω, ναι…» ν αι…» είπε, «αλλά «αλλά το έκανα για γι α σένα. Παρόλο που κόντεψε να με σκοτώσει, το έκανα για σένα, σ ένα, Κριστίν… Πρέπει να με πιστέψεις. Για σένα και το γιο γι ο μας! Αλλά δε σε χώρισα χώ ρισα ποτέ. Δε σε χώρισα πραγματικά. Δε Δε σε χώρισα χώρι σα εδώ!» Έσκυψε Έσ κυψε και πήρε το χέρι μου, το πίεσε στο στήθος του. «Εδώ ήμαστε πάντα παντρεμένοι. Ήμαστε πάντα μαζί…» Αισθάνθηκα το το ζεστό βαμβακερό βαμβακερό ύφασμα, υγρό από τον ιδρώτα του. του. Τους γρήγορους παλμούς της καρδιάς του. Αγάπη. Ήμουν τόσο ανόητη, σκέφτηκα. Άφησα τον εαυτό μου να πιστέψει πως όλα αυτά τα έκανε για να με πληγώσει, όταν στην σ την πραγματικότητα πραγματικότητα τα τα είχε κάνει από αγάπη. Δεν Δεν πρέπει να τον καταδικάσω. Πρέπει να προσπαθήσω να τον καταλάβω. «Σε συγχωρώ…» αποκρίθηκα.
Τρίτη 22 Νοέμβρη Σήμερα Σήμερα όταν ξύπνησα, άνοιξα τα μάτια και είδα εί δα έναν άντρα να κάθεται κάθεται σε σ ε μια καρέκλα μέσα στο δωμάτιο. Ήταν εντελώς ακίνητος. ακί νητος. Με κοιτούσε. Περίμενε. Δεν πανικοβλήθηκα. πανικοβλήθηκα. Δεν ήξερα ήξερα ποιος ποιος είναι, εί ναι, αλλά δεν δεν τρόμαξα. τρόμαξα. Κάπου μέσα μου μου γνώριζα πως δεν υπάρχει υπάρχει κίνδυνος. Πως είχε το δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. «Ποιος είσαι;» εί σαι;» ρώτησα. «Πώς βρέθηκα εδώ;» Μου απάντησε. Δεν ένιωσα ένιωσ α καμία καμία φρίκη, καμία καμία δυσπιστία. Κατάλαβα. Κατάλαβα. Πήγα στο μπάνιο μπάνιο και πλησίασα το είδωλό είδωλ ό μου όπως θα πλησίαζα έναν ξεχασμένο συγγενή ή το φάντασμα της μητέρας μητέρας μου. Επιφυλακτικά. Με Με περιέργεια. Ντύθηκα, Ντύθηκα, συνηθίζοντας τις νέες διαστάσεις και τις απροσδόκητες συμπεριφορές συμπεριφορές του σώματός σ ώματός μου, και μετά έφαγα πρωι πρωινό νό έχοντας μιαν αδιόρατη επίγνωση ότι κάποτε μπορεί να υπήρχαν τρία πιάτα στο τραπέζι. τραπέζι. Αποχαιρέτησα τον άντρα μου μου με ένα φιλί και δεν ένιωσα ένιω σα πως ήταν λάθος που τον φιλούσα. Και ύστερα, χωρίς ωρί ς να γνωρίζω γιατί, γι ατί, άνοιξα το κουτί των παπουτσιών παπουτσιών στην ντουλάπα ντουλάπα και βρήκα το το ημερολόγιο. Ήξερα αμέσως τι ήταν. Έψαχνα να το βρω. Η αλήθεια της κατάστασής μου βρίσκεται πιο κοντά στην επιφάνεια πια. Μπορεί Μπορεί μια μέρα να ξυπνήσω και να την ξέρω ήδη. Τα Τ α πράγματα πράγματα θα αρχίσουν να βγάζουν νόημα. νό ημα. Ακόμα και τότε, όμως, όμως, ξέρω ξ έρω ότι δε θα είμαι ποτέ φυσιολογ φυσιολογική. ική. Το ιστορικό ισ τορικό μου είναι γεμάτο κενά. Χρόνια Χρόνι α ολόκληρα έχουν σβήσει χωρίς χω ρίς ίχνη. Υπάρχουν πράγματα πράγματα για μένα, για το παρελθόν μου, που δεν μπορεί να μου τα πει κανένας. Ούτε ο δόκτωρ Νας –που με γνωρίζει γνωρί ζει μόνο μέσα από αυτά αυτά που του έχω πει, αυτά που έχει διαβάσει στο ημερολόγιο κι όσα είναι γραμμένα γραμμένα στο φάκελό μου– ούτε και ο Μπεν. Μπεν. Πράγματα που συνέβησαν συνέβησαν πριν τον γνωρίσ γν ωρίσω. ω. Πράγματα που συνέβησαν μετά, αλλά αποφάσισα να μην του τα πω. Μυστικά. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει υπάρχει κάποιος που ίσως ί σως ξέρει. Ένας άνθρωπος που μπορεί να μου πει πει την υπόλοιπη αλήθεια. Που τον έβλεπα έβλεπα στο Μπράιτον. Θα μου φανερώσει τον πραγματικό πραγματικό λόγο που έκανε την καλύτερή μου φίλη να εξαφανιστεί από τη ζωή ζω ή μου. Διάβασα το ημερολόγιο. ημερολόγιο. Ξέρω πως αύριο θα συναντηθώ συναντηθώ με την την Κλερ.
Παρασκευή 23 Νοέμβρη α γράφω αυτά στο σπίτι. Στο μέρος που επιτέλους επιτέλους θεωρώ δικό μου, το μέρος μέρος όπου ανήκω. Διάβασα όλο το ημερολόγιο και είδα την Κλερ, κι έτσι έμαθα έμαθα όλα όσα χρειάζεται να ξέρω. Η Κλερ μού υποσχέθηκε πως πως έχει γυρίσει στη ζωή μου τώρα και δε δ ε θα ξαναφύγει ποτέ. Μπροστά μου υπάρχει ένας φθαρμένος φάκελος με το όνομά μου επάνω. Ένα τεκμήριο. τεκμήριο. Κάτι που με ολοκληρώνει. Επιτέλους το παρελθόν μου βγάζει νόημα. Σύντομα Σύντομα θα επιστρέψει επιστρέψει στο σ το σπίτι ο άντρας μου και ανυπομονώ να τον δω. δω . Τον αγαπάω. αγαπάω. ο ξέρω αυτό τώρα. Θα γράψω όσα συνέβησαν και μετά θα καλυτερέψουμε καλυτερέψουμε μαζί τη ζωή ζω ή μας. Είχε λιακάδα την ώρα που κατέβαινα από από το λεωφορείο. λεωφορείο . Το φως φω ς ήταν επιχρισμένο με τη γαλάζια ψυχρότητα του του χειμώνα, το έδαφος σκληρό. Η Κλερ μού είχε πει ότι ό τι θα περιμένει στην κορυφή του λόφου δίπλα στην κύρια σκάλα του Πάλας, κι έτσι δίπλωσα δίπλωσ α το χαρτί στο οποίο είχα εί χα γράψει τις οδηγίες οδηγί ες της και άρχισα άρχισ α να ανεβαίνω την ήπια ανηφόρα που έστριβε έστριβε προς το πάρκο. Μου πήρε πιο πολύ χρόνο απ’ όσο περίμενα, και ασυνήθιστη ακόμα στους περιορισμούς που μου επέβαλλε επέβαλλε το σώμα σώ μα μου, αναγκάστηκα αναγκάστηκα να σταμ σ ταματήσω ατήσω για να ξεκουραστώ καθώς πλησίαζα στην κορυφή. Πρέπει να ήμουν σε φόρμα κάποτε, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Ή τουλάχιστον σε καλύτερη φόρμα απ’ ό,τι τώρα. Αναρωτήθηκα μήπως μήπως έπρεπε έπρεπε να αρχίσω αρχίσ ω να γυμνάζομαι. Το πάρκο άνοιγε σε μια έκταση με κουρεμένο κουρεμένο γρασίδι γρασίδ ι που το διέσχιζαν διέσχ ιζαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι διάστικτοι δι άστικτοι από καλάθια απορριμμάτων απορριμμάτων και από γυναίκες με καροτσάκια. Συνειδητοποίησα πως ήμουν σε υπερένταση. Δεν Δεν ήξερα τι να περιμένω. Πώς Π ώς θα μπορούσα να ξέρω; Στις εικόνες που είχα από την Κλερ φορούσε συχνά μαύρα. μαύρα. Τζιν, τισερτ. Την έβλεπα έβλεπα με βαριές μπότες μπότες κι ένα αδιάβροχο. αδι άβροχο. Ή αλλιώς φορούσε μια μακριά φούστα μπατίκ, φτιαγμένη από ένα ύφασμα που υποθέτω ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρακτηριστεί αέρινο. Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ φανταστώ κάποια από από αυτές αυτές τις εικόνες να την αντιπροσωπεύει τώρα, στην ηλικία μας, αλλά δεν ήξερα τι μπορεί να έχει πάρει τη θέση τους. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχα έρθει νωρίς. νωρίς . Συλλογίστηκα αυτόματα αυτόματα ότι η Κλερ αργεί πάντα και ύστερα αναρωτήθηκα πώς το ήξερα, ποιο υπόλειμμα μνήμης μού το είχε υπενθυμίσει. Υπάρχουν τόσο πολλά πολλά κάτω από από την την επιφάνεια, επιφάνεια, σκέφτηκα. σκέφτηκα. Τόσο πολλές αναθυμήσεις αναθυμήσεις που κινούνται εδώ κι εκεί σαν ασημόχρωμα ψάρια σε ρηχό ποτάμι. ποτάμι. Αποφάσισα να περιμένω σ’ ένα από τα παγκάκια. Μακρόσυρτες Μακρόσυρτες σκιές σκι ές απλώνονταν τεμπέλικα τεμπέλικα στο γρασίδι. γρασίδι . Πάνω από τα δέντρα έβλεπα έβλεπα απανωτές σειρές σπιτιών σπιτιώ ν να εκτείνονται προς τον ορίζοντα, ορίζ οντα, στριμωγμένα όλα μεταξύ μεταξύ τους με κλειστοφοβικό τρόπο. Με ένα ξάφνιασμα συνειδητοποίησα ότι ένα από αυτά αυτά τα σπίτια που έβλεπα έβλεπα ήταν το το δικό δι κό μου, χαμένο στις ατέλειωτες αράδες, χωρίς να ξεχωρίζει ξεχωρί ζει από τα άλλα σε τίποτα. Φαντάστηκα Φαντάστηκα να ανάβω τσιγάρο και να ρουφάω ρο υφάω αγχωμένη μια τζούρα. Προσπάθησα να αντισταθώ στον πειρασμό να σηκωθώ όρθια και να αρχίσω να βηματίζω. Ένιωθα
νευρικότητα, νευρικότητα, σε γελοίο γελοί ο βαθμό. Αλλά δεν υπήρχε λόγος. Η Κλερ ήταν φίλη μου. Η καλύτερή καλύτερή μου φίλη. Δεν είχα λόγους να ανησυχώ. Ήμουν ασφαλής. Η μπογιά στο σ το παγκάκι ξεφλούδιζε, και άρχισα να βγάζω κομμάτια κομμάτια αποκαλύπτοντας αποκαλύπτοντας το νοτισμένο ξύλο από κάτω. Κάποιος είχε χρησιμοποιήσει χρησι μοποιήσει την ίδια μέθοδο για να χαράξει δύο ζευγάρια αρχικά ονομάτ ονο μάτων ων δίπλα δ ίπλα στο σημείο όπου καθόμουν. Ύστερα Ύστερα είχε φτιάξει γύρω τους μια καρδιά και είχε προσθέσει την ημερομηνία. ημερομηνία. Έκλεισα Έκλεισ α τα μάτια. μάτια. Θα συνηθίσω ποτέ το σοκ όταν βλέπω τη χρονολογία χρονολογί α όπου ζω; Πήρα μια βαθιά ανάσα: υγρό υγρό γρασίδι, γρασίδι , μυρωδιά από χοτ ντογκ, βενζίνη. Μια σκιά έπεσε στο πρόσωπό πρόσω πό μου και άνοιξα άνοι ξα τα μάτια. Μια γυναίκα στεκόταν μπροστά μπροστά μου. Ψηλή, με πυρρόξανθα μαλλιά, φορούσε παντελόνι και τζάκετ με προβιά. προβιά. Ένα Έ να αγοράκι κρατούσε το χέρι της έχοντας μια πλαστική μπάλα στο άλλο χέρι. «Με «Με συγχωρείτε» συγχωρεί τε»,, είπα και μετακινήθηκα στο παγκάκι για να τους κάνω χώρο να καθίσουν δίπλα δί πλα μου, αλλά είδα τη γυναίκα να χαμογελάει. «Κρίσι!» «Κρίσι! » είπε. Η φωνή ήταν της Κλερ. Την αναγνώρισα αμέσως. «Κρίσι, αγάπη μου! Εγώ είμαι!» Γλίστρησα το βλέμμα από από το παιδί στο πρόσωπό της. Είχε Εί χε ρυτίδες εκεί όπου πριν ήταν λείο, και τα μάτια μάτια της είχαν μια κλίση κλίσ η προς τα κάτω που δεν υπήρχε στην εικόνα της ανάμνησής μου, αλλά ήταν αυτή. Δεν υπήρχε αμφιβολία. «Χριστέ μου…» είπε. «Ανησυχούσα «Ανησυχούσα τόσο πολύ για γ ια σένα…» Έσπρωξε Έσπρωξ ε μαλακά το παιδί προς το μέρος μου. «Αυτός «Αυτός εδώ είναι εί ναι ο Τόμπι». Τ όμπι». Ο μικρός μικρός γύρισε και με κοίταξε. «Έλα λοιπόν», τον παρότρυνε η Κλερ. «Πες γεια». Για μια στιγμή στιγ μή νόμισα ότι μιλάει μι λάει σε μένα, αλλά μετά το το αγοράκι έκανε ένα βήμα μπροστά. μπροστά. Χαμογέλασε. Ο Άνταμ είναι είναι αυτός; ήταν η μόνη μου σκέψη. Αλλά ήξερα ότι δεν μπορεί να είναι. «Γεια «Γεια σου!» αποκρίθηκα. Ο Τόμπι μουρμούρισε κάτι που δεν κατάλαβα, ύστερα ύστερα γύρισε στην σ την Κλερ και είπε: εί πε: «Μπορώ «Μπορώ να πάω να παίξω τώρα;» «Μην «Μην απομακρυνθείς απομακρυνθείς όμως. όμω ς. Εντάξει;» Του χάιδεψε τα μαλλιά, και ο μικρός έτρεξε στο πάρκο. Σηκώθηκα και στράφηκα προς προς το μέρος της. Κάπου ίσως ίσω ς θα προτιμούσα κι εγώ να γυρίσω και να φύγω τρέχοντας, τρέχοντας, τόσο τεράστιο τεράστιο ήταν το χάσμα ανάμεσά ανάμεσά μας. Ύστερα, Ύστερα, όμως, η Κλερ άνοιξε άνοι ξε την αγκαλιά της. «Κρίσι, «Κρίσι , αγάπη μου!» είπε, είπε, με τα πλαστικά πλαστικά βραχιόλια στους σ τους καρπούς της να κροταλίζουν μεταξύ μεταξύ τους. «Μου έλειψες! Μου έλειψες τόσο πολύ, γαμώτο…» Το βάρος που με πίεζε σηκώθηκε από πάνω μου και χάθηκε κι έπεσα κλαίγοντας στον κόρφο της. Για μια στιγμή ένιωσα ένιω σα σαν να ήξερα τα πάντα πάντα για κείνη και τα πάντα πάντα για τον εαυτό εαυτό μου επίσης. Ήταν λες και το κενό που βρισκόταν στο κέντρο της ψυχής μου λούστηκε σ’ ένα φως πιο λαμπερό λαμπερό από τον ήλιο. Ένα ιστορικό –το δικό μου ιστορικό– ιστορι κό– άστραψε μπροστά μπροστά μου, αλλά αυτό έγινε τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο πέρα από το να ρίχνω φευγαλέες φευγαλέες ματιές. «Σε θυμάμαι», είπα. «Σε θυμάμαι…» και μετά η αναλαμπή χάθηκε και απλώθηκε πάλι σκοτάδι.
Καθίσαμε στο παγκάκι και για αρκετή ώρα κοιτούσαμε κοι τούσαμε τον τον Τόμπι που έπαιζε μπάλα με μερικά παιδιά. Ένιωθα Έν ιωθα ευτυχισμένη που είχα συνδεθεί με το άγνωστο άγνω στο παρελθόν μου, όμως υπήρχε μια αμηχανία αμηχανία ανάμεσά μας από την οποία οποί α δεν μπορούσα να απαλλαγώ. Μια φράση επαναλαμβανότ επαναλαμβανόταν αν συνέχεια στο νου μου. Ίσως σχετιζόταν με την Κλερ. «Πώς είσαι;» είσ αι;» ρώτησα τελικά, τελικά, και η Κλερ γέλασε. «Νιώ «Νιώθω θω χάλια», απάντησε. απάντησε. Άνοιξε Άνοιξ ε την τσάντα της της κι έβγαλε ένα σακουλάκι με καπνό. «Δεν άρχισες ακόμα, ε;» είπε και μου πρόσφερε. Έγνεψα αρνητικά, αρνητικά, ενώ σκεφτόμουν πάλι ότι κάποιος άλλος γνώριζε γνώ ριζε για γι α μένα πολύ περισσότερα απ’ απ’ όσα γνώριζα γνώρι ζα εγώ η ίδια. ίδι α. «Τι έχεις;» ρώτησα. Άρχισε να στρίβει το το τσιγάρο κι έδειξε με ένα νεύμα νεύμα το το γιο της. «Να, «Να, ξέρεις. Ο Τομπς Τομπς έχει ΔΕΠΥ. Ήταν ξύπνιος όλη νύχτα, οπότε ήμουν κι εγώ». εγώ». «ΔΕΠΥ;» είπα. Χαμογέλασε. «Με «Με συγχωρείς… συγχωρεί ς… Είναι μάλλον καινούργια φράση, φαντάζομαι. Διαταραχή ελλειμματικής ελλειμματικής προσοχής προσο χής και υπερκινητικότητα. υπερκινητικότητα. Αναγκαζόμαστε Αναγκαζόμαστε να του δίνουμε Ritalin, Rita lin, αν κι αυτό μού τη σπάει. Είναι ο μόνος τρόπος… Δοκιμάσαμε Δοκιμάσαμε σχεδόν τα πάντα, και είναι ανυπόφορος χωρίς χωρί ς το φάρμακο. Φρίκη…» Κοίταξα τον μικρό, που έτρεχε στο βάθος. Άλλος Άλλο ς ένας ελαττωματικός, ελαττωματικός, κατεστραμμένος κατεστραμμένος εγκέφαλος σε υγιές σώμα. σώ μα. «Γενικά, «Γενικά, όμως, είναι καλά;» «Ναι…» μου απάντησε και αναστέναξε. Ισορρόπησε το τσιγαρόχαρτο στο γόνατό της και άρχισε να απλώνει καπνό μέσα. «Απλώς «Απλώς με εξαντλεί μερικές φορές. Φέρεται σαν να είναι είν αι ακόμα δύο χρόνων…» Χαμογέλασα. Καταλάβαινα Καταλάβαινα τι εννοούσε, αλλά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Δεν είχα σημείο αναφοράς, καμία ανάμνηση για το πώς μπορεί να ήταν ο Άνταμ, είτε στην στην ηλικία ηλικί α του Τόμπι είτε και πιο πριν. «Ο Τόμπι φαίνεται φαίν εται πολύ μικρός…» είπα. Η Κλερ γέλασε. «Μάλλον εννοείς ότι εγώ είμαι πολύ μεγάλη!» Σάλιωσ Σάλιωσεε το τσιγαρόχαρτο. «Ναι. «Ναι. Τον έκανα αργά. Το είχαμε σίγουρο ότι δεν δ εν πρόκειται να μείνω έγκυος, κι έτσι ήμαστε λίγο απρόσεκτοι…» «Α…» είπα. «Θέλεις να πεις…» Γέλασε. «Δε θα έλεγα πως ο Τόμπι ήταν ατύχημα… Αλλά ας πούμε ότι σοκαρίστηκα κάπως όταν έμαθα πως είμαι έγκυος». Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα σ τόμα της. της. «Θυμάσαι «Θυμάσαι τον Άνταμ;» νταμ;» Την κοίταξα. κοί ταξα. Είχε το κεφάλι γυρισμένο γυρισ μένο από την άλλη μεριά και προστάτευε προστάτευε τη φλόγα του αναπτήρα από τον αέρα, κι έτσι δεν έβλεπα την έκφρασή της ούτε μπορούσα να καταλάβω αν αυτή η κίνηση ήταν σκόπιμη προκειμένου να αποφύγει το βλέμμα μου. «Όχι», απάντησα. απάντησα. «Πριν από μερικές εβδομάδες θυμήθηκα θυμήθηκα πως είχα ένα γιο γι ο και από τότε που το έγραψα, αισθάνομαι αισθάνομαι θαρρείς και κουβαλάω αυτήν τη γνώση μαζί μου σαν μια βαριά πέτρα πέτρα δεμένη στο λαιμό μου. Όχι όμως. όμω ς. Δε θυμάμαι θυμάμαι τίποτα για κείνον». κείνο ν». Η Κλερ Κλ ερ έστειλε ένα σύννεφο γαλάζιου καπνού προς τα πάνω. «Κρίμα…» «Κρίμα…» αντιγύρισε. «Λυπάμαι «Λυπάμαι πολύ. Ο Μπεν, όμως, θα σου σ ου έδειξε φωτογραφίες… Δε σε βοηθάει αυτό;» Ζύγιζα πόσα έπρεπε να της της πω. Μάλλον διατήρησαν επαφή επαφή οι δυο τους, ήταν φίλοι κάποτε. κάποτε. Έπρεπε να είμαι προσεκτική. Από Από την άλλη, όμως, ένιω ένιωθα θα επίσης όλο και πιο επιτακτική επιτακτική την ανάγκη όχι μόνο να ακούσω την αλήθεια αλλά και να τη βγάλω από μέσα μου.
«Μου «Μου δείχνει φωτογραφίες, ναι. Αν και τις έχει μαζέψει από το σπίτι. Λέει ότι με ταράζουν. Τις κρατάε κ ρατάειι κρυμμένες». Κόντεψα Κόντεψα να πω κλειδωμένες. κλ ειδωμένες. Με κοίταξε κατάπληκτη. «Κρυμμένες; Σοβαρά;» «Ναι», «Ναι», απάντησα. απάντησα. «Πιστεύει ότι θα ταραχτώ ταραχτώ πολύ αν δω κάποια φωτογραφία του». Η Κλερ Κλ ερ έκανε ένα καταφατικό καταφατικό νεύμα. «Επειδή «Επειδή μπορεί να μην τον αναγνωρίσεις; αναγνωρίσ εις; Να μην καταλάβεις ποιος είναι;» «Μάλλον». «Φαντάζομαι «Φαντάζομαι ότι μπορεί να ισχύει ι σχύει αυτό», αποκρίθηκε. Δίστασε. «Τώρα που έφυγε…» Έφυγε; σκέφτηκα. Το είπε λες και είχε πεταχτεί πεταχτεί έξω για μερικές ώρες, ώ ρες, θαρρείς και πήγε με τη φιλενάδα του σινεμά ή για να αγοράσουν παπούτσια. παπούτσια. Την Τ ην καταλάβαινα καταλάβαινα όμως. όμως . Αντιλαμβανόμουν ντιλαμβανόμουν τη σιωπηρή σιω πηρή συμφωνία να μη μιλήσουμε για το θάνατο θάνατο του του Άνταμ. Άνταμ. Όχι Όχι ακόμα τουλάχιστον. Αντιλαμβανόμουν Αντιλαμβανόμουν ότι και η Κλερ ήθελε να με προστατέψει. προστατέψει. Δε μίλησα. Προσπάθησα απλώς να φανταστώ φανταστώ πώς ήταν ήταν να βλέπω βλέπω το παιδί παιδί μου κάθε μέρα, τότε που η φράση κάθε μέρα είχε κάποιο νόημα, πριν η κάθε μέρα αποκοπεί από την προηγούμενη. προηγούμενη. Προσπάθησα να φανταστώ πώς ήταν να ξυπνάω ξ υπνάω κάθε πρωί και να ξέρω ποιος είναι, εί ναι, να μπορώ να φτιάξω ένα πρόγραμμα, πρόγραμμα, να ανυπομονώ ανυπομονώ για γι α τα Χριστούγεννα, για τα γενέθλιά του. Γελοίο, σκέφτηκα. Δεν ξέρω καν πότε είναι τα γενέθλιά του. «Δε θα ήθελες να τον δεις;» Η καρδιά καρδι ά μου πετάρισε από χαρά. «Έχεις φωτογραφίες;» ρώτησα. «Θα μπορούσα…» μπορούσα…» Με κοίταξε έκπληκτη. έκπληκτη. «Φυσικά! Πολλές! Πολλ ές! Στο σπίτι». «Θα ήθελα μία…» είπα. «Ναι, αλλά…» «Σε παρακαλώ… Θα ήταν πολύ σημαντικό για μένα». Έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου. «Φυσικά. «Φυσικά. Θα σου σο υ φέρω μια την επόμενη φορά, αλλά…» Τη διέκοψε ένα κλάμα κάπου μακριά. Κοίταξα στο πάρκο. Ο Τόμπι ερχόταν τρέχοντας τρέχοντας και κλαίγοντας, ενώ πίσω του συνεχιζόταν ο ποδοσφαιρικός αγώνας. «Γαμώτο…» «Γαμώτο…» μουρμούρισε μουρμούρισε η Κλερ. Σηκώθηκε και του φώναξε. «Τομπς! Τόμπι! Τι έγινε;» Εκείνος εξακολουθούσε να τρέχει. «Φτου!» «Φτου!» είπε. «Θα πάω πάω να δω δ ω τι έχει». Πήγε στο γιο της, κάθισε ανακούρκουδα μπροστά μπροστά του και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Εγώ κοίταξα κάτω. Το μονοπάτι μονοπάτι ήταν στρωμένο με βρύα, και σε κάποια σημεία μερικά περίεργα χορταράκια ξεφύτρωναν ξεφύτρωναν μέσα από από την την άσφαλτο άσφαλτο παλεύοντας παλεύοντας να φτάσουν στο στο φως. Αισθανόμουν ευχαριστημένη. ευχαριστημένη. Η Κλερ όχι μόνο θα μου έδινε έδινε μια φωτογραφία του του Άνταμ, Άνταμ, αλλά επιπλέον είπε ότι θα μου τη φέρει την επόμενη φορά που θα βρεθούμε. Θα βλεπόμαστε βλεπόμαστε πιο συχνά λοιπόν. λοι πόν. Συνειδητοποίησα ότι και πάλι η κάθε φορά θα ήταν σαν πρώτη. Τι ειρωνεία… ειρωνεί α… Ξεχνάω Ξεχνάω πως έχω αμνησία. Κατάλαβα Κατάλαβα επίσης ότι κάτι στον τρόπο της όταν μίλησε για γι α τον Μπεν –κάποια μελαγχολία– μελαγχολία– με έκανε να σκεφτώ σκεφτώ ότι η υποψία πως είχαν δεσμό οι δυο τους ήταν γελοία. Γύρισε πίσω. πίσω . «Όλα καλά», καλά», είπε. Πέταξε το τσιγάρο της και το έλιωσε έλιωσ ε με το τακούνι. «Μια μικρή παρεξήγηση για την κατοχή της μπάλας. Θέλεις να περπατήσουμε;» Κατένευσα, και η Κλερ στράφηκε στον Τόμπι. «Μωρό «Μωρό μου! Παγωτό;» Π αγωτό;» Ο Τόμπι απάντησε ναι, και αρχίσαμε αρχίσ αμε να περπατάμ περπατάμεε προς το Πάλας. Π άλας. Ο μικρός κρατούσε το
χέρι της Κλερ. Σκέφτηκα Σκέφτηκα ότι μοιάζουν μοιάζουν τόσο πολύ οι δυο τους, τους, τα μάτια μάτια τους άστραφταν άστραφταν από την την ίδια ίδι α φωτιά. «Ξέρεις, μ’ αρέσει πολύ εδώ πάνω…» μουρμούρισε η Κλερ. «Μ’ εμπνέει η θέα. Δε συμφωνείς;» Κοίταξα τα γκρίζα σπίτια, σπί τια, το πράσινο ανάμεσά τους. τους. «Φαντάζομαι «Φαντάζομαι πως ναι. Ζωγραφίζεις Ζωγραφίζ εις ακόμα;» «Μόλις «Μόλις και μετά βίας…» απάντησε. απάντησε. «Ψευτοζωγραφίζω. «Ψευτοζωγραφίζω. Έχω γίνει ψευτοζωγ ψευτοζωγράφος. ράφος. Οι τοίχοι στο σπίτι μας έχουν γεμίσει από έργα μου, μου, αλλά δεν έχω πουλήσει ούτε ένα. Δυστυχώς». υστυχώς». Χαμογέλασα. Δεν ανέφερα το μυθιστόρημά μου, αν και ήθελα να τη ρωτήσω αν το διάβασε και ποια ήταν η γνώμη της. «Τι κάνεις τώρα δηλαδή;» «Φροντίζω τον Τόμπι Τ όμπι κυρίως», κυρίως », μου είπε. «Του «Του κάνω μαθήματ μαθήματα α στο σπίτι». «Α…» αποκρίθηκα. «Όχι από επιλογή», συμπλήρωσε. «Δεν «Δεν τον δεχόταν κανένα σχολείο. σ χολείο. Λένε ότι κάνει πολλή φασαρία. Δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μαζί του». Κοίταξα το γιο της καθώς περπατούσε περπατούσε μαζί μας. Έδειχνε Έδει χνε τελείως ήρεμος τώρα που κρατούσε το χέρι της μητέρας του. Ρώτησε αν μπορεί μπορεί να έχει το παγωτό του, και η Κλερ τού απάντησε απάντησε ότι θα το πάρει σε σ ε λίγο. Δεν μπορούσα μπορούσα να τον φανταστώ να γίνεται γί νεται δύσκολος. «Πώς ήταν ο Άνταμ;» ρώτησα. «Μικρός; «Μικρός; Ήταν Ή ταν καλό παιδί παιδί.. Πολύ ευγενικός. Φρόνιμος». Φρόνι μος». «Ήμουν καλή μητέρα; Ήταν ευτυχισμένος;» «Ω Κρίσι…» είπε. «Ναι. Ναι… Δεν υπήρχε παιδί που να το αγαπούν πιο πολύ. Δε θυμάσαι, ε; Προσπαθούσατε αρκετό αρκετό καιρό να κάνετε παιδί παιδί.. Είχες μια εξωμήτρια κύηση. Ανησυχούσες μήπως μήπως δεν μπορέσεις να μείνεις μείνεις πάλι έγκυος, αλλά μετά μετά ήρθε ήρθε ο Άνταμ. Άνταμ. Ήσαστε τόσο ευτυχισμένοι, και οι δύο! Και σ’ άρεσε η εγκυμοσύνη! Εγώ δεν την άντεχα. Είχα πρηστεί, ήμουν τεράστια τεράστια και είχα τρομερή ναυτία. ναυτία. Φρίκη! Για σένα, όμως, όμως , ήταν διαφορετικά. Τη λάτρευες αυτή αυτή την περίοδο. περίοδο. Έλαμπ Έ λαμπες ες όσο ήσουν έγκυος. Φώτιζες Φώτιζ ες όλο το δωμάτιο όπου κι αν έμπαινες, Κρίσι…» Έκλεισα τα μάτια μου, παρόλο που περπατούσαμε, και προσπάθησα πρώτα να θυμηθώ πώς ήταν όταν ήμουν έγκυος. Μετά αφέθηκα να το φανταστώ. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Κοίταξα την Κλερ. «Και μετά;» «Μετά; «Μετά; Ο τοκετός. τοκετός. Ήταν υπέροχα. Ο Μπεν Μπεν βρισκόταν εκεί φυσικά. Έφτασα κι εγώ όσο όσ ο πιο γρήγορα μπορούσα». μπορούσα». Σταμάτησε Σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος μου. «Και ήσουν σπουδαία μητέρα, Κρίσι… Σπουδαία! Ο Άνταμ ήταν ήταν ευτυχισμένος, τον φροντίζατε φροντίζ ατε και τον αγαπούσατε. Κανένα παιδί δε θα ήθελε περισσότερα». Προσπάθησα να θυμηθώ τη μητρότητα, μητρότητα, τα παιδι παιδικά κά χρόνια χρόνι α του γιου γιο υ μου. Τίποτα. «Και ο Μπεν;» Μια παύση, και ύστερα είπε: «Ο Μπεν ήταν εξαιρετικός πατέρας. Πάντα. Το αγαπούσε αυτό το παιδί. Έτρεχε σπίτι από τη δουλειά κάθε βράδυ για να το δει. δει . Όταν είπε την πρώτη του λέξη, τηλεφώνησε τηλεφώνησε σε όλους από τη χαρά του. του. Το ίδιο ίδ ιο κι όταν άρχισε να μπουσουλάει ή όταν έκανε το πρώτο του βήμα. Μόλις άρχισε να περπατάει, τον πήγαινε στο πάρκο, έπαιζαν μπάλα μπάλα ή ό,τι άλλο. Και τα Χριστούγεννα! Τόσο πολλά παιχνίδια! παιχνίδι α! Νομίζω ότι αυτό
ήταν το μόνο μόνο πράγμα για το οποίο σας είδα να μαλώνετε. Πόσα παιχνίδια παιχνίδι α θα αγόραζε ο Μπεν Μπεν στον Άνταμ. Άνταμ. Ανησυχούσες ότι ό τι θα τον κακομάθει…» κακομάθει…» Αισθάνθηκα ένα ένα νυγμό νυγμό μεταμέλειας, μεταμέλειας, μια μια ακατανίκητη ακατανίκητη ανάγκη ανάγκη να ζητήσω ζητήσω συγγνώμη για την ανοησία μου να προσπαθήσω να αρνηθώ οτιδήποτε στο παιδί μου. «Θα τον άφηνα να έχει ό,τι ήθελε…» μουρμούρισα. «Αν μπορούσα…» Με κοίταξε θλιμμένα. «Το «Το ξέρω…» ξ έρω…» αποκρίθηκε. αποκρίθηκε. «Το ξέρω. ξέρω . Αλλά πρέπει πρέπει να γνωρίζεις γνωρί ζεις ότι δε στερήθηκε τίποτε από από σένα. Ποτέ!» Π οτέ!» Συνεχίσαμε να περπατάμε. περπατάμε. Ένα βαν-παγωτατζίδικο ήταν παρκαρισμένο στο μονοπάτι, και κατευθυνθήκαμ κατευθυνθήκαμεε προς τα κει. κει . Ο Τόμπι Τό μπι άρχισε να τραβάει τραβάει το χέρι της μητέρας μητέρας του. Εκείνη έσκυψε, του έδωσε ένα χαρτονόμισμα από την τσάντα της και ύστερα τον άφησε να φύγει. «Διάλεξε «Διάλεξε ένα πράγμα!» του του φώναξε. «Μόνο ένα! Και περίμενε να σου δώσει τα ρέστα!» Τον κοίταξα κοί ταξα καθώς έτρεχε προς προς το βαν. «Κλερ;» είπα. είπα. «Πόσων χρόνων χ ρόνων ήταν ο Άνταμ όταν έχασα τη μνήμη μου;» Χαμογέλασε. «Πρέπει «Πρέπει να ήταν τριών. Ίσως Ίσω ς τεσσάρων». Ένιωθα Ένιω θα ότι έμπαινα σε νέα περιοχή τώρα. Επικίνδυνη Επικίνδ υνη περιοχή. Αλλά εκεί έπρεπε να πάω. πάω. Έπρεπε να μάθω την αλήθεια. «Ο γιατρός μου μου είπε πως με χτύπησαν», συνέχισα. Δε μίλησε. «Στο Μπράιτον. Μπράιτον. Γιατί ήμουν εκεί;» ρώτησα και κοίταξα την Κλερ παρατηρώντας παρατηρώντας το πρόσωπό της. Φάνηκε να σκέφτεται σκέφτεται τις επιλογές, να ζυγίζει ζ υγίζει τις δυνατές απαντήσεις, απαντήσεις, να αποφασίζει τι να κάνει. «Δεν ξέρω στα σίγουρα… σίγο υρα…» » είπε. «Κανένας δεν ξέρει». Σταμάτησε Σταμάτησε να μιλάει μιλάει και κοιτούσαμε και οι δύο τον Τόμπι για γι α λίγο. Είχε πάρει το παγωτό του τώρα και το ξετύλιγε με μια έκφραση βαθιάς βαθιάς αυτοσυγκέντρωσης. Η σιωπή σιω πή παρατάθηκε. Αν δε μιλήσω μιλήσω,, σκέφτηκα, σκέφτηκα, η σιγή θα κρατήσει κρατήσει για πάντα. πάντα. «Είχα «Είχα παράνομο παράνομο δεσμό. Έτσι δεν είναι;» Καμία αντίδραση. Ούτε απότομη απότομη εισπνοή ούτε φωνές ή διαψεύσεις δ ιαψεύσεις ούτε σοκαρισμένη σοκαρισ μένη έκφραση. Η Κλερ με κοιτούσε σταθερά. Ήρεμα. «Ναι», απάντησε. «Απατούσες τον Μπεν». Η χροιά χροι ά της δεν είχε ίχνος συναισθήματος. Αναρωτήθηκα Αναρωτήθηκα τι σκεφτόταν για μένα. Και τότε και τώρα. «Πες μου», είπα. «Εντάξει. «Εντάξει. Αλλά ας καθίσουμε. καθίσο υμε. Θέλω επειγόντως έναν καφέ». Πήγαμε στο κύριο κτίριο. Η καφετέρια καφετέρια ήταν ταυτόχρονα και μπαρ. Οι καρέκλες κ αρέκλες μεταλλικές, μεταλλικές, τα τραπέζια τραπέζια απλά. Εδώ κι εκεί υπήρχαν φοίνικες, φοίνικες , μια απόπειρα να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα, την την οποία ματαίωνε ματαίωνε ο παγωμένος αέρας που εισέβαλλε στο χώρο χώ ρο όποτε κάποιος άνοιγε την πόρτα. Καθίσαμε η μια απέναντι στην άλλη σ’ ένα τραπέζι τραπέζι γεμάτο γεμάτο χυμένους καφέδες ζεσταίνοντας τα χέρια μας στα φλιτζάνια. «Τι έγινε;» ρώτησα ρώ τησα πάλι. «Θέλω να μάθω». «Δεν «Δεν είμαι σίγουρη…» απάντησε απάντησε η Κλερ. Μιλούσε αργά, σαν να διάλεγε προσεκτικά το δρόμο της σε δύσβατο δ ύσβατο μονοπάτι. μονοπάτι. «Νομίζω πως άρχισε λίγο λί γο μετά τη γέννηση του Άνταμ. Άνταμ. Όταν πέρασε πέρασε ο αρχικός αρχι κός ενθουσιασμός, ενθουσι ασμός, ήρθε μια περίοδος όπου τα πράγματα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα». Μια παύση. παύση. «Δεν «Δεν είναι καθόλου εύκολο να διαπιστώσει δ ιαπιστώσειςς τι συμβα σ υμβαίνει ίνει όταν ό ταν
βρίσκεσαι στη μέση μιας κατάστασης, όταν εμπλέκεσαι, εμπλέκεσαι, ξέρεις. Μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να δούμε τα πράγματα όπως ήταν…» Κατένευσα, αν και δεν καταλάβαινα. Για μένα ήταν αδύνατο να δω τα πράγματα εκ των υστέρων. Η Κλερ συνέχισε. σ υνέχισε. «Έκλαιγες συνέχεια. Ανησυχούσες ότι δεν μπορούσες να δεθείς με το μωρό. Όλα τα συνηθισμένα. Ο Μπεν Μπεν κι εγώ κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας, όπως όπω ς και η μητέρα σου όταν ερχόταν, αλλά τα πράγματα ήταν δύσκολα. Και ακόμα κι όταν πέρασαν τα χειρότερα, συνέχισες να δυσκολεύεσαι. Δεν μπορούσες να ξαναρχίσεις να δουλεύεις. Μου τηλεφωνούσες τηλεφωνούσες και ήσουν απελπισμένη. Μου Μου έλεγες ότι νιώθεις νι ώθεις αποτυχημένη. αποτυχημένη. Όχι ως μητέρα μητέρα –έβλεπες –έβλεπες πόσο ευτυχισμένος ευτυχισμένος ήταν ο Άνταμ–, αλλά ως συγγραφέας. Νόμιζες ότι δε δ ε θα κατάφερνες κατάφερνες να ξαναγράψε ξ αναγράψεις ις ποτέ. Ερχόμουν Ερχόμουν να σε δω δ ω και είχες τα χάλια σου. Κλάματα, Κλάματα, απελπισία, όλο το πακέτο». πακέτο». Αναρωτήθηκα τι θα άκουγα στη συνέχεια, πόσο άσχημα θα γίνονταν τα πράγματα. «Επιπλέον μαλώνατε με τον Μπεν. Θύμωνες μαζί του επειδή έβρισκε τόσο εύκολη τη ζωή. Προσφέρθηκε να πληρώσει γι α μια νταντά, αλλά…» «Αλλά;» «Του είπες ότι ήταν η τυπική του αντίδραση. Να προσπαθεί να λύσει τα προβλήματα με λεφτά. Είχε Είχε κάποια λογική λογι κή βάση αυτό αυτό που έλεγες, όμως… Ίσως Ίσω ς δεν ήσουν πολύ δίκαιη». δί καιη». Ίσως όχι, σκέφτηκα σ κέφτηκα.. Μου έκανε εντύπωση εντύπωση το γεγονός ότι τότε πρέπει πρέπει να είχαμε εί χαμε λεφτά λεφτά – περισσότερα απ’ όσα είχαμε αφότου έχασα τη μνήμη μου, περισσότερα απ’ όσα υποψιάζομαι ότι έχουμε τώρα. Αναλογίστηκα τι ποσά ξοδέψαμε εξαιτίας της κατάστασής μου. Προσπάθησα να φανταστώ τον εαυτό μου να μαλώνει με τον Μπεν, να φροντίζει ένα νεογέννητο, να προσπαθεί να γράψει. Σκεφτόμουν μπιμπερό με γάλα ή τον Άνταμ στο στήθος μου. Βρόμικες πάνες. Δύσκολα πρωινά, όταν οι μόνες μου φιλοδοξί φιλο δοξίες ες ήταν να φάω και να ταΐσω ταΐσ ω και το μωρό. Απογεύματα Απογεύματα που ήμουν τόσο εξαντλημένη, εξαντλημένη, ώστε το μόνο που λαχταρούσα ήταν ήταν ο ύπνος – ένας ύπνος που απείχε ακόμα ώρες. Υπό αυτές τις συνθήκες σ υνθήκες η σκέψη να προσπαθήσω να γράψω φαινόταν φαινό ταν πολύ μακρινή. Τα φανταζόμουν όλα αυτά αυτά κι ένιωσα ένιωσ α τη δυσαρέσκεια που πρέπει πρέπει να σιγόβραζε μέσα μου. Ήταν, όμως, όλα φαντασία. Δε θυμόμουν τίποτα. τίποτα. Ήταν λες και η αφήγηση της Κλερ δεν είχε καμία σχέση μαζί μου. «Κι έτσι άρχισα άρχι σα να απατάω τον Μπεν;» Με κοίταξε. «Εγώ ήμουν ελεύθερη. Ζωγράφιζα τότε. Έτσι λοιπόν, προσφέρθηκα να φροντίζω τον Άνταμ δύο απογεύματα απογεύματα την την εβδομάδα για να μπορείς να γράφεις. Επέμεινα Επέμεινα σ’ σ ’ αυτό». αυτό». Πήρε το χέρι μου στο δικό της. «Εγώ έφταιγα, Κρίσι… Κρίσι … Μάλιστα σε συμβούλεψα συμβούλεψα να πας σε μια καφετέρια». «Καφετέρια;» ρώτησα. «Σκέφτηκα «Σκέφτηκα ότι θα ήταν ήταν καλή ιδέα να βγαίνεις από το σπίτι. Να δώσεις στον εαυτό σου λίγο χώρο. Μερικές ώρες την εβδομάδα μακριά απ’ όλα. Έπειτα από μερικές εβδομάδες έδειξες να καλυτερεύεις. Ήσουν πιο ικανοποιημένη, ι κανοποιημένη, έλεγες έλεγες ότι η δουλειά δουλει ά σου πάει καλά. Πήγαινες στην καφετέρια καφετέρια σχεδόν κάθε μέρα, μέρα, παίρνοντας μάλιστα και τον Άνταμ όταν όταν δεν μπορούσα να τον προσέχω εγώ. Τότε, όμως, παρατήρησα παρατήρησα πως είχες εί χες αρχίσει να ντύνεσαι διαφορετικά. Τα κλασικά κλασι κά συμπτώματα, συμπτώματα, αν και τότε δε συνειδητοποίησα τι ήταν. Νόμισα Νόμισα ότι ό τι
απλώς ένιωθες ένι ωθες καλύτερα. καλύτερα. Είχες μεγαλύτερη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. αυτοπεποίθηση. Ένα βράδυ, όμως, όμως , μου τηλεφώνησε ο Μπεν. Νομίζω Νομίζω πως είχε εί χε πιει. Μου είπε ότι μαλώνατε περισσό περισσότερο τερο από κάθε άλλη φορά και δεν ήξερε τι να κάνει. Επίσης είχες κόψει και το σεξ. Του αποκρίθηκα ότι μάλλον ήταν λόγω του μωρού, ότι ανησυχούσε χωρίς χωρί ς λόγο. Αλλά…» Τη διέκοψα. «Είχα δεσμό με κάποιον». «Σε ρώτησα. Στην Στην αρχή το αρνήθηκες, αρνήθηκες, αλλά μετά σου είπα εί πα ότι δεν είμαι ηλίθια, ηλίθι α, ούτε εγώ ούτε και ο Μπεν. Μαλώσαμε. Πολύ γρήγορα, όμως, μου φανέρωσες φανέρωσ ες την αλήθεια». αλήθεια». Την αλήθεια. Τίποτα το εντυπωσιακό ή συναρπα σ υναρπαστικό. στικό. Απλώς τα καθαρά γεγονότα. γεγονότα. Είχα μετατραπ μετατραπεί εί σ’ ένα ζωντανό ζω ντανό κλισέ, είχα αρχίσει αρχί σει να πηδιέμαι με κάποιον που γνώρισα γνώρι σα σε μια καφετέρια καφετέρια ενώ η καλύτερή μου μου φίλη πρόσεχε το παιδί μου και ο άντρας μου έβγαζε τα χρήματα ρήματα με τα οποία οποία πλήρωνα και αγόραζα τα ρούχα ρούχα και τα εσώρουχα που φορούσα φορούσα για κάποιον άλλο, αλλά όχι ό χι για γι α κείνον. Φαντάστηκα τα κρυφά τηλεφωνήματα τηλεφωνήματα,, τις ακυρωμένες ακυρω μένες συναντήσεις όταν προέκυπτε κάτι απρόσμενο, τις μέρες που συναντιόμασταν, τα άθλια, αξιολύπητα απογεύματα απογεύματα στο κρεβάτι κρεβάτι με έναν άντρα που μου είχε φανεί προσωρινά καλύτερος από τον τον Μπεν – Πιο συναρπαστ σ υναρπαστικός; ικός; Πιο όμορφος; Καλύτερος εραστής; Πιο πλούσιος; Αυτόν περίμενα σε κείνο το δωμάτ δω μάτιο ιο του ξενοδοχείου, ξενοδο χείου, τον άντρα που τελικά τελικά θα με χτυπούσε, χτυπούσε, που θα με άφηνε χωρίς χωρί ς παρελθόν και μέλλον; Έκλεισα τα μάτια. μάτια. Μια αναλαμπή ανάμνησης. ανάμνησης. Χέρια Χ έρια με πιάνουν από τα μαλλιά, σφίγγουν το λαιμό μου. Το κεφάλι μου κάτω από το νερό. Αγκομαχάω, κλαίω. Θυμάμαι τις σκέψεις μου. Θέλω να δω το γιο μου. Μία τελευταία τελευταία φορά. Θέλω να δω τον άντρα μου. Δεν Δεν έπρεπε έπρεπε να του το κάνω αυτό. Δεν έπρεπε να τον προδώσω ποτέ γι’ αυτό τον άνθρωπο. Δε θα μπορέσω ποτέ να του ζητήσω συγγνώμη. συγγνώ μη. Ποτέ. Άνοιξα τα μάτια. μάτια. Η Κλερ μού έσφιξε έσφιξ ε το χέρι. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε. «Πες μου…» τραύλισα. «Δεν ξέρω αν…» «Σε παρακαλώ…» παρακαλώ…» αντιγύρισ αντιγύρισα. α. «Πες μου. Ποιος Πο ιος ήταν;» Αναστέναξε. «Είπες «Είπες ότι γνώρισες γνώρισ ες κάποιον που πήγαινε κι εκείνος εκείνος τακτικά στην καφετέρια… καφετέρια… Ήταν ευγενικός, έτσι είπες. Όμορφος. Προσπάθη Προσ πάθησες, σες, αλλά δεν μπόρεσες να συγκρατηθείς». «Πώς τον έλεγαν;» ρώτησα. «Ποιος ήταν;» «Δεν ξέρω». «Πρέπει «Πρέπει να ξέρεις! ξέρεις ! Το όνομά του τουλάχιστον! τουλάχιστον! Ποιος Ποι ος μου το έκανε αυτό;» Με κοίταξε στα μάτια. «Κρίσι», είπε, η φωνή της ήρεμη, «δεν ανέφερες ποτέ το όνομά του. Είπες μόνον ότι τον γνώρισες γνώρι σες στην καφετέρια. Φαντάζομαι Φαντάζομαι ότι δεν ήθελες να ξέρω τις λεπτομέρειες». Αισθάνθηκα ένα ένα ακόμα ψήγμα ελπίδας να χάνεται, χάνεται, να το παρασέρνει παρασέρνει το ποτάμι. ποτάμι. Δε θα μάθαινα μάθαινα ποτέ ποιος μου το έκανε αυτό. «Τι συνέβη;» σ υνέβη;» «Σου είπα πως κάνεις ανοησίες. Θα έπρεπε να σκεφτείς σκεφτείς τον Άνταμ, Άνταμ, καθώς και τον Μπεν. Σου είπα ότι πρέπει να πάψεις να τον βλέπεις». «Αλλά δεν άκουγα…» «Όχι», αποκρίθηκε αποκρίθηκε η Κλερ. Κ λερ. «Στην «Στην αρχή τουλάχιστον. Μαλώσαμε. Σου είπα πως με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Ο Μπεν ήταν φίλος μου. Μου ζητούσες να του λέω ψέματα».
