Ψηφιακή έκδοση Ιούνιος 2017 Τίτλος πρωτοτύπου Nicholas Sparks, The notebook, Sphere 2011 Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Ειρήνη Χριστοπούλου Μακέτα εξωφύλλου Γιώργος Παναρετάκης © 1996, Nicholas Sparks © 2017, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-618-03-1219-5
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 www.metaixmio.gr • e-mail:
[email protected]
Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
NICHOLAS SPARKS Το ηµερολόγιο ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΝΑΝΤΗ ΣΑΚΚΑ
Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωµένο µε αγάπη στην Κάθι, τη σύζυγο και φίλη µου.
Θαύµατα
ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ;
Και πώς, αναρωτιέµαι, θα τελειώσει αυτή η ιστορία; Ο ήλιος έχει ανατείλει κι εγώ κάθοµαι δίπλα σ’ ένα παράθυρο που έχει θολώσει απ’ την ανάσα µιας περασµένης ζωής. Είµαι χάρµα οφθαλµών αυτό το πρωί: δύο πουκάµισα, χοντρό παντελόνι, ένα κασκόλ τυλιγµένο δύο φορές γύρω από τον λαιµό µου, χωµένο µέσα σε ένα χοντρό πουλόβερ, που µου έπλεξε η κόρη µου πριν από τριάντα γενέθλια. Ο θερµοστάτης στο δωµάτιό µου είναι ρυθµισµένος στο τέρµα και µια µικρή σόµπα εσωτερικού χώρου βρίσκεται ακριβώς πίσω µου. Κροταλίζει και τρίζει και ξερνάει καυτό αέρα σαν δράκος των παραµυθιών, και πάλι όµως το σώµα µου τρέµει από ένα ρίγος που δεν θα µ’ αφήσει ποτέ, ένα ρίγος που εδώ και ογδόντα χρόνια κρυφοσερνόταν. Ογδόντα χρόνια, σκέφτοµαι µερικές φορές, και παρά το ότι έχω αποδεχτεί την ηλικία µου, µε εκπλήσσει ακόµη το γεγονός ότι δεν έχω καταφέρει να ζεσταθώ από τότε που πρόεδρος ήταν ο Τζορτζ Μπους. Αναρωτιέµαι αν νιώθουν το ίδιο όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας µου. Η ζωή µου; Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσω. Δεν υπήρξε τόσο έντονη και θεαµατική όσο φανταζόµουν ότι θα ήταν, ούτε όµως την πέρασα και µέσα σε λαγούµια παρέα µε τυφλοπόντικες. Υποθέτω ότι πιο πολύ έµοιαζε
µε µετοχή υψηλής κεφαλαιοποίησης: αρκετά σταθερή, µε τα σκαµπανεβάσµατά της, αλλά οι καλές στιγµές ήταν περισσότερες από τις κακές και σταδιακά είχε ανοδική τάση. Μια συµφέρουσα αγορά, µια τυχερή αγορά, και έχω µάθει ότι δεν µπορεί να το πει ο καθένας αυτό για τη ζωή του. Αλλά µη γελιέσαι. Δεν είµαι τίποτα ιδιαίτερο· γι’ αυτό είµαι σίγουρος. Είµαι ένας συνηθισµένος άνθρωπος µε συνηθισµένες σκέψεις και έχω ζήσει µια συνηθισµένη ζωή. Δεν έχουν ανεγερθεί µνηµεία προς τιµήν µου και το όνοµά µου σύντοµα θα ξεχαστεί, αλλά έχω αγαπήσει έναν άλλον άνθρωπο µε όλη µου την καρδιά και την ψυχή, και για µένα αυτό ήταν πάντα αρκετό. Οι ροµαντικοί θα αποκαλούσαν αυτήν την ιστορία µια ιστορία αγάπης, οι κυνικοί θα την αποκαλούσαν τραγωδία. Στο δικό µου το µυαλό είναι λίγο κι απ’ τα δύο και, όπως κι αν επιλέξεις να τη δεις, στο τέλος δεν αλλάζει το γεγονός ότι περιλαµβάνει ένα σηµαντικό κοµµάτι της ζωής µου και της διαδροµής που επέλεξα να ακολουθήσω. Δεν έχω κανένα παράπονο για τη διαδροµή µου και τα µέρη στα οποία µε οδήγησε. Έχω αρκετά παράπονα για άλλα πράγµατα ίσως, αλλά η διαδροµή που έχω επιλέξει ήταν πάντα η σωστή και δεν θα την άλλαζα µε τίποτα. Ο χρόνος, δυστυχώς, µε δυσκολεύει να µείνω σταθερός στην πορεία µου. Ο δρόµος είναι τόσο ευθύς όσο ήταν πάντα, τώρα όµως είναι γεµάτος σκόρπια βράχια και χαλίκια που έχουν µαζευτεί κατά τη διάρκεια της ζωής µου. Μέχρι πριν από τρία χρόνια θα ήταν εύκολο να τα αγνοήσω, όµως µου είναι πλέον αδύνατον. Μια αρρώστια κυλάει σε όλο µου το κορµί· δεν είµαι ούτε δυνατός ούτε υγιής, και περνώ τις µέρες µου σαν ένα παλιό µπαλόνι που έχει ξεµείνει από κάποιο πάρτι: άτονος, ζαρωµένος, χάνοντας λίγο λίγο τη ζωντάνια µου όσο περνάει ο καιρός. Βήχω και µε µισόκλειστα µάτια κοιτάω το ρολόι µου. Συνειδητοποιώ ότι έφτασε η ώρα. Σηκώνοµαι από τη θέση µου δίπλα στο παράθυρο και σέρνοντας τα πόδια µου διασ χίζω το δωµάτιο, σταµατώντας στο γραφείο για να πάρω το ηµερολόγιο που έχω διαβάσει εκατό φορές. Δεν το
ξεφυλλίζω. Το χώνω κάτω απ’ τη µασχάλη µου και συνεχίζω την πορεία µου προς το µέρος που πρέπει να πάω. Βαδίζω σε δάπεδο στρωµένο µε πλακάκια, λευκά µε γκρι πιτσιλιές. Σαν τα µαλλιά µου και τα µαλλιά των περισσότερων εδώ, παρότι είµαι ο µοναδικός στον διάδροµο αυτό το πρωί. Εκείνοι είναι στα δωµάτιά τους, µόνοι, µε συντροφιά την τηλεόραση, αλλά εκείνοι, όπως κι εγώ, το έχουν πια συνηθίσει. Ο άνθρωπος µπορεί να συνηθίσει τα πάντα, αν του δοθεί αρκετός χρόνος. Ακούω από µακριά το πνιχτό κλάµα και ξέρω ακριβώς από πού έρχεται. Τότε µε βλέπουν οι νοσοκόµοι και χαµογελάµε ο ένας στον άλλον και ανταλλάσσουµε χαιρετούρες. Είναι φίλοι µου και µιλάµε συχνά, είµαι σίγουρος όµως ότι απορούν µε την περίπτωσή µου και µε όσα τραβάω καθηµερινά. Τους ακούω που αρχίζουν να ψιθυρίζουν µεταξύ τους καθώς περνάω. «Να τος πάλι, εκεί πάει» διακρίνω. «Ελπίζω να πάει καλά». Αλλά σ’ εµένα δεν λένε τίποτα ευθέως. Είµαι σίγουρος ότι πιστεύουν πως θα µε πλήγωνε να συζητήσω γι’ αυτό το θέµα τόσο νωρίς το πρωί, και απ’ όσο γνωρίζω τον εαυτό µου, νοµίζω ότι µάλλον έχουν δίκιο. Ένα λεπτό αργότερα, φτάνω στο δωµάτιο. Η πόρτα ανοιχτή για µένα, ως συνήθως. Στο δωµάτιο είναι άλλα δύο άτοµα και µου χαµογελάνε κι εκείνα καθώς µπαίνω. «Καληµέρα» λένε µε τις πρόσχαρες φωνές τους, κι εγώ τους αφιερώνω ένα λεπτό για να τους ρωτήσω για τα παιδιά και τα σχολεία τους και τις επερχόµενες διακοπές. Μιλάµε πάνω από τα κλάµατα για ένα περίπου λεπτό. Δεν δείχνουν να τους δίνουν σηµασία· δεν τους αγγίζουν πια τα κλάµατα, από την άλλη, όµως, ούτε κι εµένα. Κατόπιν, κάθοµαι στην καρέκλα που έχει καταλήξει να πάρει το σχήµα του κορµιού µου. Τώρα, τελειώνουν· φοράει τα ρούχα της, αλλά κλαίει ακόµη. Αφού φύγουν θα ησυχάσει, το ξέρω. Η αναστάτωση του πρωινού την ταράζει πάντα και η σηµερινή µέρα δεν αποτελεί εξαίρεση. Επιτέλους, το παραβάν ανοίγει και οι νοσοκόµες βγαίνουν έξω. Και οι δύο
µε αγγίζουν και χαµογελούν καθώς περνάνε δίπλα µου. Αναρωτιέµαι τι σηµαίνει αυτό. Κάθοµαι για ένα δευτερόλεπτο µόνο και την κοιτάζω, αλλά εκείνη δεν µε κοιτάζει. Το καταλαβαίνω, γιατί δεν ξέρει ποιος είµαι. Για εκείνη είµαι ένας άγνωστος. Τότε, γυρνώντας από την άλλη µεριά, σκύβω το κεφάλι και προσεύχοµαι σιωπηλά να έχω τη δύναµη που ξέρω ότι θα χρειαστώ. Πίστευα πάντα ακράδαντα στον Θεό και στη δύναµη της προσευχής, αν και για να είµαι ειλικρινής, η πίστη µού έχει δηµιουργήσει ορισµένες απορίες, για τις οποίες θέλω οπωσδήποτε να πάρω απάντηση αφού θα έχω φύγει. Έτοιµος τώρα. Βάζω τα γυαλιά µου, από την τσέπη βγάζω έναν µεγεθυντικό φακό. Τον αφήνω στο τραπέζι για µια στιγµή καθώς ανοίγω το ηµερολόγιο. Χρειάζονται δύο γλειψιές στο ροζιασµένο δάχτυλό µου για να γυρίσω το φθαρµένο εξώφυλλο στην πρώτη σελίδα. Τότε βάζω τον µεγεθυντικό φακό στη θέση του. Υπάρχει πάντα µια στιγµή –ακριβώς πριν αρχίσω να διαβάζω την ιστορία– που ο νους µου ταράζεται και αναρωτιέµαι: «Λες σήµερα να είναι η µέρα;». Δεν ξέρω, γιατί ποτέ δεν το γνωρίζω εκ των προτέρων, και βαθιά µέσα µου πραγµατικά δεν έχει καµία σηµασία. Η πιθανότητα είναι αυτή που µε κάνει να συνεχίζω, όχι η εγγύηση, για µένα είναι ένα είδος στοιχήµατος. Και, παρότι µπορεί να µε αποκαλέσεις ονειροπόλο ή ανόητο ή οτιδήποτε άλλο, εγώ πιστεύω ότι όλα είναι δυνατά. Αντιλαµβάνοµαι ότι οι πιθανότητες και η επιστήµη είναι εναντίον µου. Η επιστήµη, όµως, δεν είναι η απόλυτη απάντηση· αυτό ξέρω, αυτό έχω µάθει στη ζωή µου. Και αυτό µε αφήνει µε την πεποίθηση ότι τα θαύµατα, όσο ανεξήγητα ή απίστευτα κι αν είναι, είναι αληθινά και µπορούν να συµβούν ανεξάρτητα από τη φυσική τάξη των πραγµάτων. Έτσι, ακόµα µια φορά, όπως ακριβώς κάνω κάθε µέρα, αρχίζω να διαβάζω το ηµερολόγιο φωναχτά, έτσι ώστε να µπορεί να το ακούσει, µε την ελπίδα ότι το θαύµα που έχει φτάσει να κυριαρχεί στη ζωή µου θα
επικρατήσει για ακόµα µια φορά. Και ίσως, απλά ίσως, γίνει αυτό.
Φαντάσµατα
και ο Νόα Καλχούν χάζευε τον ήλιο να αργοσβήνει καθώς βυθιζόταν στον ορίζοντα από τη µεγάλη βεράντα του σπιτιού του που παλιά ήταν έπαυλη φυτείας. Του άρεσε να κάθεται εκεί τα δειλινά, ειδικά µετά τη σκληρή δουλειά όλης της µέρας και να αφήνει τις σκέψεις του να περιπλανιούνται χωρίς κάποια συνειδητή κατεύθυνση. Έτσι χαλάρωνε, ήταν µια τακτική που είχε µάθει από τον πατέρα του. Του άρεσε ιδιαίτερα να κοιτάζει τα δέντρα και τους αντικατοπτρισµούς τους στο ποτάµι. Ήταν τόσο όµορφα το φθινόπωρο στη Βόρεια Καρολίνα: πράσινα, κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά· οι εκθαµβωτικές τους αποχρώσεις λαµποκοπούσαν στον ήλιο, και για εκατοστή φορά ο Νόα Καλχούν αναρωτήθηκε αν οι πρώτοι ιδιοκτήτες του σπιτιού είχαν περάσει τα βράδια κάνοντας τις ίδιες σκέψεις µ’ εκείνον. Το οίκηµα είχε χτιστεί το 1772 και ήταν ένα από τα παλιότερα και µεγαλύτερα σπίτια στο Νιου Μπερν. Αρχικά έµεναν σ’ αυτό τα αφεντικά της φυτείας. Το είχε αγοράσει αµέσως µετά το τέλος του πολέµου και είχε επενδύσει στην αναπαλαίωσή του τους τελευταίους έντεκα µήνες της ζωής του και µια µικρή περιουσία. Ο δηµοσιογράφος από την εφηµερίδα ΗΤΑΝ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1946
της πρωτεύουσας, του Ράλεϊ, είχε γράψει ένα άρθρο γι’ αυτό το θέµα πριν από λίγες βδοµάδες χαρακτηρίζοντάς την ως µια από τις καλύτερες αναπαλαιώσεις που είχε δει ποτέ. Σε ό,τι αφορούσε το σπίτι, τουλάχιστον. Το υπόλοιπο κτήµα ήταν µια άλλη ιστορία και εκεί είχε περάσει το µεγαλύτερο µέρος της µέρας του. Το σπίτι βρισκόταν µέσα σε µια έκταση σαράντα οχτώµισι στρεµµάτων δίπλα στο Ρέµα Μπράισις και είχε δουλέψει στον ξύλινο φράχτη που όριζε τις άλλες τρεις πλευρές του κτήµατος, ελέγχοντάς τον για ξηρή σήψη ή τερµίτες, αντικαθιστώντας δοκάρια όπου χρειαζόταν. Είχε ακόµα αρκετή δουλειά, ιδίως στη δυτική πλευρά και, καθώς τακτοποιούσε τα εργαλεία του νωρίτερα, του ήρθε η ιδέα να τηλεφωνήσει και να παραγγείλει να του φέρουν περισσότερη ξυλεία. Μπήκε στο σπίτι, ήπιε ένα ποτήρι γλυκό τσάι, έπειτα έκανε ντους. Έκανε πάντα ντους στο τέλος της ηµέρας, το νερό ξέπλενε τη βροµιά και την εξάντληση από πάνω του. Στη συνέχεια, χτένισε τα µαλλιά του προς τα πίσω, φόρεσε ένα ξεθωριασµένο τζιν παντελόνι και ένα µακρυµάνικο µπλε πουκάµισο, έβαλε άλλο ένα ποτήρι γλυκό τσάι και πήγε στη βεράντα, όπου καθόταν τώρα, όπου καθόταν κάθε µέρα αυτήν την ώρα. Τέντωσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του, έπειτα στο πλάι, στριφογύρισε τους ώµους του ολοκληρώνοντας τη συνηθισµένη διαδικασία. Ένιωθε καλά και καθαρός τώρα, φρέσκος. Οι µύες του ήταν κουρασµένοι και ήξερε ότι αύριο θα ήταν λιγάκι πιασµένος, αλλά ήταν ευχαριστηµένος που είχε φέρει εις πέρας τα περισσότερα απ’ όσα ήθελε να κάνει. Ο Νόα άπλωσε το χέρι να πιάσει την κιθάρα του και, καθώς το έκανε αυτό, θυµήθηκε τον πατέρα του και σκέφτηκε πόσο πολύ του έλειπε. Γρατσούνισε τις χορδές µια φορά, κούρδισε, έπειτα ξαναγρατσούνισε την κιθάρα του. Αυτή τη φορά ο ήχος ήταν σχεδόν σωστός και άρχισε να παίζει. Απαλή µουσική, σιγανή µουσική. Στην αρχή σιγοµουρµούριζε για
λίγο τον σκοπό, έπειτα ξεκίνησε να τραγουδά. Έπαιζε και τραγουδούσε µέχρι που ο ήλιος χάθηκε και ο ουρανός έγινε κατάµαυρος. Ήταν λίγο µετά τις εφτά όταν άραξε στην πολυθρόνα του και άρχισε να κουνιέται µπρος πίσω. Από συνήθεια κοίταξε ψηλά και είδε τ’ αστέρια να λαµπυρίζουν στον φθινοπωρινό ουρανό. Άρχισε να κάνει υπολογισµούς στο µυαλό του, έπειτα σταµάτησε. Ήξερε ότι είχε ξοδέψει σχεδόν όλες του τις οικονοµίες στο σπίτι και σύντοµα θα έπρεπε να ξαναβρεί µια δουλειά, αλλά έδιωξε αυτήν τη σκέψη και αποφάσισε να απολαύσει τους υπόλοιπους µήνες της αναπαλαίωσ ης χωρίς να ανησυχεί γι’ αυτό. Το θέµα θα τακτοποιούνταν από µόνο του, το ήξερε· πάντα τακτοποιούνταν. Εκτός αυτού, συνήθως βαριόταν να σκέφτεται τα λεφτά. Από πολύ νωρίς είχε µάθει να απολαµβάνει τα απλά πράγµατα, αυτά που δεν αγοράζονταν, και είχε µεγάλη δυσκολία να καταλάβει τους ανθρώπους που έβλεπαν το θέµα διαφορετικά. Άλλο ένα στοιχείο του χαρακτήρα του που είχε πάρει απ’ τον πατέρα του. Η Κλεµ, το κυνηγόσκυλό του, ήρθε κοντά του και έσπρωξε µε τη µουσούδα του το χέρι του προτού ξαπλώσει στο πάτωµα δίπλα στα πόδια του. «Τι ’ναι, κορίτσι µου, πώς πάει;» ρώτησε, χαϊδεύοντας το κεφάλι της, κι εκείνη κλαψούρισε σιγανά, τα ζεστά, µεγάλα µάτια της κοίταζαν ψηλά. Είχε χάσει το πόδι της σε τροχαίο, αλλά εξακολουθούσε να κινείται αρκετά καλά και του κρατούσε συντροφιά κάτι τέτοια ήσυχα βράδια. Ήταν τριάντα ενός πια, όχι πολύ µεγάλος, αρκετά µεγάλος όµως για να νιώθει µόνος. Δεν είχε βγει µε γυναίκα από τότε που είχε επιστρέψει εδώ, δεν είχε γνωρίσει καµία που να τον ενδιαφέρει έστω και στο ελάχιστο. Δικό του ήταν το φταίξιµο, το ήξερε. Κάτι τον έκανε να κρατάει σε απόσταση οποιαδήποτε γυναίκα τον πλησίαζε, κάτι που δεν ήταν σίγουρος ότι µπορούσε να αλλάξει, ακόµα κι αν προσπαθούσε. Και µερικές φορές, εκείνες τις στιγµές πριν τον πάρει ο ύπνος, αναρωτιόταν αν
ήταν γραφτό του να είναι µόνος για πάντα. Πέρασε το δειλινό, η ατµόσφαιρα ήταν ακόµη ζεστή και ευχάριστη. Ακούγοντας τα τριζόνια και το θρόισµα των φύλλων, ο Νόα σκεφτόταν ότι οι ήχοι της φύσης ήταν τόσο αυθεντικοί, που γεννούσαν πολύ περισσότερα συναισθήµατα από τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα. Τα φυσικά πράγµατα έδιναν περισσότερα από όσα έπαιρναν, και οι ήχοι τους τον επανέφεραν στην ανθρώπινη συνθήκη. Κάποιες φορές στη διάρκεια του πολέµου, ιδίως µετά από κάποια σηµαντική µάχη, σκεφτόταν συχνά αυτούς τους απλούς ήχους. «Μόνο έτσι δεν θα τρελαθείς» του είχε πει ο πατέρας του τη µέρα που έφυγε. «Είναι η µουσική του Θεού, και αυτή θα σε φέρει πίσω στο σπίτι». Τελείωσε το τσάι του, µπήκε µέσα, βρήκε ένα βιβλίο, έπειτα, βγαίνοντας πάλι έξω, άναψε το φως της βεράντας. Αφού ξανακάθισε, κοίταξε το βιβλίο. Ήταν παλιό, το εξώφυλλο σκισµένο και οι σελίδες είχαν λεκέδες από λάσπη και νερό. Ήταν το Φύλλα Χλόης του Γουόλτ Γουίτ µαν και το είχε πάντα µαζί του στον πόλεµο. Μια φορά, µάλιστα, τον είχε σώσει από µια σφαίρα. Έτριψε το εξώφυλλο, ξεσκονίζοντάς το λιγάκι. Έπειτα άφησε το βιβλίο να ανοίξει στην τύχη και διάβασε τις λέξεις που βρέθηκαν µπροστά του: Τούτη είναι η ώρα σου, ω ψυχή, η ελεύθερή σου πτήση στο άφατο, απ’ τα βιβλία µακριά κι από την τέχνη, η µέρα σβήστηκε, το µάθηµα τελείωσε, εσύ ολόκληρη εµπρός µου ξεπροβάλλεις, σωπαίνεις, κοιτάς, συλλογιέσαι τα πιο αγαπηµένα σου θέµατα, τη νύχτα, τον ύπνο, τον θάνατο και τ’ άστρα.
Χαµογέλασε µόνος του. Για κάποιον λόγο ο Γουίτµαν τού θύµιζε πάντα το Νιου Μπερν, και ήταν ευτυχής που είχε επιστρέψει. Παρότι είχε λείψει δεκατέσσερα χρόνια, αυτό ήταν το σπίτι του και είχε πολλούς γνωστούς εδώ, τους περισσότερους από τα χρόνια της νιότης του. Δεν αποτελούσε έκπληξη. Όπως και σε τόσες άλλες πόλεις του Νότου, οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ δεν άλλαζαν ποτέ, απλώς µεγάλωναν λίγο. Ο καλύτερός του φίλος αυτόν τον καιρό ήταν ο Γκας, ένας εβδοµηντάρης µαύρος που ζούσε παρακάτω στον ίδιο δρόµο. Είχαν γνωριστεί δύο εβδοµάδες αφού ο Νόα αγόρασε το σπίτι, όταν ο Γκας εµφανίστηκε µε σπιτικό λικέρ και ψητό της κατσαρόλας, και οι δυο τους πέρασαν το πρώτο τους βράδυ µαζί πίνοντας και λέγοντας ιστορίες. Τώρα ο Γκας ερχόταν δυο βραδιές την εβδοµάδα, συνήθως γύρω στις οχτώ. Με τέσσερα παιδιά και έντεκα εγγόνια στο σπίτι, είχε ανάγκη να ξεφεύγει πότε πότε, και πώς να τον κατηγορήσεις. Συνήθως, ο Γκας έφερνε τη φυσαρµόνικά του, και αφού τα λέγανε για λίγο, παίζανε µαζί µερικά τραγούδια. Κάποιες φορές παίζανε για ώρες. Είχε καταλήξει να θεωρεί τον Γκας οικογένειά του. Στην πραγµατικότητα, δεν είχε κανέναν άλλον, από τότε που πέθανε ο πατέρας του, την περασµένη χρονιά. Ήταν µοναχοπαίδι· η µητέρα του είχε πεθάνει από τη γρίπη όταν εκείνος ήταν δύο χρονών και, παρότι κάποια στιγµή το είχε θελήσει, δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Μια φορά όµως είχε υπάρξει ερωτευµένος, όσο γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Μία και µοναδική φορά πριν από πολύ καιρό. Και αυτό τον είχε αλλάξει για πάντα. Ο απόλυτος έρωτας τον άλλαζε τον άνθρωπο και ο δικός του ήταν απόλυτος. Θαλασσινά σύννεφα αργοκυλούσαν στον βραδινό ουρανό και η λάµψη του φεγγαριού τούς χάριζε µια ασηµιά απόχρωση. Όσο τα σύννεφα πύκνωναν, εκείνος έγειρε πίσω το κεφάλι του και βολεύτηκε στην κουνιστή πολυθρόνα. Τα πόδια του κινήθηκαν αυτόµατα,
κρατώντας έναν σταθερό ρυθµό,και όπως τα περισσότερα βράδια, το µυαλό του ταξίδεψε πίσω στον χρόνο, σε ένα ζεστό απόγευµα σαν κι αυτό δεκατέσσερα χρόνια πριν. Ήταν αµέσως µετά την αποφοίτηση, το 1932, τη βραδιά που άνοιγε τις πύλες του το Πανηγύρι του Ποταµού Νιους. Όλη η πόλη ήταν έξω, απολάµβανε το µπάρµπεκιου και τα τυχερά παιχνίδια. Είχε υγρασία εκείνο το βράδυ – για κάποιον λόγο αυτό το θυµόταν καθαρά. Πήγε µόνος του και καθώς βόλταρε µέσα στο πλήθος, ψάχνοντας να βρει κανέναν φίλο, είδε τον Φιν και τη Σάρα, δύο παιδιά µε τα οποία είχε µεγαλώσει µαζί, να µιλάνε µε ένα κορίτσι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν. Ήταν όµορφη, θυµήθηκε ότι αυτό σκέφτηκε, και όταν, επιτέλους, πήγε στην παρέα τους, εκείνη κοίταξε προς το µέρος του µε δύο θολά µάτια που είχαν καρφωθεί επάνω του. «Γεια» είχε πει απλά δίνοντάς του το χέρι της. «Ο Φίνλι µού έχει πει πολλά για σένα». Μια κοινότοπη αρχή, κάτι που θα είχε ξεχαστεί αν επρόκειτο για οποιαδήποτε άλλη. Μόλις όµως έσφιξε το χέρι της και αντίκρισε εκείνα τα καθηλωτικά σµαραγδένια µάτια της, ήξερε, πριν πάρει την επόµενη ανάσα του, ότι αυτή θα έψαχνε όλη την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να την ξαναβρεί ποτέ πια. Τόσο τέλεια, τόσο ιδανική έδειχνε, καθώς µια καλοκαιρινή αύρα φυσούσε µέσ’ απ’ τα δέντρα. Από εκεί κι ύστερα, σαν να τα σάρωσε όλα ένας ανεµοστρόβιλος. Ο Φιν τού είπε ότι εκείνη θα περνούσε το καλοκαίρι στο Νιου Μπερν µε την οικογένειά της επειδή ο πατέρας της δούλευε για τον Ρ. Τζ. Ρέινολντς, και παρότι αυτός έγνεφε µόνο, ο τρόπος που τον κοιτούσε εκείνη έκανε τη σιωπή του να µοιάζει η κατάλληλη αντίδραση. Ο Φιν τότε γέλασε, επειδή ήξερε τι συνέβαινε, και η Σάρα πρότεινε να πάρουν καµιά κόκα κόλα, και οι τέσσερίς τους έµειναν στο πανηγύρι µέχρι που αραίωσε ο κόσµος και τα πάντα έκλεισαν για βράδυ. Συναντήθηκαν την επόµενη µέρα και τη µεθεπόµενη και σύντοµα έγιναν αχώριστοι. Κάθε πρωί, εκτός των κυριακάτικων πρωινών που
έπρεπε να πάει στην εκκλησία, τελείωνε τις δουλειές του όσο το δυνατόν γρηγορότερα κι ύστερα πήγαινε κατευθείαν στο Πάρκο Φορτ Τότεν, όπου τον περίµενε εκείνη. Επειδή ήταν νεοφερµένη και δεν είχε ζήσει στην επαρχία, περνούσαν τις µέρες τους κάνοντας πράγµατα που για εκείνη ήταν ολότελα καινούργια. Της έµαθε πώς να δολώνει πετονιά και να ψαρεύει λαβράκι στα ρηχά, την πήγαινε εξερευνήσεις στο Δάσος Κρόαταν, έκαναν βόλτες µε κανό και χάζευαν τις καλοκαιρινές καταιγίδες· του φαινόταν σαν να γνωρίζονταν από πάντα. Μάθαινε όµως κι εκείνος πράγµατα. Στον χορό της πόλης στην καπναποθήκη, ήταν εκείνη που του έµαθε να χορεύει βαλς και τσάρλεστον, και παρότι στα πρώτα τραγούδια σκουντουφλούσαν, στο τέλος ανταµείφθηκε για την υποµονή της και χόρεψαν µαζί µέχρι που σταµάτησε η µουσική. Κατόπιν τη συνόδεψε ως το σπίτι της και όταν στάθηκαν στη βεράντα, αφού καληνυχτίστηκαν, τη φίλησε για πρώτη φορά και αναρωτήθηκε γιατί είχε περιµένει τόσο πολύ καιρό για να το κάνει. Κάποια στιγµή αργότερα εκείνο το καλοκαίρι την είχε φέρει σε αυτό το σπίτι, αδιαφορώντας για την παρακµιακή του κατάσταση, και της είχε πει ότι µια µέρα σκόπευε να το αποκτήσει και να το αποκαταστήσει. Περνούσαν ώρες µαζί συζητώντας για τα όνειρά τους – εκείνος ονειρευόταν να δει τον κόσµο, εκείνη να γίνει ζωγράφος– και µια υγρή αυγουστιάτικη νύχτα έχασαν και οι δυο την παρθενιά τους. Όταν εκείνη έφυγε µετά από τρεις εβδοµάδες, πήρε µαζί της ένα κοµµάτι του και το υπόλοιπο καλοκαίρι. Την παρακολούθησε να φεύγει από την πόλη νωρίς ένα βροχερό πρωινό, την παρακολούθησε µε µάτια που δεν είχαν κλείσει στιγµή το προηγούµενο βράδυ, έπειτα πήγε σπίτι και µάζεψε µερικά πράγµατα σε µια τσάντα. Την επόµενη εβδοµάδα την πέρασε µόνος στο νησί Χάρκερς. Ο Νόα πέρασε τα χέρια µέσα απ’ τα µαλλιά του και κοίταξε το ρολόι του. Οχτώ και δώδεκα. Σηκώθηκε, πήγε στην µπροστινή µεριά του σπιτιού και κοίταξε στον δρόµο. Ο Γκας δεν φαινόταν πουθενά και ο
Νόα υπέθεσε ότι δεν θα ερχόταν. Ξαναγύρισε στην κουνιστή πολυθρόνα του και κάθισε πάλι. Θυµήθηκε που µιλούσε γι’ αυτήν στον Γκας. Την πρώτη φορά που την ανέφερε, ο Γκας άρχισε να κουνάει το κεφάλι του και να γελάει. «Αυτό, λοιπόν, είναι το φάντασµα απ’ το οποίο τρέχεις να ξεφύγεις». Όταν τον ρώτησε τι εννοούσε, ο Γκας είπε: «Ξέρεις, το φάντασµα, η ανάµνηση. Σε παρακολουθώ να δουλεύεις σαν σκλάβος µέρα νύχτα, µε το ζόρι προλαβαίνεις να πάρεις µια ανάσα. Οι άνθρωποι το κάνουν αυτό για τρεις λόγους. Είναι ή τρελοί ή ηλίθιοι ή προσπαθούν να ξεχάσουν. Το ήξερα ότι κι εσύ προσπαθούσες να ξεχάσεις. Απλώς δεν ήξερα τι». Σκέφτηκε αυτό που είχε πει ο Γκας. Είχε δίκιο, φυσικά. Το Νιου Μπερν ήταν στοιχειωµένο πια. Στοιχειωµένο από το φάντασµα της ανάµνησής της. Την έβλεπε στο Πάρκο Φορτ Τότεν, στο µέρος τους, κάθε φορά που περνούσε από εκεί. Την έβλεπε είτε να κάθεται στο παγκάκι ή να στέκεται δίπλα στην πύλη, πάντα χαµογελαστή, τα ξανθά µαλλιά της να αγγίζουν απαλά τους ώµους της, τα µάτια της στο χρώµα των σµαραγδιών. Όταν άραζε στη βεράντα το βράδυ µε την κιθάρα του, την έβλεπε δίπλα του, να ακούει ήσυχα όσο εκείνος έπαιζε τη µουσική των παιδικών του χρόνων. Το ίδιο ένιωθε όταν πήγαινε στο Παντοπωλείο του Γκαστόν ή στον κινηµατογράφο Μασόνικ ή, ακόµα, κι όταν βόλταρε στο κέντρο. Όπου κι αν κοιτούσε, έβλεπε τη µορφή της, έβλεπε πράγµατα που τη ζωντάνευαν µπροστά στα µάτια του. Ήταν παράξενο, το ήξερε. Είχε µεγαλώσει στο Νιου Μπερν. Είχε περάσει τα πρώτα του δεκαεφτά χρόνια εδώ. Όταν όµως σκεφτόταν το Νιου Μπερν, του φαινόταν πως θυµόταν µόνο εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι, το καλοκαίρι που ήταν µαζί. Οι άλλες αναµνήσεις ήταν απλώς θραύσµατα, σκόρπια κοµµάτια από το µεγάλωµά του, και λίγα, αν όχι κανένα, του ξυπνούσαν κάποιο συναίσθηµα. Είχε µιλήσει γι’ αυτό στον Γκας ένα βράδυ, και ο Γκας όχι µόνο είχε
καταλάβει, αλλά ήταν και ο πρώτος που του εξήγησε το γιατί. Είπε απλά: «Ο µπαµπάς µου έλεγε ότι την πρώτη φορά που ερωτεύεσαι η ζωή σου αλλάζει για πάντα, και όσο κι αν προσπαθήσεις, αυτό το συναίσθηµα δεν φεύγει ποτέ. Αυτό το κορίτσι για το οποίο µου λες ήταν ο πρώτος σου έρωτας. Και ό,τι κι αν κάνεις, θα µείνει µαζί σου για πάντα». Ο Νόα κούνησε το κεφάλι του κι όταν η εικόνα της άρχισε να σβήνει, επέστρεψε στον Γουίτµαν. Διάβασε για µία ώρα, σηκώνοντας πότε πότε το βλέµµα για να δει τα ρακούν και τα οπόσουµ να τρέχουν κοντά στο ρέµα. Στις εννιά και τριάντα έκλεισε το βιβλίο, ανέβηκε στην κρεβατοκάµαρα στον επάνω όροφο και έγραψε στο ηµερολόγιό του, τόσο σκέψεις όσο και τις εργασίες που είχε ολοκληρώσει στο σπίτι. Σαράντα λεπτά αργότερα, είχε κοιµηθεί. Η Κλεµ ανέβηκε αργά τη σκάλα, τον µύρισε ενώ κοιµόταν κι έπειτα έκανε αργά µερικούς κύκλους πριν κουλουριαστεί, επιτέλους, στο πόδι του κρεβατιού του. Νωρίτερα το ίδιο απόγευµα, εκατό µίλια µακριά, εκείνη καθόταν µόνη της στην κούνια της βεράντας του πατρικού της σπιτιού, µε το ένα πόδι διπλωµένο κάτω από το σώµα της. Το µαξιλάρι ήταν ελαφρώς νοτισµένο· είχε βρέξει προηγουµένως, σφοδρή καταιγίδα, αλλά τώρα πια τα σύννεφα αραίωναν και εκείνη κοίταζε µέσα απ’ αυτά προς τα αστέρια, αναρωτιόταν αν είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Είχε παλέψει πολύ µε αυτή την απόφαση για µέρες –και είχε παλέψει λίγο ακόµα αυτό το απόγευµα–, στο τέλος όµως ήξερε ότι δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της αν άφηνε αυτήν την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει. Ο Λον δεν ήξερε τον πραγµατικό λόγο που θα έφευγε το επόµενο πρωί. Την προηγούµενη εβδοµάδα µιλώντας µαζί του είχε αφήσει να εννοηθεί ότι µπορεί να ήθελε να επισκεφτεί µερικά παλαιοπωλεία κοντά στην ακτή. «Μόνο για δυο µέρες» είπε «και εκτός αυτού, χρειάζοµαι ένα διάλειµµα από τις ετοιµασίες του γάµου». Ένιωθε άσχηµα για το ψέµα, αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε κανένας τρόπος να µπορέσει να του πει την
αλήθεια. Η φυγή της δεν είχε καµία σχέση µ’ εκείνον και δεν θα ήταν δίκαιο εκ µέρους της να του ζητήσει να καταλάβει. Η διαδροµή από το Ράλεϊ ήταν εύκολη, κάτι περισσότερο από δύο ώρες και έφτασε λίγο πριν τις έντεκα. Εγκαταστάθηκε σε ένα µικρό πανδοχείο στο κέντρο, στο δωµάτιό της άδειασε τη βαλίτσα της, κρεµώντας τα φορέµατά της στην ντουλάπα και τακτοποιώντας όλα τα υπόλοιπα στα συρτάρια. Έφαγε ένα γρήγορο µεσηµεριανό, ζήτησε από τη σερβιτόρα οδηγίες για τα κοντινότερα παλαιοπωλεία και έπειτα πέρασε τις δύο επόµενες ώρες ψωνίζοντας. Μέχρι τις τέσσερις και µισή ήταν πίσω στο δωµάτιό της. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και πήρε τον Λον. Δεν µπορούσε να της µιλήσει για πολλή ώρα, έπρεπε να παραστεί στο δικαστήριο, πριν κλείσουν όµως του έδωσε το τηλέφωνο του πανδοχείου της, και εκείνος υποσχέθηκε να της τηλεφωνήσει την εποµένη. Ωραία, σκέφτηκε, ενώ έκλεινε το τηλέφωνο. Συνοµιλία ρουτίνας, τίποτα έξω από τα συνηθισµένα. Τίποτα που να του κινήσει τις υποψίες. Τον ήξερε σχεδόν τέσσερα χρόνια πια· είχαν γνωριστεί το 1942, ο κόσµος όλος σε πόλεµο, και η Αµερική είχε έναν χρόνο που είχε εµπλακεί. Όλοι έκαναν το καθήκον τους, και εκείνη ήταν εθελόντρια στο νοσοκοµείο του κέντρου. Εκεί τη χρειάζονταν και την εκτιµούσαν, αλλά ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι περίµενε. Τα πρώτα κύµατα των τραυµατισµένων, νεαρών στρατιωτών επέστρεφαν στην πατρίδα και εκείνη περνούσε τις µέρες της µε διαλυµένους άντρες και ρηµαγµένα κορµιά. Όταν ο Λον, µε όλη του την ανεπιτήδευτη γοητεία, της συστήθηκε σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι, στο πρόσωπό του είδε ό,τι ακριβώς χρειαζόταν: κάποιον µε σιγουριά για το µέλλον και µια αίσθηση του χιούµορ που έδιωχνε όλους τους φόβους της µακριά. Ήταν όµορφος, έξυπνος και δυναµικός, ένας επιτυχηµένος δικηγόρος, οχτώ χρόνια µεγαλύτερός της, και παθιασµένος µε τη δουλειά του – όχι
µόνο κέρδιζε τις υποθέσεις, αλλά αποκτούσε και φήµη. Κατανοούσε γιατί επιδίωκε τόσο σθεναρά την επιτυχία, έτσι ήταν ο πατέρας της και οι περισσότεροι άντρες στον κοινωνικό της κύκλο. Είχε κι αυτός ανατραφεί όπως εκείνοι, και στο σύστηµα των καστών του Νότου το οικογενειακό όνοµα και τα επαγγελµατικά επιτεύγµατα ήταν συχνά ο πιο σηµαντικός παράγοντας για έναν γάµο. Σε ορισµένες περιπτώσεις ήταν ο µοναδικός παράγοντας. Παρότι είχε επαναστατήσει ενάντια σ’ αυτήν την ιδέα απ’ όταν ήταν παιδί και είχε βγει µε µερικούς άντρες, τους οποίους στην καλύτερη περίπτωση θα περιέγραφε ως απερίσκεπτους, έπιασε τον εαυτό της να έλκεται από την άνετη συµπεριφορά του Λον και, σταδιακά, κατέληξε να τον αγαπήσει. Παρά τις πολλές ώρες που δούλευε, ήταν καλός µαζί της. Ήταν κύριος, τόσο ώριµος όσο και υπεύθυνος, και στη διάρκεια εκείνης της φριχτής περιόδου του πολέµου, όταν χρειαζόταν κάποιον να την κρατήσει σφιχτά, εκείνος δεν την απόδιωξε ούτε µια φορά. Ένιωθε ασφαλής µαζί του και ήξερε ότι κι αυτός την αγαπούσε, αυτός ήταν ο λόγος που είχε δεχτεί την πρόταση γάµου του. Όταν τα σκεφτόταν αυτά ένιωθε ένοχη που βρισκόταν εδώ και ήξερε ότι θα έπρεπε να µαζέψει τα πράγµατά της και να φύγει προτού αλλάξει γνώµη. Το είχε κάνει άλλη µια φορά στο παρελθόν, πριν πολύ καιρό, και αν έφευγε τώρα, ήταν σίγουρη ότι δεν θα έβρισκε ποτέ τη δύναµη να ξαναγυρίσει εδώ. Πήρε το τσαντάκι της, δίστασε και σχεδόν έφτασε µέχρι την πόρτα. Μια σύµπτωση την είχε ωθήσει να έρθει εδώ και άφησε το τσαντάκι κάτω, συνειδητοποιώντας πάλι ότι, αν τα παρατούσε τώρα, θα αναρωτιόταν πάντα τι θα είχε συµβεί. Και αυτό, πίστευε, ήταν κάτι µε το οποίο δεν θα µπορούσε να ζήσει. Πήγε στο µπάνιο και άνοιξε τη βρύση της µπανιέρας. Αφού έλεγξε τη θερµοκρασία, πήγε στην τουαλέτα της κρεβατοκάµαρας, βγάζοντας τα χρυσά της σκουλαρίκια καθώς διέσχιζε το δωµάτιο. Βρήκε το νεσεσέρ των καλλυντικών της, το άνοιξε και έβγαλε από µέσα ένα ξυράφι και µία
πλάκα σαπούνι, έπειτα γδύθηκε µπροστά από το κοµό. Την αποκαλούσαν όµορφη από τότε που ήταν µικρό κορίτσι και όταν έµεινε γυµνή κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το σώµα της ήταν σφιχτό και οι αναλογίες του αρµονικές, οι καµπύλες του στήθους της απαλές, επίπεδη κοιλιά, καλλίγραµµα πόδια. Είχε κληρονοµήσει τα ψηλά ζυγωµατικά της µητέρας της, τη λεία και απαλή επιδερµίδα της και τα ξανθά µαλλιά, το καλύτερο χαρακτηριστικό της, όµως, ήταν ολόδικό της. Είχε «µάτια σαν τα κύµατα του ωκεανού», όπως άρεσε στον Λον να λέει. Παίρνοντας το ξυράφι και το σαπούνι πήγε ξανά στο µπάνιο, έκλεισε τη βρύση, άφησε µια πετσέτα κάπου όπου µπορούσε να τη φτάσει και µπήκε, προσεκτικά, στην µπανιέρα. Της άρεσε το πώς τη χαλάρωνε ένα µπάνιο και βυθίστηκε περισσότερο στο νερό. Η µέρα ήταν έντονη και η πλάτη της ήταν σφιγµένη, ήταν όµως ευχαριστηµένη που είχε τελειώσει τα ψώνια της τόσο γρήγορα. Έπρεπε να γυρίσει πίσω στο Ράλεϊ µε κάτι χειροπιαστό και τα πράγµατα που είχε διαλέξει θα έκαναν µια χαρά τη δουλειά τους. Της ήρθε η ιδέα να βρει τα ονόµατα µερικών άλλων καταστηµάτων στην περιοχή του Μπόφορτ, αλλά ξάφνου αµφέβαλλε αν χρειαζόταν να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Λον δεν ήταν ο τύπος του άνδρα που θα της έκανε έλεγχο. Έπιασε το σαπούνι, σαπουνίστηκε και άρχισε να ξυρίζει τα πόδια της. Καθώς το έκανε αυτό, σκεφτόταν τους γονείς της και ποια θα ήταν η γνώµη τους για τη συµπεριφορά της. Αναµφίβολα θα την αποδοκίµαζαν, ιδίως η µητέρα της. Η µητέρα της δεν είχε αποδεχτεί ποτέ πραγµατικά αυτό που είχε συµβεί το καλοκαίρι που είχαν περάσει εδώ και δεν θα το αποδεχόταν ούτε τώρα, όπως και να της το δικαιολογούσε. Μούλιασε για λίγο ακόµη στην µπανιέρα προτού βγει επιτέλους και σκουπιστεί µε την πετσέτα. Πήγε στην ντουλάπα και έψαξε ένα φόρεµα, επιλέγοντας τελικά ένα µακρύ κίτρινο µε ελαφρώς ανοιχτό ντεκολτέ, το είδος του φορέµατος που ήταν συνηθισµένο στον Νότο. Το φόρεσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, γυρίζοντας για να δει πώς έδειχνε απ’ όλες
τις πλευρές. Της πήγαινε πολύ και τόνιζε τη θηλυκότητά της, στο τέλος, όµως, αποφάσισε να µην το φορέσει και το ξαναέβαλε στην κρεµάστρα. Αντ’ αυτού, βρήκε ένα πιο καθηµερινό, λιγότερο αποκαλυπτικό φόρεµα και το φόρεσε. Ανοιχτό γαλάζιο µε δαντελένιες λεπτοµέρειες και κουµπιά µπροστά, παρότι, δεν έδειχνε τόσο όµορφο όσο το πρώτο, έδινε µια εντύπωση που θεώρησε ότι ήταν πιο κατάλληλη. Το µακιγιάζ της ήταν ελάχιστο, λίγη σκιά και µάσκαρα για να τονίσει τα µάτια της. Στη συνέχεια, άρωµα, όχι πάρα πολύ. Βρήκε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, µικρούς κρίκους, τα φόρεσε, έπειτα φόρεσε τα καφετί, χαµηλοτάκουνα πέδιλα που φορούσε νωρίτερα. Βούρτσισε τα ξανθά µαλλιά της, τα έπιασε µε τσιµπιδάκια και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Όχι, είναι υπερβολικό, σκέφτηκε και τα ξανάφησε κάτω. Καλύτερα. Όταν τελείωσε, έκανε ένα βήµα πίσω και αξιολόγησε την εικόνα της. Ωραία ήταν: ούτε υπερβολικά καλοντυµένη ούτε υπερβολικά καθηµερινή. Δεν ήθελε να το παρακάνει. Στο κάτω κάτω δεν ήξερε τι να περιµένει. Είχε περάσει πολύς καιρός –πιθανότατα, πάρα πολύς– και πολλά διαφορετικά πράγµατα θα µπορούσαν να έχουν συµβεί, ακόµα και πράγµατα που δεν ήθελε να σκέφτεται. Χαµήλωσε το βλέµµα και είδε ότι τα χέρια της έτρεµαν και γέλασε µόνη της. Ήταν παράξενο· κανονικά δεν ήταν τόσο αγχωµένη. Όπως ο Λον, ήταν πάντα σίγουρη για τον εαυτό της, από παιδί ακόµα. Θυµήθηκε ότι ορισµένες φορές αυτή της η αυτοπεποίθηση της είχε δηµιουργήσει πρόβληµα, ιδίως όταν έβγαινε ραντεβού, γιατί τρόµαζε τα περισσότερα αγόρια της ηλικίας της. Βρήκε το τσαντάκι και τα κλειδιά του αυτοκινήτου, έπειτα έπιασε το κλειδί του δωµατίου. Το στριφογύρισε δυο φορές στο χέρι της, ενώ σκεφτόταν: Έφτασες ως εδώ, µην τα παρατήσεις τώρα, και κόντεψε να φύγει τότε, αντ’ αυτού, όµως, ξανακάθισε στο κρεβάτι. Κοίταξε το ρολόι της. Σχεδόν έξι η ώρα. Ήξερε ότι έπρεπε να φύγει σε λίγα λεπτά – δεν ήθελε να φτάσει αφού είχε πέσει το σκοτάδι, αλλά χρειαζόταν λίγο χρόνο
ακόµα. «Να πάρει» ψιθύρισε «τι κάνω εδώ; Δεν θα ’πρεπε να βρίσκοµαι εδώ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος» µόλις, όµως, το είπε ήξερε ότι δεν ήταν αλήθεια. Κάτι υπήρχε εδώ. Αν µη τι άλλο, θα έπαιρνε την απάντησή της. Άνοιξε το τσαντάκι της και ψαχούλεψε στο εσωτερικό του µέχρι που βρήκε ένα διπλωµένο απόκοµµα εφηµερίδας. Αφού το έβγαλε αργά, ευλαβικά σχεδόν, προσέχοντας να µην το σκίσει, το ξεδίπλωσε και έµεινε να το κοιτάζει για λίγη ώρα. «Αυτός είναι ο λόγος» µονολόγησε, τελικά, «γι’ αυτό γίνονται όλα αυτά». Ο Νόα σηκώθηκε στις πέντε και έκανε καγιάκ για µία ώρα στο Ρέµα Μπράισις, ως συνήθως. Όταν τελείωσε, φόρεσε τα ρούχα της δουλειάς, ζέστανε µερικά χθεσινά ψωµάκια, άρπαξε δυο µήλα και συνόδεψε το πρωινό του µε δύο κούπες καφέ. Δούλευε πάλι στην περίφραξη, αντικαθιστώντας όποια δοκάρια το χρειάζονταν. Έκανε ζέστη για φθινόπωρο, η θερµοκρασία ξεπερνούσε τους είκοσι έξι βαθµούς, και όταν έφτασε η ώρα του µεσηµεριανού, είχε ζεσταθεί και είχε κουραστεί, οπότε χαιρόταν που θα έκανε διάλειµµα. Έφαγε στο ποταµάκι. Του άρεσε να χαζεύει τους κέφαλους να πηδάνε τρεις ή τέσσερις φορές και να γλιστράνε στον αέρα προτού εξαφανιστούν στο γλυφό νερό. Για κάποιο λόγο τον ικανοποιούσε πάντα το γεγονός ότι το ένστικτό τους δεν είχε αλλάξει για χιλιάδες, ίσως δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν τα ανθρώπινα ένστικτα είχαν αλλάξει σε αυτό το διάστηµα και πάντα κατέληγε στο συµπέρασµα ότι δεν είχαν. Τουλάχιστον, τα πιο βασικά, τα πιο αρχέγονα. Εξ όσων γνώριζε, ο άνθρωπος ήταν πάντα επιθετικός, πάσχιζε πάντα να επικρατήσει, προσπαθούσε να ελέγξει τον κόσµο και τα πάντα πάνω του. Ο πόλεµος στην Ευρώπη και την Ιαπωνία το αποδείκνυε.
