Τίτλος Πρωτοτύπου: These Shallow Graves © Jennifer Donnelly, 2015 / © Για την ελληνική γ λώσσα σε όλο τον κόσμο: Eκδόσεις Διόπτρα, 2015 / Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με τους WRITERS HOUSE LLC. ISBN: 978-960-605-070-1 Ηλεκτρονική ελληνική έκδοση: Aπρίλιος 2016 Επιμέλεια – διόρθωση: Τατιάνα Γαλάτουλα / προσαρμογ ή εξωφύλλου: Γιώργ ος Παναρετάκης, Εκδόσεις Διόπτρα / Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα Απαγ ορεύεται η αναπαραγ ωγ ή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την έγ γ ραφη άδεια του εκδότη. ΕΔΡΑ – Εκδόσεις Διόπτρα – Αγ . Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 – ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ – Στοά του Β ιβλίου – Πεσμαζόγ λου 5, 105 64 Αθήνα Τηλ.: 210 330 07 74 – www.dioptra.gr – e-mail:
[email protected] –
[email protected]
JENNIFER DONNELlY
H ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ Μ ετάφραση: Μ αρία Ρόζα Τραϊκόγλου
ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ
Άσυλο Φρενοβλαβών Ντάρκμπραϊαρ Πόλη της Νέας Υόρκης Νοέμβριος, 1890 Η Τζόζεφιν Μ όντφορτ κοίταξε πρώτα τον φρεσκοσκαμμένο τάφο μπροστά της, ύστερα τον ξύλινο σταυρό που σημάδευε την κορυφή του. «Αυτόν γύρευες. Τον Κιντς», είπε ο Φλιν, ο νεκροθάφτης, δείχνοντας το όνομα που ήταν γραμμένο πάνω στον σταυρό. «Τον θάψαμε τη Δευτέρα». Τη Δευτέρα, είπε μέσα της η Τζο. Πριν από τρεις μέρες. Διάστημα αρκετό για να αρχίσει η αποσύνθεση. Και η δυσωδία. «Και τώρα θα ήθελα τα λεφτά μου», είπε ο Φλιν. Η Τζο ακούμπησε το φανάρι της καταγής. Έβγαλε αδέξια μερικά χαρτονομίσματα από την τσέπη του παλτού της και τα μέτρησε πάνω στην παλάμη του Φλιν. «Έτσι και σε βρουν εδώ πέρα, δεν με είδες, δεν με ξέρεις. Κατάλαβες, κοπέλα μου;» Η Τζο έγνεψε καταφατικά. Ο Φλιν έχωσε τα χαρτονομίσματα στην τσέπη του και ξεμάκρυνε μέσα στο σκοτάδι. Το φεγγαρόφωτο έλουζε τις σειρές των μνημάτων και τους πύργους του ασύλου που υψώνονταν απειλητικοί. Από κάποιον πύργο ακούστηκε ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό, από εκείνα που σου παγώνουν το αίμα. Και ξαφνικά, η Τζο αισθάνθηκε το κουράγιο της να την εγκαταλείπει. «Κάνε πέρα, Τζο. Θα το κάνουμε εμείς. Ο Όσκαρ κι εγώ», είπε ο Έντι.
Στεκόταν απέναντί της, από την άλλη πλευρά του τάφου. Η Τζο τον κοίταξε κατάματα κι εκείνος δεν είπε τίποτα άλλο. Δεν ήταν ανάγκη. Η πρόκληση στο βλέμμα του μιλούσε από μόνη της. Πώς έγινε αυτό; Πώς έφτασα εδώ; αναρωτήθηκε η Τζο. Δεν ήθελε να το κάνει αυτό. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί στο δωμάτιό της. Ασφαλής πίσω από τους καφέ τοίχους του σπιτιού της, στην Γκράμερσι Σκουέρ. Ευχήθηκε να μην είχε γνωρίσει ποτέ της τον Έντι Γκάλαχερ. Ούτε τον Ράφτη. Ούτε τη μαντάμ Έστερ. Ή τη Φέρι Φέι. Πάνω απ’ όλα, ευχήθηκε να μην είχε δει ποτέ της τον άντρα που βρισκόταν θαμμένος δύο μέτρα κάτω από τα πόδια της. «Περίμενε δίπλα στο μαυσωλείο. Γύρνα πίσω», είπε ο Έντι. Της φερόταν με ευγένεια. Η Τζο γέλασε. Να γυρίσει πίσω; Πώς; Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Σίγουρα όχι στην παλιά της ζωή με τα σαλόνια και τους χορούς. Σίγουρα όχι στη σχολή της δεσποινίδας Σπάρκγουελ. Σίγουρα όχι στους φίλους της ή στον Μ πραμ. Αυτή η ιστορία είχε παρατραβήξει. «Τζο…» «Εσύ να περιμένεις δίπλα στο μαυσωλείο, Έντι», είπε κοφτά η Τζο. Ο Έντι ρουθούνισε καγχάζοντας. Της πέταξε ένα φτυάρι. Η Τζο τραβήχτηκε πίσω για να το πιάσει κι ύστερα άρχισε να σκάβει.
1 Σχολή Δεσποινίδας Σπάρκγουελ για Νεαρές Κυρίες Φάρμινγκτον, Κονέκτικατ 17 Σεπτεμβρίου, 1890 «Τρούντι, εσύ που είσαι καλό κορίτσι, θα πάρεις αυτά τα κείμενα για να κάνεις μια πρώτη ανάγνωση για χάρη μου, σε παρακαλώ;» είπε η Τζο Μ όντφορτ, αφήνοντας μια σειρά από άρθρα για την εφημερίδα της σχολής της πάνω σε ένα μακρόστενο χαμηλό τραπεζάκι. Η Γκέρτρουντ Βαν Άικ, όλο ξανθές μπούκλες και φακίδες, μαρμάρωσε στο κέντρο της κοινόχρηστης αίθουσας. «Πώς το ήξερες ότι ήμουν εγώ; Ούτε που σήκωσες το κεφάλι σου!» «Μ ου το είπε ο Ντιουκ», απάντησε η Τζο. Τα Ντιουκς Κάμιο ήταν η αγαπημένη μάρκα τσιγάρων της Τρούντι. Η κοπέλα μύρισε το μανίκι της. «Μ υρίζω;» απόρησε. «Βρομάς στην κυριολεξία. Τι γνώμη έχει ο Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ που καπνίζεις;» «Ο Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ δεν έχει ιδέα. Δεν ξέρει ούτε για τα τσιγαράκια, ούτε για τα μπουκάλια με τα “ξίδια” κάτω από το κρεβάτι μου, ούτε για εκείνο το απίστευτα γλυκό μωρό που φέρνει
τα μήλα», είπε η Τρούντι και τους έκλεισε το μάτι. «Μ ε τέτοια αργκό δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις ένα καθωσπρέπει κορίτσι, Γκέρτρουντ», κάγχασε η Λίμπα Νιούλαντ, που καθόταν δίπλα στη φίλη της, τη Μ έι Ντέλανο. «Ούτε με τέτοια κόμμωση, Λιμπ», απάντησε η Τρούντι, στυλώνοντας το βλέμμα της πάνω στην άτεχνα κατσαρωμένη φράντζα της Λίμπα. «Ε, αυτό παραπάει! Θα πιαστούμε μαλλί με μαλλί!» φώναξε με αγανάκτηση η Λίμπα. «Ίσως αυτό να σε ωφελούσε», είπε αυτάρεσκα η Τρούντι. «Σταμάτα να είσαι αγενής και διάβασε αυτά εδώ, Τρου», είπε η Τζο. «Η προθεσμία μου λήγει αύριο». Η Τρούντι κάθισε στο τραπεζάκι και πήρε μια τάρτα με μαρμελάδα από το πιάτο της Τζο, χωρίς να ρωτήσει. Ήταν τρεις η ώρα –ώρα για τσάι στη σχολή της δεσποινίδας Σπάρκγουελ– και η κοινόχρηστη αίθουσα ήταν κατάμεστη από σπουδάστριες που έκαναν διάλειμμα. Όλες έτρωγαν και φλυαρούσαν, εκτός από την Τζο, την οποία απασχολούσε περισσότερο η δομή του δεύτερου φύλλου της εφημερίδας Νάρκισσος, που έβγαζε η σχολή της. «Τι έχουμε αυτή την εβδομάδα;» ρώτησε η Τρούντι. «Τις γνωστές χαζομάρες;» Η Τζο αναστέναξε. «Πράγματι, αυτές έχουμε», είπε. «Υπάρχει ένα άρθρο για τον σωστό τρόπο να βράζεις το τσάι, ένα ποίημα με γατάκια, οι εντυπώσεις της δεσποινίδας Σπάρκγουελ από το Λούβρο, και ένα τελευταίο άρθρο με συμβουλές για το πώς ξεθωριάζουν οι φακίδες». «Ήμαρτον! Τίποτα άλλο;» Η Τζο δίστασε, προσπαθώντας να πάρει κουράγιο. «Για να πω
την αλήθεια, υπάρχει κάτι ακόμα. Ένα άρθρο για την κακομεταχείριση των ανήλικων εργατριών στο κλωστοϋφαντουργείο Φέντον», είπε, δίνοντας ένα από τα άρθρα στη φίλη της. «Χα! Γελάσαμε, αγαπητή μου!» είπε χαμογελώντας η Τρούντι. Αλλά το χαμόγελό της έσβησε όταν διάβασε τις πρώτες γραμμές. «Αν είναι δυνατόν! Εσύ σοβαρολογείς». Η Τρούντι συνέχισε να διαβάζει καθηλωμένη, ενώ η Τζο την παρατηρούσε με ενθουσιασμό. Η Τζο ήταν τελειόφοιτη στη σχολή της δεσποινίδας Σπάρκγουελ και αρθρογραφούσε επί τρία χρόνια για λογαριασμό του Νάρκισσου, όμως εκείνο ήταν το πρώτο σημαντικό άρθρο που είχε γράψει. Είχε δουλέψει σκληρά γι’ αυτό. Είχε πάρει ρίσκα. Ακριβώς όπως θα έκανε μια αληθινή δημοσιογράφος. «Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε με λαχτάρα όταν η φίλη της τελείωσε την ανάγνωση. Η Τρούντι της έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα. «Μ ου φαίνεται πως έχεις τρελαθεί». «Αλλά σου φαίνεται καλό;» επέμεινε η Τζο. «Άριστο». Η Τζο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή περίμενε καθισμένη στην άκρη της καρέκλας της, τινάχτηκε και αγκάλιασε την Τρούντι. «Όμως, αυτό είναι εντελώς άσχετο», είπε η Τρούντι αυστηρά, όταν η Τζο κάθισε ξανά. «Έτσι και δώσεις στη Σπάρκι τέτοιο άρθρο, την έχεις βάψει. Τιμωρία για μία εβδομάδα και επιστολή για το σπίτι». «Δεν είναι τόσο κακό. Τα άρθρα της Νέλι Μ πλάι είναι πολύ πιο προκλητικά», είπε η Τζο.
«Συγκρίνεις τον εαυτό σου με τη Νέλι Μπλάι;» ρώτησε η Τρούντι, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Χρειάζεται να σου θυμίσω ότι πρόκειται για μια σκανδαλώδη δημοσιογράφο που χώνει τη μύτη της σε ξένες υποθέσεις και δεν έχει απολύτως καμία ελπίδα να κάνει έναν αξιοπρεπή γάμο; Εσύ, αντίθετα, είσαι μια Μ όντφορτ, και οι Μ όντφορτ παντρεύονται. Για την ακρίβεια, καλοπαντρεύονται, και μάλιστα νωρίς. Και αυτό είναι όλο». «Ε, λοιπόν, η συγκεκριμένη Μ όντφορτ θα κάνει κάτι παραπάνω από αυτό. Θα αρθρογραφεί σε εφημερίδες, λόγου χάριν». Η Τρούντι ύψωσε το τέλεια σχηματισμένο φρύδι της. «Αλήθεια; Έχεις ενημερώσει τη μητέρα σου;» «Όχι ακόμα», παραδέχτηκε η Τζο. Η Τρούντι έβαλε τα γέλια. «Κι ούτε θα πρέπει να την ενημερώσεις ποτέ. Εκτός κι αν θέλεις να βρεθείς κλειδωμένη σε κάποιο μοναστήρι μέχρι τα πενήντα σου». «Τρου, αυτή η ιστορία πρέπει να αποκαλυφθεί», είπε η Τζο, ενώ το πάθος της διακρινόταν ολοκάθαρα στη φωνή της. «Αυτές οι δύστυχες κοπέλες κακοποιούνται. Δουλεύουν σκληρά και αμείβονται ελάχιστα. Ουσιαστικά, είναι σκλάβες». «Τζο! Πώς στην ευχή το ξέρεις αυτό;» «Μ ίλησα με κάποιες από αυτές». «Πες μου ότι δεν σοβαρολογείς», είπε η Τρούντι. «Κι όμως. Την Κυριακή. Μ ετά τη λειτουργία». «Αφού μετά τη λειτουργία πήγες κατευθείαν στο δωμάτιό σου. Είπες πως είχες πονοκέφαλο». «Και ύστερα σκαρφάλωσα από το παράθυρο και κατέβηκα στο ποτάμι. Πήγα σε ένα από τα καταλύματα που έχουν εκεί», είπε η
Τζο, χαμηλώνοντας τη φωνή της. «Ένας αγρότης με πήγε ως το ποτάμι με το κάρο του. Μ ίλησα με τρία κορίτσια. Το ένα ήταν δεκαεφτά χρονών. Στην ηλικία μας, Τρου. Τα άλλα ήταν πιο μικρά. Εργάζονται δέκα ώρες στη σειρά, όρθιες μπροστά σ’ εκείνους τους φριχτούς αργαλειούς. Οι τραυματισμοί είναι συχνό φαινόμενο. Όπως και η έκθεσή τους σε ανάρμοστη γλώσσα και σε διάφορες… καταστάσεις. Μ ου είπαν πως ορισμένες κοπέλες μπλέκονται με λάθος ανθρώπους που τις διαφθείρουν». Τα μάτια της Τρούντι άνοιξαν διάπλατα. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι αυτό που θέλει ο κύριος Έιμπραχαμ Όλντριτς από τη μέλλουσα σύζυγό του είναι να έχει έστω ακουστά ότι υπάρχουν διεφθαρμένες κοπέλες, πόσο μάλλον να γράφει γι’ αυτές; Η μέλλουσα κυρία Όλντριτς οφείλει να είναι αγνή τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα. Μ ονάχα οι άντρες υποτίθεται πως ξέρουν…» Η Τρούντι χαμήλωσε τη φωνή της με τη σειρά της. «…για το σεξ. Αν κυκλοφορήσει η είδηση γι’ αυτό που έκανες, θα χάσεις όχι μονάχα τη θέση σου εδώ αλλά και τον πλέον περιζήτητο εργένη σε όλη τη Νέα Υόρκη. Για όνομα του Θεού, λογικέψου! Καμία εργάτρια σε κλωστοϋφαντουργείο, διεφθαρμένη ή όχι, δεν αξίζει να χάσεις τα εκατομμύρια των Όλντριτς!» Η Μ έι Ντέλανο σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο της. «Τι εννοούμε όταν λέμε μια κοπέλα “διεφθαρμένη”;» ρώτησε. Η Τζο βόγκηξε. «Να μη σε νοιάζει», είπε η Τρούντι. «Πες μου», γκρίνιαξε η Μ έι. «Πολύ καλά», απάντησε η Τρούντι και γύρισε να κοιτάξει τη Μ έι. «Εννοούμε πως έχει μωρό στην κοιλιά της, αλλά δεν έχει σύζυγο».
Η Μ έι έβαλε τα γέλια. «Δεν τα ξέρεις καλά, Τρούντι Βαν Άικ. Ο πελαργός φέρνει τα μωρά μετά τον γάμο, όχι πριν». «Έλα, Μ έι, φεύγουμε», είπε η Λίμπα Νιούλαντ, ρίχνοντας μια περιφρονητική ματιά στην Τρούντι. «Η κοινόχρηστη αίθουσα παράγινε κοινή». «Πάω στοίχημα ένα δολάριο πως η Λιμπ θα τα μαρτυρήσει όλα στη Σπάρκι», είπε θυμωμένη η Τρούντι, βλέποντας τις δύο κοπέλες να απομακρύνονται. «Δεν φτάνει που με είχαν σε περιορισμό επειδή κάπνιζα· τώρα, εξαιτίας σου, θα τιμωρηθώ ξανά!» Απογοητευμένη από την έλλειψη ενθουσιασμού εκ μέρους της Τρούντι, η Τζο άρπαξε το κείμενο από τα χέρια της. Μ ακάρι να την καταλάβαινε η φίλη της. Μ ακάρι να την καταλάβαινε κάποιος. Είχε διαβάσει τα βιβλία Δέκα Μέρες Σε Ένα Τρελάδικο, της Μ πλάι, και Πώς Ζει Το Άλλο Μισό, του Τζέικομπ Ρις, και την είχαν συγκινήσει βαθιά. Είχε συγκλονιστεί μαθαίνοντας για τις κακουχίες των φτωχών και είχε νιώσει την ανάγκη να ακολουθήσει το παράδειγμα αυτών των δύο δημοσιογράφων, έστω και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Έφερε στο μυαλό της τις κοπέλες από το κλωστοϋφαντουργείο. Έδειχναν τόσο απίστευτα κουρασμένες. Τα πρόσωπά τους ήταν κάτωχρα σαν το πανί και είχαν μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Τις είχαν αναγκάσει να παρατήσουν το σχολείο και να πιάσουν δουλειά. Δεν τους επέτρεπαν να μιλούν μεταξύ τους ή να πηγαίνουν στην τουαλέτα πριν από το μεσημεριανό διάλειμμα. Κάποια της είχε πει πως μετά βίας περπατούσε ως το σπίτι της στο τέλος της μέρας, σε τέτοιο βαθμό πονούσαν τα πόδια της από την ορθοστασία.
Οι ιστορίες τους είχαν λυπήσει την Τζο – και την είχαν εξοργίσει αφάνταστα. «Τρούντι, για ποιον λόγο έγινα συντάκτρια στον Νάρκισσο;» ρώτησε ξαφνικά. «Δεν έχω ιδέα», απάντησε η Τρούντι. «Θα έπρεπε να είχες μπει στη χορωδία. Ακόμα κι εσύ δεν θα κατάφερνες να μπλεχτείς σε μπελάδες τραγουδώντας το Έλα στον Κήπο, Μοντ». «Θα σου πω τον λόγο». «Είχα ένα προαίσθημα πως θα μου τον έλεγες», σχολίασε ξερά η Τρούντι. «Το έκανα επειδή θέλω να ενημερώνω τους αναγνώστες μου. Επειδή λαχταράω να ανασηκώσω το πέπλο που κρύβει τις αδικίες ολόγυρά μας», συνέχισε η Τζο, ενώ η φωνή της δυνάμωνε. «Εμείς που έχουμε τη φωνή και τα μέσα, έχουμε καθήκον να τα χρησιμοποιήσουμε για να βοηθήσουμε εκείνους που δεν έχουν τίποτα από τα δύο. Όμως, πώς μπορούμε να τους βοηθήσουμε αν δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτούς; Και πώς μπορούμε να μάθουμε αν κανείς δεν γράφει γι’ αυτούς; Πες μου, Τρούντι, τόσο τεράστιο σφάλμα είναι να αναζητάς τη γνώση;» Κάμποσα κεφάλια είχαν γυρίσει ενώ τέλειωνε τη φράση της. Οι κοπέλες την περιεργάζονταν. Τους ανταπέδωσε το βλέμμα, μέχρι που κοίταξαν αλλού. «Εκείνες οι κοπέλες υποφέρουν στο κλωστοϋφαντουργείο», συνέχισε, πιο χαμηλόφωνα τώρα. «Είναι τόσο άτυχες…» Η Τρούντι της έπιασε το χέρι. «Καλή μου Τζο, δεν υπάρχει κοπέλα πιο άτυχη από εμάς τις δυο», είπε. «Ακόμα δεν έχουμε αρραβωνιαστεί. Είμαστε γεροντοκόρες. Αξιοθρήνητα μηδενικά. Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά μόνες. Απαγορεύεται να είμαστε υπερβολικά τολμηρές με τις εκφράσεις μας, το ντύσιμο ή τα
συναισθήματά μας, μην τυχόν και αποθαρρύνουμε έναν πιθανό μνηστήρα. Δεν επιτρέπεται να έχουμε δικά μας κεφάλαια. Και, πάνω απ’ όλα», συνέχισε, σφίγγοντας το χέρι της Τζο για να δώσει έμφαση στα λόγια της, «δεν επιτρέπεται να έχουμε δική μας γνώμη». «Και δεν σ’ ενοχλεί αυτό, Τρου;» ρώτησε η Τζο, εκνευρισμένη. «Και βέβαια μ’ ενοχλεί! Γι’ αυτό ακριβώς σκοπεύω να παντρευτώ το συντομότερο δυνατόν», απάντησε η Τρούντι. Και με αυτά τα λόγια, τινάχτηκε όρθια, άνοιξε απότομα μια φανταστική βεντάλια και άρχισε να πηγαινοέρχεται με πλατιά βήματα στο δωμάτιο, προσποιούμενη την κυρία της καλής κοινωνίας. «Όταν γίνω κυρία Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ και εγκατασταθώ στη μεγαλόπρεπη έπαυλή μου της Πέμπτης Λεωφόρου, θα κάνω ό,τι μου αρέσει. Θα λέω αυτό που θέλω, θα διαβάζω αυτό που θέλω και θα βγαίνω κάθε απόγευμα με τις γούνες μου και με τα διαμαντικά μου, για να χαμογελάω στον εραστή μου από το θεωρείο μου στην Όπερα». Ήταν σειρά της Τζο να υψώσει το φρύδι. «Και ο κύριος Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ; Εκείνος πού θα βρίσκεται;» ρώτησε. «Στο σπίτι. Θα κατσουφιάζει δίπλα στο τζάκι, παρέα με τις οικονομικές εφημερίδες του», είπε η Τρούντι και μιμήθηκε τη μόνιμη έκφραση δυσαρέσκειας του Γκίλμπερτ. Η Τζο γέλασε άθελά της. «Δεν θα καταλάβω ποτέ για ποιον λόγο σε απέρριψαν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη θεατρική παράσταση. Είσαι γεννημένη για τη σκηνή», είπε. «Δεν με απέρριψαν, να μου κάνεις τη χάρη. Μ ου πρόσφεραν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κι εγώ τον αρνήθηκα. Ο κύριος Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ δεν βλέπει με καλό μάτι οτιδήποτε έχει να
κάνει με το θέατρο». Για μια στιγμή, η Τζο ξέχασε τις δικές της έγνοιες. Ήξερε τον Γκίλμπερτ. Ήταν αυτάρεσκος και επιτιμητικός, ήδη γέρος στα είκοσί του. Επιπλέον, ήταν ζάπλουτος. «Στ’ αλήθεια θα τον παντρευτείς;» ρώτησε. Της ήταν πιο εύκολο να φανταστεί ένα κολιμπρί ζευγαρωμένο με έναν βάτραχο παρά την όμορφη, γεμάτη ζωντάνια Τρούντι παντρεμένη με τον Γκίλμπερτ. «Αυτό έχω σκοπό. Γιατί όχι;» «Επειδή… θα πρέπει… να…» Δεν μπορούσε να το πει. «Να πάω στο κρεβάτι μαζί του;» τέλειωσε τη φράση της η Τρούντι. Η Τζο κοκκίνισε. «Δεν θα έλεγα αυτό!» «Αυτό θα εννοούσες, όμως». Η Τρούντι κοίταξε έξω από το παράθυρο που βρισκόταν κοντά τους. Το βλέμμα της πλανήθηκε πάνω από το γρασίδι και τα λιβάδια κι έπειτα ταξίδεψε ακόμα πιο μακριά, σε ένα μέρος –ένα μέλλον– που μονάχα εκείνη μπορούσε να δει. «Μ ια μικρή νυχτερινή αγγαρεία σε αντάλλαγμα για ατέλειωτες μέρες άνεσης. Όχι και τόσο άσχημη συναλλαγή», είπε η Τρούντι με ένα λυπημένο χαμόγελο. «Η οικονομική κατάσταση ορισμένων δεν είναι τόσο καλή όσο ορισμένων άλλων. Ο μπαμπάς μου μόλις που καταφέρνει να πληρώσει τα δίδακτρα της σχολής, για να μη μιλήσω για τους λογαριασμούς της μοδίστρας. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν είμαι εγώ αυτή για την οποία ανησυχώ, αλλά εσύ». Η Τρούντι έστρεψε ξανά την προσοχή της στην Τζο. «Ξέρεις τους κανόνες: πρώτα παντρεύεσαι, μετά είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι σου καπνίσει. Για όνομα του Θεού, όμως, μέχρι να κάνεις έναν
άντρα να χαμογελάει σαν χαζός και να μιλάει για τουλίπες, κρατήσου μακριά από εργάτριες και από κλωστοϋφαντουργεία!» Η Τζο ήξερε πως η Τρούντι είχε δίκιο. Η Σπάρκι θα σοκαριζόταν αν μάθαινε ποτέ τι είχε κάνει. Το ίδιο και οι γονείς της, οι Όλντριτς, και όλη η υπόλοιπη Νέα Υόρκη. Η δική της Νέα Υόρκη, αν μη τι άλλο – η παλιά Νέα Υόρκη. Οι κοπέλες με σωστή ανατροφή, που προέρχονταν από παλιές, καλές οικογένειες, έκαναν την εμφάνισή τους στην κοινωνία, αρραβωνιάζονταν και γύριζαν ξανά πίσω – στα σαλόνια τους, τις δεξιώσεις και τους χορούς τους. Δεν επιχειρούσαν να περιπλανηθούν στον επικίνδυνο, βρόμικο κόσμο για να γίνουν δημοσιογράφοι – ούτε και τίποτα άλλο. Τα αγόρια, από την άλλη, το επιχειρούσαν. Ούτε αυτά θα γίνονταν δημοσιογράφοι –ήταν ένα επάγγελμα πολύ βρομερό για έναν τζέντλεμαν–, αλλά μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν ιδιοκτήτες εφημερίδων, να διευθύνουν μια επιχείρηση, να ασκήσουν τη δικηγορία, να γίνουν εκτροφείς αλόγων, να αποκτήσουν γεωργικά ενδιαφέροντα ή να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, όπως οι Τζέι και οι Ρούσβελτ. Η Τζο το ήξερε αυτό, αλλά της ήταν αδύνατον να το δεχτεί. Ήταν κάτι που ερέθιζε το πνεύμα της, ακριβώς όπως τα κορδόνια του κορσέ της ερέθιζαν το σώμα της. Γιατί, αναρωτιόταν, τα αγόρια καταφέρνουν να κάνουν και να γίνονται αυτό που θέλουν, ενώ τα κορίτσια μένουν απλοί παρατηρητές; «Τζο;» Η Τζο σήκωσε τα μάτια. Ήταν μια συμμαθήτριά της, η Αραμπέλα Πόλντινγκ.
«Η Σπάρκι θέλει να σε δει στο γραφείο της», είπε. «Αμέσως». «Γιατί;» απόρησε η Τζο. «Δεν μου είπε. Μ ου έδωσε εντολή να σε βρω και να σου πω να πας. Σε βρήκα. Τώρα, λοιπόν, πήγαινε». «Η Λίμπα τα μαρτύρησε όλα», μουρμούρισε δυσοίωνα η Τρούντι. Η Τζο μάζεψε τα χαρτιά της, τρέμοντας τη συζήτηση με τη διευθύντρια. «Μ ην ανησυχείς, αγάπη μου», είπε η Τρούντι. «Απλώς θα μπεις σε περιορισμό για λίγες μέρες, είμαι σίγουρη. Εκτός κι αν η Σπάρκι σε αποβάλει». «Σπουδαία παρηγοριά είσαι», είπε η Τζο. Η Τρούντι χαμογέλασε θλιμμένα. «Τι να σου πω; Το μόνο που θέλω εγώ είναι να καπνίζω. Αυτό μπορεί να το συγχωρήσει η Σπάρκι. Εσύ, από την άλλη, θέλεις να μάθεις πράγματα. Και κανείς δεν μπορεί να συγχωρήσει σε μια κοπέλα ένα τέτοιο παράπτωμα».
2 Η Τζο βγήκε τρέχοντας από το Χόλιστερ Χολ, διέσχισε το σκεπασμένο με γρασίδι προαύλιο και μπήκε στο κτίριο Σλόκαμ, όπου βρισκόταν το γραφείο της διευθύντριας. Ο ψηλός επιχρυσωμένος καθρέφτης στον προθάλαμο αντικατόπτρισε φευγαλέα την εικόνα της – ένα λυγερό κορίτσι που φορούσε μακριά καφέ φούστα, μπλούζα με λεπτές ρίγες και μπότες με κορδόνια που έδεναν μέχρι πάνω. Τα κυματιστά μαύρα μαλλιά της σχημάτιζαν μια τριγωνική αιχμή στο κέντρο του μεγάλου μετώπου της, ενώ τα γκρίζα, γεμάτα ζωντάνια μάτια της ξεχώριζαν πάνω στο ασυνήθιστα όμορφο πρόσωπό της. «Θα ήσουν αληθινή καλλονή», της έλεγε συχνά η μητέρα της, «έτσι κι έπαυες να κατσουφιάζεις». «Δεν κατσουφιάζω, μαμά, σκέφτομαι», ήταν η μόνιμη απάντηση της Τζο. «Ε, λοιπόν, σταμάτα να σκέφτεσαι. Δεν είναι ελκυστικό», της ανταπαντούσε εκείνη. Η Τζο έφτασε στο γραφείο της δεσποινίδας Σπάρκγουελ και επιστράτευσε το κουράγιο της για την επικείμενη ανάκριση. Χτύπησε την πόρτα. «Περάστε!» είπε μια φωνή.
Η Τζο γύρισε το πόμολο και έσπρωξε την πόρτα, έτοιμη να έρθει αντιμέτωπη με την αυστηρή έκφραση της διευθύντριας. Αλλά δεν ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό που αντίκρισε: τη διευθύντρια όρθια μπροστά στο παράθυρο, να σκουπίζει τα μάτια της με ένα μαντίλι. Τόσο πολύ την είχε ταράξει το άρθρο για τις κοπέλες στο κλωστοϋφαντουργείο; «Δεσποινίς Σπάρκγουελ, δεν ξέρω τι σας είπε η Λίμπα, αλλά το άρθρο αξίζει», είπε η Τζο, περνώντας προληπτικά στην επίθεση. «Είναι καιρός πια ο Νάρκισσος να προσφέρει στις αναγνώστριές του κάτι πιο απαιτητικό από ποιήματα για γατάκια». «Καλή μου, δεν σε κάλεσα εδώ για να μιλήσουμε για τον Νάρκισσο». «Αλήθεια;» είπε η Τζο, έκπληκτη. Η δεσποινίς Σπάρκγουελ έφερε το χέρι στο μέτωπό της. «Κύριε Όλντριτς, θα είχατε την καλοσύνη; Εγώ δεν… δεν μπορώ», είπε με ραγισμένη φωνή. Η Τζο έκανε μεταβολή και έμεινε εμβρόντητη όταν αντίκρισε δύο από τους παλιότερους φίλους της –τον Έιμπραχαμ Όλντριτς και την αδερφή του, την Άντελεϊντ– καθισμένους στον καναπέ. Η υπεράσπιση του άρθρου της την είχε απορροφήσει τόσο, που δεν τους είχε καν προσέξει. «Μ πραμ! Άντι!» φώναξε και έτρεξε κοντά τους. «Τι υπέροχη έκπληξη! Μ ακάρι να μου είχατε πει ότι θα ερχόσαστε. Θα είχα φορέσει κάτι άλλο και δεν θα με βρίσκατε με τη στολή. Θα είχα…» Η φωνή της έσβησε ενώ συνειδητοποιούσε πως ήταν και οι δύο ντυμένοι στα μαύρα. Ένα παγωμένο χέρι έσφιξε τα σωθικά της. «Φοβάμαι πως έχουμε άσχημα νέα, Τζο», είπε ο Μ πραμ και σηκώθηκε.
«Αχ, Τζο. Να φανείς γενναία, γλυκιά μου», ψιθύρισε η Άντι και σηκώθηκε κι εκείνη. Η Τζο κοίταζε μια τον έναν και μια την άλλη κι ένιωθε το κεφάλι της να βαραίνει. «Μ ε τρομάζετε», είπε. «Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει;» Και τότε κατάλαβε. Η υγεία του κυρίου Όλντριτς είχε επιδεινωθεί τον τελευταίο καιρό. «Αχ, όχι! Αχ, Μ πραμ, Άντι. Πρόκειται για τον πατέρα σας, έτσι δεν είναι;» «Όχι, Τζο, όχι για τον δικό μας πατέρα», είπε χαμηλόφωνα η Άντι και έπιασε το χέρι της Τζο. «Όχι για τον δικό σας; Δεν… δεν καταλαβαίνω». «Τζο, ο πατέρας σου πέθανε», είπε ο Μ πραμ. «Ήταν ατύχημα. Χτες βράδυ καθάριζε στο γραφείο του ένα περίστροφο… κι αυτό εκπυρσοκρότησε. Τον βρήκε ο Θίκστον. Η Άντι κι εγώ ήρθαμε για να σε συνοδεύσουμε στο σπίτι. Θα πάρουμε τα πράγματά σου κι ύστερα…» Αλλά η Τζο δεν άκουσε τα υπόλοιπα. Το δωμάτιο και όλα όσα περιείχε στριφογύριζαν σαν τρελά. Για λίγα δευτερόλεπτα, της ήταν αδύνατον να πάρει ανάσα ή να μιλήσει. Πώς ήταν δυνατόν να είχε πεθάνει ο πατέρας της; Από τα τόσα σταθερά και ακλόνητα πράγματα στη ζωή της, εκείνος ήταν το σταθερότερο. Και τώρα ο Μ πραμ της έλεγε πως είχε φύγει… είχε φύγει… και ήταν σαν να κατέρρεε όλος ο κόσμος κάτω από τα πόδια της. «Τζο; Μ ’ ακούς; Τζόζεφιν, κοίταξέ με», έλεγε ο Μ πραμ που τώρα στεκόταν δίπλα της και την κρατούσε από το μπράτσο για να μη χάσει την ισορροπία της. Ο ήχος της φωνής του τη συνέφερε, θυμίζοντάς της πως οι άνθρωποι της τάξης τους δεν έκαναν σκηνές δημόσια. Και δημόσιο, για έναν Όλντριτς ή μια Μ όντφορτ, ήταν οποιοδήποτε μέρος, εκτός από την κρεβατοκάμαρά τους.
«Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε. «Ναι, ευχαριστώ», κατόρθωσε να απαντήσει η Τζο. «Σε λίγο θα είμαι έτοιμη», πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει. «Απλώς πρέπει να μαζέψω κάποια πράγματα. Μ ε συγχωρείτε». «Άφησέ με να έρθω μαζί σου», είπε η Άντι. Έπιασε την Τζο από το μπράτσο και την οδήγησε έξω από το δωμάτιο. Κατευθύνθηκαν μαζί προς τους κοιτώνες. «Θα προσπαθήσουμε να προλάβουμε το τρένο των πέντε και πέντε, για να βρισκόμαστε στον Γκραντ Σέντραλ προτού βραδιάσει. Δεν θα ήταν φρόνιμο να φτάσουμε αφού βραδιάσει. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο», έλεγε αναστατωμένη. «Αυτή η πόλη δεν είναι πλέον κατάλληλη για την τάξη μας. Έχει κατακλυστεί από ξένους, εγκληματίες και δακτυλογράφους». Η Τζο μετά βίας κατέγραφε τη φλυαρία της Άντι. Ζαλισμένη, προσπαθούσε να περπατάει βάζοντας το ένα πόδι της μπροστά από το άλλο. Διέσχισε το προαύλιο με το γρασίδι και τα κτίριά του μέσα σε παραζάλη. Μ όλις πριν από λίγα λεπτά είχε ακολουθήσει αυτό το ίδιο μονοπάτι, αλλά τώρα μόλις που το αναγνώριζε. Μ έσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, τα πάντα είχαν αλλάξει. Οι κοιτώνες ήταν έρημοι όταν έφτασαν. Οι υπόλοιπες σπουδάστριες βρίσκονταν είτε στις λέσχες είτε στη βιβλιοθήκη. Η Άντι άνοιξε την πόρτα του δωματίου της Τζο και την έσπρωξε στο εσωτερικό του. «Να ’μαστε εδώ, ολομόναχες. Τώρα μπορείς να κλάψεις, αν θέλεις. Κανείς δεν θα σε δει», είπε. Η Τζο κάθισε στο κρεβάτι της, παγωμένη από το σοκ. Περίμενε πως θα άρχιζε να κυλάει ένας ποταμός δακρύων, μόνο που δεν έγινε έτσι. Η Άντι είχε αρχίσει να ψάχνει για τη μικρή βαλίτσα της Τζο,
αλλά εκείνη τη σταμάτησε. «Δεν είναι ανάγκη να πακετάρω», είπε. «Έχω αρκετά ρούχα στο σπίτι. Αν έχεις την καλοσύνη, φέρε μου απλώς το παλτό και τα γάντια μου». «Τι γενναίο κορίτσι που είσαι, κοίταξε πώς συγκρατείς τα δάκρυά σου…» είπε η Άντι. «Καλύτερα έτσι, όμως. Δεν είναι ανάγκη να πάμε με κόκκινα μάτια στον σταθμό. Δεν υπάρχει λόγος να τραβήξουμε τα βλέμματα του λαουτζίκου». Η Τζο κατένευσε ανέκφραστα. Η Άντι έκανε λάθος, αλλά δεν τη διόρθωσε. Δεν συγκρατούσε τα δάκρυά της· πολύ απλά, δεν είχε δάκρυα. Ήθελε απεγνωσμένα να κλάψει, αλλά δεν μπορούσε. Λες και η καρδιά της, περιορισμένη και σφιγμένη από τον κορσέ της όπως και η μέση της, δεν κατάφερνε να βρει ξανά το σχήμα της.
3 «Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά», δήλωσε με υπεροψία η κυρία Κορνίλιους Τζ. Όλντριτς του Τρίτου. «Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντικό να τους αξιοποιούμε όσο καλύτερα μπορούμε». Ήταν το γεύμα μετά την κηδεία του Τσαρλς Μ όντφορτ, μια μελαγχολική και κόσμια συγκέντρωση – ή, τουλάχιστον, έτσι ήταν μέχρι που κατέφτασε η κυρία Όλντριτς, γνωστή στους πάντες ως «Νόνα». «Ακόμα ένα φλιτζάνι τσάι, Νόνα;» ρώτησε η Άντι Όλντριτς, σηκώνοντας την τσαγιέρα από το χαμηλό τραπεζάκι μπροστά της. «Σε καλό σου, όχι! Μ ε έχεις ρωτήσει ήδη τρεις φορές! Πήγαινε να ρωτήσεις τον νεαρό Μ πίκμαν, που κάθεται εκεί πέρα, αν θέλει κάτι. Ακόμα δεν βλέπω δαχτυλίδι στο δικό σου δάχτυλο, δεσποσύνη!» την επέπληξε η Νόνα. Η Άντι κοκκίνισε και άφησε κάτω την τσαγιέρα. Η Νόνα, καθισμένη σε μια μπερζέρα στο σαλόνι των Μ όντφορτ, έστρεψε την προσοχή της στη γυναίκα που καθόταν απέναντί της – τη Μ άντλεν Μ όντφορτ, θεία της Τζο. Η Άντι και η Τζο κάθονταν μαζί σε έναν μαλακό καναπέ, ανάμεσα στις δύο γηραιότερες γυναίκες.
«Κατανοώ πως η οικογένεια είναι συντετριμμένη, βεβαίως. Αλλά δεν βλέπω για ποιον λόγο θα έπρεπε να καθυστερήσει ένας αρραβώνας», συνέχισε οξύθυμα η Νόνα. Πήρε ένα κουλουράκι από το πιάτο και τάισε το σπάνιελ που καθόταν στην αγκαλιά της. «Αχ, τα κορίτσια στις μέρες μας… Δεν τα καταλαβαίνω. Περιμένουν μέχρι να φτάσουν τα είκοσι για να παντρευτούν! Κι ύστερα κάνουν τόσο μικρές οικογένειες!» Η Τζο κοίταζε ανέκφραστα ευθεία μπροστά της και αντιλαμβανόταν μόνο αμυδρά πως η Νόνα μιλούσε για εκείνη, τον Μ πραμ και τον γάμο τους. Προφανώς, ήταν επικείμενη μια πρόταση γάμου, η οποία τώρα θα καθυστερούσε εξαιτίας του θανάτου του πατέρα της. Θα έπρεπε να νιώθω ενθουσιασμένη; αναρωτήθηκε. Της ήταν δύσκολο κάτω από τέτοιες συνθήκες, αλλά θα της ήταν εξίσου δύσκολο ακόμα και αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Μ ια πρόταση γάμου από τον Μ πραμ Όλντριτς δεν θα ήταν έκπληξη. Από τότε που η Τζο θυμόταν τον εαυτό της, υπήρχε πάντα η προσδοκία πως οι δυο τους θα παντρεύονταν. Μ όλις το περασμένο καλοκαίρι είχε ακούσει τη μητέρα και τη θεία της να κουβεντιάζουν γι’ αυτό το ζήτημα στο θερμοκήπιο. «Ένας γάμος με τους Όλντριτς θα ήταν εξαιρετικά επωφελής, Άννα», έλεγε η θεία Μ άντλεν. «Ο Μ πραμ είναι ένας εξαίρετος νεαρός και η οικογένειά του είναι πολύ εύπορη. Επιπλέον…» «Πιο εύπορη από τη δική μας;» διέκοψε με νόημα η μητέρα της Τζο. «Ναι», αποκρίθηκε η Μ άντλεν. «Συγγνώμη, αλλά αυτά τα πράγματα πρέπει να λέγονται. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπονοώ πως είναι νεόπλουτοι. Αυτό που θέλω να πω είναι πως, αν η Τζο
παντρευόταν τον Μ πραμ, δεν θα της έλειπε ποτέ κάτι». «Συμφωνώ, Μ άντι, κι εγώ εγκρίνω αυτή την ένωση, αλλά θα σε παρακαλέσω αυτή η συζήτηση να μείνει μεταξύ μας. Δεν θα ήταν συνετό να δώσουμε στη Νόνα την εντύπωση πως πέρασε το δικό της», απάντησε η μητέρα της Τζο. «Τουλάχιστον όχι μέχρι να έχω κάποια ιδέα για τα σχέδια που κάνει ο πατέρας του Μ πραμ για το ζευγάρι. Οι Όλντριτς είναι άριστη οικογένεια, αλλά όχι τόσο παλιά ή διακεκριμένη όσο η δική μας. Η Τζο δεν θα είχε καμία δυσκολία να παντρευτεί έναν Ρούσβελτ ή έναν Λίβινγκστον». Ο Θίκστον, ο μπάτλερ, είχε διαλέξει ακριβώς εκείνη τη στιγμή για να εμφανιστεί στον διάδρομο κρατώντας έναν δίσκο με τσάι, κι έτσι, προς μεγάλη της απογοήτευση, η Τζο αναγκάστηκε να αποσυρθεί βιαστικά, προτού την πιάσει να κρυφακούει. Αν είχε μείνει ένα λεπτό παραπάνω, ίσως και να είχε ακούσει αυτό που περισσότερο απ’ όλα λαχταρούσε να μάθει: την αγαπούσε ο Μ πραμ; Η μητέρα και η θεία της Τζο πράγματι δεν μοιράστηκαν με κανέναν άλλον τις σκέψεις τους για τον γάμο –ή, τουλάχιστον, δεν τις μοιράστηκαν μαζί της–, αλλά αυτό δεν είχε εμποδίσει τον κύκλο τους να αρχίσει τις συζητήσεις. Ειδικά τη Νόνα. Από την άλλη, βέβαια, η Νόνα μιλούσε διαρκώς για γάμο. Εκείνη ήταν η αδιαμφισβήτητη κεφαλή της οικογένειας των Όλντριτς και, μάλιστα, ήταν και η ίδια μια Λίβινγκστον προτού παντρευτεί. Στις φλέβες της έτρεχε το αίμα των καλύτερων οικογενειών της Νέας Υόρκης. Είχε σχέση συγγένειας με σχεδόν όλες τις σημαντικές προσωπικότητες. Και σχεδόν όλες οι σημαντικές προσωπικότητες την αποκαλούσαν «Νόνα». Καθώς αγαπούσε ιδιαίτερα το Χέροντεϊλ, το μεγάλο εξοχικό κτήμα δίπλα στον ποταμό Χάντσον
που της είχε χαρίσει ο πατέρας της ως γαμήλιο δώρο, πατούσε το πόδι της στο Μ ανχάταν μονάχα όταν το έκρινε απολύτως απαραίτητο, προτιμώντας τα δάση και τα λιβάδια του Χέροντεϊλ από τα ψηλά κτίρια και την κυκλοφορία. «Και κάτι ακόμα που δεν καταλαβαίνω, Μ άντι, είναι η απόλυτη έλλειψη σεβασμού της νεότερης γενιάς για τη γενεαλογία», συνέχιζε τώρα η Νόνα. «Η μικρότερη κόρη της Μ άργκαρετ Ντουίτ παντρεύεται έναν Γουίτνεϊ. Δεν τους έχω καν ακουστά! Μ αθαίνω ότι ο πατέρας του νεαρού είναι πολιτικός. Θα ταίριαζε μια χαρά με την κόρη κάποιας νεόπλουτης οικογένειας, αλλά με μια Ντουίτ;» Κούνησε το κεφάλι της αηδιασμένη. «Και τι γοφούς έχει αυτή η κοπέλα! Θα ξεπετάει τα μωρά σαν δαμάλα από το Έρσιρ». Η Μ άντλεν χλόμιασε. Το φλιτζάνι με το τσάι ξέφυγε από το χέρι της και κουδούνισε μέσα στο πιατάκι. «Πες μου, Νόνα», είπε, «τι κάνει η άλλη σκυλίτσα σου; Σούκι τη λένε, νομίζω. Βλέπω ότι δεν την έχεις μαζί σου. Ελπίζω να μην είναι άρρωστη». «Το αντίθετο. Δεν σου το είπα; Έμεινε έγκυος!» απάντησε χαρούμενη η Νόνα. «Τη ζευγάρωσα τέσσερις φορές με τον Καλό Βασιλιά Χάρι, τον σκύλο της Άλμα Ράινλαντερ. Κόντευα να απελπιστώ, αλλά να που θα γεννήσει τον επόμενο μήνα. Αν ήταν τόσο εύκολο και με τις κόρες, ε, Μ άντι; Να παίρνεις μια γεροδεμένη σκύλα σε οίστρο, να την κλείνεις σε ένα κλουβί, παρέα με έναν πρόθυμο επιβήτορα, και δύο μήνες αργότερα να έχεις έξι εύρωστα κουτάβια!» Η Μ άντλεν έσφιγγε νευρικά το μαργαριταρένιο κολιέ της. «Άντι, νομίζω πως η κυρία Χόλαντερ φεύγει», είπε. «Ξέρω ότι θα ήθελε να χαιρετήσει την Τζο. Έχεις την καλοσύνη;»
«Και βέβαια», είπε η Άντι. Έπιασε την Τζο από το χέρι και την τράβηξε από τον καναπέ. «Λυπάμαι τόσο πολύ, Τζο. Δεν ξέρω τι να πω. Είναι απίστευτη», ψιθύρισε όταν βρέθηκαν αρκετά μακριά ώστε να μην ακούγονται. «Ο μπαμπάς είχε τον τρόπο του να την ελέγχει, αλλά, τώρα που είναι τόσο αδύναμος, κανείς μας δεν μπορεί να τη συγκρατήσει». «Δεν πειράζει, Άντι», απάντησε η Τζο με πνιγμένη φωνή. Δεν την ένοιαζαν όσα έλεγε η Νόνα. Εκείνο το ίδιο πρωί είχε θάψει τον πατέρα της και μαζί του είχε θάψει κι ένα κομμάτι από την καρδιά της. Η νεκρώσιμη ακολουθία είχε τελεστεί στην Εκκλησία του Ελέους, στη συμβολή της Μ πρόντγουεϊ με την Ενδέκατη Οδό, και τα στασίδια ήταν όλα κατάμεστα. Οι παλιές οικογένειες εκκλησιάζονταν ακόμα στον συγκεκριμένο ναό, παρόλο που ελάχιστες πλέον έμεναν εκεί κοντά. Το εμπόριο, η βιομηχανία και το ολοένα μεγαλύτερο κύμα μεταναστών τις είχαν αναγκάσει να μετακινηθούν από το κάτω τμήμα της Νέας Υόρκης προς τις ψηλότερες περιοχής της πόλης. Το κοιμητήριο της Εκκλησίας του Ελέους ήταν υπερπλήρες, όπως και τα στασίδια της, έτσι ο Τσαρλς Μ όντφορτ είχε ταφεί στο βόρειο νεκροταφείο της ενορίας. Ζωντανοί ή νεκροί, οι εύποροι Νεοϋορκέζοι αναζητούσαν πλέον κατάλυμα στα βόρεια προάστια. Η Άντι οδήγησε την Τζο στο χολ, όπου ο Θίκστον έδινε στην κυρία Χόλαντερ την εσάρπα της, κι ύστερα έφυγε ολοταχώς για να προσφέρει ένα ποτήρι ποντς στον Άντριου Μ πίκμαν. Η Τζο είχε μια αναμενόμενη, σύντομη συζήτηση με την κυρία Χόλαντερ κι ύστερα τη φίλησε για να την αποχαιρετήσει. Στη συνέχεια, ξεκίνησε να γυρίσει στο σαλόνι, αλλά στη διαδρομή ένιωσε να την
πλακώνει η αίσθηση πως όλα αυτά που ζούσε δεν συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Η αίσθηση ήταν τόσο δυνατή, που ζαλίστηκε και ακούμπησε το χέρι της στην κουπαστή της σκάλας, για να μη χάσει την ισορροπία της. «Αυτό είναι το σπίτι μου», ψιθύρισε. «Αυτός είναι ο εβένινος πάγκος που έφερε ο μπαμπάς από τη Ζανζιβάρη. Από πάνω του κρέμεται το πορτρέτο του παππού Σέρμερχορν. Πίσω του βρίσκεται το σαλόνι, μέσα στο οποίο υπάρχουν ένα πιάνο, ένα τζάκι, ένα ρολόι και η μητέρα μου». Μ α πώς ήταν δυνατόν να βρίσκονται εκεί όλα αυτά, αλλά να έχει φύγει ο πατέρας της; Πώς ήταν δυνατόν το ρολόι να μετράει ακόμα τον χρόνο; Πώς ήταν δυνατόν να καίει η φωτιά στο τζάκι; Πώς ήταν δυνατόν να έχει πεθάνει ο πατέρας της; Είχε σκοτωθεί από ένα όπλο. Το δικό του όπλο. Από ατύχημα. Αυτό έλεγαν όλοι. Όμως, δεν ήταν δυνατόν. Ο πατέρας της ήταν κυνηγός. Ήξερε πώς να χειρίζεται όπλα και είχε κάμποσα στο σπίτι, επειδή ανέκαθεν φρόντιζε για την ασφάλεια της οικογένειάς του. Σε σημείο υπερβολής, έλεγε η μητέρα της. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που ο πατέρας της τριγύριζε μέσα στο σπίτι και έλεγχε πόρτες και παράθυρα. «Αγαπητή μου Τζο, πώς είσαι;» ρώτησε μια φωνή. Η Τζο, όμως, βυθισμένη στη θλίψη της, δεν την άκουσε. Η φωνή μίλησε ξανά. «Τζόζεφιν, είσαι καλά;» Αυτή τη φορά η Τζο την άκουσε και γύρισε να δει. Ήταν ο αιδεσιμότατος Ουίλις, ο πνευματικός της οικογένειας. Την περιεργαζόταν με μια έκφραση ανησυχίας. Η Τζο πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Καλά είμαι, αιδεσιμότατε. Ευχαριστώ. Θα θέλατε ένα φλιτζάνι
τσάι;» ρώτησε. «Όχι, καλή μου, ήπια ήδη αρκετό. Ίσως θα ήταν συνετό να καθίσεις. Είσαι κάτωχρη». «Ναι, θα καθίσω», είπε η Τζο. Όχι εκεί, όμως. Ένιωθε την ανάγκη να ξεφύγει από τα θλιμμένα πρόσωπα και τις πνιχτές φωνές. Ζήτησε συγγνώμη και έτρεξε στο γραφείο του πατέρα της. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα για τον πρώτο όροφο, ο επικήδειος που εκφώνησε ο εφημέριος αντηχούσε στα αυτιά της. Ο Τσαρλς Μόντφορτ ήταν ένας άνθρωπος αγαπητός σε όλους. Ένας στυλοβάτης της κοινωνίας. Ένας άντρας που επιδιδόταν μόνο σε τίμιες και δίκαιες εμπορικές συναλλαγές και που επιδείκνυε απαράμιλλη γενναιοδωρία απέναντι στους λιγότερο τυχερούς. Ήταν ένας αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας, ευγενικός και στοργικός με την οικογένεια και με τους φίλους του… Ναι, ο μπαμπάς πράγματι ήταν όλα αυτά, σκεφτόταν η Τζο. Κι όμως, ο αιδεσιμότατος δεν τον είχε σκιαγραφήσει με ακρίβεια. Όχι απόλυτα. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να είναι τόσο διαφορετικός κάποιες στιγμές… Τόσο αθόρυβος και απόμακρος… Η Τζο έφτασε στο γραφείο και γλίστρησε στο εσωτερικό του. Εκεί μέσα τής ήταν εύκολο να πιστέψει πως ο πατέρας της ήταν ακόμα ζωντανός. Μ πορούσε να τον μυρίσει – την κολόνια του, τα πούρα του, το ινδικό τσάι που προτιμούσε. Μ πορούσε να τον νιώσει. «Μ παμπά;» ψιθύρισε. Η συγκίνηση την κατέκλυσε. Δύο μέρες τώρα, από τη στιγμή που η Άντι και ο Μ πραμ της είχαν μεταφέρει τα νέα, της ήταν αδύνατον να κλάψει. Αλλά τώρα θα έκλαιγε. Επιτέλους. Εκεί,
ολομόναχη. Περίμενε, όμως και πάλι τα δάκρυα δεν ανάβλυσαν. Μα τι της συνέβαινε; Αγαπούσε τον πατέρα της. Γιατί δεν μπορούσε να κλάψει για εκείνον; Ενοχλημένη, πλησίασε το μεγάλο θολωτό παράθυρο και κοίταξε έξω, προς την Γκράμερσι Σκουέρ. Ήταν ένα όμορφο απόγευμα του Σεπτέμβρη και το πάρκο ήταν γεμάτο από παιδιά με τις νταντάδες τους. Έγειρε το κεφάλι της στο πλαίσιο του παραθύρου, τσαλακώνοντας τις πλούσιες κουρτίνες. Ξαφνικά, ένιωσε ένα εξόγκωμα κάτω από το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της. Οι κουρτίνες ήταν μακριές και το ύφασμα που περίσσευε σερνόταν στο πάτωμα. Τις μετακίνησε και κοίταξε με προσοχή. Και τότε, είδε κάτι μικρό, στο χρώμα του χαλκού, μπλεγμένο στα κρόσσια του χαλιού. Ήταν μια σφαίρα. Η Τζο την πήρε στα χέρια της ανατριχιάζοντας κι αναρωτήθηκε πώς να είχε βρεθεί εκεί. Ο πατέρας της φυλούσε ένα οπλισμένο περίστροφο στο ντουλάπι του γραφείου του· το ίδιο περίστροφο που τον είχε σκοτώσει. Αναρωτήθηκε ξανά με ποιον τρόπο να είχε συμβεί το ατύχημα, όπως είχε αναρωτηθεί χιλιάδες φορές μέσα στις τελευταίες δύο μέρες. Ίσως ο πατέρας της να είχε αρχίσει να αδειάζει τη θαλάμη, ακουμπώντας τις ελεύθερες σφαίρες στο γραφείο του, αλλά κάτι να του είχε αποσπάσει την προσοχή. Ίσως να είχε κλείσει τη θαλάμη για να δει τι είχε προκαλέσει αυτή την αναστάτωση, ύστερα να είχε πιάσει ξανά στα χέρια του το περίστροφο ξεχνώντας πως δεν ήταν άδειο, και με κάποιον τρόπο το περίστροφο να είχε εκπυρσοκροτήσει. Αυτή ήταν η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσε ένα δώσει. «Έτσι, όμως, δεν εξηγείται η δική σου παρουσία», είπε,
κοιτάζοντας συνοφρυωμένη τη σφαίρα. Τη γύρισε στην παλάμη της και περιεργάστηκε το κάτω μέρος της. Τα γράμματα W.R.A.Co σχημάτιζαν ένα τόξο από τη μια πλευρά μέχρι την άλλη. Και από κάτω υπήρχε τυπωμένη η προδιαγραφή: .38 LONG. Μπορεί ο μπαμπάς να κατέρρευσε πάνω στο γραφείο του όταν εκπυρσοκρότησε το όπλο και να σάρωσε με το χέρι του τις σφαίρες καθώς έπεφτε στο πάτωμα, σκέφτηκε. Και αργότερα ο Θίκστον ή κάποιος αστυνομικός να κλότσησε μια από αυτές ως την άλλη πλευρά του δωματίου. Το βλέμμα της διέγραψε μια πιθανή τροχιά από το γραφείο μέχρι το παράθυρο. Θα πρέπει, όμως, να την κλότσησαν με κάμποση δύναμη, συλλογίστηκε, εφόσον διέσχισε όλο το χαλί και έφτασε μέχρι την άλλη πλευρά του δωματίου. «Αχ, τι σημασία έχει πλέον πώς έφτασε εκεί;» ρώτησε τον εαυτό της αναστενάζοντας. «Ο πατέρας μου χάθηκε. Και κανένα μυστήριο δεν μπορεί να τον φέρει πίσω». Άνοιξε το ντουλάπι όπου ο πατέρας της φυλούσε το περίστροφο –η μητέρα της είχε ζητήσει από την αστυνομία να το πάρει– και ακούμπησε τη σφαίρα στο ράφι, δίπλα σε ένα κουτί με πυρομαχικά. Η μητέρα της έμπαινε καμιά φορά σε αυτό το δωμάτιο και η Τζο δεν ήθελε να δει τη σφαίρα – θα την αναστάτωνε ακόμα περισσότερο. Οι άκρες του πένθιμου μαύρου μεταξωτού φορέματος της Τζο θρόισαν καθώς έκανε αργά τον γύρο του δωματίου, αγγίζοντας το πανωφόρι του πατέρα της, ύστερα τον υγραντήρα για τα πούρα του. Την άκρη του γραφείου του. Την καρέκλα του. Εικόνες την πλημμύρισαν. Τον θυμόταν να της χαρίζει ένα γατάκι με ροζ
κορδέλα. Και να τη στροβιλίζει στην πίστα του πατινάζ. Τον θυμόταν να χορεύει με τη μητέρα της, οι δυο τους τόσο γοητευτικοί μαζί. Η μητέρα της μια πραγματική καλλονή με ξανθά μαλλιά, ο πατέρας της με τα αδρά χαρακτηριστικά των Μ όντφορτ – τα πυκνά μαύρα μαλλιά του και τα γκρίζα μάτια που ήταν όμοια με τα δικά της. Ορισμένες φορές, αυτά τα μάτια έλαμπαν κατεργάρικα και γεμάτα ζωντάνια. Κάτω από το γέλιο, όμως, συχνά υπήρχε μια σκιά. Ήταν ικανός να περνάει ώρες ολόκληρες στο γραφείο του, όρθιος μπροστά στο παράθυρο, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, και να ατενίζει τον δρόμο – σάμπως να περίμενε κάποιον. Κάποτε, όταν η Τζο ήταν μικρή, τον είχε βρει σε αυτή τη θέση. Υποτίθεται πως είχε πάει για ύπνο, όμως εκείνη είχε ξεγλιστρήσει από το κρεβάτι, τον είχε πλησιάσει αθόρυβα και είχε ρωτήσει: «Ποιον περιμένεις, μπαμπά;» Εκείνος είχε κάνει απότομα μεταβολή και η Τζο είχε προλάβει να δει ότι η όψη του ήταν κάτωχρη σαν κιμωλία και ότι τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα από συναισθήματα: από φόβο, ένα συναίσθημα που η Τζο το γνώριζε καλά επειδή και η ίδια φοβόταν πολλά πράγματα –τις αράχνες και τις βροντές και τους κλόουν στο τσίρκο–, αλλά και από θλίψη, ένα συναίσθημα που η Τζο δεν το είχε γνωρίσει. Όχι ακόμα. «Αχ, με τρόμαξες, Τζο!» της είχε πει χαμογελώντας. Και ύστερα της είχε απαντήσει πως δεν περίμενε κάποιον, απλώς είχε στο μυαλό του κάποια εμπορική συμφωνία. Και τότε ακόμα δεν τον είχε πιστέψει και, καθώς μεγάλωνε, ευχόταν να της είχε εκμυστηρευτεί τι τον προβλημάτιζε, ό,τι κι αν
ήταν αυτό. Δεν το είχε κάνει, όμως, και τώρα πλέον δεν θα το έκανε ποτέ. Για μια στιγμή, η Τζο είδε ξανά τον πατέρα της να στέκει στο παράθυρο. Να παρακολουθεί. Να περιμένει. Και ξαφνικά, να που βρισκόταν εκεί – η λέξη που ως τότε δεν της ερχόταν στο μυαλό. Η μοναδική λέξη που τον περιέγραφε απόλυτα. Στοιχειωμένος.
4 «Στην Παρκ Ρόου, σε παρακαλώ, Ντόλαν. Στα γραφεία της Στάνταρντ», είπε η Τζο, ανεβαίνοντας στην άμαξά της. Ο αμαξάς της Τζο συνοφρυώθηκε. «Η κυρία Μ όντφορτ μου έδωσε εντολή να σας μεταφέρω για ένα τσάι στο σπίτι του αιδεσιμότατου Ουίλις, δεσποινίς Τζο, και ύστερα να σας γυρίσω κατευθείαν πίσω», είπε. «Πράγματι έτσι ήταν, Ντόλαν. Αλλά τα σχέδια άλλαξαν. Δεν σ’ ενημέρωσε η μαμά;» ρώτησε δήθεν ανέμελα η Τζο. «Θα πρέπει να το ξέχασε». Ο Ντόλαν, με το χέρι του στην πόρτα της άμαξας, κοίταξε εξεταστικά την Τζο. «Δεν έγινε καμία αλλαγή στα σχέδια, έτσι δεν είναι;» Την είχε καταλάβει. «Όχι, Ντόλαν, δεν έγινε», είπε η Τζο. «Σε παρακαλώ, όμως, πήγαινέ με στην Παρκ Ρόου», τον ικέτευσε. «Και τι θα πει η μητέρα σας έτσι και μάθει ότι βρεθήκατε εκεί;» «Τίποτα, αν δεν της το πεις. Δεν γίνεται να γυρίσω στο σπίτι. Όχι ακόμα. Είναι τόσο θλιβερά εκεί μέσα, με τις κουρτίνες τραβηγμένες, τη μαμά κλεισμένη όλη τη μέρα στο δωμάτιό της, και το πορτρέτο του μπαμπά σκεπασμένο με αυτό το μαύρο ύφασμα», απάντησε η Τζο με μια χροιά απόγνωσης στη φωνή της.
Ο Ντόλαν κούνησε το κεφάλι. «Τα καταφέρνατε να με κάνετε ό,τι θέλετε από τότε που ήσαστε πέντε χρονών. Εντάξει, θα πάμε, αλλά θα πρέπει να βιαστούμε. Χωρίς χασομέρια». Η Τζο τον ευχαρίστησε, φανερά ανακουφισμένη. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες, από την κηδεία του πατέρα της και μετά, είχε παραμείνει κλεισμένη στο σπίτι λόγω του πένθους. Αντίθετα με την καθωσπρέπει μητέρα της, όμως, που προτιμούσε τα σκοτεινά δωμάτια μέσα στη θλίψη της, η Τζο λαχταρούσε να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο. Το ζωηρό πνεύμα της μαράζωνε χωρίς περισπασμούς. Μ όλις την προηγούμενη μέρα, ο θείος Φίλιπ της είχε χαρίσει μια ανάπαυλα. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα της και εκτελεστής της διαθήκης του και βοηθούσε στην τακτοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας. Οι Μ όντφορτ είχαν πλουτίσει ως ναυπηγοί στη Νέα Υόρκη του 17ου αιώνα, κι έτσι όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Τσαρλς είχαν να κάνουν με τη θάλασσα: η εφημερίδα Στάνταρντ –που κάποτε περιλάμβανε αποκλειστικά ναυτιλιακές ειδήσεις–, τρία πριονιστήρια ξυλείας, και ένα εργοστάσιο κατασκευής ναυτικών σχοινιών. Ο Φίλιπ θα πουλούσε τα πάντα σε ξένους αγοραστές, εκτός από το μεγαλύτερο απόκτημα του Τσαρλς – το μερίδιό του στη Ναυτιλιακή Εταιρεία Βαν Χάουτεν. Ο Τσαρλς ήταν μέτοχος μαζί με τον Φίλιπ και πέντε ακόμα συνεταίρους, οι οποίοι θα αγόραζαν το μερίδιό του και θα το μοιράζονταν μεταξύ τους. Το προηγούμενο βράδυ, ο Φίλιπ είχε επισκεφτεί την Άννα και την Τζο για να τις ενημερώσει πως είχε ήδη βρει αγοραστή για το ένα πριονιστήριο. Είχε αναφέρει επίσης ότι ο Τσαρλς άφηνε στη διαθήκη του ορισμένα προσωπικά κληροδοτήματα, μεταξύ αυτών
ένα σπάνιο αντίτυπο της Βίβλου σε μετάφραση επί βασιλέως Ιακώβου για τον αιδεσιμότατο Ουίλις, καθώς και ένα ασημένιο φλασκί για ουίσκι για τον Άρνολντ Στόουτμαν, τον αρχισυντάκτη της Στάνταρντ. Όλα αυτά θα απαιτούσαν προσωπικά σημειώματα. «Θα μπορούσες να το αναλάβεις αυτό για χάρη μου, Τζο;» είχε ρωτήσει. «Μ πορείς να παραδώσεις αυτοπροσώπως τα κληροδοτήματα στο προσωπικό. Ο Ντόλαν θα αναλάβει τα υπόλοιπα, εκτός από τη Βίβλο. Πιστεύω ότι αυτή θα έπρεπε να την παραδώσει ένα μέλος της οικογένειας. Άννα, θα επιτρέψεις στην Τζο να αναλάβει αυτή την παράδοση;» Η μητέρα της είχε διστάσει. «Είναι πολύ νωρίς για να αρχίσει να κυκλοφορεί», είχε απαντήσει. «Σέβομαι τη γνώμη σου, βεβαίως», είχε πει ο θείος της, «αλλά μην ξεχνάς πως η Τζο είναι νέα και πως οι νέοι έχουν ανάγκη από περισπασμούς, ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές. Σίγουρα ένας περίπατος μέχρι το πρεσβυτέριο δεν είναι κάτι το αξιοκατάκριτο, δεν νομίζεις;» Η περίοδος πένθους είχε πάψει πλέον να είναι η εξεζητημένη παρατεταμένη υπόθεση που ήταν πριν από πενήντα χρόνια, αλλά τα ήθη ακόμα επέτασσαν μια περίοδο απομόνωσης και την υιοθέτηση μιας αυστηρής αμφίεσης. Κατά συνέπεια, η Τζο θα φορούσε μαύρα για ένα εξάμηνο και η μητέρα της για δύο χρόνια, για να ακολουθήσουν ρούχα στις αποχρώσεις του γκρι και του μοβ. Η συμμετοχή των πενθούντων σε χορούς και δεξιώσεις απαγορευόταν ρητά για διάστημα μισού χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, επιτρεπόταν να παρίστανται στη λειτουργία και, τρεις μήνες αργότερα, σε κονσέρτα. Επιπλέον, δεν επιτρεπόταν να δέχονται
επισκέπτες για αρκετούς μήνες – με εξαίρεση συγγενείς και στενούς φίλους. Ούτε και επιτρεπόταν να κάνουν οι ίδιοι κοινωνικές επισκέψεις, παρά μόνο σε άτομα του στενού κύκλου τους. Στο γεύμα που είχε ακολουθήσει την κηδεία του Τσαρλς Μ όντφορτ, η Νόνα είχε εκφράσει μεγαλόφωνα την άποψη πως όλο αυτό το αναθεματισμένο έθιμο δεν ήταν παρά ένα ξιπασμένο επινόημα της μεσαίας τάξης – η ίδια αρνιόταν να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτό. «Μ αύρα ρούχα για μήνες… σιγά! Αν ήθελα να φοράω διαρκώς μαύρα, θα είχα γίνει καλόγρια». Τελικά, η μητέρα της είχε υποχωρήσει και η Τζο ένιωθε ευγνώμων στον θείο της που της είχε εξασφαλίσει μια ευκαιρία διαφυγής. Και ήταν τέτοια η λαχτάρα της να επιμηκύνει αυτή την ανάσα, ώστε, καθώς έφευγε από το σπίτι εκείνο το πρωί, είχε αρπάξει το μικρό κουτί με το φλασκί για το ουίσκι που προοριζόταν για τον κύριο Στόουτμαν, με την ελπίδα πως θα κατόρθωνε να πείσει τον Ντόλαν να τη μεταφέρει ως την Παρκ Ρόου. Τώρα κατευθύνονταν προς το Μ πάουερι. Η άμαξα της Τζο ήταν κλειστή, προκειμένου να προστατεύει τους επιβάτες από τις ενοχλητικές μυρωδιές και τον άσχημο καιρό, αλλά οι πόρτες διέθεταν μεγάλα παράθυρα, κι έτσι τώρα η Τζο κοίταζε έξω συνεπαρμένη. Μ ια υπερυψωμένη σιδηροδρομική γραμμή διέτρεχε τον δρόμο σε όλο το μήκος του. Κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή, κοπέλες που εργάζονταν ως πωλήτριες σε καταστήματα περπατούσαν αλαμπρατσέτα, γελώντας και φλυαρώντας. Άντρες που περιφέρονταν νωχελικά μπροστά από τα κατώφλια των σπιτιών τις περιεργάζονταν με θράσος. Κράχτες ανεβασμένοι σε
ξύλινα κιβώτια διαφήμιζαν μεγαλόφωνα περιοδεύοντες θιάσους και γητευτές φιδιών. Και νεαροί εφημεριδοπώλες διαλαλούσαν τους κύριους τίτλους των ειδήσεων της μέρας. Η Τζο ήξερε πως δεν έπρεπε να κάθεται στην άκρη του καθίσματος με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι –«Οι υπερβολικά ενθουσιώδεις νεαρές κυρίες δεν είναι διόλου κυρίες», θα έλεγε η μητέρα της–, αλλά της ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί. Η Νέα Υόρκη που απλωνόταν τώρα μπροστά στα μάτια της ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τη Νέα Υόρκη που γνώριζε και, εφόσον ήταν μόνη στην άμαξα, μακριά από τους καταπιεστικούς κανόνες της μητέρας της, ήταν ελεύθερη να αφήσει αχαλίνωτη την ακόρεστη περιέργειά της. Η άμαξα διέσχιζε την Γκραντ Στριτ, με τα κτίρια της Μ ικρής Ιταλίας στα δεξιά της και την εβραϊκή Ιστ Σάιντ στα αριστερά της. Τα πεζοδρόμια ήταν κατάμεστα από μετανάστες και η Τζο λαχταρούσε να μάθει περισσότερα γι’ αυτούς. Είχε ακούσει κάμποσες ιστορίες: ζούσαν δέκα άτομα σε ένα δωμάτιο, έφτυναν πάνω στα φρούτα τους για να τα καθαρίσουν, έτρωγαν πίκλες για πρωινό, και ήταν φτωχοί και δυστυχισμένοι. Όσο παρατηρούσε τους ανθρώπους, όμως, αναρωτιόταν αν οι ίδιοι ήξεραν πως ήταν δυστυχισμένοι. Το σίγουρο ήταν πως δεν έδιναν αυτή την εντύπωση. Χαιρετιούνταν μεγαλόφωνα. Διαλαλούσαν τραγουδιστά τις πραμάτειες τους. Φιλιούνταν στο μάγουλο. Σκουντούσαν και σκαμπίλιζαν και αγκάλιαζαν τα παιδιά τους. Μ ια γυναίκα συγκεκριμένα τράβηξε την προσοχή της Τζο. Τα ρούχα της ήταν βρόμικα και δεν έπεφταν σωστά πάνω στο σώμα της. Τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα σε έναν άτσαλο κότσο. Αγόραζε πατάτες από το καροτσάκι ενός πωλητή που μάλλον της
είχε πει κάτι αστείο, επειδή ξαφνικά η γυναίκα έβαλε τα γέλια, με το κεφάλι ριγμένο πίσω και το σαρκώδες χέρι της να πιέζει με δύναμη τον τεράστιο κόρφο της που τρανταζόταν ολάκερος. Πώς είναι άραγε να γελάς με αυτόν τον τρόπο; αναρωτήθηκε η Τζο. Δεν ήξερε. Δεν το είχε κάνει ποτέ της. Δεν ήταν κάτι που γινόταν βορείως της Δέκατης Τέταρτης Οδού. Λίγα λεπτά αργότερα, η άμαξά της έστριψε στην Παρκ Ρόου, τον δρόμο που στέγαζε πολλές από τις εφημερίδες της πόλης. Σταμάτησε μπροστά στο κτίριο της Στάνταρντ – ένα παλιό κοντόχοντρο οικοδόμημα από τούβλα, που εφαπτόταν με το καινούριο ψηλό κτίριο της Τρίμπιουν. Ο Ντόλαν πήδηξε από τη θέση του και άνοιξε την πόρτα. «Μ πήκαμε και βγήκαμε, δεσποινίς Τζο», την προειδοποίησε. «Ένα λεπτό θα κάνω», του υποσχέθηκε εκείνη. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει γρηγορότερα όταν μπήκε στο κτίριο. Το μικρό δωμάτιο όπου στεκόταν τώρα χρησίμευε ως χώρος υποδοχής και χωριζόταν από το τυπογραφείο με έναν τοίχο, που ελάχιστα κατόρθωνε να πνίγει το σφυροκόπημα των πιεστηρίων ή να περιορίζει τη διαπεραστική ελαιώδη μυρωδιά του μελανιού. Οι κλητήρες κατέβαιναν τρέχοντας μια σκάλα στα δεξιά της, μοιράζοντας τα ολοκληρωμένα άρθρα στους στοιχειοθέτες. Δημοσιογράφοι ανέβαιναν τρέχοντας την ίδια σκάλα, προχωρώντας βιαστικά προς την αίθουσα σύνταξης. Η Τζο τους παρατηρούσε με μια λαχτάρα τόσο έντονη, που ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της. Είχε αγαπήσει αυτό το μέρος με την πρώτη ματιά. Ο πατέρας της είχε την εφημερίδα επί μια εικοσαετία, αλλά είχε παραχωρήσει τη διεύθυνσή της στον αρχισυντάκτη του. Παρ’ όλα αυτά, επισκεπτόταν τα γραφεία της
τακτικά, για να βεβαιωθεί πως η φωνή της Στάνταρντ αντικατόπτριζε τις απόψεις του, και ενίοτε έπαιρνε μαζί του και την Τζο – παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της. Ως παιδί, η Τζο ήταν πεπεισμένη πως όλη αυτή η φασαρία και η αναταραχή ήταν το πιο ξέφρενο, το πιο υπέροχο παιχνίδι, αλλά, καθώς μεγάλωνε, κατάλαβε για ποιον λόγο έτρεχαν όλοι έτσι: κυνηγούσαν ένα άρθρο. Πόσο τους ζήλευε η Τζο! Πώς να νιώθεις άραγε όταν έχεις έναν σκοπό στη ζωή; αναρωτιόταν. «Μ πορώ να σας βοηθήσω, δεσποινίς;» ρώτησε απότομα η βιαστική υπάλληλος στην υποδοχή. «Ναι», απάντησε η Τζο. «Είμαι η Τζόζεφιν Μ όντφορτ. Θα ήθελα να δω τον κύριο Στόουτμαν. Έχω να του δώσω ένα δώρο από τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου». Η γυναίκα αυτόματα έγινε πιο εξυπηρετική. Ήταν κάτι που συνέβαινε συχνά, όταν η Τζο αποκάλυπτε το επίθετό της. «Βεβαίως, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε, «και, παρακαλώ, δεχτείτε τα συλλυπητήριά μου. Ο κύριος Στόουτμαν βρίσκεται σε μια συνάντηση αυτή τη στιγμή, αλλά μπορείτε να τον περιμένετε είτε εδώ είτε έξω από το γραφείο του». «Θα περιμένω πάνω. Ευχαριστώ», είπε η Τζο. Ανέβηκε τη σκάλα, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή μια σύγκρουση με έναν κλητήρα, και βρέθηκε στην αίθουσα σύνταξης. Ήταν ένας στενόμακρος ανοιχτός χώρος που κάλυπτε όλο το μήκος του κτιρίου, από την πρόσοψη μέχρι τον πίσω τοίχο. Αριστερά από το κεφαλόσκαλο υπήρχαν τρία γραφεία: του συντάκτη τοπικών νέων, του επιμελητή έκδοσης και του Στόουτμαν, που ήταν ο αρχισυντάκτης.
Το κροτάλισμα των γραφομηχανών ήταν εκκωφαντικό. Οι δημοσιογράφοι φώναζαν στους βοηθούς τους, ο συντάκτης τοπικών νέων φώναζε στους δημοσιογράφους, και ο επιμελητής έκδοσης τσαλάκωνε με οργή ένα δακτυλογραφημένο άρθρο, ενώ ταυτόχρονα ούρλιαζε πως η γιαγιά του θα είχε κάνει πολύ καλύτερη δουλειά. Η Τζο έφτασε μέχρι το γραφείο του Στόουτμαν και στάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα, μαγεμένη. Στον πατέρα της άρεσε να λέει πως, όταν την είχε κληρονομήσει, η Στάνταρντ δεν ήταν παρά μια μικρή ημερήσια εφημερίδα επικεντρωμένη στις ναυτιλιακές ειδήσεις, αλλά εκείνος την είχε μετατρέψει σε μια μικρή ημερήσια εφημερίδα επικεντρωμένη στις κοινωνικές ειδήσεις. Ήταν η εφημερίδα που προτιμούσε η ανώτερη τάξη: μετρημένη, εκλεπτυσμένη, και εκ διαμέτρου αντίθετη από τις φυλλάδες των κυρίων Πούλιτζερ και Χερστ, με τους φανταχτερούς τίτλους τους. Αναφερόταν στην πολιτική ζωή της πόλης, σε πολιτιστικά δρώμενα και κοινωνικές εκδηλώσεις, και αρνιόταν να δημοσιοποιήσει κακόγουστες ιστορίες που είχαν να κάνουν με εγκλήματα και φασαρίες. Επιπλέον –και αυτό ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα για τους αναγνώστες της– δημοσίευε τις αναγγελίες γεννήσεων, θανάτων και γάμων των επιφανέστερων οικογενειών της Νέας Υόρκης. Να θυμάσαι, Τζόζεφιν, υπάρχουν μονάχα τρεις φορές στη ζωή μιας γυναίκας που το όνομά της δημοσιεύεται στις εφημερίδες, έλεγε συχνά η μητέρα της Τζο. Όταν γεννιέται, όταν παντρεύεται και όταν πεθαίνει. Οι απλώς εύποροι –ή, ακόμα χειρότερα, οι προσφάτως εύποροι– αναζητούσαν μάταια τα ονόματά τους στις στήλες της Στάνταρντ. Η εφημερίδα κατέγραφε τα γεγονότα που αφορούσαν τις παλιές
ολλανδικές και βρετανικές οικογένειες – εκείνες των οποίων οι πρόγονοι είχαν ανοικοδομήσει τη Νέα Υόρκη και την είχαν μετατρέψει από ένα εμπορικό κέντρο τυχοδιωκτών στην άκρη του κόσμου σε μια κραταιά πόλη με λιμάνι στο κέντρο του κόσμου. «Ίσως χρειαστεί να περιμένετε λίγο, δεσποινίς», είπε μια φωνή. «Θέλετε να καθίσετε;» Η Τζο γύρισε ξαφνιασμένη. Ένας δημοσιογράφος στεκόταν κοντά της και της πρόσφερε μια καρέκλα. Έμοιαζε να είναι δεκαοχτώ ή δεκαεννιά χρονών και είχε σκούρα μαλλιά, όμορφο πρόσωπο και γαλάζια μάτια – το πιο βαθύ γαλάζιο που είχε δει ποτέ της. «Συγγνώμη;» είπε σαστισμένη. Δεν ήταν συνηθισμένη να μιλάει σε άγνωστους άντρες. «Είπα ότι ίσως χρειαστεί να περιμένετε λίγο. Ο Στόουτμαν έχει στο γραφείο του κάποιον λακέ από το γραφείο του Επιτρόπου». Ο νεαρός άντρας άφησε την καρέκλα δίπλα της. «Ευχαριστώ», είπε η Τζο. «Είστε πολύ ευγενικός». Προσπάθησε να τραβήξει το βλέμμα της, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκτός από απίστευτα γαλάζια, τα μάτια του ήταν επίσης γεμάτα ειλικρίνεια – και έδειχναν να το διασκεδάζουν. Η Τζο είχε την αίσθηση ότι μπορούσαν να δουν μέσα της, ότι αυτός ο νεαρός άντρας μπορούσε να διακρίνει την καρδιά της και το ξαφνικό ανόητο πετάρισμά της. Κοκκινίζοντας, κάθισε στην καρέκλα. Καθώς το αγόρι γύριζε στο γραφείο του, η Τζο του έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω από το γείσο του καπέλου της. Τον είχε χαρακτηρίσει απλώς «όμορφο»; Μ α αυτός ήταν πανέμορφος! Φορούσε λευκό πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια και τουίντ γιλέκο. Είχε φαρδιές πλάτες και μυώδη μπράτσα. Πυκνά, κυματιστά μαύρα
μαλλιά σχημάτιζαν μπούκλες πίσω από τα αυτιά του και έπεφταν ως κάτω στον σβέρκο του. Η μύτη του είχε ένα μικρό εξόγκωμα στη ράχη της, όπως των πυγμάχων. Ένα δυνατό πιγούνι και δύο έντονα ζυγωματικά προσέδιδαν στο πρόσωπό του χαρακτήρα. Το χαμόγελό του ήταν αργό και αβίαστο. Επιτέλους, η Τζο κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα της. Έλυσε την κορδέλα του κουτιού που περιείχε το κληροδότημα του κυρίου Στόουτμαν. Όπως την έδενε ξανά, το βλέμμα της στάθηκε ακόμα μια φορά στον γοητευτικό δημοσιογράφο. Κουβέντιαζε με άλλους δύο νεαρούς άντρες για συναρπαστικά πράγματα – μια ληστεία, μια επίθεση με μαχαίρι, μια μεγάλη πυρκαγιά. Οι συζητήσεις τους ήταν τόσο διαφορετικές από τα αποχαυνωτικά θέματα που συζητιούνταν στο σπίτι της. Νιούπορτ ή Σαρατόγκα για φέτος το καλοκαίρι; Έμαθα πως η Έλι Μοντγκόμερι έβαλε καινούρια ταπετσαρία στο σαλόνι της. Έχεις δει τα παρτέρια με τα βότανα της Μίνι Στίβενς; Κι ενώ η Τζο συνέχιζε να κρυφακούει, ένας από τους δημοσιογράφους έθιξε ένα ζήτημα που ήταν κάτι παραπάνω από συναρπαστικό – ήταν σκανδαλώδες. Η Τζο έγειρε μπροστά για να ακούει καλύτερα. «Έι, Έντι, άκουσες για την κοπέλα από τη χορωδία που έπεσε στις γραμμές του τρένου σήμερα το πρωί;» «Δεν έπεσε, πήδηξε». Ήταν ο ίδιος νεαρός άντρας που είχε προσφέρει την καρέκλα στην Τζο. Τώρα ήξερε το όνομά του: Έντι. Καθόταν γερμένος προς τα πίσω και πετούσε μια γόμα στον αέρα όσο μιλούσε. «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;» ρώτησε ο πρώτος δημοσιογράφος. «Το έμαθα κατευθείαν από την πηγή – από τον Όσκαρ Ρούμπιν,
στο νεκροτομείο», απάντησε ο Έντι. «Τι συνέβη;» «Η κοπέλα είχε σχέση με τον γιο των Μ πίκμαν. Ο πατέρας Μ πίκμαν το ανακάλυψε και έστειλε τον μικρό σε μια θεία του στη Βοστόνη. Το πρόβλημα ήταν πως αυτός ο ανόητος την άφησε σε ενδιαφέρουσα. Της έταξε γάμο κι ύστερα το έβαλε στα πόδια». Η Τζο ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ο Άντι Μ πίκμαν είχε φύγει εκτάκτως για τη Βοστόνη πριν από λίγες μέρες. Τώρα ήξερε τον λόγο. Και να σκεφτεί κανείς πως η Άντι του είχε προσφέρει τσάι στο γεύμα που ακολούθησε την κηδεία του πατέρα της! «Το ξέρει αυτό ο Στόουτμαν;» «Το ξέρει, αλλά δεν πρόκειται να το δημοσιεύσει», είπε ο Έντι, συνεχίζοντας να πετάει τη γόμα του στον αέρα. «Θα το θάψει. Ακριβώς όπως έθαψε το θέμα μου για τον Τσάρλι Μ όντφορτ». «Ποιο θέμα; Δεν υπάρχει κάποιο θέμα… Το όπλο του Μ όντφορτ εκπυρσοκρότησε. Ήταν ατύχημα. Τέλος». «Δεν ήταν ατύχημα», είπε ο Έντι. Ξαφνικά, η Τζο δεν ένιωθε πια πως ήταν συναρπαστικό να βρίσκεται σε εκείνη την αίθουσα. Τώρα της ήταν δύσκολο να πάρει ανάσα. «Οι αστυνομικοί, πάντως, είπαν πως ήταν ατύχημα». Ο Έντι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Πληρώθηκαν για να το πουν. Βρέθηκε εκεί κι ένας καινούριος που ξέρω. Είδε το πτώμα και λέει ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά». «Μ πα; Τι λέει, δηλαδή;» ρώτησε ο άλλος δημοσιογράφος, αρπάζοντας τη γόμα του Έντι στον αέρα. Ο Έντι ανακάθισε. «Λέει ότι ο Τσάρλι Μ όντφορτ ακούμπησε το περίστροφο στον κρόταφό του και τίναξε τα μυαλά του στον
αέρα».
5 Δεν ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια. Η Τζο σηκώθηκε με τρεμάμενα πόδια και πλησίασε τον δημοσιογράφο. «Πώς τολμάτε! Αυτό το φριχτό πράγμα που μόλις είπατε για τον Τσαρλς Μ όντφορτ… είναι ψέμα. Γιατί το είπατε;» ρώτησε, υπερβολικά δυνατά. Κάμποσα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος τους. Ο νεαρός άντρας την κοίταζε. «Κι εσάς τι σας νοιάζει, δεσποινίς;» ρώτησε. Η Τζο ετοιμαζόταν να του απαντήσει, όταν άνοιξε η πόρτα του αρχισυντάκτη και εμφανίστηκε ο Στόουτμαν που κρατούσε με το ένα χέρι το απομεινάρι ενός πούρου, ενώ με το άλλο συνόδευε έναν άντρα έξω από το γραφείο. Κοντός και φαλακρός, φορούσε πουκάμισο λεκιασμένο από μελάνι, γιλέκο και μάλλινο γκρίζο παντελόνι. Αφού οι δύο άντρες αποχαιρετήθηκαν, ο Στόουτμαν εντόπισε την Τζο. «Δεσποινίς Μ όντφορτ; Τι απρόσμενη χαρά», είπε. «Τι σας φέρνει στην αίθουσα σύνταξης;» Η Τζο, που ακόμα αγριοκοίταζε τον Έντι, είδε τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα στο άκουσμα του ονόματός της. Τώρα ξέρει ποια είμαι και ανησυχεί πως θα τον βάλω σε μπελάδες, σκέφτηκε. Ωραία. Του αξίζει.
«Αυτό… αυτό…» Αυτό το παιδί, ήθελε να πει στον Στόουτμαν, δεν θα έπρεπε να κακολογεί τον πατέρα μου. Ωστόσο, άλλαξε γνώμη. «Αυτό το κληροδότημα», είπε καθώς του έδινε το κουτί, «είναι για εσάς, από τον πατέρα μου». Η μονίμως βλοσυρή έκφραση του Στόουτμαν μαλάκωσε. «Τι ευγενικό. Τα συλλυπητήριά μου, δεσποινίς Μ όντφορτ. Παρακαλώ, περάστε στο γραφείο μου», είπε. Συνόδευσε την Τζο στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα πίσω τους και της πρόσφερε μια καρέκλα. Έπειτα της πρόσφερε τσάι, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Ήταν ακόμα ταραγμένη και δεν ήθελε να μείνει στο γραφείο του Στόουτμαν και να πνίγεται από τον καπνό του πούρου του. Αυτό που ήθελε ήταν να γυρίσει στην αίθουσα σύνταξης και να αναγκάσει εκείνον τον νεαρό να της απαντήσει. Ο Στόουτμαν άνοιξε το κουτί και χαμογέλασε με νοσταλγία βλέποντας το ασημένιο φλασκί. «Αυτό ήταν δικό μου», είπε. «Ο πατέρας σας το κέρδισε όταν βάλαμε στοίχημα για τις προεδρικές εκλογές του 1880. Εγώ υποστήριζα ότι θα τις κέρδιζε ο Χάνκοκ. Εκείνος στοιχημάτιζε υπέρ του Γκάρφιλντ. Ο Τσαρλς ανέκαθεν ήξερε να υποστηρίζει τους νικητές». Σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε. «Σας ευχαριστώ πολύ». «Παρακαλώ», είπε η Τζο, λυπημένη με την αναπόληση του Στόουτμαν. Στη διάρκεια των τελευταίων εκλογών, είχε συνοδεύσει τον πατέρα της στην αίθουσα σύνταξης. Τώρα συνειδητοποιούσε πως ήταν κάτι που δεν θα έκανε ποτέ ξανά. Σηκώθηκε. Το ίδιο και ο Στόουτμαν. Για λίγη ώρα κουβέντιασαν για τον καιρό που ήταν ήπιος, ύστερα η Τζο έκανε να φύγει. Παρά τη θλίψη της, δεν έπαυε να είναι προβληματισμένη. Έπρεπε να μιλήσει σε εκείνον τον
δημοσιογράφο. Δεν θα της παρουσιαζόταν σύντομα η ευκαιρία να γυρίσει στην αίθουσα σύνταξης. Την ώρα που έβγαινε από το γραφείο του Στόουτμαν, η τύχη την ευνόησε. Ο δημοσιογράφος στεκόταν δίπλα στη σκάλα και μιλούσε με έναν από τους κλητήρες. Φορούσε σακάκι και έμοιαζε έτοιμος να φύγει. «Να σας συνοδεύσω μέχρι έξω, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε ο Στόουτμαν. «Δεν χρειάζεται, κύριε Στόουτμαν», έσπευσε να απαντήσει η Τζο. «Ξέρω τα κατατόπια. Καλή σας μέρα». Κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. Όταν πλησίασε, σταμάτησε απότομα, έκλεισε τα μάτια και πίεσε με τη ράχη της παλάμης της το μέτωπό της. Ήταν ένα τέχνασμα που χρησιμοποιούσε η Τρούντι, όποτε προτιμούσε να περάσει τη μέρα στο κρεβάτι παρά να παρακολουθήσει μάθημα. Η Τζο ήλπιζε πως θα την έβλεπε ο Έντι, αλλά, αντί γι’ αυτόν, την πρόσεξε ο Στόουτμαν. «Δεσποινίς Μ όντφορτ, είστε καλά;» ρώτησε. Η Τζο άνοιξε τα μάτια της. «Ναι, είμαι καλά, ευχαριστώ», είπε απογοητευμένη. «Κύριε Στόουτμαν!» είπε μια άλλη φωνή. Η Τζο αναγνώρισε την υπάλληλο της υποδοχής. Στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, ξέπνοη. «Ο δήμαρχος βρίσκεται εδώ και είναι έξαλλος με το άρθρο σας για τον υπόγειο σιδηρόδρομο». Ο Στόουτμαν έπνιξε μια βλαστήμια. «Γκάλαχερ!» γάβγισε στον Έντι. «Συνόδευσε τη δεσποινίδα Μ όντφορτ μέχρι το σπίτι της!» Η Τζο δεν κατάφερε να καταπνίξει ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Μ ια βόλτα με την άμαξα μέχρι τα βόρεια προάστια θα πρόσφερε στον Έντι Γκάλαχερ άπλετο χρόνο για να δώσει εξηγήσεις. Ο Έντι φάνηκε να ταράζεται. «Μ α η ώρα είναι πέντε,
αφεντικό», διαμαρτυρήθηκε. «Μ ην ανησυχείς, Γκάλαχερ. Τα μπαρ της Παρκ Ρόου δεν θα ξεμείνουν από μπίρες όσο λείπεις. Κουνήσου!» διέταξε ο Στόουτμαν, καθώς εξαφανιζόταν στο βάθος της σκάλας. «Λυπάμαι τρομερά που σας γίνομαι βάρος, κύριε Γκάλαχερ», είπε καυστικά η Τζο, «αλλά ένιωσα μια ξαφνική ζάλη». Έτοιμος να εκραγεί, ο Έντι πρόσφερε στην Τζο το μπράτσο του. Εκείνη το πήρε και τον άφησε να τη συνοδεύσει στις σκάλες. Διέσχισαν τον χώρο υποδοχής και ύστερα ο Έντι της κράτησε την πόρτα για να περάσει. Όταν βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο, την έπιασε ξανά από το μπράτσο για να τη συνοδεύσει ως την άμαξά της. «Δεσποινίς Τζο, τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχος ο Ντόλαν όταν την είδε. «Ένιωσα μια ελαφριά ζάλη», είπε ψέματα η Τζο. «Ο κύριος Γκάλαχερ προσφέρθηκε ευγενικά να με συνοδεύσει μέχρι το σπίτι». «Το ήξερα ότι δεν ήταν καλή ιδέα», είπε σκυθρωπά ο Ντόλαν, βοηθώντας την Τζο να ανέβει στην άμαξα. Περίμενε ώσπου να ανέβει και ο Έντι και να καθίσει απέναντί της κι ύστερα έκλεισε την πόρτα. Δεν είχαν καλά καλά προλάβει να απομακρυνθούν από το πεζοδρόμιο, και η Τζο είχε ήδη ξεχάσει τον ρόλο της εύθραυστης παιδούλας. «Για ποιον λόγο είπατε αυτό το φριχτό πράγμα για τον πατέρα μου;» θέλησε να μάθει, έξαλλη ακόμα. «Θαυματουργή η ανάρρωσή σας, δεσποινίς Μ όντφορτ», σχολίασε ο Έντι. «Πραγματικά ανακουφίστηκα». Η Τζο αγνόησε το σχόλιο. «Αν γνωρίζετε κάτι για τον θάνατο
του πατέρα μου, οφείλετε να μου το πείτε, κύριε Γκάλαχερ. Έχω δικαίωμα να μάθω». Ο Έντι χαμογέλασε γλυκά. «Στ’ αλήθεια, δεσποινίς Μ όντφορτ, δεν ήταν τίποτα. Απλώς–» «Μ η με αντιμετωπίζετε με συγκατάβαση», τον έκοψε η Τζο. «Για τον πατέρα μου μιλάμε. Αν αρνηθείτε να δώσετε εξηγήσεις σ’ εμένα, θα αποκαλύψω τα σχόλιά σας στον θείο μου, τον Φίλιπ Μ όντφορτ, κι έτσι θα μπορέσετε να δώσετε εξηγήσεις σ’ εκείνον». Ο Έντι έγειρε μπροστά. Το χαμόγελό του είχε σβήσει. «Μ πορεί ακόμα και να χάσω τη δουλειά μου, αν κάνετε κάτι τέτοιο», είπε. «Οχτώ δολάρια την εβδομάδα είναι ψίχουλα για εσάς, δεσποινίς Μ όντφορτ. Πιθανότατα ξοδεύετε περισσότερα σε φρουτότσιχλες. Αλλά, για εμένα, είναι το μόνο έσοδο που έχω». «Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι φρουτότσιχλες, κύριε Γκάλαχερ. Είναι κάτι το ακαλαίσθητο. Λοιπόν, θα μιλήσετε σ’ εμένα… ή στον θείο μου;» Το βλέμμα του Έντι σκλήρυνε. «Θέλετε την αλήθεια; Εντάξει, λοιπόν. Ο μπάτλερ σας βρήκε τον πατέρα σας νεκρό στο πάτωμα του γραφείου του αργά το βράδυ. Στον δεξιό του κρόταφο υπήρχε ένα τραύμα εισόδου. Και στο πίσω μέρος του κρανίου του υπήρχε ένα τραύμα εξόδου. Η σφαίρα είχε καρφωθεί στον τοίχο». Σταμάτησε για λίγο, εκτιμώντας την επίδραση των λόγων του. «Να συνεχίσω;» «Ναι», είπε η Τζο. Η εικόνα του πατέρα της, άψυχου στο πάτωμα, με τα τραύματα από τη σφαίρα στο κεφάλι, ήταν εξαιρετικά οδυνηρή, ωστόσο ένιωθε την ανάγκη να ακούσει τι είχε να πει ο Έντι. «Το όπλο βρισκόταν στο δεξί χέρι του πατέρα σας. Δεν το
καθάριζε όταν εκπυρσοκρότησε. Μ ονάχα ένας ανόητος καθαρίζει ένα γεμάτο όπλο – και ο Τσαρλς Μ όντφορτ δεν ήταν ανόητος. Ήταν αυτοκτονία. Η αστυνομία το ξέρει. Ο Στόουτμαν το ξέρει. Όλοι οι εκδότες σ’ αυτή την πόλη το ξέρουν. Έγιναν κάμποσες συζητήσεις ανάμεσα σε αστυνομικούς και δημοσιογράφους εκείνο το βράδυ. Ο θείος σας δωροδόκησε τον διευθυντή της αστυνομίας και τον ιατροδικαστή, για να καταγράψουν τον θάνατο ως ατύχημα, κι ύστερα απείλησε να ταράξει στις μηνύσεις οποιαδήποτε εφημερίδα έγραφε το αντίθετο. Δεν ήταν ανάγκη να απειλήσει τον Στόουτμαν. Αυτός ήδη ανήκει στην οικογένειά σας». «Τώρα, εκτός από τον πατέρα μου, θέλετε να δυσφημήσετε και τον θείο μου; Μ πορεί να έγινε δωροδοκία από κάποιον, αλλά όχι από τον θείο μου. Εκείνος δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα», είπε ξαναμμένη η Τζο. Η φωνή της δυνάμωνε με κάθε λέξη που ξεστόμιζε, αλλά οι άμυνές της κατέρρεαν. Ήταν δυνατόν να είχε δίκιο ο Έντι Γκάλαχερ; Ένα πράγμα που είχε πει ήταν αδιαμφισβήτητα αληθινό: μονάχα ένας ανόητος θα καθάριζε ένα γεμάτο όπλο – και ο πατέρας της δεν ήταν ανόητος. Από την πρώτη στιγμή που είχε ακούσει την εξήγηση για τον θάνατό του, της ήταν αδύνατον να τη δεχτεί. «Σας διδάσκουν κάτι άλλο στο σχολείο, εκτός από κέντημα, δεσποινίς Μ όντφορτ;» ρωτούσε ο Έντι. «Ο θείος σας είχε έναν πολύ καλό λόγο για να δωροδοκήσει την αστυνομία – εσάς. Μ ια αυτοκτονία είναι άσχημη, είναι θλιβερή, αλλά, πάνω απ’ όλα, είναι σκανδαλώδης. Αν ο κόσμος ήξερε την αλήθεια, θα αναρωτιόταν για ποιον λόγο αφαίρεσε τη ζωή του ο πατέρας σας. Μ πορεί ο
Τσαρλς Μ όντφορτ να είχε οικονομικά προβλήματα, θα έλεγαν. Μ πορεί να ήταν αναμεμειγμένη κάποια γυναίκα. Μ πορεί να είχε χάσει τα λογικά του. Οι παλιές οικογένειες της Νέας Υόρκης –το είδος σας– δεν τρελαίνονται και τόσο για σκάνδαλα, έτσι δεν είναι;» «Όχι, αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε η Τζο, ριγώντας στη σκέψη πως κάποιος από τον κύκλο τους θα μπορούσε να ανακαλύψει ότι ο πατέρας της είχε αυτοκτονήσει. «Δεν θα σας έκλειναν τις πόρτες κατάμουτρα. Οι οικογένειες της καλής κοινωνίας παραείναι ευγενικές για να φερθούν μ’ αυτόν τον τρόπο», είπε ο Έντι. «Αλλά οι προσκλήσεις θα σταματούσαν, οι προτάσεις γάμου δεν θα γίνονταν ποτέ. Ο θείος σας θέλει να εξασφαλίσει πως θα παντρευτείτε έναν Όλντριτς, έναν Ρούσβελτ ή έναν Λίβινγκστον. Διαφορετικά, θα πρέπει να συμβιβαστείτε με κάποιον νεόπλουτο – μοίρα χειρότερη κι από τον θάνατο». Έγειρε πίσω στο κάθισμά του. «Καταλαβαίνετε τι λέω;» Η Τζο έμεινε αμίλητη. Ήταν συγκλονισμένη. Κανείς δεν της είχε μιλήσει ποτέ με τέτοιον τρόπο. Ούτε μία φορά σε ολάκερη τη ζωή της. «Αυτό που καταλαβαίνω, κύριε Γκάλαχερ», είπε όταν ανασυντάχτηκε, «είναι πως σας αρέσει να γίνεστε σκληρός. Όποια και αν είναι η γνώμη σας για εμένα και το είδος μου, να ξέρετε το εξής: ο Τσαρλς Μ όντφορτ ήταν ο πατέρας μου και τον αγαπούσα». Και με αυτά τα λόγια, στράφηκε και χτύπησε με το χέρι της το μικρό παράθυρο που βρισκόταν από την πλευρά του οδηγού. Το παράθυρο άνοιξε. «Μ άλιστα, δεσποινίς Τζο;» ρώτησε ο Ντόλαν. Είχε γυρίσει το κεφάλι, αλλά κρατούσε το βλέμμα του ευθεία μπροστά, στην πυκνή απογευματινή κυκλοφορία.
«Κάνε στην άκρη, σε παρακαλώ, Ντόλαν. Θέλω να κάνω την υπόλοιπη διαδρομή με τα πόδια. Αν έχεις την καλοσύνη, πήγαινε τον κύριο Γκάλαχερ στο σπίτι του», είπε η Τζο, καταβάλλοντας προσπάθεια να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. «Ποια είναι η διεύθυνση, κύριε;» ρώτησε ο Ντόλαν. «Ριντ Στριτ 23, αλλά δεν είναι ανάγκη να με πάτε. Μ πορώ να περπατήσω», απάντησε ο Έντι. «Αποκλείεται», είπε κοφτά η Τζο, όταν ο Ντόλαν έκλεισε το παράθυρο. «Δεσποινίς Μ όντφορτ, εγώ… σας παρακαλώ, συγχωρήστε με», είπε διστακτικά ο Έντι. Το αυτάρεσκο ύφος του είχε εξαφανιστεί. Έδειχνε να ντρέπεται για τον εαυτό του. «Το παράκανα. Έτσι αντιδρώ όταν νιώθω στριμωγμένος. Επιτίθεμαι και προσπαθώ να ρίξω κάτω τον αντίπαλο, προτού με ρίξει εκείνος. Μ ονάχα που αυτή τη φορά ο αντίπαλος ήταν κορίτσι». «Ο Ντόλαν θα σας αφήσει στο κέντρο», είπε η Τζο, τη στιγμή που η άμαξα σταματούσε δίπλα στο πεζοδρόμιο. Το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο κάτω από το γείσο του καπέλου της. Δεν θα τον άφηνε να δει πόσο την είχε αναστατώσει. Ο Έντι έσκυψε προς το μέρος της. «Δεσποινίς Μ όντφορτ, λυπάμαι. Πραγματικά. Και για τη συμπεριφορά μου, και για την απώλεια του πατέρα σας», είπε. Τα μάτια του γύρευαν τα δικά της και η Τζο διέκρινε, βαθιά μέσα τους, πως εννοούσε αυτό που έλεγε. «Όλα καλά, δεσποινίς Τζο;» ρώτησε ο Ντόλαν ανοίγοντας την πόρτα. «Μ ια χαρά», είπε η Τζο. Κατέβηκε από την άμαξα και κατευθύνθηκε προς την Γκράμερσι Σκουέρ χωρίς να κοιτάξει πίσω
της. Κανείς απ’ όσους την έβλεπαν δεν θα μάντευε ποτέ πως έδινε μάχη απλώς για να φέρει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Ενώ περπατούσε, σκεφτόταν τη συμπεριφορά του Έντι Γκάλαχερ. Την είχε αναστατώσει και την είχε προσβάλει. Αλλά μήπως είχε πει την αλήθεια; Τα λόγια του αντηχούσαν στο μυαλό της: Ο Τσάρλι Μόντφορτ ακούμπησε το περίστροφο στον κρόταφό του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Κυριευμένη από ταραχή, σκόνταψε και αναγκάστηκε να αρπαχτεί από τα σιδερένια κάγκελα ενός σπιτιού για να μην πέσει. «Δεσποινίς; Είστε καλά; Θέλετε να φωνάξω έναν αστυνομικό;» Ήταν ένας μικρός εφημεριδοπώλης. «Μ ια χαρά είμαι, ευχαριστώ. Ήταν μια περαστική ζάλη», απάντησε η Τζο, πιέζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και συνέχισε μέχρι την Έρβινγκ Πλέις. Μ ακάρι να μπορούσε να συζητήσει με κάποιον αυτή την ιστορία – κάποιον που ίσως θα μπορούσε να της πει αν ήταν αλήθεια. Μ ε ποιον, όμως; Σίγουρα όχι με τη μητέρα της ή τον θείο της. Θα έπρεπε να τους πει πώς το είχε μάθει και θα γίνονταν έξαλλοι μαζί της. Πλησιάζοντας στο σπίτι της, σταμάτησε για να ηρεμήσει. Το βλέμμα της ταξίδεψε πάνω από τα σκαλιά, μέχρι τον πρώτο όροφο και το παράθυρο στο γραφείο του πατέρα της. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να της πει αν οι ισχυρισμοί του Έντι ήταν αληθινοί. «Εσύ, μπαμπά», είπε ήρεμα.
6 Ένα δροσερό νυχτερινό αεράκι φύσηξε από τα παράθυρα στην κρεβατοκάμαρα της Τζο, κάνοντας τις κουρτίνες να ανεμίσουν σαν πανιά ιστιοφόρου. Το αχνό φεγγαρόφωτο έλουσε το πάτωμα. Στο ισόγειο, το μεγάλο ρολόι σήμανε την ώρα – δύο το βράδυ. Η Τζο άκουσε το βαθύ, γνώριμο χτύπημά του. Ανακάθισε στο κρεβάτι της, άγρυπνη, και ψηλάφισε να βρει τα σπίρτα που είχε ακουμπήσει στο κομοδίνο της. Λίγα λεπτά αργότερα, περνούσε αθόρυβα μπροστά από την κρεβατοκάμαρα της μητέρας της και κατέβαινε τις σκάλες κρατώντας ένα αναμμένο κερί, με την ελπίδα πως δεν θα τύχαινε να συναντήσει τον Θίκστον. Το γραφείο του πατέρα της βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Η Τζο χώθηκε στο εσωτερικό του, προσέχοντας να μην πατήσει στη χαλαρή σανίδα που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από την πόρτα, και ξεφύσηξε με δύναμη, ανακουφισμένη που δεν είχε συναντήσει τον μπάτλερ. Ο Θίκστον έχωνε τη μύτη του παντού και μαρτυρούσε τα πάντα. Λογικά, θα βρισκόταν στο κρεβάτι του τέτοια ώρα, όπως και το υπόλοιπο προσωπικό, αλλά ήταν γνωστό πως συνήθιζε να γυαλίζει τα ασημικά ή να κουρδίζει τα ρολόγια τις νύχτες που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος.
Η Τζο ακούμπησε το κηροπήγιο πάνω στο θεόρατο μαονένιο γραφείο του πατέρα της και κοίταξε γύρω της. Αν υπήρχε πιθανότητα να βρει απαντήσεις για τον θάνατό του, το σίγουρο ήταν πως θα τις έβρισκε εκεί. Το γραφείο του ήταν το άδυτό του. Ήταν ένα αντρικό δωμάτιο, όλο σκουρόχρωμο ξύλο και δέρμα. Ο πατέρας της περνούσε εκεί μια-δυο ώρες κάθε βράδυ, διαβάζοντας, γράφοντας επιστολές, ενημερώνοντας το ημερολόγιό του για τα ραντεβού της επόμενης μέρας. Αυτό ακριβώς το ημερολόγιο ήταν αποφασισμένη να βρει η Τζο. Ήθελε να δει τι είχε γράψει στις 16 Σεπτεμβρίου του 1890, τη μέρα που είχε πεθάνει. Η Τζο είχε ρωτήσει τη μητέρα της στο δείπνο. «Ξέρεις τι απόγινε το ημερολόγιο του μπαμπά; Θα ήθελα να το έχω για ενθύμιο», είχε πει, με ένα αθώο ψεματάκι. Η μητέρα της, όμως, εύθραυστη μέσα στην οδύνη της, δεν θέλησε να μιλήσει γι’ αυτό. Μ όλις που είχε φάει μερικές μπουκιές και είχε αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρά της. Δεν είχε ρωτήσει την Τζο πώς είχε περάσει τη μέρα της, ούτε γιατί η επίσκεψή της στον αιδεσιμότατο Ουίλις είχε κρατήσει τόσο πολύ. Καθισμένη μόνη στο τραπέζι, η Τζο αναρωτήθηκε αν η μητέρα της θυμόταν καν πως η κόρη της είχε βγει από το σπίτι. «Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται», ψιθύριζε τώρα, ανασκαλεύοντας το περιεχόμενο ενός συρταριού. Έβγαλε ένα ψαλίδι, πένες, ένα κουτί σπίρτα – ένα σωρό πράγματα, εκτός από το ημερολόγιο. Έψαξε τα υπόλοιπα συρτάρια και κοίταξε κάτω από το στυπόχαρτο, αλλά μάταια. Στις ιστορίες μυστηρίου δεν γίνεται έτσι. Στις ιστορίες μυστηρίου πάντα υπάρχει ένα μυστικό χώρισμα. Ράφια που
μετακινούνται. Κάτι, έλεγε μέσα της. Βοήθησέ με, μπαμπά. Σε παρακαλώ. Έκανε τον γύρο του γραφείου αναζητώντας ένα κρυφό χώρισμα, αλλά δεν βρήκε κάτι. Ύστερα, τράβηξε κι έβγαλε όλα τα συρτάρια. Όταν τα ακούμπησε στο πάτωμα, άρχισε να ψηλαφίζει την εσωτερική πλευρά του επίπλου, ελπίζοντας να βρει ένα μάνταλο ή ένα κουμπί. Και πάλι δεν βρήκε κάτι. Αφήνοντας έναν βαθύ στεναγμό, έβαλε τα συρτάρια στη θέση τους. Είχε μόλις σπρώξει το τελευταίο στο άνοιγμά του, όταν το άκουσε – ένα τρίξιμο. Η Τζο γνώριζε αυτόν τον ήχο. Ήταν η χαλαρή σανίδα, έξω από την πόρτα του γραφείου. Και ήξερε ποιος τον είχε προκαλέσει. Ο Θίκστον.
7 Η Τζο ήξερε πως είχε ελάχιστα δευτερόλεπτα στη διάθεσή της. Σάλιωσε τα δάχτυλά της και έσβησε το φιτίλι του κεριού. Η φλόγα χάθηκε με έναν συριγμό αλλά χωρίς καπνό. Αρπάζοντας το κηροπήγιο, χώθηκε κάτω από το γραφείο, γρατζουνίζοντας κάπου το γόνατό της και πνίγοντας μια κραυγή πόνου. Τράβηξε την καρέκλα στη θέση της ακριβώς τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα. Ακούστηκαν βήματα. Τα δικά του βήματα. Διέσχισε αργά το δωμάτιο. Τον άκουσε να τραντάζει τις κλειδαριές των παραθύρων, ύστερα να κουρδίζει το ρολόι. Τι τον έφερε εδώ πάνω; αναρωτήθηκε. Την είχε ακούσει που τριγύριζε; Φύγε, Θίκστον, παρακαλούσε σιωπηλά. Φύγε. Όμως, ο Θίκστον δεν έφυγε. Πλησίασε το γραφείο και ίσιωσε το στυπόχαρτο. «Μ α τι ανόητη αυτή η καμαριέρα», μουρμούρισε. «Της είπα να μην αγγίξει τίποτα εδώ μέσα». Στεκόταν μπροστά στο γραφείο. Μ ονάχα ένα ξύλινο χώρισμα υπήρχε ανάμεσά τους. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που η Τζο ήταν σίγουρη πως ο Θίκστον θα την άκουγε. Τον φανταζόταν να κάνει τον γύρο του γραφείου, να τραβάει την καρέκλα και να την κοιτάζει με εκείνο το γλοιώδες και ταυτόχρονα θριαμβευτικό χαμόγελο.
«Δεσποινίς Τζόζεφιν; Μ α τι κάνετε εδώ; Όλα καλά;» θα τη ρωτούσε. Μ έχρι να ξημερώσει, η μητέρα της θα είχε λάβει πλήρη αναφορά. Εκείνου δεν του άρεσαν τα κουτσομπολιά, θα έλεγε στην κυρία Νέλσον, τη μαγείρισσά τους –που, με τη σειρά της, θα μετέφερε την είδηση σε όλο το υπηρετικό προσωπικό–, αλλά ανησυχούσε πολύ για τη δεσποινίδα Τζο. Παραήταν τολμηρή για κορίτσι της ηλικίας της. Ύστερα από ένα διάστημα που φάνηκε στην Τζο σαν ολάκερη ώρα, έστω κι αν στην πραγματικότητα δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα λεπτό, τον άκουσε να κατευθύνεται προς την πόρτα κι έπειτα να την κλείνει πίσω του. Η Τζο άφησε την ανάσα που κρατούσε στα πνευμόνια της και βγήκε μπουσουλώντας κάτω από το γραφείο. Η νυχτικιά της ήταν λερωμένη από το αίμα στο γόνατό της. Θυμήθηκε πως είχε δει ένα κουτί με σπίρτα σε κάποιο από τα συρτάρια του γραφείου. Το έβγαλε, άναψε ξανά το κερί και επιθεώρησε την πληγή – ήταν λεπτή αλλά βαθιά. Αναρωτήθηκε πού να είχε κοπεί. Κάθισε ανακούρκουδα και πέρασε το χέρι της πάνω από τις σανίδες του δαπέδου. Κάτι γρατζούνισε το δέρμα της παλάμης της, και η Τζο ανάσανε κοφτά από τον πόνο. Πλησίασε το κερί στις σανίδες, τις περιεργάστηκε με προσοχή και είδε ένα λεπτό, κοφτερό κομμάτι μετάλλου να προεξέχει από μια σχισμή ανάμεσά τους. Μ ια σανίδα ήταν πιο κοντή από τις υπόλοιπες και φαινόταν γδαρμένη. Η αναστάτωσή της ήταν τόση, που η Τζο ανακάθισε απότομα, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι της στο κάτω μέρος του γραφείου. «Άουτς!» είπε μέσα από τα δόντια της.
Άρπαξε έναν χαρτοκόπτη από την επιφάνεια του γραφείου και σφήνωσε τη μια του άκρη κάτω από την κοντή σανίδα. Δεν δυσκολεύτηκε να τη μετακινήσει. Από κάτω της υπήρχε το ημερολόγιο του πατέρα της. Βρισκόταν μέσα σε μια μικρή κόχη, που ήταν επενδυμένη με μολύβι για να εμποδίζει την πρόσβαση στα ποντίκια. Η άκρη αυτής της επένδυσης ήταν που την είχε τραυματίσει. «Να ’ναι καλά η μαύρη σου καρδιά, Θίκστον», ψιθύρισε. Αν δεν είχε φανεί τόσο αδιάκριτος, η Τζο δεν θα είχε κρυφτεί ποτέ κάτω από το γραφείο. Πήρε στα χέρια της το ημερολόγιο και το ξεφύλλισε, μέχρι που έφτασε στη 16η Σεπτεμβρίου. Χωμένα ανάμεσα σε εκείνη τη σελίδα και την επόμενη, υπήρχαν δέκα χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων. Η Τζο, που πρώτη φορά αντίκριζε τόσα χρήματα, ένιωσε να κυριεύεται από αμηχανία. Ήξερε πως οι επαγγελματικές συναλλαγές του πατέρα της γίνονταν με επιταγές, όχι με μετρητά. Ακούμπησε τα χρήματα στο πάτωμα, ύστερα μελέτησε εξονυχιστικά τη σελίδα, ελπίζοντας να βρει κάτι που θα της φανέρωνε για ποιον λόγο είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας της. Είδε τις λέξεις «Συνάντηση, μέτοχοι ΒΧ, 12:00 το μεσημέρι», γραμμένες με τον τακτικό γραφικό χαρακτήρα του πατέρα της. Τίποτα το ασυνήθιστο ως εδώ. Τα αρχικά «ΒΧ» αναφέρονταν στην επωνυμία «Βαν Χάουτεν», τη ναυτιλιακή εταιρεία στην οποία ήταν μέτοχος και ο πατέρας της. Το συνήθιζε να παρευρίσκεται σε επαγγελματικές συναντήσεις με τους υπόλοιπους μετόχους. Χαμηλότερα στη σελίδα υπήρχε μια συμπληρωματική σημείωση: «Α. Τζέιμσον, 4:00 μ.μ.» Η Τζο ήξερε πως ο Άρθουρ Τζέιμσον
ήταν ο τραπεζίτης του πατέρα της. Μήπως ο μπαμπάς πέρασε από την τράπεζα εκείνη τη μέρα, για να κάνει ανάληψη χιλίων δολαρίων; αναρωτήθηκε. Προχώρησε στην επόμενη μέρα, τη 17η Σεπτεμβρίου. Στο κάτω μέρος της σελίδας, είδε κάτι που ήταν ασυνήθιστο – την τελευταία καταχώριση: «Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.» «ΑΒΧ» σήμαινε «Αποβάθρα Βαν Χάουτεν» – ήταν η έδρα των γραφείων της ναυτιλιακής εταιρείας. Στον πατέρα της άρεσαν οι συντομογραφίες. Αλλά τι ήταν το «Κιντς»; Αυτό το όνομα δεν έλεγε τίποτα στην Τζο. Ακουγόταν αλλόκοτο. Ίσως να μην ήταν όνομα ανθρώπου, αλλά πλοίου. Αυτό θα ήταν πιο λογικό, αν λάμβανε υπόψη της τη σημείωση για την ΑΒΧ. Από την άλλη, ποιος ο λόγος να επιβιβαστεί σε πλοίο ο πατέρας της, πόσο μάλλον σε τόσο προχωρημένη ώρα; Οι μέτοχοι της Βαν Χάουτεν δεν επιθεωρούσαν οι ίδιοι το φορτίο, αυτό το έκαναν οι υπάλληλοί τους. Γύρισε μία σελίδα πίσω, στη 15η Σεπτεμβρίου, μία μέρα πριν από τον θάνατο του πατέρα της. Η ίδια σημείωση στο κάτω μέρος της σελίδας: «Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.» Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο από κάτω. Τα γράμματα ήταν μεγάλα και καμπυλωτά, σαν να είχαν γραφτεί βιαστικά: «Έλενορ Όουενς, γ. 1874» «Ποια είναι η Έλενορ Όουενς;» ψιθύρισε η Τζο. Δεν ήταν φίλη ούτε συγγενής – η Τζο δεν είχε ακούσει ποτέ να αναφέρεται το όνομά της. Ούτε υπάλληλος ήταν. Η Βαν Χάουτεν είχε μόνο μία γυναίκα υπάλληλο –την κυρία που καθάριζε τα γραφεία τους– και το όνομά της ήταν Τίλι Πολκ. Αν, λοιπόν, η Έλενορ Όουενς δεν ήταν φίλη ή υπάλληλος, τι ήταν; Και τότε, η Τζο βρήκε την απάντηση και ένιωσε την ανάσα της
να κόβεται. «Αν είναι ποτέ δυνατόν!» είπε φωναχτά. «Ο μπαμπάς είχε ερωμένη!»
8 Η Τζο είχε δει τέτοιου είδους γυναίκες. Διέσχιζαν το πάρκο με φανταχτερές άμαξες, φορούσαν υπερβολικά πολλά κοσμήματα, και ήταν βαμμένες με κοκκινάδι. Υποτίθεται πως δεν έπρεπε να γνωρίζει την ύπαρξή τους, αλλά η Τρούντι της είχε μιλήσει γι’ αυτές. Είχαν μια φίλη στο σχολείο, την Τζασίντα Σμιθ, που μια μέρα είχε φύγει χωρίς καμία εξήγηση. Η Τρούντι είχε κάνει την έρευνά της και είχε μάθει ότι ο πατέρας της κοπέλας είχε ερωμένη και την είχε αφήσει έγκυο. Όταν εκείνος αρνήθηκε να συντηρήσει το μωρό, η γυναίκα έκανε μια επίσκεψη στο σπίτι του – στη διάρκεια ενός επίσημου δείπνου. Το σκάνδαλο που προέκυψε ήταν τόσο τρομακτικό, ώστε η οικογένεια είχε αναγκαστεί να μετακομίσει στο Κλίβελαντ. «Μ α για ποιον λόγο θα έκανε τέτοιο πράγμα ο κύριος Σμιθ;» είχε ρωτήσει η Τζο την Τρούντι. «Επειδή η κυρία Σμιθ είναι σκέτη παγοκολόνα. Το καταλαβαίνεις και μόνο που τη βλέπεις. Και οι άντρες πρέπει να ικανοποιούνται. Έχουν ανάγκες, βλέπεις». «Και οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκες;» είχε ρωτήσει η Τζο. «Μ ονάχα οι παλιογυναίκες», είχε απαντήσει η Τρούντι. Η Τζο κοίταξε ξανά τη σημείωση. Τι σημαίνει το γράμμα –γ πριν
από το 1874; αναρωτήθηκε. Αν υποδηλώνει τη χρονολογία γέννησης, τότε η Έλενορ Όουενς δεν θα μπορούσε να είναι ερωμένη του μπαμπά, γιατί θα ήταν μόνο δεκάξι χρονών. Ή, τουλάχιστον, ελπίζω πως δεν θα ήταν ερωμένη του. Και τότε, έκανε μια σκέψη ακόμα πιο φριχτή: ίσως η Έλενορ Όουενς ήταν παιδί του πατέρα της και της ερωμένης του – ένα παιδί που είχε ενηλικιωθεί και ζητούσε χρήματα. Ίσως τον εκβίαζε και γι’ αυτόν τον λόγο είχε στο γραφείο του όλα εκείνα τα μετρητά. «Μ ου φαίνεται πως χάνω το μυαλό μου», είπε δυνατά η Τζο. Ο πατέρας της ήταν ευυπόληπτος άνθρωπος. Πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και δειπνούσε στο σπίτι τα περισσότερα βράδια. Κάθε εβδομάδα έστελνε λουλούδια στη μητέρα της. Ήταν τόσο πιθανό να έχει ερωμένη όσο πιθανό ήταν να ψηφίσει το κόμμα των Δημοκρατικών. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν τόσο πιο εξωφρενικό της φαινόταν. Γιατί βιάστηκα τόσο να πιστέψω τον Έντι Γκάλαχερ; ρώτησε τον εαυτό της. Πιθανότατα είναι ένας από εκείνους τους δημοσιογράφους που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για ένα καλό θέμα – ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να επινοήσουν κάποια ιστορία. Οι σημειώσεις θα μπορούσαν να έχουν σχέση με τη δουλειά του μπαμπά. Και ο θάνατός του κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ατύχημα. Αλλά ακόμα και τη στιγμή που έκανε αυτές τις σκέψεις, δεν τις πίστευε στ’ αλήθεια. Αν ο πατέρας της πράγματι είχε αυτοκτονήσει, σίγουρα υπήρχε λόγος. Ποιος ήταν, όμως; Ξεφύλλισε το ημερολόγιο προς τα πίσω, διαβάζοντας μία προς
μία τις καταχωρίσεις για τους μήνες του Αυγούστου και του Σεπτέμβρη, αλλά δεν παρατήρησε τίποτα το ασυνήθιστο. Ύστερα ξεφύλλισε προς τα μπροστά, διαβάζοντας τα μελλοντικά ραντεβού του πατέρα της. Γι’ άλλη μια φορά, τίποτα δεν της έκανε εντύπωση – μέχρι που έφτασε στις 15 του Οκτώβρη. «Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.», έγραφε. Τι σημαίνει αυτό; αναρωτήθηκε η Τζο. Το ρολόι στο ισόγειο σήμανε την ώρα – τρεις το πρωί. Η Τζο ήξερε πως την επόμενη μέρα θα ήταν πτώμα από την κούραση, έτσι και δεν κοιμόταν λίγο. Έχωσε το ημερολόγιο στην τσέπη της ρόμπας της και έβαλε στη θέση της τη σανίδα. Την ώρα που έπιανε το κηροπήγιο, άκουσε θόρυβο από τον δρόμο – έναν δυνατό, μεταλλικό κρότο. Παραξενεμένη, πλησίασε στο παράθυρο για να δει τι τον είχε προκαλέσει. Η λάμψη των φαναριών στον δρόμο φώτισε μια γυναίκα που σκάλιζε το περιεχόμενο ενός κάδου απορριμμάτων. Ήταν μια ρακοσυλλέκτρια – η τρελο-Μ αίρη. Η Τζο την ήξερε. Όλοι την ήξεραν. Η Μ αίρη τριγύριζε στην πόλη μουρμουρίζοντας ακατάληπτα, όση ώρα έψαχνε για κόκαλα που θα πουλούσε στα εργοστάσια κόλλας, κουρέλια που χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή χαρτιού, ή οτιδήποτε άλλο ικανό να της αποφέρει μερικές δεκάρες. Θα πρέπει να της έπεσε το καπάκι, σκέφτηκε η Τζο. Ο πατέρας της βεβαιωνόταν πάντα πως η κυρία Νέλσον τύλιγε τα αποφάγια για τη Μ αίρη. Η μητέρα της εκνευριζόταν, επειδή κάποιες φορές η Μ αίρη καθόταν στο κεφαλόσκαλο για να φάει κι ύστερα έμενε εκεί και χάζευε τα παιδιά που έπαιζαν στο πάρκο. Οι φίλοι που έρχονταν για επίσκεψη αναγκάζονταν να περνούν
μπροστά από τη θλιβερή μορφή με τα βρόμικα, ξεφτισμένα ρούχα. Η Μ αίρη τέλειωσε την ανασκαφή και στοίβαξε τα ευρήματά της στο μικρό ξύλινο καρότσι της με τις καμπανούλες, που κουδούνιζαν απαλά όταν προχωρούσε. Η Τζο έκανε μεταβολή για να γυρίσει στο δωμάτιό της, αλλά την τελευταία στιγμή κάτι άλλο τράβηξε το βλέμμα της – ένας άντρας. Στεκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι της και είχε το βλέμμα στυλωμένο στο παράθυρο του πατέρα της – και σε εκείνη. Ξαφνιασμένη, φύσηξε το κερί για να σβήσει και ζάρωσε πίσω από τις κουρτίνες για να κρυφτεί. Για λίγα δευτερόλεπτα στάθηκε έτσι μαρμαρωμένη, μέχρι που βρήκε το κουράγιο να κρυφοκοιτάξει ξανά. Ο άντρας βρισκόταν ακόμα εκεί, όρθιος στην άκρη της ανταύγειας ενός φανοστάτη. Κάπνιζε. Τα ρούχα του ήταν χοντροκομμένα. Τα μακριά μαλλιά του ήταν πιασμένα σε αλογοουρά. Και το πρόσωπό του… θα πρέπει να την ξεγελούσε το φως, αλλά έμοιαζε λερωμένο με κάτι. Χώμα; Στάχτη; Κι ενώ η Τζο τον παρακολουθούσε, με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, ο άντρας πέταξε το τσιγάρο του στο πεζοδρόμιο και απομακρύνθηκε. Προσπάθησε να ηρεμήσει λέγοντας στον εαυτό της πως δεν ήταν παρά ένας περιπλανώμενος, αλλά ήξερε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ο άντρας κοίταζε ευθεία στα παράθυρά τους – τα ίδια παράθυρα όπου συνήθιζε να στέκεται ο πατέρας της κάθε βράδυ, ατενίζοντας το σκοτάδι. Παρατηρώντας. Προσμένοντας. Εκείνη τη στιγμή, η Τζο βεβαιώθηκε πως ο Έντι Γκάλαχερ είχε πει την αλήθεια. Τα ονόματα στο ημερολόγιο του πατέρα της, η σκοτεινή μορφή που παρακολουθούσε το σπίτι της… είχαν κάποια σχέση με τον θάνατό του. Το ένιωθε στα σωθικά της.
Πισωπάτησε μέχρι το γραφείο, άναψε ξανά το κερί της και γύρισε στην κρεβατοκάμαρά της. Έκρυψε το ημερολόγιο του πατέρα της στην ντουλάπα της, μέσα σε ένα γούνινο μανσόν. Ύστερα, χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα νιώθοντας αποκαρδιωμένη. Το ημερολόγιο είχε βρεθεί, μόνο που δεν περιείχε απαντήσεις αλλά ακόμα περισσότερες ερωτήσεις. Μ ε έναν φόβο που φούσκωνε ολοένα, η Τζο συνειδητοποίησε πως θα έπρεπε να κάνει τις ερωτήσεις της στους ζωντανούς, όχι στους πεθαμένους. Θα έπρεπε να απευθυνθεί στον θείο της.
9 Ο ναύαρχος Ουίλιαμ Μ όντφορτ κοίταζε την Τζο με μάτια γκρίζα σαν τσακμακόπετρα – και εξίσου σκληρά. Ο φοβερός και τρομερός ναύαρχος είχε ποζάρει πάνω στο πολεμικό πλοίο του εν έτει 1664, λίγες μέρες προτού αποσπάσει την αποικία του Νέου Άμστερνταμ από τους Ολλανδούς και τη μετονομάσει σε «Νέα Υόρκη». Το πορτρέτο του τώρα κρεμόταν στο μπροστινό σαλόνι του Φίλιπ Μ όντφορτ. Το οικόσημο των Μ όντφορτ, με το λατινικό απόφθεγμα που το συνόδευε, εμφανιζόταν στην κάτω αριστερή γωνία του καμβά. «Fac quod faciendum est», διάβασε δυνατά η Τζο. «Κάνε αυτό που πρέπει να γίνει». Ο Ουίλιαμ Μ όντφορτ είχε ζήσει σύμφωνα με αυτό το απόφθεγμα και περίμενε από τους απογόνους του να κάνουν το ίδιο. Τα παιδιά των Μ όντφορτ μάθαιναν να το απαγγέλλουν όταν ακόμα βρίσκονταν στην κούνια. Τώρα η Τζο αντλούσε δύναμη από αυτές τις λέξεις. Αν ο ναύαρχος ήταν ικανός να έρθει αντιμέτωπος με ολόκληρο το ολλανδικό ναυτικό, τότε κι εκείνη ήταν ικανή να έρθει αντιμέτωπη με τον θείο της. Δεν είχε επιλογή. Οι άνθρωποι δεν αυτοκτονούν έτσι απλά· το κάνουν επειδή είναι αναστατωμένοι. Αν υπήρχε κάτι που προβλημάτιζε τον
πατέρα της τόσο βαθιά ώστε να δώσει τέλος στη ζωή του, τότε ο Φίλιπ ίσως ήξερε τι ήταν. Τα δύο αδέρφια ήταν πολύ δεμένα μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση να του μιλήσει την τρόμαζε. Η Τζο ήξερε καλά πως θα την οδηγούσε σε μπελάδες. Οι ερωτήσεις πάντα οδηγούσαν σε μπελάδες. Από την πρώτη στιγμή που ένα κορίτσι μάθαινε να μιλάει, του έλεγαν πως ήταν προτιμότερο να παραμένει σιωπηλό. «Από εδώ, δεσποινίς Τζόζεφιν», είπε ο Χάρνι, ο μπάτλερ του θείου της. Είχε πάει στο γραφείο του Φίλιπ για να αναγγείλει την άφιξή της και μόλις είχε επιστρέψει. «Αγαπημένη μου Τζο! Τι υπέροχη έκπληξη!» φώναξε ο Φίλιπ όταν την είδε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του μπροστά στο τζάκι και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Μοιάζει τόσο με τον μπαμπά, σκέφτηκε η Τζο, κι ένας πόνος την κέντρισε. Ο Φίλιπ Μ όντφορτ ήταν κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος –σαράντα έξι ετών εκείνος, σαράντα τεσσάρων ο πατέρας της– και λίγο ψηλότερος, αλλά τα γκρίζα μάτια, τα πυκνά μαύρα μαλλιά και το χαμόγελο ήταν ίδια. Και ακριβώς όπως τον πατέρα της, έτσι και τον Φίλιπ τον διέκρινε ένας αέρας αβρής επισημότητας. Φορούσε κοστούμι με γιλέκο, παρόλο που ήταν Σάββατο και βρισκόταν μόνος στο γραφείο του. «Έλα να καθίσεις», της είπε. «Δεν θα μπορούσες να έρθεις σε καλύτερη στιγμή. Μ όλις ζήτησα από τον Χάρνι να φέρει μια γεμάτη τσαγιέρα. Να σου προσφέρω ένα φλιτζάνι τσάι; Φοβάμαι πως δεν θα δεις τη θεία και την ξαδέρφη σου, όμως. Πήγαν επίσκεψη στη μητέρα της Μ άντλεν». Η Τζο ήξερε πως η Μ άντλεν και η Κάρολαϊν πάντα έλειπαν σε
κοινωνικές επισκέψεις τα απογεύματα του Σαββάτου. Γι’ αυτό και είχε διαλέξει αυτή την ώρα. Ο αδερφός της Κάρολαϊν, ο Ρόμπερτ, έλειπε στο σχολείο. «Λυπάμαι που δεν τις πρόλαβα, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, ήρθα επειδή θέλω να μιλήσουμε μόνοι», είπε η Τζο και κάθισε απέναντί του. Το χαμόγελο του θείου της μετατράπηκε σε μορφασμό ανησυχίας. «Όλα καλά;» ρώτησε. Η Τζο πήρε βαθιά ανάσα κι ύστερα είπε: «Όχι, θείε Φίλιπ, όχι. Φοβάμαι πως έχω να σου κάνω μια δύσκολη ερώτηση… Ξέρεις αν ο πατέρας μου αυτοκτόνησε;» Ο Φίλιπ ανοιγόκλεισε τα μάτια, ξαφνιασμένος. «Ασφαλώς και δεν αυτοκτόνησε! Χριστέ μου, Τζο, πώς σου πέρασε απ’ το μυαλό μια τόσο φριχτή ιδέα;» Για μια στιγμή, η Τζο μπήκε στον πειρασμό να πει ψέματα, αλλά συγκρατήθηκε. Όπως ο πατέρας της, έτσι και ο θείος της δεν ήταν ανόητος. Θα καταλάβαινε το ψέμα της στη στιγμή, κι αυτό θα την έβαζε σε ακόμα μεγαλύτερους μπελάδες. Έτσι, συνέχισε θαρραλέα. «Αφού παρέδωσα το κληροδότημα του μπαμπά στον αιδεσιμότατο Ουίλις, πέρασα από τη Στάνταρντ για να παραδώσω το κληροδότημα του κυρίου Στόουτμαν», εξήγησε. «Όσο βρισκόμουν εκεί, κρυφάκουσα τη συζήτηση ορισμένων δημοσιογράφων. Έλεγαν πως ο μπαμπάς αυτοκτόνησε». Τα μάγουλα του Φίλιπ είχαν γίνει κατακόκκινα. Αρχίσαμε, σκέφτηκε μελαγχολικά η Τζο. Κι έτσι έγινε. «Τζόζεφιν Μ όντφορτ, τι στην ευχή είχες στο μυαλό σου;» βρυχήθηκε ο θείος της. «Να τριγυρνάς στην πόλη ασυνόδευτη! Και, μάλιστα, στην Παρκ Ρόου! Κι αν σ’ έβλεπε κάποιος; Αν σ’
έβλεπε ο Μ πραμ, η Άντι, η Νόνα;» «Η Νόνα δεν θα μπορούσε ποτέ να με δει στη Στάνταρντ. Εκείνη διαβάζει μόνο τη Γουόρλντ», είπε η Τζο, σε μια προσπάθεια να αντιπαλέψει την οργή του θείου της με μια νότα ευθυμίας. Όσο πιθανό ήταν να φορέσει κόκκινες καλτσοδέτες η Νόνα Όλντριτς, άλλο τόσο πιθανό ήταν να διαβάζει τη Γουόρλντ – πόσο μάλλον να επισκεφτεί τα γραφεία της. «Δεν είναι αστείο, Τζόζεφιν. Κι αυτή τη στιγμή είμαι πολύ θυμωμένος για να βάλω τα γέλια. Για την ακρίβεια, είμαι έξαλλος!» Η Τζο υποχώρησε. «Σε παρακαλώ, θείε Φίλιπ, μη φωνάζεις. Πήγα στην Παρκ Ρόου μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι. Δεν αντέχω άλλο εκεί μέσα». Ο Φίλιπ, όμως, ήταν ασυγκίνητος. «Σπουδαία δικαιολογία!» είπε. «Δεν ξέρεις πώς είναι!» επέμεινε η Τζο. «Ο μπαμπάς χάθηκε και η μαμά μετά βίας βγαίνει από το δωμάτιό της. Οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες όλη μέρα, νιώθω σαν να μ’ έχουν κλείσει σε τάφο!» Ξαφνικά, μια τρομακτική σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Δεν θα πεις στη μαμά πως πήγα στα γραφεία της εφημερίδας, έτσι δεν είναι; Δεν θα μ’ αφήσει ποτέ ξανά να ξεμυτίσω από το σπίτι». «Το συνηθίζεις να ανησυχείς περισσότερο μήπως σου ψαλιδίσουν τα φτερά παρά για το αν ήταν λάθος οι πράξεις σου», είπε με αγανάκτηση ο Φίλιπ, ακόμα έξω φρενών. «Ανέκαθεν ήσουν ξεροκέφαλο κορίτσι και ποτέ δεν άκουγες όταν σε μάλωναν. Ούτε για να μη σκαρφαλώνεις ψηλά στα δέντρα–» «Είχε παγιδευτεί εκεί πάνω η γάτα της Κάρο!» «–ούτε για να μην κολυμπάς μακριά από την ακτή–» «Έπρεπε να σώσω το καπέλο της θείας Μ άντι!»
«–ούτε για να μη ρίχνεις το αγόρι των Μ πίκμαν από το ποδήλατό του!» «Του άξιζε! Έκανε τον νταή στον Ρόμπερτ!» Ο Φίλιπ έκλεισε τα μάτια και έτριψε τη ράχη της μύτης του. «Τι θα κάνω μ’ εσένα;» είπε. Μ ια στιγμή αργότερα, ξανάνοιξε τα μάτια του. «Δεν θα το πω στη μητέρα σου. Όχι αυτή τη φορά. Εν μέρει επειδή κατά κάποιον τρόπο τη θεωρώ υπεύθυνη για το αποτέλεσμα, τόσο περιορισμένη που σ’ έχει αυτή την εποχή. Αλλά με έναν όρο – πρέπει να μου υποσχεθείς πως δεν θα το ξανακάνεις ποτέ». «Το υπόσχομαι», είπε η Τζο. «Και λυπάμαι». Λυπόταν αληθινά. Και ένιωθε φριχτά που τον είχε ταράξει. Αρκετές στενοχώριες είχε από μόνος του, δεν ήταν ανάγκη να του προσθέσει και τις δικές της. «Ξέρω ότι δεν θα έπρεπε να είχα πάει, το έκανα όμως, και ύστερα άκουσα τους δημοσιογράφους να μιλoύν και… τι να πω, πρέπει να μάθω αν είχαν δίκιο. Πρέπει, θείε Φίλιπ. Σκέφτομαι διαρκώς τον μπαμπά. Ο θάνατός του δεν μου φαίνεται λογικός. Ήξερε πως δεν καθαρίζεις ένα όπλο όταν είναι γεμάτο. Ακόμα κι εγώ το ξέρω πως τα όπλα δεν καθαρίζονται όταν είναι γεμάτα». Ο Φίλιπ απέστρεψε το βλέμμα του. «Όλοι κάνουμε λάθη. Μ πορεί να ήταν αφηρημένος. Μ πορεί να νόμιζε πως το περίστροφο δεν ήταν γεμάτο», είπε. Έλεγε ψέματα. Η Τζο άκουγε το ψέμα στη φωνή του, το έβλεπε στο πρόσωπό του. «Πες μου την αλήθεια, θείε Φίλιπ. Γι’ αυτό ήρθα σ’ εσένα. Επειδή θέλω να μάθω την αλήθεια». «Η αλήθεια μπορεί να είναι σκληρή, Τζο. Συχνά είναι προτιμότερο να μένει κρυφή», είπε ο Φίλιπ.
«Έχω τη δύναμη να την αντιμετωπίσω. Δεν είμαι παιδί πλέον. Μ εγάλωσα. Είμαι δεκαεφτά χρονών». «Ναι, υποθέτω πως όντως μεγάλωσες», συμφώνησε ο Φίλιπ. «Όταν σε κοιτάζω, όμως, εξακολουθώ να βλέπω το παιδί που ήσουν κάποτε. Και νιώθω την ανάγκη να προστατεύσω αυτό το παιδί. Από τη λύπη. Από τον πόνο. Απ’ όλη την ασχήμια του κόσμου». «Σε παρακαλώ, θείε», ικέτευσε η Τζο. Τα μάτια του Φίλιπ είχαν πλημμυρίσει από θλίψη. Ξαφνικά, έμοιαζε γέρος και κουρασμένος. «Λατρεμένο μου κορίτσι», είπε. «Ήλπιζα πως δεν θα αναγκαζόμουν ποτέ να κάνω αυτή τη συζήτηση. Ναι. Ο Τσαρλς αυτοκτόνησε. Λυπάμαι, Τζο. Λυπάμαι τόσο, μα τόσο πολύ».
10 Παρόλο που η Τζο είχε προετοιμάσει τον εαυτό της, τα λόγια του θείου της δεν έπαυαν να είναι ένα δυνατό χτύπημα. Αχ, Θεέ μου, είναι αλήθεια, σκεφτόταν. Ο Έντι Γκάλαχερ είχε δίκιο. «Θεωρώ τον εαυτό μου αποκλειστικά υπεύθυνο», είπε ο Φίλιπ με φωνή τραχιά από την οδύνη. «Είδα τον Τσαρλς τη μέρα του θανάτου του. Συναντηθήκαμε όλοι οι μέτοχοι στο γραφείο του, για να συζητήσουμε σχετικά μ’ ένα πλοίο που θέλαμε να αγοράσουμε. Κάτι δεν πήγαινε καλά· ο Τσαρλς ήταν άλλος άνθρωπος. Κουβεντιάσαμε όταν έφυγαν οι υπόλοιποι και παραδέχτηκε πως κάτι τον απασχολούσε. Μ ιλούσε χωρίς ειρμό». «Τι είπε;» ρώτησε η Τζο. «Πως αισθανόταν ανήμπορος. Πως θα ήταν καλύτερα αν πέθαινε». «Είπε τέτοιο πράγμα ο μπαμπάς;» απόρησε η Τζο, ξαφνιασμένη. Δεν ήταν κάτι που θα έλεγε ο πατέρας της. «Το είπε, και θύμωσα μαζί του επειδή το είπε. Του θύμισα την οικογένειά του, τους τόσους φίλους του. Διαφωνήσαμε. Μ ακάρι να μην είχαμε τσακωθεί. Τον ικέτευσα να μ’ εμπιστευτεί, να μου πει τι τον ανησυχούσε, αλλά αρνήθηκε, κι έτσι σηκώθηκα να
φύγω. Βγαίνοντας, πέρασα από την κουζίνα. Είχαμε γευματίσει πριν από τη συνάντηση και ήθελα να συγχαρώ την κυρία Νέλσον. Μ ίλησα μαζί της κι έπειτα έφυγα. Και το ίδιο βράδυ ο αδερφός μου αυτοπυροβολήθηκε». Ο Φίλιπ σκέπασε το πρόσωπό του με τις παλάμες του. «Τον είδα. Άψυχο, πεσμένο στο πάτωμα του γραφείου του. Αυτή η εικόνα δεν θα βγει ποτέ από το μυαλό μου. Ποτέ. Ζω εκείνη τη μέρα ξανά και ξανά, ξέροντας πως θα μπορούσα να είχα αποτρέψει τον θάνατο του Τσαρλς, αν μόνο δεν είχα διαφωνήσει μαζί του. Αν τον είχα πείσει να μοιραστεί μαζί μου τις αγωνίες του. Πώς είναι δυνατόν να τον απογοήτευσα τόσο οικτρά;» «Δεν φταις εσύ!» είπε με πάθος η Τζο, νιώθοντας την καρδιά της να πονάει για τον θείο της. «Αν υπήρχε κάποιος στον οποίο θα είχε εκμυστηρευτεί τις αγωνίες του, αυτός θα ήσουν εσύ». Ο Φίλιπ χαμήλωσε τα χέρια του. Κατένευσε, αλλά η Τζο μπορούσε να δει πως δεν την πίστευε. Αν κατόρθωνε να βρει για ποιον λόγο είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας της, θα μπορούσε να πείσει τον θείο της ότι δεν έφταιγε εκείνος. «Κάτι έσπρωξε τον μπαμπά να κάνει αυτό που έκανε», είπε. «Οικονομικές δυσκολίες ίσως; Η δουλειά του; Μ ήπως είχε διαφωνίες με κάποιον από τους μετόχους;» «Τα οικονομικά του πατέρα σου δεν είναι κατάλληλο θέμα για συζήτηση», είπε ο Φίλιπ, «αλλά, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, όχι, ήταν άριστα. Και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν είχε διαφωνίες με κανέναν». Η Τζο έβγαλε το ημερολόγιο του πατέρα της από την τσάντα της. «Βρήκα αυτό στο γραφείο του μπαμπά», είπε, κρίνοντας πως ήταν προτιμότερο να μην εξηγήσει πώς το είχε βρει. Ο θείος της
αποδοκίμαζε την αδιακρισία. «Ο μπαμπάς έχει κρατήσει ορισμένες αινιγματικές σημειώσεις εδώ μέσα. Πιστεύεις πως ίσως έχουν κάποια σχέση με τον θάνατό του;» Ξεφύλλισε το ημερολόγιο μέχρι που έφτασε στη 15η Σεπτεμβρίου και του έδειξε τις σημειώσεις: «Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.» και «Έλενορ Όουενς, γ. 1874». Ύστερα, πήγε στη 17η Σεπτεμβρίου, όπου επαναλαμβανόταν η σημείωση «Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.». Ο Φίλιπ τις διάβασε, έπειτα κούνησε το κεφάλι. «Φοβάμαι ότι αυτά τα ονόματα δεν μου λένε κάτι», είπε. Η Τζο ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει. Είχε τη βεβαιότητα πως η Έλενορ Όουενς έπαιζε κάποιον ρόλο στον θάνατο του πατέρα της και είχε την ελπίδα πως ο θείος της θα ήταν σε θέση να της πει ποια ήταν. «Αν θέλεις να μου αφήσεις το ημερολόγιο, θα μπορούσα να ρωτήσω τους υπόλοιπους μετόχους», προσφέρθηκε ο Φίλιπ και άπλωσε το χέρι του. Μ όνο που η Τζο δίσταζε να το αποχωριστεί. «Θα ήθελα να το κρατήσω. Μ ου θυμίζει τον μπαμπά», εξήγησε. «Θα σου γράψω τα ονόματα». Ο Φίλιπ κούνησε το κεφάλι. «Πολύ καλά», είπε. Η Τζο συνέχισε με τις ερωτήσεις της. «Ξέρεις για ποιον λόγο είχε δει τον τραπεζίτη του ο μπαμπάς τη μέρα που πέθανε;» επέμεινε, δείχνοντας τη σημείωση «Α. Τζέιμσον, 4:00 μ.μ.», που είχε καταχωριστεί στις 16 Σεπτεμβρίου. «Είχε κάνει κάποια ανάληψη. Βρήκα τα χρήματα χωμένα στο ημερολόγιο. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερο να τα αφήσω στο σπίτι». «Δεν ξέρω, αλλά δεν μου κάνει εντύπωση. Συναντιόταν συχνά με τους τραπεζίτες του», απάντησε ο Φίλιπ. «Όσο για τα χρήματα,
ξέρω πως συζητούσε με τον Ντόλαν για να αγοράσει ένα καινούριο ζευγάρι άλογα για την άμαξα. Ίσως είχε βρει κάποια που του άρεσαν». «Άφησε κάποιο σημείωμα;» ρώτησε με ελπίδα η Τζο. Ο Φίλιπ έγνεψε αρνητικά. «Τζο, νομίζω πως–» Φτάνει ως εδώ. Η Τζο ήξερε τι ετοιμαζόταν να της πει. Ήθελε να βάλει ένα τέλος σε αυτή τη συζήτηση, αλλά εκείνη δεν τον άφησε. «Δεν ξέρω αν αυτό έχει οποιαδήποτε σχέση με τον θάνατο του μπαμπά», βιάστηκε να προσθέσει, «αλλά υπήρχε ένας παράξενος άντρας έξω από το σπίτι μας αργά χτες βράδυ. Στο πρόσωπό του είχε κάτι που έμοιαζε με σημάδια. Γνώριζε ο μπαμπάς κάποιον τέτοιον άνθρωπο; Σου τον είχε αναφέρει ποτέ;» «Όχι, ποτέ», απάντησε ο Φίλιπ, εμφανώς αναστατωμένος. «Τι έκανε αυτός ο άντρας; Προσπαθούσε να μπει στο σπίτι;» «Όχι, στεκόταν κάτω από τα φανάρια του δρόμου και κοίταζε τα παράθυρα στο γραφείο του μπαμπά. Ύστερα, έφυγε». «Κάποιος άστεγος θα ήταν», είπε ο Φίλιπ, ηρεμώντας κάπως. «Αν τον ξαναδείς, όμως, να το πεις στον Θίκστον και να του ζητήσεις να καλέσει την αστυνομία». Η Τζο ήταν αναγκασμένη να επιστρατεύσει όλο της το κουράγιο για να κάνει την επόμενη ερώτηση. «Μ ήπως ο μπαμπάς… είχε κάποια γυναίκα; Κάποια άλλη, εννοώ». Ο Φίλιπ φάνηκε να σαστίζει. «Δεν καταλαβαίνω», είπε. «Εκτός από τη μητέρα μου. Θα μπορούσε να είναι η Έλενορ Όουενς αυτή η γυναίκα;» «Θεός φυλάξοι, Τζόζεφιν!» φώναξε ο Φίλιπ, ταραγμένος και πάλι. «Πώς είναι δυνατόν μια νεαρή δεσποινίδα με τους δικούς
σου καλούς τρόπους να ρωτάει κάτι τέτοιο; Φυσικά και δεν υπήρχε άλλη γυναίκα, εκτός από τη μητέρα σου!» Η Τζο μόρφασε με τον αυστηρό τόνο του θείου της, αν και ένιωθε ανακούφιση που μάθαινε πως ο πατέρας της δεν είχε ερωμένη. «Αρκετά με αυτές τις ερωτήσεις», την προειδοποίησε ο Φίλιπ. «Ξέρω γιατί τις κάνεις, αλλά πρέπει να σταματήσεις. Δεν είναι υγιές. Δεν θα βρεις την αιτία. Προσπάθησα ήδη. Το μόνο που καταφέρνεις είναι να βασανίζεσαι». Η Τζο έκανε να διαμαρτυρηθεί, να του πει πως ήταν σίγουρη ότι θα έβρισκαν την αιτία, αν συνέχιζαν να ψάχνουν, αλλά ο θείος της ύψωσε ένα δάχτυλο για να την κάνει να σωπάσει. «Μ η μιλάς. Σκέψου, Τζο. Σκέψου τι είπες μόλις τώρα. Μ ίλησες για διαφωνίες με τους μετόχους, για την πιθανότητα να συναναστρεφόταν ο πατέρας σου με παράξενους άντρες και ανήθικες γυναίκες. Υπάρχει κάτι σε όλα αυτά που σου τον θυμίζει; Εξηγεί για ποιον λόγο αφαίρεσε τη ζωή του; Όχι. Το μόνο που κάνεις είναι να αμαυρώνεις τη μνήμη του», είπε με θυμό. Η Τζο δεν απάντησε, απλώς κατέβασε το βλέμμα στα χέρια της που ήταν σταυρωμένα πάνω στα γόνατά της. Τα λόγια του θείου της, το ήξερε, είχαν σκοπό να την κάνουν να ντραπεί για τον εαυτό της. Αυτό έκανε ο κόσμος όταν ήθελε να εμποδίσει ένα κορίτσι να κάνει κάτι – το ντρόπιαζε. Μην ξεχειλίζεις το πιάτο σου, δείχνεις λαίμαργη. Μη φοράς έντονα χρώματα, θα δίνεις την εντύπωση της εύκολης. Μην κάνεις πολλές ερωτήσεις, ο κόσμος θα σε θεωρήσει αναιδή. «Σκέψου, επίσης, πόσο ανεύθυνα συμπεριφέρθηκες», συνέχισε ο Φίλιπ. «Είσαι τυχερή που δεν σε είδαν στην Παρκ Ρόου. Κάποιος
αξιόλογος άνθρωπος, εννοώ. Είμαστε όλοι τυχεροί». «Τι εννοείς όλοι;» ρώτησε η Τζο και σήκωσε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει στα μάτια. Ο Φίλιπ δεν απάντησε αμέσως. Όταν τελικά μίλησε, η Τζο διαισθάνθηκε πως επέλεγε προσεκτικά τα λόγια του. «Έχω καταβάλει πολύ σκληρές προσπάθειες για να μη φτάσει στις εφημερίδες η αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα σου. Αν δεν το είχα κάνει, οι ευκαιρίες σου για έναν καλό γάμο θα εξανεμίζονταν. Κυκλοφόρησαν φήμες μετά τον θάνατο του πατέρα σου – και δεν θέλω να ακουστούν ξανά. Όταν πηγαίνεις σε μέρη όπου δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι και μιλάς με ανθρώπους στους οποίους δεν θα έπρεπε να μιλάς, κινδυνεύεις να πετύχεις ακριβώς αυτό. Ξέρω πόσο βαθιά είναι η θλίψη σου, αλλά μην την αφήσεις να σε καταστρέψει. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο πατέρας σου». Και σε αυτό είχε δίκιο ο Έντι, συνειδητοποίησε η Τζο. Ο θείος Φίλιπ πράγματι δωροδόκησε τις Αρχές για να πουν ότι ο θάνατος του μπαμπά οφειλόταν σε ατύχημα. Ο Φίλιπ έπιασε το χέρι της. «Ολόκληρη η ευτυχία μιας γυναίκας εξαρτάται από τον γάμο της, κι εγώ στοχεύω να κάνεις έναν άριστο γάμο». Η Τζο έγνεψε καταφατικά. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Είχε βαρεθεί να ακούει για προξενιά και για γάμους. Ήξερε πως ο θείος της ήθελε το καλύτερο για εκείνη, αλλά της ήταν αδύνατον να κάνει αυτό που της ζητούσε. Της ήταν αδύνατον να σφραγίσει τα συναισθήματά της σε ένα ωραίο, μικρό κουτί. Ο πατέρας της είχε αφαιρέσει τη ζωή του. Κάτι τον είχε οδηγήσει στην αυτοκτονία, κάτι που πρέπει να ήταν τρομερό. Διαφορετικά,
δεν θα κατέληγε ποτέ σε μια τόσο φριχτή πράξη. Ο θείος της δεν είχε διάθεση να σκαλίσει πιο βαθιά για απαντήσεις, και η Τζο κατανοούσε τον λόγο: ήταν υπερβολικά αναστατωμένος με την απώλεια του αδερφού του, υπερβολικά βασανισμένος από τις ενοχές, υπερβολικά ανήσυχος για τις κακές γλώσσες. Εκείνη, όμως, όφειλε να συνεχίσει το σκάλισμα. Είχε θάψει τον πατέρα της, αλλά το φάντασμά του δεν έλεγε να φύγει – τριγύριζε ακόμα στους ήσυχους δρόμους της Γκράμερσι Σκουέρ, στα σιωπηλά δωμάτια του σπιτιού της, στα μύχια της καρδιάς της. Θα τη στοίχειωνε για πάντα, εκτός κι αν κατάφερνε να ανακαλύψει το γιατί. Ο Φίλιπ, κρατώντας ακόμα την Τζο από το χέρι, είπε: «Σου συμπεριφέρθηκα όπως σε ενήλικη, Τζο, και τώρα περιμένω να συμπεριφερθείς κι εσύ ανάλογα. Η μητέρα σου δεν έχει υποψιαστεί την αλήθεια και χαίρομαι γι’ αυτό. Ούτε η θεία σου και τα ξαδέρφια σου γνωρίζουν την αλήθεια. Σε ικετεύω, συνέχισε με θάρρος και γίνε πηγή παρηγοριάς για την οικογένειά σου, όχι αιτία μεγαλύτερης θλίψης. Θα το κάνεις για χάρη μου;» «Φυσικά, θείε Φίλιπ», είπε η Τζο, πιέζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει. Της έσφιξε βιαστικά το χέρι. «Μ πράβο το κορίτσι μου», είπε και την άφησε. Η Τζο σηκώθηκε να φύγει και ο Φίλιπ την ξεπροβόδισε από το γραφείο του μέχρι το χολ. Ενώ ο Χάρνι της κρατούσε το παλτό για να το φορέσει, το βλέμμα της έπεσε ακόμα μια φορά στον πρόγονό της. Διέκρινε την πρόκληση στα σκληρά γκρίζα μάτια του ναυάρχου. Fac quod faciendum est. Σαν να είχε προφέρει αυτά τα λόγια
φωναχτά. «Αχ, Τζο, μόλις θυμήθηκα κάτι», είπε ο Φίλιπ. «Είδα την κυρία Όλντριτς χτες. Προσκάλεσε την Κάρολαϊν και τον Ρόμπερτ στο Χέροντεϊλ για το επόμενο Σαββατοκύριακο. Θα πάει και η φίλη σου, η Γκέρτρουντ Βαν Άικ, με τον Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ. Αναρωτιόταν, λοιπόν, αν θα υπήρχε τρόπος να πειστεί η μητέρα σου και να σ’ αφήσει να πας. Θα σου άρεσε; Αν θέλεις, μπορώ να πω δυο κουβέντες στην Άννα. Θα είναι μια μικρή, κλειστή συγκέντρωση στενών φίλων –τίποτα το προσβλητικό ή το απρεπές– και πιστεύω πως μια αλλαγή παραστάσεων θα σου έκανε καλό. Η εξοχή είναι ένα κι ένα για να καθαρίζει το μυαλό από τις νοσηρές σκέψεις». «Θα μου άρεσε πάρα πολύ. Ευχαριστώ, θείε», είπε η Τζο. Τον φίλησε για να τον αποχαιρετήσει και κατέβηκε τα σκαλιά μέχρι την άμαξά της. Αλλά δεν ήταν το Χέροντεϊλ αυτό που είχε στο μυαλό της ως προορισμό όσο ο Ντόλαν της κρατούσε ανοιχτή την πόρτα για να ανέβει. Ήταν ο αριθμός 23 της Ριντ Στριτ.
