ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Football against the enemy, Simon Kuper Copyright © Simon Kuper 1994,1996 First published in G reat Britain by Orion in 1994
Copyright © 1999 «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο
Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση χαι χωρίς την ανάγκη ρήτρα; απαγορευτική; των προσβολών τη;. Επισημαίνεται .πάντως ότι κατά το Ν. 2387/20 (άπως ίχει τροποποιηθεί με τον Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνη; (πον έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωση; χαι γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος ίργου, με οποιοδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια τον εκδότη.
Μ ετά φρα σ η : Μ αίρη Π ερ α ντάκ ο υ -Cook Ε π ιμ έλ εια - Διόρθω ση: Π ανα γιώ τη ς Κ ερασίδης Ε ξώ φυλλο: Κ ώστας Χ ουχουλής
Εκδόσεις «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» Ακαδημίας 88,106 78 Αθήνα. Τηλ.: 3302415,3820612 - fax: 3836658 Βιβλιοπωλεία: • Γ. Γενναδίου 6 ,106 78 Αθήνα. Τηλ.: 3817826,3806661 - fax: 3836658 • Στοά Ο ρφέως, Στοά Βιβλίου Πεσμαζόγλου 5 ,105 59 Αθήνα. Τηλ.: 3211246 Θεσσαλονίκη: Κ. Μελενίκου 30,546 35. Τηλ.: 245222
ISBN 960-344-533-9
Simon Kuper
TO ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ TOY ΕΧΘΡΟΥ
Μ ειάφρασψ Μ αίρη I Ιεραντάκου-Cook
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΘΗ ΝΑ 1999
Σ τψ οικογένηά μον και στη μνήμη της Petra van Rhede
Ευχαριστίες
Τ
ο βιβλίο αυτό μπόρεσε να γραφτεί μόνο χάρη στις συζητήσεις με εκατοντάδες ανθρώπους σε ολόκλη ρο τον κόσμο. Πολλοί άλλοι άνθρωποι χρησίμεψαν ως διερμηνείς (άλλοι πληρωμε'νοι και άλλοι όχι) ή ως ενδιά μεσοι. Ορισμένοι απλώς με βοήθησαν να αγοράσω εισι τήρια τρένων - μια πράξη ευσπλαχνίας στη Ρωσία. Ευχα ριστώ όλους τους ανθρώπους που συνάντησα και επανέλαβα τα λόγια τους μέσα στο κείμενο του βιβλίου, καθώς επίσης: - στην Αγγλία, τους Debbie Ashton και Francisco Panizza της Διεθνούς Αμνηστίας, Henry Atmore, Rachel Baxter, Joe Boyle, Nancy Branko, Jordi Busquet, Rachel Cooke, Shilpa Deshmukh, Gillian Harling, Matt Mellor, Simon Pennington, Celso Pinto, Keir Radnedge, Gavin Rees, Katrine Sawyer και Simon Veksner - στη Σκοτία, τους Raymond Boyle, Mark Dingwall, Gerry Dunbar, Jimmy Johnstone, Mark Leishman και John Scott - στη Βόρεια Ιρλανδία, τον Thom as «D.J.» McCormick και την οικογένειά του, και τον John McNair - στην Ιρλανδία, τους John Lenihan, και Marina και Pauline Millington-Ward
- στην Ολλανδία, τους Willem Baars, Rutger και Jan M aarten Slagter, το προσωπικό των έντυπων Nieuwe Revu και Vrij Nederland - στις χώρες της Βαλτικής, το Νορβηγικό Γραφείο Πλη ροφοριών στο Vilnius και τον Markus Luik - στη Ρωσία, τους Julia Artemova, Ana Borodatova, Vladimir Shinkaryov, Mark Rice-Oxley, Carey Scott, τη Sasha και την Irina - στην Ουκρανία, τον Peter Lavrenjuk - στη Δημοκρατία της Τσεχίας, τους Vclav Hubinger, Karel Novotny, Ian Tobias και το Κέντρο Τύπου και Πληροφοριών Ξένων Δημοσιογράφων - στην Ουγγαρία, τους Krisztina Feny και Gabor Vargyas - στην Ιταλία, την οικογένεια H errera, την Isabelle Grenier και την Virginie - στην Ισπανία, τους Elisabet Almeda, Salvador Giner και Nuria -σ το Καμερούν, το προσωπικό της Βρετανικής Πρεσβείας - στη Νότια Αφρική, όλους μου τους συγγενείς, τους Raymond Hack, Doctor Khumalo, Stece Komphela και Krish Naidoo - στην Μποτσουάνα, την οικογένεια Masire - στις ΗΠΑ, τους Michelle Akers-Stahl, Joy Bifeld, Sue C arpenter, Julie Faudi, Duncan Irving, Leo Kuper, Dean Linke, Celestin Monga, John Polis, Michael Whitney, Mike Woitalla, Ade, Ruth Aguilera, Andres Cavelier, Chris Cowles, Frank delUApa, Gus Martins, Meghan Oates, Derek Rae, Kristen Upchurch και Bea Vidacs - στην Αργεντινή, τους Rafael Blume, Estela de Carlotto, Peter Hamilton, Fabian Lupi, Nathaniel C. Nash, Daniel και Pablo Rodriguez Sierra, και τον Eric Weil - και στη Βραζιλία, τους Ricardo Benzaquem, Cunca Bocayuva C unha, Marcio Moreira Alves, Adam Reid και H erbert de Souza. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους Peter Gordon
και Nick Lord του τηλεοπτικού καναλιού Yorkshire Television. To 1990 παρήγαγαν μια εξαιρετική τηλεοπτι κή σειρά εκπομπών για το ποδόσφαιρο σε όλο τον κόσμο με τίτλο «The Greatest Game», και μου επέτρεψαν να πά ρω ό,τι στοιχεία ήθελα από τα πλούσια αρχεία τους με γεγονότα και συνεντεύξεις. Πήρα αμέτρητα πράγματα. Χρωστώ ιδιαίτερες ευχαριστίες στον Bill Massey και την Caroline Oakley, επιμελητές του βιβλίου μου στον εκδοτικό οίκο Orion.
Κυνηγώντας το ποδόσφαιρο σε όλο τον κόσμο δεν ξέρει πόσοι ποδοσφαιρόφιλοι υπάρχουν Κ ανείς σε όλο τον κόσμο. Η World Cup USA 1994, Inc. κυ κλοφόρησε ένα έντυπο υποστηρίζοντας ότι στο Παγκό σμιο Κύπελλο στην Ιταλία ο αριθμός τους έφτασε τα 25,6 δισεκατομμύρια (πέντε φορές τον πληθυσμό της υδρο γείου) και ότι 3 1 δισεκατομμύρια επρόκειτο να παρακο λουθήσουν το Αμερικανικό Παγκόσμιο Κύπελλο. Τα νούμερα αυτά μπορεί να μην έχουν καμία σημα σία. Για κάθε πρόσφατη οργάνωση του τελικού Παγκο σμίου Κυπέλλου συναντά κανείς αριθμούς που διαφέ ρουν μεταξύ τους κατά δισεκατομμύρια, και το ίδιο έντυ πο υποστηρίζει ότι ο επιθετικός, ο σκύλος-μασκότ του Παγκοσμίου Κυπέλλου θα έχει «θεαθεί» μέχρι τα τέλη του 1994 ένα τρισεκατομμύριο φορές. Ακριβούς ένα τρι σεκατομμύριο στρογγυλό; Ή ταν βέβαιοι; Ό μω ς ένα είναι βέβαιο, όπως υποστηρίζει το έντυπο, ότι «το ποδόσφαιρο είναι το πλέον δημοφιλές σπορ στον κόσμο». Στη Νάπολη λένε ότι, όταν ένας άντρας έχει λε φτά, πρώτα αγοράζει κάτι για να φάει, μετά πηγαίνει στο γήπεδο και μόνο τότε κοιτάζει αν του έχει μείνει τίποτα για να βρει κάπου να μείνει. Οι Βραζιλιάνοι λένε ότι ακό μη και το μικρότερο χωριό διαθέτει μια εκκλησία και ένα γήπεδο ποδοσφαίρου - «εντάξει, όχι πάντοτε μια εκκλη σία, αλλά οπωσδήποτε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου». Περισ σότεροι άνθρωποι στον κόσμο πηγαίνουν στην εκκλησία να προσευχηθούν παρά σε ποδοσφαιρικά ματς, όμως, πέ ρα από αυτό, δεν υπάρχει άλλη δημόσια ενασχόληση που να παραβγαίνει το ποδόσφαιρο. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στη θέση που κατέχει το ποδόσφαιρο στον κόσμο. 'Οταν ένα παιχνίδι είναι τόσο σημαντικό για δισεκα τομμύρια ανθρώπων, τότε παύει πλέον να είναι απλώς
© © ®
13
14
©
©
©
ένα παιχνίδι. Το ποδόσφαιρο ποτέ δεν είναι απλώς και μόνο ποδόσφαιρο: βοηθά να γίνουν πόλεμοι και επανα στάσεις και συναρπάζει μαφίες και δικτάτορες. Ξεκίνη σα να γράψω αυτό το βιβλίο με πολύ συγκεχυμένες από ψεις γύρω από το πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ή ξερ α ότι, όταν η Σέλτικ παίζει με τη Ρέιντζερς στη Γλασκόβη, όλη η Βόρεια Ιρλανδία βρίσκεται σε νευρική υπερένταση, και ότι το 1988 ο μισός και περισσότερος πληθυσμός της Ολλανδίας ξεχύθηκε στους δρόμους για να πανηγυρίσει τη νίκη της Ολλανδίας εναντίον της Γερμανίας. Είχα δια βάσει ότι η βραζιλιάνικη ομάδα χάρισε στη στρατιωτική κυβέρνηση της χώρας ακόμη μερικά χρόνια στην εξου σία, κερδίζοντας το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 (αυτό αποδείχτηκε τελικά καθαρή ανοησία), και ότι ο πόλεμος μεταξύ Νιγηρίας και Μ πιάφρας διακόπηκε μια ολόκλη ρη ημέρα για να μπορέσει ο Πελέ, ο οποίος επισκεπτό ταν εκείνη την εποχή τη χώρα, να συμμετάσχει σ’ ένα παιχνίδι. Ό λοι μας είχαμε ακουστά τον ποδοσφαιρικό πόλεμο μεταξύ Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρας. Η πρώτη μου ερώτηση τότε ήταν με ποιο τρόπο το ποδόσφαιρο επηρεάζει τη ζωή μιας χώρας. Η δεύτερη με ποιο τρόπο η ζωή μιας χώρας επηρεάζει το ποδό σφαιρό της. Τι ακριβώς, με άλλα λόγια, είναι αυτό που κάνει τη Βραζιλία να παίζει σαν Βραζιλία, την Αγγλία σαν Αγγλία, την Ολλανδία σαν Ολλανδία; Ο Μισέλ Πλατινί δήλωσε στο περιοδικό L ’Equipe: «Μια ποδοσφαιρική ομάδα αντιπροσωπεύει έναν τρόπο ζωής, μια συγκεκρι μένη κουλτούρα». Είναι άραγε έτσι; Ξεκίνησα αυτό το βιβλίο όντας «εκτός» του χώρου του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Είχα ζήσει και παίξει και παρακολουθήσει ποδόσφαιρο στην Ολλανδία, την Αγγλία, τη Γερμανία και στις ΗΠΑ, και είχα γράψει γι’ αυτό σε περιοδικά, όμως δεν είχα καθίσει ποτέ μου στο δημοσιογραφικό θεωρείο, ούτε και είχα μιλήσει ποτέ με
κάποιον επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Για το βιβλίο αυ τό ταξίδεψα στον κόσμο, παρακολουθώντας παιχνίδια και μιλώντας με προπονητές ποδοσφαιρικών ομάδων, πολίτικους, μαφιόζους, δημοσιογράφους και πλείστους όσους οπαδούς ομάδων, μερικές φορές ακόμη και με κά ποιους παίκτες. Τα μεγάλα ονόματα πάντοτε με τρόμα ζαν. Παίρνοντας συνέντευξη από τον Ρότζερ Μιλά, για παράδειγμα, μόλις και μετά βίας κατάφερνα να σηκώσω τα μάτια μου από τη λίστα με τις ερωτήσεις που είχα προετοιμάσει. Σιγά σιγά ξεπέρασα το δέος που ένιωθα απέναντι στα «αστέρια» του ποδοσφαίρου και τώρα, δέ κα μήνες μετά το Μαρακανά, καθισμένος στο σπίτι μου, στο Λονδίνο, νιώθω να μου λείπει η ζωή που γνώρισα μέ σα στο χώρο του ποδοσφαίρου. Τ αξίδεψ α επί εννέα μήνες, επισκεπτόμενος 22 χώρες, από την Ουκρανία μέχρι το Καμερούν, την Αργεντινή και τη Σκοτία. Ή ταν μια εποχή γεωγραφικής σύγχυσης. Αυτή τη στιγμή είναι αρκετές οι γλώσσες στις οποίες μπορώ να αρθρώσω με άνεση «Είμαι Άγγλος δημοσιο γράφος», αλλά στα λιθουανικά και στα εσθονικά ποτέ μου δεν τα κατάφερα να φτάσω ούτε μέχρι εκεί. Βασί στηκα σ’ ένα σωρό φίλους, και σε επαγγελματίες διερμη νείς, όποτε φυσικά είχα την οικονομική δυνατότητα να πληρώσω. Υπήρξαν ακόμη και όλα αυτά τα ταξίδια και οι μετα κινήσεις. Κάποτε πέταξα πίσω στην Αγγλία από το Λος Άντζελες, πέρασα 48 ώρες στο Λονδίνο, ξαναπέταξα στο Μπουένος Άιρες, από εκεί στο Ρίο, επέστρεψα στο Λον δίνο ένα μήνα αργότερα, έμεινα εκεί άλλες 48 ώρες, πέ ταξα στο Δουβλίνο, πήρα το λεωφορείο μέχρι τη Βόρεια Ιρλανδία και μετά το πλοίο για τη Γλασκόβη. Έφτασα στη Σκοτία μια βδομάδα μετά που έφυγα αεροπορικώς από το Ρίο, και πέντε μέρες αργότερα βρισκόμουν και πάλι σπίτι μου. Ο περιορισμένος μου προϋπολογισμός ©
@
®
15
16
©
©
©
-5 .0 0 0 λίρες για ένα ολόκληρο χρ ό ν ο - έκανε το ταξίδι ακόμη πιο περίπλοκο από όοο αφήνει να εννοηθεί αυτό καθαυτό το δρομολόγιο που ακολούθησα. Γυρίζοντας τον κόσμο, αποστερημένος από τον αγγλι κό χειμώνα, και παρακολουθώντας ποδόσφαιρο, ήταν κάτι που μάλλον μπορούσα να το αντέξω, όμως ποτέ δε βρέθηκα πνιγμένος στην πολυτέλεια. Εντάξει, συνέβη κι αυτό στην παλιά ΚΣΣΔ, όπου όποιος διέθετε δυτικό χρή μα ήταν εκατομμυριούχος που μπορούσε άνετα να χρη σιμοποιεί ταξί. Αλλά, μόλις επέστρεψα στη Δύση, βρέθη κα να μένω και πάλι σε ξενώνες νεότητας. Ό χ ι που με ένοιαζε, φυσικά, αλλά ανησυχούσα για το τι μπορούσαν να σκεφτούν οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου. Πρόεδροι ποδοσφαιρικών ομάδων, προπονητές και παίκτες είναι πλούσιοι, και εκτιμούν ιδιαίτερα τον πλούτο και στους άλλους. Με ρωτούσαν πάντοτε σε ποιο ξενοδοχείο έμενα, και συχνά αναρωτιόνταν αν οι ραφές του τζάκετ μου ήταν ξηλωμένες επειδή μου άρεσε να το φοράω έτσι. Ο Γιόζεφ Κόβανετς της Σπάρτα Πράγας μου ζήτησε 300 λί ρες για μια συνέντευξη. Ό λοι τους έχουν πανάκριβα κου ρέματα -έ ν α ς από τους λόγους που έχουν ανάγκη να κερ δίζουν τόσα χρ ή μ α τα - και όταν βρισκόμουν γύρω τους συνήθως ένιωθα απεριποίητος. Ό μ ω ς οπουδήποτε και να πήγα άκουγα πάντα να μου λένε: «Ποδόσφαιρο και πολιτική! Ή ρ θ ες στο σωστό μέ ρος». Το ποδόσφαιρο αποδεικνυόταν ότι είχε μεγαλύτε ρη σημασία από όση πίστευα. Συνάντησα έναν ποδο σφαιρικό σύλλογο ο οποίος εξάγει πυρηνικά υλικά και χρυσό, και κάποιον άλλο ο οποίος ιδρύει δικό του πανε πιστήμιο. Ο Μουσολίνι και ο Φράνκο είχαν συνειδητο ποιήσει πλήρίος τη σημασία του παιχνιδιού, και το ίδιο έκαναν ο Γζον Μέιτζορ, ο Νέλσον Μοντέλα και ο Πρόε δρος ΓΙολ Μπίγια του Καμερούν. Εξαιτίας του ποδο σφαίρου ο Νικολάι Σταρόστιν εξορίστηκε <πα σοβιετικά
στρατόπεδα, και πάλι όμως το ποδόσφαιρο ήταν εκείνο που του ε'σωσε τη ζωή του εκεί μέσα. Έ μεινε κατάπλη κτος, γράφει, που όλοι αυτοί «οι αφέντες των στρατοπέ δων, ρυθμιστές ζωής και θανάτου για χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπινων υπάρξεων... ήταν τόσο μεγαλόψυχοι για οτι δήποτε είχε σχέση με το ποδόσφαιρο. Η αποχαλινωμένη τους δύναμη πάνω στις ανθρώπινες ζωές δεν ήταν τίποτα ουγκρινόμενη με τη δύναμη που ασκούσε το ποδόσφαιρο σ’ αυτούς τους ίδιους». Έ χουν γραφτεί πολλά γύρω από τους χούλιγκανς των ποδοσφαιρικών γηπέδων. Ωστόσο κάποιοι άλλοι θιασώτες του είναι πολύ πιο επικίνδυνοι.
Ποδόσφαιρο ίσον πόλεμος α πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά όταν η Σερ βία θα έπαιζε για πρώτη φορά εναντίον της Κροα τίας, όμως εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη «πολεμική» αναμέτρηση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ήταν το παιχνί δι της Ολλανδίας εναντίον της Γερμανίας. Ό λ α ξεκίνησαν στο Αμβούργο, μια καλοκαιρινή νύ χτα του 1988, όταν η Ολλανδία νίκησε τη Γερμανία 2-1 στον ημιτελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Στην πατρίδα τους οι Ολλανδοί, που συνήθως είναι συγκροτη μένοι, εξέπληξαν τον εαυτό τους: εννέα εκατομμύρια κό σμος, πάνω από το 60% του πληθυσμού της χώρας, βγήκε στους δρόμους να πανηγυρίσει. Παρόλο που ήταν το βράδυ μιας κοινής εργάσιμης Τρίτης, κατάφερε να γίνει η μεγαλύτερη δημόσια συγκέντρωση από την ημέρα της Απελευθέρωσης. «Σε κάνει να νιώθεις ότι κερδίσαμε τον Πόλεμο επιτέλους», δήλωσε στην τηλεόραση ένας παλιός αγωνιστής της Αντίστασης. Ο Γκερ Μπλοκ, ένας πενηνταοχτάχρονος Ολλανδός,
Τ
® © ®
17
18
©
©
©
άκουσε τα νέα στην Τεγκουσιγκάλπα, όπου βρισκόταν ως προπονητής της εθνικής ομάδας της Ονδούρας. Η αντί δρασή του ήταν να αρχίσει να τρέχει στους δρόμους ανεμίζοντας μια ολλανδική σημαία. «Υστερικά, βαθύτατα ευτυχισμένος», δήλωσε. «Την επομένη ντράπηκα για τη γελοία συμπεριφορά μου». Στην πλατεία Λέιντσεπλεϊν οι κάτοικοι του Άμστερ νταμ πετούσαν ποδήλατα στον αέρα (άραγε τα δικά τους;) και ούρλιαζαν: «Ζήτω, πήραμε πίσω τα ποδήλατά μας!». Οι Γερμανοί, στη μεγαλύτερη κλοπή ποδηλάτων της ιστορίας, είχαν κατάσχει όλα τα ολλανδικά ποδήλα τα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. «'Οταν η Ολλανδία βάζει γκολ, χορεύω μέσα στο δω μάτιο», είπε ο καθηγητής δρ Α. ντε Γιονγκ, ένας μικρό σωμος γκριζομάλλης άντρας, που πέρασε τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια της ζωής του καταγράφοντας την επίσημη ιστορία των Κάτω Χωρών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σε πολλούς τόμους. «Τρελαίνο μαι για το ποδόσφαιρο», αποκάλυψε. «Και τι κατόρθωμα ήταν αυτό που πέτυχαν τούτα τα παιδιά! Φυσικά και έχει να κάνει με τον Πόλεμο. Περίεργο που οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν αυτό». Ο Γουίλεμ βαν Χάνεγκεμ, που είχε παίξει για την Ολλανδία εναντίον της Γερμανίας στον τελικό του Π α γκοσμίου Κυπέλλου του 1974, δήλωσε στο περιοδικό Vrij Nederland,·. «Γενικά, δε θα μπορούσα να πω ότι οι Γερμα νοί είναι οι καλύτεροί μου φίλοι. Ο Μ πεκενμπάουερ ήταν οκέι. Έ δειχνε αλαζόνας, όμως αυτό οφείλεται απλώς στο στιλ του παιχνιδιού του. Τα πάντα ήταν εύκο λα γι’ αυτόν». «Τι δεν είναι εντάξει μ’ αυτούς;» ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Πώς να το κάνουμε, έχουν τους λάθος προγόνους, φυσικά», απάντησε ο Βαν Χάνεγκεμ. Η ολ λανδική λέξη/ο«/, η οποία σημαίνει «λάθος», έχει επίσης την πολύ συγκεκριμένη έννοια κάποιου που υπήρξε «λά-
θος, κακός στον Πόλεμο». «Δεν είναι δικό τους το λάθος», είπε ο δημοσιογράφος που έπαιζε το συνήγορο του δια βόλου. «Πιθανόν όχι», απάντησε ο Βαν Χάνεγκεμ, «αλλά το γεγονός παραμένει το ίδιο». Είχε χάσει τον πατέρα του και τους δυο του αδερφούς από βόμβα στον Πόλεμο, ενώ το περιοδικό Vrij Nederland, το όνομα του οποίου ση μαίνει «Ελεύθερη Ολλανδία», ξεκίνησε την ύπαρξή του ως παράνομη αντιστασιακή εφημερίδα στον Β' Παγκό σμιο Πόλεμο. «Κρίμα που οι Γιαπωνέζοι δεν παίζουν κι αυτοί ποδόσφαιρο», είπε θλιμμένα, κάνοντας πλάκα. Αποδείχτηκε ότι το Αμβούργο είχε καταφέρει να εκτο νώσει πικρίες παντού στον κόσμο. Στη συνέντευξη Τύπου μετά τον αγώνα εκατόν πενήντα ξένοι δημοσιογράφοι ση κώθηκαν όρθιοι και επευφήμησαν χειροκροτώντας τον Ολλανδό προπονητή της ομάδας Μίκελς. Έ νας ρεπόρτερ από την ολλανδική εφημερίδα De Telegraaf έγραψε ότι ένας Ισραηλινός δημοσιογράφος στο θεωρείο Τύπου τού είχε δηλώσει ότι υποστήριζε την Ολλανδία, και είχε προ σθέσει: «Καταλαβαίνεις φυσικά το γιατί». Οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές είναι πάντοτε ευγενείς απέναντι στους αντιπάλους τους, επειδή ξέρουν ότι κάπου θα τους ξανασυναντήσουν. Ό μ ω ς οι Ολλανδοί δεν ήταν ευγενείς απέναντι στους Γερμανούς. Ο Ρόναλντ Κούμαν έγινε έξαλλος επειδή δεν είχαν εκφράσει τα συγ χαρητήριά τους μετά το παιχνίδι. Είπε ότι ο Ό λ αφ Τον, με τον οποίο είχαν ανταλλάξει φανέλες, ήταν ο μόνος ευγενής ανάμεσα στους Ολλανδούς. Ο Μίκελς, ο Ολλανδός προπονητής και ο άνθρωπος που εισήγαγε την έκφραση «Ποδόσφαιρο ίσον Πόλεμος», ομολόγησε «ένα επιπλέον αίσθημα ικανοποίησης για λόγους που δε θα ήθελα να αναφέρω αυτή τη στιγμή». Βγαίνοντας από τα αποδυτή ρια για το δεύτερο ημίχρονο, κάτω από τις λοιδορίες του γερμανικού πλήθους, είχε σηκώσει το μεσαίο του δάχτυ λο κάνοντας το γνωστό σήμα. Ο Άρνολντ Μίρεν είπε ότι
® @ ®
19
©
20
@
@
νικώντας τη Γερμανία ήταν το ίδιο σαν η Ιρλανδία να εί χε νικήσει την Αγγλία, αλλά αυτό ήταν μάλλον ατυχής παραλληλισμός. Λίγους μήνες αργότερα ένα ολλανδικό βιβλίο ποίησης κυκλοφόρησε με τίτλο Ολλανδία-Γερμανία. Ποδοσφαιρική Ποίηση. Μερικά από τα ποιήματα ήταν γραμμένα από καταξιωμένους επαγγελματίες ποιητές, και άλλα από επαγγελμοτίες ποδοσφαιριστές. Από τότε ηον θυμάμαι τον εαυτό μου κι ακόμη πριν από αυτό οι Γερμανοί ήθελαν να γίνουν παγκόσμιοι πρωταθλητές. έγραψε ο Α. Τζ. Χέερμα βαν Βος. Ο ποιητής Τζουλς Ντέελντερ από το Ρότερνταμ, σε ένα ποίημά του με τίτλο «21-6-88», τελειώνει με αυτές τις γραμμές γύρω από το γκολ του Βαν Μπάστεν: Αυτοί που έπεσαν νεκροί Σηκώθηκαν από τονς τάφους τους επευφημώντας. Ο Χανς Μ πόσκαμπ έγραψε: Ανόητες γενικεύσεις γύρω από ένα λαό Ή ένα έθνος τις απεχθάνομαι. Μια αίσθηση αναλογίας είναι πολύ προσφιλής σ' εμένα. Γλυκιά εκδίκηση, σκεφτόμουν, δεν υπάρχει Ή διαρκεί μόνο για πολύ λίγο Και τότε ήρθε εκείνο το απίστευτα υπέροχο Βραδινό της Τρίτης στο Αμβούργο. Τα ποιήματα που γράφτηκαν από ποδοσφαιριστές εί-
ναι ανάμεικτα από άποψη ποιότητας. Τα χειρότερα προ έρχονται από τον Άρνολντ Μίρεν, τον Γιόχαν Νέεσκενς και τον Γουίμ Σουρμπίερ. Η ποιητική προσπάθεια του Γιαν Βάουτερς είναι η πλέον σοφιστικέ: κενοί στίχοι με διασκελισμούς σε εκτός κλισέ γλώσσα. Το ποίημα του Ρουντ Γκούλιτ, δύο μόνο γραμμές και μη μεταφράσιμο, είναι το καλύτερο που γράφηκε από όλους τους παίκτες και ένα από τα καλύτερα σε ολόκληρη την ποιητική συλ λογή. Το ποίημα του Τζόνι Ρεπ τελειώνει ως εξής: ΥΓ. Τούτη η καινούρια ιρανέλα αξίζει μόνο Να σκουπίσεις μ ’ αυτή τον κύΧο σου. Το ποίημα αναφέρεται στις βρόμικες, με τιγροειδείς ραβδώσεις, ολλανδικές φανέλες, αλλά επίσης και στην ομολογία που έκανε ο Ρόναλντ Κούμαν μετά το ματς: ότι είχε χρησιμοποιήσει τη γερμανική φανέλα που του είχε δώσει ο φίλος του ο Τον για χαρτί τουαλέτας. Ό λ α σχε δόν τα ποιήματα αναφέρονταν στον Πόλεμο. Είναι δελεαστική η σκέψη ότι ο Βαν Μπάστεν (που αρνείται να μιλήσει γερμανικά σε συνεντεύξεις) λυτρώ θηκε από τις κρυμμένες τραυματικές εμπειρίες σαράντα τριών μεταπολεμικών χρόνων σκοράροντας στο Αμβούρ γο, όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο. Ο Πόλεμος είχε να κάνει πολύ λιγότερο με τη μεγαλύτερη αντιπαλότητα του ευρω παϊκού ποδοσφαίρου. Πριν από το Αμβούργο, λίγοι ήταν οι Ολλανδοί που έτρεφαν έντονα αρνητικά αισθήματα απέναντι στους Γερμανούς. Οπωσδήποτε η αντιπάθεια υπήρχε. Έ ζησα δέκα χρό νια στην Ολλανδία, στο Λέιντεν, κοντά στη Βόρεια θ ά λασσα, και μπορούσα να δω ότι οι Γερμανοί τουρίστες μας δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς. «Πώς γιορτάζουν οι @
®
©
21
22
©
©
©
Γερμανοί την εισβολή στην Ευρώπη;» «Επαναλαμβάνοντάς την κάθε καλοκαίρι». Ό μ ω ς θυμάμαι επίσης ότι, όταν η Αγγλία έπαιξε εναντίον της Δυτικής Γερμανίας το 1982, οι περισσότεροι τινέιτζερς συμμαθητές μου ήθε λαν να νικήσει η Γερμανία. Το ποίημα του Τζάαπ ντε Γκροτ στη συλλογή Ολλανδία-Γερμανία υπενθυμίζει ότι όχι μόνο αυτός ο ίδιος αλλά και ολόκληρος ο κόσμος θρήνη σε για την ήττα της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Ακόμη και ο Τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλ λου του 1974 πέρασε ήρεμα, παρόλο που ο Πόλεμος, τό τε ακόμη, ήταν σχετικά φρέσκος. Ο Βαν Χάνεγκεμ άφ η σε το γήπεδο με δάκρυα στα μάτια, και το ματς εκείνο σήμαινε γι’ αυτόν πάρα πολλά πράγματα παρά οποιοσ δήποτε άλλος τελικός του Παγκομίου Κυπέλλου, όμως δεν υπήρχε η ατμόσφαιρα του 1988. Το 1974 οι παίκτες και των δύο ομάδων έδειχναν να ανήκουν στο ίδιο είδος. Ο Μ πεκενμπάουερ και ο Γιόχαν Κρόιφ, οι δύο αρχηγοί των ομάδων, ήταν φίλοι μεταξύ τους, και ο Ρεπ και ο Πολ Μ πράιτνερ καταστρατήγησαν την απόφαση της ΦΙΦΑ που απαγόρευε την ανταλλαγή φανέλας μέσα στο γήπεδο, ανταλλάσσοντας σακάκι και γραβάτα στη δεξίω ση μετά τον αγώνα. Ο Γιαν Γιόνγκμπλουντ, ο ηλικιωμέ νος Ολλανδός τερματοφύλακας, έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό του: «Μια σύντομη απογοήτευση που μετατράπηκε σταδιακά σε μια κατάσταση ικανοποίησης-μέσω-χρήματος». Η μετά το Αμβούργο ευφορία κατέλαβε εξαπίνης ακόμη και τους Ολλανδούς. Η εθνική μεταμόρφωση που επήλθε εκείνη την ημέρα (21 Ιουνίου, για την ακρίβεια) παρατηρείται εμφανέστερα στον Γιόνγκμπλουντ, ο οποί ος είπε την προηγουμένη του ματς ότι οποιαδήποτε αι σθήματα υπήρχαν μεταξύ Ολλανδών και Γερμανών είχαν εξατμιστεί. Την επόμενη ημέρα, εκ μέρους της ομάδας του 1974, έστειλε στη νικήτρια ομάδα του 1988 ένα τηλε-
γράφημα που έλεγε: «Λυτρωθήκαμε από τα δεινά μας». Μετά το Αμβούργο κάθε φορά που η Ολλανδία έπαιζε με τη Γερμανία οι Ολλανδοί ξεσπούσαν. Φαίνεται ότι τη νύχτα του Αμβούργου οι απόψεις των Ολλανδών για τους Γερμανούς άλλαξαν προς το χειρότε ρο. Μαρτυρικά στοιχεία στηρίζουν αυτή την άποψη. Το 1933 το Ολλανδικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων «Clingendael» συνέταξε μια έκθεση γύρω από τα αισθή ματα των Ολλανδών τινέιτζερς απέναντι στους Γερμα νούς. Έ χοντας ερωτηθεί να κατατάξει τις χώρες της Ευρω παϊκής Κοινότητας κατά σειρά συμπάθειας, η νεολαία κα τέταξε τελευταία τη Γερμανία. (Η Δημοκρατία της Ιρλαν δίας κατέλαβε την προτελευταία θέση προφανώς επειδή οι Ολλανδοί θεωρούν ότι εκεί γίνονται οι «δογματικές» δο λοφονίες. Η Βρετανία ήρθε τρίτη από το τέλος. Η Ισπανία ήταν η δημοφιλέστερη χώρα αμέσως μετά την Ολλανδία, με το Λουξεμβούργο στην τρίτη θέση.) Η έκθεση έδειξε ότι σι Ολλανδοί τινέιτζερς μισούν τους Γερμανούς πολύ περισσότερο από όσο οι ενήλικες Ολλανδοί. Μόνο όσοι βίωσαν τη γερμανική Κατοχή φαίνεται να τους ανταγωνί ζονται στην αντιπάθεια. «Υπάρχει βάσιμος λόγος ανησυ χίας», κατέληγε η έκθεση. Κάποια αλλαγή είχε μεσολαβή σει, και η αιτία της βρισκόταν στο ίδιο το ποδόσφαιρο. Στο ποίημά του «Πόσο βαθιά κυλάει», ο Έ ρικ βαν Μουισβίνκελ αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να εξηγήσει το Καλό και το Κακό στην κόρη του: Αδάμ, Ενα, Απαγορευμένο Μήλο; Χίτλερ, Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ; Δε γνωρίζω, είμαι αγνωστικιστής. Και κατά προτίμηση αήθης. Καλό και Κακό Κοίταξε, γλνκιά μου, κοίτα στην τηλεόραση:
® ® ©
23
24
©
©
©
Πορτοκαλί, Γκονλιτ, Λευκό. Λευκό, Μστε'ους, Μαύρο. Οι Γερμανοί παίκτες ήταν το Κακό και οι Ολλανδοί το Καλό. Ή οι Γερμανοί ήταν Γερμανοί και οι Ολλανδοί ήταν Ολλανδοί. Αυτό είχε καταστεί σαφές πολύ πριν από το εναρκτή ριο λάκτισμα. Η εφημερίδα Bild, φυλλάδα αντίστοιχη της αγγλικής Sun, τοποθέτησε ένα ρεπόρτερ στο ξενοδοχείο των Ολλανδών για να προσπαθήσει να ξεσκαλίσει όσο πε ρισσότερο βρόμικο κουτσομπολιό γινόταν. Το 1974, πριν η Ολλανδία και η Γερμανία έρθουν αντιμέτωπες στον Τ ε λικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η Bild είχε δημοσιεύσει μια ψευδή ιστορία σχετικά με το τι συνέβαινε στην ολλαν δική πλευρά, με τίτλο «Κρόιφ, σαμπάνια και γυμνά κορί τσια». Ο Κρόιφ έγινε έξαλλος, η Γερμανία νίκησε τον τελι κό, και ο Ολλανδός αρχηγός αποφάσισε να αποφύγει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Τ ο 1988, για να μην μπλέ ξουν στα κουτσομπολίστικα πλοκάμια της Bild, οι Ολλαν δοί μόλις που τολμούσαν να ξεμυτίσουν από τα δωμάτια του ξενοδοχείου τους. Π αρ’ όλα αυτά, δεν ήταν δυνατό φυ σικά να τους αφήσουν στην ησυχία τους. Τα στελέχη της Ολλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας είχαν - ε λ α φρά τη καρδία - συμφωνήσει στο αίτημα των Γερμανών σι δύο ομάδες να αλλάξουν μεταξύ τους ξενοδοχεία, και έτσι οι Ολλανδοί κατέληξαν να μείνουν στο πολυθόρυβο Ιντερκοντινένταλ, στο κέντρο της πόλης. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής του ματς, ένας Γερμανός δημοσιογράφος τηλεφώνησε στον Γκούλιτ, τον αρχηγό της ολλανδικής ομάδας, που βρισκόταν στο δωμάτιό του, για να τον ρωτήσει με ποια ομάδα έπαιζε πριν πάει στη Μίλαν. Αργότερα το ίδιο βράδυ το τηλέφωνο χτύπησε και πάλι και, όπως αναφέρει ο Γκούλιτ, «κάποιος έκανε κάποιο γελοίο σχόλιο». Μετά ένας
Γερμανός δημοσιογράφος χτύπησε την πόρτα του δωμα τίου του. Την επομένη, καθώς οι δυο πλευρές εξέταζαν το γή πεδο πριν από τον αγώνα, οι Ολλανδοί παίκτες παρατή ρησαν ότι οι αντίπαλοί τους έριχναν στα κλεφτά ματιές γεμάτες δέος στον Γκούλιτ. 'Οταν ο Γερμανός μπακ Άντι Μπρέμε, που γνώριζε κάπως τον Γκούλιτ, τον πλησίασε για να του μιλήσει, οι υπόλοιποι Γερμανοί έμειναν να κοιτάζουν το συμπαίκτη τους με ανοικτό το στόμα. «Στα σίγουρα αυτοί είναι χειρότεροι από εμάς», είπε ο Ρόναλντ Κούμαν. Ό μω ς, πρόσθεσε μελαγχολικά, «Είναι όταν πρέπει να παίξεις εναντίον τους που το πράγμα δυσκο λεύει». Εμείς οι υπόλοιποι (οι συμπάθειές μου δεν έκλι ναν προς τους Γερμανούς) μοιραζόμασταν το κακό του προαίσθημα. Στο πρώτο ημίχρονο η Ολλανδία έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο που είχε δει η Ευρώπη εκείνη τη δεκαετία. Συμπεριφέρονταν στους Γερμανούς σαν να ήταν Λουξεμβουργέζοι, αλλά δεν κατάφεραν να βάλουν γκολ. Οι Γερ μανοί εμφανίστηκαν για το δεύτερο ημίχρονο ακολουθώ ντας μια νέα τακτική: να κλοτσάνε του Ολλανδούς. Οι Ολλανδοί ανταπέδωσαν τα ίδια, και το παιχνίδι έγινε ακόμη πιο τεταμένο. Τότε ο Κλίνσμαν έπεσε πάνω στα πόδια του Φρανκ Ράικαρντ - ο αδέξιος Κλίνσμαν κολα κευόταν αργότερα να υποστηρίζει ότι έκανε επίτηδες «βουτιά» - και ο Ίο ν Ίγκνα, ο Ρουμάνος διαιτητής, έδω σε πέναλτι. «Ή ταν και οι Ρουμάνοι λάθος στον Πόλεμο;» έπιασε τον εαυτό του ν’ αναρωτιέται ένας ρεπόρτερ της Het Parool. (Ό ντως ήταν.) Ο Ματέους, γκρίζος, συνο φρυωμένος και ακάθεκτα εύστοχος, έβαλε γκολ. Γερμα νία 1-0 χάρη σε ένα τυχερό πέναλτι, το οποίο είχε μπει από τον πιο Γερμανό από τους παίκτες της ομάδας: το εί χαμε ξαναδεί αυτό να γίνεται και προηγουμένως. Ό μ ω ς ελάχιστα λεπτά αργότερα ο Μάρκο βαν Μπά@
©
®
25
26
©
©
©
στεν έπεσε κάτω μέσα στη γερμανική περιοχή και ο Ίγκ να έδωσε πέναλτι. Οι αρμόδιοι της ΟΥΕΦΑ θα έπρεπε να είχαν παρατηρήσει πολύ νωρίτερα τις αδυναμίες στην ικανότητα παρατηρητικότητας του διαιτητή, γιατί, όταν έδωσαν κατά λάθος σ’ αυτόν και στους λάινσμεν αε ροπορικά εισιτήρια για τη Στουτγάρδη, αντί για το Αμβούργο, τελείως πειθήνια το τρίο πέταξε σε λάθος πό λη. Έ φτασαν στο Αμβούργο μόλις που πρόφθασαν για να στραβώσουν το παιχνίδι. Τότε, στο 87ο λεπτό, στη φάση ενός ματς κατά την οποία η Γερμανία τυπικά έβαζε το νικητήριο γκολ, ο Βαν Μπάστεν σκοράρισε. «Δικαιοσύνη», όπως είπε ο Γκούλιτ, είχε αποδοθεί εντελώς απρόσμενα. Ο Ντον Χάου υπέστη καρδιακή προσβολή παρακολουθώντας το παιχνίδι, σε ποιο όμως ακριβώς σημείο δεν το γνωρίζω. Ολλανδία εναντίον Γερμανίας, Καλό εναντίον Κακού. Οι φανέλες μας ήταν φωτεινόχρωμες, αν και δυστυχώς γραμμωτές· οι Γερμανοί φορούσαν μαύρο και άσπρο. Εί χαμε αρκετούς έγχρωμους παίκτες στην ομάδα, συμπερι λαμβανομένου και του αρχηγού μας, και οι οπαδοί μας φορούσαν κασκέτα Γκούλιτ με ψεύτικα μαλλιά χτενισμέ να κοτσιδάκια. Οι παίκτες τους ήταν όλοι λευκοί και οι οπαδοί τους έκαναν μαϊμουδίστικα καμώματα. Οι παί κτες μας ήταν αστείοι και φυσικοί- Μία χιλιετία γερμανικού χιούμορ είναι το συντομότερο βιβλίο του κόσμου, και ο Ρούντι Βέλερ είχε εκείνο το περίεργο μαλλί τζίβα. Οι παίκτες μας είχαν ο καθένας τη δική του ξεχωριστή προ σωπικότητα- τους Γερμανούς τους ξεχώριζες απλώς από το νούμερο της φανέλας τους. Έκαναν «βουτιές». Δύο μέ ρες μετά το ματς ένας Γερμανός δημοσιογράφος προκάλεσε τον Ρόναλντ Κούμαν για κάποια δήλωση, που υποτί θεται ότι είχε κάνει σχετικά με το πόσο μισητός είναι ο γερμανικός λαός. «Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο», αντέδρασε ο Κούμαν. «Αφορά στους παίκτες της γερμανικής
ομάδας που ζητούν συνεχώς από το διαιτητή να βγάζει κίτρινες κάρτες, οι οποίοι προκαλούν, κυλιούνται στο έδαφος για το τίποτα - αυτό είναι που μας εκνευρίζει». Ό μ ω ς κατά κάποιο τρόπο ο δημοσιογράφος είχε δίκιο: αυτές ήταν παλιές γερμανικές συνήθειες τις οποίες πρό σβαλε τώρα ο Κούμαν. Οι δύο ομάδες, εν ολίγοις, συνόψισαν τον τρόπο που οι Ολλανδοί επιθυμούσαν να βλέπουν τους εαυτούς τους και τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τους Γερμανούς. Εμείς είμαστε σαν τον Ρουντ Γκούλιτ κι εκείνοι ήταν σαν τον Λόταρ Ματέους. Υπήρχαν εμφανείς αδυναμίες σ’ αυ τή την προσέγγιση, και έτσι, για να την κάνουν να στα θεί, οι Ολλανδοί ξέχασαν για λίγο τη δική τους πειθαρ χία, το δικό τους συντηρητισμό και τη δική τους έλλειψη ανοχής απέναντι στους Τούρκους και τους Μαροκινούς και τους Σουριναμέζους όπως ο Γκούλιτ. «θ α πρέπει να εξηγήσουμε πραγματικά στους Γερμανούς ότι μισούμε όλους τους ξένους», πρότεινε η εφημερίδα Vrij Nederland, κανένας όμως δεν έκανε κάτι τέτοιο. Οι Γερμανοί ήταν το Κακό και εμείς είμαστε το Καλό. Η αντίθεση αυτή φάνηκε τέλεια το 1988, κι αυτός ήταν ο λόγος που η αναμέτρηση Ολλανδίας-Γερμανίας δεν είχε αποτελέσει ποτέ μέχρι τότε ένα «εχθρικό» ματς: ποτέ πριν οι παίκτες μας δεν υπήρξαν περισσότερο ευγενείς από αυτούς. Πράγματι, το 1974 η Ολλανδία ήταν η καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα του κόσμου. («Μου άρε σε πάρα πολύ αυτό που είπε ο σοφέρ μου. Είπε: “Η καλύ τερη ομάδα δε νίκησε"», είπε ο Ολλανδός πρίγκιπας Βερ νάρδος -Γ ερμ ανός ο ίδιος ο οποίος πολέμησε στην Ολλανδική Αντίσταση- στον Κρόιφ μετά τον τελικό.) Πραγματικά, ακόμη και τότε οι Ολλανδοί διατηρούσαν την ατομικότητά τους. Ο Βαν Χάνεγκεμ έπαιξε στο τουρ νουά με παπούτσια τόσο φθαρμένα, που, όταν τα πόδια του χτυπούσαν στο ρυθμό του Εθνικού Ύμνου, το δάχτυ®
@
@
27
©
©
©
λο του ποδιού του έκανε την εμφάνισή του μέσα από μια τρύπα. Ό μ ω ς οι Γερμανοί του 1974 είχαν επίσης και κάποια γοητεία: ο Μ πεκενμπάουερ πρόσεξε το προεξέχον δάχτυλο και ρώτησε τους Ολλανδούς υπεύθυνους ένδυ σης των παικτών εάν τους είχαν τελειώσει τα παπούτσια. Αυτοί ήταν οι Καλοί Γερμανοί. Το Αμβούργο, αντίθετα, ήταν μια επανάληψη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Γερμανία είχε υπό την κατοχή της την Ολλανδία για πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια του Πολέμου, και, όπως δηλώνουν οι Ολλανδοί, όλοι τους ήταν στην Αντί σταση. Φυσικά λοιπόν, τη νύχτα του Αμβούργου, οι δεκα ετίες έμοιαζαν να εξαφανίζονται. Οι Γερμανοί φορούσαν ακόμη και τώρα αετούς στο στήθος τους. Οι Ολλανδοί παίκτες ήταν η Αντίσταση και οι Γερμανοί ήταν η Βέρμαχτ· αυτοί οι παραλληλισμοί είναι μεν παράλογοι, όμως πέρασαν από το μυαλό των περισσότερων Ολλανδών. Ο Γκούλιτ ήταν εκείνος που παρατήρησε μετά το Αμβούργο ότι, παρόλο που οι Ολλανδοί είχαν παίξει εξίσου βρόμι κα με τους Γερμανούς, ο αυστηρός ολλανδικός Τύπος για πρώτη φορά δεν είχε εκφράσει κανένα παράπονο. (Ποτέ πριν δεν είχε παρουσιαστεί το φαινόμενο Ολλανδοί δη μοσιογράφοι να σφιχταγκαλιάζουν ποδοσφαιριστές και να τους λένε με λυγμούς «Σας ευχαριστούμε».) Τα φάουλ ήταν πλήρως αποδεκτά, ακόμη και ευλογημένα από τον Ύ ψιστο, επειδή αποτελούσαν πράξεις Αντίστασης. Αυτή είναι η συνέντευξη που πήρε η Vrij Nederland από τον μπακ Μπέρι βαν Ερλ: «Στον αγώνα εναντίον της Γερμανίας τραβήξατε τα μαλλιά του τραυματισμένου Βέλερ». «Του τράβηξα πράγματι τα μαλλιά; Δε θυμάμαι καθό λου κάτι τέτοιο. Τον χάιδεψα απλώς στο κεφάλι. Δεν του τράβηξα τα μαλλιά». «Όχι;»
«Όχι. Τον χάιδεψα στο κεφάλι κι εκείνος αγρίεψε. Ούτε και που καταλαβαίνω γιατί. Αντέδραοε τελείως πα ράξενα, πετάχτηκε ξαφνικά και άρχιοε να με κυνηγάει, όμως, όταν τον σταμάτησε ο Ρόναλντ, έπεσε και πάλι κά τω και άρχισε να κυλιέται στο έδαφος. Πιστεύω πως η συμπεριφορά του ήταν πολύ παράξενη». Τόσο ο δημοσιογράφος όσο και ο Βαν Ερλ ήξεραν τι είχε πραγματικά συμβεί, αλλά ένας αγωνιστής της Αντί στασης δεν κουβεντιάζει ποτέ τα ηρωικά του κατορθώ ματα. Τ α υπαινίσσεται απλώς, με ελαφρά ειρωνεία, κάτι το οποίο δεν μπορούν να καταλάβουν καθόλου οι Γερμα νοί. Ό π ω ς είπε και ο Βαν Μπάστεν για το ολλανδικό πέναλτι: «Ο Κόλερ μ’ έκανε να χάσω την ισορροπία μου, και μετά από αυτό ο διαιτητής υπέδειξε το σημείο. Και τότε απλώς υποκλίθηκα στην κρίση του». Οι Ολλανδοί δημοσιογράφοι έβαλαν τα γέλια. Ό μ ω ς «Βέρμαχτ εναντίον Αντίστασης» δεν ήταν ο μό νος μεταφορικός παραλληλισμός γύρω από το ματς. Το Αμβούργο αποτέλεσε επίσης μια αναστροφή της εισβο λής: ένας ντυμένος στα πορτοκαλί ολλανδικός στρατός οδήγησε τα αυτοκίνητά του μέσα στην ίδια τη Γερμανία και κατατρόπωσε τους γηγενείς. (Την εποχή των τακτι κών ποδοσφαιρικών συναντήσεων Αγγλίας-Σκοτίας οι Σκοτσέζοι εισέβαλαν και έκαναν κατοχή στο Λονδίνο για μια ημέρα.) Οι Γερμανοί, εντελώς χαρακτηριστικά, εί χαν παραχωρήσει στους Ολλανδούς μόνο 6.000 εισιτή ρια, όμως, παρά το γεγονός αυτό, το στάδιο Φόλκσπαρκ ήταν γεμάτο Ολλανδούς, «θα ήταν καλύτερα αν το πα ι χνίδι γινόταν στη Γερμανία», σχολίασε ο Φρανκ Μιλ, ο Γερμανός επιθετικός, μια δήλωση που ήταν ουσιαστικά ένα καλό αστείο, τουλάχιστον για κάποιον Γερμανό. Ο κόσμος στην Ολλανδία τραγουδούσε:
@
@
@
29
30
©
©
©
To 1940 εισέβαλαν εκείνοι To 1988 εισβάλαμε εμείς, Ολλανδία, Ολλανδάρα. Το Αμβούργο δεν αποτέλεσε μόνο την Αντίσταση την οποία δεν είχαμε ποτέ καταφέρει να κάνουμε αλλά και τη μάχη που ποτέ δεν καταφέραμε να νικήσουμε ολοκλη ρωτικά. Μας θύμιζε τον Πόλεμο με έναν ακόμη τρόπο: για λίγο, μετά το Αμβούργο, όλοι οι Ολλανδοί, από τον αρχηγό μέχρι τους υποστηρικτές της ομάδας, μέχρι τον Πρωθυπουργό, ήταν όλοι ίσοι και όμοιοι. Οι παίκτες υπαγόρευσαν τον τόνο. Μετά το ματς χόρεψαν την κόνγκα και τραγουδούσαν «Πάμε για το Μόναχο», ένα τρα γούδι των οπαδών της ομάδας, και «Δε γυρνάμε ακόμη στο σπίτι», ένα δημοφιλές τραγούδι της ταβέρνας, ενώ στο ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ, ο πρίγκιπας ΓιόχανΦρίσο, ο δευτερότοκος γιος της βασίλισσας, τραγουδού σε μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο «Ο wal zijn die Duilsers stil», τη γερμανική βερσιόν του εγγλέζικου «Ακούς τους Γερμανούς να τραγουδούν;». Ο Γκούλιτ είπε ότι θα ήθελε να μπορούσε να είναι κι εκείνος ανάμεσα στο πλήθος στην πλατεία Λέιντσεπλεϊν στο Άμστερνταμ: «Σε τελευ ταία ανάλυση, πολύ δύσκολα μπορείς να κάνεις αληθινό πάρτι στη Γερμανία». Λανσάρισε τη λέξη bobo για να πε ριγράφ ει κάποιον άχρηστο επίσημο με μπλέιζερ, και έκτοτε η λήξη καθιερώθηκε στο καθημερινό λεξιλόγιο. Σε καθημερινή πλέον βάση, οι άνθρωποι στην Ολλανδία αποκαλούν ο ένας τον άλλον bobo. Δεδομένου ότι εμείς είμαστε οι υπέρμαχοι της ισότη τας, οι Γερμανοί έπρεπε να είναι οι υπερφίαλοι αλαζό νες. «Ο τρόπος που σου συμπεριφέρονται αυτοί οι τύποι, σ’ εσένα, σ’ ένα συνάδελφο, είναι απαράδεκτος. Αν σε συ ναντήσουν σε κάποιο διάδρομο με πλάτος μόλις ενός μέ-
τρου, δεν έχουν καν την ευγένεια να μπουν στον κόπο να σε χαιρετήσουν», παραπονιόταν ο Χανς βαν Μπρόκελεν, ο Ολλανδός τερματοφύλακας. Ό π ω ς συνήθως, οι Γερμανοί άφησαν να τους διαφυγει τελείως το ηθικό δίδαγμα του αγώνα. Ακόμη και ο Μπεκενμπάουερ, ο καλός Γερμανός, που ανέβηκε στο ολλανδικό λεωφορείο μετά το ματς για να συγχαρεί τους αντιπάλους του, αποκάλεσε την ήττα «άδικη». (Κατόπιν αποδυνάμωσε το επιχείρημά του προσθέτοντας: «Όμως, από την άλλη πλευρά, η Ολλανδία έπαιξε τόσο καλά, που με δυσκολία θα μπορούσα να υποτιμήσω τη νίκη της».) Ο Ματέους πίστευε ότι ο διαιτητής θα έπρεπε να κρατήσει περισσότερο χρόνο για καθυστερήσεις. Ο Βέλερ πρόσθεσε αλλοπρόσαλλα: «Οι Ολλανδοί εκθειάστηκαν τόσο πολύ, σαν να είχαν έρθει από άλλον πλανήτη». (Ό χι από άλλον πλανήτη! Από άλλη χώρα.) Μόνο η εφημερίδα Bild το έθεσε σωστά: «Ολλανδία Σούπερ», έγραφε η επικεφαλίδα της. Τ α δύο έθνη ξανάπαιξαν μεταξύ τους στο Μόναχο τον Οκτώβριο του 1988. Οι Γερμανοί παίκτες (όλοι αναγνώ στες εφημερίδων από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο) συναντήθηκαν και αποφάσισαν να μην ανταλλάξουν φανέ λες μετά το ματς. Στο Ρότερνταμ, τον Απρίλη του 1989, ένα πανό στο στάδιο παρομοίαζε τον Ματέους με τον Άντολφ Χίτλερ. Ολλανδία και Γερμανία προκρίθηκαν για την Ιταλία και συναντήθηκαν εκεί στο δεύτερο γύρο. Συναντιούνται πάντοτε στο Παγκόσμιο Κύπελλο και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ή τουλάχιστον αυτό γίνεται όποτε η Ολλανδία καταφέρνει να προκριθεί. Στο Μιλάνο σι Γερ μανοί νίκησαν 2-1, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Ο Ράικαρντ έκανε φάουλ στον Βέλερ, ο οποίος έκανε βουτιά πάνω του· ο διαιτητής έδειξε κίτρινη κάρτα στον Ράικαρντ, πράγμα που σήμαινε ότι θα αποκλειόταν από το επό©
@
®
31
32
©
©
©
μενο ματς. Ο Ράικαρντ έφτυσε τον Βέλερ, άρχισε να τρέ χει ξοπίσω του και μετά τον ξανάφτυσε. Το σύμπαν ολό κληρο, εκτός των Ολλανδών, ένιωσε αηδία. Και οι δύο παίκτες βγήκαν από το παιχνίδι, ο Βέλερ για ανεξιχνία στους λόγους. Δημιουργήθηκαν ταραχές κατά μήκος των Ολλανδογερμανικών συνόρων. Το φτύσιμο είχε παρερμηνευτεί τραγικά. Ο κόσμος, έξω από την Ολλανδία, φαίνεται να πιστεύει ότι ο Ράικαρ ντ είναι ιδιαίτερα οξύθυμος χαρακτήρας, ένα είδος Ολλανδού Πολ Ινς ή Ντιέγκο Μαραντόνα. Στην πραγμα τικότητα, είναι ένας από τους ηπιότερους ποδοσφαιριστές που υπάρχουν στον κόσμο. Τότε λοιπόν γιατί έφτυσε; Κάποιοι από τους Ολλανδούς παίκτες υποστηρίζουν ότι ο Βέλερ τού έκανε ρατσιστικά σχόλια. Αδιαμφισβήτη τα, τα τηλεοπτικά πλάνα δείχνουν τον Βέλερ να φωνάζει έξαλλος στον Ράικαρντ αμέσως μετά το αρχικό φάουλ. Ο Βέλερ ισχυρίζεται ότι τον ρωτούσε «Γιατί έκανες φάουλ πάνω μου;», και είναι πιθανόν να έγινε έτσι. Ό μ ω ς η κύρια αδυναμία της θεωρίας οι Γερμανοί-ως-Ναζί είναι ότι ο Ράικαρντ το αρνείται: επιμένει ότι ο Βέλερ δεν είπε τίποτε ρατσιστικό. Ίσ ω ς να θέλει να προστατέψει τον Βέλερ, ή να δώσει τέλος στον καβγά. (Ο Ράικαρντ, αντίθετα με πολ λούς Ολλανδούς παίκτες, δεν απολαμβάνει τους καβγά δες.) Πιθανόν να λέει την αλήθεια, και οι Ολλανδοί παί κτες που κατηγορούν τον Βέλερ να φέρονται απλώς υστε ρικά. Ο ολλανδικός Τύπος επέμεινε στο θέμα του φτυσί ματος μέχρις ότου ο Ράικαρντ είπε: «Ξανακοιτάζοντας πί σω το πράγμα, είναι στ’ αλήθεια αστείο, δεν είναι;». Αυτό αποτέλεσε ιεροσυλία. Εδώ υπήρχε ένα ολόκλη ρο έθνος που προσπαθούσε να αποδείξει ότι οι Γερμανοί είναι ρατσιστές και οι Ολλανδοί καλοί άνθρωποι, και ξαφνικά έρχεται ο Ράικαρντ και παρουσιάζει το όλο θέ μα σαν ένα αστείο! Αποδείχτηκε τελικά ότι αυτό που πραγματικά εννοούσε όταν το είπε αυτό ήταν ότι δε μι-
σοΰσε τους Γερμανούς. Και το ίδιο ισχύει για τους περισ σότερους από όσους προέρχονται από τις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες. Ο Γκούλιτ, πέρα από κάθε αμφιβολία, μισεί τους Γερ μανούς. Ό μ ω ς στην προκειμένη περίπτωση ο Γκούλιτ έχει Ολλανδή μητέρα και πατέρα από τις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες, και ανακάλυψε ότι ήταν μαύρος μόνο όταν έφτασε στα δέκα του χρόνια, και κάποτε προκάλεσε πραγματικό σάλο ανάμεσα στους Ολλανδούς των Δυτικών Ινδιών λέγο ντας ότι αισθάνεται Ολλανδός. Ο Ράικαρντ είναι διαφορε τικός. Ο πατέρας του και ο πατέρας του Γκούλιτ ήρθαν στην Ολλανδία μαζί, για να παίξουν επαγγελματικό ποδό σφαιρο, όμως ο Χέρμαν Ράικαρντ παντρεύτηκε μια γυναί κα από τις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες και ο Φράνκ Ράι καρντ γνώριζε ανέκαθεν ότι ήταν μαύρος. Ό π ω ς ο Ράι καρντ, έτσι και ο Στάνλι Μένζο, ο υπ’ αριθμόν τρία τερμα τοφύλακας της Ολλανδίας το 1990, γεννημένος στο Παραμαρίμπο του Σουρινάμ, είπε ότι θα μπορούσε να ζήσει υπομένοντας τη γερμανική νίκη. «Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο», πρόσθεσε ο Μένζο, «είναι ότι ο Αρον Γουίντερ, ο Ράικαρντ και αργότερα ο Γκούλιτ, δέχτηκαν σφυ ρίγματα κάνα δυο φορές τη στιγμή που είχαν την μπάλα στην κατοχή τους. Από την άλλη πλευρά, άκουσα Ολλαν δούς να φωνάζουν κάθε είδους πράγματα εναντίον των Γερμανών. Είναι μια παράλογη ιστορία, αλλά αδυνατώ να τη σταματήσω». Οι Ολλανδοί των Δυτικών Ινδιών είναι έξω από αυτό το παιχνίδι. Πέρασαν τον Πόλεμο στις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες, και ο ολλανδικός πατριωτι σμός είναι πιθανό να τους ανησυχεί περισσότερο παρά να τους ενθουσιάζει. Ό τα ν έφτυσε ο Ράικαρντ, η γενική υστε ρία τον κατέλαβε και αυτόν, όμως αργότερα το μετάνιωσε. Γι’ αυτόν το φτύσιμο δε σήμαινε Αντίσταση, ήταν απλώς δείγμα κακών τρόπων. Π α ρ’ όλα αυτά, το επεισόδιο έκανε τον επόμενο αγώ®
@
©
33
34
©
©
©
να Ολλανδίας-Γερμανίας ακόμη πιο τεταμένο. Οι ομά δες συναντήθηκαν στις 18 Ιουνίου 1992, στο Γκόθενμπεργκ, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, και ο Ρόναλντ Κουμαν είπε ότι ο Διάβολος ήταν αυτός που ξανάφερε μαζί αυτές τις δυο ομάδες. Αυτή τη φορά ο Ματέους, ο αρχι-Γερμανός, ήταν εκτός αγώνος λόγω τραυματισμού. Η εφημερίδα De Telegraaf παραπονέθηκε ότι ο αντικαταστάτης του Αντι Μέλερ ήταν ένα όχι ικανοποιητικό υποκατάστατο σύμβο λο, γιατί «πώς είναι δυνατόν ένας πραγματικός Ολλανδός να μισεί αξιοπρεπώς ένα Γερμανό που έχει απορρίψει ακόμη και η ίδια του η χώρα;». Εν πάση περιπτώσει, οι Ολλανδοί φίλαθλοι το κατάφεραν. Δεν είχε καμία σημα σία ποιος έπαιζε για τη γερμανική πλευρά. Ό π ω ς είπε ο Βαν Ερλ πριν από τον αγώνα: «Ριντλ, Ντολ, Κλίνσμαν, ποια είναι η διαφορά; Είναι όλοι τους επικίνδυνοι. Ό λοι οι Γερμανοί είναι επικίνδυνοι». Και εννοούσε όλοι είναι ίδιοι. Δέκα εκατομμύρια Ολλανδοί παρακολούθησαν το ματς, ένα νέο ρεκόρ της ολλανδικής τηλεόρασης, και το στάδιο επίσης ήταν γεμάτο Ολλανδούς. Οι Γερμανοί φίλαθλοι έδειξαν λιγότερο ενδιαφέρον. Ο αγώνας Ολλανδίας-Γερμανίας ήταν και γι’ αυτούς κάτι το ιδιαίτερο, αλλά όχι και τόσο ιδιαίτερο. Σε τελευταία ανάλυση, η Ολλανδία δεν ήταν η μόνη χώρα στην οποία είχε εισβάλει ο Χίτλερ. Η ολλανδική υστερία μάλλον κά νει τους Γερμανούς να σαστίζουν. Τους φαίνεται σαν μια άλλη μορφή ρατσισμού, πράγμα το οποίο, υποθέτω, πως πραγματικά είναι. «Τι μπορεί να κάνει η μικρή μου κόρη για το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι στο παρελθόν κυνή γησαν τους Εβραίους;» Ο συντάκτης της εφημερίδας Bild και πρώην ποδοσφαιρικός προπονητής Ούντο Λάτεκ ρω τά την Vnj Nederland. Ο Βέλερ επιρρίπτει τον ανταγωνι σμό αυτό στους «απ’ έξω». «Δεν έχω τίποτα εναντίον των Ολλανδών», επέμενε, μην πιάνοντας και πάλι το νόημα.
«Επισκέφτηκα το Άμστερνταμ την εποχή που ήμουν μα θητής του σχολείου». Ο Μπεκενμπάουερ δήλωσε «Παι χνίδια εναντίον της Ολλανδίας μου έχουν κοστίσει χρό νια από τη ζωή μου. Ό μ ω ς δε θα τα έχανα με τίποτα. Τα ματς αυτά αποπνέουν πάντοτε ποδόσφαιρο επιπέδου, συγκίνηση και άνευ προηγουμένου ένταση. Ποδόσφαιρο στην αληθινή του μορφή». Για τον Μ πεκενμπάουερ το ματς είναι απλώς ένα μεγάλο ντέρμπι: ό,τι ακριβώς είναι το ποδόσφαιρο στην ουσία του. Για τους Ολλανδούς αποτελεί μια πολύ πιο σκοτεινή υπόθεση. Στο Γκόθενμπεργκ, καθώς η ολλανδική ομάδα έφευγε από τα αποδυτήρια, ο Μίκελς σταμάτησε τους παίκτες και τους είπε: «Κύριοι, αυτό που πρόκειται να πω τώρα δεν το έχω ξαναπεί ποτέ πριν. θ α σκοράρετε τρία γκολ σήμερα, οι κεντρώοι θα βάλουν δύο, και οι Γερμανοί θα βάλουν ένα ή δύο. Σας εύχομαι ένα ευχάριστο παιχνίδι». Ο Ράικαρντ, παίζοντας στο κέντρο, έβαλε γκολ μετά από δύο λεπτά, και δύο Γερμανοί πέταξαν μια μικρή εκρηκτική βόμβα μέσα σ’ ένα ολλανδικό νάιτ κλαμπ, τραυματίζοντας τρία άτομα, τα οποία για κάποιο λόγο δεν παρακολουθούσαν το παιχνίδι. Το νάιτ κλαμπ βρί σκεται στην ολλανδική πόλη Κερκρέιντ, σ’ ένα δρόμο που ονομάζεται Νίβστραατ - Νέα Οδός, ο οποίος ξεκινά ει από την Ολλανδία και καταλήγει στη Γερμανία. Τότε ο Ολλανδός χαφ Ρομπ Γουίτσχε έβαλε γκολ από μια ελεύθερη μπαλιά, η μπάλα ξεγλίστρησε κάτω από τον Ριντλ στο τείχος των Γερμανών, ο οποίος τινάχτηκε πάνω και πλαγίως. «Κάνεις πλάνα για ελεύθερες μπα λιές», είπε ο Μίκελς αργότερα, «όμως ποτέ δεν ξέρεις αν οι παίκτες θα τα ακολουθήσουν. Ευτυχώς οι Γερμανοί το έκαναν». Ο Κλίνσμαν σκοράρισε για τη Γερμανία και με τά ο Ντένις Μ πέργκαμπ, παίζοντας προωθημένα για την Ολλανδία, έκανε το σκορ 3-1. Ενώ ήθελε λίγα λεπτά για να τελειώσει ο αγώνας, ο Μίκελς και ο βοηθός του Ντικ ©
©
©
35
36
©
©
©
Αντβοκάατ προσπάθησαν να βάλουν στο παιχνίδι τον Πίτερ Μποζ στη θέση του Βούτερς. Ο Βούτερς αρνήθηκε να βγει από τον αγωνιστικό χώρο, και το ίδιο έκαναν και μερικοί άλλοι Ολλανδοί παίκτες. Στο τέλος οι προπονη τές αναγκάστηκαν να αποσύρουν τον πειθήνιο νεαρό Μπέργκαμπ. «Ντένις, δίνουμε μια ευκαιρία στους φιλά θλους να σε χειροκροτήσουν», του είπε ο Αντβοκάατ. Ο Μποζ αναγκάστηκε να υποσχεθεί στον αδερφό του ότι δε θα ανταλλάξει τη φανέλα του με Γερμανό παίκτη. Το σκορ παρέμεινε 3-1, όπως ακριβώς είχε προδικάσει ο Μίκελς ότι θα συνέβαινε. Το παιχνίδι Ολλανδία-Γερμα νία ενεργοποιεί υπερφυσικές δυνάμεις. Μετά το τέλος του αγώνα, στα σύνορα κοντά στο Ένσχεντε, και στη Νίβστραατ στο Κερκρέιντ, Ολλανδοί και Γερμανοί άρχισαν να εκσφενδονίζουν ο ένας στον άλ λον ποτήρια μπίρας και πέτρες. Πεντακόσιοι πολίτες του Ένσχεντε πέρασαν τα σύνορα και άρχισαν να διαλύουν τη γερμανική πόλη Γκρονάου. Η κατάσταση πλησίασε τη μορφή πολέμου στο μέτρο που αυτό είναι επιτρεπτό ανά μεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διανοουμενίστικη ολλανδική καθημερινή εφημερίδα NRC Handelsblad, παραπονέθηκε ότι οι νεαροί οπαδοί «μετήλθαν ένα είδος ιερής αγανάκτησης την οποία δε δικαιού νταν να έχουν, και αυτό το δανεικό λεπτό αγανάκτησης είναι εκείνο που δικαιολογεί ένα λεπτό κακόγουστης κα κής συμπεριφοράς». Ό μ ω ς στην ουσία ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε να κάνει με τίποτα με το θέμα. Πόλε μος, Αντίσταση και Βέρμαχτ ήταν απλώς και μόνο λέξεις που χρησιμοποιούνταν για να πούμε ότι οι παίκτες μας ήταν η πεμπτουσία της ολλανδικής ψυχής και ότι οι δικοί τους ήταν χαρακτηριστικά Γερμανοί. Η Γερμανία και η Ολλανδία προχώρησαν στους ημι τελικούς. Η Ολλανδία είχε να αντιμετωπίσει τη Δανία, και η Γερμανία τη Σουηδία, όμως και οι δύο ομάδες πε-
ρίμεναν να φτάσουν στον τελικό. «Πάντοτε έλεγα ότι θα αναμετρηθοΰμε με τη Γερμανία δυο φορές σ’ αυτό το τουρνουά», δήλωσε στον Τύπο ο Μίκελς. «Η επόμενη φο ρά θα είναι και πάλι δύσκολη». Τα παρατσούκλια του Μίκελς είναι Σφίγγα, Στρατη γός και Ταύρος. Δεν είναι λοιπόν ο τύπος του Άλι Μακλάουντ, δεν έχει τάσεις επηρμένης αλαζονείας, και, πα ρ ’ όλα αυτά, ξέχασε ότι η Ολλανδία έπρεπε πρώτα να νική σει τη Δανία στον ημιτελικό. Το ίδιο συνέβη και με τους πάντες στην Ολλανδία. Αρκετές πτήσεις τσάρτερ για τον ημιτελικό ματαιώθηκαν, καθώς οι οπαδοί έκαναν οικο νομίες για τον τελικό εναντίον της Γερμανίας. Στο ματς εναντίον της Δανίας ολόκληρα διαζώματα έμειναν άδεια. Φυσικά οι Ολλανδοί ηττήθηκαν. Απλώς υπήρξαν πολύ αλαζόνες. Ο Πίτερ Σμάιχελ, ο Δανός τερματοφύλακας, παρατήρησε εξαγριωμένος ότι μόλις και μετά βίας κατάφεραν να σφίξουν τα χέρια όταν ο Μ έργκαμπ έβαλε το πρώτο τους γκολ. Μετά το παιχνίδι ήταν αναστατωμένοι: η Γερμανία είχε νικήσει τη Σουηδία φτάνοντας στον τελι κό. «Σώσαμε το τομάρι των Γερμανών. Ή ταν ήδη παγκό σμιοι πρωταθλητές και τώρα θα μας πάρουν τον τίτλο μας. Αυτό είναι κάτι που θα με κάνει να περάσω νύχτες αγρύπνιας», είπε ο Βαν Μπρόκελεν. Οι Γερμανοί έχασαν στον τελικό, και στην Κοπενχάγη οι Δανοί παίκτες και το πλήθος τραγουδούσε *Auf Wierdershen, Deutschland». Κι αυτοί επίσης είχαν βρεθεί υπό γερμανική κατοχή. Πολύ σύντομα η αντιπαλότητα αυτή έχασε την οξύτη τά της. Για μερικά χρόνια από το 1988 και μετά η Ολλανδία διέθετε τους πιο διάσημους παίκτες στην Ευ ρώπη και η Γερμανία μερικούς από τους πιο βαρετούς. Καθώς ο Γκούλιτ, ο Ράικαρντ, ο Βαν Μπάστεν, ο Βούτερς και ο Ρόναλντ Κούμαν αποσύρονται από το διεθνές ποδόσφαιρο, η Γερμανία θα αρχίσει να νικά εύκολα την
@ ® ®
37
Ολλανδία. Ίσ ω ς οι παίκτες μας να πάψουν τελικά να εί ναι καλύτερες ανθρώπινες υπάρξεις από τους δικούς τους. 'Οταν συμβεί αυτό, οι Ολλανδοί θα ξεχάσουν το «Ολλανδία εναντίον Γερμανίας», και το Ινστιτούτο Κλίνγκενταελ δε θα έχει πλέον λόγο να ανησυχεί.
Ο ποδοσφαιρόφιλος αναρχικός ετακόμισα στο Βερολίνο το Σεπτέμβρη του 1990, δέκα μήνες μετά την πτώση του Τείχους. Η πόλη είχε τότε δύο μεγάλες ποδοσφαιρικές λέσχες, την FC Μπερλίν στα ανατολικά και τη Χέρθα BSC στα δυτικά, και ο Χέλμουτ Κλόπφλες είχε ήδη μετακινηθεί από την Ανατολή στη Δύση. Η FC Μπερλίν ονομαζόταν Ντιναμό Βερολίνου. Πριν από την πτώση του Τείχους είχαν παίξει στο Στάδιο Γιαν, δέκα λεπτά με τα πόδια από το πρώτο μου διαμέρισμα στο Ανατολικό Βερολίνο. Η γειτονιά, η οποία ονομαζό ταν Πρεντζλάουερ Μπεργκ, ήταν μία από τις λίγες που είχαν διασωθεί από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων, και είχε ερειπω θεί προ πολλού. Οι τελευταίες επισκευές είχαν γίνει γύρω στα 1920, και το Μάη του 1945 ο Κόκκι νος Στρατός είχε να παλέψει για να καταλάβει κάθε δρό μο και στενό. Το κτίριό μου ήταν ένα από τα λίγα χωρίς τρύπες από σφαίρες, αλλά για αντιστάθμισμα το τζάμι της μπροστινής πόρτας, ένα θαυμαστό δείγμα αρ ντεκό της δεκαετίας του ’20, ήταν σπασμένο σε τέσσερα ση μεία. Ο αέρας περνούσε μέσα από το σπασμένο παράθυ ρο - τ ο περίεργο με τον αέρα του Βερολίνου είναι ότι σε κάνει να νιώθεις τη θερμοκρασία δέκα βαθμούς πιο κά τω από την κανονική - και κατάφερνε να απομακρύνει τη μυρωδιά από τα κατουρλιά των γατιών.
Μ
Σε κάθε πάτωμα μπορούσες να ακούσεις τους θορύ βους από κάθε διαμέρισμα: τους καβγάδες, το σερβίρισμα του καφέ και το φτυάρισμα του κάρβουνου. Οι ενοικια στές βρίσκονταν συνήθως όλοι στο σπίτι: τέσσερις από τους εφτά κουβαλητές του σπιτιού που έμεναν στο κτίριο είχαν πάψει πλέον να κερδίζουν το ψωμί τους, και η γειτόνισσα, κάποτε κάποιο είδος υψηλά ιστάμενης γραφειοκράτισσας, δούλευε ως καθαρίστρια. «Αν περνούσε από το χέρι μου, θα ξανάχτιζαν το Τείχος αύριο κιόλας», της άρε σε να λέει. Δεν είχε καταφέρει ακόμη να χάσει τη συνή θεια να λέει το Ανατολικό Βερολίνο απλώς «Βερολίνο». Εκτός από τη γενική ανεργία, τα νεο-ναζιστικά γκρά φιτι στους τοίχους και τον περιστασιακό Ρουμάνο ζητιά νο που υπέφερε από πολιομυελίτιδα, το Ανατολικό Βερο λίνο εξακολουθούσε να δείχνει κομουνιστική πρωτεύου σα, και ο καιρός έμοιαζε Νοέμβρης διαρκείας. Η πόλη είναι χτισμένη σε χρώμα χακί, ανοιχτό καφέ και ατέλειω τες αποχρώσεις του γκρίζου, και καμία απολύτως χάρη δεν έρχεται να προστεθεί από τα αγάλματα βλοσυρών σοσιαλιστών εργατών, τα οποία δε μοιάζουν και τόσο πο λύ στα αγάλματα των Αρείων που αντικατέστησαν. Στο κέντρο της πόλης ο Μαρξ και ο '£νγκελς εξακολουθούν να επιβιώνουν σκαλισμένοι στην πέτρα: ο Μαρξ καθι στάς, ο Ένγκελς όρθιος. Ο Λένιν προφανώς θα έπρεπε να βρίσκεται ξαπλωμένος κατάχαμα. «Την επόμενη φορά το πράγμα θα δουλέψει καλύτερα», είχε γράψει κάποιος στο μπροστινό μέρος του αγάλματος, και στο πίσω: «Λυπούμεθα πολύ». Ή τα ν μια συναρπαστική περίοδος να βρίσκεσαι στο Βερολίνο. Ό π ω ς παραπονιόταν και ένα ανατολικό φοιτητικό περιοδικό: «Τίποτα σχεδόν δεν εί ναι πλέον όπως ήταν πριν, από την άλλη πλευρά, κανείς δεν ξέρει τι πρόκειται να γίνει. Το μόνο που είναι σίγου ρο είναι ότι πρόκειται να αλλάξει». Κανείς δεν ήξερε τι επρόκειτο να απογίνει η Ντιναμό,
© © ©
39
40
©
©
©
όμως είχαν ήδη αλλάξει το όνομα της ομάδας και είχαν εγκαταλείψει το Στάδιο Γιαν, όπου δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στο νοίκι. Το γήπεδο αποτελούσε το κομψότερο κτίσμα της Πρεντζλάουερ Μπεργκ. Βρισκό ταν ακριβώς μερικά μέτρα μακριά από το παλιό Τείχος, και το θαύμαζα κάθε φορά που περνούσα μπροστά του καθ’ οδόν προς το δυτικό μέρος της πόλης, που πήγαινα για να τηλεφωνήσω. Οι πανύψηλοι προβολείς του, που υψώνονταν δύο φορές ψηλότεροι πάνω από τις κερκίδες και εξίσου γκρίζοι με αυτές, έδιναν στο γήπεδο την αί σθηση φυλακής στρατοπέδου, στην οποία και μεταβαλ λόταν τις ημέρες που υπήρχε παιχνίδι. Για να εμποδί σουν τυχόν αποδράσεις, στρατιώτες καταλάμβαναν τις εξέδρες που βρίσκονταν πλησιέστερα στις παρυφές του σταδίου κατά τη διάρκεια των ματς. Τα πλήθη των θεα τών ήταν αριθμητικά περιορισμένα. Οι παίκτες της Ντιναμό ήταν κοινώς γνωστοί ως τα «Έντεκα Γουρούνια». Ή ταν η λιγότερο δημοφιλής ομάδα στην Ευρώπη, όμως ταυτόχρονα ήταν και η πιο επιτυχη μένη: μεταξύ 1979 και 1988 κέρδισαν τον τίτλο της Ανα τολικής Γερμανίας δέκα φορές στη σειρά. Η Ντιναμό είχε ιδρυθεί μετά τον Πόλεμο με μόνο σκοπό να κρατήσει τον τίτλο του πρωταθλήματος της Ανατολικής Γερμανίας στην πρωτεύουσα. Πρόεδρος του ποδοσφαιρικού συλλόγου μέχρι την Επανάσταση του 1989 ήταν ο Έ ρικ Μίλκε, ο ογδοντάχρονος αρχηγός-φόβητρο της μυστικής αστυνομίας της Ανατολικής Γερμα νίας, της Στάζι. Ο Μίλκε ήταν γνωστός ως Έ ρ ικ ο Πρεσβύτερος για να τον ξεχωρίζουν από τον Έ ρ ικ Χόνεκερ, αρχηγό της GDR, ο οποίος ήταν ο Έ ρ ικ ο Νεότερος. (Ο Χόνεκερ ήταν μόλις στα εβδομήντα του.) Ο Μίλκε λά τρευε την ομάδα του, και έκανε όλους τους καλύτερους παίκτες της GDR να παίξουν γι’ αυτήν. (Έ νας ήταν ο Τόμας Ντολ, που μεταγράφηκε αργότερα στην Γκάτζα στο
Λάτσιο.) «Μιλούσε» επίσης σε διαιτητές, και η Ντιναμό κέρδισε πάμπολλα παιχνίδια με πέναλτι στο 95ο λεπτό. Στο Ανατολικό Βερολίνο η Γιουνιον ήταν η ομάδα της εργατιάς, κάτι που πάντοτε φιλοδοξούσε να γίνει η Ντιναμό. Οι πιο θαρραλέοι οπαδοί της ομάδας διάνθιζαν τα συνθήματα «Σιδερένια Γιούνιον» με «Γερμανία, Γερμανία», και, όταν η Γιούνιον έπαιζε με την Ντιναμό, το γήπεδο ήταν κατάμεστο, με όλο τον κόσμο να υποστηρίζει τη Γι ούνιον. Η Ντιναμό νικούσε πάντοτε, και μέσα σε δέκα λεπτά από τη λήξη κάθε αγώνα το πλήθος είχε κιόλας εγκαταλείψει το γήπεδο. Οι παίκτες της Ντιναμό ουδόλως πετούσαν από τη χαρά τους κερδίζοντας τον τίτλο κάθε χρόνο, αλλά τον περισσότερο καιρό κρατούσαν τα στόματά τους κλειστά. Κάνα δυο χρόνια πριν πέσει το Τείχος, ο ταχύτατος επι θετικός της ομάδας Αντρέας Τομ πήρε την άδεια να δώ σει συνέντευξη στο δυτικογερμανικό περιοδικό Stem. «Πολλοί άνθρωποι φεύγουν από την Ανατολική Γερμανία επειδή δεν τους αρέσει η ζωή εδώ πέρα», ομολόγησε ο Τομ, καταλήγοντας διατακτικά: «Πιστεύω πως είναι μια πολύ ασυνήθιστη χώρα». Εξακολουθούσε να είναι υπό απαγόρευση να μιλήσει στο δυτικό Τύπο όταν έπεσε το Τείχος. 'Οταν έγινε αυτό, ο ίδιος και οι συνάδελφοί του ενώθηκαν αμέσως με τις ομάδες της Μπουντεσλίγκα. Ο Γιόργκεν Μπογκς, ο προ πονητής με τους δέκα τίτλους πρωταθλήματος, παρέμεινε στην Ντιναμό, όμως έδειχνε ανίκανος να κάνει την πα λιά του μαγεία να λειτουργήσει. Την εποχή που έφτασα στην πόλη, η FC Μπερλίν έπαιζε στο μικρό γήπεδο Σπορτφόρουμ. (Προσπάθησα να το βρω ένα βράδυ και απέτυχα.) Τότε είχε ήδη αρχί σει να προσελκύει πλήθη των 1.000 ατόμων, πολλά από τα οποία ήταν χούλιγκανς, έτσι που μπορούσε πια ν’ αρ χίσει κανείς να μιλά για μια ξέφρενη πλειοψηφία. Εντού@
®
©
41
42
©©©
τοις, από άποψη ανθρώπινης ποιότητας, οι γόνοι κομου νιστών επισήμων και πρακτόρων της Στάζι ήταν μόλις μια σκάλα κάτω από Κολομβιανούς εμπόρους ναρκωτι κών και Σέρβους εθνικούς εκκαθαριστές. Λόγω των διασυνδέσεών τους μπορούσαν να ταξιδεύουν στη Δύση ακό μη και τις παλιές μέρες: κάποτε ένα μεγάλο γκρουπ από αυτούς ακολούθησε την Ντιναμό στο Μονακό. Μετά την πτώση του Τείχους άρχισαν κατά περίεργο τρόπο να συνδυάζουν τον κομουνισμό με τον νεο-ναζισμό: τα αγα πημένα τους θούρια ήταν «Sieg Heil» και «We love Mielke». H FC Μπερλίν απελπίστηκε. Η ομάδα προσέλαβε μια εταιρεία Δημοσίων Σχέσεων για να τη βοηθήσει να καθαρίσει το όνομά της, όμως πολύ σύντομα υποβαθ μίστηκε στο επίπεδο των ερασιτεχνικών ομάδων του Βε ρολίνου. Μέσα σε πέντε χρόνια, ίσως και λιγότερο, δύο αράδες σε μια τοπική εφημερίδα ανήγγειλαν ότι η FC Μπερλίν (πρωταθλήτρια της Ανατολικής Γερμανίας από το 1979 μέχρι το 1988) είχε διαλυθεί. Τ ο Δυτικό Βερολίνο διέθετε τη Χέρθα. Πρωταθλήτρια Γερμανίας στα 1930 και 1931, ήταν αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Παραδοσιακή Ομάδα, και κάποτε είχε υπάρξει η ομάδα ολόκληρου του Βερολίνου. Ό μω ς το βράδυ της 13ης Αυγούστου 1961 υψώθηκε το Τείχος, και οι μισοί από τους παίκτες και οπαδούς της Χέρθα βρέθηκαν ξαφνικά αποκλεισμένοι στο Ανατολικό Βερο λίνο. Η ομάδα άρχισε να αγοράζει λάθος παίκτες, κατηγορήθηκε για σκάνδαλα δωροδοκιών, έχασε την ευκαι ρία να αποκτήσει ένα νεαρό πλαϊνό παίκτη ονόματι Πιέρ Λιτμπάρσκι, που έπαιζε κάτω από τη μύτη της, και στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έφτασε να υποβιβαστεί στην κατηγορία των ερασιτεχνικών ομάδων. Έ παιζε στη Β' Κατηγορία της Γερμανίας όταν έπεσε το Τείχος, και ορ δές πνιγμένων στα δάκρυα Ανατολικοβερολινέζων, ντυ μένων με τη φανέλα της Χέρθα του 1950, επέδραμαν στο
Ολυμπιακό Στάδιο. Κατά πάσα πιθανότητα ο πλέον φα νατικός ανατολικός οπαδός της Χέρθα ήταν ο Χέλμουτ Κλόπφλες. Οποιοσδήποτε πιστεύει ότι το ποδόσφαιρο δεν έχει να κάνει με την πολιτική θα έπρεπε να κουβεντιάσει με τον Κλόπφλες. Είναι ένας μεγαλόσωμος, ξανθός, φεγγα ροπρόσωπος άντρας ο οποίος απελάθηκε από την Ανα τολική Γερμανία επειδή υποστήριζε λάθος ομάδες. Τον συνάντησα προς το τέλος της παραμονής μου στο Βερο λίνο. Ή τα ν ήδη 1991, εκείνος είχε εγκαταλείψει το Ανα τολικό Βερολίνο δυο χρόνια νωρίτερα και η Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας δεν υπήρχε πλέον πάνω στο χάρτη, όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλά για τον κομουνισμό. «Δεν μπορώ πια να κοιμηθώ τα βράδια, η γυναίκα μου δεν μπορεί κι εκείνη να κοιμηθεί τις νύ χτες, επειδή οι εγκληματίες που κυβερνούσαν αυτή τη χώρα είναι ακόμη ελεύθεροι». Ή ταν το θέμα στο οποίο ξαναγύριζε κάθε λίγα λεπτά, τελείως άθελά του, καθώς η γυναίκα του πηγαινοερχόταν σερβίροντας καφέ και κέικ. Έ χω δύο πηγές πληροφοριών γύρω από την απίστευ τη ζωή του Κλόπφλες: η μία είναι ο ίδιος, και η άλλη ο ογκώδης φάκελος που κρατούσε γι’ αυτόν η Στάζι του Μίλκε. Το νέο γερμανικό κράτος έχει επιτρέψει στα θύ ματα της Στάζι να διαβάσουν τους φακέλους που κρατού σε για το καθένα η μυστική αστυνομία. Διάσημοι Ανατολικογερμανοί συγγραφείς κυκλοφόρησαν σε βιβλίο τους φακέλους τους- ο Κλόπφλες μού ταχυδρόμησε φωτοαντί γραφα του δικού του. Λέει πολλά για την ποιότητα δου λειάς της Στάζι το ότι όλες οι λεπτομέρειες της ζωής του ταιριάζουν κατά γράμμα με τη δική του αφήγηση. Ο Κλόπφλες, όπως συμφωνούν και οι δύο πηγές, γεννήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1948 και έζησε εκεί μέχρι το 1989. Δούλεψε ως ηλεκτρολόγος σε μια Εταιρεία του Λα®
@
®
43
44
©
©
©
ου, και αργότερα ως καθαριστής παραθύρων σε μια σπάνια ιδιωτική επιχείρηση. «Ήμασταν ανθρωπάρια επειδή μας κρατούσαν ανθρωπάρια», μου είπε. Εξήγησε ότι είχε αλλά ξει δουλειά επειδή στην Εταιρεία του Λαού «σου υπαγόρευ αν συνεχώς τι έπρεπε να σκέφτεσαι και να κάνεις». Του αρέσει να μιλάει, ή, όπως έθετε το θέμα η Στάζι, παρουσιάζει «μια συναισθηματική συμπεριφορά που βα σίζεται στο χαρακτήρα του». Ο φάκελός του προειδοποι εί: «Ο Κ. έχει υψηλή νοημοσύνη και είναι σε θέση να κά νει συσχετισμούς». (Αν η Στάζι δεν αναφερόταν στο πρό σωπό του χρησιμοποιώντας πάντοτε το αρχικό του επω νύμου του, τότε ο φάκελός του ίσως να έμοιαζε λιγότερο με έργο του Κάφκα.) Σχετικά με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ο φάκελος αναφέρει: «Από τα σχόλιά του είναι εμφανές ότι ενημε ρώνεται από δυτικά ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Ο Κ. θαυμάζει την Μπουντεσλίγκα. Κατά την άποψη του Κ., σπορ και πολιτική δεν έχουν ουδεμία σχέση μεταξύ τους». Αυτή όμως δεν ήταν μία άποψη με την οποία συμ φωνούσε η Στάζι. 'Οταν η Δυτικογερμανή γραφειοκράτισσα υπάλληλος έδωσε στον Κλόπφλες το φάκελό του, του είπε: «Αναφέρει όλο για ποδόσφαιρο!». «Τα ψυχαγωγικά ενδιαφέροντα της οικογένειας του Κ. περιορίζονται κυρίως στο ποδόσφαιρο και στο χωρά φι τους για τα Σαββατοκύριακα στο...» αναφέρει η Στάζι. Ο Κλόπφλες μού εξήγησε: «Οι καλύτερες στιγμές στην Ανατολική Γερμανία ήταν όταν βρισκόμασταν στο καλο καιρινό μας σπίτι. Ή ταν έξω από το Βερολίνο, ήσυχο, χωρίς κανέναν γύρω, χωρίς κομουνιστική προπαγάνδα, και καθόμασταν εκεί τα καλοκαιρινά βράδια βλέποντας στην τηλεόραση δυτικό ποδόσφαιρο και νιώθοντας πα νευτυχείς. 'Οταν ήμασταν στο καλοκαιρινό μας σπίτι, νιώθαμε σαν να βρισκόμασταν στη Δύση. Ή τα ν η δική μας Μικρή Καλιφόρνια. Μετά, όταν αφήσαμε την Ανα-
τολική Γερμανία, μας ίο πήραν». Παιδευόταν ήδη πέντε χρόνια να το ξαναπάρει πίσω. «Ο Κ. αυτοαποκαλείται φανατικός υποστηρικτής της ποδοσφαιρικής ομάδας του Δυτικού Βερολίνου “Χέρθα BSC”», γράφει ο φάκελος. Ό τα ν γεννήθηκε, τρία χρόνια μετά τον Πόλεμο, η Χέρθα είχε ήδη μετακινηθεί από τα ανατολικά στα δυτικά της πόλης. Ό μ ω ς το Τείχος δεν εί χε υψωθεί ακόμη, και έτσι, όντας πιτσιρικάς, ο Κλόπφλες παρακολουθούσε τα παιχνίδια της Χέρθα στην έδρα της. Το Τείχος χτίστηκε όταν εκείνος ήταν 13 ετών. «Ή ταν ένα τρελό, τελείως γερμανικό πράγμα αυτό που έγινε. Δε θα έχτιζε κανείς ένα Τείχος κατά μήκος του κέ ντρου του Λονδίνου, έτσι δεν είναι;» Χρειάστηκε να περι μένει είκοσι οχτώ χρόνια πριν ξαναδεί την ομάδα του να παίζει στην έδρα της. Για τους πρώτους λίγους μήνες μετά την ανέγερση του Τείχους περνούσε τα σαββατιάτικα απογευματά του πλάι στο Τείχος ανάμεσα στο πλήθος των οπαδών της Χέρθα του Ανατολικού Βερολίνου, ακούγοντας τους ήχους που έρχονταν από το γήπεδο της Χέρθα, που απείχε λιγότερο από εκατό μέτρα από τα σύνορα. Ό τα ν το πλήθος μέσα στο γήπεδο ξεσπούσε σε επευφημίες, το συγκεντρωμένο πλήθος πίσω από το Σιδηρούν Π αραπέτασμα ζητωκραύ γαζε κι εκείνο. Πολύ σύντομα σι συνοριακοί φρουροί έβαλαν τέρμα σ’ αυτή την ιστορία. Αργότερα η Χέρθα μετακινήθηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του Δυτικού Βερολίνου, χιλιόμετρα μακριά από το Τείχος και εκτός ακουστικού πεδίου. Τ ι μπορούσε να γίνει; «Είχαμε οργανώσει μια “Λέσχη Χέρθα” στο Ανατολικό Βερολίνο, παράνομη φυσικά. Συ νηθίζαμε να συναντιόμαστε μια φορά το μήνα, σε διαφο ρετικό μέρος κάθε φ ορά. Συχνά δηλωνόμασταν ως ομάδα μπίνγκο και νοικιάζαμε την πίσω αίθουσα κάποιας καφετέριας. Σε κάθε συνάντηση δεχόμασταν την επίσκεψη του ©
®
®
45
46
@ © ©
προπονητή της Χέρθα, και καμιά φορά έρχονταν επίσης και παίκτες ή στελέχη της διοίκησης. Πιστεύω ότι συνά ντησα όλους τους προπονητές της Χέρθα των τελευταίων δεκαετιών. Βασιζόμασταν σ’ αυτούς για να μας πουν τι γι νόταν στην ομάδα - όχι τα συνηθισμένα πράγματα, επειδή αυτά τα μαθαίναμε από το δυτικό ραδιόφωνο και την τη λεόραση, αλλά τι γινόταν πραγματικά στο εσωτερικό της ομάδας, το αληθινό κουτσομπολιό. Χρειαζόμασταν πλη ροφορίες, γιατί αλλιώς ζούσαμε στο Φεγγάρι. Οι προπο νητές θα πρέπει να πίστευαν ότι ήμασταν μια ομάδα παραφρόνων, όμως πάντοτε έλεγαν πόσο θλιβερή ήταν όλη αυτή η υπόθεση για μας. Τους προειδοποιούσαμε να κρα τούν μυστικές τις συναντήσεις μας, όμως εκείνοι πήγαιναν πίσω και δημοσίευαν στο πρόγραμμα της Χέρθα ότι είχαν πάει ξανά να συναντήσουν τους πιστούς οπαδούς της Χέρ θα στο Ανατολικό Βερολίνο. Έκαναν απλώς φιγούρα. Έτσι, φυσικά, άρχισαν να ξυπνούν τις υποψίες της Στάζι και να σταματούν τους προπονητές στα σύνορα. Κάποια φορά έγδυσαν τελείως τον Γιόργκεν Σόντεμαν. Σε κάθε συ νάντηση καθόμασταν και περιμέναμε και αναρωτιόμα σταν αν ο προπονητής θα κατάφερνε να περάσει τα σύνο ρα. Ή ταν συναρπαστικό, πραγματική περιπέτεια». «Υποστήριζα τη Χέρθα, την Μπάγερν Μονάχου και την εθνική ομάδα της Δυτικής Γερμανίας, όμως στην ου σία υποστήριζα οποιαδήποτε δυτική ομάδα που έπαιζε εναντίον κάποιας ανατολικής. Ή μουν παρών όταν η Ντιναμό Βερολίνου έπαιξε με την Αστόν Βίλλα, όταν έπαιξε με τη Λίβερπουλ, όταν η Φόρβορτς Φρανκφούρτης έπαι ξε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. θ υμ ά μ α ι μια κεφαλιά του Ντένις Λο από δεκαοχτώ μέτρα απόσταση που έμοιαζε με σουτάρισμα κάποιου άλλου παίχτη. Ό τα ν νι κούσαν τις ομάδες μας, οι εφημερίδες έγραφαν “Οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές από την Αγγλία...” προ σποιούμενες ότι οι δικοί μας ήταν ερασιτέχνες!»
Είναι μια μικρή ιστορική ειρωνεία ότι το μόνο παιχνί δι που έγινε ανάμεσα στις δυο Γερμανίες το πήρε η Ανα τολική Γερμανία- στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 υπερίσχυσε της Δύσης 1-0. (Ο Γιόργκεν Σπαρβάσερ, που έβαλε το γκολ, αργότερα λιποτάκτησε στη Δύση.) Ο Κλόπφλες κοίταξε πέρα όταν ανέφερα το παιχνίδι. «Απλώς δεν μπορώ να το χωνέψω», είπε. «Ή ταν μέρα πένθους στο σπίτι μας. Το Ανατολικό Βερολίνο πανηγύ ριζε, παρόλο που η νίκη ήταν απλώς θέμα τύχης. Το χει ρότερο όλων ήταν τα τριακόσια αφεντικά του Κόμματος στις κερκίδες, που ανέμιζαν τα σημαιάκια τους με το έμ βλημα της Ανατολικής Γερμανίας, χειροκροτώντας όλες τις λανθασμένες κινήσεις επειδή δεν είχαν ιδέα από πο δόσφαιρο». Ο Κλόπφλες υποχρεώθηκε να παρακολουθήσει το ματς από την τηλεόραση. Μπορούσε να μετακινηθεί μό νο μέσα στο σοβιετικό τομέα, και το έκανε. Έβγαλε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του ίδιου μαζί με διάφορους μεγάλους του δυτικού ποδοσφαίρου: ο Κλόπφλες με τον Φραντς Μ πεκενμπάουερ, με τον Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε, με τον Μ πόμπι Μουρ, με τον Μ πόμπι Τσάρλτον, με το χέρι του περασμένο γύρω από τον Ρότζερ Μιλά. Οι φωτογραφίες προέρχονται από ταξίδια του μέσα στην Ανατολική Ευρώπη, πηγαίνοντας να παρακολουθήσει παιχνίδια με επισκέπτριες δυτικές ομάδες. Με το μισθό ενός καθαριστή παραθύρων; «Κόστιζαν πάντοτε απί στευτα ακριβά, όμως, επειδή δεν ανήκα σε κάποιο εργα τικό συνδικάτο, δεν μπορούσαμε να έχουμε άλλες διακο πές, έτσι κι αλλιώς». Μέσα σε τρεις δεκαετίες είδε τη Χέρθα να παίζει μό νο μία φορά, στην Πολωνία, εναντίον της Λεχ Πόζναν. Υπήρχε μια τεράστια ουρά προς τα πολωνικά σύνορα εκείνη την ημέρα, αλλά οι φρουροί από την πλευρά της Ανατολικής Γερμανίας ήξεραν για τον αγώνα και υπο-
© © ©
47
©
©
©
χρέωναν τα αυτοκίνητα να γυρίσουν πίσω. Ο Κλόπφλες το είχε προβλέψει αυτό και είχε πάρει μαζί του τη μητέ ρα του. Στα σύνορα την έδειξε στους φρουρούς και είπε: «Μεγάλωσε στην Πολωνία. Την πηγαίνω εκεί για να ξαναδεί άλλη μια φορά το παλιό της σπίτι». Ή τα ν καθαρό ψέμα, αλλά οι συνοριακοί φρουροί τον άφησαν να περάσει και ο Κλόπφλες μπόρεσε να δει το ματς. Πίστεψε ότι είχε νικήσει το σύστημα, όμως η Στάζι γνώριζε για το τα ξίδι του. Το παιχνίδι ήταν καταχωρισμένο στον κατάλο γό τους για τα ποδοσφαιρικά του ταξίδια στο εξωτερικό. «Η οικογένειά του εκμεταλλεύεται κάθε δυνατή ευκαιρία για να παρακολουθήσει ζωντανά τις ομάδες της Μπουντεσλίγκα να παίζουν», προειδοποιεί ο φάκελός του. Η Στάζι, μη φειδομένη εξόδων, συνόδευε τον Κλόπ φλες παντού. «Ο Κ., με τη συμπεριφορά του κατά τη συ νάντηση Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας εναντίον Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ζημίωσε σημαντικά τη διεθνή φήμη της Δημοκρατίας της Ανατο λικής Γερμανίας», ανέφερε θλιβερά ένας πράκτορας της αστυνομίας. Αναφέρει επίσης έναν αριθμό άλλων ποδοσφαιρόφιλων αναρχικών οι οποίοι αμαύρωναν με τον ίδιο τρόπο την ευγενή φήμη της GDR. Ο Κλόπφλες διά βασε αργότερα στο φάκελό του ότι το αφεντικό του στην ιδιωτική εταιρεία καθαρισμού παραθύρων είχε συζητή σει το ταξίδι του στη Σόφια με τη Στάζι. «Ο σύντροφος ήταν πολύ ανοικτός και δήλωσε ότι ο ίδιος ήταν έτοιμος να υποστηρίξει ακόμη περισσότερο τα όργανα της ασφά λειας», γράφει η αναφορά της Στάζι σχετικά με αυτή τη συνάντηση. Ο Κλόπφλες συμπαθούσε το αφεντικό του. Η Μ πάγερν Μονάχου επισκέφτηκε την Τσεχοσλοβα κία το 1981 και η Στάζι πήρε μέτρα «να εμποδίσει την άφ ι ξη εχθρικών αρνητικών στοιχείων/εγκληματικά επικίνδυ νων ατόμων, καθώς επίσης και αρνητικών διεφθαρμένων νεαρών και εφήβων». Απέτυχε. Ο φάκελος του Κλόπφλες
αναφέρει: «Στις 18-3-1981 ένας μεγάλος αριθμός φιλά θλων, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους πολίτες της GDR, συγκεντρώθηκαν μπροστά από το ξενοδοχείο (της Μπάγερν)... Για να επαναφέρει τάξη και ασφάλεια, η τσεχική εθνοφρουρά υποχρεώθηκε να ανοίξει δρόμο προς το ξε νοδοχείο, κάνοντας χρήση αστυνομικών κλομπς μεταξύ άλλων μεθόδων. Η ενέργεια της εθνοφρουράς... κινηματογραφήθηκε από το παράθυρο ενός δωματίου του ξενο δοχείου από ένα άτομο αρσενικού φύλου το οποίο χρησι μοποίησε κινηματογραφική κάμερα». Τ ο άτομο ήταν ο Κλόπφλες. Ο φάκελος αναφέρει ένα απόσπασμα από κάποιο γράμμα που έγραψε αργότερα σε κάποιο πρόσωπο στο Μόναχο, προφανώς κάποιο στέ λεχος της Μπάγερν: «Κρύψαμε τα σουβενίρ μας. Μας ξαναέψαξαν στα σύνορα. Σε κάνουν να νιώθεις σαν λη στής τράπεζας. Δεν είναι ντροπή απλώς και μόνο επειδή πηγαίνεις στο γήπεδο να δεις την Μ πάγερν να σου κά νουν έρευνα κατ’ αυτόν τον τρόπο;». Μετά ο Κλόπφλες και η Στάζι άρχισαν να συναντιού νται καταμέτωπο. Ο φάκελος περιέχει μια αναφορά για κάποια «αποτρεπτική συζήτηση» που ο υπολοχαγός Χόγερ είχε με τον Κλόπφλες στις 12 Δεκεμβρίου 1981. Ο φάκελος αναφέρει: «Ο Κ. αφίχθη ακριβώς στην ώρα του, και, κατά δήλωσή του, με δημόσιο συγκοινω νιακό μέσο, δεδομένου ότι δε χρησιμοποιεί το αυτοκίνη τό του σε τέτοιες καιρικές συνθήκες, χιόνι/πάγο». Του επιτράπηκε να μιλήσει, πράγμα το οποίο και έκανε «με παθιασμένο τρόπο εξαιτίας του χαρακτήρα του». Ζήτησε να μάθει γιατί του είχαν κατασχέσει την ταυτότητά του: αυτό τον έκανε να μην μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερι κό. 'Οταν του είπαν να ηρεμήσει, έφερε το θέμα του πο δοσφαίρου και είπε ότι «αυτό ήταν το χόμπι του και ήταν αποδεκτό από την οικογένειά του... Είχε πάει στην
® ® ®
49
50
©
©
©
Πράγα για το ματς». Παραπονύθηκε στον Χόγερ ότι δεν μπόρεσε να αγοράσει εισιτήρια για το παιχνίδι της Ντιναμό Βερολίνου με τη Στουτγάρδη. «Ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει το γεγονός αυτό. Ρώτησε κατά πό σο θα του επιτρεπόταν να πάει στο ματς ακόμη και αν μπορούσε να βρει εισιτήριο. Του τονίστηκε ότι η δική του συμπεριφορά θα το αποφάσιζε. Απάντησε ότι δεν ήταν χούλιγκαν και καταδίκαζε τις πράξεις τους, κατά συνέπεια δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί του είχε αφαιρεθεί η ταυτότητά του, ενώ διάφοροι ταραχοποιοί εξακολουθούν να έχουν τις δικές τους. Ανέφερε τον Μ., ο οποίος διαμένει στη..., και οποίος είναι πολύ γνωστός από αυτή την άποψη. Ρώτησε μήπως τον μπέρδευαν με τον Μ. Σχετικά με την περίπτωση του ματς μεταξύ Μπάγερν Μονάχου και Ντιναμό Δρέσδης, δήλωσε ότι και γι’ αυτό δεν μπορούσε να προμηθευτεί επισήμως εισιτήρια. Ισχυρίστηκε όμως ότι ήξερε τον ποδοσφαιριστή... της Μπάγερν Μονάχου, και εάν του έγραφε, θα έπαιρνε τα εισιτήριά του. Του προτάθηκε τότε ότι σε αυτή την περί πτωση θα έπρεπε να τηλεφωνήσει και να συμβουλευτεί τον υπολοχαγό Χόγερ της Στάζι, στον αριθμό 5639289». Τότε ο Κλόπφλες άρχισε να κατσουφιάζει: «Αυτό δεν του άρεσε καθόλου, δήλωσε ότι σ’ αυτή την περίπτωση θα έχανε κάθε ευχαρίστηση και ενδιαφέρον για τον αγώ να. Είχε ήδη την εντύπωση ότι βρισκόταν υπό παρακο λούθηση». Ακολούθησαν και άλλες «συνομιλίες». Ο Κλόπφλες μού είπε: «Στο φάκελο τις αποκαλούν “συνομιλίες”, λες και ήμασταν καθισμένοι σ’ ένα όμορφο δωμάτιο κι εκείνοι μου έλεγαν “Λοιπόν, κύριε Κλόπφλες, ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτό το θέμα;” Πραγματικά ήταν φοβερό. Ένιωθα σαν κυνηγημένο ζώο. Μια ή δυο φορές με είχαν βάλει μέ σα σ’ ένα κελί όχι μεγαλύτερο από τη γωνιά αυτού εδώ του καναπέ», τόνισε. «Κάθε φορά ήταν και διαφορετικός ανα-
κριτής. Υποθέτω ότι ήθελαν να δουν αν θα έλεγα διαφορε τικά πράγματα στον καθένα, όμως αυτό είναι εντελώς δι κή μου εικασία. Δεν έχω ιδέα. Ουδέποτε ήξερα τι ακριβώς ήθελαν να ανακαλύψουν, και όποτε ρωτούσα, ο ανακριτής ούρλιαζε: “Εμείς κάνουμε τις ερωτήσεις εδώ!”». Κόμπια σε, γιατί στο διαμέρισμά του στο Δυτικό Βερολίνο η ιστο ρία του έμοιαζε ελάχιστα αληθινή. «Πάντοτε ήθελαν να ξέρουν ποιος άλλος ήταν μαζί μου στην ιστορία. Φρόντιζα ιδιαίτερα να μην τους δώσω ποτέ κανένα όνομα. Προφανώς, έτσι κι αλλιώς, ήξεραν τα πάντα, αλλά ήθελα να ξέρουν ότι δεν επρόκειτο να πάρουν καμία απολύτως πληροφορία από εμένα. Πάντο τε έλεγα: “Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ στην Ανατολή, δε θα αλλάξετε ποτέ τα μυαλά των ανθρώπων, απλώς αφήστε με να φύγω από την Ανατολική Γερμανία επειδή δεν μπορώ να την υποφέρω περισσότερο”». «Ο Κ. τηρεί μια πολιτικά ασταθή στάση», πίστευε η Στάζι. Τ ι ήταν εκείνο που τον είχε κάνει έναν τέτοιον εχθρό του συστήματος; «Δεν ξέρω. Ο παππούς μου ήταν αντιναζιστής, και πάντοτε συνήθιζε να λέει πόσο φριχτή ήταν η Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας, έτσι, από τότε που ήμουν πολύ νέος, άκουγα κάποιον να το επαναλαμβά νει συνεχώς. Εκτός όμως από αυτό, πραγματικά δεν ξέρω. Ή ξερ α ότι η Δύση ήταν πλουσιότερη, αλλά δε με ένοιαζε αυτό. Απλώς ήθελα να μπορώ να διαβάζω ό,τι μου αρέσει, να βλέπω ό,τι μου αρέσει, να ακούω ό,τι μου αρέσει». Κάποιες φορές τον έθεταν υπό κράτηση όταν η δυτι κή πλευρά ερχόταν να παίξει στην Ανατολική Γερμανία. «Με έκλεισαν μέσα ακόμη και όταν ο Σμιτ, ο οποίος ήταν τότε Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, επισκέφθηκε το Ανατολικό Βερολίνο το 1981. Υποθέτω πως σκέφτηκαν ότι θα πήγαινα στο αεροδρόμιο και θα άρχιζα να κουνάω κάποια γερμανική σημαία ή κάποια άλλη τέτοια ηλιθιότητα. Ή ταν δύσκολο έτσι κι αλλιώς να βρεις εισι@
@
@
51
52
©
©
©
τήρια για τα ματς εναντίον δυτικών ομάδων. Τα εισιτή ρια πήγαιναν συνήθως στα μέλη του Κόμματος· διαφο ρετικά, ολόκληρο το γήπεδο θα επευφημούσε τη δυτική ομάδα. Στο ματς με την ομάδα του Αμβούργου, για να εί ναι απόλυτα εξασφαλισμένοι, τα εισιτήρια είχαν δοθεί στους συντρόφους μόλις μια ώρα πριν αρχίσει το παιχνί δι. Εν πάση περιπτώσει, πάντοτε καταφέρναμε να μπού με μέσα στο γήπεδο, επειδή οι περισσότεροι κομουνι στές μισούσαν το ποδόσφαιρο και μας πουλούσαν τις θέ σεις τους». Μιμήθηκε ένα ηλίθιο μέλος του Κόμματος και πώς πείστηκε να δώσει το εισιτήριό του. Τον συνέλαβαν ξανά το 1985. Στο παιχνίδι Τσεχοσλοβακίας-Γερμανίας είχε προσφέρει ένα παιχνίδι Βερολινέζικο Αρκουδάκι, σύμβολο και των δύο μισών της πό λης, στο Δυτικογερμανό προπονητή Φραντς Μπεκενμπάουερ, και η Στάζι τον είχε δει τη στιγμή που του το πρόσφερε. «Σταμάτησαν το αυτοκίνητό μου στα σύνορα στο δρόμο της επιστροφής και το έψαξαν επί πέντε ώρες. Έβγαλαν ακόμη και τα τάσια από τους τροχούς και βρή καν τη φωτογραφία μου μαζί με τον Μπεκενμπάουερ». Μου έδειξε τη φωτογραφία: λίγα σκαλοπάτια πίσω από τον Κλόπφλες, τον Μπεκενμπάουερ και το αρκουδάκι, κάτω από την πινακίδα που γράφει «Restaurace», μια αγνώστων στοιχείων γυναίκα φαίνεται να κοιτάζει μέσα στο φακό και αναρωτηθήκαμε για λίγο μήπως αυτή ήταν η κατάσκοπος. Η Στάζι τού κράτησε όλα τα ποδοσφαιρικά σουβενίρ που είχε αγοράσει στην Πράγα, αλλά σημείωσαν ότι «δεν υπήρχαν ενδείξεις εγκληματικής λαθρεμπορίας. Ο Κ. δήλωσε κατά τη διάρκεια του ελέγχου ότι είναι μανιώδης συλλέκτης τέτοιων πραγμάτων. Είπε ότι θεωρούσε την έρευνα παρενόχληση και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε δει κά τι τέτοιο προηγουμένως». Ο Κλόπφλες δεν μπόρεσε ποτέ του να συνειδητοποιήσει τι σήμαινε να ζεις υπό ολοκλη-
ρωτικό καθεστώς: χωρίς κανένα ιδιάζοντα λόγο, υπέθετε πάντοτε ότι τα στάνταρ αξιοπρέπειας και κοινής λογικής θα εξακολουθούσαν να ισχύουν. Κατόπιν μου είπε: «Μου υπέβαλαν ερωτήσεις, φωνάζοντάς μου άγρια, και μπο ρούσα να καταλάβω ότι ήταν έτοιμοι να με ρίξουν στη φυλακή. Γι’ αυτό κι εγώ είπα: “Αφήστε με ήσυχο, διαφ ο ρετικά θα φωνάξω το φίλο μου τον Φραντς!” Φυσικά γνώριζα ελάχιστα τον Μ πεκενμπάουερ, όμως αυτό τους έκανε ν’ ανησυχήσουν. “Μ πορεί”, σκέφτηκαν, “ετούτος εδώ να είναι πραγματικά φίλος του Αρχηγού”, όπως τον αποκαλούσαν. “θ α το γράψουν όλες οι δυτικές εφημερί δες”, τους είπα. Φοβόντουσαν να πάρουν αυτό το ρίσκο και στο τέλος με άφησαν να φύγω». Ή τα ν τότε που η Στάζι είχε αρχίσει να παρακολουθεί τους Δυτικογερμανούς που έρχονταν σε επαφή με Ανατολικογερμανούς, και στο φάκελο του Κλόπφλες βρήκα μια «Αίτηση Π αροχής Πληροφοριών περί του Προσώπου» ενός Δυτικογερμανού ονόματι «Φραντς», κατοίκου Κιτζμπούχελ, Αυστρία. Κάθε Γερμανός ξέρει ότι εκεί ζει ο Μ πεκενμπάουερ, αλλά, επειδή ο νόμος απαγορεύει να δίνονται τα στοιχεία ταυτότητας τρίτων προσώπων στους φακέλους της Στάζι, οι δυτικοί γραφειοκράτες που είχαν αναλάβει τα αρχεία των φακέλων έχουν σβήσει το επίθε το. Δε βρήκα τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει η Στάζι για τον Μ πεκενμπάουερ. Ο Κλόπφλες συνελήφθη ξανά τον επόμενο χρόνο, ακριβώς πριν τον Τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό, επειδή έστειλε ένα τηλεγράφημα ευχόμενος κα λή τύχη στη δυτικογερμανική ομάδα. «Η Στάζι ρώτησε: “Πώς τολμάς να εύχεσαι καλή τύχη στον Εχθρό του Λα ού;” Και εγώ τους απάντησα: “Το ποδόσφαιρο σ’ αυτήν εδώ τη χώρα δεν είναι καλύτερο α π ’ ό,τι είναι στην Ισλανδία ή στο Λουξεμβούργο". “Επιμένεις γι’ αυτή σου τη δήλωση;” ούρλιαξαν. Κι εγώ είπα: “θ α την υπογράψω
® @ ®
53
54
©
©
©
κιόλας αν θέλετε”. Κοίτα να δεις, η Ανατολική Γερμανία ήταν ένα αίσχος! Είχαν μόνο 5.000 ανθρώπους να παρα κολουθούν την εθνική ομάδα, και ακόμη και τότε χρεια ζόταν να κουβαλήσουν ομαδικά με λεωφορεία πιτσιρίκια που θα παρακολουθούσαν οτιδήποτε και να ήταν». Ετοιμαζόμουν να φύγω όταν ο γιος του Κλόπφλες, ο Ραλφ, ήρθε μέσα στο δωμάτιο και κάθισε δίπλα στον πα τέρα του. Στις αρχές της πρώτης εικοσαετίας της ζωής του ο Ραλφ έχασε την εμπιστοσύνη του καθεστώτος από τα εν νιά του χρόνια, λέγοντας στο δάσκαλό του ότι ο ήρωάς του ήταν ο κανονιέρης της Μ πάγερν Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε. Ο Ρουμενίγκε ήταν ένας «ταξικός εχθρός», του οποίου την αθλητική εξάρτυση απέκτησε ο Ραλφ μετά από χρό νια. Ο καθηγητής Σέρερ, πρόεδρος της Μπάγερν Μονά χου, έφτασε μια μέρα στο διαμέρισμα των Κλόπφλες στο Ανατολικό Βερολίνο και άρχισε να γδύνεται. «Τι συμβαί νει;» αναρωτήθηκε ο Κλόπφλες. Ό μ ω ς ο Σέρερ αποδεί χτηκε ότι φορούσε τη στολή του Ρουμενίγκε με τα χρώμα τα της Μπάγερν κάτω από το κουστούμι του. Είχε περάσει έτσι από το τελωνείο και τη χάρισε στον Ραλφ. Ο Ραλφ μεγάλωνε ως ένας πολλά υποσχόμενος ποδο σφαιριστής, και στα δεκαπέντε του χρόνια έπαιζε για τα τσικό της Ντιναμό και ηγείτο της ομάδας Νέων του Ανα τολικού Βερολίνου. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής του θητείας σ’ ένα Εκπαιδευτικό Στρατό πεδο Στρατιωτικής Άμυνας, έπεσε τραυματίζοντας κά ποιους συνδετικούς ιστούς στο γόνατό του. Στην αρχή τού αρνήθηκαν τις πρώτες βοήθειες και αργότερα την απαραίτητη χειρουργική επέμβαση («επειδή είμαστε “εχθροί του κράτους”») και έτσι αναγκάστηκε να απο συρθεί από το ποδόσφαιρο. Έκτοτε δεν ξανάπαιξε ποτέ του μπάλα. 'Οταν ο Κλόπφλες τέλειωσε την αφήγηση της ιστορίας του, ο Ραλφ έφυγε και πάλι από το δωμάτιο. «Ή ταν πάντα τόσο ευτυχισμένος», μου είπε ο Κλόπφλες.
«Συνηθίζαμε να γελάμε κάνοντας πλάκα με τους Ανατολι κούς. Πάντοτε πίστευα ότι προσπαθούσαν να παίξουν σαν να ήταν μηχανές, κι έτσι τους φωνάζαμε: “Βρείτε πρώτα τα μπαλάκια σας, πρέπει να μάθετε να τα παίζε τε!”» Στο φάκελό του είχε βρει την αναφορά από μια απόφαση της Στάζι: «Το παιδί δε θα απομακρυνθεί τελι κά από τους γονείς του». Η Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας ξαπόστελνε τους αντικαθεστωτικούς της στη Δύση. Το 1986 οι Κλόπ φλες έκαναν αίτηση για βίζα για να μπορέσουν να μετα ναστεύσουν, και τρία χρόνια αργότερα η αίτησή τους εγκρίθηκε. Η Στάζι είχε επιλέξει προσεκτικά τη στιγμή: Η μητέρα του Κλόπφλες ήταν ετοιμοθάνατη. «Ικέτεψα τη Στάζι να με αφήσουν να μείνω για μερικές ακόμη ημέ ρες. Ο γιατρός μού είχε πει ότι η μητέρα μου είχε μόνο λίγες ώρες ζωής ακόμη. Το εξήγησα στη Στάζι, κι εκείνοι μου είπαν: “Λίγες μόνο ώρες, το ξέρουμε. Ή φεύγεις σή μερα ή ποτέ”. Έτσι, έφυγα, και πέντε μέρες αργότερα εκείνη πέθανε. Δε μου επέτρεψαν να έρθω πίσω για την κηδεία της». Η οικογένεια Κλόπφλες πέρασε τον πρώτο χρόνο της στη Δύση σε ένα στρατόπεδο προσφύγων. Τ ο είχε η τύχη του Κλόπφλες, αφού είχε πλέον περάσει όλη του τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, το Τείχος να πέσει λίγους μόνο μήνες μετά την αναχώρησή του από εκεί. Ό μ ω ς θα μπορούσε επιτέλους να δει τη Χέρθα να παίζει στην έδρα της. «Όταν ζούσα στα ανατολικά, υπο θέτω ότι έτρεφα ένα σωρό ψευδαισθήσεις γύρω από τη Χέρθα. Πίστευα ότι ήταν μια μεγάλη ομάδα και απογοη τεύτηκα. Το Τείχος έπεσε στις 9 Νοεμβρίου 1989. Το επόμενο ματς της Χέρθα θα παιζόταν στην έδρα της με τη Βάτενσχαϊντ, και μέσα στο στάδιο βρίσκονταν 59.000 άνθρωποι! Στη δεύτερη κατηγορία! Ό λο το Ανατολικό Βερολίνο είχε έρθει στο γήπεδο. Τότε, εκείνη τη Δευτέ
® © ©
55
56
©
©
©
ρα, διαβάσαμε στις εφημερίδες ότι η Χέρθα είχε προσκαλέσει την ηγεσία της Ντιναμό Βερολίνου και της Γιούνιον Βερολίνου στον αγώνα. Όλους αυτούς τους κο μουνιστές και τα αφεντικά της Στάζι! Επειδή, πίστεψέ με, οι μεγάλοι διευθυντάδες, οι προπονητές και οι παί κτες στην Ανατολική Γερμανία ήταν όλοι τους μέλη του Κόμματος, είτε το παραδέχονταν είτε όχι. Ή μουν επό πτης στο ματς με τη Βάτενσχαϊντ, και, όταν είδα τα στε λέχη του Κόμματος να περνούν για να πάνε στις δωρεάν θέσεις τους, σκέφτηκα: “Αγωνιστήκαμε και υποφέραμε για τη Χέρθα και τώρα αυτοί έρχονται και προσκαλούν τα μεγάλα αφεντικά”. Στη συνέντευξη Τύπου η Χέρθα ανακοίνωσε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν παρακο λουθήσει τον αγώνα, σαν αυτό να ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να υπερηφανεύονται. Γι’ αυτό και στο επόμενο ματς στο γήπεδο υπήρχαν μόνον 16.000 άνθρωποι. Ζήτη σα και διαγράφηκα αμέσως από μέλος, παρόλο που πη γαίνω ακόμη και βλέπω τη Χέρθα να παίζει. Πιστεύω πως είναι η μόνη ομάδα στο Βερολίνο. Ακόμη και αυτοί που ποτέ δε βλέπουν τα παιχνίδια της παρακολουθούν πάντοτε τα αποτελέσματα. Η Μπλάου Βάις παίζει καλύ τερο ποδόσφαιρο, όμως δεν είναι η Χέρθα, έτσι δεν εί ναι;». Το αποτέλεσμα, συμφώνησε, ήταν θλιβερό. «Αυτό το χρόνο κλείνω τα σαράντα τρία. Πέρασα σαράντα ένα χρόνια της ζωής μου στην Ανατολική Γερμανία, και τώρα όλος αυτός ο καιρός φαίνεται σαν να πήγε χαμένος, πα ρόλο που ζούσαμε και τότε και καμιά φορά διασκεδάζα με. Και, ξέρεις κάτι, ήταν πραγματική παρηγοριά όταν η Δυτική Γερμανία σημείωνε τέτοιες επιτυχίες. Νικούσε πάντοτε τις ανατολικές ομάδες. Αυτό σήμαινε πολλά για μας».
Οι «Βαλτικοί» θέλουν να βρεθούν στην Αμερική απόσταση μεταξύ Βερολίνου και Βίλνας είναι είκο σι δυο ώρες με το τρένο. Διασχίσαμε αργοκίνητα την Πολωνία- σταματήσαμε στη Λευκορωσία, όπου δυο αγοράκια με μια πλαστική σακούλα ανέβηκαν στο τρένο και ξεπάστρεψαν όλα τα βαγόνια- και μετά από είκοσι περίπου ώρες διασχίσαμε τα σύνορα μπαίνοντας στη Λι θουανία. Στεκόμουν στο διάδρομο μαζί με δύο Γερμα νούς, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων, όταν ένας νεαρός Λιθουανός α π ’ έξω από το τρένο πέταξε μια πέτρα στο παράθυρο που στεκόμασταν. Το παράθυρο τα κατάφερε να μη σπάσει πάνω στα μούτρα μας και τελικά φτάσαμε στη Βίλνα.
Η
Βίλνα, Λιθουανία. Η πόλη Βίλνα έχει ένα εκατομμύριο κατοίκους, ένα ετοιμόρροπο κέντρο του δέκατου πέ μπτου αιώνα, και ετοιμόρροπα προάστια του εικοστού αιώνα. Εντούτοις, σύμφωνα με τα σοβιετικά στάνταρ, η Λιθουανία ήταν πλούσια και ήταν η πρώτη από τις σοβιε τικές δημοκρατίες που απέκτησε την ανεξαρτησία της. ('Οταν έφτασα εκεί, τον Αύγουστο του 1992, οι περισσό τεροι ξένοι πρεσβευτές εξακολουθούσαν να μένουν σε δωμάτια ξενοδοχείων.) Τα άλλα κράτη της Βαλτικής, η Λετονία και η Εσθονία, είχαν ανεξαρτητοποιηθεί κι αυτά εγκαίρως για να μπορέσουν να συμμετάσχουν στο Π α γκόσμιο Κύπελλο στην Αμερική, και εγώ είχα έρθει για να παρακολουθήσω τα πρώτα δύο προκριματικά παιχνί δια που παίχτηκαν ποτέ σ’ αυτά τα μέρη του κόσμου: Λετονία-Λιθουανία και Εσθονία-Ελβετία. Φτάνοντας στη Βίλνα, πήγα πρώτα στα γραφεία του κι νήματος των Σαντζούντι, απέναντι από τον καθεδρικό ναό. Τα μέλη του Σαντζούντι είχαν ηγηθεί του αγώνα για @
©
@
57
58
©
©
©
την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, και το κίνημα είχε εδραιωθεί έκτοτε ως πολιτικό κόμμα. Ή ταν πλέον το με γαλύτερο κόμμα στη Λιθουανία και προετοιμαζόταν για τις επικείμενες γενικές εκλογές. Μόλις όμως πάτησα το πόδι μου μέσα στα γραφεία και δήλωσα ότι είμαι Άγγλος αθλητικογράφος που κάλυπτε το ποδόσφαιρο, με οδήγη σαν αμέσως να δω το μεγάλο αφεντικό, τον εκτελεστικό γραμματέα Άντριους Κουμπίλιους. Ακόμη όμως κι αυτό δεν ήταν τίποτα συγκρινόμενο με την περίπτωση του νεα ρού Νορβηγού τουρίστα που οδηγήθηκε κατευθείαν να συναντήσει τον Πρόεδρο Λαντσμπέργκις. Οι Δυτικοί έχουν ιδιαίτερα μεγάλη πέραση στις χώρες της Βαλτικής. Το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, είπε ο Κουμπίλιους, έπαιξαν ζωτικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Συχνά, μετά το παιχνίδι της Ζαλγκίρις Βίλνας με κάποια ρωσική ομάδα, οι ντόπιοι ποδοσφαιρόφιλοι έκαναν πο ρεία φεύγοντας από το γήπεδο, κρατώντας αναμμένους δαυλούς και τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια. Στο κέντρο της πόλης ήξεραν ότι θα συναντούσαν εθνοφρου ρούς που θα τους περίμεναν με τα γκλομπς, τις «μπανά νες», όπως τα αποκαλούσαν οι Λιθουανοί. Αυτές ήταν ου σιαστικά και οι μόνες εθνικές διαμαρτυρίες στη χώρα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Μόνον όταν ο Γκορμπατσόφ πήρε την ηγεσία στα χέρια του, και οι άνθρω ποι μπόρεσαν να μιλήσουν περισσότερο ελεύθερα, τα σπορ έπαψαν να έχουν τόσο μεγάλη σημασία. «Όταν οι Σαντζούντι έγιναν ισχυρότεροι, τα σπορ πέρασαν στη δεύτερη θέση», είπε ο Κουμπίλιους. Μέχρι τότε, εξήγη σε, η μόνη ευκαιρία για να μπορέσει ένας μεγάλος αριθ μός Σοβιετικών πολιτών να βρεθούν συγκεντρωμένοι μα ζί και να φωνάξουν ό,τι τους έκανε κέφι ήταν μόνο σε κάποια αθλητική συγκέντρωση. Οι παίκτες ποτέ δε συμμε τείχαν σ’ αυτού του είδους τα ξεσπάσματα, όμως οι ποδο σφαιριστές της Ζαλγκίρις κουνούσαν το χέρι χαιρετώ-
ντας πρώτα τους φιλάθλους στη νότια πλευρά του σταδί ου, όπου κάθονταν συνήθως οι πλέον εκδηλωτικοί Λιθουανοί. «Οι διαδηλώσεις αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα, φυ σικά», παραδέχτηκε θλιμμένα ο Κουμπίλιους. Λυπήθηκε όταν δεν είχα πλέον να τον ρωτήσω τίποτε άλλο, και όχι μόνο επειδή του άρεσε να μιλάει για τα σπορ. Οι Λιθουανοί αγαπουν την «Ευρώπη», με την οποία, όπως επανα λάμβαναν συνεχώς, ήθελαν να «ξαναενωθούν», και πά ντοτε ήθελαν να τους υπολογίζει. Έ χει μεγάλη σημασία ότι πολλοί Δυτικοευρωπαίοι δεν είχαν ακοΰσει ποτέ μέ χρι τότε για την ύπαρξη της Λιθουανίας: οι διάφορες επι χειρήσεις αρχίζουν να συναλλάσσονται με ένα έθνος μό νον όταν ξέρουν ότι υπάρχει, οι τουρίστες επισκέπτονται μια χώρα ξεκινώντας από την ίδια βάση, και όποτε στο μέλλον ο ρωσικός στρατός επέλαυνε και πάλι στη Λιθου ανία, οι δυτικές κυβερνήσεις θα ένιωθαν μεγαλύτερη υποχρέωση να επέμβουν αν το κοινό της Δύσης γνώριζε περί Λιθουανίας. Τ α σπορ μπορούν να βοηθήσουν. Λίγες μέρες πριν φτάσω εκεί, η ομάδα μπάσκετ της Λιθουανίας είχε κατα κτήσει το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Βαρ κελώνης, εξασφαλίζοντας μέσα σ’ ένα μήνα μεγαλύτερη τηλεοπτική κάλυψη από όση ο Πρόεδρος Λαντσμπέργκις είχε καταφέρει να κερδίσει όλο το χρόνο. Ο Νέριγιους Μαλιουκεβίτσιους της εβδομαδιαίας εφημερίδας Lithua nian Weekly (που εκδίδεται σε αγγλική γλώσσα) μου είπε ότι μέσα στους τελευταίους μήνες είχε δεχτεί κιόλας τρεις ξένους επισκέπτες: ένα δημοσιογράφο από καθένα από τα έντυπα Newsweek και San Francisco Chronicle, που είχαν έρθει και οι δύο για να μάθουν περισσότερα για το μπάσκετ στη Λιθουανία, και εμένα. «Όλοι έρχονται εδώ για τα σπορ», κατέληξε. Ό τα ν τον ρώτησα για τις παλιές διαδηλώσεις, απάντησε βιαστικά: «Συμμετείχα κι εγώ». Και μετά εξήγησε τι ακριβώς εννοούσε συμπληρώνο®
@
@
59
60
©
©
©
νιας: «Κοίταζα. Έ παιρνα το γιο μου να τις βλέπει. Ό μω ς η διαδήλωση τελείωνε, και τι μπορούσες πλέον να κά νεις; Απλώς γυρίζαμε σπίτι». Αφησα τη Βίλνα την επόμενη μέρα. Η Λιθουανία έπαιζε με τη Λετονία εκτός έδρας, στη Ρίγα, και εξασφά λισα το ταξίδι μου εκεί με το Φολκσβάγκεν επιβατικό φορτηγάκι του Ματβέιους Φρισμάνας. Έ νας Λιθουανός με Φολκσβάγκεν φορτηγάκι είναι το ίδιο με ένα Δυτικοευρωπαίο με ιδιόκτητο τζετ: Ο Φρισμάνας είναι ένας ζά μπλουτος επιχειρηματίας και ταυτόχρονα ένας εντελώς «Καλύψο» τύπος της Βαλτικής. Το πάθος του είναι το πο δόσφαιρο, και μου είπε ότι ήταν ένα από τα στελέχη στην ηγεσία της λιθουανικής ομάδας, αν και το γραμμέ νο στα αγγλικά επαγγελματικό του επισκεπτήριο έγραφε, πολύ πιο μεγαλοπρεπώς, «Μάνατζερ της Εθνικής Ομά δας». Ο Φρισμάνας ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Έ νας γιγαντιαίων διαστάσεων Λιθουανός οδηγούσε το βαν για λογαριασμό του, και υπήρχαν ακόμη δύο επι βάτες: ο ένας ήταν ο γαμπρός του Φρισμάνας, καθηγη τής των μαθηματικών, και ο άλλος ένας ποδοσφαιρικός ρεπόρτερ, ο οποίος ήταν και ο μόνος Λιθουανός δημο σιογράφος που επρόκειτο να συνοδέψει την ποδοσφαιρι κή ομάδα στη Βόρεια Ιρλανδία. Ή ταν η πρώτη φορά που η χώρα θα έπαιζε σε ματς του Παγκοσμίου Κυπέλ λου, όμως οι άλλες εφημερίδες δεν είχαν λεφτά για να στείλουν κανέναν άλλο δημοσιογράφο. Ο Φρισμάνας και ο γαμπρός του ήταν Εβραίοι, και πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι το ίδιο ήμουν κι εγώ. «Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ», είπε ο γαμπρός του σ’ ένα μείγ μα εβραϊκών, γερμανικών και αγγλικών, «πού βρίσκονται οι θείοι μου και οι θείες μου και οι παππούδες μου, που είναι θαμμένοι στη γη της Λιθουανίας. Και ότι οι Λιθουανοί ήταν εκείνοι που τους έβαλαν εκεί, όχι οι Γερμανοί». Ο Φρισμάνας ήταν ο χορηγός της Μ ακαμπί Βίλνας, μιας
ομάδας που ήταν καθαρά εβραϊκή μέχρι τον Πόλεμο. Και τώρα; «Τώρα μόνο τα λεφτά είναι εβραϊκά». Π ήραμε μονορούφι το δρόμο για κάμποση ώρα και μετά ο Φρισμάνας έκανε νόημα στο γίγαντα και σταμα τήσαμε για ένα πραγματικό τσιμπούσι. Είχαμε φέρει μα ζί τη βότκα μας, όπως φάνηκε, την οποία και συνοδέψα με με σασλίκ που αγοράσαμε από κάποιον χωρικό. Ο δη μοσιογράφος μού έδωσε μια κούπα με βότκα, επέμεινε να την κατεβάσω μονοκοπανιά, «συμβολικά», και μετά συνέχισε να την ξαναγεμίζει αδιάκοπα. Ή π ια ένα σωρό τέτοια «σύμβολα». «Οι Ρώσοι είναι αυτοί που μας έμαθαν να πίνουμε», κλαψούρισε ο Φρισμάνας. «Οι Ρώσοι». Φρουροί με μυδραλιοβόλα περίμεναν στα σύνορα της Λετονίας. Ο Φρισμάνας πήδηξε έξω από το φορτηγάκι, έτρεξε προς τους φρουρούς, πριν αυτοί προφτάσουν να έρθουν κοντά μας, και τους «ενεχείρισε» μια μικρή λι θουανική Ολυμπιακή σημαία. Τους μίλησε για μερικά λεπτά, με τον ένα φ ρουρό να κρατά τη σημαιούλα στο χέ ρι, άλλους να βγαίνουν από το υπόστεγο του τελωνείου για να χαζέψουν τον Φρισμάνας, και μετά ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο και διέταξε το γίγαντα να βάλει μπρος και να προχωρήσουμε. Τι είχε πει στους φρουρούς; 'Οτι ήταν πολύ τυχεροί, απάντησε. «Τους είπα: “Κανονικά θα σας κερδίζαμε, αλλά η Λιθουανία δεν έχει όλους της τους παίκτες σε καλή φόρμα, οπότε θα έρθουμε ισόπαλοι”». Ρίγα, Λετονία. Είχα ένα ελαφρό κρυολόγημα, που ανη σύχησε ιδιαίτερα τους συντρόφους μου. Οδηγήσαμε κα τευθείαν στο ξενοδοχείο Ρίγα, όπου έμεναν οι παίκτες, και πήγαμε να αναζητήσουμε το γιατρό της ομάδας, τον οποίο βρήκαμε σ’ ένα δίκλινο δωμάτιο περικυκλωμένο από ολόκληρη τη λιθουανική ομάδα. Ή τα ν εύκολο να διακρίνεις ποιοι ήταν οι σταρ που έπαιζαν στην Αούστρια και ποιοι οι παίκτες που συνέχιζαν να παίζουν με
® ® ®
61
62
© © ©
τοπικές ομάδες: οι δυο άντρες με τα ελβετικά κουρέμα τα, που ήταν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια και δέχονταν τις περιποιήσεις ενός μασέρ τους, ήταν οφθαλμοφανώς οι παίκτες της Λούστρια Βιένης, ενώ τα παλικάρια που ήταν καθισμένα στο πάτωμα με μακριά και απεριποίητα μαλλιά έπρεπε να είναι εκείνοι που έβγαζαν κάνα δυο λί ρες τη βδομάδα. Ο γιατρός ανησύχησε κι αυτός όπως και οι φίλοι μου και μου έδωσε να πάρω κάτι γερμανικά χάπια για το κρυολόγημα. Είχαν ευχάριστη γεύση, και συνέχισα να τα παίρνω και μετά που μου πέρασε το κρύωμα. Ό σ ο έμει να στη Βαλτική, αποτέλεσαν συχνά την καλύτερη τροφή που έτρωγα όλη την ημέρα. Ο Φρισμάνας και ο γαμπρός του με είχαν ρωτήσει αν ήθελα να πάρω συνέντευξη από τον πραγματικό προπο νητή της λιθουανικής εθνικής ομάδας, τον Αλχιμάντας Λιουμπίνσκας. «Δεν είναι καθόλου δύσκολο», με διαβεβαίωσαν, και αποδείχτηκε ότι ο Λιουμπίνσκας ήταν ο συ νέταιρος του Φρισμάνας. «Όχι όμως για να τη δημοσιεύ σεις στην εφημερίδα», πρόσθεσαν. Ο συνέταιρος ήταν στο δωμάτιό του, ντυμένος με ένα πουκάμισο που είχε το σήμα «Indiana Refereeing Course», και παρακολουθούσε non βίντεο στο MTV μαζί με τον αξιοσέβαστο προμηθευτή της ομάδας. Τι είδους ομάδα ήταν η εθνική Λιθουανίας; «Το λιθουανικό ταμπεραμέντο δεν είναι πολύ ισχυρό». Πώς μπόρεσε η μικρούλα αυτή χώ ρα, στο πρώτο της ματς μετά τη συνθήκη Χίτλερ-Στάλιν, να καταφέρει μια ισοπαλία 2-2 στο Μπέλφαστ; «Η Βόρεια Ιρλανδία δεν έπαιξε άσχημα», είπε ο Λιουμπίνσκας, «όμως δεν ήξεραν τίποτα για την ομάδα μας. Εμείς είχαμε βιντεο κασέτες με τα παιχνίδια τους, αλλά πιστεύω ότι σκέφτηκαν: “Λιθουανία; Πού βρίσκεται αυτό το πράγμα στο χάρ τη;” Ξέρουμε ότι οι βρετανικές ομάδες παίζουν στον αέρα, ψηλό παιχνίδι - “του πάνω πατώματος”, το λέμε εμείς - και
ήμασταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Αν και στην ουσία», χαμογέλασε, «και τα δύο γκολ τους τα έβαλαν στο έδαφος». Ο Λιουμπίνσκας ήταν καλύτερα πληροφορημένος από τη Λιθουανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Ο πίνακας με τις ομάδες του Παγκοσμίου Κυπέλλου που κρέμεται στον τοί χο των γραφείων τους αναφέρει τη Βόρεια Ιρλανδία ως «Airija» και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ως «S. Airija»: Ιρλανδία και Νότια Ιρλανδία. Το πρώτο παιχνίδι Παγκοσμίου Κυπέλλου επί βαλτι κού εδάφους υπήρξε μια πραγματικά ξεχωριστή περί πτωση. Για μένα ήταν η πρώτη φορά που αγόρασα σά ντουιτς με χαβιάρι έξω από κάποιο γήπεδο. Διαφορετι κά, παρόλο που διάφοροι γυρολόγοι πουλούσαν γύρω από το στάδιο ζεστή γερμανική μπίρα και μυθιστορήμα τα της Άγκαθα Κρίστι στα λετονικά, περιορίστηκα να αγοράσω μόνο το πρόγραμμα του αγώνα με την εντελώς εκτός τόπου και χρόνου φωτογραφία του Ντιέγκο Μαραντόνα στο εξώφυλλό του. Στοίχιζε οχτώ εγγλέζικες πένες: οι τιμές αποτέλεσαν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση για μένα τις πρώτες μου λίγες μέρες στην παλιά ΕΣΣΔ. Οι φίλαθλοι στριφογυρνούσαν με μπλουζάκια με δυτι κά διαφημιστικά λογότυπα, κάθε είδους δυτικά λογότυπα: η μπλούζα ενός έγραφε «Royal Mail - Stoke on T re n t MLO». Τα πράγματα έδειχναν πως δεν είχαν καταφθάσει κάποιοι χούλιγκανς. Καμιά διακοσαριά Λιθουανοί φ ανα τικοί ποδοσφαιρόφιλοι με μακριές γενειάδες ανέμιζαν σημαίες και φώναζαν ρυθμικά «Λετονία» και βρίσκονταν υπό την παρακολούθηση αστυνομικών με ψηλές μπότες. Στην αίθουσα Τύπου διέκρινα μια γνωστή προσω πι κότητα: το Δανό προπονητή Ρίτσαρντ Μέλερ-Νίλσεν. Ή ταν δύο μήνες μετά αφότου η ομάδα του είχε πάρει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, και βρισκόταν τώρα στη Ρίγα για να κατασκοπεύσει τους αντιπάλους του στο Παγκό σμιο Κύπελλο. Τον βρήκα περιστοιχισμένο από Λιθουα-
@ © @
63
64
© @ ©
νους δημοσιογράφους και τον ασθενικό τους διερμηνέα. Ή ταν αλήθεια ότι είχε αφήσει στη μέση τις δουλειές ανακαίνισης του σπιτιού του για να κερδίσει το Πρωτά θλημα; Ο Μέλερ-Νίλσεν χαμογέλασε καλόκαρδα, αλλά θέλησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Ετοιμαζό μουν να εγκαταστήσω καινούρια κουζίνα, όμως τότε χρειάστηκε να φύγουμε για να παίξουμε στη Σουηδία. Ό μ ω ς η κουζίνα ετοιμάστηκε τώρα. Πήρε πολύ χρόνο για να τελειώσει. Είχα αναθέσει τη δουλειά σε κάποιον επαγγελματία διακοσμητή». Ξεγλίστρησε μια ερώτηση για τον Μίκαελ Λάουντρουπ, ο οποίος αρνιόταν να παίξει για τη Δανία, και είπε ότι η Λετονία και η Λιθουανία θα είναι δύσκολοι αντίπαλοι. Σκέφτηκα ότι απλώς το έπαιζε ευγενικός, και ίσως κι εκείνος να νόμιζε το ίδιο, όμως πε νήντα μέρες αργότερα η Δανία είχε φέρει δύο ισοπαλίες 0-0 σε καθεμία από τις δύο αυτές χώρες. Η μανία για τα δυτικά εμβλήματα είχε εξαπλωθεί μέ χρι τη Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Λετονίας, η οποία εί χε μοστράρει ένα γιγάντιο πανό με το λογότυπο του Π α γκοσμίου Κυπέλλου 1994 και με την αμερικανική ση μαία για συμπλήρωμα σε μία από τις εξέδρες. Το Π α γκόσμιο Κύπελλο ήταν ένα είδος οφθαλμαπάτης - και οι δύο πλευρές ήξεραν ότι ποτέ δε θα κατάφερναν να φτάσουν μέχρι την Αμερική, αλλά τουλάχιστον το πανό με το λογότυπο υπογράμμιζε ότι αυτό εδώ δεν ήταν κάποιο συ νοικιακό ματς. Μέσα στον αγωνιστικό χώρο ένα συγκρό τημα χόρευε κάποιο λιθουανικό παραδοσιακό χορό, και μέσα στο όλο σκηνικό αυτό το πράγμα δημιουργούσε ένα αίσθημα αμηχανίας, όπως θα συνέβαινε αν μέσα στο γή πεδο του Γουέμπλεϊ άρχιζαν να χορεύουν ξαφνικά παρα δοσιακοί χορευτές Μόρις. Οι Λιθουανοί σκληροπυρηνι κοί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Το στάδιο ήταν γεμάτο κατά το ένα τέταρτο, κι αυτό ήταν σφάλμα του Στάλιν. Ό τα ν εισέβαλε στις χώρες της
Βαλτικής, μετακίνησε εκατοντάδες χιλιάδες διοικητικά στελέχη από τη Ρωσία στη Λετονία και την Εσθονία, και σήμερα οι Ρώσοι αποτελούν σχεδόν το μισό πληθυσμό και των δύο αυτών δημοκρατιών. Οι περισσότεροι από τους παίκτες της λετονικής ομάδας εκείνο το βράδυ ήταν Ρώ σοι, και, όταν ρώτησα για ποιο λόγο το γήπεδο ήταν άδειο, μου δόθηκε η εξήγηση ότι οι Λετονοί δεν είχαν καμία διά θεση να βλέπουν Ρώσους να παίζουν τη στιγμή που οι Ρώ σοι δε θα πήγαιναν να δουν μια ομάδα που ονομαζόταν Λετονία. Οι Λετονοί έπαιζαν ποδόσφαιρο πριν α π ’ τον Πόλεμο, όμως εκείνες πλέον τις ημέρες οι περισσότεροι προπονητές στη λετονική δημοκρατία ήταν Ρώσοι, οι οποίοι επέλεγαν Ρώσους παίκτες για τις ομάδες. Μια γρήγορη ματιά στη σύνθεση των ομάδων έδειχνε ποια από τις δύο πλευρές ήταν ισχυρότερη. Υπήρχαν Λιθουανοί με την Λούστρια Βιένης και την Ντιναμό Κιέβου, όμως οι Λετονοί στο εξωτερικό είχαν φτάσει μόνο μέχρι το Ιλβ Τάμπερε της Φινλανδίας και τη Λόμζα, και την ομάδα με το καταθλιπτικό όνομα Γκράνιτ της Πολωνίας. Η Λετονία σημείωσε 1-0 και διατήρησε το προβάδι σμα μέχρι το τέλος του ημιχρόνου, αλλά ακόμη και τότε η παλιότερη ήττα τους από τη Μάλτα είχε πάψει πλέον να αποτελεί μυστήριο. Μετά τη διακοπή του ημιχρόνου, η Λιθουανία ισοφάρισε, και λίγα λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα ο Άντριους Τερεσκίνας έκανε το σκορ 2-1, δί νοντας τέλος στην άνω των πενήντα ετών ανεπιτυχή πε ρίοδο χωρίς νίκη για τη Λιθουανία. Το ματς ήταν αξιο μνημόνευτο κυρίως για τον αριθμό των τάκλιν από τους Λιθουανούς που έπαιζαν στην Αυστρία και για τον αριθ μό των παικτών που τραυματίστηκαν. Οι τραυματισμοί και η εντός γηπέδου αντιμετώπισή τους, όπως διαπίστω σα, είναι κάτι που παίρνει πολύ χρόνο στο τέως σοβιετι κό ποδόσφαιρο. Έ νας ανακουφισμένος Λιουμπίνσκας δήλωσε στη συ-
© @ ©
65
66
© © ©
νέντευξη Τύπου ότι το ματς ήταν «βίαιο και βάναυσο» επει δή ήταν ένα ντέρμπι της Βαλτικής και ως εκ τούτου «ένα παιχνίδι αρχών». Έ νας δημοσιογράφος σηκώθηκε εκείνη τη στιγμή και επέπληξε τη συνάθροιση στα ρωσικά. Τα ει σιτήρια είχαν κοστίσει τριάντα πένες το ένα, φώναζε εξα γριωμένος. Πώς περίμεναν οι άνθρωποι να μπορούν να έρ θουν στο γήπεδο όταν έπρεπε να πληρώσουν τέτοια ποσά; Ή ταν εμφανώς κάποιος Λετονός Ρώσος και ένιωθε να έχει μείνει έξω από όλο αυτό το βαλτικό πανηγύρι. Ξεγλίστρησα έξω και βρήκα τον Μέλερ-Νίλσεν να κά θεται στο πλαϊνό δωμάτιο βαριεστισμένος και μοναχός. Σφίξαμε τα χέρια και κάθισα μαζί του. Τότε εκείνος ρώτη σε «Πώς είστε;», περιμένοντας μια κάποια απάντηση - ο Μέλερ-Νίλσεν είναι ένας εξαιρετικά ευγενής άνθρωπος. Αρχίσαμε να μιλάμε για το πάθος του, την Αγγλία και το αγγλικό ποδόσφαιρο. «Μου αρέσει το παιχνίδι με τα μα κρινά σουτ», υποστήριξε. «Στέλνει τις μπαλιές μπροστά στην εστία. Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι δε θα έπρεπε να παίζεται στο κέντρο του γηπέδου. Το αγγλικό ποδόσφαι ρο έχει ένα επίπεδο ποιότητας, μια ευπρέπεια που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο. Ξέρετε, όταν πήραμε το Πρωτάθλημα, ο Γκρέιαμ Τέιλορ και ο Λόρι Μακμάνεμι μου έστειλαν συγχαρητήριο τηλεγράφημα! Βρίσκομαι συ χνά στη Μάντοεστερ Γιουνάιτεντ και τη Λίβερπουλ και βλέπω πόσο καλά οργανωμένες είναι αυτές οι ομάδες, πό σο ακριβοδίκαιοι είναι οι οπαδοί τους». Μιλήσαμε για τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, στους οποίους πίστευε ότι η Γκάνα είχε παίξει «υπέροχο ποδόσφαιρο». «Πέστε μου», με ρώτησε, «είναι αρνητικό να χρησιμοποιείς την έκφραση “τριτοκοσμικός”; Είναι κάτι το αγενές όταν λέγεται;» Το πρόβλημα του τριβέλιζε το μυαλό και απασχοληθήκαμε για λίγο με αυτή τη σκέψη. «Πιστεύω ότι μια τριτοκοσμική χώρα, μια αφρικανική χώ ρα, θα κατακτήσει πολύ σύντομα το Παγκόσμιο Κύπελλο».