Σταµάτησε τη δουλειά λίγο µετά τις τρεις και πήγε σε ένα µικρό παράπηγµα που βρισκόταν δίπλα στην προβλήτα του. Μπήκε µέσα, βρήκε το καλάµι ψαρέµατος, δυο δολώµατα και µερικά ζωντανά τριζόνια που φύλαγε για πρώτη ζήτηση, έπειτα βγήκε και πήγε στην προβλήτα, δόλωσε το αγκίστρι του και πέταξε την πετονιά. Το ψάρεµα τον έκανε πάντα να σκέφτεται τη ζωή του και αυτό έκανε και τώρα. Αφού πέθανε η µητέρα του, θυµόταν ακόµη ότι περνούσε τις µέρες του σε καµιά δεκαριά διαφορετικά σπίτια και για τον έναν ή τον άλλο λόγο, τραύλιζε τροµερά ως παιδί και αυτό είχε γίνει αιτία για πολλά πειράγµατα. Άρχισε να µιλάει όλο και λιγότερο και µέχρι την ηλικία των πέντε χρονών, δεν µιλούσε καθόλου. Όταν ξεκίνησε το σχολείο, οι δάσκαλοι νόµιζαν ότι ήταν καθυστερηµένος και συνιστούσαν να σταµατήσει τη φοίτηση. Ο πατέρας του όµως πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Τον έστελνε στο σχολείο και στη συνέχεια τον ανάγκαζε να έρχεται στην ξυλαποθήκη, όπου δούλευε, για να σέρνει και να στοιβάζει τα ξύλα µαζί του. «Είναι καλό που περνάµε λίγο χρόνο µαζί» έλεγε καθώς δούλευαν πλάι πλάι «όπως κάναµε και µε τον µπαµπά µου». Αυτές τις ώρες ο πατέρας του του µιλούσε για τα πουλιά και τα ζώα ή του έλεγε ιστορίες και θρύλους της Βόρειας Καρολίνας. Μέσα σε λίγους µήνες ο Νόα µιλούσε πάλι, αν και όχι καλά, και ο πατέρας του αποφάσισε να τον µάθει να διαβάζει µε βιβλία ποίησης. «Μάθε να το διαβάζεις αυτό φωναχτά και θα είσαι ικανός να πεις οτιδήποτε θελήσεις». Ο πατέρας του είχε πάλι δίκιο και µέχρι την επόµενη χρονιά ο Νόα είχε αποβάλει το τραύλισµά του. Συνέχιζε όµως να πηγαίνει στην ξυλαποθήκη κάθε µέρα, επειδή εκεί ήταν ο πατέρας του. Τα βράδια διάβαζε τα έργα του Γουίτµαν και του Τένισον φωναχτά, ενώ ο πατέρας του καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα δίπλα του. Από τότε δεν έπαψε να διαβάζει ποίηση. Όταν µεγάλωσε λίγο, περνούσε τα περισσότερα Σαββατοκύριακα και
τις περισσότερες διακοπές µόνος του. Εξερευνούσε το Δάσος Κρόαταν µε το πρώτο του κανό, ακολουθώντας το Ρέµα Μπράισις για είκοσι µίλια µέχρις ότου δεν µπορούσε να πάει µακρύτερα, έπειτα πεζοπορούσε τα µίλια που απέµεναν ως την ακτή. Η κατασκήνωση και η εξερεύνηση έγιναν το πάθος του και περνούσε ώρες ολόκληρες στο δάσος, καθισµένος κάτω από τις βελανιδιές, σφυρίζοντας σιγανά και παίζοντας την κιθάρα του για τους κάστορες και τις χήνες και τους σταχτοτσικνιάδες. Οι ποιητές γνώριζαν ότι η αποµόνωση στη φύση, µακριά από τους ανθρώπους και το τεχνητό περιβάλλον, έκανε καλό στην ψυχή, και εκείνος ταυτιζόταν πάντα µε τους ποιητές. Παρότι ήταν ήσυχος, τα χρόνια που σήκωνε βάρη στην ξυλαποθήκη τον βοήθησαν να διαπρέπει στα αθλήµατα και η επιτυχία του αυτή τον έκανε δηµοφιλή. Του άρεσε να παίζει φούτµπολ και να συµµετέχει σε αγώνες στίβου και, παρότι οι περισσότεροι συµπαίκτες του περνούσαν µαζί και τον ελεύθερο χρόνο τους, εκείνος σπάνια έκανε παρέα µαζί τους. Ενίοτε κάποιος τον έβρισκε αλαζόνα· πιο απλά, θεωρούσαν ότι εκείνος είχε µεγαλώσει λίγο πιο γρήγορα από όλους τους άλλους. Είχε µερικές φιλενάδες στο σχολείο, αλλά καµία δεν του είχε κάνει ποτέ εντύπωση. Εκτός από µία. Και εκείνη ήρθε µετά την αποφοίτηση. Η Άλι. Η Άλι του. Θυµήθηκε να µιλάει στον Φιν για την Άλι αφού είχαν φύγει από το πανηγύρι εκείνο το πρώτο βράδυ, και ο Φιν είχε γελάσει. Κατόπιν, έκανε δύο προβλέψεις: πρώτον, ότι οι δυο τους θα ερωτεύονταν και, δεύτερον, ότι δεν θα τους έβγαινε σε καλό. Ένιωσε ένα ελαφρύ τράβηγµα στην πετονιά του και ο Νόα ήλπισε ότι θα ήταν ένα λαβράκι, αλλά το τράβηγµα τελικά σταµάτησε, και αφού µάζεψε την πετονιά και έλεγξε το δόλωµα, το ξαναέριξε στο νερό. Ο Φιν κατέληξε να δικαιωθεί και για τις δυο προβλέψεις. Το µεγαλύτερο µέρος του καλοκαιριού, εκείνη έπρεπε να λέει δικαιολογίες στους γονείς της όποτε ήθελαν να βρεθούν οι δυο τους. Δεν ήταν ότι δεν
τον συµπαθούσαν – ήταν ότι εκείνος δεν ήταν της τάξης τους, παραήταν φτωχός και εκείνοι δεν θα το ενέκριναν ποτέ, εάν η κόρη τους δεσµευόταν σοβαρά µε κάποιον σαν κι αυτόν. «Δεν µε νοιάζει τι πιστεύουν οι γονείς µου, εγώ σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ πάντα» έλεγε. «Θα βρούµε έναν τρόπο να είµαστε µαζί». Στο τέλος, όµως, δεν µπόρεσαν. Μέχρι τις αρχές του Σεπτέµβρη τα καπνά είχαν θεριστεί και εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει µε την οικογένειά της στο Γουίνστον-Σάλεµ. «Το καλοκαίρι τελείωσε µόνο, Άλι, όχι εµείς» είχε πει το πρωί που εκείνη έφυγε. «Εµείς δεν θα τελειώσουµε ποτέ». Αλλά τελείωσαν. Για κάποιον λόγο που δεν κατάλαβε απολύτως, τα γράµµατα που έγραψε έµειναν αναπάντητα. Εντέλει, αποφάσισε να φύγει από το Νιου Μπερν για να µπορέσει να τη βγάλει από το µυαλό του, αλλά και για να βγάλει τα προς το ζην καθώς η Ύφεση είχε δυσκολέψει πολύ τα πράγµατα. Πρώτα, πήγε στο Νόρφοκ και δούλεψε σε ένα ναυπηγείο για έξι µήνες πριν τον απολύσουν, έπειτα µετακόµισε στο Νιου Τζέρσι γιατί είχε ακούσει ότι η κατάσταση εκεί δεν ήταν τόσο χάλια. Στο τέλος, βρήκε δουλειά σε µια µάντρα µε παλιοσίδερα, να κάνει τη διαλογή. Ο ιδιοκτήτης, ένας Εβραίος ονόµατι Μόρις Γκόλντµαν, ήταν αποφασισµένος να συλλέξει όσο περισσότερα παλιοσίδερα µπορούσε, πεπεισµένος ότι στην Ευρώπη θα ξεσπούσε πόλεµος και ότι η Αµερική θα παρασυρόταν και πάλι σ’ αυτόν. Ο Νόα ωστόσο αδιαφορούσε για τον λόγο. Χαιρόταν απλώς που είχε δουλειά. Τα χρόνια του στην ξυλαποθήκη τον είχαν σκληραγωγήσει σε αυτού του είδους την εργασία και δούλευε σκληρά. Όχι µόνο τον βοηθούσε να αποσπάται η σκέψη του από την Άλι στη διάρκεια της ηµέρας, αλλά ήταν κάτι που ένιωθε ότι έπρεπε να κάνει. Ο µπαµπάς τού έλεγε πάντα: «Το µεροκάµατο να βγαίνει µε τον ιδρώτα του προσώπου σου. Οτιδήποτε λιγότερο είναι κλοπή». Αυτή η στάση ευχαριστούσε το αφεντικό του. «Τι κρίµα που δεν είσαι Εβραίος» του έλεγε ο Γκόλντµαν. «Είσαι τόσο καλό
παιδί κατά τ’ άλλα». Ήταν η καλύτερη φιλοφρόνηση που µπορούσε να κάνει ο Γκόλντµαν. Εξακολουθούσε να σκέφτεται την Άλι, ιδίως τα βράδια. Της έγραφε µια φορά τον µήνα, αλλά δεν έλαβε ποτέ κάποια απάντηση. Στο τέλος, έγραψε ένα τελευταίο γράµµα και ανάγκασε τον εαυτό του να αποδεχτεί το γεγονός ότι το καλοκαίρι που είχαν περάσει µαζί ήταν το µοναδικό πράγµα που θα µοιράζονταν ποτέ. Και πάλι, όµως, εκείνη έµεινε µαζί του. Τρία χρόνια µετά το τελευταίο γράµµα πήγε στο Γουίνστον-Σάλεµ µε την ελπίδα ότι θα την έβρισκε. Πήγε στο σπίτι της, ανακάλυψε ότι είχε µετακοµίσει και αφού µίλησε µε µερικούς γείτονες, στο τέλος τηλεφώνησε στην εταιρεία Ρ.-Τζ.-Ρ. Η κοπέλα που απάντησε στο τηλέφωνο ήταν καινούργια στη δουλειά και δεν αναγνώρισε το όνοµα, αλλά σκάλισε τα αρχεία του προσωπικού για χάρη του. Βρήκε ότι ο πατέρας της Άλι είχε φύγει από την εταιρεία και ότι δεν αναγραφόταν κάποια διεύθυνση µεταποστολής. Αυτό το ταξίδι ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που την αναζήτησε. Για τα επόµενα οχτώ χρόνια, δούλευε για τον Γκόλντµαν. Στην αρχή ήταν ένας από τους δώδεκα υπαλλήλους, αλλά µε το πέρασµα των χρόνων, η εταιρεία µεγάλωσε και ο Νόα πήρε προαγωγή. Ως το 1940 είχε αποκτήσει άριστη γνώση της δουλειάς και διηύθυνε ολόκληρη την επιχείρηση – έκλεινε συµφωνίες και διοικούσε τριάντα υπαλλήλους. Η µάντρα είχε γίνει ο µεγαλύτερος διακινητής παλιοσιδερικών στην Ανατολική Ακτή. Εκείνα τα χρόνια, βγήκε µε διάφορες γυναίκες. Με µία απ’ αυτές είχε σοβαρό δεσµό, µια σερβιτόρα από το εστιατόριο της περιοχής µε σκούρα µπλε µάτια και µεταξένια µαύρα µαλλιά. Παρότι ο δεσµός τους διήρκεσε δύο χρόνια και είχαν πολλές καλές στιγµές µαζί, δεν µπόρεσε ποτέ να νιώσει γι’ αυτήν όπως ένιωθε για την Άλι. Αλλά δεν την ξέχασε κιόλας. Ήταν λίγα χρόνια µεγαλύτερή του και ήταν αυτή που του δίδαξε πώς να ικανοποιεί µια γυναίκα, πού να την
αγγίζει και να τη φιλάει, πού να αφιερώνει περισσότερο χρόνο, τι να της ψιθυρίζει. Μερικές φορές περνούσαν ολόκληρη τη µέρα στο κρεβάτι, αγκαλιασµένοι, κάνοντας έρωτα που γέµιζε και τους δυο ηδονή. Εκείνη ήξερε ότι δεν θα ήταν µαζί για πάντα. Προς το τέλος της σχέσης τους µια φορά τού είχε πει: «Μακάρι να µπορούσα να σου δώσω αυτό που ψάχνεις, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Είναι ένα κοµµάτι σου που κρατάς κρυφό από όλους, κι από µένα. Είναι λες και δεν είµαι εγώ αυτή µε την οποία είσαι πραγµατικά. Το µυαλό σου είναι σε κάποια άλλη». Προσπάθησε να το αρνηθεί, αλλά δεν τον πίστεψε. «Γυναίκα είµαι – τα καταλαβαίνω αυτά. Μερικές φορές όταν µε κοιτάς, καταλαβαίνω ότι βλέπεις κάποια άλλη. Είναι σαν να περιµένεις διαρκώς να ξεπροβάλει από το πουθενά για να σε πάρει µακριά από όλα αυτά…». Έναν µήνα αργότερα πήγε και τον βρήκε στη δουλειά για να του ανακοινώσει ότι είχε γνωρίσει κάποιον άλλον. Ο Νόα το καταλάβαινε. Χώρισαν φιλικά και τον επόµενο χρόνο έλαβε µια καρτ ποστάλ από εκείνη που του έλεγε ότι είχε παντρευτεί. Από τότε δεν ξαναείχε νέα της. Όσο ήταν στο Νιου Τζέρσι, επισκεπτόταν τον πατέρα του µία φορά τον χρόνο, γύρω στα Χριστούγεννα. Περνούσαν λίγο χρόνο ψαρεύοντας και συζητώντας και µια στο τόσο πήγαιναν εκδροµή στην ακτή για να κατασκηνώσουν κοντά στο Οκρακόουκ. Τον Δεκέµβρη του 1941, όταν ήταν είκοσι έξι χρονών, ξέσπασε ο πόλεµος, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Γκόλντµαν. Ο Νόα µπήκε στο γραφείο του τον επόµενο µήνα και τον ενηµέρωσε για την πρόθεσή του να καταταγεί, έπειτα επέστρεψε στο Νιου Μπερν για να αποχαιρετήσει τον πατέρα του. Πέντε εβδοµάδες αργότερα βρέθηκε σε ένα κέντρο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων. Όσο ήταν εκεί, έλαβε ένα γράµµα από τον Γκόλντµαν µε το οποίο τον ευχαριστούσε για τη δουλειά του µαζί µε το αντίγραφο ενός παραχωρητηρίου – του έδινε ένα µικρό ποσοστό της µάντρας, που µπορούσε να το εισπράξει αν η µάντρα πωλούνταν ποτέ. «Δεν θα µπορούσα να τα καταφέρω χωρίς εσένα» έλεγε το γράµµα. «Είσαι
το καλύτερο παλικάρι που δούλεψε ποτέ για µένα, ακόµα κι αν δεν είσαι Εβραίος». Τα επόµενα τρία χρόνια τα πέρασε µε την Τρίτη Στρατιά του Πάτον, πεζοπορώντας στις ερήµους της Βόρειας Αφρικής και τα δάση της Ευρώπης µε τριάντα λίβρες στην πλάτη του, πάντοτε κοντά στην πρώτη γραµµή. Είδε τους φίλους του να πεθαίνουν γύρω του· είδε µερικούς από αυτούς να θάβονται χιλιάδες µίλια µακριά απ’ την πατρίδα. Μια φορά, ενώ κρυβόταν σε ένα χαράκωµα κοντά στον Ρήνο, του φάνηκε πως είδε την Άλι να τον φυλάει. Θυµήθηκε που ο πόλεµος τελείωσε πρώτα στην Ευρώπη και ύστερα από λίγους µήνες στην Ιαπωνία. Λίγο πριν απολυθεί, έλαβε µία επιστολή από έναν δικηγόρο του Νιου Τζέρσι που εκπροσωπούσε τον Μόρις Γκόλντµαν. Όταν συναντήθηκε µε τον δικηγόρο, ανακάλυψε ότι ο Γκόλντµαν είχε πεθάνει πριν από έναν χρόνο και η περιουσία του είχε ρευστοποιηθεί. Η επιχείρηση είχε πωληθεί, και ο Νόα έλαβε µία επιταγή περίπου εβδοµήντα χιλιάδων δολαρίων. Για κάποιον λόγο, όλως περιέργως, δεν ενθουσιάστηκε καθόλου γι’ αυτό. Την εβδοµάδα που ακολούθησε επέστρεψε στο Νιου Μπερν και αγόρασε το σπίτι. Θυµήθηκε που έφερε τον πατέρα του αργότερα, που του έδειχνε τι σκόπευε να κάνει, τις αλλαγές που είχε κατά νου. Ο πατέρας του φαινόταν αδύναµος όσο περπατούσε στον χώρο, έβηχε και αγκοµαχούσε. Ο Νόα ανησύχησε, αλλά εκείνος του του είπε ότι δεν υπήρχε λόγος, ήταν απλώς µια γρίπη. Πριν περάσει µήνας, ο πατέρας του πέθανε από πνευµονία και θάφτηκε δίπλα στη γυναίκα του στο τοπικό νεκροταφείο. Ο Νόα προσπαθούσε να περνάει τακτικά και να αφήνει λίγα λουλούδια· περιστασιακά, άφηνε κι ένα σηµείωµα. Και κάθε βράδυ, ανελλιπώς, αφιέρωνε λίγο χρόνο στη µνήµη του, έπειτα έλεγε µια προσευχή για τον άνθρωπο που του είχε διδάξει όλα όσα είχαν σηµασία. Αφού τύλιξε την πετονιά, έβαλε τα σύνεργα στη θέση τους και µπήκε
στο σπίτι. Η γειτόνισσά του, η Μάρθα Σο, τον περίµενε για να τον ευχαριστήσει µε τρεις φραντζόλες σπιτικό ψωµί και τραγανά παξιµάδια, ήθελε να του δείξει την εκτίµησή της για ό,τι είχε κάνει. Ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί στον πόλεµο, είχε µείνει λοιπόν µόνη µε τρία παιδιά σ’ ένα χαµόσπιτο για να τα µεγαλώσει. Ο χειµώνας ερχόταν και εκείνος είχε περάσει λίγες µέρες στο σπίτι της την περασµένη εβδοµάδα επισκευάζοντας τη στέγη της, αντικαθιστώντας τα σπασµένα παράθυρα, σφραγίζοντας τα υπόλοιπα και φτιάχνοντας τον ξυλόφουρνό της. Θεού θέλοντος, αυτά θα αρκούσαν για να τα βγάλουν πέρα. Μόλις έφυγε, ο Νόα µπήκε στο σαραβαλιασµένο αγροτικό του και πήγε απ’ τον Γκας. Σταµατούσε πάντα εκεί όταν πήγαινε για ψώνια επειδή η οικογένεια του Γκας δεν είχε αυτοκίνητο. Μία από τις κόρες του πήδηξε στο αγροτικό και κάνανε µαζί τα ψώνια τους στο κατάστηµα γενικού εµπορίου Κέιπερς. Όταν έφτασε σπίτι δεν έβγαλε αµέσως τα πράγµατα από τις σακούλες. Έκανε πρώτα ντους, βρήκε µια µπίρα και ένα βιβλίο του Ντίλαν Τόµας και πήγε να καθίσει στη βεράντα. Ακόµη δυσκολευόταν να το πιστέψει, ακόµα κι όταν κρατούσε την απόδειξη στα χέρια της. Ήταν στην εφηµερίδα στο σπίτι των γονιών της πριν από τρεις Κυριακές. Είχε πάει στην κουζίνα να πάρει µια κούπα καφέ κι όταν γύρισε στο τραπέζι ο πατέρας τής είχε χαµογελάσει και της είχε δείξει µια µικρή φωτογραφία. «Το θυµάσαι;» Της έδωσε την εφηµερίδα και έπειτα από µια αδιάφορη πρώτη µατιά, κάτι στη φωτογραφία τής τράβηξε την προσοχή και την κοίταξε καλύτερα. «Δεν µπορεί» ψιθύρισε, και όταν ο πατέρας της την κοίταξε περίεργα, εκείνη τον αγνόησε, κάθισε και διάβασε αµίλητη το άρθρο. Θυµόταν αµυδρά τη µητέρα της να έρχεται στο τραπέζι και να κάθεται απέναντί της και όταν, επιτέλους, άφησε στην άκρη την εφηµερίδα, η µητέρα της την κοίταζε µε την ίδια έκφραση που είχε κι ο πατέρας της
λίγο πριν. «Είσαι καλά;» ρώτησε η µητέρα της πάνω από την κούπα µε τον καφέ της. «Φαίνεσαι λίγο χλωµή». Δεν απάντησε αµέσως, δεν µπορούσε, και τότε µόνο παρατήρησε ότι τα χέρια της έτρεµαν. Τότε ήταν που άρχισε. «Και εδώ θα τελειώσει, µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο» ψιθύρισε πάλι. Ξαναδίπλωσε το απόκοµµα και το έβαλε πάλι στη θέση του, ενώ θυµήθηκε ότι είχε φύγει από το σπίτι των γονιών της αργότερα την ίδια µέρα µε την εφηµερίδα για να µπορέσει να κόψει το άρθρο. Το ξαναδιάβασε πριν πέσει για ύπνο εκείνο το βράδυ, προσπαθώντας να χωρέσει τη σύµπτωση στο µυαλό της, και το διάβασε πάλι το επόµενο πρωί, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλο αυτό δεν ήταν όνειρο. Και τώρα, έπειτα από τρεις εβδοµάδες µοναχικών περιπάτων, έπειτα από τρεις εβδοµάδες σύγχυσης, αυτό ήταν ο λόγος που είχε έρθει ως εδώ. Όταν ρωτήθηκε, είπε ότι η σπασµωδική της συµπεριφορά οφειλόταν στο στρες. Ήταν η τέλεια δικαιολογία· την κατανοούσαν όλοι, συµπεριλαµβανοµένου και του Λον, και αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε φέρει αντίρρηση όταν εκείνη είχε θελήσει να φύγει για δυο µέρες. Η οργάνωση του γάµου ήταν αγχωτική για όλους τους εµπλεκόµενους. Σχεδόν πεντακόσια άτοµα καλεσµένοι, µεταξύ των οποίων ένας κυβερνήτης, ένας γερουσιαστής και ο πρέσβης του Περού. Κατά τη γνώµη της, ήταν υπερβολικά όλα αυτά, αλλά ο αρραβώνας τους αποτέλεσε είδηση και είχε κυριαρχήσει στις σελίδες των κοινωνικών από τη στιγµή που ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους έξι µήνες πριν. Πότε πότε ένιωθε την ανάγκη να το σκάσει µε τον Λον και να παντρευτούνε χωρίς όλη αυτήν τη φασαρία. Αλλά ήξερε ότι αυτός δεν θα συµφωνούσε· ως επίδοξος πολιτικός, λάτρευε να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής. Πήρε µια βαθιά ανάσα και ξανασηκώθηκε όρθια. «Ή τώρα ή ποτέ» ψιθύρισε, πήρε τα πράγµατά της και πήγε στην πόρτα. Στάθηκε µόνο µια στιγµή προτού την ανοίξει και κατεβεί τη σκάλα. Ο υπεύθυνος του πανδοχείου τής χαµογέλασε όταν πέρασε από µπροστά του, και εκείνη
ένιωσε το βλέµµα του πάνω της καθώς κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητό της. Κάθισε πίσω από το τιµόνι, κοιτάχτηκε για µια τελευταία φορά στον καθρέφτη, έπειτα έβαλε µπροστά τη µηχανή και έστριψε δεξιά στη Φροντ Στριτ. Δεν την εξέπληξε που ήξερε ακόµη τόσο καλά τα κατατόπια. Παρότι είχε να έρθει πολλά χρόνια, η πόλη δεν ήταν µεγάλη και βρήκε εύκολα τον δρόµο της. Αφού διέσ χισε τον ποταµό Τρεντ περνώντας από µια παλιά κινητή γέφυρα, µπήκε σε έναν δρόµο µε χαλίκι και ξεκίνησε το τελευταίο µέρος του ταξιδιού της. Ήταν όµορφα εδώ στην παράκτια πεδιάδα, όπως ήταν πάντα. Σε αντίθεση µε την περιοχή του Πίντµοντ όπου είχε µεγαλώσει εκείνη, η γη ήταν επίπεδη, είχε όµως το ίδιο λασπώδες, γόνιµο έδαφος, ιδανικό για την καλλιέργεια βαµβακιού και καπνού. Αυτές οι δύο καλλιέργειες και η ξυλεία κρατούσαν ζωντανές τις πόλεις σε αυτή τη µεριά της πολιτείας και καθώς οδηγούσε στον περιφερειακό δρόµο, είδε την οµορφιά που είχε πρωτοελκύσει τους ανθρώπους σε αυτήν την περιοχή. Στα δικά της µάτια, δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ηλιαχτίδες που έβρισκαν εµπόδιο τα φυλλώµατα των ψηλών νεροβελανιδιών και των λευκών καρυών φώτιζαν τα χρώµατα του φθινοπώρου. Στα αριστερά της ένα ποτάµι στο χρώµα του σιδήρου έστριβε απότοµα προς τον δρόµο και έπειτα αποµακρυνόταν, προτού δώσει τη ζωή του σε έναν διαφορετικό, µεγαλύτερο ποταµό ένα µίλι πιο πέρα. Ο χαλικόστρωτος δρόµος περνούσε ανάµεσα από φάρµες που ήταν εκεί πριν από τον Εµφύλιο, και ήξερε ότι για ορισµένους από τους αγρότες η ζωή δεν είχε αλλάξει από την εποχή των παππούδων τους. Η στασιµότητα του µέρους την κατέκλυσε µε αναµνήσεις, και ένιωσε τα σωθικά της να σφίγγονται καθώς αναγνώριζε ένα προς ένα τα σηµεία που είχε ξεχάσει από καιρό. Ο ήλιος κρεµόταν µόλις πάνω από τα δέντρα στα αριστερά της και αφού έστριψε, πέρασε µια παλιά εκκλησία, εγκαταλελειµµένη για χρόνια που όµως έστεκε ακόµη. Την είχε εξερευνήσει εκείνο το καλοκαίρι,
ψάχνοντας ενθύµια από τον Πόλεµο µεταξύ των Πολιτειών, και καθώς το αµάξι της πέρασε από εκεί, οι αναµνήσεις εκείνης της ηµέρας έγιναν πιο έντονες, σαν να είχαν συµβεί µόλις χθες. Μια µεγαλοπρεπής βελανιδιά στις όχθες του ποταµού εµφανίστηκε µπροστά της και οι µνήµες έγιναν ακόµα πιο έντονες. Της φάνηκε ίδια όπως και τότε, τα κλαδιά της χαµηλά και παχιά απλώνονταν προς το έδαφος, καλυµµένα από µούσκλα που κρέµονταν σαν βέλο. Θυµήθηκε που καθόταν κάτω από το δέντρο µια ζεστή µέρα του Ιουλίου µε κάποιον που την κοιτούσε µε τέτοιο πόθο, ώστε οποιαδήποτε άλλη σκέψη χανόταν απ’ το µυαλό της. Εκείνη ήταν η στιγµή που είχε ερωτευτεί πρώτη φορά. Εκείνος ήταν δύο χρόνια µεγαλύτερός της και, καθώς ταξίδευε πίσω στον χρόνο, η εικόνα του ήρθε ολοζώντανη µπροστά στα µάτια της ξανά. Έδειχνε πάντα µεγαλύτερος απ’ ό,τι πραγµατικά ήταν, ήρθε στον νου της η παλιά της σκέψη. Το παρουσιαστικό του ήταν ελαφρώς ταλαιπωρηµένο, σχεδόν σαν αγρότη που γύριζε σπίτι αφού είχε περάσει ώρες στα χωράφια. Είχε τα ροζιασµένα χέρια και τους φαρδιούς ώµους όσων δούλευαν σκληρά για τα προς το ζην και οι πρώτες αχνές ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηµατίζονται γύρω από τα σκούρα µάτια που έµοιαζαν να διαβάζουν την κάθε της σκέψη. Ήταν ψηλός και δυνατός, µε ανοιχτά καστανά µαλλιά, και όµορφος µε τον τρόπο του, αυτό όµως που θυµόταν περισσότερο απ’ όλα ήταν η φωνή του. Της είχε διαβάσει εκείνη τη µέρα· της διάβαζε ενώ ήταν ξαπλωµένοι στο χορτάρι κάτω από το δέντρο µε έναν τόνο απαλό και γεµάτο χάρη, σχεδόν µουσικό. Ήταν το είδος της φωνής που έπρεπε να µιλάει στο ραδιόφωνο και έµοιαζε να αιωρείται στον αέρα όταν της διάβαζε. Θυµόταν να κλείνει τα µάτια της, να ακούει προσεκτικά και να αφήνει τις λέξεις να αγγίξουν την ψυχή της: Με παρασύρει στην καταχνιά και τη σκοτεινιά. Χάνοµαι σαν τον αγέρα, τινάζω τα λευκά µου µαλλιά στον ήλιο τον
φυγά… Έβαζε το δάχτυλό του για σελιδοδείκτη ανάµεσα στις τσακισµένες σελίδες του χιλιοδιαβασµένου του βιβλίου. Σταµατούσε την ανάγνωση κι οι δυο τους συζητούσαν. Του έλεγε τι ήθελε στη ζωή της – τις ελπίδες και τα όνειρά της για το µέλλον–, και εκείνος άκουγε προσεκτικά και υποσχόταν να τα κάνει όλα πραγµατικότητα. Και ο τρόπος που το έλεγε την έκανε να τον πιστεύει, και τότε ήξερε πόσο πολλά σήµαινε για εκείνη. Πότε πότε, όταν τον ρωτούσε, µιλούσε για τον εαυτό του ή εξηγούσε γιατί είχε επιλέξει ένα συγκεκριµένο ποίηµα και τι πίστευε γι’ αυτό, και άλλες φορές απλώς τη µελετούσε µε το έντονο βλέµµα του. Είδαν τον ήλιο να πέφτει και έφαγαν µαζί κάτω από τ’ αστέρια. Είχε περάσει η ώρα και ήξερε ότι οι γονείς της θα γίνονταν έξαλλοι αν γνώριζαν πού ήταν. Όµως πραγµατικά εκείνη τη στιγµή δεν την ένοιαζε. Η µόνη της σκέψη ήταν πόσο ξεχωριστή ήταν η µέρα τους, πόσο ξεχωριστός ήταν αυτός, και στον γυρισµό λίγα λεπτά αργότερα, κράτησε το χέρι της στο δικό του, και εκείνη ένιωθε τη ζεστασιά του για το υπόλοιπο της διαδροµής. Άλλη µια στροφή και επιτέλους το είδε στο βάθος. Το σπίτι είχε αλλάξει δραµατικά από αυτό που θυµόταν. Έκοψε ταχύτητα καθώς πλησίαζε, µπαίνοντας στον µακρύ, χωµάτινο δρόµο µε τις δεντροστοιχίες που οδηγούσε στον φάρο που την είχε καλέσει από το Ράλεϊ. Οδηγούσε αργά, κοιτώντας προς το σπίτι, και πήρε µια βαθιά ανάσα όταν τον είδε στη βεράντα να παρακολουθεί το αυτοκίνητό της. Φορούσε καθηµερινά ρούχα. Από απόσταση, φαινόταν ίδιος όπως και τότε. Για µια στιγµή, όταν το φως του ήλιου ήταν πίσω του, σχεδόν έµοιαζε να χάνεται στο τοπίο. Το αµάξι της συνέχισε να προχωρά, τσουλώντας αργά και, επιτέλους, σταµάτησε κάτω από µια βελανιδιά που σκίαζε την µπροστινή πλευρά του σπιτιού. Γύρισε το κλειδί, χωρίς να παίρνει τα µάτια της από πάνω
του και η µηχανή έσβησε ρετάροντας. Είχε κατέβει από τη βεράντα και κατευθυνόταν προς το µέρος της, περπατώντας µε άνεση, όταν ξαφνικά κοκάλωσε µόλις την είδε να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Έµειναν για ώρα να κοιτούν ένας τον άλλο ακίνητοι. Η εικοσιεννιάχρονη Άλισον Νέλσον, αρραβωνιασµένη, µέλος της κοσµικής κοινωνίας, αναζητούσε απαντήσεις, και ο Νόα Καλχούν, ένας ονειροπόλος τριάντα ενός ετών, δέχτηκε επίσκεψη από το φάντασµα που είχε καταλήξει να στοιχειώνει τη ζωή του.
Επανασύνδεση
δεν έκανε την παραµικρή κίνηση. Μόνο κοιτάζονταν. Ο Νόα δεν είχε βγάλει µιλιά, οι µύες του παγωµένοι, θαρρείς. Για ένα δευτερόλεπτο, εκείνη σκέφτηκε ότι δεν την αναγνώρισε. Ξαφνικά ένιωσε ένοχη που ήρθε έτσι, απροειδοποίητα, και αυτό το έκανε πιο δύσκολο. Είχε σκεφτεί ότι θα ήταν ευκολότερο, κατά κάποιον τρόπο, ότι θα ήξερε τι να πει. Αλλά δεν ήξερε. Οτιδήποτε περνούνε απ’ το µυαλό της της φαινόταν άστοχο, σαν να του έλειπε κάτι. Της ήρθαν σκέψεις από το καλοκαίρι τους µαζί, και καθώς τον κοίταζε, πρόσεξε πόσο λίγο είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που τον είδε. Τι όµορφος που ήταν, σκέφτηκε. Κάτω από το πουκάµισό του, που ήταν χωµένο χαλαρά στο ξεθωριασµένο τζιν του, διέκρινε τους φαρδιούς ώµους που θυµόταν, τους στενούς γοφούς και την επίπεδη κοιλιά. Ήταν ηλιοκαµένος, επίσης, σαν να είχε περάσει όλο το καλοκαίρι δουλεύοντας στο ύπαιθρο και, παρότι τα µαλλιά του ήταν λίγο πιο αραιά και ανοιχτόχρωµα απ’ ό,τι θυµόταν, έµοιαζε ίδιος όπως τότε. Όταν ήταν επιτέλους έτοιµη, πήρε µια βαθιά ανάσα και χαµογέλασε. «Γεια σου, Νόα. Χαίροµαι που σε ξαναβλέπω». Το σχόλιό της τον αιφνιδίασε και την κοίταξε µε ένα βλέµµα ΚΑΝΕΙΣ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΔΥΟ
έκπληξης. Τότε, αφού κούνησε ελαφρώς το κεφάλι του, άρχισε αργά να χαµογελάει. «Κι εγώ εσένα…» κόµπιασε. Έφερε το χέρι στο πιγούνι του και εκείνη πρόσεξε ότι δεν είχε ξυριστεί. «Είσαι αλήθεια εσύ, έτσι δεν είναι; Δεν µπορώ να το πιστέψω…» Διέκρινε το σοκ στη φωνή του καθώς µιλούσε και, προς έκπληξή της, τα πάντα άρχισαν να βγάζουν νόηµα – το ότι ήταν εδώ, ότι τον έβλεπε. Ένιωσε κάτι να σκιρτά µέσα της, κάτι βαθύ και παλιό, κάτι που της έφερε ζάλη για ένα δευτερόλεπτο. Έπιασε τον εαυτό της να πασχίζει να ανακτήσει τον έλεγχο. Δεν περίµενε να συµβεί αυτό, δεν ήθελε να συµβεί. Ήταν αρραβωνιασµένη πια. Δεν είχε έρθει γι’ αυτό εδώ… αλλά… Αλλά… Αλλά η αίσθηση παρέµεινε παρά τη θέλησή της, και για µια στιγµή ένιωσε δεκαπέντε χρονών πάλι. Ένιωσε όπως δεν είχε νιώσει εδώ και χρόνια, σαν όλα της τα όνειρα να µπορούσαν ακόµη να πραγµατοποιηθούν. Ένιωσε σαν να είχε γυρίσει, επιτέλους, σπίτι. Χωρίς άλλη λέξη, αγκαλιάστηκαν σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγµα στον κόσµο, κι εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της, φέρνοντάς την πιο κοντά του. Έµειναν σφιχταγκαλιασµένοι, κάνοντας το όνειρο πραγµατικότητα, αφήνοντας και οι δυο τα δεκατέσσερα χρόνια που έζησαν χώρια να σβήσουν στο λυκόφως που όλο και βάθαινε. Έµειναν έτσι για πολλή ώρα προτού εκείνη τραβηχτεί πίσω για να τον κοιτάξει. Από κοντά, µπορούσε να διακρίνει τις αλλαγές που δεν είχε παρατηρήσει στην αρχή. Ήταν άντρας πια, και το πρόσωπό του είχε χάσει την απαλότητα της νεότητας. Οι αχνές ρυτίδες είχαν βαθύνει και στο πιγούνι του είχε µια ουλή που δεν υπήρχε παλιότερα. Σαν να είχε αποκτήσει µια σκληράδα· φαινόταν λιγότερο αθώος, περισσότερο επιφυλακτικός, κι όµως ο τρόπος που την κράταγε την έκανε να
συνειδητοποιήσει πόσο πολύ της είχε λείψει από τότε που τον είδε για τελευταία φορά. Τα µάτια της πληµµύρισαν δάκρυα, ενώ αποµακρύνονταν ο ένας από τον άλλο. Γέλασε νευρικά, χαµηλόφωνα, σκουπίζοντας τις άκρες των µατιών της. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο Νόα, ενώ στο πρόσωπό του διαφαίνονταν χίλιες άλλες ερωτήσεις. «Συγγνώµη, δεν ήθελα να κλάψω…» «Δεν πειράζει» είπε χαµογελώντας. «Ακόµη δεν µπορώ να το πιστέψω ότι είσαι εσύ. Πώς µε βρήκες;» Πισωπάτησε, προσπαθώντας να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της, σκουπίζοντας τα τελευταία δάκρυά της. «Είδα το άρθρο για το σπίτι στην εφηµερίδα του Ράλεϊ πριν δύο εβδοµάδες και ένιωσα την ανάγκη να έρθω να σε δω ξανά». Ο Νόα χαµογέλασε πλατιά. «Χαίροµαι που το έκανες». Έκανε κι εκείνος λίγο πίσω. «Θεέ µου, είσαι κούκλα. Είσαι ακόµα πιο όµορφη απ’ ό,τι ήσουν τότε». Ένιωσε το πρόσωπό της να φουντώνει. Ακριβώς όπως δεκατέσσερα χρόνια πριν. «Ευχαριστώ. Κι εσύ είσαι πολύ όµορφος». Και όντως ήταν, δεν υπήρχε αµφιβολία. Τα χρόνια τού είχαν φερθεί καλά. «Τι κάνεις λοιπόν; Γιατί βρίσκεσαι εδώ;» Οι ερωτήσεις του την επανέφεραν στο παρόν, κάνοντάς τη να συνειδητοποιήσει τι θα µπορούσε να συµβεί αν δεν πρόσεχε. Μην το αφήσεις να ξεφύγει από τον έλεγχο, είπε στον εαυτό της· όσο περισσότερο τραβήξει, τόσο πιο δύσκολο θα είναι. Και δεν ήθελε να γίνει ακόµα πιο δύσκολο. Αλλά ήταν κι εκείνα τα µάτια. Εκείνα τα υγρά, σκούρα µάτια. Γύρισε το πρόσωπό της και πήρε µια βαθιά ανάσα, αναρωτιόταν πώς να το πει και όταν τελικά άρχισε, η φωνή της ίσα που βγήκε. «Νόα, πριν
το παρεξηγήσεις, ήθελα πράγµατι να σε ξαναδώ, αλλά δεν είναι µόνο αυτό». Έκανε µια παύση για ένα δευτερόλεπτο. «Ήρθα εδώ για κάποιο λόγο. Υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω». «Τι είν’ αυτό;» Κοίταξε αλλού και για µια στιγµή δεν απάντησε, έκπληκτη που δεν µπορούσε να του το πει ακόµη. Μες στη σιγαλιά, ο Νόα ένιωσε το στοµάχι του να βουλιάζει. Ό,τι κι αν ήταν ήταν κακό. «Δεν ξέρω πώς να το πω. Στην αρχή νόµιζα ότι ήξερα, αλλά τώρα δεν είµαι τόσο σίγουρη…» Το στριγκό ουρλιαχτό ενός ρακούν έσκισε ξαφνικά τον αέρα, και η Κλεµ ξεπρόβαλε από κάτω απ’ τη βεράντα, γαβγίζοντας άγρια. Και οι δυο τους γύρισαν να δουν προς τι η αναταραχή, και η Άλι χάρηκε µε τον περισπασµό. «Δικός σου είναι;» ρώτησε. Ο Νόα κατένευσε, νιώθοντας το σφίξιµο στο στοµάχι του. «Για την ακρίβεια, είναι θηλυκό. Κλεµεντάιν το όνοµά της. Αλλά ναι, είναι ολόδική µου». Κοίταζαν κι οι δυο την Κλεµ να κουνάει το κεφάλι της, να τεντώνεται και έπειτα να πηγαίνει προς τα εκεί που ακούγονταν οι ήχοι. Η Άλι γούρλωσε ελαφρώς τα µάτια της όταν την είδε να αποµακρύνεται κουτσαίνοντας. «Τι έπαθε το πόδι της;» ρώτησε, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. «Τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο πριν λίγους µήνες. Ο κτηνίατρος ο Χάρισον µε ρώτησε αν την ήθελα, γιατί ο ιδιοκτήτης της την είχε παρατήσει. Αφού είδα τι είχε συµβεί, υποθέτω ότι δεν µπορούσα να αφήσω να της γίνει ευθανασία». «Πάντα έτσι καλός ήσουν» είπε, προσπαθώντας να ηρεµήσει. Έκανε µια παύση, έπειτα κοίταξε πίσω από αυτόν, προς το σπίτι. «Έκανες θαυµάσια δουλειά. Έγινε τέλειο, όπως ακριβώς ήξερα ότι θα γινόταν µια µέρα». Γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση που κοιτούσε η Άλι, ενώ
αναρωτιόταν για όλη αυτήν την ψιλοκουβεντούλα και τι ήταν αυτό που του έκρυβε. «Ευχαριστώ, είσαι πολύ ευγενική. Ήταν απαιτητική δουλειά, ωστόσο. Δεν ξέρω αν θα το ξαναέκανα». «Φυσικά και θα το ξαναέκανες» είπε εκείνη. Ήξερε ακριβώς πώς ένιωθε γι’ αυτό το σπίτι. Αλλά, απ’ την άλλη, ήξερε πώς ένιωθε για τα πάντα – τουλάχιστον, ήξερε πριν από πολύ καιρό. Και µ’ αυτήν τη σκέψη συνειδητοποίησε πόσο πολλά είχαν αλλάξει από τότε. Τώρα πια ήταν ξένοι· το καταλάβαινε και µόνο που τον κοίταζε. Καταλάβαινε ότι δεκατέσσερα χρόνια χώρια ήταν πολύς καιρός. Πάρα πολύς. «Τι είναι, Άλι;» γύρισε προς το µέρος της, για να τον κοιτάξει, αλλά εκείνη συνέχισε να κοιτάζει το σπίτι. «Κάνω σαν ανόητη, σωστά;» ρώτησε, προσπαθώντας να χαµογελάσει. «Τι εννοείς;» «Όλο αυτό. Εµφανίζοµαι απ’ το πουθενά και ούτε που ξέρω τι θέλω να πω. Πρέπει να µε περνάς για τρελή». «Δεν είσαι τρελή» είπε µειλίχια. Έκανε να πιάσει το χέρι της και εκείνη τον άφησε να το κρατήσει έτσι όπως στεκόντουσαν δίπλα δίπλα. Συνέχισε: «Παρότι δεν ξέρω γιατί, καταλαβαίνω ότι σου είναι δύσκολο. Γιατί δεν πάµε µια βόλτα;». «Όπως κάναµε παλιά;» «Γιατί όχι; Νοµίζω ότι θα έκανε καλό και στους δυο µας». Εκείνη δίστασε και κοίταξε την εξώπορτά του. «Χρειάζεται να ενηµερώσεις κάποιον;» Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, κανέναν. Είµαστε µόνο εγώ και η Κλεµ». Παρότι είχε ρωτήσει, το είχε υποψιαστεί ότι δεν θα υπήρχε κάποια
άλλη, και µέσα της δεν ήξερε πώς να νιώσει γι’ αυτό. Δεν τη διευκόλυνε ιδιαίτερα. Θα ήταν ευκολότερο αν υπήρχε κάποια άλλη. Ξεκίνησαν να πηγαίνουν προς το ποτάµι και έστριψαν σε ένα µονοπάτι κοντά στην όχθη. Άφησε το χέρι του, εκπλήσσοντάς τον, και συνέχισαν να προχωράνε µε τόση απόσταση µεταξύ τους ώστε να µην µπορούν να αγγιχτούν κατά λάθος. Την κοίταξε. Ήταν ακόµη όµορφη, µε πλούσια µαλλιά και υγρά µάτια και κινούνταν µε τόση χάρη που σχεδόν έµοιαζε σαν να ίπταται. Είχε ξαναδεί όµορφες γυναίκες, γυναίκες που του τραβούσαν το βλέµµα, αλλά στο µυαλό του συνήθως υστερούσαν σ’ εκείνα τα χαρακτηριστικά που εκείνος έβρισκε περισσότερο θελκτικά. Χαρακτηριστικά όπως ευφυΐα, αυτοπεποίθηση, πνευµατική δύναµη, πάθος, χαρακτηριστικά που ενέπνεαν στους άλλους µεγαλείο, χαρακτηριστικά που και ο ίδιος ήθελε να διαθέτει. Η Άλι τα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά, το ήξερε, και καθώς προχωρούσαν τώρα, τα ένιωθε για ακόµα µια φορά να παραµένουν κάτω από την επιφάνεια. «Ένα ζωντανό ποίηµα» ήταν πάντα οι λέξεις που του έρχονταν στο µυαλό όταν προσπαθούσε να την περιγράψει στους άλλους. «Πόσος καιρός είναι που έχεις επιστρέψει εδώ;» ρώτησε καθώς το µονοπάτι έδινε τη θέση του σε έναν µικρό χορταριασµένο λόφο. «Από τον περασµένο Δεκέµβρη. Δούλευα πάνω στον Βορρά για λίγο, έπειτα πέρασα τα τρία τελευταία χρόνια στην Ευρώπη». Τον κοίταξε µε απορηµένο βλέµµα. «Στον πόλεµο;» Εκείνος κατένευσε και εκείνη συνέχισε. «Το σκέφτηκα ότι µπορεί να ήσουν εκεί. Χαίροµαι που γύρισες σώος». «Κι εγώ» απάντησε. «Χαίρεσαι που γύρισες σπίτι;» «Ναι. Εδώ είναι οι ρίζες µου. Εδώ πρέπει να βρίσκοµαι». Έκανε µια παύση. «Εσύ, όµως, πώς τα πας;» Έκανε την ερώτηση µαλακά, υποπτευόµενος το χειρότερο.
Πέρασε λίγη ώρα πριν απαντήσει. «Αρραβωνιάστηκα». Όταν το είπε αυτό, εκείνος χαµήλωσε το βλέµµα του, νιώθοντας ξαφνικά λίγο πιο αδύναµος. Αυτό ήταν, λοιπόν. Αυτό ήταν που είχε ανάγκη να του πει. «Συγχαρητήρια» είπε στο τέλος, ενώ αναρωτιόταν πόσο πειστικός ακούστηκε. «Πότε είναι η µεγάλη µέρα;» «Σε τρεις εβδοµάδες από την ερχόµενη Κυριακή. Ο Λον ήθελε να κάνουµε τον γάµο µας τον Νοέµβρη». «Ο Λον;» «Ο Λον Χάµοντ ο Νεότερος. Ο µνηστήρας µου». Εκείνος έγνεψε, χωρίς έκπληξη. Οι Χάµοντ ήταν µία από τις πιο ισχυρές και σηµαίνουσες οικογένειες της πολιτείας. Βαµβακάδες. Σε αντίθεση µε τον πατέρα του, ο θάνατος του Λον Χάµοντ του Πρεσβύτερου είχε γίνει εξώφυλλο στην εφηµερίδα. «Τον έχω ακουστά. Ο πατέρας του δηµιούργησε µεγάλη επιχείρηση. Έχει αναλάβει ο Λον στη θέση του;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, είναι δικηγόρος. Έχει το δικό του γραφείο στο κέντρο της πόλης». «Με τέτοιο όνοµα, θα είναι περιζήτητος». «Είναι. Δουλεύει πολύ». Νόµισε ότι ο τόνος της κάτι πρόδιδε, και η επόµενη ερώτηση βγήκε αυτόµατα. «Σου φέρεται καλά;» Δεν απάντησε αµέσως, σαν να σκεφτόταν την ερώτηση για πρώτη φορά. Έπειτα: «Ναι. Είναι καλός άνθρωπος, Νόα. Θα τον συµπαθούσες». Η φωνή της ήταν αποστασιοποιηµένη ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Ο Νόα αναρωτήθηκε αν του ’παιζε παιχνίδια το µυαλό του. «Τι κάνει ο µπαµπάς σου;» τον ρώτησε.
Ο Νόα έκανε µερικά βήµατα προτού απαντήσει. «Πέθανε πριν από µερικούς µήνες, αµέσως µετά την επιστροφή µου». «Λυπάµαι» είπε σιγανά, ξέροντας πόσο πολλά σήµαινε για τον Νόα. Εκείνος έγνεψε και οι δυο τους προχώρησαν αµίλητοι για λίγο. Έφτασαν στην κορυφή του λόφου και σταµάτησαν. Η βελανιδιά φαινόταν στο βάθος, µε τον ήλιο να λάµπει πορτοκαλής πίσω της. Η Άλι ένιωθε τα µάτια του καρφωµένα πάνω της, ενώ κοιτούσε προς εκείνη την κατεύθυνση. «Πολλές αναµνήσεις, Άλι». Εκείνη χαµογέλασε. «Το ξέρω. Την είδα όταν ερχόµουν. Θυµάσαι τη µέρα που περάσαµε εκεί;» «Ναι» απάντησε, χωρίς να φαίνεται πρόθυµος να πει κάτι άλλο. «Τη σκέφτεσαι ποτέ;» «Μερικές φορές» είπε. «Συνήθως όταν δουλεύω σ’ αυτή τη µεριά. Είναι πλέον µέρος της ιδιοκτησίας µου». «Το αγόρασες;» «Δεν θα άντεχα να την έκοβαν και να τη µετέτρεπαν σε ντουλάπια κουζίνας». Κρυφογέλασε, νιώθοντας µια περίεργη ευχαρίστηση γι’ αυτό. «Διαβάζεις ακόµη ποίηση;» Εκείνος έγνεψε. «Αµέ. Δεν έπαψα ποτέ. Υποθέτω ότι κυλάει στο αίµα µου». «Ξέρεις, είσαι ο µοναδικός ποιητής που γνώρισα ποτέ». «Δεν είµαι ποιητής. Διαβάζω, αλλά δεν µπορώ να γράψω ούτε στίχο. Έχω προσπαθήσει». «Και πάλι, είσαι ποιητής, Νόα Τέιλορ Καλχούν». Η φωνή της µαλάκωσε. «Εγώ τη σκέφτοµαι ακόµη πολύ. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος µου διάβασε ποίηση. Για την ακρίβεια, ήταν η µοναδική φορά». Το σχόλιό της ταξίδεψε και τους δύο στο παρελθόν και βυθίστηκαν στις αναµνήσεις όσο έκαναν τον κύκλο αργά προς το σπίτι,
ακολουθώντας ένα νέο µονοπάτι που περνούσε κοντά στην προβλήτα. Καθώς ο ήλιος έπεφτε λίγο χαµηλότερα και ο ουρανός γινόταν πορτοκαλής, τη ρώτησε: «Πόσο θα µείνεις, λοιπόν;» «Δεν ξέρω. Όχι πολύ. Ίσως µέχρι αύριο ή µεθαύριο». «Έχει έρθει ο µνηστήρας σου για δουλειές;» Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, αυτός είναι ακόµη στο Ράλεϊ». Ο Νόα σήκωσε τα φρύδια του. «Το ξέρει ότι είσαι εδώ;» Κούνησε πάλι το κεφάλι της και απάντησε αργά. «Όχι. Του είπα ότι έψαχνα αντίκες. Δεν θα καταλάβαινε τον ερχοµό µου εδώ». Ο Νόα έµεινε λίγο έκπληκτος από την απάντησή της. Άλλο να έρθει και να τον επισκεφτεί, άλλο να κρύψει την αλήθεια από τον αρραβωνιαστικό της. «Δεν χρειαζόταν να έρθεις εδώ για να µου πεις ότι αρραβωνιάστηκες. Θα µπορούσες να µου γράψεις ή ακόµα και να τηλεφωνήσεις». «Το ξέρω. Αλλά για κάποιο λόγο, έπρεπε να το κάνω αυτοπροσώπως». «Γιατί;» Δίστασε. «Δεν ξέρω…» είπε, η φωνή της αργόσβησε και ο τρόπος που το είπε τον έκανε να την πιστέψει. Το χαλίκι έτριζε κάτω από τα πόδια τους καθώς έκαναν σιωπηλοί µερικά βήµατα ακόµα. Τότε τη ρώτησε: «Τον αγαπάς, Άλι;». Εκείνη απάντησε µηχανικά. «Ναι, τον αγαπώ». Οι λέξεις τον πλήγωσαν. Και πάλι όµως του φάνηκε ότι διέκρινε κάτι στον τόνο της, σαν να το έλεγε για να πείσει τον εαυτό της. Ο Νόα σταµάτησε και την έπιασε απαλά από τους ώµους για να γυρίσει να τον αντικρίσει. Το φως του ήλιου που έσβηνε αντανακλούσε στα µάτια της καθώς της µιλούσε. «Αν είσαι ευτυχισµένη, Άλι, και αν τον αγαπάς, δεν θα προσπαθήσω να σε εµποδίσω να γυρίσεις πίσω σ’ αυτόν. Αλλά αν υπάρχει έστω και
ένα κοµµάτι σου που δεν είναι σίγουρο, τότε µην το κάνεις. Ο γάµος δεν είναι από τα πράγµατα για τα οποία αξίζει να συµβιβαστείς». Η απάντησή της ήρθε σχεδόν υπερβολικά γρήγορα. «Παίρνω τη σωστή απόφαση, Νόα». Έµεινε να την κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο, ενώ αναρωτιόταν αν την πίστευε. Έπειτα κατένευσε και οι δυο τους άρχισαν να περπατούν πάλι. Μια στιγµή αργότερα είπε: «Δεν σου το κάνω εύκολο, σωστά;». Εκείνη χαµογέλασε λιγάκι. «Δεν πειράζει. Πραγµατικά, δεν µπορώ να σε κατηγορήσω». «Όπως και να ’χει, λυπάµαι». «Μη λυπάσαι. Δεν υπάρχει λόγος. Εγώ είµαι αυτή που θα έπρεπε να απολογείται. Ίσως έπρεπε να σου έχω γράψει». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Για να είµαι ειλικρινής, έστω κι έτσι, χαίροµαι που ήρθες. Παρ’ όλα αυτά. Χαίροµαι που σε ξαναβλέπω». «Σ’ ευχαριστώ, Νόα». «Νοµίζεις ότι θα µπορούσαµε να κάνουµε µια νέα αρχή;» Τον κοίταξε µε περιέργεια. «Ήσουν η καλύτερη φίλη που είχα ποτέ, Άλι. Θα ήθελα να είµαστε φίλοι, ακόµα κι αν είσαι αρραβωνιασµένη, και ακόµα κι αν είναι µόνο για δύο µέρες. Τι θα ’λεγες να γνωριστούµε πάλι από την αρχή κατά κάποιον τρόπο;» Το σκέφτηκε, σκέφτηκε να µείνει ή να φύγει και αποφάσισε ότι, εφόσον γνώριζε για τον αρραβώνα της, µάλλον θα ήταν εντάξει. Ή τουλάχιστον δεν θα ήταν λάθος. Χαµογέλασε ελαφρώς και κατένευσε. «Θα το ήθελα». «Ωραία. Τι λες για δείπνο; Ξέρω πού σερβίρουν το καλύτερο καβούρι στην πόλη». «Τέλεια. Πού;» «Στο σπίτι µου. Έχω τις παγίδες στηµένες όλη τη βδοµάδα και πριν από δυο µέρες είδα ότι είχα στα κλουβιά µερικά καλά καβούρια. Σε
πειράζει;» «Όχι, µια χαρά µου ακούγεται». Χαµογέλασε και έδειξε µε τον αντίχειρα πίσω από τον ώµο του. «Θαυµάσια. Στην προβλήτα είναι. Δυο λεπτά θα κάνω». Η Άλι τον είδε να αποµακρύνεται και πρόσεξε ότι η ένταση που είχε νιώσει όταν του έλεγε για τον αρραβώνα της είχε αρχίσει να χάνεται. Κλείνοντας τα µάτια, πέρασε τα χέρια µέσα απ’ τα µαλλιά της και άφησε το ελαφρύ αεράκι να της δροσίσει το µάγουλο. Πήρε µια βαθιά ανάσα και την κράτησε για µια στιγµή, νιώθοντας τους µυς των ώµων της να χαλαρώνουν περισσότερο ενώ εξέπνεε. Εντέλει, άνοιξε τα µάτια της και θαύµασε την οµορφιά που την περιέβαλλε. Λάτρευε τα απογεύµατα σαν κι αυτό, απογεύµατα όπου η αχνή ευωδιά των φθινοπωρινών φύλλων ταξίδευε µε τους απαλούς νοτιάδες. Λάτρευε τα δέντρα και τους ήχους τους. Τη χαλάρωναν ακόµα πιο πολύ. Την επόµενη στιγµή στράφηκε προς τον Νόα και τον κοίταξε σχεδόν όπως θα τον κοίταζε µια ξένη. Μα τον Θεό, ήταν όµορφος. Ακόµα και µετά από τόσο καιρό. Τον παρακολουθούσε να πιάνει το σκοινί που κρεµόταν µες στο νερό, να το τραβάει, και παρά το σκοτάδι που είχε αρχίσει να απλώνεται στον ουρανό, είδε τα µπράτσα του να σφίγγονται καθώς έβγαζε το κλουβί από το νερό. Το άφησε να κρέµεται πάνω από το ποτάµι για λίγο και το κούνησε, για να φύγει το περισσότερο νερό. Αφού ακούµπησε την παγίδα στην προβλήτα, την άνοιξε και άρχισε να βγάζει τα καβούρια ένα ένα και να τα βάζει µέσα σε έναν κουβά. Κατευθύνθηκε προς το µέρος του, ακούγοντας το τερέτισµα των γρύλων και θυµήθηκε ένα µάθηµα από τα παιδικά της χρόνια. Μέτρησε των αριθµό των τερετισµάτων το λεπτό και αφαίρεσε δεκαεννιά. Δεκαεννιά βαθµοί, σκέφτηκε χαµογελώντας στον εαυτό της. Δεν ήξερε αν ήταν ακριβές, αλλά το ένιωθε σωστό. Ενώ προχωρούσε, κοίταζε γύρω της και συνειδητοποίησε ότι είχε
ξεχάσει πόσο φρέσκα και όµορφα φαίνονταν τα πάντα εδώ. Πίσω από τον ώµο της, είδε το σπίτι στο βάθος. Είχε αφήσει δυο φώτα αναµµένα και έµοιαζε να είναι το µοναδικό σπίτι στην περιοχή. Τουλάχιστον, το µοναδικό µε ηλεκτρικό ρεύµα. Εδώ έξω, έξω από τα όρια της πόλης, τίποτα δεν ήταν δεδοµένο. Χιλιάδες επαρχιακά σπίτια εξακολουθούσαν να στερούνται την πολυτέλεια του οικιακού ρεύµατος. Πάτησε στην προβλήτα που έτριξε κάτω από το πόδι της. Ο ήχος της θύµισε σκουριασµένο ακορντεόν και ο Νόα κοίταξε πίσω του και της έκλεισε το µάτι, έπειτα ξαναγύρισε στον έλεγχο των καβουριών, φροντίζοντας να είναι στο σωστό µέγεθος. Εκείνη πήγε στην κουνιστή πολυθρόνα που βρισκόταν στην προβλήτα και την άγγιξε, χαϊδεύοντας µε το χέρι την πλάτη της. Μπορούσε να πλάσει στο µυαλό της την εικόνα του: να κάθεται εκεί, ενώ ψαρεύει, σκέφτεται, διαβάζει. Ήταν παλιά και φθαρµένη από τη χρήση και την πολυκαιρία, την ένιωθε τραχιά. Αναρωτήθηκε πόση ώρα περνούσε εδώ µόνος του και τι σκέψεις έκανε κάτι τέτοιες στιγµές. «Ήταν η πολυθρόνα του µπαµπά µου» είπε, χωρίς να σηκώσει το βλέµµα του, και εκείνη έγνεψε. Νυχτερίδες πετούσανε στον ουρανό και τα βατράχια σιγοντάρανε τους γρύλους στη βραδινή τους συναυλία. Προχώρησε ως την άλλη άκρη της προβλήτας, νιώθοντας µια αίσθηση τέλους. Μια παρόρµηση την είχε φέρει εδώ και για πρώτη φορά εδώ και τρεις εβδοµάδες το αίσθηµα εκείνο είχε χαθεί. Με κάποιον τρόπο είχε ανάγκη να µάθει ο Νόα για τον αρραβώνα της, να καταλάβει, να τον αποδεχτεί –τώρα πια ήταν σίγουρη γι’ αυτό–, και ενώ τον σκεφτόταν, θυµόταν κάτι που είχαν µοιραστεί εκείνο το καλοκαίρι. Βηµάτισε αργά γύρω γύρω, ψάχνοντάς το µέχρι που το βρήκε – αυτό που είχαν χαράξει. Ο Νόα αγαπάει την Άλι, µέσα σε µια καρδιά. Το είχαν χαράξει στην προβλήτα λίγες µέρες πριν εκείνη φύγει. Ένα αεράκι διέλυσε τη σιγαλιά και την ψύχρανε, η Άλι σταύρωσε τα χέρια της κι έµεινε σ’ αυτή τη στάση, κοιτάζοντας εναλλάξ µία το
χαραγµένο µήνυµα, µία στο ποτάµι, µέχρι που τον άκουσε να έρχεται δίπλα της. Τον ένιωθε κοντά της, τη ζεστασιά του, καθώς της µιλούσε. «Είναι τόσο γαλήνια εδώ» είπε, η φωνή της ονειρική. «Το ξέρω. Έρχοµαι πολλές φορές εδώ κάτω τώρα µόνο και µόνο για να είµαι κοντά στο νερό. Με κάνει να αισθάνοµαι καλά». «Κι εγώ το ίδιο θα έκανα, αν ήµουν στη θέση σου». «Έλα, πάµε. Τα κουνούπια έχουν λυσσάξει κι εγώ πεθαίνω της πείνας». Ο ουρανός είχε µαυρίσει πια, και ο Νόα κατευθυνόταν προς το σπίτι, µε την Άλι πλάι του. Στη σιωπή το µυαλό της άρχισε να ταξιδεύει και ένιωσε µια ζάλη καθώς προχωρούσε στο µονοπάτι. Αναρωτιόταν τι να σκεφτόταν εκείνος για την παρουσία της εδώ και δεν ήταν ακριβώς σίγουρη αν κι η ίδια ήξερε. Όταν έφτασαν στο σπίτι έπειτα από δύο λεπτά, η Κλεµ τούς υποδέχτηκε µε µια υγρή µουσούδα στο λάθος σηµείο. Ο Νόα την έδιωξε µε ένα νόηµα και εκείνη έφυγε µε την ουρά στα σκέλια. Έδειξε το αυτοκίνητό της. «Άφησες τίποτα εκεί µέσα που να χρειάζεται να πάρεις;» «Όχι, ήρθα νωρίτερα και έχω ήδη τακτοποιηθεί». Η φωνή της ακούστηκε διαφορετική, σαν τα χρόνια ξαφνικά να είχαν φύγει από πάνω της. «Καλά, λοιπόν» είπε, φτάνοντας στην πίσω βεράντα και ανεβαίνοντας τα σκαλιά. Άφησε τον κουβά δίπλα στην πόρτα, έπειτα µπήκε πρώτος µέσα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Βρισκόταν ακριβώς στα δεξιά τους, ήταν µεγάλη και µύριζε καινούργιο ξύλο. Τα ντουλάπια ήταν δρύινα, όπως και το πάτωµα, και τα παράθυρα ήταν µεγάλα και ανατολικά, αφήνοντας να µπαίνει µέσα το φως του πρωινού ήλιου. Η αναπαλαίωση ήταν καλαίσθητη, καθόλου υπερβολική όπως συνηθιζόταν όταν επισκευάζονταν σπίτια σαν κι αυτό.