11 «Μ α πώς καταφέρνει κανείς να μπει σ’ αυτά τα πράγματα χωρίς κουδούνι και μπάτλερ;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα η Τζο. Στεκόταν στην είσοδο ενός ξενώνα και κοίταζε από την τζαμαρία. Ένας αχνός ηλεκτρικός γλόμπος έφεγγε σε έναν μίζερο προθάλαμο, φωτίζοντας ένα σκονισμένο καλοριφέρ και μερικά άδεια μπουκάλια από γάλα. Μ ια στενή σκάλα οδηγούσε στους πάνω ορόφους. Η Τζο σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι της και χτύπησε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Καθώς ετοιμαζόταν να χτυπήσει ξανά, ένας άντρας στο πεζοδρόμιο δίπλα της φώναξε τόσο δυνατά, που την έκανε να αναπηδήσει. «Έι, Τόμι! Τόμι Μ πάρτον!» Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, έπειτα γούβωσε ξανά τις παλάμες του γύρω από τα χείλη του και ούρλιαξε: «Μ πάρτον, τεμπέλικο κάθαρμα! Άνοιξε!» Πάνω από το κεφάλι της Τζο, ένα παράθυρο είχε ανοίξει. «Χριστός και Παναγία, Αλ, τι θέλεις; Κοιμάμαι!» «Όχι πια. Tα πιεστήρια δουλεύουν ήδη στην Τρίμπιουν. Το αφεντικό λέει να τσακιστείς να πας!» Προστέθηκαν μερικές βωμολοχίες ακόμα κι ύστερα το παράθυρο έκλεισε με δύναμη και ο Αλ έφυγε με γοργό βήμα. Ένα
λεπτό αργότερα, ένας νεαρός άντρας –αγουροξυπνημένος και ατημέλητος– κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και πέρασε δίπλα από την Τζο σαν σφαίρα. Η Τζο άρπαξε την ευκαιρία και κράτησε την πόρτα προτού κλείσει. «Συγγνώμη, κύριε!» φώναξε στον άντρα που απομακρυνόταν. «Γυρεύω τον Έντουαρντ Γκάλαχερ. Μ πορείτε να μου πείτε σε ποιον όροφο βρίσκεται το διαμέρισμά του;» Ο Τόμι Μ πάρτον σταμάτησε, έκανε μεταβολή και την περιεργάστηκε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Η Τζο φορούσε ασορτί γκρίζα ζακέτα και φούστα. Είχε αυτό το σύνολο δύο χρόνια. Ήταν λιτό αλλά καλοραμμένο. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε ένα απλό σινιόν, που στερεωνόταν στο κεφάλι της με ένα μαύρο χτενάκι. «Η αφεντιά μου πρέπει να κάνει τόσο δρόμο μέχρι την Ντέλα Μ ακΕβόι και, όποια κοπέλα και να διαλέξω, σίγουρα δεν θα μοιάζει με του λόγου σου», είπε ο Μ πάρτον. «Από ποιο σπίτι έρχεσαι εσύ, ομορφούλα;» Τι αλλόκοτη ερώτηση, σκέφτηκε η Τζο. «Από το δικό μου, βεβαίως. Στην Γκράμερσι Σκουέρ», απάντησε. Ο Τόμι Μ πάρτον σφύριξε επιδοκιμαστικά. «Από τα βόρεια προάστια, ε; Φαίνεται πως τους καλοπληρώνουν στη Στάνταρντ». Η Τζο τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μπερδεμένη. «Δεν θα μπορούσα να γνωρίζω τις οικονομικές συμφωνίες του κυρίου Γκάλαχερ. Αν έχετε την καλοσύνη…» «Δεύτερος όροφος. Δεύτερη πόρτα στα δεξιά σου. Να τον πας με το μαλακό». Η Τζο κατένευσε αβέβαιη. «Εντάξει», είπε. Μ πήκε στον προθάλαμο και κοίταξε γύρω της. Οι τοίχοι ήταν βρόμικοι και το
δάπεδο καλυμμένο από φθαρμένο λινοτάπητα. Μ ια ξινή μυρωδιά λάχανου πλανιόταν στον αέρα. Κάποιος φώναζε. Γύρισε σπίτι σου. Τώρα, έλεγε μια φωνή μέσα της. Αυτό είναι τρέλα. Και ήταν, πράγματι. Η Τζο είχε πάρει ένα φοβερό ρίσκο. Νωρίτερα την ίδια μέρα, είχε πάρει κρυφά το κλειδί του πατέρα της από το γραφείο και ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων από το ημερολόγιό του. Ύστερα, είχε δώσει εντολή στην καμαριέρα της, την Κέιτι, να τρέξει στην τράπεζα και να το αλλάξει σε χαρτονομίσματα μικρότερης αξίας. Και πριν από μισή ώρα, στις δέκα ακριβώς, είχε φύγει από το σπίτι της χωρίς συνοδό, για να επισκεφτεί έναν άντρα. Και είχε αναγκαστεί να ξεγελάσει τον Θίκστον για να τα καταφέρει. Καμία κοπέλα της καλής κοινωνίας δεν τριγύριζε μόνη στους δρόμους της πόλης μετά το σούρουπο. Αν την ανακάλυπταν, η υπόληψή της θα καταστρεφόταν για πάντα. Η Τζο ήξερε πως το σωστό ήταν να ακούσει τη φωνή μέσα της. Μ όλις πριν από δύο μέρες, ο θείος της της είχε εξηγήσει πόσο σημαντικό ήταν να φέρεται με τρόπο που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόμεμπτος από κανέναν. Τώρα που θυμόταν τις απειλητικές προειδοποιήσεις του, ένιωθε να χάνει το κουράγιο της. Αν με δουν εδώ, αν μάθει κανείς τι ετοιμάζομαι να κάνω… σκεφτόταν με αγωνία, κοιτάζοντας ανήσυχη τη σκάλα. Ήταν σχεδόν έτοιμη να φύγει, όταν σκέφτηκε τη Νέλι Μ πλάι. Θυμήθηκε πως η Μ πλάι είχε προσποιηθεί πως ήταν ψυχοπαθής, ώστε να την κλείσουν σε φρενοκομείο για να μπορέσει να καταγράψει τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των τροφίμων. Αν η Μ πλάι ήταν ικανή να υπομείνει δέκα μέρες κακοποίησης για
να αναζητήσει την αλήθεια, τότε και εκείνη, η Τζο Μ όντφορτ, ήταν ικανή να ανέβει μια σκάλα. Μ άζεψε τη φούστα της με το ένα χέρι και κρατήθηκε από την κουπαστή της σκάλας με το άλλο. Στα μισά της διαδρομής άκουσε μια πόρτα να κλείνει με πάταγο πάνω από το κεφάλι της. Βήματα αντήχησαν στο κεφαλόσκαλο και ένας δεύτερος νεαρός άντρας όρμηξε με φούρια στη σκάλα. Φορούσε ντιαγκονάλ παντελόνι, τουίντ γιλέκο και σακάκι. Η Τζο αναγνώρισε στη στιγμή το όμορφο πρόσωπο, τα ασυνήθιστα μακριά μαλλιά, τα εκπληκτικά γαλάζια μάτια. «Κύριε Γκάλαχερ! Σας βρήκα!» φώναξε με ενθουσιασμό. Ο Έντι σταμάτησε λίγα σκαλιά πάνω από εκείνη. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Πλάκα μου κάνετε! Τι στο καλό γυρεύετε εδώ, δεσποινίς Μ όντφορτ;» «Ήρθα να σας επισκεφτώ». «Δευτέρα βράδυ στις δέκα; Το ξέρει η μητέρα σας πως βρίσκεστε έξω;» «Ελπίζω πως όχι», είπε με ειλικρίνεια η Τζο. «Έδωσα ένα δολάριο στην καμαριέρα μου, την Κέιτι, για να φορέσει τη νυχτικιά μου και να ξαπλώσει στο κρεβάτι μου, σε περίπτωση που περάσει η μητέρα μου να δει τι κάνω». «Πόσο έξυπνο εκ μέρους σας, δεσποινίς Μ όντφορτ». «Μ άλλον επιεικής ερμηνεία της διαγωγής μου, κύριε Γκάλαχερ. Εγώ τη θεωρώ εξαιρετικά ανειλικρινή, για να πω την αλήθεια, αλλά δεν έβρισκα άλλον τρόπο για να σας μιλήσω». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα, συγγνώμη. Κυνηγάω ένα θέμα». «Αλήθεια; Τι συναρπαστικό!» αναφώνησε η Τζο,
ενθουσιασμένη που βρισκόταν μαζί με έναν αληθινό δημοσιογράφο που είχε πληροφορίες για ένα αληθινό θέμα. Πόσο τον ζήλευε! Πολύ θα ήθελε να βρισκόταν στη θέση του και να τριγύριζε στους δρόμους της πόλης κυνηγώντας ένα άρθρο. «Μ πορώ να περπατήσω μαζί σας; Θα μπορούσα να σας εξηγήσω καθ’ οδόν τον λόγο της επίσκεψής μου». «Ζούμε σε ελεύθερη χώρα», είπε ο Έντι με ένα σήκωμα των ώμων. Η Τζο είχε ενθουσιαστεί με την παραχώρηση, αλλά δεν τολμούσε να το δείξει, μήπως και τον τρόμαζε. Έφυγαν από τον ξενώνα και ακολούθησαν την Μ πρόντγουεϊ. Ο Έντι περπατούσε με γοργό βήμα. Η Τζο αναγκαζόταν σχεδόν να τρέχει, για να τον προλαβαίνει. Ενώ περπατούσαν, του μίλησε για το ημερολόγιο του πατέρα της, για τις μυστηριώδεις σημειώσεις που περιείχε και για τον άγνωστο άντρα που κοίταζε το παράθυρό του. Του μίλησε και για τη συνομιλία της με τον θείο της. «Γι’ αυτό ήρθα στο σπίτι σας», του εξήγησε. «Επειδή ο θείος μου μου απαγόρευσε να ξανάρθω στην Παρκ Ρόου». «Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα, δεσποινίς Μ όντφορτ, αλλά τι σχέση έχουν μ’ εμένα;» «Χρειάζομαι τη βοήθειά σας», είπε η Τζο. «Είστε δημοσιογράφος. Οι δημοσιογράφοι αποκαλύπτουν πράγματα. Πρέπει να μάθω για ποιον λόγο αυτοκτόνησε ο πατέρας μου. Θα με βοηθήσετε; Θα σας ανταμείψω για τον κόπο σας». Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, η Τζο σκόνταψε σε μια πέτρα που προεξείχε και παραλίγο να σωριαστεί μπρούμυτα στον δρόμο. Ο Έντι πρόλαβε και την άρπαξε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. «Κύριε Γκάλαχερ, είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο να περπατάμε
τόσο γρήγορα;» τον ρώτησε θυμωμένα, νιώθοντας αμηχανία όχι μονάχα με την αδεξιότητά της αλλά και με το γεγονός πως το χέρι του Έντι βρισκόταν στη μέση της. «Ναι, δεσποινίς Μ όντφορτ, είναι», είπε ο Έντι και τη βοήθησε να ξαναβρεί την ισορροπία της. «Λίγο προτού εμφανιστείτε, πήρα μια πληροφορία για ένα θέμα. Πρέπει να την ελέγξω. Δεν παίζω εδώ… Για τη δουλειά μου μιλάω». «Ούτε εγώ παίζω», απάντησε με οργή η Τζο. «Μ ιλάω για τον πατέρα μου. Ρίσκαρα πολλά απόψε, για να έρθω να σας βρω. Πάρα πολλά». Ο Έντι τράβηξε το χέρι του από τη μέση της και της πρόσφερε το μπράτσο του. Η Τζο το πήρε. Οι πέτρες, τα χαντάκια και οι αυλακιές από τα καρότσια δημιουργούσαν μια ύπουλη διαδρομή, γεμάτη εμπόδια. Όταν έφτασαν στο πεζοδρόμιο, ο Έντι σταμάτησε. Δεν τράβηξε το μπράτσο του. Και η Τζο δεν τράβηξε το χέρι της. «Θα ρισκάρετε περισσότερα αν συνεχίσετε την έρευνα», της είπε, και η φωνή του γλύκανε. «Πολύ περισσότερα. Όπως σας είπα, η αυτοκτονία είναι άσχημο πράγμα». «Είμαι προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο, κύριε Γκάλαχερ», είπε η Τζο. «Αλήθεια;» ρώτησε ο Έντι και την περιεργάστηκε σαν να ήθελε να τη ζυγίσει. «Σύμφωνοι, λοιπόν, δεσποινίς Μ όντφορτ, ορίστε τι συμβαίνει: ένας άντρας εξαφανίστηκε πριν από δύο μέρες. Το σώμα του βρέθηκε πριν από λίγο πίσω από μια αποθήκη στην Τσέρι Στριτ. Φαίνεται πως η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον. Του ζητούσε διαζύγιο, αλλά εκείνος δεν της το έδινε. Τώρα οι γονείς του νεκρού κατηγορούν τον εραστή της συζύγου για τη
δολοφονία του γιου τους. Ο εραστής συνελήφθη. Ο νεκρός βρίσκεται στο Μ πέλβιου». Της χαμογέλασε προκλητικά. Η Τζο ξεροκατάπιε. Το χέρι της σφίχτηκε στο μπράτσο του. «Στο Μ πέλβιου;» ψέλλισε. «Δηλαδή–» «Δηλαδή, στο νεκροτομείο. Εκεί πηγαίνω. Θέλετε ακόμα να έρθετε μαζί μου;»
12 «Καλώς τον Έντι Γκάλαχερ! Πήρες το μήνυμά μου, υποθέτω. Ευτυχώς, γιατί κοντεύω να λιμοκτονήσω. Πού θα με πας;» ρώτησε ο νεαρός άντρας με τη μαύρη δερμάτινη ποδιά. Ήταν στρογγυλοπρόσωπος, διοπτροφόρος, και καλυμμένος με αίματα. Ενώ η Τζο περιεργαζόταν τις άλικες σταγόνες που κυλούσαν από την άκρη της ποδιάς του στο πάτωμα, ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα ναυτίας να την κατακλύζει. Για πρώτη φορά στη ζωή της μακάρισε την ανατροφή της και τον αυστηρό έλεγχο των συναισθημάτων που τη συνόδευε. Τη βοηθούσε να κρατάει όσα ένιωθε υπό έλεγχο, όπως και το βραδινό της στο στομάχι της. «Είναι περασμένες δέκα, Οσκ. Τα περισσότερα μαγαζιά κλείνουν ήδη», είπε ο Έντι. «Θα σε βγάλω αύριο». «Το καλό που σου θέλω να είναι κάπου καλά», είπε ο Όσκαρ. «Μ ου χρωστάς. Πέρασε κόσμος και από τη Χέραλντ και από τη Γουόρλντ. Και τους έστειλα στα τσακίδια». «Πώς σου ακούγεται του Μ ορέτι;» «Χτες βράδυ έφαγα εκεί». «Του Ντόνλον;» «Σιχαίνομαι τα στρείδια». «Του Μ ουκ;»
«Α, ο μεσιέ Μ ουκέν! Τώρα τα λες καλά». Ο Όσκαρ σήκωσε ένα αιματοβαμμένο δάχτυλο. «Αλλά μόνο αν σερβίρουν μπουγιαμπέσα». Χριστέ μου, σκεφτόταν η Τζο. Σε νεκροτομείο βρισκόμαστε. Πώς μπορούν να μιλούν για φαΐ; «Ποιον έχουμε εδώ;» ρώτησε ο Έντι, δείχνοντας ένα ανοιγμένο πτώμα που κειτόταν πάνω σε ένα λευκό κεραμικό τραπέζι. Η Τζο δεν έριξε ούτε ματιά. Ήξερε πως θα το έβαζε στα πόδια ουρλιάζοντας, έτσι και τολμούσε να κοιτάξει. «Ας τον πούμε “Τζον Ντο”, εφόσον είναι αγνώστων στοιχείων. Ατύχημα με άμαξα. Μ όλις τον έφεραν οι αστυνομικοί. Και εδώ ποια έχουμε;» ρώτησε ο άντρας με την ποδιά, δείχνοντας την Τζο. «Α, την κοπέλα λες;» είπε ο Έντι. «Είναι… η καινούρια μας. Η Τζόζεφιν…» «…Τζόουνς. Τζόζι Τζόουνς», επενέβη βιαστικά η Τζο, ευγνώμων για το ψέμα του Έντι. Δεν έπρεπε να μαθευτεί πως η δεσποινίς Τζόζεφιν Μ όντφορτ από την Γκράμερσι Σκουέρ σύχναζε σε νεκροτομεία στον ελεύθερο χρόνο της. «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, κύριε…» «Όσκαρ. Όσκαρ Ρούμπιν. Γυναίκα δημοσιογράφος; Φαντάζομαι πως κάθε εφημερίδα θέλει πλέον τη δική της Νέλι Μ πλάι». Έτεινε το χέρι του. Ήταν σκεπασμένο με πηγμένο αίμα. Η Τζο το κοίταξε έντρομη. «Αχ, συγγνώμη», είπε ο άντρας. Σκούπισε το αίμα –το περισσότερο, δηλαδή– και άπλωσε ξανά το χέρι του προς το μέρος της. Η Τζο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να το σφίξει. Ο Έντι την παρατηρούσε, περιμένοντας τη στιγμή που θα λιποθυμούσε. Η Τζο ήξερε πως τη δοκίμαζε – και πως καλά θα έκανε να μην αποτύχει, αν ήθελε τη βοήθειά του.
«Στο νεκροτομείο;» είχε επαναλάβει, όταν της είπε πού κατευθύνονταν. «Ναι, στο νεκροτομείο. Έχετε διάθεση;» «Ναι, κύριε Γκάλαχερ, έχω», του απάντησε, μπλοφάροντας. «Για την ακρίβεια, κανείς δεν θα είχε μεγαλύτερη διάθεση απ’ όση έχω εγώ». Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο Μ πέλβιου, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Ώσπου να φτάσουν στο νεκροτομείο, τα πόδια της είχαν αρχίσει να μην τη βαστάνε. Μ ακριά, λευκά κεραμικά τραπέζια στέκονταν παραταγμένα σε σειρές. Πάνω τους βρίσκονταν πτώματα – τέσσερις άντρες, δύο γυναίκες, ένα μικρό αγόρι. Τα τραπέζια είχαν λούκια για να μαζεύουν το αίμα και τα υπόλοιπα σωματικά υγρά, όπως και το νερό που στάλαζε διαρκώς πάνω στα πτώματα από τους ψεκαστήρες που κρέμονταν από το ταβάνι. Η δυσωδία ήταν απερίγραπτη – ένα μείγμα από σάρκα σε αποσύνθεση, την αψιά ταγκάδα του αίματος και τη βαριά μυρωδιά του καρβολικού σαπουνιού. Η παγωνιά και η υγρασία διαπερνούσαν το σώμα της Τζο, αλλά το χειρότερο πράγμα σε εκείνο το μέρος ήταν, κατά τη γνώμη της, η θλίψη που ανέδιδε. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν σε αυτό το μέρος δεν είχαν πεθάνει εκεί που θα έπρεπε – στα σπίτια τους, τριγυρισμένοι από τους αγαπημένους τους. Είχαν πεθάνει είτε στον δρόμο, όπως ο Τζον Ντο, είτε πίσω από μια αποθήκη, μόνοι και ξεχασμένοι. «Να υποθέσω πως θέλεις να τον δεις;» ρώτησε ο Όσκαρ. «Πεθαίνω να τον δω», απάντησε ο Έντι. Ο Όσκαρ έστρεψε τα μάτια του στο ταβάνι. «Ελπίζω η
μπουγιαμπέσα του Μ ουκ να μην είναι τόσο κρύα όσο τα αστεία σου». Η Τζο ήξερε τι ήταν το μαύρο χιούμορ, αλλά ο Έντι και ο Όσκαρ είχαν μια σχεδόν πρόσχαρη διάθεση μπροστά στους νεκρούς. Οι σοροί, το αίμα – τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έδειχνε να τους πειράζει. «Εδώ είναι», είπε ο Όσκαρ, οδηγώντας τον Έντι σε ένα τραπέζι στον απέναντι τοίχο. Η Τζο ακολούθησε. Ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος πάνω στο τραπέζι. Ήταν μικροκαμωμένος, με λεπτό μουστάκι και μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Ένα λευκό σεντόνι τον σκέπαζε από τη μέση και κάτω. Το στήθος του ήταν στενό, ωχρό και άτριχο. Η Τζο δεν είχε ξαναδεί το γυμνό στέρνο ενός άντρα. Έντονα, μπλάβα σημάδια σκέπαζαν το πρόσωπο και τον λαιμό του. Τα χείλη και το πιγούνι του ήταν σκεπασμένα με ξερό σάλιο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά. «Να σας γνωρίσω τον Όλιβερ Λιτλ», είπε ο Όσκαρ. Παραήταν. Το στέρνο του δύστυχου άντρα, τόσο γυμνό και εκτεθειμένο. Τα θλιμμένα, άδεια μάτια του. Ο ήχος του νερού που στάλαζε. Η μυρωδιά. Η Τζο ένιωσε ότι θα λιποθυμούσε. Έσφιξε τα χέρια της, μπήγοντας τα νύχια στις παλάμες της. Ο πόνος τη συνέφερε. «Προς τι το νερό, κύριε Ρούμπιν;» ρώτησε, γυρεύοντας έναν τρόπο για να κοιτάξει αλλού. Να κοιτάξει τον Όσκαρ. Ή τον Έντι. Οποιονδήποτε, εκτός από τον Όλιβερ Λιτλ. «Είναι παγωμένο. Καθυστερεί την αποσύνθεση», απάντησε ο Όσκαρ. «Τι είναι αυτά τα μελανά σημάδια, Οσκ; Τον στραγγάλισε ο εραστής της γυναίκας του;» ρώτησε ο Έντι.
«Αυτό σκέφτηκαν και οι αστυνομικοί. Έκαναν λάθος, όμως. Ως συνήθως», είπε ο Όσκαρ. «Τι συνέβη;» «Ο Όλιβερ Λιτλ πήρε δηλητήριο. Αυτά τα σημάδια στην πραγματικότητα είναι υποδόριες κηλίδες που δημιουργούνται από τη χημική δράση του δηλητηρίου». «Πώς το ξέρετε αυτό, κύριε Ρούμπιν;» ρώτησε η Τζο, ανυπομονώντας να μιλήσει, να σκεφτεί, να κάνει οτιδήποτε, προκειμένου να μη νιώθει. «Μ πορείς να με λες Όσκαρ και να μου μιλάς στον ενικό. Και το ξέρω από την Ιατροδικαστική». «Ιατροδικαστική;» επανέλαβε σαν ηχώ η Τζο. Η λέξη τής ήταν καινούρια. «Η επιστήμη του θανάτου». «Ο Όσκαρ είναι φοιτητής Ιατρικής», εξήγησε ο Έντι. «Εργάζεται εδώ τα βράδια για να μπορέσει να βγάλει τη σχολή. Δεν ξέρω γιατί. Είναι εξυπνότερος από τους περισσότερους γιατρούς σε αυτή την πόλη και απ’ όλους τους αστυνομικούς». «Πώς ασκεί κανείς την Ιατροδικαστική;» ρώτησε η Τζο, καθώς η περιέργειά της ξεπερνούσε την αποστροφή που ένιωθε. «Μ ε σχολαστική παρατηρητικότητα, αγαπητή μου», είπε ο Όσκαρ με επαγγελματικό τόνο. «Παρατηρείς τη στάση του σώματος, καθώς και την ακαμψία, το χρώμα, το στάδιο αποσύνθεσης. Ψάχνεις για ίχνη ποδιών, δακτυλικά αποτυπώματα, πιτσιλιές από αίμα. Υπολογίζεις την τροχιά μιας σφαίρας. Αποφαίνεσαι για την παρουσία ή την απουσία εγκαυμάτων από πυρίτιδα. Διακρίνεις ανάμεσα στα τραύματα που έχουν γίνει από μικρό τσεκούρι κι εκείνα που έχουν γίνει από μαχαίρι.
Αναγνωρίζεις τις χημικές δράσεις και αντιδράσεις δηλητηρίων, οξέων και διαλυτών. Και τέλος», χαμογέλασε αμήχανα, «ψάχνεις τις τσέπες του πεθαμένου». Kαι σήκωσε ένα άδειο κουτί με ποντικοφάρμακο, ένα καφετί επίπεδο μπουκάλι για ουίσκι, και αποδείξεις από την αγορά των δύο αντικειμένων. «Ήπιε λίγο ουίσκι για να πάρει θάρρος, ανακάτεψε το δηλητήριο με όσο ουίσκι απέμενε κι ύστερα άδειασε το περιεχόμενο του μπουκαλιού με μία γουλιά». «Δεν πρόκειται για στραγγαλισμό, λοιπόν», είπε ο Έντι. «Αλλά δεν θα μπορούσαν να τον έχουν δηλητηριάσει η σύζυγος ή ο εραστής της κι ύστερα να έβαλαν όλα αυτά τα αντικείμενα στις τσέπες του;» Ο Όσκαρ κούνησε το κεφάλι. «Εξαιρετικά απίθανο. Αν τον είχε δηλητηριάσει κάποιος άλλος, τότε θα έπρεπε να τον αναγκάσει να καταπιεί όλη τη δόση. Όλο και κάποια ίχνη από την πάλη θα είχαν μείνει – έστω αμυχές ή εκδορές γύρω από το στόμα. Άσε που η σύζυγος και ο εραστής της έχουν άλλοθι. Ένας γνωστός μου αστυνομικός πέρασε για να μου το πει πριν από λίγα λεπτά. Τους είδαν μαζί σε κάποιο εστιατόριο από τις πεντέμισι μέχρι τις εφτά κι ύστερα τους είδαν στο θέατρο. Ένας καταστηματάρχης θυμάται ότι πούλησε στον κύριο Λιτλ το ποντικοφάρμακο γύρω στις έξι και, λίγα λεπτά αργότερα, ένας μπάρμαν τού πούλησε το ουίσκι. Η σορός του βρέθηκε λίγο πριν από τις εννιά, ενώ η παράσταση που παρακολούθησαν η σύζυγος και ο εραστής της τελείωνε στις εννιά ακριβώς». «Εκπληκτικό!» σχολίασε εντυπωσιασμένη η Τζο. «Έλυσες την υπόθεση!» «Εύγε, Χολμς», είπε ο Έντι.
«Στοιχειώδες, Γουότσον», απάντησε ο Όσκαρ. «Ο εραστής αφήνεται ελεύθερος και παίρνει τη γυναίκα του Όλιβερ Λιτλ, ενώ ο Όλιβερ παίρνει ένα φέρετρο από ξύλο πεύκου. Ο αληθινός δολοφόνος σε αυτή την υπόθεση; Μ ια ραγισμένη καρδιά». Ο Όσκαρ κατευθύνθηκε προς ένα άλλο πτώμα. Ο Έντι τον ακολούθησε, κάνοντας κι άλλες ερωτήσεις για τον Όλιβερ Λιτλ και καταγράφοντας τις απαντήσεις σε ένα σημειωματάριο. Καθώς απομακρύνονταν, η Τζο τράβηξε το σεντόνι του κυρίου Λιτλ μέχρι ψηλά στον λαιμό του. Τι φριχτό, σκεφτόταν, να είσαι πεθαμένος και γυμνός, τριγυρισμένος από αγνώστους που σε χαζεύουν. Άραγε κι ο πατέρας της είχε καταλήξει εκεί; Τον φαντάστηκε σε εκείνο το μέρος, ξαπλωμένο πάνω στο τραπέζι σαν ένα κομμάτι κρέας, και ξαφνικά έχασε την αυτοκυριαρχία της. «Κύριε Ρού… Όσκαρ», είπε δυνατά, διακόπτοντας την ερώτηση που έκανε εκείνη την ώρα ο Έντι. «Μ ήπως τυχαίνει να ξέρεις αν έφεραν εδώ το σώμα του Τσαρλς Μ όντφορτ;» «Δεν το έφεραν εδώ», είπε ο Όσκαρ. «Μ ας κάλεσαν στο σπίτι». «Πήγες στο σπίτι;» απόρησε ο Έντι. «Δεν μου το είπες». «Δεν με ρώτησες», απάντησε ο Όσκαρ. Η Τζο ένιωθε ανακούφιση που μάθαινε πως ο πατέρας της δεν είχε καταλήξει εκεί. «Και ο δικός του θάνατος ήταν αυτοκτονία», είπε με σφιγμένα χείλη και το βλέμμα της ακόμα στυλωμένο στον άτυχο Όλιβερ Λιτλ. Αλλά ο Όσκαρ την άκουσε. «Όχι, δεν ήταν», είπε. Η Τζο γύρισε προς το μέρος του. «Τι είπες;» «Είπα ότι ο θάνατος του Τσαρλς Μ όντφορτ δεν ήταν αυτοκτονία». Η Τζο δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Δηλαδή, ο
θάνατός του ήταν όντως ατύχημα;» «Όχι, δεσποινίς Τζόουνς». «Αν δεν ήταν το ένα, όμως, και δεν ήταν μήτε το άλλο–» Ο Όσκαρ κοίταξε τον Έντι. «Τούτη εδώ θα πρέπει να ζυμωθεί λιγάκι, αλλιώς η Πάρκ Ρόου θα τη φάει ζωντανή», είπε. «Όσκαρ, σε παρακαλώ», επέμεινε η Τζο. «Ο Τσαρλς Μ όντφορτ δεν αυτοκτόνησε», επανέλαβε ο Όσκαρ, παρατηρώντας την Τζο πάνω από τα γυαλιά του. «Ο Τσαρλς Μ όντφορτ δολοφονήθηκε».
13 «Δεσποινίς Μ όντφορτ; Δεσποινίς Μ όντφορτ, πού πηγαίνετε; Σταματήστε. Σταματήστε», έλεγε ο Έντι, και η ανησυχία ήταν φανερή στη φωνή του. «Στο σπίτι, κύριε Γκάλαχερ», απάντησε η Τζο, τρεκλίζοντας σαν να ήταν μεθυσμένη. «Γυρίζω στο σπίτι μου». «Δεν είναι αυτός ο δρόμος για το σπίτι σας. Από εδώ βγαίνετε στο Ιστ Ρίβερ». Η Τζο σταμάτησε. Έκανε μεταβολή και άρχισε να περπατάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Λίγα λεπτά νωρίτερα είχε βγει από το νεκροτομείο παραπατώντας και ο Έντι είχε τρέξει στο κατόπι της. «Δεν μπορείτε να γυρίσετε στο σπίτι. Όχι σε αυτή την κατάσταση. Είστε σοκαρισμένη», της είπε. «Είμαι μια χαρά», απάντησε η Τζο. Δεν ήταν, όμως. Το πρόσωπό της ήταν κατάλευκο σαν κιμωλία. Το σώμα της ριγούσε από την παγωνιά. Μ ετά βίας αντιλαμβανόταν πού βρισκόταν. Μ όλις της είχαν αποκαλύψει μια φριχτή αλήθεια που την είχε συντρίψει. «Πώς ξέρεις ότι ο Τσαρλς Μ όντφορτ δολοφονήθηκε;» είχε ρωτήσει ο Έντι τον Όσκαρ, όσο ακόμα βρίσκονταν στο
νεκροτομείο. «Ο δρ Κόλερ –το αφεντικό μου– δέχτηκε ένα τηλεφώνημα για να πάει στο σπίτι των Μ όντφορτ. Πήγα μαζί του. Έριξε μια ματιά στο πτώμα, άνοιξε το όπλο και αποφάνθηκε ότι ο θάνατος οφειλόταν σε αυτοκτονία», είπε περιφρονητικά ο Όσκαρ. «Και τότε κατέφτασε ο Φίλιπ Μ όντφορτ, που κατέρρευσε όταν είδε το πτώμα. Ο Κόλερ τον βοήθησε να σηκωθεί και τον συνόδευσε σε ένα άλλο δωμάτιο, οπότε είχα την ευκαιρία να εξετάσω κι εγώ το σώμα. Υπήρχαν ένας-δυο αστυνομικοί στο δωμάτιο. Τους είπα ότι έπρεπε να κρατήσω σημειώσεις για χάρη του Κόλερ. Δεν τους ένοιαζε τι έκανα. Ήταν πολύ απασχολημένοι με τον καφέ και τα γλυκά που τους είχε φέρει ο μπάτλερ». «Τι σε ώθησε να εξετάσεις κι εσύ το σώμα;» ρώτησε ο Έντι. «Ήταν πολλά αυτά που δεν φαίνονταν λογικά», αποκρίθηκε ο Όσκαρ. «Το τραύμα εισόδου βρισκόταν στον δεξιό κρόταφο και ο Τσαρλς Μ όντφορτ ήταν δεξιόχειρας–» «Αυτό το στοιχείο, πάντως, φαίνεται απόλυτα λογικό», διέκοψε ο Έντι. «Ναι, αλλά ήταν το μοναδικό», αντέτεινε ο Όσκαρ. «Το όπλο βρισκόταν ακόμα στο χέρι του Μ όντφορτ, ενώ συνήθως πέφτει από τη λαβή των αυτόχειρων. Και κάτι δεν πήγαινε καλά ακόμα και στο ίδιο το τραύμα εισόδου. Οι περισσότεροι αυτόχειρες πιέζουν το στόμιο της κάννης στο κεφάλι τους. Όταν το όπλο εκπυρσοκροτεί, τα αέρια και η πυρίτιδα διεισδύουν κατευθείαν στο δέρμα, προκαλώντας εγκαύματα και εκδορές. Ορισμένες φορές, μπορείς να δεις ακόμα και το αποτύπωμα του στομίου. Το τραύμα του Μ όντφορτ δεν έφερε αποτύπωμα, ούτε έγκαυμα ή εκδορές· αλλά ούτε και διάστιξη, κάτι που συμβαίνει όταν τα ψήγματα
πυρίτιδας χτυπούν το δέρμα από μικρή απόσταση – δηλαδή, περίπου από δεκαπέντε μέχρι εξήντα εκατοστά. Αυτό σημαίνει πως κάποιος έριξε τη σφαίρα από απόσταση μεγαλύτερη των εξήντα εκατοστών». «Πράγμα δύσκολο όταν αυτοπυροβολείσαι», είπε ο Έντι. «Ακριβώς. Επιπλέον, το τραύμα εξόδου βρισκόταν στο πίσω μέρος του κρανίου και σε μάλλον οξεία γωνία σε σχέση με το τραύμα εισόδου – πράγμα που επίσης υποδηλώνει ότι κάποιος έριξε τη σφαίρα από απόσταση. Αν ο Μ όντφορτ είχε αυτοπυροβοληθεί, θα περίμενα πιο ευθεία τροχιά και ένα τραύμα εξόδου λίγο ή πολύ στην αριστερή πλευρά του κρανίου», εξήγησε ο Όσκαρ. Η Τζο είχε αναγκαστεί να στηριχτεί σε ένα τραπέζι· τα πόδια της είχαν αρχίσει να τρέμουν ξανά. Ο Έντι δεν το πρόσεξε. Έγραφε στο σημειωματάριό του. Ούτε ο Όσκαρ το πρόσεξε. Συνέχισε να μιλάει. «Αφού εξέτασα τα τραύματα του Μ όντφορτ, άνοιξα τον μύλο του περιστρόφου του. Οι ενδείξεις που έφερε στο κάτω μέρος ο κάλυκας της σφαίρας που σκότωσε τον Μ όντφορτ δεν ταίριαζαν με εκείνες που είχαν οι υπόλοιπες σφαίρες. Ήταν όλες τριανταοχτάρες, αλλά η σφαίρα που είχε χρησιμοποιηθεί είχε την ένδειξη UM C .38 W & W – πράγμα που σημαίνει ότι κατασκευάστηκε από τη Ρέμινγκτον. Οι υπόλοιπες είχαν την ένδειξη W.R.A. Co. 38 LONG, που είναι το σήμα κατατεθέν της Ουίντσεστερ». «Το είπες σε κανέναν;» ρώτησε ο Έντι, με σοβαρή φωνή. «Το είπα στον Κόλερ όταν φύγαμε. Έχω μάθει να μην εκφέρω γνώμη στη διάρκεια μιας εξέτασης. Του είπα πως, κατά τη γνώμη
μου, η φονική σφαίρα προερχόταν από διαφορετικό όπλο. Δεν συμφώνησε. Είχε δει κι εκείνος τις διαφορετικές ενδείξεις στις σφαίρες, είπε, αλλά δεν τις θεωρούσε σχετικές. Είπε ότι, πολύ απλά, ο Τσαρλς Μ όντφορτ είχε γεμίσει το όπλο του με δύο διαφορετικές μάρκες βλημάτων. Μ πορεί να του είχε απομείνει μόνο μία σφαίρα στο κουτί με τις Ρέμινγκτον, γι’ αυτό άνοιξε και ένα κουτί με Ουίντσεστερ». «Είναι πιθανό», συμφώνησε ο Έντι. «Είναι, μόνο που δεν υπήρχε άδειο κουτί από Ρέμινγκτον. Αν μη τι άλλο, δεν υπήρχε στο ντουλάπι όπου ο Μ όντφορτ φυλούσε τα πυρομαχικά του. Ούτε και στον σκουπιδοτενεκέ του υπήρχε. Έψαξα». «Και τι είπε γι’ αυτό ο Κόλερ;» «Πως ο Μ όντφορτ θα μπορούσε να είχε γεμίσει το όπλο του πριν από μέρες και να είχε πετάξει το κουτί. Θα μπορούσε, επίσης, να το είχε γεμίσει σε σκοπευτήριο. Προφανώς, του άρεσε να εξασκείται στη σκοποβολή. Μ ου είπε ότι ο θάνατος του Τσαρλς Μ όντφορτ ήταν αυτοκτονία, καθαρά και ξάστερα, αλλά μετά τη συζήτησή του με τον Φίλιπ Μ όντφορτ είχε αποφασίσει να τον χαρακτηρίσει “ατύχημα”, προκειμένου να γλιτώσει την οικογένεια από μεγαλύτερη οδύνη». Ο Όσκαρ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Και να εξασφαλίσει μεγαλύτερο κέρδος για τον εαυτό του. Πάω στοίχημα πως ο Φίλιπ Μ όντφορτ τον πλήρωσε αδρά για να αποφανθεί πως ο θάνατος ήταν απροσχεδίαστος. Και, βέβαια, ο Κόλερ δεν ήθελε να του κάνω χαλάστρα. Μ άλιστα, μου είπε πως ήμουν ελεύθερος να διαφωνήσω με την άποψή του… και να αναζητήσω εργασία κάπου αλλού, σε περίπτωση που τελικά διαφωνούσα».
Η αφήγηση του Όσκαρ επηρέασε βαθιά την Τζο. Η κοπέλα είχε την αίσθηση πως θα κατέρρεε όσο τον άκουγε. Μ ε τη δύναμη της θέλησης κατάφερε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της, ξέροντας πως, αν επέτρεπε στα συναισθήματά της να την κυριεύσουν, ο Όσκαρ θα ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί. Όταν επιτέλους ολοκλήρωσε τη διήγησή του, η Τζο κατάφερε να χαμογελάσει και να χαιρετήσει. Ύστερα, όρμηξε έξω από το νεκροτομείο και βγήκε στον δρόμο. «Δολοφονήθηκε», έλεγε τώρα στον Έντι. «Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε. Κάποιος του φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι και τον άφησε να πεθάνει. Πρέπει να πάω στις Αρχές, κύριε Γκάλαχερ. Τώρα αμέσως». «Πρώτα, ας βρούμε ένα παγκάκι για να καθίσετε λίγα λεπτά», είπε ο Έντι, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. «Θα ήθελα να μου πείτε πού βρίσκεται το πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα», επέμεινε η Τζο και σκόνταψε σε έναν σωρό από κοπριά αλόγου. Ακόμα μια φορά, ο Έντι έσπευσε να την πιάσει προτού πέσει. «Ελάτε τώρα», είπε, τυλίγοντας το χέρι του γύρω της. «Θα πάρουμε μια άμαξα μέχρι το σπίτι μου. Θα σας ετοιμάσω κάτι ζεστό να πιείτε κι ύστερα θα σας πάω στο σπίτι σας». Η Τζο κούνησε το κεφάλι. «Δεν το βρίσκω καλή ιδέα, κύριε Γκάλαχερ». «Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι καλή ιδέα, δεσποινίς Μ όντφορτ. Αυτό προσπάθησα να σας πω». «Ναι, πράγματι. Λυπάμαι», είπε η Τζο, εξουθενωμένη. Μ ε πιο τρυφερή φωνή, ο Έντι είπε: «Κι εγώ λυπάμαι. Και τώρα ελάτε μαζί μου, προτού λιποθυμήσετε».
«Καλά είμαι. Αλήθεια. Απλώς σκόνταψα, αυτό είναι όλο», διαμαρτυρήθηκε η Τζο. «Και βέβαια σκοντάψατε», συμφώνησε βλοσυρά ο Έντι. «Πάνω σε κάτι πολύ χειρότερο από κοπριά αλόγου».
14 Το διαμέρισμα του Έντι –ένας τετράγωνος χώρος με πλευρά μήκους περίπου έξι μέτρων και με μια κόχη για το κρεβάτι– ήταν μικρό, σπαρτιάτικο και ξέχειλο από βιβλία. «Καθίστε», της είπε, δείχνοντας ένα ξεχαρβαλωμένο ξύλινο τραπέζι με δύο καρέκλες. Έπειτα, έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε στη ράχη της μιας καρέκλας. Η Τζο κάθισε κι αμέσως άκουσε ξανά τη φωνή του Όσκαρ μέσα στο κεφάλι της. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, παλεύοντας να εστιάσει κάπου αλλού. Ο Έντι προσπάθησε να στρώσει το κρεβάτι του απαρατήρητος, έπειτα γέμισε με νερό έναν βραστήρα και τον μετέφερε στο μικρό τζάκι, όπου η χόβολη έλαμπε ακόμα. Ανασκάλισε τα κάρβουνα, έστησε πάνω τους μια πυροστιά και ακούμπησε τον βραστήρα. «Δεν έχω φούρνο. Το μαγείρεμα το κάνει η σπιτονοικοκυρά μας», εξήγησε. «Αλλά μπορώ να βράσω νερό. Θα θέλατε ένα φλιτζάνι καφέ;» «Τσάι, παρακαλώ». «Εχμ… Τι θα λέγατε για καφέ;» Η Τζο έγνεψε καταφατικά. «Μ ε κρέμα, παρακαλώ. Και δύο ζάχαρες».
Όσο ο Έντι άλεθε μερικούς κόκκους καφέ σε έναν μικρό, χειροκίνητο ξύλινο μύλο, η Τζο περιεργάστηκε το δωμάτιό του. Δεν είχε βρεθεί ποτέ σε αγορίστικο δωμάτιο, με εξαίρεση το δωμάτιο του ξαδέρφου της, του Ρόμπερτ, όταν ήταν μικρά. Το κατάλυμα του Έντι τη συνάρπαζε. Εκτός από το κρεβάτι, η κόχη περιείχε ένα κομοδίνο και μια λάμπα. Στο δωμάτιο υπήρχε κι ένας μικρός νεροχύτης. Στο ράφι που βρισκόταν από πάνω του υπήρχαν φλιτζάνια, ποτήρια και ένα μπουκάλι ουίσκι. Κάτω από το μοναδικό παράθυρο υπήρχε μια γραφομηχανή. Μ ια σιφονιέρα με καθρέφτη στηριζόταν στον έναν τοίχο. Πάνω της βρίσκονταν σκόρπια μανικετόκουμπα, ένα σουγιαδάκι και λίγα κέρματα. Μ αζί με αυτά, και η ποιητική συλλογή Φύλλα Χλόης, του Ουόλτ Ουίτμαν, όπως και το βιβλίο Ουόλντεν ή Η Ζωή Στο Δάσος, του Χένρι Ντέιβιντ Θορό. Η Τζο ενθουσιάστηκε όταν είδε το βιβλίο Δέκα Μέρες Σε Ένα Τρελάδικο, της Νέλι Μ πλάι. Το πήρε στα χέρια της και το ξεφύλλισε. Τα άρθρα της Μ πλάι, για την κακοποίηση που είχε δεχτεί όσο ήταν τρόφιμη του Φρενοκομείου Θηλέων στο νησί Μ πλάκγουελ, είχαν προκαλέσει δημόσια κατακραυγή. Χάρη στο έργο της, συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης των ανθρώπων με ψυχικά νοσήματα. «Η δεσποινίς Μ πλάι είναι απίστευτα γενναία, δεν συμφωνείτε;» είπε η Τζο, βάζοντας το βιβλίο στη θέση του. «Διαβάζετε Νέλι Μ πλάι;» ρώτησε έκπληκτος ο Έντι. «Όλα όσα γράφει», απάντησε η Τζο. «Προσπαθώ, μάλιστα, να γράψω σαν εκείνη. Κατά κάποιον τρόπο», πρόσθεσε συνεσταλμένα.
Ο Έντι, που τώρα καταγινόταν με μια καφετιέρα, γύρισε να την κοιτάξει. «Σοβαρολογείτε;» Η Τζο κατένευσε. «Έγραψα ένα άρθρο για τη σχολική εφημερίδα, με θέμα την κακομεταχείριση που υφίστανται οι εργάτριες στα τοπικά κλωστοϋφαντουργεία. Πήρα συνέντευξη από αρκετές κοπέλες». «Δεσποινίς Μ όντφορτ, είστε όλο εκπλήξεις. Θα μου άρεσε να το διαβάσω». «Τότε θα πρέπει να σας δώσω ένα χειρόγραφο αντίγραφο», είπε στενάζοντας η Τζο, «επειδή αμφιβάλλω πως θα δημοσιευτεί ποτέ. Η διευθύντριά μας ενδιαφέρεται περισσότερο για ποιήματα με θέμα τις γάτες παρά για την υγεία των παιδιών της περιοχής». «Διαβάζετε Τζούλιους Τσέιμπερς; Τζέικ Ρις;» Η Τζο κούνησε το κεφάλι της με πάθος. Όπως η Μ πλάι, έτσι και ο Τσέιμπερς κι ο Ρις ανήκαν σε μια νέα γενιά δημοσιογράφων που έγραφαν για τα κοινωνικά δεινά, με την ελπίδα να τα διορθώσουν. «Διαβάζω ό,τι δικό τους βρω», είπε, «αλλά είναι δύσκολο. Η μαμά δεν επιτρέπει εφημερίδες στο σπίτι. Αναγκάζομαι να ζητάω από την Κέιτι να τις φέρνει λαθραία, όταν βρίσκομαι στο σπίτι. Και το ίδιο ζητάω από έναν εφημεριδοπώλη, όταν βρίσκομαι στη σχολή. Παρ’ όλα αυτά, έχω το βιβλίο του Ρις, Πώς Ζει Το Άλλο Μισό. Το φυλάω κάτω από το κρεβάτι μου». Ο Έντι έβαλε τα γέλια. «Εγώ το φυλάω δίπλα στο κρεβάτι μου. Πραγματικά θαυμάζω τη δουλειά του. Μ ιλάει για πράγματα που δεν έχουν ακουστεί ποτέ. Ελπίζω να κάνω το ίδιο μια μέρα». «Γιατί όχι τώρα;» Ο Έντι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Στη Στάνταρντ; Αν είναι
ποτέ δυνατόν». Ο βραστήρας άρχισε να σφυρίζει. Ο Έντι τύλιξε ένα πανί γύρω από τη λαβή, τον απομάκρυνε από τη χόβολη και έχυσε το αχνιστό νερό στην καφετιέρα. «Σας πειράζει να μην έχει κρέμα ούτε ζάχαρη;» ρώτησε όταν ακούμπησε δύο φλιτζάνια στο τραπέζι. «Δεν έχω τίποτα από τα δύο». «Μ ια χαρά είναι και σκέτος», είπε η Τζο, λαχταρώντας ένα ρόφημα που θα τη ζέσταινε. Ο Έντι έσπρωξε προς τα κάτω το έμβολο που φίλτραρε τον καφέ. «Θα πρέπει να συγχωρήσετε τον Όσκαρ», είπε, σερβίροντας τον καφέ στα φλιτζάνια. «Δεν ήξερε ποια είστε. Αν το ήξερε, ίσως χρησιμοποιούσε ηπιότερες εκφράσεις. Από την άλλη, όπως τον ξέρω, ίσως και όχι». Η Τζο κούνησε το κεφάλι. Δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό το θέμα. Είχε καταφέρει να βρει την αυτοκυριαρχία της, αλλά δεν θα ήταν δύσκολο να καταρρεύσει ξανά. Αυτό θα το έκανε αργότερα, όταν θα βρισκόταν μόνη στο δωμάτιό της. Ο Έντι της έδωσε ένα φλιτζάνι. Τον ευχαρίστησε και προσπάθησε να πιει μια μικρή γουλιά, αλλά ο καφές ήταν καυτός. «Τα όρη Αντιρόντακ», είπε, παίρνοντας στα χέρια της ένα πρόγραμμα με τα δρομολόγια των τρένων της Νέας Υόρκης. «Πηγαίνετε συχνά εκεί;» ρώτησε, ελπίζοντας να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Όσο συχνότερα μπορώ», είπε ο Έντι. «Πηγαίνω με φίλους για κατασκήνωση και ψάρεμα». «Κι εμείς το ίδιο», είπε η Τζο. «Κάθε Αύγουστο. Έχουμε ένα εξοχικό στη λίμνη Σάρανακ. Ο πατέρας μου με παίρνει μαζί του στο κανό, όποτε βγαίνει για ψάρεμα. Κάνουμε κουπί μέχρι… ή,
μάλλον, κάναμε κουπί–» Μ ια σταγόνα κύλησε στο πρόγραμμα. Η Τζο άγγιξε το μάγουλό της. Ήταν υγρό. Συνειδητοποίησε πως έκλαιγε. «Συγγνώμη», είπε. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη της, σφούγγισε τα μάτια της και προσπάθησε να σταματήσει, αλλά τα δάκρυα ανάβλυσαν πιο ορμητικά. Ταπεινωμένη, σηκώθηκε όρθια. «Ευ.… ευχαριστώ… Πρέπει να φύ… φύγω», είπε με βραχνή φωνή. Έπρεπε να φύγει από εκεί. Αμέσως. Προτού γίνει θέαμα. «Δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε ο Έντι. «Πραγματικά πιστεύω πως είναι καλύτερα να μείνετε ακόμα λίγο». «Δεν… Δεν μπορώ. Πρέπει να φύγω», είπε η Τζο με χαμηλωμένο κεφάλι, για να κρύψει τα δάκρυά της. «Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, και ο Θίκστον μπορεί να είναι ξύπνιος, και–» Έκοψε τη φράση της στη μέση και σήκωσε το κεφάλι της. «Ήταν ήδη τρομερό που έχασα τον πατέρα μου, τώρα όμως… τώρα…» Τον κοίταξε ανήμπορη. «Κάποιος τον σκότωσε, κύριε Γκάλαχερ… Γιατί; Γιατί να θέλει κάποιος να σκοτώσει τον μπαμπά μου;» Και ξαφνικά έκλαιγε με λυγμούς, σαν παιδί. Δεν είχε κλάψει για τον πατέρα της ούτε μία φορά από τη μέρα που ο Μ πραμ και η Άντι της είχαν φανερώσει τι είχε συμβεί. Δεν είχε καταφέρει να κλάψει. Τα δάκρυα δεν έλεγαν να κυλήσουν. Τώρα, όμως, κυλούσαν. Σαν οδυνηρός χείμαρρος. Ο Έντι είχε ήδη σηκωθεί από την καρέκλα του. Την τράβηξε πάνω του κι εκείνη έχωσε το πρόσωπό της στον λαιμό του και έκλαψε. Ο Έντι την κράτησε σφιχτά και την άφησε να κλάψει.
15 «Πιείτε το», είπε ο Έντι. «Πρέπει να το πιείτε». «Δεν μπορώ. Μ υρίζει απαίσια». «Μ ια και κάτω. Μ ονορούφι». Καθισμένη στο τραπέζι του Έντι, η Τζο πήρε το κοντό ποτήρι που της πρόσφερε και ήπιε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι. Το ουίσκι της έκαψε το λαρύγγι. Τα μάτια της δάκρυσαν και τα μάγουλά της ροδοκοκκίνισαν, καθώς η φωτιά απλωνόταν στο στήθος της. «Καίει μονάχα για ένα δευτερόλεπτο», είπε ο Έντι. «Βοηθάει, όμως, κύριε Γκάλαχερ;» τον ρώτησε με βραχνή φωνή. «Ναι. Και να με λες Έντι. Νομίζω πως τώρα πλέον μπορούμε να απευθυνόμαστε ο ένας στον άλλον με τα μικρά μας ονόματα και να μιλάμε στον ενικό». «Ναι, δίκιο έχεις. Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε», είπε η Τζο, νιώθοντας ταπεινωμένη που είχε ξεσπάσει μπροστά του. «Λέγεται θλίψη. Και δεν υπάρχει λόγος να απολογείσαι», είπε ο Έντι. Η Τζο ένιωθε αποκαρδιωμένη, σαν να μην είχε απομείνει τίποτα μέσα της. Τα σοκ διαδέχονταν το ένα το άλλο. Το αποψινό την είχε διαλύσει.
«Δεν μπόρεσα ποτέ να πιστέψω ότι ο θάνατός του ήταν ατύχημα», παραδέχτηκε, στριφογυρίζοντας το άδειο κοντό ποτήρι στο τραπέζι. «Ούτε η αυτοκτονία φαινόταν λογική εξήγηση – παρόλο που ο θείος μου λέει ότι ο πατέρας μου ήταν απελπισμένος. Και διαρκώς αναρωτιόμουν: Ποιος θα μπορούσε να είχε αναστατώσει τόσο τον πατέρα μου, ώστε να τον ωθήσει στην αυτοκτονία; Αλλά δεν έβρισκα απάντηση. Η δολοφονία, όμως, φαίνεται λογική εξήγηση. Για την ακρίβεια, φαίνεται να είναι η μοναδική λογική εξήγηση, όσο παράδοξο και αν ακούγεται». Έσπρωξε το ποτήρι στην άλλη άκρη του τραπεζιού. «Θα πάω στην αστυνομία. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω το πρωί», είπε με αποφασιστικότητα. «Εγώ δεν θα το έκανα στη θέση σου. Όχι μέχρι να έχεις αποδείξεις», είπε ο Έντι. «Μ α αυτό δεν είναι κάτι που κάνει η αστυνομία;» ρώτησε μπερδεμένη η Τζο. «Να συγκεντρώνει αποδείξεις;» «Σε αυτή την πόλη, η αστυνομία συγκεντρώνει κεφάλαια. Ο θείος σου τους δωροδόκησε για να χαρακτηρίσουν “ατύχημα” αυτόν τον θάνατο. Δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν να εμφανιστεί και να αμφισβητήσει τα ευρήματά τους. Αν το κάνουν, θα φανούν ανόητοι». «Θα μπορούσα να ζητήσω από τον Όσκαρ να με βοηθήσει», είπε η Τζο, δοκιμάζοντας άλλη προσέγγιση. «Θα μπορούσε να πει σ’ έναν δικαστή όσα είπε σ’ εμάς». «Ο δικαστής θα τον απέρριπτε, ακριβώς όπως έκανε ο Κόλερ. Το μόνο που έχει να προσφέρει είναι η άποψή του. Εγώ τον εμπιστεύομαι εκατό τοις εκατό, αλλά μάλλον είμαι ο μόνος. Οι υπόλοιποι τον θεωρούν τρελό. Οι περισσότεροι δεν έχουν
ακουστά την Ιατροδικαστική και…» Ξαφνικά, ο Έντι σταμάτησε να μιλάει. «Και τι πράγμα;» επέμεινε η Τζο. «Και οι περισσότερες αποδείξεις βρίσκονται πλέον θαμμένες κάτω από τη γη. Λυπάμαι που γίνομαι ωμός, αλλά η σορός του πατέρα σου αποσυντίθεται εδώ και δύο εβδομάδες». Δεν ήταν μια εικόνα που η Τζο ήθελε να φανταστεί. «Θα πάω στον θείο μου. Εκείνος θα ξέρει τι να κάνει», είπε. Έπειτα, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, δεν θα πάω. Ήταν ήδη αρκετά ανάρμοστο να πάω μόνη μου στη Στάνταρντ. Έτσι και ανακαλύψει πού ήμουν απόψε… δεν μπορείς ούτε να διανοηθείς τι φασαρίες θα έχω. Αν είχα αποδείξεις, θα διακινδύνευα να του μιλήσω, κι ας θύμωνε. Όπως πολύ σωστά λες, όμως, δεν έχω αποδείξεις. Και δεν ξέρω πώς να τις βρω». «Θα σε βοηθήσω εγώ», είπε ο Έντι. «Αλήθεια;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Τζο. Χαιρόταν με την αλλαγή του, αλλά ταυτόχρονα την προβλημάτιζε. Νωρίτερα, στη διαδρομή για το νεκροτομείο, ο Έντι είχε φανεί επιφυλακτικός. «Θα δουλέψουμε ως ομάδα», συνέχισε ο Έντι. «Εγώ θα κάνω ερωτήσεις. Θα αναφέρω από δω κι από κει τα ονόματα που περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο του πατέρα σου. Εσύ θα κρατάς τα αυτιά σου ανοιχτά για ό,τι έχει να κάνει με τους φίλους και τους συνεργάτες του πατέρα σου. Σε δείπνα, χορούς, ιπποδρομίες». «Δεν πηγαίνω σε ιπποδρομίες». Ο Έντι γύρισε τα μάτια του στο ταβάνι. «Σε συγκεντρώσεις για τσάι, λοιπόν. Και θα μου μεταφέρεις ό,τι ακούς». «Θα πρέπει να μείνω στην πόλη, αν θέλω να ανακαλύψω οποιοδήποτε στοιχείο», είπε η Τζο, εκφράζοντας μεγαλόφωνα τις
σκέψεις της. «Θα πω στη μητέρα μου πως δεν αισθάνομαι αρκετά δυνατή για να επιστρέψω στο σχολείο. Θα της πω ότι θα ήθελα να μείνω στο σπίτι μέχρι τις γιορτές. Όμως, κύριε… Έντι…» «Ναι;» «Πώς αποφάσισες να με βοηθήσεις;» ρώτησε. «Θέλω να χτίσω ένα όνομα… Κι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη», της απάντησε. Και τότε, η Τζο κατάλαβε – πίσω από αυτή την αλλαγή διάθεσης κρυβόταν η φιλοδοξία του. Για μια στιγμή είχε σκεφτεί πως τον είχε συγκινήσει η δυστυχία της, αλλά δεν ήταν έτσι. Διαπίστωσε με έκπληξη πως ένιωθε πληγωμένη, αλλά βιάστηκε να πείσει τον εαυτό της πως φερόταν ανόητα. Η βοήθεια του Έντι Γκάλαχερ ήταν αυτό που μετρούσε, όχι τα κίνητρά του. «Θέλω μια καινούρια δουλειά», της εξήγησε. «Δεν μπορώ να μείνω στη Στάνταρντ για πολύ ακόμα. Ο Στόουτμαν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μαριονέτα. Η οικογένειά σου του λέει ποιες ιστορίες να δημοσιεύει και ποιες να καταχωνιάζει στα αζήτητα. Ξεκίνησα ένα άρθρο για τον πατέρα σου, τότε που πίστευα ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε αυτοκτονία, και ο Στόουτμαν το έθαψε κι αυτό. Αλλά η ιστορία είναι πολύ σημαντικότερη τώρα. Θα μπορούσε να τραβήξει μεγαλύτερη προσοχή». «Όμως, ο Στόουτμαν δεν θα τη δημοσιεύσει ποτέ. Μ όλις το είπες και μόνος σου», είπε η Τζο. «Ο θείος μου δεν θα το επέτρεπε ποτέ». Ο Έντι κάθισε στην άκρη της καρέκλας του. «Θα το πάω σε άλλη εφημερίδα. Θα το χρησιμοποιήσω για να με προσλάβουν εκεί. Παρόλο που ανήκω στο προσωπικό της Στάνταρντ, δουλεύω ως
ανεξάρτητος και γι’ άλλες εφημερίδες». «Ανεξάρτητος;» «Ελεύθερος επαγγελματίας. Μ ε πληρώνουν με το άρθρο. Ο Στόουτμαν δεν το ξέρει. Χρησιμοποιώ ψευδώνυμο. Θυμάσαι το άρθρο για τον Όλιβερ Λιτλ; Αυτό θα πάει στη Γουόρλντ». «Κατάλαβα», είπε η Τζο. «Τα σπουδαία άρθρα οδηγούν σε σπουδαίες θέσεις», συνέχισε ο Έντι. «Ο θάνατος του Τσαρλς Μ όντφορτ αποδεικνύεται πως ήταν δολοφονία; Αυτή κι αν θα ήταν μεγάλη ιστορία. Συγγνώμη που το θέτω έτσι, αλλά είναι η αλήθεια. Κανείς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους Όλιβερ Λιτλ αυτού του κόσμου – θα του χαρίσουν μια στήλη λίγων αράδων στην τρίτη σελίδα κι αμέσως μετά θα ξεχαστεί. Ο Τσαρλς Μ όντφορτ, όμως – πλούσιος, δικτυωμένος, ένας αληθινός στύλος της κοινωνίας μας; Τελείως διαφορετική υπόθεση. Αν καταφέρναμε να βρούμε μερικές αδιάσειστες αποδείξεις, δεν θα γινόταν αλλιώς: η υπόθεση θα έπρεπε να ανοιχτεί και να εξεταστεί εκ νέου. Ακόμα και ο Φίλιπ Μ όντφορτ δεν θα μπορούσε να τη θάψει». «Δεν θα το ήθελε κιόλας», είπε η Τζο, υπερασπίζοντας τον θείο της. Ο Έντι σήκωσε το ένα του φρύδι. «Δεν τον ξέρεις όπως τον ξέρω εγώ. Αποσιώπησε την αυτοκτονία του πατέρα μου, ναι, αλλά είχε τους λόγους του. Και ξέρει πολύ καλά πως η αυτοκτονία είναι ένα πράγμα και η δολοφονία ένα άλλο. Αν πίστευε πως ο πατέρας μου είχε δολοφονηθεί, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να φέρει τον δολοφόνο ενώπιον της δικαιοσύνης». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Όπως σου είπα
νωρίτερα, οι εξελίξεις μπορεί να είναι δυσάρεστες. Και δεν παρατάω ποτέ μια ιστορία. Κάνω οτιδήποτε χρειαστεί. Είμαστε σύμφωνοι;» «Ναι», είπε η Τζο, ευγνώμων που είχε τη βοήθειά του. «Είμαστε σύμφωνοι». Οι συνθήκες θανάτου του πατέρα της μπορεί να είχαν αλλάξει, αλλά δεν είχε αλλάξει η ανάγκη της να βρει απαντήσεις. Ο Έντι έτεινε το χέρι του και η Τζο το έσφιξε. Ήταν η πρώτη φορά που έκλεινε μια συμφωνία και έτρεμε ολόκληρη. «Μ πορείς ν’ αφήσεις το χέρι μου τώρα», είπε ο Έντι. «Ω», έκανε η Τζο, αμήχανη. «Ναι». Έπιασε το φλιτζάνι της με τον καφέ, που δεν ήταν πια τόσο ζεστός, και ήπιε μια γουλιά. «Πότε μπορούμε να ξεκινήσουμε;» ρώτησε. «Αμέσως τώρα, αλλά–» «Αμέσως τώρα;» επανέλαβε με αδημονία η Τζο. «Αλήθεια;» Ο Έντι σήκωσε τα χέρια του. «Ναι, περίμενε όμως… προτού βρούμε απαντήσεις, πρέπει να θέσουμε μια καινούρια ερώτηση. Τώρα πια δεν ψάχνουμε την απάντηση στο ερώτημα “Ποιος αναστάτωσε τον Τσαρλς Μ όντφορτ τόσο ώστε να τον ωθήσει στην αυτοκτονία;” αλλά στο ερώτημα “Ποιον αναστάτωσε ο Τσαρλς Μ όντφορτ τόσο ώστε να τον ωθήσει στη δολοφονία;”».
16 Ο Έντι έβγαλε το σημειωματάριό του από την μπροστινή τσέπη του σακακιού του. «Όταν μαθεύτηκαν τα νέα για τον θάνατο του πατέρα σου, αποφάσισα να ρίξω μια ματιά στην έκθεση της αστυνομίας», είπε. «Αυτό έγινε προτού μιλήσουμε στον Όσκαρ, φυσικά, αλλά οι πληροφορίες που πήρα ίσως μπορούν ακόμα να μας φανούν χρήσιμες». «Τι έγραφε;» ρώτησε η Τζο, αδημονώντας να μάθει. Ο Έντι άνοιξε το σημειωματάριο. «Έγραφε πως όλοι οι μέτοχοι της Βαν Χάουτεν βρίσκονταν νωρίτερα την ίδια μέρα στο σπίτι σας για γεύμα και σύσκεψη. Ο μπάτλερ σας, ο κύριος Θίκστον, τους υποδέχτηκε και τους ξεπροβόδισε όλους – εκτός από τον Φίλιπ Μ όντφορτ, που βγήκε από την πόρτα για το υπηρετικό προσωπικό, κάτω από τη σκάλα, επειδή πήγε στην κουζίνα για να συγχαρεί τη μαγείρισσα». «Ναι», συμφώνησε η Τζο. «Αυτό μου είπε ο θείος μου». «Ο Θίκστον είπε ακόμα ότι ο θείος σου, προτού πάει στην κουζίνα, λογομάχησε με τον πατέρα σου. Τους άκουσε που μιλούσαν μεγαλόφωνα». «Πράγματι. Ο θείος Φίλιπ μου είπε ότι ο πατέρας μου ήταν αποκαρδιωμένος και του έλεγε πως δεν είχε κανέναν λόγο να ζει.
Ο θείος μου προσπάθησε να τον λογικέψει και η συζήτηση φούντωσε», εξήγησε η Τζο. Ο Έντι συνοφρυώθηκε. «Αν ο πατέρας σου είχε αυτοκτονήσει, αυτό θα ήταν λογικό. Τελικά, όμως, αποδεικνύεται πως δεν επρόκειτο για αυτοκτονία». «Νομίζω πως είναι λογικό όπως και να το δεις», τόλμησε να πει η Τζο. «Ίσως να ένιωθε τόσο δυστυχισμένος από τις απειλές ή τα προβλήματα που του προκαλούσε ο άνθρωπος που τον σκότωσε, ώστε να ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή του». Ο Έντι μίλησε προσεκτικά, ζυγίζοντας τα λόγια του. Τα μάτια του σάρωναν τις σημειώσεις του. «Ο Θίκστον κατέθεσε, επίσης, πως είχαν φύγει όλοι μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα και πως ο ίδιος κλείδωσε στις εννιά το σπίτι – την μπροστινή πόρτα, την έξοδο υπηρεσίας, την πόρτα του κήπου. Γύρω στα μεσάνυχτα ξύπνησε από τον ήχο του πυροβολισμού, όπως και όλο το υπόλοιπο προσωπικό: η Έιντα Νέλσον, η Κάθριν Μ ακM άνους, η Πολίν Κλοπ και η Γκρέτα Σμιντ». «Λογικό. Είμαι σίγουρη πως όλοι τον άκουσαν. Το δωμάτιο της κυρίας Νέλσον βρίσκεται δίπλα στην κουζίνα. Το ίδιο και του Θίκστον. Οι τρεις καμαριέρες κοιμούνται στον τελευταίο όροφο. Μ ονάχα ο Ντόλαν, ο αμαξάς μας, δεν θα μπορούσε να τον ακούσει. Εκείνος μένει πίσω από την Γκράμερσι Σκουέρ, πάνω από την αποθήκη για τις άμαξες». «Ο κύριος Θίκστον και η κυρία Νέλσον κατέθεσαν πως έτρεξαν αμέσως στον πάνω όροφο και βρήκαν τη μητέρα σου στην πόρτα του γραφείου. Οι καμαριέρες περίμεναν στη σκάλα. Η μητέρα σου χτυπούσε την πόρτα και καλούσε τον πατέρα σου, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Και οι έξι βεβαίωσαν πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη από
μέσα. Ο Θίκστον προσπάθησε να τη ρίξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι, έφυγε τρέχοντας για να φέρει τον Ντόλαν. Στον δρόμο της επιστροφής συνάντησαν έναν αστυνομικό σε περιπολία. Ο αστυνομικός –Μ πάκλεϊ τον έλεγαν– έριξε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο. Είδε αμέσως το σώμα του πατέρα σου και έδωσε εντολή να μην μπουν οι γυναίκες. Παρατήρησε, επίσης, πως ο Θίκστον, ο Ντόλαν, η κυρία Νέλσον, οι καμαριέρες και η μητέρα σου δεν είχαν αίμα στα ρούχα τους». Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει το νόημα αυτών που έλεγε ο Έντι. «Δεν υπονοείς βέβαια ότι ο Θίκστον, το υπόλοιπο προσωπικό και η ίδια μου η μητέρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ύποπτοι;» ρώτησε συγκλονισμένη. «Δεν υπονοώ τίποτα. Οι αστυνομικοί ήταν αυτοί που έκαναν τις ερωτήσεις. Αλλά, ακόμα και χωρίς την απουσία κηλίδων αίματος στα ρούχα τους, η κλειδωμένη πόρτα θα τους εξαιρούσε έτσι κι αλλιώς». «Και τι γίνεται με την απουσία οποιασδήποτε επιθυμίας να κάνουν κακό στον πατέρα μου; Αυτό θα τους εξαιρούσε;» ρώτησε κοφτά η Τζο, θυμωμένη μαζί του για τους υπαινιγμούς του. Ο Έντι συνέχισε, αγνοώντας τον τόνο της. «Ο αστυνομικός βεβαίωσε πως ο πατέρας σου ήταν νεκρός. Ένα περίστροφο –που ο Θίκστον κατέθεσε πως ανήκε στον πατέρα σου– βρέθηκε στο δεξί του χέρι. Η θαλάμη ήταν άδεια. Έλειπε μία σφαίρα. Έμεναν πέντε. Ο πατέρας σου είχε πάντα το όπλο του γεμάτο;» «Ναι, ήταν πολύ προστατευτικός. Ανησυχούσε διαρκώς για την ασφάλειά μας», είπε η Τζο. Τα φρύδια της είχαν σμίξει από την προσπάθειά της να συγκεντρωθεί. «Ο Όσκαρ είπε ότι οι ενδείξεις στον κάλυκα της σφαίρας που σκότωσε τον πατέρα μου δεν
ταίριαζαν με αυτές στις πέντε σφαίρες που απέμειναν στο όπλο», είπε. «Γεγονός το οποίο, προφανώς, δεν προβλημάτισε τον Κόλερ, όπως μας είπε ο Όσκαρ. Ούτε τους αστυνομικούς», είπε ο Έντι. «Εσένα σε προβληματίζει;» ρώτησε η Τζο. Ο Έντι έγνεψε καταφατικά. «Φυσικά», είπε. «Οι κυνηγοί και οι ψαράδες τείνουν να έχουν τις προτιμήσεις τους. Τα αγαπημένα τους καλάμια ψαρέματος. Τα αγαπημένα τους δολώματα. Τους αγαπημένους τους κατασκευαστές όπλων και πυρομαχικών. Για ποιον λόγο θα άλλαζε μάρκα σφαίρας ο πατέρας σου;» Κοίταξε ξανά το σημειωματάριό του. «Ο Όσκαρ είπε ότι ο Κόλερ άνοιξε το όπλο και πρόσεξε τις διαφορετικές ενδείξεις, αλλά δεν το θεώρησε σημαντικό. Οι αστυνομικοί δεν μπήκαν καν στον κόπο να το καταγράψουν στην αναφορά τους. Ο Όσκαρ σκέφτηκε ότι η παρουσία διαφορετικής σφαίρας σήμαινε ότι ο δολοφόνος χρησιμοποίησε διαφορετικό όπλο». «Αλλά είπε επίσης ότι ο κάλυκας βρισκόταν μέσα στο περίστροφο του πατέρα μου», αντέτεινε η Τζο. «Ναι, πράγματι», συμφώνησε ο Έντι και συνοφρυώθηκε. «Αν αυτός ο κάλυκας προερχόταν όντως από άλλο όπλο, πώς βρέθηκε μέσα στο περίστροφο του πατέρα σου;» Γύρισε μια σελίδα στο σημειωματάριό του. «Ο Όσκαρ είπε πως ο κάλυκας είχε την ένδειξη UM C .38 S & W. Και πως οι αχρησιμοποίητες σφαίρες έγραφαν W.R.A. Co. .38 LONG». Η Τζο πήρε μια κοφτή ανάσα. Θυμόταν αυτή την ένδειξη. Την είχε δει πολύ πρόσφατα. Τα μάτια του Έντι στράφηκαν πάνω της. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε.
«Μ όλις θυμήθηκα κάτι», είπε η Τζο. «Θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί όσο βρισκόμαστε στο νεκροτομείο, αλλά ήμουν πολύ αναστατωμένη. Τη μέρα που κηδέψαμε τον πατέρα μου, πήγα στο γραφείο του. Κι εκεί βρήκα μια σφαίρα. Βρισκόταν στο πάτωμα, πιασμένη στην άκρη του χαλιού. Τότε σκέφτηκα ότι ο μπαμπάς μπορεί να είχε αφήσει μερικές σφαίρες στο γραφείο του όσο καθάριζε το όπλο και ότι τις είχε ρίξει καταγής μετά τον τραυματισμό του, καθώς έπεφτε στο πάτωμα και ο ίδιος. Και πως κάποιος –ο Θίκστον ίσως– είχε κλοτσήσει μια απ’ όλες ίσαμε την άλλη άκρη του δωματίου». Ο Έντι κάθισε στητός στην καρέκλα του και την κοίταξε με έντονο βλέμμα. «Θυμάσαι την ένδειξη πάνω στη σφαίρα;» «Ναι. W.R.A.Co. .38 LONG», απάντησε η Τζο, κοιτάζοντας τον Έντι με βλέμμα εξίσου έντονο. «Έντι, μήπως–» «–ο δολοφόνος έριξε τη μοιραία σφαίρα από το δικό του όπλο, ύστερα βρήκε το γεμάτο περίστροφο του πατέρα σου–» συνέχισε ο Έντι. «–κι ύστερα αντικατέστησε μια από τις σφαίρες του πατέρα μου με τον χρησιμοποιημένο κάλυκα και έβαλε το περίστροφο στο χέρι του; Φαίνεται λογική εξήγηση, δεν νομίζεις;» ρώτησε η Τζο, αναστατωμένη που είχαν καταλήξει σε μια αληθοφανή ερμηνεία για την παρουσία δύο διαφορετικών βλημάτων. Αντί να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό της, όμως, ο Έντι συνοφρυώθηκε ξανά. «Τι;» απόρησε η Τζο. «Πώς γίνεται ο δολοφόνος να ήταν τόσο έξυπνος, ώστε να αντικαταστήσει μια σφαίρα με τον χρησιμοποιημένο κάλυκα, και συνάμα τόσο ανόητος, ώστε να αφήσει αυτή τη σφαίρα να του
πέσει στο πάτωμα;» ρώτησε. «Ίσως τον τρόμαξε κάτι. Ίσως άκουσε βήματα ή φωνές», πρότεινε η Τζο. Ο Έντι κούνησε το κεφάλι του, αλλά δεν έδειχνε να έχει πειστεί. Συμβουλεύτηκε ξανά τις σημειώσεις του. «Όταν ο Μ πάκλεϊ αποφάνθηκε πως ο πατέρας σου ήταν νεκρός, η μητέρα σου –που βρισκόταν ακόμα έξω από το γραφείο– αναστατώθηκε. Η κυρία Νέλσον την οδήγησε στο δωμάτιό της. Ο Θίκστον είπε στη δεσποινίδα Κλοπ να φέρει τον Φίλιπ Μ όντφορτ και ζήτησε στις άλλες δύο καμαριέρες να φτιάξουν καφέ. Ο Μ πάκλεϊ έφερε αντίρρηση. Είπε πως μία από τις κοπέλες έπρεπε να πάει στο τμήμα και να ενημερώσει τον διοικητή του γι’ αυτό που είχε συμβεί. Πήγε η δεσποινίς Μ ακΜ άνους. Η δεσποινίς Σμιντ πήγε στην κουζίνα. Πρώτα, όμως, γύρισαν όλες στα δωμάτιά τους, για να ντυθούν». Ο Έντι έκανε παύση για να πιει μια γουλιά από τον καφέ του κι ύστερα συνέχισε. «Ο Μ πάκλεϊ έστειλε τον Ντόλαν να ειδοποιήσει τον δρα Κόλερ. Έπειτα, ζήτησε από τον Θίκστον να του δείξει όλες τις πιθανές εξόδους. Έλεγξαν την πόρτα του υπηρετικού προσωπικού και εκείνη που οδηγεί από την κουζίνα στον πίσω κήπο. Και οι δύο ήταν κλειδωμένες. Ο Θίκστον είχε βγει τρέχοντας από την μπροστινή είσοδο για να φέρει τον Ντόλαν, αλλά είχε χρειαστεί να ξεκλειδώσει. Υπάρχουν τέσσερα πασπαρτού για τις πόρτες. Ο Μ πάκλεϊ κατέθεσε πως δεν έψαξε αμέσως να τα βρει, επειδή κατέφτασε ο ιατροδικαστής, ακολουθούμενος από τον διοικητή και τον Φίλιπ Μ όντφορτ, αλλά επιβεβαίωσε τη θέση τους πριν φύγει. Ένα κλειδί ήταν του πατέρα σου και βρέθηκε στο γραφείο του.
Ένα άλλο της μητέρας σου και βρισκόταν στο υπνοδωμάτιό της. Το κλειδί του Θίκστον βρισκόταν στην τσέπη του. Το τέταρτο, που ανήκε στην κυρία Νέλσον, κρεμόταν από έναν γάντζο στην κουζίνα». Ο Έντι σταμάτησε να μιλάει και συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Τζο. «Η κυρία Νέλσον κατέθεσε πως δεν είχε μπορέσει να βρει το κλειδί της εκείνη τη νύχτα, προτού πλαγιάσει. Ο Μ πάκλεϊ παρατήρησε πως ήταν πολύ ταραγμένη, επειδή ανησυχούσε μήπως ο δολοφόνος είχε χρησιμοποιήσει το δικό της κλειδί για να μπει στο σπίτι. Ο Θίκστον κατάφερε να την ηρεμήσει όταν επιβεβαίωσε πως το κλειδί της κρεμόταν στη συνηθισμένη του θέση». Ο Έντι κοίταξε την Τζο. «Αυτό μου φαίνεται περίεργο». «Δεν ξέρεις την κυρία Νέλσον, γι’ αυτό. Είναι φοβερά αφηρημένη. Μ ονίμως χάνει πράγματα», είπε η Τζο. «Ίσως σοκαρίστηκε τόσο πολύ από τον θάνατο του πατέρα μου, ώστε να νόμισε πως είχε χάσει το κλειδί, παρόλο που αυτό μπορεί να βρισκόταν στη θέση του». «Είναι κι αυτή μια εξήγηση», παραδέχτηκε ο Έντι. «Το τελευταίο πράγμα που περιλαμβάνεται στην αναφορά είναι η άφιξη του θείου σου. Η δεσποινίς Κλοπ πήγε στο σπίτι του για να τον φέρει. Άνοιξε την πόρτα ο ίδιος. Δούλευε μέχρι αργά στο γραφείο του και οι υπηρέτες είχαν πάει για ύπνο. Ήρθε στο σπίτι σας μαζί με τη δεσποινίδα Κλοπ. Όταν είδε το πτώμα του αδερφού του, κατέρρευσε. Ο δρ Κόλερ τον μετέφερε σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Εκεί ήταν που τους βρήκε ο Πέρκινς – ο αστυνομικός διοικητής». Η καρδιά της Τζο πονούσε για τον θείο της. Και ο Όσκαρ είχε
πει πως είχε καταρρεύσει. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν της το είχε πει. Έτσι ήταν ο χαρακτήρας του. Στωικός και προστατευτικός. Θα πρέπει να αναστατώθηκε φοβερά όταν είδε το πτώμα του αδερφού του· κι όμως, η πρώτη του σκέψη ήταν να διαφυλάξει την οικογένειά του από το σκάνδαλο. Ξαφνικά, ο Έντι πέταξε το σημειωματάριό του στο τραπέζι, αιφνιδιάζοντας την Τζο. «Δεν βγαίνει νόημα», είπε, ενώ η ενόχληση φαινόταν ολοκάθαρα στη φωνή του. «Πώς κατάφερε ο δολοφόνος να μπει, να ρίξει μια σφαίρα και να βγει ξανά, εντελώς αθέατος; Οι πόρτες του σπιτιού ήταν όλες κλειδωμένες. Η πόρτα στο γραφείο του πατέρα σου ήταν κι αυτή κλειδωμένη, από μέσα. Είναι ένα εντελώς απίθανο σενάριο». Η Τζο ένιωσε αποκαρδιωμένη. Είχε την ελπίδα πως πλησίαζαν σε μια απάντηση. Ο Έντι πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Κάτι μας διαφεύγει εδώ. Δεν γίνεται αλλιώς. Μ ήπως κάποιος από τους μετόχους της Βαν Χάουτεν είχε κλειδί για το σπίτι σας; Μ ήπως κάποιος απ’ όλους γύρισε ξανά εκείνο το βράδυ;» ρώτησε. «Υπονοείς ότι τον σκότωσε ένας από τους συνεταίρους του; Ύστερα από τον γελοίο υπαινιγμό για τη μητέρα μου;» ρώτησε η Τζο, που δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. «Είναι μια πιθανότητα», παραδέχτηκε ο Έντι. «Όχι, δεν είναι», τον αντέκρουσε η Τζο. «Κανείς δεν είχε κλειδί του σπιτιού μας. Ο πατέρας μου μεγάλωσε μαζί με αυτούς τους ανθρώπους. Κατάγονται όλοι από παλιές και εξαιρετικές οικογένειες. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να του έκαναν κακό. Και είμαι σίγουρη πως όλοι μπορούν να εξηγήσουν πού
βρίσκονταν το βράδυ του θανάτου του». «Ναι, και το έκαναν», είπε ο Έντι, ξεφυλλίζοντας τις σημειώσεις του. «Βρίσκονταν όλοι στα σπίτια τους – ο Σκάλι, ο Μ πίκμαν, ο Μ πρέβορτ, ο Τάλερ. Κι ο θείος σου; Έχει κλειδί;» «Ο θείος μου!» είπε ορθά κοφτά η Τζο. «Ο μοναδικός αδερφός του πατέρα μου. Ο άνθρωπος που πλέον είναι δεύτερος πατέρας για εμένα». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι. «Μ όνος σου είπες πως βρισκόταν στο σπίτι του όταν σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Μ ια από τις καμαριέρες μας, η Πολίν Κλοπ, πήγε να τον φωνάξει. Τον είδε εκεί. Της άνοιξε την πόρτα. Αλλά, ακόμα και αν δεν βρισκόταν στο σπίτι του, και μόνο η ιδέα πως θα μπορούσε να σκοτώσει τον πατέρα μου είναι εντελώς παράλογη». «Και τι γίνεται με αντιπάλους; Ανταγωνιστές στη δουλειά;» Η Τζο ύψωσε το φρύδι της. «Μ πορείς πράγματι να φανταστείς τον ηλικιωμένο κύριο Γούλκοτ Σλον, της Ναυτιλιακής Εταιρείας Σλον και Θορπ, να πυροβολεί τον πατέρα μου; Τι νομίζεις ότι είναι αυτοί οι άνθρωποι, Έντι; Πειρατές;» Ο Έντι χτύπησε τα δάχτυλά του σαν να έπαιζε ταμπούρλο, έπειτα έπιασε μια πένα από το τραπέζι. «Μ πορώ να ρίξω μια ματιά στα ονόματα και τις σημειώσεις που μου ανέφερες καθ’ οδόν για το νεκροτομείο; Αυτά που βρήκες στο ημερολόγιο του πατέρα σου;» ρώτησε. Η Τζο έβγαλε το ημερολόγιο του πατέρα της από την τσέπη της φούστας της και του το έδωσε. Ο Έντι αντέγραψε τις σημειώσεις που βρήκε καταχωρισμένες στις 15 Σεπτεμβρίου –«Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.» και «Έλενορ
Όουενς, γ. 1874»– και παρατήρησε πως οι καταχωρίσεις της 17ης Σεπτεμβρίου και της 15ης Οκτωβρίου ήταν ακριβώς ίδιες – «Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.». Όταν τελείωσε, είπε: «Τι γίνεται αν ο θείος σου κάνει λάθος; Αν η Έλενορ Όουενς ήταν η ερωμένη του πατέρα σου; Αποπειράται να τον εκβιάσει. Εκείνος αρνείται να την πληρώσει. Εκείνη έρχεται στο σπίτι αργά το βράδυ. Ο πατέρας σου την αφήνει να μπει, την οδηγεί στο γραφείο του κι εκείνη τον απειλεί με όπλο, ίσως μονάχα για να τον φοβίσει. Το όπλο εκπυρσοκροτεί κατά λάθος. Η γυναίκα το βάζει στο χέρι του και–» «Και βγαίνει τρέχοντας από το σπίτι, με δύο πόρτες κλειδωμένες;» είπε η Τζο. Ο Έντι αναστέναξε. «Εντάξει. Οι λεπτομέρειες δεν ταιριάζουν, αλλά εξακολουθεί να είναι ύποπτη. Και τι σου λέει το όνομα “Κιντς”;» είπε. «Άκουσες ποτέ τον πατέρα σου να το αναφέρει;» «Όχι, αλλά επειδή είναι απλώς ένα όνομα, αναρωτιέμαι μήπως ανήκει σε πλοίο αντί σε άνθρωπο». «Τι σχέση θα μπορούσε να έχει ένα πλοίο με όλα αυτά;» «Δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε η Τζο. «Και τι λες για τον άνθρωπο που είδα να παρακολουθεί το παράθυρο του πατέρα μου; Αν είναι αυτός ο δολοφόνος; Πάντως, αυτή την εντύπωση έδινε». «Θα μπορούσε να είναι ύποπτος, αλλά και πάλι θα είχαμε το ίδιο πρόβλημα. Πώς κατάφερε να μπει και να βγει;» «Δεν έχουμε τίποτα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε αποκαρδιωμένη η Τζο. «Μ ονάχα έναν δολοφόνο που πρέπει να είναι φάντασμα, επειδή μπορεί να κινείται μέσα από κλειδωμένες πόρτες ή να γίνεται αόρατος ή… Αχ, Θεέ μου». Η Τζο ένιωσε σαν να την είχε μόλις διαπεράσει ένα παγωμένο
ρεύμα αέρα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Έντι, με τα μάτια του στυλωμένα στα δικά της. «Βρισκόταν εκεί, Έντι», είπε η Τζο. «Στο γραφείο. Βρισκόταν εκεί όλη την ώρα».
17 «Κόψε ταχύτητα, Τζο. Ηρέμησε. Πάρε τα πράγματα από την αρχή», είπε ο Έντι. «Μ ιλάς τόσο γρήγορα, που δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω». Η Τζο πήρε βαθιά ανάσα, ξεφύσηξε και προσπάθησε να μιλήσει αργά. «Πίσω από τις κουρτίνες», είπε. «Ο δολοφόνος κρυβόταν πίσω από τις κουρτίνες». Ο Έντι έγειρε πίσω στην καρέκλα του και την κοίταξε με αμφιβολία. «Είναι φαρδιές και ογκώδεις και σέρνονται στο πάτωμα. Όταν ήμουν παιδί, κρυβόμουν πίσω τους. Ολόκληρο το νοικοκυριό μας θα μπορούσε να κρυφτεί πίσω τους. Εκεί ήταν που βρήκα τη σφαίρα… δεν καταλαβαίνεις;» «Νομίζω», απάντησε ο Έντι και ανακάθισε. Τα μάτια του στυλώθηκαν στα μάτια της Τζο. Το βλέμμα του ήταν ηλεκτρισμένο. Ξαφνικά, είχαν στα χέρια τους ένα κομμάτι του παζλ, και το ήξεραν κι οι δύο. «Ο δολοφόνος μπήκε στο γραφείο του πατέρα μου αργά το βράδυ–» άρχισε η Τζο. «Πώς μπήκε στο σπίτι;» την έκοψε ο Έντι. «Κατάφερε με κάποιον τρόπο να πάρει το κλειδί».
«Απίθανο. Τα τέσσερα κλειδιά βρίσκονταν στις θέσεις τους, θυμάσαι; Μ πορεί να του άνοιξε ο πατέρας σου. Επειδή τον γνώριζε». «Ή τη γνώριζε», είπε σκυθρωπά η Τζο. Ο Έντι κατένευσε. «Πηγαίνουν στο γραφείο του πατέρα σου. Ο δολοφόνος τον πυροβολεί. Βρίσκει το περίστροφο του πατέρα σου και το βάζει στο χέρι του. Ακούει βήματα. Της μητέρας σου, του Θίκστον… Πανικοβάλλεται. Ξέρει πως δεν μπορεί να βγει από το γραφείο, θα τον δουν». Ήταν δύσκολο για την Τζο να φαντάζεται το σενάριο για τον θάνατο του πατέρα της, αλλά ο Έντι δεν της χαριζόταν. Την ανάγκαζε να κοπιάσει. Την ανάγκαζε να σκεφτεί. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια μεταχείριση από άντρα, και της άρεσε. «Έτσι, κλειδώνει την πόρτα για να κερδίσει λίγο χρόνο», είπε η Τζο, «και κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες. Μ έσα στη βιασύνη του, προσπαθεί να βάλει τη σφαίρα που έβγαλε από το περίστροφο του πατέρα μου στην τσέπη του, αλλά του πέφτει. Δεν ξέρει πως του έπεσε, όμως, επειδή η σφαίρα βρίσκει την άκρη του χαλιού και δεν κάνει θόρυβο». «Κι ύστερα περιμένει. Μ όλις που ανασαίνει. Στέκεται εντελώς ακίνητος. Σε τέτοιον βαθμό, που οι κουρτίνες δεν θροΐζουν καν». «Ακούγοντας τη μητέρα μου να κλαίει και τον θείο μου να καταρρέει», είπε με πίκρα η Τζο. «Κι ύστερα, μόλις ηρεμούν τα πράγματα και απομακρύνονται οι αστυνομικοί, φεύγει». «Μ ονάχα που μπορεί να μην περίμενε όλη αυτή την ώρα για να φύγει», είπε ο Έντι. «Αφού δεν θα μπορούσε να φύγει νωρίτερα. Βρίσκονταν εκεί οι υπηρέτες, και η μητέρα μου, και εκείνος ο αστυνομικός, ο
Μ πάκλεϊ», αντέτεινε η Τζο. «Όχι όλη την ώρα», της θύμισε ο Έντι. «Αφού ο Μ πάκλεϊ και ο Ντόλαν έριξαν την πόρτα και βρήκαν το πτώμα του πατέρα σου, βγήκαν όλοι από το γραφείο. Ο Ντόλαν πήγε να φέρει τον δρα Κόλερ. Η κυρία Νέλσον πήγε τη μητέρα σου στο δωμάτιό της. Οι καμαριέρες ανέβηκαν πάνω για να ντυθούν. Ο Θίκστον και ο Μ πάκλεϊ πήγαν να ελέγξουν τις πόρτες. Ο δολοφόνος θα είχε λίγα λεπτά για να διαφύγει, αν ήταν αρκετά τολμηρός για να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία». Έμειναν και οι δύο βουβοί, αλλά συνέχισαν να κοιτάζονται. Κανένας άντρας δεν είχε κοιτάξει την Τζο για τόση ώρα και με τόση ένταση. Δεν είναι πρέπον. Καλά θα κάνει να σταματήσει, σκεφτόταν. Μ α τότε συνειδητοποίησε ότι κι εκείνη έκανε ακριβώς το ίδιο. «Τώρα, λοιπόν, αν μη τι άλλο, έχουμε μια θεωρία», είπε, για να διαλύσει τη σιωπή και την αμηχανία που της προκαλούσε το βλέμμα του Έντι. «Και δύο υπόπτους», είπε ο Έντι. «Την Έλενορ Όουενς και τον άγνωστο άντρα που κατασκόπευε το σπίτι σου». Πήρε ξανά στα χέρια του το ημερολόγιο του Τσαρλς Μ όντφορτ και το ξεφύλλισε. Δείχνοντας τη σημείωση της 15ης Οκτωβρίου –«Κιντς, ΑΒΧ, 11:00 μ.μ.»–, είπε: «Στις εφτά θα περάσω από την αποβάθρα της Βαν Χάουτεν, για να ρίξω μια ματιά». «Μ α ο πατέρας μου είναι νεκρός. Δεν θα επιβιβαστεί στο Κιντς», είπε η Τζο, μπερδεμένη. «Το πλοίο, όμως, μάλλον θα είναι εκεί. Και ίσως επιβιβαστεί κάποιος άλλος στη θέση του. Κι αυτός ο κάποιος ίσως γνωρίζει κάτι».
«Θα έρθω μαζί σου», δήλωσε η Τζο. «Όχι, δεν θα έρθεις», είπε ο Έντι. «Το εννοώ. Οι αποβάθρες δεν είναι ευχάριστο μέρος». «Και πώς θα μάθω τι έχει συμβεί;» ρώτησε η Τζο, απογοητευμένη – και ενοχλημένη. Μ όλις πριν από μια στιγμή, ήταν ισότιμοι και προσπαθούσαν να διαλευκάνουν μαζί ένα έγκλημα. Τώρα, ο Έντι προχωρούσε χωρίς εκείνη. «Πώς θα επικοινωνούμε;» ρώτησε. «Δεν γίνεται έτσι ξαφνικά να δέχομαι επιστολές ή επισκέψεις από έναν νεαρό που δεν γνωρίζει η μητέρα μου. Και δεν μπορώ να στείλω στο σπίτι σου γράμμα με το όνομά μου πάνω. Κι αν αρχίσει να κουτσομπολεύει η σπιτονοικοκυρά σου;» «Θα γράφουμε ο ένας στον άλλον, αλλά θα χρησιμοποιούμε ψεύτικα ονόματα αποστολέων», πρότεινε ο Έντι. «Θα σ’ ενημερώνω για οτιδήποτε ανακαλύπτω». «Φαντάζομαι ότι αυτό γίνεται», είπε η Τζο, καθησυχασμένη. Δεν ήταν αυτό που ήθελε, αλλά τουλάχιστον δεν θα αποκλειόταν εντελώς από τη δράση. «Θα με λένε… Τζόζεφ. Τζόζεφ Φιν. Κι εσύ θα λέγεσαι Εντουίνα Γκάλαχερ. Θα αναγκαστώ να δώσω εξηγήσεις ακόμα και γι’ αυτό – για την αλληλογραφία με μια κοπέλα που η μητέρα μου δεν έχει ποτέ ακουστά. Θα πω ότι είσαι μια ράφτρα που μου σύστησε η Τρούντι». Το ρολόι στο γείσο του τζακιού σήμανε την ώρα – μία μετά τα μεσάνυχτα. «Δεν είχα ιδέα πως ήταν τόσο αργά. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι», είπε η Τζο, ανησυχώντας πώς θα κατάφερνε να μπει στο σπίτι χωρίς να την πάρουν είδηση. «Θα σε πάω εγώ», προσφέρθηκε ο Έντι.
«Μ α δεν είναι ανάγκη», διαμαρτυρήθηκε η Τζο. «Άσ’ τα αυτά τώρα, Τζο», είπε ο Έντι, και η κοπέλα κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να διαφωνήσει μαζί του. Ο Έντι σηκώθηκε. Πήρε το σακάκι του από τη ράχη της καρέκλας και το φόρεσε. Η Τζο δεν είχε βγάλει τη ζακέτα της, έτσι δεν τον μιμήθηκε. Έριξε μια βιαστική ματιά ολόγυρα στο δωμάτιο, στενοχωρημένη που το άφηνε. Ήταν μικρό, αλλά όχι στενάχωρο. Το αντίθετο, μάλιστα. Εδώ μπορώ να ανασάνω, σκέφτηκε. Αντί να ασφυκτιώ ανάμεσα στις γλάστρες με τους φοίνικες και τις πορσελάνες. Βρήκαν μια άμαξα στην Μ πρόντγουεϊ. Η Τζο είπε στον Έντι πως θα κατέβαινε στην Έρβινγκ Πλέις και πως εκείνος δεν έπρεπε να την ακολουθήσει. Αν την έπιαναν την ώρα που θα έμπαινε από την κουζίνα, ίσως κατάφερνε να δικαιολογηθεί λέγοντας πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί και είχε βγει να πάρει λίγο αέρα, αλλά δεν θα κατάφερνε ποτέ να δικαιολογήσει τη δική του παρουσία. Ο Έντι συμφώνησε απρόθυμα. Προσπάθησε να πληρώσει τον οδηγό, αλλά η Τζο δεν τον άφησε. Πλήρωσε, μάλιστα, και τη διαδρομή της επιστροφής. «Κάθε φορά που συναντιόμαστε, είναι μια περιπέτεια, Τζο Μ όντφορτ. Είσαι πολύ ασυνήθιστη κοπέλα», της είπε καθώς κατέβαινε από την άμαξα. «Α, όχι ιδιαίτερα. Οι περισσότερες κοπέλες μού μοιάζουν πολύ, όλες αναζητούν απαντήσεις στα ερωτήματά τους», αποκρίθηκε η Τζο. Ο Έντι χαμογέλασε, αλλά αμέσως μετά σοβαρεύτηκε. «Ήταν μια πολύ δύσκολη βραδιά για εσένα. Λυπάμαι πολύ. Ελπίζω να ξέρεις πού μπλέχτηκες. Δεν θα είναι εύκολα όσα θα
ακολουθήσουν. Και νομίζω ότι η αποψινή φορά δεν θα είναι η τελευταία που κλαις για τον πατέρα σου». Η Τζο τον κοίταξε και είδε τα απίστευτα γαλάζια μάτια του. Αρκετές φορές είχε διακρίνει μέσα τους ενόχληση. Υπεροψία. Εύθυμη ειρωνεία. Ακόμα και θυμό. Για πρώτη φορά τώρα, έβλεπε κάτι άλλο – μια βαθιά, έμφυτη καλοσύνη. «Όχι, δεν θα είναι η τελευταία φορά», συμφώνησε θλιμμένα. «Αλλά ήταν η πρώτη».
18 «Κόρες, σκύλες και φοράδες… τα πάντα καταλήγουν στο ίδιο ερώτημα: Θα μείνει έγκυος;» «Νόνα…» είπε η κυρία Όλντριτς με προειδοποιητικό τόνο. «Πάρε για παράδειγμα τη Λόλι μου από δω… είναι μια γεροδεμένη σκυλίτσα, ενθουσιώδης με το άθλημα, αλλά δεν λέει να μείνει έγκυος. Δοκίμασα τον έναν επιβήτορα μετά τον άλλον. Τζίφος. Δεν πρόκειται να δω γέννα από δαύτη. Όμορφη είναι σίγουρα. Και έξυπνη, επίσης. Όταν η σκύλα δεν γεννάει, όμως, είναι άχρηστη». Η Τζο κοίταξε την Τρούντι και η Τρούντι κοίταξε την Τζο. Τα μάτια τους ήταν γουρλωμένα. Κάθονταν στο χολ του Χέροντεϊλ, έξω από τις κλειστές πόρτες του σαλονιού, και περίμεναν την Άντι, τον Μ πραμ, τον Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ και τα ξαδέρφια της Τζο, την Κάρολαϊν και τον Ρόμπερτ. Κανένα από τα δύο κορίτσια δεν είχε αντιληφθεί πως κάποιος βρισκόταν στο σαλόνι, ώσπου άκουσαν τη Νόνα να μιλάει. Και παρόλο που ήξεραν ότι δεν έπρεπε να κρυφακούσουν, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν. Η Τρούντι, μορφάζοντας, είχε γλιστρήσει κοντά στην πόρτα, γνέφοντας στην Τζο να την ακολουθήσει.
«Έχεις συνηθίσει να περνάει το δικό σου, Νόνα, αλλά σε αυτό το ζήτημα θα πρέπει να αφήσεις την Άννα Μ όντφορτ να κάνει αυτό που νομίζει εκείνη», έλεγε η κυρία Όλντριτς. Η Τρούντι άρπαξε το μπράτσο της Τζο. «Πάω στοίχημα ότι μιλούν για εσένα και τον Μ πραμ!» ψιθύρισε σουφρώνοντας τα χείλη της σε ένα ψεύτικο φιλί. Η Τζο της έδωσε μια αγκωνιά. «Αυτό θα το δούμε», απάντησε η Νόνα. «Αν η Άννα είναι απρόθυμη να δεχτεί έναν γάμο, υπάρχουν κάμποσοι άλλοι που δεν είναι. Ας μην ξεχνάμε πως ήταν μια Σέρμερχορν, προτού γίνει Μ όντφορτ». «Και τι ακριβώς εννοείς με αυτό; Οι Σέρμερχορν είναι εξαίρετη οικογένεια». «Οι πρόγονοι της Άννας ήταν όλοι στερνοπαίδια και οι γυναίκες τους δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε “καρπερές”», συνέχισε η Νόνα. «Η ίδια απέκτησε μονάχα δύο μωρά και το ένα το έχασε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του. Τι κρίμα… Κι ήταν αγόρι, μάλιστα. Πώς θα σου φαινόταν η ομορφούλα Χάριετ Μ πιουκάναν για τον Μ πραμ; Έχει ωραίο σώμα και άλλα έξι αδέρφια. Η δική της μητέρα είχε άλλα εφτά αδέρφια. Αν και η Χάνα Μ πιουκάναν, η γιαγιά της Χάριετ, ήταν θεοπάλαβη. Αυτού του είδους τα κουσούρια περνάνε από γενιά σε γενιά, ξέρεις». «Κι ο Μ πραμ; Δεν θα έπρεπε να πει κι αυτός τη γνώμη του; Δεν θέλει να παντρευτεί τη Χάριετ Μ πιουκάναν. Δεν είναι ερωτευμένος μαζί της», είπε με έξαψη η κυρία Όλντριτς. «Το πάθος είναι για τις κατώτερες τάξεις», απάντησε με περιφρόνηση η Νόνα. «Εμείς οι Όλντριτς δεν είμαστε ταμίες και υπάλληλοι. Εμείς παντρευόμαστε με το μυαλό, όχι με την καρδιά, προκειμένου να διαιωνίσουμε τις οικογένειες και τις περιουσίες
μας. Η αγάπη έρχεται με τον καιρό. Και αν δεν έρθει… ε, τότε έχουμε τα σκυλιά και τους κήπους μας για παρηγοριά». Η Νόνα διέκοψε τη συζήτηση για να μαλώσει ένα σκυλί κι ύστερα συνέχισε: «Η υγεία του γιου μου επιδεινώνεται», είπε, και η Τζο διέκρινε τη θλίψη στη φωνή της. «Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό», είπε η κυρία Όλντριτς. «Πρέπει, όμως», επέμεινε η Νόνα. «Ο Πίτερ έχει έναν χρόνο ζωής, στην καλύτερη περίπτωση, κι ύστερα ο Μ πραμ θα γίνει αρχηγός της οικογένειας. Πώς θα ζήσει αυτό το αγόρι; Ως εργένης σε κάποιο φριχτό διαμέρισμα στην πόλη; Πώς θα επωμιστεί τα βάρη της επιχείρησης χωρίς βοηθό και σύντροφο; Πώς θα διαιωνιστεί το όνομα των Όλντριτς χωρίς γιους; Ίσως και να είχε ήδη κάνει την πρόταση γάμου, αν δεν είχε συμβεί αυτό το απαίσιο ατύχημα με τον Τσαρλς. Πόσο θα πρέπει να περιμένουμε;» Η Τζο κρατούσε την ανάσα της, φοβούμενη για την απάντηση. Προσπάθησε να φύγει, αλλά η Τρούντι τη συγκράτησε. «Έχω μιλήσει με την Άννα γι’ αυτό το θέμα. Ακόμα δεν είναι έτοιμη για μια πρόταση γάμου. Έχει την αίσθηση πως θα ήταν πρόωρο», είπε η κυρία Όλντριτς. «Ειδικά τώρα, με τον χαμό του δύστυχου Τσαρλς». Η Τζο ανάσανε με ανακούφιση. «Σιγά το πρόωρο. Αυτό που θέλει η Άννα Μ όντφορτ είναι χρόνος, για να κυνηγήσει καλύτερες προτάσεις. Είναι αποφασισμένη να καλοπαντρέψει την κόρη της και θα εξετάσει μονάχα τις πιο γενναιόδωρες προσφορές». «Νόνα! Τι φριχτό αυτό που είπες!» Η φωνή της κυρίας Όλντριτς είχε δυναμώσει από την αγανάκτηση. Η Τζο ένιωθε ταπεινωμένη. Τα λόγια της Νόνας την έκαναν να
νιώθει σαν να ήταν ένα σακί αλεύρι ή ένα τόπι ύφασμα. «Είναι η αλήθεια», συνέχισε η Νόνα. «Οι Μ όντφορτ έχουν χρήμα, αλλά όχι όσο εμείς. Αυτό που έχουν, παρ’ όλα αυτά, είναι η καταγωγή τους. Το γενεαλογικό τους δέντρο είναι ένα από τα καλύτερα της χώρας. Όλα τα πλούτη της Νέας Υόρκης δεν μπορούν να το αγοράσουν αυτό, και η Άννα το ξέρει. Ο εγγονός μου θα είναι ανόητος, αν αρχίσει τα χασομέρια. Καλά θα κάνει να το αρπάξει αυτό το κορίτσι, προτού τον προλάβει κάποιος άλλος». «Η Τζο είναι μονάχα δεκαεφτά χρονών. Και η Άννα πιστεύει πως τα δεκαοχτώ είναι η κατάλληλη ηλικία για έναν αρραβώνα». «Μ ας έχει φάει η λεπτότητα στις μέρες μας. Εγώ παντρεύτηκα στα δεκάξι μου. Η μητέρα μου στα δεκαπέντε της. Οι κοπέλες δεν καταλαβαίνουν πλέον ποιο είναι το πρώτιστο καθήκον τους: ο γάμος και η μητρότητα. Πώς καταφέρνεις να αποκτήσεις μια οικογένεια σεβαστού μεγέθους, αν δεν αρχίσεις από μικρή; Ο Μ πραμ καλά θα κάνει να συνοδεύσει την Τζο στη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών». Η κυρία Όλντριτς ξέσπασε σε γέλια. «Η Τζο πενθεί τον πατέρα της. Δεν μπορεί να πάει σε χοροεσπερίδα!» «Μ πορεί, αν δεν χορέψει». «Ποιος το λέει αυτό;» «Εγώ το λέω». Η Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών ήταν το κοινωνικό γεγονός της χρονιάς. Δινόταν στο Μ ητροπολιτικό Μ ουσείο Τέχνης, με σκοπό τη συγκέντρωση εισφορών. Τα κορίτσια λάμβαναν κάρτες χορού, τις οποίες αγόραζαν τα αγόρια για να χορέψουν μαζί τους. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν δίνονταν στο μουσείο. Ήταν γνωστό πως η χοροεσπερίδα λειτουργούσε ως βαρόμετρο
ακριβείας για τα ειδύλλια που πλέκονταν ανάμεσα στα μέλη της νεότερης γενιάς. Δεν ήταν λίγοι οι αρραβώνες που ανακοινώνονταν στις επόμενες εβδομάδες. «Βάλε τον Μ πραμ να αγοράσει όλες τις κάρτες της Τζο, κι ας μην μπορεί να χορέψει. Θα είναι ένα είδος δήλωσης – πως η δεσποινίς Τζόζεφιν Μ όντφορτ είναι λογοδοσμένη», είπε η Νόνα. «Μ πορεί να φορέσει ένα μαύρο φόρεμα και να καθίσει στη μια πλευρά της αίθουσας. Έτσι, οι κουτσομπόλες της πόλης δεν θα έχουν τίποτα κακό να πουν». «Η Άννα δεν θα το επιτρέψει ποτέ». «Θα το επιτρέψει. Σκοπεύω να της μιλήσω κι εγώ», είπε δυσοίωνα η Νόνα. «Έλα, Λόλι, πήδα κάτω. Έχουμε ακόμα να δούμε ένα καινούριο πουλάρι». Η Τζο και η Τρούντι άκουσαν τη Νόνα να σηκώνεται. Έφυγαν τρέχοντας από το χολ και χώθηκαν στο δωμάτιο μουσικής, πριν τις ανακαλύψουν. Η Τρούντι σωριάστηκε σε έναν καναπέ, χαχανίζοντας. «Όταν η σκύλα δεν γεννάει, είναι άχρηστη!» είπε, μιμούμενη τη Νόνα. Χωρίς να συμμερίζεται την ευθυμία της, η Τζο πλησίασε έναν καθρέφτη και ίσιωσε την καρφίτσα στον λαιμό της. «Κάνει την όλη διαδικασία να ακούγεται σαν κάτι που γίνεται σε κυνοκομείο», είπε θυμωμένη. «Αν η Νόνα καταφέρει να περάσει το δικό της, την επόμενη χρονιά θα είσαι παντρεμένη. Και τη μεθεπόμενη θα είσαι μητέρα», είπε η Τρούντι. «Τι κελεπούρι αυτός ο Μ πραμ Όλντριτς. Ανήκει σε μια από τις καλύτερες οικογένειες. Είναι έξυπνος. Όμορφος, με τον τρόπο του. Και ακόμα πλουσιότερος κι απ’ τον Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ».
«Ναι, είναι», συμφώνησε αφηρημένα η Τζο. «Ο γάμος σου θα είναι πολύ κομψός, γι’ αυτό καλά θα κάνεις να αδυνατίσεις λίγο στη μέση». Η Τζο έβγαλε τη γλώσσα της στον καθρέφτη. Η Τρούντι την είδε. «Θέλεις να μοιάζεις με βαρέλι μπίρας όταν φορέσεις νυφικό;» ρώτησε. «Ε, όχι και βαρέλι μπίρας, με πενήντα πόντους μέση», αντέτεινε η Τζο. «Άσε που δεν είναι υγιεινό. Όλες οι μεταρρυθμίστριες αυτό λένε». «Ναι, αυτό λένε. Και είναι όλες γεροντοκόρες», της πέταξε η Τρούντι. Η μέση της Τρούντι είχε περίμετρο σαράντα τρία εκατοστά. Η Τζο ήξερε πως φορούσε όλη τη μέρα –και τη νύχτα ακόμα, όταν κοιμόταν— έναν στενό κορσέ που την έσφιγγε επώδυνα, επειδή ήθελε να δώσει στο σώμα της σχήμα κλεψύδρας. Η Τζο αρνιόταν να φορέσει κορσέ, προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας της. «Και θα πας για μήνα του μέλιτος στην Ευρώπη», συνέχισε ενθουσιασμένη η Τρούντι, «και θα ζεις σε μια όμορφη καινούρια έπαυλη στην Πέμπτη Λεωφόρο. Ακριβώς απέναντι από τη δική μου. Θα περνάς τα καλοκαίρια στο Νιούπορτ και θα έχεις ένα κάρο φορέματα και κοσμήματα. Αχ, Τζο… τι υπέροχο νέο, ύστερα από την τρομερή απώλεια που έζησες. Θα πρέπει να είσαι το πιο ευτυχισμένο κορίτσι του κόσμου!» «Ναι, υποθέτω πως είμαι», είπε η Τζο. Ήξερε πως θα έπρεπε να είναι. Η σκέψη μιας πρότασης από τον Μ πραμ Όλντριτς, έναν από τους πλέον περιζήτητους εργένηδες της Νέας Υόρκης, θα έκανε τα περισσότερα κορίτσια ευτυχισμένα, ακόμα και σε περίοδο πένθους. Η Τρούντι την παρατηρούσε με προσοχή. «Μ α εσύ, Τζο, δεν
είσαι ευτυχισμένη, έτσι δεν είναι; Μ πορείς να μου εξηγήσεις τον λόγο;» Η Τζο, που κοιταζόταν ακόμα στον καθρέφτη, δεν της αποκρίθηκε. Αλήθεια, Τζο, ποιος είναι ο λόγος; αναρωτήθηκε. Η κυρία Όλντριτς την είχε προσκαλέσει στο εξοχικό της για το Σαββατοκύριακο, σε μια προσπάθεια να της φτιάξει τη διάθεση. Ο θείος της είχε πείσει τη μητέρα της να της δώσει την άδεια. Είχε φτάσει το προηγούμενο απόγευμα – Παρασκευή. Ήταν μόλις Σάββατο πρωί, αλλά το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στην πόλη. Η συντροφιά παλιών φίλων, η έξαψη μιας πιθανής πρότασης γάμου – αυτά τα πράγματα θα ήταν αρκετά για να την κάνουν χαρούμενη. Κάποτε ίσως, μα όχι πια. Τα πάντα είχαν αλλάξει μετά την επίσκεψή της στη Ριντ Στριτ. Είχε θελήσει να ανακαλύψει την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα της και τα είχε καταφέρει – κι έτσι, η ζωή της χωριζόταν πια στο Πριν και το Μ ετά. Δεν έβρισκε ησυχία και γαλήνη και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της την επίσκεψή της στο νεκροτομείο και όσα είχε μάθει εκεί. Για τον Όσκαρ Ρούμπιν και την επιστήμη του θανάτου, για την Έλενορ Όουενς, το πλοίο Κιντς, τον άγνωστο άντρα που κοίταζε τα παράθυρα του πατέρα της… και τον Έντι Γκάλαχερ. Είχε κλάψει στην αγκαλιά του. Είχε καταστρέψει το πουκάμισό του. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε κλάψει έτσι μπροστά σε άλλον άνθρωπο. Ούτε καν μπροστά στην ίδια τη μητέρα της. Δεν καταλάβαινε για ποιον λόγο είχε ξεγυμνώσει την καρδιά της σε ένα αγόρι που μόλις είχε γνωρίσει. Ούτε για ποιον λόγο, αφού είχε βγάλει τη ζακέτα της στο δωμάτιό της εκείνο το βράδυ, την είχε φέρει στο πρόσωπό της απλώς και μόνο για να ανασάνει ξανά τη
μυρωδιά του Έντι. «Τζόζεφιν Μ όντφορτ, ο γιος ενός από τους πλουσιότερους άντρες της Νέας Υόρκης ετοιμάζεται να σου κάνει πρόταση γάμου. Γιατί δεν χαίρεσαι;» «Επειδή, Τρούντι», άρχισε δοκιμαστικά η Τζο. «Επειδή, τι πράγμα;» «Επειδή εγώ δεν είμαι σπάνιελ! Και δεν θέλω ολόκληρη η ζωή μου να περιστρέφεται γύρω από…» χαμήλωσε τη φωνή της «…τις γέννες!» «Δεν θα είναι έτσι η ζωή σου, ανόητο κορίτσι. Θα κάνεις πάρτι και εκδρομές. Θα διαλέγεις ταπετσαρίες. Πορσελάνες με σχέδια. Και υφάσματα επίπλων». Η Τζο βόγκηξε. «Αν δεν σου κάνουν ούτε αυτά, τότε τι ακριβώς θέλεις;» «Κάτι διαφορετικό από τρία κουτάβια –μωρά, ήθελα να πω– πριν από τα είκοσί μου!» «Δεν θα είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Εσύ απλώς θα τα ξεπετάς και αμέσως μετά θα τα παραδίδεις στην νταντά τους». Η Τζο αναστέναξε. Η Τρούντι την κοίταξε διερευνητικά. «Είναι εκείνες οι μέρες του μήνα, καλή μου;» ρώτησε. «Όχι!» είπε η Τζο κι έγινε κατακόκκινη. «Τι είναι τότε; Α, πάω στοίχημα πως ξέρω». «Ξέρεις;» επανέλαβε η Τζο, αλαφιασμένη. Μ οιραζόταν την ίδια κρεβατοκάμαρα με την Τρούντι. Μ ήπως είχε μιλήσει για τον Έντι στον ύπνο της; «Φταίνε οι ιστοριούλες που γράφεις, έτσι δεν είναι; Δεν θέλεις να τις παρατήσεις».
«Όχι, δεν θέλω, Τρου», είπε η Τζο, ανακουφισμένη που το παραδεχόταν. «Και δεν είναι ιστοριούλες. Είναι δημοσιογραφία». «Ίσως και να μην αναγκαστείς. Δες μήπως ο Μ πραμ θα σε άφηνε να γράφεις μια στήλη. Για ανθοκομία ή διακόσμηση. Μ ε ψευδώνυμο, φυσικά», τη συμβούλευσε η Τρούντι. Η Τζο σωριάστηκε στον καναπέ και έγειρε το κεφάλι στον ώμο της φίλης της. «Πώς λες να είναι; Πιστεύεις πως θα είναι φρίκη;» Η Τρούντι της χάιδεψε το χέρι. «Ο γάμος; Φυσικά και όχι. Κάπως αγχωτικός ίσως, με όλες τις προετοιμασίες, αλλά όχι φρίκη», είπε. «Όχι, όχι ο γάμος. Το άλλο. Εκείνο που κάνεις για να αποκτήσεις όλα εκείνα τα μωρά που τόσο αδημονεί η Νόνα να αποκτήσω». «Α, εκείνο. Αυτό σε απασχολεί;» «Μ εταξύ άλλων». «Φοβάμαι ότι δεν έχω απάντηση να σου δώσω, επειδή έχω κρατήσει τον εαυτό μου αγνό για τον κύριο Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ. Κάτω από τη μέση, αν μη τι άλλο». Η Τζο σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την Τρούντι. «Τι εννοείς;» Η Τρούντι χαχάνισε. «Θυμάσαι εκείνο το ονειρεμένο αγόρι που παραδίδει μήλα στη σχολή; Ε, λοιπόν, τα χείλη του δεν είναι το μόνο ωραίο πράγμα πάνω του. Και τα χέρια του είναι ωραία. Τον άφησα να με αγγίξει. Κάτω από την μπλούζα». «Τρούντι, ντροπή!» ψιθύρισε η Τζο, σοκαρισμένη. Δάγκωσε το χείλι της. «Πώς ήταν;» «Υπέροχο», αναστέναξε η Τρούντι. «Αχ, και να τον έλεγαν Γκρόσβενορ». Χαμήλωσε τη φωνή της και είπε: «Έχω ρωτήσει για
να μάθω και τα υπόλοιπα. Η γυναίκα που μας κάνει την μπουγάδα λέει ότι απλώς κλείνεις τα μάτια και λες το Πάτερ Ημών μέχρι ο άντρας να τελειώσει τη δουλειά του. Αλλά η Μ άγκι, η λαντζέρισσα, λέει πως αν σου αρέσει το αγόρι –αν είναι όμορφο και πλένεται–, τότε είναι το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου». Η Τζο προσπάθησε να το φανταστεί, αλλά το μόνο που είδε με τα μάτια της φαντασίας της –χάρη στη Νόνα– ήταν δύο σκυλιά, το ένα πάνω από το άλλο, και αυτή η εικόνα δεν είχε τίποτα το γλυκό και ωραίο. «Κι αν δεν σου αρέσει; Μ πορείς να το φανταστείς; Να είσαι γυμνή στο κρεβάτι με έναν άντρα που δεν σου αρέσει;» ρώτησε. «Διαρκώς», απάντησε η Τρούντι, κοιτάζοντας βλοσυρά το δαχτυλίδι των αρραβώνων της. Ο Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ της είχε κάνει πρόταση πριν από μία εβδομάδα. Ο γάμος τους είχε οριστεί για τον Μ άιο. «Αχ, Τρούντι», είπε η Τζο. «Πώς θα μπορέσεις–» «Δεν ξέρω. Μ ε κάποιον τρόπο», απάντησε ζωηρά η Τρούντι. «Εσένα, όμως, σου αρέσει ο Μ πραμ. Πώς θα μπορούσε να μη σου αρέσει; Συνεπώς, εσύ δεν θα έχεις πρόβλημα». «Όχι, και βέβαια όχι», βιάστηκε να πει η Τζο, κοιτάζοντας αλλού. Είχε στυλώσει το βλέμμα της στο τζάκι. «Δεν μιλάω για εμένα, όμως. Μ ιλάω για εσένα. Τι θα γινόταν αν διέλυες τον αρραβώνα;» Η Τρούντι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Για να κάνω τι; Να παντρευτώ το αγόρι με τα μήλα και να ζήσω περιφρονημένη; Όχι, ευχαριστώ. Δεν πρόκειται να καταλήξω φτωχή. Ούτε γεροντοκόρη. Ούτε και διανοούμενη με παπιγιόν. Ωραία τα μήλα και τα φιλιά, αλλά αυτά είναι ωραιότερα», είπε, δείχνοντας το
δωμάτιο μουσικής με το ζωγραφισμένο ταβάνι, τις μεταξωτές ταπετσαρίες και τα ανεκτίμητα αγάλματα. Για την Τρούντι δεν είναι παρά μια εμπορική δοσοληψία, συνειδητοποίησε η Τζο. Ήταν μια εντυπωσιακή καλλονή, πρόθυμη να ανταλλάξει την ομορφιά της με πλούτη – με τα πλούτη του Γκίλμπερτ Γκρόσβενορ. Ο έρωτας δεν αποτελούσε μέρος της συμφωνίας. Αυτή η σκέψη την πάγωσε. Και η παγωνιά έγινε εντονότερη, όταν θυμήθηκε την πεποίθηση της Νόνας πως και η δική της μητέρα έκανε ακριβώς το ίδιο για εκείνη. «Τι θα γινόταν αν είχαμε δικά μας χρήματα, Τρου;» ρώτησε, κυριευμένη ξαφνικά από μια αίσθηση αδικίας. «Αν είχαμε εμείς δουλειά και τραπεζικούς λογαριασμούς και επενδύσεις; Μ πορείς να φανταστείς πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα;» «Τι παράξενα που φέρεσαι σήμερα», είπε η Τρούντι. «Πάψε να λες χαζομάρες». Έπιασε το χέρι της Τζο και έμειναν να κοιτάζουν το αδειανό τζάκι. «Και μη χολοσκάς για τη νύχτα του γάμου. Πρώτη θα το κάνω εγώ. Και θα σου πω τα πάντα, για να ξέρεις ακριβώς τι να περιμένεις. Αμέσως μόλις επιστρέψω από τον μήνα του μέλιτος, μπορείς να έρθεις να με δεις στο ολοκαίνουριο και υπέροχο σπίτι μου. Θα έχουμε ένα θεσπέσιο γεύμα, μόνο εμείς οι δύο. Το οποίο θα έχει ετοιμάσει η μαγείρισσα και θα έχει σερβίρει η υπηρεσία μου». Η Τζο έσφιξε το χέρι της Τρούντι. «Και σε ποιο σημείο της Πέμπτης Λεωφόρου θα βρίσκεται αυτό το καταπληκτικό σπίτι; Μ ετά τον αριθμό 70; Ή μετά το 80;» ρώτησε. «Δεν είμαι σίγουρη ακόμα, αλλά θα καταφέρεις να το βρεις», είπε θλιμμένα η Τρούντι. «Απλώς να έχεις τον νου σου για ένα τσούρμο σκυλιά και έναν μάλλον τεράστιο κήπο».
19 Βήματα ακούστηκαν στην πόρτα του δωματίου μουσικής κι ύστερα μια αντρική φωνή που έλεγε: «Σας βρήκα!» Η Τζο γύρισε και χαμογέλασε. Ήταν ο Μ πραμ. Είχε μόλις μπει στο δωμάτιο μαζί με την Άντι και τον Γκίλμπερτ. Ακολουθούσαν η Κάρολαϊν και ο Ρομπ. «Είναι εδώ γύρω η Νόνα; Νόμισα ότι την άκουσα», είπε η Άντι, δείχνοντας ανήσυχη. «Πήγε να ελέγξει ένα πουλάρι», είπε η Τζο. «Ωραία. Ας φύγουμε από δω προτού ζητήσει να ελέγξει τα δόντια σου, Τζο. Ή σηκώσει το πόδι της Τρούντι για να κοιτάξει την οπλή της», είπε κατεργάρικα ο Μ πραμ. Όλοι γέλασαν, εκτός από τον Γκίλμπερτ. Μ όλις την προηγούμενη μέρα είχε δηλώσει πως θεωρούσε ανάρμοστες τις αναφορές περί ανατομίας, όταν γίνονταν σε μεικτή παρέα. Η συντροφιά των φίλων βγήκε από την έπαυλη και βρέθηκε στο γρασίδι του μπροστινού κήπου. Ήταν αρχές Οκτώβρη και το πρωινό ήταν ηλιόλουστο, ασυννέφιαστο και ακόμα αρκετά ζεστό για να επιτρέπει έναν περίπατο με μια εσάρπα μόνο. Όλοι ήταν ευδιάθετοι και φλύαροι – εκτός από την Τρούντι. Στα λίγα λεπτά που τους είχε πάρει να βγουν από το σπίτι, η αλλαγή της ήταν
ολοκληρωτική. Δεν ήταν πια ο αστείος, παιχνιδιάρικος εαυτός της. Ήταν ήσυχη, συνεσταλμένη και πειθαρχούσε διαρκώς στον Γκίλμπερτ, παπαγαλίζοντας τις απόψεις του μία προς μία. Ένας χαμογελαστός πίθηκος που κατανεύει συνέχεια, σκέφτηκε με θυμό η Τζο. Η Τρούντι είχε πει στην Τζο πως δεν θα άφηνε τον Γκίλμπερτ να της χαλάσει το κέφι, αλλά η Τζο είχε τις αμφιβολίες της. Ο Γκίλμπερτ έμοιαζε με μαύρο σύννεφο, ικανό να καταστρέψει τη διάθεση οποιουδήποτε. Πώς θα ήταν η Τρούντι λίγους μήνες μετά τον γάμο τους; Πώς θα ήταν σε λίγα χρόνια; Ηττημένη, σκέφτηκε η Τζο. Ανιαρή. Και μόνο η ιδέα την κατέθλιβε. Ο Μ πραμ πρόσφερε το μπράτσο του στην Τζο και εκείνη το πήρε. Ο Γκίλμπερτ πρόσφερε το ένα του μπράτσο στην Τρούντι και το άλλο στην Κάρολαϊν. Ο Ρομπ συνόδευε την Άντι. Η παρέα κατευθύνθηκε προς το ποτάμι. «Είσαι υπέροχη σήμερα», είπε ο Μ πραμ στην Τζο ενώ περπατούσαν. «Ω, σας ευχαριστώ πολύ, ευγενικέ κύριε», απάντησε εκείνη. Ο Μ πραμ σκέπασε το χέρι της με το δικό του – τολμηρή χειρονομία εκ μέρους του. «Χαίρομαι που βλέπω ότι το χρώμα ξαναγύρισε στα μάγουλά σου. Ακόμα, ωστόσο, δεν είσαι ο εαυτός σου. Μ οιάζεις τόσο αφηρημένη… Ελπίζω η διαμονή σου εδώ να σου φτιάξει τη διάθεση», είπε. «Το κατάφερε ήδη», είπε η Τζο, χαμογελώντας με το ευγενικό ενδιαφέρον του. «Κάνατε ωραία βόλτα με τον Ρομπ και τον Γκιλ σήμερα το πρωί;» ρώτησε. Οι τρεις τους είχαν βγει νωρίς με το μόνιππο. «Πολύ ωραία. Τους έδειξα την αποβάθρα μας στο Κιπ’ς
Λάντινγκ. Ο Γκιλ συμφωνεί πως θα έπρεπε να επεκταθεί και πως οι χρεώσεις από τα επιπλέον πλοία που θα μπορούν να εξυπηρετηθούν θα είναι αρκετές για να αποσβέσουν τα κατασκευαστικά κόστη μέσα σε ελάχιστο χρόνο». Η Τζο περιεργαζόταν τον Μ πραμ όσο μιλούσε. Είκοσι χρονών, ψηλός και λυγερός, ένας άντρας που ενέπνεε περισσότερο θαυμασμό παρά πάθος. Είχε αποφοιτήσει μόλις πρόσφατα από τη Νομική Σχολή του Κολούμπια και ήταν έξυπνος και επιτυχημένος. Το ψηλό μέτωπό του και οι αραιές ρίζες των μαλλιών του τον έκαναν να μοιάζει μεγαλύτερος απ’ όσο ήταν, όμως η Τρούντι είχε δίκιο: ήταν όμορφος, με τον τρόπο του. Είχε πλατύ χαμόγελο και ζεστά καστανά μάτια, ενώ οι κινήσεις του είχαν μια στιβαρή, αριστοκρατική χάρη. Ήταν διαρκώς κύριος του εαυτού του και απολύτως άνετος με τον κόσμο γύρω του – προφανώς, σκέφτηκε η Τζο, επειδή η οικογένειά του διαφέντευε ένα τόσο μεγάλο μέρος του. Η συντροφιά διέσχισε ένα λιβάδι, συζητώντας για πλοία, τρένα και υπόγειους σιδηροδρόμους. Οι Όλντριτς είχαν στην κατοχή τους χιλιάδες στρέμματα γης στην κοιλάδα Χάντσον, ένα μεγάλο μέρος του Μ ανχάταν, όπως και αρκετά τμήματα του Μ προνξ. Προς το παρόν, χάραζαν φαρδιές λεωφόρους κατά μήκος των χωραφιών του Μ προνξ, θέλοντας να προσελκύσουν τον κόσμο από τις πολυάνθρωπες γειτονιές του Μ ανχάταν στις καινούριες κατοικίες που είχαν σκοπό να χτίσουν εκεί. Τώρα που ο Πίτερ Όλντριτς, ο πατέρας του Μ πραμ, ήταν κατάκοιτος, το καθήκον για τη διαφύλαξη της οικογενειακής περιουσίας έπεφτε αποκλειστικά στους ώμους του Μ πραμ. Ήταν βαρύ φορτίο για κάποιον τόσο νέο, γι’ αυτό και η Νόνα αδημονούσε τόσο να τον δει παντρεμένο.
Κι ενώ η Τζο συνέχισε να περιεργάζεται τον νεαρό άντρα που θα μπορούσε να γίνει σύζυγός της, τα λόγια της Τρούντι αντήχησαν ξανά στο μυαλό της: Εσένα, όμως, σου αρέσει ο Μπραμ. Πώς θα μπορούσε να μη σου αρέσει; Σου αρέσει πράγματι; ρώτησε μια φωνούλα μέσα της. Η Τζο έσπευσε να διαβεβαιώσει τον εαυτό της πως όντως της άρεσε. Για την ακρίβεια, αγαπούσε τον Μ πραμ. Ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους της. Γνωρίζονταν από μικρά παιδιά. Σου αρέσει, όμως; επέμεινε η φωνή. Και τότε, η Τζο ανακάλυψε ότι δεν είχε απάντηση. Αγαπούσε τον Μ πραμ, ναι, επειδή ήταν ευγενικός και αξιοπρεπής και ακέραιος. Επειδή κρατούσε την πόρτα για να περάσουν οι άλλοι και κουβέντιαζε με βαρήκοες θείες και δεν έκανε ποτέ το λάθος να χρησιμοποιήσει πιρούνι σαλάτας αντί για πιρούνι ψαριού. Αλλά αγαπούσε εξίσου και τον ξάδερφό της, τον Ρομπ, για τους ίδιους λόγους. Αλλά ήταν εντελώς διαφορετικό ζήτημα να σε ελκύει κάποιος. Η έλξη ήταν αυτό που έκανε την Τρούντι να διακινδυνεύει μια αποβολή από τη σχολή για να κερδίσει λίγα φιλιά από το αγόρι που τους έφερνε τα μήλα. Ήταν αυτό για το οποίο μιλούσαν τα τραγούδια που μουρμούριζε μονίμως η κυρία Νέλσον, όπως εκείνο το Αχ, Υποσχέσου Μου. Ήταν κάτι τρελό, κακό και επικίνδυνο, και μόλο που η Τζο δεν είχε ιδέα πώς ήταν, υποψιαζόταν ότι δεν είχε καμία σχέση με ηλικιωμένες θείες και πιρούνια για το ψάρι. «Φαίνεται πως σε κάνω να πλήττεις μέχρι δακρύων», έλεγε τώρα ο Μ πραμ, ολοκληρώνοντας τη διήγηση για ένα καινούριο κτίριο διαμερισμάτων που βρισκόταν υπό κατασκευή κοντά στο Σέντραλ Παρκ.
«Καθόλου!» διαμαρτυρήθηκε η Τζο. Αν και χαμένη στις σκέψεις της, έβρισκε πράγματι συναρπαστικές τις γοργές αλλαγές που συντελούνταν στην πόλη, όπως και τις δυνάμεις που τις υποκινούσαν. «Τι ξεδιάντροπη ψεύτρα που είσαι. Δεν είναι δυνατόν να θεωρείς ενδιαφέρουσα τη δουλειά μου. Καμία γυναίκα δεν θα την έβρισκε ενδιαφέρουσα. Ας βρούμε ένα θέμα πιο ευχάριστο για τις γυναικείες ευαισθησίες – τον καιρό, ας πούμε. Αυτό το φθινοπωρινό πρωινό δεν είναι το ομορφότερο που έχεις δει ποτέ; Και το Χέροντεϊλ δεν είναι το καλύτερο μέρος για να περάσει κανείς ένα τέτοιο πρωινό;» Η Τζο ένιωθε απογοητευμένη με την αλλαγή θέματος, αλλά χαμογέλασε και συμφώνησε πως πράγματι ήταν. Ποιος είναι ο πίθηκος τώρα; αναρωτήθηκε. «Το αγαπάω αυτό το μέρος, Τζο. Το αγαπάω πάρα πολύ. Τα όριά του μοιάζουν στα μάτια μου με ψηλά τείχη που μας κρατούν ασφαλείς από τον έξω κόσμο». «Ναι, πράγματι», συμφώνησε η Τζο. «Ανέκαθεν είχα κι εγώ την ίδια εντύπωση». Και όντως έτσι ήταν, μόνο που τώρα, για πρώτη φορά, έβρισκε αυτά τα τείχη περιοριστικά. Ναι μεν κρατούσαν τον κόσμο έξω, αλλά κρατούσαν κι εκείνη μέσα. Η Τζο κοίταξε το γαντοφορεμένο χέρι της που ακουμπούσε ήρεμα στο μπράτσο του Μ πραμ, θυμήθηκε το ίδιο χέρι γαντζωμένο από το πουκάμισο του Έντι, και ένιωσε ξαφνικά να πλημμυρίζει από μια οδυνηρή μοναξιά. Ευχήθηκε να μπορούσε να ανοίξει την καρδιά της στον Μ πραμ και να του πει για τον πατέρα της. Δεν μπορούσε, όμως· δεν θα την καταλάβαινε.
Αλλά ο Έντι την καταλάβαινε. Τον φανταζόταν τώρα – τσαλακωμένο και ορμητικό, με τον πειραχτικό τόνο του, τη γοργή περπατησιά του, τις λερωμένες με μελάνι μανσέτες του και τα ζωηρά, γαλανά μάτια του. Ήταν τόσο διαφορετικός από τα αγόρια που γνώριζε, με τα επιτηδευμένα χαμόγελα, τα ατσαλάκωτα κοστούμια και τα σιδερωμένα πουκάμισα. Τόσο διαφορετικός από τον Μ πραμ. Μ ακάρι να βρισκόταν τώρα με τον Έντι στο μικρό, σπαρτιάτικο δωμάτιό του. Να έπινε τον καφέ του. Να κοίταζε τα πράγματά του. Μ ακάρι να μπορούσε να γείρει ξανά το κεφάλι της στον ώμο του και να νιώσει τα μπράτσα του γύρω της. Ήταν ευχές που ήξερε πως δεν θα έπρεπε να κάνει – να που τις έκανε όμως, κι αυτό την τρόμαζε. Ο Ρομπ φώναζε τον Μ πραμ. Έδειχνε μια βάρκα στο ποτάμι. Ο Μ πραμ ζήτησε συγγνώμη και πήγε να δει τι τον ήθελε. Η φωνή του Ρομπ διέκοψε την ονειροπόλησή της. Βρέθηκε να στέκει μόνη, κοντά στα ψηλά βράχια του Χέροντεϊλ. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο μακριά είχαν φτάσει. Ο γκρεμός βρισκόταν μόνο δέκα μέτρα μακριά της. Όταν ήταν παιδιά, προκαλούσαν ο ένας τον άλλον ποιος θα στεκόταν πιο κοντά – η ίδια, η Άντι, ο Μ πραμ και τα ξαδέρφια της. Πάντοτε εκείνη έφτανε πιο κοντά στην άκρη. Τι κάνω; αναρωτήθηκε. Βρίσκομαι εδώ, περπατάω μαζί με τον Μ πραμ, κι όμως σκέφτομαι τον Έντι. Αν το ήξερε ο Μ πραμ… Αν ήξερε ότι βγήκα στα κλεφτά από το σπίτι μου το βράδυ, ότι πήγα στο νεκροτομείο και στο δωμάτιο του Έντι… Η Τζο ρίγησε στη σκέψη. Έστω και μία απ’ όλες αυτές τις αμαρτίες θα ήταν ικανή να την καταστρέψει. Λίγο είχε λείψει να
την πιάσει στα πράσα ο Θίκστον την ώρα που έμπαινε στο σπίτι, ύστερα από την επίσκεψή της στη Ριντ Στριτ. Μ όλις που είχε προλάβει να ανέβει τις πίσω σκάλες. Και τι θα γινόταν αν όντως την έπιανε; Τώρα κοίταζε τον πλατύ, επιβλητικό Χάντσον και ένιωθε σαν να βρισκόταν στο χείλος ενός ακόμα πιο επικίνδυνου γκρεμού. Έκανε λίγα βήματα ακόμα και έριξε μια κλεφτή ματιά πέρα από τα βράχια, προς τη λήθη. Το ποτάμι έμοιαζε να κυλάει ορμητικό καταπάνω της. Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσε ικανή να δρασκελίσει την άκρη του βράχου. Ήταν κάτι τρομακτικό – και διεγερτικό συνάμα. «Τζο!» φώναξε κάποιος. «Για το όνομα του Θεού, πρόσεχε!» Ήταν ο Μ πραμ, που έτρεχε προς το μέρος της. «Μ ε τρόμαξες», είπε και την έπιασε από το χέρι. «Έλα πίσω, Τζο. Σε παρακαλώ. Βρίσκεσαι υπερβολικά κοντά στο χείλος του γκρεμού».
20 Ο μεθυσμένος ταλαντεύτηκε επικίνδυνα. Ίσιωσε το γαριασμένο σακάκι του, σκούπισε τη μύξα από τη μύτη του και χαμογέλασε. «Πόσο πάει, όμορφη δεσποινίς;» ρώτησε. Για τρίτη φορά. Η Τζο, όρθια στην είσοδο των γραφείων της εταιρείας Βαν Χάουτεν, είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Ευχόταν να έφευγε ο άντρας. Της έφτανε το σκοτάδι που τη δυσκόλευε να δει ποιος πηγαινοερχόταν κατά μήκος του Πεκ’ς Σλιπ, δεν είχε ανάγκη και τον άντρα που της εμπόδιζε τη θέα. «Σε παρακαλώ, δεσποινίς», είπε ο άντρας, μπερδεύοντας τα λόγια του. «Είσαι το ομορφότερο πλάσμα που έχω δει ποτέ. Δεν δικαιούται ένας άντρας να έχει ένα όμορφο πράγμα έστω μία φορά στη ζωή του; Πόσο κοστίζει να σε πείσω να κάνεις έναν περίπατο μαζί μου;» «Να κάνω έναν περίπατο μαζί σας;» επανέλαβε η Τζο, άναυδη με την αυθάδειά του. «Κύριε, κανένα χρηματικό ποσό, όσο τεράστιο και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να με πείσει να περπατήσω, να σεργιανίσω, να βγω για περίπατο ή να επιδοθώ μαζί σας σε οποιαδήποτε δραστηριότητα ενέχει κίνηση. Καλό σας απόγευμα». «Δεν είναι αρκετά καλά τα λεφτά μου; Αυτό είναι;» φώναξε ο
άντρας. «Είναι εξίσου καλά με όλων των άλλων! Ορίστε, δικά σου!» Και με αυτά τα λόγια, έβγαλε μια χούφτα κέρματα από την τσέπη του παντελονιού του και τα πέταξε στο έδαφος. «Αχ, για όνομα του Θεού», βόγκηξε απαυδισμένη η Τζο. Γονάτισε, χαρούμενη που είχε σκεφτεί να ξαναφορέσει παλιά ρούχα, μάζεψε τα κέρματα και του τα έδωσε. «Αντί να σκορπάτε τα χρήματά σας, καλά θα κάνετε να ξοδέψετε ένα μέρος τους για ένα φλιτζάνι καφέ», τον συμβούλευσε και έφυγε. Είχε εντοπίσει το θήραμά της, που φορούσε ντιαγκονάλ παντελόνι, το γνώριμο τουίντ γιλέκο, και πουκάμισο χωρίς γιακά, ανοιχτό στον λαιμό. «Έντι! Έντι Γκάλαχερ!» φώναξε και διάβηκε βιαστικά τον λιθόστρωτο δρόμο που έβγαζε στις αποβάθρες. Ο Έντι, που μόλις είχε διασχίσει τον στενό διάδρομο ανάμεσα σε δύο θεόρατα πλοία, την είδε. Και η έκφρασή του έγινε φουρτουνιασμένη. Θεέ μου, σκέφτηκε η Τζο. Είναι όμορφος ακόμα κι όταν είναι θυμωμένος. «Ετοιμαζόμουν να πω ότι θα ήταν αδύνατον να είσαι εσύ. Ξέρω από πείρα, όμως, ότι θα ήταν δυνατόν», είπε. «Τι κάνεις εδώ;» «Γυρεύω εσένα», απάντησε η Τζο και του χάρισε ένα χαμόγελο. Ήλπιζε πως θα τον καταπράυνε. «Πίστευα πως ήσουν ασφαλής στην εξοχή και στο κτήμα των Όλντριτς. Αυτό λένε οι κοινωνικές σελίδες». «Επέστρεψα». «Πώς ήξερες ότι βρισκόμουν εδώ;» «Είναι 15 Οκτώβρη. Είχες πει ότι θα ερχόσουν». «Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ», της είπε, ακόμα θυμωμένος. «Είχαμε μια συμφωνία. Υποτίθεται πως εσύ θα έβρισκες
πληροφορίες για τις επιχειρηματικές δοσοληψίες του πατέρα σου κι εγώ θα ερχόμουν στις αποβάθρες». «Είχαμε μια συμφωνία, αλλά είναι αδύνατον να ανταποκριθώ στο δικό μου κομμάτι. Δεν έμαθα τίποτα για τις δοσοληψίες του πατέρα μου. Κανείς δεν μιλάει για δουλειές μπροστά μου. Ούτε ο θείος μου, ούτε κανένας άλλος. Όποτε μπαίνω σ’ ένα δωμάτιο, η συζήτηση μετατοπίζεται από τα πλοία και τα μπαχαρικά στα πόνι και τις πετούνιες», είπε η Τζο με έναν αναστεναγμό. «Έχεις ιδέα πού βρίσκεσαι;» «Τι ανόητη ερώτηση…» «Βρίσκεσαι στο λιμάνι». «Αλήθεια; Έτσι εξηγούνται, λοιπόν, όλα αυτά», είπε η Τζο, δείχνοντας με το χέρι της τα πλοία στην αποβάθρα, με τα ψηλά κατάρτια τους να διαγράφονται με φόντο τον νυχτερινό ουρανό και τις πλώρες τους να κρέμονται πάνω από τον δρόμο. Ο Έντι δεν βρήκε διασκεδαστική την απάντησή της. «Δεν είναι αστείο, Τζο. Βρίσκεσαι σ’ ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη σε ολόκληρη την πόλη». «Δεν είναι και τόσο άσχημα», απάντησε με απαξίωση η Τζο. «Οι άνθρωποι εδώ είναι αρκετά ευγενικοί. Όσο σε περίμενα, ένας άντρας προσπάθησε να μου δώσει όλα τα χρήματά του. Πριν απ’ αυτό, μια γυναίκα μού έκανε φιλοφρόνηση για το φόρεμά μου και με προσκάλεσε στο σπίτι της. Είπε πως μια φίλη της, η Ντέλα, θα μου έβρισκε δουλειά». Ο Έντι γούρλωσε τα μάτια του. «Υποσχέσου μου ότι ποτέ, μα ποτέ, δεν θα ξανάρθεις εδώ μόνη», είπε, και η φωνή του δυνάμωσε. «Υποσχέσου μου, Τζο. Ειδάλλως, η συμφωνία μας ακυρώνεται».
«Είσαι φοβερά μελοδραματικός απόψε», είπε η Τζο. «Γιατί ταράζεσαι τόσο;» Ο Έντι τσίμπησε τη ράχη της μύτης του, εμφανώς αγανακτισμένος μαζί της. «Υπάρχει τρόπος να σε πείσω να μπεις σε μια άμαξα και να γυρίσεις στο σπίτι σου;» ρώτησε. «Κανένας. Μ πορείς, ωστόσο, να μου πεις αν βρήκες το Κιντς». Ο Έντι χαμήλωσε το χέρι του, παραιτημένος. «Δεν το βρήκα, παρόλο που έχω ανεβοκατέβει ολόκληρη την αποβάθρα», είπε. «Αναρωτιέμαι μήπως ήταν ναυλωμένο σκάφος. Η Βαν Χάουτεν τα χρησιμοποιεί τις εποχές που υπάρχει φόρτος εργασίας –στη συγκομιδή τσαγιού και μπαχαρικών, για παράδειγμα–, όταν τα δικά της πλοία δεν έχουν αρκετό χώρο για να μεταφέρουν τα εμπορεύματα στο λιμάνι. Αν το Κιντς ήταν δικό μας, είμαι σίγουρη πως θα το είχαμε ακουστά. Ο μπαμπάς σπανίως μιλούσε για δουλειές μπροστά μου, αλλά μιλούσε για τα πλοία του και, μάλιστα, με είχε ανεβάσει σε κάποια. Ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτά», εξήγησε η Τζο. «Αυτό εδώ το έχω ξαναδεί», είπε, δείχνοντας το κομψό σκαρί που υψωνόταν πάνω από τα κεφάλια τους. «Είναι το Έμα Μ έι. Ιστιοφόρο που μεταφέρει τσάι». Ξαφνικά, ενώ χάζευαν το Έμα Μ έι, ένας άντρας εμφανίστηκε στο κατάστρωμα. Τον είδαν να κατεβαίνει τη σανιδόσκαλα μεταφέροντας έναν σάκο από λινάτσα ριγμένο πάνω από τον ώμο του. Τρία ασπρόμαυρα τεριέ με λαμπερά μάτια τον ακολουθούσαν με ζωηράδα. Ο Έντι τον αναγνώρισε. «Μ πιλ!» φώναξε. «Μ πιλ Χόκινς!» Ο άντρας ανέμισε το χέρι και, όταν κατέβηκε στην αποβάθρα, κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Έντι! Και ποια είναι η ομορφιά από δω; Έρχεσαι από την Ντέλα,
κουκλίτσα μου;» ρώτησε την Τζο. «Είναι καινούρια δημοσιογράφος. Της δείχνω τα κατατόπια», πρόλαβε να πει ο Έντι, προτού απαντήσει η Τζο. «Μ πιλ Χόκινς, να σου συστήσω την Τζόζι Τζόουνς». «Να με συγχωρείτε, δεσποινίς! Δεν ήθελα να… εντάξει, μη δίνετε σημασία!» είπε αμήχανα ο Μ πιλ. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω». Έβγαλε το καπέλο του. Είχε σγουρά κόκκινα μαλλιά, ασορτί γενειάδα, και δόντια που ήταν ραγισμένα και κιτρινισμένα. «Παρομοίως, κύριε Χόκινς», είπε η Τζο. Μα ποια είναι αυτή η Ντέλα; αναρωτήθηκε. «Πώς πήγε η ψαριά;» βιάστηκε να ρωτήσει ο Έντι. Η Τζο είχε την αίσθηση πως δεν έβλεπε την ώρα να αλλάξει θέμα συζήτησης. Ο Μ πιλ άνοιξε τον σάκο του και η Τζο έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του, ενώ έκανε τη σκέψη πως ήταν ασυνήθιστο να ψαρεύει κάποιος βραδιάτικα. Αλλά, αντί για μια ασημιά λάμψη από λέπια, αντίκρισε μια μαύρη μάζα που συστρεφόταν – αρουραίοι. Ντουζίνες από δαύτους. Κάποιοι ήταν ψόφιοι. Κάποιοι άλλοι ήταν ζωντανοί – σφάδαζαν και τσίριζαν, αγριεμένοι από τον φόβο. Η Τζο έπνιξε μια κραυγή. «Ο Μ πιλ είναι κυνηγός αρουραίων», εξήγησε ο Έντι. «Τα βράδια καθαρίζει τα αμπάρια των πλοίων, μαζί με τα σκυλιά του». «Το κατάλαβα», είπε η Τζο, αποφασισμένη να μη δείξει την αποστροφή που ένιωθε. Ενώ μιλούσε ο Έντι, ο Μ πιλ έδεσε ένα σχοινί στο πάνω μέρος του σάκου και πέταξε τον σάκο στο νερό. Τα σκυλιά τον παρακολουθούσαν να βυθίζεται και κλαψούριζαν. «Φτάνει η γκρίνια, παλικάρια!» βρυχήθηκε ο Μ πιλ. «Υπάρχει ακόμα πολύ πράμα εκεί που βρήκατε αυτούς εδώ. Η Νέα Υόρκη είναι γεμάτη
από αρουραίους!» «Μ πιλ, γυρεύουμε ένα πλοίο που λέγεται Κιντς. Ξέρεις αν έχει αράξει πουθενά;» «Και να έχει, εγώ δεν το ξέρω. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ αυτό το όνομα», απάντησε ο Μ πιλ, φτύνοντας στο νερό έναν σβόλο από τον καπνό που μασούσε. Η Τζο ένιωσε να την κυριεύει απογοήτευση μπροστά σε ένα ακόμα αδιέξοδο, αλλά τότε ο Μ πιλ είπε: «Να σου πω ποιος μπορεί να ξέρει; Ένας άντρας που ονομάζεται Σο. Τζάκι Σο. Παλιά καραβάνα. Έχει μπαρκάρει με δεκάδες πλοία. Και εδώ και στο εξωτερικό». «Πού μπορώ να τον βρω;» ρώτησε ο Έντι. «Στο μπαρ του Γουόλς». Ο Έντι βόγκηξε. «Όχι σ’ αυτό το καταγώγιο». «Δυστυχώς… Αν ο Τζάκι είναι στην πόλη, εκεί θα τον βρεις», είπε ο Μ πιλ. Σφύριξε στα σκυλιά του κι εκείνα άφησαν τον σωρό από έντερα ψαριών που είχαν βρει στην αποβάθρα και ήρθαν κοντά του. «Ευχαριστώ, Μ πιλ». «Ευχαρίστησή μου. Καληνύχτα σας», είπε ο Μ πιλ και έφυγε για την επόμενη δουλειά του, με τα σκυλιά του να τρέχουν πίσω του. Η Τζο ήθελε να μάθει τι ήταν ένα καταγώγιο, μα πρώτα είχε μια άλλη ερώτηση. «Ποια είναι αυτή η Ντέλα που ακούω συνεχώς; Και πού είναι το σπίτι της;» ρώτησε τον Έντι. «Η Ντέλα», άρχισε ο Έντι. «Η Ντέλα…» «Ναι, η Ντέλα», επανέλαβε ανυπόμονα η Τζο. «Είναι… εεε, έχει ένα σπίτι… ένα σπίτι για κορίτσια», εξήγησε αδέξια ο Έντι. «Ο Μ πιλ απλώς υπέθεσε… επειδή είναι αργά και σε
είδε στο λιμάνι…» «Ένα σπίτι για κορίτσια;» επανέλαβε η Τζο. «Κάποιο είδος σχολής κοινωνικής αγωγής;» «Ναι, ακριβώς αυτό είναι. Τα κορίτσια εκεί έχουν κοινωνική μόρφωση. Και μεγάλη, μάλιστα». «Είσαι ενοχλητικά αινιγματικός», είπε εκνευρισμένη η Τζο. «Αυτό είναι λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος», είπε ο Έντι, κουνώντας το κεφάλι. «Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ. Θα έπρεπε να βρίσκεσαι στο σπίτι σου. Στο όμορφο σπίτι σου. Πίνοντας γάλα και τρώγοντας κουλουράκια». «Εγώ απλώς ρώτησα–» «Ας γυρίσουμε στο θέμα μας, εντάξει;» «Σύμφωνοι», είπε η Τζο, απορώντας με τον απότομο τρόπο του. Έδειχνε να βρίσκεται σε τρομερή αμηχανία με αυτή τη συζήτηση. Κι εκείνη δεν είχε ιδέα γιατί. «Υποθέτω ότι η επόμενη στάση θα γίνει στο μπαρ του Γουόλς. Τι είναι ένα καταγώγιο;» «Ένα κακόφημο μπαρ στο υπόγειο κάποιου κτιρίου», απάντησε αφηρημένα ο Έντι. Κοίταζε συνοφρυωμένος το Έμα Μ έι. Η Τζο ακολούθησε το βλέμμα του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Παράξενο που ο Μ πιλ δεν έχει ακουστά το Κιντς. Πολύ παράξενο. Πιάνει αρουραίους στις αποβάθρες από την εποχή που στάθηκε για πρώτη φορά στα πόδια του. Ξέρει κάθε πλοίο που μπαίνει και βγαίνει από το λιμάνι. Αν το Κιντς βρισκόταν εδώ, αν βρέθηκε ποτέ εδώ, θα το ήξερε». Η Τζο συλλογίστηκε τα λόγια του. «Μ πορεί να κάνουμε λάθος και το Κιντς να μην είναι όνομα πλοίου», είπε. «Μ πορεί να είναι όνομα ανθρώπου – αυτό υπέθεσα όταν το πρωτοείδα στο ημερολόγιο του πατέρα μου, αλλά, όσο περισσότερο το
σκεφτόμουν, τόσο πιο ασυνήθιστο έμοιαζε για όνομα ανθρώπου». «Ο πατέρας σου, όμως, σημείωσε τα γράμματα “ΑΒΧ” –που σημαίνουν “Αποβάθρα Βαν Χάουτεν”– δίπλα στο όνομα “Κιντς”. Για ποιον λόγο θα συναντούσε τέτοια ώρα έναν άντρα στην αποβάθρα;» αναρωτήθηκε ο Έντι. «Ίσως με τα αρχικά “ΑΒΧ” να μην εννοούσε την αποβάθρα αυτή καθαυτή», είπε η Τζο. «Πάντα αυτή τη συντομογραφία χρησιμοποιούσε είτε αναφερόταν στις αποβάθρες της εταιρείας είτε στα γραφεία της, εφόσον βρίσκονταν τόσο κοντά». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι κοιτάζοντας το κτίριο της Βαν Χάουτεν. «Δεν φαντάζομαι να έχεις κλειδιά για τα γραφεία;» «Όχι. Γιατί;» «Έχεις χρήματα πάνω σου;» «Ναι», απάντησε επιφυλακτικά η Τζο. «Γιατί ρωτάς;» Χρησιμοποιούσε ακόμα τα χρήματα που είχε πάρει από το ημερολόγιο του πατέρα της. Ένιωθε ενοχές γι’ αυτό, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να πληρώσει τις άμαξες που την πήγαιναν στη Ριντ Στριτ και στις αποβάθρες; Η μητέρα της δεν της έδινε δικά της χρήματα· ήταν άκομψο για μια νεαρή κυρία να έχει πάνω της μετρητά. Ο Έντι δεν της απάντησε. «Περίμενε εδώ μια στιγμή», είπε. Κατηφόρισε τον δρόμο και έφτασε σε ένα μπαρ που λεγόταν Σάλιβαν’ς. Ένα μικρό αγόρι στεκόταν έξω από την είσοδο. Δίπλα του στεκόταν ένα λεπτό κορίτσι, δεκάξι ή δεκαεφτά χρονών. Ο Έντι αντάλλαξε μερικές λέξεις με τα παιδιά, ύστερα γύρισε στην Τζο συνοδευμένος από το αγόρι. «Αυτός είναι ο Τάμπλερ», είπε. Προτού η Τζο προλάβει να ρωτήσει για ποιον λόγο τον είχε
φέρει ο Έντι, ο Τάμπλερ είπε: «Δύο δολάρια». «Καλή προσπάθεια», σχολίασε ο Έντι. «Ένα δολάριο τότε». «Τι θα ’λεγες για πενήντα σεντς;» «Τι θα έλεγες να πας στα τσακίδια, παλιοτσιγκούνη;» Η Τζο ανοιγόκλεισε τα μάτια σοκαρισμένη. Το αγόρι δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από δέκα χρονών. «Σύμφωνοι. Ένα δολάριο», είπε κακόκεφα ο Έντι. «Για να μας βάλεις και να μας βγάλεις». Ο Τάμπλερ έδωσε το χέρι του. «Πληρώνεσαι όταν τελειώσει η δουλειά», του είπε ο Έντι. Ο Τάμπλερ έφτυσε, έπειτα διέσχισε τον δρόμο για τα γραφεία της Βαν Χάουτεν. «Πάμε. Είναι πολύ γρήγορος», είπε ο Έντι στην Τζο. Ο Τάμπλερ έριξε μια ματιά γύρω του, ύστερα έβγαλε από την τσέπη του έναν γάντζο και ένα λεπτό κομμάτι μετάλλου, λυγισμένο στη μια του άκρη σε σχήμα Γ. Έπειτα, έχωσε και τα δύο αντικείμενα στην κλειδαριά. Η Τζο άρπαξε το μπράτσο του Έντι. «Κάνει διάρρηξη!» ψιθύρισε. «Ναι», είπε ο Έντι με ένα αποφασιστικό χαμόγελο. «Αυτό ακριβώς κάνει».
21 «Έντι, δεν είναι σωστό», διαμαρτυρήθηκε η Τζο, αναστατωμένη. «Ορισμένες φορές, για να κάνεις το σωστό, πρέπει να κάνεις και κάποια πράγματα που δεν είναι σωστά», είπε ο Έντι. «Η Νέλι Μ πλάι είπε ψέματα, ώστε να μπει στο άσυλο και να αποκαλύψει την κακοποίηση. Δεν κάνουμε διάρρηξη για να κλέψουμε κάτι, κάνουμε διάρρηξη για να εξιχνιάσουμε ένα έγκλημα. Αν το όνομα Κιντς ανήκει σε άνθρωπο και αν ο πατέρας σου τον συνάντησε εδώ στις 15 του Σεπτέμβρη –όπως υποδηλώνει η σημείωση στο ημερολόγιο–, τότε θα μπορούσαν να υπάρχουν πρακτικά αυτής της συνάντησης. Σ’ ένα ημερολόγιο ίσως ή σ’ ένα βιβλίο. Μ πορεί να βρούμε κάποιο στοιχείο που θα μας αποκαλύψει ποιος είναι». Η Τζο δίστασε, πανικόβλητη στη σκέψη να διαπράξει ένα έγκλημα, ανεξάρτητα από τον λόγο. «Κοίτα, σου είπα ότι θα κάνω οτιδήποτε χρειαστεί για να έχω αυτή την ιστορία. Δεν είσαι υποχρεωμένη να πάρεις μέρος. Μ πορώ να το κάνω και μόνος μου». Μα παίρνω μέρος, σκέφτηκε η Τζο. Πήρα μέρος από τη στιγμή που άνοιξα το ημερολόγιο του πατέρα μου. Άκουσε έναν ήχο ξυσίματος καθώς ο Τάμπλερ πάλευε με την κλειδαριά, ύστερα μερικά κλικ, και οι πίροι σηκώθηκαν. Όταν
άνοιξε η πόρτα, η Τζο ήταν η πρώτη που μπήκε. «Κλείδωσε πίσω μας, για την περίπτωση που περιπολεί κάποιος αστυνομικός και θελήσει να δοκιμάσει το πόμολο. Κι ύστερα μείνε εδώ γύρω», είπε ο Έντι στον Τάμπλερ. «Θα χτυπήσουμε το τζάμι όταν θελήσουμε να βγούμε». Ο Τάμπλερ έγνεψε καταφατικά και η Τζο άκουσε την πόρτα να κλειδώνει πίσω της. Η λάμψη των φαναριών του δρόμου έμπαινε από τα παράθυρα και φώτιζε την αίθουσα υποδοχής. Στους τοίχους κρέμονταν κορνιζαρισμένοι χάρτες, ζωγραφισμένοι με το χέρι, που παρέπεμπαν σε όλα εκείνα τα μακρινά μέρη με τα οποία η Βαν Χάουτεν είχε εμπορικές συναλλαγές. Όσες φορές ο πατέρας της Τζο την είχε φέρει εδώ όταν ήταν παιδί, ένας υπάλληλος τη φίλευε τσάι και μπισκότα. Όσο καθόταν μασουλώντας μπισκότα βουτύρου, απομνημόνευε αυτούς τους χάρτες. Στους τοίχους κρέμονταν και φωτογραφίες, συμπεριλαμβανομένης μιας που απεικόνιζε τον πατέρα της και τον θείο της πριν από πολλά χρόνια. Στέκονταν σε μια πολύβουη αποβάθρα, αρρενωποί, ντυμένοι με τα λινά κοστούμια τους. Τα πρόσωπά τους ήταν ηλιοκαμένα και χαμογελαστά. Μ ια πινακίδα πίσω τους έγραφε «Ζανζιβάρη». Η Τζο ήξερε πως ήταν ένα νησί έξω από τις ακτές της ανατολικής Αφρικής και σημαντική βάση για το εμπόριο μπαχαρικών της Βαν Χάουτεν. Η καρδιά της πονούσε όπως κοίταζε την εικόνα του πατέρα της, τόσο νέου και γεμάτου ζωή. Ο Έντι έριξε μια ματιά στη φωτογραφία. «Δεν πρέπει να καθυστερούμε», είπε τρυφερά. Η Τζο γύρισε και τον κοίταξε. «Τι μπορώ να κάνω;»
«Πρέπει να ψάξουμε για πρακτικά συναντήσεων», απάντησε ο Έντι. «Πού θα μπορούσαν να βρίσκονται;» «Δεν ξέρω», είπε η Τζο. «Μ άντεψε». Η Τζο έμεινε σκεφτική για μια στιγμή. Το κτίριο αποτελούνταν από δύο ορόφους. Ο χώρος εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού βρισκόταν στο ισόγειο. Περιείχε ψηλά ράφια ξέχειλα από λογιστικά βιβλία, μακριά και φαρδιά ξύλινα τραπέζια, και μια σιδερένια σόμπα. Ο πρώτος όροφος ήταν ο χώρος όπου εργάζονταν ο πατέρας της και οι υπόλοιποι συνέταιροι. Το πιθανότερο, συμπέραινε, ήταν πως οι συναντήσεις γίνονταν εκεί. «Πάνω, νομίζω», είπε. «Πάμε», είπε ο Έντι. Ήταν σκοτεινά στον πρώτο όροφο. Τα τρία παράθυρα, που έβλεπαν στον δρόμο, βρίσκονταν πιο ψηλά από τους φανοστάτες, κι έτσι τρύπωνε στα δωμάτια μόνο ελάχιστη από τη λάμψη τους. Το μπροστινό μισό του ορόφου ήταν ανοιχτό, με ένα ορθογώνιο τραπέζι και καρέκλες στο κέντρο του. Το πίσω μισό περιλάμβανε τα γραφεία των συνεταίρων, στα οποία έφτανε κανείς μέσω ενός σύντομου και στενού διαδρόμου. «Ας δοκιμάσουμε τα γραφεία πρώτα», είπε η Τζο. Ο Έντι έπεσε πάνω σε έναν καλόγερο για τα παλτά και η Τζο σκόνταψε σε ένα σκαμνί καθώς διέσχιζαν το δωμάτιο. Δεν τολμούσαν να ανάψουν τις λάμπες αερίου στον τοίχο, από φόβο μήπως κάποιος έβλεπε το φως από τα παράθυρα και τους υποψιαζόταν, αλλά χρειάζονταν κάτι για να φωτίσει τον δρόμο τους. «Κάπου θα πρέπει να υπάρχει μια λάμπα κηροζίνης», είπε η
Τζο. «Ρίξε μια ματιά κοντά στο–» Ένας ήχος από το ισόγειο την έκανε να βουβαθεί. Μ αρμάρωσε. Ήταν η πόρτα. Κάποιος την είχε κλείσει. Ένα κλειδί γύρισε και τη σφάλισε. Αμέσως μετά άκουσαν φωνές. Αντρικές φωνές. Δύο άντρες. Η Τζο αναγνώριζε τον έναν. «Ο Ρίτσαρντ Σκάλι», ψιθύρισε στον Έντι. «Ένας από τους μετόχους». Ο Έντι βλαστήμησε με σφιγμένα δόντια. «Πάω στοίχημα ότι αυτός που έχει μαζί του είναι αστυνομικός. Κάποιος θα πρέπει να μας είδε και να μας πέρασε για κλέφτες». «Δεν γίνεται να με βρουν εδώ!» είπε η Τζο, πανικόβλητη. «Μ πορεί απλώς να ελέγξουν το ισόγειο και να φύγουν», ψιθύρισε ο Έντι. Δεν έγινε έτσι, όμως. Αντί γι’ αυτό, άκουσαν βαριά και επίσημα βήματα στις σκάλες. Ο Σκάλι και όποιος ήταν μαζί του ανέβαιναν στον πρώτο όροφο. Η Τζο και ο Έντι ήταν παγιδευμένοι.