Ταλίν, Εσθονία. Δυο μέρες αργότερα έφτασα στην Ταλίν για το παιχνίδι Εσθονίας-Ελβετίας. Στους Ελβετούς εκ προσώπους Τύπου και σ’ εμένα προσφέρθηκαν προγράμ ματα που έδιναν την κατάταξη της εσθονικής ομάδας και τον πίνακα του εσθονινού πρωταθλήματος, και αυτά τα δύο εμφάνιζαν μια περίεργη ασυμφωνία: παρότι η Φλόρα Ταλίν είχε καταλάβει μόνο την τέταρτη θέση στους αγώ νες πρωταθλήματος, όλοι σχεδόν οι παίκτες της εθνικής ομάδας προέρχονταν από αυτή και μόνο την ομάδα. Μόνο δύο παίκτες προέρχονταν από άλλες εσθονικές ομάδες. Οι Εσθονοί έμοιαζε να έχουν επιλέξει τη σύνθεση της ομάδας τους σε μια εντελώς παράλογη βάση. Η απάντηση στο γρίφο αυτό ήταν το εθνικό μίσος. Η Φλόρα ήταν μία ομάδα που αποτελούνταν αποκλειστικά από Εσθονούς. Οι Ρώσοι που ζουν στην Εσθονία είναι γνω στοί ως «άποικοι», και οι Εσθονοί παίκτες είχαν απαιτήσει να μην επιτραπεί σε περισσότερους των τριών από αυτούς να παίξουν στην εθνική ομάδα, και ακόμη ότι αυτοί οι τρεις θα πρέπει να μιλούν άπταιστα την εσθονική γλώσσα. Ο προπονητής της ομάδας Ούνο Π ιρ πρότεινε να επιλέξει τους καλύτερους παίκτες, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε. Η τελική σύνθεση της ομάδας πολύ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να κάνει ακόμη και η Εσθονία. Αναρωτιέται κανείς ποια ήταν η άποψη της ΦΙΦΑ γύ ρω από αυτό: φαντάζεται κανείς τι θα γινόταν αν η Αγγλία είχε ως επίσημη πολιτική να μην επιτρέπει την επιλογή μαύρων παικτών ή παικτών από την περιοχή του Νιούκαστλ. Η Σκοτία, η οποία είχε κληρωθεί να παίξει για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο γκρουπ της Εσθονίας, θα μπορούσε να έχει διαμαρτυρηθεί στη ΦΙΦΑ ή ακόμη και να αρνηθεί να παίξει με μια «καθαρόαιμα» εσθονική ομάδα, όμως δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Η ελβετική ομάδα, κάνοντας προπόνηση μέσα στο
© © ©
67
68
© © ©
στάδιο, έδειχνε θαυμάσια συγκροτημένη, με γερμανικές, ιταλικές, γαλλικές και αγγλικές φωνές να ακούγονται θαυμάσια αναμεμειγμένες μεταξύ τους. Αγγλικά; Ουδεμία αγγλόφωνη κοινότητα δεν ανακαλύφθηκε ξαφνικά πάνω στις κορυφές των Άλπεων, αλλά ο προπονητής της ελβετικής ομάδας Ρόι Χόντζσον είναι από το νότιο Λον δίνο. Μαδώντας γρασίδι από τον αγωνιστικό χώρο, μου είπε ότι οι Εσθονοί έπαιζαν «ρωσικό» στιλ ποδοσφαίρου, μια άποψη που δε θα τους είχε ευχαριστήσει ιδιαίτερα αν την άκουγαν. Στο μεταξύ, ο βοηθός του Χόντζσον Μάικ Κέλι προπονούσε τους δύο τερματοφύλακες, τον Ιταλοελβετό Μάρκο Πασκόλο και τον Γερμανοελβετό Στέφαν Λεμάν: ο ένας επιδεικνύοντας μακριά μαύρη χαί τη και άσκοπα τάκλιν, και ο άλλος ανοιχτόχρωμος, τευτονοειδής και συγκροτημένος. Έ μεινα έκπληκτος ανα καλύπτοντας την επομένη ότι ο συμμαζεμένος άντρας ήταν ο Πασκόλο και ότι ο φανταχτερός ήταν ο Λεμάν. Το παιχνίδι υπήρξε προβλέψιμο. Η Ελβετία εξακο λουθούσε να βάζει άφθονα γκολ, ενώ οι οπαδοί της χτυ πούσαν αγελαδοκούδουνα και έσπαγαν δύσοσμες αμπού λες, οι οποίες, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς από ελ βετικές αμπούλες δυσοσμίας, δε μύριζαν καθόλου άσχη μα. 'Οταν το σκορ ήταν 2-0, οι Ελβετοί άρχισαν μυστηριωδώς να τραγουδούν στις κερκίδες το «Κοίταζε πάντα τη χαρούμενη πλευρά της ζωής». Οι Εσθονοί οπαδοί ψαλμούδιζαν μόνον ένα σύνθημα, «Εσθονία, Εσθονία», παρόλο που είχαν ζωγραφίσει ένα λάβαρο-αντίγραφο της βρετανικής σημαίας, αλλά με τα εσθονικά χρώματα. Οι Εσθονοί ήταν μαλακοί τύποι. Αν το στιλ του παι χνιδιού τους ήταν «ρωσικό», το μόνο πράγμα που είχαν κοινό με τις μεγάλες σοβιετικές ομάδες της δεκαετίας του ’80 ήταν η έλλειψη οποιοσδήποτε θέλησης να νική σουν. Έ νας Ολλανδός δημοσιογράφος αποκάλεσε κάπο τε τους Ντασάεφ, Μπελάνοφ, Προτάσοφ και Σία «εκ γε-
νετής ηπημενους»: εννοούσε ότι δεν υπήρχε αντίστοιχος Σοβιετικός Στιοΰαρτ Πιρς, διατεθειμένος να σπριντάρει γύρω στα τριάντα μέτρα για να ανατρέψει έναν αντίπαλο επιθετικό παίκτη και να γλιτώσει ένα γκολ, ούτε ένας Γιόργκεν ΚΛίνσμαν να πάρει, έστω και χωρίς να το δικαι ούται, το παιχνίδι με δυνατό μαρκάρισμα, ούτε ένας Γκρέαμ Σούνες να κινδυνεύει να στραγγαλίσει τους συμπαίκτες του για έλλειψη προσπάθειας. Οι Σοβιετικοί έπαιζαν έντιμα και πάντοτε έχαναν σε όλες τις σημαντι κές περιπτώσεις. Η Εσθονία, μια απείρως χειρότερη ομάδα, ήταν φορμαρισμένη στο ίδιο καλούπι. Όντως, οργάνωναν επιθέσεις όλη την ώρα. Μια φορά έπαιξαν μεταξύ τους την μπάλα για δεκαπέντε συνεχείς φορές χωρίς ούτε ένας Ελβετός παίκτης να μπορέσει να αγγίξει έστω την μπάλα, αλλά έμοιαζαν να το κάνουν αυ τό μόνο για το θεαθήναι. Μόλις και μετά βίας έκαναν κά ποιο δυνατό μαρκάρισμα, και έχασαν 6-0. Κατά κοινή ομολογία δημοσιογράφων και προπονητών, η εσθονική πλευρά υπήρξε τελείως αφελής. Ο Χόντζσον μίλησε κο λακευτικά για την ομάδα της Μάλτας, που ήταν «ρεαλι στές γύρω από τις ικανότητές τους» και έπαιζαν κυρίως αμυντικό παιχνίδι. Ή ταν λυπηρό να σκέφτεται κανείς ότι η Εσθονία θυσίασε το στιλ του παιχνιδιού της, ώστε να μην καταφέρει να χάσει μόνο 3-0 αντί για 6-0. Έ νας Εσθονός διακρίθηκε κατά τη διάρκεια του παι χνιδιού. Ο Μάρτιν Ρέιμ. Έ παιζε κέντρο και είχε ύψος γύ ρω στο ενάμισι μέτρο, αλλά έπαιξε σαν τον Κάρλος Βαλντεράμα σε βαλτική έκδοση. Δύο φορές έστειλε συμπαίκτες του ακριβώς μπροστά από τον τερματοφύλακα (και ατάραχος τους παρακολούθησε να χάνουν την ευκαιρία). Έπαιζε, φυσικά, για τη Φλόρα Ταλίν. Τον ρώτησα μετά το παιχνίδι αν ήταν σωστό και δίκαιο οι τρεις καλύτερες ομάδες του εσθονικού πρωταθλήματος να μην έχουν παί-
® ® ©
69
70
© © ©
κτες τους στην εθνική ομάδα. Ή ταν αφοπλιστικά ειλι κρινής: «Είναι τόσο λίγοι οι Εσθονοί παίκτες. Ίσ ω ς αυτό παρακινούσε τους νεαρούς Εσθονούς να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο; Είναι αλήθεια ότι πιθανόν να υπάρχουν Ρώσοι παίκτες που θα μπορούσαν να παίξουν καλύτερα στην προκειμένη περίπτωση». Αργότερα, στη Μόσχα, διάβασα ένα άρθρο στο ρωσι κό Footbolny Kurier που αποκαλούσε την Εσθονία «όχι εθνική ομάδα αλλά εθνικιστική ομάδα». Το περιοδικό υπογράμμιζε ότι ο Λουίς Φερνάντεζ ήταν ισπανικής κα ταγωγής αλλά έπαιζε για τη Γαλλία, ότι η βελγική ομάδα περιλάμβανε τον Έντζο Σίφο, γιο Ιταλού, και τον Βραζι λιάνο Λουίς Ολιβέιρα, και ότι ο πατέρας του Πίτερ Σμάιχελ είχε μεταναστεύσει στη Δανία από την Πολωνία. Φυ σικά, οι Πολωνοί δεν είχαν επιβάλει ποτέ ένα αναποτελε σματικό οικονομικό σύστημα στη Δανία, ούτε και οι Βραζιλιάνοι είχαν εγκαθιδρύσει μεγάλες αποικίες στο Βέλγιο, αλλά για τους Ρώσους των βαλτικών χωρών αυτό θα αποτελούσε ελάχιστη παρηγοριά. Ίσ ω ς η ήττα τους από την Ελβετία να έκανε τους Εσθονούς να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, σημείωνε σαρκαστικά το Kurier. Και το Kurier είχε δίκιο: κοιτάζο ντας λίγο καιρό αργότερα τη σύνθεση της εσθονικής εθνικής ομάδας, είδα να περιλαμβάνει ολόκληρη στρα τιά ρωσικών ονομάτων.
Ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας παίζει κεντροαριστερά ο πρώτο μου βράδυ στη Μόσχα πήγα σε κάποιο πάρτι και γύρισα στο ξενοδοχείο με το ασθενοφόρο. Ό χ ι ότι έπαθε τίποτα η υγεία μου, απλώς οι Ρώσοι για-
Τ
τροί κέρδιζαν τότε γύρω στα δώδεκα δολάρια το μήνα, και για κάνα δυο δολάρια ήταν πανευτυχείς να σε πάνε οπουδήποτε ήθελες με το ασθενοφόρο στις δύο το πρωί. Καμιά φορά συλλογιέμαι αν το ασθενοφόρο μου δε βρι σκόταν εκείνη την ώρα καθ’ οδόν για να παραλάβει κά ποιο επείγον περιστατικό. Μάρτιν Μηόρμαν. Ο Βλαντιμίρ Σινκάριοφ κι εγώ ήμα σταν καθισμένοι στην Ακαδημία Επιστημών, εκεί όπου εργάζεται, και μου διάβαζε ένα άρθρο από ένα ρωσικό ποδοσφαιρικό περιοδικό. Το κομμάτι ήταν μια συνέ ντευξη με τον Βαλερί Οφτσίνικοφ, προπονητή της Λοκομοτίβ Νίζνι Νοβγκορόντ, ο οποίος, χωρίς καν να του έχει υποβληθεί η ερώτηση, δήλωνε στο δημοσιογράφο ότι συ νήθιζε να δωροδοκεί διαιτητές. «Νομίζεις ότι είμαι ο μό νος προπονητής που κάνει κάτι τέτοιο;» ρωτούσε ο Οφτσίνικοφ. Ο Σινκάριοφ το διάβασε, χωρίς καν να αλ λάξει ο τόνος της φωνής του, και προχώρησε στην επόμε νη ερώτηση της συνέντευξης, όταν τον διέκοψα ρωτώ ντας: «Αυτό το πράγμα δεν προκάλεσε σκάνδαλο;». «Έχουμε τόσο πολλά σκάνδαλα στη Ρωσία στις μέρες μας», εξήγησε ο Σινκάριοφ, «που είναι πολύ δύσκολο να συγκινηθείς με ένα ακόμη». Καταλάβαινα τι εννοούσε. Μετά την αποκάλυψη ότι ο Στάλιν είχε σκοτώσει εκατομμύρια δικών του ανθρώπων, ότι κάθε Πενταετές Σχέδιο δεν κατάφερνε να εκτελεστεί κατά ποσοστό πολλών εκατοντάδων τοις εκατό, ότι όλη η δυτική βοήθεια σε τρόφιμα εξαφανίζεται, και αργότερα τα τρόφιμα κάνουν την εμφάνισή τους να πουλιούνται στα μαγαζιά, οι Ρώσοι το έβρισκαν πολύ δύσκολο να συγκινηθούν από την είδηση ότι οι προπονητές των ποδο σφαιρικών ομάδων δωροδοκούσαν τους διαιτητές. Σχετι κά πρόσφατα οι δεκαοχτώ προπονητές των ομάδων της πρώτης κατηγορίας είχαν ερωτηθεί: «Υπάρχουν στημένα
® © ©
71
72
© © ©
ματς στο πρωτάθλημά σας;». Και οι δεκαοχτώ είχαν απαντήσει «Ναι». Στην ερώτηση που ακολούθησε «Σ’ αυ τά τα ματς η δική σας ομάδα πληρώνει;» και οι δεκαοχτώ απάντησαν όλοι «Δεν πληρώνει». Η διαφθορά είναι μια παλιά ρωσική συνήθεια, όμως μόνο οι καλύτερα πληροφορημένοι ποδοσφαιρόφιλοι γνώριζαν ότι το ίδιο ακριβώς συνέβαινε επίσης και στο ποδόσφαιρο. Για τους υπόλοιπους το νέο ήρθε σαν φοβε ρή προδοσία. Ο Σινκάριοφ, ένας ανθρωπολόγος οπαδός της Σπάρτακ Μόσχας, μου είπε πόσο ευτυχής ήταν που άκουσε ότι η Σπάρτακ ήταν μία από τις σπάνιες ομάδες που δε λάδωνε διαιτητές. «Ένας πραγματικός οπαδός θέλει να πιστεύει ότι η ομάδα του κερδίζει όχι επειδή έχει εξαγοράσει τον αντίπαλο». Παραδέχτηκε όμως ότι πιθανόν να κάνει και λάθος. Συνέχισε να διαβάζει τη συνέντευξη. Η τελευταία ερώτηση αφορούσε στο παρατσούκλι του Οφτσίνικοφ. «Στους ποδοσφαιρικούς κύκλους σάς αποκαλούν “Μάρτιν Μπόρμαν"», είπε ο ερωτών δημοσιογράφος. «Είναι μήπως λόγω της εξωτερικής φυσικής σας ομοιότητας με αυτόν;» Ο Οφτσίνικοφ πίστευε πως όχι: «Στη χώρα μας κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα με τι έμοιαζε ο Μπόρμαν. Η ομοιότητά μας οφείλεται σε κάτι άλλο. Ο Μπόρμαν ήταν υπεύθυνος για τα οικονομικά του Ναζιστικού Κόμματος και δεν πρόκειται να σας κρύψω ότι εγώ χειρίζομαι τα οικονομικά της ομάδας μας. Είμαι εντελώς ειλικρινής τόσο απέναντι στους παίκτες όσο και στα διοικητικά στελέχη». Κονκονσκιν. Ο Βσεβολόντ Κουκούσκιν, τον οποίο μου συνέστησαν ως «αυτός ο κοντός και χοντρός τύπος», ήταν ένας ηλικιωμένος Ρώσος δημοσιογράφος που μιλούσε τέ λεια αγγλικά με αμερικανική προφορά. Αντίθετα με τον Σινκάριοφ, αυτός ο κοντός παχύς άντρας είναι ένας από
τους «εντός των πραγμάτων», και, όταν τον ρώτησα για την ομολογία του Μπόρμαν περί δωροδοκίας, ανασήκωσε απλά τους ώμους του. Απάντησε ότι υπήρξε κάποτε κάποιος διαιτητής στη δεκαετία του ’70 ο οποίος είχε γί νει πασίγνωστος επειδή ακριβώς δε δεχόταν δωροδοκίες. Η αιτία της ακεραιότητάς του ήταν ότι ήταν διευθυντής μιας μεγάλης εταιρείας φορτηγών και τόσο πλούσιος, που ποτέ, κανένας, δε θα μπορούσε να του προσφέρει το δικό του «αντίτιμο». Μετά υπήρχε η ομάδα Τ άβρια Σιμεροπόλ που είχε καταφέρει να «πληρώσει» για να φτάσει μέχρι το Ουκρανικό Πρωτάθλημα. «Ο προπονητής τους», είπε ο Κουκούσκιν, «εντάξει, δεν είναι ακριβώς προπονητής αλλά είναι καλός στις συναλλαγές». Π α ρ’ όλα αυτά, είπα, οπωσδήποτε δεν είναι πρέπον να κομπάζει κανείς στον Τύπο γύρω από το θέμα της δω ροδοκίας. Πώς ήταν δυνατόν ο Μπόρμαν να συνεχίζει να διατηρεί τη θέση του έχοντας κάνει κάτι τέτοιο; «Είμαστε μια πολύ ξεχωριστή χώρα», απάντησε ο Κουκούσκιν σχε δόν με περηφάνια. «Τα υψηλά ιστάμενα στελέχη αποκα λύπτονται για την ανεντιμότητά τους και εξακολουθούν να παραμένουν στις θέσεις τους. Τελευταία, εμφανίστη καν τρία διαφορετικά συμβόλαια για την πώληση ενός παίκτη από την Τορπίντο Μόσχας στον Ολυμπιακό του Πειραιά. Έ να συμβόλαιο προορίζεται για τις ελληνικές εφοριακές αρχές, ένα για να το δείξουν στον παίκτη, και το τρίτο είναι το πραγματικό συμβόλαιο, όμως κανείς δεν ξέρει ποιο είναι ποιο. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σε μια φυ σιολογική χώρα οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη, εδώ όμως διατήρησαν τις θέσεις τους». Ο Κουκούσκιν είχε ζήσει πάρα πολλές δεκαετίες στη Ρωσία για να μπορεί πλέον να ταράζεται από τέτοια πράγματα: «Τι είναι αυτό, όταν γίνονται πόλεμοι εδώ, πόλεμοι εκεί, και η οικονομία έχει καταρρεύσει; Εδώ και δυο μέρες ο υφυπουργός Υγείας απολύθηκε και τώρα
® © ©
73
74
© © ©
ανακρίνεται για δωροδοκία». Εν πάοη περιπτώσει, είπε, πολλοί διαιτητές δέχονται χρήματα και από τις δυο ομά δες και μετά κρίνουν το ματς αδέκαστα. Οι ομάδες απλώς πληρώνουν για να εξασφαλίσουν δίκαιη κρίση. Έκανε ένα διδακτικό ρωσικό παραλληλισμό: «Είμαι υποχρεωμένος να δώσω λεφτά στους τροχονόμους, αλλά δε βγάζω κανένα όφελος από αυτό. Πληρώνω πολλά σε δωροδοκίες. Εσύ πόσες φορές έχεις δωροδοκήσει;». Μέχρι τότε δεν είχα κάνει καμιά δωροδοκία στη ζωή μου, όμως δεν ήθελα να φανώ μυγιάγγιχτος ομολογώντας το. Έ τσι κι αλλιώς, ο Κουκούσκιν δε θα με πίστευε. «Στην Αγγλία...» άρχισα να λέω. «Οκέι, έστω ότι ίσως δε δίνεις χρήματα», παραδέχτηκε. «Όμως δίνεις σε κάποιον τύπο μια γραβάτα ή μια καρφίτσα για τη γραβάτα του και λες “Αυτό εδώ είναι για σένα, είναι δώρο για τα Χρι στούγεννα”. Μερικές φορές οι διαιτητές δέχονται τέτοια “δώρα”. Ό τα ν πλησιάζει ο χειμώνας, μπορείς να του χα ρίσεις ένα γούνινο σκούφο, θ α τον ζεσταίνει μεν, αλλά και θα μπορεί να λέει “Λεφτά; Ποτέ μου δεν άγγιξα λε φτά!”» «Οι διαιτητές στην Αγγλία...» επιχείρησα να αντικρούσω, όμως ο Κουκούσκιν με διέκοψε. «Όταν ήμουν νέος», είπε, «ένας δημοσιογράφος μεγαλύτερός μου μου είπε “Οι κακοί διαιτητές δίνουν πέναλτι και οφσάιντ, αλ λά οι καλοί διαιτητές ξέρουν πώς να σταματήσουν μια επίθεση όσο η φάση είναι ακόμη στα μισά του γηπέδου”. Αυτή είναι η μόνη διαφορά. Διαιτητές; Διαιτητές υπάρ χουν παντού. Ό μ ω ς υπάρχει ένας άλλος διαιτητής εκεί επάνω». Έ δειξε προς τον ουρανό και άφησα τη συζήτη ση να λήξει εκεί. Τορηίντο Μόσχας-Ονραλμάς. Δεκαέξι μέρες πριν η Τορπίντο Μόσχας χρειαστεί να αντιμετωπίσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για το Κύπελλο της ΟΥΕΦΑ, πήγα να δω την ομάδα να παίζει εναντίον της Ουραλμάς. Υπήρχαν
μόνο γύρω στις 2.000 φίλαθλοι μέσα στο γήπεδο, και το ματς ήταν ένα από τα πιο τεμπέλικα παιχνίδια ανάμεσα σε είκοσι δυο άντρες που είχα δει ποτέ μου. Κατέληξε σε ισοπαλία 1-1. Έ θιξα το θέμα με τον Μιχαήλ Πουκσάνσκι της νέας εφημερίδας Sport Express, λέγοντας ότι η Τορπίντο δεν είχε καμιά πιθανότητα να κερδίσει τη Γιουνάιτεντ. Διαφώνησε: «Οι παίκτες ενδιαφέρονται να παίξουν καλά εναντίον της Μάντσεστερ επειδή αυτό είναι σημα ντικό για το μέλλον τους. Δεν τους νοιάζει για το πρωτά θλημα, αυτό που επιζητούν είναι συμβόλαια μεταγραφής στη Δύση». Έ να μήνα αργότερα η Τορπίντο είχε πάρει το παιχνίδι με τη Γιουνάιτεντ. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση γύρω από το ματς ήταν ότι οι φίλαθλοι γελούσαν, και γελούσαν με τη σωρεία των λαθών που ακολουθούσαν το ένα το άλλο, σαν να παρακολουθούσαν παράσταση βιρτουόζων κλόουν. «Οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ σκεπτικιστές», μου είπε ο Βλαντιμίρ Γκέσκιν, εκδότης της Sport Express. «Αυτό είναι κομμάτι της ρωσικής νοοτροπίας. Δεν έχει καμία σχέση αν νιώθεις απογοητευμένος με τα πολιτικά συστήματα ή με το ότι ζεις κάτω από ένα δικτατορικό καθεστώς ή οτι δήποτε άλλο. Απλώς μας αρέσει να γελάμε. Παρακολου θώντας ποδόσφαιρο είναι σαν να βλέπουμε μια θεατρική παράσταση. Δεν μπορείς να μας συγκρίνεις με τους Ιτα λούς ή τους Ισπανούς, εμείς είμαστε Βόρειοι». Ό μ ω ς υπήρχε κάποια άλλη, πολύ πιο θλιβερή, ιστο ρία πίσω από αυτά τα ακατάσχετα χαχανίσματα. «Γιατί γελάτε με τους παίκτες;» ρώτησα ένα νεαρό άντρα, ο οποίος δήλωσε πρόεδρος του κλαμπ των οπαδών της Τορπίντο. «Το γέλιο είναι αμοιβαίο», απάντησε. «Γελάνε το ίδιο κι εκείνοι μ’ εμάς, επειδή εκείνοι έχουν τα δολά ριά τους και τα αυτοκίνητά τους που δεν τα έχουμε εμείς». Οι παίκτες της Τορπίντο θα έπαιρναν πεντακό σια δολλάρια για τη νίκη· οι οπαδοί κέρδιζαν λίγα μόνο
® © ©
75
76
© © ©
ρούβλια. Ακόμη χειρότερα, στην πραγματικότητα, στην Τορπίντο οι οπαδοί είναι εκείνοι που πληρώνουν τους μι σθούς των παικτών, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς εργάζονται στη Ζιλ, την επιχείρηση-χορηγό της ομάδας. Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην Τορπίντο, από οικονομική άποψη τα πράγματα ήταν σφιχτά. Από τη μια πλευρά, μόνο μέσα στα αμέσως προηγούμενα δύο χρόνια είχαν χάσει είκοσι τρεις παίκτες, που είχαν μεταγραφεί σε δυτικές ομάδες, και έτσι το ταμείο τους ήταν γεμάτο. Από την άλλη πλευρά, δεν είχαν καμία ελπίδα να προσλάβουν κανέναν παίκτη γιατί όλοι οι καλοί Ρώσοι ποδοσφαιριστές ήθελαν να φύγουν στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ομάδα ήταν αναγκασμένη να ξο δέψει τα χρήματά της σε υψηλότερους μισθούς για χει ρότερους παίκτες. Οι περισσότεροι Εγγλέζοι ποδοσφαιρόφιλοι θα ανα γνώριζαν στον πρόεδρο των οπαδών της Τορπίντο το α ί σθημα της προδομένης αγάπης. Μου είπε ότι υποστήριζε όλες τις ομάδες του κόσμου που έπαιζαν πάνω στο γρασίδι της Τορπίντο, άσπρους και μαύρους, και άρχισε να τις απαριθμεί πριν προφτάσω να τον σταματήσω. Μετά μου είπε πώς μετά από ένα παιχνίδι εξαγριωμένοι οπαδοί εί χαν βαλθεί να αναποδογυρίσουν το λεωφορείο που μετέ φερε την ομάδα, αλλά είχαν σταματήσει επειδή σκέφτηκαν ότι η ζημιά θα στοίχιζε λεφτά στην ομάδα τους. Ή ταν μέλοςτηςΤαξιδιω τικήςΛ έσχηςτηςΤορπίντο, και στην πε ρίοδο του παν-ρωσικού πρωταθλήματος ταξίδευαν τρεις ή τέσσερις ημέρες για να παρακολουθήσουν την Τορπίντο που θα έπαιζε με την Καϊράτ Αλμα Άτα ή την Παμίρ Τ α σκένδης. Άφηναν τη Μόσχα μεσοχείμωνα και κατέπλεαν στην Άλμα Άτα μέσα σε καλοκαιριάτικη ζέστη. Στο παν ρωσικό πρωτάθλημα που ακολουθούσε ένας από τους αντιπάλους της Τορπίντο ήταν μια ομάδα ονόματι Ναγκόντκα, από τη νοτιοανατολική Σιβηρία, όχι μακριά από την
Ιαπωνία. Ο πρόεδρος είχε ανακαλύψει ότι το ταξίδι με το τρένο θα έπαιρνε εφτά ημέρες, κι έτσι το Ταξιδιωτικό Κλα μπ, μου είπε, θα ταξίδευε «πιθανώς» αεροπορικώς. Θαυμάσια ιδέα, αλλά ο μέσος Ρώσος τείνει να θεωρεί το ταξίδι με το αεροπλάνο μια εμπειρία που ένας άνθρω πος γνωρίζει μια φορά στη ζωή του. Οι Ταξιδευτές της Τορπίντο ήταν νεαρά αγόρια της εργατικής τάξης. Ρώτη σα πώς στο καλό θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα έξοδα του ταξιδιού, «θα πάμε επίσης αεροπορικώς και στο Μάντσεστερ», απάντησε. Άρα πώς θα μπορούσαν να πληρώσουν όλα αυτά τα ναύλα; «θ α πρέπει να κάνουμε οικονομίες για αρκετό καιρό». Τώ ρα μάλιστα! Οικονο μίες με μέσο μηνιαίο μισθό γύρω στις οχτώ λίρες. Π ρο φανώς το εννοούσε αυτό που έλεγε, γιατί οι περί ων ο λό γος σχέδιαζαν να καταφέρουν να παρακολουθήσουν επί σης και κάποιο παιχνίδι του αγγλικού πρωταθλήματος και με ρώτησε ποια ματς ήταν προγραμματισμένα στην περιοχή του Μάντσεστερ για το Σαββατοκύριακο πριν την άφιξη της Τορπίντο. Κυριολεκτικά, ήταν να χάνεις το μυαλό σου. 0 Ρώσος Π ε\έ. Στο γραφείο της Τορπίντο (η λέξη κακο μοιριά είναι πολύ φτωχή για να το περιγράφει) υπάρχει η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός κουστουμαρισμένου άντρα, που είναι κολλημένη στο ντουλάπι με τα τρόπαια. Ο άντρας είναι ο Έντουαρντ Στρέλτσοφ, ο οποίος ήταν γνωστός στους Ρώσους ως ο «Ρώσος Πελέ». Ο Στρέλτσοφ έπαιζε για την Τορπίντο τη δεκαετία του ’50, και όταν οι αρχές τού πρότειναν να μεταγραφεί στην Ντιναμό Μό σχας, την ομάδα της ΚαΓκεΜπε (KGB), ή στην ΤσεΣεΚα (CSKA) Μόσχας, την ομάδα του Στρατού, εκείνος αρνήθηκε. «Ο Στρέλτσοφ είναι σαν ένα θεόρατο βουνό, που δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε όλο», εξήγησε ο κατά τα άλλα μάλλον απωθητικός αντιπρόεδρος της Τορπίντο. Για το
© ® ©
77
78
© © ©
έγκλημά του αυτό ο Στρέλτσοφ εξορίστηκε στη Σιβηρία και έχασε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, μου είπε περήφανα ο αντιπρόε δρος, ο παγκόσμιος Τύπος είχε γράψει ότι δύο ομάδες εί χαν αποδυναμωθεί ιδιαίτερα: η Αγγλία, που είχε χάσει αρ κετούς παίκτες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στην αεροπο ρική τραγωδία του Μονάχου, και η Ρωσία, η οποία είχε χάσει μόνο έναν παίκτη, τον μεγάλο Στρέλτσοφ. Ο Στρέλ τσοφ, πρόσθεσε ο αντιπρόεδρος εν είδει φράσης-γροθιάς, επέστρεψε στη Μόσχα εγκαίρως για να οδηγήσει την Τορ πίντο στον τίτλο του πρωταθλήματος το 1960. Η ομάδα του Γέλτοιν. Υπήρχαν δύο παιχνίδια προγραμ ματισμένα για το επόμενο Σάββατο, και το ένα το έχασα επειδή δεν υπήρξε σχεδόν καμιά σχετική δημοσιότητα γύρω από αυτό. Στη Ρωσία, όπου συχνά είναι αδύνατον να ανακαλύψεις τα παιχνίδια του Σαββατοκύριακου, ακόμη και για τις ομάδες της πρώτης εθνικής κατηγο ρίας, ήταν εντελώς φυσικό ελάχιστοι μόνο άνθρωποι να γνωρίζουν για το παιχνίδι μεταξύ Ρωσικής Κυβέρνησης και Δημαρχείου Μόσχας, και, παρόλο που ο Μπόρις Γέλτσιν προπονούσε την ομάδα της Κυβέρνησης, μόνο 1.000 θεατές εμφανίστηκαν να το παρακολουθήσουν. Το τελι κό αποτέλεσμα ήταν 1-1, και οποιαδήποτε σκέψη η τύχη του ματς να αποφασιστεί στα πέναλτι εγκαταλείφθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι κανένας από τους παίκτες δεν άντεχε κάτι τέτοιο. Ή ταν ένα ματς που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει παιχτεί επί εποχής Μπρέζνιεφ, ή Στάλιν, και ένα αδιαμφισβήτητο σημάδι ότι η ρωσική κυβέρνηση εί χε αρχίσει να έρχεται κοντύτερα στους ανθρώπους της. Μια σοβιετική τραγωδία. Αντίθετα, πήγα στο Στάδιο Λένιν για να παρακολουθήσω το παιχνίδι της ΤσεΣεΚα Μό σχας εναντίον της Σπάρτακ Μόσχας. Το Στάδιο Λένιν είναι εκείνο στο οποίο διαδραματί-
στηκε η χειρότερη ποδοσφαιρική καταστροφή της ιστο ρίας. Τον Οκτώβη του 1982 η Σπάρτακ έπαιζε με την ολ λανδική ομάδα Χάαρλεμ μέσα σε φοβερή παγωνιά, και οι 10.000 θεατές βρίσκονταν στριμωγμένοι σ’ ένα μόνο τμήμα του σταδίου. Ενώ λίγα μόνο λεπτά υπολείπονταν για να λήξει το παιχνίδι, και η Σπάρτακ προηγείτο με 1-0, οι θεατές άρχισαν να κινούνται προς την έξοδο, όταν ο Σβέτζοφ έβαλε το δεύτερο γκολ της Σπάρτακ. Πολύς κόσμος είχε αρχίσει ήδη να κατεβαίνει τα παγωμένα σκοτεινά σκαλοπάτια πίσω από την εξέδρα, αλλά όταν άκουσαν τις επευφημίες κινήθηκαν βιαστικά προς τα πί σω. Στο μεταξύ, εκείνοι που ήταν ακόμη μέσα είχαν αρ χίσει να φεύγουν, καθώς το ματς έληξε αμέσως μετά το γκολ. Οι δύο ομάδες θεατών συγκρούστηκαν αναγκαστι κά, και δεν είχαν τρόπο να ξεφύγουν, επειδή η αστυνο μία αρνήθηκε να ανοίξει άλλες εξόδους. Αυτό που επα κολούθησε ήταν μια ανθρώπινη χιονοστιβάδα η οποία κατρακυλούσε ασυγκράτητη στις σκάλες, και αργότερα αποδείχτηκε ότι σκοτώθηκαν εκεί 340 άτομα. Για καιρό φημολογούνταν ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί, αλλά οι αρχές κρατούσαν το στόμα τους κλειστό για πολλά χρόνια. Τα πτώματα των θυμάτων απομακρύνθη καν αμέσως μετά την καταστροφή. Για να κρατηθεί μυ στικός ο πραγματικός αριθμός των θανάτων, οι γονείς υποχρεώθηκαν να αποχαιρετήσουν τα νεκρά παιδιά τους 40 λεπτά πριν την ομαδική τελετή της κηδείας, η οποία έγινε παρουσία αστυνομικών. Για πολύ καιρό μετά από αυτή την καταστροφή, στο Στάδιο Λένιν δεν παίχτηκε κανένα ματς. Η δικαιολογία που δόθηκε ήταν ότι ο αγω νιστικός χώρος δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Χάρη στο γκλάσνοστ το 1989 το περιοδικό Sovielski Sport μπόρεσε να αποκαλύψει ολόκληρη την πραγματική ιστορία. Το ίδιο περιοδικό αποκάλυψε επίσης ότι μια παρόμοια καταστροφή είχε συμβεί στο Σοκολνίκι Σπορ
® ® ®
79
© © © Πάλας της Μόσχας το 1976: μετά από έναν αγώνα χόκεϊ επί πάγου μεταξύ των ομάδων της ΕΣΣΔ και του Καναδά, εκατοντάδες άνθρωποι συνεθλίβησαν και έχασαν τη ζωή τους επειδή υπήρχε μόνο μία έξοδος ανοιχτή. Να λοιπόν που βρισκόμαστε τώρα στο Στάδιο Λένιν (ένα άγαλμα του Λένιν ήταν τοποθετημένο μπροστά από το στάδιο), τέσσερις Εγγλέζοι και δύο Ρώσοι, δέκα χρόνια αργότερα, και αυτή τη φορά μέσα στο μεσοκαλόκαιρο και κάτω από το άπλετο φως της μέρας. Το Στάδιο Λένιν είναι πραγματικά υπερμέγε0ες, και εντούτοις το ξενοδοχείο Ουκρανία δεσπόζει από πάνω του ακόμη μεγαλύτερο - τα πάντα στη Μόσχα είναι τεράστια. Το ματς ΤσεΣεΚα Σπάρτακ ήταν το κύριο ντέρμπι στη Μόσχα, το δικό τους αντίστοιχο παιχνίδι Άρσεναλ-Σπερς, με τη βασική διαφο ρά ότι, αντίθετα με την Άρσεναλ ή τη Σπερς, η ΤσεΣεΚα είναι η ομάδα του Ρωσικού Στρατού. Η Σπάρτακ, από την άλλη πλευρά, είναι η μόνη μοσχοβίτικη ομάδα που δεν έχει κάποιον επίσημο χορηγό. Εκείνο το απόγευμα υπήρ χαν γύρω στους 15.000 θεατές μέσα στο στάδιο, και, πα ρόλο που η ΤσεΣεΚα και η Σπάρτακ μοιράζονται το Στά διο Λένιν, όλοι οι θεατές ήταν οπαδοί της Σπάρτακ. Ο Σιν κάριοφ μου είχε πει: «Όταν ήμουν νέος ρώτησα τον πατέ ρα μου “Πατέρα, γιατί υποστηρίζεις τη Σπάρτακ;”. Κι εκείνος μου είπε: “Επειδή η Σπάρτακ δεν είναι συνδεδεμένη με καμία συγκεκριμένη ομάδα της σοβιετικής κοινω νίας”. Η Ντιναμό είναι η ομάδα της ΚαΓκεΜπε, του εξή γησε ο πατέρας του, η ΤσεΣεΚα του Στρατού, η Τορπίντο του εργοστασίου Ζιλ, η Λοκομοτίβ των σιδηροδρόμων, αλ λά η Σπάρτακ ήταν η μόνη ανεξάρτητη ομάδα. Υποστηρί ζοντας τη Σπάρτακ ήταν ένας τρόπος να πει «Όχι». Οι οπαδοί της Σπάρτακ αποκαλούν την ομάδα τους «Η Ο μά δα του Λαού», αν και, περιέργως πως, ο Κονσταντίν Τσερνιένκο, το κούσαλο που προηγήθηκε του Γκορμπατσόφ ως Γενικός Γραμματέας, την υποστήριζε κι εκείνος.
«Αλογα! Αλογα!» επαναλάμβαναν τραγουδιστά οι οπαδοί της Σπάρτακ, απευθυνόμενοι στους οπαδούς της ΤσεΣεΚα, ακολουθώντας τον συνειρμικά λογικό συλλογισμό ότι στρατός ίσον ιππικό ίσον άλογα. Τ α τέσσερα «Αλογα» που κάθονταν μπροστά μας ήταν πολύ νεαρά αγόρια, κάτι που ήταν προφανώς τελείως χαρακτηριστικό. Έ νας νεαρός μάς είπε: «Εμείς οι Ρώσοι υποστηρίζουμε την ΤσεΣεΚα μέχρι τα δεκαοχτώ μας, γιατί μέχρι εκείνη την ηλικία λα τρεύουμε τους αξιωματικούς του στρατού. Στα δεκαοχτώ πηγαίνουμε στο στρατό, μαθαίνουμε την αλήθεια και δεν ξαναϋποστηρίζουμε ποτέ πια την ΤσεΣεΚα». Πάνω στα κασκέτα των αγοριών ήταν γραμμένο στα αγγλικά «Κόκκι νος Στρατός». Εδώ λειτουργούσε ένας λιγότερο λογικός συσχετισμός: οι οπαδοί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ εί χαν κάποτε αυτοαποκληθεί Ρωσικός Στρατός, και τώρα οι οπαδοί της ομάδας του Ρωσικού Στρατού έπαιρναν το όνομά τους από τους οπαδούς της Γιουνάιτεντ. Είχαμε δα νειστεί τη λαμπρότητα του δικού τους Κόκκινου Στρατού, κι εκείνοι είχαν πάρει πίσω τη δική μας. Ο πίνακας αποτελεσμάτων έδινε έναν αριθμό τηλε φώνου στον οποίο μπορούσαν να επικοινωνήσουν όσοι φίλαθλοι ήταν διατεθειμένοι να ξοδέψουν μερικούς ετή σιους μισθούς τους, ακολουθώντας τη Σπάρτακ στο Λου ξεμβούργο για το παιχνίδι του πρώτου γύρου στο Κύπελ λο Κυπελλούχων Ευρώπης. Αναμφίβολα, θα υπήρχαν κά ποιοι υποψήφιοι. Ο κόσμος στο Στάδιο Λένιν ήταν το μό νο φανατικό πλήθος που είδα στη Ρωσία. Τραγουδούσαν συνεχώς ατέλειωτα τραγούδια της Σπάρτακ, και κάθε φορά στρεφόμασταν αμέσως στους Ρώσους συντρόφους μας για μετάφραση. Ο Βασίλι εξηγούσε: «Τώρα τραγου δούν: “Η Σπάρτακ είναι η καλύτερη ομάδα στον κό σμο”». «Πολύ ενδιαφέρον. Και αυτό εδώ;» «“Η Σπάρτακ θα κερδίσει το πρωτάθλημα”». Ή τα ν μια υπέροχη ηλιόλουστη ημέρα του Αυγούστου
® @ ®
81
82
© © ©
(ήδη φθινόπωρο στη Ρωσία) και αναλογίσιηκα πόσο θαυ μάσιο τουριστικό γεγονός αποτελούσε ένα ρωσικό ποδο σφαιρικό παιχνίδι: ήταν μια αυθεντική ρωσική εκδήλω ση, γιατί το παιχνίδι δεν ήταν στημένο για λογαριασμό μας, και ούτε νοιαζόταν κανείς για τη δική μας παρουσία εκεί· το όλο σκηνικό και η συμπεριφορά των φιλάθλων ήταν τόσο οικείο, που μπορούσαμε να διακρίνουμε δια φορές και ομοιότητες ανάμεσα στο τι συνέβαινε εδώ και τι στην Αγγλία· υπήρχε πραγματικό ντόπιο πάθος, καλό παι χνίδι, και όλα αυτά μόνο για τρεις εγγλέζικες πένες. Το ματς ήταν μια ήπια αναμέτρηση που κατέληξε σε ισοπαλία 1-1, έτσι ώστε, ακόμη μια φορά, ήταν δύσκολο να αμφισβητήσουμε την αντικειμενικότητα του διαιτητή, αν και κάνα δυο φορές φάνηκε να ακούγεται όντως το αρ χαίο ρωσικό άσμα «Ο διαιτητής είναι παιδεραστής». Κα μία από τις δυο ομάδες δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, και εξεπλάγην πραγματικά όταν, μερικούς μήνες αργότερα, η Σπάρτακ κατατρόπωσε τη Λίβερπουλ στο Κύπελλο Κυπελλούχων και η ΤσεΣεΚα απέκλεισε την Μπαρτσελόνα από το Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Ετούτοι εδώ οι Ρώσοι γνώρι ζαν τον τρόπο να γίνουν πλούσιοι. «Μπορώ να καταλάβω το ότι η σημερινή γενιά σκέφτεται κυρίως το χρήμα. Αν συνέχιζα να παίζω, θα έκανα κι εγώ το ίδιο», είπε ο Ανατόλι Μπίσοβετς, προπονητής της εθνικής ομάδας της Κοινο πολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (Community of Independent States, CIS) το 1992. Προφανώς, ακόμη και οι Ρώσοι διαιτητές είναι καλύτεροι στο εξωτερικό παρά μέσα στην ίδια τους τη χώρα: στο εξωτερικό κανένας δεν επιχειρεί να τους δωροδοκήσει. Οι Αδερφοί Σταρόστιν. Ο ιδρυτής της Σπάρτακ Μόσχας ήταν άνω των ενενήντα ετών. Ο Νικολάι Σταρόστιν γεννήθηκε το 1902, και υπήρξε γιος κυνηγού, ο οποίος πέθανε σε επιδημία τυφοειδούς πυρετού το 1920. Ο Νικο-
λάι, ως μεγαλύτερος γιος, μεγάλωσε τους αδερφούς του παίζοντας ποδόσφαιρο το καλοκαίρι και χόκεϊ στον πάγο το χειμώνα. Κατάφερε να γίνει αρχηγός της ομάδας της χώρας του και στα δύο αθλήματα, να ιδρύσει τη Σπάρ τακ, να μανατζάρει αυτή και τη σοβιετική εθνική ομάδα και να περάσει δέκα χρόνια στα σταλινικά γκουλάγκ. Το 1989 δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του. Ο «κακός» του ηοδοσιραίρον ανά τονς αιώνες είναι ο Λαβρέντι Πάβλοβιτς Μπέρια. Ο Μ πέρια ήταν αρχηγός της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν και μία από τις λιγότερο ευγενείς φυσιογνωμίες στη σοβιετική ιστορία. 'Οταν δεν ήταν απασχολημένος με την «εκκαθάριση» εκατομμυ ρίων ανθρώπων, έκοβε βόλτες με τη λιμουζίνα του μέσα στους δρόμους της Μόσχας ψωνίζοντας ανήλικα κορί τσια, ή παρακολουθούσε ποδόσφαιρο. Ό π ω ς όλοι οι προηγούμενοι αρχηγοί της μυστικής αστυνομίας, ο Μπέ ρια ήταν κι αυτός επίτιμος πρόεδρος της Ντιναμό Μό σχας, της αθλητικής ομάδας της μυστικής αστυνομίας, αλλά, αντίθετα με τους προκατόχους του, εκείνος ενδιαφερόταν πραγματικά για το ποδόσφαιρο. Ό π ω ς και ο Στάλιν, ο Μπέρια καταγόταν από τη Γεωρ γία, και εκεί ήταν που έμαθε ποδόσφαιρο. Ή ταν ένας κε ντροαριστερός παίκτης, ο οποίος, όπως θα περίμενε κα νείς, βασιζόταν κυρίως στη μυϊκή του δύναμη. Έ παιξε ενα ντίον του Σταρόστιν στις αρχές της δεκαετίας του ’20 και ξε θεώθηκε στο τρέξιμο. Τότε άρχισε η πολιτική του άνοδος και, χρόνια αργότερα, όταν ξανασυναντήθηκε με τον Σταρόστιν, σύριξε με περιφρόνηση: «Να και ο δήθεν μάγκας που κατάφερε να μου ξεγλιστρήσει στο Τμπλίσι. Για να δούμε όμως αν θα μπορέσεις να μου ξεφύγεις και τώρα!». Ο Σαρόστιν ίδρυσε τη Σπάρτακ το 1935, ως αντίπαλο της Ντιναμό του Μ πέρια και της ΤσεΣεΚα. Οι τρεις αδερφοί του Σταρόστιν, Αλεξάντερ, Αντρέι και Πιοτρ, έπαιζαν επίσης στην ομάδα και, κατά τον Σταρόστιν, οι
® ® ©
83
© © ©
84
τέσσερίς τους έγιναν το «σύμβολο της Σπάρτακ». Η Σπάρτακ κατέκτησε το σοβιετικό τίτλο το 1938 και το 1939, και ο Μπέρια λύσσαξε από το κακό του. Σύμφωνα με την ιστορία, κάλεσε τότε τον προπονητή της Ντιναμό στο γραφείο του. Ο Σταρόστιν ξαναζωντανεύει τη συνά ντηση αυτή στο βιβλίο του: «Έχω μόνο μία ερώτηση να χάνω·, είτιε ο Λαβρέντι Πάβλοβιτς. «Τι δεν ηάει χαλά;» Αυτές ήταν οι λέξεις που ήχησαν μέσα στη βαθιά τρομαχτιχή σιωπή τον τεράστιου δωματίου. «Λοιπόν·, χαι στο σημείο αυτό ακολούθησε η λάμψη των περίφημων γυα λιών του, «περιμένω·. •Η Σπάρτακ πληρώνει μεγαλύτερους μισθούς», απάντησε τε λικά ο προπονητής. «Αλήθεια;· εξεπλάγη ο Μπέρια. «Ώστε ‘Τ ά Φτερά και τα Πούπουλα” παίρνουν περισσότερα από αυτούς που υπηρετούν την NKVD;· Και αμέσως έδωσε εντολή στον αξιωματι κό του: «Αυτό πρέπει να ρυθμιστεί αμέσως!·. «Τι άλλο υπάρχει;· ρώτησε ο Μπέρια. «Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα μ ε τ ψ άμυνα, αλλά ελπίζουμε...» Ο Μπέρια διέκοψε
τον προπονητή: «Πιθανόν ένας λόχος κανονιοβολιστών να μπορού σε να αποτελέσει μια καλή άμυνα; Αυτό μπορεί να τακτοποιηθεί. 'Ομως θυμήσου ότι θα εξασκηθούν επίσης και πάνω στη δική σου ράχη. Σε συμβουλεύω να σχεψτείς καλά αυτή μας τ ψ κουβέντα».
Ο Σταρόστιν πέρασε χρόνια περιμένοντας να συλληφθεί. Τελικά, ένα βράδυ του 1942, ξύπνησε ξαφνικά από το φως ενός φακού που κατευθυνόταν μέσα στα μάτια του, και δύο πιστόλια σημάδευαν το κεφάλι του. Οδηγήθηκε στη Λουμπιάνκα, το αρχηγείο της μυστικής αστυνο μίας, και ανακρίθηκε εκεί για τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Ρασιπίνσκι, ο ανακριτής του, τον κατηγόρησε ότι συνω μοτούσε να δολοφονήσει τον Στάλιν. Και στην πραγματι κότητα ο Σταρόστιν είχε μια τέτοια ευκαιρία. Η Κόκκινη Πλατεία μοιάζει σαν ένα γήπεδο που πε-
μιμένει να αρχίσει ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Την Ημέρα του Αθλητή, το 1936, ένα τεράστιο τσόχινο πρά σινο χαλί έχει απλωθεί πάνω της και η βασική ομάδα της Σπάρτακ και οι αναπληρωματικοί παίκτες της έχουν επ ι βιβαστεί πάνω σ’ ένα όχημα διακοσμημένο σαν παπούτσι ποδοσφαίρου έτοιμοι να παίξουν ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι-επίδειξη ενώπιον του Στάλιν: Σπάρτακ εναντίον Σπάρτακ Αναπληρωματικής. Αρχικά το παιχνίδι επρόκειτο να παιχτεί μεταξύ Σπάρτακ και Ντιναμό, όμως η μυστική αστυνομία είχε αποσύρει την τελευταία στιγμή την ομάδα της φοβούμενη τα επακόλουθα σε περίιπω ση που η μπάλα χτυπούσε κατά λάθος τους τοίχους του Κρεμλίνου, ή, ακόμη χειρότερα, τον ίδιο τον Στάλιν. Υπήρχε η εντύπωση ότι αυτός ήταν ο πρώτος ποδο σφαιρικός αγώνας που παρακολουθούσε στη ζωή του Ο Μεγάλος Φίλος των Αθλητών, και ο στόχος ήταν να του παρουσιάσουν ένα αληθινό παιχνίδι-θέαμα. Οι ομάδες είχαν προγραμματίσει μια μεγάλη ποικιλία γκολ - γκολ που έμπαιναν με κεφαλιά, με ανάστροφη τακουνιά, από τη θέση του κόρνερ, με πέναλτι, και ούτω καθεξής· η βα σική ομάδα πήρε το παιχνίδι με 4-3. Δίπλα στον Στάλιν στεκόταν ένας κρατικός αξιωματούχος που κρατούσε ένα λευκό μαντίλι, το οποίο και επρόκειτο να ανεμίσει για να δώσει σήμα να τελειώσει το ματς μόλις ο Στάλιν έδειχνε πως αρχίζει να βαριέται, όμως το παιχνίδι ενθουσίασε τόσο πολύ τον Στάλιν, που επέτρεψε να συνεχιστεί για σαράντα τρία λεπτά αντί για την προγραμματισμένη μισή ώρα. Πιθανόν, φυσικά, όλη εκείνη την ώρα εκείνος απλώς να ονειροπολούσε. Η εντύπωση όμως που δόθηκε ότι απολάμβανε το παιχνίδι έκανε τον Μ πέρια να ζηλέ ψει ακόμη περισσότερο τη Σπάρτακ. Στη Αουμπιάνκα, ο Ρασιπίνσκι έδειξε στον Σταρόστιν μια φωτογραφία που είχε βρεθεί στο διαμέρισμά του. Το όχημα-παπούτσι, α π ’ ό,τι έδειχνε η φωτογραφία, είχε πε-
® © ©
85
86
© © ©
ράσει σε απόσταση μόλις δέκα περίπου μέτρων από το Μαυσωλείο του Λένιν, μπροστά από το Κρεμλίνο. «Είναι αψευδής μαρτυρία», είπε ο Ρασιπίνσκι. «Λοιπόν, τι έχεις να πεις τώρα;» Οι κατηγορίες κατέπεσαν - το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία συνωμοσία για τη δολοφονία του Στάλιν αποτελουσε ένα πρόβλημα. Ό μω ς, έτσι κι αλλιώς, ο Σταρόστιν και οι τρεις αδερφοί του πέρασαν από δίκη και κρίθηκαν, και οι τέσσερις, όλοι ένοχοι. Εντούτοις καταδικά στηκαν σε δέκα μόνο χρόνια εξορίας στη Σιβηρία ο κα θένας. Αυτό εθεωρείτο μια τόσο ελαφριά ποινή, που, ου σιαστικά, ήταν σαν να τους είχαν αθωώσει. «Το μέλλον δε διαγραφόταν και τόσο μαύρο, σε τελευταία ανάλυση», γράφει ο Σταρόστιν. Γνωρίζει καλά πού χρωστούσε την τύχη του: «Οι Σταρόστιν δεν ήταν αυθύπαρκτοι. Στο μυα λό του κόσμου ήταν η προσωποποίηση της Σπάρτακ. Ο Μ πέρια έπρεπε να λάβει υπόψη του τις ελπίδες εκατομ μυρίων οπαδών, κοινών Σοβιετικών ανθρώπων». Ο Σταρόστιν ήταν ο δημοφιλέστερος ποδοσφαιριστής της χώρας, και σε καθένα από τα γκουλάγκ που γνώρισε τα χρόνια που ακολούθησαν ο διοικητής του στρατοπέδου προσπαθούσε κάθε φορά να τον διορίσει ποδοσφαιρικό προπονητή. Ο ποιητής Ό σ ιπ Μάντελσταμ εκτελέστηκε, κανείς όμως δεν επιτρεπόταν να αγγίξει τον Σταρόστιν. «Ακόμη και εκ πεποιθήσεως και υπότροποι εγκληματίες κάθονταν μπροστά μου ήσυχοι σαν ποντίκια για να ακούοουν τις ποδοσφαιρικές μου ιστορίες». Πιστεύει ότι ξέρει για ποιο λόγο το ποδόσφαιρο ήταν τόσο σημαντικό: «Για τους περισσότερους ανθρώπους το ποδόσφαιρο είναι η μόνη, και ορισμένες φορές η τελευταία, ευκαιρία και ελπί δα που έχουν να διατηρήσουν στην ψυχή τους ένα μικρούτσικο νησάκι γνήσιων αισθημάτων και ανθρώπινων σχέ σεων». Στο μεταξύ, στην πρωτεύουσα, η πολιτική ηγεσία προσπαθούσε να σοβιετοποιήσει το παιχνίδι. Η λέξη
fulbol άλλαξε σε nozhnoi myach, xogandbol σε fuchnoi myach,
και η λέξη bootsy σε botinki. Οι αδερφοί Σταρόστιν διαγράφηκαν από την ιστορία του ποδοσφαίρου. Οι λεζάντες σε παλιές φωτογραφίες της ομάδας κατονόμαζαν οχτώ ή εν νέα παίκτες και αναφέρονταν στους υπόλοιπους μόνον ως Ν.Ν. - αυτοί ήταν οι αδερφοί Σταρόστιν. Ο Σταρόστιν έχασε τον Πόλεμο: όταν ο Πόλεμος τε λείωσε, εκείνος προπονούσε ακόμη τοπικές ομάδες των γκουλάγκ και της Ντιναμό, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο. Έ να βράδυ, σε κάποιο σιβηριανό στρα τόπεδο εργασίας, μερικά χρόνια αφότου είχε επανέλθει η ειρήνη, ο τοπικός γραμματέας του Κόμματος πήγε και ξύπνησε τον Σταρόστιν: «Έλα γρήγορα! Ο Στάλιν στο τη λέφωνο!». Ή ταν ο Βασίλι Στάλιν, γιος του Στάλιν. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου, σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, είχε γίνει ο νεότερος στρατηγός του κόσμου, και αργότερα χρίστηκε αρχηγός της σοβιετικής στρατιωτικής αεροπο ρίας. Αγαπούσε τα σπορ, και προσπάθησε να συγκεντρώ σει τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κράτους στη VVS, την ομάδα της Στρατιωτικής Αεροπορίας, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος. Συχνά, προσκαλούσε σπίτι του αθλητές για να κουβεντιάσουν γύρω από τα σπορ, και ένα βράδυ κάποιος θαρραλέος παίκτης τού πρότεινε να διορίσει τον Σταρόστιν ως προπονητή της ομάδας. Η ιδέα αυτή διασκέδασε το νεαρό Στάλιν, ο οποίος απεχθανόταν τον Μπέρια. Μόλις ο Σταρόστιν έφτασε στην πρωτεύουσα, ο Μ πέ ρια τον επισκέφτηκε σπίτι του και του έδωσε διωρία είκο σι τέσσερις ώρες να το εγκαταλείψει, έτσι ο Βασίλι Στάλιν τον πήρε για να τον φιλοξενήσει στο δικό του σπίτι. «Μέ χρι που κοιμηθήκαμε μαζί πάνω στο τεράστιο κρεβάτι», αναφέρει ο Σταρόστιν. «Ο Βασίλι Στάλιν κοιμάται πάντο τε με ένα πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι του». Ακόμη και
® ® ®
87
όταν ο Στάλιν πήγαινε στο Κρεμλίνο, άφηνε τον Σταρόστιν με φρουρούς να τον φυλάνε, και, όταν ο Σταρόστιν κατάφερνε να ξεγλιστρήσει από τους φρουρούς του, μπορούσε και τότε ακόμη να δει δύο πράκτορες του Μ πέρια να είναι καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι του πάρκου που βρισκόταν μπροστά από το μέγαρο του Στάλιν. Μια φορά που ο Βασίλι ήταν μεθυσμένος, ο Σταρόστιν ξεγλίστρησε από το ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού για να επισκεφτείτην οικογένειά του. Νωρίς το επόμενο πρωί οι άντρες του Μπέρια ήρθαν να τον συλλάβουν και τον έβαλαν αμέσως σ’ ένα τρένο για το Βόρειο Καύκασο. Ο Βασίλι μεσολάβησε, αλ λά αργότερα η αστυνομία εξόρισε τον Σταρόστιν σε μια πόλη της ερήμου στο Καζακστάν. Η εποχή της τρομοκρατίας έληξε το Μάρτιο του 1953, όταν ο Στάλιν πατήρ κατάφερε να γίνει ένας από τους ελάχιστους Σοβιετικούς πολίτες της γενιάς του που πέθαναν από γεράματα. Ο Σταρόστιν επέστρεψε στη Μόσχα. Ο Μπέρια δοκίμασε να διαδεχτεί τον Στάλιν ως αποκλειστικός δικτάτορας, απέτυχε και οδηγήθηκε σε δίκη. Κρίθηκε ένοχος ως «πράκτορας του ιμπεριαλι σμού» και για «εγκληματικές ενέργειες κατά του Κόμμα τος και του κράτους», και τα δύο πολύ γνωστά εγκλήμα τα, και εκτελέστηκε. Πολλά εκατομμύρια ανθρώπων στέ ναξαν με ανακούφιση, ένας από τους οποίους ήταν και ο Μάρτιν Μερέζοφ. Ο Μερέζοφ, ως διαιτητής στη δεκαε τία του ’20, είχε αποβάλει κάποτε τον Μπέρια από το γή πεδο, και ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος όταν εκείνος έγινε αρχηγός της μυστικής αστυνομίας. Συγκεντρωμένοι και ελεύθεροι. Το πλήθος των 15.000 ατό μων στο παιχνίδι της ΤσεΣεΚα εναντίον της Σπάρτακ ήταν το μεγαλύτερο που είχε εμφανιστεί ποτέ στη Ρωσία, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ανησυχητικά μικρό. Κάνα δυο χρόνια νω ρίτερα, το πλήθος που παρακολουθούσε τα παιχνίδια της
Σπάρτακ ήταν κατά μέσο όρο γύρω στις 25.000 άνθρωποι, και ένας αγώνας ντέρμπι σαν αυτόν θα έπρεπε να έχει προσελκύσει ακόμη περισσότερο κόσμο. Ό λες οι μεγάλες ομάδες είχαν χάσει τους οπαδούς τους, όχι μόνο στην πα λιά ΕΣΣΔ, αλλά σε όλα τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Το 1991 η ομάδα με τους περισσότερους οπαδούς στην ΕΣΣΔ ήταν μια κάποια Νοβμπακόρ, από το Ουζμπεκιστάν της Κεντρικής Ασίας, η οποία, παρόλο ότι δεν ανήκε στη σοβιετική πρώτη εθνική κατηγορία, συγκέντρωνε περί τους 35.000 ανθρώπους. Οι Ουζμπέκοι εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για το ποδόσφαιρό τους, συχνά μέχρι ση μείου να πυροβολούν εναντίον επισκεπτών παικτών. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που έκαναν το πλήθος των φ ι λάθλων να έχει ελαττωθεί τόσο δραματικά: οι κουβέντες για δωροδοκίες απογοήτευαν τους οπαδούς· εκατοντάδες τέως Σοβιετικοί παίκτες έφευγαν για τη Δύση· κάθε ξεχω ριστή δημοκρατία είχε πλέον το δικό της πρωτάθλημα, και οι Μοσχοβίτες αναζητούσαν αντιπάλους σαν την Ντιναμό Κιέβου και τη Ζαλγκίρις Βίλνας· και ο κόσμος είχε πλέον πολύ λιγότερα χρήματα. Ό μ ω ς υπάρχει και κάτι ακόμη. Στη Μόσχα δεν υπάρχουν καφετέριες με ευχάριστη ατμόσφαιρα για να καθίσει κανείς να κουβεντιάσει, έτσι, κάποια μέρα, προσπαθώντας να βρούμε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ο Λέβον Αμπραμιάν κι εγώ περιδιαβά ζαμε το Πάρκο Γκόρκι. Ο Λέβον είναι ένας Αρμένιος που ζει μια πολύ γεμάτη ζωή. Εργάζεται ως ανθρωπολόγος, σκιτσάρει περίφημες πολιτικές και ερωτικές γελοιογρα φίες, αρνήθηκε μια πρόταση να συμμετάσχει στην αρμ ε νική κυβέρνηση και είναι λάτρης του ποδοσφαίρου. Π έρα από τη συζήτησή μας, αναζητούσαμε ταυτόχρο να και ένα γκρουπ κομουνιστικών αγαλμάτων. Έ να χρόνο πριν τα αγάλματα αυτά υψώνονταν στις κεντρικές πλατεί ες της Μόσχας, όμως, μετά από ένα κίνημα εναντίον του Γκορμπατσόφ, τα πλήθη τα είχαν αποκαθηλώσει από τα
90
© © ©
βάθρα τους. Τώ ρα υπήρχε η φήμη ότι τα αγάλματα αυτά βρίσκονταν κάπου μέσα στο Πάρκο. Κανείς δεν μπορούσε να μας καθοδηγήσει, αλλά καταφέραμε τελικά να τα εντο πίσουμε: τέσσερα ή πέντε τεράστια δημιουργήματα που γερνούν άδοξα ακουμπισμένα πάνω στο γρασίδι. Οι πινα κίδες με τα ονόματά τους είχαν εξαφανιστεί, όμως ανα γνωρίσαμε το άγαλμα του Ντζερζίνσκι, το οποίο υψωνό ταν κάποτε έξω από το αρχηγείο της ΚαΓκεΜπε, και με τη βοήθεια δύο γυναικών που περνούσαν από εκεί με τα καροτσάκια τους, ο Λέβον αναγνώρισε τα υπόλοιπα. Π ροφα νώς, όπως ακριβώς ο Άγιος Χριστόφορος αναπαρίσταται πάντοτε με τον Ιησού βρέφος πάνω στη ράχη του, κάθε σοσιαλιστής ήρωας έχει κι εκείνος ορισμένα χαρακτηρι στικά γνωρίσματα, έτσι ώστε ένας καλλιεργημένος Ρώσος να μπορεί να καταλάβει τι θέλει να πει το κάθε άγαλμα, για παράδειγμα, ο Γιούρι Γκαγκάριν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ή ο Λένιν στην Ελβετία. 'Οταν λύθηκε αυτός ο γρίφος, ο Λέβον μού είπε γιατί ο κόσμος δεν παρακολουθούσε πλέον ποδοσφαιρικά παι χνίδια. Σε μια κομουνιστική χώρα, είπε, η ποδοσφαιρική ομάδα που υποστήριζες ήταν μια κοινότητα στην οποία είχες επιλέξει εσύ ο ίδιος να ανήκεις. Το καθεστώς δε σε υποχρέωνε να υποστηρίξεις μια συγκεκριμένη ομάδα, και, εξαιρουμένων ίσως των δυτικών ομάδων, μπορούσες να επιλέξεις μόνος σου την ομάδα σου. Αυτό ήταν πιθα νόν η μόνη σου ευκαιρία να επιλέξεις μια «κοινότητα», και επίσης, μέσα σ’ αυτή την κοινότητα, μπορούσες να εκφραστείς όπως επιθυμούσες. «Το να είσαι οπαδός μιας ομάδας», κατέληξε ο Λέβον, «σημαίνει να μπορείς να συ γκεντρώνεσαι και να βρίσκεσαι μαζί με άλλους και ταυ τόχρονα να είσαι ελεύθερος». Ο Λέβον πίστευε, στη δεκαετία του ’80, ότι, αν επρόκειτο ποτέ να γίνει κάποια επανάσταση εναντίον του κο μουνισμού, αυτή θα ξεκινούσε από τους οπαδούς των πο-
δοοφαιρικών ομάδων. Ομολόγησε: «Πίστευα ότι αυτό θα συνέβαινε στη Μόσχα, επειδή μόνο εκεί υπάρχουν διά φορες ομάδες, καθεμία από τις οποίες αντιπροσωπεύει μια διαφορετική κοινωνική τάξη». Η θεωρία του ήταν ότι μόνο μια ενοποιημένη ομοιογενής κοινωνική ομάδα μπορεί να οργανώσει μια επανάσταση, και η ιδέα αυτή απέκλειε οπαδούς ομάδων από άλλες δημοκρατίες. Η Ζαλγκίρις Βίλνας στη Λιθουανία, για παράδειγμα, ή η Γερεβάν Αραράτ στην Αρμενία συνένωναν όλο το έθνος, και όχι μία συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Το ποδόσφαι ρο στη Μόσχα ήταν περισσότερο κατακερματισμένο. «Οι περισσότεροι οπαδοί της ΤσεΣεΚα είναι άνθρωποι του στρατού, οπότε και αποτελούν μια κοινωνική μονάδα. Η πλειοψηφία των οπαδών της Σπάρτακ ανήκαν σε μια χα μηλή κοινωνική τάξη, φορούσαν τη στολή της Σπάρτακ, ήταν κάπως βίαιοι και μισούσαν τους διανοούμενους - κι αυτοί επίσης ήταν μια άλλη κοινωνική ομάδα». Η θεωρία του Λέβον ήταν λανθασμένη, αλλά ελάχιστα λανθασμένη. Οι λάτρεις του ποδοσφαίρου ήταν εκείνοι που έκαναν την επανάσταση, αλλά δεν ήταν οι ποδοσφαιρόφιλοι της Μόσχας. «Αυτό που πραγματικά συνέβη ήταν ότι οι ομάδες των διαφόρων δημοκρατιών αποτέλεοαν το επίκεντρο στο οποίο εστιάστηκαν οι εθνικές επα ναστάσεις εναντίον της σοβιετικής κυριαρχίας». Και μου εξήγησε πώς αυτό είχε λειτουργήσει στην Αρμενία. Η Αρμενία είναι ένας μικρός σωρός βράχων που ανή καν πρώτα στη Σοβιετική Ένωση. Τώρα είναι μια ανε ξάρτητη χώρα η οποία εκτείνεται μεταξύ Τουρκίας και Ιράν, και η οποία βρίσκεται σε πόλεμο με τη γειτονική της χώρα, το Αζερμπαϊτζάν. Η Γερεβάν Αραράτ είναι η κύρια ποδοσφαιρική ομάδα στην Αρμενία. Ό π ω ς πολλές δημοκρατίες, έτσι και η Αρμενία είχε μόνο μία ομάδα στην πρώτη εθνική κατηγορία - με τον ίδιο τρόπο η Γε ωργία είχε την Ντιναμό Τμπλίσι, και το Αζερμπαϊτζάν τη
® ® ®
91
92
© © ©
Νέφτσι Μπακού - και η ομάδα αυτή εθεωρείτο ως η εθνι κή ομάδα της χώρας. «Όταν παίξαμε με τη Γεωργία», έλεγε ο Λέβον, κι εγώ τον διόρθωνα: «Εννοείς με την Ντιναμό Τμπλίσι». «Ναι», συμφωνούσε εκείνος, «όμως εμείς ποτέ δεν το βλέπαμε έτσι». Η Αρμενία, ή η Γερεβάν Αραράτ, κατέκτησε τον σο βιετικό τίτλο μόνο μια φορά, το 1973, και εκείνη τη χρο νιά πήρε επίσης και το Κύπελλο. Το αρμενικό ποδόσφαι ρο έχει την τάση να παράγει μάλλον ασταθείς τριπλαδόρους, όμως εκείνη τη χρονιά όλα δούλεψαν ρολόι. Το νι κητήριο γκολ στον αγώνα του Κυπέλλου μπήκε στο τε λευταίο λεπτό του αγώνα, κι έτσι η διπλή νίκη ήταν ιδιαί τερα εντυπωσιακή. «Ή ταν ένα πραγματικό πανηγύρι», είπε ο Λέβον, «μια εθνική γιορτή, η οποία επιτράπηκε να γίνει επειδή οι κομουνιστές αξιωματούχοι μας ήταν κι εκείνοι ενθουσιασμένοι. Αυτοκίνητα κορνάριζαν παντού μέσα στην πόλη της Γερεβάν όλη τη νύχτα, αλλά κανείς δεν παραπονέθηκε. Ο γείτονάς μου, ο οποίος ήταν ποιη τής, άκουσε τον πατέρα του να του ζητάει να βγει και να παίξει ακορντεόν στο μπαλκόνι του. Έ παιξε μερικά τρα γούδια και μετά έπαιξε ακόμη ένα, το οποίο ήταν απαγο ρευμένο, μιλούσε για την Καρς, μια πόλη στην Τουρκία η οποία κάποτε ήταν αρμενική: “Ω Καρς, πότε θα ξαναγυρίσεις στην Αρμενία;” Έ παιζε μόνο τη μουσική χωρίς τα λόγια, όμως όλοι τα γνώριζαν. Η οικογένεια αυτή δεν ήταν μια οικογένεια εθνικιστών, απλώς μια κοινή αρμε νική οικογένεια. Αλλά με αυτό το αίσθημα κοινής χαράς, που δεν κατευθυνόταν εναντίον κανενός, τα εθνικά αι σθήματα βγαίνουν στην επιφάνεια». Την εποχή των Σοβιέτ, όταν η Γερεβάν Αραράτ κέρδι ζε ένα παιχνίδι, οι φίλαθλοι συνήθιζαν να διαδηλώνουν μέσα στους δρόμους της πόλης Γερεβάν τραγουδώντας διάφορα συνθήματα. Το αγαπημένο τους ήταν το «Αρα ράτ», το οποίο είχε διττή σημασία: Αραράτ είναι το όνο-
μα της ομάδας, είναι όμως και το όνομα ενός βουνού στην Τουρκία που κάποτε ανήκε στην Αρμενία. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή οι «διαδηλωτές» δε ζητούσαν την αρμε νική ανεξαρτησία ή πόλεμο κατά της Τουρκίας, είπε ο Λέβον. Έλεγαν απλώς ότι η Αρμενία ήταν καλύτερη. Κατόπιν, επί εποχής Γκορμπατσόφ, οι δημοκρατίες άρχισαν να οσμίζονται ανεξαρτησία. Στα ματς εναντίον της Ζαλγκίρις ή εναντίον κάποιας εσθονικής ομάδας, οι οπαδοί της Γερεβάν τραγουδούσαν «Λιθουανία!» ή «Εσθονία!» σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους αντιπά λους τους. 'Οταν μια ρωσική ομάδα επισκεπτόταν μια νό τια δημοκρατία, κάποιος αξιωματουχος της τοπικής αστυνομίας προειδοποιούσε συχνά τους Ρώσους πως, αν νικούσαν, πιθανόν αυτό να προκαλούσε μια κάποια ατυ χή εξέγερση. «Το να καταφέρεις να φύγεις από αυτές τις νότιες περιοχές σώος και αβλαβής, έστω και με μερικά σπασμένα τζάμια, θεωρείται κατόρθωμα», έγραψε ένας Λευκορώσος προπονητής. Έ να αρμενικό εθνικιστικό κίνημα οργανωνόταν εκεί νη την εποχή και δανείστηκε τα τραγούδια των οπαδών της Γερεβάν Αραράτ. Έ να ποδοσφαιρικό σύνθημα ήταν το Hayer! (που σημαίνει «Αρμένιοι!») ακολουθούμενο από τρία κοφτά παλαμάκια - ένα σύνθημα που το είχαν αντι γράψει από τους οπαδούς του Άγιαξ· και συνθήματα σαν αυτό υιοθετήθηκαν από τα πλήθη στις αντισοβιετικές διαδηλώσεις τους. «θυμάμαι», είπε ο Λέβον, «την αδερ φή μου και τη φιλενάδα της, που δεν είχαν πάει ποτέ τους στο γήπεδο, να λένε: “Υπάρχει κάτι το πολύ ρομα ντικό, πολύ νοσταλγικό στην κραυγή Hayer, κι εγώ σκε φτόμουν: «Όχι, δεν είναι τίποτε τέτοιο! Είναι απλώς ένα ποδοσφαιρικό σύνθημα». Οι γυναίκες της Αρμενίας δεν πήγαιναν στο γήπεδο· έτσι, αποτελουσε ένα χώρο για καθαρά «αντρικές» τελε τουργίες. «Όταν πηγαίνεις στο γήπεδο», είπε ο Λέβον,
© @ @
93
94
© © ©
«μπορείς να κάνεις ελεύθερα διάφορα πράγματα». Για παράδειγμα, μόνο στο γήπεδο ήταν αποδεκτές οι βρι σιές. Εκεί εθεωρείτο ακόμη και ένα είδος τέχνης το να μπορείς να εφευρίσκεις τις τρομερότερες βρισιές. Ο Λέ βον μου μίλησε για εκείνον τον οπαδό που φώναξε: «Δι αιτητή, άντε και πήδα τη γυναίκα σου μπροστά στο Μαυ σωλείο του Λένιν!». Το θέμα ήταν ότι στις επαρχίες της ΕΣΣΔ το Μαυσωλείο του Λένιν εθεωρείτο το κέντρο του σύμπαντος, ένα μέρος που μπορούσαν να δουν οι πάντες. Το πλήθος γελούσε: εκτιμούσαν ιδιαίτερα μια καλή βρι σιά. «Όμως υπήρχε μια διχογνωμία», είπε ο Λέβον, «ανά μεσα σ’ εκείνους που ήθελαν να βρίσκουν νέες βρισιές και εκείνους που προτιμούσαν τις παραδοσιακές βωμο λοχίες. Κάποτε κάποιος φώναξε: «Διαιτητή, να σε κατουρήσω πατόκορφα!». Κάποιος άλλος γύρισε πίσω και ρώ τησε: “Γιατί λες να σε κατουρήσω;" Αυτή δεν ήταν μια παραδοσιακή βρισιά. Ό μ ω ς ο άλλος απάντησε: “Γιατί όχι; Αυτό μου έρχεται να κάνω”». Οι βρισιές σταμάτησαν όταν χτίστηκε ένα μεγαλύτερο γήπεδο. Τώρα οι φίλαθλοι ήταν περισσότερο διασκορπι σμένοι και οι βρισιές τους δεν μπορούσαν να ακουστούν καθαρά, και, όπως μου είπε ο Λέβον, «οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούγονται, όχι μόνο να φωνάζουν. Στο παλιό γήπεδο μπορούσες να κάνεις ακόμη κι έναν αστυνομικό να γυρίσει και να σε κοιτάξει σοκαρισμένος όταν φώνα ζες κάποια ιδιαίτερα κακή βρισιά». Στο γήπεδο ήσουν ελεύθερος να βρίσεις, να φωνάξεις συνθήματα, να βρεθείς με την παρέα σου. Η φυσιολογική ψυχολογική κατάσταση ενός Σοβιετικού πολίτη ήταν η απογοήτευση. «Τώρα», είπε ο Λέβον, «οι οπαδοί της Σπάρ τακ μπορούν να πάνε οπουδήποτε και να εκφραστούν ελεύθερα: σε μια πολιτική συγκέντρωση, σε μια εκκλησία, σε μια συναυλία ροκ. Οκέι, δεν πάνε σε πολιτικές συγκε ντρώσεις, ξέρουν όμως ότι μπορούν να πάνε. Μόλις συνειδη-
τοποιήσεις ότι είσαι ελεύθερος να εκφραστείς όπως θέλεις, δε χρειάζεται να το κάνεις και στην πραγματικότητα». Έτσι, το πλήθος στα γήπεδα συνέχιζε να μειώνεται. Οι αδερφοί Τσάρνοκ. Η Ντιναμό Μόσχας του Μ πέρια ιδρύθηκε από Άγγλους. Τίποτα το εκπληκτικό γύρω από αυτό, σε κάποιο μέτρο, επειδή οι Εγγλέζοι ίδρυσαν ομά δες σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι, θα σκεφτόταν κανείς, και την Ντιναμό Μόσχας. Φυσικά, ο Κλέμεντ και ο Χάρι Τσάρνοκ, βιομήχανοι υφασμάτων, δεν ονόμασαν την ομάδα που ίδρυσαν «Ντιναμό». Την ονόμασαν Αθλητική Ομάδα του Ορεχόβο. Ο Ντζερζίνσκι, αρχηγός της μυστικής αστυνομίας του Λέ νιν, ήταν εκείνος που αναβάπτισε την Ορεχόβο σε «Ντιναμό». Έ να παραδοσιακό χαρακτηριστικό των Τσάρνοκ επέζησε, και εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι σήμερα τουλάχιστον: η Ντιναμό συνεχίζει να παίζει με τα χρώ ματα, μπλε και άσπρο, της Ορεχόβο. Τ α δύο αδέρφια ήταν φανατικοί θαυμαστές της Μ πλάκμπερν Ρόβερς. Για ολόκληρες δεκαετίες οι αρχηγοί της ΚαΓκεΜπε παρακολουθούσαν τα παιχνίδια της Ντιναμό από το αντί στοιχο Βασιλικό θεω ρ είο της ομάδας. Αργότερα, όταν η ΕΣΣΔ εισέβαλε στην Ανατολική Ευρώπη, οι ομάδες που στηρίζονταν οικονομικά και διοικούνταν από τη μυστική αστυνομία ονομάζονταν όλες Ντιναμό: Ντιναμό Βουκουρεστίου, Βερολίνου, Δρέσδης, Κιέβου, και πάει λέγοντας. Οι ομάδες Ντιναμό Δρέσδης και Κιέβου ξέφυγαν από το στίγμα του ονόματος και μπόρεσαν να γίνουν εξαιρετικά δημοφιλείς, επειδή φάνηκαν να αντιπροσωπεύουν τις πε ριοχές τους - Σαξονία και Ουκρανία - και όχι τη μυστική αστυνομία. Οι υπόλοιπες Ντιναμό ήταν ιδιαίτερα μιση τές. Συνέβη μια πραγματικά εκπληκτική σκηνή το 1937, όταν όλοι οι θεατές ενός παιχνιδιού της Ντιναμό Μόσχας, εντελώς αυθόρμητα, άρχισαν να σφυρίζουν, όχι τους παί-
® © ®
95
96
© © ©
κτες, αλλά ίο χαρακτήρα της ομάδας. Εκείνη την εποχή, στο αποκορύφωμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων, το μό νο μέρος όπου ένας αριθμός συγκεντρωμένων ανθρώπων μπορούσε να εκφράσει την απέχθειά του ήταν μέσα στην ανωνυμία ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου. Αργότερα η Ντιναμό Μόσχας είχε πολύ λίγους θεατές, και ελάχιστοι από αυτούς ήταν οπαδοί της. 'Οταν επισκέφθηκα για πρώτη φ ορά την Ντιναμό Μό σχας, οι παίκτες έκαναν προπόνηση, και στο πάρκινγκ των αυτοκινήτων τους υπήρχαν Άουντι, Μερσεντές, Βόλβο και Φορντ, όλα σχεδόν χωρίς πινακίδες, καθώς ήταν φανερό ότι δεν είχαν εκτελωνιστεί και δηλωθεί επισήμως. Το στάδιο ήταν υπερμέγεθες, γκρίζο και ακάλυπτο, με στίβο για αγώνες δρόμου. Τ ις μέρες που υπάρχει παι χνίδι συγκεντρώνει δύο ή τρεις χιλιάδες θεατές. Συνάντη σα τον πρόεδρο της ομάδας, τον καταθλιπτικό Νικολάι Τόλστιτς, ο οποίος μου είπε ότι ήθελε να δώσει στο γήπε δο μια «αγγλική ατμόσφαιρα». Είχε επισκεφθεί εγγλέζι κες ομάδες -α νέφ ερ ε τις Άρσεναλ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Μάντσεστερ Σ ίτι- και ακόμη και τώρα, είπε, ανοίγονταν καφετέριες μέσα στο γήπεδο, και η ομάδα σχεδίαζε να καταργήσει το στίβο για τα αγωνί σματα και να κατασκευάσει και στέγαστρο. «Επίσης, αυ τή τη στιγμή ανανεώνουμε χρωματικά το γήπεδο», κατέ ληξε. Αυτό εξηγούσε προφανώς τους καφετιούς λεκέδες που είχα δει πάνω στους γκρίζους τοίχους του γηπέδου: η Ντιναμό έβαφε το γήπεδό της καφέ! Ό τα ν το ανέφερα αυτό σε κάποια φίλη μου, εκείνη μου εξήγησε ότι το υπό στρωμα της μπογιάς είναι πάντοτε καφετί, αλλά εξακο λουθώ να μην είμαι σίγουρος. Καφέ είναι το χρώμα που θα διάλεγε χωρίς αμφιβολία ο Τόλστιτς. Ντιναμό Μόσχας-Ασμάραλ. Η Ασμάραλ είναι μια πολύ μικρή ομάδα που μέχρι πριν από μερικά χρόνια ονομαζό-
ταν Κράσναγια Πρένια, οπότε και αγοράστηκε από έναν Ιρακινό επιχειρηματία. Ο Χουσάμ Αλ-Χαλίντι μετονόμα σε την ομάδα «Ασμάραλ», δίνοντάς της το όνομα μιας από τις εταιρείες του, και έριξε σ’ αυτή λεφτά, τα οποία φημολογείται ότι προέρχονται από τον Σαντάμ Χουσεΐν. Τηλε φώνησα στο γραφείο του Αλ-Χαλίντι το απόγευμα του αγώνα και είπα στη γραμματέα του ότι ήμουν ένας Αγγλος δημοσιογράφος που ήθελε να πάρει συνέντευξη από το δι ευθυντή της. «Άγγλος δημοσιογράφος; Και πώς βρίσκεστε εδώ;» ήταν η απάντηση. Συμφωνήσαμε ότι θα τον συνα ντούσα στο γήπεδο στη διάρκεια του ματς. Υπήρχε, φυσικά, πολύ λίγος κόσμος στο γήπεδο, και εντούτοις είχαμε προβλήματα για να μπορέσουμε να μπούμε. Χάρη στο ότι είχα συναντήσει ήδη χιλιάδες γρα φειοκράτες, είχα καταφέρει να πάρω το επίσημο μοσχοβίτικο πάσο των αθλητικών δημοσιογράφων ποδοσφαί ρου, ήμουν όμως μαζί με ένα φίλο από την εφημερίδα Moscow Times, ο οποίος είχε ένα γενικό δημοσιογραφικό ελευθέρας. Ο ηλικιωμένος άντρας που φύλαγε το δημο σιογραφικό θεωρείο μάς σταμάτησε. «Το δικό σας ελευ θέρας είναι εντάξει», είπε σ’ εμένα, «αλλά το δικό σας», είπε στο σύντροφό μου, «είναι άκυρο». Μετά σήκωσε τα χέρια του ψηλά και φώναξε με άκρατο ενθουσιασμό: «Όμως δεν πειράζει!» Κατόπιν ο μέγας αυτός αναρχικός μάς άφησε να περάσουμε. Το ματς ξεκίνησε αργοκίνητα, όπως και το ματς της Τορπίντο. Κάθε λίγα λεπτά κάποιος παίκτης σωριαζόταν στο έδαφος και του προσφερόταν βοήθεια για τον τραυ ματισμό του. Οι παίκτες αυτοί δεν έπεφταν μόνοι τους για να κερδίσουν ελεύθερες βολές. Έ πεφταν κάτω από καθαρή τεμπελιά, και, επειδή έπαιζαν με τόσο ελάχιστο ενθουσιασμό, η αδρεναλίνη τους είχε πάει περίπατο, έτσι τα χτυπήματα πονούσαν περισσότερο. Κάποια στιγ μή, όταν η Ντιναμό έχασε την μπάλα κοντά στη σέντρα,
® ® ®
97
δέκα ακριβώς λεπτά μετά την έναρξη του παιχνιδιού, τρεις κεντρώοι παίκτες περπάτησαν πίσω στη δική τους πλευρά του γηπέδου, γύρω στα τριάντα μέτρα πίσω από την αντεπίθεση της Ασμάραλ. Απλώς δεν είχαν καμία διάθεση ν’ ασχοληθούν με το παιχνίδι. Σταδιακά όμως το παιχνίδι άλλαξε. Η Ντιναμό έβαλε δύο γκολ και οι παίκτες της άρχισαν να δείχνουν περισσό τερο ενδιαφέρον. Έ τρεχαν παντού μέσα στον αγωνιστικό χώρο, κυνηγούσαν τους αντιπάλους τους, έκαναν όλα εκεί να τα πράγματα που νωρίτερα δεν ένιωθαν τη διάθεση να τα κάνουν, και όλα αυτά τα έκαναν επειδή το γλεντούσαν. Το ποδόσφαιρο είναι ένα τόσο καλό παιχνίδι, όπως αποδεικνύει το γεγονός αυτό, που ακόμη και Ρώσοι επαγγελματίες μπορούν καμιά φορά να το απολαύσουν. Η Ντιναμό κατακρεούργησε την Ασμάραλ 6-1. Στην αρχή του δευ τέρου ημιχρόνου πήγα στο θεωρείο των επισήμων, όπου συνήθιζε να κάθεται ο Μ πέρια, για να βρω τον Αλ-Χαλίντι, αλλά εκείνος είχε ήδη φύγει για το σπίτι του. 0 Πρόεδρος τον Ποδοσψαίρον. Το ρωσικό ποδόσφαιρο έμοιαζε μια μάλλον αποδιοργανωμένη υπόθεση. Ο άν θρωπος που βρίσκεται επικεφαλής του, ο Βιατσεσλάβ Κολόσκοφ, είναι εντελώς το αντίθετο. Ο Κολόσκοφ είχε υπάρξει πρόεδρος της Σοβιετικής Ποδοσφαιρικής Ομο σπονδίας και σήμερα είναι πρόεδρος της Ρωσικής Ποδο σφαιρικής Ομοσπονδίας. Είναι πασίγνωστος για τη δύ ναμη που διαθέτει στους κόλπους της ΦΙΦΑ και της ΟΥΕΦΑ, και ταξιδεύει συνεχώς στη Δύση. Πολύ περιποιημένος τύπος, με καινούρια ρούχα, που του έρχονται ακριβώς στα μέτρα του, ο Κολόσκοφ δείχνει πολύ λιγότερο με Ρώσο και περισσότερο με Γερμανό επιχειρηματία. Ψιθυρίζεται ότι ο Κολόσκοφ ευθύνεται για μία από τις πολύ παράδοξες ιστορίες γύρω από το Παγκόσμιο Κύπελλο Αμερικής: ότι δηλαδή ένα ευρωπαϊκό κράτος στο μέγεθος
της Γαλλίας, και με μια αντίστοιχη, αν και μάλλον συγκαλυμμένη, ιστορία στο ποδόσφαιρο, δεν επιτράπηκε να μπει στο τουρνουά. Η χώρα αυτή είναι η Ουκρανία, γιατί οι με γαλύτερες σοβιετικές ομάδες στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αποτελοΰνταν αποκλειστικά σχεδόν από Ουκρανούς. Αποτέλεσμα ήταν η Ουκρανία να γίνει έξαλλη βάζοντάς τα με τη ΦΙΦΑ, τη Ρωσία και ειδικότερα τον Κολόσκοφ. Λίγο μόλις καιρό πριν κατατμηθεί σε δεκαπέντε ξεχω ριστές δημοκρατίες, η Σοβιετική Ένωση κληρώθηκε να παίξει σε ένα γκρουπ προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο Αμερικής. 'Οταν κατέρρευσε η Σοβιετική Έ νω ση, η Φ ΙΦ Α αποφάσισε ότι μόνο μία ανεξάρτητη δημο κρατία μπορούσε να αντικαταστήσει την ΕΣΣΔ. Επέλεξε τη Ρωσία. Ρώτησα τον Κολόσκοφ αν η Ουκρανία είχε θυ μώσει. «Και η Γεωργία θύμωσε επίσης», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους, και έπιασε από το ντουλάπι ένα φ ά κελο που έδινε όλα τα επιχειρήματα της Φ ΙΦ Α γύρω από αυτή την απόφαση. Οι Ουκρανοί προτιμούν τη δική τους θεωρία για το γεγονός. Ό π ω ς μου είπε ένα από τα στελέ χη της Ντιναμό Κιέβου, «η Ρωσία μπήκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο επειδή ο Κολόσκοφ πίνει τη βότκα του παρέα με τους κυρίους της Φ ΙΦ Α » . Συμφωνεί όντως ο Κολόσκοφ ότι το σοβιετικό ποδό σφαιρο υπέφερε πολύ τα τελευταία χρόνια; «Φυσικά και υπέστη ζημιά, πολύ μεγάλη ζημιά, σε όλες τις δημοκρα τίες». Το πρόβλημα, όπως το έβλεπε εκείνος, ήταν η διά λυση της παν-σοβιετικής ποδοσφαιρικής λίγκας. «Η Ντιναμό Κιέβου της Ουκρανίας, η Ντιναμό Μινσκ της Λευ κορωσίας, του Τμπλίσι στη Γεωργία και η Γερεβάν Αρα ράτ της Αρμενίας ήταν όλες τους πολύ καλές ομάδες και, το σημαντικότερο, αποτελούσαν σταθερές ποδοσφαιρι κές κουλτούρες, που αυτοεμπλουτίζονταν και βελτιώνο νταν παίζοντας μεταξύ τους». Οι Αρμένιοι και οι Γεωρ γιανοί υπήρξαν πασίγνωστοι για την επιδεξιότητά τους,
© ® ®
99
100
© © ©
οι Ουκρανοί της Ντιναμό Κιέβου για την τακτική πει θαρχία τους και ουτω καθεξής. Τώρα κάθε δημοκρατία έχει το δικό της πρωτάθλημα, και το επίπεδο κάθε ξεχω ριστού πρωταθλήματος είναι χαμηλό. Τον ρώτησα σχετικά με την ομολογία ΟφτσίνικοφΜπόρμαν περί δωροδοκιών. «Ή ταν απλώς ένα αστείο», είπε ο Κολόσκοφ. «Μόλις πριν από δύο εβδομάδες ο Οφτσίνικοφ στεκόταν πάνω σ’ αυτό εδώ το χαλί και ορκι ζόταν ότι αστειευόταν». Το πίστεψε ο Κολόσκοφ; «Υπάρ χει ένα παλιό ρωσικό ρητό: “Αυτός που πιάνεται δεν εί ναι κλέφτης”». Και πρόσθεσε: «Έχουμε ένα ειδικά εξου σιοδοτημένο στέλεχος το οποίο παρακολουθεί κάθε παι χνίδι. Εάν ο διαιτητής είναι κακός, τότε παύει πλέον να είναι διαιτητής. Αυτή τη χρονιά αποκλείσαμε πέντε διαι τητές για ανακόλουθη, κακή διαιτησία. Μπορεί κάποιοι από αυτούς να είχαν λαδωθεί». Είχα μια τελευταία ερώτηση. Εκατοντάδες Ρώσοι πο δοσφαιριστές έπαιζαν ήδη στο εξωτερικό. Είχε ο Κολό σκοφ κάποιο σχέδιο ώστε να εμποδίσει περαιτέρω διαρ ροή; «Ναι, σχεδιάζουμε κάτι». Τ ι ήταν αυτό; «Το σχέδιό μας», χαμογέλασε πλατιά, «είναι να ανεβάσουμε το βιοτι κό επίπεδο στη Ρωσία στο ύψος του βιοτικού επιπέδου της Γερμανίας. Το λιγότερο!» «Ή της Αγγλίας», πρότεινε ευγενικά ο διερμηνέας. «Η Αγγλία δεν είναι πλέον τόσο πλούσια», ομολόγησα. «Αυτό ακριβώς είναι που λέει και ο δρ Κολόσκοφ», απάντησε ο διερμηνέας. Ο Κολόσκοφ ήταν άνθρωπος του κόσμου.
Οι κυρίαρχοι της Ουκρανίας ' T ? να πρώτης θέσης εισιτήριο στο νυχτερινό τρένο
JZ j από τη Μόσχα για το Κίεβο, το Σεπτέμβριο του 1992, μου_ϋόστισε δύο λίρες. Τώρα όμως θα πρέπει να
είναι φτηνότερο. Μοιραζόμουν το βαγόνι με έναν ομιλη τικότατο Κινέζο. Δε μιλούσε αγγλικά (κι εγώ δε μιλούσα κινέζικα), αλλά με τις εκατό λέξεις που ήξερα στα ρωσι κά μπορέσαμε να ξεκαθαρίσουμε ότι εκείνος ήταν αντα ποκριτής της μοσχοβίτικης εφημερίδας Worker’s Daily. «Ποια είναι η κυκλοφορία της Worker’s Daily;» κατάφερα να τον ρωτήσω. «Είκοσι εκατομμύρια φύλλα», είπε. Φτάσαμε στο Κίεβο μια Δευτέρα πρωί. Είχα ήδη εκεί ένα διαμέρισμα στο οποίο θα μπορούσα να μείνω. Η γυ ναίκα που μου νοίκιαζε το διαμέρισμα στη Μόσχα ήταν κόρη ενός αξιωματικού του Κόκκινου Στρατού ο οποίος είχε βοηθήσει στην κατάληψη της Γερμανίας. Στο σύ νταγμά του υπηρετούσε κάποιος Ουκρανός, και η κόρη εκείνου του Ουκρανού ζούσε τώρα στο Κίεβο και είχε ένα διαθέσιμο διαμέρισμα - ή τουλάχιστον κάποιον ενοικια στή που θα μπορούσε να τον εξώσει εύκολα. Έτσι, το δί κτυο του Κόκκινου Στρατού κατάφερε να μου εξασφαλί σει το διαμέρισμα. Μετακινούμενος από και προς αυτό χανόμουν συνε χώς, επειδή όλοι οι δρόμοι στο Κίεβο δείχνουν ίδιοι. Η πόλη καταστράφηκε στον Πόλεμο και αναδομήθηκε στη δεκαετία του ’50, μια κακή περίοδο της σοβιετικής αρχι τεκτονικής. Το Κίεβο διέθετε γκρίζα κτίρια με διαμερί σματα, πλατιούς δρόμους και ενίοτε κάποιο τεράστιο άγαλμα. Τα πάντα είναι σε υπεράνθρωπα μεγέθη. Κά ποιο βράδυ αποφάσισα να φάω σ’ ένα εστιατόριο, το οποίο ήξερα ότι βρισκόταν κάπως μακρύτερα στη συνέ χεια του δρόμου μου, και πήρα το λεωφορείο για να πάω εκεί. Το λεωφορείο προχώρησε γύρω στα δεκάξι χιλιόμε τρα πάνω στον ίδιο δρόμο μέχρις ότου έφτασε σ’ ένα δά σος. Εκείνη ήταν ήδη σκοτεινά και είχε αρχίσει να βρέ χει. Το ρεστοράν θα έπρεπε να βρίσκεται κάπου πιο πέ ρα, όμως το δάσος ήταν ασφαλές μέσα στο σκοτάδι; Το φαγητό θα άξιζε τον κόπο; Και έτσι ξαναπήρα το λεωφο-
® ® ®
101
102
© © ©
ρείο για να γυρίσω σπίτι. Κρατήθηκα στη ζωή επειδή, εντελώς ανεξήγητα, οι πλανόδιοι έμποροι του Κιέβου πουλάνε ακτινίδια από τη Νέα Ζηλανδία, και η Ντιναμό Κιέβου διαθέτει ένα σνακ μπαρ. Μια φορά, προσπαθώ ντας να «κατεβάσω» τα δημιουργήματα της σοβιετικής κουζίνας, είδα τη γραμματέα του προέδρου της ομάδας να περνά κρατώντας στο χέρι έναν ηλεκτρικό βραστήρα. Ό χ ι τίποτα το συγκλονιστικό στη Δύση, το ξέρω, αλλά στο Κίεβο ο βραστήρας αυτός είναι που κάνει όλη τη δια φορά ανάμεσα σε «Αυτούς» και σε «Εμάς». Η Ουκρανία έχει πενήντα εκατομμύρια κατοίκους και είναι φτωχότερη από τη Ρωσία. Το Κίεβο έχει τέσσε ρα εκατομμύρια κατοίκους αλλά όχι ΜακΝτόναλντ’ς, και είναι πόλη της μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Ο Βαλερί Λομπανόφσκι, ο μεγάλος μεταπολεμικός Σοβιετικός προπονητής, μετέτρεψε την Ντιναμό Κιέβου σε μία από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης και την οδήγησε στο Κύπελλο των Ευρωπαίων Κυπελλούχων το 1975 και το 1986. Ο «Λόμπα», όπως ποτέ δεν τόλμησαν να τον φωνά ξουν οι παίκτες του, λάτρευε την πειθαρχία. Κάποτε, βλέποντας μεθυσμένο έναν παίκτη, τον υποχρέωσε να δουλέψει ως γηπεδοφύλακας επί πέντε μήνες και μετά τον πούλησε σε μια μικρότερη ομάδα. Ό τα ν ήρθε η περε στρόικα, οι παίκτες της Ντιναμό μετακινήθηκαν στη Δύση και απέτυχαν: ο Αλεξάντερ Ζαβάροφ στη Γιουβέντους, ο Ιγκόρ Μπελάνοφ στην Μπορούσια Μέντσενγκλάντμπαχ, ο Αλεξέι Μιχαϊλιτσένκο στη Σαμπντόρια, και αυτός κα θώς και ο Ό λεγκ Κουτζνέτσοφ στη Ρέιντζερς. Δεν μπο ρούσαν να τα βγάλουν πέρα χωρίς τον Λόμπα. Ό λοι όσοι παρακολουθούσαν την Ντιναμό να παίζει στα μέσα της δεκαετίας του '80 έφευγαν από τα παιχνί δια λέγοντας ότι έβλεπαν να παίζουν ρομπότ. Οι παίκτες έριχναν συνεχώς "μακρινές μπαλιές, κι όμως έβρισκαν ο
ένας τον άλλον χωρίς καν να κοιτάζουν, και έδειχναν σε καλύτερη φυσική κατάσταση και ταχύτεροι από άλλους ποδοσφαιριστές. Συζητιόταν ότι η Ντιναμό χρησιμοποι ούσε επιστημονικές μεθόδους, και αυτό συνέβαινε πράγ ματι. Το πρώτο μου πρωινό στο Κίεβο άλλαξα χρήματα με τον δεκατετράχρονο γιο της σπιτονοικοκυράς μου, ένα σκληρό διαπραγματευτή, και ξεκίνησα για το κέντρο της πόλης. Πέντε περίπου λεπτά από το Στάδιο Ντιναμό, στο υπόγειο ενός σπάνιου αρχαίου οικήματος, βρήκα τον καθηγητή Ανατόλι Ζελέντσοφ. Ο Λομπανόφσκι ήταν επαγγελματίας υδραυλικός, αλ λά στο βάθος της καρδιάς του ήταν επιστήμονας. Το 1967, όταν ήταν προπονητής της Ντνεπρ Ντνεπροπετρόφσκ και ο Ζελέντσοφ ήταν πρύτανης του Ινστιτούτου Φυσικής Επιστήμης του Ντνεπροπετρόφσκ, οι δύο τους έγιναν συνεργάτες. «Στόχος μας είναι να επινοήσουμε την ποδοσφαιρική επιστήμη», μου είπε ο καθηγητής, ένας γεροδεμένος ευχάριστος άνθρωπος που φορούσε ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ. Στο υπόγειό του ο ίδιος και ο βοηθός του διαλογίζονταν τρόπους για να βελτιώσουν το παιχνίδι της Ντιναμό. Εκείνο το πρω ί μιλήσαμε μόνο για λίγο. Σκιαγράφησε γενικά την επιστήμη του ποδοσφαίρου και τόνισε ότι εί ναι ιδιαίτερα πρακτική. 'Οταν ο Λομπανόφσκι έλεγε πράγματα όπως «Μια ομάδα που λαθεύει σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 15 ή 18% των ενεργειών της είναι αήττη τη», δεν έκανε απλές υποθέσεις: η ομάδα του Ζελέντσοφ δούλευε με στατιστικά στοιχεία. Ο Ζελέντσοφ στηριζό ταν στο αξίωμα ότι, εφόσον η σκέψη που διαρκεί ακόμη και ένα μόριο του δευτερολέπτου, είναι ήδη πολύ χρονοβόρα για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, ο κάθε παίκτης θα πρέπει να ξέρει πού θα πασάρει την μπάλα προτού ακόμη την πλησιάσει. Για να το πετύχουν αυτό, οι παίκτες της Ντιναμό έπρεπε να απομνημονεύουν φάσεις παιχνιδιού,
® © ©
103
104
© © ©
σαν να ήταν Αμερικανοί ποδοσφαιριστές, και να μεταβι βάζουν την μπάλα σύμφωνα με προδιαγεγραμμένες φ ά σεις. Ό σ ο για την εμφάνιση σούπερμαν των παικτών: ο Ζελέντσοφ υπέδειξε ότι, όταν οι παίκτες προπονούνται για μεγαλύτερη αντοχή, η ταχύτητά τους πέφτει, και το αντίθετο. Για να διασφαλιστούν και τα δύο, ο προπονη τής θα πρέπει να εναλλάσσει τις ασκήσεις της προπόνη σης με μια ορισμένη σειρά, και ο Ζελέντσοφ σχεδίασε ένα πρόγραμμα-μοντέλο ασκήσεων. Μου είπε ότι η Ιτα λία είχε χρησιμοποιήσει αυτό το μοντέλο για να κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Μετά με οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο όπου ένας βοηθός του παρακολουθούσε το τελευταίο παιχνίδι της Ντιναμό πάνω σε μια οθόνη χωρισμένη σε εννέα τετράγωνα. Εδώ, είπε ο Ζελέντσοφ, ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολο γιστή αναλύει αυτομάτως κάθε παιχνίδι της Ντιναμό. Τα τετράγωνα πάνω στην οθόνη αποσκοπούσαν στο να μπο ρούν να μετρήσουν πόσο συχνά κάθε παίκτης βρέθηκε σε κάθε κομμάτι του αγωνιστικού χώρου, ποιος θα έπρεπε να τον αντικαταστήσει όταν άφηνε μία ζώνη και πόση δουλειά έκανε με ή χωρίς την μπάλα στην κατοχή του. Έ δειχνε επίσης ποιοι παίκτες ήταν περισσότερο συμβα τοί μεταξύ τους. Στην ομάδα της Δυτικής Γερμανίας της δεκαετίας του ’80, για παράδειγμα, ο Μάνι Καλτς και ο Χανς-Πίτερ Μπρίγκελ αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά έδεναν πολύ καλά στο παιχνίδι. Ή ταν ένα παραγω γικό πρόγραμμα: ο Ζελέντσοφ μού έδωσε στο χέρι μια εκτύπωση του κομπιούτερ που παρουσίαζε τις μετρήσεις για κάθε παίκτη της Ντιναμό που συμμετείχε στο παιχνί δι - στοιχεία όπως «εντατικοποίηση», «ενεργοποίηση», «ποσοστό λαθών», «αποτελεσματικότητα» («απόλυτη» και «σχετική») και «πραγμάτωση» - και βαθμολογούσε τον κάθε παίκτη με έναν τελικό βαθμό υπολογισμένο μέχρι το τρίτο δεκαδικό ψηφίο. Ξεντρόπιαζε σχεδόν εντελώς το
σύστημα βαθμολόγησης με τα «αστέρια» της εβδομαδι αίας Match Weekly. Η επιστήμη, περηφανευόταν ο Ζελέντσοφ, έκανε την Ντιναμό την επιτυχέστερη ομάδα στην ΕΣΣΔ. Ή ταν τόσο καλή, που πολύ συχνά περνιόταν για την εθνική ομάδα, και στους Ολυμπιακούς του 1976 η «Ντιναμό» (εννοούσε την ΕΣΣΔ) είχε πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Ό μ ω ς αυτό ήταν σκέτη καταστροφή - θα έπρεπε να έχει πάρει το χρυ σό - και ο Ζελέντσοφ άρχισε να γκρινιάζει για το διαιτητή. Είχε κάτι εξαιρετικό να μου δείξει, έπρεπε όμως να φύγω για να επισκεφθώ την ομάδα. Κανόνισα να επι στρέφω και να τον συναντήσω την Πέμπτη το πρωί, την επομένη της ημέρας όπου η Ντιναμό επρόκειτο να παί ξει με τη Ραπίντ Βιένης για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Έ να δελφινάριο βρίσκεται έξω από το Στάδιο Ντιναμό, και άντρες με ξυρισμένα κεφάλια και αθλητικές φ όρ μες με καθοδήγησαν να βρω τα γραφεία της ομάδας. Η Ντιναμό προσφέρει διάφορα σπορ, και οι τύποι αυτοί, στα σίγουρα, δεν έπαιζαν απλώς πινγκ πονγκ. Μέσα, σ’ ένα γραφείο που βλέπει στον αγωνιστικό χώ ρο, συνάντησα έναν περιποιημένο ψηλόλιγνο νεαρό άντρα ονόματι Ρομάν Ομπτσένκο, υπεύθυνο Διεθνών Σχέσεων της Ντιναμό. Ό π ω ς πολλοί άλλοι άνθρωποι, πί στευα κι εγώ ότι η Ντιναμό ήταν ένας αθλητικός σύλλο γος. Ο Ρομάν επρόκειτο να μου πει πόσο λάθος είχα. Η ομάδα, μου είπε, ήταν η πλουσιότερη στην παλιά ΕΣΣΔ: «Αυτό είναι κάτι σαν αυτονόητο αξίωμα που δε χρειάζεται να ειπωθεί». Κάθε παίκτης κέρδιζε γύρω στα 1.125 δολάρια το μήνα, σχεδόν όλο το ποσόν καταβαλλό ταν σε δολάρια, και δεκατέσσερα μέλη της ομάδας οδη γούσαν Μερσεντές. Ο Βικτόρ Μπετζβέρκι, πρόεδρος της Ντιναμό, οδηγούσε δύο. Απλώς και μόνο για λόγους σύ γκρισης: ο Ουκρανός πρόεδρος Κράφτσουκ κερδίζει γύ-
© © ©
105
106
© © ©
ρω στα σαράντα δολάρια το μήνα, τα οποία του κατα βάλλονται σε ουκρανικά κουπόνια. Ο Ρομάν μιλούσε τέλεια αγγλικά, οπότε του είπα: «Μιλάς πολύ καλά αγγλικά». Κατένευσε: «Είμαι πτυχιούχος της Οξφόρδης». Κι εγώ επίσης είχα πτυχίο της Οφξόρδης και πιάσαμε φιλίες. Κουβεντιάσαμε για την Αγγλία -δ ε ν του είχε α ρ έσ ει- και μετά επιχείρησα να πω: «Δημοσιογράφοι στη Μόσχα μου λένε ότι η Ντιναμό είναι ανακατεμένη με τη μαφία». Είχα πει τη λέξη-κλειδί: Ο Ρομάν πρότεινε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας παίρνοντας ένα ποτό. Ή ταν μεγάλη ευχαρίστηση να δια πιστώνεις ότι το δίκτυο των παλιόφιλων του πανεπιστη μίου λειτουργούσε κι εδώ. Μας πήγαν στο ξενοδοχείο Ιντουρίστ με μια Μερσεντές που οδηγούσε ένας σοφέρ της Ντιναμό, στον οποίο ο Ρομάν μού υπέδειξε να δώσω κάποιο φιλοδώρημα. Του έδωσα δύο δολάρια (που ήμουν σίγουρος ότι ήταν ολό κληρη περιουσία γι’ αυτόν) και πλήρωσα για τις μπίρες μας με γερμανικά μάρκα. Ο Ρομάν κι εγώ βολευτήκαμε σε καφέ πολυθρόνες με διάφορους Γερμανούς επιχειρη ματίες ολόγυρά μας. Ο Ρομάν αποδείχτηκε η καλύτερη «αποκλειστική» πη γή που είχα συναντήσει όλο το χρόνο, το όνειρο κάθε οκνη ρού δημοσιογράφου. Αναρωτήθηκα συχνά τι ήταν εκείνο που τον έκανε να ξανοιχτεί και να μου μιλήσει, όμως υπο ψιάζομαι τι ήταν αυτό: είχε απλώς ανάγκη να ξεσπάσει λέ γοντας σε κάποιον αυτά που έβλεπε να γίνονται στην ομά δα. Γιατί ο Ρομάν είχε γίνει πολύ δυτικός, και τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία εξακολουθούσαν να τον εκπλήσσουν. Εκτός από την Οξφόρδη είχε ζήσει και στον Καναδά, όπου ο πατέρας του είχε υπηρετήσει ως Σοβιετικός διπλωμάτης. Επίσης, ήθελε να πάει καλά το βιβλίο μου. Έ γραφε και ο ίδιος ένα μυθιστόρημα γύρω από τη ζωή μετά τον κομουνι σμό, παρόλο που αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν να
ασχοληθεί με την πολιτική. «Ο δρόμος στην κορυφή πρέ πει να είναι σύντομος για κάποιον σαν εσένα», του είπα, κι εκείνος απάντησε: «Αυτό είναι σωστό!». Οι γόνοι της πα λιάς νομενκλατούρας, με τις επαφές τους και τις ξένες τους γλώσσες, είναι αυτοί που θα κυβερνήσουν τις παλιές σοβιε τικές χώρες. Ο πατέρας του Ρομάν ήταν ένας από τους εφτά συμβούλους του προέδρου Κράφτσουκ. Τότε ο Ρομάν άρχισε να μιλά. «Η μαφία σ' αυτά τα μέρη του κόσμου είναι πολύ παλιά», είπε. Δεν υπήρχε μία μεγάλη μαφία στην παλιά ΕΣΣΔ, αλλά αρκετές χιλιά δες μικρές. «'Οταν το Κόμμα ήταν υπεύθυνο για τα πά ντα, η μαφία έβγαζε χρήμα παράγοντας νόμιμα προϊό ντα με παράνομο τρόπο. Για παράδειγμα, η μαφία της Οδησσού αγόραζε βαμβάκι στην Τουρκία και παρήγε μ’ αυτό τζιν σε κρατικά εργοστάσια, πληρώνοντας τους ερ γάτες να δουλεύουν υπερωρίες». Οι πρώτοι μαφιόζοι ήταν συχνά σπόρτσμεν, μου είπε. «Αυτό συμβαίνει επει δή το πρώτο στάδιο στις δραστηριότητες της μαφίας εί ναι καταρχήν η κομπίνα - να απαιτείς χρήματα από ιδιωτικές επιχειρήσεις με απειλές. Και για να το κάνεις αυτό σου χρειάζονται μπρατσάτοι, που είναι καλά γυ μνασμένοι σπόρτσμεν». Σκέφτηκα αμέσως τους κουρεμέ νους φουσκωτούς τύπους στο γήπεδο. Άρχισε μετά να μου μιλά για την Ντιναμό. Το Υπουρ γείο Εσωτερικών έλεγχε την ομάδα επί ημερών Σοβιέτ, αλ λά ο Λομπανόφσκι, ο οποίος εθεωρείτο πρόεδρος της ομά δας, όπως και προπονητής της, είχε αγωνιστεί να απελευθε ρώσει την Ντιναμό από τον έλεγχο του Υπουργείου. Ή θελε την Ντιναμό να γίνει «επαγγελματική», να χρηματοδοτείται από χορηγούς, όπως οι ομάδες που είχε δει στο εξωτερικό. Η Ντιναμό είχε οπαδούς σε υψηλά πόστα. Ο αείμνη στος Βλαντιμίρ Σερμπίτσκι, αρχηγός του ουκρανικού κο μουνιστικού κόμματος, βρισκόταν συχνά στο κυβερνητι κό θεωρείο στο Στάδιο Δημοκρατίας. Εάν έλεγε «Απομα-
© © ®
107
108
© © ©
κρύνετε αυτόν τον παίκτη», ο παίκτης αυτός έφευγε. Για να τον ευχαριστήσει για τις συμβουλές του περί τακτικής, η Ντιναμό έχτισε για τον Σερμπίτσκι ένα μυστικό πενταύροφο υπόγειο ανάκτορο σε μία πόλη κοντό στο Κίεβο. Εκεί νος συγκινήθηκε ιδιαίτερα και έπεισε τον Ιγκόρ Λιγκατσόφ να εξασφαλίσει την υποστήριξη και άλλων μελών του Πολιτμπιρό για να δοθεί η άδεια στην Ντιναμό να γί νει επαγγελματική ομάδα. «Όμως ο Λιγκατσόφ ήταν συ ντηρητικός», αντέταξα. «Μισούσε τον καπιταλισμό». «Ο Λιγκατσόφ ήταν όντως συντηρητικός», συμφώνησε ο Ρο μάν, «ήταν όμως φίλος του Σερμπίτσκι». Ο Λιγκατσόφ τακτοποίησε την υπόθεση, και το 1989 η Ντιναμό έγινε η πρώτη πλήρως επαγγελματική ομάδα στην ΕΣΣΔ. Λίγο καιρό μετά από αυτό, ο Λομπανόφσκι έφυγε για να αναλάβει προπονητής στη Σαουδική Αρα βία, και η Ντιναμό απέκτησε νέο πρόεδρο. Ο Βίκτορ Μπεζβέρκι ήρθε μαζί με άλλους φίλους που συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο. «Αποφάσισαν να κάνουν την ομάδα πλούσια, κάτι που ήταν πολύ καλή ιδέα», είπε ο Ρομάν. «Στην κομουνιστική κοινωνία αυτό μπορεί να γί νει νόμιμα, τηρώντας τις επίσημες διαδικασίες, πράγμα που παίρνει πολύ χρόνο και κοστίζει ακριβά. Αποφάσι σαν να το πετύχουν με άλλο τρόπο». (Ο Ρομάν πράγματι μιλούσε με αυτόν τον τρόπο. Ή ξερ ε ακριβώς τι ήθελε να πει, και το έλεγε απλά και ξεκάθαρα. Αυτό που έκανε τώρα ήταν μια διάλεξη για την οποία προετοιμαζόταν πολύ καιρό.) Το πρώτο βήμα που έκανε η Ντιναμό ήταν νόμιμο: ορ γάνωσαν κοινοπραξίες, εταιρείες στις οποίες η Ντιναμό έβαζε ένα μέρος του κεφαλαίου και κάποια δυτική φίρμα τα υπόλοιπα. Τα κέρδη από αυτές τις επιχειρήσεις ήταν αφορολόγητα, επειδή θεωρητικά η Ντιναμό ήταν ένας αθλητικός σύλλογος^Εξαιρετικά πολύ χρήμα εισέρρευσε στην ομάδα με τον τρόπο αυτό. Η κυριότερη κοινοπραξία,
η Ντιναμό Ατλάντικ, απέδιδε κέρδη ΰψους ενάμισι με δυόμισι εκατομμυρίων δολαρίων το μήνα σε μια χώρα με μία από τις πλέον καταστροφικές οικονομίες στην Ευρώ πη. «Φάνηκε ξεκάθαρα», είπε ο Ρομάν, «ότι η ομάδα θα μπορούσε να είναι επιτυχής χωρίς καν να παίζει ποδό σφαιρο». Για να διαφυλάξουν τις κοινοπραξίες, οι ιθύνο ντες της Ντιναμό προσκάλεσαν αρχηγούς της μαφίας να συμμετάσχουν: Κομματικά στελέχη και οι οικογένειές τους. «Αυτό ήταν εύκολο», είπε ο Ρομάν, «δεδομένου ότι οι περισσότεροι σπόρτσμεν είχαν σχέσεις με τη μαφία». Τότε ο κομουνισμός έπεσε. «Η Ντιναμό Κιέβου είναι μια φημισμένη ποδοσφαιρική ομάδα, αλλά τώρα πλέον την Ντιναμό τη γνωρίζουν επίσης και οι δυτικοί επιχειρη ματίες. Η κουβέντα πάει από στόμα σε στόμα μεταξύ τους και, όταν έχεις δουλειές στην Ουκρανία, η ομάδα μπορεί να βοηθήσει λόγω των σχέσεών της. Πάρε για παράδειγμα τον Ζγκούρσκι, τον πρώην δήμαρχο του Κιέβου: τώρα ήταν πλέον επικεφαλής μιας επιτροπής υπεύθυνης για την ενοικίαση ακινήτων σε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Τα ακίνητα αυτά έχουν μεγάλη ζήτηση. Ο Ζγκούρσκι παίρνει ένα ηολν μεγάλο χρηματικό ποσό σε δολάρια για να δώσει ακίνητα σε ανθρώπους που έρχονται συστημένοι από την ομάδα. Η Ντιναμό επίσης τον πληρώνει και αυτή». «Δωροδοκία», είπα. «Όμως τι ακριβώς σημαίνει δωρο δοκία;» αντέκρουσε ο Ρομάν. «Σ’ αυτήν εδώ τη χώρα μπο ρείς να δωροδοκήσεις κάποιον παίρνοντάς τον ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Ο Ζγκούρσκι έρχεται μαζί σε όλα τα ταξί δια της Ντιναμό στο εξωτερικό. Αν ρωτήσει κανείς, μπο ρείς άνετα να πεις ότι είναι κάποιος οπαδός της ομάδας που έρχεται για να φωνάξει “Ντιναμό, βάλε γκολ!”». Η Ραπίντ Βιένης επρόκειτο να επισκεφθεί το Κίεβο εκείνη την Τετάρτη, και το επαναληπτικό θα παιζόταν στην Αυστρία δυο βδομάδες αργότερα. Ο Ρομάν έβγαλε έναν ακριβό αμερικανικό φορητό ηλεκτρονικό υπολογι-
® ® ®
109
110
© © ©
στή -μετάνιω σα την ίδια στιγμή που πλήρωσα τις μπίρες μας - και μου έδειξε στην οθόνη την κατάσταση των προ σκεκλημένων που θα συνόδευαν την Ντιναμό στη Βιένη. Έδειχνε ότι το αεροπλάνο θα ήταν γεμάτο, και τα ενενή ντα περίπου ονόματα στη λίστα του Ρομάν έμοιαζαν σαν το ουκρανικό Who’s Who. Υπήρχε ο Αλεξάντρ Ντενίσοφ, επικεφαλής του συμβουλίου των διαχειριστών μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες· «ο συνονόματός μου Ρομάν Ρομανιούκ», γιος του προεδρικού απεσταλμένου σε μια περιοχή του Κιέβου όπου η Ντιναμό νοικιάζει φτηνά ακίνητα, ή τα αγοράζει, «πολύ κερδοφόρα ιστορία τώ ρα». «Περίμενε ένα λεπτό», είπε ο Ρομάν, «θα βρω το όνομα του τύπου που είναι ο αρχηγός της μαφίας στο Κίεβο». Έ ψ αξε, αλλά είπε ότι δεν μπορούσε να το βρει, πράγμα το οποίο είναι ίσως η μοναδική ένδειξη που είχα ότι ο Ρομάν μπορεί και να φοβόταν. «Όλοι αυτοί ανήκαν στο Κόμμα;» ρώτησα. «Μπορεί να κρίνεις από την ηλικία τους», απάντησε, γιατί, με τη συνηθισμένη του επαγγελματική ευσυνειδησία, είχε κα ταχωρίσει στη λίστα και τις ημερομηνίες γεννήσεώς τους. «Είναι δυνατόν όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι να είναι γεννημένοι πριν το 1940; Ό χ ι, αλλά όλοι οι σημαντικότε ροι άνθρωποι στο Κίεβο είναι». Εκείνο που τον ενοχλού σε ήταν η προχωρημένη τους ηλικία, όχι η διαφθορά. Υπήρχαν ελάχιστα μόνο νεαρά άτομα στην κατάσταση των προσκεκλημένων, τα οποία όλα ήταν γυναίκες. «Κο πέλες που εξυπηρετούν τα ενδιαφέροντα των αφεντι κών», εξήγησε ο Ρομάν. Το χειμώνα του 1990, όταν υπήρχε η εντύπωση ότι η ΕΣΣΔ λιμοκτονούσε, είχα διαβάσει ένα άρθρο γραμμένο από ένα Γερμανό, ο οποίος εργαζόταν στην αποστολή βοήθειας και είχε οδηγήσει ένα φορτηγό γεμάτο τρόφι μα στο Κίεβο. Φτάνοντας στην πόλη, παρατέθηκε γι’ αυ τόν και τους φίλους του ένα δείπνο από τους ντόπιους
πρωτοκλασάτους. Στο τέλος του δείπνου οι πρωτοκλασά τοι τεντώθηκαν πίσω στις καρέκλες τους και είπαν στους Γερμανούς: «Μπράβο σας. Τώρα δώστε μας το φορτηγά, κι εμείς θα διανείμουμε τα τρόφιμα στους φτωχούς». Οι Γερμανοί τούς ευχαρίστησαν πολύ για την προσφορά και την αρνήθηκαν. «Τα άτομα αυτά στο δείπνο ήταν στελέ χη της Ντιναμό και καλεσμένοι τους;» ρώτησα τον Ρο μάν. Ξέσπασε σε γέλια ενθουσιασμένος από την αφελή αδηφαγία της όλης ιστορίας: «Πολύ πιθανόν!». Η μαφία της Ντιναμό ανθούσε, είπε, και πλήρωνε τους λιγότερους φόρους. «Πρόσεξες τον οδηγό που μας έφερε εδώ; Η κύρια δουλειά του είναι να μεταφέρει χρή ματα από την Οδησσό στο Κίεβο, και μετά από το Κίεβο στο Βερολίνο. Συνήθως παίρνει 600.000 δολάρια για το Κίεβο, και δύο εκατομμύρια δολάρια για το Βερολίνο, όλα σε μετρητά. Τον φρουρεί η μαφία. Αν έχεις χρήματα σε μια ουκρανική τράπεζα και τα μεταφέρεις μέσω αυ τής σε μια ξένη τράπεζα, πρέπει να πληρώσεις φόρο γι’ αυτή τη μεταφορά. Αν όμως τα μεταφέρεις σε κάποια ξέ νη τράπεζα σε μετρητά, τότε αποφεύγεις να πληρώσεις το φόρο. Ο πρωθυπουργός μάς είπε πρόσφατα στην τη λεόραση: “Η κυβέρνηση έχει μόνον είκοσι εκατομμύρια δολάρια να διαθέσει για όλα της τα προγράμματα. Γνω ρίζουμε ότι ορισμένες οργανώσεις έχουν δεκαπλάσια χρήματα για ξόδεμα σε σχέση μ’ εμάς, όμως κρατούν τα χρήματά τους στο εξωτερικό”. Τώρα, αν όντως έχει δίκιο λέγοντας ότι η κυβέρνηση έχει μόνον είκοσι εκατομμύ ρια δολάρια για να διαθέσει, τότε θα μπορούσαμε να αγοράσουμε την κυβέρνηση. Ό μ ω ς δε χρειάζεται να το κάνουμε». Γιατί όχι; Επειδή υπάρχουν ακόμη πάμπολλοι «νόμιμοι» τρόποι για να ξεπλύνεις χρήμα. Η Ουκρανία, ένα νέο κράτος, ήταν απασχολημένη να συντάσσει τους νόμους της, και μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν άπειρα τέτοια παραθυράκια.