«Σε πειράζει να ρίξω µια µατιά;» «Όχι, ελεύθερα. Πήγα για ψώνια νωρίτερα και πρέπει να βάλω τα πράγµατα στη θέση τους». Τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν για ένα δευτερόλεπτο, και η Άλι ήξερε, όπως γύρισε να φύγει, ότι εξακολουθούσε να την κοιτάει καθώς έβγαινε από το δωµάτιο. Μέσα της ένιωσε πάλι εκείνο το σκίρτηµα. Περιπλανήθηκε στο σπίτι για τα επόµενα λεπτά, από δωµάτιο σε δωµάτιο, διαπιστώνοντας πόσο υπέροχο είχε γίνει. Ώσπου να τελειώσει δυσκολευόταν να θυµηθεί πόσο ρηµαγµένο ήτανε παλιά. Κατέβηκε τη σκάλα, έστριψε προς την κουζίνα και είδε το προφίλ του. Για ένα δευτερόλεπτο της φάνηκε σαν ο νεαρός των δεκαεφτά χρονών πάλι, και την έκανε να σταθεί για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου προτού συνεχίσει. Να πάρει, σκέφτηκε, σύνελθε. Θυµήσου ότι είσαι αρραβωνιασµένη τώρα. Εκείνος στεκόταν δίπλα στον πάγκο σφυρίζοντας σιγανά, δυο πόρτες ντουλαπιών ορθάνοιχτες, στο πάτωµα άδειες σακούλες. Της χαµογέλασε πριν βάλει µερικές κονσέρβες ακόµα σε ένα από τα ντουλάπια. Σταµάτησε λίγα µέτρα µακριά του και γέρνοντας ακούµπησε στον πάγκο, σταυρώνοντας τα πόδια της. Κούνησε το κεφάλι της, έκπληκτη από το πόσα πολλά είχε κάνει. «Είναι απίστευτο, Νόα. Πόσο καιρό σού πήρε η αναπαλαίωση;» Εκείνος σήκωσε το βλέµµα από την τελευταία σακούλα που άδειαζε. «Έναν χρόνο σχεδόν». «Μόνος σου το έκανες;» Γέλασε αθόρυβα. «Όχι. Όταν ήµουν νέος αυτό πίστευα πάντα και έτσι ξεκίνησα. Αλλά ήταν πάρα πολλή δουλειά. Θα έπαιρνε χρόνια γι’ αυτό προσέλαβα µερικούς εργάτες… για την ακρίβεια, πολλούς εργάτες. Ακόµα και µ’ αυτούς, όµως, και πάλι ήταν πολλή δουλειά και τον περισσότερο καιρό δεν σταµατούσα παρά µόνο µετά τα µεσάνυχτα». «Γιατί δούλεψες τόσο σκληρά;»
Τα φαντάσµατα ήθελε να πει, αλλά δεν το έκανε. «Δεν ξέρω. Ήθελα απλώς να τελειώνω, υποθέτω. Θέλεις να πιεις κάτι πριν αρχίσω το µαγείρεµα;» «Τι έχεις;» «Όχι πολλά, στην πραγµατικότητα. Μπίρα, τσάι, καφέ». «Ένα τσάι είν’ ό,τι πρέπει». Μάζεψε τις σακούλες από τα ψώνια και τις έβαλε στη θέση τους, έπειτα πήγε σε ένα δωµατιάκι δίπλα στην κουζίνα προτού επιστρέψει µε ένα κουτί τσάι. Έβγαλε από µέσα δυο φακελάκια και τα άφησε δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα, έπειτα γέµισε µια τσαγιέρα νερό. Αφού την έβαλε στο µάτι, άναψε ένα σπίρτο και εκείνη άκουσε τον ήχο από τις φλόγες που ζωντάνευαν. «Ένα λεπτό θα πάρει» είπε. «Αυτή η κουζίνα ανάβει πολύ γρήγορα». «Δεν υπάρχει βιασύνη». Όταν σφύριξε η τσαγιέρα, άδειασε το νερό σε δύο κούπες και της έδωσε τη µία. Εκείνη χαµογέλασε και ήπιε µια γουλιά, έπειτα του έδειξε το παράθυρο. «Πάω στοίχηµα ότι η κουζίνα είναι πολύ όµορφη όταν µπαίνει µέσα η πρωινή λιακάδα». Ο Νόα κατένευσε. «Είναι. Έβαλα µεγαλύτερα παράθυρα σε αυτήν την πλευρά του σπιτιού για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ακόµα και στις κρεβατοκάµαρες του πάνω ορόφου». «Σίγουρα, οι φιλοξενούµενοί σου το χαίρονται. Εκτός, φυσικά, αν θέλουν να χουζουρέψουν». «Στην πραγµατικότητα, δεν έχει διανυκτερεύσει κανείς φιλοξενούµενος ακόµη. Αφού πέθανε ο µπαµπάς µου, πραγµατικά δεν ξέρω ποιον να καλέσω». Από τον τόνο του κατάλαβε ότι απλώς προσπαθούσε ν’ ανοίξει κουβέντα. Αλλά για κάποιο λόγο αυτό την έκανε να νιώσει… µοναξιά. Εκείνος έδειξε να καταλαβαίνει πώς ένιωθε, πριν προλάβει όµως να την
πάρει από κάτω, άλλαξε θέµα. «Θα βάλω τα καβούρια να µαριναριστούν για λίγα λεπτά πριν τα αχνίσω» είπε, ακουµπώντας το φλιτζάνι του στον πάγκο. Πήγε στο ντουλάπι και έβγαλε από µέσα µια µεγάλη χύτρα µε τη σχάρα µαγειρέµατος και το καπάκι. Έφερε τη χύτρα στον νεροχύτη, πρόσθεσε νερό, έπειτα την πήγε στην ηλεκτρική κουζίνα. «Μπορώ να σου δώσω ένα χεράκι σε κάτι;» Απάντησε πάνω από τον ώµο του. «Βέβαια. Τι λες να κόψεις µερικά λαχανικά για το τηγάνι; Έχει πολλά στην παγωνιέρα και εκεί πέρα θα βρεις ένα µπολ». Της έδειξε ένα ντουλάπι κοντά στον νεροχύτη και εκείνη ήπιε άλλη µια γουλιά τσάι πριν αφήσει το φλιτζάνι της στον πάγκο και πάρει το µπολ. Το πήγε στην παγωνιέρα και βρήκε µερικές µπάµιες, κολοκυθάκια, κρεµµύδια και καρότα στο κάτω ράφι. Ο Νόα πήγε κοντά της µπροστά στην ανοιχτή πόρτα και εκείνη µετακινήθηκε για να του κάνει χώρο. Μπορούσε να τον µυρίσει, ενώ στεκόταν δίπλα της –καθαρός, οικείος, ξεχωριστός– και ένιωσε το µπράτσο του να την αγγίζει ξυστά, καθώς έσκυψε για να πάρει κάτι από µέσα. Έβγαλε µια µπίρα και ένα µπουκάλι καυτερή σάλτσα, κι έπειτα ξαναγύρισε στην κουζίνα. Ο Νόα άνοιξε την µπίρα και την έριξε στο νερό, στη συνέχεια πρόσθεσε την καυτερή σάλτσα µαζί µε άλλα καρυκεύµατα. Αφού ανακάτωσε το νερό, φροντίζοντας να διαλυθούν οι σκόνες των µπαχαρικών, πήγε στην πίσω πόρτα για να φέρει τα καβούρια. Πριν µπει πάλι µέσα στάθηκε για µια στιγµή και χάζεψε την Άλι, την παρακολουθούσε καθώς έκοβε τα καρότα. Ενώ το έκανε αυτό, αναρωτήθηκε πάλι γιατί είχε έρθει, ιδίως τώρα πια που ήταν αρραβωνιασµένη. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν του φαινόταν να έχει πολύ νόηµα. Από την άλλη, όµως, η Άλι ήταν πάντα όλο εκπλήξεις. Χαµογέλασε µόνος του, στην ανάµνηση του πώς ήταν εκείνη παλιά.
Φλογερή, αυθόρµητη, παθιασµένη – όπως φανταζόταν ότι ήταν οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Και εκείνη ήταν σίγουρα καλλιτέχνιδα. Καλλιτεχνικό ταλέντο σαν και το δικό της ήταν χάρισµα. Θυµήθηκε κάτι πίνακες που είχε δει στα µουσεία της Νέας Υόρκης και πως είχε σκεφτεί ότι η δική της δουλειά ήταν εξίσου καλή µε ό,τι είχε δει εκεί. Του είχε χαρίσει έναν πίνακα πριν φύγει εκείνο το καλοκαίρι. Βρισκόταν κρεµασµένος πάνω από το τζάκι στο καθιστικό. Εκείνη είχε αποκαλέσει την αναπαράσταση µια εικόνα από τα όνειρά της και εκείνου του είχε φανεί άκρως αισθησιακή. Όταν κοίταζε τον πίνακα, και το έκανε συχνά αργά τα απογεύµατα, µπορούσε να δει τον πόθο στα χρώµατα και τις γραµµές, και αν συγκεντρωνόταν προσεκτικά, µπορούσε να φανταστεί τι σκεφτόταν εκείνη µε κάθε πινελιά. Κάπου µακριά ακούστηκε το γάβγισµα ενός σκυλιού και ο Νόα συνειδητοποίησε ότι στεκόταν πολλή ώρα µε ανοιχτή την πόρτα. Την έκλεισε γρήγορα, επιστρέφοντας στην κουζίνα. Και καθώς προχωρούσε αναρωτήθηκε αν εκείνη είχε παρατηρήσει πόση ώρα έλειπε. «Πώς πάει;» ρώτησε, βλέποντας ότι εκείνη είχε σχεδόν τελειώσει. «Καλά. Έτοιµα, σχεδόν. Κάτι άλλο για το δείπνο;» «Έλεγα να φάµε και λίγο σπιτικό ψωµί που έχω». «Σπιτικό;» «Από µια γειτόνισσα» είπε αφήνοντας τον κάδο στον νεροχύτη. Άνοιξε τη βρύση και άρχισε να ξεπλένει τα καβούρια, κρατώντας τα κάτω από το νερό, ενώ στη συνέχεια τα άφηνε να τρέχουν γύρω γύρω στον νεροχύτη όσην ώρα ξέπλενε τα επόµενα. Η Άλι πήρε το φλιτζάνι της και πήγε κοντά του για να τον παρακολουθήσει. «Δεν φοβάσαι µη σε τσιµπήσουν όταν τα αρπάζεις;» «Όχι. Απλώς τα γραπώνεις έτσι» είπε, δείχνοντάς της τον τρόπο, και εκείνη χαµογέλασε. «Ξεχνάω ότι το κάνεις όλη σου τη ζωή αυτό».
«Το Νιου Μπερν είναι µικρό, αλλά σε διδάσκει πώς να κάνεις τα πράγµατα που έχουν σηµασία». Στηρίχτηκε στον πάγκο, ενώ στεκόταν κοντά του και άδειασε το φλιτζάνι της. Όταν τα καβούρια ήταν έτοιµα, ο Νόα τα έβαλε µέσα στη χύτρα που ήταν πάνω στο µάτι. Έπλυνε τα χέρια του, γυρνώντας να της µιλήσει όσην ώρα τα έπλενε. «Θέλεις να καθίσουµε στη βεράντα για λίγα λεπτά; Θα ’θελα να τα αφήσω να µαριναριστούν για µισή ώρα». «Φυσικά» απάντησε. Σκούπισε τα χέρια του και πήγαν µαζί στην πίσω βεράντα. Ο Νόα άναψε το φως όταν βγήκαν έξω και κάθισε στην παλιότερη κουνιστή πολυθρόνα, προσφέροντάς της την πιο καινούργια. Όταν είδε ότι το φλιτζάνι της είχε αδειάσει, µπήκε µέσα για µια στιγµή και ξαναβγήκε µε άλλο ένα φλιτζάνι τσάι και µια µπίρα για τον ίδιο. Της έτεινε το φλιτζάνι και εκείνη το πήρε, σιγοπίνοντας πάλι πριν το αφήσει στο τραπέζι δίπλα στις πολυθρόνες. «Εδώ έξω καθόσουν όταν ήρθα, έτσι δεν είναι;» Εκείνος απάντησε καθώς βολευόταν στη θέση του. «Ναι. Κάθε βράδυ εδώ έξω κάθοµαι. Μου έχει γίνει συνήθεια πια». «Μπορώ να καταλάβω γιατί» είπε κοιτώντας γύρω της. «Τι κάνεις αυτόν τον καιρό, λοιπόν;» «Στην πραγµατικότητα, δεν κάνω τίποτα παρά µόνο δουλεύω στο σπίτι αυτήν την περίοδο. Ικανοποιεί τις δηµιουργικές µου ορµές». «Πώς µπορείς να… θέλω να πω…» «Ο Μόρις Γκόλντµαν». «Παρακαλώ;» Ο Νόα χαµογέλασε. «Το παλιό µου αφεντικό από τον Βορρά. Το όνοµά του ήταν Μόρις Γκόλντµαν. Μου προσέφερε ένα ποσοστό της επιχείρησης ακριβώς µόλις κατατάχτηκα και πέθανε πριν γυρίσω στην πατρίδα. Όταν επέστρεψα στις ΗΠΑ, οι δικηγόροι του µου έδωσαν µια
επιταγή αρκετά µεγάλη για να αγοράσω το κτήµα και να φτιάξω το σπίτι». Η Άλι γέλασε σιγανά. «Πάντα µου έλεγες ότι θα έβρισκες έναν τρόπο να το κάνεις». Κάθισαν αµίλητοι και οι δυο για µια στιγµή, αναπολώντας πάλι το παρελθόν. Η Άλι ήπιε άλλη µια γουλιά τσάι. «Θυµάσαι που τρυπώσαµε εδώ τη βραδιά που µου πρωτοείπες γι’ αυτό το µέρος;» Ο Νόα έγνεψε καταφατικά και εκείνη συνέχισε: «Γύρισα σπίτι λίγο αργά εκείνο το βράδυ και οι γονείς µου ήταν έξω φρενών, όταν µπήκα επιτέλους µέσα. Σαν να τον βλέπω τον µπαµπά µου να στέκεται στο καθιστικό καπνίζοντας ένα τσιγάρο, η µητέρα µου στον καναπέ να κοιτάει ευθεία µπροστά της. Τ’ ορκίζοµαι, είχαν κάτι φάτσες σαν να είχε πεθάνει κάποιος συγγενής. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι γονείς µου κατάλαβαν ότι σε έβλεπα σοβαρά, και µε τη µητέρα µου κάναµε µια µεγάλη κουβέντα αργότερα εκείνη τη νύχτα. Μου είπε: “Είµαι σίγουρη ότι νοµίζεις πως δεν καταλαβαίνω τι περνάς, αλλά καταλαβαίνω. Απλώς µερικές φορές το µέλλον µας υπαγορεύεται από αυτό που είµαστε και όχι από αυτό που θέλουµε”. Θυµάµαι ότι µε πλήγωσε πραγµατικά όταν το είπε αυτό». «Μου το είπες την επόµενη µέρα. Και τα δικά µου αισθήµατα πληγώθηκαν. Τους συµπαθούσα τους γονείς σου και δεν είχα την παραµικρή ιδέα ότι εκείνοι δεν µε συµπαθούσαν». «Δεν ήταν ότι δεν σε συµπαθούσαν. Νόµιζαν ότι δεν ήσουν αντάξιός µου». «Δεν έχει και µεγάλη διαφορά». Υπήρχε µια θλίψη στη φωνή του όταν της απάντησε, και εκείνη ήξερε ότι είχε δίκιο να νιώθει έτσι. Κοίταξε προς τ’ αστέρια καθώς περνούσε το χέρι µέσ’ απ’ τα µαλλιά της, τραβώντας πίσω τις τούφες που είχαν πέσει στο πρόσωπό της.
«Το ξέρω. Πάντα το ήξερα. Ίσως γι’ αυτό φαίνεται πως υπάρχει πάντα µια απόσταση ανάµεσα στη µητέρα µου και σ’ εµένα όταν µιλάµε». «Πώς αισθάνεσαι τώρα γι’ αυτό;» «Ακριβώς όπως αισθάνθηκα και τότε. Ότι είναι λάθος, ότι δεν είναι δίκαιο. Ήταν τροµερό µάθηµα για ένα νεαρό κορίτσι: Ότι η κοινωνική θέση είναι πιο σηµαντική απ’ τα αισθήµατα». Η απάντησή της έκανε τον Νόα να χαµογελάσει αχνά, αλλά δεν είπε τίποτα. «Σε σκεφτόµουν πάντα µετά από εκείνο το καλοκαίρι» είπε. «Αλήθεια;» «Γιατί δεν το πιστεύεις;» Έδειξε γνήσια έκπληξη. «Δεν απάντησες ποτέ στα γράµµατά µου». «Μου έγραψες;» «Δεκάδες γράµµατα. Δυο ολόκληρα χρόνια σου έγραφα χωρίς να πάρω ούτε µια απάντηση». Εκείνη κούνησε αργά το κεφάλι της πριν χαµηλώσει τα µάτια της. «Δεν το ήξερα…» είπε εντέλει χαµηλόφωνα, και εκείνος κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν η µητέρα της που ήλεγχε την αλληλογραφία και έπαιρνε τα γράµµατα εν αγνοία της. Το υποπτευόταν πάντα και από τις εκφράσεις της κατάλαβε πως και εκείνη κατέληγε στο ίδιο συµπέρασµα. «Αυτό που έκανε ήταν λάθος, Νόα, και λυπάµαι πολύ γι’ αυτό. Προσπάθησε όµως να καταλάβεις. Από τη στιγµή που έφυγα µάλλον θεώρησε ότι θα ήταν πιο εύκολο για µένα αν απλώς το ξεχνούσα. Δεν κατάλαβε ποτέ πόσο σηµαντικός ήσουν για µένα και, για να είµαι ειλικρινής, ούτε καν ξέρω αν αγάπησε ποτέ τον πατέρα µου όπως σ’ αγάπησα εγώ. Στο δικό της το µυαλό, µε προστάτευε από τα συναισθήµατά µου, και µάλλον σκέφτηκε ότι ο καλύτερος τρόπος για να το κάνει αυτό ήταν κρύβοντας τα γράµµατα που έστελνες». «Δεν της έπεφτε λόγος, δεν ήταν δική της απόφαση» είπε σιγανά.
«Το ξέρω». «Θα είχε καµία διαφορά ακόµα κι αν τα είχες λάβει;» «Φυσικά. Πάντα αναρωτιόµουν τι έκανες». «Όχι, εννοώ µ’ εµάς. Νοµίζεις ότι θα τα είχαµε καταφέρει;» Της πήρε µια στιγµή να απαντήσει. «Δεν ξέρω, Νόα. Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω, και ούτε κι εσύ ξέρεις. Δεν είµαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ήµασταν τότε. Έχουµε αλλάξει, έχουµε µεγαλώσει. Και οι δυο µας». Έκανε µια παύση. Εκείνος δεν αποκρίθηκε, και µες στη σιωπή η Άλι έστρεψε το βλέµµα της στο ποτάµι. Συνέχισε: «Αλλά ναι, Νόα, νοµίζω ότι θα τα είχαµε καταφέρει. Έτσι θέλω να πιστεύω, τουλάχιστον». Ο Νόα έγνεψε καταφατικά, κοίταξε κάτω και έπειτα έστρεψε το βλέµµα του αλλού. «Τι άνθρωπος είναι ο Λον;» Εκείνη δίστασε, δεν περίµενε αυτήν την ερώτηση. Η αναφορά του ονόµατος του Λον έφερε στην επιφάνεια αισθήµατα ενοχής και για µια στιγµή δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Σήκωσε το φλιτζάνι της, ρούφηξε άλλη µια γουλιά τσάι και αφουγκράστηκε τα χτυπήµατα ενός τρυποκάρυδου κάπου µακριά. Μίλησε χαµηλόφωνα. «Ο Λον είναι όµορφος, γοητευτικός και επιτυχηµένος και οι περισσότερες φίλες µου έχουν σκάσει από τη ζήλια τους. Πιστεύουν ότι είναι τέλειος, και από πολλές απόψεις όντως είναι. Είναι καλός µαζί µου, µε κάνει να γελάω και ξέρω ότι µ’ αγαπάει µε τον τρόπο του». Σταµάτησε για µια στιγµή, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της. «Αλλά πάντα κάτι θα λείπει από τη σχέση µας». Εξέπληξε και τον ίδιο της τον εαυτό µε την απάντησή της, εντούτοις ήξερε ότι ήταν η αλήθεια. Και ήξερε επίσης κοιτώντας τον ότι ο Νόα είχε υποψιαστεί την απάντηση από πριν. «Γιατί;»
Η Άλι χαµογέλασε αδύναµα και αντί απάντησης ανασήκωσε τους ώµους. Η φωνή της κάτι παραπάνω από ψίθυρος. «Υποθέτω ότι ψάχνω ακόµη το είδος του έρωτα που είχαµε εκείνο το καλοκαίρι». Ο Νόα σκέφτηκε αυτό που είπε για πολλή ώρα, αναλογιζόµενος τις ερωτικές του σχέσεις από τότε που έληξε η δική τους. «Εσύ;» ρώτησε εκείνη. «Μας σκεφτόσουν καθόλου;» «Συνέχεια. Ακόµη το κάνω». «Έχεις κάποια σχέση;» «Όχι» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι του. Βυθίστηκαν και οι δυο σε περισυλλογή, καθώς δεν µπορούσαν να το βγάλουν από το µυαλό τους. Ο Νόα τελείωσε την µπίρα του, έκπληκτος που την είχε αδειάσει τόσο γρήγορα. «Πάω να βάλω το νερό να βράσει. Να σου φέρω κάτι;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, και ο Νόα πήγε στην κουζίνα και έβαλε τα καβούρια στη σχάρα της χύτρας και το ψωµί στον φούρνο. Βρήκε λίγο κουρκούτι για τα λαχανικά, τα πασάλειψε και άπλωσε λίγο λίπος στο τηγάνι. Αφού άναψε το µάτι σε χαµηλή θερµοκρασία, ρύθµισε τον χρονοδιακόπτη και πήρε άλλη µια µπίρα από την παγωνιέρα προτού ξαναγυρίσει στη βεράντα. Και όση ώρα τα έκανε αυτά, σκεφτόταν την Άλι και τον έρωτα που έλειπε από τις ζωές και των δυο τους. Και η Άλι σκεφτόταν. Σχετικά µε τον Νόα, την ίδια, πολλά πράγµατα. Για µια στιγµή ευχήθηκε να µην ήταν αρραβωνιασµένη, αλλά γρήγορα έβρισε τον εαυτό της. Δεν ήταν ο Νόα αυτός που αγαπούσε· αγαπούσε αυτό που κάποτε ήταν οι δυο τους. Ο πρώτος της αληθινός έρωτας, ο µοναδικός άντρας µε τον οποίο είχε συνευρεθεί – πώς περίµενε να τον ξεχάσει; Ωστόσο ήταν φυσιολογικό που τα σωθικά της σκιρτούσαν όποτε την πλησίαζε; Ήταν φυσιολογικό να του εξοµολογείται πράγµατα που δεν θα µπορούσε ποτέ να πει σε κάποιον άλλο; Ήταν φυσιολογικό να έρχεται
εδώ τρεις εβδοµάδες πριν από την ηµέρα του γάµου της; «Όχι, δεν είναι» µονολόγησε ψιθυριστά, στο τέλος, κοιτάζοντας τον ουρανό του δειλινού. «Δεν υπάρχει τίποτα το φυσιολογικό σε όλα αυτά». Εκείνη τη στιγµή βγήκε έξω ο Νόα και του χαµογέλασε, χαρούµενη που είχε επιστρέψει έτσι ώστε να µη χρειάζεται να το σκέφτεται άλλο. «Θα πάρει λίγα λεπτά» είπε ενώ ξανακαθόταν. «Δεν πειράζει. Δεν πεινάω τόσο πολύ ακόµη». Τότε την κοίταξε και είδε την τρυφερότητα στα µάτια της. «Χαίροµαι που ήρθες, Άλι» είπε. «Κι εγώ. Λίγο έλειψε να µην το κάνω, όµως». «Γιατί ήρθες;» Με ώθησε µια ανάγκη, ήθελε να πει, αλλά δεν το έκανε. «Απλώς για να σε δω, να µάθω τι κάνεις. Να δω πώς είσαι». Ο Νόα αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν όλο, όµως δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Αντ’ αυτού, άλλαξε θέµα. «Με την ευκαιρία, όλο θέλω να σε ρωτήσω κι όλο το ξεχνάω, ζωγραφίζεις ακόµη;» Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι πια». Ο Νόα έµεινε άναυδος. «Γιατί όχι; Έχεις τόσο µεγάλο ταλέντο». «Δεν ξέρω…» «Φυσικά και ξέρεις. Για κάποιο λόγο σταµάτησες». Είχε δίκιο. Είχε όντως κάποιο λόγο. «Είναι µεγάλη ιστορία». «Έχω ολόκληρο το βράδυ» απάντησε. «Αλήθεια πίστευες ότι ήµουν ταλαντούχα;» ρώτησε χαµηλόφωνα. «Έλα» είπε, παίρνοντάς την από το χέρι «θέλω να σου δείξω κάτι». Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Πέρασαν την πόρτα και πήγαν στο καθιστικό. Σταµάτησε µπροστά από το τζάκι και της έδειξε τον πίνακα που ήταν κρεµασµένος αποπάνω. Η Άλι έβγαλε µια πνιχτή κραυγή, έκπληκτη που δεν τον είχε προσέξει προηγουµένως, ακόµα πιο έκπληκτη
που ο πίνακας βρισκόταν εδώ. «Τον κράτησες;» «Φυσικά τον κράτησα. Είναι θαυµάσιος». Τον κοίταξε µε µια έκφραση δυσπιστίας, και ο Νόα τής εξήγησε. «Όταν τον κοιτάζω µε κάνει να νιώθω ζωντανός. Μερικές φορές νιώθω την ανάγκη να σηκωθώ και να τον αγγίξω. Είναι τόσο αληθινός – τα σχήµατα, οι σκιές, τα χρώµατα. Μερικές φορές τον ονειρεύοµαι, κιόλας. Είναι απίστευτος, Άλι – µπορώ να τον χαζεύω µε τις ώρες». «Σοβαρολογείς» είπε σοκαρισµένη. «Όπως πάντα». Η Άλι δεν είπε τίποτα. «Θέλεις να µου πεις ότι δεν σου το έχει πει ποτέ κανείς;» «Μου το είπε ο καθηγητής µου» είπε επιτέλους «αλλά υποθέτω ότι δεν τον πίστεψα». Ο Νόα ήξερε ότι υπήρχε και κάτι ακόµα. Η Άλι γύρισε αλλού το βλέµµα πριν συνεχίσει. «Σχεδίαζα και ζωγράφιζα από όταν ήµουν παιδί. Υποθέτω πως από όταν µεγάλωσα λίγο, άρχισα να θεωρώ ότι ήµουν καλή. Το απολάµβανα κιόλας. Θυµάµαι να δουλεύω αυτόν τον πίνακα εκείνο το καλοκαίρι, προσέθετα κάθε µέρα κι από κάτι, τον άλλαζα καθώς άλλαζε και η σχέση µας. Δεν θυµάµαι καν πώς ξεκίνησε ή τι ήθελα να είναι, αλλά µε κάποιον τρόπο εξελίχτηκε σε αυτό. »Θυµάµαι ότι µου ήταν αδύνατο να πάψω να ζωγραφίζω αφού γύρισα σπίτι εκείνο το καλοκαίρι. Νοµίζω ότι αυτός ήταν ο τρόπος µου να αποφύγω τον πόνο που βίωνα. Τέλος πάντων στο κολέγιο κατέληξα να ειδικευτώ στη ζωγραφική επειδή πραγµατικά την είχα ανάγκη· θυµάµαι να περνάω ώρες στο ατελιέ µόνη µου και να απολαµβάνω το κάθε λεπτό. Λάτρευα την ελευθερία της δηµιουργίας, το πώς ένιωθα όταν δηµιουργούσα κάτι όµορφο. Λίγο πριν αποφοιτήσω, ο καθηγητής µου, ο οποίος τύγχανε να είναι επίσης ο κριτικός της εφηµερίδας µου είπε ότι
είχα µεγάλο ταλέντο. Μου είπε ότι θα έπρεπε να δοκιµάσω την τύχη µου ως ζωγράφος. Αλλά εγώ δεν τον άκουσα». Σε εκείνο το σηµείο σταµάτησε για να µαζέψει τις σκέψεις της. «Οι γονείς µου δεν θεώρησαν ότι ήταν πρέπον για κάποια σαν εµένα να ζωγραφίζει για τα προς το ζην. Λίγο καιρό µετά απλώς σταµάτησα. Έχω να πιάσω πινέλο εδώ και χρόνια». Κοίταξε τον πίνακα. «Νοµίζεις ότι θα ξαναζωγραφίσεις ποτέ;» «Δεν είµαι σίγουρη αν µπορώ πια. Έχει περάσει πολύς καιρός». «Μπορείς ακόµη να το κάνεις, Άλι. Το ξέρω ότι µπορείς. Έχεις ένα ταλέντο που πηγάζει από την καρδιά σου, όχι απ’ τα δάχτυλά σου. Αυτό που έχεις εσύ δεν µπορεί ποτέ να χαθεί. Είναι αυτό που οι άλλοι µπορούν µόνο να ονειρεύονται. Είσαι καλλιτέχνιδα, Άλι». Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν µε τόση ειλικρίνεια, που ήξερε ότι δεν το έλεγε απλώς από ευγένεια. Αληθινά πίστευε στις ικανότητές της, και για κάποιο λόγο αυτό είχε πολύ µεγαλύτερη αξία γι’ αυτήν από ό,τι περίµενε. Τότε όµως συνέβη και κάτι άλλο, κάτι ακόµα πιο δυνατό. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί συνέβη αυτό, τότε όµως ήταν που το χάσµα άρχισε να κλείνει για την Άλι, το χάσµα που η ίδια είχε ανοίξει στη ζωή της για να διαχωρίζει τον πόνο από τη χαρά. Και τότε υποπτεύτηκε, ίσως όχι συνειδητά, ότι σε αυτή την κατάσταση υπήρχε κάτι περισσότερο απ’ ό,τι θα ήθελε να παραδεχτεί η ίδια. Αλλά εκείνη τη στιγµή δεν το είχε αντιληφθεί ακόµη πλήρως και γύρισε να τον αντικρίσει. Τεντώθηκε και άγγιξε το χέρι του, διστακτικά, απαλά, εµβρόντητη που µετά από όλα αυτά τα χρόνια εκείνος µε κάποιον τρόπο γνώριζε ακριβώς τι είχε ανάγκη να ακούσει. Όταν τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν, συνειδητοποίησε για ακόµα µία φορά πόσο ξεχωριστός ήταν. Και για µια φευγαλέα στιγµή, µια στάλα χρόνου που έµεινε µετέωρη όπως οι πυγολαµπίδες στον καλοκαιρινό ουρανό, αναρωτήθηκε αν ήταν
και πάλι ερωτευµένη µαζί του. Το χρονόµετρο χτύπησε στην κουζίνα, ένα µικρό ντινγκ, και ο Νόα έστρεψε αλλού το βλέµµα του διαλύοντας τη στιγµή· ό,τι είχε µόλις συµβεί είχε παράξενη επιρροή επάνω του. Τα µάτια της του είχαν µιλήσει και του ψιθύρισαν κάτι που λαχταρούσε να ακούσει, ωστόσο δεν µπορούσε να κάνει τη φωνή µέσα στο κεφάλι του να σιωπήσει, τη δική της φωνή που του είχε πει για την αγάπη της για έναν άλλον άντρα. Έβρισε µέσ’ απ’ τα δόντια του το χρονόµετρο πηγαίνοντας στην κουζίνα για να βγάλει το ψωµί από τον φούρνο. Κόντεψε να κάψει τα δάχτυλά του, πέταξε τη φραντζόλα πάνω στον πάγκο και είδε ότι το τηγάνι ήταν έτοιµο. Πρόσθεσε τα λαχανικά και τ’ άκουσε που άρχισαν να τσιτσιρίζουν. Τότε, µουρµουρίζοντας, πήρε λίγο βούτυρο από την παγωνιέρα, το άπλωσε στο ψωµί και έλιωσε λίγο ακόµα για τα καβούρια. Η Άλι τον είχε ακολουθήσει στην κουζίνα και καθάρισε τον λαιµό της. «Να ετοιµάσω το τραπέζι;» Ο Νόα τής έδειξε µε το µαχαίρι του ψωµιού. «Βέβαια, εκεί πέρα είναι τα πιάτα. Τα µαχαιροπίρουνα και οι χαρτοπετσέτες εκεί. Φρόντισε να πάρεις πολλές – τα καβούρια λερώνουν, οπότε θα τις χρειαστούµε». Δεν µπορούσε να την κοιτάξει καθώς µιλούσε. Δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει ότι είχε παρεξηγήσει αυτό που είχε µόλις συµβεί ανάµεσά τους. Δεν ήθελε να έχει κάνει λάθος. Και η Άλι αναρωτιόταν για εκείνη τη στιγµή και αισθανόταν έξαψη καθώς τη σκεφτόταν. Τα λόγια που της είχε πει έπαιζαν σε επανάληψη µέσα στο κεφάλι της, ενώ έβρισκε όλα όσα χρειαζόταν για το τραπέζι: πιάτα, σερβίτσια, αλατοπίπερο. Ο Νόα τής έδωσε το ψωµί τη στιγµή που τελείωνε µε το τραπέζι και τα δάχτυλά τους ακούµπησαν ελάχιστα. Έστρεψε την προσοχή του πάλι στο τηγάνι και γύρισε τα λαχανικά. Σήκωσε το καπάκι της χύτρας, είδε ότι τα καβούρια χρειάζονταν ένα λεπτό και τα άφησε να µαγειρευτούν λίγο ακόµα. Τώρα πια ήταν πιο
ψύχραιµος και ξανάπιασε την ψιλοκουβέντα. «Έχεις ξαναφάει ποτέ καβούρι;» «Κάνα δυο φορές. Αλλά µόνο σε σαλάτα». Ο Νόα γέλασε. «Ε, τότε ετοιµάσου να ζήσεις µια νέα περιπέτεια. Στάσου µια στιγµή». Εξαφανίστηκε στον επάνω όροφο για λίγο και επέστρεψε µε ένα σκούρο µπλε πουκάµισο. Της το κράτησε ανοιχτό. «Ορίστε, φόρα αυτό. Δεν θέλω να λεκιάσεις το φόρεµά σου». Η Άλι το φόρεσε και µύρισε το άρωµα που είχε µείνει στο πουκάµισο – η µυρωδιά του, ξεχωριστή, φυσική. «Μην ανησυχείς» είπε, βλέποντας την έκφρασή της, «καθαρό είναι». Εκείνη γέλασε. «Το ξέρω. Μου θύµισε απλώς το πρώτο µας ραντεβού. Μου έδωσες το µπουφάν σου εκείνη τη βραδιά, θυµάσαι;» Ο Νόα κατένευσε. «Το θυµάµαι, αµέ. Ο Φιν και η Σάρα ήταν µαζί µας. Ο Φιν µού έριχνε διαρκώς αγκωνιές σε όλη τη διαδροµή µέχρι το σπίτι των γονιών σου για να σου πιάσω το χέρι». «Εσύ, όµως, δεν το έκανες». «Όχι» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι του. «Γιατί όχι;» «Ντρεπόµουν, ίσως, ή φοβόµουν. Δεν ξέρω. Απλώς δεν µου φαινόταν σωστό να κάνω κάτι τέτοιο τότε». «Τώρα που το σκέφτοµαι, ήσουν κάπως ντροπαλός, δεν ήσουν;» «Προτιµώ τη διατύπωση “ήσυχη αυτοπεποίθηση”» αποκρίθηκε κλείνοντάς της το µάτι και εκείνη χαµογέλασε. Τα λαχανικά και τα καβούρια ήταν έτοιµα σχεδόν την ίδια στιγµή. «Πρόσεξε, καίνε» είπε καθώς της τα έδινε και κάθισαν απέναντι στο µικρό ξύλινο τραπέζι. Τότε συνειδητοποιώντας ότι το τσάι ήταν ακόµη πάνω στον πάγκο, η Άλι σηκώθηκε και το έφερε στο τραπέζι. Αφού έβαλε µερικά λαχανικά και λίγο ψωµί στα πιάτα τους, ο Νόα πρόσθεσε από ένα καβούρι, και η Άλι κάθισε για µια στιγµή, κοιτώντας το επίµονα. «Μοιάζει µε µαµούνι».
«Καλό µαµούνι, ωστόσο» είπε. «Στάσου, άσε µε να σου δείξω πώς γίνεται». Της έδειξε γρήγορα, κάνοντάς το να φαίνεται εύκολο, αφαιρώντας το ψαχνό και βάζοντάς το στο πιάτο της. Η Άλι την πρώτη και τη δεύτερη φορά έβαλε πολλή δύναµη για να σπάσει τα πόδια και µετά έπρεπε να βγάζει κοµµατάκια καβούκι από το ψαχνό. Στην αρχή ένιωσε αδέξια, ανησυχούσε ότι εκείνος έβλεπε το κάθε λάθος της, τότε όµως συνειδητοποίησε τη δική της ανασφάλεια. Εκείνος δεν νοιαζόταν για τέτοια πράγµατα. Ποτέ του δεν είχε νοιαστεί. «Τι απέγινε ο Φιν, λοιπόν;» ρώτησε. Του πήρε ένα δευτερόλεπτο να απαντήσει. «Ο Φιν σκοτώθηκε στον πόλεµο. Το πλοίο του τορπιλίστηκε το ’43». «Λυπάµαι» είπε η Άλι. «Ξέρω ότι ήταν καλός σου φίλος». Η φωνή του άλλαξε, τώρα έβγαινε λίγο πιο βαθιά. «Ήταν. Τον σκέφτοµαι πολύ αυτόν τον καιρό. Ιδίως θυµάµαι την τελευταία φορά που τον είδα. Είχα έρθει για να αποχαιρετίσω τον µπαµπά µου προτού καταταγώ, και συναντηθήκαµε τυχαία. Δούλευε στην τράπεζα, όπως κι ο πατέρας του, και οι δυο µας περάσαµε πολύ χρόνο µαζί εκείνη την εβδοµάδα. Μερικές φορές νοµίζω ότι εγώ τον έπεισα να καταταχτεί. Δεν νοµίζω ότι θα το έκανε αν δεν επρόκειτο να το κάνω εγώ». «Αυτό είναι άδικο» είπε εκείνη, µετανιωµένη που είχε αναφέρει το ζήτηµα. «Έχεις δίκιο. Απλώς, µου λείπει, αυτό είναι όλο». «Κι εγώ τον συµπαθούσα. Μ’ έκανε να γελάω». «Πάντα ήταν καλός σ’ αυτό». Τον κοίταξε πονηρά. «Ήταν τσιµπηµένος µαζί µου, ξέρεις». «Το ξέρω. Μου το είπε». «Αλήθεια; Τι σου είπε;» Ο Νόα ανασήκωσε τους ώµους. «Ό,τι έλεγε συνήθως. Ότι
αναγκάστηκε να χρησιµοποιήσει βέργα για να σε διώξει. Ότι τον κυνηγούσες διαρκώς, τέτοια πράγµατα». Η Άλι γέλασε σιγανά. «Εσύ τον πίστεψες;» «Φυσικά» απάντησε «γιατί να µην τον πιστέψω;» «Εσείς οι άντρες πάντα υποστηρίζετε ο ένας τον άλλο» είπε, ενώ τεντώθηκε για να του δώσει µια σκουντιά. Συνέχισε. «Πες µου, λοιπόν, όλα όσα συνέβησαν στη ζωή σου από την τελευταία φορά που σε είδα». Τότε άρχισαν να συζητάνε, αναπληρώνοντας τον χαµένο χρόνο. Ο Νόα τής µίλησε για τη φυγή του από το Νιου Μπερν, για τη δουλειά του στο ναυπηγείο και τη µάντρα των σιδηρικών στο Νιου Τζέρσι. Μίλησε µε τρυφερά λόγια για τον Μόρις Γκόλντµαν και ίσα που άγγιξε το θέµα του πολέµου, αποφεύγοντας τις περισσότερες λεπτοµέρειες, της είπε για τον πατέρα του και το πόσο πολύ του έλειπε. Η Άλι µίλησε για τις σπουδές της στο κολέγιο, για τη ζωγραφική και τις ώρες που πέρασε ως εθελόντρια στο νοσοκοµείο. Του είπε για την οικογένειά της και τους φίλους και τις φιλανθρωπίες µε τις οποίες ασχολούνταν. Κανείς τους δεν ανέφερε κάποιο φλερτ από την τελευταία φορά που είχαν ιδωθεί. Μέχρι και τον Λον αγνόησαν και, παρά το γεγονός ότι και οι δυο διαπίστωσαν την παράλειψη, κανείς τους δεν τον ανέφερε. Κατόπιν, η Άλι προσπάθησε να θυµηθεί την τελευταία φορά που εκείνη και ο Λον είχαν µιλήσει έτσι. Παρότι ήταν καλός ακροατής και σπάνια διαπληκτίζονταν, δεν ήταν ο τύπος του άντρα που έκανε τέτοιες συζητήσεις. Όπως ο πατέρας της, δεν ένιωθε άνετα να µοιράζεται τις σκέψεις και τα συναισθήµατά του. Είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει ότι χρειαζόταν να έχει µια πιο στενή σχέση µαζί του, αλλά τα λόγια της δεν φάνηκε να πιάνουν τόπο. Ενώ καθόταν τώρα εδώ, συνειδητοποίησε τι έχανε τόσο καιρό. Ο ουρανός έγινε πιο σκοτεινός, και το φεγγάρι ανέβηκε ψηλότερα καθώς αργοδιάβαινε το βράδυ. Και χωρίς κανείς από τους δυο τους να το αντιληφθεί, άρχισαν να ανακτούν την οικειότητά τους, εκείνο το στενό
δέσιµο που είχαν κάποτε. Τελείωσαν το δείπνο, ευχαριστηµένοι κι οι δυο από το γεύµα τους, χωρίς να µιλάει πολύ κανείς τους τώρα. Ο Νόα κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι είχε περάσει η ώρα. Τα αστέρια είχαν βγει στον ουρανό, τα τριζόνια είχαν ησυχάσει λίγο. Είχε απολαύσει την κουβέντα του µε την Άλι και αναρωτιόταν αν είχε µιλήσει υπερβολικά πολύ, αναρωτιόταν τι σκεφτόταν εκείνη για τη ζωή του, ελπίζοντας ότι µε κάποιον τρόπο θα µπορούσε να την είχε επηρεάσει. Ο Νόα σηκώθηκε και ξαναγέµισε την τσαγιέρα. Έφεραν και οι δυο τα πιάτα στον νεροχύτη και άδειασαν το τραπέζι και εκείνος γέµισε άλλα δυο φλιτζάνια µε ζεστό νερό, προσθέτοντας φακελάκια τσαγιού και στα δύο. «Πάµε πάλι στη βεράντα, τι λες;» ρώτησε, δίνοντάς της το φλιτζάνι και εκείνη συµφώνησε, προχωρώντας µπροστά. Ο Νόα άρπαξε ένα κουβερλί για εκείνη σε περίπτωση που κρυώσει και, σύντοµα, είχαν βρεθεί πάλι στις ίδιες θέσεις, το κουβερλί σκέπαζε τα πόδια της, οι πολυθρόνες κουνιούνταν ρυθµικά µπρος πίσω. Ο Νόα την παρακολουθούσε µε την άκρη του µατιού του. Θεέ µου, είναι πανέµορφη, σκέφτηκε. Και µέσα του, πόνεσε. Γιατί κάτι είχε συµβεί στη διάρκεια του δείπνου. Πολύ απλά, είχε ερωτευτεί ξανά. Το ήξερε τώρα έτσι όπως καθόντουσαν δίπλα δίπλα. Είχε ερωτευτεί µια καινούργια Άλι, όχι απλώς την ανάµνησή της. Από την άλλη, όµως, δεν είχε πάψει ποτέ πραγµατικά να είναι ερωτευµένος µαζί της και αυτό, συνειδητοποίησε, ήταν το πεπρωµένο του. «Τι βραδιά κι αυτή» είπε, η φωνή του απαλότερη τώρα. «Πράγµατι» είπε εκείνη «ήταν µια υπέροχη βραδιά». Ο Νόα κατέφυγε στ’ άστρα, η λάµψη τους του υπενθύµισε ότι εκείνη
σύντοµα θα έφευγε και ένιωσε σχεδόν κενός µέσα του. Δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ αυτή η βραδιά. Πώς να της το έλεγε; Τι µπορούσε να πει για να την κάνει να µείνει; Δεν ήξερε. Έτσι αποφάσισε να µην πει τίποτα. Και τότε συνειδητοποίησε ότι είχε αποτύχει. Οι πολυθρόνες συνέχιζαν να κινούνται στον αργό τους ρυθµό. Πάλι νυχτερίδες πάνω από το ποτάµι. Νυχτοπεταλούδες φιλούσαν το φως της βεράντας. Κάπου, το ήξερε, υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν έρωτα. «Μίλα µου» του είπε, εντέλει, η φωνή της αισθησιακή. Ή µήπως το µυαλό του του έπαιζε παιχνίδια; «Τι να πω;» «Μίλα µου όπως έκανες τότε κάτω από τη βελανιδιά». Και εκείνος της απήγγειλε διάφορα αποσπάσµατα. Γουίτµαν και Τόµας, επειδή αγαπούσε τις εικόνες που έπλαθαν. Τένισον και Μπράουνινγκ, επειδή τα θέµατά τους τα ένιωθε τόσο οικεία. Η Άλι ακούµπησε το κεφάλι της στην πλάτη της πολυθρόνας κλείνοντας τα µάτια της, µέχρι να τελειώσει την απαγγελία του είχε ζεσταθεί λιγάκι. Δεν ήταν µόνο τα ποιήµατα ή η φωνή του που την είχαν ζεστάνει. Ήταν τα πάντα, το όλον µεγαλύτερο από το άθροισµα των µερών του. Δεν προσπάθησε να τα αναλύσει, δεν ήθελε, άλλωστε δεν προορίζονταν για ανάλυση. Ο προορισµός της ποίησης ήταν να σε εµπνέει χωρίς προφανή λόγο, να σε αγγίζει χωρίς να καταλαβαίνεις το γιατί. Χάρη στον Νόα, είχε πάει σε µερικές ποιητικές αναγνώσεις που διοργανώνονταν από το τµήµα Αγγλικής Φιλολογίας όσο ήταν στο κολέγιο. Είχε καθίσει και είχε ακούσει διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικά ποιήµατα, αλλά πολύ σύντοµα είχε πάψει να πηγαίνει, αποκαρδιωµένη από το ότι κανείς δεν τη συνέπαιρνε, ούτε της φαινόταν τόσο συνεπαρµένος όσο θα έπρεπε να είναι ένας αληθινός εραστής της ποίησης.
Συνέχισαν να κουνιούνται στις πολυθρόνες τους για λίγο, πίνοντας τσάι, σιωπηλοί, χαµένοι στις σκέψεις τους. Η παρόρµηση που την είχε φέρει εδώ είχε χαθεί πια –χαιρόταν γι’ αυτό–, ανησυχούσε όµως για τα συναισθήµατα που είχαν πάρει τη θέση της, που στροβιλίζονταν µέσα της σαν τη σκόνη χρυσού στο κόσκινο των χρυσοθήρων. Είχε προσπαθήσει να τα αρνηθεί, να τους κρυφτεί, αλλά τώρα συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να πάψουν. Χρόνια ολόκληρα είχε να νιώσει έτσι. Ο Λον δεν µπορούσε να της ξυπνήσει αυτά τα συναισθήµατα. Ποτέ δεν το είχε να κάνει και, πιθανότατα, ποτέ δεν θα µπορούσε. Ίσως γι’ αυτό να µην είχε πλαγιάσει ποτέ µαζί του. Εκείνος το είχε προσπαθήσει παλιότερα, πολλές φορές, είχε χρησιµοποιήσει τα πάντα, από λουλούδια µέχρι ενοχές, και εκείνη χρησιµοποιούσε πάντα τη δικαιολογία ότι ήθελε να περιµένει µέχρι τον γάµο. Το έπαιρνε καλά, συνήθως, και η Άλι µερικές φορές αναρωτιόταν πόσο πολύ θα πληγωνόταν αν µάθαινε ποτέ για τον Νόα. Υπήρχε και κάτι άλλο όµως που την έκανε να θέλει να περιµένει και είχε να κάνει µε τον ίδιο τον Λον. Στη δουλειά του ήταν δυναµικός και σε αυτήν έδινε την περισσότερη προσοχή του. Πρώτα ερχόταν η δουλειά και γι’ αυτόν δεν υπήρχε χρόνος για ποιήµατα και άσκοπα απογεύµατα σε κουνιστές πολυθρόνες στις βεράντες. Εκείνη ήξερε ότι γι’ αυτό ήταν επιτυχηµένος και ένα κοµµάτι της τον σεβόταν γι’ αυτό. Αλλά αισθανόταν κιόλας ότι αυτό δεν αρκούσε. Ήθελε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι περισσότερο. Πάθος και ροµαντισµό ίσως, ή ήσυχες συζητήσεις υπό το φως των κεριών, ή ακόµα ακόµα κάτι τόσο απλό όπως να µην έρχεται δεύτερη. Και ο Νόα έβαζε τις σκέψεις του σε τάξη. Αυτό το δειλινό θα έµενε στη µνήµη του ως µια από τις πιο ξεχωριστές στιγµές της ζωής του. Ενώ κουνιόταν στην πολυθρόνα του, έφερνε στο µυαλό του κάθε του λεπτοµέρεια, ξανά και ξανά. Οτιδήποτε είχε κάνει εκείνη του φαινόταν,
κατά κάποιον τρόπο, ηλεκτρισµένο, φορτισµένο. Τώρα, ενώ καθόταν πλάι της, αναρωτήθηκε αν κι εκείνη είχε ποτέ ονειρευτεί τα ίδια πράγµατα όσο ήταν χώρια: Είχε ονειρευτεί ποτέ τους δυο τους αγκαλιασµένους ξανά να φιλιούνται στο απαλό φεγγαρόφωτο; Ή, µήπως, το είχε τραβήξει περισσότερο και είχε ονειρευτεί τα γυµνά κορµιά τους που είχαν µείνει µακριά για πάρα πολύ καιρό… Κοίταξε τα αστέρια και θυµήθηκε τις χιλιάδες άδειες νύχτες που είχε περάσει από την τελευταία φορά που αντίκρισαν ο ένας τον άλλο. Ξαναβλέποντάς την ήρθαν στην επιφάνεια όλα εκείνα τα συναισθήµατα και το βρήκε αδύνατο να τα ξανακαταπιέσει. Εκείνη τη στιγµή κατάλαβε ότι ήθελε να της κάνει πάλι έρωτα και σε αντάλλαγµα να πάρει την αγάπη της. Αυτό ήταν το µοναδικό πράγµα που χρειαζόταν. Συνειδητοποίησε, όµως, ότι αυτό δεν µπορούσε ποτέ να συµβεί. Τώρα που ήταν αρραβωνιασµένη. Η Άλι κατάλαβε από τη σιωπή του ότι αυτήν σκεφτόταν και διαπίστωσε ότι το καταχάρηκε. Δεν ήξερε τι σκέψεις έκανε ακριβώς, στην πραγµατικότητα δεν την ένοιαζε, απλώς ήξερε ότι αφορούσαν την ίδια και αυτό της ήταν αρκετό. Σκέφτηκε τη συζήτησή τους στο δείπνο και συλλογίστηκε τη µοναξιά. Για κάποιο λόγο δεν µπορούσε να τον φανταστεί να διαβάζει ποίηση σε κάποια άλλη ούτε καν να µοιράζεται τα όνειρά του µε κάποια άλλη γυναίκα. Δεν έµοιαζε τέτοιος τύπος. Είτε αυτό, ή αυτή δεν ήθελε να το πιστέψει. Άφησε κάτω το τσάι της, πέρασε τα χέρια µέσα απ’ τα µαλλιά της, κλείνοντας τα µάτια καθώς το έκανε αυτό. «Είσαι κουρασµένη;» ρώτησε, δραπετεύοντας επιτέλους από τις σκέψεις του. «Λιγάκι. Σε δυο λεπτά πρέπει, πραγµατικά, να πηγαίνω». «Το ξέρω» είπε, γνέφοντας, ο τόνος της φωνής του ουδέτερος. Η Άλι δεν σηκώθηκε αµέσως. Πήρε το φλιτζάνι της και ήπιε την
τελευταία γουλιά τσαγιού, νιώθοντάς το να της ζεσταίνει τον λαιµό. Αποτύπωσε στο µυαλό της το βραδινό τοπίο. Το φεγγάρι που είχε ανέβει ψηλότερα, τον άνεµο στα δέντρα, την πτώση της θερµοκρασίας. Μετά κοίταξε τον Νόα. Η ουλή στο πρόσωπό του ήταν ορατή από το πλάι. Αναρωτήθηκε αν είχε συµβεί στη διάρκεια του πολέµου, έπειτα αν είχε τραυµατιστεί ποτέ. Ο ίδιος δεν το είχε αναφέρει και εκείνη δεν είχε ρωτήσει, κυρίως επειδή δεν ήθελε να τον φανταστεί λαβωµένο. «Πρέπει να φύγω» είπε, στο τέλος, δίνοντάς του το κουβερλί. Ο Νόα κατένευσε, έπειτα σηκώθηκε όρθιος, χωρίς λέξη. Πήρε το κουβερλί και περπάτησαν µαζί µέχρι το αυτοκίνητό της, ενώ τα πεσµένα φύλλα έτριζαν κάτω από τα πόδια τους. Εκείνη άρχισε να βγάζει το πουκάµισο που της είχε δανείσει, ενώ εκείνος άνοιγε την πόρτα, αλλά τη σταµάτησε. «Κράτησέ το» είπε. «Θέλω να το έχεις εσύ». Δεν ρώτησε γιατί, επειδή και η ίδια ήθελε να το κρατήσει. Το έστρωσε καλύτερα πάνω της και µετά σταύρωσε τα χέρια της για να διώξει την ψύχρα. Για κάποιο λόγο, καθώς στεκόταν εκεί, θυµήθηκε τη στιγµή που στεκόταν στην µπροστινή βεράντα του σπιτιού της έπειτα από έναν σχολικό χορό περιµένοντας ένα φιλί. «Πέρασα υπέροχα απόψε» της είπε. «Ευχαριστώ που µε βρήκες». «Κι εγώ πέρασα υπέροχα» απάντησε η Άλι. Μάζεψε όλο του το κουράγιο. «Θα σε δω αύριο;» Μια απλή ερώτηση. Εκείνη ήξερε ποια έπρεπε να είναι η απάντηση, ειδικά αν δεν ήθελε να περιπλέξει τη ζωή της. «Δεν νοµίζω ότι θα έπρεπε» ήταν το µόνο που χρειαζόταν να πει, και το θέµα θα έληγε. Για ένα δευτερόλεπτο όµως δεν είπε τίποτα. Τότε ήρθε αντιµέτωπη µε τον δαίµονα της επιλογής, που την πείραζε, την προκαλούσε. Γιατί δεν µπορούσε να το πει; Δεν ήξερε. Αλλά καθώς κοιτούσε µες στα µάτια του για να βρει την απάντηση που έψαχνε, είδε τον άντρα που είχε ερωτευτεί κάποτε και ξάφνου όλα έγιναν ξεκάθαρα.
«Θα το ήθελα». Ο Νόα έµεινε έκπληκτος. Δεν περίµενε να είναι αυτή η απάντησή της. Τότε θέλησε να την αγγίξει, να την πάρει στην αγκαλιά του, αλλά δεν το έκανε. «Μπορείς να έρθεις το µεσηµέρι;» «Φυσικά. Τι θέλεις να κάνουµε;» «Θα δεις» απάντησε. «Ξέρω ακριβώς πού πρέπει να πάµε». «Έχω ξαναπάει ποτέ εκεί;» «Όχι, αλλά είναι ένα εκπληκτικό µέρος». «Πού είναι;» «Έκπληξη». «Θα µου αρέσει;» «Θα το λατρέψεις» είπε. Γύρισε απ’ την άλλη µεριά προτού επιχειρήσει να τη φιλήσει. Δεν ήξερε αν όντως θα το προσπαθούσε, αλλά για κάποιο λόγο ήξερε ότι, αν το έκανε, θα της ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τον εµποδίσει. Δεν µπορούσε να το διαχειριστεί τώρα αυτό µε όλα όσα συνέβαιναν µέσα στο κεφάλι της. Κάθισε πίσω απ’ το τιµόνι, βγάζοντας έναν αναστεναγµό ανακούφισης. Ο Νόα τής έκλεισε την πόρτα και έβαλε µπρος τη µηχανή. Με το αµάξι στο ρελαντί κατέβασε ελάχιστα το παράθυρό της. «Τα λέµε αύριο» είπε, ενώ τα µάτια της αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού. Ο Νόα τη χαιρέτησε κουνώντας το χέρι του καθώς εκείνη έβγαινε µε την όπισθεν. Η Άλι έκανε αναστροφή, έπειτα µπήκε στο δροµάκι και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Εκείνος ακολούθησε µε το βλέµµα του το αυτοκίνητο µέχρι που τα φώτα του εξαφανίστηκαν πίσω από τις µακρινές βελανιδιές και ο ήχος της µηχανής χάθηκε. Η Κλεµ ήρθε κοντά του και εκείνος γονάτισε για να τη χαϊδέψει, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον λαιµό της, ξύνοντας το σηµείο εκείνο που αυτή δεν µπορούσε να φτάσει πια. Αφού έριξε µια τελευταία µατιά στον δρόµο, ξαναγύρισαν, πλάι
πλάι, στη βεράντα. Κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του, µόνος πια, προσπαθώντας ακόµα µια φορά να συλλάβει µε τον νου του το βράδυ που είχε µόλις περάσει. Το σκεφτόταν. Το έπαιζε σε επανάληψη. Το ξαναέβλεπε. Το ξανάκουγε. Το έπαιζε σε αργή κίνηση. Δεν είχε όρεξη τώρα να παίξει κιθάρα, δεν είχε όρεξη να διαβάσει. Δεν ήξερε τι ένιωθε. «Είναι αρραβωνιασµένη» ψιθύρισε τελικά και, έπειτα σώπασε για ώρες, η πολυθρόνα έβγαζε τον µοναδικό ήχο. Η βραδιά ήταν ήσυχη πια µε λίγη δραστηριότητα εκτός της Κλεµ που τον επισκεπτόταν, κατά διαστήµατα, για να δει πώς ήταν, σαν να ήθελε να τον ρωτήσει: «Είσαι καλά;». Και κάποια στιγµή µετά τα µεσάνυχτα εκείνη την ξάστερη βραδιά του Οκτώβρη, τα συναισθήµατα και οι αναµνήσεις τον κατέκλυσαν, και τον Νόα τον κατέλαβε η νοσταλγία. Και αν τον έβλεπε κάποιος, θα αντίκριζε έναν άντρα ηλικιωµένο, κάποιον που είχε φτάσει σε βαθιά γεράµατα µέσα σε µόλις δυο ώρες. Κάποιον σκυφτό στην πολυθρόνα του µε το πρόσωπο κρυµµένο στις παλάµες του και µάτια δακρυσµένα. Δεν ήξερε πώς να τα σταµατήσει.
Τηλεφωνήµατα
Ο ΛΟΝ ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ.