«Και τι έγινε; Πόσο καιρό κράτησε;» Έμεινε αμίλητη για λίγο. Ύστερα απάντησε: απάντησε: «Δεν «Δεν ξέρω. Μια μέρα –πρέπει –πρέπει να είχαν περάσει μερικές εβδομάδες– μου είπες είπες πως έδωσες τέλος σ’ αυτή την την ιστορία. Του Τ ου δήλωσες ότι ό τι δε γίνεται να συνεχίσετε, πως έκανες ένα λάθος. Του είπες ότι λυπάσαι, λυπάσαι, ότι φέρθηκες ανόητα. Τρελά». «Έλεγα ψέματα;» «Δεν «Δεν ξέρω… Δε νομίζω. Εσύ κι εγώ δε δ ε λέγαμε ψέματα ψέματα η μια στην άλλη. Απλούστατα Απλούστατα δε λέγαμε». Φύσηξε τον καφέ της. «Μερικές εβδομάδες αργότερα σε βρήκαν στο Μπράιτον», πρόσθεσε. «Δεν «Δεν έχω ιδέα ι δέα τι έγινε σ’ σ ’ αυτό το διάστημα». διάστημα». Ίσως ήταν αυτά αυτά τα λόγια –Δεν έχω ιδέα τι έγινε σ’ αυτό το διάστημα δι άστημα– – που το προκάλεσαν. Η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να μη μάθω ποτέ πώς έγινε κι έπεσα θύμα θύμα αυτής αυτής της επίθεσης. Ένας ήχος ξέφυγε ξαφνικά από μέσα μου. Προσπάθησα να τον πνίξω, αλλά δεν τα κατάφερα. Κάτι ανάμεσα σε αγκομαχητό και ουρλιαχτό, ο υρλιαχτό, μια κραυγή πληγωμένου ζώου. Ο Τόμπι σήκωσε σήκω σε το κεφάλι από το βιβλίο που χρωμάτ χρω μάτιζε. ιζε. Όλοι στην καφετέρια καφετέρια γύρισαν και με κοίταξαν. Η τρελή χωρίς μνήμη. μνήμη. Η Κλερ μού άρπαξε το χέρι. «Κρίσι!» «Κρίσι! » είπε. «Τι «Τι έγινε;» έγι νε;» Έκλαιγα πια με λυγμούς, το κορμί μου τρανταζόταν, τρανταζόταν, πάλευα να πάρω πάρω ανάσα, έκλαιγα για όλα τα χρόνια που είχα χάσει και κ αι όλα τα άλλα που θα έχανα από τώρα έως τη μέρα που που θα πέθαινα. πέθαινα. Έκλαιγα Έκλαι γα γιατί, όσο δύσκολο κι αν ήταν για την Κλερ να μου μιλήσει σχετικά με τον παράνομο δεσμό μου, το γάμο μου και το γιο μου, έπρεπε να το ξανακάνει από την αρχή αύριο. Έκλαιγα κυρίως, κυρίω ς, όμως, επειδή αυτό το είχα είχα προκαλέσει εγώ η ίδια ίδι α στον εαυτό εαυτό μου. «Λυπάμαι…» ψέλλισα. «Λυπάμαι». Η Κλερ σηκώθηκε σ ηκώθηκε κι έκανε το γύρο του τραπεζιού. τραπεζιού. Κάθισε με λυγισμένα λυγισ μένα γόνατα γόνατα δίπλα μου, με αγκάλιασε από τους ώμους και ακούμπησα ακούμπησα το κεφάλι μου στο δικό δ ικό της. «Έλα τώρα…» μου είπε καθώς τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. «Όλα θα πάνε καλά, Κρίσι αγάπη μου. μου. Είμαι εδώ τώρα. Είμαι εδώ…» Φύγαμε από την καφετέρια. Ο Τόμπι, σαν να μην ήθελε να βρεθεί σε μειονεκτική θέση, είχε αρχίσει να κάνει τρομερή φασαρία φασαρία μετά το το δικό δι κό μου ξέσπασμα. Πέταξε Πέταξε κάτω το βιβλίο που χρωμάτιζε, μαζί μαζί με ένα πλαστικό κύπελλο κύπελλο με χυμό. χυμό. Η Κλερ Κλ ερ τα καθάρισε και ύστερα είπε: «Χρειάζομαι καθαρό αέρα. Πάμε;» Τώρα καθίσαμε σ’ ένα από τα παγκάκια που έβλεπαν προς το πάρκο. Ήμαστε γυρισμένες η μια προς την άλλη, και η Κλερ μού κρατούσε τα χέρια και τα χάιδευε χάι δευε σαν να ήταν παγωμένα. «Είχα… Είχα πολλούς δεσμούς;» ρώτησα. ρώ τησα. «Όχι. Όχι. Το γλεντούσαμε γλεντούσαμε στο πανεπιστήμιο, ξέρεις, αλλά δεν κάναμε τίποτα τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έκαναν όλοι οι φοιτητές. Κι όταν γνώρισες γνώρι σες τον Μπεν, αυτό αυτό σταμάτησε. Του ήσουν πάντα πιστή». Αναρωτήθηκα τι το ιδιαίτερο είχε αυτός αυτός ο άντρας άντρας στην καφετέρια. καφετέρια. Είχα πει πει στην Κλερ ότι ήταν ευγενικός ευγενικός.. Όμορφος. Αυτό ήταν όλο; Ήμουν στ’ αλήθεια τόσο ρηχή; Ο σύζυγός μου ήταν και τα δύο, σκέφτηκα. Αν είχα αρκεστεί σ’ αυτά που είχα… «Ο Μπεν Μπεν γνώριζε γνώρι ζε ότι τον απατούσα;» απατούσα;»
«Στην «Στην αρχή όχι. Όχι. Το κατάλαβε κατάλαβε μόνον όταν σε βρήκαν. Ήταν τρομερό σοκ για κείνον. Για όλους μας. Πρώτα πρώτα δεν ήξεραν καν αν θα επιζήσεις. Αργότερα ο Μπεν με ρώτησε αν ήξερα γιατί βρισκόσουν βρισκό σουν στο Μπράιτον. Του είπα. Δεν Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. αλλιώ ς. Είχα πει ήδη στην αστυνομία όλα ό λα όσα ήξερα. Αναγκαστικά έπρεπε έπρεπε να τα πω και στον σ τον Μπεν…» Μπεν…» Οι τύψεις με διατρύπησαν ακόμα μία φορά καθώς συλλογίστηκα συλλογ ίστηκα τον άντρα μου, τον πατέρα πατέρα του παιδιού μου, να προσπαθεί να καταλάβει για ποιο ποι ο λόγο η ετοιμοθάνατη ετοιμοθάνατη γυναίκα του είχε βρεθεί χιλιόμετρα μακριά από το το σπίτι της. Πώς μπόρεσα να του του το κάνω αυτό; «Σε συγχώρεσε όμως…» είπε η Κλερ. «Δε σου κράτησε ποτέ κακία. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να ζήσεις και να γίνεις καλά. Θα έδινε τα πάντα πάντα για να γίνει αυτό. Τα πάντα! πάντα! ίποτε άλλο δεν είχε σημασία». Αισθάνθηκα ένα ένα κύμα κύμα αγάπης αγάπης για τον άντρα άντρα μου. Πραγματικό. Πραγματικό. Αβίαστο. Παρ’ όλα όσα έκανα, εκείνος με δέχτηκε πίσω, με φρόντισε. φρόντισ ε. «Θα του του μιλήσεις;» ρώτησα. ρώ τησα. Η Κλερ χαμογέλασε. «Φυσικά! Για ποιο πράγμα όμως;» όμως;» «Δε μου λέει την αλήθεια…» απάντησα. «Ή τουλάχιστον δε μου τη λέει πάντα. Προσπαθεί να με προστατέψε προστατέψει. ι. Μου λέει ό,τι νομίζει νομίζ ει πως μπορώ ν’ αντέξω, ό,τι νομίζει πως θέλω ν’ ν ’ ακούσω». «Δε θα το έκανε αυτό ο Μπεν…» είπε η Κλερ. «Σ’ αγαπάει. Πάντα σ’ αγαπούσε». «Το κάνει όμως», αντιγύρισα. «Δεν ξέρει ότι το γνωρίζω. γνωρί ζω. Δεν ξέρει πως γράφω αυτά που μου συμβαίνουν. Δε μου μιλάει για τον Άνταμ παρά μόνον όταν τον θυμάμαι θυμάμαι και ρωτάω. ρω τάω. Δε μου λέει ότι με χώρισε. χώρι σε. Ισχυρίζεται ότι ζεις στην άλλη άκρη του κόσμου. Νομίζει Νομίζει πως πω ς δε θα το αντέξω. Έχει απελπιστεί πια, Κλερ… Δεν πιστεύει πιστεύει ότι θα γίνω καλά. Όπως κι αν ήταν παλιότερα, τώρα έχει απελπιστεί. απελπιστεί. Δε θέλει να δω γιατρό επειδή δεν πιστεύε πισ τεύειι ότι θα καλυτερέψω, καλυτερέψω, εγώ όμως βλέπω έναν, Κλερ. Κάποιο δόκτορα δό κτορα Νας. Κρυφά. Δεν Δεν μπορώ καν να το πω στον Μπεν…» Η Κλερ Κ λερ σκυθρώπιασε. Φαινόταν απογοητευμένη. απογοητευμένη. Μαζί Μαζί μου μάλλον. «Αυτό «Αυτό δεν είναι καλό», αποκρίθηκε. «Πρέπει να του το πεις. Ο Μπεν σ’ αγαπάει. Σε εμπιστεύεται». «Δεν «Δεν μπορώ… Μόλις τις προάλλες παραδέχτηκε παραδέχτηκε ότι είχε εί χε ακόμα επαφή μαζί σου. Μέχρι τότε μου μου έλεγε πως είχε χρόνια χρόνι α να σου μιλήσει». Η έκφραση της αποδοκιμασίας στο σ το πρόσωπο της Κλερ άλλαξε. Για πρώτη φορά είδα ότι είχε εκπλαγεί. «Κρίσι!» «Είναι αλήθεια», αλήθεια», είπα. «Το ξέρω ότι μ’ αγαπάει. Αλλά θέλω να είναι ειλικρι ει λικρινής νής μαζί μου. Σε όλα. Δεν ξέρω το ίδι ίδιο ο μου το παρελθόν. παρελθόν. Και μόνο εκείνος μπορεί να με βοηθήσει. Τον χρειάζομαι για να με με βοηθήσει…» βοηθήσει…» «Τότε πρέπει πρέπει απλώς να του μιλήσεις. μιλήσεις . Να τον εμπιστευτείς». εμπιστευτείς». «Μα πώς μπορώ;» ρώτησα. «Με όλα αυτά τα ψέματα που μου έχει αραδιάσει; Πώς;» Μου έσφιξε τα χέρια. «Κρίσι, «Κρίσι , ο Μπεν σ’ αγαπάει… Το ξέρω αυτό. Σ’ αγαπάει αγαπάει περισσότερο και από την ίδια ίδ ια τη ζωή. ζω ή. Πάντα σ’ αγαπούσε». «Μα…» άρχισα να λέω, αλλά με διέκοψε. «Πρέπει να τον εμπιστευτείς. Πίστεψέ με! Μπορείτε να τα ξεκαθαρίσετε όλα, αλλά πρέπει να του πεις την αλήθεια. αλήθεια. Να του μιλήσεις για γι α τον δόκτορα Νας. Να του του πεις ότι γράφεις. γράφεις . Είναι ο μόνος τρόπος». Κάπου βαθιά μέσα μέσα μου ήξερα πως είχε δίκιο, δί κιο, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να πείσω πείσω τον εαυτό εαυτό μου να μιλήσει στον Μπεν για το ημερολόγιό μου. «Μα μπορεί μπορεί να θέλει να το
διαβάσει…» Τα μάτια της στένεψαν. «Γιατί σε ανησυχεί αυτό; Δεν υπάρχει υπάρχει τίποτα στο ημερολόγιο που να μη θέλεις να το δει. Έτσι δεν είναι;» Δεν απάντησα. απάντησα. «Υπάρχει, «Υπάρχει, Κρίσι;» Κρίσι ;» Απέστρεψα πέστρεψα το βλέμμα βλέμμα μου. μου. Δε Δε μιλήσαμε μιλήσαμε για λίγο και μετά μετά η Κλερ άνοιξε την τσάντα της. «Κρίσι», είπε. «Θα σου δώσω κάτι. Μου το είχε εμπιστευτεί εμπιστευτεί ο Μπεν Μπεν όταν αποφάσισε ότι πρέπει πρέπει να σ’ σ ’ αφήσει». Έβγαλε ένα φάκελο και μου τον έδωσε. έδω σε. Ήταν φθαρμένος, φθαρμένος, αλλά σφραγισμένος ακόμα. «Μου είπε ότι εδώ μέσα τα εξηγεί όλα». Τον κοίταξα. κοί ταξα. Μπροστά Μπροστά έγραφε το όνομά μου με κεφαλαία κεφαλαία γράμματα. γράμματα. «Μου «Μου ζήτησε να σ’ τον δώσω δ ώσω αν διαπίστωνα διαπίστω να ότι ήσουν αρκετά καλά για να διαβάσεις όσα γράφει». Την κοίταξα νιώθοντας νιώ θοντας όλα τα συναισθήματα ταυτόχρονα. ταυτόχρονα. Έξαψη και φόβο. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα ώ ρα να το κάνεις…» πρόσθεσε. Πήρα το φάκελο και τον έβαλα στην τσάντα τσάντα μου. Δεν γνώριζα γιατί, αλλά δεν ήθελα να διαβάσω το γράμμα εδώ, μπροστά στην Κλερ. Ίσως φοβόμουν ότι θα μπορούσε να διαβάσει κι εκείνη το περιεχόμενό του στο πρόσωπό μου, και τότε δε θα ήταν ήταν πια μόνο δικό μου. Ύψωσα το βλέμμα. «Ευχαριστώ», αποκρίθηκα. Η Κλερ Κλ ερ δε χαμογέλασε. «Κρίσι…» μουρμούρισε. μουρμούρισε. Κοίταξε Κο ίταξε κάτω, τα χέρια της. «Υπάρχει λόγος που ο Μπεν Μπεν σού λέει πως έφυγα στο εξωτερικό». Αισθάνθηκα τον κόσμο μου να αλλάζει, αν και δεν ήξερα ήξ ερα ακόμα με με ποιον τρόπο. «Πρέπει να σου πω κάτι. Το λόγο λό γο για τον οποίο χάσαμε επαφή…» Το κατάλαβα τότε. τότε. Χωρίς Χω ρίς εκείνη να πει τίποτα, το κατάλαβα. κατάλαβα. Το κομμά κο μμάτι τι του παζλ που έλειπε, ο λόγος που έκανε τον Μπεν Μπεν να με χωρίσει, χωρίσ ει, ο λόγος για τον οποίο η καλύτερή καλύτερή μου φίλη εξαφανίστηκε από τη ζωή μου και ο άντρας μου μου αράδιαζε ψέματα ψέματα για τα αίτια αυτής αυτής της εξαφάνισης. Είχα δίκιο δί κιο λοιπόν λοι πόν από την την αρχή. Είχα δίκιο. «Είναι αλήθεια», είπα. «Ω Θεέ μου… Είναι αλήθεια! Βλέπεις τον Μπεν. Γαμιέσαι με τον άντρα μου!» Με κοίταξε με φρίκη. «Όχι!» «Όχι! » αποκρίθηκε. «Όχι!» «Όχι!» Με κατέκλυσε κατέκλυσε μια βεβαιότητα. βεβαιότητα. Ήθελα να της φωνάξω πως είναι εί ναι Ψεύτρα! Δεν το έκανα όμως. Ήμουν έτοιμη να τη ρωτήσω ρω τήσω πάλι τι ήθελε να μου πει, πει, όταν την είδα να σκουπίζει κάτι από το μάτι της. Ένα δάκρυ; Δεν ξέρω. ξέρω . «Όχι τώρα…» ψιθύρισε και μετά κοίταξε πάλι τα χέρια της. «Παλιά…» Περίμενα να νιώσω νιώ σω πολλά συναισθήματα, συναισθήματα, αλλά όχι και ανακούφιση. Ήταν αλήθεια αλήθεια όμως: αυτό ένιωθα. Επειδή η Κλερ φάνηκε ειλικρινής; Επειδή τώρα πια είχα εί χα μια εξήγηση για όλα, μια εξήγηση που μπορούσα μπορούσα να την πιστέψω; Δεν είμαι σίγουρη. Ο θυμός, όμως, που ίσω ς περίμενα να αισθανθώ δεν υπήρχε. Ούτε Ούτε ο πόνος. Μπορεί Μπορεί να χάρηκα που ένιωσα μια μικρή σπίθα ζήλιας, απτή απόδειξη πως αγαπούσα τον άντρα μου. μου. Ίσως αισθάνθηκα απλώς απλώς ανακούφιση που ο Μπεν με με είχε απατήσει απατήσει κι εκείνος όπως όπω ς τον είχα απατήσει κι εγώ και τώρα ήμαστε πάτσι. «Πες μου…» ψιθύρισα. Δε σήκωσε το βλέμμα. βλέμμα. «Ήμαστε «Ήμαστε πάντα πάντα δεμένοι…» είπε σιγανά η Κλερ. «Οι «Οι τρεις μας εννοώ. Εσύ, εγώ και ο Μπεν. Μπεν. Ποτέ, όμως, δεν υπήρξε τίποτε ανάμεσα ανάμεσα σε μένα και σε κείνον. Πρέπει Π ρέπει να το πιστέψεις αυτό. Ποτέ!» Της είπα εί πα να συνεχίσει. «Μετά «Μετά τον
τραυματισμό τραυματισμό σου προσπαθούσα να βοηθήσω όπως όπω ς μπορούσα. Καταλαβαίνεις Καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο ήταν για γι α τον Μπεν. Κυρίως σε πρακτικό επίπεδο, πέρα απ’ απ’ οτιδήποτε άλλο. Έπρεπε να φροντίζει τον Άνταμ… Έκανα ό,τι μπορούσα. Ήμαστε πολύ συχνά μαζί. Αλλά δεν κοιμηθήκαμε μαζί. μαζί. Τότε τουλάχιστον. Σ’ το ορκίζομαι, ορκίζ ομαι, Κρίσι…» Κρίσι …» «Πότε;» ρώτησα. «Πότε έγινε;» «Λίγο πριν σε σ ε μεταφέρουν μεταφέρουν στο Γουόρινγκ Χάουζ», απάντησε απάντησε εκείνη. «Ήσουν στη χειρότερη φάση φάση σου. Ο Άνταμ ήταν κι αυτός δύσκολος. Τα πράγματ πράγματα α ήταν ήταν άσχημα». άσχημα». Κοίταξε αλλού. «Ο Μπεν έπινε. Όχι πολύ, αλλά αρκετά. Δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Ένα βράδυ επιστρέψαμ επιστρέψαμεε από μια επίσκεψη στο νοσοκομείο. νοσο κομείο. Έβαλα τον Άνταμ για ύπνο. Ο Μπεν Μπεν βρισκόταν βρισκό ταν στο καθιστικό, έκλαιγε. έκλαιγ ε. “Δεν μπορώ”, μπορώ”, έλεγε συνέχεια. “Δεν μπορώ άλλο. ην αγαπάω, αλλά αυτό με σκοτώνει”». σκοτώνει ”». Μια ριπή ανέμου σκαρφάλωσε στο λόφο. Ήταν κρύος. Διαπεραστικός. Τύλιξα Τύλιξ α το παλτό γύρω μου. «Κάθισα δίπλα του. Και…» Μπορούσα Μπορούσα να το φανταστώ. Το χέρι στον ώμο ώ μο και ύστερα το αγκάλιασμα. Τα στόματα που βρίσκουν το ένα το άλλο ανάμεσα από τα δάκρυα, δάκρυα, η στιγμή εκείνη όταν οι τύψεις τύψεις και η βεβαιότητα βεβαιότητα ότι τα πράγματα πράγματα δεν πρέπει πρέπει να προχωρήσουν άλλο υποχωρούν μπροστά στη λαγνεία και τη συνειδητοποίηση ότι τώρα δεν δ εν μπορούν να σταματήσουν. σταματήσουν. Και μετά τι; Η συνουσία. Στον καναπέ; Στο πάτωμα; πάτωμα; Δε θέλω να ξέρω. ξέρω . «Και;» «Λυπάμαι…» απάντησε η Κλερ. «Δε θέλησα ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. Συνέβη όμως, κι ένιωσα ένιωσ α τόσο άσχημα… Τόσο άσχημα. Όχι μόνο εγώ. Και οι ο ι δύο…» «Πόσο καιρό;» «Τι;» «Πόσο καιρό συνεχίστηκε;» Δίστασε, μετά μετά είπε: «Δεν «Δεν ξέρω… Όχι πολύ. Μερικές Μερικές εβδομάδες. Κάναμε… Κάναμε… Κάναμε σεξ λίγες φορές μόνο. Νιώθαμε Νιώ θαμε ότι δεν ήταν σωστό. Και αισθανόμασταν και οι δύο τόσο άσχημα μετά». «Τι έγινε;» ρώτησα. «Ποι «Ποιος ος το τελείωσε;» Σήκωσε τους ώμους, ώ μους, ύστερα ψιθύρισε: «Και οι δύο… Μιλήσαμε. Δεν Δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Αποφάσισα Αποφάσισα ότι το χρωστούσα σε σένα –και στον σ τον Μπεν– να μείνω μακριά σας στο εξής. Από τύψεις τύψεις μάλλον». Τότε μου ήρθε μια τρομερή σκέψη. «Γι’ αυτό αποφάσισε να μ’ αφήσει;» «Κρίσι, όχι!» όχι !» απάντησε απάντησε χωρίς χρονοτριβή. χρονο τριβή. «Δεν «Δεν ήταν ήταν έτσι. Ένιωθε Ένιω θε κι εκείνος απαίσια. Αλλά δε σ’ άφησε εξαιτίας εξαιτίας μου!» Όχι, σκέφτηκα. Ίσως όχι αμέσως. αμέσως . Αλλά μπορεί να του υπενθύμ υπενθύμισες ισες πόσα χάνει. χάνει . Την κοίταξα. κοί ταξα. Ακόμα δεν είχα θυμώσει. Δεν μπορούσα. Αν μου έλεγε ότι κοιμούντα κοι μούντανν ακόμα μαζί, ίσως ίσω ς ένιωθα ένιω θα διαφορετικά. Αυτά που που μου είπε ήταν ήταν σαν να ανήκαν σε μιαν άλλη εποχή. Προϊστορία. Δυσκολευόμουν να πιστέψω πως είχαν οποιαδήποτε ο ποιαδήποτε σχέση μαζί μαζί μου. Η Κλερ σήκωσε το κεφάλι. «Στην αρχή κράτησα επαφή με τον Άνταμ, αλλά μετά ο Μπεν πρέπει πρέπει να του ανέφερε τι συνέβη. Ο Άνταμ δήλωσε ότι δε θέλει να με ξαναδεί. Μου είπε να μην ξαναπλησιάσω ούτε εκείνον ούτε και σένα. Αλλά δεν μπορούσα, Κρίσι… Κρίσι … Δεν Δεν μπορούσα. Ο Μπεν Μπεν μού είχε δώσει δώ σει το γράμμα, γράμμα, μου είχε ζητήσει να σε σ ε προσέχω. Έτσι, Έ τσι,
συνέχισα να σε επισκέπτομαι. επισκέπτομαι. Στο Γουόρινγκ Γουόριν γκ Χάουζ. Στην αρχή κάθε μερικές εβδομάδες, ύστερα κάθε δυο τρεις μήνες. Αλλά ταραζόσουν. Ταραζόσουν τρομερά. Ξέρω πως ήταν εγωιστικό εγωισ τικό από μέρους μου, αλλά δεν μπορούσα μπορούσα να σ’ αφήσω εκεί. εκεί . Μόνη σου. Συνέχισα να έρχομαι. Μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ πως είσαι εί σαι καλά…» «Κι έλεγες στον Μπεν πώς ήμουν;» «Όχι. Δεν είχαμε επαφή». «Γι’ αυτό δεν ήρθες να με δεις τελευταία; Στο σπίτι; Επειδή δε θέλεις να συναντήσεις τον Μπεν;» «Όχι. Πριν από μερικούς μήνες πήγα στο Γουόρινγκ Χάουζ και μου είπαν πως πως είχες εί χες φύγει. Πωςς ζούσες πάλι με τον Μπεν. Πω Μπεν. Ήξερα ότι ο Μπεν είχε μετακομίσει. μετακομίσει. Τους ζήτησα να μου πουν τη διεύθυνσή σου, αλλά αρνήθηκαν. Δήλωσαν ότι θα ήταν παραβίαση απορρήτου. Είπαν ότι θα σου δώσουν δώ σουν το τηλέφωνό μου κι ότι αν θέλω να σου γράψω, μπορούν να σου στείλουν τα γράμματά μου». «Κι έγραψες;» «Έστειλα ένα γράμμα στον στον Μπεν. Του είπα ότι λυπάμαι, ότι μετάνιωσα για γι α ό,τι έγινε. Τον Τ ον παρακάλεσα παρακάλεσα να μ’ αφήσει να σ σεε δω…» «Αλλά σου είπε ότι δε γινόταν;» «Όχι. Μου απάντησες απάντησες εσύ, Κρίσι. Κρίσ ι. Μου έγραψες πως αισθάνεσαι αι σθάνεσαι πολύ καλύτερα. Πως είσαι ευτυχισμένη με τον Μπεν». Κοίταξε μακριά, πέρα από το πάρκο. «Ότι δε θέλεις να με δεις. Ότι μερικές φορές επανερχόταν επανερχόταν η μνήμη σου και τότε ήξερες ήξερες πως σε είχα προδώσει». προδώσ ει». Σκούπισε ένα δάκρυ από το μάτι μάτι της. «Μου «Μου είπες να μη σε ξαναπλησιάσω ξ αναπλησιάσω ποτέ. Μου έγραψες πως είναι καλύτε κ αλύτερα ρα να με ξεχάσεις για πάντα και να σε ξεχάσω κι εγώ…» Πάγωσα. Προσπάθησα Π ροσπάθησα να φανταστώ φανταστώ το θυμό που πρέπει πρέπει να ένιωσα ένιωσ α για να γράψω ένα τέτοιο γράμμα, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποίησα ότι στην πραγματικότητα μπορεί να μην ήμουν καθόλου θυμωμένη. θυμωμένη. Η Κλερ δεν υπήρχε καν για μένα, το ίδιο και η φιλία φιλί α μας. «Με «Με συγχωρείς…» συγχω ρείς…» αποκρίθηκα. Μου ήταν ήταν αδιανόητο. αδι ανόητο. Πώς θα μπορούσα να θυμηθώ την προδοσία της; Ο Μπεν πρέπει να με βοήθησε να γράψω το γράμμα. Η Κλερ χαμογέλασε. «Όχι, μη ζητάς ζητάς συγγνώμη. συγγνώ μη. Είχες δίκιο. δίκι ο. Αλλά παρ’ όλα αυτά, αυτά, ήλπιζα ότι θ’ αλλάξεις γνώμη. Ήθελα να σε δω. Ήθελα να σου πω την αλήθεια, πρόσωπο με πρόσωπο». Δε μίλησα. «Λυπάμαι τόσο πολύ…» συμπλήρωσε τότε. «Άραγε θα με συγχωρέσεις ποτέ;» Της έπιασα το χέρι. Πώ Πώςς θα μπορούσα να θυμώσω θυμώσω μαζί της; Ή με τον Μπε Μπεν; ν; Η κατάστασή κατάστασή μου είχε φορτώσει σε όλους μας ένα τρομερό βάρος. «Ναι», απάντησα. απάντησα. «Ναι. «Ναι. Σε συγχωρώ». Φύγαμε λίγο αργότερα. Στο Στο κάτω μέρος της πλαγιάς γύρισε και με αντίκρι αντίκρισε. σε. «Θα σε ξαναδώ;» με ρώτησε. Χαμογέλασα. «Το «Το ελπίζω!» ελπίζω !» Φάνηκε ανακουφισμένη. «Μου «Μου έλειψες, Κρίσι… Κρίσι … Δεν έχεις ιδέα ιδ έα πόσο». Ήταν αλήθεια. αλήθεια. Δεν είχα ιδέα. ι δέα. Με την την Κλερ, όμως, όμως , και με αυτό το ημερολόγιο υπήρχε μια πιθανότητα να ξαναχτίσω μια ζωή υποφερτή. Σκέφτηκα το γράμμα στην τσάντα μου. Ένα μήνυμα μήνυμα από το παρελθόν. Το τελικό κομμάτι του παζλ. Οι απαντήσεις απαντήσεις που χρειάζομαι. «Θα σε ξαναδώ σύντομα!» είπε. «Στις «Στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Εντάξει;» Εντάξει;» «Εντάξει», «Εντάξει», απάντησα. απάντησα. Με αγκάλιασε, και η φωνή μου χάθηκε μέσα στις μπούκλες μπούκλες των
μαλλιών της. Την αισθανόμουν αι σθανόμουν πάλι ως τη μοναδική μου φίλη, τον μοναδικό άνθρωπο στον οποίο θα μπορούσα να στηριχτώ εκτός από τον Μπεν. Την αδερφή μου. Την έσφιξα δυνατά. «Σ’ «Σ’ ευχαριστώ που μου είπες την αλήθεια», πρόσθεσα. «Σ’ «Σ’ ευχαριστώ. Για Γι α όλα. Σ’ αγαπάω». Όταν χωριστήκαμε και κοιτάξαμε η μια την άλλη, άλλη, κλαίγαμε και οι δύο. *** Στο σπίτι κάθισα κάθισ α να διαβάσω το γράμμα του του Μπεν. Με Με είχε πιάσει ανησυχία. Θα μου πει αυτά που θέλω να μάθω; Θα καταλάβω επιτέλους γιατί με άφησε ο Μπεν; Ταυτόχρονα, όμως, ένιωθα ένι ωθα έξαψη. Ήμουν σίγουρη σίγο υρη πως θα απαντούσε στα ερωτήματά ερωτήματά μου. Ήμουν Ήμουν σίγουρη ότι με αυτό, αυτό, τον Μπεν Μπεν και την Κλερ θα έχω όλα ό λα όσα χρειάζομαι. Αγαπημένη γαπημένη μου μου Κριστίν, Αυτό είναι είναι το πιο δύσκολο πράγμα πράγμα που που έχω κάνει ποτέ. ποτέ. Άρχισα Άρχισα ήδη με ένα κλισέ, αλλά ξέρεις ότι ό τι δεν είμαι συγγραφέας – συγγραφέας ήσουν πάντα εσύ! Γι’ αυτό, με συγχωρείς, αλλά θα κάνω ό,τι καλύτερο καλύτερο μπορώ. Όταν διαβάσεις αυτό το γράμμα, θα το ξέρεις ήδη, αλλά παρ’ όλα αυτά σου γράφω γι α να σου πω ότι αποφάσισα πως πρέπει να σε αφήσω. Δεν αντέχω ούτε καν να το γράψω, και πολύ περισσότερο να το σκεφτώ, αλλά δε γίνεται διαφορετικά. Προσπάθη Προσ πάθησα σα τόσο πολύ να βρω έναν άλλο τρόπο, όμως δεν τα κατάφερα. κατάφερα. Πίστεψέ με. Πρέπει να καταλάβεις ότι σ’ σ ’ αγαπάω. Πάντα σ’ αγαπούσα. Πάντα θα σ’ αγαπάω. Δε με απασχολεί τι έγινε και γιατί. Δεν έχει να κάνει με εκδίκηση ή οτιδήποτε τέτοιο. τέτοιο. Δε γνώρισα γνώρι σα καμία άλλη. Όταν Όταν ήσουν σε κώμα, κώ μα, συνειδητοποίησα συνειδητοποίησα πόσο πολύ έχεις γίνει μέρος του εαυτού εαυτού μου – ένιωθα ένιω θα σαν να πέθαινα κάθε φορά που σε κοιτούσα. κοι τούσα. Κατάλαβα Κατάλαβα ότι δε με ένοιαζε τι έκανες εκείνη τη νύχτα στο Μπράιτον Μπράιτον ή ποιον ποιο ν έβλεπες. Απλώς ήθελα να γυρίσεις κοντά μου. Και ύστερα γύρισες, κι εγώ ήμουν τόσο ευτυχισμένος. Δεν μπορείς μπορείς ποτέ να φανταστείς φανταστείς την ευτυχία ευτυχία μου τη μέρα που μου είπαν πως είσαι εκτός κινδύνου, πως πω ς δε θα πεθάνεις. Ότι δε θα με αφήσεις. αφήσεις. Ότι δε θα σε χάσω. Ο Άνταμ ήταν ήταν μικρός, αλλά νομίζω νομί ζω ότι ό τι κατάλαβε κατάλαβε κι εκείνος. Όταν αντιληφθήκαμε αντιληφθήκαμε ότι δε θυμόσουν τι είχε συμβεί, νόμισα πως αυτό ήταν ήταν καλό. Απίστευτο, πίστευτο, ε; Ντρέπ Ντρέπομαι ομαι τώρα, αλλά σκέφτηκα σκέφτηκα ότι ότι έτσι ήταν καλύτερα. καλύτερα. Μετά, Μετά, όμως, είδαμε ότι ξεχνούσες και άλλα πράγματα. Βαθμιαία, με το πέρασμα του χρόνου. Στην αρχή ήταν τα ονόματα των των ασθενών στα διπλανά κρεβάτια, κρεβάτια, των γιατρών γι ατρών και των νοσοκόμων που σε φρόντιζαν. Αλλά χειροτέρεψε. Ξεχνούσες Ξεχνούσες γιατί ήσουν ήσο υν στο νοσοκομείο, γιατί γ ιατί δε σε άφηναν να επιστρέψεις επιστρέψεις στο σπίτι μαζί μου. Έπεισες Έπεισ ες τον εαυτό σου πως οι γιατροί πειραματίζονται πάνω σου. Όταν σε έφερα στο σπίτι κάποιο Σαββατοκύριακο, δεν αναγνώρισες το δρόμο, δρό μο, το σπίτι μας. Ήρθε να σε δει η ξαδέρφη ξ αδέρφη σου και δεν ήξερες ποια ήταν. Σε πήγαμε πήγαμε πίσω στο νοσοκομείο και δεν είχες ιδέα ιδ έα πού πάμε. πάμε. Νομίζω πως πω ς τότε άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγμ πράγματα. ατα. Αγαπούσες Αγαπούσες τόσο πολύ τον Άνταμ. νταμ. Φαινόταν στα στα μάτια μάτια σου, που που άστραφταν άστραφταν όταν όταν ερχόμασταν. ερχόμασταν. Έτρεχε Έτρεχε στην στην αγκαλιά σου κι εσύ τον σήκωνες σήκων ες και τον αναγνώριζες αναγνώριζ ες αμέσως. Αλλά μετά μετά –λυπάμαι, –λυπάμαι, Κρις, αλλά
πρέπει πρέπει να σου το πω αυτό– άρχισες να πιστεύεις ότι ο Άνταμ είχε είχε φύγει μακριά σου από μωρό. Κάθε φορά νόμιζες νόμιζ ες ότι τον έβλεπες έβλεπες για γι α πρώτη φορά από τότε που ήταν ήταν μερικών μηνών. Του ζητούσα ζ ητούσα να σου πει πότε σε είχε δει δ ει τελευταία τελευταία και σου απαντούσε «Χτες, «Χτες, μαμά» ή «Την περασμένη εβδομάδα», αλλά δεν τον πίστευες. «Τι του λέτε του παιδιού;» έλεγες. «Είναι ψέματα». ψέματα». Άρχισες να με κατηγορείς ότι σε κρατάω κλειδωμένη κλειδω μένη εκεί. Πίστευε Πίσ τευεςς ότι κάποια άλλη γυναίκα μεγάλωνε τον Άνταμ ενώ εσύ νοσηλευόσουν στο νοσοκομείο. Μια μέρα έφτασα έφτασα στο νοσοκομείο νοσο κομείο και δε με αναγνώρισες. αναγνώρισες . Σε έπιασε υστερία. Άρπαξες τον Άνταμ κάποια στιγμή που δεν κοιτούσα κι έτρεξες στην στην πόρτα, πόρτα, για να τον σώσεις, φαντάζομαι, φαντάζομαι, αλλά το παιδί άρχισε να ουρλιάζει. ο υρλιάζει. Δεν καταλάβα καταλάβαινε ινε γιατί γι ατί το έκανες αυτό. Τον πήγα στο σπίτι και προσπάθησα προσπάθησα να του εξηγήσω, μα δεν καταλάβαινε. καταλάβαινε. Άρχισε να σε φοβάται φοβάται πολύ. Και το πράγμα χειροτέρεψε. Μια Μια μέρα τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Τους ρώτησα ρώ τησα πώς είσαι όταν δεν είμαι εκεί, όταν ό ταν δεν είναι ο Άνταμ εκεί. «Μπορείτε «Μπορείτε να μου την περιγράψετε περιγράψετε αυτήν τη στιγμή;» είπα. Μου απάντησαν ότι ήσουν ήρεμη. Ευτυχισμένη. Καθόσουν στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι σου. «Τι κάνει;» ρώτησα. Μου είπαν ότι μιλάς με μιαν άλλη ασθενή, μια φίλη σου. Μερικές φορές παίζατε χαρτιά μαζί. «Χαρτιά;» είπα. Δεν μπορούσα μπορούσα να το πιστέψω. Μου απάντησαν απάντησαν ότι είσαι καλή στα χαρτιά. Έπρεπε βέβαια βέβαια να σου εξηγούν τους κανόνες κάθε μέρα, αλλά ύστερα εσύ τους νικούσες σχεδόν σ χεδόν όλους. «Είναι ευτυχισμένη;» ρώτησα. «Ναι», μου είπαν. «Ναι. Είναι πάντα ευτυχισμένη». «Με θυμάται εμένα; Τον Άνταμ;» ρώτησα. «Όχι αν δεν είστε εδώ», μου απάντησαν. Νομίζω ότι ό τι κατάλαβα τότε τότε πως κάποια στιγμή σ τιγμή έπρεπε έπρεπε να σε αφήσω. αφήσω . Σου βρήκα ένα μέρος όπου μπορείς μπορείς να ζήσεις ζήσει ς για όσο χρειαστεί. Κάπου όπου θα έχεις την ευκαιρία να είσαι ευτυχισμένη. ευτυχισμένη. Γιατί θα είσαι χωρίς χωρί ς εμένα και τον Άνταμ. Δε Δε μας γνωρίζεις, γνωρίζ εις, κι έτσι δε θα σου λείπουμε. Σ’ αγαπάω αγαπάω τόσο πολύ, Κρίσι. Κρίσι . Πρέπει να το καταλά κ αταλάβεις βεις αυτό. Σ’ αγαπάω περισσότερο από καθετί στον κόσμο. Αλλά πρέπει πρέπει να δώσω στο σ το γιο μας μια ζωή, τη ζωή που του αξίζει. Σύντομα θα είναι αρκετά μεγάλος για να καταλάβει τι συμβαίνει. Δε θα του πω ψέματα, Κρις. Κρις . Θα του εξηγήσω την επιλογή που έκανα. Θα του πω ότι παρόλο που εκείνος μπορεί να θέλει να σε βλέπει, βλέπει, αυτό θα τον στενοχωρεί πολύ. Μπορεί Μπορεί να με μισήσει. μισήσει . Να με κατηγορήσει. Ελπίζω πως όχι. Αλλά θέλω να είναι ευτυχισμένος. Και θέλω να είσαι κι εσύ ευτυχισμένη. ευτυχισμένη. Ακόμα κι αν αυτή την την ευτυχία μπορείς μπορείς να τη βρεις μόνο χωρίς χω ρίς εμένα. Είσαι στο Γουόρινγκ Γουόρι νγκ Χάουζ αρκετό διάστημα τώρα. τώρα. Δεν πανικοβάλλεσαι πανικοβάλλεσαι πια. Έχεις Έχει ς μιαν αίσθηση ρουτίνας. Αυτό είναι καλό. Κι έτσι είναι καιρός να φύγω. Θα αφήσω αυτό το γράμμα στην στην Κλερ. Θα της ζητήσω να το φυλάξει και να σου το δείξει δ είξει όταν θα είσαι αρκετά καλά για να το διαβάσεις και να το καταλάβεις. καταλάβεις. Δεν μπορώ να το κρατήσω εγώ, θα με βασανίζει συνέχεια και δε θα καταφέρω καταφέρω να αντισταθώ στον πειρασμό να σου το δώσω δ ώσω την επόμενη επόμενη εβδομάδα ή τον επόμενο επόμενο μήνα ή και τον επόμενο χρόνο. Όταν θα είναι ακόμα πολύ νωρίς. Δε θα προσποιηθώ προσποιηθώ ότι δεν έχω την ελπίδα πως μια μέρα μέρα θα θα μπορέσουμε μπορέσουμε να ξανασμίξουμε. Όταν θα γίνεις καλά. Οι τρεις μας. Μια οικογένεια. οι κογένεια. Πρέπει να πιστέψω ότι μπορεί να συμβεί αυτό. Πρέπει, αλλιώς θα πεθάνω πεθάνω από θλίψη. θλί ψη. Δε σε εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, Κρις. Δεν πρόκειται πρόκειται να σε εγκαταλείψω εγκαταλείψω ποτέ. ποτέ. Σ’ αγαπάω πάρα πάρα πολύ. πολύ.
Πίστεψέ Πίσ τεψέ με, με, αυτό είναι το σωστό, σωσ τό, το μοναδικό πράγμα που που μπορώ να κάνω. Μη με μισήσεις. Σ’ αγαπάω. Μπεν x *** ο διαβάζω πάλι τώρα και διπλώνω δ ιπλώνω το χαρτί. Είναι κολλαριστό, σαν να γράφτηκε χτες, χτες, αλλά ο φάκελος στον οποίο το βάζω είναι μαλακός, οι γωνίες γωνί ες του φθαρμένες φθαρμένες κι έχει μια γλυκιά μυρωδιά σαν σ αν άρωμα. Το είχε μαζί της συνέχεια η Κλερ, Κ λερ, σε μιαν άκρη της τσάντας τσάντας της; Ή, το πιθανότερο, το είχε βάλει σ’ σ ’ ένα συρτάρι στο σπίτι της, κρυμμένο κρυμμένο αλλά ποτέ εντελώς ξεχασμένο; Το γράμμα γράμμα που περίμενε χρόνια ώσπου ώσ που να έρθει η κατάλληλη στιγμή να διαβαστεί. Χρόνια που τα πέρασα πέρασα χωρίς να ξέρω ποιος είναι ο άντρας μου, χωρίς να ξέρω καν ποια ποι α είμαι εγώ. Χρόνια Χ ρόνια που διάβηκαν αφήνοντας χάσμα ανάμεσά ανάμεσά μας, ένα χάσμα που δε θα κατάφερνα ποτέ να γεφυρώσω, αφού αγνοούσα ακόμα και την ύπαρξή του. Βάζω το γράμμα ανάμεσα ανάμεσα στις σελίδες σ ελίδες του ημερολογίου μου. Κλαίω καθώς τα γράφω αυτά, αυτά, αλλά δε νιώθω νι ώθω δυστυχισμένη. Τα καταλαβαίνω καταλαβαίνω όλα. Γιατί με άφησε, γιατί μου έλεγε ψέματα. Και μου έλεγε ψέματα. Δε μου μίλησε για το μυθιστόρημα που έγραψα για να μη με τσακίσει το γεγονός πως δε θα γράψω ποτέ άλλο. Ισχυριζόταν πως η καλύτερή μου φίλη μετακόμισε μετακόμισε στο εξωτερικό εξω τερικό για να με προστατέψει προστατέψει από το γεγονός ότι οι ο ι δυο τους με πρόδωσαν, επειδή δεν πίστευε πί στευε ότι τους αγαπούσα τόσο ώστε ώσ τε να μην μπορώ μπορώ να ν α κάνω τίποτε άλλο από το να τους συγχωρέσω. συγχω ρέσω. Μου έλεγε ότι με χτύπησε αυτοκίνητο αυτοκίνητο για γι α να μην είμαι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζω αντιμετωπίζω το γεγονός ότι ό τι δέχτηκα επίθεση, ότι αυτό που μου συνέβη ήταν ήταν αποτέλεσμα μιας μιας σκόπιμης σ κόπιμης πράξης άγριου μίσους. μί σους. Μου έλεγε ότι δεν κάναμε ποτέ παιδιά παιδιά όχι ό χι μόνο για γι α να με προστατέψε προστατέψειι από τη γνώση πως ο μοναχογιός μας είναι νεκρός, αλλά και για να με προφυλάξει από την οδύνη που θα μου προξενούσε ο θάνατός του κάθε μέρα της της ζωής ζω ής μου. Και δε μου αποκάλυψε πως, πως, αφού προσπαθούσε επί χρόνια χρόνι α να βρει κάποιον τρόπο για να μπορούμε να είμαστε μαζί μαζί ως ω ς οικογένεια, οι κογένεια, αναγκάστηκε να αποδεχτεί αποδεχτεί το γεγονός ότι αυτό ήταν αδύνατο αδύνατο και να πάρει το γιο μας και να φύγει για να βρει το παιδί την ευτυχία. ευτυχία. Όταν έγραψε το γράμμα, πίστευε ότι ο χωρισμός μας θα ήταν για πάντα, αλλά πρέπει επίσης να ήλπιζε ότι δε δ ε θα ήταν ήταν – αλλιώς αλλιώ ς γιατί γι ατί να το γράψει; Τι σκεφτότ σκ εφτόταν αν όταν κάθισε εκεί στο σπίτι του, στο σπίτι μας όπως πρέπει να ήταν κάποτε, κάποτε, και πήρε το στιλό και προσπάθησε προσπάθησε να εξηγήσει σε κάποιον που δεν περίμενε ποτέ ποτέ ότι θα μπορέσει να τον καταλάβει καταλάβει για ποιο ποι ο λόγο θεώρησε θεώ ρησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον αφήσει; Δεν είμαι συγγραφέας, έγραψε, όμως οι λέξεις του ήταν ήταν όμορφες για γι α μένα, γεμάτες γεμάτες βαθύ νόημα. Καθώς τις διάβαζα, δ ιάβαζα, αισθανόμουν σαν να μιλούσε για κάποια άλλη, αλλά κάπου μέσα μου, κάτω από το δέρμ δέρμα α και τα κόκαλα, τη σάρκα και το αίμα, ξέρω ότι δεν είναι εί ναι έτσι. Μιλάει για μένα, μιλάει σε μένα. Την Κριστίν Κριστί ν Λούκας. Την τσακισμένη γυναίκα του. Ο χωρισμός, χωρι σμός, όμως, όμως , δεν ήταν για πάντα. Αυτό που ο Μπεν Μπεν ήλπιζε να συμβε σ υμβείί συνέβη. σ υνέβη. Η κατάστασή κατάστασή μου βελτιώθηκε –ή εκείνος βρήκε το χωρισμό χωρισ μό ακόμα πιο δύσκολο απ’ όσο είχε είχ ε φανταστεί–, φανταστεί–, και γύρισε πάλι κοντά μου.