© © ©
111
112
© © ©
Στη Μερσεντές, επιστρέφοντας στην Ντιναμό, ρώτη σα: «Δε χρειάζεται να βασίζεται κανείς στη διαφθορά που υπάρχει μέσα στην ίδια την κυβέρνηση;». «Όχι», εί πε ο Ρομάν. «Καθόλου;» Γέλασε ξανά: «Δεν υπάρχει ήδη αρκετή;». Μια χώρα στην οποία ακόμη και ο πρόεδρός της κερδίζει σαράντα δολάρια το μήνα, ενώ οι ντόπιες επιχειρήσεις έχουν διαθέσιμα δεκάδες εκατομμυρίων, εί ναι σίγουρο ότι υπάρχει διαφθορά. «Στην ουσία, θα μπορούσατε να πληρώσετε τους παί κτες πολύ περισσότερα από όσα παίρνουν τώρα», είπα. «Θα μπορούσατε να πληρώσετε μισθούς που συναγωνί ζονται τους καλύτερους της Μπουντεσλίγκα, ή αυτούς της Βρετανίας, θ α μπορούσατε να φέρετε τους καλύτε ρους Βρετανούς παίκτες στο Κίεβο». «Αυτό είναι αλή θεια», είπε ο Ρομάν. «Αν όμως πληρώναμε μισθούς των 30.000 λιρών το μήνα, η κυβέρνηση και ο λαός της Ου κρανίας θα εξαγριώνονταν, θ α φαινόταν πλήρης έλλει ψη τακτ. Επίσης, οι άνθρωποι που διοικούν αυτήν εδώ την ομάδα έχουν την άποψη ότι το να επενδύεις στην ομάδα είναι παρακινδυνευμένο: το να επενδύεις στην παραγωγή είναι ασφαλές». Η ομάδα αποτελούσε μια πηγή εισοδήματος: η Ντιναμό αγόραζε παίκτες φτηνά από την παλιά ΕΣΣΔ και τους πουλούσε μετά με κέρδος στη Δύση. Για να με βοη θήσει σε ένα άρθρο που έγραφα για το περιοδικό World Soccer, ο Ρομάν μου έδωσε μια λίστα των παικτών της Ντιναμό που περιλάμβανε όνομα, βάρος, ύψος, ηλικία και τη διάρκεια του συμβολαίου κάθε παίκτη με την ομά δα, όλα αυτά στα αγγλικά: ένα λεπτομερή κατάλογο προ ορισμένο για ξένους αγοραστές. Είχα διαβάσει πρόσφα τα ότι η Ντιναμό Κιέβου ήταν πιθανό να οδηγηθεί σε χρεοκοπία. Ίσ ω ς η ηγεσία τΤ^ς" να είχε αποφασίσει ότι αυτή ήταν η στιγμή να ξεκάνει την ομάδα. Έ χουμε την τάση να θεωρούμε την Ντιναμό ως ένα
απλό ποδοσφαιρικό σύλλογο, και όμως ο ρόλος της στην Ουκρανία είναι κατανοητός. Η χώρα είναι καθυστερημέ νη, χάρη όμως στον Λομπανόφσκι, τον Σερμπίτσκι και διάφορους ποδοσφαιριστές, η ποδοσφαιρική ομάδα του συλλόγου είναι σύγχρονη και πλούσια. Το ευρωπαϊκό πο δόσφαιρο αποτελεί από μόνο του ένα οικονομικό σύστη μα. Η Γιουβέντους πλήρωσε τρία εκατομμύρια λίρες για τον Ζαβάροφ. Πόσα άλλα ουκρανικά προϊόντα είναι δια τεθειμένοι να αγοράσουν οι Ιταλοί; Από το ποδόσφαιρο η Ντιναμό εξασφάλισε το αρχικό κεφάλαιο που χρειαζό ταν για να δωροδοκεί υψηλά ισταμένους γραφειοκράτες, να αγοράζει προστασία και να διαθέτει χρήματα για επι χειρησιακές κοινοπραξίες. Χάρη στα τακτικά ευρωπαϊ κά παιχνίδια, η διοίκηση της ομάδας είχε γνωρίσει διοι κήσεις και χορηγούς ευρωπαϊκών ομάδων, και διοικητι κά στελέχη δυτικών τηλεοπτικών δικτύων, διαφημιστές και διαφημιζόμενους: εν συντομία, δυτικούς επιχειρημα τίες. Γνώριζαν επίσης τους τοπικούς πολιτικούς αρχη γούς, οι οποίοι τριγύριζαν το σύλλογο επειδή τους άρεσε το ποδόσφαιρο. Προφανώς καμία άλλη ουκρανική επι χείρηση δε βρισκόταν σε τόσο καλή θέση. Εκείνη την Τετάρτη, λίγες ώρες πριν απ’ το παιχνίδι με τη Ραπίντ, μίλησα στον Ρομάν, για τελευταία φορά, μέσα στον αγωνιστικό χώρο του Σταδίου Δημοκρατίας. Αθλητές της Ντιναμό έτρεχαν στο στίβο, και ο Ρομάν, καθοδηγούμενος από Αυστριακούς γιάπηδες, κόλλαγε διαφημιστικά πάνω σε πίνακες. Πολλά από αυτά αφο ρούσαν στις επιχειρησιακές κοινοπραξίες της Ντιναμό. «Θα νικήσετε τη Ραπίντ;» ρώτησα, και ομολόγησε ότι το ποδόσφαιρο του προκαλούσε ανία. Αντίθετα, είπε: «Οι κοινοπραξίες μας δεν είναι πραγματικές». Πώς είπατε; «Οι ξένες εταιρείες είναι αυτές που βάζουν όλο το κεφά λαιο. Η Ντιναμό δανείζει μόνο το όνομά της, επειδή, αν μια εταιρεία λειτουργεί ως κοινοπραξία, πληρώνει λιγό-
® @ ©
113
114
© © ©
τερους φόρους, και ίο όνομα της Ντιναμό Κιέβου βοηθά ει στην ουκρανική αγορά». Η ξένη εταιρεία καταβάλλει μόνο γι’ αυτό στην Ντιναμό γύρω στο 50% του ποσού που γλιτώνει από φόρους. Ή ταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στα τελευταία μου λεπτά με τον Ρομάν, που μου είπε και το πιο ενδιαφέρον από τα μυστικά της ομάδας. Έφευγε για το Βερολίνο την επομένη και δε θα με ξανάβλεπε. «Η Ντιναμό», μου είπε, «διαθέτει άδειες για εξαγωγή μερών πυρηνικών πυραύ λων, δύο τόνων χρυσού το χρόνο, καθώς και μετάλλων, μεταξύ των οποίων και λευκόχρυσο». Μου ζήτησε να μην αναφέρω το χρυσό και του το υποσχέθηκα, και στο υπό λοιπο βιβλίο μου κράτησα τέτοιες υποσχέσεις, όχι όμως σ’ αυτή την περίπτωση. «Πώς καταφέρατε και πήρατε αυτές τις άδειες;» ρώτησα. Με δωροδοκία. Επίσης, εξή γησε, εάν προσφέρεις δημόσια στην κυβέρνηση ένα εκα τομμύριο δολάρια, εν είδει δωρεάς προς το κράτος, η κυ βέρνηση μπορεί κι εκείνη να παρακινηθεί και να σου δώ σει άδεια να εξάγεις αγαθά πολύ μεγαλύτερης αξίας. Αυτό ήταν κακό: μια ποδοσφαιρική ομάδα η οποία εξάγει εξαρτήματα πυρηνικών πυραύλων όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο τον κόσμο, αλλά επιπλέον η Ουκρανία χρειά ζεται το χρυσό της. Η χώρα καταργούσε το ρωσικό ρού βλι για να καθιερώσει το δικό της νόμισμα, και μόνο τα αποθέματα χρυσού ήταν αυτά που θα βοηθούσαν το νέο νόμισμα να αποφύγει τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Δύο τόνοι το χρόνο είναι πολύ μεγάλη ποσότητα χρυσού, και, αναπόφευκτα, ο πληθωρισμός στην Ουκρανία είναι ακό μη μεγαλύτερος και από αυτόν της Ρωσίας. Έξω από το γήπεδο, ακριβώς πριν απ’ την έναρξη του ματς, ο Ρομάν κι εγώ συναντήσαμε τυχαία τον Βικτόρ Μπανίκοφ, πρόεδρο της Ουκρανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπον δίας, ο οποίος συμφώνησε να με δει σιις δέκα το επόμενο πρωί. Έ φτασα στις δέκα παρά τέταρτο και τον είδα μέσα σ ’
ένα αυτοκίνητο Λάντα να φεύγει κουνώντας μου το χέρι. «Να περάοεις καλά στο Βερολίνο», ευχήθηκα στον Ρομάν, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του. θ α περνούσε μετρημένα, είπε: «Οι άλλοι τύποι, όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό, ξοδεύουν 5.000 δολάρια την ημέρα για το ξε νοδοχείο τους, τις λιμουζίνες τους και το ιδιωτικό τους ελικόπτερο». Σφίξαμε τα χέρια και ξεκίνησα για το δη μοσιογραφικό θεωρείο. Ή ταν η τελευταία φορά που τον είδα. Είμαι σίγουρος ότι η καριέρα του ανθεί. Έβρεχε μετά μανίας εκείνο το βράδυ. Το Στάδιο Δη μοκρατίας είναι ξεσκέπαστο, πράγμα που θα ήταν θαυ μάσιο αν ήμασταν στην Αφρική, και οι μερικές χιλιάδες θεατών είχαν στριμωχτεί όλοι μαζί στο πίσω μέρος της εξέδρας, όπου το γείσο του διαζώματος πρόσφερε κάποια ελάχιστη προστασία. Στο θεωρείο Τύπου ένας Αυστριακός δημοσιογράφος κοίταξε πάνω αηδιασμένος. Η γυναίκα που ήταν υπεύθυ νη για τα τηλέφωνα μόλις τον είχε συνδέσει με την αστυ νομία της Βιένης. «Τίποτα δεν άλλαξε», δήλωσε, εννοώ ντας ότι η πτώση του κομουνισμού δεν είχε κάνει τη ζωή του πιο εύκολη. «Τίποτα», συμφώνησε κάποιος άλλος συ νάδελφος, και ο πρώτος που υπέφερε από την κακή τηλε φωνική σύνδεση είπε: «Τα τηλέφωνα είναι όσο κακά ήταν πάντα, η μυρωδιά είναι πάντα η ίδια και το μέρος εξακολουθεί να είναι ένα ερείπιο». Η συνομιλία θα μπο ρούσε να σαστίσει εκείνους που διοικούσαν την Ντιναμό. Πολλά πράγματα είχαν αλλάξει. Αν μη τι άλλο, τώρα κέρ διζαν αρκετές φορές περισσότερα χρήματα από όσα κέρδιζε ο Αυστριακός δημοσιογράφος. Ωστόσο ήταν γεγονός ότι το κομμάτι της Ντιναμό που δε σχετιζόταν με τις επιχειρήσεις εξακολουθούσε να εί ναι βαλτωμένο στον κομουνισμό. Η ποδοσφαιρική ομά δα, για παράδειγμα: δεν υπήρχαν νέοι Μπλαχίν και Μπελάνοφ. Ό μ ω ς το στιλ του παιχνιδιού με τις μακρινές
@ @ @
115
116
© © ©
μπαλιές παρέμενε σχεδόν το ίδιο, κι αυτό έκανε αρκετές φορές τους παίκτες της Ραπίντ να μοιάζουν με γέρους. Η Ντιναμό πήρε το παιχνίδι με 1-0 με ένα γκολ του Γιακοβένκο, έναν από τους δύο παίκτες που κατάφεραν να επι βιώσουν από την εποχή του Λομπανόφσκι. Με το σφύριγ μα της λήξης του αγώνα οι οπαδοί έφυγαν τρέχοντας από το στάδιο στάζοντας από τη βροχή. Το επόμενο πρωί ο καθηγητής Ζελέντσοφ έστειλε τη Λάντα του να με πάρει από το γήπεδο της Ντιναμό. Ανυπομονούσε να με δει, γιατί τώρα που είχε εκλείψει ο κο μουνισμός ήλπιζε να πουλήσει τις ιδέες του σε δυτικές ομάδες. Ό π ω ς έθεσε το θέμα ο ίδιος: « θ α ήθελα να τους περάσω τις μεθόδους μου, αν κι αυτό μόνο σε ευυπόλη πτους αγοραστές». Ελπίζω να μπορέσω να του ξεπληρώσω τη βοήθειά του. Οποιοσδήποτε προπονητής ποδοσφαιρι κής ομάδας τυχαίνει να διαβάζει αυτό το βιβλίο θα μπο ρούσε να γράψει στον Ζελέντσοφ στην εξής διεύθυνση: Ντιναμό Κιέβου, Κίεβο, Ουκρανία. Δε χρειαζόταν λεπτο μερέστερη διεύθυνση: η Ντιναμό είναι πασίγνωστη. Το πρόβλημα με τη θεωρία, ξεκίνησε να λέει ο Ζελέ ντσοφ, είναι ότι το ποδόσφαιρο στηρίζεται στους παίκτες που διαθέτεις: «Από τη μία υπάρχει μια ιδέα και από την άλλη αυτοί που υλοποιούν την ιδέα». Έτσι, είχε διαμορ φώσει έναν επιστημονικό τρόπο να διακρίνει τους καλύ τερους παίκτες. Μου έδειξε το βοηθό του, ο οποίος εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να παίζει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι στο κομπιούτερ. «Υπάρχουν πολλές μέθοδοι μέτρησης της ικανότητας ενός παίκτη», είπε ο Ζελέντσοφ. «Μπορείς να τεστάρεις την κυκλοφορία του αίματός του, τον τρόπο που τρέχει, τον τρόπο που πηδά. Προτιμώ να δουλεύω με μεθόδους που δεν προϋποθέτουν άμεση επαφή: για να αποφύγεις να κολλήσεις έιτζ και επίσης για να μη δώσεις στον παίκτη να
κάνει πολλά πράγματα που θα τον κουράσουν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι εξετάσεων, προτιμώ όμως αυτόν του υπολο γιστή. Για τον ίδιο τον παίκτη, επίσης, είναι ενδιαφέρον να δουλεύει με τον υπολογιστή». Είχε εφεύρει ηλεκτρονι κά παιχνίδια για τα τεστ των ποδοσφαιριστών. Τον ρώτησα: «Είναι σωστό ότι χρησιμοποιήσατε αυτά τα τεστ για να επιλέξετε τη σοβιετική εθνική ομάδα για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988;». Αυτό μου το είχε πει ο γαμπρός του Ζελέντσοφ. «Υπήρχαν σαράντα υπο ψήφιοι, και με αυτά τα τεστ επιλέξαμε τους πρώτους εί κοσι», συμφώνησε ο Ζελέντσοφ. Η ομάδα που επελέγη είχε κάνει τους δημοσιογράφους να απορήσουν, αλλά η ΕΣΣΔ είχε φτάσει στον τελικό. Ο Ζελέντσοφ με επέπληξε που αναφέρθηκα μόνο σε μία περίπτωση. Τα τεστ αυτά χρησιμοποιούνταν συχνά. Εάν η Ντιναμό σκεφτόταν να υπογράψει με κάποιον παίκτη, ο υποψήφιος έκανε πρώ τα τα τεστ, και η ομάδα της Ντιναμό εξεταζόταν μέσω αυτών σε τακτικά διαστήματα. Ο βοηθός στο κομπιούτερ άνοιξε το πρώτο τεστ. Μία γραμμή εμφανίστηκε κάθετα στην οθόνη, μία κουκκίδα κινιόταν πάνω στην οθόνη από αριστερά προς τα δεξιά, και ο βοηθός προσπαθούσε να πατήσει ένα πλήκτρο τη στιγμή ακριβώς που η κουκκίδα διέσχιζε τη γραμμή. Αυτό, εξήγη σε ο Ζελέντσοφ, ήταν ένα τεστ αντιδράσεων, ψυχραιμίας και ισορροπίας. Ο βοηθός προσπάθησε να τοποθετήσει γύρω δέκα κουκκίδες, καθεμία από τις οποίες κινιόταν με διαφορετική ταχύτητα και βαθμολογιόταν ανάλογα. Μετά ήρθε η σειρά μου - η δική μου ευκαιρία να διαπ ι στώσω κατά πόσο θα μπορούσα να παίξω για την Ντιναμό. Τα πήγα άσχημα. Την πρώτη φορά ο βαθμός μου ήταν 0,34 και τη δεύτερη 0,42. Οι παίκτες της Ντιναμό, είπε ο Ζελέντσοφ, έφταναν κανονικά μεταξύ 0,5 και 0,6, με τους υψηλότερους βαθμούς να κυμαίνονται από 0,6 έως 0,8. Οταν ένας παίκτης ήταν σε φόρμα, ή ένιωθε καλά (ο Ζελέ-
® ® ®
117
118
© © ©
ντσοφ αναφερόταν στην «ψυχολογική κατάστασή» του), πετύχαινε υψηλότερο βαθμό από άλλες φορές. Εξηγώντας τη βαθμολογία μου, πρέπει να πω ότι πι στεύω ότι τα πήγα εντελώς στραβά στην άσκηση. Ό ποτε το ποθετούσα λάθος μια κουκκίδα, γινόμουν νευρικός και πίε ζα τα πλήκτρα αρκετές φορές, τοποθετώντας έτσι την επό μενη κουκκίδα εντελώς εκτός στόχου. Ομολογουμένως, μία από τις ικανότητες που μετρά το τεστ αυτό είναι και η ψυ χραιμία. Ας είναι. Ο Ζελέντσοφ φάνηκε συντετριμμένος. Αποφάσισα να φανώ καλύτερος στο επόμενο τεστ, μια άσκηση πληκτρολόγησης που μετρούσε την αντοχή. Έ π ρ επε να πατώ ένα πλήκτρο όσο ταχύτερα μπορούσα επί μερικά δευτερόλεπτα, για να προσδιορίσω τη μέγιστη ταχύτητά μου· και κατόπιν είχα στη διάθεσή μου σα ράντα δευτερόλεπτα για να χτυπήσω το πλήκτρο αυτό όσες περισσότερες φορές μπορούσα. Ο στόχος ήταν να παραμείνω όσο πλησιέστερα γινόταν στη μέγιστη ταχύ τητά μου κατά τη διάρκεια των 40 δευτερολέπτων, πράγ μα το οποίο (δοκιμάστε το) είναι πολύ μακρύς χρόνος για να ανεβοκατεβάζεις ένα πλήκτρο. Αυτή τη φορά είμαι σί γουρος ότι διαστρέβλωσα την άσκηση. 'Οταν προσδιόρι ζα τη μέγιστη ταχύτητά μου, ο Ζελέντσοφ μού είπε να μη σηκώνω τελείως το δάχτυλό μου από το πλήκτρο, γιατί έτσι χάνεται χρόνος. Από εκείνη τη στιγμή κρατούσα κι εγώ το δάχτυλό μου συνεχώς πάνω στο πλήκτρο και τα κατάφερα καλύτερα. Εξαιτίας αυτού του κόλπου, η ταχύ τητά μου έπεσε ελάχιστα από τη μέγιστη κατά τη διάρ κεια των σαράντα δευτερολέπτων. Ελπίζω ο Ζελέντσοφ να γνώριζε αυτού του είδους τα προβλήματα, γιατί δια φορετικά κάποιες πολύ περίεργες επιλογές θα μπορού σαν να έχουν παρεισφρήσει μέσα σ’ εκείνη την ομάδα του 1988. Ίσ ω ς να εξέταζε επίσης και την ευφυΐα: εάν έκανες τα τεστ με λάθος τρόπο, αποτύγχανες. Βαθμολογήθηκα για την αντοχή μου, τον τρόπο που λειτουργού-
σαν οι μΰες μου, την ικανότητά μου να επιτύχω υψηλή ταχύτητα και την ανθεκτικότητά μου στην κόπωση. Μετά ήρθε η σειρά για ένα τεστ μνήμης. Η οθόνη χωρί στηκε σε εννέα τετράγωνα, και εννέα διαφορετικά νούμε ρα κάτω από το 100 εμφανίστηκαν σε κάθε τετράγωνο και εξαφανίστηκαν μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια έπρεπε να πληκτρολογήσω το σωστό νούμερο μέσα σε κά θε τετράγωνο. Σύμφωνα με τον Ζελέντσοφ, το τεστ αυτό εξέταζε την ικανότητα να θυμάσαι σε ποιο σημείο του αγω νιστικού χώρου βρίσκονταν κάθε στιγμή συμπαίκτες και αντίπαλοι. (Ίσω ς και να ήταν κοινός τσαρλατάνος, δεν εί μαι σίγουρος.) Έ παιξα τρεις φορές και έπιασα όλα τα νού μερα σωστά, πετυχαίνοντας βαθμολογία 97%. Φυσικά και τα κατάφερα: το είδος της μνήμης που απαιτείται σ’ αυτή την περίπτωση είναι σχεδόν όμοιο με αυτό που χρησιμο ποιείται και στην ακαδημαϊκή δουλειά, να θυμάσαι δηλα δή ονόματα και ημερομηνίες και ούτω καθεξής, κι εγώ μό λις είχα πάρει ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα. Το τεστ αυτό άφηνε να εννοηθεί για ποιο λόγο καλοί πασαδόροι, που έκαναν επιτυχημένες μεταβιβάσεις -Ο σβάλντο Αρντίλες, Γκλεν Χοντλ, Ρέι Γουίλκινς, Γκρέιαμ Σούνες, και οι περισ σότεροι παίκτες πίσω από τη γραμμή του κέντρου στο αμε ρικανικό ποδόσφαιρο - τείνουν να είναι περισσότερο δ ια νοούμενοι από άλλους παίκτες. Το επόμενο τεστ ήταν πολύ απλό. Η οθόνη φλασάριζε ξαφνικά άσπρη και μετά απ’ αυτό, όσο πιο γρήγορα μπο ρούσα, έπρεπε να πιέσω το πληκτρολόγιο: ήταν ένα τεστ αντανακλαστικών αντιδράσεων. Ο μέσος χρόνος που χρειάστηκα ήταν 220 χιλιοστά του δευτερολέπτου, και ένας περιχαρής Ζελέντσοφ ανήγγειλε ότι το σκορ αυτό θα μπορούσε να είναι αποδεκτό για έναν παίκτη της Ντιναμό στην αρχή της αγωνιστικής περιόδου. Οφείλω ειλικρινά να ομολογήσω ότι ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα περισσότερο περήφανος.
® © ®
119
120
© © ©
Το τελευταίο τεστ το θεώρησα αδύνατο. Μια κουκκί δα ακολουθούσε μια περίπλοκη τροχιά μέσα σ’ ένα λαβύ ρινθο, και στη συνέχεια έπρεπε να επαναλάβω την ίδια πορεία της κουκκίδας, χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρονι κό χειριστήριο. Ό μ ω ς ποτέ μου δεν μπορούσα να θυμη θώ το μονοπάτι, και ο λαβύρινθος ήταν εξαιρετικά στε νός και δαιδαλώδης, και επιπλέον ήταν συνεχώς σε κίνη ση, έτσι, που προσέκρουα συνεχώς πάνω σε ντουβάρια. Αυτό ήταν, φυσικά, ένα τεστ συντονισμού και μνήμης, και με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο εξαιρετικά επαγγελματίες είναι οι ποδοσφαιριστές. Ούτε και μετά από πολλά χρόνια εξάσκησης δε θα μπορούσα ποτέ να κατα φέρω αυτόν το λαβύρινθο. Χρησιμοποιώντας τη σχετική βαθμολογία, ο Ζελέ ντσοφ μπορούσε να πει στον προπονητή ποια πλευρά κάθε παίκτη χρειαζόταν περισσότερη δουλειά. Είπα: «Βλέπω ότι τα τεστ αυτά μετρούν ικανότητες που είναι απαραίτητες στο ποδόσφαιρο, θ α υπάρχουν όμως σίγου ρα και ορισμένες ικανότητες που δεν μπορούν να εξετα στούν;». Συμφώνησε: «Η ταχύτητα, για παράδειγμα, εξαρτάται επίσης από την τεχνική του τρεξίματος. Αυτή μπορούμε να τη μετρήσουμε αλλού». «Και τι γίνεται», εί πα, «αν ο Ζαβάροφ και ο Μπελάνοφ δεν τα πάνε καλά σ’ αυτά τα τεστ; θ α εξακολουθούν να είναι έτσι κι αλλιώς οι καλύτεροί σας παίκτες, θ α έπρεπε οπωσδήποτε να τους επιλέξετε». «Ο Ζαβάροφ και ο Μπελάνοφ», απάντησε ο Ζελέντσοφ, «ακόμη και όταν δεν είναι σε φόρμα, έχουν πάντοτε πολύ υψηλότερη βαθμολογία από τους άλλους παίκτες». Ποιοι παίκτες στην τρέχουσα ομάδα είχαν τα καλύτερα αποτελέσματα σ’ αυτά τα τεστ; «Παρακολού θησες το παιχνίδι χθες βράδυ;» αποκρίθηκε. «Τότε το εί δες και μόνος σου». «Γιακοβένκο;» μάντεψα. «Γιακοβένκο! Λεονένκο! Λούζνι! Ανένκοφ! Σματοβαλένκο!»
Η Ντιναμό στάθηκε καλή μαζί μου: μαζί με την Μπαρτσελόνα, την Κέιπ Τάουν Ελλένικ, και την ομάδα των ΗΠΑ, ήταν μία από τις ευγενέστερες ομάδες που είχα συ ναντήσει εκείνη τη χρονιά. (Η Ορλάντο Πάιρετς της Νό τιας Αφρικής και η Σπάρτα Πράγας ήταν οι αγενέστερες.) Εκείνη την Παρασκευή, τελευταία μου μέρα στο Κίεβο, ο Πρόεδρος Μπεζβέρκι κανόνισε χρόνο για να με δει. Τ ο γραφείο του ήταν απλό: καφέ τοίχοι, καφέ καρέ κλες, κομουνιστική επίπλωση και φυτά εσωτερικού χώρου. Το ανέφερα αυτό στον Μαξ, το διερμηνέα μου, ο οποίος απάντησε δηκτικά: «Όμως δε φαντάζομαι να πιστεύεις ότι και το σπίτι του είναι έτσι!». Ο Μαξ δε συμπαθούσε την Ντιναμό. Είχε τα μαλλιά του αλογοουρά, την οποία δεν ενέκριναν οι μπρατσάτοι με τα ξυρισμένα κεφάλια, και εί χε μάθει να περπατάει από την άλλη πλευρά του δρόμου όποτε συναντούσε ανθρώπους με αθλητικές φόρμες τις νύ χτες. Το καφέ «Τσιν Τσιν», απέναντι από το γήπεδο της Ντιναμό, είναι το στέκι που συχνάζουν τέτοιοι τύποι, και ένα από τα μέρη που θα μπορούσες άνετα να αποφύγεις την επόμενη φορά που θα επισκεφτείς το Κίεβο. Ο Μπεζβέρκι ήταν φιλικός, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ένας ικανοποιημένος άνθρωπος. «Δόξα να ’χει ο θ ε ός, η ομάδα μας δημιουργήθηκε δύο χρόνια πριν η ελεύ θερη αγορά επιδράμει στη χώρα μας», μου είπε. Το Υπουργείο Αθλητισμού ήθελε όλες οι ομάδες να μετατραπούν σε επαγγελματικές ταυτόχρονα, κάτι που θα συμφω νούσε με τις σοβιετικές μεθόδους. Η Ντιναμό έβγαλε ένα σωρό λεφτά πριν οι ανταγωνιστές της γίνουν ανεξάρτητοι. Ρώτησα γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι η Ντιναμό είχε διασυνδέσεις με τη μαφία. «Αυτό είναι καινούριο για μένα, ότι δηλαδή έχουμε σχέσεις με τη μαφία», απάντησε ο Μπεζβέρκι, όμως το θέμα φάνηκε να τον τραβάει και έγινε ιδιαίτερα ομιλητικός. Είχε πολλά να κάνει η μαφία με αυ τό καθαυτό το ποδόσφαιρο; «Δύο άντρες της μαφίας ήρ-
© © ©
121
122
© © ©
θαν σε μια ρωσική ομάδα, είπαν ότι δύο παίκτες έπρεπε να μεταγραφούν σε κάποια άλλη ομάδα, και έτσι έγινε». Τι την ένοιαζε αυτό τη μαφία; «Η μαφία καταλαβαίνει ότι οι μεταγραφές μπορεί να είναι κερδοφόρες γι’ αυτή». Και στην Ουκρανία; «Υπάρχει μια διαδικασία για στημένα ματς στην Ουκρανία. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Απλώς υποψιάζομαι». Η Ντιναμό είχε κάποια τέτοια εμπειρία; «Πριν από δύο χρόνια έγινε μια απόπειρα να υπαγορευθούντα αποτελέσματα ενός ματς, εδώ, στο Κίεβο. Μ πορέ σαμε να το αποφύγουμε, όχι χάρη στις σχέσεις μας με τη μαφία, αλλά χάρη στις σχέσεις μας με την ΚαΓκεΜπε». Τι είχε συμβεί; «Κάποιοι πλησίασαν ένα μέλος του συλλόγου μας στο δρόμο και του είπαν ότι το επόμενο ματς έπρεπε να τελειώσει με ισοπαλία. Του τόνισαν ιδιαίτερα ότι οι παίκτες είχαν γυναίκες και παιδιά στο Κίεβο. Η υπόθεση ήταν ξεκάθαρη. Για να αποφύγουμε τέτοιες καταστάσεις, δημιουργήσαμε δύο οργανώσεις σωματοφυλάκων, οι οποίοι δε φυλάνε μόνο τους παίκτες, κι αυτό χάρη στην κοινοπραξία μας με τη βρετανική φ ίρμα Securitas». Ακόμη και με σωματοφύλακες δεν μπορούσες ποτέ να είσαι σίγουρος. Ό χ ι πολύ πριν την άφιξή μου, ο «Βάτα», ένας από τα αφεντικά της μαφίας του Κιέβου, καθώς κου βέντιαζε με κάποιον άντρα μέσα στο αυτοκίνητό του στο γήπεδο της Ντιναμό, βρέθηκε ξαφνικά γαζωμένος από σφαίρες. Ο Βάτα είχε δεκαέξι σωματοφύλακες και άφηνε να τον πλησιάσουν μόνο άνθρωποι της εμπιστοσύνης του, άρα ο δολοφόνος θα πρέπει να ήταν φίλος του. Ο Βάτα ήταν ένθερμος οπαδός της Ντιναμό, και ολόκληρη η ομά δα παραβρέθηκε στην κηδεία του. Ο Μπεζβέρκι κρατήθηκε μακριά: δεδομένης της φήμης του Βάτα, το να παραστεί στην κηδεία του θα ήταν άπρεπο. Αντί γι’ αυτό, έγρα ψε μια εφημερίδα, εκείνη την ημέρα ο Πρόεδρος έκλαψε πικρά τρώγοντας σε ένα υπερπολυτελές εστιατόριο. Το απόγευμα της Παρασκευής -σ ε λίγες μόνο ώρες
θα βρισκόμουν κιόλας μέσα στο τρένο για τη Δ ύση- ο υπεύθυνος Τύπου της Ντιναμό ξέθαψε την ομπρέλα του και με συνόδεψε με τα πόδια μέχρι το άγαλμα που βρι σκόταν μπροστά από το γήπεδο της Ντιναμό. Αναπαριστά τέσσερις άντρες, όλοι τους τρία μέτρα ψηλοί και με συντηρητικά κουρέματα, που στέκονται πιασμένοι χέρι χέρι ατενίζοντας πέρα. Δεν υπάρχει ούτε μία μπάλα πο δοσφαίρου στο σύμπλεγμα, ούτε και κάποιο επεξηγημα τικό κείμενο, αλλά το στοιχείο που αποδεικνύει την ιδιό τητά τους είναι το ότι οι άντρες φοράνε σορτς. Και το άγαλμα αυτό είναι ένα μνημείο αφιερωμένο σε ένα συ γκεκριμένο ποδοσφαιρικό αγώνα. Εισβάλλοντας στο Κίεβο, οι Γερμανοί κανόνισαν ένα ματς εναντίον της Ντιναμό. Οι θεατές ήταν όλοι τους Γερμανοί στρατιώτες οπλισμένοι με πολυβόλα· και όταν οι Ουκρανοί προηγήθηκαν των Γερμανών, οι στρατιώτες άρχισαν να τους πυροβολούν στα πόδια. Αν και αρκετοί παίκτες σωριάστηκαν χτυπημένοι κάτω, η Ντιναμό συνέ χισε να παίζει μέχρι τελικής νίκης. Μετά το σφύριγμα που σήμανε τη λήξη του αγώνα, ολόκληρη η ομάδα εκτελέστηκε. Υπήρξε, με λίγα λόγια, μια Α πόδραση στη Νίκη με ένα πολύ τραγικό και καθόλου «ευτυχές τέλος». Πράγ ματι, ένα πασίγνωστο φιλμ γυρίστηκε με θέμα το παιχνί δι αυτό, και ο ηθοποιός που έπαιζε το ρόλο του τερματο φύλακα ήταν τόσο αληθινός στην ερμηνεία του, που κάποια ομάδα τού πρόσφερε να υπογράψει συμβόλαιο. Ο υπεύθυνος Τύπου μού αφηγήθηκε την ιστορία του παιχνιδιού, και μετά μου ζήτησε να μην τη γράψω: επει δή δεν ήταν αλήθεια. Το τραγικό αυτό ματς ήταν απλώς ένας μύθος που κατασκευάστηκε, μετά τον Πόλεμο, από το τοπικό κομουνιστικό Κόμμα. Αναμφίβολα, θα πρέπει να έγινε τότε κάποιο παιχνίδι, γιατί κάποιος άντρας, ηλι κίας 86 ετών, ζούσε ακόμη στο Κίεβο, αλλά πράττοντας πολύ σοφά κρατούσε το στόμα του κλειστό.
@ ® @
123
124
© © ©
Ή ρ θ ε η ώρα να φύγω. Είχα περάσει έξι εβδομάδες στη Σοβιετική Ένωση, και, για να γιορτάσω την αναχώ ρησή μου, ξόδεψα ασυλλόγιστα τρία δολάρια και αγόρα σα την εφημερίδα Guardian στη διεθνή της έκδοση. Με πληροφόρησε ότι η μέρα που έπαιξε η Ντιναμό με τη Ραπίντ υπήρξε επίσης και η Μαϋρη Παρασκευή, η μέρα που η αγγλική λίρα βγήκε από το ERM. Περίμενα στο σταθμό από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πέντε το πρωί, και επέτρεψα σ’ ένα γκρουπ Πακιστανών, που σπούδαζαν στη Μόσχα, να διαβάσουν τα νέα για τα παιχνίδια κρίκετ στην Guardian. Στο μεταξύ, παρακολουθούσα δύο ηλι κιωμένες γυναίκες να κάνουν τη χειρότερη δουλειά στον κόσμο: να καθαρίζουν την αίθουσα αναμονής του Σιδη ροδρομικού Σταθμού του Κιέβου στη βάρδια μεταξύ τρεις και πέντε το πρωί. Ίσ ω ς εξαιτίας της κατάστασης των νομισματικών αγορών, ίσως πάλι και όχι, η υπάλληλος στο εκδοτήριο εισιτηρίων αρνήθηκε να πάρει τις βρετανικές μου λίρες. Λίγα λεπτά μόνο πριν από την αναχώρηση του τρένου μου, στις πέντε η ώρα το πρωί, οι Πακιστανοί μού άλλα ξαν τις λίρες μου με δολάρια, κρατώντας μια σημαντική προμήθεια για τον εαυτό τους. Πενήντα έξι δολάρια για να πάω από το Κίεβο στην Πράγα είναι τιμή ευκαιρίας, αν σκεφτεί κανείς ότι το ταξί δι αυτό σου δίνει την ευκαιρία να διασχίσεις ένα μεγάλο κομμάτι της Ευρώπης και το οποίο διαρκεί σαράντα οχτώ ώρες. Κοιμήθηκα την πρώτη μέρα, ξυπνώντας κάθε λίγες ώρες και αντικρίζοντας κάθε φ ορά το ίδιο τοπίο όπως και την προηγούμενη. Ή ταν κατευναστικό. Στις δύο το πρωί φτάσαμε στα σύνορα με την Τσεχοσλοβακία. Έ νας Ου κρανός συνοριακός φρουρός που έμοιαζε γύρω στα δεκα πέντε μού είπε ότι η βίζα μου ήταν άκυρη (ήταν έγκυρη). Πρόσθεσε στα γρήγορα: «Κανένα πρόβλημα, κανένα πρόβλημα. Πόσα δολάρια έχεις;». Είχα τρία. «Δύο», του
είπα. «Εσύ μου δίνεις δυο δολάρια, εγώ κανένα πρόβλη μα». Ή ταν η πρώτη δωροδοκία της ζωής μου, και σκέφτηκα αμέσως τον Κουκούσκιν στη Μόσχα. Πίσω στο τρένο κάποιος άλλος φρουρός με ρώτησε, με προμελετημένη άνεση, γιατί είχε αποστηθίσει πλέον τη φράση: «Έχεις κα νένα δωράκι για μένα;». Είπα πως όχι. Ρώτησα ποιο ήταν το τρένο που πήγαινε στην Πράγα και με οδήγησε σ’ αυτό. Περίμενα μέσα στο τρένο πέντε ώρες μέσα στην παγωνιά και, όταν τελικά ξεκίνησε, διαπίστωσα πως ήταν το τρένο που πήγαινε στην Μπρατισλάβα. Δύο τρένα και δώδεκα ώρες αργότερα βρισκόμουν στην Πράγα και μου φαινό ταν ότι βρισκόμουν ήδη στη Δύση.
Μοναχικός σκίνχεντ σώζει έθνος
ήρα ένα τρένο από την Πράγα, πέρασα ξανά από την Μ πρατισλάβα στις τρεις το πρωί και έφτασα στη Βουδαπέστη μερικές ώρες αργότερα, όπου διαπ ί στωσα ότι το ποδόσφαιρο κάλυπτε τα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων. Κρίμα που ήταν στα ουγγρικά. Δώδεκα μέρες νωρίτερα η Φερεντσβάρος Ουγγαρίας είχε επισκεφθεί τη Σλόβαν Μ πρατισλάβα Σλοβακίας στην έδρα της για ένα παιχνίδι του Ευρωπαϊκού Κυπέλ λου και δεκαπέντε Ούγγροι οπαδοί είχαν καταλήξει στο νοσοκομείο. Ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός δεν είχε να κάνει με την υπόθεση αυτή. Βρισκόμουν στη Βουδα πέστη για τον επαναληπτικό, και η διάθεση εκδίκησης πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Το ματς ΦερεντσβάροςΣλόβαν έμοιαζε να πρόκειται να μετατραπεί σε κάτι πε ρισσότερο από ένα απλό ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Στην Μ πρατισλάβα σλοβακικές αντιτρομοκρατικές
Π
© © ©
125
126
© © ©
μονάδες άντρων με μαύρες μάσκες είχαν επιτεθεί επα νειλημμένος στους οπαδούς της Φερεντσβάρος, που μπορεί να φώναζαν ή μπορεί και να μη φώναζαν συνθή ματα άπως «Περισσότερη Ουγγαρία» και «Δώστε μας πί σω τη νότια Σλοβακία». Είχαν χρησιμοποιήσει δακρυγόνα και ξύλινα ραβδιά, και είχαν κάνει εξαιρετικά επιμε λημένη δουλειά. Το σλοβάκικο πλήθος χειροκροτούσε. Ο Τιμπόρ Νιλάσι, ουγγρικός μύθος κατά το παρελθόν και προπονητής πλέον της Φερεντσβάρος, θυμήθηκε το Χέιζελ. Και είπε στην εφημερίδα Kurir: «Δε διστάζω να πω ότι μου θύμισε τις αγριότητες των φασιστών». Με το σφύριγμα της λήξης του αγώνα η Σλόβαν είχε ευχαριστή σει από τα μεγάφωνα τις αντιτρομοκρατικές μονάδες για το έργο τους («μια παράδοξη και αποκρουστική ενέρ γεια», είπε ο Ούγγρος πρόξενος) και στη συνέχεια η αστυνομία είχε κυνηγήσει τους Ούγγρους μέσα στους δρόμους γύρω από το γήπεδο, ενώ Σλοβάκοι ποδοσφαιρόφιλοι πετροβολούσαν ουγγρικά αυτοκίνητα και λεω φορεία. Η Σλόβαν πήρε το παιχνίδι με 4-1. «Αυτό δεν έχει να κάνει με ποδοσφαιρικές ταραχές, είναι πλέον πολιτικό θέμα», είπε ο Γιούλα Χορν, ο ηλι κιωμένος Ούγγρος πολιτικός. Μέσα σε τρεις μήνες η Τσεχοσλοβακία θα διασπαζόταν στη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Σλοβακία, και η Μπρατισλάβα, σκηνή των βιαιοτήτων, επρόκειτο να γίνει η σλοβάκική πρωτεύ ουσα. Η ανεξάρτητη Σλοβακία, υπό τον Πρόεδρο Μεσιάρ, έδειχνε δείγματα ότι επρόκειτο να εξελιχθεί σε ένα μικρό κακό εθνικιστικό κράτος. Ο Μεσιάρ, ο οποίος θεάται συχνά στα παιχνίδια της Σλόβαν, αρεσκόταν να λέει ότι η Σλοβακία υπήρξε «πραγματικά ελεύθερη» μόνο ως εξαρτημένο κρατίδιο της ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Καταλόγιζε όλα τα προβλήματα στους «εχθρούς», τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. «Αναρωτιέμαι ποιος παίζει αυτό
το βρόμικο παιχνίδι εις βάρος μας;» ρώτησε όταν ανακα λύφθηκαν «κοριοί» μέσα στην αμερικανική Πρεσβεία στην Μπρατισλάβα. Οι 600.000 Ούγγροι που ζούσαν στη Σλοβακία ήταν τρομοκρατημένοι. Ο Μεσιάρ παραπονιόταν ήδη για τα δίγλωσσα ονόματα των δρόμων στις ουγγρικές περιοχές, και οι άνθρωποι φοβόντουσαν ότι επρόκειτο να έρθουν και χειρότερα: όχι πλέον ουγγρικά σχολεία, απαγόρευση της γλώσσας τους και κάποια μέρα ίσως ακόμη και «εθνι κές εκκαθαρίσεις». Η Γιουγκοσλαβία, στο κάτω κάτω, δε βρισκόταν πολύ μακριά. Η ουγγρική διασπορά είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώ πη. Ούγγροι βρίσκονται διασπαρμένοι στη Ρουμανία, τη Σλοβακία και την Ουκρανία, και οι πολιτικοί στη Βουδα πέστη ανησυχουν ιδιαίτερα εξαιτίας αυτού. Τον προη γούμενο χρόνο είχαν σκοτωθεί αρκετοί Ούγγροι στη Ρου μανία στη διάρκεια ενός πογκρόμ. 'Οταν ο σλοβάκικός στρατός επιτέθηκε στους Ούγγρους φιλάθλους, η Βουδα πέστη διαμαρτυρήθηκε αμέσως επισήμως, αλλά ο Με σιάρ αντέδρασε με το επιχείρημα ότι οι φίλαθλοι ήταν χούλιγκανς, οι οποίοι είχαν πάθει αυτό που τους άξιζε. Ο Μεσιάρ ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Σλοβάκος εθνικιστής (και πρώην κομουνιστής), ο Μεσιάρ ήθελε να δεί ξει τόσο στους Σλοβάκους όσο και στους Ούγγρους ότι δεν επρόκειτο να ανεχθεί ανοησίες. Διάλεξε επίτηδες έναν ποδοσφαιρικό αγώνα για να περάσει την προειδο ποίησή του: οι άνθρωποι που δίνουν μικρή σημασία στην πολιτική παρακολουθούν το ποδόσφαιρο από την τηλεό ραση, και το μόνο μέρος όπου Σλοβάκοι και Ούγγροι δείχνουν να ανήκουν σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα εί ναι μέσα σ’ ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Το ότι χρησιμο ποίησε για τους σκοπούς του το ποδόσφαιρο αποτέλεσε πρόβλημα γι’ αυτόν γιατί τον αγώνα τον παρακολουθού σε επίσης και η Δύση. To CNN διοχέτευσε εικόνες από το
@ @ @
127
128
© © ©
ματς σε όλο τον κόσμο, και οι δυτικές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις ξαναθυμήθηκαν ότι δε θα έπρεπε να έχουν πάρε δώσε με τον αγροίκο Μεσιάρ. Στο μεταξύ η Φερεντσβάρος ήλπιζε ακόμη να φτάσει στο δεύτερο γύρο. Το απόγευμα, πριν από τον επαναλη πτικό αγώνα, μίλησα με το γενικό υπεύθυνο της ομάδας, τον Μιχάλι Χαβάσι - αν και μόνο για τρία λεπτά, καθώς επρόκειτο να πάει να συναντήσει σε λίγο τον Ούγγρο υπουργό Εσωτερικών. Ο Χαβάσι υποστήριξε ότι τρεις από τους παίκτες του είχαν τις γυναίκες τους και ένας τον πατέρα του ανάμεσα στο πλήθος των θεατών στην Μ πρα τισλάβα, και μου έκανε μια μίμηση του πώς είχαν παίξει: κοιτώντας για πολύ λίγο κάτω την μπάλα και μετά χαζεύ οντας για πολλή ώρα τις κερκίδες. Είχε ζητήσει από την ΟΥΕΦΑ να ακυρώσει την ήττα του 4-1 και να επαναληφ θεί το παιχνίδι, όμως, αντί γι’ αυτό, η ΟΥΕΦΑ είχε επι βάλει και στις δύο ομάδες πρόστιμο 15.000 ελβετικών φράγκων. «Είναι μια εντελώς χαρακτηριστική δυτική απόφαση», σχολίασε ένας ραδιοσταθμός της Πράγας (οι Τσέχοι παρέμεναν ουδέτεροι). «Έχοντας να αντιμετωπί σει ένα ενοχλητικό ανατολικοευρωπαϊκό φαινόμενο, αντί να διερευνήσει και να αποφασίσει σύμφωνα με τα δεδο μένα, η Δύση δίνει από ένα χαστούκι και στα δύο άτακτα παιδιά και τους λέει να μην επαναλάβουν το κακό που έκαναν». Αργότερα η Φερεντσβάρος άσκησε έφεση για το πρόστιμο και απαλλάχτηκε από αυτό. Η ΟΥΕΦΑ είχε χαρακτηρίσει το επαναληπτικό παιχνί δι ως «Α» στην κλίμακα επικινδυνότητας. Ακόμη και το «Α» έμοιαζε να υποτιμά την πραγματικότητα. Οι περισ σότεροι Σλοβάκοι δημοσιογράφοι είχαν αποφασίσει να μην παρακολουθήσουν το ματς, και η Σλόβαν εκλιπα ρούσε τους οπαδούς της να μείνουν στα σπίτια τους. Ακό μα και η ομάδα σχεδίαζε να φτάσει στην Ουγγαρία το τε λευταίο λεπτό πριν ακριβώς το εναρκτήριο λάκτισμα.
«Που φτάνουν;» ρώτησα έναν Τσέχο δημοσιογράφο, κι εκείνος χαμογέλασε και είπε: «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σου πω». Δοκίμασα να ρωτήσω τον πρόεδρο της Φερεντσβάρος, έναν κοκκινογένη γίγαντα, αν περίμεναν φασαρίες, αλλά το μόνο που θέλησε να μου πει ήταν: «Το ποδόσφαιρο είναι εδώ, και η πολιτική είναι αλλού». Στη συνέχεια πήγα να επισκεφθώ το μουσείο της ομάδας. Ο έφορος του μουσείου μιλούσε μόνο ουγγρικά, αλλά, όταν κατάλαβε ότι ήμουν Βρετανός, εμφάνισε αμέσως το με γαλύτερο μπουκάλι Johnnie Walker που είχα δει ποτέ μου. Ή τα ν μέρα μεσημέρι. Έ ξω από το σταθμό του μετρό, κοντά στο γήπεδο της Φερεντσβάρος, εκείνο το βράδυ, πέρασα μπροστά από πέντε ή έξι νεαρά αγόρια με μαύρες πλεκτές κουκούλες, που χοροπηδούσαν πάνω κάτω και φώναζαν, στα αγγλι κά, σε μια ομάδα φωτογράφων «Άντε και γαμήσου, Σλόβαν, άντε και γαμήσου!». Με οδήγησαν μέσα στο γήπεδο μαζί μ’ ένα γκρουπ Τσέχων και Σλοβάκων δημοσιογρά φων. Μας έψαξαν πρώτα και μετά μας οδήγησαν με αστυνομική συνοδεία στις θέσεις μας, περνώντας μας μπροστά από Ούγγρους που ξεφώνιζαν αισχρόλογα. Οι οπαδοί της Φερεντσβάρος πάσχουν για την ομάδα τους. Το μικρό γήπεδο είναι μια από εκείνες τις γωνιές της Ανατολικής Ευρώπης που δεν κατάφεραν ποτέ να χαλά σουν οι κομουνιστές. Οι κερκίδες δεν πνίγουν το πλήθος, όπως συμβαίνει με τα γήπεδα στη Ρωσία· δεν είναι φτιαγμένες από γκρίζο μπετόν, αλλά βαμμένες πράσινες και λευκές, τα χρώματα της ομάδας, και δεν υπάρχει χώ ρος για αθλήματα στίβου. Ό λα τελείως βρετανικά, στην ουσία, και ακόμη και οι φίλαθλοι προσπαθούσαν να το παίξουν Βρετανοί. Φορούσαν κασκόλ αγγλικών ομάδων, κουνούσαν σημαιάκια της Φερεντσβάρος στο στιλ της βρετανικής σημαίας με το Γιούνιον Τζακ, και το τραγου-
® @ @
129
130
© © ©
διστό σύνθημα στο οποίο επανέρχονταν ακατάπαυστα ήταν «Άντε και γαμήσου, Σλόβαν, άντε και γαμήσου!». Ωστόσο δεν μπόρεσαν ποτέ να αντιγράψουν εντελώς το εγγλέζικο στιλ. Τραγουδούσαν με ουγγαρέζικη προφορά, και είδα δύο αγόρια με κασκόλ της Τσέλσι να φιλιούνται μεταξύ τους και στα δύο μάγουλα. Ακόμη και το σύμβολο του «Γιούνιον Τζακ» έχει διαφορετικό νόημα στην Ανα τολή: εκεί φέρνει στο μυαλό Δύση, μουσική non και πά νω α π ’ όλα, ποδοσφαιρικό χουλιγκανισμό. Οι Εγγλέζοι κανίβαλοι μπορεί να κατέστρεψαν την εικόνα της Βρετα νίας στο εξωτερικό, αλλά για μια ορισμένη ομάδα αν θρώπων κάθε κοινωνίας θεωρούνται ήρωες. Το γήπεδο ήταν κατάμεστο. Στο θεωρείο Τύπου, που βρίσκεται πίσω από μία από τις εστίες, ήταν διακόσιοι δημοσιογράφοι, δεδομένου ότι οι περισσότερες εφημε ρίδες είχαν στείλει τόσο ποδοσφαιρικούς όσο και πολιτι κούς ρεπόρτερ. Δεν μπόρεσα να διακρίνω κανέναν οπα δό της Σλόβαν, αν και το ραδιόφωνο είχε πει ότι περισ σότεροι από διακόσιοι είχαν διασχίσει τα σύνορα. Οι παίκτες της Σλόβαν βγήκαν πρώτοι στον αγωνιστικό χώρο για να κάνουν προθέρμανση και άκουσαν να τους σφυρίζουν συνεχώς και χωρίς καμιά απολύτως διακοπή για μισή ώρα. Έ νας φ ράχτης και μερικοί χοντροί επόπτες χώριζαν τους παίκτες από 30.000 ανθρώπους οι οποίοι τους μισούσαν, και, καθώς βρέθηκαν να προηγούνται με 41, δε φαίνονταν να είναι ιδιαιτέρως ασφαλείς. «Ποτέ μου δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοια ατμόσφαιρα», είπα σ’ έναν Ούγγρο δημοσιογράφο. Εκείνος ρώτησε: «Δεν έχεις δει πο τέ σου τη Λίβερπουλ να παίζει εναντίον της Μάντσεστερ;» όπως αποκαλεί ο κόσμος στην ηπειρωτική Ευρώπη τη Μά ντσεστερ Γιουνάιτεντ. Εκείνο ήταν διαφορετικό. Οι Εγγλέ ζοι ποδοσφαιρόφιλοι απολαμβάνουν τις αντιπαλότητές τους· ετούτο εδώ το πλήθος μισούσε του Σλοβάκους. Και τότε, παρόλο που οι παίκτες της Σλόβαν είχαν
αποσυρθεί ξανά στα αποδυτήρια, ξαφνικά, το πλήθος άρχισε και πάλι να ουρλιάζει. Πιο κάτω από μένα, στο κάτω μέρος του δημοσιογραφικού θεωρείου, ένας νεα ρός σκίνχεντ, ντυμένος με μια ντρίλινη φόρμα δουλειάς, έδενε προσεκτικά μια γαλαζόλευκη σημαία της Σλόβαν πάνω στο φράχτη. Ό λοι εμείς οι δημοσιογράφοι πέσαμε πάνω του. Ο σκίνχεντ δήλωσε ότι ήταν δεκαέξι χρόνων, δε μιλούσε ουγγαρέζικα και είχε ταξιδέψει ολομόναχος από την Μ πρατισλάβα. Ειδοποιήθηκε αμέσως ο προπονητής της Σλόβαν και πλησίασε για να πει στο αγόρι: «Σου είμαστε ευγνώμονες». Αποδείχτηκε αργότερα ότι άλλοι πέντε Σλοβάκοι οπα δοί είχαν κάνει το ταξίδι, αλλά η ιστορία του «Μοναχικού Σλοβάκου Ή ρωα» δεν έχασε τίποτε από τη λάμψη της, και το αγόρι έδωσε συνεντεύξεις και ποζάρισε για φωτο γραφίες σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ή ταν αρκε τά ευχάριστος για σκίνχεντ, και τώρα πλέον είχε μετατραπεί σε εθνικό ήρωα. Αν και η εξέδρα μας είχε καθί σματα, εκείνος παρακολούθησε όλο το παιχνίδι όρθιος, προφανώς από τη δύναμη της συνήθειας. Η Φερεντσβάρος αποδείχθηκε μια αργή ομάδα ακόμη και για τα ανατολικοευρωπαϊκά στάνταρ, και οι παίκτες της ζωντάνευαν κάπως μόνο όταν επρόκειτο να κλοτσή σουν Σλοβάκους: δεν υπήρχαν Νιλάσι στην ομάδα αυτή. Τ ο πλήθος σταμάτησε να φωνάζει συνθήματα, και οι πο λιτικοί ρεπόρτερ άρχισαν να βαριούνται και να κουβε ντιάζουν για πολιτική. Το ματς έληξε χωρίς να σημειωθεί κανένα γκολ, οπότε η Σλόβαν πέρασε στον επόμενο γύρο, όπου η Μίλαν έμελλε να τη συντρίψει. Πρώτα όμως έπρε πε να καταφέρουν να φύγουν από τη Βουδαπέστη. Έ ξω από τα αποδυτήρια ο Νιλάσι έδινε συνεντεύξεις, και οι παίκτες της Σλόβαν κάθονταν πάνω στους σάκους τους και περίμεναν το πούλμαν τους. Ο σκίνχεντ, πάντοτε
© ® ®
131
132
© © ©
όρθιος, ήταν ανάμεσά τους, γιατί τον είχαν προοκαλέσει να επιστρέφει αεροπορικώς μαζί με την ομάδα και είχε αποδεχθεί ευγενώςτην πρόσκληση. Οι ρεπόρτερ ήταν όλοι μαζεμένοι γΰρω του, αγνοώντας παντελώς τους παίκτες. Οι οπαδοί της Φερεντσβάρος βρίσκονταν α π ’ έξω από το γήπεδο καραδοκώντας τη λεία τους. Πήγα και ενώθη κα μαζί τους. Μετά από μία ώρα έφτασε ένα πούλμαν, με τον αποκαλυπτικό τσεχοσλοβάκικο αριθμό κυκλοφορίας του στην πινακίδα ανεπιτυχώς καλυμμένο από ένα σανί δι. Οι φανς έσπευσαν να το καταλάβουν, μόνο και μόνο για να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα τσούρμο μεσήλικων Τσεχοσλοβάκων δημοσιογράφων. Την ίδια στιγμή έφ ιπ ποι αστυνομικοί ξεχύθηκαν από την πύλη, οι ποδοσφαιρόφιλοι διαλύθηκαν τρέχοντας και το πούλμαν της Σλόβαν κατάφερε να βγει φουλαριστό από την πύλη. Οι Ούγ γροι παίκτες επέστρεψαν στα σπίτια τους, αλλά συνέχισα να διαβάζω κάθε τόσο στις εφημερίδες ότι ο Μεσιάρ εξακολουθούσε για καιρό να τσιγκλάει τρομοκρατώντας τους Ούγγρους του. Σλοβακία και Ουγγαρία άρχισαν να εξοπλίζονται εκ νέου.
Γκάζα, Ευρώπη και η πτώση της Μάργκαρετ θάτσερ ι άνθρωποι στη Βρετανία έχουμε την τάση να χωρί ζουμε τους ποδοσφαιριστές σε δύο κατηγορίες: στη μια κατηγορία ανήκουν οι «Βρετανοί», και στην άλλη οι λοιποί «Ευρωπαίοι». Οι Τόνι Άνταμς, Ντέιβιντ Μπάτι και Τόνι Κασκαρίνο είναι «Βρετανοί» παίκτες, και οι Κρις Γουόντλ, Τζον Μπαρνς και Έ ρ ικ Καντονά είναι «Ευρω παίοι». Το ίδιο ίσχυε και στο παρελθόν: υπήρχαν Εγγλέ ζοι, όπως ο Τζακ Κάρλτον, ο Νόρμαν Χάντερ και ο Νό-
Ο
μπι Στάιλς, και Ευρωπαίοι, όπως ο Λίαμ Μπρέιντι, ο Γκλεν Χοντλ και ο Ό ζ ι Αρντίλες. Οι όροι έχουν τόσο λίγο να κάνουν με τη γεωγραφία, που ο Ρον Γκρίνγουντ αποκαλούσε ακόμη και τους Βραζιλιάνους «αυτοί οι υπέρο χοι Ευρωπαίοι». (Στην ουσία, οι Βραζιλιάνοι είναι περισ σότερο «Ευρωπαίοι» και από τους Ευρωπαίους και θέ λουν να αλλάξουν.) Ο Βρετανός και ο Ευρωπαίος τείνουν να διαφέρουν, και όχι μόνο ως παίκτες. Συχνά ο «Ευρωπαίος» είναι ένας περισσότερο καλλιεργημένος χαρακτήρας. Συζητά για ποδόσφαιρο, διαβάζει βιβλία και μπορεί ακόμη να μετα κινηθεί στο εξωτερικό και να μάθει μια ξένη γλώσσα. Ο Χοντλ και ο Λίαμ Μπρέιντι είναι χαρακτηριστικά παρα δείγματα του είδους. Ό χ ι όμως ο Πολ Γκασκόιν, ο πλέον «Ευρωπαίος» παί κτης που διαθέτει σήμερα η Αγγλία. Ο Γκασκόιν είναι ίσως περισσότερο γνωστός ως «Γκάζα» («Γκαζλ» για έναν «φανζίνο») και είναι ο εμπνευστής και το επίκεντρο της «Γκαζαμάνια». Ό ταν ένας ποδοσφαιρόφιλος πεθαίνει, πηγαίνει στην Ιταλία, όπου και βρίσκει τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο, παιχνίδια που αναμεταδίδονται ολόκληρα από την κρατική τηλεόραση και αναρίθμητες ημερήσιες αθλητι κές εφημερίδες. Πολύ καλό καιρό επίσης. Τον Οκτώβριο του 1992 έφτασα στη Ρώμη και πήγα στο Ολυμπιακό Στά διο να παρακολουθήσω τη Λάτσιο να παίζει με την Πάρμα. Ή ταν το πρώτο παιχνίδι του Γκάζα στην Ιταλία. Ο Αρον Γουίντερ, ο Ολλανδός της Λάτσιο, είχε ενημε ρώσει το ολλανδικό περιοδικό Voetbal International για την έναρξη της ρωμαϊκής καριέρας του Γκάζα: «Ο Γκασκόιν βρίσκεται εδώ μαζί με τον αδερφό του, τον καλύτερό του φίλο, και τον σωματοφύλακά του. Και
© © ©
133
134
@ © ©
για όσο καιρό ο Πολ θα παίζει εδώ θα μένουν κι αυτοί στη Ρώμη. Καθένας τους έχει και το δικό του διαμέρισμα. Ό μ ω ς πάρτε το χθεσινό βράδυ... Ή ταν λίγο μετά τις δώ δεκα και μισή τα μεσάνυχτα, και η Ιβόνη κι εγώ είχαμε αποφασίσει να πάμε για ύπνο, όταν ακούστηκε ένα χτύπη μα στην πόρτα μας. Ανοίγω και μπροστά μου βρίσκεται ο Πολ. Εντελώς τσίτσιδος, φορώντας μόνο ένα πολύ μικρό ζευγάρι γυαλιά. “Αν χρειάζεσαι τίποτα, τηλεφώνησέ μου”, μου λέει. Τ ο ίδιο πρω ί είχε δεχτεί την επίσκεψη της αστυ νομίας στο δωμάτιό του. Έ νας αστυνομικός είχε φορέσει στο φίλο του χειροπέδες τις οποίες δεν μπορούσαν να του τις βγάλουν. Ή ταν δεμένος σε μια καρέκλα. Οι τέσσερίς τους οδηγούν πάντοτε μαζί μέσα στη Ρώμη, συνοδευόμενοι από ένα αστυνομικό αυτοκίνητο με αναμμένη τη σει ρήνα του. Είναι πραγματικά θεόμουρλος». Προφανώς ο φίλος του Γκάζα είχε φανεί αρκετά πα λαβός κάνοντας ένα τηλεφώνημα χωρίς να καλύψει τα νώτα του, και κάποιος είχε κατουρήσει πάνω του, αλλά ο Γουίντερ αρνήθηκε να επιβεβαιώσει αυτή την ιστορία. Ο μάνατζερ του Γουίντερ πρόσθεσε: «Είναι ένα είδος φ ι γούρας από πλευράς Γκασκόιν, το παίζει ολίγον τρελός. Γιατί, αν του μιλήσεις όταν είναι μόνος του, είναι τελείως φυσιολογικός, αλλά, μόλις μπουν μέσα οι φίλοι του, ξα ναρχίζει τις παλαβομάρες». Ο Μουσολίνι ήταν εκείνος που έχτισε το γήπεδο στο οποίο παίζει ο Γκασκόιν, και στο προαύλιο υπάρχει μια απομίμηση αρχαίου ρωμαϊκού μωσαϊκού το οποίο επα ναλαμβάνει, ξανά και ξανά, την επιγραφή «Στον Ντούτσε μας». Καθισμένος στη Βόρεια Πτέρυγα, ανάμεσα στους πιο παθιασμένους ·Λατσιόλι », ένιωσα σαν να είχα βρεθεί κατά λάθος σε ένα φασιστικό ράλι. Στο διαχωριστικό φράχτη μπροστά από την εξέδρα στέκονταν τέσσερις άντρες, με την πλάτη τους στον αγωνιστικό χώρο, που
υπαγόρευαν εναλλάξ ρυθμικά συνθήματα στα πλήθη χρησιμοποιώντας ντουντούκες. Ορισμένες φορές το σύν θημα ήταν «Λά-τσιο», κάθε ψηφίο συνοδευόμενο και από ένα τίναγμα προς τα εμπρός του δεξιού χεριού στο γνω στό φασιστικό χαιρετισμό. Αλλες φορές, αντί για ρυθμι κό σύνθημα, ένας από τους «αρχηγούς» έβγαζε μια σειρά στριγκλιές και μουγκρητά μέσα στο μικρόφωνο, στα οποία οι tifosi ανταποκρίνονταν με γρήγορα παλαμάκια. Το παιχνίδι ήταν φανταστικό, όπως και ο Γκάζα. Κάποια στιγμή είχε την μπάλα στο κέντρο του αγωνιστικού χώρου, ενώ ο Τόμας Ντολ έτρεχε στο κενό έξω δεξιά, μαρκαρισμένος από έναν μπακ της Πάλμα· ο μπακ είδε ότι ο Γκάζα ετοιμαζόταν να στείλει την μπάλα μακρύτερα από αυτόν και μπλοκάρισε επιτήδεια το κενό. Εντού τοις ο Γκάζα κατάφερε να στείλει την μπάλα, πάνω από 25 μέτρα μακριά, λίγα μόνο εκατοστά πάνω από το αρι στερό παπούτσι του αμυντικού και κατευθείαν στην πο ρεία του Ντολ. Οι κάφροι γύρω μου σηκώθηκαν πάνω με λατρεία. Ο Εγγλέζος ήταν ο ήρωάς τους, και ορισμένες φορές ακούγονταν σαν να του φώναζαν αποκαλώντας τον με τον τίτλο μιας όπερας La Gazza Ladra - «Η κλέφτρα κίσσα». Οι οπαδοί των αντιπάλων προτιμούν να τον αποκαλούν «Ubriacone con Γ orecchino* - «Ο μεθύστακας με το σκουλαρίκι». Η Λάτσιο πήρε το παιχνίδι 5-2. Την επομένη ο άνθρωπος της Λάτσιο στην ημερήσια εφημερίδα II Messagero μου εξήγησε ότι οι οπαδοί αγα πούσαν τον Γκάζα επειδή ήταν εξωστρεφής και ανοιχτόκαρδος. Συμφώνησα κι εγώ ότι ο Γκάζα ήταν εξωστρεφής, αλλά τόνισα ένα κοινό χαρακτηριστικό που μοιραζόταν με Βρετανούς αποτυχημένους στην Ιταλία, όπως ο Λούθερ Μπλίσετ και ο Ί α ν Ρας: δε μιλούσε ιταλικά. Ο Ρας άφησε τη Γιουβέντους μετά από δύο θλιβερά χρόνια με την ομά δα λέγοντας: «Ή ταν σαν να έπαιζα σε μια ξένη χώρα». Ενώ ο Μπλίσετ, στη Μίλαν, παραπονιόταν: «Όσα λεφτά κι
© @ ®
135
136
© © ©
αν έχεις, δε φαίνεται να μπορείς ν’ αγοράσεις πουθενά Rice Crispies». Ο άνθρωπος της Λάτσιο στην II Messagero κατένευσε. Ή ταν αλήθεια ότι ο Γκάζα δε μιλούσε ιταλικά, και από τους Ιταλούς της Λάτσιο μόνο ο Φιόρι μιλούσε αγ γλικά. Ο Φιόρι και ο Γκάζα είχαν γίνει φιλαράκια. «Όμως», είπε ο άνθρωπος της Λάτσιο, «ο Μπλίσετ και ο Ρας ήταν κάπως έτσι» και βάζοντας παρωπίδες με τα χέ ρια του σχημάτισε ένα τούνελ μπροστά στα μάτια του. «Ο Γκάζα είναι έτσι» και άνοιξε διάπλατα στα πλάγια τα χέ ρια του και άρχισε να τα κουνάει σαν φτερά. Είπα στον αθλητικό συντάκτη της εφημερίδας: «Οι ιταλικές ομάδες επιμένουν ότι οι παίκτες τους πρέπει να συμπεριφέρονται δημοσίως με ευπρέπεια. Ο Γκάζα δεν το κάνει αυτό». Οι ιταλικές εφημερίδες δεν ήταν σαν τις βρετανικές κουτσομπολίστικες φυλλάδες, απάντησε. Εί χαν προσφέρει σ’ εκείνον τον ίδιο μια φωτογραφία του Γκάζα να στέκεται στα ντους, χουφτιάζοντας με το ένα του χέρι τα απόκρυφα ενός συμπαίκτη του και χαιρετώ ντας με το άλλο την κάμερα, αλλά δεν τη δέχτηκε, και το ίδιο έκαναν και όλοι οι συνάδελφοί του. Γιατί το είχε κά νει αυτό; «Η φωτογραφία δεν ήταν κομψή». Ρώτησα κα τά πόσον οι οπαδοί της Λάτσιο ήταν γνωστοί για το κά πως φασιστικό τους στιλ. Είπε: «Τα Ναζιστάκια είναι οπαδοί της Λάτσιο, αλλά όλοι οι οπαδοί της Λάτσιο δεν είναι Ναζιστάκια. Δεν είναι όλοι οι Γερμανοί Ναζί». Τον Ιανουάριο του 1991, έξι μήνες μετά το Παγκό σμιο Κύπελλο, δημοσίευσα το παρακάτω άρθρο στη γερ μανική καθημερινή εφημερίδα Berliner Tageszeitung. Έχουν δοθεί τόσες ερμηνείες για τον Γκάζα, όσες και για τον Άμλετ, και αυτή είναι η δική μου.
ΓΚΑΖΑΛΑΝΤ Κάθε χρόνο το τρομερό σατιρικό περιοδικό Private Eye ανακηρϋσσει τον «Ανιαρότερο άνθρω πο της χρονιάς». Νικητής είναι το πρόσωπο εκείνο το οποίο, μέσα στους προηγούμενους δώδεκα μή νες, κέρδισε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα με τα λιγότερα δυνατά επιτεύγματα. Αυτή τη χρονιά η επι λογή θα είναι μια τελείως τυπική διαδικασία: ο πο δοσφαιριστής Πολ Γκασκόιν πρόκειται να κερδί σει τον τίτλο του 1990. Κανείς δεν αναφέρεται πλέον στον Γκασκόιν ως τον κοντό παχουλό ποδοσφαιριστή. Μετά το Π α γκόσμιο Κύπελλο προφανώς ακόμη και η μητέρα του τον αποκαλεί «Γκάζα» - δεν τη ρώτησα, γιατί στις μέρες μας χρεώνει 300 λίρες τη συνέντευξη. Η λατρεία της Αγγλίας για τον Γκάζα έχει πάρει ανή κουστες, γελοίες μορφές. Στην αγορά κυκλοφορεί σωρεία βιβλίων και εφημερίδων που ασχολούνται με τον Γκάζα· ο σίνγκλ δίσκος του, με το χειρότερο ποδοσφαιρικό τραγούδι α π ’ όλα τα τραγούδια του είδους, αναρριχήθηκε στη δεύτερη θέση των τσαρτς· και οι βρετανικές σκανδαλοθηρικές ταμπλόιντ ζουν από αυτόν. Η Sun έφτασε να δημοσιεύσει μέ χρι και τα φωτογραφικά άλμπουμ της οικογένειας Γκάζα, τα οποία καταγράφουν την εξέλιξή του από ένα κοντό, χοντρό, άσχημο κοκκινομάλλικο αγόρι με φακίδες σ’ έναν κοντό, χοντρό, άσχημο κοκκι νομάλλη διεθνή με φακίδες. Κάθε χώρα έχει τους ήρωες που της αξίζουν. Για ποιο λόγο οι Αγγλοι λατρεύουν τον Γκάζα; Οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμη και σε πολλούς από εμάς αυτό αποτελεί ανεξήγητο μυστήριο. Η
© © ©
137
138
© © ©
«Γκαζαμανία», αυτό είναι ξεκάθαρο, ξεκίνησε με τά τον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου μετα ξύ Αγγλίας και Γερμανίας. Έμεναν ελάχιστα μόνο λεπτά πριν α π ’ τη λήξη του παιχνιδιού, όταν ο Γκασκόιν έκανε ένα άσκοπο φάουλ, πήρε κίτρινη κάρτα και έτσι η Αγγλία αποκλείστηκε από τον αγωνιωδώς αναμενόμενο τελικό. Ο Γκάζα έβαλε τα κλάματα. Οι τηλεοπτικές κάμερες έπιασαν τέλεια το θέα μα, και εκατομμύρια εγγλέζικοι καναπέδες άρχι σαν επίσης να μουσκεύουν με δάκρυα. Τ α δάκρυα του Γκάζα ενέπνευσαν μέχρι και το διανοουμενίστικο Channel Four να γυρίσει μια σειρά ντοκιμα ντέρ γύρω από άντρες που έκλαιγαν δημόσια. Ομολογουμένως, το κλάμα του Γκάζα ήταν ασυνήθιστα συγκινητικό. Εμπιστευτικά παραδέχε ται ότι ορισμένες φορές κλαίει για λόγους τακτι κής. Υπάρχει αυτή η περίφημη ιστορία για την πρώτη του συνάντηση με το σκληρό άντρα Τζακ Τσάρλτον, προπονητής τώρα της Ιρλανδίας. Ό ταν ο Μεγάλος Τζακ ανέλαβε τη Νιούκαστλ, φώναξε τον τινέιτζερ τότε Γκάζα και τον απείλησε ότι θα τον έδιωχνε από την ομάδα αν δεν έχανε βάρος. Η συνάντηση έληξε με αμοιβαία δάκρυα. «Το παλι κάρι έχει περάσει πολύ σκληρή ζωή», δικαιολογήθηκε αργότερα ο Τσάρλτον. Ο Γκάζα προέρχεται από τη φτωχή πόλη Γκέιτσχεντ στα βορειοανατολικά της Αγγλίας, όπου ο πατέρας του ήταν άνεργος για περίπου είκοσι χρό νια. Λέγεται συχνά ότι ο Γκάζα μεγάλωσε με «ψάρι και τηγανητές πατάτες», αλλά στην πραγματικότη τα, στη γειτονιά του, το ψάρι ήταν μια σχεδόν απλησίαστη πολυτέλεια. Σήμερα παίζει για την ιδιαίτερα ελκυστική ομάδα Τόττεναμ Χότσπερ,
αλλά κάθε βδομάδα πηγαίνει στο πατρικό του για να πιει το ποτό του στο κλαμπ της εργατιάς που συχνάζει ο πατέρας. Είναι άνθρωπος του λαού και οι άνθρωποι το γνωρίζουν αυτό. Για τους Άγγλους είναι ο αληθινός Εγγλέζος, ο οποίος παίζει με τους «Ευρωπαίους» χωρίς να συμπεριφέρεται ο ίδιος σαν «Ευρωπαί ος». Δε μιλά ούτε μία λέξη ξένης γλώσσας, ούτε και έχει την επιθυμία να μάθει καμία, και εντούτοις διαθέτει μη αγγλικές δεξιότητες και ιδιοφυή τακτι κή. Αυτός είναι και ο λόγος που τον λατρεύει ο κό σμος: είναι ακριβώς το σύμβολο που έχει σήμερα ανάγκη η Βρετανία. Πριν από τον Γκάζα, οι Άγγλοι άκουγαν πάντοτε ότι «οι Ευρωπαίοι» ήταν πλούσιοι, μιλούσαν ξένες γλώσσες, διατηρούσαν τους δρόμους τους καθαρούς και έπαιζαν έξυπνο ποδόσφαιρο. Η χώρα μας είχε αποκτήσει ένα αί σθημα κατωτερότητας. Λίγοι μόνο εξακολουθού σαν να πιστεύουν τους συνεχείς ισχυρισμούς της Μάργκαρετ θ ά τσ ερ περί βρετανικής υπεροχής. Γι’ αυτό και η ίδια αντικαταστάθηκε από τον Τζον Μέιτζορ: όπως και ο Γκάζα, παίζει κι εκείνος τον «Ευρωπαίο» και παραμένει ωστόσο αδιαμφισβή τητα Άγγλος. Λίγο πριν από την πτώση της, σε μια απελπι σμένη απόπειρα να συνταυτίσει την εικόνα της με τη νέα Βρετανία, η κα θ άτσ ερ προσκάλεσε τον Γκάζα στην Ντάουνινγκ Στριτ. Προφανώς αγκα λιάστηκαν μεταξύ τους, και ο Γκάζα αποκάλυψε αργότερα ότι η πρωθυπουργός ήταν «καλή και τρυφερή σαν εμένα». Ό μ ω ς συνηθίζει να λέει διά φορα παραμύθια γύρω από τις γυναίκες. Μέχρι το τετ-α-τετ τους αυτό, η κα θά τσ ερ ήταν πιθανότατα το μόνο πρόσωπο στη Βρετανία που δε γνώριζε
© © ®
139
140
© © ©
τον Γκάζα. Το μόνο που γνώριζε γύρω από το πο δόσφαιρο ήταν ο χουλιγκανισμός. Πολλοί πιστεύουν ότι, πολύ σύντομα, ο Γκάζα θα βρίσκεται στον ίδιο σωρό των αζήτητων, κάνο ντας παρέα στην κα θάτσ ερ. Ο προκάτοχός του, ο ιδιαίτερα ευφυής Βορειοϊρλανδός Τζορτζ Μπεστ, καταστράφηκε το ίδιο και εκείνος από την υστερία της δημοσιότητας. Ο πρόεδρος της Νιούκαστλ Γιουνάιτεντ, της πρώτης ομάδας του Γκάζα, αποκάλεσε τον Γκάζα «Τζορτζ Μπεστ χωρίς μυαλό». Ο Γκάζα με τη σειρά του είπε ότι ο Μπεστ είναι «κά θαρμα», οπότε ο Μπεστ απάντησε ότι εκείνος του λάχιστον ήταν αναμφισβήτητα ο καλύτερος παί κτης ανάμεσα στους δύο. Ό μ ω ς η φήμη του Γκάζα δεν έχει να κάνει και πολύ με το ποδόσφαιρο. Κάτω από το άρθρο αυτό η Tageszeitung δημοσίευσε μια φωτογραφία της θ ά τσ ερ και του Γκάζα με τη λεζά ντα: «Η Μάργκαρετ θ ά τσ ερ με τον Πολ Γκασκόιν. Πολύ σύντομα μετά από αυτή τη φωτογραφία εκείνη υποχρεώ θηκε να παραιτηθεί». Έ χουν περάσει χρόνια από τότε, και ορισμένα κομμά τια του άρθρου μοιάζουν περίεργα τώρα πλέον. Ο Γκάζα έμαθε λίγα ιταλικά, όμως το βασικό πρόβλημα είναι ότι τώρα πλέον ο Τζον Μέιτζορ με μεγάλη δυσκολία θα μπο ρούσε να θεωρηθεί υπόδειγμα ευρωπαϊκής χάρης. Δέχο μαι ότι αυτός και ο Γκάζα για κανένα λόγο δεν μπορούν να θεωρηθούν παρόμοιοι χαρακτήρες και ότι πιθανόν να μην μπορέσουν ποτέ να γίνουν στενοί φίλοι, όμως, όταν ο Μέι τζορ αντικατέστησε τη θ ά τσ ερ και υποσχέθηκε να τα κα ταφέρει με τους Ευρωπαίους, αντιπροσώπευε μια Βρετα νία η οποία θα μπορούσε να βρίσκεται λιγότερο έξω από τα πράγματα και ωστόσο θα συνέχιζε να παραμένει αμιγώς βρετανική. Το έθνος τον λάτρεψε. Ο Μέιτζορ και ο
Γκάζα εμφανίστηκαν με το ίδιο «ψηφοδέλτιο» και με από σταση πέντε μηνών ο ένας από τον άλλον. Μπορούμε τώρα πια να δοΰμε ότι την εποχή που γρά φτηκε το άρθρο μου η «Γκαζαμανία» ήταν στο αποκορύ φωμά της. Ό τα ν ο Γκάζα εμφανίστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή Wogan, λίγο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, η πα ρουσίασή του έγινε ως «κυριολεκτικά το διασημότερο και προφανώς το δημοφιλέστερο σήμερα πρόσωπο στη Βρε τανία». Το πρόσωπο αυτό εξακολουθεί να μας ενθουσιά ζει κατά διαστήματα, συμβουλεύοντας τη Νορβηγία να πάει να πηδηχτεί, ή ρευόμενο θορυβωδώς μπροστά στους Ιταλούς δημοσιογράφους, ή ακόμη σκοράροντας για την Αγγλία, όμως τίποτε από όσα έκανε μετά το δημόσιο εκεί νο κλάμα του και το οδήγημά του μέσα από τους δρόμους του Λιούτον φορώντας ψεύτικα βυζιά δεν προκάλεσε τόσο μεγάλη ευτυχία σε εκατομμύρια Εγγλέζους που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν το παλκοσένικο του Γκάζα, και όχι απλώς επειδή έπαιζε καλή μπάλα και η Αγγλία κέρδιζε ματς. Το τουρνουά ήταν η καλύτερη ευ καιρία που είχαμε να τον αντιπαρατάξουμε με τους Ευ ρωπαίους. Το πρώτο πράγμα που πρόσεχε κανείς ήταν ότι, χοντρός και κοκκινομούρης, δεν έμοιαζε καθόλου με αυτούς. Ούτε και που ήθελε καν να τους μοιάζει: είπε στον Ρουντ Γκούλιτ, τον γλυκύτερο ρασταφαριανό του ποδοσφαίρου, ότι ήταν «ένα μακρυμάλλικο γέτι». Οι Ευ ρωπαίοι παίκτες μιλούσαν στους δημοσιογράφους σε διάφορες γλώσσες, ενώ εκείνος αρνιόταν να τους μιλήσει έστω και σε μία, και κατά κάποιο τρόπο προσπαθούσε να μη δείχνει τόσο πλούσιος όσο εκείνοι. «Πόσα πλήρω σαν λοιπόν για σένα;» ρώτησε τον Ρόναλντ Κούμαν, τον «Ευρωπαίο» λίμπερο της Ολλανδίας. (Ο Φρανκ Ράικαρντ γέλασε και απάντησε «Απίστευτα πολλά!».) Ως παίκτης ο Γκάζα έκανε στους Ευρωπαίους ό,τι συ
@ @ @
141
142
© © ©
νήθως έκαναν εκείνοι στον Τόνι Άνταμς. 'Οταν άνοιξε με τάκλιν δρόμο ανάμεσα σε δύο Ολλανδούς αμυντικούς, Αγγλοι φίλοι μού εξήγησαν ότι ήταν το «κόλπο του Κρόιφ»: η υποτιθέμενη σπεσιαλιτέ του Γιόχαν Κρόιφ, του πλέον κοσμοπολίτη διανοούμενου ποδοσφαιριστή της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ο Γκάζα είχε αποδείξει ότι δεν ήταν απαραίτητο να είσαι σαν αυτόν για να παίζεις σαν αυτόν. Η κορυφαία στιγμή του Γκάζα στο Παγκόσμιο Κύ πελλο ήταν το φάουλ του επί του Μπέρτολντ. Ό ντως γλί στρησε πάνω στον Μπέρτολντ, όμως στη συνέχεια, όπως κάνουν οι «Ευρωπαίοι», ο Μπέρτολντ το έπαιξε πεθαμέ νος. Ο γερμανικός πάγκος σηκώθηκε πάνω με προσποιη τό τρόμο, και ο διαιτητής, του οποίου το όνομα ήταν Ράιτ, αλλά που ήταν Βραζιλιάνος και κατά συνέπεια «Ευ ρωπαίος», έδειξε την περίφημη κάρτα. Και τότε ο Γκάζα έκλαψε. Οι «Ευρωπαίοι» κλαίνε και αυτοί - ο Μαραντόνα, για παράδειγμα -, όμως το κάνουν σκόπιμα, ως χαρακτήρες από τις όπερές τους. Ο Γκάζα έκλαψε επειδή του είχε συμβεί κάτι πολύ κακό. Π ροφα νώς ήλπιζε επίσης ότι ο Ράιτ, ταραγμένος από τα δάκρυά του, θα έπαιρνε πίσω την κίτρινη κάρτα, όμως αυτό πολυ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί τέχνασμα. Τα δά κρυα αυτά ήταν τα δάκρυα ενός παιδιού, και τα είδαν πε ρισσότεροι Βρετανοί από όσους είχαν ποτέ παρακολου θήσει έστω και ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Πιστεύω ότι ο Γκάζα ήταν η δική μας «μούντζα» απένα ντι στους τρομερούς «Ευρωπαίους». Μπορεί να πέφτω τε λείως έξω. Αυτό όμως που δε σηκώνει αμφιβολία είναι ότι, αν αποφασίσει κάποιος να γράψει ποτέ μια ιστορική ψυ χολογική ανάλυση της μεταπολεμικής Βρετανίας, θα πρέ πει να δώσει μια ερμηνεία και για τα δάκρυα του Γκάζα.
Μια μέρα με τον Χελένιο Χερέρα άνθρωπος που δίδαξε τον κόσμο να παίζει αμυντικό ποδόσφαιρο είναι ο Χελένιο Χερέρα, και ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένος όταν δέχτηκε να μου μιλήσει. Κατά την άποψή μου, υπάρχουν τέσσερις προσεγγί σεις περί ποδοσφαίρου που κυριαρχούν σήμερα. Υπάρχει το «σουταριστό» παιχνίδι με τις μακρινές μπαλιές, που παίζεται κυρίως στη Βρετανία. Υπάρχει το «ολοκληρωτι κό» ποδόσφαιρο, το οποίο διαδόθηκε από τους Ολλαν δούς σε ομάδες όπως την Μπαρτσελόνα και τη Μίλαν, την Ντιναμό Κιέβου και τη Σάο Πάολο. Υπάρχει το «φιγουρατζίδικο» στιλ που το συνδέουμε κυρίως με τη Βραζιλία, το οποίο όμως επρόκειτο να το δω να παίζεται στην καθαρό τερη μορφή του στη Νότια Αφρική, όπου και είναι γνωστό με τον όρο ποδόσφαιρο στιλ «πιάνο και παπούτσι λου στρίνι». Και τέλος υπάρχει και το κατενάτσιο, το αμυντικό σύστημα με το ιταλικό όνομα. Ελάχιστες ομάδες παίζουν μόνο αμιγώς «ολοκληρωτικό», ή αμιγώς «σουταριστό» πο δόσφαιρο: οι περισσότερες δανείζονται στοιχεία από όλα τα στιλ. Ακόμη και στην πλέον αυστηρά αμυντική ομάδα, ένας απρόβλεπτος παίχτης εξτρέμ μπορεί να χαρίσει στο παιχνίδι τη βραζιλιάνικη τσαχπινιά. Εντούτοις κάθε ομά δα στον κόσμο τείνει να υιοθετεί κατά κύριο λόγο κάποιο από αυτά τα τέσσερα βασικά συστήματα. Σε άλλα κεφά λαια του βιβλίου προσπαθώ να εξηγήσω γιατί οι Ολλαν δοί, οι Βρετανοί και οι Βραζιλιάνοι παίζουν με τον τρόπο που παίζουν. Στο κεφάλαιο αυτό ασχολούμαι με το πώς ξε κίνησε το κατενάτσιο. Π ήρα ένα νυχτερινό τρένο από τη Ρώμη για να πάω στη Βενετία, τριγύρισα την πόλη όλο το πρωί, προσπαθώ ντας να μην ξοδέψω λεφτά, και μετά συναντήθηκα με τη γυναίκα του Χερέρα, η οποία με οδήγησε στο μεσαιωνικό τους ηαλάτσο πάνω σε κάποιο βενετσιάνικο κανάλι. Είναι
Ο
@ @ @
143
144
© © ©
μια συντάκτρια μόδας, και ήταν εμφανώς εκείνη που είχε διαλέξει το σπίτι: ήταν το ωραιότερο ιδιωτικό σπίτι που εί χα δει ποτέ μου, αν και ο Χερέρα και ο γιος τους είχαν σπάσει πολλά από τα παράθυρά του παίζοντας ποδόσφαι ρο μέσα σ’ αυτό. Το εσωτερικό του ηαλάταο ήταν ένα ασυ νήθιστο μείγμα από κομψοτεχνήματα και καρικατούρες του Χερέρα, πολλές από τις οποίες τον εμφάνιζαν σαν μά γο. Ό π ω ς επρόκειτο να μου θυμίσει πολλές φορές στη συ νέχεια, το παρατσούκλι του ήταν II Mago - ο Μάγος. Βρήκα τον Χερέρα να ονειροπολεί στο γραφείο του, που είχε θέα πάνω στο κανάλι. Μια γεροδεμένη φιγούρα με περιποιημένα γκρίζα μαλλιά διήνυε την έβδομη δεκα ετία της ζωής του, αλλά δείχνει είκοσι χρόνια νεότερος και συμπεριφέρεται σαν να ήταν εξήντα χρόνια πιο νέος. Εκείνη την εποχή ήταν ένας ειδικός επί του ποδοσφαί ρου στο ιταλικό Κανάλι 5, το τηλεοπτικό δίκτυο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, και είχε διανύσει αρκετό δρόμο μέ χρι να φτάσει στη Βενετία: «Οι γονείς μου ήταν φτωχοί ΑνδαλουσιάνοΓ έτσι, μετανάστευσαν στην Αργεντινή, όπου γεννήθηκα. Ό μ ω ς και στην Αργεντινή εξακολου θούσαν να είναι φτωχοί, γι’ αυτό, όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων, μετακινηθήκαμε στο Μαρόκο, το οποίο ήταν τό τε ακόμη γαλλικό. Το σχολείο που πήγα ήταν σχεδόν αμιγώς γαλλικό, ενώ τώρα μόνο Άραβες πηγαίνουν πια σ’ αυτό». Έμοιαζε κατάπληκτος που μια τέτοια τεράστια αλλαγή είχε μπορέσει να επιτευχθεί χωρίς την παρουσία του. «Από τα 14 ή τα 15 μου χρόνια έπαιζα με Άραβες, με Εβραίους, με Γάλλους, με Ισπανούς. Αυτό είναι το σχο λείο της ζωής. Μετά, γύρω στα 17 ή 18 μου, πήγα στο Παρίσι, επειδή ήμουν καλός ποδοσφαιριστής». Έγινε προπονητής, και στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν ο διασημότερος ποδοσφαιρικός προπονητής στον κόσμο. Στα τρία χρόνια που έμεινε με την Μπαρτσελόνα, κέρδισε δύο Fairs Cups και δύο ισπανικά πρω-
ταθλήματα, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν η «Μπάρτσα» ηττήθηκε από τη Ρεάλ Μ αδρίτης και οι οπα δοί της ομάδας του επιτέθηκαν έξω από το ξενοδοχείο στο οποίο έμεναν οι παίκτες. Στην Ίντερ Μιλάνου κέρδι σε δύο Ευρωπαϊκά Κύπελλα και τρεις τίτλους πρωταθλή ματος. Έγινε επίσης προπονητής της Ισπανίας, Γαλλίας και Ιταλίας (όχι, φυσικά, ταυτόχρονα). 'Οταν ρωτήθηκε κάποτε ποια σειρά θα έπαιρνε σε κάποια σφυγμομέτρη ση δημοτικότητας στην Ιταλία, απάντησε: «Ακριβώς με τά τη Σοφία Λόρεν, όμως μόνο επειδή εκείνη έχει ωραιό τερο σώμα». Ή ταν στην Ιταλία, με την Ίντερ, που κατέκτησε τη θέση του στην ιστορία. Κατενάτσιο είναι η λέξη που έχει γίνει συνώνυμη με το αμυντικό ποδοσφαιρικό στιλ. Στα ιταλικά η λέξη catenazzio σημαίνει «λουκέτο». Στο ποδόσφαιρο περιγρά φει ένα σύστημα στο οποίο ο λίμπερο - αυτός που «σαρώ νει», που μαζεύει την μπάλα - μένει πίσω από τη γραμμή άμυνας, και η ομάδα του κάνει μαρκάρισμα ένα προς ένα, σχηματίζοντας ένα «λουκέτο», έναν κλοιό ασφαλείας μπροστά από το τέρμα, και αφήνει την αντίπαλη ομάδα να κάνει την επίθεση. Είναι ανιαρό ποδόσφαιρο, αλλά, όπως το βλέπουμε σε κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο, το σύστη μα δουλεύει. Οι περισσότερες ομάδες του κόσμου προ σπαθούν να το χρησιμοποιήσουν, όμως αποτελεί μια κα θαρά ιταλική σπεσιαλιτέ: Οι Ατζούρι κέρδισαν το Παγκό σμιο Κύπελλο του 1982 με τον Σιρέα, τον λίμπερό τους, περνώντας ολόκληρα παιχνίδια στη δική του πλευρά του αγωνιστικού χώρου. Στόχος μου ήταν να ανακαλύψω τι ήταν αυτό που είχε η Ιταλία - ο πολιτισμός της; η ιστορία της; η ποδοσφαιρική της κουλτούρα; - που έκανε το κατενάτσιο να ανθήσει σ’ αυτήν ειδικά τη χώρα. «Ήμουν ο πρώτος παίκτης που έπαιξε ποτέ αυτού του είδους το σάρωμα!» μου είπε. «Ή ταν όταν ήμουν στη Γαλλία, ήταν γύρω, ω, γύρω στο 1945» - Κατοχή μεν, αλ-
@ @ @
145
146
© © ©
λά για τον Χερέρα οι ημερομηνίες έχουν αυστηρά ποδο σφαιρική σ η μ α σ ία - «και παίζαμε με αυτό το σύστημα». Σχεδίασε την παλιά W-M παράταξη πάνω σ’ ένα φάκε λο. «Δεκαπέντε λεπτά πριν τελειώσει το παιχνίδι κερδί ζαμε 1-0. Εγώ ήμουν αυτός εδώ», έδειξε πάνω στο χαρτί του, «ο πίσωαριστερά, οπότε χτυπάω ελαφρά τον κεντρο αριστερό στον ώμο και του λέω: “Πάρε εσύ τη θέση μου, κι εγώ θα πάω εκεί πίσω από την άμυνα”. (Ή δη , όταν ήμουν κι εγώ παίκτης, σκεφτόμουν κάπως έτσι.) Και νι κήσαμε, και όταν έγινα προπονητής, το θυμόμουν αυτό». Αυτό λέει εκείνος. Σύμφωνα με τον Μ πράιαν Γκλάνβιλ, ο Ελβετός προπονητής Καρλ Ραπάν ήταν αυτός που εφηύρε το κατενάτσιο στη δεκαετία του ’50. 'Οταν ο Χε ρέρα ήρθε στην Ίντερ, η ομάδα έπαιζε μια μετριοπαθή έκδοση αυτού του συστήματος. Ο Χερέρα εκλέπτυνε και υπερτόνισε το σατανικό σύστημα, κέρδισε ευρωπαϊκά τρόπαια με αυτό και έτσι το διέδωσε σε όλο τον κόσμο. Η λογική πίσω από το κατενάτσιο, είπε, ήταν ότι στο παλιό W-M σύστημα, ο μοναχικός υπερασπιστής του κέ ντρου ήταν χαμένος αν δύο προωθημένοι παίκτες κατάφερναν να περάσουν στην περιοχή: «Έτσι, για τα σκληρά παιχνίδια χρησιμοποιούσα τον παίκτη που αναλάμβανε το σάρωμα. Εκτός έδρας είναι δύσκολο». Ό μ ω ς είχε πει επίσης κάποτε, και επανέλαβα αυτολεξεί τα λόγια του, ότι το κατενάτσιο ήταν απαραίτητο για να αντιμετωπίσεις λιγότερο σημαντικές ομάδες. «Ναι, και εναντίον των κακών ομάδων επίσης», παραδέχτηκε. «Όμως αυτοί που με κρι τικάρουν χρησιμοποίησαν όλοι τους το σάρωμα αυτό! Οι Εγγλέζοι έκαναν την πιο έντονη κριτική, όμως ο Ράιτ έπαι ζε το ρόλο του λίμπερο». Κατά πόσον εννοούσε τον Μαρκ Ράιτ στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ιταλίας ή τον Μπίλι Ράιτ στη δεκαετία του ’50 αυτό δεν το ξέρω. Του είπα ότι είχε κάνει το ποδόσφαιρο ένα ανιαρό παι χνίδι. «Το κατενάτσιο δέχεται μεγάλη κριτική επειδή χρη-
σιμοποιήθηκε λανθασμένα». Σχεδίασε μια διαφορετική παράταξη ομάδας. «Στο σύστημά μου αυτοί οι δυο - οι σέντερμπακ μπροστά από το λ ίμ π ερ ο - «έκαναν μαρκάρισμα, αλλά οι μπακ έπρεπε να αναλάβουν την επίθεση», και με ιδιαίτερη ενεργητικότητα σχεδίασε μακριές γραμ μές μπροστά από τις θέσεις της οπισθοφυλακής. «Ο Φακέτι, ο Γιατσίντο Φακέτι, μπορούσε να επιτεθεί στην Ίντερ χάρη σ’ εμένα. 'Οταν έβαλα τον Φακέτι στην ομάδα ήταν μόνο ένας τινέιτζερ, και όλοι είπαν: “Οοοχ!” Σήκωσε ψηλά τα χέρια του με ψεύτικη τρομάρα. «Εγώ είπα: “Αυ τός εδώ ο άντρας θα παίξει για την Ιταλία”. Και έπαιξε α ρ χηγός της ιταλικής ομάδας εβδομήντα φορές! Ό μ ω ς οι προπονητές που με μιμήθηκαν δεν άφηναν τους μπακ τους να επιτεθούν, και χρησιμοποιούσαν το κατενάτσιο σαν αμυντικό σύστημα». Κούνησε το κεφάλι του με θλίψη. Ποιος του είχε δώσει τις ιδέες του; «Ο Γκαμπριέλ Ανό (ο Γάλλος που είχε εφεύρει το Ευρωπαϊκό Κύπελλο) είναι ο μόνος που είναι καλύτερος από άποψη ευφυΐας» - κα λύτερος και από τον ίδιο τον Χερέρα. Και ποιους προπο νητές είχε επηρεάσει; «Όλους κατά κάποιο τρόπο», και κούνησε σοφά το κεφάλι του. «'Εχω εδώ μια τηλεόραση και βλέπω προπονητές να λένε: “Ή τα ν ο κύριος Χερέρα που μας έδωσε ιδέες για το πώς να κερδίζουμε τα ματς”». Το κοσμοπολίτικο παρελθόν του ήταν αυτό που είχε σχη ματίσει τις ιδέες του; «Οι ιδέες προέρχονται από το μυα λό. Από πουθενά αλλού». Παράλληλα με το ότι μας έδωσε το κατενάτσιο, ο Χε ρέρα είχε εισαγάγει στο ποδόσφαιρο μοναδικές μεθό δους ενεργοποίησης και κινήτρων. «Εφηύρα τις κατα σκηνώσεις προπόνησης. Ό τα ν ξεκίνησα στην Ίντερ, έπαιρνα συχνά τηλεφωνήματα στις δύο η ώρα το πρωί του Σαββάτου από tifosi, οπαδούς της ομάδας, που μου έλεγαν: “Ο Μπάλμπο είναι ακόμη στην ντίσκο!" Ό μ ω ς στις περισσότερες επίσης ομάδες η κατάσταση ήταν η
® ® @
147
148
© © ©
εξής: έρχεσαι για προπόνηση το πρωί», και έκανε τη σχε τική μίμηση, τρέχοντας, σαν ένας παίκτης που έρχεται, αρχίζει τις χειραψίες, κατανεύοντας στους συμπαίκτες του δεξιά κι αριστερά, ανταλλάσσοντας μια λέξη εδώ, μια λέξη εκεί, τρέχοντας σαν χαρακτήρας καρτουν μέσα στον αγωνιστικό χώρο, τρέχοντας ξανά πίσω, κάνοντας ένα ντους, και τρέχοντας και πάλι πίσω για το σπίτι. Ο Χερέρα απέρριψε την εικόνα αυτή με ένα κούνημα του κεφαλιού και άρχισε να λέει το συνηθισμένο του τροπάρι: «Μία ομάδα, μία οικογένεια». «Όταν ήρθα στην Ίντερ», μου είπε, «υπήρχε μια τρομερή ατμόσφαιρα. Παντού υπήρχαν πίνακες και πανό που αφορούσαν σε πρωταθλήματα του παρελθόντος, πολύ εντυπωσιακά όπως καταλαβαίνεις, αλλά και τόσο παρωχημένα πια». Έτσι, «Παρασκευή βράδυ πηγαίναμε για απομόνωση. Κάναμε ένα περίπατο για να πάρουμε οξυγόνο, κι εγώ μι λούσα με κάθε παίκτη ξεχωριστά: “Πώς πάνε τα πράγματα; Πώς είναι η γυναίκα σου;” και ούτω καθεξής. Κρέμασα πί νακες στα αποδυτήρια που έγραφαν “Ταχύτητα” και “Τ ε χνική”, και αργότερα πετύχαμε μεγάλη ταχύτητα με τον Τζέαρ και τον Ματσόλα. Είπα στον μασέρ: “Οι παίκτες, όταν βρίσκονται ξαπλωμένοι πάνω στο κρεβάτι του μασάζ, θα μιλούν μεταξύ τους. Πες μου μετά τι κουβεντιάζουν, αλ λά μόνο τα πράγματα που αφορούν στην ομάδα. Τα υπό λοιπα”», πρόσθεσε μεγαλοπρεπώς, «“δε μ’ ενδιαφέρουν”». Και: «Δε μου αρέσουν τα εστιατόρια σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, όπου το ένα τραπέζι βρίσκεται εδώ, και το άλλο εκεί, και το άλλο παρακάτω. Ή θελα», είπε απλώνοντας τα χέρια του, «ένα μεγάλο, κοινό τραπέζι για όλη την ομάδα. Καθόμουν στην κεφαλή και αρχίζαμε να κουβε ντιάζουμε: “Πώς πάνε τα πράγματα; Πώς είναι η γυναί κα σου;” και ούτω καθεξής. Μετά, την ημέρα του ματς, καθόμουν κάτω μαζί με ολόκληρη την ομάδα και...» Η νοσταλγία τον συνεπήρε και έβγαλε ένα μαγνητικό πίνα-
κα, μια σφυρίχτρα διαιτητή και ένα μικρό κουτί με μαγνητικές φιγούρες ποδοσφαιριστών. Χρησιμοποιώντας εμένα σαν τη φανταστική του ομάδα, άρχισε να μιμείται την ομιλία του περί ακολουθητέας τακτικής παιχνιδιού. Ή τα ν σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της διαδικασίας που ο Χερέρα εισήγαγε τις εκκεντρικότερες μεθόδους του. Ο Γκλάνβιλ γράφει ότι έριχνε μια μπαλιά σε κάθε παίκτη με τη σειρά, ενώ ταυτόχρονα ξεφώνιζε: «Τι πιστεύεις για το ματς; Γιατί θα νικήσουμε;». Οι παίκτες έπρεπε να δί νουν κι εκείνοι φωναχτά απαντήσεις του στιλ: «θ α νική σουμε επειδή θέλουμε να νικήσουμε». Στο τέλος ο Χερέ ρα τέντωνε το χέρι του κρατώντας μια μπάλα, και οι παί κτες άπλωναν κι αυτοί τα χέρια τους προς την μπάλα και φώναζαν: «Αυτό είναι το Ευρωπαϊκό Κύπελλο! Πρέπει να το πάρουμε! θ α το πάρουμε! Ααα!». «Είναι σημαντικό οι παίκτες να αγγίξουν την μπάλα πριν το παιχνίδι», μου εξήγησε ο Χερέρα. «Οι παίκτες εί ναι νευρικοί, είναι ένα μεγάλο ματς, έξω υπάρχει πλήθος κόσμου, όμως η μπάλα είναι αυτό που μετράει: αυτή είναι η ζωή τους. Κατόπιν έβαζα τους παίκτες να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον. Ό χ ι να φιλιούνται, απλώς να αγκαλιάζο νται! Και τους έλεγα: “Είμαστε όλοι πάνω στο ίδιο πλοίο!”. Εκείνοι αγκαλιάζονταν, όχι έτη», μιμήθηκε ένα διατακτι κό αγκάλιασμα, «αλλά-» Και αφέθηκε σ’ ένα φανταστικό σφιχταγκάλιασμα και επανέλαβε την ίδια κίνηση αρκετές φορές λέγοντας: «“Έ χω εμπιστοσύνη σ’ εσένα, κι εσύ έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα”. Τότε άρχιζαν να πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου εντελώς αυθόρμητα! Μετά πήγαι ναν ν’ αλλάξουν, κι εγώ τους έλεγα: “Μιλάτε μεταξύ σας! Άμυνα, μιλάτε μεταξύ σας! Une equipe, une famille"». Στην Ίντερ ο Ο μάρ Σιβόρι αγρίεψε κάποτε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, που εκτίναξε την μπά λα κατευθείαν πάνω στον Χερέρα ο οποίος καθόταν στον πάγκο. Είπα στον Χερέρα ότι ο Τζέρι Χίτσενς, ένας
@ @ @
149
150
© © ©
Άγγλος παίκτης της Ίντερ, είχε πει: «Ο κος Χερέρα είναι πραγματική ιδιοφυία, αλλά αφήνοντας την Ίντερ για την Τορίνο ήταν σαν να απολυόμουν από το στρατό»· στην πραγματικότητα ο Χίτσενς ουδέποτε έκανε κουβέντα πε ρ ί ιδιοφυίας. «Ο Χίτσενς ζει ακόμη;» ρώτησε ο Χερέρα με περιέργεια. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε για τα περί στρατού, «όμως συχνά τραγουδούσαμε κιόλας. Ό τα ν χάναμε κάποιο ματς τους έλεγα: “Και τώρα θα τραγουδήσουμε!”. Και τραγουδούσαμε με τις ώρες στο πούλμαν κατά την επιστροφή. Ό τα ν χάσαμε κάποτε στη Σεβίλη, χορεύαμε μέσα στο πούλμαν». Έ κανε μερικά χο ρευτικά βήματα. «Φλαμένκο». Ωστόσο οι μέθοδοί του δούλευαν: Δεν τον αποκαλούσαν τυχαία II Mago. Ακόμη και όταν η Ίντερ τον αντικα τέστησε, διάλεξε κάποιον ονόματι Χεριβέρτο Χερέρα, γνωστό πάντοτε στον Τύπο ως XX 2. Εκτός του ότι κέρδισε δύο Ευρωπαϊκά Κύπελλα, η Ίντερ έφτασε στον τελικό το 1967, τον οποίο έχασε από τη Σέλτικ του Τζοκ Στάιν στη Λισαβόνα. Στη δεξίωση με τά τον αγώνα, με εντολή του Μπιλ Σάνκλι της Λίβερπουλ, δύο τεχνικοί της Σέλτικ άρχισαν να προσβάλλουν τον Χε ρέρα. Ο Σάνκλι είχε προηγούμενα με τον Χερέρα. Το 1965 η Ίντερ είχε αποκλείσει τη Λίβερπουλ στον ημιτελι κό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στο Μιλάνο χάρη σε δύο αμφισβητούμενα γκολ: Ο Κόρσο σκοράρισε κατευθείαν από μια έμμεση ελεύθερη μπαλιά, και ο Πέιρο κλότσησε την μπάλα μέσα από τα χέρια του τερματοφύλακα. Φ αι νόταν σαν ο Ντέζο Σόλτι να ήταν και πάλι εν δράσει. Η δουλειά του Σόλτι, είχε αποκαλύψει ο Γκλάνβιλ, ήταν να λαδώνει διαιτητές για λογαριασμό της Ίντερ. Ο Ούγγρος αποτελεί το λεκέ που αμαυρώνει τους ιταλικούς θριάμβους του Χερέρα, όμως δε θέλησα να θίξω το θέμα με τον ίδιο τον Χερέρα. Τον ρώτησα απλώς αν το ποδό σφαιρο ήταν ένας έντιμος κόσμος, και εκείνος είπε ναι.
Οπωσδήποτε, δεν έχει καθόλου Ολυμπιακό πνεύμα μέσα του: ήταν τόσο ανταγωνιστικός, που ο Σάνκλι, ο άνθρω πος που θεωρούσε ότι το ποδόσφαιρο ήταν σημαντικότε ρο από τη ζωή ή το θάνατο, τον αποκάλεσε «μαχαιρο βγάλτη που ήθελε πάντα να νικά». Ο χαρακτηρισμός «μαχαιροβγάλτης» δεν απέδιδε ού τε τη μισή πραγματικότητα. 'Οταν, στη Ρόμα, του είπαν οι γιατροί ότι ο νεαρός προωθημένος παίκτης, ο Τακόλα, παρουσίαζε φύσημα στην καρδιά, ο Χερέρα άκουσε το νέο με ελάχιστο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια, όταν η Ρόμα επισκέφθηκε το Κάλιαρι, πήρε τον Τακόλα μαζί για το ταξίδι, αλλά τον υποχρέωσε να ασκηθεί μαζί με την υπό λοιπη ομάδα σε μια παγωμένη παραλία το πρωί της προηγουμένης του ματς. Ο Τακόλα ανέβασε πυρετό, πα ρακολούθησε το ματς και πέθανε. Ο Χερέρα κι εγώ διακόψαμε για μεσημεριανό, και στο τραπέζι με πίεζε συνεχώς να φάω. «Μην τον παιδεύ εις. Δεν είναι κανένας από τους παίκτες σου», τον μάλωσε η γυναίκα του. Ο Χερέρα έδειξε ντροπιασμένος. Ή ταν και οι δυο τους πολύ ευγενικοί. Είχαμε κάποιον κοινό φί λο στο Λιντς και τους ρώτησα για τις διακοπές τους εκεί. «Λιντς! Τ ι υπάρχει εκεί για να μιλήσεις γι’ αυτή την πό λη;» είπε έκπληκτη η κα Χερέρα. «Τίποτα. Είναι αρκετά ευχάριστη πόλη». «Μου άρεσε το γήπεδό της», απετόλμησε να πει ο Χερέρα. Μετά το γεύμα περπατήσαμε στους δρόμους της πόλης καθ’ οδόν προς τον οδοντογιατρό του. Έ μοιαζε να παίρνει ενέργεια από την οικειότητα της κατάστασης και άδραξε σφιχτά το χέρι μου κι άρχισε να με ρωτάει για μένα, σαν να ετοιμαζόμασταν να παίξουμε με τη Ρεάλ Μ αδρίτης. Δι κτάτορας, ναι, όμως δικτάτορας που νοιαζόταν πραγματι κά. Μου είπε ότι ο αγαπημένος του παίκτης ήταν ο Αλφρέντο ντι Στέφανο της Ρεάλ. «Ο Κρόιφ δεν είναι στο στιλ του Πελέ, είναι περισσότερο στο στιλ του Ντι Στέφανο, αλλά
© © ©
151
152
© © ©
σε χαμηλότερο επίπεδο. Ο Ντι Στέφανο ήταν ο μεγαλύτε ρος παίκτης όλων των εποχών και θα σου πω γιατί. Ο κό σμος συνήθιζε να μου λέει: “Ο Πελέ είναι το πρώτο βιολί στην ορχήστρα”. Κι εγώ απαντούσα: “Ναι, αλλά ο Ντι Στέ φανο είναι ολόκληρη η ορχήστρα!”. Έ παιζε στην άμυνα, στο κέντρο, στην επίθεση, δε σταματούσε ποτέ να τρέχει, και φώναζε και στους άλλους παίκτες παρακινώντας τους να τρέξουν κι εκείνοι. Τους έλεγε: “Παίζετε με τα λεφτά μου!”. Επειδή ο Ντι Στέφανο ήταν έτσι», και ο Χερέρα έτριψε μαζί τον αντίχειρα και το δείκτη του κάνοντας το διεθνές σήμα που σημαίνει χρήμα. Ανέφερα τη φήμη που κυκλοφορούσε ότι, ως προπονη τής της Ισπανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962, ο Χε ρέρα είχε μια σύγκρουση προσωπικοτήτων με τον Ντι Στέφανο, ο οποίος δεν έπαιξε καθόλου σ’ αυτό το μοναδι κό του Παγκόσμιο Κύπελλο. «Όχι, ήταν τραυματισμέ νος», επέμεινε ο Χερέρα. «Είναι αλήθεια ότι την πρώτη φορά που η ομάδα βρέθηκε όλη μαζί, στα γραφεία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας στην Ισπανία, ο Ντι Στέ φανο αρνήθηκε να μου δώσει το χέρι του. Ο Τύπος στη Μαδρίτη μού επιτίθετο επειδή ήμουν προπονητής της Μπαρτσελόνα και επειδή είχα επιλέξει σχεδόν ολόκληρη την ομάδα της Μπαρτσελόνα για την εθνική. Φυσικά, όλα τα χρόνια κρατούσα τα μάτια μου ανοικτά», έκανε τη σχε τική χειρονομία, «και μάζευα τους ανθρώπους μου. Επί σης, ο Ντι Στέφανο δεν ήταν ευτυχής στην αρχή επειδή εκείνες τις ημέρες οι παίκτες ήταν εκείνοι που διηύθυναν τις ομάδες. Είχες την ομάδα του Ντι Στέφανο, την ομάδα του Ματσόλα, την ομάδα του Σιβόρι, και ο προπονητής ήταν αυτός που κουβαλούσε τα μπαγκάζια», και μιμήθηκε έναν υπερφορτωμένο χαμάλη. Ο Χερέρα ήταν προικισμέ νος μίμος, και αναρωτήθηκα τι έκανε ως σχολιαστής της τηλεόρασης. «Εγώ την άλλαξα αυτή την κατάσταση. Είπα: “Εγώ είμαι ο προπονητές, άρα εγώ είμαι το αφεντικό”.
Και μετά από αυτό οι προπονητές άρχισαν να βγάζουν κα λά λεφτά», και γεμάτος χαρά ξανάτριψε τα δάχτυλά του. «Αργότερα ο Ντι Στέφανο είπε: “Καταλαβαίνω τώρα ότι ο Seor Χερέρα είναι μεγάλος προπονητής”. Ό μ ω ς στο Π α γκόσμιο Κύπελλο, ήταν τραυματισμένος». Ο Χερέρα μανατζάριζε το 1962 την Ισπανία επειδή είχε υποχρεωθεί να παραιτηθεί ως βοηθός προπονητής της Ιταλίας. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι παίκτες της Ίντερ έπαιρναν ναρκωτικά, και ο Χερέρα είχε πανηγυρί σει πολύ ανοιχτά όταν η αντίπαλος της Ίντερ, η Γιουβέντους, είχε αποκλειστεί από το Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Με ρικές φορές μπορούσε να κάνει ακόμη και τον Μπράιαν Κλαφ να δείχνει ντροπαλός και μετρημένος. Αναλαμβά νοντας τη Ρόμα, είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους ότι η ομάδα είχε κερδίσει το μοναδικό τίτλο πρωταθλήματος το 1941, μόνο «επειδή προπονητής ήταν τότε ο Μουσολίνι». Οι φίλαθλοι αναστατώθηκαν. Τον ρώτησα κατά πό σον ένας προπονητής μπορεί να συμπεριφέρεται κατά τέτοιον αμφιλεγόμενο τρόπο. «Πειράζει όταν κάποιος εί ναι ένας ασήμαντος προπονητής. Έ νας προπονητής σαν κι εμένα, συγγνώμη που το λέω αυτό, μπορεί να πει στη διοίκηση: “Αν με εμπιστεύεστε, καλά. Εάν όχι...”». Οι πρόεδροι των ομάδων, πρόσθεσε, «είναι όλοι μαφιόζοι! Εντάξει, όχι ακριβώς όλοι. Κάθονται εκεί για να κερδί ζουν λεφτά. Εάν κερδίζουν δύο εκατομμύρια, γράφουν κά τω ένα εκατομμύριο και βάζουν το άλλο εκατομμύριο στην τσέπη τους». Η διοίκηση της Μπαρτσελόνα, είπα, είχε ιδι αίτερη παράδοση να ανακατεύεται στη δουλειά των προ πονητών. «Με ζήλευαν», απάντησε ο Χερέρα, «ζήλευαν επίσης και τον Μαραντόνα. Πάντοτε έλεγα: “Αυτή είναι η ομάδα μου”, και έκλεισε τις χούφτες του προστατευτικά. «Εγώ είμαι ο μόνος που μιλάει με τους παίκτες». Ή ταν καιρός να τον ρωτήσω ξανά γύρω από τον τόπο με τον εθνικό χαρακτήρα στο ποδόσφαιρο, γύρω από την
@ @ ©
153
154
© © ©
Ιταλία και το κατενάτσιο. Ο Χερέρα είναι κοσμοπολίτης. Μιλάει τρεις γλώσσες, ισπανικά, γαλλικά και ιταλικά (και αρκετά καλά αραβικά), και δούλεψε με τις καλύτερες ομάδες και τους καλυτέρους παίκτες σε διάφορες χώρες. Ξεκίνησα θυμίζοντάς του ότι είχε αρπάξει το φραγγέλιο επικρίνοντας το βρετανικό ποδόσφαιρο. «Εσείς στην Αγγλία», είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους στο Αερο δρόμιο του Μ πέρμινχαμ το 1960, αφού η Μπαρτσελόνα του είχε επιβληθεί στους Λύκους με 5-2 στο Μολινέ, «παί ζετε τώρα με το στιλ που εμείς οι Ευρωπαίοι παίζαμε πριν από πολλά χρόνια, με μεγάλη φυσική δύναμη, αλλά χωρίς καμία μέθοδο, και χωρίς τεχνική». Του επανέλαβα τα λόγια του και χαμογέλασε καλόκαρδα. «Ναι», συμφώ νησε. «Σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει η διαφωνία γύρω από το πού γεννήθηκε το σύγχρονο ποδόσφαιρο. “Στην Κίνα!”.“Ό χ ι, στην Ιταλία!”. “Ό χ ι, στην Αγγλία!” Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ποδόσφαιρο εφευρέθηκε στην Αγγλία και ότι οι Εγγλέζοι εργάτες των σιδηροδρόμων το έφεραν σε μέρη όπως η Χουέλβα και το Μπιλμπάο. Οι Ισπανοί τούς έβλεπαν να παίζουν και σκέφτονταν: “Ω, τι θαυμάσιος τρόπος να περνάει η ώ ρα”, και έσπευσαν να κάνουν κι αυτοί το ίδιο. Γι’ αυτό, όταν έφτασα στην Ισπα νία, οι παίκτες μου με φώναζαν "Seor Mister”: νόμιζαν ότι η λέξη “Μίστερ” σήμαινε προπονητής, επειδή μέχρι τότε όλοι οι προπονητές τους ήταν Βρετανοί!» (Στην πραγματικότητα, στην Ισπανία οι προπονητές είναι ακό μη γνωστοί ως «Μίστερ».) «Όμως», πρόσθεσε αυστηρά, «όταν ήρθε η ώρα για μοντέρνο ποδόσφαιρο, οι Βρετανοί έχασαν το τρένο. Αυ τό συνέβη όταν παίξαμε με τους Λύκους. Αν και τώρα έχουν πια προσαρμοστεί, έτσι ώστε άλλοτε να είναι καλύ τερη η Ιταλία, άλλοτε η Γερμανία και άλλοτε η Αγγλία. Εναλλάσσονται μεταξύ τους, όπως άλλωστε είναι σωστό να γίνεται». Γιατί οι Αγγλοι δεν είχαν ακολουθήσει νωρί-
τερα τις εξελίξεις; «Οι Αγγλοι είναι άνθρωποι της συνή θειας: τσάι στις πέντε». Αργότερα, τελείως συμπτωματικά, η γυναίκα του μας σερβίρισε τσάι στις 5 ακριβώς, οπότε και άρχισε να ξεφωνίζει ενθουσιασμένος σαν να είχε αποδειχτεί του λόγου του το αληθές. Βρισκόμαστε στο σημείο ακριβώς που ήθελα να κατα λήξω. Τον ρώτησα: «Δηλαδή παίκτες από διαφορετικές χώρες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά;». Συμφώνησε πως ναι. Στην Μπαρτσελόνα είχε βάλει τους επικίνδυνους ξένους του να παίζουν στην επίθεση, και στην άμυνα, «τους μεγάλους μου Καταλανούς. Στους μεν Καταλανούς έλεγα: “Εσείς λάβαρα της Καταλονίας, παίξτε για τη χώρα σας”, και στους ξένους μιλούσα για λεφτά». Χαμογελούσε όποτε ανέφερε τη λέξη λεφτά. «Τους μιλούσα για τις γυ ναίκες τους και τα παιδιά τους. Έ χεις να κάνεις με είκοσι πέντε παίκτες, δε λες σε όλους το ίδιο πράγμα». Ποιες ήταν οι διαφορές ανάμεσα στις διάφορες εθνι κότητες; «Οι Ούγγροι είναι πιο συγκροτημένοι», κα μπούριασε τους ώμους του και έσφιξε τα χείλια του κα θώς τους μιμούνταν, «οπότε τους ανακάτευα, ποτέ Τσιμπότ και Κότσις μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Ή θελα όλοι τους να είναι ίσοι κι όμοιοι, ήθελα να είναι φίλοι. Γι’ αυτό και αποσυρόμασταν στην κατασκήνωση της προπόνησης, γι’ αυτό και τρώγαμε όλοι μαζί. Κι αυτό δημιούργησε μια νέα κατηγορία παικτών: πριν είχες παίκτες που έπαιρναν άνετα ένα ουίσκι, μια πόρνη, ακόμη κι αν ήταν παντρε μένοι! Ο Ματσόλα και ο Φακέτι στην Ίντερ ήταν μια καινούρια γενιά, σοβαροί και με ευπρεπείς τρόπους. ('Οταν επιστρέφεις στην Αγγλία, σε συμβουλεύω να πα ντρευτείς.) Μια φορά πήρα τις γυναίκες τους διακοπές μαζί μας!» θεώ ρησε ως προσβολή την παρατήρησή μου ότι δεν είχε καταφέρει να κάνει τους παίκτες του πανο μοιότυπους μεταξύ τους. Πηγαίνοντας από την Μπάρτσα στην Ίντερ, είχε δια-
© @ ®
155
156
© © ©
πιστώσει διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στις δυο ομάδες; «Όχι, οι Λατίνοι είναι όλοι ίδιοι. Ό τα ν καθόμουν στην κε φαλή του τραπέζιου στην Ίντερ, κοίταζα τους παίκτες και σκεφτόμουν: “Είναι τώρα αυτή η Ίντερ ή η Μ πάρτσα;”». Κατόπιν, συνέχισε παρατώντας την ερώτηση: «Ξέ ρεις, στο ποδόσφαιρο το κίνητρο είναι να κερδίσεις» - μια λέξη που σημαίνει εξίσου να νικήσεις και να βγάλεις λε φτά. Ό μ ω ς ήταν μήπως το κοσμοπολίτικο παρελθόν του που τον έκανε αυτό που ήταν; «Ναι». Μετά εντελώς ξαφ νικά είπε. «Τελειομανής». Μπερδεύτηκα. «Τελειομανής», επανέλαβε, «αυτή είναι η λέξη που έψαχνα να βρω όλη αυτή την ώρα!» Π ροσπάθησα ακόμη μια φορά: Στις διάφορες εθνικό τητες ταιριάζουν διαφορετικές τακτικές; «Όχι, πάντοτε έβαζα την ίδια σφραγίδα σε μια ομάδα, όπου κι αν βρι σκόμουν. Το μυστικό είναι να βάλεις τους παίκτες στη σωστή θέση, γιατί, αν βάλεις τον Πελέ σε λάθος θέση, τό τε αποδίδει μόνο 30%». Ό μω ς, κατά δική του και πάλι ομολογία, είπα: ο Χερέ ρα είχε χρησιμοποιήσει το κατενάτσιο στην Ιταλία, αλλά όχι στη Βαρκελώνη. «Αυτό είναι αλήθεια», είπε κακόκεφα. «Στη Γαλλία ήμουν ο πρώτος λίμπερο που έπαιξε ποτέ. Το εγκατέλειψα αυτό στην Ισπανία, αλλά, όταν ήρθα στην Ιταλία, οι Ιταλοί είχαν ήδη αντιγράψει το κατενάτσιο από τη Γαλλία, όπου είχε πλέον γενικευτεί». Ορισμένοι θεωρη τικοί, είπα, υποστηρίζουν ότι το κατενάτσιο ταίριαζε στους Ιταλούς επειδή υποτίθεται δεν είχαν μεγάλη φυσική δύναμη. Ο Χερέρα χλεύασε μια τέτοια άποψη. Αρα δηλα δή κάθε έθνος δεν έχει το δικό του στιλ; «Όχι. Αν τα πράγ ματα γίνονται σωστά, το σύστημα είναι παντού το ίδιο». Την προηγούμενη Κυριακή, τη μέρα που είχα δει ^η Λάτσιο και την Πάρμα να βάζουν εφτά γκολ, είχαν ση μειωθεί συνολικά 48 γκολ, όλα στην Α' Κατηγορία, σπά ζοντας το ιταλικό ρεκόρ τερμάτων μέσα σε μία αγωνιστι-
κή ημέρα. Σ’ αυτό το στάδιο της αγωνιστικής περιόδου, ο μέσος όρος γκολ ανά παιχνίδι ήταν 3,45· υψηλότερος μέσος όρος για μια ολόκληρη σεζόν ήταν 3,32, ο οποίος είχε σημειωθεί στην περίοδο 1949-50. «Το κατενάτσιο Πεθαίνει», ήταν η επικεφαλίδα της εφημερίδας II Messagero, και στα σίγουρα η Μίλαν, με τον Μπαρέζι στη θέση λίμπερο να παίζει μπροστά από την άμυνά του, θα πρέπει να είχε εξαγριώσει τον Χερέρα. Κούνησε το κε φάλι του. Πρέπει το μαρκάρισμα να γίνεται ένας προς έναν, μου είπε. Η Μίλαν πήρε υπερβολικά μεγάλα ρίσκα. «'Οταν παίζεις εκτός έδρας, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή!» είπε ξανά. Τότε ξαφνικά έκανε μια πολύ ρεα λιστική παρατήρηση: «Ακολουθείς μια τακτική, χάνεις ένα γκολ και τότε η τακτική πάει - πφφφ!».
Μπαρτσελόνα και το σκοτσέζικο ζήτημα ο μότο της Μπαρτσελόνα είναι «Κάτι περισσότερο από μία ομάδα», και δίπλα στην Μπάρτσα η Μάντοεστερ Γιουνάιτεντ δείχνει σαν τη Ρότσντεϊλ. Η Γιουνάιτεντ δεν έχει ένα εβδομαδιαίο σατιρικό πρόγραμμα του BBC αφιερωμένο ειδικά σ’ αυτήν, ούτε και οργανώνει ένα διαγωνισμό τέχνης τέτοιας περιωπής που κάποτε συμμε τείχε σ’ αυτόν ο ίδιος ο Σαλβαντόρ Νταλί, ούτε μπορεί να καυχηθεί ότι ο Π άπας είναι κάτοχος μπλοκ εισιτηρίων διαρκείας για τα παιχνίδια της. Επιπλέον, το Μουσείο της Μ πάρτσα είναι αυτό που συγκεντρώνει τους περισσότε ρους επισκέπτες στην πόλη: περισσότερους και από όσους επισκέπτονται ακόμη και το Μουσείο Πικάσο.
Τ
'Εφτασα στη Βαρκελώνη τον Οκτώβρη του 1992, σε μια πολύ καλή εποχή για την πόλη. Τα μεγάφωνα στο με-
© @ ®
157
158
© © ©
τρ<5 έπαιζαν πραγματική μουσική, και οι συνηθισμένες επιγραφές των καταστημάτων στα ισπανικά είχαν απο καθηλωθεί και είχαν αντικατασταθεί με επιγραφές στα καταλανικά. Η πόλη μόλις είχε φιλοξενήσει τους Ολυ μπιακούς Αγώνες χωρίς τρομοκρατικές επιθέσεις, ανα βολικά και μποϊκοτάζ, και πλούτιζε μέρα με τη μέρα, ενώ το Μάιο του ίδιου χρόνου, αντιμετωπίζοντας τη Σαμπντόρια στο Γουέμπλεϊ, η Μ πάρτσα είχε κατακτήσει το πρώτο της Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Μια εβδομάδα μετά την αναχώρησή μου από τη Βαρκελώνη, επέστρεψα στη με ταπολεμική Μαύρη Τετάρτη στη Βρετανία και παρατή ρησα μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Ό π ω ς είναι αναμενόμενο, το γήπεδο Νου Καμπ της Μ πάρτσα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Έ να πρωινό καθημερινής κοίταξα κάτω από το τέταρτο διάζωμα του άδειου γηπέδου και ένιωσα ότι οποιαδήποτε ομάδα τολ μούσε να αντιμετωπίσει την Μ πάρτσα μέσα σ’ αυτό το γήπεδο θα πρέπει να το μετανιώνει πικρά από τη στιγμή κιόλας που θα βγει από το τούνελ. Το γήπεδο από μόνο του είναι μια ολόκληρη πόλη: χωράει 120.000 άτομα, ή όλο τον πληθυσμό του Νόριτς, και ακόμη και τότε συνέ χιζε να επεκτείνεται. « θ α έρθει κάποια στιγμή που όσοι κάθονται στο ψηλότερο διάζωμα θα χρειάζονται τηλε σκόπιο για να βλέπουν, οπότε και θα αναγκαστεί κανείς να σταματήσει την επέκταση», θρηνούσε ο σύλλογος. Στις κατακόμβες του Νου Καμπ εκείνο το πρω ί είκοσι πέντε δημοσιογράφοι περίμεναν δίπλα στα αποδυτήρια την ομάδα να επιστρέφει από την προπόνησή της. Ό λοι αυτοί οι άντρες και γυναίκες ζουν μια πολύ σκληρή ζωή. Κάθε μέρα πρέπει να ξεζουμίζουν δηλώσεις από παίκτες της Μ πάρτσα, οι οποίοι προσπαθούν να μη λένε τίποτα, και μετά πρέπει να εξωραΐσουν όποια κουβέντα κατάφεραν ν’ αρπάξουν. Ό τα ν είχε ήδη περάσει μισή ώρα, ένας από τους επικεφαλής αυτών των δηλωσιο-συλλεκτών ξε-
φώνισε «Κρόιφ!», υποδεικνύοντας ότι ο Γιόχαν Κρόιφ, ο προπονητής της ομάδας, είχε κάνει την εμφάνισή του, και ότι, αν κάποιος τον τσάκωνε στα γρήγορα, θα είχε στα σί γουρα να του αποκαλύψει μεγάλα μυστικά. Κάνα δυο επί δοξοι όρμησαν μπροστά και ξαναγύρισαν πίσω μέσα σε κοροϊδευτικά γέλια. Τελικά εμφανίστηκε ο Μάικελ Λάουντρουπ, ντυμένος πολύ κομψά για κάποιον με το εισόδημά του. Η Δανία έπαιζε εκείνο το βράδυ με την Ιρλανδία, αλ λά ο Λάουντρουπ εξακολουθούσε να αρνιέται να παίξει για την πατρίδα του, οπότε οι δημοσιογράφοι τον ρώτη σαν για τον Μέλερ-Νίλσεν. Φυσικά, απάντησε με γενικό τητες, οι οποίες και κατεγράφησαν ευλαβώς. Μετά κάποι ος από τα στελέχη της ομάδας ανήγγειλε ότι ο Κρόιφ δε θα έβλεπε τους δημοσιογράφους εκείνη την ημέρα. Οπότε ποιος θα γέμιζε τώρα τις εφημερίδες; Η Μπαρτσελόνα είναι η μεγαλύτερη ομάδα σε οποιαδήποτε χώρα, σε οποιοδήποτε σπορ, σε όλο τον κόσμο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ό λα τα πράγματα έχουν κάποια αιτία. Μου παραχωρήθηκε μια συνέντευξη με τον Νικολάου Κασάους, πρώτο αντιπρόεδρο της Μπάρτσα. Με είχαν ενη μερώσει ότι δε μιλούσε αγγλικά, όμως, όση ώρα περίμενα έξω από το δωμάτιό του, τον άκουσα να επαναλαμβάνει αρ κετές φορές, με αμερικανική προφορά, τη λέξη «Σιντάουν!». Φαινόταν να εξασκείται για να μάθει να λέει «Καθί στε!». Ό ταν μπήκα μέσα, μου μίλησε ισπανικά, και είχε στο στόμα του ένα μεγάλο πούρο. Αναφέρθηκα στο μότο της ομάδας και ρώτησα αν αναφερόταν στο στάτους της Μπαρ τσελόνα ως πολιτικό σύμβολο. Ο Κασάους αρνήθηκε ότι η Μπάρτσα είχε οποιαδήποτε πολιτική σημασία. Είπε ότι άν θρωποι από διαφορετικά κόμματα και θρησκεύματα υπο στήριζαν την ομάδα. Γιατί, τότε, αυτό το μότο; «Ο βαρκελονισμός είναι μέγα πάθος», απάντησε αόριστα. Η ηγεσία των ομάδων - Ρέιντζερς, Σέλτικ, Μπαρτσελό-
® ® ®
159
160
© © ©
ν α - προτιμούν πάντοτε να λένε ότι η ομάδα τους είναι απλώς μια ποδοσφαιρική ομάδα. Ούτε και οι παίκτες συνη θίζουν να ανησυχούν για τα πολιτικά πιστεύω των εργοδο τών τους. Ό μω ς το τι σκέφτονται παίκτες και ηγεσία δεν εί ναι ακριβώς το θέμα, επειδή μια ομάδα είναι αυτό που ση μαίνει για τους οπαδούς της. Η Μπάρτσα έχει οπαδούς πα ντού - υπάρχει ένα κλαμπ οπαδών της στο Τιαντσίν στην Κί να -, όμως ανήκει στη Βαρκελώνη, και στην Καταλονία, πε ριοχή της οποίας πρωτεύουσα είναι η Βαρκελώνη. Οι Καταλανοί νιώθουν πρώτα Καταλανοί και μετά Ισπανοί, και για να το αποδείξουν αυτό έχουν κάνει μα κροχρόνιους πολέμους και έχουν οργανώσει επαναστά σεις εναντίον της Μαδρίτης. Μέχρι πρόσφατα έχαναν πάντοτε. Αυτόν τον αιώνα, για παράδειγμα, στον εμφύλιο της δεκαετίας του ’30, η Καταλονία αντιστάθηκε για πο λύ περισσότερο χρόνο στο στρατηγό Φράνκο, αλλά στη συνέχεια υπέφερε πραγματικά κάτω από το ζυγό του μέ χρι το θάνατο του Φράνκο, το 1975. Τώρα η Καταλονία είχε τη δική της περιφερειακή κυβέρνηση, την Generalilat. Ό μ ω ς τα πέντε εκατομμύρια Καταλανοί ήθε λαν περισσότερα: ένα δικό τους κράτος ίσως. «Η Κατα λονία είναι το ισχυρότερο άνευ κράτους έθνος στην Ευ ρώπη», μου είπε ο Τζόρντι Τορεμπαντέλα, ένας νεαρός οικονομολόγος από τη Βαρκελώνη και οπαδός της Μπάρτσα. «Δεν μπορείς να μας συγκρίνεις με τη Σκοτία, επειδή εμείς είμαστε πολύ πιο ισχυροί μέσα στο κράτος μας από όσο είναι η Σκοτία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επι δοτούμε την υπόλοιπη Ισπανία, ενώ η Σκοτία επιχορη γείται από την Αγγλία». Ή , όπως έμαθε ο Κρόιφ.όταν ήρθε να παίξει για την Μπάρτσα το 1973: «Εμείς τα βγά ζουμε, και στη Μαδρίτη τα τρώνε». Ζήτησα από τον καθηγητή Λουίς Φλακουέρ, έναν Καταλανό κοινωνιολόγο, αν θα ήθελε να μου συστήσει μερικά
βιβλία γύρω από την Μπάρτσα, αλλά μπόρεσε να σκεφτεί μόνο ένα, κι αυτό ήταν ήδη γραμμένο προ εικοσαετίας. Ρώτησα γιατί ο ακαδημαϊκός κόσμος είχε παραμελήσει τό σο την ομάδα. «Υπάρχουν ορισμένα θέματα», είπε ο Φλακουέρ, «τα οποία θεωρούνται όσια και ιερά για να μπορεί να γράψει κανείς γι’ αυτά, και υπάρχουν επίσης άλλα τα οποία θεωρούνται πολύ βέβηλα». Πίστεψα ότι επρόκειτο να χαρακτηρίσει βέβηλο το ποδόσφαιρο, αλλά εκείνος κα τέληξε: «Η Μπάρτσα είναι ακόμη κάτι το εξαιρετικά ιερό». Η Μπάρτσα είναι εκατό φορές διασημότερη από την ίδια την Καταλονία, και αποτελεί την κύρια πηγή καταλανικής περηφάνιας. Ό τα ν ο Φράνκο κυβερνούσε την Ισπανία, υπήρχαν μόνο δύο πηγές. Γιατί, ρώτησα μια Καταλανή η οποία έβρισκε ανιαρό το ποδόσφαιρο, σας νοιάζει αν η Μπάρτσα νικήσει τη Ρεάλ Μαδρίτης; Η απάντησή της ήταν: «Ο Φράνκο κατέστρεψε την αυτονο μία μας και απαγόρευσε τη γλώσσα μας, και υποστήριζε τη Ρεάλ Μαδρίτης». Λεγόταν ότι ο El Caudillo μπορούσε να απαγγείλει από στήθους όλους τους παίκτες της Ρεάλ πηγαίνοντας πίσω πολλές δεκαετίες, και, όταν η Ρεάλ επισκεπτόταν τη Βαρκελώνη στη διάρκεια της διακυβέρ νησής του, υπήρχαν πάντοτε απαγορευμένες καταλανικές σημαίες στο γήπεδο του Νου Καμπ. Οι οπαδοί της Μπάρτσα γύριζαν σ πίτι μετά από αυτά τα παιχνίδια τόσο εξαντλημένοι, όσο και οι ίδιοι οι παίκτες. «Δεν μπορού σες να φωνάξεις “Φράνκο, δολοφόνε!” στους δρόμους», εξήγησε ο Φλακουέρ, «έτσι ο κόσμος φώναζε εναντίον των παικτών της Ρεάλ Μαδρίτης. Αποτελεί ψυχολογικό φαινόμενο: αν δεν μπορείς να υψώσεις τη φωνή στον πα τέρα σου, τότε φωνάζεις σε κάποιον άλλον». Μόνο στο Νου Καμπ εξακολουθούσε να υφίσταται η Καταλονία, και το μόνο καταλανικό σύμβολο το οποίο ουδέποτε τόλ μησε να αγγίξει ο Φράνκο ήταν η Μπάρτσα. Είναι φυσικό όταν φιμώνεται μια περιοχή να στραφεί
® ® ®
161
162
© © ©
στο ποδόσφαιρο. Ωστόσο ο Φράνκο έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και, παρά το γεγονός αυτό, η Μπάρτσα εξακολου θεί να παραμένει το σύμβολο της Καταλονίας. «'Οταν πη γαίνω στο Νου Καμπ, νιώθω σαν να γυρίζω ξαφνικά στις μέρες του Φράνκο», μου είπε κάποια γυναίκα. Το 1992, όταν η Μπαρτσελόνα καθιέρωσε ένα καινούριο ριγέ σχέ διο που περιλάμβανε μια λεπτή λευκή ρίγα πάνω στη διά σημη κόκκινη μπλε, ξεσηκώθηκε μια φοβερή διαμαρτυ ρία: λευκό ήταν το χρώμα της Ρεάλ. «Καθιέρωσα τη ρίγα», αντέταξε παραδόξως ο Γιοζέπ Λουίς Νούνιεζ, πρόεδρος της ομάδας, «επειδή δε θέλω να γίνω γνωστός ως ο πρόε δρος που έκανε της μόδας τα διαφημιστικά μπλουζάκια». (Για να προστατέψουν τον ιερό χαρακτήρα των χρωμάτων της, οι παίκτες της Μπαρτσελόνα αρνήθηκαν να φορέ σουν οποιαδήποτε διαφήμιση στις φανέλες τους.) Ακόμη και σήμερα οι Καταλανοί συγχέουν τη Ρεάλ με την επιβο λή εξουσίας από τη Μαδρίτη και δεν μπορούν να καταλά βουν πώς είναι δυνατόν ορισμένοι υπουργοί να υποστηρί ζουν σήμερα την Μπάρτσα. θεω ρούν την προκατάληψη της Μ αδρίτης ως δεδομένη, και το Νου Καμπ υποβάλλει συχνά διαιτητές σε έναν καταιγισμό μαξιλαρώματος. Ο Κρόιφ και ο Νούνιεζ αρέσκονται να μιλάνε για πολιτική διαιτησία. Σε τελευταία ανάλυση, ο Χοσέ Πλάζα, παλιό αφεντικό των Ισπανών διαιτητών, έχει ομολογήσει κατ’ ιδίαν ότι είναι οπαδός της Ρεάλ. Το πάθος παραμένει, γεγονός που είναι ακόμη δυ σκολότερο να εξηγηθεί όταν ξέρει κανείς ότι πάμπολλοι κάτοικοι της Βαρκελώνης - οπαδοί της ομάδας - δεν εί ναι καν Καταλανοί. Είναι τόσο πολλοί μάλιστα, που με ρικοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα που να ονομάζεται καταλανική εργατική τάξη: οι κατώτερες τάξεις στη Βαρκελώνη είναι «μετανάστες» από την υπό λοιπη Ισπανία. Ο χαρακτηριστικός τύπος του μετανάστη έφτασε εκεί στη δεκαετία του ’60, όταν παρατηρήθηκε η
μεγάλη οικονομική άνθηση της Καταλονίας. Πήδησε από το τρένο, έπιασε όπου βρήκε ένα δωμάτιο, βρήκε μια δουλειά και μετά έκανε την επιλογή του: να γίνει οπαδός της Μ πάρτσα, ή της Εσπανιόλ. Η Εσπανιόλ είναι η δεύτερη ομάδα στην πόλη, και πα ί ζει πολύ κοντά στο Νου Καμπ, στο γήπεδο Σάρια. Οι ιδρυ τές της, το 1900, επέλεξαν το όνομα Εσπανιόλ - «Ισπανι κή» - σαν ένα είδος χλευασμού για την «ξένη» Μπάρτσα, της οποίας ο ιδρυτής, Γιόαν Γκάμπερ, ήταν Ελβετός. Από τους Χάρις, Πάρσονς, Γουάιλντ και Γουίτι, στα 1899 μέχρι τους Γκάρι Λίνεκερ, Μαρκ Χιούις και Στιβ Αρτσιμπαλντ στη δεκαετία του 1980, και μέχρι εκείνη την ημέρα, η Μπάρτσα βασιζόταν πάντοτε σε ξένους. Ρώτησα τον Τορεμπαντέλα κατά πόσον σι Καταλανοί θα προτιμούσαν να κερδίζουν χωρίς τη βοήθεια ξένων. «Α, μα φυσικά!» απ ά ντησε. «Όμως αυτό είναι που αποκαλούμε στα καταλανικά “pactisme” - την ικανότητά μας να πετυχαίνουμε συμ φωνίες με άλλες εθνικότητες. Επειδή είμαστε ένα έθνος χωρίς κράτος, έπρεπε ανέκαθεν να κάνουμε τέτοιου εί δους συμφωνίες αν θέλαμε να πάρουμε πρωταθλήματα, ή να πετύχουμε, εν πάση περιπτώσει, οτιδήποτε». Η Μ πάρτσα είναι αναντίρρητα ξένη, όμως το όνομα «Εσπανιόλ» αποδείχτηκε γκάφα. Καθώς η Μπάρτσα έγινε το σύμβολο της Καταλονίας, έτσι και η μικρότερη ομάδα κατέληξε να σημαίνει Ισπανία. Η Εσπανιόλ προσέλκυσε πολλές καταλανικές οικογένειες, αλλά επίσης και τους με τανάστες εκείνους που εξακολουθούσαν να νιώθουν Ισπα νοί, και ειδικότερα τους δημόσιους λειτουργούς, τους στρατιώτες και τους αστυνομικούς, τους οποίους είχε στεί λει ο Φράνκο να διοικήσουν την Καταλονία. Αναπόφευ κτα, η ομάδα έχει στενές σχέσεις με τη Ρεάλ. Πολύ συχνά προσκαλούν τη Ρεάλ να λάβει μέρος στο καλοκαιρινό τους τουρνουά, και, όταν η Μπάρτσα παίζει εναντίον της Ρεάλ στο Νου Καμπ, πετούν πυροτεχνήματα όταν βάζει γκολ η
® @ ®
163
164
© © ©
Μπάρτσα, αλλά το ίδιο γίνεται και όταν βάζει γκολ η Ρεάλ. Η Εσπανιόλ κατέληξε να γίνει γνωστή ως η ομάδα των φ α σιστών, και οι «ταξιαρχίες» των χούλιγκανς εξακολουθούν να διατηρούν τέτοιου είδους τάσεις. Ό τα ν πήγα στα γραφεία της Εσπανιάλ για να πάρω το εισιτήριό μου ως δημοσιογράφος, συνάντησα ανθρώ πους να κουβεντιάζουν, παιδιά να τριγυρίζουν χαζεύο ντας και - μετά τη δαιμονική ατμόσφαιρα που επικρατεί στην Μ πάρτσα - μια ήσυχη υποτονική διάθεση. Η Εσπα νιόλ μού έδωσε την εντύπωση μιας μικρής οικογενειακής ομάδας, μια ισπανική Ίπσουιτς, μιας ομάδας κοινωνικώς εξοστρακισμένων. Λίγες μέρες νωρίτερα ο πρόεδρος της Εσπανιόλ είχε παραπονεθεί και πάλι στον Τύπο ότι ο κόσμος υποτιμούσε την αξία της ομάδας του. Είδα την Εσπανιόλ να φέρνει ισοπαλία με τη Σεβίλη, η οποία είχε στις γραμμές της έναν εκτός φόρμας Μαραντόνα. Ωστόσο πολλοί μετανάστες επέλεγαν την Μπάρτσα αντί της Εσπανιόλ, και με το δίκιο τους. Είναι δύσκολο για ένα Σκοτσέζο να «μεταναστεύσει» στο Λονδίνο, όμως είναι ακόμη πιο δύσκολο για έναν Ανδαλουσιάνο να έρθει να ζήσει στην Καταλονία, επειδή οι Καταλανοί μιλούν δια φορετική γλώσσα. Ο πρόεδρος της Μ πάρτσα Νούνιεζ, με τανάστης και ο ίδιος, μιλά απαίσια τα καταλανικά. Αν ο μετανάστης στην Καταλονία θέλει να ενταχθεί κοινωνικά και να ανήκει κάπου, η καλύτερη ευκαιρία που έχει είναι να υποστηρίξει το σύμβολο της νέας του πατρί δας. Του δίνει ένα θέμα για να μπορεί να κουβεντιάσει στη δουλειά του, και με το να γίνει ένας οπαδός μέλος κα ταφέρνει να μοιάσει κάπως περισσότερο με τη μεσοαστι κή τάξη των Καταλανών που δεσπόζει στο Νου Καμπ. «Η Μπαρτσελόνα έχει 110.000 μέλη...» άρχιζα να λέω στον Τορεμπαντέλα όταν με διέκοψε: «Προσωπικά δεν είμαι μέλος, αλλά έχω παρακολουθήσει εκατοντάδες φορές την Μπάρτσα και ποτέ δε χρειάστηκε να πληρώσω για το εισι-
τήριό μου. Έ νας πατέρας αγοράζει κάρτες για τη γυναίκα του και για όλα τα παιδιά του από τη στιγμή που γεννιού νται, παρόλο που η κάρτα του μέλους κοστίζει τουλάχι στον τριακόσιες λίρες το χρόνο, επειδή αυτό αποτελεί ένα είδος παράδοσης. Πιθανόν η οικογένειά του να μην πη γαίνει ποτέ να παρακολουθήσει την ομάδα, όμως όλοι τους έχουν τις κάρτες τους, κι εγώ μπορώ να τις δανειστώ». Η Μπαρτσελόνα είναι το σύμβολο της Καταλονίας, και ιστορικά έχει υπολειφθεί του ρόλου της. Ό π ω ς ακριβώς η Μ αδρίτη κυβερνούσε τη Βαρκελώνη, έτσι και η Ρεάλ Μα δρίτης, επί εποχής Φράνκο, κατακτούσε όλα τα ποδο σφαιρικά τρόπαια. Η Μπαρτσελόνα είχε τώρα πλέον κερ δίσει ένα Ευρωπαϊκό Κύπελλο· η Ρεάλ έχει πάρει έξι. Στους αγώνες της λίγκας ο Χελένιο Χερέρα οδήγησε την Μπάρτσα σε δύο πρωταθλήματα στη σειρά, αλλά στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που τον ξαπόστειλαν οι οπαδοί της, η ομάδα έχει κερδίσει μόνο δύο ακόμη, ένα από αυτά υπό τον Τέρι Βέναμπλς. «Ποια είναι η γνώμη σου για τον Χερέρα;» με ρώτησε ένας φίλαθλος της Μπάρτσα. Και του είπα: «Έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του». «Ξέρω», αποκρίθηκε εκείνος. «Όλοι οι προπονητές μας έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Το έχουν ανάγκη για να αναλάβουν αυτή τη δουλειά». Ο Σεζάρ Λουίς Μενότι (που απέτυχε στη Βαρκελώνη) αποκάλεσε την Μπάρτσα «τη δυσκολότερη ομάδα του κόσμου». Εκείνοι που θα έπρεπε να κατηγορηθούν για τις καταλανικές αποτυχίες είναι η ηγεσία της ομάδας. Είναι άν θρωποι φιλόδοξοι, γι’ αυτούς κάθε ήττα αποτελεί κατα στροφή, και έτσι αρχίζουν να ανακατεύονται. Ο επικεφα λής ένοχος είναι ο πρόεδρος Νούνιεζ. Διατηρεί το πόστο αυτό από το 1978 και έχει δει να απομακρύνονται προπο νητές όπως ο Βέναμπλς, ο Μενότι και ο Ούντο Λάτεκ. Ρώ τησα έναν οπαδό της Μπάρτσα γιατί ένας εκατομμυριού χος επιχειρηματίας όπως ο Νούνιεζ επιθυμούσε τόσο πο-
@ @ @
165
166
© © ©
λύ να είναι πρόεδρος μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. «Ξέ ρεις την περίφημη Ιστορική θ εω ρ ία του Κοντού;» με ρώ τησε ο φίλαθλος. «Ε, λοιπόν, ο Νούνιεζ είναι πολύ κοντός». Συχνά, μόλις και μετά βίας έχει καταφέρει να διασωθεί. Το 1979, όταν η Μπάρτσα πήρε το Κύπελλο Κυπελλοΰχων Ευρώπης, επιδείκνυε το τρόπαιο στο αεροδρόμιο και το μετέφερε μέσα στο πούλμαν της ομάδας σαν να ήταν εκεί νος ο ίδιος που είχε καταφέρει να το πάρει προσωπικά, κά νοντας το δικό του χατ τρικ. Οι φίλαθλοι που τον έβλεπαν ήταν εξαγριωμένοι. Ο Νοΰνιεζ μόλις είχε αρνηθεί να ανα νεώσει το συμβόλαιο του Γιόχαν Νέεσκενς, του Ολλανδού ειδώλου τους, και φώναζαν όλοι εν χορω: «Νούνιεζ όχι, Νέ εσκενς ναι!». Ο Νούνιεζ ξέσπασε σε δάκρυα και υπέβαλε επιτόπου την παραίτησή του, και ο Νέεσκενς, συγκινημένος από τις φωνές, ξέσπασε κι εκείνος σε δάκρυα δίπλα του. Ό μ ω ς το διοικητικό συμβούλιο της Μπάρτσα κατάφερε να πείσει τον πρόεδρό τους να παραμείνει, και ο Νέε σκενς έφυγε για την Κόσμος της Νέας Υόρκης. Ο Σίξτε Κάμπρα, ένας επιχειρηματίας από τη Βαρκε λώνη, προκάλεσε τον Νούνιεζ στις αρχαιρεσίες για την εκλογή του Προέδρου της Μπάρτσα το 1989. Οι εκλογές της Μπαρτσελόνα έχουν πάντοτε μεγάλη βαρύτητα, γιατί ο νικητής γίνεται ο «μεγάλος παίκτης» της πόλης, όμως εκείνη η συγκεκριμένη ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Το Καταλανικό Εθνικιστικό Κόμμα υποστήριζε τον 'Κά μπρα, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι η νίκη του θα συνέ δεε την ομάδα με ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα σχεδόν όπως, μιας και το Λίβερπουλ είναι μια «αριστε ρή» πόλη, ένας τίτλος πρωταθλήματος της Λίβερπουλ θα έφερνε δόξα και τιμή στο Εργατικό Κόμμα. Το Σοσιαλι στικό Κόμμα υποστήριζε τον Νούνιεζ, αν και εκείνος προσωπικά είναι πιο «δεξιός» από τον Κάμπρα, και η πόλη γέμισε με λάβαρα και διαφημιστικές αφίσες των δύο αντιπάλων. Ο Νούνιεζ τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός
ότι ο Κόμπρα ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα από τη Μαδρίτη, και μποϊκοτάρισε την τηλεοπτική δημόσια συ ζήτηση, ισχυριζόμενος ότι η καταλανική τηλεόραση ήταν μεροληπτική. Ο Νούνιεζ κέρδισε την εκλογή. Τώρα η Μ πάρτσα είναι μία από τις καλύτερες ομάδες του κόσμου και από το 1991 μέχρι το 1993 πήρε το ισπανι κό πρωτάθλημα τρεις φορές στη σειρά. Ο άνθρωπος που δάμασε τον Νούνιεζ είναι ο Ολλανδός Γιόχαν Κρόιφ. Ο Κρόιφ έπαιζε για την Μπαρτσελόνα στη δεκαετία του ’70 και επέστρεψε ως προπονητής της ομάδας το 1988. Ή δ η η Βαρκελώνη είχε γίνει πλέον η υιοθετημένη του πατρίδα, και εθεάτο πολύ συχνά να τρέχει μέσα στους δρόμους της πόλης πάνω στη μηχανή του. Στη γυναίκα του, την Ντάνι, αρέσει πολύ η Βαρκελώνη επειδή, παρόλο που η κίνηση και το στρες είναι εξίσου κακά όπως και στο Άμστερνταμ, ο καιρός είναι πολύ καλύτερος. Ο γιος τους Τζόρντι, βα φτισμένος με το όνομα του προστάτη αγίου της Καταλονίας, ανήκει στην ομάδα της Μ πάρτσα, και η Σαντάλ, η μεγαλύτερη κόρη τους, παντρεύτηκε έναν τερματοφύλα κα της ομάδας και αποτελεί ήδη υπολογίσιμη δύναμη σε μία από τις φατρίες της Μπάρτσα. Οι Κρόιφ συμπεριφέρονται πια σαν τέλιοι Καταλανοί, εκτός από το ότι ο ίδιος ο Κρόιφ δεν κατάφερε να μάθει την τοπική διάλεκτο. Ακό μη και τα ισπανικά του είναι μάλλον αμφίβολα, και το εβδομαδιαίο σατιρικό τηλεοπτικό πρόγραμμα γύρω από την Μπάρτσα τον παρουσιάζει να επαναλαμβάνει συνε χώς την αγαπημένη του φράση «en el questo momenlo*. Ση μαίνει «αυτή ακριβώς τη στιγμή». Την πρώτη του κιόλας μέρα στην Μπάρτσα, ο Κρόιφ είπε στον Νούνιεζ (στα ισπανικά): «Τα αποδυτήρια είναι μόνο για μένα και τους παίκτες». Ο πρόεδρος αντιστάθηκε μάταια. Για πρώτη ίσως φορά ένας προπονητής της Μπάρτσα είχε υπερισχύσει της διοίκησης. «Ο Κρόιφ»,
© @ @
167
168
@ © ©
μου είπε η Πιλάρ Κάλβο, της καθημερινής εφημερίδας Sport, που αφιερώνει τις περισσότερες σελίδες της στην ομάδα, και η οποία ανήκει στον Γιοάν Γκασπάρ, έναν ακόμη αντιπρόεδρο της Μπάρτσα, «κέρδισε την αναμέ τρηση χάρη στην καριέρα του ως ποδοσφαιριστής. Ο Βέναμπλς δεν ήταν τίποτα όταν ήρθε στη Βαρκελώνη. Ο Μενότι είχε μεν ένα όνομα, είχε όμως και μια προσωπικότητα πολύ πιο δεκτική στον επηρεασμό σε σχέση με αυτή του Κρόιφ.» Ο Κρόιφ δε δέχεται ποτέ συμβιβασμούς. Λέει «Είμαι σε καλύτερη κατάσταση από την ομάδα, τόσο οι κονομικά όσο και στην ιδιωτική μου ζωή», και ξέρει ότι μπορεί να παραιτηθεί ανά πάσα στιγμή αν το θελήσει. Ο Χερέρα, ο τελευταίος προπονητής της Μ πάρτσα που το πέτυχε, ήταν κι αυτός ένας ακόμη ισχυρός άντρας που κράτησε μακριά τη διοίκηση. (Τον ταράζει το γεγονός ότι μόνο ο Κρόιφ κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο.) Φυσικά το Ευρωπαϊκό Κύπελλο του Κρόιφ έγινε αμέ σως πολιτικό εργαλείο. Επειδή ο Κάμπρα έχασε από τον Νούνιεζ, όλα τα κόμματα μπορούσαν να χρησιμοποιούν ακόμη την Μπάρτσα για τους δικούς τους σκοπούς, και αυτό κάνουν πράγματι κάθε φορά που η Μ πάρτσα κερδί ζει έναν τίτλο. 'Οταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι παίκτες επι δεικνύουν το τρόπαιο στο πλήθος στην πλατεία Sant Jau'me, μια πλατεία με δύο «πολιτικά» κτίρια: την Generalital και το δημαρχείο. Στους πανηγυρισμούς ο Τζόρντι Πουζόλ, πρόεδρος της Generalitat, ένας τύπος με έντονα χαρακτη ριστικά και καλοκουστουμαρισμένος, φωνάζει πάντοτε από το μπαλκόνι του: «ViscaBara, visca el Cataluna!» Πράγ μα που, παρά τη λόγω μετάφρασης απώλεια των πολύ λε πτών νοηματικών αποχρώσεων, σημαίνει: «Κερδίζει η Μπάρτσα, κερδίζει η Καταλονία!». Και το πλήθος κάθε φορά ξεσπά σε επευφημίες. Ό μ ω ς ο δήμαρχος της πόλης το 1992, ο Πασκουάλ Μαντραγκάλ, μέλος με αριθμός
107.024, ήταν σοσιαλιστής και κατά συνέπεια αντίθετος του σεπαρατισμού. Έτσι, όταν έφτασε το ευρωπαϊκό κύ πελλο, και ο Πουζόλ έβγαλε τη συνηθισμένη του κραυγή, ο Μαντραγκάλ είπε στο πλήθος: «Η Μ πάρτσα δεν είναι πλέ ον “κάτι περισσότερο από μια ποδοσφαιρική ομάδα”, έγινε πια η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη». Και είχε δίκιο. Ο Κρόιφ είχε αλλάξει την Μπάρτσα. Οι οπαδοί της δεν είναι πλέον ευτυχείς μόνο και μόνο επειδή η ομάδα τους κερδίζει τη Ρεάλ. Τώρα πια απαιτούν πραγ ματική επιτυχία. Και, αλλάζοντας την ομάδα, ο Ολλανδός είχε αλλάξει την Καταλονία. 'Οταν υπέφερε η Μπάρτσα, αυτό πλήγωνε την Καταλονία με τον ίδιο τρόπο που τα βα σιλικά διαζύγια πληγώνουν τη Βρετανία. Το σύμβολο του έθνους αμαυρωνόταν. Τώρα που η ομάδα πήγαινε καλά, ο πολιτικός αντίκτυπος ήταν άμεσος. Η πόλη νιώθει αμέσως σίγουρη. Το 1992, μετά τη νίκη στο Γουέμπλεϊ και στους Ολυμπιακούς, ο Μαντραγκάλ πρότεινε επίσημα η Ισπα νία να γίνει ομοσπονδιακό κράτος με δύο πρωτεύουσες, τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη. «Δηλαδή η νίκη στο Ευρω παϊκό Κύπελλο ήταν εκείνο που παρακίνησε τον Μαντραγκάλ να κάνει αυτή την πρόταση;» ρώτησα τον Τορεμπαντέλα. Κι εκείνος απάντησε: «Απολύτως». Είναι σπάνιο για τη Βαρκελώνη να υποβάλει μια κάποια συγκεκριμένη πρόταση στη Μαδρίτη. Για περισσότε ρο από μια δεκαετία, οι Καταλανοί διαφωνούσαν μεταξύ τους για το κατά πόσο θα έπρεπε να ζητήσουν να ανεξαρτη τοποιηθούν από την Ισπανία. Ο ίδιος ο Πουζόλ ήταν αβέ βαιος. Μπορεί να αποκαλεί τον εαυτό του εθνικιστή, όμως ποτέ δεν επιζήτησε την αποσκίρτηση, παρόλο που άφηνε συνεχώς τέτοιες σπόντες. Η διαμάχη συνεχίζεται ατελείω τα, αλλά αυτό που απστελούσε το επίμαχο θέμα έγινε πολύ πιο ξεκάθαρο κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών του 1992. (Πώς κατάφερε η Βαρκελώνη να πάρει τους Ολυμπιακούς; Ο Χουάν Σάμαρανκ, ο οποίος ηγείται της Διεθνούς Ολυ-
® ® ®
169
170
© © ©
μπιακής Επιτροπής, είναι μέλος με αριθμός 7.965.) Από την αρχή ο Πουζόλ προσπάθησε να ξεκαθαρίσει ότι οι Ολυμπιακοί γίνονταν στην Καταλονία και όχι στην Ισπανία. Τα πλήθη των Καταλανών στην εναρκτήρια τε λετή επευφήμησαν ιδιαίτερα ομάδες από κράτη που εί χαν αποκτήσει πρόσφατα την ανεξαρτησία τους, όπως η Λιθουανία ή η Κροατία, και οι πολιτικοί στη Μαδρίτη πανικοβλήθηκαν. Η ισπανική Ολυμπιακή ποδοσφαιρική ομάδα έτρεμε τη Βαρκελώνη. Η ισπανική εθνική ομάδα ποτέ δεν παίζει εκεί πλήρης - γ ια τους Καταλανούς η Μ πάρτσα είναι η εθνική ομάδα - και οι αγώνες της Ολυ μπιακής ομάδας ήταν κανονισμένοι έτσι, ώστε να μπο ρούν να παίξουν στη Βαλένθια εφόσον νικούσαν. Ή ρ θ ε όμως ο τελικός εναντίον της Πολωνίας, και η Ολυμπιακή εντεκάδα έπρεπε να μετακινηθεί στο Νου Καμπ. Υπήρ χαν φόβοι για μια καταλανική διαδήλωση ή για ένα άδειο στάδιο. Αντίθετα, η ανταγωνίστρια εφημερίδα της Sport , η E l Mundo Deportivo, θα περιέγραφε το πλήθος ως εξής: «95.000 θεατές... με ισπανικές σημαίες». Η Ισπα νία νίκησε 2-1, και αργότερα το ίδιο βράδυ οι φίλαθλοι ακούστηκαν να τραγουδούν «Pujol nos engaa/Catalua es Espaa - «Ο Πουζόλ μάς ξεγελάει/Η Καταλονία €ίναι Ισπανία». Φάνηκε ότι, σε τελευταία ανάλυση, οι Καταλα νοί δε μισούν τους Ισπανούς, ή τουλάχιστον όχι όταν παίρνουν το χρυσό. (Από την άλλη πλευρά, η καταλανική τηλεόραση κατάφερε να βρει χρόνο κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών για να δείξει ολόκληρα τα προ αγωνιστικής σεζόν φιλικά παιχνίδια της Μ πάρτσα με τις επαρχιακές ομάδες του ολλανδικού βορρά.) 'Οταν το θέμα τίθεται επί της ουσίας, ελάχιστοι Σκο τσέζοι θέλουν να αποχωριστούν από το Ηνωμένο Βασί λειο, και ελάχιστοι Καταλανοί από την Ισπανία. Τ α έχουν καταφέρει καλά ως μέρος της Ισπανίας. «Ο περισσότερος
κόαμος θα έλεγε: “Δε χρειαζόμαστε δικό μας κράτος, αλ λά από την άλλη πλευρά είμαστε κάτι περισσότερο από μια απλή επαρχία”», μου είπε οΤορεμπαντέλα. «Είναι πε ρισσότερο θέμα συμβόλων». Οι Καταλανοί δε θέλουν ένα δικό τους κράτος, αλλά κάτι πιο αόριστο από αυτό, θέλουν σύμβολα που να αποδεικνύουν ότι είναι ένας ξεχωριστός λαός. Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών, πολλοί ξένοι παρατηρητές ερμήνευσαν τις καταλανικές σημαίες που είχαν κατακλύσει τη Βαρκελώνη ως απαίτηση για ανεξαρ τησία, όμως στην πραγματικότητα οι σημαίες αυτές ικα νοποιούσαν από μόνες τους τον κόσμο: αυτό που θέλουν όλο κι όλο οι Καταλανοί είναι τα σύμβολα ενός έθνους. 'Οταν ο Πουζόλ βγαίνει στο μπαλκόνι και φωνάζει «Κερδί ζει η Μπάρτσα, κερδίζει η Καταλονία», δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να αποκαθιστά τα καταλανικά σύμβο λα. Στους ανθρώπους αρέσει να τον ακούν να το λέει αυτό. Τους κάνει να νιώθουν καλά. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Μπάρτσα είναι η μεγαλύτερη ομάδα στον κόσμο, ο λόγος για τον οποίο είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή 110.000 μέλη. Τα σύμβολα είναι αυτά που χρειαζόταν το έθνος και όχι ένα ξεχωρι στό κράτος. «Και», όπως μου είπε ένας Καταλανός, «με ρικοί άνθρωποι παρακολουθούν την Μ πάρτσα να παίζει επειδή αγαπούν το ποδόσφαιρο».