Είχε καλέσει στις επτά, έπειτα στις οχτώ και τριάντα και τώρα κοίταξε πάλι το ρολόι του. Εννέα και σαράντα πέντε. Πού ήταν; Ήξερε ότι ήταν εκεί που είχε πει πως θα ήταν επειδή είχε µιλήσει µε τον υπεύθυνο του πανδοχείου νωρίτερα. Ναι, είχε δώσει τα στοιχεία της στη ρεσεψιόν και ο υπεύθυνος την είχε δει τελευταία φορά γύρω στις έξι. Πήγαινε να δειπνήσει, σκέφτηκε. Όχι, δεν την είχε ξαναδεί από τότε, ούτε γνώριζε το πρόγραµµά της. Ο Λον κούνησε το κεφάλι του και έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ήταν ο τελευταίος που είχε µείνει στο γραφείο, ως συνήθως, και όλα ήταν ήσυχα. Αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό µε µια δίκη εν εξελίξει, ακόµα κι αν η δίκη πήγαινε καλά. Η δικηγορία ήταν το πάθος του και το να µένει µόνος του αργά τη νύχτα τού έδινε την ευκαιρία να καλύψει το χαµένο έδαφος στη δουλειά του ανενόχλητος. Ήξερε ότι θα κέρδιζε την υπόθεση επειδή κατείχε πλήρως τη νοµοθεσία και γοήτευε τους ενόρκους. Πάντα το έκανε και οι ήττες σπάνιζαν πια. Εν µέρει, αυτό οφειλόταν στην ικανότητά του να επιλέγει τις υποθέσεις εκείνες στις οποίες ήταν ειδήµων και ήξερε ότι θα τις
κερδίσει. Είχε φτάσει σε αυτό το επίπεδο στα επαγγελµατικά του. Μόνο λίγοι εκλεκτοί στην πόλη είχαν παρόµοια φήµη και αυτή αντικατοπτριζόταν στις αποδοχές του. Αλλά το πιο σηµαντικό κοµµάτι της επιτυχίας του ήταν απόρροια της σκληρής δουλειάς του. Έδινε πάντοτε σηµασία στις λεπτοµέρειες, ιδίως τον πρώτο καιρό λειτουργίας του γραφείου του. Στα µικροπράγµατα, στις αοριστίες και τώρα πια του είχε γίνει συνήθεια. Είτε ήταν ζήτηµα νοµοθεσίας είτε παρουσίασης, ήταν φιλόπονος στη µελέτη του, και αυτό τον είχε κάνει να κερδίσει µερικές υποθέσεις στην καριέρα του τις οποίες, κανονικά, θα έπρεπε να έχει χάσει. Και τώρα τον ενοχλούσε µια µικρή λεπτοµέρεια. Όχι σχετικά µε την υπόθεση. Όχι, αυτή ήταν µια χαρά. Κάτι άλλο ήταν. Κάτι σχετικό µε την Άλι. Αλλά που να πάρει, δεν µπορούσε να το προσδιορίσει ακριβώς. Ήταν καλά σήµερα το πρωί όταν εκείνη έφυγε. Έτσι νόµιζε, τουλάχιστον. Κάποια στιγµή µετά το τηλεφώνηµά της όµως, ίσως έπειτα από περίπου µία ώρα, του ήρθε κάτι σαν επιφοίτηση. Η µικρή λεπτοµέρεια. Λεπτοµέρεια. Κάτι αµελητέο; Κάτι σηµαντικό; Σκέψου… Σκέψου… Να πάρει, τι ήταν; Η επιφοίτηση. Κάτι… Κάτι… Κάτι που ειπώθηκε; Κάτι είχε ειπωθεί; Ναι, αυτό ήταν. Το ήξερε. Τι ήταν όµως; Είχε πει κάτι η Άλι στο τηλέφωνο; Τότε ήταν που άρχισε να αισθάνεται έτσι και στο µυαλό του ξαναέπαιξε τη συνοµιλία τους. Όχι, τίποτα πέρα από τα συνηθισµένα. Αυτό ήταν, όµως, τώρα πια ήταν σίγουρος. Τι είχε πει; Το ταξίδι της ήταν καλό, είχε πάει στο πανδοχείο, είχε κάνει λίγα
ψώνια. Άφησε τον αριθµό της. Αυτά, πάνω κάτω. Τη σκέφτηκε. Την αγαπούσε, γι’ αυτό ήταν βέβαιος. Δεν ήταν µόνο όµορφη και γοητευτική, αλλά είχε γίνει και η πηγή της ισορροπίας του και η καλύτερή του φίλη, συν τοις άλλοις. Έπειτα από µια δύσκολη µέρα στη δουλειά, εκείνη ήταν το πρώτο πρόσωπο στο οποίο τηλεφωνούσε. Εκείνη τον άκουγε, γελούσε στις κατάλληλες στιγµές και σαν να είχε την έκτη αίσθηση, ήξερε πάντα τι είχε ανάγκη να ακούσει. Περισσότερο κι απ’ όλα αυτά όµως θαύµαζε τον τρόπο µε τον οποίο εξέφραζε πάντα την άποψή της. Θυµήθηκε ότι έπειτα από τις πρώτες εξόδους τους, της είχε πει αυτό που έλεγε σε όλες τις γυναίκες µε τις οποίες έβγαινε ραντεβού – ότι δεν ήταν έτοιµος για σταθερή σχέση. Σε αντίθεση µε τις άλλες ωστόσο, η Άλι είχε απλώς γνέψει και είχε πει «Καλώς». Καθώς όµως έβγαινε από την πόρτα, είχε γυρίσει και του είχε πει: «Αλλά το πρόβληµά σου δεν είµ’ εγώ, ούτε η δουλειά σου, ούτε η ελευθερία σου, ούτε οτιδήποτε άλλο νοµίζεις ότι είναι. Το πρόβληµά σου είναι ότι είσαι µόνος. Ο πατέρας σου έκανε διάσηµο το όνοµα Χάµοντ και, κατά πάσα πιθανότητα, σε συγκρίνουν µαζί του όλη σου τη ζωή. Δεν υπήρξες ποτέ αυθύπαρκτη προσωπικότητα. Μια τέτοια ζωή σε κάνει να νιώθεις ένα κενό µέσα σου και αναζητάς κάποια που θα καλύψει, ως διά µαγείας, αυτό το κενό. Αυτό, όµως, δεν µπορεί να το κάνει κανείς άλλος παρά µόνο εσύ». Τα λόγια της του είχαν µείνει εκείνο το βράδυ και το επόµενο πρωί του ακούστηκαν πειστικά. Της είχε τηλεφωνήσει ξανά, είχε ζητήσει µια δεύτερη ευκαιρία, και αφού επέµεινε λίγο, εκείνη απρόθυµα είχε συµφωνήσει. Στα τέσσερα χρόνια της σχέσης τους, η Άλι είχε γίνει όλα όσα είχε επιθυµήσει ποτέ και ήξερε ότι θα έπρεπε να περνάει περισσότερο χρόνο µαζί της. Η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλµατος όµως καθιστούσε αδύνατο τον περιορισµό των ωρών εργασίας του. Εκείνη πάντα έδειχνε κατανόηση, ωστόσο και πάλι καταριόταν τον εαυτό του που δεν έβρισκε
τον χρόνο. Μόλις παντρεύονταν, θα ελάττωνε τις ώρες εργασίας του, το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του. Θα ανέθετε στη γραµµατέα του να ελέγχει το πρόγραµµά του φροντίζοντας ότι δεν θα παραφορτωνόταν… Πρόγραµµα;… Και όλα έγιναν λίγο πιο ξεκάθαρα στο µυαλό του. Πρόγραµµα… Πρόγραµµα… Το πρόγραµµά της; Κοίταξε το ταβάνι. Το πρόγραµµά της; Ναι, αυτό ήταν. Έκλεισε τα µάτια του και το σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο. Όχι. Τίποτα. Τι τότε; Έλα, µη µ’ απογοητεύσεις, τώρα. Σκέψου, που να πάρει, σκέψου. Το Νιου Μπερν. Η σκέψη ξεπήδησε στο µυαλό του εκείνη ακριβώς τη στιγµή. Ναι, το Νιου Μπερν. Αυτό ήταν. Η µικρή λεπτοµέρεια ή ένα µέρος αυτής. Τι άλλο όµως; Το Νιου Μπερν, σκέφτηκε πάλι, και αναγνώρισε το όνοµα. Την ήξερε λιγάκι την πόλη, κυρίως από λίγες δίκες στις οποίες είχε παραστεί. Είχε σταµατήσει εκεί µερικές φορές στον δρόµο για την ακτή. Τίποτα το ιδιαίτερο. Αυτός και η Άλι δεν είχαν πάει ποτέ µαζί εκεί. Αλλά η Άλι είχε ξαναπάει εκεί… Και ο τροχός των βασανιστηρίων έκανε άλλη µια περιστροφή στο µυαλό του, σφίγγοντάς το, καθώς άλλο ένα κοµµάτι έµπαινε στη θέση του. Άλλο ένα κοµµάτι… Υπήρχαν κι άλλα όµως… Η Άλι, το Νιου Μπερν… και… και… κάτι που είχε συµβεί σε ένα πάρτι. Ένα φευγαλέο σχόλιο. Από τη µητέρα της Άλι. Σχεδόν δεν του είχε δώσει σηµασία. Τι είχε πει όµως; Και ο Λον τότε χλώµιασε στην ανάµνηση. Στην ανάµνηση του τι είχε ειπωθεί τόσο καιρό πριν. Στην ανάµνηση αυτού που είχε πει η µητέρα της Άλι. Ήταν κάτι σχετικό µε το ότι η Άλι ήταν κάποτε ερωτευµένη µε έναν
νεαρό από το Νιου Μπερν. Νεανικό έρωτα τον είχε αποκαλέσει. Ε, και; Αυτό είχε σκεφτεί ακούγοντάς το και είχε στραφεί στην Άλι για να της χαµογελάσει. Αλλά εκείνη δεν είχε χαµογελάσει. Εκείνη ήταν θυµωµένη. Και τότε ο Λον µάντεψε ότι είχε αγαπήσει εκείνον τον άνθρωπο πολύ πιο βαθιά απ’ ό,τι είχε αφήσει η µητέρα της να εννοηθεί. Ίσως πολύ πιο βαθιά απ’ ό,τι αγαπούσε τον ίδιο. Και τώρα ήταν εκεί. Ενδιαφέρον. Ο Λον ένωσε τις παλάµες του, σαν να προσευχόταν, φέρνοντάς τες στα χείλη του. Σύµπτωση; Μπορεί να µην ήταν τίποτα. Μπορεί να ήταν ό,τι ακριβώς του είπε. Μπορεί να ήταν το άγχος και οι αντίκες. Ήταν δυνατόν. Ακόµα και πιθανό. Κι όµως… Κι όµως… Και αν; Ο Λον αναλογίστηκε την άλλη πιθανότητα, και για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, τροµοκρατήθηκε. Και αν; Και αν είναι µαζί του; Καταράστηκε τη δίκη, ευχήθηκε να είχε τελειώσει. Ευχήθηκε να είχε πάει µαζί της. Αναρωτήθηκε αν του είχε πει την αλήθεια, ήλπιζε ότι το είχε κάνει. Και τότε πήρε την απόφαση να µην τη χάσει. Θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να την κρατήσει. Ήταν όλα όσα χρειαζόταν και δεν θα έβρισκε ποτέ κάποια σαν κι αυτή. Έτσι µε τρεµάµενα χέρια σχηµάτισε τον αριθµό της για τέταρτη και τελευταία φορά εκείνο το βράδυ. Και πάλι καµία απάντηση.
Καγιάκ και ξεχασµένα όνειρα
από το αδιάκοπο τιτίβισµα των πουλιών, και έτριψε τα µάτια της, νιώθοντας το σώµα της πιασµένο. Δεν είχε κοιµηθεί καλά, ξυπνούσε έπειτα από κάθε όνειρο και θυµόταν να βλέπει τους δείκτες του ρολογιού σε διαφορετικές θέσεις στη διάρκεια της νύχτας, σαν να επαλήθευαν την πάροδο του χρόνου. Είχε κοιµηθεί φορώντας το πουκάµισο που της είχε δώσει και τον µύρισε πάνω του ακόµα µια φορά, ενώ σκεφτόταν το βράδυ που είχαν περάσει µαζί. Το αβίαστο γέλιο και η συζήτηση της ξανάρθαν στο µυαλό και, ιδίως, θυµήθηκε τον τρόπο µε τον οποίο εκείνος είχε µιλήσει για τον πίνακά της. Ήταν τόσο αναπάντεχος, αλλά τόσο εµψυχωτικός, και καθώς οι λέξεις άρχισαν να παίζονται σε επανάληψη µες στο µυαλό της, συνειδητοποίησε πόσο θλιµµένη θα ήταν αν είχε αποφασίσει να µην τον ξαναδεί. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και παρακολούθησε τα πουλάκια που τιτίβιζαν να ψάχνουν για φαγητό στο πρώτο φως της µέρας. Ο Νόα ήξερε ότι ήταν πάντοτε πρωινός τύπος και υποδεχόταν την αυγή µε τον δικό του τρόπο. Ήξερε ότι του άρεσε να κάνει καγιάκ ή κανό, και θυµήθηκε εκείνο το πρωινό που είχε περάσει µαζί του στο κανό του, Η ΑΛΙ ΞΥΠΝΗΣΕ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ
βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει. Είχε χρειαστεί να το σκάσει στα κρυφά από το παράθυρό της, γιατί οι γονείς της δεν θα της το επέτρεπαν, αλλά δεν την είχαν κάνει τσακωτή. Θυµήθηκε πώς ο Νόα είχε περάσει το χέρι του γύρω της και την είχε τραβήξει κοντά του τη στιγµή που στον ουρανό άρχισαν να ξεδιπλώνονται τα χρώµατα της αυγής. «Κοίτα εκεί» είχε ψιθυρίσει και εκείνη είχε παρακολουθήσει την ανατολή για πρώτη φορά µε το κεφάλι της στον ώµο του, ενώ αναρωτιόταν αν θα µπορούσε να υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγµή. Και καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι για να κάνει το µπάνιο της, νιώθοντας το κρύο πάτωµα κάτω από τα πόδια της, αναρωτήθηκε αν ο Νόα είχε µπει στο νερό αυτό το πρωί παρακολουθώντας το ξεκίνηµα µιας νέας µέρα και σκέφτηκε ότι µάλλον µε κάποιον τρόπο θα το είχε κάνει. Είχε δίκιο. Ο Νόα είχε σηκωθεί πριν βγει ο ήλιος και ντύθηκε γρήγορα, το τζιν της περασµένης βραδιάς, φανέλα, καθαρό φανελένιο πουκάµισο, µπλε µπουφάν και µπότες. Βούρτσισε τα δόντια του προτού κατεβεί στο ισόγειο, ήπιε στα γρήγορα ένα ποτήρι γάλα και άρπαξε δύο µπισκότα καθώς έβγαινε απ’ το σπίτι. Αφού τον καλωσόρισε η Κλεµ µε δυο τσαπατσούλικες γλειψιές, πήγε ως την προβλήτα όπου φύλαγε το καγιάκ του. Του άρεσε να αφήνει τον ποταµό να κάνει τα µαγικά του, χαλαρώνοντας τους µυς του, ζεσταίνοντας το κορµί του, καθαρίζοντας το µυαλό του. Το παλιό καγιάκ, πολυχρησιµοποιηµένο και µε εµφανή τα σηµάδια του ποταµού στην καρίνα του, κρεµόταν από δύο σκουριασµένους γάντζους στερεωµένους στην προβλήτα µόλις πάνω από την επιφάνεια του νερού για να το κρατήσει µακριά από τα θυσανόποδα. Το σήκωσε και το έβγαλε από τους γάντζους και το ακούµπησε δίπλα στα πόδια του, το επιθεώρησε στα πεταχτά κι έπειτα το πήγε στην όχθη. Με δύο επιδέξιες κινήσεις που λόγω συνήθειας είχε πια τελειοποιήσει, το έβαλε
στο νερό, οδηγώντας το κόντρα στο ρεύµα, ενώ ο ίδιος είχε αναλάβει τον ρόλο του πλοηγού και της µηχανής. Ένιωθε τον αέρα δροσερό στο δέρµα του, ψυχρό σχεδόν, και στον ουρανό απλωνόταν µια πολύχρωµη αχλή: ακριβώς από πάνω του ήταν µαύρος σαν την κορυφή ενός βουνού, έπειτα µια ατελείωτη παλέτα γαλάζιων αποχρώσεων, που γινόταν όλο και πιο ανοιχτόχρωµη µέχρι που συναντούσε τον ορίζοντα, όπου τη θέση της έπαιρνε το γκρι. Πήρε µερικές βαθιές εισπνοές, µυρίζοντας τα πεύκα και το γλυφό νερό και έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Αυτό του είχε λείψει περισσότερο όταν ζούσε στα βόρεια. Εξαιτίας των πολλών ωρών στη δουλειά, του έµενε πολύ λίγος χρόνος για να περνάει στο νερό. Η κατασκήνωση, η πεζοπορία, η κωπηλασία στα ποτάµια, τα ραντεβού, η δουλειά… κάτι απ’ όλα έπρεπε να φύγει. Ως επί το πλείστον, είχε τη δυνατότητα να εξερευνήσει την ύπαιθρο του Νιου Τζέρσι πεζή όποτε έβρισκε ελεύθερο χρόνο, αλλά σε αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια δεν είχε κάνει κανό ή καγιάκ ούτε µία φορά. Ήταν ένα απ’ τα πρώτα πράγµατα που είχε κάνει όταν επέστρεψε. Υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο, µυστικιστικό θαρρείς, στο να περνάει το ξηµέρωµα στο νερό, σκέφτηκε, και τώρα πια το έκανε σχεδόν κάθε µέρα. Με λιακάδα και καθαρό ουρανό ή µε τσουχτερό κρύο, δεν είχε καµία σηµασία καθώς τραβούσε κουπί στον ρυθµό της µουσικής που έπαιζε στο κεφάλι του, πάνω στο νερό που είχε το χρώµα του σιδήρου. Είδε µια οικογένεια χελωνών να ξεκουράζεται πάνω σε ένα µισοβυθισµένο κούτσουρο και το βλέµµα του ακολούθησε έναν τσικνιά που ετοιµαζόταν να πετάξει, γλιστρώντας σχεδόν πάνω στην επιφάνεια του νερού, προτού εξαφανιστεί στο ασηµένιο λυκαυγές που προµήνυε την ανατολή. Κωπηλάτησε ως το µέσο του ποταµού, όπου παρακολούθησε την πορτοκαλιά λάµψη να απλώνεται σιγά σιγά σε όλη την επιφάνεια του νερού. Έπαψε να τραβάει έντονα κουπί, καταβάλλοντας όση προσπάθεια χρειαζόταν για να µην παρασυρθεί από το ρεύµα, χαζεύοντας ώσπου το φως του ήλιου άρχισε να περνάει µέσα από τα δέντρα. Του άρεσε πάντα
να σταµατά τη χαραυγή – υπήρχε µια συγκεκριµένη στιγµή που το θέαµα ήταν εντυπωσιακό, σαν να ξαναγεννιόταν ο κόσµος όλος. Κατόπιν άρχισε να κωπηλατεί δυνατά, αποβάλλοντας την ένταση από πάνω του, προετοιµάζοντας τον εαυτό του για τη µέρα που θα ακολουθούσε. Καθώς το έκανε αυτό, στο µυαλό του χόρευαν ερωτήσεις σαν τις σταγόνες του νερού στο καυτό τηγάνι. Αναρωτιόταν για τον Λον και τι τύπος άντρα ήταν, αναρωτιόταν για τη σχέση τους. Κυρίως, όµως, αναρωτιόταν για την Άλι και γιατί είχε έρθει. Μέχρι να γυρίσει στο σπίτι, ένιωθε ανανεωµένος. Κοιτάζοντας το ρολόι του, διαπίστωσε µε έκπληξη ότι είχαν περάσει δύο ώρες. Εκεί έξω ο χρόνος πάντα τον πλάνευε ωστόσο, και είχε πάψει να αµφισβητεί το ρολόι εδώ και µήνες. Κρέµασε το καγιάκ για να στεγνώσει, τεντώθηκε για δυο λεπτά και πήγε στην παράγκα όπου φύλαγε το κανό του. Το κουβάλησε ως την όχθη, αφήνοντάς το λίγα µέτρα µακριά από το νερό και γυρνώντας προς το σπίτι, παρατήρησε ότι τα πόδια του ήταν ακόµη λίγο δύσκαµπτα. Η αχλή του πρωινού δεν είχε διαλυθεί ακόµη και ο Νόα ήξερε ότι η δυσκαµψία στα πόδια του συνήθως προµήνυε βροχή. Κοίταξε δυτικά και είδε τα σύννεφα που φέρναν καταιγίδα, πυκνά και βαριά, σε απόσταση, αλλά αναµφίβολα παρόντα. Οι άνεµοι δεν φυσούσαν δυνατά, όµως έτσι κι αλλιώς έφερναν πιο κοντά τα σύννεφα. Κρίνοντας από την όψη τους, δεν ήθελε να είναι έξω όταν θα έφταναν εδώ. Να πάρει. Πόσο χρόνο είχε; Λίγες ώρες, ίσως περισσότερο. Ίσως λιγότερο. Έκανε ντους, φόρεσε ένα καθαρό τζιν, κόκκινο πουκάµισο και µαύρες καουµπόικες µπότες, βούρτσισε τα µαλλιά του και κατέβηκε στην κουζίνα. Έπλυνε τα πιάτα της προηγούµενης νύχτας, συµµάζεψε λίγο το σπίτι, έφτιαξε λίγο καφέ για τον ίδιο και πήγε στη βεράντα. Ο ουρανός ήταν πιο σκοτεινός τώρα και κοίταξε το βαρόµετρο. Σταθερό, αλλά σύντοµα θα άρχιζε να πέφτει. Αυτήν την υπόσχεση έδινε ο ουρανός στα δυτικά.
Είχε µάθει εδώ και πολύ καιρό να µην υποτιµά ποτέ τον καιρό και αναρωτήθηκε αν ήταν καλή ιδέα να βγει έξω. Τη βροχή µπορούσε να την αντιµετωπίσει· οι κεραυνοί ήταν άλλη υπόθεση. Ιδίως αν βρισκόταν πάνω στο νερό. Το κανό δεν ήταν ένα µέρος όπου θα έπρεπε να βρίσκεται όταν ο ηλεκτρισµός θα σπινθήριζε στην υγρή ατµόσφαιρα. Τελείωσε τον καφέ του, αναβάλλοντας για αργότερα την απόφαση. Πήγε στην αποθήκη που φυλούσε τα εργαλεία και πήρε το τσεκούρι του. Αφού ήλεγξε τη λεπίδα πιέζοντας τον αντίχειρά του πάνω της, την τρόχισε µε µια ακονόπετρα µέχρι να είναι έτοιµη. «Ένα στοµωµένο τσεκούρι είναι πιο επικίνδυνο από ένα κοφτερό» συνήθιζε να λέει ο µπαµπάς του. Τα επόµενα είκοσι λεπτά τα πέρασε κόβοντας και στοιβάζοντας κούτσουρα. Το έκανε µε ευκολία, τα χτυπήµατά του αποτελεσµατικά, τόσο που ούτε καν ίδρωσε. Έβαλε στην άκρη µερικά κούτσουρα για αργότερα και όταν τελείωσε τα έφερε µέσα στο σπίτι, τοποθετώντας τα δίπλα στο τζάκι. Κοίταξε πάλι τον πίνακα της Άλι και άπλωσε το χέρι του για να τον αγγίξει, ξαναφέρνοντας στο µυαλό του τα συναισθήµατα που τον κατέκλυσαν τώρα που την ξαναείδε. Για τον Θεό, τι είχε η Άλι και τον έκανε να αισθάνεται έτσι; Ακόµα και µετά από όλα αυτά τα χρόνια; Τι δύναµη ήταν αυτή που ασκούσε πάνω του; Στο τέλος, γύρισε αλλού το βλέµµα, κουνώντας το κεφάλι του και ξαναγύρισε στη βεράντα. Κοίταξε πάλι το βαρόµετρο. Δεν είχε αλλάξει. Έπειτα κοίταξε το ρολόι του. Η Άλι σύντοµα θα ήταν εδώ. Η Άλι είχε τελειώσει το µπάνιο της και είχε ήδη ντυθεί. Νωρίτερα, είχε ανοίξει το παράθυρο για να ελέγξει τη θερµοκρασία. Δεν έκανε κρύο έξω και είχε αποφασίσει να φορέσει ένα κρεµ ανοιξιάτικο φόρεµα µε µακριά µανίκια και κλειστό λαιµό. Ήταν απαλό και άνετο, λιγάκι εφαρµοστό
ίσως, αλλά έδειχνε ωραίο πάνω της και είχε επιλέξει ένα ζευγάρι λευκά πέδιλα που ταίριαζαν. Πέρασε το πρωινό της κάνοντας βόλτα στο κέντρο. Η Ύφεση είχε αφήσει το σηµάδι της εδώ, αλλά µπορούσε να δει τα πρώτα ίχνη της ευηµερίας που είχε αρχίσει να επιστρέφει. Ο κινηµατογράφος Μασόνικ, ο παλαιότερος ενεργός κινηµατογράφος της χώρας, έδειχνε λίγο περισσότερο ρηµαγµένος, όµως εξακολουθούσε να λειτουργεί προβάλλοντας δύο πρόσφατες ταινίες. Το Πάρκο Φορτ Τότεν ήταν ίδιο και απαράλλαχτο όπως δεκατέσσερα χρόνια πριν και η Άλι υπέθεσε ότι τα παιδιά που έπαιζαν στις κούνιες µετά το σχολείο ήταν κι εκείνα τα ίδια ακριβώς. Χαµογέλασε στην ανάµνησή τους και το µυαλό της ταξίδεψε στο παρελθόν, τότε που τα πράγµατα ήταν πιο απλά. Ή, τουλάχιστον, έτσι έδειχναν. Τώρα της φαινόταν πως τίποτα δεν ήταν απλό. Ήταν απίθανο που ήρθαν έτσι τα πράγµατα και αναρωτήθηκε τι θα έκανε τώρα αν δεν είχε δει ποτέ εκείνο το άρθρο στην εφηµερίδα. Δεν ήταν πολύ δύσκολο να το φανταστεί, επειδή οι καθηµερινές της συνήθειες σπανίως άλλαζαν. Ήταν Τετάρτη και αυτό σήµαινε µπριτζ στη λέσχη, στη συνέχεια θα πήγαινε στη συγκέντρωση της φιλανθρωπικής οργάνωσης Νεαρών Κυριών, όπου πιθανότατα θα κανόνιζαν άλλον έναν έρανο για το δηµόσιο σχολείο ή το νοσοκοµείο. Ύστερα, θα συνόδευε τη µητέρα της σε κάποια επίσκεψη, κι έπειτα σπίτι για να ετοιµαστεί για το δείπνο της µε τον Λον, καθώς εκείνος κάθε Τετάρτη έφευγε στάνταρ από τη δουλειά ως τις εφτά. Ήταν η µια βραδιά την εβδοµάδα που τον έβλεπε τακτικά. Κατέπνιξε ένα αίσθηµα θλίψης που της προκάλεσε η σκέψη, ελπίζοντας ότι κάποια µέρα ο Λον θα άλλαζε. Της το είχε υποσχεθεί πολλές φορές και συνήθως τηρούσε την υπόσχεσή του για λίγες εβδοµάδες πριν ξανακυλήσει στο ίδιο πρόγραµµα. «Δεν µπορώ απόψε, γλυκιά µου» της εξηγούσε πάντα. «Λυπάµαι, αλλά δεν µπορώ. Θα επανορθώσω κάποια άλλη στιγµή».
Δεν της άρεσε να καβγαδίζει µαζί του γι’ αυτό, κυρίως επειδή γνώριζε ότι της έλεγε την αλήθεια. Μια δίκη απαιτούσε πολλή δουλειά, τόσο στο στάδιο της προετοιµασίας όσο και κατά τη διάρκεια, κι όµως δεν µπορούσε να µην αναρωτιέται µερικές φορές για ποιο λόγο είχε ξοδέψει τόσο πολύ χρόνο πολιορκώντας την αν δεν ήθελε να περνάει τον ίδιο χρόνο µαζί της τώρα. Πέρασε µπροστά από µία γκαλερί, µες στην αφηρηµάδα της την προσπέρασε σχεδόν, έπειτα έκανε στροφή και γύρισε πίσω. Κοντοστάθηκε στην πόρτα για µια στιγµή, έκπληκτη από το πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που βρέθηκε σε µια γκαλερί. Τουλάχιστον τρία χρόνια, ίσως περισσότερο. Γιατί το είχε αποφύγει; Μπήκε µέσα –είχε ανοίξει, όπως και τα υπόλοιπα καταστήµατα στη Φροντ Στριτ– και περιεργάστηκε τους πίνακες. Πολλοί από τους καλλιτέχνες ήταν ντόπιοι και στα έργα τους υπήρχε έντονο το στοιχείο της θάλασσας. Πολλά θαλασσινά τοπία, αµµώδεις παραλίες, πελεκάνοι, παλιά ιστιοφόρα, ρυµουλκά πλοία, προβλήτες και γλάροι. Κατά κύριο λόγο, όµως, κύµατα. Κύµατα σε κάθε σχήµα, µέγεθος και χρώµα που θα µπορούσε να βάλει ο νους του ανθρώπου και µετά από λίγο όλα έµοιαζαν µεταξύ τους. Οι καλλιτέχνες ή είχαν στερέψει από έµπνευση ή ήταν τεµπέληδες, σκέφτηκε. Σε έναν τοίχο, ωστόσο, υπήρχαν µερικοί πίνακες που ταίριαζαν πιο πολύ στο δικό της γούστο. Όλοι τους ήταν έργα µιας ζωγράφου που δεν είχε ακουστά, της Ιλέιν, και τους περισσότερους φαινόταν να τους έχει εµπνευστεί από την αρχιτεκτονική των ελληνικών νησιών. Στον πίνακα που της άρεσε περισσότερο, παρατήρησε ότι η καλλιτέχνιδα είχε σκόπιµα υπερβάλει το τοπίο µε µικροσκοπικές φιγούρες, φαρδιές γραµµές και βαριές πινελιές χρωµάτων, που απέδιδαν την ένταση της κίνησης, χωρίς να είναι απόλυτα ξεκάθαρες. Παρ’ όλα αυτά, τα χρώµατα ήταν ζωηρά και στροβιλίζονταν, τραβούσαν το βλέµµα, σχεδόν του υπαγόρευαν τι έπρεπε να δει στη συνέχεια. Ήταν επιβλητικός, δραµατικός. Όσο περισσότερο
τον σκεφτόταν, τόσο περισσότερο της άρεσε, και της πέρασε από τον νου να τον αγοράσει πριν συνειδητοποιήσει ότι της άρεσε επειδή της θύµιζε τη δική της δουλειά. Τον εξέτασε πιο προσεκτικά και σκέφτηκε ότι ίσως ο Νόα είχε δίκιο. Ίσως θα έπρεπε να αρχίσει να ζωγραφίζει πάλι. Στις εννιά και τριάντα η Άλι έφυγε από την γκαλερί και πήγε στο Χόφµαν-Λέιν, ένα πολυκατάστηµα στο κέντρο της πόλης. Της πήρε λίγα λεπτά να βρει αυτό που έψαχνε, αλλά υπήρχε στον τοµέα των χαρτοσχολικών. Χαρτιά, χρωµατιστές κιµωλίες και µολύβια, όχι υψηλής ποιότητας, αλλά αρκετά καλά. Δεν ήταν υλικά ζωγραφικής, ήταν µια αρχή όµως, και µέχρι να επιστρέψει στο δωµάτιό της, η Άλι ήταν ήδη κατενθουσιασµένη. Κάθισε στο γραφείο και άρχισε να δουλεύει: τίποτα συγκεκριµένο, απλώς για να ξαναβρεί την αίσθηση, αφήνοντας τα σχήµατα και τα χρώµατα να πηγάσουν από την ανάµνηση της νεότητάς της. Έπειτα από λίγα λεπτά αφηρηµένου σχεδίου, έκανε ένα αδρό σκίτσο του δρόµου όπως τον έβλεπε από το δωµάτιό της, κατάπληκτη από το πόσο εύκολα της βγήκε. Ήταν σχεδόν σαν να µην είχε πάψει ποτέ να ζωγραφίζει. Όταν τελείωσε το εξέτασε, ευχαριστηµένη µε την προσπάθειά της. Αναρωτήθηκε τι να προσπαθήσει να ζωγραφίσει στη συνέχεια και, τελικά, αποφάσισε. Εφόσον δεν είχε µοντέλο, έπλασε την εικόνα του στο µυαλό της προτού ξεκινήσει. Και παρότι ήταν δυσκολότερο από τη σκηνή του δρόµου, της βγήκε φυσικά και άρχισε να παίρνει µορφή. Τα λεπτά πέρασαν γρήγορα. Εργαζόταν αδιάκοπα, αλλά κοιτούσε συχνά την ώρα ώστε να µην καθυστερήσει και τελείωσε λίγο πριν τις δώδεκα το µεσηµέρι. Της είχε πάρει δύο ώρες σχεδόν, όµως το τελικό αποτέλεσµα την εξέπληξε. Της φαινόταν σαν να της είχε πάρει πολύ περισσότερο χρόνο. Αφού το τύλιξε σε ρολό, το έβαλε σε µία τσάντα και µάζεψε τα υπόλοιπα πράγµατά της. Πηγαίνοντας προς την πόρτα, κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη, νιώθοντας, παραδόξως, ήρεµη, χωρίς να είναι ακριβώς σίγουρη γιατί.
Κατέβηκε τη σκάλα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Καθώς έφευγε, άκουσε µια φωνή πίσω της. «Δεσποινίς;» Γύρισε, καταλαβαίνοντας ότι απευθυνόταν σ’ εκείνη. Ο υπεύθυνος. Ο ίδιος άντρας µε χθες, στο πρόσωπό του µια περίεργη έκφραση. «Ναι;» «Είχατε µερικά τηλεφωνήµατα χθες το βράδυ». Σοκαρίστηκε. «Αλήθεια;» «Ναι. Όλα από κάποιον κύριο Χάµοντ». Ω, Θεέ. «Τηλεφώνησε ο Λον;» «Μάλιστα, δεσποινίς, τέσσερις φορές. Εγώ ο ίδιος του µίλησα όταν τηλεφώνησε τη δεύτερη φορά. Ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχος για σας. Είπε ότι ήταν ο µνηστήρας σας». Η Άλι χαµογέλασε ξεψυχισµένα, προσπαθώντας να κρύψει αυτά που σκεφτόταν. Τέσσερις φορές; Τέσσερις; Τι µπορούσε να σηµαίνει αυτό; Κι αν είχε συµβεί κάτι στο σπίτι; «Είπε τίποτα; Είναι κάποια επείγουσα ανάγκη;» Εκείνος κούνησε γρήγορα το κεφάλι του. «Δεν είπε, δεσποινίς, αλλά δεν ανέφερε και κάτι. Στην πραγµατικότητα, µου ακούστηκε περισσότερο να ανησυχεί για εσάς, ωστόσο». Ωραία, σκέφτηκε. Καλό είναι αυτό. Και τότε, το ίδιο ξαφνικά, µια σουβλιά στο στήθος της. Προς τι τόση βιάση; Προς τι τόσα τηλεφωνήµατα; Είχε πει κάτι η ίδια χθες; Γιατί να επιµένει τόσο; Ήταν εντελώς εκτός χαρακτήρα του Λον. Θα µπορούσε µε κάποιον τρόπο να το έχει ανακαλύψει; Όχι… Αδύνατον. Εκτός αν την είδε κάποιος εχθές εδώ και του τηλεφώνησε… Αλλά θα έπρεπε να την έχει ακολουθήσει έξω απ’ την πόλη ως το σπίτι του Νόα. Κανείς δεν θα το είχε κάνει αυτό. Έπρεπε να του τηλεφωνήσει αυτήν τη στιγµή· δεν µπορούσε να το
αποφύγει µε κανέναν τρόπο. Αλλά, όλως περιέργως, δεν ήθελε. Ο χρόνος της της ανήκε και ήθελε να τον περάσει κάνοντας ό,τι ήθελε αυτή. Δεν είχε σχεδιάσει να του µιλήσει παρά αργότερα και για κάποιον λόγο αισθανόταν λες και αν µίλαγε τώρα µαζί του, θα της χάλαγε όλη τη µέρα. Εκτός αυτού, τι θα του έλεγε; Πώς θα µπορούσε να εξηγήσει το ότι ήταν έξω τόσο αργά; Είχε δειπνήσει αργά κι έπειτα είχε πάει µία βόλτα; Ίσως. Ή να δει µια ταινία; Ή… «Δεσποινίς;» Σχεδόν µεσηµέρι, σκέφτηκε. Πού θα ήταν; Στο γραφείο του, µάλλον… Όχι. Στο δικαστήριο, συνειδητοποίησε ξάφνου, και αµέσως ένιωσε σαν να είχε απελευθερωθεί από τα δεσµά της. Δεν µπορούσε να του µιλήσει µε κανέναν τρόπο, ακόµα κι αν το ήθελε. Εξεπλάγη από τα συναισθήµατά της. Δεν θα έπρεπε να αισθάνεται έτσι, το ήξερε, αλλά και πάλι δεν την ενοχλούσε. Κοίταξε το ρολόι της, υποκρινόµενη πια. «Έχει πάει κιόλας δώδεκα σχεδόν, αλήθεια;» Ο υπεύθυνος έγνεψε καταφατικά αφού κοίταξε το ρολόι του τοίχου. «Μάλιστα, παρά τέταρτο, για την ακρίβεια». «Δυστυχώς» άρχισε να λέει «αυτήν τη στιγµή είναι στο δικαστήριο και δεν µπορώ να επικοινωνήσω µαζί του. Εάν ξανατηλεφωνήσει, θα µπορούσατε να του πείτε ότι έχω βγει για ψώνια και θα προσπαθήσω να του τηλεφωνήσω αργότερα;» «Φυσικά» απάντησε. Ωστόσο στο βλέµµα του διέκρινε την ερώτηση: Πού ήσασταν, όµως, εχθές το βράδυ; Ήξερε ακριβώς πότε είχε επιστρέψει. Πάρα πολύ αργά για µια γυναίκα µόνη σε αυτήν τη µικρή πόλη, όσο γι’ αυτό ήταν βέβαιη. «Σας ευχαριστώ» είπε, χαµογελώντας. «Θα το εκτιµούσα». Δυο λεπτά αργότερα βρισκόταν στο αυτοκίνητό της, καθ’ οδόν για το σπίτι του Νόα, προσδοκώντας τη µέρα που θα περνούσαν µαζί, αδιαφορώντας, κατά κύριο λόγο, για τα τηλεφωνήµατα. Εχθές θα την ανησυχούσαν και αναρωτήθηκε τι να σήµαινε αυτό.
Τη στιγµή που εκείνη περνούσε την κινητή γέφυρα, ούτε τέσσερα λεπτά αφού είχε φύγει από το πανδοχείο, ο Λον τηλεφώνησε από το δικαστικό µέγαρο.
Όταν το νερό κυλά
Ο ΝΟΑ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΚΟΥΝΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ,
πίνοντας κρύο γλυκό τσάι, περιµένοντας πότε θα εµφανιστεί το αυτοκίνητό της όταν το άκουσε, επιτέλους, να ανεβαίνει στο δροµάκι. Έκανε τον γύρο του σπιτιού και πήγε στην µπροστινή µεριά ακολουθώντας µε το βλέµµα του το αυτοκίνητο να κόβει ταχύτητα και να σταθµεύει πάλι κάτω από τη βελανιδιά. Στο ίδιο σηµείο όπως και χθες. Η Κλεµ γάβγισε ένα καλωσόρισµα, κουνώντας την ουρά της, και ο Νόα είδε την Άλι να τον χαιρετά µέσα από το αυτοκίνητό της. Βγήκε, χάιδεψε την Κλεµ στο κεφάλι, ενώ εκείνη της γουργούριζε, έπειτα γύρισε, χαµογελώντας στον Νόα καθώς εκείνος πήγαινε προς το µέρος της. Φαινόταν πιο ήρεµη απ’ ό,τι εχθές, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, και πάλι ένιωσε ένα ελαφρύ σοκ βλέποντάς την. Ωστόσο, ήταν διαφορετικό από εχθές. Τώρα τα συναισθήµατα ήταν πιο καινούργια, όχι πια απλώς αναµνήσεις. Αν µη τι άλλο, η έλξη που ένιωθε για εκείνη είχε γίνει ακόµα δυνατότερη κατά τη διάρκεια της νύχτας, πιο έντονη, και τον έκανε να αισθάνεται λιγάκι νευρικός µπροστά της. Η Άλι τον συνάντησε µεσοστρατίς, στο ένα της χέρι κρατούσε µια τσαντούλα. Τον εξέπληξε δίνοντάς του ένα απαλό φιλί στο µάγουλο, το
ελεύθερο χέρι της παρέµεινε στη µέση του αφού τραβήχτηκε πίσω. «Γεια» είπε, µε µάτια που ακτινοβολούσαν, «πού είναι η έκπληξη;» Ο Νόα χαλάρωσε λίγο, ευχαριστώντας τον Θεό γι’ αυτό. «Ούτε καν µια “Καλησπέρα” ή “Πώς πέρασες τη νύχτα σου;”» Η Άλι χαµογέλασε. Η υποµονή δεν ήταν ποτέ ένα από τα πιο δυνατά της σηµεία. «Καλώς. Καλησπέρα. Πώς πέρασες τη νύχτα σου; Και πού είναι η έκπληξη;» Εκείνος χαχάνισε ελαφρώς, έπειτα έκανε µια παύση. «Άλι, έχω άσχηµα νέα». «Τι;» «Είχα σκοπό να σε πάω κάπου, αλλά µε όλα αυτά τα σύννεφα που έρχονται προς τα εδώ, δεν είµαι σίγουρος ότι θα ’πρεπε να πάµε». «Γιατί;» «Η καταιγίδα. Θα είµαστε έξω και µπορεί να βραχούµε. Εκτός αυτού, µπορεί να πέσουν και κεραυνοί». «Δεν βρέχει ακόµη. Πόσο µακριά είναι το µέρος που θέλεις να πάµε;» «Ένα µίλι περίπου κόντρα στο ρεύµα του ποταµού». «Και δεν έχω πάει ποτέ ξανά εκεί;» «Όχι όπως είναι τώρα». Το σκέφτηκε µια στιγµή καθώς κοιτούσε γύρω της. Όταν µίλησε, η φωνή της ήταν αποφασιστική. «Ε, τότε θα πάµε. Δεν µε νοιάζει αν βρέξει». «Είσαι σίγουρη;» «Απολύτως». Ο Νόα κοίταξε πάλι τα σύννεφα, παρατηρώντας πόσο είχαν ζυγώσει. «Τότε καλύτερα να πάµε τώρα» είπε. «Θέλεις να το πάω µέσα αυτό;» Η Άλι κατένευσε, δίνοντάς του την τσάντα της, και εκείνος έτρεξε στο σπίτι για να την αφήσει µέσα, αποθέτοντάς τη σε µια πολυθρόνα στο καθιστικό. Στη συνέχεια, άρπαξε λίγο ψωµί και το έβαλε σε µια
σακούλα, παίρνοντάς τη µαζί του καθώς έφευγε από το σπίτι. Περπάτησαν ως το κανό, η Άλι πλάι του. Λίγο πιο κοντά από ό,τι εχθές. «Τι ακριβώς είναι αυτό το µέρος;» «Θα δεις». «Δεν πρόκειται να µου δώσεις ούτε καν ένα στοιχείο;» «Καλά» είπε «θυµάσαι τότε που βγήκαµε µε το κανό και παρακολουθήσαµε τον ήλιο να ανατέλλει;» «Σήµερα το πρωί το σκεφτόµουν. Θυµάµαι ότι µ’ έκανε να κλάψω». «Αυτό που πρόκειται να δεις σήµερα κάνει αυτό που είδες τότε να φαντάζει συνηθισµένο». «Μάλλον θα πρέπει να αισθάνοµαι πολύ ξεχωριστή». Ο Νόα προχώρησε µερικά βήµατα προτού απαντήσει. «Είσαι πολύ ξεχωριστή» είπε εντέλει, και ο τρόπος που το είπε την έκανε να αναρωτηθεί αν ήθελε να προσθέσει και κάτι άλλο. Αλλά εκείνος δεν το έκανε, και η Άλι χαµογέλασε λίγο πριν στρέψει τη µατιά της αλλού. Ένιωσε τον άνεµο στο πρόσωπό της και διαπίστωσε ότι είχε δυναµώσει από το πρωί. Την επόµενη στιγµή έφτασαν στην προβλήτα. Αφού πέταξε τη σακούλα στο κανό, ο Νόα έκανε έναν γρήγορο έλεγχο για να βεβαιωθεί ότι δεν του είχε ξεφύγει κάτι, έπειτα γλίστρησε το κανό στο νερό. «Μπορώ να κάνω εγώ κάτι;» «Όχι, απλώς µπες µέσα». Αφού επιβιβάστηκε, ο Νόα το έσπρωξε πιο µέσα στο νερό, κοντά στην προβλήτα. Έπειτα, κατεβαίνοντας µε χάρη από την προβλήτα µπήκε κι αυτός στο κανό, τοποθετώντας προσεκτικά τα πόδια του για να το εµποδίσει να ανατραπεί. Η Άλι εντυπωσιάστηκε από την ευκινησία του, γνωρίζοντας ότι αυτό που είχε κάνει τόσο γρήγορα και εύκολα ήταν δυσκολότερο απ’ ό,τι φαινόταν. Η Άλι κάθισε ανάποδα στην πλώρη κοιτώντας προς τα πίσω. Της
είχε πει ότι έτσι θα έχανε τη θέα όταν θα άρχιζε να κάνει κουπί, αλλά εκείνη είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της, λέγοντας ότι ήταν εντάξει όπως ήταν. Και ήταν αλήθεια. Μπορούσε να δει όλα όσα ήθελε πραγµατικά να δει αν γύριζε το κεφάλι της, περισσότερο απ’ όλα, όµως, ήθελε να παρακολουθεί τον Νόα. Αυτόν είχε έρθει να δει, όχι το ποταµάκι. Το πουκάµισό του ήταν ξεκούµπωτο στο στήθος και έβλεπε τους µυς του µε κάθε κουπιά. Τα µανίκια του ήταν κι αυτά γυρισµένα και διέκρινε τα µπράτσα του να φουσκώνουν ελαφρώς. Η καθηµερινή κωπηλασία είχε γυµνάσει το κορµί του. Καλλιτεχνικό, σκέφτηκε. Υπήρχε κάτι σχεδόν καλλιτεχνικό πάνω του όταν το έκανε αυτό. Κάτι φυσικό, σαν το να βρίσκεται στο νερό ήταν πέρα από τον έλεγχό του, µέρος ενός γονιδίου που είχε κληρονοµήσει άγνωστο από πού. Όσην ώρα τον παρακολουθούσε, της θύµιζε τους πρώτους εξερευνητές που είχαν ανακαλύψει αυτήν την περιοχή. Δεν µπορούσε να σκεφτεί κανέναν άλλο που να του έµοιαζε έστω και στο ελάχιστο. Ήταν περίπλοκος, αντιφατικός θαρρείς, κι όµως απλός, ένας περίεργα ερωτικός συνδυασµός. Στην επιφάνεια ήταν ένα παιδί της επαρχίας, που είχε γυρίσει από τον πόλεµο, και ο ίδιος πιθανότατα έβλεπε τον εαυτό του ακριβώς µε αυτούς τους όρους. Κι όµως ήταν πολλά περισσότερα. Ίσως ήταν η ποίηση που τον έκανε τόσο διαφορετικό ή ίσως ήταν οι αξίες που του είχε εµφυσήσει ο πατέρας του. Είτε έτσι είτε αλλιώς, έδειχνε να γεύεται τη ζωή πολύ περισσότερο από ό,τι άλλοι, και αυτό ήταν που την είχε τραβήξει πρώτα σε αυτόν. «Τι σκέφτεσαι;» Ένιωσε τα σωθικά της να σκιρτούν καθώς η φωνή του Νόα την επανέφερε στο παρόν. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πει πολλά από την ώρα που είχαν ξεκινήσει και εκτίµησε που της είχε επιτρέψει να σωπαίνει. Ήταν πάντα τόσο διακριτικός.
«Καλά πράγµατα» απάντησε σιγανά και στα µάτια του είδε ότι ήξερε πως εκείνον σκεφτόταν. Της άρεσε το γεγονός ότι το ήξερε και ήλπισε πως κι ο Νόα τόσην ώρα αυτή σκεφτόταν. Εκείνη τη στιγµή κατάλαβε ότι κάτι ξυπνούσε µέσα της, όπως τόσα χρόνια πριν. Το ότι τον έβλεπε, το ότι έβλεπε το σώµα του να κινείται την έκανε να το νιώσει αυτό. Και καθώς τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν, ένιωσε µια έξαψη στον λαιµό και τα στήθη της, και αναψοκοκκίνισε, στρέφοντας αλλού το βλέµµα της πριν εκείνος το προσέξει. «Είναι µακριά ακόµη;» ρώτησε. «Άλλο µισό µίλι περίπου. Όχι περισσότερο». Παύση. Έπειτα, είπε: «Όµορφα είναι εδώ. Τόσο καθαρά. Τόσο ήσυχα. Είναι σχεδόν σαν να πηγαίνουµε πίσω στον χρόνο». «Υπό µία έννοια έτσι είναι, νοµίζω. Το ποταµάκι πηγάζει από το δάσος. Δεν υπάρχει ούτε µία φάρµα από εδώ ως τις πηγές του και το νερό είναι κρυστάλλινο σαν τη βροχή. Κατά πάσα πιθανότητα, είναι απόλυτα καθαρό». Η Άλι έγειρε προς το µέρος του. «Πες µου, Νόα, τι θυµάσαι περισσότερο από το καλοκαίρι που περάσαµε µαζί;» «Τα πάντα». «Κάτι πιο συγκεκριµένο;» «Όχι» είπε. «Δεν θυµάσαι;» Απάντησε, αφού άφησε να περάσει µια στιγµή, χαµηλόφωνα, σοβαρά. «Όχι, δεν είναι αυτό. Δεν είναι αυτό που σκέφτεσαι. Σοβαρολογούσα όταν είπα “τα πάντα”. Μπορώ να θυµηθώ κάθε στιγµή που ήµασταν µαζί και σε καθεµία υπήρχε κάτι το υπέροχο. Πραγµατικά, δεν µπορώ να ξεχωρίσω κάποια στιγµή που να σήµαινε περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη. Ολόκληρο το καλοκαίρι ήταν τέλειο, το είδος του καλοκαιριού που θα έπρεπε όλοι να ζήσουν. Πώς θα µπορούσα να διαλέξω µια στιγµή αντί
µιας άλλης; »Οι ποιητές συχνά περιγράφουν τον έρωτα ως ένα συναίσθηµα που δεν µπορούµε να ελέγξουµε, που κατακυριεύει τον νου και υπερβαίνει την κοινή λογική. Έτσι ήταν για µένα. Δεν σχεδίαζα να σε ερωτευτώ και αµφιβάλλω αν εσύ σχεδίαζες να µε ερωτευτείς. Αλλά, από τη στιγµή που συναντηθήκαµε, ήταν σαφές πως κανείς απ’ τους δυο µας δεν µπορούσε να ελέγξει αυτό που µας συνέβαινε. Ερωτευτήκαµε, παρά τις διαφορές µας, και από τη στιγµή που συνέβη, δηµιουργήθηκε κάτι σπάνιο και όµορφο. Για µένα, τέτοιος έρωτας έχει συµβεί µόνο µία φορά και γι’ αυτό κάθε λεπτό που περάσαµε µαζί έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη µνήµη µου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ούτε µία στιγµή του». Η Άλι τον κοίταζε έντονα. Κανείς ποτέ πριν δεν της είχε πει κάτι τέτοιο. Ποτέ. Δεν ήξερε τι να πει και παρέµεινε σιωπηλή, το πρόσωπό της φλογισµένο. «Λυπάµαι αν σε έφερα σε δύσκολη θέση, Άλι. Δεν το ήθελα. Αλλά εκείνο το καλοκαίρι µου έχει µείνει και, πιθανότατα, θα µου µείνει για πάντα. Ξέρω ότι τα πράγµατα µεταξύ µας δεν µπορούν να είναι τα ίδια, αυτό όµως δεν αλλάζει το πώς ένιωθα για εσένα τότε». Εκείνη µίλησε σιγανά, ένιωθε σαν να έχει πυρετό. «Δεν µε έφερες σε δύσκολη θέση, Νόα… Απλώς ποτέ δεν ακούω τέτοια λόγια. Αυτό που είπες ήταν υπέροχο. Μόνο ένας ποιητής θα µιλούσε όπως µιλάς και, όπως είπα, είσαι ο µοναδικός ποιητής που έχω συναντήσει ποτέ». Τους τύλιξε µια γαλήνια σιωπή. Ένας ψαραετός έκρωξε κάπου µακριά. Ένας κέφαλος βούτηξε στο νερό κοντά στην όχθη. Το κουπί κινούνταν ρυθµικά, προκαλώντας κυµατισµούς που κουνούσαν ανάλαφρα τη βάρκα. Το αεράκι είχε κοπάσει και τα σύννεφα γίνονταν όλο και πιο µαύρα καθώς το κανό προχωρούσε προς κάποιον άγνωστο προορισµό. Η Άλι παρατηρούσε τα πάντα, κάθε ήχο, κάθε σκέψη. Οι αισθήσεις της είχαν ζωντανέψει, αναζωογονώντας την και ένιωσε να περνάν απ’ το
µυαλό της οι τελευταίες εβδοµάδες. Σκέφτηκε το άγχος που της είχε προκαλέσει ο ερχοµός της εδώ. Το σοκ όταν είδε το άρθρο, τις άγρυπνες νύχτες, την αψιθυµία της στη διάρκεια της ηµέρας. Και χθες ακόµη ήταν φοβισµένη και ήθελε να το σκάσει. Η ένταση είχε φύγει πια, ακόµα και το τελευταίο της ίχνος, είχε αντικατασταθεί από κάτι άλλο, και ήταν χαρούµενη γι’ αυτό καθώς έπλεε στη σιωπή, µέσα στο παλιό, κόκκινο κανό. Αισθάνθηκε µια περίεργη ικανοποίηση που είχε έρθει, ήταν ευχαριστηµένη που ο Νόα είχε εξελιχθεί στον τύπο του άντρα που εκείνη πίστευε ότι θα εξελισσόταν, ευχαριστηµένη που θα ζούσε για πάντα µε αυτήν τη γνώση. Τα τελευταία χρόνια είχε δει πάρα πολλούς άντρες ρηµαγµένους από τον πόλεµο ή τον χρόνο, ή ακόµα κι απ’ το χρήµα. Απαιτούνταν δύναµη για να µείνει πιστός στο πάθος του και ο Νόα το είχε κάνει. Αυτός εδώ ήταν ο κόσµος του εργάτη, όχι του ποιητή, και οι άνθρωποι θα δυσκολεύονταν να καταλάβουν τον Νόα. Η Αµερική τώρα γνώριζε πλήρη άνθηση, το έλεγαν όλες οι εφηµερίδες, και οι άνθρωποι τρέχαν σαν τρελοί, αφήνοντας πίσω τους τη φρίκη του πολέµου. Κατανοούσε τους λόγους, αλλά οι περισσότεροι πέφταν µε τα µούτρα, όπως ο Λον, στις πολλές ώρες εργασίας και στα κέρδη, αµελώντας τα πράγµατα εκείνα που προσέδιδαν οµορφιά στον κόσµο. Ποιον γνώριζε στο Ράλεϊ που έκανε διάλειµµα από την καριέρα του για να φτιάξει ένα σπίτι; Ή που να διάβαζε Γουίτµαν ή Έλιοτ, δηµιουργώντας πνευµατικές εικόνες; Ή που κυνηγούσε την αυγή από την πλώρη ενός κανό; Δεν ήταν αυτά τα πράγµατα που πήγαιναν την κοινωνία µπροστά, αλλά η Άλι ένιωθε ότι δεν θα έπρεπε να αντιµετωπίζονται ως ασήµαντα. Αυτά ήταν που έδιναν αξία στη ζωή. Για εκείνη ήταν το ίδιο µε την τέχνη, παρότι το είχε συνειδητοποιήσει µόνο αφού ήρθε εδώ. Ή καλύτερα το είχε θυµηθεί. Κάποτε το γνώριζε, και για άλλη µια φορά έβρισε τον εαυτό της, επειδή είχε ξεχάσει κάτι
τόσο σηµαντικό όσο το να δηµιουργεί οµορφιά. Η ζωγραφική ήταν ο προορισµός της, τώρα πια ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Τα αισθήµατά της σήµερα το πρωί το είχαν επιβεβαιώσει και ήξερε πως ό,τι κι αν συνέβαινε, η ίδια σκόπευε να κάνει άλλη µια προσπάθεια. Μια κανονική προσπάθεια, ανεξάρτητα απ’ το τι θα έλεγαν όλοι οι άλλοι. Ο Λον θα την ενθάρρυνε να ασχοληθεί µε τη ζωγραφική; Θυµήθηκε να του δείχνει έναν από τους πίνακές της δυο µήνες αφού είχαν αρχίσει να βγαίνουν. Ήταν ένα αφηρηµένο έργο που σκοπό είχε να προκαλέσει τη σκέψη. Κατά µία έννοια, έµοιαζε µε τον πίνακα πάνω από το τζάκι του Νόα, εκείνον που ο Νόα καταλάβαινε απόλυτα, αν και ίσως ήταν µια ιδέα λιγότερο παθιασµένος. Ο Λον τον είχε κοιτάξει προσεκτικά, σχεδόν τον είχε µελετήσει, και κατόπιν την είχε ρωτήσει τι υποτίθεται ότι ήταν. Η Άλι δεν είχε µπει στον κόπο να απαντήσει. Κούνησε το κεφάλι της τότε, αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν εντελώς δίκαιη. Τον αγαπούσε τον Λον, πάντα τον αγαπούσε, για άλλους λόγους. Παρότι δεν ήταν ο Νόα, ο Λον ήταν καλός άνθρωπος, το είδος εκείνο του άντρα που πάντα ήξερε ότι θα παντρευόταν. Με τον Λον δεν θα υπήρχαν εκπλήξεις και ήταν ανακουφιστικό να ξέρει τι της επεφύλασσε το µέλλον. Θα ήταν καλός σύζυγος απέναντί της και θα ήταν και η ίδια καλή σύζυγος. Θα είχε ένα σπιτικό κοντά σε φίλους και συγγενείς, παιδιά, µία αξιοσέβαστη θέση στην κοινωνία. Ήταν το είδος της ζωής που πάντα περίµενε να ζήσει, το είδος της ζωής που ήθελε να ζήσει. Και παρότι δεν θα περιέγραφε τη σχέση τους ως παθιασµένη, είχε από καιρό πείσει τον εαυτό της ότι δεν ήταν απαραίτητο αυτό για να νιώθει πλήρης σε µία σχέση, ακόµα και µε το πρόσωπο που σκόπευε να παντρευτεί. Το πάθος θα έσβηνε µε τον καιρό και πράγµατα όπως η συντροφικότητα και η συµβατότητα θα έπαιρναν τη θέση του. Αυτή και ο Λον τα είχαν αυτά και είχε υποθέσει ότι ήταν όλα όσα χρειαζόταν. Τώρα, όµως, παρακολουθώντας τον Νόα να κάνει κουπί, την αµφισβήτησε αυτήν τη βασική υπόθεση. O Νόα εξέπεµπε
σεξουαλικότητα σε όλα όσα έκανε, σε όλα όσα ήταν, και έπιασε τον εαυτό της να τον σκέφτεται µε τέτοιον τρόπο που δεν θα έπρεπε να τον σκέφτεται µια αρραβωνιασµένη γυναίκα. Προσπάθησε να µην τον καρφώνει µε το βλέµµα της και συχνά το έστρεφε αλλού, αλλά ο άνετος τρόπος µε τον οποίο κινούσε το κορµί του το έκανε δύσκολο να κρατήσει τα µάτια της µακριά του πολλή ώρα. «Εδώ είµαστε» είπε ο Νόα οδηγώντας το κανό προς µερικά δέντρα κοντά στην όχθη. Η Άλι κοίταξε γύρω της. Δεν έβλεπε κάτι. «Πού είναι;» «Εδώ» είπε πάλι εκείνος, στρέφοντας το κανό έτσι ώστε να δείχνει ένα γέρικο δέντρο που είχε πέσει, κρύβοντας ένα άνοιγµα σχεδόν απόλυτα προφυλαγµένο από τα αδιάκριτα βλέµµατα. Οδήγησε το κανό γύρω από το δέντρο και, προκειµένου να µη χτυπήσουν, αναγκάστηκαν κι οι δυο να χαµηλώσουν τα κεφάλια τους. «Κλείσε τα µάτια σου» ψιθύρισε, και η Άλι το έκανε, φέρνοντας τα χέρια στο πρόσωπό της. Άκουσε τους παφλασµούς του νερού και ένιωσε την κίνηση του κανό, καθώς ο Νόα το έσπρωχνε µπροστά, µακριά από την έλξη του ρεύµατος του ποταµού. «Οκέι» είπε, επιτέλους, αφού είχε σταµατήσει να κωπηλατεί. «Τώρα µπορείς να τα ανοίξεις».
Κύκνοι και καταιγίδες
που τροφοδοτούνταν από τα νερά του Ρέµατος Μπράισις. Δεν ήταν µεγάλη, ίσως είχε εκατό µέτρα διάµετρο, και η Άλι είχε µείνει έκπληκτη από το πόσο αόρατη ήταν στιγµές πριν. Το θέαµα ήταν εντυπωσιακό. Νανόκυκνοι και καναδέζικες χήνες κυριολεκτικά τους είχαν περικυκλώσει. Χιλιάδες πουλιά. Επέπλεαν τόσο κοντά το ένα στο άλλο σε µερικά σηµεία, που δεν µπορούσε να δει το νερό. Από κάποια απόσταση, τα σµήνη των κύκνων σχεδόν έµοιαζαν µε παγόβουνα. «Ω, Νόα» είπε εντέλει, απαλά, «είναι πανέµορφο». Για πολλή ώρα έµειναν σιωπηλοί, παρακολουθώντας τα πουλιά. Ο Νόα τής έδειξε ένα σµήνος νεοσσών, που είχαν πρόσφατα βγει από το αυγό και ακολουθούσαν ένα σµήνος χήνες κοντά στην ακτή, πασχίζοντας να µη µείνουν πίσω. Οι κραυγές και τα τιτιβίσµατα γέµιζαν τον αέρα καθώς ο Νόα έσχιζε το νερό µε το κανό. Τα πουλιά, ως επί το πλείστον, τους αγνοούσαν. Τα µόνα που έδειχναν να ενοχλούνται ήταν εκείνα που αναγκάζονταν να µετακινηθούν όταν τα πλησίαζε το κανό. Η Άλι άπλωσε το χέρι της για ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΜΙΑ ΛΙΜΝΟΥΛΑΣ
να αγγίξει τα πιο κοντινά της και ένιωσε τα πούπουλά τους να αναφουφουλιάζουν κάτω από τα δάχτυλά της. Ο Νόα έπιασε τη σακούλα µε το ψωµί που είχε πάρει µαζί του και την έδωσε στην Άλι. Εκείνη σκόρπισε το ψωµί, ευνοώντας τα µικρότερα πουλάκια, γελώντας και χαµογελώντας καθώς εκείνα κολυµπούσαν σε κύκλους, αναζητώντας τροφή. Έµειναν ώσπου άκουσαν τη βροντή ενός κεραυνού στο βάθος – µακρινή, αλλά ισχυρή– και ήξεραν και οι δυο ότι ήταν ώρα να φύγουν. Ο Νόα οδήγησε το κανό πίσω στο ρεύµα του ποταµού, κωπηλατώντας πιο δυνατά από πριν. Η Άλι ήταν ακόµη έκθαµβη από το θέαµα που είχε δει. «Νόα, τι κάνουν εδώ;» «Δεν ξέρω. Ξέρω ότι οι κύκνοι από πάνω απ’ τον Βορρά αποδηµούν στη Λίµνη Ματαµάσκιτ κάθε χειµώνα, αλλά φαντάζοµαι ότι αυτή τη φορά ήρθαν εδώ. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως η πρώιµη χιονοθύελλα να είχε να κάνει κάτι µ’ αυτό. Ίσως έχασαν τον προσανατολισµό τους ή κάτι τέτοιο. Θα τον βρουν τον δρόµο του γυρισµού ωστόσο». «Δεν θα µείνουν;» «Αµφιβάλλω. Καθοδηγούνται απ’ το ένστικτο και αυτός εδώ δεν είναι ο τόπος τους. Ορισµένες από τις χήνες µπορεί να ξεχειµωνιάσουν εδώ, αλλά οι κύκνοι θα επιστρέψουν στη Ματαµάσκιτ». Ο Νόα έκανε δυνατά κουπί καθώς τα µαύρα σύννεφα µαζεύτηκαν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Σύντοµα άρχισε να πέφτει βροχή, στην αρχή ένα ελαφρύ ψιλόβροχο, στη συνέχεια σταδιακά δυνάµωνε. Αστραπή… µια παύση… και πάλι βροντή. Λίγο πιο δυνατά τώρα. Έξι µε εφτά µίλια µακριά ίσως. Πιο δυνατή βροχή, ενώ ο Νόα άρχισε να κωπηλατεί ακόµα πιο εντατικά, οι µύες του σφίγγονταν µε κάθε κουπιά. Πιο χοντρές σταγόνες τώρα. Έπεφταν… Έπεφταν µε τον αέρα…
Έπεφταν δυνατές και χοντρές… Ο Νόα κωπηλατούσε… Παράβγαινε µε τον ουρανό… Εξακολουθούσε να βρέχεται… βρίζοντας µόνος του… Έχανε από τη Μητέρα Φύση… Η νεροποντή ήταν σταθερή πια, και η Άλι παρακολουθούσε τη βροχή να πέφτει διαγώνια από τον ουρανό, προσπαθώντας να αψηφήσει τη βαρύτητα καβάλα σε δυτικούς ανέµους που σφύριζαν πάνω από τα δέντρα. Ο ουρανός σκοτείνιασε λίγο ακόµα και οι βαριές σταγόνες έγιναν ακόµα πιο πυκνές. Η Άλι απόλαυσε τη βροχή και έγειρε πίσω το κεφάλι της για µια στιγµή για να την αφήσει να τη χτυπήσει στο πρόσωπο. Ήξερε ότι η µπροστινή µεριά του φορέµατός της σε δυο λεπτά θα ήταν µούσκεµα, αλλά δεν την ένοιαζε. Αναρωτήθηκε, ωστόσο, αν το πρόσεξε ο Νόα, ύστερα σκέφτηκε ότι µάλλον το πρόσεξε. Πέρασε τα χέρια της µέσα απ’ τα µαλλιά της, νιώθοντας την υγρασία τους. Τα ένιωθε υπέροχα, ένιωθε υπέροχα, τα πάντα ήταν υπέροχα. Ακόµα και µέσα στη βροχή, άκουγε τη βαριά του ανάσα, και ο ήχος τής προκάλεσε τέτοια σεξουαλική διέγερση, που είχε χρόνια να νιώσει. Ένα σύννεφο ξέσπασε ακριβώς από πάνω τους, και η βροχή άρχισε να πέφτει ακόµα πιο δυνατά. Πιο δυνατά απ’ ό,τι είχε δει ποτέ η Άλι. Κοίταξε ψηλά και γέλασε, εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια να µείνει στεγνή, κάνοντας τον Νόα να νιώσει καλύτερα. Δεν γνώριζε πώς ένιωθε εκείνη γι’ αυτό. Παρότι είχε πάρει την απόφαση να έρθει, ο Νόα αµφέβαλλε ότι θα περίµενε να τους πιάσει µια τέτοια καταιγίδα. Δυο λεπτά αργότερα έφτασαν στην προβλήτα, και ο Νόα πλησίασε τόσο ώστε να µπορέσει η Άλι να βγει. Τη βοήθησε να ανέβει στην προβλήτα και στη συνέχεια βγήκε και αυτός και έσυρε το κανό στην όχθη αρκετά µακριά ώστε να µην παρασυρθεί από τα νερά του ποταµού. Για καλό και για κακό, το έδεσε στην προβλήτα, ξέροντας ότι άλλο ένα λεπτό στη βροχή δεν θα έκανε µεγάλη διαφορά. Όση ώρα έδενε το κανό, σήκωσε το βλέµµα του στην Άλι και για ένα
δευτερόλεπτο του κόπηκε η ανάσα. Ήταν απίστευτα όµορφη καθώς περίµενε, παρακολουθώντας τον, απόλυτα άνετη µες στη βροχή. Δεν προσπάθησε να µείνει στεγνή ή να κρυφτεί και µπορούσε να δει τα στήθη της να διαγράφονται έτσι όπως πίεζαν το ύφασµα του φορέµατος που είχε κολλήσει σφιχτά πάνω στο σώµα της. Η βροχή δεν ήταν κρύα, αλλά έβλεπε τις ρώγες της που εξείχαν ορθωµένες και σκληρές, σαν βοτσαλάκια. Ένιωσε ένα σφίξιµο στα λαγόνια του και γύρισε γρήγορα από την άλλη µεριά, αµήχανος, µουρµουρίζοντας µόνος του, χαρούµενος που ο ήχος της βροχής έπνιγε τα λόγια του. Όταν τελείωσε και σηκώθηκε όρθιος, η Άλι πήρε το χέρι του στο δικό της, εκπλήσσοντάς τον. Παρά τη νεροποντή, δεν βιάστηκαν να φτάσουν σπίτι και ο Νόα φαντάστηκε πώς θα ήταν αν περνούσε µαζί της το βράδυ. Και η Άλι αναρωτιόταν για εκείνον. Ένιωθε τη ζέστη στα χέρια του και αναρωτιόταν πώς θα ήταν να τα νιώθει να αγγίζουν το σώµα της, να χαϊδεύουν κάθε εκατοστό της, αφήνοντας τα ίχνη τους αργά αργά πάνω στο δέρµα της. Η σκέψη και µόνο την έκανε να πάρει µια βαθιά ανάσα και ένιωσε τις θηλές της να ερεθίζονται και µια νέα καυτή αίσθηση ανάµεσα στα πόδια της. Συνειδητοποίησε τότε ότι κάτι είχε αλλάξει από τη στιγµή που είχε έρθει εδώ. Και παρότι δεν µπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς τη στιγµή – εχθές µετά το δείπνο ή αυτό το απόγευµα µέσα στο κανό, ή όταν είδαν τους κύκνους ή, ίσως, ακόµα και τώρα καθώς περπατούσαν πιασµένοι χέρι χέρι–, ήξερε ότι είχε ερωτευτεί τον Νόα Τέιλορ Καλχούν ξανά, και ότι ίσως, απλά ίσως, να µην είχε πάψει ποτέ να είναι ερωτευµένη µαζί του. Δεν υπήρχε καµία αµηχανία ανάµεσά τους όταν έφτασαν στην πόρτα και µπήκαν και οι δυο µέσα, σταµατώντας στο χολ, µε τα ρούχα τους να στάζουν. «Έφερες µια αλλαξιά ρούχα;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της, νιώθοντας ακόµη µέσα της το κουβάρι των συναισθηµάτων, ενώ αναρωτιόταν αν όλα αυτά φαίνονταν στο πρόσωπό της. «Νοµίζω ότι θα σου βρω κάτι για να βγάλεις αυτά τα ρούχα. Μπορεί να σου είναι λίγο µεγάλο, αλλά θα είναι ζεστό». «Οτιδήποτε» είπε εκείνη. «Σ’ ένα δευτερόλεπτο θα ’µαι πίσω». Ο Νόα έβγαλε τις µπότες του, έπειτα ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, κατεβαίνοντας ένα λεπτό αργότερα. Κάτω από το µπράτσο του είχε ένα βαµβακερό παντελόνι και ένα µακρυµάνικο πουκάµισο και στο άλλο χέρι κρατούσε ένα τζιν παντελόνι µαζί µε ένα µπλε πουκάµισο. «Ορίστε» της είπε, δίνοντάς της το βαµβακερό παντελόνι και το πουκάµισο. «Μπορείς να αλλάξεις στην κρεβατοκάµαρα επάνω. Έχει καθαρές πετσέτες στο µπάνιο αν θέλεις να κάνεις ένα ντους». Τον ευχαρίστησε µε ένα χαµόγελο και ανέβηκε τη σκάλα, νιώθοντας τα µάτια του πάνω της καθώς περπατούσε. Μπήκε στην κρεβατοκάµαρα και έκλεισε την πόρτα, άφησε το παντελόνι και το πουκάµισο στο κρεβάτι του και έβγαλε ένα ένα από πάνω της τα ρούχα. Γυµνή πήγε στην ντουλάπα του και βρήκε µια κρεµάστρα, κρέµασε το φόρεµα, το σουτιέν και το κιλοτάκι της κι ύστερα τα πήγε στο µπάνιο για να µη στάζουν στο ξύλινο δάπεδο. Το γεγονός ότι βρισκόταν γυµνή στο δωµάτιό του την έκανε να αισθανθεί µια κρυφή έξαψη. Δεν ήθελε να κάνει ντους µετά τη βροχή. Της άρεσε η απαλή αίσθηση στο δέρµα της και της θύµισε το πώς ζούσαν οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια. Φυσικά. Σαν τον Νόα. Φόρεσε τα ρούχα του προτού κοιτάξει το είδωλό της στον καθρέφτη. Το παντελόνι ήταν µεγάλο, αλλά όταν έβαλε µέσα το πουκάµισο βελτιώθηκε η κατάσταση και γύρισε τα µπατζάκια λίγο για να µη σέρνονται. Ο γιακάς ήταν λίγο σχισµένος και σχεδόν κρεµόταν από τον έναν ώµο, αλλά της άρεσε το πώς έδειχνε επάνω της, έτσι κι αλλιώς. Σήκωσε τα µανίκια ως τους αγκώνες, πήγε στη σιφονιέρα
και φόρεσε κάτι κάλτσες, έπειτα πήγε στο µπάνιο να βρει µια βούρτσα. Βούρτσισε τα βρεγµένα της µαλλιά ίσα ίσα για να φύγουν οι κόµποι, αφήνοντάς τα να πέσουν στους ώµους της. Κοιτώντας στον καθρέφτη, ευχήθηκε να είχε φέρει ένα τσιµπιδάκι ή κάνα δυο φουρκέτες. Και τη µάσκαρα. Αλλά τι µπορούσε να κάνει; Στα µάτια της είχε µείνει λίγη από αυτήν που είχε βάλει νωρίτερα και τη διόρθωσε µε µία πετσέτα προσώπου, κάνοντας ό,τι καλύτερο µπορούσε. Όταν τελείωσε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, νιώθοντας όµορφη, παρ’ όλα αυτά, και κατέβηκε πάλι τη σκάλα. Ο Νόα ήταν στο καθιστικό καθισµένος οκλαδόν µπροστά από µια φωτιά, βάζοντας τα δυνατά του για να την κάνει να δυναµώσει. Δεν την είδε να µπαίνει, και η Άλι τον παρακολουθούσε ενώ δούλευε. Είχε αλλάξει κι εκείνος τα ρούχα του και έδειχνε ωραίος: οι ώµοι του φαρδιοί, βρεγµένα µαλλιά ίσα που κάλυπταν τον γιακά του, στενό τζιν. Σκάλισε τη φωτιά, µετακινώντας τα κούτσουρα και πρόσθεσε κι άλλο προσάναµµα. Η Άλι ακούµπησε στο κούφωµα της πόρτας, σταύρωσε τα πόδια και συνέχισε να τον παρακολουθεί. Μέσα σε λίγα λεπτά η φωτιά είχε φουντώσει, οι φλόγες έκαιγαν οµοιόµορφα και σταθερά. Στράφηκε προς τη µια πλευρά για να ευθυγραµµίσει τα υπόλοιπα αχρησιµοποίητα κούτσουρα και την έπιασε µε την άκρη του µατιού του. Γύρισε γρήγορα προς το µέρος της. Ακόµα και µε τα δικά του ρούχα ήταν όµορφη. Το επόµενο λεπτό τράβηξε το βλέµµα του ντροπαλά, συνεχίζοντας να στοιβάζει τα κούτσουρα. «Δεν σε άκουσα να µπαίνεις» είπε, προσπαθώντας να δείξει άνετος. «Το ξέρω. Αυτός ήταν ο σκοπός». Η Άλι ήξερε τι σκεφτόταν εκείνος και ένιωσε να τη διασκεδάζει ελαφρώς το πόσο νέος φαινόταν. «Πόση ώρα έχεις που στέκεσαι εκεί;» «Δυο λεπτά». Ο Νόα σκούπισε τα χέρια του στο παντελόνι, έπειτα έδειξε προς την
κουζίνα. «Να σου φέρω ένα τσάι; Έβαλα το νερό να βράσει όσο ήσουν επάνω». Ψιλοκουβέντα, οτιδήποτε για να κρατήσει το µυαλό του καθαρό. Αλλά, να πάρει, η εµφάνισή της… Η Άλι σκέφτηκε για µια στιγµή, είδε τον τρόπο µε τον οποίο την κοιτούσε και ένιωσε τα αρχέγονα ένστικτα να παίρνουν τον έλεγχο. «Έχεις κάτι πιο δυνατό ή είναι πολύ νωρίς για ποτό;» Ο Νόα χαµογέλασε. «Έχω λίγο µπέρµπον στο κελάρι. Σου κάνει;» «Μου ακούγεται τέλειο». Ξεκίνησε να πηγαίνει προς την κουζίνα και η Άλι τον είδε να περνάει το χέρι µέσα απ’ τα υγρά µαλλιά του καθώς χανόταν απ’ το βλέµµα της. Ακούστηκε µια δυνατή βροντή και ξεκίνησε άλλη µια νεροποντή. Η Άλι άκουγε τη βουή της βροχής στη σκεπή, τα κούτσουρα να τριζοβολούν καθώς οι τρεµουλιαστές φλόγες φώτιζαν το δωµάτιο. Γύρισε προς το παράθυρο και είδε τον γκρίζο ουρανό να φωτίζεται από µια στιγµιαία λάµψη. Δευτερόλεπτα αργότερα, άλλη µια βροντή. Κοντά αυτή τη φορά. Πήρε ένα κουβερλί από τον καναπέ και κάθισε στο χαλί µπροστά στη φωτιά. Σταυρώνοντας τα πόδια της, έστρωσε το κουβερλί πάνω της µέχρι να βολευτεί και έµεινε να χαζεύει τις φλόγες που χόρευαν. Ο Νόα επέστρεψε, είδε τι είχε κάνει και πήγε να καθίσει δίπλα της. Άφησε κάτω δύο ποτήρια και έβαλε λίγο µπέρµπον στο καθένα τους. Έξω ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο. Άλλη µια βροντή. Δυνατή. Η καταιγίδα λυσσοµανούσε, οι άνεµοι στροβίλιζαν τη βροχή. «Αυτή κι αν είναι καταιγίδα» είπε ο Νόα, κοιτώντας τις στάλες να σχηµατίζουν κάθετα ρυάκια στα παράθυρα. Εκείνος και η Άλι ήταν κοντά τώρα, παρότι δεν αγγίζονταν και ο Νόα κοίταζε το στέρνο της να σηκώνεται ελαφρώς µε κάθε ανάσα, φαντάστηκε την αίσθηση του κορµιού της ακόµα µια φορά πριν προσπαθήσει πάλι να αντισταθεί στη σκέψη. «Μου αρέσει» είπε εκείνη, πίνοντας µια γουλιά. «Πάντα µου άρεσαν οι
καταιγίδες. Ακόµα κι όταν ήµουν µικρό κορίτσι». «Γιατί;» Έλεγε το οτιδήποτε, κρατούσε την ισορροπία του. «Δεν ξέρω. Απλώς, µου φαίνονταν πάντα ροµαντικές». Για µια στιγµή σώπασε, και ο Νόα έµεινε να κοιτάζει τη φωτιά να τρεµοπαίζει µέσα στα σµαραγδένια µάτια της. Τότε είπε: «Θυµάσαι που καθόµασταν µαζί και παρακολουθούσαµε την καταιγίδα λίγες νύχτες πριν φύγω;». «Φυσικά». «Το σκεφτόµουν διαρκώς όταν επέστρεψα σπίτι. Σκεφτόµουν πάντα την όψη σου εκείνη τη νύχτα. Έτσι σε θυµόµουν πάντα». «Έχω αλλάξει πολύ;» Ήπιε άλλη µια γουλιά µπέρµπον, νιώθοντάς το να τη ζεσταίνει. Άγγιξε το χέρι του ενώ του απαντούσε. «Πραγµατικά, όχι. Όχι ως προς αυτά που θυµάµαι. Είσαι µεγαλύτερος, φυσικά, µε περισσότερη ζωή πίσω σου, αλλά έχεις ακόµη εκείνη την ίδια λάµψη στα µάτια. Διαβάζεις ακόµη ποίηση και κάνεις βαρκάδες στα ποτάµια. Και έχεις ακόµη µια αβρότητα, την οποία ούτε καν ο πόλεµος δεν µπόρεσε να σου πάρει». Ο Νόα σκέφτηκε αυτά που είχε πει και ένιωσε το χέρι της να µένει στο δικό του, τον αντίχειρά της να διαγράφει αργά κύκλους. «Άλι, µε ρώτησες νωρίτερα τι θυµόµουν περισσότερο από το καλοκαίρι µας. Εσύ τι θυµάσαι;» Της πήρε λίγο χρόνο να απαντήσει. Η φωνή της ακούστηκε σαν να ερχόταν από κάπου αλλού. «Θυµάµαι να κάνουµε έρωτα. Αυτό θυµάµαι περισσότερο. Ήσουν ο πρώτος µου, και ήταν πολύ πιο εκπληκτικό απ’ ό,τι είχα ποτέ φανταστεί». Ο Νόα ήπιε λίγο µπέρµπον, καθώς θυµόταν, νιώθοντας πάλι τα παλιά συναισθήµατα. Τότε, ξαφνικά, κούνησε το κεφάλι του. Του ήταν ήδη αρκετά δύσκολο. Εκείνη συνέχισε.
«Θυµάµαι ότι ήµουν τόσο φοβισµένη από πριν που έτρεµα, αλλά την ίδια στιγµή ήµουν τόσο ερεθισµένη. Χαίροµαι που ήσουν εσύ ο πρώτος. Χαίροµαι που µπορέσαµε να το µοιραστούµε αυτό». «Κι εγώ». «Ήσουν τόσο φοβισµένος όσο εγώ;» Ο Νόα κατένευσε αµίλητος, και η ειλικρίνειά του την έκανε να χαµογελάσει. «Το είχα καταλάβει. Πάντα τόσο ντροπαλός ήσουν. Ειδικά στην αρχή. Θυµάµαι που µε είχες ρωτήσει αν είχα αγόρι και όταν σου είπα ότι είχα, σχεδόν έπαψες να µου µιλάς». «Δεν ήθελα να µπω ανάµεσά σας». «Στο τέλος, όµως, το έκανες, παρά τη φαινοµενική σου αθωότητα» είπε, χαµογελώντας. «Και χαίροµαι που το έκανες». «Πότε του είπες τελικά για εµάς;» «Αφού πήγα σπίτι». «Ήταν δύσκολο;» «Καθόλου. Μ’ εσένα ήµουν ερωτευµένη». Έσφιξε το χέρι του, το άφησε και πήγε πιο κοντά του. Πέρασε το χέρι της κάτω από το µπράτσο του, αγκαλιάζοντάς το και ακούµπησε το κεφάλι της στον ώµο του. Μπορούσε να τη µυρίσει, απαλή σαν τη βροχή, ζεστή. Η Άλι µίλησε χαµηλόφωνα: «Θυµάσαι τότε που γυρίζαµε σπίτια µας µετά το πανηγύρι; Σε ρώτησα αν ήθελες να µε ξαναδείς. Εσύ απλώς έγνεψες µε το κεφάλι σου και δεν είπες λέξη. Δεν ήταν και πολύ πειστικό». «Δεν είχα γνωρίσει ποτέ πριν κάποια σαν εσένα. Δεν µπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Δεν ήξερα τι να πω». «Το ξέρω. Ποτέ δεν µπορούσες να κρύψεις τίποτα. Σε πρόδιδαν πάντα τα µάτια σου. Είχες τα πιο υπέροχα µάτια που είχα δει ποτέ». Τότε έκανε µια παύση, σήκωσε το κεφάλι της από τον ώµο του και τον κοίταξε κατάµατα. Όταν µίλησε, η φωνή της ήταν σχεδόν ψίθυρος.
«Νοµίζω ότι εκείνο το καλοκαίρι σε αγάπησα περισσότερο απ’ ό,τι αγάπησα ποτέ κάποιον άλλον». Μια αστραπή έλαµψε πάλι. Στις στιγµές ησυχίας πριν το µπουµπουνητό, τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν καθώς προσπαθούσαν να διαλύσουν τα δεκατέσσερα χρόνια, νιώθοντας κι οι δυο τους µια αλλαγή από εχθές. Όταν ακούστηκε επιτέλους η βροντή, ο Νόα αναστέναξε και έστρεψε το βλέµµα του µακριά της, προς τα παράθυρα. «Μακάρι να είχες διαβάσει τα γράµµατα που σου έγραψα» είπε. Για πολλή ώρα η Άλι δεν µίλησε. «Δεν ήταν αποκλειστικά δική σου ευθύνη, Νόα. Δεν σ’ το είπα, αλλά σου έγραψα καµιά δεκαριά γράµµατα αφού είχα γυρίσει σπίτι. Απλώς δεν τα έστειλα ποτέ». «Γιατί;» Ο Νόα είχε µείνει έκπληκτος. «Μάλλον, φοβόµουν υπερβολικά». «Τι πράµα;» «Ότι ίσως να µην ήταν τόσο αληθινό όσο νόµιζα εγώ. Ότι ίσως µε ξέχασες». «Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Δεν µπορούσα καν να το διανοηθώ». «Τώρα πια το ξέρω. Το βλέπω όταν σε κοιτάζω. Τότε όµως ήταν διαφορετικά. Υπήρχαν τόσα πολλά που δεν καταλάβαινα, πράγµατα που το µυαλό ενός κοριτσιού δεν µπορούσε να ξεχωρίσει». «Τι εννοείς;» Η Άλι σώπασε, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της. «Όταν δεν έλαβα κανένα γράµµα σου, δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Θυµάµαι που έλεγα στην καλύτερή µου φίλη τι είχε συµβεί εκείνο το καλοκαίρι και εκείνη κατέληξε ότι πήρες αυτό που ήθελες και ότι δεν της έκανε έκπληξη που δεν µου έγραφες. Δεν πίστευα ότι ήσουν απ’ αυτούς, ποτέ δεν το πίστεψα, αλλά ακούγοντάς το και σκεπτόµενη όλες τις διαφορές µας, άρχισα να αναρωτιέµαι µήπως το καλοκαίρι σήµαινε περισσότερα για µένα απ’ ό,τι για σένα… Και τότε, ενώ από το µυαλό
µου περνούσαν όλες αυτές οι σκέψεις, είχα νέα από τη Σάρα. Έλεγε ότι είχες φύγει από το Νιου Μπερν». «Ο Φιν και η Σάρα ήξεραν πάντα πού ήµουν –» Σήκωσε το χέρι της για να τον διακόψει. «Το ξέρω, αλλά δεν ρώτησα ποτέ. Υπέθεσα ότι είχες φύγει από το Νιου Μπερν για να ξεκινήσεις µια νέα ζωή, µια ζωή χωρίς εµένα. Αλλιώς, γιατί να µη µου έγραφες; Ή να τηλεφωνούσες; Ή να ερχόσουν να µε δεις;» Ο Νόα κοίταζε αλλού χωρίς να απαντήσει, και εκείνη συνέχισε: «Δεν ήξερα, και µε τον καιρό ο πόνος άρχισε να σβήνει και ήταν πιο εύκολο απλώς να το ξεπεράσω. Έτσι νόµιζα, τουλάχιστον. Αλλά σε κάθε αγόρι που γνώριζα τα επόµενα χρόνια έπιανα τον εαυτό µου να σε αναζητά, και όταν τα συναισθήµατα γίνονταν υπερβολικά δυνατά, σου έγραφα άλλο ένα γράµµα. Αλλά δεν τα έστελνα ποτέ, επειδή φοβόµουν τι µπορεί να ανακάλυπτα. Μπορεί εσύ να είχες προχωρήσει στη ζωή σου και δεν ήθελα να σκεφτώ ότι αγαπούσες κάποια άλλη. Ήθελα να µας θυµάµαι όπως ήµασταν εκείνο το καλοκαίρι. Δεν ήθελα να το χάσω ποτέ αυτό». Το είπε τόσο γλυκά, τόσο αθώα, που ο Νόα ήθελε να τη φιλήσει όταν τελείωσε. Ωστόσο δεν το έκανε. Αντ’ αυτού, καταπολέµησε την παρόρµηση και την απώθησε, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν αυτό που εκείνη είχε ανάγκη. Κι όµως την ένιωθε τόσο υπέροχη, έτσι όπως τον άγγιζε… «Το τελευταίο γράµµα που έγραψα ήταν πριν δυο χρόνια. Αφού γνώρισα τον Λον, έγραψα στον µπαµπά σου για να µάθω πού ήσουν. Αλλά είχε περάσει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που σε είχα δει, ώστε δεν ήµουν καν σίγουρη ότι εκείνος θα ήταν ακόµη εκεί. Και µε τον πόλεµο…» Η φωνή της αργόσβησε, και για µια στιγµή έµειναν σιωπηλοί, χαµένοι κι οι δυο στις σκέψεις τους. Μια αστραπή φώτισε ξανά τον ουρανό, πριν ο Νόα διαλύσει επιτέλους τη σιωπή. «Μακάρι να το είχες ταχυδροµήσει, όπως κι αν είχε».
«Γιατί;» «Για να µάθω νέα σου. Για να µάθω τι έκανες». «Μπορεί να απογοητευόσουν. Η ζωή µου δεν είναι τόσο συναρπαστική. Εξάλλου δεν είµαι ακριβώς αυτό που θυµόσουν». «Είσαι καλύτερη απ’ ό,τι θυµόµουν, Άλι». «Είσαι τόσο γλυκός, Νόα». Σχεδόν σταµάτησε εκεί, ξέροντας πως αν κρατούσε µέσα του τις λέξεις, θα µπορούσε µε κάποιον τρόπο να διατηρήσει τον έλεγχο, τον ίδιο έλεγχο που είχε διατηρήσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Αλλά κάτι άλλο τον είχε κυριεύσει τώρα, και εκείνος υποτάχθηκε σ’ αυτό, ελπίζοντας ότι κάπως, µε κάποιον τρόπο, θα τους γύριζε πίσω σε αυτό που είχανε πριν από τόσο καιρό. «Δεν το λέω επειδή είµαι γλυκός. Το λέω επειδή σ’ αγαπώ τώρα και σ’ αγαπούσα πάντα. Περισσότερο απ’ όσο µπορείς να φανταστείς». Ένα κούτσουρο έσκασε, στέλνοντας σπίθες στην καµινάδα και πρόσεξαν και οι δυο τα αποµεινάρια που σιγόκαιγαν. Η φωτιά χρειαζόταν άλλο ένα κούτσουρο, αλλά δεν κουνήθηκε κανείς τους. Η Άλι ήπιε άλλη µια γουλιά µπέρµπον και άρχισε να νιώθει την επίδρασή του. Δεν ήταν όµως µόνο το αλκοόλ που την έκανε να κρατήσει λίγο πιο σφιχτά τον Νόα και να νιώσει τη ζεστασιά του πάνω της. Κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, είδε ότι τα σύννεφα ήταν σχεδόν µαύρα. «Άσε µε να ξανανάψω τη φωτιά» είπε ο Νόα, νιώθοντας την ανάγκη να σκεφτεί, και εκείνη τον άφησε. Πήγε στο τζάκι, άνοιξε την προστατευτική σήτα και πρόσθεσε δυο κούτσουρα. Χρησιµοποίησε τη µασιά για να µετακινήσει τα µισοκαµένα ξύλα, φροντίζοντας τα καινούργια κούτσουρα να πιάσουν εύκολα φωτιά. Η φλόγα άρχισε πάλι να εξαπλώνεται και ο Νόα επέστρεψε πλάι της. Κούρνιασε πάλι πάνω του, ακουµπώντας το κεφάλι της στον ώµο του, όπως είχε κάνει πριν, χωρίς να µιλάει, χαϊδεύοντας ανάλαφρα µε το χέρι
της το στήθος του. Ο Νόα έγειρε πιο κοντά και της ψιθύρισε στο αυτί. «Αυτό µου θυµίζει πώς ήµασταν κάποτε. Όταν ήµασταν νέοι». Εκείνη χαµογέλασε, σκεφτόταν το ίδιο ακριβώς, και έµειναν να κοιτάζουν τη φωτιά και τον καπνό, αγκαλιασµένοι. «Νόα, δεν µε ρώτησες ποτέ, αλλά θέλω να ξέρεις ένα πράγµα». «Τι είναι;» Η φωνή της ήταν τρυφερή. «Δεν έχει υπάρξει άλλος, Νόα. Δεν ήσουν µόνο ο πρώτος. Είσαι ο µοναδικός άντρας µε τον οποίο το έκανα ποτέ. Δεν περιµένω να πεις κι εσύ το ίδιο, αλλά ήθελα να το ξέρεις». Ο Νόα έµεινε σιωπηλός κοιτάζοντας αλλού. Η Άλι ένιωσε να ζεσταίνεται περισσότερο παρακολουθώντας τη φωτιά. Το χέρι της περνούσε πάνω από τους µυς που κρύβονταν κάτω από το πουκάµισό του, σκληροί και καλοσχηµατισµένοι. Θυµήθηκε την τελευταία φορά που ήταν έτσι αγκαλιασµένοι. Ήταν καθισµένοι σε έναν υδατοφράχτη σχεδιασµένο να συγκρατεί τα νερά του ποταµού Νιους. Η Άλι έκλαιγε γιατί µπορεί να µην έβλεπαν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλο και αναρωτιόταν πώς θα µπορούσε να ξανανιώσει ευτυχισµένη. Αντί να απαντήσει, ο Νόα έχωσε ένα σηµείωµα στο χέρι της, το οποίο διάβασε στον δρόµο για το σπίτι. Το είχε φυλάξει, κάθε τόσο το διάβαζε ολόκληρο ή µερικές φορές µόνο ένα µέρος του. Ένα συγκεκριµένο απόσπασµα το είχε διαβάσει τουλάχιστον εκατό φορές και για κάποιο λόγο το έπαιζε τώρα µέσα στο κεφάλι της. Έλεγε: Ο λόγος που πονάει τόσο πολύ ο χωρισµός είναι επειδή οι ψυχές µας είναι συνδεδεµένες. Ίσως πάντα να ήταν και πάντα να είναι. Ίσως έχουµε ζήσει χίλιες ζωές πριν από αυτήν και σε καθεµία να έχουµε βρεθεί. Και ίσως κάθε φορά να έχουµε αναγκαστεί να χωριστούµε για τους ίδιους λόγους. Αυτό σηµαίνει ότι αυτό το αντίο είναι ταυτόχρονα ένα αντίο για τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια και ένα πρελούδιο για όσα θα έρθουν.
Όταν σε κοιτάζω, βλέπω την οµορφιά και τη χάρη σου, και ξέρω ότι έχουν γίνει πιο δυνατές µε κάθε ζωή που έχεις ζήσει. Και ξέρω ότι έχω περάσει κάθε µου ζωή πριν από αυτήν εδώ αναζητώντας εσένα. Όχι κάποια σαν εσένα, αλλά εσένα, γιατί η ψυχή σου και η ψυχή µου πρέπει πάντα να συναντιούνται. Και τότε, για κάποιον λόγο που κανείς µας δεν καταλαβαίνει, είµαστε αναγκασµένοι να πούµε αντίο. Θα ήθελα πολύ να σου πω ότι στο τέλος θα πάνε όλα καλά για µας και σου υπόσχοµαι να κάνω ό,τι µπορώ για να διασφαλίσω ότι έτσι θα γίνει. Αλλά αν δεν συναντηθούµε ποτέ ξανά και αυτό εδώ είναι πραγµατικά το αντίο µας, ξέρω ότι θα ξανασυναντηθούµε σε κάποια άλλη ζωή. Θα ξαναβρεθούµε και, ίσως, τα αστέρια να έχουν αλλάξει και τότε δεν θα αγαπιόµαστε µόνο για εκείνη τη ζωή, αλλά και για όλες τις περασµένες. Θα µπορούσε να συµβεί; Αναρωτήθηκε. Θα µπορούσε να έχει δίκιο; Δεν το είχε αποκλείσει ποτέ εντελώς, θέλοντας να κρατηθεί από την υπόσχεση αυτή σε περίπτωση που έβγαινε αληθινή. Αυτή η ιδέα την είχε βοηθήσει να περάσει πολλές δύσκολες στιγµές. Αλλά το ότι κάθονταν τώρα εδώ έµοιαζε να δοκιµάζει τη θεωρία ότι ήταν καταδικασµένοι να είναι πάντα χώρια. Εκτός αν τα αστέρια είχαν αλλάξει από την τελευταία φορά που ήταν µαζί. Και, ίσως να είχαν αλλάξει, αλλά δεν ήθελε να κοιτάξει. Αντ’ αυτού, σφίχτηκε περισσότερο πάνω του και ένιωσε τη φλόγα ανάµεσά τους, ένιωσε το κορµί του, ένιωσε το µπράτσο του σφιχτά γύρω της. Και το σώµα της άρχισε να τρέµει µε εκείνη την ίδια προσδοκία που είχε νιώσει την πρώτη φορά που βρέθηκαν µαζί. Το ένιωθε τόσο σωστό να είναι εδώ. Τα πάντα τα ένιωθε σωστά. Τη φωτιά, τα ποτά, την καταιγίδα – δεν θα µπορούσε να είναι πιο τέλειο. Ως διά µαγείας τής φάνηκε ότι τα χρόνια που ζήσαν χωριστά δεν είχαν πια καµία σηµασία.
Μια αστραπή έσχισε στα δυο τον ουρανό. Η φωτιά χόρευε πάνω στα λευκοπυρωµένα ξύλα, σκορπίζοντας τη ζεστασιά της. Η βροχή του Οκτώβρη έπεφτε σαν κουρτίνα στα παράθυρα, πνίγοντας όλους τους άλλους ήχους. Εκείνη τη στιγµή ενέδωσαν σε όλα όσα είχαν καταπολεµήσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Η Άλι σήκωσε το κεφάλι της από τον ώµο του, τον κοίταξε µε θολά µάτια, και ο Νόα τη φίλησε απαλά στα χείλη. Έφερε το χέρι της στο πρόσωπό του και άγγιξε το µάγουλό του, χαϊδεύοντάς το απαλά µε τα δάχτυλά της. Εκείνος έγειρε αργά και τη φίλησε πάλι, απαλά και τρυφερά, και εκείνη του ανταπέδωσε το φιλί, νιώθοντας τα χρόνια του χωρισµού να µετουσιώνονται σε πάθος. Έκλεισε τα µάτια και µισάνοιξε τα χείλη της καθώς εκείνος περνούσε τα δάχτυλά του πάνω κάτω στα µπράτσα της, αργά, ανάλαφρα. Φίλησε τον λαιµό της, το µάγουλό της, τα βλέφαρά της, και εκείνη ένιωθε την υγρασία του στόµατός του να παραµένει εκεί όπου την είχαν αγγίξει τα χείλη του. Πήρε το χέρι του και το έφερε στα στήθη της και ένας λυγµός ανέβηκε στον λαιµό της όταν τα άγγιξε απαλά πάνω από το λεπτό ύφασµα του πουκαµίσου. Ο κόσµος φαινόταν ονειρικός τη στιγµή που τραβήχτηκε λίγο πίσω, το φως της φωτιάς χάριζε τη λάµψη του στο πρόσωπό της. Χωρίς να µιλάει, άρχισε να ξεκουµπώνει τα κουµπιά του πουκαµίσου του. Την παρακολουθούσε καθώς το έκανε αυτό και άκουγε τις απαλές ανάσες της όσο τα χέρια της κατέβαιναν προς τα κάτω. Με κάθε κουµπί ένιωθε τα δάχτυλά της να χαϊδεύουν το δέρµα του, και εκείνη του χαµογέλασε απαλά όταν επιτέλους τελείωσε. Την αισθάνθηκε να γλιστράει τα χέρια της µέσα, αγγίζοντάς τον όσο το δυνατόν πιο ανάλαφρα, αφήνοντας τα χέρια της να εξερευνήσουν το σώµα του. Έκαιγε, και η Άλι πέρασε τα χέρια της πάνω από το ελαφρώς υγρό στέρνο του, νιώθοντας τις τρίχες του ανάµεσα στα δάχτυλά της. Γέρνοντας, φίλησε απαλά τον λαιµό του, γλιστρώντας το πουκάµισο από τους ώµους του, ακινητοποιώντας τα
χέρια του πίσω από την πλάτη του. Σήκωσε το κεφάλι της και τον άφησε να τη φιλήσει καθώς στριφογύριζε τους ώµους του, στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί από τα µανίκια του. Αφού το έκανε αυτό, την έπιασε αργά. Σήκωσε το πουκάµισό της και χάιδεψε µε τα δάχτυλά του αργά την κοιλιά της πριν σηκώσει ψηλά τα χέρια της και της το βγάλει. Η Άλι ένιωσε να λαχανιάζει όταν εκείνος χαµήλωσε το κεφάλι, τη φίλησε ανάµεσα στα στήθη και διέγραψε αργά µε τη γλώσσα του τη διαδροµή ως τον λαιµό της. Τα χέρια του χάιδευαν απαλά την πλάτη της, τα µπράτσα της, τους ώµους της, και η Άλι ένιωσε τα ξαναµµένα σώµατά τους να πιέζονται το ένα πάνω στο άλλο, δέρµα πάνω στο δέρµα. Φίλησε τον λαιµό της και τη δάγκωσε τρυφερά, ενώ εκείνη σήκωσε τους γοφούς της επιτρέποντάς του να της βγάλει το παντελόνι. Έπιασε τη σούστα του παντελονιού του, την ξεκούµπωσε, και έµεινε να τον κοιτάζει όσο το έβγαζε κι εκείνος. Ήταν σαν να έπαιζαν σε αργή κίνηση σχεδόν, καθώς τα γυµνά κορµιά τους ενώθηκαν, επιτέλους, τρέµοντας κι οι δυο στην ανάµνηση αυτού που είχαν κάποτε µοιραστεί. Η γλώσσα του διέτρεξε τον λαιµό της, ενώ τα χέρια του κατέβηκαν από το απαλό καυτό δέρµα του στήθους της στην κοιλιά της, λίγο πιο κάτω από τον αφαλό της και πάλι πάνω. Έµεινε έκθαµβος από την οµορφιά της. Τα λαµπερά µαλλιά της αιχµαλώτιζαν το φως που τα έκανε να στραφταλίζουν. Το δέρµα της, απαλό και όµορφο, σχεδόν φεγγοβολούσε στο φως της φωτιάς. Αισθάνθηκε τα χέρια της στην πλάτη του, να τον προσκαλούν, βάζοντάς τον σε πειρασµό. Ξάπλωσαν, κοντά στη φωτιά, και η ζέστη έκανε τον αέρα να µοιάζει πηχτός. Η πλάτη της σχηµάτιζε µια µικρή καµάρα καθώς εκείνος ήρθε αποπάνω της µε µία κίνηση. Έµεινε από πάνω της στα τέσσερα, οι γοφοί της ανάµεσα στα γόνατά του. Σήκωσε το κεφάλι της και φίλησε το σαγόνι και τον λαιµό του, βαριανασαίνοντας, γλείφοντας τους ώµους του και δοκιµάζοντας τον ιδρώτα που είχε µείνει στο σώµα του. Πέρασε τα χέρια της µέσα απ’ τα µαλλιά του όσο αυτός στεκόταν από πάνω της, οι
µύες στα µπράτσα του σκληροί από την προσπάθεια. Με ένα µικρό δελεαστικό κατσούφιασµα, τον τράβηξε πιο κοντά της, αλλά εκείνος αντιστάθηκε. Αντ’ αυτού, χαµήλωσε το σώµα του και έτριψε ελαφριά το στήθος του πάνω της, και εκείνη ένιωσε το κορµί της να ανταποκρίνεται µε προσµονή. Επανέλαβε αργά την ίδια κίνηση, ξανά και ξανά, φιλώντας κάθε σηµείο του κορµιού της, ακούγοντάς τη να βγάζει απαλούς ήχους, σαν κλαψουρίσµατα, όσο κινούνταν από πάνω της. Συνέχιζε να το κάνει αυτό ώσπου εκείνη δεν άντεχε άλλο και όταν έγιναν επιτέλους ένα, η Άλι έβγαλε µια δυνατή κραυγή και έµπηξε τα δάχτυλά της στην πλάτη του. Έκρυψε το πρόσωπό της στον λαιµό του και τον αισθάνθηκε βαθιά µέσα της, ένιωσε τη δύναµη και την τρυφερότητά του, ένιωσε τον µυ και την ψυχή του. Κινήθηκε ρυθµικά πάνω του, αφήνοντάς τον να την πάει όπου ήθελε εκείνος, στο µέρος που ήταν γραφτό να είναι. Άνοιξε τα µάτια της και τον αντίκρισε στη λάµψη της φωτιάς, εντυπωσιασµένη από την οµορφιά του, καθώς εκείνος κινούνταν από πάνω της. Είδε το κορµί του να γυαλοκοπά απ’ τον κρυστάλλινο ιδρώτα του και παρακολούθησε τις σταγόνες να κυλάνε στο στήθος του και να πέφτουν πάνω της σαν τη βροχή έξω απ’ το παράθυρο. Και µε κάθε σταλαγµατιά, µε κάθε ανάσα, ένιωσε ο εαυτός της, κάθε ευθύνη, κάθε πλευρά της ζωής της, να χάνεται αργά. Τα σώµατά τους αντανακλούσαν όλα όσα τους δίνονταν, όλα όσα έπαιρναν, και εκείνη ανταµείφθηκε µε µια πρωτόγνωρη αίσθηση. Συνεχιζόταν και συνεχιζόταν, κάνοντας όλο το σώµα της να αναριγά και να φλέγεται προτού καταλαγιάσει, και πάσχιζε να ανασάνει, ενώ έτρεµε από κάτω του. Αλλά τη στιγµή που σταµάτησε αυτή η αίσθηση µια άλλη άρχισε να φουντώνει, και η Άλι άρχισε να τις αισθάνεται να έρχονται κατά κύµατα, η µία µετά την άλλη. Ώσπου να σταµατήσει η βροχή και να δύσει ο ήλιος, το σώµα της ήταν εξουθενωµένο αλλά απρόθυµο να εγκαταλείψει αυτή την απολαυστική αίσθηση.
Πέρασαν τη µέρα τους αγκαλιασµένοι, κάνοντας έρωτα δίπλα στη φωτιά παρακολουθώντας τις φλόγες να τυλίγονται γύρω από τα ξύλα. Μερικές φορές ο Νόα απήγγελλε ένα από τα αγαπηµένα του ποιήµατα, ενώ εκείνη ήταν ξαπλωµένη δίπλα του και τον άκουγε µε µάτια κλειστά και σχεδόν αισθανόταν τις λέξεις. Έπειτα, όταν ήταν έτοιµοι, ενώνονταν πάλι, και εκείνος της ψιθύριζε λόγια αγάπης ανάµεσα στα φιλιά, καθώς τα χέρια τους τυλίγονταν γύρω απ’ τα κορµιά τους. Συνέχισαν όλο το απόγευµα, αναπληρώνοντας τα χρόνια που είχαν ζήσει χώρια, και εκείνο το βράδυ κοιµήθηκαν αγκαλιά. Ο Νόα ξυπνούσε κατά διαστήµατα και την κοίταζε, το κορµί της που εξαντληµένο άστραφτε, και ένιωθε σαν άξαφνα τα πάντα στον κόσµο να ήταν όπως έπρεπε. Μια φορά, ενώ την κοιτούσε λίγο πριν χαράξει, τα µάτια της τρεµόπαιξαν και του χαµογέλασε, σηκώνοντας το χέρι της για να αγγίξει το πρόσωπό του. Ο Νόα ακούµπησε τα δάχτυλά του στα χείλη της, απαλά, για να την εµποδίσει να µιλήσει και για πολλή ώρα έµειναν έτσι, κοιτάζοντας απλώς ο ένας τον άλλο. Όταν έφυγε ο κόµπος που ένιωθε στον λαιµό του, της ψιθύρισε: «Εσύ είσαι η απάντηση σε όλες µου τις προσευχές. Είσαι ένα τραγούδι, ένα όνειρο, ένας ψίθυρος και δεν ξέρω πώς µπορούσα να ζω µακριά σου τόσο καιρό. Σ’ αγαπάω, Άλι, περισσότερο απ’ ό,τι µπορείς να φανταστείς. Πάντα σε αγαπούσα και πάντα θα σε αγαπώ». «Αχ, Νόα» είπε, τραβώντας τον κοντά της. Τον ήθελε, τον είχε ανάγκη τώρα περισσότερο από ποτέ, περισσότερο απ’ οτιδήποτε είχε ποτέ ανάγκη.
Αίθουσες Δικαστηρίων
ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΙ ,
τρεις άνδρες –δύο δικηγόροι και ένας δικαστής– βρίσκονταν στο γραφείο του δικαστή, ενώ ο Λον µόλις είχε σταµατήσει να µιλάει. Πέρασε µια στιγµή προτού απαντήσει ο δικαστής. «Είναι ένα ασυνήθιστο αίτηµα» είπε, αναλογιζόµενος την κατάσταση. «Μου φαίνεται πως η δίκη θα µπορούσε κάλλιστα να τελειώσει σήµερα. Μας λέτε ότι αυτό το επείγον ζήτηµα δεν µπορεί να περιµένει µέχρι αργότερα το απόγευµα ή αύριο;» «Όχι, εντιµότατε κύριε δικαστά, δεν µπορεί» απάντησε σχεδόν υπερβολικά γρήγορα ο Λον. Μείνε ήρεµος, είπε από µέσα του. Πάρε µια βαθιά ανάσα. «Και δεν σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο µε την υπόθεση;» «Όχι, κύριε δικαστά. Είναι ζήτηµα προσωπικής φύσεως. Γνωρίζω ότι είναι πέραν των συνηθισµένων, αλλά πραγµατικά χρειάζεται να επιληφθώ». Καλό, καλύτερο. Ο δικαστής έγειρε πίσω στην καρέκλα του, κοιτάζοντάς τον εξεταστικά για µια στιγµή. «Κύριε Μπέιτς, τι γνώµη έχετε εσείς γι’ αυτό;» Ξερόβηξε. «Ο κύριος Χάµοντ µού τηλεφώνησε σήµερα το πρωί και έχω ήδη µιλήσει στους πελάτες µου. Είναι σύµφωνοι να αναβληθεί ως τη
Δευτέρα». «Μάλιστα» είπε ο δικαστής. «Και πιστεύετε ότι είναι προς όφελος των πελατών σας να γίνει αυτό;» «Έτσι πιστεύω» είπε. «Ο κύριος Χάµοντ έχει συµφωνήσει να ξανανοίξει η συζήτηση ενός συγκεκριµένου ζητήµατος που δεν καλύφθηκε από αυτήν τη διαδικασία». Ο δικαστής κοίταξε έντονα τους δύο άντρες και το σκέφτηκε. «Δεν µου αρέσει» είπε στο τέλος «καθόλου. Αλλά, ο κύριος Χάµοντ δεν έχει ποτέ στο παρελθόν υποβάλει κάποιο παρόµοιο αίτηµα και υποθέτω ότι το ζήτηµα είναι πολύ σηµαντικό γι’ αυτόν». Έκανε µια παύση για εντυπωσιασµό και, στη συνέχεια, κοίταξε µερικά χαρτιά πάνω στο γραφείο του. «Θα συµφωνήσω στην αναβολή της δίκης ως τη Δευτέρα. Στις εννέα ακριβώς». «Σας ευχαριστώ, εντιµότατε κύριε δικαστά» είπε ο Λον. Δύο λεπτά αργότερα έφευγε από το δικαστικό µέγαρο. Πήγε στο αυτοκίνητό του που το είχε παρκάρει ακριβώς στην απέναντι µεριά του δρόµου, µπήκε µέσα και άρχισε να οδηγεί προς το Νιου Μπερν µε τρεµάµενα χέρια.
Ένας απρόσµενος επισκέπτης
όσο εκείνη κοιµόταν στο καθιστικό. Μπέικον, ψωµάκια και καφέ, τίποτα θεαµατικό. Ακούµπησε τον δίσκο δίπλα της καθώς εκείνη ξυπνούσε και µόλις τελείωσαν το φαγητό τους, έκαναν πάλι έρωτα. Άγρια, µια ισχυρή επιβεβαίωση του τι είχαν µοιραστεί την προηγούµενη µέρα. Η Άλι τέντωσε την πλάτη της σχηµατίζοντας καµάρα και έβγαλε µια παθιασµένη κραυγή στο τελευταίο παλιρροϊκό κύµα των αισθήσεων, έπειτα τύλιξε τα χέρια της γύρω του καθώς ανάσαιναν στον ίδιο ρυθµό, εξαντληµένοι. Έκαναν µαζί ντους και, κατόπιν, η Άλι φόρεσε το φόρεµά της που είχε στεγνώσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πέρασε το πρωί µε τον Νόα. Τάισαν µαζί την Κλεµ και έλεγξαν τα παράθυρα για να βεβαιωθούν ότι δεν είχαν σπάσει από την καταιγίδα. Δύο πεύκα είχαν πέσει, αν και κανένα τους δεν είχε προκαλέσει µεγάλες ζηµιές, και ο αέρας είχε σηκώσει λίγες σανίδες από την παράγκα, αλλά πέρα απ’ αυτά, το κτήµα είχε βγει σχεδόν σώο και αβλαβές. Της κρατούσε το χέρι το µεγαλύτερο µέρος του πρωινού και οι δυο τους κουβέντιαζαν άνετα µερικές φορές, όµως ο Νόα σταµατούσε να µιλάει και απλώς έµενε να την κοιτάζει. Όταν το έκανε αυτό, η Άλι Ο ΝΟΑ ΕΦΤΙΑΧΝΕ ΠΡΩΙΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΙ
ένιωθε σαν να έπρεπε να πει κάτι, αλλά ποτέ δεν της ερχόταν στο µυαλό τίποτα άξιο λόγου. Χαµένη στις σκέψεις της, συνήθως, τον φιλούσε. Λίγο πριν το µεσηµέρι, ο Νόα και η Άλι πήγαν να ετοιµάσουν το µεσηµεριανό γεύµα. Ήταν κι οι δυο ξελιγωµένοι πάλι, µιας και χθες δεν είχαν φάει πολύ. Αξιοποιώντας ό,τι υπήρχε στην κουζίνα του Νόα, τηγάνισαν λίγο κοτόπουλο, έψησαν άλλη µια φουρνιά ψωµάκια και φάγανε µαζί στη βεράντα, ενώ ένας κορυδαλλός τούς έκανε καντάδα. Ενώ έπλεναν τα πιάτα, άκουσαν ένα χτύπηµα στην πόρτα. Ο Νόα άφησε την Άλι στην κουζίνα. Άλλο ένα χτύπηµα. «Έρχοµαι» είπε ο Νόα. Τοκ, τοκ. Πιο δυνατά. Πλησίασε στην πόρτα. Τοκ, τοκ. «Έρχοµαι» είπε ξανά ανοίγοντας την πόρτα. Ω, Θεέ µου. Έµεινε για µια στιγµή να κοιτάζει την όµορφη γυναίκα που ήταν γύρω στα πενήντα, µια γυναίκα που θα αναγνώριζε παντού. Ο Νόα δεν µπορούσε να αρθρώσει λέξη. «Γεια σου, Νόα» είπε, στο τέλος. Ο Νόα δεν είπε τίποτα. «Μπορώ να περάσω;» ρώτησε, η φωνή της σταθερή, δεν αποκάλυπτε τίποτα. Ο Νόα ψέλλισε µια απάντηση, καθώς εκείνη τον προσπέρασε, σταµατώντας λίγο πριν τα σκαλιά. «Ποιος είναι;» φώναξε η Άλι από την κουζίνα, και η γυναίκα γύρισε προς τα εκεί. «Η µητέρα σου» απάντησε επιτέλους ο Νόα και, αµέσως αφού το είπε αυτό, άκουσε τον ήχο γυαλιού που έσπαγε. «Το ήξερα ότι θα ήσουν εδώ» είπε η Ανν Νέλσον στην κόρη της, ενώ οι
τρεις τους ήταν καθισµένοι γύρω από το τραπεζάκι του καθιστικού. «Πώς µπορούσες να είσαι τόσο σίγουρη;» «Κόρη µου είσαι. Κάποια µέρα όταν θα έχεις κι εσύ παιδιά, θα καταλάβεις την απάντηση». Χαµογέλασε, αλλά ο τρόπος της ήταν ψυχρός, και ο Νόα φαντάστηκε πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν για εκείνη. «Το είδα κι εγώ το άρθρο και είδα την αντίδρασή σου. Είδα επίσης σε τι υπερένταση βρισκόσουν τις δύο τελευταίες εβδοµάδες και όταν είπες ότι θα πήγαινες για ψώνια κοντά στην ακτή, ήξερα ακριβώς τι εννοούσες». «Ο µπαµπάς;» Η Ανν Νέλσον κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, δεν είπα τίποτα σχετικό στον πατέρα σου ούτε και σε κανέναν άλλον. Ούτε και είπα σε κανέναν πού θα πήγαινα σήµερα». Για µια στιγµή επικράτησε σιωπή, ενώ αναρωτιούνταν τι θα ακολουθούσε, αλλά η Ανν παρέµεινε σιωπηλή. «Γιατί ήρθες;» ρώτησε εντέλει η Άλι. Η µητέρα της ύψωσε το φρύδι. «Νόµιζα ότι εγώ θα έκανα αυτήν την ερώτηση». Η Άλι χλώµιασε. «Ήρθα επειδή έπρεπε» είπε η µητέρα της «και είµαι βέβαιη ότι για τον ίδιο λόγο ήρθες κι εσύ. Έχω δίκιο;» Η Άλι κατένευσε. Η Ανν απευθύνθηκε στον Νόα. «Οι δύο αυτές τελευταίες µέρες πρέπει να είναι όλο εκπλήξεις». «Ναι» απάντησε απλά, και εκείνη του χαµογέλασε. «Το ξέρω ότι δεν το πιστεύεις, αλλά πάντα σε συµπαθούσα, Νόα. Απλώς δεν πίστευα ότι ήσουν ο σωστός άνθρωπος για την κόρη µου. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό;» Ο Νόα κούνησε το κεφάλι του δίνοντας την απάντησή του σε σοβαρό τόνο. «Όχι, πραγµατικά όχι. Δεν ήταν δίκαιο για µένα και δεν ήταν δίκαιο για την Άλι. Ειδάλλως, δεν θα ήταν εδώ».
Τον παρακολουθούσε ενώ της απαντούσε, αλλά δεν είπε τίποτα. Η Άλι διαισθανόµενη µια επικείµενη λογοµαχία παρενέβη: «Τι εννοείς όταν λες ότι έπρεπε να έρθεις; Δεν µου έχεις εµπιστοσύνη;». Η Ανν στράφηκε πάλι στην κόρη της. «Αυτό εδώ δεν έχει καµία σχέση µε εµπιστοσύνη. Με τον Λον έχει να κάνει. Τηλεφώνησε στο σπίτι χθες το βράδυ για να µου µιλήσει για τον Νόα, και αυτή τη στιγµή βρίσκεται καθ’ οδόν προς τα εδώ. Τον άκουσα πολύ ταραγµένο. Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να το ξέρεις». Η Άλι πήρε µια κοφτή ανάσα. «Βρίσκεται καθ’ οδόν;» «Αυτή τη στιγµή που µιλάµε. Κανόνισε να αναβληθεί η δίκη ως την ερχόµενη εβδοµάδα. Αν δεν είναι ήδη στο Νιου Μπερν, είναι κοντά». «Τι του είπες;» «Όχι πολλά. Αλλά ήξερε. Τα είχε καταλάβει όλα. Θυµόταν όσα του είχα πει σχετικά µε τον Νόα πολύ καιρό πριν». Η Άλι ξεροκατάπιε µε δυσκολία. «Του είπες ότι είµαι εδώ;» «Όχι. Και ούτε πρόκειται. Αυτό είναι µεταξύ σας. Απ’ όσο τον ξέρω όµως, είµαι σίγουρη ότι θα σε βρει αν µείνεις εδώ. Το µόνο που χρειάζεται είναι δυο τηλεφωνήµατα στους κατάλληλους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω, ακόµα κι εγώ µπόρεσα να σε βρω». Η Άλι, αν και εµφανώς ανήσυχη, χαµογέλασε στη µητέρα της. «Ευχαριστώ» είπε, και η µητέρα της της έπιασε το χέρι. «Ξέρω ότι είχαµε τις διαφορές µας στο παρελθόν, Άλι, και ότι δεν συµµεριζόµασταν απόλυτα η µία τις απόψεις της άλλης σε όλα τα θέµατα. Δεν είµαι τέλεια, όµως έκανα ό,τι καλύτερο µπορούσα µε την ανατροφή σου. Είµαι η µητέρα σου και πάντα θα είµαι. Αυτό σηµαίνει ότι πάντα θα σ’ αγαπώ». Η Άλι σώπασε για µια στιγµή, τότε: «Τι να κάνω;». «Δεν ξέρω, Άλι. Από σένα εξαρτάται. Εγώ, όµως, στη θέση σου θα το σκεφτόµουν. Σκέψου τι πραγµατικά θέλεις». Η Άλι γύρισε αλλού, τα µάτια της είχαν κοκκινίσει. Μια στιγµή
αργότερα ένα δάκρυ κύλησε στο µάγουλό της. «Δεν ξέρω…» Η φωνή της αργόσβησε και η µητέρα της της έσφιξε το χέρι. Η Ανν κοίταξε τον Νόα που τόσην ώρα καθόταν µε σκυµµένο το κεφάλι, ακούγοντας προσεκτικά. Σαν να περίµενε το σύνθηµα, της ανταπέδωσε το βλέµµα, έγνεψε και βγήκε απ’ το δωµάτιο. Όταν έφυγε, η Ανν ψιθύρισε: «Τον αγαπάς;». «Ναι, τον αγαπώ» απάντησε απαλά η Άλι «πολύ». «Τον Λον τον αγαπάς;» «Ναι, τον αγαπώ. Τον αγαπώ κι αυτόν. Βαθιά, αλλά µε διαφορετικό τρόπο. Δεν µε κάνει να νιώθω έτσι όπως µε κάνει ο Νόα να αισθάνοµαι». «Κανείς ποτέ δεν θα το κάνει αυτό» είπε η µητέρα της και άφησε το χέρι της. «Δεν µπορώ να πάρω εγώ αυτήν την απόφαση για σένα, Άλι, αυτή η απόφαση είναι όλη δική σου. Θέλω να ξέρεις, όµως, ότι σε αγαπώ. Και πάντα θα σε αγαπώ. Ξέρω ότι αυτό δεν σε βοηθάει σε κάτι, αλλά είναι το µόνο που µπορώ να κάνω». Έβαλε το χέρι στο τσαντάκι της και έβγαλε µια δεσµίδα µε γράµµατα δεµένα µε σπάγγο, οι φάκελοι παλιοί και ελαφρώς κιτρινισµένοι. «Αυτά είναι τα γράµµατα που σου έγραψε ο Νόα. Δεν τα πέταξα ποτέ και δεν έχουν ανοιχτεί. Το ξέρω ότι δεν θα έπρεπε να σ’ τα έχω κρατήσει κρυφά και λυπάµαι γι’ αυτό. Αλλά προσπαθούσα απλώς να σε προστατέψω. Δεν είχα συνειδητοποιήσει…» Η Άλι τα πήρε και τα χάιδεψε µε το χέρι της, σοκαρισµένη. «Πρέπει να φύγω, Άλι. Έχεις να πάρεις ορισµένες αποφάσεις και δεν έχεις πολύ χρόνο. Θέλεις να µείνω στην πόλη;» Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, η απόφαση είναι όλη δική µου». Η Ανν κατένευσε και κοίταξε προσεκτικά την κόρη της για µια στιγµή, ενώ αναρωτιόταν. Στο τέλος σηκώθηκε, προχώρησε γύρω από το τραπεζάκι, έσκυψε και φίλησε την κόρη της στο µάγουλο. Διέκρινε την απορία στα µάτια της τη στιγµή που η Άλι σηκώθηκε κι αυτή και την
αγκάλιασε. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησε η µητέρα της, κάνοντας πίσω. Ακολούθησε µια µακρά παύση. «Δεν ξέρω» απάντησε εντέλει, η Άλι. Έµειναν όρθιες κι οι δυο για ένα λεπτό ακόµα σφιχταγκαλισµένες. «Ευχαριστώ που ήρθες» είπε η Άλι. «Σ’ αγαπώ». «Κι εγώ σ’ αγαπώ». Καθώς πήγαινε προς την πόρτα, η Άλι νόµισε ότι άκουσε τη µητέρα της να ψιθυρίζει: «Ακολούθησε την καρδιά σου», αλλά δεν µπορούσε να είναι σίγουρη.
Σταυροδρόµια
για την Ανν Νέλσον καθώς εκείνη έφευγε. «Αντίο, Νόα» είπε σιγανά. Εκείνος έγνεψε χωρίς να µιλήσει. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να πει· το γνώριζαν και οι δυο. Εκείνη έστρεψε το βλέµµα της αλλού και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ο Νόα την είδε να πηγαίνει στο αυτοκίνητό της, να µπαίνει µέσα και να φεύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Ήταν δυνατή γυναίκα, συλλογίστηκε, και κατάλαβε από πού το είχε πάρει η Άλι. Έριξε µια κλεφτή µατιά στο καθιστικό, είδε την Άλι να κάθεται µε χαµηλωµένο το κεφάλι, έπειτα πήγε στην πίσω βεράντα, ξέροντας ότι είχε ανάγκη να µείνει µόνη. Κάθισε ήσυχα στην κουνιστή πολυθρόνα του και χάζευε το νερό που κυλούσε καθώς περνούσαν τα λεπτά. Μια αιωνιότητα µετά –τόσο του φάνηκε– άκουσε την πίσω πόρτα να ανοίγει. Δεν γύρισε αµέσως να την κοιτάξει –για κάποιον λόγο δεν µπορούσε– και την άκουσε να κάθεται στην καρέκλα δίπλα του. «Λυπάµαι» είπε η Άλι. «Δεν είχα ιδέα ότι θα συνέβαινε αυτό». Ο Νόα κούνησε το κεφάλι του. «Μη λυπάσαι. Ξέραµε κι οι δυο ότι θα συνέβαινε, είτε έτσι είτε αλλιώς». «Εξακολουθεί να είναι δύσκολο». Ο ΝΟΑ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
«Το ξέρω». Επιτέλους, γύρισε να την αντικρίσει, πιάνοντας το χέρι της. «Μπορώ να κάνω κάτι εγώ για να σε διευκολύνω;» Η Άλι κούνησε το κεφάλι της. «Όχι. Πραγµατικά, όχι. Αυτό πρέπει να το κάνω µόνη µου. Εξάλλου δεν είµαι ακόµη σίγουρη τι πρόκειται να του πω». Κοίταξε κάτω και η φωνή της έγινε πιο απαλή και λίγο πιο απόµακρη, σαν να µονολογούσε. «Υποθέτω ότι από εκείνον εξαρτάται και από το πόσα ξέρει. Αν είχε δίκιο η µητέρα µου, µπορεί κάτι να υποψιάζεται, αλλά δεν γνωρίζει τίποτα µε σιγουριά». Ο Νόα ένιωσε ένα σφίξιµο στο στοµάχι του. Όταν τελικά µίλησε, η φωνή του ήταν σταθερή, η Άλι όµως διέκρινε τον πόνο του. «Δεν σκοπεύεις να του πεις για µας, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω. Πραγµατικά, δεν ξέρω. Όσο ήµουν στο καθιστικό, ρωτούσα διαρκώς τον εαυτό µου τι πραγµατικά θέλω στη ζωή µου». Του έσφιξε το χέρι. «Και ξέρεις ποια ήταν η απάντηση; Η απάντηση ήταν ότι δύο πράγµατα ήθελα. Πρώτον, θέλω εσένα. Θέλω εµάς. Σ’ αγαπώ και σ’ αγαπούσα πάντα». Πήρε µια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Αλλά θέλω, επίσης, ένα αίσιο τέλος χωρίς να πληγωθεί κανείς. Και ξέρω ότι, αν έµενα εδώ, κάποιοι θα πληγώνονταν. Ιδίως, ο Λον. Δεν έλεγα ψέµατα όταν σου είπα ότι τον αγαπώ. Δεν µε κάνει να νιώθω όπως εσύ, αλλά τον νοιάζοµαι, και δεν θα ήταν δίκαιο για κείνον. Μένοντας εδώ θα πλήγωνα, επίσης, την οικογένεια και τους φίλους µου. Θα πρόδιδα όλους όσους ξέρω… Δεν ξέρω αν µπορώ να το κάνω αυτό». «Δεν µπορείς να ζήσεις τη ζωή σου για τους άλλους. Πρέπει να κάνεις ό,τι είναι σωστό για σένα, ακόµα κι αν αυτό πληγώσει ορισµένα αγαπηµένα σου άτοµα». «Το ξέρω» είπε «αλλά ό,τι κι αν επιλέξω πρέπει να ζήσω µ’ αυτό. Για πάντα. Πρέπει να είµαι σε θέση να προχωρήσω µπροστά και να µην ξανακοιτάξω πια πίσω µου. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό;» Ο Νόα κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε να κρατήσει σταθερή
τη φωνή του. «Όχι, για να είµαι ειλικρινής. Όχι αν αυτό σηµαίνει ότι θα σε χάσω. Δεν µπορώ να το ξαναπεράσω αυτό». Η Άλι δεν είπε τίποτα, αλλά έσκυψε το κεφάλι της. Ο Νόα συνέχισε: «Θα µπορούσες, αλήθεια, να µε αφήσεις χωρίς να κοιτάξεις ποτέ πίσω σου;». Εκείνη δάγκωσε το χείλος της δίνοντας την απάντησή της. Η φωνή της είχε αρχίσει να σπάει. «Δεν ξέρω. Μάλλον όχι». «Θα ήταν δίκαιο για τον Λον;» Δεν απάντησε αµέσως. Αντ’ αυτού, σηκώθηκε, σκούπισε το πρόσωπό της και πήγε ως την άκρη της βεράντας όπου έγειρε κι ακούµπησε σε µία κολόνα. Σταύρωσε τα χέρια της και κοίταξε το νερό πριν απαντήσει χαµηλόφωνα. «Όχι». «Δεν χρειάζεται να είναι έτσι, Άλι» είπε. «Είµαστε ενήλικες πια, έχουµε µια επιλογή που δεν είχαµε πριν. Είναι γραφτό να είµαστε µαζί. Πάντα ήταν». Πήγε δίπλα της και ακούµπησε το χέρι του στον ώµο της. «Δεν θέλω να ζήσω την υπόλοιπη ζωή µου να σε σκέφτοµαι και να ονειρεύοµαι τι θα µπορούσε να είχε συµβεί. Μείνε µαζί µου, Άλι». Τα µάτια της άρχισαν να γεµίζουν δάκρυα. «Δεν ξέρω αν µπορώ» ψιθύρισε στο τέλος. «Μπορείς. Άλι, δεν µπορώ να ζήσω τη ζωή µου ευτυχισµένος ξέροντας ότι είσαι µε κάποιον άλλο. Κάτι τέτοιο θα σκότωνε ένα µέρος του εαυτού µου. Αυτό που έχουµε είναι σπάνιο. Παραείναι όµορφο για να το πετάξουµε έτσι απλά». Εκείνη δεν απάντησε. Μια στιγµή αργότερα την έστρεψε µαλακά προς αυτόν, κράτησε τα χέρια της και την κοίταξε έντονα, θέλοντας να τον κοιτάξει κι εκείνη. Η Άλι τον αντίκρισε, επιτέλους, µε βουρκωµένα µάτια. Έπειτα από µια µακρά σιωπή, ο Νόα σκούπισε τα δάκρυα από τα µάγουλά της µε τα δάχτυλά του, στο πρόσωπό του απλώθηκε µια
έκφραση τρυφερότητας. Η φωνή του ράγισε βλέποντας τι του έλεγαν τα µάτια της. «Δεν σκοπεύεις να µείνεις, έτσι δεν είναι;» Χαµογέλασε ξεψυχισµένα. «Θέλεις, αλλά δεν µπορείς». «Αχ, Νόα» είπε, ενώ τα δάκρυα άρχισαν πάλι να πέφτουν «σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις…» Κούνησε το κεφάλι του για να τη σταµατήσει. «Ξέρω τι προσπαθείς να πεις – το βλέπω στα µάτια σου. Αλλά δεν θέλω να το καταλάβω, Άλι. Δεν θέλω να τελειώσει έτσι. Δεν θέλω να τελειώσει καθόλου. Αλλά, αν φύγεις, ξέρουµε κι οι δυο ότι δεν θα ξαναϊδωθούµε ποτέ». Έγειρε πάνω του και άρχισε να κλαίει ακόµα πιο δυνατά, ενώ ο Νόα πάσχιζε να συγκρατήσει τα δικά του δάκρυα. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της. «Άλι, δεν µπορώ να σε αναγκάσω να µείνεις µαζί µου. Όµως, ό,τι κι αν συµβεί στη ζωή µου, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις τελευταίες δυο µέρες µαζί σου. Το ονειρευόµουν χρόνια ολόκληρα». Τη φίλησε απαλά και αγκαλιάστηκαν όπως είχαν αγκαλιαστεί όταν βγήκε πρώτη φορά από το αυτοκίνητό της πριν δυο µέρες. Στο τέλος, η Άλι τον άφησε και σκούπισε τα δάκρυά της. «Πρέπει να µαζέψω τα πράγµατά µου, Νόα». Δεν πήγε µαζί της µέσα. Αντ’ αυτού, κάθισε στην πολυθρόνα, εξουθενωµένος. Την είδε να µπαίνει στο σπίτι και αφουγκράστηκε καθώς ο ήχος των κινήσεών της έσβησε και χάθηκε. Βγήκε από το σπίτι λεπτά αργότερα µε όλα όσα είχε φέρει µαζί της και προχώρησε προς το µέρος του µε σκυµµένο κεφάλι. Του έδωσε τη ζωγραφιά που είχε κάνει το προηγούµενο πρωί. Παίρνοντάς την από τα χέρια της, παρατήρησε ότι δεν είχε σταµατήσει να κλαίει. «Ορίστε, Νόα. Για σένα το έκανα». Ο Νόα πήρε τη ζωγραφιά, την ξετύλιξε αργά, προσέχοντας να µην τη
σκίσει. Δύο αναπαραστάσεις που αλληλοεπικαλύπτονταν. Η εικόνα σε πρώτο πλάνο, η οποία έπιανε το µεγαλύτερο µέρος της σελίδας, ήταν µια απεικόνιση του Νόα σήµερα, όχι πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Παρατήρησε ότι είχε σχεδιάσει κάθε λεπτοµέρεια του προσώπου του, συµπεριλαµβανοµένης και της ουλής. Ήταν σχεδόν σαν να το είχε αντιγράψει από µια πρόσφατη φωτογραφία. Η δεύτερη εικόνα ήταν η πρόσοψη του σπιτιού. Και σε αυτήν η λεπτοµέρεια ήταν απίστευτη, σαν να την είχε σχεδιάσει ενώ καθόταν κάτω από τη βελανιδιά. «Είναι πανέµορφο, Άλι. Σ’ ευχαριστώ». Προσπάθησε να χαµογελάσει. «Σ’ το είπα ότι είσαι καλλιτέχνιδα». Εκείνη έγνεψε, το πρόσωπο στραµµένο χαµηλά, τα χείλη σφιγµένα. Είχε έρθει η ώρα να φύγει. Περπάτησαν αργά ως το αυτοκίνητό της, χωρίς να µιλάνε. Όταν έφτασαν, ο Νόα την αγκάλιασε πάλι µέχρι τη στιγµή που ένιωσε τα δάκρυα να αναβλύζουν από τα µάτια του. Τη φίλησε στα χείλη και τα µάγουλα και στη συνέχεια χάιδεψε απαλά µε το δάχτυλό του τα σηµεία που είχε φιλήσει. «Σ’ αγαπώ, Άλι». «Κι εγώ σ’ αγαπώ». Ο Νόα τής άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και φιλήθηκαν για ακόµα µια φορά. Τότε εκείνη κάθισε πίσω απ’ το τιµόνι, χωρίς να πάρει στιγµή τα µάτια της από πάνω του. Άφησε το πάκο µε τα γράµµατα και το τσαντάκι δίπλα της στο κάθισµα, και αφού ψαχούλεψε στην τσάντα για τα κλειδιά της, γύρισε το κλειδί στη µίζα. Πήρε εύκολα µπρος και η µηχανή άρχισε να γυρίζει ανυπόµονα. Είχε φτάσει η ώρα σχεδόν. Ο Νόα έσπρωξε και µε τα δυο του χέρια την πόρτα για να κλείσει, και η Άλι κατέβασε το παράθυρό της. Μπορούσε να δει τους µυς στα µπράτσα του, το άνετο χαµόγελο, το µαυρισµένο πρόσωπο. Άπλωσε το χέρι της και ο Νόα το κράτησε µόνο για µια στιγµή, κινώντας ανάλαφρα
τα δάχτυλά του πάνω στο δέρµα της. «Μείνε µαζί µου» τα χείλη του Νόα σχηµάτισαν τις λέξεις χωρίς ήχο και για κάποιο λόγο αυτό την πόνεσε περισσότερο απ’ ό,τι θα περίµενε. Τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν βροχή τώρα, αλλά δεν µπορούσε να µιλήσει. Στο τέλος, διστακτικά, έστρεψε το βλέµµα της αλλού και τράβηξε το χέρι της απ’ το δικό του. Έβαλε πρώτη και πάτησε λιγάκι το πεντάλ. Αν δεν έφευγε τώρα, δεν θα έφευγε ποτέ. Ο Νόα έκανε λίγο πίσω καθώς το αυτοκίνητο άρχισε να αποµακρύνεται. Βυθίστηκε σχεδόν σε ύπνωση συνειδητοποιώντας την κατάσταση. Είδε το αυτοκίνητο να τσουλάει αργά εµπρός· άκουσε τα χαλίκια να τρίζουν κάτω απ’ τις ρόδες. Το αυτοκίνητο άρχισε να αποµακρύνεται αργά, να κατευθύνεται προς τον δρόµο που θα την πήγαινε πίσω στην πόλη. Έφευγε –η Άλι έφευγε!– και ο Νόα ένιωσε ζαλάδα µε αυτή την εικόνα. Όλο και πιο µπροστά… Τώρα τον προσπερνούσε… Του κούνησε το χέρι της µια τελευταία φορά χωρίς να χαµογελάσει πριν αρχίσει να αναπτύσσει ταχύτητα, και εκείνος της ανταπέδωσε ξεψυχισµένα τον χαιρετισµό. «Μη φεύγεις!» ήθελε να φωνάξει, καθώς το αυτοκίνητο αποµακρυνόταν όλο και πιο πολύ. Αλλά δεν είπε τίποτα και ένα λεπτό αργότερα το αυτοκίνητο είχε χαθεί, και τα µοναδικά σηµάδια που είχαν µείνει από εκείνη ήταν τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω του το αµάξι. Στεκόταν εκεί για πολλή ώρα, ακίνητος. Όσο γρήγορα είχε έρθει, τόσο γρήγορα είχε χαθεί. Για πάντα αυτή τη φορά. Για πάντα. Έκλεισε τα µάτια τότε και την παρακολούθησε για άλλη µια φορά να φεύγει, το αυτοκίνητό της να φεύγει σταθερά µακριά του, παίρνοντας µαζί της την καρδιά του. Αλλά, όπως και η µητέρα της, συνειδητοποίησε µε θλίψη, δεν κοίταξε ποτέ πίσω της.
Ένα γράµµα απ’ το παρελθόν
µε δάκρυα στα µάτια, αλλά συνέχισε, ούτως ή άλλως, ελπίζοντας ότι το ένστικτό της θα την πήγαινε πίσω στο πανδοχείο. Κράτησε το παράθυρο κατεβασµένο µε το σκεπτικό ότι ο καθαρός αέρας ίσως βοηθούσε να καθαρίσει το µυαλό της, αλλά δεν φαινόταν να τη βοηθάει. Τίποτα δεν βοηθούσε. Ήταν κουρασµένη και αναρωτιόταν αν θα είχε την ενέργεια που χρειαζόταν για να µιλήσει στον Λον. Και τι θα του έλεγε; Εξακολουθούσε να µην έχει ιδέα, αλλά ήλπιζε ότι κάτι θα της ερχόταν όταν έφτανε εκείνη η στιγµή. Έπρεπε να της έρθει. Ώσπου να φτάσει στην κινητή γέφυρα που οδηγούσε στη Φροντ Στριτ, είχε ανακτήσει λίγο τον έλεγχο του εαυτού της. Όχι απολύτως, αλλά αρκετά, σκέφτηκε, για να µιλήσει στον Λον. Έτσι ήλπιζε, τουλάχιστον. Η κίνηση στους δρόµους ήταν περιορισµένη και είχε χρόνο να χαζέψει τους αγνώστους που πήγαιναν στις δουλειές τους καθώς διέσχιζε το Νιου Μπερν. Σε ένα βενζινάδικο, ένας µηχανικός κοίταζε κάτω από το καπό ενός καινούργιου αυτοκινήτου, ενώ ένας άντρας, ο ιδιοκτήτης του ΗΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΟΔΗΓΕΙ
προφανώς, στεκόταν δίπλα του. Δύο γυναίκες έσπρωχναν καροτσάκια µωρών έξω ακριβώς από το Χόφµαν-Λέιν, κουβεντιάζοντας αναµεταξύ τους καθώς χάζευαν τις βιτρίνες. Μπροστά από το κοσµηµατοπωλείο Χερνς, ένας καλοντυµένος άντρας περπατούσε ζωηρά, κρατώντας έναν χαρτοφύλακα. Πήρε άλλη µια στροφή και είδε έναν νεαρό να ξεφορτώνει τρόφιµα από ένα φορτηγό που έκλεινε ένα µέρος του δρόµου. Κάτι στον τρόπο που στεκόταν ή κινούνταν της θύµισε τον Νόα όταν µάζευε καβούρια στην άκρη της προβλήτας. Είδε το πανδοχείο στο τέρµα του δρόµου, ενώ ήταν σταµατηµένη σε ένα κόκκινο φανάρι. Πήρε βαθιά εισπνοή όταν το φανάρι έγινε πράσινο και οδήγησε αργά, ώσπου έφτασε στον χώρο στάθµευσης που ήταν κοινός για το πανδοχείο και για άλλες δυο επιχειρήσεις. Μπήκε µέσα και είδε το αυτοκίνητο του Λον στην πρώτη θέση. Παρότι η διπλανή του θέση ήταν άδεια, την πέρασε και διάλεξε µια άλλη λίγο πιο µακριά από την είσοδο. Γύρισε το κλειδί και η µηχανή έσβησε αµέσως. Έπειτα, έψαξε στο ντουλαπάκι για καθρεφτάκι και βούρτσα, βρίσκοντας και τα δυο πάνω σε έναν χάρτη της Βόρειας Καρολίνας. Κοιτάζοντας το είδωλό της, είδε ότι τα µάτια της ήταν ακόµη κόκκινα και πρησµένα. Όπως και χθες µετά τη βροχή, λυπήθηκε που δεν είχε µαζί της καλλυντικά, αν και αµφέβαλλε ότι θα τη βοηθούσαν και πολύ τώρα. Δοκίµασε να τραβήξει πίσω τα µαλλιά της απ’ τη µια µεριά, απ’ τις δυο µεριές και, στο τέλος, τα παράτησε. Πήρε το τσαντάκι της, το άνοιξε και, για ακόµα µια φορά, κοίταξε το άρθρο που την είχε φέρει εδώ. Είχαν συµβεί τόσα πολλά από τότε· δυσκολευόταν να πιστέψει ότι είχαν περάσει µόλις τρεις εβδοµάδες. Της φαινόταν αδύνατον ότι είχε έρθει εδώ προχθές. Ένιωθε σαν να είχε περάσει µια ολόκληρη ζωή από το δείπνο µε τον Νόα. Ψαρόνια κελαηδούσαν στα δέντρα γύρω της. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να διαλύονται πια, και η Άλι διέκρινε µπλε ανάµεσα στα λευκά
µπαλώµατα. Ο ήλιος ήταν ακόµη κρυµµένος στις σκιές, όµως ήξερε ότι ήταν θέµα χρόνου να βγει. Θα ήταν µια όµορφη µέρα. Ήταν από εκείνες τις µέρες που θα της άρεσε να περάσει µε τον Νόα, και καθώς τον σκεφτόταν, θυµήθηκε τα γράµµατα που της είχε δώσει η µητέρα της και έκανε να τα πιάσει. Έλυσε τον σπάγγο που συγκρατούσε το πάκο και βρήκε το πρώτο γράµµα που της είχε γράψει. Ξεκίνησε να το ανοίγει, έπειτα σταµάτησε επειδή µπορούσε να φανταστεί τι περιείχε. Κάτι απλό, το δίχως άλλο – πράγµατα που είχε κάνει εκείνος, αναµνήσεις του καλοκαιριού, ίσως µερικές ερωτήσεις. Στο κάτω κάτω, µάλλον περίµενε µιαν απάντηση από εκείνη. Αντ’ αυτού, έψαξε το τελευταίο γράµµα που είχε γράψει, εκείνο που βρισκόταν στον πάτο της στοίβας. Το γράµµα του αποχαιρετισµού. Αυτό την ενδιέφερε πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα. Πώς το είχε πει; Πώς θα το είχε πει εκείνη; Ο φάκελος ήταν λεπτός. Μία, ίσως δύο σελίδες. Ό,τι κι αν είχε γράψει δεν ήταν µακροσκελές. Πρώτα το γύρισε και έλεγξε την πίσω πλευρά. Χωρίς όνοµα αποστολέα, µόνο το όνοµα µιας οδού στο Νιου Τζέρσι. Κράτησε την ανάσα της καθώς έσκιζε τον φάκελο µε το νύχι της. Ξεδιπλώνοντάς το, είδε την ηµεροµηνία, Μάρτιος του 1935. Δυόµισι χρόνια χωρίς µια απάντηση. Τον φαντάστηκε καθισµένο σε ένα παλιό γραφείο, να γράφει το γράµµα, γνωρίζοντας µε κάποιον τρόπο ότι αυτό ήταν το τέλος, και είδε κάτι που θεώρησε ότι ήταν λεκέδες από δάκρυα στο χαρτί. Μάλλον ήταν της φαντασίας της. Ίσιωσε τη σελίδα και άρχισε να διαβάζει στο απαλό λευκό φως του ήλιου που έµπαινε µέσα απ’ το παράθυρο. Πολυαγαπηµένη µου Άλι, Δεν ξέρω τι να πω πια εκτός του ότι δεν µπορούσα να κοιµηθώ χθες βράδυ, επειδή ήξερα ότι όλα τελείωσαν ανάµεσά µας. Είναι ένα
διαφορετικό αίσθηµα για µένα, ένα αίσθηµα που δεν περίµενα ποτέ, αλλά κοιτάζοντας πίσω, υποθέτω ότι δεν θα µπορούσε να έχει τελειώσει µε διαφορετικό τρόπο. Εσύ κι εγώ ήµασταν διαφορετικοί. Προερχόµασταν από διαφορετικούς κόσµους και, παρ’ όλα αυτά, εσύ ήσουν αυτή που µου δίδαξε την αξία της αγάπης. Μου έδειξες πώς ήταν να νοιάζεσαι για κάποιον άλλον και γι’ αυτό είµαι καλύτερος άνθρωπος. Δεν θέλω να το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Δεν αισθάνοµαι πικρία για ό,τι έχει συµβεί. Αντιθέτως. Ξέρω µε σιγουριά ότι αυτό που είχαµε ήταν αληθινό και είµαι ευτυχής που µπορέσαµε να είµαστε µαζί έστω και για µια µικρή χρονική περίοδο. Και αν κάποια στιγµή στο απώτερο µέλλον ειδωθούµε στις νέες µας ζωές, θα σου χαµογελάσω µε χαρά και θα θυµηθώ πως περάσαµε ένα καλοκαίρι κάτω από τα δέντρα, µαθαίνοντας ο ένας απ’ την άλλο και µεγαλώνοντας µες στην αγάπη. Και ίσως, για µια ελάχιστη στιγµή, το νιώσεις κι εσύ και µου ανταποδώσεις το χαµόγελο, και χαρείς τις αναµνήσεις που θα έχουµε πάντα οι δυο µας. Σ’ αγαπώ, Άλι. Νόα Ξαναδιάβασε το γράµµα, πιο αργά αυτήν τη φορά, έπειτα το διάβασε µια τρίτη φορά πριν το βάλει στον φάκελο. Άλλη µια φορά τον φαντάστηκε να το γράφει, και για µια στιγµή σκέφτηκε να διαβάσει κάποιο άλλο, αλλά ήξερε ότι δεν µπορούσε να καθυστερήσει. Ο Λον την περίµενε. Βγαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο ένιωσε να µην την κρατάνε τα πόδια της. Κοντοστάθηκε και πήρε µια βαθιά ανάσα, και καθώς άρχισε να διασχίζει τον χώρο στάθµευσης, συνειδητοποίησε ότι εξακολουθούσε να
µην είναι σίγουρη τι είχε σκοπό να του πει. Και η απάντηση δεν ήρθε ως τη στιγµή που έφτασε επιτέλους στην πόρτα, και την άνοιξε και είδε τον Λον να στέκεται στον προθάλαµο.
Χειµώνας για δύο
ΕΚΕΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ,
έτσι κλείνω το ηµερολόγιο, βγάζω τα γυαλιά µου και σκουπίζω τα µάτια µου. Είναι κουρασµένα και κατακόκκινα, αλλά, µέχρι στιγµής, δεν µ’ έχουν απογοητεύσει. Θα γίνει κι αυτό σύντοµα, είµαι σίγουρος. Ούτε αυτά ούτε εγώ µπορούµε να συνεχίσουµε για πάντα. Την κοιτάζω τώρα που έχω τελειώσει, αλλά εκείνη δεν µε κοιτάζει. Αντ’ αυτού, κοιτάζει έξω από το παράθυρο στην αυλή, όπου συναντιούνται συγγενείς και φίλοι. Το βλέµµα µου ακολουθεί το δικό της και παρακολουθούµε µαζί το θέαµα. Όλα αυτά τα χρόνια το καθηµερινό πρόγραµµα δεν έχει αλλάξει. Κάθε πρωί, µία ώρα µετά το πρωινό γεύµα, αρχίζουν να καταφτάνουν. Νεαροί ενήλικες, µόνοι ή µε συγγενείς, έρχονται να επισκεφτούν εκείνους που ζουν εδώ. Φέρνουν φωτογραφίες και δώρα και είτε κάθονται στα παγκάκια ή βολτάρουν στα δενδρόφυτα µονοπάτια, που είναι έτσι σχεδιασµένα ώστε να δίνουν µια αίσθηση φύσης. Κάποιοι θα µείνουν όλη την ηµέρα, αλλά οι περισσότεροι φεύγουν µετά από λίγες ώρες, κι όταν φεύγουν, αισθάνοµαι πάντα θλίψη για εκείνους που έχουν αφήσει πίσω. Μερικές φορές αναρωτιέµαι τι σκέφτονται οι φίλοι µου βλέποντας τους αγαπηµένους τους να επιβιβάζονται στα αυτοκίνητά τους και να
φεύγουνε, αλλά ξέρω ότι δεν µου πέφτει λόγος. Και δεν τους ρωτώ ποτέ επειδή έχω µάθει ότι όλοι δικαιούµαστε να έχουµε µυστικά. Σύντοµα, όµως, θα σας πω µερικά από τα δικά µου. Αφήνω το ηµερολόγιο και τον µεγεθυντικό φακό στο τραπέζι δίπλα µου, νιώθοντας τον πόνο στα κόκαλά µου καθώς το κάνω, και συνειδητοποιώ ακόµα µια φορά πόσο κρύο είναι το σώµα µου. Ακόµα και το διάβασµα κάτω από τον ήλιο του πρωινού δεν βοηθάει στο ελάχιστο. Δεν µε εκπλήσσει πια ωστόσο, µιας και το σώµα µου φτιάχνει τους δικούς του κανόνες αυτόν τον καιρό. Δεν είµαι εντελώς άτυχος, παρ’ όλα αυτά. Οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ µε ξέρουν κι εµένα και τα κουσούρια µου και κάνουν ό,τι καλύτερο µπορούν για να αισθάνοµαι πιο άνετα. Μου έχουν αφήσει καυτό τσάι στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ και απλώνω και το παίρνω και µε τα δυο µου χέρια. Κάνω µεγάλη προσπάθεια να γεµίσω ένα φλιτζάνι, αλλά το κάνω γιατί το τσάι είναι απαραίτητο για να ζεσταθώ και νοµίζω ότι η άσκηση δεν θα µε αφήσει να σκουριάσω εντελώς. Είµαι όµως σκουριασµένος πια, όσο γι’ αυτό δεν χωράει αµφιβολία. Σκουριασµένος σαν αµάξι πεταµένο για είκοσι χρόνια στα Έβεργκλεϊντς. Της διάβασα σήµερα το πρωί, όπως κάνω κάθε πρωί, επειδή είναι κάτι που πρέπει να κάνω. Όχι από καθήκον –αν και υποθέτω ότι θα µπορούσε κάποιος να το ισχυριστεί αυτό– αλλά για έναν άλλο, πιο ροµαντικό, λόγο. Μακάρι να µπορούσα να το εξηγήσω πιο αναλυτικά τώρα, όµως είναι νωρίς ακόµη, και οι κουβέντες περί ροµαντισµού και ειδυλλίων δεν είναι απολύτως δυνατές πριν το µεσηµεριανό πια, για µένα τουλάχιστον. Εκτός αυτού δεν έχω ιδέα πώς πρόκειται να εξελιχθούν τα πράγµατα και, για να είµαι ειλικρινής, θα προτιµούσα να µην τρέφω φρούδες ελπίδες. Περνάµε κάθε µέρα µαζί πια, αλλά τα βράδια µας τα περνάµε µόνοι. Οι γιατροί µού λένε ότι δεν µου επιτρέπεται να τη βλέπω αφού νυχτώσει.
Κατανοώ απολύτως τους λόγους και, παρότι συµφωνώ µαζί τους, µερικές φορές παραβαίνω τους κανονισµούς. Αργά τη νύχτα, όταν είµαι στην κατάλληλη διάθεση, βγαίνω κρυφά από το δωµάτιό µου και πηγαίνω στο δικό της και την παρακολουθώ ενώ κοιµάται. Εκείνη δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτό. Μπαίνω µέσα και τη βλέπω να ανασαίνει και ξέρω ότι, αν δεν ήταν εκείνη, δεν θα είχα παντρευτεί ποτέ. Και όταν κοιτάζω το πρόσωπό της, ένα πρόσωπο που ξέρω καλύτερα κι απ’ το δικό µου, ξέρω ότι ήµουν το ίδιο σηµαντικός για εκείνη, αν όχι περισσότερο. Και αυτό σηµαίνει περισσότερα για µένα από όσο θα µπορούσα ποτέ να πω µε λόγια. Μερικές φορές, όταν στέκοµαι εκεί, σκέφτοµαι πόσο τυχερός είµαι που είµαι παντρεµένος µαζί της για σχεδόν σαράντα εννιά χρόνια. Τον επόµενο µήνα θα τα κλείσουµε. Με άκουγε να ροχαλίζω τα πρώτα σαράντα πέντε, από τότε όµως κοιµόµαστε σε χωριστά δωµάτια. Δεν κοιµάµαι καλά χωρίς εκείνη. Στριφογυρίζω συνέχεια και λαχταρώ τη ζεστασιά της και µένω ξαπλωµένος εκεί για το µεγαλύτερο µέρος της νύχτας µε τα µάτια ορθάνοιχτα, βλέποντας τις σκιές να χορεύουν στα ταβάνια σαν αχυρόµπαλες που κυλάνε στην έρηµο. Κοιµάµαι δύο ώρες αν είµαι τυχερός και πάλι ξυπνάω πριν το χάραµα. Μου φαίνεται τελείως παράλογο. Σύντοµα θα τελειώσουν όλα αυτά. Το ξέρω. Εκείνη όχι. Οι καταχωρίσεις στο ηµερολόγιό µου έχουν γίνει µικρότερες και µου παίρνει λίγο χρόνο να τις γράψω. Τώρα πια είναι απλές, εφόσον οι περισσότερες µέρες µου είναι ίδιες. Σήµερα, ωστόσο, νοµίζω ότι θα αντιγράψω ένα ποίηµα που βρήκε για µένα µία από τις νοσοκόµες και σκέφτηκε ότι θα µου άρεσε. Πάει ως εξής: Δεν δέχτηκα βέλος ποτέ πριν τη στιγµή αυτή έρωτα τόσο αιφνίδιου και τόσο τρυφερού. Το πρόσωπό της άνθισε ωσάν άνθος γλυκός και την καρδιά µου έκλεψε στο διάβα του καιρού.
Επειδή τα βράδια µας είναι ελεύθερα, µου έχει ζητηθεί να επισκέπτοµαι τους άλλους. Συνήθως το κάνω, καθώς είµαι ο αναγνώστης και είµαι αναγκαίος, ή έτσι µου λένε. Περνοδιαβαίνω στους διαδρόµους και επιλέγω πού θα πάω διότι είµαι πολύ γέρος για να ακολουθήσω ένα πρόγραµµα, βαθιά µέσα µου όµως ξέρω πάντα ποιος µε χρειάζεται. Είναι φίλοι µου κι όταν ανοίγω τις πόρτες τους, βλέπω δωµάτια που µοιάζουν µε το δικό µου, πάντα στο µισοσκόταδο, που φωτίζονται µόνο από τα φώτα του Τροχού της Τύχης. Τα έπιπλα είναι ίδια για όλους και οι τηλεοράσεις ουρλιάζουν γιατί κανείς δεν µπορεί να ακούσει καλά πια. Άντρες ή γυναίκες, µου χαµογελάνε όταν µπαίνω και µιλάνε ψιθυριστά κλείνοντας τις τηλεοράσεις τους. «Πόσο χαίροµαι που ήρθες» λένε κι έπειτα ρωτάνε για τη γυναίκα µου. Μερικές φορές τούς λέω. Μπορεί να τους πω για τη γλυκύτητα και τη γοητεία της και να τους περιγράψω πώς µου έµαθε να βλέπω τον κόσµο ως το όµορφο µέρος που είναι. Ή τους λέω για τα πρώτα χρόνια που ήµασταν µαζί και τους εξηγώ πως είχαµε όλα όσα χρειαζόµασταν όταν αγκαλιαζόµασταν κάτω από τον έναστρο ουρανό του Νότου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις τους ψιθυρίζω τις περιπέτειες που ζήσαµε µαζί, για τις εκθέσεις ζωγραφικής στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι ή για τις εγκωµιαστικές κριτικές, γραµµένες σε γλώσσες που εγώ δεν καταλαβαίνω. Κυρίως, όµως, χαµογελώ και τους λέω ότι είναι τα ίδια, και εκείνοι γυρνούν αλλού το πρόσωπό τους, γιατί ξέρω ότι δεν θέλουν να τους δω. Η κατάστασή της τους θυµίζει τη δική τους θνητότητα. Έτσι κάθοµαι µαζί τους και τους διαβάζω για να µειώσω τους φόβους τους. Μην ταράζεσαι – ήρεµα να νιώθεις µαζί µου… Όσο ο ήλιος δεν σε αποκλείει ούτε εγώ θα σε αποκλείω Όσο τα νερά λάµπουνε για σένα κι οι φυλλωσιές σού ψιθυρίζουν, τα
λόγια µου δεν θ’ αρνηθούν να λάµπουνε και να σου ψιθυρίζουν. Και διαβάζω, για να τους αποκαλύψω ποιος στ’ αλήθεια είµαι. Όλη τη νύχτα περιπλανιέµαι στ’ όραµά µου… Σκύβω µε µάτια ανοιχτά πάνω απ’ τα κλειστά µάτια των κοιµισµένων, Περιπλανιέµαι µπερδεµένος, χαµένος στον εαυτό µου, ανάκατος, αντιφατικός, Κοντοστέκοµαι, θωρώ, σκύβω και σταµατώ. Αν µπορούσε η γυναίκα µου θα µε συνόδευε στις απογευµατινές µου εξορµήσεις, καθώς µία από τις πολλές αγάπες της ήταν η ποίηση. Τόµας, Γουίτµαν, Έλιοτ, Σαίξπηρ και Δαβίδ των Ψαλµών. Εραστές των λέξεων, γλωσσοπλάστες. Κοιτάζοντας πίσω, εκπλήσσοµαι από το πάθος µου για την ποίηση και, καµιά φορά, τώρα πια το µετανιώνω κιόλας. Η ποίηση προσδίδει απέραντη οµορφιά στη ζωή, αλλά και απέραντη θλίψη, επίσης, και δεν είµαι σίγουρος ότι είναι δίκαιη ανταλλαγή για κάποιον της ηλικίας µου. Ο άνθρωπος θα έπρεπε να απολαµβάνει άλλα πράγµατα εφόσον µπορεί· θα έπρεπε να περνάει τις τελευταίες µέρες του στον ήλιο. Τις δικές µου θα τις περάσω δίπλα σε ένα πορτατίφ. Σέρνω τα βήµατά µου προς το µέρος της και κάθοµαι στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της. Η µέση µου πονάει όταν κάθοµαι. Πρέπει να πάρω καινούργιο µαξιλαράκι γι’ αυτήν την καρέκλα, το υπενθυµίζω στον εαυτό µου για εκατοστή φορά. Απλώνω το χέρι µου και πιάνω το δικό της, ισχνό και εύθραυστο. Ωραία αίσθηση. Ανταποκρίνεται µε ένα τίναγµα
και, σταδιακά, ο αντίχειράς της αρχίζει να τρίβει απαλά το δάχτυλό µου. Δεν µιλάω αν δεν µιλήσει πρώτα εκείνη· αυτό το έχω µάθει. Τις περισσότερες µέρες κάθοµαι µες στη σιωπή µέχρι να πέσει ο ήλιος και τις µέρες σαν κι αυτές δεν γνωρίζω τίποτα γι’ αυτήν. Περνάνε λεπτά πριν στραφεί επιτέλους προς εµένα. Κλαίει. Χαµογελώ και της αφήνω το χέρι, έπειτα βάζω το χέρι µου στην τσέπη. Βγάζω ένα µαντίλι και της σκουπίζω τα δάκρυα. Με κοιτάζει όσο το κάνω αυτό και αναρωτιέµαι τι να σκέφτεται. «Ήταν πολύ όµορφη ιστορία». Αρχίζει να πέφτει ψιλόβροχο. Μικρές σταγόνες χτυπούν απαλά το παράθυρο. Παίρνω ξανά το χέρι της. Θα είναι µια καλή µέρα, µια πολύ καλή µέρα. Μια µαγική µέρα. Χαµογελώ, δεν µπορώ να το ελέγξω. «Ναι, είναι» της λέω. «Εσύ την έγραψες;» ρωτάει. Η φωνή της σχεδόν ψίθυρος, ένα απαλό αεράκι που περνά µέσ’ απ’ τα φύλλα. «Ναι» απαντώ. Γυρνάει προς το κοµοδίνο. Το φάρµακό της είναι µέσα σε ένα µικρό ποτηράκι. Και το δικό µου, επίσης. Μικρά χαπάκια, στα χρώµατα του ουράνιου τόξου για να µην ξεχάσουµε να τα πάρουµε. Τώρα φέρνουν το δικό µου εδώ, στο δωµάτιό της, παρότι δεν θα έπρεπε. «Την έχω ξανακούσει, έτσι δεν είναι;» «Ναι» ξαναλέω, όπως ακριβώς κάνω κάθε φορά σε µέρες σαν τη σηµερινή. Έχω µάθει να είµαι υποµονετικός. Κοιτάζει προσεκτικά το πρόσωπό µου. Τα µάτια της πράσινα σαν τα κύµατα του ωκεανού. «Με κάνει να αισθάνοµαι λιγότερο φοβισµένη» λέει. «Το ξέρω». Γνέφω, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι µου. Εκείνη στρέφει το βλέµµα της αλλού, και εγώ περιµένω ακόµα λίγο. Αφήνει το χέρι µου και κάνει να πιάσει το ποτήρι µε το νερό της. Είναι πάνω στο κοµοδίνο της, δίπλα στο φάρµακό της. Πίνει µια γουλιά.
«Είναι αληθινή ιστορία;» Ανακάθεται λιγάκι στο κρεβάτι της και πίνει άλλη µια γουλιά. Το σώµα της είναι δυνατό ακόµη. «Θέλω να πω, τους ήξερες αυτούς τους ανθρώπους;» «Ναι» λέω πάλι. Θα µπορούσα να πω περισσότερα, αλλά συνήθως δεν το κάνω. Είναι ακόµη όµορφη. Ρωτάει το προφανές: «Λοιπόν, ποιον από τους δύο παντρεύτηκε στο τέλος;». Απαντώ: «Αυτόν που ήταν ο κατάλληλος για εκείνη». «Ποιος ήταν αυτός;» Χαµογελώ. «Θα ξέρεις» λέω σιγανά «ως το τέλος της µέρας. Θα ξέρεις». Δεν ξέρει τι να σκεφτεί γι’ αυτό, αλλά δεν µου κάνει άλλες ερωτήσεις. Αντ’ αυτού, αρχίζει να κάνει νευρικές κινήσεις. Σκέφτεται έναν τρόπο να µου κάνει άλλη µια ερώτηση, αν και δεν είναι σίγουρη πώς να το κάνει. Έτσι επιλέγει να το αναβάλει για µια στιγµή και κάνει να πιάσει ένα από τα µικρά χάρτινα ποτηράκια. «Δικό µου είναι αυτό;» «Όχι, αυτό είναι το δικό σου» και τεντώνοµαι και σπρώχνω το φάρµακό της προς το µέρος της. Δεν µπορώ να το πιάσω µε τα δάχτυλά µου. Εκείνη το παίρνει και κοιτάζει τα χάπια. Από τον τρόπο που τα κοιτάζει καταλαβαίνω ότι δεν έχει ιδέα για τι είναι. Χρησιµοποιώ και τα δυο χέρια µου για να σηκώσω το ποτηράκι µου και να ρίξω τα χάπια στο στόµα µου. Κάνει κι εκείνη το ίδιο. Δεν χρειάστηκε να δώσουµε µάχη σήµερα. Αυτό το κάνει εύκολο. Υψώνω την κούπα µου σαν να κάνω πρόποση και ξεπλένω την αψιά γεύση από το στόµα µου µε το τσάι. Έχει κρυώσει. Καταπίνει καλόπιστα και τα κατεβάζει µε περισσότερο νερό. Ένα πουλί αρχίζει να κελαηδά έξω από το παράθυρο και γυρνάµε και οι δυο τα κεφάλια µας. Καθόµαστε ήσυχα για λίγο, απολαµβάνοντας κάτι όµορφο µαζί. Τότε το πουλάκι χάνεται και εκείνη αναστενάζει. «Πρέπει να σε ρωτήσω κάτι άλλο» λέει. «Ό,τι κι αν είναι, θα προσπαθήσω να απαντήσω».
«Είναι δύσκολο, όµως». Δεν µε κοιτάζει, κι εγώ δεν µπορώ να δω τα µάτια της. Έτσι κρύβει τις σκέψεις της. Μερικά πράγµατα δεν αλλάζουν ποτέ. «Πάρε τον χρόνο σου» λέω. Ξέρω τι θα ρωτήσει. Επιτέλους, στρέφεται σ’ εµένα και µε κοιτάει στα µάτια. Μου χαρίζει ένα µειλίχιο χαµόγελο, απ’ αυτά που µοιράζεσαι µε ένα παιδί, όχι µε έναν εραστή. «Δεν θέλω να πληγώσω τα συναισθήµατά σου επειδή είσαι τόσο καλός µαζί µου τόσο καιρό, αλλά…» Περιµένω. Τα λόγια της θα µε πληγώσουν. Θα σκίσουν ένα κοµµάτι απ’ την καρδιά µου και στη θέση του θα αφήσουν ουλή. «Ποιος είσαι;» Ζούµε στη Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωµένων Κρίκσαϊντ εδώ και τρία χρόνια. Ήταν δική της η απόφαση να έρθουµε εδώ, εν µέρει επειδή ήταν κοντά στο σπίτι µας, αλλά και επειδή νόµιζε ότι θα ήταν ευκολότερο για µένα. Το σπίτι µας το αµπαρώσαµε µε σανίδες επειδή κανείς µας δεν άντεχε να το πουλήσουµε, υπογράψαµε κάτι χαρτιά κι έτσι αποκτήσαµε ένα µέρος για να ζήσουµε και να πεθάνουµε µε αντάλλαγµα ένα µέρος της ελευθερίας για την οποία είχαµε δουλέψει µια ολόκληρη ζωή. Είχε δίκιο που το κάναµε αυτό, φυσικά. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρω µόνος µου, γιατί η αρρώστια έπεσε πάνω µας, πάνω και στους δυο µας. Διανύουµε τα τελευταία λεπτά στη µέρα της ζωής µας και το ρολόι χτυπά. Δυνατά. Αναρωτιέµαι αν είµαι ο µοναδικός που µπορεί να το ακούσει. Ένας παλµικός πόνος κυλάει στα δάχτυλά µου και µου υπενθυµίζει ότι δεν έχουµε καταφέρει να µπλέξουµε τα δάχτυλά µας από τότε που µετακοµίσαµε εδώ. Στενοχωριέµαι γι’ αυτό, αλλά το φταίξιµο είναι δικό µου, όχι δικό της. Αρθρίτιδα στη χειρότερη µορφή, ρευµατοειδής και προχωρηµένη. Τα χέρια µου είναι παραµορφωµένα και αποκρουστικά
τώρα και νιώθω κύµατα πόνου τις περισσότερες ώρες που είµαι ξύπνιος. Τα κοιτάω και θέλω να εξαφανιστούν, να ακρωτηριαστούν, τότε όµως δεν θα ήµουν σε θέση να κάνω τα µικροπράγµατα που πρέπει να κάνω. Έτσι, χρησιµοποιώ τις δαγκάνες µου, όπως τα αποκαλώ µερικές φορές, και κάθε µέρα παίρνω τα χέρια της στα δικά µου παρά τον πόνο και βάζω τα δυνατά µου να τα κρατήσω επειδή αυτό είναι που θέλει να κάνω. Παρότι η Βίβλος λέει ότι ο άνθρωπος µπορεί να ζήσει µέχρι τα εκατόν είκοσι, εγώ δεν θέλω, και δεν νοµίζω ότι και το σώµα µου θα τα κατάφερνε ακόµα κι αν το ήθελα. Καταρρέει, πεθαίνει λίγο λίγο, σταθερή αποσάθρωση µέσα µου και στις αρθρώσεις. Τα χέρια µου είναι άχρηστα, τα νεφρά µου παύουν σιγά σιγά να λειτουργούν και ο καρδιακός µου ρυθµός πέφτει κάθε µήνα. Ακόµα χειρότερα, έχω πάλι καρκίνο, αυτή τη φορά στον προστάτη. Είναι η τρίτη µου µάχη µε τον αθέατο εχθρό και, στο τέλος, θα µε πάρει, αν και όχι µέχρι να πω εγώ ότι έχει έρθει η ώρα. Οι γιατροί ανησυχούν για µένα, όχι όµως εγώ. Δεν έχω χρόνο για ανησυχίες στο λυκόφως της ζωής µου. Από τα πέντε µας παιδιά, τα τέσσερα είναι ακόµη ζωντανά και, παρότι είναι σκληρό γι’ αυτά να µας επισκέπτονται, έρχονται συχνά και για αυτό τους είµαι ευγνώµων. Αλλά, ακόµα κι όταν δεν είναι εδώ, είναι ολοζώντανα στο µυαλό µου κάθε µέρα, το καθένα τους, και µου φέρνουν στο µυαλό τα χαµόγελα και τα δάκρυα που συνεπάγεται η δηµιουργία οικογένειας. Καµιά δεκαριά φωτογραφίες παρατεταγµένες στους τοίχους του δωµατίου µου. Αυτά είναι η κληρονοµιά µου, η συνεισφορά µου στον κόσµο. Είµαι πολύ υπερήφανος. Μερικές φορές αναρωτιέµαι τι σκέφτεται η γυναίκα µου γι’ αυτά όταν ονειρεύεται ή αν τα σκέφτεται καθόλου, ή ακόµα ακόµα αν ονειρεύεται. Υπάρχουν τόσα πολλά γι’ αυτήν που δεν καταλαβαίνω πια. Αναρωτιέµαι πώς θα του φαινόταν του µπαµπά µου η ζωή µου και τι θα έκανε εκείνος αν ήταν στη θέση µου. Έχω πενήντα χρόνια να τον δω και τώρα πια δεν είναι παρά µια σκιά στις σκέψεις µου. Δεν µπορώ να
φέρω την εικόνα του στο µυαλό µου ξεκάθαρα πια· το πρόσωπό του έχει σκοτεινιάσει σαν ένα φως να φέγγει από πίσω του. Δεν είµαι σίγουρος αν αυτό οφείλεται στο ότι η µνήµη µου αρχίζει να µε εγκαταλείπει ή απλώς στο πέρασµα του χρόνου. Έχω µόνο µια φωτογραφία του και έχει ξεθωριάσει κι αυτή. Σε άλλα δέκα χρόνια θα έχει χαθεί, το ίδιο κι εγώ, και η ανάµνησή του θα σβήσει σαν ένα µήνυµα γραµµένο στην άµµο. Αν δεν υπήρχαν τα ηµερολόγιά µου, θα ορκιζόµουν ότι είχα ζήσει µόνο τα µισά χρόνια απ’ όσα έχω ζήσει στην πραγµατικότητα. Μεγάλες περίοδοι της ζωής µου φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί. Και ακόµα και τώρα διαβάζω τα αποσπάσµατα και αναρωτιέµαι ποιος ήµουν όταν τα έγραφα, διότι δεν µπορώ να θυµηθώ τα γεγονότα της ζωής µου. Υπάρχουν φορές που κάθοµαι κι αναρωτιέµαι πού έχουν πάει όλα αυτά. «Το όνοµά µου» λέω «είναι Ντιουκ». «Ντιουκ» µονολογεί ψιθυριστά. «Ντιουκ». Σκέφτεται για µια στιγµή, το µέτωπό της ζαρωµένο, το βλέµµα της σοβαρό. «Ναι» λέω «είµαι εδώ για σένα». Και πάντα θα είµαι, λέω από µέσα µου. Η απάντησή µου την κάνει να κοκκινίζει. Τα µάτια της βουρκώνουν και κοκκινίζουν, και δάκρυα αρχίζουν να πέφτουν. Μου ραγίζει την καρδιά και εύχοµαι για χιλιοστή φορά να µπορούσα να κάνω κάτι. Λέει: «Συγγνώµη. Δεν καταλαβαίνω τίποτα από όσα µου συµβαίνουν αυτή τη στιγµή. Ακόµα κι εσένα. Όταν σε ακούω να µιλάς, νιώθω σαν να έπρεπε να σε γνωρίζω, αλλά δεν σε γνωρίζω. Δεν ξέρω καν ούτε τ’ όνοµά µου». Σκουπίζει τα δάκρυά της και λέει: «Βοήθησέ µε, Ντιουκ, βοήθησέ µε να θυµηθώ ποια είµαι. Ή, τουλάχιστον, ποια ήµουν. Νιώθω τόσο χαµένη». Της απαντώ µε κάθε ειλικρίνεια, αλλά της λέω ψέµατα όσον αφορά το όνοµά της. Όπως έχω κάνει και για το δικό µου όνοµα. Υπάρχει λόγος γι’
αυτό. «Είσαι η Χάνα, λάτρης της ζωής, πηγή δύναµης για όσους είχαν την τύχη να είναι φίλοι σου. Είσαι ένα όνειρο, µια δηµιουργός ευτυχίας, µια καλλιτέχνιδα που έχει αγγίξει χιλιάδες ψυχές. Έχεις ζήσει µια γεµάτη ζωή και δεν σου έλειψε ποτέ τίποτα επειδή οι ανάγκες σου είναι πνευµατικές και το µόνο που έχεις να κάνεις για να τις καλύψεις είναι να κοιτάξεις µέσα σου. Είσαι καλοσυνάτη και πιστή, και είσαι ικανή να δεις την οµορφιά εκεί που οι άλλοι δεν τη βλέπουν. Έχεις διδάξει θαυµάσια µαθήµατα, έχεις ονειρευτεί ανώτερα πράγµατα». Σταµατώ για µια στιγµή να πάρω µια ανάσα. Τότε: «Χάνα, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να νιώθεις χαµένη, επειδή: Τίποτα δεν χάνεται ποτέ πραγµατικά, ούτε και να χαθεί µπορεί, Καµία γέννηση, ταυτότητα, µορφή – κανένα αντικείµενο του κόσµου, Ούτε ζωή, ούτε δύναµη, ούτε τίποτα ορατό... Το κορµί, νωθρό, γέρικο, κρύο – η θράκα που απέµεινε από παλιότερες φωτιές …θα ανάψει πάλι όπως της πρέπει». Για µια στιγµή σκέφτεται αυτό που της είπα. Μες στη σιωπή κοιτάζω προς το παράθυρο και παρατηρώ ότι η βροχή έχει σταµατήσει. Το φως του ήλιου αρχίζει να γλιστρά µες στο δωµάτιό της. Ρωτάει: «Εσύ το έγραψες αυτό;». «Όχι, ο Γουόλτ Γουίτµαν». «Ποιος;» «Ένας εραστής των λέξεων, ένας διαµορφωτής σκέψεων». Δεν αποκρίνεται αµέσως. Αντ’ αυτού, µε κοιτάζει επίµονα για αρκετή ώρα, µέχρι που οι ανάσες µας συγχρονίζονται. Μέσα. Έξω. Μέσα. Έξω. Μέσα. Έξω. Βαθιές ανάσες. Αναρωτιέµαι αν ξέρει ότι τη βρίσκω
πανέµορφη. «Θα µείνεις µαζί µου για λίγο;» ρωτάει στο τέλος. Χαµογελώ και γνέφω. Μου ανταποδίδει το χαµόγελο. Απλώνει το χέρι της, παίρνει απαλά το δικό µου και το φέρνει ως τη µέση της. Κοιτάζει τους σκληρυµένους κόµπους που παραµορφώνουν τα δάχτυλά µου και τους χαϊδεύει απαλά. Τα χέρια της παραµένουν αγγελικά. «Έλα» λέω, καθώς σηκώνοµαι µε µεγάλο κόπο, «πάµε µια βόλτα. Φυσάει ένα δροσερό αεράκι και τα χηνάρια περιµένουν. Είναι όµορφα σήµερα». Την κοιτάζω λέγοντας αυτές τις τελευταίες λέξεις. Κοκκινίζει. Με κάνει να αισθάνοµαι πάλι νέος. Ήταν διάσηµη, φυσικά. Μία από τις καλύτερες ζωγράφους του Νότου του εικοστού αιώνα, έλεγαν ορισµένοι, κι εγώ ήµουν, και είµαι, περήφανος για εκείνη. Σε αντίθεση µε εµένα, που πάλευα να γράψω έστω και τον πιο απλό στίχο, η σύζυγός µου µπορούσε να δηµιουργήσει οµορφιά µε την ίδια ευκολία που ο Θεός δηµιούργησε τη γη. Οι πίνακές της φιλοξενούνται σε µουσεία σε όλο τον κόσµο, αλλά εγώ έχω κρατήσει µόνο δύο για τον εαυτό µου. Τον πρώτο που µου χάρισε ποτέ και τον τελευταίο. Κρέµονται στο δωµάτιό µου και αργά τη νύχτα κάθοµαι και τους χαζεύω και µερικές φορές κλαίω όταν τους κοιτάω. Δεν ξέρω γιατί. Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια. Ζήσαµε τις ζωές µας, δουλεύοντας, ζωγραφίζοντας, µεγαλώνοντας παιδιά, αγαπώντας ο ένας τον άλλο. Βλέπω φωτογραφίες από Χριστούγεννα, από οικογενειακά ταξίδια, από αποφοιτήσεις και γάµους. Βλέπω εγγόνια και χαρούµενα πρόσωπα. Βλέπω φωτογραφίες µας, τα µαλλιά µας όλο και πιο λευκά, οι ρυτίδες στα πρόσωπά µας βαθύτερες. Μια ολόκληρη ζωή που µοιάζει τόσο συνηθισµένη, κι όµως ασυνήθιστη. Δεν µπορούσαµε να προβλέψουµε το µέλλον, αλλά πάλι ποιος µπορεί; Τώρα πια δεν ζω όπως περίµενα. Και τι περίµενα; Τη συνταξιοδότηση. Να περνάω χρόνο µε τα εγγόνια µου, ίσως περισσότερα ταξίδια. Πάντα
αγαπούσε τα ταξίδια. Σκεφτόµουν ότι ίσως ξεκινούσα κάποιο χόµπι, κάτι που δεν ήξερα. Μάλλον την κατασκευή πλοίων. Μέσα σε µπουκάλια. Αδιανόητο τώρα πια, έτσι όπως είναι τα χέρια µου. Αλλά δεν νιώθω πικρία. Οι ζωές µας δεν µπορούν να µετρηθούν από τα τελευταία µας χρόνια, όσο γι’ αυτό είµαι βέβαιος, και υποθέτω ότι θα έπρεπε να ξέρω τι µας επεφύλασσε η ζωή. Κοιτάζοντας πίσω, φαντάζοµαι ότι µοιάζει προφανές, αλλά αρχικά θεωρούσα τη σύγχυσή της κατανοητή και καθόλου ιδιάζουσα. Ξεχνούσε πού είχε βάλει τα κλειδιά της, αλλά σε ποιον δεν έχει συµβεί αυτό; Ξεχνούσε το όνοµα κάποιου γείτονα, αλλά όχι κάποιου που γνωρίζαµε καλά ή που συναναστρεφόµασταν. Μερικές φορές έγραφε λάθος χρονιά όταν έκοβε τις επιταγές της, αλλά και πάλι δεν το έπαιρνα στα σοβαρά, τα θεωρούσα απλά λάθη που κάνει κανείς όταν σκέφτεται άλλα πράγµατα. Δεν ήταν παρά µόνο όταν άρχισαν να συµβαίνουν τα πιο οφθαλµοφανή περιστατικά που άρχισα να υποψιάζοµαι το χειρότερο. Το σίδερο στην κατάψυξη, ρούχα στο πλυντήριο των πιάτων, βιβλία στον φούρνο. Κι άλλα πράγµατα. Αλλά τη µέρα που τη βρήκα στο αυτοκίνητο τρία τετράγωνα παραπέρα να κλαίει πάνω στο τιµόνι επειδή δεν µπορούσε να βρει τον δρόµο για το σπίτι ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα πραγµατικά. Και ήταν κι εκείνη φοβισµένη, γιατί όταν χτύπησα το παράθυρό της, γύρισε σ’ εµένα και είπε: «Ω, Θεέ µου, τι µου συµβαίνει; Βοήθησέ µε, σε παρακαλώ». Το στοµάχι µου δέθηκε κόµπος, αλλά δεν τολµούσα να σκεφτώ το χειρότερο. Έξι µέρες αργότερα την είδε ο γιατρός και άρχισε µια σειρά διαγνωστικά τεστ. Δεν τα καταλάβαινα τότε και δεν τα καταλαβαίνω ακόµα και τώρα, αλλά υποθέτω αυτό οφείλεται στο ότι φοβάµαι να µάθω. Πέρασε σχεδόν µία ώρα µε τον δρα Μπάρνουελ και ξαναπήγε την επόµενη µέρα. Εκείνη ήταν η µεγαλύτερη µέρα της ζωής µου. Ξεφύλλιζα περιοδικά που δεν µπορούσα να διαβάσω και έλυνα αφηρηµένος
σταυρόλεξα. Εντέλει, µας φώναξε και τους δυο στο γραφείο του και µας κάθισε κάτω. Εκείνη µε κρατούσε από το µπράτσο µε σιγουριά, αλλά θυµάµαι ξεκάθαρα ότι τα δικά µου χέρια έτρεµαν. «Λυπάµαι πολύ γι’ αυτό που πρέπει να σας πω» άρχισε να λέει ο δρ Μπάρνουελ «αλλά φαίνεται ότι βρίσκεστε στα αρχικά στάδια του Αλτσχάιµερ…» Το µυαλό µου άδειασε τελείως και το µόνο που µπορούσα να σκεφτώ ήταν το φως που έλαµπε πάνω απ’ τα κεφάλια µας. Οι λέξεις αντηχούσαν στο µυαλό µου: στα αρχικά στάδια του Αλτσχάιµερ… Ο κόσµος άρχισε να γυρίζει γύρω µου και ένιωσα τη λαβή της να σφίγγει στο µπράτσο µου. Ψιθύρισε, µονολογώντας σχεδόν: «Αχ, Νόα… Νόα…». Και καθώς τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν, µου ξαναήρθε η λέξη: Αλτσχάιµερ… Είναι µια ασθένεια δίχως νόηµα, τόσο κενή και άψυχη όσο η έρηµος. Κλέβει καρδιές και ψυχές και αναµνήσεις. Δεν ήξερα τι να της πω, ενώ έκλαιγε µε λυγµούς στον κόρφο µου, έτσι απλώς την κράτησα και άρχισα να την κουνάω µπρος πίσω. Ο γιατρός ήταν αγέλαστος. Ήταν καλός άνθρωπος και του ήταν δύσκολο. Ήταν µικρότερος από το µικρότερο παιδί µου και µπροστά του ένιωθα την ηλικία µου. Το µυαλό µου ήταν µπερδεµένο, η αγάπη µου έτρεµε, και το µόνο που µπορούσα να σκεφτώ ήταν: Κανείς πνιγµένος να ξέρει δεν µπορεί ποια σταγόνα πήρε την τελευταία του πνοή… Λόγια ενός σοφού ποιητή, παρ’ όλ’ αυτά δεν µου πρόσφεραν καµιά παρηγοριά. Δεν ξέρω τι σήµαιναν ή γιατί τα σκέφτηκα. Λικνιζόµασταν µπρος πίσω, και η Άλι, το όνειρό µου, η άχρονη
οµορφιά µου, µου ζητούσε συγγνώµη. Ήξερα ότι δεν υπήρχε κάτι να της συγχωρήσω και της ψιθύρισα στ’ αυτί. «Όλα θα πάνε καλά» της ψιθύρισα, µέσα µου όµως φοβόµουν. Ήµουν ένας κούφιος άνθρωπος που δεν είχε τίποτα να της προσφέρει, άδειος σαν ένα πεταµένο µπουρί. Θυµάµαι µόνο σκόρπια πράγµατα από τις εξηγήσεις του δρα Μπάρνουελ. «Είναι µια εκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου που επηρεάζει τη µνήµη και την προσωπικότητα… Είναι ανίατη και δεν επιδέχεται θεραπευτική αγωγή… Δεν µπορούµε να προβλέψουµε πόσο γρήγορα θα εξελιχθεί… Διαφέρει από άτοµο σε άτοµο… Μακάρι να ήξερα περισσότερα… Κάποιες µέρες θα είναι καλύτερες από κάποιες άλλες… Θα επιδεινώνεται µε το πέρασµα του χρόνου… Λυπάµαι που έπρεπε να το µάθετε από εµένα…» Λυπάµαι… Λυπάµαι… Λυπάµαι… Οι πάντες λυπήθηκαν. Τα παιδιά µου ήταν απαρηγόρητα, οι φίλοι µου φοβόντουσαν για τους εαυτούς τους. Δεν θυµάµαι να φεύγουµε από το γραφείο του γιατρού και δεν θυµάµαι να οδηγάω προς το σπίτι. Οι αναµνήσεις µου από εκείνη την ηµέρα έχουν σβήσει και ως προς αυτό εγώ και η γυναίκα µου είµαστε το ίδιο. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια πια. Από τότε έχουµε κάνει το καλύτερο δυνατό. Η Άλι οργάνωσε τα πάντα, όπως ήταν στη φύση της. Κανόνισε να φύγουµε από το σπίτι και να µετακοµίσουµε εδώ. Αναθεώρησε τη διαθήκη της και τη σφράγισε. Άφησε συγκεκριµένες οδηγίες ταφής και αυτές βρίσκονται στο γραφείο µου, στο τελευταίο συρτάρι. Δεν τις έχω δει. Και όταν τελείωσε, άρχισε να γράφει. Γράµµατα σε φίλους και παιδιά. Γράµµατα σε αδελφούς και αδελφές, και ξαδέλφια. Γράµµατα σε ανιψιές, ανιψιούς και γείτονες. Και ένα γράµµα σ’ εµένα. Το διαβάζω µερικές φορές όταν έχω διάθεση, και όταν το κάνω, µου
θυµίζει την Άλι τα κρύα βράδια του χειµώνα, καθισµένη δίπλα σε µια ζωηρή φωτιά, µε ένα ποτήρι κρασί στο πλάι, να διαβάζει τα γράµµατα που της είχα γράψει όλα αυτά τα χρόνια. Τα είχε κρατήσει αυτά τα γράµµατα, και τώρα τα κρατάω εγώ, γιατί µε έβαλε να υποσχεθώ ότι θα το έκανα. Είπε ότι εγώ θα ήξερα τι να τα κάνω. Είχε δίκιο· ανακαλύπτω ότι απολαµβάνω να διαβάζω διάσπαρτα κοµµάτια τους όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη. Μου εξάπτουν το ενδιαφέρον αυτά τα γράµµατα, γιατί όταν τα ξεφυλλίζω συνειδητοποιώ ότι ο έρωτας και το πάθος είναι δυνατά σε κάθε ηλικία. Τώρα κοιτάζω την Άλι και ξέρω ότι δεν την έχω αγαπήσει ποτέ περισσότερο, αλλά διαβάζοντας τα γράµµατα αντιλαµβάνοµαι ότι πάντα έτσι ένιωθα. Τελευταία φορά τα διάβασα προχθές το βράδυ, πολλή ώρα αφού θα έπρεπε να έχω κοιµηθεί. Ήταν σχεδόν δύο η ώρα όταν πήγα στο γραφείο και βρήκα τη στοίβα, παχιά και πολυκαιρισµένη. Έλυσα τον σπάγγο, κι αυτός ο ίδιος εδώ και σχεδόν µισό αιώνα, και βρήκα τα γράµµατα που είχε κρύψει η µητέρα της τόσα χρόνια πριν και εκείνα που ακολούθησαν. Γράµµατα µιας ολόκληρης ζωής, γράµµατα µε τα οποία διακήρυσσα την αγάπη µου, γράµµατα µέσ’ απ’ την καρδιά µου. Τα κοίταξα φευγαλέα µε ένα χαµόγελο στο πρόσωπό µου, ξεχωρίζοντας και επιλέγοντας, και, στο τέλος, άνοιξα ένα γράµµα από την πρώτη µας επέτειο. Διάβασα ένα απόσπασµα: Όταν σε κοιτάω τώρα –να κινείσαι αργά µε µια νέα ζωή να µεγαλώνει µέσα σου– ελπίζω να ξέρεις πόσο σηµαντική είσαι για µένα και πόσο ξεχωριστή ήταν αυτή η χρονιά. Κανένας άνθρωπος δεν είναι πιο ευλογηµένος από εµένα και σε αγαπώ µε όλη µου την καρδιά. Το άφησα στην άκρη, ξεφύλλισα τη στοίβα και βρήκα άλλο ένα, αυτό από ένα κρύο απόγευµα τριάντα εννέα χρόνια πριν.
Έτσι όπως καθόµουν δίπλα σου, ενώ η µικρότερη κόρη µας τραγουδούσε φάλτσα στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου, σε κοίταξα και είδα µια περηφάνια που νιώθουν µόνο όσοι αισθάνονται βαθιά, µε όλη τους την καρδιά, και ήξερα ότι κανένας άντρας δεν θα µπορούσε να είναι πιο τυχερός από µένα. Και µετά τον θάνατο του γιου µας, εκείνου που έµοιαζε στη µητέρα του… Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος που περάσαµε ποτέ και οι λέξεις ακούγονται αληθινές ακόµα και σήµερα: Σε στιγµές οδύνης και θλίψης θα σε κρατώ και θα σε λικνίζω και θα παίρνω την οδύνη σου και θα την κάνω δική µου. Όταν κλαις, κλαίω, και όταν πονάς, πονάω. Και µαζί θα προσπαθήσουµε να συγκρατήσουµε τους κατακλυσµούς των δακρύων και την απόγνωση, και θα καταφέρουµε να περάσουµε τις λακκούβες στους δρόµους της ζωής. Κάνω µία στιγµιαία παύση, τον θυµάµαι. Ήταν τεσσάρων χρονών τότε, µωρό παιδί. Έχω ζήσει το εικοσαπλάσιο από όσο έζησε εκείνος, αλλά αν µε ρωτούσαν θα αντάλλασσα τη ζωή µου για τη δική του. Είναι φριχτό να θάβεις το παιδί σου, µια τραγωδία που δεν εύχοµαι σε κανέναν. Βάζω τα δυνατά µου να συγκρατήσω τα δάκρυά µου, ξεφυλλίζω λίγα γράµµατα ακόµα για να καθαρίσω το µυαλό µου και βρίσκω το επόµενο, από την εικοστή µας επέτειο, µια πολύ πιο εύκολη ανάµνηση: Όταν σε βλέπω, αγαπηµένη µου, το πρωί πριν κάνεις ντους ή στο ατελιέ σου γεµάτη µπογιές µε τα µαλλιά µπερδεµένα και κουρασµένα µάτια, ξέρω
ότι είσαι η πιο όµορφη γυναίκα στον κόσµο. Τα γράµµατα συνεχίζονταν, αυτή η αλληλογραφία ζωής και αγάπης, και διάβασα καµιά δεκαριά ακόµα, µερικά οδυνηρά, τα περισσότερα συγκινητικά. Ως τις τρεις η ώρα ήµουν κουρασµένος, αλλά είχα φτάσει στο τέλος της στοίβας. Είχε αποµείνει ένα γράµµα, το τελευταίο που της έγραψα, και µέχρι εκείνη τη στιγµή ήξερα ότι έπρεπε να συνεχίσω. Άνοιξα τον φάκελο και έβγαλα από µέσα και τις δυο σελίδες. Άφησα στην άκρη τη δεύτερη και πήγα την πρώτη σε καλύτερο φως και άρχισα να διαβάζω: Πολυαγαπηµένη µου Άλι, Στη βεράντα απλώνεται σιωπή εκτός από τους ήχους που έρχονται από τις σκιές και για πρώτη φορά δεν βρίσκω λόγια. Είναι µια περίεργη εµπειρία για µένα, γιατί όταν σκέφτοµαι εσένα και τη ζωή που έχουµε ζήσει µαζί, έχω πολλά να θυµάµαι. Αναµνήσεις µιας ολόκληρης ζωής. Αλλά πώς να το πω µε λόγια; Δεν ξέρω αν είµαι ικανός. Δεν είµαι ποιητής, κι όµως ένα ποίηµα χρειάζεται για να σου εκφράσω απόλυτα το πώς νιώθω για σένα. Έτσι το µυαλό µου ταξιδεύει και θυµάµαι ότι σκεφτόµουν τη ζωή µας καθώς έφτιαχνα καφέ σήµερα το πρωί. Εκεί ήταν η Κέιτ και η Τζέιν, και σώπασαν κι οι δυο όταν µπήκα στην κουζίνα. Είδα ότι έκλαιγαν και χωρίς λέξη, κάθισα δίπλα τους στο τραπέζι και κράτησα τα χέρια τους. Και ξέρεις τι είδα όταν τις κοίταξα; Είδα εσένα όπως ήσουν πριν τόσο πολύ καιρό, τη µέρα που είπαµε αντίο. Μοιάζουν σ’ εσένα και στο πώς ήσουν τότε, όµορφες και ευαίσθητες και πληγωµένες µε το τραύµα που προκαλεί η απώλεια κάτι ξεχωριστού. Και για κάποιον λόγο που δεν είµαι σίγουρος ότι κατανοώ, µου ήρθε να τους πω µια ιστορία.
Φώναξα τον Τζεφ και τον Ντέιβιντ στην κουζίνα, γιατί ήταν κι αυτοί εδώ, και όταν τα παιδιά ήταν έτοιµα, τους είπα για µας και πώς γύρισες πίσω σε µένα τόσα χρόνια πριν. Τους είπα για τη βόλτα µας και για το δείπνο µε τα καβούρια στην κουζίνα, και εκείνα άκουγαν χαµογελώντας όταν τους έλεγα για τη βαρκάδα µε το κανό και πώς καθόµασταν µπροστά από τη φωτιά µε την καταιγίδα να λυσσοµανάει απέξω. Τους είπα για τη µητέρα σου που µας προειδοποίησε για τον Λον την επόµενη µέρα –έδειξαν το ίδιο έκπληκτοι όσο ήµασταν κι εµείς– και ναι, τους είπα µέχρι και τι έγινε αργότερα εκείνη την ηµέρα, αφού γύρισες στην πόλη. Εκείνο το κοµµάτι της ιστορίας δεν έχει φύγει ποτέ από µέσα µου, ακόµα και µετά από τόσο καιρό. Παρότι δεν ήµουν εκεί, µου το περιέγραψες µία φορά µόνο και θυµάµαι ότι θαύµασα τη δύναµη που επέδειξες εκείνη την ηµέρα. Ακόµη δεν µπορώ να φανταστώ τι περνούσε απ’ το µυαλό σου όταν µπήκες στον προθάλαµο και είδες τον Λον, ούτε πώς πρέπει να ένιωθες όταν του µιλούσες. Μου είπες ότι οι δυο σας φύγατε από το πανδοχείο και καθίσατε σε ένα παγκάκι δίπλα στην παλιά εκκλησία των Μεθοδιστών και ότι σου κρατούσε το χέρι ακόµα κι όταν του εξήγησες ότι πρέπει να µείνεις. Ξέρω ότι νοιαζόσουν για εκείνον. Και η αντίδρασή του µου αποδεικνύει ότι κι εκείνος νοιαζόταν για σένα. Όχι, δεν µπορούσε να κατανοήσει ότι σε έχανε, αλλά πώς θα µπορούσε; Ακόµα κι όταν του εξήγησες ότι εµένα αγαπούσες πάντα και ότι δεν θα ήταν δίκαιο για εκείνον, δεν άφησε το χέρι σου. Ξέρω ότι πληγώθηκε και θύµωσε, και ότι προσπάθησε για µία ώρα σχεδόν να σου αλλάξει γνώµη, αλλά όταν έµεινες αµετάπειστη και είπες: «Δεν µπορώ να γυρίσω πίσω µαζί σου, λυπάµαι πολύ», ήξερε ότι είχες πάρει την απόφασή σου. Είπες ότι απλώς έγνεψε και καθίσατε εκεί οι δυο σας για πολλή ώρα αµίλητοι. Πάντα αναρωτιόµουν τι σκεφτόταν καθώς καθόταν µαζί σου, αλλά είµαι βέβαιος ότι ήταν το ίδιο ακριβώς µε αυτό που ένιωθα εγώ µόλις πριν
λίγες ώρες. Και όταν, τελικά, σε συνόδεψε ως το αυτοκίνητό σου, είπες πως σου είπε ότι ήµουν τυχερός. Φέρθηκε ως σωστός κύριος και τότε κατάλαβα γιατί σου ήταν τόσο δύσκολο να πάρεις µια απόφαση. Θυµάµαι ότι όταν τελείωσα την ιστορία, στο δωµάτιο είχε πέσει σιωπή, µέχρι που η Κέιτ σηκώθηκε, τελικά, για να µε αγκαλιάσει. «Αχ, µπαµπά» είπε µε δάκρυα στα µάτια και, παρότι περίµενα να απαντήσω στις ερωτήσεις τους, δεν µου έκαναν καµία. Αντ’ αυτού, µου έδωσαν κάτι πολύ πιο ξεχωριστό. Για τις επόµενες τέσσερις ώρες, ο καθένας τους µου είπε πόσα πολλά εµείς, οι δυο µας, σηµαίναµε γι’ αυτούς καθώς µεγάλωναν. Ένας ένας, µου είπαν ιστορίες σχετικά µε πράγµατα που εγώ είχα ξεχάσει από καιρό. Και ώσπου να τελειώσουν, είχα βάλει τα κλάµατα επειδή συνειδητοποίησα πόσο καλά τα πήγαµε µε την ανατροφή τους. Ήµουν τόσο υπερήφανος για τα παιδιά µας και υπερήφανος για σένα και ευτυχισµένος για τη ζωή που έχουµε ζήσει. Και τίποτα δεν θα µου το πάρει ποτέ αυτό. Τίποτα. Το µόνο που εύχοµαι είναι να ήσουν εδώ να το χαρείς µαζί µου. Αφού έφυγαν, έµεινα να κουνιέµαι στην πολυθρόνα µου στη σιωπή, σκεπτόµενος τη ζωή που ζήσαµε µαζί. Είσαι πάντα εδώ µαζί µου όταν το κάνω αυτό, στην καρδιά µου, τουλάχιστον, και µου είναι αδύνατον να θυµηθώ κάποια στιγµή που δεν ήσουν κοµµάτι µου. Δεν ξέρω σε τι άνθρωπο θα εξελισσόµουν αν δεν είχες γυρίσει πίσω σ’ εµένα εκείνη τη µέρα, αλλά δεν έχω καµία αµφιβολία ότι θα είχα ζήσει και θα είχα πεθάνει µετανιώνοντας για πράγµατα τα οποία, ευτυχώς, δεν θα µάθω ποτέ. Σ’ αγαπώ, Άλι. Είµαι αυτός που είµαι χάρη σ’ εσένα. Είσαι κάθε λόγος, κάθε ελπίδα και κάθε όνειρο που είχα ποτέ και ό,τι κι αν µας συµβεί στο µέλλον, κάθε µέρα που είµαστε µαζί είναι η σπουδαιότερη µέρα της ζωής µου. Θα είµαι πάντα δικός σου. Και, λατρεµένη µου, θα είσαι πάντα δική µου.
Νόα Αφήνω τις σελίδες στην άκρη και θυµάµαι να κάθοµαι µε την Άλι στη βεράντα µας όταν διάβασε αυτό το γράµµα για πρώτη φορά. Ήταν αργά το απόγευµα, κόκκινες ανταύγειες έσχιζαν τον καλοκαιρινό ουρανό και τα τελευταία αποµεινάρια της µέρας αργόσβηναν. Ο ουρανός άλλαζε αργά χρώµα και βλέποντας τον ήλιο να χαµηλώνει, θυµάµαι να σκέφτοµαι εκείνη τη σύντοµη στιγµή που τρεµοσβήνει όταν η µέρα ξαφνικά γίνεται νύχτα. Το σούρουπο, συνειδητοποίησα τότε, δεν είναι παρά µια ψευδαίσθηση, διότι ο ήλιος είτε είναι πάνω από τον ορίζοντα ή κάτω απ’ αυτόν. Και αυτό σηµαίνει ότι η µέρα και η νύχτα συνδέονται µε έναν τρόπο µε τον οποίο συνδέονται ελάχιστα πράγµατα· η µία δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη κι ωστόσο δεν µπορούν να συνυπάρξουν. Πώς θα ήταν, θυµάµαι να αναρωτιέµαι, να είµαστε πάντα µαζί, αλλά για πάντα χώρια; Κοιτώντας πίσω, το βρίσκω ειρωνικό το ότι επέλεξε να διαβάσει το γράµµα ακριβώς τη στιγµή που αυτή η ερώτηση πέρασε απ’ το µυαλό µου. Είναι ειρωνικό, φυσικά, επειδή τώρα ξέρω την απάντηση. Τώρα ξέρω πώς είναι να είµαστε η µέρα κι η νύχτα· πάντα µαζί, για πάντα χώρια. Είναι όµορφα εκεί που καθόµαστε αυτό το απόγευµα, η Άλι κι εγώ. Είναι η καλύτερη στιγµή της ζωής µου. Είναι εδώ στο ποτάµι: τα πουλιά, οι χήνες, οι φίλοι µου. Τα σώµατά τους πλέουν στο δροσερό νερό, το οποίο αντανακλά εδώ κι εκεί τα χρώµατά τους και τα κάνει να φαίνονται µεγαλύτερα απ’ ό,τι πραγµατικά είναι. Και η Άλι ξεγελιέται από το
θαύµα τους και λίγο λίγο γνωριζόµαστε πάλι απ’ την αρχή. «Μου αρέσει να σου µιλάω. Διαπιστώνω ότι µου λείπει, ακόµα κι όταν δεν έχει περάσει πολύς καιρός». Είµαι ειλικρινής και το ξέρει, αλλά εξακολουθεί να είναι επιφυλακτική. Είµαι ένας ξένος. «Το κάνουµε συχνά αυτό;» ρωτάει. «Καθόµαστε εδώ και παρατηρούµε τα πουλιά πολλές φορές; Θέλω να πω, ξέρουµε καλά ο ένας τον άλλο;» «Και ναι και όχι. Νοµίζω ότι όλοι µας έχουµε µυστικά, αλλά γνωριζόµαστε χρόνια τώρα». Κοιτάζει τα χέρια της, έπειτα τα δικά µου. Το σκέφτεται για µια στιγµή, το πρόσωπό της σε τέτοια κλίση ώστε φαίνεται νέα ξανά. Δεν φοράµε τις βέρες µας. Και πάλι, υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Ρωτάει: «Ήσουν ποτέ παντρεµένος;». Γνέφω. «Ναι». «Πώς ήταν η γυναίκα σου;» Λέω την αλήθεια. «Ήταν το όνειρό µου. Αυτή µε έκανε αυτό που είµαι και το να την κρατάω στην αγκαλιά µου ήταν πιο φυσικό από τους ίδιους τους χτύπους της καρδιάς µου. Τη σκέφτοµαι συνέχεια. Ακόµα και τώρα, όταν κάθοµαι εδώ, αυτή σκέφτοµαι. Δεν θα µπορούσε ποτέ να υπάρξει άλλη». Το αφοµοιώνει. Δεν ξέρω πώς νιώθει γι’ αυτό. Στο τέλος, µιλάει απαλά, η φωνή της αγγελική, αισθησιακή. Αναρωτιέµαι αν ξέρει ότι σκέφτοµαι αυτά τα πράγµατα. «Έχει πεθάνει;» Τι είναι ο θάνατος; Αναρωτιέµαι, αλλά δεν το λέω. Αντ’ αυτού, απαντώ: «Η γυναίκα µου είναι ζωντανή στην καρδιά µου. Και θα είναι πάντα». «Την αγαπάς ακόµη, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά. Αλλά αγαπώ πολλά πράγµατα. Αγαπώ να κάθοµαι εδώ µαζί
σου. Αγαπώ να µοιράζοµαι την οµορφιά αυτού του µέρους µε κάποιον για τον οποίο νοιάζοµαι. Αγαπώ να βλέπω τον ψαραετό να χιµά στο ποτάµι και να βρίσκει την τροφή του». Σιωπά για µια στιγµή. Γυρνάει αλλού το κεφάλι της για να µην µπορώ να δω το πρόσωπό της. Την έχει αυτή τη συνήθεια χρόνια τώρα. «Γιατί το κάνεις αυτό;» Χωρίς φόβο, απλή περιέργεια. Καλό αυτό. Ξέρω τι εννοεί, αλλά, όπως και να ’χει, ρωτώ. «Ποιο;» «Γιατί περνάς τη µέρα µαζί µου;» Χαµογελώ. «Είµαι εδώ επειδή εδώ πρέπει να βρίσκοµαι. Δεν είναι περίπλοκο. Και εσύ και εγώ περνάµε καλά. Μην απαξιώνεις τον χρόνο µου µαζί σου – δεν είναι χαµένος χρόνος. Είναι αυτό που θέλω. Κάθοµαι εδώ και συζητάµε και συλλογιέµαι: Τι θα µπορούσε να είναι καλύτερο από αυτό που κάνω αυτή τη στιγµή;» Με κοιτάει στα µάτια και για µια στιγµή, για µια στιγµή µόνο, τα µάτια της αστράφτουν. Ένα αδιόρατο χαµόγελο σχηµατίζεται στα χείλη της. «Μου αρέσει να είµαι µαζί σου, αλλά αν αυτό που επιδιώκεις είναι να µου εξάψεις την περιέργεια, το έχεις καταφέρει. Παραδέχοµαι ότι απολαµβάνω τη συντροφιά σου, ωστόσο δεν ξέρω τίποτα για σένα. Δεν περιµένω να µου πεις την ιστορία της ζωής σου, όµως γιατί είσαι τόσο µυστηριώδης;» «Κάπου διάβασα ότι οι γυναίκες ξετρελαίνονται µε τους µυστηριώδεις ξένους». «Βλέπεις, δεν έχεις απαντήσει πραγµατικά στην ερώτησή µου. Δεν έχεις απαντήσει στις περισσότερες ερωτήσεις µου. Ούτε καν µου είπες πώς τελείωσε η ιστορία σήµερα το πρωί». Ανασηκώνω τους ώµους. Καθόµαστε ήσυχα για λίγο. Τελικά, ρωτάω: «Αληθεύει;».
«Τι αληθεύει;» «Ότι οι γυναίκες ξετρελαίνονται µε τους µυστηριώδεις ξένους;» Το σκέφτεται και γελά. Έπειτα απαντάει όπως θα απαντούσα κι εγώ: «Νοµίζω ότι µερικές γυναίκες το παθαίνουν». «Εσύ;» «Άκου δω, µη µου κάνεις αδιάκριτες ερωτήσεις. Δεν σε ξέρω τόσο καλά». Με πειράζει κι εγώ το απολαµβάνω. Καθόµαστε σιωπηλοί και παρακολουθούµε τον κόσµο γύρω µας. Μας έχει πάρει µια ολόκληρη ζωή να το µάθουµε αυτό. Φαίνεται ότι µόνο οι γέροι είναι ικανοί να κάθονται δίπλα δίπλα χωρίς να µιλάνε και, παρ’ όλ’ αυτά, να αισθάνονται ευτυχείς. Οι νέοι, φουριόζοι και ανυπόµονοι, πρέπει πάντα να σπάνε τη σιωπή. Είναι κρίµα, διότι η σιωπή είναι αγνή. Η σιωπή είναι ιερή. Φέρνει κοντά τους ανθρώπους, επειδή µόνο εκείνοι που αισθάνονται άνετα µεταξύ τους µπορούν να κάθονται χωρίς να µιλάνε. Αυτό είναι το µεγάλο παράδοξο. Ο χρόνος περνά και σταδιακά οι ανάσες µας αρχίζουν να συγχρονίζονται, όπως ακριβώς συνέβη το πρωί. Βαθιές ανάσες, ήρεµες ανάσες, και κάποια στιγµή αποκοιµιέται, όπως κάνουν καµιά φορά όσοι αισθάνονται άνετα µεταξύ τους. Αναρωτιέµαι αν οι νέοι είναι ικανοί να το απολαύσουν αυτό. Εντέλει όταν ξυπνά ένα θαύµα. «Το βλέπεις εκείνο το πουλί;» Το δείχνει, και εγώ ζορίζω τα µάτια µου. Είναι θαύµα που µπορώ να το δω, αλλά µπορώ επειδή ο ήλιος είναι λαµπερός. Δείχνω κι εγώ. «Καρατζάς» λέω απαλά και του αφιερώνουµε την προσοχή µας και το χαζεύουµε καθώς γλιστρά στο Ρέµα Μπράισις. Και σαν µια παλιά συνήθεια που την ανακαλύπτεις ξανά, όταν χαµηλώνω το χέρι µου, το ακουµπώ στο γόνατό της, και η Άλι δεν αποτραβιέται. Έχει δίκιο σχετικά µε τις υπεκφυγές µου. Τις µέρες σαν κι αυτή, όταν το µόνο που έχει χαθεί είναι η µνήµη της, της δίνω ασαφείς απαντήσεις
επειδή άθελά µου έχω πληγώσει τη γυναίκα µου αφήνοντας, απερίσκεπτα, να µου ξεφύγουν πράγµατα πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, και είµαι αποφασισµένος να µην επιτρέψω να ξανασυµβεί αυτό. Έτσι αυτοπεριορίζοµαι και απαντώ µόνο σε αυτά που µε ρωτά, µερικές φορές όχι πολύ ξεκάθαρα χωρίς να δίνω περισσότερες πληροφορίες. Είναι πολύ δύσκολη απόφαση, και καλή και κακή, αλλά αναγκαία, καθώς µαζί µε τη γνώση έρχεται κι ο πόνος. Για να περιορίσω τον πόνο, περιορίζω τις απαντήσεις µου. Υπάρχουν µέρες στις οποίες δεν µαθαίνει ποτέ ότι έχει παιδιά ή ότι είµαστε παντρεµένοι. Λυπάµαι γι’ αυτό, αλλά δεν θα αλλάξω. Αυτό µε κάνει ανειλικρινή; Ίσως, αλλά την έχω δει συντετριµµένη από τον καταρράχτη των πληροφοριών της ζωής της. Δεν ξέρω αν εγώ θα µπορούσα να κοιτάξω τον εαυτό µου στον καθρέφτη µε κόκκινα µάτια και τρεµάµενο σαγόνι γνωρίζοντας ότι έχω ξεχάσει όλα όσα ήταν σηµαντικά για µένα; Δεν θα µπορούσα, και ούτε αυτή µπορεί, επειδή όταν άρχισε αυτή η οδύσσεια, έτσι ξεκίνησα: η ζωή της, ο γάµος της, τα παιδιά της. Οι φίλοι της και η ζωή της. Ερωτήσεις και απαντήσεις στο στιλ του τηλεπαιχνιδιού Αυτή Είναι η Ζωή Σου. Οι µέρες ήταν δύσκολες και για τους δυο µας. Εγώ ήµουν µια εγκυκλοπαίδεια, ένα αντικείµενο κενό συναισθηµάτων που περιείχε: τα πρόσωπα, τα τι και τα πού της ζωής της, όταν στην πραγµατικότητα είναι τα γιατί, τα πράγµατα που δεν ήξερα και δεν µπορούσα να απαντήσω, που το κάνουν να αξίζει όλο αυτό. Κοίταζε επίµονα φωτογραφίες ξεχασµένων απογόνων, κρατούσε πινέλα που δεν την ενέπνεαν καθόλου και διάβαζε ερωτικά γράµµατα που δεν της ξυπνούσαν καµία χαρά. Εξασθενούσε ώρα την ώρα, χλώµιαζε όλο και πιο πολύ, γινόταν πικρόχολη και στο τέλος της µέρας ήταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι στην αρχή. Οι µέρες µας χάνονταν και το ίδιο κι εκείνη. Και εγωιστικά, το ίδιο κι εγώ. Έτσι άλλαξα. Έγινα Μαγγελάνος ή Κολόµβος, ένας εξερευνητής των
µυστηρίων του νου, και έµαθα, προχωρώντας αδέξια και αργά µεν, τι έπρεπε να γίνει. Και έµαθα αυτό που είναι προφανές ακόµα και σ’ ένα παιδί. Ότι η ζωή είναι απλώς µια συλλογή µικρών ζωών που καθεµιά τη ζούµε µία µέρα τη φορά. Ότι κάθε µέρα θα έπρεπε να αφιερώνεται στην ανακάλυψη της οµορφιάς των λουλουδιών, και στην ποίηση, και στην επικοινωνία µε τα ζώα. Ότι µια µέρα που περνάει µε ονειροπόληση και ηλιοβασιλέµατα και αναζωογονητικά αεράκια δεν µπορεί να γίνει καλύτερη. Αλλά, πάνω απ’ όλα, έµαθα ότι το νόηµα της ζωής είναι να κάθοµαι σε παγκάκια δίπλα σε αρχαία ποτάµια µε το χέρι µου στο γόνατό της και µερικές φορές, τις καλές ηµέρες, ζωή είναι να ερωτευόµαστε. «Τι σκέφτεσαι;» ρωτάει. Έχει πια σουρουπώσει. Έχουµε αφήσει το παγκάκι µας και σέρνουµε τα βήµατά µας στα φωτισµένα µονοπάτια που ελίσσονται γύρω από το συγκρότηµα. Με κρατάει απ’ το µπράτσο και εγώ είµαι ο συνοδός της. Είναι δική της ιδέα να το κάνουµε αυτό. Ίσως την έχω γοητεύσει. Ίσως θέλει να µε κρατάει για να µην πέσω. Όποιος κι αν είν’ ο λόγος, µε κάνει να χαµογελώ. «Εσένα σκέφτοµαι». Δεν αποκρίνεται σ’ αυτό παρά µου σφίγγει το µπράτσο και καταλαβαίνω ότι της αρέσει αυτό που είπα. Η κοινή µας ζωή µού έχει δώσει την ικανότητα να βλέπω τα σηµάδια, ακόµα κι αν η ίδια δεν τα γνωρίζει. Συνεχίζω: «Ξέρω ότι δεν µπορείς να θυµηθείς ποια είσαι, αλλά µπορώ εγώ, και διαπιστώνω ότι, όταν σε κοιτάζω, νιώθω καλά». Χτυπάει ελαφρά το µπράτσο µου και χαµογελάει. «Είσαι καλός άνθρωπος µε τρυφερή καρδιά. Ελπίζω να απολάµβανα τη συντροφιά σου παλιά τόσο όσο την απολαµβάνω τώρα». Περπατάµε λίγο ακόµα. Στο τέλος, λέει: «Πρέπει να σου πω κάτι». «Συνέχισε».
«Νοµίζω ότι έχω έναν θαυµαστή». «Έναν θαυµαστή;» «Ναι». «Μάλιστα». «Δεν µε πιστεύεις;» «Σε πιστεύω». «Θα ’πρεπε». «Γιατί;» «Επειδή νοµίζω ότι είσαι εσύ». Το σκέφτοµαι καθώς περπατάµε σιωπηλοί, βαστώντας ο ένας τον άλλο, περνώντας τα δωµάτια, περνώντας την αυλή. Βγαίνουµε στον κήπο, αγριολούλουδα κυρίως, και τη σταµατώ. Μαζεύω ένα µατσάκι – κόκκινα, ροζ, κίτρινα, βιολετί. Της τα δίνω και τα φέρνει στη µύτη της. Τα µυρίζει µε τα µάτια κλειστά και ψιθυρίζει: «Είναι τόσο όµορφα». Συνεχίζουµε τη βόλτα µας, µε το ένα χέρι κρατά εµένα, µε το άλλο τα λουλούδια. Ο κόσµος µας κοιτά, διότι είµαστε ένα κινούµενο θαύµα, ή έτσι µου λένε. Αληθεύει, υπό µία έννοια, αν και τις περισσότερες φορές δεν νιώθω καθόλου τυχερός. «Νοµίζεις ότι είµαι εγώ;» ρωτάω, στο τέλος. «Ναι». «Γιατί;» «Γιατί έχω βρει αυτό που έχεις κρύψει». «Ποιο;» «Αυτό» λέει, δίνοντάς µου ένα κοµµατάκι χαρτί. «Το βρήκα κάτω από το µαξιλάρι µου». Το διαβάζω και λέει: Πόνος θανάσιµος, το σώµα µου αργεί, η υπόσχεσή µου, όµως, τώρα που οι µέρες µας τελειώνουν παραµένει αληθινή.
Ένα άγγιγµα τρυφερό που καταλήγει σε φιλί µε τρόπους εύθυµους κρατάει την αγάπη ζωντανή. «Υπάρχουν κι άλλα;» ρωτάω. «Βρήκα αυτό στην τσέπη του παλτού µου». Οι ψυχές µας είναι ένα, δίχως τέλος και αρχή, κράτα µου το χέρι και ποτέ δεν θα σ’ αφήσω· το πρόσωπό σου λάµπει στη θαυµάσια αυγή, κάνω να σ’ αγγίξω και την καρδιά µου βρίσκω. «Μάλιστα» κι αυτό είναι το µόνο που λέω. Περπατάµε, καθώς ο ήλιος βουλιάζει πιο χαµηλά στον ουρανό. Η ώρα περνάει, το ασηµένιο λυκόφως είναι το µόνο αποµεινάρι της µέρας, και εµείς µιλάµε ακόµα για τα ποιηµατάκια. Την έχει σαγηνεύσει αυτή η τόσο ροµαντική κίνηση. Μέχρι να φτάσουµε στην είσοδο, έχω κουραστεί. Το καταλαβαίνει, έτσι µε σταµατά µε το χέρι της και µε κάνει να την κοιτάξω καταπρόσωπο. Το κάνω και συνειδητοποιώ πόσο έχω σκεβρώσει. Τώρα πια έχουµε το ίδιο ύψος. Μερικές φορές χαίροµαι που δεν ξέρει πόσο πολύ έχω αλλάξει. Γυρνάει και µένει να µε κοιτάζει για ώρα. «Τι κάνεις;» ρωτάω. «Δεν θέλω να σε ξεχάσω ούτε και τη σηµερινή µέρα και προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή την ανάµνησή σου». Θα πιάσει αυτή τη φορά; Αναρωτιέµαι, τότε καταλαβαίνω ότι δεν θα πιάσει. Δεν γίνεται. Δεν τις αποκαλύπτω τις σκέψεις µου, ωστόσο. Αντ’
αυτού, χαµογελώ γιατί τα λόγια της είναι βάλσαµο. «Ευχαριστώ» λέω. «Το εννοώ. Δεν θέλω να σε ξεχάσω πάλι. Είσαι πολύ ξεχωριστός για µένα. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα σήµερα». Νιώθω έναν κόµπο στον λαιµό. Υπάρχει συναίσθηµα πίσω από τα λόγια της, τα ίδια συναισθήµατα που νιώθω κι εγώ όποτε τη σκέφτοµαι. Ξέρω ότι γι’ αυτό ζω, και αυτήν τη στιγµή την αγαπώ βαθιά. Πώς εύχοµαι να ήµουν αρκετά δυνατός για να την πάρω στα χέρια και να πάµε στον παράδεισο. «Μην προσπαθείς να πεις κάτι» µου λέει. «Ας νιώσουµε απλώς τη στιγµή». Και το κάνω, και νιώθω υπέροχα. Η ασθένειά της έχει επιδεινωθεί σε σχέση µε την αρχή, αν και η Άλι διαφέρει από τους περισσότερους. Υπάρχουν άλλοι τρεις µε την ασθένειά της εδώ και αυτοί οι τρεις αποτελούν την πρακτική µου εµπειρία µε το Αλτσχάιµερ. Αυτοί, σε αντίθεση µε την Άλι, βρίσκονται στα πιο προχωρηµένα στάδια και είναι σχεδόν ολότελα χαµένοι. Ξυπνάνε µε παραισθήσεις και µπερδεµένοι. Επαναλαµβάνουν τα ίδια, ξανά και ξανά. Δύο απ’ τους τρεις δεν µπορούν να φάνε µόνοι τους και σύντοµα θα πεθάνουν. Η τρίτη έχει την τάση να περιπλανιέται και να χάνεται. Μια φορά την είχαν βρει µέσα στο αυτοκίνητο ενός αγνώστου µισό µίλι µακριά. Έκτοτε παραµένει δεµένη στο κρεβάτι. Όλοι τους µπορεί να είναι πολύ πικρόχολοι κατά καιρούς, και άλλες φορές µπορεί να είναι σαν χαµένα παιδιά, θλιµµένοι και µόνοι. Σπάνια αναγνωρίζουν το προσωπικό ή τους ανθρώπους που τους αγαπούν. Είναι µια ασθένεια που δοκιµάζει τα όρια του ανθρώπου και γι’ αυτό είναι δύσκολο για τα παιδιά τους και για τα παιδιά µου να µας επισκέπτονται. Η Άλι φυσικά έχει κι αυτή τα δικά της προβλήµατα, προβλήµατα που µάλλον θα επιδεινωθούν µε τον καιρό. Τα πρωινά είναι τροµερά
φοβισµένη και κλαίει απαρηγόρητα. Βλέπει µικροσκοπικά ανθρωπάκια, σαν ξωτικά, νοµίζω, να την παρακολουθούν, και ουρλιάζει για να την αφήσουν ήσυχη. Κάνει µπάνιο πρόθυµα, αλλά δεν τρώει τακτικά. Είναι αδύνατη τώρα, υπερβολικά αδύνατη, κατά τη γνώµη µου, και τις καλές µέρες βάζω τα δυνατά µου για να την παχύνω. Εδώ όµως τελειώνουν οι οµοιότητες. Γι’ αυτό η Άλι θεωρείται θαύµα, επειδή µερικές φορές, µερικές φορές µόνο, αφού της διαβάζω, η κατάστασή της δεν είναι τόσο άσχηµη. Δεν υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό. «Είναι αδύνατο» λένε οι γιατροί. «Δεν πρέπει να έχει Αλτσχάιµερ». Αλλά έχει. Τις περισσότερες µέρες και κάθε πρωί δεν χωρά αµφιβολία. Ως προς αυτό υπάρχει συµφωνία. Τότε, όµως, γιατί είναι διαφορετική η κατάστασή της; Γιατί αλλάζει µερικές φορές αφού της διαβάζω; Λέω τον λόγο στους γιατρούς – τον ξέρω βαθιά µέσα µου, αλλά δεν γίνοµαι πιστευτός. Αντ’ αυτού, εκείνοι στρέφονται στην επιστήµη. Τέσσερις φορές έχουν ταξιδέψει εξειδικευµένοι γιατροί από το Τσάπελ Χιλ για να βρουν την απάντηση. Τέσσερις φορές έφυγαν µε άδεια χέρια. Τους λέω: «Δεν είναι δυνατόν να το καταλάβετε αν βασίζεστε µόνο στην κατάρτιση και στα βιβλία σας», αλλά εκείνοι κουνάν τα κεφάλια τους και απαντούν: «Το Αλτσχάιµερ δεν λειτουργεί έτσι. Με την πάθησή της, δεν είναι δυνατό να συζητά ή να βελτιώνεται στη διάρκεια της µέρας. Ποτέ». Κι όµως το κάνει. Όχι κάθε µέρα, όχι τον περισσότερο καιρό, και οπωσδήποτε λιγότερο απ’ ό,τι παλιότερα. Αλλά µερικές φορές. Και το µόνο που χάνεται αυτές τις µέρες είναι η µνήµη της, σαν να έχει αµνησία. Τα συναισθήµατά της, όµως, είναι φυσιολογικά, οι σκέψεις της είναι φυσιολογικές. Και αυτές είναι οι µέρες που ξέρω ότι κάνω το σωστό. Όταν επιστρέφουµε βλέπουµε ότι το δείπνο περιµένει στο δωµάτιό της. Έχει κανονιστεί να φάµε εδώ, όπως γίνεται πάντα τέτοιες µέρες και, για άλλη µια φορά, δεν θα µπορούσα να ζητήσω κάτι περισσότερο. Οι
άνθρωποι εδώ φροντίζουν τα πάντα. Είναι καλοί µαζί µου και τους είµαι ευγνώµων. Τα φώτα είναι χαµηλωµένα, το δωµάτιο φωτίζεται µόνο από δύο κεριά στο τραπέζι που θα καθίσουµε και παίζει µια απαλή µουσική. Τα φλιτζάνια και τα πιάτα είναι πλαστικά και η καράφα είναι γεµάτη µε χυµό µήλου, αλλά οι κανόνες είναι κανόνες, και εκείνη δεν δείχνει να νοιάζεται. Παίρνει µια κοφτή εισπνοή αντικρίζοντας το θέαµα. Τα µάτια της ορθάνοιχτα. «Εσύ το έκανες αυτό;» Γνέφω και µπαίνει στο δωµάτιο. «Τι όµορφο». Της προσφέρω το µπράτσο µου ως συνοδός και την πηγαίνω προς το παράθυρο. Όταν φτάνουµε εκεί δεν αφήνει το µπράτσο µου. Το άγγιγµά της είναι ωραίο και στεκόµαστε κοντά κοντά αυτό το κρυστάλλινο ανοιξιάτικο απόγευµα. Το παράθυρο είναι ελαφρώς ανοιχτό και νιώθω µια αύρα να µου δροσίζει το µάγουλο. Το φεγγάρι έχει ανέβει και παρακολουθούµε για πολλή ώρα τον βραδινό ουρανό να ξεδιπλώνεται. «Δεν έχω δει ποτέ κάτι τόσο όµορφο, είµαι σίγουρη» λέει και συµφωνώ µαζί της. «Ούτε εγώ» λέω, αλλά εγώ κοιτάζω την ίδια. Ξέρει τι εννοώ και βλέπω το χαµόγελό της. Μια στιγµή αργότερα ψιθυρίζει: «Νοµίζω ότι ξέρω µε ποιον πήγε η Άλι στο τέλος της ιστορίας» λέει. «Ξέρεις;» «Ναι». «Με ποιον;» «Πήγε µε τον Νόα». «Είσαι σίγουρη;» «Απολύτως». Χαµογελώ και γνέφω. «Ναι, αυτό έκανε» λέω απαλά και µου ανταποδίδει το χαµόγελο. Το πρόσωπό της ακτινοβολεί.
Της τραβάω την καρέκλα µε κάποια προσπάθεια. Κάθεται και κάθοµαι κι εγώ απέναντί της. Μου δίνει το χέρι πάνω από το τραπέζι και το παίρνω στο δικό µου, και αισθάνοµαι τον αντίχειρά της να αρχίζει να κινείται όπως έκανε τόσα χρόνια πριν. Χωρίς να µιλάω την κοιτάζω για ώρα πολλή, ζώντας και ξαναζώντας τις στιγµές της ζωής µου, θυµάµαι τα πάντα και τα νιώθω να ζωντανεύουν. Νιώθω τον λαιµό µου να κλείνει και για ακόµα µια φορά, συνειδητοποιώ πόσο πολύ την αγαπώ. Η φωνή µου τρέµει όταν επιτέλους µιλάω. «Είσαι τόσο όµορφη» λέω. Στα µάτια της βλέπω ότι ξέρει πώς νιώθω για εκείνη και τι πραγµατικά εννοώ µε αυτό που λέω. Δεν απαντά. Αντ’ αυτού, χαµηλώνει τα µάτια της και αναρωτιέµαι τι να σκέφτεται. Δεν µου δίνει το παραµικρό στοιχείο και της σφίγγω ελαφρά το χέρι. Περιµένω. Με κάθε µου όνειρο, γνωρίζω την καρδιά της και ξέρω ότι έχω σχεδόν φτάσει τον στόχο µου. Και τότε ένα θαύµα που αποδεικνύει ότι έχω δίκιο. Στο δωµάτιο παίζει απαλά Γκλεν Μίλερ και υπό το φως των κεριών την παρακολουθώ καθώς υποκύπτει σταδιακά στα συναισθήµατα µέσα της. Βλέπω ένα ζεστό χαµόγελο να αρχίζει να σχηµατίζεται στα χείλη της, από εκείνα τα χαµόγελα που το κάνουν να αξίζει όλο αυτό, και την παρακολουθώ καθώς σηκώνει τα θολά µάτια της στα δικά µου. Τραβάει το χέρι µου κοντά της. «Είσαι υπέροχος…» λέει απαλά, η φωνή της αργοσβήνει, και εκείνη τη στιγµή µε ερωτεύεται κι αυτή· το ξέρω γιατί έχω δει τα σηµάδια χίλιες φορές. Δεν λέει τίποτα άλλο αµέσως µετά, δεν χρειάζεται, και µε κοιτάζει µε ένα βλέµµα µιας άλλης ζωής που µε ξανακάνει να αισθάνοµαι πλήρης. Της ανταποδίδω το χαµόγελο, µε όσο πάθος µπορώ να επιστρατεύσω και κοιταζόµαστε, ενώ τα συναισθήµατα µέσα µας φουσκώνουν σαν τα κύµατα του ωκεανού. Κοιτάζω γύρω στο δωµάτιο, έπειτα ψηλά στο ταβάνι, έπειτα πάλι την Άλι, και ο τρόπος που µε κοιτάζει νιώθω να µε
ζεσταίνει. Και, ξαφνικά, νιώθω πάλι νέος. Δεν κρυώνω πια, ούτε πονάω, ούτε είµαι σκεβρωµένος ή παραµορφωµένος, ή σχεδόν τυφλός εξαιτίας του καταρράκτη. Είµαι δυνατός και περήφανος και ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσµου και συνεχίζω να αισθάνοµαι έτσι ακριβώς για πολλή ώρα στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Μέχρι τη στιγµή που τα κεριά έχουν καεί σχεδόν στο ένα τρίτο τους, είµαι έτοιµος να σπάσω τη σιωπή. Λέω: «Σ’ αγαπώ βαθιά και ελπίζω να το ξέρεις». «Φυσικά το ξέρω» λέει ξέπνοα. «Σ’ αγαπώ πάντα, Νόα». Νόα, ακούω πάλι. Νόα. Η λέξη αντηχεί στο κεφάλι µου. Νόα… Νόα. Ξέρει, σκέφτοµαι, ξέρει ποιος είµαι… Ξέρει… Είναι κάτι τόσο ελάχιστο, αυτή η γνώση, αλλά για µένα είναι δώρο Θεού και νιώθω τη ζωή που ζήσαµε µαζί, να την κρατάω στην αγκαλιά µου, να την αγαπάω και να είµαι µαζί της στα καλύτερα χρόνια της ζωής µου. Μουρµουρίζει: «Νόα… γλυκέ µου. Νόα…». Κι εγώ που δεν µπορούσα να δεχτώ τα λόγια του γιατρού, έχω θριαµβεύσει πάλι, έστω και για µια στιγµή. Παρατάω την επίφαση του µυστηρίου και της φιλώ το χέρι, το φέρνω στο µάγουλό µου και της ψιθυρίζω στο αυτί. Λέω: «Είσαι το καλύτερο πράγµα που µου συνέβη ποτέ». «Αχ… Νόα» λέει µε δάκρυα στα µάτια «κι εγώ σ’ αγαπώ». Αχ και να τελείωνε έτσι, θα ήµουν ένας ευτυχισµένος άνθρωπος. Αλλά δεν θα τελειώσει έτσι. Όσο γι’ αυτό είµαι σίγουρος, γιατί καθώς κυλά η ώρα, αρχίζω να βλέπω τα σηµάδια της ανησυχίας στο πρόσωπό της. «Τι συµβαίνει;» ρωτάω και η απάντησή της έρχεται απαλά.
«Φοβάµαι τόσο πολύ. Φοβάµαι µη σε ξεχάσω πάλι. Δεν είναι δίκαιο… Δεν το αντέχω αυτό». Η φωνή της ραγίζει τελειώνοντας, αλλά δεν ξέρω τι να πω. Ξέρω ότι η βραδιά µας πλησιάζει στο τέλος της και δεν µπορώ να κάνω τίποτα για να εµποδίσω το αναπόφευκτο. Ως προς αυτό είµαι σκέτη αποτυχία. Εντέλει, της λέω: «Ποτέ δεν θα σε αφήσω. Αυτό που έχουµε εµείς είναι για πάντα». Ξέρει ότι αυτό είναι το µόνο που µπορώ να κάνω, γιατί κανείς µας δεν θέλει κενές υποσχέσεις. Από τον τρόπο που µε κοιτάζει όµως καταλαβαίνω ότι για ακόµα µια φορά εύχεται να µπορούσα να κάνω περισσότερα. Τα τριζόνια µάς κάνουν καντάδα και αρχίζουµε να τσιµπολογάµε το δείπνο µας. Δεν πεινάει κανείς µας, αλλά εγώ δίνω το παράδειγµα και µε ακολουθεί. Παίρνει µικρές µπουκιές και µασάει για πολλή ώρα, όµως χαίροµαι που τη βλέπω να τρώει. Έχει χάσει πάρα πολύ βάρος τους τελευταίους τρεις µήνες. Μετά το δείπνο, άθελά µου αρχίζω να φοβάµαι. Ξέρω ότι θα έπρεπε να είµαι χαρωπός, γιατί αυτή η επανένωση είναι η απόδειξη ότι η αγάπη µπορεί ακόµη να είναι δική µας, αλλά ξέρω ότι η καµπάνα έχει χτυπήσει γι’ απόψε. Ο ήλιος έχει δύσει από ώρα και ο κλέφτης όπου να ’ναι έρχεται, και δεν υπάρχει τίποτα που να µπορώ να κάνω για τον εµποδίσω. Έτσι µένω να την κοιτάζω και περιµένω, και σε αυτές τις τελευταίες στιγµές που αποµένουν ζω µια ολόκληρη ζωή. Τίποτα. Το ρολόι χτυπά. Τίποτα. Την παίρνω στην αγκαλιά µου και κρατιόµαστε σφιχτά. Τίποτα. Την αισθάνοµαι να τρέµει και της ψιθυρίζω στο αυτί. Τίποτα. Της λέω για τελευταία φορά αυτό το βράδυ ότι την αγαπώ.
Και ο κλέφτης έρχεται. Μου προκαλεί πάντα κατάπληξη πόσο γρήγορα γίνεται. Ακόµα και τώρα, µετά από τόσο καιρό. Γιατί καθώς µε κρατάει, αρχίζει να ανοιγοκλείνει τα µάτια της πολύ γρήγορα και κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Έπειτα, γυρνώντας προς τη γωνία του δωµατίου, κοιτάζει επίµονα για ώρα, η ανησυχία χαραγµένη στο πρόσωπό της. Όχι! κραυγάζει το µυαλό µου. Όχι ακόµα! Όχι τώρα… Όχι όταν είµαστε τόσο κοντά! Όχι απόψε! Όποιο άλλο βράδυ, αλλά όχι απόψε… Σε παρακαλώ! Οι λέξεις µένουν µέσα µου. Δεν µπορώ να το αντέξω πάλι αυτό! Δεν είναι δίκαιο… Δεν είναι δίκαιο… Αλλά για ακόµα µια φορά είναι µάταιο. «Εκείνοι οι άνθρωποι» λέει, στο τέλος, δείχνοντας «µε κοιτάζουν. Σε παρακαλώ, κάν’ τους να σταµατήσουν». Τα ξωτικά. Στο στοµάχι µου ανοίγει µια τρύπα, µεγάλη και βαθιά. Η αναπνοή µου κόβεται για µια στιγµή, έπειτα ξαναξεκινά, αυτή τη φορά πιο ρηχή. Το στόµα µου στεγνώνει και νιώθω την καρδιά µου να σφυροκοπά. Τελείωσε, το ξέρω, και έχω δίκιο. Το σύνδροµο της δύσης του ηλίου* ήρθε. Αυτή η απογευµατινή σύγχυση που σχετίζεται µε την ασθένεια του Αλτσχάιµερ από την οποία πάσχει η γυναίκα µου είναι το πιο δύσκολο κοµµάτι απ’ όλα. Γιατί όταν εµφανίζεται, εκείνη χάνεται, και µερικές φορές αναρωτιέµαι αν εκείνη κι εγώ θα αγαπηθούµε ποτέ ξανά. «Δεν είναι κανείς εκεί, Άλι» λέω, προσπαθώντας να αποτρέψω το αναπόφευκτο. Δεν µε πιστεύει. «Με κοιτάζουν». «Όχι» ψιθυρίζω κουνώντας το κεφάλι µου. «Δεν µπορείς να τους δεις;» «Όχι» λέω και σκέφτεται για µια στιγµή. «Ε, λοιπόν, εκεί πέρα είναι» λέει, σπρώχνοντάς µε µακριά, «και µε κοιτάζουν».
Μ’ αυτό, αρχίζει να µιλάει µόνη της και, στιγµές αργότερα, όταν προσπαθώ να την καθησυχάσω, πετάγεται µε µάτια ορθάνοιχτα. «Εσύ ποιος είσαι;» φωνάζει µε πανικό στη φωνή της, το πρόσωπό της άσπρο σαν το πανί. «Τι κάνεις εδώ;» Μέσα της µεγαλώνει ο φόβος, και εγώ πονάω, γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να µπορώ να κάνω. Φεύγει όλο και πιο µακριά µου, οπισθοχωρώντας, τα χέρια της σε θέση άµυνας, και έπειτα λέει τα πιο σπαραξικάρδια λόγια όλων. «Φύγετε! Μείνετε µακριά µου!» ουρλιάζει. Σπρώχνει τα ξωτικά µακριά της, κατατροµαγµένη, χωρίς να αντιλαµβάνεται καν την παρουσία µου πια. Σηκώνοµαι και διασχίζω το δωµάτιο ως το κρεβάτι της. Είµαι αδύναµος, τα πόδια µου πονάνε και έχω έναν περίεργο πόνο στο πλευρό. Δεν ξέρω από πού έρχεται. Πασχίζω να πατήσω το κουµπί για να καλέσω τις νοσοκόµες, καθώς τα δάχτυλά µου πονάνε φριχτά και τα νιώθω παγωµένα και κολληµένα µεταξύ τους, αλλά, στο τέλος, τα καταφέρνω. Σύντοµα θα είναι εδώ, το ξέρω, και τις περιµένω. Όσο περιµένω, κοιτάζω τη γυναίκα µου. Δέκα… Δώδεκα… Περνάνε τριάντα δευτερόλεπτα και συνεχίζω να κοιτάω, τα µάτια µου δεν χάνουν τίποτα, θυµάµαι τις στιγµές που µόλις µοιραστήκαµε. Αλλά όλη αυτήν την ώρα αυτή δεν µε κοιτάζει και µε στοιχειώνει η εικόνα τού να τη βλέπω να παλεύει µε αόρατους εχθρούς. Κάθοµαι πλάι στο κρεβάτι, η µέση µου πονάει και αρχίζω να κλαίω παίρνοντας στα χέρια µου το ηµερολόγιο. Η Άλι δεν το αντιλαµβάνεται. Το καταλαβαίνω, γιατί το µυαλό της έχει χαθεί. Δυο σελίδες πέφτουν στο πάτωµα και σκύβω να τις σηκώσω. Είµαι κουρασµένος, έτσι κάθοµαι, µόνος και µακριά από τη γυναίκα µου. Και όταν µπαίνουν οι νοσοκόµες βλέπουν δύο ανθρώπους που πρέπει να ανακουφίσουν. Μια γυναίκα που τρέµει από τον φόβο που της προκαλούν
οι δαίµονες του µυαλού της, και τον γέρο που την αγαπάει πιο βαθιά και από την ίδια τη ζωή, που κλαίει σιγανά στη γωνία, µε το πρόσωπο χωµένο στα χέρια του. Το υπόλοιπο βράδυ το περνάω µόνος στο δωµάτιό µου. Η πόρτα µου είναι µισάνοιχτη και βλέπω ανθρώπους να περνάνε, µερικοί ξένοι, µερικοί φίλοι, και αν συγκεντρωθώ, µπορώ να τους ακούσω να µιλάνε για τις οικογένειες, τις δουλειές και τις βόλτες στα πάρκα. Συνηθισµένες συζητήσεις, τίποτα περισσότερο, αλλά πιάνω τον εαυτό µου να τους ζηλεύει και αυτούς και την ευκολία της επικοινωνίας τους. Άλλο ένα θανάσιµο αµάρτηµα, το ξέρω, µερικές φορές όµως δεν µπορώ να το ελέγξω. Εδώ είναι και ο δρ Μπάρνουελ, µιλάει µε µια από τις νοσοκόµες και αναρωτιέµαι ποιος είναι τόσο άρρωστος ώστε να δικαιολογείται η επίσκεψη τέτοια ώρα. Δουλεύει υπερβολικά πολύ, του το λέω. Πέρνα χρόνο µε την οικογένειά σου, λέω, δεν θα τους έχεις για πάντα. Αλλά αυτός δεν µ’ ακούει. Νοιάζεται για τους ασθενείς του, λέει, και πρέπει να έρχεται εδώ όταν τον καλούν. Λέει ότι δεν έχει επιλογή, αυτό τον κάνει έναν άνθρωπο διχασµένο. Θέλει να είναι ένας γιατρός ολοκληρωτικά αφοσιωµένος στους ασθενείς του και ένας άντρας ολοκληρωτικά αφοσιωµένος στην οικογένειά του. Δεν µπορεί να είναι και τα δύο, δεν αρκούν οι ώρες της ηµέρας, αυτό όµως δεν το έχει µάθει ακόµη. Αναρωτιέµαι, καθώς η φωνή του χάνεται στο βάθος, τι από τα δύο θα επιλέξει ή αν δυστυχώς η επιλογή γίνει ερήµην του. Κάθοµαι δίπλα στο παράθυρο σε µια αναπαυτική πολυθρόνα και σκέφτοµαι τη σηµερινή µέρα. Ήταν και χαρούµενη και θλιβερή, και υπέροχη και σπαρακτική. Τα αντικρουόµενα συναισθήµατά µου µε κρατάνε σιωπηλό για πολλές ώρες. Δεν διάβασα σε κανέναν αυτό το βράδυ· δεν µπορούσα, διότι η ποιητική ενδοσκόπηση θα µου έφερνε δάκρυα στα µάτια. Καθώς περνάει η ώρα, στους διαδρόµους απλώνεται
ησυχία εκτός από τον ήχο των βηµάτων της νυχτερινής φρουράς. Στις έντεκα η ώρα ακούω τους γνώριµους ήχους που, για κάποιο λόγο, περίµενα. Τα βήµατα που ξέρω τόσο καλά. Ο δρ Μπάρνουελ ρίχνει µια κλεφτή µατιά στο δωµάτιο. «Πρόσεξα ότι το φως σου ήταν αναµµένο. Σε πειράζει να περάσω;» «Όχι» λέω, κουνώντας το κεφάλι µου. Μπαίνει µέσα και ρίχνει µια µατιά σε όλο το δωµάτιό µου προτού καθίσει λίγα µέτρα µακριά µου. «Μαθαίνω» λέει «ότι είχες µια καλή µέρα µε την Άλι». Χαµογελάει. Του εξάπτουµε το ενδιαφέρον εµείς και η σχέση µας. Δεν ξέρω αν το ενδιαφέρον του είναι αποκλειστικά επαγγελµατικό. «Υποθέτω». Γέρνει το κεφάλι του ακούγοντας την απάντησή µου και µε κοιτάζει. «Είσαι καλά, Νόα; Μου φαίνεσαι λίγο πεσµένος». «Καλά είµαι. Λίγο κουρασµένος». «Πώς ήταν η Άλι σήµερα;» «Εντάξει ήταν. Μιλήσαµε για τέσσερις ώρες σχεδόν». «Τέσσερις ώρες; Νόα, αυτό είναι… απίστευτο». Μπορώ µόνο να γνέψω. Συνεχίζει, κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν έχω δει ποτέ κάτι παρόµοιο, ούτε καν το έχω ακουστά. Φαντάζοµαι ότι αυτό είν’ η αγάπη. Εσείς οι δυο ήσασταν πλασµένοι ο ένας για τον άλλο. Πρέπει να σε αγαπάει πάρα πολύ. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;» «Το ξέρω» λέω, αλλά δεν µπορώ να πω τίποτα άλλο. «Τι σε απασχολεί πραγµατικά, Νόα; Μήπως η Άλι είπε ή έκανε κάτι που σε πλήγωσε;» «Όχι. Το αντίθετο µάλιστα, ήταν υπέροχη. Είναι που αυτή τη στιγµή αισθάνοµαι… µόνος». «Μόνος;» «Ναι».
«Κανείς δεν είναι µόνος». «Εγώ είµαι µόνος» λέω, ενώ κοιτάζω το ρολόι µου και σκέφτοµαι την οικογένειά του που κοιµάται σε ένα ήσυχο σπίτι, εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται κι αυτός, «και το ίδιο είσαι κι εσύ». Οι επόµενες δύο µέρες πέρασαν χωρίς να έχουν καµία σηµασία. Η Άλι δεν ήταν σε θέση να µε αναγνωρίσει στιγµή και παραδέχοµαι ότι η προσοχή µου ελαττωνόταν πότε πότε, καθώς οι περισσότερες σκέψεις µου αφορούσαν τη µέρα που είχαµε µόλις ζήσει. Παρότι το τέλος έρχεται πάντα πολύ νωρίς, εκείνη τη µέρα δεν χάσαµε τίποτα, µόνο κερδίσαµε, και ήµουν ευτυχής που δέχτηκα αυτήν την ευλογία ακόµα µια φορά. Μέχρι την επόµενη εβδοµάδα, η ζωή µου είχε επιστρέψει στην κανονικότητα. Ή τουλάχιστον σε όποια κανονικότητα µπορεί να έχει η δική µου ζωή. Διάβαζα στην Άλι, διάβαζα στους άλλους, περιφερόµουν στους διαδρόµους. Τις νύχτες ξαγρυπνούσα και τα πρωινά καθόµουν δίπλα στη σόµπα µου. Βρίσκω µια περίεργη παρηγοριά στην προβλεψιµότητα της ζωής µου. Ένα κρύο πρωί µε οµίχλη, οχτώ µέρες από τη µέρα που εκείνη κι εγώ περάσαµε µαζί, ξύπνησα νωρίς, όπως το συνηθίζω, και χαζολόγησα στο γραφείο µου, κοιτάζοντας φωτογραφίες και διαβάζοντας γράµµατα γραµµένα πολλά χρόνια πριν. Τουλάχιστον, προσπάθησα. Δεν µπόρεσα να συγκεντρωθώ πολύ καλά επειδή είχα πονοκέφαλο, έτσι τα άφησα στην άκρη και πήγα να καθίσω στην καρέκλα µου δίπλα στο παράθυρο για να παρακολουθήσω τον ήλιο να ανατέλλει. Η Άλι θα ξυπνούσε σε δύο ώρες, το ήξερα, και ήθελα να είµαι αναζωογονηµένος γιατί η ολοήµερη ανάγνωση το µόνο που θα έκανε θα ήταν να µου προκαλέσει µεγαλύτερο πονοκέφαλο. Έκλεισα τα µάτια µου για λίγα λεπτά, ενώ ο πόνος τη µία σφυροκοπούσε το κεφάλι µου και την άλλη καταλάγιαζε. Στη συνέχεια, ανοίγοντάς τα, παρακολούθησα τον παλιό µου φίλο, τον ποταµό, να
κυλάει έξω απ’ το παράθυρό µου. Σε αντίθεση µε την Άλι, µου είχαν δώσει ένα δωµάτιο απ’ όπου µπορούσα να τον βλέπω και να µε εµπνέει. Είναι µία αντίφαση – αυτό το ποτάµι υπάρχει εδώ και εκατό χιλιάδες χρόνια, αλλά ανανεώνεται µε κάθε βροχόπτωση. Του µίλησα εκείνο το πρωί, ψιθύρισα για να µπορέσει να ακούσει: «Είσαι ευλογηµένος, φίλε µου, και είµαι ευλογηµένος και µαζί θα αντιµετωπίσουµε τις µέρες που θα ’ρθουν». Οι κυµατισµοί του στριφογύριζαν αρµονικά, η χλωµή λάµψη της πρωινής λιακάδας αντανακλούσε τον κοινό µας κόσµο. Ο ποταµός κι εγώ. Κυλάµε, αποτραβιόµαστε, υποχωρούµε. Ζωή είναι, σκέφτοµαι, να παρακολουθείς το νερό. Μπορεί κανείς να µάθει τόσα πράγµατα. Συνέβη ενώ καθόµουν στην καρέκλα, τη στιγµή που ο ήλιος πρωτοξεπρόβαλλε πάνω από τον ορίζοντα. Το χέρι µου, παρατήρησα, άρχισε να µυρµηγκιάζει, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ πριν. Άρχισα να το σηκώνω, αλλά αναγκάστηκα να σταµατήσω όταν το κεφάλι µου άρχισε πάλι να πονά, δυνατά αυτή τη φορά, σχεδόν σαν να µε είχαν χτυπήσει µε σφυρί. Έκλεισα τα µάτια µου όσο πιο σφιχτά µπορούσα. Το χέρι µου σταµάτησε να µυρµηγκιάζει και άρχισε να µουδιάζει, γρήγορα, σαν τα νεύρα µου να κόπηκαν, ξαφνικά, κάπου στον πήχη µου. Ο καρπός µου «κλείδωσε» τη στιγµή που ένιωσα έναν διαπεραστικό πόνο στο κεφάλι µου που άρχισε να κατεβαίνει στον σβέρκο µου και σε κάθε κύτταρο του κορµιού µου, σαν παλιρροϊκό κύµα, συνθλίβοντας και σκοτώνοντας τα πάντα στο πέρασµά του. Έχασα το φως µου και άκουσα έναν θόρυβο σαν να περνούσε τρένο λίγα χιλιοστά από το κεφάλι µου. Ήξερα ότι πάθαινα εγκεφαλικό. Ο πόνος διαπέρασε το κορµί µου σαν κεραυνός και τις τελευταίες στιγµές συνειδητότητας που µου απέµειναν, είδα την Άλι, ξαπλωµένη στο κρεβάτι της, να περιµένει την ιστορία που δεν θα της διαβάσω ποτέ, χαµένη και µπερδεµένη, ολοκληρωτικά και εντελώς ανίκανη να αυτοεξυπηρετηθεί. Ακριβώς όπως κι εγώ. Και όταν τα µάτια µου έκλεισαν για τελευταία φορά, είπα από µέσα
µου: Ω, Θεέ µου, τι έχω κάνει; Για µέρες έχανα και ανακτούσα τις αισθήσεις µου, και όταν ήµουν ξύπνιος, καταλάβαινα πως ήµουν συνδεδεµένος σε µηχανήµατα, µε σωληνάκια που από τη µύτη µου περνούσαν στον λαιµό µου και µε δύο σακούλες µε υγρά να κρέµονται δίπλα στο κρεβάτι. Άκουγα το ανεπαίσθητο βουητό των µηχανηµάτων, που σταµατούσε και ξεκινούσε, και κάτι ήχους που έβγαζαν µερικές φορές και δεν µπορούσα να τους αναγνωρίσω. Ένα µηχάνηµα που έκανε µπιπ στον ρυθµό της καρδιάς µου ήταν, περιέργως, κατευναστικό και έπιασα τον εαυτό µου να πηγαίνει νανουρισµένος στη χώρα του ποτέ ξανά και ξανά. Οι γιατροί ήταν ανήσυχοι. Διέκρινα την ανησυχία στα πρόσωπά τους, στα µισόκλειστα µάτια τους καθώς κοίταζαν τα διαγράµµατα και ρύθµιζαν τα µηχανήµατα. Μοιράζονταν ψιθυριστά τις σκέψεις τους, νοµίζοντας ότι δεν µπορούσα να τους ακούσω. «Τα εγκεφαλικά είναι σοβαρά» έλεγαν «ειδικά για κάποιον της ηλικίας του, και οι συνέπειες θα µπορούσαν να είναι βαρύτατες». Μακάβρια πρόσωπα προµήνυαν τις προβλέψεις τους – «απώλεια οµιλίας, απώλεια κίνησης, παράλυση». Άλλη µία γραφική παράσταση, άλλο ένα µπιπ από ένα περίεργο µηχάνηµα και έφευγαν, χωρίς να γνωρίζουν ότι άκουγα κάθε τους λέξη. Εκ των υστέρων, προσπαθούσα να µην τα σκέφτοµαι αυτά τα πράγµατα, αλλά, αντ’ αυτών, επικεντρωνόµουν στην Άλι, φέρνοντας µια εικόνα της στο µυαλό µου όποτε µπορούσα. Έβαζα τα δυνατά µου να φέρω τη ζωή της στη δική µου, να µας ξανακάνω ένα. Προσπαθούσα να νιώσω το άγγιγµά της, να ακούσω τη φωνή της, να δω το πρόσωπό της, και όταν το έκανα, δάκρυα πληµµύριζαν τα µάτια µου επειδή δεν ήξερα αν θα ήµουν σε θέση να την κρατήσω ξανά στην αγκαλιά µου, να της ψιθυρίσω, να περάσω τη µέρα µαζί της, συζητώντας και διαβάζοντας και περπατώντας. Δεν φανταζόµουν, ούτε ήλπιζα, ότι θα τελείωνε µε αυτόν τον τρόπο. Υπέθετα πάντα ότι εγώ θα έφευγα τελευταίος. Δεν έπρεπε να γίνει έτσι.
Έχανα και ξαναέβρισκα τις αισθήσεις µου για µέρες µέχρι που ένα πρωινό µε οµίχλη, η υπόσχεσή µου στην Άλι έδωσε για ακόµα µια φορά ώθηση στο σώµα µου. Άνοιξα τα µάτια µου και αντίκρισα ένα δωµάτιο γεµάτο λουλούδια, και η µυρωδιά τους µε παρακίνησε ακόµα περισσότερο. Έψαξα το κουµπί, πάσχισα να το πατήσω και µία νοσοκόµα έφτασε τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, ενώ κατά πόδας την ακολουθούσε ο δρ Μπάρνουελ, ο οποίος µου χαµογέλασε σχεδόν αµέσως. «Διψάω» είπα µε βραχνή φωνή, και ο δρ Μπάρνουελ χαµογέλασε πλατιά. «Καλώς µας ήρθες» είπε «το ’ξερα ότι θα τα κατάφερνες». Δύο εβδοµάδες µετά, είµαι σε θέση να βγω από το νοσοκοµείο, παρότι τώρα πια είµαι µισός άνθρωπος. Αν ήµουν Κάντιλακ, θα έκανα κύκλους, µε τον έναν τροχό να γυρίζει, γιατί η δεξιά πλευρά του κορµιού µου είναι πιο αδύναµη από την αριστερή. Αυτό, µου λένε, είναι καλό νέο, γιατί η παράλυση θα µπορούσε να είναι καθολική. Μερικές φορές, καταπώς φαίνεται, περιστοιχίζοµαι από αισιόδοξους ανθρώπους. Τα κακά νέα είναι ότι τα χέρια µου δεν µου επιτρέπουν να χρησιµοποιήσω ούτε µπαστούνι ούτε αµαξίδιο, έτσι τώρα πρέπει να παρελαύνω στον δικό µου µοναδικό ρυθµό προκειµένου να στέκοµαι όρθιος. Όχι αριστερό-δεξί-αριστερό, όπως συνηθιζόταν στα νιάτα µου, ούτε καν το σούρσιµο των γηρατειών µου, αλλά µάλλον αργό σούρσιµο, γλίστρηµα του δεξιού, αργό σούρσιµο. Τώρα όταν κινούµαι στους διαδρόµους είµαι από µόνος µου µια επική περιπέτεια. Κινούµαι αργά ακόµα και για µένα, και αυτό το λέει ένας άνθρωπος που µε το ζόρι κινούνταν γρηγορότερα από χελώνα δύο εβδοµάδες πριν. Είναι αργά όταν επιστρέφω και, όταν φτάνω στο δωµάτιό µου, ξέρω ότι δεν θα κοιµηθώ. Εισπνέω βαθιά και µυρίζω τα ανοιξιάτικα αρώµατα που γλιστρούν απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Επικρατεί µια ελαφριά ψυχρούλα. Διαπιστώνω ότι η αλλαγή της θερµοκρασίας µε αναζωογονεί.
Η Έβελιν, µία από τις πολλές νοσοκόµες εδώ, που έχει το ένα τρίτο της ηλικίας µου, µε βοηθάει να καθίσω στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και κάνει να το κλείσει. Τη σταµατώ και, παρότι υψώνει τα φρύδια της, δέχεται την απόφασή µου. Ακούω ένα συρτάρι να ανοίγει και, µια στιγµή αργότερα, ένα πουλόβερ τυλίγεται γύρω απ’ τους ώµους µου. Το στρώνει πάνω µου σαν να ήµουν παιδί και όταν τελειώνει, ακουµπά το χέρι της στον ώµο µου και τον χτυπά απαλά. Δεν λέει τίποτα καθώς το κάνει αυτό, και από τη σιωπή της καταλαβαίνω ότι κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Μένει ακίνητη για πολλή ώρα και αναρωτιέµαι τι σκέφτεται, αλλά δεν ρωτάω. Στο τέλος, την ακούω να αναστενάζει. Γυρνάει να φύγει, και ενώ το κάνει αυτό, σταµατά, σκύβει και τότε µε φιλάει στο µάγουλο, στοργικά, όπως κάνει η εγγονή µου. Εκπλήσσοµαι, και µου λέει χαµηλόφωνα: «Χαιρόµαστε που σ’ έχουµε κοντά µας. Η Άλι σ’ επεθύµησε και το ίδιο και όλοι εµείς. Προσευχόµασταν όλοι για σένα γιατί, απλούστατα, δεν είναι το ίδιο εδώ όταν λείπεις εσύ». Μου χαµογελάει και χαϊδεύει το πρόσωπό µου πριν φύγει. Δεν λέω τίποτα. Αργότερα, την ακούω να περνάει πάλι έξω απ’ το δωµάτιό µου, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι, κουβεντιάζοντας µε µια άλλη νοσοκόµα, οι φωνές τους ψιθυριστές. Η νύχτα είναι ξάστερη και ο κόσµος λούζεται από µια απόκοσµη µπλε λάµψη. Τα τριζόνια λένε το τραγούδι τους που πνίγει όλους τους άλλους ήχους. Όση ώρα κάθοµαι, αναρωτιέµαι αν κάποιος απέξω µπορεί να µε δει, να δει αυτόν τον αιχµάλωτο του σαρκίου του. Ψάχνω στα δέντρα, στην αυλή, στα παγκάκια κοντά στις χήνες, αναζητώντας σηµάδια ζωής, αλλά τίποτα. Ακόµα και το ποτάµι είναι ακίνητο. Στο σκοτάδι φαίνεται σαν κενός χώρος, και ανακαλύπτω ότι µε έλκει το µυστήριό του. Παρακολουθώ για ώρες, και καθώς το κάνω, βλέπω την αντανάκλαση των σύννεφων που αρχίζουν να αναπηδούν στο νερό. Έρχεται καταιγίδα και, σε λίγο, ο ουρανός θα γίνει ασηµένιος, σαν να έχει σουρουπώσει πάλι.
Μια αστραπή σχίζει τον άγριο ουρανό και εγώ νιώθω το µυαλό µου να ταξιδεύει στο παρελθόν. Ποιοι είµαστε, η Άλι κι εγώ; Είµαστε αρχαίος κισσός πάνω σε κυπαρίσσι, βλαστάρι και κλωνάρια µπλεγµένα τόσο αξεχώριστα, που θα πεθαίναµε κι οι δυο αν αναγκαζόµασταν να χωρίσουµε; Δεν ξέρω. Άλλη µια αστραπή και το τραπέζι δίπλα µου φωτίζεται αρκετά για να δω µια φωτογραφία της Άλι, την καλύτερη που έχω. Την κορνιζάρισα χρόνια πριν µε την ελπίδα ότι το γυαλί θα την έκανε να διατηρηθεί για πάντα. Απλώνω το χέρι µου και την κρατώ κοντά στο πρόσωπό µου. Την κοιτάζω για ώρα πολλή, δεν µπορώ να κάνω αλλιώς. Ήταν σαράντα ενός όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία και δεν είχε υπάρξει ποτέ πιο όµορφη. Είναι τόσο πολλά αυτά που θέλω να τη ρωτήσω, αλλά ξέρω ότι η φωτογραφία δεν θα απαντήσει, έτσι την αφήνω στη θέση της. Απόψε, µε την Άλι στον ίδιο διάδροµο, είµαι µόνος. Πάντα θα είµαι µόνος. Αυτό σκεφτόµουν όσο καιρό ήµουν ξαπλωµένος στο νοσοκοµείο. Κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο και βλέποντας τα σύννεφα της καταιγίδας να κάνουν την εµφάνισή τους, είµαι σίγουρος γι’ αυτό. Χωρίς να το θέλω, θλίβοµαι από την τραγικότητα της κατάστασής µας, γιατί συνειδητοποιώ ότι την τελευταία µέρα που ήµασταν µαζί δεν φίλησα ποτέ τα χείλη της. Ίσως, να µην το κάνω ποτέ ξανά. Αδύνατον να ξέρω µε αυτήν την ασθένεια. Γιατί σκέφτοµαι τέτοια πράγµατα; Επιτέλους, σηκώνοµαι και πηγαίνω στο γραφείο µου και ανάβω τη λάµπα. Απαιτεί περισσότερη προσπάθεια απ’ ό,τι νοµίζω ότι θα χρειαστεί και είµαι κατάκοπος, έτσι δεν επιστρέφω στο παράθυρο. Κάθοµαι και περνώ λίγα λεπτά κοιτάζοντας τις φωτογραφίες που βρίσκονται πάνω στο γραφείο µου. Οικογενειακές φωτογραφίες, φωτογραφίες παιδιών και διακοπών. Φωτογραφίες της Άλι µαζί µου. Σκέφτοµαι τις στιγµές που ζήσαµε µαζί, µόνοι ή µε την οικογένειά µας, και για ακόµα µια φορά συνειδητοποιώ πόσο αρχαίος είµαι. Ανοίγω ένα συρτάρι και βρίσκω τα λουλούδια που της είχα δώσει
κάποτε, πριν πολύ καιρό, ξεθωριασµένα και δεµένα µε µια κορδέλα. Κι αυτά, όπως κι εγώ, είναι στεγνά και εύθραυστα, και δύσκολο να τα πιάσει κανείς χωρίς να διαλυθούν. Αλλά εκείνη τα φύλαξε. «Δεν καταλαβαίνω τι τα θέλεις» της έλεγα, εκείνη όµως απλώς µε αγνόησε. Και µερικές φορές τα απογεύµατα την έβλεπα να τα κρατάει, ευλαβικά, σχεδόν, σαν να της πρόσφεραν το µυστικό της ίδιας της ζωής. Γυναίκες. Εφόσον φαίνεται ότι αυτή είναι µια βραδιά αναµνήσεων, ψάχνω και βρίσκω τη βέρα µου. Είναι στο πρώτο συρτάρι, τυλιγµένη σε χαρτί. Δεν µπορώ να τη φοράω πια επειδή οι κόµποι των δαχτύλων µου είναι πρησµένοι και στα δάχτυλά µου δεν κυκλοφορεί αρκετό αίµα. Ξετυλίγω το χαρτί και τη βρίσκω απαράλλαχτη. Είναι ένα ισχυρό σύµβολο, ένας κύκλος, και ξέρω, ξέρω, ότι δεν θα µπορούσε ποτέ να υπάρξει κάποια άλλη. Το ήξερα τότε και το ξέρω και τώρα. Και εκείνη τη στιγµή, ψιθυρίζω φωναχτά: «Είµαι ακόµη δικός σου, Άλι, βασίλισσά µου, αέναη οµορφιά µου. Είσαι, και πάντα ήσουν, το καλύτερο πράγµα στη ζωή µου». Αναρωτιέµαι αν µε ακούει όταν το λέω αυτό και περιµένω ένα σηµάδι. Αλλά, τίποτα. Είναι έντεκα και µισή και ψάχνω τα γράµµατα που µου έγραψε, εκείνο που διαβάζω πάντα όταν µε πιάνει αυτό. Το βρίσκω εκεί που το άφησα την τελευταία φορά. Το γυρνάω στα χέρια µου δυο φορές πριν το ανοίξω, και όταν το ανοίγω τα χέρια µου αρχίζουν να τρέµουν. Εντέλει διαβάζω: Αγαπητέ Νόα, Σου γράφω αυτό το γράµµα υπό το φως των κεριών, ενώ εσύ κοιµάσαι στην κρεβατοκάµαρα που µοιραζόµαστε από τη µέρα που παντρευτήκαµε. Και παρότι δεν µπορώ να ακούσω τους απαλούς ήχους του ύπνου σου, ξέρω ότι είσαι εκεί και, σύντοµα, θα είµαι ξαπλωµένη δίπλα σου πάλι όπως πάντα. Και θα νιώσω τη ζεστασιά σου και την παρηγοριά που νιώθω κοντά σου, και οι ανάσες σου θα µε οδηγήσουν
αργά σ’ εκείνο το µέρος όπου ονειρεύοµαι εσένα και το πόσο υπέροχος άνδρας είσαι. Βλέπω τη φλόγα δίπλα µου και µου υπενθυµίζει µια άλλη φωτιά, δεκαετίες πριν, τότε που φορούσα τα µαλακά ρούχα σου και εσύ το τζιν σου. Τότε ήξερα ότι θα ήµασταν πάντα µαζί, παρότι την επόµενη µέρα αµφιταλαντεύτηκα. Ένας ποιητής του Νότου είχε πιάσει µε το λάσο του την καρδιά µου και την είχε αιχµαλωτίσει, και µέσα µου ήξερα ότι ήταν πάντα δική σου. Ποια ήµουν εγώ να αµφισβητήσω µια αγάπη που καβαλούσε πεφταστέρια και λυσσοµανούσε σαν τα κύµατα τρικυµισµένης θάλασσας; Γιατί αυτό υπήρχε µεταξύ µας τότε και αυτό υπάρχει σήµερα. Θυµάµαι να γυρίζω πίσω σ’ εσένα την επόµενη µέρα, τη µέρα που µας επισκέφτηκε η µητέρα µου. Ήµουν τόσο φοβισµένη, περισσότερο φοβισµένη απ’ ό,τι ήµουν ποτέ, επειδή ήµουν σίγουρη ότι δεν θα µε συγχωρούσες ποτέ που σε άφησα. Έτρεµα καθώς έβγαινα από το αµάξι, αλλά εσύ έδιωξες όλους τους φόβους µου µε το χαµόγελό σου και τον τρόπο που µου άπλωσες το χέρι. «Τι θα ’λεγες για έναν καφέ;» ήταν το µόνο που είπες. Και δεν το ανέφερες ποτέ ξανά. Όλα αυτά τα χρόνια που ζήσαµε µαζί. Ούτε µε ρώτησες ποτέ τίποτα όταν έφευγα και περπατούσα µόνη τις επόµενες ηµέρες. Και όταν έµπαινα στο σπίτι µε δάκρυα στα µάτια, ήξερες πάντα αν χρειαζόµουν να µε πάρεις αγκαλιά ή να µε αφήσεις ήσυχη. Δεν ξέρω πώς το ήξερες, αλλά το ήξερες και µου το έκανες ευκολότερο. Αργότερα, όταν πήγαµε στο παρεκκλήσι και ανταλλάξαµε βέρες και όρκους, σε κοίταξα στα µάτια και ήξερα ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση. Αλλά, περισσότερο κι απ’ αυτό ακόµα, ήξερα ότι ήµουν ανόητη που έστω σκέφτηκα κάποιον άλλον. Από τότε δεν αµφιταλαντεύτηκα ποτέ. Ζήσαµε µια υπέροχη ζωή µαζί και την αναλογίζοµαι πολύ τελευταία. Μερικές φορές κλείνω τα µάτια µου και σε βλέπω µε γκρίζες
ανταύγειες στα µαλλιά σου να κάθεσαι στη βεράντα και να παίζεις την κιθάρα σου, ενώ τα µικρά µας χτυπάνε παλαµάκια στον ρυθµό της µουσικής σου. Τα ρούχα σου είναι λερωµένα από την πολύωρη δουλειά και είσαι κουρασµένος, και παρότι σου προσφέρω χρόνο για να χαλαρώσεις, χαµογελάς και λες: «Αυτό κάνω τώρα». Βρίσκω την αγάπη σου για τα παιδιά µας πολύ αισθησιακή και ερεθιστική. «Είσαι καλύτερος πατέρας απ’ ό,τι νοµίζεις» σου λέω αργότερα, αφού τα παιδιά έχουν κοιµηθεί. Αµέσως µετά, βγάζουµε τα ρούχα µας και φιλιόµαστε, και σχεδόν χάνουµε τον κόσµο γύρω µας, προτού µπορέσουµε να χωθούµε στα φανελένια σεντόνια. Σ’ αγαπώ για πολλά πράγµατα, ιδίως για τα πάθη σου, γιατί αυτά είναι πάντα τα πιο όµορφα πράγµατα στη ζωή. Η αγάπη και η ποίηση και η πατρότητα και η φιλία και η οµορφιά και η φύση. Και είµαι πανευτυχής που τα έχεις διδάξει στα παιδιά αυτά, γιατί ξέρω ότι έκαναν τις ζωές τους καλύτερες. Μου λένε πόσο ξεχωριστός είσαι γι’ αυτά, και κάθε φορά που το κάνουν αισθάνοµαι η πιο τυχερή γυναίκα στη γη. Με έχεις διδάξει κι εµένα, και εµπνεύσει, και υποστηρίξει στη ζωγραφική µου, και δεν θα µάθεις ποτέ πόσο σηµαντικό είναι αυτό για µένα. Τα έργα µου κρέµονται σε µουσεία και ιδιωτικές συλλογές τώρα και, παρότι έχουν υπάρξει στιγµές στις οποίες ήµουν πτώµα και αφηρηµένη εξαιτίας των εκθέσεων και των κριτικών, εσύ ήσουν πάντα εκεί µε τα καλά σου λόγια να µε ενθαρρύνεις. Κατανοούσες την ανάγκη µου να έχω δικό µου ατελιέ, έναν δικό µου χώρο, και έβλεπες πέρα από την µπογιά στα ρούχα µου και στα µαλλιά µου και µερικές φορές πάνω στα έπιπλα. Ξέρω ότι δεν ήταν εύκολο. Μόνο ένας σωστός άντρας µπορεί να το κάνει αυτό, Νόα, να ζήσει µε κάτι τέτοιο. Κι εσύ το κάνεις. Εδώ και σαράντα πέντε χρόνια. Υπέροχα χρόνια. Είσαι ο καλύτερός µου φίλος, όχι µόνο ο εραστής µου, και δεν ξέρω ποια πλευρά σου απολαµβάνω περισσότερο. Κάθε σου πλευρά είναι πολύτιµη για µένα, ακριβώς όπως και η ζωή που ζήσαµε µαζί. Έχεις
κάτι µέσα σου, Νόα, κάτι όµορφο και δυνατό. Καλοσύνη, αυτό βλέπω όταν σε κοιτάζω τώρα, αυτό βλέπουν όλοι. Καλοσύνη. Είσαι ο πιο ανεκτικός και ο πιο γαλήνιος άνθρωπος που ξέρω. Ο Θεός είναι µαζί σου, πρέπει να είναι, γιατί είσαι ό,τι πιο κοντινό σε άγγελο έχω συναντήσει ποτέ. Ξέρω ότι µε θεωρούσες τρελή που µας έβαλα να γράψουµε την ιστορία µας προτού, τελικά, εγκαταλείψουµε το σπίτι µας, αλλά έχω τους λόγους µου και σ’ ευχαριστώ για την υποµονή σου. Και, παρότι ρώτησες, δεν σου είπα ποτέ γιατί, αλλά τώρα νοµίζω ότι είναι ώρα να µάθεις. Έχουµε ζήσει µια ζωή που τα περισσότερα ζευγάρια δεν ζουν ποτέ, κι όµως, όταν σε κοιτάζω, τροµάζω, επειδή ξέρω ότι όλα αυτά σύντοµα θα τελειώσουν. Γιατί ξέρουµε και οι δυο την ιατρική πρόγνωση για την ασθένειά µου και τι θα σηµαίνει για µας. Βλέπω τα δάκρυά σου και ανησυχώ περισσότερο για σένα παρά για µένα, γιατί φοβάµαι τον πόνο που ξέρω ότι θα βιώσεις. Δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω τη θλίψη µου και δεν ξέρω τι να πω. Το µόνο που µπορώ να πω είναι ότι σ’ αγαπώ τόσο βαθιά, τόσο απίστευτα πολύ, που θα βρω έναν τρόπο να γυρίσω πίσω σ’ εσένα παρά την ασθένειά µου, σ’ το υπόσχοµαι. Και σ’ αυτό το σηµείο µπαίνει η ιστορία. Όταν θα είµαι χαµένη και µόνη, διάβαζέ µου αυτήν την ιστορία –όπως ακριβώς την είπες και στα παιδιά– και να ξέρεις ότι µε κάποιον τρόπο θα αντιλαµβάνοµαι ότι πρόκειται για µας. Και ίσως, απλά ίσως, θα βρίσκουµε έναν τρόπο να είµαστε και πάλι µαζί. Σε παρακαλώ µη θυµώνεις µαζί µου τις µέρες που δεν σε θυµάµαι, και ξέρουµε κι οι δυο µας ότι αυτές οι µέρες θα έρθουν. Να ξέρεις ότι σε αγαπώ, ότι πάντα θα σε αγαπώ και πως, ό,τι κι αν γίνει, έχω ζήσει την καλύτερη δυνατή ζωή. Τη ζωή µου µαζί σου. Και αν φυλάξεις αυτό το γράµµα για να το διαβάζεις ξανά, τότε πίστεψε αυτά που γράφω τώρα για σένα. Νόα, όπου κι αν είσαι κι όποτε
κι αν το διαβάζεις, σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ τώρα καθώς γράφω αυτό το γράµµα και σ’ αγαπώ τώρα καθώς το διαβάζεις. Και λυπάµαι πάρα πολύ αν δεν είµαι σε θέση να σ’ το πω. Σε αγαπώ βαθιά, άντρα µου. Είσαι, και πάντα ήσουν, το όνειρό µου. Άλι Όταν τελειώνω µε το γράµµα, το αφήνω στην άκρη. Σηκώνοµαι από το γραφείο µου και βρίσκω τις παντόφλες µου. Είναι κοντά στο κρεβάτι µου και πρέπει να καθίσω για να τις φορέσω. Έπειτα σηκώνοµαι, διασχίζω το δωµάτιο και ανοίγω την πόρτα µου. Κοιτάζω έξω στον διάδροµο και βλέπω την Τζάνις στο γραφείο της ρεσεψιόν. Νοµίζω ότι είναι η Τζάνις. Πρέπει να περάσω από το γραφείο της για να φτάσω στο δωµάτιο της Άλι, αλλά τέτοια ώρα υποτίθεται ότι δεν επιτρέπεται να βγω από το δωµάτιό µου, και η Τζάνις δεν είναι απ’ αυτές που παραβαίνουν τους κανονισµούς. Ο σύζυγός της είναι δικηγόρος. Περιµένω να δω αν θα φύγει, αλλά δεν φαίνεται να κουνιέται, κι εµένα αρχίζει να µε πιάνει ανυποµονησία. Στο τέλος, βγαίνω απ’ το δωµάτιό µου, όπως και να ’χει. Μου παίρνει αιώνες να µικρύνω την απόσταση, όµως για κάποιο λόγο δεν µε βλέπει που πλησιάζω. Είµαι ένας αθόρυβος πάνθηρας που κινείται αργά µέσα στη ζούγκλα, είµαι αόρατος σαν πιτσουνάκι. Στο τέλος, µε ανακαλύπτει, αλλά δεν εκπλήσσοµαι. Στέκω εµπρός της. «Νόα» λέει «τι κάνεις;» «Πάω µια βόλτα» λέω. «Δεν µπορώ να κοιµηθώ». «Ξέρεις ότι δεν επιτρέπεται να το κάνεις αυτό». «Το ξέρω». Δεν σαλεύω, ωστόσο. Είµαι αποφασισµένος. «Στην πραγµατικότητα, δεν πας βόλτα, έτσι δεν είναι; Πας να δεις την Άλι». «Ναι» απαντώ.
«Νόα, ξέρεις τι συνέβη την τελευταία φορά που την είδες τη νύχτα». «Θυµάµαι». «Τότε ξέρεις ότι δεν θα έπρεπε να το κάνεις αυτό». Δεν απαντώ αµέσως. Αντ’ αυτού λέω: «Μου λείπει». «Το ξέρω ότι σου λείπει, αλλά δεν µπορώ να σε αφήσω να τη δεις». «Είναι η επέτειός µας» λέω. Αλήθεια είναι. Ένας χρόνος πριν τη χρυσή µας. Σαράντα εννέα χρόνια σήµερα. «Μάλιστα». «Άρα, µπορώ να πάω;» Στρέφει αλλού το βλέµµα της για µια στιγµή και η φωνή της αλλάζει. Γίνεται πιο απαλή τώρα και εκπλήσσοµαι. Δεν την είχα για ευσυγκίνητο τύπο. «Νόα, πέντε χρόνια δουλεύω εδώ και πιο πριν δούλευα σε έναν άλλο οίκο ευγηρίας. Έχω δει εκατοντάδες ζευγάρια να παλεύουν µε τον καηµό και τη στενοχώρια, αλλά δεν έχω δει ποτέ κανέναν να το χειρίζεται όπως εσύ. Κανείς εδώ, ούτε οι γιατροί ούτε οι νοσοκόµες, έχουν δει κάτι παρόµοιο». Σταµατά για µια στιγµή και, περιέργως, τα µάτια της βουρκώνουν. Τα σκουπίζει µε το δάχτυλο και συνεχίζει: «Προσπαθώ να σκεφτώ πώς είναι για σένα, πώς συνεχίζεις µέρα τη µέρα, αλλά δεν µπορώ να το φανταστώ. Δεν ξέρω πώς το κάνεις αυτό. Μερικές φορές νικάς ακόµα και την ασθένειά της. Παρότι οι γιατροί δεν το καταλαβαίνουν, εµείς οι νοσοκόµες το καταλαβαίνουµε. Είναι χάρη στην αγάπη, είναι το πιο απίστευτο πράγµα που έχω δει ποτέ». Ένας κόµπος έχει ανέβει στον λαιµό µου και µένω άναυδος. «Αλλά, Νόα, δεν επιτρέπεται να το κάνεις αυτό και δεν µπορώ να σε αφήσω. Εποµένως, ξαναγύρισε στο δωµάτιό σου». Τότε χαµογελώντας αχνά και ρουφώντας τη µύτη της και ανακατεύοντας κάτι χαρτιά που έχει πάνω στο γραφείο της, λέει: «Εγώ κατεβαίνω κάτω για έναν καφέ. Δεν θα επιστρέψω για να σε τσεκάρω για αρκετή ώρα, γι’ αυτό µην
κάνεις καµία ανοησία». Σηκώνεται γρήγορα, αγγίζει το µπράτσο µου και προχωράει προς τη σκάλα. Δεν κοιτάζει πίσω της και, ξαφνικά, είµαι µόνος. Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Κοιτάζω εκεί που καθόταν και βλέπω τον καφέ της, γεµάτη η κούπα, αχνίζει ακόµη, και για ακόµα µια φορά διαπιστώνω ότι υπάρχουν καλοί άνθρωποι στον κόσµο. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια νιώθω να ζεσταίνοµαι καθώς ξεκινώ το µακρύ και κουραστικό ταξίδι µου προς το δωµάτιο της Άλι. Προχωρώ µε πάρα πολύ µικρά βήµατα, και ακόµα και µε αυτόν τον ρυθµό είναι επικίνδυνο, διότι τα πόδια µου έχουν αρχίσει ήδη να κουράζονται. Πρέπει να ακουµπώ µε το χέρι µου τον τοίχο για να µη σωριαστώ. Τα φώτα βουίζουν πάνω απ’ το κεφάλι µου, η φθορίζουσα λάµψη τους κάνει τα µάτια µου να πονάνε, και τα µισοκλείνω. Περνάω καµιά δεκαριά σκοτεινά δωµάτια, δωµάτια µέσα στα οποία έχω διαβάσει στο παρελθόν, και συνειδητοποιώ ότι µου λείπουν οι άνθρωποι που βρίσκονται µέσα. Είναι φίλοι µου, τα πρόσωπά τους τα ξέρω τόσο καλά, και αύριο θα τους δω όλους. Αλλά, όχι απόψε, γιατί δεν έχω χρόνο για στάσεις σ’ αυτό το ταξίδι. Συνεχίζω και η κίνηση αναγκάζει το αίµα να κυκλοφορήσει µέσα από αρτηρίες άχρηστες από καιρό. Νιώθω τον εαυτό µου να γίνεται όλο και πιο δυνατός µε κάθε βήµα. Ακούω µια πόρτα να ανοίγει πίσω µου, αλλά δεν ακούω βήµατα και συνεχίζω. Είµαι ένας ξένος τώρα. Κανείς δεν µπορεί να µε σταµατήσει. Ένα τηλέφωνο χτυπά στον σταθµό των νοσηλευτών και επιταχύνω για να µη µε κάνουν τσακωτό. Είµαι ένας ληστής του µεσονυχτίου, µασκοφόρος, γίνοµαι καπνός καβάλα στ’ άλογό µου, αφήνω πίσω µου έρηµες πόλεις όταν όλοι κοιµούνται, καλπάζω και χάνοµαι στα κίτρινα φεγγάρια µε ψήγµατα χρυσού στα σακίδια που κρέµονται απ’ τη σέλα µου. Είµαι νέος και δυνατός µε πάθος στην καρδιά και θα γκρεµίσω την πόρτα και θα τη σηκώσω στα χέρια µου και θα την πάω στον παράδεισο. Ποιον κοροϊδεύω;
Ζω µια απλή ζωή πια. Είµαι ανόητος, ένας ερωτευµένος γέρος, ένας ονειροπόλος που δεν ονειρεύεται τίποτα άλλο από το να διαβάζει στην Άλι και να την κρατάει στην αγκαλιά του όποτε µπορεί. Είµαι ένας αµαρτωλός µε πολλά κουσούρια, και ένας άντρας που πιστεύει στη µαγεία, αλλά είµαι πολύ γέρος για να αλλάξω και πολύ γέρος για να µε νοιάζει. Όταν φτάνω, επιτέλους, στο δωµάτιό της, το σώµα µου είναι αδύναµο. Τα πόδια µου τρεκλίζουν, τα µάτια µου είναι θολά και η καρδιά µου χτυπάει περίεργα µέσα στο στήθος µου. Παλεύω µε το πόµολο και, στο τέλος, χρειάζεται να χρησιµοποιήσω και τα δύο µου χέρια και τρεις νταλίκες προσπάθεια. Η πόρτα ανοίγει και το φως του διαδρόµου χύνεται µέσα, φωτίζοντας το κρεβάτι όπου κοιµάται εκείνη. Σκέφτοµαι, βλέποντάς την, ότι δεν είµαι τίποτα άλλο παρά ένας περαστικός σε έναν πολυσύχναστο δρόµο, λησµονηµένος για πάντα. Το δωµάτιό της είναι ήσυχο και εκείνη είναι ξαπλωµένη µε τα σκεπάσµατα τραβηγµένα ως τη µέση. Μια στιγµή αργότερα τη βλέπω να γυρνάει στο ένα πλευρό και οι ήχοι που βγάζει µου ξυπνούν αναµνήσεις από πιο ευτυχισµένες εποχές. Φαίνεται µικρή στο κρεβάτι της και καθώς την παρακολουθώ ξέρω ότι τα πάντα έχουν τελειώσει ανάµεσά µας. Ο αέρας µυρίζει κλεισούρα και εγώ ριγώ. Αυτό το µέρος έχει γίνει ο τάφος µας. Δεν κουνιέµαι για σχεδόν ένα λεπτό, και λαχταρώ να της πω πώς νιώθω, αλλά µένω ήσυχος για να µην την ξυπνήσω. Εξάλλου της το έχω γράψει στο χαρτάκι που θα χώσω κάτω από το µαξιλάρι της. Λέει: Η αγάπη αυτές τις ώρες τις στερνές και τρυφερές είναι ευαίσθητη και τόσο αγνή. Πρωινό φως µε τις δυνάµεις σου τις ζωηρές ξύπνα µια αγάπη παντοτινή.
Νοµίζω ότι ακούω κάποιον να έρχεται, έτσι µπαίνω στο δωµάτιό της και κλείνω την πόρτα πίσω µου. Πέφτει σκοτάδι και διασχίζω από µνήµης το πάτωµα και φτάνω στο παράθυρο. Ανοίγω τις κουρτίνες και βλέπω το φεγγάρι να µε κοιτάζει και αυτό, µεγάλο και ολόγιοµο, ο φύλακας της νυχτιάς. Γυρνώ στην Άλι και ονειρεύοµαι χίλια όνειρα και, παρότι ξέρω ότι δεν θα έπρεπε, κάθοµαι στο κρεβάτι της καθώς βάζω το σηµειωµατάκι κάτω από το µαξιλάρι της. Έπειτα απλώνω το χέρι και αγγίζω τρυφερά το πρόσωπό της που είναι απαλό σαν πούδρα. Της χαϊδεύω τα µαλλιά και µου κόβεται η ανάσα. Αισθάνοµαι θαυµασµό, αισθάνοµαι δέος, σαν συνθέτης που πρωτοανακαλύπτει τα έργα του Μότσαρτ. Εκείνη σαλεύει και µισανοίγει τα µάτια της και ξαφνικά µετανιώνω για την ανοησία µου, γιατί ξέρω ότι θα αρχίσει να κλαίει και να ουρλιάζει, γιατί αυτό κάνει πάντα. Είµαι παρορµητικός και αδύναµος, το ξέρω αυτό, αλλά νιώθω µια έντονη επιθυµία να επιχειρήσω το αδύνατο και σκύβω κοντά της, τα πρόσωπά µας πλησιάζουν όλο και πιο πολύ. Και όταν τα χείλη της αγγίζουν τα δικά µου, νιώθω ένα περίεργο µυρµήγκιασµα που δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά όλα αυτά τα χρόνια που ζήσαµε µαζί, αλλά δεν τραβιέµαι. Και ξαφνικά, θαύµα, διότι νιώθω το στόµα της να ανοίγει και ανακαλύπτω έναν ξεχασµένο παράδεισο, απαράλλαχτο όλον αυτόν τον καιρό, αιώνιο σαν τ’ αστέρια. Αισθάνοµαι τη ζεστασιά του κορµιού της, και τη στιγµή που αγγίζονται οι γλώσσες µας, αφήνω τον εαυτό µου να αργοσβήσει, όπως έκανα τόσα χρόνια πριν. Κλείνω τα µάτια µου και γίνοµαι ένα πελώριο καράβι σε ταραγµένα νερά, δυνατό και ατρόµητο, και αυτή είναι τα πανιά µου. Ακολουθώ αργά το περίγραµµα του σαγονιού της, έπειτα παίρνω το χέρι της στο δικό µου. Φιλώ τα χείλη της, τα µάγουλά της και αφουγκράζοµαι καθώς παίρνει µια ανάσα. Μουρµουρίζει απαλά: «Αχ, Νόα, µου έχεις λείψει». Άλλο ένα θαύµα –το µεγαλύτερο απ’ όλα!– και δεν µπορώ µε τίποτα να σταµατήσω
τα δάκρυα, καθώς αρχίζουµε να ξεγλιστράµε προς τον ίδιο τον παράδεισο. Γιατί εκείνη τη στιγµή, ο κόσµος ολόκληρος είναι ένα θαύµα, ενώ νιώθω τα δάχτυλά της να αγγίζουν τα κουµπιά του πουκαµίσου µου και αργά, όσο πιο αργά γίνεται, αρχίζει να τα ανοίγει ένα ένα.
Ευχαριστίες
Αυτή η ιστορία είναι αυτή που είναι σήµερα χάρη σε δύο ξεχωριστούς ανθρώπους, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω για όλα όσα έχουν κάνει. Στην Theresa Park, την ατζέντισσα που µε έβγαλε από την αφάνεια. Σε ευχαριστώ για την καλοσύνη σου, την υποµονή σου και τις τόσες ώρες που πέρασες δουλεύοντας µαζί µου. Θα σου είµαι για πάντα ευγνώµων για όλα όσα έχεις κάνει. Στην Jamie Raab, την επιµελήτριά µου. Σε ευχαριστώ για τη σοφία σου, το χιούµορ σου και την καλόκαρδη φύση σου. Μου χάρισες µια υπέροχη εµπειρία και είµαι ευτυχής που σε αποκαλώ φίλη µου.
Σηµείωση
* Τ ο «Σ ύνδροµο της Δύσης του Ηλίου» ή Sundow ning είναι µία επ ιπ λέον διαταραχή των ασθ ενών µε Αλτσχάιµερ, οι οπ οίοι κ ατά τη διάρκ εια της νύχτας αναστατώνονται ευκ ολότερα, χάνουν την αίσθ ηση του χρόνου κ αι τείνουν να π εριπ λανιούνται άσκ οπ α. (Σ .τ.Μ.)