Όλα φαίνονται διαφορετικά τώρα. Το καθιστικό φαντάζει πιο οικείο οι κείο απ’ ό,τι το πρωί, όταν ξύπνησα και προσπαθούσα να βρω την κουζίνα θέλοντας απεγνωσμένα να πιω πιω λίγο νερό και να καταλάβω τι είχε συμβεί χτες βράδυ. Και δε δείχνει δεί χνει πια γεμάτο πόνο και θλίψη. Δε φαίνεται πλέον σαν σύμβολο σύμβολο μιας ζωής ζω ής που δεν μπορώ μπορώ να ζήσω. ζήσω . Το τικ τακ του ρολογιού πίσω από τον ώμο μου δε σηματοδοτεί σηματοδοτεί πια απλώς το χρόνο. Μου μιλάει. Ηρέμησε, λέει. Ηρέμησε και δέξου δέξο υ αυτά που έρχονται. έρχονται. Έκανα ένα λάθος. Και το έκανα ξανά και ξανά, ποιος ξέρει ξ έρει πόσες φορές… Ο άντρας μου είναι ο προστάτης μου, ναι, ναι, αλλά είναι και ο εραστής μου. Και τώρα συνειδητοποιώ ότι τον αγαπάω. Πάντα τον αγαπούσα, κι αν χρειάζεται να μαθαίνω να τον αγαπάω κάθε μέρα, τότε αυτό θα κάνω. Ο Μπεν Μπεν θα επιστρέψει γρήγορα –τον νιώθω νιώ θω ήδη να πλησιάζει– πλησι άζει– κι όταν φτάσει, θα του τα πω όλα. Θα του πω ότι συναντήθηκα με την την Κλερ και τον δόκτορα Νας, καθώς και τον δόκτορα Πάξτον, κι ότι διάβασα δι άβασα το γράμμα γράμμα του. Θα Θα του πω ότι καταλαβαίνω γιατί έκανε αυτό που έκανε έκανε τότε, γιατί γιατί με άφησε, κι ότι τον συγχωρώ. σ υγχωρώ. Θα του πω ότι ξέρω ξ έρω για την επίθεση, αλλά δε μου εείναι ίναι πια απαραίτητο απαραίτητο να μάθω μάθω τι έγινε, δε με νοιάζει πια ποιος ποι ος μου το έκανε αυτό. Και θα του πω ότι ξέρω ξ έρω για γι α τον Άνταμ. Άνταμ. Γνωρίζω Γνωρίζ ω τι του συνέβη, και παρόλο που η σκέψη να το αντιμετωπίζω αυτό κάθε μέρα με κάνει να παγώνω από τρόμο, αυτό αυτό πρέπει να κάνω. Η μνήμη του γιου μας πρέπει να υπάρχει μέσα σ’ αυτό το σπίτι και στην σ την καρδιά μου επίσης, όσο πόνο κι αν μου προκαλεί. προκαλεί. Και θα του πω γι’ αυτό το το ημερολόγιο, πως επιτέλους μπορώ μπορώ να προσφέρω στον εαυτό μου μιαν αφήγηση, μια μια ζωή, ζω ή, και θα του το δείξω αν ζητήσει να το δει. Και μετά μετά μπορώ να συνεχίσω να γράφω την ιστορία μου, την αυτοβιογραφία μου. Να Να δημιουργώ τον εαυτό μου από το μηδέν. «Όχι άλλα μυστικά», θα πω στον άντρα μου. «Κανένα. Σ’ αγαπάω, Μπεν, και θα σ’ αγαπάω πάντα. πάντα. Αδικήσαμε ο ένας τον άλλο. Αλλά, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ συγχώ ρεσέ με. Λυπάμαι Λυπάμαι που σ’ άφησα πριν από τόσα χρόνια για να πάω με κάποιον άλλο και λυπάμαι που δεν μπορούμε μπορούμε να μάθουμε μάθουμε ποτέ ποιον πήγα να δω σε κείνο το ξενοδοχείο ξενοδοχεί ο ή τι βρήκα εκεί. Αλλά, σε παρακαλώ, παρακαλώ, θέλω να ξέρεις πως τώρα είμαι είμαι αποφασισμένη να επανορθώσω». Και μετά, όταν δε θα υπάρχει τίποτε άλλο ανάμεσά μας παρά μόνο αγάπη, θα βρούμε έναν τρόπο για να είμαστε εί μαστε αληθινά αληθινά μαζί. ηλεφώνησα στον δόκτορα Νας. «Θέλω να σε δω μία ακόμα φορά», του του είπα. «Θέλω να διαβάσεις το ημερολόγιό ημερολόγιό μου». μου». Μάλλον εξεπλάγη, αλλά συμφώνησε. «Πότε;» ρώτησε. «Την επόμενη εβδομάδα», του απάντησα. «Έλα την επόμενη εβδομάδα». Είπε ότι θα περάσει να το πάρει την Τρίτη. Τρί τη.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ – Σήμερα Γυρίζω τη σελίδα, αλλά δεν υπάρχει υπάρχει τίποτε άλλο. Η ιστορία ι στορία τελειώνει εδώ. Διάβαζα επί ώρες. Τρέμω, σχεδόν δεν μπορώ να αναπνεύσω. αναπνεύσω. Νιώθω Νιώ θω όχι μόνο σαν σ αν να έζησα μια ολόκληρη ζωή μέσα στις τελευταίες τελευταίες ώρες, ώ ρες, αλλά και πως έχω αλλάξει. Δεν είμαι ο ίδιος ίδ ιος άνθρωπος άνθρω πος που συναντήθηκε συναντήθηκε με τον δόκτορα Νας σήμερα το πρωί, που κάθισε να διαβάσει το ημερολόγιο. Έχω ένα παρελθόν παρελθόν τώρα. Μιαν αίσθηση του εαυτού εαυτού μου. Ξέρω τι έχω και τι έχω χάσει. χάσει . Συνειδητοποιώ ότι κλαίω. Κλείνω το ημερολόγιο. ημερολόγιο. Αναγκάζω τον εαυτό εαυτό μου να ηρεμήσει ηρεμήσει και αρχίζω να αντιλαμβάνομαι αντιλαμβάνομαι το παρόν. Το μισοσκότεινο μισοσ κότεινο πια δωμάτ δω μάτιο ιο στο σ το οποίο κάθομαι. Το κομπρε κο μπρεσέρ σέρ που ακούω ακόμα στο δρόμο έξω. Το Τ ο άδειο φλιτζάνι φλι τζάνι του καφέ στα πόδια μου. Κοιτάζω το ρολόι δίπλα μου και σοκάρομαι. Μόνο τώρα αντιλαμβάνομαι αντιλαμβάνομαι πως είναι το ίδ ίδιο ιο ρολόι με αυτό που αναφέρετ αναφέρεται αι στο ημερολόγιο, πως είμαι στο σ το ίδιο καθιστικό, κ αθιστικό, πως είμαι εί μαι ο ίδιος άνθρωπος. Μόνο τώρα συνειδητοποιώ πλήρως ότι η ιστορία που διάβασα είναι δική μου. Παίρνω το ημερολόγιο και το φλιτζάνι και πηγαίνω στην κουζίνα. Εκεί, στον τοίχο, υπάρχει υπάρχει ο ίδιος ίδι ος πίνακας που είχα δει δ ει το πρωί, ένας κατάλογος γεμάτος γεμάτος προτροπέςυποδείξεις με ευανάγνωστα ευανάγνωστα κεφαλαία γράμματα, γράμματα, η ίδια ίδι α σημείωση που πρόσθεσα εγώ: Να ετοιμάσω βαλίτσα για γι α απόψε; Κοιτάζω τον πίνακα. Κάτι από αυτά που βλέπω βλέπω με ενοχλεί, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι. Σκέφτομαι Σκέφτομαι τον Μπεν. Πόσο δύσκολη πρέπει να ήταν η ζωή γι’ γι ’ αυτόν. Να μην μην ξέρει ποτέ σε τι κατάσταση θα είμαι όταν ξυπνήσω. Να μην ξέρει πόσα θα θυμάμαι, πόση αγάπη θα μπορώ να του δώσω. Τώρα όμως… όμως … Τώρα καταλαβαίνω. καταλαβαίνω. Τώρα Τώ ρα ξέρω αρκετά για να καταφέρουμ καταφέρουμεε και οι δύο να ζήσουμε πάλι. Αναρωτιέμαι αν έκανα ποτέ μαζί του τη συζήτηση που σχεδίαζα. Πρέπει να την έκανα γιατί είμαι απόλυτα σίγουρη πως αυτό είναι το σωστό, σω στό, αλλά φαίνεται ότι δεν το έγραψα. Βασικά δεν έχω γράψει τίποτα μία εβδομάδα τώρα. τώρα. Ίσως Ίσω ς έδωσα έδωσ α το ημερολόγιο στον δόκτορα Νας πριν προλάβω να γράψω. Πιθανόν Πι θανόν να ένιωσα ένιωσ α ότι δεν είναι απαραίτητο απαραίτητο να γράφω πια μιας και αποκάλυψα αποκάλυψα την ύπαρξη ύπαρξη του ημερολογίου στον Μπεν. Μπεν. Γυρίζω και κ αι πάλι στην αρχή του ημερολογίου. ημερολογίου. Και Κ αι ιδού, ιδ ού, με την την ίδια ίδι α μπλε μελάνη. μελάνη. Εκείνες οι τέσσερις λέξεις λέξει ς που έχω γράψει κάτω από το όνομά μου. Μην εμπιστεύεσαι εμπιστεύεσαι τον Μπεν. Παίρνω ένα στιλό και τις διαγράφω. δ ιαγράφω. Επιστρέφω στο καθιστικό και βλέπω ένα άλμπουμ άλμπουμ στο τραπέζι. Ακόμα δεν υπάρχουν φωτογραφίες του Άνταμ. Ούτε μου τον ανέφερε το πρωί. Ακόμα δε μου έχει δείξει δείξ ει τι υπάρχει στο μεταλλικό κουτί. Σκέφτομαι Σκέφτομαι το μυθιστόρημά μου –Για τα πουλιά της αυγής– και κοιτάζω κοι τάζω το ημερολόγιο που κρατάω. Μου έρχεται έρχεται μια σκέψη, σ κέψη, απρόσκλητη. απρόσκλητη. Κι αν τα έχω επινοήσει όλα; Σηκώνομαι. Χρειάζομαι αποδείξεις. αποδείξ εις. Χρειάζομαι Χ ρειάζομαι μια σύνδεση ανάμεσα σ’ αυτά που που διάβασα και σ’ αυτά που βιώνω, βιώνω , μια ένδειξη ότι το παρελθόν παρελθόν για το οποίο διάβασα δι άβασα δεν είναι προϊόν της φαντασίας μου.
Βάζω το ημερολόγιο μέσα στην τσάντα μου και κατευθύνομαι κατευθύνομαι προς το καθιστικό. καθισ τικό. Το πορτμαντό πορτμαντό είναι εκεί, στο κάτω μέρος της σκάλας σ κάλας δίπλα σ’ ένα ζευγάρι παντόφλες. Αν ανέβω επάνω, θα βρω το γραφείο, την αρχειοθήκη; Θα βρω βρω το γκρίζο γκρί ζο μεταλλικό κουτί στο τελευταίο συρτάρι κρυμμένο κάτω από την πετσέτα; Θα υπάρχει το κλειδί στο κάτω συρτάρι του κομοδίνου δίπλα δί πλα στο κρεβάτι; κρεβάτι; Κι αν υπάρχει, θα βρω το γιο γι ο μου; Πρέπει να μάθω. Ανεβαίνω τα σκαλιά δυο δυο. ο γραφείο είναι εί ναι μικρότερο απ’ όσο το φαντάστηκα φαντάστηκα και πιο πι ο τακτικό απ’ ό,τι περίμενα, αλλά η αρχειοθήκη υπάρχει, σκούρα γκρίζα. Στο κάτω συρτάρι βλέπω μια πετσέτα και από κάτω ένα κουτί. Το παίρνω και ετοιμάζομαι να το βγάλω. Νιώθω ηλίθια, είμαι σίγουρη ότι θα είναι κλειδωμένο ή άδειο. Δεν είναι ούτε το το ένα ούτε ούτε το το άλλο. Μέσα Μέσα σ’ αυτό αυτό βρίσκω βρίσκω το μυθιστόρημά μου. Όχι το αντίτυπο αντίτυπο που μου έδωσε ο δόκτωρ δό κτωρ Νας – δεν υπάρχει κυκλικό σημάδι σ ημάδι στο εξώφυλλο, και οι σελίδες σ ελίδες του φαίνονται καινούργιες. και νούργιες. Πρέπει Π ρέπει να είναι αυτό που είχε ο Μπεν. Το κρατάει κρατάει περιμένοντας περιμένοντας τη μέρα που θα συνέλθω αρκετά για να μου το δώσει. δώ σει. Αναρωτιέμαι πού είναι το δικό μου αντίτυπο, αντίτυπο, αυτό που μου έδωσε ο Νας. Βγάζω έξω το βιβλίο, και από κάτω υπάρχει υπάρχει μια φωτογραφία. Εγώ και ο Μπεν Μπεν να χαμογελάμε αμογελάμε στην στην κάμερα, κάμερα, αν και δείχνουμε θλιμμένοι. θλιμμένοι. Φαίνεται πρόσφατη, πρόσφατη, το το πρόσωπό μου είναι αυτό που είδα στον καθρέφτη, καθρέφτη, και ο Μπεν Μπεν είναι όπως ήταν όταν έφυγε το πρωί. Υπάρχει ένα σπίτι σπίτι στο βάθος, ένας ένας δρόμος στρωμένος με χαλίκι, γλάστρες και ζωηρόχρωμα κόκκινα γεράνια. Στο πίσω μέρος κάποιος έχει γράψει Γουόρινγκ Χάουζ. Πρέπει να την τράβηξαν τη μέρα που με πήρε από κει για να με φέρει εδώ. Αλλά αυτό αυτό είναι όλο κι όλο. Δεν Δεν υπάρχουν υπάρχουν άλλες φωτογραφίες. Ούτε Ούτε μία του Άνταμ. Άνταμ. Ούτε Ούτε καν εκείνες που βρήκα εδώ εδώ πριν και τις περιγράφω στο ημερολόγιο. Υπάρχει κάποια εξήγηση, εξήγηση, λέω μέσα μέσα μου. Πρέπει να υπάρχει. υπάρχει. Κοιτάζω τα χαρτιά που που είναι στοιβαγμένα στο γραφείο γραφείο – περιοδικά, περιοδι κά, κατάλογοι κατάλογοι με λογισμικό λογι σμικό υπολογιστών, υπολογιστώ ν, ένα σχολικό πρόγραμμα πρόγραμμα με μερικές ώρες επισημασμένες επισημασμένες με κίτρινο χρώμα. Βλέπω ένα σφραγισμένο σφραγισ μένο φάκελο, τον οποίο παίρνω αυθόρμητα, αυθόρμητα, αλλά όχι φωτογραφίες του Άνταμ. Άνταμ. Κατεβαίνω Κατεβαίνω κάτω και φτιάχνω ένα τσάι. Βραστό νερό, ένα σακουλάκι τσάι. Μην το αφήσεις να μουλιάσει πολλή ώρα και μην πιέσεις το σακουλάκι με το κουτάλι, γιατί θα βγάλει πολύ τανικό οξύ οξ ύ και το τσάι θα πικρίζει. Γιατί το θυμάμαι θυμάμαι αυτό, αλλά δε θυμάμαι να γεννάω τον Άνταμ; Χτυπάει Χτυπάει ένα τηλέφωνο κάπου στο καθιστικό. Το Τ ο βγάζω από την τσάντα τσάντα μου –δεν είναι αυτό με την την αναδιπλούμενη οθόνη, αλλά εκείνο που μου έδωσε ο άντρας μου– και απαντάω. Ο Μπεν. «Κριστίν; Είσαι καλά; Είσαι σπίτι;» «Ναι», απαντάω. «Ναι. Ευχαριστώ». «Βγήκες έξω σήμερα σ ήμερα;» ;» με ρωτάει. Η φωνή φω νή του ακούγεται οικεία αλλά και κ αι ψυχρή με κάποιον τρόπο. Σκέφτομαι την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Δε θυμάμαι να μου είπε πως είχα ραντεβού με τον δόκτορα Νας. Νας. Ίσως Ίσω ς δεν το ξέρει, σκέφτομα σ κέφτομαι. ι. Ή μπορεί να με δοκιμάζει, να αναρωτιέται αν θα του το πω. Σκέφτομαι τη σημείωση που είναι γραμμένη γραμμένη δίπλα στο ραντεβού. ραντεβού. Μην το πεις στον Μπεν. Πρέπει να την έγραψα πριν καταλά κ αταλάβω βω ότι ό τι μπορώ να του
έχω εμπιστοσύνη. Θέλω να του έχω εμπιστοσύνη τώρα. Τέρμα τα ψέματα. «Ναι», απαντάω. «Πήγα να δω ένα γιατρό». Δε μιλάει. «Μπεν;» λέω. «Με «Με συγχωρείς, συγχωρείς , ναι…» ψελλίζει. «Σ’ άκουσα». άκουσα». Προσέχω ότι δεν υπάρχει ίχνος έκπληξης στη φωνή του. Ώστε το γνώριζε λοιπόν, λοι πόν, ήξερε ότι βλέπω τον δόκτορα Νας. «Έχω κολλήσει στην κίνηση», συμπληρώνει. «Είναι λίγο λί γο δύσκολα τα πράγματα πράγματα εδώ… Άκου, απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι θυμήθηκες θυμήθηκες να ετοιμάσεις τις αποσκευές. Θα πάμε ταξίδι ταξίδι…» …» «Φυσικά», αποκρίνομαι. αποκρίνομαι. «Το περιμένω πώς και πώς!» προσθέτω μετά και και συνειδητοποιώ συνει δητοποιώ ότι είναι αλήθεια. Θα μας μας κάνει καλό να ξεφύγουμε ξ εφύγουμε λίγο, σκέφτομα σ κέφτομαι. ι. Μπορεί να είναι μια μι α νέα αρχή για μας. «Θα φτάσω φτάσω σε σ ε λίγο», λέει ο Μπεν. Μπεν. «Μπορείς «Μπορείς να ν α έχεις έτοιμες τις αποσκευές μας; Θα βοηθήσω κι εγώ όταν έρθω, αλλά καλύτερα να ετοιμάσεις ετοιμάσεις ό,τι μπορείς για γι α να ξεκινήσουμε νωρίς». «Θα προσπαθήσω». «Υπάρχουν δύο βαλίτσες στην εφεδρική κρεβατοκάμαρα. κρεβατοκάμαρα. Μέσα στην ντουλάπα. Πάρε αυτές». «Εντάξει». «Σ’ αγαπάω», αγαπάω», λέει ο Μπεν, και αφού καθυστερώ μια στιγμή παραπάνω παραπάνω κι εκείνος εκείνο ς έχει κλείσει ήδη, του λέω ότι τον αγαπάω κι εγώ. *** Πηγαίνω στο μπάνιο. Είμαι γυναίκα, λέω στον σ τον εαυτό εαυτό μου. Ενήλικη. Έχω έναν άντρα. άντρα. Έναν άντρα που αγαπάω. αγαπάω. Σκέφτομαι αυτά που διάβασα. Για το σεξ. Δεν είχα γράψει ότι μου άρεσε. Μπορώ Μπορώ να απολαύσω το σεξ; Αντιλαμβάνομαι Αντιλαμβάνομαι ότι δεν δ εν ξέρω ούτε καν αυτό. αυτό. Τραβάω το καζανάκι και βγάζω το παντελόνι παντελόνι μου, το καλσόν, το σλιπ. σλι π. Κάθομαι Κάθομαι στην άκρη της μπανιέρας. Πόσο ξένο είναι το σώμα μου. Πόσο άγνωστο… Πώς Πώ ς μπορώ να το προσφέρω σε κάποιον άλλο όταν δεν το αναγνωρίζω εγώ η ίδια; Κλειδώνω Κλειδώ νω την πόρτα του μπάνιου μπάνιου και ανοίγω ανοί γω τα πόδια μου. Λίγο στην αρχή, μετά μετά περισσότερο. Σηκώνω το πουκάμισό μου και κοιτάζω κάτω. Βλέπω τις ραβδώσεις που είχα δει και τη μέρα που θυμήθηκα τον Άνταμ, τη θημωνιά του ηβικού τριχώματος. Αναρωτιέμαι αν το ξυρίζω ποτέ. Αν το αφήνω αξύριστο λόγω των δικών δ ικών μου προτιμήσεων προτιμήσεων ή των προτιμήσεων του άντρα μου. Ίσως Ίσω ς αυτά τα πράγματα πράγματα δεν έχουν σημασία σ ημασία τώρα πια. Βάζω το χέρι στο εφήβαιό εφήβαιό μου. Τα δάχτυλά μου ακουμπούν ακουμπούν στα χείλη του αιδοίου, αιδοί ου, τα ανοίγουν λιγάκι. Αγγίζω την άκρη της κλειτορίδας και πιέζω, κινώντας ταυτόχρονα τα δάχτυλά μου, μου, και νιώθω νι ώθω ήδη ένα αμυδρό αμυδρό κάψιμο. Η υπόσχεση μιας αίσθησης μάλλον παρά η ίδια η αίσθηση. Αναρωτιέμαι τι θα θα συμβεί συμβεί αργότερα. αργότερα. Οι βαλίτσες βρίσκονται στο σ το εφεδρικό δωμάτιο, εκεί όπου μου είπε ο Μπεν. Είναι και οι ο ι δύο συμπαγείς, συμπαγείς, ανθεκτικές, η μια μι α λίγο μεγαλύτερη μεγαλύτερη από από την άλλη. Τις πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρα όπου ξύπνησα σήμερα σήμερα το πρωί και τις βάζω επάνω στο σ το κρεβάτι. κρεβάτι. Ανοίγω Ανοί γω το
πάνω συρτάρι και βλέπω τα εσώρουχά μου δίπλα στα δικά δικ ά του. Διαλέγω ρούχα και και για τους δυο μας, μας, κάλτσες για κείνον, καλσόν για μένα. Θυμάμαι Θυμάμαι αυτό αυτό που διάβασα για τη νύχτα που που κάναμε σεξ και σκέφτομαι ότι πρέπει να έχω επίσης επίσ ης κάλτσες και ζαρτιέρες κάπου. Αποφασίζω ότι ό τι θα ήταν ωραία να τις βρω τώρα, να τις πάρω μαζί μου. Μπορεί Μπορεί να κάνει καλό και στους δυο δ υο μας. Πηγαίνω στην ντουλάπα. ντουλάπα. Διαλέγω ένα φόρεμα, μια φούστα. Μερικά παντελόνια, παντελόνια, ένα τζιν. τζι ν. Προσέχω το κουτί των παπουτσιώ παπουτσιώνν στο δάπεδο της ντουλάπας ντουλάπας –αυτό στο οποίο πρέπει να κρύβω το ημερολόγιό μου–, άδειο τώρα. Αναρωτιέμαι τι είδους εί δους ζευγάρι είμαστε εί μαστε όταν όταν πηγαίνουμε ταξίδ ταξίδι. ι. Αν περνάμε περνάμε τα βράδια μας σε ρεστοράν ή σε σ ε άνετες παμπ χαλαρώνοντας δίπλα στη ρόδινη ζεστασιά μιας αληθινής φωτιάς. Αναρωτιέμαι Αναρωτιέμαι αν περπατάμε εξερευνώντας την πόλη και το περιβάλλον της ή αν πηγαίνουμε με αυτοκίνητο σε μέρη που έχουμε διαλέξει προσεκτικά από πριν. Αυτά είναι πράγματα πράγματα που δεν τα ξέρω ακόμη. Αλλά έχω όλη την υπόλοιπη ζωή ζω ή μου για να τα ανακαλύψω. ανακαλύψω. Να τα απολαύσω. Διαλέγω μερικά ρούχα ρούχα και για τους τους δυο μας, σχεδόν στην τύχη, τύχη, τα τα διπλώνω και τα βάζω βάζω στις βαλίτσες. Ξαφνικά αισθάνομαι αισ θάνομαι μια εσωτερική εκκένωση, ένα κύμα ενέργειας, ενέργειας, και κλείνω τα μάτια. μάτια. Βλέπω μια εικόνα. Είναι Είν αι λαμπερή, αλλά τρεμοπα τρεμοπαίζει. ίζει. Στην αρχή δεν μπορώ να τη δω καθαρά, λες και μετεωρίζεται κάπου όπου δεν μπορώ να τη φτάσω, να εστιάσω σ’ αυτήν. Προσπαθώ να διευρύνω το νου μου, να την αφήσω να έρθει. Βλέπω τον εαυτό μου να στέκεται μπροστά σε μια βαλίτσα. Είναι μαλακή, από φθαρμένο δέρμα. Νιώ Νιώθω θω έξαψη. Αισθάνομαι νέα πάλι, σαν παιδί που ετοιμάζεται να φύγει για διακοπές, σαν έφηβη που ετοιμάζεται ετοιμάζεται για ραντεβού, ραντεβού, να αναρωτιέμαι πώς θα πάνε τα πράγματα, αν θα με καλέσει στο σπίτι του, αν θα γαμηθούμε. Έχω αυτή την αίσθηση του καινούργιου, την προσμονή, σχεδόν τη γεύομαι. Τη στριφογυρίζω στη γλώσσα μου, την απολαμβάνω, απολαμβάνω, γιατί ξέρω ξ έρω ότι δε δ ε θα κρατήσει κρατήσει πολύ. Ανοίγω τα συρτάρια μου με με τη σειρά και διαλέγω πουκάμισα, κάλτσες, κάλτσες, εσώρουχα. Προκλητικά, σέξι εσώρουχα, που τα φοράς μόνο με την την αγωνιώδη αγωνι ώδη αναμονή της αφαίρεσής τους. Βάζω μέσα στη βαλίτσα ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα ψηλοτάκουνα παπούτσια παπούτσια εκτός από τα στρωτά που φοράω, τα βγάζω έξω, έξ ω, τα ξαναβάζω μέσα. Δε μου μου αρέσουν, αλλά η αποψινή νύχτα είναι μια μι α νύχτα φαντασίας, φαντασίας, μια μι α νύχτα για να ντυθούμε διαφορετικά, να γίνουμε κάποιοι άλλοι από αυτούς που είμαστε. Μόνο τότε προχωράω σε πιο χρηστικά πράγματα. πράγματα. Παίρνω ένα νεσεσέρ από καπιτονέ κόκκινο δέρμα και προσθέτω άρωμα, αφρόλουτρο, οδοντόκρεμα. Θέλω να είμαι όμορφη απόψε για τον άντρα που αγαπάω, για τον άντρα που κόντεψα να χάσω. Παίρνω Παί ρνω άλατα μπάνιου. Άνθη πορτοκαλιάς. πορτοκαλιάς. Συνειδητοποιώ ότι θυμάμαι θυμάμαι τη νύχτα που έφτιαξα τη βαλίτσα μου για το Μπράιτον. Η ανάμνηση εξαχνώνεται. Τα μάτια μου ανοίγουν. ανοίγο υν. Δεν μπορούσα μπορούσα να ξέρω τότε ότι έκανα ετοιμασίες για τον άντρα που θα μου έπαιρνε τα πάντα. Συνεχίζω τις ετοιμασίες για τον άντρα που έχω ακόμη. Ακούω ένα αυτοκίνητο αυτοκίνητο να σταματάει σταματάει έξω. Η μηχανή μηχανή σβήνει. σβήνει. Μια πόρτα πόρτα ανοίγει, ανοίγει, μετά κλείνει. Ένα Έν α κλειδί στην κλειδαριά. κλειδαρι ά. Ο Μπεν. Μπεν. Έφτασε. Είμαι νευρική. Φοβισμένη. Δεν είμαι ο ίδιος ίδι ος άνθρωπος που ήμουν το πρωί όταν ό ταν έφυγε. έφυγε. Έχω μάθει μάθει το ιστορικό ι στορικό μου. Ανακάλυψα τον τον εαυτό μου. Τι θα σκεφτεί όταν με δει; Τι θα πει;
Πρέπει να τον ρωτήσω αν ξέρει για το ημερολόγιό μου. Αν το έχει διαβάσει. Τι νομίζει. νομί ζει. Με φωνάζει καθώς κλείνει την πόρτα πίσω του. «Κριστίν; Κρις; Κρις ; Γύρισα». Η φωνή του δεν είναι τραγουδιστή όμως. όμως . Ακούγεται εξαντλημένος. εξαντλημένος. Του αποκρίνομαι ότι ό τι είμαι στην σ την κρεβατοκάμαρα. κρεβατοκάμαρα. Το κάτω σκαλοπάτι τρίζει καθώς δέχεται το βάρος του, και ακούω μια εκπνοή καθώς βγάζει το ένα του παπούτσι παπούτσι και μετά το άλλο. Θα φοράει τις παντόφλες παντόφλες του τώρα και ύστερα θα έρθει έρθει να με βρει. Νιώθω ευχάριστα που γνωρίζω γνωρί ζω τη ρουτίνα του –τη γνωρίζω γνωρίζ ω από το ημερολόγιο, η μνήμη μου δε με βοηθάει–, βοηθάει–, αλλά καθώς ανεβαίνει τη σκάλα, με κυριεύει ένα άλλο συναίσθημα. Φόβος. Σκέφτομαι αυτό που έγραψα στην αρχή του ημερολογίου. Μην εμπιστεύεσαι τον Μπεν. Ανοίγει την πόρτα πόρτα της της κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρας. ς. «Αγάπη «Αγάπη μου!» λέει. Δεν έχω κινηθεί. Κάθομαι ακόμα ακόμα στο κρεβάτι, κρεβάτι, με με τις βαλίτσες ανοιχτές ανοιχτές μπροστά μου. Στέκεται Στέκεται δίπλα δί πλα στην πόρτα, πόρτα, ώσπου σηκώνομαι σηκώνο μαι όρθια και ανοίγω ανοί γω την αγκαλιά μου και τότε πλησιάζει και με φιλάει. «Πώς ήταν η μέρα μέρα σου;» ρωτάω. Βγάζει τη γραβάτα του. «Α…» απαντάει, «ας μη μιλήσουμε γι’ αυτό. Είμαστε σε διακοπές!» Αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισό πουκάμισό του. Πνίγω την τάση τάση να γυρίσω αλλού, υπενθυμίζω υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως πως είναι εί ναι ο άντρας μου, πως τον αγαπάω. «Ετοίμασα «Ετοίμασα τις βαλίτσες», λέω. «Ελπίζω η δική δι κή σου να είναι εντάξει. Δεν Δεν ήξερα τι άλλο θα ήθελες να πάρω…» Βγάζει το παντελόνι του, το διπλώνει δι πλώνει και ύστερα το κρεμάει κρεμάει στην ντουλάπα. «Σίγουρα «Σίγουρα είναι εντάξει». «Μόνο «Μόνο που δε γνωρίζω γνω ρίζω πού ακριβώς θα πάμε. Έτσι, δεν ήξερα και τι να πάρω…» Γυρίζει, και αναρωτιέμαι αν διακρίνω διακρί νω μια σκιά σκι ά ενόχλησης στα μάτια μάτια του. «Θα «Θα κοιτάξω τις βαλίτσες πριν τις βάλουμε στο στο αμάξι. Είναι εντάξει όμως. Σ’ ευχαριστώ που άρχισες το φτιάξιμο», αποκρίνεται, κάθεται κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο σ το μπουντουάρ μπουντουάρ και φοράει ένα ξεθωριασμένο μπλου τζιν. Προσέχω μια τέλεια σιδερωμένη τσάκιση στα μπατζάκια μπατζάκια και πρέπει να αντισταθώ στην παρόρμηση παρόρμηση της εικοσάχρονης ει κοσάχρονης μέσα μου να τον θεωρήσει γελοίο. «Μπεν… «Μπεν…» » λέω. «Ξέρεις πού ήμουν σήμερα…» Με κοιτάζει. «Ναι», απαντάει. «Ξέρω». «Ξέρεις «Ξέρεις για γι α τον δόκτορα Νας;» Στρέφεται αλλού. «Ναι. Μου το είπες». Τον βλέπω μέσα στους καθρέφτες του μπουντουάρ. Τρεις εκδοχές του άντρα που παντρεύτηκα. Του άντρα που αγαπάω. «Μου τα είπες όλα. Γνωρίζω Γνω ρίζω τα πάντα». πάντα». «Σε πειράζει; πειράζει; Που Π ου βλέπω τον γιατρό…» γι ατρό…» Δε με κοιτάζει. «Έπρεπε «Έπρεπε να μου το το έχεις πει. Αλλά όχι, δε με πειράζει». «Και το ημερολόγιό μου; Ξέρεις για το ημερολόγιο;» «Ναι», λέει. «Μου το είπες. Είπες ότι σε βοηθάει». Μου έρχεται έρχεται μια σκέψη. «Το διάβασες;» «Όχι», απαντάει. απαντάει. «Είπες «Είπες πως είναι προσωπικό. προσω πικό. Δε θα γινόμουν αδιάκριτος». αδι άκριτος». «Ξέρεις, «Ξέρεις, όμως, για τον Άνταμ… Θέλω Θέλω να πω, γνωρίζεις γνω ρίζεις ότι ξέρω για τον Άνταμ». Άνταμ».
Τον βλέπω να κάνει έναν άθελο μορφασμό πόνου, θαρρείς και τα λόγια μου ήταν ένα βίαιο χτύπημα. χτύπημα. Αποσβολώνομαι. Περίμενα πως θα τον χαροποιούσαν. Επειδή δε θα ήταν πια υποχρεωμένος να μου λέει για το θάνατό του ξανά και ξανά. Με κοιτάζει. «Ναι», αποκρίνεται. «Δεν «Δεν υπάρχουν φωτογραφίες…» λέω και με ρωτάει τι εννοώ. «Υπάρχουν φωτογραφίες με τους δυο μας, αλλά καμία δική δι κή του». Σηκώνεται κι έρχεται εκεί όπου κάθομαι, κάθεται κάθεται κι αυτός δίπλα μου στο κρεβάτι. κρεβάτι. Παίρνει Π αίρνει το χέρι μου. Θα ήθελα να σταματούσε σταματούσε να μου φέρεται σαν να είμαι εύθραυστη. Λες και η αλήθεια θα με διαλύσει. «Ήθελα «Ήθελα να σου κάνω έκπληξη…» αντιγυρίζει αντιγυρίζει.. Βάζει το χέρι του κάτω από το κρεβάτ κ ρεβάτιι και βγάζει ένα φωτογραφικό άλμπουμ. άλμπουμ. «Τις έβαλα εδώ μέσα». μέσα». Μου δίνει το άλμπουμ. άλμπουμ. Είναι βαρύ, σκούρο, δεμένο με ένα υλικό που υποτίθεται υποτίθεται ότι μοιάζει με μαύρο δέρμα, δέρμα, αλλά δε μοιάζει. Ανοίγω Ανοί γω το εξώφυλλο εξώ φυλλο και μέσα υπάρχει μια στοίβα φωτογραφίες. «Ήθελα «Ήθελα να τις βάλω στη θέση τους», λέει. «Να σ’ το δώσω σαν δώρο δώ ρο απόψε, αλλά δεν πρόλαβα. Λυπάμαι…» Κοιτάζω τις φωτογραφίες. Δεν είναι σε κάποια σειρά. Υπάρχουν φωτογραφίες του Άνταμ όταν ήταν μωρό, όταν ήταν παιδί παιδί.. Πρέπει να είναι εί ναι αυτές από το μεταλλικό κουτί. Μία ξεχωρίζει. Είναι νέος και κάθεται δίπλα σε μια γυναίκα. «Η φιλενάδα του;» ρωτάω. «Μια από τις φιλενάδες του», απαντάει ο Μπεν. «Με αυτήν είχε την πιο μακροχρόνια σχέση». Είναι όμορφη, ξανθιά κι έχει κοντά μαλλιά. Μου θυμίζει θυμίζει την Κλερ. Στη Στη φωτογραφία ο Άνταμ κοιτάζει την κάμερα κάμερα γελώντας, γελώντας, και η κοπέλα κοπέλα μισοκοιτάζει εκείνον, με το πρόσωπό πρόσωπό της ένα μείγμα χαράς χαράς και αποδοκιμασίας. αποδοκι μασίας. Έχουν ένα συνωμοτικό συνω μοτικό αέρα, σαν να κάνουν κάποιο αστείο με αυτόν αυτόν που κρατάει την κάμερα. Είναι ευτυχισμένοι. ευτυχισμένοι. Αυτή η σκέψη με ευχαριστεί. «Πώς την έλεγαν;» «Έλεν. Τη λένε Έλεν». Κάνω ένα μορφασμό όταν συνειδητοποιώ ότι χρησιμοποίησα παρατατικό παρατατικό σαν να ήταν κι αυτή νεκρή. νεκρή. Μια σκέψη τριβελίζει το μυαλό μου –αν είχε πεθάνει εκείνη αντί για τον Άνταμ–, νταμ–, αλλά την παραμε παραμερίζω ρίζω πριν πάρει σχήμα. «Ήταν «Ήταν ακόμα μαζί όταν σκοτώθηκε;» «Ναι», μου απαντάει. «Σκέφτονταν να αρραβωνιαστούν». Η κοπέλα δείχνει τόσο νέα, τόσο άπληστη για ζωή. ζω ή. Τα μάτια της γεμάτα γεμάτα δυνατότητες δυνατότητες για όσα της επιφυλάσσει το μέλλον. Δεν ξέρει ακόμα τον απίστευτο πόνο που θα αντιμετωπίσει. «Θα ήθελα να τη δω…» μουρμουρίζω. Ο Μπεν παίρνει από τα χέρια μου τη φωτογραφία. Αναστενάζει. «Δεν έχουμε επαφή…» αποκρίνεται. «Γιατί;» ρωτάω. ρωτάω. Τα είχα εί χα σχεδιάσει κιόλας όλα. Θα στηρίζαμε η μια μια την άλλη. Θα μοιραζόμασταν κάτι, μια κατανόηση, μιαν αγάπη που που θα διαπερνούσε καθετί άλλο – αν όχι για μας τις δύο, τουλάχιστον γι’ αυτόν που είχαμε χάσει. «Υπήρχαν «Υπήρχαν διαφωνίες», δι αφωνίες», απαντάει ο Μπεν. Μπεν. «Δυσκολίες».
Τον κοιτάζω. κοι τάζω. Καταλαβαίνω Καταλαβαίνω τι είναι αυτό που δε θέλει να μου πει. Ο άνθρωπος που έγραψε εκείνο το γράμμα, γράμμα, αυτός ο άνθρωπος που πίστευε σε μένα και με φρόντιζε, ο άνθρωπος που με αγαπούσε τόσο πολύ ώστε και να με αφήσει και να επιστρέψει επιστρέψει πάλι κοντά μου φαίνεται φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. εξ αφανιστεί. «Μπεν;» «Υπήρχαν «Υπήρχαν διαφωνίες», διαφωνί ες», επαναλαμβάνει. επαναλαμβάνει. «Πριν πεθάνει ο Άνταμ ή μετά;» «Και τα δύο». Η ψευδαίσθηση της συμπαράστασης συμπαράστασης χάνεται, δίνει δί νει τη θέση της σε μια νοσηρή αίσθηση. Μήπως Μήπως μάλωνα κι εγώ με τον Άνταμ; Σίγουρα θα έπαιρνε το μέρος της κοπέλας του, θα στρεφόταν στρεφόταν εναντίον της μητέρας του. Έτσι δεν δ εν είναι; «Ήμαστε «Ήμαστε δεμένοι ο Άνταμ κι εγώ;» ρωτάω. «Α, ναι», απαντάει ο Μπεν. «Μέχρι που μπήκες στο νοσοκομείο. Μέχρι που έχασες τη μνήμη σου. Ακόμα και τότε ήσαστε δεμένοι. Όσο μπορούσατε βέβαια…» Τα λόγια λόγι α του με χτυπούν χτυπούν σαν γροθιά. γροθι ά. Συνειδητοποιώ πως ο Άνταμ ήταν ήταν νήπιο όταν έχασε τη μητέρα μητέρα του από την αμνησία. αμνησία. Φυσικά Φυσι κά δεν είχα γνωρίσ γν ωρίσει ει ποτέ την αρραβωνιαστικιά του γιου μου. Κάθε μέρα που τον έβλεπα ήταν για μένα η πρώτη φορά. Κλείνω το άλμπουμ. «Μπορούμε να το πάρουμε μαζί μας;» ρωτάω. «Θα ήθελα να του ξαναρίξω μια ματιά αργότερα». αργότερα». *** Πίνουμε Πίν ουμε το το τσάι που έφτιαξε ο Μπεν στην κουζίνα ενώ εγώ τελείωνα τις βαλίτσες για γι α το ταξίδι και μετά μπαίνουμε μπαίνουμε στο αμάξι. Βεβαιώνομαι Βεβαιώ νομαι ότι έχω την τσάντα μου, ότι το ημερολόγιο είναι είν αι μέσα. Ο Μπεν έχει προσθέσει μερικά πράγματα πράγματα στη βαλίτσα που του ετοίμασα κι επίσης πήρε μαζί μαζί του τη δερμάτινη δερμάτινη τσάντα με την την οποία έφυγε το πρωί, πρωί , καθώς και δύο ζευγάρια μπότες μπότες πεζοπορίας από το πίσω μέρος της ντουλάπας. ντουλάπας. Στάθηκα πλάι πλάι στην σ την πόρτα ενώ τα φόρτωνε στο πορτμπαγκάζ πορτμπαγκάζ και μετά μετά περίμενα ώσπου να βεβαιωθεί ότι ό τι τα παράθυρα παράθυρα ήταν ήταν κλειστά, οι πόρτες κλειδωμένες. Τώρα τον ρωτάω ρω τάω πόσο θα διαρκέσει το ταξίδι. Σηκώνει τους ώμους ώ μους του. «Εξαρτάται «Εξαρτάται από την κίνηση…» λέει. «Πάντως «Πάντως όχι πολύ αφού βγούμε από από το Λονδίνο». Λονδ ίνο». Μια άρνηση να απαντήσει απαντήσει μεταμφιεσμένη μεταμφιεσμένη σε μιαν απάντηση. απάντηση. Αναρωτιέμαι αν είναι πάντα έτσι. Αναρωτιέμαι αν όλα όλ α αυτά τα τα χρόνια που μου λέει τα ίδια ίδι α πράγματα πράγματα τον έχουν κουράσει, τον έχουν κάνει να βαριέται σε σημείο που να μην έχει πια τη διάθεση να μου πει τίποτα. Βλέπω ότι είναι προσεκτικός οδηγός. Πηγαίνει αργά, κοιτάζει συχνά τον καθρέφτη, καθρέφτη, ελαττώνει ελαττώνει ταχύτητα ταχύτητα με την παραμικρή παραμικρή υπόνοια επικείμενου κινδύνου. κι νδύνου. Αναρωτιέμαι αν ο Άνταμ οδηγούσε. Φαντάζομαι Φαντάζομαι ότι πρέπει πρέπει να οδηγούσε για να είναι είναι στο στρατό. Αλλά το έκανε ποτέ όταν ήταν σε άδεια; Έπαιρνε την ανάπηρη μητέρα του να την πάει ταξίδια, να την πάει πάει σε σ ε μέρη που μπορεί μπορεί να της άρεσαν; Ή μήπως είχε αποφασίσει αποφασίσ ει ότι δεν έχει νόημα, ότι όποια απόλαυση κι αν ένιωθα ένι ωθα εκείνη τη στιγμή θα εξαφανιζόταν τη νύχτα σαν χιόνι που λιώνει λιώ νει πάνω σε ζεστή στέγη;
Είμαστε στην εθνική οδό, βγαίνουμε από την πόλη. Έχει αρχίσει αρχί σει να βρέχει. Τεράστιες σταγόνες σκάνε πάνω στο σ το παρμπρίζ, παρμπρίζ, διατηρούν δι ατηρούν το σχήμα τους τους για γι α μια στιγμή πριν αρχίσουν τη γρήγορη κατηφορική πορεία τους στο τζάμι. Στο βάθος βάθος δύει ο ήλιος βουτώντας κάτω από τα σύννεφα, λούζοντας το τσιμέντο και το γυαλί με μιαν αχνή πορτοκαλί λάμψη. Η θέα είναι όμορφη και τρομερή τρομερή μαζί, αλλά εγώ παλεύω παλεύω μέσα μου. Θέλω τόσο πολύ να σκέφτομαι το γιο γι ο μου σαν ένα απτό πρόσωπο, όχι σαν κάτι αφηρημένο, αλλά χωρίς ωρί ς μια συγκεκριμένη ανάμνησή ανάμνησή του δεν μπορώ. μπορώ. Επιστρέφω συνέχεια στην στην ίδια αλήθεια: δεν καταφέρνω να τον θυμηθώ, κι έτσι για μένα είναι σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ. Κλείνω τα μάτια. μάτια. Σκέφτομαι αυτά που που διάβασα για γι α το γιο μας το απόγευμα, απόγευμα, και μια εικόνα ει κόνα αστράφτει αστράφτει μπροστά μου – ο Άνταμ σε νηπιακή ηλικία ηλικί α να σπρώχνει ένα μπλε τρίτροχο τρίτροχο ποδήλατο σ’ ένα μονοπάτι. μονοπάτι. Παρόλο που την κοιτάζω άπληστα, άπληστα, ξέρω πως δεν είναι πραγματική. πραγματική. Ξέρω ότι δε θυμάμαι θυμάμαι αυτό που έγινε. έγι νε. Ανακαλώ την εικόνα ει κόνα που σχημάτισα στο νου μου το απόγευμα όταν όταν διάβαζα δι άβαζα για κείνο που έγινε, αλλά ακόμα κι αυτή είναι ένα αντίτυπο αντίτυπο μιας παλιότερης ανάμνησης. ανάμνησης. Αναμνήσεις αναμνήσεων. Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν έτσι έτσι να ταξιδέψουν ταξι δέψουν πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν τους, τους, ολόκληρες δεκαετ δ εκαετίες, ίες, αλλά εγώ μόνο μερικές ώρες. Μιας και δε γίνεται γί νεται να θυμηθώ θυμηθώ το γιο μου, κάνω το μόνο άλλο πράγμα που που μπορεί να ηρεμήσει το ταραγμένο μου μυαλό. Δε σκέφτομαι τίποτα. Τίποτε απολύτως. Μυρωδιά βενζίνης, έντονη και γλυκιά. γλυκι ά. Νιώθω έναν πόνο στο σ το λαιμό μου. Ανοίγω τα μάτια. μάτια. Μπροστά μου βλέπω το βρεγμένο παρμπρίζ θολωμένο από την ανάσα μου, ενώ πιο πέρα φαίνονται μακρινά φώτα, θολερά, αόριστα. Συνειδητοποιώ Συνειδητοποιώ ότι με είχε πάρει ο ύπνος. Το κεφάλι μου είναι ακουμπισμένο ακουμπισμένο στο παράθυρο, παράθυρο, στριμμένο σε παράξενη γωνία. Μέσα στο αμάξι επικρατεί ησυχία, η μηχανή σβηστή. Κοιτάζω δίπλα μου. Ο Μπεν Μπεν στο τιμόνι. τιμόνι . Είναι ξύπνιος, κοιτάζει κο ιτάζει μπροστά από το παρμπρίζ. παρμπρίζ. Δεν κινείται, κινεί ται, φαίνεται να μην έχει προσέξει καν ότι ξύπνησα. ξ ύπνησα. Συνεχίζει Συνεχίζει να έχει το βλέμμα στυλωμένο και το πρόσωπο ανέκφραστο, ανερμήνευτο ανερμήνευτο μες στο σκοτάδι. Στρέφομαι να δω τι κοιτάζει. κοι τάζει. Πέρα από το βρεγμένο παρμπρίζ παρμπρίζ φαίνεται το καπό του αυτοκινήτου και πιο πι ο κάτω ένας χαμηλός ξύλινος φράχτης, αμυδρά αμυδρά φωτισμένος από τη λάμψη που ρίχνουν τα τα φώτα του δρόμου πίσω μας. Πέρα από το φράχτη δεν μπορώ να δω τίποτα, μόνο μόνο μαυρίλα αχανή και μυστηριώ μυστηριώδη, δη, στη μέση της οποίας οποί ας κρέμεται χαμηλά το γεμάτο γεμάτο φεγγάρι. «Μ’ «Μ’ αρέσει η θάλασσα…» λέει λέει σιγανά σι γανά ο Μπεν χωρίς να με κοιτάξει, κοι τάξει, και συνειδητοποιώ πως είμαστε εί μαστε παρκαρισμένοι παρκαρισμένοι στην κορυφή ενός γκρεμού, πως έχουμε φτάσει στην ακτή. «Και σένα, ε;» ρωτάει. Τα Τ α μάτια του έχουν μιαν απίστευτ απίσ τευτη η θλίψη. «Την αγαπάς κι εσύ τη θάλασσα. Έτσι δεν είναι, Κρις;» «Ναι», απαντάω. «Την αγαπάω». Μιλάει λες και δεν ξέρει, σαν σ αν να μην έχουμε ξαναπάει ξαναπάει ποτέ στη θάλασσα, σαν να μην έχουμε ξαναπάει ξαναπάει ποτέ διακοπές. Ο φόβος αρχίζει να φουντώνει μέσα μου, όμως αντιστέκομαι. Προσπαθώ να μείνω εδώ, εδώ , στο παρόν, με τον άντρα άντρα μου. Προσπαθώ να θυμηθώ όσα έμαθα από το ημερολόγιό μου το απόγευμα. «Το γνωρίζεις γνωρί ζεις αυτό, αγάπη αγάπη μου…» προσθέτω. προσθέτω. Αναστενάζει. «Ναι, «Ναι, το γνωρίζω… γνωρίζ ω… Πάντα την την αγαπούσες, αγαπούσες, αλλά δεν ξέρω πια… Αλλάζεις. Αλλάζεις. Έχεις αλλάξει με τα χρόνια. Από τότε που που έγινε αυτό. Μερικές Μερικές φορές δεν ξέρω ποια ποι α είσαι.
Ξυπνάω Ξυπνάω κάθε μέρα και δεν ξέρω πώς πώ ς θα είσαι…» είσαι …» Μένω αμίλητη. αμίλητη. Δεν έχω τι να πω. Γνωρίζουμε Γνω ρίζουμε και οι δύο ότι δεν έχει νόημα να επιχειρήσω επιχειρήσω να υπερασπιστώ υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να του πω ότι κάνει λάθος. Γνωρίζουμε Γνω ρίζουμε και οι δύο ότι είμαι ο τελευταίος τελευταίος άνθρωπος που μπορεί να ξέρει πόσο αλλάζω από μέρα σε μέρα. μέρα. «Λυπάμαι…» ψελλίζω. Με κοιτάζει. «Α, δεν πειράζει… Μη λυπάσαι. λυπάσαι. Ξέρω ότι ό τι δε φταις εσύ. Δε φταις φταις για τίποτε απ’ όλα αυτά. αυτά. Γίνομαι άδικος μάλλον. Σκέφτομαι Σκέφτομαι τον εαυτό μου». μου». Κοιτάζει Κοι τάζει πάλι τη θάλασσα. Υπάρχει ένα μοναχικό φως στο βάθος. Ένα σκάφος μέσα στα κύματα. κύματα. Ένα φως στα κατάμαυρα νερά. «Αλλά θα τα βγάλουμε πέρα… Έτσι δεν είναι, Κρις;» «Φυσικά», απαντάω. απαντάω. «Φυσικά θα τα βγάλουμε βγάλουμε πέρα! Το σημερινό είναι μια νέα αρχή για μας. Έχω το ημερολόγιό μου τώρα, και ο δόκτωρ δόκτω ρ Νας θα με βοηθήσει. Καλυτερεύω, Καλυτερεύω, Μπεν. Είμαι σίγουρη σίγο υρη γι’ αυτό! Νομίζω Νομίζω ότι θ’ αρχίσω να γράφω πάλι. Δεν υπάρχει υπάρχει λόγος να μην το το κάνω. Άλλωστε Άλλωσ τε έχω επικοινωνία επικοινω νία με την Κλερ τώρα και μπορεί να με βοηθήσει κι αυτή». αυτή». Μου έρχεται έρχεται μια ιδέα. ι δέα. «Μπορούμε «Μπορούμε να βρεθούμε βρεθούμε όλοι μαζί! μαζί ! Δε νομίζεις; νομίζει ς; Όπως τον παλιό καιρό, στο πανεπιστήμιο. Οι τρεις μας. Και ο άντρας της, φαντάζομαι φαντάζομαι – νομίζω πως είπε ότι είναι με κάποιον. Μπορούμε Μπορούμε να βρεθούμε βρεθούμε όλοι μαζί και να κάνουμε παρέα. παρέα. Θα είναι ωραία!» ω ραία!» ο μυαλό μου εστιάζει σ στα τα ψέματα ψέματα που έχω διαβάσει, στους σ τους λόγους που με κάνουν να μην μπορώ να τον εμπιστευτώ, εμπιστευτώ, αλλά διώχνω διώ χνω αυτές τις σκέψεις. σ κέψεις. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι όλα έχουν ξεδιαλύνει πια. Είναι η σειρά σει ρά μου να φανώ δυνατή τώρα. τώρα. Να φανώ θετική. «Αν υποσχεθούμε υποσχεθούμε να είμαστε πάντα ειλικρινείς ειλικρι νείς ο ένας απέναντι απέναντι στον άλλο», προσθέτω. προσθέτω. «Όλα θα πάνε καλά!» Γυρίζει και με κοιτάζει. «Μ’ αγαπάς, αγαπάς, έτσι;» «Φυσικά. Φυσικά και σ’ αγαπάω…» «Και με συγχώρεσες; Που Π ου σ’ άφησα… Δεν το ήθελα. Δε Δε γινόταν αλλιώς αλλι ώς όμως. Λυπάμαι…» Παίρνω το χέρι του. Είναι ζεστό και κρύο ταυτόχρονα, λιγάκι υγρό. Προσπαθώ να το κρατήσω ανάμεσα στα δικά μου, αλλά εκείνος ούτε βοηθάει βοηθάει ούτε αντιστέκεται. αντιστέκεται. Το χέρι του ακουμπάει ακουμπάει άψυχο στο γόνατό μου. Το σφίγγω, σφίγγω , και μόνο τότε φαίνεται να προσέχει ότι του το κρατάω. «Μπεν, «Μπεν, καταλαβαίνω. καταλαβαίνω. Σε συγχωρώ…» συγχω ρώ…» Τον κοιτάζω κοι τάζω στα μάτια. Φαίνονται κι αυτά αδρανή αδρανή και θολά, σαν να έχουν δει τόσο πολλή φρίκη, που δεν αντέχουν άλλη. «Σ’ «Σ’ αγαπάω, αγαπάω, Μπεν», προσθέτω. Η φωνή φων ή του γίνεται ψιθυριστή. «Φίλα με…» με…» Τον φιλάω και μετά, όταν όταν τραβιέμαι τραβιέμαι πίσω, πίσ ω, μουρμουρίζει: «Πάλι. Φίλα Φί λα με πάλι…» Τον φιλάω για δεύτερη φορά. Παρόλο που μου το ζητάει, ζητάει, δεν μπορώ να τον φιλήσω και τρίτη. Κοιτάζω τη θάλασσα, το φεγγαρόφωτο επάνω επάνω στο σ το νερό, τις σταγόνες τις βροχής επάνω στο παρμπρίζ παρμπρίζ που καθρεφτίζουν καθρεφτίζουν την κίτρινη λάμψη των περαστικών αυτοκινήτων. Οι δυο μας μόνοι, πιασμένοι χέρι χέρι. Μαζί. Καθόμαστε εκεί εκεί για γι α πολύ. Αισθάνομαι σαν να έχουν περάσει ώρες. Ο Μπεν είναι δίπλα μου, κοιτάζει έξω στη θάλασσα. Το βλέμμα βλέμμα του είναι καρφωμένο στο νερό σαν να ν α ψάχνει κάτι, κάποια απάντηση απάντηση μες στο σκοτάδι. Δε μιλάει. Αναρωτιέμαι γιατί με έφερε εδώ, τι ελπίζει να να βρει. «Είναι στ’ αλήθεια η επέτειός επέτειός μας;» ρωτάω. Δεν παίρνω απάντηση. απάντηση. Δείχνει να μη με έχει
ακούσει, κι έτσι επαναλαμβάνω επαναλαμβάνω την ερώτηση. «Ναι…» απαντάει σιγανά. «Του γάμου μας;» «Όχι», λέει. «Η επέτειος επέτειος της νύχτας που γνωριστήκαμ γνωρι στήκαμε». ε». Θέλω να του πω ότι ό τι θα έπρεπε να γιορτάζουμε και πως αυτό που κάνουμε δε θυμίζει εορτασμό, αλλά το το σχόλιο σχόλι ο μου φαίνεται πολύ σκληρό και δε μιλάω. μιλ άω. Η κίνηση στο σ το δρόμο πίσω μας έχει αραιώσει, αραιώσ ει, το φεγγάρι έχει ανέβει ψηλά στον ουρανό. Αρχίζω να ανησυχώ ότι θα μείνουμε μείνουμε εδώ εδώ έξω όλη νύχτα κοιτάζοντας κοιτάζοντας τη θάλασσα, με με τη βροχή να πέφτει πέφτει γύρω μας. Προσποιούμαι Π ροσποιούμαι ότι χασμουριέμαι. «Νυστάζω…» λέω. «Μπορούμε να πάμε στο ξενοδοχείο;» Κοιτάζει το ρολόι του. «Ναι», «Ναι», απαντάει. απαντάει. «Φυσικά. Με συγχωρείς…» συγχω ρείς…» Βάζει μπροστά. μπροστά. «Θα πάμε κατευθείαν». Νιώθω ανακούφιση. Λαχταράω τον ύπνο και ταυτόχρονα τον τρέμω. Ο παραλιακός δρόμος κατηφορίζει και ανηφορίζει καθώς παρακάμπτ παρακάμπτουμε ουμε τις παρυφές ενός χωριού. ωρι ού. Τα φώτα φώτα μιας πόλης πόλης αρχίζουν να πλησιάζουν, να συγκεντρώνονται μπροστά μπροστά μας μας μέσα από το βρεγμένο βρεγμένο τζάμι. Ο δρόμος έχει πιο πολλή κίνηση τώρα, εμφανίζεται μια μαρίνα με αγκυροβολημένα σκάφη και με καταστήματα και νάιτ κλαμπ, και μετά μπαίνουμε στην πόλη. Στα δεξιά δεξιά μας όλα τα κτίρια φαίνονται φαί νονται να είναι ξενοδοχεία – με τις λευκές ταμπέλες ταμπέλες για διαθέσιμα δι αθέσιμα δωμάτια να ταλαντεύοντ ταλαντεύονται αι από τον άνεμο. Οι δρόμοι έχουν κίνηση. κί νηση. Ή δεν είναι τόσο αργά όσο νόμιζα ή αυτή η πόλη βρίθει από ζωή μέρα και νύχτα. Κοιτάζω προς τη θάλασσα. Μια προβλήτα προβλήτα εισχωρεί εισχω ρεί στο νερό. ν ερό. Είναι πλημμυρισμένη από από φως και κ αι στο τέλος της υπάρχει ένα λούνα παρκ. Βλέπω Βλέπω ένα κωνικό κω νικό αντίσκηνο, αντίσ κηνο, ένα τρενάκι λούνα παρκ, έναν πύργο με εξωτερική τσουλήθρα. Σχεδόν ακούω τα ξεφωνητά του κόσμου καθώς στριφογυρίζουν πάνω από την κατάμαυρη κατάμαυρη θάλασσα. Ένα άγχος που δεν μπορώ να προσδιορίσω προσδιορίσ ω αρχίζει αρχίζ ει να παίρνει σχήμα στο στήθος μου. «Πού είμαστε;» λέω. λέω. Βλέπω Β λέπω μια επιγραφή στην είσοδο της προβλήτας, προβλήτας, φωτίζεται φω τίζεται από δυνατούς λευκούς προβολείς, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω διακρί νω τι γράφει μέσα από το το βρεγμένο παρμπρίζ. «Φτάσαμε», λέει ο Μπεν, στρίβουμε σε μια πάροδο και σταματάμε έξω από ένα σπίτι. Μια πανσιόν. Πάνω Π άνω από την πόρτα υπάρχει υπάρχει μια επιγραφή. Ξενοδοχείο Ριάλτο, λέει. Μια σκάλα οδηγεί στην εξώπορτα, ενώ ενώ ένας περίτεχνος φράχτης διαχωρίζει διαχωρίζ ει το κτίριο από το δρόμο. Δίπλα στην πόρτα υπάρχει μια μικρή ραγισμένη γλάστρα που κάποτε πρέπει να είχε φυτά, αλλά τώρα τώρα είναι άδεια. Νιώθω να με κυριεύει ένας έντονος φόβος. «Έχουμε ξανάρθει ξανάρθει εδώ;» εδώ ;» ρωτάω. Μου απαντάει απαντάει με ένα αρνητικό νεύμα. «Είσαι «Είσαι σίγουρος; σίγουρος ; Μου φαίνεται γνωστό…» «Είμαι «Είμαι σίγουρος», σ ίγουρος», αντιγυρίζει. αντιγυρίζει . «Ίσως μείναμε κάπου κάπου εδώ κοντά κάποτε. κάποτε. Μάλλον αυτό θα θυμάσαι». Προσπαθώ να ηρεμήσω. Βγαίνουμε Β γαίνουμε από το αυτοκίνητο. Υπάρχει ένα μπαρ μπαρ δίπλα δί πλα στο ξενοδοχείο, ξενοδοχείο , και μέσα από τα μεγάλα παράθυρά παράθυρά του βλέπω βλέπω πλήθος από πότες και μια λικνιζόμενη λικνι ζόμενη μάζα σε μια πίστα στο βάθος. Ακούγεται Ακούγεται ένας υπόκωφος παλλόμενος παλλόμενος ρυθμός, πνιγμένος από το τζάμι. «Πάμε στη ρεσεψιόν ρεσεψιόν και μετά θα γυρίσω για τις αποσκευές. Εντάξει;» Εντάξει;»
Τυλίγω σφιχτά το παλτό γύρω μου. Ο άνεμος άνεμος είναι παγωμένος τώρα και η βροχή δυνατή. Ανεβαίνω τρέχοντας τρέχοντας τη σκάλα και ανοίγω την εξώπορτα. Επάνω στο γυαλί είναι κολλημένη μια επιγραφή. Πλήρες. Περνάω και μπαίνω μπαίνω στην υποδοχή. «Έχεις κλείσει κλείσ ει δωμάτ δω μάτιο;» ιο;» ρωτάω όταν έρχεται και ο Μπεν. Στεκόμαστε Στεκόμαστε στο διάδρομο. Πιο Πι ο κάτω μια πόρτα είναι μισάνοιχτη μισάνοι χτη και πίσω της ακούγεται ακούγεται βόμβος τηλεόρασης με τον ήχο στη διαπασών να ανταγωνίζεται τη μουσική από δίπλα. δ ίπλα. Δεν υπάρχει υπάρχει γραφείο υποδοχής, μόνο ένα μικρό κουδούνι κ ουδούνι επάνω σ’ σ ’ ένα τραπέζι. τραπέζι. Μια επιγραφή δίπλα του ζητάει από τους πελάτες να το χτυπήσουν για να εξυπηρετηθούν. «Ναι, φυσικά», απαντάει ο Μπεν. «Μην ανησυχείς». Χτυπάει το κουδούνι. Για μια στιγμή στιγ μή δε συμβαίνει τίποτα, ύστερα εμφανίζεται εμφανίζεται ένας νεαρός από ένα δωμάτ δω μάτιο ιο κάπου στο πίσω μέρος του σπιτιού. Είναι ψηλός και αδέξιος, αδέξι ος, και παρατηρώ πως το πουκάμισό πουκάμισό του, αν και του πέφτει πέφτει πολύ μεγάλο, είναι βγαλμένο βγαλμένο από το παντελόνι παντελόνι του. Μας χαιρετάει σαν να μας περίμενε, περίμενε, αλλά όχι εγκάρδια, κι εγώ στέκομαι στέκομαι και παρακολουθώ παρακολουθώ όσο εκείνος και ο Μπεν ολοκληρώνουν τις διατυπώσεις. Είναι φανερό ότι η πανσιόν πανσι όν έχει δει και καλύτερες μέρες. μέρες. Η μοκέτα είναι είναι φθαρμένη φθαρμένη σε κάποια σημεία, και η μπογιά γύρω από τις πόρτες τριμμένη τριμμένη και γεμάτη γεμάτη σημάδια. Απέναντι από το σαλόνι βρίσκεται βρίσ κεται άλλο ένα δωμάτιο με την επιγραφή επιγραφή Τραπεζαρία, ενώ στο πίσω μέρος υπάρχουν αρκετές αρκετές ακόμα πόρτες, οι οποίες, φαντάζομαι, θα πρέπει να οδηγούν οδ ηγούν στην κουζίνα και στα σ τα δωμάτια του του προσωπικού. «Θα σας πάω στο δωμάτ δω μάτιό ιό σας», λέει ο ψηλός νεαρός όταν τελειώνουν με τον Μπεν. Συνειδητοποιώ ότι μιλάει σε μένα. Ο Μπεν Μπεν κατευθύνεται κατευθύνεται πάλι προς τα έξω, έξω , πιθανόν για να πάρει τις αποσκευές μας. «Ναι», «Ναι», αποκρίνομαι. αποκρίνο μαι. «Ευχαριστώ». Μου δίνει ένα κλειδί κ λειδί και ανεβαίνουμε τη σκάλα. Στο πρώτο κεφαλόσκαλο υπάρχουν αρκετά δωμάτια, αλλά τα προσπερνάμε προσπερνάμε και ανεβαίνουμε άλλον ένα όροφο. Το σπίτι σ πίτι φαίνεται να μικραίνει όσο πιο ψηλά πηγαίνουμε. πηγαίνουμε. Τα ταβάνια ταβάνια είναι πιο χαμηλά, οι χώροι πιο στενοί. Περνάμε άλλο ένα δωμάτιο δω μάτιο και φτάνουμε στο κάτω μέρος της τελευταίας τελευταίας σκάλας, σ κάλας, που πρέπει πρέπει να οδηγεί οδ ηγεί στην κορυφή του σπιτιού. «Το δωμάτιό σας είναι εί ναι εκεί πάνω», μου λέει. «Είναι το μοναδικό». Τον ευχαριστώ, εκείνος γυρίζει και κατεβαίνει πάλι κάτω, κι εγώ ανεβαίνω στο δωμάτιο. *** Ανοίγω την πόρτα. πόρτα. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό, αλλά μεγαλύτερο μεγαλύτερο απ’ απ’ ό,τι περίμενα, περίμενα, εδώ πάνω στην κορυφή του σπιτιού. Βλέπω Β λέπω ένα παράθυρο παράθυρο απέναντι. Το αμυδρό γκρίζο γκρίζ ο φως που μπαίνει από κει αποκαλύπτει αποκαλύπτει το περίγραμμα των επίπλων: ένα μπουντουάρ, μπουντουάρ, ένα κρεβάτι, κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια πολυθρόνα. Η μουσική από το διπλανό δι πλανό νάιτ κλαμπ συνεχίζει συνεχίζει να βροντάει ρυθμικά, αλλά έχει χάσει την καθαρότητά καθαρότητά της, είναι ένα μουντός, βαρύς βόμβος. Στέκομαι Στέκομαι ακίνητη. Ο φόβος με έχει κυριέψει πάλι. Ο ίδιος ίδι ος φόβος που ένιωσα έξω από την πανσιόν, αλλά χειρότερος κατά κάποιον τρόπο. Έχω παγώσει. Κάτι δεν πάει καλά, όμως δεν ξέρω τι. Παίρνω Παί ρνω βαθιά ανάσα, αλλά είναι θαρρείς και δεν μπορώ να γεμίσω με αέρα τα τα πνευμόνια πνευμόνια μου. Αισθάνομαι λες και θα πνιγώ. Κλείνω τα μάτια μάτια σαν να ελπίζω ότι το δωμάτιο θα είναι διαφορετικό δι αφορετικό όταν τα τα ανοίξω, ανοίξω , αλλά
δεν είναι. Με παραλύει παραλύει ένας αφόρητος τρόμος για γι α το τι θα συμβεί όταν ανάψω ανάψω το φως, φω ς, λες και αυτή η απλή πράξη θα σημάνει την καταστροφή, το τέλος των πάντων. Τι θα συμβεί αν αφήσω το δωμάτ δω μάτιο ιο στο σ το σκοτάδι και κατέβω κατέβω κάτω; Θα προσπερνούσα ήρεμα τον τον ψηλό νεαρό, και τον Μπεν Μπεν αν χρειαζόταν, χρειαζό ταν, και θα έβγαινα έξω από την πανσιόν. Αλλά, φυσικά, φυσικά, θα νομίσουν νομίσουν ότι τρελάθηκα. τρελάθηκα. Θα με βρουν και θα με φέρουν φέρουν πίσω. Και τι θα τους πω; Ότι η γυναίκα που δε θυμάται θυμάται τίποτα ένιωσε ένιω σε κάτι που δεν της άρεσε, κάτι αδιόρατο; Θα το έβρισκαν έβρισκαν γελοίο. γελοίο . Είμαι με τον άντρα μου. μου. Ήρθα εδώ για να συμφιλιωθώ σ υμφιλιωθώ μαζί του. Είμαι ασφαλής με τον Μπεν. Κι έτσι πατάω πατάω το διακόπτη δι ακόπτη.. Το φως ανάβει, τα μάτια μάτια μου προσαρμόζονται προσαρμόζονται και βλέπω το δωμάτιο. Τίποτα το εντυπωσι εντυπωσιακό. ακό. Τίποτα το τρομακτικό. τρομακτικό. Η μοκέτα είναι είναι πράσινη, οι κουρτίνες και η ταπετσαρία ταπετσαρία λουλουδάτες και οι δύο, αλλά δεν ταιριάζουν ταιριάζο υν μεταξύ μεταξύ τους. Το μπουντουάρ μπουντουάρ είναι χτυπ χ τυπημένο, ημένο, με τρεις τρεις καθρέφτες κι έναν ξεθωριασμένο πίνακα ενός πουλιού πιο ψηλά στον τοίχο. Η πολυθρόνα είναι ψάθινη αλλά με διαφορετικό λουλουδάτο σχέδιο από το μαξιλάρι, ενώ το κρεβάτι είναι σκεπασμ σ κεπασμένο ένο με ένα πορτοκαλί καρό κάλυμμα. Καταλαβαίνω Καταλαβαίνω γιατί το δωμάτ δω μάτιο ιο θα μπορούσε να απογοητεύσει απογοητεύσει κάποιον που το έκλεισε για γι α διακοπές, αλλά αυτό που νιώθω νιώ θω δεν είναι εί ναι απογοήτευση. Ο φόβος έχει μετατραπεί μετατραπεί σε τρόμο. Κλείνω την πόρτα πόρτα πίσω μου και προσπαθώ να ηρεμήσω. ηρεμήσω. Οι αντιδράσεις αντιδράσει ς μου είναι βλακώδεις. Παρανοϊκές. Π αρανοϊκές. Πρέπει να ασχοληθώ με κάτι, να βρω κάτι να κάνω. Στο δωμάτιο κάνει κρύο, κι ένα ρεύμα ρεύμα λικνίζει λικνίζ ει τις κουρτίνες. Το παράθυρο παράθυρο είναι ανοιχτό και πηγαίνω να το κλείσω. Κοιτάζω έξω. Είμαστε ψηλά. Οι λάμπες λάμπες του δρόμου φαίνονται πολύ χαμηλότερα χαμηλότερα από κάτω, με γλάρους να κάθονται πάνω τους. Κοιτάζω Κ οιτάζω πάνω από τις στέγες, βλέπω το φεγγάρι στον ουρανό και στο βάθος τη θάλασσα. Διακρίνω την προβλήτα, τον πύργο με την τσουλήθρα, τα φώτα που αναβοσβήνουν. Και τότε βλέπω την επιγραφή πάνω από την προβλήτα. Προβλήτα Μπράιτον. Παρά το κρύο και παρόλο που τρέμω, τρέμω, αισθάνομαι αι σθάνομαι έναν κόμπο ιδρώτα ιδρώ τα να σχηματίζεται σχηματίζεται στο μέτωπό μου. Τώρα καταλαβαίνω. Ο Μπεν με έφερε εδώ, στο Μπράιτον, στον τόπο της καταστροφής καταστροφής μου. Γιατί όμως; Πιστεύε Πισ τεύειι ότι είναι πιο πιθανό να ανακαλέσω τι μου συνέβη αν επιστρέψω στην πόλη όπου μου άρπαξαν τη ζωή; Πιστεύει Πι στεύει ότι θα θυμηθώ ποιος μου το έκανε αυτό; Θυμάμαι Θυμάμαι να διαβάζω στο ημερολόγιό μου πως ο δόκτωρ Νας είχε προτείνει να έρθουμε εδώ, κι εγώ του είχα απαντήσει απαντήσει όχι. Ακούω βήματα βήματα στη στη σκάλα, φωνές. Ο νεαρός νεαρός πρέπει πρέπει να φέρνει φέρνει πάνω τον Μπεν, Μπεν, στο δωμάτιό μας. Θα κουβαλούν τις βαλίτσες μαζί, θα τις ανεβάζουν από τη σκάλα και από τους στενούς διαδρόμους. δ ιαδρόμους. Σύντομα θα φτάσουν. Τι θα του πω; Ότι κάνει λάθος, ότι δε με βοηθάει καθόλου που είμαι εδώ; Ότι θέλω να επιστρέψω στο σπίτι; Γυρίζω προς την πόρτα. Θα βοηθήσω βοηθήσω να φέρουμε μέσα μέσα τις βαλίτσες και μετά θα τις ανοίξω και θα κοιμηθούμε και αύριο… Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως αύριο δε θα ξέρω τίποτα τί ποτα πάλι. πάλι. Αυτό μάλλον έχει στην
τσάντα του ο Μπεν. Φωτογραφίες. Το άλμπουμ. άλμπουμ. Θα πρέπει πρέπει να χρησιμοποιήσει τα πάντα πάντα για να μου εξηγήσει για άλλη μία φορά ποιος ποιος είναι και πού βρισκόμαστε βρισκό μαστε.. Αναρωτιέμαι αν έφερε και το ημερολόγιό ημερολόγιό μου, μετά μετά θυμάμαι θυμάμαι ότι το έβαλα έβαλα εγώ εγώ στην τσάντα μου. μου. Προσπαθώ να ηρεμήσω. Απόψε θα το το χώσω χώσ ω κάτω από το μαξιλάρι και αύριο θα το βρω και θα το διαβάσω. Όλα θα πάνε καλά. Ακούω τον Μπεν Μπεν στο κεφαλόσκαλο. Μιλάει Μιλάει στον νεαρό, συζητούν συζητούν για το αυριανό πρόγευμα. πρόγευμα. «Και θα θέλαμε να μας το φέρετε φέρετε στο δωμάτιό δ ωμάτιό μας», τον ακούω να λέει. Ένας Έ νας γλάρος κρώζει κρώ ζει έξω από το παράθυρο παράθυρο και με τρομάζει. τρομάζει. Πηγαίνω προς την πόρτα και και ξαφνικά ξαφνι κά το βλέπω δεξιά μου. Το μπάνιο, με την πόρτα πόρτα ανοιχτή. Μια μπανιέρα, μια λεκάνη, ένας ένας νιπτή νι πτήρας. ρας. Αλλά το δάπεδο είναι εκείνο που τραβάει τραβά ει το βλέμμα μου, με πλημμ πλημμυρίζει υρίζει φρίκη. Είναι στρωμένο με πλακάκι, και το σχέδιο σ χέδιο είναι ασυνήθιστο. Εναλλασσόμενο μαύρο και άσπρο σε τρελά διαγώνια διαγώνι α σχήματα. σχήματα. Το σαγόνι μου κρεμάει. κρεμάει. Παγώνω. Παγώνω . Μου φαίνεται φαίνεται πως ακούω τον εαυτό μου να ξεφωνίζει. Ξέρω τώρα. Αναγνωρίζω το σχέδιο. Δε θυμήθηκα θυμήθηκα μόνο μόνο το Μπράιτον. Μπράιτον. Έχω ξανάρθει ξ ανάρθει εδώ. Σ’ αυτό αυτό το δωμάτιο. Η πόρτα ανοίγει. ανοίγει . Δε λέω τίποτα μόλις μπαίνει μπαίνει μέσα ο Μπεν, αλλά το το μυαλό μου γυρίζει. Αυτό είναι είναι το δωμάτιο όπου με με χτύπησαν; χτύπησαν; Γιατί Γιατί δε μου είπε ότι ότι ερχόμασταν εδώ; Πώς Πώ ς μπορεί τη μια στιγμή να μη θέλει καν να μου μιλήσει για την επίθεση και την άλλη να με φέρνει στο δωμάτιο όπου μου επιτέθηκαν; επιτέθηκαν; Βλέπω τον νεαρό να στέκει έξω από την πόρτα πόρτα και θέλω να του φωνάξω, φωνάξω , να του πω να μείνει, αλλά στρίβει και φεύγει, και ο Μπεν κλείνει την πόρτα. Είμαστε Είμαστε οι δυο μας τώρα. Με κοιτάζει. «Είσαι καλά, αγάπη μου;» ρωτάει. ρωτάει. Γνέφω καταφατικά, καταφατικά, λέω ναι, ναι , αλλά η λέξη βγαίνει με το ζόρι. Αισθάνομαι Αι σθάνομαι μέσα μου να ξυπνάει μίσος. Εκείνος Εκείνο ς με πιάνει από το μπράτσο. μπράτσο. Με σφίγγει λίγο πιο δυνατά απ’ απ’ όσο χρειάζεται – αν αν το έσφιγγε έσφιγγε περισσότερο, θα του έλεγα έλεγα κάτι, κάτι, αν το έσφιγγε λιγότερο, αμφιβάλλω αν θα το πρόσεχα. «Είσαι σίγουρη;» «Ναι», «Ναι», απαντάω. απαντάω. Γιατί το κάνει αυτό; Πρέπει να ξέρει ξ έρει πού είμαστε, τι σημαίνει για γι α μένα. Πρέπει να το είχε σχεδι σχεδιάσει άσει από την αρχή. «Ναι, «Ναι, είμαι καλά. Απλώς λίγο λίγ ο κουρασμένη…» κουρασμένη…» Και τότε το καταλαβαίνω καταλαβαίνω.. Ο δόκτωρ Νας. Πρέπει να έχει κάποια σχέση με τον Νας. Αλλιώς λλιώ ς γιατί ο Μπεν Μπεν να αποφασίσει να με φέρει εδώ τώρα; Θα Θα μπορούσε μπορούσε να το έχει κάνει κάνει εδώ και τόσα χρόνια, αλλά δεν το έκανε. Πρέπει να έχουν επαφή. Ίσως του τηλεφώνησε τηλεφώνησε ο Μπεν Μπεν όταν του είπα για τις συναντήσεις μας. Μπορεί να τα σχεδίασαν όλα αυτά κάποια στιγμή την τελευταία εβδομάδα – την εβδομάδα για την οποία δεν ξέρω τίποτα. «Γιατί δεν ξαπλώνεις;» ξαπλώνεις ;» λέει ο Μπεν. Ακούω τον εαυτό εαυτό μου μου να μουρμουρίζει. μουρμουρίζει. «Ναι, «Ναι, νομίζω ότι θα ξαπλώσω…» Γυρίζω προς το κρεβάτι. Μήπως Μήπως είχαν επαφή από την την αρχή; Μπορεί ο Νας να μου έλεγε ψέματα για όλα. Τον φαντάστηκα να τηλεφωνεί στον Μπεν αφού αποχαιρετιστήκαμε, να τον ενημερώνει για την πρόοδό μου ή την έλλειψή της. «Έτσι μπράβο!» αποκρίνεται αποκρίνεται ο Μπεν. Μπεν. «Είχα σκοπό να φέρω σαμπάνια. Λέω να πάω να
αγοράσω τώρα. τώ ρα. Υπάρχει μια κάβα, νομίζω. νομίζω . Δεν είναι μακριά». Χαμογελάει. «Ύστερα «Ύστερα θα ξαπλώσω κι εγώ». Στρέφομαι Στρέφομαι προς το μέρος του και με φιλάει. Τώρα, Τώ ρα, εδώ, το φιλί του κρατάει κρατάει πιο πολύ. Αγγίζει τα χείλη του με τα τα δικά μου, μου, βάζει το το χέρι στα μαλλιά μου, μου, χαϊδεύει την την πλάτη πλάτη μου. μου. Αντιστέκομαι στην στην παρόρμηση παρόρμηση να τραβηχτώ. τραβηχτώ. Το χέρι του κατεβαίνει κατεβαίνει πιο χαμηλά, στη μέση μέση μου, σταματάει σταματάει στο πάνω μέρος των γλουτών μου. Ξεροκαταπίνω Ξεροκαταπίνω.. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ εμπιστευτώ κανέναν. Ούτε τον άντρα άντρα μου ούτε τον γιατρό που που ισχυρίζεται πως με βοηθάει. Οι δυο δ υο τους συνεργάζονται και οδήγησαν βαθμιαία τα πράγματα πράγματα σ’ αυτήν αυτήν τη μέρα. μέρα. Προφανώς αποφάσισαν ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσω τη φρίκη του παρελθόντος παρελθόντος μου. Πώς τόλμησαν; Πώς τόλμησαν; «Εντάξει», «Εντάξει», αποκρίνομαι. Στρέφω λίγο το κεφάλι, τον σπρώχνω μαλακά για να με αφήσει. Στρίβει και βγαίνει από το δωμάτιο. «Θα κλειδώ κλειδώσω σω την πόρτα», λέει λέει καθώς την κλείνει πίσω του. «Για καλό και για κακό…» Ακούω το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά κλειδαριά απ’ έξω έξω και αρχίζω αρχίζ ω να πανικοβάλλομαι. πανικοβάλλομαι. Πηγαίνει πραγματικά πραγματικά να αγοράσει σαμπ σ αμπάνια; άνια; Ή για γι α να συναντηθεί με τον δόκτορα Νας; Είναι απίστευτο, απίστευτο, να με φέρει σ’ αυτό το δωμάτιο χωρίς χωρί ς να μου πει τίποτα. Ένα ακόμα ψέμα ψέμα ανάμεσα σε όλα τα άλλα. Τον ακούω να κατεβαίνει κατεβαίνει τη σκάλα. Κάθομαι στο κρεβάτι σφίγγοντας σφίγγο ντας με απελπισία απελπισία τα χέρια μου. Δεν μπορώ μπορώ να ηρεμήσω το νου μου, δεν μπορώ να καταλήξω σε μία μόνο σκέψη. Έχω πολλές ταυτόχρονα ταυτόχρονα που τρέχουν στο μυαλό μυαλό μου. Είναι θαρρείς κκαι, αι, μέσα σ’ ένα νου χωρίς χωρί ς μνήμη, κάθε κάθε ιδέα έχει πάρα πολύ πολύ χώρο για να θεριέψει και να ν α κινηθεί, να συγκρουστεί με άλλες μέσα σ’ ένα χείμαρρο από από σπίθες πριν εκτοξευτεί εκτοξευτεί μακριά. μακριά. Σηκώνομαι. Είμαι έξω φρενών. Δεν αντέχω τη σκέψη ότι θα επιστρέψει ο Μπεν, θα βάλει σαμπάνια, θα ξαπλώσει στο κρεβάτι μαζί μου. Ούτε τη σκέψη ότι το δέρμα του θα ακουμπήσει το δικό μου, τα χέρια του θα είναι πάνω μου μες στη νύχτα, θα με πασπατεύει, θα με ζουλάει, θα με ενθαρρύνει ενθαρρύνει να του δοθώ. δοθώ . Πώς μπορώ όταν δεν έχω εαυτό για να δώσω; Θα έκανα τα πάντα, σκέφτομαι, τα πάντα εκτός από αυτό. Δεν μπορώ να μείνω εδώ, σε τούτο τούτο το μέρος μέρος όπου καταστρά καταστράφηκε φηκε η ζωή μου, όπου μου πήραν τα πάντα. πάντα. Προσπαθώ να υπολογίσω πόσο χρόνο έχω. Δέκα λεπτά; λεπτά; Πέντε; Πηγαίνω στην τσάντα του του Μπεν Μπεν και την ανοίγω. ανοίγω . Δεν ξέρω γιατί. Δε σκέφτομαι γιατί ή πώς, μόνον ότι πρέπει να βιαστώ όσο λείπει, πριν επιστρέψει και τα πράγματα πράγματα αλλάξουν πάλι. Ίσως σκοπεύω να βρω τα κλειδιά του αυτοκινήτου, να παραβιάσω την πόρτα και να κατέβω κάτω, να βγω έξω στη βροχή, στο αμάξι. Αν και δεν είμαι καν σίγουρη ότι ξέρω να οδηγώ, ίσως ίσω ς σκοπεύω να δοκιμάσω, δοκι μάσω, να μπω μέσα μέσα και να φύγω μακριά. Ή μπορεί να θέλω να βρω μια φωτογραφία φω τογραφία του Άνταμ. Άνταμ. Ξέρω Ξέρω ότι τις έχει εδώ. εδώ . Θα πάρω μόνο μία και μετά θα βγω από το δωμάτιο και θα το βάλω στα πόδια. Θα τρέξω όσο όσ ο πιο μακριά γίνεται, κι όταν δε θα μπορώ να τρέξω πια, θα τηλεφωνήσω στην σ την Κλερ ή σε οποιονδήποτε άλλο και θα του πω ότι δεν αντέχω και θα τον ικετέψω ικετέψω να με βοηθήσει. Χώνω τα χέρια μου βαθιά μέσα στην τσάντα. τσάντα. Αισθάνομαι μέταλλο και πλαστικό. Κάτι Κ άτι μαλακό. Και ύστερα ένα φάκελο. φάκελο. Τον βγάζω έξω, σκέφτομαι πως μπορεί μπορεί να περιέχει φωτογραφίες και βλέπω ότι είναι αυτός που βρήκα στο στο γραφείο του σπιτιού. Πρέπει Π ρέπει να τον
έβαλα στην τσάντα του Μπεν όταν μάζεψα τα πράγματα, έχοντας την πρόθεση να του υπενθυμίσω ότι δεν τον έχει ανοίξει. Τον γυρίζω και βλέπω ότι γράφει Προσωπικό μπροστά. μπροστά. Χωρίς Χωρί ς δεύτερη σκέψη, σκέψη, τον σκίζω και κ αι βγάζω έξω το περιεχόμενό περιεχόμενό του. Χαρτιά. Σελίδες επί σελίδων. Τις αναγνωρίζω. Αμυδρές γαλάζιες γραμμές, κόκκινα περιθώρια. Είναι πανομοιότυπες πανομοιότυπες με τις σελίδες σελί δες του ημερολογίου μου. Και τότε βλέπω τον γραφικό μου χαρακτήρα χαρακτήρα και αρχίζω αρχίζ ω να καταλαβαίνω. Δεν έχω διαβάσει όλη την ιστορία μου. Υπάρχει Υπάρχει κι άλλη. Σελίδες και σελίδες. Βρίσκω το ημερολόγιο στην τσάντα μου. Δεν το είχα προσέξει, αλλά μετά την τελευτα τελευταία ία γραμμένη γραμμένη σελίδα λείπει ένα ολόκληρο κομμάτι. κομμάτι. Τα φύλλα έχουν αφαιρεθεί προσεκτικά, είναι κομμένα με νυστέρι νυστέρι ή κόφτη κοντά στη ράχη. Κομμένα από τον Μπεν. Κάθομαι στο πάτωμα με τις σελίδες απλωμένες μπροστά μου. μου. Αυτή είναι η εβδομάδα που έλειπε από τη ζωή μου. Διαβάζω την υπόλοιπη ιστορία ισ τορία μου. *** Η πρώτη καταχώριση καταχώρισ η έχει ημερομηνία. Παρασκευή 23 Νοέμβρη, Νοέμβρη, γράφει. Η μέρα που συναντήθηκα με την Κλερ. Πρέπει να τα έγραψα εκείνο το βράδυ, αφού μίλησα με τον Μπεν. Μπεν. Μπορεί τελικά να κάναμε τη συζήτηση συζήτηση που περίμενα. Κάθομαι εδώ, αρχίζει, στο δάπεδο του μπάνιου, μπάνιου, στο σπίτι όπου υποτίθεται υποτίθεται πως ξυπνάω κάθε πρωί. πρωί . Έχω αυτό το ημερολόγιο μπροστά μου, μου, αυτό το στιλό στο χέρι μου. Γράφω, γιατί είναι το μόνο που μου έρχεται έρχεται να κάνω. κάνω . Γύρω μου τσαλακωμένα χαρτομάντιλα, μουσκεμένα από δάκρυα και αίμα. Όταν ανοιγοκλείνω ανοιγοκλεί νω τα βλέφαρά μου, μου, βλέπω κόκκινο. Το αίμα στάζει πάλι στο μάτι μου αμέσως μόλις το σκουπίσω. Όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, είδα ότι το δέρμα πάνω από το μάτι μου είχε ένα βαθύ κόψιμο, όπως και το χείλος χεί λος μου. Όταν καταπίνω, γεύομαι τη μεταλλική μεταλλική γεύση του αίματος. Θέλω να κοιμηθώ. Να βρω ένα ασφαλές μέρος κάπου, να κλείσω τα μάτια μάτια μου και να ξεκουραστώ, σαν ζώο. Γιατί αυτό είμαι. Ένα ζώο. Ζω στιγμή σ τιγμή τη στιγμή, μέρα μέρα τη μέρα, μέρα, προσπαθώντας να βγάλω νόημα από από τον κόσμο που βρίσκω κάθε φορά γύρω μου. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Ξαναδιαβάζω την παράγραφο, το βλέμμα βλέμμα μου πηγαίνει ξανά ξ ανά και ξανά ξ ανά στη λέξη «αίμα». «αίμα». Τι συνέβη; Αρχίζω να διαβάζω γρήγορα, σκοντάφτοντας σκοντάφτοντας εδώ κι εκεί σε λέξεις, τρεκλίζοντας από από γραμμή σε γραμμή. γραμμή. Δεν Δεν ξέρω πότε θα γυρίσει ο Μπεν Μπεν και δεν δ εν μπορώ να το ρισκάρω ρι σκάρω να μου πάρει αυτές αυτές τις σελίδες σελί δες πριν τις διαβάσω. δι αβάσω. Αυτό το το μικρό διάστημ δι άστημα α μπορεί μπορεί να είναι η μοναδική μου ευκαιρία. Είχα αποφασίσει ότι ήταν καλύτερα να του μιλήσω μιλήσω μετά το το φαγητό. Φάγαμε στο σαλόνι – λουκάνικο, πουρέ, με τα πιάτα ακουμπισμένα ακουμπισμένα στα γόνατά μα μας– ς– κι όταν τελειώσαμε και οι δύο, τον ρώτησα αν θα μπορούσε να κλείσει την τηλεόραση. Έδειξε ότι δεν ήθελε.
«Πρέπει «Πρέπει να σου μιλήσω», μιλήσω », είπα. Το δωμάτ δω μάτιο ιο παραήταν ήσυχο, ηχούσε μόνο μόνο το τικ τακ του ρολογιού ρολογιο ύ και ο μακρινός βόμβος της πόλης. Και η φωνή μου, που ακουγόταν υπόκωφη και άδεια. «Αγάπη μου…» είπε ο Μπεν κι έβαλε το πιάτο στο τραπεζάκι ανάμεσά μας. Ένα μισομασημένο κομμάτι κομμάτι κρέας ήταν στην άκρη του πιάτου, μπιζέλια επέπλεαν μέσα σε αραιή σάλτσα. «Συμβαίνει «Συμβαίνει κάτι;» «Όχι», απάντησα. απάντησα. «Όλα «Όλα είναι μια χαρά». Δεν ήξερα πώς να συνεχίσω. συνεχίσω . Με κοιτούσε, τα μάτια του γουρλωμένα, περιμένοντας. περιμένοντας. «Μ’ «Μ’ αγαπάς, έτσι;» ρώτησα. Ένιωθα Ένιω θα σχεδόν σαν να συγκέντρωνα τεκμήρια τεκμήρια και αποδείξεις προσπαθώντας να προφυλάξω τον εαυτό μου από κάθε μελλοντική αποδοκιμασία. «Ναι», «Ναι», είπε. «Φυσικά. «Φυσικά. Τι συμβαίνει; Τι έχεις;» έχεις ;» «Μπεν… «Μπεν…» » μουρμούρισα. μουρμούρισα. «Σ’ αγαπάω κι εγώ. εγώ . Και καταλαβαίνω καταλαβαίνω για ποιους λόγους κάνεις αυτό που κάνεις, αλλά ξέρω ότι μου λες ψέματα». Δεν πρόλαβα καλά καλά να ολοκληρώσω τη φράση μου, και και μετάνιω μετάνιωσα σα που την είχα είχα αρχίσει. Είδα το πρόσωπό πρόσω πό του να συσπάται. Με κοίταξε, τα χείλη του τραβηγμένα τραβηγμένα πίσω σαν σ αν να ετοιμαζόταν να μιλήσει, τα μάτια μάτια του πληγωμένα. «Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε. «Αγάπη μου…» Έπρεπε να συνεχίσω τώρα. Δεν υπήρχε υπήρχε άλλος τρόπος για να βγω από το ποτάμι ποτάμι που είχα είχ α αρχίσει να διασχίζω δι ασχίζω.. «Ξέρω «Ξέρω ότι το κάνεις για γι α να με προστατέψεις, προστατέψεις, ότι δε μου λες κάποια πράγματα, πράγματα, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Πρέπει Π ρέπει να μάθω». «Τι εννοείς;» εννοεί ς;» αποκρίθηκε εκείνος. εκείνος . «Δε σου είπα εί πα ψέματα». ψέματα». Αισθάνθηκα να με πνίγει ένα κύμα κύμα θυμού. θυμού. «Μπε «Μπεν!» ν!» αντιγύρισα. αντιγύρισα. «Ξέρω «Ξέρω για τον Άνταμ!» Άνταμ!» Το πρόσωπό πρόσω πό του άλλαξε τότε. Τον είδα να ξεροκαταπίνει ξεροκαταπίνει και να στρέφε σ τρέφειι το βλέμμα βλέμμα του αλλού, προς τη γωνία. Τίναξε Τί ναξε κάτι από το μανίκι του πουλόβερ του. «Τι;» «Ο Άνταμ», είπα. «Ξέρω πως είχαμε ένα γιο». Ο μισός μου εαυτός εαυτός περίμενε να με ρωτήσει πώς το ήξερα, αλλά ύστερα συνειδητοποίησα ότι αυτή η συζήτηση δεν ήταν ασυνήθιστη. Την είχαμε ξανακάνει τη μέρα που είδα το μυθιστόρημά μου και άλλες μέρες όταν θυμήθηκα τον Άνταμ. Είδα ότι ήταν έτοιμος έτοιμος να μιλήσει, αλλά δεν ήθελα να ακούσω περισσότερα ψέματα. ψέματα. «Το ξέρω πως σκοτώθηκε στο Αφγανιστάν», πρόσθεσα. πρόσθεσα. Το στόμα του έκλεισε, μετά μετά άνοιξε πάλι, σχεδόν κωμικά. «Πώς το ξέρεις αυτό;» «Μου «Μου το είπες», απάντησα. απάντησα. «Πριν από εβδομάδες. Έτρωγες μια φρυγανιά, κι εγώ ήμουν στο μπάνιο. Κατέβηκα κάτω κάτω και σου είπα ότι θυμήθηκα πως πως είχαμε ένα γιο, ότι μου ήρθε στο νου ακόμα και το όνομά του, και τότε καθίσαμε κάτω και μου αφηγήθηκες αφηγήθηκες πώς σκοτώθηκε. Μου έδειξες και μερικές φωτογραφίες φω τογραφίες που έφερες έφερες από πάνω. Φωτογραφίες με μένα κι εκείνον και γράμματα γράμματα που είχε γράψει. Ένα Έν α γράμμα του του για τον Αϊ-Βασίλη…» Αϊ-Βασίλ η…» Με Με έπνιξε πάλι ένα κύμα θλίψης. Σταμάτησα Σταμάτησα να μιλάω. Ο Μπεν με κοιτούσε. «Θυμήθηκες; Πώς;» «Έχω αρχίσει αρχίσ ει να γράφω αυτά που μου συμβαίνουν. συμβαίνουν. Εδώ και μερικές εβδομάδες. Ό,τι θυμάμαι». «Πού;» ρώτησε. Είχε Είχε αρχίσει αρχίσ ει να υψώνει τη φωνή του σαν να ήταν θυμωμένος, αν και δεν καταλάβαινα καταλάβαινα για ποιο λόγο θα έπρεπε έπρεπε να θυμώνει. «Πού τα γράφεις αυτά που που σου
συμβαίνουν; Δεν καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, Κριστίν. Κρισ τίν. Πού τα γράφεις;» «Σ’ ένα βιβλίο». «Βιβλίο;» Το είπε με έναν τρόπο τρόπο σαν να ήταν κάτι εντελώς μηδαμινό, λες κι έγραφα λίστες με ψώνια και αριθμούς τηλεφώνων. «Ημερολόγιο», απάντησα. Μετακινήθηκε Μετακινήθηκε μπροστά στην πολυθρόνα σαν να ετοιμαζόταν να σηκωθεί. σηκω θεί. «Ημερολόγιο; Πόσο καιρό;» «Δεν «Δεν ξέρω ακριβώς… Δύο εβδομάδες…» «Μπορώ «Μπορώ να το δω;» δ ω;» Ήμουν θυμωμένη. θυμωμένη. Είχα αποφασίσει να ν α μην του το δείξω. δεί ξω. «Όχι!» απάντησα. απάντησα. «Όχι ακόμα». Έγινε έξαλλος. έξαλλος . «Πού είναι; Δείξ’ το μου!» «Μπεν, «Μπεν, είναι προσωπικό». Μου πέταξε πέταξε τη τη λέξη πίσω. «Προσωπικό; «Προσω πικό; Τι εννοείς εννοεί ς όταν λες “προσωπικό”;» «Εννοώ ιδιωτικό. ιδι ωτικό. Δε θα ένιωθα άνετα αν το διάβαζες…» «Γιατί;» ρώτησε. «Έχεις «Έχεις γράψει για μένα;» «Φυσικά». «Τι έχεις γράψει; Τι είναι εί ναι αυτά που που λες;» Πώς να το απαντήσω απαντήσω αυτό; Σκέφτηκα Σκέφτηκα όλες τις προδοσίες μου. Αυτά Αυτά που είπα στον δόκτορα Νας κι αυτά που σκέφτηκα σκέφτηκα για τον Μπεν. Με Με πόσους τρόπους υποψιάστηκα τον άντρα μου, τα πράγματα για τα οποία τον θεώρησα ικανό. Συλλογίστηκα τα ψέματα που έχω αραδιάσει, τις μέρες που είδα τον δόκτορα Νας –και την Κλερ– και δεν δ εν του είπα τίποτα. Ψέλλισα μιαν απάντηση. «Πολλά πράγματα, Μπεν… Έχω γράψει πολλά πράγματα». «Μα «Μα γιατί; Γιατί γράφεις τι σου συμβαίνει;» Μου φάνηκε απίστευτο που μου έκανε αυτή την ερώτηση. «Γιατί θέλω να βάλω σε τάξη τη ζωή μου, να μπορέσω να βγάλω κάποιο νόημα», νόημα», είπα. «Θέλω να μπορώ να συνδέσω τη μια μέρα με την την επόμενη, όπως εσύ. Όπως όλοι». «Μα «Μα γιατί; Είσαι Εί σαι δυστυχισμένη; δ υστυχισμένη; Δε μ’ μ’ αγαπάς πια; Δε θέλεις να είσαι εδώ μαζί μου;» Η ερώτηση ερώ τηση με μπέρδεψε. μπέρδεψε. Γιατί θεωρούσε πως αν ήθελα να βγάλω κάποιο νόημα από την κατακερματισμένη μου ζωή αυτό σήμαινε αυτόματα πως ήθελα και να την αλλάξω; «Δεν «Δεν ξέρω…» απάντησα. απάντησα. «Τι είναι ευτυχία; ευτυχία; Είμαι Εί μαι ευτυχισμένη όταν ξυπνάω, νομίζω, νομίζω , αλλά αν μπορώ να κρίνω από το σημερινό πρωινό, βρίσκομαι βρίσ κομαι επίσης σε σύγχυση… Δεν Δεν είμαι, όμως, ευτυχισμένη όταν όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω πως είμαι είκοσι είκο σι χρόνια χρόνι α μεγαλύτερη μεγαλύτερη απ’ όσο νόμιζα, πως έχω γκρίζες τρίχες στα μαλλιά και ρυτίδες γύρω από τα μάτια μου. Δεν Δεν είμαι ευτυχισμένη όταν συνειδητοποιώ πως πω ς όλα αυτά τα τα χρόνια τα έχασα, μου τα πήραν. πήραν. Φαντάζομαι λοιπόν ότι πολλές φορές δεν είμαι ευτυχισμένη. Δε Δε φταις εσύ όμως. Είμαι Εί μαι ευτυχισμένη μαζί μαζί σου. Σ’ αγαπάω. Σε χρειάζομαι…» Τότε ήρθε και κάθισε δίπλα δ ίπλα μου. Η φωνή φω νή του μαλάκωσε. «Με «Με συγχωρείς…» συγχωρείς …» είπε. είπε. «Δεν «Δεν το αντέχω που καταστράφηκαν καταστράφηκαν όλα εξαιτίας εξ αιτίας εκείνου εκείνο υ του τροχαίου». Αισθάνθηκα το το θυμό θυμό να φουντώνει φουντώνει πάλι μέσα μου, μου, αλλά τον κατέπνιξα. κατέπνιξα. Δεν Δεν είχα το το δικαίωμα δικαίω μα να είμαι θυμωμένη θυμωμένη μαζί του. Δεν ήξερε τι τι είχα μάθει και τι όχι. «Μπεν… «Μπεν…» » είπα. «Ξέρω «Ξέρω τι έγινε. Γνωρίζω Γνωρίζ ω ότι δεν ήταν τροχαίο. Ξέρω ότι με χτύπησαν». χτύπησαν». Μαρμάρωσε. Μαρμάρωσε. Με κοίταξε με μάτια ανέκφραστα ανέκφραστα και νόμισα νό μισα ότι δε με είχε ακούσει, αλλά
μετά ρώτησε: «Σε χτύπησαν;» Ύψωσα τον τόνο μου. «Μπεν!» φώναξα. «Σταμάτα!» Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Του είπα πως κρατάω ημερολόγιο, πως συναρμολογώ τις λεπτομέρειες λεπτομέρειες της ζωής μου, και παρ’ όλα αυτά εκείνος εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να μου πει την αλήθεια, αν και ήταν ολοφάνερο πως τη γνώριζα. γνώριζ α. «Μη «Μη μου λες ψέματα, ψέματα, γαμώτο! Ξέρω ότι δεν ήταν τροχαίο! Ξέρω τι μου συνέβη! Δεν έχει νόημα να προσποιείσ προσποιείσαι αι πως ήταν κάτι κάτι άλλο. Το Τ ο να το αρνείσαι δεν δ εν πρόκειται να μας οδηγήσει πουθενά. πουθενά. Πρέπει να πάψεις να μου λες ψέματα!» ψέματα!» Σηκώθηκε όρθιος. Έδειχνε Έδ ειχνε τεράστιος, πυργωνόταν από πάνω πάνω μου φράζοντας όλο το οπτικό μου πεδίο. «Ποιος σ’ το είπε;» ρώτησε. «Ποι «Ποιος; ος; Εκείνη η σκύλα, η Κλερ; Άνοιξε Άνοι ξε το βρομόστομά της της και σου αράδιασε ένα κάρο ψέματα; ψέματα; Έχωσε τη μύτη μύτη της σε ξένες δουλειές;» «Μπεν…» άρχισα να λέω. «Πάντα με μισούσε! Θα έκανε οτιδήποτε για να σε στρέψ σ τρέψει ει εναντίον μου. Οτιδήποτε! Οτιδήποτε! Λέει ψέματα, αγάπη μου. Ψέματα!» «Δεν «Δεν ήταν η Κλερ», αντιγύρισα. Έσκυψα Έ σκυψα το κεφάλι. «Κάποιος άλλος…» «Ποιος;» φώναξε. «Ποιος;» «Βλέπω «Βλέπω κάποιο γιατρό…» γι ατρό…» ψιθύρισα. ψιθύρισα. «Μιλάμε. Εκείνος μου το είπε». Έμεινε τελείως ακίνητος, ακί νητος, εκτός από τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, που διέγραφε αργούς κύκλους επάνω στις αρθρώσεις του αριστερού. Αισθανόμουν τη θερμότητα θερμότητα του του σώματός του, τον άκουσα να παίρνει μιαν αργή ανάσα, να την κρατάει, να την αφήνει. Όταν μίλησε, η φωνή του ήταν τόσο σιγανή, σι γανή, που δυσκολεύτηκα να τον ακούσω. «Τι εννοείς όταν λες ότι βλέπεις κάποιο γιατρό;» γι ατρό;» «Λέγεται «Λέγεται δόκτωρ Νας. Προφανώς ήρθε σε επαφή μαζί μαζί μου πριν από μερικές εβδομάδες» απάντησα, απάντησα, έχοντας την αίσθηση ότι δεν αφηγούμουν αφηγούμουν τη δική μου ιστορία, ι στορία, αλλά την ιστορία κάποιου άλλου. «Ήρθε σε επαφή επαφή μαζί σου και κ αι τι σου είπε;» Προσπάθησα να θυμηθώ. Είχα καταγράψει την πρώτη μας συζήτηση; «Δεν ξέρω…» μουρμούρισα. «Δε νομίζω ότι έγραψα αυτά που μου είπε την πρώτη φορά». «Και σου είπε να γράφεις ό,τι σου σ ου συμβαίνει;» «Ναι». «Γιατί;» ρώτησε. «Θέλω να καλυτερέψω, Μπεν…» «Κι έχει αποτέλεσμα; αποτέλεσμα; Τι κάνεις κ άνεις δηλαδή τόσο καιρό; και ρό; Σου δίνει φάρμακα;» φάρμακα;» «Όχι», απάντησα. «Κάναμε μερικά τεστ, κάποιες ασκήσεις. Έκανα μια μαγνητική…» Ο αντίχειρας έπαψε να κινείται. Γύρισε Γύρισ ε και με κοίταξε. κοί ταξε. «Μαγνητική;» «Μαγνητική;» Η φωνή του έγινε πάλι πιο δυνατή δ υνατή.. «Ναι. Μαγνητική τομογραφία. Είπε ότι μπορεί να με βοηθήσει. Δεν υπήρχαν τότε που με χτύπησαν. τύπησαν. Ή δεν ήταν τόσο εξελιγμένες όσο είναι τώρα…» «Πού; Πού έκανες αυτά τα τεστ; Πες μου!» Είχα αρχίσει αρχίσ ει να μπερδεύομαι. μπερδεύομαι. «Στο «Στο γραφείο του…» του…» τραύλισα. «Στο «Στο Λονδίνο. Λονδ ίνο. Εκεί έκανα και τη μαγνητική. Δε θυμάμαι θυμάμαι ακριβώς…» ακρι βώς…» «Πώς πήγαινες εκεί; Πώς είναι δυνατόν να πήγαινες εσύ, στην κατάστασή κατάστασή σου, στο γραφείο ενός γιατρού;» γι ατρού;» Ο τόνος του ήταν σφιγμένος και επιτακτικός τώρα. «Πώς;» «Πώς ;»
Προσπάθησα να μιλήσω ήρεμα. «Ερχόταν και μ’ έπαιρνε από δω», είπα. «Με το αυτοκίνητό του…» Το πρόσωπό πρόσω πό του έδειξε απογοήτευση και ύστερα θυμό. Δεν ήθελα να εξελιχθεί έτσι έτσι η συζήτηση, να γίνει τόσο δύσκολη. Έπρεπε Έπρεπε να προσπαθήσω προσπαθήσω να του εξηγήσω. «Μπεν…» ψέλλισα. Αυτό που ακολούθησε ακολούθησε ήταν ήταν εντελώς εντελώς απρόσμενο. Ένα υπόκωφο βογκητό άρχισε να βγαίνει από το λαιμό λαι μό του, από κάπου βαθιά. βαθιά. Δυνάμωσε γρήγορα, και μην μπορώντας να το συγκρατήσει άλλο, ο Μπεν Μπεν έβγαλε μια τρομερή στριγκλιά, στρι γκλιά, σαν νύχια που ξύνουν γυαλί. «Μπεν!» φώναξα. «Τι έπαθες;» Απέστρεψε το βλέμμα του τρεκλίζοντας. Φοβήθηκα πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Σηκώθηκα και άπλωσα το χέρι μου για να πιαστεί. «Μπεν!» «Μπεν!» επανέλαβα, επανέλαβα, αλλά εκείνος αγνόησε το χέρι χ έρι μου και στηρίχτηκε στον τοίχο. Όταν στράφηκε ξανά και με κοίταξε, κοί ταξε, το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο, τα μάτια μάτια του γουρλωμένα. Είδα σάλιο στις άκρες των χειλιών χειλιώ ν του. Τα χαρακτηριστικά χαρακτηριστικά του είχαν παραμορφωθεί, παραμορφωθεί, θαρρείς και είχε φορέσει μια γκροτέσκα γκρο τέσκα μάσκα. μάσκα. «Ηλίθια γαμημένη σκύλα!» είπε προχωρώντας καταπάνω καταπάνω μου. Ζάρωσα. Το Τ ο πρόσωπό του απείχε μερικά εκατοστά από από το δικό μου. «Πόσο καιρό γίνεται αυτό;» «Δεν…» «Πες μου! Πες μου, παλιοτσούλα! Πόσο καιρό;» «Δε «Δε συμβαίνει τίποτα…» τίποτα…» τραύλισα. Ο φόβος φούντωσε μέσα μου ανεβαίνοντας στην επιφάνεια. Έκανε πρώτα έναν αργό γύρο εκεί και μετά βούλιαξε πάλι. «Τίποτα…» επανέλαβα. Μύριζα το φαγητό στην ανάσα του. Κρέας και κρεμμύδι. Σάλια πετάχτηκαν από το στόμα του και ράντισαν το πρόσωπό μου, τα χείλη μου. Γεύτηκα τον καυτό θυμό του. «Κοιμάσαι μαζί του! Μη μου λες ψέματα!» ψέματα!» ούρλιαξε. Το πίσω μέρος των ποδιών ποδιώ ν μου βρήκε στον καναπέ. Προσπάθησα να κινηθώ στο πλάι, να απομακρυνθώ, απομακρυνθώ, αλλά με έπιασε από τους ώμους ώ μους και με τράνταξε. τράνταξε. «Πάντα έτσι ήσουν», πρόσθεσε. «Μια «Μια ηλίθια ηλί θια ψεύτρα πουτάνα! πουτάνα! Δεν ξέρω γιατί γι ατί νόμισα ότι θα ήσουν διαφορετική δι αφορετική μαζί μαζί μου. Τι έκανες, ε; Το έσκαγες όταν ήμουν στη δουλειά; Ή τον έφερνες κι εδώ; Ή μήπως το κάνατε στο αμάξι αμάξι κρυμμένοι κρυμμένοι στους θάμνους;» Αισθάνθηκα τα τα χέρια του του να με με σφίγγουν δυνατά, δυνατά, τα δάχτυλα και τα νύχια του να χώνονται στη σάρκα μου. μου. «Με «Με πονάς!» φώναξα, ελπίζοντας ελπίζοντας να τον τον σοκάρω και να καταλαγιάσει η τρομερή οργή του. «Μπεν, σταμάτα!» Έπαψε να με τραντάζει τραντάζει και χαλάρωσε λίγο λί γο το σφίξιμο. σφίξ ιμο. Μου φαινόταν αδιανόητο ο άντρας που με έσφιγγε από τους ώμους, με το πρόσωπό πρόσωπό του ένα μείγμα λύσσας και μίσους, μί σους, να είναι ο ίδιος ίδι ος που μου είχε γράψει εκείνο το γράμμα που μου έδωσε έδωσε η Κλερ. Κ λερ. Πώς μπορέσαμε μπορέσαμε να φτάσουμε σε τέτοιο τέτοιο σημείο καχυποψίας; Πόσες Πό σες παρεξηγήσεις χρειάστηκαν χρει άστηκαν για να μας φέρουν από κει εδώ; «Δεν κοιμάμαι μαζί του…» ψέλλισα. «Με βοηθάει… Με βοηθάει να καλυτερέψω για να έχω μια φυσιολογική φυσιολογι κή ζωή. Εδώ, Εδώ , μαζί σου… Δεν το θέλεις αυτό;» Τα μάτια του άρχισαν να κοιτάζουν εδώ κι εκεί στο δωμάτιο. «Μπεν;» «Μπεν;» είπα πάλι. «Μίλα «Μίλα μου!» Πάγωσε. Πάγωσ ε. «Δε «Δε θέλεις να καλυτερέψω; καλυτερέψω; Αυτό δεν ήθελες πάντα, πάντα, αυτό δεν ήλπιζες;» ήλπιζες ;» Άρχισε να κουνάει το κεφάλι δεξιά και αριστερά. «Ξέρω «Ξέρω πως το ήθελες. Ξέρω πως αυτό ήθελες από την αρχή». Καυτά Καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου, αλλά συνέχισα να μιλάω, η φωνή μου να τσακίζεται, τσακί ζεται, να ξεσπάω σε λυγμούς. Με κρατούσε ακόμη, αλλά μαλακά τώρα, κι έβαλα τα χέρια μου
επάνω στα δικά του. «Συναντήθηκα με την Κλερ…» πρόσθεσα. «Μου έδωσε το γράμμα σου. Το διάβασα, Μπεν. Μπεν. Τόσα χρόνια μετά. Το διάβασα… δι άβασα…» » Υπάρχει ένας λεκές λεκές σ’ αυτό αυτό το σημείο σημείο στη σελίδα. Μελάνι Μελάνι ανακατεμένο ανακατεμένο με με υγρό σχηματίζουν μια μουντζούρα που μοιάζει με άστρο. Πρέπει να έκλαιγα όταν το έγραφα. Συνέχισα να διαβάζω. Δεν ξέρω τι τι περίμενα να συμβεί. συμβεί. Ίσως νόμιζα νόμιζ α ότι θα πέσει στην αγκαλιά μου κλαίγοντας με λυγμούς ανακούφισης και θα στεκόμασταν εκεί, να κρατιόμαστε κρατιόμαστε σιωπηλοί σιω πηλοί για όση όσ η ώρα θα μας έπαιρνε να ηρεμήσουμε, να ξαναβρούμε τον εαυτό μας και ο ένας τον άλλο. Και μετά θα καθόμασταν καθόμασταν και θα μιλούσαμε. Ίσως πήγαινα επάνω, έφερνα το γράμμα που μου είχε δώσει η Κλερ και το διαβάζαμε μαζί μαζί και άρχιζε άρχι ζε μια νέα αργή διαδικασία καθώς θα ξαναχτίζαμε τη ζωή μας με θεμέλιο την αλήθεια. Αντίθετα, ντίθετα, όμως, ακολούθησε ακολούθησε μια στιγμή απόλυτης απόλυτης ακινησίας και σιωπής. σι ωπής. Δεν ακουγόταν ούτε ανάσα ούτε κίνηση από το δρόμο. Δεν άκουγα καν το τικ τακ του ρολογι ού. Ήταν λες και η ζωή είχε σταματήσει, σταματήσει, σαν σ αν να αμφιταλαντευόταν αμφιταλαντευόταν στην κόψη ανάμεσα στη μια κατάσταση κατάσταση και στην άλλη. Και ύστερα τελείωσ τελείωσε. ε. Ο Μπεν τραβήχτηκε τραβήχτηκε μακριά μακριά μου. Νόμισα ότι θα με φιλούσε, φι λούσε, αλλά αντί γι’ αυτό αντιλήφθηκα αντιλήφθηκα μια θολή κίνηση κί νηση με την άκρη του ματιού ματιού μου, και το κεφάλι μου τινάχτηκε ξαφνικά στο πλάι. Μια έκρηξη πόνου στο σ το σαγόνι μου. Έπεσα, είδα τον καναπέ να έρχεται έρχεται προς το μέρος μου, και το πίσω πίσ ω μέρος του κεφαλιού κεφαλιο ύ μου χτύπησε χτύπησε σε κάτι σκληρό σ κληρό και μυτερό. Φώναξα. Ξανά ένα χτύπημα χτύπημα και άλλο ένα. Έκλεισα Έκλεισ α τα μάτια περιμένοντας περιμένοντας το επόμενο, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Άκουσα βήματα να ξεμακραίνουν και μια πόρτα να βροντάει. Άνοιξα τα μάτια μάτια και πήρα πήρα ανάσα ανάσα με ένα θυμωμένο θυμωμένο αγκομαχητό. αγκομαχητό. Έβλεπα τη μοκέτα μοκέτα να απλώνεται μπροστά μου, και τώρα φαινόταν φαι νόταν κατακόρυφη. κατακόρυφη. Ένα σπασμένο πιάτο δίπλα στο κεφάλι μου και σάλτσα που χυνόταν κάτω μουλιάζοντας τη μοκέτα. μοκέτα. Πράσινα Πράσι να μπιζέλια πατημένα πατημένα επάνω επάνω της κι ένα μισοφαγωμένο μισ οφαγωμένο λουκάνικο. Η εξώπορτα άνοιξε, μετά έκλεισε με θόρυβο. Βήματα στο μονοπάτι. Ο Μπεν είχε φύγει. Άφησα την την ανάσα που κρατούσα. κρατούσα. Έκλεισα τα μάτια μάτια μου. Δεν Δεν πρέπει πρέπει να κοιμηθώ, κοιμηθώ, σκέφτηκα. Δεν πρέπει. Τα άνοιξα πάλι. Σκοτεινοί στρόβιλοι σ τρόβιλοι στο οπτικό μου πεδίο και μια οσμή κρέατος. Κατάπια Κατάπια και γεύτηκα αίμα. ι έκανα; Τι έκανα; Βεβαιώθηκα πως είχε φύγει και μετά μετά ανέβηκα επάνω επάνω και βρήκα το ημερολόγιό ημερολόγιό μου. Αίμα έσταζε στη μοκέτα μοκέτα από το το σκισμένο σκι σμένο χείλος μου. Δεν Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν ξέρω πού είναι ο άντρας μου ή αν θα γυρίσει πίσω ή αν θέλω να γυρίσει. Αλλά τον τον έχω ανάγκη. Χωρίς Χωρί ς αυτόν δεν μπορώ μπορώ να ζήσω. Φοβάμαι. Θέλω να δω την Κλερ.
Σταματάω Σταματάω να διαβάζω, και το χέρι μου πηγαίνει στο μέτωπό μου. Πονάει λίγο. Ο μώλωπας μώ λωπας που είδα το πρωί, πρωί , αυτός που σκέπασα με το μακιγιάζ. Ο Μπεν με είχε χτυπήσει. χτυπήσει. Κοιτάζω Κοι τάζω πάλι την ημερομηνία. Παρασκευή 23 Νοέμβρη. Πριν από μία εβδομάδα. Μία εβδομάδα που την έζησα νομίζοντας ότι όλα πάνε καλά. Σηκώνομαι και κοιτάζομαι κοι τάζομαι στον καθρέφτη. καθρέφτη. Υπάρχει ακόμα. Ένας αμυδρός μπλε μώλωπας. Απόδειξη ότι αυτά αυτά που έγραψα είναι αλήθεια. Αναρωτιέμαι Αναρωτιέμαι τι ψέματ ψέματα α έλεγα στον εαυτό εαυτό μου για να εξηγήσω το χτύπημα χτύπημα ή τι ψέματα ψέματα μου έλεγε εκείνος. Τώρα, όμως, ξέρω ξ έρω την αλήθεια. αλήθεια. Κοιτάζω τις σελίδες στο χέρι μου, και ξεκαθαρίζουν όλα. Ήθελε να τις τις βρω. βρω . Ξέρει Ξέρει πως ακόμα κι αν τις διαβάσω σήμερα σ ήμερα,, θα τις τις έχω ξεχάσει αύριο. Ξαφνικά τον ακούω στη σκάλα και σχεδόν για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πλήρως ότι βρίσκομαι εδώ, εδώ , σ’ αυτό δωμάτιο. Με τον Μπεν. Τον άνθρωπο που με χτύπησε. Ακούω το κλειδί στην κλειδαριά. Πρέπει να μάθω μάθω τι συνέβη. Έτσι, σπρώχνω τις σελίδες σελίδ ες κάτω από το μαξιλάρι μαξιλάρι και ξαπλώνω στο σ το κρεβάτι. κρεβάτι. Καθώς μπαίνει στο δωμάτ δω μάτιο, ιο, κλείνω τα μάτια. μάτια. «Είσαι εντάξει, αγάπη μου;» ρωτάει. «Είσαι ξύπνια;» Ανοίγω τα μάτια. μάτια. Στέκεται Στέκεται στο κατώφλι, κρατάει κρατάει ένα μπουκάλι. μπουκάλι. «Βρήκα «Βρήκα μόνο μόνο σαμπανιζέ κρασί Κάβα» Κ άβα»,, λέει. «Εντάξει;» Αφήνει Αφήνει το μπουκάλι στην ντουλάπα και με φιλάει. «Λέω να κάνω ένα ντους…» ψιθυρίζει. Μπαίνει στο μπάνιο και ανοίγει τις βρύσες. Όταν κλείνει την πόρτα, πόρτα, βγάζω πάλι τις σελίδες. Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου – σίγουρα δε δ ε θα κάνει παραπάνω παραπάνω από πέντε πέντε λεπτά–, λεπτά–, έτσι πρέπει να τις διαβάσω όσο πιο πι ο γρήγορα μπορώ. Το βλέμμα μου μου διατρέχει τη σελίδα, πηδάω λέξεις εδώ κι εκεί, αλλά βλέπω αρκετές. Αυτά έγιναν πριν από από ώρες. Κάθομαι στο σκοτεινό χολ του άδειου άδειου σπιτιού μας με με ένα χαρτί στο ένα χέρι κι ένα τηλέφωνο τηλέφωνο στο σ το άλλο. Μελάνι Μελάνι επάνω στο χαρτί. Ένας Έ νας μουντζουρωμένος αριθμός. Δεν το σηκώνουν, ένα ατέλειω ατέλειωτο το κουδούνισμα. Αναρωτιέμαι αν η Κλερ έκλεισε τον τηλεφωνητή της της ή αν γέμισε η κασέτα. Δοκιμάζω πάλι. Και πάλι. Το Τ ο έχω ξανακάνει ξ ανακάνει αυτό. Ο χρόνος μου είναι κυκλικός. κυκλι κός. Η Κλερ Κλ ερ δεν είναι εκεί για να με βοηθήσει. Κοίταξα στην τσάντα μου και βρήκα το το τηλέφωνο που μου είχε δώσει δώσ ει ο δόκτωρ δό κτωρ Νας. Είναι αργά, σκέφτηκα. Δε θα βρίσκεται στη δουλειά. Θα είναι εί ναι με την κοπέλα του, θα κάνουν ό,τι κάνουν οι δυο τους τα βράδια. Ό,τι Ό,τι κάνουν δύο φυσιολογικοί φυσιο λογικοί άνθρωποι. Δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό. Ο αριθμός του σπιτιού του ήταν ήταν γραμμένος στην αρχή του ημερολογίου. Καλούσε συνέχεια και μετά μετά τίποτα. Δεν Δεν ακούστηκε ηχογραφημένη ηχογραφημένη φωνή που να λέει πως ο αριθμός δεν υπάρχει ή πως πρέπει να αφήσω μήνυμα. μήνυμα. Δοκίμασα ξανά. Το ίδιο. ίδ ιο. Ο αριθμός του γραφείου του ήταν ο μόνος που είχα εί χα τώρα. Έμεινα καθισμένη εκεί για λίγο. λί γο. Ανήμπορη. Κοιτούσα την εξώπορτα. εξώπορτα. Κάπου ήλπιζα ότι θα δω τη σκοτεινή σιλουέτα σιλο υέτα του του Μπεν να εμφανίζεται εμφανίζεται στο σ το θαμπό θαμπό τζάμι και να βάζει το κλειδί κλει δί στην κλειδαριά, ενώ από την άλλη το φοβόμουν. Τελικά δεν μπορούσα να περιμένω περιμένω άλλο. Ανέβηκα επάνω επάνω και γδύθηκα και ύστερα ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έγραψα αυτά. αυτά. Το σπίτι είναι ακόμη άδειο. Μια στιγμή μόνο και θα
κλείσω το ημερολόγιο ημερολόγιο,, θα το το κρύψω και μετά θα σβήσω το φως και θα κοιμηθώ. Και ύστερα θα ξεχάσω, και αυτό το ημερολόγιο θα είναι το μόνο που θα απομείνει. απομείνει. Κοιτάζω την επόμενη επόμενη σελίδα με τρόμο, φοβάμαι φοβάμαι πως θα είναι κενή, αλλά δεν είναι.
Δευτέρα 26 Νοέμβρη Νοέμβ ρη Με χτύπησε την Παρασκευή. Δύο μέρες, και δεν έχω γράψει τίποτα. Όλο αυτό το διάστημα πίστευα ότι τα πράγματα πράγματα είναι μια χαρά; Το πρόσωπό μου είναι μωλωπισμένο και με πονάει. πονάει. Σίγουρα Σίγο υρα κατάλαβα κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά; Σήμερα Σήμερα μου είπε πως έπεσα. Το μεγαλύτερο κλισέ, κι εγώ τον πίστεψα πί στεψα.. Γιατί να μην τον πιστέψω; Μου είχε εξηγήσει ήδη ποια ποια είμαι και ποιος ποι ος είναι αυτός και πώς έγινε να ξυπνήσω σ’ ένα άγνωστο σπίτι σπί τι δεκαετίες μεγαλύτερη μεγαλύτερη απ’ όσο νόμιζα. Γιατί λοιπόν λοι πόν να αμφισβητήσω αμφισβητήσω την εξήγηση που μου μου έδωσε για γι α το μωλωπισμένο και πρησμένο μάτι μάτι μου, για το σκισμένο σκι σμένο χείλος μου; Κι έτσι συνέχισα τη μέρα μου. Τον φίλησα καθώς έφευγε για τη δουλειά. Έπλυνα τα πιάτα του πρωινού. Έκανα ένα μπάνιο. Και μετά ήρθα εδώ, βρήκα αυτό το ημερολόγιο κι έμαθα την αλήθεια. Ένα κενό. Συνειδητοποιώ ότι δεν έχω αναφέρει τον δόκτορα Νας. Με εγκατέλειψε; Βρήκα το ημερολόγιο χωρίς χωρί ς τη βοήθειά του; Ή είχα πάψει να το κρύβω; Συνέχισα να διαβάζω. διαβάζω . Αργότερα τηλεφώνησα τηλεφώνησα στην Κλερ. Το τηλέφωνο που μου είχε είχε δώσει ο Μπεν δε λειτουργούσε –μάλλον είχε τελειώσει η μπαταρία, νόμιζα–, κι έτσι χρησιμοποίησα χρησι μοποίησα εκείνο που μου είχε δώσει δώσ ει ο δόκτωρ Νας. Δεν πήρα απάντηση, απάντηση, οπότε πήγα στο καθιστικό. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω. ηρεμήσω. Πήρα Π ήρα μερικά περιοδικά, τα άφησα πάλι. Άνοιξα Άνοιξ α την τηλεόραση και επί μισή ώρα είχα εί χα το βλέμμα βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη χωρίς καν να προσέχω τι παίζει. παίζει . Κοίταξα το ημερολόγιο, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, δεν μπορούσα να γράψω. Δοκίμασα να την καλέσω καλέσω πάλι, αρκετές αρκετές φορές, και κάθε κάθε φορά άκουγα τον τον τηλεφωνητή τηλεφωνητή που μου ζητούσε να αφήσω μήνυμα. μήνυμα. Τελικά απάντησε απάντησε λίγο μετά το το μεσημέρι. «Κρίσι!» αναφώνησε. «Πώς είσαι;» Άκουσα τον Τόμπι να παίζει. παίζει. «Καλά…» απάντησα, απάντησα, αν και δεν ήμουν. ήμουν. «Θα σου τηλεφωνούσα», τηλεφωνούσα», είπε. «Έχω τα χάλια μου, και είναι Δευτέρα, μόλις μόλις που άρχισε η εβδομάδα!» Δευτέρα. ευτέρα. Οι μέρες μέρες δε σήμαιναν σήμαιναν τίποτα για μένα, καθεμιά καθεμιά γλιστρούσε και χανόταν χωρίς χωρί ς να διαφέρει σε τίποτε από την προηγούμενη. «Πρέπει «Πρέπει να σε δω…» δ ω…» τραύλισα. «Μπορείς «Μπορείς να έρθεις;» «Στο «Στο σπίτι σπί τι σου;» Φάνηκε να εκπλήσσεται. «Ναι», απάντησα. «Σε παρακαλώ, θέλω να σου μιλήσω…» «Συμβαίνει «Συμβαίνει κάτι, Κρίσι Κ ρίσι;; Διάβασες το γράμμα;» γράμμα;» Πήρα βαθιά ανάσα και ύστερα είπα ψιθυριστά: «Ο Μπεν με χτύπησε…» Άκουσα ένα επιφώνημα κατάπ κ ατάπληξης. ληξης. «Τι;…» «Τις προάλλες. Έχω μώλωπες στο πρόσωπο. πρόσω πο. Μου είπε ότι ότι έπεσα, αλλά εγώ έχω γράψει
ότι με χτύπησε». «Κρίσι, δεν δ εν υπάρχει περίπτωση περίπτωση να σε χτύπησε ο Μπεν… Ποτέ! Είναι αδύνατο!» Με έζωσαν οι αμφιβολίες. Μήπως όλα αυτά τα είχα επινοήσει; «Μα «Μα το έγραψα στο ημερολόγιό μου…» αντιγύρισα. Η Κλερ δε μίλησε μίλ ησε για μια στιγμή. Μετά είπε: είπε: «Γιατί νομίζεις ότι σε χτύπησε;» Έβαλα τα χέρια στο πρόσωπό πρόσω πό μου, ένιωσα το πρήξιμο γύρω από τα μάτια μάτια μου. Αισθάνθηκα μια μια έκρηξη θυμού. θυμού. Ήταν φανερό φανερό ότι δε με πίστευε. Σκέφτηκα Σκέφτηκα αυτά αυτά που που είχα γράψει. «Του είπα πως πως κρατάω ημερολόγιο… Πως Πω ς είδα εσένα και πως βλέπω και τον δόκτορα δόκ τορα Νας. Του είπα ότι ξέρω για τον Άνταμ. Ότι Ότι μου έδωσες έδωσ ες το γράμμα που που είχε γράψει κι ότι ό τι το διάβασα. Και τότε με χτύπησε». «Απλώς σε χτύπησε;» Σκέφτηκα Σκέφτηκα τις βρισιές που πέταξε, πέταξε, τις κατηγορίες που εξαπέλυσε. «Μου «Μου είπε ότι είμαι σκύλα». Αισθάνθηκα ένα λυγμό να αναδύεται από το στήθος μου. «Με… με κατηγόρησε πως κοιμάμα κοι μάμαιι με τον δόκτορα Νας. Του είπα πως δεν κοιμάμαι κο ιμάμαι μαζί του και ύστερα…» «Ύστερα;» «Ύστερα με χτύπησε». Σιωπή. Μετά η Κλερ είπε: «Σ’ έχει ξαναχτυπήσει ποτέ;» Δεν ήταν δυνατόν να ξέρω. Άραγε με με είχε ξαναχτυπήσει; ξαναχτυπήσει; Μπορεί Μπορεί η σχέση μας να ήταν πάντα βίαιη. Μου ήρθε μια μια εικόνα, εικό να, η Κλερ κι εγώ σε σ ε μια πορεία, να κρατάμε αυτοσχέδια αυτοσχέδια πανό – Όχι στην οικιακή οικι ακή βία. Θυμήθηκα Θυμήθηκα ότι πάντα έβλεπα έβλεπα αφ’ υψηλού τις γυναίκες που τις δέρνουν οι άντρες τους κι αυτές αυτές μένουν κοντά τους. Τις Τι ς θεωρούσα αδύναμες. αδύναμες. Αδύναμες και ηλίθιες. Μήπως Μήπως είχα εί χα πέσει κι εγώ στην ίδια ίδι α παγίδα; «Δεν ξέρω…» απάντησα. «Μου «Μου είναι δύσκολο να φανταστώ φανταστώ τον Μπεν Μπεν να κάνει κακό έστω και σε μυρμήγκι, αλλά φαντάζομαι φαντάζομαι ότι δεν είναι αδύνατο. Χριστέ μου… Έκανε ακόμα και μένα να αισθάνομαι ένοχη. Θυμάσαι;» «Όχι», είπα. «Δε θυμάμαι. Δε θυμάμαι τίποτα». τί ποτα». «Φτου…» «Φτου…» είπε είπε η Κλερ. «Με «Με συγχωρείς. συγχωρείς . Το ξέχασα. Απλώς μου είναι τόσο δύσκολο δύσκ ολο να το φανταστώ. φανταστώ. Ο Μπεν ήταν εκείνος που μ’ έπεισε ότι τα ψάρια έχουν τα ίδια ί δια δικαιώ δ ικαιώματ ματα α στη ζωή με τα ζώα που έχουν πόδια. Αρνιόταν Αρνιό ταν να σκοτώσει ακόμα και αράχνη!» Ο άνεμος αναδεύει τις κουρτίνες κο υρτίνες στο δωμάτ δω μάτιο. ιο. Ακούω ένα τρένο μακριά. Ξεφωνητά Ξεφωνητά από την προβλήτα. προβλήτα. Ακούω κάποιον από το δρόμο να φωνάζει «Γαμώτο!» «Γαμώτο!» και μετά μετά ήχο από γυαλιά που σπάνε. Δε Δε θέλω να διαβάσω άλλο, αλλά ξέρω ότι πρέπει. πρέπει. Πάγωσα. Πάγωσ α. «Ο Μπεν Μπεν ήταν χορτοφάγος;» «Όχι απλώς χορτοφάγος. Βέγκαν!» είπε γελώντας η Κλερ. «Δεν έτρωγε έτρωγε ούτε καν ζωικά ζωι κά προϊόντα. Μη μου πεις πεις ότι δεν το ήξερες…» Σκέφτηκα τη νύχτα που με χτύπησε. Ένα κομμάτι κρέας, είχα γράψει. Μπιζέλια επέπλεαν μέσα σε αραιή σάλτσα. Πήγα στο παράθυρο. «Ο Μπεν τρώει κρέας…» είπα μιλώντας αργά. «Δεν είναι
χορτοφάγος… Ή δεν δεν είναι τώρα, τουλάχιστον. τουλάχιστον. Μπορεί Μπορεί ν’ άλλαξε όμως…» Ακολούθησε Ακολούθησε άλλη μία παρατεταμένη σιωπή. «Κλερ;» Δεν απάντησε. «Κλερ, μ’ ακούς;» «Οκέι», είπε. Ακουγόταν θυμωμένη τώρα. «Θα του τηλεφωνήσω. Θα την ξεκαθαρίσω αυτή την την ιστορία. Πού Π ού είναι;» Μίλησα χωρίς να σκεφτώ. «Θα είναι είναι στο σχολείο, φαντάζομαι. φαντάζομαι. Είπε πως θα γυρίσει γυρίσ ει μετά τις πέντε». «Στο «Στο σχολείο;» σχολεί ο;» ρώτησε η Κλερ. «Θέλεις να πεις στο πανεπιστήμιο… πανεπιστήμιο… Διδάσκει τώρα;» Φόβος άρχισε άρχισ ε να ξυπνάει και να γιγαντώνεται μέσα μου. «Όχι», απάντησα. απάντησα. «Δουλεύει «Δουλεύει σ’ ένα σχολείο εδώ κοντά. κο ντά. Δε θυμάμα θυμάμαιι το όνομα…» «Τι κάνει εκεί;» «Είναι καθηγητής. Επικεφαλής Επικεφαλής στο σ το τμήμα τμήμα της χημείας, αυτό νομίζω νομίζ ω πως είπε» εί πε».. Αισθανόμουν τύψεις τύψεις που δεν ήξερα τι τι δουλειά κάνει ο άντρας άντρας μου, που δεν μπορούσα να θυμηθώ πώς βγάζει τα χρήματα με τα οποία τρώμε και ντυνόμαστε. «Δε θυμάμαι…» Σήκωσα το βλέμμα βλέμμα και είδα το πρησμένο πρησμένο πρόσωπό πρόσω πό μου στο τζάμι του παραθύρου παραθύρου μπροστά μου. Οι τύψεις εξαφανίστηκαν. εξ αφανίστηκαν. «Σε ποιο ποιο σχολείο;» σ χολείο;» ρώτησε η Κλερ. «Δεν «Δεν ξέρω…» ψέλλισα. «Δε νομίζω ότι μου είπε» εί πε».. «Ποτέ;» «Σίγουρα όχι σήμερα το πρωί», απάντησα. «Για μένα αυτό ισοδυναμεί με ποτέ». «Με «Με συγχωρείς, συγχωρείς , Κρίσι… Κρίσ ι… Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω στενοχωρήσω.. Είναι απλώς ότι, εεε…» Αισθάνθηκα μιαν μιαν αλλαγή πορείας πορείας στη σκέψη της, μια μια φράση που που έμεινε έμεινε μετέωρη. μετέωρη. «Μπορε «Μπορείς ίς να βρεις το όνομα του σχολείου;» Σκέφτηκα Σκέφτηκα το γραφείο επάνω. «Μάλλον. Γιατί;» «Θέλω «Θέλω να μιλήσω στον Μπεν, Μπεν, να βεβαιωθώ ότι θα γυρίσει σπίτι όταν θα είμαι εκεί το απόγευμα. απόγευμα. Δε θέλω να κάνω τόσο δρόμο χωρίς χω ρίς λόγο!» λό γο!» Πρόσεξα ότι ό τι προσπαθούσε να μιλήσει εύθυμα, αλλά δεν είπα τίποτα. Αισθανόμουν εκτός εκτός ελέγχου, δεν μπορούσα να αποφασίσω αποφασίσω τι είναι το καλύτερο, καλύτερο, τι πρέπει να κάνω, κι έτσι αποφάσισα να αφήσω τα πράγματα πράγματα στη φίλη μου. «Θα κοιτάξω», αποκρίθηκα. Ανέβηκα επάνω. Το γραφείο γραφείο ήταν τακτικό, τακτικό, με στοίβες χαρτιά χαρτιά τοποθετημ τοποθετημένες ένες στη σειρά. Δε μου μου πήρε πήρε πολύ να βρω ένα επιστολόχαρτο. Ένα γράμμα για μια βραδιά βραδιά γονέων που είχε γίνει ήδη. «Σεντ Αν’ς», αποκρίθηκα. «Θέλεις τον αριθμό;» Μου απάντησε ότι θα τον βρει μόνη της. «Θα σε ξαναπάρω», συμπλήρωσε. «Εντάξει;» Με έπιασε έπιασε πάλι πανικός. πανικός . «Τι θα του πεις;» τη ρώτησα. «Θα την την ξεκαθαρίσω αυτή την την ιστορία», ιστορί α», είπε. «Έχε «Έχε μου εμπιστοσύνη, Κρίσι. Κρίσι . Σίγουρα υπάρχει υπάρχει εξήγηση. Οκέι;» «Ναι», «Ναι», απάντησα απάντησα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Κάθισα κάτω, τα πόδια μου έτρεμαν. έτρεμαν. Κι αν το πρώτο μου προαίσθημα ήταν ήταν σωστό; σω στό; Αν η Κλερ και ο Μπεν κοιμούνταν ακόμα μαζί; μαζί; Μπορεί Μπορεί να του τηλεφωνεί τηλεφωνεί τώρα για να ν α τον προειδοποιήσει. Κάτι Κ άτι υποψιάζεται, υποψιάζεται, μπορεί να του λέει. Πρόσεχε. Θυμήθηκα Θυμήθηκα κάτι που διάβασα στο ημερολόγιο νωρίτερα. Ο δόκτωρ Νας μού είχε πει ότι κάποτε είχα είχα εμφανίσει συμπ σ υμπτώματα τώματα παράνοιας. παράνοιας. Ισχυριζόσουν Ισχυριζόσ ουν ότι οι γιατροί συνωμοτούν συνω μοτούν εναντίον σου, είπε. Πως επρόκειτο για μυθοπλασία. μυθοπλασία. Είχε πει πως πω ς επινοούσα αναμνήσεις.
Κι αν συνέβαινε σ υνέβαινε πάλι το ίδιο; Μήπως Μήπως τα έχω επινοήσει όλα αυτά; Μπορεί Μπορεί όλα όσα όσ α γράφω στο ημερολόγιο να είναι φαντασιώσεις. Παράνοια. Σκέφτηκα Σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο μου είχαν πει στο νοσοκομείο, νο σοκομείο, κάτι παρόμοιο έγραφε και ο Μπεν Μπεν στο γράμμα. Μερικές Μερικές φορές είχες βίαιη βί αιη συμπεριφορά. Σκέφτηκα Σκέφτηκα ότι μπορεί εγώ να είχα προκαλέσει τον καβγά το βράδυ της Παρασκευής. Μήπως προσπάθησα να χτυπήσω τον Μπεν; Μπορεί να με χτύπησε κι αυτός και μετά να πήγα επάνω στο μπάνιο, να πήρα ένα στιλό και να τα κατέγραψα κατέγραψα όλα βάζοντας βάζοντας γερές δόσεις δόσ εις φαντασίας. Μήπως Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι χειροτερεύω ξανά; Ότι σύντομα θα πρέπει πρέπει να επιστρέψω στο Γουόρινγκ Χάουζ; Πάγωσα. Ξαφνικά ήμουν σίγουρη σίγο υρη ότι γι’ αυτό με πήγε επίσκεψη επίσκεψη εκεί ο δόκτωρ Νας. Προκειμένου να με προετοιμάσει για την επιστροφή μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω να μου τηλεφωνήσει η Κλερ. Άλλο ένα κενό. κενό. Αυτό Αυτό λοιπόν συμβαίνει τώρα; Θα προσπαθήσει προσπαθήσει ο Μπεν Μπεν να με πάει πίσω πίσω στο σ το Γουόρινγκ Χάουζ; Χ άουζ; Κοιτάζω Κοι τάζω την πόρτα του μπάνιου. μπάνιου. Δε θα τον αφήσω. Υπάρχει μια τελευτ τελευταία αία καταχώρι καταχώριση, ση, γραμμένη γραμμένη αργότερα την ίδια μέρα. μέρα.
Δευτέρα 27 Νοέμβρη, Νοέμβ ρη, 6:55 6:55 μ.μ. Η Κλερ μού τηλεφώνησε σε λιγότερο από μισή μισή ώρα. Και τώρα ο νους μου αμφιταλαντεύετ αμφιταλαντεύεται. αι. Πηγαίνει Πηγαί νει από το ένα άκρο στο σ το άλλο και μετά μετά πάλι πίσω. πίσω . Ξέρω τι να να κάνω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ξέρω τι να κάνω. κάνω . Υπάρχει, όμως, και μια τρίτη υποψία. υποψία. Με διαπερνάει ένα ρίγος καθώς συνειδητοποιώ σ υνειδητοποιώ την αλήθεια. Κινδυνεύω. Γυρίζω στην αρχή του ημερολογίου σκοπεύοντας να γράψω «Μην εμπιστεύεσαι εμπιστεύεσαι τον Μπεν», αλλά βλέπω ότι αυτή η φράση είναι ήδη γραμμένη εκεί. Δε θυμάμαι θυμάμαι να τη γράφω. γράφω. Αλλά αυτό αυτό δεν είναι παράξενο, μιας μιας και δε θυμάμαι θυμάμαι τίποτα. τίποτα. Ένα κενό και μετά μετά το κείμενο συνεχίζει πάλι. Η Κλερ Κ λερ ακουγόταν διστακτική στο τηλέφωνο. «Κρίσι», «Κρίσ ι», είπε. «Άκου…» «Άκου…» Ο τόνος της με τρόμαξε. Κάθισα κάτω. «Τι;…» «Τηλεφώνησα στον Μπεν. Στο σχολείο». Είχα την ακατανίκητη ακατανίκητη αίσθηση ότι βρισκόμουν βρισ κόμουν σ’ ένα ανεξέλεγκτο ταξίδι ταξίδι,, ότι κινούμουν κινο ύμουν σε επικίνδυνα νερά. «Τι σου είπε;» εί πε;» «Δεν «Δεν του μίλησα. Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι δουλεύει εκεί». «Γιατί;» ρώτησα. «Δεν του έχεις εμπιστοσύνη;» «Έχει πει ψέματα για τόσα άλλα πράγματα…» Έπρεπε να συμφωνήσω. «Γιατί, όμως, να μου πει ότι δουλεύει δ ουλεύει κάπου αν δε δουλεύει πραγματικά πραγματικά εκεί;» ρώτησα. ρώ τησα. «Μου «Μου φάνηκε παράξενο που δουλεύει σε σχολείο. σχολεί ο. Ξέρεις ότι σπούδασε αρχιτεκτονική; ην τελευταία τελευταία φορά που του μίλησα, ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει δικό του γραφείο. Απλώς μου φάνηκε κάπως κάπως αλλόκοτο να δουλεύει σε σχολείο». σχολεί ο». «Τι σου είπαν;» «Ότι «Ότι δεν μπορούν να τον ενοχλήσουν. Ότι βρίσκεται σε σ ε μια τάξη και είναι απασχολημένος». Ένιωσα Ένιω σα ανακούφιση. Δεν είχε πει ψέματα γι’ αυτό τουλάχιστον. «Πρέπει «Πρέπει ν’ άλλαξε γνώμη…» αποκρίθηκα. «Για την καριέρα του». «Κρίσι… Τους Το υς είπα πως ήθελα να του στείλω μερικά έγγραφα. Ένα γράμμα. Ρώτησα τον επίσημο τίτλο του». «Και;» «Δεν είναι διευθυντής του τμήματος χημείας. Δεν είναι διευθυντής πουθενά. Μου είπαν ότι είναι εργαστηριακός βοηθός». Αισθάνθηκα το το σώμα μου να κάνει ένα σπασμό. Μπορεί Μπορεί και να μου μου ξέφυγε μια πνιχτή κραυγή. Δε θυμάμαι. θυμάμαι. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησα. Το μυαλό μου έτρεχε ψάχνοντας ψάχνοντας να βρει ένα λόγο γι’ γι ’ αυτό το νέο ψέμα. Μήπως Μήπως ντρεπόταν; ντρεπόταν; Ανησυχούσε για το τι θα σκεφτώ αν μάθω πως από επιτυχημένος αρχιτέκτονας βρέθηκε να είναι εργαστηριακός βοηθός σ’ ένα τοπικό σχολείο; Πίστευε Π ίστευε ότι είμαι τόσο ρηχή ώστε να τον αγαπάω περισσότερο ή λιγότερο με κριτήριο το τι δουλειά δουλει ά έκανε;
Ξαφνικά κατάλαβα. «Ω Θεέ μου…» είπα. «Εγώ φταίω!» «Όχι!» αντιγύρισε η Κλερ. «Δε φταις εσύ!» «Φταίω! «Φταίω!» » επέμεινα. επέμεινα. «Η ταλαιπωρία που τραβάει για να με φροντίζει. φροντίζει . Για να τα βγάζει πέρα μαζί μου τη μια μέρα μετά την άλλη! Πρέπει να έπαθε νευρικό κλονισμό. Μπορεί να μην ξέρει κι αυτός τι είναι αλήθεια και τι όχι». όχι ». Άρχισα να κλαίω. «Πρέπει να είναι αφόρητο…» αφόρητο…» πρόσθεσα. «Επιπλέον «Επιπλέον είναι αναγκασμένος να περνάει όλη εκείνη την οδύνη μόνος του κάθε μέρα…» Απλώθηκε σιωπή για λίγο, και ύστερα ύστερα η Κλερ είπε: «Οδύνη; «Οδύνη; Ποια οδύνη;» «Για τον Άνταμ…» απάντησα. Με πόνεσε ακόμα και που ανέφερα το όνομά του. «Τι έγινε με τον Άνταμ;» Τότε μου ήρθε η σκέψη, ανεξέλεγκτη, απρόσκλητη. Ω Θεέ μου, σκέφτηκα. Δεν το ξέρει. Ο Μπεν δεν της το είπε. «Είναι νεκρός…» ψέλλισα. Της ξέφυγε μια κραυγή. «Νεκρός; «Νεκρός; Πότε; Πώς;» Πώ ς;» «Δεν «Δεν ξέρω πότε ακριβώς…» της απάντησα. απάντησα. «Νομίζω «Νομίζω πως ο Μπεν Μπεν μού είπε ότι έγινε έγι νε πέρσι. Σκοτώθηκε στον πόλεμο». «Τον πόλεμο; Ποιον πόλεμο;» «Στο Αφγανιστάν». Και τότε η Κλερ είπε: «Κρίσι, τι δουλειά είχε ο Άνταμ στο Αφγανιστάν;» Η φωνή της ήταν παράξενη. Ακουγόταν Ακουγόταν σχεδόν ικανοποιημένη. «Ήταν «Ήταν στο στρατό», στρατό», απάντησα, απάντησα, αλλά ταυτόχρονα είχα αρχίσει αρχίσ ει να αμφιβάλλω γι’ αυτό που έλεγα. Ήταν σαν να αντιμετώπιζα επιτέλους κάτι που το ήξερα από την αρχή. Άκουσα την την Κλερ να ξεφυσάει, θαρρείς θαρρείς και κάτι της είχε φανεί φανεί πολύ αστείο. «Κρίσι «Κρίσι…» …» είπε. «Κρίσι, αγάπη μου. Ο Άνταμ δεν πήγε ποτέ στο στρατό… Δεν πήγε ποτέ στο Αφγανιστάν. Ζει Ζει στο Μπέρμιγχαμ Μπέρμιγχαμ με την την Έλεν. Ασχολείται με υπολογιστές. Δε μ’ έχει έχει συγχωρέσει, αλλά του τηλεφωνώ ακόμα πότε πότε. πότε. Μάλλον θα προτιμούσε να μην τον παίρνω, αλλά είμαι η νονά του». Πέρασε μια στιγμή ώσπου ώσ που να καταλάβω καταλάβω γιατί γι ατί χρησιμοποιούσε ενεστώτα, κι όταν το το κατάλαβα, κατάλαβα, μου μου το είπε είπε και καθαρά. καθαρά. «Του «Του τηλεφώνησα μετά τη συνάντησή μας την περασμένη εβδομάδα», πρόσθεσε. Σχεδόν γελούσε τώρα. «Δεν τον βρήκα, αλλά μίλησα με την Έλεν. Μου είπε ότι θα με καλέσει εκείνος. Ο Άνταμ ζει!» Σταματάω Σταματάω να διαβάζω. Νιώθω Νιώ θω ζάλη. Κενό. Κάτι σαν σ αν να πέφτω πέφτω προς τα πίσω ή να αιωρούμαι στο σ το χώρο και ο αέρας με παρασέρνει παρασέρνει μακριά. Τολμάω να το πιστέψω; Θέλω να να το πιστέψω; Γαντζώνομαι από το έπιπλο και συνεχίζω να διαβάζω. Αντιλαμβάνομαι, αμυδρά μόνο, μόνο, πως δεν δ εν ακούω πια νερό στο μπάνιο. Πρέπει να έχασα την ισ ισορροπία ορροπία μου, να πιάστηκα από την καρέκλα. «Ζει;» «Ζει;» Το στομάχι μου ανακατευόταν, ανακατευόταν, θυμάμαι θυμάμαι να ανεβαίνει εμετός εμετός στο λαιμό μου και να ν α αναγκάζομαι να τον καταπιώ. καταπιώ. «Στ’ «Στ’ αλήθεια ζει;» ζει ;» «Ναι», απάντησε η Κλερ. «Ναι!» «Μα…» άρχισα να λέω. «Μα… Είδα την εφημερίδα. Ένα απόκομμα. Έλεγε πως σκοτώθηκε…»
«Δεν μπορεί να ήταν αληθινό, Κρίσι…» μου αντιγύρισε. «Δεν μπορεί να ήταν. Ο Άνταμ είναι ζωντα ζω ντανός!» νός!» Πήγα να μιλήσω, μιλήσω , αλλά τότε με χτύπησαν χτύπησαν όλα μαζί ταυτόχρονα, ένας κυκεώνας από συναισθήματα, όλα αλληλένδετα μεταξύ τους. Χαρά. Θυμάμαι τη χαρά. Η ανείπωτη ευχαρίστηση της γνώσης ότι ο Άνταμ είναι ζωντανός ζων τανός ανάβλυσε από από μέσα μου, αλλά αναμεμειγμένη με την πικρόξινη γεύση του φόβου. Σκέφτηκα τους μώλωπες, τη δύναμη με την οποία πρέπει να με χτύπησε ο Μπεν για να μου τους προκαλέσει. Μπορεί να μη με κακοποιεί μόνο σωματ σω ματικά, ικά, ίσως ίσω ς μερικές μέρες διασκεδάζει λέγοντάς μου πως ο Άνταμ είναι νεκρός, για γι α να δει τον πόνο που μου προκαλεί αυτή η σκέψη. Και μήπως άλλες μέρες, όταν θυμόμουν θυμόμουν την περίοδο της εγκυμοσύνης μου ή τον τοκετό, μου λέει απλώς ότι ο Άνταμ έχει έχει φύγει μακριά, ότι δουλεύει στο εξωτερικό εξω τερικό ή ζει στην άλλη άκρη της πόλης; Κι αν συμβαίνει αυτό, γιατί δεν έγραψα ποτέ ποτέ καμία από αυτές τις εναλλακτικές αλήθειες που με ταΐζει; Εικόνες εμφανίστηκαν στο νου μου. Ο Άνταμ όπως ίσως ί σως είναι τώρα, αποσπάσματα αποσπάσματα σκηνών που ίσως ίσ ως είχα εί χα χάσει, αλλά καμία δεν κρατούσε κρατούσε για πολύ. Κάθε εικόνα εικόνα γλιστρούσε γλι στρούσε και εξαφανιζόταν. Το μόνο που μπορούσα μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως ζει. ζει . Ζει. Ο γιος μου ζει! Μπορώ να τον δω! «Πού είναι;» ρώτησα. «Πού «Πού είναι; Θέλω να τον δω!» «Κρίσι…» είπε η Κλερ. «Ηρέμησε». «Μα…» «Κρίσι!» «Κρίσι! » με σταμάτησε. σταμάτησε. «Έρχομαι «Έρχομαι σπίτι σ πίτι σου. Μείνε εκεί!» εκεί! » «Κλερ, πες πες μου πού είναι!» είναι !» «Κρίσι, ανησυχώ πολύ για σένα. Σε παρακαλώ…» παρακαλώ…» «Μα…» Ύψωσε τη φωνή της. «Κρίσι, «Κρίσι , ηρέμησε!» μου μου αντιγύρισε, και τότε μια σκέψη διαπέρασε την ομίχλη της σύγχυσής μου: γίνομαι υστερική. Πήρα βαθιά ανάσα και προσπάθησα να ηρεμήσω, ηρεμήσω, ενώ η Κλερ Κ λερ άρχισε να μιλάει πάλι. «Ο Άνταμ ζει στο Μπέρμιγχαμ», είπε. «Μα «Μα πρέπει να ξέρει πού είμαι τώρα…» ψέλλισα. «Γιατί δεν έρχεται έρχεται να ν α με δει;» «Κρίσι…» «Μα γιατί; Γιατί δεν έρχεται εδώ; Δεν τα πάει καλά με τον Μπεν; Γι’ αυτό;» «Κρίσι…» απάντησε η Κλερ μαλακά. «Το Μπέρμιγχαμ είναι αρκετά μακριά. Είναι πολυάσχολος…» «Θέλεις «Θέλεις να πεις…» «Ίσως δεν δ εν του είναι εύκολο να έρχεται στο Λονδίνο Λονδί νο πολύ συχνά». «Μα…» «Κρίσι, νομίζεις νομί ζεις ότι ό τι ο Άνταμ δεν έρχεται έρχεται να σε δει. δει . Αλλά αυτό είναι αδύνατο να το πιστέψω. Πιθανόν Πι θανόν να έρχεται όταν μπορεί». Έμεινα βουβή. Δεν έβγαινε έβγαινε νόημα, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Η Κλερ, όμως, είχε δίκι δ ίκιο. ο. Κρατούσα ημερολόγιο ημερολόγιο μόνο μερικές εβδομάδες. Μπορεί Μπορεί να είχε συμβε σ υμβείί οτιδήποτε πριν πριν αρχίσω να γράφω. «Πρέπει «Πρέπει να τον δω…» δω …» μουρμούρισα. μουρμούρισα. «Θέλω να τον δω… δω … Μπορούμε Μπορούμε να το κανονίσουμε;» κανον ίσουμε;» «Δε «Δε βλέπω γιατί όχι. όχι . Αλλά αν ο Μπεν σού λέει πως είναι νεκρός, τότε πρέπει πρέπει πρώτα να
μιλήσουμε μαζί του». του». Βέβαια, σκέφτηκα. Αλλά τι θα πει; Νομίζει ότι ό τι πιστεύω ακόμα τα ψέματά ψέματά του. «Θα επιστρέψει επιστρέψει σε λίγο», λίγο », είπα. «Θα «Θα έρθεις από δω; Θα με βοηθήσεις βοηθήσεις να τα ξεκαθαρίσω όλα αυτά;» «Φυσικά», απάντησε απάντησε η Κλερ. «Φυσικά. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Αλλά θα μιλήσουμε στον Μπεν. Σ’ το υπόσχομαι. Θα έρθω τώρα». «Τώρα; Αυτήν τη στιγμή;» «Ναι. «Ναι. Ανησυχώ, Κρίσι. Κρί σι. Κάτι Κ άτι δεν πάει καλά…» Ο τόνος της με ανησύχησε, αλλά ταυτόχρονα ταυτόχρονα ένιωθα ένιω θα ανακούφιση και χαρά χ αρά στη σκέψη ότι γρήγορα θα έβλεπα το το γιο γι ο μου. Λαχταρούσα να τον δω, να δω τη φωτογραφία του αμέσως. Θυμήθηκα Θυμήθηκα πως είχαμε ελάχιστες, κι αυτές κλειδωμένες. κλειδω μένες. Μια σκέψη άρχισε άρχισε να παίρνει σχήμα στο νου μου. «Κλερ…» ρώτησα, «είχαμε κάποια πυρκαγιά;» «Πυρκαγιά;» Ακουγόταν μπερδεμένη. «Ναι. «Ναι. Έχουμε Έχ ουμε ελάχιστες φωτογραφίες του Άνταμ. Και σχεδόν καμία από το γάμο μας. Ο Μπεν Μπεν είπε πως τις χάσαμε σε μια πυρκαγιά». «Πυρκαγιά; Τι πυρκαγιά;» «Ο Μπεν είπε ότι ξέσπασε πυρκαγιά στο παλιό μας σπίτι. Χάσαμε πολλά πράγματα». «Πότε;» «Δεν «Δεν ξέρω. Πριν Π ριν από χρόνια». χρόνι α». «Και δεν έχετε φωτογραφίες του Άνταμ;» Άνταμ;» Άρχισα να εκνευρίζομαι. εκνευρίζομαι. «Έχουμε μερικές. Όχι πολλές. Σχεδόν όλες από από τότε που ήταν ήταν μωρό. Ή νήπιο. ν ήπιο. Καμία από διακοπές, ούτε καν από το μήνα του μέλιτος. Ούτε από από Χριστούγεννα. Χρισ τούγεννα. Τίποτα τέτοιο». τέτοιο». «Κρίσι…» είπε η Κλερ. Η φωνή της ήταν σιγανή, σιγ ανή, μετρημένη μετρημένη.. Μου φάνηκε ότι διέκρινα διέκρι να κάτι στον τόνο της, κάποιο νέο συναίσθημα συναίσ θημα.. Φόβο. «Περίγραψέ «Περίγ ραψέ μου τον Μπεν». Μπεν». «Τι;» «Περίγραψέ μου τον τον Μπεν. Πώς είναι;» εί ναι;» «Τι έγινε με την πυρκαγιά;» ρώτησα. «Πες μου γι’ αυτή». «Δεν υπήρξε καμία πυρκαγιά», μου απάντησε. «Μα έγραψα πως το θυμήθηκα», είπα. «Μια κατσαρόλα… Χτύπησε το τηλέφωνο…» «Πρέπει να το φαντάστηκες». «Μα…» Το άγχος της φούντωσε. «Κρίσι! Δεν υπήρξε υπήρξε καμία πυρκαγιά πριν από χρόνια. Θα μου το είχε πει ο Μπεν! Μπεν! Και τώρα τώ ρα περίγραψέ μου τον. Πώς είναι; είναι ; Είναι ψηλός;» «Όχι ιδιαίτερα» ιδι αίτερα».. «Μαύρα μαλλιά;» Το μυαλό μου άδειασε. «Ναι. «Ναι. Όχι… Δεν ξέρω… Έχουν αρχίσει αρχί σει να γκριζάρουν. γκρι ζάρουν. Έχει προκοίλι, νομίζω. νομί ζω. Ίσως Ίσ ως όχι…» όχ ι…» Σηκώθηκα. Σηκώθηκα. «Πρέπει «Πρέπει να δω τη φωτογραφία του». Ανέβηκα πάλι επάνω. επάνω. Οι φωτογραφίες μας ήταν γύρω από τον τον καθρέφτη. καθρέφτη. Εγώ Εγώ και ο άντρας μου. Ευτυχισμένοι. Ευτυχισμένοι. Μαζί. «Τα μαλλιά του είναι προς το καστανό», είπα. είπα. Άκουσα ένα αυτοκίνητο να σταματάει σταματάει έξω από το σπίτι. «Είσαι σίγουρη;»
«Ναι», απάντησα. Η μηχανή έσβησε, η πόρτα βρόντηξε. Ακούστηκε ένα δυνατό μπιπ. Χαμήλωσα τη φωνή μου. «Νομίζω πως έφτασε ο Μπεν…» «Φτου!» «Φτου!» αντιγύρισε η Κλερ. Κλ ερ. «Γρήγορα, «Γρήγορα, πες μου! Έχει μια ουλή;» «Ουλή;» ρώτησα. «Πού;» «Στο «Στο πρόσωπό του, Κρίσι! Κρίσι ! Μια ουλή στο σ το μάγουλο. Είχε πάθει ένα ατύχημα ατύχημα στην ορειβασία». Κοίταξα τις φωτογραφίες, διάλεξα κάποια όπου ό που εγώ και ο άντρας μου καθόμαστε καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι τραπέζι με τις ρόμπες και τρώμε πρωινό. Χαμογελάει ευτυχισμένα, και πέρα από από το ότι είναι λιγάκι αξύριστος, τα μάγουλά του δεν έχουν το παραμικρό σημάδι. Ο φόβος με χτύπησε χτύπησε σαν γροθιά. Η εξώπορτα ανοίγει. Ακούγεται μια φωνή. «Κριστίν! Αγάπη μου! Γύρισα!» «Όχι…» αποκρίθηκα. «Δεν έχει». Ένας ήχος κάπου ανάμεσα ανάμεσα σε πνιχτή κραυγή και στεναγμ σ τεναγμό. ό. «Κρίσι…» «Κρίσι …» τραύλισε τραύλισε η Κλερ. «Δεν «Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ζεις μαζί του, αλλά δεν είναι ο Μπεν!» ρόμος. Ακούω το καζανάκι της τουαλέτας, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να συνεχίσω να διαβάζω. Δεν ξέρω τι τι έγινε ύστερα. ύστερα. Δεν Δεν μπορώ μπορώ να βγάλω νόημα. νόημα. Η Κλερ άρχισε άρχισε να μιλάει, σχεδόν να φωνάζει. «Γαμώτο!» έλεγε ξανά και ξανά. ξ ανά. Το μυαλό μου στριφογύριζε πανικόβλητο. Άκουσα την την εξώπορτα να κλείνει, το κλικ της κλειδαριάς. κλειδαριάς. «Είμαι «Είμαι στο μπάνιο!» φώναξα φώναξ α στον άνθρωπο που νόμιζα πως ήταν ο άντρας μου. Η φωνή φων ή μου σπασμένη. Απελπισμένη. Απελπισμένη. «Κατεβαίνω «Κατεβαίνω αμέσως!» «Θα έρθω τώρα!» είπε η Κλερ. «Θα σε πάρω από κει!» «Όλα εντάξει, εντάξει, αγάπη μου;» μου;» αποκρίθηκε ο άνθρωπος που δεν είναι ο Μπεν. Άκουσα τα βήματά βήματά του στη σκάλα και συνειδητοποίησα συνειδητοποίησα ότι δεν είχα κλειδώσει την πόρτα πόρτα του μπάνιου. Χαμήλωσα τη φωνή φω νή μου. «Ήρθε…» «Ήρθε…» ψιθύρισα. «Έλα αύριο. Όταν θα λείπει στη δουλειά. Θα μαζέψω τα πράγματά μου. Θα σου τηλεφωνήσω…» «Γαμώτο!» «Γαμώτο!» είπε η Κλερ. Κλ ερ. «Εντάξει… «Εντάξει… Αλλά γράψε στο ημερολόγιό σου. σο υ. Γράψε μόλις μπορείς. Μην το ξεχάσεις!» Σκέφτηκα Σκέφτηκα το ημερολόγιο, ημερολόγιο , κρυμμένο στην ντουλάπα. Πρέπει να μείνω ήρεμη, ήρεμη, συλλογίστηκα. συλλογίσ τηκα. Πρέπει Πρέπει να προσποιηθώ ότι ό τι δε συμβαίνει τίποτα, τουλάχιστον ώσπου να πάρω το ημερολόγιο και να γράψω για τον κίνδυνο κί νδυνο που διατρέχω. «Βοήθησέ με…» με…» ψέλλισα στην Κλερ. «Βοήθησέ με…» Έκλεισα το τηλέφωνο τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα του μπάνιου. *** ο κείμενο τελειώνει εκεί. εκεί . Αλαφιασμένη, απλώνω απλώνω σαν βεντάλια τις τελευταίες τελευταίες σελίδες, σελί δες, αλλά είναι κενές, έχουν μόνο τις αχνές γαλάζιες γραμμές τους. Περιμένουν το τέλος της ιστορίας μου. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ο Μπεν Μπεν βρήκε το ημερολόγιό μου, αφαίρεσε τις σελίδες, σελί δες, και η Κλερ Κ λερ δεν ήρθε. Όταν Όταν πέρασε να πάρει πάρει το ημερολόγιο ο δόκτωρ δό κτωρ Νας – πρέπει πρέπει να ήταν την Τρίτη, 27 του μηνός–, νόμιζα νό μιζα ότι όλα ό λα πάνε καλά.
Ξαφνικά συνειδητοποιώ γιατί με ενοχλούσε τόσο πολύ ο πίνακας στην κουζίνα. Ο γραφικός χαρακτήρας. χαρακτήρας. Τα στρωτά, ομοιόμορφα κεφαλαία γράμματα γράμματα ήταν εντελώς διαφορετικά από τα δυσανάγνωστα γράμματα γράμματα στην επιστολή που μου είχε δώσει δώ σει η Κλερ. Κ λερ. Κάπου βαθιά μέσα μέσα μου γνώριζα γνώρι ζα ότι δεν είχαν είχ αν γραφτεί γραφτεί από τον ίδιο ίδ ιο άνθρωπο. Σηκώνω το βλέμμα. βλέμμα. Ο Μπεν, Μπεν, ή ο άνθρωπος που προσποιείται πως είναι είν αι ο Μπεν, Μπεν, έχει βγει από το ντους. Στέκεται Στέκεται στο κατώφλι, ντυμένος όπως και πριν, και με κοιτάζει. Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόταν βρι σκόταν εκεί και με παρακολουθούσε παρακολουθούσε ενώ διάβαζα. δ ιάβαζα. Στα μάτια μάτια του βλέπω μόνο ένα κενό, λες και δεν τον ενδιαφέρει ενδι αφέρει καθόλου αυτό αυτό που βλέπει, θαρρείς θαρρείς και δεν τον αφορά. Ακούω να μου ξεφεύγει μια πνιχτή πνιχτή φωνή. Μου Μου πέφτουν πέφτουν οι σελίδες και γλιστρούν στο πάτωμα. πάτωμα. «Εσύ!» φωνάζω. «Ποιος «Ποι ος είσαι;» εί σαι;» Δε μιλάει. Κοιτάζει Κοι τάζει τα χαρτιά μπροστά μου. μου. «Απάντησέ «Απάντησέ μου!» μου!» λέω. Η φωνή φω νή μου έχει επιβλητικό επιβλητικό τόνο, παρόλο που εγώ δε νιώθω νιώ θω έτσι. Το μυαλό μου παραδέρνει παραδέρνει καθώς προσπαθώ να καταλάβω ποιος μπορεί να είναι. Κάποιος από το Γουόρινγκ Χάουζ ίσως. ίσω ς. Ένας ασθενής; Δε βγαίνει νόημα. Αισθάνομαι τον πανικό πανικό να θεριεύει, ενώ μια άλλη σκέψη αρχίζει να ν α σχηματίζεται σχηματίζεται και μετά μετά να χάνεται. Με κοιτάζει. «Είμαι… ο Μπεν…» απαντάει. Μιλάει αργά, σαν να προσπαθεί να με κάνει να καταλάβω το προφανές. «Ο Μπεν. Ο άντρας σου…» Κινούμαι προς τα πίσω επάνω στο πάτωμα, προσπαθώ προσπαθώ να απομακρυνθώ, ενώ ταυτόχρονα ταυτόχρονα παλεύω να θυμηθώ τι έχω διαβάσει, τι ξέρω. «Όχι», λέω και κ αι μετά επαναλαμβάνω επαναλαμβάνω πιο δυνατά. «Όχι!» «Όχι!» Πλησιάζει. «Είμαι, Κριστίν… Το ξέρεις πως είμαι». Με στοιχειώνει φόβος. Τρόμος. Ένα Έ να συναίσθημα που με σηκώνει, με κρατάει κρατάει μετέωρη μετέωρη και ύστερα με βροντάει βροντάει πάλι κάτω. Μου έρχονται στο σ το μυαλό τα λόγια της Κλερ. Αλλά δεν δ εν είναι ο Μπεν. Τότε συμβαίνει συμβαίνει κάτι παράξενο. Αντιλαμβάνομαι Αντιλαμβάνομαι ότι δε δ ε θυμάμαι θυμάμαι να διαβάζω δι αβάζω πως η Κλερ μού είπε αυτά τα λόγια, αλλά ανακαλώ το ίδιο ί διο το περιστατικό, τη θυμάμαι θυμάμαι να μου τα λέει, ανακαλώ τον πανικό στη φωνή της, τον τρόπο με τον οποίο έλεγε Γαμώτο Γαμώτο πριν μου πει αυτό που που είχε συνειδητοποιήσει και μου δηλώσει ότι δεν είναι ο Μπεν. Θυμάμαι. «Δεν «Δεν είσαι!» είσαι! » αντιγυρίζω αντιγυρίζω.. «Δεν «Δεν είσαι ο Μπεν! Μου το το είπε η Κλερ! Ποιος Π οιος είσαι;» «Θα θυμάσαι, θυμάσαι, όμως, τις φωτογραφίες, Κριστίν. Κρι στίν. Αυτές στον καθρέφτη του μπάνιου… μπάνιου… Κοίτα, τις έφερα για να σ’ τις δείξω». δείξ ω». Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και ύστερα παίρνει την τσάντα του από το πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Βγάζει μερικές κυρτωμένες φωτογραφίες. «Κοίτα!» «Κοί τα!» λέει, λέει, κι όταν κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου, παίρνει την πρώτη, της ρίχνει μια μι α ματιά και μετά την την κρατάει κρατάει για γι α να τη δω. «Εδώ είμαστε οι δυο μας», συμπληρώνει. «Κοίτα. Εγώ κι εσύ!» Στη φωτογραφία καθόμαστε καθόμαστε σ’ ένα σκάφος, σε κάποιο ποτάμι ποτάμι ή κανάλι. Στα νώτα μας φαίνονται τα σκοτεινά, θολά νερά και καλάμια πιο πίσω. πίσω . Δείχνουμε και οι δύο νέοι, το δέρμα μας σφιχτό εκεί όπου ό που τώρα κρεμάει, τα μάτια μάτια μας χωρίς χωρί ς αυλακιές, διάπλατα δ ιάπλατα από από ευτυχία. «Δε «Δε βλέπεις;» ρωτάει. «Κοίτα! Εμείς είμαστε! Εγώ κι εσύ. Πριν Π ριν από χρόνια. χρόνι α. Είμαστε μαζί μαζί χρόνια, Κριστίν. Κριστίν . Πολλά χρόνια…» Εστιάζω στη σ τη φωτογραφία. Μου έρχονται εικόνες. Οι δυο μας ένα απόγευμα με με λιακάδα. Είχαμε νοικιάσει μια βάρκα κάπου. Δεν Δεν ξέρω πού. Μου δείχνει μιαν άλλη φωτογραφία. Είμαστε πολύ πιο μεγάλοι τώρα. Φαίνεται Φαίν εται πρόσφατη. πρόσφατη.
Στεκόμαστε Στεκόμαστε έξω από μια εκκλησία. Ο ουρανός από πάνω μας συννεφιασμένος, κι εκείνος, ντυμένος ντυμένος με κοστούμι, κάνει χειραψία με έναν άντρα επίσης με κοστούμι. Εγώ φοράω στο κεφάλι ένα καπέλο, που φαίνεται να με δυσκολεύει. Το κρατάω σαν να φοβάμαι ότι θα μου το πάρει ο άνεμος. Δεν κοιτάζω την κάμερα. κάμερα. «Αυτή «Αυτή τραβήχτηκε τραβήχτηκε πριν από μερικές εβδομάδες», εβδομάδες», λέει. «Κάποιοι φίλοι μας μας κάλεσαν στο γάμο της κόρης τους. Θυμάσαι;» Θυμάσαι;» «Όχι!» απαντάω θυμωμένα. Όχι, δε θυμάμαι!» «Ήταν «Ήταν ωραία ω ραία μέρα…» μέρα…» μουρμουρίζει μουρμουρίζει και ύστερα γυρίζει τη φωτογραφία και την κοιτάζει. κοι τάζει. «Ωραία…» Θυμάμαι Θυμάμαι αυτό που διάβασα πως μου είπε η Κλερ όταν της ανέφερα ότι είχα βρει ένα απόκομμα εφημερίδας για το θάνατο του Άνταμ. Δεν μπορεί να ήταν αληθινό. «Δείξε «Δείξε μου μια του Άνταμ», Άνταμ», αντιγυρίζω. αντιγυρίζω . «Εμπρός! «Εμπρός! Δείξε μου έστω και μία φωτογραφία φω τογραφία του!» «Ο Άνταμ Άνταμ είναι νεκρός», αποκρίνεται. «Ήταν στο στρατό. Πέθανε ηρωικά…» Ουρλιάζω. «Θα έπρεπε έπρεπε να έχεις μια φωτογραφία του! Δείξε μου!» Βγάζει τη φωτογραφία φω τογραφία του Άνταμ με με την Έλεν. Εκείνη που έχω δει ήδη. Η οργή φουντώνει μέσα μου. «Δείξε «Δείξε μου έστω και μία φωτογραφία του Άνταμ που να είσαι κι εσύ μέσα! Έστω και μία! Θα πρέπει πρέπει να έχεις μερικές. Σωστά; Σωσ τά; Αν είσαι ο πατέρας πατέρας του…» Κοιτάζει τις φωτογραφίες που κρατάει στο χέρι του, και νομίζω ότι θα βγάλει μια με τους δυο τους, αλλά όχι. όχι . Τα χέρια του κρεμούν στα πλευρά πλευρά του. «Δεν «Δεν έχω καμία κ αμία μαζί μου…» αποκρίνεται. «Πρέπει «Πρέπει να είναι σπίτι». «Δεν «Δεν είσαι ο πατέρας πατέρας του! Έτσι δεν είναι;» φωνάζω. φωνάζω . «Ποιος πατέρας πατέρας δε θα είχε φωτογραφίες με το γιο του;» Τα μάτια του στενεύουν στενεύουν σαν να είναι εξοργισμένος, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω. σταματήσω. «Και ποιος πατέρας πατέρας θα έλεγε στη γυναίκα του πως πως ο γιος τους είναι νεκρός όταν δεν είναι; Παραδέξου Π αραδέξου το! Δεν είσαι ο πατέρας πατέρας του Άνταμ! Ο πατέρας πατέρας του είναι ο Μπεν!» Τη στιγμή που λέω το όνομα, όνο μα, μου έρχεται έρχεται μια εικόνα. ει κόνα. Ένας άντρας με μαύρα μαύρα μαλλιά και γυαλιά με σκούρο σκελετό. Ο Μπεν. Λέω το όνομά του ξανά, σαν να θέλω να αποτυπώσω την εικόνα του στο νου μου. «Ο Μπεν». Το όνομα όνο μα προκαλεί μιαν αντίδραση στον άνθρωπο που στέκει σ τέκει μπροστά μου. μου. Λέει κάτι, αλλά μιλάει τόσο σιγά, που δεν το ακούω και τον ρωτάω τι είπε. «Δε χρειάζεσαι τον Άνταμ…» ψιθυρίζει. «Τι;» λέω. Ύστερα μιλάει μιλάει πιο σταθε σ ταθερά ρά κοιτάζοντάς με στα σ τα μάτια. μάτια. «Δε χρειάζεσαι τον Άνταμ. Έχεις εμένα τώρα. Είμαστε μαζί. Δε χρειάζεσαι τον Άνταμ. Δε χρειάζεσαι τον Μπεν». Ακούγοντας αυτά αυτά τα τα λόγια, νιώθω όλη τη δύναμη δύναμη που που είχα μέσα μέσα μου να χάνεται, χάνεται, και την ίδια ίδι α στιγμή εκείνος φαίνεται να βρίσκει τη δική του. Χαμογελάει. «Μη «Μη στενοχωριέσαι», στενοχωρι έσαι», προσθέτει προσθέτει εύθυμα. «Τι σημασία έχει; έχει ; Σ’ αγαπάω. Μόνο αυτό είναι είν αι σημαντικό. Σ’ αγαπάω και μ’ αγαπάς». αγαπάς». Κάθεται ανακούρκουδα, απλώνει τα χέρια προς το μέρος μου. Χαμογελάει, Χαμογελάει, σαν να είμαι εί μαι ένα ζώο που προσπαθεί να το δελεάσει για να βγει από την τρύπα όπου έχει κρυφτεί. «Έλα…» λέει. «Έλα στην αγκαλιά μου». Απομακρύνομαι πομακρύνομαι ακόμα πιο πολύ γλιστρώντας με με τους τους γλουτούς. Χτυπάω Χτυπάω σε κάτι κάτι στέρεο και αισθάνομαι το ζεστό καλοριφέρ πίσω μου. Συνειδητοποιώ Συνειδητοποιώ ότι είμαι κάτω από το
παράθυρο παράθυρο στο βάθος του δωματ δω ματίου. ίου. Εκείνος πλησιάζει αργά. «Ποιος είσαι;» ρωτάω ξανά, ξ ανά, προσπαθώντας προσπαθώντας να διατηρή δι ατηρήσω σω ίδιο ίδι ο τον τόνο μου, ήρεμο. «Τι «Τι θέλεις;» Σταματάε Σταματάει. ι. Είναι Εί ναι καθισμένος καθισ μένος με λυγισμένα γόνατα μπροστά μου. Αν άπλωνε το χέρι, θα μπορούσε να αγγίξει το πόδι μου, το γόνατό μου. μου. Αν πλησίαζε κι άλλο, ίσως ίσω ς κατάφερνα να τον κλοτσήσω, αν και δεν είμαι σίγουρη σί γουρη ότι θα τον έφτανα. έφτανα. Άλλωστε είμαι ξυπόλυτη. «Τι θέλω;» λέει. «Τίποτα δε θέλω. Απλώς να είμαστε ευτυχισμένοι, ευτυχισμένοι, Κρις. Κρι ς. Όπως παλιά. Θυμάσαι;» Πάλι αυτή η λέξη. Θυμάσαι. Θυμάσαι. Για μια μι α στιγμή νομίζω ότι μιλάει σαρκαστικά. «Δεν ξέρω καν ποιος είσαι !» απαντάω, απαντάω, στα πρόθυρα της υστερίας τώρα. «Πώς μπορώ να θυμηθώ; Δε σ’ έχω ξαναδεί!» Το χαμόγελό του εξαφανίζεται μεμιάς. Βλέπω το πρόσωπό του να σουφρώνει σ’ ένα μορφασμό πόνου. Ακολουθεί μια στιγμή ακινησίας, λες και η ισορροπία δυνάμεων αρχίζει να γέρνει προς την πλευρά μου, και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είμαστε ισοδύναμοι. Ταράζεται πάλι. «Μα «Μα μ’ αγαπάς…» αγαπάς…» λέει. «Το διάβασα στο ημερολόγιό σου. Γράφεις ότι μ’ αγαπάς. Ξέρω Ξέρω πως πω ς θέλεις να είμαστε μαζί. Γιατί δεν το θυμάσαι;» «Το ημερολόγιό μου!» αντιγυρίζω. Ξέρω ότι πρέπει πρέπει να γνωρίζει γνω ρίζει την ύπαρξή ύπαρξή του – πώς αλλιώς θα αφαιρούσε αυτές τις ζωτικής σημασίας σελίδες; Αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι μάλλον το διάβαζε από πριν, τουλάχιστον από τότε που του το είπα για πρώτη πρώ τη φορά, πριν από μία εβδομάδα. εβδομάδα. «Πόσο καιρό διαβάζεις το ημερολόγιό μου;» Φαίνεται να μη με ακούει. Υψώνει τη φωνή του θριαμβευτικά. θριαμβευτικά. «Πες μου ότι δε μ’ αγαπάς!» λέει. λέει. Δε μιλάω. «Βλέπεις; Δεν μπορείς! μπορείς! Έτσι δεν είναι; Δεν μπορείς να το πεις. Γιατί μ’ αγαπάς! Πάντα μ’ αγαπούσες, Κρις. Πάντα!» Είναι καθισμένος ανακούρκουδα απέναντί απέναντί μου. «Θυμάμαι «Θυμάμαι τότε που γνωριστήκαμ γνωρισ τήκαμε…» ε…» συμπληρώνει. Σκέφτομαι Σκέφτομαι αυτά που μου είχε πει –για τον χυμένο καφέ στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου– πανεπιστημίου– και αναρωτιέμαι τι πρόκειται να ακολουθήσει. ακολο υθήσει. «Κάτι δούλευες… Έγραφες συνέχεια. Πήγαινες στην ίδια ίδι α καφετέρια κάθε μέρα μέρα.. Καθόσουν πάντα στο παράθυρο, παράθυρο, στην ίδια ίδι α θέση. Κάποιες Κάποιες φορές είχες εί χες ένα παιδί μαζί σου, αλλά συνήθως όχι. όχι . Καθόσουν με ένα τετράδιο τετράδιο ανοιχτό ανοι χτό μπροστά σου κι έγραφες, ενώ άλλες φορές απλώς κοιτούσες από το παράθυρο. παράθυρο. Ήσουν τόσο όμορφη… »Περνούσα από μπροστά μπροστά σου κάθε μέρα πηγαίνοντας να πάρω το λεωφορείο λεωφορεί ο και άρχισα να περιμένω πώς και πώς να κάνω αυτή τη τη διαδρομή για να μπορέσω να σε δω. Προσπαθούσα να μαντέψω μαντέψω τι μπορεί να φορούσες, αν θα είχες είχ ες τα μαλλιά σου πιασμένα πίσω ή λυτά, αν θα έπαιρνες έπαιρνες σνακ, κέικ ή σάντουιτς. σ άντουιτς. Μερικές Μερικές φορές είχες μια ολόκληρη ολόκ ληρη κρέπα μπροστά μπροστά σου, ενώ άλλες μόνο ένα πιάτο με ψίχουλα ή ακόμα και τίποτε απολύτως, απολύτως, μόνο το τσάι…» Γελάει κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι, και θυμάμαι θυμάμαι την Κλερ να μου μιλάει για την καφετέρια καφετέρια και γνωρίζω γνω ρίζω ότι λέει αλήθεια. «Περνούσα ακριβώς την ίδια ί δια ώρα ώ ρα κάθε μέρα», μέρα», συνεχίζει, «κι όσο κι αν προσπαθούσα, δεν δεν μπορούσα να καταλάβω καταλάβω πώς αποφάσιζες τι σνακ θα φας. Στην αρχή φαντάστηκα ότι μπορεί να εξαρτάται από τη μέρα της εβδομάδας, αλλά δεν έβλεπα να ισχύει κάτι τέτοιο, έτσι υπέθεσα υπέθεσα ότι ίσως ί σως σχετίζεται με την ημερομηνία. ημερομηνία. Αλλά ούτε κι αυτό έστεκε. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι ώρα ώ ρα παραγγέλνεις παραγγέλνεις το
σνακ. Σκέφτηκα ότι μπορεί να έχει σχέση με την ώρα που το παραγγέλνεις, οπότε άρχισα να φεύγω από τη δουλειά νωρίτερα και να τρέχω για γι α να σε δω να φτάνεις… »Και μια μέρα δεν ήσουν εκεί. Περίμενα μέχρι που σε είδα να κατεβαίνεις το δρόμο… Έσπρωχνες ένα καροτσάκι κι όταν έφτασες έφτασες στην πόρτα της καφετέριας, δυσκολευόσουν να μπεις μέσα. Έδειχνες τόσο ανήμπορη κολλημένη εκεί, εκεί, και χωρίς να το πολυσκεφτώ, έτρεξα από το απέναντι απέναντι πεζοδρόμιο και σου κράτησα την πόρτα. Κι εσύ μου χαμογέλασες και είπες “Σας ευχαριστώ πολύ”. Ήσουν τόσο όμορφη, Κριστίν… Ήθελα να σε φιλήσω επιτόπου, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, κι επειδή δεν ήθελα να σκεφτείς ότι ήρθα από το άλλο πεζοδρόμιο μόνο και μόνο για να σε βοηθήσω, μπήκα κι εγώ στην καφετέρια καφετέρια και στάθηκα πίσω σου στην ουρά. Μου μίλησες καθώς περιμέναμε. περιμέναμε. “Έχει πολύ κόσμο σήμερα, ε;” είπες, είπες, κι εγώ απάντησα απάντησα “Ναι”, αν και δεν ήταν τόσο πολύς ο κόσμος. Απλώς ήθελα να συνεχίσω τη συζήτηση. Παράγγειλα Παράγγειλα ένα τσάι, πήρα το ίδιο κέικ με σένα και σκεφτόμουν να σε ρωτήσω αν μπορώ να καθίσω μαζί σου, αλλά μέχρι να πάρω πάρω το τσάι μου, είχες αρχίσεις να μιλάς με κάποιον από το προσωπι προσωπικό, κό, νομίζω, κι έτσι κάθισα μόνος μου στη γωνία. »Από »Από τότε πήγαινα στην καφετέρια σχεδόν κάθε μέρα. Είναι πάντα πιο εύκολο να κάνεις κάτι όταν το έχεις ξανακάνει. Μερικές φορές περίμενα να έρθεις ή βεβαιωνόμουν πως είχες εί χες φτάσει πριν μπω μέσα, ενώ άλλες έμπαινα πριν φανείς. Και με πρόσεχες. Το ξέρω ξ έρω πως με πρόσεχες. Άρχισες να με χαιρετάς ή να κάνεις σχόλια σ χόλια για γι α τον καιρό. Μια φορά κάτι μου έτυχε, κι όταν ήρθα, την την ώρα ώ ρα που περνούσα δίπλα σου με το τσάι και την κρέπα μου, μου, μου είπες “Άργησες σήμερα!” Κι όταν είδες πως δεν υπήρχαν άδεια τραπέζια, τραπέζια, πρόσθεσες “Γιατί δεν κάθεσαι εδώ;” και μου έδειξες την καρέκλα απέναντί απέναντί σου. Δεν είχες μαζί σου σ ου το μωρό εκείνη τη μέρα, μέρα, έτσι σε ρώτησα “Είσαι σίγουρη πως δε σε πειράζει; Δε θα σε ενοχλήσω;” και μετά ένιωσα άσχημα που το είπα αυτό, αυτό, φοβόμουν μήπως πεις ότι ναι, τώρα που το ξανασκέφτεσαι, θα σε ενοχλούσα. Δεν είπες είπες αυτό όμως. Απάντησες “Όχι! Καθόλου! Για να είμαι ειλικρινής, ειλι κρινής, τα πράγματα πράγματα δεν είναι και κ αι πολύ καλά σήμερα έτσι έτσι κι αλλιώς. αλλιώς . Μου χρειάζεται κάτι κάτι για να ξεχαστώ!” Και τότε κατάλαβα κατάλαβα ότι ήθελες ήθελες να σου μιλήσω και όχι απλώς να πιω το τσάι μου και να φάω την κρέπα μου βουβός. Θυμάσαι;» Θυμάσαι;» Απαντάω παντάω κάνοντας ένα αρνητικό νεύμα. νεύμα. Έχω αποφασίσει πως πρέπει πρέπει να τον αφήσω αφήσω να μιλήσει. Θέλω να ακούσω τι έχει να πει. «Έτσι λοιπόν, πιάσαμε κουβέντα. κουβέντα. Μου είπες είπες πως είσαι είσ αι συγγραφέας. Πως είχες εκδώσει εκδώσ ει ένα βιβλίο, αλλά δυσκολευόσουν με το δεύτερο. Ρώτησα τι πραγματευόταν, πραγματευόταν, αλλά δεν ήθελες να μου απαντήσεις. “Είναι μυθιστόρημα”, μυθιστόρημα”, είπες και μετά μετά πρόσθεσες ένα “υποτίθεται” και ξαφνικά ξαφνι κά φαινόσουν πολύ θλιμμένη, οπότε προσφέρθηκα προσφέρθηκα να σε κεράσω άλλον ένα καφέ. Απάντησες Απάντησες “Ευχαρίστως”, αλλά δεν είχες χρήματα μαζί μαζί σου σο υ για να κεράσεις κι εσύ εμένα. “Δε “Δε φέρνω το πορτοφόλι μου όταν έρχομαι έρχομαι εδώ”, είπες. εί πες. “Παίρνω μόνον όσα χρήματα ρήματα χρειάζονται για έναν έναν καφέ κι ένα σνακ. Έτσι, δεν μπαίνω μπαίνω στον σ τον πειρασμό πειρασμό να φάω φάω πολύ!” Μου φάνηκε παράξενο αυτό. Απ’ ό,τι έβλεπα, έβλεπα, δε χρειαζόταν χ ρειαζόταν να ανησυχείς για το βάρος σου. Ήσουν Ήσ ουν πάντα τόσο λεπτή… λεπτή… Παρ’ όλα αυτά, χάρηκα, γιατί αυτό σήμαινε ότι σ’ άρεσε να μιλάς μαζί μου και θα μου χρωστούσες χρωσ τούσες έναν καφέ, οπότε θα έπρεπε έπρεπε να ξαναϊδωθούμε. ξαναϊδω θούμε. Σου είπα ότι δεν πειράζει που δεν έχεις τα χρήματα ή που δε θα με κεράσεις κεράσεις κι εσύ και πήρα άλλο ένα τσάι και καφέ. Και από τότε ξεκινήσαμε να βλεπόμαστε βλεπόμαστε τακτικά». τακτικά». Άρχισα να συνειδητοποιώ συνειδητοποιώ πώς πώ ς έγινε ό,τι έγινε. Παρόλο που δεν έχω έχω μνήμη, κατά κάποιον τρόπο ξέρω πώς λειτουργούν λει τουργούν αυτά τα πράγματ πράγματα. α. Η τυχαία συνάντηση, ένας κερασμένος
καφές. Η γητειά της συζήτησης –της εκμυστήρευσης– εκμυστήρευσης– σ’ έναν άγνωστο, ο οποίος οποίο ς δεν κρίνει ούτε παίρνει παίρνει το μέρος του ενός ή του άλλου, επειδή επειδή δεν μπορεί. Η βαθμιαία προσέγγιση που οδηγεί… Σε τι; Έχω δει τις φωτογραφίες των δυο δ υο μας, τραβηγμένε τραβηγμένεςς πριν από χρόνια. χρόνι α. Δείχνουμε ευτυχισμένοι. ευτυχισμένοι. Είναι Εί ναι φανερό πού μας οδήγησε αυτή η προσέγγιση. προσέγγιση. Ήταν όμορφος. Όχι σαν σταρ του κινηματογράφου, κινηματογράφου, αλλά πιο όμορφος από τον μέσο όρο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβω καταλάβω τι με γοήτευσε. γοήτευσε. Σε κάποια φάση θα πρέπει να άρχισα να κοιτάζω κ οιτάζω ανήσυχη την πόρτα έτσι έτσι όπως καθόμουν προσπαθώντας να γράψω, να σκέφτομ σ κέφτομαι αι πιο προσεκτικά τι ρούχα θα φορέσω στην καφετέρια, αν θα προσθέσω προσθέσω και λίγο άρωμα. άρω μα. Και μια μέρα ο ένας από τους δυο μας πρέπει να πρότεινε να πάμε μια βόλτα ή σ’ ένα μπαρ ή ίσως να δούμε μια ταινία, και η φιλία φιλί α μας παραβίασε παραβίασε ένα όριο, έγινε κάτι άλλο, κάτι απείρως απείρως πιο επικίνδυνο. Κλείνω τα μάτια μάτια και προσπαθώ να το φανταστώ και τότε αρχίζω να θυμάμαι. Οι δυο μας στο κρεβάτι, γυμνοί. Σπέρμα να στεγνώνει στην κοιλιά κοιλ ιά μου, στα μαλλιά μου, εγώ να στρέφομαι προς το μέρος μέρος του καθώς εκείνος αρχίζει αρχί ζει να γελάει και να με φιλάει ξανά. «Μάικ!» λέω. «Σταμάτα! Πρέπει να φύγεις γρήγορα… Ο Μπεν θα γυρίσει σήμερα και πρέπει να πάω να πάρω τον Άνταμ. Σταμάτα!» Αλλά δε με ακούει. Το πρόσωπό του –με μουστάκι– πλησιάζει στο δικό δι κό μου και φιλιόμαστε φιλι όμαστε πάλι πάλι και ξεχνάω τα πάντα, πάντα, τον άντρα μου, μου, το παιδί μου. Με βαριά βαριά απόγνωση απόγνωσ η συνειδητοποιώ ότι μου είχε ξανάρθει μια ανάμνηση από αυτήν αυτήν τη μέρα. Στην Στην κουζίνα του σπιτιού όπου ζούσα ζούσ α κάποτε με με τον σύζυγό μου. Αυτός, όμως, όμως , που θυμήθηκα δεν ήταν ο άντρας μου, αλλά ο εραστής μου. Ο άντρας με τον οποίο πηδιόμουν όταν ο σύζυγός μου έλειπε στη δουλειά. Γι’ αυτό λοιπόν έπρεπε έπρεπε να φύγει εκείνη τη μέρα. Όχι απλώς για να προλάβει το τρένο, αλλά κι επειδή θα γύριζε στο σπίτι ο άντρας μου. Ανοίγω τα μάτια μάτια μου. Είμαι πίσω στο δωμάτιο, κι εκείνος είναι ακόμα μπροστά μπροστά μου. «Μάικ…» τραυλίζω. «Σε λένε Μάικ». «Το θυμήθηκες!» θυμήθηκες!» αποκρίνεται. Είναι ικανοποιημένος. ι κανοποιημένος. «Κρις! Το θυμήθηκες!» Το μίσος μίσ ος κοχλάζει κοχ λάζει μέσα μου. «Θυμάμα «Θυμάμαιι το όνομά ό νομά σου!» αντιγυρίζω. αντιγυρίζω . «Τίποτε άλλο. Μόνο το όνομά σου!» «Δε θυμάσαι πόσο ερωτευμένοι ήμαστε;» «Όχι!» απαντάω. απαντάω. «Δε νομίζω πως πω ς θα μπορούσα να σ’ αγαπήσω ποτέ, ποτέ, γιατί σίγουρα θα θυμόμουν θυμόμουν κι άλλα!» Το λέω για γι α να τον πληγώσω, αλλά η αντίδρασή του με ξαφνιάζει. «Δε θυμάσαι ούτε τον Μπεν όμως. Σωστά; Δεν μπορεί να τον αγάπησες λοιπόν. Ούτε και τον Άνταμ». «Είσαι άρρωστος!» αντιγυρίζω. αντιγυρίζω . «Πώς τολμάς; Φυσικά και τον αγαπούσα. Ήταν Ήταν γιος μου!» «Είναι. Είναι γιος γι ος σου. σο υ. Αλλά δε θα τον αναγνώριζες ακόμα κι αν έμπαινε έμπαινε μέσα αυτήν αυτήν τη στιγμή. Έτσι δεν είναι; Νομίζεις πως αυτό είναι αγάπη; Και πού είναι ο γιος σου; Πού είναι ο Μπεν; Σε παράτη παράτησαν, σαν, Κριστίν. Κρισ τίν. Και οι δύο! Εγώ είμαι ο μόνος που δεν έπαψε έπαψε να σ’ αγαπάει. Ούτε καν όταν μ’ άφησες». Εκείνη την ώρα, επιτέλους, το συνειδητοποιώ συνειδητοποιώ σε όλο του το μεγαλείο, καταλαβαίνω. καταλαβαίνω. Πώς Π ώς αλλιώς θα ήξερε γι’ αυτό το δωμάτ δω μάτιο, ιο, πώς πώ ς θα ήξερε τόσα πράγματα για το παρελθόν παρελθόν μου; «Ω Θεέ μου…» λέω. «Εσύ ήσουν… Εσύ μου το έκανες αυτό! Εσύ μου επιτέθηκες!» Τότε αυτός με πλησιάζει. πλησιάζει. Τυλίγει Τ υλίγει τα χέρια του γύρω μου σαν να με αγκαλιάζει και αρχίζει να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. «Κριστίν, αγάπη μου…» μουρμουρίζει, «μην το λες αυτό. Μην
το σκέφτεσαι. Θα ταραχτείς…» ταραχτείς…» Προσπαθώ να τον σπρώξω μακριά μου, αλλά είναι ρωμαλέος. Με σφίγγει πιο δυνατά. «Άσε με!» λέω. «Σε παρακαλώ, άφησέ με…» Τα λόγια μου χάνονται μέσα στις πτυχές του πουκάμισού πουκάμισού του. «Αγάπη «Αγάπη μου…» αποκρίνεται εκείνος. Έχει Έ χει αρχίσει αρχίσ ει να με ταχταρίζει μπρος-πίσω σαν να προσπαθεί να ηρεμήσει ένα μωρό. «Αγάπη μου. Γλυκιά μου αγάπη… Δεν έπρεπε να μ’ αφήσεις ποτέ. Δεν καταλαβαίνεις; καταλαβαίνεις; Αν δε με είχες αφήσει, δε δ ε θα είχε συμβεί τίποτε απ’ όλα αυτά». Μου έρχεται έρχεται πάλι μια ανάμνηση. Καθόμαστε Καθόμαστε σ’ ένα αυτοκίνητο, νύχτα. Εγώ κλαίω, κλαίω , κι εκείνος κοιτάζει κοι τάζει από το παράθυρο παράθυρο σιωπηλός. «Πες κάτι…» ψελλίζω. «Οτιδήποτε. «Οτιδήποτε. Μάικ;» «Δε «Δε μιλάς σοβαρά!» σο βαρά!» αντιγυρίζ αντιγυρίζει ει αυτός. «Δεν είναι δυνατόν!» «Λυπάμαι… Αγαπάω τον Μπεν. Έχουμε τα προβλήματά μας, ναι, αλλά τον αγαπάω. Με κείνον πρέπει πρέπει να είμαι. Λυπάμαι…» Αντιλαμβάνομαι ντιλαμβάνομαι ότι προσπαθώ προσπαθώ να μιλάω μιλάω απλά για να καταλάβει. καταλάβει. Τους τελευταίους τελευταίους μήνες μήνες έχω αντιληφθεί ότι ο Μάικ καταλαβαίνει καταλαβαίνει καλύτερα καλύτερα έτσι. Τα Τ α πολύπλοκα πράγματα πράγματα τον μπερδεύουν. μπερδεύουν. Του αρέσει η τάξη. Η ρουτίνα. Πράγματα που αναμειγνύονται αναμειγνύονται σε ακριβείς ακρι βείς αναλογίες με προβλέψιμα αποτελέσματα. Επιπλέον δε θέλω να αποτελματωθώ, να βουλιάξω μέσα σε λεπτομέρειες. λεπτομέρειες. «Είναι επειδή ήρθα σπίτι σου, ε; Με συγχωρείς, Κρις… Κρι ς… Δε θα το το ξανακάνω, σ’ το υπόσχομαι. Απλώς ήθελα να σε δω και να εξηγήσω στον άντρα σου…» Τον διακόπτω. «Μπεν. Μπορείς να πεις το όνομά του. Μπεν». «Μπεν… «Μπεν…» » λέει, σαν να δοκιμάζει δο κιμάζει τη λέξη για γι α πρώτη φορά και να τη βρίσκει δυσάρεστη. δ υσάρεστη. «Ήθελα να του εξηγήσω τα πράγματα. Να του πω την αλήθεια…» «Ποια αλήθεια;» «Πως δεν τον αγαπάς πια. Πως Πω ς αγαπάς εμένα τώρα. τώρα. Πως Πω ς θέλεις να είσαι εί σαι μαζί μου. Αυτό θα του έλεγα». Αναστενάζω. «Δεν «Δεν καταλαβαίνεις καταλαβαίνεις ότι ακόμα κι αν αυτό ήταν ήταν αλήθεια αλήθεια –που –που δεν είναι–, είναι–, δε θα έπρεπε έπρεπε να του το το πεις εσύ αλλά εγώ; Δεν είχες δικαίωμα δικαίω μα να εμφανιστείς εμφανιστείς έτσι στο σπίτι». Καθώς μιλάω, σκέφτομα σ κέφτομαιι πόσο τυχερή στάθηκα. Ο Μπεν Μπεν ήταν στο μπάνιο, ο Άνταμ έπαιζε έπαιζε στην τραπεζαρία, τραπεζαρία, και κατάφερα κατάφερα να πείσω τον Μάικ να φύγει πριν αντιληφθούν την την παρουσία του. Εκείνη τη νύχτα αποφάσισα αποφάσισα να δώσω τέλος σ’ αυτήν τη σχέση. «Πρέπει «Πρέπει να φύγω τώρα», λέω. Ανοίγω την πόρτα πόρτα του αυτοκινήτου, αυτοκινήτου, βγαίνω έξω έξ ω και πατάω πατάω στο χαλίκι. χαλί κι. «Λυπάμαι…» «Λυπάμαι…» Σκύβει πάνω από το κάθισμα του συνοδηγού και με κοιτάζει. Σκέφτομαι πόσο όμορφος είναι, πως αν ήταν λιγότερο προβληματικός, προβληματικός, θα μου ήταν ήταν πολύ δύσκολο να μη διαλύσω δι αλύσω το γάμο μου για χάρη του. «Θα σε ξαναδώ;» ρωτάει. «Όχι», απαντάω. απαντάω. «Όχι. Τελειώσαμε… Τελειώ σαμε…» » Κι όμως ό μως να που τώρα είμαστε πάλι εδώ, έπειτα από τόσα τόσα χρόνια. χρόνι α. Με κρατάει κρατάει ξανά αγκαλιά και καταλαβαίνω ότι ο φόβος μου γι’ αυτόν, όσο μεγάλος κι αν ήταν, δεν ήταν ήταν αρκετός. Αρχίζω να ουρλιάζω. ουρλιάζω .
«Αγάπη «Αγάπη μου…» λέει. λέει. «Ηρέμησε». Βάζει το χέρι χ έρι στο στόμα μου και φωνάζω φω νάζω πιο δυνατά. «Ηρέμησε! «Ηρέμησε! Θα σ’ ακούσουν!» Το κεφάλι μου τινάζεται προς τα πίσω, χτυπάει χτυπάει στο καλοριφέρ καλορι φέρ που βρίσκεται στην πλάτη μου. Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στην ένταση της μουσικής από το κλαμπ δίπλα – αντίθετα, είναι πιο πι ο δυνατή. Δε θα ακούσουν, σκέφτομαι. σκέφτομαι. Δεν πρόκειται να ακούσουν τίποτα. Ουρλιάζω πάλι. «Σταμάτ «Σταμάτα!» α!» φωνάζει. Με χτυπάει, χτυπάει, έτσι νομίζω, ή ίσως ίσω ς με τραντάζει. Αρχίζω να πανικοβάλλομαι. «Σταμάτα!» Το κεφάλι μου βροντάει βροντάει πάλι στο ζεστό μέταλλο, και το σάστισμα σάστισ μα από το χτύπημα χτύπημα με κάνει να σωπάσω. σω πάσω. Αρχίζω να κλαίω. «Άσε με…» τραυλίζω, τον ικετεύω. «Σε παρακαλώ…» παρακαλώ…» Χαλαρώνει λίγο λί γο το σφίξιμο, σφίξι μο, αλλά όχι αρκετά για να ελευθερωθώ. «Πώς με βρήκες; Έπειτα από τόσα χρόνια πώς με βρήκες;» βρήκες;» «Πώς σε βρήκα;» λέει. «Δε σ’ έχασα ποτέ!» Ο νους μου τρέχει, μα δεν καταλαβαίνω. «Σε πρόσεχα. Πάντα! Σε προστάτευα!» «Ερχόσουν λοιπόν και μ’ έβλεπες; έβλεπες; Σε κείνα τα μέρη; Στο νοσοκομείο, το Γουόρινγκ Γουόρι νγκ Χάουζ; Μα…» Αναστενάζει. «Όχι «Όχι πάντα… πάντα… Δε Δε μ’ άφηναν. Αλλά μερικές μερικές φορές τούς έλεγα πως ήθελα να δω κάποιον άλλο ή πως είμαι εθελοντής. Μόνο Μόνο και μόνο για γι α να μπορέσω μπορέσω να σε δω, δω , να σιγουρευτώ πως είσαι εντάξει. Σε κείνο το τελευταίο τελευταίο μέρος που σε πήγαν ήταν ήταν πιο εύκολο. Είχε ένα σωρό σ ωρό παράθυρα…» παράθυρα…» Παγώνω. Παγώνω . «Με παρακολουθούσες;» παρακολουθούσες;» «Έπρεπε «Έπρεπε να βεβαιωθώ πως είσαι εί σαι καλά, Κρις. Κ ρις. Έπρεπ Έ πρεπεε να σε προστατέψω…» «Και γύρισες για να με πάρεις; Αυτό έγινε; Δε σου σο υ έφτανε ό,τι ό,τι έκανες εδώ, εδώ , σ’ αυτό το δωμάτιο;» «Μόλις «Μόλις ανακάλυψα ανακάλυψα ότι αυτό το κάθαρμα σε παράτησε, παράτησε, δεν μπορούσα να σ’ σ ’ αφήσω σε κείνο το μέρος. Ήξερα πως ήθελες να είσαι μαζί μου… Ήξερα πως ήταν το καλύτερο για σένα. Έπρεπε να περιμένω περιμένω για λίγο, λί γο, να περιμένω μέχρι να μην υπάρχει υπάρχει κανένας εκεί που να προσπαθήσει προσπαθήσει να με σταματήσει. σταματήσει. Ποιος Ποι ος άλλος, άλλος , όμως, θα σε φρόντιζε;» «Και σου επέτρεψαν έτσι απλά να με πάρεις;» ρώτησα. «Δεν μπορεί να μ’ άφησαν να φύγω με έναν ξένο!» Αναρωτιέμαι τι ψέματ ψέματα α τους τους είπε για να τον αφήσουν αφήσουν να με με πάρει πάρει μαζί του, του, αλλά ύστερα θυμάμαι θυμάμαι κάτι που είχα διαβάσει, κάτι που μου είχε πει ο δόκτωρ δ όκτωρ Νας για τη γυναίκα στο Γουόρινγκ Χάουζ. Χάρηκε Χ άρηκε πολύ πολύ μόλις έμαθε ότι ότι τώρα ζεις στο σπίτι σου. Μια εικόνα σχηματίζεται, σχηματίζεται, μια ανάμνηση. Ο Μάικ Μάικ να με κρατάει από το χέρι ενώ ταυτόχρονα υπογράφει ένα έντυπο. έντυπο. Μια γυναίκα πίσω πίσ ω από ένα γραφείο να μου χαμογελάει. «Θα «Θα μας λείψεις, Κριστίν», Κριστί ν», λέει. «Αλλά θα είσαι ευτυχισμένη σπίτι σου». Κοιτάζει Κοι τάζει τον Μάικ. «Με τον τον άντρα σου…» Ακολουθώ το βλέμμα βλέμμα της. Δεν Δεν αναγνωρίζω τον άντρα που του του κρατάω κρατάω το χέρι, αλλά αλλά ξέρω πως είναι ο άνθρωπος που παντρεύτηκα. παντρεύτηκα. Πρέπει Πρέπει να είναι. Μου το είπε ο ίδιος. ίδιος . «Ω Θεέ Θεέ μου…» ψελλίζω. «Πόσο καιρό προσποιείσαι προσποιεί σαι πως είσαι ο Μπεν;» Μπεν;» Δείχνει κατάπληκτος. κατάπληκτος. «Προσποιούμαι;» «Ναι», «Ναι», απαντάω. απαντάω. «Προσποιείσαι «Προσποιεί σαι πως πω ς είσαι είσ αι ο άντρας μου». μου». Φαίνεται μπερδεμένος. μπερδεμένος. Αναρωτιέμαι μήπως έχει ξεχάσει ότι δεν είναι ο Μπεν. Μπεν. Μετά Μετά το
πρόσωπό του σκυθρωπιάζει. Δείχνει ταραγμένος. ταραγμένος. «Νομίζεις «Νομίζεις πως εγώ ήθελα να το κάνω αυτό; Απλώς έπρεπε. έπρεπε. Δεν υπήρχε υπήρχε άλλος τρόπος!» Τα χέρια του χαλαρώνουν λιγάκι, και τότε συμβαίνει κάτι παράξενο. Το μυαλό μου παύει παύει να τρέχει, και παρόλο που εξακολουθώ να είμαι τρομοκρατημένη τρομοκρατημένη,, με πλημμυρίζει πλημμυρίζει ταυτόχρονα ταυτόχρονα μια αλλόκοτη αίσθηση ουράνιας ηρεμίας. Μια σκέψη που έρχεται από μόνη της. Θα τον νικήσω. Θα ξεφύγω. Πρέπει! Π ρέπει! «Μάικ…» «Μάικ…» μουρμουρίζω μουρμουρίζω.. «Σε καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, ξέρεις. Πρέπει να ήταν δύσκολ δύσκολο…» ο…» Με κοιτάζει. «Ναι;» «Ναι, «Ναι, φυσικά. Σου είμαι ευγνώμων ευγνώμω ν που ήρθες και με πήρες. πήρες. Που μου έδωσες έδω σες ένα σπίτι. Που με φρόντιζες». «Αλήθεια;» «Ναι. Σκέψου πού θα ήμουν αν δε με είχες πάρει… Δε θα το άντεχα». Τον αισθάνομαι να μαλακώνει. Η πίεση στα χέρια και στον ώμο ώ μο μου μειώνεται μειώνεται και συνοδεύεται από μιαν ανεπαίσθητη ανεπαίσθητη αλλά σαφή αίσθηση χαϊδέματ χαϊ δέματος, ος, που τη βρίσκω σχεδόν πιο απωθητική, αλλά ξέρω ότι είναι εί ναι πιο πιθανό πι θανό να βοηθήσει στην απόδρασή μου. μου. Επειδή η απόδραση είναι το μόνο που σκέφτομαι. Πρέπει να του ξεφύγω. Αναλογίζομαι την ανοησία που έκανα. Κάθισα εδώ, στο πάτωμα, για να διαβάσω τις σελίδες που είχε κλέψει από το ημερολόγιό μου ενώ εκείνος βρισκόταν στο μπάνιο. Έπρεπε να τις τις πάρω μαζί μου και να φύγω. Ύστερα, όμως, θυμάμαι θυμάμαι ότι μόνον όταν διάβασα το τέλος του ημερολογίου συνειδητοποίησα πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος κί νδυνος που διατρέχω. Η ίδια ί δια αχνή φωνή έρχεται και πάλι. Θα ξεφύγω. Έχω Έχ ω ένα γιο που δεν τον θυμάμαι θυμάμαι καν. Θα ξεφύγω. Γυρίζω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω, κοιτάζω , αρχίζω να χαϊδεύω το χέρι του στον ώμο μου, εκεί όπου αναπαύεται. αναπαύεται. «Γιατί δε μ’ αφήνεις; Ύστερα θα μιλήσουμε για να δούμε τι πρέπει να κάνουμε». «Τι θα γίνει με την την Κλερ όμως;» όμως ;» ρωτάει εκείνος. «Ξέρει «Ξέρει πως δεν είμαι ο Μπεν. Της το είπες». «Δε θα το θυμάται…» λέω απελπισμένα. Εκείνος γελάει, ένα υπόκωφο πνιχτό γέλιο. γέλι ο. «Πάντα μου μου φερόσουν σαν να είμαι ηλίθιος. ηλί θιος. Δεν είμαι, είμαι, σε πληροφορώ. πληροφορώ. Ξέρω τι θα συμβεί τώρα! τώρα! Της το είπες και τα τα κατέστρεψε κατέστρεψεςς όλα!» «Όχι!» αποκρίνομαι αμέσως. «Μπορώ να της τηλεφωνήσω. Θα της μιλήσω και θα της πω ότι μπερδεύτηκα. μπερδεύτηκα. Ότι Ότι είχα ξεχάσει ποιος είσαι. Μπορώ να της πω ότι νόμιζα πως ήσουν ήσο υν ο Μπεν, αλλά έκανα λάθος». Με κάνει σχεδόν να πιστεύω ότι το θεωρεί θεω ρεί πιθανό σενάριο, σενάρι ο, αλλά μετά λέει: «Δε «Δε θα σε πιστέψει ποτέ». «Θα με με πιστέψει», αντιγυρίζω αντιγυρίζω,, αν και ξέρω ότι είναι αδύνατο. «Σίγουρα!» «Σίγουρα!» «Ήταν «Ήταν ανάγκη να της τηλεφωνήσεις;» Η φωνή του αγριεύει από θυμό, τα χέρια του αρχίζουν να με σφίγγουν σφίγγο υν πιο δυνατά. «Γιατί; «Γιατί; Γιατί, Κρις; Κρι ς; Ήμαστε μια χαρά μέχρι μέχρι τότε. Μια χαρά!» Αρχίζει να με τραντάζει τραντάζει πάλι. πάλι. «Γιατί;» «Γιατί;» φωνάζει. «Γιατί;» «Γιατί;» «Μπεν…» ψελλίζω. «Με πονάς…» Με χτυπάει χτυπάει τότε. Ακούω τον ήχο του χεριού του στο πρόσωπό μου πριν ακόμα αισθανθώ τον κεραυνό του πόνου. Το κεφάλι μου περιστρέφεται, περιστρέφεται, το κάτω σαγόνι μου βροντάει βροντάει στο σ το επάνω. «Μη με ξαναπείς ποτέ έτσι», αντιγυρίζει παγερά. «Μάικ!» «Μάικ!» λέω γρήγορα, σαν να μπορώ να σβήσω σ βήσω το λάθος μου. «Μάικ…» «Μάικ…»
Με αγνοεί. «Βαρέθηκα να είμαι ο Μπεν», Μπεν», αποκρίνεται. «Μπορείς «Μπορείς να με λες Μάικ στο σ το εξής. Εντάξει; Μάικ! Γι’ αυτό ήρθαμε ήρθαμε πάλι εδώ. Για Γι α να τα αφήσουμε όλα αυτά αυτά πίσω μας. Έγραψες στο ημερολόγιό σου πως πω ς αν μπορούσες να θυμηθείς θυμηθείς τι συνέβη εδώ πριν από τόσα χρόνια, θα ξαναβρείς τη μνήμη μνήμη σου. Και να που είμαστε εδώ τώρα. Το φρόντισα εγώ, Κρις. Κρι ς. Θυμήσου Θυμήσου λοιπόν!» λοι πόν!» Τον κοιτάζω κοι τάζω άναυδη. «Θέλεις «Θέλεις να θυμηθώ;» θυμηθώ;» «Ναι. «Ναι. Φυσικά Φυσι κά θέλω να θυμηθείς! Σ’ αγαπάω, Κριστίν. Κρι στίν. Θέλω να θυμηθείς θυμηθείς πόσο μ’ αγαπάς αγαπάς κι εσύ. Θέλω να είμαστε πάλι μαζί. Κανονικά Κανονι κά μαζί. Όπως πρέπει!» πρέπει!» Σταματάει Σταματάει και προσθέτει ψιθυριστά. «Δε θέλω να είμαι ο Μπεν πια…» «Μα…» Με κοιτάζει. «Όταν γυρίσουμε σπίτι αύριο, μπορείς να με λες Μάικ». Με τραντάζει τραντάζει πάλι, το πρόσωπό του μερικά εκατοστά από το δικό μου. «Εντάξει;» «Εντάξει;» Η ανάσα του αναδίδει αναδίδ ει μια ξινή οσμή ο σμή και μυρίζει και κάτι άλλο. Αναρωτιέμαι αν έπινε. «Όλα θα πάνε πάνε καλά. Έτσι δεν είναι, Κριστίν; Κ ριστίν; Θα τα αφήσουμε αφήσουμε πίσω μας όλα αυτά». αυτά». «Θα τα τα αφήσουμε πίσω μας;» λέω. Το Τ ο κεφάλι μου με πονάει και κάτι τρέχει από τη μύτη μύτη μου. Αίμα, νομίζω νομίζω,, αν και δεν είμαι σίγουρη. σίγο υρη. Η ηρεμία ηρεμία εξαφανίζεται. Υψώνω τον τόνο μου, φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ. «Θέλεις «Θέλεις να γυρίσω πίσω στο σ το σπίτι; Να τα αφήσουμε όλα πίσω μας; Είσαι τελείως τρελός;» Μετακινεί Μετακινεί το χέρι του για να μου κλείσει το στόμα σ τόμα και συνειδητοποιώ ότι άφησε ελεύθερο ελεύθερο το αριστερό μου χέρι. Τον Τ ον χτυπάω πετυχαίνοντάς πετυχαίνοντάς τον στο σ το μάγουλο, αν και όχι δυνατά. Παρ’ όλα αυτά, αιφνιδιάζεται. Πέφτει πίσω αφήνοντας και το άλλο μου χέρι. Πετάγομαι όρθια. «Σκύλα!» «Σκύλα!» μουγκρίζει, αλλά περνάω από πάνω του και τρέχω προς την πόρτα. πόρτα. Προλαβαίνω να κάνω τρία τρί α βήματα, βήματα, και ύστερα με αρπάζει από τον αστράγαλο. Γκρεμίζομαι στο πάτωμα. Υπάρχει ένα σκαμνί κάτω από το μπουντουάρ, μπουντουάρ, και το κεφάλι μου χτυπάει τυπάει στην άκρη άκρη του καθώς πέφτω. Είμαι Είμαι τυχερή. τυχερή. Το σκαμνί είναι μαλακό μαλακό και σταματάε σταματάειι την πτώση πτώση μου, αλλά κάνει το σώμα σώ μα μου να συστραφεί συστραφεί αφύσικα καθώς προσγειώνομαι. προσγειώνο μαι. Ένας πόνος διαπερνάει την πλάτη πλάτη και το σβέρκο μου και φοβάμαι πως κάτι έσπασα. Αρχίζω να έρπω προς την πόρτα, αλλά ο Μάικ κρατάει ακόμα τον αστράγαλό μου. Με τραβάει προς το μέρος του με ένα γρύλισμα και μετά με συνθλίβει καθώς πέφτει πέφτει με όλο του το βάρος επάνω μου, τα χείλη του μερικά εκατοστά από το αυτί μου. «Μάικ…» «Μάικ…» ψελλίζω κλαίγοντας. «Μάικ…» Μπροστά Μπροστά μου βρίσκεται η φωτογραφία του Άνταμ και της Έλεν πεσμένη πεσμένη στο πάτωμα, εκεί όπου την πέταξε ο Μάικ. Ακόμα και μες στη θολούρα μου αναρωτιέμαι πού τη βρήκε και τότε καταλαβαίνω. καταλαβαίνω. Ο Άνταμ μού την την είχε στείλει στο σ το Γουόρινγκ Χάουζ, Χ άουζ, και ο Μάικ τη μάζεψε μαζί μαζί με όλες τις υπόλοιπες φωτογραφίες φω τογραφίες όταν ήρθε να με πάρει πάρει για γι α να με πάει στο σπίτι του. «Ηλίθια, σκύλα…» λέει, λέει, και τα σάλια του πιτσιλίζουν πιτσιλίζο υν το αυτί μου. Το ένα του χέρι τυλίγεται στο λαιμό μου, με το άλλο αρπάζει μια τούφα από τα μαλλιά μου. Μου τραβάει το κεφάλι πίσω με μια απότομη απότομη κίνηση. «Γιατί το έκανες αυτό;» «Με «Με συγχωρείς…» συγχωρείς …» λέω κλαίγοντας. Δεν μπορώ μπορώ να κουνηθώ. κο υνηθώ. Το ένα μου χέρι είναι παγιδευμένο κάτω κάτω από το σώμα μου, το άλλο είναι πιασμένο ανάμεσα ανάμεσα στην πλάτη μου και στο πόδι του.
«Πού νομίζεις ότι θα πας, πας, ε;» γρυλίζει τώρα σαν ζώο. Από μέσα του ξεχειλίζει μίσος. μίσ ος. «Με «Με συγχωρείς…» συγχω ρείς…» επαναλαμβά επαναλαμβάνω, νω, γιατί δεν δ εν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο. «Με συγχωρείς». Θυμάμαι την εποχή που αυτές οι λέξεις είχαν πάντα αποτέλεσμα, ήταν πάντα ικανές να με βγάλουν από όποιο πρόβλημα είχα. «Πάψε να λες “με συγχωρείς”» αντιγυρίζει. Το κεφάλι μου τινάζεται πάλι προς τα πίσω και ύστερα βροντάει μπροστά. Το μέτωπό μέτωπό μου, η μύτη και το στόμα μου χτυπούν επάνω στη μοκέτα. Ένας κρότος, ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο, τρίξ ιμο, μυρωδιά από μπαγιάτικα τσιγάρα. Φωνάζω δυνατά δ υνατά.. Υπάρχει αίμα στο στόμα μου. μου. Έχω δαγκώσει δ αγκώσει τη γλώσσα γλώσ σα μου. «Πού νομίζεις ότι θα πας;» λέει. «Δεν μπορείς μπορείς να οδηγήσεις. Δεν ξέρεις κανέναν, ούτε καν ποια είσαι τις πιο πολλές φορές. Δεν έχεις πουθενά να πας, πας, πουθενά! Είσαι αξιολύπητη!» Αρχίζω να κλαίω, κλαίω , γιατί έχει δίκιο. Είμαι αξιολύπητη. Η Κλερ δεν ήρθε ήρθε να με πάρει. Δεν Δεν έχω φίλους. φίλ ους. Είμαι τελείως μόνη, στηρίζομαι πλήρως στον άνθρωπο που μου το έκανε αυτό, αυτό, και αύριο το πρωί, αν επιζήσω, επιζήσω , θα έχω ξεχάσει ακόμα κι αυτά. Αν επιζήσω επιζήσω.. Οι λέξεις αντηχούν αντηχούν στο μυαλό μυαλό μου καθώς συνειδητοποιώ τι είναι ικανός να κάνει αυτός ο άνθρωπος και πως αυτήν τη φορά μπορεί μπορεί να μη βγω από το δωμάτιο ζωντανή. Με πλημμυρίζει πλημμυρίζει τρόμος, αλλά ύστερα ακούω πάλι την αχνή φωνή. Δε θα πεθάνεις εδώ. Δε θα πεθάνεις με αυτόν. Όχι τώρα. Οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Τεντώνω την πλάτη πλάτη μου προς τα πίσω, πίσω , παρά τον πόνο, και καταφέρνω να ελευθερώσω το χέρι μου. Αρπάζω το πόδι του σκαμνιού. Είναι βαρύ, και η γωνία του σώματ σώ ματός ός μου δε με βοηθάει, αλλά κατορθώνω κατορθώνω να στρίψω, να το σηκώσω σηκώσ ω και να το κατεβάσω πίσω από το κεφάλι μου, στο σημείο όπου ό που φαντάζομαι φαντάζομαι ότι θα βρίσκεται το κεφάλι του Μάικ. Χτυπά Χ τυπάω ω κάτι με έναν ικανοποιητικό κρότο και ακούω μια κραυγή πόνου στο αυτί μου. Μου αφήνει τα μαλλιά. Στρέφομαι Στρέφομαι και κοιτάζω. κοι τάζω. Έχει πέσει πίσω και κρατάει το μέτωπό μέτωπό του. Αίμα αρχίζει αρχίζει να κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Με κοιτάζει με τεράστια απορία. Αργότερα θα σκεφτώ σκεφτώ πως έπρεπε έπρεπε να τον χτυπήσω χτυπήσω πάλι. Με Με το σκαμνί ή με με τα τα χέρια μου. μου. Με οτιδήποτε. οτιδήποτε. Έπρεπε να φροντίσω φροντίσω να τον εξουδετερώσω για γι α να μπορέσω να το σκάσω, να κατέβω κάτω ή έστω να προλάβω να ανοίξω ανοίξ ω την πόρτα και να ουρλιάξω για βοήθεια. Δεν τον χτυπάω χτυπάω όμως. Σηκώνομαι όρθια, τον τον κοιτάζω στο πάτωμα πάτωμα μπροστά μπροστά μου. μου. Ό,τι Ό,τι κι αν κάνω τώρα, σκέφτομαι, έχει κερδίσει. κερδίσει . Μου πήρε τα πάντα, πάντα, ακόμα και την ικανότητα να θυμηθώ θυμηθώ τι ακριβώς ακρι βώς μου έκανε. Στρίβω και πηγαίνω προς την πόρτα. πόρτα. Με ένα μουγκρητό, μουγκρητό, ορμάει εναντίον μου. Όλο του το σώμα σώ μα πέφτει πέφτει πάνω στο δικό δ ικό μου και χτυπάμε τυπάμε και οι δύο μαζί επάνω επάνω στο κομό και κυλάμε κυλάμε προς την την πόρτα. πόρτα. «Κριστίν!» φωνάζει. «Κρις, «Κρις , μη μ’ μ’ αφήνεις!» Απλώνω το χέρι. Αν καταφέρω καταφέρω να ανοίξω την πόρτα, πόρτα, τότε τότε σίγουρα κάποιος κάποιος θα μας μας ακούσει, παρά το θόρυβο από το κλαμπ. Αρπάζεται ρπάζεται από τη τη μέση μέση μου. Σαν ένα γκροτέσκο δικέφαλο τέρας, τέρας, κινούμαστε αργά προς προς τα εμπρός, εμπρός, τον σέρνω πίσω πίσ ω μου. «Κρις, σ’ αγαπάω…» λέει. λέει. Κλαψουρίζει τώρα, κι αυτό, σε συνδυασμό με τα εξωφρενικά και γελοία λόγια λόγι α του, με με κεντρίζουν να συνεχίσω. Κοντεύω. Γρήγορα θα φτάσω στην πόρτα.
Και τότε συμβαίνει. Θυμάμαι Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα πριν από τόσα χρόνια. χρόνι α. Εγώ, σ’ αυτό το δωμάτιο, να στέκομαι στο ίδιο σημείο. σ ημείο. Απλώνω το χέρι προς την ίδια πόρτα. Αισθάνομαι ευτυχισμένη, ευτυχισμένη, με ένα σχεδόν γελοίο γελοί ο τρόπο. Οι τοίχοι τοίχο ι αντανακλούν την απαλή πορτοκαλί πορτοκαλί λάμψη των κεριών που ήταν αναμμένα παντού στο δωμάτιο όταν έφτασα, ο αέρας έχει το γλυκό άρωμα των τριαντάφυλλων τριαντάφυλλων από το μπουκέτο επάνω στο κρεβάτι. Θα ανέβω γύρω στις εφτά, εφτά, αγάπη μου, έγραφε το σημείωμα που ήταν πιασμένο επάνω του, και μολονότι αναρωτήθηκα για μια στιγμή τι έκανε ο Μπεν κάτω, χάρηκα που είχα αυτά τα λίγα λεπτά μόνη μου πριν έρθει. Μου έδωσαν την ευκαιρία ευκαιρί α να συγκεντρώσω τη σκέψη μου, να αναλογιστώ ότι κόντεψα κ όντεψα να τον χάσω, να σκεφτώ πόση ανακούφιση ένιωσα όταν έδωσα τέλος στο δεσμό μου με τον Μάικ, πόσο τυχερή είμαι είμαι που ο Μπεν Μπεν κι εγώ έχουμε κάνει τώρα μια νέα αρχή. Πώς Πώ ς μπόρεσα να πιστέψω ότι ήθελα να είμαι με τον Μάικ; Ο Μάικ δε θα έκανε ποτέ αυτό αυτό που έκανε ο Μπεν: να οργανώσει μια βραδιά-έκπληξη σ’ ένα ξενοδοχείο στην παραλία για να μου δείξει πόσο με αγαπάει αγαπάει και πως, πως , παρά τις τις πρόσφατες διαφωνίες δι αφωνίες μας, αυτό δε θα αλλάξει ποτέ. Έμαθα πια πως ο Μάικ ήταν πολύ εσωστρεφής για κάτι τέτοιο. Για τον Μάικ όλα ήταν ένα τεστ, η τρυφερότητα μετρημένη, όσα έδινε σταθμισμένα σε σχέση με αυτά που που έπαιρνε, και με το ισοζύγιο τις περισσότερες φορές να τον απογοητεύει. Αγγίζω το πόμολο της της πόρτας, πόρτας, το γυρίζω και την τραβά τραβάω ω προς το μέρος μέρος μου. Ο Μπεν Μπεν έχει έχει πάει τον Άνταμ στον παππού και στη γιαγιά γι αγιά του. Έχουμε Έχο υμε ολόκληρο το Σαββατοκύριακο μπροστά μας, μας, χωρίς χωρί ς καμία έγνοια. Μόνο οι δυο μας. «Αγάπη «Αγάπη μου…» μου…» αρχίζω να λέω, λέω , αλλά οι λέξεις λέξει ς πνίγονται στο σ το λαιμό μου. Δεν είναι ο Μπεν Μπεν στην πόρτα. Είναι ο Μάικ. Περνάει από από δίπλα μου, μου, μπαίνει μπαίνει στο δωμάτιο, και καθώς τον ρωτάω τι κάνει –με ποιο δικαίωμα δικαίω μα με παρέσυρε παρέσυρε εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο, τι νομίζει ότι θα πετύχει–, πετύχει–, σκέφτομαι: σκέφτομαι: δόλιο κάθαρμ κ άθαρμα! α! Πώς τολμάς να προσποιείσ προσποιείσαι αι πως είσαι είσ αι ο άντρας μου; Δεν έχεις στάλα περηφάνια; περηφάνια; Σκέφτομαι Σκέφτομαι τον Μπεν και τον Άνταμ. Θα είναι στο σπίτι, και τώρα πια ο Μπεν Μπεν θα αναρωτιέται πού βρίσκομαι. Σύντομα πιθανόν να καλέσει την αστυνομία. Πόσο Πόσ ο ανόητη ήμουν που μπήκα μπήκα σ’ ένα τρένο τρένο και ήρθα εδώ χωρίς χωρί ς να το πω σε κανέναν. κ ανέναν. Πόσο ανόητη ήμουν να πιστέψω ότι ένα δακτυλογραφημένο δακτυλογραφημένο σημείωμα προερχόταν από τον άντρα μου, έστω κι αν ήταν αρωματισμένο με την αγαπημένη αγαπημένη μου κολόνια… κολόνι α… «Θα ερχόσουν ερχόσουν αν ήξερες ότι ήμουν εγώ;» ρωτάει ρω τάει ο Μάικ. Γελάω. «Φυσικά «Φυσικά όχι! όχι ! Τελειώσαμε Τελειώ σαμε οι δυο μας, σ’ το είπα!» Κοιτάζω τα λουλούδια, τη σαμπάνια που κρατάει ακόμα στο χέρι του. Μια ρομαντική προσπάθεια αποπλάνησης. «Θεέ μου…» λέω. «Πίστεψε «Πίσ τεψεςς πραγματικά πραγματικά πως θα μπορούσες απλώς να με ξεγελάσεις για να έρθω εδώ και μετά μετά να μου δώσεις λουλούδια κι ένα μπουκάλι μπουκάλι σαμπάνια κι ότι αυτό θα ήταν ήταν αρκετό; Ότι Ότι θα έπεφτα στην στην αγκαλιά σου και όλα θα γίνονταν όπως πριν; Είσαι τρελός, Μάικ. Τρελός! Φεύγω τώρα. Γυρίζω στον άντρα μου μου και το γιο μου!» Δε θέλω να θυμηθώ θυμηθώ άλλα. Φαντάζομαι Φαντάζομαι ότι τότε πρέπει πρέπει να με με χτύπησε χτύπησε για πρώτη πρώτη φορά, αλλά ύστερα δεν ξέρω τι συνέβη, τι με οδήγησε από δω στο νοσοκομείο. νοσο κομείο. Και τώρα τώ ρα είμαι πάλι εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο. Κάναμε μια πλήρη περιφορά, αλλά για μένα όλες οι ενδιάμεσες μέρες είναι χαμένες, χαμένες, κλεμμένες. Είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. ποτέ. Δεν μπορώ να φτάσω την πόρτα. Ο Μάικ Μάικ σηκώνεται όρθιος.
Αρχίζω να ουρλιάζω. ουρλιάζω . «Βοήθεια! «Βοήθεια! Βοήθεια!» «Ησυχία!» μουγκρίζει. «Σκάσε!» Φωνάζω ακόμα πιο δυνατά. Εκείνος Εκείνος με γυρίζει και ταυτόχρονα με σπρώχνει σπρώχνει προς τα πίσω. Πέφτω, Π έφτω, και το ταβάνι και το πρόσωπό του εμφανίζονται από πάνω μου σαν αυλαία που κατεβαίνει. κατεβαίνει. Το κρανίο μου χτυπάει χτυπάει σε κάτι σκληρό. σ κληρό. Συνειδητοποιώ ότι με έχει σπρώξει σπρώ ξει μέσα στο μπάνιο. Στρέφω το κεφάλι μου και βλέπω το πλακόστρωτο δάπεδο να απλώνεται ως τον τοίχο, το κάτω μέρος της λεκάνης, την άκρη της μπανιέρας. μπανιέρας. Υπάρχει Υ πάρχει ένα σαπούνι στο πάτωμα, γλιτσιασμένο, γλιτσι ασμένο, πολτοποιημένο. «Μάικ…» «Μάικ…» λέω. «Μη…» «Μη…» Εκείνος, όμως, είναι εί ναι σκυμμέ σ κυμμένος νος από πάνω μου, τα χέρια του στο λαιμό μου. «Σκάσε!» «Σκάσε!» επαναλαμβάνε επαναλαμβάνειι ξανά ξ ανά και ξανά, παρόλο που λέξη δε βγαίνει πια από τα χείλη μου, απλώς κλαίω. Προσπαθώ να πάρω ανάσα, τα μάτια μάτια και το στόμα μου είναι μούσκεμα από αίμα, δάκρυα και δεν ξέρω ξ έρω τι άλλο. «Μάικ…» κατορθώνω κατορθώνω να πω πνιχτά. Δεν Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Τα χέρια του είναι τυλιγμένα γύρω από το το λαιμό μου και δεν καταφέρνω καταφέρνω να αναπνεύσω. αναπνεύσω. Με κατακλύζουν κατακλύζουν αναμνήσεις. Τον Τ ον θυμάμαι να μου κρατάει το κεφάλι κάτω από το νερό. Θυμάμαι Θυμάμαι να ξυπνάω σ’ σ ’ ένα λευκό κρεβάτι με νυχτικό νοσοκομείου νοσοκ ομείου και τον Μπεν Μπεν να κάθεται δίπλα μου, τον πραγματικό Μπεν, εκείνον που παντρεύτηκα. Θυμάμαι μιαν αστυνομικό να μου κάνει ερωτήσεις που δεν μπορώ να απαντήσω. Έναν άντρα με γαλάζιες πιτζάμε πι τζάμεςς να κάθεται κάθεται στο κρεβάτι μου στο νοσοκομείο νοσοκ ομείο και να γελάει καθώς μου λέει πως κάθε μέρα τον χαιρετάω σαν να τον βλέπω βλέπω για πρώτη φορά. Ένα αγοράκι αγοράκι με ξανθά μαλλιά που που του λείπει ένα δόντι να με φωνάζει μαμά. Οι εικόνες έρχονται η μια μετά την άλλη. Με Με πλημμυρίζουν, πλημμυρίζουν, ένας βίαιος κατακλυσμός. Τινάζω το κεφάλι, προσπαθώ να καθαρίσω το μυαλό μου, αλλά ο Μάικ με σφίγγει πιο δυνατά. Το κεφάλι του είναι πάνω από το δικό μου, τα μάτια μάτια του με κοιτάζουν τρελά και ορθάνοιχτα, χωρίς να ν α βλεφαρίζουν. βλεφαρίζουν. Μου σφίγγει το λαιμό και θυμάμαι θυμάμαι πως έχουν ξαναγίνει αυτά στο παρελθόν. παρελθόν. Σ’ αυτό το δωμάτιο. Κλείνω τα μάτια μάτια μου, και μια φωνή λέει «Πώς τολμάς;» και και δεν καταλαβαίνω ποιο ποιοςς Μάικ μιλάει, αυτός που είναι εδώ τώρα ή εκείνος που υπάρχει υπάρχει μόνο στη μνήμη μου. «Πώς τολμάς;» επαναλαμ επαναλαμβάνει. βάνει. «Πώς τολμάς να πάρεις το παιδί μου;» Και τότε θυμάμαι. θυμάμαι. Όταν με είχε χτυπήσει πριν από τόσα χρόνια, χρόνι α, ήμουν έγκυος. Το παιδί δεν ήταν δικό του, αλλά του Μπεν. Μπεν. Το παιδί που θα ήταν η νέα μας αρχή μαζί. Αλλά δεν επιζήσαμε, ούτε το παιδί παιδί ούτε εγώ. *** Πρέπει να έχασα τις αισθήσεις αισ θήσεις μου. Όταν πια συνέρχομαι, είμαι καθισμένη σε μια καρέκλα. Δεν μπορώ μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου, και το στόμα στόμα μου μου είναι στεγνό. Ανοίγω τα μάτια. Το δωμάτιο είναι μισοσκότεινο, μισ οσκότεινο, το φωτίζει μόνο η φεγγαράδα φεγγαράδα που τρυπώνει τρυπώνει από τις ανοιχτές κουρτίνες και η αντανάκλαση από τα κίτρινα φώτα φώ τα του δρόμου. Ο Μάικ κάθεται απέναντί μου στο κρεβάτι. Κρατάει κάτι στο χέρι του. Προσπαθώ να μιλήσω, μιλήσω , αλλά δε γίνεται. Αντιλαμβάνομαι Αντιλαμβάνομαι ότι μου έχει βάλει κάτι κ άτι στο στόμα. Μια Μια κάλτσα ίσως. ίσω ς. Φαίνεται ότι το έχει δέσει με κάποιον τρόπο για να μην μπορώ να
το βγάλω, και οι καρποί μου είναι κι αυτοί δεμένοι μεταξύ μεταξύ τους, το ίδιο και οι ο ι αστράγαλοί μου. Αυτό ήθελε από την την αρχή, σκέφτομαι. Να Να με κρατήσει σιωπηλή και ακίνητη. ακίνητη. Παλεύω, κι αυτός βλέπει βλέπει ότι ξύπνησα. Το πρόσωπό του είναι μια μάσκα πόνου και θλίψης. Με κοιτάζει στα μάτια και νιώθω μόνο μίσος. «Ξύπνησες» «Ξύπνησες»,, λέει. Αναρωτιέμαι αν σκοπεύει να πει κάτι άλλο, αν είναι ικανός να πει κάτι άλλο. «Δεν «Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα… πράγματα… Πίστευα πως αν ερχόμασταν εδώ, θα σε βοηθούσε να θυμηθείς. Να θυμηθείς πώς ήταν τα πράγματα ανάμεσά μας. Και ύστερα θα μπορούσαμε μπορούσαμε να μιλήσουμε και να σου εξηγήσω τι έγινε εδώ πριν από τόσα χρόνια. Δεν ήθελα να συμβεί συμβεί αυτό, Κρις… Κρι ς… Απλώς τρελαίνομαι μερικές φορές. Δεν μπορώ να κρατηθώ. Λυπάμαι… υπάμαι… Δεν Δεν ήθελα ήθελα ποτέ ποτέ να σε πειράξω πειράξω.. Τα κατέστρεψα κατέστρεψα όλα…» Κοιτάζει τα χέρια του. Υπάρχουν τόσο πολλά ακόμα που θέλω να μάθω, αλλά είμαι εξουθενωμένη και είναι πολύ αργά. Νιώθω ότι θα μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου και να αναγκάσω τον εαυτό εαυτό μου να κοιμηθεί σβήνοντας τα πάντα. Αλλά δε θέλω να κοιμηθώ απόψε. απόψε. Κι αν πρέπει πρέπει να κοιμηθώ, τότε δε θέλω να ξυπνήσω αύριο. «Ήταν «Ήταν όταν μου είπες ότι περιμένεις περιμένεις παιδί…» Δε σηκώνει το κεφάλι του. Μιλάει σιγανά, και δυσκολεύομαι να ακούσω τι λέει. «Ποτέ δεν περίμενα πως πως θα κάνω παιδί. Ποτέ. Π οτέ. Όλοι μού είχαν πει…» Διστάζει σαν να αλλάζει γνώμη, σαν να αποφασίζει πως μερικά πράγματα είναι προτιμότερο να μην τα μοιραστεί μοιραστεί μαζί μου. «Είπες ότι δεν ήταν δικό μου. Εγώ, όμως, ήξερα πως ήταν. Και δεν άντεχα τη σκέψη ότι παρ’ όλα αυτά θα μ’ άφηνες, θα μου έπαιρνες το παιδί μου και μπορεί να μην το έβλεπα ποτέ. Δεν άντεχα, Κρις…» Ακόμα δεν δεν ξέρω τι θέλει από από μένα. μένα. «Νομίζεις «Νομίζεις ότι δε μετανιώνω; μετανιώνω ; Γι’ αυτό που έκανα; Κάθε μέρα. Σε βλέπω βλέπω τόσο σαστισμένη και χαμένη και δυστυχισμένη. Μερικές Μερικές φορές είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και σ’ σ ’ ακούω να ξυπνάς. Με κοιτάζεις και ξέρω ότι δε με αναγνωρίζεις αναγνωρίζει ς και νιώθω νι ώθω τόση απογοήτευση και ντροπή. Πνίγομαι. Πονάω που τώρα δε θα κοιμόσουν ποτέ μαζί μου αν ήταν ήταν στο χέρι σου. σ ου. Και μετά σηκώνεσαι από το κρεβάτι και πηγαίνεις στο μπάνιο, και ξέρω ότι σε μερικά λεπτά θα γυρίσεις πίσω και θα είσαι τόσο μπερδεμένη μπερδεμένη και δυστυχισμένη, ότι θα πονάς τόσο πολύ…» Μια παύση. «Και «Και τώρα το ξέρω πως γρήγορα όλα όλ α θα τελειώσουν… Διάβασα το ημερολόγιό σου. Ο γιατρός σου θα το έχει καταλάβει πια. Ή θα το καταλάβει σύντομα. Και η Κλερ επίσης. Ξέρω πως θα έρθουν να με πιάσουν…» Σηκώνει Σηκώνει το βλέμμα βλέμμα του. «Και θα προσπαθήσουν προσπαθήσουν να σε σ ε πάρουν μακριά από μένα. μένα. Ο Μπεν, όμως, δε σε θέλει. Εγώ σε θέλω. Εγώ θέλω να σε σ ε φροντίζω. Σε παρακαλώ, Κρις… Κρις … Σε παρακαλώ, παρακαλώ, θυμήσου πόσο πόσο μ’ αγαπούσες. Αν το θυμηθείς, θυμηθείς, θα μπορέσεις να τους πεις ότι θέλεις να είσαι μαζί μου». Δείχνει τις τελευταίες τελευταίες σελίδες του ημερολογίου ημερολογίου που είναι σκορπισμένες στο πάτωμα. πάτωμα. «Θα τους πεις ότι με συγχωρείς. Γι’ αυτό που σου έκανα. Και ύστερα θα είμαστε είμαστε μαζί…» Κουνάω το κεφάλι μου. Μου φαίνεται απίστευτο που θέλει να θυμηθώ. Θέλει να θυμηθώ τι μου έκανε. Χαμογελάει. «Ξέρεις, «Ξέρεις, μερικές φορές σκέφτομαι πως μπορεί να ήταν καλύτερα να πέθαινες πέθαινες εκείνο το βράδυ… Καλύτερα Καλύτερα και για τους δύο». Κοιτάζει από το παράθυρο. «Θα «Θα ερχόμουν να σε βρω κι εγώ, εγώ , Κρις. Κρις . Αν το ήθελες…» Το βλέμμα βλέμμα του καρφώνεται πάλι κάτω. «Θα ήταν
εύκολο. Εσύ θα έφευγες πρώτη. Και σου υπόσχομαι ότι θα σε ακολουθούσα. Μου έχεις εμπιστοσύνη, ε;» Με κοιτάζει με προσδοκία. «Θα το ήθελες αυτό;» ρωτάει. «Θα ήταν ανώδυνο». Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. Προσπαθώ να μιλήσω, μιλήσω , δεν τα καταφέρνω. καταφέρνω. Τα μάτια μου καίνε και δεν μπορώ να ανασάνω. «Όχι;» Δείχνει Δείχνει απογοητευμένος. απογοητευμένος. «Όχι… Φαντάζομαι Φαντάζομαι ότι η ζωή, ζ ωή, όσο δύσκολη κι αν είναι, είναι καλύτε κ αλύτερη ρη από το θάνατο. Πολύ καλά. Κατά πάσα πιθανότητα πιθανότητα έχεις δίκιο». δί κιο». Αρχίζω να κλαίω. Κουνάει το κεφάλι του. «Κρις, όλα θα πάνε καλά. Δεν καταλαβαίνεις; καταλαβαίνεις; Το Τ ο πρόβλημα είναι το ημερολόγιο». Σηκώνει το ημερολόγιό μου. «Πριν «Πριν αρχίσεις αρχί σεις να γράφεις σ’ σ ’ αυτό, αυτό, ήμαστε ευτυχισμένοι. ευτυχισμένοι. Ή, τέλος πάντων, όσο ευτυχισμένοι ευτυχισμένοι μπορούσαμε μπορούσαμε να είμαστε. Και ήμαστε αρκετά, αρκετά, ε; Πρέπει απλώς να το ξεφορτωθούμε ξ εφορτωθούμε και μετά μετά ίσως ίσω ς θα μπορούσες να τους πεις πως είχες πάθει σύγχυση, και τα πράγματα πράγματα θα ξαναγίνουν όπως ήταν πρώτα. Για ένα διάστημα τουλάχιστον». Σηκώνεται και τραβά τραβάει ει το μεταλλικό μεταλλικό καλάθι απορριμμάτων απορριμμάτων κάτω από το μπουντουάρ, βγάζει την άδεια σακούλα από μέσα και την πετάει. «Ύστερα θα είναι εύκολο…» μουρμουρίζει. Τοποθετεί το καλάθι στο πάτωμα ανάμεσα ανάμεσα στα πόδια πόδι α του. «Εύκολο». «Εύκολο». Ρίχνει το ημερολόγιο μέσα στο καλάθι, μετά μαζεύει μαζεύει τις τελευταίες τελευταίες σελίδες σελίδ ες που είναι σκόρπιες ακόμα στο πάτωμα και τις πετάει κι εκείνες μέσα. «Πρέπει να το ξεφορτωθούμε…» συμπληρώνει. «Όλο. Μια για πάντα». Βγάζει ένα κουτί κο υτί σπίρτα από την τσέπη του, του, ανάβει ένα και παίρνει μια σελίδα από το καλάθι. Τον κοιτάζω κοι τάζω με φρίκη. «Όχι!» προσπαθώ προσπαθώ να φωνάξω, φω νάξω, αλλά δε βγαίνει τίποτα πέρα πέρα από ένα πνιγμένο γρύλισμα. Εκείνος δε με κοιτάζει την ώρα ώ ρα που βάζει φωτιά στη σελίδα και τη ρίχνει μέσα στο καλάθι. «Όχι!» επαναλαμβάνω, αλλά αυτήν τη φορά είναι μονάχα μια σιωπηλή κραυγή μέσα στο νου μου. Βλέπω την ιστορία μου να αρχίζει να γίνεται στάχτη, τις αναμνήσεις μου να γίνονται κάρβουνο. Το ημερολόγιό μου, το γράμμα από τον Μπεν, τα πάντα. Δεν είμαι τίποτα χωρίς αυτό το ημερολόγιο ημερολόγιο,, συλλογίζομαι. Τίποτα. Τί ποτα. Κι αν το κάψει, κάψει, θα κερδίσει. Δεν το σκέφτομαι σκέφτομαι αυτό αυτό που κάνω. κάνω. Είναι ενστικτώδες. Πέφτω με το το σώμα μου στο καλάθι. α χέρια μου είναι δεμένα, δεν μπορώ μπορώ να ανακόψω την πτώση μου και χτυπάω χτυπάω επάνω του με δύναμη, δύναμη, ακούω κάτι να σπάει καθώς συστρέφεται συστρέφεται το σώμα σώ μα μου. Ένας πόνος διαπερνάει το χέρι μου και νομίζω πως πω ς θα λιποθυμήσω, αλλά κατορθώνω κατορθώνω να διατηρήσω τις αισθήσεις αισ θήσεις μου. Το καλάθι αναποδογυρίζει σκορπίζοντας αναμμένα χαρτιά στο πάτωμα. πάτωμα. Ο Μάικ φωνάζει –μάλλον στριγκλίζει– στριγκλίζ ει– και πέφτει πέφτει στα γόνατα, χτυπάει χτυπάει με τα χέρια του τα αναμμένα χαρτιά, προσπαθεί να τα σβήσει. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου ότι ένα χαρτί έχει καταλήξει καταλήξει κάτω από από το κρεβάτι, κρεβάτι, και ο Μάικ δεν το το έχει δει. Οι φλόγες αρχίζουν αρχίζουν να γλείφουν την άκρη του καλύμματος, αλλά δεν μπορώ ούτε να το φτάσω ούτε και να ξεφωνίσω, ξεφωνί σω, κι έτσι απλώς κείτομαι κεί τομαι εκεί και παρακολουθώ το κάλυμμα του του κρεβατιού κρεβατιού να τυλίγεται στις φλόγες. Αρχίζει να καπνίζει, και κλείνω τα μάτια μάτια μου. Το δωμάτιο θα καεί, καεί, σκέφτομαι, και ο Μάικ θα καεί κι εγώ θα καώ, και κανένας δε θα μάθει μάθει ποτέ τι έγινε εδώ, εδώ , σ’ αυτό το δωμάτιο, όπως δε θα μάθει ποτέ κανένας κανένας τι συνέβη πάλι εδώ πριν από τόσα χρόνια, και η ιστορία θα γίνει στάχτη και θα θα αντικατασταθ αντικατασταθεί εί από εικασί εικασίες. ες. Τραντάζομαι από ένα βαρύ ξερόβηχα, που τον καταπίνει η κάλτσα στο στόμα μου. Αρχίζω
να πνίγομαι. Σκέφτομαι το γιο μου. Δε θα τον τον ξαναδώ ποτέ τώρα, τώρα, αν και θα πεθάνω πεθάνω γνωρίζοντας γνωρί ζοντας τουλάχιστον την ύπαρξή ύπαρξή του, ξέροντας ξέροντας ότι είναι ζωντανός και ευτυχισμένος. ευτυχισμένος. Χαίρομαι έστω γι’ γι ’ αυτό. Σκέφτομαι Σκέφτομαι τον Μπεν. Μπεν. Τον άνθρωπο που παντρεύτηκα παντρεύτηκα και ύστερα τον ξέχασα. Θέλω να τον δω. Θέλω να του πω ότι τώρα, στο τέλος, τον θυμάμαι. Θυμάμαι Θυμάμαι που τον γνώρισα γνώρι σα σε κείνο κεί νο το πάρτι στην ταράτσα, ξύπνησε στο νου μου η ανάμνηση της της πρότασης γάμου που μου έκανε σ’ ένα λόφο που βλέπει στην πόλη και θυμάμαι να τον παντρεύομαι παντρεύομαι στην εκκλησία εκκλησί α του Μάντσεστερ Μάντσεστερ και να βγάζουμε φωτογραφίες μέσα στη σ τη βροχή. Και ναι, ναι , θυμάμαι θυμάμαι να τον αγαπάω. αγαπάω. Ξέρω πως τον αγαπάω, πως τον αγαπούσα πάντα. πάντα. Όλα σκοτεινιάζουν. Δεν μπορώ μπορώ να ανασάνω. Ακούω το τρίξιμο τρίξ ιμο από τις φλόγες και αισθάνομαι τη θερμότητά τους στα χείλη και τα μάτια μου. Δεν ήταν ποτέ γραφτό να υπάρξει ευτυχισμένο ευτυχισμένο τέλος τέλος για μένα. Το ξέρω τώρα αυτό. αυτό. Αλλά δεν πειράζει. Δεν πειράζει. *** Είμαι ξαπλωμένη. Μάλλον κοιμήθηκα, αλλά όχι για γι α πολύ, γιατί θυμάμαι ποια είμαι, πού ήμουν. Ακούω θόρυβο, το βουητό της κίνησης, μια σειρήνα που ο τόνος της ούτε ανεβαίνει ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει, κατεβαίνει, παραμένει παραμένει σταθε σ ταθερός. ρός. Κάτι υπάρχει υπάρχει πάνω από το στόμα μου –νομίζω μια κάλτσα–, αλλά βλέπω βλέπω ότι ό τι μπορώ να αναπνεύσω. Φοβάμαι να ανοίξω ανοί ξω τα μάτια μάτια μου. Δεν ξέρω τι θα δω. Πρέπει όμως. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσω τη νέα μου πραγματ πραγματικότητα, ικότητα, όποια κι αν είναι. Το φως είναι δυνατό. Βλέπω μια λάμπα φθορισμού σ’ ένα χαμηλό ταβάνι ταβάνι και δύο μεταλλικές μεταλλικές μπάρες μπάρες παράλληλες με τη λάμπα. λάμπα. Οι τοίχοι δεξιά και αριστερά μου είναι κοντά, είναι συμπ σ υμπαγείς αγείς και γυαλίζουν από μέταλλα μέταλλα και πλαστικά. Διακρίνω συρτάρια και ράφια γεμάτα γεμάτα μπουκάλια και πακέτα, πακέτα, ενώ υπάρχουν συσκευές με φωτάκια φω τάκια που αναβοσβήνουν. Όλα γύρω μου κινούνται λιγάκι, λι γάκι, δονούνται – ακόμα και το κρεβάτι όπου είμαι ξαπλωμένη. Ένα αντρικό πρόσωπο εμφανίζεται πάνω από το κεφάλι μου. Φοράει πράσινη μπλούζα. Δεν το το αναγνωρίζω. αναγνωρίζω . «Ξύπνησε» «Ξύπνησε»,, λέει, και τότε εμφανίζονται εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα. Τα κοιτάζω κοι τάζω γρήγορα. Ο Μάικ δεν είναι ανάμεσά τους, και ηρεμώ κάπως. «Κριστίν», ακούγεται ακούγεται μια φωνή. «Κρίσι, «Κρίσι , εγώ είμαι!» Είναι γυναικεία γυναικεί α φωνή, και την αναγνωρίζω. «Πηγαίνουμε στο νοσοκομείο. Έχεις σπάσει την κλείδα σου, αλλά θα γίνεις καλά. Όλα θα πάνε πάνε καλά. Είναι νεκρός… Εκείνος ο άντρας είναι νεκρός. νεκρός . Δεν μπορεί μπορεί να σου σο υ κάνει τίποτα πια!» Τότε βλέπω τον άνθρωπο που μιλάει. Χαμογελάει και μου κρατάει κρατάει το χέρι. Είναι Εί ναι η Κλερ. Η ίδια ίδι α Κλερ που είδα τις προάλλες, όχι η νεαρή Κλερ που ίσως ίσω ς περίμενα να δω όταν ξυπνούσα, και προσέχω ότι φοράει τα ίδια σκουλαρίκια σκ ουλαρίκια όπως και την τελευταία τελευταία φορά που που την είδα. «Κλερ;» λέω, αλλά με διακόπτει.
«Μη μιλάς…» μουρμουρίζει. «Απλώς προσπάθησε να ηρεμήσεις». Σκύβει μπροστά και μου χαϊδεύει τα μαλλιά και ψιθυρίζει κάτι στο αυτί μου, μου, αλλά δεν ακούω τι. Ακούγεται Ακούγεται σαν Με Με συγχωρείς. «Θυμάμαι…» «Θυμάμαι…» τραυλίζω. τραυλίζ ω. «Θυμάμαι». Χαμογελάει και ύστερα κάνει πίσω και τη θέση της παίρνει ένας νεαρός. Έχει λεπτό πρόσωπο και φοράει γυαλιά με χοντρό σκελετό. Για μια στιγμή νομίζω νομίζω πως είναι ο Μπεν, Μπεν, αλλά μετά μετά συνειδητοποιώ πως ο Μπεν θα είναι είναι στην ηλικία μου τώρα. «Μαμά;» «Μαμά;» λέει. λέει . «Μαμά;» Είναι ίδιος ί διος όπως και στη φωτογραφία με την την Έλεν, και αντιλαμβάνομαι αντιλαμβάνομαι ότι τον θυμάμαι θυμάμαι κι αυτόν. «Άνταμ;» «Άνταμ;» ψελλίζω. Η λέξη πνίγεται στο λαιμό μου καθώς με αγκαλιάζει. «Μαμά… «Μαμά…» » λέει εκείνος. εκείνος . «Έρχεται και ο μπαμπάς… μπαμπάς… Θα είναι εδώ σε σ ε λίγο». Τον τραβάω στην αγκαλιά μου και εισπνέω τη μυρωδι μυρωδιά ά του παιδιού μου και είμαι ευτυχισμένη. *** Δεν μπορώ μπορώ να περιμένω περιμένω άλλο. Είναι ώρα. Πρέπει Πρέπει να κοιμηθώ. Είμαι σε μονόκλινο δωμάτ δω μάτιο, ιο, κι έτσι δε χρειάζεται να τηρώ το ωράριο του νοσοκομείου, αλλά είμαι εξαντλημένη, εξαντλημένη, τα μάτια μου μου αρχίζουν να κλείνουν κιόλας. κι όλας. Είναι ώρα. ώ ρα. Μίλησα με τον Μπεν. Τον άντρα που παντρεύτηκα πραγματικά. Μου φαίνεται ότι μιλούσαμε ώρες, αλλά πρέπει να ήταν μερικά λεπτά μόνο. Μου είπε ότι πήρε την πρώτη πτήση αμέσως αμέσως μόλις επικοινώνησε επικοι νώνησε η αστυνομία μαζί του. «Η αστυνομία;» «Ναι», «Ναι», απάντησε απάντησε εκείνος. «Όταν «Όταν κατάλαβαν κατάλαβαν ότι δε ζούσες με τον άντρα σου όπως όπω ς νόμιζαν στο Γουόρινγκ Γουόρι νγκ Χάουζ, έψαξαν και με βρήκαν. Δεν ξέρω πώς. Φαντάζομαι πως είχαν εί χαν την παλιά μου διεύθυνση και ξεκίνησαν ξεκί νησαν από κει». «Και πού ήσουν;» Έσπρωξε πίσω τα γυαλιά του. «Ήμουν στην Ιταλία για μερικούς μήνες», μήνες», είπε. «Δούλευα «Δούλευα εκεί…» Μια παύση. «Νόμιζα «Νόμιζα ότι ήσουν εντάξει». Μου έπιασε το χέρι. «Με «Με συγχωρείς…» συγχω ρείς…» «Δεν «Δεν μπορούσες να ξέρεις…» μουρμούρισα. Απέστρεψε πέστρεψε το βλέμμα βλέμμα του. του. «Σ’ «Σ’ άφησα, άφησα, Κρίσι…» «Το ξέρω. Τα Τ α ξέρω όλα. Μου τα είπε η Κλερ. Διάβασα και το γράμμα σου». «Πίστευα ότι αυτό ήταν το καλύτερο», αποκρίθηκε. «Πραγματικά το πίστευα. Νόμιζα ότι θα βοηθούσε την κατάσταση. κατάσταση. Θα βοηθούσε εσένα. Και τον Άνταμ. Προσπάθησα να συνεχίσω τη ζωή μου. Προσπάθη Προσ πάθησα σα πραγματικά…» πραγματικά…» Δίστασε. «Πίσ «Πίστευα τευα ότι δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό παρά μόνο μόνο αν σε σ ε χώριζα. χώρι ζα. Νόμιζα ότι αυτό θα με ελευθέρωνε. ελευθέρωνε. Ο Άνταμ δεν έλεγε να το καταλάβει, καταλάβει, ακόμα κι όταν του εξήγησα πως εσύ δε δ ε θα το μάθαινες ποτέ, πως δε θυμόσουν καν ότι ήσουν παντρεμένη παντρεμένη μαζί μαζί μου». μου». «Και βοήθησε;» ρώτησα. «Σε «Σε βοήθησε να συνεχίσεις τη ζωή σου;» σο υ;» Στράφηκε Στράφηκε προς το μέρος μου. «Δε θα σου πω ψέματα, ψέματα, Κρίσι… Κρίσι … Υπήρξαν άλλες γυναίκες. Όχι πολλές, αλλά μερικές. Έχει περάσει πολύς καιρός, τόσα χρόνια. χρόνι α. Στην Στην αρχή τίποτα σοβαρό, αλλά μετά, πριν πριν από δύο χρόνια, γνώρισα γνώ ρισα κάποια. Συζούσαμε. Αλλά…»
«Αλλά;» «Τελείωσε. Μου είπε ότι δεν την αγαπάω. αγαπάω. Ότι η αγάπη μου μου για σένα δεν έσβησε ποτέ…» «Και είχε δίκιο;» δί κιο;» Δε μίλησε αμέσως, κι έτσι, επειδή φοβήθηκα την την απάντησή απάντησή του, πρόσθεσα: «Λοιπόν, τι θα γίνει τώρα; Αύριο; Θα με πας πας πάλι στο Γουόρινγκ Γουόριν γκ Χάουζ;» Με κοίταξε. «Όχι», απάντησε. «Είχε δίκιο… Δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπάω. Και δε θα σε ξαναπάω εκεί. Αύριο θέλω να έρθεις σπίτι». ον κοιτάζω τώρα. Κάθεται Κάθεται σε μια καρέκλα στο πλάι μου, κι ενώ ροχαλίζει ροχαλίζ ει ήδη, με το κεφάλι του γερμένο μπροστά σε μια περίεργη γωνία, εξακολουθεί εξακολο υθεί να μου κρατάει το χέρι. Μόλις τώρα διακρίνω δι ακρίνω τα γυαλιά του, την την ουλή στο πρόσωπό του. Ο γιος μου βγήκε από από το θάλαμο για να τηλεφωνήσει στη φιλενάδα φι λενάδα του και να ψιθυρίσει ψιθυρίσ ει καληνύχτα στην αγέννητη ακόμα κόρη του, και η καλύτερή καλύτερή μου φίλη είναι έξω στο πάρκινγκ και καπνίζει. καπνίζ ει. Παρ’ όλα όσα έγιναν, με περιβάλλουν άνθρωποι που αγαπάω. αγαπάω. Νωρίτερα μίλησα με τον δόκτορα Νας. Μου είπε ότι είχα φύγει από το κέντρο εδώ και σχεδόν τέσσερις μήνες. Λίγο πριν είχε αρχίσει να με επισκέπτεται επισκέπτεται ο Μάικ, ισχυριζόμενος πως είναι ο Μπεν. Είχα υπογράψει υπογράψει μόνη μου όλα τα δικαιολογητικά για το εξιτήριο. εξι τήριο. Είχα φύγει με τη θέλησή μου. Δε θα μπορούσαν να με σταματήσουν ακόμα κι αν πίστευαν πως υπήρχε λόγος. Όταν έφυγα, έφυγα, πήρα μαζί μαζί μου τις λίγες λ ίγες φωτογραφίες φω τογραφίες και τα προσωπικά αντικείμενα που είχα ακόμα. «Γι’ αυτό αυτό λοιπόν είχε ο Μάικ εκείνες τις φωτογραφίες;» ρώτησα. «Τις «Τις δικές δ ικές μου και του Άνταμ; νταμ; Από κει βρήκε το γράμμα γράμμα που που είχε γράψει γράψει ο Άνταμ στον Αϊ-Βασίλη; Και το πιστοποιητικό γέννησής του;» «Ναι», «Ναι», απάντησε απάντησε ο Νας. «Τις είχες στο σ το Γουόρινγκ Χάουζ και τις πήρες μαζί μαζί σου σ ου όταν έφυγες. Κάποια στιγμή ο Μάικ πρέπει να κατέστρεψε όλες τις φωτογραφίες φω τογραφίες που σ’ έδειχναν έδειχν αν με τον Μπεν. Μπεν. Ίσως πριν ακόμα σε βγάλει από το Γουόρινγκ Χάουζ. Το Τ ο προσωπικό του κέντρου αλλάζει αρκετά συχνά, οπότε δεν ήξεραν τον άντρα σου». «Μα «Μα πώς μπορεί να βρήκε τις φωτογραφίες;» «Ήταν «Ήταν σ’ ένα άλμπουμ σε κάποιο συρτάρι σ υρτάρι του δωματίου σου. Θα του ήταν εύκολο να τις βρει αφότου άρχισε να σε επισκέπτεται. επισκέπτεται. Μπορεί μάλιστα να έβαλε ανάμεσά τους και μερικές δικές του φωτογραφίες. Πρέπει να είχε κάποιες που είχατε τραβήξει οι δυο σας όταν… όταν όταν βλεπόσασταν πριν πριν από χρόνια. χρόνι α. Το προσωπικό προσωπικ ό του Γουόρινγκ Χάουζ Χ άουζ ήταν σίγουρο πως εκείνος ο άντρας που σε επισκεπτόταν επισκεπτόταν ήταν ήταν ο ίδιος ίδι ος που έδειχναν οι φωτογραφίες στο άλμπουμ». άλμπουμ». «Κι έτσι έφερα τις φωτογραφίες μου πίσω στο σπίτι σ πίτι του Μάικ, κι αυτός τις έκρυψε σ’ ένα μεταλλικό μεταλλικό κουτί; Και μετά επινόησε την πυρκαγιά πυρκαγιά για να εξηγήσει γιατί ήταν τόσο λίγες;» «Ναι», απάντησε ο δόκτωρ Νας. Φαινόταν κουρασμένος και ένοχος. Αναρωτήθη Αναρω τήθηκα κα αν θεωρούσε θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για όσα έγιναν. Ήλπιζα Ήλπιζ α πως όχι. Σε τελική ανάλυση με βοήθησε. Εκείνος Εκείνος με έσωσε. Και είχα την ελπίδα ότι θα μπορούσε ακόμα να γράψει το άρθρο του και να παρουσιάσει την περίπτωσή μου. Να αναγνωριστούν αυτά που έκανε για μένα. Άλλωστε, χωρίς αυτόν θα ήμουν… Δε θέλω να σκέφτομαι σκέφτομαι πού θα ήμουν. ήμουν. «Πώς με βρήκες;» βρήκες;» ρώτησα.
Μου εξήγησε ότι η Κλερ είχε εί χε τρελαθεί τρελαθεί από ανησυχία αφότου μιλήσαμε, μιλήσαμε, αλλά παρ’ όλα αυτά περίμενε να της τηλεφωνήσω την επόμενη μέρα. «Ο Μάικ πρέπει να αφαίρεσε τις σελίδες από το ημερολόγιό σου εκείνο το βράδυ, γιατί δε γνώριζες γνώρι ζες ότι κάτι δεν πάει καλά όταν μου έδωσες το ημερολόγιο την Τρίτη Τρί τη και ούτε κι εγώ κατάλαβα κάτι. κάτι. Αφού λοιπόν λοι πόν δεν της τηλεφώνησες, σε πήρε η Κλερ, αλλά είχε μόνο τον αριθμό του κινητού που σου έδωσα, έδω σα, και ο Μάικ το είχε εί χε πάρει κι αυτό. Έπρεπε να το το φανταστώ ότι κάτι δεν πάει καλά όταν σε πήρα σ’ αυτό τον αριθμό σήμερα το πρωί και δεν απάντησες. απάντησες. Αλλά δεν έδωσα έδω σα σημασία. Απλώς σε πήρα στο άλλο σου τηλέφωνο…» τηλέφωνο…» Κούνησε το κεφάλι. κεφάλι. «Δεν πειράζει», αποκρίθηκα. «Συνέχισε». «Θα πρέπει πρέπει να υποθέσουμε ότι διάβαζε δι άβαζε το ημερολόγιό σου σ ου τουλάχιστον την τελευταία εβδομάδα, μπορεί μπορεί και κ αι περισσότερο. περισσ ότερο. Στην αρχή η Κλερ δεν κατάφερε κατάφερε να βρει τον Άνταμ και δεν είχε τον αριθμό του Μπεν, Μπεν, οπότε τηλεφώνησε τηλεφώνησε στο Γουόρινγκ Γουόρι νγκ Χάουζ. Είχαν μόνο έναν αριθμό, που νόμιζαν πως ήταν του Μπεν, αλλά στην πραγματικότητα ανήκε στον Μάικ. Η Κλερ δεν είχε τον δικό δι κό μου αριθμό, ούτε καν το όνομά μου. μου. Τηλεφώνησε στο σχολείο σχολεί ο όπου δούλευε ο Μάικ και τους έπεισε να της δώσουν δώσ ουν τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του, αλλά ήταν και τα δύο ψεύτικα. Έτσι, βρέθηκε σε αδιέξοδο». αδιέξο δο». Σκέφτηκα Σκέφτηκα αυτό τον άνθρωπο που ανακάλυψε το ημερολόγιό μου και το διάβαζε κάθε μέρα. Γιατί δεν το κατέστρεψε; Επειδή είχα γράψει ότι τον αγαπάω. Κι επειδή αυτό ήθελε να συνεχίσω να πιστεύω. Πιθανόν, όμως, όμως , να του αποδίδω πολύ ευγενικά κίνητρα. κίν ητρα. Μπορεί Μπορεί απλώς να ήθελε να τον δω να το καίει. «Η Κλερ δεν τηλεφώνησε στην αστυνομία;» «Τηλεφώνησε», «Τηλεφώνησε», απάντησε απάντησε ο δόκτωρ Νας. «Αλλά πέρασαν πέρασαν μερικές μέρες μέχρι ν’ αρχίσουν να την παίρνουν στα σοβαρά. Στο μεταξύ μεταξύ βρήκε τον Άνταμ, κι εκείνος της είπε πως ο Μπεν βρισκόταν στο εξωτερικό για λίγο λί γο κι ότι, απ’ όσο ήξερε ο ίδιος, ίδι ος, εσύ ήσουν ακόμα στο Γουόρινγκ Χάουζ. Η Κλερ τούς τηλεφώνησε. Αρνήθηκαν να της πουν τη διεύθυνσή σου, αλλά τελικά υποχώρησαν κι έδωσαν έδω σαν στον Άνταμ το δικό μου τηλέφωνο. Πρέπει να το θεώρησαν καλό συμβιβασμό, επειδή ήμουν γιατρός. Η Κλερ Κ λερ κατάφερε να με με βρει μόλις σήμερα το απόγευμα». «Σήμερα το απόγευμα;» «Ναι. «Ναι. Η Κλερ μ’ έπεισε ότι κάτι δεν πάει καλά, κι όταν ανακάλυψα ανακάλυψα ότι ο Άνταμ ζούσε, φυσικά βεβαιώθηκα. Ήρθαμε να σε βρούμε στο σπίτι, αλλά στο μεταξύ μεταξύ εσείς είχατε φύγει ήδη για το Μπράιτον». «Πώς ξέρατε πού να με βρείτε βρείτε εκεί;» «Σήμερα «Σήμερα το το πρωί μού ανέφερες ανέφερες ότι ο Μπεν Μπεν –με συγχωρείς, ο Μάικ– σου είχε πει πως θα πάτε εκδρομή το Σαββατοκύριακο. Σου είπε πως θα πηγαίνατε στην παραλία. Όταν η Κλερ με ενημέρωσε για το τι συμβαίνει, κατάλαβα πού θα σε πήγαινε». Έγειρα πίσω. πίσω . Ένιωθα Ένιω θα κουρασμένη. κουρασμένη. Εξουθενωμένη. Ήθελα μόνο μόνο να κοιμηθώ, κοι μηθώ, αλλά φοβόμουν. Φοβόμουν τι μπορεί να ξεχνούσα. «Μα μου είπες ότι ο Άνταμ είναι είναι νεκρός…» αντιγύρισα. «Ότι είχε σκοτωθεί. σκο τωθεί. Όταν καθόμασταν καθόμασταν στο πάρκινγκ. Και Κ αι για γι α την πυρκαγιά επίσης. Μου το επιβεβαίωσες…» Χαμογέλασε θλιμμένα. «Γιατί «Γιατί αυτό μου είχες εί χες πει…» Του αποκρίθηκα ότι δεν καταλάβαινα. «Μια μέρα, μερικές εβδομάδες μετά την πρώτη μας συνάντηση, μου δήλωσες ότι ο Άνταμ
ήταν νεκρός. Προφανώς σ’ το είχε πει ο Μάικ, κι εσύ τον πίστεψες. Όταν Όταν με ρώτησες στο πάρκινγκ, σου απάντησα αυτό αυτό που πίστευα πως ήταν αλήθεια. Το ίδιο ί διο έγινε και με την πυρκαγιά. Πίστευα ότι είχε πιάσει φωτιά το σπίτι σας σ ας γιατί αυτό μου είχες πει». «Μα θυμήθηκα την κηδεία του Άνταμ…» μουρμούρισα. «Το φέρετρό του…» Πάλι το θλιμμένο χαμόγελο. «Η φαντασία σου…» «Μα «Μα είδα φωτογραφίες… Εκείνος ο άνθρωπος…» –μου ήταν αδύνατο να προφέρω το όνομα του Μάικ– «μου έδειξε φωτογραφίες όπου ήμαστε μαζί, φωτογραφίες από το γάμο μας. Βρήκα κάποια φωτογραφία με μια ταφόπλακα. Είχε το όνομα του Άνταμ…» «Πρέπει να ήταν πλαστές», αποκρίθηκε. «Πλαστές;» «Ναι. «Ναι. Από κομπιούτερ. Σήμερα Σήμερα είναι πολύ εύκολο να φτιάξεις πλαστές φωτογραφίες. Πρέπει να κατάλαβε πως υποψιαζόσουν την αλήθεια, οπότε τις άφησε εκεί όπου ό που ήξερε ότι θα τις ξετρυπώσεις. Είναι πολύ πιθανό μερικές από τις φωτογραφίες στις οποίες ήσαστε οι δυο σας να ήταν επίσης πλαστές». Σκέφτηκα Σκέφτηκα τις φορές που είχα γράψει στο ημερολόγιό μου πως ο Μάικ ήταν στο γραφείο του και δούλευε. Αυτό Αυτό έκανε τελικά; Πόσο ολοκληρωτικά με είχε προδώσει… προδώσ ει… «Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο δόκτωρ Νας. Χαμογέλασα. «Ναι», «Ναι», απάντησα. απάντησα. «Έτσι «Έτσι νομίζω». νο μίζω». Τον κοίταξα κο ίταξα και συνειδητοποίησα συνειδ ητοποίησα ότι είχα μια εικόνα του όπου φορούσε διαφορετικό κοστούμι κο στούμι και είχε τα μαλλιά του κομμένα πολύ πολύ πιο κοντά. «Θυμάμαι πράγματα», πρόσθεσα. Η έκφρασή του δεν άλλαξε. «Τι πράγματα;» είπε. «Σε θυμάμ θυμάμαι αι με διαφορετικό δι αφορετικό κούρεμα. Και αναγνώρισα αναγνώρισ α τον Μπεν όταν τον είδα. Και τον Άνταμ και την Κλερ στο ασθενοφόρο. Και θυμήθ θυμήθηκα ηκα πως πως την είχα δει τις τις προάλλες. Πήγαμε στην καφετέρια καφετέρια στο Αλεξάνδρα Πάλας. Ήπιαμε καφέ. Έχει ένα γιο, τον Τόμπι». Τ όμπι». Τα μάτια του ήταν θλιμμένα. «Διάβασες το ημερολόγιό σου σήμερα;» ρώτησε. «Ναι», απάντησα. «Αλλά δεν καταλαβαίνεις; Θυμάμαι πράγματα που δεν έγραψα. Θυμάμαι Θυμάμαι τα σκουλαρίκια της Κλερ. Είναι αυτά που που φοράει τώρα. Τη Τ η ρώτησα και μου είπε πως είναι. είναι . Και θυμάμαι ότι ο Τόμπι φορούσε ένα μπλε άνορακ και κάλτσες με καρτούν και θυμάμαι θυμάμαι ότι θύμωσε γιατί γ ιατί ήθελε χυμό μήλου και είχαν μόνο πορτοκάλι και φραγκοστάφυλο. Δεν καταλαβαίνεις; Δεν τα έγραψα αυτά τα πράγματα. Τα θυμάμαι». Τώρα φαινόταν φαιν όταν ευχαριστημένος, ευχαριστημένος, αλλά ήταν ακόμα επιφυλακτικός. επιφυλακτικός. «Ο δόκτωρ Πάξτον είπε πως δε βρήκε κανένα εμφανές εμφανές οργανικό αίτιο για γι α την αμνησία. αμνησία. Αυτό σημαίνει πως οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, και σε συναισθημα συναισ θηματικό τικό τραύμα, πέρα πέρα από το σωματικό. Φαντάζομαι ότι μπορεί ένα άλλο τραύμα να αντέστρεψε την κατάσταση, έστω σε κάποιο βαθμό». Αρπάχτηκα ρπάχτηκα αμέσως αμέσως από αυτό αυτό που υπονοούσε. υπονοούσε. «Δηλαδή «Δηλαδή μπορεί να γίνω καλά;» ρώτησα. Με κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα. Είχα την αίσθηση ότι ζύγιζε ζ ύγιζε αυτά που θα έλεγε, την αλήθεια που θα ήμουν ήμουν σε θέση να αντέξω. «Οφείλω «Οφείλω να πω ότι οι πιθανότητες πιθανότητες είναι λίγες…» λ ίγες…» απάντησε. απάντησε. «Έχει «Έχει υπάρξει κάποια βελτίωση τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά απέχουμε πολύ από μια πλήρη επαναφορά της μνήμης μνήμης σου. Είναι δυνατό όμως». Ένα κύμα ευφορίας με πλημμύρισε. «Το γεγονός ότι θυμάμαι πράγματα που συνέβησαν πριν από μία εβδομάδα σημαίνει σημαίνει πως πω ς μπορώ να σχηματίσω πάλι αναμνήσεις. αναμνήσεις. Σωστά; Σω στά; Και να
τις διατηρήσω…» Μίλησε διστακτικά. «Έτσι φαίνεται, ναι… Παρ’ όλα αυτά, Κριστίν, πρέπει επίσης να είσαι προετοιμασμένη προετοιμασμένη για το γεγονός ότι ό τι αυτό το φαινόμενο μπορεί μπορεί να είναι προσωρινό. προσωρινό . Θα το ξέρουμε αύριο». «Όταν «Όταν ξυπνήσω;» ξ υπνήσω;» «Ναι. «Ναι. Είναι πολύ πιθανό, αφού κοιμηθείς απόψε, να χαθούν οι αναμνήσεις από τη σημερινή μέρα. μέρα. Όλες οι νέες, καθώς και όλες οι παλιές». «Μπορεί «Μπορεί να είμαι ακριβώς ακριβώ ς όπως όταν ξύπνησα το πρωί;» «Ναι», απάντησε. «Μπορεί». Ήταν αφόρητη αφόρητη η σκέψη να ξυπνήσω και να έχω ξεχάσει τον Άνταμ και τον Μπεν. Μπεν. Θα ήταν σαν να ζω το θάνατό μου. «Μα… «Μα…» » άρχισα να λέω. λέω . «Συνέχισε «Συνέχισε να γράφεις στο ημερολόγιό σου, Κριστίν», Κρι στίν», αντιγύρισε. «Το έχεις;» «Όχι», απάντησα. «Το έκαψε. Αυτό προκάλεσε τη φωτιά». Ο δόκτωρ Νας φάνηκε να απογοητεύετα απογοητεύεται. ι. «Κρίμα…» «Κρίμα…» αποκρίθηκε. «Αλλά ουσιαστικά δεν έχει σημασία. Όλα θα πάνε καλά τώρα. τώρα. Μπορείς ν’ αρχίσεις αρχίσει ς άλλο. Οι άνθρωποι άνθρω ποι που σ’ αγαπούν επέστρεψαν κοντά σου». «Μα «Μα θέλω να γυρίσω κι εγώ κοντά τους…» ψέλλισα. «Θέλω «Θέλω να γυρίσω κι εγώ κοντά κο ντά τους». Μιλήσαμε λίγο ακόμη, αλλά ο δόκτωρ δό κτωρ Νας ήθελε να με αφήσει με την οικογένειά μου. Ξέρω ότι προσπαθούσε απλώς να με προετοιμάσει προετοιμάσει για γι α το χειρότερο –για το ενδεχόμενο να ξυπνήσω το πρωί και να μην έχω ιδέα ι δέα πού είμαι ή ποιος είναι εί ναι αυτός ο άντρας που κάθεται κάθεται δίπλα μου ή ποιος είναι αυτός που ισχυρίζεται ισχυρίζ εται πως είναι γιος γι ος μου–, αλλά πρέπει πρέπει να πιστέψω ότι κάνει λάθος. Ότι η μνήμη μου έχει επανέλθει. επανέλθει. Πρέπει Π ρέπει να το πιστέψω αυτό. Κοιτάζω τον άντρα μου μου που κοιμάται, τη σιλουέτα του του μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Θυμάμαι πώς πρωτοσυναντηθήκαμε, τη νύχτα του πάρτι, τη νύχτα που είδα τα πυροτεχνήματα με την Κλερ στην ταράτσα. Θυμάμαι όταν μου έκανε πρόταση γάμου σ’ ένα ταξίδι στη Βερόνα και τον ενθουσιασμό που με κατέκλυσε κατέκλυσε όταν είπα το ναι. Και το γάμο μας επίσης, τη ζωή ζω ή μας μαζί. Τα θυμάμαι όλα. Χαμογελάω. «Σ’ αγαπάω…» αγαπάω…» ψιθυρίζω ψιθυρίζω,, κλείνω τα μάτια μάτια μου και κοιμάμαι. ΤΕΛΟΣ Στις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, όταν κλείνει ένα βιβλίο, ανοίγει ένας κύκλος επικοινωνίας, γι’ αυτό σας προσκαλούμε να μοιραστείτε μοιραστείτε μαζί μας κριτικές και σκέψεις σχετικές με το βιβλίο που μόλις διαβάσατε στην ιστοσελίδα http://www.psichogios.gr/site/Books/show?cid=1000330
Ο ΣΤΙΒ ΓΟΥΑΤΣΟΝ γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Μίντλαντς της Μεγάλης Βρετανίας και σήμερα ζει στο Λονδίνο. Λονδί νο. Εργάστηκε για αρκετά χρόνια στην Εθνική Υπηρεσία Υγείας. Το 2008 έγινε δεκτός στην πρώτη σειρά μαθημάτων μαθημάτων δημιουργικής γραφής που διοργάνωσαν οι εκδόσεις εκδόσ εις Faber, Fabe r, ένα πρόγραμμα πρόγραμμα αναγνωρισμένου κύρους και με αυστηρά κριτήρια επιλογής σπουδαστών, το οποίο καλύπτει καλύπτει όλες τις πτυχές πτυχές της συγγραφικής εργασίας. εργασί ας. Η ΑΜΝΗΣΙΑ ΜΝΗΣΙΑ ήταν ήταν το αποτέλεσμα αποτέλεσμα της της μαθητείας μαθητείας του του Γουάτσον. Γουάτσον. Με τα δικαιώματα δικαιώ ματα να έχουν ήδη πουληθεί σε περισσότερες από 30 χώρες, χώ ρες, η ΑΜΝΗΣΙΑ πρόκειται πρόκειται να γυριστεί γυρι στεί σε κινηματογραφική ταινία με την υποστήριξη της εταιρείας παραγωγής του Ρίντλεϊ Σκοτ. Τα γυρίσματα θα αρχίσουν μέσα στο 2011. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε την την ιστοσελίδα ισ τοσελίδα www.beforeigotosleep.com www.beforeigotosleep.com κ αθώς και το ιστολόγιο (blog) του συγγραφέα: http://www.sj-watson.blogspot.com . * Ένα εξαιρετικό εξαι ρετικό θρίλερ. Συνέχιζε να με συνταράζει συνταράζει επί ώρες ώ ρες αφότου είχα διαβάσει και την τελευταία τελευταία σελίδα. Dennis Lehane, συγγραφέας * Με δυο λόγια, λ όγια, είναι εί ναι το καλύτερο καλύτερο μυθιστόρημα από πρωτοεμφανιζόμενο πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα που έχω διαβάσει δι αβάσει ποτέ. ποτέ. ess Gerritsen, Gerritse n, συγγραφέας συγγραφέας * Λοιπόν, σύμφωνα με το ημερολόγιό μου, έχω περάσει τις τελευταίες τελευταίες ώρες στο σ το αεροπλάνο για το Σαν Φρανσίσκο, Φρανσίσ κο, αλλά δεν έχω καμία ανάμνηση από από την πτήση, γιατί αφιέρωσα όλες όλ ες εκείνες τις τι ς ώρες ώ ρες καταβροχθίζοντας την ΑΜΝΗΣΙΑ. ΑΜΝΗΣΙΑ. Θεέ μου! μου! Το Τ ο λάτρεψα! όσο ευρηματικό, ευρηματικό, τόσο φιλόδοξο και τόσο τόσο αριστοτεχνικά στημένο. Είναι πολύ σπάνιο να διαβάζεις ένα θρίλερ που που να είναι άψογο μέ μέ χρι και την τελευτ τελευταία αία λεπτομέρεια, λεπτομέρεια, αλλά το το συγκεκριμένο τα καταφέρνει καταφέρνει περίφημα! περίφημα! Sophie Hannah, συγγραφέας