Ολλανδοί και Άγγλοι: Γιατί ο Μπόμπι Ρόμπσον απέτυχε στην Ολλανδία Μ πόμπι Ρόμπσον υπήρξε προπονητής της ολλανδι κής ομάδας Αϊντχόβεν από το 1990 μέχρι το 1992. Απέτυχε σ’ αυτή επειδή απέτυχε να καταλάβει τους Ολλανδούς.
Ο
® ® ®
171
172
© © ©
Πριν συνεχίσω θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι ο Ρόμπσον πράγματι απέτυχε στην Ολλανδία. Ο ίδιος θα δια φωνούσε: στο κάτω κάτω, κέρδισε δυο τίτλους πρωταθλή ματος μέσα σ’ αυτά τα δυο χρόνια που έμεινε στην Αϊντχόβεν. Εδώ βρίσκεται και η πρώτη του αποτυχία να μπορέσει να καταλάβει. Στην Αγγλία ο τίτλος του εθνικού πρωταθλή ματος είναι αυτός που επιθυμεί περισσότερο κάθε ομάδα. Στην Ολλανδία δεν είναι. Ο Ρόμπσον δεν μπόρεσε ποτέ του να καταλάβει ότι η Αϊντχόβεν θεωρούσε το ολλανδικό πρω τάθλημα σχεδόν δεδομένο - το είχαν πάρει τρεις φορές μέ σα στα τελευταία τέσσερα χρόνια πριν α π ’ την άφιξή του και αυτό που ήθελαν πλέον ήταν η ευρωπαϊκή επιτυχία. «Η Αϊντχόβεν Διώχνει τον Αδέξιο Μπόμπι», αποφάνθηκε μια βρετανική φυλλάδα όταν η είδηση για την επι κείμενη απομάκρυνση του Άγγλου προπονητή διέρρευσε λίγες μέρες πριν α π ’ το Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 1990. Ο ολλανδικός Τύπος ήταν εξίσου δυσαρεστημένος. Το Voetbal International, ένα ευφυές ποδοσφαιρικό περιοδικό που διαβάζεται από επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, προπονητές και ποδοσφαιρική ηγεσία (δεν ξέρω κανένα βρετανικό αντίστοιχό του) δημοσίευσε ένα κύριο άρθρο με τίτλο: «Γιατί Μ πόμπι Ρόμπσον;». Υποστήριζε ότι ο Ρόμπσον «είναι ένας τυπικά χαρακτηριστικός προπονη τής της βρετανικής σχολής με πολύ λίγη εμπειρία τακτι κής για να μπορέσει να κατανοήσει το ποδόσφαιρο της ηπειρωτικής Ευρώπης». Για τους Ολλανδούς ο Μπόμπι Ρόμπσον αντιπροσώ πευε τον στενοκέφαλο Εγγλέζο. Είχε στα χέρια του μια από τις λιγότερο σοφιστικέ διεθνείς ομάδες, φορούσε περιστασιακά ένα πάνινο καπελάκι και μιλούσε μόνο μία γλώσσα. (Μελέτησε για λίγο τα ολλανδικά, αλλά ποτέ δεν προχώρη σε αρκετά.) Έφτασε στην Ολλανδία με μια καραγκιοζίστικη εικόνα που δεν απαλλάχτηκε ποτέ του από αυτή.
Στην Αϊντχόβεν ανέλαβε μια ομάδα παικτών που, πε ρισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην Ολλανδία, ήταν μαθημένη να της περνάει το δικό της. Την προηγούμενη σεζόν η ομάδα είχε διαχωριστεί σε αντικρουόμενες φ α τρίες, τα μέλη των οποίων δε μιλούσαν ποτέ μεταξύ τους, και αυτό κόστισε στον προκάτοχο του Ρόμπσον τη δου λειά του. Ο Κέις Πλούγκσμα, γενικός διευθυντής της Αϊντχόβεν, έψαχνε για έναν προπονητή που θα μπορούσε να επιβάλει την ηρεμία ανάμεσα στους παίκτες. Ο Βρε τανός ήταν η προφανής επιλογή. Το βρετανικό ποδόσφαιρο διαθέτει έναν κώδικα τι μής. Εάν κάποιος παίκτης εκφέρει σχόλια γύρω από θέ ματα τακτικής, τότε «αμαυρώνει και δυσφημεί το ποδό σφαιρο». Εάν τσακωθεί με τον προπονητή του, μεταγρά φεται. Δε μιλάει ποτέ απρεπώς, παρά μόνον όταν αποσύρεται πλέον οριστικά από το παιχνίδι και βρίσκεται άφραγκος και πουλάει την «ιστορία» του στην εφημερίδα Sun. Ο Άλεξ Φέργκιουσον δε θα επέτρεπε ποτέ στον Ράιαν Γκιγκς να μιλήσει στους δημοσιογράφους, και οι παίκτες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δίνουν γενικά ελά χιστες συνεντεύξεις (τις περισσότερες από αυτές στον Τζον Μότσον). Ο Μ πράιαν Κλαφ τρομοκρατούσε ενήλι κες άντρες, όπως ο Ντες Γουόκερ και ο Στιούαρτ Πιρς, ώστε να μη μιλούν καθόλου στον Τύπο. Έ νας Βρετανός παίκτης υπακούει στον ανώτερό του. Είναι ένας στρατιώ της. Πριν ο Ολλανδός Ρέι Ατφελντ έρθει στην Αγγλία για ένα δοκιμαστικό με την Έβερτον, τηλεφώνησε στον Τζον Μέτγκοντ, τέως Νόττινχαμ Φόρεστ και Σπερς, για να τον συμβουλευτεί. «Κόψε περιποιημένα τα μαλλιά σου, βάλε κουστούμι και φώναζε δυνατά στην προπόνηση», του εί πε ο Μέτγκολντ. Η Έβερτον πήρε τον Ατφελντ. Εντελώς αντίθετα, οι ξένοι που έρχονται στην Ολλαν δία κάνουν όλοι την ίδια ανακάλυψη: «Ο προπονητής δε μιλάει και πολύ. Οι παίκτες είναι πάντοτε αυτοί που μι-
@ @ ®
173
174
© © ©
λάνε», σχολίασε κατάπληκτος ο Άτζα Γουίλσον Ογκετσούκβου, ένας Νιγηριανός, στη Ρόντα Κερκράντε. Οι Ολλανδοί παίκτες αρέοκονται πολύ να μιλούν, και σι συ νεντεύξεις τους στα ποδοσφαιρικά έντυπα φτάνουν τις τέσσερις σελίδες. 'Οταν οι Ολλανδοί βγαίνουν στο εξωτε ρικό εξακολουθούν να μιλάνε, και μάλιστα σε πλήρως «καθομιλουμένη» γλώσσα. Συμβουλεύουν τους προπονη τές τους σε θέματα τακτικής και σύνθεσης της ομάδας. Ο προπονητής της Μίλαν Αρίγκο Σάκι ανέφερε ότι ο Ρουντ Γκούλιτ, ο Φρανκ Ράικαρντ και ο Μάρκο βαν Μπάστεν τού είχαν δώσει «νέες ιδέες και απόψεις», και δήλωσε ότι ήταν κυρίως χάρη σ’ αυτούς που «ακολουθήθηκε ένα νέο στιλ που ξέφευγε από τον παραδοσιακό ιταλικό τρόπο σκέψης και στιλ παιχνιδιού». (Αργότερα, όταν ο Βαν Μπάστεν αποφάσισε ότι η Μίλαν χρειαζόταν ένα ακόμη πιο νέο στιλ, ο Σάκι υποχρεώθηκε να φύγει από την ομά δα.) Συνήθως όμως οι ολλανδικές συμβουλές δεν είναι ευπρόσδεκτες. Ο Τζον βαν’τ Σκιπ προσελήφθη στην Τζένοα και αποκλείστηκε από την ομάδα για πέντε ολόκλη ρες εβδομάδες επειδή διαφώνησε με τον προπονητή του αναπτύσσοντας τις απόψεις του για θέματα τακτικής. «Έχω τη φήμη ότι έχω τις δικές μου απόψεις, και αυ τό δεν αρέσει στη Μεγάλη Βρετανία», δήλωσε ο Χανς Γκιλχάους, ο οποίος πέρασε τέσσερα χρόνια στην Αμπερντίν. «Ως ποδοσφαιριστής εκεί είσαι απλώς ένα νούμερο και κάνεις ό,τι λέει το αφεντικό, ο “Μ πος”. Έτσι φωνάζεις εκεί τον προπονητή σου, “Μπος”. Στη διακοπή του ημιχρόνου ή στο τέλος του παιχνιδιού ήταν πολύ συ νηθισμένο φαινόμενο ο προπονητής να βρίζει για λίγο κάνα δυο παίκτες. Οι περισσότεροι παίκτες το δέχονταν. Οι Ολλανδοί ήταν αντίθετοι με αυτό, και τότε ακολου θούσε καβγάς». «Εμείς οι Ολλανδοί είμαστε ξεροκέφαλοι», συγκεφα λαίωσε ο Γιόχαν Κρόιφ, ο μεγαλύτερος όλων (και ο πλέον
ξεροκέφαλος). «Ακόμη κι όταν βρισκόμαστε στην άλλη άκρη του κόσμου, συνεχίζουμε να λέμε πάντοτε στους άλλους τι πρέπει να κάνουν. Από αυτή την άποψη είμα στε ένας δυσάρεστος λαός». Δυσάρεστος πιθανόν, αλλά πετυχημένος. Το ολλανδι κό ποδόσφαιρο λειτουργεί. Φαίνεται πως, όταν αφήνεις τους παίκτες να σκεφτοΰν από μόνοι τους, τότε κερδίζουν τα παιχνίδια. Μέσα στα τελευταία είκοσι και παραπάνω χρόνια, κανένα άλλο μικρό κράτος (και από τα μεγάλα μόνο η Γερμανία και η Αργεντινή) δεν έχει κερδίσει τόσο πολλά παιχνίδια όσα η Ολλανδία. Κανένα άλλο δεν έχει παίξει τόσο υπέροχα. Και ακριβώς επειδή οι Ολλανδοί μιλάνε τόσο πολύ, μπορούν και παίζουν με τον τρόπο που παίζουν. Έ νας παίκτης πρέπει πάντοτε να καταλα βαίνει το ρόλο του. Πρέπει να ξέρει πότε να προσπεράσει ή πότε να καλύψει τον παίκτη που βρίσκεται μπρο στά του, πότε να πάψει να καταδιώκει τον άλλο παίκτη και να αρχίσει να κυνηγάει την μπάλα. Οι Βρετανοί παί κτες παίζουν το βρετανικό παιχνίδι του 4-4-2 από τα παι δικά τους χρόνια, και έτσι έχουν πολύ λίγα να μάθουν γι’ αυτό. Φτάνοντας τα είκοσί του χρόνια, ένας Βρετανός αμυντικός ξέρει, για παράδειγμα, ότι πρέπει να καλύψει τους σέντερ μπακ του όποτε γίνεται επίθεση από την αντίθετη πλευρά. Το σύστημα είναι απλό. Ό τα ν έχει την μπάλα στην κατοχή του, μπορεί πάντοτε να σουτάρει στο κενό περνώντας πάνω από την άμυνα του αντιπάλου, και, όταν βρίσκεται στριμωγμένος, μπορεί να τη χτυπήσει και να τη βγάλει εκτός περιοχής. Ό μω ς, αν ο παίκτης αυτός κληθεί να παίξει με έναν καινούριο τρόπο, ή να κάνει δυ σκολότερα πράγματα - να κρατήσει την μπάλα στη δική του ομάδα, για πα ρ άδειγμ α-, πρέπει να ξαναμάθει από την αρχή. Μ πορεί να διδαχτεί πολλά παίζοντας απλώς σύμφωνα με το νέο σύστημα, όχι όμως αρκετά. Έ νας προπονητής της Τζένοα επιχείρησε να κάνει την ομάδα
® ® @
175
176
© © ©
του να παίξει ποδόσφαιρο όπως η Άγιαξ και απέτυχε. Ο Βαν'τ Σκιπ σχολίασε σχετικά: «Για να παίξεις το σύστη μα της Άγιαξ, πρέπει να το καταλαβαίνεις, και κυρίως να κουβεντιάσεις πολύ γύρω από αυτό». Το μειονέκτημα του να κουβεντιάζεις πολύ είναι ότι πολύ συχνά επέρχονται συγκρούσεις προσωπικότητβς. Η Ολλανδία το 1990 θα μπορούσε να έχει κερδίσει το Πα γκόσμιο Κύπελλο, όμως οι παίκτες της προτίμησαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Οι παίκτες της Αϊντχόβεν που κληρονόμησε ο Ρόμπσον τρώγονταν μεταξύ τους: Γουίμ Κιφτ εναντίον Τζέραλντ Βάνεμπουργκ, Ρομάριο ενα ντίον όλης της υπόλοιπης ομάδας. Ό λα αυτά ήταν καινούρια για τον Ρόμπσον. Η αγγλι κή μέθοδος αφήνει ελάχιστα περιθώρια αντιγνωμίας: απλώς δεν υπάρχει συζήτηση, και έτσι το ομαδικό πνεύ μα είναι το καλύτερο στον κόσμο. Φαίνεται ότι η ομάδα της Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 βοήθησε στο να πειστεί ο Ρόμπσον να χρησιμοποιήσει ένα λίμπερο, όμως αυτό δεν ήταν τίποτα συγκρινόμενο με την ισχύ της ολλανδικής ομάδας. Η ομάδα αρνήθηκε ακόμη και να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο με τον προπονητή που είχε, τον Τ άις Λίμπρεχτς, και ο Λίμπρεχτς απολύθηκε. Η διαφορά επικεντρώνεται στην εργατικής τάξης κουλτού ρα των Ολλανδών. Η ολλανδική εργατική τάξη δίνει με γάλη σημασία στο διάλογο. Είναι καλβινιστές (ακόμη και οι καθολικοί Ολλανδοί έχουν ισχυρά καλβινιστικά γνωρί σματα), και ο Καλβίνος παρότρυνε τους πιστούς να αγνο ούν τους παπάδες και να μελετούν μόνοι τους τη Βίβλο. Το αποτέλεσμα είναι ένας εικοσάχρονος Ολλανδός πο δοσφαιριστής να θεωρεί ότι έχει κι αυτός το δικαίωμα να έχει την «Αλήθεια» για κόουτς. Η βρετανική άποψη είναι ότι προπονητής είναι ο προπονητής. Είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από τους παίκτες του και κατά συνέπεια θα πρέπει να έχει δίκιο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ρό-
μπσον, κάθε φορά που διακόπτεται από ερωτήσεις, αρ χίζει να παραθέτει την προϊστορία του και όλα εκείνα τα χρόνια που πέρασε παίζοντας ποδόσφαιρο. «Οι παίκτες εκεί πέρα ενδιαφέρονται πολύ περισσό τερο για την τακτική του παιχνιδιού - πώς παίζουμε και πώς μπορούμε ν’ αλλάξουμε την κατάσταση», δήλωσε στο World Soccer μετά από δεκαοχτώ μήνες με την Αϊντχόβεν. Πέρασε τον περισσότερο καιρό του στην Αϊντχόβεν προσπαθώντας να αποφασίσει κατά πόσον η ομάδα θα έπαιζε ένα βρετανικού στιλ σύστημα του 4-4-2 ή όχι, και οι παίκτες του συμμετείχαν ενεργητικότατα στη συζήτηση. Μόνο ο Ποπέσκου μοιραζόταν την άποψη του Ρόμπσον: «Πιστεύω ότι οι ποδοσφαιριστές θα πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο και πέρα από αυτό να το βουλώ νουν. Ο προπονητής είναι αυτός που πρέπει να μιλάει, εμείς πρέπει να ακούμε». Ο Ποπέσκου είχε μεγαλώσει στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Ο Ρόμπσον είπε στο περιοδικό Voetbal International·. «Ένας Άγγλος επαγγελματίας αποδέχεται την απόφαση του κόουτς. Εδώ, μετά από κάθε ματς, οι αναπληρωματι κοί έρχονται να μου κάνουν επίσκεψη». Αντικατέστησε τον Τζον Μπόσμαν στο παιχνίδι με τη Μονπελιέ και ο Μπόσμαν ζήτησε κάποια εξήγηση, το μόνο όμως που έλεγε ο Ρόμπσον ήταν: «Οι παίκτες αρχίζουν να καταλα βαίνουν από αντικαταστάσεις μόνο όταν γίνουν κόουτς». Οι Ολλανδοί παίκτες απαιτούν κατάλληλες εξηγήσεις. Οι Άγγλοι παίκτες κάνουν πάντοτε το καλύτερο που μπο ρούν, όμως, όταν οι Ολλανδοί διαφωνούν με τον προπο νητή τους, κακιώνουν, όπως έκανε η Ολλανδία στο Π α γκόσμιο Κύπελλο του 1990. Ο Ρόμπσον τα πήγαινε καλύτερα με τους πιο «Βρετα νούς» από τους παίκτες της Αϊντχόβεν: τον πρόθυμο τινέιτζερ Τουάν Σκίπερς και το μυώδη στόπερ Βαλκς. Πή-
@ © ©
177
178
© © ©
ρε τον Βαλκς μαζί του στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας, όπου τον έκανε μέχρι και αρχηγό της ομάδας, παρά την πλήρη ανικανότητα του Βαλκς να μιλήσει πορτογαλικά. Ο Ρό μπσον έλεγε για τον Σκίπερς: «Έχει δύναμη, τρέχει πολύ καλά, είναι καλός στο τάκλιν και έχει φιλοδοξία. Το βλέ πεις στα μάτια του». Αυτές είναι οι ποιότητες ενός παίκτη με τις οποίες ο Ρόμπσον νιώθει άνετα. Οι άνθρωποι, όταν μιλούν για ποδόσφαιρο, έχουν την τάση να έλκουν τα μεταφορικά παραδείγματά τους από δύο τομείς: την τέχνη και τον πόλεμο. Το βραζιλιάνικο πο δόσφαιρο έχει «το ρυθμό της σάμπα», και οι Βρετανοί έχουν «επιθετικό πνεύμα». Ο Ρόμπσον παραβάλλει πάντο τε το ποδόσφαιρο με τον πόλεμο. Μιλώντας για τον Μπράιαν Ρόμπσον, είπε στον Πιτ Ντέιβις, συγγραφέα του All Played Out: «Μπορούσες να τον βάλεις σε οποιοδήποτε χαράκωμα και να είσαι σίγουρος ότι θα ήταν ο πρώτος να ορμήσει έξω... Δε θα σκεφτόταν καθόλου, Χριστέ μου, αν βγάλω το κεφάλι μου εκεί έξω μπορεί και να με πυροβολή σουν. θ α έλεγε απλώς πάμε, ορμάμε καταπάνω τους». Ό ταν ο Τέρι Μπούτσερ έσπασε το κεφάλι του σ’ ένα παι χνίδι εναντίον της Σουηδίας και συνέχισε να παίζει, ο Ρό μπσον ήταν ενθουσιασμένος. «Ρίξτε μια ματιά στον αρχη γό σας. Κανείς από σας δεν πρέπει να τον απογοητεύσει», είπε στους υπόλοιπους παίκτες όση ώρα ο γιατρός έβαζε ράμματα στο κεφάλι του Μπούτσερ στη διακοπή του ημι χρόνου. Οι λαϊκές φυλλάδες ήταν κι αυτές το ίδιο ενθου σιασμένες: «Αρχηγέ, είσαι ήρωας!». Η γενική ιδέα ήταν ότι μόνο ένα Άγγλος ποδοσφαιριστής θα συνέχιζε να παίζει με το κεφάλι σπασμένο. Πιθανόν αυτό να είναι αλήθεια. Ο Φριτς Κέσελ, ο Ολλανδός γιατρός της ομάδας, εξηγεί: “Οι δουλευταράδες ποδοσφαιριστές μπορούν να αντιμετωπί σουν τον πόνο πολύ καλύτερα από εκείνους με τις σούπερ τεχνικές ικανότητες, οι οποίοι βασίζονται περισσότερο στο συντονισμό τους. Ο Μάρκο βαν Μπάστεν, για παράδειγμα,
δεν μπορεί να αντέξει καθόλου πόνο. Αν νιώθει και την π α ραμικρή ενόχληση, είναι τελείως άχρηστος για την ομάδα. Το παραδέχεται ο ίδιος». Δεδομένου ότι οι περισσότεροι Βρετανοί παίκτες είναι «δουλευταράδες ποδοσφαιριστές», μπορούν να συνεχίζουν να παίζουν με τα κεφάλια τους σπασμένα. Προπονητές όπως ο Ρόμπσον θαυμάζουν τα κότσια τους και συνεχίζουν να τους επιλέγουν. Οι Βρετανοί συνάδελφοι του Ρόμπσον αναφέρονται στον πόλεμο ελάχι στα λιγότερο από αυτόν. Μετά τη νίκη των ΗΠΑ επί της Αγγλίας το 1993, ο διάδοχός του, ο ΓκρέιαμΤέιλορ, δήλω σε στον Τύπο: «Έχουμε να κάνουμε με μια μάχη, έτσι δεν είναι; Είναι μια μάχη που θα την αντιμετωπίσουμε μαζί». Φυσικά, ο Τέιλορ είχε μεγαλύτερη διάθεση να επιλέξει τον Ντέιβιντ Μπάτι παρά τον Κρις Γουόντλ. Ό π ω ς είπε ο Ρό μπσον, την εποχή που δίσταζε να παίξει με τον Γκάζα: «Πρέπει να είσαι εντελώς αξιόπιστος». Οι στρατιώτες είναι αξιόπιστα θετικοί, οι καλλιτέχνες όχι. Στην Αϊντχόβεν οι παίκτες παραπονιόντουσαν αστα μάτητα για το σύστημα προπόνησης του Ρόμπσον. Ο Ρό μπσον πίστευε στη «λειτουργική προπόνηση», ένα είδος προπόνησης που βασίζεται στην άσκηση - αναπαράστα ση διαφόρων κινήσεω ν- με «άσφαιρα πυρά». Έ νας πα ί κτης του κέντρου στέλνει μακριά την μπάλα, ένας μπακ διατρέχει την πτέρυγα και την περνάει, και ένας επιθετι κός τρέχει να χτυπήσει την μπάλα, και όλα αυτά χωρίς να αντιμετωπίσουν καμία αντίσταση. Αυτού του είδους η προπόνηση πιθανόν να έχει μια λογική σκοπιμότητα, αλ λά, δεδομένου ότι οι παίκτες δεν εμπιστεύονταν τον Ρό μπσον από την αρχή, γελούσαν με αυτή. Ο Γιόχαν Κρόιφ, ως προπονητής της Αγιαξ, είχε κι αυτός επίσης αναγκάσει τους παίκτες να κάνουν νέα πράγματα - όμως ο Κρόιφ έχαιρε του σεβασμού των παικτών. «Η κοροϊδία γύρω από τον Ρόμπσον συνεχίστηκε ολόκληρη τη σεζόν. Γύρω από τον Μπόμπι Ρόμπσον!» ξέσπασε ο Φρανκ
® @ @
179
Άρνεσεν, ο Δανός βοηθός του για ένα χρόνο στην Αϊντχόβεν. «Έναν προπονητή με μια καριέρα πίσω του, που εί ναι ουσιαστικά απαράμιλλη σε όλο τον κόσμο. Πιστεύω ότι αυτό είναι καθαρά ολλανδικό σύμπτωμα. Η Ολλαν δία είναι μια εξαιρετικά ανεκτική χώρα, αλλά, από την άλλη πλευρά, οι Ολλανδοί δε σέβονται κανέναν». Οι παίκτες θεωρούσαν επίσης ότι η προπόνηση του Ρό μπσον ήταν πολύ ελαφριά. Οι αγγλικές ομάδες συχνά παί ζουν τρία παιχνίδια τη βδομάδα, οπότε έχουν την τάση να προπονούνται μόνο με μερικές ελαφριές ασκήσεις. 'Οταν ερωτήθηκε από τον Πιτ Ντέιβις κατά πόσον οι Αγγλοι πο δοσφαιριστές είχαν έτσι μικρότερη δυνατότητα να απο κτήσουν τις ικανότητες ενός Ράικαρντ, ο Ρόμπσον το δέ χτηκε. Εντούτοις, στην Ολλανδία, όπου η εξάσκηση έχει μεγάλη βαρύτητα, δεν άλλαξε τις μεθόδους του. Το γεγο νός αυτό οδήγησε σχεδόν σε πλήρη καταστροφή κατά την πρώτη του σεζόν στην Αϊντχόβεν. Με δύο μόνο παιχνίδια να υπολείπονται, η Αϊντχόβεν και ο Αγιαξ ήταν ισόπαλοι για τον τίτλο, και το προτελευταίο παιχνίδι της Αϊντχόβεν ήταν ένα σκληρό ματς, εκτός έδρας, εναντίον της Γκρόνινγκεν. Ο Ρόμπσον αποφάσισε ότι οι παίκτες του είχαν ανά γκη ανάπαυσης και τους πήγε στο Ισραήλ για να περάσουν μερικές μέρες στην παραλία. Η ομάδα επέστρεψε μαυρισμένη και ξεκούραστη και κατάφερε να χάσει 4-1 στο παι χνίδι με την Γκρόνινγκεν. Το επιχείρημα υπεράσπισης του Ρόμπσον ήταν εντελώς χαρακτηριστικό: «Το κάναμε συ χνά αυτό όταν ήμουν με την Ίπσουιτς και οι παίκτες ήταν κατενθουσιασμένοι». Σώθηκε από τον Αγιαξ, που ηττήθηκε από την ταπεινή SVV εκείνη την ημέρα, και την επόμε νη εβδομάδα η Αϊντχόβεν πήρε το πρωτάθλημα. Οι παί κτες του δεν εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα. Γιορτάζοντας, μετά το τελικό παιχνίδι, βούτηξαν τον Πλούγκσμα, το γενι κό διευθυντή, στο λουτήρα των παικτών, ενώ ο Ρόμπσον παρακολουθούσε το θέαμα ασυγκίνητος.
Αν είχε καταφέρει να καταλάβει καλύτερα τον ολλανδι κό Τύπο, πιθανόν να είχε πάρει περισσότερο το μέρος του. Ό ταν πρωτοέφτασε στην Ολλανδία, έδειχνε αποφασισμέ νος να μην εντυπωσιάσει τους δημοσιογράφους. Οχτώ χρόνια ως προπονητής της Αγγλίας τού την είχαν δώσει στο κεφάλι, και τους πρώτους του μήνες στην Αϊντχόβεν απ α ντούσε συχνά σε ερωτήσεις γύρω από το ποδόσφαιρο με ένα ξερό «Δεν είναι δική σας δουλειά». Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στο Voetbal International πήδησε πάνω από το κάθισμά του κάποια στιγμή και είπε σφυριχτά: «Άκου να σου πω, φίλε, οι Βρετανοί προπονητές είναι οι καλύτεροι στον κόσμο». Σε συνεντεύξεις Τύπου μετά από τα παιχνίδια δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να επα ναλαμβάνει τη δήλωση ότι το παιχνίδι ήταν «υπέροχο», ακόμη και αν αυτό ήταν πασιφανώς ψέμα. Ό μ ω ς με τον καιρό κατάλαβε ότι ήταν απαραίτητο να αλλάξει. Οι Ολλανδοί δημοσιογράφοι, εξήγησε στο World Soccer, «εί ναι περισσότερο κάτι σαν ποδοσφαιρικοί ρεπόρτερ παρά δημοσιογράφοι που ψάχνουν για επικεφαλίδες. Εδώ όλοι πιστεύουν ότι είμαστε κάποιοι ασήμαντοι προπονητές. Μου χρειάστηκε χρόνος για να προσαρμοστώ». Ουδέποτε κατάφερε να προσαρμοστεί τελείως με την ολλανδική τακτική στο παιχνίδι. «Στην Αγγλία σχεδόν όλοι παίζουν το 4-4-2. Από άποψη τακτικής, το αγγλικό παιχνίδι είναι εντελώς προβλέψιμο. Ό μ ω ς εδώ ποτέ δεν ξέρεις τι πρόκειται να αντιμετωπίσεις», εξομολογήθηκε στο World Soccer. «Κάποιες φορές θα πέσουν πάνω σου μ’ έναν κεντρικό επιθετικό· άλλες φορές δε θα έχουν κανέναν απολύτως επιθετικό, αλλά θα παίζουν με μέτωπο δύο παικτών. Τότε, στα μισά του παιχνιδιού θα πρέπει να αναρωτηθείς τι πρέπει να κάνεις με τους δύο σέντερ μπακ σου που δεν έχουν να μαρκάρουν κανέναν». Ο Ρόμπσον ποτέ δεν έμοιαζε να είναι σίγουρος γΓ αυτό. Ξεκίνησε βάζοντας την Αϊντχόβεν να παίζει 4-2-4, μετά 4-3-3, 3-3-4, 5-2-3 και
® ® @
181
182
© © ©
4-4-2. «Μας ανησυχεί ο τρόπος που παίζουμε», είπε ο γενι κός διευθυντής Πλούγκσμα μια φορά κατά τη διάρκεια της δεύτερης σεζόν του Ρόμπσον, όταν η ομάδα εξακολου θούσε να παραμένει αήττητη στο πρωτάθλημα. Τότε ο Ρό μπσον αρρώστησε, ανέλαβε ο Άρνεσεν και ξαφνικά η Αϊντχόβεν άρχισε να παίζει 4-2-4 κάθε βδομάδα. Η ηγεσία της Αϊντχόβεν κατέληξε να ακούγεται σαν να αμυνόταν όποτε μιλούσε για τον Ρόμπσον. «Ή ταν μια περίοδος που δεν υπήρχε τίποτε διαθέσιμο στην αγορά», ομολόγησε ο Πλούγκσμα στο Voetbal International, « θ έ σαμε στον εαυτό μας το ερώτημα: “Για τι ακριβώς ψά χνουμε;”. Αξίες όπως πειθαρχία, πείρα και σεβασμός ήταν σημαντικές για μας. Τότε κοιτάξαμε ποιος ήταν διαθέσιμος». Η Αϊντχόβεν προσέγγισε τον Φραντς Μπε κενμπάουερ και τον Ντικ Αντβοκάατ πριν προσφέρουν τη δουλειά στον Ρόμπσον. «Κατά πόσον ο Ρόμπσον ήταν, από άποψη τακτικής και για όλα αυτά τα πράγματα, κα τάλληλος για την Αϊντχόβεν δεν το γνωρίζω», είπε ο Πλούγκσμα. «Δεν αναρωτηθήκαμε γι’ αυτό. Η προτεραιότητά μας ήταν άλλη». Μήνες πριν εκπνεύσει το συμβόλαιο του Ρόμπσον, ο Πλούγκσμαν υποσχόταν «οφ δι ρέκορντ» στους Ολλαν δούς δημοσιογράφους ότι το συμβόλαιό του δεν επρόκειτο να ανανεωθεί. Στην ουσία, το περιοδικό Voetbal International ήταν εκείνο που αποκάλυψε στον Ρόμπσον ότι επρόκειτο να φύγει από την Αϊντχόβεν. 'Οταν έφυγε, το περιοδικό τον αποκάλεσε «ο φιλικός Βρετανός», και έγρα ψε ότι ο πρόεδρος της Αϊντχόβεν Ζακ Ρουτς είχε δηλώσει ότι ο Ρόμπσον είχε προβλήματα «ως ξένος». Ο Ρουτς εξήγη σε: «Εάν ένας Άγγλος λέει “Φοβούμαι ότι θα έχω δυσκο λίες με αυτό το πράγμα”, πολλοί Ολλανδοί πιστεύουν ότι εννοεί “θ α το κάνω, αλλά θα έχω δυσκολίες με αυτό”. Αμ δε! Ο Εγγλέζος λέει απλώς, με ευγενικό τρόπο, ότι είναι εντελώς αντίθετος με αυτό. Ε λοιπόν, παρατήρησα τέτοιου
είδους προβλήματα στις σχέσεις ανάμεσα στον Ρόμπσον και στην ομάδα». Ό μ ω ς ο μπακ της Αϊντχόβεν Μπέρι βαν Ερλ ήταν αυτός που είπε την τελευταία λέξη. Δήλωσε στη Nieuwe Revu: «Ο Ρόμπσον είναι θαυμάσιος άνθρωπος, πραγματικά θαυμάσιος άνθρωπος. Ό μ ω ς το μόνο πράγ μα που μας έμαθε μέσα σε δυο χρόνια ήταν αγγλικά».
Αφρική (εν ολίγοις) Π ισιεύω ότι μαγεία στο ποδόσφαιρο δεν μηορεί να υπάρ
ξει. Απόδειξη το Καμερούν. Δεν είναι το ισχυρότερο έθνος από άποψη μαγείας, και είναι πολύ καλύτερο στο ποδό σφαιρο από χάρες όπου η μαγεία είναι πολύ ισχυρή, όπως η Μπενίν, το Τόγκο, ή η Νιγηρία. Ρ ότζερ Μ ιλά στο France Football, 1981.
υτά είναι τα γεγονότα από πλευράς αφρικανικής ιστορίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Το πρώτο αφ ρι κανικό έθνος που έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν η Αίγυπτος το 1934, όταν οποιαδήποτε ομάδα κι αν εμφα νιζόταν ήταν ευπρόσδεκτη. Η Αίγυπτος έπαιξε ένα παι χνίδι όπου έχασε 4-2 από την Ουγγαρία. Αργότερα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο, συνέβησαν πράγ ματα σύμφωνα με τα οποία οι ομάδες έπρεπε προηγουμέ νως να προκριθούν για να μπορέσουν να συμμετάσχουν, αλλά για δεκαετίες η ΦΙΦΑ δεν κανόνιζε προκριματικούς για την Αφρική. Τελικά η ΦΙΦΑ υποχώρησε, και η σύγχρο νη αφρικανική ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου ξεκινά το 1970, οπότε και προβλέφθηκε μία θέση για όλη την ήπειρο. Την κέρδισε το Μαρόκο, και στους τελικούς στο Μεξικό έχασε 2-1 από τη Δυτική Γερμανία, 3-0 από το Πε ρού και έφερε ισοπαλία 0-0 με τη Βουλγαρία. Φτωχά απο τελέσματα, αλλά όχι εύκολα παιχνίδια.
Α
® @ @
183
184
© © ©
To 1974 το Ζαΐρ έγινε η πρώτη μαΰρη αφρικανική ομάδα που προκρίθηκε για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η απόδοση των Ζαϊρινών στη Δυτική Γερμανία ήταν η χει ρότερη όλων των αφρικανικών ομάδων που συμμετείχαν ποτέ στο Παγκόσμιο Κύπελλο, και ο ευρωπαϊκός Τύπος ήταν πανευτυχής. Το Ζαΐρ φάνηκε να ανταποκρίνεται σε όλα τα χοντροκομμένα πρότυπα που είχε πλάσει η Ευρώ πη. Οι δημοσιογράφοι διέδωσαν ιστορίες ότι δήθεν οι παίκτες είχαν φέρει μαζί τους μαϊμούδες για να τις έχουν να τις τρώνε κατά τη διάρκεια του τουρνουά, και ότι η αντίληψή τους περί τακτικής παιχνιδιού ήταν αυτή των απολίτιστων αγρίων. Το Ζαΐρ έχασε 2-0 από τη Σκοτία, 9-0 από τη Γιουγκοσλαβία και 3-0 από τη Βραζιλία, και ο Ζαϊρινός κλεπτοκράτορας πρόεδρος Μομπούτου (ο οποί ος και συνέχιζε να είναι στην εξουσία) πιθανόν να σκε φτόταν να αποσύρει την ομάδα. Οι παίκτες είχαν επίσης και άλλα προβλήματα, πολλά από τα οποία ήρθαν στο φως όταν ο Μουλάμπα Ντάιε αποβλήθηκε από το παιχνίδι με τη Γιουγκοσλαβία επει δή κλότσησε το διαιτητή. 'Οταν το ολλανδικό περιοδικό Vrij Nederland, ρώτησε τον Γιουγκοσλάβο προπονητή της ζαϊρινής ομάδας Μπλαγκόγιεφ Βιντίνιτς τις απόψεις του για την αποβολή του Ντάιε, ο Βιντίνιτς απάντησε ότι το παράπτωμα άξιζε όντως την κόκκινη κάρτα. Πρόσθεσε: «Έχω μόνο μία μι κρή επιφύλαξη. Δεν ήταν το νούμερο 13 που κλότσησε το διαιτητή, αλλά το νούμερο 2, ο Ιλούνγκα Μουέπου». Ο Ντάιε είπε: «Μπορείς να καταλάβεις από τη συμπε ριφορά του διαιτητή ότι δεν μπορούν να μας ξεχωρίσουν τον έναν από τον άλλον. Ούτε που προσπαθούν άλλωστε. Έκλαψα πικρά όταν αποβλήθηκα από το παιχνίδι. Είπα στο διαιτητή ότι δεν το έκανα εγώ, και ο Μουέπου είπε κι εκείνος: “Εγώ το έκανα, όχι εκείνος”. Ό μ ω ς ο διαιτητής δεν ενδιαφέρθηκε. Ό λοι οι διαιτητές εδώ είναι εναντίον
της μαύρης φυλής, και όχι μόνο οι διαιτητές. Το νούμερο 4 της Σκοτίας, ο αρχηγός της ομάδας, μου φώναξε κάνα δυο φορές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού: “Αράπη, ε, εσύ, αράπη!». Με έφτυσε κιόλας, και έφτυσε και στο πρόσωπο του Μάνα. Το νούμερο 4 της Σκοτίας είναι ένα άγριο θηρίο». Το νούμερο 4 της Σκωτίας ήταν ο Μπίλι Μπρέμνερ. Οι δημοσιογράφοι ρώτησαν επίσης τον Βιντίνιτς να εξηγήσει γιατί είχε αντικαταστήσει τον τερματοφύλακά του Καζάντι όταν το Ζαΐρ ήταν ακόμη μόνο 3-0 με τη Γιου γκοσλαβία. Η αντικατάσταση αυτή είχε βοηθήσει στο να αρχίσει να διαδίδεται η φήμη ότι ο Βιντίνιτς ήταν πράκτο ρας της Γιουγκοσλαβίας, και οι φήμες αυτές ενισχύθηκαν όταν ο Βιντίνιτς αρνήθηκε να συζητήσει την απόφασή του στη συνέντευξη Τύπου μετά το παιχνίδι, λέγοντας μόνο ότι θα εξηγούσε τα πάντα την επομένη. Κράτησε την υπόσχε σή του: «Ο κος Λόκουα, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Αθλητισμού, είπε μετά το τρίτο γκολ της Γιουγκοσλαβίας: “Βγάλε έξω αυτόν τον τερματοφύλακα”. Το έκανα». «Αυτά ακριβώς είναι τα προβλήματά μου», αναστένα ξε ο Βιντίνιτς. «Όμως σας διαβεβαιώ: Δεν πρόκειται να επιτρέψω ποτέ ξανά στην κυβέρνηση να υπαγορεύσει αλ λαγές στην ομάδα μου. Ό ταν προπονούσα το Μαρόκο (είχε οδηγήσει τη χώρα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970), αρνήθηκα κι εκεί την ανάμειξη του Μαροκινού βασιλέα. Λίγο πριν από κάποιο ματς μού έδωσε ένα ση μείωμα με τη σύνθεση της ομάδας της προτίμησής του. Τότε είπα: “Σ’ αυτή την περίπτωση, φεύγω αμέσως”. “Εντάξει”, είπε εκείνος, “όμως, αν το Μαρόκο χάσει με τη δική σου σύνθεση, τότε θα συμβούν διάφορα πράγμα τα ”». Ο Βιντίνιτς σταμάτησε να μιλά. «Λοιπόν;» ρώτησαν οι συγκεντρωμένοι δημοσιογράφοι «Τι συνέβη;» «Α, νι κήσαμε φυσικά. Και επιπλέον, νικήσαμε το μεγάλο αντα γωνιστή μας την Αλγερία».
® @ @
185
186
© © ©
Ό λες αυτές οι συνεντεύξεις έγιναν έξω από το ξενοδο χείο των Ζαϊρινών. Ο Βιντίνιτς και οι παίκτες αρνοϋνταν να μιλήσουν στους δημοσιογράφους μέσα στο ξενοδο χείο, το οποίο ήταν γεμάτο στελέχη του Υπουργείου Αθλητισμού. Το Ζαΐρ είναι η μόνη αφρικανική ομάδα η οποία δι καίωσε το χαρακτηρισμό των ομάδων ως ομάδες «διαλο γής». Ή τα ν οπωσδήποτε ένα παράξενο τσούρμο ανθρώ πων, αλλά αναμφισβήτητα, επίσης, το αφρικανικό ποδό σφαιρο βελτιώθηκε μετά το 1974. Ο καθηγητής Πολ Νκούι μού εξήγησε στο Καμερούν: «Μπορούμε πλέον να βλέπουμε πώς παίζουν οι άνθρωποι. Από το ραδιόφωνο μπορούσες μόνο να αχούς πώς ένας παίκτης κατάφερε να ξεγλιστρήσει ανάμεσα από τέσσερις παίκτες. Ό λοι κάθο νται πλέον γύρω από την τηλεόραση στη γειτονιά μας. Ό τα ν οι μικροί μου γιοι βλέπουν τη Γαλλία να παίζει, ξέ ρουν πλέον τη διαφορά ανάμεσα στα μακρινά ψηλοκρε μαστά σουτ των Βρετανών, και στις κοντινές πάσες των Γάλλων και των Γερμανών, και τα μεταφέρουν όλα αυτά στο ποδόσφαιρο του Καμερούν. Οι Ζαϊρινοί δεν είχαν υπόψη τους αυτές τις διαφορές». Τ ο Ζαΐρ αποσύρθηκε από τους προκριματικούς του Παγκομίου Κυπέλλου του 1978, με τον υπουργό Αθλητι σμού να αναφέρει ως αιτία «κάποιες ελλείψεις» στην ομάδα και την «αντιπατριωτική συμπεριφορά» ορισμέ νων παικτών. Η Τυνησία προκρίθηκε το 1978, νίκησε 3-1 το Μεξικό και είχε την ατυχία να χάσει 1-0 από την Πο λωνία και να φέρει ισοπαλία 0-0 με τη Δυτική Γερμανία. Το 1982 το Καμερούν κληρώθηκε να παίξει με την Ιτα λία, την Πολωνία και το Περού, ενώ η Αλγερία νίκησε τη Δυτική Γερμανία και τη Χιλή και ηττήθηκε από την Αυ στρία. Και οι δύο αφρικανικές ομάδες δεν κατάφεραν να φτάσουν στο δεύτερο γύρο εξαιτίας οριακών διαφορών στον αριθμό των γκολ. Το 1986 η Αλγερία δεν τα πήγε
καλά, παίρνοντας μόνο ένα βαθμό από τρία παιχνίδια, αλλά το Μαρόκο υπερίσχυσε της αγγλικής ομάδας και πέρασε στο δεύτερο γύρο. Τ ο 1990 η Αίγυπτος έφερε ισοπαλία με την Ολλανδία και την Ιρλανδία πριν χάσει από την Αγγλία και, πιθανόν να θυμάται κανείς, από το Καμερούν. Είχαν νικήσει την Κολομβία και μετά έχασαν από την Αγγλία. Ή τα ν μια άσκοπη ήττα, όμως ο Ρότζερ Μιλά δήλωσε στο France Football ότι τον ευχαρίστησε: «θα σας πω κάτι: αν είχαμε κερδίσει την Αγγλία, η Αφρική θα είχε εκραγεί. Εκ-ραγεί. θ α μπορούσαν ακόμη να έχουν υπάρξει και θάνατοι. Ο καλός θ εό ς ξέρει τι κάνει. Εγώ Τον ευχαριστώ που μας σταμάτησε στα προημιτελικά. Αυτό μας έδωσε κάποια περιθώρια». Τα αφρικανικά αποτελέσματα στα Παγκόσμια Κύ πελλα παρουσιάζουν μια ενδιαφέρουσα συμφωνία. Από το 1978 μέχρι το 1990 αφρικανικά έθνη έπαιξαν σε 24 τελικά παιχνίδια του Παγκομίου Κυπέλλου στα οποία κέρδισαν 23 βαθμούς. (Δίνω δύο βαθμούς για κάθε νίκη και έναν για κάθε ισοπαλία.) Στη διάρκεια αυτής της πε ριόδου, η απόδοσή τους δε βελτιώθηκε. Αν μη τι άλλο, μειώθηκε ελαφρώς: το 1978 οι Αφρικανοί κέρδισαν τρεις βαθμούς από τρία παιχνίδια, το 1982 εφτά βαθμούς από έξι παιχνίδια, το 1986 πέντε βαθμούς από εφτά παιχνί δια, και το 1990 οχτώ βαθμούς από οχτώ παιχνίδια. Ας θυμηθούμε επίσης ότι, επειδή οι αφρικανικές ομάδες κα τατάσσονται στις ομάδες «διαλογής» των αρχικών κιόλας γύρων, δεν αντιμετωπίζουν ποτέ τις πραγματικές ομάδες «διαλογής», όπως το Ελ Σαλβαδόρ ή τη Νέα Ζηλανδία. Κάθε βαθμό που κερδίζουν οι Αφρικανοί τον κερδίζουν με αληθινό αγώνα και με το σπαθί τους. Με λίγα λόγια, σημαίνει ελάχιστα για τους διεθνείς πράκτορες στοιχη μάτων ότι το Καμερούν τους ξάφνιασε το 1990 φτάνοντας στους προημιτελικούς.
® ® ©
187
«Εξακολουθεί να επικρατεί μια ιδέα εδώ οτην Ευρώ πη, ότι οι Αφρικανοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα κα λύτερα από τους λευκούς», παραπονέθηκε ο Αλόι Άγκου, ο Νιγηριανός τερματοφύλακας, ο οποίος παίζει για την ομάδα της Λιέγης στο Βέλγιο. «Μην κοιτάτε το χρώμα, κοιτάξτε μόνο τι είμαστε ικανοί να κάνουμε: Μαύροι, άσπροι, κίτρινοι: είμαστε όλοι ίδιοι. Ωστόσο, αν είσαι μαύρος, είσαι καλοντυμένος, οδηγείς ένα ωραίο αυτοκί νητο, θέλουν να ελέγξουν τα χαρτιά σου». Για πολύ καιρό λέγαμε ότι οι Αφρικανοί δεν μπορούν να παίξουν ποδόσφαιρο. Μετά το 1990 επινοήσαμε μια κάποια εξήγηση. Οι Αφρικανοί μπορούν να παίξουν, εί παμε, επειδή είναι γεννημένοι έτσι. Είναι «φυσικοί» παί κτες. Δεν έχουν την παραμικρή ιδέα του τι κάνουν. «Αν καταφέρουν να οργανωθούν εκτός αγωνιστικού χώρου, η φυσική τους ικανότητα, η αθλητικότητα, η ευκινησία και ο τρόπος με τον οποίο παίζουν θα είναι πάρα πολύ για εμάς», είπε ο Γκρέιαμ Τέιλορ στην εφημερίδα Indepen dent on Sunday το 1992. Ακόμη και ορισμένοι Αφρικανοί το πιστεύουν αυτό: ο Αλόι Άγκου υποστηρίζει ότι οι Αφρικανοί παίκτες «έχουν μια φυσική ευκινησία». Αδυ νατεί να καταλάβει ότι αν ο Ρότζερ Μιλά, ο Λαχντάρ Μπελούμι, και ο Πίτερ Ντλόβου είναι «φυσικοί» αθλη τές, ισχύει το ίδιο και για τον Τρέβορ Στίβεν, τον Λες Φέρντιναντ και τον Νάιτζελ Γουίντερμπερν. Οι Αφρικα νοί έπαιζαν πολύ ποδόσφαιρο σαν παιδιά, και το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας παίκτες. Πιστεύουμε επίσης ότι οι Αφρικανοί δεν έχουν ιδέα από τακτική. «Βγαίνουν στο γήπεδο για να ευχαριστή σουν τον εαυτό τους», λένε οι σχολιαστές μας. θ υμ ό μ α στε όμως πόσο αμυντικά έπαιξε το Καμερούν στο «Γκρουπ του θανάτου» το 1982, και εναντίον της Αργε ντινής και της Ρουμανίας το 1990; Ό τα ν τρεις Καμερούνιοι έπεσαν πάνω στον Αργεντινό επιθετικό Κλαούντιο
Κανίγια, και ο Μπέντζαμιν Μάσινγκ αποβλήθηκε από το παιχνίδι, οι εφημερίδες περιέγραψαν τα φάουλ ως «ηλί θια» ή τα απέδωσαν σε υπερβολικό ενθουσιασμό. Ό ταν τρεις Ουρουγουανοί ξαπλώνουν κάτω τον επιθετικό του αντιπάλου, που είναι έτοιμος να βάλει γκολ, τότε τους αποκαλουμε «κυνικούς». Οι Αφρικανοί δεν προπονούνται και δεν έχουν τακτι κή παιχνιδιού. Αντίθετα, διαθέτουν τη μαγεία. Ευρωπαί οι δημοσιογράφοι ρωτούν πάντοτε Αφρικανούς παίκτες γύρω από θέματα μαγείας. («Εγώ είμαι ο μάγος-γιατρός εδώ πέρα», απάντησε ο Βιντίνιτς. «Τους αγγίζω το ένα τους πόδι και λέω “Με το πόδι αυτό θα βάλεις το γκολ”».) Οπωσδήποτε, η πίστη στη μαγεία είναι αρκετά ισχυ ρή για το φερέφωνο της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Μποτσουάνα, το Botswana Sports Magazine, ώστε να μπορεί να προειδοποιεί σοβαρότατα τους αναγνώστες του ότι «Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι τα ματς μπο ρούν να κερδηθούν χρησιμοποιώντας απλώς και μόνο muti». Σχεδόν όλες οι ομάδες στην Αφρική χρησιμοποι ούν το «μαγικό» ξόρκι muti ή Juju (αν και η Ζαϊρινή Π ο δοσφαιρική Ομοσπονδία το απαγόρευσε κάποτε). To muti εμφανίζεται με διάφορες μορφές, συχνά ιϊολύ εντυπωσιακές. Ο μάγος-γιατρός μιας ομάδας «κόβει» παίκτες με το μαχαίρι του, παίκτες κατουράνε πάνω στην μπάλα, σφάζονται ζώα και μαγικά ποτά ραντίζονται πά νω στις μπλούζες ή στα παπούτσια των παικτών ή στις πόρτες των αποδυτηρίων. Αν ένα εξτρέμ έχει ανάγκη να μπορεί να τρέχει ταχύτερα, ο μάγος-γιατρός μπορεί να θυσιάσει μια μύγα. Στη Ζάμπια, όταν η Προφάντ Γουόριορς είχε σημειώσει μια περίοδο συνεχώς νίκες στην έδρα της, οι επισκέπτριες ομάδες σταμάτησαν να χρησι μοποιούν τα αποδυτήρια και άλλαζαν μέσα στα πουλμανάκια τους. Για να αποφύγουν να χρησιμοποιήσουν την κύρια είσοδο, προτιμούσαν να βγουν στον αγωνιστικό
190
© © ©
χώρο πηδώντας πάνω από την περίφραξη, και η Προφάντ άρχισε ξαφνικά να χάνει μέσα στην έδρα της. Στην ευημερούσα Νότια Αφρική οι ομάδες στέλνουν αεροπο ρικά μάγους-γιατρούς στα διάφορα παιχνίδια, και σε πολλές χώρες αυτοί κερδίζουν περισσότερα και από τους ίδιους τους παίκτες. Ό μω ς, παρόλο που πολλοί παίκτες πιστεύουν στις διάφορες μαγικές ιεροτελεστίες, πολλοί άλλοι δεν πι στεύουν καθόλου. Επίσης, δε χρειάζεται καν να ειπωθεί ότι η αξία που οι παίκτες αποδίδουν στο muti εξαρτάται κάθε φορά από τη διάθεσή τους. Ο Μαρκ Γουίλιαμς, ένας τρομερός σκόρερ στη Νότια Αφρική, μου είπε ότι δεν είχε καμία εκτίμηση για το muli του κόουτς όσο έπαι ζε με τη Μαμελόντι Σαντάουνς. «Ίσως είναι ψυχολογι κό», είπε ο Γουίλιαμς, «ότι αν δε σου αρέσει κάποιος δεν τρως από το φ αΐ του, επειδή στην Κόσμος είχαμε έναν άνθρωπο-mu^ και όλοι τον αποδέχονταν και καθένας έκανε τη δουλειά του, αλλά στην Τσαμπαλάλα μισούσα όλη αυτή την ιστορία. Τα παπούτσια μας έπρεπε πάντο τε να ραντιστούν με μαγικά βότανα και καμιά φορά τα έπαιρνα μαζί μου, γιατί ένιωθα ευτυχής φορώντας τα πάντοτε έβαζα γκολ φορώντας αυτά τα παπούτσια, πά ντοτε. Και πάνω που προσπαθούσες εσύ να τα φορέσεις, εκείνος στεκόταν ξαφνικά από πάνω και σε κοίταζε κι εσύ έλεγες από μέσα σου “Οχ, όχι!”» Για τους περισσότερους Αφρικανούς παίκτες η μα γεία είναι κάτι περισσότερο από τη δική τους μορφή πρόληψης. Κανείς στην Αφρική δεν ξεκίνησε ποτέ να μου μιλήσει για μαγεία, αν και, όταν ρωτούσα, πάντοτε έπαιρνα απαντήσεις. Αν ρωτήσεις Ιταλούς παίκτες αν έχουν μαζί τους κομποσκοίνια, αρκετοί θα σου απαντή σουν ναι, αλλά δε σημαίνει ότι αυτό αποτελεί και τη μόνη τους ελπίδα να κερδίσουν το παιχνίδι. Η μαγεία και τα ξόρκια μετρούν πολύ λιγότερο απ' όσο νομίζουμε. Ο
προπονητής της Νότιας Αφρικής, ο Περουβιανός Αουγκουστο Παλάθιος, μου είπε ότι, ως ευσεβής καθολικός, αρνήθηκε να επιτρέψει τελετουργικά muti. «Κάθε παί κτης μπορεί να κάνει muti στο σπίτι του αν το θέλει», εί πε, «αλλά όχι εδώ στο γήπεδο. Προσπαθώ να εξηγήσω στους παίκτες μου ότι σέβομαι την κουλτούρα τους, αλλά ότι το muti είναι καθαρή πρόληψη και ότι είναι μόνο ψυ χολογικό». θ α απαγόρευε σε κάποιον παίκτη να χρησι μοποιεί muti; «Είναι κομμάτι της παράδοσής τους. Αν κά ποιος παίκτης δεν έχει τα λεφτά να αγοράσει τα υλικά που του χρειάζονται για το muti του, εμείς θα του τα πλη ρώσουμε, αλλά δεν πρόκειται να υπάρξουν τελετουργίες μαζί με την ομάδα». Μαγεία με όλα τα έξοδα πληρωμέ να. Είχε ζητήσει ποτέ κανένας παίκτης κάποια τελετή muti·, «Ποτέ». Εξετάζοντας εξονυχιστικά κάθε ομάδα της Μαύρης Αφρικής για το Παγκόσμιο Κύπελλο για θέματα μαγείας τη στιγμή κιόλας που αποβιβάζονται από το αε ροπλάνο τους, αφήνουμε να εννοηθεί ότι οι παίκτες τους πρώτα πιστεύουν στη μαγεία και μετά είναι διεθνείς πο δοσφαιριστές. «Μισούμε όταν μας ρωτούν αν καίμε ζω ντανά κοτόπουλα πριν από κάθε παιχνίδι», είπε ο Φρανσουά Ομάμ-Μ πιγίκ από το Καμερούν κατά τη διάρκεια του Παγκομίου Κυπέλλου του 1990. Ο Ο μάμ προφανώς δε θα ενοχλούνταν αν αυτή ήταν η δέκατη κατά σειρά ερώτηση που του έκαναν, όμως κάθε φορά είναι η πρώ τη. (Η δεύτερη είναι «Έπαιζες ποδόσφαιρο ξυπόλυτος όταν ήσουν παιδί;».) Φυσικά, δε χρειάζεται να είσαι Αφρικανός για να πι στεύεις στη μαγεία. Οι Ολλανδοί Ρουντ Γκούλιτ και Μάρκο βαν Μπάστεν έχουν το δικό τους θεραπευτή-ψυχολόγο, τον Τεντ Τρουστ, ο οποίος τους ρίχνει γροθιές, τους διατάζει να νιώθουν ανάλαφροι σαν πούπουλα και τους χουφτιάζει τα παπάρια τους. Νιώθουν πολύ καλύτε ρα μετά. Ο Γκούλιτ και ο Βαν Μπάστεν είναι δύο από
® @ ®
191
192
© © ©
τους παίκτες για τους οποίους έχει χυθεί το περισσότερο μελάνι στο διεθνή Τύπο, όμως οι ξένοι δημοσιογράφοι σπανίως αναφέρουν την ύπαρξη του Τρουστ. Ο Μπράιαν Ρόμπσον, ο οποίος είχε τραυματιστεί ξανά στο Παγκό σμιο Κύπελλο του 1990, έφερε αεροπορικώς τη «μέσω πίστης» θεραπεύτρια Ό λγκα Στρινγκφέλοου για να τον θεραπεύσει. (Απέτυχε.) Ο Τέρι Πέιν, ο πρώην παίκτης της εθνικής Αγγλίας, μανατζάριζε πλέον την ομάδα του Πανεπιστημίου Γουίτς στη Νότια Αφρική, και, όταν τον ρώτησα σχετικά με το muti, άρχισε να μου μιλά για το αγ γλικό muti: ορισμένοι παίκτες κάνουν πάντοτε ένα ζεστό μπάνιο ακριβώς πριν α π’ το παιχνίδι, μερικοί βάζουν πά ντοτε πρώτα το δεξί παπούτσι και μετά το αριστερό, και άλλοι επιμένουν να βγουν μέσα από το τούνελ όγδοοι στη σειρά. Έχοντας παίξει σε 825 παιχνίδια πρωταθλήματος στην Αγγλία, είχε αποκτήσει ένα αίσθημα σεβασμού για την αφρικανική μαγεία. Μου είπε μια ιστορία σχετικά με την ομάδα του τη στιγμή που έφτασαν σ’ ένα γήπεδο στο Ντέρμπαν: ο Πέιν ξεκλείδωνε την πόρτα των αποδυτη ρίων όταν οι παίκτες του τον παρακάλεσαν να μην το κά νει. «Κοίτα!» του έδειξαν. «Υπάρχει ένα muti πάνω στην πόρτα!» Ο Πέιν την άνοιξε παραβλέποντάς το. «Εκείνη τη μέρα χάσαμε 1-0 μετά από 17 συνεχή νικηφόρα παι χνίδια», αναθυμήθηκε με βαθιά θλίψη. Ο Γκάρι Μπέιλι, πρώην τερματοφύλακας της Αγγλίας, έμαθε για το muti όταν βρισκόταν ακόμη στη Νότια Αφρι κή. Για να υποστηρίξουν το αδύνατο δεξί του γόνατο, είπε, «έδεναν κάτι πράγματα γύρω του που του έδιναν δύναμη» και κρεμούσαν ένα «τρίτο μπαλάκι» μέσα στο σορτς του. Μετά μεταγράφηκε στην Αγγλία, και στα πρώτα τρία τελι κά παιχνίδια στο Γουέμπλεϊ με τη Γιουνάιτεντ έβαλε κιόλας εφτά γκολ. Για τον επαναληπτικό αγώνα του τελικού του Κυπέλλου 1983, παίζοντας εναντίον της Μπράιτον, άκουσε τη συμβουλή ενός Νοτιοαφρικανού μάγου-για-
τρού, έδεσ ε μια κοκκινόασπρη κορδέλα στο τέρμα του και στερέωσε μια κλειδαριά μ ’ ένα κλειδί πάνω στα δίχτυα της εστίας. Στη διακοπή του ημιχρόνου μετακίνησε την κλει δαριά στην άλλη εστία. Η Γιουνάιτεντ νίκησε με 4-0. Φυ σικά, χρησιμοποίησε και πάλι το mult στα επόμενα δύο τε λικά παιχνίδια του στο Γουέμπλεϊ. Η Γιουνάιτεντ νίκησε τη Λίβερπουλ 2-0 στο παιχνίδι για το Charity Shield του 1983, και 1-0 την Έβερτον στον τελικό του Κυπέλλου του 1985. Εάν ο προπονητής είναι δημοφιλής, οι μαγικές τελε τουργίες μπορούν να βοηθήσουν στην ενότητα της ομά δας. Αν ολόκληρη η ομάδα προετοιμάζεται για κάποιο παιχνίδι, κάνοντας όλοι οι παίκτες της μπάνιο με βοδινό αίμα, αυτό τους βοηθάει να επικεντρώσουν το μυαλό τους - από τη στιγμή που και οι σκεπτικιστές της παρέας πλένονται και αυτοί με βοδινό αίμα. Ως προπονητής της Κάιζερ Τσιφς, ο Παλάθιος είχε επιβάλει σ’ έναν ακόμη πιστό χριστιανό να συμμετέχει σ’ αυτά τα τελετουργικά. Ως προπονητής της Λέτσε στην Ιταλία, ο Ζμπίγκνιεφ Μπόνιεκ υποχρέωνε την ομάδα του να παρακολουθεί τη θεία λειτουργία πριν από κάθε ματς, και όταν ο Πιέτρο Πάολο Βίρντις αρνήθηκε, ο Μπόνιεκ εξερράγη. Η Τζούλια Μπέφον της νοτιοαφρικάνικης εφημερίδας Weekly M ail αφήνει ακόμη να εννοηθεί ότι οι αφρικανικές τελε τουργίες muii, αν πλασαριστούν έξυπνα, θα μπορούσαν να αποσυντονίσουν Ευρωπαίους αντιπάλους, όπως ακρι βώς ο χορός haka της νεοζηλανδέζικης All Black το πετυ χαίνει στο ράγκμπι. Γχαμηορόνι (ή ·Γκαμης·), Μποτσουάνα. Μεταξύ των προ κριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο, το παιχνίδι Μ ποτσουάνα-Νίγηρα στερούνταν ιδιαίτερης αίγλης. Ωστόσο, μαζί με τον Ολλανδό φωτογράφο Γουίλεμ στριμώχτηκα μέσα σ’ ένα πουλμανάκι, ένα τύπο οχήματος το
@ ® ®
193
194
© © ©
οποίο φιγουράρει μονίμως οε θανατηφόρα δυστυχήματα στη Νότια Αφρική, για να κάνω την πεντάωρη διαδρομή βόρεια από το Γιοχάνεσμπουργκ μέχρι την Γκαμπορόνι, πρωτεύουσα της Μποτσουάνα. Τέως βρετανική αποικία, με μόλις 1,3 εκατομμύρια κατοίκους και το 26% της παγκόσμιας παραγωγής διαμαντιών, θεωρείται συνήθως ως μία από τις σταθερότε ρες δημοκρατίες της Αφρικής. Εντούτοις η εθνική ομάδα της Μποτσουάνα, η Ζέμπρας, είναι κατά πάσα πιθανότη τα η χειρότερη της Αφρικής, και μόλις είχε χάσει το μέ χρι τότε πρώτο παιχνίδι που είχε παίξει ποτέ για το Π α γκόσμιο Κύπελλο εναντίον της Ακτής του Ελεφαντοστού με 6-0. Ο F.S. Chalwe έγραψε στο Botswana Sports Magazine ότι, σύμφωνα με ό,τι του υπαγόρευε η μέχρι τό τε εμπειρία του, «θα έλεγα ότι έχουμε οχτώ με δέκα χρό νια ακόμη πριν μπορέσουμε να συγκαταλεγούμε ανάμε σα στις καλύτερες ομάδες της Αφρικής». Οι Νιγηριανοί είναι καλύτεροι στο ποδόσφαιρο από τους Μποτσουάνους, όμως είναι φτωχότεροι και ζουν σε μια ακόμη με γαλύτερη έρημο. Το μικρό Εθνικό Στάδιο της Γκαμπορόνι βρίσκεται μεταξύ μιας λέσχης τένις και ενός τζαμιού. Οι εξέδρες του είναι όμορφες, βαμμένες με ανοιχτό μπλε και λευκό χρώμα, όμως τους λείπει η στέγη. Ό χ ι για προφύλαξη από τη βροχή - δυστυχώς, δε βρέχει ποτέ στην Μποτσου ά ν α -, αλλά επειδή το να παρακολουθείς ένα ματς κάτω από την κάψα των 35 βαθμών Κελσίου είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό. Ορισμένοι φίλαθλοι είχαν φέρει μαζί τους ομπρέλες για να προφυλαχτούν από τον ήλιο. Κάθισα στο μόνο στεγασμένο θεωρείο, το οποίο θεωρούνταν τό σο ελκυστικό, ώστε ακόμη και ο χώρος για τα πόδια ανά μεσα στα καθίσματα ήταν κι αυτός κατειλημμένος. Η ζωή στο γήπεδο ήταν περισσότερο άνετη. Βλέπαμε διάφορους παράγοντες να πηγαινοέρχονται μέσα στον
αγωνιστικό χώρο, με εντυπωσιακότερο όλων τον τερα στίων διαστάσεων Άσφορντ Μαμελόντι, Γενικό Γραμμα τέα της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Μποτσουάνα, ενώ οι παίκτες του Νίγηρα έκαναν προθέρμανση μαζί με τον Γουίλεμ. Σηκωθήκαμε πάνω για τους δύο εθνικούς ύμνους. Μετά ξανακαθίσαμε, αλλά ο Ισμαήλ Μπαμτζί, Πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Μπο τσουάνα, μας έκανε νόημα να ξανασηκωθούμε όρθιοι. Φάνηκε ότι ο πρώτος ύμνος δεν ήταν αυτός του Νίγηρα. Οι φίλαθλοι παρέμειναν καθισμένοι, και κανένας νέος ύμνος δεν παίχτηκε από την μπάντα, οπότε οι παίκτες του Νίγηρα τραγούδησαν τον ύμνο τους χωρίς μουσικό ακομπανιαμέντο, με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στις καρδιές τους. Η έναρξη του αγώνα ήταν προγραμματισμένη για τις τρεις και μισή, κι αυτό όχι τυχαία. To Botswana Sports Magazine ήταν ειλικρινές: «Δεν είναι μόνο η σκληρή προ πόνηση που φέρνει τις νίκες στα διεθνή παιχνίδια... θ α πρέπει επίσης να υπάρχει κάτι προσχεδιασμένο για την επισκέπτρια ομάδα το οποίο θα τη δυσκολέψει να νική σει». Το περιοδικό πρότεινε η Μποτσουάνα να εκμεταλ λευτεί το ζεστό καιρό, προγραμματίζοντας τα παιχνίδια για νωρίς το απόγευμα. Ό π ω ς εξελίχθηκαν τα πράγμα τα, το «εναρκτήριο λάκτισμα» δόθηκε στις τέσσερις π α ρά πέντε, και, δεδομένου ότι ο Νίγηρας βρίσκεται και αυτός στη Σαχάρα, το κόλπο θα είχε πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Ό μ ω ς η ζέστη στα σίγουρα επηρέασε τον Γουίλεμ. Το παιχνίδι ήταν φτωχό. Το έδαφος στον αγωνιστικό χώρος ήταν σκληρό σαν πέτρα, και, παρόλο το σουλατσάρισμα του Μαμελόντι, απελπιστικά ανώμαλο, έτσι ώστε η μπάλα αναπηδούσε σαν απρόβλεπτος φασουλής. Και οι δύο ομάδες έμοιαζαν να έχουν αποφασίσει να παίξουν χω ρίς καμία απολύτως τακτική, όμως οι παίκτες ήταν εκπλη-
® ® ©
195
196
© © ©
κτικά αθλητικοί: οι ιπτάμενες μπαλιές ήταν αμέτρητες. Χωρίς καμιά περαιτέρω μαρτυρία, θα μπορούσα να συμπεράνω από το παιχνίδι που έβλεπα ότι οι Βρετανοί εί χαν αποικίσει την Μποτσουάνα και οι Γάλλοι το Νίγηρα, γιατί η Μποτσουάνα έπαιζε σαν αγγλική ομάδα τρίτης κα τηγορίας, ενώ οι παίκτες του Νίγηρα έδειχναν να αντιπα θούν κάθε φυσική επαφή. Το αφρικανικό ποδόσφαιρο έχει και αυτό τη δική του διαχωριστική Μάγχη. Αντίθετα με τη μέχρι τότε ροή του παιχνιδιού, ο Ν ίγηρας σκοράρισε ακριβώς πριν α π’ το σφύριγμα για τη λήξη του αγώνα για να νικήσει με 1-0. «Ο Ν ίγηρας δεν αξίζει τη νίκη», διαμαρτυρήθηκε ο προπονητής της Μποτσουάνα Φρέντι Μουίλα από τη Ζάμπια. Τ ι θα γίνει στο επόμενο παιχνίδι εναντίον της Ακτής του Ελεφαντοστού; «Εκείνοι είναι Αφρικανοί τσάμπιονς, εμείς είμαστε κομμάτι της Αφρικής». Στα αποδυτήρια των παικτών του Νίγηρα συνάντησα έναν άντρα με κελεμπία και ένα ψηλό δυτικοαφρικανικό καπέλο, ο οποίος ρολάριζε μια μπάλα ποδοσφαίρου κά τω από τα παπούτσια του. «Είστε ο προπονητής του Νί γηρα;» ρώτησα. «Όχι», απάντησε, «είμαι ο υπουργός Αθλητισμού». Εντυπωσιάστηκα. Στην Αφρική ο υπουργός Αθλητισμού είναι τόσο πρωτοκλασάτο κυβερνητικό στέ λεχος, όσο και ο υπουργός Εσωτερικών. Παρατήρησα ότι το παιχνίδι ήταν μία σύγκρουση ανάμεσα στο βρετα νικό και το γαλλικό στιλ ποδοσφαίρου. «Το γαλλόφωνο στιλ», διόρθωσε ο υπουργός, εννοώντας το στιλ των γαλ λόφωνων αφρικανικών κρατών. Τον ρώτησα κατά πόσον είχε επιλέξει εκείνος τη σύνθεση της ομάδας. «Αποτελεί μέρος της δουλειάς μου», είπε. Είναι δύσκολο να αγοράσεις ένα ζευγάρι παπούτσια ποδοσφαίρου στην Γκαμπορόνι που να μην το έχει που λήσει ο Ισμαήλ Μπαμτζί. Την επομένη του ματς Μποτσουάνα-Νίγηρα του πήρα μια συνέντευξη σ’ ένα από τα καταστήματά του αθλητικών ειδών.
Ινδός, που έφυγε από τη Νότια Αφρική για την Μπο τσουάνα για να γλιτώσει από το απαρτχάιντ, ο Μπαμτζί είναι ένας από τους ανθρώπους που διοικούν τον αφ ρι κανικό αθλητισμό. Είναι, ανάμεσα σε πολλά άλλα πράγ ματα, εκτελεστικό μέλος της Συνομοσπονδίας Αφρικανι κού Ποδοσφαίρου, της CAF. «Φοράω τόσο πολλά καπέλα μαζί, βρίσκομαι συνεχώς μακριά, δεν είμαι ποτέ εδώ», αναστέναξε, δίνοντάς μου την κάρτα του ως μέλους της Ολυμπιακής Επιτροπής της Μποτσουάνα. «Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ξέρω ούτε τις τιμές μέσα στο δικό μου κατάστημα». Μου είπε ότι η CAF προσπαθεί να ασκήσει πίεση στη ΦΙΦΑ («πάντοτε το κάνουμε αυτό») για να πετύχει περισ σότερες θέσεις για τις αφρικανικές ομάδες στο Παγκό σμιο Κύπελλο. Εκείνη την εποχή η αφρικανική ήπειρος είχε μόνο τρεις από τις 24 θέσεις στο Παγκόσμιο Κύπελ λο. (Έ νας εθελοντής μιας αμερικανικής ειρηνευτικής αποστολής στο Νίγηρα μου παραπονέθηκε ότι, όσο διά στημα βρισκόταν στην Αφρική, του έθεταν συνεχώς αυτό το ζήτημα.) Οι Αφρικανοί θεωρούν ότι ο Νίγηρας ή η Γκάνα θα μπορούσαν να έχουν παίξει με την Κόστα Ρίκα το 1990, όσο καλά έπαιξε η Σκοτία ή η Σουηδία. Κατά την άποψή τους, η Λύση τούς αφήνει έξω από το Παγκό σμιο Κύπελλο, όπως ακριβώς και από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών - όμως το Παγκόσμιο Κύπελλο τους ενδιαφέρει περισσότερο. Ζήτησα από τον Μπαμτζί να μου περιγράφει με λίγα λόγια πώς έχει η κατάσταση. «Το επιχείρημα της ΦΙΦΑ είναι αιωνίως τα στάνταρ, και τώρα πια είμαστε τόσο κα λοί όσο και οι Ευρωπαίοι. Η ΦΙΦΑ λέει: “Ναι, αλλά οι αφρικανικές ομάδες δεν έχουν καταφέρει ποτέ να ξεπεράσουν τους προημιτελικούς". Αλλά προφανώς δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουν τόσο πολύ με μόνο δύο ομάδες ανάμεσα στις 24. Οι Ευρωπαίοι είχαν 14 ομάδες, και
® ® ®
197
198
© © ©
έτσι είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να το κερδί σουν. Αυτά εδώ τα παπούτσια κοστίζουν 75 πούλα, κύριε». Πάρε τα τουρνουά ελπίδων της ΦΙΦΑ, είπε ο Μπαμτζί. Οι Αφρικανοί έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να προκριθούν σ’ αυτά, και τόσο η Γκάνα όσο και ο Νίγη ρας έχουν πάρει Παγκόσμια Κύπελλα Νέων. Ωστόσο πα ρέμενε απαισιόδοξος για τον «πραγματικό» τίτλο. Ό ταν έρχεται η ώρα της ψηφοφορίας, είπε, «οι λευκές χώρες συσπειρώνονται για να σταματήσουν τις μαύρες χώρες». Στη διοίκηση της ΦΙΦΑ «η ψήφος πάει απλώς μαύρη εναντίον λευκής». Έ τσι, ήταν «πολύ, πολύ αναστατωμέ νος, αλλά όχι έκπληκτος» όταν η ΦΙΦΑ έδωσε τη διοργά νωση του Παγκομίου Κυπέλλου του 1998 στη Γαλλία αντί για το Μαρόκο. Γιατί πίστευε ότι οι Ευρωπαίοι ήταν τόσο αντιδραστικοί; Είπε ότι, παρόλο που καταλάβαινε ότι πε ρισσότερες θέσεις για την Αφρική θα ήταν εις βάρος της Ευρώπης, είχε επίσης την αίσθηση ότι ο ρατσισμός έπαι ζε κι αυτός ρόλο. «Ο ρατσισμός είναι μια πολύ αόριστη λέξη, όμως παίρνει πολύ συγκεκριμένες μορφές, και σ’ αυτή την υπόθεση μπορώ να αναφέρω κιόλας δύο. Πρώτον, οι Ευ ρωπαίοι είναι συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουν τους Αφρικανούς σαν ζήτουλες που δεν έχουν τίποτα να προ σφέρουν. Το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι δικό μας, και αφήνουμε άλλους να μπουν σ’ αυτό μόνο αν εμείς το επι θυμούμε. Εμείς είμαστε το σύμπαν. Η δεύτερη μορφή ρατσισμού εκφράστηκε καλύτερα από τον Μπράιαν Κλαφ: «Αν τα αφρικανικά κράτη πετύχουν αυτό που θέ λουν, και μόνο μία βρετανική ομάδα συμμετέχει στα τουρνουά του μέλλοντος, νομίζω ότι θα ψηφίσω Συντη ρητικούς. Για σκεφτείτε τώρα, μια χούφτα από αυτούς τους τύπους που πετάνε δόρατα να θέλει να υπαγορεύσει το δικό μας ρόλο στο ποδόσφαιρο. Αυτοί εκεί κάτω τρώ νε ακόμη ο ένας τον άλλον...». Ο μέγας γερο-Κλαφ απλώς
απηχούσε τα λόγια εκείνου του αθλητικού δημοσιογρά φου, ο οποίος κάποτε εξήγησε στους Παπούα Νέας Γουι νέας ότι οι Βρετανοί δικαιούνταν να έχουν τέσσερις εθνι κές ομάδες επειδή εκείνοι έπαιζαν ποδόσφαιρο όταν οι Παπούα Νέας Γουινέας κυκλοφορούσαν ακόμη τσίτσιδοι και μπογιαντισμένοι λουλακί. Πολλοί λιγότερο καλλιερ γημένοι άνθρωποι από αυτούς αποτελούν μέλη επιτρο πών της ΦΙΦΑ. Τ ο πρώτο μάθημα της αφρικανικής ιστορίας του Π α γκοσμίου Κυπέλλου είναι ότι οι Αφρικανοί έχουν πάει πολύ καλύτερα από όσο συνειδητοποιούμε. Το δεύτερο είναι ότι μόνο οι πλούσιες, πολιτικά σταθερές, αφρικανι κές χώρες έχουν πάει καλά. Τα εφτά αφρικανικά κράτη που έφτασαν μέχρι το Παγκόσμιο Κύπελλο από το 1970 και μετά είναι Μαρόκο, Ζαΐρ, Τυνησία, Αλγερία, Αίγυ πτος, Καμερούν και Νιγηρία. Από αυτά, εξεταζόμενα με αφρικανικά στάνταρ, μόνο το Ζαΐρ - η μόνη αποτυχία του Παγκοσμίου Κυπέλλου - είναι φτωχή χώρα. Η κατα νομή του πλούτου στην Αφρική συμβαδίζει στενά με την κατανομή της επιτυχίας στο ποδόσφαιρο. Τα τέσσερα έθνη που ίδρυσαν την CAF το 1957 ήταν η Αιθιοπία, το Σουδάν, η Αίγυπτος και η Νότια Αφρική. Από αυτά τα τέσσερα, το μόνο που πέτυχε στον τομέα του ποδοσφαίρου μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν εί ναι η Αίγυπτος. Η Νότια Αφρική αποκλείστηκε από το διεθνή στίβο επισήμως, και η Αιθιοπία και το Σουδάν ανεπισήμως από την πείνα και τον πόλεμο. Η Αιθιοπία ήταν μία από τις 27 μόνο αφρικανικές χώ ρες που μπήκαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 και μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές για την πρόκριση. Το πρώτο παιχνίδι της ομάδας ήταν εκτός έδρας με το Μαρόκο. Οι Αιθίοπες πέταξαν μέσω Ρώμης, όπου οι πέντε καλύτεροι παίκτες της ομάδας ζήτησαν
@
® ®
199
200
© © ©
αμέσως πολιτικό άσυλο. Το γεγονός αυτό άφησε μια ομάδα οχτώ παικτών για να παίξει στο ματς. Ο αναπλη ρωματικός τερματοφύλακας, ο βοηθός προπονητής και ένας φίλος συμπλήρωσαν την εντεκάδα, και η Αιθιοπία ξεκίνησε το παιχνίδι με το σωστό αριθμό παικτών. Ωστό σο, μέχρι να τελειώσει το πρώτο ημίχρονο, δυο από τους «έξωθεν» κυνηγούς είχαν πέσει κάτω από την εξάντληση, και το Μαρόκο προηγείτο με 5-0. Στην αρχή σχεδόν του δευτέρου ημιχρόνου, τρεις ακόμη Αιθίοπες τα παράτη σαν, και με έξι μόνο παίκτες της επισκέπτριας ομάδας να στέκονται ακόμη στα πόδια τους, ο διαιτητής διέκοψε το παιχνίδι. Η Αιθιοπία δεν προκρίθηκε για το Παγκό σμιο Κύπελλο. Ό μ ω ς το έθνος που υπέφερε περισσότερο εξαιτίας της έλλειψης οικονομικών πόρων ήταν η Ζάμπια. Τα μέ λη της εθνικής ομάδας της Ζάμπια σκοτώθηκαν όταν το αεροπλάνο τους συνετρίβη πέφτοντας σιον Ατλαντικό, έξω από τις ακτές της Γκαμπόν στις 28 Απριλίου του 1993. Η ομάδα ήταν καθ’ οδόν για ένα προκριματικό παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου εναντίον της Σενεγά λης. Αποδείχτηκε ότι το αεροπλάνο που επρόκειτο να τους μεταφέρει μια διαδρομή 3.000 μιλίων από τη Λουσάκα στο Ντακάρ ήταν ένα στρατιωτικό αεροσκάφος ικανό για σύντομης διάρκειας πτήσεις: η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ζάμπια δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τα εισιτήρια της τακτικής αερογραμμής. Η είδηση αυτή εξαγρίωσε κυριολεκτικά το λαό της Ζάμπια, ιδιαίτερα μάλιστα, καθώς υπουργοί και ερευνητές είχαν πετάξει για να παραλάβουν τα πτώματα με ένα προεδρικό DC-8. «Δεν πρόκειται να συγχωρήσω ποτέ την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ζάμπια γι’ αυτό που συνέβη», είπε ο Αλμπερτ Μπουάλια, ο οποίος είχε μείνει έξω από την ομάδα για κάποια οικονομική διαφωνία. Το χρήμα δεν αποτέλεσε τη μόνη αιτία θανάτου. Ο
Μ πέρκχαρντ Ζίζε, ένας Γερμανός ο οποίος είχε μανατζά ρει την Γκάνα, εξήγησε: «Για τα στελέχη και τους παί κτες είναι πιο συμφέρον να ταξιδεύουν με στρατιωτικό αεροπλάνο. Έτσι, δεν είναι υποχρεωμένοι να περάσουν από τελωνεία, και όλοι τους μπορούν να αγοράσουν απε ριόριστες ποσότητες και σε φτηνές τιμές σαπούνια πολυ τελείας, αρώματα, τζιν και ουίσκι και να τα πουλήσουν με κέρδος στην Γκάνα». Συγκρινόμενες με τις αφρικανικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, οι ευρωπαϊκές δείχνουν οργανωμένες. Η Σενεγάλη είναι ένα πλούσιο έθνος και καλή στο ποδό σφαιρο, όμως η ποδοσφαιρική του ομοσπονδία ξέχασε εντελώς να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο Παγκόσμιο Κύπελο του 1990. (Ο κόσμος ανασηκώνει τους ώμους και λέει απλώς *C’ est Γ Afrique».) Ή ας πάρουμε για παρά δειγμα τη Νιγηρία, ακόμη μια πλούσια χώρα, με πάνω από 100 εκατομμύρια κατοίκους, όπου κάθε λίγο και λι γάκι η κυβέρνηση απολύει όλα τα στελέχη της ποδοσφαι ρικής της ομοσπονδίας. Αυτό είχε συμβεί για τελευταία φορά πριν από κάνα δυο χρόνια, όταν ο Νιγηριανός υπεύθυνος για τον εξοπλισμό της ομάδας ξέχασε να πά ρει μαζί τα σορτς των παικτών σ’ ένα παιχνίδι με την Μπουρκίνα Φάσο. Οι άνθρωποι έτρεχαν δεξιά κι αριστε ρά ψάχνοντας για έξτρα σορτς, αλλά δε βρέθηκε κανένα. Τελικά τα παντελόνια από τις φόρμες γυμναστικής των παικτών κόπηκαν στο γόνατο, και με αυτή την αμφίεση η Νιγηρία κέρδισε το παιχνίδι 7-1. Ό μ ω ς ο Τύπος κυκλο φόρησε αυτή την ιστορία σε ολόκληρο τον κόσμο, και ακόμη μια φουρνιά στελεχών κατακρεουργήθηκε. Η Νιγηρία προκρίθηκε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 νικώντας την Αλγερία εκτός έδρας. Λίγες μέρες αργότερα ο υπουργός Αθλητισμού, κάποιος «Τσιφ» Ακινιέλε, εμφανίστηκε στην κρατική τηλεόραση να απολύει τον προπονητή της ομάδας, τον Ολλανδό Κλέμενς Βέ-
© @ ©
201
202
© © ©
στερχοφ. Στη συνέχεια ακολούθησε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Ακινιέλε έχασε τη θέση του, και ο Βέστερχοφ ξαναπήρε πίσω τη δική του. Συνολικά πάνω από είκοσι αφρικανικά κράτη είτε δε ζήτησαν είτε δεν κατάφεραν να περάσουν τα προκριμα τικά παιχνίδια για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Για τα περισσότερα κράτη το εμπόδιο ήταν η φτώχεια ή ο εμφύλιος πόλεμος (ή και τα δυο), ενώ η Λιβύη δεν μπο ρούσε να ταξιδέψει λόγω του αεροπορικού εμπάργκο που είχαν επιβάλει τα Ηνωμένα Έθνη. Έ να αφρικανικό κράτος που δε βρίσκεται σε εμπόλε μη κατάσταση και που έχει τις οικονομικές δυνατότητες να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο, και το οποίο θυμάται να το κάνει, και το οποίο ολοκληρώνει το πρό γραμμά του, εμφανιζόμενο σε κάθε παιχνίδι με τουλάχι στον έντεκα γερούς και ικανούς άντρες, έχει ήδη ξεπεράσει τους περισσότερους από τους αντιπάλους του και έχει μια λογική πιθανότητα να φτάσει στους τελικούς. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς τι σημαί νει για ένα αφρικανικό κράτος να πρέπει να αποσυρθεί από το Παγκόσμιο Κύπελλο. Γιατί, μόλις ξεκινήσει το τουρνουά, σύσσωμος ο πληθυσμός κάθε γειτονιάς στην Αφρική περνάει έναν ολόκληρο μήνα μπροστά στη συ σκευή τηλεόρασης της γειτονιάς. Το ποδόσφαιρο είναι η μία και μοναδική ευκαιρία που έχει η Αφρική να νικήσει τον υπόλοιπο κόσμο. Πριν από την οικονομική κατάρ ρευση, η μόνη φορά στην πρόσφατη ιστορία που η Ζά μ πια είχε εμφανιστεί διεθνώς στους τίτλους των ΜΜΕ ήταν όταν η ποδοσφαιρική της ομάδα νίκησε 4-0 την Ιταλία στους Ολυμπιακούς της Σεούλ. Μετά το παιχνίδι μια ιταλική εφημερίδα δημοσίευσε ένα χάρτη της Αφρι κής για να δείξει στους αναγνώστες της κατά πού πέφτει η Ζάμπια. «Πριν από το ματς, οι Ιταλοί παίκτες μιλού σαν μπροστά μας σαν να μην υπήρχαμε. Μετά ήρθαν
στο ξενοδοχείο μας για να ζητήσουν αυτόγραφα», είπε ο Καλοΰσα Μπουάλια, που πέτυχε ένα χατ τρικ στο παιχνί δι και ο οποίος είχε καταφέρει να είναι ακόμη ζωντανός. Τ ο Παγκόσμιο Κύπελλο μετράει για την Αφρική και όχι μόνο για τους Αφρικανούς αλλά επίσης και για τους έγ χρωμους Ευρωπαίους, όπως ο Φρανκ Ράικαρντ. Οι πολι τικοί το καταλαβαίνουν αυτό. Ο «Φύλαρχος» Μοσούντ Αμπιόλα, υποψήφιος στις νιγηριανές εκλογές του 1993, ορκίστηκε ότι, εάν εκλεγόταν, θα εξασφάλιζε να φτάσει η Νιγηρία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Εξελέγη, αλλά οι εκλογές ακυρώθηκαν από τον Νιγηριανό δικτάτορα, στρατηγό Ιμπραχίμ Μπαμπανγκίντα. Ο Μπαμπανγκίντα αποκαλείται με το παρατσούκλι «Μαραντόνα» σε ένδειξη αναγνώρισης των ικανοτήτων του να ξεγλιστράει στις προκλήσεις. Ο Γουόλτερ Γουίντερμπότομ, το 1962, υπήρξε ο πρώ τος άνθρωπος που είπε ποτέ ότι μια αφρικανική χώρα θα κέρδιζε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Ρίτσαρντ Μέλερ-Νίλσεν έκανε την ίδια πρόβλεψη σ’ εμένα στη Λετονία, ο ΓκρέιαμΤέιλορ την έκανε στην εφημερίδα Independent on Sunday, και σχεδόν κάθε άρθρο γύρω από το αφρικανικό ποδόσφαιρο αναφέρει το όνομα του Γουίντερμπότομ. Ή τα ν το είδος της προφητείας που αρέσκονται να κά νουν οι ειδήμονες: ακούγεται μεγαλειώδης, εκφράζει ευ γένεια προς τον Τρίτο Κόσμο, και δεν είναι δυνατόν να διαψευστεί αμέσως. Επίσης, σε κάθε Παγκόσμιο Κύπελ λο η Αφρική καταφέρνει να μας εκπλήξει. Ωστόσο ο Γιακίμ Φίκερτ πιστεύει ότι το αφρικανικό ποδόσφαιρο τείνει να χειροτερεύει, και αυτός θα πρέπει μάλλον να ξέρει. Ο Φίκερτ, που είναι Γερμανός, είναι ο διευθύνων τεχνικός της εθνικής ομάδας του Κογκό, και είχε δουλέψει στην Αφρική ως προπονητής πάνω από μια δεκαετία. «Το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στο ευ-
© © ©
203
204
© © ©
ρωπαϊκό και το αφρικανικό ποδόσφαιρο θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο», μου είπε. Τον συνάντησα στην Γκαμπορόνι, ακριβώς πριν α π’ το παιχνίδι Μποτσουάνα-Νότια Αφρική. Κατασκόπευε τους Νοτιοαφρικανούς, τους «Μπαφάνα Μπαφάνα», που είχαν καταλάβει το ξενοδοχείο «Σαν» της Γκαμπορόνι. Μιλήσαμε μαζί ακριβώς δύο ώρες πριν α π ’ την έναρξη του παιχνιδιού, καθώς Νοτιοαφρικανοί παίκτες, δημο σιογράφοι, φίλαθλοι και στελέχη έτρωγαν και κουβέντια ζαν και συνωστίζονταν γύρω από την πισίνα. Ο Φίκερτ, που καθόταν μέσα στο ξενοδοχείο, μια πολύ κομψή και περιποιημένη φιγούρα, μου είπε ότι δεν το ενέκρινε αυ τό: οι καημοί ενός Γερμανού στην Αφρική. Πίστευε ότι το αφρικανικό ποδόσφαιρο θα έφθινε συ νεχώς, επειδή η Αφρική γινόταν ολοένα και φτωχότερη. «Το ποδόσφαιρο δεν ανθεί στην απομόνωση. Από άποψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διατροφής οι χώρες αυτές θα παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερα μειονεκτήμα τα. Αν αναφέρεται κανείς στην κατάκτηση του Παγκοσμί ου Κυπέλλου, εντάξει, είναι ίσως πιθανό ένα από τα βορειοαφρικανικά κράτη να μπορούσε να το καταφέρει κάποια μέρα λόγω της καλύτερης κατάστασης της οικονομίας τους». Για τον ίδιο λόγο ποντάριζε στη Νότια Αφρική, η οποία επί του παρόντος εξακολουθούσε να είναι μια αδύ ναμη ομάδα. Παντού αλλού οι καιροί ήταν δύσκολοι. Μου είπε ότι ο γείτονας του Κογκό, το Ζαΐρ, δεν είχε πλέον την οικονομική δυνατότητα να καλέσει τους παίκτες του μαζί για προπόνηση στην πρωτεύουσα, την Κινσάσα. Ο προπο νητής της Γκάνα πρέπει να ικετεύει τον υπουργό Αθλητι σμού για βενζίνη για να οδηγήσει το αυτοκίνητό του μέσα στην αφρικανική στέπα και να ψάξει για παίκτες. Ρώτησα τον Φίκερτ κατά πόσον οι υπουργοί ανακα τεύονταν στη δουλειά του. Απάντησε: «Όχι στο Κογκό. Είχα έξι διαφορετικούς υπουργούς Αθλητισμού μέσα σε
δύο χρόνια, και το ίδιο συχνά αλλάζουν επίσης και όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη στις δημόσιες υπηρεσίες. Οι υπουργοί απλώς βγάζουν λόγους και δε νοιάζονται για τις τρέχουσες καθημερινές υποθέσεις. Δεν υπάρχει ωστόσο ούτε και θετική μεσολάβηση από μέρους τους. Αυτός εί ναι ήδη ο έκτος μήνας που δεν έχουν πληρωθεί μισθοί». Για το εκτός έδρας ματς με τη Νότια Αφρική, που ήταν τότε πρόσφατο, η ποδοσφαιρική ομοσπονδία του μόλις και μετά βίας κατάφερε να μπορέσει να φέρει αεροπορι κά στη χώρα δύο από τους Κογκολέζους παίκτες που πα ί ζουν σε ευρωπαϊκές ομάδες, και το ζευγάρι δεν επρόκειτο να πληρωθεί για τη συμμετοχή του στο παιχνίδι της εθνικής ομάδας. Η νεαρή κογκολέζικη ομάδα έχασε 1-0 και αποκλείστηκε από το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το επι κείμενο εντός έδρας παιχνίδι εναντίον της Νότιας Αφρι κής δεν είχε κανένα νόημα. Οπότε, πώς μπόρεσε ο Φίκερτ να πετάξει στην Γκαμπορόνι και να μένει σ’ αυτό το εκλεκτό ξενοδοχείο, μό νο και μόνο για να παρακολουθήσει τους «Μπαφάνα Μπαφάνα» να παίζουν; «Τα αφρικανικά κράτη παίρνουν αυτά τα παιχνίδια πολύ στα σοβαρά», αποκρίθηκε. Μπροστά μου βρισκόταν ένα ακόμη στέλεχος που έκανε ένα ταξίδι αναψυχής με έξοδα του δημοσίου.
Ρότζερ Μιλά και πρόεδρος Μπίγια ο Καμερούν είχε εξαφανιστεί από τα νέα σχεδόν αμέσως μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, έτσι, μέχρις ότου πάω στην Πρεσβεία του στο Λονδίνο για να ζητήσω βίζα να επισκεφθώ τη χώρα, δεν είχα ιδέα πόσο άσχημα ήταν εκεί τα πράγματα. Ό τα ν χτύπησα το κουδούνι της Πρεσβείας, ένας
Τ
© @ ©
205
206
© © ©
άντρας άνοιξε την πόρτα μόλις δύο εκατοστά και κοίταξε γύρω του μέσα από τη χαραμάδα. «Τι θέλετε;» «Βίζα». «Περιμένετε εδώ». Ξανάκλεισε και πάλι την πόρτα, επέ στρεψε σε λίγο με έντυπα για συμπλήρωση, και μου εξή γησε τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί πάνω στο κεφαλόσκαλο. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν την Πρεσβεία με κρατούσαν στο κεφαλόσκαλο έξω από την πόρτα. Τότε το πήρα ως απλή αγένεια, αλλά, όπως ανα κάλυψα αργότερα, η Πρεσβεία δεν επιτρέπει την είσοδο σε αγνώστους από φόβο μήπως είναι πιστωτές που ζη τούν να πληρωθούν. Δεν ήταν οι άποικοι, αλλά ένας φωτογράφος από τη Σιέρα Λεόνε, ονόματι Τζορτζ Γκέτε, εκείνος που έφερε το ποδόσφαιρο στο Καμερούν, όταν γύρω στα 1920 άρχι σε να κλοτσοβολάει μια μπάλα ποδοσφαίρου στους δρό μους της Ντουάλα μετά τη δουλειά του. Το 1990 είμαστε όλοι ευγνώμονες στο συνονόματο του μεγάλου Γερμανού ποιητή, θυμ ηθείτε για λίγο τις εικόνες που άφησε στο μυαλό σας το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ιταλία: τον Γκά ζα με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του, και τον Λίνεκερ να κάνει νόημα δείχνοντας τα δικά του μάτια, προ σπαθώντας να προειδοποιήσει τον αγγλικό πάγκο, την τρελή λάμψη στα μάτια του Τότο Σκιλάτσι, και τον Φρανκ Ράικαρντ να φτύνει τον Ρούντι Βέλερ· όμως οι πε ρισσότερες εικόνες που έχετε θα πρέπει να αφορούν στο Καμερούν. Μπροστά σας εμφανίζεται ο Ρότζερ Μιλά, πεδουκλώνοντας με τάκλιν τον Κολομβιανό τερματοφύ λακα Χιγκουίτα, και να χαμογελά θριαμβευτικά κάνο ντας τρίπλες καθώς ετοιμάζεται να βάλει γκολ· τον Μπέντζαμιν Μάσινγκ να μπλοκάρει τον Λίνεκερ- τις τρεις συ νεχόμενες επιθέσεις παικτών του Καμερούν πάνω στον Κλαούντιο Κανίγια, που ακολούθησαν η μία μετά την άλ λη σαν «γκαγκ» σε κάποια ξεκαρδιστική κωμωδία του
βωβού κινηματογράφου- και τον δοκάρι-γκολ-κόρνερσημαία χορό της κοιλιάς του Μιλά. Οι Αδάμαστοι Λέοντες κόπηκαν στους προημιτελι κούς, όταν έχασαν 3-2 παίζοντας με την Αγγλία, παρά το γεγονός ότι είχαν παίξει καλύτερα από τους Εγγλέζους για μεγάλα διαστήματα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Οι υποστηρικτές της Αγγλίας τραγούδησαν ένα εντελώς άσχετο με την περίσταση «Κυβέρνα, Βρετανία», και οι Ιταλοί επευφήμησαν παρατεταμένα τους Λέοντες. «Ή ταν ατυχία που αποκλείστηκαν», παραδέχτηκε ο Μ πόμπι Ρόμπσον. Ο Ρότζερ Μιλά είπε αργότερα ότι η εικόνα από το Παγκόσμιο Κύπελλο που θα φύλαγε πάντοτε σαν θησαυ ρό ήταν κυρίως αυτή του Πολ Μπίγια, του Προέδρου του Καμερούν, να ανταλλάσσει χειραψίες με άλλες κρατικές κεφαλές μετά τη νίκη του Καμερούν επί της Αργεντινής. «Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο Μιλά το France Football. «Ένας Αφρικανός αρχηγός κράτους που αναχωρεί νικητής, και που χαιρετά χαμογελαστά τις ηττημένες κεφαλές του κράτους!» Το περιοδικό διαφώνησε με το επιχείρημα ότι αυτή δεν ήταν εικόνα ποδοσφαίρου. «Είναι όμως χάρη στο ποδόσφαιρο που μια μικρή χώρα θα μπορούσε να γίνει μεγάλη», αντέταξε ο Μιλά. Το Καμερούν βρίσκεται στην άκρη της δυτικής και κεντρικής Αφρικής, σχεδόν ακριβώς νότια από τη Βρετα νία, όμως η φτηνότερη οικονομική πτήση για εκεί πηγαί νει μέσω Μόσχας και Μάλτας. Πέρασα δώδεκα ώρες στο αεροδρόμιο Σερεμέτγεβο, ακόμη μία στη Μάλτα και, φτάνοντας στο Καμερούν, ήμουν πανευτυχής που βρήκα να με υποδέχεται ένας αχθοφόρος. Έ ριξε το σακίδιό μου πάνω από τον ώμο του και με οδήγησε φουριόζος έξω, περνώντας στα γρήγορα μπροστά από τον υπάλληλο του τελωνείου.
® @ ®
207
208
@ @ @
Έχοντας περάσει από την άλλη πλευρά του τελωνεί ου του έδωσα το φιλοδώρημά του, και εκείνος μου είπε τότε ότι του χρωστούσα ακόμη δέκα αγγλικές λίρες. Είχε, όπως μου εξήγησε, δωροδοκήσει τον τελωνειακό αξιωματούχο για να με αφήσει να περάσω χωρίς να με ψάξει. «Όμως εγώ δε σου ζήτησα να κάνεις κάτι τέτοιο», διαμαρτυρήθηκα. «Δεν έχω τίποτα να κρύψω, και πολύ ευ χαρίστως θα τον άφηνα να ψάξει τις αποσκευές μου». Το γεγονός ότι δε μετέφερα τίποτα το παράνομο δεν είχε καμία σημασία, απάντησε ο αχθοφόρος. Αν κάποιος υπάλληλος του τελωνείου θέλει να δημιουργήσει πρόβλη μα, θα δημιουργήσει οπωσδήποτε πρόβλημα. Εν πάση περιπτώσει, ο τελωνειακός θα ζητούσε τα λεφτά του. Αν δεν τα πλήρωνα εγώ, εκείνος, ο αχθοφόρος, θα έπρεπε να του τα πληρώσει ο ίδιος. Του έδωσα τα λεφτά που μου ζήτησε. Τότε άνοιξα το σακίδιό μου και διαπίστωσα ότι οι τα ξιδιωτικές μου επιταγές είχαν κάνει φτερά. Α, είπε ο αχθοφόρος, κάποιος από τους εκφορτωτές των αποσκευ ών θα πρέπει να τις είχε πάρει, όμως δεν υπήρχε λόγος να ανησυχώ: ο αδερφός του ήταν επικεφαλής στη διακί νηση των αποσκευών και θα έβρισκε τις επιταγές για λο γαριασμό μου. Φαινόταν μια πολύ ευτυχής συγκυρία μόνο που αργότερα ανακάλυψα ότι στο Καμερούν «αδερφός» μπορεί να είναι απλώς ο οποιοσδήποτε προ έρχεται από το ίδιο χωριό μ’ εσένα. Η κλεψιά σοκάρισε τον αδερφό του αχθοφόρου. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με τις ταξιδιωτικές επιταγές! Ό λα τα παιδιά το ξέρουν αυτό!» μας είπε. Ρώτησε τριγύ ρω, αλλά απέτυχε να εντοπίσει τον ένοχο, και ο αχθοφό ρος μου κι εγώ προχωρήσαμε στις υπόλοιπες δουλειές μας. Το θέμα ήταν τώρα να μπορέσω να πάω από την Ντουάλα στη Γιαουντέ, την πολιτική και ποδοσφαιρική πρωτεύουσα του Καμερούν. Ο αχθοφόρος, υποκινούμε-
νος τώρα πλέον από καθαρή καλοσύνη και μόνο, με συμ βούλεψε να μην πάω με το τρένο ή οδικά, δεδομένου ότι, όντας λευκός, ήταν πολυ πιθανόν να έπεφτα θύμα ληστεί ας. Ταξίδεψ α αεροπορικά στη Γιαουντέ. Η Γιαουντέ είναι μια δροσερή λοφώδης πόλη, πόσο ακριβώς μεγάλη κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα. Ο πιο πρόσφατος χάρτης της πρωτεύουσας χρονολογούνταν από το 1972, και ακόμη και αυτός ήταν ατελής, επειδή ο Ελβετός τεχνικός που τον σχεδίαζε έφυγε όταν τελείωσαν τα λεφτά της αμοιβής του. Υπήρχε η γενική εντύπωση ότι η Γιαουντέ είχε περίπου 650.000 κατοίκους, αλλά κανείς δεν είχε επισκεφθεί τις άθλιες και πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές για να τους καταμετρήσει. Από τους κα τοίκους που δουλεύουν οι περισσότεροι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιώτες ή οδηγοί των κίτρινων ταξί μάρ κας Τογιότα, που αποτελούν και τα μέσα δημόσιας συ γκοινωνίας της Γιαουντέ. Κανείς στη Γιαουντέ δε φαινόταν να παράγει οτιδή ποτε. Υπήρχαν λιγοστά καταστήματα, μεταξύ των οποί ων και ένα εμπορικό που πουλάει ρούχα, το οποίο ονο μάζεται «Μπόμπι Ρόμπσον» - η ανάμνηση του Italia ’90 ήταν ακόμη ζωντανή - και υπήρχαν επίσης εκατοντάδες άνεργοι που πουλούν κάθε είδους παλιά πράγματα και διάφορο σκουπιδαριό στην κεντρική αγορά. Ως ένας από τους ελάχιστους λευκούς που κυκλοφόρησε ποτέ πεζός μέσα στην πόλη, ήμουν η μόνη τους ελπίδα, και, κάθε φορά που ξεμύτιζα στην κεντρική πλατεία, η χαρούμενη κραυγή ανέβαινε μέχρι τα ουράνια: «Le petit frangais!». Επιστρέφοντας «ο μικρός Γάλλος», αργότερα, πίσω στο Λονδίνο, ήταν παράξενο να περνάω μπροστά από κατα στήματα χωρίς να προκαλώ σχόλια. Πολλοί άντρες στους δρόμους φορούσαν ποδοσφαιρικές φανέλες, και μερικοί από το Καμερούν φορούσαν πολιτική περιβολή: ρούχα,
@ ® @
209
210
© © ©
για παράδειγμα, με τη φάτσα του προέδρου Μπίγια τυ πωμένη μπρος και πίσω. «L ’impossible, ce nest pas camerounais», όπως λέει και το ρητό. Η Γιαουντέ είναι φτωχή, θα μπορούσε όμως να είναι ακόμη φτωχότερη: κανείς δε λιμοκτονεί στο Καμερούν, ένα γεγονός το οποίο οφείλεται λιγότερο στην πεφωτι σμένη διακυβέρνησή του και περισσότερο στην περίοδο των βροχών. Υπάρχουν πάντοτε αρκετές μπανάνες για όλους. Η Γιαουντέ έχει ακόμη και τα πλούσια προάστιά της, συμπεριλαμβανομένου ενός που είναι γνωστό ως «Σάντα Μπάρμπαρα», επειδή μοιάζει με σκηνικό χολιγουντιανού φιλμ. Μία οικογένεια της «Σάντα Μ πάρμπα ρα» διαθέτει δώδεκα ιδιόκτητες Μερσεντές. Το πρώτο μου πρωινό στη Γιαουντέ ανακάλυψα γιατί οι κάτοικοι του Καμερούν είναι καλοί στο ποδόσφαιρο: παίζουν πολύ ποδόσφαιρο. Ας ξεχάσουμε όλες αυτές τις ανοησίες περί αφρικανικής ευκινησίας. Για να εξηγήσει κανείς το φαινόμενο των Λεόντων στο Παγκόσμιο Κύ πελλο του 1990, το μόνο που χρειάζεται να γνωρίζει είναι ότι στη μεσημεριανή διακοπή για φαγητό, το βράδυ και ολόκληρο το Σαββατοκύριακο η Γιαουντέ μετατρέπεται σε ποδοσφαιρικό γήπεδο. Ορισμένες «συναντήσεις» συ γκεντρώνουν κατά ντουζίνες τους θεατές, και η ποιότητα του παιχνιδιού είναι πραγματικά σπάνια. Στο μικρό ανώμαλο γήπεδο-αλάνα, δίπλα στο χόστελ που έμενα, είδα να παίζονται παιχνίδια τουλάχιστον τό σο γρήγορα, βίαια και σοφιστικέ, όσο τα επαγγελματικά παιχνίδια των κατώτερων κατηγοριών επαγγελματικών ποδοσφαιρικών ομάδων στη Βρετανία, εκτός από το ότι το στιλ του παιχνιδιού μού θύμιζε πολύ περισσότερο αυ τό των Λεόντων στην Ιταλία. Έτσι, αν ο Μάσινγκ και ο Μιλά είχαν φορέσει τις παλιές τους φανέλες και εμφανί ζονταν για να λάβουν μέρος, θα είχαν αφομοιωθεί πολύ
ωραία και άνετα στο παιχνίδι. Ό λοι οι παίκτες επιτίθονταν και αμύνονταν και στρίμωχναν τους αντιπάλους τους πάνω στο συρματόπλεγμα της περίφραξης, από την οποία κομμάτια σύρματος ξεπετιόντουσαν ανατριχιαστικά προς τα μέσα. Ο έλεγχος της μπάλας ήταν τέλειος, όπως έπρεπε να είναι άλλωστε μέσα σ’ αυτό το χώρο, και εκτός από τη γενική εικόνα του παιχνιδιού, οι ξαφνικές εναλλαγές ανάμεσα στις δύο πτέρυγες θα είχαν μαγέψει κυριολεκτικά κάθε επαγγελμοτία προπονητή. Οποιοσδή ποτε κυνηγός ταλέντων θα εξαντλούσε πολύ γρήγορα το σημειωματάριό του. Ο πρόεδρος Μπίγια παίζει γκολφ. Στη Γιαουντέ υπήρχαν πολλές αφίσες του Μπίγια. Κρίνοντας από τις αφίσες, θα έπρεπε να είχε μουστάκι. Το συνοδευτικό κεί μενο τον περιγράφει ως «θαρραλέο άντρα, άντρα Λιο ντάρι». Κάθε μέρα, για να θυμίζει στους πολίτες πώς και τι ακριβώς είναι ο Πρόεδρος, η εφημερίδα Cameroon Tribune δημοσιεύει μια φωτογραφία του Μπίγια και μια σοφή ρήση του στην πρώτη της σελίδα. Η Tribune είναι η κυβερνητική εφημερίδα. «Πέρα από τις πολιτικές σας προτιμήσεις», έγραφε η εφημερίδα την πρώτη μου μέρα εκεί, «πέρα από τις πολιτικές σας συμμαχίες που είναι εγγενείς σε μια δημοκρατία, πέρα από όλες τις διαφορές, είμαι, και θα παραμείνω, Πρόεδρος όλων ανεξαιρέτως των πολιτών του Καμερούν». Ο Μπίγια ανησυχούσε. Οι παρέχοντες ξένη βοήθεια στην Αφρική είχαν ανακαλύψει ξαφνικά τις αρετές της δημοκρατίας, και οι δικτάτορες που ήθελαν περισσότε ρα χρήματα έπρεπε να κάνουν εκλογές. Ο Μπίγια είχε πάρει το 98,75% των ψήφων στις εκλογές του 1988, όμως ορισμένοι πίστευαν ότι αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν ο ένας και μοναδικός υποψήφιος. Ακριβώς πριν απ’ το Π α γκόσμιο Κύπελλο του 1990 είχε εμφανιστεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης, το SDF, και το μήνα πριν την άφιξή
© © @
211
212
© © ©
μου εκεί, τον Οκτώβρη του 1992, ο Μπίγια είχε αισθαν θεί υποχρεωμένος να προκηρύξει για πρώτη φορά πολυ κομματικές εκλογές. Το κόμμα του, το CPDM, είχε ηττηθεί από το SDF, παρόλο που η κυβέρνηση είχε εμποδίσει δύο εκατομμύρια ανθρώπους να ψηφίσουν. Ταχύτατος στο μυαλό, ο Μπίγια είχε δώσει εντολή στους τοπικούς «αρχηγούς» να εξαφανίσουν τα καταμετρημένα ψηφο δέλτια. Ο λαός ανακάλυψε τι έγινε και εξαγριώθηκε. Οι αγγλόφωνοι στράφηκαν εναντίον της κυβέρνησης και ήταν πιθανόν να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Υπάρχουν πάνω από 200 ξεχωριστές εθνικές ομάδες στο Καμερούν - «ένα θησαυροφυλάκιο πολιτισμικών πα ραδόσεων και κουλτούρας», αποκαλεί τη χώρα το τουρι στικό της φ υλλάδιο-, όμως η βασική διάσταση επικε ντρώνεται ανάμεσα σ’ εκείνους που μιλούν γαλλικά ως δεύτερη γλώσσα και σ’ εκείνους των οποίων η δεύτερη γλώσσα είναι τα αγγλικά. Οι αγγλόφωνοι ζουν στα δυτικά της χώρας, και οι γαλλόφωνοι, που αποτελούν και τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, στα ανατολικά, στην πε ριοχή που περιλαμβάνει τη Γιαουντέ και την Ντουάλα. Οι αγγλόφωνοι αποκαλούν το κόμμα του Μπίγια «Chop People Dem Money» - κάτι σαν «Τσεκούρωσε το Λαό από τα Λεφτά του». Και στις εκλογές ψήφισαν υπέρ του αγγλόφωνου αρχηγού του SDF, ονόματι Νι Τζον Φρου Ντι. 'Οταν ο Μπίγια έκανε τη νοθεία με τις ψήφους, επα ναστάτησαν, έτσι κι εκείνος κήρυξε κατάσταση ανάγκης στη βορειοδυτική Επαρχία. Οι στρατιώτες του Μπίγια άρχισαν να βασανίζουν (ένα από τα θύματα ήταν και η μητέρα του Φρου Ντι) και να σκοτώνουν κόσμο στην επαναστατημένη περιοχή. Η βρετανική Πρεσβεία δε δυ σκολεύτηκε ιδιαίτερα να με αποτρέψει να κάνω μια επι τόπια επίσκεψη στην περιοχή. Τ α δυτικά κράτη άρχισαν να απαιτούν νέες εκλογές· κυκλοφόρησε μια φήμη ότι ο Μπίγια σκόπευε να σταμα-
τήσει να τσεκουρώνει ανθρώπους από τα λεφτά τους και ότι θα πήγαινε να ζήσει σε κάποιο από τα σπίτια του στη Γαλλία, ή στις ΗΠΑ, ή στο νοσοκομείο του οποίου ήταν ιδιοκτήτης στη Γερμανία· ειπώθηκε επίσης ότι το κρατι κό θησαυροφυλάκιο ήταν εντελώς άδειο, και υπήρξαν πάμπολλες άλλες κουβέντες και φήμες. Ό μ ω ς η Γιαουντέ ήταν ακόμη ήσυχη, και τα μόνα σημεία των καιρών ήταν οι σωροί σκουπιδιών που υπήρ χαν παντού: η κυβέρνηση δεν μπορούσε πλέον να πλη ρώνει την υπηρεσία αποκομιδής απορριμμάτων, κι έτσι οι ντόπιοι είχαν επιχειρήσει να κάψουν τα σκουπίδια μό νοι τους με ελάχιστη επιτυχία. Κότες και σκύλοι έβοσκαν πάνω στους σωρούς. Κάθε βράδυ, στις δέκα, άκουγα τις ραδιοφωνικές ει δήσεις στα αγγλικά στη βεράντα της Πρεσβυτεριανής Απο στολής, μαζί με τον ιδιοκτήτη του οικήματος, κυρίως επει δή δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο τα βράδια. Το να βγεις έξω όταν σκοτείνιαζε, όντας λευκός, εκείνες τις κα κές ημέρες, εθεωρείτο τρομερό ρίσκο, όπως το να πηδή σεις από την κορυφή ενός γκρεμού, ή να οδηγήσεις πάνω στην εθνική οδό Γιαουντέ-Ντουάλα. Τα νέα ήταν ανιαρά. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν αναφερόταν ποτέ, και σχεδόν όλα τα θέματα των ειδήσεων (σε δυτικοαφρικάνικα αγγλικά) ήταν απλώς αναγγελίες επίσημων εκδη λώσεων, έτσι ώστε το ένα βράδυ ακούγαμε ότι «Ένα σε μινάριο περί του κυβερνητικού έργου ξεκινά αύριο στη Γιαουντέ», το επόμενο ότι το σεμινάριο είχε ξεκινήσει και συνεχιζόταν, και το μεθεπόμενο βράδυ ότι το σεμινά ριο διήνυε τη δεύτερη ημέρα των εργασιών του. Τη δεύτερη μέρα μου στη Γιαουντέ πήγα στο Στάδιο Ό μνισπορτς. Επισήμως είχε χωρητικότητα 70.000 ατό μων, όμως (όπως αποτελούσε κάποτε παγιωμένη συνή θεια στη Βρετανία) πολύ περισσότερος κόσμος κατάφερ-
® @ ®
213
214
© @ @
νε να στριμωχτεί μέσα στο γήπεδο για τα μεγάλα ματς, τα οποία σ’ αυτή εδώ την πόλη των 650.000 κατοίκων φτά νουν συχνά τους 100.000 ανθρώπους. Είναι ένα από τα τρία ή τέσσερα γήπεδα με γρασίδι που υπάρχουν σε ολό κληρο το Καμερούν. Την ημέρα εκείνη οι Αδάμαστοι Λέο ντες γυμνάζονταν και έκαναν εκεί την προπόνησή τους. Κάθε παίκτης ήταν ντυμένος με αμφίεση της δικής του επιλογής και προτίμησης- κάποιος μάλιστα φορούσε τη φανέλα της ολλανδικής εθνικής ομάδας. Η προπόνη ση ήταν κάτι το τρομερά. Η ομάδα εκπαιδευόταν περνώ ντας πάσες από τα άκρα προς το κέντρο του γηπέδου, οι περισσότερες από τις οποίες κατέληγαν πίσω από την εστία, ενώ ο προπονητής, που ήταν από το Καμερούν, ονόματι Τζουλς Νιόνγκα, έκανε τις παρατηρήσεις του από τον κύκλο του κέντρου. Η «άσκηση» είχε οργανωθεί έτσι, ώστε μόνο τέσσερις από τους είκοσι πέντε περίπου παίκτες να μπορούν να κάνουν κάτι σε κάθε δεδομένη στιγμή, και όλοι είχαν αρχίσει πλέον να βαριούνται. Δύο τερματοφύλακες εναλλάσσονταν μπροστά στην εστία, ικανός παίκτης ο ένας, ο άλλος ένας χοντρός, κοντός, ηλικιωμένος άντρας, που κάποια στιγμή κατάφερε να τρέξει γύρω στα οχτώ μέτρα μακριά από τα δίχτυα μόνο και μόνο για να χτυπήσει την μπάλα προς τα πίσω στέλνοντάς τη μέσα στο δικό του τέρμα. Πιθανόν να ήταν ο οδηγός του λεωφορείου της ομάδας, αλλά μπορεί επίσης να ήταν και ο πρώτος τερματοφύλακάς της. Είχα έρθει πράγματι στη σωστή προπόνηση; Έ νας γείτονάς μου πά νω στις πέτρινες πλάκες (οι οποίες στο Ό μνισπορτς θεω ρούνται καθίσματα) με καθησύχασε. Αυτοί που έβλεπα ήταν όντως οι Αδάμαστοι Λέοντες. Για να βρεθώ κοντύτερα, πήγα και κάθισα μαζί με με ρικούς φιλάθλους πάνω στο γρασίδι, δίπλα στο στίβο των αγωνισμάτων. Εκείνη τη στιγμή ένας κοντός μουστακοφό ρος, με επίσημη λευκή κελεμπία, εμφανίστηκε ξαφνικά,
έδιωξε τους φιλάθλους, κάνοντάς τους να σκαρφαλώσουν στην εξέδρα, και κατσάδιασε δυο περαστικούς εργάτες με φτυάρια, οι οιιοίοι συνέχισαν να σέρνουν κουρασμένα τα βήματά ιούς. Μου έριξε ένα κακόβουλο βλέμμα, αλλά με άφησε εκεί που βρισκόμουν. Η λευκή επιδερμίδα μπορεί μκν να σε κάνει στόχο κάποιου κλέφτη στο Καμερούν, αλ λά σε γλιτώνει από τους χειρότερους γραφειοκράτες τρα μπούκους. Π αρ’ όλα αυτά, αποσύρθηκα στην εξέδρα, έδειξα τον μπράβο και ρώτησα έναν από τους εκδιωχθέντες φιλάθλους: «Δεν είναι αυτός ο Μιλά, ή μήπως είναι;» «Ναι, αυτός είναι», αποκρίθηκε σκυθρωπά. Ο Ρότζερ Μιλά είναι γιος εργάτη σιδηροδρόμων. Ο πατέρας του πήρε προφανώς το όνομά του από κάποιον Γερμανό ο οποίος λεγόταν Μίλερ. Το αγόρι αποδείχτηκε ότι ήταν προικισμένο με την ισορροπία Αμερικανού ράνινγκ μπακ και ανακηρύχτηκε Αφρικανός Ποδοσφαιρι στής της Χρονιάς το 1976. Έ να χρόνο αργότερα πήγε να παίξει στη Γαλλία, και για τα επόμενα δώδεκα χρόνια συ νέχισε να μετακινείται από τη μία μέτρια γαλλική ποδο σφαιρική ομάδα στην άλλη. Το 1990 ήταν 38 ετών, έπαιζε Ίντια ν Ό σεαν ποδόσφαιρο στη Ρεουνιόν και ετοιμαζόταν να περιπέσει σε λήθη, όταν ο Μπίγια τον επέλεξε για την ομάδα που θα διεκδικούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ή ταν μια αυθαίρετη προεδρική ενέργεια η οποία απέδωσε. Ο από γεννησιμιού του εξωστρεφής και εκδη λωτικός παίκτης (είχε ξυρίσει γουλί το κεφάλι του πριν από το παιχνίδι με την Αγγλία, μην τυχόν και δεν τον πρόσεχε κανείς) κέρδισε τον τίτλο του Πιο Διασκεδαστικού Παίκτη του Παγκοσμίου Κυπέλλου (μια εκλογή που δε θα πήρε πάνω από τρία λεπτά σκέψης από πλευράς ΦΙΦΑ) και έγινε το είδωλο όλων των μεσήλικων αντρών απανταχού της υφηλίου. Έβαλε τέσσερα γκολ. 'Οταν κατέφθανε άνετος σε διάφορες συνεντεύξεις Τύπου μετά
@ @ @
215
216
© © ©
τους αγώνες, οι δημοσιογράφοι του Καμερουν έβγαζαν και κουνούσαν στον αέρα τα κιτρινοπράσινα κασκέτα τους και επευφημούσαν «Μηράβο , Ρότζερ, μπράβο!». «Κανέ νας απολύτως», λέει ο Μιλά, «δεν ξέχασε ποτέ τις στιγμές που βρισκόμουν μέσα στο γήπεδο». Για ένα ολόκληρο χρόνο μετά το Παγκόσμιο Κύπελ λο ταξίδεψε ανά τον κόσμο, παίζοντας «εξιμπίσιον» παι χνίδια και διαπραγματευόμενος με διάφορες ομάδες. Κάθε λίγο και λιγάκι διέρρεε η είδηση ότι είχε υπογρά ψει με την τάδε ομάδα στο Μεξικό, ή στη Γερμανία, ή στη Νότια Αφρική, ή κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου σε σχέση με όλα αυτά τα μέρη, αλλά κάθε φορά η συμ φωνία ματαιωνόταν λόγω των απαιτήσεων του. Στην Κέιπ Τάουν Ελλένικ απαίτησε αμοιβή 65 φορές πάνω από την αμοιβή κάθε άλλου παίκτη. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής του «χρέωνε» για τις συνεντεύξεις που έδινε, και αρνήθηκε να παίξει για το Καμερούν εναντίον της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ το Φεβρουάριο του 1991, όταν η Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αρνήθηκε να του πληρώσει μια «ειδική» αμοιβή για την εμφάνισή του. Έ νας Νιγηριανός φύλαρχος του απένειμε ένα κύπελλο-τρόπαιο, το οποίο υποτίθεται ότι ήταν ένα ετήσιο βραβείο, αλλά, όταν ήρθε ο καιρός να το επιστρέφει, ο Μιλά αρνήθηκε μετά μανίας να το παραδώσει. Ο φύλαρχος υποχρεώθη κε να το αντικαταστήσει με ένα καινούριο. Τελικά, απο δεχόμενος το γεγονός ότι καμία ομάδα στον κόσμο δεν είχε τα οικονομικά φόντα να τον αποκτήσει, ο Μιλά απο σύρθηκε στη Γιαουντέ. Ισχυρίζεται ότι έβαλε πάνω από 1.000 γκολ στην ποδοσφαιρική του καριέρα, αλλά κανείς δεν ξέρει ποια είναι η πραγματικότητα. Την επομένη της ημέρας που ξαπόστειλε τους φιλά θλους τον συνάντησα ξανά. Αυτή τη φορά φορούσε την ποδοσφαιρική του στολή (μια φανέλα με το όνομα της ομάδας γραμμένο με αραβικούς χαρακτήρες) και κατέ-
βαίνε τα σκαλιά του Ό μνισπορτς καθ’ οδόν προς το τρέ νο μαζί με τους Λέοντες. «Βλέπεις», είπε, δείχνοντας τη στολή του, «κρατιέμαι σε φόρμα για το 1994!» Δε θα έβα ζα στοίχημα γι’ αυτό, όμως εκείνος άρχισε να γελάει θορυβωδώς. Είχε γίνει γενικός διευθυντής των Λεόντων, ένα πόστο που είχε εφεύρει γι’ αυτόν ο Μπίγια. Ο γενικός διευθυντής δέχτηκε να δώσει μια συνέντευ ξη (δωρεάν) και την επομένη τον συνάντησα στο γραφείο του. Ή ταν υποτυπώδες και στραπατσαρισμένο και βρι σκόταν στο υπόγειο του Σταδίου Ό μνισπορτς, λίγες μόνο πόρτες πιο πέρα από το δωμάτιο όπου κρατούσε 120 πυγμαίους, από τα τροπικά δάση του Καμερουν, κλειδω μένους εκεί μέσα από το περασμένο καλοκαίρι. Ο Μιλά είχε προσκαλέσει τους πυγμαίους να παίξουν μερικά παιχνίδια στο Ό μνισπορτς, για να συγκεντρώσουν χρή ματα για την περίθαλψη και εκπαίδευση, αλλά τους κρά τησε φυλακισμένους εκεί, έβαλε φρουρούς να τους φυλά νε (ένας από αυτούς φορούσε ένα μπλουζάκι με την εικό να του Σαντάμ Χουσεΐν) και τους έτρεφε σπάνια. Ένας εκπρόσωπος του τουρνουά εξήγησε στο πρακτορείο Ρόιτερ: «Παίζουν καλύτερα όταν δεν τρώνε πολύ». Ό σ ο για το ότι παρέμεναν φυλακισμένοι: «Εσείς δεν τους ξέρετε τους πυγμαίους. Είναι πολύ δύσκολοι να τους κοντρολά ρεις». Ο μάγειρας του Ό μνισπορτς συμφώνησε κι εκεί νος: «Ετούτοι εδώ οι πυγμαίοι μπορούν να τρώνε όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας και να μη χορταίνουν». Οι ίδιοι οι μικρόσωμοι κυνηγοί ήταν πολύ τρομοκρατη μένοι για να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο. Τ ο τουρνουά τους υπήρξε πραγματική καταστροφή. Οι ομάδες περιλάμβαναν ονόματα όπως το Κεντρί του Λόμι και το ιδιαιτέρως ταιριαστό Μέρμηγκες του Σαλαπούμπε, όμως μόνο πενήντα φίλαθλοι αγόρασαν εισιτή ρια, και οι περισσότεροι από αυτούς ήρθαν απλώς για να απευθύνουν βρισιές στους πυγμαίους. Το τελευταίο βρά-
© © ©
217
218
© © ©
δυ του τουρνουά ο Μιλά οργάνωσε ένα φιλανθρωπικό κονσέρτο υπέρ των πυγμαίων, στο οποίο τραγούδησε και ο ίδιος. ('Οταν ρωτήθηκε από το France Football «Μπορείτε να τραγουδήσετε;», εκείνος απάντησε: «Ας πούμε ότι αν ρετουσάρουν τη φωνή μου στο στούντιο, τότε ναι, μπορώ να τραγουδήσω».) Χιλιάδες παρακολούθησαν το κονσέρτο. Έ να μήνα αργότερα, με τους πυγμαίους ασφαλείς πλέον στα τροπικά τους δάση, ο Μιλά πρότεινε ένα φιλανθρωπικό ματς ανάμεσα στους πυγμαίους και τους Μπούσμεν της Νότιας Αφρικής. Η απάντηση των πυγμαίων δεν υπάρχει επισήμως καταχωρημένη. Δεν τόλμησα να συζητήσω το θέμα των πυγμαίων με τον Μιλά. Με το τεράστιο κοντοκουρεμένο κεφάλι του, το στρατιωτικό του μουστάκι, τη φωτογραφία του Μπίγια πάνω από το γραφείο του και την αίσθηση της κρυμ μένης δύναμης που απέπνεε, έμοιαζε με αρχηγό φασιστι κού κόμματος. Στην πραγματικότητα, η φωτογραφία του Μ πίγια αποτελεί παράδοση στα γραφεία του Καμερούν, και, παρόλο ότι ο Μιλά βρυχάται μάλλον παρά μιλάει, είναι πολύ φιλικός. Ντυμένος με πουκάμισο και γραβά τα, ήταν το κομψότερο πράγμα μέσα στο γραφείο. Από πάνω μας ακούγονταν αδιάκοπα σφυροκοπήματα. Ξεκίνησα μιλώντας για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η επι τυχία του Καμερούν αποτελούσε επίσης και επιτυχία της Αφρικής; «Όχι μόνο επιτυχία της Αφρικής, αλλά και όλου του Τρίτου Κόσμου, επειδή ο Τρίτος Κόσμος υποστηρίζει το Καμερούν». Η δήλωσή του δεν ήταν κούφια λόγια. Ό ταν η Αγγλία νίκησε τους Λέοντες, ένας άντρας από το Μπανγκλαντές πέθανε από προσβολή καρδιάς και μια γυναίκα κρεμάστηκε. «Ο αποκλεισμός του Καμερούν σημαίνει επί σης και το τέλος της δικής μου ζωής», έγραψε στο σημείωμα που άφησε πριν από την αυτοκτονία της. Ό ,τι έκανε ο Μιλά για τους μετανάστες από το Καμερούν στις νότιες γαλλικές επαρχιακές πόλεις ξεπερνά κάθε φαντασία.