22 Η Τζο δεν είχε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα στη διάθεσή της για να βρει μια κρυψώνα – δευτερόλεπτα προτού ο Ρίτσαρντ Σκάλι την ανακαλύψει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, αργά το βράδυ, παρέα με έναν άγνωστο άντρα. Πανικός την πλημμύρισε. Ο Έντι προσπαθούσε να ανοίξει τις πόρτες των γραφείων, αλλά ήταν όλες κλειδωμένες. Τα βήματα πλησίαζαν. Ο Σκάλι και ο συνοδός του είχαν ανέβει ως τη μέση της σκάλας. Η Τζο κοίταξε με απόγνωση τριγύρω της και τότε την είδε –μια ντουλάπα για σκούπες– ακριβώς αριστερά της σκάλας. Άρπαξε το χέρι του Έντι και διέσχισαν ολοταχώς το δωμάτιο. Η Τζο ευχήθηκε οι δύο άντρες να ήταν απορροφημένοι από τη συζήτησή τους, ώστε να μην προσέξουν τα τριξίματα και τους κρότους που έκαναν οι σανίδες στο πάτωμα. Η ντουλάπα για τις σκούπες δεν είχε πόμολο, μόνο σύρτη. Ο Έντι τον τράβηξε και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Η ντουλάπα ήταν βαθιά σχεδόν όσο ένα φέρετρο. Η ποδιά μιας καθαρίστριας κρεμόταν από έναν γάντζο στο πίσω μέρος. Μ ια σφουγγαρίστρα στηριζόταν σε έναν κουβά, καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το πάτωμα. «Μ πες μέσα!» είπε. «Εγώ θα βρω άλλη κρυψώνα». Οι δύο άντρες βρίσκονταν τώρα στο κεφαλόσκαλο. Το επόμενο
δευτερόλεπτο θα έμπαιναν στο δωμάτιο. «Δεν έχουμε χρόνο!» ψιθύρισε η Τζο. Πάτησε μέσα στον κουβά και τράβηξε τον Έντι πίσω της. Πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα ακριβώς τη στιγμή που άναβαν τα φώτα στο δωμάτιο. Η Τζο δυσκολευόταν να σταθεί· έχασε την ισορροπία της και έπεσε πάνω στον Έντι. Από θαύμα και μόνο, κατάφερε να μην κάνει θόρυβο με τον κουβά. «Δεν μπορώ να σταθώ μέσα σ’ αυτό το πράγμα!» ψιθύρισε, γαντζωμένη πάνω του. «Στηρίξου σ’ εμένα!» ψιθύρισε εκείνος. Ο Έντι κράτησε τα μπράτσα της για να τη σταθεροποιήσει. Ο ένας του ώμος στριμωχνόταν στο πίσω τοίχωμα της ντουλάπας. Ο άλλος απείχε ελάχιστα εκατοστά από την πόρτα. Η Τζο βρισκόταν τόσο κοντά του, που ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς του. Η μυρωδιά του –σαπούνι, μπίρα και τσιγάρα– ήταν τόσο καινούρια, τόσο πρωτόγνωρη και ακαταμάχητη, ώστε για λίγα δευτερόλεπτα ξέχασε εντελώς τον φόβο της. Και τότε, ο Ρίτσαρντ Σκάλι άρχισε να μιλάει και η Τζο φοβήθηκε ξανά. Τον άκουγε ολοκάθαρα. Ο σύρτης δεν είχε κλείσει, αφήνοντας μια στενή χαραμάδα ανάμεσα στην πόρτα και το πλαίσιό της. Η Τζο έβλεπε από τη σχισμή ένα μέρος του τραπεζιού, όπως και τον τοίχο πίσω του, αλλά όχι τους δύο άντρες. «Ουίσκι;» Είχε μιλήσει ο Σκάλι. Η Τζο δεν άκουσε απάντηση, αλλά ο συνοδός του Σκάλι θα πρέπει να είχε κατανεύσει, επειδή το επόμενο πράγμα που άκουσε ήταν ο ήχος του πώματος που έβγαινε από το μπουκάλι και το κελάρυσμα του υγρού στα ποτήρια.
«Κάθισε», είπε ο Σκάλι. Όταν ο δεύτερος άντρας βρέθηκε στο οπτικό πεδίο της Τζο και κάθισε στο τραπέζι, εκείνη έπνιξε ένα επιφώνημα. «Τι έγινε;» ψιθύρισε ο Έντι, με τα χείλη του δίπλα στο αυτί της. «Είναι εκείνος!» του απάντησε. «Ποιος;» «Ο άντρας που βρισκόταν έξω από το σπίτι μου και κοίταζε τα παράθυρα του πατέρα μου!»
23 Η αλογοουρά, τα σημάδια στο πρόσωπο – ήταν ακριβώς τα ίδια. Η Τζο νόμιζε πως τα σημάδια ήταν χώμα ή στάχτη, αλλά τώρα διαπίστωνε πως ήταν τατουάζ – ένα σχέδιο όλο έλικες και αιχμές. Έγειρε όσο τολμούσε πιο κοντά στη χαραμάδα, ώστε να τον δει καλύτερα. «Κιντς σε είπαμε, σωστά; Καινούριο πρόσωπο, καινούριο όνομα», είπε ο Σκάλι. Η Τζο πήρε κοφτή ανάσα. Έσφιξε το μπράτσο του Έντι και εκείνος ανταπέδωσε το σφίξιμο στο δικό της μπράτσο. «Δεν θα μπορούσα, βέβαια, να κρατήσω το παλιό μου», απάντησε ο Κιντς. «Τι σου συνέβη; Τα σημάδια–» «Πειρατές. Ο καπετάνιος καταγόταν από την ινδική υποήπειρο. Το πλήρωμα αποτελούνταν από Αφρικανούς και Άραβες. Χρησιμοποιούν τα τατουάζ για να διηγούνται τις ιστορίες τους. Έτσι, εξιστόρησαν και τη δική μου». «Η όψη σου έχει αλλάξει πάρα πολύ. Αν δεν ήταν τα μάτια, δεν θα σε αναγνώριζα». «Δεκαεφτά χρόνια χωρίς τη συντροφιά άλλου χριστιανού. Χωρίς συγγενείς. Χωρίς παρηγοριά. Δεκαεφτά χρόνια πείνας,
σκορβούτου και πυρετού. Η όψη μου–» είπε σαν να έφτυνε τη λέξη– «είναι όπως την έφτιαξες. Κοίταξέ με και δες το τέρας που δημιούργησες». «Δεν… δεν πιστεύεις πως ήξερα, έτσι δεν είναι; Δεν ήξερα. Όχι μέχρι πριν από πέντε λεπτά, όταν μου το είπες εσύ ο ίδιος. Παίρνω όρκο!» είπε ο Σκάλι. Ακουγόταν φοβισμένος. Να ήξερε τι πράγμα; αναρωτήθηκε η Τζο, ελπίζοντας απεγνωσμένα πως ο Σκάλι θα μιλούσε κι άλλο γι’ αυτό, όμως ο Κιντς δεν τον άφησε. «Δεν ήρθα για κουβέντα», είπε. «Ήρθα για τα λεφτά που μου έταξε ο Τσαρλς Μ όντφορτ, όταν συναντηθήκαμε τον περασμένο μήνα. Στις 15. Είπε πως θα μου έδινε χίλια δολάρια. Μ ου υποσχέθηκε πως θα με βοηθούσε να τη βρω». «Ναι», είπε ο Σκάλι, καθώς διέσχιζε βιαστικά το δωμάτιο. «Ο καημένος, ο δύστυχος Τσαρλς. Μ εγάλη τραγωδία. Τι φριχτό ατύχημα». «Οι Μ όντφορτ δεν παθαίνουν ατυχήματα», είπε δυσοίωνα ο Κιντς. Καθώς έγειρε πίσω το κεφάλι για να κατεβάσει το ουίσκι του, το βλέμμα του πλανήθηκε στα πορτρέτα των συνεταίρων της Βαν Χάουτεν που κρέμονταν στον τοίχο – πέντε ζωντανοί, δύο πεθαμένοι. «Τσαρλς Μ όντφορτ, Φίλιπ Μ όντφορτ, Ρίτσαρντ Σκάλι, Άλβα Μ πίκμαν, Έισα Τάλερ, Τζον Μ πρέβορτ και Στίβεν Σμιθ», είπε ο Κιντς, υψώνοντας το ποτήρι του. «Εις υγείαν, κύριοι». Γύρισε ξανά στον Σκάλι. «Χλώμιασες, Ρίτσαρντ. Μ ην ανησυχείς, δεν θα πω σε κανέναν το μυστικό μας». Ακούμπησε την παλάμη του στο στήθος του. «Είναι γραμμένο στην καρδιά μου και εκεί θα μείνει. Για όσο φανείς συνεργάσιμος».
«Θα κάνω ό,τι μπορώ», είπε ο Σκάλι. «Πρέπει να είσαι λογικός, όμως. Υπάρχουν και όρια». Ο Κιντς κατέβασε τη γροθιά του στο τραπέζι. «Εσύ μιλάς για όρια, Ρίτσαρντ; Σ’ εμένα; Υπήρξε όριο στα όσα μου πήρε η Βαν Χάουτεν;» φώναξε. Ο Σκάλι έσπευσε να απολογηθεί. «Δεν ήξερα», είπε ξανά, αδύναμα. «Ήξερες για το Μ ποναβεντούρε, όμως», είπε ο Κιντς. «Εκείνοι ήταν δύσκολοι καιροί. Για την εταιρεία. Για όλους όσοι σχετίζονταν με την εταιρεία. Εμείς–» Ο Κιντς τον έκοψε. «Φτάνουν οι κουβέντες», είπε. «Θέλω τα λεφτά μου. Τώρα». Άρπαξε το μπουκάλι του ουίσκι, γέμισε ξανά το ποτήρι του και το κατέβασε με μία γουλιά. Η Τζο άκουσε τις καρέκλες να τραβιούνται, τα πόδια τους να γδέρνουν τις ξύλινες σανίδες, κι αμέσως μετά βήματα. Ο Σκάλι πέρασε σαν αστραπή από το οπτικό της πεδίο και χάθηκε ξανά. Ο Κιντς γέλασε πικρόχολα. «Το χρηματοκιβώτιο των μετόχων. Άδειο κάποτε, αλλά όχι πια, έτσι; Λένε ότι το χρήμα μιλάει, αλλά δεν το πιστεύω. Αν ήταν αλήθεια, αυτά τα χαρτονομίσματα θα θρηνούσαν. Θα ούρλιαζαν». Ακολούθησε ήχος μεταλλικής πόρτας που έκλεινε, ύστερα βήματα ξανά. Ο Σκάλι φάνηκε και πάλι. Ακούμπησε μια δεσμίδα από χαρτονομίσματα στο τραπέζι μπροστά στον Κιντς. «Χίλια», είπε. «Φτάνουν. Για την ώρα», είπε ο Κιντς, βάζοντας στην τσέπη του τα χρήματα. «Πόσα θέλεις ακόμα; Θα πρέπει να υπάρξει αποζημίωση, φυσικά. Αλλά αυτό που ζητάς είναι αδύνατον. Ο Τσαρλς έδωσε
υποσχέσεις που δεν θα έπρεπε να δώσει», είπε ο Σκάλι. «Σίγουρα μπορούμε να φτάσουμε σε κάποιον συμβιβασμό». «Θέλω τα πάντα, Ρίτσαρντ. Αυτοί είναι οι όροι μου. Θέλω να καταστρέψω τη Βαν Χάουτεν, όπως κατέστρεψε εκείνη εμένα», είπε ο Κιντς. «Αυτό… αυτό είναι εξωφρενικό!» ψέλλισε ο Σκάλι. «Θα πρέπει να συμβουλευτώ τους υπόλοιπους». «Συμβουλεύσου όποιον θέλεις. Υπάρχουν αποδείξεις. Υπάρχουν κατάλογοι φορτίου, υπογεγραμμένοι και σφραγισμένοι», είπε απειλητικά ο Κιντς. «Αν κάνεις αυτό που ζητάω, θα φύγω από τη Νέα Υόρκη αθόρυβα. Αμέσως μόλις τη βρω. Δεν θα ακούσεις ποτέ ξανά νέα μου. Αν αρνηθείς, θα δημοσιοποιήσω τους καταλόγους έναν προς έναν. Θα καταστραφεί όχι μονάχα η Βαν Χάουτεν αλλά και όλοι οι μέτοχοι». «Έτσι λες εσύ. Αλλά όλα αυτά έγιναν πριν από πολύ καιρό και ποτέ δεν βγήκε το παραμικρό στο φως», είπε ο Σκάλι, με την απόγνωση φανερή στη φωνή του. «Κι αν μπλοφάρεις;» Ο Κιντς χαχάνισε. Ήταν ένας σιγανός, ύπουλος ήχος. «Προσευχήσου να μπλοφάρω, Ρίτσαρντ. Αν ξέρεις ακόμα πώς να προσεύχεσαι». Σηκώθηκε. «Ξέρω τι θα πουν οι άλλοι – τίποτα περισσότερο χωρίς τους καταλόγους. Πού μπορούμε να σε βρούμε;» ρώτησε ο Σκάλι. «Θα σας βρω εγώ», απάντησε ο Κιντς. «Γεια σου, Ρίτσαρντ». «Θα χρειαστείς αυτό για να βγεις», είπε ο Σκάλι, δίνοντας στον Κιντς ένα κλειδί. «Άφησέ το στην κλειδαριά». Ο Κιντς πήρε το κλειδί και η Τζο άκουσε τα βήματά του να αντηχούν στις σκάλες όπως κατέβαινε. Όταν η πόρτα άνοιξε και έκλεισε ξανά, ο Ρίτσαρντ Σκάλι σηκώθηκε και μετακινήθηκε στο
οπτικό πεδίο της Τζο. Τον είδε να βάζει το μπουκάλι με το ουίσκι στη θέση του. Έβαλε το καπέλο του και προχώρησε προς τη σκάλα, ύστερα ξαφνικά σταμάτησε και στύλωσε το βλέμμα του ευθεία μπροστά του. Καταπάνω της. Η Τζο ζάρωσε πάνω στον Έντι. Ο Σκάλι τους είχε δει, αλλά πώς; Η χαραμάδα ήταν στενή. Το εσωτερικό της ντουλάπας σκοτεινό. Κινήθηκε προς το μέρος τους, με μια έκφραση οργής στο πρόσωπό του. «Είμαστε τελειωμένοι», ψιθύρισε ο Έντι, ενώ τα χέρια του έσφιγγαν ακόμα περισσότερο τα μπράτσα της Τζο. Τι θα έλεγε η Τζο στον κύριο Σκάλι; Τι θα έλεγε στη μητέρα της, όταν ο κύριος Σκάλι θα την ανάγκαζε να ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού της και να χτυπήσει το κουδούνι; Η ζωή όπως την ήξερε έφτανε στο τέλος της. Από αύριο, δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί πουθενά στη Νέα Υόρκη. Ο Σκάλι έφτασε στην ντουλάπα και σταμάτησε. «Ανάθεμα αυτή την τεμπέλα!» γρύλισε. «Της έχω πει χίλιες φορές να κλείνει τις πόρτες!» Κλότσησε με δύναμη την πόρτα κι εκείνη έκλεισε με θόρυβο. Ο ήχος τρόμαξε την Τζο, αλλά έμεινε ακίνητη. Περίμεναν σαν μαρμαρωμένοι εκεί, μέχρι που άκουσαν την πόρτα του ισογείου να ανοίγει και να κλείνει άλλη μια φορά. «Έφυγε», ανάσανε η Τζο, ενώ το σώμα της χαλάρωνε από ανακούφιση. «Δόξα τω Θεώ». Ο Έντι έσπρωξε την πόρτα. Εκείνη δεν υποχώρησε. «Έντι, είμαστε–» ξεκίνησε να λέει η Τζο. «Ναι. Έτσι φαίνεται», απάντησε εκείνος.
Η Τζο και ο Έντι είχαν μείνει κλειδωμένοι στην ντουλάπα.
24 «Δεν μπορεί να κλειδωθήκαμε!» είπε με απελπισία η Τζο. «Δοκίμασε ξανά». Ο Έντι έσπρωξε ξανά την πόρτα, αλλά ήταν μάταιος κόπος. Ο σύρτης είχε μπει στη θέση του από την εξωτερική πλευρά της πόρτας και είχε κλειδώσει. «Θέλω να ακολουθήσω τον Κιντς», είπε με αγωνία ο Έντι. «Θα τον χάσω, αν δεν καταφέρουμε να βγούμε από δω, και ίσως είναι δύσκολο να τον ξαναβρώ». «Κι εγώ θα χάσω την υπόληψή μου, αν δεν βγούμε από δω, κι αυτή θα είναι αδύνατον να την ξαναβρώ», είπε η Τζο. «Έχω έναν σουγιά στην τσέπη μου. Ίσως καταφέρω να παραβιάσω τον σύρτη», είπε ο Έντι. «Πρέπει να σ’ αφήσω τώρα. Μ πορείς να στηριχτείς στον τοίχο;» «Νομίζω», είπε η Τζο, γέρνοντας προς τον τοίχο. Ο Έντι έβγαλε τον σουγιά από την τσέπη του και άνοιξε προσεκτικά τη λεπίδα. Την έχωσε στη σχισμή ανάμεσα στην πόρτα και το κούφωμα και την έσπρωξε δυνατά προς τα πάνω. Η λεπίδα έσπασε σε δύο κομμάτια. «Ίσως μπορέσω να ρίξω την πόρτα. Στάσου λίγο πιο πίσω», είπε ο Έντι.
«Πιο πίσω;» απόρησε η Τζο. «Πώς; Στέκομαι μέσα σ’ έναν κουβά!» Ο Έντι χτύπησε με τον ώμο του την πόρτα με όσο περισσότερη δύναμη μπορούσε, που δεν ήταν και τόσο πολλή, εφόσον είχε ελάχιστο χώρο στη διάθεσή του για ελιγμούς, αλλά ήταν αρκετή για να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του και να πέσει πάνω στην Τζο. Το κεφάλι του χτύπησε πάνω στο δικό της. Ο κουβάς αναποδογύρισε. Η Τζο έπεσε προς τα πίσω, πάνω στον τοίχο. «Άουτς!» φώναξε. «Πόνεσα!» «Συγγνώμη! Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Έντι και της άπλωσε το χέρι. «Καλά είμαι. Αλλά δεν θα είμαι για πολύ ακόμα, έτσι και δεν βγούμε από δω μέσα», του απάντησε, όταν μπόρεσε να σταθεί ξανά όρθια. «Τι θα κάνουμε;» «Δεν ξέρω. Ίσως μπορώ να σπρώξω την πόρτα με τα πόδια μου». Στήριξε την πλάτη του στον τοίχο πίσω του και προσπάθησε να σηκώσει τα πόδια του, όμως η ντουλάπα ήταν τόσο στενόχωρη, που δεν κατάφερε να τα σηκώσει αρκετά ψηλά για να σπρώξει. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του και στάθηκε ξανά στα πόδια του. «Πρέπει να βγω απ’ αυτόν τον κουβά. Έχουν αρχίσει και με πιάνουν κράμπες στα πόδια», είπε η Τζο. «Βγες και στρίψε το σώμα σου στο πλάι», είπε ο Έντι. «Θα στριμωχτούμε, αλλά θα μπορέσεις να περάσεις τα πόδια σου ανάμεσα από τα δικά μου». Η Τζο υπάκουσε. Προηγουμένως, στέκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Οι ώμοι τους σχεδόν άγγιζαν την πόρτα και το πίσω
μέρος της ντουλάπας, αλλά υπήρχε λίγος χώρος πίσω τους. Τώρα, ο Έντι γύρισε το πρόσωπό του προς την πόρτα και την πλάτη του κόντρα στον πίσω τοίχο, ενώ η Τζο χώθηκε μπροστά του, με την πλάτη της κόντρα στην πόρτα. Δεν υπήρχε καθόλου απόσταση ανάμεσά τους. Τα μάτια της ήταν τυφλά μέσα στο σκοτάδι, αλλά η αίσθηση της αφής είχε οξυνθεί. Ένιωθε κάθε σημείο επαφής με το κορμί του. Το ένα πόδι της Τζο βρισκόταν ανάμεσα στα δικά του, το ένα πόδι του Έντι ανάμεσα στα δικά της. Οι γοφοί της πιέζονταν στη λεκάνη του και τα στήθη της στριμώχνονταν πάνω στο στέρνο του. Το μάγουλό της άγγιζε το σαγόνι του. Η Τζο ανακάλυψε πως ξαφνικά ένιωθε αναψοκοκκινισμένη και ζαλισμένη. Προσπάθησε να πει στον εαυτό της πως έφταιγε το γεγονός ότι δεν μπορούσε να ανασάνει φυσιολογικά μέσα σε τόσο μικρό χώρο, αλλά δεν ήταν αυτό. Αυτός που έφταιγε ήταν ο Έντι. Μ όλις λίγες μέρες νωρίτερα είχε ρωτήσει την Τρούντι πώς ήταν να ποθείς έναν άντρα και η Τρούντι της είχε απαντήσει, αλλά δεν είχε καταλάβει. Τώρα καταλάβαινε. Ο Έντι πλημμύριζε τις αισθήσεις της. Την έκανε να ζαλίζεται. Την έκανε να πονάει. Τη γέμιζε με μια πείνα που ήταν πρωτόγνωρη και βαθιά και επικίνδυνη. «Έτσι είναι πιο άνετα», της είπε. «Πώς είναι τα πόδια σου;» «Τα ποια;» τον ρώτησε, σαστισμένη. «Τα πόδια σου». «Α, τα πόδια μου. Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ», απάντησε η Τζο. Ξαφνικά, ένιωσε κάτι να ακραγγίζει τα χείλη της. Τα δικά του χείλη. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ήταν τυχαίο ή το είχε κάνει σκόπιμα; Μ όνο ένας τρόπος υπήρχε να το μάθει. Στάθηκε
ακίνητη, με το πρόσωπό της στραμμένο προς τα πάνω μέσα στο σκοτάδι. Περιμένοντας. Ελπίζοντας. Ανησυχώντας πως ο Έντι θα το τολμούσε, ανησυχώντας πως ο Έντι δεν θα το τολμούσε. «Τζο», της είπε, με σιγανή φωνή. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που πίστευε πως θα έσπαγε. Έκλεισε τα μάτια. Ήθελε να τη φιλήσει. Να την αγγίξει. Ένιωθε πως θα πέθαινε, αν ο Έντι δεν το τολμούσε. «Τζο, νομίζω…» της είπε. «Ναι, Έντι;» του ψιθύρισε. «…πως ακούω κάτι». Και τότε, η πόρτα άνοιξε κι η Τζο έπεσε προς τα πίσω. Σωριάστηκε στο πάτωμα με δύναμη και με έναν επώδυνο γδούπο. Ο Έντι έπεσε πάνω της, σταματώντας την πτώση του με τα χέρια του για να μην τη συνθλίψει. «Κρυβόμαστε στην ντουλάπα, ε;» είπε μια θυμωμένη φωνή. «Το ήξερα πως θα προσπαθούσες να μου τη φέρεις, παλιοκάθαρμα. Δώσ’ μου τώρα το δολάριό μου. Αλλιώς θα στείλω τον Ράφτη να σε κυνηγήσει». Η Τζο και ο Έντι σήκωσαν τα μάτια. Ήταν ο Τάμπλερ.
25 «Όλα καλά;» ρώτησε ένα λεπτό, ξανθό κορίτσι. Ήταν το κορίτσι που στεκόταν έξω από το μπαρ, παρέα με τον Τάμπλερ. Τώρα βρισκόταν έξω από το κτίριο της Βαν Χάουτεν. Τίποτα δεν πήγαινε καλά. Η πλάτη της Τζο πονούσε από το πέσιμο. Τα πόδια της πονούσαν από τον κουβά. Ήταν αναψοκοκκινισμένη απ’ όσα είχαν συμβεί μέσα στην ντουλάπα – και απ’ όσα δεν είχαν συμβεί. «Τους βρήκα, Φέι», είπε ο Τάμπλερ, κλειδώνοντας ξανά την είσοδο της Βαν Χάουτεν. «Κρύβονταν σε μια ντουλάπα». «Δεν κρυβόμαστε», διευκρίνισε η Τζο. «Κλειδωθήκαμε μέσα». «Πού είναι τα λεφτά του;» ρώτησε η Φέι. Το λουλουδάτο βαμβακερό φόρεμά της ήταν ξεθωριασμένο και φθαρμένο. Το πρόσωπό της είχε λεπτά χαρακτηριστικά και ήταν όμορφο. Η Τζο έβγαλε ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου από την τσέπη της φούστας της και της το έδωσε. Τα μάτια της Φέι, σκληρά και αρπακτικά, στάθηκαν στην τσέπη της Τζο. «Ούτε να το σκεφτείς», την προειδοποίησε ο Έντι. Η Φέι τον κοίταξε προκλητικά. Ετοιμαζόταν να πει κάτι, όταν ένα διαπεραστικό σφύριγμα ακούστηκε από τον δρόμο. Η έκφρασή της άλλαξε. Για ένα δευτερόλεπτο, έμοιαζε περισσότερο με θήραμα
παρά με κυνηγό. «Πάμε, φίλε. Μ ας γυρεύει», είπε στον Τάμπλερ. Η Τζο άκουσε την κλειδαριά να γυρίζει στη θέση της. Ο Τάμπλερ έχωσε τα εργαλεία του στις τσέπες του, ύστερα χάθηκε στη νύχτα, παρέα με τη Φέι. «Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;» ρώτησε η Τζο, παρατηρώντας τους που απομακρύνονταν. «Μ ια από τις καλύτερες πορτοφολούδες της πόλης. Δουλεύει για τον Ράφτη. Το ίδιο και ο Τάμπλερ. Δεν θα φυλάς τα χρήματά σου στην τσέπη σου, παρεμπιπτόντως. Κρύψ’ τα στο…στο…» έδειξε το στήθος της, κοκκινίζοντας ελαφρά. «Για να είναι ασφαλή». Η Τζο δεν ήταν διατεθειμένη να ξεκουμπώσει τη ζακέτα της μπροστά του. Έτσι, έχωσε τα χρήματα στην μπότα της. «Ποιος είναι ο Ράφτης;» ρώτησε, ισιώνοντας ξανά το σώμα της. «Ο Φέιγκιν 1 της Νέας Υόρκης», απάντησε ο Έντι. «Περιμαζεύει ορφανά και τα μαθαίνει να κλέβουν. Τον αποκαλούν “Ράφτη” επειδή φτιάχνει ρούχα για τη στρατιά των μικρών πορτοφολάδων του, ώστε να μην ξεχωρίζουν ανάμεσα στα θύματά τους. Ορισμένα είναι πραγματικά πολύ κομψά». «Το φόρεμα της Φέι δεν ήταν κομψό, όμως. Ήταν κουρελιασμένο», παρατήρησε η Τζο. «Ντύνεται ανάλογα με τη γειτονιά όπου δουλεύει. Πρώτος κανόνας των πορτοφολάδων: να εναρμονίζεσαι με το πλήθος». Δύο ζητιάνες προχωρούσαν προς το μέρος τους. Η μια ήταν αναστατωμένη και η άλλη προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Η Τζο αναγνώρισε τη γυναίκα που ήταν ταραγμένη: ήταν η τρελο-Μ αίρη, η ρακοσυλλέκτρια. Κλαψούριζε για κάποιο τρομερό φάντασμα που
είχε επιστρέψει από τον κόσμο των νεκρών για να τη στοιχειώσει. «Έλα, Μ αίρη, πιες μια γουλιά απ’ αυτό εδώ», έλεγε η δεύτερη γυναίκα, δίνοντάς της ένα μπουκάλι. «Σκοτώνει τα φαντάσματα μια και καλή». Το βλέμμα της Τζο στάθηκε πάνω τους. Ήταν παγερή βραδιά και καμία από τις δύο δεν ήταν ντυμένη κατάλληλα για να την αντιμετωπίσει. Ήταν και οι δύο τόσο αδύνατες… Ενστικτωδώς, τις πλησίασε και έδωσε στην καθεμιά από ένα δολάριο. Η Μ αίρη, ακόμα ταραγμένη, τη ρώτησε αν είχε δει το φάντασμα. «Δεν το είδα, Μ αίρη. Λυπάμαι», της απάντησε. Η δεύτερη γυναίκα πρόσφερε στην Τζο μια γουλιά από το μπουκάλι της, με αντάλλαγμα ακόμα ένα δολάριο. Εκείνη τη στιγμή επενέβη ο Έντι, που έπιασε την Τζο από τον αγκώνα και την οδήγησε προς τη Σάουθ Στριτ. Η Μ αίρη τους αποχαιρέτησε μελαγχολικά καθώς απομακρύνονταν. «Σταθήκαμε πολύ τυχεροί που δεν μας έπιασαν», είπε ο Έντι, γνέφοντας προς την κατεύθυνση της Βαν Χάουτεν. «Είδες το πρόσωπο του Κιντς;» Η Τζο κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Καμία ιδέα ποιος είναι;» «Όχι», απάντησε η Τζο. «Ο κύριος Σκάλι τον γνώριζε, αλλά με άλλο όνομα. “Καινούριο πρόσωπο, καινούριο όνομα”, του είπε. Και ο Κιντς απάντησε: “Δεν θα μπορούσα, βέβαια, να κρατήσω το παλιό μου”». Η Τζο έκανε μια παύση, έπειτα είπε: «Νομίζεις ότι αυτός το έκανε; Σύμφωνα με το ημερολόγιο του πατέρα μου, είδε τον Κιντς μία νύχτα προτού πεθάνει». Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα της στη σκέψη πως είχε βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με τον δολοφόνο του πατέρα της.
«Όχι, δεν το πιστεύω. Δεν θα ήταν λογικό», αποκρίθηκε ο Έντι. «Ο πατέρας σου σχεδίαζε να δει ξανά τον Κιντς. Στις 17 Σεπτεμβρίου και απόψε. Είχε χίλια δολάρια στο ημερολόγιό του. Ήταν για τον Κιντς. Το είπε μόνος του στον Σκάλι. Γιατί θα σκότωνε έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν να του δώσει χίλια δολάρια; Ή και περισσότερα;» «Έχεις δίκιο», είπε η Τζο. Από τη μια ένιωθε ανακούφιση, από την άλλη απογοήτευση. Ο θάνατος του πατέρα της έμοιαζε να καλύπτεται από ολοένα και μεγαλύτερο μυστήριο. «Πρέπει να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο Κιντς και τι του έκαναν οι μέτοχοι της Βαν Χάουτεν», είπε ο Έντι, καθώς έστριβαν στη Σάουθ Στριτ, παρακάμπτοντας έναν μεθυσμένο που κειτόταν λιπόθυμος στο πεζοδρόμιο, και κατευθύνονταν προς τα βόρεια προάστια. «Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως του έκανε κακό κάποιος από τη Βαν Χάουτεν», είπε η Τζο. «Είναι όλοι ευυπόληπτοι άντρες». Ο Έντι γύρισε τα μάτια του στον ουρανό. «Προς τι το ειρωνικό βλέμμα;» ρώτησε θιγμένη η Τζο. «Καλά θα κάνεις να συνηθίσεις στην ιδέα πως υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος στη Βαν Χάουτεν να μην είναι και τόσο ευυπόληπτος». «Γιατί;» αντέτεινε η Τζο. «Επειδή το λέει ένας άγνωστος, μυστηριώδης άντρας που εμφανίζεται από το πουθενά;» «Επειδή ο Σκάλι δεν θα έδινε ποτέ χίλια δολάρια από τα χρήματα της εταιρείας, εκτός κι αν ήταν αδύνατον να κάνει αλλιώς. Ο Κιντς μπορεί να ρίξει λάσπη στη Βαν Χάουτεν και ο Σκάλι το ξέρει. Φαίνεται ότι και ο πατέρας σου το ήξερε». Τα επιχειρήματα του Έντι ακούγονταν λογικά, αλλά της ήταν
δύσκολο να τα δεχτεί. Γνώριζε τους μετόχους μια ολόκληρη ζωή. Έρχονταν στο σπίτι της για δείπνα και δεξιώσεις· πήγαινε στα δικά τους. Και τώρα, σύμφωνα με τον Κιντς, είχαν κάνει κάποιο τεράστιο λάθος. «Αν η εταιρεία έκανε πράγματι κάτι στον Κιντς –πράγμα που ακόμα δυσκολεύομαι να πιστέψω–, είμαι σίγουρη πως ο πατέρας μου θα προσπαθούσε να κάνει το σωστό», είπε. «Έτσι είπε ο Σκάλι. “Ο Τσαρλς έδωσε υποσχέσεις που δεν θα έπρεπε να δώσει”. Είναι αυτό ακριβώς που θα περίμενα από εκείνον – θα υποσχόταν να βοηθήσει». Ο Έντι την κοίταξε με αμφιβολία και επέμεινε στη θεωρία του. «Ο Κιντς μίλησε για καταλόγους και για κάτι που λέγεται “Μ ποναβεντούρε”. Ένα πλοίο ίσως; Είπε επίσης: “Μ ου υποσχέθηκε πως θα με βοηθούσε να τη βρω”. Μ ην ξεχνάς ότι οι ναυτικοί χρησιμοποιούν συχνά το θηλυκό γένος όταν μιλούν για πλοία. Αν το Μ ποναβεντούρε είναι πλοίο, μήπως του το πήρε με κάποιον τρόπο η Βαν Χάουτεν; Το ανέφερε ποτέ ο πατέρας σου ή ο θείος σου;» ρώτησε. «Όχι σ’ εμένα». «Μ πορεί να είχαν κάποιου είδους επαγγελματική δοσοληψία που στράβωσε. Μ πορεί η Βαν Χάουτεν να πούλησε το Μ ποναβεντούρε στον Κιντς και να αποδείχτηκε πως δεν ήταν καλό. Μ πορεί το πλοίο να του ανήκε και με κάποιον τρόπο να τον πέταξαν έξω. Μ πορεί–» Η Τζο βόγκηξε ενοχλημένη. «Ίσως θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε κάποια στοιχεία. Επειδή όλες οι θεωρίες μας είναι ακριβώς αυτό: θεωρίες», είπε ανυπόμονα. «Αν θέλουμε απαντήσεις, πρέπει να βρούμε τον Κιντς».
«Όχι, εγώ πρέπει να τον βρω», την έκοψε ο Έντι. «Εσύ δεν θα προσπαθήσεις να τον βρεις, όποιες και αν είναι οι συνθήκες. Είναι πολύ επικίνδυνο. Θα ρωτήσω τον Ράφτη γι’ αυτόν. Ξέρει κάθε ύποπτο χαρακτήρα στην πόλη. Αφού πρώτα ρωτήσω τον Μ πιλ Χόκινς και τον Τζάκι Σο για το Μ ποναβεντούρε». «Κι εγώ τι θα κάνω; Θα πλέκω τα δάχτυλά μου;» ρώτησε η Τζο. Ο Έντι έμεινε σκεφτικός για λίγο, έπειτα είπε: «Δεν ξέρουμε ακόμα ποια είναι η Έλενορ Όουενς. Το όνομά της βρισκόταν στο ημερολόγιο του πατέρα σου. Ίσως θα μπορούσες να την εντοπίσεις». «Από πού ξεκινάω;» ρώτησε η Τζο, ενθουσιασμένη με την ιδέα. «Από την Υπηρεσία Δημογραφικής Στατιστικής. Αν γεννήθηκε στην πόλη, το πιστοποιητικό γεννήσεώς της θα βρίσκεται εκεί. Ίσως καταφέρεις να βρεις διεύθυνση και–» «Έντι!» φώναξε με έξαψη η Τζο, σταματώντας απότομα στο πεζοδρόμιο. «Μ όλις σκέφτηκα κάτι! Μ ήπως η Έλενορ Όουενς είναι αυτή που γυρεύει ο Κιντς;» «Τι εννοείς;» «Όταν ο Κιντς είπε “Μ ου υποσχέθηκε πως θα με βοηθούσε να τη βρω”, ίσως αναφερόταν στην Έλενορ Όουενς!» «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Μ πράβο σου», είπε με θαυμασμό ο Έντι. Η Τζο κοκκίνισε από ικανοποίηση με τη φιλοφρόνηση. Εκείνη τη βραδιά είχαν κάνει πρόοδο. Και η Τζο ήθελε να κάνουν ακόμα περισσότερη. «Πάμε στου Γουόλς να δούμε αν βρίσκεται εκεί ο Τζάκι Σο», είπε. «Πρέπει να ανακαλύψουμε τι είναι το Μ ποναβεντούρε. Αν είναι πλοίο, ίσως να το έχει ακουστά». «Όχι. Το μόνο πράγμα που θα ανακαλύψουμε απόψε είναι μια
άμαξα για να σε πάω στο σπίτι σου», είπε ο Έντι, κοιτάζοντας γύρω του καθώς συνέχιζαν να ανηφορίζουν τη Σάουθ Στριτ. «Δεν μπορείς να ξανάρθεις εδώ, Τζο. Σοβαρολογώ. Αυτό το μέρος δεν είναι για–» Η φράση του κόπηκε στη μέση όταν μια πόρτα άνοιξε δύο σπίτια παρακάτω. Φως, γέλια και άρωμα ξετρύπωσαν από το κατώφλι του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξετρύπωσαν και δύο άντρες, που απομακρύνθηκαν τρεκλίζοντας. Ένα τσούρμο γυναικών στριμώχνονταν στην είσοδο, τουλάχιστον πέντε-έξι, χαχανίζοντας και κουνώντας το χέρι. Δεν φορούσαν παρά φτενά μεταξωτά μισοφόρια, ψηλές κάλτσες και ζαρτιέρες. Τα μαλλιά τους ήταν λυτά, τα χείλη τους είχαν κοκκινάδι. Μ ια απ’ όλες έπινε σαμπάνια από ένα μπουκάλι. Δεν έμοιαζε μεγαλύτερη από την Τζο. «Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε σοκαρισμένη η Τζο. «Είναι… εεε, ναι… αυτό ανήκει στην Ντέλα», είπε ο Έντι, μπερδεύοντας τα λόγια του. «Είναι σπίτι της. Ένα από τα σπίτια της». «Στο καλό, Τζόρτζι!» φώναξε χαδιάρικα μια από τις κοπέλες. «Να μας ξανάρθεις σύντομα, Τέντι!» φώναξε μια άλλη. Η Τζο κοίταξε τους άντρες και ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Έντι. «Αυτοί εκεί είναι ο Τζορτζ Άνταμς και ο Τέντι Φάρναμ», είπε ξέπνοη η Τζο. «Τους ξέρω!» Ο Τζορτζ και ο Τέντι κατηφόριζαν τον δρόμο, περπατώντας ανάποδα για να στέλνουν φιλιά στα κορίτσια. Ήταν πολύ αργά για να το βάλουν στα πόδια. Βρίσκονταν μόνο λίγα μέτρα μακριά τους. Από στιγμή σε στιγμή θα γύριζαν και θα την έβλεπαν. Ο Έντι άρπαξε το χέρι της Τζο. Την τράβηξε στις σκιές ενός
κεφαλόσκαλου και τη γύρισε έτσι ώστε να έχει στραμμένη την πλάτη της προς τους δύο νεαρούς άντρες. Έπειτα, την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Δεν ήταν το απαλό ακράγγιγμα που είχε λαχταρήσει στην ντουλάπα με τις σκούπες, αλλά ένα σκληρό, πεινασμένο φιλί που της έκοψε την ανάσα. «Έι, φιλαράκο, βρες κάνα δωμάτιο!» φώναξε ο Τζορτζ, καθώς περνούσε από μπροστά τους. Ο Τέντι σφύριξε με επιδοκιμασία και οι δύο άντρες απομακρύνθηκαν παραπατώντας και τραγουδώντας. Μ όλις έφυγαν, ο Έντι την άφησε από την αγκαλιά του. Η Τζο τρέκλισε προς τα πίσω. Πίεσε το χέρι της στο στήθος της, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα της. «Πώς τολμάς!» ψέλλισε, κατακόκκινη. «Πώς μπόρεσες;» «Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα», είπε ο Έντι. «Τι πράγμα;» «Μ όλις σ’ έσωσα. Νομίζω ότι επιβάλλεται ένα ευχαριστώ», της απάντησε. Η Τζο όρμηξε καταπάνω του, έτοιμη να του δώσει αυτό που του άξιζε, αλλά το αργό, πειραχτικό χαμόγελό του και τα μάτια του, τα τόσο βαθιά και γαλάζια, την έκαναν να μαρμαρώσει στη θέση της. Έτσι, τον άρπαξε από τα πέτα, τον τράβηξε πάνω της και τον φίλησε με τη σειρά της. 1 ΣτΜ: Ο κακός Εβραίος, αρχηγός της σπείρας των μικρών πορτοφολάδων στο μυθιστόρημα Όλιβερ Τουίστ, του Κάρολου Ντίκενς.
26 «Ο Μ πραμ ξέρει». Η Τζο ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Το κουταλάκι που κρατούσε ξέφυγε από τα χέρια της και έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα. «Ξέρει;» ρώτησε, η φωνή της μετά βίας ψίθυρος. «Και βέβαια ξέρει», είπε η Άντι Όλντριτς, μαζεύοντας το κουταλάκι από το πάτωμα. «Μ α πώς; Ποιος του το είπε;» ρώτησε η Τζο, πανικόβλητη. «Κανείς, χαζούλα. Είναι γραμμένο στο πρόσωπό σου. Ο Μ πραμ ξέρει πόσο αναστατωμένη είσαι που αναγκάζεσαι να χάσεις τη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών. Όλοι το ξέρουμε. Δες το ύφος σου. Δείχνεις τόσο δυστυχισμένη». Η Τζο γέλασε με ανακούφιση. «Αχ, Άντι, με ξέρεις τόσο καλά. Τίποτα δεν μπορώ να σου κρύψω», είπε. Για λίγα φριχτά δευτερόλεπτα που την είχαν γεμίσει τρόμο, νόμισε πως αυτό που εννοούσε η Άντι ήταν ότι ο Μ πραμ ήξερε για τον Έντι. Το μόνο που σκεφτόταν τέσσερις μέρες στη σειρά ήταν ο Έντι και τα φιλιά που είχαν ανταλλάξει στην αποβάθρα. Θυμήθηκε τη συναρπαστική αίσθηση των χεριών του γύρω της και τη γεύση των
φιλιών του – και τον τρόμο που είχε νιώσει αμέσως μετά. «Δεν… δεν θα έπρεπε να το κάνω αυτό», είχε πει καθώς τραβιόταν μακριά του. «Λυπάμαι». «Πράγματι;» «Ναι! Εσύ όχι;» «Όχι». «Ε, θα έπρεπε, κύριε Γκάλαχερ». «Έντι με λένε, θυμάσαι; Και γιατί θα έπρεπε να λυπάμαι;» «Επειδή εγώ… επειδή εσύ… επειδή–» Ο Έντι την είχε τραβήξει κοντά του ακόμα μια φορά και την είχε φιλήσει ξανά. Στα χείλη. Αργά και με πάθος. «Λυπάσαι ακόμα;» τη ρώτησε με βραχνή φωνή. «Ναι», απάντησε η Τζο. Τη φίλησε στο μάγουλο, ύστερα κατά μήκος της ευαίσθητης γραμμής του σαγονιού της. «Ακόμα;» «Ναι». Τη φίλησε στον λαιμό, στο τρυφερό βαθούλωμα ακριβώς από κάτω. «Αχ, Έντι, όχι. Δεν πρέπει». Δεν ήθελε να βρει άμαξα. Δεν ήθελε να τον αποχωριστεί. Έτσι, περπάτησαν μέχρι την Γκράμερσι Σκουέρ πιασμένοι από το χέρι. Δεν αντάλλαξαν λέξη μέχρι που έφτασαν στην πλατεία και τότε η Τζο μίλησε πρώτη. «Έντι, είμαι–» «Μ ε τον Μ πραμ Όλντριτς. Το ξέρω. Ο Γουίλ Λίβινγκστον και ο Χένρι Τζέι τρέφουν ιδιαίτερη αδυναμία για εσένα, επίσης. Διαβάζω τις κοινωνικές στήλες, ξέρεις».
«Και δεν μπορώ–» «Δεν σου το ζητάω». «Τότε τι–» «Δεν ξέρω, Τζο. Δεν ξέρω». Είχε κλείσει το πρόσωπό της στα χέρια του και την είχε φιλήσει ξανά, και το κορμί του ήταν τόσο ζεστό, και τα χείλη του τόσο γλυκά, και οι χτύποι της καρδιάς του κάτω από το χέρι της τόσο δυνατοί, που οι ερωτήσεις έμοιαζαν να μην έχουν πια καμία σημασία. Την άφησε να φύγει και ύστερα περίμενε έξω στον δρόμο, μέχρι η Τζο να μπει στο σπίτι της, να ανέβει τις σκάλες μέχρι το δωμάτιό της, να ανάψει ένα κερί και να το κρατήσει μπροστά στο παράθυρο, για να του δώσει να καταλάβει ότι τα είχε καταφέρει και ήταν ασφαλής. Ενώ γδυνόταν και ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο, είχε δει φευγαλέα τον εαυτό της στον καθρέφτη και είχε αντικρίσει μια γνώριμη και ταυτόχρονα άγνωστη κοπέλα να της αντιγυρίζει το βλέμμα. Αυτή η κοπέλα ήταν τσαλακωμένη και αναψοκοκκινισμένη από τις περιπέτειές της. Ήταν ανήσυχη. Αποφασιστική. Η Τζο ήξερε ότι δεν ήταν αυτή η κοπέλα, όχι ακόμα, αλλά λαχταρούσε να γίνει. Και ο Έντι της είχε δείξει ότι μπορούσε να το πετύχει. Ήταν τόσο διαφορετική όταν βρισκόταν μαζί του. Πιο τολμηρή. Καλύτερη. Ζωντανή. Έμεινε ξαπλωμένη πάνω από μία ώρα στο κρεβάτι της, κοιτάζοντας το ταβάνι, προσπαθώντας να δώσει ένα όνομα στα συναισθήματά της. Ο Μ πραμ δεν την είχε κάνει ποτέ να νιώσει όπως ο Έντι – να λαχταράει το άγγιγμά του, τα φιλιά του. Άραγε, έτσι είχε νιώσει η Τρούντι με το αγόρι που έφερνε τα μήλα; Προφανώς και όχι, επειδή εκείνη τον είχε παραπετάξει σαν
παλιό ρούχο αμέσως μόλις της είχε κάνει πρόταση γάμου ο Γκίλμπερτ. Και τότε, λίγο προτού την πάρει ο ύπνος, η Τζο συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που ένιωθε. «Νομίζω πως ερωτεύομαι», ψιθύρισε μέσα στο σκοτάδι.
Ήταν απόγευμα Κυριακής και η Τζο με τη μητέρα της υποδέχονταν λίγους στενούς φίλους και συγγενείς. Η Τζο καθόταν με την ξαδέρφη της, την Κάρολαϊν, και κάποια άλλα κορίτσια. Κάποιοι από τους επισκέπτες στέκονταν κοντά στο γείσο του τζακιού, άλλοι περιφέρονταν στο δωμάτιο. Σχεδόν όλοι συζητούσαν για τη χοροεσπερίδα που θα δινόταν σε δύο εβδομάδες. Η Τζο χαμογελούσε και έβαζε τα δυνατά της να φέρεται σαν σωστή οικοδέσποινα, αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Ήθελε να βρίσκεται μαζί με τον Έντι, να περπατάει στους δρόμους της πόλης, να συναντάει τον Μ πιλ Χόκινς και τη Φέι και τον Τάμπλερ, να κρύβεται σε μια ντουλάπα για σκούπες. Ένιωθε σαν πριγκίπισσα παραμυθιού που ξυπνάει με ένα φιλί σε έναν πρωτόγνωρο κόσμο με καινούριους ανθρώπους, καινούρια συναισθήματα. Βγες από τον ύπνο σου, έλεγε αυτός ο νέος κόσμος. Πώς, όμως; Όλα τα κεφάλια θα στρέφονταν προς το μέρος της, έτσι και τολμούσε να ξεμυτίσει από το δωμάτιο. «Αυτές οι πένθιμες συγκεντρώσεις είναι που σε κάνουν τόσο δυστυχισμένη, Τζο», έλεγε τώρα η Κάρολαϊν. «Τα μαύρα θα έκαναν κάθε κοπέλα να μοιάζει με ξινισμένη γεροντοκόρη». Η Τζο ήταν ντυμένη όπως επέβαλλε το έθιμο – με ένα πρωινό
μαύρο φόρεμα. Η Κέιτι της είχε χτενίσει τα μαλλιά σε μια λιτή πλεξούδα και τα είχε στερεώσει με ένα απλό μαύρο χτενάκι. «Η Ελίζαμπεθ Άνταμς παράγγειλε φόρεμα από το Παρίσι ειδικά για τον χορό. Η Ίντι Γουόρινγκ το είδε και λέει πως είναι εκπληκτικό», φλυαρούσε με ενθουσιασμό η Τζένι Ράινλαντερ. Η Τζο περίμενε με ανυπομονησία τη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών πριν από τον θάνατο του πατέρα της – αλλά ύστερα είχε γνωρίσει τον Έντι. Τώρα, δεν την ενδιέφεραν καθόλου όλα αυτά. «Δεν με ενδιαφέρει τι κάνει η Ελίζαμπεθ. Θεωρώ κακόγουστη κάθε κοπέλα που δεν βάζει στην μπάντα τα παριζιάνικα φορέματά της τουλάχιστον για έναν χρόνο», είπε με περιφρόνηση η Άντι. «Ξέρεις πως το φοράει για έναν και μόνο λόγο – για να την προσέξει ο Μ πραμ. Τον έχει βάλει στο μάτι. Θέλει να τον πείσει να τη συνοδεύσει στον χορό. Πρέπει να είναι τυφλός κανείς για να μην το βλέπει», είπε η Τζένι. «Τζένι, καλή μου, έχεις το ταλέντο να λες τα πιο ανάρμοστα πράγματα», τη μάλωσε η Κάρολαϊν. «Δεν είναι ανάρμοστο, αλήθεια είναι!» διαμαρτυρήθηκε η Τζένι. «Είσαι τόσο παιδί. Η αλήθεια συνήθως είναι ανάρμοστη», είπε η Κάρολαϊν. «Γι’ αυτό αποφεύγουμε να τη λέμε». «Η Ελίζαμπεθ χάνει τον καιρό της. Ο Μ πραμ έχει μάτια μόνο για μία γυναίκα», είπε η Άντι, σφίγγοντας το χέρι της Τζο. «Και πιστεύεις στ’ αλήθεια πως η Νόνα θα επέτρεπε στον εγγονό της να δεσμευτεί με μια Άνταμς; Ο πατέρας της Ελίζαμπεθ έχει κάνει περιουσία χάρη στο βερνίκι παπουτσιών, αν είναι δυνατόν. Είναι προσκεκλημένη στον χορό μόνο και μόνο επειδή οι διοργανωτές δεν είχαν άλλη επιλογή – ο πατέρας της δώρισε δέκα
χιλιάδες δολάρια στο μουσείο». «Τι κρίμα που δεν μπορείς να πας, Τζο», είπε η Τζένι. «Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος;» «Η θεία Άννα δεν θα το επέτρεπε ποτέ», είπε η Κάρολαϊν. «Όχι τόσο σύντομα μετά τον θάνατο του θείου Τσαρλς». «Α, αυτό θα το δούμε», απάντησε αυτάρεσκα η Άντι. «Τι εννοείς;» θέλησε να μάθει η Κάρολαϊν. «Η Άννα Μ όντφορτ ακολουθεί τους κανόνες, αλλά η Νόνα τους φτιάχνει. Και, όποτε τη βολεύει, τους παραβιάζει κιόλας», είπε η Άντι. «Βρίσκεται εδώ και σκοπεύει να πει δυο κουβέντες στην Άννα για τον χορό». Μ ε μια αίσθηση φρίκης, η Τζο θυμήθηκε τη συνομιλία ανάμεσα στη Νόνα και την κυρία Όλντριτς που είχε τύχει να κρυφακούσει μαζί με την Τρούντι. Η Νόνα, όπως έδειχναν τα πράγματα, εννοούσε όλα όσα είχε πει. Όχι! σκέφτηκε η Τζο, αλαφιασμένη. Δεν πρέπει να μιλήσει με τη μαμά. Δεν θέλω να πάρει θάρρος ο Μπραμ. Η Τζο έψαξε με το βλέμμα να βρει τη μητέρα της, προσπαθώντας να μη δείξει πόσο επιτακτικό ήταν αυτό που ένιωθε. Αν κατάφερνε να καθίσει δίπλα της πριν από τη Νόνα, ίσως προλάβαινε να αποτρέψει κάθε συζήτηση για χορούς. Τελικά, την εντόπισε. Καθόταν με τον Φίλιπ και τη Μ άντλεν στη γωνιά του δωματίου που η Τζο αποκαλούσε «ζούγκλα», επειδή εκεί δέσποζαν τέσσερις θεόρατοι φοίνικες, φυτεμένοι σε γλάστρες. Υπήρχε μια άδεια καρέκλα δίπλα της. «Αχ, Θεέ μου. Κανείς δεν έχει προσφέρει στον θείο Φίλιπ σαβουαγιάρ λεμονιού που τους έχει τόση αδυναμία. Πού είναι η υπηρεσία μας; Θα αναγκαστώ να του τα πάω εγώ. Συγχωρήστε με
για λίγο», είπε η Τζο στις φίλες της. Κατευθύνθηκε βιαστικά στον μπουφέ. Την ίδια στιγμή εντόπισε τη Νόνα δίπλα στο πιάνο – ελάχιστα μέτρα μακριά από τη μητέρα της. Η Τζο έπρεπε να κινηθεί με ταχύτητα. Τακτοποίησε γρήγορα λίγα μπισκότα σε ένα πιάτο και ετοιμαζόταν να τα πάει στον θείο της, όταν τη σταμάτησε ο Μ πραμ. «Αυτά τα σαβουαγιάρ λεμονιού τα έφτιαξε η κυρία Νέλσον; Ας προλάβω ένα, προτού η Νόνα τα δώσει όλα στη Λόλι», είπε. Πήρε ένα μπισκότο από το πιάτο και το έκανε μία χαψιά. «Λαίμαργε. Τουλάχιστον η Λόλι κάθεται για να φάει το μπισκότο της», τον μάλωσε η Τζο, χαμογελαστή και ευγενική ακόμα κι όταν ήταν σε απόγνωση. Ο Μ πραμ της έκλεισε το μάτι και προχώρησε. Και τότε, οι τύψεις –φορτικές και απεχθείς– την κατέκλυσαν. Έχει προσδοκίες, σκεφτόταν, έτσι όπως τον παρατηρούσε. Δεν θα έπρεπε. Όχι πια. Πρέπει να του το πω. Να του πεις τι; ρώτησε μια φωνή μέσα της. Να του πεις πως ερωτεύτηκες έναν άφραγκο δημοσιογράφο που δεν γνωρίζεις καλά καλά; Υπέροχη ιδέα, Τζο. Πες το πρώτα στον Μπραμ κι αμέσως μετά στη μητέρα σου. Είμαι σίγουρη πως θα ενθουσιαστεί. Η Τζο είδε τον Μ πραμ να σκύβει για να μιλήσει στην ηλικιωμένη κυρία ΝτεΠεστέρ, η οποία υπέφερε από μια τρομερή αρθρίτιδα στα πόδια και καθόταν κοντά στη φωτιά για να τα κρατάει ζεστά. Ο Μ πραμ πήρε το λεπτό, ρυτιδιασμένο χέρι της και της είπε κάτι που την έκανε να γελάσει. Τα μάτια της λαμπύρισαν και το χρώμα γύρισε ξανά στα μάγουλά της. Την είδε να χαϊδεύει με στοργή το χέρι του.
Αυτή η σκηνή έκανε την καρδιά της Τζο να ραγίσει. Ο Μ πραμ ήταν τόσο καλός. Ήταν ένας αξιόπιστος, έντιμος άντρας που θα την πρόσεχε πάντα και θα βεβαιωνόταν πως δεν θα της έλειπε τίποτα, όμως η Τζο ήξερε πως, αν γινόταν γυναίκα του, δεν θα της επέτρεπε ποτέ να αρθρογραφεί σε εφημερίδες. Ούτε θα την άφηνε να πηγαίνει στο νεκροτομείο. Ούτε θα τη φιλούσε όπως την είχε φιλήσει ο Έντι, με όλο του το είναι – και ήξερε ακόμα πως ούτε εκείνη θα του ανταπέδιδε ποτέ το φιλί με όλη της την καρδιά. Τι θα κάνω; Τι στην ευχή θα κάνω; αναρωτιόταν. Δεν ξέρω, Τζο. Δεν ξέρω, είχε πει ο Έντι. Ούτε εκείνη ήξερε – και αυτό την τρόμαζε. Αυτό που ήξερε, παρ’ όλα αυτά, ήταν πως έπρεπε πάση θυσία να αποφύγει τη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών. Όποιο κι αν ήταν το κόστος. Ξεκίνησε προς την κατεύθυνση της άδειας καρέκλας και της μητέρας της, όταν είδε με φρίκη πως ήταν ήδη κατειλημμένη από τη Νόνα. Ανάθεμα! σκέφτηκε. Τώρα δεν μπορούσε να καθίσει στη συντροφιά της μητέρας της. Δεν υπήρχε άδεια καρέκλα και θα ήταν αγένεια να περιφέρεται γύρω τους. Στην πραγματικότητα, το σαλόνι αποτελούνταν από δύο δωμάτια, καθένα με τη δική του πόρτα και μια ξυλόγλυπτη καμάρα ανάμεσά τους. Η Τζο βγήκε από τη μια πόρτα, ελπίζοντας πως δεν θα την πρόσεχε κανείς, διέσχισε τρέχοντας τον στενό διάδρομο που εκτεινόταν παράλληλα με τα δύο δωμάτια, και τέλος μπήκε ξανά από τη δεύτερη πόρτα. Τώρα βρισκόταν πίσω από την παρέα της μητέρας της, κρυμμένη από τους φοίνικες. Δεν μπορούσε να δει πολλά από αυτή τη θέση, αλλά μπορούσε να ακούσει τα πάντα. «…επιπόλαιο κορίτσι, Άννα, και ανήσυχο. Ένα κορίτσι γεμάτο πάθος», έλεγε η Νόνα.
Για εμένα μιλάει, σκέφτηκε η Τζο, και ο τρόμος της μεγάλωσε. «Είναι προτιμότερο αυτά τα πράγματα να καταστέλλονται από νωρίς, προτού αρχίσει να ζωγραφίζει, να καπνίζει ή –Θεός φυλάξοι– να γράφει. Η Άντι μου λέει πως ήδη πειραματίζεται με την εφημερίδα της σχολής». «Δεν πειραματίζεται», επενέβη ο Φίλιπ, προς υπεράσπιση της Τζο. «Είναι καλή συγγραφέας. Κι αυτό δεν είναι δείγμα επιπολαιότητας, παρεμπιπτόντως, αλλά ευφυΐας». Η Τζο ένιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη προς τον θείο της. Πάντα τη στήριζε και την υπερασπιζόταν. «Φαντάζομαι πως η άνεση με τις λέξεις μπορεί να φανεί χρήσιμη σε ένα κορίτσι», παραδέχτηκε η Νόνα. «Στο κάτω κάτω, είναι καλό μια γυναίκα να μπορεί να επικοινωνεί με τους εμπόρους ώστε να γλιτώνει τον άντρα της από τον κόπο, αλλά ως εκεί. Εκείνη η ιδιόρρυθμη, η Ίντιθ Τζόουνς, είχε ψύχωση με τα βιβλία», πρόσθεσε κακόκεφα. «Αλλά ο Τέντι Γουόρτον την έκανε καλά. Οι Γουόρτον είναι αθλητικό σόι. Δεν τους πολυαρέσουν τα βιβλία. Η Ίντιθ ήταν τυχερή που τον ξελόγιασε. Όποιον και να ξελόγιαζε, βέβαια, πάλι τυχερή θα ήταν. Ήταν είκοσι τριών όταν παντρεύτηκε. Είκοσι τριών! Έχουν περάσει πέντε χρόνια και εξακολουθεί να είναι άκληρη. Αν θέλεις τη γνώμη μου, ο καλύτερος τρόπος να αποκαταστήσεις μια κοπέλα είναι να την παντρέψεις μικρή, ώστε να γίνει μητέρα προτού βρει τον χρόνο να της μπουν στο μυαλό παράξενες ιδέες. Το βλέπω και με τις σκύλες μου. Όσο περισσότερο ανέχεται κανείς τις κακές συνήθειες τόσο δυσκολότερα τις ξεχνάει». «Νόνα, έλα να χαιρετήσεις την κυρία ΝτεΠεστέρ. Σε ζητάει». Είχε μιλήσει η μητέρα του Μ πραμ, που μόλις είχε πλησιάσει την
παρέα. «Γιατί δεν έρχεται η Θιοντόρα εδώ;» ρώτησε οξύθυμα η Νόνα. «Επειδή την πονούν τα γόνατά της». Η Τζο άκουσε τη Νόνα να σηκώνεται. «Προβληματική καταγωγή», έλεγε αυτάρεσκα. «Η Θιοντόρα ήταν μια Μ οντγκόμερι. Όλοι τους έχουν αδύναμα κόκαλα». «Είναι ανυπόφορη!» ψιθύρισε με θυμό η μητέρα της Τζο, όταν η Νόνα απομακρύνθηκε. «Πώς τολμάει να συγκρίνει την κόρη μου με ένα σπάνιελ!» «Ίσως θα έπρεπε να είχες ζητήσει από την κυρία Νέλσον να σερβίρει στις δεσποινίδες κόκαλα αντί για σαβουαγιάρ λεμονιού», είπε πειραχτικά ο θείος της. Η Τζο συγκράτησε ένα γέλιο. «Μ ην αστειεύεσαι, Φίλιπ. Το πιστεύεις πως θέλει να πάει η Τζο στη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών; Αυτό αποκλείεται». Η Τζο ένιωσε να πλημμυρίζει από ανακούφιση. Είχε γλιτώσει. «Είναι χειρότερη απ’ όσο συνήθως, συμφωνώ, αλλά υπάρχει λόγος. Ο Πίτερ είχε μια τρομερή κρίση την περασμένη εβδομάδα. Ανέκαμψε, αλλά μετά βίας. Ο γιατρός λέει πως δεν θα επιβιώσει από μια επόμενη παρόμοια κρίση. Η Νόνα λαχταράει να δει τον Μ πραμ παντρεμένο», είπε με σοβαρό ύφος ο θείος της. Αχ, όχι, σκέφτηκε η Τζο, ταραγμένη από την επιδείνωση της υγείας του κυρίου Όλντριτς – όπως και απ’ ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για την ίδια. «Λυπάμαι πολύ που το ακούω, αλλά η Τζο δεν μπορεί να δεχτεί πρόταση γάμου αυτή τη στιγμή», επέμεινε η μητέρα της. «Οι Όλντριτς θα πρέπει να περιμένουν μέχρι να περάσει η περίοδος πένθους».
Ο Φίλιπ έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, έπειτα είπε: «Και τι θα γίνει αν δεν περιμένουν; Ξέρεις πολύ καλά, όπως κι εγώ, ότι ο Μ πραμ είναι ο πλέον κατάλληλος σύζυγος για την Τζο. Οι Όλντριτς θα πάνε στον χορό, όπως κάνουν πάντα. Ο Μ πραμ επιθυμεί να συνοδεύσει την Τζο. Αν δεν μπορέσει, ίσως συνοδεύσει κάποια άλλη νεαρή δεσποινίδα». «Κι εσύ ξέρεις επίσης πως η Τζο είναι η πλέον κατάλληλη σύζυγος για τον Μ πραμ. Δεν υπάρχει άλλη νεαρή δεσποινίς», είπε αγέρωχα η μητέρα της Τζο. «Όχι στη δική της κατηγορία». «Κι όμως, υπάρχει, Άννα». «Ποια;» Η Τζο ήξερε την απάντηση. «Η Ελίζαμπεθ Άνταμς», είπε ο θείος της. Η Άννα γέλασε με απαξίωση. «Μ πορεί να μην είναι στην κατηγορία της Τζο, αλλά είναι πολύ αποφασισμένη. Και η αποφασιστικότητα μπορεί να οδηγήσει μια κοπέλα πολύ μακριά. Στη διάρκεια του δικού μου πένθους μένω απασχολημένος κάνοντας αυτά που κάνω πάντα, όπως συνηθίζουν οι άντρες. Τυχαίνει να συναντάω τον Μ πραμ αρκετά συχνά και έχω παρατηρήσει πως η δεσποινίς Άνταμς έχει αρχίσει να του κάνει συντροφιά…» Ο Φίλιπ χαμήλωσε τη φωνή του και η Τζο δεν μπορούσε πια να ακούσει τι έλεγε. Έτσι, τόλμησε να παραμερίσει τα φύλλα του φοίνικα και είδε τη μητέρα της να κατανεύει κοφτά. Η καρδιά της ράγισε. Δεν ήταν ανάγκη να ακούσει περισσότερα για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Χάρη στη Νόνα, αυτή τη γριά καρακάξα, η Τζο θα πήγαινε στη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών.
27 Η Τζο στεκόταν στα σκαλιά ενός σπιτιού της Βάρικ Στριτ και κατέβαλλε προσπάθεια να μην κοιτάζει τα τεράστια γυμνά στήθη μπροστά της. Ωχρά και με γαλάζιες φλέβες, ξεχείλιζαν από τη γαριασμένη μπλούζα και κρέμονταν μέχρι τη μέση της γυναίκας. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε αντικρίσει στήθος τέτοιων διαστάσεων. Για την ακρίβεια, δεν είχε αντικρίσει κανένα άλλο στήθος εκτός από το δικό της, που δεν ήταν τόσο γενναιόδωρα προικισμένο. Ένα βρέφος ήταν γαντζωμένο σε αυτά τα τεράστια στήθη και βύζαινε άπληστα. «Εγώ είμαι η Έλενορ Όουενς. Τι τρέχει;» ρώτησε η γυναίκα της οποίας τα στήθη χάζευε η Τζο. Δύο μικρά παιδιά κρυφοκοίταζαν ντροπαλά πίσω από τη φούστα της. «Καλημέρα», είπε η Τζο, σηκώνοντας τα μάτια για να αντικρίσει το πρόσωπο της γυναίκας. Είχε προβάρει με προσοχή την ιστορία της. «Γυρεύω την Έλενορ Όουενς που εργαζόταν ως καθαρίστρια στη ναυτιλιακή εταιρεία Βαν Χάουτεν. Μ ήπως τυχαίνει να είστε εσείς;» «Όχι, δεν τυχαίνει. Και δεν ξέρω καμία ναυτιλιακή Βαν Χάουτεν», απάντησε η γυναίκα, ανήσυχη. «Μ ήπως αυτή η Έλενορ Όουενς που γυρεύεις έχει μπλεξίματα; Θα ’ρθουν αστυνομικοί να
μου χτυπήσουν την πόρτα;» Η Τζο ήταν απογοητευμένη, παρ’ όλα αυτά πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Όχι βέβαια. Η δεσποινίς Όουενς έφυγε πρόσφατα από την εταιρεία, αλλά αμέλησε να εισπράξει τον μισθό της τελευταίας εβδομάδας», είπε ψέματα. «Ούτε και άφησε διεύθυνση για να της τον στείλουμε. Προσπαθούμε να την εντοπίσουμε για να της δώσουμε τα χρήματα που της χρωστάμε». Η γυναίκα φάνηκε να ανακουφίζεται. «Μακάρι να ήμουν στη θέση της. Θα με βοηθούσαν πολύ αυτά τα λεφτά». Η Τζο κοίταξε τα δύο παιδιά που κρύβονταν ακόμα πίσω από τη μητέρα τους. Ήταν ξυπόλητα. Τα ρούχα τους ήταν κουρελιασμένα. «Τώρα που το λέτε, η εταιρεία με έχει εξουσιοδοτήσει να δίνω ανταμοιβή στα άτομα που αναστατώνουμε με τις έρευνές μας», είπε. Δεν είχε προβάρει αυτό το κομμάτι της ιστορίας, αλλά τα λόγια βγήκαν αβίαστα από τα χείλη της. «Συγγνώμη;» Η γυναίκα έδειχνε σαστισμένη. «Μ πορώ να σας δώσω ένα δολάριο για τον χρόνο σας», είπε η Τζο. Έδωσε στην κατευχαριστημένη γυναίκα τα χρήματα, της ευχήθηκε μια καλή μέρα και επέστρεψε στο μόνιππο που είχε μισθώσει. Ήταν ένα δίτροχο αμαξάκι που το έσερνε ένα άλογο. Κλειστό στα πλάγια και ανοιχτό από την μπροστινή πλευρά, ήταν γρήγορο και ευέλικτο. Ο αμαξάς καθόταν στο πίσω μέρος, πίσω από τους επιβάτες. «Στο 167 της Ανατολικής Τριακοστής Έκτης Οδού, παρακαλώ», είπε η Τζο στον αμαξά καθώς επιβιβαζόταν. Η Κέιτι, η καμαριέρα της, την περίμενε. «Θα έχεις κακό τέλος, δεσποινίς, αν συνεχίσεις να κάνεις
παρέα με άντρες που δεν σου ταιριάζουν», είπε με τη βαριά ιρλανδική προφορά της. «Θυμάσαι τη Μ εβ, την αδερφή του άντρα της ξαδέρφης μου; Έβγαινε με έναν ηθοποιό. Την άφησε έγκυο και την παράτησε. Όταν το ανακάλυψε ο πατέρας της Μ εβ, την πέταξε στον δρόμο. Αναγκάστηκε να πάει σε φτωχοκομείο. Έχασε το παιδί και πέθανε από την αιμορραγία. Κατέληξε σ’ έναν τάφο για απόρους στα δεκαοχτώ της. Μ όνη της τον έσκαψε, αυτό να λέγεται, και ο φίλος της ήταν αυτός που της έδωσε το φτυάρι». «Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την τόσο εμψυχωτική ιστορία, Κέιτι», είπε η Τζο. «Αλλά δεν κάνω παρέα με άντρες που δεν μου ταιριάζουν». «Τότε γιατί το σκας μέσα στη νύχτα; Και στη διάρκεια της μέρας τώρα πια. Λες στη μητέρα σου ότι θα βρίσκεσαι σ’ ένα μέρος κι ύστερα πας κάπου αλλού». «Για να συγκεντρώσω στοιχεία για ένα άρθρο που γράφω», απάντησε η Τζο. Η Κέιτι έσμιξε τα φρύδια της. «Τι θέμα έχει το άρθρο;» ρώτησε. «Δεν μπορώ να σου πω. Όχι ακόμα». «Επειδή δεν υπάρχει άρθρο, έτσι δεν είναι, δεσποινίς Τζο;» ρώτησε η Κέιτι. «Φυσικά και υπάρχει. Αν δεν υπήρχε, γιατί να έμπαινα σε τόσο κόπο;» Η Κέιτι δεν φαινόταν πλέον απλώς προβληματισμένη αλλά ανήσυχη. «Αυτές οι χαζομάρες ξεκίνησαν μετά τον θάνατο του κυρίου Μ όντφορτ. Δεν είσαι η ίδια από τότε που τον έχασες», είπε. «Όλοι το λένε. Η μαγείρισσα. Οι άλλες καμαριέρες. “Η δεσποινίς Τζο δεν είναι ο εαυτός της”, λένε. “Η δεσποινίς Τζο φέρεται πολύ περίεργα”».
«Το θέλεις εκείνο το μαύρο βελούδινο παλτό στη βιτρίνα του Σίμσον, ναι ή όχι;» ρώτησε η Τζο, απαυδισμένη με τις δυσοίωνες δηλώσεις της Κέιτι. «Θα αντάλλασσα μια θέση στον Παράδεισο γι’ αυτό το παλτό». «Τότε μη μιλάς καθόλου, ειδάλλως δεν θα πάρεις το επιπλέον δολάριο που σου υποσχέθηκα». Μ ε κινήσεις παντομίμας, η Κέιτι έκανε τάχα πως κλείδωνε τα χείλη της και πετούσε μακριά το κλειδί. «Για να δούμε πόσο θα κρατήσει», είπε η Τζο. Η Κέιτι την αγριοκοίταξε και έστρωσε τη φούστα της. Επιθεώρησε τις μπότες της. Ίσιωσε το καπέλο της. Τελικά, δεν άντεξε και οι λέξεις ξεχύθηκαν σαν ποτάμι. «Για ποιον λόγο πρέπει να καταφύγεις σε τέτοια κόλπα–» «Δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα. Νέο ρεκόρ». «–όταν έχεις τον χορό που πλησιάζει και πρέπει ν’ αποφασίσεις για φόρεμα και ν’ αγοράσεις καινούρια παπούτσια; Ποια θα ήθελε κάτι περισσότερο απ’ αυτό;» «Οποιαδήποτε γυναίκα με μυαλό», απάντησε η Τζο. «Έπρεπε να είχες μείνει στο σπίτι της Άντι. Μ ε την Τζένι και την Κάρολαϊν. Εκεί είπες στην κυρία Μ όντφορτ πως θα βρίσκεσαι», συνέχισε επιτιμητικά η Κέιτι. «Εγώ θα σε συνόδευα ως εκεί, θα σε περίμενα και θα σε γύριζα στο σπίτι. Η κυρία Μ όντφορτ δεν είπε τίποτα για σουλάτσα στην πόλη». «Δεν θα το έλεγα “σουλάτσο”. Άσε που δεν μπορούσα να μείνω άλλο στο σπίτι της Άντι. Παραήταν επικίνδυνο. Λίγο έλειψε να πεθάνω». «Από τι;» «Από ανία».
Η Άντι Όλντριτς είχε προσκαλέσει την Τζο, την Κάρολαϊν και την Τζένι για τσάι. Σκοπός της συγκέντρωσης ήταν να μιλήσουν για τη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών και να σχολιάσουν τι θα φορούσε ο ένας και ο άλλος. Η μητέρα της Τζο δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να της επιτρέψει να πάει στο τσάι της Άντι, αλλά, ως συνήθως, είχε επέμβει ο θείος της. Οι νεαρές δεσποινίδες σε πένθος, είχε πει, έχουν ανάγκη να περνούν λίγο χρόνο με τις φιλενάδες τους, και η μητέρα της είχε υποχωρήσει. Η Τζο είχε χαρεί. Δεν την ενδιέφερε το τσάι, αλλά την ενθουσίαζε η σκέψη πως θα έφευγε από εκεί – νωρίς. Αφού πέρασαν μία ώρα κουβεντιάζοντας για βραδινά φορέματα –θέμα που δεν ενδιέφερε διόλου την Τζο, εφόσον δεν ήταν κάτι που μπορούσε να φορέσει και θα πήγαινε μαυροντυμένη–, ζήτησε συγγνώμη και αποσύρθηκε, λέγοντας πως ένιωθε κουρασμένη. Οι φίλες της είχαν ανταλλάξει βλέμματα ανησυχίας. Η Τζένι είπε πως καλό θα ήταν να έβλεπε έναν γιατρό. Η Τζο τις ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον τους και τις διαβεβαίωσε ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν ξεκούραση. Αμέσως μόλις έστριψε τη γωνία με την Κέιτι, ωστόσο, σήκωσε το χέρι της για να σταματήσει μια άμαξα. Είχε τρεις ώρες στη διάθεσή της ώσπου να επιστρέψει στο σπίτι και σκόπευε να τις εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο. «Τα πεισματάρικα κορίτσια πάντα έχουν κακό τέλος», έλεγε τώρα η Κέιτι. «Μ ια λέξη είναι κι αυτή, Κέιτι – ένα επίθετο με το οποίο σε χαρακτηρίζουν οι άλλοι όταν δεν κάνεις αυτό που θέλουν», είπε η Τζο. Πήρε στα χέρια της το σημειωματάριο που είχε στο κάθισμα
δίπλα της και το άνοιξε. Είχε βάλει την Κέιτι να της το αγοράσει από το Γούλγουορθ’ς. Ήταν ακριβώς ίδιο με αυτό που είχε ο Έντι. Έξι διευθύνσεις ήταν γραμμένες στην πρώτη σελίδα. Οι τέσσερις είχαν διαγραφεί. Η Τζο τράβηξε μια γραμμή πάνω από τη σημείωση «Βάρικ Στριτ 84». Πέντε αδιέξοδα, μαζί με αυτό. «Έλενορ Όουενς, γ. 1874», είχε γράψει ο πατέρας της στο ημερολόγιό του. Η Τζο υπέθετε ότι ο αριθμός αναφερόταν στη χρονιά γέννησης της Έλενορ, πράγμα που σήμαινε πως ήταν δεκάξι χρονών. Δεν ήταν σίγουρη, ωστόσο, γι’ αυτό και είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τα ίχνη όλων των Έλενορ Όουενς που ζούσαν στην πόλη, ασχέτως ηλικίας, και να ανακαλύψει αν κάποια απ’ όλες είχε οποιαδήποτε σχέση με τη Βαν Χάουτεν. Είχε βρει μερικές διευθύνσεις σε έναν οδικό χάρτη της πόλης που φυλούσε στο ντουλάπι του ο Θίκστον, καθώς και μια-δυο διευθύνσεις ακόμα στη διάρκεια μιας υποτιθέμενης επίσκεψης στο Μ ητροπολιτικό Μ ουσείο για να μελετήσει τα αγάλματα, που είχε εξελιχθεί τελικά σε μια επίσκεψη στην Υπηρεσία Δημογραφικής Στατιστικής. Μ ετά την αναχώρησή της από το σπίτι της Άντι, τα αδιάκοπα πηγαινέλα απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης και τις μάταιες επισκέψεις στα σπίτια όλων εκείνων των Έλενορ Όουενς, η Τζο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι καμία από αυτές δεν ήταν η γυναίκα που γύρευε να βρει. Μ ια απ’ όλες ήταν πενήντα χρονών, μια άλλη εβδομήντα οχτώ, η τρίτη μόλις έξι, η τέταρτη δύο, και η γυναίκα που μόλις είχε επισκεφτεί έμοιαζε κοντά στα τριάντα. Η Τζο είχε χρησιμοποιήσει την ίδια πειστική εκδοχή με όλες, εκτός από τα δύο παιδιά. Καμία δεν είχε σχέση με τη Βαν Χάουτεν. Τώρα της έμενε μια τελευταία διεύθυνση να δοκιμάσει. Είχε
βρει πληροφορίες γι’ αυτή την τελευταία Έλενορ Όουενς στην Υπηρεσία Δημογραφικής Στατιστικής. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής της, γονείς της ήταν ο Σάμιουελ Όουενς και η Λαβίνια Άρτσερ Όουενς. Έμεναν στην Τριακοστή Έκτη Οδό, κοντά στην Παρκ Άβενιου. Ή, τουλάχιστον, εκεί έμεναν το 1848, τη χρονιά που είχε έρθει στον κόσμο η Έλενορ. Αν η τύχη ήταν με το μέρος της, θα έμεναν ακόμα εκεί. Η διεύθυνση παρέπεμπε σε μια εκλεπτυσμένη γειτονιά του Μ άρεϊ Χιλ. Η Τζο ήξερε ότι εκεί δεν ζούσαν καθαρίστριες. Θα αναγκαζόταν να επινοήσει διαφορετική ιστορία. «Ο κύριος Θίκστον ξέρει πως κάτι σκαρώνεις», είπε η Κέιτι, διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Τον άκουσα να το λέει στην κυρία Νέλσον. Είσαι τυχερή που δεν σ’ έπιασε την πρώτη φορά που το έσκασες. Αργά ή γρήγορα, όμως, θα σε πιάσει στα πράσα. Θα πάει γραμμή στην κυρία Μ όντφορτ και τότε θα δεις τι θα πάθεις!» Στένεψε τα μάτια της. «Τι έκανες εκείνη τη νύχτα, μπορώ να μάθω;» Και τι δεν έκανα, είπε μέσα της η Τζο, φέρνοντας στο μυαλό της την εξόρμησή της στο λιμάνι πριν από τρεις μέρες. Κατέβηκα στο λιμάνι, γνώρισα έναν διαρρήκτη και μια πορτοφολού, διέρρηξα τα γραφεία της Βαν Χάουτεν και φίλησα τον Έντι Γκάλαχερ. Η ανάμνηση των φιλιών που είχαν μοιραστεί της προκαλούσε ακόμα έξαψη, αλλά ξαφνικά συνοφρυώθηκε, καθώς θυμήθηκε κάτι που δεν είχαν μοιραστεί, κάτι που την απασχολούσε ακόμα. «Κέιτι, έχεις ακουστά μια γυναίκα ονόματι Ντέλα Μ ακΕβόι;» Η Κέιτι έγινε κάτασπρη. «Χριστέ Μ εγαλοδύναμε! Δεσποινίς, εκεί πήγες; Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν πήγες εκεί». «Δεν πήγα. Σου είπα, δουλεύω για ένα άρθρο. Το όνομα της
Ντέλα το ανέφερε μια από τις πηγές μου. Ποια είναι;» «Δεν μπορώ να σου πω», απάντησε η Κέιτι. «Δεν είναι σωστό. Θα ντρεπόμουν πολύ». Η Τζο έβγαλε ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου από την τσέπη της και το ανέμισε μπροστά στα μάτια της. «Φτάνει αυτό για να κατευνάσει τη βασανισμένη σου συνείδηση;» Η Κέιτι το άρπαξε χωρίς δεύτερη κουβέντα. «Η Ντέλα πουλάει κοπέλες», είπε. «Σε άντρες». Η Τζο θυμήθηκε τις πρόστυχα ντυμένες γυναίκες στο κατώφλι της Ντέλα· θυμήθηκε τον Τζορτζ Άνταμς και τον Τέντι Φάρναμ που τρέκλιζαν στο κεφαλόσκαλο. «Τι εννοείς “πουλάει κοπέλες”;» ρώτησε σαστισμένη. «Για να δουλέψουν γι’ αυτούς;» «Όχι, όχι για να δουλέψουν. Ή, τουλάχιστον, όχι όπως το έχεις στο μυαλό σου. Η Ντέλα πουλάει κοπέλες για το βράδυ». Η Τζο σκέφτηκε τον Θίκστον και τις τόσες δουλειές που έκανε αφού έπεφτε το σκοτάδι. «Να κάνουν τι; Να γυαλίζουν ασημικά;» απόρησε. «Να κουρδίζουν ρολόγια;» «Όχι! Η Ντέλα έχει οίκο ανοχής». «Δεν μ’ ενδιαφέρει πόσο ανεκτική είναι», είπε η Τζο, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Τι ακριβώς κάνει;» «Για όνομα του Θεού, δεσποινίς», είπε η Κέιτι με απόγνωση. «Η Ντέλα Μ ακΕβόι είναι προαγωγός. Μ αστροπός. Πορνείο διευθύνει. Οι κοπέλες που ζουν εκεί κάνουν σεξ με άντρες, με αντάλλαγμα χρήματα. Ονομάζονται “πόρνες”. Τώρα σου το εξήγησα αρκετά ξεκάθαρα;» Η Τζο έγειρε πίσω στο κάθισμά της, σοκαρισμένη. «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;»
Η Κέιτι ξεφύσηξε ειρωνικά. «Πώς θα γινόταν να μην τα ξέρω; Το σπίτι της Ντέλα είναι ένα από τα πολλά. Οίκοι ανοχής υπάρχουν σε όλη την πόλη. Θα το ήξερες κι εσύ, αν αναγκαζόσουν να περπατήσεις αντί να μετακινείσαι παντού με άμαξα. Κάνε μια βόλτα στο Τέντερλοϊν και θα δεις. Οι κοπέλες κρέμονται κυριολεκτικά έξω από τα παράθυρα – και από τους κορσέδες τους. Δεν το έχουν σε τίποτα να σε πλησιάσουν στον δρόμο, τόσο θράσος έχουν». Η Τζο θυμήθηκε μια συζήτηση που είχε με την Τρούντι. «Είναι κάτι σαν ερωμένες;» ρώτησε. «Μ ια ερωμένη τα βολεύει μια χαρά. Έχει μονάχα έναν άντρα να ικανοποιήσει. Εκείνος πληρώνει το νοίκι της. Της δίνει χρήματα για τα έξοδά της. Ορισμένες τα πάνε αρκετά καλά από μόνες τους. Τα κορίτσια της Ντέλα πηγαίνουν με όποιον τους το ζητήσει», εξήγησε η Κέιτι. «Και τι απογίνονται αυτά τα κορίτσια; Αφού… αφού…» Η Τζο δεν ήταν σίγουρη πώς ακριβώς να πει αυτό που εννοούσε. «Αφού ξαπλώσουν στο κρεβάτι με κάθε Τομ και Ντικ και Χάρι που τυχαίνει να έχει ένα δολάριο στην τσέπη; Δεν αντέχουν πολύ οι περισσότερες. Κολλάνε αρρώστιες», είπε η Κέιτι. «Τι απαίσιο», μονολόγησε ριγώντας η Τζο. «Γιατί το κάνουν;» Η Κέιτι την κοίταξε σαν να ήταν χαζή. «Επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή, δεσποινίς. Μ πορεί να τις κακοποίησε κάποιος – θείος ή πατριός. Μ πορεί να πεινάνε και να μην καταφέρνουν να βρουν μια σωστή δουλειά. Μ πορεί να είναι εθισμένες στο ποτό ή στα ναρκωτικά και να τους τα προμηθεύουν οι προαγωγοί τους. Υπάρχουν εκατοντάδες λόγοι. Όσοι και τα κορίτσια». Ξαφνικά, η Τζο ένιωθε αμηχανία που είχε ρωτήσει τον Έντι για
την Ντέλα. Η αμηχανία της μεγάλωσε όταν θυμήθηκε τον άντρα στο σπίτι του, που την είχε περάσει για κορίτσι της Ντέλα. Είχε υποθέσει πως ήταν πόρνη απλώς και μόνο επειδή τριγύριζε μόνη στην πόλη νυχτιάτικα. Οι άντρες ήταν ελεύθεροι να τριγυρίζουν στην πόλη τα βράδια και κανείς δεν σκεφτόταν κάτι κακό, αλλά μια γυναίκα που περπατούσε μόνη… αυτό ήταν αρκετά σκανδαλώδες ώστε να σου κολλήσει η ρετσινιά της πόρνης. Η Τζο ένιωθε θυμωμένη με αυτή την αδικία, αλλά τότε η άμαξά της έφτασε στην Τριακοστή Έκτη Οδό και την ανάγκασε να βάλει στην άκρη τα συναισθήματά της. Το σπίτι που γύρευε βρισκόταν στη γωνία της Τριακοστής Έκτης με την Παρκ. Αφού είπε στον οδηγό να περιμένει και στην Κέιτι να μείνει στη θέση της, αποβιβάστηκε, ανέβηκε τη σκάλα και χτύπησε την πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα άνοιξε. «Μ πορώ να σας εξυπηρετήσω, δεσποινίς;» ρώτησε ένας χαμογελαστός μπάτλερ. «Το ελπίζω», είπε η Τζο. «Ψάχνω την Έλενορ Όουενς». Το χαμόγελο του μπάτλερ κόπηκε στη μέση. «Δεν υπάρχει καμία κυρία εδώ με αυτό το όνομα», είπε απότομα, κλείνοντας την πόρτα. «Περιμένετε, σας παρακαλώ!» φώναξε η Τζο, βάζοντας το χέρι της στο άνοιγμα. «Μ πορείτε να μου πείτε πού έχει πάει;» «Πρέπει να σας ζητήσω να αφήσετε την πόρτα», είπε παγερά ο μπάτλερ. «Όλα καλά, κύριε Μ πάξτερ;» Μ ια καμαριέρα που μετέφερε έναν κάδο για κάρβουνα είχε σταματήσει στο χολ και περιεργαζόταν την Τζο από την κορυφή ίσαμε τα νύχια. «Απολύτως, Σάλι. Γύρνα στη δουλειά σου, σε παρακαλώ», διέταξε ο μπάτλερ.
«Τι συμβαίνει, Μ πάξτερ;» ρώτησε μια άλλη φωνή. Ανήκε σε έναν καλοντυμένο γκριζομάλλη άντρα, που είχε εμφανιστεί στο κατώφλι. Ο μπάτλερ έκανε ένα βήμα πίσω και η Τζο άρπαξε την ευκαιρία. Έβγαλε βιαστικά ένα επισκεπτήριο από την τσέπη της και το έδωσε στον άντρα με τα γκρίζα μαλλιά. Ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να χρησιμοποιήσει το αληθινό της όνομα, αλλά δεν είχε επιλογή. Κάποια Έλενορ Όουενς είχε ζήσει εκεί κάποτε. Ίσως ήταν η δική της Έλενορ Όουενς. Έπρεπε να μάθει πού είχε πάει. «Ο κύριος Όουενς, να υποθέσω; Ονομάζομαι Τζόζεφιν Μ όντφορτ. Γυρεύω την Έλενορ Όουενς και αναρωτιέμαι μήπως–» Το πρόσωπο του άντρα σκοτείνιασε. «Δεν υπάρχει καμιά Έλενορ Όουενς εδώ», είπε. «Σάμιουελ; Ποιος είναι στην πόρτα;» ακούστηκε να φωνάζει από το εσωτερικό του σπιτιού μια γυναίκα – μια φωνή τρεμουλιαστή, αδύναμη. «Κύριε Όουενς, αν μου επιτρέπετε–» άρχισε να λέει η Τζο. «Δεν σας επιτρέπω. Καλή σας μέρα», είπε ο άντρας. Έπειτα, έσκισε το επισκεπτήριο, πέταξε τα κομμάτια στο πάτωμα και της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Η Τζο έμεινε να στέκει εκεί και να κοιτάζει εμβρόντητη το μπρούντζινο ρόπτρο. «Λέτε ψέματα, κύριε Όουενς», φώναξε. «Το ξέρω πως λέτε ψέματα. Αυτό που δεν ξέρω είναι το γιατί». Έκανε μεταβολή, ακόμα άναυδη με την αγενή μεταχείριση που είχε υποστεί, και κατέβηκε τα σκαλοπάτια. «Φαντάζομαι ότι αυτή η έρευνα κόπηκε στη μέση», είπε
κατεργάρικα η Κέιτι, όταν η Τζο επιβιβάστηκε ξανά. «Πού πάμε τώρα, Νέλι Μ πλάι;» «Στο σπίτι», είπε στενάζοντας η Τζο. «Δόξα τω Θεώ». Η Τζο βυθίστηκε στο κάθισμά της, βαθιά αποκαρδιωμένη που δεν είχε βρει την Έλενορ Όουενς. Ο Έντι θα την είχε βρει, σκέφτηκε. Εκείνος είναι αληθινός δημοσιογράφος, όχι παρεξήγηση δημοσιογράφου όπως εγώ. Φαντάστηκε το αρρενωπό πρόσωπό του και αναρωτήθηκε τι να έκανε τώρα, απόγευμα Τετάρτης. Θα καθόταν στο γραφείο του στη Στάνταρντ, υπέθεσε, και θα δακτυλογραφούσε σαν τρελός. Πόσο τυχερός είναι, σκέφτηκε, που έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Κάτι που να έχει αξία. Η άμαξα έστριψε από την Τριακοστή Έκτη Οδό στην Παρκ και κατευθύνθηκε νότια. Προς την Γκράμερσι Σκουέρ. Και το σπίτι της. Και ένα ατέλειωτο, καταθλιπτικό απόγευμα, στερημένο από οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει αξία.
28 Η Τζο είχε το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι της κρεβατοκάμαράς της και μετρούσε τα τετραγωνάκια στον ανάγλυφο κασσίτερο. Ήταν οχτώ το πρωί, ώρα να ξεκινήσει τη μέρα της, αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Αν σηκωνόταν, θα αναγκαζόταν να το δει – το φόρεμά της για τη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών. Το είχε παραδώσει η ράφτρα την προηγούμενη μέρα. Ήταν μαύρο, βεβαίως, με ψηλό γιακά και μακριά μανίκια. Η Κέιτι το είχε κρεμάσει στην πόρτα της ντουλάπας της για να μην τσαλακωθεί. Εκεί είχε μείνει, και τώρα η Τζο το έβλεπε με την άκρη του ματιού της να αιωρείται, όμοιο με φάντασμα. Η Τζο γύρισε πλευρό για να μην το βλέπει. Ήταν ακόμα ενοχλημένη με την επιμονή της Νόνας να παρευρεθεί στον χορό. Δεν είχε καμία όρεξη να πάει. Από την άλλη, μπορεί και να είχε. Κι αυτό επειδή ο Έντι Γκάλαχερ ήταν ένας αχρείος. Και η ίδια ένα αχάριστο υποκείμενο που θα έπρεπε να δοξάζει το τυχερό της άστρο που ένας αξιοσέβαστος άντρας σαν τον Μ πραμ Όλντριτς είχε τη διάθεση να τη συνοδεύσει στη μεγαλύτερη κοινωνική εκδήλωση της χρονιάς. Είχαν περάσει εννιά μέρες από την τελευταία φορά που είχε δει
τον Έντι, από την τελευταία φορά που τον είχε φιλήσει στις σκιές του σπιτιού της Ντέλα Μ ακΕβόι, και δεν είχε νέα του. Δεν γινόταν να την επισκεφτεί, φυσικά, και στο σπίτι της δεν υπήρχε τηλέφωνο –η μητέρα της θεωρούσε τις τηλεφωνικές συσκευές κακόγουστα κατασκευάσματα– για να την καλέσει. Δεν της είχε στείλει, όμως, ούτε ένα σημείωμα. Κάθε φορά που ερχόταν η αλληλογραφία, η Τζο την ξεφύλλιζε με αδημονία, προσμένοντας κάτι, οτιδήποτε, από την Εντουίνα Γκάλαχερ – και κάθε φορά απογοητευόταν. Έλεγε στον εαυτό της πως δεν της έγραφε επειδή δεν είχε κάποιο νέο να της πει και έβαζε τα δυνατά της να το πιστέψει. Θα μπορούσε, όμως, να της είχε γράψει για άλλον λόγο – για να της πει ότι τα μάτια της έμοιαζαν με λαγαρές λίμνες από φεγγαρόφωτο και ότι τα χείλη της ήταν απαλά σαν ροδοπέταλα ή, τέλος πάντων, ό,τι έγραφαν αναμεταξύ τους οι ερωτευμένοι. Μ ία μέρα μετά το φιλί τους, η Τζο δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο, μόνο πόσο υπέροχα ήταν αυτά τα φιλιά. Τώρα, πεπεισμένη πως δεν ενδιαφερόταν για εκείνη, αναρωτιόταν για ποιον λόγο την είχε φιλήσει. Και για ποιον λόγο του είχε ανταποδώσει το φιλί του. Τι σκεφτόταν; Ποτέ δεν είχε φιλήσει τον Μ πραμ στα χείλη, κι ας τον ήξερε όλη της τη ζωή. Γιατί είχε φανεί τόσο τολμηρή με ένα αγόρι που μετά βίας γνώριζε; Η Τζο βόγκηξε, υποφέροντας από την αγωνία των ενοχών. Θα μπορούσε να μείνει όλη τη μέρα στο κρεβάτι με το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι της, αλλά ένα χτύπημα στην πόρτα την ανάγκασε να αλλάξει σχέδια. Ήταν η Κέιτι με τον πρωινό καφέ της. «Πιες το γρήγορα, δεσποινίς», της είπε. «Είναι ένα κορίτσι εδώ που θέλει να σε δει. Κάθεται στο χολ και λέει πως είναι επείγον».
Η Τζο ανακάθισε, παραξενεμένη. «Κάπως νωρίς για επισκέψεις… Ποια είναι;» «Κάποια Σάλι Γκίμπσον. Ζήτησε συγγνώμη για την ώρα, αλλά είπε πως έχει βγει για ένα θέλημα του εργοδότη της και δεν μπορεί να μείνει πολύ». «Τι παράξενο. Δεν ξέρω καμία με αυτό το όνομα. Τι θέλει;» «Δεν μου λέει. Το μόνο που λέει είναι πως έχει κάτι που θέλεις εσύ». Η Τζο πέταξε από πάνω της τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι, ανυπομονώντας να γνωρίσει τη μυστηριώδη δεσποινίδα Γκίμπσον. «Πού είναι ο Θίκστον; Πού είναι η μητέρα μου;» ρώτησε, τραβώντας τη νυχτικιά της. «Βοήθησέ με να βγάλω αυτό το πράγμα». «Ο κύριος Θίκστον έχει πάει στον ανθοπώλη για να τακτοποιήσει τις παραγγελίες της εβδομάδας. Η κυρία Μ όντφορτ έφυγε για το νεκροταφείο πριν από μισή ώρα. Αφού επισκεφτεί τον τάφο του πατέρα σου, σκοπεύει να περάσει από τη θεία Μ άντλεν», απάντησε η Κέιτι, σηκώνοντας τη νυχτικιά της Τζο πάνω από το κεφάλι της. «Ωραία, έτσι έχω τουλάχιστον μία ώρα προτού γυρίσει ο Θίκστον. Και ακόμα περισσότερη μέχρι να γυρίσει η μαμά», είπε η Τζο. Στεκόταν ολόγυμνη καθώς η Κέιτι της έδινε μια κιλότα. Δεν ένιωθε καμία αμηχανία μπροστά στην καμαριέρα της. Σε όλη της τη ζωή, κάποια γυναίκα –μια γκουβερνάντα, μια καμαριέρα– τη βοηθούσε να ντυθεί. Η Τζο φόρεσε την κιλότα και την κούμπωσε στο πίσω μέρος. Αμέσως μετά φόρεσε μια βαμβακερή πουκαμίσα.
Ακολούθησε ένας άκαμπτος μεταξωτός κορσές. Η Τζο τον κρατούσε στη θέση του και η Κέιτι έδεσε τα κορδόνια. Τέλος, πέρασε πάνω από το κεφάλι της ένα φόρεμα – μαύρο με κατάμαυρα κουμπιά. «Τα κουμπιά τα καταφέρνω και μόνη μου», είπε η Τζο. «Μ ου χτενίζεις, σε παρακαλώ, τα μαλλιά; Και ύστερα συνόδευσε τη δεσποινίδα Γκίμπσον στο σαλόνι». Η Κέιτι βούρτσισε τα μαλλιά της Τζο, τα στερέωσε και έσπευσε να κατέβει. Η Τζο τελείωσε με τη μακριά σειρά των κουμπιών, ήπιε βιαστικά λίγο καφέ, βούρτσισε τα δόντια της και κατέβηκε γοργά τις σκάλες. Η Σάλι Γκίμπσον, μικροκαμωμένη και πανούργα στην όψη, στεκόταν δίπλα στο πιάνο κρατώντας στα χέρια της ένα ασημένιο βάζο. Όταν μπήκε στο δωμάτιο η Τζο, εξέταζε τη σφραγίδα στη βάση του. «Είστε θαυμάστρια της δουλειάς του Λούις Τίφανι, δεσποινίς Γκίμπσον;» ρώτησε πειραχτικά η Τζο. Η Σάλι γύρισε προς το μέρος της και η Τζο συνειδητοποίησε πως τη γνώριζε – ή, αν μη τι άλλο, γνώριζε ποια ήταν. «Είστε η καμαριέρα των Όουενς», είπε. «Ναι», απάντησε η Σάλι. «Γιατί βρίσκεστε εδώ;» Η Σάλι χαμογέλασε πονηρά. «Για να σας πω για την Έλενορ Όουενς», είπε, αφήνοντας το βάζο στη θέση του. «Αν με πληρώσετε για τον κόπο μου».
29 Η καρδιά της αναπήδησε σαν αγριεμένο άλογο, αλλά η Τζο δεν άργησε να τη δαμάσει. Ήταν ενθουσιασμένη με αυτή την απρόσμενη τροπή των γεγονότων, αλλά κι ανήσυχη ταυτόχρονα. «Πώς με βρήκατε, δεσποινίς Γκίμπσον;» ρώτησε. «Κόλλησα τα κομμάτια του επισκεπτηρίου σας. Αυτά που πέταξε στο πάτωμα η Εξοχότης του», είπε σαρκαστικά η Σάλι. Η Τζο θυμήθηκε ότι είχε δώσει στον κύριο Όουενς την κάρτα της όταν τον είχε επισκεφτεί στο σπίτι του, πριν από δύο μέρες, και ότι ο κύριος Όουενς την είχε σκίσει. «Θα μπω κατευθείαν στο θέμα, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε η Σάλι. «Ξέρω τα πάντα για τη δεσποινίδα Έλενορ και θα σας τα πω – για είκοσι δολάρια». «Μ ιλάμε για μεγάλο ποσό, δεσποινίς Γκίμπσον», είπε ψύχραιμα η Τζο. Τον τελευταίο καιρό παζάρευε τόσο συχνά με την Κέιτι, που οι διαπραγματευτικές ικανότητές της είχαν βελτιωθεί θεαματικά. «Για ορισμένους, ίσως», είπε η Σάλι, ενώ περιεργαζόταν το ακριβά επιπλωμένο σαλόνι της Τζο. «Γυρεύω πληροφορίες για τη δεσποινίδα Όουενς επειδή θέλω να διαλευκάνω ένα έγκλημα. Ίσως θα έπρεπε να μου μιλήσετε για
να πράξετε το σωστό και όχι για να βγάλετε χρήματα», πρότεινε η Τζο. Η Σάλι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Όσον αφορά την αφεντιά μου, σωστό είναι να μαζέψω μερικά λεφτά για να μπορέσω να πάω στο Κόνι Άιλαντ το ερχόμενο καλοκαίρι». «Πέντε δολάρια», είπε η Τζο. «Η δική σας Έλενορ Όουενς μπορεί να μην είναι αυτή που γυρεύω». «Δεκαπέντε». «Δέκα». «Σύμφωνοι». «Παρακαλώ, καθίστε, δεσποινίς Γκίμπσον. Έρχομαι σε ένα λεπτό», είπε η Τζο. Γύρισε βιαστικά στο δωμάτιό της για να πάρει τα χρήματα. Στον δρόμο είδε την Κέιτι και της ζήτησε να ετοιμάσει ένα ζεστό ρόφημα για την επισκέπτρια. Λίγα λεπτά αργότερα, με δέκα δολάρια στο πορτοφόλι της και ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι, η Σάλι άρχισε να μιλάει. «Η Έλενορ ήταν το μοναδικό παιδί του κυρίου και της κυρίας Όουενς», είπε. «Μ εγάλωσε στο σπίτι της Τριακοστής Έκτης Οδού, αλλά έφυγε». «Και για ποιον λόγο δεν μου το είπε αυτό ο κύριος Όουενς;» απόρησε η Τζο. «Ποτέ δεν μιλάει για εκείνη. Ούτε και επιτρέπεται να την αναφέρει κάποιος άλλος», εξήγησε η Σάλι. «Όλα ξεκίνησαν όταν η δεσποινίς Έλενορ ερωτεύτηκε έναν άντρα που δεν ενέκριναν οι γονείς της. Ήταν χωρισμένος. Δεν είχε παιδιά, αλλά οι Όουενς δεν επέτρεπαν στην κόρη τους ούτε καν να διανοηθεί πως θα ήταν δυνατόν να σχετιστεί με έναν διαζευγμένο άντρα. Τουλάχιστον
έτσι είχε πει η κυρία Κρόγκερ». «Ποια είναι η κυρία Κρόγκερ;» ρώτησε η Τζο. «Η μαγείρισσα των Όουενς», απάντησε η Σάλι και πήρε μόνη της ένα σαβουαγιάρ λεμονιού. «Ή, μάλλον, ήταν. Πέθανε πριν από δύο χρόνια. Εκείνη μου διηγήθηκε την ιστορία της Έλενορ. Έλεγε πως η Έλενορ αρραβωνιάστηκε κρυφά. Ο αρραβωνιαστικός της ήταν αναγκασμένος να ταξιδέψει λόγω δουλειάς –στη Ζανζιβάρη, στην Αφρική–, αλλά της υποσχέθηκε πως θα την παντρευόταν μόλις επέστρεφε». Η Τζο ένιωσε τα αυτιά της να τεντώνονται στο άκουσμα αυτής της φράσης. Η Βαν Χάουτεν είχε γραφεία στη Ζανζιβάρη. Ο πατέρας της και ο θείος της είχαν μείνει αρκετό καιρό εκεί όταν ήταν νέοι, επιβλέποντας την έδρα της εταιρείας στην Ανατολή. «Ο αρραβωνιαστικός της της αγόρασε ένα δαχτυλίδι με ζαφείρια και διαμάντια», συνέχισε η Σάλι, «και της έδωσε ένα μενταγιόν σε σχήμα μισής καρδιάς, που είχε χαραγμένο πάνω του το όνομά του. Το άλλο μισό, που το κράτησε εκείνος, είχε χαραγμένο το δικό της όνομα. Τις εβδομάδες πριν από την αναχώρησή του, συναντιόντουσαν κρυφά τα βράδια. Σε μια καλύβα στον κήπο των Όουενς. Το σπίτι βρίσκεται στο τέλος του τετραγώνου, όπως είδατε. Ο φράχτης του κήπου εκτείνεται παράλληλα με την Παρκ. Εκείνος σκαρφάλωνε τον φράχτη και η Έλενορ τον περίμενε από την άλλη πλευρά». Η Σάλι τίναξε τα ψίχουλα από τη φούστα της. «Το ένα έφερε το άλλο και η Έλενορ έμεινε έγκυος. Το ανακάλυψε αφού είχε φύγει ο καλός της. Ο πατέρας της έγινε έξαλλος. Οι Όουενς αποφάσισαν να πουν σε όλους πως η Έλενορ είχε φύγει για την Ευρώπη, αλλά η αλήθεια ήταν πως την κρατούσαν κλειδωμένη στο σπίτι. Το μόνο
που μπορούσε να κάνει η Έλενορ ήταν να διαβάζει και να φτιάχνει πράγματα για το μωρό – ρούχα και παιχνίδια. Όταν πλησίασε η ώρα της, τη μετέφεραν στο Ντάρκμπραϊαρ μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα». «Στο Ντάρκμπραϊαρ;» επανέλαβε σαν ηχώ η Τζο, μπερδεμένη. «Γιατί; Αυτό είναι άσυλο για φρενοβλαβείς». «Η Έλενορ ήταν ατίθαση», εξήγησε η Σάλι. «Προσπάθησε αρκετές φορές να δραπετεύσει από το δωμάτιό της. Έλεγε στους γονείς της πως ήθελε να κρατήσει το μωρό. Την έπιαναν κρίσεις οργής και έκλαιγε χωρίς σταματημό. Οι Όουενς έλεγαν πως δεν ήταν στα καλά της και την έκλεισαν στο ίδρυμα». Η Τζο ήξερε τι ήταν το Ντάρκμπραϊαρ· το είχε δει άπειρες φορές. Είχε χτιστεί στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, με σκοπό να γίνει ένα μέρος όπου οι πλούσιοι θα είχαν τη δυνατότητα να κρύψουν όσους συγγενείς άκουγαν φωνές ή έβλεπαν πράγματα που δεν υπήρχαν. Βρισκόταν στην άκρη του Ιστ Ρίβερ, ανάμεσα στην Τριακοστή Τέταρτη και την Τεσσαρακοστή Δεύτερη Οδό, απλωμένο σε διακόσια στρέμματα γης που κάποτε ήταν χωράφια με βατομουριές. Η πόλη είχε από καιρό απλωθεί μέχρι τις πύλες του, όμως, από την άλλη πλευρά, το Ντάρκμπραϊαρ εξακολουθούσε να υψώνεται μελαγχολικό και άφθαρτο, με τους τοίχους του από ασβεστόλιθο μαυρισμένους από την καπνιά, το κοιμητήριό του διάστικτο από ταφόπλακες, τις σκοτεινές εγκαταστάσεις του γεμάτες με καλοντυμένους τρόφιμους, άντρες και γυναίκες με ανέκφραστα μάτια. «Και πράγματι γέννησε εκεί το παιδί της η Έλενορ;» ρώτησε η Τζο, μορφάζοντας στη σκέψη πως μια γυναίκα θα ήταν αναγκασμένη να γεννήσει το παιδί της σε άσυλο.
«Ναι. Ήταν κορίτσι. Η κυρία Κρόγκερ το είδε. Ήταν όμορφο, έλεγε, με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Όμως, ο τοκετός ήταν δύσκολος. Η Έλενορ αρρώστησε με πυρετό και το βρέφος πέθανε». «Τι φριχτό», μονολόγησε με θλίψη η Τζο. Δεν περίμενε μια ιστορία τόσο ζοφερή όσο αυτή που της διηγούνταν η Σάλι. «Ναι, ήταν φριχτό, φαντάζομαι», είπε η Σάλι, σάμπως αυτή η σκέψη να περνούσε για πρώτη φορά από το μυαλό της. «Ο προϊστάμενος του νοσηλευτικού προσωπικού –κάποιος Φράνσις Μ άλον– έδωσε εντολή να θαφτεί το μωρό στην περιοχή. Έπειτα, έδωσε το πιστοποιητικό θανάτου στην κυρία Κρόγκερ, αλλά της ζήτησε να μην πει την αλήθεια στην Έλενορ. Οι κρίσεις της επιδεινώνονταν, είπε ο κύριος Μ άλον, και ο γιατρός πίστευε πως δεν θα κατάφερνε να διαχειριστεί τον θάνατο του μωρού της». Η Τζο γέμισε ξανά το φλιτζάνι της Σάλι. Εκείνη πρόσθεσε ζάχαρη, ανακάτεψε ρίχνοντας λίγο γάλα, και άπλωσε με άνεση το χέρι της για ένα δεύτερο μπισκότο, λες και βρισκόταν στο δικό της σαλόνι και όχι στης Τζο. «Όταν η Έλενορ ανάρρωσε, ζήτησε να δει το παιδί της», είπε η Σάλι. «Κάτι έπρεπε να της πουν, έτσι ο κύριος Μ άλον της είπε πως το παιδί είχε μεταφερθεί σε ορφανοτροφείο, μαζί με όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που του είχε φτιάξει η Έλενορ, για να υιοθετηθεί από κάποια καλή οικογένεια. Ήλπιζε ότι αυτό θα την κατεύναζε, αλλά δεν έγινε έτσι. Λίγες μέρες αργότερα, η Έλενορ έσπασε ένα παράθυρο, του επιτέθηκε με ένα θραύσμα γυαλιού και δραπέτευσε». «Και πού πήγε;» ρώτησε η Τζο. «Να βρει το μωρό της. Γύρισε όλα τα ορφανοτροφεία της
πόλης, εκλιπαρώντας να της δώσουν το παιδί της. Όπως ήταν φυσικό, κανένα ορφανοτροφείο δεν το είχε, αφού είχε πεθάνει. Όταν οι γονείς της Έλενορ έμαθαν πως δραπέτευσε, ζήτησαν από την αστυνομία να τη βρει, αλλά εκείνη τους ξέφευγε διαρκώς. Η κυρία Κρόγκερ την είδε κάποια στιγμή. Προσπάθησε να της μιλήσει, αλλά η Έλενορ το έβαλε στα πόδια». «Βρίσκεται ακόμα στους δρόμους;» ρώτησε με ελπίδα η Τζο. Αν η Έλενορ βρισκόταν στην πόλη, ίσως κατάφερναν να την εντοπίσουν. «Όχι, πέθανε», είπε η Σάλι, διαλύοντας τις ελπίδες της. «Ψάρεψαν το πτώμα της στο Ιστ Ρίβερ δύο μήνες αφότου δραπέτευσε από το Ντάρκμπραϊαρ. Τη βρήκε ένας ψαράς έξω από το Κόρλιαρς Χουκ. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει σωστή αναγνώριση. Από το πρόσωπο, εννοώ. Τα ψάρια… εντάξει, μπορείτε να το φανταστείτε. Οι Αρχές την αναγνώρισαν από τη ζακέτα που φορούσε κι από ένα κόσμημα – ένα ρολόι τσέπης που της είχαν χαρίσει οι γονείς της στα δέκατα όγδοα γενέθλιά της. Το μενταγιόν είχε κάνει φτερά – αυτό που είχε σκαλισμένο το όνομα του αρραβωνιαστικού της. Το ίδιο και το δαχτυλίδι της. Η αστυνομία είπε πως πιθανότατα την είχαν ληστέψει και την είχαν πετάξει στο νερό. Πάνω στη βιασύνη τους, οι κλέφτες δεν είχαν προσέξει το ρολόι». «Πότε έγιναν αυτά;» ρώτησε η Τζο, φέρνοντας στο μυαλό της την ημερομηνία που είχε σημειώσει ο πατέρας της στο ημερολόγιό του, δίπλα στο όνομα της Έλενορ Όουενς. «Η Έλενορ γέννησε το 1874», απάντησε η Σάλι. Η Τζο έγειρε πίσω στο κάθισμά της. Δεν το πίστευε. Είχε βρει το όνομα της Έλενορ Όουενς στο ημερολόγιο του πατέρα της. Το
1874 δεν ήταν η χρονιά που είχε γεννηθεί η Έλενορ αλλά το παιδί της. Η Τζο ένιωσε να φουσκώνει από χαρά, αλλά κι αυτό το συναίσθημα δεν άργησε να εξανεμιστεί, όταν συνειδητοποίησε ότι ακόμα δεν είχε απάντηση στο πιο σημαντικό ερώτημά της: Γιατί είχε κρατήσει αυτή τη σημείωση στο ημερολόγιό του ο πατέρας της; Τι σχέση είχε η Έλενορ Όουενς με τον Τσαρλς Μ όντφορντ; Μ ια σκοτεινή σκέψη, που την είχε αδράξει από την πρώτη στιγμή που είχε δει εκείνη τη σημείωση, επέστρεφε τώρα ξανά στο μυαλό της. Θα μπορούσε να είναι εκείνος ο πατέρας του παιδιού της Έλενορ; Κι αν ήταν έτσι, μήπως είχε κάποια σχέση με τον θάνατό της; Η Τζο έκανε νοερά μερικούς γρήγορους υπολογισμούς. Ο πατέρας της ήταν στη Ζανζιβάρη το 1874, όπως και ο αρραβωνιαστικός της Έλενορ. Ένιωσε ένα φριχτό σφίξιμο στο στομάχι. Μ ήπως είχε σχέση με την Έλενορ Όουενς προτού φύγει; Τότε ήταν ήδη παντρεμένος με τη μητέρα της. Μ ήπως είχε ταυτόχρονα σχέση με την Έλενορ; Άραγε, της είχε αραδιάσει κάποια γελοία ιστορία για να κρύψει το γεγονός πως ήταν παντρεμένος; «Και τι απόγινε ο πατέρας του μωρού; Τι συνέβη όταν γύρισε από τη Ζανζιβάρη;» ρώτησε με αγωνία. «Δεν γύρισε ποτέ», είπε η Σάλι. Η Τζο προσπάθησε να κρατήσει σταθερή τη φωνή της. «Ξέρεις ποιος ήταν; Θυμάσαι το όνομά του;» «Ήταν μέτοχος εκείνης… αχ, πώς τη λένε εκείνη τη ναυτιλιακή εταιρεία κάτω στο Πεκ’ς Σλιπ; Βαν Χάουτεν! Αυτό είναι». Η Τζο ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. «Σας παρακαλώ, δεσποινίς Γκίμπσον», είπε. «Είναι ανάγκη να μου πείτε το όνομά
του».
30 «Στίβεν Σμιθ». Η Τζο έκλεισε τα μάτια της και άφησε την ανάσα της να βγει τραχιά, αφάνταστα ανακουφισμένη που ο άντρας με τον οποίο είχε δεσμό η Έλενορ Όουενς δεν ήταν ο πατέρας της. «Είστε καλά, δεσποινίς;» ρώτησε η Σάλι, κοιτάζοντας εξεταστικά την Τζο. «Ναι, ναι, φυσικά», απάντησε η Τζο, ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της. «Ο Στίβεν Σμιθ πέθανε στη θάλασσα», εξήγησε η Σάλι. «Πριν από δεκαεφτά χρόνια. Το πλοίο του χάθηκε στον Ινδικό Ωκεανό στη διάρκεια μιας καταιγίδας». Η Τζο το ήξερε αυτό. Την πρώτη φορά που είχε δει πορτρέτο του Σμιθ, στη διάρκεια μιας επίσκεψης στη Βαν Χάουτεν, είχε ρωτήσει τον πατέρα της ποιος ήταν. Γνώριζε τα πρόσωπα των υπόλοιπων έξι πορτρέτων, αλλά όχι το δικό του. «Ο κύριος Σμιθ πνίγηκε στη θάλασσα», είχε απαντήσει ο πατέρας της. «Πριν από πολύ καιρό». Η Τζο ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά ο τόνος του ήταν απαγορευτικός, κι έτσι δεν τον είχε πιέσει. «Η κυρία Κρόγκερ πίστευε πως η Έλενορ δεν έμαθε ποτέ ότι ο
κύριος Σμιθ είχε πνιγεί», είπε η Σάλι. «Όταν ο θάνατός του δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες εδώ, εκείνη βρισκόταν ήδη στο Ντάρκμπραϊαρ. Ίσως παρηγοριόταν αν ήξερε πως δεν την είχε εγκαταλείψει. Ήταν ευγενικός άντρας, έλεγε η κυρία Κρόγκερ. Έλεγε, επίσης, πως ένιωθε άσχημα με αυτό που είχε συμβεί. Ανήσυχη. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσε». «Ανήσυχη; Γιατί;» απόρησε η Τζο. Η Σάλι γέμισε ξανά το φλιτζάνι της. «Επειδή ο Στίβεν Σμιθ είχε ένα μυστικό. Τουλάχιστον αυτό έλεγε η κυρία Κρόγκερ. Είχε ανακαλύψει κάτι για την εταιρεία του. Κάτι τρομερό. Και πίστευε πως έπρεπε να κάνει το σωστό. Έγραφε στην Έλενορ γράμματα, τα οποία περιείχαν κάποιου είδους έγγραφα που είχαν σχέση με το μυστικό. “Κατάλογοι φορτίου” ονομάζονται, νομίζω. Οι Όουενς δεν επέτρεπαν να μπαίνουν στο σπίτι γράμματά του, έτσι η κυρία Κρόγκερ συναντιόταν με τον ταχυδρόμο, παραλάμβανε οτιδήποτε υπήρχε από τον κύριο Σμιθ και το έφερνε λαθραία στην Έλενορ. Ο κύριος Σμιθ ζητούσε από την Έλενορ να φυλάξει τα έγγραφα σε ασφαλές μέρος μέχρι την επιστροφή του». Η Τζο ένιωσε να ορθώνονται οι τρίχες στον σβέρκο της. Και ο Κιντς είχε μιλήσει για καταλόγους – με τον κύριο Σκάλι, στα γραφεία της Βαν Χάουτεν. Υπάρχουν αποδείξεις. Υπάρχουν κατάλογοι φορτίου, υπογεγραμμένοι και σφραγισμένοι, είχε πει. Και ο Κιντς, όπως ο Σμιθ, είχε ένα μυστικό. Είχε βρεθεί στην Αφρική. Και γνώριζε τον Σκάλι. Τον αποκαλούσε «Ρίτσαρντ». Και ο Σκάλι γνώριζε τον Κιντς, παρά τα τατουάζ του. Η όψη σου έχει αλλάξει πάρα πολύ. Αν δεν ήταν τα μάτια, δεν θα σε αναγνώριζα, είχε πει.
Και ο Κιντς, όπως ο Σμιθ, είχε χάσει κάτι που ήταν γένους θηλυκού. Ίσως μια γυναίκα, όχι ένα πλοίο, ακριβώς όπως υποψιαζόταν η Τζο στο λιμάνι, τότε που είχε συζητήσει με τον Έντι για τον Κιντς. Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε, με μια ταραχή που ολοένα μεγάλωνε. Θα μπορούσε ο Κιντς να είναι ο Στίβεν Σμιθ; Πρέπει να είναι, σκεφτόταν. Αφρική, κατάλογοι, Βαν Χάουτεν, ένα μυστικό – πάρα πολλές ομοιότητες για να είναι σύμπτωση. Βγάζει νόημα. Τα πάντα ταιριάζουν απόλυτα. Εκτός από ένα μάλλον άβολο γεγονός, αντέτεινε μια φωνή μέσα της. Ο Στίβεν Σμιθ είναι νεκρός. Η Τζο έσπαγε το κεφάλι της να βρει αν έλειπε κάποιο κομμάτι του παζλ, κάτι που θα μπορούσε να κάνει πιθανό το απίθανο. Αν υπήρχε, πάντως, της διέφευγε. Αποφάσισε να ακολουθήσει διαφορετική οδό. «Δεσποινίς Γκίμπσον, μήπως η κυρία Κρόγκερ σας ανέφερε ποτέ ποιο ήταν αυτό το τρομερό μυστικό που είχε ανακαλύψει ο Στίβεν Σμιθ;» ρώτησε με θάρρος. Φοβόταν την απάντηση στην ερώτησή της, ακριβώς όπως φοβόταν να μάθει την ταυτότητα του εραστή της Έλενορ Όουενς. «Όχι. Η δεσποινίς Έλενορ δεν της το είπε ποτέ», απάντησε η Σάλι. «Ώστε η κυρία Κρόγκερ δεν είχε καμία ιδέα τι περιλάμβαναν αυτά τα έγγραφα;» Η Σάλι κούνησε το κεφάλι. «Είχε ρωτήσει αρκετές φορές τη δεσποινίδα Έλενορ. Μ έχρι που της ζήτησε να δει τα γράμματα του κυρίου Σμιθ, αλλά η δεσποινίς Έλενορ αρνήθηκε. Το μόνο που είπε γι’ αυτά ήταν: “Τα γράμματα είναι ασφαλή κάτω από τα
ουράνια. Τα προστατεύουν οι θεοί. Και προστατεύουν κι εμάς”». «Και τα γράμματα δεν βρέθηκαν ποτέ;» «Ποτέ. Όταν η δεσποινίς Έλενορ στάλθηκε στο άσυλο, η κυρία Κρόγκερ έφαγε τον κόσμο να τα βρει. Πίστευε πως αν έπειθε τον κύριο και την κυρία Όουενς να τα διαβάσουν, θα υπήρχε πιθανότητα να αλλάξουν γνώμη για τον κύριο Σμιθ και να δώσουν την άδειά τους γι’ αυτόν τον γάμο. Δεν τα βρήκε ποτέ, όμως. Και ύστερα η δεσποινίς Έλενορ πέθανε και δεν υπήρχε πια λόγος να συνεχίσει την αναζήτηση». Η Τζο έσφιγγε τα μπράτσα της πολυθρόνας της, ταραγμένη από αυτή την τελευταία πληροφορία. «Η επόμενη ερώτηση είναι πολύ σημαντική, δεσποινίς Γκίμπσον», είπε επίμονα. «Επισκέφτηκε ποτέ τους Όουενς ένας άντρας με εμφανή τατουάζ στο πρόσωπο – μαύρες έλικες και αιχμές;» «Δεν είδα ποτέ τέτοιο άτομο», είπε η Σάλι. «Και δεν μπορώ να φανταστώ πως ο κύριος Όουενς θα άνοιγε ποτέ την πόρτα σε άνθρωπο με τέτοια εμφάνιση». «Μ ήπως η κυρία Κρόγκερ ανέφερε ποτέ την επίσκεψη ενός τέτοιου άντρα;» ρώτησε η Τζο. «Όχι, και σίγουρα θα το είχε αναφέρει. Δεν κατάφερνε να κρατήσει το στόμα της κλειστό», απάντησε η Σάλι. «Έγινε ποτέ κάποια διάρρηξη στο σπίτι των Όουενς;» «Απ’ όσο ξέρω, όχι», είπε η Σάλι. Η Τζο έγειρε πίσω στην πολυθρόνα της, ενώ το μυαλό της επεξεργαζόταν όσα της είχε μόλις πει η Σάλι. Ο Κιντς και ο Στίβεν Σμιθ είναι ο ίδιος άνθρωπος –δεν ξέρω πώς, αλλά είναι– και αυτός ο άνθρωπος είναι ένας ψεύτης,
κατέληξε. Ξεγέλασε τον Ρίτσαρντ Σκάλι, ίσως και τον πατέρα μου, σκέφτηκε. Δεν έχει κανέναν κατάλογο. Βρίσκονται ακόμα εκεί όπου τους έκρυψε η Έλενορ Όουενς. Η Τζο ήξερε ποιο ήταν το επόμενο βήμα: έπρεπε να βρει αυτούς τους καταλόγους. Το δίχως άλλο θα της αποκάλυπταν για ποια φριχτή πράξη ήταν κατηγορούμενη η Βαν Χάουτεν. Η Τζο κοίταξε με ψυχραιμία τη Σάλι Γκίμπσον. «Έχω ακούσει ότι το Ατλάντικ Σίτι είναι πολύ πιο όμορφο από το Κόνι Άιλαντ», είπε. «Είμαι σίγουρη πως είναι, δεσποινίς Μ όντφορτ. Και πολύ πιο ακριβό επίσης», αντέτεινε η Σάλι. «Δεν θα πίστευα πως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πρόβλημα για μια κοπέλα με το δικό σας επιχειρηματικό πνεύμα». Η Σάλι ύψωσε το ένα της φρύδι. «Κάτι έχετε κατά νου, σωστά;» Η Τζο χαμογέλασε. «Για να είμαι ειλικρινής, δεσποινίς Γκίμπσον, ναι, κάτι έχω κατά νου».
31 Επιστολή της δεσποινίδας Εντουίνα Γκάλαχερ προς τη δεσποινίδα Τζόζεφιν Μόντφορτ 24 Οκτωβρίου, 1890 Αγαπητή Τζο, Σου γράφω βιαστικά δυο λόγια… Ο Μπιλ Χόκινς δεν έχει ακουστά το Μποναβεντούρε και ο Τζάκι Σο βρίσκεται εκτός πόλης, αλλά κατάφερα να μπω δύο φορές στα γραφεία της Βαν Χάουτεν, με τη βοήθεια του Τάμπλερ. Ξεφύλλισα τα μισά λογιστικά βιβλία της εταιρείας, αλλά ακόμα τίποτα για το Μποναβεντούρε… Θα συνεχίσω να πηγαίνω μέχρι να τα ελέγξω όλα. Σου έγραψα για να σου μεταφέρω τις εξελίξεις, αλλά δεν πρέπει να κατέβεις στο κέντρο. Μην το διανοηθείς καν. Μην το κουνήσεις ρούπι. Θα σε ενημερώνω για οποιαδήποτε εξέλιξη. Φιλικά, Ε.ΓΚ.
Επιστολή του κυρίου Τζόζεφ Φιν προς τον κύριο Έ ντουαρντ Γκάλαχερ 24 Οκτωβρίου, 1890 Αγαπητέ Έντι, Λυπάμαι που ακούω ότι οι ώρες που πέρασες στη Βαν Χάουτεν δεν αποδείχτηκαν γόνιμες. Ίσως σε ενδιαφέρει να μάθεις πως η Έλενορ Όουενς έχει πεθάνει, αλλά το 1874 είχε αποκτήσει μια κόρη με τον Στίβεν Σμιθ. Δυστυχώς, έχει πεθάνει και το παιδί. Ο κύριος Σμιθ, όπως φαίνεται, πίστευε πως συνέβαινε κάτι ανάρμοστο με τη Βαν Χάουτεν. Ακριβώς όπως πίστευε και ο Κιντς. Για την ακρίβεια, υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των δύο. Ο Σμιθ έστειλε κάποια έγγραφα στην Έλενορ. Θα μπορούσαν να είναι οι κατάλογοι φορτίου για τους οποίους μιλούσε ο Κιντς; Περιέχουν απαντήσεις που χρειαζόμαστε, γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Θα προσπαθήσω να τους βρω. Σου έγραψα για να σου μεταφέρω τις εξελίξεις, αλλά δεν πρέπει να ανέβεις στα βόρεια προάστια. Μην το διανοηθείς καν. Μην το κουνήσεις ρούπι. Θα σε ενημερώνω για οποιαδήποτε εξέλιξη. Φιλικά, ΤΖ.Μ.
32 «Η οικογένεια Φίλιπ Μ όντφορτ, κυρία», είπε ο Θίκστον, δίνοντας ένα επισκεπτήριο στην Άννα Μ όντφορτ. Έκανε μια υπόκλιση και βγήκε από το δωμάτιο. Λίγα λεπτά αργότερα έκανε την εμφάνισή του ο θείος της Τζο, η θεία της και η ξαδέρφη της, όλοι τους με ροδοκόκκινα μάγουλα. Ο Φίλιπ έτριβε τα χέρια του και σχολίαζε τον τσουχτερό φθινοπωρινό αέρα. Η Μ άντλεν και η Κάρολαϊν είχαν κασμιρένιες εσάρπες ριγμένες στους ώμους τους. Πλησίασαν την Άννα στο τζάκι, ενώ η Τζο γέμιζε τα φλιτζάνια με τσάι. Ήταν ένα ανεμοδαρμένο απόγευμα Τρίτης. Η Τζο χαμογέλασε στους συγγενείς της και τους υποδέχτηκε τόσο θερμά, που δεν θα μάντευαν ποτέ πως ήταν δυστυχισμένη. Δώδεκα μέρες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που είχε δει τον Έντι Γκάλαχερ, και τα μόνα νέα του ήταν εκείνο το τόσο τυπικό σημείωμα που της είχε στείλει. Ανησυχούσε περισσότερο από ποτέ πως είχε παρερμηνεύσει ό,τι είχε συμβεί μεταξύ τους και πως τα φιλιά που είχαν ανταλλάξει δεν ήταν για εκείνον τίποτα περισσότερο από μια ευχάριστη ανάπαυλα. Γιατί δεν της είχε γράψει κάτι πιο προσωπικό; Γιατί δεν είχε προσπαθήσει να τη δει; «Τα σαβουαγιάρ λεμονιού της κυρίας Νέλσον! Τα αγαπημένα
μου!» αναφώνησε ο Φίλιπ, όταν η μητέρα της Τζο εμφάνισε μια πιατέλα με τα ντελικάτα βουτυρένια μπισκότα. Έφαγε ένα κι έπειτα είπε: «Άννα, σου έχω καλά νέα. Τα πριονιστήρια ξυλείας του Τσαρλς σε λίγο θα έχουν πουληθεί». «Αχ, Φίλιπ, πράγματι είναι καλά νέα!» είπε η Άννα, χαμογελώντας. Χαμογέλασε και η Τζο, κάνοντας τάχα πως η συζήτηση την ενθουσίαζε. «Ο αγοραστής είναι σοβαρός και λογαριάζω να έχω οριστικοποιήσει την πώληση πριν βγει ο χρόνος», πρόσθεσε ο Φίλιπ. «Και η Βαν Χάουτεν;» ρώτησε η Άννα. «Πώς προχωράει αυτό το θέμα;» «Η μεταφορά των μετοχών του Τσαρλς στους υπόλοιπους μετόχους βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα έγγραφα θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέσα στον επόμενο μήνα». «Δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω», είπε η Άννα. «Σου είμαι ευγνώμων που χειρίζεσαι τα ζητήματα του Τσαρλς». Ο Φίλιπ σήκωσε τα χέρια του. «Μ η μ’ ευχαριστείς ακόμα, Άννα. Μ ένει ακόμα να βγάλουμε από πάνω μας τη Στάνταρντ, κι αυτό μπορεί να αποδειχτεί δυσκολότερο». Η Τζο τέντωσε τα αυτιά της και κοίταξε τον θείο της πάνω από το χείλος του φλιτζανιού της. «Τι εννοείς;» ρώτησε η Άννα. Ο Φίλιπ ήπιε μια γουλιά τσάι και ακούμπησε ξανά το φλιτζάνι στο πιατάκι του. «Οι εφημερίδες έχουν καταντήσει να είναι χυδαίες επιχειρήσεις, πολύ φοβάμαι. Όσο κι αν προσπαθώ να επιβάλω έναν πολιτισμένο τόνο στη Στάνταρντ, δεν τα
καταφέρνω. Όσο γρηγορότερα την ξεφορτωθούμε τόσο το καλύτερο». Η Άννα έγειρε μπροστά, με μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπό της. «Μ α σίγουρα ο κύριος Στόουτμαν δεν ακολουθεί τη γραμμή της Χέραλντ ή της Γουόρλντ», είπε. «Όχι», αποκρίθηκε ο Φίλιπ. «Δεν είναι ο Στόουτμαν που με ανησυχεί, αλλά η ποιότητα των δημοσιογράφων που προσλαμβάνει». Η Τζο σέρβιρε κι άλλο τσάι στην Κάρολαϊν. Άκουγε καθηλωμένη, αν και παρίστανε πως η όλη συζήτηση μόλις που την ενδιέφερε. «Τι εννοείς, καλέ μου;» ρώτησε η Μ άντλεν. «Πήγα να δω τον Στόουτμαν χτες –συναντιόμαστε μία φορά την εβδομάδα– και τον βρήκα να μιλάει στο τηλέφωνο, οπότε περίμενα. Όσο καθόμουν έξω από το γραφείο του, άκουσα μια παρέα δημοσιογράφων που συζητούσαν και, σας το ορκίζομαι, ήταν αληθινά αρπακτικά!» είπε ο Φίλιπ, με πρόσωπο κατακόκκινο από οργή. «Ο ένας, μάλιστα, ένας γεροδεμένος μελαχρινός νεαρός με ιρλανδικό όνομα –κάτι σαν Γκλίσον ή Γκίλιγκαν–, κοκορευόταν στους υπόλοιπους για ένα άρθρο που έγραφε. Μ ιλούσε με τρόπο πολύ μειωτικό για μια νεαρή γυναίκα που τον βοηθούσε στην ιστορία του. Τον βοηθούσε επειδή της άρεσε, έλεγε. Κι εκείνος, ήταν ξεκάθαρο, ενθάρρυνε αυτή τη δύστυχη, άμυαλη κοπέλα για να πετύχει τους δικούς του σκοπούς». Ο Φίλιπ κούνησε το κεφάλι. «Σας λέω, έτσι μου ήρθε να τον ξαπλώσω ανάσκελα αυτόν τον ξιπασμένο νεαρό ηλίθιο!» Η Τζο είχε παγώσει, με την τσαγιέρα στο χέρι. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανασάνει.
«Μ παμπά!» τον μάλωσε η Κάρολαϊν. «Αλήθεια λέω!» είπε με αγανάκτηση ο Φίλιπ. «Θέλω να πουληθεί η Στάνταρντ όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η δημοσιογραφία δεν είναι πλέον ένας τομέας με τον οποίο θα έπρεπε να έχει σχέσεις αυτή η οικογένεια. Το μόνο που θέλει αυτό το σινάφι είναι να αναρριχάται στην κορυφή, χωρίς να νοιάζεται ποιον θα τσαλαπατήσει για να το πετύχει. Δεν με καταλαβαίνεις, Κάρο. Ούτε εσύ, Τζο. Ακόμα δεν είστε γονείς. Αλλά εγώ έχω μια κόρη και μια ανιψιά… Και η σκέψη πως κάποιος στη δούλεψή μου μιλάει με τέτοιον τρόπο για μια νεαρή γυναίκα μού ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι». Η Τζο πίεσε τον εαυτό της να κουνηθεί. Ακούμπησε την τσαγιέρα στον δίσκο και ξεφύσηξε αργά. Ο Έντι είχε συμφωνήσει να αναζητήσει πληροφορίες για τον πατέρα της μόνο και μόνο επειδή ήξερε πως η ιστορία του θανάτου του θα είχε απήχηση και θα τον βοηθούσε να βρει καλύτερη δουλειά. Αυτός ήταν ο δημοσιογράφος που είχε κρυφακούσει ο θείος της; Και η δύστυχη, άμυαλη κοπέλα ήταν η ίδια; «Μ παμπά, γερνάς και γίνεσαι στραβόξυλο!» τον πείραξε η Κάρο. «Ακριβώς σαν τη Νόνα». Ο Φίλιπ μαλάκωσε. Χάιδεψε το χέρι της κόρης του. «Μ άλλον έτσι είναι. Θα πρέπει να αγοράσω ένα μπαστούνι και καμιά δεκαριά σπάνιελ». Όλοι έβαλαν τα γέλια. Όλοι, εκτός από την Τζο. Ένιωθε αηδιασμένη. Ήταν ανόητη. Μ ια παρορμητική, άμυαλη κοπέλα που δεν είχε ιδέα από άντρες. «Μ ια που μιλάμε για τη Νόνα… Άκουσα πως όπου να ’ναι της ετοιμάζουν ένα μικρό δείπνο για τα γενέθλιά της. Μ όνο συγγενείς
και στενοί φίλοι. Εδώ στην πόλη», είπε η Μ άντλεν. «Δεκαπέντε μέρες μετά τη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών». «Είμαι σίγουρη πως είμαστε όλοι προσκεκλημένοι», είπε πονηρά η Άννα. «Εκείνης το πένθος δεν της λέει τίποτα». «Θα πάτε;» ρώτησε η Μ άντλεν. Η Άννα την κοίταξε αυστηρά. «Όχι, δεν θα πάμε. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι συμφώνησα να αφήσω την Τζο να πάει στον χορό». «Θα κάθεται μόνο, δεν θα χορεύει. Τα πάντα θα γίνουν με ευπρέπεια», είπε η Μ άντλεν και στράφηκε στην Τζο. «Έφτασε το φόρεμά σου, καλή μου Τζο;» Αλλά η Τζο, που είχε το βλέμμα της στυλωμένο στη φωτιά, δεν την άκουσε. «Τζο; Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μ άντλεν. Μ όλις τότε συνειδητοποίησε πως της απηύθυναν τον λόγο. «Τίποτα, θεία Μ άντι. Τίποτα απολύτως», είπε με σφιγμένη φωνή. Η Άννα και η Μ άντλεν αντάλλαξαν ένα ανήσυχο βλέμμα. «Σε αναστάτωσα, Τζο, έτσι δεν είναι;» είπε στενοχωρημένος ο Φίλιπ. «Δεν θα έπρεπε να συζητάω ανάρμοστα θέματα μπροστά σε νεαρές δεσποινίδες. Συγγνώμη». «Η Τζο είναι πολύ ευαίσθητη ψυχή», είπε τρυφερά η Μ άντλεν. «Ας μιλήσουμε για πιο πολιτισμένα θέματα, τι λέτε;» Η Τζο έβαλε τα δυνατά της να χαμογελάσει και κατένευσε συμφωνώντας. Αλλά τα λόγια του Φίλιπ αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι της… Κι εκείνος, ήταν ξεκάθαρο, ενθάρρυνε τη δύστυχη κοπέλα για να πετύχει τους δικούς του σκοπούς… Ένας γεροδεμένος μελαχρινός νεαρός με ιρλανδικό όνομα – κάτι σαν Γκλίσον ή Γκίλιγκαν…
Όχι, θείε Φίλιπ, ούτε Γκλίσον ούτε Γκίλιγκαν, σκεφτόταν με θλίψη. Δεν άκουσες καλά το όνομά του. Γκάλαχερ τον λένε.
33 Τα όμορφα κορίτσια με τα μεταξωτά φορέματα έμοιαζαν με ζωντανό ολάνθιστο κήπο, έτσι όπως στριφογύριζαν στην πίστα. Από την καρέκλα όπου καθόταν, που ήταν τοποθετημένη όσο γινόταν πιο μακριά από τους χορευτές, η Τζο έβλεπε το αχνό ροζ της παιώνιας, το σκούρο κόκκινο των τελευταίων ρόδων του καλοκαιριού – και το απίστευτα έντονο, βαθύ γαλάζιο του μαγευτικού παριζιάνικου φορέματος της Ελίζαμπεθ Άνταμς. «Περιμένω να δω πότε θα πάρει ανάσα», σχολίασε με κακεντρέχεια η Κάρολαϊν Μ όντφορτ, παρακολουθώντας την Ελίζαμπεθ να χορεύει βαλς με τον Τέντι Φάρναμ. «Να δεις που το μπούστο της θα ξεχειλίσει από τον κορσέ της. Αυτό κι αν θα είναι θέαμα!» «Μ η γίνεσαι κακιά, Κάρο», είπε η Τρούντι Βαν Άικ. «Και αν έχεις οτιδήποτε κακό να πεις», έκανε παύση κι αμέσως ύστερα μόρφασε πονηρά, «πες το σ’ εμένα». «Η περιφέρεια της μέσης της φτάνει δεν φτάνει τους σαράντα πόντους. Η ίδια μου το είπε», είπε η Τζένι Ράινλαντερ. «Κοιτάξτε τι τέλεια που πέφτει πάνω της το φόρεμα!» «Είναι όμορφο, πράγματι», συμφώνησε μελαγχολικά η Τζο, χαζεύοντας το θεσπέσιο ρούχο. «Πάει τόσος καιρός από την
τελευταία φορά που φόρεσα κάτι παρόμοιο. Όλες είστε τόσο γοητευτικές απόψε, όχι μόνο η Ελίζαμπεθ. Σαν σπάνια παραδείσια πτηνά. Κι εγώ; Μ οιάζω με καπνισμένο γέρικο περιστέρι». «Όχι, Τζο. Ούτε κατά διάνοια», είπε με ευγένεια η Άντι. «Άντι, γλυκιά μου, μοιάζω με σερβιτόρα και το ξέρεις». «Αχ, δεσποινίς, μπορείτε να μου βάλετε λίγο ποντς;» Ήταν ο Μ πραμ, που κρατούσε ένα άδειο κύπελλο για ποντς. Το βαλς είχε τελειώσει. Είχε χορέψει με τη μητέρα του και τώρα ερχόταν να μπει στην παρέα τους. «Α, μα τι αστείος που είσαι», είπε η Τζο, κάνοντας τάχα την ενοχλημένη. «Απλώς σε πειράζω, Τζο», απάντησε ο Μ πραμ. «Τα μαύρα σού πάνε». «Τα μαύρα δεν πάνε σε κανέναν», επέμεινε η Τζο. «Πάνε στους καπνοδοχοκαθαριστές. Στις γκουβερνάντες. Και στους πιγκουίνους», είπε η Τρούντι. Ο Μ πραμ έκανε μια βαθιά υπόκλιση κι ύστερα πήρε το χέρι της Τζο μες στο δικό του και το φίλησε. «Και στα σπάνια και ολόλαμπρα αστέρια, που λαμπυρίζουν με φόντο τον νυχτερινό ουρανό», είπε. «Χριστέ μου, τι έχει μέσα αυτό το ποντς, Μ πραμ Όλντριτς;» ρώτησε η Τρούντι. «Και πού μπορώ να βρω κι εγώ λίγο;» Όλοι γέλασαν με το σχόλιο της Τρούντι. Η Τζένι έφυγε για να χορέψει, ενώ ο Μ πραμ και τα τρία κορίτσια έμειναν για να κάνουν παρέα στην Τζο μέχρι να τελειώσει το επόμενο βαλς. Η Άντι, η Κάρο, η Τρούντι – είναι όλες τόσο υπέροχες μαζί μου, σκεφτόταν η Τζο, περιτριγυρισμένη από τις φίλες της. Και ο Μπραμ μπήκε στον κόπο να μου πει πως είμαι όμορφη, έστω και αν
δεν είμαι. Είναι τόσο καλοί, τόσο ευγενικοί, κι εγώ είμαι τυχερή που ήρθα στα συγκαλά μου προτού να είναι πολύ αργά. Προτού πετάξω τα πάντα για τον Έντι, που ούτε καν νοιάζεται για εμένα. Ας βρει τον Κιντς. Ας διαλευκάνει τον φόνο. Ας φέρει ενώπιον των Αρχών αυτή την άσχημη υπόθεση. Δεν είναι δική μου δουλειά. Ποτέ δεν ήταν. Αυτά έλεγε στον εαυτό της η Τζο από την ώρα που είχε ακούσει την εξιστόρηση του θείου της για την επίσκεψή του στη Στάνταρντ – και τώρα πια κόντευε να τα πιστέψει. Ακόμα ένα βαλς έφτασε στο τέλος του και ο μαέστρος ανακοίνωσε ένα σύντομο διάλειμμα κι αμέσως μετά μια καντρίλια. Οι χορευτές απομακρύνθηκαν από την πίστα για να πιουν κάτι δροσιστικό. Η Τζένι γύρισε στην παρέα, ακολουθούμενη από την Ελίζαμπεθ Άνταμς. Τα μάγουλά της είχαν ροδοκοκκινίσει. Το μπλε φόρεμά της τόνιζε τα μάτια της, που είχαν το χρώμα του κοβαλτίου. Η Ελίζαμπεθ τους χαιρέτησε όλους, αλλά φύλαξε το πιο ζεστό χαμόγελό της για τον Μ πραμ. Η Άντι το κατάλαβε και τη στραβοκοίταξε. Η Κάρολαϊν γύρισε τα μάτια της στο ταβάνι. Ύστερα από λίγα λεπτά, η ορχήστρα άρχισε να προετοιμάζεται ξανά. Δύο νεαροί, από τις οικογένειες Ρούσβελτ και Βαν Άλστιν, έσπευσαν να ζητήσουν την Κάρολαϊν και την Τζένι σε χορό – πρόθυμοι να πληρώσουν αδρά για το προνόμιο. Η Κάρο και η Τζένι σημάδεψαν τις κάρτες τους και ακολούθησαν τα αγόρια στην πίστα. Η Τρούντι απομακρύνθηκε για να βρει τον Γκίλμπερτ, που δεν του άρεσαν οι χοροί. Ούτε το ποντς. Ούτε τα μουσεία. Έμειναν η Τζο, ο Μ πραμ, η Άντι και η Ελίζαμπεθ, να κουβεντιάζουν
αμήχανα. Ως τζέντλεμαν, ο Μ πραμ φέρθηκε με ευγένεια και ζήτησε από την Ελίζαμπεθ να χορέψουν, εφόσον δεν μπορούσε να το ζητήσει από την Τζο. «Μ ην ανησυχείς για την Ελίζαμπεθ», είπε η Άντι όταν το ζευγάρι έφυγε για την πίστα. «Ο Μ πραμ το κάνει από ευγένεια. Σάμπως δεν αγόρασε όλους τους δικούς σου χορούς; Το μουσείο θα βγάλει ένα κάρο λεφτά! Να σου πω, δεν θα μου έκανε καμία έκπληξη αν σε λίγους μήνες μάθαινα ότι–» «Άντι Όλντριτς, εδώ είσαι!» Ήταν ο Τζέιμς Σέρμερχορν, δεύτερος ξάδερφος της Τζο. «Σ’ έψαχνα παντού. Η Κάρο χρειάζεται ένα τέταρτο ζευγάρι για την καντρίλια. Θα μου κάνεις την τιμή να χορέψουμε;» «Αχ, Τζιμ, δεν μπορώ», είπε η Άντι. «Δεν θέλω να αφήσω την Τζο ολομόναχη». «Πήγαινε, Άντι», είπε η Τζο στη φίλη της. «Δεν θα άντεχα την έκφραση που θα έπαιρνε ο Τζιμ έτσι και απέρριπτες την πρότασή του». Η Άντι δίστασε. «Αν είσαι σίγουρη πως δεν θα νιώσεις μοναξιά…» «Θα είμαι μια χαρά». Η Τζο χαμογέλασε βλέποντας τον Τζιμ να οδηγεί την Άντι στην πίστα. Τον είδε να κλίνει το κεφάλι, ενώ η Άντι έκανε μια μικρή υπόκλιση. Κι ύστερα εξαφανίστηκαν μέσα σε μια θάλασσα από φορέματα που στροβιλίζονταν. Εκείνη τη βραδιά, το τεράστιο φουαγέ του Μ ητροπολιτικού Μ ουσείου, με τις κομψές καμάρες του, τις μαρμάρινες κολόνες και το πανύψηλο ταβάνι του, χρησίμευε ως αίθουσα χορού. Έλαμπε με το φως χιλίων κεριών. Πορσελάνινα βάζα, ξέχειλα από ολάνθιστα
μπουκέτα, ισορροπούσαν πάνω σε μαρμάρινους κίονες. Σερβιτόροι με λευκά σακάκια μετέφεραν κύπελλα γεμάτα ποντς σε ασημένιους δίσκους. Μ ια εικοσαμελής ορχήστρα έπαιζε όμορφα, ρομαντικά βαλς. Η Τζο διασκέδαζε παρακολουθώντας τους χορευτές, έστω και αν η ίδια δεν μπορούσε να πάρει μέρος στον χορό. Η εικόνα τους ήταν τόσο συναρπαστικά όμορφη, που ευχήθηκε να μπορούσε να την κλείσει ανάμεσα σε δύο σελίδες κάποιου βιβλίου και να τη φυλάξει για πάντα, ακριβώς όπως έκανε με τα λουλούδια όταν ήταν μικρή. Οι κοπέλες ήταν τόσο όμορφες με τα μαλλιά μαζεμένα, τα κοσμήματα που στόλιζαν τους ωχρούς λαιμούς τους, τα λυγερά μπράτσα τόσο κομψά με τα λευκά τους γάντια, και τα αγόρια ήταν τόσο αβρά και αριστοκρατικά. Η καρδιά της πλημμύριζε από συναισθήματα, επειδή ήξερε πως εκείνη τη βραδιά αρκετές από τις φίλες της θα έβρισκαν το ταίρι τους, όχι μονάχα για έναν χορό αλλά για μια ολόκληρη ζωή. Ο Μπραμς θα σου κάνει πρόταση γάμου. Αυτό ήθελε να πει η Άντι νωρίτερα, σκέφτηκε η Τζο. Και ένιωσε να σφίγγεται ακόμα περισσότερο εκείνος ο κόμπος της αγωνίας που υπήρχε στο στομάχι της από τότε που είχε κρυφακούσει τη Νόνα να λέει ότι ο Μ πραμ θα έπρεπε να παντρευτεί την Τζο. Και τι θα γίνει αν όντως ο Μπραμ μου κάνει πρόταση κάποτε; Τι θα πω; αναρωτήθηκε. Μ ια μπλε λάμψη τράβηξε το βλέμμα της. Ήταν η Ελίζαμπεθ που περνούσε φευγαλέα από μπροστά της με τον Μ πραμ. Το βλέμμα της Τζο στάθηκε πάνω τους – ήταν ταιριαστό ζευγάρι. Για μια στιγμή, ένιωσε ένα αθέλητο κέντρισμα ζήλιας. «Να έχεις τον νου σου στη δεσποινίδα Άνταμς», την είχε
συμβουλεύσει η μητέρα της, προτού φύγει για τον χορό. «Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, είναι μια κοπέλα που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό όταν θέλει να πάρει κάτι που δεν της ανήκει». «Τότε θα πρέπει να βεβαιωθώ πως το ρολόι μου θα είναι ασφαλές», είχε απαντήσει με αναίδεια η Τζο. «Ξέρεις ακριβώς τι εννοώ, Τζόζεφιν», είχε επιμείνει η μητέρα της. «Ήταν ιδέα του θείου σου να πας σε αυτόν τον χορό. Εγώ αρχικά δεν ήμουν βέβαιη, αλλά έχω πειστεί πλέον πως είχε δίκιο. Δεν είναι συνετό να λείπει κανείς από την αγορά για πολύ καιρό, γιατί κινδυνεύει να μείνει στο ράφι». «Μ ε κάνεις να νιώθω σαν ανανάς, μαμά. Όπως και να ’χει, όμως, δεν τα έμαθες; Ο Μ πραμ δεν θα συνοδεύσει εμένα στον χορό. Θα συνοδεύσει την Άνι Τζόουνς», συνέχισε πειραχτικά η Τζο, αναφερόμενη στη γυναίκα με τη γενειάδα που εργαζόταν στο τσίρκο του κυρίου Μ πάρναμ. «Η μεγάλη εξοικείωση με τα θεάματα που ψυχαγωγούν τις κατώτερες τάξεις δεν αρμόζει σε μια νεαρή κυρία», αντέτεινε ψυχρά η μητέρα της. Η Τζο ρίγησε σε αυτή την ανάμνηση. Είχε προκαλέσει την παγερή αποδοκιμασία της μητέρας της με ένα απλό αστείο. Δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί τι θα γινόταν έτσι και της μιλούσε για τον Έντι ή της φανέρωνε πως δεν ήταν σίγουρη αν θα παντρευόταν τον Μ πραμ, ή και οποιονδήποτε άλλον, επειδή αυτό που προτιμούσε εκείνη ήταν να γίνει δημοσιογράφος. Ο Έντι δεν ενδιαφέρεται. Αυτό το ξέρω τώρα, είπε στον εαυτό της. Και αντί να τρέμεις την πρόταση γάμου του Μπραμ, θα έπρεπε να κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να την προκαλέσεις. Επειδή εκείνος ενδιαφέρεται. Και αν δεν αρχίσεις να προσποιείσαι
πως ενδιαφέρεσαι κι εσύ, θα σου τον κλέψει η Ελίζαμπεθ Άνταμς. Οι σκοτεινές σκέψεις την έκαναν να κατσουφιάζει, το ένιωθε. Σίγουρη πως οι κοπέλες που κατσούφιαζαν δεν δέχονταν προτάσεις γάμου, χαμογέλασε ζωηρά και εστίασε την προσοχή της στην όμορφη εικόνα που ξεδιπλωνόταν μπροστά της. Καθώς η ορχήστρα συνέχιζε να παίζει, ωστόσο, η μουσική άρχισε να την επηρεάζει. Η ευωδιά των λουλουδιών έγινε πνιγηρή, ενώ οι χορευτές, έτσι όπως στροβιλίζονταν χαμογελαστοί ακολουθώντας τα περίπλοκα βήματα της καντρίλιας, έμοιαζαν με φιγούρες ρολογιού. Η Τζο διέκρινε στην όμορφη σκηνή κάτι το σκοτεινό, που αποκαλυπτόταν κάτω από την επιφάνεια σαν τη μεταλλική βάση κάτω από ένα άτεχνα επιμεταλλωμένο κόσμημα. Ο αστραφτερός χορός, συνειδητοποιούσε τώρα, ήταν ένα σύμβολο της ζωής της. Τα πάντα ήταν όμορφα και τέλεια, από τη στιγμή που καθένας γνώριζε τα βήματα και τα εκτελούσε στην εντέλεια. Οι γυναίκες μονίμως παρακολουθούσαν και περίμεναν. Οι άντρες ήταν εκείνοι που έπαιρναν τις αποφάσεις. Εκείνοι επέλεγαν. Εκείνοι οδηγούσαν. Και οι γυναίκες ακολουθούσαν. Τόσο εκείνη τη βραδιά όσο και όλες τις υπόλοιπες. Παρά τις αποφάσεις της, το ψεύτικο χαμόγελό της έσβησε. Ξαφνικά, λαχταρούσε να βγει έξω – έξω από εκείνο το δωμάτιο, από τον χορό, από το μικρό επιχρυσωμένο κλουβί για παπαγάλους μέσα στο οποίο ζούσε. Η παρόρμηση ήταν τόσο ισχυρή, που κρατιόταν να μην τρέξει προς την πόρτα. Ήθελε έναν μεγαλύτερο κόσμο – τον κόσμο που της είχε δείξει ο Έντι. Ήθελε την ελευθερία της, αλλά τι θα συνέβαινε στον παπαγάλο από τη στιγμή που θα πετούσε ελεύθερος; Ήξερε την απάντηση. Πότε πότε έβλεπε τα πολύχρωμα μικρά σώματα των
πουλιών που είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία να κείτονται στο έδαφος του Σέντραλ Παρκ, νεκρά από την πείνα ή το κρύο. Και ήξερε ότι, όπως αυτά τα όμορφα και ευαίσθητα ανόητα πουλιά, έτσι κι εκείνη δεν είχε ιδέα πώς να επιβιώσει έξω από το κλουβί. Καθώς οι νεαροί άντρες και οι κοπέλες συνέχιζαν να χορεύουν, η Τζο συνειδητοποιούσε πως θα ολοκλήρωνε τη ζωή της σε ένα κλουβί και πως η αγωνία της αιχμαλωσίας απλώς θα οξυνόταν περισσότερο καθώς τα χρόνια θα περνούσαν, επειδή κάποτε είχε καταφέρει να γευτεί την ελευθερία. Τα χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές με αυτή τη σκέψη. Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Βιαστικά, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα για να τα διώξει. «Έι, δεσποινίς», την ξάφνιασε μια φωνή πίσω από την πλάτη της. «Τι θα έλεγες για ένα ποντς;» Τι αγενής σερβιτόρος, σκέφτηκε η Τζο. «Όχι, ευχαριστώ», είπε, χωρίς να μπει καν στον κόπο να του ρίξει μια ματιά. «Είναι πολύ καλό. Πιες λίγο». Η Τζο δεν μπορούσε να πιστέψει την αυθάδεια αυτού του άντρα. «Δεν διψάω προς το παρόν», είπε παγερά. «Για όνομα του Θεού, κοπέλα μου, πάρε το ποντς». Η Τζο γύρισε, έτοιμη να τα ψάλει σε αυτόν τον αγενή ανόητο. Αλλά οι τσουχτερές λέξεις πνίγηκαν στον λαιμό της, όταν αναγνώρισε τα γαλάζια μάτια, τα ατημέλητα μαλλιά, το πλατύ χαμόγελο. Ήταν ο Έντι.
34 «Τι κάνεις εδώ;» ψιθύρισε η Τζο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω της για να δει αν τους παρακολουθούσε κάποιος. Για καλή της τύχη, όλα τα μάτια ακολουθούσαν τους χορευτές. «Κάνω τον σερβιτόρο, για να μπορέσω να σου μιλήσω». «Μ α πώς κατάφερες–» «Θα πάρεις τώρα το ποντς;» είπε ο Έντι, τείνοντας προς το μέρος της τον δίσκο που κρατούσε. «Προτού πάρει είδηση ο μετρ που κοιτάζει ότι δεν είμαι σερβιτόρος». Η Τζο υπάκουσε. Ήπιε μια γουλιά κι ύστερα σήκωσε το δάχτυλό της, σαν να του ζητούσε να περιμένει μέχρι να αδειάσει το κύπελλό της. «Ωραία λεπτομέρεια», είπε ο Έντι, δίνοντάς της μια πετσέτα. «Γιατί βρίσκεσαι εδώ;» ρώτησε η Τζο, με φωνή που εξακολουθούσε να είναι παγερή. Δεν είχε ξεχάσει την ιστορία που της είχε διηγηθεί ο θείος της για τον άκαρδο δημοσιογράφο, ούτε το γεγονός ότι ο Έντι της είχε γράψει μόνο ένα λακωνικό σημείωμα από την τελευταία φορά που τον είχε δει. «Βρίσκομαι εδώ επειδή ο Τζάκι Σο γύρισε στην πόλη», απάντησε ο Έντι. Η Τζο γούρλωσε τα μάτια και ξέχασε προς στιγμήν πόσο
θυμωμένη ήταν μαζί του. «Είναι αυτός που ανέφερε ο Μ πιλ Χόκινς, σωστά; Αυτός που ίσως να είχε ακουστά το Μ ποναβεντούρε», είπε. Ο Έντι έγνεψε καταφατικά. «Θα κοστίσει και είμαι απένταρος. Μ όλις χτες αναγκάστηκα να πληρώσω το νοίκι. Ήλπιζα πως θα είχες κανένα δολάριο». «Έχω, αλλά όχι μαζί μου. Θα πρέπει να–» Ξαφνικά, σταμάτησε να μιλάει. Είχε εντοπίσει τον θείο της με την άκρη του ματιού της. Την παρακολουθούσε – όπως και τον Έντι. Η Τζο ήπιε το ποντς, έπειτα ακούμπησε το άδειο κύπελλο στον δίσκο του Έντι. Ο Φίλιπ κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. «Σκύψε το κεφάλι», ψιθύρισε η Τζο. «Τι πράγμα;» «Είσαι υπηρέτης. Μ όλις σ’ έδιωξα. Δείξε ότι το αναγνωρίζεις, προτού προλάβει να σκεφτεί ο θείος μου πως κάτι πάει στραβά». Ο Έντι υπάκουσε. «Συνάντησέ με στον πάνω όροφο σε πέντε λεπτά. Στην αίθουσα με τα γλυπτά. Δίπλα στο άγαλμα του Κικέρωνα». «Μ α–» «Πήγαινε». Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο Φίλιπ βρισκόταν στο πλευρό της. «Είσαι καλά, Τζόζεφιν; Μ ήπως σε ενοχλούσε αυτός ο άντρας;» ρώτησε, κοιτάζοντας την πλάτη του Έντι. «Καθόλου, θείε Φίλιπ», απάντησε η Τζο. «Για την ακρίβεια, ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου. Πρόσεξε πως ήμουν αναψοκοκκινισμένη και μου έφερε κάτι να πιω». Ο Φίλιπ συνοφρυώθηκε από ανησυχία. «Είσαι άρρωστη;» «Απλώς ζεστάθηκα λίγο. Κάνει τόση ζέστη εδώ μέσα. Πάω να
ρίξω λίγο κρύο νερό στα μάγουλά μου. Να με συγχωρείς για λίγο». Καθώς διέσχιζε το φουαγέ προχωρώντας προς τις γυναικείες τουαλέτες, δεν μπόρεσε να μη συγχαρεί τον εαυτό της για τη σβέλτη σκέψη της. Είχε καταφέρει να κερδίσει μερικά λεπτά μακριά από τον χορό και ταυτόχρονα να προετοιμάσει το έδαφος για την πρώιμη έξοδο που ήδη σχεδίαζε. Θα έλεγε πως ένιωθε ζάλη και ήθελε να γυρίσει στο σπίτι. Δεν θα ήταν εντελώς ψέμα. Πράγματι ένιωθε ζάλη. Αλλά δεν ήταν η ζέστη που την προκαλούσε. Η Τζο έλεγε στον εαυτό της πως η ταραχή που ένιωθε δεν οφειλόταν στην παρουσία του Έντι, αλλά στο γεγονός ότι είχαν εντοπίσει τον Τζάκι Σο, που θα μπορούσε να τους δώσει κάποια στοιχεία. Ήξερε, όμως, ότι αυτό ήταν ψέμα. Και μόνο η εικόνα του την έκανε να χάνει τον εαυτό της. Ο Έντι ήταν φλόγα και η Τζο είχε καεί. Ο πόνος ήταν τρομερός, αλλά δεν έκανε τη φωτιά λιγότερο γοητευτική. Μ όλις βρέθηκε μακριά από το οπτικό πεδίο του θείου της, έστριψε δεξιά για τις σκάλες και τις ανέβηκε τρέχοντας σχεδόν, σηκώνοντας ελαφρά το φόρεμά της. Ήξερε τα κατατόπια στο μουσείο. Το επισκεπτόταν συχνά, αλλά μόνο στη διάρκεια της μέρας. Οι πάνω όροφοι ήταν τώρα σκοτεινοί και έρημοι, κι έτσι της ήταν δύσκολο να προσανατολιστεί. Το φεγγαρόφωτο έπεφτε λοξά πάνω στα αγάλματα και τα έκανε να μοιάζουν με φαντάσματα. Ένας πάγκος είχε τοποθετηθεί κάθετα στην πόρτα της αίθουσας με τα αγάλματα, για να εμποδίζει την είσοδο. Η Τζο δεν τον είδε μέχρι που ήταν πολύ αργά. Χτύπησε πάνω στον πάγκο το καλάμι του ποδιού της, σταμάτησε για να το τρίψει, ύστερα διέσχισε τη
μακρόστενη αίθουσα μέχρι το άγαλμα του Κικέρωνα. Ο Έντι στεκόταν πίσω του, λουσμένος στις ακτίνες του φεγγαριού. Φορούσε ακόμα την αμφίεση του σερβιτόρου. «Αυτό το σακάκι σού πέφτει δύο νούμερα μεγαλύτερο», παρατήρησε η Τζο. Η προδότρα καρδιά της χτυπούσε γρηγορότερα απ’ όσο θα έπρεπε, αλλά δεν ήταν ανάγκη να το ξέρει εκείνος. Η Τζο ήταν αποφασισμένη να μη γελοιοποιηθεί ξανά. «Τρύπωσα στα κρυφά και έδωσα ένα δολάριο σε κάποιον για να το δανειστώ», είπε ο Έντι. «Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σου μιλήσω. Απ’ ό,τι φαίνεται, το όνομά μου δεν περιλαμβάνεται στη λίστα των καλεσμένων. Μ άλλον η πρόσκλησή μου θα χάθηκε στο ταχυδρομείο». «Πώς ήξερες ότι θα βρισκόμουν εδώ;» ρώτησε η Τζο, με τόνο που εξακολουθούσε να μην είναι εγκάρδιος. Ο Έντι χαμογέλασε. «Το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός της χρονιάς… Πού αλλού θα βρισκόταν η δεσποινίς Τζόζεφιν Μ όντφορτ από την Γκράμερσι Σκουέρ;» Η Τζο δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Δεν είχε κέφι για πειράγματα. Όχι από εκείνον. Ο Έντι μόρφασε. «Είναι ιδέα μου ή κάνει παγωνιά εδώ μέσα;» ρώτησε. Η Τζο κοίταξε αλλού. «Έκανα κάποιο λάθος;» απόρησε ο Έντι. «Κοίτα, λυπάμαι που ήρθα εδώ. Μ άλλον σ’ έφερα σε δύσκολη θέση. Δεν ήθελα, αλλά δεν υπήρχε άλλος–» Η Τζο τον κοίταξε. Διέκρινε σύγχυση στο πρόσωπό του και πόνο στα βάθη των ματιών του. Ήταν δυνατόν να είχε κάνει λάθος ο θείος της; Μ ήπως είχε κρυφακούσει κάποιον άλλον
δημοσιογράφο; Δάγκωσε το χείλος της. Αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει ήταν ανοησία, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Έντι, μετανιώνεις;» τον ρώτησε. «Αυτό δεν είπα μόλις τώρα;» «Για εκείνη τη νύχτα, εννοώ». Μ ισούσε τον εαυτό της που τον ρωτούσε, αλλά ήταν ανάγκη να μάθει. «Έχω… δύο ολόκληρες εβδομάδες να μάθω νέα σου. Μ ε εξαίρεση ένα μάλλον τυπικό σημείωμα. Αυτός είναι ο λόγος; Επειδή μετανιώνεις; Γι’ αυτό που συνέβη ανάμεσά μας, εννοώ…» «Όχι, Τζο. Δεν είναι αυτός ο λόγος. Η δουλειά φταίει. Περνάω όλη τη μέρα στη Στάνταρντ και το βράδυ κυνηγάω όσα στοιχεία μπορώ να βρω για τον Κιντς και…» Η φωνή του έσβησε. Ο Έντι αναστέναξε βαθιά. «Μ όνο που… αχ, ξέχασέ το». Η Τζο τον κοίταξε ερωτηματικά. «Κοίτα, όλα όσα σου είπα μόλις τώρα είναι ένα κάρο… Είναι κουταμάρες! Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κλείσει μάτι από την τελευταία φορά που σε είδα. Σε σκέφτομαι διαρκώς. Δεν ήθελα ποτέ… δεν… διάολε, Τζο!» φώναξε, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια. «Δεν θα έπρεπε να σου λέω τέτοια πράγματα. Θέλω να πω, απόψε δεν ήρθες εδώ μαζί μου. Ήρθες με τον Μ πραμ Όλντριτς και δεν έχω κανένα δικαίωμα να–» Ο Έντι δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Η Τζο πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της, τον τράβηξε πάνω της και τον φίλησε. Μ ε τα χείλη της, την ανάσα της, το κορμί της, τον βεβαίωνε ότι είχε κάθε δικαίωμα. Ο θείος της έκανε λάθος. Και η ίδια έκανε λάθος, που αμφέβαλλε για τον Έντι. Είχε κρατήσει τις αποστάσεις του επειδή τη θεωρούσε λογοδοσμένη. Νοιαζόταν για εκείνη όσο νοιαζόταν
και η ίδια για εκείνον. Κι αυτή η συνειδητοποίηση γεννούσε μέσα της ένα αίσθημα ξέφρενης ευτυχίας. Τελικά ήταν ο Έντι αυτός που διέκοψε το φιλί τους. Απομάκρυνε απαλά μια τούφα μαλλιών από το μάγουλό της και είπε: «Το ξέρω ότι θ’ ακουστεί σαν στίχος από κάποιο γλυκανάλατο τραγούδι, αλλά πράγματι δείχνεις πανέμορφη στο φως του φεγγαριού». Έσκυψε για να την ξαναφιλήσει. Και τότε, το άκουσαν και οι δύο – ένας κρότος. Ακούστηκε από την πόρτα. Το ζευγάρι μαρμάρωσε στη θέση του. «Ο πάγκος», ψιθύρισε η Τζο. «Κάποιος έπεσε πάνω στον πάγκο. Κάποιος βρίσκεται εκεί». Έριξαν και οι δύο κλεφτές ματιές πίσω από το άγαλμα. Η λαμπερή δέσμη του φεγγαρόφωτος που φώτιζε τη ράχη του αγάλματος έπεφτε και στον πάγκο – και στον άντρα που είχε σκοντάψει πάνω του. Η Τζο πρόλαβε να δει τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, τα σκληρά μάτια και τη μακριά, μπλάβα ουλή που χαράκωνε το δεξί του μάγουλο. Ο άντρας δρασκέλισε τον πάγκο και προχώρησε στον διάδρομο. Ο Έντι τράβηξε την Τζο πίσω από το άγαλμα. Ζάρωσαν και οι δύο στο πάτωμα, μακριά από το φως του φεγγαριού. Τώρα δεν μπορούσαν να δουν τον άντρα, αλλά τον άκουγαν. Διέσχιζε τον διάδρομο προς το μέρος τους, με τα βήματά του να αντηχούν μέσα στο σκοτάδι. Η Τζο δεν τολμούσε ούτε να ανασάνει. Η καρδιά της χτυπούσε τρελά μες στο στήθος της. Φοβόταν πως θα την ανακάλυπταν εκεί, μόνη με τον Έντι, ακριβώς όπως τότε που είχαν κρυφτεί στην ντουλάπα της Βαν Χάουτεν, αλλά αυτή τη φορά ο φόβος της ήταν πιο βαθύς. Υπήρχε
κάτι σε αυτόν τον άντρα που μόλις είχε δει –κάτι το κτηνώδες και αρπακτικό– που την έκανε να τρέμει την παρουσία του. Ο Έντι κόλλησε το στόμα του στο αυτί της. «Υπάρχει άλλη έξοδος;» ψιθύρισε. Η Τζο έγνεψε καταφατικά. «Τρέξε με το τρία», της είπε. «Εγώ θα τον σταματήσω». Η Τζο κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ναι!» επέμεινε ο Έντι. «Είναι ο μόνος τρόπος». Ο άντρας εξακολουθούσε να πλησιάζει, το βήμα του αργό και υπολογισμένο. «Ένα…» ψιθύρισε ο Έντι. Ακόμα λίγα βήματα και θα τους έβλεπε. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να γυρίσει το κεφάλι του αριστερά. «Δύο…» Η Τζο ένιωθε τώρα την καρδιά της να σφυροκοπάει στα πλευρά της. Η ράχη της ακουμπούσε στη βάση του αγάλματος. Το κεφάλι της ήταν χωμένο στο στήθος του Έντι. Ήξερε ότι προσπαθούσε να τη σώσει. Αν κατάφερνε να βγει από την αίθουσα και να γυρίσει στον χορό, κανένας δεν θα μάθαινε ποτέ ότι είχε βρεθεί οπουδήποτε αλλού, εκτός από τις τουαλέτες. Εκείνος τι θα πάθαινε, όμως; Η Τζο ένιωσε το σώμα της να σφίγγεται, τρέμοντας γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Και τότε, σαν από θαύμα, ο άντρας σταμάτησε. Για λίγα ατέλειωτα δευτερόλεπτα απλώθηκε απόλυτη σιωπή, ύστερα ακούστηκε μόνο ο ήχος των βημάτων του που απομακρύνονταν. Ένα λεπτό αργότερα, ο άντρας είχε χαθεί. Η Τζο ξεφύσηξε τραχιά. «Φύλακας;» ψιθύρισε. «Μ άλλον», αποκρίθηκε ο Έντι. «Πού είναι η άλλη έξοδος;»
«Υπάρχει μια πόρτα στην άλλη άκρη της αίθουσας», είπε η Τζο, παίρνοντας το χέρι του. Τον οδήγησε σε μια δεύτερη σκάλα που έβγαζε σε μια αίθουσα με πίνακες της Αναγέννησης. Ήταν κι αυτή σκοτεινή και έρημη, αλλά βρισκόταν στο ισόγειο και έβγαζε στο φουαγέ. Φως τρύπωνε στο εσωτερικό της και, από το σημείο όπου στέκονταν, η Τζο και ο Έντι μπορούσαν να δουν τους χορευτές και, πιο πίσω, την ορχήστρα που έπαιζε ένα βαλς. «Μ πορώ να επιστρέψω στον χορό από δω», είπε η Τζο. «Αν είμαι τυχερή, δεν θα με δει κανείς. Θα πρέπει να κάνεις το ίδιο, αλλά μη με ακολουθήσεις αμέσως, για να μη δώσουμε λάθος εντύπωση». «Μ πορείς να το πεις και “σωστή εντύπωση”», είπε ο Έντι. Την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε ξανά. Μ ε τα μπράτσα του γύρω της, η Τζο είχε πάψει να ξέρει πού βρισκόταν ή ποια ήταν. Το μόνο που ήξερε ήταν τι ήθελε – εκείνον. Η ένταση των συναισθημάτων της την τρόμαζε. Αυτό το πάθος ήταν ο άνεμος που θα την έσπρωχνε από το χείλος του γκρεμού και θα την τσάκιζε πάνω στα βράχια. Αυτή τη φορά ήταν εκείνη αυτή που διέκοψε το φιλί τους. Έκανε ένα αβέβαιο βήμα προς τα πίσω, λαχανιασμένη. Από το βλέμμα στα μάτια του, ήξερε πως ένιωθε κι εκείνος το ίδιο. «Θεέ μου, Τζο», της είπε. «Τι μου κάνεις;» Άκουσαν τα βιολιά που δυνάμωναν. Το βαλς κόντευε να τελειώσει. «Πρέπει να φύγω», είπε η Τζο. «Έχεις χρήματα πάνω σου;» ρώτησε ο Έντι. «Όχι, στο δωμάτιό μου. Θα βρω μια δικαιολογία και θα φύγω
αμέσως», του απάντησε. «Θα κάνω τάχα πως πηγαίνω για ύπνο κι ύστερα θα πάρω τα χρήματα και θα ξεγλιστρήσω χωρίς να με δουν». «Αποκλείεται». «Θα έρθω μαζί σου». «Δεν θα έρθεις. Το μπαρ του Γουόλς βρίσκεται στο Μ άλμπερι Μ πεντ. Και το Μ πεντ κάνει το λιμάνι να μοιάζει με παρθεναγωγείο μπροστά του». «Συνάντησέ με στη συμβολή της Έρβινγκ με τη Δέκατη Ένατη σε μία ώρα». «Τζο, ορκίζομαι στον Θεό…» «Θέλω να ακούσω τι έχει να πει ο Σο», είπε με πείσμα η Τζο. «Η ιστορία μπορεί να είναι δική σου, Έντι, αλλά πρόκειται για τον πατέρα μου. Αν πάρεις τα χρήματά μου, θα πάρεις μαζί σου κι εμένα». «Δεν ταιριάζεις με το Μ πεντ», διαμαρτυρήθηκε ο Έντι. «Μ πορεί να τρομάξεις την πηγή και να καταστρέψεις τα πάντα!» Ακούστηκαν οι τελευταίες νότες του βαλς. Στην άλλη άκρη της αίθουσας, η Ελίζαμπεθ Άνταμς και ο Μ πραμ διέγραφαν ένα τελευταίο στροβίλισμα. Ο Μ πραμ οδηγούσε με κομψότητα και η Ελίζαμπεθ ακολουθούσε με χάρη, ενώ το φόρεμά της φούσκωνε γύρω της. Ήταν αναψοκοκκινισμένη. Τα μάτια της έλαμπαν. Καθώς η μουσική τελείωνε και άρχιζε το χειροκρότημα, ο Μ πραμ έκλινε ελαφρά το κεφάλι. Η Ελίζαμπεθ έκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση. Χαμογελούσαν και οι δύο. «Πολύ αργά, κύριε Γκάλαχερ», είπε η Τζο. «Νομίζω πως ήδη τα έχω καταστρέψει».
35 Η Τζο κοίταξε με φρίκη το βρόμικο κουρέλι που κρατούσε ο Έντι. «Δεν πρόκειται να φορέσω αυτό το πράγμα!» Μ όλις είχαν κατέβει από την άμαξα. Ο Έντι είχε ζητήσει από τον οδηγό να τους αφήσει στη γωνία της Μ άλμπερι με την Μ πέιγιαρντ, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί να διασχίσει την Κανάλ Στριτ. «Όχι τέτοια ώρα, φιλαράκο», είχε πει. «Ή το φοράς ή δεν έρχεσαι», απάντησε ο Έντι και της έδωσε το κουρέλι. «Μ α τι είναι;» ρώτησε η Τζο, κρατώντας το ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη της. «Η ποδιά ενός εργάτη. Τη βρήκα την ώρα που έβγαινα από το μουσείο. Τύλιξέ τη γύρω σου, σαν σάλι». «Μ α βρομάει νέφτι!» «Ωραία. Θα καλύψει όλες τις άλλες μυρωδιές». Μ ορφάζοντας, η Τζο τύλιξε διστακτικά την ποδιά γύρω από τους ώμους της. «Όχι. Έτσι», είπε ο Έντι και τράβηξε την ποδιά ψηλά, για να της καλύπτει το κεφάλι. «Κράτα το βλέμμα χαμηλά. Μ ην κοιτάζεις κανέναν στα μάτια». Ο τόνος του ήταν αυστηρός· ανησυχούσε. «Τώρα βρισκόμαστε στο Μ πεντ. Είναι επικίνδυνα
εδώ». «Το ξέρω. Έχω διαβάσει τον Τζέικομπ Ρις». Ο Έντι κάγχασε. «Ο Ρις ήταν τουρίστας. Πάμε», είπε και την έπιασε από το μπράτσο. «Ενώ εσύ όχι;» ρώτησε η Τζο. Δεν της απάντησε, αλλά ξεκίνησε με βήμα τόσο γοργό, που η Τζο αναγκαζόταν σχεδόν να τρέχει για να τον προφταίνει. Τελικά ίσως και να μην ήταν τόσο καλή ιδέα, σκέφτηκε η Τζο. Αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να γυρίσει πίσω. Από τη στιγμή που είχε φύγει από το μουσείο, σχεδόν δύο ώρες νωρίτερα, ο χρόνος κυλούσε με τρελούς, ξέπνοους ρυθμούς. Στον χορό, είχε πει στον Μ πραμ και στον θείο της πως δεν ένιωθε καλά. Ο Φίλιπ είχε ανησυχήσει· είχε προσφερθεί να τη συνοδεύσει στο σπίτι της, αλλά η Τζο είχε αρνηθεί. Όταν έφτασε στο σπίτι της, είχε επαναλάβει την ίδια δικαιολογία στη μητέρα της κι ύστερα είχε τρέξει στο δωμάτιό της. Η Κέιτι την είχε ακολουθήσει για να τη βοηθήσει να ξεντυθεί και τώρα βρισκόταν στο κρεβάτι της Τζο αντί για εκείνη. Ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου είχε εγγυηθεί ακόμα μια φορά τη συνεργασία της. Αμέσως μόλις η μητέρα της αποσύρθηκε και ο Θίκστον εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του, η Τζο –φορώντας τα ρούχα εργασίας της Κέιτι– είχε ξεγλιστρήσει από το σπίτι, έχοντας στην τσέπη της πέντε χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου και δύο των πέντε. Είχε συναντήσει τον Έντι στην Έρβινγκ Πλέις, του είχε δώσει τα μονά χαρτονομίσματα, και είχαν πάρει μια άμαξα για το κέντρο. Η σκοτεινή κλειστή άμαξα θα ήταν το ιδανικό μέρος για να ανταλλάξουν στα κλεφτά άλλο ένα φιλί, αλλά ήταν κι οι δύο απορροφημένοι από την κουβέντα τους. Η Τζο είχε αφηγηθεί στον
Έντι την επίσκεψη της Σάλι Γκίμπσον και όσα είχε μάθει. Τώρα συνέχιζαν αυτή τη συζήτηση, καθώς διέσχιζαν την Κανάλ για να κατηφορίσουν τη Μ άλμπερι, περνώντας μπροστά από σκοτεινά μαγαζιά και μπαρ που φωτίζονταν με λάμπες φωταερίου, ξέχειλους κάδους απορριμμάτων και άδεια βαρέλια μπίρας. Απέφευγαν μεθυσμένους που τρέκλιζαν, αδέσποτες γάτες, μια ηλικιωμένη ρυτιδιασμένη γυναίκα που πουλούσε μήλα από το καπέλο της, και έναν παπατζή που τους ζητούσε να μαντέψουν κάτω από ποιο κύπελλο βρισκόταν το καρύδι. «Από τη μέρα που μίλησα με τη Σάλι, έχω πειστεί πως ο Κιντς είναι ο Στίβεν Σμιθ. Πρέπει να είναι. Υπάρχουν υπερβολικά πολλές συμπτώσεις για να ισχύει κάτι άλλο», είπε η Τζο, σφίγγοντας κάτω από το πιγούνι της το απαίσιο κουρέλι που της είχε δώσει ο Έντι. Ήταν σίγουρη πως η μυρωδιά του δεν θα έφευγε ποτέ από τα μαλλιά της. «Ναι, μόνο που υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα με τη θεωρία σου… Ο Σμιθ είναι νεκρός. Πνίγηκε. Το πλοίο του βυθίστηκε στον Ινδικό, κάπου κοντά στις Σεϋχέλλες», είπε ο Έντι. «Στις Σεϋχέλλες; Πώς το ξέρεις αυτό;» απόρησε η Τζο. Δεν θυμόταν να του το είχε πει. «Το έψαξα όταν πήρα το γράμμα σου. Η Στάνταρντ είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο το ’74. Το είχε στείλει κάποιος δημοσιογράφος από τη Ζανζιβάρη. Είχε πάρει συνέντευξη από τον θείο σου, που του είχε πει πως ο Σμιθ είχε μπαρκάρει από τις Σεϋχέλλες μ’ ένα πλοίο που λεγόταν Γλάρος, με σκοπό να διαπιστώσει αν τα μικρότερα νησιά ήταν κατάλληλα για καλλιέργεια μοσχοκάρυδου. Δεν γύρισε ποτέ. Ούτε το πλήρωμα. Μ ήτε το πλοίο το ξαναείδε ποτέ κανείς. Στην περιοχή όπου
ταξίδευε ο Σμιθ μαίνονταν καταιγίδες –αυτό ανέφεραν τα πληρώματα άλλων πλοίων εκεί κοντά–, κι έτσι ήταν σίγουροι πως ο Γλάρος είχε καταστραφεί σε κάποια τρικυμία». «Υπάρχει, όμως, πιθανότητα να επιβίωσε ο Σμιθ», τόλμησε να πει η Τζο. Ο Έντι την κοίταξε σκεπτικός. «Μ άλλον απίθανο. Κανείς από το πλήρωμα δεν επέζησε». «Δεν το ξέρεις αυτό». «Και πού πήγαν; Δεν επέστρεψαν στη Ζανζιβάρη. Κανείς τους δεν φάνηκε ξανά. Ούτε το πλοίο τους». «Μ πορεί να βγήκαν σε κάποιο από τα νησιά», επέμεινε η Τζο. «Αν έβγαιναν σε μεγάλο νησί, ο κόσμος θα τους έβλεπε. Τα μικρότερα νησιά ήταν ακατοίκητα. Πώς θα επιβίωναν;» «Ψαρεύοντας», είπε η Τζο. «Ή… τρώγοντας καρύδες». Ο Έντι ρουθούνισε περιπαιχτικά. «Για δεκαεφτά χρόνια;» Η Τζο έσπαγε το κεφάλι της, παλεύοντας να βρει μια απάντηση. Υπήρχε απάντηση, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Ο Κιντς ήταν ο Στίβεν Σμιθ. Έπρεπε να είναι. Ανέτρεξε νοερά στα γραφεία της Βαν Χάουτεν και στη συζήτηση ανάμεσα στον Κιντς και τον Σάλι, κοσκινίζοντας την κάθε τους λέξη. Και ξαφνικά, το βρήκε. «Πειρατές, Έντι!» φώναξε. «Ο ίδιος το είπε! Θυμάσαι; Ίσως τον βρήκαν σε κάποιο νησί και τον πήραν στο πλοίο τους». «Τα πλοία δεν μπορούν καν να προσεγγίσουν πολλά απ’ αυτά τα νησιά». «Ίσως τον βρήκαν μετά την καταιγίδα, να επιπλέει γαντζωμένος από τα συντρίμμια. Ίσως κολύμπησε μέχρι κάποιο νησί και έστειλε σήματα καπνού από εκεί. Ίσως έφτιαξε μια σχεδία και έφυγε από το νησί και εντοπίστηκε στον ωκεανό από τους πειρατές».
Ο Έντι σήκωσε το φρύδι του. «Έχω την εντύπωση πως κάποια διαβάζει Ροβινσώνα Κρούσο». «Έχω δίκιο», επέμεινε η Τζο. «Το ξέρω». «Δεν φτάνει να το ξέρεις. Χρειαζόμαστε αποδείξεις. Χωρίς αποδείξεις δεν μπορώ να γράψω το άρθρο μου, ούτε εσύ μπορείς να πας στην αστυνομία. Και δεν έχουμε ούτε μία απόδειξη στα χέρια μας». «Ακόμα», τόνισε με πείσμα η Τζο. Είχαν διασχίσει ένα μεγάλο κομμάτι της Μ άλμπερι Στριτ. Η Τζο, αποφασισμένη να δει τις κακόφημες φτωχογειτονιές της Έκτης Περιφέρειας, χάζευε γύρω της, αψηφώντας την παράκληση του Έντι να κρατάει χαμηλωμένο το βλέμμα. Είδε χαμηλά ξύλινα σπίτια, κτίρια μαυρισμένα από την καπνιά, ενεχυροδανειστήρια και μια παράγκα που πουλούσε καφέ για ένα σεντ. Απέφυγε ένα μικρό παιδί που μετέφερε μια κανάτα με μπίρα, ένα ψόφιο σκυλί που κειτόταν στο πεζοδρόμιο και έναν άστεγο που κοιμόταν πάνω σε μια ζεστή σχάρα. Θόρυβοι ακούγονταν παντού ολόγυρα – φωνές, το κλάμα ενός μωρού, τα κουδουνάκια από το καρότσι κάποιου ρακοσυλλέκτη. Όταν έστριψαν στην Μ πέιγιαρντ, προστέθηκε μια δυσωδία – μια μυρωδιά τόσο άσχημη και τόσο διαπεραστική, που σου έδινε την αίσθηση ότι μπορούσες να την κόψεις με μαχαίρι. «Έντι! Χριστέ μου!» είπε η Τζο, κρατώντας την ανάσα της. «Τι είναι αυτό;» Η μυρωδιά είχε τρυπώσει τώρα στο λαρύγγι και στη μύτη της, απειλώντας να την πνίξει. Τα μάτια της είχαν δακρύσει. «Τουαλέτες. Κράτα την ποδιά μπροστά από το πρόσωπό σου». Η Τζο υπάκουσε. Το νέφτι μύριζε σαν άρωμα, σε σύγκριση. Αναρωτήθηκε πώς κατάφερναν να παίρνουν ανάσα οι φτωχοί που
ζούσαν εκεί. Διένυσαν ακόμα μισό τετράγωνο και ο Έντι σταμάτησε. «Εδώ είμαστε», είπε, δείχνοντας μια σκάλα που οδηγούσε από το πεζοδρόμιο σε ένα υπόγειο ενεχυροδανειστήριο. Τα σκαλιά κατέληγαν μπροστά σε μια στενή πόρτα. Μ ια αμυδρή κιτρινωπή λάμψη έβγαινε από το εσωτερικό της. Οι στίχοι ενός άσεμνου τραγουδιού έφταναν στα αυτιά τους. «Υποθέτω πως είναι αργά για να σε πείσω να γυρίσεις στο σπίτι σου, έτσι δεν είναι;» Η Τζο κούνησε το κεφάλι της. Ο Έντι ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα. Η Τζο τον ακολούθησε και, ένα λεπτό αργότερα, βρίσκονταν σε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο, μαυρισμένο από τον καπνό των τσιγάρων. Το πάτωμα ήταν από χώμα, ο αέρας βρομοκοπούσε ιδρώτα, μούχλα και τζιν, οι τοίχοι έσταζαν από την υγρασία. Βρόμικοι και κουρελιασμένοι άντρες κάπνιζαν και μπεκρόπιναν, και η Τζο διέκρινε δύο γυναίκες καθισμένες στο πάτωμα, με τις πλάτες τους να ακουμπούν στον τοίχο. Η μια ήταν λιπόθυμη και είχε ένα βρέφος στην αγκαλιά. Η άλλη είχε το βλέμμα στυλωμένο στο ποτό της, σάμπως να ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε σημασία σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Τζο καταλάβαινε τώρα για ποιον λόγο αυτά τα μέρη ονομάζονταν «καταγώγια»· επειδή οι κατεστραμμένες ψυχές που σύχναζαν εκεί είχαν γκρεμοτσακιστεί στα πιο αδιανόητα βάθη. Ετοιμόρροπα τραπέζια και καθίσματα ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιο. Μ ια σανίδα στερεωμένη ανάμεσα σε δύο βαρέλια εκτελούσε χρέη πάγκου. Οι δύο άντρες που στηρίζονταν πάνω της περιεργάστηκαν με αυθάδεια την Τζο καθώς πλησίαζε μαζί με τον Έντι. Ο ένας είπε κάτι χαμηλόφωνα· ο σύντροφός του γέλασε. Η
Τζο κοίταξε νευρικά γύρω της, αναζητώντας οδό διαφυγής. Για κάθε περίπτωση. Απ’ όσο μπορούσε να δει, όμως, δεν υπήρχε καμία. Ο μπάρμαν τους έριξε μια λοξή ματιά. «Δεν νοικιάζουμε δωμάτια εδώ», είπε. Ο Έντι έχασε το χρώμα του. «Δεν θέλουμε δωμάτιο, Μ ικ». Ο μπάρμαν τον κοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή και μόρφασε. «Βρε, καλώς τον Έντι Γκάλαχερ! Χρόνια και ζαμάνια. Τι κάνεις, αγόρι μου;» «Καλά. Εσύ;» «Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Τι μπορώ να κάνω για εσένα;» Ο Έντι έσπρωξε ένα από τα δολάρια της Τζο πάνω στον πάγκο. «Γυρεύουμε κάποιον», είπε σιγανά. «Έναν άντρα που ονομάζεται Τζάκι Σο». Ο μπάρμαν έβαλε το δολάριο στην τσέπη του και έδειξε έναν άντρα που καθόταν καμπουριασμένος σε ένα γωνιακό τραπέζι. Ο Έντι τον ευχαρίστησε κι ύστερα διέσχισε μαζί με την Τζο το δωμάτιο. Η Τζο αναρωτήθηκε πώς γνώριζε ο Έντι τον μπάρμαν, αλλά δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της για να αναλύσει αυτό το ερώτημα. Ένας καβγάς είχε μόλις ξεσπάσει λίγα μέτρα μακριά της. Δύο άντρες αντάλλαξαν βαριές κουβέντες κι ύστερα ο ένας από αυτούς άρπαξε τον άλλον από το κεφάλι, το τράβηξε προς τα κάτω και του έμπηξε ένα μαχαίρι στο πρόσωπο. Η Τζο άκουσε έναν εμετικό ήχο και είδε το αίμα που άρχισε να αναβλύζει από τη σπασμένη μύτη του άντρα. Έπνιξε μια κραυγή και γραπώθηκε στο μπράτσο του Έντι. Ο Μ ικ άρπαξε ένα μπαστούνι του μπέιζ μπολ, το κατέβασε πάνω στον πάγκο και απείλησε μεγαλόφωνα πως θα τσάκιζε τα
κεφάλια και των δύο αντρών, έτσι και δεν έβγαιναν έξω να συνεχίσουν τον καβγά τους. Παραδόξως, οι απειλές του έκαναν την Τζο να αισθανθεί ασφαλής. Πολύ αμφέβαλλε πως κάποιος από τους υπόλοιπους θαμώνες θα ενοχλούσε εκείνη ή τον Έντι ύστερα από την προειδοποίηση του Μ ικ. «Ο Τζάκι Σο;» ρώτησε ο Έντι, όταν έφτασαν στο γωνιακό τραπέζι. Ο άντρας που καθόταν εκεί σήκωσε το κεφάλι. «Ποιος θέλει να μάθει;» ρώτησε με βραχνή φωνή. Έμοιαζε πενηντάρης. Το ένα μάτι του ήταν θολό από καταρράκτη. Τα δόντια του ήταν σάπια. Ο Έντι τράβηξε δύο καρέκλες και κάθισε στη μια. Η Τζο πήρε την άλλη. Ο Έντι είχε έτοιμη την ιστορία του. «Μ ε λένε Έντι Γκάλαχερ. Είμαι δημοσιογράφος. Γράφω ένα άρθρο για την εταιρεία Βαν Χάουτεν και τη ναυτιλιακή βιομηχανία της Νέας Υόρκης. Και αναρωτιόμουν μήπως–» «Δίνε του», είπε κακόκεφα ο Σο. «Έντι, θαρρώ πως είναι μεθυσμένος», ψιθύρισε η Τζο. «Μ πορεί να είμαι μεθυσμένος, αδερφούλα, αλλά δεν είμαι κουφός», την έκοψε ο Σο. «Και θα πρέπει να είμαι τελείως λιώμα για να μιλήσω για τους Μ όντφορτ. Είτε σ’ εσένα είτε σε οποιονδήποτε άλλον». Ενώ μιλούσε, έσφιγγε με δύναμη το ποτήρι του. Η Τζο ένιωσε να ανατριχιάζει ακούγοντας αυτόν τον άντρα να προφέρει το όνομά της. Κάτι ήξερε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Κοίταξε τον Έντι και κατάλαβε από την έκφρασή του πως ένιωθε κι αυτός το ίδιο. Δεν μπορούσαν να αφήσουν την ευκαιρία να τους ξεγλιστρήσει. Αποφάσισε να το διακινδυνεύσει. «Κύριε Σο, ονομάζομαι Τζόζι Τζόουνς. Είμαι κι εγώ δημοσιογράφος».
«Σκασίλα μου ποια είσαι», απάντησε ο Σο. Η Τζο επέμεινε. «Επιτρέψτε μου να μιλήσω με ειλικρίνεια. Ο συνάδερφός μου κι εγώ δεν γράφουμε ένα άρθρο για τη Βαν Χάουτεν. Γράφουμε ένα άρθρο για τον θάνατο του Τσαρλς Μ όντφορτ. Πιστεύουμε ότι δολοφονήθηκε. Και προσπαθούμε να βρούμε το γιατί», είπε. «Δολοφονήθηκε, ε;» Το καθαρό μάτι του είχε τώρα μια φοβισμένη έκφραση. «Αν σκοπεύεις να θάψεις το παρελθόν, φρόντισε να το θάψεις βαθιά, κοπέλα μου. Οι ρηχοί τάφοι πάντα προδίδουν τους νεκρούς τους». Άγγιξε την άκρη του καπέλου του. «Καληνύχτα σε όλους». Ο Σο έκανε να σηκωθεί και η Τζο αντάλλαξε βλέμματα αγωνίας με τον Έντι. «Κύριε Σο, μπορώ να σας κεράσω ένα ποτό;» ρώτησε ο Έντι. Ο Σο κούνησε το κεφάλι. «Θα χρειαστεί πάνω από ένα, γιε μου», είπε κι έκανε ξανά να φύγει. «Τι θα λέγατε για ολόκληρο το μπουκάλι;» πρότεινε η Τζο, σε μια απεγνωσμένη απόπειρα να τον κρατήσει εκεί. «Συν αυτό», πρόσθεσε κι ακούμπησε ένα από τα χαρτονομίσματα των πέντε δολαρίων στο τραπέζι, κρατώντας το μισοκρυμμένο κάτω από την παλάμη της. Πέντε δολάρια θα ήταν μια μικρή περιουσία για τον Σο – όπως και για κάθε άλλον μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Ο Σο γύρισε και την κοίταξε και η Τζο κατάλαβε πως έδινε μάχη με τον εαυτό του. Δεν ήταν σίγουρη τι από τα δύο θα κέρδιζε – ο φόβος του ή η ανάγκη του για τζιν. «Από πού ξεμύτισες εσύ, αδερφούλα; Μ ιλάς σοβαρά;» είπε στο τέλος. «Ναι. Μ ιλάω απολύτως σοβαρά», είπε η Τζο, ελπίζοντας πως ο
άντρας θα άλλαζε γνώμη και θα καθόταν ξανά. Και πράγματι, αυτό έκανε. Η Τζο έσπρωξε το χαρτονόμισμα προς το μέρος του, ενώ ο Έντι κατευθύνθηκε βιαστικά προς τον πάγκο. Γύρισε ένα λεπτό αργότερα με δύο ποτήρια και ένα βρόμικο καφέ μπουκάλι. Αφού σέρβιρε και στους τρεις, σήκωσε το ποτήρι του. «Στην υγειά μας», είπε κι έπειτα ήπιε μια μικρή γουλιά μορφάζοντας. Η Τζο προσποιήθηκε πως ήπιε. Το υγρό μύριζε σαν κηροζίνη. «Αυτό θα είναι δικό μου όταν τελειώσουμε;» ρώτησε ο Σο, δείχνοντας το μπουκάλι. Ο Έντι τον διαβεβαίωσε πως θα ήταν δικό του, αρκεί να απαντούσε στις ερωτήσεις τους. «Έχετε ακουστά ένα πλοίο που το λένε Μ ποναβεντούρε;» ρώτησε. Ο Σο τινάχτηκε θαρρείς και τον είχαν περιλούσει με παγωμένο νερό. Κατέβασε ακόμα δύο ποτήρια. Ύστερα, όταν ο Έντι απείλησε να του πάρει το μπουκάλι, άρχισε να μιλάει. «Το Μ ποναβεντούρε άραζε πού και πού στη Ζανζιβάρη. Είχε πορτογαλικά χαρτιά και πορτογαλικό πλήρωμα. Μ αχαιροβγάλτες όλοι τους. Δεν το είχαν σε τίποτα να σε σκοτώσουν. Βρίσκονταν εκεί μόνο για το χρήμα, και το φορτίο του Μ ποναβεντούρε απέφερε μετρητά. Και μπόλικα, μάλιστα». «Τσάι; Μ παχαρικά;» ρώτησε ο Έντι, κρυφοκοιτάζοντας αναστατωμένος την Τζο. Εκείνη μόλις που κρατιόταν να μη χαμογελάσει από ενθουσιασμό. Ο Σο είχε τα μάτια στυλωμένα στο ποτήρι του. Σαν να μην είχε ακούσει καν τον Έντι. Η Τζο τον παρότρυνε νοερά να μιλήσει, να
τους πει όσα ήξερε. «Υπήρχαν φήμες για το Μ ποναβεντούρε. Κάποιοι έλεγαν ότι το πλοίο δεν ήταν πορτογαλικό, αλλά ότι ανήκε στη Βαν Χάουτεν. Φυσικά, κανείς ποτέ δεν το απέδειξε. Θα έπρεπε να είσαι τρελός για να το προσπαθήσεις. Οι Μ όντφορτ, ο Τσάρλι και ο Φίλιπ… δεν ήταν άνθρωποι που θα ήθελες να εξοργίσεις», είπε. Η Τζο ήξερε πως ο πατέρας και ο θείος της μπορούσαν να γίνουν σκληροί διαπραγματευτές και αυστηρά αφεντικά. Ήξερε ακόμα ότι, στο εμπόριο, οι συνέταιροι και οι υπάλληλοι δεν ήταν πάντα χαρούμενοι με τους όρους της εκάστοτε συμφωνίας. Ναύτες και καπετάνιοι παραπονιούνταν συχνά πως δεν πληρώνονταν αρκετά. Ακούγοντας τώρα τον Σο, η Τζο υπέθεσε ότι το υπονοούμενό του για τον πατέρα και τον θείο της δεν ήταν παρά ακόμα ένα παράπονο. Ο Έντι σέρβιρε κι άλλο τζιν. Ο Σο παρακολουθούσε το αλκοόλ να κυλάει στο ποτήρι του. «Όλο το τζιν της Νέας Υόρκης δεν θα κατάφερνε να πνίξει την ανάμνηση των ήχων που ακούγονταν από εκείνο το πλοίο», είπε. «Ήχοι; Τι ήχοι;» ρώτησε η Τζο, μπερδεμένη. Το τσάι και τα μπαχαρικά δεν έκαναν θόρυβο. «Ήμουν πλήρωμα στο Αλβιόνα, ένα ιστιοφόρο που μετέφερε τσάι», συνέχισε ο Σο. «Αυτό έγινε πριν από είκοσι χρόνια περίπου. Βρισκόμασταν έξω από τις ακτές της Μ οζαμβίκης. Ήταν νύχτα και είχε πέσει πυκνή ομίχλη. Το Μ ποναβεντούρε εμφανίστηκε από το πουθενά, ερχόταν καταπάνω μας. Ο καπετάνιος μας ήταν έξω φρενών. Το χαιρέτησε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Πέρασε λίγα μέτρα μακριά μας, σιωπηλό σαν φάντασμα. Τότε, το άκουσα. Όλοι
το ακούσαμε. Κάποιες βραδιές, το ακούω ακόμα». Πέρασε ένα τρεμάμενο χέρι από το πρόσωπό του. «Η ομίχλη έκλεισε ξανά γύρω μας και συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε;» «Κύριε Σο, τι υπήρχε σ’ εκείνο το πλοίο;» τον πίεσε η Τζο, αγωνιώντας για την απάντηση. Ο Σο δεν αποκρίθηκε. Κοίταξε πέρα από την Τζο, προς τον πάγκο, και η Τζο σχημάτισε την εντύπωση πως πάλευε να βρει το κουράγιο του. Και τότε, γούρλωσε τα μάτια και τινάχτηκε όρθιος, ξαφνιάζοντας την Τζο. «Έι! Πού πας; Κάναμε μια συμφωνία!» είπε ο Έντι. «Συγγνώμη, γιε μου. Η ζωή μου αξίζει περισσότερο από ένα μπουκάλι τζιν». «Κύριε Σο, σας παρακαλώ, μη φεύγετε», τον ικέτευσε η Τζο. Ο Σο ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αλλά η απόγνωση στη φωνή της Τζο τον σταμάτησε. «Ακολούθησε το Νόζετ», είπε λακωνικά. «Ακολούθησε το Νόζετ και θα βρεις το Μ ποναβεντούρε. Και ο Θεός να σε βοηθήσει, έτσι και το βρεις». Διέσχισε το δωμάτιο τρεκλίζοντας, ανέβηκε τα σκαλιά που έβγαζαν στο πεζοδρόμιο και χάθηκε από τα μάτια τους. Οικτρά απογοητευμένη, η Τζο στράφηκε προς τον πάγκο για να δει τι ήταν αυτό που τον είχε τρομάξει. Ένας άντρας έβγαινε βιαστικά από το μπαρ του Γουόλς, ακολουθώντας τον Σο. Παρόλο που έκρυβε το πρόσωπό του με το καπέλο του, η Τζο πρόλαβε να δει φευγαλέα τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, τα σκληρά μάτια… και ένα μάγουλο χαρακωμένο από μια μακριά μπλάβα ουλή.
36 «Αυτός ήταν, Έντι, είμαι σίγουρη!» είπε η Τζο. Γύριζε σαν τρελή γύρω από τον εαυτό της στο πεζοδρόμιο, προσπαθώντας να βρει τον άντρα με την ουλή, αλλά εκείνος είχε γίνει άφαντος. «Ποιος; Για τι πράγμα μιλάς;» ρώτησε ο Έντι, όταν έφτασε δίπλα της. Η Τζο είχε ορμήξει έξω από το καταγώγιο, λες και είχε πιάσει φωτιά. «Ο άντρας που μόλις βγήκε από το μπαρ! Είναι ο ίδιος άντρας που είδαμε στο μουσείο. Αυτός που μας ακολούθησε στην αίθουσα με τα αγάλματα». «Είσαι σίγουρη, Τζο;» «Απολύτως. Μ ας ακολουθεί. Ποιος είναι;» ρώτησε. «Δεν ξέρω», απάντησε ο Έντι. «Αλλά ο Σο ήξερε. Και δεν πρόκειται να μας μιλήσει ξανά». Ο Έντι πήρε τον δρόμο της επιστροφής μέσω της Μ άλμπερι Στριτ και η Τζο τον ακολούθησε. «Τι μετέφερε εκείνο το πλοίο;» ρώτησε ο Έντι, και η ενόχληση ήταν φανερή στη φωνή του. «Τι εμπορευόταν η Βαν Χάουτεν, εκτός από τσάι και μπαχαρικά;» «Καφέ, κινίνο και κακάο. Αλλά δεν είμαστε καν σίγουροι πως ήταν πλοίο της Βαν Χάουτεν. Ακόμα και ο ίδιος ο Σο δεν ήταν
σίγουρος». Ο Έντι τη λοξοκοίταξε. «Πιστεύεις ακόμα πως κανένας από τη Βαν Χάουτεν δεν είναι μπλεγμένος σε κάποια βρομοδουλειά; Ο πατέρας σου δολοφονήθηκε. Ένας άγνωστος κάνει τον Σκάλι να τρέμει σαν το φύλλο. Ένα αλλόκοτο πλοίο-φάντασμα μεταφέρει ύποπτο φορτίο. Α, και παραλίγο να το ξεχάσω – ένας σημαδεμένος κακοποιός δείχνει αποφασισμένος να εξασφαλίσει πως δεν θα μάθουμε τίποτα περισσότερο για το πλοίο και το φορτίο του». Ο σαρκαστικός τόνος του ήταν καυστικός και πονούσε την Τζο, γι’ αυτό και δεν του απάντησε αμέσως. Τα λόγια του Σο αντηχούσαν στο μυαλό της: «Αν σκοπεύεις να θάψεις το παρελθόν, φρόντισε να το θάψεις βαθιά, κοπέλα μου. Οι ρηχοί τάφοι πάντα προδίδουν τους νεκρούς τους». Μ ια ανησυχία την είχε κυριεύσει, παγερή και δυσοίωνη σαν χειμωνιάτικη νύχτα. «Δεν ξέρω τι να πιστέψω», παραδέχτηκε. «Επιτέλους!» φώναξε με επιδοκιμασία ο Έντι. «Είναι ανάγκη να είσαι τόσο συγκαταβατικός;» ρώτησε η Τζο, ενοχλημένη. «Συγγνώμη», έκανε ο Έντι, δήθεν συντετριμμένος. «Αυτό που ήθελα ήταν να σε τσιγκλίσω, όχι να φανώ αλαζόνας». Η Τζο τον αγριοκοίταξε. Πράγματι μόλις λίγες ώρες νωρίτερα λαχταρούσε τόσο απεγνωσμένα να τον φιλήσει; Τώρα ένιωθε έτοιμη να τον στραγγαλίσει. Ήταν συνηθισμένη στον ευγενικό σεβασμό που της έδειχναν οι νεαροί άντρες και ξεχνούσε πως ο Έντι δεν ήταν τρομερά ευγενικός και δεν φερόταν με σεβασμό. Άρχισαν να συζητούν με μεγαλύτερη ένταση, αλλά ο ήχος μιας άλλης φωνής τους σταμάτησε. «Έντι. Έντι Γκάλαχερ».
Ο Έντι πάγωσε. Σήκωσε το χέρι του για να σωπάσει την Τζο. Ένα κορίτσι στεκόταν ακριβώς μπροστά τους, στη γωνία της Μ πέιγιαρντ με τη Μ άλμπερι. Φορούσε ριγέ μεταξωτό φόρεμα, βελούδινη κάπα και καπέλο με φτερό. Ήταν ένα σύνολο που η Τζο θα χαιρόταν να είχε στην γκαρνταρόμπα της, και η κοπέλα το φορούσε με χάρη – παρ’ όλα αυτά, η ξαφνική εμφάνισή της την είχε μπερδέψει. Ήταν όμορφη και απίστευτα παράταιρη, κι όμως κανείς δεν έδειχνε να το προσέχει. Οι άνθρωποι την προσπερνούσαν χωρίς δεύτερη ματιά. Σαν υπέροχο κόσμημα, σκεφτόταν η Τζο, που κάποιος είχε πετάξει σε έναν βρόμικο δρόμο, αλλά κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να το μαζέψει. «Φέι», είπε ο Έντι, κοιτάζοντας την κοπέλα. Δεν ακουγόταν χαρούμενος. Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και η Τζο την αναγνώρισε. Ήταν το ίδιο κορίτσι που είχε δει στο λιμάνι μαζί με τον Τάμπλερ, μόνο που απόψε έδειχνε πολύ διαφορετική. Δεν ήταν μόνο τα ρούχα της που ήταν πολύ καλύτερα από αυτά που φορούσε εκείνη τη βραδιά, αλλά και το πρόσωπό της, που ήταν βαμμένο με κοκκινάδι, και τα μαλλιά της, που τώρα ήταν κόκκινα αντί για ξανθά. «Σε θέλει, Γραφιά», είπε. Ο Έντι έριξε μια βιαστική ματιά στη Μ άλμπερι. Κι εκείνη τη στιγμή, ο Τάμπλερ εμφανίστηκε από το σκοτάδι. Δύο αγόρια πρόβαλαν από το κατώφλι ενός σπιτιού. Δύο κορίτσια που κάθονταν σε ένα κεφαλόσκαλο σηκώθηκαν. Όλα τους ήταν καλοντυμένα. Μ ε τα χλωμά, ανέκφραστα πρόσωπά τους, θύμιζαν στην Τζο μοχθηρές πορσελάνινες κούκλες που ξαφνικά είχαν πάρει ζωή. «Δεν θα έτρεχα, αν ήμουν στη θέση σου», τον συμβούλευσε η
Φέι. «Ο Τάμπλερ και ο Άσκαν κρατάνε μαχαίρια». Ο Έντι βλαστήμησε. Το χέρι του σφίχτηκε στο μπράτσο της Τζο. Για πρώτη φορά εκείνη τη βραδιά, η Τζο δεν ένιωσε νευρικότητα ή αδημονία αλλά πραγματικό φόβο. «Μ όνο εγώ, Φέι», είπε ο Έντι. «Όχι εκείνη. Θα έρθω μαζί σου, αλλά εκείνη θα γυρίσει στο σπίτι της με άμαξα». Η Φέι κούνησε το κεφάλι. «Λυπάμαι, Γραφιά», είπε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο. «Σας θέλει και τους δύο».
37 Το σοκάκι όπου την οδήγησε ο Έντι ήταν τόσο στενό και σκοτεινό, που η Τζο μετά βίας έβλεπε πού πήγαινε, αλλά είχε δει το όνομά του καθώς έμπαιναν. Κάποιος το είχε γράψει στον τοίχο με κιμωλία: Λημέρι Ληστών. Ο Έντι κρατούσε το χέρι της σφιχτά καθώς περπατούσαν. Τα βήματά του ήταν σβέλτα και σίγουρα· ήξερε τα κατατόπια. Η Φέι, ο Τάμπλερ και τα τέσσερα παιδιά τους ακολουθούσαν. «Πού πάμε;» ψιθύρισε η Τζο. «Να δούμε τον Ράφτη. Μ ας κάλεσε», εξήγησε ο Έντι. «Είναι το αφεντικό της Φέι, σωστά; Ο Φέιγκιν της Νέας Υόρκης…» «Ο ένας και μοναδικός», απάντησε βλοσυρά ο Έντι. «Θα έπρεπε να φοβάμαι;» «Θα έπρεπε να βρίσκεσαι στο σπίτι σου. Γιατί σε άφησα να έρθεις εδώ, διάολε; Αν ξεμπερδέψουμε απ’ αυτή την ιστορία, δεν θα σε ξαναπάρω ποτέ μαζί μου. Ποτέ. Το ορκίζομαι στον Θεό». Αυτό το «αν» ανησύχησε την Τζο. «Τι θέλει από εμάς;» «Να μιλήσουμε. Ή, τουλάχιστον, ελπίζω ότι αυτό θέλει». Το σοκάκι έβγαζε σε έναν ορθογώνιο αυλόγυρο που πλαισιωνόταν από οχτώ ετοιμόρροπα ξύλινα κτίρια, καθένα τρεις
ορόφους ψηλό. Αδύνατοι άντρες με βαθουλωμένα μάγουλα, ντυμένοι με κουρέλια, κάθονταν ολόγυρα και κάπνιζαν πίπες ή έπιναν από ραγισμένα κύπελλα. Από το άνοιγμα μιας πόρτας, η Τζο έριξε μια κλεφτή ματιά σε ένα από τα δωμάτια του ισογείου. Γυναίκες και παιδιά κοιμούνταν ξαπλωμένα στο πάτωμα εκείνου του στενόχωρου δωματίου. «Φτάσαμε σχεδόν», είπε ο Έντι, καθώς την οδηγούσε προς ένα κτίριο που έμοιαζε να είναι το πιο παραμελημένο απ’ όλα. Τα παράθυρα του ισογείου ήταν σκοτεινά και η πόρτα θεόκλειστη, αλλά στον πρώτο όροφο φιγουράριζε ένα μπαλκόνι. Ο Έντι κοίταξε ψηλά. Εκείνη τη στιγμή, ένας νεαρός άντρας που χάζευε στον αυλόγυρο κατευθύνθηκε προς το μέρος του. «Βρε, βρε, ο Έντι Γκάλαχερ», είπε. «Βγήκαμε τσάρκα στις φτωχογειτονιές απόψε, ε, Γραφιά; Ποια είναι η κούκλα;» Η Τζο ένιωσε το κορμί της να σφίγγεται. Ο άντρας έδειχνε να γνωρίζει τον Έντι, ακριβώς όπως τον γνώριζε ο Μ ικ Γουόλς, αλλά υπήρχε ένας απειλητικός τόνος στη φωνή του. Όπως και οι υπόλοιποι άντρες στην αυλή, έτσι κι αυτός φορούσε καπέλο μελόν, τραβηγμένο χαμηλά πάνω από τα φρύδια του. Το αριστερό μάτι του ήταν σκεπασμένο με ένα κάλυμμα. «Όμορφε Γουίλ…» είπε ο Έντι. «Πάει πολύς καιρός. Συγγνώμη που δεν προλαβαίνω να τα πούμε, αλλά έχω δουλειά με τον Ράφτη». Ο νεαρός άντρας του έκλεισε τον δρόμο. «Δεν θέλω φασαρίες», είπε ο Έντι, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. «Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα τις έχεις», είπε ο Γουίλ. «Για αρχή, θα πάρω αυτά τα μανικετόκουμπα. Κι αυτό το σακάκι. Συν ό,τι βρίσκεται στις τσέπες σου». Έριξε μια λάγνα ματιά στην Τζο.
«Κι ύστερα θα πάρω αυτήν εδώ». Ο Έντι έσπρωξε την Τζο πίσω του και σήκωσε τις γροθιές του. «Τι θα κάνεις, Γραφιά; Είσαι ένας και είμαστε δέκα», είπε ο Γουίλ, δείχνοντας τους άντρες στον αυλόγυρο. «Να μη σε νοιάζει τι θα κάνει αυτός», είπε η Φέι. Περπατούσε πίσω από τον Έντι, την Τζο και τους υπόλοιπους, αλλά είχε ανοίξει δρόμο και τώρα στεκόταν ακριβώς μπροστά στον Γουίλ. «Να σε νοιάζει τι θα κάνω εγώ». Έδειξε το μπαλκόνι. «Θα το πω σ’ εκείνον. Και όταν ακούσει ότι πείραξες τους καλεσμένους του, θα έρθει εδώ κάτω με τα ψαλίδια του. Τα ακονίζει κάθε βράδυ». Άγγιξε με το γαντοφορεμένο δάχτυλό της το κάλυμμα στο μάτι του Γουίλ. «Αλλά δεν είναι ανάγκη να σου το πω αυτό, έτσι δεν είναι;» Φόβος τρεμόπαιξε στο καλό μάτι του Γουίλ. Ο Τάμπλερ το πρόσεξε και μόρφασε, κάνοντας τάχα πως κατέβαζε ένα μαχαίρι. «Να προσέχεις, σκατόπαιδο», γρύλισε θυμωμένα ο Γουίλ και απομακρύνθηκε. Ο Τάμπλερ έχωσε δύο δάχτυλα στο στόμα του και σφύριξε διαπεραστικά. Δευτερόλεπτα αργότερα, μια σκάλα κατέβηκε από το μπαλκόνι. Ο Τάμπλερ σκαρφάλωσε. Η Φέι έδειξε την Τζο. «Γιατί στην ευχή την έφερες εδώ;» ρώτησε τον Έντι. «Είναι μεγάλη ιστορία», απάντησε εκείνος. Η Φέι κούνησε το κεφάλι. «Είσαι χαζός, Γραφιά. Αυτή η γυναίκα θα είναι η καταστροφή σου». Και ξεκίνησε να ανέβει τη σκάλα. «Μ ετά είναι η σειρά σου», είπε ο Έντι στην Τζο, έχοντας στον νου του τον Όμορφο Γουίλ.
Η Τζο αρπάχτηκε από ένα σκαλοπάτι, πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να σκαρφαλώνει.
38 Η Τζο περίμενε να δει αγριωπούς κακούργους. Όπλα και μαχαίρια. Στοίβες από λεφτά. Μ πουκάλια τζιν. Δεν περίμενε ποτέ να δει δαντέλες. Καθώς δρασκέλιζε το παράθυρο για το άντρο του Ράφτη, σχεδόν προσγειώθηκε σε ένα πανέρι γεμάτο δαντέλα. Τόπια υφάσματος στηρίζονταν στους τοίχους – ντελικάτα εμπριμέ, κυματιστά μεταξωτά, πλούσια μπροκάρ. Τενεκεδάκια του καφέ ξεχείλιζαν από κουμπιά και χάντρες. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου στέκονταν κούκλες ραπτικής. Η μια φορούσε ένα μενεξεδί φόρεμα τόσο φίνο, που εύκολα θα νόμιζε κανείς πως είχε αγοραστεί από τον Γουόρθ. Η Τζο πλησίασε και άγγιξε ένα μανίκι. Δεν μπορούσε να κρατηθεί. «Θα έδειχνε θεσπέσιο πάνω σας, αγαπητή μου», είπε μια φωνή. Η Τζο έκανε μεταβολή και είδε έναν άντρα που καθόταν σε ένα ξύλινο τραπέζι εργασίας. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μακρύ ψαλίδι. Ήταν λεπτοκαμωμένος, με στενό πρόσωπο γεμάτο γωνίες, ψηλό μέτωπο και βαθουλωμένα μάτια που γυάλιζαν δυσοίωνα στο φως της λάμπας. Τα μαλλιά του, σκουροκάστανα με γκρίζες τούφες, ήταν τραβηγμένα σε μια λαδωμένη αλογοουρά. Φορούσε λιγδιασμένο λευκό πουκάμισο, γκρι μάλλινο γιλέκο και ασορτί
στενό παντελόνι. Ένα μαξιλαράκι για καρφίτσες ήταν δεμένο γύρω από τον καρπό του. «Τζέικομπ Μ πέκετ, ράφτης πρώτης κατηγορίας, στις υπηρεσίες σας», είπε σκύβοντας το κεφάλι. Κάτι στο χαμόγελό του τρόμαζε την Τζο, αλλά ήξερε πως καλά θα έκανε να μην το δείξει. Του ανταπέδωσε το βλέμμα και είπε: «Τζόζι Τζόουνς, δημοσιογράφος. Χαίρομαι που σας γνωρίζω». Εκείνη τη στιγμή, μια μικρή βρόμικη παλάμη εμφανίστηκε στο χείλος του τραπεζιού και έκλεισε γύρω από ένα λαμπερό κουμπί. Μ ε μια γοργή ρευστή κίνηση, ο άντρας κάρφωσε το ψαλίδι του στο τραπέζι. Η Τζο ένιωσε να της κόβεται η ανάσα, σίγουρη πως είχε μπήξει τη λεπίδα στη σάρκα του παιδιού, αλλά αυτό που είχε καρφώσει ήταν το μανίκι. Το παιδί, ένα μικρό ξανθό αγόρι με κενό βλέμμα, κλαψούριζε προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Ο ράφτης ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του παιδιού. «Κλέβεις για εμένα, Νόγκιν, όχι από εμένα, θυμάσαι; Αν μου φέρεις κάτι, θα…. Τι θα κάνω, μικρέ;» τον παρότρυνε. «Θα ταΐσεις τον Νόγκιν», είπε το αγόρι. «Κι αν μου πάρεις κάτι, θα… τι; Έλα τώρα, πες το…» «Θα δείρεις τον Νόγκιν». «Πολύ καλά. Δρόμο τώρα». Ο άντρας τράβηξε το ψαλίδι από το ξύλο, απελευθερώνοντας το μανίκι του αγοριού, και γύρισε ξανά στην Τζο. «Αργόστροφος σαν χελώνα αυτός εδώ, αλλά με πρόσωπο αγγέλου. Είναι τόσο όμορφος με το ναυτικό κοστούμι που του έραψα, ώστε οι κυρίες παρατάνε ό,τι κι αν κάνουν για να τον χαϊδολογήσουν». «Κι ούτε που παίρνουν είδηση όταν μπαίνει στη μέση η Φέι», συνέχισε ο Έντι. Μ όλις είχε σκαρφαλώσει από το παράθυρο και
είχε τραβήξει πάνω τη σκάλα. Ο Ράφτης αγνόησε το σχόλιό του. «Καθίστε», είπε, δείχνοντας στον Έντι και την Τζο δύο άδειες καρέκλες κοντά στο τραπέζι. «Φέι, καλή μου, καφέ για τους επισκέπτες μας». Τα μάτια της Τζο ακολούθησαν τη Φέι καθώς μετακινούνταν στο δωμάτιο και πλησίαζε μια βαριά μαύρη σόμπα. Είδε κι άλλα παιδιά – δεκάδες από δαύτα. Ήταν αδύνατα κι επιφυλακτικά και απέφευγαν το βλέμμα της. Κάποια είχαν μελανιές στα μπράτσα ή στα πρόσωπά τους. Τα μικρότερα κοιμούνταν σε ξύλινες κουκέτες. Τα μεγαλύτερα, βαριεστημένα, έτριβαν ασημικά, καθάριζαν κοσμήματα ή ξεδιάλεγαν κέρματα. Τότε μόνο συνειδητοποίησε η Τζο το μέγεθος της επιχείρησης του Ράφτη. Όλα αυτά τα ορφανά μεγάλωναν μέσα στο έγκλημα. Την τάραζε τόσο το θέαμα αυτών των παιδιών, που μίλησε χωρίς να το σκεφτεί. «Διευθύνετε μια φάμπρικα – μια φάμπρικα από μικρούς κλέφτες. Ο Άρτφουλ Ντότζερ2 θα ένιωθε σαν στο σπίτι του εδώ». «Τζο…» προειδοποίησε ο Έντι. Όμως, ο Ράφτης χαμογέλασε. «Ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση. Το έργο του Ντίκενς αποτελεί έμπνευση για εμένα. Ο Φέιγκιν είναι ο ήρωάς μου». «Δεν το είπα ως φιλοφρόνηση, κύριε», αντέτεινε η Τζο. «Ο Ντίκενς έγραψε τον Όλιβερ Τουίστ για να αποτρέψει το έγκλημα, όχι για να το ενθαρρύνει. Εκμεταλλεύεστε αθώα παιδιά. Τα κάνετε εγκληματίες. Δεν σας βασανίζει η συνείδησή σας;» «Η ζωή μπορεί να είναι μαύρο και άσπρο στα βόρεια προάστια, αλλά εδώ, στο Μ πεντ, είναι ένα βρόμικο γκρίζο», είπε ο Ράφτης. Δεν χαμογελούσε πια. «Βοηθάω τα παρατημένα παιδιά να
επιβιώσουν – αυτό κάνω. Βλέπεις τον Τζέικς3 εκεί κάτω;» είπε, δείχνοντας ένα μικρό αγόρι. «Τον βρήκα εγκαταλελειμμένο στο αποχωρητήριο όπου γεννήθηκε. Και τη Μ άτμπεϊτ4», έδειξε ένα μικροσκοπικό κορίτσι με μελανές ουλές στο πρόσωπο, «την είχαν παρατήσει σε ένα σοκάκι και της είχαν επιτεθεί σκυλιά. Βρήκα τη Σνόου5», συνέχισε, δείχνοντας ένα κορίτσι περίπου δέκα χρονών, «να ξεπαγιάζει από το κρύο στη Μ οτ Στριτ. Η μητέρα της την είχε παραπετάξει. Δεν είχε επιλογή. Είχε άλλα εφτά παιδιά στο σπίτι και κέρδιζε σε έναν χρόνο λιγότερα απ’ όσα ξοδεύετε εσείς για έναν σκούφο. Τους προσφέρω κατάλυμα και τροφή. Και εκείνα, σε αντάλλαγμα, βγάζουν τα έξοδά τους. Όχι, λοιπόν, δεσποινίς Μ όντφορτ, η συνείδησή μου δεν με βασανίζει. Η δική σας;» Η Τζο ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Πώς ξέρετε–» «Φροντίζω να μαθαίνω ποιος μπαίνει στο σπιτικό μου». Η Τζο είχε σαστίσει, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει πίσω. «Υπάρχουν ορφανοτροφεία που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν αυτά τα παιδιά. Υπάρχουν ιεραποστολές». «Πράγματι υπάρχουν», συμφώνησε ο Ράφτης. Έστρεψε τα λαμπερά μάτια του στον Έντι. «Και οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να λιμοκτονούν στους δρόμους παρά να ζήσουν εκεί. Δεν έχω δίκιο, κύριε Γκάλαχερ;» Ο Έντι του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. «Θα περάσουμε όλη τη νύχτα φλυαρώντας;» είπε. «Τι θέλεις;» Προτού ο Ράφτης προλάβει να απαντήσει, η Φέι, ακόμα με την κομψή φορεσιά της, πλησίασε τον Έντι και την Τζο και απόθεσε μπροστά τους δύο κύπελλα με μαύρο καφέ. Ύστερα, έκανε τον γύρο ως το σημείο όπου στεκόταν ο Ράφτης και αράδιασε πάνω
στο τραπέζι μια χούφτα βαριά ασημένια κουμπιά. Τα μάτια του Ράφτη φωτίστηκαν. «Πολύ ωραία! Πού τα βρήκες;» τη ρώτησε. «Στο θέατρο του Πάστορ», απάντησε εκείνη. «Χώθηκα στο βεστιάριο και τα έκοψα από τα ρούχα». Κι ενώ η Τζο παρακολουθούσε αποσβολωμένη, η Φέι εμφάνισε ένα προς ένα τα λάφυρα της βραδιάς. Δύο πορτοφόλια και ένα χρυσό ρολόι πρόβαλαν από τσέπες πονηρά ραμμένες ανάμεσα στις πιέτες της φούστας της. Μ ια ασημένια ταμπακιέρα βγήκε από τη μια μπότα, ένας συνδετήρας για χαρτονομίσματα από την άλλη. Πέντε ασημένια δολάρια ξετρύπωσαν από τον κορσέ της, ενώ ακολούθησε ένα χρυσό δαχτυλίδι με διαμάντι. Ο Ράφτης σφύριξε με θαυμασμό καθώς εξέταζε το δαχτυλίδι. Η Φέι διηγήθηκε με καμάρι πώς είχε προσποιηθεί ότι είχε παραπατήσει έξω από το θέατρο, για να τραβήξει το δαχτυλίδι από το χέρι του άντρα που την είχε βοηθήσει να σηκωθεί. «Μ πράβο», είπε ο Ράφτης, λάμποντας ολόκληρος. «Περίμενε», είπε η Φέι. «Έχω ακόμα κάτι…» Μ ε ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο, εμφάνισε ένα γυναικείο χρυσό ρολόι. Κι αμέσως μετά ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων. Η Τζο αναγνώρισε το ρολόι. Ψαχούλεψε την τσέπη της φούστας της· ήταν άδεια. «Αυτά είναι δικά μου!» φώναξε. «Όχι πια», είπε χαρούμενα ο Ράφτης. «Δώσ’ τα πίσω», απαίτησε ο Έντι. «Θα μπορούσα», είπε στοχαστικά ο Ράφτης. «Από την άλλη, θα μπορούσα να τα κρατήσω, να σας ξυλοφορτώσω και τους δύο και να σας πετάξω από το μπαλκόνι».
Ο Έντι σηκώθηκε από την καρέκλα του. Την ίδια στιγμή βρέθηκαν περικυκλωμένοι από μια ντουζίνα παιδιά, καθένα από τα οποία κράδαινε κάποιου είδους όπλο – ψαλίδια, μαχαίρια της κουζίνας, παγοκόφτες, γαλλικά κλειδιά. Η Τζο έπιασε τον Έντι από το μπράτσο και τον τράβηξε για να καθίσει. Ήταν πολύ τρομαγμένη πλέον, αλλά καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να χάσει την ψυχραιμία της. Το πορτρέτο του ναυάρχου Μ όντφορτ άστραψε μπροστά στα μάτια της. Άκουσε την αυστηρή φωνή του να της λέει πως ένας Μ όντφορτ έκανε πάντα αυτό που έπρεπε να γίνει. Κι αυτό που έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή ήταν να βρει έναν τρόπο για να φύγουν από εκεί μέσα. Ζωντανοί. «Για ποιον λόγο βρίσκεστε εδώ;» ρώτησε ο Ράφτης. «Δεν μου αρέσουν οι δημοσιογράφοι. Ειδικά όταν τριγυρίζουν στα χωράφια μου». «Γράφουμε ένα άρθρο. Για να αποκαλύψουμε τις συνθήκες διαβίωσης στο Μ πεντ», είπε ψέματα ο Έντι. Ο Ράφτης κούνησε το κεφάλι. «Θέλω την αλήθεια, μικρέ», είπε. Και ύστερα, με μια σβέλτη κίνηση, τεντώθηκε πάνω από το τραπέζι και κάρφωσε το ψαλίδι στην επιφάνειά του – αυτή τη φορά, σε απόσταση ελάχιστων εκατοστών από το χέρι της Τζο. «Πανάθεμά σε!» φώναξε ο Έντι. Είχε τιναχτεί ξανά από την καρέκλα του, έτοιμος να ορμήξει στον Ράφτη, αλλά τον σταμάτησε η Μ άτμπεϊτ. Είχε ξεπροβάλει κάτω από το τραπέζι, αθόρυβη σαν οχιά. Και είχε τρυπώσει ανάμεσα στο τραπέζι και στον Έντι, κρατώντας ακόμα τον παγοκόφτη που κράδαινε πριν από λίγο. Μ όνο που τώρα τον κρατούσε ακριβώς κάτω από το αριστερό μάτι του Έντι. Η μύτη είχε γδάρει το δέρμα του και μια σταγόνα αίμα κυλούσε
αργά στο μάγουλό του. «Εσύ μπορεί να έφυγες, μικρέ, αλλά εγώ βρίσκομαι ακόμα εδώ», του πέταξε σαν φίδι ο Ράφτης. «Μ ε ξέχασες; Ξέχασες ποιος είμαι; Μ εγάλο θράσος έχεις, να χώνεις τη μύτη σου στο Μ πεντ, στο δικό μου Μ πεντ, και μάλιστα χωρίς την άδειά μου. Μ ίλα. Τώρα. Αλλιώς θα βρεις ψηλαφιστά τον δρόμο για το σπίτι σου». Δεν ήταν ο Έντι αυτός που άρχισε να μιλάει, όμως, αλλά η Τζο. Ήταν έντρομη. Όχι για τον εαυτό της, αλλά για εκείνον. Ήταν τόσο τρομαγμένη, που μιλούσε ακατάπαυστα. «Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε. Προσπαθώ να βρω ποιος το έκανε και γιατί. Ο Έντι με βοηθάει. Γι’ αυτό βρισκόμαστε εδώ», είπε. Ο Ράφτης σήκωσε το φρύδι του. «Συνέχισε», πρόσταξε. Η Τζο υπάκουσε. Χωρίς να κοιτάζει τον Έντι. Ήξερε πως αν του έριχνε έστω και μία ματιά, θα κατέρρεε. Είπε στον Ράφτη για την επίσκεψή της στο νεκροτομείο. Για τον Κιντς, την Έλενορ Όουενς και το Μ ποναβεντούρε. Του είπε πως μόλις είχαν βγει από το μπαρ του Μ ικ Γουόλς, όπου είχαν μιλήσει σε έναν άντρα ονόματι Τζάκι Σο. «Τι σας είπε ο Σο;» ρώτησε ο Ράφτης. «Την αλήθεια, κοπέλα μου». «Όχι πολλά. Ο Σο δεν ξέρει ποιος είναι ο Κιντς», απάντησε η Τζο, βάζοντας τα δυνατά της να μην ενδώσει στον φόβο της. «Τι είπε για το πλοίο;» «Είπε ότι το Μ ποναβεντούρε έπιανε λιμάνι στη Ζανζιβάρη», εξήγησε η Τζο. «Ότι μετέφερε κάποιο μυστηριώδες φορτίο, αλλά δεν μας είπε τι ήταν αυτό. Ίσως και να μας έλεγε τελικά, αν δεν τον τρόμαζε κάποιος. Ένας άντρας. Είχε μια ουλή στο πρόσωπο.
Μ αύρα μάτια. Κοντά μαλλιά. Ο Σο τον είδε και έφυγε από το μπαρ όσο πιο γρήγορα μπορούσε». Ο Ράφτης σκέφτηκε για λίγο τα λόγια της, έπειτα κούνησε το κεφάλι. «Στη θέση σου, Μ άτμπεϊτ», είπε. Το μικρό κορίτσι χαμήλωσε τον παγοκόφτη κι εξαφανίστηκε κάτω από το τραπέζι και η Τζο ένιωσε τους παλμούς της καρδιάς της να επιστρέφουν σχεδόν στον φυσιολογικό τους ρυθμό. Ο φόβος της καταλάγιασε, δίνοντας τη θέση του στον θυμό. Ο Ράφτης ήταν ένας εκβιαστής, ένας νταής, και η Τζο σιχαινόταν αυτού του είδους τους ανθρώπους. Ζούσε σε βάρος των παιδιών και τα ανάγκαζε να πειθαρχούν με τη χρήση βίας, όπως έκανε και με τους επισκέπτες του. Ο Έντι σκούπισε το αίμα από το πρόσωπό του με την παλάμη του. «Σου έδωσε αυτό που ήθελες. Άφησέ μας να φύγουμε», είπε. «Προηγουμένως, όμως, θα ήθελα πίσω το ρολόι μου», είπε η Τζο. Ο Ράφτης ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. «Δεν αμφιβάλλω», είπε. Η Τζο έβραζε από την οργή της, αλλά διατήρησε την έκφρασή της ήρεμη και τη φωνή της ανέκφραστη. Ο Ράφτης, κατά τη γνώμη της, καταλάβαινε μόνο δύο πράγματα – την ωμή δύναμη και το χρήμα. Για το πρώτο δεν μπορούσε να κάνει κάτι η Τζο, αλλά το δεύτερο μπορούσε να το αξιοποιήσει προς όφελός της. «Φοβάμαι πως δεν με καταλαβαίνετε», συνέχισε. «Η μητέρα μου θα πάρει είδηση ότι δεν έχω πια το ρολόι και θα θελήσει να μάθει τι απέγινε. Δεν θέλω να προκαλέσω τις υποψίες της. Αρκετά δύσκολο μου είναι να ξεγλιστράω από το σπίτι τα βράδια. Τα πέντε δολάρια μπορείτε να τα κρατήσετε». Ο Ράφτης είχε όψη ανθρώπου που δυσκολευόταν να πιστέψει
αυτά που άκουγε. «Α, μπορώ; Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», είπε σαρκαστικά. «Παρ’ όλα αυτά, μπαίνω στον πειρασμό να ακολουθήσω την αρχική μου ιδέα και να σας πετάξω από το μπαλκόνι». Η Τζο συνοφρυώθηκε με θλίψη. «Αυτή θα ήταν μια ατυχής επιλογή». «Εξαιρετικά ατυχής», συμφώνησε ο Ράφτης. «Για εσάς». «Όχι, κύριε. Για εσάς». «Πώς κι έτσι;» «Αν πάρετε τα πράγματά μου και με σκοτώσετε, χαραμίζετε την ευκαιρία μιας προσοδοφόρας επαγγελματικής συμφωνίας», εξήγησε η Τζο. «Το ρολόι είναι επίχρυσο, τίποτα παραπάνω. Αγορασμένο από το Γούλγουορθ’ς. Θα ήμουν τόσο ανόητη ώστε να έρθω στο Μ πεντ φορώντας κάτι που έχει αξία; Φυσικά και όχι. Έχω ήδη πληρώσει τον Τάμπλερ για τις υπηρεσίες του. Θα πληρώσω κι εσάς για παρόμοιες υπηρεσίες ή για οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με τον Κιντς ή με το Μ ποναβεντούρε». Μ ε μια πλατιά χειρονομία, έδειξε το δωμάτιο και τους ενοίκους του. «Αυτά τα παιδιά πηγαίνουν παντού, έτσι δεν είναι; Κάποιο απ’ όλα ίσως εντοπίσει τον Κιντς. Η πρότασή μου θα σας αποφέρει μεγαλύτερα κέρδη από την πώληση ενός μπιχλιμπιδιού». Ο Έντι ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Ράφτης έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, ζυγίζοντας τα λόγια της. «Είσαι Μ όντφορτ πέρα ως πέρα», είπε. Ύστερα, έκανε ένα κοφτό νεύμα στη Φέι. Εκείνη επέστρεψε στην Τζο το ρολόι της, αλλά έδωσε σε εκείνον τα πέντε δολάρια. «Πώς θα μπορέσω να τη βάλω σε μια άμαξα για το σπίτι της χωρίς να έχω λεφτά;» ρώτησε ο Έντι.
«Έξυπνο αγόρι είσαι, κάτι θα σκεφτείς. Αλλά να είστε προσεκτικοί, αγαπητοί μου. Το Μ πεντ είναι επικίνδυνο μέρος», είπε ο Ράφτης, με ένα πειραχτικό χαμόγελο. Την Τζο δεν την ενδιέφερε να πάρει άμαξα, όπως δεν την ενδιέφερε και η απόσταση που θα ήταν αναγκασμένη να διανύσει με τα πόδια. Το μόνο που ένιωθε ήταν ανακούφιση που είχαν βγει ζωντανοί από την επαφή τους με αυτόν τον επικίνδυνο άνθρωπο. Σηκώθηκε, θέλοντας μόνο ένα πράγμα – να βρεθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά του. Καθώς σηκώνονταν από τις καρέκλες τους για να φύγουν, η Τζο είδε τη Φέι –που είχε βγάλει το κοκκινάδι– να πιάνει τα μαλλιά της και να τα τραβάει. Φορούσε περούκα. Τα αληθινά μαλλιά της, χτενισμένα σε πλεξούδα, ήταν ασημόξανθα. Η Τζο ήταν θυμωμένη με τη Φέι που την είχε φέρει εκεί και την είχε κλέψει, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε να τη συναρπάζει. Υπολόγιζε πως είχαν περίπου την ίδια ηλικία, αλλά αυτή ήταν και η μοναδική τους ομοιότητα. «Δείχνεις πολύ διαφορετική τώρα», είπε. «Αυτό είναι το νόημα», αποκρίθηκε η Φέι. «Είναι ξανθιά σαν ξωτικό. Γι’ αυτό τη λέω Φέρι6 Φέι. Την πήρα κοντά μου όταν ήταν κοριτσάκι. Την είχε παρατήσει σε ένα κλιμακοστάσιο η μάνα της, που ήταν εθισμένη στο τζιν. Πεινούσε και ήταν άρρωστη. Για καλή της τύχη, πέρασα από εκεί και τη βρήκα. Είναι πανέξυπνη η Φέι μου. Έμαθε γρήγορα τα κόλπα του επαγγέλματος. Μ ε τέτοιο πρόσωπο και με τα φορέματα που της δίνω να βάζει, μπορεί να κυκλοφορήσει παντού· αλίμονο, όμως, έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή. Παρά τα κοκκινάδια και τις περούκες», είπε στενάζοντας. «Σύντομα δεν θα μπορεί πια να
δουλεύει ως πορτοφολού, αλλά την περιμένει μια νέα καριέρα. Αυτό που έχει κάτω από τα μισοφόρια της είναι ακόμα πιο πολύτιμο από κουμπιά ή πορτοφόλια». Η Φέι κοίταξε από την άλλη, αλλά η Τζο πρόλαβε να δει την απελπισία στο βλέμμα της. Την είδε και ο Ράφτης και τη μάλωσε: «Α, έλα τώρα! Έτσι μου ξεπληρώνεις την καλοσύνη μου;» Έπειτα, σηκώθηκε και στάθηκε πίσω της. «Σε περιμάζεψα και σου έμαθα ένα επάγγελμα, κορίτσι μου». Τα χέρια του κατέβηκαν από τη μέση της στους γοφούς της. Εκείνη σφίχτηκε, αλλά δεν απομακρύνθηκε. «Και όταν έρθει η ώρα, η μαντάμ Έστερ θα σου μάθει ένα άλλο. Μ ονάχα οι πλούσιοι έχουν την πολυτέλεια να μένουν άνεργοι», συνέχισε, κοιτάζοντας με νόημα την Τζο. Η Τζο είχε ανατριχιάσει με τον τρόπο που άγγιζε τη Φέι ο Ράφτης. «Ποια είναι η μαντάμ Έστερ;» θέλησε να μάθει, απευθύνοντας την ερώτηση στη Φέι. Φόβος τρεμόπαιξε στα μάτια της κοπέλας. Απομακρύνθηκε χωρίς να απαντήσει και καταπιάστηκε με τη σόμπα. Η Τζο, ωστόσο, ήθελε μια απάντηση. Έτσι, στράφηκε στον Ράφτη. «Ποια είναι η μαντάμ Έστερ;» Ο Έντι την έπιασε από το μπράτσο. «Ξέχνα το», είπε. «Φεύγουμε. Τώρα». Ο αυλόγυρος ήταν άδειος όταν κατέβηκαν. Μ όλις η σκάλα τραβήχτηκε ψηλά, ο Ράφτης έβγαλε το κεφάλι του από το μπαλκόνι. «Πάντως, δεν είσαι και τόσο έξυπνη διαπραγματεύτρια όσο θαρρείς πως είσαι, δεσποινίς Μ όντφορτ», της φώναξε
περιπαιχτικά. «Γιατί;» ρώτησε η Τζο, κοιτάζοντας ψηλά. «Από την επόμενη φορά, θα περιμένω ένα δεκαδόλαρο για κάθε πληροφορία που σου δίνω. Και διπλασιάζω την αμοιβή του Τάμπλερ», πρόσθεσε χαιρέκακα. «Αν θέλεις τη βοήθειά μου, δεσποινίς, θα πρέπει να την πληρώσεις». «Ναι, φαντάζομαι ότι θα πρέπει», συμφώνησε η Τζο. «Παρ’ όλα αυτά, δεν τα πήγα και τόσο άσχημα», πρόσθεσε. «Θυμάστε το ρολόι από το Γούλγουορθ’ς που μου δώσατε πίσω;» Ο Ράφτης έγνεψε καταφατικά. Η Τζο χαμογέλασε. «Είναι πράγματι Καρτιέ». 2 ΣτΜ: Ο επιδέξιος πορτοφολάς, γνωστός και ως « Ξεγλίστρας» , στο μυθιστόρημα Όλιβερ Τουίστ, του Κάρολου Ντίκενς. 3 ΣτΜ: « Jakes» . Παρωχημένη αγγλική λέξη για το αποχωρητήριο. 4 ΣτΜ: Λογοπαίγνιο με τις αγγλικές λέξεις « mutt» , που σημαίνει « κοπρίτης» , και « bait» , που σημαίνει « δόλωμα» . 5 ΣτΜ: « Snow» , που σημαίνει « χιόνι» στα αγγλικά. 6 ΣτΜ: « Fairy» , που σημαίνει « νεράιδα» στα αγγλικά.
39 Ο Έντι και η Τζο στάθηκαν στη γωνία της Μ πάξτερ με την Κανάλ, παλεύοντας να πάρουν ανάσα. Είχαν φτάσει ως εκεί τρέχοντας χωρίς σταματημό από το άντρο του Ράφτη. «Καρτιέ; Ήρθες εδώ πέρα με ρολόι Καρτιέ; Είσαι τρελή; Δεν μπορώ να το πιστέψω πως δεν μας κυνήγησε. Μ πορεί και να το κάνει. Κρύψ’ το στον κορσέ σου – αμέσως!» διέταξε ο Έντι. «Τι; Πώς; Δεν γίνεται!» διαμαρτυρήθηκε η Τζο. «Βάλ’ το, ειδάλλως θα το βάλω εγώ». Η Τζο κατάλαβε ότι το εννοούσε. Έτσι, ξεκούμπωσε το πάνω μέρος της ζακέτας της, ύστερα την μπλούζα της, και έχωσε το ρολόι μέσα στον κορσέ της. «Φαίνεται πως η όρασή του δεν είναι καλή. Μ πορεί να έφταιγε και ο φωτισμός», σχολίασε ο Έντι ενώ η Τζο κουμπωνόταν ξανά. «Αν είχε καταλάβει τι είναι αυτό το ρολόι, πράγματι θα μας είχε πετάξει από το μπαλκόνι. Δεν το πιστεύω πως το πήρες πίσω. Πού έμαθες να διαπραγματεύεσαι έτσι; Από τον πατέρα σου;» «Όχι βέβαια», απάντησε η Τζο. «Δεν συζητούσε ποτέ για δουλειές μπροστά μου. Έμαθα από την Κέιτι. Όλη την ώρα παζαρεύουμε». «Τι πράγμα;»
«Το κόστος των υπηρεσιών της. Την πληρώνω για να μπάζει κρυφά στο σπίτι πράγματα που δεν εγκρίνει η μητέρα μου, όπως και για να με βοηθάει να ξεγλιστράω από το σπίτι. Τις τελευταίες μέρες την έχω πληρώσει μια μικρή περιουσία. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο κρεβάτι μου και υποδύεται εμένα. Και πιθανότατα αναρωτιέται πού στην ευχή βρίσκομαι». Ο Έντι κοίταξε το ρολόι του. «Είναι αργά», είπε. «Μ ε γρήγορο βήμα, θα πρέπει να βρισκόμαστε στο σπίτι σου πριν απ’ τις δύο». Την έπιασε από το χέρι και άρχισαν να βαδίζουν στην Κανάλ Στριτ με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. «Πέρασα μια πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά μαζί σας, δεσποινίς Μ όντφορτ. Ως συνήθως», είπε. «Ακόμα μια φορά, όμως, φαίνεται πως καταλήξαμε με πολύ περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα είχαμε στην αρχή». «Μ ιλώντας για ερωτήματα», είπε η Τζο, «κανείς δεν απάντησε τα δικά μου. Τι εννοούσε ο Ράφτης όταν έλεγε πως η Φέι θα αναγκαστεί να μάθει ένα καινούριο επάγγελμα; Και ποια είναι η μαντάμ Έστερ;» «Γι’ αυτά τα πράγματα μάλλον θα πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα σου», είπε ο Έντι, αλλά αμέσως μετά κούνησε το κεφάλι του. «Μ α τι λέω; Ό,τι κι αν κάνεις, μην τυχόν και ρωτήσεις τη μητέρα σου γι’ αυτά τα πράγματα. Γιατί δεν θα σε αφήσει να βγεις ξανά απ’ το σπίτι». «Τι εννοείς;» απόρησε η Τζο. «Η Έστερ είναι… ε, λοιπόν, είναι μια άλλη Ντέλα Μ ακΕβόι». Η Τζο θυμήθηκε τη συζήτησή της με την Κέιτι. «Εννοείς πως είναι προαγωγός;» Ο Έντι λίγο έλειψε να πνιγεί. «Εεε, συνήθως τις αποκαλούμε
“μαντάμ”. Πού έμαθες αυτή τη λέξη;» «Κι αυτό σημαίνει πως η Φέι θα δουλέψει για την Έστερ; Ως πόρνη;» «Έτσι φαίνεται», είπε μελαγχολικά ο Έντι. «Επειδή την αναγκάζει ο Ράφτης;» «Ναι». «Μ α αυτό είναι τρομερό!» φώναξε η Τζο, εξοργισμένη. «Δεν είναι σκλάβα, για να την πουλάνε και να την αγοράζουν. Πρέπει να τον σταματήσουμε, Έντι». «Μ ακάρι να μπορούσαμε». «Θα μπορούσαμε να πούμε στην αστυνομία τι κάνει, ώστε να τον συλλάβουν». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν θα τον συλλάβουν. Η αστυνομία τού ανήκει. Ή, τουλάχιστον, οι αστυνομικοί της Έκτης Περιφέρειας. Τους πληρώνει για να κάνουν τα στραβά μάτια». «Τότε θα μπορούσαμε να τους πούμε για τη μαντάμ Έστερ». «Το πιθανότερο είναι πως εκείνη πληρώνει τους αστυνομικούς πολύ καλύτερα από τον Ράφτη». «Έντι, δεν είναι δίκαιο», είπε η Τζο, ταραγμένη. «Όχι, Τζο, δεν είναι». «Πώς μπορεί η αστυνομία να επιτρέπει κάτι τέτοιο; Υποτίθεται πως είναι καθήκον της να προστατεύει τους ανθρώπους!» «Γι’ αυτούς η Φέι δεν είναι άνθρωπος. Ένα εγκαταλελειμμένο κορίτσι είναι… Ένα από τα χιλιάδες που υπάρχουν σ’ αυτή την πόλη». «Θα πρέπει να υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε. Θα μπορούσα–» «Να μιλήσεις στη μητέρα σου; Στον θείο σου; Να τους πεις πως
γνώρισες μια πορτοφολού που ετοιμάζεται να γίνει πόρνη και πως θα ήθελες να τη βοηθήσεις;» είπε ο Έντι. Η Τζο καταλάβαινε πως η κατάσταση οδηγούσε σε αδιέξοδο. Σώπασε και θυμήθηκε τον τρόμο της Φέι, όταν ο Ράφτης ανέφερε το όνομα της Έστερ. Πόσο μικρή έμοιαζε κάτω απ’ όλα εκείνα τα φτιασίδια… Αλλά η Τζο θυμήθηκε κάτι ακόμα – τι είχε πει η Φέι στον Έντι, προειδοποιώντας τον πως εκείνη, η Τζο, θα ήταν η καταστροφή του. Ο τόνος της φανέρωνε οικειότητα και γνώση. Και τότε ένα άλλο ερώτημα αναδύθηκε στην επιφάνεια, απαιτώντας απάντηση – ένα ερώτημα που τη βασάνιζε από τη στιγμή που είχαν συναντήσει τον Μ ικ Γουόλς. «Έντι, πώς γίνεται να γνωρίζεις όλους αυτούς τους ανθρώπους στο Μ πεντ;» «Από τη δουλειά», έσπευσε να απαντήσει εκείνος. Υπερβολικά βιαστικά. «Όχι, δεν νομίζω», απάντησε αργά η Τζο. «Ο Μ ικ Γουόλς ξαφνιάστηκε που σε είδε. Είπε πως είχε περάσει πολύς καιρός. Δεν θα το έλεγε αυτό αν τριγύριζες εκεί όλη την ώρα, κυνηγώντας ιστορίες. Και η Φέι σε γνωρίζει, δεν είναι έτσι; Ο Όμορφος Γουίλ. Και ο Ράφτης. Είπε πως είχες φύγει από αυτό το μέρος. Είπε–» «Έι, Τζο, να σου πω κάτι;» την έκοψε ο Έντι. «Μ πορεί να το παίζεις δημοσιογράφος, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είσαι κιόλας». Ο τόνος του ήταν παγερός. Η Τζο έμεινε εμβρόντητη. Ένιωθε σαν να την είχε χαστουκίσει. «Πολύ βρόμικο εκ μέρους σου, Έντι. Και κακό. Δεν είσαι έτσι εσύ», είπε, πληγωμένη. Ο Έντι γέλασε, αλλά το γέλιο του ήταν ρηχό. «Δεν είμαι έτσι;» επανέλαβε. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως με ξέρεις; Δεν με ξέρεις, Τζο. Ούτε στο ελάχιστο».
Έκλεισε τα μάτια του για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα τα άνοιξε ξανά και κοίταξε γύρω του. Σαν να αντίκριζε το Μ πεντ για πρώτη φορά. Ή ίσως, σκέφτηκε η Τζο, σαν να το αντίκριζε για χιλιοστή.
40 «Γνωρίζεις αυτούς τους ανθρώπους επειδή κάποτε ήσουν ένας από αυτούς». Ακόμα και τη στιγμή που πρόφερε αυτά τα λόγια, ήξερε πως ήταν αλήθεια. Ο Έντι έγνεψε καταφατικά. «Πάλευα με τον Όμορφο Γουίλ. Έπαιζα με τη Φέι. Σούφρωνα μπουκάλια τζιν απ’ τον Μ ικ. Έκλεβα για τον Ράφτη». Γύρισε προς το μέρος της και η Τζο είδε για ποιον λόγο έκρυβε τα μάτια του – επειδή ξεχείλιζαν από θλίψη. «Αυτό το μέρος ήταν το σπίτι μου», συνέχισε. «Ζούσες σε διαμέρισμα εδώ;» ρώτησε η Τζο. «Στο Μ πεντ;» «Δεν ήμαστε τόσο πλούσιοι», είπε ο Έντι. «Ζούσαμε σ’ ένα από τα δωμάτια κάποιου διαμερίσματος». Έδειξε ένα ετοιμόρροπο κτίριο στη γωνία της Κανάλ με τη Μ οτ. Η μπροστινή πόρτα του κρεμόταν στρεβλή από τους μεντεσέδες. «Σε ένα κτίριο ακριβώς σαν κι αυτό εδώ. Οι γονείς μου και πέντε παιδιά, αλλά τα δύο πέθαναν όταν ήταν μωρά». Κοίταζε το κτίριο, αλλά η Τζο είχε την αίσθηση πως αντίκριζε κάτι άλλο – το παρελθόν του. «Θέλω να μπω μέσα», είπε. «Όχι, δεν θέλεις».
Αλλά η Τζο δεν τον άκουσε. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και έσπρωξε την πόρτα να ανοίξει. Η μυρωδιά στο εσωτερικό του κτιρίου ήταν από εκείνες που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια – απλυσιά, ούρα και κάπνα. Μ ια μικρή λάμπα γκαζιού τρεμόπαιζε στον υγρό, πνιγηρό διάδρομο, φωτίζοντας τους ετοιμόρροπους τοίχους. Ένας άντρας κειτόταν φαρδύς πλατύς πάνω στη βρόμικη σκάλα, χαυνωμένος από το μεθύσι. Δύο αδύνατα, βρόμικα παιδιά κάθονταν ένα σκαλί πιο πάνω και τον κέντριζαν με μια βέργα γελώντας. Η Τζο κατευθύνθηκε προς τα πίσω δωμάτια, ακούγοντας τις κατσαρίδες να τρίζουν κάτω από τα πόδια της. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Στην κιτρινωπή ανταύγεια μιας λάμπας κηροζίνης, μπορούσε να δει πως το δωμάτιο ήταν μικρό, όχι μεγαλύτερο από τρία επί τριάμισι μέτρα. Παιδιά κοιμούνταν ξαπλωμένα στο πάτωμα. Μ ια αδύνατη γυναίκα στεκόταν μπροστά στο μοναδικό παράθυρο, με τη σιλουέτα της να διαγράφεται στο φεγγαρόφωτο. Στην αγκαλιά της λίκνιζε ένα μωρό που πλάνταζε στο κλάμα. Ένας άντρας καθόταν σε μια καρέκλα και κρατούσε το κεφάλι του μες στις παλάμες του. Είπε στη γυναίκα να κάνει το βρομόπαιδο να σωπάσει, ειδάλλως θα το έκανε εκείνος. Η Τζο δεν είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή της παρόμοια φτώχεια, μήτε ανθρώπους τόσο ανήμπορους μπροστά στη μιζέρια τους. Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κτίριο, νιώθοντας θλίψη που ο Έντι είχε αναγκαστεί να έρθει αντιμέτωπος με τέτοιες συνθήκες και κατάπληξη που είχε καταφέρει να επιβιώσει. Βρήκε τον Έντι να στέκει στη σκιά του κτιρίου και να χαζεύει τον νυχτερινό ουρανό. «Τα είδες καλά;» τη ρώτησε.
Η Τζο αγνόησε την ειρωνεία στη φωνή του και τον έπιασε από το μπράτσο. Άρχισαν να περπατούν ξανά, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. «Αυτό το μέρος είναι ο λόγος, δεν είναι έτσι;» τον ρώτησε. «Γι’ αυτό έγινες δημοσιογράφος». Ο Έντι έγνεψε καταφατικά. «Θέλω να διηγηθώ τις ιστορίες των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτό το σπίτι», είπε. «Τις ιστορίες που κανείς δεν λέει ποτέ. Θέλω να πω στον κόσμο ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν. Αυτό κάνει η Νέλι Μ πλάι. Αυτό κάνουν ο Ρις κι ο Τσέιμπερς. Θέλω κι εγώ να αλλάξω τα πράγματα. Γι’ αυτό θέλω να αφήσω τη Στάνταρντ». Η Τζο συνειδητοποίησε πως ήταν βουρκωμένη. Πετάρισε τα βλέφαρά της, γιατί δεν ήθελε να δει τα δάκρυά της ο Έντι. Ήταν περήφανος και ίσως θεωρούσε πως ήταν δάκρυα λύπησης, όχι θλίψης. «Πού βρίσκονται τώρα; Τα αδέρφια σου; Οι γονείς σου;» ρώτησε. «Έχω να δω τον πατέρα μου από τότε που ήμουν πέντε χρονών. Μ ας εγκατέλειψε. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν δέκα. Δύο μέρες προτού πεθάνει, μας πήγε –εμένα, τον αδερφό μου και την αδερφή μου– στον Άγιο Παύλο, ένα ορφανοτροφείο που ανήκε στην εκκλησία. Εμείς δεν θέλαμε να πάμε, αλλά μας έλεγε πως δεν θα άφηνε τα δικά της παιδιά στον Ράφτη. Δεν το ήξερε, αλλά ο Ράφτης με είχε ήδη πλησιάσει. Ορισμένες φορές, τα μοναδικά χρήματα που είχαμε ήταν τα κέρματα που είχα βγάλει κλέβοντας για χάρη του. Η εκκλησία μάς καλοδέχτηκε. Μ ας τάισαν, μας μόρφωσαν, και μας έσπασαν στο ξύλο. Η αδερφή μου, η Αϊλίν, έχασε την ακοή της από το ένα αυτί ύστερα από έναν ξυλοδαρμό. Ήταν μόλις οχτώ χρονών».
Τα λόγια του Έντι πνίγηκαν από τη συγκίνηση. Ανέκτησε την ψυχραιμία του, έπειτα είπε: «Τώρα εργάζεται ως καμαριέρα σε κάποιο πλούσιο σπίτι. Είναι καλοί μαζί της. Ο Τομ, ο αδερφός μου, βρίσκεται κι αυτός σ’ ένα μεγάλο σπίτι», πρόσθεσε με πικρία. «Στη φυλακή. Για ανθρωποκτονία». «Σκότωσε κάποιον;» ρώτησε η Τζο, με μάτια διάπλατα. «Κυνήγησε τον ιερέα που είχε χτυπήσει την Αϊλίν», εξήγησε ο Έντι. «Ο Τομ τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο ιερέας έπεσε, χτύπησε το κεφάλι του στο σκαλί της Άγιας Τράπεζας κι έσπασε το κρανίο του. Εκείνος πέθανε και ο Τομ εκτίει ποινή φυλάκισης είκοσι ετών. Μ ε άλλα λόγια, ισόβια. Στη φυλακή αρρώστησε από φυματίωση. Δεν του μένει πολλή ζωή». «Αχ, Έντι», είπε η Τζο, νιώθοντας την καρδιά της να ραγίζει. «Λυπάμαι τόσο πολύ». Την κοίταξε και είδε κάτι παραπάνω από στενοχώρια στο βλέμμα της· είδε μεταμέλεια. «Γιατί σου τα λέω τώρα όλα αυτά; Δεν θα έπρεπε», είπε. «Ξέρεις κάτι, Τζο; Δίκιο έχεις να λυπάσαι. Όχι για εμένα, αλλά για εσένα. Κι εγώ θα έπρεπε να λυπάμαι. Επειδή δεν έχω κανένα δικαίωμα να σε φέρνω σε ένα τέτοιο μέρος–» «Δεν με έφερες. Μ όνη μου ήρθα». «–ούτε κι έχω κανένα δικαίωμα να σε σέρνω στο άντρο του Ράφτη, στο μπαρ του Γουόλς ή στο παρελθόν μου. Λυπάμαι, Τζο. Στ’ αλήθεια λυπάμαι». Η Τζο πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον σταμάτησε με ένα φιλί. «Δεν λυπόσουν πριν από λίγες ώρες. Στο μουσείο», είπε. «Σταμάτα», την προειδοποίησε. «Δεν είναι αστείο».
Τον φίλησε ξανά. «Λυπάσαι πραγματικά; Επειδή εγώ δεν λυπάμαι». «Περισσότερο απ’ όσο μπορείς να φανταστείς». Τον φίλησε στο μάγουλο, στο απαλό σημείο κάτω από το αυτί. «Λυπάσαι ακόμα;» «Τζο…» Τον φίλησε στο πιγούνι, στον λαιμό, και ύστερα ακόμα μια φορά στο στόμα. «Λυπάσαι, Έντι;» του ψιθύρισε. Την τράβηξε πάνω του και την κράτησε σφιχτά. «Όχι. Θεέ μου, όχι. Αλλά εσύ θα το μετανιώσεις, Τζο. Κι όταν έρθει αυτή η μέρα, θα πεθάνω».
41 «Πού είναι τα λεφτά;» φώναξε η Σάλι Γκίμπσον, ανοίγοντας την πόρτα για το προσωπικό, κάτω από το κεφαλόσκαλο του σπιτιού των Όουενς. «Κι εγώ χαίρομαι που σας βλέπω, δεσποινίς Γκίμπσον», είπε η Τζο, δίνοντάς της ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. Η Σάλι έριξε μια ματιά στον δρόμο. «Ελάτε μέσα. Γρήγορα!» είπε, τραβώντας την Τζο από το μπράτσο. Η Τζο ήταν ντυμένη σαν υπηρέτρια. Είχε δανειστεί ξανά τη στολή εργασίας της Κέιτι. Ένα ταλαιπωρημένο ψάθινο καπέλο κάλυπτε το κεφάλι της. Είχε κανονίσει αυτή τη συνάντηση τη μέρα που η Σάλι την είχε επισκεφτεί στο σπίτι της. «Περάστε την Κυριακή το απόγευμα, όταν θα λείπουν όλοι», είχε πει η Σάλι. «Οι υπηρέτες έχουν ρεπό και οι Όουενς πηγαίνουν στις αδερφές της κυρίας για δείπνο». Η Τζο είχε μιλήσει στον Έντι για τα σχέδιά της το προηγούμενο βράδυ, ενώ τη συνόδευε στο σπίτι της μετά την εξόρμησή τους στο Μ άλμπερι Μ πεντ. Είχε ζητήσει από τη Σάλι να τη βάλει κρυφά στο δωμάτιο της Έλενορ κι εκείνη είχε συμφωνήσει. Η Τζο σκόπευε να ερευνήσει κάθε γωνιά, με την ελπίδα να ανακαλύψει τα γράμματα και τους καταλόγους που είχε στείλει ο Στίβεν Σμιθ.
«Να προσέχεις, Τζο. Οι Όουενς δεν είναι ο Ράφτης. Θα φωνάξουν την αστυνομία έτσι και σε τσακώσουν. Παίζεις ένα επικίνδυνο παιχνίδι», την είχε προειδοποιήσει ο Έντι. Ένα επικίνδυνο παιχνίδι; Ήταν τόσο πολλά τα παιχνίδια που έπαιζε, ώστε ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει. Και το πιο επικίνδυνο απ’ όλα ήταν το παιχνίδι που έπαιζε με τον Έντι. Δεν μπορούσε να τον αφήσει, όμως. Μ ετά τη νύχτα που είχαν περάσει στο Μ πεντ, αφού είχε μάθει για το παρελθόν του και όσα είχε ξεπεράσει, τα αισθήματά της για εκείνον είχαν γίνει ακόμα εντονότερα. Η σκέψη μιας ζωής δίχως εκείνον – αυτό ήταν το τρομακτικότερο πράγμα απ’ όλα. Πιο τρομακτικό από τον άνθρωπο με την ουλή, κι από τον ίδιο τον Ράφτη ακόμα. Η Τζο είχε δυσκολευτεί αρκετά να φτάσει στο σπίτι των Όουενς. Η μητέρα της τριγύριζε διαρκώς μέσα στο σπίτι, έτσι της ήταν αδύνατον να αφήσει απλώς ένα μήνυμα και να εξαφανιστεί. Αντί γι’ αυτό, της είχε πει πως είχε πονοκέφαλο και ήθελε να βγει έναν περίπατο στο Σέντραλ Παρκ, για να πάρει λίγο αέρα. Θα τη συνόδευε η Κέιτι. Η Άννα της είχε δώσει την άδεια και ο Θίκστον είχε προθυμοποιηθεί να φωνάξει την άμαξα, αλλά η Τζο είχε αρνηθεί, λέγοντας πως προτιμούσε να περπατήσει. Είχε φύγει μαζί με την Κέιτι, αλλά, μόλις έστριψαν στη Λέξινγκτον, η Τζο σταμάτησε μια άμαξα. Όταν επιβιβάστηκαν, τράβηξε τις κουρτίνες και άλλαξε ρούχα με την Κέιτι. Ύστερα ζήτησε από τον οδηγό να αφήσει την Κέιτι στη Σεντ Μ αρκ’ς Πλέις, όπου έμενε η μητέρα της, και η ίδια συνέχισε για το Μ άρεϊ Χιλ. Η Κέιτι είχε οδηγίες να τη συναντήσει στη διασταύρωση της Τριακοστής Έκτης με την Παρκ δύο ώρες αργότερα. Εκεί θα
σταματούσαν μια άλλη άμαξα, θα άλλαζαν ξανά ρούχα και θα επέστρεφαν στο σπίτι. Η Τζο έβρισκε εξοντωτικές όλες αυτές τις μηχανορραφίες που χρειάζονταν απλώς και μόνο για να μετακινηθεί λίγα τετράγωνα. «Τι ωραία που είναι να είσαι ο Μ πραμ ή ο ξάδερφος Ρομπ και να πηγαίνεις όπου θέλεις, όποτε θέλεις», γκρίνιαζε στην Κέιτι, αλλά εκείνη δεν της απαντούσε· μετρούσε τα χρήματά της και ήταν απορροφημένη. «Μ ην κάνετε θόρυβο», της έλεγε τώρα η Σάλι, καθώς την οδηγούσε στην πίσω σκάλα του σπιτιού των Όουενς. «Πρέπει να κάνετε ησυχία, γιατί μπορεί κάποιος να γυρίσει νωρίς». Οδήγησε την Τζο σε ένα δωμάτιο του δευτέρου ορόφου και ξεκλείδωσε την πόρτα. «Θα έρθω να σας πάρω σε δύο ώρες. Η μαγείρισσα και ο μπάτλερ συνήθως επιστρέφουν πρώτοι, στις έξι και μισή. Εσείς θα πρέπει να έχετε φύγει ως τις έξι», είπε. Η Τζο έγνεψε καταφατικά, φοβισμένη από το έργο που την περίμενε. Ένιωθε σαν κλέφτρα. Τα λόγια του Έντι γύρισαν ξανά στο μυαλό της: Ορισμένες φορές, για να κάνεις το σωστό, πρέπει να κάνεις και κάποια πράγματα που δεν είναι σωστά. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της Έλενορ Όουενς και τρύπωσε στο εσωτερικό.
42 Ο αέρας ήταν βαρύς και μελαγχολικός και ανέδιδε ένα αμυδρό άρωμα από βιολέτες, πράγμα που έκανε την Τζο να νιώσει σαν να έμπαινε σε τάφο. Τα προσωπικά αντικείμενα της Έλενορ είχαν μείνει ανέγγιχτα, κατά τα φαινόμενα, από τη μέρα που την είχαν μεταφέρει στο Ντάρκμπραϊαρ. Ένα ζευγάρι μεταξωτές παντόφλες περίμενε δίπλα στο κρεβάτι. Μ ια στοίβα από βιβλία στο κομοδίνο. Ένα ρολόι μετρούσε την ώρα. Η Τζο έκανε αργά τον γύρο του δωματίου, με την οδυνηρή επίγνωση πως παραβίαζε έναν χώρο ιδιωτικό. Τα έπιπλα ήταν όλα καλής ποιότητας αλλά παλιομοδίτικα. Ένα ξεβαμμένο χαλί σκέπαζε το πάτωμα. Μ ια μπερζέρα έστεκε σε μια γωνιά. Σκόνη δεν υπήρχε πουθενά· ήταν προφανές πως οι καμαριέρες είχαν εντολή να διατηρούν το δωμάτιο καθαρό, αφήνοντας τα πάντα ως είχαν. Γιατί; αναρωτήθηκε η Τζο. Άραγε, οι γονείς της έρχονται εδώ για παρηγοριά; Ή μήπως για να τιμωρήσουν τον εαυτό τους; Η τουαλέτα ήταν καλυμμένη από βούρτσες με ασημένια λαβή, μπουκάλια αρωμάτων και κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Οι περισσότερες εικόνιζαν κατοικίδια – μια γάτα με κορδέλα στον
λαιμό, δύο μικρά σκυλιά, ένα άλογο. Μ ια απ’ όλες απεικόνιζε μια όμορφη κοπέλα με ντελικάτα χαρακτηριστικά, ξανθά μαλλιά και χαμογελαστά μάτια. Ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα που ήταν της μόδας πριν από πολλά χρόνια. Η Τζο θύμισε στον εαυτό της πως η Έλενορ είχε πεθάνει το 1874. Τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο κόσμος είχε προχωρήσει. Δίπλα στη φωτογραφία υπήρχε μια κοσμηματοθήκη. Η Τζο σήκωσε το σκέπασμα. Στο εσωτερικό της υπήρχαν ένα μαργαριταρένιο κολιέ, κάμποσα ζευγάρια σκουλαρίκια, βραχιόλια και λίγες καρφίτσες. Υπήρχε ακόμα ένα χρυσό ρολόι τσέπης, κατεστραμμένο –πιθανότατα– από νερό. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της, καθώς συνειδητοποιούσε ότι κοίταζε το ρολόι που είχε πάνω της η Έλενορ τη μέρα που είχε βρεθεί η σορός της. Θυμήθηκε τη Σάλι να της το περιγράφει κι έπειτα να προσθέτει πως το χρυσό μενταγιόν που φορούσε η Έλενορ –η μισή καρδιά που είχε χαραγμένο πάνω της το όνομα «Στίβεν»– μαζί με το δαχτυλίδι αρραβώνων από ζαφείρια και διαμάντια είχαν κάνει φτερά, καθώς το πιθανότερο ήταν πως είχαν κλαπεί. Η Τζο γύρισε ανάποδα το ρολόι. Για τα δέκατα όγδοα γενέθλια της Έλενορ. Με αγάπη, από τη μητέρα και τον πατέρα σου, έγραφε η αφιέρωση. Οι γονείς της την αγαπούσαν, κι όμως την είχαν φυλακίσει σε αυτό το δωμάτιο, σκέφτηκε η Τζο. Ήλπιζαν να διασώσουν το όνομά της, να την προστατεύσουν, αλλά τελικά την κατέστρεψαν. Η Έλενορ είχε κάνει τις επιλογές της – ή, αν μη τι άλλο, είχε προσπαθήσει. Είχε διαλέξει έναν άντρα. Είχε αποφασίσει να κοιμηθεί μαζί του προτού παντρευτούν. Είχε αποφασίσει να
κρατήσει το παιδί τους. Είχε παραβεί τους κανόνες και είχε πληρώσει το τίμημα – με τη ζωή της. Η Τζο σκέφτηκε τον Έντι και φαντάστηκε να μιλάει γι’ αυτόν στη μητέρα της. Δεν θα την κλείδωνε στο δωμάτιό της, αλλά σίγουρα θα τη φόρτωνε στο πρώτο τρένο με προορισμό τη Γουινέτκα, για μια επίσκεψη αορίστου διάρκειας στην ανύπαντρη θεία της. Επειδή αυτό συμβαίνει σε ένα κορίτσι που παραβαίνει τους κανόνες, σκέφτηκε. Το πορσελάνινο ρολόι στο γείσο του τζακιού σήμανε την ώρα. Οι δείκτες έδειχναν τέσσερις και τέταρτο. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Η Τζο έβαλε το ρολόι στην κοσμηματοθήκη και ετοιμάστηκε να ξεκινήσει την έρευνά της. Οι κουρτίνες σκέπαζαν τα δύο παράθυρα του δωματίου. Καθώς χρειαζόταν περισσότερο φως, η Τζο πλησίασε και τράβηξε το βαρύ μεταξωτό ύφασμα. Ύστερα, έριξε μια κλεφτή ματιά στον μεγάλο πίσω κήπο της οικογένειας Όουενς. Τα λουλούδια είχαν μαραθεί και τα φύλλα είχαν κιτρινίσει. Λευκά μαρμάρινα γλυπτά πλαισίωναν την περίμετρο της αυλής. Στο κέντρο της υπήρχε μια κληματαριά που απλωνόταν πάνω από δύο αγάλματα – ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η Τζο δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι ήταν. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο και κοίταξε το δωμάτιο. «Από πού να αρχίσω;» ψιθύρισε. Το κρεβάτι έμοιαζε καλή επιλογή. Μ ε σβέλτες κινήσεις, η Τζο σήκωσε τα σκεπάσματα και τα σεντόνια και ψηλάφισε το στρώμα ψάχνοντας για εξογκώματα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, τράβηξε το χαλί, έλεγξε τις ξύλινες σανίδες και χτύπησε τα σοβατεπιά. Έβγαλε όλα τα συρτάρια της τουαλέτας και του
γραφείου και κοίταξε πίσω από τις κορνίζες. Σήκωσε τους πίνακες από τους τοίχους για να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχε κάτι κολλημένο από πίσω τους. Άνοιξε την ντουλάπα και ψαχούλεψε τις τσέπες των φορεμάτων που κρέμονταν ακόμα. Χτύπησε απαλά το γείσο του τζακιού για να ακούσει αν ήταν κούφιο. Συνέχισε με το μπάνιο της Έλενορ, όπου ερεύνησε το περιεχόμενο του ντουλαπιού πρώτων βοηθειών κι ύστερα κοίταξε κάτω από την μπανιέρα και πίσω από τη λεκάνη. Και ύστερα, σχεδόν δύο ώρες μετά το ξεκίνημα της έρευνάς της, παρέδωσε τα όπλα. Δεν είχε ανακαλύψει τίποτα. Όποια και αν ήταν η κρυψώνα όπου είχε φυλάξει τα γράμματα η Έλενορ, σίγουρα δεν βρισκόταν μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε μέσα στο σπίτι, σκέφτηκε αποκαρδιωμένη. Θα μπορούσε να τα είχε κρύψει μέσα στο πιάνο ή στο μεγάλο ρολόι. Στη σοφίτα ή πίσω από τον κάδο για τα κάρβουνα. Χρειάζομαι δύο μήνες για να ψάξω παντού, όχι δύο ώρες. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του τζακιού. Κόντευε έξι. Από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν η Σάλι για να τη συνοδεύσει έξω. Είχε φροντίσει να βάλει τα πάντα πίσω στη θέση τους, αλλά μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο της θύμισε πως είχε ξεχάσει να τραβήξει τις κουρτίνες. Καθώς άπλωνε το χέρι της προς το βαρύ μεταξωτό ύφασμα, το βλέμμα της έπεσε στον κήπο και αυτό που είδε την έκανε να παγώσει. Ένας άντρας με ατημέλητα ρούχα και τατουάζ στο πρόσωπο στεκόταν μπροστά από την κληματαριά. Θα πρέπει να ένιωσε την παρουσία της, επειδή σήκωσε το βλέμμα, και τα μάτια του, σκοτεινά και εκδικητικά, συνάντησαν τα δικά της.
Ήταν ο Κιντς.
43 «Βρισκόταν εκεί! Το ορκίζομαι! Τον είδα!» επέμεινε η Τζο κάτω από την κληματαριά, στον πίσω κήπο των Όουενς. «Βρισκόταν ακριβώς εδώ! Ένας άντρας με μαύρα μαλλιά και σημάδια στο πρόσωπο. Πώς μπήκε;» Ήταν ξέπνοη. Ανυπομονώντας να στριμώξει τον Κιντς, είχε κατέβει τρέχοντας τις σκάλες από το δωμάτιο της Έλενορ μέχρι την κουζίνα και είχε ορμήξει έξω, με τη Σάλι να τρέχει στο κατόπι της. «Δεν ξέρω πώς μπήκε και δεν με νοιάζει», είπε η Σάλι. «Πρέπει να φύγετε, δεσποινίς Μ όντφορτ. Τώρα». Κοίταξε με αγωνία προς το σπίτι. «Είναι περασμένες έξι. Αν σας δει κανείς εδώ, θα έχω μεγάλα μπλεξίματα!» Η Τζο έριξε μια τελευταία ματιά στην κληματαριά. Τώρα στεκόταν αρκετά κοντά για να περιεργαστεί τις δύο μαρμάρινες μορφές που την πλαισίωναν: η Σελήνη, θεά του φεγγαριού, και ο Ήλιος. «Πώς γίνεται να εξαφανίστηκε;» αναρωτήθηκε, απογοητευμένη οικτρά που της είχε ξεφύγει. «Αν δεν με ακολουθήσετε, δεσποινίς, θα σας κλειδώσω έξω και θα κάνω ότι δεν έχω ιδέα πώς μπήκατε. Κι ύστερα μπορείτε να το εξηγήσετε μόνη σας στον κύριο Όουενς», την απείλησε η Σάλι.
«Ή, πάλι, μπορείτε να πετάξετε πάνω από τον τοίχο, όπως έκανε ο άντρας της φαντασίας σας». «Αυτό είναι!» φώναξε η Τζο. «Πήδηξε τον τοίχο. Αν ήταν γρήγορος, θα μπορούσε να σκαρφαλώσει και να πηδήξει στο πεζοδρόμιο χωρίς να τον προσέξει κανείς». Ενώ μιλούσε, μια σκέψη άστραψε στο μυαλό της. «Δεσποινίς Γκίμπσον… δεν είχατε πει πως με αυτόν τον τρόπο συναντιόντουσαν ο Στίβεν Σμιθ με την Έλενορ; Σκαρφαλώνοντας στον τοίχο;» Εκείνη τη στιγμή, ένα φως άναψε στο χολ. Η Σάλι το είδε κι αμέσως άρπαξε την Τζο από το χέρι και την τράβηξε στη σκιά του σπιτιού. «Γύρισε ο κύριος Μ πάξτερ!» ψιθύρισε. «Ελάτε μαζί μου!» Και άρχισε να τρέχει προς την κουζίνα, τραβώντας και την Τζο πίσω της. Πέρασαν την κουζίνα και την τραπεζαρία και βρέθηκαν στην μπροστινή πλευρά του σπιτιού και την είσοδο του υπηρετικού προσωπικού. Τη στιγμή που ακουμπούσε το χέρι της στο πόμολο, η πόρτα άνοιξε διάπλατα. «Χριστέ μου, Σάλι!» Μ ια μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα γυναίκα στεκόταν στο κατώφλι με το χέρι στο στήθος της. «Μ ου έκοψες τη χολή!» «Συ… συγγνώμη, κυρία Κλάρκσον», ψέλλισε η Σάλι. Η Τζο θυμήθηκε ότι η Σάλι της είχε πει πως η κυρία Κλάρκσον ήταν η νέα μαγείρισσα των Όουενς. «Ποιαν έχουμε εδώ;» ρώτησε η κυρία Κλάρκσον, παρατηρώντας καχύποπτα την Τζο. «Λέγομαι Τζόζι Τζόουνς. Είμαι ξαδέρφη της Σάλι», είχε την ετοιμότητα να πει η Τζο. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κυρία». «Το ξέρεις πως απαγορεύεται να δέχεσαι επισκέψεις εδώ,
Σάλι», είπε αυστηρά η κυρία Κλάρκσον. «Θα πρέπει να ενημερώσω τον κύριο Μ πάξτερ». «Δεν ήρθα για επίσκεψη, κυρία. Ήρθα απλώς και μόνο για να μεταφέρω ένα νέο στη Σάλι. Η γιαγιά μας αρρώστησε. Ο γιατρός λέει ότι της μένουν λίγες μέρες ζωής. Είχα καθήκον να ενημερώσω τη Σάλι, γιατί είναι η αγαπημένη εγγονή της γιαγιάς», είπε η Τζο, εκπλήσσοντας τον εαυτό της όταν συνειδητοποίησε με πόση ευκολία είχε ξεστομίσει αυτό το ψέμα. Η κυρία Κλάρκσον μαλάκωσε στη στιγμή. «Α, εντάξει. Υποθέτω πως δεν πειράζει, λοιπόν», είπε. «Λυπάμαι που το ακούω». «Εγώ να φεύγω τώρα…» είπε η Τζο. «Γεια σου, Σάλι. Μ η στενοχωριέσαι, προσπάθησε να ηρεμήσεις». «Θα προσπαθήσω, Τζο. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες», απάντησε η Σάλι και την αγριοκοίταξε. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η Τζο βρισκόταν στην Τριακοστή Έκτη Οδό. Η φωνή του Κιντς και οι απειλές που είχε εξαπολύσει στο γραφείο του Σκάλι αντηχούσαν στο μυαλό της: Υπάρχουν αποδείξεις. Υπάρχουν κατάλογοι φορτίου, υπογεγραμμένοι και σφραγισμένοι. Είχε πει «Υπάρχουν κατάλογοι φορτίου», όχι «Έχω τους καταλόγους φορτίου». Επειδή δεν τους είχε. Αλλά τους χρειαζόταν, αν ήθελε να συνεχίσει να αποσπά χρήματα από τους μετόχους της Βαν Χάουτεν. Μ ε τα μάτια της φαντασίας της, η Τζο είδε ξανά το πρόσωπό του. Είδε τα τρομακτικά μάτια του και, παρόλο που εκείνο το απόγευμα δεν έκανε κρύο, ένιωσε να τρέμει. Από την πρώτη φορά που είχε μιλήσει με τη Σάλι, ήταν σίγουρη πως ο Κιντς και ο
Στίβεν Σμιθ ήταν το ίδιο πρόσωπο. Όμως, τώρα που είχε ξαναδεί τον Κιντς, είχε αρχίσει να βασανίζεται από αμφιβολίες. Στο πορτρέτο που κρεμόταν στα γραφεία της Βαν Χάουτεν, ο Σμιθ έδινε την εντύπωση ενός ευγενικού, μειλίχιου άντρα – και ο Κιντς μόνο αυτό δεν ήταν. Την είχε δει στο παράθυρο του σπιτιού της, στο γραφείο του πατέρα της· ήξερε ποια ήταν. Και τώρα την είχε δει στο παράθυρο της Έλενορ. Άραγε, ήξερε πως αυτό που έψαχνε να βρει η Τζο ήταν τα γράμματα του Στίβεν Σμιθ; Από την πρώτη φορά που είχε αντικρίσει τον Κιντς, της είχε δώσει την εντύπωση αμείλικτου ανθρώπου. Πολύ αμφέβαλλε πως θα άφηνε οτιδήποτε να μπει στον δρόμο του. Σίγουρα όχι έναν τοίχο. Ούτε και ένα νεαρό κορίτσι.
44 Επιστολή του κυρίου Τζόζεφ Φιν προς τον κύριο Έ ντουαρντ Γκάλαχερ 3 Νοεμβρίου, 1890 Αγαπητέ Έντι, Έψαξα στην κρεβατοκάμαρα της Έλενορ για να βρω τα γράμματα, αλλά η έρευνά μου ήταν μάταιη. Ο Κιντς εμφανίστηκε στον πίσω κήπο. Τον είδα. Εξέλιξη θετική, θεωρώ. Με είδε κι εκείνος. Κι αυτό δεν είναι θετικό. ΤΖ.Μ. Επιστολή της δεσποινίδας Εντουίνα Γκάλαχερ προς τη δεσποινίδα Τζόζεφιν Μόντφορτ 4 Νοεμβρίου, 1890 Αγαπητή Τζο,
Πλάκα μου κάνεις. Ε.ΓΚ. Επιστολή του κυρίου Τζόζεφ Φιν προς τον κύριο Έ ντουαρντ Γκάλαχερ 5 Νοεμβρίου, 1890 Αγαπητέ Έντι, Δεν κάνω πλάκα, αν και είναι αλήθεια πως αστειεύομαι πού και πού. Αυτή, ωστόσο, δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Συνάντησέ με στο Μητροπολιτικό Μουσείο. Μπροστά στα αγγεία της εποχής των Ετρούσκων. Αύριο στις τρεις το μεσημέρι. Ως συνήθως, θα φοράω μαύρα. ΤΖ.Μ.
45 Η Τζο καθόταν σε έναν πάγκο με μαξιλάρι στην πτέρυγα αρχαιοτήτων του Μ ητροπολιτικού Μ ουσείου Τέχνης και χάζευε ένα ραγισμένο πήλινο αγγείο. Είχε επιλέξει τη συγκεκριμένη αίθουσα επειδή ήταν μονίμως άδεια. Κανείς ποτέ δεν ερχόταν να δει τα αγγεία των Ετρούσκων – και για ποιον λόγο, άλλωστε; Τα ετρουσκικά αγγεία δεν είχαν τίποτα να πουν. Επιπλέον, ήταν αφόρητα πληκτικά. Η Τζο κοίταξε γύρω της, φέρνοντας στο μυαλό της την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί – πριν από πέντε μέρες, για τη Χοροεσπερίδα Νεαρών Χορηγών. Ο Μ πραμ δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της από εκείνη τη μέρα, αλλά η Τζο είχε ακούσει ότι τον είχαν δει να φλυαρεί με την Ελίζαμπεθ Άνταμς σε ένα πάρτι πριν από τρεις βραδιές. Η Ελίζαμπεθ –και η Τζο το ήξερε– ήταν συνηθισμένη να παίρνει αυτό που ήθελε. Η Τζο ήξερε επίσης πως θα έπρεπε να ανατρέψει τα σχέδια της κοπέλας, αλλά εκείνη, αντίθετα, ήλπιζε να έχουν αίσια έκβαση. Δεν ήθελε να αρραβωνιαστεί τον Μ πραμ ούτε και κανέναν άλλον, από τη στιγμή που έτρεφε τόσο έντονα συναισθήματα για τον Έντι. «Πού είσαι;» ψιθύρισε με αδημονία. Η ώρα ήταν τρεις και τέταρτο. Ο Έντι είχε αργήσει και εκείνη δεν έβλεπε την ώρα να
του διηγηθεί όλα όσα είχε μάθει από την τελευταία φορά που τον είχε δει. Άκουσε βήματα πίσω της και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Έκανε μεταβολή με λαχτάρα, αλλά δεν ήταν παρά ο φύλακας. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσε νέα βήματα, ζωηρά και αποφασιστικά. Γύρισε ξανά και αυτή τη φορά η καρδιά της λίγο έλειψε να σπάσει. Πώς μπορεί ένας άντρας να είναι τόσο όμορφος; αναρωτήθηκε. Ήταν αξύριστος και τα ήδη μακριά μαλλιά του είχαν μακρύνει κι άλλο. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα και λεκιασμένα από μελάνι, όπως πάντα. Κι όμως, με κάποιον τρόπο, το παλιό τουίντ σακάκι, η κακοδεμένη γραβάτα και το ζαρωμένο παντελόνι έδειχναν πάνω του ωραιότερα απ’ όσο θα έδειχνε το πιο καλοραμμένο κοστούμι σε κάθε άλλον άντρα. Τα μάγουλά του ήταν φουντωμένα, το πρόσωπό του σκυθρωπό. Χαμογέλασε όταν την είδε, αλλά το βλέμμα του διατήρησε την έντασή του. «Συγγνώμη που άργησα. Είχαμε κάποιες εξελίξεις», είπε και κάθισε δίπλα της. «Δεν μπορείς να καθίσεις εδώ!» του ψιθύρισε. «Κάθισε στην άλλη άκρη του πάγκου, με την πλάτη σου γυρισμένη σ’ εμένα. Μ πορεί να μας δει κάποιος!» Ο Έντι κοίταξε γύρω του. «Αφού δεν υπάρχει κανείς εδώ», είπε. «Έντι!» Μ ετακινήθηκε στην άλλη άκρη του πάγκου και κάθισε, με την πλάτη του να αγγίζει τη δική της. «Έχω τόσα να σου πω», άρχισε η Τζο. «Για την Έλενορ Όουενς
και για τα γράμματα και–» «Το ξέρω, αλλά–» «Δεν βρήκα τους καταλόγους, αλλά είδα τον Κιντς!» είπε αναστατωμένη. «Ήταν εκεί, στο σπίτι των Όουενς. Νομίζω ότι έψαχνε κι εκείνος τους καταλόγους. Είμαι σίγουρη ότι τους έψαχνε». «Κοίτα, είναι στ’ αλήθεια ανάγκη να–» Αλλά η Τζο τον διέκοψε ξανά. «Τους θέλει για να συνεχίσει να εκβιάζει τη Βαν Χάουτεν», είπε. «Πρέπει να βεβαιωθούμε πως ο Κιντς είναι πράγματι ο Στίβεν Σμιθ. Έχω σκεφτεί έναν τρόπο για να το ανακαλύψουμε. Θα ακολουθήσουμε για λίγες νύχτες τον κύριο Σκάλι. Ο Κιντς σίγουρα θα τον επισκεφτεί ξανά, για να αποσπάσει κι άλλα χρήματα. Αν ακολουθήσουμε τον Σκάλι, τότε θα βρισκόμαστε εκεί όταν εμφανιστεί ο Κιντς και θα μπορέσουμε να τον ρωτήσουμε–» «Τζο, άκουσέ με», επέμεινε ο Έντι. «Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Σκάλι». Η Τζο γύρισε να τον κοιτάξει, ξεχνώντας πως δεν έπρεπε. «Γιατί;» ρώτησε. Και ο Έντι είχε γυρίσει προς το μέρος της. Έδειχνε ανήσυχος. «Επειδή ο Ρίτσαρντ Σκάλι βρέθηκε νωρίς σήμερα το πρωί στην αποβάθρα της Βαν Χάουτεν», είπε. «Δεν μου κάνει εντύπωση. Εκεί δουλεύει», είπε η Τζο. «Δεν βρέθηκε στο γραφείο του, Τζο. Βρέθηκε στο νερό. Νεκρός».
46 Η Τζο κοίταζε τον νεκρό άντρα που κειτόταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Τα χείλη του ήταν μισάνοιχτα, σαν να διαμαρτυρόταν. «Δεν μπορούμε τουλάχιστον να του κλείσουμε το στόμα;» ρώτησε. «Όχι χωρίς να του σπάσουμε το σαγόνι», δήλωσε ο Όσκαρ με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Οι μύες είναι άκαμπτοι. Έχει επέλθει ακαμψία. Θα υποχωρήσει σε λίγες ώρες. Μ ην ανησυχείς. Θα τον σουλουπώσει ο εργολάβος κηδειών». Το ελπίζω, είπε μέσα της η Τζο, ταραγμένη που αντίκριζε έναν παλιό οικογενειακό φίλο, έναν άνθρωπο που γνώριζε όλη της τη ζωή, ξαπλωμένο πάνω στο παγωμένο κεραμικό τραπέζι του νεκροτομείου. Ακόμα δεν είχε συνέλθει από το σοκ στο άκουσμα της είδησης που της είχε μεταφέρει ο Έντι, και τώρα, καθώς κοίταζε το πτώμα, αναρωτιόταν αν ο θάνατος του Σκάλι είχε κάποια σχέση με τον θάνατο του πατέρα της. «Η αστυνομία λέει ότι ο Σκάλι πνίγηκε», της είχε εξηγήσει ο Έντι στο μουσείο. «Δούλευε ως αργά στη Βαν Χάουτεν και είχε ομίχλη όταν ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι του. Πιστεύουν πως μάλλον έχασε τον προσανατολισμό του και έπεσε στο ποτάμι». Η Τζο δυσκολευόταν να πιστέψει αυτή την εκδοχή και του το
είπε. «Ο Ρίτσαρντ Σκάλι πήγαινε με τα πόδια στα γραφεία της Βαν Χάουτεν κάθε μέρα της εβδομάδας, εκτός από την Κυριακή», είπε. «Ήταν ικανός να διασχίσει το Πεκ’ς Σλιπ με δεμένα μάτια». «Έχω ένα άσχημο προαίσθημα γι’ αυτή την υπόθεση, Τζο. Η σορός βρίσκεται στο νεκροτομείο. Εκεί πηγαίνω τώρα, να μάθω τι πιστεύει ο Όσκαρ», είχε πει ο Έντι. Είχε προσπαθήσει να την πείσει να μην πάει μαζί του, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Η Τζο είχε φύγει από το μουσείο λίγα λεπτά ύστερα από εκείνον, ώστε να μην τους δουν μαζί, και είχε σταματήσει διαφορετική άμαξα. «Βιαστείτε να κρατήσετε σημειώσεις, παιδιά», συμβούλευε τώρα ο Όσκαρ. «Ο εργολάβος κηδειών βρίσκεται καθ’ οδόν. Οι αστυνομικοί έφεραν εδώ τον Φίλιπ Μ όντφορτ και τον Άλβα Μ πίκμαν για να αναγνωρίσουν το πτώμα. Όταν τελείωσαν, ο Μ πίκμαν έφυγε για το γραφείο τελετών και ο Μ όντφορτ πήγε να ειδοποιήσει την οικογένεια». Δύστυχε θείε Φίλιπ, σκέφτηκε η Τζο. Πρώτα χάνει τον πατέρα μου, τώρα τον κύριο Σκάλι. Όταν ο Έντι άνοιξε το σημειωματάριό του, η Τζο έσκυψε πάνω από το σώμα του Ρίτσαρντ Σκάλι και το περιεργάστηκε. Το δέρμα του είχε μια κέρινη γκρίζα απόχρωση και υπήρχαν κάμποσες μπλάβες κηλίδες στο πρόσωπο, τον κορμό και το πάνω μέρος των ποδιών. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και το δέρμα γύρω τους πρησμένο από αίμα τόσο σκούρο, που έμοιαζε μαύρο. Τα δάχτυλά του ήταν κλειστά στις παλάμες. Λάσπη από τον πυθμένα του Ιστ Ρίβερ αυλάκωνε το μέτωπό του. Ο Όσκαρ είχε καλύψει τη βουβωνική χώρα με μια πετσέτα όταν μπήκαν οι δυο τους, ώστε να
μην ταραχτεί η Τζο. Αλλά η Τζο ανακάλυπτε πως δεν ταραζόταν πια τόσο εύκολα. Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στο νεκροτομείο, είχε κυριευτεί από φρίκη και θλίψη. Αυτά τα συναισθήματα βρίσκονταν ακόμα εκεί, μόνο που τώρα παραγκωνίζονταν από την έντονη επιθυμία της να μάθει ακριβώς με ποιον τρόπο είχε καταλήξει στο ποτάμι ο Ρίτσαρντ Σκάλι. «Μ πορείς να υπολογίσεις πότε πνίγηκε;» ρώτησε ο Έντι. «Σήμερα το πρωί; Χτες βράδυ;» «Δεν πνίγηκε», απάντησε ο Όσκαρ. «Έλα τώρα, Οσκ. Βρέθηκε στο νερό», αντέτεινε ο Έντι. «Τον έβγαλαν οι αστυνομικοί. Υπήρχαν κάμποσοι αυτόπτες μάρτυρες». «Δεν είπα πως δεν βρέθηκε στο νερό. Είπα πως δεν πνίγηκε». «Θέλεις να μου πεις ότι–» «–ότι ο Ρίτσαρντ Σκάλι δολοφονήθηκε; Ναι, αυτό ακριβώς». Ο Έντι άφησε ένα σιγανό σφύριγμα. Η Τζο ένιωσε ολάκερο το κορμί της να παγώνει. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ο Ρίτσαρντ Σκάλι είχε πέσει έτσι απλά στο νερό, αλλά της ήταν ακόμα δυσκολότερο να ακούει τη λέξη «φόνος» για δεύτερη φορά. «Πώς το ξέρεις, Όσκαρ;» ρώτησε. «Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει αφρός στις αναπνευστικές οδούς», είπε ο Όσκαρ, δείχνοντας τη μύτη και το στόμα του Σκάλι. «Αφρός;» επανέλαβε σαν ηχώ η Τζο. «Ένα μείγμα από νερό, αέρα, βλέννα και ορισμένες φορές αίμα, που μετατρέπεται σε αφρό καθώς το άτομο που πνίγεται προσπαθεί να αναπνεύσει. Η απουσία του υποδηλώνει ότι ο Σκάλι δεν προσπάθησε να πάρει ανάσα όταν βρέθηκε στο νερό. Πράγμα που
σημαίνει πως ήταν ήδη νεκρός. Ύστερα, υπάρχει κι αυτό», είπε, γυρίζοντας το πτώμα στο πλάι. Η Τζο μόρφασε όταν αντίκρισε την πληγή που έχασκε ορθάνοιχτη στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Σκάλι. Το κρανίο του είχε διαλυθεί. Το οστό είχε σπάσει σαν τσόφλι αυγού. «Τραύμα από αμβλύ όργανο», είπε ο Όσκαρ. «Το όπλο ήταν καμπύλο, θα έλεγα. Ένα μπαστούνι του μπέιζ μπολ. Ή ένα ρόπαλο. Το χτύπημα προκάλεσε κάταγμα τόσο στο βρεγματικό όσο και στο ινιακό οστό και προκάλεσε τις περικογχικές εκχυμώσει–» «Πες τα με απλά λόγια, Οσκ», τον έκοψε ο Έντι, κρατώντας σημειώσεις σαν τρελός. «–αυτούς τους λεκέδες γύρω από τα μάτια, που θυμίζουν μάτια ρακούν. Αίμα από το κάταγμα διέρρευσε στους ρινικούς κόλπους και τον ιστό γύρω από τις οφθαλμικές κόγχες και αποχρωμάτισε το δέρμα. Ο άντρας που τον χτύπησε–» «Πώς ξέρεις ότι ήταν άντρας;» τον διέκοψε η Τζο. «Επειδή απαιτείται δύναμη για να μπορέσεις να σπάσεις το κρανίο ενός άντρα. Και αυτοπεποίθηση». Η Τζο απόρησε. «Χρειάζεται κανείς αυτοπεποίθηση για να σκοτώσει;» ρώτησε. «Βοηθάει», απάντησε ο Όσκαρ. «Και ο θυμός είναι αποτελεσματικός, αλλά το αποτέλεσμα είναι άτσαλο. Στην περίπτωσή μας, ήταν γρήγορο και καθαρό. Ο δολοφόνος χτύπησε με δύναμη και ακρίβεια. Οι άντρες είναι γενικά καλύτεροι στην κίνηση της ταλάντευσης από τις γυναίκες, επειδή έχουν εξασκηθεί περισσότερο. Μ ε βαριοπούλες και τσεκούρια. Μ παλτάδες. Δρεπάνια». «Τα είδε όλα αυτά ο δρ Κόλερ;» ρώτησε ο Έντι.
Η Τζο θυμήθηκε πως ο δρ Κόλερ ήταν ιατροδικαστής και αφεντικό του Όσκαρ. «Ναι», απάντησε ο Όσκαρ, και ο εκνευρισμός ήταν φανερός στη φωνή του. «Και εξακολουθεί να τον χαρακτηρίζει “πνιγμό”;» «Λέει ότι ο Σκάλι χτύπησε το κεφάλι του σε κάποια κολόνα καθώς έπεφτε στο νερό. «Είναι πιθανό κάτι τέτοιο;» ρώτησε η Τζο. Ο Όσκαρ την κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του. «Όχι, εκτός κι αν είχε το συνήθειο να περπατάει προς τα πίσω». Πέρασε την παλάμη του πάνω από την πλάτη του Σκάλι. «Βλέπεις εδώ;» Και έδειξε ένα σημείο που είχε ένα έντονο μπλάβο χρώμα. «Αυτή είναι η λεγόμενη “νεκρική κυανότητα”. Όταν η καρδιά σταματήσει να χτυπάει, το αίμα κατακάθεται στο χαμηλότερο σημείο του σώματος και δημιουργεί αυτές τις κηλίδες. Τα νερά δεν είναι πολύ βαθιά στο Πεκ’ς Σλιπ, και ο ναύτης που εντόπισε τον Σκάλι κατέθεσε πως κειτόταν ανάσκελα. Και, όπως βλέπουμε, πράγματι υπάρχουν αυτές οι κηλίδες στην πλάτη του». «Είχα την εντύπωση πως οι νεκροί επιπλέουν», είπε ο Έντι. «Αυτό συμβαίνει αργότερα, καθώς το σώμα αποσυντίθεται. Τα βακτήρια που περιέχει απελευθερώνουν αέρια, με αποτέλεσμα το σώμα να πρήζεται και να ανεβαίνει στην επιφάνεια. Τις περισσότερες φορές το σώμα βυθίζεται στην αρχή. Ειδικά αν φοράει βαρύ μάλλινο παλτό, όπως ο Σκάλι», εξήγησε ο Όσκαρ. «Οι αστυνομικοί που τον έβγαλαν από το νερό επιβεβαιώνουν πως ήταν ανάσκελα», συνέχισε ο Όσκαρ και κατέβασε ξανά τη σορό στο τραπέζι, «αλλά έχουμε σημάδια κυανότητας και εδώ». Και έδειξε τα αμυδρά μαβιά σημάδια στο δεξί μάγουλο του Σκάλι, όπως
και στο στήθος, την κοιλιά και τα πόδια του. «Κι αυτό σημαίνει…;» τον παρότρυνε ο Έντι. «Σημαίνει πως έπεσε προς τα εμπρός όταν πέθανε και πως έμεινε έτσι για κάμποση ώρα. Το λιγότερο μισή ώρα, αν και το πιθανότερο είναι τρεις με τέσσερις. Όταν κατέληξε στο ποτάμι και ακινητοποιήθηκε σε ύπτια θέση, το αίμα κατακάθισε ξανά κατά μήκος της ράχης. Το γεγονός πως η νωτιαία μελανότητα είναι εκτεταμένη φανερώνει πως το σώμα παρέμεινε σε αυτή τη θέση το λιγότερο επί δέκα ώρες. Εφόσον τον εντόπισαν μεσημέρι, υπολογίζουμε πως βρέθηκε στο νερό περίπου στις δύο το βράδυ. Προσθέτουμε τρεις ώρες –το διάστημα που χρειάστηκε η μελανότητα να εμφανιστεί στο μπροστινό μέρος του σώματος– και έχουμε κατά προσέγγιση ως ώρα θανάτου την ενδεκάτη νυχτερινή». Σκούντηξε τον μηρό του Σκάλι σαν νοικοκυρά που τσιγκλάει ένα κομμάτι κρέας. «Η προχωρημένη ακαμψία επιβεβαιώνει την υπόθεσή μου». «Λες ότι δολοφονήθηκε στις έντεκα, αλλά πετάχτηκε στο ποτάμι στις δύο μετά τα μεσάνυχτα… Πού βρισκόταν στο μεσοδιάστημα;» ρώτησε ο Έντι. «Καλή ερώτηση», είπε ο Όσκαρ. «Συνήθως, σε περιπτώσεις σαν κι αυτή –καλοντυμένων ευγενών που δέχονται χτύπημα στο κεφάλι μέσα στη νύχτα–, έχουμε να κάνουμε με ληστεία». «Και δεν πιστεύεις ότι πρόκειται για ληστεία;» ρώτησε η Τζο. «Το πίστευα, προτού δω τις μελανές κηλίδες στο σώμα του. Κανένας ληστής δεν πρόκειται να σε χτυπήσει, να σε αφήσει στον δρόμο τόσες ώρες κι ύστερα να γυρίσει για να σε πετάξει στο ποτάμι. Άσε που, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν λείπει ούτε ένα από τα προσωπικά αντικείμενα του Σκάλι. Ένας αληθινός ληστής
θα είχε πάρει το πορτοφόλι του, το ρολόι και τη βέρα του. Πιθανότατα και το παλτό και τα παπούτσια του. Δεν είναι λογικό. Όπως δεν είναι λογικό και το γεγονός ότι βρέθηκε στο ποτάμι». «Γιατί;» ρώτησε ο Έντι. Κρατούσε ακόμα σημειώσεις. «Όπως είπα, τα νερά γύρω από το Πεκ’ς Σλιπ είναι σχετικά ρηχά, ειδικά στο σημείο όπου πετάχτηκε ο Σκάλι. Και σε ένα τόσο πολύβουο μέρος όπως το Πεκ’ς Σλιπ, ήταν πολύ πιθανό να δει κάποιος το πτώμα του. Για ποιον λόγο, λοιπόν, ένας δολοφόνος, που θα ήθελε να κρατήσει κρυφό το έγκλημά του, θα έκρυβε ένα πτώμα σε ένα τόσο εμφανές σημείο;» Η Τζο ήξερε τον λόγο. Κι αυτή η γνώση την τρόμαζε. Κοίταξε τον Έντι. Είχε σταματήσει να γράφει. Κι εκείνος ήξερε· η Τζο το έβλεπε. «Όσκαρ–» ξεκίνησε να λέει ο Έντι, αλλά μια βροντερή φωνή έκοψε στη μέση τη φράση του. Ερχόταν από τον διάδρομο, πίσω από τις περιστρεφόμενες πόρτες. «Το αφεντικό», είπε ο Όσκαρ. «Δεν του αρέσει να δέχομαι επισκέπτες στη διάρκεια του εργασιακού ωραρίου. Ώρα να εξαφανιστείτε». Ο Έντι έπιασε την Τζο από το μπράτσο και την τράβηξε προς ένα άλλο ζεύγος περιστρεφόμενες πόρτες. Αμέσως μόλις βρέθηκαν στον δρόμο, η Τζο άρχισε να μιλάει. «Κάναμε λάθος, Έντι. Ο Κιντς είναι ο δολοφόνος, έτσι δεν είναι; Σκοπός του δεν ήταν να κρύψει το πτώμα του Σκάλι. Σκοπός του ήταν να βρεθεί», είπε. «Ακριβώς όπως με τον πατέρα μου. Ήθελε να χαρακτηριστούν “ατυχήματα” οι δύο φόνοι. Έτσι, οι Αρχές δεν θα υποψιάζονταν ότι επρόκειτο για δολοφονία και δεν θα άρχιζαν να αναζητούν τον δράστη, ο οποίος θα έμενε
ελεύθερος να απειλεί τους υπόλοιπους μετόχους. Θα τους επισκεφτεί έναν προς έναν για να καταθέσει τα αιτήματά του». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι. «Πίστευα πως ο Κιντς δεν θα σκότωνε τον πατέρα σου, επειδή ήξερε πως ήταν έτοιμος να του δώσει τα χίλια δολάρια. Αλλά μπορεί να του έδινε μόνο αυτά, τίποτα παραπάνω. Μ πορεί να είχε αρνηθεί. Όπως σίγουρα αρνήθηκε ο Σκάλι». «Έτσι, ο Κιντς τους σκότωσε και τους δύο. Κι αυτό σκοπεύει να κάνει και με τους υπόλοιπους μετόχους, αν αρνηθούν κι εκείνοι να τον πληρώσουν». «Είναι πολύ πιθανό, Τζο», είπε σοβαρά ο Έντι. Ο φόβος της Τζο μεταλλάχτηκε σε φρίκη. «Χριστέ μου», είπε, «τι γίνεται αν το επόμενο θύμα είναι ο θείος μου;»
47 Ένα ζευγάρι λυγερά, σταχτιά διάστικτα άλογα τραβούσαν το ευρύχωρο και άνετο μόνιππο του Φίλιπ Μ όντφορτ στη Μ άντισον Άβενιου. Τα έλεγχε με προσοχή ο αμαξάς – ένας άνθρωπος που ήξερε ότι η μεγάλη ελευθερία με τα χαλινάρια κατέληγε σε ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Οι επιβάτες στο εσωτερικό της άμαξας, καθ’ οδόν από την ταφή του Ρίτσαρντ Σκάλι στο γεύμα που θα δινόταν στο σπίτι του, χαλιναγωγούσαν με ανάλογη προσοχή τη συγκίνηση που αισθάνονταν με την απώλεια ακόμα ενός μέλους του στενού κύκλου τους. Εκτός από την Τζο, που έσφιγγε τα χέρια της –αθέατα μέσα στο μανσόν της– από την αγωνία που της γεννούσε η αναποφασιστικότητα. Ήθελε απεγνωσμένα να μιλήσει στον θείο της για τον Κιντς και την απειλή που παρουσίαζε, αλλά ήξερε πως, αν το έκανε, θα έμπαινε σε μεγάλους μπελάδες και ίσως της απαγόρευαν να βγει ξανά από το σπίτι. Και το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να διακινδυνεύσει τη δυνατότητά της να κυνηγήσει τον δολοφόνο του πατέρα της. «Πρέπει να μιλήσω στον θείο μου. Έχω υποχρέωση», είχε πει
στον Έντι δύο μέρες νωρίτερα, φεύγοντας από το νεκροτομείο. «Και τι θα πεις όταν σε ρωτήσει πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» είχε αντιτείνει εκείνος. «Ότι πήγες στο νεκροτομείο για να περιεργαστείς από μόνη σου τη σορό του Σκάλι;» Η Τζο δεν είχε απάντηση. Ούτε τότε, ούτε τώρα, αλλά ήξερε πως ήταν ανάγκη να προστατεύσει τον θείο της, όποιες και αν ήταν οι συνέπειες. Αν ο Κιντς είχε αφαιρέσει δύο ζωές, δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να αφαιρέσει τρεις. «Είναι τόσο παράλογος ο θάνατος του Ρίτσαρντ», έλεγε η θεία Κάρολαϊν, επαναφέροντας τις σκέψεις της Τζο στο παρόν. «Να φύγει στο άνθος της ηλικίας του, μόνο και μόνο επειδή έκανε ένα λάθος βήμα». Ξαφνικά, η Τζο είδε την ευκαιρία που γύρευε. Είχε βρει τυχαία έναν τρόπο να προειδοποιήσει τον θείο της χωρίς να αποκαλύψει τι σκάρωνε. «Κι αν κάνουν λάθος;» ρώτησε, επιλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις, ώστε να μην προδοθεί. «Ποιοι να κάνουν λάθος, καλή μου;» ρώτησε η θεία της. «Η αστυνομία. Τι γίνεται αν δεν ήταν ατύχημα; Τι γίνεται αν ο κύριος Σκάλι δολοφονήθηκε;» Η θεία της Τζο φάνηκε εμβρόντητη. Η μητέρα της έδειχνε συγκλονισμένη. «Τζόζεφιν Μ όντφορτ, τι φριχτό πράγμα ήταν αυτό που είπες!» τη μάλωσε. «Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;» «Θα μπορούσε να ισχύει, πάντως», επέμεινε η Τζο. «Λένε πως υπάρχει πιθανότητα να τον δολοφόνησαν και ύστερα να τον πέταξαν στο νερό». «Και ποιοι είναι αυτοί που το λένε, αν επιτρέπεται;» «Οι εφημερίδες, μαμά», είπε ψέματα η Τζο.
Η μητέρα της φάνηκε σκανδαλισμένη. «Διαβάζεις εφημερίδες; Ξέρεις πως το απαγορεύω», είπε αυστηρά. «Ακούω τους εφημεριδοπώλες που διαφημίζουν τα πρωτοσέλιδα», απάντησε γρήγορα η Τζο, καλύπτοντας τα νώτα της. Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αλήθεια. Οι εφημεριδοπώλες της Γουόρλντ και της Χέραλντ δεν είχαν σταματήσει να διαλαλούν τη διπλή τραγωδία που είχε χτυπήσει τη Βαν Χάουτεν. Πρώτα ο Τσαρλς Μ όντφορτ, έπειτα ο Ρίτσαρντ Σκάλι. Ο κόσμος αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να είχαν συμβεί δύο τόσο αποτρόπαια ατυχήματα σε μετόχους της ίδιας εταιρείας, και μάλιστα σε τόσο σύντομο διάστημα. Τα πιο μακάβρια άρθρα υπονοούσαν πως η Βαν Χάουτεν ήταν καταραμένη. «Αυτά είναι κουταμάρες!» είπε η Μ άντλεν. «Μ πορεί ο κύριος Σκάλι να δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι», συνέχισε απτόητη η Τζο. «Κι αν έγινε έτσι; Τι θα συμβεί αν αυτός ο απαίσιος άνθρωπος τριγυρίζει ακόμα στο Πεκ’ς Σλιπ, περιμένοντας να επιτεθεί σε κάποιον άλλον; Ο θείος Φίλιπ θα μπορούσε να βρίσκεται σε κίνδυνο. Όπως και οποιοσδήποτε από τους μετόχους». «Τζόζεφιν, αρκετά», την προειδοποίησε η Άννα. «Είναι αναμενόμενο να βρίσκεσαι σε υπερένταση, αλλά οφείλεις να ελέγξεις τον εαυτό σου. Οι φόνοι δεν είναι πρέπον θέμα συζήτησης για μια νεαρή κυρία». Η Τζο κοίταξε κατάματα τον θείο της. «Πρέπει να προσέχεις όταν πηγαινοέρχεσαι στη Βαν Χάουτεν, θείε Φίλιπ. Και οπουδήποτε αλλού. Πρέπει να αποφεύγεις όλους όσοι σου φαίνονται παράξενοι και επικίνδυνοι. Πρέπει. Υποσχέσου μου πως
θα προσέχεις», απαίτησε με πιο δυνατή φωνή. Η μητέρα της Τζο και η θεία της αντάλλαξαν βλέμματα ανησυχίας· η Τζο τις είδε. Ο Φίλιπ έσκυψε και της χάιδεψε το χέρι. «Θα είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός. Έχεις τον λόγο μου, Τζόζεφιν. Και τώρα, σε παρακαλώ, πάψε να ανησυχείς». Της χαμογέλασε, όμως η Τζο καταλάβαινε πως το μυαλό του βρισκόταν αλλού. Στον Ρίτσαρντ Σκάλι αναμφίβολα, σκέφτηκε. Μ όλις είχε δει να θάβουν έναν από τους παλιότερους φίλους του. Δεν είχε απορρίψει τις ανησυχίες της, αλλά ούτε τους είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή, και η Τζο δεν ήταν ικανοποιημένη. Αποφάσισε να πάρει ένα τεράστιο ρίσκο και να του διηγηθεί όλη την ιστορία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Η συντροφιά παρέμεινε σιωπηλή στην υπόλοιπη διαδρομή, μέχρι που η άμαξα σταμάτησε έξω από το σπίτι του Σκάλι. Ο Φίλιπ και ο Ρομπ αποβιβάστηκαν κι ύστερα βοήθησαν τις γυναίκες να κατέβουν. Την ώρα που ο θείος της άρχισε να κατευθύνεται προς τα σκαλοπάτια, η Τζο άκουσε ένα κουδούνισμα. Κοίταξε στο έδαφος και είδε κέρματα στο πεζοδρόμιο. «Χριστέ μου, Φίλιπ», είπε η Μ άντλεν. «Σκορπίζεις νομίσματα παντού». Ο Φίλιπ αναστέναξε κουρασμένα. «Έχω μια τρύπα στην τσέπη του παλτού μου», είπε βαριεστημένα, χωρίς να κάνει τον κόπο να μαζέψει τα κέρματα. «Όλο ξεχνάω να το πω σε κάποιον υπηρέτη». Η Τζο ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει. Ο θείος της ήταν ιδιαίτερα επιμελής όσον αφορούσε την εμφάνισή του, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που όλη η οικογένεια τον πείραζε γι’ αυτό. Το γεγονός πως είχε ξεχάσει να δώσει το παλτό του για μαντάρισμα
ήταν ένα μικρό αλλά αποκαλυπτικό σημάδι της οδύνης που τον βάραινε. «Οι ζητιάνοι θα στήσουν χορό, μπαμπά», είπε ο Ρομπ, καθώς έπιανε τη μητέρα του από το μπράτσο και τη βοηθούσε να ανέβει τα σκαλοπάτια που έβγαζαν στην πόρτα του Σκάλι. Ο Φίλιπ τον μιμήθηκε, συνοδεύοντας τη μητέρα της Τζο. Η Τζο με την Κάρολαϊν ακολούθησαν. Παρόλο που η Κάρολαϊν φλυαρούσε ακατάπαυστα για το είδος του ποντς που θα σέρβιρε η οικογένεια Σκάλι και για τη μικρή παχουλή Αραμίντα Σκάλι που δεν θα έπρεπε να πιει πολύ, η Τζο μπορούσε να ακούσει όσα συζητούσε η μητέρα της με τον θείο της. «Σου το έχω πει επανειλημμένα, Άννα, είναι πολύ ευαίσθητο κορίτσι. Αυτού του είδους τα πλήγματα ταλαιπωρούν ιδιαίτερα τέτοιους χαρακτήρες και οδηγούν σε νοσηρές φαντασιώσεις. Πρέπει να τη στείλεις είτε πίσω στο σχολείο είτε για μια επίσκεψη στην αδερφή σου, στη Γουινέτκα…» Η Τζο κράτησε την αναπνοή της. Αυτό ακριβώς ήταν το μόνο που δεν ήθελε να ακούσει. «…ή, αν μη τι άλλο, να της παραχωρήσεις μεγαλύτερη ελευθερία για να βλέπει τις φίλες της, να κάνει έναν περίπατο στο πάρκο, μια βόλτα στα μαγαζιά – όλα αυτά, τέλος πάντων, που κάνουν τα κορίτσια της ηλικίας της». Η μητέρα της έγνεψε καταφατικά σε αυτή την τελευταία πρόταση και η Τζο ανάσανε ανακουφισμένη που δεν θα την εξόριζαν στο σπίτι της θείας της. Τα λόγια του Φίλιπ, όμως, είχαν ενισχύσει την επιθυμία της να του μιλήσει. Δεν είχε πάρει τις ανησυχίες της στα σοβαρά· είχε πιστέψει πως η απειλή για την ασφάλειά του ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Πώς θα τον
έβρισκε μόνο, όμως; Και τι ακριβώς θα του έλεγε; Η Τζο πέρασε την επόμενη ώρα χρονοτριβώντας. Τριγύριζε στο σπίτι κι έδινε συλλυπητήρια στην κυρία Σκάλι, έπιανε την κουβέντα με τις φίλες της, παρατηρούσε τον Μ πραμ να προσφέρει ένα ποτό στην Ελίζαμπεθ Άνταμς και απέφευγε τη Νόνα, ενώ είχε διαρκώς στον νου της τις κινήσεις του θείου της. Όταν τον είδε να βγαίνει από το σαλόνι –πιθανότατα για να πάει στην τουαλέτα–, έκανε το μεγάλο βήμα. Έβηξε μερικές φορές κι ύστερα ζήτησε συγγνώμη και αποσύρθηκε από τη συζήτηση, τάχα για να ζητήσει ένα ποτήρι νερό από κάποιον υπηρέτη. Όταν βρέθηκε στον μακρύ διάδρομο των Σκάλι, είδε τον θείο της που επέστρεφε στο σαλόνι. «Θείε Φίλιπ», είπε. «Έχεις ένα λεπτό να μου διαθέσεις;» Ο Φίλιπ χαμογέλασε. «Για εσένα, Τζο, έχω ώρες». Ο καιρός παρέμενε αφύσικα ήπιος για την εποχή, και οι Σκάλι είχαν ανοίξει τις μπαλκονόπορτες που οδηγούσαν σε έναν περίκλειστο αυλόγυρο και, από εκεί, στον κήπο. Η Τζο είχε δει τις μπαλκονόπορτες νωρίτερα και τώρα οδηγούσε εκεί τον θείο της. Είχε βρει τον τρόπο να του πει όσα γνώριζε, χωρίς να του αποκαλύψει με ποιον τρόπο τα είχε μάθει. «Όλα αυτά είναι πολύ μυστηριώδη», σχολίασε ξαφνιασμένος ο Φίλιπ, ενώ η Τζο τον οδηγούσε πρώτα κάτω από την αψίδα που σχημάτιζαν τα γυμνά κλαδιά κι ύστερα ως το κιόσκι που βρισκόταν κοντά στον πίσω τοίχο του κήπου. «Έχεις να μου πεις κάποιο νέο; Δεν θα έπρεπε να ζητήσει πρώτα τη δική μου άδεια ο Μ πραμ;» την πείραξε. «Αχ, θείε Φίλιπ», είπε με ραγισμένη καρδιά η Τζο. Ο θείος της ήλπιζε για χαρμόσυνες ειδήσεις κι εκείνη ετοιμαζόταν να του
αποκαλύψει μια φριχτή αλήθεια. Το χαμόγελο του Φίλιπ έσβησε. «Τι συμβαίνει, Τζο;» ρώτησε, ενώ στη φωνή του διακρινόταν η ανησυχία του. Η Τζο πήρε βαθιά ανάσα. Και του μίλησε.
48 Ο Φίλιπ είχε γίνει κάτωχρος σαν κιμωλία. Η Τζο του είχε εξιστορήσει όλα όσα είχαν συμβεί από την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει για τον θάνατο του πατέρα της, με μια σημαντική παράλειψη – τον δικό της ρόλο στην αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών. Δεν ήθελε να μάθει ο θείος της πως ξεγλιστρούσε από το σπίτι οποιαδήποτε ώρα της μέρας, επειδή τότε σίγουρα θα έβαζε τέλος στις αποδράσεις της. Όταν τελείωσε, ο θείος της έμεινε σιωπηλός. Δεν της έκανε κήρυγμα, δεν τη μάλωσε, ούτε και απείλησε να τη στείλει μακριά. Αντί γι’ αυτό, σωριάστηκε σε μια καρέκλα του κήπου και έκλεισε τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε ξανά, έδειχνε πιο εξουθενωμένος από ποτέ. Συντετριμμένος. Στερεμένος. Η Τζο κατανοούσε την αντίδρασή του· βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Έτσι ακριβώς είχε νιώσει κι εκείνη, όταν έμαθε την αληθινή αιτία για τον θάνατο του πατέρα της. «Λυπάμαι, θείε Φίλιπ. Είναι πολύ σκληρό αυτό που πρέπει να αποδεχτείς. Το ξέρω πως είναι. Κι εγώ συγκλονίστηκα όταν το ανακάλυψα». Ο Φίλιπ της έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα. «Τζόζεφιν, αυτά που λες… είναι… πώς να το πω–»
«Καταλαβαίνω πως ακούγονται τρελά, θείε Φίλιπ–» «Ναι, πράγματι έτσι ακούγονται». «–αλλά σου ορκίζομαι πως είναι όλα αλήθεια». «Πώς στην ευχή τα έμαθες αυτά τα πράγματα;» τη ρώτησε, σχεδόν με φόβο. Η Τζο ήταν έτοιμη γι’ αυτή την ερώτηση. Ήλπιζε πως η απάντηση που είχε σκαρφιστεί θα την κρατούσε μακριά από μπελάδες. «Προσέλαβα έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ». «Έναν ντετέκτιβ;» επανέλαβε επιφυλακτικά ο Φίλιπ. «Πώς τον λένε;» «Όσκαρ Έντουαρντς», απάντησε η Τζο. Ήταν ένα όνομα που είχε επινοήσει μόλις εκείνη τη στιγμή. «Θα ήθελα να τον συναντήσω». «Είναι αδύνατον προς το παρόν. Δεν βρίσκεται στην πόλη», είπε ψέματα η Τζο. «Μ άλιστα. Και με ποιον τρόπο τον αμείβεις για τον κόπο του;» Η Τζο δίστασε· δεν είχε προβλέψει αυτή την ερώτηση. «Μ ε κάποια χρήματα που… έχω βάλει στην άκρη», απάντησε. «Και πιστεύεις αυτά που σου έχει πει αυτός ο κύριος Έντουαρντς;» «Όπως αν τα είχα ανακαλύψει η ίδια», αποκρίθηκε η Τζο και κάθισε απέναντί του. «Μ πορείς τώρα να καταλάβεις για ποιον λόγο ανησυχώ τόσο για εσένα;» τον ρώτησε. Ο Φίλιπ έγνεψε καταφατικά. Παίρνοντας θάρρος, η Τζο αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Ίσως ο θείος της ήταν σε θέση να της δώσει τις πληροφορίες που χρειάζονταν εκείνη και ο Έντι. «Ξέρω ότι σε έχω αιφνιδιάσει και λυπάμαι, θείε Φίλιπ, αλλά
είναι ανάγκη να σε ρωτήσω ορισμένα πράγματα. Οι απαντήσεις σου μπορεί να φανούν χρήσιμες στον κύριο Έντουαρντς. Το πλοίο που ανέφερε ο Κιντς… το Μ ποναβεντούρε… είναι ιδιοκτησία της Βαν Χάουτεν;» «Όχι. Δεν το έχω ακουστά». «Και το Νόζετ;» «Ναι, αυτό ήταν δικό μας», είπε ο Φίλιπ. Η Τζο καθόταν στην άκρη της καρέκλας της. Είχε στο μυαλό της τα λόγια του Τζάκι Σο: Ακολούθησε το Νόζετ και θα βρεις το Μποναβεντούρε. Και ο Θεός να σε βοηθήσει, έτσι και το βρεις. «Ήταν δικό μας για ένα πολύ σύντομο διάστημα», συνέχισε ο Φίλιπ. «Το αγοράσαμε το 1871. Μ ετά το τέλος του πολέμου. Σχεδιάζαμε να το φέρουμε από τη Ζανζιβάρη, μόνο που δεν μας δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Οι άνεμοι το τσάκισαν στα βράχια ενώ διέπλεε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Το πλοίο διαλύθηκε και οι περισσότεροι από το πλήρωμα χάθηκαν, αν και μερικοί κατάφεραν να βγουν στη στεριά». Η Τζο ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Ο Σο έκανε λάθος. Το Νόζετ δεν οδηγεί στο Μποναβεντούρε, σκέφτηκε. Έβαλε τα δυνατά της να κρύψει την απογοήτευσή της και δοκίμασε διαφορετική οδό έρευνας. «Υπάρχει κάποια βάση στους ισχυρισμούς του Κιντς; Αναμείχτηκε ποτέ η εταιρεία σε κάποια παρανομία;» ρώτησε. «Και βέβαια όχι, Τζόζεφιν!» φώναξε κοφτά ο Φίλιπ, προσβεβλημένος. «Υπάρχει πιθανότητα ο Κιντς να είναι ο Στίβεν Σμιθ;» «Πώς; Όπως ξέρεις, μπάρκαρε με ένα από τα πλοία μας, τον Γλάρο, για να εξερευνήσει τις Σεϋχέλλες. Δεν επέστρεψε ποτέ.
Κανένας από το πλήρωμα δεν επέστρεψε. Κανείς δεν ξαναείδε τον Γλάρο. Η δουλειά μας είναι ριψοκίνδυνη. Πλοία χάνονται πάρα πολύ συχνά». «Θα μπορούσε να έχει επιζήσει, όμως; Ο Κιντς έκανε λόγο για πειρατές. Θα μπορούσε να τον είχε σώσει κάποιο πειρατικό πλοίο;» «Πειρατές;» επανέλαβε με δυσπιστία ο Φίλιπ. «Άντρες με σκουλαρίκια, καλύμματα στα μάτια και παπαγάλους στους ώμους; Τζο, σίγουρα καταλαβαίνεις κι εσύ πως όλες αυτές οι θεωρίες σου είναι… πώς να το πω… εξωφρενικές», πρόσθεσε γλυκά. «Αν ο Σμιθ είχε όντως επιζήσει από το ναυάγιο και είχε διασωθεί με κάποιον τρόπο, τότε θα είχε επιστρέψει στη Ζανζιβάρη». Η Τζο ένιωσε να κλονίζεται ακόμα μια φορά η πεποίθησή της πως ο Κιντς ήταν ο Στίβεν Σμιθ. Μ πορεί η θεωρία της να ήταν πράγματι εξωφρενική. Το σίγουρο ήταν πως έτσι την παρουσίαζε ο θείος της. «Ο Σμιθ είχε κατάλυμα στη Ζανζιβάρη, όπως και προσωπικά αντικείμενα», συνέχισε ο Φίλιπ. «Και, όπως γνωρίζεις, είχε επίσης μια αρραβωνιαστικιά στη Νέα Υόρκη». «Την Έλενορ Όουενς», είπε η Τζο. «Ναι», συμφώνησε ο Φίλιπ. «Βρισκόμουν στη Ζανζιβάρη τον καιρό που πέθανε. Γύρισα στη Νέα Υόρκη για να επισκεφτώ τη δεσποινίδα Όουενς και να της δώσω τα προσωπικά αντικείμενα του Στίβεν, αλλά, μέχρι να φτάσω, εκείνη είχε πεθάνει και οι γονείς της δεν ήθελαν να με δουν». «Είχε άλλους συγγενείς;» ρώτησε η Τζο. «Ήταν χωρισμένος και δεν είχε παιδιά. Η μητέρα του ζούσε ακόμα –έμενε στη Βοστόνη–, έτσι έστειλα τα πράγματά του σε
εκείνη. Και αυτό ήταν όλο», είπε ο Φίλιπ και κοίταξε κατάματα την ανιψιά του. «Η μεγαλύτερη απόδειξη –για εμένα, τουλάχιστον– πως ο Στίβεν χάθηκε είναι πως όλα αυτά τα χρόνια δεν ακούστηκε κάτι γι’ αυτόν. Ούτε στη Ζανζιβάρη, ούτε στη Νέα Υόρκη, ούτε πουθενά αλλού. Ήταν εργατικός και ευυπόληπτος άνθρωπος. Σίγουρα δεν θα γύριζε ποτέ την πλάτη στις υποχρεώσεις του – είτε προς τους συνεταίρους του είτε προς τη μνηστή του». Για λίγο έμειναν και οι δύο αμίλητοι, ύστερα ο Φίλιπ είπε: «Οφείλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου, Τζόζεφιν. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ να δεχτώ όσα μου είπες – πως ο αδερφός μου δολοφονήθηκε. Πως ο Ρίτσαρντ δολοφονήθηκε επίσης. Πως ένας μυστηριώδης άντρας με τατουάζ βρίσκεται πίσω απ’ όλα αυτά–» «Πρέπει να τα πιστέψεις, θείε Φίλιπ», τον έκοψε η Τζο. «Η ζωή σου και οι ζωές των υπόλοιπων μετόχων μπορεί να εξαρτώνται από αυτό», επέμεινε. Μ έχρι πριν από λίγη ώρα, πίστευε ότι τον είχε πείσει πως ο Κιντς –όποιος κι αν ήταν– αποτελούσε πραγματική απειλή. Τώρα που ανακάλυπτε ότι ο θείος της δεν είχε πειστεί, ένιωθε τρομερή απογοήτευση. Ο Φίλιπ σήκωσε τα χέρια του. «Σε παρακαλώ, μην ταράζεσαι. Υπόσχομαι να είμαι σε επιφυλακή και να ειδοποιήσω τους υπόλοιπους μετόχους γι’ αυτόν τον άντρα – τον Κιντς. Αλλά κι εσύ θα πρέπει να μου δώσεις μια υπόσχεση – πως όλα αυτά θα μείνουν μεταξύ μας προς το παρόν. Θα πω στους άλλους ότι εγώ τα ανακάλυψα. Δεν θέλω να ξέρουν ότι τα ανακάλυψες εσύ. Μ πορεί να αρχίσουν να μιλούν και δεν θέλω–» «–να αμαυρωθεί η υποδειγματική φήμη μου», συνέχισε με απόγνωση η Τζο. Ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή, ο θείος της εξακολουθούσε να ανησυχεί για τις γαμήλιες προοπτικές της. Αυτό
την έκανε έξαλλη, αλλά ταυτόχρονα τη συγκινούσε. «Ναι. Ακριβώς. Οτιδήποτε ανάρμοστο και να συμβαίνει, θα το ερευνήσω σε βάθος – πίστεψέ με. Αλλά εσύ, Τζόζεφιν, πρέπει να έχεις το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Ό,τι και αν έχει ή δεν έχει συμβεί, δεν πρέπει να το αφήσεις να καταστρέψει τις προοπτικές σου. Ή τις προοπτικές της Κάρολαϊν και του Ρόμπερτ. Καταλαβαίνεις;» Η Τζο ήξερε πως αναφερόταν στον Μ πραμ Όλντριτς. Δεν είχε το κουράγιο να του πει πως μάλλον είχε ήδη καταστρέψει αυτά τα σχέδια. Αντί γι’ αυτό, τον διαβεβαίωσε πως δεν θα έλεγε τίποτα στους υπόλοιπους μετόχους. Η Τζο χαιρόταν που ο θείος της δεν της είχε κάνει περισσότερες ερωτήσεις για τον Όσκαρ Έντουαρντς. Φοβόταν μήπως προσπαθούσε να βάλει τέλος στην έρευνά της, αλλά, ευτυχώς, οι φόβοι της δεν είχαν βγει αληθινοί. Τα πράγματα είχαν πάει καλά. Καλύτερα απ’ όσο περίμενε, για την ακρίβεια, και η ανακούφισή της ήταν αφάνταστη. Παρ’ όλα αυτά, όπως κοίταξε το πρόσωπο του θείου της, ακόμα τόσο ωχρό και ταλαιπωρημένο, ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. «Όλα θα πάνε καλά, θείε Φίλιπ», είπε, πιάνοντας το χέρι του. «Τώρα είσαι προετοιμασμένος για τον Κιντς, έτσι και αποφασίσει να σε επισκεφτεί. Και ο κύριος Έντουαρντς έχει βάλει τα δυνατά του για να εντοπίσει τον Κιντς και να συγκεντρώσει αποδείξεις για τις πράξεις του. Και όταν θα έχουμε στα χέρια μας αρκετά στοιχεία, θα απονεμηθεί δικαιοσύνη. Για τον μπαμπά και για τον κύριο Σκάλι». «Λυπάμαι τόσο για όλα αυτά», είπε ο θείος της. «Για τον πατέρα σου. Και για τον Ρίτσαρντ. Λυπάμαι που ώμοι τόσο λεπτοί σαν
τους δικούς σου αναγκάζονται να κουβαλήσουν τέτοιο φορτίο θλίψης. Είναι πολύ βαρύ για μια κοπέλα τόσο νέα και ντελικάτη όπως εσύ». Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. Είδε ανησυχία για εκείνη στα μάτια του, μαζί με κάτι ακόμα, που της ήταν δυσκολότερο να προσδιορίσει. Ήταν θλίψη; Συμπόνια; «Είμαι καλά, θείε Φίλιπ. Σου δίνω τον λόγο μου», είπε η Τζο. Σηκώθηκαν και η Τζο πήρε το μπράτσο του θείου της. Εκείνος σκέπασε το χέρι της με το δικό του και απομακρύνθηκαν μαζί από το κιόσκι. Περπάτησαν κάτω από τα γυμνά κλαδιά και ενώθηκαν με τον κόσμο που πενθούσε.
49 Η Τζο ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά που οδηγούσαν στο Μ ητροπολιτικό Μ ουσείο Τέχνης, ενθουσιασμένη που θα έβλεπε τον Έντι. Του είχε γράψει το απόγευμα του Σαββάτου, όταν είχε γυρίσει στο σπίτι της μετά την επίσκεψη στην οικογένεια Σκάλι, και του είχε ζητήσει να τη συναντήσει στην αίθουσα με τα αγγεία των Ετρούσκων στις δέκα το πρωί της Δευτέρας, ώστε να του πει πώς είχαν πάει τα πράγματα με τον θείο της και να μάθει αν εκείνος είχε κάποια καινούρια πληροφορία. Εκείνο το πρωί, η μητέρα της την είχε αφήσει να πάει στο μουσείο χωρίς δεύτερη συζήτηση. Η συμβουλή του θείου της –να παραχωρήσει μεγαλύτερη ελευθερία στην υπερβολικά ευαίσθητη Τζο– προφανώς είχε αποφέρει καρπούς. «Δεσποινίς; Παρακαλώ, δεσποινίς…» είπε μια φωνή, όταν η Τζο έφτασε στο κεφαλόσκαλο. Ήταν ένα ζητιανάκι. Στεκόταν δίπλα στην είσοδο του μουσείου. Η Τζο ήταν έτοιμη να του δώσει μερικά κέρματα, όταν ένας φύλακας προχώρησε απειλητικά προς το μέρος του. «Χάσου από δω, αλάνι», γρύλισε. Το αγόρι το έβαλε στα πόδια και η Τζο κατευθύνθηκε προς την είσοδο.
«Δεσποινίς Τζο, περίμενε!» της φώναξε. Η Τζο σταμάτησε και γύρισε. Πώς ξέρει το όνομά μου; αναρωτήθηκε. «Εγώ είμαι, ο Τάμπλερ!» φώναξε το αγόρι, αποφεύγοντας τον φύλακα που πλησίαζε αργά. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο. Έδειχνε αναστατωμένος. Μ όλις άκουσε το όνομά του, η Τζο τον αναγνώρισε. Έτρεξε κοντά του, πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους του και κατέβηκαν μαζί τη σκάλα, μακριά από τον φύλακα. «Τι είναι; Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. «Μ ε έστειλε η Φέι. Πήγαμε στο νεκροτομείο σήμερα το πρωί, αυτή κι εγώ. Ήταν μαζί μας και η Μ άτμπεϊτ…» Ο Τάμπλερ μιλούσε τόσο γρήγορα, που η Τζο δυσκολευόταν να τον παρακολουθήσει. «Πιο αργά!» του είπε. Το αγόρι πήρε βαθιά ανάσα. «Κάποιος χαζός χτυπήθηκε από άμαξα», είπε. «Εγώ και η Φέι και η Μ άτμπεϊτ κάναμε τους συγγενείς του. Συνήθως, ο Όσκαρ μας παίρνει είδηση, αλλά σήμερα είχε δουλειά και δεν μας είδε, έτσι βουτήξαμε την καρφίτσα από τη γραβάτα του πεθαμένου, μαζί με το ρολόι του. Δεν μπορέσαμε να πάρουμε το πορτοφόλι του, όμως. Γι’ αυτό σε χρειαζόμαστε». Η Τζο άκουγε σοκαρισμένη. «Χρειάζεστε εμένα για να ληστέψετε έναν νεκρό;» «Όχι! Θα μ’ ακούσεις; Στον δρόμο για το σπίτι, περάσαμε από ένα σοκάκι πίσω από το νεκροτομείο», συνέχισε ο Τάμπλερ. «Η Φέι άκουσε παράξενους θορύβους από εκεί και πήγε να δει τι γινόταν. Και βρήκε τον Έντι Γκάλαχερ σωριασμένο κατάχαμα». Η καρδιά της Τζο σφίχτηκε στο στήθος της. Άρπαξε το αγόρι
από τους ώμους. «Τι συνέβη;» ρώτησε. «Πήγαινε να δει τον Όσκαρ για ένα άρθρο, αλλά δεν έφτασε στο νεκροτομείο. Κάποιος του όρμηξε από το σοκάκι και τον χτύπησε άσχημα. Τον μεταφέραμε στο δωμάτιό του. Φοβάται ότι ο άντρας που του επιτέθηκε μπορεί να κυνηγήσει κι εσένα». «Ποιος ήταν;» ρώτησε η Τζο. «Πού να ξέρω, δεσποινίς; Η Φέι μου είπε να σου πω ότι ο Έντι χρειάζεται γιατρό, αλλά εκείνη δεν μπορεί να τον πληρώσει, επειδή εγώ και η Μ άτμπεϊτ δεν καταφέραμε να πάρουμε το πορτοφόλι του πεθαμένου, κι έτσι δεν έχει λεφτά. Έχεις καθόλου λεφτά, δεσποινίς;» Αλλά ο Τάμπλερ δεν πήρε ούτε μετρητά ούτε και απάντηση, επειδή, προτού καν σταματήσει να μιλάει, η Τζο είχε ήδη κατέβει τις σκάλες του μουσείου και βρισκόταν στο πεζοδρόμιο, ψάχνοντας για άμαξα.
50 Η Τζο φοβόταν περισσότερο απ’ όσο είχε φοβηθεί ποτέ στη ζωή της. Ανησυχούσε τόσο μήπως ο Κιντς κυνηγούσε τον θείο της, ώστε δεν της είχε περάσει καν από το μυαλό πως θα μπορούσε να επιτεθεί στον Έντι. Όταν έφτασε στη Ριντ Στριτ, είδε πως υπήρχε αίμα στο πεζοδρόμιο, έξω από το κτίριο του Έντι. Αίμα υπήρχε και στην είσοδο του κτιρίου, που ήταν μισάνοιχτη. Όρμηξε στον προθάλαμο, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και χτύπησε με δύναμη την πόρτα του Έντι. «Καιρός ήταν!» είπε η Φέι, ανοίγοντας την πόρτα. «Έλα, πάρε αυτό», είπε και πέταξε στην Τζο ένα ματωμένο πανί. «Πάω να φέρω γιατρό. Βήχει και φτύνει αίμα. Έστειλα τη Μ άτμπεϊτ στο νεκροτομείο να φωνάξει τον Όσκαρ, αλλά ακόμα να φανεί». Άρπαξε τη ζακέτα και το καπέλο της και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο, βροντώντας την πόρτα πίσω της. Μ ια λεκάνη με κόκκινο νερό βρισκόταν στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι του Έντι. Λίγο έλειψε να την αναποδογυρίσει έτσι όπως έτρεξε κοντά του. Κάθισε στο κρεβάτι και έπιασε απαλά το ματωμένο χέρι του. Το αριστερό μάτι του Έντι ήταν κλειστό από το πρήξιμο. Το
χείλος του ήταν κομμένο. Η μύτη του ήταν μωλωπισμένη και αιμορραγούσε. Αίμα λέκιαζε το κάποτε λευκό πουκάμισό του. Η Τζο δεν μπορούσε να ξέρει αν είχε σταλάξει από το πρόσωπό του ή αν προερχόταν από κάποιο τραύμα στο στήθος του. Ο Έντι άνοιξε το καλό του μάτι. «Τζο;» είπε. «Δόξα τω Θεώ, είσαι καλά. Ανησυχούσα για εσένα». «Είμαι μια χαρά», είπε η Τζο. Δεν ανησυχούσε για τον εαυτό της, μόνο για εκείνον. «Χάνεις αίμα από κάπου αλλού, εκτός από το πρόσωπο; Νιώθεις να έχεις σπάσει κάτι;» τον ρώτησε. Βούτηξε το πανί που της είχε πετάξει η Φέι στη λεκάνη με το νερό, έβγαλε τη ζακέτα της και σήκωσε τα μανίκια. Στη σχολή είχε παρακολουθήσει μαθήματα πρώτων βοηθειών και τώρα τα θυμόταν. «Στα πλευρά ίσως. Το κάθαρμα μ’ έριξε στο χώμα και μου κατάφερε κάμποσες δυνατές κλοτσιές». Η Τζο έλυσε τη γραβάτα του και την τράβηξε. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και το άνοιξε. «Έκφραση τέλεια για χαρτοπαίκτη», είπε αγκομαχώντας ο Έντι. Η Τζο κούνησε το κεφάλι της, πολύ ταραγμένη για να μιλήσει. Το στήθος του ήταν ένα κολάζ από γρατζουνιές και μώλωπες. Έβλεπε, από τον τρόπο που υψώνονταν τα πλευρά του, ότι του ήταν οδυνηρό ακόμα και να παίρνει ανάσα. Και όλα αυτά ήταν δικό της φταίξιμο. Ο Κιντς είχε χτυπήσει τον Έντι επειδή τον ακολουθούσε – ύστερα από δικό της αίτημα. Πνίγοντας τα δάκρυά της, σήκωσε τη λεκάνη από το πάτωμα, κατευθύνθηκε προς τον νεροχύτη και άδειασε το ματωμένο νερό. Γέμισε ξανά τη λεκάνη με καθαρό νερό, ξέπλυνε το πανί που της είχε πετάξει η Φέι και βάλθηκε να
καθαρίσει τις πληγές του Έντι. «Ήταν ο Κιντς, σωστά;» είπε, προσπαθώντας να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. Προτού προλάβει να απαντήσει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η Φέι όρμηξε ξανά μέσα, σέρνοντας πίσω της τον Όσκαρ Ρούμπιν. Ο άντρας κουβαλούσε μια μαύρη δερμάτινη τσάντα. Ένα μικρό κορίτσι, με πρόσωπο αυλακωμένο από ουλές, τους ακολούθησε και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Έπειτα, είδε το μικρό τζάκι και κάθισε κοντά του για να ζεστάνει τα χέρια της. «Τον βρήκα να ανηφορίζει τη Ριντ Στριτ, μαζί με τη Μ άτμπεϊτ», είπε η Φέι, λαχανιασμένη. Το βλέμμα του Όσκαρ έπεσε στον φίλο του. Άφησε ένα σιγανό σφύριγμα. «Τι ακριβώς έχεις κάνει για να κερδίσεις ένα τόσο σχολαστικό ξυλοκόπημα;» ρώτησε, αφήνοντας την τσάντα του πάνω στο ετοιμόρροπο τραπέζι του Έντι. Η Τζο σηκώθηκε, επιτρέποντας στον Όσκαρ να καθίσει στο κρεβάτι. «Κι εγώ αυτό θα ήθελα να μάθω», είπε η Φέι. Κοίταζε τον Έντι με ένα κράμα αγωνίας και οργής. «Τίποτα», απάντησε ο Έντι, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην Τζο. Εκείνη κατάλαβε πως προσπαθούσε να μην πει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε η ίδια. «Μ α και βέβαια», συμφώνησε ειρωνικά ο Όσκαρ. Από τον λαιμό του κρεμόταν ένα στηθοσκόπιο. Έσκυψε και το πίεσε στο στήθος του Έντι, σηκώνοντας το δάχτυλό του για να κάνουν ησυχία. Στη συνέχεια, εξέτασε τη μύτη του Έντι και του ζήτησε να ανοίξει διάπλατα το στόμα του. Περιεργάστηκε το πρησμένο μάτι του, εξέτασε τις υπόλοιπες αμυχές και τους μώλωπες κι έπειτα
ανακάθισε ξανά. «Τα καλά νέα είναι ότι οι πνεύμονές σου είναι μια χαρά», είπε. «Το αίμα που φτύνεις όταν βήχεις προέρχεται από κάποιο αγγείο στη μύτη σου. Τρέχει στον λάρυγγα και πυροδοτεί το αντανακλαστικό του βήχα. Λογικά, θα σταματήσει σύντομα. Η ζημιά στο μάτι σου είναι εξωτερική και έχεις ακόμα όλα σου τα δόντια. Τα άσχημα νέα είναι πως μάλλον έχεις μερικό κάταγμα σε δύο πλευρά, ενδέχεται να έχεις διάσειση, και το σκίσιμο στον κρόταφο χρειάζεται ράμματα». Έβγαλε από την τσάντα του ένα μπουκάλι λάβδανο –ένα διάλυμα μορφίνης– και ένα ποτήρι με δοσομετρητή. Γέμισε το ποτήρι ίσαμε τη μέση και το έδωσε στον Έντι, που το άδειασε με μία γουλιά. «Λοιπόν, τι συνέβη;» ρώτησε ο Όσκαρ, όταν ο Έντι του έδωσε πίσω το ποτήρι. «Πήγαινα στο Μ ητροπολιτικό Μ ουσείο, αλλά αποφάσισα να κάνω μια στάση καθ’ οδόν για να σε δω», εξήγησε ο Έντι. «Να μάθω αν κάποιος γνωστός πέθανε με φριχτό και βίαιο τρόπο». «Μ έρα χωρίς ειδήσεις;» ρώτησε ο Όσκαρ. «Και λίγα λες», είπε βήχοντας ο Έντι. «Ένας άντρας με πλησίασε από πίσω. Μ ε έσπρωξε στο σοκάκι κάτω από το νεκροτομείο και με έκανε τόπι στο ξύλο», είπε. «Μ όνο ένας άντρας; Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Όσκαρ. «Έκανε μεγάλη ζημιά». «Ήταν χειροδύναμος. Και σβέλτος. Του έριξα μια μπουνιά και την απέφυγε. Δοκίμασα ξανά και εκείνος μου έπιασε το χέρι και μου στραμπούληξε τα δάχτυλα. Μ ε γύρισε από την άλλη και με ακινητοποίησε με κεφαλοκλείδωμα».
Ο Όσκαρ έμεινε αμίλητος για λίγο, ύστερα ανασκάλεψε το περιεχόμενο της τσάντας του, έβγαλε μια καθαρή λευκή πετσέτα και την ακούμπησε στο τραπέζι. «Ξέρεις ποιος μπορεί να είναι;» ρώτησε, αραδιάζοντας με τάξη πάνω στην πετσέτα επιδέσμους, ιώδιο, ψαλίδι, βαμβάκι, βελόνα και μαύρο ράμμα. Η Τζο περίμενε να ακούσει τον Έντι να προφέρει το όνομα του Κιντς. «Δυστυχώς, ναι. Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά αναγνώρισα το πρόσωπο. Τον έχω ξαναδεί», είπε ο Έντι. Στράφηκε στην Τζο. «Ήταν ο άντρας με την ουλή στο μάγουλο. Αυτός που μας ακολούθησε στο μουσείο. Και τρόμαξε τον Τζάκι Σο στο μπαρ του Γουόλς». Η Φέι, που ως τότε στεκόταν ακίνητη, με τα χέρια σταυρωμένα, βλαστήμησε με σφιγμένα δόντια. Ο Έντι την κοίταξε και τα μάτια του στένεψαν. Ετοιμαζόταν να τη ρωτήσει κάτι, αλλά η Τζο τον διέκοψε. «Έντι, είσαι σίγουρος;» ρώτησε. Ήταν απόλυτα βέβαιη πως ήταν ο Κιντς. «Απολύτως. Τον είδα καλά. Έσκυψε από πάνω μου όταν τελείωσε και μου είπε πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια προειδοποίηση… Πως αυτή τη φορά ίσως ευχόμουν να είχα πεθάνει, αλλά την επόμενη φορά θα πέθαινα πράγματι, έτσι και δεν κοίταζα τη δουλειά μου. Ήξερε το όνομά μου. Όπως ξέρει και το δικό σου όνομα, Τζο. Το είπε. Γι’ αυτό έστειλα τον Τάμπλερ να σε προειδοποιήσει. Μ πορεί όλον αυτόν τον καιρό να γυρεύουμε λάθος άνθρωπο. Μ πορεί ο δολοφόνος μας να είναι ο Σημαδεμένος, όχι ο Κιντς». «Ο δολοφόνος σας;» επανέλαβε σαν ηχώ ο Όσκαρ, κοιτάζοντας
μια τον Έντι και μια την Τζο. Ο Έντι δεν του απάντησε. Ούτε η Τζο. Ήταν απορροφημένοι από τη συζήτησή τους. «Μ α πώς ξέρει τα ονόματά μας;» ρώτησε η Τζο. «Από τον Τζάκι Σο;» πρότεινε μια εξήγηση ο Έντι. «Μ πορεί ο Σημαδεμένος να πρόφτασε τον Σο έξω από το μπαρ του Γουόλς. Και να του φέρθηκε όπως φέρθηκε σ’ εμένα». «Αφού στον Σο έδωσα ψεύτικο όνομα, θυμάσαι;» «Ναι, πράγματι. Το ξέχασα», είπε ο Έντι. «Για περίμενε… Δεν είσαι η Τζόζι Τζόουνς; Η καινούρια δημοσιογράφος;» απόρησε ο Όσκαρ. Η Τζο κούνησε το κεφάλι της. Μ ετάνιωνε που είχε δώσει στον Όσκαρ ψεύτικο όνομα. Όταν τον γνώρισε για πρώτη φορά στο νεκροτομείο, δεν ήξερε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί· τώρα το ήξερε, όμως. «Το αληθινό μου όνομα είναι Τζόζεφιν Μ όντφορτ. Είμαι η κόρη του Τσαρλς Μ όντφορτ», είπε. Ο Όσκαρ άφησε ένα σιγανό σφύριγμα. «Αυτό εξηγεί ορισμένα πράγματα, αλλά εξακολουθώ να έχω την αίσθηση πως μου διαφεύγει κάτι εδώ», είπε, στρέφοντας το βλέμμα πρώτα στην Τζο κι ύστερα στον Έντι και τη Φέι. «Ποιος είναι ο Σημαδεμένος; Και πώς σας γνωρίζει;» «Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, Οσκ», είπε ο Έντι. «Μ ακάρι να ξέραμε», είπε η Τζο. Η Φέι δεν μίλησε, αλλά φαινόταν αμήχανη. Ο Έντι το κατάλαβε. «Φέι, ξέρεις κάτι, έτσι δεν είναι;» είπε. Το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό, αλλά η Φέι δεν κατέβασε τα μάτια. «Δεν πρέπει να φτάσει στ’ αυτιά του Ράφτη. Έτσι και μάθει ότι
σας το είπα, είμαι νεκρή», είπε. Η φωνή της ήταν σταθερή, αλλά ο φόβος τρεμόπαιζε στα μάτια της. «Τι είναι;» ρώτησε ο Έντι. «Κατάλαβα πώς ξέρει το όνομά σου ο Σημαδεμένος», είπε στον Έντι. Κούνησε το κεφάλι προς τη μεριά της Τζο. «Και το δικό της. Και ολόκληρη την αναθεματισμένη ιστορία της». «Πώς;» ρώτησε η Τζο. Η Φέι στράφηκε σε εκείνη. Μ ε μια έκφραση εν μέρει οίκτου και εν μέρει περιφρόνησης, απάντησε: «Εσύ του το είπες».
51 Ο Έντι ανακάθισε και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια έκφραση οργής. «Ο μπάσταρδος!» φώναξε, ξαφνιάζοντας την Τζο. «Ξέχασες τι κάνει ο Ράφτης, Γραφιά;» ρώτησε απότομα η Φέι. «Σε χειρίστηκε σαν να ήσουν παιδάκι. Κι εσύ τον άφησες». «Ο Σημαδεμένος βρισκόταν εκεί, έτσι δεν είναι; Γιατί στην ευχή δεν μου το είπες, Φέι;» «Τι έπρεπε να κάνω; Να το φωνάξω;» απάντησε αγριεμένη η Φέι. Τράβηξε τη ζακέτα της και ξεκούμπωσε το πάνω μέρος της μπλούζας της. Ο λαιμός της ήταν διάστικτος από μώλωπες. «Αυτά επειδή δεν του έφερα πολλά λεφτά τις προάλλες. Τι νομίζεις πως θα μου έκανε αν σου το έλεγα – και, μάλιστα, μπροστά του;» Ο θυμός του Έντι ξεθύμανε, δίνοντας τη θέση του στη θλίψη. Η Τζο την έβλεπε στα μάτια του. Οι μελανιές της Φέι τον πονούσαν περισσότερο από τα δικά του τραύματα. «Εσύ ξέφυγες, Γραφιά. Εσύ. Όχι εγώ», είπε η Φέι, κουμπώνοντας ξανά την μπλούζα της. «Συγγνώμη», είπε τρυφερά ο Έντι. Η Τζο ένιωθε ταραγμένη από τα σημάδια βίας πάνω στη Φέι, σοκαρισμένη από το αναπάντεχο ξέσπασμα του Έντι και μπερδεμένη από τη συνομιλία τους. «Μ πορεί κάποιος, σας
παρακαλώ, να μου εξηγήσει τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Πείτε να ακούσω κι εγώ», είπε ο Όσκαρ, απολυμαίνοντας τα χέρια του στον νεροχύτη του Έντι. Ο Έντι εξήγησε. «Ο άντρας με την ουλή στο πρόσωπο βρισκόταν στο σπίτι του Ράφτη όταν ήμαστε εμείς εκεί, Τζο. Άκουσε κάθε λέξη που είπες». «Πού ήταν;» ρώτησε η Τζο, έντρομη στη σκέψη πως είχε βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με έναν τόσο επικίνδυνο άνθρωπο. Όπως η Φέι και τα υπόλοιπα ορφανά του Ράφτη. Την τρόμαζε η σκέψη πως είχε καταφέρει να μάθει το όνομα του Έντι και το δικό της, όπως και το γεγονός πως τώρα γνώριζε τις λεπτομέρειες για τον θάνατο του πατέρα της. «Υπάρχει μια κόχη με κουρτίνα στο πίσω μέρος του δωματίου», είπε η Φέι. «Εκεί κοιμάται ο Ράφτης. Ο Σημαδεμένος βρισκόταν εκεί όλη την ώρα. Καθόταν στο κρεβάτι του». «Ποιος είναι; Πώς ανακατεύτηκε σε όλη αυτή την ιστορία;» ρώτησε η Τζο. «Δεν ξέρω», απάντησε η Φέι. «Ο Ράφτης δεν ανέφερε το όνομά του κι εγώ δεν άκουσα τι ειπώθηκε ανάμεσά τους». Τα χείλη της σφίχτηκαν σε ένα χαμόγελο. «Ωστόσο, είδα τι δόθηκε από τον έναν στον άλλον – ένα χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων. Ο Σημαδεμένος είπε στον Ράφτη τι ήθελε: να μάθει τι σκαρώνατε εσείς οι δυο. Και ο Ράφτης ανέλαβε δράση. Δεν είχα δει αυτόν τον άνθρωπο ποτέ ως τότε –και έχω περάσει μαζί με τον Ράφτη σχεδόν ολόκληρη τη ζωή μου–, αλλά έχω την εντύπωση ότι γνωρίζονται, και μάλιστα καλά». Ο Όσκαρ μετακινήθηκε από τον νεροχύτη στο προσκέφαλο του Έντι. Η Φέι και η Τζο απομακρύνθηκαν.
«Α, μη μου δίνετε σημασία», είπε ο Όσκαρ, ενώ καθόταν στο κρεβάτι και άρχιζε να περιποιείται τα τραύματα του Έντι. «Βρίσκομαι εδώ μόνο και μόνο για να σε κάνω καλά και να βεβαιωθώ πως δεν θα πεθάνεις από σηψαιμία ή γάγγραινα». Στράφηκε στην Τζο. «Εφόσον κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να με διαφωτίσει, μπορείς, αν μη τι άλλο, να ζεστάνεις λίγο νερό;» Η Τζο ένιωθε άσχημα. Ο Όσκαρ τους είχε δώσει πληροφορίες που θα ήταν αδύνατον να βρουν από αλλού και τώρα φρόντιζε τον Έντι. Το σωστό ήταν να του πει τον λόγο. Κοίταξε τον Έντι, ρωτώντας τον σιωπηλά αν ήταν ασφαλές να μιλήσει στον Όσκαρ. «Θα του εμπιστευόμουν τη ζωή μου. Και η Φέι το ίδιο», της απάντησε, σαν να διάβασε τη σκέψη της. «Κι αυτή εδώ;» ρώτησε σιγανά η Τζο, δείχνοντας τη Μ άτμπεϊτ που καθόταν ακόμα μπροστά στο τζάκι. «Μ η σ’ ανησυχεί», της είπε η Φέι. «Δεν θα πει κουβέντα στον Ράφτη. Δεν είναι αυτός που την κρατάει στην αγκαλιά του όποτε ξυπνάει ουρλιάζοντας από τους εφιάλτες. Το ίδιο πράγμα κάθε φορά, έτσι δεν είναι, μικρή μου; Σκυλιά σε σοκάκι». Η Μ άτμπεϊτ κατένευσε αμίλητη. Παρ’ όλα αυτά, η Τζο δίσταζε ακόμα. Δεν είχε συνηθίσει να αποκαλύπτει μυστικά. Στη σχολή, όπως και με τις περισσότερες φίλες της εδώ, στο σπίτι, όσο λιγότερα γνώριζαν για εσένα τόσο το καλύτερο. Το κουτσομπολιό ήταν ένα θανάσιμο όπλο και οι κοπέλες του κύκλου της ήξεραν πώς να το χρησιμοποιούν. Η Φέι έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα στην Τζο. «Έτσι πάει, λοιπόν;» ρώτησε. «Τον Έντι τον ξυλοκόπησαν γι’ αυτή την υπόθεση. Αν ο Ράφτης μάθει τι έχω κάνει, θα τις φάω κι εγώ. Τώρα μπλέχτηκε και ο Όσκαρ. Χωρίς καν να ξέρει το γιατί. Κι εσύ
δεν του λες». Η Τζο συνειδητοποίησε πως η Φέι την προκαλούσε – να ανοιχτεί, να τους δείξει εμπιστοσύνη. Σε όλους τους. Και αντιλήφθηκε κάτι ακόμα: ήταν κάτι που και η ίδια λαχταρούσε να κάνει. Γέμισε την τσαγιέρα με νερό, όπως της είχε ζητήσει ο Όσκαρ, και την ακούμπησε στην πυροστιά να ζεσταθεί. Ύστερα, κάθισε στο τραπέζι του Έντι και διηγήθηκε την ιστορία της, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο Όσκαρ άκουγε με προσοχή. Το ίδιο και η Φέι. Ορισμένα σημεία ήταν καινούρια για εκείνη, καθώς είχαν σημειωθεί εξελίξεις από την επίσκεψη της Τζο στο σπίτι του Ράφτη και μετά. «Ορίστε, λοιπόν, τώρα τα ξέρετε όλα», είπε η Τζο όταν τελείωσε. «Λυπάμαι που σε έμπλεξα σε αυτή την ιστορία, Όσκαρ, αλλά είμαι απέραντα ευγνώμων για όλη τη βοήθεια που μου πρόσφερες». Ο Όσκαρ δεν απάντησε. Το βλέμμα του είχε μετακινηθεί από την Τζο προς το παράθυρο του Έντι. Ήταν συνοφρυωμένος. Η Τζο κοίταξε τον Έντι. «Είναι θυμωμένος μαζί μου;» ψιθύρισε με αγωνία. «Όχι. Έτσι σκέφτεται ο Όσκαρ», είπε ο Έντι. «Περίμενε ένα λεπτό. Θα μας μιλήσει όταν θα είναι έτοιμος». «Θα έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα για τον Σημαδεμένο. Και θα σας ειδοποιήσω έτσι και τον δω», είπε η Φέι. «Ο Ράφτης μας έχει ήδη δώσει εντολή να κοιτάζουμε για τον Κιντς. Εκτός από εσάς, θέλει να τον βρει και ο Σημαδεμένος. Όπως φαίνεται, όμως, ο Κιντς δεν θέλει να βρεθεί. Κρύβεται. Πιθανότατα σε κάποιο φτηνό πανδοχείο γεμάτο ψύλλους, όπου κανείς δεν ρωτάει πολλά. Το πρόβλημα είναι πως η πόλη είναι γεμάτη από τέτοια
πανδοχεία». Ξαφνικά, ο Όσκαρ πήρε βαθιά ανάσα, σάμπως να αναδυόταν από μεγάλο βάθος. Κοίταξε τον Έντι πάνω από τα γυαλιά του. Το βλέμμα του τώρα ήταν εξεταστικό και εστιασμένο. «Αστυνομικός είναι», είπε. «Αστυνομικός ή υπάλληλος σε νοσοκομείο». «Ποιος;» ρώτησε ο Έντι. «Ο Κιντς;» «Ο Σημαδεμένος». «Πώς το ξέρεις;» «Από το κόλπο που χρησιμοποίησε εναντίον σου, όταν σου άρπαξε το χέρι και έστρεψε τα δάχτυλά σου προς τα πίσω για να τα στραμπουλήξει. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί για να ακινητοποιούν απείθαρχους κρατούμενους. Κι έχω δει νοσοκόμους στο Μ πέλβιου να κάνουν το ίδιο με βίαιους ασθενείς. Επικεντρωθείτε σε αστυνομικά τμήματα και νοσοκομεία». «Έγινε. Ευχαριστώ, Οσκ», είπε ο Έντι. Ο Όσκαρ συνοφρυώθηκε. Έπιασε το πιγούνι του Έντι και του γύρισε το κεφάλι. «Αυτό το πράγμα αιμορραγεί ακόμα», είπε, δείχνοντας το τραύμα στον κρόταφο του Έντι. Πέρασε ράμμα στη βελόνα του και την απολύμανε –μαζί και το ράμμα– με οινόπνευμα. «Είμαι σίγουρος πως θα σταματήσει», είπε ο Έντι, κοιτάζοντας νευρικά τη βελόνα. «Όχι, δεν πρόκειται. Δεν θα νιώσεις τίποτα. Πήρες λάβδανο». «Όχι αρκετό», είπε ο Έντι. Ο Όσκαρ άρχισε να περνάει το ράμμα και η Τζο κοίταξε από την άλλη.
«Άουτς, Οσκ. Αχ, αχ, αχ!» φώναξε ο Έντι, όταν η βελόνα τρύπησε το δέρμα του. «Ηρέμησε, φοβητσιάρη», απάντησε ο Όσκαρ. Όταν ο Όσκαρ τελείωσε με τα ράμματα, τράβηξε το ματωμένο πουκάμισο του Έντι και του καθάρισε τα τραύματα, χρησιμοποιώντας σαπούνι και το νερό που είχε ζεστάνει η Τζο. Την ώρα που τακτοποιούσε τα σύνεργά του στην τσάντα, το στομάχι του γουργούρισε δυνατά. «Γοητευτικό», είπε ο Έντι. «Είναι το απολύτως φυσιολογικό αποτέλεσμα της συστολής των μυών που μετακινούν τον γαστρικό χυμό διαμέσου του πεπτικού σωλήνα», εξήγησε κεφάτα ο Όσκαρ. «Τον γαστρικό χυμό;» επανέλαβε ο Έντι. «Τι αηδιαστική ουσία είναι τούτη;» «Είναι ένα παχύρρευστο μείγμα τροφών και πεπτικών υγρών. Το γουργουρητό αυτό καθαυτό παράγεται από θύλακες αερίων που συμπιέζονται μαζί με τον πολτό που κατεβαίνει στο έντερο. Τείνει να είναι πιο δυνατό όταν το στομάχι είναι άδειο. Και το δικό μου είναι. Έχασα το μεσημεριανό γεύμα μου για να έρθω εδώ. Τι έχετε για φαγητό;» «Τίποτα». «Έπρεπε να το είχα φανταστεί», είπε ο Όσκαρ. «Φεύγω, τότε. Έχω δύο νεκροψίες σήμερα το απόγευμα. Δεν γίνεται να τις κάνω με άδειο στομάχι». «Πώς γίνεται να τις κάνεις με γεμάτο;» απόρησε ο Έντι. Η Φέι αναστέναξε. «Κι εμείς πρέπει να φύγουμε. Έχουμε δουλειά να κάνουμε, αφού δεν πήραμε εκείνο το ωραίο παχύ πορτοφόλι που είχαμε βάλει στο μάτι νωρίτερα», είπε, ρίχνοντας
στον Όσκαρ ένα βλέμμα με νόημα. «Δεν αισθάνεσαι άσχημα που ληστεύεις πτώματα;» τη ρώτησε ο Όσκαρ. «Εσύ δεν αισθάνεσαι άσχημα που πετσοκόβεις πτώματα;» τον ρώτησε η Φέι. «Όχι, αφού είναι άψυχα», απάντησε ο Όσκαρ. «Ακριβώς», συμφώνησε η Φέι. Φώναξε τη Μ άτμπεϊτ, έπειτα χάιδεψε το μάγουλο του Έντι φεύγοντας. «Να προσέχεις, Γραφιά». Ο Έντι της έπιασε το χέρι. «Θα προσέχω. Ευχαριστώ, Φέι. Αν δεν είχες εμφανιστεί, ακόμα σ’ εκείνο το σοκάκι θα βρισκόμουν. Σου χρωστάω». «Όχι δα», είπε η Φέι, έξαφνα συνεσταλμένη. Τράβηξε το χέρι της και κίνησε για την πόρτα. Έπειτα, σταμάτησε απότομα, έκανε μεταβολή και έδειξε την Τζο. «Προσπάθησε να μη γίνεις αιτία να σκοτωθεί, Τζο Μ όντφορτ. Γιατί τότε θα έχεις να ανησυχείς και για εμένα, εκτός από τον Ράφτη, τον Σημαδεμένο, τον Κιντς και όποιον άλλον παρανοϊκό δολοφόνο μπορεί να σε κυνηγάει». «Απ’ όλους αυτούς, εσύ με τρομάζεις πιο πολύ», είπε η Τζο. Η Φέι χαμογέλασε. «Θα το εκλάβω ως φιλοφρόνηση», είπε. Και ύστερα έφυγε. «Θα ξανάρθω απόψε για να δω πώς είσαι. Ίσως και να σου φέρω κάτι για φαγητό», είπε ο Όσκαρ, σηκώνοντας την τσάντα του. «Σου αρέσει το γκούλας;» «Τρώω τα πάντα. Ευχαριστώ, Οσκ». Όταν έφυγε ο Όσκαρ, η Τζο έκλεισε την πόρτα και στηρίχτηκε πάνω της. «Υπάρχει ένα παλιό πουκάμισο στο πρώτο συρτάρι της
σιφονιέρας, Τζο», είπε ο Έντι. «Μ πορείς να μου το φέρεις, σε παρακαλώ;» Η Τζο άνοιξε το συρτάρι. Ένα ξεβαμμένο πουκάμισο με όρθιο γιακά, ραμμένο από χοντρό βαμβακερό ύφασμα, βρισκόταν στην κορυφή μιας τακτοποιημένης στοίβας. Πιο κάτω υπήρχαν δύο σιδερωμένα λευκά πουκάμισα, από εκείνα που φορούσε κανείς σε γραφείο. Η ισχνή γκαρνταρόμπα έκανε την καρδιά της να σφιχτεί. Όταν ήταν μικρή, ο πατέρας της την άφηνε να του διαλέξει πουκάμισο όσο εκείνος ξυριζόταν. Είχε ολόκληρα ράφια ξέχειλα από πουκάμισα, τόσα που δυσκολευόταν να τα μετρήσει κανείς. Ο Έντι είχε τρία. Μ όνο τρία. «Το βρήκες;» Η Τζο βιάστηκε να γυρίσει προς το μέρος του. «Αυτό είναι;» ρώτησε, κρατώντας ψηλά το πουκάμισο. Ο Έντι έγνεψε καταφατικά. Τον βοήθησε να σκύψει μπροστά, του φόρεσε το πουκάμισο και του το κούμπωσε, ύστερα τον ξάπλωσε απαλά στο μαξιλάρι. Εκείνος έκλεισε τα μάτια. «Η Φέι σε συμπαθεί. Το διαισθάνομαι», της είπε. «Αλήθεια; Τρέμω στη σκέψη πώς θα μου είχε φερθεί έτσι και με αντιπαθούσε», είπε η Τζο. Κάθισε στη γωνία του κρεβατιού, προσέχοντας να μην τον σπρώξει. «Μ ια βιτρίνα είναι, τίποτα περισσότερο. Δεν είναι τόσο κακή». Άνοιξε ξανά τα μάτια του. Η Τζο θυμήθηκε τις μελανιές στον λαιμό της Φέι. «Ο Ράφτης… τη χτυπάει;» «Όλους τους χτυπάει, έτσι και δεν του φέρουν αρκετά κλεψιμαίικα», είπε ο Έντι. «Εμένα μ’ έκανε μαύρο στο ξύλο». Η Τζο μόρφασε στα λόγια του. «Λυπάμαι», είπε. «Για εσένα και
τη Φέι. Για όλα αυτά τα παιδιά». «Μ ια χαρά είμαι εγώ. Για τη Φέι να ανησυχείς. Είναι η μεγαλύτερη. Σε εκείνη ξεσπάει τα νεύρα του ο Ράφτης». Η Τζο κοίταξε τα χέρια του. Κάτι της είχε περάσει από το μυαλό όταν η Φέι την προειδοποίησε να μη γίνει αιτία να σκοτωθεί ο Έντι – κάτι που την έκανε να αισθάνεται ζήλια. «Ξέρεις τη Φέι καλά, κατά πώς φαίνεται», είπε. «Παλιά, όταν έμενες στο Μ πεντ, μήπως εσείς οι δύο ήσαστε… πώς να το πω, πολύ δεμένοι;» «Μ ε ρωτάς αν ήμαστε εραστές; Δεν ήμαστε», απάντησε ο Έντι. «Η Φέι είναι σαν αδερφή μου. Επιζήσαμε και οι δύο στα χέρια του Ράφτη. Μ έχρι στιγμής, τουλάχιστον. Κι αυτό δημιουργεί έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ μας». Η Τζο κατένευσε, ανακουφισμένη με την απάντησή του αλλά αναστατωμένη για κάτι ακόμα. Αν και προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, δεν τα κατάφερε. Κύλησαν στα μάγουλά της και στάλαξαν στα χέρια της. «Έι, τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Έντι. «Σου λέω την αλήθεια για τη Φέι. Σου το ορκίζομαι». «Δεν είναι αυτό». Η Τζο σήκωσε το κεφάλι της. «Τα πάντα είναι δικό μου φταίξιμο, Έντι. Εγώ είμαι υπεύθυνη γι’ αυτό που σου συνέβη», είπε. «Αν δεν σε είχα ανακατέψει στις υποθέσεις μου, δεν θα βρισκόσουν τώρα εδώ, ματωμένος και μωλωπισμένος και–» «Έλα, σταμάτα», τη διέκοψε ο Έντι. «Αν δεν με είχες ανακατέψει στις υποθέσεις σου, δεν θα βρισκόσουν εσύ εδώ. Κι αυτό θα με πονούσε περισσότερο από τα ράμματα που τόσο αδέξια μου έβαλε ο Όσκαρ».
Η Τζο σκούπισε τα μάγουλά της με την ανάστροφη του χεριού της. «Πονάω όταν πάω να σκύψω. Ειδάλλως, θα το έκανα. Για να σε φιλήσω», της είπε. «Τότε, λοιπόν, θα πρέπει να σε φιλήσω εγώ», είπε η Τζο. Μ ε την καρδιά της να χτυπάει τρελά με την τόλμη της, έγειρε για να τον φιλήσει στο στόμα. Όμως, ο Έντι κούνησε το κεφάλι. «Όχι εκεί», είπε. «Πονάει πολύ». Η Τζο δοκίμασε να τον φιλήσει στο ένα μάγουλο, αλλά ήταν μελανιασμένο. «Ούτε εκεί». Στο άλλο μάγουλο υπήρχε ένα ρυάκι από αίμα, από το τραύμα που είχε περιποιηθεί ο Όσκαρ. «Μ α είναι αδύνατον!» είπε η Τζο. «Ναι, είναι», συμφώνησε ο Έντι. Στη φωνή του υπήρχε μια χροιά θλίψης που έκανε την Τζο να αντιληφθεί πως αναφερόταν σε κάτι περισσότερο από το φιλί τους. Έπιασε το χέρι του, το γύρισε από την άλλη και φίλησε την παλάμη του. Έπειτα, το κράτησε στο μάγουλό της, με τα μάτια κλειστά, για να του δείξει πώς ένιωθε, να τον κάνει να καταλάβει πως ίσως τελικά και να υπήρχε κάποιος τρόπος. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να τον βρουν. «Είναι, Έντι;» ψιθύρισε. «Είναι αδύνατον;» Αλλά ο Έντι δεν της απάντησε. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Η αναπνοή του βαθιά. Τον είχε πάρει ο ύπνος.
52 Η Τζο παραμέρισε στοργικά ένα ατίθασο τσουλούφι από το μέτωπο του Έντι και σηκώθηκε αθόρυβα. Ο Έντι ήταν εξαντλημένος από την περιπέτειά του. Το πιθανότερο ήταν ότι θα πεινούσε μόλις ξυπνούσε. Δεν είχε φαγητό εκεί και θα περνούσαν ώρες προτού επιστρέψει ο Όσκαρ με το δείπνο του. Η Τζο ήταν αποφασισμένη να βεβαιωθεί πως είχε όλα όσα χρειαζόταν. Μ ια ξύλινη σανίδα έτριξε καθώς διέσχιζε το δωμάτιο. «Μ η φεύγεις», μουρμούρισε ο Έντι. «Βγαίνω για να κάνω μερικά ψώνια», απάντησε η Τζο. «Θα γυρίσω αμέσως». Κατέβασε τα μανίκια της, φόρεσε τη ζακέτα της και, για πρώτη φορά στη ζωή της, βγήκε να ψωνίσει προμήθειες για ένα σπίτι. Το παζάρι με τους εμπόρους ήταν μια τρομακτική προοπτική αλλά και συναρπαστική ταυτόχρονα. Στη Ριντ Στριτ ανακάλυψε ένα φαρμακείο και αγόρασε μια πλάκα σαπούνι, επιδέσμους, ιώδιο και ένα μπουκάλι λάβδανο. Αγόρασε φρούτα από το καροτσάκι ενός Ιταλού, μαζί με ένα ψάθινο καλάθι για να τα μεταφέρει. Από ένα κατάστημα με εκλεκτά τρόφιμα, ιδιοκτησία Γερμανών, προμηθεύτηκε ψωμί, τυρί, λουκάνικα, καφέ, ένα μπουκάλι γάλα, κοτόσουπα σε τσίγκινο κάδο
–τον οποίο υποσχέθηκε πως θα επέστρεφε– και μια παχιά φέτα κέικ βουτύρου. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο του Έντι, εκείνος κοιμόταν ακόμα. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών της, ακούμπησε τον κάδο με τη σούπα στην πυροστιά για να μείνει ζεστή· άφησε το ψωμί, τον καφέ και το κέικ στο τραπέζι και τακτοποίησε τα αναλώσιμα τρόφιμα στο κρύο περβάζι. Όταν τελείωσε, συνειδητοποίησε πως ήταν κατάκοπη. Η αναστάτωση για όσα είχαν συμβεί στον Έντι την είχε εξαντλήσει. Θα ξεκουραστώ για μια στιγμή, σκέφτηκε, κι ύστερα θα πρέπει οπωσδήποτε να γυρίσω στο σπίτι, προτού αντιληφθούν την απουσία μου. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι της παρά μονάχα στο κρεβάτι, που ήταν κατειλημμένο από τον Έντι, ή στο σκληρό τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Είδε ένα μαξιλάρι ριγμένο στα πόδια του κρεβατιού κι αποφάσισε να ξαπλώσει εκεί. Κουλουριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού προσεκτικά, για να μην ενοχλήσει τον Έντι, και έγειρε στο μαξιλάρι. Ενώ χαλάρωνε, κοίταξε το μικρό δωμάτιο ολόγυρα – το παλτό του Έντι που κρεμόταν πίσω από την πόρτα, το καλάμι του ψαρέματος, τη γραφομηχανή και τα βιβλία του. Πώς είναι άραγε η ζωή του μέσα σε αυτό το στενόχωρο δωμάτιο; αναρωτήθηκε. Πώς θα ήταν η δική μου ζωή, αν έμενα εδώ, μαζί του; Αβέβαιη, συναρπαστική, λιτή, μποέμικη – όλες αυτές οι λέξεις άστραψαν στο μυαλό της, αλλά μία απ’ όλες άστραψε πιο λαμπερή από τις υπόλοιπες. Ευτυχισμένη. Δεν θα είχαμε πολλά, σκέφτηκε, αλλά θα είχαμε ο ένας τον
άλλον. Θα έπιανε τη δουλειά που θέλει στη Γουόρλντ ή στην Τρίμπιουν. Θα έβρισκα κι εγώ μια δουλειά. Ο Έντι δεν θα με εμπόδιζε ποτέ να γράψω ιστορίες –αληθινές ιστορίες– για τις κοπέλες στα κλωστοϋφαντουργεία ή για τον Ράφτη και τη Φέι. Θα ήταν υπέροχο να τρώμε μαζί κάθε πρωί σε εκείνο το μικρό τραπέζι. Και θα ήταν υπέροχο να μας παίρνει ο ύπνος αγκαλιά σε αυτό το κρεβάτι κάθε βράδυ, σκέφτηκε κοκκινίζοντας. Ήταν βέβαιη πως όλα θα ήταν υπέροχα με τον Έντι. Θα ήταν ρομαντικά και τρυφερά και δεν θα είχαν καμία σχέση με τα καταραμένα σπάνιελ της Νόνας. Θα πρέπει να υπάρχει ένας τρόπος. Αν η μαμά συμφωνούσε να τον γνωρίσει, θα έβλεπε πόσο καλός, ειλικρινής και εργατικός είναι. Αν μόνο του έδινε μια ευκαιρία… Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, σκεφτόταν. Ούτε ο θείος της θα δεχόταν να δώσει μια ευκαιρία στον Έντι. Ήθελαν τον Μ πραμ για άντρα της. Συνειδητοποιούσε πως θα αναγκαζόταν να διαλέξει ανάμεσα στον Έντι και την οικογένειά της. Και αυτή η επιλογή σήμαινε πως θα έχανε είτε τον έναν είτε τον άλλον, κι αυτό της ράγιζε την καρδιά. «Είναι πράγματι αδύνατον. Μ ια φαντασίωση είναι», ψιθύρισε. «Και δεν θα έπρεπε να έχω επιτρέψει στον εαυτό μου να παραδοθεί σε αυτή τη φαντασίωση. Είναι ώρα να την αφήσω». Κοίταξε με λαχτάρα τον άντρα που κοιμόταν δίπλα της, έπειτα έκλεισε τα μάτια. «Ας ήξερα μόνο πώς…»
53 «Ροχαλίζετε, δεσποινίς Μ όντφορτ». Η Τζο άνοιξε νυσταγμένα τα μάτια της. «Σαν σκύλος», είπε ο Έντι καθώς την παρατηρούσε. «Όχι δα!» είπε η Τζο, ταπεινωμένη. Είχε σκοπό να ξεκουραστεί, όχι να αποκοιμηθεί. «Σαν γέρικος σκύλος. Μ ε άσχημο κρύωμα. Πολύ ελκυστικό». Η Τζο ξέσπασε σε γέλια. «Δεν δικαιούστε να σχολιάζετε τι είναι ελκυστικό και τι όχι, κύριε Γκάλαχερ. Όχι όταν τρέχει αίμα από τη μύτη σας». «Οχ, αλήθεια;» είπε ο Έντι και σκούπισε τη μύτη του με το μανίκι του, που βάφτηκε κόκκινο. «Θα σου φέρω ένα μαντίλι». Η Τζο σηκώθηκε, ψαχούλεψε γύρω από το γραφείο του και βρήκε ένα μαντίλι. Του το έδωσε ενώ καθόταν ξανά στο κρεβάτι. «Πώς αισθάνεσαι;» «Το λάβδανο βοηθάει», της απάντησε. «Σου έφερα κι άλλο. Μ αζί με σούπα και ψωμί και διάφορες άλλες νοστιμιές, για να σε περιποιηθώ μέχρι να έρθει ο Όσκαρ με το δείπνο σου». Ο Έντι χαμογέλασε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Ευχαριστώ», είπε. Έπειτα, σοβάρεψε. «Μ ια που μιλάμε για τον
Όσκαρ… Αμέσως μόλις μπορέσω, θα αρχίσω να ψάχνω στα νοσοκομεία της πόλης, όπως πρότεινε, μήπως εντοπίσω τον άνθρωπό μας». «Σε παρακαλώ, να προσέχεις. Υποσχέσου μου πως θα προσέχεις», είπε η Τζο. «Το υπόσχομαι». «Κι εγώ θα δοκιμάσω νέα τακτική», είπε η Τζο. «Το σκέφτηκα όσο ψώνιζα». «Τι πράγμα;» ρώτησε ο Έντι. «Ερνστ και Μ άρκαμ, ναυτιλιακές ασφαλίσεις. Είναι η εταιρεία που καλύπτει όλα τα πλοία της Βαν Χάουτεν, καθώς και τα περισσότερα από τα πλοία που έρχονται και φεύγουν από το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Όταν μίλησα με τον θείο μου, είπε ότι δεν ήξερε τίποτα για το Μ ποναβεντούρε. Μ ου είπε πως δεν ανήκει στη Βαν Χάουτεν. Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως ανήκε στον Χιρτ Βαν Χάουτεν, τον άνθρωπο που πούλησε την εταιρεία στον πατέρα και τον θείο μου. Έχει πεθάνει, αλλά ο κύριος Μ άρκαμ θα ξέρει. Απλώς πρέπει να σκαρφιστώ μια καλή δικαιολογία για να πάω να τον δω». «Είμαι σίγουρος πως θα τη βρεις», είπε ο Έντι. «Κι εγώ σκέφτομαι να κάνω μια επίσκεψη στο σπίτι των Όουενς. Μ πορεί η Έλενορ να μην έκρυψε τους καταλόγους στο δωμάτιό της. Μ πορεί να βρίσκονται στο υπόγειο ή στη σοφίτα». «Και πώς ακριβώς σχεδιάζεις να μπεις στο σπίτι;» θέλησε να μάθει η Τζο. «Αυτό δεν το έχω βρει ακόμα», παραδέχτηκε ο Έντι. Η καμπάνα κάποιας κοντινής εκκλησίας σήμανε την ώρα. «Δύο η ώρα;» φώναξε η Τζο. «Είναι τόσο αργά;» Έκανε να
σηκωθεί, αλλά ο Έντι της έπιασε το χέρι. «Μ είνε μαζί μου, Τζο», είπε. «Δεν μπορώ, Έντι. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, προτού πάρουν είδηση πως λείπω». «Όχι. Εννοούσα να μείνεις μαζί μου σήμερα. Και αύριο. Και κάθε μέρα». Η φωνή του ήταν σοβαρή, τα μάτια του επίσης. «Αν έμενα, η μητέρα μου θα έστελνε την αστυνομία, αν όχι τον στρατό, για να με φέρει στο σπίτι», είπε η Τζο, προσπαθώντας να διατηρήσει τη φωνή της ανάλαφρη και περιπαιχτική, κρατώντας τον μακριά από επικίνδυνα μονοπάτια. «Τζο, δεν αστειεύομαι. Το εννοώ. Είμαι–» «Έντι, μη. Σε παρακαλώ», του είπε η Τζο. Φοβόταν πως ήταν έτοιμος να πει κάτι που η ίδια λαχταρούσε απεγνωσμένα να ακούσει αλλά και να μην ακούσει. Αν την πίεζε, θα αναγκαζόταν να πάρει μια απόφαση – και της ήταν αδύνατον. Τον φίλησε στα χείλη, παρόλο που ήταν τραυματισμένα, εμποδίζοντας να βγουν άλλες λέξεις. Λέξεις που θα έκαναν πραγματικό αυτό που είχαν μεταξύ τους. Και μόλις γινόταν πραγματικό, θα έπρεπε και να τελειώσει. «Πρέπει να φύγω», είπε. «Θα σου γράψω. Και θα προσπαθήσω να ξανάρθω εδώ, αν μπορέσω». Μ άζεψε τα πράγματά της, τον φίλησε μια τελευταία φορά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Έντι», είπε, με το χέρι στο πόμολο. «Μ ου υποσχέθηκες πως θα προσέχεις. Μ ην το ξεχνάς». «Δεν το ξεχνάω». «Ο άνθρωπος με την ουλή… Τι θα γίνει αν σου επιτεθεί ξανά;»
«Δεν τον φοβάμαι». «Ύστερα από αυτό που έγινε, ίσως θα έπρεπε», τον προειδοποίησε η Τζο. Ο Έντι κούνησε θλιμμένα το κεφάλι. «Τι μπορεί να μου κάνει; Τίποτα το ιδιαίτερο. Το μόνο που μπορεί να ραγίσει είναι τα πλευρά μου, Τζο», είπε, «όχι την καρδιά μου».
54 Επιστολή προς τον κύριο Ρέτζιναλντ Μάρκαμ, Ερνστ και Μάρκαμ, Ναυτιλιακές Ασφαλίσεις, Φούλτον Στριτ 116, Μπρούκλιν, από τη δεσποινίδα Τζόζεφιν Μόντφορτ 10 Νοεμβρίου, 1890 Αγαπητέ κύριε Μάρκαμ, Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να συστηθώ. Ονομάζομαι Τζόζεφιν Μόντφορτ και είμαι κόρη του Τσαρλς Μόντφορτ. Σας γράφω για να σας ζητήσω μια χάρη. Αποφάσισα να καταγράψω την ιστορία της Ναυτιλιακής Εταιρείας Βαν Χάουτεν και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να σας επισκεφτώ στα γραφεία σας, ώστε να σας κάνω λίγες ερωτήσεις για ορισμένα από τα πιο γνωστά πλοία της εταιρείας. Μετά την πρόσφατη απώλεια τόσο του πατέρα μου όσο και του κυρίου Ρίτσαρντ Σκάλι, επιθυμώ να συντηρήσω την ιστορία της εταιρείας και τη συνεισφορά των μετόχων της για τις μελλοντικές
γενεές. Ελπίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου πως πρόκειται για τον αρμόζοντα φόρο τιμής στη μνήμη και των δύο αντρών. Με εκτίμηση, Τζόζεφιν Μόντφορτ Πρόσκληση προς τη δεσποινίδα Τζόζεφιν Μόντφορτ από τον κύριο Έιμπραχαμ Όλντριτς Ο κύριος και η κυρία Πίτερ Όλντριτς σας προσκαλούν σε γεύμα γενεθλίων προς τιμήν της κυρίας Κορνηλίας Όλντριτς Γ' Σάββατο, 15 Νοεμβρίου, 7:00 μ.μ. Ανατολική Εξηκοστή Πέμπτη Οδός 1 10 Νοεμβρίου, 1890 Αγαπητή μου Τζο, Η μαμά σου έχει ήδη λάβει πρόσκληση για το πάρτι της Νόνας, ωστόσο στέλνω κι εγώ μία ειδικά για εσένα. Έλα, σε παρακαλώ. Θα είναι μια σεμνή εκδήλωση, έτσι η αστυνομία πρωτοκόλλου δεν πρόκειται να σε κυνηγήσει. Ρώτησε τη μητέρα σου. Αν πει όχι, ρώτησε τον θείο Φίλιπ. Αν κι εκείνος πει όχι, ρώτησε τον κύριο Θίκστον. Έλα, όμως. Δικός σου,
Μπ. Επιστολή της δεσποινίδας Εντουίνα Γκάλαχερ προς τη δεσποινίδα Τζόζεφιν Μόντφορτ 11 Νοεμβρίου, 1890 Αγαπητή Τζο, Ακολούθησα το παράδειγμά σου και μπήκα με τέχνασμα στο σπίτι των Όουενς. Είπα στον Τσακλς, τον μπάτλερ, πως ήμουν επιθεωρητής της εταιρείας φωταερίου. Έψαξα ολόκληρο το υπόγειο. Βγήκα με καπνιά στα μάτια και αράχνες στο πουκάμισο, αλλά δεν βρήκα τα γράμματα. Μπορεί να είναι ασφαλή κάτω από τα ουράνια, πάντως δεν βρίσκονται στο υπόγειο. Ε.ΓΚ. Επιστολή του κυρίου Ρέτζιναλντ Μάρκαμ προς τη δεσποινίδα Τζόζεφιν Μόντφορτ, Γκράμερσι Σκουέρ 26, Νέα Υόρκη Αγαπητή δεσποινίς Μόντφορτ, Παρακαλώ, δεχτείτε τα συλλυπητήριά μου. Ο πατέρας σας δεν ήταν μόνο πελάτης αλλά και φίλος, και πενθώ βαθιά για την απώλειά του. Νομίζω πως η καταγραφή της ιστορίας της Βαν Χάουτεν είναι ένα αξιέπαινο πόνημα και θα ήμουν
ευτυχής να σας βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ. Σας εξυπηρετεί την Πέμπτη, στις έντεκα το πρωί; Με εκτίμηση, Ρέτζιναλντ Μάρκαμ
55 Το Μ προύκλιν μπορεί να μην είναι όμορφο, σκεφτόταν η Τζο, αλλά είναι συναρπαστικό. Από την πλεονεκτική θέση της στο κατάστρωμα του φέρι μποτ για τη Φούλτον Στριτ, μπορούσε να δει δεκάδες κατάρτια που τρυπούσαν τον ομιχλιασμένο ουρανό, όπως και σιδηροδρομικές ράγες και βαγόνια, κάρα για παραδόσεις, βαρέλια μπίρας, ολόκληρα σφαχτά μοσχάρια, κιβώτια με τσάι, ψάρια, λουλούδια και έπιπλα. Οσφραινόταν την πελαγίσια αρμύρα στην αύρα. Τη μυρωδιά του μαύρου πιπεριού που αναδυόταν από μια αποθήκη. Την πίσσα. Τα τουρσιά και τα πρέτσελ. Τον καπνό του κάρβουνου. Και τη διαπεραστική ευωδιά του καβουρδισμένου καφέ. Καθώς το φέρι μποτ πλησίαζε στην αποβάθρα, οι συνταξιδιώτες της άρχισαν να κινούνται βιαστικά προς την έξοδο, αδημονώντας να αποβιβαστούν και να φτάσουν στον προορισμό τους. Η Τζο, όμως, καθυστερούσε – δεν ήθελε να βάλει τέλος στην πρώτη εξόρμησή της στο Ιστ Ρίβερ, χαρούμενη όπως πάντα που βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο τόσο συναρπαστικών πραγμάτων αντί να είναι αποκομμένη από τον κόσμο. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Η μητέρα της δεν θα της
επέτρεπε ποτέ να επιβιβαστεί σε φέρι μποτ και να διασχίσει το Ιστ Ρίβερ. Υποτίθεται πως βρισκόταν στη βιβλιοθήκη Άστορ, στο Μ ανχάταν. Εκεί είχε πει πως θα πήγαινε. Και είχε πάει εκεί –την είχε συνοδεύσει ο Ντόλαν–, αλλά είχε φύγει αμέσως μόλις εκείνος απομακρύνθηκε και είχε σταματήσει μια άμαξα για να τη μεταφέρει στο πορθμείο. Το γεγονός πως είχε καταφέρει να βγει από το σπίτι οφειλόταν αποκλειστικά στο σχέδιο που είχε καταστρώσει πρόσφατα – τη συγγραφή της ιστορίας της Ναυτιλιακής Εταιρείας Βαν Χάουτεν. Ήταν εξαίρετη ιδέα και η μητέρα της την είχε θεωρήσει αποδεκτή, έστω και αν είχε χρειαστεί να πιέσει κάπως για να την πείσει. «Θέλεις να γράψεις την ιστορία της Βαν Χάουτεν;» είχε πει συνοφρυωμένη, όταν η Τζο της ανέφερε την ιδέα. Η Τζο είχε εξηγήσει πως σκοπός της ήταν να καταγράψει το ξεκίνημα και την πορεία της εταιρείας, προτού περάσουν στη λήθη. Οι αναμνήσεις του πατέρα της και του κυρίου Σκάλι είχαν χαθεί μαζί τους. Η Τζο ήθελε να εξασφαλίσει πως δεν θα γινόταν το ίδιο με τη συνεισφορά τους. «Και όταν ολοκληρώσω την ιστορία», συνέχισε, «σκοπεύω να τη δωρίσω στους μετόχους που έχουν απομείνει και στις οικογένειές τους. Πρώτα, όμως, θα ήθελα να την παρουσιάσω ως ένα ιδιαίτερο δώρο στον θείο Φίλιπ. Έχει κάνει τόσα για εμάς από τότε που χάσαμε τον μπαμπά. Δεν νομίζω πως θα μπορέσουμε ποτέ να τον ευχαριστήσουμε αρκετά, αλλά ελπίζω ότι αυτό θα είναι μια αρχή». Η μητέρα της είχε μαλακώσει με τα λόγια της, ακριβώς όπως είχε προβλέψει η Τζο. Όπως και η ίδια, έτσι και η μητέρα της έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον Φίλιπ και ήταν ευγνώμων σε
εκείνον και στη Μ άντλεν για την καλοσύνη τους μετά τον θάνατο του άντρα της. «Ε, λοιπόν, πράγματι έχεις ταλέντο με τις λέξεις», είχε πει, «και είμαι σίγουρη πως ο θείος σου και οι υπόλοιποι μέτοχοι θα ευχαριστηθούν πολύ με ένα τέτοιο δώρο». Η Τζο είχε ενθουσιαστεί, αλλά δεν το είχε δείξει, ανησυχώντας μήπως ο ενθουσιασμός της τρόμαζε τη μητέρα της και την έκανε να αλλάξει γνώμη. «Κάποια στιγμή θα πάρω συνέντευξη από τον θείο Φίλιπ και τους μετόχους», είπε ανέκφραστα, «αλλά πρώτα θα ήθελα να κάνω μια εισαγωγή που θα περιλαμβάνει κάποιες πληροφορίες για το παρελθόν και την ανάπτυξη της Νέας Υόρκης ως πόλης-λιμάνι. Μ πορώ να πάω στη βιβλιοθήκη Άστορ για να κάνω την έρευνά μου;» «Μ α είναι μεγάλη η απόσταση. Και η Κέιτι έχει ρεπό. Θα είσαι μόνη σου», διαμαρτυρήθηκε η μητέρα της. «Βιβλιοθήκη είναι, μαμά, όχι σαλούν», επέμεινε η Τζο. «Πρέπει να βρω κάποια ασχολία. Ειδάλλως, θα τρελαθώ». Μ ια σκιά είχε σκοτεινιάσει το πρόσωπο της Άννας στο άκουσμα της τελευταίας φράσης. Η Τζο την είχε πει σκόπιμα, ποντάροντας στην ελπίδα πως η μητέρα της θα είχε επηρεαστεί από την προειδοποίηση του Φίλιπ για τη βλαβερή επίδραση που είχαν οι νοσηρές σκέψεις στους ευαίσθητους χαρακτήρες. Προφανώς και η μητέρα της είχε επηρεαστεί, επειδή απάντησε χωρίς χρονοτριβή. «Εντάξει», είπε. «Αλλά να καθίσεις σε μέρος με καλό φωτισμό. Δεν θέλω να αρχίσεις να αλληθωρίζεις, Τζόζεφιν, δεν είναι διόλου κολακευτικό. Ο Ντόλαν θα σε αφήσει εκεί και θα σε φέρει πίσω στις τέσσερις ακριβώς».
Η Τζο ένιωθε τόσο χαρούμενη, που της ερχόταν να χορέψει. Από εδώ κι εμπρός, τουλάχιστον στη διάρκεια της μέρας, θα της ήταν αρκετά ευκολότερο να βγαίνει από το σπίτι. Αποβιβάστηκε από το φέρι μποτ και ανηφόρισε την πολύβουη Φούλτον Στριτ, κοιτάζοντας τα νούμερα των κτιρίων. Περπάτησε για λίγα λεπτά, ώσπου τελικά εντόπισε τα γραφεία της Ερνστ και Μ άρκαμ. Η ρεσεψιονίστ της εταιρείας την υποδέχτηκε εγκάρδια κι ύστερα της είπε πως ο κύριος Ρέτζιναλντ Μ άρκαμ ήταν απασχολημένος στην αίθουσα συνεδριάσεων, αλλά θα γύριζε σε λίγο στο γραφείο του. Στο μεταξύ, ο κύριος Κλάρενς Μ άρκαμ, ο εγγονός του, θα τη συνόδευε στον πρώτο όροφο. Σαν να περίμενε το σύνθημα, ο Κλάρενς Μ άρκαμ εμφανίστηκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, όπως λογάριασε η Τζο. Στρουμπουλός και ξανθός, με αγκαθωτό μουστάκι, της θύμιζε θαλάσσιο ίππο. «Δεσποινίς Μ όντφορτ, τι χαρά που σας γνωρίζω», της είπε, ενώ τη συνόδευε στον πρώτο όροφο και το γραφείο του παππού του. «Τα συλλυπητήριά μου για την απώλεια του κυρίου Μ όντφορτ». Η Τζο τον ευχαρίστησε και του επέτρεψε να πάρει το παλτό της και να το κρεμάσει σε έναν γάντζο στον τοίχο. Έπειτα, της κράτησε τη μια από τις δύο καρέκλες που βρίσκονταν μπροστά από ένα ογκώδες καρυδένιο γραφείο για να καθίσει. Η ρεσεψιονίστ έφερε τσάι και ο Κλάρενς κάθισε απέναντί της. «Και τώρα, δεσποινίς Μ όντφορτ, πείτε μου τα πάντα για το σχέδιό σας», είπε. «Ίσως μπορέσω να φανώ χρήσιμος. Μ πορώ να σας εξηγήσω πώς λειτουργούν οι ασφάλειες, αν θέλετε. Είναι
αρκετά περίπλοκες». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας», είπε η Τζο, πασχίζοντας να μετακινήσει την καρέκλα της προς τα πίσω, ενοχλημένη επειδή τα γόνατά του σχεδόν άγγιζαν τα δικά της. «Ήλπιζα, όμως, να μιλήσω με τον παππού σας, επειδή οι ερωτήσεις μου αφορούν αγορές πλοίων που έγιναν πριν από αρκετά χρόνια». Ο Κλάρενς έγειρε μπροστά και της χτύπησε απαλά το χέρι. «Μ πορείτε να ρωτήσετε εμένα. Έχω αναλάβει τα συμβόλαια της Βαν Χάουτεν και είμαι αρκετά εξοικειωμένος με τα πλοία τους». Η Τζο ένιωθε ενοχλημένη με τον τρόπο που κόμπαζε ο Κλάρενς, αλλά, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα έπρεπε να ανεχτεί την παρουσία του ως τη στιγμή που θα επέστρεφε ο παππούς του. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει, έβγαλε τα γάντια της και πήρε μια πένα και ένα σημειωματάριο από την τσάντα της. «Αν δεν κάνω λάθος, το πρώτο πλοίο ήταν το–» «Προτού ξεκινήσουμε», τη διέκοψε, «μου επιτρέπετε να σας πω πόσο πολύ σας πάει αυτό το φόρεμα;» Το βλέμμα του χάιδεψε το σώμα της και στάθηκε στο στήθος της. Η Τζο κοκκίνισε, νιώθοντας αμηχανία. Είχε φορέσει το καλύτερο πρωινό μαύρο φόρεμα που είχε και είχε περιποιηθεί ιδιαίτερα την κόμμωσή της. Τώρα ευχόταν να μην είχε φροντίσει τόσο την εμφάνισή της. «Ευχαριστώ, κύριε Μ άρκαμ», είπε, προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της. «Στις αποβάθρες δεν έχει κανείς συχνά την ευκαιρία να θαυμάσει το ωραίο φύλο». «Λυπάμαι που το ακούω. Νομίζω ότι το πρώτο πλοίο της εταιρείας λεγόταν–»
«Οι ασφάλειες είναι απαιτητικό επάγγελμα, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε με πάθος ο Κλάρενς. «Τα καθήκοντά μου μου αφήνουν ελάχιστο χρόνο για να καλλιεργήσω φιλίες με νεαρές κυρίες. Φαντάζομαι πως εσείς αντιμετωπίζετε το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα. Μ ια κοπέλα τόσο όμορφη όσο εσείς θα πρέπει να έχει πολλούς θαυμαστές. Είστε αρραβωνιασμένη;» Η Τζο ήταν σοκαρισμένη. «Όχι, κύριε Μ άρκαμ, δεν είμαι», είπε, ενώ το κοκκίνισμά της γινόταν πιο έντονο. «Τώρα, όσον αφορά τα πλοία της Βαν Χάουτεν–» Ο Κλάρενς έσκυψε κι άλλο. «Θα μπορούσα τότε, αν μου συγχωρήσετε το θάρρος, να ελπίζω σε μια ευκαιρία;» Η Τζο είχε κολλήσει στη ράχη της καρέκλας της. «Κύριε Μ άρκαμ, θα προτιμούσα να συζητήσουμε για κάποιο πλοίο. Οποιοδήποτε πλοίο». «Φυσικά, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε ο Κλάρενς με ένα γλοιώδες χαμόγελο, «αλλά και λίγο κόρτε δεν βλάπτει». Η Τζο είχε μείνει άναυδη. Ο Κλάρενς της χτύπησε ελαφρά το χέρι για δεύτερη φορά. Η παλάμη του ήταν νοτισμένη. Στάλες ιδρώτα είχαν αναβλύσει στο μέτωπό του. Το πόδι του άγγιζε το δικό της. Και τότε, προς μεγάλη της φρίκη, το πόδι του άρχισε να ανεβαίνει αργά στο πλάι της μπότας της. Η Τζο δεν ήξερε τι να κάνει. Στον δικό της κόσμο, οι άντρες δεν συμπεριφέρονταν με τέτοιον τρόπο. Μ όνο που τώρα δεν βρισκόταν στον δικό της κόσμο. Λαχταρούσε να αποκαλέσει τον Κλάρενς Μ άρκαμ «παλιάνθρωπο» και να φύγει, αλλά φαντάστηκε πώς θα ήταν να λέει στον Έντι ότι είχε την ευκαιρία να μάθει για το Νόζετ και την είχε αφήσει να της ξεφύγει μόνο και μόνο επειδή είχε φοβηθεί ένα λάγνο άγγιγμα ποδιών.
Μπορώ κι εγώ να παίξω με τους ίδιους κανόνες, είπε μέσα της. Πήρε βαθιά ανάσα, σήκωσε το πόδι της και αμέσως ύστερα το κατέβασε με δύναμη πάνω στα δάχτυλα του Κλάρενς Μ άρκαμ. Εκείνος τσίριξε και κόλλησε στην καρέκλα του. «Λυπάμαι πολύ», είπε η Τζο, με τόνο που μαρτυρούσε πως μόνο λυπημένη δεν ήταν. «Κάτι πέρασε πάνω από το πόδι μου. Αρουραίος, νομίζω. Πώς θα εξηγήσω στον θείο μου ότι ο νεαρός κύριος Μ άρκαμ έμεινε χωλός εξαιτίας μου; Θα θέλει να μάθει τι συνέβη και θα ντρέπομαι να του το πω». Ο Μ άρκαμ είχε χάσει το χρώμα του. «Α, μα δεν είναι ανάγκη, δεσποινίς Μ όντφορτ», βιάστηκε να πει. «Όχι για χάρη μου, σας διαβεβαιώνω». Έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του. «Και τώρα, για εκείνα τα πλοία που λέγαμε…» Η Τζο χαμογέλασε ικανοποιημένη. «Μ άλιστα, κύριε Μ άρκαμ. Για εκείνα τα πλοία που λέγαμε…»
56 Μ ία ώρα αργότερα, η Τζο είχε καταγράψει στο σημειωματάριό της ονόματα και λεπτομερείς περιγραφές δεκαπέντε πλοίων της Βαν Χάουτεν, αλλά το Μ ποναβεντούρε δεν βρισκόταν ανάμεσά τους. Ο παππούς του Κλάρενς κατέφτασε λίγη ώρα αφότου η Τζο έβαλε τον εγγονό του στη θέση του, και ο Κλάρενς βιάστηκε να αποσυρθεί. Ο γηραιότερος Μ άρκαμ έμοιαζε να είχε πατήσει τα εβδομήντα. Είχε πυκνά γκρίζα μαλλιά και μακριές φαβορίτες με μουστάκι και φορούσε μαύρο κοστούμι που θα πρέπει να ήταν της μόδας τουλάχιστον δύο δεκαετίες νωρίτερα. Ήταν αριστοκρατικός και ευγενικός –σε αντίθεση με τον εγγονό του–, όπως και εξαιρετικά φλύαρος. Τώρα της μιλούσε για το Έμα Μ έι. Όσο εκείνος μακρηγορούσε, η Τζο έριχνε κρυφές ματιές στο ρολόι της. Στη Βαν Χάουτεν ανήκαν περίπου εκατό πλοία. Έτσι και δεν τον πίεζε να βιαστεί, θα έμεναν εκεί ως τα μεσάνυχτα. Όσο κουνούσε το κεφάλι και χαμογελούσε και κρατούσε σημειώσεις, προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να μάθει τις πληροφορίες που πραγματικά την ενδιέφεραν. Ο σκοπός της σε εκείνη την επίσκεψη ήταν να φέρει στην επιφάνεια οτιδήποτε μπορούσε να βρει για το Μ ποναβεντούρε, αλλά το ένστικτό της της έλεγε να προχωρήσει
με σύνεση. Αν αυτό το πλοίο είχε εμπλακεί σε κάποιου είδους βρομοδουλειά –και ο Μ άρκαμ το ήξερε–, ίσως αρνιόταν ολωσδιόλου να της μιλήσει. Αλλά αν εξακολουθούσε να αποφεύγει την ερώτηση, δεν θα έπαιρνε απαντήσεις. Έτσι, αποφάσισε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο παρά να ρωτήσει ευθέως για το πλοίο. «Μ ου προσφέρετε έναν απίστευτο πλούτο πληροφοριών και σας ευχαριστώ», είπε, ενώ ο κύριος Μ άρκαμ παρέθετε τις διαστάσεις του Έμα Μ έι, «αλλά υπάρχει ένα πλοίο που δεν έχετε αναφέρει και που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς είχα ακούσει έναν από τους μετόχους –δεν θυμάμαι ποιον ακριβώς– να μιλάει γι’ αυτό. Το Μ ποναβεντούρε». Ο κύριος Μ άρκαμ κούνησε το κεφάλι. «Δεν το έχω ακουστά», είπε. «Σίγουρα δεν ήταν ένα από τα πλοία της Βαν Χάουτεν». Η Τζο ένιωσε ταυτόχρονα ανακούφιση και απογοήτευση. Χαιρόταν που άκουγε πως το ύποπτο πλοίο δεν ήταν ιδιοκτησία της Βαν Χάουτεν. Πώς θα μπορούσαν οι μέτοχοι να έχουν ανακατευτεί σε παράνομες δοσοληψίες –όπως ισχυριζόταν ο Κιντς– αν δεν τους ανήκε καν το πλοίο που υποτίθεται πως είχε μεταφέρει το ύποπτο φορτίο; Απογοητευόταν, ωστόσο, που δεν ανακάλυπτε σε ποιον ανήκε. Ούτε ο Μ πιλ Χόκινς ούτε και ο θείος της ήξεραν κάτι για το Μ ποναβεντούρε, και ήταν και οι δύο άνθρωποι που γνώριζαν σχεδόν τα πάντα για τα πλοία. Ο Μ άρκαμ ήταν η τελευταία της ελπίδα. Καθώς η Τζο άκουγε τον κύριο Μ άρκαμ να της μιλάει για το Πέρεγκριν, ακόμα ένα πλοίο που δεν την ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο, η συμβουλή του Σο άστραψε ξανά στο μυαλό της,
ακριβώς όπως τότε που είχε ρωτήσει τον θείο της για το Μ ποναβεντούρε. Ακολούθησε το Νόζετ και θα βρεις το Μποναβεντούρε. Και ο Θεός να σε βοηθήσει, έτσι και το βρεις, είχε πει ο Σο. Έτσι, αποφάσισε να ρωτήσει τον Μ άρκαμ για το Νόζετ. Ο θείος της της είχε δώσει κάποιες πληροφορίες, αν και όχι κάτι που θα τη βοηθούσε ιδιαίτερα. Ίσως ο κύριος Μ άρκαμ ήξερε περισσότερα. «Εξαίρετο πλοίο το Πέρεγκριν», είπε η Τζο. «Ανυπομονώ να μάθω κι άλλα γι’ αυτό, αλλά προηγουμένως, κύριε Μ άρκαμ, απλώς για να κρατήσω τα πράγματα σε αλφαβητική σειρά, μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε για το Νόζετ;» Η Τζο λογάριαζε πως θα έπαιρνε μια επιφυλακτική απάντηση, μπορεί και ένα σωρό άχρηστες λεπτομέρειες. Αυτό που δεν περίμενε ήταν η μελαγχολική έκφραση που πέρασε από το πρόσωπο του Μ άρκαμ. «Θεέ μου!» είπε, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του. «Χρόνια έχω να σκεφτώ αυτό το πλοίο…» Η Τζο ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. «Το Νόζετ ήταν ιστιοφόρο Βαλτιμόρης», εξήγησε ο Μ άρκαμ. «Δεν μου είναι γνωστός αυτός ο τύπος πλοίου», είπε η Τζο, σημειώνοντας την κάθε του λέξη. «Στον περισσότερο κόσμο δεν είναι», είπε ο Μ άρκαμ. «Δεν υπάρχουν πολλά πλέον. Το Νόζετ ήταν δουλεμπορικό. Ταξίδευε στον Ατλαντικό πριν από τον Εμφύλιο. Όταν το δουλεμπόριο κηρύχτηκε παράνομο, η Βαν Χάουτεν το αγόρασε σε καλή τιμή. Ταξίδεψε στην Πορτογαλία, όπου τα εργατικά χέρια ήταν φτηνά, για να επανεξοπλιστεί ώστε να είναι κατάλληλο για εμπόριο μπαχαρικών».
Η Τζο ανακάθισε στο άκουσμα του ονόματος της Πορτογαλίας. Θυμόταν τον Τζάκι Σο να λέει πως το Μ ποναβεντούρε είχε πορτογαλικά χαρτιά και πλήρωμα. «Ο Φίλιπ μου είχε πει πως σκόπευε να αφαιρέσει τις αλυσίδες και τις χειροπέδες», συνέχισε ο Μ άρκαμ, «όπως και το δάπεδο του καταστρώματος όπου κρατούνταν οι σκλάβοι». Η Τζο ρίγησε στο άκουσμα των λέξεων «αλυσίδες» και «χειροπέδες», νιώθοντας αποστροφή στη σκέψη των όσων θα πρέπει να είχαν υποφέρει οι άμοιρες ψυχές πάνω σε εκείνο το πλοίο. «Τα μπαχαρικά είναι προσοδοφόρο φορτίο, και το προσοδοφόρο φορτίο είναι πάντοτε σημαντικό, πόσο μάλλον μετά την απότομη ύφεση της οικονομίας που σημειώθηκε μετά τον πόλεμο», εξήγησε ο Μ άρκαμ. «Το νόμισμα είχε υποτιμηθεί και πολλές επιχειρήσεις υπέφεραν, μεταξύ αυτών και τα ναυπηγεία». Έκανε μια παύση. «Κατανοείτε αυτούς τους όρους, δεσποινίς Μ όντφορτ; Χρηματοοικονομικά, οικονομία… όροι κάπως περίπλοκοι για το γυναικείο μυαλό». «Θα βάλω τα δυνατά μου να σας παρακολουθήσω, κύριε Μ άρκαμ», απάντησε η Τζο. Εκείνος δεν αντιλήφθηκε τον λεπτό σαρκασμό στη φωνή της. «Πολύ καλά. Πού είχαμε μείνει;» «Στη μεταπολεμική οικονομική κρίση…» απάντησε η Τζο. «Πολύ σωστά». «…η οποία προκλήθηκε, κατά παράδοξο τρόπο, από την οικονομική υπερανάπτυξη, τον πληθωρισμό, την απονομισματοποίηση του αργύρου, τις κερδοσκοπικές επενδύσεις, την πτώχευση του σιδηροδρόμου, τον πανικό στην αγορά χρυσού
τη Μ αύρη Παρασκευή του 1869, καθώς και ένα μάλλον μεγάλο εμπορικό έλλειμμα», είπε η Τζο. Είχε πάρει άριστα στην εργασία της για την ανοικοδόμηση του Νότου. Ο κύριος Μ άρκαμ την κοίταζε κατάπληκτος, με μισάνοιχτο στόμα. «Ναι. Έτσι ακριβώς», είπε. «Ναι, λοιπόν… Όπως είμαι σίγουρος πως επίσης ξέρετε, η οικογένειά σας ασχολούνταν επαγγελματικά με τη ναυπηγική –και όχι με τη ναυτιλία– για πάνω από έναν αιώνα». Η Τζο έγνεψε καταφατικά. Θυμόταν ότι κάποτε ο πατέρας της της είχε δείξει ένα εργοστάσιο επίπλων στη δυτική πλευρά της πόλης και της είχε πει πως τα αρχικά ναυπηγεία των Μ όντφορτ βρίσκονταν κάποτε εκεί όπου τώρα υπήρχε το εργοστάσιο. «Μ ετά τον πόλεμο, ο πατέρας σας και ο θείος σας διέβλεψαν πως τα πράγματα θα πήγαιναν άσχημα. Ήταν νέοι αλλά διορατικοί και κατάλαβαν πως έπρεπε να αφήσουν τη ναυπηγική και να μπουν στο εμπόριο», εξήγησε ο Μ άρκαμ. «Έτσι, έκαναν μια τολμηρή κίνηση: πούλησαν τα ναυπηγεία και αγόρασαν μια ναυτιλιακή εταιρεία από τον γερο-Χιρτ Βαν Χάουτεν. Η επιχείρηση σχεδόν ψυχορραγούσε, αλλά οι αποβάθρες της Βαν Χάουτεν ήταν ευρύχωρες και αναξιοποίητες – κτίρια πρώτης τάξεως, ακριβώς πάνω στο λιμάνι». Η Τζο γνώριζε ήδη όσα της έλεγε ο Μ άρκαμ, αλλά δεν τον διέκοπτε για να του το πει, από φόβο μήπως έχανε κάποια σημαντική λεπτομέρεια. «Η πώληση των ναυπηγείων, ωστόσο, δεν απέφερε τα κέρδη που περίμεναν ο πατέρας και ο θείος σας. Έπρεπε να συγκεντρώσουν περισσότερα μετρητά, ώστε να προσελκύσουν κι
άλλους μετόχους στην εταιρεία. Αυτούς τους ανθρώπους τους γνώριζαν και τους εμπιστεύονταν. Κρατούσαν την επιχείρηση στην επιφάνεια, για να το πω έτσι, αν και μετά βίας. Χρειάζονταν έναν τελευταίο συνέταιρο. Και τον βρήκαν – κάποιον Στίβεν Σμιθ». Η έξαψη της Τζο μεγάλωνε ολοένα. Ίσως από τον Μ άρκαμ κατάφερνε να μάθει περισσότερα για τον Στίβεν Σμιθ, όπως και για το Νόζετ. «Ο Σμιθ χάθηκε στη θάλασσα ενώ δούλευε στη Ζανζιβάρη, πιστεύω», είπε. «Ναι. Μ εγάλη τραγωδία. Ο Στίβεν Σμιθ ήταν απόκτημα για τη Βαν Χάουτεν. Είχε ζήσει στην Ινδία αρκετά χρόνια και είχε εκτεταμένες γνώσεις για το εμπόριο μπαχαρικών». «Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου λέγατε τις εντυπώσεις σας για εκείνον, ώστε να τις προσθέσω στην ιστορία μου», είπε η Τζο, σε μια προσπάθεια να τον ενθαρρύνει ώστε να συνεχίσει να μιλάει για τον Σμιθ. «Τον γνωρίζατε;» «Εξ ονόματος μόνο. Έλεγαν πως ήταν έντιμος στις συμφωνίες του, αν και καταγόταν από τη Βοστόνη και ήταν διαζευγμένος – πράγμα που μόλις και γίνεται αποδεκτό στις μέρες μας, φανταστείτε πριν από δύο δεκαετίες. Αμφιβάλλω αν ο Τσαρλς και ο Φίλιπ θα τον δέχονταν σε καλύτερες εποχές, αλλά χρειάζονταν χρηματοδότη, και νομίζω πως με το κεφάλαιο του Σμιθ η εταιρεία μπόρεσε να αγοράσει το Νόζετ. Η απώλεια αυτού του πλοίου ήταν μεγάλο πλήγμα για την εταιρεία, αν και, βεβαίως, ήταν ασφαλισμένο». Οι ελπίδες της Τζο είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Έτσι, τόλμησε μια τελευταία ερώτηση, προσπαθώντας να κάνει όσο το
δυνατόν ομαλότερη τη μετάβαση στο νέο θέμα συζήτησης. «Ξέρετε αν η Βαν Χάουτεν προσέλαβε ποτέ κάποιον Κιντς ως… καπετάνιο του Νόζετ; Ή κάποιου άλλου πλοίου τους;» Ο Μ άρκαμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Το όνομα δεν μου θυμίζει κάτι», είπε. «Από την άλλη, βέβαια, θα ήταν αδύνατον να γνωρίζω τα ονόματα όλων των υπαλλήλων της εταιρείας. Και τώρα, για το Πέρεγκριν που λέγαμε…» Η Τζο ένιωσε αποκαρδιωμένη. Είχε βρεθεί ακόμα μια φορά σε αδιέξοδο. Το ταξίδι της στο Μ προύκλιν αποδεικνυόταν μάταιο. Ο Μ άρκαμ δεν της είχε πει τίποτα απολύτως για το Μ ποναβεντούρε και τίποτα το χρήσιμο για το Νόζετ, τον Στίβεν Σμιθ ή τον Κιντς. Έσφιγγε τα δόντια της όσο ο ηλικιωμένος άντρας συνέχιζε να φλυαρεί κι αναρωτιόταν πώς θα έφευγε χωρίς να τον προσβάλει, όταν το ρολόι στον τοίχο σήμανε την ώρα – δώδεκα και μισή. «Θεέ μου! Πήγε κιόλας δώδεκα και μισή; Φοβάμαι ότι θα αναγκαστώ να διακόψω αυτή την τόσο ευχάριστη κουβέντα μας, κύριε Μ άρκαμ. Η μητέρα μου με περιμένει στο σπίτι μέχρι τη μία και μισή». Τα φουντωτά φρύδια του κυρίου Μ άρκαμ έσμιξαν. «Μ α δεν τελείωσα όσα είχα να σας πω για τα πλοία της Βαν Χάουτεν!» διαμαρτυρήθηκε. «Κι εγώ πολύ θα ήθελα να σας ακούσω», είπε ψέματα η Τζο. «Θα μπορούσα να περάσω μια άλλη στιγμή, αν δεν σας βάζω σε κόπο;» συνέχισε, λέγοντας πάλι ψέματα. «Φυσικά, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε εγκάρδια ο κύριος Μ άρκαμ. «Ευχαρίστησή μου». Η Τζο σηκώθηκε. Ο Μ άρκαμ της έφερε το παλτό της. «Θέλετε να φωνάξω τον Κλάρενς για να σας συνοδεύσει μέχρι κάτω;»
ρώτησε. «Είμαι βέβαιος ότι θα ήθελε να σας αποχαιρετήσει». «Εγώ κι αν είμαι βέβαιη», είπε η Τζο, χωρίς να το σκεφτεί. «Θέλω να πω… είμαι βέβαιη πως κι εγώ θα το ήθελα», διόρθωσε, κοκκινίζοντας. «Για να τον αποχαιρετήσω. Πρέπει να προλάβω το φέρι μποτ, όμως. Αμέσως. Αλλιώς θα αργήσω… για το μάθημα πιάνου. Καλή σας μέρα, κύριε Μ άρκαμ». Βγήκε βιαστικά από το κτίριο και κατηφόρισε τη Φούλτον Στριτ, νιώθοντας αποκαρδιωμένη. Το Νόζετ δεν οδηγούσε στο Μ ποναβεντούρε αλλά κατευθείαν στον πάτο της θάλασσας. Θα έγραφε στον Έντι μόλις γύριζε στο σπίτι για να τον πληροφορήσει πως δεν είχε ανακαλύψει κάτι. Αναστενάζοντας βαθιά, αναρωτήθηκε τι θα έκανε στη συνέχεια. Η Τζο συνέχισε να προχωράει στη Φούλτον Στριτ για να φτάσει στο πορθμείο, αναδεύοντας ερωτήσεις μέσα στο κεφάλι της. Ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της, ώστε δεν είχε πάρει είδηση πως την ακολουθούσαν.
57 «Αχ, όχι!» φώναξε η Τζο, βλέποντας το φέρι μποτ να απομακρύνεται. Στεκόταν στην αποβάθρα, πίσω από την ξύλινη πύλη ασφαλείας, και τώρα ήταν αναγκασμένη να περιμένει το φέρι μποτ να επιστρέψει, αφού πρώτα θα ξεφόρτωνε όλους τους επιβάτες του από την πλευρά του Μ ανχάταν. Δεν της άρεσε διόλου η ιδέα να περάσει μία ολόκληρη ώρα στο πολύβουο και επικίνδυνο λιμάνι. «Το πλοίο έφυγε χωρίς εσένα, δεσποινίς;» είπε μια ευγενική φωνή. Μ ια στρουμπουλή, χαμογελαστή γυναίκα στεκόταν στο κατάστρωμα μιας μικρής μαούνας που ήταν αγκυροβολημένη ακριβώς δεξιά από το σημείο όπου έπιανε το φέρι μποτ. Το πρόσωπο της γυναίκας ήταν ταλαιπωρημένο από τον άνεμο και το νερό. Τα μανίκια της ήταν σηκωμένα. Σκούπιζε τα χέρια της σε μια πετσέτα. «Δυστυχώς, ναι!» απάντησε η Τζο. «Μ πορούμε να σε πάμε εμείς – εγώ κι ο άντρας μου. Έχουμε ένα κάρο σακιά να ξεφορτώσουμε στην αποβάθρα Όλσον, λίγο πιο νότια από το Πεκ’ς Σλιπ. Θα σε αφήσουμε εκεί. Έλα, ανέβα. Το
λιμάνι δεν είναι μέρος για ένα ευγενικό κορίτσι σαν κι εσένα. Εγώ είμαι η κυρία Ρατζ». «Ευχαριστώ!» είπε η Τζο, ανακουφισμένη. Αλλά τη στιγμή που έκανε να κινηθεί προς τη μαούνα, ένιωσε ένα χέρι να την αρπάζει από το μπράτσο. «Μ ην το κάνεις», την προειδοποίησε μια φωνή. Η Τζο γύρισε ξαφνιασμένη και βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νεαρή γυναίκα. Είχε κόκκινα μαλλιά και φορούσε φαντεζί καπέλο και καρό μάλλινη φούστα. Θα μπορούσε να είναι η νεαρή σύζυγος κάποιου εύπορου εμπόρου που έκλεινε συμφωνίες στο λιμάνι. «Φέι;» είπε η Τζο. «Μ ην πας μαζί της», είπε η Φέι, κρατώντας ακόμα την Τζο από το μπράτσο. Η Τζο έριξε μια κλεφτή ματιά στη μαούνα. Το χαμόγελο της ευγενικής γυναίκας είχε ξινίσει. «Άφησέ τη, Φέρι Φέι», είπε. «Δεν έχεις δουλειά σ’ αυτή την πλευρά του ποταμού». «Άντε πνίξου, Βίλμα», είπε η Φέι. «Θα μετανιώσεις γι’ αυτό που είπες, μικρή», σύριξε σαν φίδι η κυρία Ρατζ και σκαρφάλωσε στην πλαϊνή κουπαστή της μαούνας για να κατέβει στην αποβάθρα. Η Φέι έβγαλε τη γλώσσα της αποκαλύπτοντας το ξυράφι που ως τότε έκρυβε στον ουρανίσκο της. Έσπρωξε πίσω της την Τζο. «Έλα, λοιπόν, Βίλμα», είπε, κρατώντας το ξυράφι ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη της. «Έλα να δούμε αν η άσχημη μούρη σου θα φαίνεται καλύτερη χωρίς μύτη». Η κυρία Ρατζ μαρμάρωσε στη θέση της. «Χανκ!» τσίριξε, αγριοκοιτάζοντας με μίσος τη Φέι. «Τσακίσου κι έλα πάνω! Αμέσως!»
«Τι θέλεις, γυναίκα;» φώναξε μια αντρική φωνή από το αμπάρι. Η Φέι δεν περίμενε ώσπου να του εξηγήσει η Βίλμα. Άρπαξε ξανά την Τζο από το μπράτσο και την τράβηξε πίσω στη Φούλτον Στριτ. «Πού πάμε;» ρώτησε η Τζο, λαχανιασμένη και ανήσυχη που είχε βρεθεί να κρατιέται χέρι με χέρι με την κοπέλα που κάποτε την είχε ληστέψει. «Στο Μ ανχάταν», είπε η Φέι και την τράβηξε πίσω της. «Αφού οι αποβάθρες είναι από αυτή τη μεριά!» διαμαρτυρήθηκε η Τζο, δείχνοντας πίσω τους. «Το ξέρω. Θα πάμε με τα πόδια». Έριξε μια ματιά στο λιμάνι. «Ευτυχώς, η Βίλμα αποφάσισε να μη μας ακολουθήσει. Κι έτσι, ούτε εσένα θα σε σκοτώσουν αλλά ούτε κι εμένα». «Να με σκοτώσουν; Φέι, τι εννοείς; Έχασα το φέρι μποτ και η κυρία Ρατζ προσφέρθηκε να με περάσει απέναντι». Η Φέι μόρφασε ειρωνικά. «Α, δεν αμφιβάλλω πως προσφέρθηκε. Η Βίλμα και ο Χένρι Ρατζ έχουν στήσει ολόκληρη επιχείρηση ανεβάζοντας ανυποψίαστους ανθρώπους στη μαούνα τους. Περιμένουν μέχρι να ξεμακρύνουν για τα καλά, βεβαιώνονται ότι δεν υπάρχουν εκεί κοντά άλλες βάρκες, και τότε ληστεύουν τα θύματά τους και τα πετάνε στο νερό. Οι περισσότεροι καταφέρνουν να βγουν στην ακτή. Μ ερικοί δεν τα καταφέρνουν». Η Τζο είχε σοκαριστεί. Ήξερε κολύμπι, οπότε μπορεί να έβγαινε ζωντανή από τη δοκιμασία. Αλλά μπορεί και όχι. Το καλοκαιρινό κολύμπι σε έναν προστατευμένο όρμο στο Νιούπορτ δεν ήταν το ίδιο με το κολύμπι στα ορμητικά ρεύματα ενός ποταμού μια παγερή φθινοπωριάτικη μέρα, ειδικά αν φορούσες το φόρεμα και το παλτό
σου. «Σε ευχαριστώ, Φέι», είπε με ευγνωμοσύνη. Το πιθανότερο ήταν πως η Φέι μόλις της είχε σώσει τη ζωή. Η Φέι κούνησε το χέρι της για να σταματήσει τις ευχαριστίες. «Έλα, προχώρα. Ακόμα δεν αφήσαμε πίσω μας τα δύσκολα», είπε, επιταχύνοντας το βήμα της. «Πώς καταφέρνουν να γλιτώνουν; Δεν πάνε στην αστυνομία τα θύματα;» ρώτησε η Τζο, τρέχοντας για να την προλάβει. «Μ ερικές φορές, αλλά είναι ο λόγος του ενός εναντίον του άλλου», εξήγησε η Φέι. «Δεν υπάρχουν πολλοί μάρτυρες καταμεσής του Ιστ Ρίβερ. Και η Βίλμα ξεφορτώνεται τη λεία της αμέσως, έτσι που, ακόμα και όταν έρχονται οι αστυνομικοί, δεν βρίσκουν κάτι». «Πολύ χαίρομαι που έτυχε να βρεθείς στη Φούλτον Στριτ», είπε η Τζο. «Αλλά πώς και ξεμάκρυνες τόσο από τα μέρη σου;» «Τα πράγματα είναι λίγο δύσκολα για εμένα στο Μ ανχάταν αυτή τη στιγμή», είπε η Φέι. «Μ ’ έπιασαν πριν από λίγες μέρες. Πέρασα δύο βράδια στη στενή. Ο αστυνομικός που με συνέλαβε με προειδοποίησε πως την επόμενη φορά θα με περίμενε η φυλακή, όχι ένα κελί σε κρατητήριο». Ενώ η Φέι μιλούσε, η Τζο πρόσεξε μια ξεθωριασμένη μελανιά στο πρόσωπό της κάτω από την πούδρα. «Τι έπαθε το μάγουλό σου;» ρώτησε. Η Φέι σήκωσε τους ώμους. «Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος», είπε. «Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Τζο. Και τότε, κατάλαβε. «Σε χτύπησαν οι αστυνομικοί;» «Όχι, το θύμα με χτύπησε», αποκρίθηκε η Φέι. «Οι αστυνομικοί
προσέχουν να μη σε χτυπήσουν στο πρόσωπο. Βαράνε στα πλευρά ή στο στομάχι. Εκεί δεν φαίνονται οι μελανιές. Αν κι εκείνος ο μπάσταρδος ο αστυνομικός μού κράτησε τα χέρια». «Γιατί;» «Επειδή φοβόταν να τα βάλει μόνος μαζί μου». Η Τζο μαρμάρωσε στη θέση της. «Δύο άντρες εναντίον μίας κοπέλας;» «Δεν είμαι σίγουρη πως λέγονται “άντρες”», είπε η Φέι και τη σκούντηξε να προχωρήσει. «Πρέπει να κάνουμε καταγγελία», είπε η Τζο έξω φρενών. «Αυτοί που το έκαναν δεν πρέπει να γλιτώσουν». «Καλή ιδέα», είπε σαρκαστικά η Φέι. «Εμπρός, ας καλέσουμε την αστυνομία». Η Τζο αντιλαμβανόταν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Φέι. Ο Ράφτης τη χτυπούσε αν δεν έκλεβε και οι αστυνομικοί τη χτυπούσαν αν έκλεβε. «Μ ακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι. Λυπάμαι γι’ αυτό που σου συνέβη», είπε, συνειδητοποιώντας με αμηχανία πόσο καλή ήταν η ζωή της σε σύγκριση με τη ζωή της Φέι. Η Φέι χαμογέλασε δυσοίωνα. «Όχι όσο θα λυπηθεί το παραλίγο θύμα. Ξέρω πού μένει. Άκουσα τον αστυνόμο υπηρεσίας να ρωτάει το όνομα και τη διεύθυνσή του», είπε. Κρατούσε ακόμα το ξυράφι με το οποίο είχε απειλήσει τη Βίλμα Ρατζ. Ενώ η Τζο παρακολουθούσε, η Φέι έβαλε το ξυράφι στη γλώσσα της και το πίεσε ξανά στον ουρανίσκο της. «Μ η! Θα κοπείς!» «Όχι αν το κάνεις σωστά. Θέλεις να δοκιμάσεις;» Η Τζο έγνεψε αρνητικά.
«Σκέτη απελπισία είσαι. Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, δεν έχεις απολύτως καμία ικανότητα», είπε η Φέι. «Αν πρόκειται να έρχεσαι για επίσκεψη στο Μ άλμπερι Μ πεντ και στις αποβάθρες, πρέπει, αν μη τι άλλο, να είσαι σε θέση να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Αλλιώς οι Βίλμα Ρατζ αυτού του κόσμου θα σε κάνουν του αλατιού». «Μ πορείς να μου δείξεις τον τρόπο;» ρώτησε η Τζο. «Αλλά χωρίς ξυράφια», πρόσθεσε. Η Φέι κατένευσε. «Μ πορώ να σου δείξω τα βασικά. Όχι εδώ, όμως. Πάνω στη γέφυρα. Είναι πιο ήσυχα εκεί». «Στη γέφυρα;» επανέλαβε σαν ηχώ η Τζο. «Ναι. Βλέπεις εκείνο το θεόρατο πράγμα από πάνω μας;» είπε η Φέι, δείχνοντας τη γέφυρα του Μ προύκλιν. «Μ α βέβαια, η γέφυρα. Θα τη διασχίσουμε με τα πόδια;» ρώτησε με ανυπομονησία. «Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Να πετάξουμε;» Η Φέι τη λοξοκοίταξε. «Δεν βγαίνεις πολύ, έτσι δεν είναι;» «Δεν έχω περπατήσει ποτέ στη γέφυρα του Μ προύκλιν, αν και πάντα το ήθελα. Ο μπαμπάς έλεγε ότι δεν είναι ασφαλές για τις νεαρές κυρίες να τριγυρίζουν εκεί. Είναι τόσο συναρπαστικό!» είπε η Τζο, και η προσμονή να δει την πόλη από ψηλά την έκανε να ξεχάσει κιόλας την επικίνδυνη συνάντησή της με τη Βίλμα Ρατζ. Ήταν σειρά της Φέι να μαρμαρώσει στη θέση της. «Πώς είναι δυνατόν να είναι συναρπαστική μια ατέλειωτη διαδρομή πάνω σε μια μαυρισμένη παλιά γέφυρα; Πες μου, Τζο Μ όντφορτ, όλοι οι πλούσιοι είναι τρελοί σαν εσένα;» ρώτησε. «Οποιαδήποτε διαδρομή είναι συναρπαστική, αν περπατάει κανείς μόνος του», απάντησε η Τζο, σηκώνοντας τα μάτια για να
χαζέψει τα πανύψηλα κομψά τόξα της γέφυρας. Για μια στιγμή, είχε ξεχάσει πως η συνοδός της ήταν μια διαβόητη πορτοφολού, πανούργα και επικίνδυνη. Και πως η ίδια ήταν μια αξιοπρεπής νεαρή κυρία της καλής κοινωνίας. Για μια στιγμή, ήταν απλώς δύο κορίτσια που ξεκινούσαν για μια περιπέτεια. «Δεν είπες ότι πρέπει να προχωρήσουμε; Βιάσου, λοιπόν, Φέι. Πάμε!» φώναξε. Η Φέι γέλασε όταν η Τζο την τράβηξε από το χέρι. Ήταν ένας σιγανός σκουριασμένος ήχος. Σαν να είχε ξεχάσει πώς είναι να γελάει κανείς. Ή σαν να μην το είχε μάθει ποτέ.
58 «Σύμφωνοι, ορίστε ένα κόλπο που λέγεται “Το Όμορφο Κορίτσι”. Προσποιήσου πως είσαι ένας μεγαλόσωμος, χοντρός άντρας που μόλις έχει καταβροχθίσει ένα μενού πέντε πιάτων στο Ρέκτορ –το πανάκριβο εστιατόριο με τους αστακούς– και ξεκινάς να πας στην όπερα για να κάνεις τα γλυκά μάτια στη σοπράνο», είπε η Φέι. Η Τζο σηκώθηκε χαχανίζοντας από τον πάγκο όπου καθόταν, στο παρατηρητήριο του πύργου που βρισκόταν από την πλευρά του Μ ανχάταν, και άρχισε να πηγαινοέρχεται με βαριά βήματα, σαν αρκούδα. Κανείς δεν της έδωσε προσοχή. Εκτός από την ίδια και τη Φέι, οι επισκέπτες που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο παρατηρητήριο ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα, και οι περισσότεροι χάζευαν το Άγαλμα της Ελευθερίας. «Πολύ καλά», είπε η Φέι και άρχισε να διαγράφει κύκλους γύρω από την Τζο. Το βλέμμα της έμοιαζε με αρπακτικού και οι κινήσεις της με γάτας. «Στο ένα χέρι κρατάς το παλτό σου, στο άλλο ένα πούρο. Το ζωνάρι σου παραείναι σφιχτό, είσαι ζαλισμένος από το πολύ μπράντι, είσαι και ενοχλημένος επειδή το κορίτσι της χορωδίας που συνόδευσες στο Ρέκτορ δεν σε άφησε να το πασπατέψεις». «Φέι!» είπε η Τζο, σκανδαλισμένη.
«Εσύ στον ρόλο σου!» τη μάλωσε η Φέι. «Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, μπαίνω εγώ. Ντυμένη έτσι ώστε να περνάω απαρατήρητη. Δεν κάνω τίποτα, δεν λέω τίποτα και δεν φοράω τίποτα που θα με κάνει να ξεχωρίσω». Ενώ μιλούσε, έπεσε πάνω στην Τζο και άφησε την τσάντα της να πέσει. Η Τζο τη σήκωσε και της την έδωσε. «Ώρα για τα τρία “Φ” που διακρίνουν μια καλή πορτοφολού», είπε η Φέι. «Πρώτο Φ: Φλερτ». Χαμογέλασε συνεσταλμένα, πετάρισε τα βλέφαρά της και ευχαρίστησε την Τζο. «Δεύτερο Φ: Φιλοφρόνηση». Ακούμπησε το ντελικάτο χέρι της στο μπράτσο της Τζο. «Αχ, πόσο ιππότης είστε, κύριε, που σηκώσατε για χάρη μου την τσάντα!» γουργούρισε με μελένια φωνή. «Και, τέλος, το τρίτο Φ μας: Φινέτσα». Η Φέι έκανε ένα βήμα πίσω, κρατώντας στο χέρι της το ρολόι που ως τότε είχε στην τσέπη της η Τζο. «Δεν το ένιωσα καν!» φώναξε η Τζο, χειροκροτώντας. «Δείξε μου πώς το έκανες!» Η Φέι μόρφασε, ευχαριστημένη με τα εγκώμια της Τζο. «Είναι δύσκολο να βουτάς ρολόγια. Θα ξεκινήσουμε με κάτι πιο εύκολο. Στην τσέπη της φούστας μου έχω ένα πορτοφόλι για κέρματα. Προσπάθησε να το πάρεις», είπε, γυρίζοντας την πλάτη της στην Τζο. Η Τζο πλησίασε τη Φέι ακροπατώντας, έπειτα τινάχτηκε και έχωσε το χέρι της βαθιά στη δεξιά τσέπη της Φέι. Η Φέι έκανε μεταβολή και κούνησε το κεφάλι της. «Προσπαθείς να μου αδειάσεις την τσέπη ή να μου σκίσεις τη φούστα;» ρώτησε. «Συγγνώμη», έκανε υπάκουα η Τζο. «Δοκίμασε ξανά. Χρησιμοποίησε μόνο τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο, όχι ολόκληρο το χέρι. Πρέπει να είσαι ανάλαφρη και
σβέλτη». Η Τζο δοκίμασε κάμποσες φορές χωρίς καμία επιτυχία, μέχρι που, επιτέλους, τα δάχτυλά της έκλεισαν γύρω από κάτι. «Χα! Το ’πιασα!» έσκουξε. Μ όνο που δεν ήταν το πορτοφόλι της Φέι αυτό που βγήκε από την τσέπη της αλλά ένα μικρό ασημένιο περίστροφο. «Χριστούλη μου!» φώναξε η Τζο, ξαφνιασμένη που έπιανε τον εαυτό της να κρατάει όπλο. «Δώσ’ το πίσω αυτό», είπε η Φέι. «Δοκίμασε ξανά». «Φοβάμαι. Τι άλλο έχεις εκεί μέσα; Καμιά χατζάρα;» ρώτησε με τόνο αποδοκιμασίας η Τζο. «Μ η γίνεσαι ανόητη». Η Τζο προσπάθησε ακόμα μια φορά και άγγιξε κάτι μαλακό. Αυτό πρέπει να είναι, σκέφτηκε, αλλά, όταν το έβγαλε από την τσέπη, είδε πως ήταν μια μικρή κουρελιασμένη πάνινη κούκλα. Η κούκλα φορούσε ένα ξεφτισμένο εμπριμέ φουστάνι. Τα μαλλιά της ήταν φτιαγμένα από νήμα που κάποτε θα πρέπει να είχε υπάρξει κίτρινο, αλλά τώρα ήταν καφετί από τη βρόμα. Το χαμόγελό της ήταν ραμμένο με κόκκινη κλωστή, τα μάτια ήταν δύο μικροσκοπικά μπλε κουμπιά. Ήταν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού, και η Τζο το θεώρησε παράξενο που βρισκόταν στα χέρια μιας κοπέλας σαν τη Φέι. «Αυτό είναι το γούρι μου», είπε η Φέι και κάθισε σε έναν πάγκο. «Πρέπει να ξεκουραστώ. Είμαι ξεθεωμένη. Και διψάω. Σκληρή δουλειά να σε διδάσκω…» Από τη στιγμή που είχαν φτάσει στο παρατηρητήριο, γύρω στη μία ώρα νωρίτερα, η Φέι έδειχνε στην Τζο κινήσεις αυτοάμυνας, όπως και τα μυστικά του επαγγέλματός της. Η Τζο είχε μάθει πώς
να χτυπάει έναν άντρα στο καρύδι του λαιμού και πώς να του ρίχνει γονατιά στους βουβώνες, αν στεκόταν όρθιος, ή στο πρόσωπο, αν ήταν σκυμμένος. Η Φέι εμφάνισε ένα μικρό ασημένιο φλασκί και μια ασορτί ταμπακιέρα από τις πτυχές της φούστας της. Έδωσε το φλασκί στην Τζο, που το κοίταξε ερωτηματικά. «Πιες. Τζιν είναι». Η Τζο κάθισε δίπλα της, ήπιε μια γουλιά και άρχισε να βήχει. «Σχεδόν εξίσου απαίσιο με το ουίσκι του Έντι», είπε, σφουγγίζοντας το στόμα της. «Όσο περισσότερο πίνεις τόσο καλύτερη γίνεται η γεύση του», είπε η Φέι και της έκανε νόημα να πιει ξανά. Η Τζο ήπιε μια γουλιά. Και ακόμα μια. Ύστερα, έδωσε το φλασκί στη Φέι. Το αλκοόλ είχε ζεστάνει το στήθος της. Η θέρμη του απλωνόταν στο σώμα της και την έκανε να νιώθει νωθρή και χαλαρωμένη. Ανακάλυψε πως της άρεσε αυτή η αίσθηση. Η Φέι έβγαλε ακόμα μια φορά το ξυράφι από το στόμα της και το άφησε προσεκτικά στο μπράτσο του πάγκου. Ήπιε από το φλασκί, το έκλεισε, και άναψε τσιγάρο. Ύστερα από μερικές βαθιές ρουφηξιές, έδωσε το τσιγάρο στην Τζο. Εκείνη πήρε μια ρουφηξιά και το σώμα της τραντάχτηκε ολόκληρο από μια κρίση βήχα. «Υποτίθεται πως είναι απολαυστικό αυτό;» ρώτησε με γδαρμένο λαιμό, όταν υποχώρησε ο βήχας. «Από τη στιγμή που θα το συνηθίσεις, είναι υποφερτό», απάντησε η Φέι. «Όπως τα περισσότερα πράγματα». Η Τζο συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα την κούκλα της Φέι. «Δεν είναι και τόσο καλό το γούρι σου, αν σκεφτούμε ότι πριν από λίγες μέρες σε έπιασε η αστυνομία», της είπε, δίνοντας την
κούκλα πίσω. «Υποθέτω ότι έχεις δίκιο», είπε η Φέι και έβαλε την κούκλα στην τσέπη της. «Μ ου την έφτιαξε ο Ράφτης, όταν ήμουν μικρή. Για να το βουλώνω. Λέει πως έκλαιγα ασταμάτητα, τότε που με πρωτοπήρε κοντά του». Η Τζο θυμήθηκε την ιστορία του Ράφτη, πώς είχε βρει τη Φέι σε ένα κλιμακοστάσιο, εγκαταλελειμμένη. «Θυμάσαι τη ζωή σου πριν από τον Ράφτη;» ρώτησε με περιέργεια. «Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα. Ούτε πρόσωπο, ούτε φωνή. Ούτε το μέρος όπου με βρήκαν. Τίποτα. Δεν θυμάμαι καν το όνομά μου. Το πραγματικό μου όνομα, εννοώ. Δεν θυμάμαι τίποτα εκτός από τον Ράφτη. Είναι κάθαρμα, αλλά του χρωστάω τα πάντα. Αυτός με τάισε όλα αυτά τα χρόνια. Μ ’ έντυσε. Μ ου πρόσφερε στέγη. Όλα αυτά είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα έχουν τα παιδιά στο Μ πεντ. Περισσότερα απ’ όσα είχαν ποτέ ο Έντι, ο Τόμι, η Αϊλίν». Η Τζο δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα χειρότερο από μια ζωή μαζί με τον Ράφτη. «Ο Έντι μου μίλησε λίγο για τη ζωή του», είπε. «Πρέπει να έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια». Η Φέι κούνησε το κεφάλι, το βλέμμα της ήταν παγωμένο. «Πολύ δύσκολα», είπε. «Η μητέρα του ζητιάνευε για αποφάγια από τις κουζίνες των εστιατορίων –κόκαλα, φαγωμένα καλαμπόκια, φλούδια από πατάτες– και τα έβραζε για να πάρει τον ζωμό. Καμιά φορά, όλο κι όλο που είχαν να φάνε εκείνη τη μέρα ήταν μια-δυο κούπες απ’ αυτόν τον ζωμό». Η καρδιά της Τζο πονούσε στη σκέψη πως η μητέρα του Έντι ήταν αναγκασμένη να ζητιανεύει για να ταΐσει τα παιδιά της, πως ο Έντι και τα αδέρφια του πεινούσαν. «Πώς ήταν μικρός;» θέλησε
να μάθει. Η Φέι γέλασε. «Από τους καλύτερους κλέφτες. Σκληρός. Αδυσώπητος. Σαν όλους εμάς. Πρέπει να είσαι, αν θέλεις να βγεις ζωντανός από το Μ πεντ. Και από το σπίτι του Ράφτη». Η Φέι τράβηξε ακόμα μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της και είπε: «Του αρέσεις τρελά. Το καταλαβαίνω. Σ’ αρέσει κι εσένα, έτσι δεν είναι;» Η Τζο κοκκίνισε και η Φέι τη σκούντηξε με τον αγκώνα της. Τα πονηρά μάτια της στυλώθηκαν στα μάτια της Τζο, που δεν κατάφερε να αποφύγει το βλέμμα της Φέι. Ούτε και την ερώτησή της. «Ναι», παραδέχτηκε τελικά. «Μ ου αρέσει». «Δύσκολα τα πράγματα», είπε η Φέι. «Δεν το βλέπω να γίνεται. Επειδή αυτός είναι αυτός που είναι κι εσύ είσαι αυτή που είσαι». «Ούτε εγώ», είπε με θλίψη η Τζο. «Οι κοινωνικές στήλες λένε ότι ο Μ πραμ Όλντριτς είναι ο επικρατέστερος για μνηστήρας σου». «Διαβάζεις τις κοινωνικές στήλες;» Η Τζο δυσκολευόταν να φανταστεί τη Φέι στο άντρο του Ράφτη να διαβάζει ειδήσεις για χοροεσπερίδες, όπερες και θεατρικά έργα. «Και βέβαια τις διαβάζω. Από τους πλούσιους κλέβω, το ξέχασες; Πρέπει να ξέρω πού βρίσκονται», είπε με επισημότητα η Φέι. «Τέλος πάντων, αληθεύει; Είσαι η αγαπημένη του Μ πραμ;» Η Τζο κούνησε το κεφάλι της. «Δεν νομίζω. Όχι πια», είπε. «Έχω σκληρή ανταγωνίστρια και πιστεύω ότι κερδίζει έδαφος». «Θα μπορούσες να το σκάσεις με τον Έντι», πρότεινε η Φέι. Έγειρε πίσω όσο μιλούσε, τέντωσε τα πόδια της και σταύρωσε τους αστραγάλους της. Μ ε το βλέμμα ευθεία μπροστά, στα νερά του
λιμανιού της Νέας Υόρκης, πήρε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της. Η Τζο έγειρε πίσω και τέντωσε κι εκείνη τα πόδια της. Ένιωθε αυθόρμητη και διαχυτική, σε αντίθεση με τον φυσιολογικό εαυτό της. Φταίει το τζιν, σκέφτηκε. Έπειτα, πήρε το τσιγάρο της Φέι, τράβηξε μια ρουφηξιά και φύσηξε αργά τον καπνό. «Η αλήθεια είναι, Φέι, πως ορισμένες φορές εύχομαι να μπορούσα να τον παντρευτώ – κι είναι κάτι που λαχταράω πάνω απ’ όλα. Αλλά ορισμένες άλλες φορές εύχομαι να μην τον είχα συναντήσει ποτέ», είπε μελαγχολικά, κοιτάζοντας τον ουρανό. «Εύχομαι να μην είχα πάει στη Στάνταρντ και να μην τον είχα ακούσει να μιλάει. Έτσι έμαθα για τον πατέρα μου, ξέρεις. Από εκείνη τη μέρα, κάνω πράγματα που δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα έκανα. Και τα περισσότερα από αυτά είναι πράγματα ανάρμοστα. Βγαίνω διαρκώς έξω από τα όρια του κόσμου μου, απομακρύνομαι απ’ όλα όσα γνωρίζω, απ’ όλους όσους γνωρίζω. Φοβάμαι, Φέι. Φοβάμαι πως μια μέρα θα απομακρυνθώ πάρα πολύ και δεν θα μπορέσω να βρω τον δρόμο του γυρισμού». Η Φέι έμεινε σιωπηλή. Η Τζο γύρισε και την κοίταξε από το πλάι. «Τώρα είναι η στιγμή που εσύ λες πως όλα θα πάνε καλά. Πως θα είμαι μια χαρά και όλα θα γίνουν όπως πρέπει», είπε. Η Φέι μόρφασε. «Αυτό γίνεται μόνο στα παραμύθια», είπε. Έκανε νόημα να της δώσει το τσιγάρο της, τράβηξε μερικές ρουφηξιές και είπε: «Ποιον θα προτιμούσες, αν σε ζητούσαν σε γάμο την ίδια στιγμή και οι δύο κι έπρεπε να διαλέξεις;» «Μ α αυτό είναι το θέμα, δεν μπορώ να διαλέξω», είπε με απόγνωση η Τζο. «Αν μπορούσες, όμως;»
Η Τζο δεν ήθελε να απαντήσει αυτή την ερώτηση. Η Φέι έμπαινε σε βαθιά νερά. Πολύ βαθιά. «Αχ, δεν ξέρω», είπε στο τέλος, προσπαθώντας να ακουστεί ανέμελη. «Εσύ να μου πεις. Ποιον θα έπρεπε να διαλέξω; Τι είναι καλύτερο – η ασφάλεια ή ο έρωτας;» Η Φέι δεν αποκρίθηκε αμέσως. Για λίγη ώρα, συνέχισε να ατενίζει το Ιστ Ρίβερ, ύστερα με φωνή βραχνή από τη λαχτάρα είπε: «Αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα, Τζο. Αυτή η πόλη που απλώνεται μπροστά σου, λαμποκοπώντας σαν σακί ξέχειλο από διαμάντια. Και είναι δική σου, αν θέλεις να την κατακτήσεις. Ένα ποτό, ένα τσιγάρο, καμία υποχρέωση να ευχαριστήσεις οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό σου. Ελευθερία. Αυτή είναι η απάντησή μου. Η ελευθερία να είσαι εσύ το καλύτερο πράγμα που σου συνέβη». Χωρίς να το περιμένει, δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της Τζο. Καμία από τις δύο δεν μπορούσε να διαλέξει το μέλλον της, αυτό ήταν αλήθεια – αλλά η Τζο ήξερε πως η ζωή που θα είχε ως σύζυγος του Μ πραμ, ή οποιουδήποτε από τους τόσους νεαρούς μεγαλοεπιχειρηματίες της πόλης, θα ήταν παράδεισος σε σύγκριση με τη ζωή της Φέι. Άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το χέρι της Φέι. «Δεν πρόκειται να πας στη μαντάμ Έστερ. Δεν θα το επιτρέψω. Αποκλείεται». «Δεν θα είναι και τόσο άσχημα», είπε με θάρρος η Φέι. «Τουλάχιστον θ’ αφήσω τους δρόμους. Οι μπράβοι της δεν επιτρέπουν πολλά πολλά. Έτσι και κάνεις φασαρία, σε πετάνε έξω». «Μ ιλάς καλά. Μ πορείς να γράφεις και να διαβάζεις εξίσου
καλά;» ρώτησε η Τζο. «Ναι. Μ ’ έμαθε ο Ράφτης». «Τότε, λοιπόν, θα μπορούσες να βρεις μια κανονική δουλειά», είπε με ελπίδα η Τζο. «Ως δακτυλογράφος ή πωλήτρια σε κατάστημα». «Ο Ράφτης έχει πει πως, αν ποτέ προσπαθούσα να τον αφήσω και να μπω στον ίσιο δρόμο, θα μιλούσε στον εργοδότη μου για το παρελθόν μου. Κι εκείνος θα με απέλυε στη στιγμή». Η Τζο ένιωσε να γίνεται έξαλλη. «Δεν του ανήκεις», είπε. «Δεν είσαι σκλάβα του». Η Φέι γέμισε ξανά τα πνευμόνια της με καπνό και ξεφύσηξε. «Ό,τι έγινε, έγινε». «Σίγουρα υπάρχει κάποια λύση», επέμεινε η Τζο. «Απλώς πρέπει να τη βρούμε». Η Φέι σηκώθηκε και τέντωσε το σώμα της. «Ξέρεις, ακόμα δεν μου έχεις πει τι δουλειά είχες στο Μ προύκλιν ολομόναχη». «Μ ην αλλάζεις θέμα. Αυτό είναι πολύ σοβαρό. Κυκλοφορούν ασθένειες. Θα μπορούσες να αρρωστήσεις». «Έχει καμία σχέση με τον άντρα που ψάχνεις να βρεις; Τον Κιντς; Ακόμα προσπαθώ να τον βρω για χάρη σου», είπε η Φέι. Άφησε το τσιγάρο της να πέσει στο έδαφος και το πάτησε με το παπούτσι της. «Φέι, άκουσέ με–» «Δεν θέλω να μιλήσω άλλο γι’ αυτό», είπε η Φέι, και η φωνή της δυνάμωσε. «Γι’ αυτό μη με πιέζεις, σύμφωνοι; Δεν υπάρχει τρόπος να τη γλιτώσω. Δεν μπορούμε όλες να παντρευτούμε έναν Όλντριτς, ξέρεις». Η Τζο μόρφασε στα λόγια της.
«Άκου, λυπάμαι», είπε η Φέι, μαλακώνοντας. «Είναι συγκινητικό που με νοιάζεσαι. Σ’ ευχαριστώ». Δίστασε, λες και προσπαθούσε να βρει το κουράγιο, και πρόσθεσε: «Είσαι φίλη, Τζο. Η μόνη φίλη που έχω. Η μόνη πραγματική φίλη. Ξέρω πως οι προθέσεις σου είναι καλές, αλλά δεν υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις». Στη φωνή της διακρινόταν παραίτηση, στα μάτια της φόβος. Η Τζο τον είδε και κατάλαβε πως θα ήταν λάθος εκ μέρους της να συνεχίσει την πίεση. «Εντάξει», είπε. «Θα σταματήσω». «Ωραία». «Προς το παρόν». Η Φέι κούνησε το κεφάλι της, χαμογελώντας. Εκείνη τη στιγμή άκουσαν στις δύο πλευρές του ποταμού τις καμπάνες, που σήμαιναν την ώρα. «Τρεις; Αδύνατον! Πρέπει να γυρίσω αμέσως. Ο οδηγός μου θα περιμένει να με παραλάβει από τη βιβλιοθήκη Άστορ στις τέσσερις», είπε η Τζο. Ένιωθε σαν να ήταν σκλάβα του ρολογιού, μονίμως αναγκασμένη να βεβαιώνεται πως δεν έλειπε πολλή ώρα, μήπως και προκαλούσε τις υποψίες της μητέρας της. «Θα σε πάω ως εκεί. Θα προλάβουμε. Μ πορείς να σταματήσεις μια άμαξα όταν φτάσουμε απέναντι», είπε η Φέι. Άρπαξε το ξυράφι της, πέρασε το μπράτσο της στο μπράτσο της Τζο, και έφυγαν βιαστικά. Δέκα λεπτά αργότερα, βρίσκονταν στην Περλ Στριτ. Η Τζο είδε κάμποσα αμαξάκια να κινούνται κατά μήκος της και κατάλαβε πως θα έφτανε εγκαίρως στη βιβλιοθήκη. «Εδώ πρέπει να χωριστούμε», είπε η Φέι. «Αλλά, Τζο, το εννοούσα αυτό που είπα για τον Κιντς. Θα συνεχίσω να ψάχνω. Όλο και κάποιος σ’ αυτή την πόλη θα τον έχει δει», είπε η Φέι.
«Ευχαριστώ», είπε η Τζο. «Και ευχαριστώ επίσης για το ποτό, το τσιγάρο και τα μαθήματα που μου έδωσες». Η Φέι έβαλε τα γέλια. Κούνησε ελαφρά το χέρι της και άρχισε να απομακρύνεται. Η Τζο την παρατηρούσε που έφευγε και ανησυχούσε για εκείνη – γι’ αυτό το λεπτοκαμωμένο, θαρραλέο, σκληρό κορίτσι που είχε περάσει τόσα και θα περνούσε πολύ περισσότερα, αν γινόταν αυτό που ήθελαν ο Ράφτης και η μαντάμ Έστερ. Η Φέι προσπέρασε μια γυναίκα που σκάλιζε έναν κάδο απορριμμάτων και της έδωσε ένα νόμισμα. Ήταν η τρελο-Μ αίρη. Η γυναίκα φίλησε τη Φέι. Εκείνη τη χτύπησε απαλά στον ώμο και συνέχισε τον δρόμο της. Η Τζο άκουσε τα ίδια της τα λόγια να αντηχούν στο κεφάλι της. Βγαίνω διαρκώς έξω από τα όρια του κόσμου μου, απομακρύνομαι απ’ όλα όσα γνωρίζω, απ’ όλους όσους γνωρίζω. Έφερε στο μυαλό της αυτόν τον κόσμο και τους ανθρώπους που περιλάμβανε. Ήταν καλοί άνθρωποι, αξιοπρεπείς και ακέραιοι. Σκέφτηκε τις φίλες της – την Άντι, την Τζένι, την Τρούντι και την Κάρο. Καμία δεν ήξερε ποια ήταν η μαντάμ Έστερ, πόσο μάλλον τι έκανε. Δεν γνώριζαν ανθρώπους σαν τη Φέι, τον Τάμπλερ ή τον Ράφτη. Ούτε εμένα γνωρίζουν. Δεν γνωρίζουν ποια είμαι πραγματικά, σκέφτηκε η Τζο. Δεν ξέρουν τι συμβαίνει στη ζωή μου. Και αν μάθαιναν, θα σκανδαλίζονταν. Δεν θα με δίδασκαν πώς να κλέβω στον δρόμο, ούτε θα προσφέρονταν να βρουν τα ίχνη ενός επικίνδυνου άντρα με τατουάζ στο πρόσωπο και σκοτάδι στην καρδιά. «Φέι!» φώναξε ξαφνικά. Υπερβολικά δυνατά. Αλλά δεν την
ένοιαζε. Η Φέι, που βρισκόταν είκοσι μέτρα πιο μακριά, έκανε μεταβολή και κοίταξε την Τζο ερωτηματικά. Η Τζο άρχισε να περπατάει προς το μέρος της, αργά στην αρχή, έπειτα τρέχοντας σχεδόν. «Κι εσύ είσαι η μόνη φίλη που έχω», της είπε όταν έφτασε κοντά της. «Η μόνη πραγματική φίλη μου». Τα δύο κορίτσια –το ένα από την Γκράμερσι Σκουέρ, το άλλο από το Μ άλμπερι Μ πεντ– αγκαλιάστηκαν σφιχτά, προτού ακολουθήσει το καθένα τον δρόμο του.
59 Πλεξούδα κάνε τα κατάμαυρα μαλλιά, Τους εύκαμπτους βοστρύχους να λυγίσεις, Την κόρη στόλισε όπως καμιά, Ολόκληρη την ομορφιά της να αναδείξεις. Η Τζο βγήκε από την μπανιέρα της και τράβηξε την τάπα. Καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα, συνέχισε να τραγουδάει αυτή την άρια από την όπερα Μικάντο, την οποία η μητέρα της θεωρούσε άκομψη αλλά η Τζο λάτρευε. Στο όμορφο πρόσωπο χρώμα να δώσεις, Το κοραλλένιο χείλι άβαφτο μην και αφήσεις, Στην κομψότητα πιότερο απ’ όλα να επιμείνεις, Τις χάρες τόνισε της Δεσποσύνης!
Η Τζο κατέβασε τη δαντελωτή λευκή νυχτικιά της από τον γάντζο στο πίσω μέρος της πόρτας του μπάνιου και τη φόρεσε. Οι δικές της κατάμαυρες μπούκλες ήταν πιασμένες ψηλά στο κεφάλι της, για να μη βραχούν από το νερό της μπανιέρας. Τις άφησε να πέσουν στην πλάτη της και τις βούρτσισε. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρά της,
τραγουδώντας το τελευταίο δίστιχο του τραγουδιού. Αγκαλιασμένες, τέχνη και φύση, Αντάμα φτιάχνουν μια όμορφη νύφη!
«Μ ην ουρλιάξεις», είπε η φωνή ενός άντρα. Η Τζο ούρλιαξε. «Καλά τα κατάφερες». Ήταν ο Έντι, που καθόταν στο κρεβάτι της. Η Τζο δεν φορούσε τη ρόμπα της. Τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα. Τα πόδια της γυμνά. Ένιωθε ντροπιασμένη. «Εγώ καλά τα κατάφερα;» ρώτησε θυμωμένα, ριγώντας από την τρομάρα που είχε πάρει. «Τι γυρεύεις στο δωμάτιό μου;» Προτού προλάβει να απαντήσει, άκουσαν και οι δύο βήματα στον διάδρομο. «Πού είναι η ρόμπα μου;» ρώτησε η Τζο, πανικόβλητη. Και τότε την είδε – ο Έντι καθόταν πάνω της. «Δώσ’ τη μου!» είπε, καθώς την τραβούσε. Φόρεσε τη ρόμπα της, έχοντας επίγνωση πως τα μάτια του Έντι την παρακολουθούσαν όλη αυτή την ώρα. Ακριβώς τη στιγμή που έδενε τη ζώνη, άκουσε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. «Δεσποινίς Τζόζεφιν! Είστε καλά;» «Δεσποινίς Τζο, τι συμβαίνει;» «Είναι ο Θίκστον και η Κέιτι», ψιθύρισε η Τζο. «Δεν γίνεται να σε δουν εδώ!» Κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο σαν τρελή, έπειτα είπε: «Χώσου κάτω από το κρεβάτι. Γρήγορα!» Η πόρτα άνοιξε ακριβώς τη στιγμή που ο Έντι τραβούσε τα πόδια του κάτω από το βολάν του καλύμματος. Η μητέρα της
όρμηξε στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από τον μπάτλερ και την καμαριέρα. «Τζόζεφιν, τι συμβαίνει;» απαίτησε να μάθει η μητέρα της. «Γιατί τσιρίζεις;» Η Τζο έφερε το ένα της χέρι στο στήθος της. «Συγγνώμη, μαμά», είπε ψέματα. «Είδα ένα ποντίκι. Και μεγάλο, μάλιστα. Έτρεξε μπροστά από τα πόδια μου όταν βγήκα από την μπανιέρα. Δεν θα έπρεπε να είχα φωνάξει, αλλά κατατρόμαξα». Η μητέρα της φάνηκε ανακουφισμένη. «Καημένο μου. Τι φριχτό». Έπιασε το μέτωπο της Τζο. «Είσαι ζεστή και αναψοκοκκινισμένη. Θα πρέπει να τρόμαξες πάρα πολύ». Στράφηκε στον Θίκστον. «Βεβαιώσου πως αυτό το απαίσιο ζώο έχει φύγει». «Μ άλιστα, κυρία Μ όντφορτ», είπε ο Θίκστον και έτρεξε στο μπάνιο. Σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε και είπε: «Έχει φύγει. Δεν έχω ιδέα πώς τα κατάφερε να μπει. Ίσως ακολούθησε τους σωλήνες νερού από το υπόγειο». «Μ ε το πρώτο φως της μέρας να φέρεις κάποιον για απολύμανση, Θίκστον», είπε η μητέρα της Τζο και έκανε μεταβολή για να φύγει. «Καληνύχτα, Τζόζεφιν. Φρόντισε να ξεκουραστείς». «Εντάξει, μαμά», είπε η Τζο. «Καληνύχτα». Ο Θίκστον και η Κέιτι ακολούθησαν την κυρία Μ όντφορτ. Η Τζο έσπευσε να κλείσει την πόρτα και έγειρε πάνω της, προσπαθώντας να επιβραδύνει το χτυποκάρδι της. Περίμενε ώσπου να σβήσουν τα βήματα και τότε είπε: «Βγες από εκεί κάτω!» Ο Έντι έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω από το βολάν. «Καλή δικαιολογία», είπε. «Εύστροφο πνεύμα».
«Άσ’ τα τώρα αυτά! Πώς κατάφερες και μπήκες;» ρώτησε η Τζο. Χαιρόταν που έβλεπε ότι το μάτι του δεν ήταν πλέον πρησμένο κι ότι οι μώλωπες στο πρόσωπό του είχαν ξεθωριάσει κάπως, αλλά ήταν πολύ θυμωμένη για να του το πει. «Βρισκόμουν έξω από το σπίτι σου», της απάντησε, βγαίνοντας κάτω από το κρεβάτι, «και προσπαθούσα να σκεφτώ έναν τρόπο για να σου στείλω ένα μήνυμα, όταν βγήκε η καμαριέρα σου για να πετάξει τις στάχτες. Της ζήτησα να σου δώσει ένα σημείωμα, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Έτσι, κρύφτηκα από την άλλη μεριά του κεφαλόσκαλου και περίμενα. Όταν ξαναβγήκε για να πετάξει τις υπόλοιπες στάχτες, χώθηκα μέσα. Διέσχισα το χολ και ανέβηκα τις σκάλες, με την ελπίδα να βρω το δωμάτιό σου προτού με ανακαλύψουν. Τότε σε άκουσα να τραγουδάς και κατάλαβα ποιο δωμάτιο ήταν το δικό σου. Έχεις πολύ ωραία φωνή». «Έχεις τρελαθεί; Θα μπορούσαν να σε δουν!» «Δεν είχα επιλογή. Έπρεπε να σου μιλήσω. Ο Τάμπλερ βρήκε τον Κιντς», είπε ο Έντι, ενώ καθόταν στο κρεβάτι της Τζο. Η Τζο ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Σοβαρολογείς;» ρώτησε. «Πού βρίσκεται;» «Σε έναν ξενώνα. Μ όνο που ο Τάμπλερ ζητάει είκοσι δολάρια για να μου πει σε ποιον απ’ όλους». «Είκοσι δολάρια;» φώναξε η Τζο. «Μ α αυτό είναι ένα παράλογα μεγάλο ποσό!» «Έτσι και το μάθει η Φέι, θα του τσακίσει τα παΐδια», είπε ο Έντι. «Έτσι και το μάθει ο Ράφτης, είναι τελειωμένος. Περιττό να πω ότι δεν έχω αυτά τα χρήματα. Ελπίζω να τα έχεις εσύ». Αγανακτισμένη, η Τζο κατευθύνθηκε στην ντουλάπα της.
Τράβηξε ένα ρολό από χαρτονομίσματα από το εσωτερικό της μπότας όπου τα είχε κρύψει και έδωσε στον Έντι το ποσό που χρειαζόταν. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δώσει στον Τάμπλερ την αμοιβή του. Δεν γινόταν να αφήσουν τον Κιντς να τους ξεγλιστρήσει. «Ευχαριστώ. Και τώρα πρέπει να φύγω. Ο Τάμπλερ με περιμένει σε ένα μπαρ στην Έρβινγκ Πλέις», είπε ο Έντι και ξεκίνησε για την πόρτα. «Περίμενε!» είπε η Τζο. «Ξέρεις πώς να βγεις;» «Εεε, ναι… Έτσι νομίζω, τουλάχιστον», της απάντησε. Η Τζο δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα εξηγούσε την παρουσία του στη μητέρα της ή τον Θίκστον, αν κάποιος από τους δύο τον έπιανε να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι. «Θα σου δείξω», του είπε. Άνοιξε την πόρτα, κοίταξε δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθεί πως δεν βρισκόταν κανείς στον διάδρομο, έπειτα βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιό της, γνέφοντας στον Έντι να την ακολουθήσει. «Πρέπει να βγεις από τον ίδιο δρόμο», του ψιθύρισε. «Η μπροστινή πόρτα βρίσκεται πιο κοντά, αλλά θα έπρεπε να κατεβούμε από την κεντρική σκάλα για να τη φτάσουμε, και το δωμάτιο της μητέρας μου βρίσκεται εκεί κοντά. Θα υπήρχε περίπτωση να μας ακούσει». Ο Έντι έγνεψε καταφατικά. Κατέβηκαν αθόρυβα τη σκάλα. Η Τζο ήλπιζε πως θα κατόρθωνε να τον φυγαδεύσει από την είσοδο για το υπηρετικό προσωπικό, αλλά δεν πρόλαβαν να φτάσουν ούτε στην κουζίνα. Την ώρα που έπαιρναν την τελευταία στροφή της στενής στριφογυριστής σκάλας, είδε πως η κουζίνα, αντί να είναι σκοτεινή και έρημη, ήταν ολοφώτιστη.
«Ο Θίκστον, πανάθεμά τον!» ψιθύρισε. Από το σημείο όπου στέκονταν, μπορούσαν να δουν τον μπάτλερ. Στεκόταν μπροστά στον νεροχύτη και μούσκευε με ποντικοφάρμακο μπαγιάτικα κομμάτια ψωμιού, τα οποία κατόπιν στερέωνε στις παγίδες. «Χρειάζομαι κι άλλο αρσενικό, νομίζω», μονολόγησε ξαφνικά ο Θίκστον και άρχισε να κατευθύνεται προς τη μικρή αποθήκη της κουζίνας. Η Τζο άρπαξε το χέρι του Έντι και τον τράβηξε στη σκάλα. Κανείς από τους δύο δεν τόλμησε να πάρει ανάσα ως τη στιγμή που ο Θίκστον γύρισε στον νεροχύτη. Ύστερα, επέστρεψαν βιαστικά από τον ίδιο δρόμο. «Πότε πάει για ύπνο;» ρώτησε ο Έντι, όταν βρέθηκαν ξανά στην ασφάλεια του δωματίου της. «Δεν ξέρω. Όποτε έχει αϋπνίες, καταγίνεται με αυτά τα πράγματα», είπε ανήσυχη η Τζο. «Απόψε στήνει παγίδες για ποντίκια, χάρη σ’ εσένα. Άλλες βραδιές γυαλίζει τα πόμολα ή γεμίζει με μελάνι όλες τις πένες του σπιτιού. Συνήθως, τον βρίσκει το χάραμα». «Το χάραμα;» Ο Έντι πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του. «Σπουδαία. Περίφημα. Τώρα έχω εγκλωβιστεί εδώ. Χριστέ μου, Τζο, γιατί έπρεπε να πεις ότι έβαλες τις φωνές επειδή είδες ένα ποντίκι;» Η Τζο τον κοίταξε εμβρόντητη, ανήμπορη να πιστέψει αυτά που άκουγε. «Έχεις δίκιο, Έντι. Έπρεπε να πω ότι είδα έναν άντρα». Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. «Τι θα κάνω;» Ο Έντι τράβηξε το κασμιρένιο κάλυμμα από το κρεβάτι. «Απλώς ήθελα να ξέρεις–» άρχισε να λέει. «Ότι λυπάσαι πολύ», τον έκοψε η Τζο. «Και ότι δεν θα ξανακάνεις ποτέ κάτι τέτοιο».
«–ότι είσαι πάρα πολύ όμορφη αυτή τη στιγμή. Και ότι, αν ήμουν παλιάνθρωπος, θα σε φιλούσα». Η φωνή του ήταν πειραχτική, αλλά τα μάτια του της έλεγαν ότι το εννοούσε. Η Τζο τράβηξε το βλέμμα της. Το πάθος του την τρόμαζε. Όπως την τρόμαζε και το δικό της πάθος. Ώσπου να βρει το κουράγιο να τον αφήσει να δει ότι κι εκείνη ένιωθε έτσι, ο Έντι δεν την κοίταζε πια. Είχε βγάλει τα παπούτσια του και ξάπλωνε σε μια πολυθρόνα. Έπειτα, σκεπάστηκε με το κάλυμμα, ακούμπησε το κεφάλι του σε ένα μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια. «Έντι; Έντι! Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε πανικόβλητη. «Κοιμάμαι. Ή, τουλάχιστον, προσπαθώ». «Κοιμάσαι; Εδώ; Στο δωμάτιό μου; Μ αζί μου;» «Πολύ ζωηρή σας βρίσκω απόψε, δεσποινίς Μ όντφορτ. Κοιμάμαι εδώ, στο δωμάτιό σου, ναι. Αλλά όχι μαζί σου. Ας μη βιάζουμε τα πράγματα. Δεν είμαι τέτοιος νέος». Η Τζο έγινε ροδοκόκκινη από την ντροπή της. «Δεν το εννοούσα έτσι! Εννοούσα ότι κοιμάσαι… όχι ότι κοιμάσαι». «Πέσε για ύπνο, Τζο», είπε ο Έντι, χαχανίζοντας. «Για να κοιμηθώ κι εγώ. Μ πορεί ο Θίκστον να κάνει αρκετές ώρες μέχρι να τα παρατήσει. Θα κλείσω για λίγο τα μάτια μου κι ύστερα θα προσπαθήσω να φύγω αθέατος. Ελπίζω ότι ο Τάμπλερ θα μείνει ως τότε στο μπαρ». «Κι αν δεν μπορέσεις να βγεις;» ρώτησε με αγωνία η Τζο. «Τότε θα καταστραφώ. Η τιμή μου θα κινδυνεύσει. Η φήμη μου θα γίνει κουρέλι. Θα μου κάνεις τη χάρη να σβήσεις το φως; Γύρισα όλη την πόλη σήμερα. Κυνηγώντας τον Κιντς.
Τριγυρίζοντας κοντά σε αστυνομικά τμήματα και νοσοκομεία, μήπως και κατάφερνα να εντοπίσω τον Σημαδεμένο. Είμαι ξεθεωμένος». Διστακτικά, η Τζο υπάκουσε. Έπειτα, στάθηκε στο κέντρο του σκοτεινού δωματίου αγωνιώντας, σφίγγοντας τα χέρια της. Δεν είχε λογαριάσει πως ένας άντρας θα περνούσε τη νύχτα μαζί της. Ήταν σίγουρη πως η μητέρα της δεν θα περνούσε ξανά να δει πώς ήταν, αλλά πώς θα χαλάρωνε τόσο ώστε να κοιμηθεί, τώρα που ήταν εκεί ο Έντι; Τελικά, βλέποντας πως δεν υπήρχε άλλη λύση, χώθηκε στο κρεβάτι της, τράβηξε τα σκεπάσματα ίσαμε το πιγούνι της και έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι. Δεν μπορούσε να δει τον Έντι, αλλά τον άκουγε. Η αναπνοή του έγινε πιο αργή, ύστερα πιο βαθιά. Όταν σιγουρεύτηκε πως κοιμόταν, ανακάθισε. Η Κέιτι δεν είχε τραβήξει τις κουρτίνες εκείνο το βράδυ και το φεγγαρόφωτο τρύπωνε στο δωμάτιο και τον έλουζε. Έγειρε μπροστά, στηριγμένη στα χέρια της, και έμεινε να τον χαζεύει. Της άρεσε που εκείνος κοιμόταν και εκείνη έμενε ξύπνια. Της άρεσε που είχε τη δυνατότητα να περιεργαστεί τις ισιάδες και τις γωνίες του προσώπου του χωρίς να τη διακόψει κανείς. Τη γραμμή του σαγονιού του. Το εξόγκωμα στη ράχη της μύτης του. «Μ ακάρι να ήσουν παλιάνθρωπος, Έντι Γκάλαχερ», ψιθύρισε. «Μ ακάρι να με φιλούσες». «Αλήθεια;» Ένα τρομαγμένο επιφώνημα βγήκε από τα χείλη της Τζο. «Νόμιζα πως κοιμόσουν!» «Κοιμόμουν. Εσύ με ξύπνησες. Δεν σταματάς ποτέ να μιλάς;» «Συγγνώμη! Δεν το ήθελα», ψέλλισε. «Ήθελα… απλώς… να–»
«Αν θέλεις τόσο ένα φιλί, έλα να το πάρεις». Η Τζο σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Η καρδιά της χτυπούσε τώρα ακόμα πιο δυνατά απ’ όσο τη στιγμή που την ξάφνιασε ο Έντι. Κάθισε στην πολυθρόνα. Τα μάτια του Έντι ήταν ανοιχτά τώρα. Πήρε το χέρι της και έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. Εκείνη έσκυψε και φίλησε τα χείλη του. Είχαν γεύση τσιγάρου και καφέ. Η μυρωδιά του θύμιζε δροσερή φθινοπωρινή νυχτιά, κάρβουνα που κάπνιζαν και μελάνι. Βρισκόταν τόσο κοντά του… Δεν ήταν σαν να στεκόταν στο χείλος ενός γκρεμού, ήταν σαν να έτρεχε προς αυτόν τον γκρεμό όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Διέκοψε το φιλί της και διέτρεξε με το δάχτυλό της το περίγραμμα των χειλιών του. Μ αγεμένη, άγγιξε το μάγουλό του. Τον λαιμό του. Το απαλό γυμνό δέρμα του μέσα από τον ανοιχτό γιακά του. Εκείνος γέλασε. «Έχω πέσει στον λάκκο της αμαρτίας. Νιώθω πιο ασφαλής με τον Ράφτη, με τον Όμορφο Γουίλ και με κάθε κλέφτη και μαχαιροβγάλτη στο Μ πεντ παρά με τη δεσποινίδα Τζόζεφιν Μ όντφορτ από την Γκράμερσι Σκουέρ», είπε. Ύστερα, την τράβηξε κοντά του, φίλησε το μέτωπό της και έκλεισε ξανά τα μάτια του. Η Τζο έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του. Τον ένιωθε τόσο ζεστό, τόσο δυνατό, τόσο υπέροχα αρρενωπό. Κουλουριασμένη στην αγκαλιά του, σχεδόν πίστευε πως το αδύνατο ήταν δυνατό. Έμεινε ξάγρυπνη για κάμποση ώρα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μέσα στο σκοτάδι, κι ύστερα επιτέλους κοιμήθηκε, ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του.
60 Η Άννα Μ όντφορτ χαμογέλασε. Και η Τζο συνειδητοποίησε πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είχε δει τη μητέρα της να χαμογελάει. «Τι όμορφη που είσαι, Τζόζεφιν», είπε η Άννα, ενώ τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα. «Μ ακάρι να μπορούσε να σε δει ο πατέρας σου». «Αχ, μαμά», είπε η Τζο, ξαφνιασμένη με την αναπάντεχη τρυφερότητα της μητέρας της. Έπιασε το χέρι της και το έσφιξε. «Μ ην κλάψεις. Αν βάλεις τα κλάματα, θα τα βάλω κι εγώ». «Δεν θα κλάψω, τότε. Έτσι και τολμήσουμε να πάμε στο δείπνο της Νόνας με κόκκινα μάτια, σίγουρα θα ακούσουμε πόσο κακοαναθρεμμένες είμαστε», είπε η Άννα και έσφιξε με δύναμη το χέρι της κόρης της, προτού το αφήσει. Η Τζο γέλασε, απολαμβάνοντας αυτά τα λίγα λεπτά στοργής με τη μητέρα της. Βρίσκονταν στην άμαξα, καθ’ οδόν για το γενέθλιο δείπνο της Νόνας Όλντριτς. Η Τζο, που είχε υποθέσει πως δεν θα της επιτρεπόταν να παραστεί, είχε εκπλαγεί όταν η μητέρα της της έδωσε την άδεια και είχε ξαφνιαστεί ακόμα περισσότερο όταν της ανακοίνωσε πως θα τη συνόδευε.
«Μ ια μικρή συγκέντρωση είναι όλη κι όλη», είχε εξηγήσει η μητέρα της. «Αποκλειστικά συγγενείς και στενοί φίλοι. Θα υπάρχει μουσική, με πληροφόρησαν, αλλά όχι χορός. Δεν θα ήθελα να πας μόνη σου, Τζόζεφιν». Η Τζο ξαφνιάστηκε ακόμα μια φορά εκείνο το απόγευμα, όταν κατέφτασε στο σπίτι τους ένα δέμα με παραλήπτη εκείνη. Ήταν από τη ράφτρα της θείας Μ άντλεν· αναγνώρισε την ετικέτα. Στην αρχή θεώρησε ότι το δέμα είχε παραδοθεί σε λάθος Μ όντφορτ, αλλά η μητέρα της τη διαβεβαίωσε ότι προοριζόταν για εκείνη. «Είναι για εσένα. Ένα όμορφο δώρο από τον Φίλιπ και τη Μ άντι. Άνοιξέ το», είπε. Η Τζο έβγαλε το καπάκι, παραμέρισε τον σωρό από χαρτί περιτυλίγματος, και σήκωσε στα χέρια της ένα φόρεμα από σκούρο γκρίζο μετάξι. Είχε τετράγωνο ντεκολτέ, μπούστο που κατέληγε σε μύτη, και μακριά μανίκια που φούσκωναν κοντά στους ώμους, αν και μόνο αμυδρά, αφού ούτε η Μ άντλεν ούτε η Άννα πίστευαν πως ήταν πρέπον να ακολουθεί κανείς κατά γράμμα τη μόδα. Ήταν ένα λιτό φόρεμα χωρίς κεντήματα και δαντέλες, εφόσον κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ τολμηρό για μια νεαρή γυναίκα που ακόμα δεν είχε βγει από την περίοδο πένθους, αλλά δεν ήταν μαύρο. Και μόνο γι’ αυτό, η Τζο το λάτρεψε. «Ο θείος και η θεία σου είναι πιο προοδευτικοί από εμένα και θεωρούν πως είναι πλέον καιρός να βγάλεις τα μαύρα», εξήγησε η Άννα. «Τους επέτρεψα να με επηρεάσουν. Αλλά μόνο για απόψε», πρόσθεσε, κουνώντας το δάχτυλό της. Η Τζο αγκάλιασε τη μητέρα της, έγραψε βιαστικά ένα ευχαριστήριο σημείωμα προς τον θείο και τη θεία της, το έδωσε στην Κέιτι για να το παραδώσει και ανέβηκε στο δωμάτιό της για
να πλυθεί. Το καινούριο φόρεμα ήταν ένας περισπασμός που η Τζο είχε αποδεχτεί με χαρά. Έτρεμε το πάρτι της Νόνας, επειδή σήμαινε πως θα ήταν αναγκασμένη να την αντιμετωπίσει, αλλά την ίδια στιγμή ανησυχούσε για διάφορα άλλα πράγματα – για τον Μ πραμ, κυρίως, και για τις προσδοκίες που θα μπορούσε να έχει από εκείνη. Έπρεπε να του πει πως δεν επιθυμούσε να τον παντρευτεί. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, τη στιγμή που ήταν ερωτευμένη με τον Έντι Γκάλαχερ; Η Τζο αναπόλησε τη βραδιά που είχαν περάσει μαζί. Τα μπουκάλια του γαλατά που κροτάλιζαν στην Γκράμερσι Σκουέρ τους είχαν ξυπνήσει λίγο πριν ξημερώσει. Ο Έντι είχε βλαστημήσει βλέποντας την ώρα, επειδή συνειδητοποίησε πως ο Τάμπλερ θα είχε γίνει καπνός – και, μαζί του, κάθε ευκαιρία να βρουν τον Κιντς. Είχαν κατέβει τρέχοντας στο ισόγειο και είχαν διασχίσει την κουζίνα ακριβώς τη στιγμή που η κυρία Νέλσον έβγαινε από το δωμάτιό της για να ετοιμάσει πρωινό για το υπηρετικό προσωπικό. Η Τζο μόλις που είχε προλάβει να φυγαδεύσει τον Έντι χωρίς να τον δει κανείς και είχε καταφέρει να του κλέψει ένα τελευταίο φιλί προτού τον αποχαιρετήσει. Η κυρία Νέλσον ξαφνιάστηκε όταν τη βρήκε στην κουζίνα, και μάλιστα τόσο νωρίς, αλλά η Τζο σκάρωσε επιτόπου μια δικαιολογία. Ισχυρίστηκε πως είχε κατέβει για ένα ποτήρι χλιαρό γάλα, επειδή δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Η κυρία Νέλσον επέμεινε να της το ετοιμάσει εκείνη. Η Τζο την ευχαρίστησε, ανέβηκε με το γάλα στο δωμάτιό της και χώθηκε ξανά στο κρεβάτι της, ζώντας ξανά κάθε λεπτό που είχε περάσει με τον Έντι.
Θυμήθηκε τον ήχο της ανάσας του· τους χτύπους της καρδιάς του· τη σύγχυση στο πρόσωπό του όταν ξύπνησε, το χαμόγελο ευτυχίας που πήρε τη θέση της όταν συνειδητοποίησε πού βρισκόταν. Θυμήθηκε την υπέροχη αίσθηση του κορμιού του δίπλα στο δικό της. Το γλυκό βάρος του μπράτσου του πάνω της. Τα γένια στο πιγούνι του. Θυμήθηκε πόσο διαφορετικό ένιωθε το δικό της σώμα. Για πρώτη φορά, δεν ήταν ένα αντικείμενο που έπρεπε να δαμαστεί και να περιοριστεί με κορδόνια και κορσέδες, αλλά κάτι το θεσπέσια εύκαμπτο και σαρκώδες. Ξαπλωμένη στην αγκαλιά του μέσα στο σκοτάδι, ακούγοντάς τον να κοιμάται, λαχταρούσε να τον ξυπνήσει για να του κάνει χίλιες ερωτήσεις. Ήθελε να μάθει περισσότερα για τα παιδικά του χρόνια. Τι τον έκανε να θυμώνει. Τι τον έκανε να γελάει. Ήθελε να ακούσει για τις ελπίδες και τα όνειρά του, ύστερα να του μιλήσει για τις δικές της ελπίδες και τα δικά της όνειρα. Ήθελε να του πει πόσο συναρπαστικό ήταν να περπατάει στους δρόμους της νυχτερινής πόλης και να συναντάει τους ανθρώπους της. Και πόσο θα ήθελε να γράψει μια ιστορία για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ο Έντι ήταν ο μόνος στον οποίο θα μπορούσε να τα πει. Ο μόνος που θα την καταλάβαινε. Αυτό είναι ο έρωτας; αναρωτιόταν, στα βάθη της νύχτας. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, πίστευε πως είχε αρχίσει να ερωτεύεται. Ώσπου να ξανοίξει ο ουρανός έξω από τα παράθυρά της, ένιωθε σίγουρη πως ήταν ήδη ερωτευμένη. Η Τζο δεν ήταν βέβαιη πώς είχαν τα πράγματα ανάμεσα σε εκείνη και τον Μ πραμ. Ούτε πώς είχαν τα πράγματα με τον Έντι. Ήξερε, όμως, ότι δεν ήταν σωστό να ενθαρρύνει τις ελπίδες ενός άντρα τη στιγμή που η καρδιά της ήταν δοσμένη σε έναν άλλον.
Ήθελε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, να πει στον Μ πραμ την αλήθεια. Δεν γινόταν να το κάνει εκείνη τη νύχτα – θα ήταν ανάρμοστο να προκαλέσει αμηχανία στη διάρκεια μιας εκδήλωσης που υποτίθεται πως ήταν χαρμόσυνη, αλλά θα του ζητούσε να την επισκεφτεί στο σπίτι της την επομένη. Εκεί, στον ιδιωτικό χώρο του σαλονιού της, θα έλεγε την αλήθεια πρώτα σε εκείνον και ύστερα στην οικογένειά της. Ο Μ πραμ θα φερόταν ως τζέντλεμαν, όπως ήταν φυσικό. Δεν θα έκανε φασαρία, αλλά η μητέρα της και ο θείος της θα αναστατώνονταν. Αν αρνιόταν την πρόταση γάμου του Μ πραμ και ομολογούσε τα αισθήματά της για έναν άφραγκο δημοσιογράφο, θα πρόσβαλλε την οικογένεια Όλντριτς και θα ντρόπιαζε τη δική της. Θα αποκοβόταν από τον κόσμο της. Και από τη στιγμή που θα γινόταν αυτό, δεν θα υπήρχε επιστροφή. Καθώς ο Ντόλαν σταματούσε την άμαξά τους δίπλα στο πεζοδρόμιο, μπροστά από την επιβλητική έπαυλη των Όλντριτς στην Πέμπτη Λεωφόρο, η Τζο ατσάλωσε τον εαυτό της. Για τις επόμενες λίγες ώρες, η συζήτηση θα περιστρεφόταν γύρω από σπάνιελ και από θέματα επουσιώδη. Έριξε μια κλεφτή ματιά από το παράθυρό της και είδε τις κυρίες Λίβινγκστον και Σκάιλερ, ντυμένες από την κορυφή μέχρι τα νύχια με γούνες, να ανεβαίνουν τα φαρδιά μαρμάρινα σκαλοπάτια της έπαυλης. Αναρωτήθηκε αν η Ελίζαμπεθ Άνταμς είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μια πρόσκληση. Ο Μ πραμ στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, ψηλός και αρρενωπός, φορώντας επίσημο σακάκι. Η Τζο πρόλαβε να δει φευγαλέα τα βάζα με τα τριαντάφυλλα στο χολ, είδε την κυρία Όλντριτς, όμορφη με τα σατέν και τα μαργαριτάρια της, και άκουσε την
ορχήστρα που έπαιζε Βιβάλντι. Η σκηνή ήταν κομψή και ντελικάτη και, για μια στιγμή, η καρδιά της Τζο φούσκωσε από την ομορφιά του κόσμου της και των ανθρώπων του. Είχε δει έναν διαφορετικό κόσμο τελευταία, έναν κόσμο πολύ πιο σκληρό, και ένα μικρό νοσταλγικό κομμάτι της λαχταρούσε να χαθεί μέσα στη γεμάτη κομψότητα ομορφιά αυτού του κόσμου για μια τελευταία φορά, προτού του γυρίσει την πλάτη. Ένας λακές με λιβρέα άνοιξε την πόρτα της άμαξάς τους και βοήθησε την Τζο και τη μητέρα της να κατέβουν. Αμέσως μόλις τις είδε ο Μ πραμ, κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια για να τις υποδεχτεί. Προτού προλάβει να φτάσει στο πεζοδρόμιο, όμως, η ηλικιωμένη κυρία Βαν Ρενσελίρ προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος τους. «Άννα, χρυσή μου! Τι καλά που βγήκες από το σπίτι!» φώναξε, πιάνοντας τη μητέρα της Τζο από το μπράτσο. «Θα με βοηθήσεις με τις σκάλες, δεν είναι έτσι; Η ισχιαλγία μου με πεθαίνει απόψε!» Η Άννα υπάκουσε, κι έτσι ο Μ πραμ δεν είχε παρά να προσφέρει το μπράτσο του στην Τζο. «Αγαπητό μου κορίτσι, είσαι πραγματική ζωγραφιά», της είπε χαμογελώντας. Και πράγματι ήταν. Το καινούριο φόρεμα της ταίριαζε τέλεια και αναδείκνυε τα γκρίζα μάτια της. Η Κέιτι είχε κάνει υπέροχη δουλειά με τα μαλλιά της, έτσι όπως τα είχε χτενίσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στερεώνοντάς τα με ένα φανταχτερό μαύρο χτενάκι. Η μητέρα της είχε μπει στο δωμάτιο τη στιγμή που η Τζο φορούσε τα παπούτσια της. Είχε διώξει την Κέιτι και είχε βάλει μόνη της την τελική πινελιά – ένα κολιέ από αμέθυστους, ανοιχτόχρωμο και διακριτικό, που της είχε δώσει ο πατέρας της
Τζο τη μέρα του γάμου τους. Μ ια γλυκόπικρη θλίψη πλημμύρισε την καρδιά της Τζο όταν στηρίχτηκε στο μπράτσο του Μ πραμ. Αν ζούσε ο πατέρας μου, εσύ κι εγώ θα παντρευόμαστε, σκέφτηκε. Θα ζούσαμε μαζί τη ζωή μας, θα φτιάχναμε ένα σπιτικό και μια οικογένεια. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει και ετοιμαζόταν να ανταποδώσει τη φιλοφρόνηση, όταν μια φωνή, βαριά από την εγκάρδια προφορά του Νότου, είπε: «Μ πραμ Όλντριτς, να ’σαι, λοιπόν, παλιόπαιδο!» Ο Μ πραμ έκανε μεταβολή. «Κλεμ!» φώναξε κι έπειτα γύρισε στην Τζο. «Τζο, επίτρεψέ μου να σου συστήσω τον Κλέμεντ Κόντμαν. Κατάγεται από το Ράλι. Είμαστε ξαδέρφια, με διαφορά μερικών γενεών. Κλεμ, από εδώ η καλή μου φίλη, Τζόζεφιν Μ όντφορτ». «Αυτή είναι η Τζο; Μ α είναι δέκα φορές ομορφότερη από την περιγραφή σου, πονηρή αλεπού!» Ο Κλέμεντ πήρε το χέρι της Τζο και το φίλησε. «Προσπαθεί να σας κρατήσει κρυμμένη, δεσποινίς Μ όντφορτ. Δεν θέλει ανταγωνισμό!» «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, κύριε Κόντμαν», είπε η Τζο, χαμογελώντας στον φωνακλά Νότιο. Το χαμόγελο δεν χάθηκε ούτε στιγμή από τα χείλη της, αλλά μέσα της μόρφαζε· στενοχωριόταν που άκουγε ότι ο Μ πραμ είχε μιλήσει για εκείνη στον ξάδερφό του. Τουλάχιστον την είχε αναφέρει ως φίλη και τίποτα περισσότερο. Η Τζο ήλπιζε πως η συζήτηση των δύο αγοριών είχε λάβει χώρα παλαιότερα και πως τώρα ο Μ πραμ μιλούσε πλέον μόνο για την Ελίζαμπεθ Άνταμς. Ο Κλέμεντ και ο Μ πραμ έπιασαν την κουβέντα με κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας και η προσοχή της Τζο στράφηκε αλλού. Το
χέρι της ακουμπούσε ακόμα στο μπράτσο του Μ πραμ και θα ήταν αγένεια να τον αφήσει και να φύγει. Όσο περίμενε να τελειώσουν τη συζήτηση, είδε να καταφτάνουν οι οικογένειες Ντέλανο και Βαν Άικ και κούνησε το χέρι της στην Τρούντι. Ακριβώς τη στιγμή που άρχιζε να αναρωτιέται αν ο Μ πραμ και ο Κλέμεντ θα σταματούσαν ποτέ να μιλούν, ένας άλλος άντρας προχώρησε στο πεζοδρόμιο κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα από ζευγάρια και οικογένειες. Φορούσε τουίντ σακάκι, όχι σμόκιν, και τα μαύρα τσουλούφια του ξέφευγαν από το γείσο του καπέλου του, καθώς τα μαλλιά του ήταν υπερβολικά μακριά, όπως πάντα. Στο πρόσωπό του είχε ένα χαμόγελο. Και στο μπράτσο του μια κοπέλα. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε κι εκείνη μαύρα μαλλιά. Γαλάζια μάτια. Και ροζ μάγουλα. Ο νεαρός άντρας τής είπε κάτι κι εκείνη έγειρε το κεφάλι προς το μέρος του. Εκείνος σκέπασε το χέρι της με το δικό του. Η κοπέλα τού χαμογέλασε με αγάπη και τον φίλησε στο μάγουλο. Η Τζο δεν γνώριζε την κοπέλα. Δεν την είχε δει ποτέ μέχρι τότε. Γνώριζε τον άντρα, όμως. Ήταν ο Έντι Γκάλαχερ.
61 Φωνές αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι της Τζο. Η δική της: Πώς ήταν μικρός; Και η απάντηση της Φέι: Από τους καλύτερους κλέφτες. Σκληρός. Αδυσώπητος. Σαν όλους εμάς. Η φωνή του θείου της: Ένας γεροδεμένος μελαχρινός νεαρός με ιρλανδικό όνομα – κάτι σαν Γκλίσον ή Γκίλιγκαν… Και, τέλος, η φωνή του Έντι: Δεν με ξέρεις. Ούτε στο ελάχιστο… Όχι, κύριε Γκάλαχερ, είπε νοερά, καθώς παρακολουθούσε εκείνον και το κορίτσι του να στρίβουν τη γωνία και να εξαφανίζονται. Δεν σας ξέρω. «Μ ην ξεχάσετε τον παλιόφιλο τον Κλεμ, δεσποινίς Μ όντφορτ! Τα λέμε μέσα!» Παρόλο που η καρδιά της είχε ραγίσει, παρόλο που το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει σε ένα άδειο δωμάτιο και να κλάψει, εκείνη χαμογέλασε στον Κλέμεντ και είπε: «Ανυπομονώ, κύριε Κόντμαν». «Ζητώ συγγνώμη για το σχολικό λεξιλόγιο, Τζο», είπε ο Μ πραμ, χτυπώντας της ελαφρά το χέρι. «Πάμε μέσα;» Έκανε να ανέβει τη σκάλα, ύστερα συνοφρυώθηκε. «Τζο; Είσαι καλά; Είσαι
κάτωχρη». «Μ ια χαρά είμαι, Μ πραμ», απάντησε η Τζο, επιστρατεύοντας όλο το σθένος της. «Κάνει λίγο κρύο, αυτό είναι όλο». «Τι απερισκεψία εκ μέρους μου. Έλα μέσα να ζεσταθείς». Την οδήγησε βιαστικά στο χολ, όπου μια καμαριέρα πήρε το παλτό της. Διέσχισαν έναν μακρύ διάδρομο και βγήκαν στο σαλόνι, όπου η Νόνα καθόταν σαν σουλτάνος που δεχόταν τους υπηκόους του, περιτριγυρισμένη από συγγενείς, φίλους και μισή ντουζίνα σκυλιά. «Χρόνια πολλά, Νόνα», είπε η Τζο, πιέζοντας τον εαυτό της ώστε η φωνή της να ακουστεί ανάλαφρη. «Να τα εκατοστίσεις». Και έδωσε στην ηλικιωμένη γυναίκα ένα όμορφο λευκό κουτί με γαλάζιο φιόγκο. Το κουτί περιείχε μια ασημένια καρφίτσα σε σχήμα σπάνιελ. «Ευχαριστώ, Τζόζεφιν. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», είπε η Νόνα. «Ελπίζω να λάβατε όμορφα δώρα σήμερα», είπε ανέκφραστα η Τζο. «Πράγματι, έλαβα. Αν και όχι εκείνο που θα ήθελα». «Και τι είναι αυτό που θα θέλατε;» ρώτησε η Τζο. Η Νόνα κοίταξε τον Μ πραμ με νόημα. «Ένα δισέγγονο», είπε. Ο Μ πραμ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Έλα, Τζο, πάμε να πιούμε λίγο ποντς», είπε και την έπιασε από το μπράτσο για να την οδηγήσει στο τραπέζι με τα ποτά. Κρύα πιάτα κάθε λογής ήταν αραδιασμένα σε σειρές και οι καλεσμένοι σερβίρονταν μόνοι τους. Υπήρχε γκλασαρισμένο χοιρομέρι, ζελέ ντομάτας, κάμποσα ψητά κοτόπουλα, τουρσιά, σαλάτες, τυριά και κομπόστα φρούτων. «Λυπάμαι γι’ αυτό», είπε ο Μ πραμ, ενώ γέμιζε ένα ποτήρι με
ποντς για την Τζο. «Ελπίζαμε ότι η Νόνα θα συμπεριφερόταν καλύτερα σήμερα, αλλά πού τέτοια τύχη». Η Τζο μετά βίας τον άκουγε. Μ ετά βίας είχε ακούσει και τη Νόνα. Η θεία και ο θείος της πλησίασαν λάμποντας ολόκληροι, για να εκθειάσουν το φόρεμά της. Εκείνη χαμογέλασε και τους ευχαρίστησε. Ήπιε το ποντς. Και όλη αυτή την ώρα ένιωθε σαν μαριονέτα στη σκηνή. Θαρρείς και κάποιος άλλος τραβούσε τα νήματα που έκαναν το κεφάλι της να γέρνει και τα χείλη της να χαμογελούν. Μια δύστυχη, άμυαλη κοπέλα, είχε πει πριν από λίγες μέρες ο θείος της, μιλώντας για το κορίτσι που εκμεταλλευόταν ένας δημοσιογράφος, προκειμένου να γράψει το άρθρο του. Εκείνη ήταν αυτή η κοπέλα – η πιο άμυαλη όλων. Ο Έντι είχε αρνηθεί πως ήταν αυτός που είχε κρυφακούσει ο θείος της. Η Τζο τον είχε εμπιστευτεί, τον είχε ερωτευτεί, είχε σκεφτεί να απαρνηθεί τη ζωή της και όλους τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της για χάρη του, κι εκείνος της είχε πει ψέματα. Αυτόν είχε κρυφακούσει ο θείος της. Την είχε χρησιμοποιήσει για να γράψει το άρθρο του. Και δεν είχε καν την ευγένεια να περιμένει μέχρι να ολοκληρώσει την ιστορία, προτού περάσει στην επόμενη κοπέλα. Η Τζο ένιωθε να βράζει ολόκληρη από μια οργή που επισκίαζε τη θλίψη της. «Ας βρούμε κάπου να καθίσουμε και να ακούσουμε τη μουσική. Είναι τόσο όμορφα», είπε ο Μ πραμ, καθώς την οδηγούσε στο σαλόνι. Είναι πάντα τόσο συμπονετικός, είπε μέσα της η Τζο, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον Μ πραμ. Τόσο ευγενικός και αξιόπιστος. Καθώς περπατούσε στο πλευρό του, προσπερνώντας κεριά που
τρεμόπαιζαν, λουλούδια, φίλες με θεσπέσια φορέματα και σερβιτόρους με κρυστάλλινα ποτήρια σε ασημένιους δίσκους, μια σκέψη τη χαστούκισε σαν παγωμένο κύμα – είχε φτάσει τόσο κοντά στο σημείο να πέσει στον γκρεμό, να κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της, ένα λάθος που θα της είχε στοιχίσει αυτόν τον ντελικάτο και όμορφο κόσμο και όλους όσους περιλάμβανε, για χάρη ενός άντρα που απλώς και μόνο την είχε εκμεταλλευτεί. Κάθισαν στις καρέκλες που βρίσκονταν σκόρπιες στις άκρες της πίστας. Ήταν φανερό πως τα συναισθήματά της καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό της, γιατί ο Μ πραμ της έπιασε το χέρι και το έσφιξε. «Απόψε ξέχασέ τα όλα, Τζο», είπε. «Τη στενοχώρια και τη θλίψη. Δεν θέλω να βλέπω αυτό το όμορφο πρόσωπο συνοφρυωμένο απόψε, μόνο χαμογελαστό». Άφησε το χέρι της, αλλά η Τζο συνέχισε να τον κρατάει σφιχτά. «Μ πραμ», είπε, αλλά η φωνή της πνίγηκε στον λαιμό της. «Ναι;» Φίλησέ με, ήθελε να του πει. Τύλιξε τα χέρια σου γύρω μου και σφίξε με και φίλησέ με σαν να το εννοείς, έστω κι αν δεν είναι έτσι. Γέμισε την καρδιά μου όπως έκανε ο Έντι. Κάνε με να τον ξεχάσω. Έστω και για μια στιγμή. Αλλά δεν πρόφερε μεγαλόφωνα τις σκέψεις της. Επειδή ο Μ πραμ δεν θα κατάφερνε να την κάνει να νιώσει έτσι. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. «Ναι, Τζο;» «Απλώς ήθελα… να σε ευχαριστήσω». Ο Μ πραμ την κοίταξε ερωτηματικά. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε. «Που είσαι πάντα τόσο απίστευτα καλός», του είπε με
συγκίνηση. Εκείνος γέλασε, εμφανώς αμήχανος. Κάθε είδους συναίσθημα τον έκανε μονίμως να νιώθει αμηχανία. «Μ ην είσαι ανόητη», είπε και στράφηκε προς τους μουσικούς. Ελευθέρωσε το χέρι του. Η Τζο έπλεξε τα χέρια της στα γόνατά της και κάθισε ακίνητη, με ένα χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό της, βασανίζοντας τον εαυτό της με τις αναμνήσεις του Έντι – το κάθε του φιλί, τον τρόπο που το δέρμα της ανατρίχιαζε όταν την άγγιζε, τη ζεστασιά του, τη μυρωδιά του, τον ήχο της φωνής του. Τον μισούσε με πάθος πια, αλλά εξακολουθούσε να τον λαχταράει με όλη της την καρδιά. Οι μουσικοί συνέχιζαν να παίζουν. Μ ία ώρα αργότερα, σταμάτησαν. Οι καλεσμένοι οδήγησαν τη Νόνα στο κέντρο της πίστας, παρά τις επίμονες διαμαρτυρίες της, και εμφανίστηκε μια τούρτα γενεθλίων. Αφού της τραγούδησαν για τα γενέθλιά της και εκείνη έσβησε τα κεριά, όλοι έμειναν να χαζεύουν τη Λόλι, το σπάνιελ, να απολαμβάνει το πρώτο κομμάτι. «Νομίζω ότι θα περάσει ώρα προτού πάρουμε τα δικά μας κομμάτια», παρατήρησε ψυχρά ο Μ πραμ. «Είναι άλλα πέντε σκυλιά που πρέπει να ταϊστούν». Κι ύστερα, ξαφνικά, είπε: «Κουράστηκα να κάθομαι. Η μητέρα μου έχει αποκτήσει μια καινούρια ορχιδέα. Έχει πορφυρό χρώμα και της έδωσε την καλύτερη θέση στο θερμοκήπιο. Θα ήθελες να τη δεις;» «Ναι, πολύ», απάντησε μηχανικά η Τζο. Βγήκαν από την αίθουσα χορού, διέσχισαν διαδρόμους, πέρασαν μπροστά από άλλα σαλόνια, ένα καπνιστήριο και μια βιβλιοθήκη, και επιτέλους έφτασαν στο θερμοκήπιο. Η Τζο εντόπισε τη λαμπερή ορχιδέα και κατευθύνθηκε προς το μέρος
της. «Είναι πανέμορφη, Μ πραμ», είπε. «Το χρώμα της είναι τόσο ζωντανό…» Στην πραγματικότητα, δεκάρα δεν έδινε για την ορχιδέα. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι της και να κλάψει με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι της. Το πρόσωπό της είχε αρχίσει να την πονάει από την προσπάθεια να διατηρήσει ένα ψεύτικο χαμόγελο. «Τζο, φοβάμαι ότι σε έφερα εδώ με κακούς σκοπούς», είπε ο Μ πραμ. «Η ορχιδέα δεν ήταν παρά μια δικαιολογία». Γύρισε προς το μέρος του, μπερδεμένη από τα λόγια του. «Πολύ μυστηριώδες», είπε. «Δικαιολογία για ποιο πράγμα;» ρώτησε. Και τότε, κατάλαβε. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και τα χέρια της ανέβηκαν στα χείλη της. Ο Μ πραμ, που χαμογελούσε, ερμήνευσε την αντίδρασή της ως χαρούμενη έκπληξη. Γονάτισε στο ένα πόδι. «Αγαπημένη μου Τζο», είπε, βγάζοντας ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι από την τσέπη του σακακιού του. «Θα με παντρευτείς;» Η Τζο είχε την αίσθηση πως της ήταν αδύνατον να πάρει ανάσα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν το είχε προβλέψει. Ήταν σίγουρη πως το ενδιαφέρον του εστιαζόταν πλέον στην Ελίζαμπεθ. «Μ πραμ, εγώ… εγώ…» ψέλλισε. «Δέχεσαι;» Σε απόγνωση, η Τζο προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. «Δεν μπορώ να σου δώσω τώρα μια απάντηση. Πρέπει να έχω τη συγκατάθεση της μητέρας μου. Και του θείου μου». Ο Μ πραμ χαμογέλασε. «Την έχεις. Τους ρώτησα και τους δύο πριν από μία εβδομάδα».
Το στομάχι της Τζο σφίχτηκε από τον τρόμο. Γι’ αυτό, λοιπόν, είχε στείλει το φόρεμα η θεία της. Το μαύρο δεν ήταν κατάλληλο για πρόταση γάμου, αλλά το γκρίζο ήταν αποδεκτό. Γι’ αυτόν τον λόγο είχε δακρύσει η μητέρα της στην άμαξα νωρίτερα και είχε ευχηθεί να βρισκόταν εκεί ο πατέρας της. Γι’ αυτόν τον λόγο ο θείος της έλαμπε ολόκληρος πριν από λίγο. Γι’ αυτό είχε έρθει ο Κλεμ. Και η Τρούντι. Όλοι τους ήξεραν τι σχεδίαζε ο Μ πραμ, κι όμως κανείς δεν είχε ζητήσει τη γνώμη της, γιατί κανείς δεν το είχε θεωρήσει απαραίτητο. Θεωρούσαν αυτονόητο ότι θα δεχόταν. «Ξέρω πως είναι κάπως ξαφνικό», είπε ο Μ πραμ, «αλλά δεν μπορώ να περιμένω άλλο». Και τότε σηκώθηκε και τη φίλησε στα χείλη. Ανάλαφρα. Ευγενικά. Σαν να φοβόταν μην τη σπάσει. «Σε νοιάζομαι πολύ, Τζο. Θα είμαστε υπέροχο ζευγάρι. Γνωριζόμαστε όλη μας τη ζωή. Συμφωνούμε στα περισσότερα πράγματα, κι αυτό είναι το καλύτερο θεμέλιο για έναν γάμο, πιστεύω». Καθώς η Τζο αντιμαχόταν την παρόρμηση να το βάλει στα πόδια, ο Μ πραμ συνέχισε να μιλάει, απαριθμώντας όλα τα πλεονεκτήματα της πρότασής του, σαν να ήθελε να προωθήσει μια επιχειρηματική συμφωνία. Όταν τελείωσε, πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. «Ελπίζω να σου αρέσει. Λάμπει τόσο όμορφα», είπε. «Αν και όχι τόσο όμορφα όσο λάμπεις εσύ». «Αχ, Μ πραμ», είπε με δάκρυα η Τζο. Εκείνος χαμογέλασε και τη φίλησε ξανά. «Η μητέρα και ο θείος σου μας περιμένουν. Μ ου επιτρέπεις να τους πω μια χαρούμενη είδηση, για αλλαγή; Και να κάνω στη Νόνα ένα υπέροχο δώρο γενεθλίων; Νομίζω ότι εκείνη θέλει ακόμα περισσότερο κι από εμένα να με παντρευτείς», είπε γελώντας. «Πες μου, Τζο, θα γίνεις
γυναίκα μου;»
62 Η Τζο βγήκε από την Εκκλησία του Ελέους και στάθηκε στο πεζοδρόμιο. Ήταν μια εντυπωσιακά όμορφη μέρα, δροσερή και ηλιόλουστη, με βαθυγάλανο ουρανό, έστω και αν η Τζο δεν το παρατηρούσε καν. Όλη την τελευταία εβδομάδα κινούνταν σαν υπνωτισμένη. Φορούσε καινούριο γκρίζο ταγέρ με μαύρο πλεκτό ρέλι και κρατούσε ένα μανσόν μινκ. Η μητέρα της, ύστερα από επίμονη απαίτηση της Νόνας, της είχε επιτρέψει να φοράει λιγότερο πένθιμα ενδύματα. Το ταγέρ είχε φτάσει από τη ράφτρα την προηγουμένη και της έπεφτε κάπως στενό, αλλά η Κέιτι της είχε σφίξει τον κορσέ με τέτοια δύναμη εκείνο το πρωί, που τώρα της ταίριαζε περίφημα. Η Τζο δεν μπορούσε να ανασάνει καλά, αλλά δεν την ένοιαζε. Αν επέτρεπε στον εαυτό της να πάρει ανάσα, να νιώσει, να ακούσει αυτό που προσπαθούσε να της πει η καρδιά της, θα σκορπούσε σε χίλια κομμάτια. Τι έκανες; Δεν αγαπάς τον Μπραμ, της επαναλάμβανε μυριάδες φορές τη μέρα. Γιατί το έκανες; Για να ευχαριστήσω την οικογένειά μου, απαντούσε η Τζο, προσπαθώντας να σιγάσει τη φωνή. Επειδή αυτό περίμεναν από εμένα. Επειδή ο Μ πραμ έχει δίκιο, καταλαβαίνουμε ο ένας τον
άλλον. Επειδή, αν μη τι άλλο, με θέλει. Ενώ ο Έντι, όχι. Η προδοσία του Έντι δεν την είχε πληγώσει απλώς· την είχε διαλύσει, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Όπως ανακάλυπτε τώρα, ήταν επικίνδυνο πράγμα να νοιάζεσαι τόσο πολύ για κάποιον. Καλύτερα να παντρεύεσαι έναν άντρα για τον οποίο ενδιαφέρεσαι λιγότερο. Έτσι, δεν θα μπορέσει ποτέ να σε πληγώσει τόσο. «Υπέροχη λειτουργία! Πραγματικά υπέροχη λειτουργία!» έλεγε ο ηλικιωμένος κύριος Ντουίτ στον αιδεσιμότατο Ουίλις, που αντάλλασσε χειραψίες με τους ενορίτες του. «Εξαίσια, αιδεσιμότατε, απλώς εξαίσια», έλεγε η κυρία Νιούμπολντ. «Αχ, Τζόζεφιν! Να ’σαι, χρυσό μου! Έμαθα τα νέα. Συγχαρητήρια! Θα είσαι η ομορφότερη νύφη σε όλη τη Νέα Υόρκη. Ο Μ πραμ είναι πολύ τυχερός άντρας». Η Τζο χαμογέλασε και ευχαρίστησε την κυρία Νιούμπολντ, όπως είχε κάνει με τόσους και τόσους που της είχαν ευχηθεί. Είχε αποδεχτεί την πρόταση γάμου του Μ πραμ πριν από μία εβδομάδα και, χάρη στη Νόνα, το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, αν όχι ολάκερη η πολιτεία, είχε ήδη μάθει πως ήταν αρραβωνιασμένοι. Ο γάμος θα γινόταν τον Ιούνιο. Τότε πια θα είχε περάσει για τα καλά το εξάμηνο του πένθους και η Τζο θα ήταν ελεύθερη να φορέσει λευκό νυφικό. Η Τζο έψαξε με το βλέμμα τη μητέρα της και την εντόπισε να κουβεντιάζει με τους Λίβινγκστον. Φορούσε ακόμα τα πένθιμα ρούχα της χήρας, μαζί με μαύρο σκούφο και βέλο. Η Τζο δεν ήθελε να ακούσει άλλες ευχές για τον αρραβώνα της, έτσι αποφάσισε να περιμένει τη μητέρα της στην άμαξα. Την ώρα που ετοιμάστηκε να ξεκινήσει για εκεί, ένιωσε ένα
τράβηγμα στο χέρι της. Γύρισε και αντίκρισε μια γοητευτική μελαχρινή, κομψά ντυμένη με μπλε μετάξι. «Φέι;» είπε, έκπληκτη που την έβλεπε. «Τι κάνεις εδώ;» «Περιμένω εσένα», απάντησε λακωνικά η Φέι. Χαμογελούσε γέρνοντας το κεφάλι, μοιάζοντας καθ’ όλα με τους υπόλοιπους ενορίτες της ανώτερης κοινωνικής τάξης, που αποτελούσαν το εκκλησίασμα. «Μ α πώς ήξερες ότι βρίσκομαι εδώ;» ρώτησε η Τζο. Η Φέι έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό. «Πού αλλού θα βρισκόταν η δεσποινίς Τζόζεφιν Μ όντφορτ από την Γκράμερσι Σκουέρ το πρωί της Κυριακής;» ρώτησε. Έπειτα, έριξε μια ματιά γύρω της και πρόσθεσε: «Κοίτα, δεν γίνεται να κάθομαι και να χαμογελάω σαν χαζή όλη τη μέρα. Βρήκα τον Κιντς». Η Τζο ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Αυτό είναι όλο; Ένα πετάρισμα των βλεφάρων;» ψιθύρισε η Φέι. «Είπα πως βρήκα τον Κιντς. Τι τρέχει μ’ εσένα, τέλος πάντων; Μ οιάζεις σαν να έχεις μόλις βγει τρεκλίζοντας από κάποιο χασισοποτείο της Μ οτ Στριτ». «Αρραβωνιάστηκα. Η επίδραση είναι η ίδια, φαντάζομαι». «Διάολε», είπε η Φέι και κοίταξε την Τζο κατάματα. «Μ ε ποιον;» «Μ ε τον Μ πραμ Όλντριτς». «Ανάθεμα. Στοιχημάτιζα υπέρ του Έντι». «Τότε φοβάμαι ότι τα έχασες τα λεφτά σου», είπε η Τζο, νιώθοντας την καρδιά της να πονάει στην αναφορά του ονόματος του Έντι. «Άκουσέ με, Τζο. Βγες από τη νάρκη σου. Ήταν φοβερά δύσκολο να βρω αυτόν τον άνθρωπο, τον Κιντς, αλλά τον βρήκα.
Αυτή μπορεί να είναι η μοναδική ευκαιρία που έχεις για να του μιλήσεις». Η Τζο κούνησε το κεφάλι και ένα ψήγμα ζωντάνιας κύλησε αργά στις φλέβες της. «Μ ένει σ’ ένα πανδοχείο της Πιτ Στριτ. Στον αριθμό 16. Τον εντόπισα αργά χτες βράδυ στην Κανάλ Στριτ και τον ακολούθησα. Είναι δύσκολο μέρος. Μ ην τυχόν και πας μόνη. Πάρε τον Έντι μαζί». Η Τζο πήρε βαθιά ανάσα και τα πλευρά της κόλλησαν στον κορσέ της. Το αίσθημα της χαύνωσης υποχώρησε κάπως. «Το ξέρει ο Ράφτης; Το ξέρει ο άνθρωπος με το σημαδεμένο πρόσωπο;» ρώτησε. «Και να το ξέρουν, πάντως, δεν τους το είπα εγώ». «Τζόζεφιν;» τις διέκοψε μια φωνή. «Η μητέρα μου», είπε η Τζο, χωρίς να γυρίσει. «Ευχαριστώ, Φέι. Σου είμαι υπόχρεη». «Θα δεχτώ μετά χαράς ένα λίτρο τζιν και μια κούτα Ντιουκς όποτε σε βολεύει», είπε η Φέι. Έπειτα, χαμογέλασε χαριτωμένα και απομακρύνθηκε. «Έλα, πάμε», είπε η Άννα, όταν έφτασε δίπλα στην Τζο. «Είμαι έτοιμη να φύγουμε». «Μ αμά, θα σε πείραζε τρομερά αν ο Ντόλαν άφηνε πρώτα εσένα στο σπίτι και ύστερα με πήγαινε μέχρι το πάρκο;» ρώτησε με έξαψη η Τζο, προσπαθώντας να μηχανευτεί έναν τρόπο για να φτάσει στην Πιτ Στριτ. «Θα ήθελα πολύ να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Είναι ένα τόσο όμορφο πρωινό…» «Μ ια βόλτα στο πάρκο! Τι εξαίρετη ιδέα!» Ήταν ο θείος Φίλιπ. Ξαφνικά, βρισκόταν στο πλάι της, ενώ η θεία Μ άντλεν και η
Κάρολαϊν ακολουθούσαν σε μικρή απόσταση. Όχι! φώναξε μέσα της η Τζο. «Ας πάμε όλοι μαζί», είπε εύθυμα η θεία της Τζο. Έπιασε το χέρι της Άννας. «Ξέρω ότι πενθείς, αλλά κανείς δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει επειδή βγήκες για λίγο αέρα. Στο κάτω κάτω, για το Μ πεθέσντα Τέρας μιλάμε, όχι για το τσίρκο του κυρίου Μ πάρναμ». Η Άννα δίστασε. Η Τζο την παρότρυνε νοερά να αρνηθεί. «Έλα μαζί μας», είπε ο Φίλιπ. «Ο τελευταίος καιρός ήταν τόσο θλιβερός για όλους μας, αλλά τώρα η Τζο έφερε ξανά τη χαρά σε αυτή την οικογένεια. Πρέπει να τη συμμεριστείς κι εσύ». Τελικά, η Άννα ενέδωσε. «Έχεις δίκιο όπως πάντα, Φίλιπ», είπε χαμογελώντας. «Ας πάμε». «Υπέροχα!» είπε ο Φίλιπ. «Η άμαξά μας βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από τη δική σας. Ίσως θα ήθελαν να μας κάνουν παρέα και οι Όλντριτς». «Θα τους ρωτήσω», είπε η Μ άντλεν και έφυγε προς αναζήτηση της Νόνας. Η Άννα κατευθύνθηκε προς τις άμαξες μαζί με την Κάρολαϊν, ενώ ο Φίλιπ περπάτησε μαζί με την Τζο. Της χάρισε ένα συνωμοτικό χαμόγελο και η Τζο του το ανταπέδωσε, αν και της ήταν φοβερά επώδυνο. Ο θείος της είχε καλές προθέσεις. Την είχε ακούσει που ζητούσε να πάει στο πάρκο και είχε προσπαθήσει να τη βοηθήσει, μόνο που εκείνη δεν είχε καμία όρεξη να πάει στο αναθεματισμένο το πάρκο! Αυτό που ήθελε εκείνη ήταν να βρει έναν τρόπο για να την αφήσει ο Ντόλαν εκεί και να φύγει, ώστε να μπορέσει να πάρει μια άμαξα για το σπίτι του Έντι κι από εκεί για την Πιτ Στριτ, όπου θα
βρισκόταν αντιμέτωπη με τον Κιντς. Κι αντί γι’ αυτό, τι έκανε; Βόλτες στο πάρκο! Ήθελε να τσιρίξει από τα νεύρα της. Ο Έντι δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της από το πάρτι των Όλντριτς και μετά, και η ίδια σίγουρα δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί του. Η σκέψη πως θα πήγαινε να τον βρει, πως θα τον έβλεπε με σάρκα και οστά μπροστά της, ήταν απερίγραπτα οδυνηρή, αλλά δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Σίγουρα δεν μπορούσε να κυνηγήσει τον Κιντς ολομόναχη. «Καινούρια φίλη;» ρώτησε ο Φίλιπ, διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Δεν την έχω ξαναδεί στην εκκλησία». «Ποια;» ρώτησε αφηρημένα η Τζο. «Η νεαρή γυναίκα στην οποία μιλούσες πριν από λίγο». «Εννοείς τη δεσποινίδα Πιτ. Κι εγώ μόλις τη γνώρισα», είπε ψέματα η Τζο, τη στιγμή που έφταναν στις άμαξες. «Της πάτησα τον ποδόγυρο και έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη. Είναι από τη Φιλαδέλφεια και ήρθε επίσκεψη για το Σαββατοκύριακο». «Από τη Φιλαδέλφεια; Άραγε, είναι συγγενής με τον Χόρας Πιτ ή με τον Μ όρισον Πιτ;» «Δυστυχώς δεν είπε, θείε Φίλιπ». Ο Φίλιπ συνοφρυώθηκε και ετοιμαζόταν να ρωτήσει κάτι ακόμα, όταν ήρθε κοντά τους η Μ άντλεν. «Οι Όλντριτς θα μας ακολουθήσουν στο πάρκο», ανακοίνωσε. «Πολύ φοβάμαι ότι θα έρθουν μαζί και τα σκυλιά τους», πρόσθεσε, χαμηλώνοντας τη φωνή της. «Η Νόνα τα έβαλε στην άμαξα. Εκπλήσσομαι που δεν τα έφερε στην εκκλησία». «Είμαι σίγουρη ότι προσπάθησε», είπε η μητέρα της Τζο, καταπνίγοντας ένα χαμόγελο. Στράφηκε στον Ντόλαν, που της κρατούσε την πόρτα για να ανέβει. «Στο πάρκο, σε παρακαλώ,
Ντόλαν. Στο Μ πεθέσντα Τέρας». Ο Ντόλαν τη βοήθησε να μπει, έπειτα βοήθησε και την Τζο, και τέλος σκαρφάλωσε στη θέση του, τίναξε το καμουτσίκι του και ξεκίνησαν για το πάρκο. Ο Φίλιπ, η Μ άντλεν και η Κάρολαϊν ακολουθούσαν ακριβώς πίσω τους. Οι Όλντριτς έκλειναν την πομπή. «Η Μ άντι έχει δίκιο. Θα μου κάνει καλό λίγος αέρας», είπε η μητέρα της χαμογελώντας. «Θα κάνουμε έναν ωραίο περίπατο όλοι μαζί. Συγγενείς και μελλοντικοί συγγενείς. Δεν συμφωνείς κι εσύ, Τζο;» «Ναι, έναν ωραίο περίπατο», είπε η Τζο, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Η φωνή της ήταν ανέκφραστη, το πρόσωπό της ήρεμο, αλλά στο εσωτερικό του μανσόν της τα χέρια της είχαν σφιχτεί σε γροθιές.
63 Η κυρία Μ περν, η σπιτονοικοκυρά του Έντι, περιεργάστηκε την Τζο από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ήταν ξεκάθαρο από την έκφραση του προσώπου της πως θεωρούσε την Τζο ένα ξεδιάντροπο και πανούργο γύναιο που είχε βάλει στόχο να παγιδέψει τον Έντι και να της στερήσει έναν νοικάρη. «Συγγνώμη, δεσποινίς», απάντησε ρουθουνίζοντας. «Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται ο κύριος Γκάλαχερ». «Σας παρακαλώ, κυρία Μ περν. Είναι μεγάλη ανάγκη να τον βρω», είπε η Τζο. Η ώρα ήταν περασμένη, σχεδόν δέκα το βράδυ. Η Τζο είχε καλοπιάσει την Κέιτι για να αλλάξει θέση μαζί της ακόμα μια φορά και είχε φτάσει στον ξενώνα του Έντι λίγα λεπτά νωρίτερα, μόνο και μόνο για να μάθει ότι εκείνος δεν βρισκόταν εκεί. «Μ πα; Πώς κι έτσι;» ρώτησε η κυρία Μ περν, διπλώνοντας τα χέρια πάνω από το ογκώδες μπούστο της. «Αφορά ένα στοιχείο για ένα άρθρο που γράφει. Ένα σημαντικό άρθρο», είπε η Τζο. «Δεν θα μου άρεσε διόλου να χάσει αυτό το στοιχείο εξαιτίας μου», πρόσθεσε. Στα μάτια της κυρίας Μ περν τρεμόπαιξε μια έκφραση ανησυχίας. «Βρίσκεται λίγο πιο κάτω», είπε, ενδίδοντας. «Στο
μπαρ του Τζίμι Μ ακ». Η Τζο την ευχαρίστησε και έφυγε τρέχοντας. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει το μπαρ του Τζίμι Μ ακ· η μουσική ακουγόταν από ένα τετράγωνο απόσταση. Όταν μπήκε μέσα, μια μυρωδιά ιδρώτα, καπνού και μπίρας χτύπησε αμέσως τα ρουθούνια της. Το δωμάτιο ήταν κατάμεστο και ζεστό. Η οχλαγωγία απίστευτη. Άντρες με ξεφτισμένα σακάκια και γυναίκες με ξεβαμμένα ασουλούπωτα φορέματα έπιναν και γελούσαν. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου, ένας νεαρός μαύρος σφυροκοπούσε τα πλήκτρα ενός σαραβαλιασμένου πιάνου σε έναν γρήγορο νέγρικο σκοπό, όλο κουδουνίσματα και συγκοπές. Τα επιδέξια δάχτυλά του πετούσαν πάνω στα πλήκτρα. Άνθρωποι χόρευαν και φώναζαν όσο έπαιζε, χτυπώντας με θόρυβο τις φτέρνες τους πάνω στις ξύλινες σανίδες. Η Τζο είχε βρεθεί μονάχα άλλη μία φορά σε μπαρ: στο ελεεινό καταγώγιο του Μ ικ Γουόλς, όπου το μόνο που έκαναν οι πελάτες ήταν να μπεκροπίνουν μέχρις σκασμού. Το μπαρ του Τζίμι Μ ακ δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν φωτεινό, ζωντανό και γεμάτο φασαρία. Η Τζο έψαξε τον Έντι μέσα στο πλήθος. Η προδότρα καρδιά της αναπήδησε όταν τον είδε γερμένο στον πάγκο. Φορούσε το βαμβακερό πουκάμισό του και τουίντ γιλέκο. Τα μανίκια του ήταν σηκωμένα. Μ πορούσε να διακρίνει ένα κομμάτι από το γυμνό στήθος του μέσα από τον ανοιχτό γιακά. Τα μαύρα μαλλιά του, κατσαρά και πυκνά, έπεφταν στο μέτωπό του. Και τα γαλάζια μάτια του έκαναν ρυτίδες, καθώς γέλασε ακούγοντας κάτι που μόλις είχε πει ο διπλανός του. Θεέ μου, είναι πανέμορφος, σκέφτηκε η Τζο. Πανέμορφος και άκαρδος και άσπλαχνος.
Και τότε, ο Έντι σήκωσε το βλέμμα. Τα μάτια του βρήκαν τα δικά της και γούρλωσαν από την έκπληξη. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, ερωτηματικά. Η Τζο κατευθύνθηκε προς το μέρος του, ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος. «Αναψοκοκκινισμένη σας βλέπω, δεσποινίς Μ όντφορτ. Χορεύατε;» τη ρώτησε όταν τον πλησίασε. «Όχι, εγώ–» άρχισε να λέει η Τζο, αλλά ο Έντι την έκοψε. «Θα θέλατε, όμως;» ρώτησε με κοροϊδευτικό τόνο. «Ο πιανίστας παίζει το Κρεόλ Μπελ. Ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια». Χαμογέλασε, κάνοντας τάχα πως λυπόταν, και είπε: «Α, μα δεν μπορείτε, έτσι δεν είναι; Τώρα είστε αρραβωνιασμένη, και πολύ αμφιβάλλω πως ο κύριος Όλντριτς θα χαιρόταν αν έβλεπε την καλή του να σαλιαρίζει με ξένους άντρες. Συγχαρητήρια για τον αρραβώνα σας, παρεμπιπτόντως. Το διάβασα στις εφημερίδες». Ο τόνος του ήταν ακόμα χλευαστικός, αλλά το χαμόγελό του ήταν πικρό. Η Τζο ένιωσε να φουντώνει από θυμό. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να γίνεσαι πικρόχολος, ήθελε να του πει. Έχεις κάποια άλλη. Εμένα απλώς με εκμεταλλεύτηκες. «Δεν ήρθα εδώ για να χορέψω, κύριε Γκάλαχερ», του απάντησε παγερά. «Μ πα; Τότε γιατί ήρθες; Για να ραγίσεις κι άλλες καρδιές; Ή για να ποδοπατήσεις τα κομμάτια της δικής μου καρδιάς;» Τα μάτια της Τζο στένεψαν. «Μ εγάλο θράσος έχεις, Έντι!» «Εγώ έχω μεγάλο θράσος; Δεν είμαι εγώ αυτός που παντρεύεται τον Μ πραμ Όλντριτς!» «Όχι, δεν είσαι. Γιατί να το έκανες, άλλωστε; Δεν θα ήταν κάτι
που θα προωθούσε την καριέρα σου», είπε με νόημα η Τζο. «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Έντι, σαστισμένος. «Κάνε μου τη χάρη και σταμάτα την κακή ηθοποιία», είπε η Τζο. «Ήρθα επειδή έχω κάτι για εσένα. Κάτι που αγαπάς πραγματικά – μια αποκλειστικότητα. Ξέρω πού βρίσκεται ο Κιντς. Μ ου το είπε η Φέι. Τον ακολούθησε χτες βράδυ. Βρίσκεται σε έναν ξενώνα στην Πιτ Στριτ». «Θα μπορούσες να μου έχεις πει ότι αρραβωνιάζεσαι αντί να με αφήσεις να το διαβάσω στις εφημερίδες. Γιατί δεν μου το είπες;» ρώτησε ο Έντι. Τα μάτια του αποζητούσαν τα δικά της, και η Τζο διέκρινε μέσα τους μια οργή αντίστοιχη με τη δική της. Μ αζί με κάτι ακόμα. Κάτι που δεν περίμενε να δει – αληθινό και βαθύ πόνο. Τέχνασμα ήταν, η Τζο ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Έτσι, βιάστηκε να κοιτάξει αλλού, αποφασισμένη να μην τον αφήσει να την επηρεάσει ξανά. «Είχαμε μια συμφωνία, θυμάσαι; Εγώ τις απαντήσεις μου, εσύ το άρθρο σου», του είπε. Δεν θα τον άφηνε να δει πόσο την είχε πληγώσει. Το βλέμμα του Έντι σκλήρυνε. «Μ ια συμφωνία. Αυτό ήταν όλο, έτσι; Το ξέχασα», είπε. Άρπαξε το παλτό και το καπέλο του από ένα σκαμνί. «Σύμφωνοι, λοιπόν, πάμε να την ολοκληρώσουμε». Κατευθύνθηκε προς την πόρτα ανοίγοντας δρόμο μέσα από το πλήθος. Η Τζο έτρεχε για να τον προλάβει. Ήταν δύσκολο, πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο είχε φανταστεί, να τον βλέπει ξανά, να βρίσκεται δίπλα του. Ένα κομμάτι της ευχόταν να μην τον είχε δει ποτέ με τη φίλη του, να αγνοούσε ακόμα τι είδους άντρας ήταν στ’ αλήθεια.
Έτσι, τουλάχιστον, θα πίστευε ακόμα ότι νοιαζόταν για εκείνη. Τώρα που τον είχε δει, είχε συνειδητοποιήσει με πόνο ότι η ίδια νοιαζόταν ακόμα. Ένα άρθρο. Ένας τρόπος να χτίσει την καριέρα του. Αυτό είναι όλο κι όλο για εκείνον, είπε στον εαυτό της, ενισχύοντας τις άμυνές της. Αυτό είσαι όλο κι όλο για εκείνον. Ο Έντι έφτασε στην πόρτα. Την άνοιξε, την κράτησε για να περάσει η Τζο, και ύστερα βγήκαν βιαστικά από το μπαρ του Τζίμι Μ ακ και χάθηκαν στη νύχτα.
64 Ένας άντρας καθόταν στο κεφαλόσκαλο του αριθμού 16 της Πιτ Στριτ και καθάριζε τα νύχια του με ένα μαχαίρι. Καπνιά είχε μαυρίσει τα κάποτε κόκκινα τούβλα του κτιρίου. Τα πέτρινα σκαλοπάτια του ήταν ραγισμένα. Η μπροστινή πόρτα κρεμόταν μελαγχολικά από τους παμπάλαιους μεντεσέδες. Τα χέρια του άντρα ήταν βρόμικα, τα ρούχα του κουρελιασμένα και γεμάτα μπαλώματα. Καθώς η Τζο και ο Έντι πλησίαζαν, ο άντρας τράβηξε κάτι από τα μαλλιά του και το έλιωσε ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Είσαι ο ιδιοκτήτης;» ρώτησε ο Έντι. Ο άντρας έδειξε την πόρτα. Η Τζο και ο Έντι την άνοιξαν και μπήκαν σε αυτό που κάποτε ήταν το κομψό ψηλοτάβανο χολ μιας όμορφης μονοκατοικίας. Η Πιτ Στριτ ήταν ελκυστική περιοχή πριν από εκατό χρόνια, αλλά τα αριστοκρατικά κτίριά της είχαν πουληθεί και μετατραπεί σε ξενώνες, καθώς η πολύβουη πόλη έσπρωχνε τα όριά της βορειότερα. Στα αριστερά του χολ υπήρχε ένα μεγάλο σαλόνι· οι ψηλές αψιδωτές πόρτες του είχαν χαθεί προ πολλού. Ο Έντι μπήκε και η Τζο ακολούθησε. Κομμάτια σοβά είχαν πέσει από το ταβάνι. Ό,τι
απέμενε από την ταπετσαρία ήταν μαυρισμένο από τη μούχλα. Λίγες παλιές πολυθρόνες, με την επένδυση να ξεχειλίζει από τα σκισμένα καλύμματα, βρίσκονταν σκόρπιες ολόγυρα στο δωμάτιο. Ένας γανιασμένος πολυέλαιος γκαζιού σκόρπιζε ένα αρρωστημένο κιτρινωπό φως. Άνθρωποι καταρρακωμένοι, με άδειο βλέμμα, ζεσταίνονταν δίπλα σε μια πενιχρή φωτιά. Ραγισμένα ποτήρια με θολό τζιν προσφέρονταν έναντι μίας πένας από έναν άντρα που καθόταν σε μια γωνιά. Κάτω από το βλέμμα της Τζο, ένας άλλος άντρας δίπλωσε προσεκτικά ένα κομμάτι εφημερίδα στον πάτο του παπουτσιού του για να σκεπάσει τις τρύπες στη σόλα. Μ ια γυναίκα με μια σκοροφαγωμένη ζακέτα έβαζε κοκκινάδι στα μάγουλά της μπροστά σε έναν ραγισμένο καθρέφτη. Έπειτα, έχωσε τα χέρια της μέσα από το φόρεμά της και σήκωσε τα στήθη της πιο πάνω, έτσι που τώρα ξεχείλιζαν σχεδόν από το ρούχο. «Θέλετε δωμάτιο;» ρώτησε μια φωνή. Ήταν ο άντρας που πουλούσε τζιν. Είχε φωτεινά μάτια, λαδωμένα καστανά μαλλιά και μπερδεμένα γένια. Η Τζο σφίχτηκε, θιγμένη από το υπονοούμενο. «Όχι, δεν θέλουμε δωμάτιο», είπε. «Θα θέλαμε να επισκεφτούμε έναν από τους ενοίκους σας. Κάποιον κύριο Κιντς», είπε ο Έντι. «Δεν υπάρχει κανείς εδώ μ’ αυτό το όνομα», είπε ο άντρας. «Είστε σίγουρος;» ρώτησε η Τζο. «Θαρρείτε ότι δεν ξέρω ποιος μένει στο ίδιο μου το σπίτι;» γρύλισε ο άντρας. Απτόητη, η Τζο συνέχισε: «Έχει ασυνήθιστη όψη. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο τατουάζ».
«Α, αυτόν λέτε», είπε ο άντρας. «Έφυγε. Ένα βράδυ έμεινε μόνο και δεν μου είπε το όνομά του». «Πότε έφυγε;» ρώτησε αποκαρδιωμένη η Τζο. Ο άντρας έβγαλε με τη γλώσσα του λίγο φαγητό που είχε κολλήσει στα δόντια του. Κοίταζε μπροστά του αμίλητος. Σαν να μην την είχε ακούσει. Ο Έντι του έβαλε ένα δολάριο στο χέρι. Ο άντρας άγγιξε το γείσο του καπέλου του και είπε: «Σήμερα το απόγευμα. Γύρω στις τρεις». «Νοίκιασες κιόλας το δωμάτιό του;» ρώτησε ο Έντι. «Όχι». «Μ πορούμε να το δούμε;» Ο άντρας κοίταξε πρώτα τον Έντι, μετά την Τζο, και έβαλε τα γέλια. «Και βέβαια μπορείτε να το δείτε. Το νοίκι είναι είκοσι πέντε σεντς. Είτε για να το δείτε είτε για οτιδήποτε άλλο έχετε κατά νου». Ο Έντι έριξε ένα βλέμμα στον άντρα. Κατόπιν, του έδωσε τα χρήματα. Ο άντρας του έδωσε ένα κλειδί. «Στο 3Γ. Τρίτος όροφος. Στην πίσω μεριά». Η Τζο ακολούθησε τον Έντι στη σκάλα. Αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλο το κουράγιο της για να την ανέβει. Κατσαρίδες έτρεχαν παντού πάνω στα σκαλοπάτια και στον τοίχο. Φτάνοντας στον δεύτερο όροφο, η δυσωδία που ανέδιδαν τα βρόμικα ανθρώπινα σώματα και τα δοχεία νυκτός έγινε ανυπόφορη. Αλλά υπήρχε μια ακόμα χειρότερη μυρωδιά κάτω απ’ όλα αυτά – η δυσοσμία της απελπισίας. Η Τζο ένιωσε να χάνει το θάρρος της όταν έφτασαν στον τρίτο όροφο. Μ ια πόρτα άνοιξε κοντά στο κεφαλόσκαλο και ένας άντρας έκανε την εμφάνισή του παραπαίοντας. Έφτασε
τρεκλίζοντας στις τουαλέτες. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η Τζο τον άκουσε να αδειάζει τα σωθικά του. Έριξε μια ματιά στο δωμάτιό του και είδε μια γυναίκα που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και κρατούσε με τα χέρια το κεφάλι της. «Πιστεύεις ότι θα βρούμε κάτι εδώ;» ρώτησε τον Έντι. «Αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά», της απάντησε. Έφτασαν στο δωμάτιο του Κιντς και ο Έντι ξεκλείδωσε την πόρτα. Βρήκε έναν διακόπτη στον τοίχο και η μοναδική λάμπα γκαζιού στο δωμάτιο πήρε ζωή. Η Τζο τον ακολούθησε, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της. Είχε ρίξει φευγαλέες ματιές σε αντίστοιχα δωμάτια στο Μ πεντ, αλλά ποτέ δεν είχε βρεθεί στο εσωτερικό τους. Μ ια σκισμένη κουρτίνα κρεμόταν από το μικρό γαριασμένο παράθυρο. Υπήρχε ένα μονό κρεβάτι με λεκιασμένο στρώμα, ένα βρόμικο χαλί και ένα μικρό τζάκι. Κοιτάζοντας τους ραγισμένους, λερούς τοίχους και το ταβάνι που είχε μαυρίσει από την κάπνα, η Τζο σκεφτόταν πως θα προτιμούσε να πηδήξει από το παράθυρο παρά να μείνει εκεί έστω και για μία νύχτα. «Δεν μου φαίνεται λογικό. Ο Κιντς έχει λεφτά. Ο Ρίτσαρντ Σκάλι του έδωσε χίλια δολάρια. Θα μπορούσε να μείνει σε ένα αξιοπρεπές μέρος. Γιατί να έρθει εδώ;» ρώτησε. «Για να μπορεί να εξαφανιστεί», απάντησε ο Έντι. «Πάω στοίχημα ότι μετακινείται συνεχώς. Πιθανότατα μένει μονάχα μία νύχτα σε κάθε μέρος». Μ ετά βίας της είχε απευθύνει τον λόγο και ούτε καν την είχε κοιτάξει σε όλη τη διαδρομή από τη Ριντ Στριτ. Ακόμα και τώρα, μιλούσε όσο το δυνατόν λιγότερο. Η Τζο απεχθανόταν αυτή την ασυνήθιστη σιωπή ανάμεσά τους, αν και η ίδια ελάχιστα έκανε για να τη διαλύσει.
Συνοφρυωμένος, ο Έντι διέσχισε το μικρό δωμάτιο και πλησίασε το στρώμα. Το αναποδογύρισε, ύστερα έκανε το ίδιο με το χαλί, αλλά δεν βρήκε κάτι. Η Τζο έριξε μια ματιά στο τζάκι. Υπήρχαν στάχτες στη σχάρα. Όχι από ξύλο ή κάρβουνο αλλά από καμένο χαρτί. Η Τζο γονάτισε και τις περιεργάστηκε. Στην άκρη του σωρού υπήρχε κάτι μικρό και λευκό, που έμοιαζε με απόκομμα. Το μεγαλύτερο μέρος του είχε καεί, αλλά ένα μικρό κομμάτι ήταν ακόμα ανέπαφο. Το πήρε στα χέρια της. Τμήματα λέξεων ήταν ακόμα ορατά. σις Μάλο άρκμπρα Η Τζο κράτησε την ανάσα της. «Έντι, κοίτα!» είπε, ξεχνώντας τον θυμό της μέσα στην έξαψη της ανακάλυψης. «Αυτά τα γράμματα είναι τμήματα ονομάτων – Φράνσις Μ άλον και Ντάρκμπραϊαρ. Ο Μ άλον ήταν ο νοσοκόμος στον οποίο επιτέθηκε η Έλενορ Όουενς όταν δραπέτευσε από το Ντάρκμπραϊαρ, θυμάσαι; Σίγουρα ο Κιντς πηγαίνει να δει τον Μ άλον. Και να τον ρωτήσει για την Έλενορ. Ίσως για να ανακαλύψει αν του είπε πού βρίσκονται οι κατάλογοι». «Ξέρεις κάτι, Τζο;» είπε ο Έντι. Γύρισε προς το μέρος του με λαχτάρα. «Τι;» ρώτησε. Αλλά ο Έντι δεν την κοίταζε. Είχε το βλέμμα του στραμμένο έξω από το βρόμικο παράθυρο. Μ ε κουρασμένη, ρηχή φωνή, είπε: «Δεν με ενδιαφέρει πια».
65 «Αυτό ήταν; Πάει; Τέλειωσε;» φώναξε η Τζο, έξω φρενών. «Ο οδηγός περιμένει, Τζο. Μ πες», απάντησε με σφιγμένα δόντια ο Έντι. Κρατούσε ανοιχτή την πόρτα ενός μόνιππου για να μπει η Τζο. Είχαν βγει από τον ξενώνα και είχαν περπατήσει από την Πιτ Στριτ στη Χιούστον Στριτ, μετά τη δήλωση του Έντι πως είχε ξεμπερδέψει πια – με τον Κιντς, τον Σημαδεμένο, την Έλενορ Όουενς, το Νόζετ, το Μ ποναβεντούρε, και εκείνη. Ειδικά εκείνη. «Σκοπεύεις να με αφήσεις εδώ, έτσι απλά;» ρώτησε η Τζο. Στεκόταν στο πεζοδρόμιο. Είχε αρνηθεί να επιβιβαστεί στο μόνιππο. «Ναι, έτσι απλά. Δεν αντέχω άλλο», της απάντησε και άρχισε να απομακρύνεται. Για λίγα δευτερόλεπτα, η Τζο έμεινε άναυδη. Πρώτα της είχε ραγίσει την καρδιά και τώρα την εγκατέλειπε στη μοίρα της, παρατώντας στη μέση ολόκληρη την έρευνά τους. Πώς ήταν δυνατόν να κάνει τέτοια πράγματα; «Είμαι τυφλή, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση», είπε μεγαλόφωνα. «Στ’ αλήθεια με ξεγέλασες, Έντι». Ο Έντι σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος της. «Εγώ σε
ξεγέλασα; Τι εννοείς;» «Νόμιζα πως ήσουν καλόκαρδος. Νόμιζα πως ενδιαφερόσουν. Δεν είναι έτσι, όμως. Είσαι σκληρός!» φώναξε με θυμό η Τζο. Ο Έντι τινάχτηκε και έκανε μεταβολή. «Εγώ; Εγώ; Σοβαρολογείς τώρα, Τζο;» «Έι, κοπελιά, θέλεις να σε πάω κάπου ή όχι;» φώναξε ο οδηγός του μόνιππου. «Όχι!» φώναξε η Τζο και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Έπειτα, κατευθύνθηκε προς τον Έντι, με τις γροθιές σφιγμένες. «Ξεχνάς για ποιον λόγο ήρθα σ’ εσένα; Εξαιτίας του πατέρα μου. Εγώ δεν έχω πάψει να νοιάζομαι. Νοιαζόμουν τότε, νοιάζομαι και τώρα. Θέλω τις απαντήσεις μου». «Για το όνομα του Θεού, Τζο, κι εγώ νοιάζομαι! Νοιάζομαι για εσένα!» φώναξε ο Έντι. Τα λόγια του αντήχησαν στον σκοτεινό δρόμο. Λίγο ακόμα και η Τζο θα έβαζε τα γέλια. «Αλήθεια; Ε, πρέπει να ομολογήσω πως έχεις έναν πολύ περίεργο τρόπο να το δείχνεις». «Εγώ;» απόρησε ο Έντι. «Ναι, Έντι, εσύ!» Ο Έντι σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Φεύγω. Αυτή η ιστορία είναι σκέτη τρέλα. Αλλά, προτού φύγω, πες μου ένα πράγμα, μόνο ένα πράγμα…» Η Τζο σήκωσε προκλητικά το πιγούνι της. «Τι;» «Γιατί το έκανες;» τη ρώτησε. «Γιατί με πλήγωσες; Γιατί δέχτηκες την πρόταση του Μ πραμ;» Η Τζο ένιωσε σαν να την είχε χαστουκίσει. Τρεκλίζοντας, έκανε ένα βήμα πίσω. «Μ ην το κάνεις αυτό, Έντι. Τα νεύρα μου δεν αντέχουν περισσότερες επιθέσεις αυτή τη στιγμή».
Ο Έντι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Α, κάνε μου τη χάρη. Τα νεύρα σου είναι γερά σαν ατσάλι. Ξέρω γιατί το έκανες. Επειδή δεν είμαι αρκετά καλός για εσένα. Επειδή, ό,τι κι αν κάνω, όσο σκληρά κι αν δουλέψω, δεν θα γίνω ποτέ ένας Βαν Ρενσελίρ, ένας Άστορ ή ένας Όλντριτς». «Τι είπες;» ρώτησε η Τζο, με φωνή που παλλόταν από οργή. «Νομίζω ότι μ’ άκουσες μια χαρά». «Α, ώστε αυτό πιστεύεις, λοιπόν; Άσε με τότε να σου πω τι πιστεύω εγώ. Πιστεύω πως είσαι ένας παλιάνθρωπος. Και πιστεύω επίσης πως η φιλενάδα σου θα αναστατωνόταν πάρα πολύ, έτσι και μπορούσε να σε ακούσει τώρα». Ξαφνικά, ο Έντι έδειχνε σαστισμένος. «Η ποια;» ρώτησε. Η Τζο τον αγριοκοίταξε. «Μ η μου κάνεις τον αθώο. Σε είδα μαζί της. Στην Πέμπτη Λεωφόρο. Έξω από το σπίτι των Όλντριτς. Μ όλις πριν από μία εβδομάδα». «Στην Πέμπτη Λεωφόρο;» επανέλαβε ο Έντι, εμφανώς ξαφνιασμένος. «Πριν από μία εβδομάδα;» Και τότε, κατάλαβε. «Αυτή ήταν η Αϊλίν. Η αδερφή μου. Την είχα βγάλει για φαγητό». Η Τζο ήταν εμβρόντητη. «Η… η αδερφή σου;» είπε με φωνή που μόλις και ακουγόταν. Ο Έντι της είχε μιλήσει για την Αϊλίν τη νύχτα που είχαν πάει στο Μ πεντ. Της είχε πει πως είχε χάσει την ακοή της από το ένα αυτί, όταν τη χτύπησε ένας ιερέας. Η Τζο θυμήθηκε τώρα πώς έγερνε στο μπράτσο του η κοπέλα – προφανώς, προσπαθούσε να ακούσει τι της έλεγε. «Σκέφτηκες πως η Αϊλίν ήταν φιλενάδα μου», είπε ξερά ο Έντι. Η οργή στα όμορφα γαλάζια μάτια του μετατράπηκε σε πόνο. «Αυτό το είδος άντρα θαρρείς πως είμαι; Πιστεύεις ότι θα
μπορούσα να σε φιλήσω και να αποκοιμηθώ στην αγκαλιά σου κι ύστερα να συνεχίσω με κάποια άλλη;» Η καρδιά της Τζο βάρυνε σαν μολύβι όταν αντιλήφθηκε τι είχε κάνει. Έκανα λάθος, σκεφτόταν. Ένα τρομερό λάθος. «Δεν… δεν ήξερα τι να σκεφτώ». Μ πέρδευε τα λόγια της. «Σε είδα με μια κοπέλα… Και ο θείος μου… είχε πει πως είχε ακούσει έναν δημοσιογράφο της Στάνταρντ, έναν δημοσιογράφο με ιρλανδικό επίθετο, να λέει απαίσια πράγματα για μια νεαρή γυναίκα την οποία εκμεταλλευόταν για να γράψει ένα άρθρο». «Δεν ξέρω τι άκουσε ο θείος σου, αλλά δεν τα είπα εγώ», είπε ο Έντι και της χαμογέλασε θλιμμένα. «Η Αϊλίν κι εγώ μοιάζουμε πολύ. Δεν σου πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό πως θα μπορούσε να είναι αδερφή μου; Ίσως ήθελες να πιστέψεις πως ήμουν με άλλη κοπέλα, Τζο. Θα έκανε τα πράγματα ευκολότερα, δεν νομίζεις; Αν ήμουν παλιάνθρωπος, δεν θα ήσουν αναγκασμένη να διαλέξεις». «Δεν είναι αλήθεια!» διαμαρτυρήθηκε η Τζο. Ο Έντι κούνησε το κεφάλι του. «Όπως είπα, δεν αντέχω άλλο. Να σε συναντάω… Να βρίσκομαι κοντά σου… Να μιλάμε γι’ αυτό που υπήρξε, ή δεν υπήρξε, ανάμεσά μας…» «Έντι, λυπάμαι. Εγώ–» «Σ’ αγαπώ, Τζο», την έκοψε ο Έντι. «Είσαι το πιο ιδιαίτερο, το πιο όμορφο, το πιο περίπλοκο κορίτσι που έχω γνωρίσει. Δεν θα έπρεπε να σου το πω, το ξέρω. Και δεν το λέω επειδή το θέλω, αλλά επειδή πρέπει. Σου το λέω για να καταλάβεις για ποιον λόγο δεν μπορώ να σε ξαναδώ. Δεν είναι σωστό. Τώρα είσαι η αρραβωνιαστικιά ενός άλλου άντρα». Η Τζο τον κοίταξε εξεταστικά. Έδειχνε δυστυχισμένος μετά την ομολογία του. Ήθελε να του πει κάτι, οτιδήποτε, αλλά αμφέβαλλε
αν θα κατάφερνε να μιλήσει χωρίς να ξεσπάσει σε κλάματα. Ο Έντι σταμάτησε ένα άλλο μόνιππο. «Αυτή τη φορά θα μπεις», είπε ανοίγοντας την πόρτα. «Στη διασταύρωση της Έρβινγκ με τη Δέκατη Έκτη», είπε στον οδηγό. Η Τζο επιβιβάστηκε αμίλητη και ο Έντι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Το παράθυρο της άμαξας ήταν κατεβασμένο. Η Τζο ακούμπησε το χέρι της στο κάτω μέρος του. «Αντίο, δεσποινίς Μ όντφορτ. Ελπίζω να βρείτε αυτό που γυρεύετε», είπε ο Έντι με ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της Τζο. «Έντι, όχι. Δεν γίνεται. Δεν μπορείς να μου λες τέτοια πράγματα και να φεύγεις». «Ναι, Τζο, μπορώ», της απάντησε. Κι ύστερα, έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται κατηφορίζοντας τον δρόμο. «Έντι, περίμενε!» φώναξε πίσω του η Τζο, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ο ήχος των βημάτων του που ξεμάκραιναν. Απελπισμένη, έγειρε πίσω στο κάθισμά της και προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Αλλά δεν τα κατάφερε. «Ανάθεμα! Ανάθεμα κι εσένα!» φώναξε, χτυπώντας με το γαντοφορεμένο χέρι της το κάθισμα. Έπειτα, ίσιωσε τη φούστα της. Άλλαξε την έκφρασή της. Κατάπιε με δυσκολία για να διαλύσει τον κόμπο στο λαρύγγι της. «Τι έκανα;» είπε. Αλλά η αλήθεια ήταν πως ήξερε τι είχε κάνει. Είχε πιστέψει σε έναν Έντι χειρότερο, όχι καλύτερο. Είχε χάσει την πίστη της σε εκείνον, επειδή δεν είχε πίστη στον εαυτό της. Δεν πίστευε πως ήταν ικανή να αποφασίσει για τον εαυτό της. Να επιλέξει για τον εαυτό της. Ούτε καν να είναι ο εαυτός της.
Και τώρα ήταν πολύ αργά. Είχε τάξει τον εαυτό της στον Μ πραμ. Ο αρραβώνας είχε ανακοινωθεί. Είχε οριστεί ημερομηνία. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Όλοι, εκτός από την ίδια. «Τι θα κάνω;» ψιθύρισε. Τα δάκρυα, που ως τότε ανάβλυζαν στα μάτια της, άρχισαν να κυλούν. Οι στάλες έγιναν βροχή. Τρανταζόταν σύγκορμη από λυγμούς. Η καρδιά της Τζο είχε γίνει κομμάτια. Και την είχε κομματιάσει η ίδια.
66 Η Τζο πήρε βαθιά ανάσα. «Σύνελθε», είπε στον εαυτό της, καθώς ανηφόριζε την Έρβινγκ Πλέις. Ο οδηγός την είχε αφήσει στη Δέκατη Έκτη Οδό. Η Τζο τον είχε πληρώσει και είχε αρχίσει να βαδίζει προς την Γκράμερσι Σκουέρ, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην κάθε ανάσα της. Έπρεπε πάση θυσία να ηρεμήσει. Δεν ήταν εύκολο να μπει στο σπίτι. Έπρεπε να είναι συγκεντρωμένη. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Τα βήματά της φωτίζονταν μόνο από τα ελάχιστα φανάρια που τρεμόπαιζαν στην Έρβινγκ. Προσπέρασε τη Δέκατη Έβδομη Οδό, έπειτα τη Δέκατη Όγδοη, χαμένη σε οδυνηρές σκέψεις για τον Έντι. Πώς θα παντρευόταν τώρα τον Μ πραμ, γνωρίζοντας τα αληθινά αισθήματα του Έντι; Γνωρίζοντας τα δικά της αισθήματα για εκείνον; Ήταν δυνατόν, όμως, να διαλύσει τον αρραβώνα της με τον Μ πραμ; Και η έρευνα για τη δολοφονία του πατέρα της – πώς θα συνεχιζόταν χωρίς τη βοήθεια του Έντι; Ήταν ομάδα οι δυο τους, μια αποτελεσματική ομάδα. Λίγο ακόμα και θα είχαν βρει τον Κιντς. Θα μπορούσαν να τον
αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο. Παρόλο που φοβόταν αυτόν τον άντρα, ήθελε να τον κοιτάξει κατάματα και να τον ρωτήσει ποιος ήταν. Ήταν πράγματι ο Στίβεν Σμιθ; Είχε όντως σκοτώσει τον Ρίτσαρντ Σκάλι; Και τον πατέρα της; Δεν θα της το παραδεχόταν, βέβαια, αλλά εκείνη θα το καταλάβαινε. Τα μάτια του θα φανέρωναν την αλήθεια. Ανασαίνοντας πιο εύκολα τώρα, συλλογίστηκε όσα είχε μάθει στην Πιτ Στριτ. Ο Κιντς θα πήγαινε στο Ντάρκμπραϊαρ για να μιλήσει με τον Φράνσις Μ άλον. Η Τζο ήταν βέβαιη γι’ αυτό. Ο Κιντς έψαχνε ακόμα για τους καταλόγους. Αν κατάφερνε να τους βρει πριν από εκείνον… Αν τους είχε στα χέρια της, θα διαπίστωνε από μόνη της τι ήταν το φορτίο του Μ ποναβεντούρε και αν το πλοίο συνδεόταν ή όχι με τη Βαν Χάουτεν. Θα πάω να βρω τον Φράνσις Μάλον, αποφάσισε. Δεν χρειάζομαι τον Έντι γι’ αυτό. Το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να πάω στο Ντάρκμπραϊαρ και να ζητήσω να του μιλήσω. Ρίγησε στη σκέψη πως θα διάβαινε τις ψηλές πύλες του Ντάρκμπραϊαρ και θα έμπαινε στο ίδιο το άσυλο, αλλά έπεισε τον εαυτό της πως αυτές οι σκέψεις ήταν ανόητες. Θα ήταν απολύτως ασφαλής. Απορροφημένη όπως ήταν από τη δικαιολογία που θα ξεφούρνιζε την επομένη στη μητέρα της, μια δικαιολογία που θα της έδινε αρκετό χρόνο ώστε να φτάσει ως το Ντάρκμπραϊαρ και να γυρίσει στο σπίτι, δεν άκουσε τα βήματα πίσω της. Άρχισαν όταν προσπέρασε ένα στενό σοκάκι, κάθετο στην Έρβινγκ. Πλησίασαν με τέτοια ταχύτητα, ώστε, όταν γύρισε να δει ποιος ήταν αυτός που βρισκόταν πίσω της, ήταν ήδη πολύ αργά. Ένα χέρι τής έφραξε το στόμα. Κάποιος της έστριψε το μπράτσο
πίσω από την πλάτη της. Τρομοκρατημένη, η Τζο προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά ο άνθρωπος που της είχε επιτεθεί ήταν πολύ πιο δυνατός από εκείνη. Την έσυρε στο σκοτεινό σοκάκι και την κόλλησε με δύναμη στον τοίχο. Άστρα έλαμψαν πίσω από τα μάτια της όταν χτύπησε το κεφάλι της. Τραχιά τούβλα γρατζούνισαν το μάγουλό της. Ο άνθρωπος που της είχε επιτεθεί απομάκρυνε το χέρι του από το στόμα της, αλλά εξακολουθούσε να της κρατάει το μπράτσο. Η Τζο το ένιωθε σαν να ήταν έτοιμο να ξεκολλήσει από τον ώμο της. Ξαφνικά, κάτι ασημένιο άστραψε μπροστά στα μάτια της. Ένα μαχαίρι. Η λεπίδα του γυάλισε στο φως του φεγγαριού που έπεφτε λοξά πάνω από το σοκάκι. Ένα επιφώνημα τρόμου ξέφυγε από τα χείλη της. «Τσιμουδιά, αλλιώς θα σε σημαδέψω», είπε μια φωνή – μια αντρική φωνή, βραχνή και σιγανή. Η Τζο έγνεψε όσο πιο πειστικά μπορούσε. Ο άντρας κόλλησε το σώμα του πάνω της. «Ένα τόσο όμορφο κορίτσι», είπε, η ανάσα του καυτή στο αυτί της. «Τι κάνει εδώ πέρα μόνο του; Θα έπρεπε να βρίσκεται στο σπίτι του, όπως όλα τα καλά κορίτσια. Μ όνο τα βρομοθήλυκα γυρνάνε στους δρόμους τη νύχτα. Είσαι βρομοθήλυκο, δεσποινίς Μ όντφορτ;» «Σε παρακαλώ…» ψιθύρισε η Τζο. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Το κορμί της έτρεμε. Κόντευε να τρελαθεί από τον φόβο. «Σε παρακαλώ», επανέλαβε κοροϊδευτικά ο άντρας. «Έτσι λες στον δημοσιογράφο σου;» Τη φίλησε στον λαιμό και πέρασε την αιχμή του μαχαιριού του από το μάγουλο στη μύτη της. Η Τζο κλαψούρισε ξανά· δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
«Τόσο όμορφη», είπε ο άντρας. «Αλλά θα πάψεις να είσαι όμορφη χωρίς μύτη. Συνέχισε να τη χώνεις σε ξένες υποθέσεις και, ένα βράδυ, θα έρθω στο σπίτι σου, στην κρεβατοκάμαρά σου, και θα την κόψω σύρριζα αυτή τη χαριτωμένη μύτη. Και θα φύγω προτού καν σταματήσεις να ουρλιάζεις. Θαρρείς ότι θ’ αρέσεις στον δημοσιογράφο σου τότε; Σε κανέναν δεν θ’ αρέσεις». Ο άντρας χαμήλωσε το μαχαίρι του. Τη φίλησε ξανά. Η ανάσα του ήταν ταγκή. «Θα φύγω τώρα, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε. «Αλλά εσύ θα μείνεις εδώ. Κολλημένη σ’ αυτόν τον τοίχο. Θα μετρήσεις μέχρι το δέκα, πολύ αργά, και ύστερα θα γυρίσεις στο σπίτι σου και θα κάνεις αυτό που σου είπα, σαν καλό κορίτσι. Αν το κάνεις, δεν χρειάζεται να συναντηθούμε ποτέ ξανά. Ξεκίνα να μετράς. Αργά κι ωραία…» Η Τζο υπάκουσε, με τα μάτια ακόμα κλειστά. Η φωνή της έβγαινε διαπεραστική. Όταν έφτασε στο δέκα, άνοιξε τα μάτια της. Ο άντρας είχε εξαφανιστεί. Ήταν μόνη. Έκανε ένα τρεμάμενο, αβέβαιο βήμα. Έκανε ένα ακόμα. Κι ύστερα έπεσε στα γόνατα, καταμεσής στο βρόμικο σοκάκι, και έκανε εμετό.
67 «Το λευκό μπορεί να είναι πολύ έντονο», έλεγε η Άννα Μ όντφορτ. «Το ιβουάρ μπορεί να είναι καλύτερη επιλογή για τα χρώματά σου. Για το νυφικό και για τα λουλούδια σου. Αχ, θα ήταν όλα τόσο ευκολότερα αν η Νόνα δεν επέμενε να γίνει η τελετή στο Χέροντεϊλ!» «Είναι για χάρη του κυρίου Όλντριτς, μαμά», είπε ανέκφραστα η Τζο. «Ειδάλλως, δεν θα μπορέσει να παρευρεθεί». Κάθονταν στην τραπεζαρία και έτρωγαν πρωινό. Η Άννα είχε αραδιάσει δείγματα υφασμάτων δίπλα στο πιάτο της. «Έχεις δίκιο, βεβαίως. Ο Πίτερ πρέπει να συμμετέχει στον γάμο του γιου του. Και είναι επίσης αλήθεια ότι το Χέροντεϊλ είναι ιδιωτικός χώρος. Έχει μια ωραία ψηλή πύλη για να κρατάει μακριά όλους εκείνους τους απαίσιους δημοσιογράφους που θα είναι αποφασισμένοι να πουν στον κόσμο τα πάντα για τα καναπεδάκια…» «Όχι», μουρμούρισε η Τζο. «Δεν γίνεται να έχουμε απαίσιους δημοσιογράφους». «…όμως το πρόβλημα παραμένει: Πώς θα μεταφέρουμε ολόκληρες ντουζίνες τριαντάφυλλα θερμοκηπίου από την πόλη στην εξοχή;» συνέχισε η μητέρα της.
Η Τζο μετά βίας άκουγε. Το χέρι της ανέβηκε αφηρημένα στο δεξί της μάγουλο και τις γρατζουνιές που είχαν γίνει από τον τούβλινο τοίχο, όταν ο άντρας που της είχε επιτεθεί πίεσε το κεφάλι της πάνω του. Παραπάτησα, μαμά. Στο μπάνιο μου. Μόλις σήμερα το πρωί. Σκεφτόμουν τον γάμο, δεν πρόσεχα, έπεσα και χτύπησα το κεφάλι μου στην άκρη της μπανιέρας. Έτσι είχε εξηγήσει τις γρατζουνιές στο μάγουλό της. Δύο μέρες μετά το περιστατικό, είχαν αρχίσει να κλείνουν. Δεν ίσχυε, όμως, το ίδιο και για τις υπόλοιπες πληγές της. Εκείνο το βράδυ είχε γυρίσει στο σπίτι της παραπατώντας, συγκρατώντας τα αναφιλητά της ως τη στιγμή που κλείστηκε στο μπάνιο της. Εκεί, έβγαλε τα ρούχα της, γέμισε την μπανιέρα και βυθίστηκε στο ζεστό νερό, με την αίσθηση πως δεν θα κατόρθωνε να καθαρίσει ποτέ. Δεν είχε κοιμηθεί. Δεν είχε όρεξη. Ο άντρας την είχε τρομοκρατήσει. Την είχε πονέσει. Την είχε κάνει να νιώσει βρόμικη. Και δεν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει γι’ αυτό. Εκείνος έδειχνε πως το ήξερε. Ήξερε πως δεν θα το έλεγε σε κανέναν, ούτε στη μητέρα της, ούτε στον θείο της ή στην αστυνομία. Δεν μπορούσε να το πει σε κανέναν. Λες και τη γνώριζε. Και εκείνη δεν του είχε ρίξει καν μια φευγαλέα ματιά. Ο άντρας είχε φροντίσει γι’ αυτό. Είχε ακούσει τη φωνή του και δεν πίστευε πως ήταν ο Κιντς, αν και δεν είχε τρόπο να είναι βέβαιη. Ήταν πολύ τρομαγμένη για να εστιάσει. Ήταν ο Κιντς; Ή μήπως ήταν ο άντρας με το σημαδεμένο πρόσωπο, αυτός που είχε επιτεθεί και στον Έντι;
Η φωνή του δεν έλεγε να σβήσει. Την άκουγε διαρκώς στο αυτί της, ξανά και ξανά… Θα γυρίσεις στο σπίτι σου και θα κάνεις αυτό που σου είπα, σαν καλό κορίτσι... Ναι, θα το κάνω, σκεφτόταν. Δεν έχω επιλογή. Θα σταματήσω να αναζητώ τον δολοφόνο του πατέρα μου. Θα παρατήσω το όνειρό μου να γίνω δημοσιογράφος. Θα αρνηθώ τον άντρα που αγαπώ. Θα είμαι καλό κορίτσι και θα κάνω ό,τι θέλουν οι άλλοι. Επειδή, αν δεν το κάνω, μια νύχτα θα βρω έναν άντρα με ένα μαχαίρι στο δωμάτιό μου. Τα φωτεινά μάτια της Τζο ήταν τώρα ανέκφραστα, το ζωηρό πρόσωπό της μια μάσκα. Ο φόβος είχε ρίξει νερό στη φωτιά που έκαιγε μέσα της και την είχε μετατρέψει σε χόβολη. Σε λίγο, θα έσβηνε για πάντα. Ίσως όχι εκείνη τη μέρα, ούτε σε έναν χρόνο ή σε δύο. Σιγά σιγά, όμως, πνιγμένη από τις καθημερινές ανούσιες συζητήσεις, η φωτιά εκείνη θα χανόταν. Και όλα όσα είχε ελπίσει από τη ζωή, και ο άνθρωπος που είχε λαχταρήσει κάποτε να γίνει, δεν θα γίνονταν παρά αχνές αναμνήσεις και τίποτα περισσότερο. Είχε μάθει πως ο κόσμος έξω από την Γκράμερσι Σκουέρ μπορούσε να αποδειχτεί σκοτεινός και επικίνδυνος και πως έπρεπε να είναι δυνατός κανείς για να κινηθεί σε αυτόν τον κόσμο. Η Νέλι Μ πλάι ήταν δυνατή. Η Φέι ήταν δυνατή. Η Έλενορ Όουενς ήταν κι εκείνη δυνατή. Η Τζο Μ όντφορτ, όμως; Τώρα ένιωθε τόσο αδύναμη, που ακόμα και η προσπάθεια να σηκώσει το φλιτζάνι με το τσάι έμοιαζε με πραγματική δοκιμασία. «Σε όποιο χρώμα και αν καταλήξουμε, τα τριαντάφυλλα πρέπει να τα πάρουμε από τον Μ ίκερ. Είναι ο μόνος που εμπιστεύομαι…» Η μητέρα της μιλούσε ακόμα για λουλούδια. Η Τζο κατένευσε άψυχα. Δεν την ενδιέφεραν τα λουλούδια, ούτε και οτιδήποτε
άλλο. Και τότε, η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε απότομα και ο Θίκστον όρμηξε στο δωμάτιο, χλωμός και σαστισμένος. «Μ ε συγχωρείτε, κυρία, αλλά βρίσκεται εδώ η καμαριέρα της κυρίας Μ άντλεν Μ όντφορτ», είπε, εμφανώς ταραγμένος. Η Άννα τον κοίταξε ψυχρά. «Και τι μου το λες, Θίκστον;» ρώτησε. «Δεν συνηθίζω να δέχομαι το υπηρετικό προσωπικό άλλων». «Αυτό το γνωρίζω καλά, κυρία. Αλλά οι περιστάσεις είναι εξαιρετικά ασυνήθιστες. Ήρθε να πάρει εσάς και τη δεσποινίδα Τζο και να σας πάει στην κυρία Μ όντφορτ. Φαίνεται πως–» Ο Θίκστον σταμάτησε να μιλάει. Έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Τι συμβαίνει, Θίκστον; Για το όνομα του Θεού, σύνελθε!» τον επέπληξε η Άννα. Ο Θίκστον κούνησε το κεφάλι και ίσιωσε τους ώμους του. «Ο κύριος Άλβα Μ πίκμαν δολοφονήθηκε, κυρία. Από έναν ψυχοπαθή με μαχαίρι. Συνέβη αργά χτες το βράδυ. Και φαίνεται πως ο ίδιος ψυχοπαθής αποπειράθηκε να αφαιρέσει ακόμα μια ζωή… του κυρίου Φίλιπ Μ όντφορτ».
68 «Καλά είμαι», επέμεινε ο Φίλιπ Μ όντφορτ. «Μ ια γρατζουνιά είναι όλη κι όλη. Την οικογένεια του Άλβα θα έπρεπε να σκεφτόμαστε, όχι εμένα». Η Τζο καθόταν στο πλευρό του θείου της δακρυσμένη. Η μητέρα της καθόταν από την άλλη πλευρά. Η θεία Μ άντλεν, τρέμοντας και με κατακόκκινα μάτια, σέρβιρε τσάι. Η Τζο και η μητέρα της είχαν καταφτάσει πριν από λίγα λεπτά. Τις είχε υποδεχτεί με επίσημη έκφραση ο Χάρνι, ο οποίος τις είχε οδηγήσει κατευθείαν στο γραφείο του Φίλιπ. Η Κάρολαϊν βρισκόταν κι εκείνη εκεί και έδινε οδηγίες στην καμαριέρα να δυναμώσει τη φωτιά. Είχαν ειδοποιήσει τον Ρόμπερτ στο σχολείο του και τον περίμεναν αργότερα μέσα στη μέρα. Ο Φίλιπ καθόταν μπροστά στη φωτιά και φορούσε παντελόνι, πουκάμισο και ρόμπα. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο και είχε μια μεγάλη μελανιά στο μάγουλό του. Ο γιακάς του πουκαμίσου του ήταν ανοιχτός και ένας επίδεσμος φαινόταν από κάτω. Μ ια καράφα με πόρτο και ένα άδειο ποτήρι βρίσκονταν στο τραπέζι δίπλα του. Η Τζο ήταν εξαιρετικά ταραγμένη που έβλεπε τον δυνατό θείο της τόσο κλονισμένο και ταλαιπωρημένο. Ήθελε να μάθει τι είχε
συμβεί, αλλά ήξερε πως δεν ήταν φρόνιμο να κάνει ερωτήσεις όσο το υπηρετικό προσωπικό βρισκόταν στο δωμάτιο. «Φίλιπ, τι στην ευχή συνέβη;» ρώτησε η Άννα, αμέσως μόλις βγήκε η καμαριέρα. «Ο Άλβα κι εγώ γυρίζαμε στο σπίτι με τα πόδια», είπε ο Φίλιπ. «Δουλέψαμε μέχρι τις δέκα χτες το βράδυ και αποφασίσαμε να μη βάλουμε σε κόπο τις μαγείρισσές μας τόσο αργά, έτσι δειπνήσαμε στο Ουάσινγκτον». Η Τζο ήξερε αυτό το ξενοδοχείο, που βρισκόταν λίγους δρόμους πιο κάτω από την Γκράμερσι Σκουέρ. Ο θείος της δειπνούσε συχνά εκεί. «Είχαμε πάρει τον δρόμο του γυρισμού, όταν ένας άντρας μας επιτέθηκε. Μ ε χτύπησε στο πρόσωπο. Έπεσα ανάσκελα και χτύπησα το κεφάλι μου στο κράσπεδο. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ήμουν ζαλισμένος. Και όσο βρισκόμουν καταγής, εκείνος σκότωσε τον Άλβα. Είχε… κρατούσε μαχαίρι», είπε ο Φίλιπ και η φωνή του ράγισε. Η Άννα κράτησε την ανάσα της και σκέπασε το στόμα με τα χέρια της. Η Τζο ήξερε ότι θα έπρεπε να νιώθει σοκαρισμένη, αλλά δεν ήταν. Αυτό ακριβώς ήταν που είχε φοβηθεί. Ο Φίλιπ έκανε μια παύση για να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Γέμισε ξανά το ποτήρι του με πόρτο. Η Τζο σπάνια έβλεπε τον θείο της να πίνει, και ποτέ πριν από το απόγευμα. «Αφού σκότωσε τον Άλβα, στράφηκε σ’ εμένα. Κατάφερα να τον αποφύγω και το μαχαίρι απλώς πέρασε ξυστά από το στήθος μου. Τα υπόλοιπα είναι θολά, αλλά κάποιος θα πρέπει να είδε τι συνέβαινε, επειδή ακούστηκαν φωνές. Και τότε, ήρθε η αστυνομία και κατάφεραν να συλλάβουν τον δράστη».
«Ευτυχώς που εκείνοι οι αστυνομικοί βρίσκονταν κοντά και μπόρεσαν να τον σταματήσουν προτού… αχ, Φίλιπ!» είπε η Μ άντλεν, ξεσπώντας σε λυγμούς. «Έλα τώρα, καλή μου, έλα», είπε ο Φίλιπ. Η Κάρολαϊν έπιασε το χέρι της μητέρας της. «Τι θα απογίνει αυτός ο άνθρωπος;» θέλησε να μάθει η Τζο. Ήθελε να κάνει χιλιάδες ερωτήσεις στον θείο της. Ήθελε να μάθει πώς ήταν ο άντρας που του είχε επιτεθεί, πώς λεγόταν, αν είχε αναφέρει κάτι. Δεν μπορούσε να τον ρωτήσει, όμως. Όχι μπροστά στη μητέρα της, τη θεία και την ξαδέρφη της. Ο θείος της ήξερε πως η Τζο ανησυχούσε για το ενδεχόμενο μιας επίθεσης εναντίον του –όπως και για τον λόγο αυτής της επίθεσης–, αλλά εκείνες δεν ήξεραν τίποτα. «Θα του απαγγελθούν κατηγορίες, φαντάζομαι», είπε ο Φίλιπ. «Οι αστυνομικοί ήθελαν να τον μεταφέρουν στον Τύμβο, αλλά ήταν τόσο βίαιος και εκτός ελέγχου, ώστε τελικά τον μετέφεραν στο Ντάρκμπραϊαρ». Η Τζο είχε ακουστά τον Τύμβο. Ήταν η φυλακή της πόλης, στη Σέντερ Στριτ. Της είχαν δώσει αυτό το παρατσούκλι επειδή έμοιαζε με μαυσωλείο. «Το Ντάρκμπραϊαρ βρισκόταν κοντά, πολύ πιο κοντά από τον Τύμβο», συνέχισε ο Φίλιπ, «και έχει ειδικά κελιά, στα οποία οι τρόφιμοι δεν μπορούν να βλάψουν τους εαυτούς τους. Δεν ξέρω αν η αστυνομία θα τον κρατήσει εκεί. Ίσως τον μεταφέρουν στα κεντρικά, αν καταφέρουν να τον ηρεμήσουν». «Οι αστυνομικοί έφεραν τον Φίλιπ λίγο μετά τις δύο τη νύχτα», είπε η Μ άντλεν. «Αμέσως έστειλα να φωνάξουν τον γιατρό». «Έπρεπε να φωνάξεις κι εμάς, Μ άντι», τη μάλωσε η Άννα.
«Σαχλαμάρες», είπε ο Φίλιπ. «Δεν υπήρχε ανάγκη. Μ ια χαρά είμαι». Αλλά το χέρι του έτρεμε τόσο πολύ ενώ μιλούσε, που αναγκάστηκε να αφήσει κάτω το ποτήρι του. «Μ παμπά, είσαι εξαντλημένος», είπε με αγωνία η Κάρολαϊν. «Ο δρ Ρέντμοντ είπε ότι δεν πρέπει να κουραστείς άλλο. Είπε πως σήμερα χρειάζεσαι ανάπαυση». «Θα ξεκουραστώ, Κάρο, αλλά ακόμα δεν τελείωσα. Φοβάμαι ότι δεν σας έχω πει τα πάντα. Ούτε σ’ εσένα, Μ άντι. Ήθελα να περιμένω μέχρι να συγκεντρωθούμε όλοι». Πήρε βαθιά ανάσα, σαν να επιστράτευε το κουράγιο του. «Ο άνθρωπος που μου επιτέθηκε –Κιντς είναι το όνομά του– ισχυρίζεται πως ήταν υπάλληλος της Βαν Χάουτεν». Η Τζο ανατρίχιασε σύγκορμη. «Ήταν;» ρώτησε η Μ άντλεν, έντρομη. «Δεν είμαι σίγουρος. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως η Βαν Χάουτεν του έκλεψε κάτι. Ακόμα και τη στιγμή που του έβαζαν τις χειροπέδες οι αστυνομικοί, εκείνος φώναζε πως θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Και… ανέφερε τα ονόματα του Ρίτσαρντ και του Τσαρλς. Είπε πως έπαθαν ήδη αυτό που τους άξιζε, όπως θα συμβεί και με όλους εμάς». Η Τζο δεν είχε αντιληφθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή με πόση δύναμη έσφιγγε τα μπράτσα της πολυθρόνας της. Αυτό που άκουγε ισοδυναμούσε με ομολογία. Σχεδόν, αν και όχι απόλυτα. Ο Κιντς είχε σκοτώσει τον Μ πίκμαν· ο θείος της ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Άραγε, είχε σκοτώσει επίσης τον πατέρα της και τον Ρίτσαρντ Σκάλι; «Φίλιπ, τι λες; Δεν μπορεί να εννοείς ότι αυτός ο άνθρωπος… ότι σκότωσε τον Τσαρλς;» είπε η μητέρα της Τζο. Η φωνή της
έβγαινε σαν ψίθυρος. «Δεν ξέρω, Άννα. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσε να το κάνει. Πώς θα μπορούσε να μπει στο σπίτι; Οι πόρτες ήταν όλες κλειδωμένες. Το είπε ο Θίκστον. Και ο Τσαρλς δεν θα άνοιγε ποτέ σε έναν άνθρωπο με όψη παρανοϊκού», συμπέρανε ο Φίλιπ. «Δεν το πιστεύω. Δεν μπορώ να το πιστέψω», είπε η Μ άντλεν, κουνώντας το κεφάλι. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ψυχοπαθής. Γιατί να πιστέψουμε οτιδήποτε από αυτά που λέει;» «Ο Κιντς αναμφίβολα δεν έχει σώας τας φρένας», είπε ο Φίλιπ. «Τότε γιατί μας τα λες όλα αυτά, αν δεν είναι αλήθεια;» ρώτησε με ύφος δυστυχισμένο η Μ άντλεν. «Αρκετά δεν έχουμε αναστατωθεί;» «Επειδή ο Τύπος δεν δίνει δεκάρα για την αλήθεια», απάντησε ο Φίλιπ. «Οι δημοσιογράφοι κατέφτασαν στη σκηνή χτες βράδυ, προτού καν παγώσει το σώμα του δύστυχου του Άλβα. Όταν ακούσουν το παραλήρημα του Κιντς –και θα το ακούσουν–, θα στήσουν χορό. Τρεις θάνατοι στη Βαν Χάουτεν, ένας τρελός – δώρο εξ ουρανού για κάθε εκδότη. Οι φήμες που θα γραφτούν σε όλες τις εφημερίδες της πόλης θα κυκλοφορήσουν σαν να ήταν ευαγγέλιο. Μ έχρι το απόγευμα δεν θα υπάρχει λούστρος και λαντζέρισσα που δεν θα κουτσομπολεύει τους Μ όντφορτ. Θέλω να το ξέρετε όλοι αυτό και να είστε προετοιμασμένοι. Υπάρχει πιθανότητα οι δημοσιογράφοι να στριμώχνονται γύρω από τις άμαξές μας. Να μας χτυπούν την πόρτα και να κατασκηνώνουν στο κατώφλι μας. Εσείς, φυσικά, δεν θα τους πείτε λέξη». Τελειώνοντας τη φράση του, κυριεύτηκε από μια κρίση βήχα. Όταν του πέρασε, έγειρε πίσω στην καρέκλα του,
αναψοκοκκινισμένος και εξαντλημένος. «Μ παμπά, επιβαρύνεις τον εαυτό σου. Θα έπρεπε να ξεκουραστείς», τον παρότρυνε η Κάρολαϊν. «Να φωνάξω τον Χάρνι για να σε βοηθήσει να πας στο δωμάτιό σου;» «Και βέβαια όχι! Είμαι απολύτως ικανός να ανέβω μια σκάλα», είπε ο Φίλιπ και σηκώθηκε όρθιος. «Αν αυτή η φρενίτιδα είναι τόσο άσχημη όσο φοβάμαι, θα κοιτάξω να νοικιάσω ένα σπίτι στην εξοχή για όλους μας. Είμαι σίγουρος πως οι Όλντριτς θα έχουν να μας συστήσουν κάτι κατάλληλο». «Μ παμπά…» επέμεινε η Κάρολαϊν. «Ναι, Κάρο, ξέρω», απάντησε κουρασμένα ο Φίλιπ. Ευχήθηκε σε όλους καλό απόγευμα και βγήκε από το δωμάτιο περπατώντας αργά. «Είμαστε τόσο τυχεροί, Μ άντι», σχολίασε η Άννα, όταν έφυγε ο Φίλιπ. «Αν είχε χτυπήσει το κεφάλι του πιο δυνατά, αν εκείνος ο φριχτός άνθρωπος ήταν πιο γρήγορος… δεν αντέχω ούτε να σκεφτώ τι θα συνέβαινε». «Είμαστε, πράγματι», συμφώνησε η Μ άντλεν. «Αλλά η δύστυχη οικογένεια του Μ πίκμαν δεν είχε τη δική μας τύχη και τώρα όλοι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ακόμα μια κηδεία. Δεν τα χωράει ο νους μου όλα αυτά». «Δεν πιστεύεις πως υπάρχει κάποια αλήθεια στα όσα είπε ο Φίλιπ, έτσι δεν είναι; Ότι αυτός ο σατανικός άνθρωπος θα μπορούσε να είχε κάποια σχέση με τον θάνατο του Τσαρλς;» ρώτησε η μητέρα της Τζο, με μάτια θολά από την αγωνία. «Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να το αντέξω, αν… αν…» Η καρδιά της Τζο ράγιζε για τη μητέρα της. Η ίδια είχε τον χρόνο να εξοικειωθεί με το γεγονός πως ο πατέρας της είχε
δολοφονηθεί, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο για τη μητέρα της. Όταν γινόταν γνωστή η ταυτότητα του δολοφόνου του πατέρα της –είτε ήταν ο Κιντς είτε όχι–, θα κατέρρεε. «Θα πρέπει να περιμένουμε και να δούμε, Άννα», είπε η Μ άντλεν. «Ελπίζω πως οι γιατροί στο Ντάρκμπραϊαρ είναι ικανοί να διαπιστώσουν αν αυτός ο απαίσιος άνθρωπος λέει ή όχι την αλήθεια». «Όταν ο Φίλιπ ανακτήσει τις δυνάμεις του, ίσως μπορέσει να μιλήσει με τον κύριο Στόουτμαν και να μάθει τι έχουν ακούσει οι δημοσιογράφοι του – αν έχουν ακούσει κάτι», πρότεινε η Άννα. «Σαν να μην έφταναν όλα όσα έχουμε περάσει, τώρα κάθε βρομιάρικο παιδί που μοιράζει εφημερίδες θα έχει στο στόμα του το όνομα του Τσαρλς. Άλλη μια προσβολή που θα προστεθεί στην απέραντη οδύνη μας…» Και η Τζο ήθελε να μάθει τι ήξεραν οι δημοσιογράφοι του Στόουτμαν. Δεν την ενδιέφερε να προετοιμαστεί για το παλιρροϊκό κύμα των κουτσομπολιών που φοβόταν ο θείος της. Το μόνο που την ένοιαζε απελπισμένα ήταν να ανακαλύψει αν ο Κιντς είχε σκοτώσει τον πατέρα της. Αν οι γιατροί του Ντάρκμπραϊαρ κατόρθωναν να του αποσπάσουν μια ομολογία, οι αστυνομικοί θα ήταν οι πρώτοι που θα το μάθαιναν, για να ακολουθήσουν αμέσως μετά οι δημοσιογράφοι. «Μ ακάρι να μη χρειαζόταν να περιμένουμε. Αν γνωρίζαμε κάποιον δημοσιογράφο, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε αμέσως», είπε με έναν αναστεναγμό η Μ άντι. «Δόξα τω Θεώ, δεν γνωρίζουμε κανέναν», αντέτεινε η Άννα. Η Τζο σήκωσε το φλιτζάνι με το τσάι της και περιεργάστηκε το περιεχόμενό του.
Εγώ γνωρίζω έναν, είπε μέσα της. Ο Έντι ήταν πολύ θυμωμένος μαζί της –και είχε κάθε δικαίωμα να είναι–, αλλά ήλπιζε πως θα τη βοηθούσε. Ήλπιζε πως θα δεχόταν να τη δει. Έστω γι’ αυτή την τελευταία φορά.
69 «Θα θέλατε τραπέζι, δεσποινίς;» ρώτησε η σβέλτη νεαρή γυναίκα στο ταμείο, καθώς άθροιζε τον λογαριασμό ενός πελάτη. «Ψάχνω να βρω έναν φίλο. Θα καθίσω μαζί του, αν δεν υπάρχει πρόβλημα», απάντησε η Τζο. Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά. Της έριξε μια βιαστική ματιά, έπειτα την περιεργάστηκε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, καθώς η Τζο διέσχιζε την κατάμεστη αίθουσα του εστιατορίου Τσάιλντ’ς, στην Παρκ Ρόου. Μ ε το ακριβό ταγέρ της, η Τζο έδειχνε πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες γυναίκες με τις λευκές βαμβακερές μπλούζες και τις πρακτικές φούστες από σερζ. Το Τσάιλντ’ς ήταν μια αλυσίδα εστιατορίων για ανθρώπους που εργάζονταν. Η Τζο τα είχε ακουστά, αλλά δεν είχε βρεθεί ποτέ στο εσωτερικό κάποιου. Τώρα, θαύμαζε τα πεντακάθαρα λευκά πλακάκια στους τοίχους, τους αστραφτερούς πάγκους με τα γυαλιστερά μεταλλικά σκαμνιά από κάτω τους, και τα μακρόστενα τραπέζια με τις μαρμάρινες επιφάνειες, όπου άνθρωποι εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους κάθονταν ο ένας πλάι στον άλλον και έτρωγαν σάντουιτς ή σούπα από βαθιά πιάτα που τους έφερναν σερβιτόρες με κολλαρισμένες ποδιές.
«Ο Έντι Γκάλαχερ; Μ άλλον στο Τσάιλντ’ς θα τον βρείτε», της είχε πει η ρεσεψιονίστ της Στάνταρντ πριν από λίγα λεπτά. «Συνήθως εκεί γευματίζει. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι». Η Τζο είχε χρησιμοποιήσει τη βιβλιοθήκη Άστορ και την καταγραφή της ιστορίας της Βαν Χάουτεν ως δικαιολογία για να βγει από το σπίτι. Είχε ισχυριστεί ότι η είδηση του θανάτου του κυρίου Μ πίκμαν την είχε αναστατώσει και είχε ανάγκη να ξεχαστεί. «Πώς πάει αυτή η ιστορία;» την είχε ρωτήσει η μητέρα της. «Θα ήθελα να τη διαβάσω». «Μ αμά, ποτέ δεν δείχνω τα πρόχειρα κείμενά μου», είχε απαντήσει η Τζο. «Άφησέ με να το χτενίσω πρώτα κι ύστερα μπορείς να το διαβάσεις». Η Άννα είχε συμφωνήσει, αλλά είχε συστήσει στην Τζο να το τελειώσει γρήγορα, γιατί είχε πλέον να σκεφτεί άλλα πράγματα, πιο σημαντικά από τη συγγραφή. Να το τελειώσω; είχε σκεφτεί η Τζο, νιώθοντας ενοχές. Αυτό θα είναι δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμα δεν το έχω αρχίσει. Καθώς κατευθυνόταν προς την απέναντι πλευρά του εστιατορίου, προσπερνώντας δημοσιογράφους και συντάκτες, κλητήρες και λογιστές, δακτυλογράφους, γραμματείς και πωλήτριες καταστημάτων, εντόπισε επιτέλους τον Έντι. Καθόταν σε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, παρέα με τον Όσκαρ Ρούμπιν. Όλες οι καρέκλες στο τραπέζι τους ήταν κατειλημμένες, εκτός από αυτή που βρισκόταν δίπλα στον Όσκαρ. «Κύριε Γκάλαχερ, κύριε Ρούμπιν, χαίρομαι που σας βλέπω και τους δύο», είπε, πλησιάζοντας. Ο Έντι, με τις παλάμες τυλιγμένες γύρω από μια κούπα με
σκέτο καφέ, σήκωσε τα μάτια και βόγκηξε, ωστόσο σηκώθηκε όπως θα έκανε ένας τζέντλεμαν. Το ίδιο και ο Όσκαρ. «Λυπάμαι. Ήμαστε έτοιμοι–» Να φύγουμε, ετοιμαζόταν να πει. Η Τζο ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Αλλά ο Όσκαρ τον έκοψε. «Να παραγγείλουμε! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Τζο. Θα μας κάνεις παρέα;» Ο Έντι του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. «Πολύ θα το ήθελα», απάντησε η Τζο. «Ευχαριστώ». Κάθισε. Το ίδιο και ο Έντι με τον Όσκαρ. «Τι σε φέρνει σ’ αυτόν τον εξαίσιο χώρο εστίασης;» ρώτησε ο Όσκαρ. «Το παστό βοδινό; Το ρολό κιμά;» «Είστε έτοιμοι για παραγγελία;» ρώτησε μια σερβιτόρα, προτού η Τζο προλάβει να του απαντήσει. Ο Έντι παράγγειλε λουκάνικα με φασόλια, ψωμάκια και σκούρα μπίρα με παγωτό βανίλια. «Μ ωρέ μπράβο! Πολύ χαίρομαι που δεν θα κοιμηθώ μαζί σου απόψε», είπε ο Όσκαρ. «Ήξερες πως ο μέσος άνθρωπος διαχέει στο περιβάλλον περίπου ένα λίτρο αερίων τη μέρα; Κι αυτό χωρίς να προσθέσουμε φασόλια στο μείγμα». «Όσκαρ!» είπε ο Έντι, δείχνοντας την Τζο. Η Τζο δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει. Αν το ίδιο πράγμα το είχε πει μπροστά της οποιοσδήποτε άλλος άντρας, θα είχε νιώσει φοβερή αμηχανία. Μ ε τον Όσκαρ, ωστόσο, οι σωματικές λειτουργίες αποτελούσαν απλώς μέρος της συζήτησης. «Συγγνώμη, Τζο», είπε ο Όσκαρ. «Ξεχνάω πως είσαι κορίτσι. Φέρε ακόμα δύο κουτάλια για το παγωτό, αν θέλεις», είπε στη σερβιτόρα. Ύστερα, παράγγειλε το σπέσιαλ πιάτο της μέρας. Η Τζο
δεν ήξερε τι να κάνει, έτσι παράγγειλε κι αυτή το σπέσιαλ. «Η φύση με καλεί», ανακοίνωσε ο Όσκαρ και σηκώθηκε. «Θα επιστρέψω αμέσως, παιδιά». «Παρεμπιπτόντως, μόλις σου έκανε κομπλιμέντο», είπε ο Έντι όταν έφυγε ο Όσκαρ. «Αυτό που είπε ο Οσκ, ότι ξεχνάει πως είσαι κορίτσι… Σημαίνει πως νιώθει άνετα μαζί σου». «Νιώθω κολακευμένη», απάντησε η Τζο, που αισθανόταν αμήχανα τώρα που είχαν μείνει μόνοι. Τον κοίταξε κάτω από το γείσο του καπέλου της. Το είχε κατεβάσει από τη δεξιά πλευρά του προσώπου της, ώστε να κρύβει τα σημάδια στο μάγουλό της. «Έντι, ο λόγος που ήρθα εδώ–» «Τζο, αυτά που σου είπα τις προάλλες… τα εννοούσα. Δεν πρέπει να σε ξαναδώ», είπε εκείνος με σταθερή φωνή. «Κάθε φορά που σε βλέπω, νιώθω σαν να ανοίγει μια παλιά πληγή». «Το ξέρω. Συγγνώμη. Ούτε για εμένα είναι εύκολο, και δεν θα ερχόμουν, μόνο που–» Το παγωτό του Έντι έφτασε στο τραπέζι τους. Ενώ η σερβιτόρα απομακρυνόταν ξανά, ο Έντι γέμισε το κουτάλι του με νερουλό παγωτό και της το πρόσφερε. Η Τζο κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έχεις δοκιμάσει ποτέ παγωτό με μπίρα; Φάε μια κουταλιά», της είπε, ενώ η φωνή του είχε γλυκάνει κάπως. «Είναι ωραίο». Έφερε το κουτάλι τόσο κοντά στο πρόσωπό της, που δεν της άφησε επιλογή. Λιωμένη κρέμα παγωτού κύλησε στο πιγούνι της. Ο Έντι τη σκούπισε με την πετσέτα του, μετακινώντας ελαφρά το καπέλο της. Η Τζο έσπευσε να το βάλει στη θέση του, αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Τα μάτια του Έντι στένεψαν. «Τι έπαθε το πρόσωπό σου;» ρώτησε.
«Έπεσα». Κατέβασε όσο πιο χαμηλά γινόταν το γείσο του καπέλου της, προσπαθώντας να κρύψει τις αμυχές στο μάγουλό της, αλλά, προς μεγάλη της απογοήτευση, ο Έντι άπλωσε το χέρι του και της το έβγαλε. Η Τζο το άρπαξε από τα χέρια του και το ακούμπησε στα γόνατά της. «Πού γδάρθηκες;» απαίτησε να μάθει ο Έντι. «Στο μπάνιο μου. Κοπάνησα το μάγουλό μου στο πλάι της μπανιέρας». «Οι μπανιέρες έχουν λεία επιφάνεια. Θα είχες μώλωπα ή πληγή, αν είχες χτυπήσει σε μπανιέρα. Όχι γρατζουνιές». «Ποιος νομίζεις πως είσαι, ο Όσκαρ Ρούμπιν;» αστειεύτηκε η Τζο, προσπαθώντας να αποφύγει άλλες ερωτήσεις. «Ήρθες εδώ επειδή θέλεις κάτι από εμένα. Πες μου τι συνέβη, αλλιώς θα φύγω και δεν θα σε βοηθήσω», είπε ο Έντι. «Σου είπα, έπεσα–» «Την αλήθεια. Τώρα». Η Τζο δεν ήθελε να του πει. Αν του περιέγραφε εκείνο το περιστατικό, θα ένιωθε σαν να το ζούσε ξανά. Αλλά δεν είχε περιθώρια επιλογής. «Μ ε κυνήγησε», παραδέχτηκε τελικά. Τα μάτια του Έντι άνοιξαν διάπλατα. Έσπρωξε κατά μέρος το παγωτό του. «Ο Κιντς;» ρώτησε. «Δεν ξέρω. Μ πορεί. Αλλά μπορεί να ήταν κι ο Σημαδεμένος. Δεν κατάφερα να τον δω». «Τι συνέβη; Σε απείλησε;» Η Τζο δεν απάντησε. «Τζο», είπε ο Έντι, προσπαθώντας να μην υψώσει τον τόνο της φωνής του.
«Μ ε τράβηξε σε ένα σοκάκι. Είπε πως θα μπει στο σπίτι μου ένα βράδυ και θα μου κόψει τη μύτη. Μ ε μαχαίρι. Μ ε το μαχαίρι που κρατούσε κολλημένο στο πρόσωπό μου». Ο Έντι τινάχτηκε όρθιος, το πρόσωπό του κατακόκκινο από την οργή. «Θα τον σκοτώσω. Θα βρω αυτόν που το έκανε και θα τον σκοτώσω», είπε. «Κάθισε κάτω!» είπε η Τζο, ντροπιασμένη. «Κάνεις σκηνή». «Παρατράβηξε αυτή η ιστορία. Και θα σταματήσει αμέσως τώρα», είπε ο Έντι, κατεβάζοντας τη γροθιά του στο τραπέζι. «Από δω κι εμπρός δεν θα ξαναβγείς ποτέ, μα ποτέ, μόνη αργά τη νύχτα. Δεν θα έπρεπε καν να έχεις έρθει εδώ!» Η Τζο γέλασε με πίκρα. «Ακούγεσαι ακριβώς σαν τον άνθρωπο που μου επιτέθηκε. Κι αυτός θα ήταν πολύ πιο ευτυχής έτσι και έμενα στο σπίτι». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν πιστεύω πως είπες τέτοιο πράγμα. Είναι εντελώς… εντελώς άδικο!» «Το ίδιο είναι και το να μου λες να μείνω στο σπίτι!» είπε η Τζο, έξαλλη τώρα. «Το είπα μόνο και μόνο επειδή ανησυχώ για εσένα! Κι αν δεν είναι ο Κιντς; Αν είναι ο Σημαδεμένος και σε παρακολουθεί; Απείλησε να με σκοτώσει–» «Πηγαίνεις κάπου; Αν φεύγεις, άφησε μετρητά. Ούτε να διανοηθείς πως θα μου φορτώσεις τον λογαριασμό», είπε ο Όσκαρ στον Έντι, καθώς τραβούσε την καρέκλα του. Έπειτα, κοίταξε μια τον Έντι και μια την Τζο και μόρφασε. «Οχ, ερωτικό καβγαδάκι;» ρώτησε. «Όσκαρ!» είπε ο Έντι. «Έι, τι έπαθε το πρόσωπό σου, Τζο;» ρώτησε ο Όσκαρ. «Ή,
μάλλον, άσ’ το, δεν πειράζει. Μ άλλον θα μου τα ψάλει ξανά που ρώτησα». Έπιασε το δεύτερο κουτάλι που είχε φέρει η σερβιτόρα και έσπρωξε το παγωτό του Έντι πάνω στο τραπέζι. «Μ ήπως μιλούσατε για τον μυστηριώδη κύριο Κιντς; Τον τύπο που συνέλαβαν για τη δολοφονία του Μ πίκμαν;» ρώτησε. «Ναι», είπε ο Έντι. Τράβηξε το πορτοφόλι του από την πίσω τσέπη του και άφησε ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου πάνω στο τραπέζι. Η Τζο ένιωσε την καρδιά της να παγώνει συνειδητοποιώντας πως ο Έντι πράγματι έφευγε. «Α! Επιτέλους ένα αποδεκτό θέμα συζήτησης», είπε με χαρά ο Όσκαρ. «Οι αστυνομικοί λένε πως θα του απαγγελθεί η θανατική ποινή. Έτσι και γίνει αυτό, θα κρεμάσουν έναν αθώο», συνέχισε με το στόμα γεμάτο παγωτό. «Αθώο για τον φόνο του Μ πίκμαν, αν μη τι άλλο». Ο Έντι έχωσε το χαρτονόμισμα πίσω στο πορτοφόλι του. «Πώς το ξέρεις αυτό;» ρώτησε. Ο Όσκαρ έγλειψε το κουτάλι του και είπε: «Επειδή δεν το έκανε αυτός».
70 Η Τζο και ο Έντι σφυροκοπούσαν ταυτόχρονα τον Όσκαρ με τις ερωτήσεις τους. «Όσκαρ, ο Άλβα Μ πίκμαν είναι νεκρός», επέμεινε ο Έντι ενώ καθόταν ξανά. «Βρίσκεται στο νεκροτομείο. Εσύ ο ίδιος ξάπλωσες το πτώμα στο τραπέζι». «Νεκρός είναι σίγουρα. Κάποιος του έκοψε το λαρύγγι από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Έκοψε την καρωτίδα, τη σφαγίτιδα, την τραχεία και τον οισοφάγο. Και μάλιστα με τέτοια δύναμη, που έγδαρε και έναν σπόνδυλο», είπε ο Όσκαρ. Η Τζο ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται, αλλά στην καρδιά της ένιωσε μια μικρή σπίθα –το μόνο που είχε απομείνει από τη λαμπερή φωτιά που κάποτε έκαιγε εκεί– να λάμπει κάπως πιο δυνατά. Τα μάτια της άστραψαν ξανά, το πρόσωπό της ζωντάνεψε. «Ο Κιντς βρισκόταν εκεί», συνέχισε ο Έντι. «Το βεβαιώνουν οι αστυνομικοί που κατέφτασαν στη σκηνή του εγκλήματος». «Δεν λέω πως δεν βρισκόταν εκεί», συμφώνησε ο Όσκαρ. «Λέω πως δεν το έκανε εκείνος». «Αφού τον είδε ο θείος μου», επέμεινε η Τζο. «Ο Φίλιπ Μ όντφορτ δεν είναι αξιόπιστος μάρτυρας», είπε με
απαξίωση ο Όσκαρ. «Δέχτηκε δύο χτυπήματα στο κεφάλι – το πρώτο από τον άνθρωπο που του επιτέθηκε, το δεύτερο από το κράσπεδο. Οι αστυνομικοί είπαν ότι τον βρήκαν ζαλισμένο. Μ πορεί η όρασή του να ήταν θολή. Μ πορεί ακόμα και να είχε λιποθυμήσει». Η σερβιτόρα έφερε τα φαγητά τους. Ακούμπησε ένα πιάτο με λουκάνικα, φασόλια και ψωμάκια μπροστά στον Έντι. Η Τζο με τον Όσκαρ είχαν σάντουιτς με ψημένο τυρί και από ένα πιάτο με κρεμώδη ντοματόσουπα. Η σερβιτόρα άθροισε τον λογαριασμό τους και τον άφησε στο τραπέζι. «Πώς ξέρεις ότι δεν το έκανε ο Κιντς;» ρώτησε ο Έντι, ενώ η σερβιτόρα απομακρυνόταν. Ο Όσκαρ έδεσε την πετσέτα του γύρω από τον λαιμό του. «Επειδή ο δολοφόνος του Μ πίκμαν είναι αριστερόχειρας και ο Κιντς είναι δεξιόχειρας», είπε. «Κοιτάξτε εδώ…» Έσκυψε, ανασκάλεψε το περιεχόμενο της ιατρικής τσάντας του που βρισκόταν κάτω από το τραπέζι, και τράβηξε ένα αντίτυπο της Γουόρλντ. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε μια φωτογραφία όλο κόκκους. Η Τζο ρίγησε όταν είδε ποιον εικόνιζε – τον Κιντς. Ανησύχησε όταν διαπίστωσε ότι τουλάχιστον μία εφημερίδα είχε ήδη το άρθρο και το μόστραρε στο πρωτοσέλιδο. «Βλέπεις το χέρι του Κιντς;» ρώτησε ο Όσκαρ. Η Τζο κοίταξε τη φωτογραφία από κοντά και είδε πως ο Κιντς προσπαθούσε να προφυλαχτεί από τα εκτυφλωτικά φλας υψώνοντας το ένα του χέρι – το δεξί του χέρι. Ένας αστυνομικός βρισκόταν αριστερά του. Δεξιά του βρισκόταν ένας άλλος άντρας. Φορούσε λευκή στολή. Θα πρέπει να κινούνταν όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, επειδή το πρόσωπό του ήταν εντελώς θολό. Μ ια
λεπτή σκοτεινή σκιά το διέτρεχε. Ο τίτλος εξηγούσε πως ο αστυνομικός Ντένις Χαρτ και ο νοσοκόμος Φράνσις Μ άλον οδηγούσαν τον κρατούμενο στο Ντάρκμπραϊαρ. «Ο Φράνσις Μ άλον», είπε η Τζο. «Αυτός ήταν επίσης υπεύθυνος για την Έλενορ Όουενς. Τι παράξενο». «Όχι ιδιαίτερα», απάντησε ο Έντι. «Σημαίνει απλώς πως εργάζεται εδώ και κάμποσο καιρό στο άσυλο». «Μ άλλον έχεις δίκιο», παραδέχτηκε η Τζο. Συνέχισε να κοιτάζει τη θολή εικόνα, ανίκανη να αποδιώξει την αίσθηση ότι είχε κάτι γνώριμο, μέχρι που ο Όσκαρ είπε: «Ψιτ, Τζο!» Σήκωσε τα μάτια, είδε ένα ραπανάκι που πετούσε σφυρίζοντας καταπάνω της και το απέκρουσε σηκώνοντας το δεξί της χέρι. Το ραπανάκι προσγειώθηκε στο πιάτο του Έντι. «Βλέπεις; Είναι ενστικτώδες. Προσπαθούμε να προστατευτούμε με το κυρίαρχο χέρι μας», είπε ο Όσκαρ, πιάνοντας με το πιρούνι ένα τρίγωνο από το σάντουιτς του. «Μ πορείς να κρατήσεις την εφημερίδα», είπε στην Τζο. «Το μόνο που μου λέει αυτό είναι πως ο Κιντς είναι δεξιόχειρας», είπε ο Έντι, ξεχωρίζοντας το ραπανάκι από τα φασόλια του. «Όχι πως ο δολοφόνος του Μ πίκμαν είναι αριστερόχειρας». Ο Όσκαρ σήκωσε το δάχτυλό του. Μ ασουλούσε μια μπουκιά από το σάντουιτς του. «Αυτό είναι αλήθεια εν μέρει», είπε αφού κατάπιε. «Θα έπρεπε να ρίξεις μια ματιά στο πτώμα του Μ πίκμαν για να καταλάβεις πως ο δολοφόνος ήταν αριστερόχειρας. Αν το είχες δει, θα έβλεπες πως ο δολοφόνος άρχισε την τομή από τη δεξιά πλευρά του λαιμού του και τράβηξε το μαχαίρι προς τα αριστερά. Επιτρέψτε μου μια επίδειξη».
Έπιασε το μαχαίρι για το βούτυρο με το δεξί του χέρι και στράφηκε στην Τζο. «Είσαι το θύμα μου», είπε. «Αν είμαι αριστερόχειρας, σε πλησιάζω από πίσω, σε αρπάζω από τα μαλλιά με το δεξί μου χέρι και σε τραυματίζω με το αριστερό. Ξεκινάω εδώ», είπε ακουμπώντας το μαχαίρι στη δεξιά πλευρά του λαιμού της, «και τραβάω το μαχαίρι προς τα αριστερά. Αν εξετάσεις προσεκτικά το τραύμα, μπορείς να καταλάβεις από ποια μεριά μπήκε η λεπίδα και ποια κατεύθυνση ακολούθησε. Στην περίπτωση του Μ πίκμαν, μπήκε στη δεξιά πλευρά και κινήθηκε προς τα αριστερά. Κατά συνέπεια, ο δολοφόνος του είναι αριστερόχειρας». Ο τρόπος που την κρατούσε ο Όσκαρ, ξύπνησε στην Τζο μια φριχτή ανάμνηση. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, δεν βρισκόταν στο εστιατόριο αλλά σε εκείνο το σοκάκι κοντά στο σπίτι της. Ο άντρας που της είχε επιτεθεί την είχε ακινητοποιήσει. Το δεξί της μάγουλο είχε κολλήσει στον τοίχο. Ο άντρας κρατούσε το μαχαίρι δίπλα στο πρόσωπό της – με το αριστερό του χέρι. Ο Όσκαρ ελευθέρωσε την Τζο και άφησε κάτω το μαχαίρι. Ορισμένοι πελάτες είχαν αφήσει στη μέση το φαγητό τους, και τα πρόσωπά τους είχαν μια έκφραση ανησυχίας. Ο Όσκαρ τους διαβεβαίωσε πως η Τζο ήταν απολύτως σώα. «Θα το πεις στον δρα Κόλερ;» ρώτησε ο Έντι. Ο Όσκαρ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Εφόσον οι αστυνομικοί είδαν τον Κιντς να κρατάει μαχαίρι, εκείνου του φτάνει και του περισσεύει», είπε. «Μ α αν ο Κιντς δεν σκότωσε τον κύριο Μ πίκμαν και δεν επιτέθηκε στον θείο μου, τότε γιατί στην ευχή βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος; Και ποιος σκότωσε τον Μ πίκμαν;» ρώτησε
η Τζο. Ο Όσκαρ καθάρισε τον λαιμό του. «Μ ου επιτρέπεις μια χοντροκοπιά, Τζο;» ρώτησε. «Χριστέ μου, Οσκ, γιατί αρχίζεις τώρα;» είπε ο Έντι. «Το κτίριο μπροστά από το οποίο δολοφονήθηκε ο Άλβα Μ πίκμαν βρίσκεται δίπλα στον οίκο ανοχής που διευθύνει η Ντέλα Μ ακΕβόι. Οι αστυνομικοί λένε ότι το επισκεπτόταν αρκετές φορές την εβδομάδα. Δεν είναι κάτι που θα φτάσει ποτέ στις εφημερίδες, αλλά ίσως αξίζει τον κόπο να το ερευνήσει κανείς. Το κτίριο όπου σκοτώθηκε ο Μ πίκμαν είναι προς πώληση· είναι άδειο. Έτσι, δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να έχει δει ή να έχει ακούσει κάτι, αλλά μπορεί να είδε ή να άκουσε κάτι κάποιο από τα κορίτσια της Ντέλα». Η Τζο έγινε κατακόκκινη. Ντρεπόταν στη σκέψη πως ο κύριος Μ πίκμαν επισκεπτόταν το σπίτι της Ντέλα. Πώς ήταν δυνατόν; Είχε σύζυγο. Και κόρη στην ηλικία της Τζο. Εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή. «Αυτό το έχω ήδη ψάξει», είπε ο Έντι. «Αλήθεια;» ρώτησε η Τζο έκπληκτη. «Γιατί;» Ήξερε πως η Στάνταρντ δεν θα δημοσίευε ποτέ ένα άρθρο που θα άφηνε να εννοηθεί πως ο Άλβα Μ πίκμαν σύχναζε σε οίκο ανοχής, κι αυτό την έκανε να αναρωτηθεί μήπως ο Έντι έγραφε το άρθρο του για κάποια άλλη εφημερίδα ή μήπως ερευνούσε ακόμα τον φόνο του πατέρα της – έστω και αν της είχε πει πως θα τα παρατούσε. «Επειδή βαριόμουν και δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω», απάντησε κοφτά ο Έντι. «Η Ντέλα έφυγε από την πόλη και κλειδαμπάρωσε το σπίτι της».
«Πάει κι αυτή η ιδέα», μονολόγησε ο Όσκαρ. Έδειξε με το κουτάλι του το πιάτο της Τζο. «Δεν θα το φας αυτό;» ρώτησε. Η Τζο κοίταξε την πηχτή κοκκινωπή σούπα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Όλη αυτή η κουβέντα για κομμένα λαρύγγια της είχε φέρει ναυτία. Έσπρωξε το πιάτο της προς το μέρος του Όσκαρ. Μ αζί με το σάντουιτς που δεν είχε αγγίξει. «Όσκαρ Ρούμπιν; Είσαι όντως εσύ;» Μ ια νεαρή γυναίκα με μαύρα μαλλιά, τυλιγμένα σε κότσο, είχε εμφανιστεί δίπλα στο τραπέζι τους. Φορούσε γυαλιά, καφέ πανωφόρι, φόρεμα με διαγώνια πλέξη, και κουβαλούσε ένα χοντρό βιβλίο. «Σάρα!» φώναξε ο Όσκαρ και σηκώθηκε. Χαμογελαστός. Από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Ο Έντι σηκώθηκε κι αυτός με τη σειρά του. «Γεια σου, Σάρα, πώς είσαι;» ρώτησε. «Μ ια χαρά! Μ ια χαρά! Τελειώστε το γεύμα σας», απάντησε η νεαρή γυναίκα, γνέφοντας στους δύο άντρες να καθίσουν. «Απλώς πέρασα να πω ένα γεια». Ο Όσκαρ σύστησε τη Σάρα στην Τζο. Ήταν προφανές πως γνώριζε ήδη τον Έντι. «Η Σάρα είναι φοιτήτρια της Ιατρικής», εξήγησε. «Πρώτη στην τάξη της». «Α, Όσκαρ», είπε η Σάρα και κούνησε το χέρι της προς το μέρος του, κοκκινίζοντας. «Έχω ένα καινούριο πτώμα για εσένα. Θα σου το στείλω αύριο», είπε ο Όσκαρ, κάπως ντροπαλά. «Θήλυ. Περίπου είκοσι πέντε ετών». Τα μάτια της Σάρα φωτίστηκαν. Κοίταξε τον Όσκαρ σάμπως να της είχε μόλις πει ότι της χάριζε ένα τεράστιο ζαφείρι, όπως το
Αστέρι της Ινδίας. «Αιτία θανάτου;» ρώτησε με έξαψη η Σάρα. «Προχωρημένη τριτογενής σύφιλη». «Νευροσύφιλη;» «Κομμιωματώδης». «Όσκαρ, όσο και να σε ευχαριστήσω είναι λίγο», είπε η Σάρα. «Δεν είχα ποτέ πτώμα με κομμιώματα. Βγάζουν πύον;» «Λίγο. Θα συναντήσεις νέκρωση σε μεγάλο βαθμό. Κοκκίαση. Όπως και μερική υαλοειδοποίηση. Την επόμενη φορά που θα έχω θάνατο από εξωπνευμονική φυματίωση, θα στείλω το πτώμα κατευθείαν σ’ εσένα. Αυτά τα έλκη μπορεί να είναι απατηλά όμοια με τα συφιλιδικά κομμιώματα. Είναι καλό να τα δεις και τα δύο, για να μάθεις να διακρίνεις τη διαφορά». «Εκπληκτική ευκαιρία», είπε με καμάρι η Σάρα. «Ευχαριστώ και πάλι. Δεν βλέπω την ώρα να το πω στους άλλους!» Χαμογέλασε στον Έντι και την Τζο. «Ο Όσκαρ σκέφτεται τόσο τους άλλους… Δεν μας φέρνουν πολλά πτώματα στο κολέγιο θηλέων. Τα περισσότερα καταλήγουν στις αντρικές σχολές. Αλλά ο Όσκαρ όλο και κάτι βρίσκει για εμάς. Σαν μάγος». «Άμπρα κατάμπρα», είπε ο Όσκαρ, ανεμίζοντας το κουτάλι του σαν μαγικό ραβδί. Η Σάρα ξέσπασε σε γέλια. Ακουγόταν σαν χήνα που έκρωζε. Τα γυαλιά της γλίστρησαν στη μύτη της. Τα έσπρωξε στη θέση τους, αποχαιρέτησε και κατευθύνθηκε προς έναν πάγκο. Ο Όσκαρ την παρατηρούσε που απομακρυνόταν. «Δεν είναι υπέροχη;» είπε με ονειροπόλο βλέμμα. «Άντε να καθίσεις μαζί της, Οσκ», τον παρότρυνε ο Έντι. Ο Όσκαρ κούνησε το κεφάλι του σκυθρωπός. «Δεν μπορώ. Και
τα δύο σκαμνιά δίπλα της είναι πιασμένα. Και, όπως και να ’χει, τι θα της έλεγα; Της είπα ήδη για το πτώμα». «Μ πορείς να της μιλήσεις για το πύον», πρότεινε ο Έντι. Το πρόσωπο του Όσκαρ φωτίστηκε. «Δίκιο έχεις. Θα μπορούσα». «Α, κοίτα!» είπε η Τζο. «Ο άντρας που καθόταν δίπλα της μόλις σηκώθηκε. Και της έριξε τα γάντια από τον πάγκο. Πήγαινε να της τα δώσεις, Όσκαρ!» «Είναι τρελός και παλαβός γι’ αυτή την κοπέλα», είπε ο Έντι, βλέποντας τον φίλο του να την πλησιάζει. Η Τζο χαμογέλασε. «Δεν θα το μάντευα ποτέ. Είναι όντως φοιτήτρια της Ιατρικής;» Ο Έντι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ο πατέρας της την αποκήρυξε όταν δήλωσε πως θα γινόταν γιατρός. Η γιαγιά της της δίνει κάποια χρήματα, όμως. Αρκετά για να πληρώνει τα δίδακτρα της σχολής. Η ίδια εργάζεται τις νύχτες στο νοσοκομείο Μ πέλβιου για να πληρώνει το νοίκι της. Εκεί τη γνώρισε ο Όσκαρ». Ο Όσκαρ σήκωσε τα γάντια της Σάρα, ενώ η Τζο και ο Έντι παρακολουθούσαν. Η Σάρα χτύπησε ελαφρά τη θέση δίπλα της και ο Όσκαρ, λάμποντας ολόκληρος, κάθισε. Η Τζο τον παρατηρούσε και ένιωθε χαρούμενη και την ίδια στιγμή θλιμμένη. Κοίταξε αλλού και έφερε ξανά την κουβέντα στον Κιντς. «Έντι, ο άντρας που μου επιτέθηκε ήταν κι εκείνος αριστερόχειρας», είπε. «Η επίδειξη του Όσκαρ μου θύμισε εκείνο το περιστατικό. Εφόσον ο Κιντς είναι δεξιόχειρας, δεν θα μπορούσε να είναι ο δράστης, πράγμα που σημαίνει πως κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο Σημαδεμένος. Στο κάτω κάτω, επιτέθηκε και σ’ εσένα, έτσι δεν είναι; Αν είναι δυσαρεστημένος μαζί σου για την
έρευνα που κάνεις, τότε θα είναι δυσαρεστημένος και μαζί μου για τον ίδιο λόγο». Έκανε μια παύση, έπειτα είπε: «Ο δολοφόνος του Μ πίκμαν είναι κι αυτός αριστερόχειρας. Κι αν είναι ο Σημαδεμένος; Αν είναι αυτός που βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία του Σκάλι και του πατέρα μου;» Ο Έντι αναστέναξε. «Δεν λες να τα παρατήσεις, έτσι;» «Όχι, δεν τα παρατάω». Την κοίταξε σαν να είχε πάρει μια απόφαση και είπε: «Πήγα στο Ντάρκμπραϊαρ χτες». Η Τζο χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι. «Χα! Το ήξερα! Ποιος δεν τα παρατάει, λοιπόν; Θέλεις κι εσύ να μάθεις την αλήθεια όσο θέλω κι εγώ». Ο Έντι αγνόησε τον θριαμβευτικό τόνο της. «Ήλπιζα πως θα μπορούσα να μιλήσω στον Κιντς, αλλά δεν μπόρεσα να τον πλησιάσω», είπε. «Κανείς δεν μπορεί. Ο διευθυντής έδωσε συνέντευξη Τύπου. Είπε ότι ο Κιντς αποτελεί κίνδυνο τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους. Προσπάθησα να βρω τον Φράνσις Μ άλον, αλλά δεν ήταν εκεί. Μ έχρι που αποπειράθηκα να δωροδοκήσω έναν νοσοκόμο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα». Η Τζο συνοφρυώθηκε, πεισματωμένη. «Αν μπορούσαμε να βρούμε την Ντέλα Μ ακΕβόι», είπε. «Ίσως εκείνη ξέρει κάτι». «Να σημειωθεί, παρακαλώ, Τζο, πως δεν υπάρχει “εμείς”. Υπάρχει “εσύ” και “εγώ”. Αλλά ακόμα κι αν ένας από εμάς έβρισκε την Ντέλα και πράγματι ήξερε κάτι, πιστεύεις πως θα μοιραζόταν μαζί μας την πληροφορία; Και, μάλιστα, με δημοσιογράφο; Το τελευταίο πράγμα που επιδιώκει τώρα είναι να στρέψει την προσοχή πάνω της». Η Τζο επεξεργάστηκε τα λόγια του, έπειτα είπε: «Και τι γίνεται
με την Έστερ;» «Ποια Έστερ;» «Τη μαντάμ Έστερ. Εργάζεται στον ίδιο τομέα, σωστά;» «Τι θέλεις να πεις;» Η Τζο συλλογίστηκε τις δύο ανήθικες γυναίκες που γνώριζε. «Η Ντέλα είναι ανταγωνίστρια της Έστερ, σωστά; Αντίπαλός της. Μ πορεί η Έστερ να έχει ακούσει κάτι. Κι αν είναι έτσι, υπάρχει πιθανότητα να μας το πει. Μ όνο και μόνο για να κάνει δύσκολη τη ζωή της Ντέλα». Ο Έντι έσμιξε τα φρύδια του. «Ίσως και να ’χεις δίκιο». «Πάμε να κάνουμε μια επίσκεψη στην Έστερ. Έχω λίγο χρόνο στη διάθεσή μου πριν από την ώρα που με περιμένουν στο σπίτι». «Όχι, Τζο. Όπως είπα και προηγουμένως, εσύ τελείωσες. Δεν μπορώ να σε εμποδίσω να παίζεις τη ζωή σου κορόνα γράμματα, αλλά αρνούμαι να συμμετέχω». «Αν δεν έρθεις μαζί μου, θα πάω μόνη μου». «Είσαι τρελή;» είπε κοροϊδευτικά ο Έντι. «Δεν μπορείς να πας μόνη σ’ ένα τέτοιο μέρος». Τα αποφασισμένα γκρίζα μάτια της Τζο κοίταξαν τον Έντι κατάματα. «Θα πάω. Εγώ το ξεκίνησα όλο αυτό και εγώ θα το τελειώσω». Ο Έντι κούνησε το κεφάλι του με θυμό. Απέφυγε το βλέμμα της και κοίταξε έξω από το παράθυρο την κυκλοφορία στην Παρκ Ρόου. «Πες μου κάτι, Έντι», είπε απαλά η Τζο. «Μ ετανιώνεις;» Δεν της απάντησε. «Επειδή εγώ δεν μετανιώνω», του είπε. «Δεν μετανιώνω που άκουσα κατά λάθος αυτά που έλεγες στη Στάνταρντ. Δεν
μετανιώνω που άνοιξα το ημερολόγιο του πατέρα μου. Δεν μετανιώνω που σε φίλησα. Δεν μετανιώνω που σε ερω–» «Μη», είπε απότομα ο Έντι. «Έκανες την επιλογή σου. Τη νύχτα που δέχτηκες την πρόταση του Μ πραμ, άφησες πίσω σου αυτό που είχαμε, ό,τι κι αν ήταν. Επίτρεψέ μου να το αφήσω κι εγώ». Η Τζο κούνησε το κεφάλι. «Σύμφωνοι. Αλλά να ξέρεις ένα πράγμα: δεν θα μετανιώσω ποτέ γι’ αυτό που είχαμε, αλλά θα λυπηθώ αν δεν φτάσει στο τέλος της αυτή η ιστορία. Θα λυπάμαι για όλη την υπόλοιπη ζωή μου». Σηκώθηκε παίρνοντας τον λογαριασμό και την εφημερίδα του Όσκαρ και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. Ο Έντι την κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή προτού πει το «ναι».
71 «Κάθισε κάτω, Τζο!» είπε ο Έντι, με σφιγμένα δόντια. Η Τζο, που κρυφοκοίταζε πίσω από ένα ζευγάρι κόκκινες βελούδινες κουρτίνες με χρυσαφένιο ρέλι, δεν τον άκουσε καν. Βρίσκονταν σε ένα μικρό δωμάτιο υποδοχής, στην οικία της Έστερ Αρινόφσκι, στην Ανατολική Εικοστή Πέμπτη Οδό, στο Τέντερλοϊν. Είχαν πει στον Μ πένι, τον μεγαλόσωμο άντρα που φυλούσε την είσοδο, ότι τους έστελνε κάποια εφημερίδα και ήθελαν να μιλήσουν με την Έστερ. Λίγο είχε λείψει να τους γκρεμοτσακίσει από το κεφαλόσκαλο, αλλά οι διαβεβαιώσεις πως το μόνο που ήθελαν ήταν πληροφορίες για την Ντέλα Μ ακΕβόι, μαζί με ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων που του έβαλαν στο χέρι, κατάφεραν να τον μαλακώσουν. Τους είχε οδηγήσει στο δωμάτιο αναμονής μέσα από ένα κακόγουστο χολ και τους είχε πει να περιμένουν όσο θα μιλούσε με την Έστερ. «Γιατί λέγεται “Τέντερλοϊν”7;» ρώτησε η Τζο καθώς περπατούσαν με κατεύθυνση προς τα προάστια, περνώντας μπροστά από τα φανταχτερά εστιατόρια, ξενοδοχεία και μπαρ της περιοχής. «Οι αστυνομικοί τού έδωσαν αυτό το όνομα. Επειδή είναι πλούσιο και “νόστιμο” και θέλουν κι αυτοί ένα κομμάτι του. Η
Έστερ, όπως κάθε άλλη μαντάμ στην πόλη, μένει ανοιχτή μόνο και μόνο επειδή τους πληρώνει», απάντησε ο Έντι. «Υπάρχει κι άλλος οίκος ανοχής εδώ;» ρώτησε η Τζο, κατάπληκτη. «Στο Τέντερλοϊν; Αστειεύεσαι; Δεκάδες. Και χιλιάδες κορίτσια». Η Τζο, με μάτια διάπλατα σαν πιατάκια του καφέ, παρατηρούσε εκείνη τη στιγμή κάποια από αυτά ακριβώς τα κορίτσια. Ήταν ντυμένα με προκλητικά μεταξωτά ρούχα – βασικά, μονοκόμματα εσώρουχα που χρησίμευαν ταυτόχρονα ως πουκαμίσες και κιλότες. Ορισμένες φορούσαν μακριές κάλτσες. Άλλες είχαν τα πόδια γυμνά. Είχαν πουδραρισμένα μάγουλα και βαμμένα χείλη. Οι περισσότερες έπιναν. Η Τζο ήταν σοκαρισμένη με τη γύμνια τους, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν συγκλονισμένη με τα μάτια τους. Ήταν άδεια και άψυχα. Τα κορίτσια κάθονταν νωθρά σε καρέκλες και καναπέδες, δένοντας ξανά μια κορδέλα, στριφογυρίζοντας ένα τσουλούφι ή καπνίζοντας – ως τη στιγμή που έμπαινε στο δωμάτιο ένας πελάτης. Τότε, όμοιες με κουρδιστές κούκλες, έπαιρναν ζωή. Ανακάθονταν και του έστελναν πεταχτά φιλιά, έδειχναν τα όμορφα πόδια τους ή ξεκούμπωναν μερικά κουμπιά για να δείξουν καλύτερα το εμπόρευμά τους. «Οι περισσότερες δείχνουν να είναι στην ηλικία μου», είπε η Τζο, παραμονεύοντας ακόμα πίσω από τις κουρτίνες. «Και μάλλον είναι. Θα καθίσεις, σε παρακαλώ;» ρώτησε ο Έντι, απελπισμένος. Η Τζο είδε έναν κοκαλιάρη άντρα με φτηνό κοστούμι και γδαρμένα παπούτσια να μπαίνει στο δωμάτιο. Φούσκωσε το στήθος
του σαν πετεινός και άρχισε να τριγυρίζει ανάμεσα στα κορίτσια και να τα περιεργάζεται ένα προς ένα. «Εσύ», είπε τελικά, δείχνοντας μια μικροκαμωμένη μελαχρινή. Εκείνη σηκώθηκε υπάκουα και τον ακολούθησε στη σκοτεινή σκάλα. Η Τζο ούτε μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. «Δεν τη ρώτησε καν το όνομά της», μουρμούρισε, όταν επιτέλους κάθισε στη θέση της. «Σου το είχα πει να μην έρθεις εδώ», είπε ο Έντι. «Την κοίταζε όπως κοιτάζει η κυρία Νέλσον ένα παϊδάκι». «Ακόμα μια κακή ιδέα. Καλά θα κάναμε να φύγουμε». Η Τζο έμεινε αμίλητη. Σκεφτόταν τον Όσκαρ και το πτώμα του. Είχε πει πως ανήκε σε μια γυναίκα που είχε πεθάνει από σύφιλη. Να ήταν κι εκείνη πόρνη; Η Τζο είχε ακούσει να μιλούν ψιθυριστά γι’ αυτή την αρρώστια. Είχε δει ζητιάνους με τα πρόσωπά τους φαγωμένα από τη σύφιλη, ενώ η Κέιτι της είχε διηγηθεί ανατριχιαστικές ιστορίες για ανθρώπους που είχαν τρελαθεί. «Ποιος γράφει γι’ αυτές, Έντι;» ρώτησε. «Ποιες;» ρώτησε ο Έντι, κοιτάζοντας επιφυλακτικά προς τη μεριά της πόρτας. «Τις κοπέλες της Έστερ». Το βλέμμα του Έντι γύρισε από την πόρτα στην Τζο. «Θα μπορούσες να γράψεις εσύ», είπε, με τα γαλάζια μάτια του γεμάτα μελαγχολία. Η Τζο μόρφασε. Τα λόγια του την πλήγωσαν βαθιά. Όχι επειδή ήταν αλόγιστα ή σκληρά, αλλά επειδή ήταν αληθινά. Θα μπορούσε να γράψει γι’ αυτές τις κοπέλες, αν δεν είχε δεχτεί την πρόταση του Μ πραμ. Τώρα, δεν θα το έκανε ποτέ.
«Η Έστερ θα δει τώρα εσάς τους δύο», είπε μια φωνή. Ήταν ο Μ πένι. Η Τζο και ο Έντι σηκώθηκαν. «Άσε να μιλήσω εγώ», ψιθύρισε ο Έντι, ενώ ακολουθούσαν τον Μ πένι έξω από το δωμάτιο. Τους οδήγησε σε έναν χώρο που η Τζο υπέθεσε πως ήταν γραφείο, παρόλο που δεν έμοιαζε διόλου με το γραφείο του πατέρα της ή του θείου της. Επίχρυσα έπιπλα –με το φινίρισμά τους ραγισμένο, τα μαξιλάρια τους φθαρμένα και γεμάτα σκόνη– ήταν αραδιασμένα όπως όπως ολόγυρα στο δωμάτιο. Τρία μικρόσωμα κανίς τριγύριζαν εδώ κι εκεί. Μ προστά στα μάτια της Τζο, το ένα σήκωσε το πόδι του και έβρεξε την ταπετσαρία. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου, μια μεγαλόσωμη γυναίκα καθόταν σε ένα γραφείο και σημείωνε κάτι σε ένα λογιστικό βιβλίο. «Καθίστε», τους είπε, χωρίς να σηκώσει τα μάτια. Ο Έντι τράβηξε τη μια από τις δύο καρέκλες που υπήρχαν μπροστά από το γραφείο της· η Τζο τράβηξε την άλλη. Προσπαθούσε να μην κοιτάζει επίμονα, αλλά δεν τα κατάφερνε. Η Έστερ Αρινόφσκι έδειχνε γύρω στα πενήντα. Τα μαλλιά της, που ήταν βαμμένα μαύρα και είχαν αρχίσει να αραιώνουν, ήταν χτενισμένα σε έναν ψηλό λεπτό κότσο. Η πούδρα είχε κατακαθίσει στις ρυτίδες στα μάγουλά της· το κραγιόν της είχε λερώσει τις λεπτές γραμμές γύρω από τα χείλη της. Φορούσε σειρές ολόκληρες από ψεύτικα μαργαριτάρια. Τα τεράστια στήθη της τσίτωναν το μπροστινό μέρος του φορέματός της, που ήταν σκεπασμένο από μια φίνα άχνη ζάχαρης. Ένας δίσκος γεμάτος γλυκίσματα υπήρχε πάνω στο γραφείο της. Ύστερα από ένα λεπτό περίπου, η Έστερ έκλεισε το βιβλίο της και τους κοίταξε.
«Καλησπέρα, κυρία Αρινόφσκι», είπε ο Έντι. «Είμαι–» «Ξέρω ποιος είσαι, πιτσιρίκο», είπε η Έστερ με ρωσική προφορά. «Έχεις την εντύπωση πως αφήνω όποιον να ’ναι να μπει εδώ μέσα;» Έπειτα, κοίταξε την Τζο, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι σαν αρπακτικό πουλί. «Εσύ, όμως; Τι σε φέρνει εδώ, αγαπούλα μου; Δεν φαντάζομαι ένα τόσο όμορφο κορίτσι να έχει ανάγκη για δουλειά, όμως αν όντως–» Η Τζο κοκκίνισε. Ο Έντι διέκοψε την Έστερ. «Από εδώ η δεσποινίς Τζόουνς. Είναι κι αυτή δημοσιογράφος. Γυρεύουμε πληροφορίες». «Τι είδους πληροφορίες;» «Αυτές που θα βοηθήσουν να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον φόνο του Άλβα Μ πίκμαν», είπε η Τζο. Η Έστερ έβαλε τα γέλια. «Γυρεύεις δικαιοσύνη στη Νέα Υόρκη; Καλή σου τύχη». Έγειρε πίσω στην καρέκλα της και έβγαλε με το νύχι της ένα κομμάτι φαγητού από το δόντι της. «Θα σας δώσω τις πληροφορίες που θέλετε. Η αστυνομία, όπως πάντα, κάνει λάθος. Ο Άλβα Μ πίκμαν δεν δολοφονήθηκε από τον ψυχοπαθή με τα τατουάζ». «Θα μπορούσε να το έχει κάνει κάποια από τις κοπέλες της Ντέλα;» ρώτησε η Τζο. «Ή η ίδια η Ντέλα;» Η Έστερ της έριξε μια περιφρονητική ματιά. «Έχεις κόψει ποτέ το λαρύγγι ενός άντρα;» Η Τζο κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Χρειάζεται δύναμη, ξέρεις. Η Ντέλα είναι ξερακιανή σαν σκουπόξυλο. Ούτε τα κορίτσια της είναι τόσο δυνατά. Η Ντέλα
δεν τις ταΐζει καλά. Τσιγκουνεύεται να χαλάσει λίγα λεφτά παραπάνω. Δεν έχει τις δικές μου προδιαγραφές», ρουθούνισε με απαξίωση, ενώ ένα κανίς στρογγυλοκαθόταν σε μια γωνιά πίσω της. «Υπήρχε κι ένας τέταρτος άντρας στη σκηνή εκείνο το βράδυ. Ο Μ όντφορτ, ο Μ πίκμαν, ο Κιντς, συν ένας ακόμα», συνέχισε. «Αυτό το ξέρω με βεβαιότητα. Μ ου το είπε ένα από τα κορίτσια που δουλεύουν σε εκείνο το άθλιο σπίτι που έχει η Ντέλα. Λούσι τη λένε». Είχα δίκιο, λοιπόν, σκέφτηκε με ικανοποίηση η Τζο. Η Έστερ Αρινόφσκι δυσκολευόταν να αντισταθεί στην ευκαιρία να θάψει μια ανταγωνίστρια. «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Έντι. «Επειδή την πλήρωσα για να μου το πει». «Ο Μ πίκμαν θα συναντιόταν μ’ αυτή την κοπέλα, τη Λούσι;» ρώτησε ο Έντι. «Όχι, σαΐνι μου, με χιμπατζή θα συναντιόταν!» είπε η Έστερ, κουνώντας το κεφάλι. «Και βέβαια θα συναντιόταν με την κοπέλα. Ο Μ πίκμαν την επισκεπτόταν τρεις φορές την εβδομάδα. Είναι δεκαεφτά χρονών. Να το γράψεις αυτό στην εφημερίδα σου!» Ο κύριος Μπίκμαν είχε σχέση με μια κοπέλα στην ηλικία μου. Στην ηλικία της κόρης του. Η Τζο ένιωθε ναυτία στη σκέψη. «Εκείνο το βράδυ είχε αργήσει. Το κορίτσι κοίταζε από το παράθυρο και τον περίμενε. Τον είδε να στέκεται στο πεζοδρόμιο, ένα σπίτι πιο κάτω από της Ντέλα. Μ ιλούσε με τον πλούσιο φίλο του, τον Μ όντφορτ. Όπως στέκονταν εκεί, τους πλησίασαν δύο άντρες. Ο ένας ήταν γεμάτος τατουάζ. Ο άλλος ήταν μεγαλόσωμος. Σύμφωνα με τη Λούσι, ο μεγαλόσωμος ήταν αυτός που έριξε κάτω τον Μ όντφορτ και μαχαίρωσε τον Μ πίκμαν».
«Το είπε στην αστυνομία;» ρώτησε η Τζο. «Τους βοηθάει να βρουν τον άντρα;» «Να βοηθάμε τους μπάτσους; Εμείς;» Η Έστερ έφτυσε στο πάτωμα. «Εμείς τους σιχαινόμαστε. Αυτό είναι ένα πράγμα, το μόνο πράγμα, που η Ντέλα κι εγώ έχουμε κοινό. Παίρνουν τα μισά απ’ όσα βγάζουμε –τα μισά!– και πηγαίνουν με τα κορίτσια δωρεάν». «Μ ήπως η Λούσι είδε το πρόσωπο του μεγαλόσωμου άντρα;» ρώτησε ο Έντι. «Αρκετά καλά για να είναι σίγουρη πως είχε μαύρα μαλλιά και μια ουλή στο μάγουλο», αποκρίθηκε η Έστερ. Η Τζο και ο Έντι κοιτάχτηκαν αναστατωμένοι. «Η Λούσι είπε πως ο άλλος, αυτός με τα τατουάζ, έμοιαζε άρρωστος», πρόσθεσε η Έστερ. «Τρέκλιζε. Φώναζε. Σαν να μην είχε τα λογικά του». Η Τζο το σκέφτηκε για λίγο. Ο Κιντς ούτε τρέκλιζε ούτε έμοιαζε να τα έχει χαμένα το βράδυ που συναντήθηκε με τον Σκάλι. Ήταν απολύτως διαυγής. Η Έστερ τους χαμογέλασε, φανερώνοντας τα δόντια της που ήταν λεκιασμένα από τον καφέ. Το χαμόγελο δεν επηρέασε το βλέμμα της. «Σας δίνω καλές πληροφορίες για όσα συμβαίνουν στο σπίτι της Ντέλα Μ ακΕβόι. Χωρίς χρέωση», είπε. «Αν τις χρησιμοποιήσετε, θα είμαι ευτυχής. Αλλά αν τολμήσετε να γράψετε έστω και μία λέξη για το δικό μου σπίτι, θα στείλω τον Μ πένι να σας κόψει τα χέρια. Και τότε δεν θα ξαναγράψετε ποτέ τίποτα. Είμαστε σύμφωνοι;» «Είμαστε», είπε ο Έντι, και η Τζο βιάστηκε να συμφωνήσει κι αυτή, κουνώντας το κεφάλι της. Είχε δει τον Μ πένι και δεν
αμφέβαλλε ούτε στιγμή πως θα το έκανε. Η Έστερ έστρεψε ξανά την προσοχή της στο βιβλίο της. Ήταν ώρα να φύγουν. Την ευχαρίστησαν κι εκείνη έδειξε πως τους άκουσε με ένα κούνημα του χεριού της. «Ήταν μαζί», ψιθύρισε η Τζο, όταν βγήκαν από το γραφείο της Έστερ. «Ο Κιντς και ο Σημαδεμένος δουλεύουν μαζί!» «Έτσι δείχνουν τα πράγματα», συμφώνησε ο Έντι. «Αλλά μονάχα ο ένας βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα. Πρέπει να είσαι προσεκτική. Υποσχέσου μου πως δεν θα ξαναβγείς μόνη τα βράδια. Υποσχέσου μου τώρα, αλλιώς θα… θα τα πω όλα στη μητέρα σου». Η Τζο γέλασε. «Αλήθεια, Έντι; Θα με κάρφωνες;» «Δεν είναι αστείο, Τζο. Μ άρτυς μου ο Θεός, θα το κάνω. Δεν θέλω να ξυπνήσω ένα πρωί και να ακούσω τον εφημεριδοπώλη να φωνάζει πως βρέθηκες κι εσύ νεκρή σε κάποιο σοκάκι», είπε με σοβαρότητα ο Έντι. «Αυτό δεν γίνεται να σου το υποσχεθώ, Έντι», είπε η Τζο. «Κοντεύω να ανακαλύψω για ποιον λόγο δολοφονήθηκε ο πατέρας μου και είναι αδύνατον να σταματήσω τώρα». Φοβόταν όσο ποτέ τον άνθρωπο που της είχε επιτεθεί, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει σε αυτόν τον φόβο να την εμποδίσει. Και ο Σημαδεμένος θα πρέπει να φοβόταν – μήπως εκείνη και ο Έντι πλησίαζαν τον ίδιο και την αλήθεια. Γι’ αυτό τους είχε επιτεθεί. Ενώ κατευθύνονταν προς την έξοδο, η Τζο διαπίστωσε πως η κίνηση είχε αυξηθεί όση ώρα βρίσκονταν με την Έστερ. Τουλάχιστον πέντε-έξι άντρες επιθεωρούσαν τώρα το εμπόρευμα. Ένας φιλούσε ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι. Ένας άλλος πασπάτευε τα οπίσθια μιας μελαχρινής.
Ο Έντι άρπαξε την Τζο από το χέρι και την τράβηξε μαζί του. Πέρασαν μπροστά από έναν άντρα που καθόταν σε μια καρέκλα και είχε μια ξανθιά κοπέλα στα πόδια του. Η κοπέλα προσπαθούσε να τον δελεάσει. «Έλα, κούκλε», του ψιθύριζε. «Πάμε πάνω. Δεν θα το μετανιώσεις». Έσκυψε για να τον φιλήσει, αλλά εκείνος την έσπρωξε από τα πόδια του. Η κοπέλα προσγειώθηκε άγαρμπα στο πάτωμα, χτυπώντας το κεφάλι της στο τραπέζι. «Θέλω μια ξανθιά, διάολε!» φώναξε ο άντρας, φανερά μεθυσμένος. «Μ ια αληθινή ξανθιά που να μπορεί να το αποδείξει!» Ζαλισμένο, το κορίτσι προσπαθούσε να ανακαθίσει. Η Τζο σταμάτησε έξαλλη και τράβηξε το χέρι της για να το ελευθερώσει. «Τι κάνεις;» ψιθύρισε ο Έντι. Αλλά ήταν πολύ αργά. Η Τζο πλησίασε το κορίτσι και το βοήθησε να σηκωθεί. Έπειτα, στράφηκε στον άντρα με μάτια που έβγαζαν φλόγες και του είπε: «Χρωστάτε μια συγγνώμη σε αυτή την κοπέλα». Τα μάτια του Έντι γούρλωσαν από την έκπληξη. «Τζο! Έλα, πάμε!» είπε. Ο μεθυσμένος κοίταξε την Τζο ξαφνιασμένος. «Τι πράγμα;» είπε. «Μ ε ακούσατε», είπε η Τζο. «Θα θέλατε να συμπεριφερθεί κάποιος στη μητέρα σας, την αδερφή σας ή την κόρη σας όπως συμπεριφερθήκατε εσείς μόλις τώρα σε αυτή τη νεαρή κυρία;» Ο άντρας χαχάνισε δυνατά. «Δεν είναι κυρία, βλαμμένη. Πόρνη είναι!» «Κι εσείς, κύριε», είπε μεγαλόφωνα η Τζο, τόσο που οι πάντες
στο δωμάτιο έμειναν ακίνητοι για να την ακούσουν, «είστε ένα τιποτένιο, μεθυσμένο γουρούνι!» Ο άντρας απάντησε κάτι άσχημο γρυλίζοντας, αλλά η Τζο δεν τον άκουσε. Είχε ήδη κάνει μεταβολή και κατευθυνόταν προς το γραφείο της Έστερ. Η γυναίκα ήταν ακόμα απορροφημένη από τους λογαριασμούς της, όταν την πλησίασε η Τζο. «Σας παρακαλώ, μην αγοράσετε τη Φέι από τον Ράφτη», της είπε. Η Έστερ σήκωσε το βλέμμα. Τα μάτια της στένεψαν. «Πώς το έμαθες αυτό;» Ο Έντι, που είχε προλάβει την Τζο, την άρπαξε από το μπράτσο και προσπάθησε να την τραβήξει, αλλά εκείνη τον έσπρωξε μακριά της. «Αυτό δεν είναι μέρος για τη Φέι. Πέρασε δύσκολη ζωή. Αν έρθει εδώ, η ζωή της θα γίνει δυσκολότερη», είπε η Τζο, παρακαλώντας για τη φίλη της. «Όλες περάσαμε δύσκολη ζωή, αγαπούλα μου. Εδώ πρόκειται για δουλειά. Ανάμεσα σ’ εμένα και τον Ράφτη. Την έχω ήδη αγοράσει. Έκανα τη μεγαλύτερη προσφορά. Η συμφωνία έκλεισε κι εσύ θα πρέπει να κοιτάς τη δουλειά σου». «Έχω εννιακόσια δολάρια», επέμεινε η Τζο. «Θα την αγοράσω από εσάς». Η Έστερ κάγχασε. «Θα ’πρεπε να ’χεις πολύ περισσότερα για να σου την πουλήσω. Είναι νέα και όμορφη. Μ πορεί να δουλέψει τουλάχιστον για μια δεκαετία, αν δεν αρρωστήσει. Θα μου αποφέρει χιλιάδες δολάρια». «Είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη, όμως», διαμαρτυρήθηκε η Τζο, αποκαρδιωμένη με τη μοίρα που περίμενε τη Φέι. «Δεν μπορείτε
να την αγοράζετε και να την πουλάτε. Αυτό είναι δουλεία. Δεν έχετε καμία ηθική;» «Η ηθική είναι πολυτέλεια, αγάπη μου. Και πολύ ακριβή, μάλιστα», είπε η Έστερ. «Μ α–» Η Έστερ τη διέκοψε. Τα μάτια της, ψυχρά και υπολογιστικά, στυλώθηκαν στα μάτια της Τζο. «Ξέρω ποια είσαι, δεσποινίς Τζόουνς», είπε. «Διαβάζω κι εγώ εφημερίδες και βλέπω τις φωτογραφίες. Και ξέρω ότι κι εσύ μόλις πουλήθηκες σε αυτόν που έδωσε την καλύτερη τιμή». Η Τζο ένιωσε σαν να την είχαν χαστουκίσει. «Συγγνώμη;» είπε οργισμένη. «Είσαι αρραβωνιασμένη με τον Έιμπραχαμ Όλντριτς, έτσι δεν είναι; Το δίχως άλλο, η καλή σου η μανούλα –αν της κόβει έστω και λιγάκι– έβαλε στη ζυγαριά την περιουσία και την προοπτική κάθε νεαρού κι εύπορου άντρα στην πόλη και ζύγισε τα λεφτά τους σε σύγκριση με τα προσόντα σου: την ομορφιά και την καλή ανατροφή σου». Η Έστερ έκανε μια παύση για να κάνουν μεγαλύτερη εντύπωση τα λόγια της κι έπειτα συνέχισε: «Σύντομα, αγαπούλα μου, θα κάνεις κι εσύ ακριβώς το ίδιο πράγμα που κάνουν εδώ μέσα τα κορίτσια, με τη διαφορά πως εσύ δεν θα πληρώνεσαι». Η Τζο, με τα μάγουλα της να καίνε, ένιωθε πολύ ταπεινωμένη για να απαντήσει. Ο Έντι την άρπαξε ξανά από το μπράτσο, κι αυτή τη φορά η Τζο τον άφησε να την τραβήξει μακριά. «Δεν ήταν καθόλου σωστό αυτό που είπε η Έστερ. Ξέχνα το», της είπε, όταν βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο. «Ήταν σκληρό και απαίσιο και δεν είναι αλήθεια».
Η Τζο μόλις που τον άκουγε. Αντί για τη δική του φωνή, άκουγε τη φωνή της μητέρας της. Δεν είναι συνετό να λείπει κανείς από την αγορά για πολύ καιρό, είχε πει τη βραδιά της Χοροεσπερίδας των Νεαρών Χορηγών. Και τη φωνή της Νόνας, στο Χέροντεϊλ: Εμείς παντρευόμαστε με το μυαλό, όχι με την καρδιά, προκειμένου να διαιωνίσουμε τις οικογένειες και τις περιουσίες μας. Και ξαφνικά, η Τζο συνειδητοποίησε τι πραγματικά ήταν ο αρραβώνας της με τον Μ πραμ: μια εμπορική συμφωνία. Και η ίδια ήταν το προϊόν που είχε αλλάξει χέρια. Δεν αγαπούσε τον Μ πραμ. Ούτε εκείνος την αγαπούσε. Νοιαζόταν για εκείνη με τον τρόπο του, κι αυτή το ίδιο. Δεν ήταν έρωτας, όμως. Δεν ήταν αυτό που ένιωθε για τον Έντι. «Απλώς προσπαθούσε να σε κάνει να αισθανθείς άσχημα για να φύγεις. Ήταν λάθος της που το είπε και–» Η Τζο, με τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές, γύρισε προς το μέρος του φωνάζοντας: «Αχ, Έντι, κλείσ’ το πια!» Ο Έντι έμεινε αποσβολωμένος. «Ωραία, ευχαριστώ. Απλώς προσπαθούσα να–» «Ε, σταμάτα να προσπαθείς! Δεν καταλαβαίνεις; Αυτό που είπε η μαντάμ Έστερ δεν ήταν σκληρό ούτε βαρύ. Ήταν σωστό». Η Τζο δεν περίμενε τον Μ πένι να της ανοίξει την πόρτα· έσπρωξε και την άνοιξε μόνη της. Έξω στον δρόμο, ο Έντι εντόπισε μια άδεια άμαξα και τη σταμάτησε. Ο οδηγός πλεύρισε το πεζοδρόμιο και ο Έντι του έδωσε τη διεύθυνση της Τζο. Εκείνη προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό της καθώς επιβιβαζόταν, για να μη δει ο Έντι τα δάκρυα που ανάβλυζαν στα μάτια της, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Έντι της έγνεψε να κατεβάσει το τζάμι και της
έδωσε το μαντίλι του. «Το ήξερες πως η Φέι με έσωσε κάποτε;» τον ρώτησε, σφουγγίζοντας τα μάτια της. «Ήμουν στο Μ προύκλιν για να επισκεφτώ τον κύριο Μ άρκαμ. Παραλίγο να με ληστέψουν και να με πετάξουν στο ποτάμι. Εκείνη με γλίτωσε. Ύστερα, διασχίσαμε με τα πόδια τη γέφυρα του Μ προύκλιν. Συζητήσαμε για…» Δίστασε, καθώς δεν ήθελε να του δείξει πως είχαν μιλήσει για εκείνον. «… για το δικαίωμα της επιλογής», είπε τελικά. «Τη ρώτησα ποιο ήταν το καλύτερο πράγμα στον κόσμο κατά τη γνώμη της και εκείνη απάντησε “η ελευθερία”. Η ελευθερία, Έντι». «Αχ, Τζο». Ο Έντι σκέπασε το χέρι της με το δικό του. «Θέλω να είμαι ελεύθερη. Γιατί ποτέ δεν είναι ελεύθερος κανείς; Ούτε η Φέι, ούτε η Έλενορ Όουενς, ούτε τα κορίτσια στο σπίτι της Έστερ. Ούτε–» «Ούτε εσύ», συμπλήρωσε ο Έντι. Και τότε, ο οδηγός πλατάγισε το καμουτσίκι του και η άμαξα άρχισε να απομακρύνεται αργά. 7 ΣτΜ: Φιλέτο, στα αγγλικά.
72 «Τα παραφουσκωμένα μανίκια κάνουν τις νεαρές κοπέλες να δείχνουν μεγαλύτερες», είπε η μαντάμ Γκαβάρ. «Προτείνω χαμηλή κόμμωση, μπούστο με μύτη, και φούστα με σούρες και μια λογική ουρά. Ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά σε μήκος, όχι παραπάνω». «Συμφωνώ», είπε η Άννα. «Οι ουρές έχουν καταντήσει γελοίες. Η μεγαλύτερη κόρη των Άνταμς, για παράδειγμα, που παντρεύτηκε πέρσι, είχε φτάσει στην Αγία Τράπεζα ενώ η ουρά του νυφικού της κυριολεκτικά βρισκόταν ακόμα στην άμαξα!» Η Τζο κοιτάχτηκε στον θεόρατο επίχρυσο καθρέφτη της μαντάμ Γκαβάρ. Βρισκόταν στο ατελιέ της μοδίστρας και δοκίμαζε νυφικά. Η Άννα έριξε μια ματιά στο όμορφο ζωγραφιστό ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο και συνοφρυώθηκε. «Μ πορείτε να φέρετε ένα βέλο, σας παρακαλώ, μαντάμ Γκαβάρ; Αχ, μακάρι να ήταν εδώ η Μ άντλεν για να μας δώσει μια γνώμη. Αναρωτιέμαι γιατί άργησε τόσο πολύ». Στράφηκε στην Τζο και ρώτησε, σχεδόν σαν να το είχε σκεφτεί εκ των υστέρων: «Εσένα πώς σου φαίνεται το νυφικό, Τζόζεφιν;» «Είναι πολύ όμορφο», απάντησε υπάκουα η Τζο.
«Είναι παραπάνω από όμορφο. Μ οιάζεις με νεράιδα!» «Συγγνώμη, μαμά. Είχα αλλού το μυαλό μου. Είναι πανέμορφο». Ένας μορφασμός ανησυχίας γέμισε ρυτίδες το πρόσωπο της Άννας. «Είσαι καλά; Τι συμβαίνει;» Από την προηγούμενη μέρα, αφότου η Έστερ της ξεφούρνισε κατάμουτρα την πικρή αλήθεια, η Τζο ήταν ανήσυχη, νευρική και ανίκανη να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, εκτός από εκείνα τα λόγια. Η Έστερ της είχε ανοίξει τα μάτια. Ο αρραβώνας της ήταν πράγματι μια εμπορική συμφωνία. Αγαπούσε τον Έντι και την αγαπούσε κι εκείνος. Κι όμως, βρισκόταν εδώ, να δοκιμάζει το νυφικό που θα φορούσε για να παντρευτεί τον Μ πραμ. Ο γάμος δεν ήταν χορός, πάρτι ή καλοκαιρινό φλερτ. Ήταν κάτι που διαρκούσε για πάντα. Από τη στιγμή που θα ξεστόμιζε τους όρκους της στον Μ πραμ, το μόνο που θα απέμενε από τον Έντι θα ήταν οι αναμνήσεις. Μ όλις πριν από λίγες εβδομάδες, στη σχολή, στενοχωριόταν στη σκέψη πως η Τρούντι θα παντρευόταν έναν άντρα που δεν αγαπούσε. Και τώρα, έκανε κι εκείνη ακριβώς το ίδιο. Τα πρωινά που θα περνούσε στο κρεβάτι, παρέα με έναν δίσκο με το φαγητό της. Τα γεύματα με τις φίλες. Τα απογεύματα που θα αφιέρωνε σε περιπάτους στο πάρκο ή στο κέντημά της. Αυτή θα ήταν η ζωή της. Θα δειπνούσε με τον Μ πραμ. Κι ύστερα, όταν η ανιαρή μέρα θα περνούσε επιτέλους, θα έπεφτε στο κρεβάτι για να σκαρώσει όλα εκείνα τα μωρά που λαχταρούσε η Νόνα. «Έρωτα» το αποκαλούσαν; Μ α δεν θα έπρεπε να είναι κανείς ερωτευμένος για να κάνει έρωτα; Δεν μπορούσε να το δεχτεί. Δεν γινόταν να το δεχτεί. Θα
μιλούσε στη μητέρα της. Αμέσως, μάλιστα. Θα της έλεγε πως σκόπευε να χωρίσει με τον Μ πραμ, επειδή αγαπούσε κάποιον άλλον. Το δίχως άλλο, η μητέρα της θα καταλάβαινε. «Είναι του γούστου σου το νυφικό; Είναι αυτό που ήθελες;» ρώτησε η μητέρα της. «Μ πορεί και να έχεις δίκιο. Σου ταιριάζει το στιλ του, αλλά έχει κάτι που δεν σου πάει». «Το βέλο, κυρία Μ όντφορτ», είπε η μαντάμ Γκαβάρ, γυρίζοντας στο δωμάτιο με ένα κομμάτι δαντέλα. «Περιμένετε μια στιγμή, σας παρακαλώ. Βγάλτε της το νυφικό», διέταξε. «Κάτι δεν στρώνει καλά. Πρέπει να της σφίξετε κι άλλο τον κορσέ». «Μ αμά, πρέπει να σου πω κάτι», ψιθύρισε η Τζο, με φωνή πνιγμένη από τη συγκίνηση. Ένιωθε τα σβέλτα δάχτυλα της μαντάμ Γκαβάρ στην πλάτη της, να ξεκουμπώνουν τα κουμπιά του νυφικού. Η Τζο είχε ανάγκη να πει στη μητέρα της την αλήθεια. Για τα άρθρα που ήθελε να γράφει. Και για τον άντρα που ήθελε να αγαπήσει. Για τη ζωή που ήθελε να ζήσει. Τα συναισθήματά της μαίνονταν μέσα της σαν τυφώνας, γίνονταν πιο δυνατά, προσπαθούσαν να βρουν έναν τρόπο για να ξεσπάσουν. «Τι συμβαίνει, Τζόζεφιν;» ρώτησε η μητέρα της. «Δεν μπορώ να παντρευτώ». Η μητέρα της χαμογέλασε με κατανόηση και, για μια φευγαλέα στιγμή, η Τζο πίστεψε πως όλα θα πήγαιναν καλά. «Μ ην είσαι ανόητη. Και βέβαια μπορείς. Είσαι απλώς αγχωμένη, αυτό είναι όλο. Συμβαίνει σε όλες τις μέλλουσες νύφες», είπε η Άννα, γκρεμίζοντας τις ελπίδες της κόρης της. «Όχι, είναι κάτι σοβαρότερο», επέμεινε η Τζο. «Δεν γίνεται να
παντρευτώ. Δεν αγαπάω–» «Σταμάτα τώρα αμέσως», διέταξε η Άννα, απαλά αλλά σταθερά. «Σου απαγορεύω να πεις έστω και μία άλλη λέξη γι’ αυτό το ζήτημα. Κατανοώ ότι μπορεί να είσαι αγχωμένη, αλλά δεν θα πρέπει να ενδίδεις στο άγχος σου. Το μόνο που θα καταφέρεις αν συνεχίσεις να σκέφτεσαι δυσάρεστα πράγματα θα είναι να ταραχτείς, και δεν πρέπει να ταραχτείς άλλο. Όχι με όλα αυτά που περάσαμε τις τελευταίες εβδομάδες. Όχι με έναν επικείμενο γάμο». «Μ αμά, άκουσέ με. Σε παρακαλώ», φώναξε η Τζο. «Δεν θέλω να παντρευτώ!» «Τζόζεφιν, αρκετά!» Τα αυστηρά λόγια της μητέρας της αντήχησαν στο ήσυχο δωμάτιο. Η Τζο σταμάτησε να μιλάει, ταραγμένη. Η μητέρα της δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή της. Ποτέ. Η Τζο είδε θυμό να λάμπει στα μάτια της. Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα – φόβος. Γιατί; αναρωτήθηκε η Τζο, μπερδεμένη. Τι φοβάται; Ό,τι κι αν ήταν, κατέληξε η Τζο, δεν θα ήταν ικανό να τη σταματήσει. Ήταν αποφασισμένη να κερδίσει αυτή τη μάχη. Προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα της για να επιχειρηματολογήσει, ωστόσο, όρμηξε στο δωμάτιο η θεία της. «Αχ, Άννα, καλή μου! Εδώ είσαι!» είπε. Ήταν λαχανιασμένη και κοκκινισμένη. «Και βέβαια εδώ είμαι», είπε η Άννα και στράφηκε προς το μέρος της. «Γιατί άργησες τόσο; Και γιατί είσαι κόκκινη;» Η θεία της Τζο κάθισε απέναντι από τη μητέρα της, μέσα σε μια δίνη από μετάξια και γούνες. Μ ια βοηθός της μαντάμ Γκαβάρ της έφερε αμέσως ένα φλιτζάνι τσάι. «Ευχαριστώ», είπε η Μ άντλεν και έδωσε στην κοπέλα την
εσάρπα της. «Θα κρατήσω το παλτό μου προς το παρόν. Έχω ξεπαγιάσει. Δεν μπορώ να πάψω να τρέμω. Πέρασα μεγάλο σοκ». «Τι συμβαίνει, θεία Μ άντι;» ρώτησε η Τζο, αφήνοντας κατά μέρος τη δική της στενοχώρια. «Αχ, Τζο! Δεν σε είδα», είπε η Μ άντι, φέρνοντας το χέρι της στο στήθος της που σκαμπανέβαζε. «Μ οιάζεις με άγγελο, καλή μου». Στράφηκε στη μαντάμ Γκαβάρ. «Μ πορούμε να έχουμε ένα λεπτό μόνες, παρακαλώ;» Είχε ειπωθεί ως ερώτηση, αλλά αναμφίβολα ήταν προσταγή. Η μοδίστρα κατέβασε το κεφάλι. Έκανε νόημα στη βοηθό της και βγήκαν και οι δύο από το δωμάτιο, κλείνοντας τις διπλές πόρτες πίσω τους. Η Τζο πλησίασε τη μητέρα και τη θεία της, που κάθονταν σε δύο πολυθρόνες κοντά σε ένα χαμηλό τραπέζι, και κάθισε κι αυτή. «Μ άντλεν, τι συμβαίνει; Μ ε κάνεις κι ανησυχώ», είπε η Άννα. «Αχ, Άννα! Αυτός ο τρελός, ο Κιντς, αυτός που σκότωσε τον Άλβα, αυτοκτόνησε!» είπε χωρίς ανάσα η Μ άντλεν. «Τον βρήκαν σήμερα το πρωί. Κρεμάστηκε με τη ζώνη του στο κελί του». «Τι φριχτό!» είπε η μητέρα της Τζο. Η Τζο ένιωσε να βουλιάζει στην πολυθρόνα της. Πάει ο Κιντς. Ήταν νεκρός. Η Τζο χρειαζόταν απαντήσεις που μόνο εκείνος ήταν σε θέση να της δώσει. Τώρα, δεν θα τις έπαιρνε ποτέ. «Μ ίλησε στην αστυνομία, θεία Μ άντι;» ρώτησε, διατηρώντας πεισματικά τις ελπίδες της. «Τους είπε τίποτα;» «Ναι. Η αστυνομία λέει πως ομολόγησε τον φόνο του Άλβα και τη χθεσινοβραδινή επίθεση εναντίον του Φίλιπ. Μ ίλησε στον νοσοκόμο που τον είχε αναλάβει. Τον έτρωγαν οι τύψεις, προφανώς, και τον τρόμαζε η προοπτική της δίκης».
Η Τζο ανακάθισε. Δεν μπορεί να είναι έτσι, σκέφτηκε. Ο Όσκαρ είπε πως ήταν αδύνατον να το έχει κάνει ο Κιντς, επειδή ο δολοφόνος του Μπίκμαν είναι αριστερόχειρας, ενώ ο Κιντς είναι δεξιόχειρας. Για ποιον λόγο θα ομολογούσε ένα έγκλημα που δεν είχε κάνει; Θα πήγαινε να δει τον Έντι αμέσως μόλις της δινόταν η ευκαιρία, για να μάθει αν εκείνος γνώριζε κάτι περισσότερο. «Σύμφωνα με τον νοσοκόμο, ο Κιντς ήταν μορφινομανής και ενδέχεται στη διάρκεια της επίθεσης να είχε κάποια κρίση οργής, από αυτές που προκαλούν τα ναρκωτικά», εξήγησε η Μ άντλεν. Άπλωσε να πιάσει το χέρι της Άννας, έπειτα της Τζο. «Φοβάμαι ότι υπάρχουν κι άλλα νέα», είπε με σοβαρό τόνο. «Ο Κιντς ομολόγησε επίσης πως σκότωσε τον Ρίτσαρντ Σκάλι–» «Αχ, όχι, Μ άντι. Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα άλλο», είπε η Άννα, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια της. «–όπως και τον λατρεμένο μας Τσαρλς». Η Άννα κούνησε το κεφάλι, παλεύοντας να ελέγξει τα συναισθήματά της. «Να υποθέσω ότι τα νέα μαθεύτηκαν ήδη στις εφημερίδες;» ρώτησε, ανοίγοντας τα μάτια. «Δεν έχεις ιδέα τι γίνεται εκεί έξω, Άννα. Λες και ολόκληρη η πόλη μετατράπηκε σε κάποιου είδους παρανοϊκή χορωδία από εφημεριδοπώλες που τσιρίζουν διαρκώς», είπε η Μ άντλεν. «Διαλαλούν τα πρωτοσέλιδα από άκρη σε άκρη στα πεζοδρόμια». Ξαφνικά, η φαινομενική ηρεμία της Άννας διαλύθηκε. Έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές. «Πρέπει, λοιπόν, να τα ακούμε ξανά και ξανά», είπε με πίκρα. «Λες και δεν ήταν αρκετά σκληρό που τον χάσαμε… Και τώρα αυτό… ένας φόνος… κάποιος τον δολοφόνησε… κάποιος δολοφόνησε τον άντρα μου… δεν μπορώ–»
Ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Πίεσε το ελεύθερο χέρι της στο στόμα της, θαρρείς για να εμποδίσει τους λυγμούς που ακολουθούσαν, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την οδύνη της. Μ ε ένα σιγανό βογκητό πόνου, διπλώθηκε στα δύο. Η Τζο έτρεξε δίπλα της και πέρασε το μπράτσο της γύρω της, ξεχνώντας τα ερωτήματά της για την ομολογία του Κιντς μπροστά στον πόνο της μητέρας της. Δεν είχε δει ποτέ τη στωική, συγκρατημένη μητέρα της να κλαίει, και αυτό που αντίκριζε τώρα τη συγκλόνιζε και τη φόβιζε συνάμα. Θυμήθηκε τη δική της θλίψη όταν ανακάλυψε την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα της και ευχήθηκε να μπορούσε να κάνει κάτι για να αποδιώξει τον πόνο της μητέρας της και να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Θα έκανε τα πάντα. «Λυπάμαι, Άννα. Λυπάμαι τόσο, μα τόσο πολύ», ψιθύρισε η Μ άντλεν. Λίγες στιγμές αργότερα, η μητέρα της ίσιωσε ξανά το σώμα της. Η όψη της φανέρωνε τη συντριβή της. Τα μάτια της ξεχείλιζαν πόνο. Έμοιαζε εντελώς αβοήθητη. «Πώς μπορεί να προχωρήσει κανείς;» αναρωτήθηκε. «Πώς μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του ύστερα από κάτι τέτοιο;» Η φωνή της, τόσο σιγανή και απορημένη, ράγισε την καρδιά της Τζο. Η Μ άντλεν την έπιασε ξανά από το χέρι. «Κοιτάζοντας μπροστά, Άννα, όχι πίσω», είπε με αποφασιστικότητα. «Βλέποντας αυτό που ο Τσαρλς άφησε πίσω του –την όμορφη Τζο μας– να κάνει τα πρώτα της βήματα στο μέλλον, έχοντας στο πλευρό της έναν θαυμάσιο σύντροφο. Ταχταρίζοντας τα παιδιά τους στα γόνατά μας, αντικρίζοντας στα πρόσωπά τους τον Τσαρλς,
γνωρίζοντας πως όλα όσα ήταν, όλα όσα πρέσβευε, η καλοσύνη του και η ευγένειά του, θα συνεχίσουν να ζουν». Η Άννα έγνεψε μαραζωμένη. «Πρέπει να είμαστε δυνατές, Άννα. Αυτή η φρίκη θα περάσει. Θα έρθει η άνοιξη και θα έχουμε έναν πανέμορφο γάμο στο Χέροντεϊλ. Ένα όμορφο ζευγάρι να συγχαρούμε και μια καινούρια αρχή να γιορτάσουμε. Και θα είναι όλα υπέροχα, δεν θα είναι, Τζο;» Η Τζο κοίταξε το γεμάτο ελπίδες πρόσωπο της θείας της. Είδε τη μητέρα της –πάντοτε τόσο αλύγιστη, πάντοτε τόσο δυνατή– να παλεύει σαν πληγωμένο ζώο. Κι ένιωσε όλη την αποφασιστικότητά της να θαμπώνει και να σβήνει. Πώς ήταν δυνατόν να ραγίσει την καρδιά της μητέρας της; Την καρδιά ολόκληρης της οικογένειάς της; «Ναι, θεία Μ άντι», είπε, παντελώς ηττημένη. Θα είναι όλα υπέροχα».
73 Το ψιλόβροχο έπεφτε απαλά πάνω στη μαύρη ομπρέλα της Τζο και νότιζε τον ποδόγυρο του μαύρου παλτού της. «Ακόμα μια κηδεία. Ακόμα ένα μέλος του κύκλου μας στο χώμα. Κατά πώς φαίνεται, δεν θα τα βγάλουμε ποτέ τα μαύρα», μονολογούσε ο θείος της. Έβγαιναν από το κοιμητήριο της Εκκλησίας του Ελέους περπατώντας πιασμένοι από το μπράτσο, μαζί με δεκάδες άλλους. Πριν από λίγα λεπτά είχαν σταθεί πάνω από το μνήμα του Άλβα Μ πίκμαν, ενώ το φέρετρο κατέβαινε στο χώμα. Φωνές έσκιζαν τώρα τον αέρα. Έξω από τις πόρτες του νεκροταφείου, οι εφημεριδοπώλες διαλαλούσαν τα πρωτοσέλιδα της μέρας. «Σήμερα η κηδεία του Μ πίκμαν!» «Το τρίτο θύμα του αποτρόπαιου δολοφόνου με τα τατουάζ αναπαύεται στην τελευταία του κατοικία!» «Φόνοι και χάος στο Μ ανχάταν!» «Μ έχρι και εδώ, καμία γαλήνη για τους εκλιπόντες», σχολίασε ξερά ο θείος της. «Καμία και για τους ζωντανούς». Η ιστορία για την ομολογία και την αυτοκτονία του Κιντς είχε μαθευτεί την προηγουμένη και, έκτοτε, οι εφημεριδοπώλες δεν
είχαν ησυχάσει ούτε στιγμή. Ένας ψυχοπαθής, ονόματι Κιντς, είχε δολοφονήσει τρεις από τους μετόχους της Βαν Χάουτεν. Για ποιον λόγο, όμως; Αυτό ήθελε να μάθει ολόκληρη η Νέα Υόρκη κι αυτό τους πρόσφεραν με χαρά οι εφημερίδες – όλες, εκτός από τη Στάνταρντ. Ένας εκπρόσωπος του Ντάρκμπραϊαρ –κάποιος κύριος Έλσγουορθ– είχε δηλώσει στον Τύπο πως από τη στιγμή που είχαν φέρει στο άσυλο τον Κιντς και μέχρι τη νύχτα του θανάτου του, σαράντα οχτώ ώρες αργότερα, αρκετοί γιατροί είχαν προσπαθήσει να τον λογικέψουν, αλλά είχε σταθεί αδύνατο. Ο Κιντς τη μια στιγμή παραληρούσε και την αμέσως επόμενη γινόταν σχεδόν κατατονικός. Είχαν προσπαθήσει να τον εξετάσουν, αλλά, όταν ένας νοσοκόμος προσπάθησε να του βγάλει τα ρούχα, ο Κιντς εξαγριώθηκε σε τέτοιο βαθμό, που προσπάθησε να τον σκοτώσει. Ο ίδιος νοσοκόμος, ονόματι Φράνσις Μ άλον, εξέφρασε την άποψη πως ο Κιντς βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Είχαν αποφασίσει να περιμένουν μια-δυο μέρες, ώσπου να καθαρίσει ο οργανισμός του Κιντς από την όποια ουσία, κι ύστερα οι γιατροί θα προσπαθούσαν ξανά να τον ανακρίνουν. Δυστυχώς, προτού συμβεί αυτό, ο Κιντς είχε αυτοκτονήσει στο κελί του, χρησιμοποιώντας τη ζώνη του για να κρεμαστεί από τα κάγκελα του παραθύρου του. Οι εφημερίδες ανέφεραν πως ο Κιντς ήταν πνευματικά διαυγής τη νύχτα του θανάτου του και είχε ικετεύσει τον Μ άλον να μείνει μαζί του για να ξαλαφρώσει από το φορτίο του. Ο Μ άλον δέχτηκε και ο Κιντς του διηγήθηκε την ιστορία του. Είπε πως ήταν πρώην υπάλληλος της Βαν Χάουτεν και είχε μπαρκάρει με αρκετά από τα
πλοία της εταιρείας. Η αστυνομία ζήτησε από τον Φίλιπ Μ όντφορτ να επιβεβαιώσει αυτόν τον ισχυρισμό. Εκείνος απάντησε πως του ήταν αδύνατον να θυμηθεί το όνομα του Κιντς ή το πρόσωπό του, αλλά το δίχως άλλο ήταν πιθανό να είχε εργαστεί για την εταιρεία. Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος δεν γνώριζε τα πρόσωπα και τα ονόματα όλων των ατόμων που ταξίδευαν με τα πλοία τους. Ο Κιντς ισχυρίστηκε πως η Βαν Χάουτεν τον είχε αποκλείσει από μια τεράστια περιουσία και ήταν αποφασισμένος να πάρει την εκδίκησή του. Όταν ο Μ άλον τον ρώτησε τι είδους περιουσία ήταν αυτή, εκείνος του απάντησε πως ήταν ένα σεντούκι γεμάτο θησαυρούς. Ο Μ άλον εξέφρασε τη δυσπιστία του και ο Κιντς έγινε έξαλλος. Του είπε πως είχε μάθει τη διεύθυνση του Τσαρλς Μ όντφορτ και είχε πάει στο σπίτι του ένα βράδυ, με σκοπό να πάρει πίσω τον θησαυρό του. Ο Τσαρλς τον αναγνώρισε και τον άφησε να μπει. Πήγαν στο γραφείο του, όπου ο Τσαρλς καθάριζε ένα περίστροφο. Ο Κιντς απαίτησε τον θησαυρό του, αλλά ο Τσαρλς του απάντησε πως δεν μπορούσε να του τον δώσει. Τότε, ο Κιντς άρπαξε το περίστροφο, το οποίο ο Τσαρλς είχε ακουμπήσει στο γραφείο του, και τον πυροβόλησε. Τρομαγμένος, έβαλε το περίστροφο στα χέρια του Τσαρλς για να το κάνει να μοιάζει με ατύχημα ή με αυτοκτονία – οτιδήποτε, εκτός από δολοφονία. Ύστερα, δραπέτευσε σκαρφαλώνοντας στο παράθυρο, απ’ όπου πήδηξε στο έδαφος. Ο Κιντς είπε ακόμα στον Μ άλον πως είχε πλησιάσει τον Ρίτσαρντ Σκάλι στην αποβάθρα της Βαν Χάουτεν, τον είχε χτυπήσει στο κεφάλι αφήνοντάς τον αναίσθητο, και στη συνέχεια τον είχε πετάξει στο νερό. Είχε κόψει το λαρύγγι του Άλβα
Μ πίκμαν και είχε προσπαθήσει να κάνει το ίδιο με τον Φίλιπ Μ όντφορτ. Το συμπέρασμα ήταν πως ο Κιντς ήταν ψυχοπαθής και δεν επιδεχόταν καμία βοήθεια. Κανείς στο Ντάρκμπραϊαρ δεν είχε μπορέσει να ανακαλύψει ποιος ήταν στην πραγματικότητα, από πού ερχόταν ή τι ήταν αυτό που τον είχε οδηγήσει σε αυτή την ψυχική κατάρρευση. Ο νοσοκόμος είχε ετοιμάσει τη σορό του και τον είχαν θάψει, ντυμένο με τα ρούχα που φορούσε κατά τη σύλληψή του, στο μοναχικό νεκροταφείο του Ντάρκμπραϊαρ. Κανείς δεν είχε παραστεί στην κηδεία. «Ελπίζω να μην ξαναβρεθώ για αρκετό καιρό σε νεκροταφείο», έλεγε τώρα ο Φίλιπ. «Πώς νιώθεις;» ρώτησε η Τζο. Είχε μια άσχημη μελανιά στο μάγουλο, στο σημείο όπου τον είχαν χτυπήσει, και το τραύμα από τη μαχαιριά στο στήθος του δεν είχε κλείσει ακόμα. «Πολύ καλά. Και χαίρομαι αφάνταστα που τέλειωσαν όλα αυτά. Σε λίγες μέρες οι εφημερίδες θα βαρεθούν αυτή την ιστορία, τα πράγματα θα ηρεμήσουν κι εμείς θα συνεχίσουμε τη ζωή μας». «Ώστε δεν θα χρειαστεί να νοικιάσουμε κάποιο σπίτι στην εξοχή;» ρώτησε η Τζο, πειράζοντάς τον τρυφερά. Θυμόταν την απειλή του να φύγουν από την πόλη, αν οι δημοσιογράφοι συνέχιζαν να τους καταδιώκουν. «Ελπίζω πως όχι», της απάντησε χαμογελώντας. «Τα χειρότερα θα περάσουν σε λίγο». Σκέπασε το χέρι της με το δικό του και το χαμόγελό του έσβησε. «Τζόζεφιν, υπήρξα αμελής. Θέλω να σε ευχαριστήσω». «Για ποιο πράγμα, θείε Φίλιπ;» ρώτησε η Τζο, σαστισμένη με την ξαφνική σοβαρότητα στη φωνή του.
«Που με προειδοποίησες», της απάντησε. «Έπρεπε να σε είχα ακούσει με μεγαλύτερη προσοχή όταν μου είπες πως είδες έναν παράξενο άντρα έξω από το σπίτι σου. Ήμουν τόσο βέβαιος πως ο Τσαρλς είχε αυτοκτονήσει, που δεν είχα χώρο στο μυαλό μου για οποιαδήποτε άλλη εξήγηση. Έκανα λάθος, Τζο. Ένα επικίνδυνο λάθος. Αλλά φτάσαμε στην αλήθεια, επιτέλους, και αποδόθηκε κάποιου είδους δικαιοσύνη για τον Τσαρλς, τον Ρίτσαρντ και τον Άλβα. Ας το αφήσουμε εκεί». Ναι, σκέφτηκε η Τζο. Ας το αφήσουμε εκεί. Ήταν πιο εύκολο να σταματήσει να σκαλίζει τα πράγματα, να σταματήσει να ψάχνει, να πάψει να κάνει ερωτήσεις για τις οποίες δεν υπήρχαν απαντήσεις. Αν μόνο μπορούσε να το κάνει… Θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αποχωριστεί ένα κομμάτι της – το ανήσυχο κομμάτι της, εκείνο που βρισκόταν διαρκώς σε αναζήτηση. Θα έπρεπε να αποχωριστεί πολλά κομμάτια του εαυτού της στις εβδομάδες και στους μήνες που θα ακολουθούσαν. Εκείνη τη μέρα στο ατελιέ της μαντάμ Γκαβάρ, είχε πάρει την απόφαση να κάνει το καθήκον της προς τη μητέρα της και την οικογένειά της και να παντρευτεί τον Μ πραμ. Και τώρα, όπως και για όσο της ήταν γραφτό να ζήσει, όφειλε να τιμήσει αυτή την απόφαση. Ωστόσο, τα ερωτήματα παρέμεναν. Και την κατέτρωγαν. «Κι εγώ θα ήθελα να το αφήσω εκεί, θείε Φίλιπ», είπε. «Αλλά υπάρχουν ακόμα τόσες απαντήσεις που θα ήθελα να έχω. Ξέρω τώρα με ποιον τρόπο δραπέτευσε ο δολοφόνος του μπαμπά ενώ η πόρτα του γραφείου του ήταν κλειδωμένη από μέσα – κάτι είναι κι αυτό. Αλλά η ομολογία του Κιντς δεν εξηγεί τη σφαίρα που βρήκα κάτω από τις κουρτίνες». «Μ πορεί να έπεσε του πατέρα σου, ένας Θεός ξέρει πότε, Τζο.
Και κατά λάθος να την κλότσησε ο ίδιος κάτω από τις κουρτίνες». «Μ πορεί», είπε η Τζο. «Αλλά τι λες για τη διαβεβαίωση του Όσκαρ Έντουαρντς πως ο δολοφόνος του Μ πίκμαν ήταν αριστερόχειρας, ενώ ο Κιντς ήταν δεξιόχειρας;» Η Τζο συνέχιζε να χρησιμοποιεί τον φανταστικό ντετέκτιβ κάθε φορά που ήθελε να θέσει δυσκολότερα ερωτήματα. Είχε επισκεφτεί μέρη για τα οποία δεν είχε μιλήσει ποτέ στον θείο της, και το νεκροτομείο ήταν ένα από αυτά. «Δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτό. Μ πορώ να σου πω μόνο όσα θυμάμαι – τον Κιντς να με γρονθοκοπά και ύστερα να ρίχνεται σ’ εμένα και τον Άλβα με μαχαίρι», εξήγησε ο Φίλιπ. Η Τζο θυμόταν τον ισχυρισμό του Όσκαρ πως ο θείος της είχε δεχτεί δύο χτυπήματα στο κεφάλι και, κατά συνέπεια, δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Ίσως το μόνο που θυμόταν όλο κι όλο από την επίθεση να ήταν ο Κιντς, και όχι ο άνθρωπος με την ουλή. Η Τζο θυμόταν και τη βεβαιότητα του Όσκαρ πως ο Κιντς δεν θα μπορούσε να είναι ο δολοφόνος του Μ πίκμαν. Η ίδια τον είχε πιστέψει, όμως ο Έντι έλεγε πως οι περισσότεροι άνθρωποι απέρριπταν τις θεωρίες του. Μ ήπως είχε βιαστεί να του δείξει εμπιστοσύνη; Κι αν έκανε λάθος; Το γεγονός πως ο Κιντς ήταν δεξιόχειρας σίγουρα δεν θα τον εμπόδιζε να πυροβολήσει τον πατέρα της ή να χτυπήσει τον Ρίτσαρντ Σκάλι στο κεφάλι. Είπε στον εαυτό της πως ο Όσκαρ έκανε λάθος. Και έβαλε τα δυνατά της να το πιστέψει. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν μυριάδες άλλες ερωτήσεις που έμεναν αναπάντητες. «Τι γίνεται με την Έλενορ Όουενς και τους καταλόγους;» ρώτησε τον θείο της. «Τι μετέφερε το Μ ποναβεντούρε; Και ποιος ήταν ο άνθρωπος με την ουλή που
επιτέθηκε στον Όσκαρ Έντουαρντς;» Και σ’ εμένα, πρόσθεσε σιωπηλά. «Δεν νομίζω πως θα το μάθουμε ποτέ», απάντησε ο Φίλιπ. Απορροφημένη από τα ερωτήματα που παρουσιάζονταν, η Τζο δεν διέκρινε την κούραση στη φωνή του θείου της. «Αυτό που με στοιχειώνει πάνω απ’ όλα», συνέχισε, «είναι η θλίψη του μπαμπά. Εσύ ο ίδιος είπες πως ένιωθε απόγνωση προτού πεθάνει. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω, ούτε την αίσθηση πως η απελπισία του είχε κάποια σχέση με τον θάνατό του. Το κλωθογυρίζω στο μυαλό μου και πάντα καταλήγω στο ίδιο σημείο, στη θλίψη του μπαμπά». Ξαφνικά, ο Φίλιπ σταμάτησε να περπατάει. «Τζόζεφιν, γιατί επιμένεις να γυρεύεις το σκοτάδι;» ρώτησε νευρικά. «Δεν μας φτάνει αυτό που μας βρήκε;» Επειδή θέλω απαντήσεις, θείε Φίλιπ, θέλω την αλήθεια, ήθελε να φωνάξει η Τζο. Επειδή έτσι είμαι φτιαγμένη! Αντί γι’ αυτό, είπε: «Σε αναστάτωσα, θείε Φίλιπ. Συγγνώμη». «Σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, Τζόζεφιν», είπε ο θείος της, με πρόσωπο ζαρωμένο από την αγωνία. «Η θλίψη του πατέρα σου δεν ήταν παρά μια σύμπτωση. Όλοι περνάμε εποχές όπου δεν είμαστε ο εαυτός μας. Τώρα, όμως, πρέπει να αφήσουμε αυτό το άσχημο κεφάλαιο πίσω μας. Εσύ περισσότερο απ’ όλους. Δεν μπορείς να αγκαλιάσεις το μέλλον, αν αρνείσαι να αφήσεις το παρελθόν. Ένας καλός γάμος, ένα άνετο σπιτικό, παιδιά – σε αυτά θα έπρεπε να βρίσκεται το μυαλό σου. Αυτό θα ήθελε από εσένα ο πατέρας σου». «Να ’σαι, λοιπόν, Τζο», είπε μια φωνή πίσω τους. Η Τζο γύρισε. Ήταν ο Μ πραμ. Είχαν φτάσει στις πύλες του
νεκροταφείου. Η Τζο και η μητέρα της είχαν έρθει με τους Όλντριτς στην εκκλησία και το νεκροταφείο και τώρα θα συνέχιζαν μαζί τους μέχρι το σπίτι της οικογένειας Μ πίκμαν. «Μ ου δίνετε την άδεια να σας την κλέψω, κύριε Μ όντφορτ;» ρώτησε ο Μ πραμ. «Πολύ φοβάμαι ότι την έχεις κλέψει ήδη, Μ πραμ. Τόσο το χέρι της όσο και την καρδιά της», απάντησε ο Φίλιπ, χαμογελώντας. «Στο καλό σου, Λόλι! Βγες από εκεί αμέσως!» βρυχήθηκε μια φωνή πίσω τους. Ο Μ πραμ μόρφασε. Αναγνώρισε τη φωνή της γιαγιάς του. Όπως όλοι. Ξαφνικά, εμφανίστηκε η Άντι, αναψοκοκκινισμένη και ξέπνοη. «Μ πραμ, μπορείς να με βοηθήσεις με τη Νόνα; Έχασε ένα από τα σκυλιά της στους θάμνους. Τι ήθελε και τα έφερε εδώ; Σε ένα νεκροταφείο!» Κούνησε το κεφάλι προς τη μεριά του Φίλιπ. «Γεια σας, κύριε Μ όντφορτ. Συγχωρήστε μου την εισβολή. Ντρέπομαι πάρα πολύ. Μ πραμ, έλα, σε παρακαλώ!» «Λυπάμαι γι’ αυτό», είπε ο Μ πραμ. «Πήγαινε», είπε η Τζο. «Θα σε συναντήσω στην άμαξα». Ενώ ο Μ πραμ απομακρυνόταν βιαστικά για να μαντρώσει το άσωτο σπάνιελ, η Τζο άφησε το μπράτσο του θείου της. «Θα σε δω στο σπίτι των Μ πίκμαν, θείε Φίλιπ», είπε. «Τζο», είπε ο θείος της και την έπιασε από το μανίκι. «Ναι;» είπε η Τζο, γυρίζοντας προς το μέρος του. Στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί μια τρομερά ανήσυχη έκφραση. «Τι συμβαίνει, θείε Φίλιπ;» ρώτησε αλαφιασμένη. «Δεν νιώθεις καλά;» Το χέρι του σφίχτηκε στο μπράτσο της. «Είμαι μια χαρά. Για
εσένα ανησυχώ. Και πολύ, μάλιστα», της απάντησε. «Μ ην αφήνεις το σκοτάδι που έπεσε πάνω σε αυτή την οικογένεια να σε τραβήξει μέσα του τόσο βαθιά, που να μην μπορείς να βγεις. Γύρισέ του την πλάτη, αγαπημένη μου Τζο. Τώρα. Όσο ακόμα μπορείς».
74 Η Τζο μπήκε στο δωμάτιό της και σωριάστηκε στο κρεβάτι της. Ήταν εξαντλημένη. Το νεκρώσιμο γεύμα στο σπίτι των Μ πίκμαν είχε τελειώσει. Την είχε κουράσει, όπως και το λογύδριο του θείου της. Ο Φίλιπ ήθελε το καλύτερο για εκείνη και για τα δικά του παιδιά – καλούς γάμους, ευτυχισμένες ζωές. Ήθελε να περιβάλλονται από ανθρώπους σαν εκείνον – καλούς, ευγενικούς και ευυπόληπτους. Η Τζο το κατανοούσε και τον αγαπούσε γι’ αυτό, αλλά αναρωτιόταν μήπως το χρήμα και τα προνόμια τον είχαν απορροφήσει τόσο, ώστε δεν του επέτρεπαν να δει την πραγματικότητα αυτού του κόσμου. Μην αφήνεις το σκοτάδι που έπεσε πάνω σε αυτή την οικογένεια να σε τραβήξει μέσα του τόσο βαθιά, που να μην μπορείς να βγεις. Γύρισέ του την πλάτη, αγαπημένη μου Τζο, την είχε προειδοποιήσει. Ο θείος της δεν μπορούσε να καταλάβει πως, ακόμα κι αν γύριζες την πλάτη σου στο σκοτάδι, αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα πως και το σκοτάδι θα γύριζε τη δική του πλάτη σ’ εσένα. Η Τζο στύλωσε το βλέμμα στο ταβάνι. Ήταν αργά το απόγευμα και ήδη το φως ξεθώριαζε. Οι Όλντριτς είχαν αφήσει την Τζο και
τη μητέρα της στο σπίτι τους. Η Άννα είχε ζητήσει από την κυρία Νέλσον να της ανεβάσει έναν δίσκο με το δείπνο της στο δωμάτιό της. Η Τζο ήταν ευγνώμων στην Κέιτι, που της είχε γεμίσει με ζεστό νερό την μπανιέρα και της είχε ανάψει το τζάκι. Σε λίγα λεπτά, η Κέιτι θα γύριζε για να την ξεντύσει. Ανακάθισε, αποφασισμένη να μπει στην μπανιέρα προτού κρυώσει το νερό. Δύο δωδεκάδες γαλακτερά τριαντάφυλλα σε ένα βάζο πάνω στην τουαλέτα της της τράβηξαν το βλέμμα. Δεν τα είχε προσέξει προηγουμένως, αλλά ήξερε, χωρίς να διαβάσει την κάρτα που ήταν χωμένη ανάμεσα στα λουλούδια, πως ήταν από τον Μ πραμ. Της έστελνε τριαντάφυλλα κάθε εβδομάδα. Κάμποσοι καφεκίτρινοι φάκελοι στηρίζονταν στη βάση του βάζου. Προσκλήσεις σε πάρτι, σκέφτηκε, για τους δυο μας, το προσφάτως αρραβωνιασμένο ζευγάρι. Είχε κάμποσα φορέματα να παραγγείλει. Σε πιο ανοιχτούς τόνους του γκρίζου, ύστερα σε μοβ, και τέλος σε όποιο χρώμα επιθυμούσε. Η σκέψη δεν τη συνάρπασε. Αναστενάζοντας βαθιά, έβγαλε τις μπότες της και τις μετέφερε στην ντουλάπα της. Όταν έσκυψε για να τις βάλει στη θέση τους, πρόσεξε πως η εφημερίδα που είχε αφήσει διπλωμένη στο πλάι της γκαρνταρόμπας της είχε πέσει στο πάτωμα. Ήταν ένα αντίτυπο της Γουόρλντ – αυτό που της είχε δώσει ο Όσκαρ στο εστιατόριο Τσάιλντ’ς. Η Τζο την είχε κρύψει στην γκαρνταρόμπα της. Τη σήκωσε με την αίσθηση πως έπιανε στα χέρια της ένα αναμνηστικό από κάποιο μέρος πολύ μακρινό, με εικόνες και ήχους που ήδη είχε αρχίσει να ξεχνάει. «Δεν μου χρειάζεσαι πια», είπε, μεταφέροντας την εφημερίδα στο τζάκι. Στην πρώτη σελίδα βρισκόταν ένα άρθρο για τη σύλληψη του
Κιντς. Η φωτογραφία τον εικόνιζε παγωμένο στον χρόνο, με τον αστυνομικό Ντένις Χαρτ από τη μια μεριά και τον νοσοκόμο Φράνσις Μ άλον από την άλλη. Η Τζο τράβηξε τη σήτα από το τζάκι, αλλά, ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμη να πετάξει την εφημερίδα στις φλόγες, σταμάτησε. Γονάτισε στο χαλί, ίσιωσε το χαρτί και περιεργάστηκε με προσοχή τη φωτογραφία. Μ όνο που τώρα δεν κοίταζε τον Κιντς αλλά τον Μ άλον. Παρόλο που το πρόσωπό του ήταν θολό, υπήρχε κάτι το οικείο πάνω του. Τα μάτια της ακολούθησαν τη λεπτή σκιά που αυλάκωνε το μάγουλό του. Τα δάχτυλά της ακολούθησαν τη γραμμή της. Και ξαφνικά, ήξερε. «Χριστέ μου», είπε δυνατά. Πετάχτηκε όρθια. Ήξερε πού έπρεπε να πάει. Η μητέρα της είχε αποσυρθεί για το απόγευμα και δεν θα τη ζητούσε. Αν έκανε ησυχία, μπορούσε να βγει από το σπίτι δίχως να την πάρουν είδηση. Έγραψε ένα σημείωμα στην Κέιτι εξηγώντας την απουσία της, δίπλωσε ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου για να εξαγοράσει τη σιωπή της, και άφησε το σημείωμα πάνω στην τουαλέτα της. Κατέβηκε στο ισόγειο ακροπατώντας, φόρεσε το παλτό και το καπέλο της και βγήκε από την μπροστινή πόρτα. Μ όλις έστριψε στη γωνία της Γκράμερσι Σκουέρ, άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την κατεύθυνση της Έρβινγκ Πλέις, όπου σταμάτησε μια άμαξα. Δεν ανησυχούσε μήπως της επιτεθεί ο άνθρωπος με την ουλή, αν έβγαινε από το σπίτι της. Όχι πια.
Είχε ξεμπερδέψει μαζί της. Και με τον Έντι. Τους είχε παραπλανήσει. «Στην Παρκ Ρόου», παρακαλώ, είπε ανεβαίνοντας στην άμαξα. «Στα γραφεία της Στάνταρντ».
75 «Αποκλείεται. Μ ε καμία δύναμη. Τέλειωσε. Πραγματικά και οριστικά αυτή τη φορά. Ο Κιντς είναι νεκρός». «Ξέχνα πως είμαι εγώ που ρωτάω». «Αυτό είναι μάλλον αδύνατον». «Σε παρακαλώ. Πρέπει», επέμεινε η Τζο. «Επειδή, αν έχω δίκιο, τότε η θεωρία που σκαρώσαμε στο σπίτι της μαντάμ Έστερ ήταν λάθος: ο Κιντς και ο Σημαδεμένος δεν δουλεύουν μαζί. Άρα, λοιπόν, πώς βρέθηκαν μαζί όταν σκοτώθηκε ο Μ πίκμαν;» «Σύμφωνοι», υποχώρησε ο Έντι. «Ας δούμε τη σελίδα», είπε. Η Τζο καθόταν δίπλα στο γραφείο του Έντι, στην αίθουσα σύνταξης της Στάνταρντ. Ήταν Πέμπτη απόγευμα και οι περισσότεροι συνάδελφοι του Έντι είχαν φύγει. Ήταν τυχερή που τον είχε προλάβει. Η Τζο έβγαλε την εφημερίδα από την τσάντα της. «Αυτός είναι», είπε, ισιώνοντας το φύλλο πάνω στο γραφείο του Έντι. «Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη; Η εικόνα είναι εντελώς θολή». «Το βλέπεις αυτό;» είπε η Τζο, δείχνοντας την αλλαγή απόχρωσης στο πρόσωπο του άντρα. «Νόμιζα πως ήταν σκιά. Δεν είναι. Είναι μια ουλή. Έχουμε άλλες φωτογραφίες; Αυτό πρέπει να μάθω. Αν έχουμε, υπάρχει πιθανότητα να τον περιλαμβάνουν. Και
θα μπορούσαμε να δούμε το πρόσωπό του πιο καθαρά». «Σύμφωνοι, ας ρίξουμε μια ματιά. Έλα». Βγήκαν από τη Στάνταρντ και κατηφόρισαν το τετράγωνο μέχρι τα γραφεία της Γουόρλντ. Ο Έντι μίλησε σε έναν φίλο του και συνάδελφο δημοσιογράφο και του είπε τι ήθελαν. Εκείνος τους οδήγησε στο φωτογραφικό αρχείο της εφημερίδας. Ο συντάκτης ετοιμαζόταν να κλείσει για εκείνη τη μέρα. Ο Έντι του έδειξε τη φωτογραφία και τον ρώτησε αν μπορούσαν να δουν μερικές ακόμα από την ίδια σειρά. Λίγα λεπτά αργότερα, κοίταζαν ακόμα τρεις φωτογραφίες. Ο Κιντς ήταν θαμπός σε όλες, όμως ο άντρας στα δεξιά του δεν ήταν. Η Τζο ένιωσε το αίμα της να παγώνει όταν αντίκρισε την τραχιά ουλή, το ανελέητο πρόσωπο. Στις δύο φωτογραφίες, ο άντρας κρατούσε τον Κιντς από το μπράτσο. Στην τρίτη, όμως, προστάτευε τα μάτια του από το φλας της φωτογραφικής μηχανής. «Να με πάρει ο διάολος», μουρμούρισε ο Έντι. «Αυτός είναι. Και, κοίταξε, χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι του για να προστατευτεί – το κυρίαρχο χέρι του. Το ίδιο χέρι που χρησιμοποίησε για να σε απειλήσει με το μαχαίρι. Και για να κόψει το λαρύγγι του Άλβα Μ πίκμαν». «Το ήξερα», είπε η Τζο. «Αυτός είναι. Ο Φράνσις Μ άλον είναι ο άντρας με την ουλή στο πρόσωπο.»
76 Ο Έντι περπατούσε στην Παρκ Ρόου. Μ προστά από την Τζο. «Ξέρεις πως έχω δίκιο!» του φώναξε εκείνη στο κατόπι του, χωρίς να την ενδιαφέρει ποιος θα την άκουγε. «Δεν με νοιάζει!» της φώναξε με τη σειρά του, χωρίς να κάνει καν τον κόπο να γυρίσει. «Δεν είναι σύμπτωση που ο Μ άλον ήταν ο νοσοκόμος του Κιντς!» «Και πάλι δεν μ’ ενδιαφέρει!» Ο Μ άλον τους είχε ακολουθήσει στο μπαρ του Γουόλς. Είχε επιτεθεί και στους δυο τους. Σύμφωνα με ένα από τα κορίτσια της Ντέλα Μ ακΕβόι, ένας άντρας με ουλή στο πρόσωπο ήταν αυτός που είχε σκοτώσει τον Μ πίκμαν. Και τότε μαθαίνουν πως ο Μ άλον ήταν ο νοσοκόμος που είχε αναλάβει τον Κιντς. Ήταν μια σχεδόν απίθανη σειρά από συμπτώσεις. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους. Η Τζο ήταν βέβαιη γι’ αυτό. Ποιος ήταν, όμως, αυτός ο συνδετικός κρίκος; Έπρεπε να βρει μια απάντηση και δεν είχε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα στη διάθεσή της – σε λίγο ο Έντι θα έστριβε τη γωνία και θα χανόταν. Από το οπτικό της πεδίο. Από τη ζωή της. Για πάντα.
«Έχει τελειώσει πια αυτή η ιστορία, Τζο. Το εννοώ. Δεν θα το προχωρήσω άλλο», της είχε πει, όταν ακόμα βρίσκονταν στο φωτογραφικό αρχείο της Γουόρλντ, αμέσως αφού του είπε πως είχε σκοπό να πάει στο Ντάρκμπραϊαρ και να μιλήσει στον Μ άλον. «Αν πιστεύεις πως πρόκειται να έρθουμε αντιμέτωποι με τον Φράνσις Μ άλον, ξανασκέψου το. Μ ας επιτέθηκε. Και υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να είναι δολοφόνος. Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως θα σε αφήσω να βάλεις τον εαυτό σου σε τέτοιο κίνδυνο; Και για ποιον λόγο; Τι θα κάνει; Θα ομολογήσει τρεις δολοφονίες απλώς και μόνο επειδή του το ζητάς εσύ; Τέλειωσε, Τζο. Δέξου το». Όμως, της ήταν αδύνατον να το δεχτεί. Ένιωθε όπως τότε που ήταν μικρούλα και έπαιζε τυφλόμυγα, ξέροντας πως οι συμπαίκτες της βρίσκονταν ακριβώς μπροστά της, σε απόσταση ελάχιστων εκατοστών από τα απλωμένα χέρια της. Η ίδια και ο Έντι δεν είχαν βρεθεί ποτέ τόσο κοντά στην αλήθεια όσο τώρα. Ακόμα δεν μπορούσαν να τη δουν, αλλά βρισκόταν εκεί. Ο Φράνσις Μ άλον ήταν κομμάτι της, αλλά η αλήθεια ήταν μεγαλύτερη από εκείνον. Η Τζο το ένιωθε μέσα της. Αν μόνο μπορούσε να πείσει τον Έντι… Σκέψου, Τζο, σκέψου! έλεγε στον εαυτό της, καθώς στεκόταν στο πεζοδρόμιο και τον έβλεπε να φεύγει. Προσπάθησε να θυμηθεί τη συνάντηση ανάμεσα στον Κιντς και τον Σκάλι. Ψήγματα από τη συνομιλία τους γύριζαν στο κεφάλι της. Θα μπορούσαν αυτά τα θραύσματα να περιέχουν την απάντηση; Σε ποιο σημείο; Τα είχε ήδη κλωθογυρίσει χίλιες φορές στο μυαλό της. Άκουσε τη φωνή του Σκάλι στο κεφάλι της: Δεν θα σε
αναγνώριζα… Και ύστερα τη φωνή του Κιντς: Δεκαεφτά χρόνια χωρίς τη συντροφιά άλλου χριστιανού... Κοίταξέ με και δες το τέρας που δημιούργησες… Και θυμήθηκε τον Κιντς να εξηγεί για ποιον λόγο οι άλλοι ναύτες τού είχαν κάνει τα τατουάζ. «Ω, Θεέ μου! Αυτό είναι!» φώναξε. Αλλά ο Έντι κόντευε να φτάσει στο τέλος του τετραγώνου και δεν την άκουσε. «Σταμάτα, Έντι, σε παρακαλώ!» του φώναξε. Εκείνος συνέχισε να βαδίζει. «Έντι Γκάλαχερ, σταμάτα αμέσως!» βρυχήθηκε η Τζο. Ο Έντι σταμάτησε και έκανε μεταβολή. «Τι;» φώναξε ενοχλημένος. Η Τζο έτρεξε κοντά του. «Ο Κιντς άγγιξε το στήθος του!» φώναξε λαχανιασμένη. «Όταν το είπε αυτό, άγγιξε το στήθος του!» «Τι πράγμα είπε;» «“Είναι γραμμένο στην καρδιά μου και εκεί θα μείνει”». «Και λοιπόν;» «Το εννοούσε! Είναι γραμμένο στην καρδιά του. Δεν καταλαβαίνεις; Ο άντρας ήταν κυριολεκτικά σκεπασμένος με τατουάζ! “Χρησιμοποιούν τα τατουάζ για να διηγούνται τις ιστορίες τους. Έτσι, εξιστόρησαν και τη δική μου”», εξήγησε η Τζο, παραθέτοντας ξανά τα λόγια του Κιντς. «Δεν αλλάζει τίποτα, Τζο. Ακόμα και αν η ιστορία είναι γραμμένη στην καρδιά του. Ο Κιντς είναι νεκρός. Ο ίδιος και τα τατουάζ του βρίσκονται δυο μέτρα κάτω από το χώμα». Η Τζο έγλειψε νευρικά τα χείλη της, έπειτα είπε: «Πόσος καιρός χρειάζεται για να σαπίσει ένα σώμα; Ο Όσκαρ θα ξέρει».
Ο Έντι την κοίταξε σαστισμένος. Και τότε, κατάλαβε τι εννοούσε. «Όχι. Αδύνατον. Δεν μπορεί να σοβαρολογείς», είπε. «Τρεις μέρες; Τέσσερις; Λίγο περισσότερο τέτοια εποχή; Μ πορούμε να τον ρωτήσουμε. Μ πορούμε να τον πάρουμε μαζί μας», τόλμησε να προτείνει η Τζο. «Μ αζί μας σίγουρα όχι. Αν θέλεις να το κάνεις αυτό, θα το κάνεις μόνη σου». «Δεν θα είμαι μόνη», είπε η Τζο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Θα είσαι κι εσύ εκεί. Θέλεις το άρθρο σου, Έντι. Το ξέρω ότι το θέλεις. Δεν μπορείς να πας ενάντια στο ένστικτό σου». «Δεν μιλάμε για μια επίσκεψη στο αναθεματισμένο νεκροτομείο, Τζο!» είπε με οργή ο Έντι. «Δεν μιλάμε για μια επίσκεψη στο σπίτι της Έστερ ή του Ράφτη. Μ ιλάμε για έγκλημα. Έχεις ιδέα τι θα μας συμβεί έτσι και μας πιάσουν;» «Σε παρακαλώ, Έντι. Για μια τελευταία φορά». Η Τζο είχε πει στον εαυτό της την ίδια φράση όταν τον βρήκε στο Τσάιλντ’ς και τον έπεισε να πάει μαζί της στη μαντάμ Έστερ. Αυτή η εξόρμηση θα ήταν στ’ αλήθεια η τελευταία που θα έκαναν μαζί. Το έβλεπε στα μάτια του πως έτσι ήταν. Ο Έντι κοίταξε για ώρα πολλή τον ουρανό. Όταν τα μάτια του συναντήθηκαν επιτέλους με τα δικά της, η Τζο είδε να καίει μέσα τους μια φωτιά αντίστοιχη με εκείνη που έκαιγε στα δικά της μάτια. «Αύριο βράδυ», είπε ο Έντι. «Στη γωνία της Έρβινγκ με τη Δέκατη Πέμπτη. Στις δέκα. Θα περιμένω. Για μια τελευταία φορά».
77 «Το θέμα είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πραγματικά πόσο προχωρημένη είναι η αποσύνθεση», είπε στοχαστικά ο Όσκαρ Ρούμπιν. «Πάντα είναι μια έκπληξη». «Και σε ποιον δεν αρέσουν οι εκπλήξεις;» μουρμούρισε δυσοίωνα ο Έντι. Η Τζο, ο Έντι και ο Όσκαρ φτυάριζαν χώμα από έναν φρεσκοσκαμμένο τάφο στο νεκροταφείο του Ντάρκμπραϊαρ. Είχαν συναντήσει τον Φλιν, τον νεκροθάφτη, μία ώρα νωρίτερα, μπροστά στις ψηλές μαύρες πύλες του ασύλου, χρονομετρώντας την άφιξή τους έτσι ώστε να συμπέσει με τη νυχτερινή εξόρμηση του φύλακα ως τα μαγειρεία για ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ. Μ έχρι να επιστρέψει στην καλύβα του, ο Φλιν τους είχε ήδη ανοίξει τις πύλες και τους είχε οδηγήσει σε μια δασωμένη περιοχή. Ο Όσκαρ ήταν αυτός που είχε κάνει τις συνεννοήσεις. Ο Έντι τον είχε ενημερώσει για τη φωτογραφία και του είχε πει πως ο Φράνσις Μ άλον και ο άνθρωπος με την ουλή στο πρόσωπο ήταν ο ίδιος άντρας. Ο Όσκαρ γνώριζε τον Φλιν, στον οποίο πρόσφερε είκοσι δολάρια από τα χρήματα της Τζο, για να τους αφήσει να ξεθάψουν τον Κιντς. Ο Φλιν τους έδειξε τη θέση του τάφου, τους
εφοδίασε με ένα μικρό φανάρι, φτυάρια και έναν λοστό, κι έπειτα τους άφησε στην τύχη τους. Το Ντάρκμπραϊαρ αναλάμβανε κατά κύριο λόγο πλούσιους πελάτες. Οι σοροί των ασθενών που πέθαιναν εκεί σχεδόν πάντα μεταφέρονταν βιαστικά για ταφή σε κάποιον οικογενειακό τάφο. Οι λίγες που έμεναν στα αζήτητα θάβονταν σε ένα μοναχικό κομμάτι γης, στην πιο μακρινή γωνιά της εκτεταμένης περιοχής που ανήκε στο άσυλο. Από το νεκροταφείο, η Τζο μπορούσε να δει τα κτίρια του ιδρύματος που ορθώνονταν με φόντο τον φεγγαροφώτιστο ουρανό. Ένας πένθιμος άνεμος φυσούσε ανάμεσα από τα δέντρα, κάνοντας τα γυμνά κλαδιά τους να κροταλίζουν μεταξύ τους, σαρώνοντας τα άψυχα φύλλα πάνω στο παγωμένο χώμα. Μ όλις μια στιγμή νωρίτερα, η Τζο είχε νιώσει το κουράγιο της να την εγκαταλείπει. Ήθελε να τρέξει όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνο το μέρος και από αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Δεν μπορούσε να αποδιώξει την αίσθηση πως παραβίαζε ένα τελευταίο και τρομερό σύνορο. Ένιωθε πως, από τη στιγμή που θα άνοιγε το φέρετρο του Κιντς, δεν θα υπήρχε γυρισμός. Ωστόσο, δεν το έβαλε στα πόδια. Ο φόβος της ήταν έντονος, αλλά η ανάγκη της για την αλήθεια ήταν εντονότερη. Συνέχισε να σκάβει, ενώ ο Όσκαρ συνέχισε να μιλάει. «Υπάρχουν τόσες μεταβλητές… Ηλικία. Βάρος. Τρόπος θανάτου. Εποχή του έτους», έλεγε. «Ας πούμε πως βγάζεις ένα πτώμα δέκα μερών από μια αποθήκη τον Γενάρη… Θα έχεις αποχρωματισμό, κάποια μυρωδιά – κυρίως από την κένωση των εντέρων. Τα μάτια θα λείπουν. Το ίδιο και η μύτη. Οι αρουραίοι λατρεύουν τις μύτες. Τι γίνεται, όμως, αν έχεις το ίδιο πτώμα τον
Ιούλιο; Υγρή σήψη. Σκουλήκια. Τυμπανισμό. Ολίσθηση – όταν προσπαθείς να μετακινήσεις το πτώμα και το δέρμα αποκολλάται μόνο του. Και η δυσωδία; Απερίγραπτη». Ο Όσκαρ χαχάνισε κεφάτα. «Έτσι κι έχεις φάει, τα βγάζεις όλα. Εγγυημένα». «Κι εγώ είμαι έτοιμος να τα βγάλω – μπορείς, λοιπόν, να σταματήσεις;» ζήτησε ο Έντι. «Απλώς προσπαθώ να τονίσω το γεγονός πως ο κύριος Κιντς ενδέχεται να έχει διατηρηθεί καλά», είπε ο Όσκαρ. «Πέθανε μόλις πριν από τέσσερις μέρες και κάνει κρύο. Είμαστε τυχεροί που το χώμα δεν είναι παγωμένο, αλλιώς δεν θα τα καταφέρναμε». «“Τυχεροί” δεν είναι ο πρώτος χαρακτηρισμός που μου έρχεται στο μυαλό», γκρίνιαξε ο Έντι. «Δεν το πιστεύω πως κάνω τέτοιο πράγμα. Τώρα έγινα και τυμβωρύχος. Το ίδιο κι εσείς οι δύο». «Από τεχνική άποψη, όχι. Εκτός κι αν πάρουμε τον Κιντς μαζί μας. Διαταράσσουμε έναν τάφο, σύμφωνοι, αλλά δεν τον κλέβουμε». «Αλήθεια; Τι ωραία, Όσκαρ. Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα. Ξέρεις κάτι; Είσαι εξίσου τρελός μ’ εκείνη», είπε ο Έντι. «Δεν είμαι τρελός, περίεργος είμαι. Γι’ αυτό και ήρθα. Κι αν έχει δίκιο η Τζο; Αν οι απαντήσεις είναι όντως γραμμένες στην καρδιά του Κιντς; Για φαντάσου το – ένας νεκρός που διηγείται ιστορίες. Αυτό θα είναι κάτι που σίγουρα θα προσθέσω στα κιτάπια μου». «Ας κάνουμε λίγο πιο γρήγορα. Τι λέτε;» πρότεινε ο Έντι. «Όσο γρηγορότερα τον ξεθάψουμε τόσο γρηγορότερα θα φύγουμε από δω». Η Τζο έβαζε τα δυνατά της να ακολουθεί τον ρυθμό των δύο αντρών, αλλά της ήταν αδύνατον. Δεν είχε κρατήσει ποτέ στη ζωή
της φτυάρι, εκτός από ένα τσίγκινο φτυαράκι με το οποίο έπαιζε στις παραλίες του Νιούπορτ όταν ήταν παιδί. Αυτό που της είχαν δώσει τώρα ήταν βαρύ, και ένιωθε αμηχανία στη συνειδητοποίηση ότι έσκαβε μια τρύπα παρέα με δύο άντρες. Όταν έφτασαν σε βάθος τριάντα εκατοστών, ήταν πολύ δύσκολο να σκάβουν και οι τρεις ταυτόχρονα γύρω από τον τάφο. Έτσι, ο Έντι της ζήτησε να σταματήσει το σκάψιμο και να κρατήσει το φανάρι. Οι δύο άντρες έκαναν βάρδιες για την επόμενη μία ώρα, δουλεύοντας σχεδόν αμίλητοι. Την περισσότερη ώρα ξεφυσούσαν και βογκούσαν στο φως του φαναριού, ενώ οι ανάσες τους άχνιζαν στον παγωμένο αέρα. Και τότε, σε βάθος λίγο μεγαλύτερο του ενός μέτρου, το φτυάρι του Όσκαρ χτύπησε σε ξύλο. Μ ια νοσηρά γλυκερή μυρωδιά πλανήθηκε στον αέρα. Η Τζο έβαλε τα δυνατά της να την αγνοήσει. «Ένας ρηχός τάφος», είπε ο Όσκαρ. «Ο Φλιν είναι και τεμπέλης, εκτός από άτιμος». Ο Έντι και η Τζο παρακολουθούσαν όση ώρα ο Όσκαρ καθάριζε το υπόλοιπο χώμα πάνω από το φέρετρο του Κιντς και έσκαβε στα πλάγια, ώστε να έχει κάπου να σταθεί όταν θα έβγαινε το σκέπασμα. «Τον λοστό», είπε. Ο Έντι σήκωσε το εργαλείο και του το έδωσε. Ο Όσκαρ πάτησε γερά στα σημεία που είχε σκάψει. Γάντζωσε τον λοστό κάτω από το σκέπασμα της κάσας, πήρε βαθιά ανάσα, κι ύστερα τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Ακούστηκε ένα τρίξιμο και τα καρφιά ελευθερώθηκαν. Το σκέπασμα έπεσε στο πλάι. Ο Όσκαρ πέρασε σβέλτα το αριστερό πόδι του πάνω από το σκέπασμα και στηρίχτηκε πάνω του. Έδωσε
τον λοστό στον Έντι. Η οσμή του θανάτου, εκδικητικά διαπεραστική, σηκώθηκε σαν φάντασμα. Η Τζο ένιωσε να της έρχεται αναγούλα. Σκέπασε τη μύτη και το στόμα με τα χέρια της. Ο Έντι βλαστήμησε. Ο Όσκαρ έτριψε τα χέρια του. «Δώστε μου το φανάρι, παιδιά!» φώναξε. Στη λιγοστή λάμψη της κηροζίνης, η Τζο αντίκρισε μια εικόνα που ήξερε πως θα τη στοίχειωνε για όσο ζούσε. Το πρόσωπο του Κιντς ήταν μαβί και γκροτέσκα πρησμένο. Η γλώσσα του εξείχε από τα χείλη του. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα. Η Τζο ήθελε να ουρλιάξει. Ήθελε να το βάλει στα πόδια. Έμεινε στη θέση της από τη δύναμη της θέλησης και μόνο, παρακολουθώντας τον Όσκαρ να πιάνει δουλειά. «Έχεις σημειωματάριο και μολύβι πάνω σου;» ρώτησε ο Όσκαρ τον Έντι. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια πρασινωπή απόχρωση. «Θα ανοίξεις το πουκάμισό του ή όχι; Ας ρίξουμε μια ματιά στα τατουάζ για να φύγουμε». «Σε ένα λεπτό. Κάθε πράγμα με τη σειρά του. Γράψε αυτά που θα σου πω», τον ορμήνεψε ο Όσκαρ και έστρεψε ξανά την προσοχή του στο πτώμα. «Μ ίλησέ μου, Κιντς», μουρμούρισε, επιθεωρώντας προσεκτικά τα ρούχα του νεκρού. «Σακάκι, πουκάμισο, παντελόνι, ζώνη, κάλτσες και μπότες», είπε σκεφτικά. «Σύμφωνα με τα έγγραφα, ο Κιντς αρνήθηκε να βγάλει τα ρούχα του όταν τον έφεραν στο άσυλο», είπε. «Δεν υπάρχει πολύ αίμα πάνω τους, δεν νομίζετε; Για έναν άνθρωπο που υποτίθεται πως έκοψε το λαρύγγι κάποιου;»
Άνοιξε τα πρησμένα βλέφαρα του Κιντς με τον αντίχειρα και τον δείκτη του. Η Τζο συγκράτησε την αποστροφή της και έσκυψε για να βλέπει καλύτερα τι έκανε ο Όσκαρ. «Επιδερμικές αιμορραγίες τόσο στον σκληρό χιτώνα όσο και στο εσωτερικό μέρος των βλεφάρων», είπε, δείχνοντας τις κόκκινες κηλίδες στα μάτια του Κιντς. Στη συνέχεια, εξέτασε τα δάχτυλα και τις παλάμες του νεκρού. Σήκωσε τα μανίκια του και περιεργάστηκε το δέρμα. «Καμία μελανότητα στα χέρια ή τα μπράτσα. Εκτεταμένοι μώλωπες και τρυπήματα στο εσωτερικό μέρος των αγκώνων». «Έκανε ενέσεις με μορφίνη;» ρώτησε ο Έντι. «Αυτό ήταν που κυκλοφόρησε σε όλες τις αίθουσες Τύπου». Ο Όσκαρ έγνεψε καταφατικά. «Έτσι φαίνεται. Φαίνεται, επίσης, ότι δεν ήταν ιδιαίτερα καλός σ’ αυτό. Οι μώλωπες είναι εκτεταμένοι, πράγμα που δείχνει πως έψαχνε να βρει φλέβα, αστοχούσε και προσπαθούσε ξανά». «Δηλαδή, ο Κιντς ήταν ναρκομανής;» ρώτησε ο Έντι. «Έτσι δείχνουν τα πράγματα», απάντησε ο Όσκαρ. Άνοιξε το σακάκι του Κιντς και περιεργάστηκε τη μέση του. «Γιατί σου άφησαν τη ζώνη, κύριε Κιντς; Υποτίθεται πως οι τρελοί δεν κάνει να έχουν ζώνες ή κορδόνια παπουτσιών». Ξεκούμπωσε τον γιακά του Κιντς, αποκαλύπτοντας μια βαθιά μαύρη χαρακιά γύρω από τον λαιμό του. «Οριζόντια αυλάκωση περίδεσης, με βάθος λίγο μικρότερο του ενάμισι εκατοστού. Μ ώλωπες και εκδορές πάνω και κάτω από την αυλάκωση». Ψηλάφισε απαλά το μπροστινό μέρος του λαιμού του Κιντς, πιέζοντας το καρύδι στο λαρύγγι του. «Πιθανό κάταγμα του θυρεοειδούς χόνδρου». Στη συνέχεια, εξέτασε τη ζώνη του Κιντς.
«Ζώνη με πλάτος περίπου λίγο μεγαλύτερο του ενός εκατοστού. Μ η συμβατή με τις διαστάσεις της αυλάκωσης». Ο Έντι σταμάτησε να γράφει. «Περίμενε μια στιγμή, Όσκαρ… Μη συμβατή;» Ο Όσκαρ συμφώνησε βλοσυρά. «Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Τζο, κοιτάζοντας μια τον Έντι και μια τον Όσκαρ. «Σημαίνει ότι ο φίλος μας ο κύριος Κιντς δεν κρεμάστηκε», απάντησε ο Όσκαρ. «Μ ε τη ζώνη του, εννοείς. Χρησιμοποίησε κάτι άλλο», υπέθεσε ο Έντι. «Όχι. Εννοώ πως δεν κρεμάστηκε», είπε ο Όσκαρ. «Μ α υπάρχει ένα σημάδι στον λαιμό του», αντέτεινε η Τζο. «Ναι, υπάρχει, αλλά δεν έγινε από θηλιά», είπε ο Όσκαρ. «Ο Κιντς στραγγαλίστηκε».
78 Η Τζο έκανε ένα βήμα πίσω, συγκλονισμένη. Όταν η θεία της της είχε μεταφέρει την είδηση για την αυτοκτονία του Κιντς, είχε δυσκολευτεί να την πιστέψει. Οι ενοχές για τον θάνατο του Μ πίκμαν τον είχαν σπρώξει σε αυτή την απόφαση, αλλά γιατί μπορεί να ένιωθε ενοχές ο Κιντς, εφόσον –όπως ισχυριζόταν ο Όσκαρ– δεν είχε σκοτώσει εκείνος τον Μ πίκμαν; Είχε προσπαθήσει να κατευνάσει τις αμφιβολίες της. Είχε προσπαθήσει να πάψει να κάνει ερωτήσεις. Επειδή αυτό ήθελαν από εκείνη οι πάντες γύρω της. Τώρα, ωστόσο, οι αμφιβολίες ξαναγύριζαν. «Πώς γίνεται, Όσκαρ; Οι αναφορές βεβαιώνουν πως κρεμάστηκε μόνος του. Ο δρ Έλσγουορθ, ο εκπρόσωπος του ασύλου, είπε ότι το έκανε επειδή τον είχαν πνίξει οι τύψεις». «Ότι κάτι τον είχε πνίξει… ως προς αυτό συμφωνώ. Τον είχε πνίξει ένας μεγαλόσωμος και δυνατός άντρας», είπε ο Όσκαρ και σηκώθηκε. «Αν είχε κρεμαστεί μόνος του, η αυλάκωση που θα άφηνε η ζώνη του θα ήταν πιο φαρδιά, λιγότερο βαθιά και θα βρισκόταν πιο ψηλά στον λαιμό του. Δεν θα υπήρχαν επιδερμικές αιμορραγίες και υπεραιμία στο πρόσωπο. Κάποια μελανότητα θα παρατηρούνταν στα χέρια και τα μπράτσα. Αμφιβάλλω αν θα
έβλεπα κάταγμα του θυρεοειδούς χόνδρου. Κάποιος τύλιξε ένα σχοινί γύρω από τον λαιμό του και το τράβηξε. Μ ε δύναμη». «Ο Φράνσις Μ άλον», είπε ο Έντι. «Πάω στοίχημα χίλια δολάρια. Είχε πρόσβαση, είχε και την ευκαιρία. Ήταν ένας από τους ελάχιστους –εκτός από τους γιατρούς και λίγους αστυνομικούς– που θα μπορούσε να το κάνει». «Γιατί, όμως;» ρώτησε η Τζο. «Για να ενοχοποιηθεί κάποιος άλλος για τη δολοφονία του Μ πίκμαν», είπε ο Έντι. «Κάποιο από τα κορίτσια της Ντέλα είδε τον Μ άλον να σκοτώνει τον Άλβα Μ πίκμαν και να επιτίθεται στον Φίλιπ Μ όντφορτ, σωστά; Εφόσον ο Κιντς βρισκόταν κι αυτός στη σκηνή του εγκλήματος, πιστέψαμε πως ήταν συνένοχος του Μ άλον, αλλά κάναμε λάθος». «Θέλεις να πεις πως ο Κιντς έτυχε να βρίσκεται σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή;» ρώτησε με επιφύλαξη η Τζο. «Ναι. Είδε τι συνέβαινε και προσπάθησε να σταματήσει τον Μ άλον, αλλά δεν μπόρεσε, επειδή βρισκόταν υπό την επήρεια της μορφίνης», είπε ο Έντι. «Καταφέρνει, ωστόσο, να προκαλέσει αναστάτωση και έρχεται η αστυνομία. Αποπροσανατολισμένος από τα χτυπήματα που δέχτηκε, ο θείος σου κατηγορεί τον Κιντς για το έγκλημα. Ο Κιντς δεν είναι σε θέση να διαφωνήσει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται. Μ εταφέρεται στο Ντάρκμπραϊαρ, όπου εργάζεται ο Μ άλον. Ο Μ άλον σκοτώνει τον Κιντς και ισχυρίζεται πως ο Κιντς ομολόγησε». «Είναι πιθανό», παραδέχτηκε ο Όσκαρ. «Για ποιον λόγο, όμως, θα έλεγε ο Μ άλον ότι ο Κιντς ομολόγησε και τους τρεις φόνους της Βαν Χάουτεν;» ρώτησε η Τζο.
«Επειδή τους διέπραξε αυτός. Και ανησυχούσε πως θα τον ανακάλυπταν. Γι’ αυτό κυνήγησε κι εμάς, Τζο. Θα πρέπει να αντιλήφθηκε πως ακολουθούσαμε τις ενδείξεις και να ένιωσε πως βρισκόμαστε πολύ κοντά». Η Τζο κούνησε το κεφάλι της. «Ακόμα δεν βγάζει νόημα», είπε, προσπαθώντας να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. «Τι λόγο είχε ο Φράνσις Μ άλον –νοσοκόμος στο Ντάρκμπραϊαρ– να σκοτώσει τρεις μετόχους της Βαν Χάουτεν; Ο Κιντς ήταν αυτός που θεωρούσε την εταιρεία υπεύθυνη για κάποια αδικία. Εκείνος ήταν που ισχυρίστηκε πως είχε αποδείξεις. Εκείνος εκβίαζε την εταιρεία, όχι ο Μ άλον». «Εδώ σε κόλλησε στον τοίχο, φιλαράκο», είπε ο Όσκαρ. «Δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει λόγος απλώς και μόνο επειδή εμείς δεν τον γνωρίζουμε», αντέτεινε ο Έντι. «Αλήθεια είναι αυτό», συμφώνησε η Τζο, εκνευρισμένη με το γεγονός πως, όσο βαθιά κι αν έψαχναν, οι απαντήσεις εξακολουθούσαν να τους διαφεύγουν. Ο Όσκαρ έδωσε στον Έντι το φανάρι και έσκυψε να ψάξει το παντελόνι του νεκρού, τη μια τσέπη μετά την άλλη, αλλά δεν βρήκε κάτι. Έπειτα, έβγαλε τα παπούτσια του Κιντς και ψηλάφισε το εσωτερικό τους. Και πάλι τίποτα. Ψαχούλεψε τις τσέπες του σακακιού που φορούσε ο Κιντς, ύστερα πέρασε τα χέρια του πάνω από το σακάκι για να είναι σίγουρος. «Αχά!» φώναξε, σταματώντας κοντά στο στρίφωμα. «Έχεις σουγιά;» ρώτησε τον Έντι. Ο Έντι του έδωσε έναν σουγιά και ο Όσκαρ έσκισε τη φόδρα. Έπειτα, έχωσε το χέρι του και το έβγαλε κρατώντας ένα μενταγιόν
με χρυσή αλυσίδα. «Κοίτα», είπε, δίνοντάς το στην Τζο. Η Τζο πήρε το μενταγιόν από τον Όσκαρ και το κράτησε στην παλάμη της, πλημμυρισμένη από συγκίνηση. Ήταν χρυσό, σμιλεμένο σε σχήμα μισής καρδιάς και έλαμπε ζωηρά κάτω από τη λάμψη του φαναριού. Πάνω του ήταν σκαλισμένο το όνομα «Έλενορ». Παρόλο που η Τζο δεν το είχε δει ποτέ μέχρι τότε, το αναγνώρισε στη στιγμή. «Αυτός είναι», είπε με φωνή πνιγμένη από δέος. «Αυτή η καρδιά είχε δύο μισά. Το ένα είχε χαραγμένο πάνω του το όνομα “Στίβεν” και το φορούσε η Έλενορ. Και το άλλο είχε χαραγμένο το όνομα “Έλενορ” και το φορούσε ο Στίβεν. Γύρισε για εκείνη, όπως είχε πει πως θα έκανε – μονάχα που άργησε δεκαεφτά χρόνια». «Ο Κιντς είναι ο Στίβεν Σμιθ», είπε ο Έντι, και η έκπληξη ήταν εμφανής στη φωνή του. «Ακριβώς όπως το υποψιάστηκες από την αρχή, Τζο». «Δεν πέθανε στη θάλασσα. Μ ε κάποιον τρόπο επέζησε από την καταιγίδα που κατέστρεψε το πλοίο του και γύρισε στην πατρίδα», είπε η Τζο, συγκλονισμένη από το μέγεθος αυτής της ανακάλυψης. «Ο Κιντς –συγγνώμη, ο κύριος Σμιθ– υπήρξε πολύ ομιλητικός μέχρι στιγμής», είπε ο Όσκαρ, ξεκουμπώνοντας το πουκάμισο του νεκρού. «Μ ας είπε πώς πέθανε, τώρα ίσως μας πει και τον λόγο».
79 Η Τζο, ο Έντι και ο Όσκαρ έμειναν να κοιτάζουν αμίλητοι το γυμνό στέρνο του Στίβεν Σμιθ. Έμοιαζε με σελίδα βιβλίου, σκεπασμένη με λέξεις. Κάποιες ήταν αναγνωρίσιμες, κάποιες άλλες είχαν σβηστεί από τη μελανότητα ή την αποσύνθεση. Η Τζο ήταν η πρώτη που μίλησε. «Είναι η ιστορία του. Γραμμένη στην καρδιά του. Όπως ακριβώς είχε πει». Ήλπιζε τόσο πως αυτές οι λέξεις θα της έλεγαν επιτέλους αυτό που είχε ανάγκη να μάθει… «Είπε στον Σκάλι ότι αυτοί που του έκαναν τα τατουάζ ήταν Αφρικανοί και Άραβες, αλλά οι λέξεις είναι όλες αγγλικές», σχολίασε ο Έντι. «Φαίνεται πως τους τις έγραψε. Δεν ήταν ανάγκη να κατανοούν τα σύμβολα, το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να τα αντιγράψουν», είπε ο Όσκαρ. «Δώσε μου το σημειωματάριό σου. Και χαμήλωσε λίγο το φανάρι». Ο Έντι γονάτισε στην άκρη του τάφου, έσκυψε πάνω από το φέρετρο και κράτησε το φανάρι ακριβώς πάνω από το στήθος του Κιντς. Ο Όσκαρ κατέγραψε τα πάντα, αφήνοντας διαστήματα για να επισημάνει τα γράμματα που είχαν γίνει δυσανάγνωστα. Όταν τελείωσε, έδειξε τη σελίδα στους υπόλοιπους.
ΕΙΜ ΤΙΒ ΣΜ Θ. ΤΟ ΟΝΑΒ Μ ΕΤΕΦ Π ΟΣΠΑΘ Ν ΤΟ ΤΑΜ ΣΩ ΛΛΑ ΓΚΑΤ ΦΘΗ ΣΤ ΑΠΟ Ο ΔΙΑΒ Λ Θ ΑΡΕΙ Τ ΨΥΧΗ Τ ΟΧΙ Ο ΕΟΣ.
Προσπάθησαν όλοι μαζί να λύσουν τον γρίφο. «Είμαι ο Στίβεν Σμιθ…» ξεκίνησε ο Όσκαρ. «Το Μ ποναβεντούρε μετέφερε…» πρόσθεσε ο Έντι. «Τι πράγμα μετέφερε;» φώναξε η Τζο, εκτός εαυτού. «Όσκαρ, δεν βγάζεις τι λένε τα γράμματα;» «Όχι, ο αποχρωματισμός είναι εκτεταμένος». Η Τζο συνέχισε να κοιτάζει το σημειωματάριο. «Προσπάθησα να το σταματήσω, αλλά εγκαταλείφθηκα στο… από…» είπε, αποκρυπτογραφώντας κι άλλες λέξεις. Κοίταξε τον Όσκαρ. «Πού;» «Ούτε εγώ καταφέρνω να διακρίνω αυτά τα γράμματα», είπε ο Όσκαρ. «Ή αυτά που ακολουθούν μετά το “ΑΠΟ”». «Τον εγκατέλειψαν», είπε η Τζο, με πνιγμένη φωνή. «Δεν χάθηκε στην καταιγίδα, τον άφησαν κάπου για να πεθάνει». «Πάω στοίχημα πως τα γράμματα που δεν καταφέρνουμε να διαβάσουμε αποκαλύπτουν το όνομα του ανθρώπου που τον εγκατέλειψε. Και το μέρος όπου τον άφησαν», είπε ο Έντι. «Και πάω επίσης στοίχημα πως ο άνθρωπος που το έκανε βρισκόταν πίσω από την παρανομία που ανακάλυψε». «Ο διάβολος θα πάρει την ψυχή του, όχι ο Θεός», είπε η Τζο, αποκρυπτογραφώντας τις τελευταίες λέξεις. Ο Έντι την κοίταξε εξεταστικά. «Πιστεύεις ακόμα πως η Βαν Χάουτεν δεν έκανε παρανομίες;» ρώτησε.
Η Τζο σήκωσε το βλέμμα της από το σημειωματάριο και τον κοίταξε στα μάτια. «Μ ου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως η εταιρεία είχε εμπλακεί σε παρανομίες, αλλά τώρα δεν μπορώ να μην το πιστέψω», είπε. «Ήταν ένας από τους μετόχους που πέθαναν – ο Σκάλι ή ο Μ πίκμαν; Ή ένας απ’ όσους είναι ακόμα ζωντανοί; Ο Έισα Τάλερ; Ο Τζον Μ πρέβορτ;» «Αυτός ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, θα μπορούσε να είναι αυτός που κατευθύνει τον Μ άλον», είπε ο Όσκαρ. «Θα μπορούσε να είναι ο σύνδεσμος που γυρεύεις ανάμεσα σε Μ άλον και Βαν Χάουτεν». Η Τζο έγνεψε καταφατικά. «Έχεις δίκιο, Όσκαρ», είπε. «Βγάζει νόημα». Μ έχρι εκείνη τη στιγμή, ο Έντι ήταν αφύσικα σιωπηλός. Και τότε, είπε: «Υπάρχουν ακόμα δύο μέτοχοι που αμέλησες να αναφέρεις, Τζο. Δύο ακόμα, εκτός από τον Στίβεν Σμιθ. Και βρέθηκαν και οι δύο στη Ζανζιβάρη με τον Σμιθ». Η Τζο αντιλήφθηκε αμέσως το υπονοούμενο. «Όχι», είπε έντονα. «Είναι αδύνατον, Έντι. Λες πως είτε ο θείος μου είτε ο πατέρας μου βρισκόταν πίσω από αυτή την αδικία; Πως ένας από τους δυο ήταν αυτός που άφησε τον Σμιθ να πεθάνει; Αυτό δεν μπορώ να το πιστέψω». «Δεν μπορείς; Ή δεν θέλεις;» επέμεινε ο Έντι. Θυμωμένη τώρα, δεν του απάντησε αμέσως. Ο Έντι δεν ήξερε τι έλεγε. Δεν γνώριζε τον θείο της και δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα της. Όσο ανίκανη ήταν η ίδια να βλάψει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα άλλο τόσο ήταν και εκείνοι. Ο Έντι κούνησε το κεφάλι με τη σιωπή της. «Πρόσεχε, Τζο. Είναι επικίνδυνο να εθελοτυφλείς. Υπάρχει η πιθανότητα να
πέσεις σε κάποιον βαθύ λάκκο». Το σχόλιό του την εξόργισε ακόμα περισσότερο. Είχε την αίσθηση πως δεν αναφερόταν μόνο στη συζήτησή τους. «Περνάς πάρα πολύ χρόνο στη Γουόρλντ και τη Χέραλντ», του πέταξε. «Δεν εξηγείται αλλιώς. Είναι του επιπέδου τους να κάνουν τέτοια ανόητα σχόλια για χάρη εντυπωσιασμού, αλλά δεν είναι του δικού σου επιπέδου». Η παρατήρησή της ακούστηκε πιο δυνατή και μοχθηρή απ’ όσο είχε σκοπό. Το πτώμα, το μενταγιόν, η αποκάλυψη πως ο Κιντς ήταν ο Στίβεν Σμιθ – όλα αυτά είχαν κάνει τα συναισθήματά της να αναδυθούν στην επιφάνεια. «Για χάρη εντυπωσιασμού; Γιατί; Επειδή εγώ μπορώ να δω την αλήθεια κι εσύ όχι;» είπε με θυμό ο Έντι. «Επειδή δεν είναι η αλήθεια!» αντέτεινε η Τζο. «Γιατί, Τζο; Επειδή κανείς στον δικό σου όμορφο, τέλειο κόσμο δεν μπορεί να κάνει λάθος; Μ όνο εμείς οι υπόλοιποι μπορούμε, που βρισκόμαστε απέξω;» Πράγματι δεν μιλούσε μόνο για τον θείο της. Μ ιλούσε για το λάθος που είχε κάνει η Τζο, να πιστέψει πως η αδερφή του ήταν φιλενάδα του και να δεχτεί την πρόταση γάμου του Μ πραμ. «Αυτό είναι άδικο, Έντι! Σου είπα ότι λυπάμαι. Προσπάθησα να σου εξηγήσω το βράδυ που πήγαμε στην Πιτ Στριτ, αλλά δεν με άφησες. Δεν αφορά μόνο εμάς τους δύο. Θα το ήξερες, αν είχες κάνει τον κόπο να με ακούσεις. Αλλά εσύ με παράτησες σύξυλη και–» «Έντι; Τζο; Συγγνώμη που διακόπτω ακόμα ένα καβγαδάκι», είπε ο Όσκαρ. «Αλλά μιλάμε ακόμα για τον νεκρό; Αυτόν πάνω στο φέρετρο του οποίου στέκομαι; Επειδή, αν όντως μιλάμε γι’
αυτόν, έχω κι εγώ μια ερώτηση…» «Συγγνώμη, Οσκ. Τι είναι;» είπε ο Έντι, ενώ η Τζο έπαιρνε βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Για ποιον λόγο έκανε κάτι τέτοιο ο Σμιθ; Καταλαβαίνω γιατί έκανε τατουάζ στο πρόσωπό του – για να αποφύγει να τον αναγνωρίσουν. Αλλά γιατί να γεμίσει το κορμί του με λέξεις; Δεν μου φαίνεται λογικό. Τα τατουάζ στα πλοία γίνονται με βρόμικες βελόνες. Είναι επώδυνα. Μ ολύνονται. Υπάρχουν άνθρωποι που πέθαναν από τέτοια τατουάζ. Γιατί δεν έγραψε την ιστορία σε χαρτί; Γιατί την έγραψε στο σώμα του;» «Για να μην μπορούν να του την πάρουν. Επειδή όλα τα υπόλοιπα του τα είχαν ήδη πάρει», είπε σιγανά η Τζο, νιώθοντας αμηχανία που είχε δακρύσει έτσι ξαφνικά. «Τόσο καιρό γυρεύαμε λάθος άνθρωπο. Ο Στίβεν Σμιθ απείλησε τους μετόχους της Βαν Χάουτεν, αλλά δεν τους σκότωσε. Ο Μ άλον τους σκότωσε. Γι’ αυτό είμαι βέβαιη πλέον». «Γιατί;» ρώτησε ο Έντι. Τώρα η φωνή του ήταν πιο γλυκιά. «Το μενταγιόν», απάντησε η Τζο. Το κρατούσε ακόμα. Το κοίταξε και συγκινήθηκε βαθιά από αυτά που αντιπροσώπευε – αφοσίωση, πίστη, αγάπη. «Ένας Θεός ξέρει τι πέρασε ο Στίβεν Σμιθ και πώς επέζησε, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την προσπάθεια να γυρίσει στην πατρίδα και στην Έλενορ. Πώς μπορεί ένας τέτοιος άντρας να γίνει ψυχρός δολοφόνος; Προσπαθούσε μονάχα να διεκδικήσει αυτό που ήταν δικό του – τη γυναίκα που αγαπούσε και το παιδί τους». Μ ια ριπή ανέμου στροβιλίστηκε στο νεκροταφείο. Η Τζο ρίγησε. Ο Έντι στεκόταν κοντά της και μάλλον το ένιωσε. «Θέλεις το σακάκι μου;» ρώτησε.
«Όχι, ευχαριστώ», απάντησε η Τζο. Η παγωνιά που ένιωθε δεν είχε καμία σχέση με τον άνεμο. «Ο δολοφόνος βρίσκεται ακόμα κάπου εκεί έξω», είπε, σκουπίζοντας τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της. «Όλοι πιστεύουν πως τέλειωσαν όλα τώρα που ο Κιντς είναι νεκρός. Αλλά, αν έχουμε δίκιο, ο Μ άλον σκότωσε τρεις ανθρώπους και κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Κι αν δεν έχουν τελειώσει όλα; Αν ο θείος μου διατρέχει ακόμα κίνδυνο;» «Θα του πεις για τον Μ άλον;» ρώτησε ο Έντι. «Θα πρέπει», απάντησε η Τζο. Με ποιον τρόπο, όμως; αναρωτήθηκε. Ο θείος της δεν ήθελε καν να σκεφτεί τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων. Πώς θα αντιδρούσε όταν θα του έλεγε όσα είχε μάθει εκείνη τη νύχτα και τον τρόπο με τον οποίο τα είχε μάθει; Σάμπως θα την πίστευε; Κάπου στην πόλη, ένα ρολόι σήμανε την ώρα. «Μ εσάνυχτα», είπε ο Έντι. «Όσο διασκεδαστική κι αν είναι αυτή η περιπέτεια, καλά θα κάνουμε να τελειώσουμε και να φύγουμε», είπε ο Όσκαρ. Τράβηξε το πτώμα σε καθιστή στάση και με βιαστικές κινήσεις του έβγαλε το πουκάμισο και επιθεώρησε την πλάτη του. Υπήρχαν κι εκεί τατουάζ, αλλά ήταν μόνο σχέδια, τα ίδια ελικοειδή σχέδια που στόλιζαν το πρόσωπό του. Ο Όσκαρ έντυσε ξανά τον νεκρό, ύστερα δίπλωσε τα χέρια του Σμιθ με προσοχή πάνω στο στήθος του. Ήταν έτοιμος να κλείσει το φέρετρο, όταν η Τζο τον σταμάτησε. «Δεν θα έπρεπε να πούμε κάτι;» ρώτησε. Αμφέβαλλε πως ο Φλιν είχε κάνει τον κόπο να χαρίσει στον Στίβεν Σμιθ μερικά τελευταία λόγια.
«Σαν τι;» Η Τζο έμεινε σκεφτική για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα είπε: «Λυπόμαστε που σας ενοχλήσαμε, κύριε Σμιθ, αλλά σας ευχαριστούμε που μας διηγηθήκατε την ιστορία σας. Ελπίζω να μη σας πειράζει αν πάρω το μενταγιόν. Θα το χρειαστώ για απόδειξη όταν μιλήσω με τον θείο μου. Πρέπει να τον προφυλάξω. Μ ακάρι να ήταν ζωντανή η Έλενορ. Θα την έβρισκα για χάρη σας και θα της έδινα την καρδιά σας. Θα της έλεγα πως την αγαπούσατε και πως κάνατε ό,τι περνούσε από το χέρι σας για να την ξαναβρείτε. Θα της διηγούμουν την ιστορία σας».
80 «Τα καταφέραμε», είπε ο Έντι, κατεβαίνοντας από την άμαξα που τους είχε μεταφέρει στη γωνία της Λέξινγκτον με την Εικοστή Τέταρτη Οδό. «Ευχαριστώ», είπε η Τζο στον οδηγό, καθώς τον πλήρωνε. Ένιωθε κατάκοπη. Είχαν κουραστεί για να φτυαρίσουν πάλι όλο αυτό το χώμα, προκειμένου να σκεπάσουν το φέρετρο του Στίβεν Σμιθ, και είχαν δυσκολευτεί να περάσουν ξανά από την πύλη. Για καλή τους τύχη, ο φύλακας είχε αποκοιμηθεί παρά τη μεγάλη κούπα με καφέ που είχε στο πλάι του. Επιπλέον, η Τζο ένιωθε να πονάει ολόκληρη από τη θλίψη. Αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας. Δεν θα έκανε τίποτα περισσότερο. Οι κατάλογοι που είχε στείλει ο Στίβεν Σμιθ στην Έλενορ Όουενς θα έμεναν κρυμμένοι, εφόσον τόσο η ίδια όσο και ο Έντι είχαν προσπαθήσει –και είχαν αποτύχει– να τους βρουν. Ο Μ άλον δεν θα περνούσε από ανάκριση – τουλάχιστον από αυτούς. Ο Έντι είχε δίκιο – ήταν πολύ επικίνδυνο να πλησιάσουν. Θα έλεγε στον θείο της όσα είχε μάθει και ύστερα εκείνος θα απευθυνόταν στις Αρχές. Οι αστυνομικοί ήταν εκείνοι που έπρεπε να προσεγγίσουν τον Μ άλον. Η εποχή που έκανε την πράκτορα είχε φτάσει στο τέλος της.
Και η Τζο ευχόταν με όλη της την καρδιά να μην ήταν έτσι. Ευχόταν να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Ευχόταν να ήταν διαφορετική εκείνη – το είδος της κοπέλας που θα ξεχνούσε το καθήκον της προς την οικογένειά της και θα ακολουθούσε τις επιθυμίες της δικής της καρδιάς. Δεν ήταν, όμως. «Πεινάει κανείς;» ρώτησε ο Όσκαρ. «Το Πόρτμαν είναι εδώ πιο πάνω. Πάω στοίχημα πως όλο και κάποιο σάντουιτς θα μπορούν να μας ετοιμάσουν». «Πώς είναι δυνατόν ακόμα και να σκέφτεσαι το φαγητό ύστερα από αυτά που είδαμε;» απόρησε η Τζο. «Οι πεθαμένοι πάντα με κάνουν και πεινάω», είπε ο Όσκαρ. «Από τη στιγμή που μπαίνεις στο χώμα, τέρμα τα λαζάνια φούρνου. Τέρμα τα ψητά κοτόπουλα και οι τηγανίτες από πατάτα. Γι’ αυτό, τρώγε, πίνε και γλέντα, αυτό λέω εγώ. Κυρίως, όμως, τρώγε». «Πολύ θα ήθελα να έρθω μαζί σας, Όσκαρ, αλλά είναι σχεδόν μία το βράδυ και πρέπει να γυρίσω κρυφά στο σπίτι», είπε η Τζο. Και τότε, αυθόρμητα, τον αγκάλιασε. «Προς τι αυτό;» ρώτησε ο Όσκαρ γελώντας, όταν τον άφησε. «Δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ. Ούτε αν θα σε ξαναδώ ποτέ. Απλώς ήθελα να σε ευχαριστήσω. Για όλα. Δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο σαν εσένα. Ξέρω ότι θα γίνεις υπέροχος γιατρός. Και ξέρω κάτι ακόμα: η Σάρα Στάιν εύχεται μέσα της να τη βγάλεις για δείπνο». Ο Όσκαρ κοκκίνισε και φίλησε την Τζο στο μάγουλο. Έπειτα, η Τζο στράφηκε στον Έντι. Το βλέμμα που αντάλλαξαν μιλούσε για έρωτα και για απώλεια. Ήταν ξεκάθαρο και γεμάτο θλίψη, και ο Όσκαρ το κατάλαβε.
«Εεε… νομίζω ότι θα περπατήσω λίγο παρακάτω τώρα. Χωρίς να έχω κάποιον ιδιαίτερο λόγο». «Δεν φαντάζομαι να με ξαναδείς», είπε ο Έντι. Κοίταζε την Τζο, όχι τον Όσκαρ. Η Τζο χαμήλωσε το κεφάλι της, για να μη φανούν τα μάτια της που ξεχείλιζαν από δάκρυα. «Θα σε νοσταλγώ κάθε μέρα της ζωής μου. Επειδή εσύ μου άλλαξες τη ζωή, Έντι. Ποτέ, μα ποτέ, δεν πρόκειται να σε ξεχάσω». «Φτάνει, Τζο», είπε ο Έντι, κι η φωνή του ακούστηκε βραχνή. «Σε παρακαλώ». Η Τζο κατένευσε. Σήκωσε το κεφάλι της και έβαλε τα δυνατά της να χαμογελάσει. «Αντίο», του είπε και τον αγκάλιασε. Της ανταπέδωσε την αγκαλιά και την έσφιξε με δύναμη πάνω του, το μάγουλό του πάνω στο δικό της, τα μάτια του κλειστά. Κι ύστερα, την άφησε να φύγει. «Θέλεις να σε συνοδεύσω ως το σπίτι σου;» τη ρώτησε. «Εκεί απέναντι είναι», είπε η Τζο, δείχνοντας το σπίτι της. «Θα είμαι μια χαρά». «Ωραία, λοιπόν. Έρχεται ένα μόνιππο», είπε, δείχνοντας τον δρόμο. «Ακριβώς πίσω από εκείνη την άμαξα. Θα ανέβω και καθ’ οδόν θα πάρω και τον Όσκαρ». Η άμαξα που είχε δει ο Έντι, μια όμορφη τετράτροχη άμαξα με διαχωριστικό τζάμι στο μπροστινό μέρος, πέρασε από μπροστά τους και κατόπιν σταμάτησε απότομα. Η πόρτα άνοιξε και ένας νεαρός άντρας, λυγερός και ψηλός, φάνηκε στο άνοιγμά της. «Τζο; Τζο Μ όντφορτ;» φώναξε. «Εσύ είσαι;» Η Τζο γύρισε αργά, νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό της.
Ήταν ο Μ πραμ.
81 Ο Μ πραμ κοίταζε την Τζο σαν να μην πίστευε στα ίδια του τα μάτια. «Τζόζεφιν, τι στην ευχή κάνεις έξω στους δρόμους τέτοια ώρα;» απαίτησε να μάθει. «Εγώ, δεν… Να…» ψέλλισε η Τζο. Δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια, αλλά έπρεπε να του πει κάτι. «Ποιος είναι αυτός ο άντρας; Σε ενόχλησε;» ρώτησε ο Μ πραμ, παρατηρώντας καχύποπτα τον Έντι. «Αν με ενόχλησε; Όχι!» απάντησε η Τζο. «Είναι φίλος μου, Μ πραμ. Έιμπραχαμ Όλντριτς, να σου γνωρίσω τον Έντι Γκάλαχερ». Ο Έντι έτεινε το χέρι του. Ο Μ πραμ δεν το πήρε. «Και τον Όσκαρ Ρούμπιν. Βέβαια, ο Όσκαρ δεν βρίσκεται εδώ αυτή τη στιγμή. Είναι εκεί κάτω», είπε η Τζο και έδειξε τον δρόμο. Αναπηδώντας νευρικά στις φτέρνες της, χαμογέλασε και έστυψε το μυαλό της για να βρει κάτι να πει. Τελικά, ρώτησε: «Τι σε φέρνει εσένα εδώ τέτοια ώρα;» «Το αποχαιρετιστήριο πάρτι για τον Τέντι Φάρναμ». Η Τζο θυμήθηκε πως ο Τέντι θα έφευγε σύντομα για μια περιοδεία στην ενδοχώρα.
«Πέρασες καλά;» ρώτησε, σάμπως να ήταν απολύτως φυσιολογικό να κάνουν αυτή τη συζήτηση στον δρόμο, καταμεσής της νύχτας. Ανησυχία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Μ πραμ. «Τζο, είσαι εντάξει; Σε παρακαλώ, μπες στην άμαξα. Θα σε πάω μέχρι την πόρτα σου». «Εσύ δεν έχεις πρόβλημα με αυτό, Τζο;» ρώτησε ο Έντι. «Τι;» φώναξε ο Μ πραμ, γυρίζοντας να κοιτάξει τον Έντι. «Μ ε ακούσατε. Παρόλο που δεν απευθυνόμουν σ’ εσάς», απάντησε ο Έντι, απτόητος. «Τι υπέροχη σύμπτωση!» είπε η Τζο, ενώ κατευθυνόταν προς την άμαξα. «Έτσι δεν θα είμαι αναγκασμένη να περπατήσω μέχρι την απέναντι πλευρά της πλατείας. Καληνύχτα, κύριε Γκάλαχερ». «Δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε ο Έντι, κατεβάζοντας ελαφρά το γείσο του καπέλου του. Ο Μ πραμ πέρασε προστατευτικά το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της Τζο και την οδήγησε στην άμαξα. «Στην οικία του Τσαρλς Μ όντφορτ», είπε στον οδηγό όταν ανέβηκε η Τζο. Η άμαξα ξεκίνησε και η Τζο βολεύτηκε στη θέση της. Το βλέμμα του Μ πραμ μετακινήθηκε από τα γεμάτα χώματα χέρια της μέχρι τα λασπωμένα παπούτσια της. Εκείνη διέκρινε τη σύγχυση στα μάτια του και συνειδητοποίησε τι εικόνα έδινε. Φορούσε ένα παμπάλαιο παλτό. Το φόρεμά της ήταν βρόμικο. Τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει από το χτενάκι. «Τζο, πού βρισκόσουν; Τι έκανες;» «Πρέπει να μου δείξεις εμπιστοσύνη, Μ πραμ», του απάντησε με σοβαρότητα, πιάνοντας το χέρι του. «Τζο, πρέπει να μάθω τι έκανες με αυτούς τους άντρες»,
επέμεινε εκείνος. «Θα σου πω, αλλά αμφιβάλλω πως θα με πιστέψεις», του είπε, ελπίζοντας με πάθος πως θα την πίστευε. Πως θα μπορούσε να του εκμυστηρευτεί όσα είχαν γίνει. Πως θα τη βοηθούσε. Τότε, ίσως να γινόταν η αρχή για κάτι μεταξύ τους, κάτι αληθινό. Πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε. «Βρισκόμουν στο Ντάρκμπραϊαρ και ξέθαβα ένα πτώμα». Ο Μ πραμ βούλιαξε στο κάθισμά του, κάτωχρος. «Το πτώμα ανήκε σε έναν άντρα που υποψιαζόμουν πως είχε δολοφονήσει όχι μονάχα τον Άλβα Μ πίκμαν αλλά και τον Ρίτσαρντ Σκάλι και τον πατέρα μου», συνέχισε, μιλώντας βιαστικά. «Παρ’ όλα αυτά, μια ιστορία αποτυπωμένη με τατουάζ στο στήθος του με έπεισε για το αντίθετο». «Ω, Θεέ μου», είπε ο Μ πραμ, και η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος. «Ξέρω πως αυτό πρέπει να είναι ένα τρομερό σοκ για εσένα και λυπάμαι», είπε η Τζο, στενοχωρημένη που τον είχε αναστατώσει. «Αν το ήξερα μόνο», είπε ο Μ πραμ. «Δεν το κατάλαβα. Ο Φίλιπ–» «Δεν ξέρει τίποτα», τον έκοψε η Τζο. «Τίποτα για όλα αυτά. Σκοπεύω να του τα πω αύριο. Εκείνος θα ξέρει τι να κάνει». «Πρώτα ο πατέρας σου, μετά ο Ρίτσαρντ, μετά ο Άλβα… Όλα αυτά σου έπεσαν πολύ βαριά. Καημένο μου, γλυκό μου κορίτσι. Ανησυχούσαμε τόσο πολύ… ο θείος σου, η μητέρα σου, ακόμα και η Κέιτι». Η Τζο κοίταζε έξω από το παράθυρο και μόλις που τον άκουγε. Η άμαξα έστριψε στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας. Η Τζο δεν ήθελε να προχωρήσει άλλο. «Σταματήστε εδώ, παρακαλώ»,
είπε, ταραγμένη. «Αφού δεν φτάσαμε στο σπίτι σου», είπε ο Μ πραμ. «Δεν θέλω να σταματήσει η άμαξα μπροστά στο σπίτι, μήπως κι ο θόρυβος ξυπνήσει τον Θίκστον». «Μ α πρέπει να ξυπνήσουμε τους υπηρέτες. Θα χρειαστούν για να σε βοηθήσουν. Και την Άννα–» «Όχι!» φώναξε η Τζο. «Μ πραμ, πρέπει να φτάσω στο δωμάτιό μου χωρίς να με δουν. Η μητέρα μου δεν πρέπει να μάθει τίποτα για το αποψινό. Όχι ακόμα. Όχι προτού το πω στον θείο μου. Δεν θα καταλάβει». «Εντάξει, Τζο, εντάξει», της είπε ο Μ πραμ με καθησυχαστική φωνή. «Πρέπει να μου επιτρέψεις, όμως, να σε συνοδεύσω ως την πόρτα σου. Αρνούμαι να φύγω μέχρι να σιγουρευτώ πως έχεις μπει στο σπίτι σου και είσαι ασφαλής». Ο Μ πραμ σταμάτησε την άμαξα. Βοήθησε την Τζο να κατέβει και τη συνόδευσε μέχρι την είσοδο για το υπηρετικό προσωπικό. «Υποσχέσου μου πως θα ξεκουραστείς», είπε, με την ανησυχία έκδηλη στο βλέμμα του. «Το υπόσχομαι. Σε ευχαριστώ που με άκουσες, Μ πραμ. Σε ευχαριστώ που με πίστεψες». «Όλα θα πάνε καλά, Τζο. Μ πες στο σπίτι τώρα», είπε εκείνος. Η Τζο κούνησε το κεφάλι. Άνοιξε με προσοχή την πόρτα, χώθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού, τράβηξε την πόρτα πίσω της και την κλείδωσε. Ύστερα, ανέβηκε ακροπατώντας τις πίσω σκάλες, ελπίζοντας πως δεν θα ξυπνούσε κάποιον. Όταν έφτασε στο δωμάτιό της, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο Μ πραμ στεκόταν ακόμα στο πεζοδρόμιο, ακίνητος. Τον είδε να φέρνει το χέρι στα μάτια του και να σκουπίζει κάτι. Ύστερα,
έκανε μεταβολή και περπάτησε μέχρι την άμαξά του.
82 Η Τζο δεν έκλεισε μάτι εκείνη τη νύχτα. Είχε βγάλει τα βρόμικα ρούχα και τα λασπωμένα παπούτσια της, τα είχε κάνει σωρό και τα είχε σπρώξει στο πίσω μέρος της ντουλάπας της. Στη συνέχεια, είχε χωθεί με τα εσώρουχα στο κρεβάτι, όπου στριφογύριζε χωρίς να βρίσκει ησυχία όλη την υπόλοιπη νύχτα, στοιχειωμένη από την εικόνα του Στίβεν Σμιθ στο φέρετρό του. Μ ε το χάραμα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και χώθηκε στην μπανιέρα της. Αφού πλύθηκε και ντύθηκε, ξεγλίστρησε από το σπίτι χωρίς να δει κανέναν. Η μητέρα της συνήθιζε να σηκώνεται αργά, ειδικά τα Σάββατα, και η Τζο ήξερε ότι το ίδιο έκαναν κι η θεία και οι ξαδέρφες της. Ο θείος της, όμως, σηκωνόταν νωρίς. Έλεγε πάντα πως το ξημέρωμα ήταν η ώρα της μέρας που αγαπούσε περισσότερο και είχε τη συνήθεια να δουλεύει για μερικές ώρες στο γραφείο του, προτού πάρει πρωινό με την οικογένειά του. Η Τζο ήλπιζε πως θα έκανε το ίδιο και εκείνη τη μέρα. Ανέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού του και χτύπησε ελαφρά. Δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα άνοιξε.
«Καλημέρα, δεσποινίς Μ όντφορτ. Σας περιμένει η κυρία;» ρώτησε ο Χάρνι, ενώ τη συνόδευε στο εσωτερικό του σπιτιού. «Ήρθα να δω τον θείο μου, Χάρνι», εξήγησε η Τζο. «Μ πορείς, σε παρακαλώ, να τον ενημερώσεις πως βρίσκομαι εδώ;» Όσο η Τζο περίμενε στο χολ, ο ναύαρχος Μ όντφορτ την περιεργαζόταν με τα αυστηρά μάτια του. «Fac quod faciendum est», ψιθύρισε η Τζο, αντλώντας δύναμη για ακόμα μια φορά από το οικογενειακό απόφθεγμα των Μ όντφορτ. Θα της χρειαζόταν. Ο Χάρνι επέστρεψε. «Από εδώ, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε, οδηγώντας την Τζο στο γραφείο του θείου της. Ο Φίλιπ στεκόταν στην πόρτα, όταν η Τζο έφτασε εκεί. «Τζο; Πολύ ασυνήθιστη ώρα για επίσκεψη. Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε. Η Τζο περίμενε, ώσπου να μπει στο γραφείο και να κλείσει πίσω της την πόρτα ο Χάρνι, και ύστερα μίλησε. «Όχι, θείε Φίλιπ, δεν συμβαίνει κάτι. Έχω μερικά δυσάρεστα νέα να σου πω και θα θυμώσεις μαζί μου όταν τα ακούσεις. Θα θυμώσεις πολύ. Πρώτα, όμως, σε παρακαλώ, άκουσέ με». Η Τζο κάθισε. Κοίταξε το ευγενικό πρόσωπο του θείου της, τώρα ρυτιδιασμένο από την ανησυχία, και ευχήθηκε να μην ήταν αναγκασμένη να του πει όσα ήξερε, αλλά δεν είχε επιλογή. Χρειαζόταν τη βοήθειά του. Ήταν ευγενικός, ναι, αλλά ήταν επίσης δυνατός και πανέξυπνος και θα έκανε αυτό που έπρεπε να γίνει. Η Τζο ίσιωσε τους ώμους της, πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε. Άρχισε με την επίσκεψή της στο εστιατόριο Τσάιλντ’ς και τελείωσε με την εξόρμησή της στο Ντάρκμπραϊαρ και τη διαδρομή με την άμαξα του Μ πραμ μέχρι το σπίτι της. Ομολόγησε τα πάντα για τον Όσκαρ Έντουαρντς. Έπρεπε να τα ομολογήσει. Ο Μ πραμ
την είχε δει με τον Έντι και τον Όσκαρ και ίσως να το έλεγε στον θείο της. Ο Φίλιπ είχε γίνει κάτασπρος όσο η Τζο μιλούσε. Καθόταν ασάλευτος σαν άγαλμα και άκουγε προσεκτικά κάθε της λέξη. Όταν η Τζο τελείωσε, ο Φίλιπ σηκώθηκε αμίλητος, γέμισε ένα ποτήρι με πόρτο και το άδειασε με μία γουλιά. Αν και της είχε γυρισμένη την πλάτη, η Τζο καταλάβαινε, από το σφιγμένο χέρι του και από το τρέμουλο των ώμων του, πως έκανε μεγάλη προσπάθεια να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Τελικά, γύρισε και την κοίταξε. «Είναι δυνατόν να είναι αλήθεια όλα αυτά;» ρώτησε. «Λυπάμαι, θείε Φίλιπ. Λυπάμαι πάρα πολύ», είπε η Τζο. Πονούσε για εκείνον και μετάνιωσε για την οδύνη που του προκαλούσε άλλη μια φορά. Ο Φίλιπ κάθισε ξανά. «Ο Κιντς ήταν ο Στίβεν Σμιθ… Πώς;» ρώτησε. «Ο Σμιθ χάθηκε στη θάλασσα. Ο Γλάρος, το πλοίο στο οποίο επέβαινε, βούλιαξε στη διάρκεια μιας καταιγίδας». «Δεν ξέρω πώς, αλλά με κάποιον τρόπο επέζησε και γύρισε στη Νέα Υόρκη για να βρει την Έλενορ Όουενς και τους καταλόγους που της είχε στείλει». «Και λες πως δεν αυτοκτόνησε στο Ντάρκμπραϊαρ; Τον δολοφόνησαν;» «Ναι. Πιστεύω πως το έκανε εκείνος ο νοσοκόμος… ο Φράνσις Μ άλον. Μ ε κυνήγησε κι εμένα». «Τι πράγμα;» είπε ο Φίλιπ. «Νομίζω ότι ο Μ άλον σκότωσε τον κύριο Μ πίκμαν, τον κύριο Σκάλι και τον πατέρα μου». Ο Φίλιπ σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Έπειτα,
κούνησε βίαια το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. «Έχεις καμία απόδειξη για όσα μόλις μου είπες;» «Δυστυχώς, έχω ελάχιστες αποδείξεις», παραδέχτηκε η Τζο. «Αυτό μόνο». Ανασκάλεψε το περιεχόμενο της τσάντας της και άφησε το μενταγιόν του Στίβεν Σμιθ πάνω στο τραπεζάκι. Ο Φίλιπ το περιεργάστηκε. Το έπιασε στα χέρια του και διάβασε την αφιέρωση. «Χριστέ μου, Τζο. Πες μου ότι δεν έκανες αυτό που είπες ότι έκανες για να πάρεις αυτό το πράγμα». «Αναγκάστηκα, θείε Φίλιπ», είπε η Τζο. «Θέλω να φέρω ενώπιον της δικαιοσύνης τον δολοφόνο του πατέρα μου – τον αληθινό δολοφόνο. Θέλω την αλήθεια. Και μόλο που δεν έχω αδιάσειστα στοιχεία, έχω ακούσει αρκετά και έχω δει αρκετά για να ξέρω πως η ζωή σου ίσως εξακολουθεί να διατρέχει κίνδυνο». Διέσχισε το δωμάτιο, γονάτισε δίπλα στην καρέκλα του και του έπιασε τα χέρια. «Θείε Φίλιπ, άκουσέ με. Πρέπει να δράσεις. Σε παρακαλώ. Πρέπει να πας στην αστυνομία. Ένας φονιάς μού στέρησε τον πατέρα μου. Δεν θα το άντεχα αν πάθαινες κάτι». Για ένα ολόκληρο λεπτό, ο Φίλιπ δεν απάντησε. Απλώς κοίταζε ανήμπορος μπροστά του. Τελικά, έγνεψε καταφατικά. «Ναι, Τζο. Έχεις δίκιο», είπε αποφασιστικά. Η Τζο ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Ο θείος της συνερχόταν. Το χρώμα άρχισε να επανέρχεται στο πρόσωπό του. Τέντωσε το σώμα του, και πάλι κύριος του εαυτού του. «Θα πάω αμέσως στις Αρχές», είπε. «Θα ήθελα να τους δείξω το μενταγιόν, αν μου επιτρέπεις». «Και βέβαια», είπε η Τζο. «Να έρθω μαζί σου;»
«Όχι, όχι ακόμα. Είμαι σίγουρος πως η αστυνομία θα θελήσει να μιλήσει μαζί σου κάποια στιγμή, αλλά εσύ δεν θα κάνεις τίποτα άλλο. Τίποτα. Μ ε καταλαβαίνεις; Αρκετά κινδύνευσες. Είπες πως αυτός ο άνθρωπος, ο Μ άλον, σου επιτέθηκε ήδη μία φορά – τι γίνεται αν προσπαθήσει ξανά; Θεέ μου, Τζο, ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως κάνω αυτή τη συζήτηση μαζί σου. Τα πράγματα που είδες… δεν θα έπρεπε να τα δει καμία κοπέλα». Η Τζο έγνεψε καταφατικά, με το βλέμμα χαμηλωμένο στα χέρια της. «Κοίταξέ με, Τζόζεφιν», είπε αυστηρά ο Φίλιπ. Η Τζο τον κοίταξε στα μάτια. Να τη η κατσάδα, σκέφτηκε μορφάζοντας. «Περιττό να σου πω πόσο θυμωμένος είμαι μαζί σου. Που έκανες αυτά τα πράγματα. Που πήρες τόσα ρίσκα. Που μας ξεγέλασες όλους – τη μητέρα σου, εμένα, τον Μ πραμ. Ελπίζω μονάχα να μην το είπε στη Νόνα. Αν το είπε, ο αρραβώνας σου μπορεί να κινδυνεύει». «Θα θυσίαζα τη ζωή μου με τον Μ πραμ προκειμένου να σώσω τη δική σου ζωή», είπε η Τζο και δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Ο Φίλιπ, που ετοιμαζόταν να συνεχίσει το λογύδριο, κλονίστηκε. «Είσαι πολύ ανόητο κορίτσι, Τζόζεφιν. Πολύ ανόητο», είπε και η φωνή του ράγισε. «Και πολύ γενναίο». «Τι γίνεται με τη μαμά; Να της το πω;» Ο Φίλιπ καθάρισε τον λαιμό του. «Άφησέ με να το αναλάβω εγώ. Αφού μιλήσω με την αστυνομία, θα ενημερώσω τους υπόλοιπους μετόχους. Πρέπει να ειδοποιηθούν κι αυτοί. Θα τα πω στη θεία σου και ύστερα θα κάνω μια κουβέντα με τον Μ πραμ. Ανησυχεί τρομερά για εσένα. Αφού τελειώσω με όλα αυτά, θα
έρθω στο σπίτι σου για να μιλήσω στη μητέρα σου. Θα αναστατωθεί πολύ όταν μάθει για τις δραστηριότητές σου, αλλά πιστεύω πως θα το δεχτεί καλύτερα αν το μάθει από εμένα παρά από εσένα». Η Τζο συμφώνησε, ευγνώμων που ο θείος της δεχόταν να αναλάβει τη μητέρα της. «Υπάρχει κάτι ακόμα, θείε Φίλιπ», είπε. «Όσο κι αν έχεις θυμώσει μαζί μου, μην τα βάλεις με τον Έντι Γκάλαχερ ή με τον Όσκαρ Ρούμπιν. Όλα αυτά ήταν δική μου ιδέα, όχι δική τους». Έκανε μια παύση κι έπειτα είπε: «Αν πρόκειται να συνεχίσω τη ζωή μου και να γίνω γυναίκα του Μ πραμ, πρέπει να ξέρω ότι θα επιτραπεί και σε αυτούς να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς να έχουν συνέπειες επειδή με βοήθησαν». Το είπε συγκαλυμμένα, αλλά ήταν σίγουρη πως ο θείος της θα καταλάβαινε. Και πράγματι, έτσι έγινε. «Έχεις τον λόγο μου πως ο κύριος Γκάλαχερ και ο κύριος Ρούμπιν δεν κινδυνεύουν από την οργή μου», είπε ο Φίλιπ. «Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως δεν θα τους ξαναδείς. Αυτή η υπόθεση δεν βρίσκεται πλέον στα χέρια σου, Τζο. Είναι ζήτημα των Αρχών και μόνο». «Σου δίνω τον λόγο μου», είπε η Τζο. Ο Φίλιπ σηκώθηκε. «Νομίζω πως θα ήταν καλό να γυρίσεις στο σπίτι σου τώρα. Δείχνεις να χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση κι εγώ έχω πολλά να κάνω». Η Τζο σηκώθηκε με τη σειρά της. «Νιώθω πως θα μπορούσα να κοιμηθώ για δέκα χρόνια», είπε. Ο Φίλιπ την αγκάλιασε. Τον αγκάλιασε κι εκείνη σφιχτά. «Φοβόμουν τόσο να σου τα πω, αλλά χαίρομαι που το τόλμησα», είπε.
«Κι εγώ χαίρομαι. Θα το αναλάβω εγώ από δω και πέρα, αγαπημένη μου Τζο», είπε καθώς την άφηνε από την αγκαλιά του. «Εσύ πάψε να ανησυχείς. Θα το φροντίσω εγώ. Θα τα φροντίσω όλα».
83 Όταν γύρισε στο σπίτι της, ήταν πλέον αδύνατον να μπει απαρατήρητη. Η ώρα κόντευε οχτώ και μισή. Το προσωπικό είχε ξυπνήσει και οι προετοιμασίες για το πρωινό είχαν αρχίσει. «Ένιωσα να με πιάνει πονοκέφαλος και βγήκα να πάρω λίγο αέρα, αλλά δεν με βοήθησε», είπε ψέματα στην κυρία Νέλσον. «Μ πορείτε να μου στείλετε λίγο τσάι και μία φέτα φρυγανισμένο ψωμί στο δωμάτιό μου και να ειδοποιήσετε τη μητέρα μου πως είμαι αδιάθετη;» Ανήσυχη, η Άννα πήγε αμέσως να τη δει. Όταν βεβαιώθηκε πως η Τζο δεν είχε πυρετό, την άφησε να ξεκουραστεί. Η Τζο τσίμπησε κάτι για πρωινό κι έπειτα έκλεισε τα μάτια της. Είχε σκοπό να λαγοκοιμηθεί για μία ώρα, αλλά ήταν τέσσερις και μισή το απόγευμα όταν ξύπνησε. Αμέσως, χτύπησε το κουδούνι για την καμαριέρα της. «Κέιτι, μήπως πέρασε ο θείος μου;» ρώτησε. «Όχι, δεσποινίς Τζο, αλλά έστειλε μήνυμα πως θα περάσει στις εφτά το απόγευμα». Η Τζο ένιωσε ανακούφιση που δεν είχε χάσει την επίσκεψή του. Ευχαρίστησε την Κέιτι, ύστερα της ζήτησε να της γεμίσει την
μπανιέρα και να της ετοιμάσει τα ρούχα της. Δεν είχε κάνει παρά ένα γρήγορο μπάνιο εκείνο το πρωί. Τώρα, ήθελε να μείνει ώρα στο νερό και να μουλιάσει, να ξεπλύνει το χώμα από τον τάφο του Κιντς, τη δυσωδία του θανάτου και τη θλίψη από το τελευταίο αντίο στον Έντι. Μ έχρι τις έξι είχε πλυθεί, είχε ντυθεί και είχε χτενίσει τα μαλλιά της. Στις εφτά ακριβώς ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Τζο το άκουσε και κατέβηκε στο ισόγειο, επιστρατεύοντας το κουράγιο που ήξερε πως θα χρειαζόταν για να αντέξει την επόμενη ώρα. Η μητέρα της δεν θα χαιρόταν με όσα είχε να της πει ο Φίλιπ. «Καλησπέρα, θείε», είπε, όταν έφτασε στο χολ. Ο Θίκστον είχε ήδη απλώσει το χέρι του για να πάρει το παλτό του Φίλιπ, αλλά εκείνος είπε ότι δεν ήθελε να το βγάλει. Η Τζο παραξενεύτηκε, αλλά δεν το σχολίασε. «Πηγαίνω να δω τη μητέρα σου τώρα», της είπε ο Φίλιπ. «Αφού την ενημερώσω, θα σε φωνάξω. Να υποθέσω πως βρίσκεται στο σαλόνι;» «Ναι, εκεί είναι», είπε η Τζο. Ο Φίλιπ κατευθύνθηκε προς το σαλόνι και η Τζο κάθισε να τον περιμένει στη βιβλιοθήκη. Προσπάθησε να ξεχαστεί χαζεύοντας από το παράθυρο που έβλεπε στην πλατεία. Στη λάμψη ενός φαναριού, είδε μια μορφή, αδύνατη και καμπουριασμένη, κοντά στην είσοδο για το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού των Κάβεντις, που βρισκόταν διαγωνίως απέναντι από το δικό της. Ήταν η τρελο-Μ αίρη. Η πόρτα άνοιξε και η κυρία Πέρκινς, η μαγείρισσα της οικογένειας Κάβεντις, έδωσε στη Μ αίρη ένα μικρό δέμα, τυλιγμένο με καφέ λαδόχαρτο. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι κι
ύστερα έτρεξε στο κεφαλόσκαλο. Κάθισε, άνοιξε το δέμα και άρχισε να τρώει με λαιμαργία. «Τζο; Είσαι εδώ;» Ήταν ο θείος της. Η Τζο διέσχισε βιαστικά τη βιβλιοθήκη και μπήκε στο σαλόνι. Ο Φίλιπ κράτησε την πόρτα ανοιχτή κι ύστερα την έκλεισε πίσω της. Η μητέρα της καθόταν σε ένα ντιβάνι κι έσφιγγε ένα μαντίλι στα χέρια της. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα. Έτρεμε. «Αχ, μαμά», είπε η Τζο και η φωνή της ράγισε. Κάθισε δίπλα της. Η μητέρα της την έπιασε από το χέρι. Την κοίταξε εξεταστικά, έπειτα στράφηκε στον Φίλιπ. «Δεν το πιστεύω», είπε. «Δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν είναι αλήθεια!» «Τζο, η μητέρα σου δυσκολεύεται να πιστέψει αυτά που της είπα. Σου είναι εύκολο να επαναλάβεις την ιστορία; Ξεκίνα από την αρχή». «Ναι, θείε», είπε η Τζο. Καθισμένη δίπλα στη μητέρα της, της εξιστόρησε τα πάντα, ξεκινώντας από την πρώτη μέρα – από την επίσκεψή της στα γραφεία της Στάνταρντ, με σκοπό να δώσει στον κύριο Στόουτμαν το κληροδότημα του πατέρα της. Η Άννα άκουγε κουνώντας κατά διαστήματα το κεφάλι, σφουγγίζοντας τα μάτια της με το μαντίλι, ψελλίζοντας «Όχι, όχι». Όταν η Τζο τελείωσε, στο δωμάτιο απλώθηκε νεκρική σιωπή. Ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν ήταν το τικ-τακ του μεγάλου ρολογιού. Ο Φίλιπ ήταν ο πρώτος που μίλησε. Στράφηκε στην Άννα και είπε: «Βλέπεις, λοιπόν; Όπως ακριβώς σου τα είπα…» Η Τζο χαιρόταν που βρισκόταν κι εκείνος εκεί. Ένιωθε
ευγνωμοσύνη για την ήρεμη, συγκρατημένη φωνή του. Για την ισχυρή παρουσία του. Δεν θα μπορούσε να τα είχε καταφέρει μόνη. «Είναι τρομερό», συνέχισε ο Φίλιπ, κοιτάζοντας τη μητέρα της Τζο. «Ένα συνταρακτικό γεγονός, πολύ δύσκολο να το αντιμετωπίσει κανείς, ιδιαίτερα αν έχει περάσει όλα όσα πέρασες εσύ. Αλλά σου το είχα πει, Άννα. Σου το είχα πει πριν από πολύ καιρό. Δεν ήθελες να με πιστέψεις. Μ ε πιστεύεις τώρα; Βλέπεις, επιτέλους; Η δύστυχη, η αγαπημένη μας Τζο έχει χάσει τα λογικά της».
84 «Τι πράγμα;» είπε η Τζο γελώντας, ανίκανη να πιστέψει στα αυτιά της. «Για όνομα του Θεού, θείε Φίλιπ, τι είναι αυτά που λες; Δεν έχω χάσει τα λογικά μου!» «Σε παρακαλώ, Τζόζεφιν», είπε η Άννα, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. «Σκέψου τα φριχτά πράγματα που μόλις μας είπες πως έκανες… Να περπατάς στους δρόμους τα βράδια, παρέα με άγνωστους άντρες, να πηγαίνεις σε νεκροτομεία και σε κακόφημα σπίτια, να ξεθάβεις πτώματα–» Η φωνή της ράγισε. Η Άννα πάλευε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Τι αισχρά πράγματα!» Η Τζο ένιωσε τις πρώτες τσιμπιές φόβου να διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά της. «Μ α, μαμά, όλα αυτά έγιναν για να βρω την αλήθεια για τον θάνατο του μπαμπά», είπε. «Και πότε ακριβώς τα έκανες όλα αυτά; Πότε;» ρώτησε η μητέρα της. «Τα βράδια, κυρίως. Μ ερικές φορές στη διάρκεια της μέρας». «Τα βράδια; Αυτό είναι ψέμα, Τζόζεφιν», απάντησε η μητέρα της. «Κάθε βράδυ περνάω να δω τι κάνεις. Από τότε που ήσουν κοριτσάκι. Και κάθε βράδυ, από τότε που γύρισες από τη σχολή για την κηδεία του πατέρα σου, σε έβλεπα στο κρεβάτι. Να κοιμάσαι βαθιά».
«Την Κέιτι έβλεπες. Αλλάζαμε θέση. Αρκετές φορές, μάλιστα», είπε η Τζο, που είχε αρχίσει να ανησυχεί ολοένα και περισσότερο. «Μ αμά, όλα αυτά είναι αλήθεια! Πες της, θείε Φίλιπ!» είπε στον θείο της. «Πες της την αλήθεια!» «Γλυκιά μου Τζο», είπε ο Φίλιπ, με πρόσωπο ρυτιδιασμένο από τη θλίψη, «της είπα αυτά που ξέρω… Πως σήμερα το πρωί ήρθες να με βρεις φοβερά ταραγμένη και να μου διηγηθείς μια απίστευτη και άθλια ιστορία. Και πως αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανες. Φέρθηκα ανόητα και δεν έκανα κάτι νωρίτερα, ελπίζοντας πως αυτή η κατάσταση ήταν μια αντίδραση στην απώλεια του πατέρα σου και θα περνούσε. Έκανα λάθος. Η κατάστασή σου χειροτέρεψε, δεν βελτιώθηκε. Χτες βράδυ, αντί να φανταστείς πως είχες βγει από το σπίτι, βγήκες πραγματικά». «Αφού… με είχες πιστέψει!» είπε η Τζο και η φωνή της δυνάμωσε. «Έκανα πως σε πίστεψα, επειδή δεν ήθελα να σε αναστατώσω περισσότερο». «Μ ου είπες ψέματα. Είπες πως θα πήγαινες στις Αρχές», είπε η Τζο, με φωνή ακόμα πιο δυνατή. Ο Φίλιπ κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του. «Σε παρακαλώ, μην το λες αυτό. Δεν το εννοούσα. Χρειαζόμουν χρόνο». «Χρόνο; Για να κάνεις τι;» «Για να σου εξασφαλίσω τη φροντίδα που χρειάζεσαι». «Δεν χρειάζομαι καμιά φροντίδα!» φώναξε η Τζο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως όλα είχαν στραφεί εναντίον της. Η Άννα και ο Φίλιπ κοιτάχτηκαν και η Τζο συνειδητοποίησε ότι το μόνο που έκανε με την υστερική της αντίδραση ήταν να επιβεβαιώνει τις υποψίες τους.
Μ ε πιο ήρεμη, ελεγχόμενη φωνή, είπε: «Σας διαβεβαιώνω πως είμαι μια χαρά». «Είσαι ευαίσθητο κορίτσι, Τζόζεφιν, και δυστυχώς υπέκυψες σε κάθε είδους παραισθήσεις», είπε ο Φίλιπ. «Προσπαθήσαμε όλοι μας – εγώ, η θεία, η μητέρα σου. Σου ζητήσαμε να πάψεις να απασχολείς το μυαλό σου με άσχημες σκέψεις. Σου επιτρέψαμε να αγνοήσεις τους κανόνες του πένθους. Σε ενθαρρύναμε να βλέπεις τις φίλες σου. Ελπίζαμε με όλη μας την καρδιά πως ο αρραβώνας σου θα σε έβγαζε από αυτή τη δυσθυμία, αλλά ακόμα κι αυτό απέτυχε να σου αλλάξει διάθεση». «Φερόσουν τόσο αφύσικα», πρόσθεσε η μητέρα της. «Στην άμαξα για το σπίτι των Σκάλι. Το ίδιο και στο ατελιέ της μοδίστρας. Όπως ο θείος σου, έτσι και εγώ δεν ήθελα να παραδεχτώ αυτό που έβλεπα. Τώρα, δεν έχω επιλογή». Η Τζο θυμήθηκε τη μέρα που είχαν πάει στη μοδίστρα. Θυμήθηκε την έκφραση τρόμου στο πρόσωπο της μητέρας της όταν προσπάθησε να της πει ότι δεν ήθελε να παντρευτεί. Θυμήθηκε το βλέμμα που είχε ανταλλάξει με τη θεία της στη διαδρομή για το σπίτι των Σκάλι. Κατά πώς έδειχναν τα πράγματα, όλα όσα είχε πει ή είχε κάνει ενίσχυαν την πεποίθηση του θείου της πως είχε τρελαθεί. «Όλα αυτά είναι μια φριχτή παρεξήγηση», είπε, προσπαθώντας να κρατήσει ατάραχη τη φωνή της, «αλλά ξέρω πώς να την ξεκαθαρίσω. Φωνάξτε τον Έντι Γκάλαχερ και τον Όσκαρ Ρούμπιν. Θα επιβεβαιώσουν και οι δύο όλα όσα σας είπα». «Μ ίλησα και με τους δύο σήμερα το απόγευμα, Τζο», είπε ο Φίλιπ. «Λένε και οι δύο πως δεν σε είχαν συναντήσει ποτέ μέχρι χτες βράδυ, όταν τους πλησίασες στον δρόμο, λερωμένη από την
κορυφή μέχρι τα νύχια με χώμα. Μ ου είπαν, επίσης, πως ένιωσαν ανακούφιση όταν εμφανίστηκε ο Μ πραμ και σε συνόδευσε ως το σπίτι». Η Τζο ένιωσε σαν να την είχαν χαστουκίσει. «Τι πράγμα; Μ α αυτό είναι εξωφρενικό! Είναι ψέμα! Βρέθηκα κάμποσες φορές στο δωμάτιο του Έντι. Φυσικά και με ξέρει!» είπε χωρίς να το σκεφτεί. Τα μάτια της Άννας γούρλωσαν από τον πανικό. «Αν μαθευτεί αυτό, Φίλιπ… αν ο κόσμος την ακούσει να λέει τέτοια πράγματα…» «Έψαξα, επίσης, να βρω τον ιδιωτικό ντετέκτιβ σου – εκείνον τον Όσκαρ Έντουαρντς», είπε ο Φίλιπ. «Δεν υπάρχει σε ολόκληρη την πόλη ντετέκτιβ με αυτό το όνομα». «Μ α σου το είπα – εγώ τον επινόησα. Αναγκάστηκα. Για να προστατεύσω τον Έντι», ψέλλισε η Τζο. «Όπως επινόησες και όλα τα υπόλοιπα, έτσι δεν είναι, Τζο;» είπε γλυκά ο Φίλιπ. «Φωνάξτε την Κέιτι! Αυτή θα σας πει πως όσα λέω είναι αλήθεια», είπε η Τζο, ταραγμένη. Ό,τι κι αν έλεγε, κάθε επιχείρημα που ξεστόμιζε, έμοιαζε να φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. «Έδωσα άδεια στην Κέιτι για το βράδυ. Όπως και στην κυρία Νέλσον», είπε η μητέρα της. «Μ όνο ο Θίκστον βρίσκεται ακόμα εδώ και τον έχω στείλει να γυαλίσει τα ασημικά, για να τον κρατήσω απασχολημένο στην κουζίνα». «Γιατί διώξατε τους υπηρέτες;» ρώτησε ανήσυχη η Τζο. «Επειδή κρυφακούν πίσω από τις πόρτες και διαδίδουν κουτσομπολιά. Δεν θέλω να κυκλοφορήσει αυτή η ιστορία σε όλη την πόλη. Μ ας φτάνει που το ξέρει ο Μ πραμ», είπε η Άννα. «Πώς το ξέρεις ότι ξέρει;» ρώτησε η Τζο, νιώθοντας
προδομένη. «Του ζήτησα να μη σου μιλήσει!» «Φυσικά και μου μίλησε. Ανησυχεί φοβερά για εσένα!» είπε με θυμό η Άννα. «Σε βρήκε στον δρόμο στη μία τη νύχτα, μαζί με δύο άγνωστους άντρες! Χάρη στον ευγενικό και καλό χαρακτήρα του, δεν διέλυσε αμέσως τον αρραβώνα σας. Μ πορεί και να το κάνει, όμως. Έτσι και το ανακαλύψει η Νόνα, δεν θα έχει άλλη επιλογή». «Ελπίζουμε να αποτρέψουμε κάτι τέτοιο», είπε ο Φίλιπ. «Σκοπεύουμε να πούμε πως η αναστάτωση των τελευταίων μηνών σε οδήγησε σε νευρική κατάρρευση και πως σε έχουμε στείλει ένα ταξίδι για να ανακτήσεις τις δυνάμεις σου». Η Τζο ένιωσε τον κλοιό να σφίγγει γύρω της. «Ένα ταξίδι; Πού;» ρώτησε. «Θεώρησέ το ως μια σύντομη ανάπαυλα», είπε η Άννα. «Μ πορούμε να πούμε πως πήγες να επισκεφτείς την αδερφή μου στη Γουινέτκα. Όταν συνέλθεις, πράγμα που ελπίζω πως θα γίνει πολύ σύντομα, μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι». «Μ α πού θα πάω;» ρώτησε η Τζο, που είχε αρχίσει να φοβάται. «Μ ην ανησυχείς, Τζόζεφιν», είπε ο Φίλιπ. «Η μητέρα σου ζήτησε από την Κέιτι να σου πακετάρει μερικά πράγματα. Αρκετά για να περάσεις τις πρώτες μέρες. Θα στείλουμε τα υπόλοιπα αργότερα». Και με αυτά τα λόγια, σηκώθηκε και τράβηξε μια μικρή ταξιδιωτική τσάντα πίσω από μια καρέκλα. Πάνω της ήταν διπλωμένο το παλτό της. «Έλα τώρα, φόρεσέ το». Η Τζο στράφηκε στη μητέρα της. «Μ αμά, σε παρακαλώ», φώναξε. «Σταμάτα!» «Άμοιρο, αγαπημένο μου κορίτσι, το κάνουμε για το καλό σου», είπε η Άννα. Η φωνή της ράγισε. Γύρισε από την άλλη και άρχισε να κλαίει, σκουπίζοντας τα δάκρυα με το μαντίλι της.
Ο Φίλιπ έδωσε στην Τζο το παλτό της. «Σε παρακαλώ, Τζο. Μ ην κάνεις τα πράγματα δυσκολότερα απ’ όσο είναι ήδη». Η Τζο ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει. Είχε την αίσθηση πως ό,τι συνέβαινε δεν ήταν πραγματικό. Πώς είναι δυνατόν να γίνεται κάτι τέτοιο; αναρωτήθηκε. Κούμπωσε το παλτό της κι ύστερα ο Φίλιπ την έπιασε από το μπράτσο και τη συνόδευσε ως την εξώπορτα. Όταν την άνοιξε, η Τζο είδε τη γυαλιστερή μαύρη άμαξά του να περιμένει στον δρόμο. Πανικός την κυρίευσε. Προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά ο θείος της έσφιξε κι άλλο τη λαβή του. «Σε παρακαλώ, θείε Φίλιπ, σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό», τον ικέτευσε. Αλλά ο Φίλιπ ήταν ανένδοτος. Την έσπρωξε στο πεζοδρόμο και από εκεί στην άμαξα. Την ώρα που η Τζο εκλιπαρούσε τον θείο της, φάνηκε η τρελο-Μ αίρη. Η γυναίκα σταμάτησε για να παρακολουθήσει τη σκηνή. «Φύγε από δω», της φώναξε ο Φίλιπ. Η Μ αίρη μόρφασε. Έκανε πίσω και βρέθηκε στο κεφαλόσκαλο της Τζο. Ο Φίλιπ έδωσε την τσάντα της Τζο στον οδηγό, ύστερα την έσπρωξε στο εσωτερικό της άμαξας. Η Τζο δοκίμασε το πόμολο από την άλλη πλευρά, αλλά ήταν κλειδωμένο. Ενώ ο θείος της καθόταν απέναντί της, η Τζο κοίταξε έξω από το παράθυρο, περιμένοντας να δει τη μητέρα της στο κατώφλι, ελπίζοντας πως θα της άλλαζε γνώμη. Αλλά η μητέρα της δεν βρισκόταν εκεί. Ο μόνος άνθρωπος που βρισκόταν εκεί ήταν η Μ αίρη. Η Τζο πρόλαβε να δει το βλέμμα της γυναίκας για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και διέκρινε τον φόβο στα μάτια της. «Πού πάμε, κύριε Μ όντφορτ;» ρώτησε ο οδηγός του Φίλιπ.
«Ανατολικά, Τόμας», απάντησε εκείνος. «Στο άσυλο Ντάρκμπραϊαρ».
85 Δεν βρίσκομαι εδώ, σκεφτόταν η Τζο, σφίγγοντας τα μάτια της. Δεν μου συμβαίνει αυτό. Συνέβαινε, όμως. Άνοιξε τα μάτια της και είδε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Καθόταν δίπλα στον θείο της. Βρίσκονταν στην άμαξά του και κατευθύνονταν στο Ντάρκμπραϊαρ. Θα την έκλειναν σε άσυλο. Η αίσθηση πως όλα αυτά δεν ήταν πραγματικά έγινε τόσο ισχυρή και της έφερε τέτοιο ίλιγγο, που πίστεψε πως είχε αρρωστήσει. Μπορεί η μητέρα και ο θείος μου να έχουν δίκιο, σκέφτηκε. Μπορεί να έχω παρανοήσει. Έτσι δεν γίνεται με τους τρελούς; Πιστεύουν πως όλοι οι άλλοι είναι τρελοί, εκτός από τους ίδιους. Σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και βόγκηξε απαλά. Ο Φίλιπ πρόσεξε την ταραχή της και είπε: «Όλα θα πάνε καλά, Τζόζεφιν. Σου το υπόσχομαι». «Θα πάνε πράγματι καλά;» ρώτησε δακρυσμένη η Τζο. «Ναι, είναι μια προσωρινή κατάσταση. Εκμεταλλεύσου τον χρόνο στο Ντάρκμπραϊαρ για να ηρεμήσεις τα νεύρα σου και να αποκαταστήσεις την ισορροπία του νου σου. Ξέρω πως είσαι θυμωμένη μαζί μου, αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω ύστερα απ’ όσα μου είπε ο Μ πραμ; Ύστερα απ’ όσα μου είπες εσύ η ίδια; Πως
πήγες σε νεκροτομεία και πορνεία… Πως ξέθαψες έναν νεκρό… Πως ο Στίβεν Σμιθ γύρισε από τα νησιά Αμιράντ…» Η Τζο πάγωσε. Αυτό δεν σου το είπα, όμως, θείε Φίλιπ. Επειδή δεν το γνώριζα. Μέχρι τώρα. Εκείνο το κομμάτι στο τατουάζ του Σμιθ, που ονομάτιζε το μέρος όπου τον είχαν εγκαταλείψει, είχε σβηστεί από τη σήψη. Όπως και το όνομα του ανθρώπου που τον είχε αφήσει εκεί. Η Τζο ήξερε πως τα Αμιράντ, ένα μικρό σύμπλεγμα νησιών στον Ινδικό Ωκεανό, ήταν τμήμα της πολύ μεγαλύτερης νησιωτικής αλυσίδας που αποτελούσε τις Σεϋχέλλες. Όταν ήταν παιδί, άκουγε να αναφέρεται κατά διαστήματα ο θάνατος του Στίβεν Σμιθ, αλλά ποτέ κανείς δεν είχε συνδέσει με αυτόν τα Αμιράντ. Το μόνο που λεγόταν ήταν πως βρισκόταν σε εξερευνητική αποστολή με το πλοίο Γλάρος, το οποίο, όπως και όλοι όσοι επέβαιναν σε αυτό, είχε χαθεί στη διάρκεια μιας καταιγίδας. Πώς ήταν δυνατόν να ξέρει ο θείος της πού είχε εγκαταλειφθεί ο Σμιθ; Εκτός κι αν ήταν αυτός που τον είχε εγκαταλείψει. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή στο στήθος της. Ένα κύμα απόλυτου, εκτυφλωτικού τρόμου τη διαπέρασε. Τώρα τα καταλάβαινε όλα. Τώρα τα έβλεπε όλα ξεκάθαρα. Ο Έντι είχε δίκιο. Θυμήθηκε τα λόγια του, όπως τα είχε ακούσει τότε, στην αποβάθρα. Καλά θα κάνεις να συνηθίσεις στην ιδέα πως υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος στη Βαν Χάουτεν να μην είναι και τόσο ευυπόληπτος… Και μόλις το προηγούμενο βράδυ,
πάνω από τον τάφο του Στίβεν Σμιθ, είχε προσπαθήσει ακόμα μια φορά να της ανοίξει τα μάτια. Αν τον είχε ακούσει! Ο θείος της, ο αγαπημένος της θείος, ήταν εκείνος που βρισκόταν πίσω από την παρανομία που είχε αποκαλύψει ο Σμιθ. Θα πρέπει να τους είχε απειλήσει πως θα τα δημοσιοποιούσε όλα, έτσι ο θείος της είχε κανονίσει να τον εξαφανίσει μια για πάντα. Μ πορεί να είχε προτείνει ο ίδιος το εξερευνητικό ταξίδι ως τις Σεϋχέλλες και να είχε πληρώσει τον καπετάνιο για να ξεφορτωθεί τον Σμιθ. Μ όνο που ο Σμιθ είχε γυρίσει. Κι αυτή τη φορά, ήταν ο Μ άλον αυτός που είχε αναλάβει να τον ξεφορτωθεί – το δίχως άλλο ύστερα από εντολή του θείου της. Αλλά η Τζο συνειδητοποίησε και κάτι ακόμα – ο θείος της δεν πίστευε πραγματικά πως ήταν τρελή. Προσποιούνταν μόνο, ώστε να την κλείσει στο άσυλο. Επειδή είχε γίνει απειλή για τον ίδιο. Η Τζο του έριξε μια κλεφτή ματιά. Κοίταζε έξω από το παράθυρο, εξακολουθώντας να μιλάει. Φόβος, οργή και αποστροφή πλημμύρισαν την καρδιά της. Από ένστικτο, τραβήχτηκε όσο γινόταν πιο μακριά του. «…αλλά αυτή η ιστορία γίνεται ακόμα πιο αλλόκοτη κάθε φορά που τη διηγείσαι», έλεγε εκείνος. «Σίγουρα το καταλαβαίνεις κι εσύ. Και θα πρέπει επίσης να καταλαβαίνεις πόσο αναγκαίο είναι να έχεις την κατάλληλη φροντίδα, Τζο. Τζο;» Στράφηκε και την κοίταξε. Το βλέμμα του έγινε πιο διαπεραστικό όταν διαπίστωσε πως είχε τραβηχτεί μακριά του. Ξαφνικά, υπήρχε ακόμα μια έκφραση κάτω από τη μάσκα της ανησυχίας – μια έκφραση πολύ πιο σκοτεινή. Προσποιήσου πως συμφωνείς, είπε μια φωνή μέσα της. Δεν πρέπει να καταλάβει πως ξέρεις.
Χωρίς καθυστέρηση, πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Το καταλαβαίνω, θείε Φίλιπ. Είναι απλώς που… που φοβάμαι τόσο πολύ», του είπε. «Δεν χρειάζεται να φοβάσαι», της απάντησε. «Όσο γρηγορότερα δεχτείς την αρρώστια σου και συνεργαστείς με τους γιατρούς τόσο γρηγορότερα θα μπορέσουν κι αυτοί να σε κάνουν καλά». «Ναι, έχεις δίκιο», είπε υπάκουα η Τζο. Μονάχα που δεν πρόκειται να με κάνουν καλά, σκέφτηκε. Δεν θα έχουν την ευκαιρία. Απόψε θα με παραδώσεις στο Ντάρκμπραϊαρ και ύστερα θα έρθει εκείνος – ο Μάλον. Μπορεί να έρθει αύριο βράδυ. Μπορεί την επόμενη εβδομάδα. Θα έρθει, όμως. Θα με στραγγαλίσει και θα το κάνει να φανεί σαν να κρεμάστηκα από μόνη μου. Ακριβώς όπως έκανε με τον Στίβεν Σμιθ. Η φωνή μέσα στην Τζο σίγησε για λίγο και ύστερα είπε ένα τελευταίο πράγμα. Αν θέλεις να ζήσεις, Τζο, πρέπει να το βάλεις στα πόδια.
86 Η Τζο είδε πρώτα τον ψηλό πέτρινο τοίχο, ύστερα τις ψηλές μαύρες πύλες. Άσυλο Φρενοβλαβών Ντάρκμπραϊαρ, έγραφε η πινακίδα που κρεμόταν πάνω τους. Η Τζο ήξερε πως η πόρτα στα δεξιά της ήταν κλειδωμένη. Μ ήπως ο θείος της, σαν από θαύμα, είχε ξεχάσει να κλειδώσει την αριστερή; Της έριξε μια κλεφτή ματιά και ο Φίλιπ την είδε. «Μ ην κάνεις καπρίτσια, Τζόζεφιν. Και οι δύο πόρτες είναι κλειδωμένες. Ακόμα κι αν κατάφερνες να βγεις από την άμαξα, όμως, ο Τόμας κι εγώ θα σε φέρναμε πίσω», της είπε. Την αμέσως επόμενη στιγμή, διάβαιναν τις πύλες. Η Τζο είχε βρεθεί εκεί το προηγούμενο βράδυ και ήξερε πως, από τη στιγμή που ο φύλακας θα κλείδωνε τις πύλες πίσω από την άμαξα, δεν θα υπήρχε τρόπος να βγει. Δεν υπήρχε άλλη έξοδος από το Ντάρκμπραϊαρ, εκτός από το ποτάμι – οι χαμηλές θερμοκρασίες, σε συνδυασμό με τα ισχυρά ρεύματα και τα βαριά ρούχα της, θα της εξασφάλιζαν έναν γρήγορο θάνατο. Ανίκανη να σκεφτεί από τον φόβο, όρμηξε με απόγνωση προς την πόρτα, αλλά ο θείος της την έσπρωξε πίσω. «Δεν πρόκειται να σου το ξαναπώ», της είπε παγερά. Η άμαξα συνέχισε τον δρόμο της. Ο φύλακας κλείδωσε τις
πύλες. Η Τζο είχε χάσει την ευκαιρία της. Όταν η άμαξα σταμάτησε μπροστά από το κεντρικό κτίριο –ένα γοτθικό τερατούργημα με πύργους και πυργίσκους και κάγκελα σε κάθε παράθυρο–, ένα σκοτεινό κύμα απελπισίας κατάπιε την Τζο. «Μ ην αποπειραθείς ξανά να το σκάσεις», την προειδοποίησε ο Φίλιπ, «γιατί θα το μετανιώσεις». Το καθησυχαστικό χαμόγελό του και ο στοργικός τόνος στη φωνή του είχαν χαθεί. Η Τζο δεν είχε ξαναδεί ως τότε αυτή την πλευρά του εαυτού του. Ο Τόμας άνοιξε την πόρτα. Ο Φίλιπ κατέβηκε και βοήθησε και την Τζο να κατέβει, κρατώντας τη σταθερά από το μπράτσο. Μ ια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου. Μ ια προϊσταμένη με στολή περίμενε στη βάση της. «Καλώς ήρθατε, δεσποινίς Μ όντφορτ. Σας περιμέναμε», είπε κοφτά. «Είμαι η αδερφή Ουίλιαμς και έχω αναλάβει τη φροντίδα σας». Η Τζο κοίταξε γύρω της με απόγνωση, ελπίζοντας ακόμα πως θα έβρισκε τρόπο να ξεφύγει. Ο Φίλιπ έσφιξε κι άλλο τη λαβή του στο μπράτσο της. «Η δεσποινίς Μ όντφορτ είναι πολύ αναστατωμένη», είπε στην προϊσταμένη. «Συμβαίνει καμιά φορά», απάντησε εκείνη και χαμογέλασε ψεύτικα στην Τζο. «Δεν υπάρχει λόγος να ταράζεστε, αγαπητή μου. Θα σας φροντίσουμε καλά». Γύρισε και έγνεψε σε κάποιον πίσω της. «Κύριε Μ άλον, θα βοηθήσετε, σας παρακαλώ, τον κύριο Μ όντφορτ να τακτοποιήσει την ανιψιά του;» Η Τζο κράτησε την ανάσα της και σήκωσε απότομα το κεφάλι. Στην κορυφή της σκάλας στεκόταν ο άνθρωπος με την ουλή στο πρόσωπο. Ήταν εκεί. Εκείνη τη στιγμή. Ο θείος της δεν θα
περίμενε· θα έδινε εντολή να τη σκοτώσουν το ίδιο βράδυ. «Όχι! Αφήστε με!» ούρλιαξε, παλεύοντας να ελευθερωθεί. «Είναι δολοφόνος!» «Κύριε Μ άλον, αν έχετε την καλοσύνη», είπε αυστηρά η προϊσταμένη. Η Τζο συνειδητοποίησε πως ήταν μάταιο να αντιστέκεται. Θυμήθηκε το βιβλίο Δέκα Μέρες Σε Ένα Τρελάδικο, όπου η Νέλι Μ πλάι έγραφε ότι κανείς από το προσωπικό δεν έδινε σημασία στους ασθενείς που επέμεναν πως είχαν τα λογικά τους. Και κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να την ακούσει η αδερφή Ουίλιαμς. Ο Μ άλον κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες. «Θα την πάρω εγώ, κύριε», είπε, και το χέρι του έκλεισε γύρω από τον καρπό της Τζο. Ο Φίλιπ την άφησε και ξεκίνησε να ανεβαίνει τις σκάλες, δίπλα στην προϊσταμένη. Η Τζο πάλεψε για να ελευθερωθεί, αλλά ο Μ άλον έστριψε το μπράτσο της πίσω από την πλάτη της. Η λαβή του ήταν σκληρή σαν σίδερο. «Σταμάτα», της ψιθύρισε στο αυτί. «Αλλιώς θα σου το σπάσω». Η Τζο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ανέβει τις σκάλες. «Βλέπετε; Την ηρέμησε ήδη. Έχει τον τρόπο του με τους ασθενείς. Ξέρει να τους κατευνάζει. Έχει μεγάλη εμπειρία, ξέρετε. Είναι ένας από τους παλαιότερους νοσοκόμους μας», είπε η προϊσταμένη. «Φυσικά, την ανιψιά σας θα τη φροντίζει μια αδερφή νοσοκόμα, αλλά οι άντρες νοσοκόμοι είναι αυτοί που συνοδεύουν τους νέους τρόφιμους στα δωμάτιά τους. Είναι πιο ικανοί να ακινητοποιούν όποιον γίνεται βίαιος». «Είμαι σίγουρος πως θα βρίσκεται στα καλύτερα χέρια», είπε ο
Φίλιπ. «Θα ήθελα να της δοθεί κάποιο ηρεμιστικό απόψε, ώστε να χαλαρώσει και να μπορέσει να κοιμηθεί. Δεν θέλω να χρησιμοποιηθούν δεσμά, εάν δεν είναι απαραίτητο». «Φυσικά, κύριε Μ όντφορτ». Και τότε, η Τζο κατάλαβε τι είδους σενάριο θα ακολουθούσε. Ο Μ άλον θα τη νάρκωνε. Αργότερα, θα γύριζε και θα τη στραγγάλιζε. Θα έδενε κάτι –ίσως το σεντόνι της– στο κάγκελο του παραθύρου της. Η άλλη άκρη θα ήταν δεμένη γύρω από τον λαιμό της. Αύριο η προϊσταμένη θα θυμάται πόσο αναστατωμένη ήμουν, σκέφτηκε. Θα πει πως πέρασε η δράση του ηρεμιστικού κι εγώ κρεμάστηκα – κάτι που δεν θα είχε συμβεί, αν ο απέραντα ευγενικός θείος μου τους είχε επιτρέψει να με δέσουν. Ο τρόμος μαινόταν τώρα μέσα στο κεφάλι της. Είχε ανέβει ως τη μέση της σκάλας. Αν δεν έτρεχε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, δεν θα ξέφευγε ποτέ. Δεν μπορούσε, όμως· ο Μ άλον την κρατούσε με μια θανάσιμη λαβή. Θα πεθάνω εδώ, σκέφτηκε. Η πόρτα πλησίαζε απειλητικά. Ο Μ άλον την έσπρωξε, εκείνη σκόνταψε, και παραλίγο να χάσει το παπούτσι της. Κι αυτό της έδωσε μια τελευταία, απεγνωσμένη ιδέα. Καθώς έκανε το επόμενο βήμα, έβγαλε το πόδι της από το παπούτσι και το κλότσησε πίσω της. «Το παπούτσι μου!» φώναξε. «Έπεσε! Χρειάζομαι το παπούτσι μου!» Η προϊσταμένη γύρισε. Το ίδιο και ο Φίλιπ, και ο εκνευρισμός του ήταν φανερός στο πρόσωπό του. «Φέρτε το παπούτσι της», φώναξε στον Μ άλον. Ο Μ άλον, που δεν ήθελε να δει η προϊσταμένη με τι τρόπο
έστριβε το μπράτσο της Τζο, το άφησε και έσκυψε να πιάσει το παπούτσι, εξακολουθώντας να την κρατάει από τον καρπό. Ο Μ άλον υπερτερούσε σωματικά κατά πολύ, όμως η Τζο είχε το στοιχείο της έκπληξης με το μέρος της. Και το χρησιμοποίησε. Καθώς ο Μ άλον ίσιωνε το σώμα του, η Τζο τον άρπαξε από το πίσω μέρος του κεφαλιού με το ελεύθερο χέρι της, ανέβασε με δύναμη το γόνατό της και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ήταν μια κίνηση που είχε δει να χρησιμοποιούν στο μπαρ του Μ ικ Γουόλς, αλλά ήταν επιπλέον μια κίνηση που της είχε μάθει η Φέι. Σαν από θαύμα, πέτυχε. Ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό κρακ τη στιγμή που το γόνατό της έσπασε τη μύτη του Μ άλον. Εκείνος τινάχτηκε προς τα πίσω και βρυχήθηκε από τον πόνο. Τα χέρια του ανέβηκαν στο πρόσωπό του. Τη στιγμή που η Τζο ένιωσε να ελευθερώνεται ο καρπός της, το έβαλε στα πόδια. Όρμηξε στα σκαλοπάτια και έτρεξε προς τους σκοτεινούς κήπους του ασύλου. Άκουσε τον Μ άλον να μουγκρίζει πίσω της. Ρίσκαρε να ρίξει μια φευγαλέα ματιά, λίγο προτού χαθεί μέσα σε μια συστάδα δέντρων. Δεν την κυνηγούσε. Ήταν διπλωμένος στα δύο πάνω στα σκαλοπάτια, με τα χέρια του γύρω από τη μύτη του και το αίμα να τρέχει ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Ο Φίλιπ ήταν αυτός που την κυνηγούσε. Και από το βλέμμα στα μάτια του, η Τζο κατάλαβε πως δεν θα του αρκούσε να την πιάσει και να τη σύρει ξανά στις σκάλες του ασύλου. Ήταν αποφασισμένος να τη σκοτώσει επιτόπου.
87 Η Τζο έτρεχε για να γλιτώσει τη ζωή της. Έτρεχε μέσα από τις συστάδες των δέντρων, μέσα από ένα λιβάδι, μέσα από το σκοτάδι. Η ανάσα της ακουγόταν στα αυτιά της σαν άνεμος που ούρλιαζε, η καρδιά της σαν κεραυνός. Σίγουρα αυτοί οι θόρυβοι θα πρόδιδαν τη θέση της. Άκουσε τον θείο της και τον Μ άλον μακριά, να φωνάζουν. Κι ύστερα, βρίσκονταν πιο κοντά. Δεν μπορούσε να τρέξει άλλο. Θα αναγκαζόταν να κρυφτεί, ελπίζοντας πως θα περνούσαν τρέχοντας, χωρίς να τη δουν. Οι πύλες του ασύλου βρίσκονταν πίσω τους. Αυτές ήταν η μόνη οδός διαφυγής. Θα έπρεπε να τρέξει αντίθετα για να τις φτάσει. Μ ια συστάδα από πυξούς ορθωνόταν μπροστά της, ακόμα πράσινη, κι ας ήταν φθινόπωρο. Η Τζο έβγαλε το παπούτσι που της απέμενε, το έριξε στο μονοπάτι που περνούσε στα αριστερά των θάμνων, και κουλουριάστηκε μέσα στις λόχμες, ευγνωμονώντας την τύχη της που φορούσε σκούρα μπλε φούστα και ζακέτα. Το σκούρο χρώμα θα τη βοηθούσε να γίνει ένα με το περιβάλλον. Κοιτάζοντας ανάμεσα από τα κλαδιά, μπορούσε να δει το μονοπάτι απ’ όπου είχε έρθει.
Η Τζο έμεινε εντελώς ακίνητη, προσπαθώντας να ανασαίνει αθόρυβα και να επιβραδύνει τους χτύπους της καρδιάς της. Και τότε, είδε τον θείο της να προβάλλει στο μονοπάτι, ξεφυσώντας και βλαστημώντας. Το βλέμμα του έπεσε αμέσως στο παπούτσι. «Μ άλον! Εδώ!» φώναξε, συνεχίζοντας στο μονοπάτι. Ακριβώς όπως είχε ελπίσει η Τζο. Αμέσως μόλις χάθηκε από τα μάτια της, η Τζο τινάχτηκε από τους θάμνους και έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση, προσπαθώντας να βρει καταφύγιο μέσα στις πυκνές σημύδες. Υπέθετε πως ο Μ άλον βρισκόταν πίσω από τον θείο της και τον ακολουθούσε τρέχοντας στο ίδιο μονοπάτι. Έκανε λάθος. Ο Μ άλον τινάχτηκε πίσω από τις σημύδες καθώς η Τζο πλησίαζε. Αίμα κυλούσε ακόμα από το πρόσωπό του. Ουρλιάζοντας, η Τζο έκανε μεταβολή, διέκρινε ένα κτίριο σε απόσταση και έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς το μέρος του. «Εδώ είναι! Τη βρήκα!» φώναξε ο Μ άλον. Τα πόδια της Τζο, καλυμμένα μόνο από τις μακριές κάλτσες της, κυριολεκτικά πετούσαν πάνω από το έδαφος. Ήταν ελαφρύτερη και γρηγορότερη από τον Μ άλον και δεν άργησε να μεγαλώσει την απόσταση ανάμεσά τους. Όταν έφτασε στο κτίριο, ρίχτηκε με δύναμη πάνω στην πόρτα, αλλά τη βρήκε κλειδωμένη. Όρμηξε στο πλάι, ελπίζοντας να βρει άλλον τρόπο για να μπει, και εντόπισε ένα ανοιχτό παράθυρο στο υπόγειο. Ήταν ένα δίφυλλο παράθυρο, πιασμένο με μεντεσέδες από το πάνω μέρος. Η Τζο σκαρφάλωσε με γυρισμένη την πλάτη, κρατήθηκε από το περβάζι με τα δάχτυλά της και αφέθηκε να πέσει. Το βάθος δεν ήταν μεγαλύτερο από εξήντα πόντους, κι έτσι η πτώση της δεν ήταν επώδυνη. Πισωπάτησε για να τραβηχτεί μακριά από το
φεγγαρόφωτο που τρύπωνε από το τζάμι – προσευχόταν να μην την είχε δει ο Μ άλον, ούτε να είχε ακούσει τον θόρυβο που είχε κάνει το παράθυρο κλείνοντας. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, ύστερα ένα λεπτό, και τότε είδε ένα ζευγάρι πόδια να σταματούν μπροστά στο παράθυρο. Ένα δεύτερο ζευγάρι σταμάτησε δίπλα τους. «Εδώ πέρα; Πώς; Θα το ξέρουν ότι το κάναμε εμείς!» είπε μια φωνή. Ήταν του Μ άλον. «Θα πούμε πως έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της σε μια πέτρα». Αυτή ήταν η φωνή του θείου της. «Πρώτα πρέπει να τη βρούμε», είπε ο Μ άλον. «Εσύ πήγαινε από κει. Εγώ θα γυρίσω προς τα πίσω», είπε ο θείος της. Όταν έφυγαν, η Τζο σωριάστηκε βαριά στο χωμάτινο δάπεδο, εξαντλημένη. Ο θείος της προσπαθούσε να τη σκοτώσει – ένας άνθρωπος που αγαπούσε και εμπιστευόταν μια ολόκληρη ζωή. Ένας λυγμός τής ξέφυγε. Δάγκωσε τη γροθιά της για να πνίξει τους υπόλοιπους, ξέροντας πως, έτσι και άρχιζε, θα της ήταν αδύνατον να σταματήσει. Το κλάμα δεν θα την έβγαζε από εκεί μέσα· έπρεπε να σκεφτεί. Ηρέμησε και προσπάθησε να βρει τι θα έκανε στη συνέχεια. Κανείς εκεί δεν θα της πρόσφερε βοήθεια. Ο θείος της τους είχε πει πως ήταν ανισόρροπη, και το πιθανότερο ήταν πως είχε καταθέσει έγγραφα που το πιστοποιούσαν. Δεν θα την άκουγαν, ό,τι κι αν έλεγε. Η μόνη ελπίδα της ήταν να φτάσει στον Έντι. Εκείνος και ο Όσκαρ θα στήριζαν την ιστορία της. «Για να το κάνεις αυτό, όμως, πρέπει να σηκωθείς, να βγεις από το υπόγειο και να περάσεις από τις πύλες», είπε στον εαυτό της.
Πώς, όμως; αντέτεινε η λογική της. Είναι κλειδωμένες, και ο φύλακας έχει το κλειδί. Ο Φλιν αναγκάστηκε να σε φυγαδεύσει το προηγούμεν– «Ο Φλιν! Αυτό είναι!» ψιθύρισε. Ο νεκροθάφτης έμενε εκεί κοντά. Ίσως συμφωνούσε να τη βγάλει κρυφά, αν του πρόσφερε αρκετά χρήματα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βρει την καλύβα του. Αν κατάφερνε να περάσει από τις πύλες, θα κατευθυνόταν νότια προς τη Ριντ Στριτ και τον ξενώνα του Έντι. Σηκώθηκε παίρνοντας κουράγιο από το σχέδιό της και διέσχισε το υπόγειο ψηλαφιστά, μέχρι που βρήκε μια σκάλα. Δεν είχε ιδέα τι υπήρχε στην κορυφή της. «Fac quod faciendum est», είπε στο σκοτάδι. Και ξεκίνησε να ανεβαίνει.
88 Η Τζο στάθηκε στην κορυφή της σκάλας, με το χέρι στο πόμολο, σχεδόν για ένα ολόκληρο λεπτό, προτού βρει το κουράγιο να το στρίψει. Άνοιξε την πόρτα αργά, προσπαθώντας να κάνει όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο. Οι μεντεσέδες έτριξαν, αλλά ελάχιστα. Βγαίνοντας στο κατώφλι, είδε ότι βρισκόταν σε ένα ευρύχωρο μαγειρείο. Μ ια κουζίνα βρισκόταν στα δεξιά της. Κατσαρολικά κρέμονταν πάνω από το κεφάλι της. Δύο νεροχύτες. Ένα ξύλινο ψυγείο. Και ένας φύλακας. Καθόταν με την πλάτη του γυρισμένη προς τη μεριά της. Το κεφάλι του ήταν γερμένο στα μπράτσα του, που με τη σειρά τους ακουμπούσαν στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι μπροστά του. Το σακάκι του ήταν περασμένο στη ράχη της καρέκλας του. Ένα μπρούντζινο κλειδί κρεμόταν από τη ζώνη του. Ο άντρας ροχάλιζε δυνατά. Η Τζο κοίταξε γύρω της και είδε πως το μαγειρείο είχε μια σειρά από παράθυρα στα δεξιά και μια ανοιχτή πόρτα στα αριστερά. Έφτασε ακροπατώντας στην πόρτα και βρέθηκε σε έναν μακρόστενο διάδρομο που διέτρεχε όλο το κτίριο κατά πλάτος του. Ακριβώς απέναντι υπήρχε ένας δεύτερος, συντομότερος διά-
δρομος που έβγαζε σε αδιέξοδο. Στη δεξιά πλευρά του υπήρχε μία και μοναδική πόρτα. Η Τζο κατευθύνθηκε προς εκείνη την πόρτα, ελπίζοντας πως ήταν έξοδος, και είδε πάνω της μια πινακίδα. ΚΙΝΔΥΝΟΣ – ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΟΝΟ ΣΕ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ, έγραφε. Και από κάτω: ΠΤΕΡΥΓΑ ΓΙΑ ΑΡΡΕΝΕΣ ΠΑΡΑΦΡΟΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ. Ακολουθούσε μια προειδοποίηση που συμβούλευε τους υπαλλήλους να εισέρχονται ανά ζεύγη, να αποφεύγουν τα φαρδιά ρούχα και να απέχουν από αντιπαραθέσεις. Αποκαρδιωμένη, γύρισε πίσω. Διέσχισε τον μακρόστενο διάδρομο και προσπέρασε το μαγειρείο, όπου ο φύλακας εξακολουθούσε να ροχαλίζει μακάρια. Δεν υπήρχαν πόρτες στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου. Στη δεξιά πλευρά είδε μια πόρτα με την επιγραφή ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΨΥΧΗΣ, καθώς και μια δεύτερη με την επιγραφή ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ. Και οι δύο πόρτες ήταν κλειδωμένες. Στο τέρμα του διαδρόμου υπήρχε η εξώπορτα. Στα αριστερά της ανοιγόταν ακόμα ένας μικρός διάδρομος, ίδιος με αυτόν που υπήρχε απέναντι από το μαγειρείο. Ήταν μια δεύτερη είσοδος στην πτέρυγα των αντρών. Η Τζο δοκίμασε το πόμολο της εξώπορτας. Ήταν κλειδωμένη. Χρειαζόταν το κλειδί για να βγει. Και ήξερε ποιος το είχε. Φιλοφρόνηση, φλερτ, φινέτσα, είχε πει η Φέι. Αυτά χρειαζόταν κανείς για να αδειάσει μια τσέπη ή για να κλέψει μια αρμαθιά κλειδιά. Τα πρώτα δύο δεν μου είναι απαραίτητα, σκέφτηκε η Τζο, γυρίζοντας βιαστικά στο μαγειρείο, αλλά φινέτσα χρειάζομαι κάμποση. Πολύ αργά, πλησίασε τον φύλακα από πίσω. Στα μισά
της διαδρομής, μια ξύλινη σανίδα έτριξε κάτω από τα πόδια της. Η Τζο πάγωσε. Ο φύλακας ρουθούνισε, αλλά δεν ξύπνησε. Η Τζο περίμενε για δύο ολόκληρα λεπτά, παρακολουθώντας την ώρα στο ρολόι του τοίχου, κατόπιν συνέχισε να περπατάει μέχρι που έφτασε κοντά του. Σκύβοντας, εξέτασε την αρμαθιά με τα κλειδιά. Πέντε μακρόστενα μπρούντζινα αντικλείδια κρέμονταν από τον κρίκο. Μ ε μεγάλη προσοχή, πέρασε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού ανάμεσα από τα κλειδιά, για να βεβαιωθεί πως δεν θα κουδούνιζαν. Στη συνέχεια, ξεκούμπωσε το λεπτό δερμάτινο λουρί που συνέδεε τον κρίκο με τη ζώνη του φύλακα. Προσεκτικά, με το ένα χέρι γύρω από τον μπρούντζινο κρίκο και το άλλο γύρω από τα κλειδιά, ελευθέρωσε την αρμαθιά. Το μόνο που είχε να κάνει τώρα ήταν να διασχίσει και πάλι τον διάδρομο που έβγαζε στην εξώπορτα. Είχε βγει από την κουζίνα και είχε μόλις κάνει το πρώτο βήμα στον διάδρομο, όταν το άκουσε – μια σειρά από δυνατά και επίμονα χτυπήματα στην πόρτα. «Ανοίξτε! Ανοίξτε!» φώναζε ο Μ άλον. Το πρόσωπό του εμφανίστηκε στο παράθυρο της εξώπορτας. Η Τζο κράτησε την ανάσα της και κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο. Κοντά στην πόρτα υπήρχε φως, αλλά το τέρμα του διαδρόμου ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Ο Μ άλον δεν την είχε δει. «Τι στο διάτανο!» μουρμούρισε αποχαυνωμένα ο φύλακας. Η Τζο άκουσε τα πόδια της καρέκλας του να γδέρνουν το πάτωμα του μαγειρείου. «Ποιος είναι;» φώναξε ο φύλακας και διέσχισε το δωμάτιο τρεκλίζοντας. Σε δύο δευτερόλεπτα θα βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Η Τζο όρμηξε στον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στην αντρική
πτέρυγα. Προσπέρασε την πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου και στριμώχτηκε σε μια σκοτεινή γωνιά. Μ ια στιγμή αργότερα, ο φύλακας πετάχτηκε από το μαγειρείο και διέσχισε τρέχοντας τον κεντρικό διάδρομο, κουμπώνοντας το σακάκι του. Δεν την είχε δει. «Ανοίξτε μου να μπω! Είναι ανάγκη!» ούρλιαζε ο Μ άλον. «Ηρέμησε, ’ντάξει; Έρχομαι, είπα!» ούρλιαξε ο φύλακας για απάντηση. Και ύστερα, με φωνή κυριευμένη από πανικό, αναρωτήθηκε: «Πού είναι τα κλειδιά μου; Δεν έχω τα κλειδιά μου! Περίμενε να βρω το πασπαρτού! Περίμενε εκεί που είσαι!» Έτρεξε πίσω στο μαγειρείο. Η Τζο τον άκουσε να ψάχνει βλαστημώντας κι ύστερα τον είδε να τρέχει ξανά στην εξώπορτα. Ο Μ άλον δεν θα αργούσε να μπει στο κτίριο. Άραγε, ήταν μαζί του και ο θείος της; Είμαι παγιδευμένη, σκέφτηκε με πανικό. Θα ψάξουν παντού και θα με βρουν ζαρωμένη εδώ. Δεν έχω πού να τρέξω. Και τότε, τα γεμάτα δάκρυα μάτια της σταμάτησαν στην πόρτα που οδηγούσε στην αντρική πτέρυγα. Υπήρχε εκείνη η δεύτερη πόρτα, καλυμμένη με προειδοποιήσεις σαν την πρώτη, στην μπροστινή πλευρά του κτιρίου. Η πτέρυγα εκτεινόταν παράλληλα με τον διάδρομο. Αν προλάβαινε να τη διαβεί όσο ο Μ άλον διέσχιζε τον διάδρομο, ίσως κατάφερνε να φτάσει στην εξώπορτα. Την ώρα που ο Μ άλον θα ερευνούσε το υπόλοιπο κτίριο, εκείνη θα έτρεχε με όλη της τη δύναμη προς την παράγκα του Φλιν. Η Τζο έχωσε ένα από τα αντικλείδια στην κλειδαριά της πόρτας που έβγαζε στην αντρική πτέρυγα και το γύρισε. Τίποτα. Δοκίμασε ένα δεύτερο. Και ένα τρίτο. Και τότε, ακριβώς τη στιγμή που άκουσε τον Μ άλον να μπαίνει στο κτίριο, το τέταρτο κλειδί άνοιξε
την πόρτα. Η Τζο την έσπρωξε, μπήκε και κλείδωσε την πόρτα πίσω της, ελπίζοντας πως τα βήματα και οι φωνές των ανθρώπων που την καταδίωκαν θα σκέπαζαν τους δικούς της θορύβους. Πήρε βαθιά ανάσα για να κάνει κουράγιο – και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Μ ια βρομερή μυρωδιά από ούρα και απλυσιά πλημμύρισε τα ρουθούνια της. Αναστεναγμοί και βογκητά έφτασαν στα αυτιά της. Σφίγγοντας τον κρίκο με τα κλειδιά στο χέρι της, έκανε ένα διστακτικό βήμα. Η πόρτα της αντρικής πτέρυγας είχε ένα μικρό παράθυρο με τζάμι από ενισχυμένο γυαλί. Το ελάχιστο φως που περνούσε ήταν αρκετό για να διακρίνει έναν διάδρομο πλάτους περίπου ενάμισι μέτρου, με καγκελόφραχτα κελιά και στις δύο πλευρές του. Μ προστά της έβλεπε το αχνό φως που περνούσε από το παράθυρο της απέναντι πόρτας. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φτάσει ως εκεί.
89 «Θέλω να σ’ αγγίξω». «Θέλω να σε φιλήσω». «Θέλω να σε σκοτώσω». Έτσι, ε; Ε, λοιπόν, περιμένετε τη σειρά σας, κύριε, είπε μέσα της η Τζο. Διέσχισε τον διάδρομο αργά, καταβάλλοντας προσπάθεια να μην παρεκκλίνει από το κέντρο του. Χέρια απλώνονταν προς το μέρος της· νύχια έσκιζαν τον αέρα. Η Τζο κρατούσε τα μάτια της στυλωμένα στο τετράγωνο από φως ακριβώς μπροστά της και προσπαθούσε να μην κοιτάζει τα πρόσωπα που είχαν κολλήσει στα κάγκελα – άλλα έξαλλα, άλλα γεμάτα αγωνία, κάποια άλλα γεμάτα μίσος. Προσπαθούσε να μη βλέπει τα κορμιά που ήταν ντυμένα με νυχτικιές, ζουρλομανδύες, ή και τίποτα απολύτως. Ή να ακούει τις φωνές που ψιθύριζαν, εκλιπαρούσαν, σύριζαν. Περπατούσε ένα βήμα τη φορά, βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Το φωτεινό τετράγωνο πλησίαζε με κάθε βήμα. Κόντευε να φτάσει στην πόρτα, όταν συνέβη. Ένας τρόφιμος εκτόξευσε κάτι καταπάνω της – κάτι ζεστό και κολλώδες που τη βρήκε στο μπράτσο. Η Τζο αναπήδησε, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της,
να παραπατήσει και να πέσει. Έξαφνα, υπήρχαν χέρια παντού ολόγυρα, να τραβούν τη φούστα της, να σφίγγουν τα χέρια και τα πόδια της. Οι ψίθυροι και τα βογκητά έγιναν φωνές. Η Τζο πίεσε τον εαυτό της να μην ουρλιάξει. Κάποιος την άρπαξε από τη ζακέτα και βάλθηκε να την τραβάει προς τα κάγκελα του κελιού του. Τα κλειδιά! ούρλιαξε το μυαλό της. Μην τους αφήσεις να πάρουν τα κλειδιά! Η Τζο πέταξε τον κρίκο όσο πιο μακριά μπορούσε, στοχεύον τας το κέντρο του διαδρόμου, αλλά εκείνος προσγειώθηκε πολύ μακρύτερα. Κι άλλα χέρια τινάχτηκαν ανάμεσα από τα κάγκελα και τεντώθηκαν προς το μέρος των κλειδιών. Τα χέρια της Τζο ήταν ακόμα ελεύθερα. Άρπαξε το μπροστινό μέρος της ζακέτας της και το άνοιξε με μια απότομη κίνηση. Ο άντρας που είχε γαντζωθεί πάνω στη ζακέτα την τράβηξε και της την έβγαλε. Η Τζο τίναξε τα πόδια της με δύναμη, πετυχαίνοντας το κεφάλι ενός άντρα που έπεσε προς τα πίσω ουρλιάζοντας. Κατάφερε να ελευθερώσει τη φούστα της από τα χέρια κάποιου άλλου, να συρθεί μέχρι το μέσο του διαδρόμου και να αρπάξει ξανά τα κλειδιά. Τρέμοντας από τον φόβο, μπουσούλησε μέχρι την πόρτα και άρχισε να δοκιμάζει τα κλειδιά στην κλειδαριά. Το δεύτερο ήταν το σωστό. Τη στιγμή που άνοιγε, η πόρτα στην άλλη άκρη του διαδρόμου άνοιγε κι αυτή. «Ησυχία εκεί κάτω!» βρυχήθηκε ο φύλακας. «Τι προσπαθείτε– Έι!» Τα μάτια του γούρλωσαν όταν εντόπισε την Τζο. «Έι, εσύ! Σταμάτα!» Η Τζο τινάχτηκε έξω από το άνοιγμα. Όρμηξε προς την
μπροστινή πόρτα και τράβηξε με όλη της τη δύναμη το πόμολο. Η πόρτα άνοιξε και η Τζο σχεδόν ούρλιαξε από ανακούφιση. Ο φύλακας είχε ανοίξει για να μπει ο Μ άλον και είχε ξεχάσει να κλειδώσει. Η Τζο βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Μ ε τρεμάμενα δάχτυλα, έβαλε ένα κλειδί στην κλειδαριά. Για καλή της τύχη, η πρώτη απόπειρα στέφθηκε με επιτυχία. Ακριβώς τη στιγμή που γύριζε το έμβολο, ένιωσε έναν δυνατό γδούπο στην πόρτα. Σήκωσε τα μάτια της και αντίκρισε το ματωμένο πρόσωπο του Μ άλον πίσω από το τζάμι. Ο άντρας ρίχτηκε ξανά πάνω στην πόρτα, ύστερα φώναξε να έρθει ο φύλακας. Η Τζο τράβηξε το κλειδί, κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια και όρμηξε προς την κατεύθυνση που βρισκόταν η καλύβα του Φλιν. Έφευγε από εκείνο το μέρος. Δεν θα πέθαινε. Όχι εκεί. Όχι τότε. Δεν είδε τον θείο της να βγαίνει πίσω από τη θεόρατη γέρικη βελανιδιά που βρισκόταν μπροστά της παρά μόνο όταν ήταν πια πολύ αργά.
90 Το χτύπημα σώριασε την Τζο καταγής. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε. Ο Φίλιπ την τράβηξε για να τη σηκώσει όρθια και άρχισε να τη σέρνει προς το κεντρικό κτίριο, πάνω σε ένα χαλί από υγρά φύλλα που σάπιζαν. Η Τζο πάλευε όσο πιο λυσσαλέα μπορούσε. Κλοτσούσε, έγδερνε, ανέμιζε τα χέρια της. Ούρλιαξε τη λέξη «δολοφόνε» ξανά και ξανά, μέχρι που ο θείος της τη χαστούκισε με τέτοια δύναμη, που κατέρρευσε ξανά στο χώμα, ενώ αίμα έτρεχε από το χείλος της. Στάθηκε από πάνω της, ανασαίνοντας βαριά. «Μ ικρή ηλίθια!» βρυχήθηκε, τα μάτια του κατάμαυρα από οργή. «Γιατί έπρεπε να ανακατευτείς; Είχες τα πάντα! Είχες τον Μ πραμ Όλντριτς και μια ζωή γεμάτη ανέσεις να σε περιμένει. Εγώ το είχα φροντίσει αυτό. Αλλά δεν ήταν αρκετά καλά για εσένα όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Έπρεπε να τα πετάξεις στα σκουπίδια!» Η Τζο, με σκυμμένο κεφάλι, άρχισε να κλαίει. Δεν θα έφτανε ποτέ στις πύλες. Δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τη μητέρα της ή το σπίτι της. Δεν θα έβλεπε ποτέ τον Έντι. «Μ άλον!» βρυχήθηκε ο Φίλιπ. «Εδώ!» Ακούστηκαν βήματα και τρίξιμο κλαδιών πίσω από τους θάμνους.
«Σήκωσέ τη», διέταξε ο Φίλιπ. «Γιατί; Εγώ λέω να τη σκοτώσουμε εδώ, επιτόπου. Η βρόμα μού έσπασε τη μύτη!» μούγκρισε ο Μ άλον. Στα χέρια του κρατούσε μια πέτρα μεσαίου μεγέθους. «Όχι, ψάχνουν πάρα πολλοί να τη βρουν. Μ πορεί να μας δουν. Πρέπει να ακολουθήσουμε το αρχικό σχέδιο». «Στο διάολο το σχέδιο», γρύλισε ο Μ άλον. Και τότε, η Τζο άκουσε έναν αποκρουστικό ήχο – ένα κοφτό, μεταλλικό κλικ. Ήξερε τι ήταν· είχε πυροβολήσει κάμποσες φορές με τον πατέρα της. Έκλεισε τα μάτια της κλαίγοντας από φόβο. Ευχήθηκε να ήταν καλός στο σημάδι ο Μ άλον, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που, αν μη τι άλλο, θα ήταν σφαίρα – γρήγορη και καθαρή, όχι πέτρα. Ο πυροβολισμός ήταν εκκωφαντικός. Η Τζο μύρισε το μπαρούτι. Ένιωσε το αίμα στο μάγουλό της, χλιαρό και υγρό. Περίμενε να έρθουν ο πόνος και το σκοτάδι, να σβήσουν οι φωνές γύρω της. Αλλά δεν έσβησαν. Αντί γι’ αυτό, μια καινούρια φωνή μίλησε, δυνατά και καθαρά. «Έναν πόντο πιο κει να κουνηθείς, Μ όντφορτ, και θα σου τινάξω στον αέρα το κεφάλι, όχι μόνο το γόνατο».
91 «Φέι;» ψιθύρισε η Τζο, ανήμπορη να πιστέψει στα μάτια της. «Πιάσ’ τη!» βρυχήθηκε ο Φίλιπ, κρατώντας το γόνατό του που αιμορραγούσε. Ο Μ άλον προχώρησε. «Κάθισε κάτω, παλιοκάθαρμα», διέταξε η Φέι. Όταν δεν υπάκουσε, η Φέι σήκωσε το μικρό ασημένιο περίστροφό της και πυροβόλησε κι εκείνον στο γόνατο. Ο Μ άλον σωριάστηκε στο έδαφος, ουρλιάζοντας από τον πόνο. Κοίταξε τη φριχτή τρύπα στο γόνατό του, το σκούρο αίμα που έρεε με κάθε παλμό, και λιποθύμησε. «Σήκω πάνω, Τζο», είπε η Φέι. Η Τζο σηκώθηκε και πλησίασε τρεκλίζοντας τη φίλη της, σκουπίζοντας το αίμα του Φίλιπ από το πρόσωπό της. «Πώς έφτασες εδώ;» ρώτησε, με φωνή που έτρεμε όσο και το σώμα της. «Η τρελο-Μ αίρη», απάντησε η Φέι, χωρίς να πάρει τα μάτια της από τους δύο άντρες. «Ο Άσκαν την είδε να τρέχει στη Δέκατη Τέταρτη Οδό, λες και της είχαν βάλει φωτιά. Έκλαιγε και φώναζε το όνομά μου. Εγώ δούλευα στη Γιούνιον Σκουέρ, όπως κάθε βράδυ. Την έφερε, λοιπόν, σ’ εμένα. Την ηρέμησα και μου είπε πως
ένας άντρας σε είχε αρπάξει με τη βία. Τον είχε ακούσει να λέει πως θα σε πήγαινε σ’ ένα διαβολικό μέρος που το λένε Ντάρκμπραϊαρ και με ικέτευσε να σε βοηθήσω. Ήξερε πως είμαστε φίλες, μας είχε δει μαζί στη γέφυρα του Μ προύκλιν. Πήρα μια άμαξα και ήρθα κατευθείαν εδώ. Η Μ αίρη περιμένει ακόμα στην άμαξα. Δεν λέει να βγει. Τι στην ευχή γίνεται εδώ;» «Ο θείος μου προσπαθεί να με σκοτώσει», είπε η Τζο. «Αυτός είναι ο δολοφόνος, όχι ο Κιντς. Ο Έντι, ο Όσκαρ κι εγώ… ανακαλύψαμε πως ο Κιντς ήταν ο Στίβεν Σμιθ. Ο θείος μου προσπάθησε να τον σκοτώσει στις Σεϋχέλλες, αλλά ο Σμιθ επέζησε, έτσι διέταξε τον Μ άλον να τον σκοτώσει εδώ, στο Ντάρκμπραϊαρ. Δεν είχα καταλάβει τι συνέβαινε. Από ανοησία μου, του είπα όλα όσα είχα ανακαλύψει. Κι εκείνος τα χρησιμοποίησε για να πείσει τη μητέρα μου πως είμαι τρελή». «Βρε, να με πάρει ο διάολος! Ο θείος σου;» είπε η Φέι. Το πρόσωπό της σκλήρυνε. Χωρίς προειδοποίηση, πυροβόλησε ξανά τον Μ όντφορτ. Η σφαίρα σφηνώθηκε στο χώμα, δυόμισι εκατοστά μακριά από το καλό του γόνατο. «Μ ίλα, Μ όντφορτ, παλιομπάσταρδε», απαίτησε η Φέι. «Αλλιώς την επόμενη φορά δεν θ’ αστοχήσω». Ο Φίλιπ Μ όντφορτ την κοίταξε με μίσος. «Δεν έχω τίποτα να πω σ’ εσένα. Εμπρός, σκότωσέ με. Θα σε έχουν κρεμάσει μέσα σε μία εβδομάδα». «Α, θα σε σκοτώσω, αυτό είναι σίγουρο», είπε η Φέι. «Αλλά δεν πρόκειται να με κρεμάσουν. Θα έχω γίνει καπνός πολύ προτού φτάσουν εδώ οι αστυνομικοί. Θα φύγω απ’ αυτό το μέρος και θα εξαφανιστώ στις σκιές, όπως κάνω πάντα. Ένα βράδυ, όμως, θα βγω από τις σκιές και θα κάψω το σπίτι σου συθέμελα, Μ όντφορτ.
Μ ε την οικογένειά σου μέσα. Θα με μπάσει μέσα ο φίλος μου ο Τάμπλερ. Ο Άσκαν θα βάλει τη φωτιά. Για την ακρίβεια, θα βάλει δύο φωτιές. Μ ία στη βάση της μπροστινής σκάλας, μία στη βάση της πίσω. Κανένας δεν θα βγει ζωντανός. Θα τους σκοτώσω όλους –τη γυναίκα σου, τον γιο σου, την κόρη σου–, εκτός κι αν μιλήσεις. Τώρα». Η Τζο δεν ήξερε με σιγουριά αν η Φέι μπλόφαρε. Ούτε ο θείος της το ήξερε. Κι έτσι, απελπισμένος και ηττημένος, ο Φίλιπ Μ όντφορτ άρχισε να μιλάει.
92 «Όλα ξεκίνησαν το 1871», είπε ο Φίλιπ, βγάζοντας τη ζώνη του. Την τύλιξε γύρω από το γόνατό του και έσφιξε με δύναμη. «Η Βαν Χάουτεν είχε προβλήματα. Βάλαμε έναν καινούριο συνέταιρο, τον Στίβεν Σμιθ. Το κεφάλαιο που έριξε για να αγοράσει τις μετοχές του μας στήριξε για ένα διάστημα, αλλά δεν ήταν αρκετό. Έτσι, σκαρώσαμε ένα σχέδιο και αγοράσαμε ένα πλοίο για να θέσουμε αυτό το σχέδιο σε εφαρμογή». «Το Νόζετ», είπε η Τζο. «Ναι», είπε ο Φίλιπ, μορφάζοντας από τον πόνο. «Αλλά βυθίστηκε έξω από τις ακτές της Πορτογαλίας». «Όχι, δεν βυθίστηκε. Πληρώσαμε τον καπετάνιο και το πλήρωμα για να πουν πως βυθίστηκε, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εισπράξουμε τα λεφτά της ασφάλειας. Αλλάξαμε το όνομα του πλοίου σε Μ ποναβεντούρε. Είχαμε πλαστά έγγραφα που το πιστοποιούσαν ως πορτογαλικό πλοίο». «Είχατε;» «Οι συνέταιροι της Βαν Χάουτεν». Η Τζο φοβόταν να κάνει την επόμενη ερώτηση. Έτρεμε την απάντηση. «Όλοι οι συνέταιροι;»
Ο Φίλιπ χαμογέλασε περιπαιχτικά. «Μ ε ρωτάς αν είχε ανάμειξη ο πατέρας σου; Είχε. Όλοι είχαν, εκτός από τον Στίβεν Σμιθ. Ήταν καινούριος. Δεν ξέραμε αν μπορούσαμε να τον εμπιστευτούμε. Κρατήσαμε τα πάντα –το πλοίο, το φορτίο του– κρυφά από αυτόν». «Τι φορτίο;» ρώτησε η Τζο. Ο Φίλιπ δεν απάντησε. «Τελείωνε, Μ όντφορτ. Δεν έχουμε όλη τη νύχτα στη διάθεσή μας», γρύλισε η Φέι, με τα μάτια και το περίστροφό της στυλωμένα πάνω του. «Πες της ό,τι θέλει να μάθει». «Ο Σμιθ ανακατεύτηκε εκεί που δεν έπρεπε. Ανακάλυψε τι κάναμε και προσπάθησε να μας σταματήσει. Έκλεψε μερικά έγγραφα και απείλησε να τα δημοσιοποιήσει». «Τους καταλόγους φορτίου. Αυτούς που έστειλε στην Έλενορ Όουενς», είπε η Τζο. «Ναι», συμφώνησε ο Φίλιπ. «Περιείχαν λεπτομερείς περιγραφές του φορτίου. Τους είχαμε κρύψει καλά, ο Τσαρλς κι εγώ. Έτσι νομίζαμε, τουλάχιστον. Η Βαν Χάουτεν θα καταστρεφόταν έτσι και γινόταν γνωστό το περιεχόμενό τους. Δεν μπορούσα να επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο, έτσι έκανα αυτό που έπρεπε να γίνει. Όπως έκαναν πάντα οι Μ όντφορτ». «Εγκατέλειψες τον Στίβεν Σμιθ στα Αμιράντ», είπε η Τζο. «Ή έβαλες κάποιον άλλον να το κάνει. Εκείνη η ιστορία για το πλοίο που βυθίστηκε στην καταιγίδα – ήταν κι αυτή ψέμα, έτσι δεν είναι;» Ο Φίλιπ κατένευσε. «Είπα στον Στίβεν πως θα σταματούσαμε τα ταξίδια του Μ ποναβεντούρε και θα βρίσκαμε νέες πηγές εσόδων. Τον έπεισα να φύγει για μια εξερευνητική αποστολή στα Αμιράντ,
με σκοπό να διαπιστώσει αν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε εκεί την καλλιέργεια μπαχαρικών. Μ πάρκαρε με ένα μικρό πλοίο, τον Γλάρο. Ο Σμιθ δεν το ήξερε, αλλά το Μ ποναβεντούρε είχε σαλπάρει πριν από εκείνον. Τον περίμενε έξω από τις ακτές των νησιών και, όταν εντόπισε τον Γλάρο, τον πλησίασε. Το πλήρωμα του Γλάρου βύθισε το πλοίο του, εγκαταλείποντας τον Σμιθ». «Για να πνιγεί;» ρώτησε η Τζο, σοκαρισμένη. «Ναι. Το Μ ποναβεντούρε μετέφερε το πλήρωμα του Γλάρου στο λιμάνι του Κοτσί, στην Ινδία. Ήταν μόνο τέσσερις και πληρώθηκαν καλά για να εξαφανιστούν. Για πάντα». «Προσπάθησες να αφαιρέσεις τη ζωή ενός αθώου!» είπε η Τζο, ενώ τα χέρια της σφίγγονταν σε γροθιές. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις;» «Μ πόρεσα επειδή κανένας άλλος δεν είχε τα κότσια να το κάνει. Fac quod faciendum est», είπε με πίκρα. «Ήξερε ο πατέρας μου την αλήθεια για τον Σμιθ;» «Νομίζω ότι το υποψιαζόταν. Πάντοτε καταλάβαινε πότε έλεγα ψέματα, από τότε που ήμαστε παιδιά. Ποτέ δεν με προκάλεσε, ωστόσο. Ήταν ευκολότερο έτσι. Αν με είχε ρωτήσει, θα ήταν αναγκασμένος να ζει με τη γνώση πως ο ίδιος του ο αδερφός ήταν δολοφόνος. Το Μ ποναβεντούρε συνέχισε τα ταξίδια του για δύο χρόνια ακόμα κι ύστερα βυθίστηκε από μια πυρκαγιά, ενώ βρισκόταν στο λιμάνι». Ο Φίλιπ έκανε μια παύση και χαμογέλασε δυσοίωνα. «Πάντως, οφείλω να του το αναγνωρίσω του Στίβεν – κράτησε τον λόγο του». «Τι εννοείς;» ρώτησε η Τζο. «Ο καπετάνιος του Μ ποναβεντούρε μου είπε ότι ο Σμιθ στεκόταν στο κατάστρωμα του Γλάρου που βυθιζόταν και τους
έβλεπε να ξεμακραίνουν. Κάποια στιγμή, ο άνεμος κόπασε και τον άκουσαν να ουρλιάζει. Έλεγε πως θα γύριζε να μας βρει μια μέρα. Όλους μας. Και το έκανε». «Γιατί, όμως;» ρώτησε μαραζωμένη η Τζο. «Γιατί τον σκότωσες;» «Μ όλις σου είπα», είπε παγερά ο Φίλιπ. «Όχι, δεν μου είπες. Δεν μου είπες τι ήταν αυτό που άξιζε τη ζωή ενός ανθρώπου». Ο Φίλιπ έμεινε σιωπηλός. «Θείε Φίλιπ, τι ήταν το φορτίο του Μ ποναβεντούρε;» απαίτησε να μάθει η Τζο. Ο Φίλιπ την κοίταξε με καθάριο βλέμμα, δίχως τύψεις. «Σκλάβοι», είπε.
93 Η Τζο ήταν συγκλονισμένη. Σε ολόκληρη τη ζωή της, αγαπούσε τον θείο της. Στο διάστημα των τελευταίων ωρών, είχε μάθει να τον φοβάται. Τώρα, τον μισούσε. «Η Βαν Χάουτεν πουλούσε σκλάβους», είπε, προσπαθώντας να κατανοήσει κάτι ακατανόητο. «Δεν σε πιστεύω. Λες ψέματα. Ο πατέρας μου δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα. Ποτέ». «Σου λέω την αλήθεια. Πουλούσαμε Αφρικανούς σε αγοραστές από την Αραβία, την Αίγυπτο, τη Βραζιλία. Όλοι μας, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα σου. Σου είπα, βρισκόμαστε όλοι στο χείλος της καταστροφής. Σε ποια κεφάλαια θαρρείς πως στηρίχτηκε η ωραία ζωή που είχες πάντα; Το κόστος συντήρησης της έπαυλης στην Γκράμερσι Σκουέρ, το εξοχικό στα Αντιρόντακ, τα καλοκαίρια στο Νιούπορτ και τη Σαρατόγκα;» τη ρώτησε κοροϊδευτικά ο Φίλιπ. «Αυτό, λοιπόν, βρισκόταν γραμμένο στους καταλόγους», είπε ανέκφραστα η Τζο. «Ανθρώπινες υπάρξεις. Γι’ αυτό φοβόσαστε όλοι. Αν γινόταν γνωστό πως η Βαν Χάουτεν έκανε εμπόριο σκλάβων –ειδικά μετά τον πόλεμο–, καμία ευυπόληπτη εταιρεία δεν θα ήθελε παρτίδες μαζί σας. Κανένας ευυπόληπτος άνθρωπος δεν θα σας δεχόταν. Ο Στίβεν Σμιθ το ήξερε αυτό. Και όταν
επιτέλους γύρισε στη Νέα Υόρκη, το χρησιμοποίησε εναντίον σας». «Ο Σμιθ κατάφερε να φτάσει σε ένα από τα νησιά. Έμεινε εκεί για εννιά χρόνια, μέχρι που τον μάζεψε ένα πειρατικό πλοίο. Έμεινε μαζί τους για άλλα εφτά χρόνια. Υπηρέτησε τον καπετάνιο καλά και κάποτε τον άφησαν να φύγει. Του έδωσαν λίγα χρήματα και εκείνος τα χρησιμοποίησε για να γυρίσει στην πατρίδα. Αυτό του πήρε άλλον έναν χρόνο. Έφτασε στη Νέα Υόρκη στα μέσα του Σεπτέμβρη, αποφασισμένος να βρει την Έλενορ και το παιδί τους. Δεν ήξερε πως είχαν πεθάνει και οι δύο». Η Τζο τον θυμόταν να μιλάει με τον Σκάλι. Άκουγε τη φωνή του να αντηχεί μέσα στο κεφάλι της. Δεκαεφτά χρόνια χωρίς τη συντροφιά άλλου χριστιανού. Χωρίς συγγενείς. Χωρίς παρηγοριά. Δεκαεφτά χρόνια πείνας, σκορβούτου και πυρετού. Η όψη μου είναι όπως την έφτιαξες. Κοίταξέ με και δες το τέρας που δημιούργησες. Η καρδιά της πονούσε για τον Στίβεν Σμιθ. Για την Έλενορ. Για όλα όσα είχαν χάσει. «Πώς ξέρεις για το νησί; Για τους πειρατές;» τον ρώτησε. «Το ξέρω επειδή ήρθε και με βρήκε. Πρώτα πήγε στον Τσαρλς, τον Σκάλι και τον Μ πίκμαν. Μ ας φοβέριζε τον έναν μετά τον άλλον. Έλεγε πως θα έδινε τους καταλόγους στις εφημερίδες. Για να καταστρέψει την εταιρεία. Για να καταστρέψει εμάς. Οι άλλοι είχαν φοβηθεί. Ήθελαν να ενδώσουν στις απαιτήσεις του – να του παραδώσουν τη Βαν Χάουτεν. Δεν έβλεπαν άλλη λύση». «Εσύ έβλεπες, όμως», είπε η Τζο, και η πικρία της φούσκωσε μέσα της σαν χολή. Ήξερε τι ακολουθούσε. Ήξερε τι είχε κάνει ο θείος της. Κι αυτό την αρρώσταινε μέχρι τα μύχια της ψυχής της.
«Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεφορτωθώ τον Σμιθ. Μόνο εκείνον… Αλλά οι άλλοι τρεις… δεν εννοούσαν να με ακούσουν. Για την ακρίβεια, ο πατέρας σου ήθελε να τον βοηθήσει. Όταν ο Σμιθ του είπε για τον Γλάρο, ο πατέρας σου στράφηκε εναντίον μου. Όλοι το ίδιο έκαναν. Ύστερα απ’ όσα είχα κάνει γι’ αυτούς… Τα πράγματα που είχαν, τις οικογένειες, τις ζωές τους – τα χρωστούσαν όλα σ’ εμένα. Επειδή μονάχα εγώ είχα το θάρρος να κάνω αυτό που έπρεπε να γίνει». «Εσύ ο ίδιος σκότωσες τον Σκάλι και τον Μ πίκμαν; Ή έβαλες τον Μ άλον να το κάνει;» Ο Φίλιπ σώπασε ξανά. Η Φέι, η οποία στο μεταξύ είχε σηκώσει ένα γερό κλαδί χωρίς να την πάρουν είδηση, κοπάνησε με αυτό το ματωμένο του γόνατο όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο Φίλιπ βόγκηξε από τον πόνο με τα δόντια σφιγμένα, με τους τένοντες ανάγλυφους στον λαιμό του. Έπειτα, έσκυψε μπροστά και έκανε εμετό. Η Τζο τον παρακολουθούσε χωρίς καμία συμπόνια. «Μίλα. Δεν πρόκειται να το ξαναπώ», γρύλισε η Φέι. «Πίστευα πως ο Μ άλον θα έβρισκε τον Σμιθ πιο γρήγορα», είπε ο Φίλιπ, σκουπίζοντας τα χείλη του με το μανίκι του, «αλλά ο Σμιθ ήξερε να ξεφεύγει. Πρόλαβε να πάει στον Τσαρλς κι ύστερα στον Σκάλι και τον Μ πίκμαν, προτού τον πιάσει ο Μ άλον. Ευτυχώς, ο Μ άλον βρήκε τον Σμιθ αμέσως μετά την κουβέντα του με τον Μ πίκμαν. Από τη στιγμή που είχα στα χέρια μου τον Σμιθ, είχα και τη λύση – έναν τρόπο να εξαφανίσω όλα τα στοιχεία». «Φορτώνοντας στον Σμιθ τους τρεις φόνους», είπε η Τζο. Ο Φίλιπ δίστασε. Η Φέι χτύπησε το κλαδί στο χώμα και ο Φίλιπ συνέχισε. «Ο Μ άλον τον κράτησε για χάρη μου. Υπάρχουν κελιά και
κάτω από το Ντάρκμπραϊαρ. Αχρηστευμένα. Ξεχασμένα. Έβαλε εκεί τον Σμιθ. Του χορηγούσε για αρκετές μέρες μεγάλες δόσεις μορφίνης κι ύστερα του τις έκοψε μονομιάς. Τον ενημέρωσα πως ο Μ πίκμαν κι εγώ θα δειπνούσαμε στο Ουάσινγκτον. Όταν τελειώσαμε, ο Μ πίκμαν τράβηξε για το σπίτι της Ντέλα Μ ακΕβόι. Τον συνόδευσα επειδή βρισκόταν στη διαδρομή μου. Ο Μ άλον περίμενε σε ένα στενό. Είχε μαζί του τον Σμιθ, δεμένο». «Κανόνισες να βρίσκεσαι με τον Μ πίκμαν για να δεχτείς κι εσύ επίθεση. Για να σε περάσουν για θύμα». Ο Φίλιπ έγνεψε καταφατικά. «Ο Μ άλον σκότωσε τον Μ πίκμαν αμέσως. Του ζήτησα να με τραυματίσει και με χτύπησε στο πρόσωπο. Ύστερα, έβαλε το μαχαίρι στο χέρι του Σμιθ και έφυγε για το Ντάρκμπραϊαρ, όπου θα άλλαζε τα ματωμένα ρούχα του και θα με περίμενε. Ο Σμιθ είχε βγει εκτός μάχης από τη στέρηση. Παραληρούσε. Όποιος και αν τον έβλεπε, θα τον θεωρούσε παράφρονα. Μ ε δική μου πρόταση, μεταφέρθηκε στο Ντάρκμπραϊαρ, όπου τον ανέλαβε ο Μ άλον. Γνωρίζετε ήδη τα υπόλοιπα – ο Κιντς, ο παρανοϊκός πρώην υπάλληλος, ομολόγησε τα εγκλήματά του και αυτοκτόνησε». «Παραλίγο να τη βγάλεις καθαρή», είπε με θαυμασμό η Τζο. «Ακόμα μπορώ, αν με αφήσεις». Η Τζο κοίταξε τον θείο της με απορία. «Ποιος είσαι;» ρώτησε. Ο Φίλιπ την κοίταξε κατάματα. «Αντιλαμβάνεσαι τι ακριβώς πας να κάνεις, Τζο;» ρώτησε. «Ετοιμάζεσαι να καταστρέψεις τα πάντα. Τη Βαν Χάουτεν. Την οικογένειά μας. Το ίδιο σου το μέλλον. Δεν είναι πολύ αργά. Μ πορώ να τα διορθώσω όλα. Όπως διόρθωσα το πρόβλημα με τον Στίβεν. Εσύ μπορείς να έχεις τον Μ πραμ, το Χέροντεϊλ, χρήματα, φορέματα, κοσμήματα. Τι άλλο
θα μπορούσες να θέλεις;» «Τον πατέρα μου», απάντησε η Τζο, και η φωνή της ράγισε. Για μια στιγμή, κάτι τρεμόπαιξε στο βλέμμα του Φίλιπ. Κάτι γνώριμο. Κάτι ανθρώπινο. Ποντάροντας ακριβώς σε αυτό, η Τζο έκανε την ερώτηση που την τρόμαζε περισσότερο απ’ όλες. «Εσύ ο ίδιος τον σκότωσες, σωστά; Δεν το έκανε ο Μ άλον. Ο μπαμπάς δεν θα άφηνε ποτέ έναν άνθρωπο με τέτοιο παρουσιαστικό να μπει στο σπίτι μας αργά το βράδυ». Προτού προλάβει να της απαντήσει ο Φίλιπ, ακούστηκαν φωνές μέσα στο σκοτάδι. «Νοσοκόμοι», είπε η Φέι. «Πλησιάζουν. Σύντομα θα αναγκαστούμε να φύγουμε». Αλλά η Τζο δεν την άκουσε καν. Μ ε τη φαντασία της, εκείνη δεν βρισκόταν καν στο Ντάρκμπραϊαρ· βρισκόταν στο γραφείο του πατέρα της. Έβλεπε όλες τις λάθος κατευθύνσεις που είχαν ακολουθήσει εκείνη και ο Έντι στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά έβλεπε και όλες τις σωστές. Και έβλεπε εκείνους – τον πατέρα της και τον θείο της. Μ αζί, για τελευταία φορά. Έβλεπε πώς είχαν συμβεί όλα. «Είχαμε ένα επίσημο γεύμα εκείνη τη μέρα», είπε η Τζο. «Έμεινες στο σπίτι μετά το γεύμα. Εσύ και ο πατέρας μου διαφωνήσατε. Σας άκουσε ο Θίκστον. Την ώρα που έφυγες, πήρες μαζί σου το κλειδί της κυρίας Νέλσον, έτσι δεν είναι; Η αναφορά της αστυνομίας βεβαιώνει πως πήγες στην κουζίνα για να τη συγχαρείς. Επίσης, βεβαιώνει πως η κυρία Νέλσον ήταν αναστατωμένη αφού ανακαλύφθηκε το πτώμα του πατέρα μου, επειδή νόμιζε πως είχε χάσει το κλειδί της. Το πήρες εσύ προτού φύγεις και το χρησιμοποίησες για να μπεις στο σπίτι αργότερα το
ίδιο βράδυ. Έτσι, δεν σε είδε κανείς από το υπηρετικό προσωπικό. Ο πατέρας μου δεν φώναξε όταν μπήκες στο γραφείο του. Γιατί να φωνάξει; Πιθανότατα σε καλωσόρισε. Έκλεισες την πόρτα. Συζητήσατε. Διαφωνήσατε ακόμα μια φορά. Δεν ήθελε να κάνει αυτό που του ζητούσες, έτσι τον πυροβόλησες. Μ ε το ίδιο του το περίστροφο. Δεν είχε ποτέ αυτοκτονικές τάσεις, έτσι δεν είναι; Αυτό ήταν κάτι που σκαρφίστηκες εσύ, για να αποπροσανατολίσεις την αστυνομία. Και εμένα». «Ήταν ατύχημα», είπε ο Φίλιπ και η φωνή του ράγισε. «Το όπλο εκπυρσοκρότησε τη στιγμή που το κρατούσα. Να τον φοβίσω ήθελα μόνο». «Ο θόρυβος ξύπνησε τους πάντες. Αυτό δεν το είχες υπολογίσει», συνέχισε η Τζο. «Κλείδωσες την πόρτα του γραφείου, για να κερδίσεις λίγα λεπτά. Κατόπιν, πήρες το περίστροφο του πατέρα μου από το ντουλάπι, έβγαλες μια σφαίρα από τη θαλάμη, έβαλες στη θέση της τον άδειο κάλυκα και τοποθέτησες το περίστροφο στην παλάμη του. Δεν μπορούσες να αφήσεις τη σφαίρα, γιατί θα την έβρισκαν. Έτσι, την έριξες στην τσέπη του παλτού σου και κρύφτηκες πίσω από τις κουρτίνες, αλλά η σφαίρα σού έπεσε, επειδή η τσέπη σου είναι τρύπια». Ο Φίλιπ έγνεψε καταφατικά, και στο βλέμμα του φαινόταν ο πόνος. «Έμεινες πίσω από τις κουρτίνες, εντελώς ακίνητος, μέχρι που η κυρία Νέλσον ανέβασε τη μητέρα μου στο δωμάτιό της, οι καμαριέρες ανέβηκαν στα δωμάτιά τους για να ντυθούν, ο Ντόλαν έφυγε για να φωνάξει τον ιατροδικαστή, και ο Θίκστον με τον αστυφύλακα Μ πάκλεϊ βγήκαν για να ελέγξουν την πίσω πόρτα. Τότε, κατέβηκες τρέχοντας τις σκάλες και βγήκες από το σπίτι για
να γυρίσεις όσο πιο γρήγορα γινόταν στο δικό σου. Εκεί σε βρήκε η Κέιτι όταν ήρθε να σε ειδοποιήσει. Γύρισες στο σπίτι μας μαζί της και, ενώ βρισκόσουν εκεί, πήγες στην κουζίνα με κάποια δικαιολογία, για ένα ποτήρι νερό ίσως, και έβαλες το κλειδί της κυρίας Νέλσον πίσω στον γάντζο του». Ο Φίλιπ έκλεισε τα μάτια του. «Ήταν αδερφός σου», είπε με αγωνία η Τζο. «Αδερφός σου». Φωνές ακούστηκαν ξανά. Αυτή τη φορά βρίσκονταν πολύ πιο κοντά. «Πρέπει να φύγουμε», είπε απότομα η Φέι. Αλλά η Τζο είχε κι άλλες ερωτήσεις. «Ξέρεις πού βρίσκονται οι κατάλογοι;» Ο Φίλιπ δεν μίλησε. «Ο Μ άλον ξέρει;» ρώτησε η Τζο. «Ήταν ο νοσοκόμος της Έλενορ. Του είπε πού βρίσκονται; Τους έχεις εσύ; Απάντησέ μου!» «Τους βλέπω!» φώναξε κάποιος. Η Τζο σήκωσε το κεφάλι της και είδε μια λευκή λάμψη ανάμεσα από τα δέντρα. «Τέλος της ιστορίας», είπε η Φέι. «Φεύγουμε. Αμέσως».
94 Η Φέι έχωσε το περίστροφο στην τσέπη της φούστας της και άρπαξε το χέρι της Τζο. Άρχισαν να τρέχουν μέσα από το δάσος, μέχρι που έφτασαν στον πέτρινο τοίχο. «Πρέπει να φτάσουμε στην καλύβα του νεκροθάφτη», είπε η Τζο, παλεύοντας να πάρει ανάσα. «Οι πύλες είναι κλειδωμένες». «Όχι πια. Τις άνοιξε ο φύλακας για να περάσει η άμαξά μου. Τον έπεισα να μου δώσει το κλειδί. Για να το φυλάξω». «Τον έπεισες;» απόρησε η Τζο. Η Φέι γύρισε τα μάτια της στον ουρανό. «Μ άλιστα, κατάλαβα. Μ ε το περίστροφο», είπε η Τζο. Ξεκίνησαν ξανά, ακολουθώντας τον τοίχο, μέχρι που έφτασαν στην μπροστινή μεριά του ασύλου. Η Φέι σταμάτησε λίγο πριν από τις πύλες και κρύφτηκε πίσω από τους θάμνους, τραβώντας και την Τζο μαζί της. «Ανάθεμα!» ψιθύρισε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Τζο. «Η άμαξα εξαφανίστηκε και η τρελο-Μ αίρη αποτρελάθηκε! Κοίταξέ τη!» Η Τζο έβγαλε το κεφάλι της πίσω από τη Φέι και είδε την τρελο-Μ αίρη να εισβάλλει ολομόναχη στο άσυλο. Ο φύλακας
κειτόταν αναίσθητος στο έδαφος, με μια πέτρα δίπλα στο κεφάλι του. Η προϊσταμένη ούρλιαζε από κάποιο παράθυρο του πρώτου ορόφου. Το τζάμι της εξώπορτας ήταν σπασμένο. Φώτα άναβαν το ένα μετά το άλλο σε όλους τους ορόφους. «Τι στην ευχή συμβαίνει; Για ποιον λόγο όλοι οι τρελοί βρίσκονται έξω από το άσυλο απόψε;» ρώτησε η Φέι. Η Μ αίρη σήκωσε μια πέτρα και έκανε σμπαράλια ακόμα ένα παράθυρο. «Δεν χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή», είπε η Φέι και ξεκίνησε να περπατάει προς τη Μ αίρη, με την Τζο στο κατόπι της. «Μ αίρη! Έι, Μ αίρη! Κόφ’ το!» της φώναξε. Η Μ αίρη έκανε μεταβολή και η Τζο είδε πως το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο από τα δάκρυα. «Αφήστε με να φύγω!» φώναξε, χτυπώντας με δύναμη το πόδι της στο έδαφος. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ!» «Ποιος είπε πως πρέπει να μείνεις, βρε θεότρελη!» φώναξε η Φέι. «Έλα, πάμε! Πρέπει να φύγουμε προτού πλακώσει η αστυνομία. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, τρόμαξες και τον αμαξά και τώρα είμαστε αναγκασμένες να το κόψουμε με τα πόδια! Βιάσου!» Το ουρλιαχτό μιας σειρήνας ακούστηκε από μακριά. Η Φέι άρπαξε το μπράτσο της Μ αίρης και την τράβηξε μαζί της. «Μ όλις πυροβόλησα έναν άνθρωπο, Μ αίρη», της είπε. «Για την ακρίβεια, δύο. Γι’ αυτό, πρέπει να φύγω προτού έρθει η αστυνομία, αλλιώς θα πάω φυλακή. Κι εσύ», είπε, κουνώντας το δάχτυλό της στην Τζο, «πρέπει να έρθεις μαζί μου. Εκτός κι αν θέλεις να δώσεις στον θείο σου άλλη μια ευκαιρία να σε κλείσει εδώ μέσα». Ενώ το ουρλιαχτό της σειρήνας ακουγόταν πιο δυνατό, η Φέι
έβγαλε ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί από την τσέπη της φούστας της. Ξεκλείδωσε τις πύλες και είχε αρχίσει να τις ανοίγει, όταν η άμαξα της αστυνομίας έστριψε στη γωνία. Τα πάντα συνέβησαν ταυτόχρονα. Η Τζο δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Πέντε αστυνομικοί πήδηξαν κάτω από την άμαξα. Πρώτα έπιασαν την Τζο κι αμέσως ύστερα τη Φέι και τη Μ αίρη. Η προϊσταμένη βγήκε τρέχοντας από το κτίριο, φωνάζοντας στους αστυνομικούς να βάλουν τη Μ αίρη στη φυλακή. Οι νοσοκόμοι πρόβαλαν από το δάσος, μεταφέροντας τον Φίλιπ Μ όντφορτ και τον ακόμα αναίσθητο Φράνσις Μ άλον πάνω σε αυτοσχέδια φορεία. «Αρχιφύλακας Τέρενς Κρόνιν», είπε ο επικεφαλής. «Τι συμβαίνει εδώ;» «Είμαι ο Φίλιπ Μ όντφορτ. Κι αυτή εκεί η νεαρή με πυροβόλησε! Όπως και έναν νοσοκόμο», είπε ο Φίλιπ, δείχνοντας τη Φέι. «Θέλω να συλληφθεί. Η κοπέλα δίπλα της είναι η ανιψιά μου, ονόματι Τζο Μ όντφορτ. Η θέση της είναι στο άσυλο». «Λέει ψέματα!» φώναξε η Τζο. «Είναι δολοφόνος. Το ίδιο κι αυτός εκεί ο άντρας!» συνέχισε, δείχνοντας τον Μ άλον. «Σκότωσε τον πατέρα μου, τον Τσαρλς Μ όντφορτ, όπως και τους Ρίτσαρντ Σκάλι, Άλβα Μ πίκμαν και Στίβεν Σμιθ. Απόψε προσπάθησε να σκοτώσει κι εμένα. Τα ομολόγησε όλα. Η φίλη μου τον άκουσε». «Ποια; Η Φέρι Φέι;» είπε ο Κρόνιν. «Αυτή είναι πορτοφολού! Δεν την πιστεύω, ό,τι κι αν πει». Η Τζο κατάλαβε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα· οι αστυνομικοί θα πίστευαν τον θείο της, έναν ισχυρό άντρα, στυλοβάτη της κοινωνίας, αντί για την ίδια και τη Φέι.
«Αρχιφύλακα Κρόνιν, η Φέι μου έσωσε τη ζωή», είπε με αγωνία η Τζο. «Η θέση μου δεν βρίσκεται στο Ντάρκμπραϊαρ, ούτε η δική της στη φυλακή. Πρέπει να με πιστέψετε. Σας ικετεύω. Αν με στείλετε στο άσυλο, δεν θα βγω ζωντανή». «Ελάτε τώρα, δεσποινίς. Φτάνουν οι μελοδραματισμοί». Πλησίασε την Τζο, περιεργάστηκε το πρόσωπό της και συνοφρυώθηκε. «Ποιος σας έκανε αυτές τις μελανιές;» ρώτησε. «Ο θείος μου». «Μ ην την ακούς, ηλίθιε! Είναι παρανοϊκή!» φώναξε ο Φίλιπ. Τα χείλη του αρχιφύλακα στράβωσαν με τον αλαζονικό τόνο του Φίλιπ. «Για πείτε μου, κύριε, ποιον αποκαλέσατε “ηλίθιο”;» ρώτησε. «Κάνε αυτό που σου λέω, αλλιώς θα σου πάρω το σήμα!» φώναξε ο Φίλιπ. «Αλήθεια;» είπε ο Κρόνιν. Στράφηκε στους άντρες του. «Ρόμπινσον! Γκέιτς!» γάβγισε. «Στο κεντρικό κτίριο υπάρχει ιατρείο. Βρείτε έναν γιατρό για να φροντίσει αυτούς τους άντρες. Ράιαν! Μ πάουερ! Μ εταφέρετε τις γυναίκες στα κεντρικά. Αυτό το μπλέξιμο θα το ξεμπλέξει δικαστής. Σίγουρα όχι εγώ, πάντως». Ένας αστυνομικός έσπρωξε τη Φέι στην άμαξα. Χρειάστηκαν δύο άντρες για να κάνουν καλά τη Μ αίρη, που ούρλιαζε και πάλευε με νύχια και με δόντια. «Τα καταφέρνω και μόνη μου, ευχαριστώ», είπε κοφτά η Τζο στον αστυνομικό που την πλησίαζε. Καθώς κατευθυνόταν προς την άμαξα, πέρασαν από μπροστά της οι νοσοκόμοι που μετέφεραν το φορείο του Φίλιπ. Εκείνος τίναξε το χέρι του και άρπαξε την Τζο από τον καρπό. Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν επώδυνα γύρω του. Οι νοσοκόμοι σταμάτησαν
απότομα. Τα μάτια του θείου της ήταν σκληρά και παγερά όταν την κοίταξε. Όσα σημάδια ανθρωπιάς είχε διακρίνει μέσα τους νωρίτερα, τώρα είχαν χαθεί. Ο Φίλιπ την τράβηξε κοντά του και με σιγανή, απειλητική φωνή είπε: «Κάνε την επόμενη κίνησή σου με προσοχή, Τζόζεφιν. Αρκετούς έχω θάψει ως τώρα… μπορώ να θάψω κι εσένα».
95 Ο αρχιφύλακας Κρόνιν και οι άντρες του πέρασαν τις τρεις γυναίκες από εξονυχιστική σωματική έρευνα, προτού τις ανεβάσουν στην άμαξα. Της Μ αίρης δεν της άρεσε. Τσίριζε και προσπαθούσε να ελευθερωθεί, αλλά ο Κρόνιν ήταν αμετάπειστος. «Δεν μπορώ να σας αφήσω να μαχαιρωθείτε μεταξύ σας στον δρόμο για τα κεντρικά», είπε. Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες τους, έλεγξε γιακάδες και μανίκια, έψαξε παπούτσια και μπότες. Δεν βρήκε τίποτα πάνω στην Τζο. Η Μ αίρη είχε μερικά κέρματα στην τσέπη της, μαζί κι ένα μήλο, που ο αρχιφύλακας της το έδωσε πίσω. Φορούσε ένα κολιέ. Ο αρχιφύλακας το σήκωσε από την μπλούζα της, το περιεργάστηκε, ύστερα το άφησε να πέσει ξανά πάνω στο στήθος της. «Έχεις αγαπητικό, Μ αίρη;» τη ρώτησε πειραχτικά. Η Μ αίρη του έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα και έκρυψε το κολιέ κάτω από την μπλούζα της. Ο Κρόνιν βρήκε το περίστροφο της Φέι και το κατάσχεσε. Ήξερε πως έκρυβε μια λεπίδα στο στόμα της και της έδωσε εντολή να τη φτύσει. Κατάσχεσε, επίσης, ένα αντρικό ρολόι τσέπης και ένα πορτοφόλι που βρήκε στη ζακέτα
της. «Επίθεση, κλοπή, ίσως και ανθρωποκτονία, αν αυτός ο κρεμανταλάς δεν συνέλθει. Αυτή τη φορά την πάτησες, Φέρι Φέι. Για περίμενε, τι είναι αυτό;» ρώτησε, τραβώντας την πάνινη κούκλα της Φέι από την τσέπη της φούστας της. «Το γούρι μου», απάντησε σαρκαστικά η Φέι. «Φαίνεται πως ήρθε ο καιρός να πάρεις καινούριο, επειδή μόλις ξέμεινες από τύχη», είπε ο Κρόνιν. «Τη θέλω! Δώσ’ τη μου!» άρχισε να φωνάζει με θυμό η Μ αίρη και δεν έλεγε να σταματήσει. «Της τη δίνεις, σε παρακαλώ, για να σταματήσει επιτέλους;» είπε στον αρχιφύλακα η Φέι. «Όλοι στην ίδια άμαξα βρισκόμαστε». Ο Κρόνιν έδωσε την κούκλα στη Μ αίρη. Εκείνη σταμάτησε τις φωνές και την περιεργάστηκε επίμονα. «Ορίστε, Μ αίρη, μπες τώρα», της είπε. Η Μ αίρη σκαρφάλωσε υπάκουα στην άμαξα, ύστερα ήρθε η σειρά της Φέι. Η Τζο ετοιμαζόταν να ακολουθήσει, όταν κάποιος φώναξε το όνομά της. Η Τζο ήξερε ποιος ήταν προτού καν γυρίσει. «Έντι!» φώναξε, τρελή από χαρά που τον έβλεπε. «Ανεβείτε, σας παρακαλώ, δεσποινίς», είπε ένας αστυνομικός. Έβαλε το χέρι του στην πλάτη της και την έσπρωξε στο εσωτερικό της άμαξας. Έπειτα, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και την κλείδωσε. Η άμαξα ήταν κλειστή, αλλά είχε παράθυρα με κάγκελα και στις δύο πλευρές. Ο Έντι κόλλησε το κεφάλι του σε ένα από τα παράθυρα. «Τζο! Θεέ μου, είσαι πράγματι εσύ! Φέι; Τρελο-Μ αίρη;» «Πώς μας βρήκες, Γραφιά;» ρώτησε η Φέι.
«Ο Τάμπλερ μου το είπε. Όταν έφυγες μαζί με τη Μ αίρη, ήρθε να με βρει». Πέρασε σαν φίδι το χέρι του από τα κάγκελα και η Τζο το έπιασε. «Τι συνέβη;» τη ρώτησε. «Είσαι τραυματισμένη; Πού είναι ο θείος σου;» «Καλά είμαι, Έντι. Εγώ–» «Χάσου από δω», είπε ένας αστυνομικός, σπρώχνοντας τον Έντι μακριά από την άμαξα. «Πού τις μεταφέρετε;» απαίτησε να μάθει ο Έντι. «Στον Τύμβο». «Τι έκαναν;» «Δραπέτευσαν από το τρελοκομείο και πυροβόλησαν δύο ανθρώπους». «Αστειεύεσαι, έτσι;» ρώτησε ο Έντι. «Αυτή τη στιγμή, στο ιατρείο του ασύλου βρίσκονται δύο άντρες που δεν πρόκειται να περπατήσουν ξανά φυσιολογικά. Σου ακούγεται αστείο αυτό;» ρώτησε ο αστυνομικός. «Αυτές οι κυρίες θα περάσουν τη νύχτα στο κρατητήριο και αύριο θα τους απαγγελθούν κατηγορίες». Ο αστυνομικός χτύπησε με τα δάχτυλά του το πλάι της άμαξας. «Όλα εντάξει!» φώναξε, και η άμαξα ξεκίνησε. «Τζο!» φώναξε ο Έντι, τρέχοντας πίσω από την άμαξα. «Θα έρθω στον Τύμβο όσο πιο γρήγορα μπορώ. Υπάρχει κανείς–» Ο αμαξάς πλατάγισε τα γκέμια και η άμαξα επιτάχυνε. «Φέρε τον Μ πραμ, Έντι! Πες του πως έχω ανάγκη από δικηγόρο!» «Μ είνε ήσυχη!» φώναξε ο Έντι. Η Τζο ήξερε πως ο Μ πραμ ήταν η μόνη της ελπίδα. Γνώριζε καλούς δικηγόρους και θα μπορούσε να εγγυηθεί την αμοιβή τους,
εφόσον η ίδια δεν είχε τη δυνατότητα να πάρει τις οικονομίες της εκείνη τη νύχτα. Θα ερχόταν, όμως; Ίσως και όχι. Τη θεωρούσε ανισόρροπη. Αν δεν ερχόταν, ήταν χαμένη. Η άμαξα διέσχισε τις πύλες του ασύλου και ο Έντι χάθηκε από το οπτικό πεδίο της Τζο. Ήταν σκοτεινά στο εσωτερικό της άμαξας, αλλά κάποιος από τους αστυνομικούς είχε αφήσει το φανάρι του στο πίσω μέρος μαζί τους, έτσι που είχαν λίγο φως για να βλέπουν. Στενοί, ξύλινοι πάγκοι πλαισίωναν και τις δύο πλευρές. Η Τζο κάθισε στον έναν. Η Φέι κάθισε απέναντί της και τέντωσε τα πόδια της, με μια έκφραση απέχθειας στο πρόσωπό της. «Πώς στην ευχή θα ξεμπλέξω τώρα απ’ αυτή την ιστορία;» είπε αγανακτισμένη. Η Μ αίρη κάθισε δίπλα στη Φέι. Κοίταζε ακόμα τη μικρή πάνινη κούκλα που είχε στα χέρια της και ήταν αμίλητη. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα. «Τι συμβαίνει, Μ αίρη;» τη ρώτησε. «Γιατί κλαις;» Η Μ αίρη δεν είπε λέξη. Αντί γι’ αυτό, ξερίζωσε το κεφάλι της κούκλας. «Έι! Ήρεμα!» είπε με θυμό η Φέι. «Τι θαρρείς πως κάνεις;» Η Μ αίρη, όμως, απορροφημένη από το έργο της, συνέχισε να ξεσκίζει την κούκλα. «Ευχαριστώ πολύ. Είχα αυτή την κούκλα όλη μου τη ζωή», είπε η Φέι, βλέποντας το γούρι της να διαλύεται σε κομμάτια που κατέληγαν στο βρόμικο πάτωμα. Κούνησε το κεφάλι της, έπειτα είπε: «Σε περίπτωση που δεν το έχετε προσέξει, έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Ειδικά εγώ. Εσύ, Τζο, μπορείς να κάνεις ησυχία; Κι
εσύ, Μ αίρη, μπορείς να σταματήσεις να διαλύεις πράγματα και να μ’ αφήσεις να σκεφτώ;» Ακριβώς τη στιγμή που η Φέι σταμάτησε να μιλάει, ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος. Ήταν ένα μικρό αντικείμενο που είχε γλιστρήσει από το διαλυμένο σώμα της κούκλας και είχε πέσει στο πάτωμα. Το αντικείμενο γυάλιζε κάτω από το φως του φαναριού. Η Τζο έσκυψε και το σήκωσε. Ήταν ένα δαχτυλίδι. Ένα δαχτυλίδι με διαμάντια και ζαφείρια. «Φέι», είπε σιγανά. «Δώσε μου το φανάρι». Η Φέι υπάκουσε, κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια το δαχτυλίδι. «Αυτό ήταν μέσα στην κούκλα;» ρώτησε με έκπληξη. «Μ ακάρι να το ήξερα». Η Τζο κράτησε το δαχτυλίδι κοντά στο φως και το γύρισε στα δάχτυλά της, για να περιεργαστεί την εσωτερική πλευρά του. Υπήρχε κάτι σκαλισμένο εκεί. Στίβεν & Έλενορ, 12 Μαρτίου, 1873. Η καρδιά της Τζο αναπήδησε στο στήθος της. Τα μάτια της αναζήτησαν τα μάτια της Μ αίρης. «Αυτή είναι, έτσι;» είπε. «Μ α πώς είναι δυνατόν;» Η Μ αίρη κούνησε το κεφάλι. Τώρα, κοίταζε τη Φέι. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Σήκωσε το χέρι της για να πιάσει το χέρι της Φέι. Η Φέι το πήρε και το χάιδεψε αφηρημένα. Δεν πρόσεχε τι έκανε η Μ αίρη, ούτε τι έλεγε η Τζο. «Όλα θα πάνε καλά, Μ αίρη. Ηρέμησε τώρα, εντάξει;» είπε. Δεν πέθανε, σκέφτηκε η Τζο. Ο Μάλον την πούλησε. Πούλησε ένα παιδί, ανάθεμά τον. «Μ αίρη», είπε η Τζο. «Το κολιέ σου… αυτό που κοίταζε ο
αστυνομικός… μπορώ να το δω;» «Είναι δικό μου!» φώναξε η Μ αίρη. «Για τ’ όνομα του Θεού, Τζο, μην την κάνεις να ξαναρχίσει», είπε με απόγνωση η Φέι. «Σε παρακαλώ, Μ αίρη, θέλω μονάχα να του ρίξω μια ματιά», είπε η Τζο, προσπαθώντας να κρατήσει ήρεμη τη φωνή της ενώ το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. «Το έσωσες για τόσο καιρό. Το ξέρω πως αυτό έκανες. Δεν πρόκειται να σου το πάρω, σου το υπόσχομαι». Διστακτικά, η Μ αίρη τράβηξε το κολιέ από την μπλούζα της. Χωρίς να το βγάλει, το σήκωσε για να μπορέσει να το δει η Τζο. Ήταν ένα χρυσό μενταγιόν σε σχήμα μισής καρδιάς. Μ ια λέξη ήταν χαραγμένη πάνω του. Στίβεν. Άναυδη, η Τζο έγειρε πάνω στο κρύο σιδερένιο τοίχωμα της άμαξας. Τσαρλς Μ όντφορτ, Ρίτσαρντ Σκάλι, Άλβα Μ πίκμαν, Στίβεν Σμιθ… ήταν όλοι θύματα του θείου της, αλλά υπήρχαν δύο θύματα ακόμα . «Μ αίρη», είπε στο τέλος. «Το πτώμα μιας γυναίκας ανασύρθηκε από το Ιστ Ρίβερ πριν από χρόνια, το 1874. Δεν είχε πρόσωπο, αλλά φορούσε μια ζακέτα και ένα ρολόι που ανήκαν σ’ εσένα. Ποια ήταν; Ποια έθαψαν οι γονείς σου, αν δεν ήσουν εσύ;» Τα μάτια της Μ αίρης στένεψαν. «Η Λίζι η Γάτα», είπε με θυμό. «Έκλεβε τον κόσμο και δάγκωνε και γρατζουνούσε, αν της αντιστέκονταν. Μ ου πήρε το ρολόι και τη ζακέτα. Μ ου πήρε τα λεφτά μου. Μ ε άφησε να πεθάνω στον δρόμο. Όμως, εγώ δεν μπορούσα να πεθάνω. Έπρεπε να ζήσω. Έπρεπε να τη βρω. Η Λίζι μέθυσε με τα λεφτά μου. Έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Όμως, εγώ έζησα».
«Μ πορείς να μου μιλήσεις για τον Στίβεν;» Η Μ αίρη κούνησε το κεφάλι της και άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω στον πάγκο. «Σε παρακαλώ, Μ αίρη», είπε η Τζο. «Μ ου έδωσε ένα δαχτυλίδι. Το έκρυψα μέσα στην κούκλα. Και έβαλα την κούκλα μέσα στη ζακετούλα της. Ήξερα πως θα μου την έπαιρναν. Είχα την ελπίδα πως κάποτε θα ψηλάφιζε το δαχτυλίδι, θα το έβγαζε και θα μάθαινε ποια ήταν. Δική μου και του Στίβεν. Ούτε την καρδιά του Στίβεν πήρε η Λίζι, την έσωσα όλα αυτά τα χρόνια. Ο Στίβεν πέθανε στη θάλασσα. Άκουσα τους εφημεριδοπώλες που το φώναζαν. Χρόνια και χρόνια πριν. Αλλά το φάντασμά του ξαναγύρισε. Ένα τρομερό φάντασμα, με τα σημάδια του διαβόλου στην όψη. Φοβήθηκα όταν το είδα. Φοβήθηκα πως είχε θυμώσει μαζί μου, επειδή είχα χάσει το μωρό μας και δεν είχα μπορέσει να το ξαναβρώ όσο και αν προσπάθησα. Τώρα, όμως, αν δω ξανά το φάντασμα, μπορώ να του πω πως βρήκα το μωρό μας. Μ πορώ να του πω πως η καρδιά μας γιατρεύτηκε». Η Τζο επέστρεψε το δαχτυλίδι στη Μ αίρη. Ήταν κι αυτή δακρυσμένη τώρα, αλλά χαμογελαστή. Η Φέι, ακόμα απορροφημένη από τη δύσκολη κατάστασή τους, έριξε μια ματιά στην Τζο. «Τι τρέχει μ’ εσένα; Πώς είναι δυνατόν να κλαις και να χαμογελάς ταυτόχρονα; Μ πορεί να είχε δίκιο ο Μ όντφορτ. Μ πορεί να έχεις χάσει πράγματι τα λογικά σου». Η Τζο άπλωσε το χέρι της πάνω από τον στενό διάδρομο της άμαξας και έπιασε το χέρι της φίλης της. «Φέι, άκουσέ με… Δεν ξέρεις ποια είναι αυτή η γυναίκα», είπε. Η φωνή της, όπως και η καρδιά της, ήταν πλημμυρισμένη από
συναισθήματα. «Χριστέ μου, Τζο!» αντέδρασε η Φέι. «Ακούω! Ακούω τον ήχο της άμαξας που πλησιάζει στον Τύμβο. Σε μισή ώρα από τώρα, θ’ ακούω τον ήχο που κάνει η πόρτα ενός κελιού όταν κλείνει με πάταγο. Σε λίγες μέρες από τώρα, θ’ ακούω τον δικαστή να με καταδικάζει σε φυλάκιση δέκα χρόνων, επειδή πυροβόλησα τον Μ όντφορτ στο γόνατο. Και, ναι, διάολε, ξέρω ποια είναι αυτή η γυναίκα. Είναι η τρελο-Μ αίρη!» «Όχι, Φέι, δεν είναι», είπε η Τζο. «Είναι η Έλενορ Όουενς. Η μητέρα σου».
96 Η Τζο πηγαινοερχόταν στο κελί της σαν τίγρη κλεισμένη στο κλουβί. Ο Τύμβος είχε χτιστεί πριν από δεκαετίες πάνω από μια μολυσμένη λίμνη και τα πέτρινα κελιά του ήταν κρύα, δύσοσμα και υγρά. Η Τζο ήταν αναγκασμένη να κινείται διαρκώς απλώς και μόνο για να κρατιέται ζεστή. Ξαφνικά, σταμάτησε και κοίταξε τον μισοφωτισμένο διάδρομο. Θα έρθει, είπε στον εαυτό της. Είπε πως θα έρθει και θα κρατήσει τον λόγο του. Συνέχισε να βηματίζει πάνω κάτω, εξαντλημένη αλλά υπερβολικά αναστατωμένη για να σταματήσει. Η Φέι κοιμόταν πάνω σε έναν μεταλλικό πάγκο πίσω της, με το κεφάλι γερμένο στα πόδια της Μ αίρης. Η Μ αίρη της χάιδευε τα μαλλιά χαμογελώντας. Και η Τζο χαμογελούσε. Δεν είχε δει ποτέ τη Φέι να κλαίει, κι όμως είχε κλάψει μέσα στην άμαξα. Το σκληρό, κυνικό κορίτσι είχε χύσει ποταμούς δακρύων. Το ίδιο και η τρελοΜ αίρη. Η Έλενορ, είπε στον εαυτό της η Τζο. Όχι η τρελο-Μ αίρη. Όχι πια. Έριξε ξανά μια ματιά στον διάδρομο, τυλίγοντας τα χέρια της
γύρω από τα κάγκελα του κελιού της, και αυτή τη φορά ανταμείφθηκε. Η πόρτα ασφαλείας στην άλλη άκρη του διαδρόμου άνοιξε και ένας άντρας έκανε την εμφάνισή του. Όταν τον είδε να περπατάει βιαστικά προς το μέρος της, ένας ιππότης με τσαλακωμένο τουίντ σακάκι, συλλογίστηκε: Ό,τι κι αν μου συμβεί μέσα στις επόμενες μέρες, όσο άσχημα κι αν εξελιχτούν όλα, ήμουν απίστευτα τυχερή που τον γνώρισα. «Πού είναι η ζακέτα σου;» ρώτησε ο Έντι Γκάλαχερ, τρέχοντας στα κάγκελα. Σκέπασε το ένα χέρι της με το δικό του χέρι. «Τη δάνεισα σε έναν ψυχοπαθή», απάντησε η Τζο και θυμήθηκε ριγώντας πώς την είχαν αρπάξει από πάνω της στο άσυλο. Ο Έντι έβγαλε αμέσως το σακάκι του και το πέρασε μέσα από τα κάγκελα. «Μ ίλησες με τον Μ πραμ;» ρώτησε με αγωνία. «Ναι. Βρίσκεται καθ’ οδόν», απάντησε ο Έντι. Σαν να είχε δοθεί κάποιο σύνθημα, η πόρτα άνοιξε ξανά και ο Μ πραμ διέσχισε με γοργά βήματα τον διάδρομο, συνοδευμένος από έναν άντρα περίπου είκοσι πέντε ετών, που φορούσε γυαλιά και είχε ήδη αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του. Ανακούφιση την πλημμύρισε. «Σ’ ευχαριστώ, Μ πραμ», του είπε, όταν έφτασε στο κελί της. Ήξερε πως σιχαινόταν τον Τύμβο και όλα όσα αντιπροσώπευε αυτό το μέρος, παρ’ όλα αυτά είχε έρθει. Επειδή του το είχε ζητήσει εκείνη. Επειδή ήταν ο άντρας που ήταν. Το βλέμμα του Μ πραμ ταξίδεψε από το πρησμένο χείλος της και το μωλωπισμένο πρόσωπό της μέχρι τα σκισμένα, ματωμένα ρούχα της. Κατάπιε με δυσκολία. Για ένα-δυο δευτερόλεπτα, η Τζο είχε την εντύπωση πως η συγκίνηση θα τον κατέβαλλε, όμως
εκείνος ίσιωσε τους ώμους του και συγκρατήθηκε. Στο κάτω κάτω, ήταν ένας Όλντριτς. «Τζο, να σου γνωρίσω τον Ουίνθροπ Κοέιτ, συμφοιτητή μου από το Κολούμπια και εξαίρετο δικηγόρο», είπε. «Θα σε βοηθήσει». Ο Κοέιτ έσφιξε το χέρι της Τζο ανάμεσα από τα κάγκελα κι έπειτα της ζήτησε να του διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία της – από την αρχή μέχρι το τέλος. Μ όλις είχε ξεκινήσει, όταν η πόρτα ασφαλείας άνοιξε για τρίτη φορά. Ένας κοντός άντρας, καλοντυμένος και καλοταϊσμένος, διέσχισε με βιασύνη τον διάδρομο, συνοδευμένος από έναν αστυνομικό. Η Τζο τον γνώρισε· ήταν ο Τζον Νιούκομπ, ένας από τους δικηγόρους που διεκπεραίωναν τις υποθέσεις του πατέρα της. Και του θείου της. «Κατέβαλα την εγγύηση για τη δεσποινίδα Μ όντφορτ και τώρα θέλω να αφεθεί αμέσως ελεύθερη και να τεθεί υπό την κηδεμονία μου!» φώναξε στον αστυνομικό. «Το κελί μιας φυλακής δεν είναι μέρος κατάλληλο για μια ευαίσθητη νεαρή κυρία. Θα έπρεπε να βρίσκεται υπό τη φροντίδα γιατρού!» Ο Νιούκομπ σταμάτησε απότομα όταν έφτασε στο κελί της Τζο. «Δεσποινίς Μ όντφορτ!» αναφώνησε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος του. «Καημένο, δύστυχο κορίτσι. Μ ε έστειλαν να σας πάρω μακριά από εδώ». Προτού η Τζο προλάβει να απαντήσει, ο αστυνομικός είχε ήδη ανοίξει την πόρτα του κελιού της. «Είστε ελεύθερη να φύγετε, δεσποινίς», της είπε. «Πού με πάτε;» ρώτησε καχύποπτα η Τζο τον Νιούκομπ. «Μ α… στο σπίτι σας, φυσικά», απάντησε ο Νιούκομπ με ένα
χαμόγελο. «Ποιος σας έστειλε;» επέμεινε εκείνη. «Η οικογένειά σας». «Ο θείος μου, θέλετε να πείτε», είπε η Τζο. «Η μητέρα μου δεν ξέρει καν πως βρίσκομαι εδώ, έτσι δεν είναι;» Ο Νιούκομπ δίστασε. Μ όνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά ήταν αρκετό για να δώσει στην Τζο να καταλάβει ότι δεν ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης. «Δεν ήρθατε για να με πάτε στο σπίτι μου», είπε με θυμό. «Ήρθατε για να με πάτε πίσω στο άσυλο». Άρπαξε την πόρτα του κελιού της και την έκλεισε ξανά. «Είστε δικηγόρος του θείου μου, όχι δικός μου», είπε. «Έχω προσλάβει δικό μου δικηγόρο. Θα με εκπροσωπήσει ο κύριος Ουίνθροπ Κοέιτ, όπως και τις δεσποινίδες Έλενορ Όουενς και Φέι Σμιθ. Καλό σας απόγευμα, κύριε Νιούκομπ». «Βγάλτε την από εκεί μέσα!» βρυχήθηκε ο Νιούκομπ στον αστυνομικό, σάμπως οι επιθυμίες της Τζο να μην είχαν καμία αξία. «Δεν μπορώ. Λέει ότι δεν είστε δικηγόρος της», απάντησε ο αστυνομικός. «Μ α φυσικά και είμαι ο δικηγόρος της. Λέει ανοησίες. Είναι ανισόρροπη». Ο αστυνομικός έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα στην Τζο. «Δεν μοιάζει για ανισόρροπη», είπε. Ο Νιούκομπ επέμεινε, κατακόκκινος από οργή: «Ο θείος της και η μητέρα της έχουν υπογράψει δήλωση πως είναι ψυχικά διαταραγμένη και επιθυμούν τον εγκλεισμό της στο Ντάρκμπραϊαρ». Γύρισε στην Τζο. «Θέλετε να έρθετε με το καλό; Ή πρέπει να σας βγάλω με τη βία;»
«Για δοκίμασε, χοντρομπαλά», είπε ο Έντι. Ανησυχώντας πως ο Νιούκομπ θα έκανε πραγματικότητα την απειλή του, η Τζο έκανε ένα βήμα πίσω και απομακρύνθηκε από την πόρτα του κελιού. Εκείνη τη στιγμή, ο Ουίνθροπ Κοέιτ προσέτρεξε σε βοήθεια. «Πού είναι οι δηλώσεις που αναφέρετε, συνάδελφε;» ρώτησε. «Θα ήθελα να τις δω». «Ποιος στην ευχή είσαι εσύ;» είπε ο Νιούκομπ σαν να έφτυνε, και περιεργάστηκε τον Κοέιτ από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Ουίνθροπ Κοέιτ, δικηγόρος της δεσποινίδος Μ όντφορτ. Οι δηλώσεις;» «Στο άσυλο, φυσικά!» Ο Κοέιτ συνοφρυώθηκε. «Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να τις παρουσιάσετε σε δικαστή για εξακρίβωση, προτού επιτρέψω να πάρετε υπό την κηδεμονία σας την πελάτισσά μου». Ο Νιούκομπ έγινε κόκκινος σαν ντομάτα. Έγειρε πιο κοντά στα κάγκελα. «Παίζετε επικίνδυνο παιχνίδι, δεσποινίς Μ όντφορτ. Ένα παιχνίδι που δεν μπορείτε να ελπίζετε πως θα κερδίσετε», ψιθύρισε. Έπειτα, έφυγε περπατώντας αγέρωχα και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Η Τζο μόρφασε στον ήχο της. Σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος της και έπιασε τους αγκώνες της, ανήσυχη. Ο Κοέιτ είχε φέρει μαζί του έναν χαρτοφύλακα. Τον άνοιξε και ανασκάλεψε το περιεχόμενό του. «Πρέπει να δουλέψουμε γρήγορα, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε, βγάζοντας ένα σημειωματάριο και μια πένα. «Αν οι δηλώσεις που ανέφερε ο Νιούκομπ υπάρχουν στ’ αλήθεια, θα μπορούσαν να μας δημιουργήσουν προβλήματα. Μ ιλήστε μου για όλα αυτά που
οδήγησαν στην αποψινή βραδιά. Μ ην παραλείψετε τίποτα». Η Τζο κοίταξε τον Έντι, τον άντρα που είχε χάσει. Κοίταξε και τον Μ πραμ και κατάλαβε –από την έκφραση που είχε πάρει το κάτωχρο πρόσωπό του– ότι τον είχε χάσει κι αυτόν. Συλλογίστηκε τη μητέρα της, το σπίτι τους, τη σχολή της δεσποινίδας Σπάρκγουελ, τις φίλες της… και συνειδητοποίησε πως θα έχανε πολύ περισσότερα πριν από το τέλος εκείνης της νύχτας. Πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.
97 Δύο ώρες αργότερα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο Ουίνθροπ Κοέιτ σταμάτησε να γράφει. Κοίταξε την Τζο και είπε: «Αυτά είναι όλα;» «Ναι», απάντησε εκείνη, κουρασμένη. Κάθισε βαριά στον πάγκο του κελιού. Η Φέι εξακολουθούσε να κοιμάται, με το κεφάλι της ακόμα γερμένο στα πόδια της Έλενορ. Η Έλενορ, επιφυλακτική και σε ετοιμότητα, ήταν ξύπνια. Ο Έντι, που δεν ήταν παρών στα περισσότερα απ’ όσα είχαν συμβεί στο Ντάρκμπραϊαρ, ήταν απορροφημένος κρατώντας σημειώσεις. Ο Μ πραμ είχε γείρει στα κάγκελα του κελιού που βρισκόταν απέναντι από το κελί της Τζο και έμοιαζε εντελώς στραγγισμένος. Τα γυαλιά του Κοέιτ είχαν γλιστρήσει στη μύτη του. Τα έσπρωξε και τα ανέβασε στη θέση τους. «Ο Φίλιπ Μ όντφορτ θα είναι θανάσιμος αντίπαλος, αλλά φαντάζομαι πως ήδη το γνωρίζετε αυτό», είπε. «Η μοναδική ελπίδα να τον κερδίσουμε βρίσκεται στα γράμματα που έστειλε ο Στίβεν Σμιθ στη δεσποινίδα Όουενς. Χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι η Βαν Χάουτεν έχει παρανομήσει. Ο Φίλιπ Μ όντφορτ μπορεί να αρνηθεί όσα σας ομολόγησε στον χώρο του ασύλου – και θα τα αρνηθεί. Θα πει ότι φοβόταν για τη ζωή του και ότι επινόησε όλη αυτή την ιστορία για να μην τον πυροβολήσει η
δεσποινίς Σμιθ». Η Τζο κούνησε το κεφάλι. Μ ια αβάσταχτη αίσθηση τρόμου είχε κατακαθίσει πάνω της. Ο Κοέιτ την είχε ανακρίνει λεπτομερώς όσο του διηγούνταν την ιστορία της. Την είχε ρωτήσει ξανά και ξανά αν είχε αποδείξεις για όσα ισχυριζόταν. Του είχε απαντήσει με απογοήτευση πως πράγματι είχε ελάχιστες – μονάχα το ημερολόγιο του πατέρα της. Η Τζο θυμόταν πως το είχε δείξει στον θείο της εβδομάδες νωρίτερα, ενώ βρίσκονταν στο γραφείο του. Την είχε ρωτήσει αν μπορούσε να το κρατήσει, αλλά του είχε αρνηθεί. Άθελά της, ωστόσο, του είχε παραδώσει τη μοναδική άλλη απόδειξη – το μενταγιόν με το όνομα της Έλενορ. Ο θείος της πιθανότατα το είχε ξεφορτωθεί αμέσως μετά την αναχώρησή της, ακριβώς όπως θα ξεφορτωνόταν το ημερολόγιο του πατέρα της. «Κύριε Κοέιτ», είπε. «Μ πορείτε να με λέτε Ουίν και να μου μιλάτε στον ενικό». «Ουίν, μπορείς να ζητήσεις από την αστυνομία να ερευνήσει το σπίτι των Όουενς και να ψάξει για τους καταλόγους;» «Μ ε ένταλμα, μπορώ», είπε ο Κοέιτ και την κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του. «Το θέμα είναι αν μπορώ να πείσω τον δικαστή που θα εκδώσει το ένταλμα πως οι κατάλογοι υπάρχουν ακόμα». Η Τζο συνειδητοποίησε πως υπήρχε ένας και μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. Στράφηκε στη γυναίκα που καθόταν δίπλα της. «Έλενορ», είπε, «ο κύριος Κοέιτ κι εγώ προσπαθούμε με όλες μας τις δυνάμεις να εξασφαλίσουμε πως καμία μας δεν θα μπει στη φυλακή, αλλά πρέπει να μας βοηθήσεις κι εσύ. Θα μας βοηθήσεις;» Η Έλενορ έσφιξε τα χείλη της. Χάιδεψε τα μαλλιά της Φέι. Και δεν απάντησε.
«Θέλω να γυρίσεις πολύ πίσω στον χρόνο, τότε που ο Στίβεν ήταν ακόμα ζωντανός». Η Έλενορ έσφιξε το ένα χέρι της σε γροθιά και το κοπάνησε επανειλημμένα πάνω στον πάγκο. «Σου έστελνε γράμματα από τη Ζανζιβάρη;» Η Έλενορ σταμάτησε να κοπανάει τη γροθιά της. Έγνεψε καταφατικά. «Έλεγε πως θα γύριζε για εμένα», ψιθύρισε, κοιτάζοντας το πάτωμα. «Αυτό έλεγε, αλλά δεν γύρισε ποτέ. Αντί γι’ αυτόν, ήρθε το φάντασμα». Και άρχισε να χτυπάει το μέτωπό της με την παλάμη της. Η Τζο της έπιασε με τρυφερότητα το χέρι και το κράτησε. Η Έλενορ Όουενς ήταν μια καταρρακωμένη ανθρώπινη ύπαρξη, μια γυναίκα που της είχαν στερήσει τα πάντα. Είχε χάσει τον άντρα που αγαπούσε και το μωρό τους, αλλά είχε μείνει ζωντανή. Είχε επιβιώσει από τον εγκλεισμό της στο άσυλο και από μια ζωή στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε χάσει την ελπίδα πως μια μέρα θα έβρισκε την κόρη της. Σε αυτή τη γυναίκα, που ήξερε να επιβιώνει και να μάχεται, απευθυνόταν τώρα η Τζο. «Μ πορείς να θυμηθείς πού βρίσκονται αυτά τα γράμματα, Έλενορ; Σε παρακαλώ, για χάρη της Φέι, για χάρη της κόρης σου, πες μου πού βρίσκονται». Η Έλενορ έσκυψε προς το μέρος της Τζο. «Τα γράμματα είναι ασφαλή κάτω από τα ουράνια. Τα προστατεύουν οι θεοί», της ψιθύρισε. «Και προστατεύουν κι εμάς». Η Τζο προσπάθησε να κρύψει τον εκνευρισμό της. Την ίδια ακατάληπτη φράση είχε ακούσει από τη Σάλι Γκίμπσον, που με τη σειρά της την είχε ακούσει από την παλιά μαγείρισσα των Όουενς. «Σε παρακαλώ, Έλενορ», είπε. «Πες μου πού βρίσκονται τα
γράμματα. Είναι πολύ σημαντικό. Αν δεν μπορέσουμε να τα βρούμε, εγώ θα γυρίσω στο τρελοκομείο, η Φέι στη φυλακή κι εσύ στους δρόμους». «Είναι ασφαλή κάτω από τα ουράνια», επανέλαβε η Έλενορ. «Τα προστατεύουν ο ήλιος και το φεγγάρι». Ακούγοντας τις απαντήσεις της Έλενορ, ο Έντι είπε: «Τζο, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι. Έψαξες το δωμάτιό της. Εγώ έψαξα το υπόγειο. Κανείς μας δεν ερεύνησε το υπόλοιπο σπίτι. Υπάρχει κάτι –ένας πίνακας ίσως– που απεικονίζει τον ήλιο και το φεγγάρι; Είδες κάτι τέτοιο την ώρα που πήγαινες στο δωμάτιό της;» Η Τζο έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί το σπίτι των Όουενς. Μ ε τα μάτια της φαντασίας της, είδε τα καταλύματα του υπηρετικού προσωπικού. Την κουζίνα. Την πίσω σκάλα. Τον διάδρομο. Το δωμάτιο της Έλενορ. Και τον πίσω κήπο. Είδε τον Στίβεν Σμιθ να στέκεται εκεί. Και να την κοιτάζει με τα αγριεμένα μαύρα μάτια του κάτω από την κληματαριά. Μ προστά από τα μαρμάρινα αγάλματα του Ήλιου και της Σελήνης. Η Τζο άνοιξε τα μάτια της. «Ξέρω πού βρίσκονται!» φώναξε. «Πού;» ρώτησε ο Έντι. «Στην κληματαριά. Υπάρχουν δύο αγάλματα εκεί. Το ένα είναι ο θεός Ήλιος. Το άλλο η Σελήνη, η θεά του φεγγαριού». «Τα προστατεύει ο ήλιος και το φεγγάρι», ακούστηκε να λέει σαν ηχώ ο Μ πραμ. «Μ πράβο, Τζο!» είπε με ενθουσιασμό ο Έντι. «Θα συντάξω τα έγγραφα αμέσως και θα τα πάω ο ίδιος στον δικαστή. Θα επιδώσουμε το ένταλμα μόλις χαράξει. Μ ε λίγη τύχη, θα έχουμε τους καταλόγους στα χέρια μας πριν από την επιστροφή του Νιούκομπ από το άσυλο. Όμως, Τζο, πρέπει να σε ρωτήσω
κάτι…» είπε ο Κοέιτ. «Ναι;» «Είσαι σίγουρη για όλα αυτά; Όχι μονάχα για τους καταλόγους, αλλά για όλα; Επειδή τίποτα δεν πρόκειται να μείνει κρυφό. Σε μία μέρα, το πολύ σε δύο, ολόκληρη η Νέα Υόρκη θα ξέρει για τον θείο σου και για τον πατέρα σου και για τις δραστηριότητές τους. Από τη στιγμή που το τζίνι θα βγει από το λυχνάρι, δεν υπάρχει τρόπος να το ξαναβάλουμε μέσα». Η Τζο κοίταξε τον Ουίν, προσπαθώντας να βρει τα λόγια για να του απαντήσει. Θυμήθηκε τη φωτογραφία που κρεμόταν στα γραφεία της Βαν Χάουτεν – εκείνη που απεικόνιζε τον πατέρα της και τον θείο της στη Ζανζιβάρη, τόσα χρόνια πριν. Η καρδιά της σφίχτηκε. Αγαπούσε τον πατέρα της και της έλειπε, αλλά ήξερε πως θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της προσπαθώντας να συμβιβάσει τον ευγενικό άνθρωπο που θυμόταν με τα τρομερά πράγματα που είχε κάνει. Πόσες ζωές είχε ήδη κλέψει μαζί με τον θείο της, όταν είχε τραβηχτεί εκείνη η φωτογραφία; Πόσους ανθρώπους είχαν πουλήσει σαν σκλάβους; Συζύγους που χωρίζονταν ο ένας από τον άλλον. Παιδιά που αρπάζονταν με τη βία από τις αγκαλιές των γονιών τους. Έφερε στο μυαλό της ακόμα ένα κλεμμένο παιδί – τη Φέι. Θυμήθηκε την έκφραση στο πρόσωπό της και στο πρόσωπο της Έλενορ, όταν συνειδητοποίησαν πως ήταν μάνα και κόρη. Δεκάξι ατέλειωτα χρόνια είχε χρειαστεί η Έλενορ Όουενς για να βρει την κόρη της. Ο δύστυχος Στίβεν Σμιθ δεν την είχε βρει ποτέ. «Ναι, Ουίν», είπε τελικά. «Είμαι σίγουρη». Ο Μ πραμ έκανε ένα βήμα μπροστά. «Θεέ μου, Τζο, μην το κάνεις αυτό», είπε. «Θα πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος».
«Κι όμως, μονάχα ένας τρόπος υπάρχει», απάντησε η Τζο. Του χαμογέλασε, και το χαμόγελό της ήταν φτιαγμένο από κουράγιο, πόνο και απώλεια, μπλεγμένα όλα μαζί. Τελικά, έπαιρνε την απόφαση να δρασκελίσει την άκρη του βράχου. «Θα καταστρέψεις ολόκληρη την οικογένειά σου», της είπε. «Ο θείος μου ήταν αυτός που κατέστρεψε την οικογένειά μου. Και ο πατέρας μου. Πριν από χρόνια, στη Ζανζιβάρη». Η Τζο στράφηκε στον Έντι, που είχε σταματήσει να γράφει και είχε κλείσει το σημειωματάριό του. Ήξερε ότι αυτά που υπήρχαν σε εκείνες τις σελίδες θα κατέστρεφαν τη δική της ζωή και θα απογείωναν τη δική του. Ήταν μια τεράστια αποκλειστικότητα που σίγουρα θα του απέφερε τη δουλειά που επιθυμούσε. «Δεν είναι ανάγκη να γράψω αυτό το άρθρο, Τζο», είπε ο Έντι, διαβάζοντας τις σκέψεις της. «Μ πορώ να κάψω το σημειωματάριο. Να αφήσω κάποιον άλλον να αναλάβει αυτή την ιστορία». Η Τζο κούνησε το κεφάλι της. «Σε ευχαρίστησα όταν σε πρωτογνώρισα. Σε ευχαριστώ και πάλι, Έντι». «Για ποιο πράγμα; Επειδή κατάφερα να κλειστείς σε τρελοκομείο; Κι ύστερα στη φυλακή;» αστειεύτηκε εκείνος, πλησιάζοντας τα κάγκελα του κελιού της. «Επειδή με βοήθησες να βρω την αλήθεια». Ο Έντι άρπαξε μια από τις παγωμένες μεταλλικές μπάρες. «Η αλήθεια κοστίζει, Τζο. Ακριβά», είπε. «Ελπίζω μόνο να το ξέρεις αυτό». Η Τζο κατένευσε και σκέπασε το χέρι του με το δικό της. Για μια φευγαλέα στιγμή, τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν. Για μια φευγαλέα στιγμή, δεν είχε αμφιβάλει ποτέ για αυτόν. Δεν είχε διστάσει. Δεν είχε πει ποτέ το «ναι» στον Μ πραμ. Για μια
φευγαλέα στιγμή, ήταν δικός της και πάλι. «Τα ψέματα κοστίζουν περισσότερο», είπε μετανιωμένη. Απομακρύνθηκε από τα κάγκελα και με ένα θλιμμένο χαμόγελο είπε: «Πήγαινε, Έντι. Βιάσου. Προτού το πάρει είδηση όλη η Παρκ Ρόου. Επιτέλους, έχεις το άρθρο σου».
98 Γκράμερσι Σκουέρ 15 Ιανουαρίου, 1891 Η Τζο τριγύριζε από το ένα δωμάτιο του σπιτιού της στο άλλο, νιώθοντας εξίσου άδεια και έρημη με εκείνα. Πέρασε το χέρι της πάνω από το μαρμάρινο γείσο του τζακιού στην τραπεζαρία τους και ακολούθησε με το δάχτυλό της το ίχνος μιας σκιάς πάνω στην ταπετσαρία, στο σημείο όπου κάποτε κρεμόταν ένας πίνακας. Τα τακούνια της αντηχούσαν πάνω στις γυμνές ξύλινες σανίδες. Είχε ζήσει τόσες ευτυχισμένες στιγμές σε αυτό το σπίτι – Χριστούγεννα, πάρτι γενεθλίων, εντυπωσιακές δεξιώσεις. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει τη φωνή του πατέρα της να υποδέχεται συγγενείς και φίλους. Αυτές οι εποχές είχαν φύγει πια, όπως κι εκείνος, και δεν θα γύριζαν ποτέ ξανά. Τα έπιπλα είχαν δημοπρατηθεί. Το σπίτι είχε πουληθεί. Το είχε αγοράσει μια οικογένεια από τη Φιλαδέλφεια. Ο πατέρας ήταν ένα καινούριο είδος ανθρώπου, ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου που κατασκεύαζε γραφομηχανές. Θα ήταν μια ασυνήθιστη προσθήκη
στην Γκράμερσι Σκουέρ. Και η Στάνταρντ είχε πουληθεί. Τώρα, ο Έντι εργαζόταν για την Τρίμπιουν. Είχε προσληφθεί χάρη στην αίσθηση που είχε προκαλέσει το αποκλειστικό άρθρο του για την ιστορία της Βαν Χάουτεν και είχε γίνει γνωστός χάρη στις εξαιρετικές ανταποκρίσεις του από τη σύλληψη και τη δίκη του Φίλιπ Μ όντφορτ. Μ έσα σε μία νύχτα σχεδόν, είχε γίνει ο πλέον πολυδιαβασμένος δημοσιογράφος της Νέας Υόρκης. Η Τζο χαιρόταν γι’ αυτόν. Του είχε γράψει για να του το πει. Δεν τον είχε ξαναδεί μετά τη δίκη. Ήταν πολύ απασχολημένος πλέον. Ή, τουλάχιστον, αυτό έλεγε. Η Τζο περίμενε να αποχαιρετήσει τη μητέρα της. Εκείνο το απόγευμα η Άννα θα έφευγε για τη Γουινέτκα, για να μείνει κοντά στην αδερφή της. «Θα είμαι πολύ μακριά από τη Νέα Υόρκη», είχε πει, αφού είχε ανακοινώσει τα σχέδιά της στην Τζο, «αλλά όχι αρκετά μακριά. Κανένα μέρος δεν βρίσκεται αρκετά μακριά ύστερα απ’ όλα όσα έγιναν». Οι Μ όντφορτ ήταν παρελθόν. Δεν υπήρχαν πια. Όχι για εκείνους που είχαν αξία, όπως θα έλεγε η Νόνα. Υπήρχαν, ωστόσο, για την υπόλοιπη Νέα Υόρκη. Η ιστορία τους είχε γίνει πρωτοσέλιδο στις περισσότερες εφημερίδες της πόλης τους τελευταίους δύο μήνες – από τη μέρα που η Τζο είχε βγει από τον Τύμβο. Οι Νεοϋορκέζοι είχαν καταβροχθίσει άπληστα την κάθε λεπτομέρεια. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μη γνώριζε πως οι Όουενς είχαν αρνηθεί να πιστέψουν πως η κόρη τους ήταν ακόμα ζωντανή, όπως είχαν αρνηθεί να επιτρέψουν στην αστυνομία να
μπει στο σπίτι τους. Ο Ουίνθροπ Κοέιτ είχε εκδώσει ένταλμα για έρευνα και οι μυστηριώδεις κατάλογοι είχαν βρεθεί. Ακριβώς εκεί που πίστευε η Τζο πως θα βρίσκονταν. Ήταν τυλιγμένοι με προσοχή, προστατευμένοι από τις καιρικές συνθήκες, και περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια το δουλεμπόριο της Βαν Χάουτεν. Εξαιτίας τους, ο Φίλιπ είχε καταδικαστεί στα μάτια της κοινής γνώμης, πολύ προτού ξεκινήσει η πραγματική ακροαματική διαδικασία. Επί σειρά ημερών, ο δικαστής άκουγε τους μάρτυρες και προσπαθούσε να τους εκμαιεύσει την αλήθεια. Η απαίτηση του Φίλιπ να κλείσει την Τζο στο Ντάρκμπραϊαρ είχε απορριφθεί. Μ όλις η Άννα έμαθε την αλήθεια, ανακάλεσε τη δήλωση που είχε υπογράψει για τον εγκλεισμό της κόρης της. Οι κατηγορίες εναντίον της Φέι απορρίφθηκαν, όταν έγινε γνωστό πως οι ενέργειές της είχαν ως στόχο να σώσουν τη ζωή της Τζο. Η Άννα κατέβαλε αποζημίωση για τις ζημιές που είχε προκαλέσει η Έλενορ Όουενς στο άσυλο, και οι κατηγορίες εναντίον της απορρίφθηκαν με τη σειρά τους. Η Φέι και η Έλενορ είχαν βγει από τον Τύμβο χωρίς να τραβήξουν την προσοχή και είχαν εξαφανιστεί. Η Τζο ήξερε τον λόγο – η Φέι φοβόταν. Φοβόταν πως ο Ράφτης θα ήθελε ακόμα να την πουλήσει στην Έστερ. Τώρα που είχε γίνει διάσημη σε όλη την πόλη, η αξία της είχε ανέβει. Ήταν σωστό κελεπούρι. Ο Ράφτης τη γύρευε, αλλά δεν την είχε βρει. Η Φέι είχε ταλέντο στο να εξαφανίζεται –η Τζο το ήξερε–, αλλά ακόμα κι αυτή δεν θα μπορούσε να κρύβεται για πάντα. Κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να εμφανιστεί, όπως κι η Έλενορ. Η Τζο ανησυχούσε και για τις δύο.
Τα στοιχεία εναντίον του Φίλιπ ήταν αδιάσειστα – χάρη στον Φράνσις Μ άλον. Εμφανίστηκαν δύο μάρτυρες που είχαν διαβάσει το άρθρο του Έντι και ορκίστηκαν πως είχαν δει τον Μ άλον στην αποβάθρα της Βαν Χάουτεν μαζί με τον Σκάλι, τη νύχτα του θανάτου του. Πανικόβλητος, ο Μ άλον στράφηκε εναντίον του Φίλιπ. Είπε στο δικαστήριο ότι ο Μ όντφορτ ήταν αυτός που τον είχε πληρώσει για να βγάλει από τη μέση τον Ρίτσαρντ Σκάλι, τον Άλβα Μ πίκμαν και τον Στίβεν Σμιθ. Όπως και για να επιτεθεί στον Έντουαρντ Γκάλαχερ και την Τζόζεφιν Μ όντφορτ. Ο Μ άλον επέμενε ότι δεν είχε σκοτώσει εκείνος τον Τσαρλς Μ όντφορτ – αυτό το είχε κάνει ο Φίλιπ Μ όντφορτ αυτοπροσώπως, έστω και αν ισχυριζόταν πως ήταν ατύχημα. Στη διάρκεια της κατάθεσής του, ο Μ άλον εξήγησε πως η σχέση του με τον Μ όντφορτ μετρούσε κάμποσα χρόνια και περιέγραψε με ποιον τρόπο το παιδί της Έλενορ είχε καταλήξει στον Ράφτη. Ο Μ όντφορτ, είπε ο Μ άλον, τον πλησίασε για πρώτη φορά μετά την επιστροφή του από τη Ζανζιβάρη. Είχε γυρίσει στη Νέα Υόρκη με τη δικαιολογία πως θα έφερνε τα προσωπικά αντικείμενα του Στίβεν Σμιθ στην πατρίδα, ενώ ο σκοπός του ταξιδιού του ήταν στην πραγματικότητα η Έλενορ Όουενς. Ήξερε πως ήταν η αρραβωνιαστικιά του Σμιθ και πως ο Σμιθ της είχε στείλει αποδείξεις για το δουλεμπόριο που έκανε η Βαν Χάουτεν. Ένας διεφθαρμένος αστυνομικός έκανε μια έρευνα για χάρη του Φίλιπ και έμαθε πως η Έλενορ βρισκόταν στο Ντάρκμπραϊαρ, όπως και τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκεί. Ο αστυνομικός ήξερε έναν νοσοκόμο που εργαζόταν στο άσυλο, κάποιον Φράνσις Μ άλον, που ήταν πάντα πρόθυμος να βγάλει μερικά δολάρια παραπάνω.
Ο Φίλιπ, που ανησυχούσε μήπως η Έλενορ και το παιδί της αποτελούσαν απειλή για τα σχέδιά του, ζήτησε από τον Μ άλον να τους βγάλει από τη μέση. Ο Μ άλον εξήγησε στον Φίλιπ πως το παιδί θα πήγαινε σε ορφανοτροφείο, αλλά δεν του ήταν αρκετό. Φοβόταν μήπως το παιδί προσπαθούσε αργότερα να βρει ποιοι ήταν οι πραγματικοί του γονείς και τι τους είχε συμβεί. Ο Μ όντφορτ ήθελε να βεβαιωθεί ότι το παιδί θα πέθαινε. Ο Μ άλον ανακάλυψε πως του ήταν αδύνατον να σκοτώσει ένα παιδί, από την άλλη, όμως, ήθελε τα χρήματα του Φίλιπ. Έτσι, βρήκε ένα νεκρό βρέφος με τη βοήθεια του νεκροθάφτη στο Πότερ’ς Φιλντ, το νεκροταφείο των απόρων, και το άλλαξε με το μωρό της Έλενορ. Το βρέφος θάφτηκε στο Ντάρκμπραϊαρ, αλλά η Έλενορ δεν έμαθε ποτέ πως το παιδί της είχε πεθάνει. Οι γιατροί τη θεωρούσαν πολύ ευαίσθητη για να αντέξει μια τόσο άσχημη είδηση, έτσι της είπαν πως το μωρό είχε μεταφερθεί στο ορφανοτροφείο, όπου θα έβρισκε μια οικογένεια που θα το αγαπούσε. Στην πραγματικότητα, ο Μ άλον είχε φυγαδεύσει το μωρό από το Ντάρκμπραϊαρ και το είχε πουλήσει στον Ράφτη, με την παράκληση να μη μάθει ποτέ την αλήθεια για τους γονείς του. Ούτε ο Μ άλον ούτε ο Ράφτης είχαν ιδέα πως η μικρή πάνινη κούκλα, που της είχε ράψει η μητέρα της από κομμάτια ρούχων και βρισκόταν στο καλάθι της, περιείχε το δαχτυλίδι αρραβώνων της Έλενορ. Εξίσου καταδικαστική για τον Μ όντφορτ ήταν και η κατάθεση του Όσκαρ Ρούμπιν, η οποία, παραδόξως, είχε γίνει δεκτή από τον δικαστή. Ο Όσκαρ περιέγραφε με ποιον τρόπο τα τραύματα των τεσσάρων θυμάτων ήταν ασυνεπή με τις επίσημες αναφορές για
τον θάνατό τους. Τα ευρήματά του επηρέασαν τους ενόρκους, που είχαν μαγευτεί από αυτή την πρωτόγνωρη και συναρπαστική επιστήμη του θανάτου. Μ έχρι και το ημερολόγιο του πατέρα της Τζο έπαιξε τον δικό του ρόλο στη δίκη. Ο εισαγγελέας παρατήρησε πως ο Τσαρλς Μ όντφορτ είχε συναντηθεί με τον Στίβεν Σμιθ μία μέρα πριν από τον θάνατό του, έχοντας ήδη κάνει ανάληψη χιλίων δολαρίων από τον τραπεζικό λογαριασμό του. Βεβαίωσε πως ο Τσαρλς σκόπευε να συναντηθεί εκ νέου με τον Σμιθ στις 17 Σεπτεμβρίου, πιθανότατα για να του δώσει τα χρήματα, και ύστερα ξανά στις 15 Οκτωβρίου. Οι σημειώσεις και οι πράξεις του Τσαρλς υποδήλωναν πως είχε πάρει την απόφαση να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Σμιθ, ισχυρίστηκε ο εισαγγελέας – μια απόφαση που έβρισκε αντίθετο τον Φίλιπ Μ όντφορτ. Στο τέλος της δίκης, ο Φίλιπ Μ όντφορτ κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εξ αμελείας για τον θάνατο του αδερφού του και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ο Μ άλον καταδικάστηκε για δύο βιαιοπραγίες και τρεις ανθρωποκτονίες πρώτου βαθμού. Ο δικαστής μείωσε τη θανατική ποινή σε ισόβια κάθειρξη, λαμβάνοντας υπόψη την κατάθεσή του κατά του Μ όντφορτ. Όπως είχε προβλέψει ο Μ πραμ, η Τζο κατέστρεψε όχι μόνο τον Φίλιπ αλλά και ολόκληρη την οικογένειά της. Η παλιά φρουρά δεν καταδεχόταν πλέον την οικογένεια Μ όντφορτ. Η Μ άντλεν, η Κάρολαϊν και ο Ρόμπερτ μετακόμισαν στη Μ ινεάπολη. Οι μέτοχοι της Βαν Χάουτεν που είχαν απομείνει ζωντανοί –ο Έισα Τάλερ και ο Τζον Μ πρέβορτ– αποκλείστηκαν από τους πάντες, εξαιτίας της συμμετοχής τους στο δουλεμπόριο, με συνέπεια να αναγκαστούν να φύγουν από τη Νέα Υόρκη, μαζί με τις οικογένειές τους.
Το πλήγμα για την Άννα ήταν τεράστιο, παρ’ όλα αυτά αντιμετώπισε τις απώλειες με αξιοπρέπεια και θάρρος. Ο Φίλιπ Μ όντφορτ, ένας άντρας τον οποίο αγαπούσε και εμπιστευόταν, είχε σκοτώσει τον σύζυγό της. Ο ίδιος σύζυγος είχε πάρει μέρος σε εμπόριο σκλάβων. Και η ίδια λίγο είχε λείψει να κλείσει την ίδια της την κόρη σε τρελοκομείο – μια πράξη για την οποία απολογήθηκε επανειλημμένα στην Τζο, ζητώντας συγγνώμη μέσα από την καρδιά της. Όλα αυτά που είχε προμηθεύσει ο Τσαρλς στην οικογένειά του πουλήθηκαν, και τα χρήματα δωρίστηκαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Όλα αυτά που ανήκαν στη μητέρα της Τζο πριν από τον γάμο της –η έπαυλη στην Γκράμερσι Σκουέρ, κοσμήματα και πολλά εξαίρετα οικογενειακά κειμήλια– πουλήθηκαν επίσης. Η Άννα σκόπευε να ζήσει από τις εισπράξεις. Επιπλέον, η Άννα είχε δημιουργήσει για την Τζο ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο θα της απέφερε γύρω στα πεντακόσια δολάρια τον μήνα. Δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τα χρήματα που θα είχε στη διάθεσή της η Τζο αν δεν είχε πει τίποτα και είχε παντρευτεί τον Μ πραμ, παρ’ όλα αυτά έφταναν για να τη συντηρήσουν. Στη διάρκεια όλης αυτής της δοκιμασίας, η Τζο είχε νιώσει μια πρωτόγνωρη εκτίμηση για τη μητέρα της. Θαύμαζε την αποφασιστικότητά της, το σθένος της, την επιμονή της να κάνει όχι μονάχα αυτό που απαιτούνταν, αλλά αυτό που ήταν σωστό. «Αγωγή» θα το χαρακτήριζε η Νόνα Όλντριτς. Η Τζο προτιμούσε τη λέξη «χαρακτήρας». «Τζόζεφιν!» φώναζε τώρα η Άννα. Είχε κατέβει στο ισόγειο με ένα κάρο οδηγίες της τελευταίας
στιγμής. Το σχέδιο ήταν να φτάσει στη Γουινέτκα πριν από την Τζο και να ετοιμάσει το καινούριο σπιτικό τους. Ήταν ένα μικρό και ταπεινό σπίτι, αλλά βρισκόταν στην καλύτερη γειτονιά. Η Τζο θα έμενε πίσω για μία εβδομάδα ακόμα, για να σιγουρευτεί πως τα τελευταία τους έπιπλα θα έφταναν στον οίκο δημοπρασιών και δεν θα έμεναν λογαριασμοί απλήρωτοι. Δεν είχε τεθεί καν θέμα να επιστρέψει στη σχολή της δεσποινίδας Σπάρκγουελ. Η διευθύντρια της είχε στείλει μια επιστολή με την οποία της δήλωνε πως, υπό το φως του τραγικού θανάτου του πατέρα της και των γεγονότων που ακολούθησαν, ίσως ήταν προτιμότερο για την Τζο, η οποία θα έπρεπε να βρίσκεται σε ιδιαιτέρως ευαίσθητη κατάσταση, να μην επιστρέψει στη σχολή εκείνη τη χρονιά. Ή και ποτέ, είχε σκεφτεί η Τζο, διακρίνοντας το υπονοούμενο. «Θα πρέπει να παραδώσεις τα έγγραφα στο γραφείο του δικηγόρου και να μην ξεχάσεις να φέρεις τα κλειδιά στους νέους ιδιοκτήτες. Μ ένουν στο–» «Στο Γουόλντορφ-Αστόρια! Μ ου το έχεις πει πέντε φορές, μαμά!» διαμαρτυρήθηκε η Τζο. Η Άννα κούμπωσε το γούνινο παλτό της μέχρι πάνω. «Έχεις τα εισιτήριά σας για το τρένο; Το δικό σου και της Κέιτι;» ρώτησε. «Ναι, μαμά». Η Κέιτι θα συνόδευε την Τζο μέχρι τη Γουινέτκα. «Να βεβαιώνεσαι πως οι πόρτες είναι κλειδωμένες τη νύχτα και να μην αφήνεις φανάρια αναμμένα. Ο κύριος Θίκστον δεν βρίσκεται πλέον εδώ για να ελέγχει». Τον είχαν απαλλάξει από τις υπηρεσίες του τον περασμένο μήνα. «Εντάξει. Η άμαξά σου ήρθε», είπε η Τζο. «Αν δεν φύγεις τώρα,
θα χάσεις το τρένο σου». Η Άννα φίλησε την Τζο, την αποχαιρέτησε, και τράβηξε για την πόρτα. Όταν έφτασε εκεί, ωστόσο, σταμάτησε και κοίταξε γύρω της για τελευταία φορά. «Λυπάμαι πολύ, Τζόζεφιν», είπε συγκινημένη. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Τζο, ξαφνιασμένη από τον πρωτόγνωρο τόνο στη φωνή της μητέρας της. «Για όλα τα πράγματα που έχασες», απάντησε η Άννα. Και τότε, σε μια σπάνια εκδήλωση συγκίνησης, γύρισε πίσω στην Τζο, πήρε το πρόσωπό της στα χέρια της και τη φίλησε ξανά. «Αλλά είσαι ένα τελείως διαφορετικό κορίτσι. Καμία σχέση με αυτό που περίμενα πως θα ήσουν. Και ζούμε σε τελείως διαφορετικούς καιρούς. Γι’ αυτό, ελπίζω πως υπάρχουν πολλά πράγματα ακόμα να ανακαλύψεις». Κι ύστερα, έφυγε. Βγήκε από την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες, κι η Τζο έμεινε με την αίσθηση πως είχαν πει «αντίο», κι όχι «εις το επανιδείν». Ένιωσε την παρόρμηση να τρέξει κοντά της και να την αγκαλιάσει, αλλά σκέφτηκε πως φερόταν παιδιάστικα. Και ήξερε πολύ καλά πώς θα αντιδρούσε η μητέρα της στο ενδεχόμενο μιας μελοδραματικής σκηνής στο πεζοδρόμιο. Έτσι, έμεινε απλώς να παρακολουθεί την άμαξα, μέχρι που έστριψε λίγο πιο κάτω από την Γκράμερσι Σκουέρ και χάθηκε από τα μάτια της. Τι αλλόκοτο συναίσθημα, να στέκομαι στο κατώφλι της πόρτας μου, σκέφτηκε. Ανέκαθεν, ήταν καθήκον του Θίκστον να ξεπροβοδίζει τους επισκέπτες. Για μια στιγμή, ένιωσε να τον νοσταλγεί. Ο κρύος αέρας του Γενάρη την έκανε να ριγήσει, έτσι έκανε μεταβολή για να μπει στο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή, κάποιος φώναξε
το όνομά της. Γύρισε και χαμογέλασε στον όμορφο νεαρό άντρα που στεκόταν στη βάση της σκάλας. Ήταν ο Μ πραμ Όλντριτς, ο αρραβωνιαστικός της Ελίζαμπεθ Άνταμς.
99 «Η Πρωτοχρονιά ήρθε και πέρασε ήδη», είπε μελαγχολικά ο Μ πραμ, χαζεύοντας τα γυμνά δέντρα. «Έμαθα ότι θα πας στη Γουινέτκα. Τι θα κάνεις εκεί;» «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα», απάντησε η Τζο. «Κάτι, ελπίζω». «Σου άρεσε να γράφεις. Δεν θα μπορούσες να ασχοληθείς με τη συγγραφή εκεί; Στη διάρκεια της δίκης είπες πως παρίστανες τη δημοσιογράφο». Η Τζο γέλασε. «Ναι, αλήθεια ήταν. Αλλά είναι τελείως διαφορετικό να παριστάνεις τη δημοσιογράφο και να είσαι πράγματι δημοσιογράφος. Η Γουινέτκα δεν είναι Νέα Υόρκη. Δεν είναι όλες οι πόλεις πρόθυμες να αποκτήσουν τη δική τους Νέλι Μ πλάι». Η Τζο και ο Μ πραμ κάθισαν σε ένα παγκάκι στο Γκράμερσι Παρκ. Περνούσε από το σπίτι της καθ’ οδόν για τους Ράινλαντερ, που τον είχαν καλέσει για τσάι. Την είχε δει στο κατώφλι της και της είχε ζητήσει να κάνουν μια βόλτα. Η Τζο είχε συμφωνήσει αμέσως και είχε φέρει το παλτό της, το καπέλο και τα γάντια της. Ένιωθε έντονα την απουσία της μητέρας της και δεν ανυπομονούσε να βρεθεί στο θλιβερό, άδειο σπίτι της
με μόνη συντροφιά την Κέιτι. Ο Μ πραμ είχε διαλύσει τον αρραβώνα τους πριν από αρκετές εβδομάδες. Τη Νόνα την είχε πιάσει τόσο έντονη ταχυκαρδία όταν της ανακοίνωσαν τη σύλληψη της Τζο, που είχαν αναγκαστεί να καλέσουν γιατρό. Εκείνη επέμενε πως ήταν ετοιμοθάνατη και πως το μόνο πράγμα που θα της έδινε ξανά ζωή θα ήταν η υπόσχεση του Μ πραμ πως δεν θα έμπαινε σε μια οικογένεια με τόσο πλούσιο ιστορικό παραφροσύνης. Η Τζο περίμενε αυτή την εξέλιξη και δεν είχε στενοχωρηθεί. Αντίθετα, είχε νιώσει ανακούφιση. Του είχε επιστρέψει το δαχτυλίδι του, λέγοντάς του ότι το μόνο πράγμα που θα ήθελε να κρατήσει ήταν η φιλία του. Εκείνος είχε χαμογελάσει και είχε απαντήσει: «Πάντοτε, Τζο». «Ήθελα να σου πω κάτι», της έλεγε τώρα. Είχε βγάλει το καπέλο του και ψηλάφιζε νευρικά το γείσο. «Μ ε όλα όσα συνέβησαν, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία». «Τι είναι;» ρώτησε η Τζο. «Ήθελα να σου πω ότι λυπάμαι. Που πίστεψα τον Φίλιπ αντί να πιστέψω εσένα. Που σκέφτηκα ότι ήσουν ανισόρροπη. Αν δεν είχα πάει στον Φίλιπ… αν δεν του είχα πει ότι σε είχα δει και ανησυχούσα…» «Δεν πειράζει, Μ πραμ. Δεν σε κατηγορώ. Καθένας στη θέση σου θα είχε σκεφτεί πως ήμουν τρελή, αν με είχε δει όπως με είδες εσύ – στον δρόμο, μαύρα μεσάνυχτα, βρόμικη σαν γουρούνι, να λέω πως μόλις είχα ξεθάψει ένα πτώμα. Όλοι οι υπόλοιποι σε αυτή την πόλη πιστεύουν ακόμα πως είμαι τρελή». «Χαίρομαι τόσο που έστειλες να με φωνάξουν. Χαίρομαι που έφερα τον Ουίν. Χαίρομαι που ο θείος σου και ο Φράνσις Μ άλον
βρίσκονται πίσω από τα σίδερα. Όταν σκέφτομαι τι θα μπορούσε να σου είχε συμβεί…» Η φωνή του έσβησε. «Έπεσα στην παγίδα του Φίλιπ από την αρχή. Δεν θα μπορούσε να το είχε σχεδιάσει καλύτερα. Λίγο έλειψε να τη βγάλει καθαρή. Μ ε όλα όσα είχε κάνει». «Τώρα είσαι ελεύθερη, όμως», είπε ο Μ πραμ. «Δόξα τω Θεώ». «Από τον Φίλιπ. Από τα πάντα και τους πάντες και όλες τις προσδοκίες τους». «Υποθέτω πως ναι». «Αναρωτιέμαι πώς να είναι αυτή η αίσθηση», μονολόγησε ο Μ πραμ τόσο σιγανά, που η Τζο σχεδόν δεν τον άκουσε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Πήγε κιόλας τέσσερις», αναστέναξε. «Καλά θα κάνω να μην αργήσω τρομερά στο τσάι των Ράινλαντερ». Στράφηκε στην Τζο. «Χαίρομαι που είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε. Θα μου λείψεις, Τζο. Πάρα πολύ. Έκανες αυτές τις τελευταίες εβδομάδες φοβερά συναρπαστικές». «Μ ην ανησυχείς και δεν πρόκειται να σου λείψει η συγκίνηση, τώρα που έχεις έναν γάμο να ετοιμάσεις», είπε η Τζο. «Έμαθα πως η Ελίζαμπεθ πηγαίνει στο Παρίσι, για να της ράψει το νυφικό ο ίδιος ο μεσιέ Γουόρθ. Απ’ όσο την ξέρω, ο γάμος σας θα είναι το γεγονός της χρονιάς». «Ναι, θα είναι. Τον Ιούνιο θα είμαι παντρεμένος, πολύ φοβάμαι. Δεν θα μπορέσω να ξεφύγω από αυτόν τον αρραβώνα, εκτός κι αν η Ελίζαμπεθ καταλήξει κι αυτή στη φυλακή», αστειεύτηκε ο Μ πραμ. «Πάω για κρεμάλα». «Υπάρχουν και χειρότερα πράγματα από το να παντρευτεί κανείς ένα όμορφο και γοητευτικό κορίτσι», είπε γελώντας η Τζο.
«Η Ελίζαμπεθ θα γίνει καλή σύζυγος. Σε νοιάζεται πολύ. Άκουσα, μάλιστα, πως κατάφερε να κερδίσει μέχρι και τη Νόνα. Αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι;» Ο Μ πραμ γέλασε κι αυτός. «Της αρέσει πάρα πολύ το Χέροντεϊλ, αυτό είναι αλήθεια. Και τα σπάνιελ». «Τότε, λοιπόν, ακολουθείτε κοινή γραμμή. Κι αυτό είναι σημαντικό». «Στα περισσότερα πράγματα, ναι», παραδέχτηκε ο Μ πραμ. Κι ύστερα, με απρόσμενη, παθιασμένη ειλικρίνεια, είπε: «Είσαι πολύ γενναία, Τζο. Μ ακάρι να ήμουν κι εγώ τόσο γενναίος». Η φωνή του ήταν πλημμυρισμένη από συγκίνηση. Η Τζο τον άκουγε έτσι για πρώτη φορά. Συνειδητοποίησε ότι μέσα σε αυτή την τελευταία μισή ώρα είχαν μιλήσει τόσο ειλικρινά όσο δεν είχαν μιλήσει όλα αυτά τα χρόνια που γνωρίζονταν. «Δεν νιώθω γενναία, Μ πραμ. Νιώθω τρομαγμένη», του απάντησε. «Πίστευα πάντα πως ήξερα τι μου επιφύλασσε η ζωή. Τη σχολή της δεσποινίδας Σπάρκγουελ. Χορούς και πάρτι. Εσένα, μια μέρα. Μ έχρι το τέλος σκεφτόμουν πως θα έβρισκα τον δρόμο για να γυρίσω στον κόσμο μου. Στον κόσμο μας. Δεν το έκανα, όμως. Χάθηκα. Νιώθω χαμένη». Κούνησε το κεφάλι. «Στη Γουινέτκα; Θεέ μου… Τι στο καλό θα κάνω εκεί; Θα μαραζώσω και θα πεθάνω». «Όχι, Τζο. Όχι εσύ. Το μαράζωμα δεν είναι του χαρακτήρα σου». Της είχε πει τόσο πολλά, κι όμως –έτσι όπως τον κοίταζε στα μάτια– η Τζο είχε την αίσθηση ότι υπήρχαν άλλα τόσα που δεν της είχε πει. Αναρωτήθηκε αν τον είχε κρίνει λάθος. Ίσως υπήρχαν μυστικά όνειρα κρυμμένα και στη δική του καρδιά. Πράγματα που
λαχταρούσε να κάνει, πέρα από συμφωνίες για αγορές γης και σιδηροδρόμους. Αν υπήρχαν, εκείνη δεν θα τα μάθαινε ποτέ. Τώρα πια ήταν καθήκον της Ελίζαμπεθ να ξεκλειδώσει αυτά τα μυστικά, όχι δικό της. Σηκώθηκαν και οι δύο. Η Τζο του έδωσε το χέρι της, αλλά εκείνος δεν το πήρε. Αντί γι’ αυτό, την έκλεισε στην αγκαλιά του και την έσφιξε με δύναμη. «Αντίο, αγαπημένη μου Τζο», είπε. «Σου εύχομαι καλή τύχη, αλλά δεν θα τη χρειαστείς. Τώρα θα γράψεις τη δική σου ιστορία. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη τύχη απ’ όλες». Την άφησε και άρχισε να κατηφορίζει το καλοπατημένο μονοπάτι που διέσχιζε το πάρκο. Μ ε κάθε βήμα, γινόταν μικρότερος. Πιο ασαφής. Μ έχρι που δεν ήταν πια παρά μια μορφή ανάμεσα σε τόσες άλλες. Η Τζο τον έβλεπε να φεύγει κι είχε την αίσθηση πως κοίταζε έναν άντρα σε μια παλιά φωτογραφία. Μ ια εικόνα από το παρελθόν. Ασπρόμαυρη, με κόκκους. Θολή και ξεθωριασμένη. Που είχε χαθεί.
100 «Έλα, Κέιτι!» φώναξε η Τζο. «Τρέξε! Θα χάσουμε το τρένο!» «Δεν θα το χάναμε, αν δεν αργούσες τόσο!» της φώναξε η Κέιτι με τη σειρά της. Η Τζο και η Κέιτι έμπαιναν τρέχοντας στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ. Το τρένο τους θα αναχωρούσε σε δύο λεπτά. Θα τις μετέφερε στο Σικάγο, όπου θα έπαιρναν ένα δεύτερο τρένο για τη Γουινέτκα. Η Τζο δεν σκόπευε να φύγει από την Γκράμερσι Σκουέρ τόσο αργά, αλλά είχαν προκύψει ορισμένα θέματα. Η Τζο ήταν πολύ απασχολημένη όλη την εβδομάδα, από τότε που έφυγε η μητέρα της, και η σημερινή μέρα δεν ήταν εξαίρεση. Ο δικηγόρος της μητέρας της είχε περάσει εκείνο το πρωί με ένα πάκο χαρτιά που θα έπαιρνε η Τζο μαζί της. Κι ύστερα, είχε θυμηθεί ότι δεν είχε περάσει από το ταχυδρομείο για να ζητήσει προώθηση της αλληλογραφίας τους στην καινούρια τους διεύθυνση. Ο υπάλληλος της είχε δώσει μια αίτηση να συμπληρώσει και της είχε παραδώσει μια στοίβα από γράμματα που μόλις είχαν φτάσει. Τον είχε ευχαριστήσει και είχε γυρίσει τρέχοντας στο σπίτι, για να πάρει την Κέιτι. Τουλάχιστον δεν είχαν πολλές αποσκευές για να τις επιβραδύνουν, μονάχα μία βαλίτσα η καθεμιά. Η Κέιτι θα
πληρωνόταν καλά που θα έκανε αυτό το ταξίδι μπρος πίσω, αλλά η ίδια δεν ήταν ευχαριστημένη. Είχε καινούριο φίλο τώρα και ήθελε να είναι μαζί του. «Χρειάζεσαι συνοδό; Ποια, εσύ;» είχε απαντήσει κοροϊδευτικά, όταν η Τζο της ζήτησε να τη συνοδεύσει. «Για ποιον λόγο; Μ πας και σε κοιτάξει στραβά κανένα αρσενικό; Απλώς βγάλε το όπλο σου, όπως έκανε η καλή σου φίλη, η πορτοφολού, και τίναξέ του το γόνατο στον αέρα». Η Τζο έψαξε να βρει την αποβάθρα για το τρένο τους στον πίνακα αναχωρήσεων και είδε ότι θα είχε είκοσι λεπτά καθυστέρηση. «Ουφ, δόξα τω Θεώ!» είπε. «Πάμε να καθίσουμε και να βρούμε την ανάσα μας». Βολεύτηκαν σε έναν ξύλινο πάγκο κοντά στο εκδοτήριο εισιτηρίων. Η Κέιτι άνοιξε την εφημερίδα που είχε μαζί της, ενώ η Τζο χάζευε τον κόσμο που περνούσε. Είδε μια οικογένεια με πέντε φωνακλάδικα παιδιά. Δύο ηλικιωμένες γυναίκες, μάλλον αδερφές, αν έκρινε από το παρουσιαστικό τους. Έναν πωλητή με μια τσάντα γεμάτη δείγματα, που βρισκόταν σε ταξίδι. Μ ερικούς επιχειρηματίες. Δύο γυναίκες που φορούσαν καπέλα με πυκνό βέλο πέρασαν από μπροστά της. Ένας εφημεριδοπώλης διαλαλούσε τα πρωτοσέλιδα της μέρας. Ένας λουστράκος διαφήμιζε τις υπηρεσίες του. Μ ια γυναίκα που πουλούσε πρέτσελ πέρασε από κοντά της. Και η Τζο συνειδητοποίησε, με βαριά καρδιά, πως τα λεπτά που κυλούσαν ήταν τα τελευταία που θα περνούσε στη Νέα Υόρκη, την πόλη όπου είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει. Ένιωθε την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Πώς μπορώ να την αφήσω; αναρωτήθηκε. Πώς μπορούσε να μείνει, όμως; Το σπίτι είχε πουληθεί. Τα
εισιτήρια του τρένου είχαν αγοραστεί. Αποφάσισε να σκεφτεί κάτι άλλο για να ξεχάσει τη στενοχώρια της κι έπιασε να διαβάσει την αλληλογραφία που είχε παραλάβει νωρίτερα. Υπήρχε μια επιστολή προς τη μητέρα της από την τράπεζά της. Κι άλλη μια επιστολή από κάποιον οίκο δημοπρασιών. Διάφοροι λογαριασμοί. Και υπήρχε ένα γράμμα για εκείνη. Ήταν από τον Έντι. Η καρδιά της σπαρτάρισε όταν το είδε. Το άνοιξε με αγωνία και το διάβασε. 21 Ιανουαρίου, 1891 Αγαπητή Τζο, Σου οφείλω κάτι – μια απάντηση. Πριν από μερικές εβδομάδες, στο εστιατόριο Τσάιλντ’ς, με ρώτησες αν μετανιώνω. Δεν σου έδωσα απάντηση τότε. Δεν μπορούσα. Μπορώ τώρα, όμως. Και είναι η εξής: Όχι, δεν μετανιώνω. Είμαι θυμωμένος και θλιμμένος, αλλά δεν μετανιώνω και δεν θα μετανιώσω ποτέ. Καλή τύχη στη Γουινέτκα. Θα μου λείψεις. Η Νέα Υόρκη δεν θα είναι ίδια χωρίς εσένα. Δικός σου, Έντι
Η Τζο έβαλε το γράμμα στον φάκελό του με χέρια που έτρεμαν. Ο Μπραμ είπε πως είμαι γενναία, σκέφτηκε. Δεν είμαι, όμως. Είμαι δειλή. Αυτή τη στιγμή φοβάμαι περισσότερο από τότε που ο θείος μου προσπάθησε να με σκοτώσει. Επειδή αγαπώ τον Έντι Γκάλαχερ. Τον αγαπώ και τρέμω στη σκέψη ότι εκείνος μπορεί να μη με αγαπάει πια. Ότι είναι πολύ αργά. Ότι δεν μπορεί να με συγχωρήσει και ότι θα είναι για πάντα θυμωμένος μαζί μου, επειδή από ανοησία, από βιασύνη, διάλεξα τον Μπραμ. Η Τζο άκουσε μια αντρική φωνή να αναγγέλλει την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας για Σικάγο. «Το τρένο μας», είπε η Κέιτι. Ξεκούμπωσε τη βαλίτσα της για να χώσει την εφημερίδα στο εσωτερικό της. Αλλά η Τζο έμεινε εκεί που καθόταν, ανίκανη να κινηθεί. Οι δύο γυναίκες με τα βέλα, που είχε δει νωρίτερα, πέρασαν ξανά από μπροστά της. Βρίσκονταν μόνο δύο μέτρα μακριά της και μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν. Η πιο ψηλή παρότρυνε την άλλη γυναίκα να προχωρήσει. Πήγαν στο εκδοτήριο εισιτηρίων και η πρώτη γυναίκα είπε στον υπάλληλο πως ήθελαν δύο εισιτήρια για Σικάγο. Ακουγόταν γεμάτη αυτοπεποίθηση, αλλά η Τζο πρόσεξε πως το γαντοφορεμένο χέρι της ήταν σφιγμένο σε γροθιά. Η Τζο γνώριζε αυτή τη φωνή. «Λυπάμαι, δεσποινίς», είπε ο υπάλληλος στο εκδοτήριο. «Δεν υπάρχουν θέσεις για το σημερινό τρένο. Μ πορώ να σας εκδώσω εισιτήρια για το αυριανό». «Δεν υπάρχει άλλο τρένο να πάρουμε σήμερα;» ρώτησε η ψηλή γυναίκα, και τώρα η ανησυχία ήταν έκδηλη στη φωνή της. Η Τζο σηκώθηκε. Η Κέιτι έκλεισε τη βαλίτσα της.
Δεν μπορώ να το κάνω, είπε νοερά. Δεν μπορώ να ξαναρχίσω τις παλιές συνήθειες. Δεν μπορώ να αφήσω αυτή την πόλη που τόσο αγαπώ. Δεν μπορώ να αφήσω τον άντρα που αγαπώ. Πλησίασε τις δύο γυναίκες. «Ορίστε», είπε, δίνοντας στην ψηλή γυναίκα τα εισιτήρια. «Χρησιμοποιήστε τα ονόματά μας για να φτάσετε στο Σικάγο κι ο Ράφτης δεν θα πάρει είδηση. Ύστερα, φροντίστε να επινοήσετε καινούρια. Να προσέχετε». Έκανε μεταβολή να φύγει, αλλά η γυναίκα την άρπαξε από τον καρπό. «Θυμάσαι τη βόλτα που κάναμε; Στη γέφυρα του Μ προύκλιν;» Η Τζο έγνεψε καταφατικά. «Μ ιλήσαμε για ελευθερία», είπε η γυναίκα. «Ήταν το μόνο πράγμα που ήθελα πάντα. Και τώρα το έχω, χάρη σ’ εσένα. Και η μητέρα μου το ίδιο. Χωρίς εσένα, εκείνη θα βρισκόταν ακόμα στον δρόμο κι εγώ στο σπίτι της μαντάμ Έστερ. Και δεν θα είχαμε βρει η μια την άλλη. Η ελευθερία είναι το καλύτερο πράγμα. Σε ευχαριστώ για τη δική μου, Τζο Μ όντφορτ. Δεν θα μπορέσω ποτέ να σου το ξεπληρώσω». Η Τζο την τράβηξε κοντά της και την αγκάλιασε με πάθος. «Το έχεις κάνει ήδη». Οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Και τότε, ένας εισπράκτορας φώναξε πως είχε ξεκινήσει η επιβίβαση στο τρένο που αναχωρούσε για Σικάγο. «Πήγαινε», είπε η Τζο. «Βιάσου». Η Φέι Σμιθ και η Έλενορ Όουενς έτρεξαν στην αποβάθρα τους. Καθώς η Τζο τις παρακολουθούσε να ξεμακραίνουν, η Κέιτι την πλησίασε. «Θα ανεβούμε στο τρένο ή όχι;» ρώτησε.
«Δεν θα ανεβούμε», απάντησε η Τζο. «Άλλαξα γνώμη. Δεν θα πάω στη Γουινέτκα. Ούτε πουθενά αλλού. Χάρισα ήδη τα εισιτήριά μας». «Τι έκανες, λέει;» έσκουξε η Κέιτι. «Σε ποιους τα χάρισες;» «Σε μια φίλη», είπε η Τζο. «Την καλύτερη που είχα ποτέ». Συνέχισε να παρακολουθεί τη Φέι και την Έλενορ μέχρι που ανέβηκαν στο τρένο. Ύστερα, βγήκε από τον σκοτεινό σταθμό του Γκραντ Σέντραλ, με την Κέιτι στο κατόπι της, και βρέθηκε στο γκρίζο, χειμωνιάτικο φως της πόλης.
Επίλογος 2 Φεβρουαρίου, 1891 Τσέλσι «Να πας στο καλό, Τζο! Κάνε τους να πέσουν ξεροί!» φώναξε η Σάρα Στάιν. «Σύμφωνοι! Και θα σου φέρω τα πτώματα!» φώναξε η Τζο, γυρίζοντας το κεφάλι. Η Σάρα γέλασε με το γνωστό θορυβώδες γέλιο της που θύμιζε χήνα και τη χαιρέτησε ανεμίζοντας ένα ματωμένο νυστέρι. Ήταν απασχολημένη· ανέτεμνε τον βολβό του ματιού μιας αγελάδας πάνω στο τραπέζι της κουζίνας τους. Η Τζο έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματός τους και κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες του κτιρίου τους. Η Τζο συγκατοικούσε πλέον με τη Σάρα. Την είχε συναντήσει τυχαία σε ένα γραφείο ενοικίασης ακινήτων, όπου η Σάρα είχε πάει για να δημοσιεύσει μια αγγελία για ανεύρεση συγκάτοικου, αφού η δική της μόλις είχε φύγει για να παντρευτεί, και η Τζο είχε πάει για να δημοσιεύσει μια αγγελία για ανεύρεση καταλύματος. Τώρα έμεναν μαζί στο Ζαν Ντ’ Αρκ, ένα κτίριο από κόκκινα τούβλα στη διασταύρωση της Δέκατης Τέταρτης με την Έβδομη Οδό, σε ένα
μικρό αυτόνομο διαμέρισμα με δύο δωμάτια, μια μικροσκοπική κουζίνα και δικό του μπάνιο. Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Τζο μπορούσε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της όποτε της άρεσε, χωρίς αιτιολογίες και δικαιολογίες και συνοδούς. Ελευθερία, σκεφτόταν η Τζο, καθώς έσπρωχνε την πόρτα του κτιρίου και έβγαινε έξω. Το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Εκείνη τη μέρα, πήγαινε για πρώτη φορά στη δουλειά. Ήταν ενθουσιασμένη και νευρική ταυτόχρονα. Είχε χρειαστεί να βρει το κουράγιο να στείλει την αίτηση, αλλά ο καινούριος εργοδότης της την είχε προσλάβει στη στιγμή, λέγοντάς της πως είχε έμφυτο ταλέντο. Ο εβδομαδιαίος μισθός της δεν θα ήταν τεράστιος. Η Τζο είχε εισόδημα από το χαρτοφυλάκιό της, αλλά ήταν προσεκτική με τα χρήματά της. Ήδη είχε αναγκαστεί να αντιμετωπίσει ορισμένα απρόβλεπτα έξοδα, όπως ένα ζευγάρι γαλότσες για να προστατεύει τα παπούτσια της από τα λασπόνερα. Ποτέ ως τότε δεν είχε περπατήσει χειμώνα στους δρόμους. Πάντα υπήρχε ο Ντόλαν. Όταν έδωσε τα εισιτήριά της στη Φέι και έφυγε από τον Γκραντ Σέντραλ, είχε πάει κατευθείαν σε έναν κοσμηματοπώλη και είχε πουλήσει το ρολόι της, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και ένα βραχιόλι. Είχε δώσει στην Κέιτι αυτά που της χρωστούσε, την είχε αποχαιρετήσει, και είχε πιάσει δωμάτιο σε ένα ταπεινό ξενοδοχείο. Από εκεί είχε γράψει στη μητέρα της, για να την πληροφορήσει πως δεν θα πήγαινε στη Γουινέτκα, επειδή η καρδιά της βρισκόταν εκεί, στη Νέα Υόρκη. Ο παλιός κόσμος μας είναι πλέον κλειστός για εμένα, μαμά, έγραψε, αλλά δεν με πειράζει. Δεν τον νοσταλγώ. Είναι ένα μέρος πολύ πιο σκοτεινό απ’ όσο είχα συνειδητοποιήσει. Και υπάρχει ένας
καινούριος κόσμος που μόλις άρχισα να ανακαλύπτω, ένας κόσμος που περιλαμβάνει τόσους ανθρώπους. Υπέροχους ανθρώπους. Φριχτούς ανθρώπους. Περισσότερους ανθρώπους απ’ όσους φανταζόμουν ποτέ πως υπάρχουν, με περισσότερες ιστορίες απ’ όσες είναι δυνατόν να φανταστώ. Η Άννα είχε απαντήσει πως δεν εκπλησσόταν ιδιαίτερα και πως η Γουινέτκα, τώρα το έβλεπε, δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να κρατήσει την κόρη της. Σε παρακαλώ να προσέχεις, Τζόζεφιν, έγραφε. Και να θυμάσαι πάντα ότι είσαι μια Μόντφορτ. Κάποτε, ήταν ένα καλό όνομα. Ίσως μπορέσεις να του χαρίσεις ξανά την αίγλη του. Τώρα, η Τζο στεκόταν εκνευρισμένη στη γωνία του δρόμου, περιμένοντας να αλλάξουν τα φανάρια. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του παλτού της, ψηλαφώντας την κάρτα που βρισκόταν στο εσωτερικό της. Της την είχαν προωθήσει στην καινούρια της διεύθυνση. Η μπροστινή πλευρά είχε μια εικόνα της λίμνης Μ ίσιγκαν. Η πίσω πλευρά έγραφε: Μακάρι να ήσουν εδώ. Δεν υπήρχε υπογραφή, ούτε διεύθυνση αποστολέα. Η Τζο ήξερε ποιος την είχε στείλει, ωστόσο, και ήλπιζε πως οι ενάρετοι πολίτες του Σικάγου είχαν τον νου τους στα πορτοφόλια τους. Ένιωθε χαρούμενη που ήξερε πως η Φέι και η Έλενορ τα είχαν καταφέρει. Ευχόταν να βρίσκονταν κάπου ζεστά, όπου θα ήταν ασφαλείς και θα είχαν μπόλικο φαγητό. Ήξερε πως είχαν η μια την άλλη. Έβαλε ξανά την κάρτα στην τσέπη της. Την κράτησε εκεί και την άγγιζε όποτε είχε ανάγκη να πάρει κουράγιο. Και τώρα το είχε ανάγκη. Το φανάρι άλλαξε. Η Τζο διέσχισε τον δρόμο, έστριψε δεξιά και
έφτασε στον προορισμό της. Μ προστά στην είσοδο, σταμάτησε. Μ ια λέξη ήταν αποτυπωμένη πάνω στην πόρτα: Τρίμπιουν. «Fac quod faciendum est», ψιθύρισε και έσπρωξε την πόρτα. Η ρεσεψιονίστ την υποδέχτηκε κι ύστερα της έδωσε μια μικρή μπρούντζινη πλακέτα με το όνομά της. Χαμογελώντας, η Τζο ανέβηκε στον πρώτο όροφο. Περπατώντας στον διάδρομο, είδε έναν συντάκτη να κατσαδιάζει κάποιον άτυχο δημοσιογράφο. Έπειτα, είδε τον αρχισυντάκτη, τον κύριο Τζόνσον, να μιλάει στο τηλέφωνο από το γραφείο του. Της κούνησε το κεφάλι, της χαμογέλασε, και η Τζο ανταπέδωσε το χαμόγελο. Εκείνος ήταν που της είχε πει πως είχε έμφυτο ταλέντο. Υπήρχε ακόμα ένα γραφείο, στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Δεν ανήκε σε συντάκτη, αλλά σε έναν από τους εμπειρότερους δημοσιογράφους – αυτόν που κάλυπτε το αστυνομικό δελτίο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η Τζο έμεινε ακίνητη μπροστά της, περιμένοντας, ώσπου ο άντρας που βρισκόταν στο εσωτερικό του γραφείου και δαχτυλογραφούσε με μανία σφίγγοντας ένα μολύβι ανάμεσα στα δόντια του, σήκωσε τα μάτια και την είδε. «Τζο;» είπε ο Έντι Γκάλαχερ, αφού πρώτα έβγαλε το μολύβι από το στόμα του. «Τι κάνεις εδώ;» Μ ορφάζοντας, η Τζο σήκωσε τη μικρή μπρούντζινη πλακέτα που της είχε δώσει η ρεσεψιονίστ και έγραφε το όνομά της. Το δικό της όνομα. Για μια στιγμή, ο Έντι την κοίταξε μπερδεμένος. Έπειτα, χαμογέλασε. «Καλώς ήρθατε στην αίθουσα σύνταξης, δεσποινίς Μ όντφορτ», είπε. «Η Νέλι Μ πλάι καλά θα κάνει να προσέχει». Κι αμέσως μετά, γύρισε στο άρθρο του. Ένα χαμόγελο, σκέφτηκε η Τζο. Κάτι είναι κι αυτό. Μια αρχή.
Περπάτησε μέχρι το πίσω μέρος της αίθουσας, εκεί απ’ όπου ξεκινούσαν οι πρωτόπειροι δημοσιογράφοι. Κάθισε σε ένα ξεχαρβαλωμένο ξύλινο γραφείο που δεν είχε παρά μια γραφομηχανή και μια στοίβα χαρτιά. Για μια στιγμή, είδε τον εαυτό της όπως ήταν τη μέρα που είχε βρεθεί στην αίθουσα σύνταξης της Στάνταρντ, για να δώσει στον Άρνολντ Στόουτμαν το κληροδότημα του πατέρα της. Εκείνη η κοπέλα είχε χαθεί. Και μαζί της είχαν χαθεί οι ψευδαισθήσεις που έτρεφε. Η Τζο είχε διαγράψει έναν πλήρη κύκλο και τώρα βρισκόταν εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, εκεί όπου ήθελε να βρίσκεται. Για να γράψει τα άρθρα της. Και μαζί τους, τη δική της ιστορία.