Τον είχε εκπλήξει η επιτυχία του στην Ιταλία; «Ίσως, επειδή σε τελευταία ανάλυση ήταν Παγκόσμιο Κύπελλο. Ό μ ω ς ήμουν ήδη σταρ του γαλλικού πρωταθλήματος, ήμουν σταρ και στην Αφρική». Ή δ η ξανάγραφε μόνος του την ιστορία: ο Μιλά ήταν γνωστός μεν στο γαλλικό ποδόσφαιρο, αλλά όχι σταρ. Μέχρι το Παγκόσμιο Κύ πελλο θα πρέπει να ταξίδευε ανενόχλητος στο παρισινό μετρό, και ακόμη και οι συμπατριώτες του είχαν εκπλαΥεί από το παίξιμό του στην Ιταλία. Γιατί, τον ρώτησα διακριτικά, ορισμένοι εξαιρετικοί Αφρικανοί παίκτες εί ναι ανύπαρκτοι στις ευρωπαϊκές ομάδες στις οποίες παί ζουν; «Επειδή όταν οι Αφρικανοί φτάνουν την Ευρώπη τους αντιμετωπίζουν σαν μαϊμούδες. Οι ομάδες πρέπει να χαρίζουν εμπιστοσύνη στους παίκτες». Ισχυρίστηκε ότι η σύντομη θητεία του στο Μονακό «δε με οδήγησε σε μεγάλες ομάδες στη Γαλλία επειδή τους είπα την αλή θεια: ότι πρέπει να δέχονται τους παίκτες έτσι όπως εί ναι». Έλεγε, με άλλα λόγια, ότι έπαιζε σε μικρές ομάδες από δική του επιλογή. Πόσο ρατσισμό είχε συναντήσει στο γαλλικό ποδόσφαιρο; «Ας πούμε ότι μπορεί τώρα ο ρατσισμός να έχει εξαφανιστεί, όμως, όταν ήρθαμε εμείς στη δεκαετία του ’70, υποφέραμε από το ρατσισμό. Μου είπαν μέχρι να πάω να μαζέψω μπανάνες στο δάσος». Απολογήθηκε για το ματς του Γουέμπλεϊ και απέδωσε την απουσία του σε «μηχανεύσεις» του τότε Προέδρου της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας του Καμερούν. Ό μ ω ς αυ τός που μιλούσε τώρα ήταν ο καινούριος Μιλά, ο Μιλά ο διπλωμάτης. Με το τέλος του Παγκοσμίου Κυπέλλου ο Μι λά είχε αναδειχτεί μεγάλος παίκτης, που δεν είχε βγάλει λεφτά από την καριέρα του και ένιωθε πικραμένος γι’ αυ τό. Λέει ότι ποτέ του δεν έβγαλε περισσότερα από 3.000 λί ρες το μήνα. Αυτό, ισχυρίζεται, συμβαίνει επειδή είναι Αφρικανός. «Στη Γαλλία με ρίξανε», δήλωσε στο France Football. Μου ομολόγησε ότι δεν είχε πάρει ακόμη όλα τα
® © ©
219
220
© © ©
λεφτά που του χρωστούσαν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990: Το Καμερούν έστειλε ογδόντα ανθρώπους στην Ιταλία, τη μεγαλύτερη αντιπροσωπεία από οποιοδήποτε άλλο κράτος, και 400.000 λίρες εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Ο Τζόζεφ Μπελ, ο πρώτος τερματοφύλακας της ομάδας, αποκλείστηκε την παραμονή του εναρκτήριου ματς, επειδή παραπονέθηκε για τα χρήματα που είχαν εξαφανιστεί, και αυτός ήταν ο λόγος που ο Τ όμας Νκόνο είχε την ευκαιρία να χαρεί το δεύτερό του Παγκόσμιο Κύ πελλο. (Γι’ αυτή του την επανάσταση ο Μπελ κέρδισε το παρατσούκλι «Νέλσον Μαντέλα».) Ωστόσο ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο του Καμερούν είναι το πιο οργανωμένο στην Αφρική. Γιατί ο Μιλά είχε εγκαταλείψει την ανά τον κόσμο εκστρατεία του να βγάλει λεφτά; «Φίλοι με συμβούλεψαν να σταματήσω όταν ήμουν στο ζενίθ μου», είπε, και ο Πρόεδρος του είχε προσφέρει αυτή τη δουλειά. Του έδειξα τη φωτογραφία του Μπίγια. Το 1990, όταν ο Μιλά ανακηρύχτηκε Αφρικανός Παίκτης της Χρονιάς, είχε αφιερώσει το έπαθλο σ’ εκείνον. Είστε θαυμαστής του Προέδρου, είπα. «Ναι: είναι ο Πρόεδρός μας», είπε ο Μιλά. «Όταν θα φύγει αυτός, θα υπάρξει κάποιος άλλος Πρόεδρος του οποίου θα είμαι θαυμαστής». Τώρα που ήταν γενικός διευθυντής της εθνικής ομά δας, τι ακριβώς έκανε; «Διοικώ την ομάδα, καλώ την εθνική ομάδα για προπονήσεις, ετοιμάζω το νερό, τις μπάλες, τις στολές και τα λοιπά για την προπόνησή τους, κανονίζω τις αμοιβές για τις κατασκηνώσεις που θα γίνει η προπόνηση». Και το χαιρόταν αυτό; «Καθένας θα πρέ πει να είναι ευτυχής εκεί που τάχθηκε να βρίσκεται και δε θα πρέπει να απορρίπτουμε κάτι πριν το δοκιμάσου με στην πράξη», απάντησε με υποκριτική μετριοφροσύ νη. «Μου αρέσει η δουλειά επειδή με κρατάει σε επαφή με τους παλιούς μου συντρόφους στην εθνική ομάδα».
Α, μάλιστα, τους παλιούς του συντρόφους. Πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο, είχαν αρνηθεί στον απόστρατο παίκτη να προστεθεί στην ομάδα. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, πολλοί από αυτούς παραπονούνταν ότι η επιτυ χία του Καμερούν είχε πιστωθεί στο ενεργητικό του Μι λά. «Εμείς παίξαμε, αλλά κέρδισε ο Μιλά», μουρμούριζε ο Φρανσουά Ομάμ-Μ πιγίκ. Ο Μιλά ήταν επιφυλακτικός μαζί μου, όμως δύο χρόνια νωρίτερα είχε δηλώσει στο France Football: «Ο Ομάμ-Μ πιγίκ δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν ήταν ο προπονητής ή ο υπουργός που με επέλεξαν να παίξω στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ήταν ο κόσμος που το έκανε αυτό. Αποδέχτηκα την ετυμηγορία της κοινής γνώ μης, όπως μου μεταβιβάστηκε από την κεφαλή του κρά τους, τον πρόεδρο Μπίγια, ο οποίος έδωσε εντολή στον υπουργό να με στείλει στην Ιταλία. Το έκανα αποκλειστι κά γι’ αυτούς, γι’ αυτά τα νέα παιδιά. Εάν το είχα κάνει για τον εαυτό μου, θα είχα καταπλεύσει στα ChampsElys^es μέσα σε μια ανοιχτή κούρσα και θα έλεγα: “Εγώ είμαι ο καλύτερος!”». Και όντως, ποτέ δεν κατέπλευσε στα Champs-Elys^es μέσα σ’ ένα ανοιχτό αυτοκίνητο λέ γοντας «Εγώ είμαι ο καλύτερος!». θ α μπορούσαν οι Λέοντες να τα καταφέρουν τόσο καλά χωρίς εκείνον; «Ουδείς αναντικατάστατος. Η Βρα ζιλία κέρδισε παιχνίδια και χωρίς τον Πελέ, όμως η πα ρουσία του Πελέ δίνει κίνητρο στους άλλους παίκτες. Η παρουσία μου είχε το ίδιο αποτέλεσμα». Ο Πελέ ήθελε να γίνει Πρόεδρος της Βραζιλίας. Π ό σο φιλόδοξος ήταν ο Μιλά; θ α ήθελε εκείνος να γίνει, ας πούμε, προπονητής του Καμερούν; «Για να γίνεις προπο νητής, θα πρέπει να διοριστείς, και, δεδομένου ότι πρέ πει να περιμένω για κάτι τέτοιο, είμαι ικανοποιημένος με το τρέχον πόστο μου προς το παρόν». Τ ι θα έλεγε για υπουργός Αθλητισμού; «Μπααα», γρύλισε. «Δεδομένου ότι για να γίνει κανείς υπουργός πρέπει να διοριστεί,
® @ ®
221
222
© © ©
πρέπει και να περιμένει. Δε θα αρνιόμουν αν μου ζητού σαν να προσφέρω τη βοήθειά μου σε κάτι». Ή ταν μια καλή εποχή γι’ αυτόν: μετά τον πανικό της «μετά-τηναπόσυρση» περιόδου, είχε βρει ένα πόστο που έμοιαζε να του προσφέρει ένα λαμπρό μέλλον, και στα σαράντα του ξεκινούσε μια νέα ζωή. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε δεχτεί να μου δώσει τη συνέντευξη δωρεάν, ζήτησε συγγνώμη για το Γουέμπλεϊ, και αρνήθηκε επιπλέον να μιλήσει προσβλητικά για τον Ομάμ-Μ πιγίκ. Ο νεαρός άντρας που είχε έρθει στα χέρια με τους κριτικούς του μέσα στους δρόμους της Γιαουντέ είχε γίνει πλέον ένας καριερίστας. Ό μ ω ς με πληροφόρησαν ότι κορόιδευε τον εαυτό του: δεν είχε καμία μόρφωση, και κατά συνέπεια καμία πιθανότητα να γίνει υπουργός. Τελικά, θα μπορούσε ο ίδιος να περιγράφει τον Ρότζερ Μιλά; «Εσείς οι δημοσιογράφοι είναι που πρέπει να το κάνετε αυτό. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι ο Μιλά είναι τούτο κι εκείνο, όμως είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέ σει να έχω επαφές με όλους, η φύση μου είναι να κουβε ντιάζω με τους πάντες, άσχετα από το ποιος είναι καθέ νας. Και επιπλέον: είμαι ένα πολύ απλό παλικάρι, όπως βλέπεις». Έ νας αριθμός Καμερουνίων που συνάντησα μου είπε: «Έχετε έναν πολύ καλό παίκτη στη χώρα σας. Τον Πολ Πάρκερ!» Οι Καμερούνιοι υποστηρίζουν τους μαύρους παίκτες, και άκουσα πολύ συχνά να μου λένε ότι οι Αφρι κανοί είναι οι καλύτεροι παίκτες στην Ευρώπη: Ο Αμπέντι Πέλε στην Ολυμπίκ Μασσαλίας, ο Τζορτζ Γουέα στην Π αρί Σεν Ζερμέν, ο Πίτερ Ντλόβου στην Κόβεντρι. Αναμφίβολα, υπάρχουν Αφρικανοί παίκτες που έχουν πετύχει στην Ευρώπη, είναι όμως εντυπωσιακό το γεγονός ότι κανένας Καμερούνιος δεν τα έχει καταφέρει. Ο Μιλά δεν έκανε τίποτα το πραγματικά αξιοσημείωτο, ο Τόμας
Νκόνο πέρασε δέκα χρόνια με τη δεύτερη ομάδα στη Βαρκελώνη, την Εσπανιόλ, και οι περισσότεροι άλλοι παίκτες από την ομάδα του 1990 εξακολουθούν να παί ζουν με μικρές ευρωπαϊκές ομάδες. Ο Μακανάκι, ένας από τους σταρ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, δεν ήταν ούτε καν τακτικός παίκτης με την Τουλόν στα 1990. «Παρα κολουθούσαμε το ματς εναντίον της Αργεντινής μαζί με μερικούς φίλους», λέει ο Πίτερ Μποζ, ένας Ολλανδός που έπαιζε με τον Μακανάκι στην Τουλόν, «και τους εί πα: “Κοιτάξτε το νούμερο 20, παίζει για εμάς αλλά είναι άχρηστος”. Και τότε τον βλέπω να κοπανάει παίκτες και να βοηθάει την άμυνά του, απίστευτο». Οι Αφρικανοί παίκτες στη Γαλλία αντιμετωπίζουν συ νεχείς εξευτελισμούς. Η Τουλόν είχε πρόβλημα προσπα θώντας να βρει διαμέρισμα για τον Μακανάκι, επειδή οι ιδιοκτήτες δε δέχονταν μαύρους ενοικιαστές. Είναι ως εκ τούτου φυσικό ότι, όπως λέει ο Μποζ, ο Μακανάκι ήταν μια απομονωμένη φιγούρα μέσα στην ομάδα. «Δεν μπο ρώ να κρίνω κατά πόσον όλη η ομάδα του Καμερούν εί ναι έτσι», πρόσθεσε ο Μποζ, «όμως προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι κανένας από αυτούς δεν παίζει με κάποια με γάλη ομάδα. Είναι πολύ κλειστοί τύποι. Ο Τζόζεφ Μπελ, ο τερματοφύλακας που έπαιξε για εμάς μια σεζόν, ήταν κι αυτός το ίδιο. Πάντοτε μόνος μέσα σε κάποιο δωμά τιο. Κάπως αντικοινωνικοί στην ουσία. Προφανώς όμως δε συμπεριφέρονται έτσι όταν είναι όλοι μαζί». Το ποδό σφαιρο έχει να κάνει με το αίσθημα αυτοπεποίθησης, και εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι οι Αφρικα νοί στην Ευρώπη δεν έχουν και πολλή από αυτή. Έ νας προπονητής όταν επιλέγει την ομάδα δεν έχει καμία δυ σκολία να αφήσει α π ’ έξω τον Αφρικανό παίκτη του, ο οποίος δεν έχει συμμάχους ανάμεσα στους παίκτες και δεν αποτελεί «όνομα» στην Ευρώπη. Ό μω ς, αν αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουν
® @ ®
223
224
© © ©
αποτύχει οι Καμερούνιοι, τότε γιατί τόσοι άλλοι Αφρικα νοί παίκτες έχουν καταφέρει να πετύχουν; Ο καθηγητής Πολ Νκούι, ένας ανθρωπολόγος από το Καμερούν, απά ντησε στο ερώτημά μου. Οι παίκτες που τα έχουν κατα φέρει καλύτερα στην Ευρώπη, υπογράμμισε, προέρχο νται από αγγλόφωνα κράτη της Αφρικής: ο Αμπέντι Πέλε από την Γκάνα, ο Στίβεν Κέσι (για πολλά χρόνια αμυντι κός της Αντερλεχτ) από τη Νιγηρία, ο Τσάρλι Μουσόντα της Αντερλεχτ από τη Ζάμπια, ο Τζορτζ Γουέα είναι Λιβεριανός, και ο Πίτερ Ντλόβου κατάγεται από τη Ζιμπά μπουε. Ο μόνος γαλλόφωνος Αφρικανός που έχει πετύχει στην Ευρώπη είναι ο Γιουσούφ Φοφάνα, ο παίκτης της Μπορντό, που προέρχεται από την Ακτή του Ελεφαντο στού. Οι πρώην αγγλικές αποικίες έχουν προσφέρει τους επιτυχημένους, οι γαλλικές αποικίες τους αποτυχημέ νους, και η διαφορά, είπε ο Νκούι, οφείλεται στο στιλ διακυβέρνησής τους. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες στην Αφρική ζούσαν σε «ιδιαίτερες περιοχές», και περνούσαν τον καιρό τους σε «ειδικές λέσχες», μακριά από τους ιθαγενείς- οι Γάλλοι υποστήριζαν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Κάθε γαλλι κή αποικία αποτελούσε ονομαστικά μέρος της Γαλλίας, και αυτό που προέβαλλαν οι Γάλλοι ως στόχο τους ήταν να μετατρέψουν τους Αφρικανούς σε Γάλλους μέσω της παιδείας. Η βρετανική αποικιοκρατία, όντας απροκάλυ πτα ρατσιστική, έμαθε τους Αφρικανούς να περιμένουν το ρατσισμό. «Πάρε εμένα για παράδειγμα», είπε ο Νκούι, ο οποίος είναι αγγλόφωνος από το Καμερούν. «Σπούδασα στην Ελβετία για έξι χρόνια, ήξερα ότι θα έπρεπε να περιμένω ρατσιστική αντιμετώπιση, τη συνά ντησα και μπορούσα να την αντιμετωπίσω». Ή όπως θέ τει το θέμα ο Νι Λάμπτι από την Γκάνα: «Μπορείς να κατουρήσεις πάνω μου, μπορείς να χέσεις πάνω μου, ούτε και που με νοιάζει». Ο Λάμπτι έκανε το ντεμπούτο του με
την Άντερλεχτ στα δεκαέξι του και σκοράρισε σε καθένα από τα πέντε πρώτα ματς. Τ ο αστείο είναι πως οι Καμεροΰνιοι πιστεύουν ότι οι παίκτες που πηγαίνουν στην Ευρώπη γίνονται χειρότεροι. Ο αγγλόφωνος τηλεπαρουσιαστής Ιγκνάσιους Φον Ετσεκίουι, ο αντίστοιχος Ντέσμοντ Λάιναμ του Καμερούν, έφε ρε για παράδειγμα τον Νκόνο. «Πριν πάει στην Ευρώπη», είπε ο Φον Ετσεκίουι, «έλεγε ότι μέχρι η μπάλα να χτυπή σει στα δίχτυα, μην είσαι σίγρυρος ότι έβαλες γκολ - τα αντανακλαστικά του ήταν τόσο καλά. Ό μ ω ς τώρα ο Νκό νο λέει στους αμυντικούς του: “Εσύ στέκεσαι εκεί, εγώ στέ κομαι εδώ”. Στην Ευρώπη οι παίκτες μαθαίνουν να ελαχι στοποιούν την ενέργεια που αναλώνουν. Έτσι, οι παίκτες που επιστρέφουν από την Ευρώπη δεν έχουν πλέον την ίδια ανθεκτικότητα, και, παρόλο που το ταλέντο τους έχει καλουπωθεί καλύτερα, εντούτοις έχουμε την αίσθηση ότι επιστρέφουν χειρότεροι». Με μόνο δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους το Καμε ρούν είναι το επιτυχέστερο ποδοσφαιρικά κράτος, όμως οι Καμερούνιοι πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να έχουν πετύχει περισσότερα πράγματα, θεω ρούν ότι το Παγκό σμιο Κύπελλο του 1982 ήταν αυτό που τους ξέφυγε. 'Οταν το Καμερούν ξεκίνησε για το Παγκόσμιο Κύ πελλο στην Ισπανία, ήταν αποφασισμένοι να μη γίνουν ένα δεύτερο Ζαΐρ. Η πανωλεθρία του Ζαΐρ, το 1974, είχε εμπνεύσει τη θεωρία ότι το ποδόσφαιρο της Μαύρης Αφρικής βρισκόταν σε εμβρυακή κατάσταση, και η μόνη οδηγία στην ομάδα του Καμερούν το 1982 ήταν να μη χάσουν τόσο «άσχημα». Οι Μαύροι Αφρικανοί δε θα έπρεπε να ξαναγίνουν και πάλι περίγελος του κόσμου. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο το Καμερούν αντιμετωπί στηκε ως θαύμα θαυμάτων. Η χώρα που κανείς δεν ήξε ρε να βρει πάνω στο χάρτη έφερε τρεις ισοπαλίες και
© © ©
225
226
© © ©
απέτυχε να περάσει στο δεύτερο γύρο μόνο και μόνο επειδή η ανάλυση των γκολ τους, ένα υπέρ, ένα κατά, ήταν κατώτερη από τα δύο υπέρ, δύο κατά της Ιταλίας. Το Καμερούν απλώς αμυνόταν. Οι 0-0 ισοπαλίες του με την Πολωνία και το Περού σημειώθηκαν χωρίς να υπάρ ξει ευκαιρία για γκολ από καμία από τις ομάδες, εκτός του ότι ο Μιλά έβαλε ένα γκολ κατά του Περού, που όμως θεωρήθηκε άκυρο (παρόλο που οι ίδιοι οι Περου βιανοί μάγοι είχαν προβλέψει ότι το Περού επρόκειτο να χάσει. Επίσης, δεν υπήρξε ποτέ φάουλ). Παίζοντας ενα ντίον της Ιταλίας, οι Λέοντες οδηγούνταν προς ένα ακό μη 0-0 αποτέλεσμα, όταν ξαφνικά σκοράρισε η Ιταλία. Οι Αφρικανοί ισοφάρισαν αμέσως και μετά πάγωσαν το παιχνίδι εναντίον της ομάδας που συνέχισε για να κερδί σει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Επέστρεψαν στη βάση τους ως η μόνη χώρα που δεν έχασε ποτέ στο Παγκόσμιο Κύ πελλο, όμως ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους και τότε διαπίστωσαν ότι θα μπορούσαν να τα έχουν καταφέρει καλύτερα. Έ ριξαν την ευθύνη στον προπονητή. Αρχικά το Καμερούν είχε προσλάβει τον Ολλανδό προπονητή Κις Ράιβερς να τους οδηγήσει στην Ισπανία. Ο Ράιβερς ήταν ένας εκκεντρικός τύπος, είχε όμως αξιόλογη προϊ στορία ως προπονητής. Καθ’ οδόν προς την Ολλανδία για να υπογράψουν το συμβόλαιο, η αντιπροσωπεία του Καμερούν σταμάτησε στο Παρίσι. Οι Γάλλοι τούς υπέ δειξαν έναν άνθρωπο ονόματι Ζαν Βενσάν και τους έπει σαν να υπογράψουν μαζί του. «Οι Γάλλοι ενδιαφέρονται για την Αφρική επειδή είναι το μόνο μέρος όπου μπο ρούν να ξεφορτωθούν τα προϊόντα τους», λέει ο Νοτιοαφρικανός δημοσιογράφος Μαρκ Γκλίσον με κάποια δό ση υπερβολής. Ο Βενσάν ήταν κακή εκλογή. Οι Γάλλοι στο Καμερούν είχαν την τάση να μαθαίνουν πολύ γρήγορα τους μηχανι σμούς των διαφυλετικών διαπλοκών. Κάθε παίκτης,
υπουργός Αθλητισμού και βοηθός μασέρ προσπαθεί να βάλει παίκτες από τη δική του φυλή μέσα στους Λέοντες, και ένας προπονητής που παίζει κι αυτός το ίδιο παιχνίδι μαζί τους δεν πρόκειται να επιλέξει την ομάδα με αξιο κρατικά κριτήρια. Η διαφωνία π ερί τερματοφυλάκων όλη την προηγούμενη δεκαετία - θ α παίξει ο Μπελ ή ο Νκόνο; - ήταν εν μέρει φυλετική. Το να προσλάβουν έναν Καμερούνιο θα ήταν το ίδιο σαν η Αγγλία να προσλάμβανε για προπονητή τον Γκρέιαμ Τέιλορ, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα γέμιζε την ομάδα με παίκτες από το Λίνκολνσαϊρ. Έ νας Γάλλος είναι σχεδόν εξίσου κακός. Το άλ λο επιχείρημα εναντίον του Βενσάν είναι ότι προερχόταν από τη γαλλική δεύτερη κατηγορία. Οι Γάλλοι τον προώ θησαν απλώς και μόνο επειδή ήταν Γάλλος. Ή τα ν ο τελευ ταίος στη μακριά λίστα άσημων αμφιλεγόμενων Ευρω παίων προπονητών του Καμερούν. Ο Γάλλος Ρου, ο πρώ τος τους προπονητής το 1960, ήταν ο τοπικός αντιπρόσω πος των αυτοκινήτων Λαντ Ρόβερ. Στις μέρες μας οι προπονητές του Καμερούν επιβάλ λονται συνήθως στην ομάδα της χώρας από Πρεσβείες που αποβλέπουν σε προπαγανδιστικά εφέ. Οι Σοβιετικοί, οι οποίοι είχαν κάνει αρκετά επιτυχημένα έργα στο Κα μερούν (κάποτε είχαν συστήσει ένα αγροτικό πανεπιστή μιο, αλλά δίδασκαν μέσω διερμηνέων), κατάφεραν να τοποθετήσουν τον Βαλερί Νεπομνιάτσι επικεφαλής των Λεόντων για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Αυτό ήταν καλό για τον κομουνιστικό κόσμο, αλλά όχι τόσο καλό για την ομάδα του Καμερούν. Ο «Νίπο» ή «ο Ρώσος» (οι Καμερούνιοι δεν κατάφεραν ποτέ να προφέρουν το όνο μά του) προερχόταν από τη σοβιετική δεύτερη κατηγο ρία, δε μιλούσε γαλλικά και μπορούσε να συνεννοηθεί με τους παίκτες του μόνο μέσω του οδηγού της ρωσικής Πρεσβείας, στον οποίο άρεσε ιδιαίτερα να «βελτιώνει» τις οδηγίες του Νίπο με δικές του ιδέες. Φανταστείτε τι
@ @ ©
227
228
© © ©
θα μπορούσαν να έχουν πετύχει οι Λέοντες το 1990 αν προπονητής τους ήταν ο Φραντς Μ πεκενμπάουερ. Είχα φτάσει στο Καμερουν με μία θεωρία που ήθελα να ελέγξω: ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 είχε δώ σει σημαντική ώθηση στον τουρισμό της χώρας. Εν πρώτοις, το Παγκόσμιο Κύπελλο θύμισε στους ανθρώπους την ύπαρξη του Καμερούν, μια προϋπόθεση απαραίτητη για κάθε μορφής τουριστική ανάπτυξη. Κατόπιν, το Κα μερούν είχε πετύχει καλή δημοσιότητα. Επί ένα μήνα ακούγαμε καθημερινά ότι ήταν μια χώρα χαράς κι ανε μελιάς με ένα σωρό ιεροτελεστίες βουντού, και η σύγκρι σή του με τη Βραζιλία αναμφίβολα δεν ήταν κάτι το αρ νητικό. Ο τουρισμός είναι πολύ σημαντικός για το Καμε ρούν: με την κατάσταση της οικονομίας του ως έχει, κα μιά διακοσαριά χιλιάδες έξτρα επισκέπτες κάνουν μεγά λη διαφορά. Στο Υπουργείο Τουρισμού βρήκα τον υπεύθυνο Τύ που να διαβάζει το France Football στο γραφείο του. Ζήτη σα μια συνέντευξη με τον υπουργό, αλλά μου είπαν ότι αυτό ήταν αδύνατο: ο υπουργός είχε ένα σωρό προβλή ματα στο κεφάλι του, επειδή ο Μπίγια, ελπίζοντας να ευ χαριστήσει τους ψηφοφόρους, ετοιμαζόταν να προβεί σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Αντίθετα, μίλησα με τον Ντέιβιντ Ντουάλα Ντιμπότι, τον κρατικό υπάλληλο που ήταν υπεύθυνος τουριστικής ανάπτυξης και προβο λής της χώρας. Το ποδόσφαιρο είχε βοηθήσει καθόλου τον τουρισμό; «Αφάνταστα! Βλέπετε, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ιδέα κατά πού βρίσκονται χώρες όπως η Σενε γάλη, η Ακτή του Ελεφαντοστού και το Κογκό. Συχνά ο κόσμος δεν ξέρει καν ότι βρίσκονται στην Αφρική. Το Παγκόσμιο Κύπελλο έδωσε στο Καμερούν μια θέση στο χάρτη». Με ποιο τρόπο το Υπουργείο είχε αξιοποιήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο; Μαζεύτηκε. «Θα είμαι ειλικρινής
μαζί σας. Παραλείψαμε να το αξιοποιήσουμε. Χάσαμε την ευκαιρία. Τώρα μετανιώνω γι’ αυτό». Είχε παραγάγει το Υπουργείο έστω και οποιοδήποτε είδος δημοσιότη τας, κάποια αφίσα, για παράδειγμα, με τους Λέοντες; «Ούτε μία». Καθώς μιλούσαμε, αισθάνθηκα ότι μόλις του είχα δώσει μια ιδέα - ότι εκείνη την ημέρα, για πρώτη φορά, είχε μπορέσει να διακρίνει τις δυνατότητες που πρόσφερε το Παγκόσμιο Κ ύπελλο- και, όταν έφευγα, πρότεινε ότι το Υπουργείο θα μπορούσε πιθανόν να αγοράσει αντίγραφα του βιβλίου μου και να τα προσφέρει στους Ευρωπαίους τογρ οπερέιτορς. Δε μου φάνηκε και τόσο φαεινή η ιδέα. Ό μ ω ς φανταστείτε εάν, μετά το Παγκό σμιο Κύπελλο, υπήρχαν αφίσες του Ρότζερ Μιλά κρεμα σμένες στους τοίχους των ευρωπαϊκών ταξιδιωτικών πρα κτορείων: ο Μιλά να χοροπηδάει δίπλα στη σημαία του κόρνερ, να χαμογελάει μ’ εκείνο το κουτσοδόντικο χαμό γελό του και να προσκαλεί τους πάντες «Επισκεφτείτε το Καμερούν!». Έ νας Καμερούνιος δεν αποκαλεί ποτέ τον εαυτό του ποδοσφαιρόφιλο: το ότι είναι φανατικός του ποδοσφαί ρου μιλάει από μόνο του. Ο Σαρλ ήταν κι εκείνος φ ανατι κός. Έ νας από τους αργόσχολους μικρέμπορους της αγο ράς· θεωρητικά, πουλούσε βιβλία, αλλά, δεδομένου ότι κανείς δεν αγόραζε βιβλία, περνούσε τον καιρό του κου βεντιάζοντας με τους περαστικούς. Εκείνος κι εγώ συζη τήσαμε γενικά περί ζωής και διαπιστώσαμε ότι είχαμε γεννηθεί τον ίδιο χρόνο και ένιωσα πως, αν είχα γεννηθεί Καμερούνιος, θα πουλούσα κι εγώ βιβλία στην αγορά της Γιαουντέ. Φυσικά, ο Σαρλ δεν κατάφερε να μου πουλήσει τίποτα, όμως, όταν άκουσε για ποιο λόγο βρισκόμουν στη Γιαουντέ, μου δάνεισε ένα βιβλίο που δεν επρόκειτο να το πουλήσει ποτέ - μια μονογραφία γύρω από το ποδό-
© © ©
229
230
© © ©
σφαιρο του Καμερούν. Με προσκάλεσε επίσης στον τελι κό του Κυπέλλου Γυναικών που γινόταν εκείνη την Κυ ριακή. Είχα διαβάσει ότι το γυναικείο ποδόσφαιρο στο Καμερουν είναι ένα ιδιαίτερα δημοφιλές σπορ που προ σελκύει χιλιάδες θεατές. Την Κυριακή πέρασα και πήρα τον Σαρλ καθώς ήμουν καθ’ οδόν προς το Ό μνισπορτς. Με είχε καθοδη γήσει να περιμένω μπροστά από το μπαρ της κεντρικής οδού του «καρτιέ» του (η μόνη οδός που υπήρχε) και να πω σε οποιονδήποτε επιχειρούσε να με ληστέψει ότι ήμουν φίλος του. Ευτυχώς, όταν έφτασα, ήταν ήδη εκεί και με περίμενε. Πρώτα πήγαμε να δούμε την καλύβα του. Κατουρλιά έτρεχαν μέσα σε χαντάκια και γύρω τους βρίσκονταν καθισμένα πιτσιρίκια. Ο Σαρλ ζούσε σε δύο μικροσκοπικά δωμάτια, καθένα κάτι μεγαλύτερο από ντουλάπι, τα οποία περιείχαν ένα στερεοφωνικό συγκρό τημα, δίσκους και βιβλία. Κατένευσα και βαδίσαμε προς το Ό μνισπορτς. Το ρολόι του Σταδίου ήταν σπασμένο, οι τουαλέτες κλειδωμένες και η εξέδρα ακάλυπτη, εκτός από το προε δρικό θεωρείο, το οποίο διέθετε επίσης και μια πάνινη τέντα για τον ήλιο- όμως αποκλειστικά και μόνο χάρη στον καιρό, εκείνη την Κυριακή του Νοέμβρη ήταν πολύ καλύτερα να βρίσκεται κανείς στο Ό μνισπορτς παρά σε οποιοδήποτε βρετανικό γήπεδο. Ο αγωνιστικός χώρος, αν και απεριποίητος, ήταν η μεγαλύτερη έκταση πρασι νάδας σ’ αυτή τη γυμνή πόλη, και μέσα στη ζέστη έδειχνε υπέροχα. Μια στρατιωτική μπάντα άρχισε να παιανίζει καθώς ο υπουργός Νεότητας και Αθλητισμού έσφιγγε τα χέρια των παικτών. Οι δύο φιναλίστ ομάδες ήταν η Νίφι Φορεστιέρ της Γιαουντέ και η Κόσμος της Ντουάλα. Πέντε χιλιάδες θεατές βρίσκονταν μέσα στο γήπεδο, περισσότεροι από όσους θα μπορούσε ποτέ να προσελκύσει ένα γυναικείο παιχνίδι στην Ευρώπη, όμως δεν
ήταν πραγματικοί ποδοσφαιρόφιλοι. Ή ταν απλώς μια ευκαιρία για μια ημερήσια έξοδο, μια απόδραση από το αντρικό ποδόσφαιρο, όπου όντως νοιάζεσαι για το ποιος πρόκειται να κερδίσει και όπου έχεις απαιτήσεις για ποι ότητα παιχνιδιού. Οι θεατές απολάμβαναν τούτο το ματς σαν ένα είδος παρωδίας του αληθινού παιχνιδιού: όταν μια προωθημένη της Νίφι επιχείρησε μια κλοτσοπεταλιά και δεν πέτυχε την μπάλα, ξέσπασαν σε υστερικά γέλια, και, όταν η τερματοφύλακας της Νίφι απομάκρυνε με κεφαλιά αντί να μαζέψει την μπάλα, ακολούθησε μισού λεπτού χειροκρότημα και γέλια. Ό ποτε τραυματιζόταν κάποια παίκτρια, τρεις άντρες του Ερυθρού Σταυρού τι νάζονταν τρεχάτοι προς το μέρος της, τη μάγκωναν παραμάσχαλα (δε διέθεταν φορείο) και ξανάφευγαν τρέχοντας και πάλι κάτω από ζωηρές ζητωκραυγές με πολλά υπονοούμενα. Η διάθεση ήταν ευχάριστη και, όταν η Νίφι έβαλε γκολ μετά από μια θαυμάσια κεφαλιά και όλοι άρχισαν να επευφημούν, ένιωθες μια Αφρική στην καλύ τερη στιγμή της - αυτό μέχρις ότου η στρατιωτική μπάντα άρχισε να παίζει για να γιορτάσει το γκολ. Η Νίφι νί κησε με 1-0. Κάποτε σ' ένα παιχνίδι μεταξύ PWD Μπαμέντα και Τονέρε Γιαουντέ (μία ομάδα χρηματοδοτούμενη μυστι κά από την κυβέρνηση) ένας επιθετικός της Τονέρε ξε γλίστρησε πίσω από τον τερματοφύλακα και έσπρωξε απαλά την μπάλα προς την αφύλαχτη εστία. Από το που θενά ένας οπαδός της Μ παμέντα πήδησε μέσα στον αγω νιστικό χώρο και απομάκρυνε την μπάλα από τη γραμ μή. Δέκα χιλιάδες ομοϊδεάτες φίλαθλοι τον ακολούθησαν και το παιχνίδι διακόπηκε. Οι ταραχές είναι συνηθισμέ νο φαινόμενο όταν κάποια γαλλόφωνη ομάδα επισκέπτε ται την Μπαμέντα, πρωτεύουσα της βορειοδυτικής Επαρχίας, και ο στρατός έχει πυροβολήσει ποδοσφαιρό-
© © ©
231
232
© © ©
φίλους ταραξίες μέσα στους δρόμους. Για τους αγγλόφω νους η PWD Μπαμέντα είναι το καμάρι και η περηφάνια της Επαρχίας- για τους γαλλόφωνους είναι η ομάδα των «αποστατών». Από όποια πλευρά κι αν το βλέπει κανείς, οι Καμεροΰνιοι συμφωνουν ότι το ποδόσφαιρο είναι κι αυτό άσκηση πολιτικής με άλλα μέσα. Μια από τις αγαπημένες ιστορίες των αγγλόφωνων στο Καμερουν αφορά στον τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1979. Π αρά τις όποιες αντιξοότητες, εκείνη τη χρονιά η PWD κατάφερε να φτάσει στον τελικό. Εντού τοις, καθ’ οδόν προς τη Γιαουντέ για το παιχνίδι, η ομά δα και ο πρόεδρός της Νι Τζον Φρου Ντι, αρχηγός του κόμματος SDF, υποχρεώθηκαν να σταματήσουν σε κά ποιο σημείο ελέγχου και ρίχτηκαν στη φυλακή από έναν αστυνομικό της φυλής Μπάσα. (Η Ντιναμό Ντουάλα, αντίπαλος της Μπαμέντα στον τελικό, αποτελουνταν στο μεγαλύτερο μέρος της από παίκτες της φυλής Μπάσα.) Η PWD κατάφερε να φτάσει τελικά στη Γιαουντέ, όμως το βράδυ της παραμονής του τελικού, ή αυτό τουλάχι στον λέγεται, ένας μάγειρας έβαλε κάποιο ηρεμιστικό στο φαγητό της ομάδας. Η PWD έχασε με 3-1 και αρκε τοί οπαδοί της αυτοκτόνησαν. Οι αγγλόφωνοι διηγούνται συχνά αυτό το περιστατικό, επειδή τους δίνει την εντύ πωση ότι εκφράζει το ηθικό συμπέρασμα της ιστορίας του Καμερούν: Οι γαλλόφωνοι εξαπατούν τους αγγλόφω νους. Για τους βορειοδυτικούς η διάκριση ανάμεσα στην ομάδα, την PWD, και στο κόμμα, το SDF, είναι σχεδόν απειροελάχιστη. «Ο κοινός γαλλόφωνος είναι διεφθαρμένος», μου είπε ο Μ παρναμπά Αζέ. «Οι γαλλόφωνοι πιστεύουν στη βαρ βαρότητα». Είχα σηκώσει τον Αζέ από τον ύπνο, όμως, όταν άκουσε το θέμα της έρευνάς μου, μίλησε μαζί μου φορώντας ακόμη τις πιτζάμες του. Ακούγοντάς τον να επιτίθεται στους γαλλόφωνους, του τόνισα ότι ο ίδιος
έγραφε για την Cameroon Tribune, την εφημερίδα που δη μοσιεύει καθημερινά τη φωτογραφία του Μπίγια στην πρώτη της σελίδα. «Δε δουλεύω για την κυβερνητική εφημερίδα επειδή αγαπώ την κυβέρνηση», απάντησε δύ σθυμα, «το κάνω επειδή χρειάζομαι τα λεφτά». Ακριβώς τότε ξεσπούσε ένα νέο σκάνδαλο. Λίγες μέ ρες πριν από την άφιξή μου, δύο ομάδες που πάλευαν να αποφύγουν τον υποβιβασμό, η PWD και η Κολόμπ Σανγκμελίμα, είχαν παίξει το τελευταίο τους παιχνίδι της αγωνιστικής περιόδου του πρωταθλήματος. Ή ταν ένα παιχνίδι εξ αναβολής: αρχικά επρόκειτο να παιχτεί στην Μ παμέντα, όμως, όταν η περιοχή κηρύχτηκε σε κατά σταση έκτακτης ανάγκης, ματαιώθηκε από εκεί και με ταφέρθηκε ανατολικά. Η PWD είχε πρόβλημα προπόνη σης πριν από το ματς, καθώς η κατάσταση έκτακτης ανά γκης απαγόρευε τη συγκέντρωση ομάδων άνω των τριών ατόμων στα βορειοδυτικά. Δεδομένου ότι η Σανγκμελίμα ήταν η γενέτειρα του Μ πίγια, το παιχνίδι φάνηκε σε πολλούς ότι αποτελούσε μια επανάληψη των εκλογών. Παίχτηκε κεκλεισμένων των θυρών, με αποκλεισμένους ακόμη και τους δημοσιο γράφους, και μόνο στρατιώτες παρόντες. Η Κολόμπ νί κησε με 1-0. Ρώτησα τον Αζέ κατά πόσον το παιχνίδι είχε διεξαχθεί τίμια, κι εκείνος απάντησε, πολύ λογικά, ότι αυτό δεν το ήξερε κανείς. Το αποτέλεσμα του παιχνιδιού άφησε τέσσερις ομάδες -Κ ολόμ π και PWD συμπεριλαμβανομένων- ισόβαθμες στην τελευταία θέση της πρώτης κατηγορίας, με 22 βαθ μούς η καθεμία. Ποιες ήταν οι δύο από τις τέσσερις που θα υποβιβάζονταν; Οι μικρολεπτομέρειες ήταν ακατανόητες για μένα, όμως το ερώτημα παρέμενε κατά πόσον η ανάλυ ση των γκολ που είχαν σημειώσει οι ομάδες κατά τη διάρ κεια ολόκληρης της αγωνιστικής περιόδου θα ήταν εκείνη που θα καθόριζε τη σειρά, ή αν θα ήταν απλώς η ανάλυση
@ @ @
233
234
© © ©
των γκολ που είχαν πετύχει οι τέσσερις ομάδες στα μεταξύ τους παιχνίδια. Η FECAFOOT, η Αθλητική Ομοσπονδία του Καμερούν, έπρεπε να αποφασίσει. Δεν είμαι βέβαιος ποιο σύστημα επέλεξαν τελικά. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η σχετική επιτροπή χρειάστηκε να ψηφίσει για να αποφασίσει και ότι η PWD και η Ντιαμάντ Γιαουντέ υποβιβάστηκαν. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι πως, μιας και χρειάστηκε να γίνει ψηφοφορία, η σω στή μέθοδος για τον καθορισμό του πίνακα είχε τεθεί εμφανώς υπό αμφισβήτηση και ότι ο τελικός πίνακας που καταρτίστηκε με τον τρόπο αυτό ήταν ο αναμενόμενος. Ταξιδεύοντας ανά την Ευρώπη, είχα συναντήσει πολλές περιπτώσεις μεροληψίας από πλευράς ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών εναντίον ορισμένων ομάδων - ο Νικολάι Σταρόστιν θα μπορούσε να πει αρκετά γύρω από αυτό το θ έμ α -, όμως μόνο περιπτώσεις που είχαν συμβεί στο πα ρελθόν. Ο Στάλιν και ο Μπέρια είναι πλέον νεκροί, και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο παίζεται τίμια. Στο Καμερούν εί δα να εξακολουθούν να παίζονται τα παλιά κόλπα. Ό π ω ς και στην Αγγλία, ο τελικός Κυπέλλου στο Κα μερούν κλείνει την ποδοσφαιρική σεζόν και αποτελεί το αποκορύφωμά της. Τσως ο τελικός Κυπέλλου του Καμε ρούν να αποτελεί ένα ακόμη μεγαλύτερο γεγονός από τον δικό μας, δεδομένου ότι, ενώ στην Αγγλία η απονομή του Κυπέλλου γίνεται από ελάσσονος σημασίας μέλη της βα σιλικής οικογένειας, ο τελικός Κυπέλλου στο Καμερούν είναι η μόνη λαοφιλής τελετουργία στην οποία παρίσταται πάντοτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Είναι μια πα ράδοση που χρονολογείται από τον πρώτο τελικό που παίχτηκε ποτέ, την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου, το 1935, ενώπιον του Γάλλου αποικιακού κυβερνήτη του Ρεπικέ. Ο Πρόεδρος πρέπει να είναι οπωσδήποτε πα ρών: το 1991, με τις εφημερίδες που ανήγγειλαν τον τελι-
κό ήδη στα περίπτερα, ο Μπίγια έφυγε για διακοπές στην Ευρώπη και το ματς χρειάστηκε να αναβληθεί εν αναμονή της επιστροφής του. Αυτό το χρόνο υπήρχε ένα σοβαρότερο πρόβλημα. Ο Μπίγια δεν είχε εμφανιστεί δημοσίως μετά τις στημένες εκλογές και υπήρχε φόβος ότι, αν εμφανιζόταν, θα τον πυροβολούσαν ή θα τον γιουχάριζαν, ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα τον αγνοούσαν παντελώς. Ο πρόε δρος της FECAFOOT μου ομολόγησε ότι οι αρχές είχαν σκεφτεί ακόμη και να ματαιώσουν οριστικά τον τελικό. Οπότε η ανακούφιση ήταν γενική, όταν, δύο μέρες πριν τον αγώνα, το πρώτο νέο στο βραδινό ραδιοφωνικό δελ τίο ειδήσεων ήταν ότι «Ο Αρχηγός του Κράτους, η Αυτού Εξοχότης Πολ Μπίγια, θα παραστεί εις τον τελικόν αγώ να του Κυπέλλου Ποδοσφαιρικού Πρωταθλήματος, την Κυριακή, 29ην του μηνός Νοεμβρίου». Η είδηση δεν ανέφερε καν ότι υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία περί αυτού. Η δεύτερη κατά σειρά είδηση ήταν ότι ο Μπίγια είχε προβεί σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ο τελικός εκείνο το χρόνο παιζόταν μεταξύ Ντιαμάντ Γιαουντέ, που είχε υποβιβαστεί πρόσφατα στη δεύτερη κατηγορία, και Ολυμπίκ Μβόλιε, που ανήκε ήδη στη δεύτερη κατηγορία. Η Μβόλιε ήταν η πλουσιότερη και πλέον αξιοπερίεργη ομάδα στο Καμερούν. Ηλικίας μό λις τριών ετών, είχε ιδρυθεί από έναν πλούσιο άνθρωπο, ονόματι Ντάμας Ό μ πγκα. Ο Ό μ πγκα είχε πλουτίσει αγοράζοντας όπλα για λογαριασμό του Μπίγια και παίρ νοντας την προμήθειά του. Λεγόταν ότι ήταν ο ισχυρός άνθρωπος πίσω από το θρόνο του Μπίγια («λάδωσε τον Ό μ πγκα με 50.000 λίρες και ο Μπίγια θα σου προσφέρει μια θέση στην κυβέρνηση») και είχε οργανώσει την ομά δα του με πρότυπο την Ολυμπίκ Μασσαλίας. Είχε επιλέξει το όνομα της ομάδας για να θυμίζει το πρωτότυπο
® © ®
235
236
© © ©
«ΟΜ» και έντυσε τους παίκτες του με ένα άσπρο μπλε αντίγραφο των χρωμάτων της γαλλικής πρωταθλήτριας. Ό σ ο για το όνομα «Μβόλιε», είναι το όνομα του χωριού στο οποίο γεννήθηκε. «Τι κάνουν άνθρωποι σαν αυτόν όταν πνιγούν στα λεφτά;» έθεσε τη ρητορική ερώτηση ο καθηγητής Νκούι. «Είναι εξαιρετικά αμόρφωτοι για να μπορέσουν να μπουν στην κυβέρνηση, έτσι κι αυτοί στρώνουν με πίσσα ένα δρόμο μέσα στο χωριό τους και σχηματίζουν εν μια νυκτί μια ποδοσφαιρική ομάδα», εί πε, και με οδήγησε πάνω σ’ αυτόν το δρόμο για να δια σχίσουμε το Μβόλιε, που μας πήρε όλο κι όλο γύρω στα τρία λεπτά. «Πριν από είκοσι χρόνια όλο αυτό εδώ ήταν άγρια στέπα», είπε ο Νκούι. Τώ ρα το Μβόλιε είναι ένα μίνι προάστιο της Γιαουντέ, εν μέρει χάρη στο δρόμο του Ό μ πγκα. Σε κάπως μεγαλύτερη κλίμακα συγκριτικά με τον Ό μ πγκα, αν και ξεκινώντας από την ίδια θεμελιακή αρχή, ο μακαρίτης πλέον Πρόεδρος της Ακτής του Ελε φαντοστού έχτισε το μεγαλύτερο καθεδρικό ναό του κό σμου στο χωριό που είχε γεννηθεί. Ο Ό μ πγκα είχε αγοράσει μερικά από τα αστέρια της ομάδας του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990, συμπεριλαμ βανομένου και του Στίβεν Τατάου, του αρχηγού της ομά δας των Λεόντων στην Ιταλία, και τον Μπέρτιν Εμπγουέλε, και ο κόσμος πίστευε ότι τους πλήρωνε μέχρι και χίλια δο λάρια το μήνα. Αυτό ήταν κάτι μοναδικό: παρόλο που ορι σμένα παιχνίδια του πρωταθλήματος συγκεντρώνουν γύρω στους 50.000 θεατές, οι εισπράξεις εξαφανίζονται πριν φτάσουν στα χέρια των παικτών, και όλες οι ομάδες στο Καμερούν είναι ημιεπαγγελματικές. Έ να πρόβλημα είναι ότι, μόλις οι ομάδες δε φέρουν καλό αποτέλεσμα, οι χρη ματοδότες τους αποσύρονται. «Οι Αφρικανοί επιχειρημα τίες δεν επενδύουν ποτέ μακροχρόνια», εξήγησε ο Νκούι. Ωστόσο η «ΟΜ» εξακολουθούσε να βρίσκεται ακόμη στη δεύτερη κατηγορία. Εάν κατάφερναν να πάρουν το
Κύπελλο, αυτό θα ήταν και το πρώτο έπαθλο στην ιστο ρία της ομάδας. Είχαν χάσει στα προ του αγώνα δοκιμα στικά: κάνα δυο μέρες πριν α π ’ τον τελικό, τέσσερις οπλισμένοι άντρες είχαν βγάλει σέρνοντας τον Τατάου από το αυτοκίνητό του και τον είχαν ξυλοκοπήσει άγρια. Το Ό μνισπορτς γεμίζει πάντοτε για τον τελικό Κυπέλ λου, και η ατμόσφαιρα που επικρατεί σ ’ αυτόν έχει βγάλει όνομα. «Να είσαι εκεί πολϋ νωρίς», με είχαν συμβουλέψει διάφοροι, οπότε κι εγώ έφτασα νωρίς, τρεις σχεδόν ώρες πριν από την έναρξη του παιχνιδιού, σ ’ ένα κυριολεκτικά άδειο στάδιο. Ή ταν σαν να έβρισκες το Γουέμπλεϊ εγκαταλελειμμένο ανήμερα του τελικού του Κυπέλλου. Δεν ήμουν στο θεωρείο των δημοσιογράφων: δεδομένου ότι αποτελεί μέρος της προεδρικής εξέδρας, καθένας που έμπαινε εκεί έπρεπε να περάσει από εξονυχιστικό κοσκί νισμα για να εξασφαλιστεί ότι δεν επρόκειτο να αποπει ραθεί να δολοφονήσει τον Μπίγια, και δεν υπήρχε αρκε τός χρόνος να γίνει κάτι τέτοιο γύρω από το άτομό μου. Είχα λόγους να ενδιαφέρομαι προσωπικά για το πρώτο μέρος εκείνου του απογεύματος, την παρέλαση των εθνικών πρωταθλητών άλλων αθλημάτων. Είχα συ ναντήσει την πρωταθλήτρια βόλεϊ του Καμερούν, την Αμακάμ, δεδομένου ότι οι παίκτες της κατέλυαν κι εκεί νοι στο οίκημα της Πρεσβυτεριανής Αποστολής. Μετά, αφού οι παίκτες της στριμώχτηκαν όλοι μαζί, καταλαμ βάνοντας τον ένα και μοναδικό ξενώνα της Πρεσβυτε ριανής Αποστολής, αναγκάστηκα να μετακομίσω στο κα λύβι της ιδιοκτήτριας, όπου και ξύπνησα δύο φορές τη νύχτα, βρίσκοντας τον ανιψιό της να κατουράει πάνω στην πόρτα μου. Ό μ ω ς οι παίκτες ήταν τα ευγενέστερα πλάσματα που είχα συναντήσει ποτέ μου, και ουδέποτε πέρασε κανείς τους από μπροστά μου χωρίς να ρωτήσει για την υγεία μου. Έ να βράδυ, καθώς έπλεναν τα δόντια τους στο νιπτήρα, με ρώτησαν πώς ήμουν και τους είπα
® ® @
237
238
© © ©
ότι ήμουν καλά. Μετά τους ρώτησα εγώ πώς ήταν εκεί νοι. «Πολύ καλά», απάντησαν. «Σήμερα πήραμε το πρω τάθλημα». «Ποιο πρωτάθλημα;» «Το δυτικοαφρικανικό πρωτάθλημα». Ψιθύρισα τα συγχαρητήριά μου. Ή ξερ α από την αρχή ότι θα πρέπει να είναι καλοί, επειδή όλοι φορούσαν την ίδια εξάρτυση. Στο Ό μνισπορτς τους κού νησα το χέρι καθώς παρήλαυναν. Το στάδιο ήταν ακόμη σχεδόν άδειο, και ο Μπίγια επρόκειτο να φτάσει εκεί στις 15:20 μ.μ. - οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο είχαν αναφερθεί λεπτομερειακά στα περί πρωτοκόλλου της άφιξής του. Ό μ ω ς τώρα, μία μόνο ώρα πριν α π ’ το εναρκτήριο λάκτισμα, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν το γήπεδο μέσα σε διάστημα ελά χιστων λεπτών, σαν να είχαν πέσει όλοι μαζί ουρανοκα τέβατοι πάνω στις τσιμεντένιες εξέδρες. Γιατί είχαν εμ φανιστεί όλοι έτσι ξαφνικά; Π εριμένοντας τον Μπίγια, ήμουν κι εγώ εξιταρισμένος, όπως όλοι οι άλλοι. Δεν πίστευα ότι ήταν ένας από τους μεγάλους ηγέτες του αιώνα μας· όμως, όταν βλέπεις τη φωτογραφία ενός ανθρώπου παντού, συνεχώς επί μία εβδομάδα, είσαι πια περίεργος να τον δεις και από φυσι κού, ιδίως αν ο άνθρωπος αυτός είναι συνήθως αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Καθώς πλησίαζε η ώρα της άφ ι ξής του, εκείνοι που κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα αναγκαστικά σηκώθηκαν για να μπορέσουν να δουν καλύ τερα, οπότε και δέχτηκαν τις διαμαρτυρίες αυτών που κά θονταν πίσω τους. Εκείνη τη στιγμή καταφθάνει ο Μπίγια, όρθιος και κουνώντας τα χέρια του στα πλήθη, μέσα σε μια ανοικτή λιμουζίνα, κάνοντας το γύρο του στίβου, ακο λουθούμενος από άλλες λιμουζίνες γεμάτες στρατιώτες. Ό μω ς, παρόλο που είχα δει τη φωτογραφία του εκατοντά δες φορές, στην αρχή δεν τον αναγνώρισα. Το άτομο μέσα στο αυτοκίνητο ήταν κοντύτερο και παχύτερο από τον Ηρωικό Αντρα, τον Άντρα-Λιοντάρι, και είχε και μια μι-
κρή φαλάκρα. Μήπως ήταν κάποιος απατεώνας; Το πλή θος ήταν ενθουσιασμένο και χειροκροτούσε και ζητω κραύγαζε σαν να είχε κερδίσει πανηγυρικά τις εκλογές. Ωστόσο υπήρχαν ακόμη μεγάλα κενά στις εξέδρες, πράγ μα το οποίο ήταν ανήκουστο για έναν τελικό Κυπέλλου. Οι ομάδες προθερμαίνονταν κάνοντας κάποια κόλπα που σου έκοβαν την ανάσα. Ο υπουργός Αθλητισμού, που είχε παραστεί στον τελικό του Κυπέλλου γυναικών, είχε χάσει τη θέση του με τον ανασχηματισμό, και αυτή τη βδομάδα ο διάδοχός του έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα κλοτσώντας θορυβωδώς την μπάλα και στέλνοντάς την σε απόσταση κοντά τριάντα μέτρων. Δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ μου τέτοιο ουδέτερο πλήθος σαν αυτό που είδα στο Ό μνισπορτς εκείνη την ημέρα. Εκτός από λίγους νεαρούς που φορούσαν μπλουζάκια της Ολυμπίκ Μβόλιε, κανείς δε φορούσε τα χρώ ματα κάποιας από τις ομάδες, και οι επιδέξιες φάσεις χειροκροτούνταν όλες με απόλυτη αντικειμενικότητα. Μια διαμαρτυρία της Ολυμπίκ για κάποιο πέναλτι το μό νο που προκάλεσε ήταν ένα είδος δημόσιας συζήτησης ανάμεσα σε σχολιαρόπαιδα. Το εναρκτήριο λάκτισμα ήταν η δοξασμένη στιγμή του πρώτου ημιχρόνου. Αμέσως μετά τη διακοπή του ημιχρόνου, ο αρχηγός της Ολυμπίκ Τατάου έτρεξε μέσα στην περιοχή της Ντιαμάντ, έπεσε κάτω και κέρδισε ένα πέναλτι- το εκτέλεσε ο Εμπγουέλε κι έβαλε γκολ. Πίσω από την εστία της Ντιαμάντ, μια σειρά αγοριών και κοριτσιών ντυμένων ομοιόμορφα με μπλουζάκια της Ολυ μπίκ πήραν θέση κι άρχισαν να χορεύουν την κόνγκα μέ σα στην εξέδρα, ενώ οι δύο γείτονές μου, δεξιά κι αριστε ρά μου, συνέχισαν να συζητούν το πέναλτι επί δέκα λε πτά μιλώντας μπροστά από τη μούρη μου. Αποδείχτηκε το μοναδικό γκολ του παιχνιδιού, και ο Ό μ πγκα κατέκτησε το πρώτο του τρόπαιο. Με το σφύριγμα της λήξης
@ @ ©
239
240
© © ©
του αγώνα, ενεργώντας εντελώς ενστικτωδώς, ρώτησα έναν οπαδό ντυμένο με το μπλουζάκι της Ολυμπίκ που θα μπορούσα να αγοράσω κι εγώ ένα. Μου είπε το όνομα του δρόμου όπου τα μοίραζαν δωρεάν. Κατάλαβα: Ο Ό μ πγκα δεν είχε δημιουργήσει μόνο μία ομάδα, είχε δη μιουργήσει «πακέτο» και τους οπαδούς της. Αναμφίβολα, οι τινέιτζερς πίσω από την εστία ήταν πληρωμένοι για το χορό τους. Ό λ α αποτελούσαν μέρος της φαντασίωσης περί Ο λυμπίκ Μασσαλίας. Ο δρόμος που περνούσε μπροστά από το στάδιο είχε αδειάσει για να μπορέσουν να περάσουν τρέχοντας ιλιγγιωδώς ντουζίνες στρατιωτικών οχημάτων. Ό σ ο περίμενα για ταξί, αντέγραψα το κείμενο που ήταν γραμμένο πάνω στο μπλουζάκι που φορούσε ο γίγαντας που περίμενε δίπλα μου: Ρ ’ onS οχέδιο για το Παγκόσμιο Κύπελλο Όταν μιλάς για το Παγκόσμιο Κύπελλο στα σίγουρα ξέρεις; Αυτό είναι το ποδοσφαιρικό παιχνίδι που ξετρελαίνει κόσμο Κάθε τέσσερα χρόνια Μόνο μια ομάδα θα βγει πρωταθλψρια Και το Παγκόσμιο Κύπελλο 1990 αρχίζει σ τψ Ιταλία σύντο μα!... Και... Ελπίζω να είσαι κι εσύ ξετρελαμένος! Είμαι σίγουρος...
Ό τα ν ο γίγαντας πρόσεξε ότι το αντέγραφα, τέντωσε ευγενέστατα το μπλουζάκι του προς το μέρος μου. Επιστρέφοντας στην Ιεραποστολή, άκουσα τις ειδή σεις στο ραδιόφωνο να παραδέχονται ότι το παιχνίδι ήταν «χαμηλών τόνων». Το ιδιαιτέρου κύρους Βραβείο Guinness Man of the Match Award είχε απονεμηθεί στον Τζανγκ Σάντεϊ, τον αγγλόφωνο αρχηγό της Ντιαμάντ. «Έμεινα μάλλον έκπληκτος», παραδέχτηκε ο Σάντεϊ, και
ιο ίδιο, για vu είμαστε ειλικρινείς, συνέβη και με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Στην ΕΣΣΔ μπορούσες να διαβάσεις την αλήθεια στην Πράβντα, εφόσον βέβαια ήξερες να διαβάζεις ανάμεσα
στις γραμμές. Στο Καμερούν η αλήθεια δε βρίσκεται στις εφημερίδες, αλλά περνάει αλυσιδωτά από στόμα σε στό μα και παραμορφώνεται καθ’ οδόν. Το μυστικό είναι να διαθέτεις καλά πληροφορημένους φίλους που βρίσκο νται στην αρχή της αλυσίδας. Υπήρχαν πράγματα που ήθελα να ρωτήσω γύρω από τον τελικό. Την επομένη του παιχνιδιού επισκέφθηκα πρώτα τον Φον Ετσεκίγιε, στο γραφείο που μοιράζεται με γαλλόφω νους συναδέλφους στην τηλεόραση του Καμερούν. (Το 1990 είχαν μετονομάσει τα στούντιό τους δίνοντάς τους το όνομα του Μιλά.) Κουβεντιάσαμε για λίγο περί ανέ μων και υδάτων και κατόπιν με οδήγησε προς το ασαν σέρ, όπου δεν μπορούσε να μας ακούσει κανείς, και μου είπε ότι μία ώρα πριν από τον τελικό, με τις εξέδρες ακό μη άδειες, στρατιώτες είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και καλούσαν τον κόσμο να μπει στο στάδιο δωρεάν. Δε θα ήταν καθόλου πρέπον ο Πρόεδρος να χαιρετά άδεια κα θίσματα. Γιατί ο κόσμος είχε κρατηθεί μακριά από το στάδιο; Πρώτα α π ’ όλα, εξήγησε ο Φον Ετσεκίγιε, οι φιναλίστ ήταν μέτριες ομάδες, και ο έμπορος όπλων είχε καταφέρει να γίνει αντιδημοφιλής, αγοράζοντας παίκτες από την Κάνον και την Τόνερε, τις δύο μεγάλες ομάδες της Γιαουντέ. Δεύτερον, οι άνθρωποι δεν είχαν χρήματα. Τρίτον, η αντιπολίτευση - και το μεγαλύτερο μέρος της Γιαουντέ είχε καταψηφίσει τον Μ πίγια - μποϊκοτάριζε τον τελικό. Ο Τζανγκ Σάντεϊ, πρόσθεσε ο Φον Ετσεκίγιε, είχε ανακηρυχτεί Άνθρωπος του Αγώνα απλώς και μόνο για να καλμάρουν οι αγγλόφωνοι. Η εφημερίδα του Αζέ παραήταν επαινετική υπέρ του Σάντεϊ εκείνη την ημέρα,
® ® ®
241
242
© © ©
πράγμα που άφηνε να εννοηθεί ότι, προφανώς, κάτι πε ρίεργο είχε μεσολαβήσει. Υπήρχαν και άλλα νέα: η Ντιαμάντ δεν είχε την πρό θεση να παίξει καθόλου στον τελικό. Θυμωμένοι με την απόφαση της FECAFOOT για τον υποβιβασμό της ομά δας τους, οι παίκτες είχαν αποφασίσει να βγουν να χαι ρετήσουν τον Μπίγια και μετά να επιστρέφουν στα απο δυτήρια. Μόνο την τελευταία στιγμή άλλαξαν γνώμη ή άφησαν να τους την αλλάξουν. Αφήνοντας το κτίριο της τηλεόρασης, πήρα ένα ταξί για το μπαρ «Λίμπερτι» που έχει πάνω στον πάγκο του μπαρ του ένα κουτί εράνου για τη συλλογή χρημάτων υπέρ της PWD Μπαμέντα. «Πού βρίσκεται το γραφείο της Cameroon Post·,» ρώτησα έναν από τους θαμώνες. «Εσύ ποιος είσαι;» ρώτησε. Είπα ότι ήμουν Άγγλος δημοσιο γράφος και με οδήγησε στην πίσω αυλή ενός ιδιωτικού σπιτιού. Στο σαλόνι βρίσκονταν καμιά δεκαριά άντρες καθισμένοι πίσω από γραφομηχανές ή πίνοντας μπίρα, ενώ κάποιες γυναίκες μαγείρευαν στην κουζίνα. Αυτή ήταν η Cameroon Post, μια εθνική εφημερίδα, και το σπίτι ήταν η κατοικία του εκδότη της. Το προσωπικό είχε με ταφερθεί εκεί μετά τις απειλές που άρχισαν να δέχονται και τις επισκέψεις της αστυνομίας στα γραφεία τους. Η Post είναι αγγλόφωνη - εξ ου και το κουτί εράνου για την PWD στο μπαρ «Λίμπερτι» - και ήταν πλέον η μόνη εφη μερίδα της αντιπολίτευσης που δεν είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία της. Ο εκδότης της Post φοβόταν κάτι πολύ χειρότερο από μια απλή απαγόρευση. «Όταν αυτοί οι τύ ποι έρχονται να σε μαζέψουν, δεν είναι καθόλου ευγενείς», μου είπε. Πώς και η εφημερίδα του είχε επιβιώσει για τόσο πολύ; Το απέδωσε στα φτωχά αγγλικά της κρα τικής λογοκρισίας. Στην έκδοση εκείνης της εβδομάδας είχαν διαγράψει μια λίστα με ονόματα κρατουμένων στη βορειοδυτική Επαρχία, αλλά άφησαν να δημοσιευτεί ένα
κεντρικό δισέλιδο σαλόνι που αναφερόταν λεπτομερεια κά σε αγριότητες και βιαιοπραγίες. Ο εκδότης το βρήκε πολύ αστείο. Βρισκόμουν εκεί για να μιλήσω με τον Τζοΰλιους Γουάμι, συντάκτη της Post, ανταποκριτή του CNN και, όπως άλλωστε κάθε Καμερούνιος, ειδικό επί θεμάτων ποδοσφαιρικής πολιτικής. Η χαμηλή προσέλευση κό σμου στον τελικό, είπε, ήταν «η πρώτη απόδειξη της πτώσης της δημοτικότητας του Μπίγια μετά τις εκλογές». Ό μω ς, αναστέναξε, «ο Μπίγια είναι το είδος του ατόμου που βλέπει μπροστά του άδειες εξέδρες και τις θεωρεί γεμάτες. Μοιάζει με κάποιον χοντρό κι άσχημο άνθρωπο που κοιτιέται το πρωί στον καθρέφτη και βλέπει τον εαυ τό του λεπτό κι όμορφο». Και ο Γουέιμι επιβεβαίωσε στη συνέχεια την άποψη του Φον Ετσεκίγιε για το τρόπαιο της Κυριακής. Προχωρήσαμε στο θέμα του υποβιβα σμού. Είπα ότι μπορούσα να καταλάβω ότι η FECAFOOT ήθελε να υποβιβαστεί η PWD, όμως εξακο λουθούσα να μην καταλαβαίνω γιατί πίστευαν ότι άξιζε τον κόπο να μεθοδεύσουν κάτι τέτοιο, ξέροντας τι είδους αναστάτωση θα προκαλούσε αυτό στα βορειοδυτικά. Εν ολίγοις, γιατί τους απασχολούσε το θέμα; «Επειδή πι στεύουν ότι τελικά θα μπορέσουν να το καταφέρουν», απάντησε ο Γουάμι. «Επειδή πάντοτε τα καταφέρνουν». Με μια Τογιότα της διοργάνωσης του τελικού πήγα να δω τον καθηγητή Νκούι στο Πανεπιστήμιο της Γιαου ντέ. Συμφώνησε κι εκείνος ότι η μη προσέλευση κόσμου στον τελικό οφειλόταν προφανώς στο στόμα-με-στόμα μ ποϊκοτάζ της αντιπολίτευσης. Κατά τον ίδιο τρόπο, εί πε, γινόταν και το μποϊκοτάρισμα των γαλλικών προϊό ντων (η Γαλλία συνέχιζε να υποστηρίζει τον Μπίγια), αν και δεν είχε γίνει καμιά σχετική ανακοίνωση. Ό μω ς, όταν ανέφερα το έπαθλο της Κυριακής, κούνησε το κε φάλι του. Ή ξερ ε ήδη τη φήμη που κυκλοφορούσε. Εάν
© © ©
243
244
© © ©
κάποιος αγγλόφωνος επρόκειτο να κερδίσει έτσι κι αλ λιώς το βραβείο, ρώτησε, τότε γιατί αυτός να μην είναι ο Τατάου, αρχηγός της νικήτριας ομάδας, που έπαιξε κα λά; «Ο κόσμος προσπαθεί να δώσει διάφορες ερμηνείες στο καθετί», παραπονέθηκε. Δυο μέρες αργότερα βρισκόμουν και πάλι στο αερο δρόμιο της Ντουάλα, είχα ξανασυναντήσει τον αχθοφό ρο μου, που είχα δει πριν από δεκαπέντε μέρες και τον είχα αποδιώξει. Τότε μου είπαν ότι, καθώς δεν είχα επι βεβαιώσει τη θέση μου, δε θα μπορούσα να πάρω την πτήση εκείνης της ημέρας. Το επόμενο αεροπλάνο της Aeroflot θα έφευγε σε ένα δεκαπενθήμερο. Έ νας ευπρο σήγορος «νταραβεριτζής» με ενημέρωσε ότι υπήρχαν και άλλοι υποψήφιοι που πλειοδοτούσαν για θέσεις στην πτήση μου και ότι, για να μπορέσω να μπω στο αεροπλά νο, θα έπρεπε η δική μου δωροδοκία να είναι μεγαλύτε ρη από αυτή των ανταγωνιστών μου. Έ δωσα στον τύπο εκατό δολάρια και περίμενα αγωνιώντας επί πέντε ώρες μέσα σε μια αίθουσα αναμονής χωρίς κλιματισμό, μέχρις ότου ήρθε και μου είπε ότι η θέση μου ήταν εντάξει. Έ τρεξα στο αεροπλάνο -υ π ή ρ χ α ν περισσότεροι επιβά τες από καθίσματα, και δεν είχα διάθεση να πετάξω όρ θιος μέχρι τη Μ όσ χα- και ακριβώς 18 ώρες αργότερα βρισκόμουν σπίτι μου. Υστερόγραφο: Μήνες αργότερα ένιωσα ένα τσίμπημα νοσταλγίας για το Καμερούν όταν διάβασα ότι οι Λέοντες είχαν προκριθεί για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το προκρι ματικό παιχνίδι θα παιζόταν στη Ζιμπάμπουε στις 10 Οκτωβρίου 1993. Η αντιπολίτευση, η οποία συνέχιζε τις προσπάθειές της να εκτοπίσει τον Μπίγια, είχε κηρύξει γενική απεργία για τις 11 του ίδιου μήνα. Ο Μπίγια αντέδρασε λέγοντας ότι, αν οι Λέοντες έπαιρναν την πρόκρι-
οη στις 10 του μηνός, τότε η 11η θα κηρυσσόταν δημό σια αργία. Στο μεταξύ, οι παίκτες, με επικεφαλής τον Μπελ, απειλούσαν να αφήσουν να χαθεί το παιχνίδι, εκτός εάν τους καταβάλλονταν τα μπόνους που τους χρω στούσαν. Το βράδυ της παραμονής του παιχνιδιού ο πρωθυπουργός και ο φίλος μου ο πρόεδρος της FECAFOOT τούς έδωσε τα χρωστούμενα σε μετρητά. Το Καμερούν προκρίθηκε και, όταν σφύριξε η λήξη του αγώνα, οι φίλαθλοι εγκατέλειψαν αμέσως το Ό μνισπορτς. Ή τα ν έξαλλοι με τους παίκτες για το ότι δεν είχαν πιάσει το πολιτικό νόημα.
Ο Μοντέλα στο Χελντερφοντέιν
Χ
ελντερχροντέιν. Ή τα ν το δημοσιογραφικό γεγονός της
χρονιάς, και τηλεφώνησα στον Μαρκ Γκλίσον για να τον ρωτήσω αν θα έπρεπε να φορέσω σακάκι και γρα βάτα. Αστειεύεσαι; απάντησε. Εδώ είναι Νότια Αφρική. Οτιδήποτε διαβάσει κανείς για το αφρικανικό ποδό σφαιρο, το πιθανότερο είναι να έχει γραφτεί από τον Μαρκ. Ταξιδεύει σε ολόκληρη την ήπειρο και γράφει για το ποδόσφαιρό της για την εφημερίδα Star του Γιοχάνεσμπουργκ, το BBC, το World Soccer, το France Football, τη Daily Telegraph και τη La Stampa, για να αναφέρουμε μό νο μερικούς τίτλους. Αν υποτεθεί ότι παίζεται κάποιος ημιτελικός του Αφρικανικού Κυπέλλου Κυπελλούχων στο Μ πουρούντι, ο Μαρκ πετάει εκεί, μένει επιτόπου καμιά βδομάδα και πουλάει μετά μια ντουζίνα άρθρα. Λέει ότι ο μέσος όρος του είναι τέσσερα κομμάτια την ημέρα. Κάποτε με οδήγησε μέχρι τη Σουαζιλάνδη, με τα γόνατα κολλημένα πάνω στο τιμόνι του μικροσκοπικού αυτοκι νήτου του (ο Μαρκ έχει ύψος δύο μέτρα και κάτι), επειδή
@ @ ©
245
246
© © ©
υπήρχε μια μικρή πιθανότητα η ομάδα του Καμερούν να προσγειωθεί στο εκεί αεροδρόμιο. (Δεν προσγειώθηκε.) Γνωρίζει το καλύτερο εστιατόριο για γαρίδες στη Μο ζαμβίκη, και υπήρξε παρτενέρ του Ρότζερ Μιλά στο τέ νις. Στο τούνελ, από τα αποδυτήρια στο παιχνίδι Μποτσουάνα-Νίγηρα, οι παλιότεροι παίκτες του Νίγηρα ανέ βηκαν να χαιρετήσουν τον Μαρκ, ενώ οι νεότεροι συμπαίκτες τους κοιτούσαν θαμπωμένοι. Ό ντας δύο μέτρα και κάτι, βοηθάει, λέει ο ίδιος, και το ίδιο συμβαίνει με το να είσαι λευκός. Κανείς στην Αφρική δεν ξεχνά τον Μαρκ. Έτσι, εκείνος κι εγώ ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο από το Γιοχάνεσμπουργκ φορώντας σορτς και μπλουζάκια μακό, διασχίσαμε τη στέπα προς τις εγκαταστάσεις του αγροκτήματος Χελντερφοντέιν, όπου ο Νέλσον Μο ντέλα επρόκειτο να συναντήσει τη νοτιοαφρικανική εθνι κή ποδοσφαιρική ομάδα. Οι Μπαφάνα Μπαφάνα (τα αγόρια στη διάλεκτο Ζουλού) επρόκειτο να παίξουν ενα ντίον της Νιγηρίας δυο μέρες αργότερα, σ’ ένα παιχνίδι που έπρεπε οπωσδήποτε να κερδίσουν, πράγμα που θα έδινε την ευκαιρία στη Νότια Αφρική να συμμετάσχει για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Η επίσκεψη του Μαντέλα είχε να κάνει περισσότερο με τις πρώτες μεικτές εκλογές του έθνους, που επρόκειτο να γίνουν ένα χρόνο αργότερα. Ακόμη και σύμφωνα με τα στάνταρ όλου του υπόλοιπου κόσμου, οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί είναι τρελοί με το ποδόσφαιρο. Πρέπει να μας δουν ότι είμαστε παρόντες, μου είπε ένα στέλεχος της ANC, και φυσικά είχε προσκληθεί και ο Τύπος. Το 1992, για να κρίνουν κατά πόσον η Νότια Αφρική ήταν έτοιμη να επιστρέφει στο διεθνές ποδόσφαιρο, οι Ζοάο Χαβελάνγκε και Σεπ Μπλάτερ της ΦΙΦΑ επισκέφθηκαν το Γιοχάνεσμπουργκ. Ο Σόλομον «Στιξ» Μορέ-
ουα, γενικός γραμματέας της Νοτιοαφρικανικής Ποδο σφαιρικής Ομοσπονδίας, τους οδήγησε με τη Μεροεντές του για να τους δείξει τα εφτά υπέροχα στάδια της πό λης. Μετά τους πήγε σ’ ένα πρατήριο καυσίμων στο Σοβέτο. Το βενζινάδικο ήταν δικό του, και ήθελε να τους το δείξει. Επίσης, είχε να κάνει ο ίδιος ορισμένα τηλεφωνή ματα. Έτσι, τους είπε να τον περιμένουν στο αυτοκίνητό του, τους πρόσφερε αναψυκτικά από το μηχάνημα και τους έδωσε την ευκαιρία να εμβαθύνουν γύρω από την αφελή απλοϊκότητα του νοτιοαφρικανικού ποδοσφαίρου. Επισκέφτηκα τα γραφεία της SAFA για να κανονίσω μια συνέντευξη με τον Μορέουα. Στο γραφείο του βρήκα μια γυναίκα που τη ρώτησα: Είστε η Υραμματεύς του κ. Μορέουα; Εκείνη απάντησε: Δεν ξέρω. Είμαι εδώ μόνο μια μέρα, οπότε και δεν ξέρω πώς τον λένε. Της επέστη σα την προσοχή ότι το βιβλίο των ραντεβού της έγραφε επάνω το όνομα του Μορέουα και έκλεισα μια συνάντη ση μαζί του. Ξαναγύρισα την ημέρα που είχε οριστεί το ραντεβού και συνάντησα τον Μορέουα, ο οποίος μου έδειξε το βιβλίο των ραντεβού. Το όνομά μου δεν υπήρχε γραμμένο μέσα. Συμφώνησε να μου μιλήσει την επομέ νη. Ο Μαρκ με οδήγησε εκεί και, όπως το είχε προβλέψει, ο Μορέουα δεν υπήρχε πουθενά. Νομίζω πως είσαι ο τέταρτος ξένος δημοσιογράφος που έχω φέρει για να συναντήσει τον Μορέουα χωρίς αυτός να εμφανιστεί πο τέ, με παρηγόρησε ο Μαρκ. Ο Μορέουα κατάφερε να παραστεί στο συνέδριο της ΦΙΦΑ στη Ζυρίχη τον Ιούνιο του 1992. Εκεί δεκαέξι νέα μέλη είχαν γίνει δεκτά στη ΦΙΦΑ, αλλά από αυτά μόνο η εισδοχή της Αφρικής είχε ξεσηκώσει τόσες επευφημίες μέσα στην αίθουσα. Ο κόσμος ήταν πολύ ευτυχής που ξανάβρισκε και πάλι τη Νότια Αφρική. Οι άνθρωποι νιώ θουν ότι η Νότια Αφρική είναι η γη όπου ρέουν χρυσός και διαμάντια, όπου μόνο η ανθρώπινη παραφροσύνη
® @ ®
247
την εμποδίζει να μεγαλουργήσει. Δεν ήταν μόνο στελέχη της SAFA που περιδιάβαζαν τη Ζυρίχη λέγοντας ότι η Νό τια Αφρική επρόκειτο να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύ πελλο, αλλά και οι φίλαθλοι του έθνους άρχισαν περιχα ρείς να κάνουν τις δικές τους επιλογές για την εθνική ομάδα. Ό λα πήγαν άσχημα. Προτού ακόμη η Νότια Αφρική παίξει το πρώτο της ματς, ο προπονητής της ομάδας Τζεφ Μπάτλερ αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν διέρρευσε το νέο ότι είχε ω ραιοποιήσει κάπως το βιογραφικό του. Η μάλλον σεμνή αναφορά του ότι είχε παίξει με τη Νοτς Κάουντι αποδείχτηκε ψεύτικη - αν και, όπως τόνι ζαν οι οπαδοί του, αυτό το είχε κάνει κάποιος ξάδερφός του. «Συναντούμε ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι έπαι ζαν για τη Λίβερπουλ, χωρίς να είναι αλήθεια, ή ότι έχουν παίξει σε δυο παιχνίδια με τους αναπληρωματι κούς της, και θα μπορούσαν να παίξουν με δέκα ομάδες στη Νότια Αφρική χωρίς να προσθέσουν τίποτε αξιόλογο στο παιχνίδι», μουρμούρισε ο Τζον Πέρλμαν της Star. Στον Πέρλμαν άρεσε πολύ να γκρινιάζει. Ο Μαρκ αποκάλεσε τον ΣτάνλεϊΤσαμπαλάλα, επόμε νο προπονητή της Νότιας Αφρικής, «χωριάτη προπονη τή». Ο φτωχός Τσαμπαλάλα είχε γεννηθεί σε λάθος τόπο λάθος χρόνο. Μεγάλωσε στην εποχή των κυρώσεων κατά της Νότιας Αφρικής, όταν οι ομάδες της δεν έπαιζαν πο τέ με ξένες και σπανίως τις έβλεπαν ακόμη και στην τη λεόραση: το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 ήταν το πρώ το παιχνίδι που έδειξε η τηλεόραση στη Νότια Αφρική. Η Νότια Αφρική ήταν κάπως λιγότερο απομακρυσμένη από τον κόσμο από όσο είναι, ας πούμε, το Φεγγάρι από τον Πλούτο, όμως συνέχιζε να παραμένει αρκετά έτη φω τός μακριά. Λευκοί Νοτιοαφρικανοί ποδοσφαιριστές προσπαθούσαν να παίξουν σαν τους Εγγλέζους, όμως οι μαύροι προσπαθούσαν να μιμηθούν τους Χάρλεμ Γκλο-
ουμπτρότερς, και ο Τσαμπαλάλα διδάχτηκε ότι το ποδό σφαιρο ήταν κάτι που είχε σχέση με κόλπα του τσίρκου. «Πιάνο και παπούτσι λουστρίνι», αποκαλούσε περήφανα το νοτιοαφρικάνικο στιλ, και φανταζόταν με αγαλλίαση ότι και οι Βραζιλιάνοι έπαιζαν με τον ίδιο τρόπο. Αφού οι Μπαφάνα Μπαφάνα έχασαν 4-1 παίζοντας με τη Ζι μπάμπουε, οι παίκτες του αποκάλυψαν ότι δεν τους είχε δώσει κανένα απολύτως πλάνο τακτικής για το παιχνίδι. Είχαν να βγουν στο γήπεδο κι εκεί να αυτοσχεδιάσουν. Επίσης, παραπονέθηκαν ότι ήταν παθιασμένος με το muti. Π αρ’ όλα τα μαγικά, αυτό που ακολούθησε ήταν μια σαρωτική ήττα 4-0 από τη Νιγηρία. Οι δημοσιογράφοι έπνεαν μένεα εναντίον του Τσα μπαλάλα, και εκείνος τους αποκάλεσε ρατσιστές. Οι πε ρισσότεροι Νοτιοαφρικανοί ρεπόρτερ του ποδοσφαίρου είναι λευκοί, και το ίδιο ισχύει και για τους περισσότε ρους προπονητές. «Οι μαύροι παίκτες φοβούνται τους λευκούς προπονητές», μου εξήγησε ο Φιλ Νιαμάνε, ένας από τους σπάνιους μαύρους δημοσιογράφους, παίρνο ντας μαζί πρωινό στη Star. «Όταν ο προπονητής είναι μαύρος, χαλαρώνουν. Οι Τσιφς έφεραν κάποτε έναν Αργεντινό προπονητή, και όταν του μιλούσες καταλάβαι νες αμέσως: “Αυτός εδώ ο τύπος δεν έχει ιδέα από ποδό σφαιρο”. Το αστείο όμως ήταν ότι οι Τσιφς τα κατάφεραν καλά κάτω από την καθοδήγησή του, επειδή είχε εντυπωσιάσει τους παίκτες λόγω του ότι ήταν λευκός». Δεν είναι απλώς θέμα λευκού χρώματος: Οι Νοτιοαφρικανοί έχουν την τάση να πιστεύουν ότι όποιος είναι κάτο χος ξένου διαβατηρίου είναι μέγας και σοφός. Τελικά ο Τσαμπαλάλα έριξε ένα χαστούκι στη μούρη του Σάι Λέρμαν των Sunday Times και απολύθηκε. (Ο Λέρμαν ήταν γνωστός στους άλλους δημοσιογράφους ως «ο προπονητής»: λέγεται ότι εκείνος επιλέγει την ομάδα.) Ο διάδοχος του Τσαμπαλάλα ήταν ένας απλός επιστάτης
@ @ ©
249
250
© © ©
και τον διαδέχτηκε ο Αουγκούστο Παλάθιος, Περουβια νός και φίλος του Λέρμαν. Στο Χελντερφοντέιν ρεοεψιονίστ ήταν η Μις Νότια Αφρική 1982, και νεαροί με αθλητικές φόρμες στριφογύ ριζαν σαν μελίσσι γύρω από το γραφείο της. «Κανένα μή νυμα για μένα;» ρωτούσαν κάθε δύο λεπτά. Ο Τζορτζ Ντιαρνάλι, ένας λευκός επιθετικός, ανακάλυψε ότι ο Σίζουε Μοτάουνγκ, ένας μαύρος κεντρώος παίκτης, δεχό ταν πενήντα τηλεφωνήματα την ημέρα από γυναίκες. «Πες στη μητέρα και την αδερφή του Σίζουε να μην τη λεφωνούν τόσο συχνά, κάγχασε ο Ντιαρνάλεϊ, επειδή ξέ ρω στα σίγουρα ότι δεν έχει κοπέλα». Ο Μοτάουνγκ ούτε που πετάρισε το βλέφαρό του. Αλλοι δημοσιογράφοι μού είχαν πει ότι λευκοί και μαύροι παίκτες πολύ σπάνια συγχρωτίζονταν, αλλά τέσσερις εβδομάδες στην κατα σκήνωση για εξάσκηση φάνηκε να βοηθούν. Πλησίαζε η ώρα άφιξης του Μαντέλα, και οι παίκτες άρχισαν να βγαίνουν από την πισίνα και να αλλάζουν βά ζοντας τις φόρμες τους. Ρώτησα τον Ρότζερ Ντε Σα, ένα διοπτροφόρο τερματοφύλακα, και έναν από τους τρεις λευκούς της ομάδας, αν οι παίκτες ήταν ενθουσιασμένοι από την επίσκεψη. «Όχι εγώ», είπε. «Δεν πρόκειται να τον ψηφίσω». Ενώ περιμέναμε τον Μαντέλα, ο Ντε Σα κι εγώ πιάσαμε την κουβέντα, και ο Ινοσέν Μνκουάνγκο, ένας μαύρος παίκτης, κάθισε μαζί μας χωρίς όμως να λέει λέξη. Ο Ντε Σα ήταν γιος Πορτογάλων αποικιστών και είχε γεννηθεί στη Μοζαμβίκη. Ο πατέρας του έπαιζε για τη Σπόρτινγκ Μοζαμβίκης, ένα παρακλάδι της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, και είχε παίξει για λίγο με τη μητέρα ομάδα μέχρις ότου η νοσταλγία για την πατρίδα του τον έκανε να επιστρέφει στην Αφρική. Ο Εουσέμπιο άρχισε κι εκεί νος την καριέρα του με τη Σπόρτινγκ Μοζαμβίκης και πέταξε στην Πορτογαλία για να παίξει με τη Σπόρτινγκ
Λισαβόνας, όμως η Μπενφίκα έδρασε ταχύτερα. «Τον άρπαξαν από το αεροδρόμιο, του πρόσφεραν περισσότε ρα χρήματα από όσα είχε δει ποτέ σε όλη του τη ζωή, κι εκείνος υπέγραψε μαζί τους», υποστήριξε ο Ντε Σα. Ο Ντε Σα υποστηρίζει τη Σπόρτινγκ - αυτά τα πράγματα έχουν μεγάλη σημασία στη Νότια Αφρική. Ό ταν ήμουν μικρός, όλοι έρχονταν με τα ραδιόφωνά τους να δουν την πορτογαλέζικη ομάδα τα Σαββατοκύριακα, για να επευ φημήσουν την ομάδα τους. Ο Μνκουάνγκο εξακολουθού σε να μην έχει βγάλει λέξη. Μιλήσαμε για την Αφρική - οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί συζητούν γΓ αυτή σαν να ζουν σε μια εντελώς διαφο ρετική ήπειρο. «Τα παιδιά μού λένε ότι στο Λάγκος κατάφεραν να βγουν από το στάδιο μόνο χάρη στους Νιγηριανούς παίκτες. Ο Τζορτζ Ντιαρνάλεϊ λέει ότι, όταν ήταν καθισμένος μέσα στο λεωφορείο, οι φίλαθλοι φώ ναζαν: “Ντε Κλερκ! Έ λα εδώ!” Κι εγώ έχω κάπως νευρι κό χαρακτήρα, γι’ αυτό και φοβάμαι πως, αν βρεθώ μπλεγμένος σε κάτι τέτοιο, θα αγριέψω πολύ». Οι Μ πα φάνα Μπαφάνα είχαν να παίξουν ένα παιχνίδι εκτός έδρας στο Κογκό. «Αξίζει άραγε τον κόπο;» αναρωτήθηκε ο Ντε Σα, χωρίς πραγματικά να το εννοεί. «Εν πάση περιπτώσει, ποια ομάδα υποστηρίζει ο Μαντέλα;» με ρώ τησε. Ή ξερ α , επειδή μου το είχε πει ο γενικός διευθυ ντής της Ορλάντο Πάιρετς. «Ο Μαντέλα είναι οπαδός των Πάιρετς και έχει κάρτα μέλους της ομάδας», είχε πει ο Ιβάν Κχόζα, «και έχει μείνει σπίτι μου πολλές φορές. Ο επίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου έχει κι αυτός κάρτα μέλους των Πάιρετς». Το είπα στον Ντε Σα, ο οποίος είπε: «Τό τε, στα σίγουρα δεν πρόκειται να τον ψηφίσω». Ο Ντε Σα παίζει με τη Μορόκα Σουόλοους. Μισή ώρα αργότερα, και δείχνοντας όπως πάντα σαν Κινέζος γίγαντας, εμφανίστηκε ο Μαντέλα. Μιλούσε και
® © ©
251
252
© © ©
αστειευόταν, και όταν ένας έντρομος Στιβ Κρόουλι, ένας άλλος λευκός τερματοφύλακας, έφτασε τρέχοντας λίγα λεπτά αργότερα, δέχτηκε από τον Μαντέλα ένα χαμόγε λο επιεικούς γυμνασιάρχη. Ο Παλάθιος είχε να πει καθησυχαστικά λόγια στον πρόεδρο του ANC («Μη φοβά στε. θ α νικήσουμε») και τότε ο Μαντέλα πλησίασε τους δημοσιογράφους. Αντάλλαξε χειραψίες με τους μαύρους ρεπόρτερ, και μετά, καθώς αυτά τα πράγματα εξακολου θούν να συμβαίνουν στη Νότια Αφρική, γύρισε πίσω και μας είδε - τρεις λευκούς δημοσιογράφους που στεκόμα σταν μαζί. Παραλυμένοι από νευρικότητα, είχαμε τα χέ ρια μας κρεμασμένα δίπλα στα πλευρά μας, κι εκείνος δεν ήξερε τι να κάνει μη βρίσκοντας τίποτα να σφίξει. Ό λη την ώρα αναρωτιόμουν κατά πόσον θα τολμούσα να του υποβάλω έστω και μία ερώτηση. Ακόμη και επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, όπως ο Ντε Σα, μου προκαλούσαν δέος, και ο άνθρωπος που είχα τώρα μπροστά μου ήταν ο Νέλσον Μαντέλα. Ή τα ν ίσως ο πιο διάσημος πολιτικός του πλανήτη, παρόλο που ο Γουίλεμ, ο φωτο γράφος μου, είχε υποστηρίξει πως όχι. (Είχαμε κουβε ντιάσει έντονα γύρω από αυτό.) Στα σίγουρα είχε το δικό του κονσέρτο στο Γουέμπλεϊ. Έτσι, όταν ρώτησα «Κύριε Μαντέλα, ακούγεται ότι είστε οπαδός της Ορλάντο Πάιρετς, αληθεύει αυτό;», ένιωσα ενθουσιασμένος. Είχα κα ταφέρει να μιλήσω καθαρά, με είχε ακούσει, και η ερώ τηση δεν τον είχε ενοχλήσει. Εκείνος είπε: «Όχι! Μου έκαναν αυτή την ερώτηση πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια που πέρασα στη φυλα κή και κάθε φορά απαντούσα: «Υποστηρίζω όλες τις ομάδες εξίσου!» Ή ταν μια προεκλογική απάντηση. Περνούσα μπροστά από το τραπέζι των παικτών όταν με φώναξε ο Ντε Σα να πλησιάσω. «Λοιπόν, ποιον υπο στηρίζει;» ρώτησε, και ολόκληρη η ομάδα περίμενε με αγωνία την απάντηση. Είπα: «Υποστηρίζει εξίσου όλες
τις ομάδες». «Σου το είπα ότι είναι οπαδός των Σουόλοους», ξεφώνισε ο Ντε Σα. Ο Μαντέλα, στη συνέχεια, έβγαλε λόγο. «Σύντροφοι!» άρχισε, κατόπιν είπε κάποια συνηθισμένα ανέκδοτα που αποδείκνυαν ότι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος και μετά συνέχισε με το ποδόσφαιρο. «Αύριο», είπε, «ολό κληρη η Νότια Αφρική θα βρίσκεται στο στάδιο». (Αυτό θα ήταν μάλλον έκπληξη αν αλήθευε, γιατί το ματς ήταν προγραμματισμένο για δύο ημέρες αργότερα.) Δεν ήταν σίγουρος ποια ομάδα να υποστηρίξει, ομολόγησε, «επει δή θα παίξετε εναντίον της Νιγηρίας, μιας χώρας που υποστήριξε θερμά τον αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ. Η ουδετερότητα αυτή, ευγενής με τον τρόπο της, θα πρέ πει να απογοήτευσε τον Παλάθιος, ο οποίος είχε προσκαλέσει τον Μαντέλα στο Χελντερφοντέιν. Ο Παλάθιος είχε παίξει με το Περού, και πίστευε ότι οι επισκέψεις πολιτικών ενέπνεαν τους παίκτες. «Το “σόκερ”» - ο Μαντέλα πρόφερε τη λέξη που ση μαίνει ποδόσφαιρο σαν «σάκερ» που σημαίνει κάτι εντε λώς διαφορετικό - «είναι μία από τις πλέον ενωτικές δρα στηριότητες ανάμεσά μας». Εκείνη την ημέρα στο Χελντερφοντέιν η δήλωση αυτή ήχησε ιδιαίτερα αληθινή. Οι παίκτες που στέκονταν μπροστά του -μ α ύ ρ ο ι, λευκοί, έγχρωμοι και Ινδιάνοιτο μόνο κοινό που είχαν ήταν το ποδόσφαιρο. Δέκα χρό νια νωρίτερα οι μαύροι που βρίσκονταν τώρα ανάμεσά τους θα μπορούσαν να μπουν στο Χελντερφοντέιν μόνο ως υπηρέτες, και μόλις τρία χρόνια νωρίτερα ο ίδιος ο Μαντέλα ήταν κρατούμενος στο Ρόμπεν Άιλαντ. Πολύ κοντά στο Χελντερφοντέιν, την ίδια εκείνη ημέρα, άλλοι Νοτιοαφρικανοί πυροβολούσαν ενθουσιωδώς ο ένας τον άλλον. «Οι Νοτιοαφρικανοί είναι τρελοί με τα σπορ», εί χε πει ο Μορέουα. Αφήνοντας κατά μέρος το απαρτχάι-
© © ©
253
254
© © ©
ντ, η χώρα είναι μια κοιμισμένη τέως αποικία στην άκρη του κόσμου, και πέρα από τα σπορ δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα για να κάνει κανείς εκεί. Το Γιοχάνεσμπουργκ είναι χτισμένο γύρω από γήπεδα του γκολφ, και στο Σοβέτο ο δείκτης εγκληματικότητας είχε πέσει σε αφάνταστα χαμηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια του Ιταλι κού Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η ιδέα ότι ο αθλητισμός μπορεί να βοηθήσει να χτιστεί το έθνος είναι λιγότερο ουτοπιστική από όσο ακούγεται. Το Παγκόσμιο Κύπελλο κρίκετ του 1992 υπήρξε μια πραγματική αποκάλυψη. Το εικοσάχρονης διάρκειας αθλητικό μποϊκοτάζ είχε λήξει μόλις μερικούς μήνες νω ρίτερα, και το έθνος -σύσσωμο το έθνος - παρακολουθού σε εκστασιασμένο το τουρνουά. 'Οταν η Νότια Αφρική κέρδισε την Αυστραλία με εφτά γουίκετς διαφορά, ο Στιβ Τσουέτε, ο άνθρωπος του ANC για τον αθλητισμό και πρώην πολιτικός κρατούμενος, ρίχτηκε μέσα στην αγκα λιά του Κέπλερ Γουέσελς, αρχηγού της ομάδας και Αφρικάνερ. «Δε δάκρυσα ποτέ μου στο Ρόμπεν Άιλαντ, όμως απόψε έκλαψα», είπε αργότερα ο Τσουέτε. Ή ταν κατά τη διάρκεια εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου που οι λευκοί της Νότιας Αφρικής έπρεπε να ψηφίσουν «Ναι» ή «Όχι» για παραπέρα μεταρρυθμίσεις σχετικά με το απαρτχάιντ. Η ομάδα άφησε να κοινοποιηθεί πως, αν υπερίσχυαν τα «Όχι», τότε θα εγκατέλειπε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τ α «Ναι» υπερίσχυσαν τελικά με συντριπτική πλειοψηφία, και οι ειδήμονες δήλωσαν ότι θα μπορού σες να κάνεις ό,τι ήθελες τους λευκούς Νοτιοαφρικανούς από τη στιγμή που τους πρόσφερες διεθνή σπορ. Οι σκεπτικιστές έθεταν το ερώτημα πώς ήταν δυνατόν τα σπορ να ενώσουν το έθνος, όταν ακόμη και αυτά χωρί ζονται κατά φυλές. Οι Αφρικάνερς παίζουν ράγκμπι, οι Αγγλοι κρίκετ, και οι μαύροι το πιο πολύ ποδόσφαιρο. (Γνωρίζουμε τη Νότια Αφρική για το ράγκμπι και το κρί-
κετ της, όμως, φυσικά, το δημοφιλέστερο σπορ στη χώρα είναι το ποδόσφαιρο.) Έθεσα αυτόν το διαχωρισμό στον ανώτερο Νοτιοαφρικανό κρατικό λειτουργό που ήταν υπεύθυνος για τα θέματα αθλητισμού, ένα χοντρό άντρα με γυαλιά, ονόματι Μποντενστάιν. «Εντάξει, ναι», είπε. «Όμως αυτό δεν είναι αποτέλεσμα εθνικότητας, θ α έλε γα ότι είναι περισσότερο θέμα προτιμήσεων. Δείτε τώρα, ο μαύρος είναι παίκτης μπάλας. Έ χει μια τρομακτική άνεση να παίζει με την μπάλα και μεγαλώνει με μια μπά λα ποδοσφαίρου στο πίσω σοκάκι, και όχι τόσο πολύ με μια μπάλα του ράγκμπι στο σοκάκι του». Πολλοί μαύροι Νοτιοαφρικανοί ζουν σε στενοσόκακα, και ανέφερα στον Μποντενστάιν ότι οι «προτιμήσεις» είχαν να κάνουν επί σης και με το εισόδημα. Ράγκμπι μπορείς να παίξεις μό νο σε καταπράσινους χορταριασμένους αγρούς, και το κρίκετ απαιτεί τέλεια γήπεδα και προπονητές, οι οποίοι μπορούν να διδάξουν περίπλοκες τεχνικές. «Ναι, αυτό εί ναι εν μέρει σωστό», συμφώνησε ο Μποντενστάιν, πρόσθεσε όμως ότι οι αθλητικές λέσχες ήταν τώρα πλέον ανοικτές σε όλες τις φυλές. Ωστόσο θα ήταν λάθος να είναι κανείς τόσο απαισιό δοξος: υπάρχει ένα τουλάχιστον σπορ που αγαπούν όλες οι φυλές (μόνο οι εκεί Κινέζοι δεν είναι τόσο ενθουσιώ δεις) και αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Η Νότια Αφρική εί ναι μια χώρα που είχε μεγάλη ανάγκη να κερδίσει το Π α γκόσμιο Κύπελλο, ή τουλάχιστον να προκριθεί σ’ αυτό, και το ματς με τη Νιγηρία ήταν ζωτικής σημασίας. Ο Πρόεδρος Ντε Κλερκ πίστευε κι αυτός το ίδιο, μου είπε ένας από τους συμβούλους του. Λίγες μέρες πριν το παιχνίδι με τη Νιγηρία στεκόμουν σε κάποιο πεζοδρόμιο, στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ, διαβάζοντας τα ποδοσφαιρικά νέα στη Sowetan, μια μαύ ρη λαϊκή εφημερίδα. Έ νας μαύρος άγνωστος με πλησία σε. θ α πήγαινα να δω το ματς; Ποιος πίστευα ότι επρόκει-
® ® @
255
256
© © ©
το να κερδίσει; Δε συμφωνούσα ότι οι Μπαφάνα είχαν βελτιωθεί; Λευκοί και μαύροι θα ήθελαν πολύ να είναι σε θέση να μιλούν μεταξύ τους - σχεδόν όλοι θέλουν να πετύχει η Νέα Νότια Α φ ρική-, όμως τι άλλο είχαν για να κου βεντιάσουν μαζί; Το ποδόσφαιρο έχει πραγματικά μεγά λη σημασία. «Όπως ξέρετε», συνέχισε ο Μαντέλα, «βρισκόμουν σε διακοπές για 27 ολόκληρα χρόνια, αλλά από εκείνο το φημισμένο θέρετρο στο οποίο βρισκόμουν μπορούσα να παρακολουθώ την εξέλιξη του ποδοσφαίρου αυτής της χώρας. Ό μ ω ς υπήρξε μία περίοδος όπου το επίπεδο άρ χισε να πέφτει για λόγους που όλοι γνωρίζουμε». Φαντά στηκα τους παίκτες να κατεβάζουν το κεφάλι: ο Μαντέλα ήξερε για την αποτυχία τους! Με τη λέξη «λόγους», εννο ούσε το αθλητικό μποϊκοτάρισμα. Ό μ ω ς τώρα ο Παλά θιος, ο τέταρτος κατά σειρά προπονητής της Νότιας Αφρικής μέσα σε έξι μήνες για το παγκόσμιο παιχνίδι, υποσχόταν καλύτερες μέρες. «Η αφρικανική ήπειρος είναι πιο δεμένη», κατέληξε ο Μαντέλα, «λόγω αυτής της συγκεκριμένης δραστηριότη τας για την οποία εσείς είστε οι καλύτεροι πρεσβευτές μας». Με έκανε να σκεφτώ τον Ρότζερ Μιλά πίσω στο Καμερούν: Ό χ ι απλώς επιτυχία της Αφρικής αλλά ολό κληρου του Τρίτου Κόσμου. Ο Παλάθιος πρόσφερε ένα «δώρο» στον Μαντέλα: ένα κασκέτο του μπέιζμπολ με τυπωμένο πάνω του το λο γότυπο «Kappa». Μια γυναίκα εκπρόσωπος της χορηγού εταιρείας βιάστηκε να απιθώσει το κασκέτο στο κεφάλι του Προέδρου του ANC, αλλά η Kappa είχε υπολογίσει λάθος το μέγεθος του κεφαλιού του μεγάλου άντρα και το κασκέτο στάθηκε ψηλά πάνω στην κορυφή του. Οι φωτο γράφοι προσπάθησαν να πνίξουν τα γέλια τους, ενώ ο Μαντέλα έδειχνε στους παίκτες τα σημάδια από το μα-
χαίρι του μάγου-γιατρού πάνω στους καρπούς και στο πρόσωπό του. «Βλέπετε, το muti δεν είναι τίποτε καινού ριο», είπε. Ποζάρισε για μια φωτογραφία μαζί με την ομάδα, και οι φωτογράφοι τον παρακαλούσαν να ανταλ λάξει χειραψία με τον Ντόκτορ Κουμάλο, τον δεύτερο διάσημο άντρα στη Νότια Αφρική, έναν αρχιμάστορα τρικαδόρο παίκτη που είχε επιχειρήσει να παίξει με την Αστόν Βίλλα. Ψηλός, με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, και με ένα ανεπαίσθητο μουστακάκι, ο Ντόκτορ έμοιαζε πε ρισσότερο με ζωγράφο παρά με ποδοσφαιριστή. Σφίγγοντάς του το χέρι, ο Μαντέλα καυχήθηκε: «Τώρα τουλάχι στον μπορώ να λέω στα εγγόνια μου ότι υπήρξα κι εγώ διάσημος για μια μέρα». Ο Ντόκτορ κατακοκκίνισε. Αργότερα έφαγα με τον Παλάθιος. Οι παίκτες κάθο νταν σε δύο μακριά τραπέζια, όμως εμείς οι δύο φάγαμε μόνοι μας. Ή μουν κολακευμένος για την προσοχή που μου έδειχνε, μέχρις ότου κατάλαβα ότι ο άνθρωπος αυ τός θα έπιανε μονότερμα στην κουβέντα τον οποιονδήποτε. Τίποτα δεν είναι ικανό να τον σταματήσει, ούτε ακόμη και όταν μου γλίστρησε το μαχαίρι μου και σκόρ πισα ρύζι πάνω σε όλο το τραπέζι. (Ποτέ μου δεν είχα ξαναφάει παρέα με έναν προπονητή εθνικής ομάδας.) Ο Παλάθιος τέλειωσε το φαγητό του μισή ώρα μετά από εμένα και κατέληξε να πιει τελικά το παγωτό του, που εί χε μετατραπεί σε ζουμί. Ό π ω ς ο πατέρας του και δύο θείοι του πριν από αυ τόν, ο Παλάθιος είχε παίξει για το Περού, αν και ο ακρι βής αριθμός των κυπέλλων που κέρδισε εξαρτάται πά ντοτε από ποια συνέντευξή του θα τύχει να διαβάσει κα νείς. Ισχυρίζεται ότι έχασε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 λόγω τραυματισμού, όμως όλοι οι προπονητές στη Νότια Αφρική, που δεν έπαιξαν ποτέ τους σε κάποιο Π α γκόσμιο Κύπελλο, λένε την ίδια ιστορία. Λίγο καιρό μετά από αυτό, ένας Αργεντινός ονόματι Μαρτσέλο Χάουομαν
© © ©
257
258
© © ©
μετέτρεψε την καριέρα του σε μια συνεχή περιοδεία ανά τον κόσμο. Ο Χάουσμαν μπήκε στη ζωή του Παλάθιος το 1979 στην Κόστα Ρίκα, όπου ο Αργεντινός έπαιζε ως επι θετικός και ο Περουβιανός ήταν παίκτης-προπονητής. Ο πληθωρισμός είχε πλήξει την Κόστα Ρίκα, και ο Χάου σμαν μετακινήθηκε στο Χονγκ Κονγκ, α π ’ όπου και τη λεφώνησε στον Παλάθιος. «Νέγρε», είπε ο Μαρτσέλο -δ ε ν το έλεγε προσβλητικά, με αποκαλεί «Νέγρο» τρυφε ρ ά - έλα στο Χονγκ Κονγκ! Νόμισα ότι αστειευόταν, όμως στη συνέχεια πήγα». Από το Χονγκ Κονγκ ο Χάου σμαν πήρε μαζί του τον Παλάθιος στη Φινλανδία και αρ γότερα στη Γερμανία, και μια φορά τον έστειλε μέχρι την Αυστραλία, όταν ο ίδιος δεν μπορούσε να αναλάβει τη δουλειά που του πρόσφεραν εκεί. Κατόπιν, το 1985, ο Χάουσμαν ξανατηλεφώνησε στο φίλο του για να τον προσκαλέσει στη Νότια Αφρική. Ο Παλάθιος είναι μαύρος, και στη Νότια Αφρική κα ταπατούσε το νόμο απλώς και μόνο ζώντας μαζί με τη λευκή γυναίκα του, αλλά κατά τα λεγόμενό του πρόκοψε. Μανατζάρισε διάφορες ομάδες και το 1992 ανέλαβε τους Μπαφάνα Μπαφάνα. Ο Χάουσμαν, τότε πλέον πράκτο ρας στο Γιοχάνεσμπουργκ, μου είπε ότι εκείνος βρήκε τη δουλειά στο φίλο του. Ο Παλάθιος πίστευε ότι τη δικαι ούνταν. «Υπάρχουν τόσο πολλοί Αγγλοι προπονητές εδώ», μου είπε. «Πιθανόν να μην είναι οι καλύτεροι Αγγλοι προπονητές. Ορισμένες φορές οι λευκοί προπο νητές -λ όγω του α π α ρ τχά ιντ- αγριεύουν και βρίζουν τους μαύρους παίκτες, οπότε και οι παίκτες σκέφτονται “Δεν κάνω κι εγώ τίποτα”». 'Οταν κατάφερα να τον διακόψω του είπα: «Διάφοροι δημοσιογράφοι μού λένε ότι οι λευκοί και οι μαύροι παί κτες στην ομάδα σας δε σχετίζονται και πολύ μεταξύ τους», και περίμενα ξεκάθαρα να μου το αρνηθεί. «Πολύ καλή ερώτηση», απάντησε. «'Οταν ξεκίνησα, αυτό το
έβλεπες παντού. Ό τα ν πήγαμε στο Ντέρμπαν, πήγαμε με τέσσερα αυτοκίνητα, και όταν εμφανίστηκε το πρώτο αυ τοκίνητο όλοι οι λευκοί μπήκαν μέσα σ' αυτό. Τρώγαμε σε μικρά τραπέζια και οι λευκοί μαζεύονταν όλοι γύρω από ένα μόνο τραπέζι. Έτσι, τους έβαλα να τρώνε όλοι μαζί σ’ ένα μόνο μακρύ τραπέζι, έφτιαχνα τις λίστες για τα δωμάτια στο ξενοδοχείο έτσι, ώστε να σταματήσω τους λευκούς να μένουν μόνο με λευκούς και οι μαύροι με μαύρους, και όταν στην προπόνηση σι παίκτες σχημα τίζουν ζευγάρια για το πέρασμα της μπάλας, δεν αφήνω δυο λευκούς να ζευγαρώνουν μαζί». Και υπάρχει διαφο ρά ανάμεσα στο παιχνίδι των λευκών και των μαύρων; «Ναι, αλλά οι λευκοί μαθαίνουν». Γιοχάνεσμηονργκ. Ή τα ν παράξενο να βλέπεις έναν ελεύθερο πλέον Νέλσον Μαντέλα να συναντά μια ανά μεικτη νοτιοαφρικανική ποδοσφαιρική ομάδα που έπαι ζε για το Παγκόσμιο Κύπελλο, και ήταν παράξενο να μ πορείς να επισκεφθείς τα γραφεία του Νοτιαφρικανικού Κομουνιστικού Κόμματος (SACP) στην εμπορική πε ριοχή του Γιοχάνεσμπουργκ. To SACP μέχρι πρότινος ήταν παράνομο, τότε όμως πλέον ήταν το μόνο ακμάζον κομουνιστικό κόμμα στον κόσμο. Ο φρουρός ασφαλείας ξεκλείδωσε τις μπάρες μπροστά από την πόρτα και με οδήγησαν να συναντήσω τον Έσοπ Παχάντ. Ο Παχάντ είναι μέλος της κεντρικής επιτροπής του SACP και του εκτελεστικού γραφείου του ANC, αλλά και παθιασμένος ποδοσφαιρόφιλος. Είχε επιστρέφει μόλις στην πατρίδα του μετά από τα χρόνια της εξορίας του στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ και στην κομουνιστική Πράγα. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Αζίζ, είναι ακόμη μεγαλύτερο ψάρι στο SACP και το ANC, και ο τρίτος του αδερφός, ο Ισμαήλ, έχει δική του ποδοσφαιρική ομάδα. Με τη Νότια Αφρική να αλλάζει από μέρα σε μέρα,
® @ @
259
260
© © ©
νόμιζα ότι ο Έ σοπ θα ήταν πολύ απασχολημένος, όμως τρεις ώρες αργότερα ήμουν εγώ αυτός που χρειάστηκε να δώσει τέλος στην κουβέντα μας για να μπορέσω να φύγω. Ο Μαντέλα στο Χελντερφοντέιν ήταν η κατάληξη ενός μακριού δρόμου· ο Παχάντ θυμόταν ακόμη τις πρώ τες ημέρες. Ο Παχάντ είναι Ινδός (ένας πολύ ψηλός Ινδός), που σημαίνει ότι στη δεκαετία του ’50 έπαιζε για το ινδικό πρωτάθλημα. Τα πάντα ήταν ξέχωρα, αναθυμήθηκε, οι ομάδες, οι θεατές. Για παράδειγμα, δίπλα στο γήπεδο Ναταλσπρούιτ, εκεί που έπαιζαν οι Ινδοί, χωρισμένο μό νο μ’ ένα φράχτη, βρισκόταν το γήπεδο των εγχρώμων -είχ α ν ένα κάπως μεγαλύτερο γή π εδ ο - και το σύνθημα ήταν «Ποτέ οι δύο μαζί». Ό μ ω ς γίνονταν και απατεωνιές. Έ νας Τούρκος φίλος του Παχάντ, που εθεωρείτο έγχρωμος, είχε τόσο ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, που τον προσέλαβε κάποια λευκή ομάδα. Έ π ρ επε να παριστάνει ότι ήταν λευκός, και, όταν πήγαινες να τον υποστηρίξεις την ώρα του παιχνιδιού, δεν τον φώναζες ποτέ Μουσταφά! - τον αποκαλούσες με το παρατσούκλι του. Μόνο στη Νότια Αφρική μπορούσε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμη και τότε οι χρωματοφυλετικοί φραγμοί είχαν αρχίσει να καταπέφτουν. Ο Παχάντ μαζί με έναν άλλον Ινδό αποφάσισαν να μετακι νηθούν στη λίγκα των εγχρώμων. Έδωσα το όνομά μου ως Τζέραλντ Φράνσις, το όνομα ενός εκπληκτικού έγ χρωμου ποδοσφαιριστή της εποχής, και ο άλλος Ινδός είπε ότι ήταν ο Μπέικερ Έινταμς. Τα μέλη της επιτρο πής γέλασαν - πολλοί από αυτούς μας γνώ ριζαν-, όμως μας δέχτηκαν χωρίς κανένα πρόβλημα. Γέλασε και ο ίδιος: «Ακούγεται αστείο όταν μιλάμε τώρα γι’ αυτό, όμως μπορώ να σε βεβαιώσω ότι τότε ήταν αφάνταστα τραγικό». Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Παχάντ βοήθησε να
ιδρυθεί η πρώτη μεικτή λίγκα στην ιστορία - λέγοντας «μεικτή» εννοούμε όλους τους άλλους, εκτός από λευ κούς. «Ούτε και μας πέρασε ποτέ από το μυαλό να τους το προτείνουμε», ομολόγησε. Εκείνοι βρίσκονταν από την άλλη πλευρά του κόσμου. Πρειόρια. Οι λευκοί συνέχισαν να παίζουν στη δική τους λίγκα, μέχρι που στις 18 Φεβρουάριου 1977, σ’ ένα παιχνίδι στο Καλιντόνιαν Γκράουντ στην Πρετόρια, οι Αρκέιντια Σέφερντς σάρωσαν το γήπεδο έχοντας τον Βίνσεντ Τάντι Τζούλιους στην ομάδα τους. Ο Τζούλιους ήταν αρχικά ένας πρώτης τάξης τερματοφύλακας, και αργότερα ένας πρώτης τάξης επιθετικός, και πάντοτε μαύρος. Ο Πολ Σακς, επιχειρηματίας από την Πρετόρια και όχι ιδιαίτερα ριζοσπαστικός τύπος, ήταν ο τότε πρόεδρος της Αρκέιντια, όπως και εξακολουθούσε να είναι. Τον επισκέφτηκα στο σπίτι του, όπου μου έδωσε μια στοίβα ση μειωματάρια και μου είπε: «Ο Κάι Γιοχάνσεν, ο πρώην παίκτης της Γκλάσγκοου Ρέιντζερς, ήταν ο προπονητής μας. Εκείνος κι εγώ αποφασίσαμε να αψηφήσουμε το νό μο, βγάζοντας στο γήπεδο ένα μαύρο παίκτη και να περι μένουμε να δούμε κατά πόσον ο ουρανός θα ερχόταν τα πάνω κάτω. Την ημέρα του ματς κρύψαμε τον Τζούλιους στα γραφεία της ομάδας, και στις εφτάμισι το απόγευμα, μισή ώρα πριν ξεκινήσει το παιχνίδι, τηλεφώνησα στον Μάικλ Ρ άπτης NKL». Ο Ραπ μετακινήθηκε αργότερα στην Αγγλία και έγινε διευθυντής της Σπερς. «Του είπα: «“Ακου, Μάικλ, από λόγους αβροφροσύνης θα ήθελα να σε ενημε ρώσω ότι στο αποψινό παιχνίδι θα βγάλουμε στο γήπεδο ένα μαύρο”. Εκείνος είπε: “Πολύ καλά”. Ό μ ω ς δέκα λε πτά αργότερα με πήρε στο τηλέφωνο και είπε: “Επικοινώ νησα τηλεφωνικά με διάφορες ομάδες και έχω υποχρέω ση να σε προειδοποιήσω ότι, αν το κάνετε αυτό και τον βά-
® ® @
261
262
© © ©
λετε να παίξει, θα αποβληθείτε από τη λίγκα”. Κι εγώ εί πα: “Ας γίνει κι έτσι”, κι αυτό ήταν όλο. »Δέκα λεπτά πριν από την έναρξη - ήταν το πιο καλοφυλαγμένο μυστικό στην ιστορία του νοτιοαφρικανικού ποδοσ φα ίρου- παρουσιάσαμε τον Τζούλιους στην υπό λοιπη ομάδα και τους είπαμε: “Αυτός είναι ο Βίνσεντ Τζουλιους και απόψε παίζει στη θέση του επιθετικού”. Ό ταν βγήκαμε στο γήπεδο, το πλήθος σηκώθηκε όρθιο σαν ένας άνθρωπος, ακόμη και οι λευκοί - βλέπεις, οι λευκοί που παρακολουθούσαν ποδόσφαιρο δεν ήταν σαν τους Αφρικάνερς». Την επομένη οι εφημερίδες οργία σαν, αλλά η κυβέρνηση δεν αντέδρασε. Αλλες λευκές ομάδες άρχισαν τότε να παίζουν με μαύρους. Ο Τζούλιους ήταν ο τοπ σκόρερ της Αρκέιντια για τρεις συνεχόμε νες σεζόν, παρόλο που συζητιόταν ότι ποτέ του δεν έδινε τον καλύτερο εαυτό του όταν έπαιζε εναντίον μαύρων ομάδων. Αργότερα μεταγράφηκε στους Σαν Ντιέγκο Σόκερς, με το καλύτερο συμβόλαιο που προσφέρθηκε ποτέ σε μαύρο Νοτιοαφρικανό παίκτη. Παίζοντας για την Αρκέιντια -τ η ν Α ρ κ ς- ήταν κάτι που έκανε πλέον το μεικτό ποδόσφαιρο γεγονός τετελε σμένο και αναπόφευκτο. Ό ταν αυτό φάνηκε πλέον καθα ρά, η κυβέρνηση αντέδρασε. «Ο υπουργός Αθλητισμού Πιτ Κούρνχοφ φώναξε εμένα και έναν ή δύο άλλους προ έδρους λευκών ομάδων στο γραφείο του, εδώ στην Πρετόρια, και μας μιλούσε επί δύο ώρες χωρίς διακοπή», αναθυμήθηκε ο Σακς. «Το ποδόσφαιρο για την κυβέρνη ση ήταν ένα παραπεταμένο ορφανό, ένα μαύρο παιχνίδι για μαύρους με λίγους έγχρωμους αναμεμειγμένους σ’ αυτό. Ό μ ω ς ο Κούρνχοφ ήξερε τα πάντα γύρω από το ποδόσφαιρο: τους παίκτες, την οργάνωση, το ξένο ποδό σφαιρο. Δεν ξέρω κατά πόσον τα είχε μελετήσει πριν από τη συνάντησή μας ή αν απλώς ήξερε». Ο Κούρνχοφ είπε στους προέδρους: «Αναμειχθείτε με
τους μαύρους. Το μέλλον αυτής της χώρας βρίσκεται με τους μαύρους. Μαύροι και λευκοί πρέπει να μάθουν να παίζουν μαζί». Ή ταν ένα ακριβές όραμα για το μέλλον, όμως στη δεκαετία του ’70 οι υπουργοί της κυβέρνησης δε μιλούσαν ποτέ έτσι. «Ή μουν κυριολεκτικά κατάπλη κτος», παραδέχτηκε ο Σακς. Ό μ ω ς ο Κούρνχοφ πρόσθεσε: «Μείνετε μακριά από την Ομοσπονδία» τη λίγκα που διοικούνταν από ριζοσπάστες Ινδούς και έγχρωμους. «Οι άνθρωποι αυτοί είναι κομουνιστές και πολιτικάντηδες». Οι πρόεδροι ακολούθησαν τη συμβουλή του. «Εν μέρει οφείλω να ομολογήσω για καθαρά εμπορικούς λό γους», είπε ο Σακς, «επειδή οι μαύροι τραβούσαν τα πλή θη, αλλά για μένα ήταν επίσης και θέμα ιδεολογικό». Σήμερα όλες οι ομάδες είναι μεικτές, όμως κάποιες συνεχίζουν ακόμη να θεωρούνται λευκές και άλλες μαύ ρες. Οι Γουίτς Γιουνιβέρσιτι και Κέιπ Τάουν Ελλένικ έχουν κατά κύριο λόγο λευκούς παίκτες και σχεδόν στο σύνολό τους λευκούς οπαδούς, ενώ οι μεγαλύτερες ομά δες στη χώρα, οι Ορλάντο Πάιρετς και Κάιζερ Τσιφς προέρχονται από το Σοβέτο και έχουν μαύρους οπαδούς. Ό τα ν το ποδόσφαιρο έγινε μεικτό, οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί συνέχιζαν να πηγαίνουν στα γήπεδα. «Υπήρχε μια ποδοσφαιρική κουλτούρα όμοια με αυτή της Αγγλίας» μου είπε ο Μαρκ Γκλίσον, ο οποίος στα τριάντα του δεν ήταν και τόσο μεγάλος για να μπορεί να θυμάται. «Η μάνα μου και ο γέρος μου κι εμείς τα παιδιά παρακο λουθούσαμε τα παιχνίδια της Αρκέιντια, και μέχρι που παίρναμε ακόμη και το λεωφορείο για να δούμε παιχνί δια εκτός έδρας». Ομάδες όπως η Χάιλαντς Παρκ προσέλκυαν τακτικά 20.000 θεατές, και ακόμη και οι Κάιζερ Τσιφς είχαν ένα σωρό λευκούς οπαδούς. Μόλις το ποδόσφαιρο έγινε μεικτό, οι μαύροι οπαδοί ξεπέρασαν αριθμητικά τους λευκούς, ακόμη και σε λευ κές ομάδες όπως η Αρκέιντια. Ο Ρόι Μάθιους, ένας πρώ-
© © ©
263
264
© © ©
ην παίκτης της Ταάρλτον Αθλέτικ ο οποίος έγινε προπο νητής της Αρκς, παραπονιόταν το 1979: «Ακόμη και όταν βγαίναμε οτο γήπεδο δεν είχαμε καμιά υποστήριξη. Είχα ακουσει ακόμη και σφυρίγματα αποδοκιμασίας, και αυ τός δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει ένα παιχνίδι. Το μόνο πράγμα που καταφέρνει είναι να κάνει τους παίκτες να παίζουν ακόμη σκληρότερα για να δεί ξουν στον κόσμο ποιος είναι το αφεντικό». Αργότερα τον ίδιο χρόνο οι Τσιφς επιοκέφθηκαν το μικροοκοπικό Καλεντόνιαν Γκράουντ και χρειάστηκε να μείνουν α π ’ έξω γύρω στις 30.000 θεατές. Η έδρα των «Κάλις» βρίσκεται σε λευκή περιοχή, και οι ντόπιοι δεν χάρηκαν καθόλου όταν οι εκτός γηπέδου ποδοσφαιρόφιλοι άρχισαν να πετούν πέτρες και να συγκρούονται με την αστυνομία. Το Δημοτικό Συμβούλιο της Πρετόρια απαγόρευσε αμέσως την είσοδο των μαύρων στο γήπεδο, αργότερα απέκλεισε και το ίδιο το παιχνίδι μια και καλή, και έκτοτε η Αρκέιντια δεν ξανάπαιξε ποτέ στο γήπεδο των Κάλις. «Το ποδόσφαιρο είχε γίνει μεικτό», μου είπε ο Λέρμαν των Sunday Times, «όμως ήταν μεικτό μόνο υπό την έννοια ότι λευκοί μπορούσαν να παίξουν εναντίον μαύρων σε γήπεδα που ήταν εξίσου φυλετικά διαχω ρι σμένα. Έ τσι, μπορούσες να έχεις 20.000 λευκούς στη μια πλευρά της εξέδρας να κοιτάζουν 20.000 μαύρους που κάθονταν ακριβώς απέναντι τους. Ή ταν, κυριολεκτικά, μια πρόκληση-πρόσκληση για φυλετικό πόλεμο. Φυσικά, δημιουργούνταν πάντοτε επεισόδια». Οι λευκοί ποδοσφαιρόφιλοι εξαφανίστηκαν, για να μην ξαναεπιστρέψουν ποτέ στα γήπεδα, αν και τώρα πλέον, με ένοπλους παράφρονες κάθε χρώματος και απόχρωσης να έχουν ξαμοληθεί παντού, τα ποδοσφαιρι κά γήπεδα αποτελούν τα ασφαλέστερα σημεία στη χώρα. Πολύ σπάνια λευκός οπαδός θα οδηγήσει για να πάει σε κάποιο γήπεδο σε μια μαύρη περιοχή. Ρώτησα τον Τζον
Πέρλμαν εάν οι λευκοί είχαν δίκιο να φοβούνται. «Μπα, όχι», είπε. «Θυμάμαι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν δεν υπήρχε καμία προοπτική για χαλάρωμα της πο λιτικής, πήγα στο Στάδιο Ορλάντο, που ήταν κατάμεστο από κόσμο. Ανθρωποι κρέμονταν από τα δοκάρια και όλοι φώναζαν προσκαλώντας: “Ε, εσύ λευκέ! Έ λα και κά τσε εδώ!”, “Γιατί ήρθες στο γήπεδο;”, “Ποια ομάδα υπο στηρίζεις;”». Στα νοτιοαφρικανικά ζυθοποιεία ο μεγαλύτερος χο ρηγός του νοτιοαφρικανικού ποδοσφαίρου ο Έιντριαν Μπόθα μού είπε: «Μένω πάντοτε έκπληκτος που, μέσα στον αναβρασμό των γκέτο, το ποδοσφαιρικό στάδιο αποτελεί μια όαση ηρεμίας. Στην πραγματικότητα, αντι μετωπίζουμε πολύ περισσότερη βία στα ημερήσια ή βρα δινά μας παιχνίδια κρίκετ». Γιατί πίστευε ότι συνέβαινε αυτό; «Πιστεύω ότι οι οπαδοί του κρίκετ πηγαίνουν στα παιχνίδια εντελώς σουρωμένοι. Οι τύποι αυτοί κατεβά ζουν τεράστιες ποσότητες μπίρας. Στο ποδόσφαιρο το ποτό είναι απαγορευμένο». Ωστόσο το μόνο ποδόσφαιρο που παρακολουθούσαν πλέον οι λευκοί ήταν τα παιχνίδια της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Κάρλινγκ Πρέμιερσιπ από την καλωδιακή τηλεόραση. Οι μεγάλες βρετανικές ομάδες έχουν ανθού σες λέσχες οπαδών, και οι Νοτιοαφρικανοί Ρίτσαρντ Κοφ και ο Ρόι Γουέγκερλε που παίζουν στη Βρετανία αποτελούν ηρωικές φυσιογνωμίες. Ακόμη και οι μαύροι παρακολουθούν αγγλικό ποδόσφαιρο. «Πολλοί άνθρω ποι έλεγα ότι είναι πολύ κοντοί για να φτάσουν την κορυ φή», λέει ο Μπένετ «Λάβερμποϊ» Μαοίνγκα, «μετά όμως έβλεπα παίκτες σαν τον Ντιέγκο Μαραντόνα, τον Στιβ Χοτζ της Λιντς ή τον Ρέι Χάουτον της Αστόν Βίλλα, κι αυ τό μου έδινε ελπίδες». Γιατί Βρετανία; «Έχουμε μια αποικιοκρατική αγγλόφιλη τάση», διέγνωσε ο Πέρλμαν.
® @ @
265
266
© © ©
«Παρακολουθώ βρετανικό ποδόσφαιρο επειδή αυτό δεί χνει η τηλεόραση», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του ο Μαρκ Γουίλιαμς της Ελλένικ. 'Οταν ρώτησα τον Μαρκ Γκλίσον, εκείνος εξερράγη: «Η πλειοψηφία των αθλητικογράφων μας είναι αγγλόφατσες! Είναι αυτοί που το πάνε συνεχώς “Δόξα, δόξα, Αγγλία νούμερο ένα”. Πάρε για παράδειγμα τη σημερινή Star. Ο αθλητικός συντάκτης της Star είναι ο Τζούλιαν Κερνς από τη Γιόβιλ, ο οποίος δεν πρόκειται ποτέ να αφήσει α π ’ έξω έστω και ένα αγγλικό ποδοσφαιρικό κομ μάτι, και σήμερα υπάρχουν δύο άρθρα για το αγγλικό ποδόσφαιρο: ένα για την οικονομική ύφεση, για το πώς η Χάλιφαξ Τάουν και η Στόουκ Σίτι αιμορραγούν οικονο μικά, και μετά υπάρχει επίσης και ένα μακροσκελές ρε πορτάζ για τα παιχνίδια αυτού του Σαββατοκύριακου. Η αθλητική στήλη στην Business Day γράφεται από έναν τύ πο από το Γιόρκσαϊρ, ονόματι Τέρι Λόφτχαουζ. Δεν έχουν ούτε καν ένα συντάκτη για το νοτιοαφρικανικό πο δόσφαιρο!» Επίσης, είπε ο Γκλίσον, οι συντάκτες που κα λύπτουν τα τοπικά παιχνίδια είναι κυρίως μαύροι, οι οποίοι πολύ σπάνια είναι κολλητοί με τον λευκό υπεύθυ νο της αθλητικής στήλης. «Ο Νιαμάνε δεν απαιτεί τα δικαιώματά του, και τα κομμάτια του δε δημοσιεύονται. 'Οταν δούλευα στη Star, ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να πω στον αρχισυντάκτη: “Γιατί άφησες έξω το κομμάτι μου για το νοτιοαφρικανικό ποδόσφαιρο;”. Είναι πιο εύ κολο για μένα να πατήσω πόδι. Ο Νιαμάνε είναι τεμπέ λης, όμως σου λέει: “Αν είχες κάνει κι εσύ αυτόν τον πό λεμο όσο καιρό τον έχω κάνει εγώ...”». Φυσικά, μόλις έληξε το αθλητικό μποϊκοτάζ, οι νοτιοαφρικανικές ομάδες προσπάθησαν να φέρουν αγγλικές ομάδες να παίξουν στη χώρα. 'Οταν η Έβερτον έδειχνε έτοιμη να έρθει, η εφημερίδα Weekly M ail δημοσίευσε ένα κομμάτι με τίτλο «Έρχονται οι Λευκοί!», υπογραμμί-
ζοντας τη μυστηριώδη έλλειψη μαύρων παικτών από την ομάδα. Οι πρώτες περιοδευουσες ομάδες ήταν η Κρίσταλ Πάλας (συνοδευόμενη από ένα θερμό φίλο των μαύρων, τον Ρον Νόαντς) και η Σέφιλντ Γουέντσντεϊ, και οι λευκοί κατέκλυσαν σαν κοπάδι τα παιχνίδια. Στην Πρετόρια γλίτωσαν τα γήπεδα των γκέτο: για το ματς εναντίον της Γουέντσντεϊ, το Δημοτικό Συμβούλιο της Πρετόρια επέτρεψε στους Σαντάουνς να παίξουν στο γή πεδο του Λόφτους Βέρσφελντ ράγκμπι, κοντά στο κέντρο της πόλης. Οδήγησα από το σπίτι του Σακς στο Λόφτους, που ήταν έρημο, εκτός από καμιά δεκαριά μαύρους ερ γάτες που φρεσκάριζαν τις εξέδρες. Είναι ένα σύγχρονο στάδιο, με δικό του σιδηροδρομικό σταθμό, απέναντι από την ολλανδική εκκλησία των μεταρρυθμιστών, σ’ ένα προάστιο με μέγαρα για λευκούς, που είναι ένα κλαμπ για Αφρικάνερς, όπως ακριβώς το κυβερνητικό κτίριο στο Κέιπ Τάουν. Η συνάντηση Σαντάουνς-Γουέντσντεϊ ήταν το πρώτο ποδοσφαιρικό παιχνίδι που είχε παιχτεί ποτέ σ’ αυτό. Πίσω από το γήπεδο βρίσκεται το Γυμνάσιο Αρρένων της Πρετόρια, alma mater του Ρόι Γουέγκερλε. Τα πολλά γήπεδά του για ράγκμπι και κρίκετ παραβγαίνουν επά ξια τα αντίστοιχα κάθε αγγλικού ιδιωτικού εκπαιδευτηρί ου, όμως δεν υπήρχε ούτε ένα γήπεδο για ποδόσφαιρο. «Αγωνίστηκα δεκαέξι ολόκληρα χρόνια στη Νότια Αφρι κή εναντίον ενός συστήματος που ήταν κατά του ποδο σφαίρου», είπε ο Γουέγκερλε, χρησιμοποιώντας λέξεις που θύμιζαν ιδιαίτερα πολιτικό αγώνα. «Ως λευκός μα θητής του γυμνασίου υποτίθεται ότι έπρεπε να παίζω ρά γκμπι και κρίκετ. Το ποδόσφαιρο ήταν μόνο για τα μαύ ρα παιδιά». Γιοχάνεσμηονργκ. Η δεκαετία του ’80 ήταν η περίοδος της ποδοσφαιρικής έκρηξης στη Νότια Αφρική: δημο-
© ® ©
267
268
© © ©
σιότητα, κατάμεστα γήπεδα και χτίσιμο ενός ονειρεμέ νου σταδίου. Ο άνθρωπος που ήταν πίσω από αυτή την άνθηση βρισκόταν τώρα πίσω από τα σίδερα. Ο Αμπντούλ Μπαμτζί, Ινδός, αδερφός του Ισμαήλ Μπαμτζί της Μποτσουάνα και γιος φτωχού μουσουλμά νου ιεροκήρυκα, άφησε το σχολείο σε ηλικία 12 ετών. Ή ταν υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Εθνικής Ποδο σφαιρικής Λίγκας (NSL), και αποδείχτηκε ευφυΐα στις δημόσιες σχέσεις. Κοντός, υπερδραστήριος και εξαιρετι κά αστείος, εμφανιζόταν στην τηλεόραση σχεδόν κάθε βράδυ και έγινε πολύ γρήγορα ο δημοφιλέστερος ποδο σφαιρικός παράγοντας στον κόσμο. Προέβαλε το ποδό σφαιρο ως το παιχνίδι του λαού, το σπορ που παρέμενε αγνοημένο από την κυβέρνηση. Λάτρευε να πειράζει τους λευκούς. 'Οταν ένα φιλανθρωπικό ποδοσφαιρικό τουρνουά συγκέντρωσε 100.000 ανθρώπους μέσα σ’ ένα στάδιο που επισήμως χωρούσε μόνο 58.000, ο Μπαμτζί συμβούλεψε τις διοικήσεις ράγκμπι και κρίκετ να οργα νώσουν κι εκείνες φιλανθρωπικά παιχνίδια. «Εννοώ ότι θα μπορούσαν κι αυτοί να μαζέψουν γύρω στους 20 ή 30 ανθρώπους, ίσως και 500, αν κατάφερναν να κεντρίσουν το γενικό ενδιαφέρον». Ο τίτλος του ως υπευθύνου δημοσίων σχέσεων ήταν παραπλανητικός. Υπήρχε το γενικό αίσθημα, με καθαρά νοτιοαφρικάνικο σκεπτικό, ότι μια μαύρη λίγκα θα έπρε πε να έχει και μαύρο πρόεδρο, γι’ αυτό και ο Μπαμτζί ο Ινδός διοικούσε απλώς χωρίς τον τίτλο. Εκείνος έφερνε τους χορηγούς. Οι επιχειρήσεις ήθελαν να δείχνουν ότι βοηθούν τους μαύρους, και μέχρι το 1989 η NSL είχε χτί σει το Στάδιο FNB, που είναι επίσης γνωστό ως Σόκερ Σίτι, χωρίς να δώσει η κυβέρνηση ούτε μια δεκάρα. 'Ενα στάδιο με καθίσματα για όλους τους 75.000 θεατές που χωρούσε, χτισμένο πάνω στο δρόμο από το Σοβέτο στο Γιοχάνεσμπουργκ, αποτελεί το καλύτερο γήπεδο στην
Αφρική. «Οι εποχές που μας έλεγαν πώς να παίξουμε και με ποιον μπορούμε να παίξουμε και πότε μπορούμε να παίξουμε έφτασαν επιτέλους στο τέλος τους», είπε ο Μ παμτζί όταν άνοιξε το στάδιο. Στην τηλεόραση του Γιόρκσαϊρ δήλωσε: «Λένε: “Δώσε πράγματα στους μαύ ρους και αυτοί θα τα σκατώοουν”. Τους αποδείξαμε ότι κάνουν λάθος». Και κατονόμασε τις τρεις κύριες ποιότητές του ως «εντιμότητα, ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια». «Εάν είχε υπάρξει ποτέ ένας υποψήφιος, μια εκλογή μονοκούκι στη Νότια Αφρική, ο Μπαμτζί θα την είχε κερ δίσει», μου είπε ο Λέον Χάκερ. Ο Χάκερ, ένας λεπτός άντρας με ρυτιδιασμένο πρόσωπο, ήταν σε κάποια επιτρο πή της NSL μαζί με τον Μπαμτζί. «Κάθε μαύρος θα μπο ρούσε να κρατάειτο κεφάλι του ψηλά χάρη στα επιτεύγμα τα της NSL», είπε ο Χάκερ. «Ή ταν η μεγαλύτερη νοτιοαφρικανική επιχείρηση που λειτούργησε από μαύρους, κα θώς και αυτή με το υψηλότερο προφίλ. Ο Μπαμτζί είπε ότι μία σεζόν είχαμε έξι εκατομμύρια οπαδούς. Αν πούμε ότι είχαμε τέσσερα εκατομμύρια οπαδούς εκείνη τη χρονιά, και αν προσθέσει κανείς και το εισόδημα από τις χορηγίες, η NSL διαχειριζόταν τεράστια χρηματικά ποσά». «Η χαρτούρα φουσκώνει τις τσέπες των ανώτερων στε λεχών», προειδοποίησε ο δημοσιογράφος Βούσι Κουμάλο λίγο πριν πεθάνει. Ό τα ν τελικά ξέσπασε το σκάνδαλο Μπαμτζί, η έκπληξη δεν ήταν τόσο μεγάλη για την ίδια την απάτη όσο για τα ποσά στα οποία αφορούσε. Ο Μπαμτζί κρίθηκε ένοχος σε 33 κατηγορίες κλοπής για πο σά που έφταναν τα δύο εκατομμύρια λίρες, και καταδικά στηκε σε ποινή φυλάκισης 14 ετών. Παρέμεινε ένας επαγγελματίας των δημοσίων σχέσεων μέχρι τέλους, λέγοντας στο δικαστήριο τη στιγμή που τον οδηγούσαν στη φυλακή: «Σας εύχομαι ευτυχές και ευημερές το 1992». Τα κλεμμέ να λεφτά λέγεται ότι βρίσκονται στην Μποτσουάνα. Η οικονομική απάτη είχε γίνει νοτιοαφρικάνικο έθι-
® ® ©
269
270
© © ©
μο, και τα περισσότερα σκάνδαλα αντιμετωπίζονταν με αδιάφορα ανασηκώματα των ώμων. Ό τα ν ο ιδιοκτήτης των Σαντάουνς βρέθηκε να έχει εξαπατήσει διάφορες τράπεζες, η κοινή γνώμη φάνηκε ακόμη και συμπαθής απέναντί του: είχε κληροδοτήσει υποτροφίες για φτωχά παιδιά, είχε θεμελιώσει μια καλή ποδοσφαιρική ομάδα και είχε προσφέρει στους παίκτες του ένα ταξίδι στο Λονδίνο για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Κυπέλ λου. Το γεγονός ότι και ο ίδιος, παρέα με την ερωμένη του, είχε κάνει αυτό το ταξίδι ήταν μια απλή λεπτομέ ρεια. Έχοντας αποφυλακιστεί κάπως νωρίτερα, προσπά θησε να αγοράσει μια καινούρια ομάδα, αλλά απέτυχε. («Οι τιμές έχουν πάει στα ύψη», παραπονέθηκε.) Ό μ ω ς το σκάνδαλο της NSL είχε επιπτώσεις, γιατί η λίγκα είχε γίνει πλέον σύμβολο στη νέα Νότια Αφρική. Η επιτροπή της NSL είχε αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους πολιτικούς της χώρας. Εδώ υπήρχε ένα οργανωμένο σώμα με μαύρο πρόεδρο, τον Ρότζερ Σίσι, ο οποίος υπο στήριζε την Ινκάνθα· ένας λευκός φιλελεύθερος δικηγό ρος, ο Χάκερ, ήταν αντιπρόεδρος, και ένας Ινδός εκπρό σωπος του σωματείου που υποστήριζε το ANC. «Ένας άλ λος λευκός δικηγόρος, ο Ντε Κλερκ, παρακολουθούσε και αυτός με ενδιαφέρον να δει κατά πόσον η συνεργα σία αυτή λειτουργεί» έγραφα στην Berliner Tageszeitung το 1991, όταν η συνεργασία αυτή φαινόταν όντως να λει τουργεί. Ο Γκλίσον μού γκρίνιαξε ότι είχε γράψει κι εκεί νος το ίδιο ακριβώς πράγμα, και ακόμη και ο Μπαμτζί είχε συνεπικουρήσει και αυτός: «Η NSL, κατά την ταπει νή μου γνώμη, αποτελεί υπόδειγμα για μια κοινωνία». Τότε ξέσπασε το σκάνδαλο και ξαφνικά οι ρατσιστές ήταν πλέον εκείνοι που άρχισαν να βγάζουν τα ηθικά συ μπεράσματα. Η υπόθεση τάραξε τόσο πολύ τον Χάκερ, που αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο. Ό τα ν τον ρώτησα κατά πόσον είχε θεωρήσει ποτέ την NSL υπόδειγμα για
τη Νότια Αφρική, υπήρξε ειλικρινής: «Αυτό ακριβώς πί στευα. Ακόμη και η αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας του στρατού έπαιζαν παιχνίδια με μαύρες ομάδες. Τ ό τε δεν υπήρχε καμία απολύτως επαφή ανάμεσα σε μαύ ρους και λευκούς, αλλά αυτό μπορούσε και γινόταν μέσα στο γήπεδο». Στην προκειμένη περίπτωση, μήπως το σκάνδαλο είχε καταστρέφει τις φαντασιώσεις του για τη Νέα Νότια Αφρική; «Το σκάνδαλο ήρθε στην πιο ακατάλληλη εποχή - μια εποχή που οι άνθρωποι άρχιζαν να ελπίζουν ότι θα μπο ρούσαμε να κυβερνηθούμε επιτυχώς από τους μαύρους. Μετά από αυτό οι κυνικοί θα μπορούσαν πια να λένε: “Ορίστε, βλέπεις πολύ καλά τι συμβαίνει όταν οι μαύροι καταλαμβάνουν θέσεις εξουσίας"». Τ ι λοιπόν είχε διδα χτεί ο Χάκερ; «Το σύστημά μας σε τούτη τη χώρα απο στέρησε για τόσο πολλά χρόνια τους φτωχούς κι αδύνα μους από τα στοιχειώδη δικαιώματά τους, ώστε, όταν βρέθηκαν να έχουν στα χέρια τους μεγάλα χρηματικά ποσά, ήταν φυσικό να μπουν στον πειρασμό». Κατόπιν αποκαλύφθηκε ότι τα περισσότερα από τα άλλα μέλη της διοικούσας επιτροπής πληρώνονταν από τον Μπαμτζί. Ο Χάκερ παραιτήθηκε εμβρόντητος. «Πί στευα ότι συνέβαλα στο άθλημα, στον κόσμο, στη χώρα, όμως αυτό που συνέβαινε στην πραγματικότητα ήταν ότι με κορόιδευαν χωρίς να το καταλάβω», μου είπε. «Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ για τρεις μήνες από τότε που έγινε γνωστό αυτό το θέμα. Έ νιωθα ένοχος γιατί δεν μπόρεσα να προστατέψω τα χρήματα του κόσμου. Δεν έχω πάει ούτε σε ένα ματς μετά από αυτό το σκάνδαλο. Είναι πολύ σκληρό πράγμα, θ α παρακολουθήσω το νιγηριανό ματς από την τηλεόραση». Κ ά η Τάουν. Πήρα το λεωφορείο από το Γιοχάνεσμπουργκ πηγαίνοντας νότια για το Κέιπ Τάουν (μια δε-
© © ©
271
272
© © ©
καεφτάωρη διαδρομή) και, δύο μέρες μετά την είσοδο του 1993, συναντήθηκα με μια αντιπροοίοπεία από την Κέιπ Τάουν Ελλένικ. Το Κέιπ Τάουν έχει παραλίες, βουνά και κτίρια ολλανδο-αποικιακής αρχιτεκτονικής, όμως εμείς συναντη θήκαμε σε μια βιομηχανική περιοχή εκτός πόλεως. Ο πρόεδρος της Ελλένικ Τζορτζ Χατζιδάκης είναι ένας από τους μεγιστάνες των αναψυκτικών, και στα κεντρικά γρα φεία της «Σέβεναπ» βρίσκονταν συγκεντρωμένοι ο ίδιος ο Χατζιδάκης, ο επιθετικός των Μπαφάνα Μπαφάνα Μαρκ Γουίλιαμς, και δυο Άγγλοι, ο Τζόνι Μπάτζι Μπερν και ο γιος του Μαρκ. Ο Μπάτζι, που στη δεκαετία του ’60 έπαιζε για την Αγγλία, μου είπε: «Μπορούσα να πετάξω τα κορδόνια από την μπάλα σουτάροντας». Μανατζάριζε την Ελλένικ για περίπου είκοσι χρόνια. Ο Μαρκ ήταν ο σέντερ μπακ της ομάδας. Χάρη στην άρση των κυρώσεων η Ελλένικ επρόκειτο να εκπροσωπήσει τη Νότια Αφρική στο Κύπελλο CAF, την αφρικανική έκδοση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Στον πρώτο γύρο είχαν κληρωθεί να παίξουν με μια ομάδα από το Μαλάουι. «Όχι μόνο είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που η Ελλένικ συμμετέχει στο Κύπελλο, όχι μόνο είναι η προΥτη φορά που συμμετέχει μια νοτιοαφρικανική ομάδα, αλλά είναι και η πρώτη απολύτως φορά που μια λευκή ομάδα συμμετέχει σ’ αυτό», είπε ο Χατζιδάκης, ένας μεγαλόσωμος Έλληνας με κασκορσέ και σορτσάκι. Ό μ ω ς ο Μπάτζι, με σορτς και μακό μπλουζάκι, ανησυχούσε που επρόκειτο να πάει μέσα στην Αφρική. Είδα (όριμους άντρες να ξεσπάνε σε κλάματα στην Γκά να, συμπεριλαμβανομένου του Ρον Γκρίνγουντ, όταν πή γαμε εκεί με τη Γουέστ Χαμ. Και είχαν απόλυτο δίκιο, ήταν κάτι το φοβερό. Ό μ ω ς είναι μια δουλειά, και πρέ πει να την κάνεις. Η Ελλένικ είχε προσπαθήσει να υπο γράψει με τον Ρότζερ Μιλά. Η προσπάθεια είχε αποτύ-
χει, όμως ο Γερμανός πράκτορας του Μιλά τους είχε μπάσει στα κόλπα του αφρικανικού ποδοσφαίρου. Ο Μπάτζι εξήγησε: «Ξεκινά από τον τρόπο μετακίνησης, το ξενοδοχείο, τα τραγούδια των φιλάθλων έξω από το ξενο δοχείο, τα φάρμακα που σου βάζουν μέσα στο φαγητό σου για να σε πιάσει διάρροια, είναι τρομερό, και αυτό ακριβώς είναι που κάνουν οι μαύροι αναμεταξύ τους». «Πιστεύω ότι ως λευκή ομάδα θα μας φερθούν με περισ σότερο σεβασμό», του είπε ο Χατζιδάκης. «Επίσης, υπάρχει μια μεγάλη ελληνική κοινότητα στο Μαλάουι και γνωρίζω τον πρόεδρό της». Ό λοι εκφράσαμε την έκ πληξή μας. «Είναι γεγονός», διαβεβαίωσε ο Χατζιδάκης. «Οι Έλληνες, όντας ένα έθνος νομάδων, έχουν φτιάξει και από μια ελληνική κοινότητα σε κάθε χώρα. Η γυναί κα μου είναι τρίτης γενιάς Ελληνίδα από το Ζαΐρ. Π ι στεύω ότι το βράδυ της παραμονής του παιχνιδιού θα πρέπει να πάμε σ’ ένα μεγάλο μπάρμπεκιου πάρτι σε κά ποιο ελληνικό σπίτι». «Και ίσως να μας επιτρέψουν να στήσουμε μια σκηνή στον κήπο, ώστε να μη χρειαστεί να κοιμηθούμε στο ξενοδοχείο», πρότεινε ο Μπάτζι. Ο Χατζιδάκις τον καθησύχασε και πάλι: «Έχω ταξιδέψει λίγο στην Αφρική, και ξέρω ότι οι άνθρωποι του Μαλάουι εί ναι οι πιο φιλειρηνικοί και αξιαγάπητοι μαύροι σε ολό κληρη την Αφρική». Πώς είχε καταφέρει η Ελλένικ να βρεθεί στη δεύτερη θέση του πρωταθλήματος με προσέλευση κόσμου μόνο 3.000; «Οι μαύρες ομάδες στερούνταν πειθαρχίας», εξή γησε ο Μπάτζι. «Οι μαύροι πάντα το έχουν αυτό το πράγ μα -εγ ώ δεν ασχολήθηκα ποτέ με την προπόνησή το υ ςεκτός και αν τους αναλάβεις όταν είναι ακόμη σε πολύ νεαρή ηλικία, όπως έγινε με τον Πίτερ Ντλόβου. Πρέπει να φροντίσεις να βάλεις κάνα δυο λευκούς παίκτες σε θέσεις-κλειδιά, τερματοφύλακα, σέντερ μπακ, κεντρώο, επιθετικό, για να κρατήσεις πειθαρχία. Στην Ελλένικ,
® @ @
273
274
© © ©
βασιζόμαστε στην πειθαρχία - δεν έχουμε τις δικές τους ικανότητες». Έ δειξε τον Γουίλιαμς, έναν έγχρωμο από το Κέιπ, ο οποίος χαχάνισε. «Είναι ο πιο απειθάρχητος παί κτης που μπορείς να συναντήσεις ποτέ. Έ ρχεται πάντα καθυστερημένος για προπόνηση, με εκνευρίζει συνεχώς. Κάποιες από τις δικαιολογίες που βρίσκει είναι απερί γραπτες. Ίσ ω ς όμως αν τον συνετίσω να μπορέσω να τον στρώσω. Υπάρχουν δύο επαγγελματίες ανάμεσά μας: αυ τός», είπε δείχνοντας το γιο του, «και εγώ. Ο Μαρκ δίνει κλοτσιές στους παίκτες στην προπόνηση! Κανείς άλλος δεν το κάνει αυτό εδώ». Ο Μαρκ Μπερν με πήγε σπίτι με το ημιφορτηγάκι του και μου εξήγησε στη διαδρομή γιατί οι Μ παφάνα Μ παφάνα βρίσκονταν σε τρέινινγκ καμπ για τέσσερις εβδομάδες. «Οι μισοί από αυτούς τους τύπους ζουν σε τοίγκινα παραπήγματα. Ο Μαρκ Γουίλιαμ μόλις μετα φέρθηκε σε κανονικό σπίτι, προηγουμένως όμως ζούσε σε ένα παράπηγμα μαζί με άλλους οχτώ ανθρώπους. Αυ τός είναι και ο λόγος που οι μαύρες ομάδες πηγαίνουν και μένουν σε ξενοδοχεία δύο ή τρεις ημέρες πριν από κάποιο παιχνίδι». Ο Μπάτζι είχε κανονίσει αρκετά δοκι μαστικά για το γιο του με αγγλικές ομάδες. Κάποτε, σε μια πρακτική εξάσκηση της Πόρτσμουθ, είχε μαρκάρει τον Πολ Μάρινερ και είχε καταλήξει με τέσσερα ράμμα τα στο κούτελο και τρία στο καλάμι του. «Ρώτησα τον Μάρινερ: “Τ ι ήταν όλη αυτή η ιστορία;”. Κι εκείνος απλώς είπε: “Αν δεν μπορείς να αντέξεις το πήδημα, τότε καλύτερα να πας να πηδηχτείς”. Δε συμβαίνει τίποτα πα ρόμοιο στη Νότια Αφρική. Γιοχάνεσμηονργκ. Είναι εύκολο να χλευάσει κανείς τον Μπάτζι Μπερν. Ομολογουμένως, η γλώσσα που χρησιμο ποιεί χρειάζεται κάποιο λουστράρισμα, όμως ακόμη και οι περισσότερο εκλεπτυσμένοι Νοτιοαφρικανοί συμφω-
νούν ότι λευκοί και μαύροι τείνουν να παίζουν ποδόσφαι ρο με διαφορετικό τρόπο. Στο κάτω κάτω, το διδάχτηκαν χωριστά. Ο Φιλ Νιαμάνε της Star ξαναθυμήθηκε για χάρη μου ένα ματς του 1973 ανάμεσα στους Λευκούς και τους Μαύρους της Νότιας Αφρικής. «Οι λευκοί έκαναν τεχνι κό οφσάιντ, έδιωχναν την μπάλα και έτρεχαν να βρουν κενό αποφεύγοντας το μαρκάρισμα, ενώ οι δικοί μας προσπαθούσαν να περπατήσουν την μπάλα μέχρι τα δί χτυα, και έτσι χάσαμε. Οι λευκοί μαθαίνουν στρατηγικές τακτικές από πολύ μικρή ηλικία, όταν όμως ερχόμαστε σε θέματα τεχνικής, τότε νομίζω ότι την πατάμε». Ο Τέρι Πέιν, κάποτε με τη Σαουθάμπτον και αργότερα προπο νητής της Γουίτς Γιουνιβέρσιτι, συμφώνησε κι εκείνος με τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα: «Ο μαύρος παίκτης διαθέ τει βασικά μια πολύ υψηλή τεχνική ικανότητα. Οι μαύ ροι θα σου πουν οι ίδιοι ότι αυτό που χρειάζονται είναι να μπορέσει να υπεισέλθει ο παράγοντας πειθαρχία στην ποδοσφαιρική τους διαπαιδαγώγηση». Ο Νιλ Τόβι, ένας λευκός παίκτης των Τσιφς, ειδικός στο να κερδίζει την μπάλα, αποκάλεσε το ρόλο του «δουλειά ενός λευκού μέ σα σε μια ομάδα μαύρων». (Ο Τόβι ήταν αρχηγός των Μ παφάνα Μπαφάνα μέχρις ότου πήγε να κάνει διακοπές αντί να παρευρεθεί στο Χελντερφοντέιν.) Οπότε, γιατί οι μαύροι παίζουν στιλ «πιάνο και παπού τσι λουστρίνι»; Υπήρχε κάτι περισσότερο σ’ αυτό από το μποϊκοτάζ και μόνο, είπε ο Πέρλμαν. «Εάν κάνουν τα κόλπα τους και στριμώξουν πραγματικά κάποιον μέσα στον αγωνιστικό χώρο, είναι κάτι το υπέροχο. Είναι σαν να λέ νε: “Έχουμε πραγματικά κάτι. Η κοινότητά μας έχει κάτι σημαντικό”. Το χάρηκα πραγματικά όταν ένας έξυπνος μαύρος παίκτης έκανε έναν επιτιθέμενο λευκό να πέσει ανάσκελα στον πισινό του. Το χάρηκα εγώ, ένας λευκός φιλελεύθερος άνθρωπος, που ένιωσα βαθύτατα τη συγκί-
® ® ®
275
276
© © ©
νηση αυτή, οπότε μπορείς να φανταστείς πόσο πολλά θα έπρεπε να σημαίνει για τον ίδιο τον μαύρο παίκτη». Τις μέρες που νιώθουν αισιόδοξοι οι Νοτιοαφρικανοί αρέσκονται να λένε ότι η χώρα τους διαθέτει τα πάντα: χρυσό, ήλιο και ένα ιδεώδες μείγμα λευκών και μαύρων. Σου λένε ότι η Νέα Νότια Αφρική θα γίνει πλούσια όσο και η Ελβετία, ότι δε θα υπάρχει εγκληματικότητα και ότι η χώρα θα κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. «Αν αναμείξεις τις ικανότητες των μαύρων παικτών και την αποτελεσματικότητα των λευκών, θα μπορούσες να έχεις τη διάδοχο της Βραζιλίας», είχε προφητέψει ο Γκάρι Μπέιλι. Ανέπτυξε διεξοδικότερα: «Οι λευκοί βάζουν την οργάνωση και την άμυνα, οι μαύροι βάζουν τη δημι ουργικότητα και τα γκολ. Οι μαύροι δεν μπορούν πραγ ματικά να οργανώσουν την άμυνα επειδή δεν καταφέρ νουν να συνειδητοποιήσουν ότι ένα λάθος μπορεί να σου στοιχίσει το παιχνίδι». Ωστόσο, όταν του ζητήθηκε στην ίδια συνέντευξη να πει ποια θα ήταν η σύνθεση της ομά δας που θα ήθελε ο ίδιος για τη Νότια Αφρική, εκείνος επέλεξε δύο μαύρους αμυντικούς, ένα μαύρο κεντρώο για να κερδίζει την μπάλα και δύο λευκούς επιθετικούς. Η ιδέα ότι οι μαύροι είναι στιλάτοι και οι λευκοί αποτε λεσματικοί δεν παίρνει γρήγορα εμπρός. Γκαμπορόνι, Μποτσουάνα. Για να προετοιμαστούν για το παιχνίδι με τη Νιγηρία, οι Μπαφάνα Μπαφάνα έπαιξαν ένα φιλικό παιχνίδι εναντίον της Μποτσουάνα, έτσι, ο Γκλίσον, ο συνάδελφός του δημοσιογράφος Πίτερ Αουφ ντερ Χέιντε κι εγώ στριμωχτήκαμε μέσα στη Μερσεντές του πατέρα του Πίτερ και κατευθυνθήκαμε προς το βορ ρά. Ή μουν πλέον ένας από τους ελάχιστους ποδοσφαιρι κούς συγγραφείς στον κόσμο που επισκέφθηκε δύο φο ρές την Γκαμπορόνι. Στα σύνορα περιμέναμε μία ώρα λόγω της ουράς των
φιλάθλων, και στην ουρά αυτή βρίσκονταν τρεις πολιτι κοί με κοντομάνικα πουκαμισάκια: οι Έ σοπ και Αζίζ Παχάντ, και ο μικροκαμωμε'νος Τάμπο Μπέκι. Φυσικά, ο Μαρκ τους γνώριζε όλους. Ο Μπέκι είχε διατελέσει εκ πρόσωπος του ANC στο Λονδίνο στα χρόνια της εξορίας του και εθεωρείτο απόλυτα σύγουρο ότι θα γινόταν υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη μεικτή κυβέρνηση, ωστόσο τώρα βρισκόταν κι αυτός εκεί, με το πουκάμισό του έξω από το παντελόνι, περιμένοντας υπομονετικά στην ουρά στα σύνορα της Μποτσουάνα. Είδαμε και πάλι τους πολιτικούς από την άλλη πλευ ρά των συνόρων. Ή μασταν απασχολημένοι με το να προσπαθούμε να φουσκώσουμε το ξεφουσκωμένο λάστι χο της Μερσεντές, όταν μας προσπέρασαν μέσα σ’ ένα μικρό, κακομοιριασμένο λευκό αυτοκίνητο. Στη Νότια Αφρική το πολιτικό μέλλον είναι τόσο αβέβαιο, που οι ντόπιοι είναι πάντοτε σε εγρήγορση παρατηρώντας ση μάδια και οιωνούς, και αυτή η έλλειψη επιτήδευσης αποτελούσε καλό σημάδι. Στην Γκαμπορόνι ο Μαρκ πήγε να δει κάποιους γνω στούς του στο Εθνικό Στάδιο, και ο Πίτερ κι εγώ περπα τήσαμε μέχρι το Γκαμπορόνι Σαν, βρήκαμε δύο ξαπλω τές πολυθρόνες μακριά από την πολυκοσμία και ήπιαμε ένα ποτό. Ο Πίτερ, ένας πρώην ημιεπαγγελματίας τερ ματοφύλακας, είναι ο ίδιος ο ποδοσφαιρικός Τύπος στη Νότια Αφρική. Με τους φίλους του να τον περιγράφουν ως παράφρονα, επιμελείται και εκδίδει το μηνιαίο πε ριοδικό Soccer Arena και το ετήσιο South African Soccer Yearbook, και αυτός και ο Γκλίσον δούλευαν για την έκδο ση του πρώτου μέχρι τότε African Soccer Yearbook. Υπό σχονταν ότι η έκδοση θα ήταν ευρωπαϊκού επιπέδου, αλ λά η δουλειά ήταν σκληρή. Στην Αφρική, για να μπορέ σεις να βρεις πόσα κασκέτα διαθέτει ένας παίκτης, ή ποιο είναι το βάρος του, ή η ημερομηνία γέννησής του,
© © ©
277
278
© © ©
είσαι υποχρεωμένος να ρωτήσεις τον ίδιο τον παίκτη και να εύχεσαι ότι θα τα θυμάται. Λαγοκοιμισμένοι κι οι δυο μας στην πολυθρόνα, ρώ τησα τον Πίτερ πώς αρχίζει κανείς να ασχολείται με πο δοσφαιρικές εκδόσεις. Είπε ότι δούλευε στο κόμμα Ινκάνθα Φρίντομ του Τσιφ Μπουτελέζι, μέχρι που μια μέρα τον απέλυσαν. Το Ινκάνθα τού έδωσε μια εφάπαξ αποζημίωση και εκείνος χρησιμοποίησε τα λεφτά αυτά για να στήσει τις εκδόσεις του. «Γιατί σε απέλυσαν;» ρώ τησα. «Είπαν ότι ήμουν κατάσκοπος του ANC». «Αν ήσουν κατάσκοπος, τότε γιατί σου έδωσαν αποζημίωση;» «Η μόνη απόδειξη που είχαν ήταν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας τούς είχαν πει ότι ήμουν κατάσκο πος. Πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να πουν “Ξέρουμε, γιατί μας το είπε κυβέρνηση”, κι έτσι, μου έδωσαν την αποζημίωση». Η ιστορία τελείωνε εκεί: δε μου είπε ποτέ αν υπήρξε πραγματικά κατάσκοπος. Να ένας τρόπος που μια χώρα αποκτά τον αθλητικό της Τύπο. Ό μ ω ς ο Πίτερ μόλις είχε αρχίσει μια δεύτερη καριέρα. Στην πρώτη του απόπειρα ως ποδοσφαιρικός πρά κτορας είχε βρει μια ομάδα της γερμανικής Μπουντεσλίγκο πρόθυμη να υπογράψει με τον αρχηγό της ομάδας της Νότιας Αφρικής Στιβ Κομπέλα. Ο Κομπέλα ήταν εν θουσιασμένος, μέχρις ότου ο Παλάθιος τον κάλεσε για να κουβεντιάσουν. Του δόθηκε να εννοηθεί ξεκάθαρα ότι, αν δεν άφηνε ως πράκτορά του τον Πίτερ και δεν έπαιρνε στη θέση του τον Μαρτσέλο Χάουσμαν, θα έφευ γε από την ομάδα, αρχηγός ή όχι. Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, πήραμε συνέντευξη από τον Φίκερτ και πέσαμε τυχαία πάνω στον Κομπέλα, έναν κοντόχοντρο άντρα - έπαιζε σέντερ μπακ. Εκείνος και ο Πίτερ κοιτάχτηκαν έντονα μεταξύ τους. «Μην ανη συχείς τώρα γΓ αυτό», του είπε ο Πίτερ. «Απλώς βγες και παίξε». Πεταχτήκαμε μέχρι το δωμάτιο των ρεπόρτερ
της Sowetan, δίπλα στο δωμάτιο του Κομπέλα. Πάνω στο κρεβάτι βρισκόταν ξαπλωμένος ένας απίστευτα παχύς νεαρός άντρας, ο ρεπόρτερ, ενώ ο φωτογράφος ασχολιόταν με τα φίλμ του. Ο Πίτερ έδειξε τον άντρα πάνω στο κρεβάτι και μου ανήγγειλε: «Αυτός εδώ είναι ο υπεύθυ νος». Αποδείχτηκε ότι ο άντρας αυτός ήταν υπεύθυνος για την καθιέρωση του «Μπαφάνα Μπαφάνα». Καθιέρωσε μια μεγάλη αφρικανική παράδοση. Κάθε ομάδα της ηπείρου έχει το δικό της ψευδώνυμο: Το Κα μερούν είναι οι Αδάμαστοι Λέοντες, η Μποτσουάνα είναι οι Ζέμπρες, η Νιγηρία είναι οι Σούπερ Αετοί, η Κάιζερ Τσιφς είναι οι Αμακόζι ή τα Πεφένι Δοξασμένα Αγόρια, και η Φέαργουεϊ Σταρς είναι οι Για Ουλά Κότο, ένα είδος πολεμικής ιαχής που σημαίνει «Η μαγκούρα έπεσε πάνω στο κεφάλι του αντιπάλου». Οι Νοτιοαφρικανοί παίκτες είναι κι αυτοί επίσης γνωστοί με τα παρατσούκλια τους: στη μαύρη Νότια Αφρική, όπως και στη Λατινική Αμερική, γίνεσαι πραγ ματικό πρόσωπο μόνον όταν αποκτήσεις παρατσούκλι. Οι Μπαφάνα Μπαφάνα εκείνη την ημέρα είχαν στην ομάδα τον Τζον «Παπούτσιας» Μοσοέου, τον Φάνι «Σαντάμ» Μαντίντα και τον Θεοφίλιους «Ντόκτορ» Κουμάλο. Με ένα όνομα όπως Θεοφίλιους, το ψευδώνυμο ήταν καθαρή ανάγκη για τον Ντόκτορ, και ο Μαντίντα ήταν εξίσου ευχαριστημένος με το «Σαντάμ» του: είχε κερδίσει το παρατσούκλι όταν άρχισε να καταλύει τις άμυνες των αντιπάλων την εποχή του Πολέμου του Κόλπου. Έκτοτε είχε μετακινηθεί στην Μπεσίκτας στη Τουρκία, και ένας θ ε ό ς ξέρει τι σκέφτονταν εκεί γι’ αυτό του το παρατσού κλι. Δεκαετίες νωρίτερα υπήρχε μια σειρά από «Χερ Χίτλερ» στα γήπεδα της Νότιας Αφρικής. Το «Τζίμι Γκριβς» είναι ένα πολύ ευνόητο ψευδώνυμο, όμως θα πρέπει να υπήρχαν πολύ συγκεκριμένοι λόγοι για παρατσούκλια, όπως «Ο Μπομπ είναι ένα Σελίνι», «Αλληλούια Σεζένι»,
® © @
279
280
© © ©
«Συμβούλιο καθηγητών», και «Μπρρρ»... Κάποιος ατυ χής ήταν γνωστός ως «Βοσκός Μπαμποΰν», ενώ ο «Τρέξε, Τρέξε, Γιόχανσον» πήγε στη Λιντς Γιουνάιτεντ και κατάφερε να επιλεγεί για την Αγγλία, αν και αμφιβάλλει κανείς κατά πόσον το παρατσούκλι του κατάφερε να επιζήσει της μεταγραφής. Ο Γκάρι Μπέιλι ήταν το «Ηλιόφωτο» στη Νότια Αφρική, αλλά ποτέ στη Μάντσεστερ. Ο Πάτρικ «Τρόμος» Λεκότα είναι ένας πρωτοκλασάτος πο λιτικός του ANC, αλλά εξακολουθεί να είναι ακόμη γνω στός με το ψευδώνυμο που απέκτησε ως ποδοσφαιρι στής. Ορισμένοι παίκτες μισούν να έχουν παρατσούκλι. Μπαίνοντας μέσα σ’ ένα μπαρ υπό τις κραυγές «Έι, Βο σκέ των Μπαμπούν!», τους κάνει να νιώθουν ότι χάνουν κάτι από την ατομικότητά τους. Ο Πελέ συνήθιζε πάντο τε να λέει ότι ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι: ο Πελέ ως δημόσιο πρόσωπο, ο Έντσον ως ιδιώτης. Τ ο Εθνικό Στάδιο έμοιαζε γεμάτο Νοτιοαφρικανούς. Δεν μπορούσε να είναι κανείς σίγουρος, δεδομένου ότι πολλοί Μποτσουανοί συνηθίζουν να κυκλοφορούν φορώ ντας μπλουζάκια των Κάιζερ Τσιφς. Οπωσδήποτε όλα τα λάβαρα ήταν για τους Μ παφάνα Μπαφάνα, όπως διαπ ί στωσα καθώς έκανα μια βόλτα γύρω στο στίβο. «Έι, λευ κέ! Τ ι κάνεις εδώ πέρα με ρώτησε ένας φίλαθλος. Ο Τάμπο Μπέκι συστήθηκε στις ομάδες, και ο μικροσκοπικός άντρας τεντώθηκε πάνω και έσφιξε τα χέρια όλων των παικτών με μια πολύ φιλική χειραψία. Ο γιος του Παλά θιος κάθισε δίπλα στον πατέρα του στο νοτιοαφρικάνικο πάγκο. Ή ταν το πρώτο παιχνίδι του Περουβιανού ως επικεφαλής της ομάδας και είχε ορκιστεί να διδάξει τους Μπαφάνα λίγη πειθαρχία. Πιθανόν να είχε ορκιστεί, όμως η Νότια Αφρική εξα κολουθούσε να παίζει σαν κάποια γκροτέσκα παρωδία της Βραζιλίας: τακουνάκια, διπλές και τριπλές προσποιή-
σεις, όλα χωρίς νόημα. Ο «Παπούτσιας» προσπάθησε να τινάξει την μπάλα πάνω από το κεφάλι του με τακουνιά, απέτυχε και γιουχαρίστηκε από το πλήθος- όμως ο χειρό τερος ήταν ο «Ντόκτορ». Αφοΰ απέτυχε να προωθήσει μέ χρι τα δίχτυα μια διαγώνια μπαλιά από τον Μαντίντα, γύ ρισε και έστειλε στις κερκίδες ένα τεράστιο χαμόγελο. Αργότερα κοντρολάρισε την μπάλα και την πέταξε σ’ έναν Μποτσουανό αμυντικό και άρχισε να τρέχει- κατόπιν, κα θώς η μπάλα περιήλθε στην Μποτσουάνα, προχώρησε μέ χρι τη γραμμή και ζήτησε νερό από τον πάγκο. Ίσ ω ς ήταν η καλή του τύχη που ο Ρον Ατκινσον είχε αποφασίσει να μην τον φέρει στη Μίντλαντς, και η ομάδα της Ζιμπά μπουε τον είχε ξαναβαφτίσει «Νοσοκόμα», όμως η Νοτιοαφρικανοί ποδοσφαιρόφιλοι τον λάτρευαν. Ο Ρόι Γουέγκερλε (ο οποίος ισχυρίζεται ότι έμαθε τα κόλπα του στη Νότια Αφρική) είναι συγκριτικά ηλεκτρονικός υπολογι στής. Ωστόσο αυτοί που αποδείχτηκαν για γέλια ήταν οι Γκραντγκρίντς καθώς οι Μ παφάνα νίκησαν 2-0, με το δεύ τερο γκολ να έχει ξεκινήσει από μια ψηλή μπαλιά από τον «Ντόκτορ», που έβαλε μπρος την κίνηση του κουαρτέτου. Στάδιο FNB, μεταξύ Γιοχάνεομηονργκ και Σοβέιο. Στη δε καετία του ’50, μου είπε ο Έ σοπ Παχάντ, όταν η ομάδα της Νότιας Αφρικής ήταν εντελώς λευκή, δύο εξέδρες σε όλα τα διεθνή ματς ήταν κρατημένες για τους μηλευκούς. «Οι εξέδρες γέμιζαν πατείς με πατώ σε», θυμόταν ο Π α χάντ, «με όλους ανεξαιρέτως να υποστηρίζουν την επισκέπτρια ομάδα, θυμ ά μ α ι μόνο έναν ανόητο Ινδό που υποστήριζε τη Νότια Αφρική, ήταν μόνο ένας ανόητος τύπος, και είχε πάντοτε μπλεξίματα». Πριν η Νότια Αφρική παίξει με τη Νιγηρία, τα τύ μπανα είχαν αρχίσει να ηχούν, οι φίλαθλοι να πανηγυρί ζουν και τα φανελάκια των μαύρων του Σοβέτο συμβού λευαν: «Μη στέκεστε απλώς εκεί - Χτίστε το Έθνος!».
® ® @
281
282
© © ©
Μέσα στον αγωνιστικό χώρο ο Ολλανδός προπονητής της Νιγηρίας Κλέμενς Γουέστερχοφ κοιτούσε την εξέδρα μαζί με τον Γουίλεμ, το φωτογράφο μου και συμπατριώ τη του. «Δεν υπάρχουν και πολλά γήπεδα στην Ευρώπη που να είναι τόσο καλά», τον βεβαίωσε ο Γουέστερχοφ. Στα σίγουρα, ελάχιστα είναι αυτά που διαθέτουν καθί σματα για 75.000 θεατές στη Βρετανία. Ο Μ παμτζί θα μπορούσε να νιώθει περήφανος στη φυλακή, αν και η NSL δεν είχε πληρώσει ποτέ για το Στάδιο FNB, και η κα τασκευή του δεν είχε ποτέ ολοκληρωθεί. Τ ο πλήθος εκείνη την ημέρα έφτανε τους 60.000 θεα τές. Το δημοσιογραφικό θεωρείο ήταν κατάμεστο. Εκεί νοι που κάθονταν μπροστά δεν μπορούσαν να δουν, εκτός κι αν σηκώνονταν όρθιοι, κι εμείς από πίσω δεν μπορούσαμε να δούμε αν το έκαναν, οπότε άρχισαν ηχη ρές διαμαρτυρίες. Καθόμουν σ’ ένα γραφείο που έγραφε «Ξένοι ανταποκριτές», και η θέση του πλαϊνού μου έγρα φε «Sappa», που θύμιζε κάπως SAPA - την Ένωση Τύπου Νότιας Αφρικής. Ο ρεπόρτερ της SAPA έπρεπε να στέλ νει τα ρεπορτάζ του κατά τη διάρκεια του αγώνα: έγραψε περίπου έξι μέσα σε 90 λεπτά, και είδε ελάχιστα πράγ ματα από το παιχνίδι. Έ π ρ επε να τον σκουντάω κάθε φορά που διαγραφόταν η πιθανότητα γκολ, και έκτοτε λαμβάνω πάντοτε υπόψη μου τι πραγματικά συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζω τέτοιου είδους ρεπορτάζ με πε ριγραφές αγώνων. Η Νιγηρία κατάφερε ένα ψυχολογικό σκοράρισμα όταν οι ομάδες παρατάχθηκαν για τους εθνικούς ύμνους: καθένας από τους Σούπερ Αετούς είχε ύψος δύο μέτρα. Αυτό έκανε το ψυχολογικό σκορ 3-0, γιατί είχαν συντρί ψει τους Μ παφάνα στο Λάγκος, και σχεδόν όλοι τους έπαιζαν σε ευρωπαϊκές ομάδες. Έ νας Σούπερ Ιγκλ ήταν ο Ρούμπεν Αγκμπούλα της Σουόνζι Σίτι, που αποδείκνυε το αυταπόδεικτο ως προς το γιατί ένα μέλος μιας από τις
καλύτερες ομάδες της Αφρικής δεν μπορούσε να πετύχει κάτι καλύτερο. Δεν προκάλεσε καμία απολύτως έκπληξη το γεγονός ότι λίγα λεπτά μόλις μετά την έναρξη του παιχνιδιού ένας ιδιαίτερα ψηλός Σούπερ Ιγκλ έκλεψε μια νοτιοαφρικάνικη πισινή πάσα και έβαλε την μπάλα κατευθείαν μέσα στα δίχτυα. Προκάλεσε μεγαλύτερη έκπληξη το γε γονός ότι ο διαιτητής ακύρωσε το γκολ ως οφσάιντ, γιατί προφανώς γνώριζε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να υπάρ ξει οφσάιντ από τέτοιου είδους πισινή μπαλιά. Οι Μπα φάνα Μπαφάνα έφτασαν στο ημίχρονο με επίσημο σκορ 0-0. Στη διακοπή του ημιχρόνου ο Μαρκ έδωσε συνε ντεύξεις σε ρεπόρτερ του ραδιοφώνου μέσα στον αγωνι στικό χώρο. Ό λοι τους ήξεραν όσα ήξερε κι εκείνος για το ποδόσφαιρο, αλλά ήταν μαύροι και δεν ένιωθαν την απαραίτητη σιγουριά στο να εκφράσουν τις δικές τους απόψεις. Στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου ο Τζορτζ Ντιαρνάλι έσπρωξε μια χαμηλή διαγώνια μπαλιά μέσα στα δί χτυα και το έθνος ήρθε τα πάνω κάτω. Στο θεωρείο των δημοσιογράφων οι Νοτιοαφρικανοί, μαύροι και λευκοί, πήδησαν μέχρι τα ουράνια, και ο μεγαλόσωμος λευκός επιθετικός από το Νατάλ πανηγύριζε μαζί με 10.000 μαύρους στις εξέδρες πίσω από το τέρμα. Τότε ο Μποτσουανός με τα μαύρα έδωσε ένα φρίκικ για οφσάιντ και ξαναβρεθήκαμε αμέσως και πάλι στην παλιά Νότια Αφρική. Το ματς έληξε χωρίς σκορ, η Νότια Αφρική ήταν εκτός Παγκοσμίου Κυπέλλου, και οι τυμπανιστές πήγαν στα σπίτια τους με πονοκέφαλο. Ό μ ω ς ο Γουέστερχοφ (ο οποίος προέβλεπε μια πανεύκολη νιγηριανή επιτυχία) εί πε: «Τα συγχαρητήρια ανήκουν στη Νότια Αφρική». Και ο Παλάθιος μου είπε: «Για το επόμενο Παγκόσμιο Κύ πελλο πιστεύω πως θα είμαστε έτοιμοι.
® ® ®
283
Στο πάρκινγκ του σταδίου, μαζί με τον Πέρλμαν, πα ρακολούθησα δύο από τους καλύτερους Νοτιοαφρικανούς παίκτες, τον Στιβ Κρόουλι και τον «Παπούτσια», να αγωνίζονται ν’ ανοίξουν δρόμο μέχρι τα αυτοκίνητά τους. Παρατήρησα στον Πέρλμαν πόσο άνετος έδειχνε ο Κρόουλι: πείραζε τους φιλάθλους κι αυτοί εκείνον, και ήξερε το σωστό τρόπο να τους σφίγγει το χέρι. Ή ταν το μόνο μέρος στη Νότια Αφρική όπου είδα ανθρώπους να ξε χνούν το χρώμα του δέρματός τους, είπα. Ο Πέρλμαν θύ μωσε και πάλι. «Αυτή ακριβώς είναι η κλασική ιστορία των ξένων ανταποκριτών για το νοτιοαφρικανικό ποδόσφαιρο! Κοί τα να δεις, όταν το πλήθος επευφημούσε τον Ντιαρνάλι δεν καταλάβαινε καν ότι εκείνος ήταν λευκός κι εκείνοι ήταν μαύροι. Το νοτιοαφρικάνικο ποδόσφαιρο έχει ξεπεράσει πλέον αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν άλλου εί δους ιστορίες που θα μπορούσες να γράψεις!» Στο αεροπλάνο, επιστρέφοντας στην Αγγλία, είδα κά ποιον που είχα συναντήσει ήδη στο Κέιπ Τάουν. Ή ταν ένας λευκός Νοτιοαφρικανός που υποστήριζε την Άρσεναλ, ίσως επειδή δεν είχε δει την ομάδα να παίζει μετά από τη δεκαετία του ’70. Κανονίσαμε να πάμε μαζί να δούμε την Αρσεναλ να παίζει με τη Λιντς στο Κύπελλο αργότερα την ίδια εβδομάδα. Ή ταν ένα παγωμένο βρα δινό, και σταθήκαμε μέσα στο γήπεδο από την πλευρά του Ρολογιού. Δεν έβλεπα σχεδόν τίποτε από τον αγωνι στικό χώρο, και εντελώς τίποτε από την εστία που βρι σκόταν ακριβώς μπροστά μας. Δυστυχώς και τα τέσσερα γκολ σημειώθηκαν σ’ αυτή. Η Λιντς κούρασε την Άρσεναλ στο πρώτο ημίχρονο χάρη στον Γκόρντον Στρέιχαν. «Αμάν αυτός ο Στρέιχαν. Δεν μπορώ να καταλάβω τι τον ταΐζουν», είπε ο άντρας δίπλα μας, και φώναξε προς την άμυνα της Αρσεναλ: «Άντε ντε, κόψτε τον! Τι είστε; Η Λέ
σχη Θαυμαστών του Γκόρντον Στρέιχαν;» Ο Ντέιβιντ Χίλιερ, ο λιγότερο δημοφιλής κανονιέρης, έκανε την πολ λοστή ανεπιτυχή του πρόκληση και πήρε κάρτα. «Διώξ’ τον έξω, διαιτητή!» φώναξε ένας από τους φιλάθλους. «Διώξ’ τον για πάντα!» συμβούλεψε κάποιος άλλος. «Και ακόμη περισσότερο αν γίνεται!» πρόσθεσε ένας τρίτος. Το ματς έληξε με ισοπαλία 2-2. Το παιχνίδι ήταν τραγι κό, όμως πέντε μήνες αργότερα η Αρσεναλ είχε κατακτή σει το Κύπελλο.
Κοντοί, μελαχρινοί, Αμερικανοί
Υ
πάρχει προφανώς μόνο μία πόλη στον κόσμο όπου ένας φιλικός αγώνας ανάμεσα στο Ελ Σαλβαδόρ και στη Δανία θα μπορούσε να προσελκύσει 30.000 θεατές, και η πόλη αυτή δεν είναι το Ελ Σαλβαδόρ, και οπωσδή ποτε όχι η Κοπενχάγη, αλλά το Λος Άντζελες. Καθ’ οδόν προς το στάδιο ξέχασα εντελώς ότι βρισκόμουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ό λοι οι φίλαθλοι στους δρόμους ήταν κοντοί και μελαχρινοί, και ελάχιστοι από τους πωλητές προγραμμάτων και τους ζητιάνους έμοιαζαν για Δανοί. Κανείς δεν ανέμιζε περίεργα σύμβολα των ομά δων, όλοι οι φίλαθλοι ήταν άντρες, και το μόνο φαγώσι μο που πουλιόταν γύρω έμοιαζε να είναι μόνο κάτι ανθυ γιεινά χάμπουργκερ. Τα πάντα ήταν όλως ιδιαιτέρως μη αμερικανικά. Έ νας αρθρογράφος της Boston Herald ήταν ο πρώτος άνθρωπος που διείδε τι σήμαινε το Παγκόσμιο Κύπελλο 1994. Νιξ ποδοσφαιρικό πανηγύρι ή εμπορική μπονάντζα, έγραψε: το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν ένα κόλπο στημένο από την υπηρεσία μετανάστευσης. Συγκέντρωσε όλους τους παράνομους ξένους μέσα σ’ ένα στάδιο και
® ® ©
285
286
© © ©
βούτηξέ τους, αυτή ήταν η βασική ιδέα. Κάθισα στο στά διο ανάμεσα σ’ ένα πλήθος που έμοιαζε να είναι 30.000 οπαδοί του Σαλβαδόρ, και αν οι οργανωτές ανέφεραν μόνον 15.000, αυτό πιθανόν να οφειλόταν στο ότι έπρεπε να καταβάλουν στο γήπεδο ποσοστό από τις εισπράξεις εισόδου. Από κάτω διέκρινα έναν άντρα που τον είχα δει τελευ ταία φορά στη Λετονία: ο Μέλερ-Νίλσεν έκανε εξάσκηση στους Δανούς αναπληρωματικούς. Λιγότερο από τρεις εβδομάδες μετά το παιχνίδι του Ελ Σαλβαδόρ, φτάοαμε και οι δυο μας στην Αργεντινή (έπαιζαν εκεί Δανοί), έτσι ώστε, σε διάστημα πέντε μηνών, είχαμε βρεθεί στο ίδιο μέρος τρεις φορές. Συμπέσαμε απλώς σε τρεις διαφορε τικές ηπείρους. Οι οπαδοί του Σαλβαδόρ ήταν πανευτυχείς. Επευφη μούσαν τα πυροτεχνήματα, τον οπαδό που τον απομάκρυναν από το γήπεδο, και τους δύο αστυνομικούς που τον έβγαζαν έξω. Παρέμειναν πανευτυχείς ακόμη και όταν η μέτρια ομάδα τους έχασε με 2-0 από την καλύτε ρη ομάδα των Δανών. Στα τελευταία λεπτά υπέκυψε στη νοσταλγία για τον εμφύλιο πόλεμο του παλιού καλού και ρού και σταμάτησε να πετάει πυροτεχνήματα μέσα στον αγωνιστικό χώρο και άρχισε να τα πετάει στις εξέδρες. Το πλήθος γελούσε με τις εκρήξεις, αλλά όλο και περισ σότερος κόσμος άρχισε να προχωρεί προς τις εξόδους, και, όταν ένα μπουκάλι έσπασε στο διπλανό μου κάθι σμα, έφυγα κι εγώ. Το επόμενο πρωί, την ώρα του πρωι νού φαγητού, οι Los Angeles Times, στο δωδεκασέλιδο αθλητικό παράρτημά τους, δεν ανέφεραν ούτε μία λέξη για το παιχνίδι. Τώρα ήξερα ότι είχα ξαναγυρίσει στις ΗΠΑ.
«Για μένα είναι πολύ ευκολότερο να δουλεύω εδώ», μου ομολόγησε αργότερα ο Μπόρα Μιλουτίνοβιτς, προ πονητής των ΗΠΑ. «Εδώ ανοίγεις την εφημερίδα, πουθε-
νά ποδόσφαιρο. Στο Μεξικό κάθε μέρα υπάρχει κάτι, κάτι αληθινό, κάτι που έχει γράψει ο κόσμος. Αυτό είναι το Μεξικό». Ο Μιλουτίνοβιτς είναι Σέρβος που ήρθε στις ΗΓΙΑ μετά από δυο δεκαετίες στη Λατινική Αμερική. Η Άνα είναι μια γκουβερνάντα από το Ελ Σαλβαδόρ. Αφήνοντας και πάλι την Αμερική, επισκέφθηκα την οικογένειά της στο νοτιοκεντρικό Λος Αντζελες, εκεί που είχαν γίνει οι ταραχές. Στο λίβινγκρουμ ήταν μαζεμένα αρκετά ξαδέρφια, η ίδια η Ανα, το μωρό της ο Ντιέγκο, κοιμισμέ νο μέσα στην κούνια σε μια γωνία, και ο άντρας της ο Χέμπερ, ένας μανιακός ποδοσφαιρόφιλος. Ο Χέμπερ μού έδειξε τον Ντιέγκο και εξήγησε: «Ο Μαραντόνα είναι ο καλύτερος τύπος στον κόσμο για το ποδόσφαιρο. 'Οταν ο Ντιέγκο θα είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος, θα πάω στο πάρκο να του βρω μια ομάδα να παίζει. 'Οταν έχει ποδό σφαιρο η τηλεόραση, τον βάζω μπροστά στη συσκευή για να βλέπει». Ο Χέμπερ παρακολουθεί μόνο το τοπικό λατινοαμερικάνικο κανάλι, που δείχνει συνεχώς αγώνες της λί γκας του Μεξικού. Ωστόσο είχε πάει στο Κολιζέουμ για το παιχνίδι Ελ Σαλβαδόρ-Δανία. «Η δανική ομάδα είχε ένα σωρό ψηλούς, ε;» Ρο>τησα κατά πόσον τα πυροτεχνήματα ήταν κοινή πρακτική στα ματς στο Ελ Σαλβαδόρ. «Στην πατρίδα μου σε βάζουν φυλακή». Έ παιζε ο ίδιος για μια κυριακάτικη ομάδα - ήταν σαν να πήγαινε στην εκκλησία, εξήγησε. Οι παίκτες στην ομάδα του ήταν όλοι από τη Λατινική Αμερική; «Όλοι οι παίκτες στην ομάδα μου είναι από τη Νέα Γουαδελούπη στο Ελ Σαλβαδόρ». Στη λίγκα του υπήρχαν επίσης μαύ ρες ομάδες από την Τζαμάικα και την Μπελίζ, και κάνα δυο ακόμη μαύρες αμερικανικές ομάδες. «Όταν ήρθα εδώ, το ποδόσφαιρο δεν άρεσε στους Αμερικανούς. Ό μω ς τώρα αρχίζει να τους αρέσει». Ό χ ι σε όλους ωστό σο. Ορισμένες φορές η ομάδα του πήγαινε στο Ράντσο
@ @ @
287
288
© © ©
Παρκ και έβλεπε να γίνεται εκεί ένα παιχνίδι - ο Χέμπερ έκανε μια κίνηση σαν να προσπαθούσε να προφυλαχτεί από μπάλες που πετούσαν στον αέρα. «Δεν τους αρέσει, δε μας αρέσει, φωνάζουν την αστυνομία, και επειδή εκεί νοι είναι Αμερικανοί, εμείς πρέπει να φύγουμε». Ό μω ς του άρεσε να βλέπει τις Η ΓΙΑ να κερδίζουν, εκτός κι αν έπαιζαν με το Ελ Σαλβαδόρ. Ο καλύτερος παίκτης των ΗΠΑ ήταν ο Χιούγκο ΓΙερέζ, πίστευε. Ο Περέζ είναι από το Ελ Σαλβαδόρ. Η συζήτηση έκανε τον Χέμπερ να νοσταλγήσει την πατρίδα του και μου έπαιξε μια διαφημιστική βιντεοται νία για το Ελ Σαλβαδόρ. Έμοιαζε να δείχνει άντρες να κλοτσιούνται μεταξύ τους κάτω από το νερό. «Βλέπεις», είπε. «Ακόμη και στην παραλία παίζουν ποδόσφαιρο». 'Οταν οι μετανάστες από την Ευρώπη έφτασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα παιδιά τους τα κορόιδευαν στο δρόμο για την αστεία προφορά, για τα ρούχα και τους γονείς τους. Το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν αυτά τα παιδιά ήταν να αρχίσουν να παίζουν και ένα αστείο ευ ρωπαϊκό παιχνίδι μέσα στους δρόμους, ώστε να αρχί σουν και πάλι να τα κοροϊδεύουν, γι’ αυτό κι εκείνα άρχι σαν να παίζουν μπέιζμπολ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Αμερικανοί δεν παίζουν ποδόσφαιρο. Ό τα ν λέμε ότι οι Αμερικανοί δεν παίζουν ποδόσφαι ρο, ή ότι γιορτάζουν τη μέρα των Ευχαριστιών ή ότι έρ χονται στην Ευρώπη με τουριστικά γκρουπ, έχουμε πά ντα στο μυαλό μας αυτούς τους ψηλούς, λευκούς ανθρώ πους που ζουν σε διάφορα αμερικανικά προάστια. Δεκά δες εκατομμύρια Λατινοαμερικανών παίζουν και παρα κολουθούν και διαβάζουν τα πάντα γύρω από το ποδό σφαιρο. Ωστόσο ακόμη και η λευκή Αμερική των προα στίων παίζει ποδόσφαιρο με τον τρόπο της. Έ π αιζα κι εγώ ποδόσφαιρο στην Αμερική. Ή μουν δέκα χρόνων
όταν η οικογένεια μου μετακόμισε για ένα χρόνο στο Στόνφορντ, μια ηλιόλουστη καλιφορνέζικη πανεπιστημιούπολη, όπου όλα τα παιδιά - αγόρια και κορίτσια - πα ί ζουν ποδόσφαιρο. Οι πλουσιότεροι Αμερικανοί παίζουν κι αυτοί. Οι ιεραπόστολοι του παιχνιδιού προσπαθούν να διαδώσουν την αλήθεια, αλλά επί του παρόντος τα παι διά των γκέτο έχουν την άποψη ότι το ποδόσφαιρο είναι για τους βουτυρομπεμπέδες. Οι περισσότεροι από τους προπονητές στο Στάνφορντ δεν έχουν παίξει ποτέ τους ποδόσφαιρο οι ίδιοι, οπότε και αντλούν τις ιδέες τους από τα σπορ που γνωρίζουν. Κάποιος προπονητής, όταν η ομάδα του κέρδισε ένα κόρνερ, άρχιζε να φωνάζει διάφορα κωδικό ονόματα όπως «Αετός!» ή «Σπιράλ!» στο παιδί που προσπαθούσε να κρατήσει την μπάλα ψηλά στον αέρα μέχρι να φτάσει στα δοκάρια της εστίας. Έ νας άλλος προπονητής, όταν έκανε επίθεση η ομάδα του, έβαζε τους δυο του μπακ ακριβώς στις γωνίες της περιοχής του πέναλτι, και τοπο θετούσε τον σέντερ μπακ στο ημικύκλιο μπροστά από την περιοχή. Εκεί στέκονταν με τα χέρια τους σταυρωμέ να πίσω από τις ράχες τους, μέχρις ότου το παιχνίδι ξαναγυρνούσε στην περιοχή της δικής τους ομάδας. Κατό πιν υπήρχε ο δεξιός χαφ που είχε εντολή να περνάει κά θε μπαλιά που δεχόταν τεσσεράμισι μέτρα στα αριστερά του. Η θεωρία ήταν ότι ο δεξιός μπακ της ομάδας, προ σπερνώντας, θα δεχόταν την μπάλα κατευθείαν μέσα στα πόδια του. Το σχέδιο σπάνια δούλεψε. Από τα παιδιά που γνώριζα λίγα νοιάζονταν ιδιαίτερα. Έ παιζαν ποδόσφαιρο όπως τα παιδιά στην Ευρώπη παί ζουν όμποε: επειδή οι γονείς τους πιστεύουν ότι είναι καλό γι’ αυτά. Είχε πλάκα επίσης, αναμφίβολα, όμως δεν ήταν και τίποτα να τρελαίνεσαι από ενθουσιασμό. Υπήρχαν ελάχιστοι καλοί παίκτες. Οκέι, έχεις 15 εκατομμύρια Αμε ρικανούς που παίζουν ποδόσφαιρο, αλλά για τους περιο-
® ® ®
289
290
© © ©
σότερους από αυτούς είναι απλώς μια ακόμη μορφή ψυ χαγωγίας ανάμεσα σε πολλές άλλες», μου ομολόγησε η Λιν Μπέρλινγκ-Μάνιουελ, εκδότρια του Soccer America. Μετά τον Πελέ, ο οποίος δεν έχει παίξει πλέον εδώ και μια δεκα ετία, οι περισσότεροι Αμερικανοί ποδοσφαιριστές δεν μπορούν να κατονομάσουν ούτε έναν επαγγελματία. Κα νείς από τους φίλους μου στο Στάνφορντ δεν έβλεπε ποτέ ποδόσφαιρο, παρόλο που ο Τ ζορτζ Μπεστ έπαιζε για την τοπική ομάδα, τη Σαν Χοσέ Έρθκουεϊκς. Ωστόσο κάποιος θα έπρεπε να παρακολουθεί το παι χνίδι, γιατί τότε ήταν η εποχή που το ποδόσφαιρο έμοια ζε να προσγειώνεται στην Αμερική. Η ποδοσφαιρική λί γκα της Βορείου Αμερικής (NASL) ερχόταν να παρακο λουθήσει «αρχαίους» Ευρωπαίους να τελειώνουν την καριέρα τους. «Νεκροταφείο ελεφάντων», αποκάλεσε τη NASL ο Τζιάνι Ριβέρα, αλλά τι ελέφαντες όμως! θ υ μ ά μαι, το 1981, να παρακολουθώ τους Έ ρθκουεϊκς να συ ναντούν τη Νιου Γιορκ Κόσμος σ’ ένα ματς στο οποίο έπαιζαν ο Μπεστ, ο Φραντς Μ πεκενμπάουερ και ο Γιόχαν Νέεσκενς. Μήνες αργότερα, όταν βλέπαμε τους Έρθκουεϊκς να παίζουν σε στεγασμένο χώρο, ο Μπεστ έτρεξε προς έναν αμυντικό, η ά ιψ ε την μπάλα, τη σουταρε πάνω από το κεφάλι του παίκτη και έτρεξε από πίσω του για να τη μαζέψει. Φυσικά, δεν έκανε τίποτε άλλο σε ολόκληρο το ματς. Ο Λόουρι Κάλογουεϊ έπαιξε στην Αγγλία με ομάδες όπως οι Γουλβς, Μ πλάκμπερν, Σριουσμπερι και Ρότσντεϊλ πριν έρθει στην Αμερική το 1974, όπου μια από τις ομάδες του ήταν και οι Έρθκουεϊκς. Δεν τον θυμάμαι καθόλου εκεί. «Στα σίγουρα γίναμε διασημότητες», μου είπε, με προφορά μείγμα Μ πέρμινχαμ και Καλιφόρνια. «Ερχόμε νος από την αγγλική δεύτερη κατηγορία, όπου πέρασα τα περισσότερό μου χρόνια, όταν όλη η προσοχή πήγαινε στους Τζορτζ Μπεστ, τους 'Γσάρλι Τζορτζ και τους Μπό-
μπι Μουρ, το να έρθεις εδώ και να έχεις ολόκληρα άρθρα γραμμένα αποκλειστικά για σένα, να εμφανίζεσαι στην τηλεόραση ήταν μεγάλη ικανοποίηση για μένα». Ως δη μοσιογράφος ένιωσα συγκινημένος. Ό μ ω ς η NA SL τα μάζεψε το 1985. Οι άνθρωποι που τη διοικούσαν προσπάθησαν να βρουν πάρα πολλές ομά δες πάρα πολύ σύντομα, και γνώριζαν πάρα πολύ λίγα για το ποδόσφαιρο. «Μόνο πολύ αργότερα συνειδητοποί ησα ότι γύρω στις 100.000 άνθρωποι μπορούν να πουλή σουν τον εαυτό τους ως Πολωνοί διεθνείς», ομολόγησε ο μακαρίτης Χάουαρντ Σάμιουελς, πρόεδρος της αμερικα νικής λίγκας. Οι φίλαθλοι δεν ήταν ούτε κι εκείνοι ειδή μονες. Ο Κάλογουεϊ μου είπε: «Επευφημούσαν τις τσιαρλίντερς, και, όταν κάποιος τύπος σουτάριζε την μπάλα 55 μέτρα μακριά ή έριχνε μια κεφαλιά γύρω στα 27 μέτρα, όλοι ήταν όρθιοι και ζητωκραύγαζαν. Η ιστορία που διη γούμαι συχνά είναι ότι στο Σαν Χοσέ είχαμε έναν τσιαρλίντερ, ονόματι Τρελός Τζορτζ, ο οποίος έγινε διάσημος και μπήκε στο Βιβλίο Γκίνες για τη μεγαλύτερης διάρκει ας επευφημία που ακούστηκε ποτέ. Είχε βάλει τη μια πλευρά του σταδίου να φωνάζει «Ερθ» και την άλλη «Κουέικς», και την έκανε να κρατήσει επί δεκατρία και μισό λεπτά συνεχώς - και μέσα σ’ αυτό το διάστημα η άλ λη ομάδα έβαλε γκολ. Ο Κάλογουεϊ ήταν πλέον προπονητής στη Σαν Φρανσίσκο Μπέι Μπλάκχοκς, και όταν μιλούσαμε η ομάδα προσπαθούσε να μπει στη μεξικανική λίγκα. «Είναι μάλ λον απίθανο», εξομολογήθηκε. Πόσο πολύ απίθανο δη λαδή; «Είναι το ίδιο όπως το να βλέπεις την Κάρντιφ να παίζει στο αγγλικό πρωτάθλημα. Τίποτα δεν είναι αδύ νατο». Ό μω ς, παραδέχτηκε, οι Μπλάκχοκς έπαιζαν για μια νέα αμερικανική προ-λίγκα: «Στην ουσία, δε θέλουμε να παίζουμε <|ΐο μεξικανικό πρωτάθλημα για όλη την υπόλοιπη ζωή μας». Το Σαν Φρανσίσκο βρίσκεται 765
© ® @
291
292
© © ©
χιλιόμετρα βορειοδυτικό από το βορειοδυτικό άκρο του Μεξικού. Ο Πίτερ Μπριτζγουότερ, ένας ακόμη Άγγλος στην Καλιφόρνια, είχε αναλάβει το Παγκόσμιο Κύπελλο του Στάνφορντ. Είναι ένας θυμωμένος άντρας. Του έθεσα το θέμα ότι, ενώ το Ρίο, η Ρώμη και η Βαρκελώνη ήταν φυ σικοί χώροι για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλ λου, το Στάνφορντ στην Καλιφόρνια δεν ήταν. «Κύριε Κούπερ, πού μένετε στην Αγγλία; Στο Λονδίνο; Το Χάιμπερι είναι μια μικρή πόλη, το ΓονέμπΑεϊ είναι μια ακόμη μικρότερη πόλη! Το Γουέμπλεϊ είναι καλή πόλη για πο δόσφαιρο;» Και ποιες ομάδες ήλπιζε να παίξουν στο Στάνφορντ; «Η Αγγλία!» Αλλά για να πούμε τα πράγματα όπως έχουν, το Στάνφορντ είναι κάτι σαν το Λέμινκτον Σπα. Οι Αμερικανοί δεν ανακάλυψαν ποτέ τους ότι το πο δόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι για άντρες. Μεγαλώνοντας στην Αγγλία και την Ολλανδία, δεν υποψιάστηκα ποτέ ότι τα κορίτσια θα μπορούσαν κι αυτά να παίξουν ποδό σφαιρο, το έκαναν όμως στο Στάνφορντ. Στο γήπεδο του σχολείου μας οργανώναμε ορισμένα ανεπίσημα παιχνί δια στα οποία έπαιρνε μέρος όλη η τάξη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν τεταρτοετείς κοπέλες οι οποίες παί ζουν επαγγελματικό ποδόσφαιρο, και οι μισοί σχεδόν ποδοσφαιριστές στη χώρα είναι γυναίκες. Ρώτησα τη Λιν Μπέρλινγκ-Μάνιουελ, εκδότρια του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού περιοδικού της χώρας («οφείλω να ομολογήσω ότι παίρνω ένα μεγάλο αριθμό γραμμάτων τα οποία απευθύνονται στον κο Λιν Μπέρλινγκ-Μάνιουελ»), γιατί η Αμερική ήταν διαφορετική από όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Το κλειδί, είπε, ήταν ότι οι Αμερικανίδες γυναίκες είχαν μπει στο ποδόσφαιρο ταυ τόχρονα με τους Αμερικανούς άντρες. Αντίθετα με τις
Ευρωπαίες γυναίκες, εκείνες δεν ένιωσαν ποτέ έξω από το παιχνίδι. Πώς συνέβη και η ίδια είχε μπει στο χώρο του ποδο σφαίρου; «Ο πατέρας μου δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή του σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Είμαι η μεγαλύτερη ανάμεσα σε έξι παιδιά, και με έξι παιδιά δεν έχεις την οικονομική δυ νατότητα να πας πουθενά. Έτσι, το 1967 η τοπική μας πο δοσφαιρική ομάδα, οι Όουκλαντ Κλίπερς, πρόοφεραν ένα πολύ φτηνό οικογενειακό πακέτο. Για περίπου είκοσι δολάρια μπορούσες να πάρεις μαζί σου οποιονδήποτε, και να παρκάρεις το αυτοκίνητό σου, και ο μπαμπάς, όντας ο μέγας σπάταλος, σκέφτηκε πως αυτό ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Και έτσι, όλη η οικογένεια γίναμε ποδοσφαιρόφιλοι σ’ έναν κάποιο βαθμό. Πιστεύω πως αυτό ήταν μια πολύ συνηθισμένη εμπειρία». Η NASL προσπάθησε να πουλήσει το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι όλης της οικογένει ας και στράφηκε στις γυναίκες. «Ή ταν μια μοναδική προ σέγγιση μάρκετινγκ που δεν είχαν τα άλλα αθλήματα. Στην αρχή προσπάθησαν να προωθήσουν το ποδόσφαιρο ως το εντελώς αρσενικό παιχνίδι βάλε-τους-κάτω-και-λιώσε-τους, και είχαν μεγάλες δυσκολίες να το πουλήσουν. Ο κόσμος πήγαινε στα γήπεδα και έλεγε «Αυτό εδώ, στα σί γουρα, δεν είναι NFL». Το αποκορύφωμα ήρθε όταν το 1991, στην Κίνα, οι ΗΠΑ κέρδισαν το πρώτο στην ιστορία Παγκόσμιο Κύπελλο γυναικών. Είχα μιλήσει με τον Κάλογουεϊ, τον Μπριτζγουότερ και την Μπέρλινγκ-Μάνιουελ α π ’ το τηλέφωνο. Τηλέφω να υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, αλλά οι Αμερικανοί είναι ο μόνος λαός που συνάντησα που οι άνθρωποι τα χρησι μοποιούν για να δίνουν ειλικρινείς συνεντεύξεις σε αν θρώπους που δεν έχουν συναντήσει ποτέ στη ζωή τους. Έχοντας φάει τους δρόμους με το κουτάλι στην Ευρώπη και την Αφρική, πέρασα τις περισσότερες μέρες μου στος Λος Αντζελες ξαπλωμένος στο κρεβάτι μιλώντας στο
@ @ @
293
294
© © ©
τηλέφωνο. Επικοινώνησα με την Έ ιπριλ Χάινρις, την Αμερικανίδα αρχηγό που ύψωσε το τρόπαιο στο Πεκίνο, στο Πανεπιστήμιο Μέριλαντ. Σε κολλέγια σαν κι αυτό εί ναι που παίζεται το καλύτερο γυναικείο ποδόσφαιρο της χώρας. Η Χάινρις μου είπε: «Είμαι μια προπονήτρια γυ ναικείου ποδοσφαίρου πλήρους απασχόλησης, αυτό εί ναι το επάγγελμά μου, αυτό ακριβώς είμαι, και έχω μόνι μο βοηθό και προϋπολογισμό πάνω από 80.000 δολάρια. Της είπα για τη βρετανική τηλεοπτική σειρά The Manageress: μια σαπουνόπερα γύρω από κάποια γυναίκα που διευθύνει μια αντρική ποδοσφαιρική ομάδα, και η οποία κερδίζει το σεβασμό τους μετά από ένα μακρύ αγώνα ενάντια στις διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων. Η Χάινρις μπορούσε να κατανοήσει αυτόν τον αγώνα; «Όχι, καθόλου. Είμαι 29 ετών. Ανήκω στην πρώτη γενιά αθλητριών που έγινε αποδεκτή σ’ αυτή τη χώρα. Αν μιλή σεις με γυναίκες 10 ή 15 χρόνια μεγαλύτερες από μένα, είναι σημαδεμένες από τέτοιες εμπειρίες». Αυτό οδηγού σε χρονικά πίσω στα πρώτα χρόνια του αμερικανικού φε μινισμού. Ή τα ν δυνατόν το φεμινιστικό κίνημα να υπήρ ξε η αιτία που η Αμερική κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελ λο; «Ε, καλά τώρα...» είπε η Χάινρις. Ζήτησα συγγνώμη. «Φυσικά πρέπει να παίξεις καλά και να βάλεις γκολ για να το κερδίσεις». «Με αυτή την προϋπόθεση», απάντησε, «τότε, αναμφίβολα, ναι». Είχε παίξει ποτέ εναντίον της Αγγλίας; «Ναι. Έ χω την αίσθηση ότι, παρότι είναι μια μικρή χώρα, διαθέτει με ρικές πραγματικά καλές παίκτριες. Δεν το καταλαβαίνω όμως αυτό: δεν προπονούνται αρκετά, δε συναντιούνται αρκετά συχνά και δε φροντίζουν τον εαυτό τους. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι εκείνες έχουν κάτι που δεν έχουμε εμείς: κάθε Σαββατοκύριακο μπορούν και βλέπουν από την τηλεόραση το καλύτερο αντρικό πο δόσφαιρο στον κόσμο».
Συμφωνούσε ότι το ποδόσφαιρο στις Ηνωμένες Πολι τείες, και ειδικότερα ίσως το γυναικείο ποδόσφαιρο, ήταν ένα σπορ της μεσοαστικής τάξης; «Όχι». Ό χι; «Όχι, θα έλεγα μάλλον ότι είναι ένα σπορ της ανώτερης μεσαίας τάξης. Δυστυχώς». Μετά πρόσθεσε: «Όμως εί μαι πολύ ευχαριστημένη από αυτό». Γιατί; «Πιστεύω ότι η αξία της μόρφωσης πρέπει να υπογραμμίζεται σε τού το τον κόσμο». Ό λοι σχεδόν οι Αμερικανοί παίκτες στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 προέρχονταν από το Σεντ Λούις του Μιζούρι. Το Σεντ Λούις μόλις που διέθετε κάτι που έμοιαζε με ποδοσφαιρική κουλτούρα, όμως η πραγματι κή αιτία για την έλλειψη ισορροπίας ήταν ότι η αμερικα νική ομοσπονδία ποδοσφαίρου είχε έδρα την πόλη και ήταν πολύ φτωχή για να μπορεί να ψάξει για ταλέντα σε μεγαλύτερη ακτίνα. Ό π ω ς είναι γνωστό, το 1950 οι Αμε ρικανοί κέρδισαν την Αγγλία 1-0, όμως στο ταξίδι της επιστροφής ταξίδεψαν σε δύο χωριστά αεροπλάνα, για να κάνουν οικονομία. Η επιτροπή υποδοχής αποτελούνταν από τη σύζυγο ενός παίκτη, που είχε έρθει στο αε ροδρόμιο να τα ψάλει στον άντρα της επειδή άργησε να γυρίσει. Μια μέρα μετά το παιχνίδι Ελ Σαλβαντόρ-Δανία, βρή κα τον τότε πρόεδρο της αμερικανικής ομάδας σ’ ένα ξε νοδοχείο που είχε θέα τον Ειρηνικό, στη Σάντα Μπάρμπαρα. Το ξενοδοχείο Ρεντ Λάιον ήταν υπερβολικά ακριβό για μένα, κι έτσι βρήκα ένα δωμάτιο λίγα χιλιό μετρα πιο μακριά, σ’ ένα ξενοδοχείο που ήταν κάπως λιγότερο ακριβό. Πήγα με τα πόδια μέχρι το Ρεντ Λάιον κατά μήκος της παραλίας, όπου μερικοί Λατινοαμερικά νοι κλοτσοβολούσαν μια μπάλα. Μια μικρή, υπο-τροπική πανεπιστημιούπολη πάνω στις ακτές στον Ειρηνικό, στους κατοίκους της οποίας συγκαταλεγόταν και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, η Σάντα Μ πάρμπαρα έμοιαζε πολύ ραφι-
@ ® @
295
296
© © ©
ναριομένη για να ξεσαλώσει εξαιτίας ενός ποδοσφαιρι κού παιχνιδιού. Έ φ ταοα στο Ρεντ Λάιον μια ολόκληρη ώρα καθυστερημε'νος στο ραντεβού μου με τον Ντιν Λίνκε, τον Αμερι κανό υπεύθυνο Τύπου. Ο βοηθός του με συνάντησε στο λόμπι. Ο Ντιν λυπόταν εξαιρετικά που δεν μπορούσε να με δεχτεί προσω πικά- ε'πρεπε να πάει σε μια ποδοσφαι ρική κλινική· στο μεταξύ, ήλπιζε ότι αυτό το ντοσιέ Τύ που θα μου φαινόταν χρήσιμο - και ο βοηθός του μου έδωσε ένα φάκελο με χαρτιά, χοντρό σαν εγκυκλοπαί δεια. Ή ξερ α ότι οι Βραζιλιάνοι έλεγαν πως το να παίξεις το Παγκόσμιο Κύπελλο στις ΗΠΑ ήταν σαν να έπαιζες το World Series του μπέιζμπολ στη Βραζιλία- ήξερα ότι το αμερικανικό υπαίθριο ποδόσφαιρο διοικούνταν από έναν άνθρωπο που το θεωρούσε μια φτωχή εναλλακτική λύση του ποδοσφαίρου σε κλειστό χώρο- και οι Αμερικα νοί τρέχουν ν’ αγοράσουν χάμπουργκερ μόλις ο διαιτη τής δώσει κάποιο κόρνερ. Ό μ ω ς εκείνη τη στιγμή πί στευα ότι τους άξιζε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ακόμη και ο βοηθός συμφώνησε με την κρίση μου για τη Σάντα Μ πάρμπαρα. Μ πορεί κανείς να καθίσει μέσα σ’ αυτό το στάδιο δίπλα στον ωκεανό, παρακολουθώντας το παιχνί δι μαζί πιθανόν με άλλους 300 ανθρώπους, και, αν το παιχνίδι είναι κακό, τότε πιάνεις τον εαυτό σου να χαζεύ ει την ακτή πάνω από το φράχτη, κοιτάζοντας όλον αυ τόν τον κόσμο που κάνει ιστιοπλοΐα και λιάζεται στην άμμο. Η τοπική επαγγελματική ομάδα είχε κηρύξει πτώ χευση προ πολλού. Με τον Λίνκε απόντα, αποφάσισα να συναντήσω πρώ τα τους Ρουμάνους. Έ μεναν κι εκείνοι στο Ρεντ Λάιον, και κατάφερα να εντοπίσω τον υπεύθυνό τους τον Τζούλιαν Στανκουλέσκου, έναν φιλικό και με μωρουδίστικη φάτσα Ρουμάνο ο οποίος ζει στο Σικάγο. Στο πάτωμα του δωματί ου του υπήρχε μια τσάντα με μπάλες, που μόλις πριν από
λίγες ώρες είχαν χρησιμοποιηθεί από αληθινούς διεθνείς ποδοσφαιριστές, και, καθώς μιλούσε ο Τζούλιαν, έβγαλα έξω μια μπάλα και την τσούλησα λίγο με το πόδι μου. Ο Τζούλιαν προσπαθούσε μετά μανίας να μου δώσει ένα φυλλάδιο που έμοιαζε με μπροσούρα θρησκευτικής αίρε σης, και το οποίο είχε στο εξώφυλλό του φωτογραφίες δύο αντρών που έμοιαζαν και οι δύο με τον Τζούλιαν, εκτός από το ότι ο ένας τους είχε γενειάδα. Αποδείχτηκε ότι το έντυπο περιέγραφε τους στόχους της Αμερικανικής Ακα δημίας Ποδοσφαίρου, και ότι μόνο ο ένας από τους δύο άντρες ήταν ο Τζούλιαν (Αντιπρόεδρος). Ο μουσάτος ήταν ο πατέρας του, δρ Βίκτορ I. Στανκουλέσκου (Πρόεδρος). Ο Τζούλιαν επιβεβαίωσε τα περί αξιοπιστίας τους, διαβεβαιώνοντάς με ότι ο ίδιος και ο δρ Βίκτορ ήταν καλοί φίλοι με τον Μ πόμπι Ρόμπσον. Έ κανα κάτι κολπάκια για λίγο με την μπάλα και ο Τζούλιαν άρχισε να διηγείται χαμηλού επιπέδου σόκιν ανέκδοτα, μέχρις ότου δύο υπεύθυνοι του μπουφέ του ξε νοδοχείου ήρθαν να ρωτήσουν τι ήθελαν οι Ρουμάνοι για πρωινό. Ό λη αυτή η πολυτέλεια! Τι τρώνε λοιπόν οι σταρ στο πρωινό τους; Οι Ρουμάνοι ήθελαν ομελέτες και ίσως και κάποιο δημητριακά, εκτός από το γιατρό τους, ο οποίος ζήτησε μια σπεσιαλιτέ του Βουκουρεστίου με ζαμπόν και αυγά. Αυτό που έχει σημασία, τόνισε ο Τζού λιαν, ήταν ότι το νερό που θα έπιναν έπρεπε να είναι εμ φιαλωμένο. Η ομάδα μόλις είχε φτάσει από τη Νότια Αμερική, όπου αρκετοί παίκτες είχαν αρρωστήσει πίνο ντας νερό της βρύσης, και δεν ήθελαν να ξαναρισκάρουν κάτι τέτοιο. Κατόπιν ο Τζούλιαν με πήρε να πάμε να βρούμε τον Ρουμάνο προπονητή, τον Κορνέλ Ντίνου. Ο Ντίνου έτρω γε το δείπνο του και μίλησε απότομα στον Τζούλιαν χωρίς καν να γυρίσει να κοιτάξει. Περίμενα στο λόμπι επί μία ώρα και κοίταζα Αμερικανούς και Ρουμάνους διεθνείς να
® ® ®
297
298
© © ©
τεμπελιάζουν εκεί γύρω. Έ νας Ρουμάνος, που έμοιαζε να μην έχει περάσει τα είκοσι, και ο οποίος, κρίνοντας από το επαρχιώτικο κούρεμά του, είχε ακόμη δρόμο για να γίνει διάσημος, καθόταν μόνος στον καναπέ απέναντι μου. Τον λυπήθηκα. Προφανώς ήταν είδωλο στη Ρουμανία, τόσο μεγάλο είδωλο, ας πούμε, σαν τον Άντι Σίντον στην Αγγλία. Και η Ρουμανία, σε τελευταία ανάλυση, ήταν μια αξιόλογη χώρα από άποψη ποδοσφαίρου, όμως εδώ στη Σάντα Μ πάρμπαρα ήταν μόνος, και κατά κάποιο τρόπο σε ακόμη χαμηλότερη κοινωνική κλίμακα από τη δική μου. Τουλάχιστον εγώ μιλούσα τη γλώσσα, και ήξερα και μερικούς από τους συντάκτες του Soccer America, ενώ εκεί νος έπαιζε προφανώς για κάποια μικρή ομάδα και ήταν νεόφερτος στην εθνική της χώρας του. Είμαι σίγουρος ότι θα ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του. Ο Τζούλιαν επανεμφανίστηκε και είπε ότι ο Ντίνου λυπόταν πολύ και θα μου μιλούσε τώρα. Ό μ ω ς ακόμη και τώρα ήταν ήδη πολύ αργά. Περίμενα ακόμη μια ώρα. Οι δημοσιογράφοι περνούν πολύ χρόνο περιμένοντας. Τότε στο λόμπι εμφανίστηκε ο Ντίνου, ένας ψηλός άντρας με μια μόνιμα φουριόζικη έκφραση στο πρόσω πό του. Κάθισε στον καναπέ και κοίταξε πέρα από εμέ να. «Ο άνθρωπος αυτός είναι μύθος στη Ρουμανία», με διαβεβαίωσε ο Τζούλιαν, που έκανε το διερμηνέα. Ο Ντίνου είχε κερδίσει 75 κύπελλα ως παίκτης, και μετά την πτώση του Τσαουσέσκου είχε γίνει υπουργός Αθλητι σμού, ένα πόστο από το οποίο είχε αργότερα παραιτηθεί για να αναλάβει προπονητής της εθνικής ομάδας. Τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό. «Μεταξύ πολιτικής και πο δοσφαίρου προτίμησα το ποδόσφαιρο», μουρμούρισε. Ή ξερε ότι η ζωή του ως κυβερνητικό στέλεχος θα ήταν πολύ πιο άνετη, όμως «το στρες αποτελεί κι αυτό μέρος της ζωής μας». Πώς πήγαινε το ρουμανικό ποδόσφαιρο; Παραπονέ-
θηκε για άμυαλες διοικήσεις ομάδων. Οι πύλες είχαν επίσης πέσει. «Προηγουμένως το ποδόσφαιρο ήταν το ψωμί του καθενός. Τώ ρα οι άνθρωποι έχουν άλλες έγνοι ες». Ή ταν ένας άνθρωπος του ποδοσφαίρου που ονειρευ όταν τις παλιές καλές μέρες επί Τσαουσέσκου. Ρώτησα για το ταξίδι στη Νότια Αμερική και κατσού φιασε ακόμη περισσότερο. «Κανονίστηκε από έναν ατζέ ντη ο οποίος ρύθμισε τα πάντα όπως βόλευαν τον ίδιο», είπε. Η ρουμανική ομάδα πετούσε ασταμάτητα, από την Αργεντινή στην Παραγουάη, στο Εκουαντόρ και το Πε ρού. «Κάποτε φτάσαμε στον προορισμό μας ελάχιστες ώρες πριν από το ματς, αφού είχαμε ταξιδέψει για μέρες. Πηγαίνοντας στο Λος Άντζελες, πετούσαμε μ’ ένα αερο πλάνο που πήγαινε στο Λος Άντζελες, αλλά, όταν προ σγειωθήκαμε στο Μέξικο Σίτι, έπρεπε να αποβιβαστούμε και να περιμένουμε την επόμενη πτήση!» Αυτό ήταν αδιανόητο να συμβεί στη Ρουμανία. Το επόμενο πρωί πήγα να παρακολουθήσω τους Αμε ρικανούς να προπονούνται σ’ ένα τοπικό κολέγιο. Έφτασα πριν από εκείνους και περίμενα μαζί με νευρικούς φοιτητές και έναν πολύ νευρικό προπονητή του κολεγίου, που ήταν όλοι τους εφοδιασμένοι με πορτοκάλια. Μου έδωσαν κι εμένα ένα. Οι Αμερικανοί έφτασαν και άρχισαν να προπονού νται. 'Οταν τέλειωσε η προπόνηση, κάποιοι από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του Μιλουτίνοβιτς, του προπονη τή, άρχισαν να χαζοπαίζουν μπροστά από τη μία εστία και μου επέτρεψαν να τους μαζεύω την μπάλα. Ανακάλυ ψα ότι οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές κλοτσάνε πολύ δυνατά, και, όταν προσπάθησα να πιάσω ένα φρίκικμπανάνα από τον Μιλουτίνοβιτς, η μπάλα τινάχτηκε μέ σα από τα χέρια μου. Ή λπ ιζα ότι δε με κοίταζε. Αργότε ρα ρώτησα τον Πίτερ Βερμς, έναν επιθετικό, μέχρι πού
@ ® ®
299
300
© © ©
θα μπορούσαν να φτάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σιο Παγκόσμιο Κύπελλο. Παραδέχτηκε: Θα κοροΐδευα τον εαυτό μου κι εσένα αν δε σου έλεγα ένα πράγμα: για μέ να θα ήθελα να μπορέσουν να πάρουν το Παγκόσμιο Κύ πελλο. Πίσω στο «Ρεντ Λάιον», ο Μιλουτίνοβιτς ξάπλωσε στο λόμπι σ’ έναν καναπέ, με το μαγνητόφωνό μου κολλημέ νο κάτω από τη μύτη του και τον αμερικανικό Τύπο στο πάτωμα γύρω από τα πόδια του. Έ χει δύο παρατσού κλια: Ο θαυματοποιός και Μ πόρα Μπολ. Αντίθετα με κάποιους θαυματοποιούς και τους περισσότερους Άγγλους προπονητές είναι ένας πολύ αστείος άνθρωπος. Συμπαθεί ακόμη και τους δημοσιογράφους. Ο Ντάνκαν Έρβινγκ, ένας Άγγλος στο επιτελείο του Soccer America, μου μίλησε για την πρώτη χειραψία που είχε με τον Μιλουτίνοβιτς. Ο Ντάνκαν τού έσφιξε δυνατά το χέρι. Ο Μιλουτίνοβιτς του το έσφιξε δυνατότερα. Ο Ντάνκαν έσφιξε ακόμη πιο δυνατά, ο Μιλουτίνοβιτς ακόμη δυνα τότερα, και ο Ντάνκαν ακόμη δυνατότερα. «Αχά!» είπε ο Μιλουτίνοβιτς. «Μαφία!» Δεν ήταν ακριβώς Ντίνου, και ο Γκρέιαμ Τέιλορ θα μπορούσε να ήταν ακόμη προπονη τής της Αγγλίας αν είχε απολύσει τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων που έχει και είχε προσλάβει στη θέση του τον Σέρβο. Ο Μιλουτίνοβιτς είχε παίξει στη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλία, την Ελβετία και στο Μεξικό, και είχε μανατζάρει το Μεξικό και την Κόστα Ρίκα στα δύο τελευταία Παγκό σμια Κύπελλα - αυτός ήταν προπονητής όταν η Κόστα Ρίκα νίκησε τη Σκοτία στην Τζένοα το 1990. Μας μίλησε για το λατινοαμερικάνικο πάθος. «Pasion », είπε ισπανι κά. «Πάθος! Δεν έχετε πάθος», είπε στους δημοσιογρά φους. Είχε διαπιστώσει μέχρι στιγμής κάποια ένδειξη πάθους ανάμεσα στους Αμερικανούς; «Αυτό είναι το πρό βλημα με αυτούς τους ανθρώπους· δεν έχουν κανένα
πρόβλημα». Εννοούσε ότι οι Αμερικανοί δεν ήταν αρκετά ταλαιπωρημένοι για να παθιάζονται. Έ να παιχνίδι αμε ρικανικού ποδοσφαίρου διαρκούσε τρεις ή τέσσερις ώρες, και οι θεατές έβγαιναν να φάνε ή να πάνε στην τουαλέτα. «Όμως τέτοιοι άνθρωποι», απόρησε, «είναι η Αμερική. Πάρε για παράδειγμα, κοίτα να δεις αυτήν εδώ την πόλη της Σάντα Μ πάρμπαρα, τούτο εδώ το ξενοδο χείο... και σταμάτησε εκεί. Αυτή είναι η Αμερική, κατα λαβαίνεις; Η Αμερική είναι μοναδική χώρα στον κόσμο, έχουμε τα πάντα». Τον ρώτησα κατά πόσον ήταν μια καλή εποχή να εί σαι Σέρβος. «Γιατί όχι; Αυτό το ξέρεις, υπάρχει πρόβλη μα, οι Άγγλοι είναι πολύ περήφανοι που είναι Άγγλοι, κι εγώ είμαι πολύ περήφανος που είμαι Σέρβος. Τ α πράγ ματα δεν είναι και πολύ καλά, αλλά και τι μπορούμε να κάνουμε;» Και πρόσθεσε: «Εσύ μήπως είσαι από το Ζά γκρεμπ;». Έσπευσα να διευκρινίσω πως όχι. «Αστείο ήταν!» είπε εξίσου βιαστικά. Αποτράβηξε τα μάτια του από πάνω μας για πρώτη φορά και μετάνιωσα για την ανόητη ερώτησή μου. «Η οικογένειά μου βρίσκεται στα σύνορα με τη Βοσνία», συνέχισε. «Ίσως καμιά εκατοστή μέτρα από αυτά. Από εδώ μέχρι τον ωκεανό», είπε δεί χνοντας έξω από το παράθυρο. Άλλαξε κουβέντα: «Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τους παίκτες. Μιλάω ισπανι κά, κανείς δε με καταλαβαίνει, εγώ νομίζω ότι οι άνθρω ποι καταλαβαίνουν τι λέω και όλοι είναι ευχαριστημέ νοι». Πόσες γλώσσες μιλούσε; «Μιλάω ισπανικά, σέρβι κά, γαλλικά, ιταλικά, καταλαβαίνω ρωσικά, τα βουλγαρι κά δεν τα υπολογίζω για γλώσσα και προσπαθώ να μιλή σω αγγλικά. Νομίζω τέσσερις. Αγγλικά, όταν πεινάω ζη τάω να φάω κι εντάξει. Τέσσερις». Ό τα ν τον ρωτήσαμε για τους παίκτες, απάντησε με ανέκδοτα. Η συνάντηση έληξε, και ο Τόνι Μεόλα, ο Αμερικανός τερματοφύλακας, ήρθε ψάχνοντας να με βρει. Τον είχε
® © ®
301
302
© © ©
στείλει ο Λίνκε, είπε. Καθίσαμε στον καναπέ του Μιλουτίνοβιτς, και οι δυο μας στα 23, εκείνος μεγάλος σταρ, και μου είπε τι είναι αυτό που κάνει ένα νεαρό Αμερικα νό να ονειρεύεται να παίξει τερματοφύλακας για τις ΗΠΑ. Ο πατέρας του Μεόλα, ο Βιντοέντε, κάποτε εφε δρικός με την Αβελίνο, είχε έρθει στην Αμερική για να γί νει κουρέας, και είχε καταλήξει στο Κίρνι του Νιου Τζέρσεϊ. Το Κίρνι δεν είναι η συνηθισμένη αμερικανική μι κρή πόλη που ξέρουμε. Κατοικείται κυρίως από οικογέ νειες Ιρλανδών και Σκοτσέζων που ήρθαν εδώ στη δεκα ετία του ’20, με τα ναύλα τους πληρωμένα, για να δουλέ ψουν στους βαμβακόμυλους, και παρέμειναν πιστοί στο ποδόσφαιρο. «Οι πατεράδες όλων των συμπαικτών μου μεγάλωσαν κάπου στο Ηνωμένο Βασίλειο», μου είπε ο Μεόλα. Επίσης, από καθαρή σύμπτωση, το Κίρνι βρί σκεται γύρω στα πέντε χιλιόμετρα μακριά από το Στάδιο Τζάιαντς, και την εποχή που ο Μεόλα κι εγώ μεγαλώνα με, στις μέρες της δόξας του NASL, η ομάδα Κόσμος Νέ ας Υόρκης συγκέντρωνε στα παιχνίδια της 80.000 αν θρώπους μέσα στο Στάδιο Τζάιαντς, και η Τζάιαντς Νέ ας Υόρκης, η αμερικανική ποδοσφαιρική ομάδα, κατάφερνε να μαζεύει μόνο 30.000. Αν και το Κίρνι έχει μόνο 38.000 κατοίκους, είχε δώσει τρία μέλη της τότε εθνικής ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών: Μεόλα, Τεντ Ράμος και τον Τζον Χαρκς της Ντέρμπι Κάουντι. Ο Μεόλα και ο Χαρκς έπαιζαν μαζί σχεδόν 20 χρόνια, και προπονητής τους ήταν ο πατέρας του Χαρκς. Δεν ήταν μια αμιγώς αμερικανική ιστορία, όμως ήταν μια ιστορία που μπορούσαν να διηγηθούν πολλοί Αμερι κανοί παίκτες. Το θαυμάσιο ντοσιέ Τύπου του Λίνκε με πληροφόρησε ότι ο πατέρας του Χιούγκο Περέζ, ο παπ πούς του και ο ξάδερφός του είχαν όλοι τους παίξει επαγ γελματικό ποδόσφαιρο στο Ελ Σαλβαδόρ· ότι ο πατέρας του Πίτερ Βερμς υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιρι-
στής στην Ουγγαρία, της Μαρτσέλο Μ παλμπόα στην Αργεντινή και της Ταμ Ράμος στην Ουρουγουάη. Εντε λώς αντίθετα, ο πατέρας του Κέιζι Κέλερ έπαιζε μπέιζμπολ, του Έ ρικ Γουινάλντα έπαιζε αμερικανικό ποδό σφαιρο στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, του Μπρους Μάρεϊ ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, του Κρις Σάλιβαν μποξέρ και του Κρις Χέντερσον ημιεπαγγελματίας παίκτης του μπέιζμπολ. Ακόμη υπήρχαν παίκτες που είχαν πολιτογραφηθεί Αμερικανοί: ο Φερνάντο Κλαβίχο, ένας επαγγελματίας από την Ουρουγουάη· ο Γιάνους Μίκαλικ που είχε φύγει από την Πολωνία στα 16 του χρόνια, γιος ενός Πολωνού διεθνούς· ο Τζιν Χάρμπουρ, που είχε έρθει στις Ηνωμέ νες Πολιτείες να σπουδάσει βιοχημεία, γιος Νιγηριανού διεθνούς- ο Μ πράιαν Κουίν, σταρ του ποδοσφαίρου και του ιρλανδικού χόκεϊ από το Μπέλφαστ, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του είχαν πολιτογραφηθεί Αμερικανοί πολί τες σε μια τελετή στη διακοπή του ημιχρόνου κάποιου ματς· και ο Ρόι Γουέγκερλε από την Πρετόρια, ο οποίος πήρε το αμερικανικό διαβατήριο επειδή παντρεύτηκε τη Μαρί Γκαργκάλο από το Μαϊάμι. (Η περιοχή των Μίντλαντς της Αγγλίας θα πρέπει να υπήρξε πολύ μεγάλο σοκ και για τους δυο τους.) Δύο άλλοι παίκτες, ο Τόμας Ντούλι (γεννημένος στη Γερμανία) και ο Έ ρνι Στιούαρτ (στην Ολλανδία), είναι βλαστοί Ευρωπαίων μανάδων και πατεράδων Αμερικανών στρατιωτών. Ο Ντούλι μόλις και μετά βίας μιλάει αγγλικά, αλλά, όπως δήλωσε στο Sports Illustrated, οδηγούσε για πολλά χρόνια αμερικανικό αυτο κίνητο. «Αυτό δεν είναι συνηθισμένο στη Γερμανία», εί πε. Ό χ ι, αλλά είναι πολύ συνηθισμένο στη Γερμανία να εκφράζεις την ταυτότητά του μέσω του αυτοκινήτου που οδηγείς. Οπωσδήποτε θα έπρεπε να υπάρχουν περισσό τεροι Λατινοαμερικανοί στην ομάδα, όμως ο Μιλουτίνοβιτς δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να στέλνει κυ-
® ® @
303
304
© © ©
νηγούς ταλέντων σε κάθε μεξικανική ημιεπαγγελματική ομάδα της χώρας. Στη συνέχεια, κάποιος από το Sports Illustrated κι εγώ πήραμε συνέντευξη από τον Έ ρικ Γουινάλντα, που έπαιζε στην Μπουντεσλίγκα για το Σααρμπρίκεν, και ο οποίος οδηγούσε, δεν μπορούσα παρά να το προσέξο), ένα αυτο κίνητο με πινακίδες «W YN-ALDA». Ξανθός και μαυρισμένος από τον ήλιο, ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα που έχει κανείς για τους ηλιοψημένους νεαρούς που ασχολούνται με τα σπορ στις ακτές της Καλιφόρνια. Αυτό ήταν απολύτως ακριβές: ήταν ντόπιος και έκανε επιδείξεις σέρφινγκ στη γερμανική τηλεόραση. «Αν παίξει μπάλα όσο καλά κάνει σέρφινγκ», εξομολογήθηκε ο Μιλουτίνοβιτς, «τότε είμαστε στα σίγουρα παγκόσμιοι πρωταθλητές». Ο Μιλουτίνοβιτς και ο Γουινάλντα χαίρονταν να εξασκούν με ταξύ τους τα γερμανικά τους, και ο Μιλουτίνοβιτς ήταν εκείνος που επέμεινε να οδηγήσει ο Γουινάλντα τους δη μοσιογράφους που του παίρνανε συνέντευξη στο μπαρ και να μας κεράσει ποτά. Αδράξαμε την ευκαιρία να ρωτή σουμε τον προπονητή τι πίστευε για τη Ρουμανία. «Γάμα την τώρα τη Ρουμανία! Τ ο δικό μου πρόβλημα είναι να δω ότι κερδίζουμε. Το δικό μου πρόβλημα είναι να δω ότι προοδεύουμε». Ο Γουινάλντα υπέγραψε το λογαριασμό για τα ποτά στο όνομα του Μιλουτίνοβιτς, προσθέτοντας ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα. Μας είπε ότι ο πατέρας του, ο Ντέιβ, ήταν εκείνος που τον έσπρωξε στο ποδόσφαιρο. Ο Ντέιβ Γουινάλντα είναι γιος Ολλανδίόν γονιών και πέρασε τα Παγκόσμια Κύπελλα της δεκαετίας του ’70 χοροπηδώντας μπροστά από τη συσκευή της τηλεόρασης. Αποκαλούσε το ποδό σφαιρο «το άθλημα του διανοούμενου ανθρώπου», αν και ο τρόπος που έπαιζε ο γιος του ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε πάντοτε επιβεβαίωση αυτής του της δήλωσης. Ο Έ ρικ Γουινάλντα αποβλήθηκε από τον αγώνα εναντίον
της Τσεχοσλοβακίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, και προφανώς ο Μιλουτίνοβιτς του είπε κατόπιν: «Χρειά ζεσαι πειθαρχία, και ο καλύτερος τόπος για να διδαχτείς πειθαρχία είναι η Γερμανία». 'Οταν μιλούσαμε, το Φεβρουάριο της πρώτης του σεζόν στην Μπουντεσλίγκα, «το Big Mac της Μπάλας» (φράση του Die Welt) ήταν ο τρίτος από την κορυφή πα ί κτης με τα περισσότερα γκολ στο ενεργητικό του. Μόλις είχε πουλήσει 3.000 δικά του μπλουζάκια στη Σααρμπρίκεν, ο αδερφός του Μπραντ είχε έρθει στην Ευρώπη να δουλέψει ως πράκτοράς του, και τώρα το Sports Illustrated τον ακολουθούσε καταπόδας όπου κι αν πήγαινε. Επέ στρεψε στη Γερμανία μετά το ματς με τη Ρουμανία και, από όσο ξέρω, δεν έβαλε άλλο γκολ ολόκληρη τη σεζόν. Ο άνθρωπος από το Sports Illustrated τον ρώτησε γιατί το ποδόσφαιρο δεν είχε καταφέρει να προοδεύσει ιδιαί τερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Άντε να ρωτήσεις όποιον θέλεις από αυτούς που διοικούν την Ποδοσφαιρική Ομο σπονδία των Ηνωμένων Πολιτειών», απάντησε ο Γουινάλντα. «Κάθε φορά που κάνουν προσφορές για να αγο ράσουν χρόνο για ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, το μπέιζμπολ, το ράγκμπι ή το τένις πλειοδοτούν και τους αφήνουν α π ’ έξω. Αυτά είναι τα σπορ του χοτ ντογκ, όπως τα λέω εγώ - εννοώντας ότι στρογγυλοκάθεσαι στον πισινό σου και καταβροχθίζεις χοτ ντογκ. Αυτοί εδώ οι τύποι βλέπουν τι γίνεται στην Ευρώπη με το ποδόσφαιρο και συνεχίζουν να κάθονται μέσα στα γεμάτα καπνό γρα φεία τους και λένε: “Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για να το αποφύγουμε εδώ πέρα;”. Αυτό που θανάτωσε το ποδόσφαιρο την περασμένη χρονιά ήταν η μόδα του μπιτς βόλεϊ». «Στην Ευρώπη», υποστήριξε, «οι φίλαθλοι στέκονται όρθιοι σε όλο το παιχνίδι και δεν τους νοιάζει, και κουνά νε λάβαρα και σημαίες και φωνάζουν και τραγουδάνε.
© @ @
305
306
© © ©
Στη διακοπή του ημιχρόνου τρώνε κάτι και μετά ξαναγυρίζουν στις θέσεις τους. Στην Ευρώπη η ποδοσφαιροφιλία πάει πολΰ πιο βαθιά α π ’ ό,τι στην Αμερική. Ό ταν έχασε η Βραζιλία, αρκετοί άνθρωποι αυτοκτόνησαν πη δώντας από τις ταράτσες. Δε νομίζω ότι πήδησε κανένας πάνω από οποιαδήποτε ταράτσα όταν η Μπάφαλο έχασε το Σούπερ Μπόουλ». Μας μίλησε λίγο ακόμη το πρωί της ημέρας του ματς με τη Ρουμανία - ο Μιλουτίνοβιτς άφηνε τους παίκτες του να ριλαξάρουν-, και όταν έφυγε για το παιχνίδι, ο άνθρωπος του Sports Illustrated κι εγώ αρχίσαμε να συζη τούμε κατά πόσον οι Αγγλοι οπαδοί θα δημιουργούσαν φασαρίες στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Είπα ότι, αν τολμού σαν έστω και να πατήσουν απλώς το πόδι τους στο κέ ντρο της Ουάσινγκτον ή του Λος Αντζελες, πολύ περισσό τερο να αρχίσουν να πετροβολάνε γύρω, αυτό θα ήταν και το τέλος τους, μια για πάντα. Δυστυχώς, η πρόβλεψή μου δεν μπόρεσε ποτέ να τεθεί υπό δοκιμή. Ό π ω ς μας είχε προειδοποιήσει ο Μιλουτίνοβιτς, οι άνθρωποι της Σάντα Μ πάρμπαρα δεν είχαν κανένα πρό βλημα. Μέσα στις τελευταίες εβδομάδες είχα παρακο λουθήσει τα παιχνίδια Νότιας Αφρικής-Νιγηρίας, Άρσεναλ-Λιντς και Ελ Σαλβαδόρ-Δανίας. Το παιχνίδι ΗΠΑΡουμανία ήταν πολύ πιο ήρεμο. Μπροστά μου βρισκόταν μια οικογένεια καθισμένη σε ξαπλώστρες, και πριν την έναρξη του αγώνα χειροκρότησαν ευγενέστατα τους τέσ σερις Ρουμάνους φιλάθλους που πήδησαν μέσα στον αγωνιστικό χώρο ανεμίζοντας την εθνική σημαία της χώ ρας τους. Αυτό, ξεκάθαρα, αποτελούσε αληθινό πάθος. Ανάμεσα στους θεατές υπήρχαν πολλές γυναίκες και μι κρά παιδιά. Τεράστια διαφορά από το Βουκουρέστι. Το παιχνίδι ξεκίνησε, οι ΗΠΑ σκοράρισαν σχεδόν αμέσως, και σε όλη τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου
οι φίλαθλοι συνέχιζαν να τριγυρίζουν άνετοι μέσα στο στάδιο. Το φανταστικά νούμερο 8 της Ρουμανίας, ο Ίλ ιε Ντουμιτρέσκου, έκανε το αποτέλεσμα 1-1. Σε όλο το δεύ τερο ημίχρονο, με το αποτέλεσμα πάντοτε ισόπαλο, οι οπαδοί συνέχισαν να μπαινοβγαίνουν στο γήπεδο. Η οργάνωση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου σε κρατάει συνεχώς απασχολημένο. Ο Σκοτ Παρκς ΛεΤελιέ, κορυ φαίο εκτελεστικό στέλεχος του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1994, προφανώς είχε πάμπολλα να κάνει, όμως μου τη λεφώνησε μετά το μήνυμα που του είχα αφήσει. Του εί πα για τους φιλάθλους της Σάντα Μ πάρμπαρα και τον ρώτησα αν τον ανησυχούσε το γεγονός ότι έδειχναν να μην έχουν ιδέα περί του τι γινόταν μέσα στο γήπεδο. «Αυ τό είναι ένα φαινόμενο της Νότιας Καλιφόρνιας που με μπερδεύει και μένα τον ίδιο», είπε. «Βλέπεις, οι άνθρω ποι εδώ φεύγουν κατά χιλιάδες από το Σούπερ Μπόουλ στα μέσα του τρίτου τέταρτου του παιχνιδιού, και το ίδιο επίσης συμβαίνει και στα παιχνίδια του μπέιζμπολ. Έ νας αθλητικογράφος των LA Times, καλύπτοντας τους Ολυμπιακούς του 1984, έγραψε ότι η τάση των Νοτιοκαλιφορνέζων να φεύγουν νωρίτερα από έναν αγώνα έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν ένας μεγάλος αριθμός αν θρώπων έφυγαν μόλις δύο λεπτά πριν από την προσπά θεια του Καρλ Λούις να τρέξει τα εκατό στα δέκα δευτε ρόλεπτα». Στη Σάντα Μ πάρμπαρα, μέσα στον αγωνιστικό χώρο μετά το παιχνίδι, ο Ντίνου έδωσε συνέντευξη στους Αμε ρικανούς δημοσιογράφους. Ή ταν σε καλή διάθεση και αγριοκοίταζε μόνο το δυστυχή Τζούλιαν, ο οποίος έκανε και πάλι το διερμηνέα. Έ νας τοπικός δημοσιογράφος ρώτησε τι ήταν αυτό που έκανε καλύτερα η αμερικανική ομάδα. Ο Τζούλιαν μετέφρασε: «Ντύνονται πολύ ωραία. Ό λοι τους χρειάζονται ακόμη εκατό χρόνια για να μά-
© © ©
307
© © ©
308
θουν να παίζουν ποδόσφαιρο. Οι Αμερικανοί μάς φοβί ζουν μόνο όταν μας στέλνουν τα αεροπορικά καταδρομι κά τους. Εκτιμώ τον προπονητή τους. Η Γιουγκοσλαβία έχει βγάλει πολλούς μεγάλους προπονητές. Το ξέρω επειδή είμαι κι εγώ Γιουγκοσλάβος από την πλευρά της μητέρας μου». Οι δημοσιογράφοι έδειξαν πληγωμένοι. «Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τον αμερικανικό λαό, τον πολιτισμό και τη δημοκρατία», τους παρηγόρησε ο τέως υπουργός. Ποιες ήταν οι προοπτικές για τη ρουμανική ομάδα; «Όλοι οι Λατίνοι έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στην επόμενη γενιά. Πάντοτε πιστεύαμε ότι η γενιά που θα ακολουθήσει θα είναι καλύτερη από εμάς. Αυτό ήταν που μας έκανε πάντοτε να επαναπαυόμαστε». Κατόπιν, κάτω από το βλέμμα όλων των άλλων δημο σιογράφων, ο Ντίνου κατευθύνθηκε προς το μέρος μου, ακολουθούμενος από τον Τζούλιαν, και μου έδωσε την κάρτα του. «Πιστεύει ότι είσαι πολύ επαγγελματίας, ότι είσαι πολύ καλός», εξήγησε ο Τζούλιαν. Τρεις μήνες α ρ γότερα ο Ντίνου απολύθηκε.
Αργεντινή, Τσάμπιον! Αργεντινή επρόκειτο να παίξει με τη Βραζιλία δύο μέρες μετά την άφιξή μου στο Μπουένος Αιρες. Επισήμως το παιχνίδι δινόταν για να γιορταστεί η εκατο νταετία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, όμως η πραγμα τική αιτία του πανηγυρισμού ήταν η επάνοδος του Ντιέ γκο Μαραντόνα, που θα έπαιζε το πρώτο του ματς για την πατρίδα του από τότε που είχε αποκλειστεί από το παιχνίδι λόγω του ότι έκανε χρήση κοκαΐνης. «Όλοι τους παίρνουν φάρμακα. Καθένας από αυτούς παίρνει φ άρ μακα», μου εξήγησε ένας φίλαθλος.
Η
Ή ταν ένας ευχάριστος περίπατος μέχρι το στάδιο Ρίβερ Πλέιτ, γιατί η περιοχή γύρω από το γήπεδο δε μοιάζει καθόλου με το υπόλοιπο Μπουένος Αιρες. Ενώ η μόνιμη εντύπωσή μου από την πόλη είναι σπασμένα πεζοδρόμια και μυρωδιές υπονόμων, εντούτοις οι δρόμοι γύρω από το στάδιο Ρίβερ Πλέιτ είναι φαρδείς και επιπλέον αρκετά καθαροί. Η γειτονιά μοιάζει λίγο με το Μέιντστόουν της Αγγλίας, και το Ρίβερ, κάποτε ένα από τα κλαμπ των Εγγλέζων, είναι πλέον γνωστό ως los Millionarios - οι Εκα τομμυριούχοι. Οι φίλοι μου παρκάρισαν στην κυνηγετική λέσχη απέναντι από το γήπεδο, καμιά εκατοστή μέτρα απόστα ση από την παλιά Σχολή Μηχανικών του Ναυτικού, την EMSA. Στη δεκαετία του ’70 η EMSA αποτέλεσε το στρα τόπεδο βασανιστηρίων του αργεντίνικου ναυτικού, και ήταν γνωστή ως το Αουσβιτς της Αργεντινής· όμως, όταν η Αργεντινή φιλοξένησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, χρησίμευσε για να στεγάσει τους παίκτες. Ο τελι κός του 1978 παίχτηκε στο στάδιο Ρίβερ Πλέιτ. Στο γήπεδο επικρατούσε πολύς θόρυβος λόγω του παιχνιδιού εναντίον της Βραζιλίας. Κάποιες στιγμές, σε ανταπόκριση στο σύνθημα των οπαδών «Αν δεν πηδάς, τότε είσαι Εγγλέζος», το μισό πλήθος πεταγόταν πάνω, αλλά την περισσότερη ώρα, μου είπαν, ο κόσμος τραγου δούσε απλώς: Βραζιλιάνοι, Βραζιλιάνοι, Πόσο είστε πικραμένοι, Ο Μαραντόνα είναι Αργεντινός Και είναι πιο καλός απ’ τον δικό σας τον Πελέ.
Ο Πρόεδρος της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ δεν ήταν παρών, αλλά 500 δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο εί χαν έρθει για τον αγώνα. Μπόρεσα να αναγνωρίσω αυ-
© © ©
309
310
© © ©
τους από τη Βραζιλία, επειδή φορούσαν φανελάκια της ομάδας τους. Η λέξη Τύπος στην πλάτη της φανέλας αποδείκνυε περίτρανα την αντικειμενικότητά τους. Τ ο ποδόσφαιρο δεν μπορεί να στοιχίσει περισσότερο από όσο ένα παιχνίδι Αργεντινής-Βραζιλίας, ακόμη και χωρίς να γιορτάζεται κάποια εκατονταετία, και με τις δύο ομάδες να καλούν τους παίκτες τους από την Ευρώπη, όπου οι συνδυασμένες αμοιβές των 22 αρχικών έφτασαν τα 60 εκατομμύρια δολάρια. Αυτές οι δύο ομάδες ήταν κα τά πάσα πιθανότητα οι καλύτερες του κόσμου, και εντού τοις όλη η προσοχή ήταν στραμμένη σε έναν και μόνο κο ντό άντρα. Εκείνος δήλωσε ότι ένιωθε ήρεμος. Ο ποιοσδή ποτε άλλος θα είχε αρπάξει το χρήμα και θα είχε αποσυρ θεί από χρόνια, όμως ο Μαραντόνα δεν είναι έτσι. Κάποτε ανέβαινε με το ασανσέρ στο Grand Hotel όταν, προς με γάλη κατάπληξη των πελατών του ξενοδοχείου, άρπαξε και άρχισε να τραντάζει ξαφνικά τις πόρτες του ασανσέρ φωνάζοντας, όσο πιο δυνατά άντεχαν τα πνευμόνια του «Αρζεντίναααα!!!». Ο άνθρωπος είναι αυτό που λένε γεν νημένος νικητής. Έ χει κάνει τόσες παυσίπονες ενέσεις, που θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε αναπηρική πολυ θρόνα, και έχει κερδίσει τα πάντα, όμως συνεχίζει να παί ζει. Εκείνο το βράδυ έκανε προθέρμανση ανάμεσα σε εκα τοντάδες φωτογράφους. Τραβούσαν και ξανατραβούσαν φωτογραφίες, και το παιχνίδι άρχισε με δέκα λεπτά καθυ στέρηση, αποσυντονίζοντας τα τηλεοπτικά προγράμματα σε όλο τον κόσμο. Από το εναρκτήριο λάκτισμα η σκηνή ήταν αμέσως οικεία. Τα κίτρινο-μπλε-και-λευκό χρώματα της Βραζι λίας, οι μπλε-και-λευκές ρίγες της Αργεντινής, οι λευκές χαρτοκορδέλες που ξετυλίγονταν παντού, τα καπνογόνα, ο ακατάπαυστος θόρυβος - πολύ πριν δεις την Αργεντινή να παίζει εναντίον της Βραζιλίας ξέρεις για τι παιχνίδι πρόκειται. Αυτό σήμαινε ότι το να βρίσκεσαι μέσα στο
στάδιο ήταν σχεδόν απογοητευτικό, σαν να παρακολου θείς το ίδιο φιλμ για δέκατη φορά. Ή ταν αδύνατο να δεις τα πράγματα σαν κάτι το νέο, εκτός κι αν ήσουν Αμερικανός. «Ποτέ μου δεν έχω δει τέτοια υποστήριξη ομάδας», μουρμούριζε ο γείτονάς μου, ανταποκριτής των New York Times. Το πλήθος διαμαρτυρόταν κάθε φορά που οι Βραζιλιάνοι περνούσαν δύο συνεχόμενες πάσες, και κάθε φορά οι ένοχοι κατάφερναν να ξαναγυρίσουν στα γρήγορα την μπάλα στους νόμιμους δικαιούχους της. Το πρώτο ημίχρονο ήταν όλο της Αργεντινής. Έ χει ξαναειπωθεί και προηγουμένως, όμως ο Μαραντόνα μπορεί πραγματικά να παίξει. Είχε χάσει βάρος από τότε που τον είδα να τριγυρίζει στον αγώνα της Σεβίλης εναντίον της Εσπανιόλ, ακριβώς τέσσερις μήνες νω ρίτερα, και έσπαγε τη βραζιλιάνικη άμυνα κατά βούλη ση. Αρκετές φορές πέρασε πάσες στο δεξί πόδι του επι θετικού του, αλλά κάθε φορά έμειναν αναξιοποίητες. Έστω κι έτσι, η Αργεντινή σκοράρισε πρώτη. Ο Μανκούζο έστειλε ένα αδύναμο σουτ στον τερματοφύλακα Ταφαρέλ, και η μπάλα έφυγε μέσα από τα χέρια του τελευ ταίου και βρήκε το δίχτυ. Ο Μαραντόνα συνέχιζε να παίζει με απόλυτη συγκέ ντρωση. Ο διαιτητής, ο Φιλιπί, ήταν υποχρεωμένος να κάνει τη δουλειά του χωρίς τις συμβουλές του, μόλις που λάθεψε σε μια μόνο πάσα, και στο 26ο λεπτό απλώς έσπρωξε ανάλαφρα ένα ελεύθερο χτύπημα πάνω στο βραζιλιάνικο οριζόντιο δοκάρι. Ωστόσο είχε αλλάξει. Ή τα ν πλέον ένας μεγαλύτερος, ωριμότερος, πιο παχύς άντρας, χωρίς τη δύναμη να τριπλάρει την μπάλα μέσα από τη μισή αντίπαλη ομάδα, και περιοριζόταν μόνον στο να πασάρει την μπάλα από το μέσο του γηπέδου. Οι συμπαίκτες του ήταν εκείνοι που έπρεπε να του φέρνουν την μπάλα μέσα στα πόδια του, και την επομένη η εφημερίδα Buenos Aires Herald εί-
® © ®
311
312
© © ©
χε την τόλμη να παρατηρήσει ότι ο Λίο Ροντρίγκεζ, ο παίκτης που είχε αντικαταστήσει ο Μαραντόνα, ήταν τα χύτερος. Στο δεύτερο ημίχρονο ο Μαραντόνα ήταν τελειωμένος, οπότε απλώς άρχισε να περιφέρεται γύρω και έκανε διάφορες χειρονομίες στον Φιλιπί, όταν ο Φ ιλιπί δεν κοι τούσε. Κάποια στιγμή έφτασε να κλοτσήσει και ένα σβό λο λάσπη προς την κατεύθυνση του διαιτητή, παρόλο που δεν είχε σκοπό να τον χτυπήσει, απόδειξη του οποί ου είναι ότι η λάσπη δεν κατάφερε να τον πετύχει. Ωστό σο η συμπεριφορά του αυτή έδειχνε αγνωμοσύνη, γιατί ο Φιλιπί είχε ήδη μπει στο πνεύμα της βραδιάς δίνοντας ελεύθερο χτύπημα κάθε φορά που ανατρεπόταν ο μεγά λος άντρας. Με τον Μαραντόνα παρόντα μόνο σωματι κά, η Βραζιλία ισοφάρισε πολύ σύντομα. Το ματς εκφυ λίστηκε κυριολεκτικά στα τελευταία λεπτά, με τον Αργε ντινό Ρουγκέρι και τον Βραζιλιάνο Βάλντο να αποδεικνύονται αντάξιοι του σλόγκαν της εκατονταετίας, «100 χρόνια με το ίδιο πάθος», και να αποβάλλονται και οι δύο από το παιχνίδι επειδή πιάστηκαν στα χέρια. Μερικές εκατοντάδες δημοσιογράφων κι εγώ μαζί πε ριμέναμε έξω από τα αποδυτήρια να εμφανιστούν οι παί κτες. Το να είσαι υποχρεωμένος να περιμένεις επί ώρες για να ακούσεις ανόητες δηλώσεις είναι η σκοτεινή πλευ ρά της δημοσιογραφίας. Οι δημοσιογράφοι περίμεναν εκεί για μία ώρα περίπου, μέχρις ότου, με τις προθεσμίες κλεισίματος των φύλλων των εφημερίδων να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια τους, εκείνοι που βρίσκονταν πιο μπροστά άρχισαν να χτυπάνε μανιωδώς τις πόρτες. Εκεί νες παρέμεναν κλειστές, κι εγώ έφυγα. Δύο ώρες αργότε ρα, στη μία το πρωί, εξακολουθούσα να τριγυρίζω γύρω από το στάδιο ψάχνοντας να βρω κάποιο λεωφορείο. Οι μεγάλοι προφήτες θα έπρεπε τελικά να εδέησαν κάποια στιγμή να εμφανιστούν, διαφορετικά οι δημόσιό-
γράφοι θα πρέπει να είχαν κατασκευάσει μόνοι τους τις δηλώσεις, μιας και την επομένη οι εφημερίδες ήταν γε μάτες από αυτές. Ο Αργεντινός αναπληρωματικός Αλμπέρτο Ακόστα φερόταν ότι είπε: «Μαραντόνα; Τον έχω δει να μιλάει με τόσο πάθος, που δεν έχω καμία αμ φιβολία ότι πολύ σύντομα θα ξαναβρεί τη μεγάλη του φόρμα». Ο Βραζιλιάνος προπονητής Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα αποκάλεσε τον Μαραντόνα παίκτη από άλλο πλανήτη, μια φράση που ο Καρέκα αναπροσάρμοσε σε «παίκτη από τον άλλο κόσμο». Αληθεύει ή όχι ότι ο Μαραντόνα προέρχεται από άλλο πλανήτη ή τον άλλο κόσμο, πάντως είχε μια πολύ παράξε νη ζωή. Την προηγουμένη του ματς είχε παρακαθήσει σ’ ένα δείπνο της Αργεντινής στο οποίο είχε ονομαστεί ο παί κτης του αιώνα στη χώρα του. (Η αντίδρασή του ήταν να πει ότι ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο ήταν καλύτερος.) Το παι χνίδι εναντίον της Βραζιλίας δόθηκε ημέρα Πέμπτη, και το επόμενο Σάββατο πέταξε στην Ισπανία για να παίξει την Κυριακή για τη Σεβίλη εναντίον της Λογκρόνες. Τη Δευτέρα ξαναπέταξε πίσω στην πατρίδα του για να παίξει την Τετάρτη εναντίον της Δανίας, και στο μεταξύ μπόρεσε να βρει χρόνο να προσβάλει το διοικητικό συμβούλιο της Σεβίλης και να ζητήσει και πάλι συγγνώμη. Δεν ήταν κα θόλου περίεργο που κατέληξε στην κοκαΐνη. «Ποδόσφαιρο και πολιτική! Τι πρωτότυπο θέμα!» αναφώνησε ο στρατηγός Ενσίζο όταν του είπα το θέμα του βιβλίου μου. Ο στρατηγός ήταν πολύ ευγενής. Στην Αργεντινή τουλάχιστον το θέμα είναι όντως πρωτότυπο. Εκεί ποδόσφαιρο και πολιτική είναι αξιοσέβαστοι ακα δημαϊκοί τομείς, σχεδόν όσο και η ατομική φυσική ή η νευρολογία. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 αποτελεί ένα ιδιαίτερο θέμα ερεύνης. Η Αργεντινή, η φιλοξενούσα χώρα, κέρδισε το τρό παιο εκείνο το χρόνο. Ο στρατηγός Ενσίζο δεν είναι πο-
© © ©
313
314
© © ©
δοσφαιρόφιλος, και κατά τη διάρκεια του τελικού ενα ντίον της Ολλανδίας βρέθηκε να είναι ο μόνος επιβάτης μέσα σ’ ένα λεωφορείο του Μπουένος Αιρες, όμως θυμά ται πολύ καλά εκείνο το βράδυ. «Υπήρχε μια έκρηξη έκ στασης και υστερίας. Ό λη η χώρα είχε βγει στους δρό μους. Οι ριζοσπαστικοί αγκαλιάζονταν με τους περονιστές, οι καθολικοί με προτεστάντες και Εβραίους, και όλοι τους είχαν μόνο μια σημαία: τη σημαία της Αργεντι νής!» θ α μπορούσε να συγκρίνει την περίσταση με τον Πόλεμο των Φόκλαντς, όταν ο κόσμος είχε ξεχειλίσει και πάλι τους δρόμους του Μπουένος Αιρες; «Ακριβώς! Ή ταν ακριβώς το ίδιο!» Ο στρατηγός έλαμπε από ευχα ρίστηση - είναι ένας γοητευτικός άνθρωπος. Παρατήρη σα ότι, μιας και το ποδόσφαιρο είναι τόσο μεγάλος θερα πευτής, θα ήταν πολύ ωραία αν κάθε χώρα μπορούσε να φιλοξενεί το Παγκόσμιο Κύπελλο μια φορά το χρόνο. Γέ λασε: «θ α στοίχιζε πολύ ακριβά». Η ΦΙΦΑ ανέθεσε στην Αργεντινή το Παγκόσμιο Κύ πελλο του 1978 από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το 1976 ο αργεντίνικος στρατός είχε αναλάβει την εξουσία μετά από ένα πραξικόπημα. Τα πραξικοπήματα ήταν τακτικά φαινόμενα στην Αργεντινή. Έ να προσφιλές τοπικό ανέκδοτο ήταν να λέει κανείς περνώντας μπροστά από τη Στρατιωτική Ακαδη μία: «Κοίτα! Εδώ μέσα εκπαιδεύονται οι μέλλοντες πρόε δροί μας». (Το ίδιο ανέκδοτο λέγεται και στην Αφρική.) Ό μ ω ς η νέα φουρνιά των στρατηγών δεν ήταν αστείο. Ξεκίνησαν να εγκαθιδρύσουν ένα νέο οργανωτικό σώμα για το Παγκόσμιο Κύπελλο, όμως ο επικεφαλής του στρατηγός Άκτις σκοτώθηκε από πυροβολισμό καθώς τα ξίδευε για την πρώτη του συνέντευξη Τύπου. Οι στρατη γοί άρχισαν ένα «βρόμικο πόλεμο» ενάντια στους ίδιους τους συμπατριώτες τους. Έντεκα χιλιάδες «υπονομευτές του καθεστώτος» (ένας όρος στον οποίο οι militares έδιναν
μια πολύ πλατιά ερμηνεία) «εξαφανίστηκαν», κλείστη καν σε στρατόπεδα και εκτελέστηκαν μυστικά. Μια προ σφιλής μέθοδος ήταν να τους ρίχνουν από αεροσκάφη στον ποταμό Πλάτα. Μια Κυριακή πρωί στο Μπουένος Άιρες συζητούσα γι’ αυτούς τους θανάτους με τον Οσβάλντο Μπάγερ, ιστο ρικό και σκηνοθέτη του κινηματογράφου, ο οποίος είχε περάσει εκείνα τα χρόνια ως φυγάς στη Γερμανία, τη χώ ρα των πατέρων του. Ο Μπάγερ άνοιξε ένα μπουκάλι σα μπάνια και μου είπε: «Δε θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω ότι στη χώρα μου, αυτή τη ρωμαιοκαθολική χώρα, θα μπορούσε να υπάρξει τόση βαρβαρότητα. Ο στρατηγός Πινοσέτ της Χιλής ήταν άγγελος συγκριτικά, επειδή εκεί νος εκιελονσε μόνο τους ανθρώπους». Η δουλειά του Μ πάγερ περιλαμβάνει ένα φίλμ και ένα βιβλίο με τίτλο Futbol argentine . Μίλησα επίσης με τη Χέμπε Μποναφίνι, μια τελείως μητρικού τύπου γυναίκα, η οποία απηχούσε τις απόψεις του στρατηγού Ενσίζο: «Το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν όπως και οι Μαλβίνες. Οι σημαίες, το ποτό, τα πλήθη, οι φωνές “Αργεντινή, Αργεντινή”. Για τα πλήθη αποτελούσε μια φιέστα, για τις οικογένειες των εξαφανισθέντων μια τραγωδία». Η κα Μποναφίνι είναι πρόεδρος των Μητέ ρων της Πλάζα ντε Μάγιο, μιας ομάδας γυναικών τα παι διά των οποίων εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Η Αργε ντινή ξαναέγινε δημοκρατία το 1983, αλλά μέχρι εκείνη την ημέρα κάθε Πέμπτη οι μητέρες και οι γιαγιάδες των εξαφανισθέντων διαδηλώνουν στην Πλάζα ντε Μάγιο στο Μπουένος Αιρες. Θέλουν να μάθουν όλο το ιστορικό για τις δολοφονίες και θέλουν να δουν τους στρατηγούς να τιμωρούνται. Άλλες ημέρες καμιά δεκαριά Μητέρες μαζεύονται σ’ ένα μικρό γραφείο στο κέντρο του Μπουέ νος Άιρες, υποτίθεται για να κλασάρουν αποκόμματα Τύπου με άρθρα σχετικά με την υπόθεσή τους, αλλά ου-
@ © ©
315
316
© © ©
σιαστικά αναζητώντας τη συντροφιά η μία της άλλης. Για τους περισσότερους Αργεντινούς οι γυναίκες αυτές αποτελουν μια δυσάρεστη εικόνα από το παρελθόν. Ο κόσμος εύχεται να μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο να εξαφανιστούν. Η κα Μποναφίνι, σύζυγος εργάτη εργοστασίου, είχε χάσει και τους δύο της γιους. Ο ένας βασανίστηκε μέσα στο ίδιο της το σπίτι πριν τον συλλάβουν, και στην επι στροφή της είχε βρει αίματα και νερά στο πάτωμα του μπάνιου. Στην αρχή ντρεπόμουν να τη ρωτήσω γύρω από το ποδόσφαιρο, όμως εκείνη βρήκε το θέμα εντελώς φυ σικό. Στη δεκαετία του ’70, καθώς ο κόσμος άρχισε να αντιλαμβάνεται τις δολοφονίες, οι στρατηγοί οργάνωναν μανιωδώς το Παγκόσμιο Κύπελλο. Έ να συγκλονιστικό Μουντιάλ που κατακτάται από την Αργεντινή, σκέφτηκαν, θα μπορούσε να ισοφαρίσει μερικές περιστασιακές δολοφονίες. Ή ταν η ευκαιρία τους να ενώσουν το έθνος. Έ καναν ό,τι ήταν δυνατόν για να εξασφαλίσουν ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο δε θα αποτύγχανε από έλλειψη χρημάτων. Από το τίποτα υψώθηκαν ξαφνικά στάδια από μπετόν που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν περισ σότερους θεατές από όσους θα μπορούσαν να εξασφαλί σουν οι πόλεις στις οποίες χτίζονταν. Οι στρατηγοί έφτιαξαν καινούριους δρόμους για να συνδέσουν μεταξύ τους τις εγκαταστάσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου, βελ τίωσαν το επικοινωνιακό δίκτυο και εισήγαγαν στην Αργεντινή την έγχρωμη τηλεόραση. Η Αργεντινή δεν έχει λεφτά για ξόδεμα, οπότε τα λε φτά βρέθηκαν από αλλού. Ζωτικής σημασίας έργα, τα οποία όμως δεν εξυπηρετούσαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, περικόπηκαν. Ό π ω ς ανέφεραν οι Times το Φεβρουάριο του 1978, η προσφιλής έκφραση στην Αργεντινή άλλαζε από «Άσ’ το για ιηαήαηα·, σε «Άσ’ το για μετά το Μου ντιάλ». Φυσικά δεν ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο από μό-
νο του που κατέοτρεψε οικονομικά την Αργεντινή: κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής κυβέρνησης ο πληθωρι σμός έπ εσ ε από 600% το 1976 στο 138% το 1982, όμως συνέχιζε να είναι ο υψηλότερος του κόσμου. Τ ο σλόγκαν της χούντας «25 εκατομμύρια Αργεντινοί θα παίξουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο» μετατράπηκε πολύ σύντομα από το λαό σε «25 εκατομμύρια Αργεντινοί θα πληρώσουν για το Παγκόσμιο Κύπελλο». Πόσα πραγμα τικά πλήρωσαν είναι ένα από τα μυστικά της στρατοκρα τίας. Τέσσερις μήνες πριν από το τουρνουά, το Φεβρουά ριο του 1978, ο υπουργός Οικονομικών της στρατιωτικής κυβέρνησης Χουάν Αλεμάν παραδέχτηκε ότι ο τελικός λογαριασμός θα έφτανε κατά πάσα πιθανότητα τα 700 εκατομμύρια δολάρια, αντί του αρχικά προϋπολογισθέντος, ο οποίος κυμαινόταν μεταξύ 70 με 100 εκατομμύ ρια δολάρια. Αν η χούντα το ήξερε αυτό εκ των προτέρων, πρόσθεσε ο Αλεμάν, δεν επρόκειτο ποτέ να οργανώ σει το Κύπελλο. Αν δεχτούμε αυτό το νούμερο των 700 εκατομμυρίων δολαρίων, τότε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 κόστισε αρκετές φορές περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, και σχεδόν τρεις φο ρές παραπάνω από όσο στοίχισε στην Ισπανία τέσσερα χρόνια αργότερα. Εν πάση περιπτώσει, το πραγματικό νούμερο πιθανόν να είναι και πολύ μεγαλύτερο. Εν πρώτοις, είναι απερίγραπτα δύσκολο να υπολογίσει κανείς το κόστος της διαφθοράς. Υπολογίζεται ότι το ανεπίσημο επιπλέον κόστος για το αργεντίνικο Παγκόσμιο Κύπελλο είναι 300 με 400 εκατομμύρια δολάρια, μπορεί όμως να είναι και υψηλότερο. Ο ναύαρχος Κάρλος Λακόστ καταρχήν, ο οποίος διαδέχθηκε τον Άκτις ως οργανωτής του Παγκοσμίου Κυπέλλου, και ο οποίος ήταν ταυτόχρο να και αντιπρόεδρος της ΦΙΦΑ, ζούσε πλέον μια πολύ στιλάτη ζωή στην Ουρουγουάη. (Οργάνωσε κακά το Πα-
® © ©
317
318
© © ©
γκόσμιο Κύπελλο. Το χόριο στο στάδιο Ρίβερ Πλέιτ πο τίστηκε βλακωδώς με θαλασσινό νερό και καταστράφηκε. Στρώθηκε καινούριος χορτοτάπητας, έκανε όμως την μπάλα να γκελάρει περίεργα.) Κατόπιν υπήρξε η δαπάνη για τη δωροδοκία του Πε ρού. Η Αργεντινή έπαιζε με το Περού ένα παιχνίδι του δευτέρου γύρου, και έπρεπε να το κερδίσει τουλάχιστον με 4-0 για να μπορέσει να φτάσει στον τελικό. Αυτό έδει χνε εντελώς απίθανο, δεδομένου ότι το Περού ήταν μια αξιόλογη ομάδα, όπως είχε ήδη ανακαλύψει η Σκοτία του Αλι ΜακΛάουντ. Ό μ ω ς η Αργεντινή έηρεηε να κερδί σει το Παγκόσμιο Κύπελλο, και οι Περουβιανοί στρατη γοί ήταν άνευ μετρητού και πολύ ευτυχείς να βοηθήσουν μια συνάδελφο χούντα. Ο Λακόστ κανόνισε τα δέοντα. Η Αργεντινή έστειλε δωρεάν 35.000 τόνους σιτηρών στο Περού και κατά πάσα πιθανότητα και όπλα, ενώ η κε ντρική τράπεζα της Αργεντινής ξεπάγωσε 50 εκατομμύ ρια δολάρια για πιστώσεις προς το Περού. Ο προπονη τής της Αργεντινής Σίζαρ Λουίς Μενότι απέκλεισε τον τερματοφύλακα και όλους τους εφεδρικούς παίκτες από τις συζητήσεις με την ομάδα, και η Αργεντινή νίκησε το Περού 6-0 για να φτάσει στον τελικό. Ίσ ω ς αυτό να είναι και το μόνο Παγκόσμιο Κύπελλο το οποίο κερδήθηκε με δωροδοκία. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι υπήρξαν όντως δωροδοκίες. Η ιστορία δημοσιεύτηκε στους Sunday Times το 1986 (την ημέρα που η Αγγλία έπαιζε με την Αργεντι νή), όμως οι βασικές πηγές της εφημερίδας, ένας ανώτε ρος κρατικός λειτουργός της χούντας και δύο ποδοσφαι ρικά στελέχη, προτίμησαν ευνόητα να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Η συγγραφέας του άρθρου Μ αρία Λόρα Αβινιόλο δικάστηκε για ηθική φαυλότητα και άλλα εγκλήματα, αλλά αθωώθηκε. Στη Λίμα ο Περουβιανός Μάντσο, ο εφεδρικός τερματοφύλακας στο Παγκόσμιο
Κύπελλο, μέθυσε κάποια φορά και είπε ότι η ομάδα του είχε πάρει δολάρια για να πουλήσει το παιχνίδι- όμως την επομένη το αρνήθηκε. Ό σ ο για το ίδιο το ματς, κανέ νας ποδοσφαιρικός αγώνας δεν μπορεί να δώσει αδιά σειστες αποδείξεις για ανέντιμο παιχνίδι. Το Περού έπαιξε με λευκές φανέλες αντί για τις συνηθισμένες ριγέ, έχασε πολλές εύκολες ευκαιρίες, και ο τερματοφύλακάς τους, ο Κουιρόγκα, ένας πολιτογραφημένος Αργεντινός, γνωστός ως El Loco - Ο Τ ρ ελός-, έπαιξε περισσότερο εκκεντρικά από όσο συνήθως. Η σύνθεση της περουβια νής ομάδας περιλάμβανε τέσσερις άπειρους αναπληρω ματικούς, ενώ ένας αμυντικός χρησιμοποιήθηκε μπρο στά. Ό μ ω ς πολλές φορές και ο ΓκρέιαμΤέιλορ κάνει πε ρίεργες επιλογές στη σύνθεση της ομάδας του χωρίς να του έχει στείλει κανείς δωρεάν στάρι για να τον δωροδο κήσει. Κάθε Μητέρα με την οποία κουβέντιασα ανέφερε το θέμα του ματς και μίλησε για βρόμικο και στημένο παιχνί δι. «Οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι δεν το πιστεύουν αυ τό», πρόσθεσε η κα Μποναφίνι. «Οι φανατικοί του ποδο σφαίρου, οι φανατικοί της θρησκείας, οι φανατικοί της πολιτικής - όλοι οι φανατικοί είναι πάντα επικίνδυνοι». Οι στρατηγοί έστησαν την όλη παράσταση του Π α γκοσμίου Κυπέλλου με σκοπό να εντυπωσιάσουν το λαό τους και τον υπόλοιπο κόσμο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο θα έφερνε χιλιάδες δημοσιογράφους σε μια χώρα, όπου το κάθε πραξικόπημα πολύ σπάνια κατάφερνε να απ α σχολήσει πάνω από μερικές αράδες στο διεθνή Τύπο. «Αν χρειαζόταν να διορθώσουμε κάπως την εικόνα μας στο εξωτερικό, το Παγκόσμιο Κύπελλο θα μπορούσε να είναι ακριβώς η ευκαιρία να δείξουμε στον κόσμο τον αληθινό τρόπο ζωής μας», δήλωσε ο στρατηγός Μερλό. Οι στρατηγοί προσέλαβαν μια εταιρεία δημοσίων
© @ @
319
320
© © ©
σχέσεων από τη Νέα Υόρκη και η χώρα πέτρωσε κυριο λεκτικά. Πώς μπορεί κανείς να κάνει την Αργεντινή να δείχνει πλούσια; Εξαφανίζεις πρώτα α π ’ όλα τις εξαθλιω μένες γειτονιές της. Οι μπουλντόζες εξαπολύθηκαν στις villas miserias, και οι κάτοικοί τ(\υς εκδιώχτηκαν σε επαρ χίες που δεν ήταν αρκετά τυχερές να φιλοξενήσουν παι χνίδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ή μέσα στην έρημο της Καταμάρκα. Κατά μήκος του κεντρικού δρόμου που οδηγούσε στο Ροζάριο οι στρατηγοί έχτισαν ένα μακρύ τοίχο και φρόντισαν να φιλοτεχνηθούν επάνω του προσό ψεις ωραίων σπιτιών, για να κρύψουν τις άθλιες γειτονιές της πόλης από τη θέα των διερχόμενων ξένων. Ο «Τοίχος της δυστυχίας» δεν κράτησε για πολύ: τη νύχτα οι άνθρω ποι που έμεναν στις φτωχογειτονιές έκλεβαν πλάκες μπε τόν για τα δικά τους τρωγλοκαταλύματα. Ο Τοίχος της δυστυχίας αποτελεί μια ξεχωριστή έμ μονη ιδέα για τον Αντόλφο Πέρεζ Εσκουιβέλ, ίσως επει δή είναι γλύπτης και πρώην καθηγητής της αρχιτεκτονι κής. «Δημιούργησαν ένα μεγάλο κομμάτι σκηνικού για να κρύψουν τη δυστυχία και την καταπίεση του αργεντίνικου λαού», μου είπε συζητώντας στο σπίτι του. Έ νας εξαιρετικά αδύνατος άντρας με γυαλιά, που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ για την Ειρήνη το 1980. Πολέμιος της χούντας, συνελήφθη το 1977 όταν πήγε σε κάποιο αστυ νομικό τμήμα για να ανανεώσει το διαβατήριό του. Έ μεινε στη φυλακή μέχρι μία μέρα πριν α π ’ τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. «Είναι ένας εντελώς ανυπό ληπτος άνθρωπος στην Αργεντινή», με προειδοποίησε ο στρατηγός Ενσίζο. Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, είπε ο Πέρεζ Εσκουιβέλ, οι στρατιωτικοί έστησαν την επιχείρηση ΕΙ Barrido, οργανώνοντας επιδρομές σε σπίτια και διαμερί σματα και εξαφανίζοντας γύρω στους 200 ανθρώπους την ημέρα. Δεν ήθελαν τους πολιτικά υπόπτους να τρι-
γυρνούν ελεύθεροι και να συναντούν ξένους δημοσιογρά φους. Καθώς πλησίαζε το Μουντιάλ, πολλοί φυλακισμέ νοι δολοφονήθηκαν, για να μην μπορέσουν να αποκαλυφθούν, και ορισμένα μυστικά στρατόπεδα-φυλακές μετακινήθηκαν σε ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιοχές, όπου οι δημοσιογράφοι δε θα μπορούσαν να τα βρουν, ή μετα φέρθηκαν μέσα σε φορτηγίδες στο ποτάμι. Δεν είναι σα φές κατά πόσον τα μέτρα αυτά αποτελούσαν συστάσεις της εταιρείας δημοσίων σχέσεων. Στρατιώτες περιπολούσαν στους δρόμους για να απο φευχθούν επιθέσεις των Monlonero, και ορισμένοι ξένοι δημοσιογράφοι παραπλανήθηκαν από τη γαλήνη και την ηρεμία που επικρατούσε. Ο Ντέιβιντ Μίλερ των Times ανέφερε ότι οι περισσότεροι Αργεντινοί ήταν πασιφανώς ούτε δυστυχείς ούτε πλέον καταπιεσμένοι. Ο Άντριου Γκρέιαμ-Γιολ, ένας Αγγλοαργεντινός δημοσιογράφος που απέδρασε από τη χώρα το 1976, θυμάται Βρετανούς δημοσιογράφους να επιστρέφουν στη Βρετανία και να του λένε πόσο ωραία ήταν η χώρα του. «Υπήρχε ο αντι δραστικός Τύπος και ο δαμασμένος Τύπος», λέει. Υπήρχαν αρκετοί αντιδραστικοί. Η Διεθνής Αμνηστία είχε μυήσει πολλούς αθλητικούς δημοσιογράφους στα βασικά περί αργεντίνικης πολιτικής, και πολλοί από αυ τούς, αγνοώντας τον κίνδυνο, είπαν την αλήθεια. Εκατο ντάδες άρθρων αναφέρθηκαν στους Ολυμπιακούς του χιτλερικού Βερολίνου- δύο σχολιαστές της γερμανικής τηλεόρασης πέρασαν την εναρκτήρια τελετή του Παγκο σμίου Κυπέλλου, ενημερώνοντας τους τηλεθεατές τους για τους εξαφανισθέντες, και τηλεοπτικά συνεργεία από όλο τον κόομο τράβηξαν τις φωτογενείς Μητέρες στην εβδομαδιαία διαδήλωση διαμαρτυρίας τους. Έ νας Γάλ λος, ακούγοντας μακρινούς πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια της εναρκτήριας τελετής του Παγκοσμίου Κυ πέλλου, ανέφερε ότι άνθρωποι εκτελούνταν μέσα στους
@ ® ®
321
© © ©
322
δρόμους έξω από το στάδιο. Δεν μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη της κυνηγετικής λέσχης δίπλα στο στάδιο Ρί βερ Πλέιτ και πλήρωσε για το λάθος του: Αργεντινοί δη μοσιογράφοι τον ξυλοκόπησαν στο Κέντρο Τύπου. Λίγοι από αυτούς συμπαθούσαν το καθεστώς (πολλοί Αργεντι νοί δημοσιογράφοι «εξαφανίστηκαν»), όμως η προσβολή αυτή απέναντι στο έθνος τους ήταν πολύ βαριά για να τη σηκώσουν. Οι ίδιοι είχαν διαταχτεί να μην κριτικάρουν την αργεντίνικη ομάδα ή τον προπονητή της. Οι στρατηγοί θα είχαν περιποιηθεί αυτούς τους ξέ νους υπονομευτές, όπως είχαν κάνει και με τον τοπικό Τύπο, αν δε φοβόντουσαν ότι θα πρόσφεραν στον παγκό σμιο Τύπο ακόμη περισσότερο υλικό. Ή ταν όμως εξα γριωμένοι. Είχαν ταΐσει όλους αυτούς τους ξένους, τους είχαν πάει στη Μεντόζα να δοκιμάσουν κρασιά, τους εί χαν δείξει αληθινή αργεντίνικη φιλοξενία, και αυτό ήταν το ευχαριστώ τους! Ό σ ο για τους τουρίστες που περίμεναν, το όνειρο δεν είχε πάρει σάρκα και οστά. Υπήρχαν μόνο μερικές εκατοντάδες Σκοτσέζοι, για παράδειγμα, όταν κάποια στιγμή ολόκληρη η χώρα είχε ορκιστεί να πάει στην Αργεντινή. Συμπερασματικά, το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι στρατηγοί. Μάλλον βοήθησε τον υπόλοιπο κόσμο να δει πόσο αχρεία παρέα ήταν οι στρατιωτικοί. Κάθε θεατής τον Παγκοσμίου Κυπέλλου Και ένας μάρτυρας της αληθινής Αργεντινής
όπως έλεγε και το σλόγκαν των Montonero. Οι Ευρωπαίοι βρέθηκαν ξαφνικά να διαβάζουν στις εφημερίδες, την ώρα που έπαιρναν το πρωινό τους, για την πολιτική κα τάσταση και τα κοινωνικά προβλήματα στη Λατινική Αμερική, και έβλεπαν, ή ακόμη κι αγόραζαν κάποιο αυ-
τοκόλλητο του Παγκοσμίου Κυπέλλου που απεικόνιζε μια μπάλα ποδοσφαίρου καλυμμένη από αγκαθωτό σύρ μα. «Είναι χάρη στο Μουντιάλ που μας γνώρισε ο κό σμος», μας είπαν οι Μητέρες. (Και πρόσθεσαν: «Αυτό ήταν και το μόνο καλό από το «Μουντιάλ».) Χάρη στην ξένη δημοσιότητα ο Πέρεζ Εσκουιβέλ και μερικοί άλλοι φυλακισμένοι βγήκαν από τις φυλακές την παραμονή του τελικού. «Μπόρεσα να παρακολουθήσω τον τελικό εναντίον της Ολλανδίας από το σπίτι μου», θυμήθηκε πα νευτυχής. (Ομολογουμένως, τους επόμενους δεκατέσσε ρις μήνες τους πέρασε υπό κατ’ οίκον περιορισμό.) Το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν κακό από άποψη επενδύσεων και τουρισμού στην Αργεντινή, και καλό από άποψη αν θρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, όταν ο τραγικός διαιτητής Γκονέλα σφύριξε τη λήξη του τελευταίου Παγκοσμίου Κυπέλλου που έγινε ποτέ στη Λατινική Αμερική, οι στρατηγοί ήταν εξαιρετι κά ευτυχείς. Γιατί εκεί πλέον έβλεπε κανείς όλο το λαό της Αργεντινής, όλο τον κόσμο μαζί, και κανείς δεν μπο ρούσε να αρνηθεί ότι οι άνθρωποι χόρευαν παρέα στους δρόμους. Το Μπουένος Αιρες ήταν κατάμεστο από κό σμο όλη τη νύχτα. «Το να βλέπεις όλους αυτούς τους αν θρώπους να επευφημούν μέσα στους δρόμους, χωρίς κα νείς να κάνει τίποτα να τους σταματήσει, ήταν πραγματι κό σοκ», μου είπε ο Ντανιέλ Ροντρίγκεζ Σιέρα, νεαρός ακόμη το 1978. «Ή ταν εξαιρετικά οδυνηρό, πραγματικά τρομερό, να παρακολουθείς όλη αυτή την ευφορία στην τηλεόραση», είπε η κα Μποναφίνι, «και σ’ εμάς έμοιαζε επίσης πολύ επικίνδυνο». Το να μην πανηγυρίσεις σήμαινε ότι ήσουν υπέρ της Ολλανδίας, και οι Μητέρες κα τέληξαν να νιώθουν ξένες μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Η χούντα προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει όλη αυτή την ευεξία. «Την ημέρα που 25 εκατομμύρια Αργεντινοί στοχεύουν τον ίδιο στόχο, η Αργεντινή θα νικήσει όχι μό-
© © ©
323
© © ©
324
νο μια φορά αλλά χιλιάδες φορές ακόμη», είπε ο υπουρ γός Οικονομικών δρ Μαρτίνεζ ντε 'Χόι, παλιός απόφοι τος του Ίτον, σ ’ ένα γεύμα για στελέχη εταιρειών συσκευασίας κρεάτων. Η κεφαλή του κράτους, ο στρατηγός Βιντέλα, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα σε μια τηλεοπτική ομιλία του. Φαινόταν ότι το ποδόσφαιρο ήταν το καινού ριο υπνωτικό του λαού: δώσε στους υπηκόους σου ένα Παγκόσμιο Κύπελλο κι εκείνοι θα σε λατρέψουν. Έ τσι έμοιαζε, όμως δεν ήταν έτσι. Argentina, campeon, έγραφε ο Μ πάγερ στο Fiitbol Argentino, όμως η χαρά αυτή δεν είναι χαρά. Είναι ένα είδος έκρηξης μιας κοινωνίας που ήταν υποχρεωμένη να παραμένει σιωπηλή. Ο Αργε ντινός ποιητής, ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Κάρλος Φερέιρα, στο ποίημά του «Μουντιάλ», θυμάται τις μέρες των πανηγυρισμών: ...Το χειρότερο μέρος ήταν το τέλος, αναξιοπρεπές και γεμάτο σύγχυση, όλα αυτά τα πτώματα που επέστρεψαν στις κοίτες των ποταμών, στους ομαδικούς τάφους, κουνώντας τα κεφάλια τους και τραγουδώντας το τραγούδι της λήθης. Κι εμείς στεκόμασταν εκεί, με όλα εκείνα τα τύμπανα, μ ’ εκείνες τις τρελές ιδρωμένες σημαίες, μ ε τον κόσμο τα πάνω κάτω...
Μόνο οι στρατηγοί είχαν ξεχάσει τα πτώματα. Οι άν θρωποι μπορούν να σκέφτονται. Αν είναι φτωχοί και τρο μαγμένοι και πρωταθλητές του κόσμου, είναι ευχαριστη μένοι που είναι πρωταθλητές και δυστυχείς που είναι φτωχοί και τρομαγμένοι. Ίσ ω ς όλα όσα επιθυμούν οι άν θρωποι να είναι μόνο άρτος και θεάματα, αλλά, όπως
υπογραμμίζει ο Μπάγερ το 1978, είχαν πολλά θεάματα και ελάχιστο άρτο. Οι ποδοσφαιρόφιλοι δεν ταυτίζουν νοητικά την εθνική ομάδα με τη χούντα. Επευφήμησαν τους παίκτες και (μερικοί από αυτούς τουλάχιστον) γιουχάρισαν το στρατηγό Βιντέλα όταν εμφανίστηκε σε κά ποιο στάδιο. Πέντε χρόνια μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο οι στρατηγοί αποχώρησαν και ανέλαβε πολιτική κυβέρ νηση. Αν τους είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορού σαν να γλιτώσουν τις καρέκλες τους ξοδεύοντας τα χρή ματα της Αργεντινής στο ποδόσφαιρο, θα πρέπει να υπήρξαν ιδιαίτερα αφελείς. Ο τρόπος που χρησιμοποίη σαν το Παγκόσμιο Κύπελλο δείχνει όχι πόσο μακιαβελι κοί υπήρξαν αλλά πόσο ηλίθιοι. Ή ταν οι ψευτονταήδες στα τελευταία θρανία της τάξης που είχαν πάρει στα χέ ρια τους το μάθημα. Οι στρατηγοί είχαν μια απλή φασιστική άποψη περί κοινωνίας. Μια χώρα πρέπει να είναι ισχυρή και ενωμέ νη. Αν όλοι ζητωκραυγάζουν όλοι μαζί σαν ένας άνθρω πος -εά ν , για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις του στρατη γού Ενσίζο, «υπάρχει μόνο μια σημαία, η σημαία της Αργεντινής-, τότε η χώρα είναι ισχυρή και ενωμένη. Ο τρόπος να πετύχει κανείς αυτή την ιδιαίτερα ευτυχή κα τάσταση πραγμάτων είναι μέσω θριάμβων. Οι θρίαμβοι αυτοί δεν είναι βαρετά επιτεύγματα, όπως, για παράδειγ μα, το να εξασφαλίσεις δουλειά στους ανθρώπους, σπί τια για να μείνουν και ένα σταθερό νόμισμα. Ό χι! θ ρ ία μ β οι είναι στρατιωτικές νίκες ή μεγάλες πατριωτι κές επέτειοι, θ ρ ία μ β ος είναι οτιδήποτε κάνει τους αν θρώπους να ξεχύνονται στους δρόμους ζητωκραυγάζο ντας «Αργεντινή! Αργεντινή!» Συλλέγοντας τον ένα θρίαμβο μετά τον άλλο, ήταν η μία και μοναδική πολιτι κή τακτική των στρατηγών. Οι μεγαλύτεροι θρίαμβοι που προγραμμάτιζαν ήταν η φιλοξενία και η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, καθώς επίσης και η κατάλη-
© © ©
325
326
© © ©
ψη των νησιών Φόκλαντ. Αυτό ήταν ένα και το αυτό πράγμα, τόσο μάλιστα που το τραγούδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου «Vamos Argentina, Vamos a Ganar* (Προχώρει Αργεντινή, Προχώρει και Νίκησε) ξανακούστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Φόκλαντ. (Υπάρχει, επί του προκειμένου, ένας σχετικός παραλλη λισμός με τη Βραζιλία: το εμβατήριο «Pra Frente, Brasil» -Ε μ πρ ός, Β ραζιλία-, γραμμένο για το Παγκόσμιο Κύ πελλο του 1970, έγινε το μουσικό σύμβολο της βραζιλιάνικης στρατιωτικής κυβέρνησης.) «Αυτοί εδώ οι στρατηγοί είναι παιδιά», συμφώνησε ο Γκρέιαμ-Γιολ. Το 1982 οργάνωσαν μια στρατιωτική ει σβολή και πίστεψαν ότι ο κόσμος θα τους καταχειροκρο τούσε! Γιατί ήταν τόσο αφελείς; «Οι στρατιωτικοί μας ποτέ δεν είχαν ανακατευτεί με την πολιτική. Έχουν ανα τραφεί με τη νοοτροπία της δεκαετίας του ’20 πιστεύο ντας το “Δεν έχεις παρά να γαβγίσεις μια διαταγή και όλοι θα κάνουν αυτό που τους λες”. Στο Παγκόσμιο Κύ πελλο είπαν: “Και τώρα ήρθε η ώρα να χαρείτε!” και πί στεψαν ότι όλος ο κόσμος θα ένιωθε χαρούμενος επειδή έτσι τον διέταξαν». Οι στρατηγοί είχαν προγραμματίσει άλλον ένα θ ρίαμ βο για το 1978, όμως αυτός δεν ήρθε ποτέ. Από το 1977 βρίσκονταν σε προστριβές με τη Χιλή εξαιτίας τριών νη σιών στο Μπιγκλ Τσάνελ. (θ α εκπλαγείτε ακούγοντας ότι και οι δύο χώρες επέμεναν ότι τα νησιά ήταν δικά τους.) Έ να διεθνές διαιτητικό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της Χιλής. Η Αργεντινή αρνήθηκε να αποδεχθεί την απόφαση. Η ένταση μεγάλωσε· και στη συνέχεια, τον Ιού νιο του 1978, στα μέσα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο υπουργός Αμυνας της Αργεντινής είπε ότι η χώρα του θα έπραττε τα δέοντα για να επανακτήσει τα νησιά. Η ιδέα ήταν να μεταφραστεί το πατριωτικό αίσθημα που δημιουργήθηκε από το Παγκόσμιο Κύπελλο σε άμε-
ση πολεμική ρήξη. Οι φασιστικές κυβερνήσεις έχουν πά ντοτε στόχο να υπάρχει συνεχής κινητικότητα - τ α πλήθη πρέπει πάντοτε να βρίσκονται στους δρόμους - και έτσι η χούντα προμηθεύτηκε σάκους για πτώματα και ενημέρω σε τα νοσοκομεία να κρατήσουν ελεύθερα κρεβάτια. Ο πόλεμος αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Φ αί νεται ότι η χούντα ψήφισε υπέρ της έναρξης της σύρρα ξης, όμως ο Βιντέλα προέβαλε βέτο. Τότε πλέον η καθο λική Εκκλησία είχε ήδη αρχίσει τις διαμεσολαβήσεις, και στη Λατινική Αμερική δεν είναι πρέπον να αψ ηφάς το Βατικανό. Προς το τέλος του 1978 είχε καταφέρει να επιβάλει κάποια συμφωνία. Η χούντα άρχισε να ψάχνε ται για διαφορετικούς θριάμβους, και το 1982 έδωσε τους νεκρόσακους και τα όπλα που προορίζονταν για τον πόλεμο με τη Χιλή, και ο οποίος δεν έγινε ποτέ, για τα νησιά Φόκλαντς. Από μία άποψη, ο Πόλεμος των Φόκλαντς ανήκει στα απόνερα του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Και λέγεται ότι ένας λόγος για τον οποίο το καθεστώς υπέκυ ψε στη Βρετανία το Μάιο του 1982 ήταν επειδή, διαφο ρετικά, η Αργεντινή θα έπρεπε να μείνει α π ’ έξω από το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ισπανία. Οι στρατηγοί κατάφεραν και φίμωσαν κάθε δημόσια συζήτηση, αν δεν υπολογίσει κανείς τις Μητέρες, αλλά, όπως συμβαίνει στις δικτατορίες, υπήρχε ένα είδος μυ στικού κώδικα διαμαρτυρίας. Αν πιστέψουμε τον Σέζαρ Λουίς Μενότι, προπονητής της Αργεντινής το 1978, εκεί νος διαμαρτυρήθηκε μέσα από τη γλώσσα του ποδο σφαίρου. Ο Μενότι είναι ένας λεπτός μυταράς, μανιώδης κα πνιστής ο οποίος μεγάλωσε στο Ροζάριο, γενέτειρα του Περουβιανού τερματοφύλακα Κουιρόγκα. Είναι μια πό λη με παράδοση ριζοσπαστικής πολιτικής και στιλάτου ποδοσφαίρου, και ο Μενότι κληρονόμησε και τα δύο το-
® © ®
327
328
© © ©
πικά χαρακτηριστικά. Για τον Μενότι το ποδόσφαιρο αποτελεί μια μορφή τέχνης, και κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 με ροζαριανό παιχνίδι παιγμένο από άντρες όπως ο Ρικάρντο Βίλα, ο Οοβάλντο Αρντίλες και ο Μάριο Κέμπες - αν και όχι από τον Ντιέγκο Μαραντόνα, προς μεγάλη θλίψη του δεκαεφτάχρονου. «Είναι μια εκδήλωση τιμής απέναντι στο παλιό αγαπημένο αργεντίνικο παιχνίδι», είπε ο Μενότι μετά τον τελικό. Ή ταν ένα είδος κωδικοποιημένης διαμαρτυρίας. Νικώντας την Ολλανδία, ο ριζοσπάστης εμφανίστηκε να έχει σώσει τους στρατηγούς- όμως, όταν μπορούσε πλέον να το κάνει με κάθε ασφάλεια, ο Μενότι ισχυρί στηκε το αντίθετο. Δεχόταν συχνά επιθέσεις, γράφει στο Futbol sin trampa («Ποδόσφαιρο χωρίς τρικ») επειδή είχε διατελέσει προπονητής της Αργεντινής κάτω από ένα τυ ραννικό καθεστώς, πράγμα το οποίο «ερχόταν σε αντίθε ση με τον τρόπο ζωής μου». Τι όμως θα μπορούσε να έχει κάνει; «Να προπονώ ομάδες που έπαιζαν κακό παι χνίδι, που βάσιζαν τα πάντα πάνω σε βρόμικα τρικ, που πρόδιδαν τα αισθήματα του λαού; Ό χ ι, και βέβαια όχι». Το αμυντικό ποδόσφαιρο, όπως και η δικτατορία, φυλα κίζει το ελεύθερο πνεύμα. Αντίθετα, γράφει ο Μενότι (ή μάλλον ο Κάρλος Φερέιρα που έγραφε γι’ αυτόν), παίζο ντας ελεύθερο δημιουργικό ποδόσφαιρο, η ομάδα του όχι μόνο αναβίωσε το αργεντίνικο ποδόσφαιρο, όπως εί χε υπάρξει κάποτε, αλλά και τη μνήμη μιας ελεύθερης δημιουργικής Αργεντινής. Είναι εύκολο να ειρωνεύεται κανείς τη δήλωση αυτή. Εν πρώτοις, ο Μενότι ακούγεται σαν ένας άνθρωπος που προσπαθεί απελπισμένα να απολογηθεί για το ότι κέρδι σε το Παγκόσμιο Κύπελλο: δεν παραδέχεται ότι το νίκη σε για λογαριασμό των στρατηγών. Επίσης ο Αρντίλες τον επαίνεσε ακριβώς επειδή κατάφερε να διδάξει πει θαρχία στους παίκτες του. «Πολλοί Αργεντινοί, Νοτιοα-
μερικανοί δε νοιάζονται για το ψωμί αλλά μόνο για τη μαρμελάδα με την οποία το αλείφεις», εξήγησε ο προπο νητής της Σπερς. Και οι Αργεντινοί συνέχιζαν να παίζουν διάφορα τρικ. Η ομάδα του Μενότι περιλάμβανε μερι κούς παραδοσιακούς χασάπηδες και κάνα δυο από τους παίκτες επονομάζονταν «Φονιάδες»· το Περού είχε εξα γοραστεί· και φαίνεται ότι, κατόπιν διαταγών της χού ντας, οι παίκτες είχαν ντοπαριστεί με ενέσεις. Κάποια πηγή αναφέρει ότι ο Μάριο Κέμπες και ο Αλμπέρτο Ταραντίνι μετά το ματς με το Περού ήταν ακόμη τόσο φτιαγμένοι που χρειάστηκε να τρέξουν ακόμη μια ώρα πριν μπορέσουν να έρθουν στα ίσια τους, και ότι ο Οκάμπο, το παιδί που ήταν υπεύθυνος νεροκουβαλητής για τις εξετάσεις της ομάδας, εμφανίστηκε να έχει πάρει ού ρα για ανάλυση από τους περισσότερους παίκτες της ομάδας· αν και θα πρέπει να είχαν συμβάλει και άλλοι στη συλλογή, γιατί μετά τον τελικό μία από τις αναλύσεις έδειχνε ότι κάποιος από τους παίκτες έπρεπε να είναι οπωσδήποτε έγκυος. Οι Ολλανδοί έφυγαν λέγοντας ότι η Αργεντινή μόνο στην Αργεντινή θα μπορούσε να κερδί σει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το τελικό επιχείρημα κατά του Μενότι είναι ότι οι ίδιοι οι στρατηγοί του είχαν ζητήσει να παίξει ανοιχτό ποδό σφαιρο. Βοηθούσε από άποψη δημοσίων σχέσεων, και τα λόγια του περί παραδοσιακού αργεντίνικου στιλ ταίρια ζαν με τις δικές τους απόψεις περί επιρροής ξένων ιδεών και κομουνισμού. Η Αργεντινή ήταν η σπουδαιότερη χώ ρα στον κόσμο, και το Παγκόσμιο Κύπελλο το είχε απο δείξει. Εντούτοις ο Μενότι συνεχίζει να διαμαρτύρεται: κατ’ αυτόν η δικτατορία είναι σατανική, όπως και το στιλ του παιχνιδιού που υποστήριζε ο Κάρλος Μπιλάρντο. Ο μενοησμός και ο μηύαρντισμός είναι δύο εντελώς αντίθετες προσεγγίσεις ζωής.
@ @ ®
329
330
© © ©
Ο Μ πιλάρντο έχει κι αυτός μεγάλη μύτη και έχει κερδί σει επίσης κι εκείνος ένα Παγκόσμιο Κύπελλο για την Αργεντινή, το 1986, αλλά στο σημείο αυτό σταματούν και οι ομοιότητές του με τον Μενότι. Γόνος καλής οικογένειας και, όπως ο Κρίπεν, διπλωματούχος γιατρός, ο Μπιλάρντο έπαιζε το δικό του είδος ποδοσφαίρου με την Εστου/τιάντες, μια ομάδα θρυλική για μια κάποια έλλειψη αρι στοκρατικής λεπτότητας. «Προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε ό,τι ήταν δυνατό γύρω από τους αντιπάλους μας, καθέναν ξεχωριστά, τις συνήθειές τους, το χαρακτήρα τους, τις αδυναμίες και ακόμη και λεπτομέρειες της ιδιω τικής τους ζωής, έτσι ώστε να μπορούμε να τους εκνευρί ζουμε στο παιχνίδι, να τους κάνουμε να αντιδράσουν και να διακινδυνεύσουν, έτσι, να αποβληθούν από τον αγώ να», εξήγησε ο Χουάν Ραμόν Βερόν, ένας άλλος παίκτης της Εστουντιάντες της δεκαετίας του ’60. Η φήμη της Εστουντιάντες απλώθηκε μέχρι και την Ευρώπη, επειδή, από το 1968 μέχρι το 1970, η συμμορία ήταν πρωταθλήτρια Νότιας Αμερικής και έπαιξε τρομακτικούς τελικούς στο Παγκόσμιο Κύπελλο Πρωταθλητριών εναντίον της Μίλαν, της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της Φέγενορντ. Η αργεντίνικη ομάδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, οι παίκτες της οποίας φάνηκαν στον Αλφ Ράμσι ως «Κτή νη», αποτελούσε μέρος του ίδιου κύματος. «Ή ταν πολύ έξυπνος», λέει για τον Μπιλάρντο ο Γουίμ βαν Χάνεγκεμ της Φέγενορντ. «Ένας αδύνατος και κο ντός τύπος, αλλά εξαιρετικά επιδέξιος. Κακός; Ναι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά δε με ένοιαζε και τόσο πολύ. Αυτό που ήταν λιγότερο ευχάριστο ήταν ότι συνήθιζε να φτύ νει. Δεν μπορώ να το υποφέρω καθόλου, προτιμώ να με κλοτσήσουν». Παίζοντας εναντίον της Φέγενορντ, ο Μπιλάρντο άρπαξε κάποτε τα γυαλιά του Τζουπ βαν Ντελ. Σήμερα ισχυρίζεται: «Δεν το θυμάμαι αυτό». Και προφα νώς δεν το θυμάται.
Ο δρ Μπιλάρντο έγινε προπονητής της Αργεντινής και έστησε μια σκληρή ομάδα. Η Αργεντινή κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1986 και έφτασε μέχρι τον τελι κό το 1990, αλλά στο άσχετο μάτι έμοιαζε με συμμορία του δρόμου. Ίσ ω ς η πράξη που προσδιόριζε αυτή την ομάδα ήταν το διά «Χειρός του θεού» γκολ του Μαραντόνα: ένα κλασικό κόλπο των παικτών της Εστουντιάντες, εκτός από το ότι κανείς από τους παίκτες της Εστουντιάντες δε θα έμπαινε στον κόπο να δώσει κάποια εξήγηση. Ή ταν ποδόσφαιρο τύπου Μπιλάρντο, αν και ο ίδιος αρνείται να δεχτεί ότι αυτό το στιλ παιχνιδιού έχει οποιεσδήποτε ιδεολογικές συσχετίσεις. Πιστεύει ότι το ποδόσφαιρο είναι απλώς ποδόσφαιρο και ότι στο ποδό σφαιρο το μόνο που μετράει είναι να κερδίσεις. «Ντρέπομαι ως Αργεντινός», δήλωσε ο Μενότι το 1990, «γιατί αυτό που βλέπω να δείχνει η χώρα μου σε τούτο το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν έχει να κάνει καθόλου με τον αληθινό μας χαρακτήρα. Παντού», συνέχισε, «στη φιλολογία, στην τέχνη, στο ποδόσφαιρο μπορείς κατά κάποιο τρόπο να διακρίνεις δύο διαφορετικές σχολές. Μία είναι εκείνη που δίνει μεγάλη σημασία στην αισθη τική άποψη, και η άλλη εκείνη που καταρρακώνει την ομορφιά. Αυτή εδώ η Αργεντινή μοιάζει σαν σκοτεινό κι νέζικο αδιέξοδο». Ο Μενότι είχε αρχίσει να γίνεται ολίγον αμπελοφιλό σοφος και, με τους στρατηγούς πίσω στη Στρατιωτική τους Ακαδημία, το αργεντίνικο ποδόσφαιρο δεν αποτελεί πλέον εναλλακτικό μέσο άσκησης πολιτικής· όμως τον Ιανουάριο του 1993, όταν η Τενερίφ συναντήθηκε με τη Σεβίλη στο ισπανικό πρωτάθλημα, παρατηρήθηκε ένα τελικό επεισόδιο μενοησμον εναντίον μηύαρντισμον. Ο Μπιλάρντο ήταν ήδη τότε με τη Σεβίλη, όπου και είχε χτίσει ακόμη μια ομάδα από μια βιντεοταινία του Βίνι Τζόουνς. Μάζεψαν σωρηδόν τα φάουλ, και κατά τη
© © ©
331
332
© © ©
διάρκεια ενός παιχνιδιού, μπροστά στις τηλεοπτικές κά μερες, ο Μπιλάρντο επιτέθηκε σκαιότατα στο φυσιοθε ραπευτή της ομάδας του επειδή περιποιήθηκε κάποιον τραυματισμένο αντίπαλο. Η ομάδα της Σεβίλης περιλάμ βανε δυο Αργεντινούς: τον Μαραντόνα και τον Σιμεόνε. Ο νέος Μενότι ήταν ο προπονητής της Τενερίφ Χόρχε Βαλντάνο. Αρθρογράφος της σοβαρής ισπανικής εφημε ρίδας El Pais, ο Βαλντάνο αγαπά το ποδόσφαιρο παρόλο ότι έπαιξε για τον Μπιλάρντο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Στην ομάδα του, την Τενερίφ, υπήρχαν τρεις Αργεντινοί: Ρεντόντο, Πίτζι και Ντερτίτσια. 'Οταν ουναντήθηκαν οι δύο ομάδες, όλος ο Τύπος του Μπουένος Άιρες παράτησε τα πάντα και πέταξε για να πα ρακολουθήσει το παιχνίδι. Ό λοι τους ήταν έτοιμοι για το πιο βρόμικο παιχνίδι από την εποχή της Μάχης του Χάιμπερι, και ο Μαραντόνα απέτυχε να ηρεμήσει την κατά σταση. Είπε στους δημοσιογράφους ότι δεν επρόκειτο να συγχωρήσει ποτέ τον Ρεντόντο. Γιατί όχι; Κάποτε, πριν από χρόνια, εκείνος ο Σατανάς δεν είχε συμμετάσχει σ’ ένα διεθνή φιλικό αγώνα για να πάει να δώσει εξετάσεις. Έ φτασε η μέρα του ματς, και δεν ήταν πλέον τόσο πολύ μενοτιομός εναντίον μηιλαρντιομον, όσο μηάαρντισμός και από τις δύο πλευρές. Η Τενερίφ κέρδισε 3-0 χάρη σε δύο πέναλτι, όπου σκοράρισε και στα δύο ο Π ίτσι- βγή καν 13 κίτρινες κάρτες, καθώς και τρεις κόκκινες, μία για τον Πίτσι και μία για τον Μαραντόνα, ο οποίος προ σπάθησε να κάνει τον Ρεντόντο να αποβληθεί από το παιχνίδι· ένας καβγάς με αναμεμειγμένο τον Μπιλάρντο και μια συνάντηση μεταξύ Σιμεόνε και αξιωματικών της αστυνομίας έκαναν τον κυβερνήτη της Τενερίφ να διατά ξει ειδική έρευνα. Ο Μπιλάρντο αποκάλεσε τον Βαλντά νο «κλέφτη με λευκά γάντια». Ο Βαλντάνο είπε: «Είναι ενδεικτικό ότι, παρά το γεγονός ότι οδήγησε τη χώρα του δύο φορές σε τελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο
Μπιλάρντο θεωρείται ως ο υπ’ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος για το αργεντίνικο ποδόσφαιρο. Ιντεπεντιέντε-Χιουρακάν ήταν το πρώτο παιχνίδι στη σεζόν πρωταθλήματος 1993 της Αργεντινής. Οι παίκτες μπήκαν μέσα στον αγωνιστικό χώρο υπό καταιγισμούς βεγγαλικών, ένα μάτσο από τα οποία πετάχτηκε κατευ θείαν επάνω τους - το στάδιο της Ιντεπεντιέντε είναι συ μπαγές, και οι οπαδοί της σαλεμένοι. Το παιχνίδι ξεκί νησε και οι ομάδες άρχισαν να πηγαινοφέρνουν την μπά λα μπρος πίσω δίχως στόχο και σκοπό, μέχρις ότου, στο όγδοο λεπτό, ο Χιουγκο Περέζ της Ιντεπεντιέντε έκανε ένα μακρινό σουτ και την έστειλε στα δίχτυα μακριά από το δοκάρι, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ακόμη πε ρισσότερα βεγγαλικά. Ό χ ι πολύ αργότερα ο αριστερός χαφ της Χιουρακάν έδωσε μια πάσα με το έξω μέρος του δεξιού του παπουτσιού προς τον σέντερ φορ της ομάδας του, ο οποίος και έστειλε την μπάλα πάνω από τον τερ ματοφύλακα της Ιντεπεντιέντε και μέσα στα δίχτυα. Ή ταν ένα εκπληκτικό γκολ, και πολύ τίμιο, όμως κανέ νας παίκτης δε νοιάστηκε να διαμαρτυρηθεί όταν το ακύρωσε ο διαιτητής. Ελάχιστα λεπτά αργότερα η μισή ομάδα όρμησε ξαφνικά και άρχισε να απειλεί τον επό πτη γραμμών όταν έδωσε ένα αμφισβητήσιμο οφσάιντ. Η Ιντεπεντιέντε προηγήθηκε 2-0, όμως το παιχνίδι σταμάτησε για λίγο, όση ώρα οι οπαδοί της πετούσαν διάφορα πράγματα στον τερματοφύλακα της ομάδας τους Λουίς Ίσλας. Μετά από λίγα λεπτά ο διαιτητής επα νέφερε τον Ίσ λας στη θέση του και το παιχνίδι συνεχί στηκε, αν και το ίδιο ακριβώς έγινε όταν εκσφενδονίστη καν αντικείμενα. Τότε ο Κρουζτης Χιουρακάν έκανε φάουλ στον Γκουιγέρμο Λοπέζ της Ιντεπεντιέντε, και με αξιοθαύμαστη ευθύτητα του έριξε μια γροθιά στο στομά χι. Επακολούθησε πραγματική μάχη με ανθρώπους να δέρνονται μεταξύ τους, μετά από την οποία ο Κρουζ και
© ® ®
333
334
© © ©
ο Μόας της Ιντεπεντιέντε πήραν κόκκινες κάρτες. Η Ιντεπεντιέντε νίκησε 3-1. Ρώτησα τον Αοπέζ, θύμα του φάουλ του Κρουζ, γιατί το παιχνίδι ήταν τόσο βίαιο. Εξήγησε ότι οι Χιουρακάν δεν ξέρουν να χάνουν: «Στο πρώτο ημίχρονο έγιναν επά νω μου πέντε βίαια τάκλιν: δύο στους αστραγάλους μου, τρία στο αριστερό μου γόνατο, δύο από αυτά τα πέντε όσο ακόμη το σκορ ήταν 2-0. Στο δεύτερο ημίχρονο μου έκαναν άλλα δύο βίαια τάκλιν». Πρόσθεσε ότι ο διαιτη τής δεν έπρεπε να αποβάλει τον Κρουζ και τον Μόας. Σε κάποιο πάρκο του Μπουένος Άιρες επρόκειτο να γίνουν τα αποκαλυπτήρια ενός αγάλματος, για να εορτα στεί η εκατονταετία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου. Π α ρόλο που οι εφημερίδες είχαν προαναγγείλει την εκδή λωση, οι μόνοι θεατές ήταν δύο γηραλέοι άντρες, δύο μι κρά κορίτσια, εγώ και δύο Άγγλοι φίλοι. Στις εφτά η ώρα καμιά δεκαριά γέροι με κουστούμια ξεπρόβαλαν από το κτίριο της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Αργεντινής και άρχισαν τις αλληλοχαιρετούρες. «Βλέπονται κάθε μέ ρα μεταξύ τους», εξήγησε ένα από τα κοριτσάκια, «όμως τους αρέσει να κάνουν όλη αυτή την επίδειξη με χαιρετούρες, φιλιά κι αγκαλιάσματα». Το θέαμα ηλικιωμένων αντρών που αγκαλιάζονταν μεταξύ τους μπροστά από μια φιγούρα καλυμμένη με ένα σεντόνι κατάφερε να προσελκύσει μόνο τρεις ακόμη ανθρώπους. Οι Αργεντι νοί είναι συνηθισμένοι στις τελετές: μπροστά από ένα παραπλήσιο δέντρο βρισκόταν μια πλάκα προς τιμήν των δέντρων. Οι μηόμηος (η λέξη του Ρουντ Γκούλιτ έμοιαζε να τους ταιριάζει γάντι) ξεμπλέχτηκαν σε λίγο ο ένας από την αγκαλιά του άλλου και έκαναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου. Ή ταν μια πολύ ξεκάθαρη, σε φυσικό μέγεθος, μπάλα του ποδοσφαίρου επάνω σ’ ένα βάθρο. «Ο γιος
μου είναι ο γλύπτης που το έφτιαξε!» φώναξε ο ένας μηόμηο, και όλοι άρχισαν να φωτογραφίζονται μεταξύ τους
για 20 λεπτά περίπου. Ρώτησα το κοριτσάκι αν κανένας από αυτούς ήταν κάποιος διάσημος πρώην ποδοσφαιρι στής, όμως εκείνο απάντησε πως όχι. Έ νας από τους γηραλέους θεατές έδειξε προς το μέ ρος μας και φώναξε: «Εσείς μας διδάξατε ποδόσφαιρο το 1893!», εννοώντας ότι οι Άγγλοι ήταν αυτοί που τους το δίδαξαν. Αυτό είναι αλήθεια για όλες σχεδόν τις χώρες στον κόσμο, όμως οι Αργεντινοί το ξέρουν καλύτερα από τις περισσότερες. Υπάρχουν φορές που η Αργεντινή μπο ρεί να δίνει την εντύπωση τέως βρετανικής αποικίας, μια ισπανόφωνη έκδοση της Αυστραλίας ή της Ινδίας. 'Οταν η Αργεντινή επιβλήθηκε για πρώτη φορά της Αγγλίας με 3-1 το 1953, κάποιος πολιτικός αναφώνησε: «Εθνικοποι ήσαμε τους σιδηροδρόμους και τώρα εθνικοποιούμε το ποδόσφαιρο!». Πολύ πριν από τα Φόκλαντς, η Αγγλία ήταν η χώρα την οποία επιθυμούσαν περισσότερο να κερδίσουν οι Αργεντινοί, και, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ήταν πολύ εύκολο για τους στρατηγούς ν’ ανάψουν τα αί ματα στον κόσμο. Έ να αυτοκόλλητο που τυπώθηκε ειδι κά για τη σύρραξη έδειχνε τον μικρό Γκαουτσίτο, μασκότ του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978, να ποζάρει με το πόδι του πάνω σ’ ένα κακομοιριασμένο βρετανικό λέ οντα. Και το 1986 οι περισσότεροι Αργεντινοί ένιωσαν ότι το γκολ που μπήκε με το Χέρι του θ εο ύ ήταν ό,τι ακριβώς άξιζε στην Αγγλία. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η αγγλοφιλία αποικια κού τύπου. Συνάντησα μια γυναίκα που είχε ζήσει για λίγο στο Ρικμάνσγουερθ στη δεκατία του ’70, και η οποία έκτοτε είχε περάσει χρόνια ολόκληρα με το να το σκέφτεται. Αυτό που της έλειπε περισσότερο, είπε, ήταν οι ευγενικοί άνθρωποι και ο πολύ ωραίος αγγλικός καιρός. Είχε ξαναγυρίσει έκτοτε στην Αγγλία για επίσκεψη; Αναστέναξε:
® © ©
335
336
© © ©
«Δεν μπορώ να πάω πίσω έστω και για επίσκεψη, γιατί τό τε δε θα άντεχα να ξαναφύγω και να γυρίσω να ζήσω εδώ». Κάποτε υπήρχαν εδώ δεκάδες χιλιάδες Βρετανοί. Πολλοί παρέμειναν και μεταβλήθηκαν σε Αγγλοαργεντινούς. Το παρελθόν διατηρείται στα ονόματα ποδοσφαιρι στών όπως Χοσέ-Αουίς Μπράουν, και πιθανόν Ντάνιελ Κίλερ, ενώ στους Αργεντινούς Τζούνιορς συνάντησα κά ποιον Κάρλος Πατρίτσιο Μακάλιστερ, τον κοκκινομάλλη εγγονό κάποιου Ιρλανδού, να παίζει κακό ποδόσφαιρο. Αυτό είναι το ένα άκρο της κοινωνικής κλίμακας. Στο άλλο άκρο, μέσα στο κακομοιριασμένο, γεμάτο κάπνα Μπουένος Άιρες, εξακολουθεί να ζει η Βρετανία των εδουαρδιανών χρόνων. Το κομψότερο κλαμπ στην πόλη είναι το Τζόκι Κλαμπ* το τεϊοποτείο του συρμού στην Κάλε Φλόριντα είναι το Ρίτομοντ· και μπορείς να συνα ντήσεις Αγγλοαργεντινούς με τις παλιομοδίτικες προφο ρές τους στο Club Ingle's. Παίζουν πόλο, ράγμπι, κρίκετ και τένις επί χόρτου (στα μόνα γήπεδα τένις με χόρτο της Νότιας Αμερικής) στα περίχωρα του Χέρλινχαμ. Η κατοικία του Βρετανού Πρέσβη, που έβραζε στη ζέστη του Φεβρουάριου, αποτελεί μέρος της Αγγλο-Αργεντινής. Το χολ της εισόδου είναι μία από αυτές τις χαρα κτηριστικά βρετανικές αίθουσες, οι οποίες είναι τόσο με γαλειώδεις, ώστε δε διαθέτουν καθίσματα, και επί 15 λε πτά στεκόμουν όρθιος περιμένοντας μαζί με ένα Βρετα νό διπλωμάτη. Εκτός από εμένα υπήρχε ένα μόνο πράγ μα που έμοιαζε να μην ταιριάζει μέσα σ’ αυτή την αίθου σα: ήταν η τελευταία εγγραφή στο βιβλίο των επισκεπτών του Πρέσβη, ανοιχτό πάνω στο τραπέζι, η οποία έλεγε: «Τσάρλτον, Μπόμπι και Νόρμα, Μάντσεστερ. Π εριμέ ναμε την άφιξη του Μπόμπι Τσάρλτον. Ο Τσάρλτον είχε έρθει στην Αργεντινή για να προω θήσει την υποψηφιότητα του Μάντσεστερ για τους Ολυ μπιακούς, και το προηγούμενο βράδυ, σε κάποια εξοχι-
κή έπαυλη, στα προάστια του Μπουένος Αιρες, ένας Μπόμπι Τσάρλτον XI, φορώντας ένα Μάντοεοτερ 2000 μπλουζάκι, είχε αναλάβει μια ομάδα στην οποία ο πρόε δρος Μένεμ έπαιζε στη θέση του αρχηγού. Στη σειρά Το Μεγαλύτερο Παιχνίδι της τηλεόρασης του Γιόρκσαϊρ υπάρ χει μια σκηνή όπου το τηλεοπτικό συνεργείο συναντιέται με τον Μένεμ, ο οποίος περιμένει στο αεροδρόμιο Εζέιζα να υποδεχτεί τον Πρόεδρο του Ισραήλ. Καθώς προσγει ώνεται το αεροπλάνο, εκείνος λέει στο τηλεοπτικό συνερ γείο: «Το ποδόσφαιρο είναι αυτό που με φορμάρισε φυ σικά και μου έδωσε πολύ μεγάλη πνευματικότητα». Τον ρωτούν αν ονειρεύτηκε ποτέ να παίξει για την Αργεντινή. «Όλα τα παιδιά έχουν κάποιο όνειρο. Αυτό ήταν και το δικό μου όνειρο όταν ήμουν παιδί». Μόνο ως Πρόεδρος είχε καταφέρει να υλοποιήσει το όνειρό του, παίζοντας ως αρχηγός της Αργεντινής σε ένα φιλανθρωπικό παιχνί δι παρουσία 55.000 φιλάθλων. Η διπλωματική μου πηγή είχε παίξει για τον Τσάρ λτον εναντίον του Μένεμ. Μου το είπε με χαιρέκακη από λαυση. Ο Πρόεδρος, αποφασισμένος να μη χάσει η ομά δα του, είχε επιστρατεύσει μερικούς πρώην επαγγελματίες παίκτες. «Κι εμείς ήμασταν ένα μάτσο μπιρόφιδα που δεν είχαν παίξει ποδόσφαιρο για χρόνια!» Ευχόμουν να είχα μάθει έγκαιρα ότι θα γινόταν αυτό το παιχνίδι για να μπορέσω να πάρω κι εγώ μέρος στην ομάδα. Αρχι κά ο νούμερο XI της ομάδας του Μένεμ είχε τσαλαπατήσει τον αντίστοιχο του Τσάρλτον, στο δεύτερο όμως ημί χρονο είχαν δώσει στους Εγγλέζους τους καλύτερους παί κτες τους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να σκοράρουν μανιωδώς. «Ο τύπος αυτός που δεν είχε καμιά σχέση με την Πρεσβεία και δε μιλούσε ούτε λέξη αγγλικά», μουρμού ριζε θρηνητικά ο διπλωμάτης. «'Οταν αρχίσαμε σχεδόν να τους φτάνουμε, ο Μένεμ ανησύχησε πολύ και άρχισε να ξεφωνίζει σε όλους. Το πήρε πολύ σοβαρά». Ποιος
@ © ©
337
338
© @ ©
κέρδισε; Κέρδισαν εκείνοι με 14-7 περίπου. Πώς ήταν ως παίκτης ο Μένεμ; «Τραγικός. Στην ουσία, υποθέτω ότι για έναν εξηνταδυόχρονο άντρα δεν ήταν και τόσο κακός. Δεν κουνιέται καθόλου. Απλώς στέκεται στο κέ ντρο και οι συμπαίκτες του οδηγούν την μπάλα στα πό δια του κι αυτός δίνει κάτι πραγματικά ασφαλείς πάσες στους τύπους που στέκονται πλάι του». Ό σ η ώρα περιμέναμε, ο Τσάρλτον όργωνε την πόλη, δίνοντας συνεντεύξεις και συναντώντας ακόμη μία φορά τον Μένεμ. Ο διπλωμάτης παραπονέθηκε: «Είναι καθα ρή τρέλα. Ο Ντάγκλας Χερντ, ο υπουργός Εξωτερικών, ήταν εδώ πριν από μερικές εβδομάδες και κατάφερε να συναντήσει τον Μένεμ μόνο για 40 λεπτά της ώρας. Μετά εμφανίζεται ξαφνικά ο Μπόμπι Τσάρλτον και κανονίζει να έχει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μαζί του, και δείπνο μετά, και κατόπιν ακόμη μια ώρα συνάντησης σήμερα το πρωί. Αυτό σου δείχνει καθαρά ποιες είναι οι προτεραιό τητες σε τούτη την πόλη». Ίσ ω ς θα έπρεπε να κάνουμε υπουργό Εξωτερικών τον Τσάρλτον ή ίσως τον Γκάζα. Ο αργεντίνικος ποδοσφαιρικός Τύπος αδημονούσε εξίσου να συναντήσει τον Τσάρλτον, όσο και ο ίδιος ο Πρόεδρος. Την επομένη του παιχνιδιού ΑργεντινήςΒραζιλίας, ο Τσάρλτον είχε δώσει μια συνέντευξη Τύπου στην οποία είχε παραπονεθεί για παίκτες που συζητού σαν με το διαιτητή. «Παίζω ποδόσφαιρο πολύ πριν ακό μη γεννηθεί ο Μαραντόνα», είπε, «και ποτέ μέχρι σήμε ρα δεν είχα δει διαιτητή ν’ αλλάζει την απόφασή του εξαιτίας διαμαρτυριών των παικτών». Οι εφημερίδες αγνόησαν την επίθεσή του σ’ αυτό το τοπικό έθιμο, ωστό σο όλες ανέφεραν τη δήλωση του Τσάρλτον γύρω από το θέμα του παίκτη του αιώνα: πίστευε ότι ο Ντι Στέφανο ήταν καλύτερος από τον Μαραντόνα. Η συζήτηση ήταν άνευ νοήματος. Ο Τσάρλτον έφτασε κάποια στιγμή εξαντλημένος, αλ-
λά έτοιμος για μια κουβεντούλα στη βεράντα. Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, ντυμένος με το σπορ σακάκι και το γκρίζο φανελένιο παντελόνι του, ένας γεροδεμένος άντρας, ένας ποδοσφαιριστής με πολιτικά. Έ νας σερβι τόρος μάς σερβίρισε ποτά. Για λόγους ευγένειας ρώτησα πρώτα τον Τσάρλτον για την υποψηφιότητα του Μάντσεστερ για τους Ολυμπιακούς, αλλά ήταν πολύ κουρασμέ νος και βαριεστισμένος για να σχηματίσει ολόκληρες προτάσεις: «Το σπίτι μου για 40 χρόνια... Ο καιρός είναι πολύ ωραίος το καλοκαίρι... Αεροδρόμιο... Πρωτοπορία στους σιδηροδρόμους, στα κομπιούτερ». Τον ρώτησα για τον Μένεμ και κάπως ζωντάνεψε. «Είναι ένας πολύ ευφυής ποδοσφαιριστής. Αναγκάζεσαι συχνά να παίζεις με παίκτες που δεν έχουν την ποιότητα των επαγγελματιών και προσπαθούν να κάνουν πράγμα τα που δεν μπορούν να τα κάνουν. Ο Μένεμ δεν είναι τέ τοιος - έπαιξε απλά. Δεν πιάστηκε ποτέ να μονοπωλεί την μπάλα, και την άφηνε όποτε χρειαζόταν. Αν λάβουμε υπόψη ότι είναι Πρόεδρος μιας χώρας που έχει προφα νώς πολλά άλλα πράγματα να κάνει εκτός από το να παί ζει ποδόσφαιρο, ομολογώ ότι με εντυπωσίασε». Αρνήθη κε ότι αυτό που είπε ήταν μια διπλωματική απάντηση και τον πίστεψα: ο Τσάρλτον παίρνει το ποδόσφαιρο πο λύ στα σοβαρά για να κάνει κάτι τέτοιο. Είχε συναντήσει ποτέ του άλλους αρχηγούς κρατών που αγαπούσαν το ποδόσφαιρο; «Πολλοί από τους αρχη γούς των αφρικανικών κρατών αγαπούν το ποδόσφαιρο σε πολλές περιπτώσεις είναι το μόνο σπορ που υπάρχει σ ’ αυτές τις χώρες. Ο Πρόεδρος της Γκάνας, ο Πρόεδρος της Κένυας, οι αρχηγοί μερικών βορειοαφρικανικών κρατών, ο Πάπας...» «Ο αδερφός σας ο Τζακ συνάντησε τον Πάπα», είπα γελώντας, και είπε ότι ήταν πιο κοντός από όσο τον περίμενε. Ο Τσάρλτον κατένευσε πολύ σο βαρά - οι πληροφορίες μου ήταν σωστές.
@ © @
339
340
© © ©
Τον ρώτησα για την περιοδεία της οποίας είχε ηγηθεί στη Νότια Αφρική την εποχή του απαρτχάιντ. «Παίξαμε τους Κάιζερ Τσιφς στο Σοβέτο, και αυτή ήταν μια από τις καλύτερες μέρες που γνώρισα ποτέ. Μας νίκησαν 2-1, όμως ήταν ένα πολύ ισάξιο παιχνίδι και παρά λίγο να φέ ρουμε ισοπαλία. Μας έκαναν να νιώσουμε ιδιαίτερα κα λοδεχούμενοι! Υπήρχαν, πες, μόνο 20 λευκοί στο Σοβέτο εκείνη την ημέρα, και ο κόσμος ήταν πολύ ευχαριστημέ νος που μας έβλεπε. Ουσιαστικά, στο τέλος, μας σήκω σαν στους ώμους τους και προσπάθησαν να μας πάρουν μαζί τους. Έ π ρ επε να κάνουμε αγώνα για να μπορέσου με να ξεφύγουμε και να φτάσουμε στο λεωφορείο μας». Τι συζήτησε με τον Μένεμ όταν τον συνάντησε το πρωί; «Γενικά περί αθλητισμού και με ρώτησε επίσης αν ο Μαραντόνα είναι καλύτερος από τον Ντι Στέφανο». Στα μάτια του θεο ύ ακόμη και ένας αρχηγός κράτους δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν απλό ποδοσφαιρόφιλο. Και μήπως ο Τσάρλτον είχε πει ότι ήταν καλύτε ρος ο Ντι Στέφανο; «Για το μυαλό του. Είναι ο παίκτης με το περισσότερο μυαλό που έχω συναντήσει ποτέ». Ο Μένεμ είχε δείξει να είναι γνώστης των αθλητικών πραγ μάτων της Βρετανίας, και ο Τσάρλτον τον είχε προσκαλέσει στο Μάντσεστερ να παίξει γκολφ και να κάνει όλα τα άλλα πράγματα που αγαπά να κάνει. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Νιώθω πως ξεπέρασα την ώρα που είχα με στη διάθεσή μας. Στο Γουάιτχολ οι κυβερνητικοί πα ράγοντες πρασίνισαν από τη ζήλια τους. Ο Μένεμ είναι φίλαθλος, είναι όμως επίσης και πολι τικός. Στα θέματα αθλητισμού ακολουθεί το παράδειγμα του προέδρου Μάο. Κάποια μέρα το 1966 το Κινεζικό Πρακτορείο Ειδή σεων ανέφερε ότι ο πρόεδρος Μάο Τσε Τουνγκ «ήταν ήρεμος και γαλήνιος αφού κολύμπησε στον ποταμό Γιάν-
γκτοε στις 16 Ιουλίου, καλύπτοντας απόσταση 14,5 χιλιο μέτρων. Αυτό άφηνε να εννοηθεί ότι ο Μάο, αντίθετα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν, δεν ήταν ούτε παράλυτος ούτε νεκρός. Επίσης, ο χρόνος τον οποίο έδιναν υπονοού σε ότι, στην ηλικία των 75 ετών, είχε σπάσει το παγκό σμιο ρεκόρ απόστασης. Ακόμη και τη στιγμή που έσπαγε το ρεκόρ αυτό, ο Μάο δεν έπαψε να βοηθά τον κινεζικό λαό. «Καθώς κολυμπούσε, σχίζοντας τα κύματα», ανέφε ρε το πρακτορείο, «συνέχισε να κουβεντιάζει με αυτούς που βρίσκονταν γύρω του, και, όταν ανακάλυψε ότι μια νεαρή γυναίκα που κολυμπούσε πολύ κοντά του ήξερε μόνο πρόσθιο, της έμαθε πώς να κολυμπά ύπτια». Αυτή είναι η περίπτωση ενός κυβερνήτη που παριστά νει τον σπόρτσμαν για να αποδείξει ότι δεν είναι νεκρός. Συνήθως οι πολιτικοί ηγέτες επιδίδονται δημόσια στα σπορ για έναν άλλο λόγο: για να αποδείξουν ότι είναι κι αυτοί κοινοί, συνηθισμένοι άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του για την Αμερικανική Προεδρία, ο Μπιλ Κλίντον και ο Αλ Γκορ φωτογραφί στηκαν να κλοτσάνε μπρος πίσω μια μπάλα ποδοσφαί ρου. Στη Βραζιλία είναι γνωστό ότι οι πολιτικοί εμφανί ζονται στην προεκλογική τους καμπάνια φορώντας τα φανελάκια δημοφιλών ποδοσφαιρικών ομάδων. Ο Αγγλος πολιτικός ηγέτης ο Τζον Μέιτζορ εμφανίζε ται συχνά να παρακολουθεί παιχνίδια κρίκετ στο Λορντς ή ποδόσφαιρο στο Στάμφορντ Μπριτζ. Μια θεωρία είναι ότι απλώς προσποιείται ότι υποστηρίζει την Τσέλσι, αλλά στην πραγματικότητα είναι οπαδός της Άρσεναλ. Αναμφί βολα, ταιριάζει με το προφίλ των οπαδών της Άρσεναλ - ο Μέιτζορ προέρχεται από τη χαμηλή μεσο-αστική τάξη, ζει στο Χάρτφορντσαϊρ, και δείχνει να απολαμβάνει την επαρχιακή α ν ία -, όμως δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός που υποστηρίζει φανερά την Άρσεναλ. Στην Αγγλία, από τη στιγμή που κάποιος υποστηρίζει μια ποδοσφαιρική
@ @ @
341
342
© © ©
ομάδα, γίνεται αποδεκτός ως μέλος του κλαμπ, εκτός κι αν υποστηρίζει την Αρσεναλ. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι σύμβουλοι του Μέιτζορ τον καθοδήγησαν να βρει κάποια άλλη ομάδα. Η Τσέλσι ήταν η προφανής εκλογή, με τον Ντέιβιντ Μέλορ να είναι ήδη ένας από τους δεδηλωμένους οπαδούς της (και υπερήφανος κάτοχος ενός συνόλου της Τσέλσι) και έτοιμος να οδηγήσει τον Μέιτζορ στα διάφορα παιχνίδια. Αυτές οι φωτογραφίες του Μέιτζορ στο Στάμφορντ Μπριτζ τον έκαναν ίσως περισσότερο δημοφιλή από όσο θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αλλά δεν ήταν εκεί νες που κατάφεραν να τον κάνουν να πάρει τις εκλογές του 1992. Οι Βρετανοί ψηφοφόροι τον ψήφισαν για άλλα θέματα (συγκεκριμένα για το φόρο εισοδήματος). Ωστό σο στην Αργεντινή το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο σημα ντικό, και, όταν ο στρατηγός Βιντέλα αποκάλυψε ότι δεν του άρεσε το παιχνίδι, έδειχνε απλώς την άγνοιά του περί τα πολιτικά τερτίπια. Κατά λαϊκή απαίτηση, οι Αργεντι νοί πολιτικοί είναι οι πλούσιοι, και το μεγάλο όνομα σ’ αυτή την παράδοση είναι ο Χουάν Ντομίνγκο Περόν, Πρόεδρος της Αργεντινής από το 1946 μέχρι το 1955, και ξανά από το 1973 μέχρι το 1974, και ιδρυτής μιας πολιτικής κίνησης γνωστής με το όνομα περονισμός. Μεγαλόσωμος, δυνατός άντρας, ο Περόν ήταν πρωτα θλητής της ξιφασκίας στο στρατό και έχαιρε επίσης σε βασμού ως πυγμάχος και σκιέρ. Ως Πρόεδρος περιόρισε ελευθερίες και προσπάθησε να βοηθήσει τους φτωχούς, όμως ο περονισμός είναι περισσότερο ένα είδος πολιτι κού στιλ παρά μια συγκεκριμένη πολιτική φόρμουλα. Τόσο οι ακροαριστεροί Μοηονέρος όσο και ο θατσερίζων Μένεμ αυτοαποκαλούνταν περονιστές. Ο περονισμός εί ναι ένα δημοφιλές αρσενικό στιλ, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στον αρχηγό - ο Περόν ήταν γνωστός απλώς ως El Lider, ο Αρχηγός. Ο Περόν, λέει ο Μπάγερ,
ήταν «ο τέλειος δημαγωγός σχετικά με το ποδόσφαιρο», και παρακολουθούσε συχνά παιχνίδια. Δεν είχε δική του ομάδα: θεωρώντας τον εαυτό του ως τον αρχηγό όλου του λαού, ισχυριζόταν ότι υποστήριζε όλες τις ομάδες εξίσου. Ο Μένεμ είναι ένας περονιστής της δεξιάς, όμως προ σπαθεί να γίνει αρεστός στους φτωχούς, όπως ακριβώς έκανε και ο Περόν. Το να συναντηθεί με τον Μπόμπι Τσάρλτον ήταν συγκλονιστικό για εκείνον, ήταν όμως ταυτόχρονα και μια ευφυής πολιτική κίνηση. 'Οταν ρώ τησα το θυρωρό του Club Ingles (ένα ουδόλως αντιπροσω πευτικό δείγμα, ομολογουμένως) τι πίστευε για τον Μέ νεμ, απάντησε ενθουσιωδώς: «Παίζει τένις και παίζει και ποδόσφαιρο». Στα εξήντα τρία του χρειάστηκε να στα ματήσει το μποξ και τους αυτοκινητικούς αγώνες. «Ο Μένεμ δέχεται τον Σαμπατίνι, ή κάποιον πρωταθλητή μποξέρ», μουρμούρισε ο Πέρεζ Εσκουιβέλ. «Όχι μόνο δέχεται αυτούς τους ανθρώπους, αλλά τρώει ή και βγαί νει μαζί τους έξω. Εγώ όμως δεν έχω γίνει ποτέ δεκτός από τον Μένεμ!» Αντίθετα από τον Περόν, ο Μένεμ έχει δική του ομά δα. Η Ρίβερ Πλέιτ (η Ρίμπερ, όπως την αποκαλούν οι Αργεντινοί) είναι μια παρακινδυνευμένη επιλογή δεδο μένου ότι αποκαλείται η ομάδα των πλουσίων. Οι λαϊκές μάζες υποστηρίζουν την Μπόκα Τζούνιορς. Μια αργεντί νικη ρήση λέει ότι το 50% του πληθυσμού συν ένα υπο στηρίζουν την Μπόκα, ή, όπως το έθεσε κάποτε ο Μενό τι, οι οπαδοί της ομάδας είναι ημι-εγκληματίες. Και αυ τοί τον μισούν εξίσου το ίδιο. (Καθώς διόρθωνα το χειρό γραφο του βιβλίου μου, ο Μενότι είχε μόλις αναλάβει και πάλι προπονητής της Μπόκα.) Ο Μπάγερ παραδέχεται ότι η εμφανής υποστήριξη εκ μέρους του Μένεμ της Ρίβερ είναι θέμα αρχής. Στην πραγματικότητα, λέει ο Μπάγερ, «είναι το μόνο πράγμα για το οποίο ο Μένεμ δε δημαγωγεί». Εντούτοις ο Μπά-
© ® ®
343
344
© © ©
yep υποστηρίζει ότι, για να ισορροπήσει τη δική του απρονοησία, ο Μένεμ υποχρέωσε την κόρη του να γίνει οπαδός της Μπόκα. Αναμφίβολα, όλοι φαίνεται να ξέ ρουν ότι η κόρη του υποστηρίζει την Μπόκα. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος αγαπά το ποδόσφαιρο μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις για μια κοινωνία. Ο Μαρτοέλο Χάουζμαν το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Του μίλησα όταν ήμουν στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου διαθέτει ένα μεγάλο σπίτι και μια υπηρέτρια που τον αποκαλεί «Αφέντη». Ως ποδοσφαιριστής ο Μαρτσέλο ήταν ο ειδικός των ειδικών πάνω σ’ αυτό το θέμα. Έχοντας μεγαλώσει μέσα στη φτώχεια στο Μπουένος Άιρες, ταξίδεψε στον κόσμο μαζί με τον Αουγκούστο Παλάθιος. Ο Μαρτσέλο ήταν ένας μέτριος παίκτης, αλλά ο αδερφός του Ρενέ ήταν κά τι το ξεχωριστό. Ο Ρενέ «Χουέζο» Χάουζμαν, ένας επιθε τικός παίκτης μ’ ένα τεράστιο μουστάκι και τις κάλτσες στριμμένες λουκάνικο γύρω από τους αστραγάλους του, εμφανίστηκε ως αναπληρωματικός στον τελικό του Π α γκοσμίου Κυπέλλου του 1978 και, ορισμένοι λένε, άλλα ξε την πορεία του παιχνιδιού. Σήμερα οι δύο α δερφοί ερ γάζονται ως πράκτορες ποδοσφαιριστών. Λειτουργούν το πρακτορείο με την πομπώδη ονομασία Γουόρλντ Σπορτς Ιντερνάσιοναλ, και προσπαθούν να πουλήσουν Νοτιοαμερικανούς και Νοτιοαφρικανούς ποδοσφαιριστές στις ευρωπαϊκές ομάδες. Ο Μαρτσέλο με ξενάγησε στο μέγαρό του. Ο μεγαλύ τερος θησαυρός του είναι μια κορνιζαρισμένη φωτογρα φία στο μπροστινό δωμάτιο που τον δείχνει μαζί με τον Κάρλος Μένεμ. Κατάφερε να εισχωρήσει στην οικογέ νεια Μένεμ έχοντας συναντήσει το γιο του Μένεμ σε κά ποιο πάρτι, κάι τον καιρό εκείνο πήγαινε στα ματς πα ρέα με την κόρη του Μένεμ. Τώρα ο Μαρτσέλο είχε πλέ-
ον αρχίσει να φτωχαίνει. 'Οταν του είπα στο Γιοχάνεσμπουργκ ότι ένα μήνα αργότερα θα πήγαινα στο Μπουένος Αιρες, είπε ότι κι εκείνος επρόκειτο να βρίσκεται τότε στην Αργεντινή και ότι θα με φρόντιζε. «Αν σου κλέ ψουν τίποτα», με διαβεβαίωσε, «εμείς θα σου το ξαναβρούμε. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Γνωρίζουμε όλους τους απατεώνες, μεγαλώσαμε μαζί τους». Δεν υπάρχει αμφ ι βολία ότι το εννοούσε, αν και, όταν έφτασα στην Αργεντι νή, ανακάλυψα ότι εκείνος βρισκόταν ακόμη στη Νότια Αφρική. Το θέμα είναι ότι μεγάλωσε φτωχός. Φυσιολογικά, ο μόνος τρόπος που ένα φτωχό αγόρι μπορεί να συναντή σει κάποιο μέλος της πλουτοκρατικής οικογένειας Μένεμ είναι ως υπηρέτης. Ο Μαρτσέλο συνάντησε τους Μένεμ χάρη στο ποδόσφαιρο, και αυτό το καταλαβαίνει πολύ καλά. Μου είπε: «Χάρη στο ποδόσφαιρο συνάντησα πο λιτικούς, εκατομμυριούχους, non σταρ. Γνώρισα τον Μικ Τζάγκερ. 'Οταν ο Ροντ Στιούαρτ ήρθε στην Αργεντινή για το Παγκόσμιο Κύπελλο, ανέλαβα εγώ να τον ξεναγήσω». Ο Μαρτσέλο με οδήγησε στο σπίτι τρέχοντας με 160 χλμ. την ώρα, προσπερνώντας από δεξιά κι αριστερά με τη Μερσεντές του Παλάθιος. Τον κομπλιμεντάρισα για τα πλούτη του. Υπήρξε τίμιος και ειλικρινής: «Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι τα τελευταία δυο χρόνια κάναμε πολλές δουλειές με την αργεντίνικη κυβέρνηση. Ο Μένεμ ανέλαβε την εξουσία το 1989, και έκτοτε τα καταφέραμε πολύ καλά». Ή ταν μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο λειτουρ γεί μια χώρα όπως η Αργεντινή - ο περισσότερος κό σμος, στην ουσία. Για να τα καταφέρεις, πρέπει να έχεις φιλίες με πολιτικούς ή μεγάλους επιχειρηματίες. Για να αποκτήσεις φιλίες μαζί τους, ή πρέπει να είσαι εσύ ο ίδιος πολιτικός ή μεγάλος επιχειρηματίας, ή κάποιος που επιθυμούν να συναντήσουν εκείνοι: ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής ή, αν όχι, ο αδερφός κάποιου μεγάλου
® ® ®
345
346
© © ©
ποδοσφαιριστή. «Αυτή είναι η οικογενειακή παραοικο νομία του Μένεμ», κατένευσε ο Μπάγερ, όταν του το ανέ φερα. Με προστάτες σαν τον Μένεμ, δεν υπάρχει κανένας λόγος ξύπνια αστέρια του ποδοσφαίρου να καταλήξουν στο πεζοδρόμιο, και επιπλέον υπάρχουν και διάφορα άλ λα μπόνους πλαγίως. Την ημέρα που έφευγα από την Αργεντινή ξέσπασε ένα μικρό σκάνδαλο σχετικά με κά ποιον ονόματι Έ κτορ «Μπαμπίνο» Βέιρα. Τον κατηγο ρούσαν για βιασμό ανηλίκου, όμως ξαφνικά η κατηγορία τροποποιήθηκε και τον άφησαν ελεύθερο. Συνέπεσε ο Βέιρα να έχει υπάρξει προπονητής της Ρίβερ Πλέιτ (και ένας μεγάλος παίκτης του Σαν Λορέντσο) και ο Μένεμ εί πε στα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η υπόθεσή του έπρεπε να επανεξεταστεί. «Με αυτόν», υποστήριξε ο πρόεδρος, «κερδίσαμε τα πάντα». Ο Αμιλκάρ Ρομέρο, στα έργα του οποίου συμπερι λα μ β ά νετε και το Mnerte en la Cancha - θ άνατος στο Στάδιο, είναι ένας σπεσιαλίστας στις αργεντίνικες ποδο σφαιρικές δολοφονίες. Έ νας κοντός χαρούμενος άντρας, που δεν ταιριάζει καθόλου με τα θέματα που γράφει, ο Ρομέρο έφερε μαζί στη συνάντησή μας και τη μικρή του κόρη, και την άφησε να ζωγραφίζει όση ώρα μού μιλού σε για το θέμα της βίας. Στην Αργεντινή, εξήγησε, υπάρχουν δύο είδη ποδο σφαιρικών εγκλημάτων. «Πρώτα, το πιο εντυπωσιακό εί δος, είναι η βία που εκδηλώνεται στα γήπεδα τις Κυρια κές με σημαίες, συμμορίες και μαχαίρια». Ο δεύτερος τύπος εγκλήματος είναι μοναδικός στην Αργεντινή και συμβαίνει μέσα στη βδομάδα: βία και εκβιασμοί, που γί νονται κατ’ εντολή των ηγεσιών των ομάδων και εκτελούνται από διάφορες εγκληματικές συμμορίες. Τ α θύματα αυτού του δεύτερου τύπου βίας είναι συνήθως οι παίκτες.
Ό τα ν η ηγεσία έχει κάποιο πρόβλημα, οι συμμορίες - ο ι barras bravas- τ ο τακτοποιούν έναντι αμοιβής. Π ιθα νόν ο πρόεδρος κάποιας ομάδας να θέλει ο τερματοφύ λακας κάποιας αντίπαλης ομάδας να πουλήσει κάποιο παιχνίδι- να παραιτηθεί ο προπονητής της ομάδας· ένας πρωτοκλασάτος παίκτης που προσπαθούν να πάρουν ευ ρωπαϊκές ομάδες να ανανεώσει και πάλι το συμβόλαιό του. Καλεί την barra και ο παίκτης πιέζεται με εκβιασμό, ή κάτι ακόμη χειρότερο. «Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν τρεις σημαντικοί παράγοντες», απαρίθμησε ο Ρομέρο. «Βία, πληροφορίες και χρήμα. Οι συμμορίες βάζουν τη βία και τις απαραίτητες πληροφορίες. Οι ηγεσίες των ομάδων βάζουν το χρήμα». Οι barras είναι ένα είδος ΚαΓκεΜπε της Αργεντινής. Ελέγχουν τη ζωή των παικτών. Ο εκβιασμός είναι εύκολη υπόθεση. Ό χ ι μόνο ξέρουν ποιοι ποδοσφαιριστές χρησι μοποιούν ναρκωτικά, αλλά συχνά τους τα προμηθεύουν κιόλας οι ίδιοι. Ξέρουν επίσης τα πάντα για τις γυναίκες των παικτών. Ο Ρομέρο ανέφερε για παράδειγμα την πε ρίπτωση ενός παίκτη της Σαν Λορέντσο που ήθελε ένα καινούριο παχυλό συμβόλαιο. Ιδιαίτερα παχυλό, κατά την άποψη της διοίκησης της ομάδας. Η υπόθεση ανατέθηκε αμέσως στους barras. Ο παίκτης είχε μια μόνιμη φιλενάδα, αλλά συνήθιζε να ψαρεύει κορίτσια από τα κλαμπ, και οι barras ενημέρωσαν δεόντως τη φιλενάδα του. Ό χ ι μόνο αυτό, αλλά η Σαν Λορέντσο αρνήθηκε να υπογράψει μαζί του οποιοδήποτε συμβόλαιο. «Κομμένα τα παζάρια», ήταν το μήνυμα που πέρασε στους συμπαίκτες του. Ορισμένες φορές οι barras καταστρέφουν έναν παίκτη μέσα στο ίδιο το γήπεδο. Στέκονται πίσω από το τέρμα, προφασιζόμενοι ότι είναι κοινοί ταραξίες, και σφυρίζουν κάθε φορά που ο παίκτης αγγίζει την μπάλα. Είτε δια πραγματεύεται ένα καινούριο συμβόλαιο, οπότε το γιουχάρισμα που τρώει μειώνει την τιμή του, ή, εάν η ομάδα
@ © ©
347
348
© © ©
τον έχει βαρεθεί, αναγκάζεται να συμφωνήσει να αποχω ρήσει. Τα συνθήματα που ακούγονται κατά τη διάρκεια ενός αργεντίνικου ματς έχουν ελάχιστα να κάνουν με αυ τό που συμβαίνει μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Καθώς οι διοικήσεις των ομάδων έχουν ανάγκη τους χουλιγκανς, πολλές ομάδες πληρώνουν τα έξοδα μετακίνησής τους σε εκτός έδρας παιχνίδια και τους προσφέρουν δωρεάν ει σιτήρια σε παιχνίδια εντός έδρας. Οι barras πουλάνε αυ τά τα εισιτήρια: οι ίδιοι παρακολουθούν τα παιχνίδια ει σβάλλοντας μέσα στα γήπεδα. Οι φύλακες έχουν την τά ση να παραμερίζουν. Ορισμένες φορές οι συμμορίες απειλούν παίκτες με τη χρήση βίας, ή απλώς τους τουμπανιάζουν στο ξύλο. Λίγες μέρες πριν φτάσω στην Αργεντινή, ο Ντανιέλ Π α σαρέλα, αρχηγός της ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 και προπονητής πλέον της Ρίβερ Πλέιτ, βρέθη κε άγρια ξυλοδαρμένος στο Μαρ ντελ Πλάτα. Αιτία ήταν ένας περίπλοκος καβγάς, οε επίπεδο διοίκησης της Ρί βερ, ανάμεσα σ’ ένα διοικητικό στέλεχος που ήταν υπέρ και ένα άλλο που ήταν εναντίον του Πασαρέλα. «Μέρος της δουλειάς, guerre de boutique· , εξήγησε ο Ρομέρο. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς, όμως ο Πασα ρέλα έσπασε το εθιμικό πρωτόκολλο και δημιούργησε θέ μα. Δύο χούλιγκανς συνελήφθησαν, αλλά ο δικαστής απο φάσισε να τους αφήσει ελεύθερους. «Όμως», μου είπε ένας δημοσιογράφος, «θα πρέπει να έπεσαν πάνω σε κά ποιο τίμιο δικαστή στο Μαρ ντελ Πλάτα, επειδή ο άνθρω πος τους ξανασυνέλαβε αμέσως». Ή ταν εύκολο να βρε θούν οι τραμπούκοι, δεδομένου ότι είχαν παραμείνει στο Μαρ ντελ Πλάτα, και όταν τους ξανασυνέλαβαν τους ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Η αστυνομία σπανίως ενοχλεί τους barras, και μάλιστα επικεφαλής ορισμένων συμμοριών βρίσκονται αξιωματικοί της αστυνομίας. Κάποτε, όταν η Μπόκα Τζούνιορς χρεώθηκε ένα πέναλτι στο τελευταίο
λεπτό του παιχνιδιού, η αστυνομία ήταν εκείνη που άνοιξε τις πύλες για να μπορέσουν οι οπαδοί της αντίπαλης ομά δας να ορμήσουν μέσα στο γήπεδο. Ο πρόεδρος μιας ομά δας του Μπουένος Άιρες της πρώτης εθνικής κατηγορίας, την ώρα που διαπραγματεύεται το συμβόλαιο με έναν π αί κτη, γεμίζει το δωμάτιο με αστυνομικούς. «Ο παίκτης ξέ ρει ότι πρέπει να υπογράψει», σάρκασε ο Ρομέρο. Και, επιπλέον, υπάρχει ακόμη μια περίφημη φωτογραφία κά ποιου αρχηγού της αστυνομίας, ντυμένου με τα χρώματα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, να στέκεται στη μέση μιας barra και να ανεμίζει τη σημαία της ομάδας, «κάτι παρό μοιο με το να δεις κάποιον αστυνομικό να φοράει το φανελάκιτης Λίβερπουλ!» είπε ο Ρομέρο. Οι barras δουλεύουν για δικό τους λογαριασμό όσο και για λογαριασμό των διοικήσεων των ομάδων. «Δεν υπάρχει ούτε ένας παίκτης που να μην πληρώνει λεφτά στις συμμορίες», είπε ο Ρομέρο. «Ο Μαραντόνα είναι ο πρώτος σε όλα: είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο, και αυτός που πληρώνει τα περισσότερα στις συμμορίες. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό τους έγραψε μια επιταγή για 30.000 δολάρια, την οποία για πρακτι κούς λόγους την έκανε πληρωτέα στην εταιρεία Αιρ Π ε ρού. Για τους παίκτες ο υπόκοσμος είναι απλώς ένα είδος εφορίας». Οι συμμορίες είναι πολύ χρήσιμα στοιχεία. Έ χουν πολλαπλές ιδιότητες, και συχνά απασχολούνται και σε τομείς που δε σχετίζονται με το ποδόσφαιρο, μερικές φορές δουλεύουν και για πολιτικά πρόσωπα. Έ να πρω τοκλασάτο μέλος του κοινοβουλίου οργανώνει την barra της Μπόκα Τζούνιορς, αλλά οι συμμορίες δουλεύουν επί σης και περιστασιακά. Εάν γίνεται μια διαδήλωση ενα ντίον κάποιου πολιτικού ή των πολιτικών αποφάσεών του, μπορεί ο ίδιος να στείλει μια barra να προκαλέσει φασαρία μέσα στο πλήθος, έτσι ώστε να μπορεί να λέει
® © ©
349
350
© © ©
αργότερα: «Κοιτάξτε αυτούς τους διαδηλωτές, δείτε τι έκαναν». Μερικές φορές οι barras εκτελούν ακόμη και δολοφονίες. «Εδώ η οργανωμένη βία ξεκίνησε από το ποδόσφαιρο και εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη κοινωνία, ενώ στην Ευ ρώπη έγινε ακριβώς το αντίθετο», είπε ο Ρομέρο. Αυτό όμως είναι κάτι που συμβαίνει σε μια φτωχή χώρα με πλούσιες ομάδες. Στην Αργεντινή οι μεγάλοι ποδοσφαι ρικοί σύλλογοι αποτελούν τις ICI και τις Φορντ της εθνι κής οικονομίας της χώρας. Η μαφία της Ντιναμό Κιέβου στην Ουκρανία αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα μιας με γάλης ποδοσφαιρικής ομάδας σ’ ένα οικονομικά καθυ στερημένο κράτος. «Ο πρόεδρος της Ρίβερ Πλέιτ», είπε ο Οσβάλντο Αρντίλες, «είναι πιο σημαντικός από τον κυ βερνήτη μιας μικρής επαρχίας». Ο Ρομέρο έθεσε το θέμα ακόμη εντονότερα: «Είμαι πενήντα χρόνων, που σημαίνει ότι γεννήθηκα το 1943, τη χρονιά που έγινε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Η πο δοσφαιρική ηγεσία αποτελούσε μια μονιμότερη πολιτική παρουσία στη ζωή μου σε σύγκριση με τις διάφορες χού ντες. “Οι πολιτικές περνούν, το ποδόσφαιρο παραμέ νει”», είπε επαναλαμβάνοντας ένα αργεντίνικο ρητό. «Εί ναι παντοτινό, όπως ο στρατός ή η Εκκλησία». Το ποδόσφαιρο είναι ένα γρήγορο μονοπάτι για να αποκτήσει κανείς δύναμη. Οι μεγαλύτερες ποδοσφαιρι κές ομάδες διαθέτουν χιλιάδες μέλη, τα οποία έρχονται καθημερινά στην ομάδα για κάθε είδους δραστηριότητα. Για παράδειγμα, οι ομάδες διαθέτουν νηπιαγωγεία και παιδικές χαρές, δημοτικά και γυμνάσια, για τα περισσό τερα από τα οποία υπάρχουν μακριές λίστες αναμονής υποψήφιων μαθητών, και η διοίκηση της Ρίβερ Πλέιτ προγραμμάτιζε να ιδρύσει ακόμη και πανεπιστήμιο. Προσπάθησα να φανταστώ το αντίστοιχο Πανεπιστήμιο της Ό ξφορντ Γιουνάιτεντ. «Το Πανεπιστήμιο της Ρί-
μπερ!» γέλασε ο Ρομέρο. «Πού βρίσκεται το κράτος;» Εί ναι λοιπόν το ποδόσφαιρο κράτος εν κράτει; «Ασφαλώς ναι, όμως το ποδοσφαιρικό κράτος είναι βολικότερο, πιο άμεσο - εκεί ο οποιοσδήποτε μπορεί να δρα χωρίς να ανησυχεί για τη δημοκρατία». Υπήρχε πολλή φασαρία στην Αίθουσα Πολέμου. Έ να παράθυρο ήταν μισάνοιχτο, και ο θόρυβος από τα π α μπά λαια αυτοκίνητα του Μπουένος Άιρες έπνιγε συχνά τη φω νή του στρατηγού Σάντσεζ. Πιθανόν, σκέφτηκα, το πα ρ ά θυρο να μην είχε κλείσει καλά κατά τη διάρκεια του Πολέ μου των Φόκλαντς, και οι στρατηγοί δεν μπορούσαν να ακουσουν ο ένας τον άλλον. Βρισκόμουν στο κτίριο του Ανωτάτου Συμβουλίου των Αργεντίνικων Στρατιωτικών Δυνάμεων, το ανώτατο στρατιωτικό όργανο στην Αργεντι νή, και το σκηνικό ήταν καθαρά νοτιοαμερικάνικο. Το κτίριο είναι σκεπασμένο σχεδόν τελείως από φοινικόδεντρα, φυλάγεται από μουστακαλήδες στρατιώτες με πολυ βόλα, και βρίσκεται ακριβώς κάτω από μια τεράστια δια φημιστική αφίσα. Στη ρεσεψιόν μου ζήτησαν να παραδώ σω το βρετανικό μου διαβατήριο. Κάποια ορντινάντσα οδήγησε μέσα τον Σάντσεζ, ένα από τα μέλη του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου, και ανταλλάξαμε μια πολύ σοβαρή χειραψία. Το «Σά ντσεζ» δεν είναι το πραγματικό όνομα του ανθρώπου που συνάντησα, αλλά έλαβα πρόσφατα μια επιστολή από αυ τόν που με εκλιπαρούσε να μην αναφέρω το όνομά του ή το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο στο βιβλίο μου, και αποφάσισα να του κάνω τη χάρη τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Ο Σάντσεζ είναι ένα ψηλός λεπτός άντρας με στρα τιωτικό μουστάκι -ο υ δέν το εκπληκτικόν επί του προκειμ ένου- ο οποίος μοιάζει με τον Ί ν ο χ Πάουελ. Είχε προε τοιμαστεί για τη συνάντησή μας. Κουβαλούσε μαζί του
@ @ ®
351
352
© © ©
δύο φακέλους, ο ένας περιείχε τα περιστασιακά δημοσιεύματά του γύρω από το ποδόσφαιρο, και το άλλο το βι βλίο του περί ποδοσφαιρικής τακτικής. Γραμμένο το 1951, δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ, και αυτό που περιείχε ο φάκελος ήταν το πρωτότυπο, κιτρινισμένο, δακτυλο γραφημένο χειρόγραφό του. Έ δειχνε νευρικός: είχε ζήσει τριγυρνώντας με τις ιδέες του μέσα σ’ αυτούς τους σκονισμένους φακέλους επί σαράντα χρόνια, και να που τώρα βρισκόταν κάποιος που ενδιαφερόταν γι’ αυτές. Αυ τός ήταν και ο λόγος που είχε ξεπεράσει τη φυσική του επιφυλακτικότητα και αποφάσισε να μιλήσει μαζί μου. Ξεκίνησε μιλώντας μου σχετικά με την «Υπερομάδα» που περιγράφει στο βιβλίο του. «Παίζει ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο - ξέρεις ότι η Ολλανδία έπαιζε ολοκληρωτι κό ποδόσφαιρο, Γιόχαν Κρόιφ. 'Οταν μια ομάδα επιτίθε ται, πρέπει να επιτίθεται με τους πάντες- όταν αμύνεται, αμύνεται με τους πάντες. Επειδή, όταν είναι όλοι μαζί, είναι ευκολότερο να αγωνιστείς». Ενδιαφερόταν πολύ να ξεκαθαρίσει απολύτως ότι η Υπερομάδα του έπαιζε 4-33, όχι 4-4-2, και, παρόλο που ήταν πεπεισμένος για την ορθότητα του συστήματός του, δήλωσε: «Δεν πιστεύω ότι έχω καταφέρει να ανακαλύψω όλη την αλήθεια». Ή ταν η φράση ενός ανθρώπου που παίρνει πολύ στα σοβαρά τις απόψεις του. Σε τελευταία ανάλυση, είναι κάποιος με με γάλη ισχύ στα χέρια του. Στο ποδόσφαιρο οι προπονητές αντιπαθούν να ακούν τους ερασιτέχνες: ο Μπράιαν Κλαφ, για παράδειγμα, αποπήρε άγρια ένα διοικητικό στέλεχος της ομάδας του, ένα χασάπη χοιρινού κρέατος, ο οποίος προσπάθησε να του δείξει τη δουλειά του. Θα μπορούσε όμως ένας προπονητής ομάδας να θεωρήσει ερασιτέχνη ένα στρατηγό πεπειραμένο στο πεδίο της μά χης; θ α ήταν ασφαλές να κάνει κάτι τέτοιο στην Αργεντι νή; Ρώτησα τον Σάντσεζ κατά πόσον είχε συζητήσει ποτέ περί ποδοσφαιρικής τακτικής με κάποιον από τους
Αργεντινούς προπονητές. Είπε πως όχι, αλλά έβγαλε από το φάκελό του ένα γράμμα που είχε γράψει στον Μενότι το 1982 πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ισπανία. «Το ποδόσφαιρο αποτελεί πνευματικό στήριγμα του έθνους», μου διάβασε ο στρατηγός. «Αυτή είναι η αξία του. Στηρίζουμε απολύτως την προσπάθειά σας». Πολύ σύντομα δημιουργήθηκε κάποια ένταση στη συ ζήτηση. Ο στρατηγός Σάντσεζ ήθελε να μιλήσει για θέ ματα τακτικής. Εγώ ήθελα να μιλήσω για ποδόσφαιρο και πολιτική, ποδόσφαιρο και εθνική κουλτούρα, και πο δόσφαιρο και στρατκοτική στρατηγική. «Αν η ομάδα μου είναι συγκεντρωμένη μόνο σ’ αυτό εδώ το μικρό κομμάτι χαρτιού», μου έδειχνε χειρονομώντας ο Σάντσεζ, «και ο αντίπαλος είναι απλωμένος έτσι πάνω σ’ αυτό το μεγάλο φάκελο, τότε εγώ θα έχω πιο πολυάριθμες μάχιμες δυνά μεις στις κρίσιμες περιοχές. Πρέπει να διαθέτεις μια δύ ναμη που είναι συμπαγής, οργανωμένη και κινείται προς τα πρόσω». Εξέφραοα την άποψη ότι οι ιδέες του περί ποδοσφαίρου ακούγονταν κάπως στρατιωτικές. «Όχι, δεν είναι στρατιωτικές», απάντησε κοφτά και πρόσθεσε: «Οι βασικές αρχές του πολέμου μπορούν να εφαρμο στούν για τα πάντα». Υποψιάστηκα ότι είχε κάνει ακρι βώς το αντίθετο: ότι είχε εφαρμόσει τις θεωρίες του περί ποδοσφαίρου στη στρατιωτική του στρατηγική, και όχι το ανάποδο. Ή ταν κάτι που σε έκανε να παγαίνεις ακούγοντάς το: γέροι άντρες σ’ ολόκληρο τον κόσμο αναπτύσ σουν ανώριμες δήθεν σοφίες περί ποδοσφαίρου και προ πόνησης και τακτικών, όμως εδο') μπροστά μου βρισκό ταν κάποιος που είχε τη δύναμη να τις εφαρμόσει σ’ ένα πραγματικό πεδίο μάχης. Ρώτησα το στρατηγό γιατί αγαπούσε τόσο πολύ το πο δόσφαιρο. «Στο ποδόσφαιρο βρίσκεται η δύναμη ενός λαού. Και το ράγκμπι επίσης έχει να κάνει με τη φυσική δύναμη του ανθρ<Γ>που, δεν έχει όμως την ίδια απήχηση
®
© @
353
354
© © ©
στο πλατύ κοινό. Το ποδόσφαιρο είναι το μεγάλο πάθος του λαού της Αργεντινής, ακριβώς όπως το αμερικανικό ποδόσφαιρο είναι η μοναδική λατρεία του αμερικανικού λαού», είπε, αποκαλύπτοντας μια ασαφή γνώση περί Ηνωμένων Πολιτειών. Και παραδέχτηκε: «Προσωπικά, δεν μπορώ να αντιληφθώ τη δεξιότητα ή το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το αμερικανικό ποδόσφαιρο. Είναι ένα βάρβαρο σπορ». Πόσο σημαντικό ήταν για μια χώρα να διαθέτει μια μεγάλη ποδοσφαιρική ομάδα; Ή τα ν «σημαντικό για την πνευματική κατάσταση και το ηθικό του κόσμου. Δε μιλώ τόσο πολύ για την Αργεντινή, αλλά ιδιαίτερα για τους αφρικανικούς λαούς, για έθνη που δεν έχουν γενικά ιδι αίτερα αναπτυγμένη κουλτούρα». Επανέλαβα τα λόγια του στρατηγού Ενσίζο: «Η Αργε ντινή είναι γνωστή στον κόσμο για την ποιότητα των κρεά των της, για το ποδόσφαιρό της, για τον τραγουδιστή Κάρλος Γκαρντέλ, για τους οδηγούς της της Φόρμουλα 1, αλλά ιδιαίτερα για το πόλο και το ποδόσφαιρό της». «Εμείς οι Αργεντινοί δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο μιλούν για εμάς είναι το ποδόσφαιρό μας», απάντησε ο Σάντσεζ αυστηρά. «Η Αργεντινή έχει τις δικές της αξίες, όχι μόνο το ποδόσφαιρο». Ποιες ήταν λοιπόν αυτές οι αξίες; Η δική του λίστα περιλάμβανε θάρρος, εκ συγχρονισμό, τεχνολογία και ιατρική περίθαλψη. Αντιπαραθέσαμε επιχειρήματα. Εγώ επέμεινα ότι, αν ο στρατη γός Σάντσεζ έμπαινε σε κάποιο εγγλέζικο παμπ και ρω τούσε τους θαμώνες να του πουν με τι συνδέουν στο μυαλό τους την Αργεντινή, η απάντηση όλων θα ήταν «Ντιέγκο Μαραντόνα» και όχι ιατρική περίθαλψη. Αυτό δεν ήταν καθόλου αλήθεια, είπε ο Σάντσεζ. Έ θιξα το θέμα των Φόκλαντς. Συμφωνούσε ο στρατη γός Σάντσεζ με το στρατηγό Ενσίζο ότι η γενική ευφορία γύρω από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 ήταν παρό-
μοια με αυτή που είχε προκληθεί για τις Μαλβίνες; Με κοίταξε απλανώς. Χρειάστηκε να του εξηγήσω τρεις φο ρές την ερώτηση πριν πει ότι ναι, έτσι πάνω κάτω το έβλεπε κι αυτός. Ή ταν ένα ερώτημα που δεν τον είχε απασχολήσει προηγουμένως: ο στρατηγός Σάντσεζ δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική κουλτοΰρα. «Σε ενδιαφέ ρει περισσότερο το ίδιο το παιχνίδι ή οι κοινωνικές προ εκτάσεις του;» με ρώτησε. Έ δειχνε πληγωμένος. Η συζήτηση έσβησε σιγά σιγά, και ο Σάντσεζ μου έκανε μια σύντομη ξενάγηση μέσα στο κτίριο, το οποίο είχε κτιστεί αιώνες πριν από έναν Ισπανό έμπορο, όπως μου ανέφερε με περηφάνια. Δεν υπήρχε κανείς άλλος γύ ρω, και, όταν χτύπησε το τηλέφωνο σε μια από τις αίθου σες που περιδιαβάζαμε, το απάντησε ο ίδιος ο στρατη γός. Αποχαιρετιστήκαμε στην εξώπορτα. «Φοβάμαι ότι δεν απάντησα στις ερωτήσεις σου», είπε ανήσυχος, «θα χρειαστεί να επαναδιαμορφώσεις τις απαντήσεις μου».
Πελέ ο Μαλάντρο Αρμάντο Νογκουέιρα, ο διασημότερος ποδοσφαι ρικός συγγραφέας της Βραζιλίας, ζει σε ένα ρετιρέ με θέα μια γαλάζια λίμνη στα νότια του Ρίο. Μιλούσαμε ήδη εδώ και δύο ώρες και μου είχε προσφέρει κιόλας τέσσερα από τα βιβλία του, όταν ξαφνικά του ήρθε στο μυαλό μια καινούρια σκέψη. Έφυγε τρεχάτος από το δω μάτιο για να επιστρέφει σε λίγο με μια κορνίζα που περι είχε μια επιστολή και μια φωτογραφία. Η φωτογραφία έδειχνε μια σκηνή από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, από τους προημιτελικούς στην Γκουαδαλαχάρα μεταξύ Βραζιλίας και Αγγλίας. Ακόμη ακρι βέστερα, έδειχνε τον Πελέ και τον Μπόμπι Μουρ. Ο Πε-
Ο
® ® ®
355
© © ©
356
λέ έχει αρπάξει και τραβάει τη φανέλα του Μουρ με τα δυο του δάχτυλα, ενώ ο Μουρ έχει χωμένο το πόδι του ανάμεσα στα πόδια του Πελέ σπρώχνοντας την μπάλα. Και οι δύο άντρες είναι συνοφρυωμένοι, ωστόσο κανείς τους δεν αγγίζει τον άλλον. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η ευγένεια που δείχνουν ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Μουρ είχε πεθάνει από καρκίνο όσο βρι σκόμουν στην Αργεντινή, και ο νοτιοαμερικάνικος Τύπος τού είχε αφιερώσει μακροσκελείς νεκρολογίες. Η επιστολή δίπλα στη φωτογραφία θα μείνει οικογε νειακός θησαυρός των Νογκουέιρα μέχρι τελευταίου απογόνου. Προέρχεται από τον Πελέ. Athenaeum Hotel, Πιχαντίλι, Λονδίνο Αδερφέ μου Αρμάντο, Αν ηοτέ ηεριγράψεις αυτή τη σκηνή με τον «Μπομπ Μουρ», στο βιβλίο σου Bola de Cristal, θα μηορούσες να ηεις ότι υπήρ ξαμε υπερβολικά ευγενείς μεταξύ μας για ένα παιχνίδι του Πα γκοσμίου Κυπέλλου. Όμως αυτό σημαίνει σπορ. 0 φίλος σου Π ελέ
Η δήλωση αυτή συνοψίζει το βραζιλιάνικο ποδόσφαι ρο. Αντί να αναφερθεί στο ότι η Βραζιλία νίκησε την Αγγλία και συνέχισε για να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Πελέ αναφέρεται απλο>ς στην ομορφιά ενός άσχετου περιστατικού. Ας οκεφτούμε επίσης την αντί δρασή του στη μυθική πλέον απόκρουση της μπάλας από τον Μπανκς στο ίδιο παιχνίδι: «Τη στιγμή εκείνη ένιωσα να μισώ τον Γκόρντον Μπανκς όσο κανέναν άλλον ποδο σφαιριστή. Ό μω ς, όταν ηρέμησα, ένιωσα την υποχρέω ση να τον χειροκροτήσω από καρδιάς.
'Οταν σκεφτόμαστε τη Βραζιλία, αυτόματα σκεφτό μαστε την ομάδα του Πελε'. Αυτή η Βραζιλία πρωτοεμφανίστηκε το 1958 στο Παγκόμιο Κύπελλο στη Σουηδία, όταν ο Πελέ ήταν 17 ετών. Η Βραζιλία νίκησε τη φιλοξε νούσα χώρα με 5-2 στον τελικό, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Βραζιλιάνοι οπαδοί τραγουδούσαν «Σάμπα, σάμπα», και στο τέλος η ομάδα έκανε τον τιμητικό γύρο του γηπέδου πρώτα με τη σημαία της και μετά με τη ση μαία της Σουηδίας. Εκείνη η ίδια Βραζιλία ήταν που κέρδισε και πάλι το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1962, το έχασε το 1966, όταν ο Πελέ είχε απομακρυνθεί από το τουρνουά, και το ξανακέρδισε ακόμη μια φορά το 1970. Το βραζιλιάνικο στιλ επανεμφανίστηκε για πολύ λίγο το 1982, αλλά στις μέρες μας πλέον είναι το ίδιο πιθανό να εμφανιστεί στις ολλανδικές ή τις γαλλικές ομάδες όσο και στους κιτρινογάλαζους. Ως Βραζιλία μόλις και μετά βίας υπάρχει πλέον. Βρισκόμουν στο Ρίο για να ανακαλύψω γιατί οι Βραζιλιάνοι συνήθιζαν να παίζουν με αυ τόν τον τρόπο και γιατί δεν το κάνουν τώρα πια. Τ ο Ρίο ντε Τζανέιρο είναι στην πραγματικότητα δύο πόλεις: η μία θα μπορούσε να είναι το Γιοχάνεσμπουργκ και η άλλη το Σοβέτο. Οι πλούσιοι ανοιχτόχρωμοι άν θρωποι ζουν κατά μήκος της παραλίας, και οι φτωχοί σκουρόχρωμοι στις favelas -τ ις παραγκουπόλεις- πάνω στα βουνά. Οι παράγκες στις παραγκουπόλεις είναι βαμ μένες σε παστέλ αποχρώσεις, και από χαμηλά δείχνουν σαν χαριτωμένες θερινές κατοικίες, α π ’ την οπτική γωνία από την οποία τις αντικρίζουν πάντοτε οι πλούσιοι. Οι πλούσιοι δεν πηγαίνουν ποτέ πάνω στα βουνά. Το επίπε δο εγκληματικότητας εκεί είναι πολύ υψηλό, και οι κά τοικοι μπορούν να μυριστούν κάποιον πλούσιο από δυο χιλιόμετρα μακριά. Το κλιματιζόμενο μετρό δεν τολμάει να πλησιάσει προς τα εκεί, και εκεί πάνω δεν υπάρχει
® ® ®
357
358
© © ©
τρεχούμενο νερό, ούτε ηλεκτρικό, ούτε αμμουδιές και παραλίες, ούτε οτιδήποτε άλλο. Στις μέρες της μεγάλης δόξας του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου οι ψαβέλες ήταν εκεί που κατοικούσε ο Μαλάντρο. 'Οταν βλέπουμε τη Βραζιλία να παίζει, νιώθουμε ότι το βραζιλιάνικο στιλ παιχνιδιού είναι εντελώς φυσικό για τους Βραζιλιάνους παίκτες. Οι Βραζιλιάνοι πιστεύουν κι εκείνοι το ίδιο, και, όταν τους ρωτήσεις να σου το εξηγή σουν, αρχίζουν να σου μιλούν για τον Μαλάντρο. Ο Μαλάντρο είναι μια φιγούρα της βραζιλιάνικης λαϊ κής παράδοσης. Οι πρόγονοί του ήταν σκλάβοι - η Βρα ζιλία κατήργησε τη δουλεία μόλις το 1888- κι εκείνος εί ναι αποφασισμένος να ζήσει εντελώς ελεύθερος. Πιστεύ ει ότι η πειθαρχία είναι καλή για τους μέτριους, όχι όμως για τον Μαλάντρο. Εκείνος είναι ένας απατεώνας, ένας κατεργάρης κολπατζής. Δουλεύει μόνος και δεν πειθαρ χεί σε κανόνες. Παρότι φτωχός, καταφέρνει να ντύνεται καλά, να τρώει στα καλύτερα μέρη και να γοητεύει πανέ μορφες γυναίκες. Το θέμα είναι ότι όλοι οι Βραζιλιάνοι βλέπουν τον εαυτό τους ως Μαλάντρο: συμβολίζει τον εθνικό τους χαρακτήρα. Ή , τουλάχιστον, τον συμβόλιζε. Ο καθηγητής Μουνίζ Σόντρε έκανε από το παράθυρό του μια χειρονομία προς τα πάνω. «Άσε με να σου περι γράφω μια εικόνα», είπε. «Αν πας σε κάποια ψαβέλα» - κ α ι θα ήμουν τρελός αν έκανα κάτι τέτοιο-, «θα συνα ντήσεις μια γυναίκα, δεν υπάρχει άντρας μέσα στο σπίτι, η οποία φροντίζει τα πέντε ή έξι αγόρια της. Το εξυπνό τερο από τα αγόρια αυτά, αυτό που μπορεί να ξεφύγει από την αστυνομία αν χρειαστεί, που μπορεί να τα βγά λει πέρα σ’ έναν καβγά, είναι ένας καλός ποδοσφαιρι στής. Μπορεί να τριπλάρει ξεγλιστρώντας ανάμεσα από τις δυσκολίες της ζωής. Μπορεί να εξασφαλίσει φαγητό για τη μάνα του. Υπάρχει μια βαθύτατη σχέση ανάμεσα στον κολπατζή αμυντικό παίκτη του ποδοσφαιρικού γη-
πέδου και του να είσαι ένα ξύπνιο αγόρι στην πραγματι κή ζωή. Αυτό το αγόρι είναι ένας ΜαΧάνιρο·. Κατά κανόνα ο ΜαΧάνιρο είναι μαύρος, και διακρίνεται στο αρχαίο σπορ των μαύρων Βραζιλιάνων, το capoeira. Το capoeira είναι μια διασταύρωση χορού και πολεμικής τέ χνης. Ο χορευτής έχει φορεμένα στις φτέρνες του μαχαί ρια και χορεύει γύρω προσπαθώντας να χαρακώσει τον αντίπαλό του. Ο ΜαΧάνιρο φοράει ακόμη και ένα μεταξω τό μαντίλι όχι απλώς για στιλ - προστατεύει μ’ αυτό το λαι μό του όσο διαρκεί το capoeira. «θ α συναντήσεις το capoeira εντελώς αναπάντεχα», είπε ο καθηγητής Σόντρε. «Για παράδειγμα», χαμογέλασε πλατιά, «εγώ είμαι ένας τέτοιος capoerista. Είμαι δάσκαλος στο μαχαίρι». Εξεπλάγην που το άκουσα, δεδομένου ότι ο Σόντρε ήταν επίσης και ένας πενηντάχρονος καθηγητής Επικοι νωνιών στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Η κλιματιζόμενη αίθουσα διδασκαλίας μέσα στην οποία μιλούσαμε ήταν ένα απόμακρο προπύργιο της Ευρώπης, πολύ μακριά από μαύρους απατεώνες με μαχαίρια στα πόδια τους. Ο Σόντρε εξήγησε: ο ίδιος ήταν ένας μουλάτο -έ ν α ς μ ιγά δ α ς- ο οποίος είχε διδα χτεί το capoeira από ένα μαύρο δάσκαλο της τέχνης αυτής στην Μπαΐα. Ο δάσκαλος γνώριζε τα πάντα για τους ΜαΧάντρος. Μια μέρα ένας μαύρος ξένος είχε επισκεφθεί τη σχολή capoeira του δασκάλου, και ο Σόντρε του είχε μιλή σει γαλλικά. Αργότερα ο δάσκαλος ρώτησε τον Σόντρε από πού ήταν ο ξένος. «Από τη Γαλλική Γουιάνα», του είπε ο Σόντρε. «Ανοησίες», απάντησε ο δάσκαλος. «Τους ξέρω εγώ αυτούς τους τύπους. Είναι μαύρος από το Ρίο. Προφανώς δούλευε στα ντοκ και άρπαξε από εκεί μερικές λέξεις στα γαλλικά. Αυτός είναι ένας ΜαΧάνιρο'.» Ο Σόντρε αντέταξε ότι ο ξένος άντρας μιλούσε τέλεια τα γαλλικά.
® ® ®
359
360
© © ©
«Είσαι πολύ νέος για να καταλάβεις. Ό μ ω ς δεν μπο ρεί κανείς να ξεγελάσει έναν ΜαΧάνιρο σαν εμένα», του είπε ο δάσκαλος. Έ νας ΜαΧάνιρο, γνώριζε καλά ο δάσκα λος, είναι τόσο έξυπνος, που μπορεί να μιλήσει γαλλικά χωρίς να ξέρει ούτε μια λέξη από τη γλώσσα. «Για να καταλάβεις το ποδόσφαιρό μας», είπε ο Σόντρε, «πρέπει να μπορείς να καταλάβεις το capoeira. Capoeira είναι ο τρόπος που μπερδεύεις τον αντίπαλό σου - όχι όπως στο μποξ, όπου αν είσαι δυνατότερο νικάς. Εί ναι μια φιλοσοφία του σώματος». To capoeira είναι χορός, είναι όμως επίσης και άθλη μα, και το ίδιο είναι και το μεγάλο βραζιλιάνικο ποδό σφαιρο. Παρότι πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που οι Βρετανοί έφεραν το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία, εντού τοις οι μαύροι ήταν αποκλεισμένοι από τις βραζιλιάνικες ομάδες, και οι μιγάδες που ήθελαν να παίξουν ποδό σφαιρο πουδράριζαν τα πρόσωπά τους για να φαίνονται λευκότεροι, απόηχοι της Νότιας Αφρικής. Ο χρυσούς αι ώνας του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου ξεκίνησε όταν επιτράπηκε να παίξουν και οι μαύροι. Ο πρώτος μεγάλος μαύρος ποδοσφαιριστής ήταν ο Λεόνιντας, ο μεγαλύτε ρος σκόρερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938, και τρία Π αγκόσμια Κύπελλα κατακτήθηκαν από τη Βραζιλία χά ρη κυρίως σε μαύρους παίκτες: Πελέ, Ντιντί, Γκαρίντσα, Ζαϊρζίνιο και ούτω καθεξής. Τόσο μαύρες ήταν αυτές οι ομάδες, που, όταν ο Ντιντί παντρεύτηκε κάποια λευκή, κινδύνεψε σχεδόν να μείνει έξω από την ομάδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Σουηδία. Οι παίκτες εκείνοι δεν ήταν οι ίδιοι capoeristas, προέρ χονταν όμως από μια κουλτούρα που εκτιμούσε τη χάρη και την πονηράδα. Ή ταν οι ΜαΧάντρος του ποδοσφαίρου. Ο Σόντρε συνέχισε: «Τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά εί δωλα ήταν μεγάλοι τριπλαδόροι, παίκτες όπως ο Γκαρί ντσα και ο Πελέ που συνήθιζαν να εφευρίσκουν διάφο-
ρες κινήσεις - τ ο Ξερό Φύλλο, το Π οδήλατο-, όπως ακριβώς έκαναν και οι capoeristas». Το αρχέτυπο Μαλάvr/w-ποδοοφαιριστή υπήρξε ο Γκαρίντσα, ένας μικροκαμωμένος μιγάδας από τις φαβέλες. Σ’ ένα δημοφιλέστατο ανέκδοτο ο Βραζιλιάνος προπονητής της ομάδας περι γράφει το παιχνίδι των αντιπάλων στους παίκτες του, και, όταν επιτέλους τελειώνει την περιγραφή, ο Γκαρί ντσα τον ρωτά: «Τα είπες όλα αυτά και στην άλλη ομάδα; Τότε, πώς ξέρουν τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν;». Για τον Μαλάντρο, τον κολπατζή του αγωνιστικού χώρου, ήταν τρέλα το να προγραμματίζεις το πώς θα παίξεις. Απλώς έπαιζες αυτό που εμπνεόσουν εκείνη τη στιγμή. Ο Γκαρίντσα ήταν ικανός να καταστρέφει συστήματα, πα ρόλο που το ένα του πόδι ήταν μακρυτερο από το άλλο. Τ ο «Μικρό πουλί» έπαιξε σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα για τη Βραζιλία και κέρδισε δύο μετάλλια νικητών πρω ταθλήματος, και όταν αποσϋρθηκε από το ποδόσφαιρο, βρέθηκε να ζει με τη γυναίκα του και τα οχτώ παιδιά του σε μια εξαθλιωμένη παραγκογειτονιά που έμοιαζε πολύ με εκείνη από την οποία είχε ξεκινήσει. Πέθανε από το πολυ ποτό, όμως ένα εκατομμύριο άνθρωποι γέμισαν τους δρόμους του Ρίο την ημέρα της κηδείας του, ενώ το Garrincha: The Joy o f the People είναι ένα πασίγνωστο βραζιλιάνικο φιλμ αφιερωμένο σ’ αυτόν. «Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ένα κάποιο σπορ», είπε ο Σόντρε. «Είναι ένα είδος σκηνοθετημένης παράστασης, ένα θεατρικό κίνημα». Σκηνοθετούσαν ένα τέτοιο θεατρικό κίνημα στο Μαρακανά εκείνη την Κυριακή. Μια εξέδρα είχε υποχωρήσει τον προηγούμενο χρόνο, σκοτώνοντας τρεις ανθρώπους, και το γήπεδο είχε μείνει κλειστό επί μήνες. «Η καταστρο φή ήταν απολύτως προβλέψιμη», μου είπε ο Μπράιαν Χόμγουντ, ένας Βρετανός δημοσιογράφος ο οποίος εργα-
® ® ®
361
362
© © ©
ζόταν για το πρακτορείο Ρόιτερ οτο Ρίο. «Οι Βραζιλιάνοι πολιτικοί προτιμούν να χτίζουν καινούρια πράγματα, πα ρά να ξοδέψουν για να συντηρήσουν κάτι που δεν το βλέ πει κανείς. Τελικά, ένα τέτοιο κάτι γκρεμίστηκε». Εκείνη την ημέρα το μεγαλύτερο στάδιο του κόσμου έδειχνε σε πολύ καλή κατάσταση, και το ποδόσφαιρο ήταν ακόμη όπως το είχε περιγράφει ο Σόντρε. Η Βάσκο ντα Γκάμα κέρδισε την Μ ποταφόγκο 2-0 σ’ ένα παιχνίδι που προφανώς ήταν το καλύτερο που είχα δει όλο το χρόνο· παρόλο που εκατοντάδες από τους καλύτερους Βραζιλιάνους παίκτες είχαν φύγει στο εξωτερικό, καμία από αυτές τις ομάδες δεν ήταν η καλύτερη στη Βραζιλία, και ούτε ένας παίκτης μέσα στον αγωνιστικό χώρο δεν ήταν κάποιος τακτικός διεθνής. Η μεγάλη στιγμή του ματς ήταν το πρώτο γκολ: ένα φάουλ της Βάσκο χτύπησε στο πάνω μέρος του τείχους της Μ ποταφόγκο και αναπή δησε ξαναγυρίζοντας σ ’ έναν προωθημένο παίκτη της Βάσκο, ο οποίος, από απόσταση είκοσι πέντε μέτρων, τη σουτάρισε μέσα στα δίχτυα. Μ πορείς να δεις τέτοιου εί δους γκολ σε όλα τα επίπεδα ποδοσφαιρικού παιχνιδιού, όμως τα περισσότερα από αυτά είναι εντελώς τυχαία. Ο παίκτης εκείνος περιέστρεψε το σώμα του έτσι ώστε να οδηγήσει την μπάλα στην έξω δεξιά γωνία, εκεί όπου δεν υπήρχε τερματοφύλακας, προκειμένου να πέτύχει ένα εντελώς προμελετημένο γκολ. Το παιχνίδι ήταν υπέροχα επιθετικό. «Αυτές είναι οι ρίζες μας», μου είπε ο προπονητής της Βραζιλίας Κάρλος Αλμπέρτο Π αρέιρα λίγες μέρες αργό τερα, στο κτίριο Ζοάο Χαβελάνγκε, στο κέντρο του Ρίο. Ο Κάρλος Αλμπέρτο ήταν αρχηγός της Βραζιλίας το 1970· ο Κάρλος Αλμπέρτο Σίλβα τους μανατζάρισε για λίγο στη δεκαετία του ’80- και ο Κάρλος Αλμπέρτο Πα ρέιρα, ένας καλοβαλμένος και κομψός άντρας, με το ραμμένο από ράφτη σπορ σακάκι του, είναι ένα εντελώς
διαφορετικό πρόοωπο. Μιλούσα μαζί του σε μια συνέ ντευξη Τύπου, που έδωσε για να αναγγείλει τη σύνθεση της ομάδας του για μια φιλική συνάντηση με την Πολω νία. (Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν καν ακόμη γνωστό σε ποιο σημείο της χώρας θα παιζόταν το παιχνίδι.) Ο Παρέιρα και ο βραζιλιάνικος Τύπος κάθισαν όλοι γύρω από ένα τραπέζι σε σχήμα πετάλου, μοιράστηκε η λίστα με τα ονόματα των παικτών, και τότε, αντί ο προπονητής να εξηγήσει την επιλογή που είχε κάνει στους παρισταμένους, οι δημοσιογράφοι πλησίαζαν ένας ένας το γραφείο του για μια ξεχωριστή αποκλειστική συνέντευξη μαζί του. Αφού έδωσε περί τις είκοσι τέτοιες «αποκλειστικές!» συνεντεύξεις μέσα σε μία ώρα, ήρθε και η σειρά μου. Ο Π αρέιρα εξακολουθούσε να δείχνει ήρεμος. Ρώτησα κατά πόσον η δική του Βραζιλία θα ήταν πε ρισσότερο ελκυστική από την απαίσια ομάδα του 1990. Απάντησε σε τέλεια αγγλικά: «'Οταν παίξαμε στην Αγγλία, όλοι οι δημοσιογράφοι με ρωτούσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ναι, αυτό είναι που θέλουμε, θέλουμε να επιστρέφουμε στις ρίζες μας: στους σταθερούς τέσσερις παίκτες πίσω, στο μαρκάρισμα της ζώνης και στο επιθε τικό ποδόσφαιρο. Αυτός είναι ο τρόπος που οι παίκτες μας έπαιζαν ποδόσφαιρο από την εποχή που ήταν παι διά». Η άποψή του είναι ότι ακόμη και αν ήθελε δε θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο που παίζει η Βραζιλία. Λέει ότι ο μόνος προπονητής που άλλαξε το εθνικό στιλ και κατάφερε να προκόψει είναι ο Κάρλος Μπιλάρντο, ο οποίος κέρδισε την Αργεντινή σε ένα Παγκόσμιο Κύπελ λο, μετατρέποντας την ομάδα του Μενότι σε μια συμμο ρία τραμπούκων. Ο Π αρέιρα μου είπε: «Δεν μπορείς να βάλεις τους Βραζιλιάνους μέσα σ’ ένα...» και, καθώς δεν μπόρεσε να βρει τη σωστή λέξη, προσπάθησε να μιμηθεί κάποιον που του περνάνε το ζουρλομανδύα. Ό μ ω ς οι Βραζιλιάνοι αλλάζουν. Πάρτε για παράδειγ-
® ® ®
363
364
© © ©
μα τι έγινε με τη Βραζιλία στα τελευταία έξι Παγκόσμια Κύπελλα. Ο προπονητής που προετοίμασε την ομάδα του 1970, ο Ζοάο Σαλντάνα, γνωστός περισσότερο ως αθλητικός σχολιαστής, εναπόθεοε την πίστη του στους Μαλάντρος. «Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο παίζεται με το ρυθμό της μουσικής», είπε. 'Οταν του ειπώθηκε ότι ο Πελέ, ο Γκέροον, ο Ριβελίνο και ο Τοστάο δε θα μπορούσαν να παί ξουν όλοι από το κέντρο, απάντησε: «Δε με νοιάζει αν εί ναι όλοι τους ο ίδιος τύπος παίκτη, ή αν ο Ριβελίνο και ο Γκέρσον είναι και οι δυο τους αριστεροπόδαροι. Είναι οι καλύτεροι, είναι ιδιοφυίες, ας τους εμπιστευτούμε λοι πόν. Αυτοί θα ξέρουν τι πρέπει να κάνουν». Ό μ ω ς ο Σαλ ντάνα δεν έφτασε ποτέ στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Υπάρχουν άπειρες θεωρίες σχετικά με το γιατί απο λύθηκε αφού οδήγησε τη Βραζιλία να περάσει στην επό μενη φάση. Μερικοί λένε ότι ήταν εξαιρετικά ευέξαπτος και ότι ήρθε πολλές φορές στα χέρια, και ότι τον αντιπα θούσε ο Πελέ. (Ο Σαλντάνα είχε σκεφτεί να απορρίψει τον Πελέ από την ομάδα.) Άλλοι τονίζουν ότι οι Βραζι λιάνοι προπονητές απολύονται γενικά: είναι κάτι το οποίο συμβαίνει στη ζωή και δε χρειάζεται ουδεμία πε ραιτέρω εξήγηση. Η πιο ενδιαφέρουσα θεωρία είναι ότι ο Πρόεδρος Εμίλιο Γκαραστάζου Μέντιτοι, ο στρατιωτι κός δικτάτορας της Βραζιλίας, ήθελε να διώξει τον Σαλ ντάνα. Ως Πρόεδρος της Βραζιλίας από το 1969 μέχρι το 1973, ο Μέντιτοι βασάνισε πολύ κόσμο, ταυτόχρονα όμως ήταν φανατικός ποδοσφαιρόφιλος. Στα νιάτα του ο Σαλντάνα ήταν κομουνιστής, όμως, όταν προσελήφθη ως προπονητής της Βραζιλίας, ο Μέντιτσι προσκάλεσε εκείνον και την ομάδα του σε γεύμα. Ο Σαντάνα αρνήθηκε την πρόσκληση, προφασιζόμενος ότι δεν τους άφηνε χρόνο το πρόγραμμα προπόνησης. Λίγο αργότερα ένας Αργεντινός δημοσιογράφος ρώτησε
γιατί ο Ντάριο δεν ήταν στην ομάδα, και ο Σαλντάνα εξήγησε ότι ο Ρομπέρτο και ο Τοστάο ήταν καλύτεροι παίκτες. Ο Ντάριο όμως ήταν ο αγαπημένος ποδοσφαι ριστής του Μέντιτσι, είπε ο δημοσιογράφος. «Δεν επιλέ γω τους υπουργούς του Προέδρου, και εκείνος δεν μπο ρεί να επιλέξει την εμπροσθοφυλακή της ομάδας μου», απάντησε ο Σαλντάνα. Ι ον απέλυσαν ακριβώς τρεις μήνες πριν από το Π α γκόσμιο Κύπελλο. Οι πρώτοι δυο άντρες που τους ζητήθηκε να τον αντικαταστήσουν αρνήθηκαν: φοβήθηκαν πως, αν αποτύγχαναν, οι οπαδοί πιθανόν να μην ικανο ποιούνταν με το να κάψουν μόνο τα ομοιώματά τους. Τ ε λικά ο Μάριο Ζαγκάλο, το «Μικρό Μυρμήγκι», δέχτηκε τη δουλειά, ανακάλεσε τον Ντάριο και οδήγησε τη Βρα ζιλία στη δόξα στο Μεξικό. Ή ταν η τελευταία φορά που κέρδισαν το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ό σ ο η Βραζιλία έμενε έξο) από τα Παγκόσμια Κύπελ λα, είχε ξεκινήσει μια τεράστια διαμάχη στην οποία συμ μετείχε ολόκληρο το έθνος. (Ό πω ς παραπονιόταν ένας Βραζιλιάνος προπονητής, εν είδει αντίλαλου των λόγων της Γκόλντα Μέιρ: Έ χω ένα έθνος από προπονητές του ποδοσφαίρου!) Η αντιγνωμία υπάρχει ανάμεσα στους παραδοσιακούς και τους εκσυγχρονιστές. Οι παραδοσια κοί, άντρες όπως ο Σαλντάνα, υποστηρίζουν ότι οι μεγά λοι παίκτες φτιάχουν οι ίδιοι τους δικούς τους κανόνες. Οι εκσυγχρονιστές επιμένουν ότι η Βραζιλία πρέπει να αλλάξει και ότι η ομάδα του 1970 ήταν πάνω απ’ όλα οργανοψένη. Υπογραμμίζουν την ήττα του Πελέ από τους Ευρωπαίους το 1966 και λένε ότι ο βραζιλιάνικος τρόπος παιχνιδιού είναι γοητευτικός αλλά ξεπερασμένος. Ο Ζαγκάλο δεν πρόφτασε να επιβάλει τις ιδέες του το 1970. Το Μικρό Μυρμήγκι ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, ένας άνθρωπος της εκκλησίας, περισσότερο Σουηδός πα ρά Βραζιλιάνος και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974
® ® ®
365
366
© © ©
αποκαλύφθηκε ότι ήταν και ένας σύγχρονος σκεπτόμενος άνθρωπος. «Μη χαρίζετε γκολ, μην αφήνετε την άλλη ομάδα να οργανώνει το παιχνίδι της και να επιτίθεστε μόνον όταν είστε σίγουροι», έδωσε εντολή στην ομάδα. Η Βραζιλία έχασε και το σπίτι του πετροβολήθηκε. Ο Κλαούντιο Κουτίνιο ήταν ο γυμναστής της ομάδας το 1970. Δύο Παγκόσμια Κύπελλα αργότερα, το 1978, εί χε γίνει προπονητής. Δεν του δόθηκε η δυνατότητα να έχει μόνος του τον έλεγχο της ομάδας. Ο ναύαρχος Χελένο Νούνες, υπεύθυνος αθλητισμού της Βραζιλίας, αποτελούσε στο Ρίο ένα εκλεκτό μέλος της ARENA, του κυβερ νητικού κόμματος, και ο Νούνες πίστευε ότι μια νίκη στην Αργεντινή θα είναι πολύ σημαντική για το κόμμα. Για να κερδίσει ψήφους στο Ρίο, ο Νούνες υποχρέωσε τον Κουτίνιο να πάρει τον Ρομπέρτο της Βάσκο ντα Γκά μα, της υπ’ αριθμόν ένα ομάδας της πόλης. Ο Κουτίνιο συμφώνησε - ήταν στρατιωτικός και ο ίδιος. Τέως παί κτης του βόλεϊ και προπονητής του στρατού, είχε μελετή σει τη φυσική εκπαίδευση των Αμερικανών αστροναυτών για να ανανεώσει τον τρόπο φυσικής εκγύμνασης του βραζιλιάνικου στρατού. Ό ντας μορφωμένος και με τέ λεια αγγλικά, ήταν ένας εκσυγχρονιστής από ένστικτο, ο οποίος απέρριπτε το τριπλάρισμα ως «χάσιμο χρόνου και απόδειξη της αδυναμίας μας». Ό ταν προχώρησε ακόμη περισσότερο και άρχισε να επαινεί την ευρωπαϊ κή τακτική του προσπεράσματος, ένας τέως προπονητής αντέταξε: «Προσπέρασμα είναι αυτό που κάνει ο Γκαρίντσα από μόνος του». Ο Σαλντάνα παρακολουθούσε τον Κουτίνιο με ανοιχτό το στόμα, όμως δεν έχασε ποτέ την ελπίδα του: «Όχι, όχι, όχι, πιστεύω ότι αυτοί οι τύποι, ο Ζίκο, ο Ριβελίνο και οι υπόλοιποι, είπαν ναι στον Κουτί νιο. Στην προπόνηση τρέχουν πίσω ως αμυντικοί, αλλά στον αγωνιστικό χώρο, την ώρα του παιχνιδιού, δε νομί ζω ότι θα τον υπακούσουν. Ελπίζω πως δε θα το κάνουν».
Φυσικά, υπάκουσαν. Η Βραζιλία έπαιξε τόσο ανιαρά στο Παγκόσμιο Κύπελλο, που, την ίδια μέρα που περ νούσαν στο δεύτερο γύρο, οι Βραζιλιάνοι φίλαθλοι έκα ψαν το ομοίωμα του Κουτίνιο στην έδρα της ομάδας στο Μαρ ντελ Πλάτα. Τότε η Αργεντινή εξαγόρασε το Πε ρού, η Βραζιλία αποκλείστηκε και οι αυτοκτονίες άρχι σαν βροχή από τα διαμερίσματα του Ρίο. Σε κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο διαβάζουμε για αυτο κτονίες και για Αφρικανούς μάγους-γιατρούς. Ο Τύπος φαίνεται να πιστεύει πως, όταν αποκλείστηκε η Βραζι λία, πιστοί και αφοσιωμένοι φίλαθλοι άρχισαν να πηδά νε από τα μπαλκόνια τους. Η αλήθεια είναι, πιθανότατα, τελείως διαφορετική. Τ ις πρώτες μέρες των παιχνιδιών ενός Παγκοσμίου Κυπέλου, όσο η βραζιλιάνικη ομάδα κερδίζει ακόμη, η ζωή στη Βραζιλία είναι ένα συνεχές πάρτι. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν στους δρόμους, και όλος ο κόσμος τραγουδά και χορεύει. Μετά η Βραζιλία χάνει και αποκλείεται από το Κύπελλο. Η διάθεση αλλάζει ξαφνικά, και εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο είναι οι μανιοκαταθλιπτικοί τύ ποι του έθνους. Παρασυρμένοι από τη γενική ευφορία, δεν αντέχουν να τη βλέπουν να τελειώνει. Από τα χάι πέ φτουν ξαφνικά στα κάτω τους και τότε αυτοκτονούν. Ο Κουτίνιο πέθανε από δυστύχημα στη διάρκεια μιας κατάδυσης πριν από το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Τέλε Σαντάνα κοουτσάρισε τη Βραζιλία το 1982 και ξα ναζωντάνεψε τη μαγεία του παλιού παιχνιδιού. Προς γε νική δυσαρέσκεια, η ομάδα του έχασε 3-2 από την ιταλι κή ομάδα του Πάολο Ρόσι σε ένα αλησμόνητο παιχνίδι. Δύο χρόνια μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Σόκρατες, ένα βραζιλιάνικο αστέρι, ξανάκανε αυτό που ήθελε να δείξει ο Σαντάνα: αρνήθηκε συμβόλαια του ενός εκατομ-
© @ @
367
368
© © ©
μορίου λιρών που του πρόσφεραν η Ρόμα και η Γιουβέντους εξαιτίας κάποιων όρων που περιείχαν και που του απαγόρευαν να κάνει ε'ρωτα τις τρεις τελευταίες ημέρες πριν από κάθε παιχνίδι. Αντίθετα, πήγε οτη Φιορεντίνα. «Όλοι καταλαβαίνουμε τώρα γιατί το βραζιλιάνικο πο δόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι ομορφιάς και πάθους, ενώ το ιταλικό αντίστοιχό του είναι βαρετό μέχρι θανάτου», έγραφε η υπέρμαχος της υπερβολής η Daily Express. Στο επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο η ομάδα του Σαντάνα έχασε και πάλι τιμητικά, και τότε οι εκσυγχρονι στές πήραν τα ηνία. Ο Βραζιλιάνος προπονητής το 1990 Σεμπαστιάο Λαζαρόνι ήταν ο αυστηρότερος όλων. Μέτριος τερματοφύλακας, ο Λαζαρόνι εγκατέλειψε νωρίς το παιχνίδι και μελέτησε ένα σωρό βιβλία περί πο δοσφαίρου. «Η εθνική ομάδα πρέπει να κάνει λιγότερα τερτίπια», προειδοποίησε, και στην Ιταλία έβαλε στο γή πεδο παίκτες, που έμοιαζαν με Βραζιλιάνους, φορούσαν τη βραζιλιάνικη φανέλα, αλλά έπαιζαν ποδόσφαιρο σαν τους πιο κατσούφηδες Ανατολικοευρωπαίους. Με εφτά αμυντικούς, η Βραζιλία νίκησε τη Σουηδία και την Κό στα Ρίκα 1-0 κάθε φορά και 2-1 τη Σκοτία. Μια δεδομέ νη στιγμή η ιταλική αστυνομία χρειάστηκε να επέμβει για να εμποδίσει τους Βραζιλιάνους δημοσιογράφους να κάνουν κομματάκια τον Λαζαρόνι. «Αυτός είναι ο μεγά λος κίνδυνος της λογικής του Λαζαρόνι: θα αποδειχτεί σωστή μόνο αν η Βραζιλία κερδίσει το Παγκόσμιο Κύ πελλο. Αν αποκλειστούμε νίορίς, θα μείνει μόνο η ανά μνηση μιας κακής ομάδας», προειδοποίησε ο Πελέ. «Ο Πελέ είναι ένας θλιβερός γέρος», αντέδρασαν οι Βραζι λιάνοι παίκτες. Η Βραζιλία αποκλείστηκε νο)ρίς. Εναντίον της Αργε ντινής έπαιξε μαγικά και σχεδόν έφερε κάτω το γήπεδο, όμως οι Αργεντινοί σκοράρισαν <πο 83ο λεπτό και κέρδι σαν με 1-0. Ή ταν μια νίκη με μια ανάλαφρη μυρωδιά
θειαφιού και μπύαρνησμον: κατά τη διάρκεια του παιχνι διού ο Βραζιλιάνος παίκτης Μπράνκο είχε ζητήσει από την πλάγια γραμμή λίγο νερό, και κάποιος από τον αργεντίνικο πάγκο του είχε πετάξει αθλητικότατα ένα παγού ρι. Από εκείνη τη στιγμή ο Μπράνκο άρχισε να παίζει σαν ζαλισμένος, και αργότερα δήλωσε ότι του είχαν ρίξει μέσα στο νερό κάποιο ναρκωτικό χαπάκι - ένα Mickey Finn. Εν μια νυκτί ο Λαζαρόνι μεταβλήθηκε στον υπ’ αριθ μό ένα δημόσιο εχθρό. Στάθηκε τυχερός που είχε έτοιμη δουλειά να τον περιμένει στη Φιορεντίνα, γιατί αλλιώς ήταν αδύνατο να επιστρέφει στην πατρίδα του. Το έθνος απαίτησε την επιστροφή στον παλιό τρόπο παιχνιδιού. «Υπάρχει η αίσθηση ότι ο τρόπος που παίξαμε το 1990 δεν αντιπροσωπεύει τη Βραζιλία», μου είπε ο Παρέιρα. Φυσικά και το πίστευε εκείνος. Ο Π αρέιρα είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, όμως μετά τον Λαζαρόνι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να συνεχίσει να υπεραμύνεται του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Η Βραζιλία του Παρέιρα θα ήταν συντηρητικότερη αυτής του Λαζαρόνι και περισσό τερο μοντέρνα αυτής του Πελέ. Το ποδόσφαιρο δεν είναι ποτέ απλώς και μόνο ποδό σφαιρο. Συζητώντας για το παιχνίδι, οι Βραζιλιάνοι θέ τουν επίσης υπό συζήτηση το είδος της χώρας που θα έπρεπε να είναι η Βραζιλία. «Ίσως να ισχύει το ίδιο και με τους Εγγλέζους», μου είπε ο ανθρωπολόγος Λουίς Εντουάρντο Σοάρες. «Όταν παίζει η εθνική μας ομάδα, νιώθουμε ότι μέσα στον αγωνιστικό χώρο παίζεται η εθνική ταυτότητα της χώρας μας. Είναι οι αξίες μας που αποκαλύπτονται στον κόσμο». Οι Βραζιλιάνοι το νιώ θουν αυτό πολύ πιο έντονα από τους Άγγλους. Για εκεί νους Κουτίνιο, Ζαγκάλο και Λαζαρόνι, υπέρμαχοι του άνευ φαντασίας ποδοσφαίρου, δεν ήταν απλώς ηττημένοι αλλά προδότες. Το κύριο ερώτημα, στην πολιτική
® ® ®
369
370
© © ©
όσο και στο ποδόσφαιρο, είναι κατά πόσον η Βραζιλία θα έπρεπε να μιμηθεί την Ευρώπη ή θα έπρεπε να προ σπαθήσει να επιστρέφει στο δικό της παρελθόν. Η Βρα ζιλία σήμερα είναι υπανάπτυκτη (προσπάθησε να κλείσεις ένα ραντεβού στο Ρίο!), όμως είναι δημιουργική: υπέροχο ποδόσφαιρο, υπέροχη σάμπα και υπέροχος κι νηματογράφος. Έ χει επίσης και το μεγαλύτερο εξωτερι κό χρέος στον κόσμο. Οι εκσυγχρονιστές, στην πολιτική και στο ποδόσφαιρο, θέλουν να μεταβάλουν τη Βραζιλία σε μια δεύτερη Γερμανία. Ο Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο, που μιλάει άπταιστα αγγλικά, εξελέγη Πρόεδρος το 1990 με την εντολή να εκ πολιτίσει τη Βραζιλία. Η αποστολή του απέτυχε. Ο Κο λόρ υποστήριζε την πειθαρχία, όχι όμως για τον εαυτό του, και, έχοντας εκλεγεί για να καταπολεμήσει τη δια φθορά, έγινε ο ίδιος ο πλέον διεφθαρμένος Πρόεδρος που θυμάται ποτέ η χώρα. Το 1992 απέφυγε την παρα πομπή σε δίκη με το να παραιτηθεί. Ο Κολόρ ήταν ένας Μαλάντρο. Έ χουν μείνει ελάχιστοι τώρα πια, τραγουδούσε ο Τσίκο Μπουάρκε στο έργο του η Όηερα των Μαλάντρο, και όλοι τους είναι πολιτικοί. Η Βραζιλία αλλάζει. Ο Μαλάντρο έχει εγκαταλείψει τις φαβέλες, όπου και έχει δώσει τη θέση του στον ψυχρό φο νιά, και έχει εξαφανιστεί και από το ποδόσφαιρο, το οποίο γίνεται ολοένα και πιο ανιαρό. Οι μαύροι τριπλαδόροι έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχει λιγότερος χώρος για να παίξει κανείς στις γειτονιές των πόλεων, και έτσι οι ομάδες παίρνουν πλέον περισσότερους παίκτες από τα σχολεία και τις αθλητικές λέσχες, πράγμα που σημαίνει ότι παίρνουν περισσότερα πλούσια παιδιά. Τα αστέρια της δεκαετίας του ’80, Ζίκο, Φαλκάο και Σόκρατες, ήταν λευκοί και ανήκαν στη μέση αστική τάξη. Ακόμη και το capoeira αρχίζει πλέον να γίνεται άθλημα των λευκών, το οποίο διδάσκεται στα μοδάτα σχολεία του Ρίο, όπου συ-
χνά μόνο ο δάσκαλος είναι μαύρος. Τόσο πολύ έχει αλ λάξει η Βραζιλία, που στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 ο Πελέ ξεχώρισε ένα Γερμανό, τον Ματέους, ως τον μόνο ποδοσφαιριστή που έπαιζε σαν Βραζιλιάνος. Οι Βραζι λιάνοι έχουν πάρει τα πράγματα κάπως ανάποδα: προο δευτικό ποδόσφαιρο, οπισθοδρομική πολιτική.
Σέλτικ-Ρέιντζερς ή Ρέιντζερς-Σέλτικ
Σέλτικ έπαιζε με τη Ρέιντζερς στη Γλασκόβη, κι εγώ ταξίδεψα μέχρι εκεί μέσω Βόρειας Ιρλανδίας. Πέρασα μήνες προετοιμαζόμενος γι’ αυτό το παιχνί δι. Μέσα σε κάποιο τρένο, στη Γαλλία, συνάντησα έναν από τους σπάνιους προτεστάντες οπαδούς της Σέλτικ, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι η αρχαία γλασκοβιανή παρά δοση να ρωτάς τους περαστικούς ποιο είναι το θρήσκευ μά τους είχε περιέλθει πλέον σε αχρηστία. Είπε: «Στις μέρες μας δεν ρωτούν πλέον “προτεστάντης ή καθολι κός;” ή “σε λένε Μπίλι ή Νταν;”, σε ρωτούν απλώς “Ποια ομάδα υποστηρίζεις;" Εγώ λέω πάντοτε “Πάρτικ θ ισ λ ”, και βάζουν τα γέλια και φεύγουν». Αν όμως επρόκειτο να αρχίσω να τριγυρίζω στη Γλασκόβη φορώντας τη φανέλα κάποιας ομάδας, είπε ο άνθρωπος αυτός, «θα σου ρίξουν απλώς τη μαχαιριά πισώπλατα χωρίς καν να σου πουν κουβέντα». Αποφάσισα να μη φορέσω τη φανέλα καμίας ποδοσφαιρικής ομάδας. Προετοιμάστηκα επίσης μελετώντας τα περιοδικά των οπαδών της Σέλτικ και της Ρέιντζερς. Τα μελέτησα στη Μόσχα, στο Καμερούν, μέσα στο μπάνιο του σπιτιού που έμεινα στο Κέιπ Τάουν. Μέσα από την μπανιέρα εί-
Η
@ © @
371
372
® ® ®
χα θέα προς το Τέιμπλ Μάουντεν. Από εκεί επίσης μπο ρούσες να βλέπεις και έξω στο πάτιο, από όπου οι συγκάτοικοί σου σε έβλεπαν κι εκείνοι εξίσου άνετα, οπότε και ήταν το καλύτερο μέρος για να διαβάσει κανείς τέτοιου είδους περιοδικά. Η ανάγνωσή τους μου θύμιζε έτσι κι αλλιώς τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το Follow, Follow, το πε ριοδικό των φανς της Ρέιντζερς. Διαβάζοντάς το, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι η Ρέιντζερς είναι προτεσταντική και η Σέλτικ είναι καθολική, ότι ένας «Προντ» είναι προτεστάντης, και ένας «Τιμ» είναι οπαδός της Σέλτικ, ή απλώς ένας ρωμαιοκαθολικός. Μόνο ένας από τους αρχιμηράβονς τον Χίτλερ νηήρξε Προντ, ο νηονργός Εξωτερικών Φον Ρίμηεντροη... Οι τρεις ηλέον διακε κριμένοι μη Εβραίοι αντιναζιστές αντιστασιακοί, οι Ραούλ Γονόλεμηεργκ, Ντίτριχ Μπονχόψερ και ΙΊαστόρ Νιμόλερ ήταν όλοι τονς Προντ. Και ας μ ψ ξεχνάμε ότι ο Χίτλερ ήταν ένας Τιμ!
To Follow, Follow κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα, και αποτελεί πραγματική δύναμη στη Γλασκόβη. Πιθανότατα οι οπαδοί της Ρέιντζερς και της Σέλτικ να είναι οι μόνοι άνθρωποι που ζουν στον πραγματικό κό σμο. Στα σίγουρα ζουν σ’ έναν κόσμο μάλλον διαφορετι κό από το δικό μας, και ο δικός μας κόσμος τούς ενδια φέρει μόνο στο μέτρο που συνδέεται με τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Και ούτε και τότε τους ενδιαφέρει και πο λύ, γιατί ακόμη και όταν εμαίνετο ο Β' Παγκόσμιος Πό λεμος, αρκετά από τα ντέρμπι τους κατέληξαν σε πραγ ματικές στάσεις. Έ να παιχνίδι της Ολντ Φερμ το 1975 ενέπνευσε δύο απόπειρες φόνου, δύο επιθέσεις με μπαλτά, μία επίθεση με τσεκούρι, εννέα μαχαιρώματα και 35 κοινές επιθέσεις. Από την άλλη πλευρά, οι ομάδες εμπνέ ουν επίσης και μεγάλες αγάπες. Η Ρέιντζερς δεν επιτρέ-
πει πλέον οι στάχτες των πεθαμένων οπαδών της ομάδας να σκορπίζονται στον αγωνιστικό χώρο του Ίμ πρ οξ, επειδή, σύμφωνα με τα λόγια του Τζον Γκρέιγκ, πρώην παίκτη και προπονητή της Ρέιντζερς, «είχαμε τόσο πολ λές στάχτες εκεί μέσα, που μαδούσε το χορτάρι, ακόμη και στα μέσα του καλοκαιριού». Ελάχιστες νουβέλες περί Γλασκόβης παραλείπουν να αναφερθοΰν στο παιχνίδι της Ολντ Φερμ, και είναι κυρίως χάρη στους φανς της Ρέιντζερς και της Σέλτικ που οι Σκοτσέζοι παρακολου θούν περισσότερα ματς από οποιουσδήποτε άλλους Ευ ρωπαίους, εξαιρουμένων των Αλβανών. Αυτό βεβαίως αφήνει να εννοηθεί ότι σαφώς υπάρχουν λιγότερα πράγ ματα να κάνει κανείς στην Αλβανία παρά στη Σκοτία. Είπα ότι οι οπαδοί της Σέλτικ είναι καθολικοί και της Ρέιντζερς προτεστάντες. Αυτό πρέπει να διευκρινιστεί. Η Σέλτικ έβαζε πάντοτε στο παιχνίδι προτεστάντες ποδο σφαιριστές, και για παίκτες όπως ο Μπέρτι Πίκοκ υπήρ χε επιπλέον η φήμη ότι ανήκε στους Όραντζμεν - τ α μέ λη του εξτρεμιστικού προτεσταντικού Τάγματος των Πορτοκαλιών - των Ό ραντζ. Τα πράγματα ήταν διαφο ρετικά στη Ρέιντζερς. Το πανκ γκρουπ Pope Paul and the Romans - Π άπας Παύλος και οι Ρωμαίοι - (γνωστό επίσης και ως Οι Αδερ φ οί Αρχίδια) τραγούδησε κάποτε «Γιατί η Ρέιντζερς δεν παίρνει έναν καθολικό παίκτη;» και κάποιες φορές η δι οίκηση της Ρέιντζερς απαντούσε με ειλικρίνεια. «Αποτε λεί κομμάτι της παράδοσής μας», δήλωσε ο Ματ Τέιλορ στον Καναδά το 1967. «Η ομάδα μας ιδρύθηκε το 1873 ως μία Πρεσβυτεριανή Λέσχη Αγοριών. Το να αλλάξουμε τώρα θα μας κάνει να χάσουμε πολλούς από τους υποστηρικτές μας». Η Bush, μία εφημερίδα της πρεσβυτε ριανής Εκκλησίας, έθεσε το θέμα αυτό το 1978 και είδε ξαφνικά την κυκλοφορία της να πέφτει από 13.000 σε
® @ ©
373
374
© © ©
8.000 φύλλα. Πολύ σύντομα η εφημερίδα έκλεισε εντε λώς. Σήμερα τα τραπέζια του τένις και του σνούκερ στο Ίμ π ρ ο ξ εξακολουθούν να είναι βαμμένα μπλε, αλλά το 1989 η ομάδα υπέγραψε συμβόλαιο με τον ρωμαιοκαθο λικό επιθετικό Μόρις Τζόνστον. Το περιοδικό της Σέλτικ Not the View έκανε θραύση, αποκαλύπτοντας την είδηση ότι η Ρέιντζερς πρόκειται να σπάσει μια εκατοντάχρονη παράδοση και με μια κίνηση σοκ να υπογράψει με έναν γοητευτικό παίκτη. Στην πραγματικότητα, ο Τζόνστον δεν είναι ο πρώτος καθολι κός που παίζει για τη Ρέιντζερς: μάλλον ήταν ο πρώτος καθολικός με τον οποίο η ομάδα είχε υπογράψει συμβό λαιο εν γνώσει της ότι είναι καθολικός από την εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (έστω και αν ο πατριός του ήταν προτεστάντης και οπαδός της Ρέιντζερς). Για τους φανς της Ρέιντζερς ο Μο Τζόνστον ήταν ο χειρότερος κα θολικός όλων. Είχε χτυπήσει με κεφαλιά τον Στιούαρτ Μούνρο της Ρέιντζερς στον τελικό του Κυπέλλου Σκολ το 1986, και την ώρα που τον απέβαλαν από το παιχνίδι εί χε γυρίσει και είχε κάνει το σήμα του σταυρού προς τους οπαδούς της Ρέιντζερς. Ακριβώς πριν υπογράψει με τη Ρέιντζερς έδειχνε έτοιμος να υπογράψει με τη Σέλτικ. 'Οταν έκανε την τελική επιλογή του, το Σάνκιλ, παράρτη μα της Λέσχης Οπαδών τη Ρέιντζερς του Μπέλφαστ, έκλεισε σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Στο μεταξύ οι οπαδοί της Σέλτικ του κόλλησαν το γαλλόφωνο παρατσούκλι La petite nerde - τ ο μικρό σ κα τό- εις ανάμνησιν της εποχής που έπαιζε στη Γαλλία. Η εφημερίδα Scotland on Sunday αποκάλεσε τον Τζόνστον «Σαλμάν Ρούσντι του οκοτσέζικου ποδοσφαίρου», επειδή κατάφερε να προσβάλει μο νομιάς δύο ομάδες φονταμενταλιστών, και ο ίδιος ο παί κτης έλαβε παρόμοια μέτρα προστασίας με τον Ρούσντι. Φοβούμενος να μείνει στη Γλασκόβη, βρήκε σπίτι στο Εδιμβούργο. Πυρπολήθηκε με βόμβες πετρελαίου από
τους οπαδούς της Σέλτικ. Προσέλαβε σωματοφύλακα σε εικοσιτετράωρη βάση. Οι οπαδοί της Σέλτικ επιτέθηκαν στον πατέρα του. Την εποχή που έπαιζε με τη Ρέιντζερς οι συντάκτες του Follow, Follow διαφωνούσαν για το κατά πόσο έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για την ομάδα. Αναμφίβολα, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να είναι ευχάριστος. Πολύ σύ ντομα έγινε γνωστό ότι είχε τραγουδήσει το «The Sash», ένα προτεσταντικό τραγούδι, σε κάποιο χορό των οπαδών της ομάδας, και επίσης ότι πριν χρόνια είχε φτύσει πάνω σ’ ένα έμβλημα της Σέλτικ. Η Λέσχη Οπαδών της Ρέι ντζερς του Γκόβαν τον εξέλεξε Παίκτη της Χρονιάς μετά την πρώτη του σεζόν με την ομάδα, όμως ένα χρόνο αργό τερα είχε φύγει από την ομάδα. Δεν κατάφερε να μετατρέ ψει ποτέ τη Ρέιντζερς σε καθολική ομάδα. «Η Ρέιντζερς θα μπορούσε να υπογράψει ακόμη και με τον ίδιο τον Π ά πα Ιωάννη Παύλο, αλλά και πάλι δε νομίζω ότι θα έκανε καμία διαφορά», όπως μου είπε ο Γουίλιαμ Ίνγκλις. Ο Ίνγκλις είναι ένας νεαρός υπάλληλος των Βρετανι κών Ταχυδρομείων και τακτικός επισκέπτης του Ίμ πρ οξ, ο οποίος θεωρεί ότι του είναι δύσκολο να κατα λάβει μερικούς από τους ομοϊδεάτες του οπαδούς. Ό τα ν δημοσίευσα μια αγγελία στο περιοδικό Follow, Follow, μου τηλεφώνησε, πρόθυμος να μιλήσει, και συναντηθή καμε σε μια καφετέρια της Γλασκόβης. Μου είπε: «Υπάρχουν τύποι που, όταν σκοράριζε ο Μο, δεν υπολό γιζαν αυτό το γκολ· έτσι, αν το αποτέλεσμα ήταν 1-0, το υπολόγιζαν σαν ισοπαλία 0-0. Έ χω δει ανθρώπους να έρ χονται σχεδόν στα χέρια επειδή κάποιοι από αυτούς ενθάρρυναν τον Μο Τζόνστον. Το περίεργο είναι ότι, μόλις σταματούσε το γιουχάρισμα, ο Μο γινόταν χειρότερος*. Ο Μο Τζόνστον είναι πολύ εκκεντρικός τύπος. Τώρα ο Μαρκ Χέιτλι, ο σέντερ φορ της Ρέιντζερς, φημολογείται ότι είναι κι αυτός καθολικός. Ο Ίνγκλις είπε:
® ® @
375
376
© © ©
«'Οταν παίζει ο Χέιτλι, υπάρχουν κάποιοι που φωνάζουν “Παίξτε λοιπόν, εσείς οι Δέκα της Βασίλισσας!” Δεν είναι διατεθειμένοι να πουν “Εσείς οι Έντεκα της Βασίλισσας” επειδή δεν υπολογίζουν τον Χέιτλι». Προηγουμένως υπήρ χαν αμφιβολίες για τον Τρέβορ Φράνσις (λεγόταν ότι έστελνε τα παιδιά του σε καθολικό σχολείο), ενώ ακόμη και ο Τέρι Μπούτσερ («Σέλτικ, τη μισεί κανείς τόσο πολύ») χρειάστηκε τελικά να αρνηθεί δημόσια ότι ήταν καθολικός. Ο Χέιτλι γινόταν αποδεκτός τον περισσότερο καιρό, είπε ο Ίνγκλις. «Αν όμως χάσει κάνα δυο ευκαιρίες, αρχί ζουν αμέσως: “Εμ, είναι καθολικόμουτρο, δεν είναι;”». Τον ρώτησα: «Δηλαδή δεν μπορεί να τύχει να παίξει τρία κακά παιχνίδια στη σειρά;», και ο Ίνγκλις απάντησε: «Δε θα του το συνιστούσα». Ρώτησα πώς ήξερε ο οποιοσδήπο τε ότι ο Χέιτλι ήταν καθολικός. «Λένε ότι η γυναίκα του Χέιτλι είναι καθολικιά. Δεν ξέρω πώς μπορεί οποιοσδήποτε να το ξέρει αυτό». Πίστευε ο Ίνγκλις ότι ο Χέιτλι ήταν καθολικός; «Είναι φοβερό πράγμα να το λέει κανείς αυ τό, όμως δε μοιάζει για τέτοιος». Δηλαδή; «Ε, να, οι καθο λικοί, τι να σου πω, είναι πιο πιθανό να έχουν μαύρο κο ρακίσιο μαλλί και εντελώς άχρωμη επιδερμίδα παρά να είναι κοκκινομάλληδες». Έ δειξε μια παρέα στην άλλη άκρη της καφετέριας: «Για παράδειγμα, δεν πιστεύω ότι αυτοί εκεί οι τέσσερις τύποι είναι καθολικοί. «Πλήρωσα για το εισιτήριό μου, για όλη τη σεζόν, τη μια βδομάδα», μου διηγόταν θλιμμένα ο Ντάνι Χιού στον, «και την επομένη πάνε και υπογράφουν με τον Μο Τζόνστον. Ο Χιούστον, ένας επίτιμος Αναπληρωτής Μέγας Αρχηγός της Στοάς των Ό ρα ντζ στη Γλασκόβη και τη Σκοτία, μποϊκοτάρισε τη Ρέιντζερς την εποχή του Τζόν στον. Τον επισκέφθηκα στο σπίτι του. Ή ταν ντυμένος με αθλητική φόρμα. Τ ο Τάγμα των Ό ρα ντζ είναι μια ιρλανδική προτεστα-
νιική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1795, και είναι ισχυρό τατη στη Σκοτία και τη Βόρεια Ιρλανδία. Κάθε καλοκαίρι το Τάγμα των Πορτοκαλόχρωμων οργανώνει πορείες που καταλήγουν συχνά σε άγριες συμπλοκές με τους καθολι κούς. «Είμαστε άνθρωποι της εργατικής τάξης και είμα στε Πιστοί και Βαοιλόφρονες», όπως είπε επιγραμματικά ο Χιούστον. «Οι Πορτοκαλόχρωμοι υποστηρίζουν ένα σω ρό ομάδες. Υπάρχουν οπαδοί της Έ αρντρι, οπαδοί της Φόλκερκ...» Λίγοι όμως από αυτούς είναι τακτικοί επισκέ πτες του Πάρκχεντ, και οι περισσότεροι απλώς υποστηρί ζουν τη Ρέιντζερς. Κάποιος που συμμετείχε σε μια πορεία των Ό ρα ντζ φορώντας τη φανέλα της Σέλτικ συνελήφθη για διατάραξη της δημόσιας τάξης. Ο Χιούστον επέμεινε ότι δεν είχε καμία αντίρρηση να υπογράψει η Ρέιντζερς με έναν ξένο καθολικό, όμως «ο ρωμαιοκαθολικισμός στη Δυτική Σκοτία είναι συνώνυμος με τον ιρλανδικό ρεπουμπλικανισμό». Αυτό ήταν το σλό γκαν του. Πραγματική Σοσιεδάδ, είπε, υπογραμμένη μό νον από τους Βάσκους, και στη γερμανική λίγκα πριν α π ’ τον πόλεμο υπήρχε μια εβραϊκή ομάδα που ονομαζόταν Μακάμπι, την οποία είχαν απαγορεύσει οι Ναζί. «Οπότε, γιατί θα πρέπει κανείς να ενεργεί σαν τους Ναζί; Γιατί η Σκοτία να έχει αυτό το πρόβλημα επειδή η Ρέιντζερς εί ναι μια προτεσταντική ομάδα; Δεν υπάρχει ούτε ένας Σκοτσέζος προτεστάντης στην τωρινή ομάδα της Σέλτικ. Λέει ποτέ κανείς τίποτε γι’ αυτό;» Ο Γκρέιαμ Σούνες, ο προπονητής της Ρέιντζερς που έκλεισε τον Τζόνστον, έδινε ένα μήνυμα σε οπαδούς όπως ο Χιούστον. Πριν μπορέσει να κλείσει τον Τζόν στον για την ομάδα, ο Σούνες είχε καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να αγοράσει τον Ουαλό καθολικό Ία ν Ρας από τη Γιουβέντους (το πρόσωπο το οποίο ο Ρας θα ήθε λε να συναντήσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο εί-
® @ @
377
378
© © ©
ναι ο Πάπας), και είχε κάνει προσφορές για τους καθολι κούς Ρέι Χάουτον και Τζον Σέρινταν. Ωστόσο αυτή η αλ λαγή πολιτικής οφειλόταν επίσης και στον Ντέιβιντ Μάρεϊ, τον πρόεδρο της Ρέιντζερς. Ο Ματ Τέιλορ, το 1976, φοβόταν μήπως χάσει οπα δούς, αλλά ο Μάρεϊ, το 1989, ενδιαφερόταν περισσότερο να προσελκύσει χορηγούς. «Το ποδόσφαιρο δεν είναι πλέ ον το παιχνίδι του λαουτζίκου», του άρεσε να λέει. Οι φίλα θλοι (ή μερικοί από αυτούς) θέλουν τη Ρέιντζερς να είναι μια προτεσταντική ομάδα, όχι όμως και οι χορηγοί. Ο Μάρεϊ στόχευε για χορηγούς και εκείνοι ανταποκρίθηκαν. Ο Μαξ Βέμπερ, ο Γερμανός κοινωνιολόγος, έκανε την πασίγνωστη παρατήρηση ότι προτεστάντες και καθολικοί ζουν μαζί, ωστόσο οι προτεστάντες τείνουν να είναι πλου σιότεροι. Κάποτε υπήρχε μια τέτοια διάκριση πλούτου στη Γλασκόβη, όμως σήμερα πλέον οι οπαδοί της Ρέι ντζερς αρέσκονται να δηλώνουν ότι και αυτοί είναι εξίσου φτωχοί όσο και οι οπαδοί της Σέλτικ. Αυτή είναι η γενικά αποδεκτή σοφία - και ωστόσο η ομάδα της Ρέιντζερς είναι πλούσια και η ομάδα της Σέλτιιςείναι φτωχή, και οι Γαλαζομύτηδες στα παιχνίδια της Ολντ Φερμ φωνάζουν όλοι μαζί «Δεν έχετε λεφτά». Οι οικογένειες Κέλι και Γουάιτ δι οικούν τη Σέλτικ πολύ πιο χαλαρά από όσο ο Μάρεϊ τη Ρέι ντζερς, θα είναι ωστόσο λάθος να πάνε όλοι οι έπαινοι στον Μάρεϊ. Δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει στη Σέλτικ αυ τό που έκανε στη Ρέιντζερς: επειδή οι περισσότεροι επι χειρηματίες στη Γλασκόβη είναι προτεστάντες, που δεν είχαν την πρόθεση να αγοράσουν ολόκληρα θεωρεία για τα στελέχη των επιχειρήσεών τους ή να πληρώσουν 75 λί ρες για ένα γεύμα των πέντε πιάτων στο Πάρκχεντ. Ο Κόλιν Γκλας είναι ένας διακεκριμένος ασφαλιστι κός πράκτορας της Γλασκόβης και οπαδός της Ρέιντζερς. Μεγάλωσε στο Νταντί, αλλά μετακόμισε στη Γλασκόβη σε ηλικία 18 ετών για να βρίσκεται κοντά στην ομάδα
του. Τώρα διαθέτει δικό του σπίτι στη Φλόριντα και λέει ότι μόνο για χάρη της Ρέιντζερς δε μετακομίζει εκεί. «Δεν έγινα οπαδός της Ρέιντζερς για λόγους θρησκεύμα τος. Έ γινα επειδή μου άρεσαν τα χρώματά της, το κόκκι νο, το λευκό και το μπλε», με διαβεβαίωσε. «Και οι οπαδοί της Ρέιντζερς εμφανίζονται από τον Τύπο ως φανατικά αδιάλλακτοι θρησκόληπτοι! Ξέρεις δα αυτές τις ιστορίες για χιλιάδες, υποτίθεται, οπαδούς της Ρέιντζερς οι οποίοι επέστρεψαν τάχα τα εισιτήρια διαρκείας όταν η ομάδα υπέγραψε με τον Τζόνστον; Ε λοιπόν, τυχαίνει να γνωρίζω τον υπεύθυνο της Ρέιντζερς για τα ει σιτήρια διαρκείας. Ξέρεις πόσα είναι αυτά που επεστράφησαν; Ένα!» Ναι, αλλά άλλοι φίλαθλοι έκαψαν τα εισι τήριά τους μπροστά από το Ίμ πρ οξ. «Κόλπο των ΜΜΕ». Ανέφερα ότι οι οπαδοί της Σέλτικ ήταν εξίσου πεπει σμένοι ότι ο Τύπος ήταν προκατειλημμένος εναντίον τους. «Όμως αυτοί υποφέρουν από ένα είδος γενικής πα ράνοιας πιστεύοντας ότι υπάρχει προκατάληψη εναντίον των καθολικών». Κατόπιν πρόσθεσε: «Υπάρχει προκατά ληψη εναντίον των καθολικών, όχι όμως τόσο πολλή στα ΜΜΕ. Υπάρχει προκατάληψη από πολλές επιχειρήσεις στη δυτική Σκοτία σε ό,τι αφορά στις δουλειές. Έτσι, όταν, ας πούμε, η απόφαση του διαιτητή είναι εναντίον τους για απόλυτα σωστούς λόγους, τους πιάνει η τρέλα τους. Έ νας καθολικός φίλος μου μου είπε ότι πρόσφατα βγήκε αμέσως έξω από την εκκλησία μόλις ο παπάς άρ χισε να λέει για το πώς όλος ο κόσμος ήταν εναντίον των καθολικών, ακόμη και οι διαιτητές του ποδοσφαίρου». Σε ό,τι αφορά στις διακρίσεις στα θέματα δουλειάς, ο Γκλας, δεδομένης της θέσης του, αποτελεί ισχυρό μάρτυ ρα. Ρώτησα ποιες αποδείξεις είχε. «Αν ρίξεις μια ματιά και δεις τον αριθμό των μασονικών χειραψιών που ανταλλάσσονται σε μέρη όπως το Εμπορικό Επιμελητή ριο, τότε θα καταλάβεις. Το ίδιο και στην αστυνομία.
@ @ @
379
Θυμάμαι κάποτε, σε μια τελετή συνταξιοδότησης αστυ νομικών, τον αρχιεπιθεωρητή της αστυνομίας να μιλάει για τους καθολικούς. Είπε: “Προήγαγα δύο τέτοιους και, τι να σας πω, ο ένας από αυτούς αποδείχτηκε όχι και τό σο κακός!”. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήξερε τι έλεγε!». Ο Γκλας μού είπε ότι τρεις από τους τέσσερις βοη θούς προπονητή που είχε ήταν οπαδοί της Σέλτικ. Όμως: «Αν ζητούσε δουλειά κάποιος που λεγόταν Πάτρικ Ο ’Λίρι, δε θα μπορούσα ποτέ να του βρω μια θέση, πλησιάζο ντας ως συνήθως διάφορα στελέχη επιχειρήσεων, επει δή, όταν τηλεφωνεί και δίνει το όνομά του, όλοι τους θα πουν “Ό χ ι”». Οι καθολικοί θα πρέπει να αρχίζουν να προσποιούνται περισσότερο, είπε. «Βαφτίζουν συνεχώς τα παιδιά τους Μπρίτζετ Τερέζα ή τέτοιου είδους ονόμα τα. Η άποψή μου είναι ότι δε χρειάζεται να φορτώνουν στα παιδιά τους ένα τέτοιο μειονέκτημα όταν ούτε εκεί νοι ούτε εγώ δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τις προκαταλήψεις του κόσμου», θ α μπορούσε να διακρίνει έναν καθολικό από έναν προτεστάντη; «Οι καθολικοί μι λούν κάπως διαφορετικά. Η αστυνομία εξακολουθεί να σε ρωτά εδώ “Τ ι επακριβώς είπε ο ύποπτος;” Είναι ακόμη και ο τρόπος που προφέρουν διάφορες λέξεις». «Όμως αυτό ισχύει και για τις δύο πλευρές: στο εργα τικό συμβούλιο της Γλασκόβης κυριαρχούν απολύτως οι καθολικοί. Υπήρχε κάποτε μια οικοδομική εταιρεία που ονομαζόταν “Λάφερτις Κονστράκσιον" που κήρυξε πτώ χευση. Για καθεμία δουλειά του δημοτικού συμβουλίου για την οποία υπέβαλε προσφορά ο Φρανκ Λάφερτι, η προσφορά του ήταν πάντοτε ακριβώς μετά τον επόμενο μειοδότη. Ο ίδιος συνήθιζε να κάθεται στο διευθυντικό θεωρείο στο γήπεδο Σέλτικ Παρκ. «Το χειρότερο ματς της ομάδας που έγινε ποτέ στον κόσμο, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία», είπε ο Τζιμ
Κρέιγκ, ένας καλοχτενισμένος γκριζομάλλης οδοντογια τρός από τη Γλασκόβη, για το παιχνίδι της Ολντ Φερμ. Πώς ήταν να παίζει κανείς με την ομάδα; «Ή ταν κάτι που λάτρευα! Είμαι ένας από την τάξη των μαχητών, και οι μα χητές είναι εκπαιδευμένοι στο να μάχονται. Μερικές φο ρές περνούσα όλο το παιχνίδι χωρίς ποτέ να κάνω τίποτε το δημιουργικό, και στο τέλος με επαινούσαν κιόλας». Ο Κρέιγκ ήταν κάποτε δεξιός αμυντικός της Σέλτικ και κάποτε έβαλε ένα αυτογκόλ εναντίον της Ρέιντζερς. Εδώ και 23 χρόνια ο κόσμος μου μιλάει ακόμη γι’ αυτό και δεν ήταν και κανένα σπουδαίο γκολ», είπε θρηνητι κά. «Προσπάθησα να κατευθύνω την μπάλα δίπλα στο δοκάρι. Χτύπησε τη μέσα πλευρά του δοκαριού και μπή κε στα δίχτυα. Πριν από μερικά χρόνια ο Τέρι Μπούτσερ έβαλε ένα πραγματικά άπιαστο γκολ για τη Σέλτικ: η μπάλα πλησίαζε προς το μέρος του κι εκείνος χύθηκε πάνω της και η μπάλα μπήκε σφυρίζοντας στη γωνία. Του έγραψα λέγοντάς του: “Εγώ έβαλα κάποτε ένα μέτριο αυτογκόλ σ’ ένα παιχνίδι της Ολντ Φερμ πίσω στα 1970 και εξακολουθούν να μου το θυμίζουν. Εσένα θα σε θυμού νται για πάντα με το γκολ σου αυτό!”». »Οι για φυλετικούς λόγους οπαδοί δε θέλουν να αλλά ξει το παιχνίδι. Είναι μεγάλη μέρα γι’ αυτούς να πηγαί νουν στο γήπεδο και να μπορούν να μισούν τον αντίπαλο. Αν το παιχνίδι γινόταν κεκλεισμένων των θυρών, θα στέκο νταν α π ’ έξω, από τις δύο πλευρές του γηπέδου, και θα ξε φώνιζαν. Είναι δύσκολο για μένα να το καταλάβω αυτό γιατί δεν είμαι παθιασμένο άτομο. Είναι δύσκολο για τους παίκτες, επειδή πολύ συχνά ολόκληρη η σεζόν σου κρίνεται από το πώς έπαιξες στα παιχνίδια της Ολντ Φερμ». Κουνήσαμε τα κεφάλια μας μεμφόμενοι τους φιλάθλους. Τότε ο Κρέιγκ είπε: «Ωστόσο μην ξεχνάς κάτι: εσύ παίρ νεις καλοκαιρινές διακοπές, εγώ παίρνω καλοκαιρινές διακοπές, εκείνοι όμως δεν έχουν καλοκαιρινές διακο-
© © ©
381
382
© © ©
πές». Στη Βόρεια Ιρλανδία, στη δεκαετία του ’70, είχε συ ναντήσει κάποιον του οποίου ο πατέρας πέθαινε από καρ κίνο. Ο γιος μου ζήτησε να πάω να δω τον άρρωστο πατέ ρα του, ο οποίος ήταν οπαδός της Σέλτικ, κι εγώ το έκανα, παίρνοντας μαζί μου και μερικά σημαιάκια και σήματα της ομάδας, και μετά ξαναγυρισα στη Σκοτία και, οφείλω να ομολογήσω, ξέχασα εντελώς το θέμα. Τ ο Νοέμβρη του ίδιου χρόνου πήρα ένα γράμμα από το γιο. Ο πατέρας του είχε ζήσει πολύ περισσότερο από όσο περίμενε κανείς ότι ήταν ποτέ δυνατόν να ζήσει, και το μόνο πράγμα για το οποίο μιλούσε τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του ήταν ότι ένας παίκτης της Σέλτικ είχε πάει να τον δει. Ό χ ι ο Τζιμ Κρέιγκ, αλλά απλώς ένας παίκτης της Σέλτικ. Είναι σκληρό για τους παίκτες: παλεύεις με τον προπονητή, τραυματίζεσαι, υποφέρεις τον τραυματισμό σου, επιστρέ φεις από έναν τραυματισμό, και πρέπει να κάνεις συνεχώς τη δουλειά σου σωστά. Ξεχνάς ότι αυτή η άλλη πλευρά του ποδοσφαίρου είναι κάτι το συγκλονιστικό». Οι πιο διάσημοι παίκτες της Σέλτικ στην ιστορία είναι οι «Λέοντες της Λισαβόνας» του Τζοκ Στέιν. Το 1967 ήταν η πρώτη βρετανική ομάδα που κέρδισε το Κύπελλο Ευρώ πης, κερδίζοντας την Ίντερ Μιλάνου του Χελένιο Χερέρα με 2-1 στον τελικό στη Λισαβόνα. Ο Κρέιγκ είναι ένας από τους Λέοντες της Λισαβόνας και τον ρώτησα αν θυμάται κάτι από εκείνο το παιχνίδι. «Εξακολουθούν πάντοτε να με ρωτούν γι’ αυτό, και εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν ήταν πέναλτι. Ή μουν αποφασισμένος να μην τον αφήσω να με προσπεράσει και σκέφτηκα “Αν πέσω πάνω του, ο διαιτη τής δε θα δώσει πέναλτι, όχι τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση του παιχνιδιού”. Πόσο λάθος έκανα». Ό μ ω ς αργότερα έστησε τη φάση για την ισοφάριση του Τόμι Γκέμελ και στη συνέχεια ο Τσάλμερς σκοράρισε το νικητήριο γκολ. Το δείπνο που έγινε μετά το παιχνίδι ήταν εκείνο στο οποίο οι προπονητές της Σέλτικ προσέβαλαν τον Χερέρα. «Είχα
με Σκοτσέζους που ξετρύπωναν έξω από ντουλάπια για ολόκληρους μήνες μετά από αυτό», είπε ένας Βρετανός δι πλωμάτης στη Λισαβόνα. Τ ρία χρόνια αργότερα ο Κρέιγκ βρισκόταν στον πάγκο όταν η Σέλτικ έχασε το δεύτερο τελι κό της στο Κύπελλο Ευρώπης παίζοντας με τη Φέγενορντ. Τι είχε πάει στραβά; Πίστευε ότι πιθανόν να ήταν κάτι που είχε να κάνει με τους βιορυθμούς των δύο ομάδων. Ελάχιστοι ποδοσφαιριστές συνεχίζουν την καριέρα τους με το να γίνουν οδοντογιατροί, είπα. «Στις μέρες μας υπάρχουν ένα σωρό καθολικοί δικηγόροι, γιατροί και τα τοιαύτα. Αυτό δε γινόταν πριν από σαράντα χρό νια. Οι άνθρωποι εκείνοι αγωνίζονταν εναντίον ενός συ στήματος. Γι’ αυτό και όταν ήρθε ο Τζοκ, και η ομάδα άρχισε ξαφνικά να παίρνει τα πάνω της, ήταν κάτι το υπέροχο γι’ αυτούς τους ανθρώπους». Του είπα για το βιβλίο μου. Κούνησε το κεφάλι του. «Είναι δύσκολο για κάποιον πέρα από τη Γλασκόβη να κα ταλάβει αυτό το μέρος. Είναι μια παράξενη πόλη. θ α σου αναφέρω ένα παράδειγμα. Το προηγούμενο βράδυ περ πατούσα στο δρόμο, περνώντας μπροστά από αυτό το κτί ριο, που μόλις αγοράστηκε από το Υπουργείο Αμύνης, και είδα μέσα να υπάρχει φως αναμμένο- έτσι, σκαρφάλωσα στο πεζούλι του παραθύρου να δω τι γίνεται εκεί μέσα. Έ νας τύπος περνάει δίπλα μου, με κοιτάζει και λέει: “Εί σαι πολύ περίεργος μπάσταρδος!”. Και μετά συμπληρώ νει: “Για λέγε, τι γίνεται λοιπόν εκεί μέσα;”». Το θέμα της Ολντ Φερμ* χωρίζει τους Σκοτσέζους σε όλο τον κόσμο από τις ΗΠΑ μέχρι τη Νότια Αφρική, αλ λά η περιοχή την οποία επηρεάζει περισσότερο είναι η
* Κέλτικος ό ρος που αναφέρεται σε μεγάλη ποδοσφαιρική συνά ντηση. (Σ.τ.Ε.)
384
© © ©
Βόρεια Ιρλανδία. Η Επαρχία του Άλστερ, σε τελευταία ανάλυση, είναι σαν ένα παιχνίδι της Ολντ Φερμ που είναι εκτός ελέγχου, και όταν η Ολντ Φερμ συναντάται, η κα τάσταση γίνεται πιο τεταμένη από όσο συνήθως. Μια βδομάδα πριν τη συνάντηση Σέλτικ-Ρέιντζερς στο Πάρκχεντ έφτασα στη Βόρεια Ιρλανδία. Ξεκίνησα από το Δουβλίνο, πρωτεύουσα της Ιρλανδι κής Δημοκρατίας. «Είμαι Ιρλανδός ή όχι», μου έγραψε ένας Δουβλινέζος, εξηγώντας μου γιατί υποστήριζε τη Σέλτικ. «Από τα πολύ μικρά σου χρόνια στην Ιρλανδία ο πατέ ρας σου φυτεύει τις λέξεις Σέλτικ Γλασκόβης μέσα στο σύ στημά σου. Είσαι ευγνώμων που έχεις την ευκαιρία να γνω ρίσεις την καλύτερη ομάδα του κόσμου, και αυτό είναι προφανώς η μόνη φορά στα παιδικά σου χρόνια που υπα κούς με μεγάλη προθυμία στις εντολές του πατέρα σου». Από το Δουβλίνο πήρα το λεωφορείο για το Ντέρι, στο Αλστερ - τη Βόρεια Ιρλανδία. Πρόσφατα μια οικογένεια του Ντέρι σκόρπισε τις στάχτες κάποιου συγγενούς της μέ σα στο γήπεδο της Ρέιντζερς μόνο για να δουν τους συντη ρητές του γηπέδου να σκουπίζουν τα απομεινάρια του τέως οπαδού λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Από το Ντέρι πήρα ένα άλλο λεωφορείο για τη μικρή πόλη του Λιμαβάντι. Στον έρημο κεντρικό της δρόμο ο Ντέιβιντ Μπρούστερ έχει το δικηγορικό του γραφείο. Τον ρώτησα αν θα μπορούσα να αφήσω το σακίδιό μου στη ρεσεψιόν του γραφείου του. «Καλύτερα να το πάρεις μαζί σου», είπε. Οι πολιτικοί στη Βόρεια Ιρλανδία είναι εξαιρετικά προσεκτικοί άνθρωποι. Ο Μπρούστερ, ο οποίος φορούσε ένα γαλάζιο πουλόβερ, προοιωνίζεται για μελλοντικός πρωθυπουργός. Εί ναι ένα ενωτικός του Άλστερ και, όπως είναι φυσικό, εί ναι οπαδός της Ρέιντζερς. Ή ταν ο πρώτος ανάμεσα σε πολλούς άλλους εχέφρονες οπαδούς της Ολντ Φερμ που συνάντησα. «Αυτό», είπε, δείχνοντας ένα σημάδι γύρω από το μάτι του, «είναι, εδώ που τα λέμε, ένα σουβενίρ
από τη Γλασκόβη. Ό μ ω ς στη Γλασκόβη το 99% του χρό νου σου μπορείς να είσαι όσο φανατισμένος θέλεις, και το χειρότερο που μπορείς να πάθεις είναι να φας καμιά μπουνιά. Ό λα αυτά τα πράγματα που καταπιέζεις μέσα σου στο Άλστερ, εκεί μπορείς να τα αφήσεις να εκδηλω θούν επί 90 λεπτά. Τ α πράγματα γίνονται πολύ τεταμένα κι εκεί, αλλά δεν πρόκειται να σε πυροβολήσουν». Στο ίδιο το Άλστερ, είπε, οι οπαδοί της Ολντ Φερμ μένουν ήσυχοι. Τα μπλουζάκια της Σέλτικ και της Ρέιντζερς ερ μηνεύονται ως απλά σχισματικά σύμβολα. «Ο Πατ Ράις, κάποιος ρωμαιοκαθολικός, σκοτώθηκε γύρω στο 1971. Ή ταν διανοητικά καθυστερημένος και συνήθιζε να τρι γυρίζει στους δρόμους της γειτονιάς του, μια από τις βι αιότερες περιοχές του Μπέλφαστ, φορώντας ένα κασκόλ της Ρέιντζερς. Τον είχαν προειδοποιήσει - εκνεύριζε τον κόσ μ ο- και στο τέλος δολοφονήθηκε. Έ τσι, η Ολντ Φερμ δεν είναι ιδιαίτερα φυλετική». Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ανταγωνισμός του δρό μου ανάμεσα στους οπαδούς της Σέλτικ και της Ρέιντζερς στο Άλστερ; Ούτε κοροϊδίες ούτε συμπλοκές και γρονθοκοπήματα; «Στο Μπέλφαστ οι καθολικοί και οι προτεστάντες που δουλεύουν μαζί αποφεύγουν να θίξουν θέμα τα θρησκείας. Η γνωστή φράση είναι “Ό ,τι και να πεις, μην πεις τίποτα”. Ακόμη και όταν ρωτάς εδώ γύρω τους ανθρώπους για οτιδήποτε, αν θέλεις να κάνεις κάποια δημοσκόπηση, για παράδειγμα, θα είναι πολύ επιφυλα κτικοί στο να εκφράσουν την άποψή τους. Ωστόσο γνω ρίζουν τη θρησκευτική ταυτότητα, ή τη θεωρούμενη ως θρησκευτική ταυτότητα, όλων σχεδόν των ομάδων στην Αγγλία και τη Σκοτία». Επέστρεψα κατευθείαν στο Ντέρι, και πήρα το λεωφορείο για το Μπέλφαστ, φτάνοντας εκεί αργά την Πέμπτη το βράδυ. Τ ο Μπέλφαστ συνήθιζε να έχει τα δικά του παιχνίδια της Ολντ Φερμ. Η Σέλτικ Μπέλφαστ, παρακλάδι της
© ® ©
385
386
© © ©
Σέλτικ Γλασκόβης, ιδρύθηκε το 1891, και τα παιχνίδια της εναντίον των προτεσταντικών ομάδων υπήρξαν πά ντοτε ανατριχιαστικές υποθέσεις. Έ πεφταν πυροβολι σμοί σε παιχνίδια εναντίον της Λίνφιλντ στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, και τελικά, αφού οι φίλαθλοι εισέβα λαν στον αγωνιστικό χώρο και έσπασαν το πόδι ενός παί κτη το 1949, η Σέλτικ Μπέλφαστ διαλύθηκε. Αργότερα η μικρή ομάδα ΚΑίφτονβιλ του Μπέλφαστ άρχισε να ελκύει τους καθολικούς, απλώς και μόνο επει δή το γήπεδό της, το Σόλιτιουντ, βρίσκεται κοντά σε κάποια καθολική περιοχή της πόλης. Παιχνίδια ανάμεσα στην Κλίφτονβιλ και προτεσταντικές ομάδες είναι ικανά να προκαλέσουν θεαματικές εκδηλώσεις βίας. Ο Γκρέιαμ Γουόκερ, οπαδός της Ρέιντζερς και λέκτορας πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κουίνς, έχει δει με τα ίδια του τα μάτια προτεστάντες φιλάθλους να πετούν χειρο βομβίδα: «Εξερράγη στο πίσω μέρος του Σπάιον Κοπ, όπου βρίσκονταν οι οπαδοί της Κλίφτονβιλ. Το πίσω μέ ρος του Σπάιον Κοπ είναι εκεί που βρίσκεται η οδός Φολς· έτσι οι φίλαθλοι άρχισαν να επευφημούν και να τραγουδούν “Πήραμε κι άλλο ένα” - νόμισαν ότι η βόμ βα ήταν μία από τις δικές τους». Ό μ ω ς η Κλίφτονβιλ εί ναι μια πολύ μικρή ομάδα. Οι καθολικοί του Μπέλφαστ, σε ό,τι αφορά στο ποδόσφαιρο, στρέφουν τα βλέμματά τους περισσότερο προς τη Γλασκόβη. Έ μεινα στο Πανεπιστήμιο Κουίνς, το οποίο διαθέτει μια Λέσχη Οπαδών της Ρέιντζερς αλλά και μία της Σέλτικ. Εκείνη τη χρονιά όλα τα μέλη της επιτροπής της πρώτης ήταν επίσης και μέλη του Ενωτικού Κόμματος. Την Παρασκευή το πρωί βρήκα τον Λι Ρέινολντς, πρόε δρο της Λέσχης Ρέιντζερς, να ξυπνά στο δωμάτιό του κά τω από μια βρετανική σημαία. «Προφανώς δεν υπάρχει περίπτωση να πας σε κάποιο προτεσταντικό σπίτι στο Αλστερ, όπου να μην υπάρχει μέσα ένα κασκόλ της Ρέι-
ντζερς, ή κάποια κούπα, ή κάτι σχετικό», μου είπε. Ανέ φερα ότι ήθελα επίσης να μιλήσω με τον πρόεδρο της Λέσχης Οπαδών της Σέλτικ. «Α, μάλιστα, τον Ντιτζέι. θ α πάμε να τον βρούμε». Συναντήσαμε τον Τόμας «Ντιτζέι» Μ ακόρμικ, τυλιγμένο σ’ ένα κασκόλ της Σέλτικ, έξω από τη Φοιτητική Ένωση, και ο Λι έκανε τις συστάσεις. Οι δυο τους ήταν εξαιρετικά ευγενείς μεταξύ τους, σαν δι πλωμάτες κρατών σε εμπόλεμη κατάσταση σε κάποια συνάντηση στα Ηνωμένα Έθνη. Ο Ντιτζέι μου είπε ότι θα με έπαιρνε μαζί του στο παιχνίδι της επομένης. Απο φάσισε ότι, αντί να καθίσω στο θεωρείο των δημοσιογρά φων, θα ήταν καλύτερα να σταθώ όρθιος στην εξέδρα μαζί με τους οπαδούς της Σέλτικ. Αργότερα εκείνη την Παρασκευή πήγα να δω τον Μάικλ Φίαρον, έναν άλλο δικηγόρο, αλλά καθολικός αυ τός, ο οποίος δουλεύει σ’ ένα μοναχικό καθολικό δρόμο στην προτεσταντική περιοχή της πόλης. Περπατώντας στους δρόμους του Μπέλφαστ, σου έρχονται στο μυαλό βόμβες. Καθώς περνάς μέσα από την πόρτα του Φίαρον, αυτομάτως, για το περαστικό μάτι, αυτοχαρακτηρίζεσαι καθολικός και ελπίζεις να μην ενοχληθεί κάποιος που σε βλέπει να το κάνεις. Ευτυχώς ο δρόμος έμοιαζε εντελώς έρημος, όμως αποφάσισα να προσέξω να μη χάσω το δρόμο μου επιστρέφοντας στο Κουίνς. Ρώτησα τον Φίαρον πόσο δημοφιλείς ήταν οι ομάδες Ρέιντζερς και Σέλτικ στο Άλστερ. «Σέλτικ και Ράντζερς*, με διόρθωσε. «Οι πιο φανατικοί οπαδοί της Σέλτικ και της Ρέιντζερς προέρχοναι από εδώ, από τις έξι κομητείες». Ο ίδιος ήταν ένας από αυτούς: «Τυλίγω μια Τρίχρωμη στους ώμους μου, φοράω ένα κασκόλ με τη φωτογραφία του Π ά πα και τραγουδώ “Γαμήστε τη Βασίλισσα”. Και υπάρχουν χιλιάδες ακόμη σαν εμένα». Γιατί; «Είμαι ένας καταπιε σμένος εθνικιστής, και όταν στέκεσαι στις εξέδρες στο Πάρκχεντ και κοιτάζεις απέναντι, μπορείς να δεις αυτούς
@ @ @
387
© © © που μας καταπιέζουν εδώ πέρα». Και όμως, το να πάει κα νείς στη Γλασκόβη σήμαινε διακοπές μακριά από το Αλστερ: «Η πολιτική σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, και από τις δύο πλευρές, είναι εντελώς αδιάλλακτη και απολύτως προβλέ ψιμη. Δεν υπάρχει εδώ τέτοιο πράγμα σαν αυτό το περίερ γο ζώον, που λέγεται μετακινούμενος ψηφοφόρος». Σ’ ένα παιχνίδι της Ολντ Φερμ, παρατήρησα, υπάρχει ποτέ πιθα νότητα να νικήσουν τους προτεστάντες για μια μέρα; Συμ φώνησε και μου έδωσε ένα άρθρο του Μόρις Τζόνστον το οποίο φύλαγε στο συρτάρι του. Τον ρώτησα ποιο ήταν το στερεότυπο που είχε για τον οπαδό της Ρέιντζερς. «Θα πρέπει να είναι ο τύπος με τη πολύ χοντρή κοιλιά που την καλύπτει με ένα μπλουζάκι που διαφημίζει μπίρα Μακέβανς. Κάθε φορά το βράδυ, πριν κλείσει η τηλεόραση, ση κώνεται όρθιος για να ακούσει τον βρετανικό Εθνικό Ύ μνο. Η αλήθεια είναι ότι είναι ακριβώς όπως κι εγώ». Ο Ντιτζέι κι εγώ πήραμε το τρένο για το σπίτι των γονιών του στο Λαρν, που είναι το λιμάνι για το φέρι για το Στρανράρ, και σχετικά νωρίς την επομένη, εκείνο το πολύ κρύο πρωινό, περπατήσαμε μέχρι το πλοίο. Θα έμενα στη Γλα σκόβη μετά το παιχνίδι, αλλά ο Ντιτζέι επρόκειτο να κάνει ένα εικοσιτετράωρο ταξίδι για να πάει και να γύρίσει, που θα του στοίχιζε τουλάχιστον 70 λίρες. Οι οπαδοί της Ολντ Φερμ του Αλστερ είναι σχεδόν ποσοτικά οι πλέον πιστοί φί λαθλοι στη Βρετανία. Ο ακαδημαϊκός από τη Γλασκόβη Ρέιμοντ Μπόιλ έκανε μια έρευνα ανάμεσα στους οπαδούς της Σέλτικ στο Μπέλφαστ και διαπίστωσε ότι: Λιγότεροι από το 50% έχουν δουλειά πλήρους απ α σχόλησης. Το 80% συμμετείχε και στα 16 οργανωμένα ταξίδια στο Πάρκχεντ κάθε ποδοσφαιρική σεζόν. Το 49% ξόδεψε πάνω από 500 λίρες το χρόνο για τη Σέλτικ.
Μερικοί είπαν στον Μπόιλ ότι θα έπρεπε να υπολογί σει και μια ακόμη κατηγορία για όσους ξόδεψαν πάνω από 1.000 λίρες. Τ ο 80% όσων συμπλήρωσαν το περί πολιτικής τμήμα του ερωτηματολογίου ψήφιζαν Σιν Φέιν. Ωστόσο το 40% του δείγματος άφησε την ερώτηση αυτή αναπάντητη. Τ ο δικό μας ήταν ένα πλοίο μόνο με οπαδούς της Σέλτικ - οι φίλαθλοι της Ρέιντζερς και της Σέλτικ ταξιδεύουν καλύτερα χω ρισ τά-, και πάνω σ’ αυτό βρισκόταν ένας χαζοχαρούμενος άντρας τον οποίο οι υπόλοιποι φώναζαν «Ρίβα». Ή ταν προφανώς ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που θα μπορούσε να ανεβεί πάνω σ’ ένα τραπέζι μπρο στά σε μια καραβιά οπαδών της Σέλτικ και να φωνάξει “Μ πορείς να ακούσεις τους Ρέιντζερς να τραγουδούν;” χωρίς να υπάρξει καμία αντίδραση. Ο Ρίβα ήταν ο χαζός του χωριού του Λαρν, και μου έκανε έναν καταιγισμό δη λώσεων, τις οποίες και επέμενε να συμπεριλάβω αυτολε ξεί στο βιβλίο μου. Δεν μπόρεσε ποτέ να δει το παιχνίδι εκείνη τη μέρα: τον συνέλαβαν στη Γλασκόβη πριν το εναρκτήριο λάκτισμα επειδή είχε πιάσει την κουβέντα με το άλογο ενός αστυφύλακα. «Στη Βόρεια Ιρλανδία ανή κεις ή στη μία ομάδα ή στην άλλη», μου είπε ο Πολ Χάμιλ, επικεφαλής της Λέσχης Οπαδών της Σέλτικ του Λαρν. «Ή είσαι οπαδός ή δεν είσαι. Αν χάσω. το πλοίο απόψε το βράδυ, θα μου προσφέρουν κρεβάτι, θα μου δώσουν χρήματα. Έ χει ξανασυμβεί αυτό. Η Σέλτικ είναι μια μεγάλη οικογένεια: είναι ουσιαστικά μια ιρλανδέζι κη ομάδα, μια ιρλανδέζικη ομάδα που παίζει σε μια ξένη λίγκα». Πολλοί οπαδοί της Ρέιντζερς συμφωνούν, και πι στεύουν ότι οι παίκτες της Σέλτικ δε δίνουν ποτέ τον κα λύτερο εαυτό τους για τη Σκοτία επειδή νιώθουν Ιρλαν δοί. « θ α προτιμούσε να φορούσε πράσινη φανέλα αντί για γαλάζια», είναι η φράση που ακούγεται στην εξέδρα.
@ © ©
389
390
© © ©
Ο προπονητής μας έφτασε τελικά στο Ιστ Εντ της Γλασκόβης και ο Ντιτζέι μου έδωσε ένα κασκόλ της Σέλτικ για λόγους ασφαλείας. Ό τα ν περνούσαμε μπροστά από οπαδούς της Ρέιντζερς, κοιτάζαμε αλλού, και το ίδιο έκαναν κι εκείνοι. Έκανε ακόμη κρύο, ήμουν ακόμη μισοκοιμισμένος και το έβρισκα λίγο δύσκολο να το παίξω Παρτιζάνος. Ούτε και κανείς άλλος το έκανε: το Πάρκχεντ ήταν γεμά το, το περιοδικό Follow, Follow είχε ζητήσει να οργανωθεί μια Ημέρα Σημαίας, και η πλευρά των οπαδών της Ρέι ντζερς έμοιαζε με πλήθος σε Βασιλικούς Γάμους. Οι ση μαίες τους, με το σύμβολο του Γιούνιον Τζακ, θεωρού νται πρόκληση στη Γλασκόβη, έτσι που η αστυνομία τις κατάσχει σε τακτική βάση, πράγμα το οποίο, όπως υπο γραμμίζει το Follow, Follow, είναι τουλάχιστον περίεργο: «Σε τελευταία ανάλυση είναι η σημαία του έθνους». Οι πλέον φανατικοί ξένοι θαυμάζουν την κουλτούρα των Βρετανών φιλάθλων. Άνθρωποι από όλη την Ευρώπη έρχονται στη Γλασκόβη για το παιχνίδι της Ολντ Φερμ, και υπάρχει ακόμη και ένα περιοδικό το οποίο εκδίδεται στην Ελβετία και ονομάζεται Strangers on Rangers. Μερι κοί από τους ξένους προσπαθούν να μιμηθούν τους Βρε τανούς, πράγμα που εξηγεί όλες αυτές τις σημαίες με το Γιούνιον Τζακ, που βλέπει κανείς στις εξέδρες των γηπέ δων παντού στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευ ρώπη) και τα δανεισμένα από τη Βρετανία θούρια. Το «Here We Go», το οποίο ο Ό μ περον Γουό αποκάλεσε εθνικό ύμνο της εργατικής τάξης, μεταβάλλεται αστραπι αία σε ένα νέο ύμνο της Διεθνούς. Το ρεπερτόριο των Βρε τανών φιλάθλων είναι ανεξάντλητο. Αν και φίλαθλοι υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, αμφιβάλλω αν ο δίσκος Dicks Out!, η πρόσφατη συλλογή τραγουδιών της ποδοσφαιρι κής εξέδρας, θα μπορούσε να κυκλοφορήσει οπουδήποτε
αλλού εκτός από τη Βρετανία. Πιθανόν στην Αργεντινή. Οι Βρετανοί φίλαθλοι είναι μοναδικοί. Στη Βρετανία το ίδιο το ποδόσφαιρο είναι σχεδόν πανομοιότυπο της κουλτούρας των φιλάθλων. Περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους φιλάθλους στον κόσμο, οι Βρετανοί φανς αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους πραγματικά ως φανς. Έχουν μεγάλη ιδέα για το μεγάλο αριθμό τους, την εμ φάνιση και την εικόνα που δίνουν, τον ομαδικό τους χα ρακτήρα. Οι φανατικοί οπαδοί της Μάντσεστερ Σίτι υποστηρίζουν ότι ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να ανεμίζουν φουσκωτές μπανάνες· οι οπαδοί της Λίβερπουλ θεωρούν ότι έχουν μια ανεπανάληπτη αίσθηση χιούμοροι οπαδοί της Λιντς είναι ρατσιστές. Η κύρια αρετή του Βρετανού φαν είναι η αφοσίωση, κι αυτός είναι και ο λό γος για τον οποίο το περιοδικό της Ρέιντζερς Aye Ready γράφει ότι “οι οπαδοί της Σέλτικ είναι τόσο πιστά αφοσιωμένοι στην ομάδα τους, όσο ήταν και οι Φίλμπι, Μπέρτζες και Μακλέιν στη Βρετανική Αυτοκρατορία». Κάθε Βρετανός αρσενικός (τουλάχιστον) έχει την ομά δα του. Τίποτε άλλο δε μετράει τόσο πολύ στο ποδόσφαι ρο όσο αυτή. Έ νας οπαδός της Ρότσντεϊλ θέλει να διαβά ζει για τον Γκάζα και τον Ντέιβιντ Πλατ, αλλά πάνω α π ’ όλα θέλει να διαβάζει για τη Ρότσντεϊλ. Οι φίλοι μου στην Ολλανδία και τη Γερμανία συμπαθούν μερικές ομάδες πε ρισσότερο από άλλες, αλλά αυτές οι συμπάθειες είναι ελα φρές και μεταβλητές. Επί χρόνια θεωρούσα τον εαυτό μου ουδέτερο, μέχρι που παρατήρησα ένα ελαφρό σφίξιμο στην καρδιά κάθε φορά που έχανε ο Αγιαξ. Ερχόμενος στην Αγγλία, συνάντησα ανθρώπους που δεν είχαν την π α ραμικρή διάθεση να κλοτσήσουν οι ίδιοι μια μπάλα, αλλά που ήταν βαθιά αφοσιωμένοι στις ομάδες τους, που ήξε ραν ότι έπαιζαν μέτριο ποδόσφαιρο και τις οποίες όμως πήγαιναν να παρακολουθήσουν κάθε βδομάδα. Φυσικά, ορισμένοι από τους ξένους φιλάθλους είναι
© © ©
391
@ © ©
392
αφοσιωμένοι σε μια ομάδα, αλλά ακόμη και τότε δεν είναι το ίδιο όπως οι Βρετανοί φανς. Στην Ολλανδία, ή στην Ιταλία, ή στο Καμερούν, το να είσαι φαν είναι μια μάλλον παθητική κατάσταση. Πιθανόν να αγαπάς την ομάδα σου, και ίσως ακόμη να τραγουδάς και να φωνάζεις συνθήματα μέσα στο γήπεδο, και, αν είσαι εξαιρετικά πιστός και αφοσιωμένος, να περνάς πολύ από τον ελεύθερο χρόνο σου μαζί με άλλους οπαδούς της ομάδας σου, σπανίως όμως σκέφτεσαι συνειδητά ότι είσαι ένας φαν. Με άλλα λόγια, θέλεις να νικήσει η ομάδα σου, αλλά δε σε νοιάζει κιόλας αν οι οπαδοί της αντίπαλης ομάδας έχουν περισσότερες σημαίες από αυτούς της δικής σου. To Follow, Follow νοια ζόταν. Το ίδιο έκανε και ο Ντιτζέι, ο οποίος άρχισε να μου μουρμουρίζει όταν είδε τις σημαίες: «'Οταν θα πάμε στο Ίμ πρ οξ, θα γεμίσουμε την εξέδρα με Τρίχρωμες». Οι Βρετανοί φαν είναι ιστορικοί τύποι. 'Οταν δύο βρε τανικές ομάδες παίζουν μεταξύ τους, οι ιστορίες τους παί ζουν κι αυτές η μία εναντίον της άλλης. Αυτό είναι ιδιαίτε ρα αληθινό στη Γλασκόβη. Κάθε οπαδός της Σέλτικ, ανε ξαρτήτως ηλικίας, μπορεί να σου μιλήσει για τις μέρες των Λεόντων της Λισαβόνας, και κάθε οπαδός της Ολντ Φερμ γνωρίζει ότι το 1931 ο σέντερ φορ της Ρέιντζερς Σαν Ίνγκλις κλότσησε κατά λάθος τον τερματοφύλακα της Σέλτικ Τζον Τόμσον στο κεφάλι, με αποτέλεσμα ο Τόμσον, «το Ωραίο Παλικάρι από το Φάιφ», να πεθάνει. Ο ύμνος της Σέλτικ το συνοψίζει επιγραμματικά: Είναι μια υπέροχη παλιά ομάδα για να παίζεις ο ’ αυτήν, Είναι μια υπέροχη παλιά ομάδα να τη βλέπεις να παίζει, Και αν τ ψ ιστορία σου ξέρεις καλά, Αυτό είναι αρκετό να κάνει τ ψ καρδιά σου να χτυπά α,α,α.
(«Και το μόνο που έχετε είναι η ιστορία σας», αντικρούουν οι οπαδοί της Ρέιντζερς.)
Άλλες χώρες δεν έχουν ιστορία. Οι Γερμανοί φίλαθλοι δύσκολα μπορούν να θυμηθούν τα μεγάλα ματς της δε καετίας του ’30 από παλιές φωτογραφίες που δείχνουν όλες εκείνες τις σβάστικες και τις χαιρετούρες του Χίτλερ. Στη Ρωσία πολλές ομάδες άλλαξαν το όνομά τους μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, και ο Στάλιν διέλυσε κάποτε την ΤσεΣεΚα Μόσχας - κατά λάθος βέ βαια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ορισμένες χώ ρες δεν έχουν καιρό για παράδοση. Ο Άγιαξ, η ομάδα με το πιο ένδοξο παρελθόν στην Ολλανδία, πρόκειται να μετακινηθεί σ’ ένα καινούριο στάδιο έξω από το Άμστερ νταμ στα τέλη της δεκαετίας του ’90, και κανένας από τους οπαδούς της ομάδας δε φαίνεται να νοιάζεται γι’ αυτό. Η βρετανική κλίση για το παρελθόν επεκτείνεται και πέρα από το ποδόσφαιρο. Πάρτε για παράδειγμα το Κοινοβούλιό μας: όταν το κόμμα των Συντηρητικών κα ταπάτησε την υπόσχεσή του και το 1993 επέβαλε ΦΠΑ στα καύσιμα, ο Μάικλ Χέζελταϊν υπογράμμισε ότι ο Χάρολντ Ουίλσον είχε κάποτε ανεβάσει το ΦΠΑ, παρόλο που κι εκείνος είχε υποσχεθεί να μην το κάνει. Αυτό που έγινε 30 χρόνια αργότερα φαινόταν ακόμη σχετικό, επει δή, όπως η Σέλτικ, το Εργατικό Κόμμα είναι κι αυτό μια οντότητα με μια ορισμένη ιστορία. 'Οταν οι Εργατικοί παίζουν τους Συντηρητικούς, οι ιστορίες τους παίζουν κι αυτές μαζί τους. Η Μάργκαρετ θ ά τσ ερ αρεσκόταν να αναφέρεται συχνά στον Ουίνστον Τσόρτσιλ· οι Συντηρη τικοί δεν κουράζονται ποτέ να συζητούν το 1979- και από την πλευρά των Εργατικών, ο Τόνι Μπεν και ο Πίτερ Σορ παραπονούνται ότι το Εργατικό Κόμμα απομακρύνεται συνεχώς από τις παραδόσεις του. 'Οταν ο Τζον Μότσον μάς λέει ότι «αυτές οι δύο ομάδες συναντήθηκαν για τε λευταία φορά στο Κύπελλο του 1954, με τους Ρόβερς να νικούν 1-0 χάρη σ’ ένα αυτογκόλ στο 31ο λεπτό», δίνει έμφαση σ’ ένα πολύ βρετανικό χαρακτηριστικό στοιχείο.
© ® ®
393
394
© © ©
Οι Βρετανοί φαν απολαμβάνουν τη φαν κουλτούρα, και περισσότερο α π’ όλα απολαμβάνουν να μισούν τους αντιπάλους τους. Οι οπαδοί της Σέλτικ και της Ρέιντζερς έχουν ανάγκη οι μεν τους δε. Ίσ ω ς στη Γλασκόβη η αντιπαλότητά τους να είναι ακόμη βασισμένη σε πραγματικές θρησκευτικές διαφορές, αλλά διερωτώμαι κατά πόσον οι διαφορές αυτές από μόνες τους είναι αρκετά ισχυρές για να κάνουν την υπόθεση της Ολντ Φερμ ένα τέτοιο φαινό μενο. Στο κάτω κάτω πάνω από το 40% των καθολικών που παντρεύονται παντρεύονται πλέον άτομα που ανήκουν στην προτεσταντική εκκλησία. Και αν η Σέλτικ και η Ρέι ντζερς συμβολίζουν πράγματι δύο αντίθετους πόλους στην πόλη, τότε αυτό δεν αντανακλά στα πολιτικά πράγματα της Γλασκόβης: τόσο οι οπαδοί της Σέλτικ όσο και της Ρέι ντζερς ψηφίζουν τους Εργατικούς. Ωστόσο αυτό πιθανόν να συμβαίνει επειδή ο πολιτικός διαχωρισμός στη Γλα σκόβη - Εργατικοί, Συντηρητικοί και Σκότοι Εθνικιστέςδεν είναι παρά ένα χάσμα του Γουεστμίνστερ. Αν οι Εργατικοί είχαν κερδίσει τις εκλογές του 1992, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σκοτσέζικης Βουλής. Πολύ σύντομα τα πραγματικά σκοτσέζικα κόμματα θα είχαν αντικαταστήσει το Εργατικό και το Συντηρητικό Κόμμα. Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει κα νείς τι είδους νέα κόμματα θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει; Παίρνοντας την αντιπαλότητα της Ολντ Φερμ ως οδηγό για το επικρατούν αίσθημα, για τη δυτική Σκο τία τουλάχιστον, θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι σε μια ανεξάρτητη Σκοτία ένα αριστερό, ρεπουμπλικανικό κα θολικό κόμμα θα βρισκόταν αντίπαλο με ένα κεντροαρι στερό, ενωτικό προτεσταντικό κόμμα. Εκτός βέβαια και αν η αντιπαλότητα της Ολντ Φερμ κατάφερνε να επιβιώσει του θρησκευτικού μίσους. Υπο στηρίζω ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει: ότι η Ολντ Φερμ
κατάφερε να επιβιώσει ως φαινόμενο επειδή οι φαν την απολαμβάνουν τόσο πολύ. Δεν είναι διατεθειμένοι να ξε χύσουν τις παλιές τους παραδόσεις απλώς και μόνο επει δή έπαψαν πλέον να πιστεύουν στο θ εό . Η εφημερίδα Celtic View εκείνης της ημέρας (γνωστή στους φιλάθλους ως Πράβντα) δημοσίευε ένα κουίζ της Ολντ Φερμ το οποίο άρχιζε με μια εύκολη ερώτηση: «Σω στό ή λάθος - η Ρέιντζερς χρειάστηκε σχεδόν πέντε χρόνια για να μπορέσει να νικήσει για πρώτη φορά τη Σέλτικ;». Η πλευρά μας τραγουδούσε για τον απεργό πείνας του IRA: Μηόμηι Σαντς Βουλευτή Μηόμπ,ι Σαντς Βουλευτή Ορκίζεσαι πίστη στη σημαία της Ιρλανδίας; θ α φορέσεις το μαύρο μπερέ; θ α υπηρετήσεις τον IRA; Αν μπορείς, Είσαι άντρας, Μπόμπι Σαντς!
και «Έξω οι Βρετανοί, έξω οι Βρετανοί, έξω οι Βρετανοί ΤΩΡΑ!» Και, ακόμη, πιο απλά, προς τιμήν του IRA: «Οο, αα, ζήτω ο Ρα, πες οο, αα, ζήτω ο Ρα!». Το ίδιο εκείνο απόγευμα μια βόμβα του IRA σκότωσε δυο παιδιά στο Γουόρινγκτον. Οι οπαδοί της Ρέιντζερς τραγουδούσαν: Το σύνθημα είναι όχι παράδοση, Παραδύσου και θα πεθάνεις, πεθάνεις, πεθάνεις Μ ε τ ψ καρδιά στα χέρια... θ α φρουρήσουμε τα τείχη του γέρικου Ντέρι
και «Όοοοοοχι στον Π άπα της Ρώμης!»
@ ® ©
395
396
© © ©
Ό ο ο για μένα, απλώς είχα ξεπαγιάσει. Το να είσαι ουδέτερος ανάμεσα σε φανατικούς είναι πολύ κουραστι κό. Είχα αφήσει όντως το Άλστερ πίσω μου εκείνο το πρωί; Αυτό που έβλεπα ήταν πράγματι ένα κομμάτι της χώρας στην οποία ζούσα; Τα «Ενενήντα Λεπτά Μίσους» ξεκίνησαν με το εναρ κτήριο λάκτισμα, και ο άνθρωπος που ούρλιαζε δίπλα στ’ αυτί μου ήταν το δεκάκις εκατομμυριοστό πρόσωπο στην ιστορία που κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού της Ολντ Φερμ ξεφώνιζε «Άντε και πηδηχτείτε, Πορτοκαλιοί μπά σταρδοι!». Η Σέλτικ σκοράρισε, και μερικές δεκάδες κό σμου κατρακύλησαν στην εξέδρα πάνω στην πλάτη μου, καθώς οι Ρέιντζερς παρά λίγο να ισοφαρίσουν. Ό πω ς παρατήρησε αργότερα η διοίκηση της Σέλτικ, η Ρέι ντζερς άρχισε να παίζει χτυπώντας την μπάλα, όσο οι παίκτες της Σέλτικ πανηγύριζαν ακόμη, και το σουτ του Στιούαρτ Μακόλ ήρθε ακριβώς 12 δευτερόλεπτα μετά το γκολ της Σέλτικ: ο διαιτητής ήταν ένας Πορτοκαλής μπά σταρδος. Τότε η Σέλτικ σκοράρισε και πάλι. Το παιχνίδι ήταν φτωχό - τα παιχνίδια της Ολντ Φερμ έχουν πάντοτε αυτή την τάση. Σύμφωνα με το ανέκδοτο που κυκλοφορεί στη Γλασκόβη, «και στη μέση όλης αυτής της ιστορίας ξεπηδά ξαφνικά και ένα ποδο σφαιρικό παιχνίδι!». Η παράδοση είναι ότι η Σέλτικ παί ζει πιο εξευγενισμένο στιλ παιχνιδιού από τη Ρέιντζερς, όμως το μόνο που μπορούσα να δω εγώ ήταν δύο ομάδες που έτρεχαν πέρα δώθε με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα. Οι μισοί από τους παίκτες είναι οπαδοί με ποδοσφαιρι κή φανέλα, και παίζουν με ξέφρενη μανία. Ο Πίτερ Γκραντ της Σέλτικ είναι γνωστός στους οπαδούς της Ρέι ντζερς ως «Ρασπούτιν», «Ο Τρελός Καλόγερος», ή «Ο Τρελός Ιερωμένος», και, σύμφωνα με τον Γκάρι Λίνεκερ, ο Τέρι Μπούτσερ συνήθιζε να τραγουδάει τραγούδια της Ρέιντζερς μέσα στα αποδυτήρια της Αγγλίας.
Το ματς τέλειωσε επιτέλους με τη Σέλτικ να νικά 2-1, αν και, δεδομένου ότι ο Χέιτλι ήταν αυτός που έβαλε το γκολ για τη Ρέιντζερς, πολλοί θα θεωρούσαν το αποτέλε σμα ως 2-0. Επέστρεψα το κασκόλ στον Ντιτζέι, έστριψα αριστερά μέσα στη Λόντον Ρόουντ, και τότε συνειδητο ποίησα το λάθος μου. Κανείς άλλος δεν ερχόταν μαζί μου, και οι οπαδοί της Ρέιντζερς, από την άλλη άκρη του δρόμου, έρχονταν καταπάνω μου: τις μέρες της Ολντ Φερμ οι φίλαθλοι των δυο ομάδων χρησιμοποιούν δια φορετικούς δρόμους. Οι πρώτοι λίγοι οπαδοί που με προσπέρασαν μου έριξαν κάτι άγριες ματιές και στη συ νέχεια ένας άντρας που κράδαινε ένα λάβαρο έκανε πως μου έδωσε μια ψεύτικη κουτουλιά (ένα «φιλί της Γλασκόβης») καθώς περνούσε από δίπλα μου. Λέω τώρα πως ήταν ψεύτικη, αλλά εκείνη την ώρα το συνειδητοποίησα μόνο όταν η μύτη του έπαψε τελικά να κουνιέται δύο εκατοστά μακριά από τη δική μου. Προσποιήθηκα ότι δεν πρόσεξα τίποτα και συνέχισα να περπατώ. Το δωμάτιο που είχα πιάσει στο «Δωμάτιο και Πρωι νό» ήταν παγωμένο, κι έτσι πήγα να γράψω τις σημειώ σεις μου στο κοινόχρηστο δωμάτιο της τηλεόρασης, όπου η θερμοκρασία ήταν σχεδόν υποφερτή εφόσον φο ρούσες δύο παλτά, το ένα πάνω στ’ άλλο. Δύο άντρες, ο ένας με τα μαλλιά του πιασμένα αλογοουρά, ο άλλος με στρατιωτικό μουστάκι, έπιναν ουίσκι καθένας απευθείας από το μπουκάλι του. Μου πρόσφεραν κι εμένα. Αρνήθηκα. Ο αλογοουράς τράβηξε ένα απόκομμα εφημερίδας από την τσέπη του και μου το έδωσε. Το απόκομμα - κάποια ιστορία από την εφημερίδα Sun, και ένα περίπου χρόνο παλιά - βεβαίωνε ότι ο τύπος είχε συλληφθεί επειδή οδήγησε ένα άλογο πάνω στον αυ τοκινητόδρομο. Η φωτογραφία του έβγαζε μάτι πάνω στη σελίδα. «Αυτό είναι που κάνω εγώ», μου είπε. «Είμαι τσιγγάνος». Κάθε λίγα δευτερόλεπτα μου ξαναπρόσφερε
© @ ©
397
398
© © ©
ουίσκι, και κάθε φορά αρνιόμουνα. Ρώτησα τον άντρα με το στρατιωτικό μουστάκι τι έκανε εκείνος. «Εμένα ρώτα! Είμαι το αφεντικό του», είπε ο αλογοουράς. Ο άνθρωπος με το μουστάκι παρέμεινε σιωπηλός. «Τι κάνει αυτός;» ρώτησα. «Δουλεΰει για μένα». Τους ρώτησα ποια ομάδα υποστήριζαν, Ρέιντζερς ή Σέλτικ, όμως απάντησαν ότι δεν τους ένοιαζε ιδιαίτερα. Ή δ η η εγκράτειά μου είχε αρχίσει να προσβάλλει πλέον τον άντρα με την αλογοουρά και δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να σπάσει το μπουκάλι με το ουίσκι πάνω στο κε φάλι μου. Σηκώθηκα να φύγω. Με κοίταξε και είπε με περιφρόνηση: «Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, το κατάλαβες αυτό; Είσαι ένα μουνί που δεν ξέρει τι του γίνεται». Έ φ υ γα και πήγα για ύπνο.
Από τη Βοστόνη στο Μπανγκλαντές: Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 δουλειά μου στο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν να ανα γνωρίζω παίκτες για την αμερικανική τηλεόραση. Κάθισα στο θάλαμο των σχολιαστών για τα ματς της Βοστόνης και, όταν κάποιος παίκτης έβαζε γκολ, ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο προκαλούσε την προσοχή, έπρεπε να τον αναγνωρίσω και να πω ποιος παίκτης ήταν αυτός. Οι τεχνικοί εμφάνιζαν αμέσως το όνομά του στην οθόνη. Πέντε λεπτά μετά την έναρξη του πρώτου μου παιχνι διού, Αργεντική-Ελλάδα, ένας ψηλός μαυρομάλλης, Αργε ντινός, ο οποίος έμοιαζε με Αργεντινό, σωριάστηκε κάτω στην περιοχή του κέντρου. «Πες μου ποιος είναι, αδερφέ!» μου ζήτησε μέσα από το ακουστικό ο βοηθός παραγωγής. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα. «Μπάλμπο, νούμερο 15», είπα. Και καθώς το όνομα «Μπάλμπο» εμφανίστηκε στην
Η
οθόνη, εξηγώντας την κατάσταση σε εκατομμύρια Αμερι κανούς τηλεθεατές, ο παίκτης σηκώθηκε πάνω. Ή ταν ο Σαμό. «Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, αδέρφι!» ακούστηκε η φωνή μέσα από τα ακουστικά μου, και οι ξένοι δημοσιογράφοι έγραψαν ακόμη περισσότερα άρθρα για τους έχοντας πλήρη άγνοια Αμερικανούς. Πέρασα τα πε ρισσότερα παιχνίδια παρακαλώντας να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Έ τσι, επισκέφθηκα το γήπεδο προπόνησης των Νιγηριανών για να δω με τι μοιάζουν οι παίκτες. Ο Αμουνίκε ήταν κοντός, ο Ρουφάι ήταν εύκολο να τον ξεχωρίσεις, επειδή κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού φορούσε πάντο τε τη φανέλα του τερματοφύλακα, και το κεφάλι του Αμοκάτσι είχε περίεργο σχήμα. Μια Ιταλίδα δημοσιογράφος στάθηκε κοντά 30 πό ντους μπροστά από τον Αμοκάτσι, τον κοίταξε μέσα στα μάτια και ρώτησε: «Είσαι ο Ντανιέλ Αμοκάτσι;». «Όχι», είπε ο Αμοκάτσι, και έδειξε τον Νιγηριανό συμπαίκτη του Ολισέ. «Αυτός εκεί είναι ο Ντανιέλ Αμοκάτσι». Η γυναίκα έφυγε και άρχισε να τραβολογάει τη φανέ λα του Ολισέ και ο Αμοκάτσι επέστρεψε στο δωμάτιό του. Ένιωσα να συμπάσχω μαζί του. Ό λες οι εφημερίδες στην Ιταλία ήταν υποχρεωμένες να γεμίσουν δέκα σελί δες την ημέρα γύρω από το επικείμενο παιχνίδι εναντίον της Νιγηρίας. Οι περισσότεροι από τους παπαράτσι εί χαν προσκολληθεί στην ομάδα του Αρίγκο Σάκι στο Νιου Τζέρσεϊ, όπου μπορούσαν να υποβάλουν άνετα ερωτή σεις στους παίκτες όπως: «Ποιος είναι καλύτερος, ο Σινιόρι ή ο Γιεκινί;» (Η απάντηση ήταν συνήθως «Ο Σινιόρι είναι μεγάλος παίκτης, και ο Γιεκινί είναι εξίσου μεγάλος παίκτης.) Ό μ ω ς μερικές δεκάδες δημοσιογράφοι είχαν έρθει στο ξενοδοχείο Χολιντέι Ιν, κοντά στη Βοστόνη, όπου έμεναν οι Νιγηριανοί παίκτες. Κάθε δημοσιογρά-
© @ ©
399
400
© © ©
φος έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε μέρα και από μια πα γκόσμια αποκλειστικότητα. Η γυναίκα που είχε απευθυν θεί στον Αμοκάτσι ήθελε να ξέρει κατά πόσον οι Νιγηριανοί παίκτες έμεναν μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Όντως έμεναν. Και (αυτό ειπώθηκε με ανασηκωμένα φρύδια) το απολάμβαναν αυτό οι παίκτες; Ανήσυχος μήπως δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τους παίκτες της Νότιας Κορέας, επισκέφθηκα και αυτούς στο γήπεδο που έκαναν προπόνηση. Βρισκόταν μια ώρα έξω από τη Βοστόνη, σε μια μικρή πόλη ονόματι Μπόξμπρο, εκεί όπου είχε καταλύσει η ομάδα της Αγγλίας πριν χάσουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες τον προηγού μενο χρόνο. Οι Νοτιοκορεάτες ήταν βαριεστισμένοι μέ χρι θανάτου. Ό ταν έφτασα εκεί, μαζί με ένα δημοσιο γράφο από τη Βοστόνη που λεγόταν Φρανκ, ήμασταν οι πρώτοι ξένοι που τους επισκέπτονταν και πήραμε συνέ ντευξη από τον Νοτιοκορεάτη προπονητή Κιμ Χο στο μπαρ του ξενοδοχείου. Παίκτες και δημοσιογράφοι συ γκεντρώθηκαν γύρω μας, και την επομένη οι φωτογρα φίες μας φιγουράριζαν σε όλες τις εφημερίδες της Σεούλ. Οι Έλληνες δημοσιογράφοι ήταν αναγκασμένοι να καλύψουν μια τραγική ομάδα. Στην προπόνηση ένας από τους αναπληρωματικούς στεκόταν στα δίχτυα, ενώ άλλοι σουτάριζαν πάνω από το δοκάρι. Κατόπιν έκαναν ζευγάρια και πάσαραν την μπάλα πάνω από τα κεφάλια ο ένας του άλλου ή κατευθείαν μέσα στους θάμνους. Π ο λύ σύντομα οι ελληνικές εφημερίδες άρχισαν να δημοσι εύουν φωτογραφίες Αθηναίων σε διάφορα μπαρ που έκαναν χυδαίες χειρονομίες στις συσκευές της τηλεόρα σης. Οι παίκτες παραπονέθηκαν ότι ο προπονητής τους Αλκέτας Παναγούλιας, ένας Ελληνοαμερικανός, τους υποχρέωνε να μετακινούνται συνεχώς, για να παρευρίσκονται σε διάφορες δεξιώσεις προκειμένου να συναντή σουν άλλους Ελληνοαμερικανούς. Ο Παναγούλιας απά-
ντησε ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο είχε επίσης να κάνει με την κουλτούρα και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι ξένοι δημοσιογράφοι εξασφάλιζαν τις περισσότε ρες ιστορίες τους περί Ελλάδας από τον Μηνά Χατζίδη, έναν κεντρώο παίκτη, που ήταν ο μόνος άνθρωπος στην ομάδα που μιλούσε αγγλικά. Ή ταν εκπληκτικό να βλέπει κανείς πόσο συχνά παρουσιαζόταν στον Τύπο. Για την Αργεντινή ο Μαραντόνα ήταν σε εξαιρετική διάθεση. Περνούσε τις περισσότερες ώρες της προπόνη σης παραμένοντας στην εκτός γραμμής περιοχή, δίνο ντας συνεντεύξεις και ανταλλάσσοντας αστεϊσμούς με τρεις ηλικιωμένους άντρες στην εξέδρα, που ήταν ντυμέ νοι με επίσημο ένδυμα. Φιλοξενούσαν την Αργεντινή έκ δοση της Φανταστικής Ποδοσφαιρικής Λίγκας. Αργότερα, μετά την τιμωρία του, 20.000 Μπανγκλαντέσιοι έκαναν πορεία μέσα από τους δρόμους της Ντάκα φωνάζοντας: «Η Ντάκα θα καεί εκτός κι αν επιτραπεί να παίξει ο Μαραντόνα!». Μερικοί απείλησαν να κάψουν το Γουέστ Εντ του Λονδίνου για χάρη του. Ο Μαραντόνα, ο κοντός αυτός άντρας, ο φίλος του Φιντέλ Κάστρο, ο κατακτητής της Αγγλίας, συγκινεί περισσότερο τα φτωχά παρά τα πλούσια έθνη. Ό μ ω ς εκείνες τις μέρες, πριν την εφεδρίνη, τα πάντα εκτυλίσσονταν ήρεμα σαν ο Μαραντόνα να ήταν μια σχε τικά φυσιολογική ανθρώπινη ύπαρξη. Έ νας δημοσιο γράφος της αργεντίνικης ραδιοφωνίας ονόματι Ρομπέρτο, ο οποίος είχε έρθει στη Βοστόνη ένα μήνα πριν α π ’ το Παγκόσμιο Κύπελλο μόνο και μόνο για να προετοιμα στεί, μου εξέφρασε το παράπονό του: «Τίποτα και ποτέ δεν πάει λάθος στην Αμερική. Η οργάνωση είναι τέλεια. Προτιμώ την Αγγλία, που μοιάζει περισσότερο με την Αργεντινή». Ό χ ι τελείως όμοια. «Τη χρονιά πριν από τον Πόλεμο των Φόκλαντς, Βρετανοί δημοσιογράφοι ψήφισαν τον
© © ®
401
402
© © ©
Μαραντόνα ως τον καλύτερο παίκτη του κόσμου», είπε. «Αυτή είναι η διαφορά. Οι Αργεντινοί δημοσιογράφοι δε θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο». Ο Ρομπέρτο μού διηγήθηκε επίσης μια ιστορία για τον Αντόνιο Ρατίν, τον Αργεντινό αρχηγό της ομάδας, ο οποίος αποβλήθηκε από το παιχνίδι εναντίον της Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Ο Ρατίν, είπε ο Ρομπέρτο, είχε τσακωθεί με το διαιτητή, έχοντας βάλει το χέρι του μπροστά από το στήθος του και δείχνοντας το περιβραχιόνιό του ως αρχηγού της ομάδας για να υπο γραμμίσει το δικαίωμά του να μιλήσει. Ο διαιτητής όμως, πιστεύοντας ότι ο Ρατίν τού έκανε τη γνωστή χει ρονομία, τον απέβαλε. Πολλοί από τους Αμερικανούς δημοσιογράφους ήξε ραν τα πάντα γύρω από το ποδόσφαιρο. Είχαν περάσει χρόνια ολόκληρα, προσπαθώντας να εξηγήσουν στους αρ χισυντάκτες των αθλητικών σελίδων πόσο σημαντικό είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο, τονίζοντας ιδιαίτερα τη λέξη «Πα γκόσμιο» για να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στη σπουδαιότητά του. Οι υπεύθυνοι των αθλητικών σελίδων δεν τους καταλάβαιναν. Έ νας δημοσιογράφος της Βοστόνης μου είπε ότι κατάγεται από το μεγάλο προπονητή της Άρσεναλ Χέρμπερτ Τσάπμαν. Ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος είχε το 0,3% των μετοχών της Τσάρλτον Αθλέτικ, μιλούσε άνετα για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το γήπεδο της Άλμπιον Ρόβερς, και ήταν αυθεντία γύρω από το Τέιλορ Ρεπόρτ. Τον απέφευγα όσο περισσότερο μπορούσα. Συνάντησα ένα Μεξικανό ο οποίος ήλπιζε ότι οι Αμε ρικανοί θα ξανάρχιζαν να αγνοούν το ποδόσφαιρο. «Όποτε αρέσει κάτι στους Αμερικανούς, το παίρνουν εξολοκλήρου στα χέρια τους», εξήγησε. Στην πραγματι κότητα, το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν εκείνο που κατέκτησε τις ΗΠΑ, και όχι το αντίθετο. Ο κόσμος έπαψε να
πιστεύει ότι το ποδόσφαιρο ήταν κάτι αριστοκρατικό και ανιαρό, παρόλο που ο Τζορτζ Μπους παρακολούθησε τα ματς της Βοστόνης. Η δολοφονία του Αντρές Εσκομπάρ, του Κολομβιανού που έβαλε αυτογκόλ, βοήθησε να πει στούν οι Αμερικανοί ότι αυτό το πράγμα όντως μετράει ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο. Στη Βρετανία, μου ειπώθηκε συχνά, οι φίλαθλοι νοιάζονται τόσο πολύ, μέχρι που σκο τώνονται μεταξύ τους. Ό σ ο πιο απομονωμένη η χώρα, τόσο πιο πολύ μετράει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το παιχνίδι κάνει ελάχιστα πράγματα να διαφέρουν στη Νορβηγία ή την Ελβετία, αλ λά στη Ρουάντα σταμάτησε για λίγο τους σκοτωμούς. Οι άνθρωποι της Ρουάντα, όλων των φυλών, υποστήριζαν τη Νιγηρία και, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλ λου, στρατιές ολόκληρες έβαλαν μπροστά τις γεννήτριες και συγκεντρώθηκαν γύρω από τις τηλεοπτικές συσκευές. Εντούτοις, το Παγκόσμιο Κύπελλο πυροδοτεί πάντοτε αντιθέσεις και προκαλεί περισσότερους θανάτους από γκολ. Στη Βόρεια Ιρλανδία μόνο οι καθολικοί υποστήρι ζαν την Ιρλανδία. Στις 18 Ιουνίου προτεστάντες οπλοφό ροι εισέβαλαν μέσα σ’ ένα καθολικό παμπ του χωριού Λοχίνισλαντ, όπου οι θαμώνες παρακολουθούσαν τη Δη μοκρατία της Ιρλανδίας να κερδίζει την Ιταλία, και άρχι σαν να πυροβολούν αφήνοντας έξι καθολικούς νεκρούς. Ό τα ν οι Ιρλανδοί έχασαν το δεύτερο παιχνίδι τους από το Μεξικό, το σύνθημα «Ζήτω το Μεξικό» εμφανί στηκε πάνω σε κάποιο τοίχο κοντά στην περιοχή του Σάνκιλ. Και όταν έφεραν ισοπαλία στο τρίτο τους παιχνί δι, εναντίον της Νορβηγίας, για να περάσουν στο δεύτε ρο γύρο, νεαροί καθολικοί στο δυτικό Μπέλφαστ τραγου δούσαν κοροϊδευτικά στις περιπόλους του βρετανικού στρατού: «θα κάνουμε τους Βρετανούς να σκάσουν όταν κερδίσουμε το Κύπελλο».
® © @
403
404
© © ©
Στο εργοστάσιο κατασκευής αεροσκαφών Σορτς, στο Μπέλφαστ, ένας καθολικός απολύθηκε επειδή φορούσε τη φανέλα της Ιρλανδίας στη δουλειά. Οι Σορτς έλεγαν ότι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν έναν ουδέτερο ερ γασιακό χώρο. Σε άλλα μέρη της Βόρειας Ιρλανδίας οι προτεστάντες φορούσαν στη δουλειά τα φανελάκια της Ρέιντζερς Γλασκόβης όποτε έπαιζε η Ιρλανδία. Στη Νότια Αμερική τρεις Πρόεδροι εμφανίστηκαν στην τηλεόραση για να κριτικάρουν τη σύνθεση των ομά δων τους. «Ίσως αν είχαμε ενισχύσει την επίθεση μετδ την αποβολή του Λουίς Γκαρθία, να είχαμε περισσότερες πιθανότητες, σχολίασε ο Μεξικανός Πρόεδρος Σαλίνας, μετά την ήττα της ομάδας του από τη Βουλγαρία. Ο Πρόεδρος Μένεμ της Αργεντινής πρόσφερε κι εκεί νος επίσης τις δικές του απόψεις, αλλά, παρόλο που βρι σκόταν στη Βοστόνη, παρακολούθησε τα ματς της Αργε ντινής από την τηλεόραση στη σουίτα του ξενοδοχείου του. Γνωστό τοις πάσι ότι είχε παρευρεθεί στο γήπεδο όταν η Αργεντινή έχασε 0-5 από την Κολομβία το 1993. «Αν πάω στη Βοστόνη και χάσουμε, θα κατηγορήσουν εμένα», ανέφερε ένας ανώτερος διπλωματικός ότι είχε πει ο Πρόεδρος. Ο Βολιβιανός Πρόεδρος παρακολούθησε ζωντανά το παιχνίδι της ομάδας του. 'Οταν ρωτήθηκε αν θα έπρεπε να ασχολείται με άλλες προτεραιότητες σχετικές με τα εσωτε ρικά της χώρας, η απάντηση ήρθε αμέσως: «Στη Βολιβία το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι η ύψιστη προτεραιότητα». Ο Βραζιλιάνος Πρόεδρος Ιταμάρ Φράνκο εμφανί στηκε στην τηλεόραση κατά τη διάρκεια του τουρνουά για να εκλιπαρήσει τον προπονητή της χώρας του Κάρλος Αλμπέρτο Π αρέιρα να συμπεριλάβει στην ομάδα τον δεκαεφτάχρονο επιθετικό Ρονάλντο. Ο Π αρέιρα δεν έδωσε καμιά σημασία. Ο Φράνκο ενδιαφερόταν πραγ ματικά. Οι προεδρικές εκλογές, που επρόκειτο να γίνουν
τον Οκτώβριο, έφερναν τον υπουργό Οικονομικών του Φερνάντο Χενρίκε Καρντόζο αντιμέτωπο με τον ριζο σπάστη σοσιαλιστή «Λουλου». Έ να τέταρτο του συνόλου των Βραζιλιάνων έλεγαν ότι θα αποφάσιζαν ποιον θα ψηφίσουν μόνο αφού μάθαιναν πρώτα ποιος είχε κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Κα νένας Βραζιλιάνος δεν κάνει οτιδήποτε μέχρι τη στιγμή που θα αποκλειστεί η Βραζιλία, και κάθε παιχνίδι στοι χίζει στη χώρα πάνω από δύο εκατομμύρια λίρες σε απώ λειες παραγωγής. Τ ι ήταν αυτό που θα έκανε τους αναποφάσιστους ψη φοφόρους να αποφασίσουν τι θα ψηφίσουν; Έ νας Λονδρέζος χρηματιστής που ειδικεύεται στις λατινοαμερικάνικες αγορές εξήγησε: «Η αίσθηση είναι ότι, αν νικήσει η Βραζιλία, ο κόσμος θα σκεφτεί ότι στο κάτω κάτω τα πράγματα δεν είναι δα και τόσο άσχημα στη χώρα, και αυτό θα ωφελήσει τον Φερνάντο Ενρίκε. Η Βραζιλία νίκησε, το ίδιο και ο Καρντόζο, ο οποίος έκανε τον Πελέ υπουργό Αθλητισμού της κυβέρνησής του. Ο Ρομάριο, που σκοράρισε πέντε φορές για τη Βρα ζιλία, υποστήριζε τον «Λούλου». Στους δρόμους της Αϊτής ένας τρόπος να αποσπάσεις χειροκροτήματα ήταν να φοράς το φανελάκι της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας. Η Αϊτή αποκλείστηκε από το Παγκόσμιο Κύπελλο - έχασε από τις Βερμούδεςκι έτσι ολόκληρη η χώρα υποστήριζε τη Βραζιλία. Στο μεταξύ οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να υποχρε ώσουν την κυβερνώσα χούντα της Αϊτής να παραιτηθεί. Ο Πρόεδρος Κλίντον σκεφτόταν να στείλει στρατό, αλλά πρώτα προσπάθησε να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις. Οι Αϊτινοί, που ήταν κολλημένοι μπροστά στην τηλεόρα ση, τις αγνόησαν. Ουσιαστικά, ήταν όλοι τους τόσο απ α σχολημένοι, που οι συνομιλίες μεταξύ στρατηγών και αντιπολίτευσης δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν.
© @ @
405
406
© © ©
Στις διακοπές του ημιχρόνου των ματς η χούντα προέβαλλε βίντεο με αιματοχυσίες από την εισβολή των ΗΠΑ στον Παναμά, συνοδευόμενα από σλόγκαν όπως «Όχι στην Παρέμβαση. Οι Αμερικανοί δεν έκαναν τίποτα». Ό τα ν η Ρουμανία νίκησε την Αργεντινή, οι Ρουμάνοι όλων των εθνικών γκρουπ της χώρας αγκαλιάζονταν με ταξύ τους. Ο Πρόεδρος Ιλιέσκου είπε ότι η ομάδα με επικεφαλής τον μακεδονικής καταγωγής Χάτζι είχε δη μιουργήσει «εθνική ομοψυχία. Αυτό ήταν πριν ο σερβικής καταγωγής Μπελοντέντιτσι χάσει το αποφασιστικό πέναλτι στους προημιτελικούς εναντίον της Σουηδίας. Αυτό το βιβλίο υποστηρίζει ότι το ποδόσφαιρο επηρε άζει την πολιτική και ότι αυτό συνέβαινε πάντοτε. Ωστό σο είναι λογικό να πιστεύουμε ότι το Παγκόσμιο Κύπελ λο έχει σήμερα μεγαλύτερη σημασία ακόμη και από όση είχε το 1990. Καταρχήν τώρα υπάρχουν πολύ περισσότερες τηλεο πτικές συσκευές από όσες υπήρχαν τότε. Ο μέσος άνθρω πος (ένας Κινέζος χωρικός, ο Τζον Τραβόλτα, ο Άνθρω πος του Έσεξ!) το 1994 παρακολούθησε έξι Παγκόσμια Κύπελλα. Το 1950 οι Βρετανοί έμαθαν μέσω τηλεγραφή ματος ότι οι ΗΠΑ είχαν νικήσει τη Βρετανία στο Μπέλο Οριζόντε. Λίγα τηλεγραφήματα έκαναν χιλιάδες ανθρώ πους να ξεχυθούν στους δρόμους. Το 1994 οι Αϊτινοί, οι κάτοικοι της Ρουάντα και οι κάτοικοι του Μπανγκλαντές παρακολούθησαν τα παιχνίδια από την τηλεόραση. Χάρη στην τηλεόραση το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτε λεί τον καλύτερο τρόπο που διαθέτουμε για να κατατά ξουμε τα διάφορα έθνη του κόσμου. Πολύς κόσμος θεω ρεί τη ζωή ως ένα συνεχές παιχνίδι κοινωνικής καταξίω σης ανάμεσα σε διακόσια και παραπάνω έθνη. Έ τσι ερ μηνεύεται ο Πόλεμος του Κόλπου (Αμερικανοί εξοντώ νουν Άραβες σ’ ένα ματς μακροχρόνιας αντιπαράθεσης),
οι συνομιλίες για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ («Παιχνίδι, παρτίδα και ματς στη Βρετανία», δήλωσε ο Τζον Μέι τζορ), ή το διεθνές εμπόριο (η Ιαπωνία υπερισχύει της Αμερικής ξανά και ξανά). Ό μ ω ς το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί το ιδανικό σκηνικό. Είναι δύσκολο να συγκρί νουμε το ΑΕΠ κάθε κράτους με ένα τόσο ελκυστικό οπτι κά τρόπο, και στο Παγκόσμιο Κύπελλο οι Η ΠΑ δεν είναι πλέον οι κυρίαρχοι του κόσμου, και οι μικρές χώρες έχουν κι αυτές μια ευκαιρία. Για τη Ρουμανία το Παγκόσμιο Κύπελλο σήμαινε ξαφνική καταξίωση. Για να το αποδείξουν αυτό, οι ρου μανικές εφημερίδες δημοσίευαν συνεχώς ιστορίες για την ομάδα που είχε εμφανιστεί στο εξωτερικό. «Στο Παγκόσμιο Κύπελλο το μόνο που χάσαμε ήταν δύο παιχνίδια. Δε χάσαμε την εθνική μας τιμή», προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει ένα κολομβιανό κρατικό στέλε χος. Ό μω ς στεκόταν δίπλα στο φέρετρο του Αντρές Εσκομπάρ. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο όντως χάνεις την εθνική σου τιμή. Η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα είναι το έθνος. «Το Μεξικό είναι πάντοτε στην επίθεση. Αυτό σημαίνει Με ξικό», είπε ο Μεξικανός τερματοφύλακας Χόρχε Κάμπος. Μαζί με τις τηλεοπτικές συσκευές η δημοκρατία εξα πλώνεται κι εκείνη σε όλο τον κόσμο. Ό λο και περισσό τεροι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να νοιάζονται για να κερδίσουν ψηφοφόρους, και στρέφονται στο ποδόσφαι ρο. Οι Νοτιοαμερικανοί είναι απελπισμένοι· ο Π ρόε δρος Κλίντον εμφανίστηκε από την τηλεόραση, σε ώρα υψηλής ακροαματικότητας, να τηλεφωνεί στην αμερικα νική ομάδα· και ο στρατηγός Αμπάχα, ο Νιγηριανός στρατιωτικός ηγέτης, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, απευθυνόταν δημόσια στην ομάδα της χώρας του σχεδόν καθημερινά. Έθεσα το θέμα στο Νιγηριανό Κίντι Νουάνου ότι αυτή ήταν η χαρακτηριστική περί πτωση ενός πολιτικού που προσπαθούσε να κλέψει λίγη
® @ @
407
δόξα. Ο Νουόνου διαφώνησε. Είπε ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο σήμαινε πολλά για τη Νιγηρία και ήταν φυσική υποχρέωση του αρχηγού του κράτους να αναγνωρίσει αυ τό το γεγονός. Τ ο Καμερούν, ακόμη και υπό τον Πρόεδρο Μπίγια, συνέχιζε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, και ο Ανρί Μισέλ, ο Γάλλος προπονητής των Λεόντων, έπρε πε να πληρώσει για μπάλες από την τσέπη του. Δεν υπήρχαν χρήματα για να σταλούν στην ομάδα στις ΗΠΑ, γΓ αυτό και η κυβέρνηση οργάνωσε την καμπάνια Action Coup de Coeur, θεωρητικά για να προσελκύσει δωρεές από τους φιλάθλους. Αντίθετα, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, πολύ σπανίως πληρώνονταν οι ίδι οι, υποχρεώθηκαν να κάνουν «εθελοντικά» τις δικές τους προσφορές. Τ α περισσότερα από τα χρήματα που μαζεύτηκαν εξαφανίστηκαν, και η καμπάνια έμεινε γνωστή με το όνομα Action Coup de Peur ή Cri de Coeur. Οι παίκτες, με αρχηγό τον τερματοφύλακα Ζοζέφ-Αντουάν Μπελ, πέρασαν τον περισσότερο καιρό στο Παγκόσμιο Κύπελλο συ ζητώντας αν θα απεργούσαν ή όχι. Οι κυβερνητικοί επίσημοι που συνόδευαν την ομάδα άσκησαν πίεση στον Μισέλ να αποκλείσει τον Μπελ, και, για να ησυχάσουν τα πράγματα, ο Μπελ αποσύρθηκε μό νος του πριν από το τελικό παιχνίδι εναντίον της Ρωσίας. Η Ρωσία νίκησε με 6-1, και η καμπάνια Coup de Coeur έγινε μέγα πολιτικό θέμα. Το γκολ του Καμερούν εναντίον της Ρωσίας μπήκε από τον Ρότζερ Μιλά, ο οποίος είχε επανακληθεί στην ομάδα από τον Πρόεδρο Μπίγια, όπως είχε γίνει και το 1990. Πιθανόν ο Μπίγια να κάνει και πάλι το ίδιο το 1998, όταν ο Μιλά θα είναι πλέον 46 ετών. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Ιταλός Πρωθυπουργός το 1994, τα κατάφερε καλά με το ποδόσφαιρο. Οι ψ ηφοφό
ροι εγκατέλειψαν τα παλιά διεφθαρμένα κόμματα για να ψηφίσουν το νέο δικό του κόμμα, το Φόρτσα Ιτάλια, τον Απρίλιο του 1994. («θα ψήφιζες ποτέ ένα κόμμα που πή ρε το όνομά του από ένα ποδοσφαιρικό τραγούδι;» ρώτη σα ένα φίλο πολιτικό επιστήμονα. Σκέφτηκε για λίγο. «Ναι, πιθανότατα», είπε). Ή ταν η δουλειά που είχε κάνει ο Μπερλουσκόνι ως πρόεδρος της Μίλαν που έπεισε τό σο πολλούς Ιταλούς να τον ψηφίσουν. Ανέλαβε τη Μίλαν το 1986, όταν η ομάδα είχε επανέλθει στην Α' κατηγορία μετά από ένα σκάνδαλο δωροδο κίας το 1979. Στη Μίλαν ο Μπερλουσκόνι δημιούργησε μια κοσμοπολίτικη, οργανωμένη, πλούσια ομάδα, η οποία υπερίσχυε όλων των ομάδων της υπόλοιπης Ευρώ πης. Ή ταν αυτό ακριβώς που οι ψηφοφόροι ήθελαν να πετύχει και για το ιταλικό κράτος, το οποίο είχε μείνει κολλημμένο στη δεύτερη ευρωπαϊκή κατηγορία μετά από το δικό του σκάνδαλο δωροδοκίας. Έ να άρθρο γύρω από τις εκλογές περιέγραφε κάποιο μπαρ στο πάνω πά τωμα του οποίου σαράντα άνθρωποι συμμετείχαν σε μια συνάντηση του Φόρτσα Ιτάλια· στο κάτω πάτωμα άλλοι ογδόντα παρακολουθούσαν ένα παιχνίδι της Μίλαν. Προφανώς και οι εκατόν είκοσι ψήφισαν υπέρ του Μπερλουσκόνι. Ό μ ω ς οι Βραζιλιάνοι νίκησαν τους Ιταλούς επειδή η άμυνά τους ήταν καλύτερη. Ο προπονητής της Βραζιλίας Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα είχε αγνοήσει τις οδηγίες της μαμάς του, του Προέδρου Φράνκο και του Πελέ, της τρόικας δηλαδή που ηγείται όσων Βραζιλιάνων θέλουν την ομάδα να παίζει επιθετικότερο παιχνίδι. Ο Παρέιρα υπέδειξε ότι η Βραζιλία το είχε κάνει αυτό και προηγου μένως και είχε χάσει. Η δική του Βραζιλία ήταν περισσό τερο βραζιλιάνικη από την ομάδα του Λαζαρόνι το 1990, αλλά περισσότερο ευρωπαϊκή από αυτή του Σαντάνα το 1982. Ο Παρέιρα βρήκε την αναλογία.
@ ® @
409
410
© © ©
«Ρωτάς τι είναι πιο σημαντικό η Βραζιλία ή μια αμε ρικανική εισβολή;» είπε ένας φίλαθλος από την Αϊτή σ’ έναν Αμερικανό ρεπόρτερ το 1994. «Πεινάμε κάθε μέρα. Έχουμε προβλήματα κάθε μέρα. Οι Αμερικανοί συζη τούν να εισβάλουν στη χώρα μας κάθε μέρα. Ό μ ω ς Π α γκόσμιο Κύπελλο έχουμε μόνο κάθε τέσσερα χρόνια».
Ο Πρόεδρος και τα Κακά Γαλάζια Παιδιά ανταστείτε αν η Βρετανία βρισκόταν υπό την κατο χή των Αυστριακών και των Σέρβων. Οι Βρετανοί θα γκρίνιαζαν για μερικά χρόνια, όμως μετά από λίγο καιρό θα άρχιζαν να ξεχνούν ότι είχαν υπάρξει ποτέ ελεύθεροι και θα συνέχιζαν να τα βολεύουν, ξεμένοντας κάθε χρόνο όλο και περισσότερο πίσω από τους Γερμανούς. Ό μω ς, αν μετά από εκατοντάδες χρόνια απελευθερώ νονταν ξαφνικά, θα ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι, θ α έλεγαν ότι τώρα πάλι η Βρετανία θα μπορούσε να ξαναγίνει ένα ένδοξο έθνος, ακριβώς όπως ήταν και επί πρω θυπουργίας Τζον Μέιτζορ. θ α ανήγειραν ένα άγαλμα στον Μέιτζορ σε μια κεντρική πλατεία, καθισμένο πάνω σ’ ένα άλογο, και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία θα είχε μετονομαστεί στο μεταξύ σε Μάντσεστερ Ραπίντ από τους Αυστριακούς, θα ξανάπαιρνε και πάλι το παλιό της όνομα. Για κάνα δυο χρόνια οι σημαίες με το Γιού νιον Τζακ θα κυμάτιζαν σε κάθε γραφείο. Ό μ ω ς μετά από λίγο οι άνθρωποι θα άρχιζαν να ξεχνούν ότι είχαν υπάρξει ποτέ υπό κατοχή και θα συνέχιζαν να τα βολεύ ουν, ξεμένοντας κάθε χρόνο ακόμη λίγο περισσότερο πί σω από τους Γερμανούς. Η Κροατία έκανε πόλεμο και αποσπάστηκε από τη Γιουγκοσλαβία το 1992, για να γίνει μια ανεξάρτητη χώ-
Φ
ρα, αφοΰ είχε κυβερνηθεί από Αυστριακούς και Σέρβους επί εκατοντάδες χρόνια. Περπατώντας στους δρόμους του Ζάγκρεμπ, βλέπεις ασπροκόκκινες καρό σημαίες πα ντού, και τώρα στην κεντρική πλατεία, όπως και στις πε ρισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, υπάρχει ένα άγαλμα κά ποιου τοπικού ήρωα καθισμένου πάνω σ’ ένα άλογο. Έ να τουριστικό φυλλάδιο αφηγείται μια μακριά ιστορία γύρω από έναν άνθρωπο από το Ζάγκρεμπ, «τσεχοπολωνικής καταγωγής», που είχε εφεύρει κάτι που ονομάζεται μη χανικό μολύβι, το οποίο, σύμφωνα με το φυλλάδιο, είχε αλλάξει τη ζωή «ολόκληρης της ανθρωπότητας». Μια πλατεία του Ζάγκρεμπ είχε πρόσφατα ονομαστεί προς τιμήν του. Η πόλη είναι γεμάτη ανθρώπους με χωστά καπέλα με μαλακά μπορ, οι οποίοι περιφέρονται προσπαθώντας να ψωνίσουν πράγματα που με δυσκολία μπορούν να πλη ρώσουν, και μόνο στο γήπεδο της Ντιναμό Ζάγκρεμπ -μ ια ς και κανένας δεν αποκαλεί την ομάδα με το καινού ριο της όνομα ως Κροατία Ζάγκρεμπ - μπορείς να θυμη θείς ότι μέχρι πρόσφατα αυτή η χώρα βρισκόταν σε κα τάσταση πολέμου. Το άγαλμα μιας ομάδας στρατιωτών υψώνεται μπρο στά από το γήπεδο και η επιγραφή στο βάθρο γράφει: «Στους φιλάθλους αυτής της ομάδας που ξεκίνησαν τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας στο χώρο αυτό στις 13 Μαΐου 1990». Κανείς δεν έχει πιστέψει ακόμη ότι ο γιου γκοσλαβικός πόλεμος ξεκίνησε πράγματι στο γήπεδο της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, όμως πολύ σύντομα θα αρχίσουν προφανώς να το πιστεύουν. «Δε χρειάζεσαι έναν ολόκλη ρο αιώνα για να γίνει μύθος κάτι τέτοιο», μου γκρίνιαξε ο Ζβάρκο Πουχόφσκι, ένας καθηγητής της φιλοσοφίας και φίλαθλος του μπάσκετ. Στις 13 Μαίου 1990 η Ντιναμό συναντήθηκε με τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου. Οι Κροάτες που υποστήρι-
® ® @
411
412
© © ©
ζαν την Ντιναμό και οι Σέρβοι φίλαθλοι του Ερυθρού Αστέρα έδωσαν μια τόσο σφοδρή μάχη, που πολλοί Γιου γκοσλάβοι τηλεθεατές συνειδητοποίησαν ότι αυτό είχε πλέον να κάνει με τη χώρα τους, ότι οι αψιμαχίες ανάμεσα στη Σερβία και την Κροατία θα κατέληγαν σε πόλεμο. Οι Δυτικοί έχουν την τάση να ακούν γύρω από την κλοτσιά στιλ καράτε Καντονά που έριξε ο Ζβονιμίρ Μπόμπαν, ο μεγάλος Κροάτης ποδοσφαιριστής, σε έναν αστυνομικό στη διάρκεια του παιχνιδιού. Ωστόσο ο Μ πόμπαν εγκατέλειψε την Κροατία λίγο μετά από αυτό το παιχνίδι για να πάει στη Μίλαν. Τα Κακά Γαλάζια Παιδιά, οι οπαδοί της Ντιναμό, πήγαν αντίθετα στον πόλεμο. Τα Κακά Γαλάζια Παιδιά αυτοεπονομάστηκαν έτσι μετά από την ταινία «Κακό αγόρι» του Σον Πεν, την οποία όλοι τους είδαν αρκετές φορές ο καθένας. Προέρ χονται από περίχωρα του Ζάγκρεμπ τόσο καταθλιπτικά, που οι πολυκατοικίες τους αποτελούν καθημερινή έκπλη ξη έτσι όπως καταφέρνουν και δε σωριάζονται σε ερεί πια. 'Οταν η Γιουγκοσλαβία ήταν ακόμη μία χώρα, τα Bad Blue Boys - τ α Κακά Γαλάζια Π α ιδ ιά - ή ΒΒΒ, όπως συνήθως αποκαλούν τους οπαδούς, ακολουθούσαν την Ντιναμό Ζάγκρεμπ στο Σεράγεβο ή στο Βελιγράδι, για να τα βάλουν με τους Βόσνιους ή τους Σέρβους φιλά θλους. Ό τα ν ξέσπασε ο πόλεμος, φόρεσαν τα στρατιωτι κά τους και πήγαν να τα βάλουν με Σέρβους φιλάθλους που ήταν κι αυτοί ντυμένοι στρατιώτες. Ο καθαυτό κροατικός στρατός αποτελούνταν σε μεγά λο μέρος από ΒΒΒ. Πολλοί Κροάτες εκείνες τις ημέρες δεν ένιωθαν καθόλου Κροάτες - στο κάτω κάτω, είχαν ζήσει στη Γιουγκοσλαβία για πενήντα χρόνια περίπου. Ο Τομοσλάβ Ί β π ς , ο μεγάλος Κροάτης προπονητής, είπε τις πρώτες μέρες του πολέμου ότι ένιωθε Γιουγκοσλάβος και πίστευε ότι αυτός ο πόλεμος ήταν ανόητος. Οι οπαδοί της Ντιναμό ένιωθαν Κροάτες. Ο Πουχόφ-
οκι μου είπε ότι, όταν ήταν 12 ετών, ο δάσκαλός του στο σχολείο ρώτησε τους μαθητές τι ήταν. Μερικοί ήταν Κροάτες και άλλοι Γιουγκοσλάβοι. 'Οταν ρωτήθηκαν και δυο παιδιά από την Αλγερία, εκείνα απάντησαν «Είμαστε Κροάτες». Ο δάσκαλος τους είπε ότι αυτό ήταν παραλογισμός. Ο Πουχόφσκι οργάνωσε τότε μια διαμαρτυρία για το δικαίωμα των Αλγερινών να είναι Κροάτες, και τον έσυ ραν αμέσως μπροστά στο διευθυντή του σχολείου. «Γιατί λες ότι είναι Κροάτες;» ρώτησε ο διευθυντής. Ο Πουχόφσκι απάντησε: «Πρώτα α π ’ όλα επειδή μιλούν κροατικά και δεύτερον επειδή υποστηρίζουν την Ντιναμό». Το να υποστηρίζεις την Ντιναμό σήμαινε ότι είσαι Κροάτης. Ό τα ν ξέσπασε ο πόλεμος, πολλοί διανοούμενοι ένιω σαν επίσης Κροάτες. Ό μ ω ς, είπε ο Πουχόφσκι, «όπως ξέρεις, όταν αρχίζει ένας πόλεμος, συνήθως δεν είναι οι διανοούμενοι εκείνοι που βρίσκονται στην πρώτη γραμ μή της μάχης μπροστά από τα κανόνια». Τα Κακά Γαλά ζια Π αιδιά ήταν που βρέθηκαν εκεί. Από τη σέρβική πλευρά, ο Αρκάν (πραγματικό όνομα Ζέλκο Ραζνιάτοβιτς), ένας από τους χειρότερους εγκληματίες πολέμου στη Βοσνία, ήταν επικεφαλής της λέσχης οπαδών του Ερυθρού Αστέρα. Ζει σε μια τρίπατη αποθήκη στην απέ ναντι πλευρά του δρόμου, που βρίσκεται το γήπεδο του Ερυθρού Αστέρα, και πήρε πολλούς από τους φιλάθλους της ομάδας μαζί του στη Βοσνία. «Οι οπαδοί του ποδοσφαίρου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον πόλεμο», μου είπε η Λόρα Σίλμπερ, ανταποκρίτρια των Financial Times στο Βελιγράδι. «Είναι σαν τους προσκόπους: αν είναι όλοι μαζί, τότε αποτελούν μια ισχυρή δύναμη». Η Λόρα ετοιμαζόταν για ένα δείπνο με κάποιον δυτικό πρεσβευτή: «Ω, είναι τόσο άξεστος». Γύ ρισε και μου είπε: «Δεν έχω ώρα να μιλήσω τώρα, όμως», και έκανε τη φωνή της σαν του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, «γιατί να μη βγεις μαζί μου για δείπνο;».
© @ ®
413
414
© © ©
Ο Ντάρκο και ο Νένο υποστηρίζουν ότι είναι οι αρχη γοί των ΒΒΒ. Καθισμένοι στο Καφέ Ζ, ένα καθαρό μπαρ γεμάτο χαριτωμένα κορίτσια, μου μίλησαν για τον πόλε μο. Ο Ντάρκο, που έχει τραύματα από θραύσματα οβί δας από το Βουκοβάρ, προσπάθησε να ανασηκώσει το μανίκι του στιλ ξυλοκόπου πουκαμίσου του για να μου δείξει τα σημάδια στο μπράτσο του. Ό μ ω ς το μανίκι δεν ανέβαινε αρκετά ψηλά, και οι υπόλοιποι θαμώνες του Καφέ Ζ νόμιζαν ότι ετοιμαζόταν να γδυθεί. Ντροπιασμέ νος, μετακινήθηκε ένα κάθισμα πιο πέρα για να καθίσει πίσω από έναν τοίχο, και εκεί απομάκρυνε αρκετά το ρούχο του για να μου δείξει ένα αποχρωματισμένο σημά δι. Στο άλλο του μπράτσο είχε ζωγραφισμένη μια σημαία με το Γιούνιον Τζακ και γραμμένη τη λέξη «Ντιναμό». Στη δεκαετία του ’80 ο Ντάρκο συνήθιζε να κάθεται στο κτίριο του Βρετανικού Συμβουλίου στο Ζάγκρεμπ, διαβά ζοντας ειδήσεις για τους Εγγλέζους χούλιγκανς στις εφη μερίδες Telegraph, The Times και Football Monthly. Ερωτεύ τηκε την Τσέλσι επειδή οι οπαδοί της έμοιαζαν να είναι ανακατεμένοι στο ενενήντα τοις εκατό των ταραχών. «Τσέλσι: καλοί σύντροφοι, καλοί μαχητές», μου είπε. «Μου αρέσει ο Άγγλος φίλαθλος επειδή αγαπάει πολύ την ομάδα του. Είναι πραγματικά το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο για εκείνον». Έ τσι, τα Κακά Γαλάζια Π αιδιά είχαν διαλέξει αγγλικά ονόματα για τον εαυτό τους, και ο Ντάρκο και ο Νένο έπιναν μπίρα Γκίνες. Μι λούσαν καλά αγγλικά και θυμόντουσαν ακόμη περισσό τερα όσο προχωρούσε η συζήτηση: μετά από δέκα περί που λεπτά άρχισαν εντελώς ξαφνικά να χρησιμοποιούν τη λέξη «γαμώτο»· παράδειγμα: «Ο Βίνι Τζόουνς είναι, γαμώτο, ψυχοπαθής». Ο Ντάρκο είναι ανάπηρος πολέμου και παίρνει σύ νταξη 350 λίρες το μήνα, που θεωρεί πολύ μεγάλο ποσό. Οι τιμές στην Κροατία είναι περίπου όσο ψηλές είναι και
στη Βρετανία. Κάποιοι Βρετανοί εθελοντές ήρθαν να πο λεμήσουν για την Κροατία κατά τη διάρκεια του πολέ μου, είπαν ο Ντάρκο και Νένο. Οι περισσότεροι είχαν καταλήξει να περιφέρονται άσκοπα, παρέα με τα Κακά Γαλάζια Παιδιά, που είναι από φυσικού τους φανατικοί θιασώτες των σκληροτράχηλων Βρετανών. Οι ΒΒΒ φο ρούσαν σήματα της Ντιναμό πάνω στις στολές τους, και ο Νένο είχε κοιμηθεί σ’ ένα σπίτι, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στο παράθυρο του οποίου ήταν κρεμασμέ νη μια σημαία της Ντιναμό. Τα κονβόι των αυτοκινήτων κορνάριζαν καθώς περνούσαν από μπροστά. «Πολλοί άνθρωποι πέθαναν σ’ αυτόν τον πόλεμο με το έμβλημα της Ντιναμό στο μανίκι τους», είπε ο Ντάρκο. Ρώτησα αν εκείνος και ο Νένο είχαν χάσει πολλούς φίλους στον πόλεμο. Σκέφτηκαν για λίγο. Πέντε ή έξι εί χαν σκοτωθεί, είπαν, αλλά το περίεργο είναι ότι όλοι τους είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητικά δυστυχήματα. Έ νας φίλος, που είχε επιχειρήσει να διασχίσει τις σερβικές γραμμές, που είχε επιβιώσει από την πολιορκία στο Βουκοβάρ, και που είχε περάσει εννέα μήνες σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου μαζί με τον Ντάρκο, σκοτώθηκε σε τροχαίο με ένα αυτοκίνητο γεμάτο νεα ρούς που πήγαιναν σε κάποιο πάρτι δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ο Ντάρκο και ο Νένο δεν ήθελαν πλέον να βλέπουν τα παιχνίδια της Ντιναμό. Οι περισσότεροι ΒΒΒ είχαν στα ματήσει να πηγαίνουν στο γήπεδο όταν ο Κροάτης πρόε δρος Φράντζο Τούτζμαν ξαναβάφτισε την ομάδα Κροα τία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ορισμένες φορές το πλήθος των θεατών τώρα πια είναι μόνο γύρω στους 1.000 ανθρώπους, συγκρινόμενο με τις 15.000 που συνήθιζαν να πηγαίνουν στο γήπεδο πριν από τον πόλεμο. Ρώτησα τον Ντάρκο και τον Νένο πότε θα ξανάρχιζαν να πηγαίνουν και πάλι στα ματς. «'Οταν το όνομα της ομάδας θα είναι
@ @ @
415
416
© © ©
και πάλι Ντιναμό», είπε ο Νένο. Υποπτεύομαι όμως ότι η αλήθεια ήταν πως στα 27 τους είχαν ξεπεράσει πια την εποχή των ΒΒΒ. Τώρα που είχαν πια πάρει μέρος σ’ έναν πραγματικό πόλεμο, το να τριγυρίζουν στους δρόμους του Ζάγκρεμπ αναζητώντας οπαδούς από τις κρρατικές επαρ χίες για να τους ξυλοκοπήσουν θα πρέπει να τους φαινό ταν πολύ ανιαρός και ανούσιος τρόπος για να περάσουν το απόγευμα της Κυριακής τους. Η αλλαγή του ονόματος της ομάδας είχε κοστίσει πο λύ ακριβά στον Πρόεδρο Τούτζμαν. Γεννημένος περί τα σαράντα χιλιόμετρα έξω από το Ζάγκρεμπ, σ’ ένα χωριό κοντά στη γενέτειρα του ινδάλματός του αρχιστράτηγου Τίτο, ο Τούτζμαν ήταν ανέκαθεν τρελός με τον αθλητι σμό. Ως νεαρός στρατηγός, πριν από σαράντα χρόνια, εί χε γίνει πρόεδρος της Παρτιζάν Βελιγραδίου, της ομά δας του γιουγκοσλαβικού στρατού. Σήμερα οι πολιτικοί του αντίπαλοι στην Κροατία ρωτούν συχνά: «Πώς μπορεί να μας κυβερνά κάποιος που διοικούσε κάποτε την Π αρ τιζάν;». 'Οταν ο Τίτο κουράστηκε από αυτόν, ο Τούτζμαν επέ στρεψε στο Ζάγκρεμπ για να δουλέψει ως ιστορικός. Έφτασε να πιστεύει ότι οι Κροάτες διψούσαν για ανε ξαρτησία εδώ και 900 χρόνια, και του μπήκε στο κεφάλι η ιδέα ότι ο ίδιος ήταν ο Κροάτης Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο πατέρας του έθνους. Έ γινε πρόεδρος, άρχισε να φοράει στρατιωτικές στολές, πολέμησε έναν πόλεμο εναντίον της Σερβίας και ξεκίνησε να αλλάξει τα ονόματα δρόμων και ποδοσφαιρικών ομάδων. Ο πατέρας ενός έθνους πρέπει να αλλάζει πράγματα. Ο Τούτζμαν παρακολουθούσε τα παιχνίδια της Ντιναμό αφότου επέστρεψε στην Κροατία, αλλά ως πρόε δρος άρχισε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ομάδα. Κάποτε, λίγες μέρες πριν η Ντιναμό παίξει με
την Οξέρ για ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό ματς, η ομάδα συναντήθηκε με την Πριμοράκ στη λίγκα. «Πριν αρχίσει το παιχνίδι, ο Τούτζμαν ήρθε στα αποδυτήρια», ισχυριζό ταν ο αντιπρόεδρος της Πριμοράκ. «Είπε: “Παιδιά, μην έχετε αυταπάτες. Το αποτέλεσμα θα είναι 6-0, οπότε συμμαζέψτε τα ποδάρια σας και κόψτε το τάκλιν”. Η Ντιναμό κέρδισε 6-0». Είναι το είδος της πολιτικής στή ριξης που θα εκτιμούσε ιδιαίτερα η Μάντσεστερ Γιουνάι τεντ πριν από τα ευρωπαϊκά της παιχνίδια. Ο Τούτζμαν μετονόμασε την Ντιναμό, όσο οι ΒΒΒ βρίσκονταν στον πόλεμο. Το πρώτο όνομα που επέλεξε, ΧΑΣΚ Γκρατζάνσκι, ακουγόταν ανιαρό, και οι παλιότεροι θυμόντουσαν ακόμη ότι η ΧΑΣΚ και η Γκρατζάνσκι είχαν υπάρξει αντίπαλες ομάδες: ήταν περίπου σαν να ονόμα ζες μια ομάδα Μάντσεστερ Σίτι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Έτσι, το όνομα της ομάδας άλλαξε και πάλι αργότερα σε Κροατία Ζάγκρεμπ. Ακριβώς πριν φτάσω στο Ζάγκρεμπ, ο Τούτζμαν είχε μιλήσει σε μια προεκλογική συγκέντρωση όπου ανάμεσα στο πλήθος είχε διακρίνει μια σημαία της Ντιναμό. Χά νοντας την αλά Τζορτζ Ουάσινγκτον ηρεμία του, άρχισε να επιπλήττει τους φιλάθλους, οπότε κι εκείνοι άρχισαν να τραγουδούν «Ντιναμό όχι Κροατία!». «Αν προτιμάτε Ντιναμό, να πάτε στη Σερβία!» αντέδρασε ο Τούτζμαν. Η λογομαχία αυτή δεν ήταν φυσικά ό,τι το καλύτερο για τη φήμη του, και ένα μήνα αργότερα το κόμμα του έχασε τις τοπικές εκλογές στο Ζάγκρεμπ. Ό λα τα άλλα κόμμα τα είχαν υποσχεθεί να βοηθήσουν την ομάδα να ξαναπάρει το παλιό της όνομα. «Η αλλαγή του ονόματος ήταν ηλίθια ιστορία και αποτέλεσε πολύ σοβαρό λάθος», μου είπε ο Ζβόνκο Μάκοβιτς, ένας Κροάτης ποιητής, λίγα λε πτά πριν τρακάρει το αυτοκίνητό μας. Κατόπιν τούτου χρειάστηκε να κάνω οτοστόπ για να επιστρέφω στο Ζά γκρεμπ.
® © ©
417
418
© © ©
Ο Τούτζμαν έχασε την Ντιναμό, εξακολουθούσε όμως να έχει την εθνική ομάδα. Αυτό ήταν περισσότερο σημα ντικό, καθώς είχε να κάνει ακόμη κάτι, ώστε να κάνει το λαό του να νιώθουν Κροάτες. Ή ξερ ε ότι ένας έξυπνος πολιτικός θα έπρεπε να κάνει τους ανθρώπους του να νιώθουν οτιδήποτε· ο Τίτο είχε καταφέρει να τους κάνει να νιώθουν ακόμη και Γιουγκοσλάβοι. 'Οταν η Γιουγκο σλαβία νίκησε την ΕΣΣΔ στη δεκαετία του ’50, και τα με γάφωνα αναμετέδιδαν το παιχνίδι μέσα στους δρόμους, οι Κροάτες, φρέσκοι ακόμη από τις σφαγές Σέρβων και Εβραίων, άρχισαν να νιώθουν περήφανοι για το νέο τους έθνος. Το αίσθημα αυτό φούντωνε. Το βράδυ του 1980, όταν έφτασαν τα νέα για το θάνατο του Τίτο, τα πλήθη των Κροατών και όλοι οι παίκτες σε ένα παιχνίδι της Χατζούκ Σπλιτ ξέσπασαν σε δάκρυα. Το παιχνίδι χρειάστη κε να διακοπεί, και τα δάκρυα του κόσμου προβλήθηκαν από τηλεοράσεως. Ό μ ω ς ο καθηγητής Πουχόφσκι μού είπε: «Τώρα πολλοί από τους παίκτες ισχυρίζονται ότι δεν ήταν εκεί ή ότι η τηλεοπτική εικόνα ήταν κακή και διάφορα τέτοια». Τώρα όλοι είναι πλέον Κροάτες. Πήγα να βρω τον Γομαολάβ Ίβ ιτς στη διακοπή του ημιχρόνου ενός μικρής σημασίας παιχνιδιού στο Ζά γκρεμπ. Ξαφνικά ένας κοντός περιποιημένος άντρας βρέθηκε να με αγκαλιάζει. Μη όντας βέβαιος αν αυτός ήταν ο Ίβ ιτς ή όχι, άρχισα με την ερώτηση: «Οπότε, τι ακριβώς κάνετε τώρα;». Αποδείχτηκε ότι ήταν όντως ο Ίβιτς, ότι ετοιμαζόταν να αποχωρήσει και να αναλάβει προπονητής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και ότι τώρα πλέον ένιωθε ολοκληρωτικά Κροάτης. Του είπα για τη συνέντευξη στο περιοδικό πριν από τρία χρόνια στην οποία είχε δηλώσει ότι δεν καταλάβαινε εκείνο τον πόλε μο. «Όχι, όχι», είπε. «Δεν ήμουν εγώ αυτός». Οι άνθρωποι πλάθονται. Για να κάνει όλο το λαό Κροάτες σαν τον Ίβ ιτς, ο Τούτζμαν θέλει η νέα Κροατία
να μεγαλουργήσει. Δεν μπορεί ξαφνικά να σηκωθεί και να πάει να κατακτήσει τον κόσμο, επειδή έχει λιγότερο πληθυσμό και από τη Δανία. Ό μω ς, εντελώς συμπτωματικά, η Κροατία σήμερα διαθέτει μια πολυ καλή γενιά ποδοσφαιριστών. «Δεν είναι πολυ ωραίο να το λες, όμως οι παίκτες αυτοί μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα για την Κροατία από ένα στρατιώτη που δίνει τη ζωή του γι’ αυτήν», άκουσα να μου λέει ο Μαρκ Βιντούκα, ένας Αυστραλός Κροάτης που παίζει σέντερ φορ στην Ντιναμό. Ο Βιντούκα, του οποίου ο θείος και ο παππούς σκοτώθηκαν κάποια νύχτα από το γιουγκοσλαβικό στρατό, ήταν δυστυχής στην Κρο ατία, έχοντας βαρεθεί από τον κακό καιρό και τη γραφειο κρατία. Δεν είχε προγραμματίσει να έρθει στην Ντιναμό, όμως ο Τούτζμαν τού είχε τηλεφωνήσει στο σπίτι του στη Μελβούρνη και του είχε ζητήσει να το κάνει. Ο πρόεδρος πιστεύει ότι το ποδόσφαιρο συμβάλλει στο πρεστίζ. «Είναι το ίδιο με τα καλλιστεία της Μις Κόσμος, μου είχε πει ο Μάκοβιτς. Μια Κροάτισσα καλλονή είναι πά ντοτε ανάμεσα στην πρώτη πεντάδα - εντάξει, πάντοτε από τότε που γίναμε ανεξάρτητοι, πριν από τρία χρόνια. Αυτή τη χρονιά η Μις Κροατία ήρθε δεύτερη, παρόλο που κατά τη γνώμη μου δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο, και αυτά τα πράγματα είναι πολύ σημαντικά. Το ίδιο και με το διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον - όλα αυτά είναι θέματα πρεστίζ». Οι Κροάτες παίκτες το γνωρίζουν αυτό, και συνεχί ζουν να μιλούν μέχρι βαριεστισμάρας για το πόσα πολλά σημαίνει γι’ αυτούς η πατρίδα τους. Πλήρωσαν μέχρι και ένα μέρος από τα αεροπορικά τους εισιτήρια για να παί ξουν για την Κροατία. Οι φυσιολογικοί άνθρωποι ενθου σιάζονται επειδή απέκτησαν ένα καινούριο έθνος μόνο για λίγο, και μετά επανέρχονται στην καθημερινή τους ζωή δουλεύοντας και πίνοντας. Ρώτησα τον Βιντούκα εάν
® @ @
419
420
© © ©
υπήρξαν άνθρωποι που πανηγύρισαν στους δρόμους όταν η Κροατία προκρίθηκε για το πρωτάθλημα Ευρώ πης. «Όχι», είπε. Ό μ ω ς άνθρωποι που παίζονν για την εθνική ομάδα της πατρίδας τους και ακουν από τον πρό εδρο της χώρας τους ότι τον βοηθουν να χτίσει το νέο έθνος παραμένουν πάντοτε πατριώτες. Ο Μπόμπαν, ο αρχηγός της ομάδας, κατάγεται από τον κροατικό νότο, όπου οι άνθρωποι είναι πασίγνωστο ότι είναι πατριώτες, και δε σταματά στιγμή να μιλά για τη χώρα του. Ωστόσο την ημέρα πριν α π ’ το παιχνίδι Κροατία-Ιταλία ομολόγησε στην ιταλική εφημερίδα La Gazzetta d e lb Sport ότι, αν η αναμέτρηση γινόταν ανάμε σα στους κλασικούς φιλολογικούς γίγαντες Κροατίας και Ιταλίας, αντί ανάμεσα σε ποδοσφαιριστές, η Ιταλία θα κέρδιζε από χέρι. Δάντης, Πετράρχης, Λεοπάρντι... Δε θα υπήρχε συναγωνισμός», παραδέχτηκε. Ο Μ πόμπαν ήταν σε θέση να ξέρει. Είπε στην Gazzetta ότι το πρώτο βιβλίο που διάβασε ήταν Ο Μικρός Πρίγκιπας του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί και ότι είχε ανατραφεί διαβάζοντας Τσέχοφ και Ντοστογιέφσκι, ότι «λάτρευε» τον Μπόρχες, αλλά λιγότερο τον Μάρκες, και ότι ο Ρομπέρτο Μπάτζιο θα έπρεπε να διαβάσει το Σινιάρτα του Χέρμαν Έσσε. Για τον Ματαρέζε, τον πρόεδρο της Ιταλικής Ποδοσφαιρι κής Ομοσπονδίας, ο Μ πόμπαν συνέστησε Νίτσε. Συνάντησα τον Μιροσλάβ Μπλάζεβιτς, τον προπονη τή της εθνικής ομάδας, στην αίθουσα Τύπου, μετά από ένα παιχνίδι της Ντιναμό. Εκείνος μιλούσε καλά γαλλικά κι εγώ κακά γαλλικά. Απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, μου είπε: «Κάθε φορά πριν από οποιοδήποτε παιχνίδι μιλώ στους παίκτες για τα προβλήματα της Κροατίας, τα μαρτύρια όλων των συμπατριωτών μας. Κι αυτό επειδή στο ποδόσφαιρο το κίνητρο είναι πολύ σημαντικό». Η Γι ουγκοσλαβία, μια άνευ κινήτρου ομάδα, δεν κέρδισε πο-
τέ της τίποτα, παρόλο που πάντοτε διέθετε μερικούς από τους καλύτερους παίκτες στην Ευρώπη. Ή τα ν αλήθεια ότι ο Μπλάζεβιτς συζητούσε θέματα τακτικής με τον Τούτζμαν πριν από το παιχνίδι; «Μιλώ μαζί του για ποδόσφαιρο επειδή είναι εξπέρ στο ποδό σφαιρο». Ή , όπως είπε κάποτε στον πρόεδρο: «Μετά από εσάς είμαι εκείνος που ξέρει τα περισσότερα γύρω από το ποδόσφαιρο. Ανάμεσα στον Τούτζμαν και τον προπονητή υπάρχει μια καλή φιλία. Ο Τούτζμαν μάλιστα βοήθησε κάποτε τον Μπλάζεβιτς να γίνει ιδιοκτήτης αλλά και προπονητής της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Ό μ ω ς τότε το όνομα είχε αλλάξει, η ομάδα άρχισε να μην πηγαίνει καλά, υπήρχε φαγωμάρα ανάμεσα στη διοίκηση, και ο Τούτζμαν βοήθησε ώστε ο Μπλάζεβιτς να πάψει να είναι πλέον ιδιοκτήτης. Ο Μπλάζεβιτς, μιλώντας σε μια κροατική εφημερίδα, θυμάται μια μέρα, εκείνη την περίοδο, που ο Τούτζμαν έπαιζε χαρτιά με τους υπουργούς του και τον προσωπικό του γιατρό μετά από ένα παιχνίδι τένις. (Ο Τούτζμαν κερδίζει τα περισσότερα παιχνίδια τένις αυτές τις μέ ρες). Ο Μπλάζεβιτς, ως συνήθως, καθόταν σ’ ένα καρεκλάκι δίπλα στον Τούτζμαν παρακολουθώντας το παιχνί δι. Κανείς δεν του έδινε σημασία, και ο Μπλάζεβιτς μπο ρούσε να καταλάβει ότι όλοι ήταν ενοχλημένοι μαζί του. Ωστόσο παρέμεινε εκεί που ήταν. «Εκείνη τη στιγμή η περηφάνια φούντωσε μέσα μου- έτσι, σηκώθηκα και πή γα κι έκατσα σε μια κουνιστή πολυθρόνα και παρακο λουθούσα τηλεόραση. Ό λοι με ρωτούσαν έμμεσα με τον τρόπο τους: “Τ ι κάθεσαι και κάνεις εδώ;”». Τότε ξαφνικά ο Τούτζμαν ρώτησε: «Πού είναι ο Σίρο;» το χαϊδευτικό με το οποίο αποκαλεί τον Μπλάζεβιτς. «Και ξαφνικά», διηγείται ο Μπλάζεβιτς, «όλοι άρχι σαν να μου χαμογελούν και να μου κάνουν νοήματα να ξανάρθω να καθίσω δίπλα τους».
@ © ©
421
422
© © ©
Τώρα ο Μπλάζεβιτς και ο Τούτζμαν είναι και πάλι οι καλύτεροι φίλοι, παρ’ όλη τη σύντομη ανάμειξη του Μπλάζεβιτς στο σίριαλ της δωροδοκίας του Μπερνάρ Τ α π ί στη Γαλλία. 'Οταν μια κροατική εφημερίδα τον πίε σε πρόσφατα να μιλήσει σχετικά με αυτή την υπόθεση, ο Μπλάζεβιτς ξεκίνησε με το να προβάλλει την εντιμότητά του. Κατόπιν άλλαξε τακτική και ρώτησε: «Υπάρχει κα νένας ποδοσφαιριστής στον κόσμο που δεν έχει πάρει χρήματα με παράνομο τρόπο;». Και τότε άρχισε να τονί ζει στο περιοδικό πόσο στενούς δεσμούς είχε με τον Τού τζμαν. Πριν από ένα πρόσφατο παιχνίδι εναντίον της Εσθονίας, είπε, ο Τούτζμαν είχε προβλέψει ότι η Κροα τία θα κέρδιζε με 6-1. Μετά από 15 λεπτά παιχνιδιού το σκορ είχε πράγματι φτάσει το 6-1. Ο Μπλάζεβιτς φώνα ξε στον Μπόμπαν, τον αρχηγό της ομάδας: «Σταματήστε! Μη βάλετε άλλα γκολ». Δυστυχώς, ο Ντάβορ Σούκερ πρόφτασε να κάνει το σκορ 7-1. Ο Μπλάζεβιτς ήταν ιδιαίτερα ευτυχής όταν τον συνά ντησα. Μου είπε ότι λίγες ώρες πριν η Αγγλία είχε συμφω νήσει να παίξει με την ομάδα του ένα φιλικό στο Γουέμπλεϊ. Αυτό είχε γλυκάνει την προσβολή που τους είχε κάνει η Αγγλία, αρνούμενη να παίξει με την Κροατία το Σεπτέμ βριο του 1995. Αυτό είχε συμβεί όταν τα κροατικά στρατεύ ματα είχαν καταλάβει την Κράινα, το τέταρτο εκείνο της χώρας όπου ζούσαν οι Σέρβοι, και είχαν εκδιώξει τους αν θρώπους από τα σπίτια τους και άλλα ακόμη χειρότερα. Ο Βρετανός πρεσβευτής στο Ζάγκρεμπ χρειάστηκε να εμφα νιστεί στην κροατική τηλεόραση για να δηλώσει ότι η από φαση της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας να απαγορεύσει το παιχνίδι δεν είχε να κάνει με τον ίδιο. Οι Κροάτες ήξε ραν γιατί οι Αγγλοι αρνήθηκαν να παίξουν: οι Βρετανοί και οι Σέρβοι είναι οι καλύτεροι φίλοι, και ο Τέρι Βέναμπλς ήξερε ότι η Αγγλία θα έχανε παίζοντας με την Κροατία.
Την επόμενη μέρα που η Κροατία έφερε ισοπαλία με την Ιταλία, σ’ ένα γιορταστικό πρόγευμα, ο Τούτζμαν μι λούσε ακόμη για το απαγορευμένο ματς. «θ α ήταν πολύ σημαντικό για την Κροατία να παίξει στο Γουέμπλεϊ», αναφέρεται ότι δήλωσε. «Όμως δεν πρέπει ποτέ να παρακαλάς κανέναν για τίποτα. Ας αφήσουμε την Αγγλία να μας ξαναπροσκαλέσει η ίδια!» Το να παίξουν στην Αγγλία σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο για τους Κροάτες. Οι άνθρωποι στο Ζάγκρεμπ είναι πρό θυμοι να σε πληροφορήσουν ότι δεν αποτελούν κομμάτι των Βαλκανίων. Λένε ότι η Σερβία είναι ένα αγροίκο βαλ κανικό κράτος, όπου οι άνθρωποί του χρησιμοποιούν το κυριλλικό αλφάβητο και βγάζουν ο ένας τα μάτια του άλ λου και πίνουν υπερβολικά, ενώ η Κροατία είναι μια εξευγενισμένη δυτική χώρα που μοιάζει πολύ με τη Σου ηδία ή την Ολλανδία. «Δεν ανήκουμε πλέον σ’ αυτό το κομμάτι του κόσμου. Είμαστε στην Ευρώπη», μου είπε κάποιος ονόματι Ζάγιεκ, ένας Κροάτης που είχε διατελέσει αρχηγός της ομάδας της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαε τία του ’80. Στην πραγματικότητα, η Κροατία είναι ένα κράμα Ευρώπης και Βαλκανίων. Οι δρόμοι της είναι καθαροί και κανείς δε μιλά στον άλλον μέσα στα τραμ, αλλά στις καφετέριες και στα νυχτερινά κέντρα υπάρχουν πινακί δες που λένε «Απαγορεύονται τα όπλα, παρακαλούμε», ο κατάλογος των ποτών στα μενού είναι πάντοτε αρκετές φορές μακρύτερος από τη λίστα των πιάτων, ενώ υπάρ χει επίσης και αυτό το μικρό θέμα περί στρατοπέδων βα σανιστηρίων στα οποία οι Κροάτες κρατούν τους Βόσνι ους μουσουλμάνους. «Και οι άλλοι έχουν στρατόπεδα», αντιπαραθέτει ο Τούτζμαν. Έτσι, η Κροατία επιθυμεί απελπισμένα να γίνει απο δεκτή από τη Δύση και ελάχιστα είναι τα σύμβολα στην Ευρώπη που το αποδεικνύουν αυτό και τα οποία είναι
© ® @
423
424
© © ©
ισχυρότερα από το Γουέμπλεϊ. Το στάδιο συμβολίζει την παλιά ίδια κι απαράλλακτη Ευρώπη. Για την Κροατία το να παίξει στο Γουέμπλεϊ είναι το ίδιο σαν να είχε ζητηθεί από τον Τούτζμαν να μιλήσει στο Βρετανικό Κοινοβού λιο. Το να παίξεις στο Γουέμπλεϊ σημαίνει ότι είσαι απο δεκτός. Ο Ντάρκο και ο Νένο θα έρχονταν για τα παιχνίδια του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος» για να δουν την Κροατία να παίζει και για να μείνουν με φίλους τους από την Τσέλσι και τη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Έ ρχονταν με ειρηνικές δια θέσεις, ωστόσο δήλωσαν: «Αν σ’ ακούσω να λες άι και πηδήξου, στα σίγουρα θα σου ρίξω κλοτσιά στο κεφάλι».
Βιβλιογραφία
Γενικά: Lincoln Allison (ed.), The Politics o f Sport (Manchester University Press, Μάντσεστερ, 1986). Peter Ball & Phil Shaw (eds.), The Book of Football (Quotations (Stanley Paul, Λονδίνο, 1986). Neil Blain, Raymond Boyle & Hugh O’Donnell, Sport and National Identity in the European Media (Leicester University Press, Λέστερ, 1993). Frangois Colin 8c Lex Muller, Standaard gouden voetbalgids (Standaard, Αμβέρσα, 1982). Ronald Frankenberg (ed.), Cultural Aspects of Football, Sociological Review, Τόμος 39, Αύγουστος 1991 (Routledge, Λονδίνο, 1991). Brian Glanville, The Puffin Book of Footballers (Puffin Books, Χάρμοντσγουερθ, 1978). Brian Glanville, Champions of Europe (Guinness, Ένφιλντ, 1991). Philip Goodhart 8c Christopher Chataway, War Without Weapons (W.H. Allen, Λονδίνο, 1968) A. Tomlinson & G. Whannel (eds.), O ff the Ball (Pluto, Λονδίνο, 1986).
426
Ρωσία: Nikolai Starostin, Futbol skvoz gody (Sovetskaya Rossiya, Μόσχα, 1989). Πολ Γκασκόιν: Robin McGiven, Gazza! A Biography (Penguin Books, Λον δίνο, 1990). Μ πόμιη Ρόμπσον: Pete Davies, A ll Played Chit (Heinemann, Λονδίνο, 1990). Arnold Miihren & Jaap de Groot, Alles over links (SSP, Xoορνάαρ, 1989). Nico Scheepmaker, Cruijff, Hendrik Johannes, fenomeen 1947-1984 (Van Holkema Sc Warendorf/Unieboek, Γουέσπ, 1984). Ολλανδία - Γερμανία: Lutsen B. Jansen, Bekend en onbemind: Het beeld van Duitsland en Duitsers onder jongeren van vijftien tot negentien ja a r (Clingendael Institute, Χάγη, 1993).
T heun de Winter (ed.), Nederland-Duitsland: voetbalpoezie (Gerard Tim mer Productions, Άμστερνταμ, 1989). Ολντ Φερμ: Raymond Boyle, Faithful Through and Through: A Survey of Celtic F.C.s Most Committed Supporters (National Identity Research Unit, Γλασκόβη, 1991). Jimmy Johnstone & J. McCann, Jinky... N ow and Then. The Jimmy Johnstone Story (Εδιμβούργο, 1987). Archie McPhecrson, Action Replays (Chapmans, Λονδίνο, 1992). Bill Murray, The Old Firm (John Donald, Εδιμβούργο, 1984). - Glasgow Giants: A Hundred Years o f the Old Firm (Mainstream, 1988).
427
Νότια Αφρική: Robert Archer & Antoine Bouillon, The South African Game: Sport and Racism (Zed Press, Λονδίνο, 1982). Αργεντινή: Joseph L. Arbena, «Generals and Goles: Assessing the Connection Between the Military and Soccer in Argentina», δημοσίευμα στο International Journal o f the History of Sport, Τόμος 7, No 1, Μάιος 1990. Eduardo P. Archetti, «In Search of National Identity: Argentinian Football and Europe», επιστημονική ερ γασία παρουσιασμένη στο συνέδριο Le football et VEurope, European University Institute, Φλωρεντία, Μάιος 1990. - «Masculinity and Football: The Formation of National Identity in Argentina», επιστημονική εργασία παρου σιασμένη στο συνέδριο «Football: Identity and Culture», University of Aberdeen, Απρίλιος 1992. - «Argentine Football: A Ritual of Violence?», δημοσίευμα στο International Journal of the History o f Sport, Τόμος 9, No 2, Αύγουστος 1992. Eduardo P. Archetti Sc Amflcar Romero, «Death and Violence in Argentinian Football», αδημοσίευτη εργα σία, Ιανουάριος 1993. Osvaldo Bayer, Fiitbol argentine (Editorial Sudamericana, Μπουένος Αιρες, 1990). Carlos Ferreira, A mi juego... (Ediciones La Campana, Μπουένος Άιρες, 1983). Amflcar G. Romero, Deporte, violencia y politica (cr&nica negra 1958-1983) (Biblioteca Politica Argentina, Μπου ένος Άιρες, 1985). John Simpson & Jana Bennett, The Disappeared: Voices from a Secret War (Robson Books, Λονδίνο, 1985).
428
Βραζιλία: Janet Lever, Soccer Madness (University of Chicago Press, Σικάγο, 1984).
Χρησιμοποίησα επίσης πολύ υλικό από τα εξής περιο δικά: France Football, Follow, Follow, Not the View, Shedzine, Voetbal International, Vrij Nederland, When Saturday Comes
και World Soccer.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ •ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ· TOY SIMON KUPER ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ •ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑΤΑ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ ΕΚΑΝΕ Ο Π. ΚΟΝΤΟΜΗΝΑΣ ΕΚΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ X. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟ, Δ. ΣΙΤΑΡΑ, Σ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Ο.Ε. ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 1999 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ • ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ-