Η Επιστημονική Φαντασία είναι ένα από τα πιο ζωντανά κι αξιόλογα τμήματα του σύγχρονου μυθιστορήματος. Και θα την αδικούσαμε αν λέγαμε πως είναι στο σύνολο της «λο-γοτεχνία φυγής» όπως πολλοί διατείνονται. Είναι η εικόνα της ανθρωπότητας μετά από ένα πυρηνικό πόλεμο «φυγή»; Ή η δύσκολη και γεμάτη κινδύνους ζωή των ανθρώπων σε νεοαποικισμένους πλανήτες, στα βάθη του διαστήματος; Όχι. Ιστορίες με θέματα σαν κι αυτά δεν είναι, στην ουσία, παρά συμβολική και αφαιρετική (κάποτε και γελοιογραφι-κή) προβολή της σημερινής ζωής και των προβλημάτων της σ' έναν απομακρυσμένο χρόνο και χώρο, το μακρύνό ώστε να μπορούμε άφοβα ν' αναλύσουμε και να κρίνουμε με καθαρή και θαραλλέα ματιά την ίδια μας την καθημερινή πραγματικότητα. Ο Frank Herbert είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματά του της Επιστημονικής Φαντασίας και ιδιαίτερα για την τριλογία του DUNE που κέρδισε τις δύο μεγαλύτερες διακρίσεις στο χώρο της Ε.Φ., τα βραβεία Hugo & Nebula και η οποία πρόσφατα γυρίστηκε σε φιλμ. Η συγγραφική του δραστηριότητα ωστόσο επεκτείνεται πιο πέρα από το μυθιστόρημα. Ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων του αφορά τους κομπιούτερς και την οικολογία. Στην νεαρή του ηλικία έκανε τον δημοσιογράφο και τον συντάκτη σε μεγάλη ε-φημερίδα του Σαν Φρανσίσκο, τον σχολιαστή της επικαιρότητας και τον αλιέα μαργαριτοφόρων στρειδιών. Από τα γνωστότερα βιβλία του είναι: Dune, Children of Dune, Dune Messiah, God emperor of Dune, The dragon in the sea, The Godmakers Στη μελέτη της αυτοκρατορίας του Αράκις και ολόκληρου του πολιτιστικού περιβάλλοντος του Μουαντίμπ, συναντάμε πολλούς άγνωστους όρους. Με σκοπό να διευκολύνουμε στην κατανόησή τους, παραθέτουμε στη συνέχεια ένα σύντομο λεξιλόγιο. ΑΓΙΑΤ: Τα σημάδια της ζωής (βλ. Μπουράν). ΑΚΛ: Τεστ της λογικής. ΑΛΑΜ ΑΛ ΜΙΤΑΛ: Ο μυστικιστικός κόσμος των ομοιοτήτων όπου δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι. ΑΛΑΤ: Ο αρχικός ήλιος της ανθρωπότητας. ΑΜΜΟΣΚΟΥΛΗΚΟ: Βλ. Σάι-χαλάντ. ΑΜΤΑΛ: Κανόνας των πρωτόγονων κόσμων, με βάση τον οποίο ελέγχονται τα ελαττώματα κάποιου πράγματος. ΑΝΕΜΟΠΑΓΙΔΑ: Μηχανισμός που αιχμαλωτίζει την υγρασία του αέρα με απότομη πτώση της θερμοκρασίας. ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΝ: Μηχανισμός που εντοπίζει την ύπαρξη δηλητηριωδών ουσιών σε κάποιο μέρος. ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ: Μια Σεβασμιότατη Μητέρα του Μπένε Γκεσερίτ, που είναι ταυτόχρονα διευθύντρια της Σχολής. ΑΟΥΛΙΓΙΑ: Στη θρησκεία Ζενσούνι: η γυναίκα στ' αριστερά του Θεού. ΑΟΥΜΑΣ: Δηλητήριο που χρησιμοποιείται στα φαγητά. ΑΡΑΚΙΝ: Η πρωτεύουσα του Αράκις και έδρα της κυβέρνησης. ΑΡΑΚΙΣ: Τρίτος πλανήτης του αστερισμού του Κανώπου, γνωστός ως Ντιουν.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΒΕΡΙΤΕ: Ένα απ' τα ναρκωτικά του Εκάζ, που παραλύει τη θέληση και κάνει το άτομο ανίκανο να πει ψέματα. ΒΟΜΒΗΤΗΣ: Ένα μικρό ραβδί με ελατήριο στη μια άκρη του, που παράγει έναν επαναλαμβανόμενο ήχο, με σκοπό την προσέλκυση της προσοχής των αμμοσκού-ληκων. «ΓΙΑ! ΓΙΑ! ΓΙΑΜ!»: Επίκληση στις ιεροτελεστίες των Φρέμεν. Σημαίνει «Προσέξτε», ή «Και τώρα, ακούστε». ΓΙΟΥΣΟΥΑ: Στη γλώσσα των Φρέμεν σημαίνει «Η Βάση της Κολόνας». ΓΚΑΛΑΣ: Επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. ΓΚΑΜΟΝΤ: Τρίτος πλανήτης του Νιούσε, γνωστός για τον εξωτικό σεξουαλισμό και τις ηδονιστικές αντιλήψεις των κατοίκων του. ΓΚΑΝΙΜΑΛ: Κάτι που κερδίζεται στη μάχη, ένα είδος λάφυρου. ΓΚΕΙΡΑΤ: Κατευθείαν μπροστά. ΓΚΙΕΝΤΙ ΠΡΑΤΜ: Πλανήτης του Οφιούχου Β, κοιτίδα του οίκου των Χαρκόνεν. ΓΚΙΛΝΤ: Βλ. Διαστημικό Γκιλντ. ΓΚΙΝΑΖ: Οίκος που υπήρξε σύμμαχος του δούκα Λέτο Ατρείδη. Ηττήθηκε απ' τον Γκρούμαν στον Πόλεμο των Εκτελεστών. ΓΚΟΜ ΤΖΑΜΠΑΡ: Βελόνα με δηλητήριο που χρησιμοποιούσαν οι Επόπτες του Μπένε Γκεσερίτ στη δοκιμασία για την εξακρίβωση της ανθρώπινης υπόστασης. ΓΚΡΟΥΜΑΝ: Δεύτερος πλανήτης του Νιούσε, γνωστός για τη διαμάχη του οίκου του με τον οίκο του Γκινάζ. ΓΟΥΟΑΑΚ IX: Ένατος πλανήτης του Λαουτζίν, όπου υπήρχε η Σχολή του Μπένε Γκεσερίτ. ΔΕΥΤΕΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ: Ο μικρότερος απ' τους δύο φυσικούς δορυφόρους του Αράκις. Στην επιφάνεια του διακρίνεται το σχήμα ενός καγκουρό. ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΓΚΙΛΝΤ: Το ένα απ' τα σκέλη του πολιτικού τρίποδου που σχημάτιζε τη Μεγάλη Συνέλευση. Ήταν η δεύτερη ψυχο-σωματική σχολή (βλ. Μπένε Γκεσερίτ) μετά το Μπατλέριαν Τζιχάντ. Το μονοπώλιο του Γκιλντ στα διαστημικά ταξίδια και το τραπεζικό σύστημα λαμβάνεται ως σημείο έναρξης του αυτοκρατορικού ημερολογίου. ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ: Κατάλογος δηλητηρίων που ήταν σε κοινή χρήση στον Πόλεμο των Εκτελεστών. Γράφηκε τον τρίτο αιώνα. ΕΚΑΖ: Τέταρτος πλανήτης του Άλφα Κενταύρου. ΕΚΤΟΞΕΥΤΗΣ: Όπλο που εκτινάσσει βέλη με δηλητήριο ή ναρκωτικό. Έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα μπροστά σε ενεργειακές ασπίδες. ΕΛΑΚΑ: Ναρκωτικό που παράγεται απ' το ξύλο ελάκα του Εκάζ. Χρησιμοποιείται για να αδρανοποιήσει τους σκλάβους που πρόκειται να μονομαχήσουν. ΕΛΕΓΚΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ: Μια Σεβασμιότατη Μητέρα που έχει την ικανότητα να διακρίνει την αλήθεια απ' το ψέμα. ΕΛ ΣΑΓΙΑΛ: «Η βροχή της άμμου». Είναι σκόνη που παρασύρεται σε ύψος μέχρι 2.000 μέτρα από μια θύελλα Κοριόλις. ΖΕΝΣΟΥΝΙ: Οπαδοί μιας αίρεσης που απομακρύνθηκαν απ * τη διδασκαλία του Μαομέτ (του επονομαζόμενου «Τρίτου Μωάμεθ») γύρω στο 1381 Μπ. Γκ. Η αίρεση Ζενσούνι χαρακτηρίζεται απ' το μυστικισμό της. Πολλοί θεωρούν ως ιδρυτή της τον Αλί Μπεν Οχάσι, άλλοι όμως λένε ότι πραγματικός ιδρυτής είναι η δεύτερη γυναίκα του Οχάσι, η Νισάι. ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ: Μια μεγάλη έκταση της ερήμου, μια πραγματική θάλασσα άμμου. ΘΥΕΛΛΑ ΚΟΡΙΟΛΙΣ: Ισχυρή αμμοθύελλα του Αράκις, που η ταχύτητα της ξεπερνάει τα 700 χιλιόμετρα την ώρα, ΙΛΜ: Θεολογία∙ επιστήμη θρησκευτικών παραδόσεων μια απ' τις σχεδόν μυθολογικές πηγές της πίστης των Ζενσούνι. ΙΜΠΑΝΤ: Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα διατροφής που βασίζεται στο άφθονο μελάνζ, με συνέπεια ολόκληρος ο βολβός του ματιού να παίρνει βαθυγάλανο χρώμα. ΙΜΠΝ ΚΙΡΤΑΤΜΠΑ: «Ο θείος λόγος φτάνει...» Τυπική αρχή των θρησκευτικών ύμνων των Φρέμεν. ΙΞ: Βλ. Ριτσές.
ΙΣΤΙΣΛΑ: Ένας απ' τους κανόνες για το γενικό καλό. Πολύ συχνά χρησιμοποείται ως δικαιολογία για μια κτηνώδη πράξη. ΙΣΤΒΑΝ ΜΠΕΝΤΟΥΝΙΝ: Η αδελφότητα των Φρέμεν του Αράκις. ΚΑΤΝΤ: Στρατιωτικός βαθμός των Σαρνταουκάρ, ανώτερος του μπασάρ. Αντιστοιχεί κατά κάποιο τρόπο στο σημερινό ταξίαρχο. ΚΑΛΑΝΤΑΝ: Τρίτος πλανήτης του Δέλτα Παβόνις, πατρίδα του Πολ-Μουαντίμπ. ΚΑΝΛΓ. Τυπική βεντέτα, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Μεγάλης Συνέλευσης, που υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς. Αρχικά, οι περιορισμοί είχαν θεσπιστεί για να προφυλάξουν τους αμέτοχους θεατές. ΚΑΡΤΑΓΚ: Η έδρα των Χαρκόνεν στον Αράκις. ΚΑΡΥΚΕΥΜΑ: Βλ. Μελάνζ. ΚΒΙΣΑΤΣ ΧΑΝΤΕΡΑΣ: «Ελάττωση της Απόστασης». Έτσι ονομάστηκε απ' το Μπένε Γκεσερίτ το άγνωστο για το οποίο αναζητούσαν μια γενετική λύση: έναν άντρα που οι διανοητικές του δυνάμεις θα μπορούσαν να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στο χώρο και στο χρόνο. ΚΙΝΤΓΙΑΛ: Μικρό ξίφος (ή μεγάλο μαχαίρι) με δύο κόψεις και ελαφρώς κυρτή λεπίδα. ΚΙΤΑΜΠ ΑΛ ΙΜΠΑΡ: Εγχειρίδιο των Φρέμεν του Αράκις που συνδύαζε τρόπους επιβίωσης στην έρημο με θρησκευτικά θέματα. ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ: «Τόπος συγκέντρωσης σε περιπτώσεις κινδύνου», για τους Φρέμεν. Δεδομένου ότι αυτός ο λαός έζησε αιώνες ολόκληρους μέσα στον κίνδυνο, ο όρος κατέληξε τελικά να σημαίνει τις σπηλιές στις οποίες κατέφευγαν οι φυλές τους. ΚΟΡΙΝ: Τοποθεσία κοντά στο Σίγμα του Δράκοντος όπου, το 88 Μπ. Γκ., δόθηκε η φερώνυμη μάχη απ' την οποία πήρε το όνομα του ο οίκος Κορίνο. «ΚΟΥΛ ΒΑΧΑΝΤ»: Επιφώνημα έκπληξης, κοινό σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία. ΚΡΑΤΣΝΑΤΦ: Το ιερό μαχαίρι των Φρέμεν, κατασκευασμένο από δόντια νεκρών αμμοσκούληκων. Είχε μήκος είκοσι περίπου εκατοστών και διακρινόταν σε κατεργασμένο και ακατέργαστο. ΚΡΙΜΣΚΕΛ: Θάμνος του Εκάζ, απ' τις ίνες του οποίου έφτιαχναν σκοινί. Κάθε προσπάθεια να λυθεί αυτός που ήταν δεμένος με σκοινί Κρίμσκελ είχε ως αποτέλεσμα να σφίγγονται οι κόμποι περισσότερο. ΚΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ: Άτομο που ορίζεται απ' το Μεγάλο Συμβούλιο του Λάντσραντ και τον Αυτοκράτορα για να κανονίσει τις διαδικασίες αλλαγής ενός φέουδου, τους όρους ενός κάνλι ή τη διεξαγωγή μιας μάχης. Οι αρμοδιότητες του είναι δυνατόν ν' αμφισβητηθούν μόνο μπροστά στο Μεγάλο Συμβούλιο, παρουσία του αυτοκράτορα. ΚΥΝΗΓΟΣ-ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ: Ένα αιωρούμενο μεταλλικό αντικείμενο, που κατευθύνεται με τηλεχειριστήριο από σχετικά μικρή απόσταση. Σύνηθες όργανο για δολοφονίες. «ΛΑ, ΛΑ, ΛΑ»: Επιφώνημα λύπης των Φρέμεν. ΛΑΝΤΣΡΑΝΤ: Η συνέλευση των μεγάλων οίκων της αυτοκρατορίας.ΛΕΓΕΩΝΑ: Σώμα στρατού αποτελούμενο από δέκα ταξιαρχίες (δηλαδή 30.000 άντρες). ΛΙΖΑΝ ΑΛ ΓΚΑΤΜΠ: «Η Φωνή απ' τον Εξωτερικό Κόσμο». Στους μεσιανικούς θρύλους των Φρέμεν, ένας εξωκοσμικός προφήτης. ΜΑΝΔΥΑΣ ΤΖΟΥΜΠΑ: Ένδυμα που φοριέται πάνω απ' τη στολή της ερήμου. ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: Κοινή ονομασία του Μπάτλερ ιαν Τζιχάντ. ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ: Η θηλυκή αρχή του Διαστήματος, η μια μορφή της θεϊκής τριάδας (αρσενικό-θηλυκό-ουδέ-τερο) που θεωρείται ως Υπέρτατη Δύναμη από πολλές θρησκείες της αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιείται και ως επιφώνημα θαυμασμού, απορίας ή έκπληξης. ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ: Συνέλευση στην οποία μετέχουν το Γκιλντ, οι μεγάλοι οίκοι και οι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα. Βασικός στόχος της είναι η συμμόρφωση όλων με την απαγόρευση της χρήσης ατομικών όπλων εναντίον ανθρώπινων υπάρξεων. ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Η συνέλευση των μεγάλων οίκων της αυτοκρατορίας, το Λάντσραντ. ΜΕΛΑΝΖ: Το καρύκευμα που παράγεται μόνο στον Αρά-κις. Έχει γηριατρικές ιδιότητες και παρατείνει τη διάρκεια της ζωής. Η παρατεταμένη χρήση του δίνει βαθυγάλανο χρώμα σ' ολόκληρο το βολβό του ματιού. Ο Μουαντίμπ αποδίδει στο μελάνζ τις προφητικές του ικανότητες. Η τιμή του είναι κυριολεκτικά αστρονομική.
ΜΕΝΤΑΤ: Κατηγορία πολιτών της αυτοκρατορίας που έχουν εκπαιδευτεί για να επιτυγχάνουν σημαντικά αποτελέσματα με τη λογική. Θεωρούνται ως «ανθρώπινα κομπιούτερ». ΜΕΤΕΩΡΙΤΗΣ: Μηχανισμός που εξουδετερώνει, μέχρι ορισμένου σημείου, τα αποτελέσματα της βαρύτητας. ΜΙΝΑ: Η εποχή της δοκιμασίας των νεαρών Φρέμεν για να γίνουν αποδεκτοί στην αντρική κοινωνία. ΜΙΣΙΟΝΑΡΙΑ ΠΡΟΤΕΚΤΙΒΑ: Κλάδος του Μπένε Γκεσερίτ που διέδωσε ένα ολόκληρο σύστημα προλήψεων και δεισιδαιμονιών σε πρωτόγονους λαούς, για να μπορέσει αργότερα να εκμεταλλευτεί τις θρησκείες τους προς όφελος του. Ονομάζεται και Προφητική Πανοπλία. ΜΟΥΑΝΤΙΜΠ: Το καγκουροειδές ποντίκι του Αράκις, που σχετίζεται με τη μυθολογία των Φρέμεν. Το σχήμα του διακρίνεται πάνω στην επιφάνεια του δεύτερου φεγγαριού του Ντιουν. Οι Φρέμεν το θαυμάζουν για την ικανότητα του να επιζεί στην έρημο. Είναι το όνομα που δόθηκε στον Πολ Ατρείδη. ΜΟΥΝΤΙΡ ΝΑΧΙΑ: Έτσι ονομάζεται απ' τους Φρέμεν ο Μπιστ Ράμπαν (κόμης Ράμπαν του Λανκιβέιλ), ο οποίος υπήρξε κυβερνήτης του Αράκις επί πολλά χρόνια. ΜΠΑΚΑ: «Αυτή που θρηνεί» για όλη την ανθρωπότητα. ΜΠΑΛΙΣΕΤ: Εννιάχορδο μουσικό όργανο, πολύ αγαπητό στους τροβαδούρους της αυτοκρατορίας. ΜΠΑΣΑΡ: Στρατιωτικός βαθμός των Σαρνταουκάρ, κατώτερος του Καίντ. Αντιστοιχεί, ας πούμε, στο συνταγματάρχη. ΜΠΑΤΛΕΡΙΑΝ ΤΖΙΧΑΝΤ: Η αντίδραση κατά των κο μπιούτερ, των σκεπτόμενων μηχανών και των ρομπότ, άρχισε το 201 Μπ. Γκ. και έληξε το 108 Μπ. Γκ. Η κυριότερη εντολή του, που περιέχεται στην Πορτοκα-λόχρωμη Καθολική Βίβλο, είναι: «Ου ποιήσεις μηχα-νήν ομοία τω ανθρωπίνω εγκεφάλω» (βλ. και «Μεγάλη Επανάσταση»). ΜΠ. ΓΚ.: Όταν αυτό ακολουθεί μια ημερομηνία, σημαίνει «πριν από το Γκιλντ» και αναφέρεται στο αυτοκρατορικό σύστημα χρονολόγησης, που βασίζεται στη δημιουργία του μονοπωλίου του διαστημικού Γκιλντ. ΜΠΕΛΑ ΤΕΓΚΕΖ: Πέμπτος πλανήτης του Κουεντσίγκ, τρίτος σταθμός της αναγκαστικής μετανάστευσης των Ζενσούνι Φρέμεν. ΜΠΕΝΕ ΓΚΕΣΕΡΙΤ: Αρχαία σχολή σωματικής και διανοητικής εκπαίδευσης κυρίως για γυναίκες, που δημιουργήθηκε όταν το Μπατλέριαν Τζιχάντ κατέστρεψε τα ρομπότ και τις αποκαλούμενες «σκεπτόμενες μηχανές». ΜΠΙ ΛΑ ΚΑΙΦΑ: Αμήν. ΜΠΙΝΤΟΥ: Η τεχνική μπιντού αναφέρεται στην εκγύμναση του ανθρώπινου νευρικού συστήματος. ΜΠΟΤΑΝΙ ΤΖΙΜΠ: Βλ. Τσακόμπσα. ΜΠΟΥΡΑΝ: Οι αποδείξεις τη ζωής (βλ. Αγιάτ). ΜΠΟΥΡΣΕΓΚ: Στρατιωτικός βαθμός των Σαρνταουκάρ∙ στρατηγός. ΝΑΤΜΠ: Αυτός που έχει ορκιστεί να μην πιαστεί ζωντανός απ' τους εχθρούς. ΝΕΖΟΝΙ: Μαντίλι που δένεται γύρω στο μέτωπο μιας γυναίκας Φρέμεν μετά τη γέννηση αρσενικού παιδιού. ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: Υγρό που δημιουργείται τη στιγμή του θανάτου από πνιγμό ενός αμμοσκούληκου (βλ. Σάιχαλάντ). Το νερό αυτό μετατρέπεται σε ναρκωτικό μέσα στο σώμα μιας Σεβασμιότατης Μητέρας. ΝΟΥΚΕΡ: Αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς, ο οποίος έχει συγγένεια αίματος με τον αυτοκράτορα. Συνήθως, γιος μιας παλλακίδας. ΝΤΑΡ ΑΛ ΧΙΚΜΑΝ: θρησκευτική σχολή μεταφραστών ή διερμηνέων. ΝΤΙΣΤΡΑΝΣ: Μηχανισμός που αποτυπώνει κάποιο μήνυμα στο νευρικό σύστημα των πτηνών. Το μήνυμα αυτό αποκωδικοποιείται απ' τη φωνή τους με τη βοήθεια ενός δεύτερου παρόμοιου μηχανισμού. ΟΙΚΟΣ: Η οικογένεια που κυβερνάει κάποιον πλανήτη. Υπάρχουν μικροί και μεγάλοι οίκοι. ΟΡΝΙΘΟΠΤΕΡΟ: Αεροσκάφος που κινείται όπως τα πτηνα. ΟΥΜΑ: «Αδελφότητα των προφητών». ΟΥΡΟΣΝΟΡ: Ήχος χωρίς συγκεκριμένο νόημα, τον οποίο αποτυπώνει το Μπένε Γκεσερίτ στην ψυχή κάποιου ατόμου που θέλει να ελέγχει. Το άτομο αυτό ακινητοποιείται όταν ακούσει τον ήχο. ΠΕΝΤΑΣΠΙΔΑ: Ειδικός μηχανισμός που ασφαλίζει πόρτες ή ανοίγματα με τη χρήση μικροκυμάτων. ΠΛΑΣΤΙΜΕΤΑΛ: Ατσάλι ενισχυμένο από ανθεκτικό πλαστικό υλικό.
ΠΛΕΝΙΣΕΝΤΑΛ: Εξωτικό λουλούδι του Εκάζ, γνωστό για το ωραίο του άρωμα. ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΩΝ: Ο περιορισμένος πόλεμος που επιτράπηκε απ' τη Μεγάλη Συνέλευση και την Ειρήνη του Γκιλντ. Σκοπός του ήταν να προφυλαχτούν οι αμέτοχοι. Έγινε σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που επέτρεπαν τη χρήση συγκεκριμένων μόνο όπλων. ΠΟΡΙΤΡΙΝ: Τρίτος πλανήτης του Έψιλον Αλάνγκ, ο οποίος θεωρείται από ορισμένους Ζενσούνι ως η πατρίδα τους. ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΧΡΩΜΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΟΣ: Το θρησκευτικό κείμενο που συνέστησε η Επιτροπή Οικουμενικών Μεταφραστών. Περιέχει στοιχεία απ' τις αρχαιότερες θρησκείες, όπως το μωαμεθανικό Σάρι, τη χριστιανική Μαχαγιάνα, τον καθολικισμό του Ζενσούνι και τις βουδισλαμικές παραδόσεις. Βασική της εντολή είναι: «Ου μετατρέψεις την ψυχή ν σου». ΑΝΑ: Η τεχνική πράνα αναφέρεται στην εκπαίδευση του ανθρώπινου σώματος. ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟ ΤΕΙΧΟΣ: Ένας τεράστιος ορεινός όγκος στις βόρειες περιοχές του Αράκις που προστατεύει μια μικρή, σχετικά, περιοχή απ' τις θύελλες Κο-ριόλις που ξεσπούν στον πλανήτη. ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ: Βλ. Μισιονάρι Προτεκτίβα. ΠΡΩΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ: Ο μεγαλύτερος απ' τους δυο φυσικούς δορυφόρους του Αράκις, που ανατέλλει πρώτος στον ουρανό. Στην επιφάνεια του διακρίνεται το σχήμα μιας γροθιάς. ΡΑΜΑΝΤΑΝ: Θρησκευτική περίοδος νηστείας και προσευχής. ΡΑΣΑΓΚ: Είδος καφέ που προέρχεται απτους κίτρινους καρπούς του φυτού ακάρσο. ΡΙΤΣΕΣ: Τέταρτος πλανήτης του Ηριδανού Α. Λέγεται και Ιξ, επειδή έχει ανεπτυγμένο τεχνολογικό πολιτισμό. ΣΑΓΙΑΝΤΙΝΑ: Γυναίκα ιερέας στη θρησκευτική ιεραρχία των Φρέμεν. ΣΑΤ-ΧΑΛΑΝΤ: Αμμοσκούληκο του Αράκις, που το μήκος του ξεπερνάει πολλές φορές τα 500 μέτρα. Ζει επί αιώνες ολόκληρους, αλλά δηλητηριάζεται απ' το νερό. Η άμμος του Αράκις είναι σχεδόν αποκλειστικό δημιούργημα των αμμοσκούληκων. Αποτελεί την υπο-χθόνια θεότητα των Φρέμεν, που το αποκαλούν «Αιώνιο Πατέρα» ή «Δημιουργό της Ερήμου». ΣΑΛΟΥΣΑ ΣΕΚΟΥΝΤΟΥΣ: Δεύτερος πλανήτης του Γάμμα Γουάιπινγκ, αυτοκρατορικός πλανήτης - φυλακή. ΣΑΝΤΟΥΣ: Δικαστές, ισότιμοι με αγίους. ΣΑΝΤΟΥΤ: «Βουτηχτής στα Πηγάδια». Τίτλος τιμής των Φρέμεν. ΣΑΡΙΑ: Τμήμα της Προφητικής Πανοπλίας το οποίο δημιουργεί τις δεισιδαιμονίες. ΣΑΡΝΤΑΟΥΚΑΡ: Σώμα στρατιωτών φανατικών του αυτοκράτορα παντισάχ. Η στρατιωτική τους εκπαίδευση ήταν τόσο σκληρή ώστε στη διάρκεια της σκοτώνονταν οι μισοί περίπου. Διδάσκονταν την αναλγησία και την αδιαφορία για τη ζωή τους, και τρομοκρατούσαν τους αντιπάλους τους με τη φρικιαστική σκληρότητα τους. Πιστευόταν ότι ένας σαρνταουκάρ άξιζε όσο δέκα συνήθεις στρατιώτες του Λάντσραντ. Στην εποχή του'Σαντάμ IV, αν και ήταν ακόμη φοβεροί, είχαν χάσει αρκετή απ' τη δύναμη τους. ΣΑΧ ΝΑΜΑ: Το μισο-μυθικό πρώτο βιβλίο των Ζενσούνι. ΣΕΒΑΣΜΙΟΤΑΤΗ ΜΗΤΕΡΑ: Επόπτης της σχολής του Μπένε Γκεσερίτ, ένα «φωτισμένο άτομο». Ο τίτλος αυτός υιοθετήθηκε και απ' τους Φρέμεν. ΣΕΜΟΥΤΑ: Το δεύτερο ναρκαπικό που παράγεται απ' το ξύλο ελάκα. ΣΕΡΒΟΚ: Ωρολογιακός μηχανισμός για την εκτέλεση μικρών «αυτόματων» εργασιών που επιτράπηκαν μετά το Μπατλέριαν Τζιχάντ. ΣΙΕΛΑΓΚΟ: Πτηνά που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά μηνυμάτων με τη μέθοδο ντιστράνς. ΣΙΡΑΤ: Απόσπασμα της Βίβλου όπου προσδιορίζεται η ανθρώπινη ζωή ως ταξίδι πάνω σε μια στενή γέφυρα με «τον Παράδεισο στα δεξιά, την Κόλαση στ' αριστερά και τον Άγγελο του Θανάτου από πίσω». ΣΙΧΑΓΙΑ: «Πηγή της Ερήμου». Τιμητικός τίτλος των Φρέμεν. ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: Έκφραση που αναφέρεται στις προλήψεις τις οποίες δίδαξε η Μισιονάρια Προ-τεκτίβα. ΣΟΛΑΡΙΣ: Νομισματική μονάδα της αυτοκρατορίας. ΣΟΝΤΑΓΚΙ: Ένα είδος τουλίπας του Τουπάιλ. ΣΟΥΝΑ: «Οι 10.000 θρησκευτικές ερωτήσεις της Σάρια». «ΣΟΥ-ΣΟΥ, ΣΟΥΚ»: Έκφραση με την οποία διαλαλούν το εμπόρευμα τους οι πωλητές νερού στον Αράκις.
ΣΤΙΛΤΕΝΤ: Σκηνή της ερήμου. Ειδική αεροστεγής κατασκευή, που συγκρατεί την υγρασία της ανάσας όσων τη χρησιμοποιούν. ΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ: Ειδική στολή για τις έρημους του Αράκις. Συγκρατεί τα υγρά του σώματος και τα ανακυκλώνει, μετατρέποντας τα σε νερό. ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ ΥΓΡΑΣΙΑΣ: Μηχανισμοί που παγιδεύουν την υγρασία και τη μετατρέπουν σε νερό. Χρησιμοποιούνται απ' τους Φρέμεν. ΤΑΧΑΝΤΙ: Πρόσκληση, απ' τους Φρέμεν, σε μονομαχία 20 μέχρι θανάτου. ΤΖΙΧΑΝΤ: Θρησκευτική σταυροφορία φανατικών πολεμιστ;vν. ΤΖΟΥΝΤΙΚΑΡ: Η ιερή αλήθεια. ΤΛΕΙΛΑΞ: Μοναδικός πλανήτης του Θαλίμ, κέντρο εκπαίδευσης των μεντάτ. ΤΟΥΠΑΙΛ: Ιερός πλανήτης, καταφύγιο των ηττημένων οίκων της αυτοκρατορίας. Μόνο το Γκιλντ ξέρει πού βρίσκεται. ΤΣΑΚΟΜΠΣΑ: Η «μαγνητική γλώσσα», που προέρχεται κυρίως απ* την αρχαία Μπότανι Τζιμπ. CHOAM: Αρκτικόλεξο της πανίσχυρης εταιρίας που ελέγχεται απ' τον αυτοκράτορα και τους μεγάλους οίκους. Αφανείς συνεταίροι είναι το Γκιλντ και το Μπένε Γκεσερίτ. ΤΣΟΥΣΟΥΚ: Τέταρτος πλανήτης του Θήτα Σάλις, γνωστός για την εξαιρετική ποιότητα των μουσικών του οργάνων. ΦΑ∙Ι∙: Φόρος νερού στον Αράκις. ΦΕΝΤΑΤΚΙΝ: Κομμάντος θανάτου των Φρέμεν. ΦΙΚ: Γνώση, θρησκευτικός νόμος. Μια απ' τις μισο-μυθικές πηγές της αίρεσης Ζενσούνι. ΦΡΕΜΕΝ: Οι ελεύθερες φυλές του Αράκις, κάτοικοι της ερήμου, απόγονοι των Ζενσούνι. ΦΡΕΓΑΤΑ: τεράστιο διαστημόπλοιο, το μεγαλύτερο διαστημικό σκάφος του σύμπαντος. ΦΩΝΗ: Φωνή σε ορισμένο τόνο, που χρησιμοποιούν οι Μπένε Γκεσερίτ μετά από ειδική εκπαίδευση. Η Φωνή τους επιτρέπει να επιβληθούν σ' αυτούς που τους ακούνε. ΧΑΓΚΑΛ: Ο «πλανήτης-κόσμημα» του θήτα Σαοβέι. ΧΑΙΛΑΤΝΕΡ: Τεράστιο μεταφορικό σκάφος του διαστημικού Γκιλντ. ΧΑΡΜΟΝΤΕΛ: Δορυφόρος του Δέλτα Παβόνις, που δεν υπάρχει πια. Έκτος σταθμός στη μετανάστευση των Ζενσούνι. ΧΑΤΖ: Ιερό ταξίδι. ΧΕΟΨ: Πυραμιδικό σκάκι με εννέα επίπεδα.
I Η αρχή είναι ο καταλληλότερος χρόνος για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που εξασφαλίζουν τις λεπτές ισορροπίες' αυτό το ξέρουν όλες οι μαθήτριες του Μπένε Γκεσερίτ. Για ν' αρχίσεις λοιπόν τη μελέτη της ζωής του Μουαντίμπ, φρόντισε να τον τοποθετήσεις σωστά στο χρόνο: γεννήθηκε όταν ο αυτοκράτορας παντισάχ Σαντάμ IV ήταν 57 ετών. Και πρόσεξε ιδιαίτερα για τη θέση του στον τόπο: τον πλανήτη Αράκις. Μην παρασυρθείς απ' το γεγονός ότι γεννήθηκε στον Κάλαντα ν κι έζησε εκεί τα πρώτα του δεκαπέντε χρόνια. Η θέση του είναι πάντα στον Αράκις, τον πλανήτη που είναι γνωστός ως Ντιουν. Από το «εγχειρίδιο του Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρουλάν.
Την τελευταία βδομάδα πριν απ' την αναχώρηση τους για τον Αράκις, όταν οι προετοιμασίες είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα, μια καμπουριασμένη γριά επισκέφθηκε τη μητέρα του αγοριού, του Πολ. Το βράδυ ήταν ζεστό στο κάστρο του Καλαντάν και τα αρχαία πέτρινα κτίσματα που χρησίμευαν για κατοικία της οικογένειας των Ατρειδών επί είκοσι έξι γενιές, ανάδιναν εκείνη την παράξενη υγρή ψύχρα που τα χαρακτήριζε κάθε φορά που πλησίαζε αλλαγή του καιρού. Άφησαν τη γυναίκα να μπει από την πλαϊνή πόρτα και να προχωρήσει στον αψιδωτό διάδρομο που περνούσε δίπλα απ' το δωμάτιο του Πολ, επιτρέποντας της να τον κοιτάζει για λίγο καθώς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Στο μισόφωτο μιας κρεμαστής λάμπας που έφτανε μέχρι το πάτωμα, το αγόρι διέκρινε τον όγκο μιας γυναικείας σιλουέτας που στεκόταν ένα βήμα μπροστά απ' τη μητέρα του. Η ηλικιωμένη γυναίκα έμοιαζε με μάγισσα* τα μαλλιά της ήταν ανακατεμμένα σαν τον ιστό της αράχνης και κρέμονταν γύρω απ' τα σκοτεινά της χαρακτηριστικά, ενώ τα μάτια της γυάλιζαν σαν πετράδια. «Δεν είναι μικρός για την ηλικία του, Τζέσικα;» ρώτησε. Η φωνή της, έρρινη και ασθματική, θύμιζε τον ήχο ξεκούρντιστου πιάνου. «Είναι γνωστό ότι οι Ατρείδες αργούν να ψηλώσουν, Σεβασμιότατη», απάντησε η μητέρα του Πολ με τη βαθιά φωνή της. «Ναι, το 'χω ακούσει, το 'χω ακούσει», έκανε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Είναι όμως κιόλας δεκαπέντε ετών». «Ακριβώς, Σεβασμιότατη». «Έχει ξυπνήσει και μας ακούει, ο διαβολάκος». Άφησε ένα κακαριστό γέλιο. «Αλλά, θα μου πεις, η πανουργία είναι απαραίτητη σ' όσους έχουν βασιλικό αίμα* κι αν είναι πραγματικά ο Κβισάτς Χαντεράς... τότε...» Μέσα απ' τα σκοτάδια του κρεβατιού του, ο Πολ κοίταζε τις δυο γυναίκες με μάτια που έμοιαζαν κρυμμένα σε σχισμές. Αντίθετα, η καμπουριασμένη γριά τον ατένιζε με βλέμμα που έλαμπε. «Κοιμήσου καλά, διαβολάκο. Αύριο θα χρειαστείς όλες σου τις δυνάμεις για ν' αντιμετωπίσεις το γκομ τζαμπάρ». Ύστερα παραμέρισε τη μητέρα του αγοριού και βγήκε απ' το δωμάτιο, βροντώντας πίσω της την πόρτα. Ο Πολ αναρωτήθηκε: Τι είναι το γκομ τζαμπάρ; Η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν το πιο παράξενο πράγμα που είχε δει στη διάρκεια της διαδικασίας της μεταβολής του. Σεβασμιότατη. Κι ο τρόπος που απευθυνόταν στη μητέρα του ― λες κι ήταν μια απλή υπηρέτρια κι όχι μια κυρία του Μπένε Γκεσερίτ, παλλακίδα ενός δούκα και μητέρα του διαδόχου του. Είναι άραγε το γκομ τζαμπάρ κάτι απ' τον Αράκις, που πρέπει να το μάθω πρι ν πάω εκεί; Επανέλαβε τις παράξενες λέξεις: Γκομ τζαμπάρ... Κβισάτς Χαντερές... Έπρεπε να μάθει ένα σωρό πράγματα. Ο Αράκις ήταν ένα μέρος πολύ διαφορετικό απ' τον Καλαντάν. Αράκις ―Ντιουν― Έρημος Πλανήτης. Ο κύριος των Εκτελεστών του πατέρα του, ο Τουφίρ Χαβάτ, του είχε εξηγήσει ότι οι θανάσιμοι εχθροί τους, οι Χαρκόνεν, βρίσκονταν ογδόντα χρόνια στον Αράκις, που είχε γίνει κάτι σαν φέουδο τους, έχοντας συμβόλαιο με την εταιρία CHOAM για την εξόρυξη του μελάνζ ― του πιο πολύτιμου υλικού για τη γηριατρική. Τώρα ο οίκος των Ατρειδών ετοιμαζόταν να πάρει τη θέση των Χαρκόνεν ― κι αυτό ήταν μια περιφανής νίκη του δούκα Λέτο. Όμως, ο Χαβάτ είχε προσθέσει ότι αυτό το γεγονός συνεπαγόταν τρομερούς κινδύνους, γιατί ο δούκας ήταν πολύ αγαπητός στους ισχυρούς οίκους του Λάντσραντ.
«Ένας δημοφιλής άντρας προκαλεί το φθόνο των ισχυρών», είχε παρατηρήσει ο Χαβάτ. Αράκις ―Ντιουν― Έρημος Πλανήτης. Ο Πολ αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε μια αρακινή σπηλιά, γεμάτη σιωπηλό κόσμο που πηγαινοερχόταν γύρω του, κάτω απ' το αμυδρό φως πυρσών. Νόμιζε ότι βρισκόταν μέσα σ' ένα καθεδρικό ναό∙ κάπου μακριά ακουΓΛ^ν ο ήχος από σταγόνες νερού που έπεφταν αργά. Ήξερε ότι θα θυμόταν καλά το όνειρο του όταν θα ξυπνούσε* έτσι γινόταν πάντα, ιδίως με τα προφητικά όνειρα. Μισοξύπνησε μετά από λίγο και βρέθηκε στη ζεστασιά του κρεβατιού του, γεμάτος σκέψεις... Ίσως δεν θα 'πρεπε να θλίβεται που άφηνε τον κόσμο του Καλαντάν εδώ δεν είχε φίλους της ηλικίας του. Ο δόκτορ Γιούε, ο δάσκαλος του, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι οι ταξικές διακρίσεις δεν ήταν πολύ αυστηρές στον Αράκις. Εκείνοι που ζούσαν στην έρημο, οι Φρέμεν, δεν είχαν τους καΐντ ή τους μπασάρ πάνω απ' το κεφάλι τους για να τους διατάζουν, ούτε είχαν ποτέ μετρηθεί στις απογραφές της αυτοκρατορίας. Αράκις ―Ντιουν― Έρημος Πλανήτης. Νιώθοντας ότι βρισκόταν σε υπερδιέγερση, ο Πολ αποφάσισε να εφαρμόσει μια απ' τις ψυχοσωματικές ασκήσεις που είχε μάθει απ' τη μητέρα του. Με τρεις γρήγορες αναπνοές βρέθηκε σε μια κατάσταση πνευματικής αιώρησης... αυτοσυγκέντρωσης... αρτηριακής διαστολής... το αίμα του εμπλουτίστηκε κι άρχισε να κυκλοφορεί πιο γρήγορα... Κανένας δεν αποκτά τροφή ― ασφάλεια― ελευθερία μόνο από ένστικτο... Το ένστικτο των ζώων δεν επεκτείνεται πέρα από μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή πέρα απ' τη σκέψη ότι η τροφή τους μπορεί να εκλείψει... τα ζώα μόνο καταστρέφουν χωρίς να δημιουργούν... οι απολαύσεις τους περιορίζονται στα επίπεδα των αισθήσεων... ο άνθρωπος χρειάζεται ένα διανοητικό υπόστρωμα για να αντιληφθεί το σύμπαν... η αυτοσυγκέντρωση δημιουργεί αυτό το υπόστρωμα... όλα τα πράγματα είναι εφήμερα... αγωνίζονται για να διατηρηθούν... Όταν το φως της αυγής άγγιξε το περβάζι του παραθύρου, ο Πολ το αντιλήφθηκε πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Άνοιξε τά μάτια, είδε τα γνωστά σχέδια στο ταβάνι του δωματίου του κι άκουσε τους θορύβους από την πρωινή κίνηση μέσα στο κάστρο. Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η μητέρα του, με μια μαύρη κορδέλα στην κορυφή του κεφαλιού. Το οβάλ πρόσωπο της ήταν σκεφτικό και τα πράσινα μάτια της τον κοίταζαν με σοβαρότητα. «Ξύπνησες», έκανε. «Κοιμήθηκες καλά;» «Ναι». Την παρατήρησε με προσοχή καθώς έψαχνε να του βρει ρούχα μέσα σε μια ντουλάπα και διαπίστωσε κάποια ένταση να βαραίνει τους ώμους της. Κάποιος άλλος στη θέση του δεν θα αντιλαμβανόταν τίποτε, η μητέρα του όμως τον είχε εκπαιδεύσει στο Μπένε Γκεσερίτ και ήξερε ν' αποκρυπτογραφεί τις μικρολεπτομέρειες. Η Τζέσικα γύρισε προς το μέρος του κρατώντας ένα ημιεπίσημο τζάκετ με το σήμα των Ατρειδών στη μεριά του στήθους. «Ντύσου γρήγορα», του είπε. «Η Σεβασμιότατη Μητέρα περιμένει». «Την είδα κάποτε στ' όνειρο μου», έκανε ο Πολ. «Ποια είναι;» «Ήταν δασκάλα μου στη σχολή Μπένε Γκεσερίτ. Τώρα είναι Ελεγκτής Αλήθειας του αυτοκράτορα. Πολ...» Φάνηκε κάπως διστακτική. «Πρέπει να της μιλήσεις για 28 τα όνειρα σου». «Εντάξει. Χάρη σ' αυτήν πήραμε τον Αράκις;» «Δεν πήραμε τον Αράκις». Η Τζέσικα ξεσκόνισε προσεκτικά ένα πανταλόνι και το ακούμπησε δίπλα στο τζάκετ πάνω στο κρεβάτι. «Μην την αφήνεις να περιμένει». Ο Πολ ανακάθισε στο κρεβάτι κι αγκάλιασε τα γόνατα του με τα χέρια. «Τι είναι το γκομ τζαμπάρ;» Η εκπαίδευση που είχε πάρει απ' τη μητέρα του τον έκανε πάλι ν' αντιληφθεί έναν αδιόρατο δισταγμό, κάτι που έμοιαζε με φόβο. Η Τζέσικα πήγε στο παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες και κοίταξε το βουνό Σιούμπι πέρα απ' το ποτάμι και τα δέντρα. «Θα το μάθεις... αρκετά σύντομα», απάντησε. Ο Πολ ένιωσε το φόβο στη φωνή της κι αναρωτήθηκε για ποιο λόγο αισθανόταν έτσι η μητέρα του. Η Τζέσικα μίλησε πάλι, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του. «Η Σεβασμιότατη Μητέρα περιμένει στο δωμάτιο μου. Κάνε γρήγορα, σε παρακαλώ». Η Σεβασμιότατη Μητέρα Γκάιους Χέλεν Μοχάιαμ ήταν καθισμένη σε μια βαθιά, ταπετσαρισμένη πολυθρόνα και κοίταζε τη μητέρα και το γιο που πλησίαζαν. Τα παράθυρα γύρω της έβλεπαν στη νότια καμπύλη του ποταμού και στις πράσινες εκτάσεις που ανήκαν στον οίκο των Ατρειδών, εκείνη όμως αδιαφορούσε για τη θέα. Εκείνο το πρωί αισθανόταν να τη βαραίνει η ηλικία της περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Πίστευε ότι αυτό οφειλόταν στο διαστημικό ταξίδι και στην επαφή της μ' εκείνο το απαίσιο Γκιλντ. Ήταν όμως μια αποστολή που απαιτούσε την προσωπική
παρουσία ενός γνώστη του Μπένε Γκεσερίτ με το χάρισμα, επιπλέον, της Ενόρασης. Ακόμη και ο Ελεγκτής Αλήθειας του αυτοκράτορα παντισάχ δεν μπορούσε ν' αποφύγει την εκτέλεση ενός τέτοιου καθήκοντος. Να σε πάρει η οργή, Τζέσικα! σκέφτηκε η Σεβασμιότατη Μητέρα. Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν είχε γεννήσει ένα κορίτσι, όπως την είχαν διατάξει! Η Τζέσικα σταμάτησε τρία βήματα πριν απ' την πολυθρόνα κι έκανε μια μικρή ευγενική υπόκλιση, με το αριστερό χέρι στη ραφή της φούστας της. Ο Πολ υποκλίθηκε με τον τρόπο που του είχε μάθει ο χοροδιδάσκαλος ― εκείνον που χρησιμοποιούσαν «όταν δεν ξέρουμε τι άλλο να κάνουμε». Η Σεβασμιότατη Μητέρα παρατήρησε τις διαφορές. «Είναι προσεκτικός, βλέπω, Τζέσικα», είπε. Η μητέρα του Πολ άπλωσε το χέρι της και τον έπιασε σφιχτά απ' τον ώμο. Εκείνος αντιλήφθηκε ότι τη διακατείχε κάποιος ανεξήγητος φόβος. «Έτσι διδάχτηκε, Σεβασμιότατη», απάντησε η Τζέσικα ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της. Τι φοβάται; αναρωτήθηκε ο Πολ. Η ηλικιωμένη γυναίκα παρατήρησε το αγόρι. Το πρόσωπο της ήταν οβάλ, σαν της Τζέσικα, τα κόκαλα όμως ήταν πιο γερά... Είχε μαύρα μαλλιά, όπως ο δούκας, και λεπτή, αριστοκρατική μύτη. Τα μάτια της ήταν πράσινα και διαπεραστικά, όπως του παλιού δούκα, του πατέρα της, που ήταν χρόνια πεθαμένος. «Άλλο η διδασκαλία κι άλλο ο χαρακτήρας», είπε. «Θα δούμε». Τα μάτια της κοίταξαν αυστηρά την Τζέσικα. «Πήγαινε. Σε διατάσσω να εκτελέσεις το γαλήνιο διαλογισμό». Η γυναίκα αποτράβηξε το χέρι της απ' τον ώμο του Πολ. «Μα, Σεβασμιότατη...» «Τζέσικα, ξέρεις ότι πρέπει να γίνει...» Ο Πολ κοίταξε τη μητέρα του ξαφνιασμένος. Εκείνη φάνηκε να υποκύπτει. «Ναι... φυσικά». Το αγόρι παρατήρησε τη Σεβασμιότατη Μητέρα. Ή ευγένεια κι ο εμφανής φόβος που είχε δείξει η Τζέσικα τον συμβούλευσαν να φανεί προσεκτικός. Αισθανόταν όμως οργισμένος απ' αυτό το γεγονός. «Πολ...» Η Τζέσικα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αυτή η δοκιμασία που θα υποστείς... είναι πολύ σημαντική για μένα». «Δοκιμασία;» Την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Να θυμάσαι πάντα ότι είσαι γιος του δούκα», έκανε η μητέρα του. Ύστερα γύρισε και βγήκε απ' την αίθουσα με γρήγορο βήμα, ενώ το φουστάνι θρόιζε σε κάθε της κίνηση. Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Ο Πολ ατένισε την ηλικιωμένη γυναίκα προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό του. «Επιτρέπεται να διώχνει κανείς τη λαίδη Τζέσικα σαν να είναι μια υπηρέτρια;» Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στις άκρες του γερασμένου στόματος. «Η λαίδη Τζέσικα ήταν υπηρέτρια μου στο σχολείο επί δεκατέσσερα χρόνια, παιδί μου». Κούνησε το κεφάλι της. «Και πολύ καλή, μάλιστα. Για πλησίασε». Η διαταγή έπεσε πάνω του σαν καμτσικιά, αλλά υπάκουσε πριν προλάβει να το καλοσκεφτεί. Χρησιμοποιεί τη Φωνή, συλλογίστηκε. «Το βλέπεις αυτό;» τον ρώτησε βγάζοντας απ' τις πτυχές του φορέματος της έναν κύβο με πλευρά δεκαπέντε περίπου εκατοστών. Τον στριφογύρισε και ο Πολ είδε ότι ήταν ανοιχτός στο ένα μέρος του ― μαύρος και τρομακτικός. Το φως δεν εισχωρούσε στο άνοιγμα. «Βάλε το δεξί σου χέρι μέσα», του είπε. Ο Πολ κυριεύτηκε από φόβο. Έκανε να τραβηχτεί προς τα πίσω, αλλά τον σταμάτησε η φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας. «Έτσι υπακούς στη μητέρα σου;» Σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε κατάματα. Ύστερα, αργά και διστακτικά, έβαλε το χέρι του μέσα στο κουτί. Στην αρχή ένιωσε παγωνιά, λες και το σκοτάδι είχε τυλιχτεί πάνω του, μετά όμως ακούμπησε σε κάτι μεταλλικό. Αισθάνθηκε το χέρι του να μουδιάζει, σαν ναρκωμένο. Στα χαρακτηριστικά της γυναίκας φάνηκε μια παράξενη έκφραση. Άπλωσε το δεξί της χέρι και το 'φερε κοντά στο λαιμό του Πολ. Εκείνος αντιλήφθηκε τη λάμψη κάποιου μετάλλου κι έκανε να κινηθεί προς το μέρος του. «Σταμάτα!» του φώναξε. Ξανά η Φωνή! «Κρατάω το γκομ τζαμπάρ στο λαιμό σου», του είπε. «Το γκομ τζαμπάρ ― τον αδυσώπητο εχθρό. Είναι μια βελόνα με δηλητήριο. Μην κουνηθείς, γιατί χάθηκες». Ο Πολ ένιωσε το λαιμό του να ξεραίνεται. Αισθανόταν ανίκανος ν' αποτραβήξει το βλέμμα του απ' το ρυτιδωμένο πρόσωπο, από τα μάτια που γυάλιζαν και τα άσαρκα ούλα γύρω στα ασημόχρωμα μεταλλικά δόντια που άστραφταν, καθώς μιλούσε η γυναίκα. «Ο γιος του δούκα πρέπει να ξέρει από δηλητήρια», συνέχισε εκείνη. «Το 'χει η εποχή μας, έτσι δεν είναι; Το μασκι για τα ποτά και το άουμας για τις τροφές. Υπάρ-
χουν δηλητήρια που δρουν γρήγορα, μέτρια γρήγορα, και αργά. Αυτό όμως είναι κάτι καινούργιο, για σένα: το γκομ τζαμπάρ. Σκοτώνει μόνο ζώα». Η περηφάνια έπνιξε το φόβο του Πολ. «Τολμάς να λες ότι ο γιος του δούκα είναι ζώο;» φώναξε. «Ας πούμε ότι εννοώ τις ζωντανές υπάρξεις. Στάσου! Σε προειδοποιώ να μη δοκιμάσεις να μου ξεφύγεις. Μπορεί να είμαι γριά, το χέρι μου όμως θα προλάβει να σε καρφώσει πριν κάνεις βήμα». «Ποια είσαι;» ψιθύρισε ο Πολ. «Πώς κατάφερες τη μητέρα μου να με αφήσει μόνο μαζί σου; Είσαι μια Χαρκόνεν;» «Χαρκόνεν; Ο Θεός να μας φυλάει! Τώρα, κάτσε ήσυχος». Ένα αποστεωμένο δάχτυλο άγγιξε το λαιμό του κι ο Πολ πάλεψε με όλη του τη δύναμη να μην το βάλει στα πόδια. «Ωραία», έκανε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Πέρασες την πρώτη δοκιμασία. Πρόσεξε τώρα: αν τραβήξεις το χέρι σου απ' το κουτί, θα πεθάνεις. Αυτός είναι ο μοναδικός κανόνας. Κρατάς το χέρι σου μέσα στο κουτί και ζεις ― το τραβάς και πεθαίνεις». Ο Πολ πήρε μια βαθιά ανάσα για να κατασιγάσει την τρεμούλα που ένιωσε. «Αν φωνάξω», είπε, «οι υπηρέτες θα έρθουν τρέχοντας και τότε εσύ θα πεθάνεις». «Η μητέρα σου, που είναι φρουρός έξω απ' την πόρτα, δεν θα τους αφήσει να περάσουν, να είσαι βέβαιος. Η Τζέσικα έχει υποστεί την ίδια δοκιμασία. Τώρα είναι η σειρά σου. Άλλωστε, είναι και μεγάλη τιμή για σένα. Σπάνια γίνεται αυτό σε άτομα που δεν έχουν ενηλικιωθεί». Η περιέργεια έκανε το φόβο του Πολ να λιγοστέψει. Ο τόνος της γυναίκας φαινόταν ειλικρινής. Αν η μητέρα του στεκόταν απέξω φρουρός... αν ήταν πραγματικά μια δοκιμασία... Ό,τι και να 'ταν όμως, ήξερε ότι τώρα πια είχε παγιδευτεί: δίπλα στο λαιμό του καιροφυλακτούσε το γκομ τζαμπάρ. Θυμήθηκε τα λόγια της Λιτανείας κατά του φόβου, όπως του τα είχε διδάξει η μητέρα του απ' το τελετουργικό του Μπένε Γκεσερίτ. Δεν φοβάμαι. Ο φόβος σκοτώνει τη σκέψη. Ο φόβος είναι ένας μικρός θάνατος που οδηγεί σε ολοκληρωτική εκμηδένιση. Θα αντιμετωπίσω με θάρρος το φόβο. Θα τον αφήσω να περάσει από πάνω κι από μέσα μου. Κι όταν γίνει αυτό, θα στρέψω το εσωτερικό μου βλέμμα για να δω την πορεία μου. Όταν περάσει ο φόβος, τίποτα δεν μένει πίσω τον. Μόνο εγώ. Αισθάνθηκε πιο ήρεμος. «Συνέχισε, γριά», είπε. «Γριά!» φώναξε εκείνη. «Έχεις θάρρος ― και δεν το αρνούμαι». Έσκυψε λίγο προς το μέρος του και μίλησε με φωνή που δεν διέφερε από ψίθυρο. «Θα νιώσεις πόνο στο χέρι που βρίσκεται μέσα στο κουτί. Πόνο! Αν όμως προσπαθήσεις να το τραβήξεις, θα ακουμπήσω στο λαιμό σου το γκομ τζαμπάρ. Ο θάνατος θα είναι πιο γρήγορος κι απ' το τσεκούρι του δήμιου. Τραβάς το χέρι, σε χτυπάει το γκομ τζαμπάρ. Κατάλαβες;» «Τι έχει το κουτί;» «Πόνο». Ένιωσε το μούδιασμα να γίνεται πιο έντονο κι έσφιξε τα χείλη του. Πώς είναι δυνατό να πρόκειται για τεστ; αναρωτήθηκε. Το μούδιασμα έγινε φαγούρα. «Έχεις ακούσει ποτέ ότι τα ζώα κόβουν το πόδι τους με τα δόντια για να ξεφύγουν από κάποια παγίδα;» ρώτησε η γυναίκα. «Πολλά ανθρώπινα όντα, όμως, κάνουν κάτι καλύτερο. Υπομένουν τον πόνο και παραμένουν μέσα στην παγίδα, προσποιούμενα ότι έχουν πεθάνει, με σκοπό να σκοτώσουν τον κυνηγό και ν' απαλλάξουν τους δικούς τους από ένα θανάσιμο κίνδυνο». Η φαγούρα μεταβλήθηκε σ' ένα ελαφρό κάψιμο. «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε ο Πολ. «Για να διαπιστώσω αν είσαι ανθρώπινο ον. Μη μιλάς». Ο Πολ έσφιξε την αριστερή του γροθιά καθώς το κάψιμο άρχισε να γίνεται εντονότερο στο άλλο χέρι. Η θερμότητα αυξανόταν όλο και περισσότερο. Ένιωσε τα νύχια του ελεύθερου χεριού του να χώνονται στη χούφτα του. Προσπάθησε να κλείσει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, αλλά δεν τα κατάφερε. «Καίει», ψιθύρισε. «Σιωπή». Ενας πόνος διαπέρασε το μπράτσο του. Το μέτωπο του γέμισε με σταγόνες ιδρώτα. Ένιωσε μια σχεδόν ακατανίκητη επιθυμία να τραβήξει την παλάμη του απ' το κουτί... αλλά... το γκομ τζαμπάρ καιροφυλακτούσε. Χωρίς να κουνήσει το κεφάλι του, προσπάθησε να δει την τρομερή βελόνα που βρισκόταν κοντά στο λαιμό του. Αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι είχε λαχανιάσει και προσπάθησε να κάνει την ανάσα του φυσιολογική, χωρίς να το πετύχει. Πόνος! Ο κόσμος χάθηκε γύρω του κι έμεινε μόνο το χέρι, βυθισμένο σε μια ανείπωτη αγωνία.
Τα χείλη του Πολ είχαν στεγνώσει τόσο πολύ που χρειάστηκε να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να μπορέσει ν' ανοίξει το στόμα του. Κάψιμο! Κάψιμο! Αισθανόταν την επιδερμίδα του να καψαλίζεται* τη σάρκα του να γίνεται κάρβουνο και να πέφτει, κομμάτι κομμάτι, απ' το κόκαλο του χεριού του. Και ξαφνικά, όλα τέλειωσαν! Ο πόνος σταμάτησε, λες και είχε γυριστεί κάποιος διακόπτης. Ο Πολ ένιωσε το δεξί του μπράτσο να τρέμει∙ το κορμί του λούστηκε ολόκληρο στον ιδρώτα. «Αρκετά», μουρμούρισε η γυναίκα. «Κουλ βαχάντ! Κανένας δεν άντεξε ποτέ τόσο πολύ. Μακάρι να μην τα κατάφερνες». Απομακρύνθηκε λίγο κι αποτράβηξε το γκομ τζαμπάρ απ' το λαιμό του αγοριού. «Βγάλε το χέρι σου απ' το κουτί, νεαρέ, και κοίταξε το». Ο Πολ καταπολέμησε το τρεμούλιασμα του και γύρισε το βλέμμα στο σκοτεινό σημείο όπου βρισκόταν το χέρι του. Η θύμηση του πόνου τον έκανε απρόθυμο να υπακούσει. Φοβόταν ότι θα ' βλέπε έναν ακρωτηριασμένο καρπό. «Βγάλ' το!» είπε κοφτά η γυναίκα. Τράβηξε το μπράτσο του απ' το κουτί και το κοίταξε έκπληκτος. Ήταν άθικτο, χωρίς το παραμικρό σημάδι. Το γύρισε μπρος πίσω και κούνησε τα δάχτυλα, μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. «Πόνος διά μέσου των νεύρων», εξήγησε η γυναίκα. «Δεν προκαλεί ακρωτηριασμό. Πολλοί θα ήθελαν να μάθουν το μυστικό αυτού του κουτιού». Με μια γρήγορη κίνηση το 'κρύψε στις πτυχές του φορέματος της. «Αλλά ο πόνος...» έκανε να πει ο Πολ. «Ο πόνος», ζάρωσε περιφρονητικά τη μύτη της. «Ένα δυνατό ανθρώπινο ον μπορεί ν' αντέξει σε οποιονδήποτε πόνο». Ο Πολ αισθάνθηκε κάποιο τσίμπημα στην αριστερή του χούφτα. Την άνοιξε και είδε τα τέσσερα ματωμένα σημάδια που είχαν αφήσει πάνω της τα νύχια του. Κατέβασε το χέρι και κοίταξε την ηλικιωμένη γυναίκα. «Το έκανες και στη μητέρα μου αυτό;» «Τι τα ψιλοκοσκινίζεις;» τον ρώτησε. Ο απότομος τρόπος της τον έκανε επιφυλακτικό. Ψιλο-κοσκινίζεις. Κούνησε το κεφάλι του. «Το Μπένε Γκεσερίτ κοσκινίζει τον κόσμο για να βρει ανθρώπινα όντα», συνέχισε εκείνη. Ο Πολ σήκωσε το δεξί του χέρι, μη μπορώντας να ξεχάσει τον πόνο. «Μ' αυτό τον τρόπο;» ρώτησε. «Σε παρατηρούσα με προσοχή, μικρέ. Ο πόνος είναι απλώς η βάση της δοκιμασίας. Η μητέρα σου σου έχει μιλήσει για τις μεθόδους της παρατήρησης. Βλέπω πάνω σου τα σημάδια της διδασκαλίας της. Η δοκιμασία μας είναι κρίση και παρατήρηση». «Είναι αλήθεια!» της απάντησε. Εκείνη τον κοίταξε κατάματα. Ένιωσε την αλήθεια! Μήπως είναι αυτός; Μήπως είναι πραγματικά αυτός; Προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό της. Πολλές φορές η ελπίδα συσκοτίζει την παρατήρηση. «Καταλαβαίνεις πότε οι άνθρωποι πιστεύουν αυτά που λένε», του είπε. «Το καταλαβαίνω». Στη φωνή του διακρινόταν η αυτοπεποίθηση. Εκείνη το αντιλήφθηκε αμέσως. «Ίσως να είσαι ο Κβισάτς Χα-ντεράς», του είπε. «Έλα, μικρέ αδερφέ, κάθισε κοντά στα πόδια μου». «Προτιμώ όρθιος». «Η μητέρα σου καθόταν κάποτε κοντά μιου». «Δεν είμαι η μητέρα μου». «Μας μισείς, έτσι; Τζέσικα!» φώναξε γυρίζοντας προς την πόρτα. Η μητέρα του Πολ εμφανίστηκε στο κατώφλι με σφιγμένα χαρακτηριστικά, η έκφραση της όμως ηρέμησε μόλις είδε το γιο της∙ κατάφερε να χαμογελάσει. «Τζέσικα, έπαψες ποτέ να με μισείς;» ρώτησε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Σας μισώ και σας αγαπώ μαζί. Το μίσος ξεκινάει από τους πόνους που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ∙ η αγάπη...» «Εντάξει, εντάξει», τη διέκοψε η άλλη∙ η φωνή της όμως ήταν ευγενική. «Μπορείς να μείνεις, χωρίς να μιλάς. Κλείσε την πόρτα και πρόσεξε να μη μας διακόψει κανείς».
Η Τζέσικα έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα κι ακούμπησε την πλάτη της πάνω της. Ο γιος μου ζει, σκέφτηκε. Ο γιος ζει και είναι ανθρώπινο ον. Το ήξερα... αλλά... πάντως ζει. Τώρα μπορώ να ζήσω κι εγώ. Αισθανόταν την πόρτα σκληρή πάνω στην πλάτη της. Τα πάντα μέσα στο δωμάτιο της προκαλούσαν υπερένταση. Ο γιος μου ζει.. Ο Πολ την κοίταξε. Είπε την αλήθεια. Ήθελε να φύγει από κει, ήξερε όμως ότι αυτό θα γινόταν μόνο όταν του έδινε την άδεια η γριά, που του είχε κιόλας επιβληθεί. Είπαν την αλήθεια. Η μητέρα του είχε υποστεί την ίδια δοκιμασία. Πρέπει λοιπόν να υπήρχε κάποιος λόγος... Ο πόνος κι ο φόβος ήταν τρομεροί. Καταλάβαινε ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι* ήταν αναγκαίοι στη ζωή τους. Αισθανόταν βέβαιος γι' αυτό, έστω κι αν τους αγνοούσε ακόμη. «Κάποια μέρα, νεαρέ», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα, «ίσως ν' αναγκαστείς κι εσύ να περιμένεις έξω από μια πόρτα σαν αυτή». Ο Πολ κοίταξε το δεξί του χέρι κι ύστερα ατένισε τη Σεβασμιότατη Μητέρα. Ο ήχος της φωνής της ήταν διαφορετικός από κάθε άλλης φωνής που είχε ακούσει μέχρι τότε. Κάθε λέξη που χρησιμοποιούσε είχε και κάποια ιδιαίτερη σημασία. Κατάλαβε ότι οι απαντήσεις που θα έπαιρνε σε κάθε ερώτηση του, θα τον έφερναν σε κάποιον ανώτερο κόσμο. «Γιατί ψάχνετε για ανθρώπινα όντα;» ρώτησε. «Για να γίνεις ελεύθερος». «Ελεύθερος;» «Κάποτε οι άνθρωποι παραχώρησαν τη σκέψη τους στις μηχανές με την ελπίδα ότι αυτό θα τους απελευθέρωνε. Το μόνο όμως που κατάφεραν ήταν να τους σκλαβώσουν άλλοι άνθρωποι με μηχανές». «Ου ποιήσεις μηχανήν ομοία τη ανθρωπινή νοήσει», απάγγειλε ο Πολ. «Θυμάσαι, βλέπω, καλά τις εντολές του Μπατλέριαν Τζιχάντ και της Πορτοκαλόχρωμης Καθολικής Βίβλου. Θα ήταν όμως πιο σωστό αν έλεγαν: Ου ποιήσεις μηχανήν εις υποκατάστασιν της ανθρωπινής νοήσεως. Έχεις μελετήσει τους Μεντάτ;» «Ναι, μαζί με τον Τουφίρ Χαβάτ». «Η Μεγάλη Επανάσταση πέταξε από πάνω μας τα διανοητικά δεκανίκια κι ανάγκασε το ανθρώπινο μυαλό ν' αναπτυχθεί. Δημιούργησε σχολές για την εκπαίδευση των ανθρώπινων ταλέντων». «Σχολές Μπένε Γκεσερίτ;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Σήμερα έχουμε δυο βασικούς κλάδους των αρχαίων σχολών: το Μπένε Γκεσερίτ και το Διαστημικό Γκιλντ. Το Γκιλντ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα μαθηματικά. Το Μπένε Γκεσερίτ έχει άλλο στόχο». «Την πολιτική», είπε το αγόρι. «Κουλ βαχάντ!» έκανε η γυναίκα κοιτάζοντας αυστηρά την Τζέσικα. «Δεν του έχω πει τίποτα, Σεβασμιότατη». Η ηλικιωμένη γυναίκα έστρεψε πάλι την προσοχή της στον Πολ. «Το ανακάλυψες λοιπόν από ελάχιστες ενδείξεις. Πολύ σωστά. Η αρχική σχολή Μπένε Γκεσερίτ διευθυνόταν από κείνους που πίστευαν στην ανάγκη της συνέχειας στις ανθρώπινες σχέσεις και που καταλάβαιναν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια συνέχεια, χωρίς το διαχωρισμό των ανθρώπων απ' τα ζώα ― για λόγους ανατροφής». Ο τόνος της γυναίκας έπαψε ξαφνικά να φαίνεται απότομος στον Πολ. Αισθάνθηκε κάποια ενοχή γι' αυτό που η μητέρα του είχε ονομάσει ένστικτο δικαιοσύνης. Η Σεβασμιότατη Μητέρα δεν έλεγε ψέματα* πίστευε στα λόγια της. Ήταν κάτι βαθύτερο, κάτι που είχε σχέση με τους σοβαρούς λόγους που ήταν απαραίτητοι στη ζωή τους. «Η μητέρα μου όμως, μου είπε ότι πολλοί Μπένε Γκεσερίτ δεν γνωρίζουν την καταγωγή τους». «Οι γενετικοί κλάδοι βρίσκονται πάντα στα αρχεία μας», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Η μητέρα σου ξέρει ότι είτε προέρχεται απ' το Μπένε Γκεσερίτ είτε η γενιά της έγινε δεκτή σ' αυτό». «Τότε, γιατί δεν ξέρει ποιοι είναι οι γονείς της;» «Πολλοί δεν το γνωρίζουν αυτό. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να αναθέσουμε την ανατροφή της σ' ένα στενό συγγενή, ώστε ν' αποκτήσει κάποιο κυρίαρχο γενετικό χαρακτηρισμό. Υπάρχουν πολλοί λόγοι». «Κρατάς πολλά για τον εαυτό σου», της είπε.
Η Σεβασμιότατη Μητέρα τον κοίταξε με προσοχή. Είναι επιτιμητικός ο τόνος τον; σκέφτηκε. «Έχουμε τρομερές ευθύνες», απάντησε. Ο Πολ αισθανόταν να συνέρχεται όλο και περισσότερο απ' τη δοκιμασία που είχε υποστεί. Της ανταπέδωσε θαρρετά το βλέμμα. «Είπες ότι ίσως να είμαι ο... ο Κβισάτς Χαντεράς. Τι είναι αυτό, ένα ανθρώπινο γκομ τζαμπάρ;» «Πολ», έκανε η Τζέσικα. «Ο τόνος σου θα 'πρεπε να...» «Θα το τακτοποιήσω εγώ, Τζέσικα», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Ξέρεις τίποτα για το φάρμακο της Αλήθειας, νεαρέ;» «Το παίρνεις για να βελτιώσεις την ικανότητα σου ν' αποκαλύπτεις το ψέμα», της είπε. «Μου το ' χει πει η μητέρα μου». «Έχεις δει ποτέ πώς γίνεται η ανίχνευση της αλήθειας;» Το αγόρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι». «Το φάρμακο είναι επικίνδυνο, αλλά πολύ αποτελεσματικό. Όταν το χρησιμοποιήσει μια Ελεγκτής Αλήθειας, ανασύρει πολλά πράγματα απ' τη μνήμη της ― κι απ' το σώμα της. Βλέπουμε πολλές λεπτομέρειες απ' το παρελθόν... αλλά αυτό γίνεται μόνο από γυναίκες». Η φωνή της φάνηκε να γεμίζει θλίψη. «Υπάρχει όμως ένα μέρος που δεν μπορεί να το δει καμιά Ελεγκτής Αλήθειας. Μας απωθεί* μας γεμίζει τρόμο. Λέγεται ότι κάποια μέρα θα 'ρθει ένας άντρας που, χάρη στο φάρμακο, θ' ανακαλύψει την εσωτερική του ενόραση. Και τότε θα δει αυτά που δεν μπορούμε να διακρίνουμε εμείς ― το παρελθόν αντρών και γυναικών». «Ο Κβισάτς Χαντεράς;» «Ναι, αυτός που μπορεί να βρίσκεται σε πολλά μέρη ταυτόχρονα∙ ο Κβισάτς Χαντεράς. Πολλοί δοκίμασαν το φάρμακο... πάρα πολλοί. Κανένας όμως δεν τα κατάφερε». «Προσπάθησαν και απέτυχαν όλοι;» «Όχι». Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Προσπάθησαν και πέθαναν». Η προσπάθεια να εννοήσεις τον Μοναντίμπ χωρίς να εννοήσεις τους θανάσιμους εχθρούς του, τους Χαρκό-νεν, μοιάζει με προσπάθεια να νιώσεις την Αλήθεια χωρίς να ξέρεις το Ψέμα. Μοιάζει με προσπάθεια να δεις το Φως χωρίς να έχεις γνωρίσει το Σκοτάδι. Αυτό δεν γίνεται. Από το «Εγχειρίδιο του Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. Η ανάγλυφη σφαίρα ―αναπαράσταση ενός πλανήτη― στριφογύριζε κάτω απ' την ώθηση ενός χοντρού χεριού κατάφορτου με δαχτυλίδια. Βρισκόταν πάνω σ' ένα στήριγμα, κοντά στον τοίχο μιας αίθουσας χωρίς παράθυρα, της οποίας οι υπόλοιποι τοίχοι ήταν γεμάτοι με ένα μωσαϊκό πολύχρωμων παπύρων, βιβλίων, κασετών και μαγνητοταινιών. Η αίθουσα φωτιζόταν από χρυσούς γλόμπους που κρέμονταν από την οροφή της. Στο κέντρο της υπήρχε ένα ελλειψοειδές γραφείο από καλογυαλισμένο ξύλο και γύρω του μερικές βαθιές πολυθρόνες. Δυο απ' αυτές ήταν κατειλημμένες. Στην πρώτη καθόταν ένας μαυρομάλλης νεαρός δεκαέξι περίπου ετών, με στρογγυλό πρόσωπο και σκυθρωπό βλέμμα∙ στη δεύτερη, ένας κοντός, λεπτός άντρας με κάπως θηλυπρεπή χαρακτηριστικά. Κοίταζαν και οι δύο προς το μέρος του άντρα που στριφογύριζε τη σφαίρα, μισοκρυμμένος στη σκιά της. Ξαφνικά ακούστηκε ένας καγχασμός κι ύστερα μια μπάσα φωνή. «Να 'τη, Λάιτερ ― η μεγαλύτερη ανθρωπο-παγίδα όλων των εποχών. Ο δούκας πηγαίνει ολόισια κατεπάνω της. Δεν είναι υπέροχο αυτό που κατάφερα εγώ, ο βαρόνος Βλαντιμίρ Χαρκόνεν;» «Σίγουρα, βαρόνε», απάντησε ο άντρας. Η φωνή του ήταν ψιλή, με μια φίνα μουσική απόχρωση. Το χέρι σταμάτησε το γύρισμα της σφαίρας. Η προσοχή όλων στράφηκε στην ακίνητη επιφάνεια. Ήταν μια σφαίρα που θα τη ζήλευαν ακόμα κι οι μεγαλύτεροι συλλέκτες ή οι κυβερνήτες της Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή της είχε τη σφραγίδα του αριστουργήματος. Οι γραμμές του γεωγραφικού μήκους και πλάτους ήταν φτιαγμένες από λεπτότατα σύρματα πλατίνας, ενώ το χιόνι στους πόλους είχε γίνει απ' τη συνένωση μικρών γαλακτόχρωμων διαμαντιών. Το παχύ χέρι άρχισε να μετακινείται, δείχνοντας λεπτομέρειες πάνω στην επιφάνεια της σφαίρας. «Θέλω να παρατηρήσετε με προσοχή», ήχησε η βαθιά φωνή. «Κοίταξε, Λάιτερ∙ κοίταξε κι εσύ, αγαπημένε μου Φέιντ-Ράου-τα αυτά τα λεπτά κύματα απ' τις εξήντα μοίρες βόρεια μέχρι τις εβδομήντα νότια. Δεν σας θυμίζει το χρώμα του τις καραμέλες; Πουθενά δεν υπάρχει το γαλάζιο των ποταμών, των λιμνών ή των θαλασσών κι οι πολικές περιοχές είναι πολύ μικρές. Μπορεί κανείς να λαθέψει; Ο Αράκις! Ο μοναδικός Αράκις. Μια υπέροχη παγίδα, για μια συντριπτική νίκη». Στα χείλη του Λάιτερ σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Και να σκεφτείς, βαρόνε, ότι ο αυτοκράτορας παντισάχ πιστεύει πως έδωσε στο δούκα τον πλανήτη σου με το καρύκευμα. Τι έξυπνο!»
«Ανοησίες», είπε ο βαρόνος. «Τα λες αυτά για να μπερδέψεις τον Φέιντ-Ράουτα, τον ανιψιό μου. Δεν χρειάζεται». Ο νεαρός με το σκυθρωπό βλέμμα μετακινήθηκε λίγο στο κάθισμα του και ίσιωσε τη μαύρη φόρμα του που είχε ζαρώσει. Ύστερα ανακάθισε καθώς άκουσε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα που υπήρχε πίσω του. Ο Λάιτερ σηκώθηκε, πήγε στην πόρτα και τη μισάνοιξε. Πήρε έναν κύλινδρο, τον ξετύλιξε κι άρχισε να διαβάζει. Ύστερα κάγχασε. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο βαρόνος. «Ο ανόητος, μας απάντησε!» «Τι λέει;» «Είναι πολύ ανάγωγος, βαρόνε. Σε αναφέρει σαν "Χαρκόνεν" ― ούτε "Μεγαλειότατε και Αγαπητέ Ξάδερφε", ούτε τίτλο∙ τίποτα». «Αυτό το όνομα είναι πολύ ωραίο», γρύλισε ο άλλος με φωνή γεμάτη ανυπομονησία. «Τι γράφει ο αγαπητός μου Λέτο;» «Λέει: "Η πρόταση σου για συνάντηση απορρίπτεται. Μ' έχεις εξαπατήσει πολλές φορές κι αυτό το ξέρει όλος ο κόσμος"». «Τι άλλο;» «"Η τέχνη του Κάνλι έχει ακόμη θαυμαστές στην αυτοκρατορία". Υπογράφει: "Δούκας Λέτο του Αράκις"». Ο Λάιτερ έβαλε τα γέλια. «Του Αράκις! Τι μας λες! Μεγάλη φαντασία έχει!» «Σιωπή, Λάιτερ», είπε κοφτά ο βαρόνος και το γέλιο κόπηκε αυτόματα. «Κάνλι, λοιπόν; Βεντέτα, έτσι; Και χρησιμοποιεί την παλιά παραδοσιακή λέξη για να είναι βέβαιος ότι θα καταλάβω πως μιλάει σοβαρά». «Εσύ, βαρόνε, έκανες τις ειρηνικές χειρονομίες που έπρεπε», είπε ο Λάιτερ. «Τήρησες τους κανόνες». «Για Μεντάτ, μιλάς πάρα πολύ, Λάιτερ», παρατήρησε ο βαρόνος. Πρέπει να ξεμπερδέψω μαζί του το συντομότερο, σκέφτηκε. Έχει, πλέον, εκπληρώσει τον προορισμό του. Κοίταξε προσεκτικά τον Εκτελεστή του. Τα μάτια του άλλου έμοιαζαν με γαλάζιες σχισμές. Στο πρόσωπο του Λάιτερ σχηματίστηκε ένας μορφασμός. Έμοιαζε με την γκριμάτσα μιας μάσκας. «Βαρόνε, η εκδίκηση σου είναι υπέροχη. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό σχέδιο: ο Λέτο είναι αναγκασμένος ν' ανταλλάξει τον Καλαντάν με τον Ντιουν ― αφού αυτές είναι οι διαταγές του αυτοκράτορα. Πολύ έξυπνο από μέρους σου!» «Λες πολλά, Λάιτερ», παρατήρησε ψυχρά ο βαρόνος. «Είμαι χαρούμενος, βαρόνε μου, ενώ εσύ... εσύ δείχνεις να ζηλεύεις». «Λάιτερ!» «Βαρόνε! Στενοχωρήθηκες που δεν μπόρεσες να τα σκεφτείς μόνος σου όλα αυτά;» «Κάποια μέρα θα σε σκοτώσω, Λάιτερ». «Αυτό είναι βέβαιο, βαρόνε. Οι έξυπνες ενέργειες όμως, δεν χάνονται ποτέ». «Δε μου λες, τι χρησιμοποίησες; Βερίτε ή σεμούτα;» «Η αλήθεια χωρίς φόβο ενοχλεί το βαρόνο», απάντησε ο Λάιτερ μ' ένα μορφασμό. «Σαν Μεντάτ όμως, ξέρω πότε θα στείλεις το δήμιο. Θα με κρατήσεις όσο σου είμαι χρήσιμος ―κι ακόμα είναι νωρίς. Ξέρω τι σου έμαθε εκείνος ο όμορφρς πλανήτης, ο Ντιουν ― να μη σπαταλάς τίποτα χρήσιμο. Σωστά, βαρόνε;» Ο άλλος συνέχισε να κοιτάζει αμίλητος. Ο Φέιντ-Ράουτα μετακινήθηκε στην καρέκλα του. Οι ανόητοι καβγατζήδες \ σκέφτηκε. Ο Θείος μου δεν μπορεί να συζητήσει με τον Μεντάτ του χωρίς να νευριάσει. Νομίζουν ότι δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω παρά να κάθομαι και ν' ακούω τις φιλονικίες τους; «Φέιντ», έκανε ο βαρόνος. «Σου ζήτησα ν' ακούς και να μαθαίνεις όταν σε προσκαλώ εδώ. Το κάνεις;» «Ασφαλώς, θείε». Η φωνή του ήταν σκόπιμα υποτακτι«Μερικές φορές απορώ με τον Λάιτερ», συνέχισε ο άλλος. «Εγώ προκαλώ πόνο όταν υπάρχει ανάγκη, εκείνος όμως... θα 'λεγα ότι το απολαμβάνει. Λυπάμαι εκείνον το φουκαρά, το δούκα Λέτο. Ο δόκτορ Γιούε θα κινηθεί σύντομα εναντίον του κι αυτό θα είναι το τέλος όλων των Ατρειδών. Φυσικά, όμως, ο Λέτο θα ξέρει ποιος τον έβαλε... κι αυτό θα είναι πολύ άσχημο». «Τότε, γιατί δεν λες στο δόκτορα να του μπήξει ένα κίντγιαλ στα πλευρά, όμορφα κι ωραία;» ρώτησε ο Λάιτερ. «Μιλάς για οίκτο, αλλά...»
«Ο δούκας πρέπει να ξέρει πότε θα διατάξω την καταδίκη του», απάντησε ο βαρόνος. «Το ίδιο κι οι άλλοι ισχυροί οίκοι. Αυτό θα τους κάνει πιο διστακτικούς κι εγώ θα βρω την ευκαιρία να εφαρμόσω τα σχέδια μου. Η αναγκαιότητα είναι προφανής, άσχετα αν δεν μ' αρέσει». «Ευκαιρία για τα σχέδια σου», έκανε χλευαστικά ο Λάιτερ. «Ο αυτοκράτορας ήδη σε υποψιάζεται, βαρόνε. Κινείσαι αστόχαστα. Κάποια μέρα θα στείλει μια δυο λεγεώνες Σαρνταουκάρ στον Γκιέντι Πράιμ κι αυτό θα είναι το τέλος του βαρόνου Βλαντιμίρ Χαρκόνεν». «Θα σου άρεσε να το δεις αυτό∙ έτσι, Λάιτερ; Θα ευχαριστιόσουν να δεις το σώμα των Σαρνταουκάρ να λεηλατεί τις πόλεις μου και να καταστρέφει το κάστρο. Σίγουρα θα το απολάμβανες». «Είναι να το ρωτάς;» ψιθύρισε εκείνος. «Θα 'πρεπε να είχες γίνει μπασάρ. Σε τραβάει πολύ ο πόνος και το αίμα. Ίσως να βιάστηκα στην υπόσχεση μου για τα λάφυρα του Αράκις». Ο Λάιτερ έκανε μερικά βήματα που θύμιζαν χορευτική φιγούρα και σταμάτησε ακριβώς πίσω απ' τον Φέιντ-Ρά-ουτα. Στην αίθουσα κυριαρχούσε ένταση. Ο νεαρός σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον άντρα συνοφρυωμένος. «Μην παίζεις μαζί μου, βαρόνε», προειδοποίησε ο Λάιτερ. «Μου υποσχέθηκες την Τζέσικα∙ μην το ξεχνάς». «Για ποιο λόγο, Λάιτερ; Για να την κάνεις να πονέσει;» Ο άλλος τον κοίταξε αμίλητος. Ο Φέιντ-Ράουτα στριφογύρισε την καρέκλα του. «Θείε, είναι ανάγκη να μείνω;» ρώτησε. «Μου είπες ότι...» «Ο αγαπημένος μου Φέιντ-Ράουτα έχει γίνει πολύ ανυπόμονος», είπε ο βαρόνος. Μετακινήθηκε λίγο πίσω απ' τη σκιά της σφαίρας. «Υπομονή, Φέιντ». Ύστερα έστρεψε την προσοχή του στον Μεντάτ. «Κι ο γιος του δούκα, ο νεαρός Πολ, τι θα γίνει, Λάιτερ;» «Η παγίδα θα στον αποφέρει δεμένο, βαρόνε», μουρμούρισε ο άντρας. «Δεν ρώτησα αυτό. Θα θυμάσαι ίσως ότι πρόβλεψες πως εκείνη η σκύλα του Μπένε Γκεσερίτ θα έκανε κόρη. Την πάτησες, έτσι δεν είναι;» «Δεν κάνω συχνά λάθη, βαρόνε», απάντησε ο Λάιτερ, στη φωνή του όμως διακρινόταν τώρα, για πρώτη φορά, ο φόβος. «Αυτό, νομίζω, ότι το παραδέχεσαι. Ξέρεις, άλλωστε, ότι αυτές του Μπένε Γκεσερίτ κάνουν κυρίως κορίτσια. Ακόμη και η γυναίκα του αυτοκράτορα έχει γεννήσει μόνο θηλυκά». «Θείε», μπήκε στη μέση ο νεαρός, «είπες ότι υπήρχε κάτι σημαντικό εδώ για μένα...» «Για κοίτα, ο ανιψιός μου», σάρκασε ο βαρόνος. «Θέλει να κουμαντάρει τη βαρονία μου, ενώ δεν μπορεί να κουμαντάρει καλά καλά ούτε τον εαυτό του». Μετακινήθηκε πάλι πίσω απ' τη σκιά της σφαίρας. «Λοιπόν, νεαρέ Φέιντ-Ράουτα Χαρκόνεν, σε κάλεσα εδώ για να σου μάθω μερικά πράγματα. Πρόσεξες τον καλό μας τον μεντάτ; Θα 'πρεπε να είχες διδαχτεί κάτι απ' αυτόν». «Μα, θείε...» «Πολύ δραστήριος μεντάτ ο Λάιτερ, έτσι δεν είναι, Φέιντ;» «Ναι, αλλά...» «Πραγματικά, υπάρχει κάποιο αλλά\ Χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες καρυκεύματος∙ το τρώει σαν να πρόκειται για ζαχαρωτά. Κοίταξε τα μάτια του. Μοιάζει σαν να έχει έρθει κατευθείαν από μια αρακινή εργατική ένωση. Είναι, αναμφισβήτητα, δραστήριος, αλλά πολύ συναισθηματικός κι έχει εκρήξεις πάθους. Δραστήριος, αλλά κάνει λάθη». «Με κάλεσες εδώ για να με επικρίνεις, βαρόνε;» «Εγώ; Νόμιζα ότι με ήξερες καλύτερα, Λάιτερ. Θα ήθελα μόνο να καταλάβει ο ανιψιός μου τα όρια ενός μεντάτ». «Μήπως προετοιμάζεις παράλληλα και την αντικατάσταση μου;» «Την αντικατάσταση σον; Και πού θα βρω άλλον μεντάτ με τη δική σου πανουργία και σκληρότητα;» «Στο ίδιο μέρος που βρήκες κι εμένα, βαρόνε». «Ίσως θα 'πρεπε να κάνω μια δοκιμή», είπε ο άλλος σκεφτικός. «Φαίνεσαι λιγάκι ασταθής τώρα τελευταία. Άσε το καρύκευμα που καταναλώνεις!» «Βρίσκεις ακριβές τις μικροαπολαύσεις μου; Έχεις αντιρρήσεις, βαρόνε;» «Αγαπητέ μου, Λάιτερ, οι μικροαπολαύσεις σου είναι αυτές που μας συνδέουν. Πώς θα μπορούσα να έχω αντιρρήσεις; Εγώ, απλά, θέλω να τα προσέξει όλα αυτά ο ανιψιός μου». «Συγκεντρώνω λοιπόν την προσοχή σας», ειρωνεύτηκε ο άντρας. «Θέλετε να σας χορέψω; Ή μήπως πρέπει να
εκτελέσω τις διάφορες λειτουργίες μου για χάρη του εξοχότατου Φέιντ-Ράου...» «Ακριβώς. Βρίσκεσαι στο επίκεντρο της προσοχής», απάντησε ο βαρόνος. «Σιωπή, λοιπόν». Κοίταξε τον ΦέιντΡάουτα και πρόσεξε ότι τα σαρκώδη χείλη του ανιψιού του, το βασικό γενετικό χαρακτηριστικό των Χαρκόνεν, είχαν μια σύσπαση που έδειχνε ότι ο νεαρός το γλεντούσε. «Έχουμε μπροστά μας έναν μεντάτ, Φέιντ, που έχει εκπαιδευτεί για να εκτελεί ορισμένα καθήκοντα. Το γεγονός ότι έχει τοποθετηθεί μέσα σ' ένα ανθρώπινο σώμα δεν πρέπει να παραβλεφτεί. Πρόκειται για ένα σοβαρό μειονέκτημα. Μερικές φορές πιστεύω ότι οι αρχαίοι είχαν δίκιο που χρησιμοποιούσαν σκεπτόμενες μηχανές». «Ήταν παιχνιδάκια σε σύγκριση μ' εμένα», φώναξε ο Λάιτερ. «Ακόμα κι εσύ, βαρόνε, θα μπορούσες να τα καταφέρεις καλύτερα απ' αυτές τις μηχανές». «Ίσως», απάντησε ο άλλος παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Και τώρα, Λάιτερ, εξήγησε σε παρακαλώ τα βασικά σημεία της προσπάθειας μας ενάντια στον οίκο των Ατρειδών. Θα ήθελα να λειτουργήσεις ως μεντάτ». «Βαρόνε, σ' έχω ήδη προειδοποιήσει να μην εμπιστεύεσαι αυτές τις πληροφορίες σε τόσο νεαρά άτομα. Οι παρατηρήσεις μου...» «Εγώ αποφασίζω», είπε ο βαρόνος. «Είναι διαταγή, μεντάτ. Να εκτελέσεις μια απ' τις διάφορες λειτουργίες σου». «Εντάξει», είπε ο Λάιτερ. Τεντώθηκε παίρνοντας μια παράξενη στάση αξιοπρέπειας. «Σε λίγες μέρες, ολόκληρος ο οίκος του δούκα Λέτο θ' αναχωρήσει μ' ένα σκάφος του Διαστημικού Γκιλντ για τον Αράκις. Το Γκιλντ θα τους μεταφέρει στην πόλη Αρακίν αντί για τη δική μας, την Καρτάγκ. Ο μεντάτ του δούκα, ο Τουφίρ Χαβάτ, έχει σκεφτεί ―πολύ σωστά― ότι η υπεράσπιση του Αρακίν θα είναι πολύ πιο εύκολη». «Άκου προσεχτικά, Φέιντ», έκανε ο βαρόνος. «Πρόκειται για σχέδια επί σχεδίων». Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Επιτέλους, σκέφτηκε, το γέρικο κάθαρμα άρχισε να μου αποκαλύπτει τα μυστικά του. Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι με προορίζει για διάδοχο του. «Υπάρχουν διάφορες πιθανές εξελίξεις», είπε ο Λάιτερ. «θεωρούμε ως δεδομένο ότι ο οίκος των Ατρειδών θα πάει στον Αράκις. Δεν πρέπει, πάντως, να παραβλέψουμε την πιθανότητα ότι ο δούκας συμφώνησε με το Γκιλντ να τον αφήσει σε κάποιο ασφαλές σημείο έξω απ' το Σύστημα. Άλλοι οίκοι, σε παρόμοιες περιστάσεις, αποστάτησαν κι έφυγαν απ' την αυτοκρατορία». «Ο δούκας είναι πολύ περήφανος για να κάνει κάτι τέτοιο», είπε ο βαρόνος. «Κι αυτό είναι πιθανό», παραδέχτηκε ο Λαιτερ. «Πάντως, το αποτέλεσμα για μας θα είναι το ίδιο». «Όχι!» γρύλισε ο βαρόνος. «Θέλω να πεθάνει και να αφανιστεί το σόι του». «Αυτό είναι το πιο πιθανό», είπε ο Λάιτερ. «Ορισμένες προετοιμασίες δείχνουν πότε ένας οίκος ετοιμάζεται ν' αποστατήσει ―κι ο δούκας δεν φαίνεται να επιδιώκει κάτι τέτοιο». «Ωραία», αναστέναξε ο βαρόνος με ανακούφιση. «Συνέχισε». «Αν πάνε στο Αρακίν, ο δούκας κι η οικογένεια του θα μείνουν στο Κυβερνείο, εκεί που κατοικούσε ο κόμης Φένριν και η γυναίκα του». «Πρεσβευτής στους λαθρεμπόρους», χαχάνισε ο βαρόνος. «Τι πράγμα;» έκανε απορημένος ο Φέιντ-Ράουτα. «Ο θείος σου αστειεύεται», είπε ο Λάιτερ. «Λέει τον κόμη Φένριν πρεσβευτή στους λαθρεμπόρους, υπονοώντας ότι η αυτοκρατορία έχει συμφέροντα σ' αυτές τις δραστηριότητες». Ο νεαρός κοίταξε τον θείο του με βλέμμα που φανέρωνε έκπληξη. «Γιατί;» «Μη γίνεσαι χαζός, Φέιντ», φώναξε ο βαρόνος. «Όσο το Γκιλντ παραμένει έξω απ' τον αυτοκρατορικό έλεγχο, δεν γίνεται διαφορετικά. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να κινηθούν οι κατάσκοποι και οι εκτελεστές;» Απ' το στόμα του αγοριού βγήκε ένα ανεπαίσθητο «Ωωω». «Φρόντισα να γίνουν κάποιες μετατροπές στο Κυβερνείο», συνέχισε ο Λάιτερ. «Θα γίνει μια απόπειρα κατά της ζωής του διαδόχου των Ατρειδών ― μια απόπειρα που θα μπορούσε να πετύχει». «Λάιτερ», φώναξε ο βαρόνος, «είπες ότι...» «Είπα ότι μπορούν να συμβούν ατυχήματα», παραδέχτηκε ο άλλος. «Κρίμα που εκείνο το αγόρι έχει τόσο γλυκό κορμί», αναστέναξε ο βαρόνος. «Φυσικά, είναι πολύ πιο επικίνδυνος απ' τον πατέρα του... αφού τον έχει εκπαιδεύσει εκεί-
νη η σκύλα, η μάνα του. Διαβολική γυναίκα! Λοιπόν, για συνέχισε, Λάιτερ». «Ο Χαβάτ θα 'χει σίγουρα μαντέψει ότι υπάρχει κοντά του κάποιος πράκτορας μας. Ο πιο ύποπτος είναι ο δό-κτορ Γιούε, που πραγματικά είναι άνθρωπος μας. Ο Χαβάτ όμως έκανε έρευνες και διαπίστωσε ότι ο δόκτορ έχει αποφοιτήσει απ' τη σχολή Σουκ, με αυτοκρατορική εντολή ― κι επομένως είναι τόσο έμπιστος, που μπορεί να εργαστεί ακόμη και στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Αυτός που έχει την αυτοκρατορική εμπιστοσύνη θεωρείται πάνω από κάθε υποψία και προτιμάει το θάνατο, παρά να προδώσει τα ιδανικά του. Πάντως, "δος μοι πα στω και ταν γαν κινασώ", είπε κάποιος παλιός. Βρήκαμε τον τρόπο να συγκινήσουμε το δόκτορα». «Πώς;» ρώτησε ο Φέιντ-Ράουτα. Το θέμα του φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. «Όλοι ξέρουν πως οι έμπιστοι του αυτοκράτορα δεν εξαγοράζονται». «Άλλη φορά», είπε ο βαρόνος. «Συνέχισε, Λάιτερ». «Για να τραβήξουμε αλλού την προσοχή του Χαβάτ, θα ρίξουμε στο δρόμο του κάποιον άλλο ύποπτο. Η θρασύτητα της θα κινήσει αμέσως το ενδιαφέρον του». «Η θρασύτητα της;» ρώτησε ο νεαρός. «Πρόκειται για τη λαίδη Τζέσικα», είπε ο βαρόνος. «Δεν είναι υπέροχο;» έκανε ο Λάιτερ. «Το μυαλό του Χαβάτ θ' ασχοληθεί τόσο πολύ μ' αυτό το θέμα, που θα εμποδίσει τη λειτουργία του ως μεντάτ. Ίσως μάλιστα επιχειρήσει να τη σκοτώσει». Σταμάτησε για λίγο και μετά συνοφρυώθηκε. «Δεν νομίζω όμως ότι θα τα καταφέρει». «Δεν θα το ήθελες αυτό, έτσι;» ρώτησε ο βαρόνος. «Μη με μπερδεύεις», δυσανασχέτησε ο Λάιτερ. «Όσο ο Χαβάτ θα είναι απασχολημένος με τη λαίδη Τζέσικα, θα προκαλέσουμε φασαρίες σε μερικές πόλεις-φυλάκια που θα κατασταλούν γρήγορα. Αυτό θα κάνει το δούκα να πιστέψει ότι είναι ασφαλής. Όταν όμως έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα στείλουμε σήμα στον Γιούε και θα ξεκινήσουμε με ισχυρές δυνάμεις...» «Συνέχισε, πες του τα όλα», τον παρακίνησε ο βαρόνος. «Θα επιτεθούμε ενισχυμένοι με δυο λεγεώνες Σαρ-νταουκάρ που θα έχουν μεταμφιεστεί σε υπηρετικό προσωπικό των Χαρκόνεν». «Σαρνταουκάρ!» Ο Φέιντ-Ράουτα τα έχασε. Το μυαλό του ταξίδεψε στα τρομερά αυτοκρατορικά στρατεύματα, τους αμείλικτους εκτελεστές, τους φανατικούς υποστηρικτές του αυτοκράτορα παντισάχ. «Βλέπεις πόσο σε εμπιστεύομαι, Φέιντ», είπε ο βαρόνος. «Τίποτα απ' όσα λέμε δεν πρέπει να μαθευτεί από κανέναν άλλο οίκο, διαφορετικά το Λάντσραντ θα ενωθεί ενάντια στον αυτοκράτορα και θα επακολουθήσει χάος». «Το βασικό σημείο», συνέχισε ο Λάιτερ, «είναι το εξής: μια και ο οίκος των Χαρκόνεν χρησιμοποιείται για να κάνει όλες τις βρομοδουλειές της αυτοκρατορίας, έχουμε ένα σοβαρό πλεονέκτημα με το μέρος μας. Είναι, βέβαια, επικίνδυνο, αλλά αν το εκμεταλλευτούμε σωστά, ο οίκος των Χαρκόνεν θα αποκτήσει πλούτο πολύ μεγαλύτερο απ' οποιονδήποτε άλλο οίκο της αυτοκρατορίας». «Δεν φαντάζεσαι για πόσο πλούτο μιλάμε, Φέιντ», πρόσθεσε ο θείος του. «Δεν θα το δεις ούτε στα πιο τρελά όνειρα σου. Πρώτα πρώτα, θ' αποκτήσουμε απόλυτη κυριαρχία στην εταιρία CHOAM». Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ο πλούτος ήταν το παν και η CHOAM ήταν το κλειδί για την απόφαση του. Όλοι οι μεγάλοι οίκοι προσπαθούσαν να χώσουν όσο πιο βαθύτερα γινόταν το χέρι τους μέσα στα χρηματοκιβώτια της. «Ο δούκας Λέτο», είπε ο Λάιτερ, «ίσως προσπαθήσει να βρει καταφύγιο ανάμεσα στους ελάχιστους Φρέμεν που ζουν στις άκρες της ερήμου ή, τουλάχιστον, να στείλει εκεί την οικογένεια του. Ο δρόμος όμως, είναι μπλοκαρισμένος από έναν πράκτορα της Αυτού Μεγαλειότητας. Ίσως να τον θυμάσαι∙ είναι ο Κάινς». «Τον θυμάται», έκανε ανυπόμονα ο βαρόνος. «ΣυνέχιΟ Λάιτερ ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν τα σχέδια μας εξελιχθούν όπως υπολογίζουμε, ο οίκος των Χαρκόνεν θ' αποκτήσει ένα φέουδο πάνω στον Αράκις μέσα σ' ένα χρόνο. Αυτό το φέουδο θ' ανήκει στο θείο σου, που θα εγκαταστήσει εκεί τον προσωπικό του πράκτορα». «Κι άλλα κέρδη δηλαδή», σχολίασε ο Φέιντ-Ράουτα. «Ακριβώς», συμφώνησε ο βαρόνος. Στο κάτω κάτω, ειναι δίκαιο, σκέφτηκε. Εμείς υποτάξαμε τον Αράκις... εκτός από μερικούς μιγάδες Φρέμεν που κρύβονται στις παρυφές της ερήμου... και μερικούς λαθρεμπόρους που δεν ξεκολλάνε απ' τον πλανήτη με τίποτα. «Και οι μεγάλοι οίκοι θα πληροφορηθούν ότι ο βαρόνος κατέστρεψε τους Ατρείδες», είπε ο Λάιτερ. «Ναι, θα το πληροφορηθούν», επανέλαβε ο βαρόνος.
«Το πιο νόστιμο απ' όλα είναι ότι θα το μάθει και ο ίδιος ο δούκας. Το ξέρει ήδη. Διαισθάνεται την παγίδα». «Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο βαρόνος με κάποια θλίψη στη φωνή. «Δεν μπορεί να το μάθει... Κι είναι κρίμα». Ύστερα μετακινήθηκε πίσω απ' τη σφαίρα που απεικόνιζε τον Αράκις. Βγαίνοντας απ' τη σκιά, η σιλουέτα του φάνηκε καθαρά. Ήταν απίστευτα παχύς και ογκώδης. Ορισμένες προεξοχές κάτω απ' τις πτυχές της σκουρόχρωμης ρόμπας του, αποκάλυπταν ότι ένα μέρος του πάχους του υποστηριζόταν από φορητούς μετεωρήτες που ήταν στερεωμένοι πάνω στο σώμα του. Πρέπει να ζύγιζε πάνω από διακόσια κιλά, τα πόδια του όμως, δεν φαίνονταν ικανά να αντέξουν περισσότερο από πενήντα. «Πείνασα», φώναξε ο βαρόνος σκουπίζοντας τα παχιά του χείλη με το χέρι. Κατόπιν κοίταξε τον Φέιντ-Ράουτα με μάτια που ήταν χωμένα μέσα στο λίπος. «Πες να μας σερβίρουν. Πρέπει να φάμε πριν αποσυρθούμε». Και είπε ο άγιος Λλάια του Μαχαιριού: «ΗΣεβασμιότατη Μητέρα θα συνδυάσει τη δελεαστική πανουργία μιας εταίρας με το υπέροχο μεγαλείο μιας παρθένας θεάς και θα διατηρήσει αυτές τις ιδιότητες όσο παραμένει νέα. Όταν νιάτα και ομορφιά χαθούν, θα διαπιστώσει ότι έχει μεταβληθεί σε πηγή ραδιουργίας και σκευωριών». Από το «Μουαντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. «Λοιπόν, Τζέσικα, τι έχεις να πεις;» ρώτησε η Σεβασμιότατη Μητέρα. Ήταν η ημέρα της δοκιμασίας του Πολ στο Κάστρο του Καλαντάν. Κόντευε να νυχτώσει. Οι δυο γυναίκες ήταν μόνες στο δωμάτιο της Τζέσικα, ενώ ο Πολ περίμενε δίπλα, στην Αίθουσα των Διαλογισμών. Η Τζέσικα ήταν όρθια μπροστά στα παράθυρα που έβλεπαν προς το νότο. Κοίταζε έξω, αλλά δεν έβλεπε τα χρώματα του σούρουπου πάνω στα λιβάδια και στο ποτάμι. Ακουσε την ερώτηση της Σεβασμιότατης Μητέρας, αλλά δεν κατάλαβε. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια είχε γίνει άλλη μια τέτοια δοκιμασία. Ένα λεπτό κορίτσι με μαλλιά στο χρώμα του μπρούντζου και κορμί ταλαιπωρημένο απ' τους άνεμους της εφηβείας, είχε μπει στο γραφείο της Σεβασμιότατης Μητέρας Γκάιους Χέλεν Μοχάιαμ. Η Τζέσικα, Ανώτερος Επόπτης της σχολής Μπένε Γκεσερίτ στον Γουόλακ IX, κοίταξε το δεξί της χέρι κι έσφιξε ασυναίσθητα τα δάχτυλα, καθώς θυμήθηκε τον πόνο, τη φρίκη και την οργή. «Καημένε Πολ», ψιθύρισε. «Κάτι σε ρώτησα, Τζέσικα!» Η φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας ήταν κοφτή και επιτακτική. «Πώς; Α, ναι...» Η Τζέσικα ξαναγύρισε απότομα στο παρόν και κοίταξε τη Σεβασμιότατη Μητέρα που στεκόταν με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο, ανάμεσα στα δυο δυτικά παράθυρα. «Τι θέλετε να σας πω;» «Τι θέλετε να σας πω; Τι θέλετε να σας πω;» ειρωνεύτηκε η άλλη. «Εντάξει! Έκανα γιο!» φούντωσε η Τζέσικα. Ήξερε ότι η ηλικιωμένη γυναίκα την προκαλούσε σκόπιμα. «Είχες εντολές να κάνεις μόνο κόρες για τους Ατρείδες». «Κατάλαβα ότι εκείνος ήθελε πολύ ένα γιο». «Και η αλαζονεία σου σ' έκανε να σκεφτείς ότι θα μπορούσες να του δώσεις τον Κβισάτς Χαντεράς». Η Τζέσικα ανασήκωσε το πιγούνι της. «Ήταν πιθανό». «Σκέφτηκες μόνο την επιθυμία του δούκα ν' αποκτήσει γιο», φώναξε η Μητέρα. «Οι επιθυμίες του, όμως, μπέρδευαν τα πράγματα χειρότερα. Μια κόρη Ατρειδών θα μπορούσε να παντρευτεί ένα διάδοχο των Χαρκόνεν κι έτσι θα γεφυρωνόταν το χάσμα μεταξύ τους. Τώρα η κατάσταση χειροτέρεψε. Ίσως χάθηκε κάθε ελπίδα». «Θεωρείτε τον εαυτό σας αλάνθαστο;» έκανε η Τζέσικα αντιμετωπίζοντας με θάρρος το ψυχρό βλέμμα της άλλης. Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή. «Ότι έγινε, έγινε», μουρμούρισε τελικά. «Ποτέ δεν μετάνιωσα γι' αυτό που έκανα», είπε η Τζέσικα. «Τι ωραία!» αντέδρασε η Σεβασμιότατη Μητέρα. «Δεν σε νοιάζει τίποτα. Για να δούμε όμως τι θα κάνεις όταν βρεθείς επικηρυγμένη κι όλοι θα θέλουν το κεφάλι σου και το κεφάλι του γιου σου». Η Τζέσικα πάγωσε. «Δεν υπάρχει άλλη λύση;» «Άλλη λύση; Μια Μπένε Γκεσερίτ δεν θα 'πρεπε να κάνει μια τέτοια ερώτηση». «Ρώτησα μόνο τι βλέπετε στο μέλλον με τις εξαιρετικές σας ικανότητες». «Βλέπω στο μέλλον αυτό που είδα και στο παρελθόν. Ξέρεις καλά την κατάσταση μας, Τζέσικα. Η φυλή μας γνωρίζει ότι είμαστε θνητοί και φοβάται την υπογεννητικότητα της. Η αυτοκρατορία, η εταιρία CHOAM και όλοι οι μεγάλοι οίκοι δεν είναι τίποτα παραπάνω από κομμάτια ναυαγίων μέσα στο δρόμο του αίματος».
«Η CHOAM», μουρμούρισε η γυναίκα. «Υποθέτω ότι έχουν ήδη αποφασίσει πώς θα διαμοιράσουν τα πλούτη του Αράκις». «Η CHOAM είναι ένας ανεμοδείκτης της εποχής μας», είπε η Σεβασμιότατη Μητέρα. «Ο αυτοκράτορας και οι φίλοι του έχουν το πενήντα εννέα, κόμμα, εξήντα πέντε στα εκατό των διευθυντικών ψήφων της εταιρίας. Αναμφισβήτητα, έχουν αντιληφθεί τις δυνατότητες κέρδους, κι έτσι η δύναμη τους θα αυξηθεί. Αυτή είναι η βάση της ιστορίας». «Κι αυτό ακριβώς είναι εκείνο που χρειάζομαι τώρα», είπε η Τζέσικα. «Μια επανεξέταση της ιστορίας». «Μη γίνεσαι αστεία. Ξέρεις τόσο καλά όσο κι εγώ τι δυνάμεις μας περιβάλλουν. Έχουμε έναν τρισυπόστατο πολιτισμό: τον αυτοκρατορικό οίκο, τους συνασπισμένους μεγάλους οίκους του Λάντσραντ κι ανάμεσα τους το Γκιλντ με το καταραμένο του μονοπώλιο των ενδοαστρι-κών μεταφορών. Στην πολιτική, το τρίποδο είναι η πιο ασταθής κατασκευή». «Κομμάτια ναυαγίων μέσα στο δρόμο του αίματος», είπε με πίκρα η Τζέσικα. «Κι αυτό το κομμάτι εδώ είναι ο δούκας Λέτο, εκείνο εκεί είναι ο γιος του, το άλλο παραπέρα είναι...» «Πάψε. Τα αποδέχτηκες όλα ξέροντας ότι θα περπατούσες συνεχώς πάνω σ' ένα τεντωμένο σκοινί». «Είμαι μια Μπένε Γκεσερίτ: υπάρχω μόνο για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου», απάγγειλε η Τζέσικα. «Ακριβώς», συμφώνησε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Και το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε τώρα είναι να εμποδίσουμε την εξάπλωση της πυρκαγιάς, για να γλιτώσουμε όσα περισσότερα είναι δυνατό». Η Τζέσικα έκλεισε τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να κυλήσουν στα μάγουλα της. Πάλεψε για να καταπνίξει την εσωτερική της ταραχή, το τρεμούλιασμα του κορμιού της, την ακανόνιστη αναπνοή, τον ακατάστατο σφυγμό και το ίδρωμα των χεριών της. «Θα πληρώσω για το λάθος μου», είπε τελικά. «Και μαζί σου θα πληρώσει κι ο γιος σου». «Θα τον προστατέψω με όλες μου τις δυνάμεις». «Θα τον προστατέψεις!» φώναξε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό! Αν το παρακάνεις, Τζέσικα, δεν θα γίνει ποτέ ικανός να εκπληρώσει τον προορισμό του». Η Τζέσικα γύρισε και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. «Είναι λοιπόν τόσο φρικτός ο Αράκις». «Ναι, είναι φρικτός∙ όχι όμως τόσο πολύ όσο πιστεύεις. Η Μισιονάρια Προτεκτίβα που βρίσκεται εκεί κατάφερε να τον βελτιώσει κάπως». Η Σεβασμιότατη Μητέρα σηκώθηκε όρθια και ίσιωσε μια πτυχή της ρόμπας της. «Φώναξε το αγόρι. Πρέπει να φύγω σύντομα». «Όχι, μη φύγετε ακόμη». Η φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας έγινε τρυφερή. «Τζέσικα, παιδί μου, μακάρι να μπορούσα να πάρω τη θέση σου. Καθένας όμως από μας πρέπει ν' ακολουθήσει το δρόμο του». «Καταλαβαίνω». «Σ' αγαπώ όσο και τις κόρες μου, αλλά το καθήκον είναι καθήκον». «Ναι, καταλαβαίνω... την αναγκαιότητα». «Ξέρουμε κι οι δυο τι έκανες, Τζέσικα ― και γιατί το έκανες. Πρέπει όμως να σου πω ότι υπάρχουν πολύ λίγες πιθανότητες να είναι ο γιος σου η ενσάρκωση του Μπένε Γκεσερίτ. Γι' αυτό, μην ελπίζεις πολύ». Εκείνη σκούπισε τα δάκρυα που είχαν φτάσει στις άκρες των ματιών της, με μια οργισμένη κίνηση. «Με κάνετε να νιώθω πάλι σαν ένα μικρό κοριτσάκι που πρέπει ν' αποστηθίσει το μάθημα του». Το κορμί της τρανταζόταν από σιωπηλούς λυγμούς. «Είμαι τόσο μόνη», είπε χαμηλόφωνα. «Οι άνθρωποι είναι σχεδόν πάντα μόνοι», απάντησε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Τώρα, να φωνάξεις το παιδί. Είχε μια τρομερά δύσκολη μέρα, πρέπει όμως να του κάνω μερικές ερωτήσεις σχετικά με τα όνειρα του». Η Τζέσικα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. «Πολ, έλα μέσα, σε παρακαλώ». Το αγόρι εμφανίστηκε βαδίζοντας επίτηδες αργά. Κοίταξε τη μητέρα του σαν να μην την αναγνώριζε, το βλέμμα του όμως ήταν γεμάτο επιφυλακτικότητα καθώς παρατηρούσε τη Σεβασμιότατη Μητέρα. Αυτή τη φορά, πάντως, τη χαιρέτησε σαν ίσος προς ίσο, μ' ένα απλό κούνημα του κεφαλιού. Πίσω του άκουσε τη μητέρα του να κλείνει την πόρτα. «Νεαρέ», έκανε η ηλικιωμένη γυναίκα, «ας ξαναμιλήσουμε για τα όνειρα σου». «Τι θέλεις να μάθεις;» «Ονειρεύεσαι κάθε βράδυ;» «Όχι σημαντικά πράγματα. Θυμάμαι όλα τα όνειρα∙ ορισμένα, όμως, έχουν σημασία και ορισμένα όχι». «Πώς ξέρεις τη διαφορά;» «Την ξέρω».
Η ηλικιωμένη γυναίκα έριξε μια ματιά στην Τζέσικα και μετά έστρεψε πάλι την προσοχή της στο αγόρι. «Τι ονειρεύτηκες χτες; Ήταν σημαντικό;» «Ναι», απάντησε ο Πολ. «Είδα μια σπηλιά... και νερό... κι ένα κοκαλιάρικο κορίτσι με μεγάλα μάτια, γαλάζια ― χωρίς καθόλου ασπράδι. Της μίλησα για σένα∙ της είπα ότι είδα τη Σεβασμιότατη Μητέρα στον Καλαντάν». Άνοιξε τα μάτια του. «Κι αυτό που είπες στο κορίτσι για μένα, πραγματοποιήθηκε σήμερα;» Ο Πολ έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Ναι. Είπα στο κο-| ρίτσι ότι ήρθες κι έβαλες πάνω μου μια παράξενη σφραγίδα». «Μια παράξενη σφραγίδα», επανέλαβε η ηλικιωμένη γυναίκα και ξανακοίταξε την Τζέσικα. Ύστερα γύρισε πάλι στον Πολ. «Πες μου την αλήθεια∙ βλέπεις συχνά όνειρα που πραγματοποιούνται ακριβώς όπως τα είδες;» «Ναι. Έχω μάλιστα ξαναδεί αυτό το κορίτσι». «Την ξέρεις;» «Θα μάθω γι' αυτήν». «Μίλησε μου για το κορίτσι». Ο Πολ έκλεισε πάλι τα μάτια του. «Βρισκόμαστε σ' ένα μέρος που καλύπτεται από βράχους. Έχει σχεδόν νυχτώσει, αλλά κάνει ζέστη και μπορώ να διακρίνω τμήματα άμμου μέσα από ένα άνοιγμα των βράχων. Είμαστε... περιμένουμε κάτι... πρόκειται να συναντήσω μερικούς ανθρώπους. Εκείνη είναι φοβισμένη, αλλά προσπαθεί να μου το κρύψει∙ εγώ έχω υπερένταση. Ξαφνικά μου λέει: Μίλησε μου για τα νερά του κόσμου σου, Γιουσούλ"». Ο Πολ άνοιξε τα μάτια του. «Δεν είναι παράξενο; Κόσμος μου είναι ο Καλαντάν. Δεν ξέρω κανέναν πλανήτη με το όνομα Γιουσούλ». «Είδες τίποτα άλλο;» τον παρακίνησε η Τζέσικα. «Ναι. Ίσως, βέβαια, η κοπέλα να αποκαλούσε εμένα Γιουσούλ», είπε ο Πολ ξανακλείνοντας τα μάτια του. «Μου ζήτησε να της μιλήσω για τα νερά και να της κρατήσω το χέρι. Εγώ απάντησα ότι θα της απαγγείλω ένα ποίημα∙ και της το απάγγειλα, μόνο που χρειάστηκε να της εξηγήσω ορισμένες λέξεις ― όπως παραλία, κύματα, φύκια και γλάρος». «Ποιο ήταν αυτό το ποίημα;» ρώτησε η Σεβασμιότατη Μητέρα. Ο Πολ άνοιξε τα μάτια του. «Είναι ένα του Γκέρνι Χάλεκ, για τον παλιό καιρό». Πίσω απ ∙ το γιο της, η Τζέσικα άρχισε να απαγγέλει: «Θυμάμαι τον καπνό μιας φωτιάς στην παραλία και τις σκιές κάτω απ' τα πεύκα― γερά, καθαρά... σίγουρα. Γλάρους κουρνιασμένους στην ξηρά, λευκές κηλίδες πάνω στο πράσινο χορτάρι... Και τον αέρα να σφυρίζει μέσα στα δέντρα κουνώντας πέρα δώθε τα κλαδιά τους. Οι γλάροι ανοίγουν τις φτερούγες τους και πετάνε ψηλά γεμίζοντας τον ουρανό με τις κραυγές τους. Ακούω τον άνεμο που σαρώνει την παραλία μας και τα κύματα που σπάνε στην ακτή. Βλέπω ότι η φωτιά μας έχει καψαλίσει τα φύκια πάνω στην άμμο». «Αυτό είναι», επιβεβαίωσε ο Πολ. Η ηλικιωμένη γυναίκα τον κοίταξε κατάματα. «Νεαρέ, ως Ελεγκτής του Μπένε Γκεσερίτ, αναζητώ τον Κβισάτς Χαντεράς, τον άντρα που μπορεί να μας συμπαρασταθεί. Η μητέρα σου βλέπει σ' εσένα αυτή την πιθανότητα, αλλά σε κοιτάζει με τα μάτια μιας μητέρας. Την ίδια πιθανότητα βλέπω κι εγώ, τίποτα όμως περισσότερο». Σώπασε για λίγο κι ο Πολ αντιλήφθηκε ότι περίμενε κάποια απάντηση του. Αντί να μιλήσει, όμως, περίμενε κι αυτός με τη σειρά του. «Όπως θέλεις, λοιπόν», είπε τελικά η γυναίκα. «Βλέπω ότι είσαι σοβαρός κι αυτό το εκτιμώ». «Μπορώ να φύγω τώρα;» ρώτησε ο Πολ. «Δεν θέλεις Vs ακούσεις τι έχει να σου πει η Σεβασμιότατη Μητέρα για τον Κβισάτς Χαντεράς;» μπήκε στη μέση η Τζέσικα. «Με πληροφόρησε ότι όσοι το επιχείρησαν, πέθαναν». «Μπορώ όμως να σου δώσω κάποιες νύξεις για την αποτυχία τους». Νύξεις, σκέφτηκε ο Πολ. Δεν ξέρει, δηλαδή, τίποτα. «Ακούω». Εκείνη χαμογέλασε, κάνοντας τις ρυτίδες της να φανούν πιο έντονες. «Πολύ καλά: "Είναι εκείνος που υπακούει στους κανόνες"».
∙
Ο Πολ την κοίταξε εμβρόντητος∙ του μιλούσε για βασικά, σχεδόν αυτονόητα, πράγματα. Φανταζόταν ότι η μητέρα
του δεν του είχε μάθει τίποτα; «Είναι νύξη αυτό;» ρώτησε. «Δεν ήρθαμε εδώ για ν' αλλάξουμε λόγια ή να ερμηνεύσουμε το νόημα τους», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Η ιτιά λυγίζει κάτω απ' το φύσημα του ανέμου, αλλά περιμένει τη μέρα που θα φυτρώσουν κι άλλες γύρω της ― και τότε όλες μαζί σχηματίζουν ένα τείχος. Αυτός είναι ο αντικειμενικός της σκοπός».
Ο Πολ την κοίταξε κατάματα, νιώθοντας να τον κυριεύει η οργή∙ ήταν μια ανόητη, μεγαλόστομη γριά. «Πιστεύεις ότι μπορεί να είμαι ο Κβισάτς Χαντεράς», είπε. «Μιλάς για μένα, δεν είπες όμως τι πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε τον πατέρα μου. Φέρεσαι σαν να τον θεωρείς νεκρό. Ε, λοιπόν, δεν είναι!» «Αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσαμε να κάνουμε για λογαριασμό του, θα το είχαμε κάνει», γρύλισε εκείνη. «Ίσως καταφέρουμε να σώσουμε εσένα. Είναι αμφίβολο αλλά πιθανό. Για τον πατέρα σου όμως δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Όταν καταφέρεις ν' αποδεχτείς αυτό το γε γονός, τότε θα έχεις μάθει ένα πραγματικό μάθημα του Μπένε Γκεσερίτ». Ο Πολ είδε ότι η μητέρα του είχε ταραχτεί. Κοίταξ θυμωμένος την ηλικιωμένη γυναίκα. Πώς μπορούσε να μιλάει έτσι για τον πατέρα του; Τι ήταν αυτό που της έδινε τέτοια βεβαιότητα; Ήταν έξω φρενών. Η Σεβασμιότατη Μητέρα κοίταξε την Τζέσικα. «Τον έχεις μάθει να σκέφτεται∙ το βλέπω καθαρά. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ στη θέση σου κι ας πάνε στο διάβολο οι κανονισμοί». Η Τζέσικα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Σε προειδοποιώ όμως τώρα ότι πρέπει ν' αγνοήσεις τον κανονικό τρόπο εκπαίδευσης. Για την ασφάλεια του, πρέπει να μάθει τη χρήση της Φωνής. Έχει αρχίσει καλά, ξέρουμε όμως και οι δύο πόσα περισσότερα χρειάζεται... και μάλιστα με κάθε θυσία». Πλησίασε στον Πολ και τον κοίταξε προσεκτικά. «Γεια σου, νεαρέ. Ελπίζω να τα καταφέρεις. Ακόμα όμως κι αν δεν γίνει έτσι, εμείς θα πετύχουμε». Ξανακοίταξε την Τζέσικα κι ανάμεσα τους φάνηκε να περνάει ένα κύμα κατανόησης. Ύστερα βγήκε απ' το δωμάτιο, ενώ η ρόμπα ανέμιζε πίσω της. Η Τζέσικα όμως είχε αντιληφθεί, την τελευταία στιγμή, κάτι που γυάλιζε στα μάγουλα της Σεβασμιότατης Μητέρας: δάκρυα. Είναι γνωστό ότι ο Μοναντίμπ δεν είχε φίλους της ηλικίας τον στον Καλαντάν. Αντό θα ήταν πολύ επι-κίνδννο. Είχε όμως εξαίρετονς δασκάλονς. Υπήρχε ο Γκέρνι Χάλεκ, ο τροβαδούρος-πολεμιστής, πον ίσως θνμάστε κάποια απ' τα τραγούδια τον. Υπήρχε ο Τον-φίρ Χαβάτ, ο μεντάτ Κύριος των Εκτελεστών, πον έκανε ακόμη και τον αντοκράτορα παντισάχ να νιώθει φόβο μπροστά τον. Υπήρχαν ακόμη: ο Ντάνκαν Αι-νταχο, ο Οπλοδιδάσκαλος τον οίκον Γκινάζ' ο δόκτορ Γονέλινγκτον Γιούε, σκληρός και με απειράριθμες γνώσεις- η λαίδη Τζέσικα, πον μάθαινε στο γιο της τις Μεθόδονς τον Μπένε Γκεσερίτ και ―φνσικά― ο δούκας Λέτο, για τον οποίο ελάχιστα ήταν γνωστά επί πολύ χρόνο. Από την «Παιδική Ηλικία του Μοναντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. Ο Τουφίρ Χαβάτ γλίστρησε αθόρυβα μέσα στην αίθουσα εκπαίδευσης του Κάστρου Καλαντάν κλείνοντας πίσω του ήρεμα την πόρτα. Στάθηκε για λίγο εκεί, νιώθοντας γέρος και κουρασμένος. Το παλιό του τραύμα στο πόδι, που το είχε αποκτήσει πολεμώντας στην υπηρεσία του πρώτου δούκα, είχε αρχίσει να τον πονάει δυνατά. Τρεις δούκες μέχρι τώρα, σκέφτηκε. Κοίταξε στο βάθος της μεγάλης αίθουσας που φωτιζόταν απ' την οροφή. Το αγόρι ήταν καθισμένο σ' ένα γραφείο με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα και μελετούσε χάρτες και έγγραφα που ήταν απλωμένα μπροστά του. Πόσες φορές πρέπει να πω σ' αυτό το παιδί ότι δεν πρέπει να κάθεται με την πλάτη προς την είσοδο; Ξερόβηξε με διακριτικότητα. Ο Πολ δεν σήκωσε το κεφάλι του. Ο Χαβάτ ξερόβηξε για δεύτερη φορά. Το αγόρι τεντώθηκε, χωρίς να γυρίσει. «Ξέρω, ξέρω. Κάθομαι με την πλάτη στην πόρτα». Ο Χαβάτ έπνιξε ένα χαμόγελο και προχώρησε μέσα. Ο Πολ κοίταξε τον γκριζομάλλη άντρα που ήρθε και στάθηκε στην άκρη του τραπεζιού. Τα μάτια του Χαβάτ ήταν δυο λίμνες ετοιμότητας πάνω στο σοβαρό και ρυτιδωμένο του πρόσωπο. «Σε άκουσα που περπατούσες στο χολ», είπε το αγόρι. «Σε άκουσα επίσης ν' ανοίγεις την πόρτα». «Θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος». «Θα το καταλάβαινα. Εσένα σε ξεχωρίζω». Ίσως να 'χει δίκιο, σκέφτηκε ο Χαβάτ. Εκείνη η διαβολεμένη η μητέρα του τον έχει εκπαιδεύσει τέλεια. Λ ναρωτιέμαι τι να λέει γι' αυτό η Σχολή της. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που έστειλαν εδώ τη γριά Επόπτρια ― για να βάλει σε τάξη τη λαίδη Τζέσικα. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε, κοιτάζοντας προς την πόρτα. Κατόπιν βολεύτηκε πιο αναπαυτικά και κοίταξε την αίθουσα γύρω του. Του φάνηκε κάπως παράξενη τώρα που τα πιο πολλά αντικείμενα είχαν ήδη σταλεί για τον Αράκις. Είμαστε έτοιμοι, λοιπόν, συλλογίστηκε. «Τι σκέφτεσαι, Τουφίρ;» ρώτησε ο Πολ. Ο άντρας τον κοίταξε στα μάτια. «Ότι σε λίγο θα φύγουμε και ίσως να μην ξαναγυρίσουμε σ1 αυτό το μέρος ποτέ».
«Σε στενοχωρεί αυτό;» «Σαχλαμάρες! Στενοχωριέται κανείς μόνο όταν αποχωρίζεται τους φίλους του. Ο τόπος είναι, απλώς, τόπος». Κοίταξε τους χάρτες πάνω στο γραφείο. «Κι ο Αράκις δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας καινούργιος τόπος». «Σ' έστειλε ο πατέρας μου για να με δοκιμάσεις;» Ο Χαβάτ συνοφρυώθηκε∙ το αγόρι ήταν πολύ παρατηρητικό. Κούνησε το κεφάλι του. «Θα ήταν ασφαλώς καλύτερα αν ερχόταν ο ίδιος, αλλά ξέρεις πόσο απασχολημένος είναι. Θα τον δούμε αργότερα». «Μελετούσα τις θύελλες του Αράκις. Φαίνονται επικίνδυνες». «Η έκφραση επικίνδυνες είναι πολύ επιεικής. Αυτές οι θύελλες απλώνονται σε εκτάσεις έξι ή εφτά χιλιάδων χιλιομέτρων και εκμεταλλεύονται την παραμικρή ώθηση που μπορεί να τους δοθεί από τις δυνάμεις Κοριόλις, από άλλες θύελλες, ή απ' οποιοδήποτε ενεργειακό πεδίο. Κινούνται με ταχύτητα επτακοσίων χιλιομέτρων την ώρα και παρασύρουν τα πάντα μαζί τους ―άμμο, σκόνη και διάφορα άλλα αντικείμενα. Μπορούν να ξεγυμνώσουν ένα κόκαλο απ' τις σάρκες, ή να μετατρέψουν ένα γυμνό κόκαλο σε σκόνη». «Γιατί δεν εφαρμόζουν έλεγχο καιρικών συνθηκών;» «Ο Αράκις έχει ιδιάζοντα προβλήματα και το κόστος εγκατάστασης-συντήρήσης είναι μεγάλο. Το Γκιλντ ζητάει τεράστια αμοιβή για την εγκατάσταση δορυφορικού ελέγχου κι ο οίκος του πατέρα σου δεν είναι ιδιαίτερα πλούσιος∙ το ξέρεις αυτό». «Είδες τους Φρέμεν;» Το μυαλό του είναι ξυράφι, σκέφτηκε ο Χαβάτ. «Καλύτερα να μην τους έβλεπα», απάντησε. «Βρομοκο-πάνε τόσο, που δεν μπορείς να τους πλησιάσεις. Φταίνε τα ρούχα τους∙ είναι ειδικά κατασκευασμένα για να ανακυκλώνουν τα υγρά του σώματος τους». Ο Πολ ξεροκατάπιε, νιώθοντας το στόμα του ξερό, καθώς θυμήθηκε ένα όνειρο όπου διψούσε. «Το νερό είναι πολύτιμο εκεί», είπε. Ο Χαβάτ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ίσως πρέπει να του μιλήσω για τις δυσκολίες που παρουσιάζει αυτός ο πλανήτης. Θα ήταν τρέλα να πάμε εκεί χωρίς να έχουμε προετοιμαστεί. Ο Πολ κοίταξε έξω και διαπίστωσε ότι είχε αρχίσει να βρέχει. «Θα μάθεις τη σπουδαιότητα του νερού σύντομα. Δεν θα σου λείψει μια κι είσαι γιος του δούκα, θα δεις όμως τις συνέπειες της δίψας γύρω σου». Το αγόρι σάλιωσε τα χείλη του καθώς θυμήθηκε το μαρτύριο που είχε υποστεί από τη Σεβασμιότατη Μητέρα πριν από μια βδομάδα. Το ίδιο είχε πει κι εκείνη. «Θα γνωρίσεις τις κοιλάδες του θανάτου», είχε πει η ηλικιωμένη γυναίκα, «τις τρομερές ερημιές και τις αχανείς εκτάσεις όπου υπάρχει μόνο το καρύκευμα και τα σκουλήκια της άμμου. Θα σε τυραννήσει ο ήλιος κι ο άνεμος, καθώς θα περιπλανιέσαι πάνω στην ξερή γη χωρίς κανένα μεταφορικό μέσο στη διάθεση σου». Όμως ο Πολ είχε προσέξει περισσότερο τον τόνο της φωνής της κι όχι το νόημα των λόγων της. «Όταν θα πας με το καλό στον Αράκις», του είχε πει η γυναίκα, «θα συναντήσεις μόνο άγονες περιοχές. Τα φεγγάρια του θα είναι φίλοι, ο ήλιος όμως εχθρός σου». Ο Πολ είχε νιώσει, χωρίς να τη δει, ότι η μητέρα του είχε φύγει απ' την πόρτα κι είχε έρθει να σταθεί δίπλα του. Ύστερα η Τζέσικα είχε κοιτάξει την ηλικιωμένη γυναίκα. «Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, Σεβασμιότατη;» ρώτησε. «Για τον πατέρα, όχι». Κούνησε το χέρι της για να κάνει την Τζέσικα να σωπάσει κι έστρεψε την προσοχή της στο αγόρι. «Να θυμάσαι πάντα, νεαρέ, ότι ένας κόσμος βασίζεται σε τέσσερα πράγματα...» Σήκωσε το γέρικο χέρι της με τέσσερα δάχτυλα ανοιχτά. «Τη γνώση των σοφών, τη δικαιοσύνη των ισχυρών, τις προσευχές των ευσεβών και την ανδρεία των γενναίων. Όλα όμως αυτά δεν είναι τίποτα...» Έκλεισε τα δάχτυλα της σε μια γροθιά, «... χωρίς έναν ηγέτη που ξέρει την τέχνη να κυβερνά. Αυτό να το 'χεις πάντα στη σκέψη σου». Από τότε είχε περάσει μια βδομάδα και μόλις τώρα είχαν αρχίσει τα λόγια της να γίνονται κατανοητά. Ο Πολ ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα πανικού. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον συνοφρυωμένο μεντάτ. «Πού ταξιδεύεις πάλι;» ρώτησε ο Χαβάτ. «Έχεις γνωρίσει τη Σεβασμιότατη Μητέρα;» «Εκείνη τη σκύλα από την αυτοκρατορία;» Το βλέμμα του Χαβάτ φάνηκε να ζωηρεύει. «Ναι, την έχω γνωρίσει». «Είπε ότι...» Ο Πολ δίστασε, μη θέλοντας να μιλήσει για τη δοκιμασία. «Ναι; Τι είπε;»
Το αγόρι πήρε δυο βαθιές ανάσες. «Είπε ένα πράγμα». Έκλεισε τα μάτια για να θυμηθεί τις λέξεις∙ όταν μίλησε, η φωνή του είχε περίπου τον ίδιο τόνο με τη φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας/«"Εσύ, Πολ Ατρείδη, απόγονε βασιλέων, γιε ενός δούκα, εσύ πρέπει να μάθεις να κυβερνάς. Αυτό είναι κάτι που δεν κατάφερε κανένας απ' τους προγόνους σου"». Ύστερα άνοιξε τα μάτια του. «Τα λόγια αυτά», συνέχισε, «με εκνεύρισαν και της υπενθύμισα ότι ο πατέρας μου κυβερνάει έναν ολόκληρο πλανήτη. Εκείνη απάντησε ότι σύντομα θα χάσει την εξουσία του εκεί. "Ναι, γιατί θα πάει σε κάποιον πλουσιότερο πλανήτη", της είπα. "Θα τον χάσει κι αυτόν", ήταν η απάντηση της. Ένιωσα αμέσως μια ασυγκράτητη επιθυμία να τρέξω να τον ειδοποιήσω, αλλά εκείνη παρατήρησε ότι ο πατέρας μου τα είχε ήδη πληροφορηθεί όλα ― από σένα, απ' την ίδια κι από μερικούς άλλους». «Σωστά», μουρμούρισε ο Χαβάτ. «Τότε λοιπόν, γιατί πάμε εκεί;» ρώτησε ο Πολ. «Γιατί μας διέταξε ο αυτοκράτορας. Κι ακόμα, γιατί υπάρχουν ελπίδες ― παρά τα όσα είπε εκείνη η σκύλα. Τι άλλο έμαθες;» Ο Πολ κοίταξε το δεξί του χέρι, που η γροθιά του ήταν σφιγμένη κάτω απ' το τραπέζι. Αργά, άφησε τα νεύρα του να χαλαρώσουν. «Με ρώτησε πώς εννοώ τον όρο "κυβερνώ". Κι εγώ της απάντησα ότι σημαίνει να διατάζω. Τότε μου είπε ότι πρέπει να ξεμάθω ορισμένα πράγματα». Έχει δίκιο, σκέφτηκε ο Χαβάτ κουνώντας το κεφάλι του. Δεν είπε τίποτα όμως, περιμένοντας να συνεχίσει ο νεαρός. «Είπε ότι ο κυβερνήτης πρέπει να μάθει να πείθει κι όχι να εξαναγκάζει∙ κι ακόμα, να είναι ικανός να προσελκύει κοντά του τους καλύτερους άντρες». «Και πώς νομίζει ότι ο πατέρας σου έφερε στο πλευρό του ανθρώπους σαν τον Ντάνκαν και τον Γκέρνι;» ρώτησε ο Χαβάτ. Ο Πολ σήκωσε τους ώμους. «Ύστερα είπε ότι ο καλός κυβερνήτης πρέπει να μαθαίνει τη γλώσσα του κόσμου του, που κάθε φορά είναι διαφορετική. Εγώ σκέφτηκα ότι εννοούσε την Γκαλάς του Αράκις, εκείνη όμως πρόσθεσε ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Είπε ότι εννοούσε τη γλώσσα των βράχων και των φυτών, τη γλώσσα που δεν ακούς μόνο με τ' αφτιά σου. Τότε της απάντησα ότι αυτό ο δόκτορ Γιούε το ονομάζει Μυστήριο της Ζωής». Ο Χαβάτ κάγχασε. «Πώς της φάνηκε αυτό;» «Έγινε έξω φρενών. Είπε ότι το μυστήριο της ζωής δεν είναι πρόβλημα για λύση, αλλά μια πραγματικότητα γεμάτη εμπειρίες. Τότε της θύμισα τον Πρώτο Νόμο των Μεντάτ: "Μια διαδικασία δεν γίνεται κατανοητή αν τη σταματήσουμε. Η κατανόηση πρέπει να κινείται παράλληλα με τη διαδικασία και να βρίσκεται σε στενή σχέση μαζί της". Αυτό φάνηκε να την ικανοποιεί». Δείχνει ότι το έχει ξεπεράσει, σκέφτηκε ο Χαβάτ, σίγουρα όμως τον τρόμαξε αρκετά η γριά σκύλα. Γιατί άραγε το 'κανε αυτό; «Τουφίρ», ρώτησε ο Πολ, «είναι ο Αράκις τόσο άσχη-μος όσο μου τον παράστησε;» «Τίποτα δεν μπορεί να είναι τόσο άσχημο», απάντησε ο Χαβάτ μ' ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Πάρε για παράδειγμα τους Φρέμεν, τους αποστάτες της ερήμου. Από τις αναλύσεις που έχω κάνει, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι είναι πολλοί ― πολύ περισσότεροι απ' όσους πιστεύει η αυτοκρατορία. Πολύς κόσμος ζει εκεί...» ο Χαβάτ κούνησε ένα κοκαλιάρικο δάχτυλο μπροστά στα μάτια του Πολ, «... και μισεί τους Χαρκόνεν μέχρι θανάτου. Αυτό πρέπει να μείνει μεταξύ μας, παιδί μου. Στο λέω μόνο και μόνο, γιατί είμαι βοηθός του πατέρα σου». «Ο πατέρας μου με πληροφόρησε για τον Σαλούσα Σεκούντους», είπε ο Πολ. «Ξέρεις, Τουφίρ, νομίζω ότι μοιάζει με τον Αράκις... Ίσως να μην είναι τόσο άσχημος, αλλά δεν διαφέρει και πολύ». «Δεν ξέρουμε πολλά πράγματα σήμερα για τον Σαλούσα Σεκούντους», παραδέχτηκε ο Χαβάτ. «Γνωρίζουμε μόνο πώς ήταν πριν από πολύ καιρό». «Θα μας βοηθήσουν οι Φρέμεν;» «Πιθανόν». Ο Χαβάτ σηκώθηκε όρθιος. «Φεύγω σήμερα για τον Αράκις. Στο μεταξύ εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου για χάρη ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που σε συμπαθεί πολύ, έτσι; Έλα από δω, σαν καλό παιδί, και κάθισε με το πρόσωπο προς την πόρτα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μέσα στο κάστρο∙ θέλω όμως να σου γίνει συνήθεια». Ο Πολ σηκώθηκε κι έκανε το γύρο του τραπεζιού., «Φεύγεις σήμερα, είπες;» «Ακριβώς∙ κι εσύ θα φύγεις αύριο. Την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε, θα βρισκόμαστε πάνω στον καινούργιο σου κόσμο». Έπιασε το δεξί μπράτσο του Πολ. «Πρόσεχε να έχεις πάντα τα χέρια σου ελεύθερα∙ έτσι θα μπορείς να επιτίθεσαι και να αμύνεσαι με την ίδια ευκολία». Του χτύπησε χαϊδευτικά τον ώμο, έκανε μεταβολή και πήγε με γρήγορο βήμα προς την πόρτα. «Τουφίρ!» φώναξε ο Πολ.
Ο Χαβάτ γύρισε το κεφάλι του, σταματώντας στην ανοιχτή έξοδο. «Μη στέκεσαι με την πλάτη μπροστά σε πόρτες», είπε ο νεαρός. Ένας μορφασμός σχηματίστηκε πάνω στο ρυτιδωμένο πρόσωπο. «Θα το θυμάμαι αυτό, παιδί μου». Κι ύστερα έφυγε, αφού έκλεισε πίσω του απαλά την πόρτα. Ο Πολ κάθισε στην καρέκλα του Χαβάτ κι ασχολήθηκε για λίγο με τα χαρτιά του. Μια μέρα ακόμη, σκέφτηκε. Κοίταξε το δωμάτιο γύρω του. Φεύγουμε. Η ιδέα της αναχώρησης του φάνηκε πιο χειροπιαστή απ' οποιαδήποτε άλλη φορά. Θυμήθηκε ότι η ηλικιωμένη γυναίκα του είχε μιλήσει για έναν κόσμο που ήταν άθροισμα πολλών πραγμάτων ―των ανθρώπων, του εδάφους, των φεγγαριών, των αντικειμένων που μεγάλωναν, των ήλιων― ένα άγνωστο άθροισμα που λεγόταν φύση, ένα αόριστο άθροισμα χωρίς καμιά αίσθηση του τώρα. Κι αμέσως αναρωτήθηκε: τι είναι το τώρα; Η πόρτα απέναντι του άνοιξε απότομα κι εμφανίστηκε μια κακόμορφη, ανθρώπινη σιλουέτα μ' ένα σωρό όπλα στα χέρια. «Γκέρνι Χάλεκ!» φώναξε ο Πολ. «Έγινες ο καινούργιος οπλοδιδάσκαλος;» Εκείνος έκλεισε την πόρτα με μια κλοτσιά. «Ευτυχώς που έρχομαι για να παίξουμε, να λες». Κοίταξε γύρω του, για να βεβαιωθεί ότι οι άνθρωποι του Χαβάτ είχαν φροντίσει να είναι απόλυτα ασφαλές το μέρος όπου έμενε ο γιος του δούκα. Ο Πολ παρατήρησε τον άσχημο άντρα να στρώνεται στη δουλειά. Ο Γκέρνι πλησίασε στο τραπέζι της εξάσκησης, έριξε πάνω του τα όπλα που κρατούσε κι άρχισε να τα βάζει σε τάξη ― τα λεπτά ξίφη, τα σπαθιά, τα κίντγιαλ, τους κεφαλοθραύστες, τους θώρακες. Η ουλή στο σαγόνι του έκανε το πρόσωπο του να φαίνεται μόνιμα χαμογελαστό. «Ώστε δεν με περίμενες σήμερα, νεαρέ», είπε. «Δεν μου λες, τι έκανες στον Χαβάτ κι έτρεχε σαν να τον κυνηγούσαν ορδές δαιμόνων;» Ο Πολ χαμογέλασε. Απ' όλους τους άντρες που ήταν στην υπηρεσία του πατέρα του, συμπαθούσε πιο πολύ τον Γκέρνι Χάλεκ. Τον έβλεπε περισσότερο ως φίλο, παρά ως σωματοφύλακα. Ο Γκέρνι έβγαλε το μπάλισετ απ' τον ώμο του κι άρχισε να το κουρντίζει, προσπαθώντας να πιάσει τους σωστούς τόνους. Ο Πολ προχώρησε προς το μέρος του. «Ήρθες για τραγούδια τη στιγμή που ετοιμαζόμαστε για πόλεμο;» τον πείραξε. «Μη γίνεσαι αυθάδης, νεαρέ, με τους μεγαλύτερους σου». Ο Γκέρνι συνέχισε το κούρντισμα του οργάνου κουνώντας το κεφάλι του με ικανοποίηση. «Πού είναι ο Ντάνκαν 'Αινταχο;» ρώτησε ο Πολ. «Πήγε να προετοιμάσει τη δεύτερη αποστολή για τον Αράκις», είπε ο Χάλεκ. «Κι άφησε πίσω του το φουκαρά τον Γκέρνι ν' ασχολείται με τη μουσική σου παιδεία». Χτύπησε μια χορδή του μπάλισετ και την αφουγκράστηκε με προσοχή. Το πρόσωπο του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. «Συζητήσαμε για σένα κι αποφασίσαμε, μια και δεν το πας καλά με τα όπλα, να σου δώσουμε μερικά μαθήματα μουσικής, ώστε να μην πάει εντελώς χαμένη η ζωή σου». «Ώστε έτσι, λοιπόν;» έκανε ο Πολ, δήθεν θιγμένος. «Τότε, πες μου ένα τραγούδι∙ θα το ' χω για παράδειγμα προς αποφυγή». «Χα, χα!» γέλασε ο Γκέρνι κι άρχισε να τραγουδάει κρούοντας το μπάλισετ. «Τα κορίτσια του Γκαλάς για τα κοσμήματα κάνουν τα πάντα κι οι Αρακινές για το νερό. Αν όμως θες πραγματικές γυναίκες αμέσως τρέξε στον Καλαντάν, μη χάνεις καθόλου καιρό!» «Καθόλου άσχημο για έναν άμουσο όπως του λόγου σου», τον πείραξε ο Πολ, «αν όμως η μητέρα μου ακούσει τις αισχρολογίες σου, θα σου κόψει τ' αφτιά και θα τα κρεμάσει έξω απ' το κάστρο». Ο Γκιέρνι πασπάτεψε το αριστερό του αφτί, κάνοντας τον τρομαγμένο. «Δεν θα είναι ωραία διακόσμηση», διαμαρτυρήθηκε, «έτσι που το έχω ταλαιπωρήσει πάνω στις κλειδαρότρυπες για να κρυφακούω κάποιον νεαρό που μάθαινε κάποια παρόμοια αισχρά τραγουδάκια με το δικό του μπάλισετ». «Μου φαίνεται πως ξέχασες τι σημαίνει να βρίσκεις το κρεβάτι σου γεμάτο άμμο», απάντησε ο Πολ. Πήρε μια ασπίδα ενεργού πεδίου απ' το τραπέζι και την πέρασε γρήγορα στη μέση του. «Ας μονομαχήσουμε, λοιπόν!» Τα μάτια του Χάλεκ άνοιξαν μ' ένα κοροϊδευτικό ξάφνιασμα. «Α, ώστε εσύ μου το 'κάνες αυτό! Φυλάξου, λοιπόν, νεαρέ ― φυλάξου». Άρπαξε ένα ξίφος και λόγχισε τον αέρα. «Είμαι ο δαίμονας της εκδίκησης!» Ο Πολ πήρε ένα δεύτερο ξίφος, το λύγισε με τα χέρια του και στήθηκε σε στάση μονομαχίας. «Τι ανόητους αντιπάλους στέλνει ο πατέρας μου για να προπονηθώ», είπε. «Ο Γκέρνι Χάλεκ φαίνεται πως είχε ξεχάσει το βασικό κανόνα της
μονομαχίας με ξίφος και ασπίδα». Πάτησε το κουμπί του θώρακα στη μέση του κι ένιωσε το ενεργειακό πεδίο να τον καλύπτει ολόκληρο. «Γρήγορη άμυνα, αργή επίθεση», συμπλήρωσε. «Η επίθεση αποβλέπει να παρασύρει τον αντίπαλο σε λανθασμένες ενέργειες, αφού η ασπίδα είναι άτρωτη στο γρήγορο χτύπημα, ενώ επιτρέπει στο κίντγιαλ να τη διαπεράσει αργά!» Τίναξε μπροστά το ξίφος του, αλλά το συγκράτησε την τελευταία στιγμή και μετά συνέχισε πιο αργά την επιθετική του κίνηση. Ο Χάλεκ, χωρίς να αιφνιδιαστεί, τραβήχτηκε στο πλάι και η λεπίδα πέρασε μπροστά απ' το στήθος του. «Θαυμάσια κίνηση», είπε. «Έμεινες όμως ακάλυπτος σ' ένα χτύπημα χαμηλά». Ο Πολ οπισθοχώρησε, νιώθοντας ότι είχε φερθεί απερίσκεπτα. «Θα 'πρεπε να σου τις βρέξω για την ανοησία σου», συνέχισε ο Χάλεκ παίρνοντας ένα κίντγιαλ απ' το τραπέζι. «Αυτό εδώ, στα χέρια ενός εχθρού μπορεί να αποβεί μοιραίο για σένα. Είσαι καλός μαθητής, ίσως ο καλύτερος που είχα ποτέ, πρέπει όμως να θυμάσαι να μη μένεις ακάλυπτος μπροστά στον αντίπαλο σου». «Δεν έχω πολύ κέφι σήμερα», δικαιολογήθηκε ο Πολ. «Κέφι;» Η φωνή του Χάλεκ ακούστηκε οργισμένη κάτω απ' την ενεργειακή ασπίδα. «Τι σχέση έχει το κέφι μ' αυτή τη δουλειά; Αγωνίζεσαι όταν χρειαστεί κι όχι όταν έχεις όρεξη!» «Συγνώμη, Γκέρνι». «Τώρα θα σου δείξω τη συγνώμη μου!» Ο Χάλεκ ενεργοποίησε την ασπίδα του και στάθηκε μπροστά στο αγόρι κρατώντας το κίντγιαλ με το ένα χέρι και το ξίφος με το άλλο. «Και τώρα φυλάξου», φώναξε ορμώντας στον Πολ με δύναμη. Εκείνος υποχώρησε αμυνόμενος. Καθώς οι ενεργειακές ασπίδες τους ήρθαν σ' επαφή, αισθάνθηκε την ηλεκτρική εκκένωση να γαργαλάει την επιδερμίδα του. Τι έπαθε ο Γκέρνι; αναρωτήθηκε. Δεν αστειεύεται καθόλου! Κατέβασε το αριστερό του χέρι κι έβγαλε το στιλέτο απ' τη θήκη του. «Χρειάζεσαι κι άλλο όπλο βλέπω, έτσι;» γρύλισε ο Χάλεκ. Προδοσία:, σκέφτηκε ο Πολ. Ο Γκέρνι; Αποκλείεται. Άρχισαν να μονομαχούν μέσα στο δωμάτιο. Ο αέρας κάτω απ' τις ενεργειακές τους ασπίδες έγινε βαρύς, καθώς δεν ανανεωνόταν γρήγορα. Με κάθε ανάσα τους γινόταν χειρότερος∙ με κάθε επαφή των ασπίδων, η ηλεκτρική ενέργεια προκαλούσε αύξηση του όζοντος. Ο Πολ συνέχισε να υποχωρεί, αλλά φρόντισε να πλησιάσει στο τραπέζι της εξάσκησης. Αν μπορέσω να τον φέρω εκεί, θα του σκάσω ένα κόλπο, σκέφτηκε. Έλα, Γκέρνι, ένα βήμα ακόμη. Ο Χάλεκ έκανε το βήμα. Ο Πολ έδωσε ένα κοφτό χτύπημα και είδε το ξίφος του Γκέρνι να μπλοκάρεται στην άκρη του τραπεζιού. Τινάχτηκε στο πλάι, σήκωσε το στιλέτο και το έχωσε στο κενό που σχημάτιζε η ασπίδα στη βάση του λαιμού του Χάλεκ. Η αιχμή του σταμάτησε ένα εκατοστό πριν απ' τον τράχηλο του Γκέρνι. «Αυτό θέλεις;» ψιθύρισε. «Κοίταξε χαμηλά, νεαρέ», ήταν η λαχανιασμένη απάντηση. Ο Πολ υπάκουσε και είδε ότι το ξίφος του Χάλεκ εξείχε απ' την άκρη του τραπεζιού∙ η αιχμή του σχεδόν άγγιζε τη βουβωνική του χώρα. «Σε μια πραγματική μονομαχία θα είχαμε σκοτωθεί και οι δύο», είπε ο άντρας. «Πρέπει, πάντως, να παραδεχτώ ότι αγωνίζεσαι πιο καλά όταν σε στριμώχνουν. Δείχνεις ν' αποκτάς το κέφι σον». Έκανε έναν απαίσιο μορφασμό και η ουλή του έγινε πιο έντονη. «Μου ρίχτηκες πολύ άγρια», απάντησε ο Πολ. «Θα με σκότωνες στ' αλήθεια, αν δεν αντιδρούσα;» Ο Χάλεκ κατέβασε το ξίφος του. «Αν δεν αγωνιζόσουν σύμφωνα με τις ικανότητες σου, θα σου 'κανα ένα σημάδι για να με θυμάσαι. Δεν μ' αρέσει η σκέψη ότι ο καλύτερος μου μαθητής μπορεί να την πάθει απ' τον πρώτο τυχόντα Χαρκόνεν που θα βρεθεί στο δρόμο του». Ο Πολ απενεργοποίησε την ασπίδα του και στηρίχτηκε στο τραπέζι για να πάρει μια ανάσα. «Νομίζω πως θα μου άξιζε κάτι τέτοιο, Γκέρνι. Αν όμως με τραυμάτιζες, ο πατέρας μου θα θύμωνε». «Αυτό δεν έχει καμιά σημασία∙ ούτε πρέπει να στενοχωριέσαι για ένα δυο σημάδια. Είσαι, άλλωστε, τυχερός που έχεις ελάχιστα. Όσο για τον πατέρα σου, ξέρω ότι θα με τιμωρούσε μόνο αν δεν κατάφερνα να σε κάνω άριστο πολεμιστή. Και δεν θα τα κατάφερνα αν σε άφηνα να ενστερνιστείς αυτή τη θεωρία του κεφιού που μου ξεφούρνισες». Ο Πολ έβαλε το στιλέτο στη θήκη του. «Αυτό που κάνουμε εδώ δεν είναι ακριβώς ένα παιχνίδι», σχολίασε ο Χάλεκ.
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Αισθανόταν θαυμασμό για τη σοβαρότητα που έδειχνε ο Γκέρνι. Κοίταξε το κατακόκκινο σημάδι στο σαγόνι του άντρα και θυμήθηκε την ιστορία σχετικά με τον τρόπο που το απέκτησε απ' τον Μπιστ Ράμπαν σ' ένα σκλαβοπάζαρο των Χαρκόνεν, στον Γκιέντι Πράιμ. Για μια στιγμή ένιωσε ντροπή που αμφέβαλλε για τις προθέσεις του Χάλεκ. Κατάλαβε ότι το σημάδι του Γκέρνι θα είχε σίγουρα συνοδευτεί από πολύ πόνο ― ίσως τόσο έντονο όσο ο πόνος που είχε δοκιμάσει κι ο ίδιος απ' τη Σεβασμιότατη Μητέρα. «Σήμερα θα προτιμούσα να παίζαμε», είπε. «Τα πράγματα φαίνονται να έχουν σοβαρέψει πολύ τώρα τελευταία». Ο Χάλεκ γύρισε αλλού για να κρύψει τα συναισθήματα του. Μέσα στο βλέμμα του τρεμόπαιζε μια φλόγα. «Το κατάλαβα, νεαρέ», είπε, «και θα ' θελα πολύ να παίξουμε σήμερα. Δυστυχώς όμως, τ' αστεία τελείωσαν. Αύριο πάμε στον Αράκις ― κι ο Αράκις δεν είναι παιχνίδι∙ ούτε οι Χαρκόνεν». Ο Πολ έφερε το ξίφος κάθετα μπροστά στο πρόσωπο του σε ένδειξη χαιρετισμού. Ο Χάλεκ γύρισε, τον είδε και κούνησε το κεφάλι του. Ύστερα έκανε μια χειρονομία προς το ανδρείκελο της εξάσκησης. «Τώρα θ' ασχοληθούμε με το συγχρονισμό των κινήσεων σου. Για να δούμε, τι θα καταφέρεις μ' αυτό το τέρας. Θα το χειριστώ από δω, που έχω πλήρη θέα. Σε προειδοποιώ ότι σου ετοιμάζω πολλές εκπλήξεις σήμερα ― κι αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να το κάνει κανένας πραγματικός εχθρός». Ο Πολ τεντώθηκε πάνω στα πόδια του για να χαλαρώσουν οι μυς. Αισθανόταν δέος απ' τις απότομες αλλαγές που είχαν συμβεί στη ζωή του. Πλησίασε στο ανδρείκελο, το ακούμπησε στο στήθος με την άκρη του ξίφους του κι ένιωσε τη λεπίδα να τινάζεται πίσω απ' τη δύναμη του ενεργειακού πεδίου της ασπίδας. «Αν γκαρντ!» φώναξε ο Χάλεκ. Το ανδρείκελο άρχισε την επίθεση. Ο Πολ ενεργοποίησε την ασπίδα του κι απέκρουσε τα πρώτα χτυπήματα. Ο Χάλεκ τους παρακολουθούσε καθώς χειριζόταν τα κουμπιά. Η σκέψη του φαινόταν ν' ακολουθεί δύο δρόμους: από τη μια φρόντιζε να κάνει σωστούς χειρισμούς, απ' την άλλη όμως ταξίδευε πίσω στο παρελθόν. Άγνωστο γιατί, θυμήθηκε τη μικρή του αδερφή. Είχε πεθάνει σ' έναν οίκο ανοχής για τους στρατιώτες των Χαρκόνεν. Της άρεσαν οι πανσέδες... ή μήπως οι μαργαρίτες; Δεν ήξερε ακριβώς, κι αυτό τον ενόχλησε εκείνη τη στιγμή. Ο Πολ απέκρουσε ένα χτύπημα με επιδεξιότητα και μετά πέρασε στην αντεπίθεση. Ο διάβολος, είναι πανέξυπνος \ σκέφτηκε ο Χάλεκ, παρατηρώντας τις κινήσεις του νεαρού. Φαίνεται ότι μελετάει και εξασκείται μόνος του. Α υτά που κάνει δεν μπορεί να του τα μάθει ο Ντάνκαν ― και σίγουρα δεν του τα δίδ&ξα εγώ. Ύστερα η σκέψη του γύρισε πάλι στον πλανήτη που τους περίμενε ― ένας πλανήτης χωρίς θάλασσες, χωρίς ποτάμια ή λίμνες, χωρίς καθόλου νερό. Γιούε Γονέλινγκτον (10082-10191). Γιατρός της σχολής Σονκ, απ' όπου αποφοίτησε το 10112. Σύζυγος: Γουόνα Μάρκους (10092-10186). Γνωστός ως προδότης του δούκα Λέτο Ατρείδη (βλ. Βιβλιογραφία, παράρτημα VII). Από το «Λεξικό του Μοναντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Αν και άκουσε τον Γιούε να μπαίνει στην αίθουσα ασκήσεων, ο Πολ έμεινε ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω στον πάγκο όπου τον είχε αφήσει η μασέζ. Αισθανόταν μια υπέροχη χαλάρωση μετά την εξάσκηση που είχε κάνει με τον Γκέρνι Χάλεκ. «Δείχνεις ευχαριστημένος», είπε ο Γιούε με την ήρεμη, αλλά διαπεραστική φωνή του. Ο Πολ σήκωσε το κεφάλι του και είδε τη σιλουέτα του άλλου μερικά βήματα πιο πέρα. Διέκρινε τα μαύρα ρούχα, το μεγάλο κεφάλι με τα κόκκινα χείλη, το κρεμαστό μουστάκι, το ρομβοειδές αυτοκρατορικό τατουάζ στο μέτωπο και τα μακριά, μαύρα μαλλιά που ήταν πιασμένα πάνω απ' τον αριστερό ώμο με το ασημένιο δαχτυλίδι-της σχολής Σουκ. «Ίσως να ευχαριστηθείς ακόμα περισσότερο αν μάθεις ότι δεν έχουμε χρόνο για κανονικά μαθήματα σήμερα», συνέχισε ο Γιούε. «Θα δούμε τον πατέρα σου σύντομα». Ο Πολ ανακάθισε στον πάγκο. «Κανόνισα να έχεις μια μηχανή ανάγνωσης βιβλιοφίλμ και να πάρεις μερικά μαθήματα στη διάρκεια του ταξιδιού για τον Αράκις», είπε ο Γιούε. Μ' ένα επιφώνημα, ο νεαρός Ατρείδης άρχισε να ντύνεται. Η είδηση της άφιξης του πατέρα του τον είχε αναστατώσει. Είχαν ζήσει πολύ λίγο μαζί πριν τον διατάξει ο αυτοκράτορας να πάει στον Αράκις. Ο δόκτορ Γιούε πλησίασε στο τραπέζι. Πόσο σπατάλησε τους τελευταίους μήνες αυτό το παιδί! Εντελώς ανόητα! σκέφτηκε. Εγώ όμως δεν πρέπει να διστάσω. Ό,τι κάνω, βοηθάει τη Γουόνα μου να αποφύγει την κακοποίηση από κείνα τα κτήνη, τους Χαρκόνεν.
Ο Πολ πήγε κοντά του αποτελειώνοντας το ντύσιμο του. «Τι θα μελετήσω στο ταξίδι;» «Την επίγεια ζωή στον Αράκις. Ο πλανήτης αυτός φαίνεται να έχει ορισμένες μορφές ζωής, αλλά δεν ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες. Όταν φτάσουμε, πρέπει να ζητήσω από τον πλανητικό οικολόγο ―κάποιον δόκτορα Κάινς― να μας βοηθήσει στις έρευνες μας». Τι είναι αυτά που λέω; σκέφτηκε την ίδια στιγμή. Υποκρίνομαι ακόμα και στον εαυτό μου; «Ξέρουμε τίποτα για τους Φρέμεν;» ρώτησε ο Πολ. «Τους Φρέμεν;» Ο δόκτορ Γιούε άρχισε να χτυπάει αμήχανα τα δάχτυλα του πάνω στο ξύλο του τραπεζιού, αλλά σταμάτησε βλέποντας τον Πολ να κοιτάζει με κάποια έκπληξη τη νευρική του κίνηση. «Ίσως να ξέρεις κάτι για τον αρακινό πληθυσμό», επέμεινε ο νεαρός. «Ναι, βέβαια. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων στην πρώτη ανήκουν οι Φρέμεν και στη δεύτερη εκείνοι που ζουν στις περιοχές των γεωλογικών αναστατώσεων. Έχω μάθει ότι οι επιμειξίες δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Οι γυναίκες της δεύτερης ομάδας προτιμούν τους Φρέμεν για συζύγους και οι άντρες επιδιώκουν το γάμο με κοπέλες των Φρέμεν. Έχουν μάλιστα μια παροιμία: "Η καλλιέργεια έρχεται απ' τις πόλεις, η σοφία απ' την έρημο"». «Έχεις φωτογραφίες τους;» «Θα φροντίσω να σου βρω. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τους, φυσικά, είναι τα μάτια τους ―ολόκληρα γαλάζια, χωρίς καθόλου ασπράδι». «Χρωμοσωματική παραλλαγή;» «Όχι. Οφείλεται στο διαποτισμό του αίματος με μελάνζ». «Οι Φρέμεν πρέπει να είναι πολύ γενναίοι για να ζουν στην άκρη της ερήμου». «Ασφαλώς», επικρότησε ο Γιούε. «Γράφουν ποιήματα για τους ήρωες τους κι οι γυναίκες είναι το ίδιο γενναίες. Ακόμη και τα παιδιά είναι άγρια κι επικίνδυνα. Θα ' λεγα ότι πρέπει να κρατηθείς μακριά τους». Ο Πολ κοίταξε τον Γιούε. Από τα λίγα λόγια που άκουσε, κατάλαβε τι είδους άνθρωποι ήταν οι Φρέμεν. Ωραίος λαός για σύμμαχος, σκέφτηκε. «Και τα σκουλήκια;» ρώτησε. «Πώς;» «Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τα αμμοσκούληκα». «Α, ναι. Έχω ένα βιβλιοφίλμ σχετικά μ' ένα απ" αυτά. Μόνο που είναι μικρό, κάπου εκατόν δέκα μέτρα σε μήκος και είκοσι δύο σε διάμετρο. Αξιόπιστοι μάρτυρες έχουν συναντήσει σκουλήκια τετρακοσίων μέτρων κι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι υπάρχουν κι ακόμα μεγαλύτερα». Ο Πολ κοίταξε έναν ανάγλυφο χάρτη του βόρειου ημισφαιρίου του Αράκις που ήταν απλωμένος πάνω στο γραφείο. «Η περιοχή της ερήμου κι ο νότιος πόλος χαρακτηρίζονται ως ακατοίκητα μέρη. Εξαιτίας, ίσως, των σκουληκιών;» «Και των θυελλών». «Όλα όμως τα μέρη μπορούν να γίνουν κατοικήσιμα». «Αν είναι οικονομικά εφικτό», παρατήρησε ο Γιούε. «Οι κίνδυνοι του Αράκις απαιτούν μεγάλο κόστος για την αντιμετώπιση τους». Χάιδεψε το κρεμαστό του μουστάκι. «Ο πατέρας σου θα έρθει σύντομα εδώ. Πριν φύγω, θα σου κάνω ένα δώρο ― το βρήκα τυχαία καθώς έφτιαχνα τα πράγματα μου». Άφησε πάνω στο τραπέζι ένα μαύρο ορθογώνιο αντικείμενο, όχι μεγαλύτερο απ' τον αντίχειρα του Πολ. Εκείνος το κοίταξε χωρίς ν' απλώσει το χέρι του. Ο Γιούε το παρατήρησε. Πόσο προσεχτικός είναι, σκέφτηκε. «Είναι μια πολύ παλιά Πορτοκαλόχρωμη Καθολική Βίβλος για τους διαστημικούς ταξιδιώτες. Δεν είναι βι-βλιοφίλμ, αλλά τυπωμένη σε ειδικό νηματώδες χαρτί. Έχει ενσωματωμένο μεγεθυντή και ηλεκτροστατικό σύστημα». Σήκωσε ψηλά το αντικείμενο. «Το βιβλίο ανοίγει και κλείνει αυτόματα, χάρη σ' αυτό το σύστημα. Πιέζεις τη ράχη ―να, έτσι― κι ανοίγει όπου θέλεις». . «Είναι πολύ μικρό», παρατήρησε ο Πολ. «Έχει όμως χίλιες οχτακόσιες σελίδες. Μόνο που δεν πρέπει ν' αγγίξεις το εσωτερικό του, γιατί το νηματώδες χαρτί είναι πολύ ευαίσθητο και οι σελίδες θα καταστραφούν». Έκλεισε το βιβλίο και το έδωσε στο αγόρι. «Δοκίμασέ το». Ο Γιούε κοίταξε τον Πολ που ξεφύλλιζε το βιβλίο. Ξεγελάω τη συνείδηση μου, σκέφτηκε, ενώ ετοιμάζομαι να τον προδώσω. «Πρέπει να φτιάχτηκε πριν από την εποχή των βιβλιοφίλμ», είπε ο Πολ. «Ναι, είναι πολύ παλιό. Θέλω όμως να μείνει μεταξύ μας. Ίσως οι γονείς σου να θεωρήσουν ότι είναι υπερβολικά ακριβό δώρο για κάποιον τόσο νέο όσο εσύ». Η μητέρα του σίγουρα θα αναρωτηθεί για τα κίνητρα μου,σκέφτηκε την
ίδια στιγμή. «Τότε λοιπόν...» είπε ο Πολ κλείνοντας το βιβλίο, «...αν είναι τόσο πολύτιμο...» «Μη χαλάς το χατίρι ενός ηλικιωμένου ανθρώπου», είπε ο Γιούε. «Μου το έδωσαν όταν κι εγώ ήμουνα πολύ νέος». Πρέπει να κεντρίσω το ενδιαφέρον του, σκέφτηκε. «Άνοιξε το στο τετρακόσια εξήντα εφτά Καλίμα∙ εκεί λέει: "Απ' το νερό ξεκίνησε η ζωή". Υπάρχει ένα μικρό σημαδάκι στη ράχη του βιβλίου, για να ξέρεις πού πρέπει να πιέσεις». Ο Πολ πασπάτεψε το κάλυμμα κι αισθάνθηκε δυο χαρακιές, τη μια λίγο πιο έντονη απ' την άλλη. Πίεσε τη δεύτερη και το βιβλίο άνοιξε μέσα στα χέρια του. «Διάβασε δυνατά», τον παρακίνησε ο Γιούε. Ο Πολ πέρασε τη γλώσσα πάνω απ' τα χείλη του κι άρχισε να διαβάζει: «Σκέψου το γεγονός ότι ένας κουφός δεν μπορεί ν' ακούσει∙ ύστερα συλλογίσου πόσα δεν μπορούμε ν' ακούσουμε όλοι μας. Σκέψου πόσες αισθήσεις μας λείπουν, ώστε να μη βλέπουμε και να μην ακούμε έναν άλλο κόσμο γύρω μας. Τι υπάρχει κοντά μας που δεν έχουμε τη δυνατότητα...» «Στάσου!» φώναξε ο Γιούε. Το αγόρι σταμάτησε και τον κοίταξε με απορία. Ο Γιούε έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κρατηθεί ψύχραιμος. Ποια κακοτυχία έκανε το βιβλίο ν' ανοίξει στο κείμενο που αγαπούσε τόσο η Γουόνα μου; Άνοιξε τα μάτια και είδε τον Πολ να τον κοιτάζει σαστισμένος. «Είπα τίποτα κακό;» ρώτησε ο νεαρός. «Συγνώμη...» έκανε ο Γιούε. «Ήταν το κομμάτι που άρεσε... που άρεσε στη νεκρή... γυναίκα μου. Δεν ήθελα να διαβάσεις αυτό. Μου φέρνει οδυνηρές αναμνήσεις». «Υπάρχουν δυο σημάδια πάνω στο βιβλίο». Φυσικά, σκέφτηκε ο άντρας. Η Γουόνα σημάδεψε το κείμενο που αγαπούσε. Τα δάχτυλα του όμως είναι πιο ευαίσθητα απ' τα δικά μου και το ανακάλυψε. Ατυχία. «Θα σου αρέσει το βιβλίο», είπε. «Περιέχει πολλές ιστορικές αλήθειες και αρκετή φιλοσοφία». Ο Πολ κοίταξε το μικροσκοπικό βιβλίο μέσα στην παλάμη του. Ήταν λιλιπούτειο, αλλά έκλεινε κάποιο μυστήριο μέσα του... Καθώς διάβαζε, είχε αισθανθεί κάτι παράξενο στο βάθος της ψυχής του. «Ο πατέρας σου θα φτάσει από στιγμή σε στιγμή», συνέχισε ο Γιούε. «Κρύψε το βιβλίο και ασχολήσου μαζί του τις ελεύθερες ώρες σου». Ο Πολ το πίεσε στο σημείο που του είχε πει ο δόκτορας κι εκείνο έκλεισε αυτόματα. Ύστερα το 'χωσε βιαστικά στο χιτώνιο του. Για μια στιγμή είχε φοβηθεί ότι ο Γιούε θα του το ζητούσε πίσω. «Ευχαριστώ για το δώρο, δόκτορ», είπε. «Θα είναι το μυστικό μας. Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σένα, σε παρακαλώ να μη διστάσεις να μου το πεις». «Δεν... δεν χρειάζομαι τίποτα», είπε ο Γιούε. Γιατί βασανίζω τον εαυτό μου; σκέφτηκε. Και γιατί βασανίζω αυτό το παιδί... έστω κι αν δεν το έχει αντιληφθεί ακόμη; Να πάρει η οργή αυτά τα κτήνη, τους Χαρκόνεν! Γιατί διάλεξαν εμένα για τα βρομερά τους σχέδια; Δεν είναι εύκολο να μελετήσει κανείς τον πατέρα τον Μουαντίμπ. Ο δούκας Λέτο Ατρείδης ήταν ένας άνθρωπος απέραντα θερμός και εκπληκτικά ψυχρός ταυτόχρονα. Παρ' όλα αντά, ξέρουμε αρκετά πράγματα γι' αυτόν: τη λατρεία τον για την Τζέσικα" τα όνειρα πον έκανε για το γιο τον την αφοσίωση που τον έδειχναν οι άνθρωποι τον. Ήταν ένας άντρας παγιδευμέ-νος απ' τη Μοίρα, ένας μοναχικός άνθρωπος που φώτιζε το δρόμο τον γιο ν τον. Αλλά, μήπως ο γιος δεν είναι προέκταση τον πατέρα; θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Α
πό το «Μοναντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρουλάν.
Ο Πολ είδε τον πατέρα του να μπαίνει στην αίθουσα ασκήσεων και τους φρουρούς του να παίρνουν τις θέσεις τους έξω απ' την είσοδο. Ένας απ' αυτούς έκλεισε την πόρτα. Ο δούκας ήταν ψηλός, με μελαχρινή επιδερμίδα. Το λεπτό του πρόσωπο είχε σκληρές γωνίες και τα μάτια του ήταν σκούρα γκρίζα. Φορούσε μια μαύρη φόρμα με το κόκκινο οικόσημο ―το κεφάλι ενός γερακιού― στο στήθος. Στη μέση του υπήρχε μια ενεργειακή ασπίδα με την πατίνα της συχνής χρήσης πάνω στην ασημόχρωμη επιφάνεια της. «Δουλεύεις, γιε μου;» ρώτησε. Πλησίασε στο οβάλ τραπέζι και κοίταξε τα χαρτιά που ήταν απλωμένα πάνω του. Ύστερα το βλέμμα του ταξίδεψε γύρω στο δωμάτιο, για να καταλήξει και πάλι στον Πολ. Αισθανόταν κούραση, αλλά έκανε προσπάθεια να μην το δείξει. Πρέπει να βρω την ευκαιρία να ξεκουραστώ στο ταξίδι για τον Αράκις, σκέφτηκε. Μετά δεν θα υπάρξει ούτε μια στιγμή ησυχίας.
«Όχι πολύ σκληρά», απάντησε ο Πολ. «Όλα είναι τόσο...» Ανασήκωσε τους ώμους χωρίς ν' αποτελειώσει την πρόταση του. «Λοιπόν, αύριο φεύγουμε. Θα είναι ωραίο να τακτοποιηθούμε στο καινούργιο μας σπίτι». Το αγόρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, καθώς θυμήθηκε τα λόγια της Σεβασμιότατης Μητέρας: «... για τον πατέρα, τίποτα». «Πατέρα», ρώτησε, «είναι ο Αράκις τόσο επικίνδυνος όσο λένε;» Ο δούκας έκανε μια χειρονομία αδιαφορίας, κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και χαμογέλασε. Σκέφτηκε ν' αρχίσει μια από κείνες τις συζητήσεις που έδιναν θάρρος στους άντρες του πριν απ' τη μάχη, η σκέψη όμως πάγωσε στο μυαλό του πριν καλά καλά προλάβει να μορφοποιηθεί. Αυτός είναι ο γιος μου. «Ναι, είναι επικίνδυνος», παραδέχτηκε. «Ο Χαβάτ μου είπε ότι έχουμε ένα σχέδιο για τους Φρέμεν». Γιατί δεν του αποκαλύπτω όσα μου είπε εκείνη η γυναίκα; σκέφτηκε. Τι κρατάει το στόμα μου κλειστό; Ο δούκας πρόσεξε το δισταγμό του γιου του. «Όπως πάντα», είπε, «ο Χαβάτ μιλάει με γενικότητες. Υπάρχουν όμως πολύ περισσότερα πράγματα κάτω απ' την επιφάνεια. Υπάρχει η εταιρία CHOAM. Δίνοντας μου τον Αράκις, ο αυτοκράτορας είναι αναγκασμένος να μας δώσει τη διοίκηση της CHOAM ― κάτι πολύ σημαντικό για μας». «Η CHOAM ελέγχει το καρύκευμα», είπε ο Πολ. «Κι ο Αράκις με το καρύκευμα του είναι η λεωφόρος που θα μας οδηγήσει στην CHOAM», πρόσθεσε ο δούκας. «Αυτή η εταιρία δεν ασχολείται μόνο με το μελάνζ». «Σε προειδοποίησε η Σεβασμιότατη Μητέρα;» τραύλι-σε ο Πολ. Έσφιξε τις γροθιές του κι αισθάνθηκε τα νύχια να χώνονται στις χούφτες του. «Ο Χαβάτ μου είπε ότι σε φόβισε με τις προειδοποιήσεις της για τον Αράκις», είπε ο δούκας. «Μην αφήνεις τους φόβους μιας ηλικιωμένης γυναίκας να σου θολώσουν το μυαλό. Πίσω απ' αυτές τις προειδοποιήσεις βρίσκεται η μητέρα σου. Οι γυναίκες δεν θέλουν να ριψοκινδυνεύουν οι άνθρωποι τους∙ γι' αυτό, να τα θεωρήσεις όλα ως τεκμήριο της αγάπης της για μας». «Ξέρει για τους Φρέμεν;» «Ναι ― και μάλιστα πολύ περισσότερα». «Τι ακριβώς;» Η αλήθεια μπορεί ν' αποδειχτεί χειρότερη απ' ό,τι φαντάζεται, σκέφτηκε ο δούκας, ακόμη όμως κι οι πιο επικίνδυνες καταστάσεις μπορεί ν' αποδειχτούν επωφελείς, αν έχει γίνει σωστή προετοιμασία για την αντιμετώπιση τους. Ευτυχώς που, σ' αυτό τον τομέα, ο γιος μου έχει εκπαιδευτεί κατάλληλα ― έστω κι αν είναι πολύ νέος ακόμη. «Ελάχιστα είναι τα προϊόντα που δεν έχουν σχέση με την CHOAM», είπε ο δούκας. «Η εταιρία ελέγχει την ξυλεία, τα υποζύγια, τα άλογα, τα λιπάσματα, τις γούνες ― από τα πιο κοινά μέχρι τα πιο εξωτικά... ακόμα και το ρύζι του Καλαντάν. Οτιδήποτε μεταφέρει το Γκιλντ βρίσκεται κάτω απ' την εποπτεία της ― τα έργα τέχνης του Εκάζ, τα μηχανήματα του Ριτσές και του Ιξ. Όλα όμως δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στο μελάνζ. Με μια χούφτα απ' αυτό το καρύκευμα μπορείς ν' αγοράσεις ένα σπίτι στον Τουπάιλ. Είναι μοναδικό στον κόσμο κι έχει εκπληκτικές ιδιότητες». «Και τώρα βρίσκεται κάτω απ' τον έλεγχο μας;» «Μέχρι έναν ορισμένο βαθμό. Το σημαντικό όμως είναι ότι όλοι οι οίκοι εξαρτώνται απ∙ αυτό το καρύκευμα. Σκέψου τα τεράστια κέρδη που αποφέρει η εκμετάλλευση του και φαντάσου τι έχει να γίνει αν τυχόν μειωθεί η παραγωγή του». «Όποιος έχει παρακαταθήκη από μελάνζ, μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στους άλλους», έκανε ο νεαρός. Ο δούκας ένιωσε μια παράξενη ικανοποίηση ακούγοντας τα λόγια του γιου του. Η παρατήρηση ήταν εύστοχη κι έδειχνε ευρύτητα αντίληψης. Κούνησε το κεφάλι του. «Οι Χαρκόνεν συγκεντρώνουν μελάνζ είκοσι χρόνια τώρα». «Θέλουν να αποτύχει η παραγωγή για να ρίξουν το σφάλμα πάνω μας, πιστεύω». «Προσπαθούν να μας κάνουν αντιπαθείς σε όλους», είπε ο Λέτο. «Σκέψου τους οίκους του Λάντεραντ που με βλέπουν ως ανεπίσημο εκπρόσωπο τους και φαντάσου πώς θ' αντιδράσουν αν με θεωρήσουν υπεύθυνο για τη μείωση των εισοδημάτων τους. Στο κάτω κάτω, το κέρδος προέχει για όλους ― κανένας δεν θέλει να γίνει φτωχός». Έκανε ένα μορφασμό. «Δεν πρόκειται να δώσουν δεκάρα για οτιδήποτε μου συμβεί». «Ακόμη κι αν δεχτούμε επίθεση με ατομικά όπλα;»
«Δεν νομίζω ότι θα φτάσουμε ως εκεί. Κανένας δεν θα τολμήσει μια ανοιχτή σύγκρουση με έναν οίκο του Λάντσραντ. Όλα μπορούν να γίνουν, εκτός απ1 αυτό...» «Τότε λοιπόν, γιατί δεχτήκαμε αυτή τη μετακίνηση;» «Πολ!» Ο δούκας κοίταξε το γιο του συνοφρυωμένος. «Αν ξέρεις πού βρίσκεται η παγίδα, την αποφεύγεις πιο εύκολα. Μοιάζει με κλεφτοπόλεμο, αλλά σε μεγάλη έκταση∙ εξουδετέρωση ενός τεχνάσματος μ' ένα δεύτερο τέχνασμα... και του δεύτερου μ' ένα τρίτο... σε μια ατελείωτη σειρά χωρίς τέρμα. Το θέμα είναι πώς θα ξεμπλέξουμε. Εξάλλου, υπάρχει μια ερώτηση ακόμη: ποιοι άλλοι, εκτός απ' τους Χαρκόνεν, έχουν κάνει παρακαταθήκη μελάνζ; Αυτοί είναι εχθροί μας». «Ποιοι;» «Ξέρουμε ότι ορισμένοι οίκοι είναι φιλικοί μαζί μας και ορισμένοι όχι. Κάτι άλλο όμως είναι εκείνο που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία τώρα: ο αγαπημένος μας αυτοκράτορας παντισάχ». Ο Πολ θέλησε να ξεροκαταπιεί, ο λαιμός του όμως ήταν στεγνός. «Δεν θα μπορούσες να συγκαλέσεις το Λάντσραντ και να τους εκθέσεις...» «Να κάνουμε τους εχθρούς μας να καταλάβουν ότι τους έχουμε αντιληφθεί; Όχι, Πολ ― τώρα βλέπουμε το μαχαίρι. Αν δημιουργήσουμε θέμα στο Λάντσραντ, θα γίνει χαμός. Ο αυτοκράτορας θ1 αρνηθεί τα πάντα ― και ποιος θα μπορεί να τον διαψεύσει; Το μόνο που ίσως κερδίσουμε θα είναι λίγος χρόνος, αλλά υπάρχει φόβος να επακολουθήσει χάος. Έτσι, δεν θα μπορούμε να ξέρουμε από πού θα μας έρθει το επόμενο χτύπημα». «Μπορούν όμως όλοι οι οίκοι να κάνουν το ίδιο ― να συγκεντρώσουν μελάνζ». «Σύμφωνοι, αλλά οι εχθροί μας προηγούνται και είναι πολύ δύσκολο να τους φτάσουμε». «Δηλαδή ο ίδιος ο αυτοκράτορας», είπε ο Πολ. «Μ' άλλα λόγια, οι Σαρνταουκάρ». «Ναι, μεταμφιεσμένοι σε υπηρετικό προσωπικό των Χαρκόνεν», είπε ο δούκας. «Δεν παύουν όμως να είναι φαντασμένοι». «Πώς θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν οι Φρέμεν εναντίον τους;» «Δεν σου μίλησε ο Χαβάτ για τον Σαλούσα Σεκούντους;» «Τον αυτοκρατορικό πλανήτη-φυλακή; Όχι». «Πώς θα σου φαινόταν αν μάθαινες ότι δεν είναι μόνο φυλακή, Πολ; Υπάρχει μια ερώτηση που δεν την κάνει ποτέ κανείς: από πού έρχονται τα αυτοκρατορικά στρατεύματα των Σαρνταουκάρ;» «Απ' τον πλανήτη-φυλακή;» «Από κάπου πρέπει να προέρχονται». «Μα, αυτοί που στρατολογούνται για τις αυτοκρατορικές ανάγκες...» «Αυτό προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε∙ η ισορροπία όμως του πολιτισμού μας παραμένει η ίδια: οι στρατιωτικές δυνάμεις των οίκων του Λάντσραντ απ' τη μια και οι Σαρνταουκάρ με τους στρατολογημένους επικουρικούς απ' την άλλη». «Όλες όμως οι αναφορές συμφωνούν ότι ο Σαλούσα Σεκούντους είναι ένας φρικτός πλανήτης». «Αναμφισβήτητα. Αν, πάντως, ήθελες να φτιάξεις σκληρούς, δυνατούς και εμπειροπόλεμους άντρες, σε τι περιβάλλον θα προτιμούσες να τους εκπαιδεύσεις;» «Και πώς θα μπορούσες να εξασφαλίσεις την αφοσίωση τους;» «Υπάρχουν αρκετοί ―και δοκιμασμένοι― τρόποι: να τονίζεις συνεχώς την ανωτερότητα, τη μυστική αποστολή και το συντροφικό τους πνεύμα. Πιάνει εύκολα. Έγινε πολλές φορές στο παρελθόν, σε πολλούς κόσμους». Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του, κοιτάζοντας με προσοχή το πρόσωπο του πατέρα του. Διαισθανόταν κάποιες αποκαλύψεις. «Σχετικά με τον Αράκις», συνέχισε ο δούκας, «πρέπει να σου πω ότι, εκτός απ' τις πόλεις και τα χωριά-φυλάκια, είναι το ίδιο φρικτός με τον Σαλούσα Σεκούντους». Τα μάτια του νεαρού άνοιξαν διάπλατα. «Οι Φρέμεν!» «Υπάρχει εκεί ένας στρατός το ίδιο δυνατός και επικίνδυνος με τους Σαρνταουκάρ. Χρειάζονται όμως υπομονή για να εκπαιδευτεί μυστικά και σημαντικά κεφάλαια για να εφοδιαστεί κατάλληλα. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι οι Φρέμεν
υπάρχουν... όπως υπάρχει κι ο πλούτος απ' το καρύκευμα. Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί πηγαίνουμε στον Αράκις, ενώ ξέρουμε ότι η παγίδα είναι στημένη». «Δεν ξέρουν τίποτα οι Χαρκόνεν για τους Φρέμεν;» «Τους ειρωνεύονται και τους κυνηγάνε για σπορ, αλλά δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να τους μετρήσουν. Ξέρουμε, άλλωστε, την πολιτική των Χαρκόνεν για τους πληθυσμούς των διαφόρων πλανητών ξοδεύουν όσο πιο λίγα γίνεται για τη συντήρηση τους». Ο δούκας μετακινήθηκε λίγο στο κάθισμα του και οι μεταλλικές κλωστές του εμβλήματος στο στήθος του στραφτάλισαν κάτω απ' το φως της αίθουσας. «Κατάλαβες;» «Κάνουμε διαπραγματεύσεις με τους Φρέμεν, έτσι;» ρώτησε ο Πολ. «Έχω στείλει μια αποστολή με αρχηγό τον Ντάνκαν 'Αινταχο. Είναι σκληρός κι ανελέητος, αλλά του αρέσει η αλήθεια. Πιστεύω ότι οι Φρέμεν θα τον εκτιμήσουν. Αν είμαστε τυχεροί, θα μας κρίνουν σύμφωνα με τον Ντάνκαν». «Ντάνκαν, ο ηθικός», είπε ο Πολ, «και Γκέρνι ο γενναίος». «Έπεσες διάνα», απάντησε ο δούκας. «Ο Γκέρνι μου είπε ότι τα πήγες πολύ καλά σήμερα στην εξάσκηση με τα όπλα». «Σε μένα δεν είπε το ίδιο». Ο δούκας γέλασε δυνατά. «Ξέρω ότι είναι φειδωλός στους επαίνους. Μου είπε, πάντως, ότι ξεχωρίζεις με ακρίβεια τη διαφορά ανάμεσα στην κόψη μιας λεπίδας και την αιχμή της». «Ο Γκέρνι υποστηρίζει ότι δεν είναι τέχνη να σκοτώνεις με την αιχμή∙ αυτό, λέει, πρέπει να γίνεται με τη λεπίδα». «Είναι πολύ ρομαντικός», γρύλισε ο δούκας. Ξαφνικά, αυτή η συζήτηση για σκοτωμούς τον ενόχλησε. «Θα προτιμούσα να μη σκότωνες ποτέ... αν όμως χρειαστεί, κάν' το μ' όποιο τρόπο σε βολέψει καλύτερα ― και μη σκεφτείς την αιχμή ή τη λεπίδα». Κοίταξε έξω∙ είχε αρχίσει να βρέχει. Ο Πολ σκέφτηκε πόσες βροχερές νύχτες είχε περάσει εκεί έξω... Αυτό δεν θα το ξανάβλεπε στον Αράκις. «Είναι, πραγματικά, πολύ μεγάλα τα διαστημόπλοια του Γκιλντ;» ρώτησε. Ο δούκας στράφηκε προς το μέρος του. «Είναι η πρώτη φορά που θα κάνεις τέτοιο ταξίδι», παρατήρησε. «Ναι, είναι μεγάλα. Θα πάρουμε ένα Χαϊλάινερ, γιατί η απόσταση είναι τεράστια. Στο Χαϊλάινερ χωράνε όλες οι φρεγάτες και τα μεταφορικά μας σε μία μόνο γωνιά του ― θα είμαστε ένα μικρό μέρος του συνολικού του φορτίου». «Και δεν θα επιτραπεί να βγούμε απ' τις φρεγάτες μας;» «Αυτό είναι ένα μέρος του αντίτιμου που πρέπει να πληρώσουμε στο Γκιλντ. Έτσι όμως δεν θα έχουμε κανένα φόβο από τα σκάφη των Χαρκόνεν που πιθανόν να βρίσκονται κοντά μας. Οι Χαρκόνεν ξέρουν πολύ καλά ότι δεν πρέπει να ρισκάρουν τα προνόμια τους». «Θα προσπαθήσω να δω κάποιον απ' τους ανθρώπους του Γκιλντ». «Όχι. Αυτό δεν το κάνουν ούτε οι πράκτορες του. Το Γκιλντ θέλει να κρατήσει τα μυστικά του, και το μονοπώλιο των ταξιδιών επίσης. Να μην κάνεις τίποτα, Πολ, που ίσως βάλει σε κίνδυνο τα προνόμια μας». «Πιστεύεις ότι κρύβονται επειδή έχουν υποστεί κάποια μετάλλαξη και δεν έχουν πλέον... ανθρώπινη εμφάνιση;» «Ποιος ξέρει;» Ο δούκας ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι ένα μυστήριο που δεν μας αφορά. Εμείς έχουμε πιο πιεστικά προβλήματα ― κι ένα απ' αυτά είσαι εσύ». «Εγώ;» «Η μητέρα σου με παρακάλεσε να σου το πω εγώ ο ίδιος, γιε μου. Βλέπεις, είναι πιθανό να έχεις τις ικανότητες ενός μεντάτ». Ο Πολ κοίταξε για λίγο τον πατέρα του μη μπορώντας ν' αρθρώσει λέξη. «Μεντάτ;» έκανε τελικά. «Εγώ! Μα...» «Ο Χαβάτ συμφωνεί, γιε μου. Έτσι είναι». «Νόμιζα όμως ότι η εκπαίδευση ενός μεντάτ πρέπει ν' αρχίζει απ' την παιδική του ηλικία κι ότι το θέμα αυτό...» Σταμάτησε, μη ξέροντας πώς να συνεχίσει τη σκέψη του. «Κατάλαβα», είπε τελικά. «Έρχεται κάποτε μια στιγμή που ένας ισχυρός μεντάτ πρέπει να μάθει τι συμβαίνει. Ο μεντάτ είναι τότε υποχρεωμένος ν' αποφασίσει αν θα εξακολουθήσει ή θα διακόψει την εκπαίδευση του. Μερικοί συνεχίζουν άλλοι όμως δεν τα καταφέρνουν. Μόνο ένας ισχυρός μεντάτ μπορεί να είναι σίγουρος για τον εαυτό του». Ο Πολ έξυσε το σαγόνι του. Όλη η ειδική εκπαίδευση απ' τη μητέρα του και τον Χαβάτ ― η ισχυροποίηση της μνήμης, η συγκέντρωση της προσοχής, ο έλεγχος των μυώνων, η όξυνση των αισθήσεων, η εκμάθηση γλωσσών και οι αποχρώσεις της φωνής ― όλα πήραν μια καινούργια διάσταση στο μυαλό του.
«Κάποια μέρα θα γίνεις δούκας, Πολ», είπε ο Λέτο. «Ένας δούκας μεντάτ είναι κάτι φοβερό. Μπορείς ν' αποφασίσεις τώρα, ή μήπως χρειάζεσαι λίγο χρόνο για να το σκεφτείς;» Η απάντηση του νεαρού δεν έκρυβε κανένα δισταγμό. «Θα συνεχίσω την εκπαίδευση», είπε. «Φοβερό, στ' αλήθεια», επανέλαβε ο δούκας ― κι ο Πολ διέκρινε ένα χαμόγελο περηφάνιας στο πρόσωπο του πατέρα του. Έκλεισε τα μάτια, νιώθοντας να ξυπνάει πάλι μέσα του το τρομερό του πεπρωμένο. Ισως ένας μεντάτ να έχει τρομερά πεπρωμένα, σκέφτηκε. Με τη λαίδη Τζέσικα και τον Αράκις, το σύστημα τον Μπένε Γκεσερίτ για τη δημιουργία θρύλων μέσω της Μισιονάρια Προτεκτίβα έφτασε στην πλήρη τον άνθηση. Η σοφή τακτική να γεμίσει όλο το γνωστό . σύμπαν με προφητείες αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική για την προστασία τον Μπένε Γκεσερίτ και των ανθρώπων τον. Οι προφητικοί θρύλοι στον Αράκις έφτασαν στο σημείο να θεωρούνται ως θεϊκά λόγια και ν' αποτελούν τη βάση της Σάρι, της προφητικής πανοπλίας. Είναι, μάλιστα, τώρα αποδεκτό απ' όλους ότι οι κρυφές ικανότητες της λαίδης Τζέσικα είχαν υποτιμηθεί. Από την «Ανάλυση της Αρακινής Κρίσης» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. (απόρρητος φάκελος ΑΡ 81088587) Γύρω απ' τη λαίδη Τζέσικα βρίσκονταν αμέτρητοι σωροί από πακέτα με τα υπάρχοντα τους, σ' όλες τις γωνιές του τεράστιου αρακινού χολ. Μερικά πράγματα δεν είχαν ακόμα τακτοποιηθεί, οι φορτοεκφορτωτές όμως του Γκιλντ είχαν πιάσει κιόλας δουλειά. Η Τζέσικα στάθηκε στο κέντρο του χολ και κοίταξε αργά γύρω της τα σκαλίσματα στους τοίχους, τις κόγχες και τα θολωτά παράθυρα. Αυτό το γιγάντιο αναχρονιστικό δωμάτιο της θύμιζε την Αίθουσα των Αδελφών στο σχολείο του Μπένε Γκεσερίτ. Εκεί όμως, η γενική εντύπωση ήταν μια ζεστή ατμόσφαιρα∙ εδώ υπήρχε μόνο ψυχρή πέτρα. Κοίταξε ψηλά. Στη στέγη, δυο ορόφους πιο πάνω, διέκρινε τεράστια σταυρωτά δοκάρια που σίγουρα είχαν φτάσει στον Αράκις με ανυπολόγιστο κόστος από άλλους κόσμους. Στον πλανήτη αυτό δεν υπήρχαν δέντρα που θα μπορούσαν να βγάλουν τέτοια δοκάρια ― εκτός κι αν ήταν απομίμηση ξύλου. Το κτίριο χρησίμευε ως κυβερνητικό μέγαρο της Παλιάς Αυτοκρατορίας ― και το κόστος δεν είχε μεγάλη σημασία τότε. Αυτά συνέβαιναν πριν φτιάξουν οι Χαρκόνεν την καινούργια τους μεγαλούπολη ―την Καρτάγκ― διακόσια περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά, πέρα απ' την Κατεστραμμένη Περιοχή. Ο Λέτο είχε ενεργήσει πολύ σωστά διαλέγοντας αυτό το μέρος για έδρα της κυβέρνησης του. Η ονομασία Αρακίν, δεμένη με τις παλιές παραδόσεις, έκανε καλή εντύπωση. Εξάλλου ήταν πιο μικρή πόλη, πράγμα που διευκόλυνε την άμυνα της. Η Τζέσικα άφησε ένα στεναγμό παρατηρώντας το ξεφόρτωμα που συνεχιζόταν. Στα δεξιά της βρισκόταν ένα πορτρέτο του πατέρα του δούκα, στηριγμένο πάνω σ' ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο. Ήταν αμπαλαρισμένο μ' ένα κομμάτι χοντρό σπάγκο, που η μια άκρη του βρισκόταν ακόμη στο χέρι της. Δίπλα στον πίνακα υπήρχε το κεφάλι ενός ταύρου, σε μια καλογυαλισμένη βάση, χωμένο μέσα σε άφθονο χαρτί περιτυλίγματος. Η Τζέσικα αναρωτήθηκε τι να ήταν εκείνο που την είχε κάνει να ξετυλίξει πρώτα πρώτα αυτά τα δυο αντικείμενα ― το κεφάλι και το πορτρέτο. Ήξερε ότι υπήρχε κάτι συμβολικό στην ενέργεια της. Είχε να νιώσει τόσο αβέβαιη για τον εαυτό της απ' τον καιρό που οι άνθρωποι του δούκα την είχαν πάρει απ' το σχολείο. Το κεφάλι και το πορτρέτο. Αισθάνθηκε ένα τρεμούλιασμα σ' ολόκληρο το κορμί της και η σύγχισή της μεγάλωσε. Έριξε μια ματιά στα στενόμακρα παράθυρα, ψηλά στην οροφή. Ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα, αλλά σ' εκείνα τα μέρη ο ουρανός σκοτείνιαζε γρήγορα∙ ήταν τελείως διαφορετικός απ' το ζεστό, γαλάζιο ουρανό του Καλαντάν. Άρχισε να την κυριεύει η νοσταλγία. Ο Καλαντάν, όμως, βρισκόταν πια πολύ μακριά, «Να ' μαστέ, λοιπόν!» Ήταν η φωνή του δούκα Λέτο. Η Τζέσικα γύρισε και τον είδε να πλησιάζει απ' το διάδρομο με την κιονοστοιχία. Η μαύρη του φόρμα με το θυρεό στο στήθος φαινόταν τσαλακωμένη και γεμάτη σκόνη. «Φοβήθηκα ότι είχες χαθεί μέσα σ' αυτό το απαίσιο μέρος», της είπε. «Είναι πολύ ψυχρό σπίτι», παρατήρησε εκείνη. Τον κοίταξε κι ένιωσε ένα ξαφνικό φόβο για λογαριασμό του. Ήταν συνεχώς εκνευρισμένος από τότε που είχε αποφασίσει να υπακούσει στις εντολές του αυτοκράτορα. «Όλη η πόλη είναι ψυχρή», συνέχισε η Τζέσικα. «Πρόκειται για μια μικρή πόλη-οχυρό, βλέπεις», συμφώνησε εκείνος. «Θα το αλλάξουμε όμως». Κοίταξε γύρω του στο μεγάλο χολ. «Αυτό το μέρος χρησιμοποιείται για κρατικές υποθέσεις. Τα διαμερίσματα στο νότιο μέρος ― εκεί που θα
μείνουμε― είναι πολύ καλύτερα». Ήρθε κοντά της και την έπιασε απ' το μπράτσο. Αναρωτήθηκε ακόμη μια φορά ποια να ήταν η καταγωγή της. Είχε μια μεγαλοπρέπεια πολύ πιο επιβλητική κι απ' του ίδιου του αυτοκράτορα. Κάτω απ' το εξεταστικό του βλέμμα, η Τζέσικα γύρισε αλλού το κεφάλι της. Το πρόσωπο της ήταν οβάλ και τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του γυαλισμένου μπρούντζου. Τα μάτια της ήταν τεράστια κι έμοιαζαν με τον καθαρό, πράσινο ουρανό του Καλαντάν. Είχε μικρή μύτη και αισθησιακά χείλη, ενώ το κορμί της ήταν μακρύ, γεμάτο στρογγυλάδες. Ο Λέτο θυμήθηκε ότι οι αδερφές στη σχολή την έλεγαν κοκαλιάρα ― όπως και οι αγοραστές που είχε στείλει∙ η περιγραφή τους όμως ήταν υπεραπλουστευμένη. Η Τζέσικα είχε εμπλουτίσει τον οίκο των Ατρειδών με μια πραγματικά βασιλική ομορφιά. «Πού είναι ο Πολ;» τη ρώτησε. «Κάπου εδώ γύρω∙ κάνει μάθημα με τον Γιούε». «Πιθανόν στη νότια πτέρυγα. Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή του Γιούε, αλλά δεν είχα χρόνο να κοιτάξω». Της έριξε μια διστακτική ματιά. «Ήρθα εδώ για να κρεμάσω στην τραπεζαρία το κλειδί του κάστρου Καλαντάν». Η ανάσα της Τζέσικα πιάστηκε∙ το κρέμασμα του κλειδιού σήμαινε μονιμότητα. «Είδα τη σημαία μας πάνω στο σπίτι καθώς ερχόμασταν», είπε. Ο Λέτο κοίταξε το πορτρέτο του πατέρα του. «Πού σκοπεύεις να το κρεμάσεις;» «Κάπου εδώ γύρω». «Όχι». Η φωνή του ήταν απότομη, δείχνοντας ότι οι αντιρρήσεις ήταν άσκοπες. Μόνο η πειθώ ίσως να έφερνε κάποιο αποτέλεσμα, αλλά κι αυτό ήταν πολύ αμφίβολο. Παρ' όλα αυτά, η γυναίκα έκανε μια προσπάθεια. «Κύριε μου», είπε, «αν θέλεις να...» «Η απάντηση μου είναι όχι. Σε πολλά πράγματα με καταφέρνεις ―πολύ κακώς― όχι όμως και σ' αυτό. Έρχομαι απ' την τραπεζαρία όπου υπάρχουν...» «Κύριε μου! Σε παρακαλώ». «Θα το κρεμάσουμε στην τραπεζαρία». Εκείνη άφησε ένα στεναγμό. «Όπως θέλεις, κύριε μου». «Μπορείς να διατηρήσεις τη συνήθεια σου να τρως στο δωμάτιο σου όποτε είναι δυνατό. Σε θέλω όμως στη θέση σου στις επίσημες περιπτώσεις». «Ευχαριστώ, κύριε μου». «Και μη μου φέρεσαι τυπικά και ψυχρά! Να μ' ευγνωμονείς που δεν σε παντρεύτηκα, γιατί τότε θα ήσουν υποχρεωμένη να τρως μαζί μου σε όλα σου τα γεύματα». Κούνησε το κεφάλι της με ανέκφραστο πρόσωπο. «Έχω προσλάβει αρκετούς υπηρέτες. Είναι ντόπιοι, αλλά ο Χαβάτ τους πέρασε από ψιλό κόσκινο», είπε ο δούκας. «Θα κρατήσουμε αυτούς τους Φρέμεν μέχρι ν' απαλλαγούν οι δικοί μας απ' τα άλλα τους καθήκοντα». «Μπορεί κάποιος να είναι πραγματικά ασφαλής σ' αυτό τον τόπο;» «Ναι, αρκεί να μισεί τους Χαρκόνεν. Μπορείς, αν θέλεις, να κρατήσεις την αρχικαμαριέρα, τη σαντούτ Μέιπς». «Σαντούτ;» έκανε παραξενεμένη η Τζέσικα. «Είναι τίτλος των Φρέμεν;» «Ναι∙ μου είπαν ότι σημαίνει "βουτηχτής στα πηγάδια", κάτι που έχει μεγάλη αξία εδώ. Ίσως να μη σε εντυπωσιάσει, ο Χαβάτ όμως μίλησε με τα καλύτερα λόγια γι' αυτή, σύμφωνα με την αναφορά του Ντάνκαν. Είναι βέβαιοι ότι θέλει να μας υπηρετήσει ― και ειδικότερα εσένα». «Εμένα;» «Οι Φρέμεν έχουν μάθει ότι είσαι μια Μπένε Γκεσερίτ», είπε ο δούκας. «Υπάρχουν πολλοί θρύλοι εδώ για το Μπένε Γκεσερίτ και τους ανθρώπους του». Η Μισιονάρια Προτεκτίβα, σκέφτηκε η Τζέσικα. Δεν τους ξεφεύγει τίποτα. «Αυτό σημαίνει ότι πέτυχε ο Ντάνκαν;» ρώτησε η γυναίκα. «Θα γίνουν σύμμαχοι μας οι Φρέμεν;» «Δεν υπάρχει τίποτα οριστικό ακόμη», είπε ο Λέτο. «Ο Ντάνκαν πιστεύει ότι θέλουν να μας παρακολουθήσουν για λίγο. Υποσχέθηκαν, πάντως, να σταματήσουν για κάποιο διάστημα τις επιδρομές στις προκεχωρημένες μας πόλεις ― κι αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό απ' όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Ο Χαβάτ μου είπε ότι οι Φρέμεν αποτελούν ένα αγκάθι στα πλευρά των Χαρκόνεν κι ότι η έκταση των καταστροφών που προκαλούν, κρατιέται μυστική. Βλέπεις, δεν θα ήταν καθόλου καλό να μάθει ο αυτοκράτορας την ανικανότητα του στρατού των Χαρκόνεν». «Μια καμαριέρα από τους Φρέμεν», μονολόγησε η Τζέσικα, ξαναγυρίζοντας στο θέμα της σαντούτ Μέιπς. «Θα έχει κι
αυτή καταγάλανα μάτια». «Μη σε εξαπατά η εμφάνιση αυτών των ανθρώπων», είπε ο δούκας. «Έχουν μια τρομερή δύναμη και μια έντονη ζωτικότητα μέσα τους, που σπάνια συναντάς. Νομίζω ότι είναι αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε». «Επικίνδυνο παιχνίδι», παρατήρησε η γυναίκα. «Ας μην το συζητάμε άλλο». Η Τζέσικα πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Χωρίς αμφιβολία, είσαι αποφασισμένος». Έκανε μια γρήγορη άσκηση για χαλάρωση ― δυο βαθιές ανάσες κι ένα σύντομο κράτημα της σκέψης. «Όταν τακτοποιήσω τα δωμάτια», είπε, «υπάρχει κάποιο που θέλεις να το κρατήσω για σένα;» «Κάποια μέρα πρέπει να μου μάθεις πώς το καταφέρνεις αυτό», της απάντησε. «Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο παραμερίζεις όλα τα προβλήματα και ασχολείσαι απερίσπαστη με τα καθημερινά ζητήματα. Πρέπει να έχει σχέση με το Μπένε Γκεσερίτ». «Είναι θέμα που αφορά μόνο τις γυναίκες», είπε η Τζέσικα. Ο Λέτο χαμογέλασε. «Εντάξει, ας μιλήσουμε για τα δωμάτια. Φρόντισε να έχω ένα άνετο γραφείο δίπλα στο υπνοδωμάτιο μου. Εδώ θα έχω πιο πολλή δουλειά απ' όση στον Καλαντάν. Χρειάζομαι, φυσικά, και κάποιο χώρο για τη φρουρά. Πάντως, για την ασφάλεια του σπιτιού μην ανησυχείς∙ ο Χαβάτ έχει σκορπίσει τους άντρες του παντού». «Ήμουν βέβαιη γι' αυτό». Ο Λέτο κοίταξε το ρολόι του. «Φρόντισε, ακόμη, να διορθώσεις όλα τα ρολόγια σύμφωνα με την αρακινή ώρα. Έχω ειδοποιήσει έναν τεχνικό∙ όπου να ' ναι θα 'ρθει». Έσπρωξε προς τα πίσω ένα τσουλούφι απ' τα μαλλιά του που έπεφτε πάνω στο μέτωπο. «Τώρα πρέπει να γυρίσω στο χώρο προσγείωσης. Από στιγμή σε στιγμή θα έρθει το δεύτερο σκάφος με το υπόλοιπο προσωπικό μου». «Δεν μπορεί να πάει ο Χαβάτ, κύριε μου; Φαίνεσαι πολύ κουρασμένος». «Δυστυχώς, έχει πάρα πολλή δουλειά. Αυτός ο πλανήτης βρίθει από μηχανορραφίες των Χαρκόνεν. Ακόμη, πρέπει να προσπαθήσω να μεταπείσω μερικούς έμπειρους ερευνητές του καρυκεύματος που θέλουν να φύγουν. Έχουν το δικαίωμα αυτό, ξέρεις, τώρα που γίνεται η μεταβίβαση του πλανήτη. Εκείνος ο πλανητολόγος που διόρισε ως Κριτή της Μεταβίβασης ο αυτοκράτορας και το Λάντσραντ, δεν δέχεται κουβέντα∙ τους αφήνει όλους να διαλέξουν τι προτιμούν. Έτσι, οχτακόσια περίπου έμπει-ρα χέρια ετοιμάζονται να μας εγκαταλείψουν κι ένα σκάφος του Γκιλντ περιμένει να τους πάρει μαζί του». «Κύριε μου....» Η Τζέσικα δίστασε. «Ναι;» Δεν πρόκειται να πειστεί να κάνει αυτό τον πλανήτη ασφαλή για μας, σκέφτηκε η γυναίκα. Τα τεχνάσματα μου δεν θα τον καταφέρουν. «Τι ώρα θέλεις να είναι έτοιμο το φαγητό;» τον ρώτησε. Κάτι άλλο είχε στο μυαλό της, σκέφτηκε ο δούκας. Αχ, Τζέσικα, τι ωραία που θα ήταν να βρισκόμαστε μόνοι οι δυο μας σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, μακριά απ' αυτό το φρικτό πλανήτη, χωρίς σκοτούρες. «Θα φάω στη λέσχη των αξιωματικών», απάντησε. «Θ' αργήσω πολύ∙ μη με περιμένεις. Και... θα στείλω ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο για τον Πολ. Θέλω να παρακολουθήσει τη σύσκεψη για τη στρατηγική που πρόκειται να εφαρμόσουμε». Ξερόβηξε λίγο για να καθαρίσει το λαιμό του σαν να ήθελε να προσθέσει κάτι, ύστερα όμως έκανε μεταβολή και προχώρησε προς την έξοδο, όπου συνεχιζόταν το ξε-φόρτωμα των κιβωτίων. Η γυναίκα τον άκουσε που απευθυνόταν βιαστικά στους υπηρέτες με την επιτακτική και επιβλητική φωνή του: «Η λαίδη Τζέσικα βρίσκεται στο κεντρικό χολ. Πηγαίνετε εκεί αμέσως». Ύστερα ακολούθησε ο βρόντος της πόρτας που έκλεισε. Η Τζέσικα γύρισε και κοίταξε το πορτρέτο του γερο-δούκα. Είχε γίνει από έναν πασίγνωστο καλλιτέχνη, τον Άλμπε, όταν ο πατέρας του Λέτο ήταν ακόμη μεσόκοπος. Φορούσε ρούχα ματαντόρ και είχε ριγμένη μια κόκκινη μπέρτα πάνω στο αριστερό του μπράτσο. Το πρόσωπο του φαινόταν νεανικό, λίγο μεγαλύτερο απ' του Λέτο, κι είχε τα ίδια αετίσια χαρακτηριστικά και το ίδιο γκρίζο βλέμμα. Έσφιξε τις γροθιές της. «Καταραμένε! Καταραμένε! Καταραμένε!» ψιθύρισε. «Ποιες είναι οι εντολές σας, Ευγενέστατη;» Η φωνή μιας γυναίκας είχε ηχήσει λεπτή και διαπεραστική. Η Τζέσικα στράφηκε και είδε μια ρυτιδωμένη γκριζο-μάλλα γυναίκα, μ' ένα καφέ φόρεμα σαν τσουβάλι. Ήταν τόσο
ζαρωμένη όσο όλα τα άτομα του πλήθους που τους είχαν υποδεχτεί το πρωί στο διαστημοδρόμιο. Όλοι οι ντόπιοι, σκέφτηκε η Τζέσικα, φαίνονται αποστεωμένοι, λες και υποσιτίζονται. Ο Λέτο όμως είχε υποστηρίξει ότι είναι γεροί και γεμάτοι ζωτικότητα. Φυσικά, υπήρχαν και τα μάτια τους ― εκείνα τα σκούρα μπλε μάτια, χωρίς καθόλου ασπράδι. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Λέγομαι σαντούτ Μέιπς, Ευγενέστατη. Ποιες είναι οι εντολές σου;» «Μπορείς να με λες απλά "κυρία"», απάντησε η Τζέσικα. «Δεν είμαι από ευγενική γενιά, αλλά μόνο μια πιστή παλλακίδα του δούκα». Δεύτερο κούνημα του κεφαλιού. Η γυναίκα κοίταξε την Τζέσικα μ' ένα δειλό ερωτηματικό βλέμμα. «Δηλαδή, υπάρχει σύζυγος;» «Δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ. Είμαι η μοναδική... σύντροφος του δούκα, μητέρα του αναγνωρισμένου διαδόχου του». Καθώς μιλούσε, η Τζέσικα αισθανόταν την επιθυμία να βάλει τα γέλια για την επισημότητα των λόγων της. Τι είπε ο Άγιος Αυγουστίνος; σκέφτηκε. «Το μυαλό διατάζει και το σώμα υπακούει. Όταν το μυαλό διατάζει τον εαυτό του, συναντάει αντίσταση». Ναι, τώρα τελευταία συναντώ όλο και μεγαλύτερη αντίσταση. Πρέπει να αλλάξω τακτική. Ένας παράξενος ήχος έφτασε στο δωμάτιο απ' το μέρος του δρόμου ― κι επαναλήφθηκε αρκετές φορές: «Σου-σουσουκ! Σου-σου-σουκ!» Ακολούθησε κάτι άλλο: «I-κούτ-έι! Ικούτ-έι!» Και μετά, πάλι: «Σου-σου-σουκ!» «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Τζέσικα. «Το άκουσα πολλές φορές καθώς διασχίζαμε τους δρόμους το πρωί». «Είναι ένας πωλητής νερού, κυρία. Μη σε απασχολεί όμως αυτό. Οι στέρνες του σπιτιού έχουν πενήντα χιλιάδες λίτρα και φροντίζουμε να μην αδειάζουν ποτέ». Έριξε μια ματιά στο φόρεμα της. «Εδώ δεν χρειάζεται να φοράω την ειδική στολή, όπως βλέπεις». Άφησε ένα κα-καριστό γέλιο. «Κι όμως, είμαι ζωντανή!» Η Τζέσικα θέλησε, για μια στιγμή, να μάθει περισσότερα απ' αυτή τη γυναίκα. Αμέσως όμως θυμήθηκε ότι ήταν πολύ πιο σημαντικό να προσπαθήσει να βάλει κάποια τάξη στο χάος που επικρατούσε γύρω της. Παρ' όλα αυτά, την ενοχλούσε η σκέψη ότι η κατοχή νερού στον Αράκις ήταν ένα αδιαμφισβήτητο σημάδι πλούτου. «Ο άντρας μου με πληροφόρησε σχετικά με τον τίτλο σου», είπε στη γυναίκα. «Η λέξη σαντούτ είναι πανάρχαια». «Ξέρεις τις αρχαίες γλώσσες;» ρώτησε η Μέιπς με έντονο ενδιαφέρον. «Το πρώτο που μαθαίνουμε στο Μπένε Γκεσερίτ είναι διάφορες γλώσσες», απάντησε η Τζέσικα. «Ξέρω την Μπότανι Τζιμπ και την Τσακόμπσα, τις κυνηγετικές διαλέκτους...» Η Μέιπς κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Όπως λέει ο θρύλος». Γιατί τα λέω όλα αυτά; αναρωτήθηκε η Τζέσικα. Οι μέθοδοι όμως που είχε μάθει στο Μπένε Γκεσερίτ ήταν πολυδαίδαλοι και γεμάτες σκοπιμότητες. «Ξέρω τα Σκοτεινά Αντικείμενα και τις μεθόδους της Μεγάλης Μητέρας», είπε. Κατόπιν παρατήρησε τις σκιές της αμφιβολίας στο πρόσωπο της Μέιπς. «Μισέσες πρέτζια», είπε στη γλώσσα Τσακόμπσα. «Αντράλ τ' ρε περά! Τράντα σικ μπουσκακρί μισέσες περακρί...» Η Μέιπς έκανε ένα βήμα πίσω, έτοιμη να το βάλει στα πόδια. «Ξέρω πολλά», συνέχισε η Τζέσικα. «Ξέρω ότι έχεις παιδιά, ότι έχεις χάσει μερικά αγαπημένα σου πρόσωπα, ότι έχεις περάσει μεγάλους φόβους, ότι έχεις κάνει βιαιότητες ― κι ότι θα ξανακάνεις στο μέλλον. Ξέρω πολλά». «Δεν ήθελα να σε προσβάλω, κυρία», είπε η Μέιπς με σιγανή φωνή. «Μιλάς για τους θρύλους και ψάχνεις για απαντήσεις», είπε η Τζέσικα. «Πρόσεχε τις απαντήσεις που θα βρεις. Ξέρω ότι ήρθες έτοιμη για φασαρίες μ' ένα όπλο κρυμμένο στον μπούστο σου». «Κυρία, εγώ...» «Υπάρχει μια αμυδρή πιθανότητα να καταφέρεις να μου αφαιρέσεις τη ζωή», συνέχισε η Τζέσικα, «αυτό όμως θα προκαλέσει περισσότερες καταστροφές απ' όσες φαντάζεσαι. Ξέρεις, υπάρχουν πράγματα που είναι χειρότερα απ' το θάνατο ― ακόμη και για έναν ολόκληρο λαό». «Κυρία!» έκανε η Μέιπς με ικετευτικό τόνο. Φαινόταν έτοιμη να πέσει στα γόνατα. «Το όπλο είναι δώρο για σένα, αν αποδειχτεί ότι είσαι η Μοναδική». «Και το μέσο του θανάτου μου αν αποδειχτεί κάτι διαφορετικό», είπε η Τζέσικα. Πήρε το φαινομενικά γαλήνιο ύφος, που έκανε τους μαθητές του Μπένε Γκεσερίτ να γίνονται τρομεροί στις συγκρούσεις. Τώρα θα φανεί ποια είναι η απόφαση, σκέφτηκε. Η Μέιπς άπλωσε αργά το χέρι στο ντεκολτέ της κι έβγαλε ένα σκούρο θηκάρι απ' το οποίο εξείχε μια μαύρη λαβή. Το
κράτησε με το ένα χέρι, τράβηξε με το άλλο μια ∙ γαλακτόχρωμη λεπίδα και τη σήκωσε ψηλά. Η λεπίδα φαινόταν να λάμπει σαν από κάποιο δικό της φως. Ήταν δίκοπη, όπως του κίντγιαλ, και είχε μήκος είκοσι περίπου εκατοστά. «Το γνωρίζεις αυτό, κυρία;» ρώτησε η Μέιπς. Μόνο ένα πράγμα μπορεί να είναι, σκέφτηκε η Τζέσικα: το θρυλικό κράισναϊφ του Αράκις, η λεπίδα που δεν έφυγε ποτέ απ' τον πλανήτη και που ήταν γνωστή μόνο απ' τις φήμες. «Ναι, είναι ένα κράισναϊφ», είπε. «Ξέρεις τι σημαίνει;» Η κρίσιμη ερώτηση, σκέφτηκε πάλι η Τζέσικα. Αυτή η Φρέμεν ανέλαβε υπηρεσία κοντά μου μόνο και μόνο για να μου κάνει αυτή την ερώτηση. Η απάντηση μου μπορεί να προκαλέσει βιαιότητες ή... τι άραγε; Περιμένει να της εξηγήσω τη σημασία του μαχαιριού. Στη γλώσσα Τσα-κόμπσα το μαχαίρι λέγεται «Μέσο θανάτου». Η σαντούτ δείχνει πολύ νευρική. Πρέπει ν' απαντήσω αμέσως. Καθυστέρηση ή λανθασμένη απάντηση είναι και οι δύο εξίσου επικίνδυνες. «Είναι μέσο...» Η Μέιπς άφησε μια μακρόσυρτη κραυγή θλίψης και χαράς ταυτόχρονα, ενώ το κορμί της τρανταζόταν τόσο δυνατά, που η λάμα του μαχαιριού έστελνε αλλεπάλληλες αντανακλάσεις φωτός στους τοίχους γύρω τους. Η Τζέσικα έμεινε σαν αποσβολωμένη. Σκόπευε να πει ότι το μαχαίρι ήταν μέσο θανάτου, αλλά όλες οι αισθήσεις της την προειδοποιούσαν τώρα να μη συνεχίσει. Η λέξη-κλειδί ήταν... μέσο. Μέσο; Ναι, μέσο. Η Μέιπς εξακολουθούσε να κρατάει το μαχαίρι σαν να ήταν έτοιμη να το χρησιμοποιήσει. «Πιστεύεις», ρώτησε η Τζέσικα, «ότι εγώ, που ξέρω τα μυστικά της Μεγάλης Μητέρας, δεν θα ήξερα το Μέσο;» Η Μέιπς χαμήλωσε το μαχαίρι. «Κυρία, όταν κάποιος έχει ζήσει τόσο πολύ μέσα στις προφητείες, νιώθει σοκ τη στιγμή της αποκάλυψης». Η Τζέσικα αναλογίστηκε την προφητεία ―τη Σάρια και την Προφητική Πανοπλία, μια Μπένε Γκεσερίτ της Μισιονάρια Προτεκτίβα που είχε επισκεφτεί αυτό το μέρος πριν από αιώνες― πεθαμένη χρόνια τώρα, αλλά που είχε πετύχει το σκοπό της: να δημιουργήσει θρύλους στην ψυχή των Φρέμεν, που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι σε κάποια δύσκολη στιγμή. Και να που αυτή η στιγμή είχε φτάσει. Η Μέιπς έβαλε το μαχαίρι στη θήκη του. «Είναι μια ακατέργαστη λεπίδα, κυρία. Κράτησε τη πάνω σου. Αν μείνει μακριά απ' τη σάρκα περισσότερο από μια βδομάδα, αρχίζει να αποσυντίθεται. Είναι δική σου, ένα σάι-χαλάντ για όλη σου τη ζωή». Η Τζέσικα πήρε το μαχαίρι κι αποφάσισε να το διακινδυνεύσει. «Μέιπς, έβαλες τη λάμα στο θηκάρι χωρίς να τη βάψεις στο αίμα». Μ' ένα λυγμό, η Φρέμεν άνοιξε το καφέ φόρεμα της. «Πάρε το νερό της ζωής μου!» Η Τζέσικα έβγαλε το μαχαίρι απ' τη θήκη του. Πόσο γυαλιστερό ήταν! Γύρισε την αιχμή του προς το μέρος της Μέιπς κι αμέσως είδε μια έκφραση πανικού στο βλέμμα της. Είναι δηλητηριασμένο στην άκρη; αναρωτήθηκε. Έστρεψε το μαχαίρι στο πλάι κι έκανε, με την κόψη του, μια λεπτή τομή πάνω απ' το αριστερό στήθος της γυναίκας. Το αίμα που ανέβλυσε σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Υπερταχεία πήξη, σκέφτηκε η Τζέσικα. Έβαλε πάλι τη λεπίδα στη θήκη της. «Κούμπωσε το φόρεμα σου, Μέιπς». Εκείνη υπάκουσε τρέμοντας. Ύστερα κοίταξε την Τζέσικα με τα καταγάλανα μάτια της. «Είσαι δική μας», μουρμούρισε. «Είσαι η Μοναδική». Απ' την είσοδο έφτασε στ' αφτιά τους άλλος ένας δυνατός ήχος απ' το ξεφόρτωμα. Με μια γρήγορη κίνηση, η Μέιπς άρπαξε το μαχαίρι και το έκρυψε στον μπούστο της Τζέσικα. «Όποιος βλέπει αυτό το μαχαίρι, πρέπει να περνάει από κάθαρση ή να σφάζεται. Το ξέρεις, νομίζω, κυρία». Το ξέρω" ναι, τώρα το ξέρω, σκέφτηκε η Τζέσικα. Οι φορτοεκφορτωτές έφυγαν χωρίς να μπουν στο τεράστιο χολ. Η Μέιπς ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. «Όσοι έχουν δει ένα κράισναϊφ και δεν έχουν υποστεί κάθαρση,δεν μπορεί να φύγουν ζωντανοί απ' τον Αράκις. Αυτό, κυρία, να μην το ξεχάσεις ποτέ». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τώρα το πράγμα
θα πάρει το δρόμο του ― χωρίς βιασύνες». Έριξε μια ματιά στα κιβώτια που κείτονταν σωριασμένα γύρω τους. «Έχουμε πολλή δουλειά», συμπλήρωσε. Η Τζέσικα ένιωσε κάποιο δισταγμό. Το πράγμα Θα πάρει το δρόμο τον. Ήταν μια ειδική έκφραση-κλειδί σε κάποιο απ' τα άσματα της Μισιονάρια Προτεκτίβα ― Ο ερχομός της Σεβασμιότατης Μητέρας θα σ' απελενθερώ-σει. Δεν είμαι όμως Σεβασμιότατη Μητέρα, σκέφτηκε. Μεγάλη Μητέρα! Τι γίνεται σ' αντό το φρικτό κόσμο; «Τι θέλεις να κάνω πρώτο, κυρία;» ρώτησε η Μέιπς. Ο τόνος της ήταν απόλυτα υπηρεσιακός. Το ένστικτο της προειδοποίησε την Τζέσικα ν' απαντήσει στον κατάλληλο τόνο. «Το πορτρέτο του δούκα πρέπει να τοποθετηθεί σ' έναν απ' τους τοίχους της τραπεζαρίας και το κεφάλι του ταύρου απέναντι του». Η Μέιπς πλησίασε στα δυο αντικείμενα. «Πρέπει να ήταν τεράστιος ο ταύρος», είπε, «για να 'χει τέτοιο κεφάλι». Το κοίταξε με προσοχή. «Πρέπει πρώτα να το καθαρίσω, κυρία, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Μα, υπάρχει σκόνη στα κέρατά του». «Δεν είναι σκόνη, Μέιπς. Είναι το αίμα του πατέρα του δούκα. Τα κέρατα του ταύρου ραντίστηκαν με ειδικό συντηρητικό λίγο μετά το θάνατο του γερο-δούκα που τον προκάλεσε το τέρας». Η γυναίκα την κοίταξε σαστισμένη. «Είναι αίμα», επανέλαβε η Τζέσικα. «Φώναξε να σε βοηθήσει κάποιος. Αυτά τα πράγματα είναι πολύ βαριά». «Νομίζεις ότι με ενόχλησε το αίμα;» ρώτησε η Μέιπς. «Είμαι απ' την έρημο κι έχω δει πολλές αιματοχυσίες». «Ναι, είμαι σίγουρη γι' αυτό», έκανε η Τζέσικα. «Έχω δει και το δικό μου αίμα να τρέχει», συνέχισε η γυναίκα. «Πολύ περισσότερο απ' όσο βγήκε απ' τη γρατσουνιά που μου έκανες». «Έπρεπε να σε κόψω βαθύτερα;» «Α, όχι! Το νερό του σώματος είναι πολύ λίγο και δεν πρέπει να το σπαταλάμε. Έκανες ακριβώς αυτό που έπρεπε». Προσέχοντας τις λέξεις και τον τρόπο που ειπώθηκαν, η Τζέσικα έπιασε το βαθύτερο νόημα της έκφρασης «το νερό του σώματος». Ένιωσε πάλι μια βαθιά κατάθλιψη καθώς θυμήθηκε τη σημασία που είχε το νερό πάνω στον Αράκις. «Σε ποια θέση της τραπεζαρίας πρέπει να κρεμάσω αυτά τα δυο αντικείμενα, κυρία;» ρώτησε η Μέιπς. «Όπου νομίζεις εσύ», της απάντησε. «Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη προτίμηση». « Όπως θέλεις, κυρία». Η Μέιπς άρχισε να ξεκαθαρίζει σπάγκους και χαρτιά περιτυλίγματος. «Να φωνάξω κάποιον να σε βοηθήσει;» «Όχι, θα τα καταφέρω». Σίγουρα, θα τα καταφέρει, σκέφτηκε η Τζέσικα. Αυτή η Φρέμεν έχει ικανότητες να διοικεί. Ένιωσε την ψυχρή θήκη του κράισναϊφ κάτω απ' το μπούστο της και θυμήθηκε ότι το Μπένε Γκεσερίτ είχε προσθέσει έναν ακόμα κρίκο ―τον Αράκις― στη μακριά αλυσίδα των προβλέψεων του. Χάρη σ' αυτό τον κρίκο είχε περάσει με επιτυχία μια πολύ επικίνδυνη κρίση. «Όταν τελειώσεις μ' αυτά τα δυο, ν' αρχίσεις το άνοιγμα των πακέτων», είπε. «Ένας απ' τους φορτοεκφορτωτές στην είσοδο έχει όλα τα κλειδιά και ξέρει πού πρέπει να πάνε τα πράγματα. Ζήτησε του τον κατάλογο. Αν με χρειαστείς τίποτα, θα είμαι στη νότια πτέρυγα». «Όπως διατάζεις, κυρία». Η Τζέσικα στράφηκε να φύγει. Ίσως ο Χαβάτ να θεωρεί ασφαλές το σπίτι, σκέφτηκε. Κάτι όμως δεν πηγαίνει καλά' το νιώθω. Αμέσως αισθάνθηκε μια ακατανίκητη ανάγκη να δει το γιο της. Ξεκίνησε βιαστικά για την αψιδωτή είσοδο που οδηγούσε στο διάδρομο και, λίγο λίγο, τα βήματα της γίνονταν όλο και πιο περίεργα, ώσπου άρχισε σχεδόν να τρέχει. Πίσω της η Μέιπς, που είχε αρχίσει να βγάζει το χαρτί περιτυλίγματος απ' το κεφάλι του ταύρου, σταμάτησε για λίγο και την κοίταξε που απομακρυνόταν. «Είναι σίγουρα η Μοναδική», μουρμούρισε. «Την καημένη». «Γιούε! Γιούε! Γιούε!» λέει η επωδός. « Ένα εκατομμύριο θάνατοι δεν είναι αρκετοί για τον Γιούε». Από την «Παιδική Ιστορία του Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη∙ η Τζέσικα μπήκε σ' ένα δωμάτιο με κίτρινους τοίχους. Στ' αριστερά της είδε ένα χαμηλό
σοφά με μαύρο δέρμα και δυο άδειες βιβλιοθήκες, μ' ένα παγούρι νερού όλο σκόνες σ' ένα ράφι. Στα δεξιά ήταν μια δεύτερη πόρτα, μερικές βιβλιοθήκες ακόμη, ένα γραφείο απ' τον Καλαντάν και τρεις καρέκλες. Στο παράθυρο κατευθείαν μπροστά στεκόταν ο δόκτορ Γιούε και κοίταζε έξω, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος της. Η Τζέσικα έκανε ακόμη ένα βήμα στο δωμάτιο χωρίς θόρυβο. Παρατήρησε ότι το σακάκι του ήταν τσαλακωμένο κι είχε ένα άσπρο σημάδι κοντά στον αριστερό αγκώνα, λες κι ο Γιούε είχε ακουμπήσει σε ασβέστη ή κιμωλία. Από πίσω έμοιαζε με άσαρκη φιγούρα μέσα σε πολύ φαρδιά ρούχα. Μόνο το τετράγωνο κεφάλι του με τα μακριά μαύρα μαλλιά, που ήταν πιασμένα με το ασημένιο δαχτυλίδι της σχολής Σουκ πάνω απ' τον αριστερό του ώμο, φαίνονταν να ' χουν ζωή ― κι αυτό επειδή κουνιούνταν ανάλαφρα καθώς ο άντρας παρακολουθούσε κάτι έξω απ' το παράθυρο. Περιεργάστηκε πάλι το δωμάτιο, αλλά δεν είδε πουθενά το γιο της. Ήξερε όμως ότι η κλειστή πόρτα στα δεξιά οδηγούσε σε μια μικρή κρεβατοκάμαρα που άρεσε στον Πολ. «Καλησπέρα, δόκτορ Γιούε», είπε. «Πού είναι ο Πολ;» Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του σαν ν' απευθυνόταν σε κάποιον έξω απ∙ το παράθυρο και μίλησε χωρίς να γυρίσει. «Ο γιος σου ήταν κουρασμένος, Τζέσικα. Τον έστειλα δίπλα να ξεκουραστεί». Έκανε απότομα μεταβολή, ξαφνιασμένος με τον εαυτό του. «Συγνώμη, κυρία! Ήμουν αφηρημένος... Δεν... δεν ήθελα να μιλήσω με τέτοια οικειότητα». Εκείνη χαμογέλασε και του άπλωσε το δεξί της χέρι, αν και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι ο Γιούε θα γονάτιζε μπροστά της. «Πάψε, Γουέλινγκτον», του είπε με φιλικό τόνο. «Μα... να σου μιλήσω έτσι... δεν...» «Γνωριζόμαστε έξι χρόνια. Είναι καιρός λοιπόν να κα-ταργήσουμε τις τυπικότητες μεταξύ μας ― τουλάχιστον όταν είμαστε μόνοι». Ο Γιούε χαμογέλασε αδιόρατα. Νομίζω ότι τα κατάφερα. Τώρα Θα πιστεύει πως οτιδήποτε παράξενο φανεί στους τρόπους μου οφείλεται στην ταραχή μου. Δεν θα ψάξει για βαθύτερες αιτίες όταν νομίζει ότι ξέρει το λόγο. «Όταν νιώθω λύπη για σένα... φοβάμαι ότι σε σκέφτομαι ως... ως Τζέσικα». «Λύπη για μένα; Για ποιο λόγο;» Ο Γιούε ανασήκωσε τους ώμους. Είχε αντιληφθεί πριν από πολύ καιρό ότι η Τζέσικα δεν είχε το χάρισμα της ενόρασης όπως η Γουόνα του, φερόταν όμως με όσο περισσότερη ειλικρίνεια μπορούσε μαζί της ― ήταν πιο ασφαλής μ∙ αυτό τον τρόπο. «Είδες, νομίζω, τον Αράκις... Τζέσικα».. Δίστασε λίγο πριν πει το όνομα της. «Δείχνει τόσο έρημος μετά τον Καλαντάν. Άσε πια τον κόσμο! Οι γυναίκες που συναντήσαμε στη διαδρομή έκλαιγαν κάτω απ' τα πέπλα τους. Πρόσεξες πώς μας κοίταζαν;» Δίπλωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της κι αισθάνθηκε το κράισναϊφ, το μαχαίρι που ήταν κατασκευασμένο από δόντι αμμοσκούληκου, αν οι αναφορές ήταν σωστές. «Τους φαινόμαστε διαφορετικοί ― αυτό είναι όλο. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές συνήθειες. Ήξεραν μόνο τους Χαρκόνεν». Κοίταξε έξω απ ∙ το παράθυρο. «Τι βλέπεις;» Ο Γιούε ξαναγύρισε το βλέμμα του στο παράθυρο. «Τον κόσμο». Η Τζέσικα πήγε κοντά του και κοίταξε αριστερά, προς την είσοδο του σπιτιού στο οποίο ήταν στραμμένη η προσοχή του Γιούε. Είδε μια σειρά από είκοσι περίπου φοινικόδεντρα. Το έδαφος γύρω στη βάση τους ήταν καθαρό, χωρίς σκουπίδια. Ένας δικτυωτός φράχτης τα χώριζε απ ∙ το δρόμο που ήταν γεμάτος κόσμο και η Τζέσικα αντιλήφθηκε μια αμυδρή μαρμαρυγή στον αέρα ―μια κτιριακή ασπίδα― ανάμεσα στο σπίτι και στο δρόμο. Συνέχισε να παρατηρεί το πλήθος, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο που είχε τραβήξει τόσο πολύ το ενδιαφέρον του Γιούε. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε τι συνέβαινε. Στα βλέμματα των ανθρώπων που κοίταζαν τα δέντρα διακρινόταν ζήλια, μίσος... ακόμη και μια λάμψη ελπίδας. «Ξέρεις τι σκέφτονται;» τη ρώτησε ο Γιούε. «Διαβάζεις τις σκέψεις;» τον πείραξε. «Αυτές, ναι. Κοιτάζουν τα δέντρα και συλλογίζονται: "Αυτά ισοδυναμούν με εκατό από μας"». Τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Γιατί;» «Είναι χουρμαδιές∙ η καθεμιά χρειάζεται σαράντα λίτρα νερό την ημέρα, ενώ ένας άνθρωπος θέλει μόνο οκτώ. Επομένως, κάθε δέντρο αντιστοιχεί σε πέντε ανθρώπους. Υπάρχουν είκοσι ― άρα, εκατό άνθρωποι». «Μερικοί όμως τα κοιτάζουν γεμάτοι ελπίδα».
«Εύχονται να πέσουν κάτω μερικοί χουρμάδες». «Νομίζω ότι γινόμαστε υπερβολικά επικριτικοί», είπε η γυναίκα. «Εδώ υπάρχει ελπίδα, αλλά και κίνδυνος. Το καρύκευμα μπορεί να μας κάνει πλούσιους∙ κι όταν γεμίσουμε τα χρηματοκιβώτια μας, τότε μπορούμε να φτιάξουμε τον κόσμο μας όπως μας αρέσει». Μέσα της, όμως, γελούσε. Ποιον προσπαθώ να πείσω; «Δυστυχώς, δεν μπορούμε να αγοράσουμε την ασφάλεια μας», συνέχισε. Ο Γιούε γύρισε αλλού για να κρύψει την έκφραση του προσώπου του. Η Τζέσικα έμοιαζε πολύ με τη Γουόνα του σε γενικές γραμμές. Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώσει ακόμη πιο άκαμπτος στις αποφάσεις του ― ο σκοπός του έπρεπε να επιτευχθεί με κάθε θυσία. Η σκληρότητα των Χαρκόνεν ήταν γνωστή, αλλά η Γουόνα μπορεί να μην ήταν νεκρή. Έπρεπε να βεβαιωθεί. «Μην ανησυχείς για μας, Γουέλινγκτον», είπε η Τζέσικα. «Το πρόβλημα είναι δικό μας, όχι δικό σου». Νομίζει ότι ανησυχώ γι' αυτήν! Ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Φυσικά, ανησυχώ. Πρέπει όμως να παρουσιαστώ μπροστά σ' εκείνο το μαύρο βαρόνο έχοντας πετύχει στην αποστολή μου. Τότε Θα βρω την ευκαιρία να τον χτυπήσω στο πιο αδύνατο του σημείο ― τη στιγμή που Θα πανηγυρίζει η νίκη του\ Άφησε ένα στεναγμό. «Θα ενοχλούσε τον Πολ αν τον έβλεπα λίγο;» ρώτησε η Τζέσικα. «Καθόλου. Του έδωσα ένα ηρεμιστικό». «Δέχτηκε εύκολα την αλλαγή;» «Ναι. Μόνο που κουράστηκε λίγο. Το ίδιο όμως θα πάθαινε οποιοσδήποτε νέος της ηλικίας του». Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. «Εδώ είναι». Η Τζέσικα τον ακολούθησε και κοίταξε στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Ο Πολ ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ράντζο με το ένα χέρι χωμένο στο σεντόνι και το άλλο κάτω απ' το κεφάλι του. Το φως που περνούσε μέσα απ' τις μισόκλειστες κουρτίνες σχημάτιζε διάφορα σχέδια με τις φωτοσκιάσεις, πάνω στο πρόσωπο του νεαρού και στα σκεπάσματα. Η Τζέσικα κοίταξε το οβάλ πρόσωπο του γιου της, που έμοιαζε τόσο πολύ με το δικό της. Τα μαλλιά όμως ήταν του δούκα ― κατάμαυρα και ακατάστατα. Η γυναίκα χαμογέλασε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα συγκίνησης που είχαν φτάσει στην άκρη των ματιών της. Έβλεπε τα γενετικά χαρακτηριστικά της πάνω στον Πολ, ανάμεσα τους όμως διακρίνονταν καθαρά ορισμένα στοιχεία που προέρχονταν απ' τον Λέτο, όπως ακριβώς την ωριμότητα να προβάλλει απ' την παιδική ηλικία. Για μια στιγμή της ήρθε να γονατίσει δίπλα στο κρεβάτι και να τον πάρει στην αγκαλιά της, τη συγκράτησε όμως η παρουσία του Γιούε. Έκανε λίγο πίσω κι έκλεισε την πόρτα αθόρυβα. Ο Γιούε είχε ξαναπάει στο παράθυρο, μη αντέχοντας να βλέπει την Τζέσικα να κοιτάζει το γιο της μ' αυτό τον τρόπο. Γιατί δεν μου χάρισε παιδί η Γονόνα; αναρωτήθηκε. Ως γιατρός που είμαι, ξέρω ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μήπως υπήρχε κάποια αιτία απ' το Μπένε Γκεσερίτ; Μήπως είχε οδηγίες να εξυπηρετήσει κάποιο διαφορετικό σκοπό; Τι να συνέβαινε, άραγε; Πάντως, είναι βέβαιο ότι μ ' αγαπούσε. Για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι ίσως κι ο ίδιος να αποτελούσε ένα μικρό μέρος κάποιου πολύπλοκου σχεδίου που ήταν αδύνατο ν' αντιληφθεί. Η Τζέσικα πλησίασε και στάθηκε δίπλα του. «Τι ομορφιά υπάρχει στον ύπνο ενός παιδιού!» είπε. Η απάντηση του ήρθε μηχανικά. «Να μπορούσαν κι οι μεγάλοι να ξεκουραστούν έτσι!» «Σωστά». Η Τζέσικα κοίταξε προς τα δεξιά, σε μια πλαγιά γεμάτη γκριζοπράσινους θάμνους ταλαιπωρημένους απ' τον άνεμο. Ο μουντός ουρανός κρεμόταν πάνω απ' την πλαγιά σαν μουντζούρα και το γαλακτόχρωμο φως του αρακινού ήλιου, έδινε στη σκηνή έναν ασημόχρωμο τόνο, όπως το κράισναϊφ που ήταν κρυμμένο στον μπούστο της. «Ο ουρανός είναι πολύ σκοτεινός», παρατήρησε. «Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη νερού». «Έλλειψη νερού!» φώναξε η γυναίκα. «Όπου και να γυρίσει κανείς εδώ, όλο γι' αυτό το θέμα ακούει». «Είναι το πολύτιμο μυστήριο του Αράκις». «Γιατί υπάρχει τόσο λίγο; Τα πετρώματα είναι ηφαιστειογενή και υπάρχουν ένα σωρό πηγές ενέργειας. Ακόμη, οι πόλοι έχουν πάγο. Λένε ότι δεν μπορούν να γίνουν γεωτρήσεις στην έρημο ― οι αμμοθύελλες καταστρέφουν τα πάντα, αν βέβαια δεν προλάβουν τα αμμοσκούληκα. Πάντως, δεν έχουν βρει ούτε ίχνος νερού. Το μεγάλο μυστήριο όμως, Γουέλινγκτον, είναι τα πηγάδια που έχουν σκαφτεί στις κοιλάδες και τις λεκάνες του Αράκις.
Έχεις διαβάσει τίποτα;» «Ναι. Στην αρχή βρήκαν μερικές σταγόνες νερό, ύστερα όμως τίποτα». «Αυτό ακριβώς είναι το μυστήριο, Γουέλινγκτον. Βρέθηκε νερό, αλλά τελείωσε∙ κι ύστερα δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Όλα τα πηγάδια που ανοίχτηκαν έδωσαν το ίδιο αποτέλεσμα: μερικές σταγόνες που τέλειωσαν γρήγορα. Δεν κίνησε την περιέργεια κανενός αυτό το φαινόμενο;» «Ναι, είναι παράξενο», παραδέχτηκε εκείνος. «Υποπτεύεσαι κάποια εχθρική ενέργεια; Δεν θα είχε φανεί κάτι;» «Τι να φανεί;» Κατευθύνθηκε πάλι το βλέμμα της στην πλαγιά. «Τι θέμα είναι ότι το νερό σταματάει. Υποψιάζομαι ότι κάποιοι το κλέβουν». «Ίσως να έχει βρεθεί η αιτία, αλλά οι Χαρκόνεν έχουν περιορίσει τη μετάδοση πληροφοριών σχετικά με τον Αράκις». «Δεν νομίζω», απάντησε η Τζέσικα. «Άλλωστε, υπάρχει και η υγρασία της ατμόσφαιρας. Μπορεί να είναι λίγη, οπωσδήποτε όμως υπάρχει και είναι η βασική πηγή προμήθειας νερού το οποίο συλλέγεται με διάφορους τρόπους. Από πού προέρχεται αυτή η υγρασία;» «Θα 'λεγα απ' τους πάγους των πόλων». «Ο ψυχρός αέρας δεν δημιουργεί υγρασία, Γουέλιν-γκτον. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που βρίσκονται πέρα απ' τις διαδόσεις των Χαρκόνεν αυτά χρειάζονται έρευνα ― κι όχι μόνο το θέμα του καρυκεύματος». «Έχεις δίκιο. Οι Χαρκόνεν έχουν οργανώσει ένα ολόκληρο δίκτυο παραπληροφόρησης. Ίσως...» Η φωνή του κόπηκε καθώς αντιλήφθηκε πάνω του το έντονο βλέμμα της Τζέσικα. «Συμβαίνει τίποτα;» ρώτησε. «Ο τρόπος που είπες τη λέξη "Χαρκόνεν"», παρατήρησε η γυναίκα. «Ούτε ο δούκας δεν δείχνει τόσο μίσος όταν μιλάει γι' αυτούς. Δεν ήξερα ότι έχεις προσωπικούς λόγους να τους μισείς τόσο πολύ, Γουέλινγκτον». Μεγάλη Μητέρα! σκέφτηκε ο Γιούε. Της έβαλα υποψίες! Τώρα πρέπει να χρησιμοποιήσω τα τεχνάσματα που% μου έχει μάθει η Γουόνα. Μόνο μια λύση υπάρχει: να πω την αλήθεια όσο μπορώ. «Ίσως δεν ξέρεις ότι η γυναίκα μου, η Γουόνα μου...» Ανασήκωσε τους ώμους, νιώθοντας ένα κόμπο στο λαιμό. «Την... την...» Ήταν αδύνατο να συνεχίσει. Τον έπιασε πανικός κι έκλεισε τα μάτια του. Ο κόμπος είχε απλωθεί σ' ολόκληρο το στήθος του και τον έπνιγε. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα χέρι να τον αγγίζει απαλά στο μπράτσο. «Συγνώμη», του είπε η Τζέσικα. «Δεν ήθελα να σου ανοίξω παλιές πληγές». Τα κτήνη! σκέφτηκε. Η γυναίκα του ήταν μια Μπένε Γκεσερίτ. Είναι ολοφάνερο ότι οι Χαρκόνεν τη σκότωσαν. Ο Γουέλινγκτον είναι ένας ακόμη φουκαράς που υποστηρίζει τους Ατρείδες για λόγους εκδίκησης. «Εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη», της απάντησε. «Δεν μπορώ να μιλήσω περισσότερο». Άνοιξε τα μάτια του γεμάτος θλίψη. Αυτή τη φορά δεν υποκρινόταν. Η Τζέσικα τον κοίταξε με προσοχή. Ο Γιούε είχε πεταχτά μήλα, αμυγδαλωτά μάτια, σκούρη επιδερμίδα και μεγάλο κρεμαστό μουστάκι που κατέληγε στο λεπτό του σαγόνι. Οι ρυτίδες που είχε στα μάγουλα και στο μέτωπο ήταν αποδείξεις θλίψης και ηλικίας ταυτόχρονα. Ένιωσε να την πλημμυρίζει ένα κύμα στοργής. «Γουέλινγκτον, σου ζητώ συγνώμη που σε φέραμε σ' αυτό το επικίνδυνο μέρος», του είπε. «Ήρθα με τη θέληση μου». Κι αυτό ήταν αλήθεια. «Αυτός ο πλανήτης όμως είναι μια παγίδα των Χαρκόνεν. Το ξέρεις, νομίζω». «Δεν φτάνει μία παγίδα μόνο για να πιάσει το δούκα Λέτο». Τρίτη αλήθεια. «Ίσως θα 'πρεπε να έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του», είπε η Τζέσικα. «Ξεριζωθήκαμε απ' τον τόπο μας», παρατήρησε ο Γιούε, «κι είναι φυσικό να είμαστε εκνευρισμένοι». «Ναι∙ κι είναι τόσο εύκολο να σκοτώσει κανείς ένα ξεριζωμένο δέντρο. Προπάντων όταν βρίσκεται σε εχθρικό έδαφος». «Είσαι βέβαιη ότι το έδαφος είναι εχθρικό;» «Θυμήσου τις φασαρίες που έγιναν για το νερό όταν μαθεύτηκε πόσα άτομα έφερνε μαζί του ο δούκας. Σταμάτησαν μόνο όταν βεβαιώθηκαν όλοι ότι σκοπεύαμε να τοποθετήσουμε μηχανήματα συλλογής της πάχνης». «Το νερό που υπάρχει εδώ, μόλις που επαρκεί για τη συντήρηση της ζωής», είπε ο Γιούε. «Αν ο πληθυσμός αυξηθεί, το
ίδιο θα γίνει και με την τιμή του νερού, με αποτέλεσμα να πεθάνουν οι πολύ φτωχοί. Ο δούκας όμως έλυσε το πρόβλημα. Έτσι, η εχθρότητα δεν θα συνεχιστεί». «Και οι φρουροί;» ρώτησε η Τζέσικα. «Παντού βλέπεις φρουρούς ― και ασπίδες. Στον Καλαντάν ζούσαμε διαφορετικά». Συνέχισε να κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο. «Οσφραίνομαι το θάνατο σ' αυτό τον τόπο», συνέχισε. «Ο Χαβάτ έστειλε από πριν ένα σωρό ανθρώπους του εδώ πέρα. Οι φρουροί απέξω είναι δικοί του∙ το ίδιο κι οι φορτοεκφορτωτές. Απ' το θησαυροφυλάκιο γίνονται ανεξήγητες αναλήψεις μεγάλων ποσών ―κι αυτό μπορεί να σημαίνει ένα πράγμα μόνο: δωροδοκίες υψηλών προσώπων». Κούνησε το κεφάλι της. «Όπου κι αν πάει ο Τουφίρ Χαβάτ, ξοπίσω του ακολουθεί η απάτη και ο θάνατος». «Τον κακολογείς». «Έτσι λες; Εγώ νομίζω ότι τον επαινώ. Η απάτη και ο θάνατος είναι οι μοναδικές μας ελπίδες τώρα πια. Δεν υποκρίνομαι ότι αγνοώ τις μεθόδους του Τουφίρ». «Θα 'πρεπε να... να ασχοληθείς με κάτι», πρότεινε ο Γιούε. «Έτσι δεν θα 'χεις το χρόνο για νοσηρές...» «Ν' ασχοληθώ με κάτι; Και πώς νομίζεις ότι περνάω τις περισσότερες ώρες μου, Γουέλινγκτον; Είμαι γραμματέας του δούκα ― και κάθε μέρα μαθαίνω να φοβάμαι νέα πράγματα... πράγματα που ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι τα ήξερα». Έσφιξε τα χείλη της. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι πόσο άραγε να επέδρασε στην απόφαση του δούκα να με διαλέξει, η επαγγελματική μου εκπαίδευση στο Μπένε Γκεσερίτ». «Τι εννοείς;» Ο ειλικρινής, σχεδόν κυνικός τρόπος της, τον είχε ξαφνιάσει. «Δεν νομίζεις, Γουέλινγκτον», τον ρώτησε, «ότι μια γραμματέας ερωτευμένη με τον προϊστάμενο της είναι πολύ πιο σίγουρη;» «Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι, Τζέσικα». Η επίπληξη ήρθε αυθόρμητα στα χείλη του. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τα αισθήματα του δούκα προς την παλλακίδα του∙ το βλέμμα του τα έλεγε όλα. Εκείνη άφησε ένα στεναγμό. «Έχεις δίκιο». Έσφιξε πάλι τα μπράτσα πάνω στο στήθος της κι ένιωσε για μια ακόμα φορά τη θήκη του μαχαιριού κάτω απ' το φόρεμα της. «Σύντομα θα έχουμε μεγάλες αιματοχυσίες», συνέχισε. «Οι Χαρκόνεν δεν θα ησυχάσουν αν δεν καταστρέψουν το δούκα ― εκτός κι αν πεθάνουν οι ίδιοι. Ο βαρόνος δεν μπορεί να ξεχάσει ότι ο Λέτο έχει βασιλικό αίμα, ενώ οι τίτλοι των Χαρκόνεν βρίσκονται μόνο στις δραστηριότητες της CHOAM. Εκείνο όμως που δηλητηριάζει ασταμάτητα τη σκέψη του είναι η γνώση ότι οι Ατρείδες εξόρισαν έναν Χαρκόνεν για τη δειλία που έδειξε στη μάχη του Κορίν». «Η παλιά βεντέτα», μουρμούρισε ο Γιούε και για μια στιγμή κυριεύτηκε από άγριο μίσος. Αυτή η βεντέτα τον είχε τυλίξει στο δίχτυ της και είχε σκοτώσει τη Γουόνα του ή ―ακόμα χειρότερα― την είχε ρίξει στα χέρια των Χαρκόνεν. Αυτή η βεντέτα τον είχε παγιδέψει ― κι όσοι ήταν τώρα γύρω του είχαν ένα πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Η ειρωνία ήταν ότι όλα θα κρίνονταν πάνω στον Αράκις, τη μοναδική πηγή του μελάνζ σ' ολόκληρο το σύμπαν ― του καρυκεύματος που μάκραινε τη ζωή κι έδινε πλούτη στον κάτοχο του. «Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε η Τζέσικα. «Ότι το καρύκευμα κοστίζει εξακόσιες είκοσι χιλιάδες σολάρις το δεκάγραμμο στην ελεύθερη αγορά αυτή τη στιγμή ― πράγμα που σημαίνει πολλά λεφτά». «Έγινες κι εσύ άπληστος, Γουέλινγκτον;» «Όχι, βέβαια». «Τότε;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Ματαιότητες». Της έριξε μια ματιά. «Θυμάσαι τι γεύση είχε το καρύκευμα όταν το πρωτοδοκίμασες;» , «Έμοιαζε με κανέλα». «Ποτέ όμως δεν είναι το ίδιο, έτσι; Μοιάζει με τη ζωή ― κάθε φορά έχει διαφορετική γεύση. Μερικοί λένε ότι το καρύκευμα δημιουργεί αντιδράσεις. Ο οργανισμός, μαθαίνοντας ότι κάτι είναι καλό γι' αυτόν, το θεωρεί ευχάριστο...» «Νομίζω ότι θα 'ταν καλύτερο για μας να αποστατήσουμε και να φύγουμε μακριά απ' την κυριαρχία της αυτοκρατορίας», είπε η Τζέσικα. Ο Γιούε αντιλήφθηκε ότι η γυναίκα δεν τον πρόσεχε∙ ήταν αφοσιωμένη στις δικές της σκέψεις. Ναι ― γιατί δεν παρότρυνε τον Λέτο να το κάνει αυτό; Η επιρροή της πάνω τον ήταν τεράστια. «Θα το θεωρούσες αγένεια μου... Τζέσικα, αν σου έκανα μια προσωπική ερώτηση;» Εκείνη ακούμπησε στο πλαίσιο του παραθύρου με μια ανεξήγητη αίσθηση ταραχής. «Όχι, βέβαια. Είσαι... φίλος μου».
«Γιατί δεν πίεσες το δούκα να σε παντρευτεί;» Στράφηκε απότομα προς το μέρος του με βλέμμα που έβγαζε φλόγες. «Να τον πιέσω να με παντρευτεί; Μα...» «Δεν έπρεπε να σε ρωτήσω», έκανε ο Γιούε. «Όχι». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Υπάρχει πολιτικός λόγος ― όσο ο δούκας μου μένει άγαμος, ορισμένοι μεγάλοι οίκοι ελπίζουν σε κάποια συμμαχία μαζί του. Και...» Άφησε ένα στεναγμό. «Και εξάλλου, η πίεση πάνω στους άλλους για να κάνουν αυτό που θέλεις εσύ, είναι κυνισμός. Αν τον ανάγκαζα να το κάνει αυτό, δεν θα γινόταν με τη θέληση του». «Την ίδια απάντηση θα έδινε κι η Γουόνα μου», μουρμούρισε ο Γιούε. Ήταν αλήθεια κι αυτό. Ύστερα έφερε το χέρι στο στόμα του, μη θέλοντας να μιλήσει περισσότερο∙ παραλίγο ν' αποκαλύψει το ρόλο του. «Άλλωστε, Γουέλινγκτον», συνέχισε η Τζέσικα χωρίς να προσέξει την αντίδραση του, «μέσα στο δούκα κρύβονται δυο άνθρωποι. Αγαπώ τον έναν πάρα πολύ. Είναι χαριτωμένος, έξυπνος, δυνατός... τρυφερός ― όλα όσα θέλει μια γυναίκα. Ο άλλος όμως είναι... ψυχρός, σκληρός, απαιτητικός κι εγωιστής. Αυτά τα χαρακτηριστικά κληρονομήθηκαν απ' τον πατέρα του. Πολλές φορές έχω ευχηθεί να είχε πεθάνει πριν απ' τη γέννηση του Λέτο μου!» Μέσα στη σιωπή που ακολούθησε ακουγόταν μόνο ο θόρυβος ενός ανεμιστήρα από κάποιο διπλανό δωμάτιο. Τελικά, η Τζέσικα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Λέτο έχει δίκιο∙ αυτά τα δωμάτια είναι πιο ευχάριστα από κείνα που βρίσκονται στις υπόλοιπες πτέρυγες του σπιτιού». Στράφηκε προς το μέρος του κοιτάζοντας γύρω της. «Αν μου επιτρέπεις, Γουέλινγκτον, θα ήθελα να ρίξω μια ματιά ακόμη εδώ γύρω πριν αποφασίσω πού θα μείνουμε». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Φυσικά». Μακάρι να υπήρχε τρόπος, σκέφτηκε, να μην κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Η Τζέσικα κατέβασε τα χέρια της, πήγε στην πόρτα που έβγαζε στο χολ και στάθηκε για λίγο εκεί, γεμάτη διστακτικότητα. Ύστερα βγήκε έξω. Όλη την ώρα που συζητούσαμε, ο Γιούε προσπαθούσε να κρύψει κάτι, σκέφτηκε. Σίγουρα, για να μη με κάνει να συγκινηθώ. Είναι πολύ καλός άνθρωπος. Δίστασε πάλι∙ για μια στιγμή της ήρθε να γυρίσει πίσω και να πιέσει το Γιούε να της αποκαλύψει τα μυστικά του. Το μόνο που θα πετύχεις θα είναι να τον κάνεις να ντραπεί και να φοβηθεί που είναι ανοιχτός σαν βιβλίο. «Πρέπει να εμπιστεύομαι περισσότερο τους φίλους μου», μονολόγησε. Πολλοί έχουν θαυμάσει την ταχύτητα με την οποία ο Μουαντίμπ έμαθε τι χρειάζεται κανείς πάνω στον Αράκις. Φυσικά, το Μπένε Γκεσερίτ ξέρει την αιτία αυτής της ταχύτητας. Για τους άλλους, μπορούμε να πούμε ότι ο Μουαντίμπ έμαθε γρήγορα λόγω της εκπαίδευσης που είχε υποστεί σ' αυτό τον τομέα. Αλλά το πιο βασικό απ' όλα ήταν η πεποίθηση ότι μπορούσε να μάθει. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι μπορούν να μάθουν, και πολύ περισσότεροι ότι η μάθηση είναι δύσκολη. Ο Μουαντίμπ πίστευε πως κάθε εμπειρία είναι κι ένα μάθημα. Από την «Παιδική Ηλικία του Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. Ο Πολ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και παρίστανε τον κοιμισμένο. Ήταν πολύ εύκολο να κρατήσει στη χούφτα του το υπνωτικό χάπι που του είχε δώσει ο Γιούε και να υποκριθεί ότι το κατάπιε. Ακόμα και η μητέρα του πίστεψε ότι είχε αποκοιμηθεί. Ο Πολ ήθελε να πεταχτεί πάνω και να της ζητήσει την άδεια να ψάξει το σπίτι, ήταν όμως βέβαιος ότι θα του αρνιόταν. Όχι∙ ο τρόπος που ενεργούσε ήταν καλύτερος. Αν κάνω κάτι χωρίς να ζητήσω άδεια, δεν Θα έχω παραβεί καμιά εντολή. Θα φροντίσω μόνο να μείνω μέσα στο σπίτι, όπου υπάρχει ασφάλεια. Άκουσε τη μητέρα του και τον Γιούε να συζητάνε στο διπλανό δωμάτιο. Τα λόγια τους ήταν δυσδιάκριτα ― κάτι έλεγαν για το καρύκευμα... για τους Χαρκόνεν. Η συζήτηση περνούσε από διάφορες φάσεις. Η προσοχή του Πολ στράφηκε στον ουρανό του κρεβατιού του. Ήταν μια ψευδοροφή στερεωμένη στον τοίχο, που έκρυβε τα όργανα ελέγχου των λειτουργιών του δωματίου. Στο ξύλο της ήταν σκαλισμένο ένα ψάρι που χοροπηδούσε στα κύματα. Αν πίεζε το μάτι του ψαριού, άναβαν τα φώτα. Αν έστριβε ένα απ' τα κύματα, άρχιζε ο εξαερισμός, ενώ μ' ένα άλλο μπορούσε να ρυθμίσει τη θερμοκρασία. Ανακάθισε στο κρεβάτι χωρίς θόρυβο. Στ' αριστερά του υπήρχε μια ψηλή βιβλιοθήκη που μπορούσε να τραβηχτεί στο πλάι με ευκολία, αποκαλύπτοντας ένα ντουλάπι με μια σειρά συρτάρια στη μια πλευρά του. Όλα έδειχναν ότι το δωμάτιο είχε φτιαχτεί για να τον γοητεύσει. Το δωμάτιο κι ο πλανήτης. Θυμήθηκε το βιβλιοφίλμ που του είχε δείξει ο Γιούε ― «Αράκις: Βοτανολογικός Ερευνητικός Σταθμός της Αυτού Μεγαλειότητας». Ήταν ένα παλιό βιβλιοφίλμ, πριν απ' την εποχή της ανακάλυψης του καρυκεύματος, γεμάτο εικόνες και παράξενα ονόματα.
Εικόνες και ονόματα απ' το γνήσιο παρελθόν της ανθρωπότητας∙ τα πιο πολλά βρίσκονταν πλέον μόνο πάνω στον Αράκις. Τώρα έπρεπε να μάθει ένα σωρό καινούργια πράγματα ― για το καρύκευμα και τα σκουλήκια της άμμου. Στο διπλανό δωμάτιο αντήχησε το κλείσιμο μιας πόρτας κι ο Πολ άκουσε τα βήματα της μητέρας του ν' απομακρύνονται στο διάδρομο. Ο δόκτορ Γιούε σίγουρα θα έμενε στη θέση του διαβάζοντας κανένα βιβλίο. Είχε έρθει η στιγμή για ν' αρχίσει το ψάξιμο. Ο Πολ σηκώθηκε αθόρυβα και πλησίασε τη βιβλιοθήκη. Την ίδια στιγμή άκουσε πίσω του κάποιον ήχο και στράφηκε να δει. Ο σκαλιστός ουρανός του κρεβατιού του είχε πέσει με ορμή πάνω στο σημείο όπου ήταν ξαπλωμένος πριν από λίγο. Ο Πολ κοκάλωσε ― και η ακινησία του έσωσε τη ζωή. Πίσω απ ∙ την ψευδοροφή ξεπρόβαλε ένας μικροσκοπικός ανιχνευτής-κυνηγός, όχι μακρύτερος από πέντε εκατοστά. Ο Πολ τον αναγνώρισε αμέσως∙ ήταν ένα γνωστό δολοφονικό όπλο, που όσοι είχαν βασιλικό αίμα μάθαιναν την υπαρξή του απ' την παιδική τους κιόλας ηλικία. Κατασκευασμένος από μέταλλο, τηλεκατευθυνόταν από κάπου κοντά. Είχε την ιδιότητα να χώνεται σε κινούμενες σάρκες και να ανοίγει δρόμο μέχρι το πιο κοντινό ζωτικό όργανο. Ο ανιχνευτής-κυνηγός σηκώθηκε ψηλά στον αέρα και μετακινήθηκε για λίγο μπρος-πίσω μέσα στο δωμάτιο. Απ' το μυαλό του Πολ πέρασαν αστραπιαία ορισμένες σκέψεις σχετικά με τις δυνατότητες του φονικού όπλου. Στο μισοσκόταδο του δωματίου ο ανιχνευτής μπορούσε να εντοπίσει μόνο κάτι που κουνιόταν. Μια ενεργειακή ασπίδα είχε την ικανότητα να τον αναχαιτίσει και να τον καταστρέψει, ο Πολ όμως την είχε βγάλει πριν ξαπλώσει. Επίσης, τα όπλα ακτινών λέιζερ μπορούσαν να τον εξουδετερώσουν, ήταν όμως πανάκριβα και με τεράστιο κόστος συντήρησης ― πέρα απ' το γεγονός ότι υπήρχε πάντα ο κίνδυνος έκρηξης αν η ακτίνα διαπερνούσε μια θερμή ενεργειακή ασπίδα. Οι Ατρείδες βασίζονταν στις ασπίδες και στο μυαλό τους. Ο Πολ έμεινε εντελώς ακίνητος, ξέροντας ότι δεν είχε άλλο μέσο ν∙ αντιμετωπίσει την απειλή πέρα απ' το μυαλό του. Ο ανιχνευτής-κυνηγός ανασηκώθηκε μισό μέτρο ακόμα. Το φως που έμπαινε απ' τις χαραμάδες του παραθύρου αντανακλούσε πάνω του. Πρέπει να προσπαθήσω να το αρπάξω, σκέφτηκε ο νεαρός. Είναι όμως πολύ γλιστερό και χρειάζεται προσοχή. Το όπλο κατέβηκε στην προηγούμενη θέση του, έστριψε αριστερά κι έκανε μια βόλτα γύρω στο κρεβάτι, αφήνοντας έναν ανεπαίσθητο βόμβο. Ποιος το κατευθύνει; αναρωτήθηκε ο Πολ. Πρέπει να είναι κάποιος εδώ κοντά. Αν φωνάξω τον Γιούε, το όπλο θα τον χτυπήσει τη στιγμή που θ' ανοίξει την πόρτα. Την ίδια στιγμή ακούστηκε το τρίξιμο της πόρτας πίσω απ' την πλάτη του και κάποιος εμφανίστηκε στο κατώφλι. Ο ανιχνευτής-κυνηγός όρμησε προς το μέρος του νεοφερμένου. Το δεξί χέρι του Πολ τινάχτηκε πάνω κι άρπαξε το θανατηφόρο όπλο καθώς περνούσε δίπλα του. Το κράτησε σφιχτά, ενώ εκείνο συστρεφόταν και βομβούσε μέσα στη χούφτα του προσπαθώντας να του ξεφύγει. Ύστερα, με μια απότομη κίνηση, χτύπησε τη μύτη του όπλου με δύναμη πάνω στο μέταλλο της πόρτας. Το γυάλινο μάτι του ανιχνευτή έσπασε και το όπλο απέμεινε στο χέρι του άχρηστο. Συνέχισε να το κρατάει ― για σιγουριά. Ύστερα στράφηκε προς την πόρτα και είδε τα καταγάλανα μάτια μιας γυναίκας να τον κοιτάζουν απορημένα. «Σε θέλει ο πατέρας σου», είπε η γυναίκα. «Οι άντρες που θα σε συνοδέψουν περιμένουν στο χολ». Ο Πολ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του με το βλέμμα καρφωμένο στο παράξενο καφέ φόρεμα-σάκο της Μέιπς. Εκείνη είδε το αντικείμενο που κρατούσε στο χέρι του. «Έχω ακούσει γι' αυτό το πράγμα», του είπε. «Θα με σκότωνε, έτσι;» Ο Πολ ξεροκατάπιε. «Εγώ ήμουν ο... ο στόχος του». «Ερχόταν όμως εναντίον μου». «Αυτό έγινε, γιατί κουνήθηκες». Ποια είναι αυτή η γυναίκα; αναρωτήθηκε. «Επομένως, μου έσωσες τη ζωή». «Έσωσα τη ζωή και των δυο μας». «Θα μπορούσες όμως να το αφήσεις να με χτυπήσει και να το σκάσεις», του απάντησε. «Ποια είσαι;» «Η σαντούτ Μέιπς». «Πώς ήξερες πού βρίσκομαι;»
«Μου το είπε η μητέρα σου. Τη συνάντησα στη σκάλα του χολ». Έκανε μια χειρονομία προς τα δεξιά. «Οι άντρες του πατέρα σου περιμένουν». Θα είναι οι άνθρωποι του Χαβάτ, σκέφτηκε ο Πολ. Πρέπει να βρούμε ποιος χειριζόταν τον ανιχνευτή. «Πήγαινε και πες τους ότι έπιασα έναν ανιχνευτή-κυνηγό∙ θέλω να ψάξουν για να βρουν το χειριστή του. Πες τους να αποκλείσουν το σπίτι. Σίγουρα κάποιος ξένος έχει τρυπώσει ανάμεσα μας». Μήπως ήταν η ίδια; αναρωτήθηκε. Όχι, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, ο ανιχνευτής-κυνηγός εξακολουθούσε να τηλεκατευθύνεται από το χειριστή του. «Πριν εκτελέσω την εντολή σου», είπε η Μέιπς, «θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μεταξύ μας. Έκανες κάτι για μένα, που δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να στο ξεπληρώσω. Εμείς οι Φρέμεν όμως δεν είμαστε αχάριστοι. Έχουμε μάθει ότι υπάρχει κάποιος προδότης εδώ γύρω. Δεν ξέρουμε ποιος είναι, αλλά είμαστε βέβαιοι για την παρουσία του. Ίσως αυτός να αμόλησε αυτό το παιχνιδάκι». Ο Πολ έμεινε για λίγο σκεφτικός. Ένας προδότης. Πριν προλάβει να πει τίποτα, η γυναίκα έκανε μεταβολή και βγήκε απ' το δωμάτιο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τη φωνάξει πίσω, κάτι όμως στη στάση της τον έκανε ν' αλλάξει γνώμη. Του είχε πει όσα ήξερε και τώρα πήγαινε να εκτελέσει την εντολή του. Σε ένα λεπτό το σπίτι θα πλημμύριζε απ' τους ανθρώπους του Χαβάτ. Ύστερα θυμήθηκε κάτι ακόμα απ' τη συζήτηση τους. Εμείς οι Φρέμεν. Ήταν, λοιπόν, μια Φρέμεν. Προσπάθησε να συγκρατήσει την εικόνα της στη μνήμη του ― ζωγραφισμένο σκούρο πρόσωπο με καταγάλανα μάτια, χωρίς καθόλου ασπράδι. Και τ' όνομα της ήταν σαντούτ Μέιπς. Κρατώντας ακόμα το κατεστραμμένο όπλο, ο Πολ πλησίασε στο κρεβάτι, πήρε την ενεργειακή ασπίδα με το αριστερό του χέρι, την πέρασε γύρω στη μέση του και την κούμπωσε. Ύστερα βγήκε βιαστικός, με κατεύθυνση το χολ στ' αριστερά. Η γυναίκα είχε πει ότι η μητέρα του βρισκόταν κάπου εκεί... στις σκάλες του χολ. Τι ήταν αυτό που έδωσε κονράγιο στη λαίδη Τζέσικα την ώρα της δοκιμασίας της; Προσέξτε καλά αντό το ρητό τον Μπένε Γκεσερίτ και ίσως καταλάβετε: «Πρέπει να σκαρφαλώσεις λιγάκι στο βοννό για να διαπιστώσεις ότι πρόκειται για βοννό. Απ' την κορνφή τον, δεν μπορείς να το δεις». Από το «Μοναντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Στο τέλος της νότιας πτέρυγας, η Τζέσικα βρήκε μια μεταλλική περιστροφική σκάλα που οδηγούσε ψηλά σε μια οβάλ πόρτα. Έριξε μια ματιά στο χολ και μετά ξανακοίταξε την πόρτα. Οβάλ; απόρησε. Παράξενο σχήμα για μια πόρτα σπιτιού. Απ' τα παράθυρα που υπήρχαν κάτω απ' τη σκάλα είδε το μεγάλο άσπρο ήλιο του Αράκις που έγερνε προς τη δύση του. Στο χολ έπεφταν μακριές σκιές. Έστρεψε πάλι την προσοχή της στη σκάλα. Έπιασε το κάγκελο κι άρχισε ν' ανεβαίνει. Το μέταλλο ήταν ψυχρό κάτω απ' την παλάμη της. Έφτασε μπροστά στην πόρτα και σταμάτησε, μη βλέποντας χερούλι. Παρατήρησε όμως ένα αμυδρό βαθούλωμα στο μέρος όπου έπρεπε να υπάρχει κάποιο πόμολο. Δεν είναι χειροκλειδαριά, σκέφτηκε. Μια χειροκλειδα-ριά είναι προσαρμοσμένη στις διαστάσεις και τις γραμμές της παλάμης ενός συγκεκριμένου προσώπου. Έμοιαζε όμως ― και είχε μάθει στη σχολή ότι δεν υπήρχε τρόπος ν' ανοίξει μια τέτοια κλειδαριά. Κοίταξε πάλι πίσω για να βεβαιωθεί ότι δεν την έβλεπε κανείς κι ύστερα έβαλε την παλάμη της πάνω στο βαθούλωμα της πόρτας. Γύρισε τον καρπό της μια δυο φορές και μετακίνησε ανεπαίσθητα την παλάμη της, πιέζοντας ελαφρά. Άκουσε το κλικ. Την ίδια στιγμή ήρθε στ' αφτιά της ο ήχος από βιαστικά βήματα κάτω στο χολ. Τράβηξε το χέρι της απ' την πόρτα, γύρισε το κεφάλι της και είδε την Μέιπς στη βάση της σκάλας. «Στο μεγάλο χολ είναι κάποιοι άντρες που λένε ότι τους έστειλε ο δούκας για να πάρουν τον κύριο Πολ», είπε η γυναίκα. «Έχουν μαζί τους τη σφραγίδα του δούκα κι ο φρουρός τους γνωρίζει». Κοίταξε την πόρτα, πίσω απ' την Τζέσικα. Είναι πολύ προσεχτική. Καλό σημάδι, σκέφτηκε εκείνη. «Ο Πολ βρίσκεται στο τέλος αυτού του διαδρόμου, στο πέμπτο δωμάτιο», είπε. «Αν δεν καταφέρεις να τον ξυπνήσεις, ζήτα τη βοήθεια του δόκτορα Γιούε, στο διπλανό δωμάτιο». Το βλέμμα της Μέιπς έπεσε πάλι πάνω στην οβάλ πόρτα κι η Τζέσικα νόμισε ότι διέκρινε μια έντονη αποστροφή
στην έκφραση της. Πριν όμως προλάβει να πει τίποτα, η γυναίκα έκανε μεταβολή κι έφυγε βιαστικά. Ο Χαβάτ έχει πάρει τα μέτρα τον, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα κακό μέσα στο σπίτι. Έσπρωξε την πόρτα και είδε ένα μικρό δωμάτιο με μια ακόμα οβάλ πόρτα στο απέναντι μέρος. Το πόμολο της είχε σχήμα τροχού. Λειτονργεί με αεροσυμπίεση, συλλογίστηκε η Τζέσικα. Ύστερα είδε ένα μικρό στήριγμα πόρτας πεσμένο στο πάτωμα μπροστά της. Είχε την προσωπική σφραγίδα του Χαβάτ και το είχαν χρησιμοποιήσει για να κρατήσονν την εξωτερική πόρτα ανοιχτή, σκέφτηκε πάλι. Κάποιος όμως το είχε κλοτσήσει απρόσεκτα. Μπήκε στο δωμάτιο. Γιατί έχονν χρησιμοποιήσει αεροσνμπίεση μέσα στο σπίτι; αναρωτήθηκε. Η πόρτα πίσω της άρχισε να κλείνει. Την πρόλαβε κι έχωσε στο άνοιγμα της το στήριγμα του Χαβάτ για να την κρατήσει ανοιχτή. Ύστερα ξανακοίταξε την εσωτερική πόρτα και πρόσεξε μια ξεθωριασμένη επιγραφή στο μέταλλο πάνω απ' το πόμολο, στη γλώσσα Γκαλάς. «Άνθρωπε! Εδώ υπάρχει μια όμορφη δημιουργία του Θεού. Στάσου και μάθε ν' αγαπάς την τελειότητα του Μεγάλου σου Φίλου». Η Τζέσικα γύρισε μ' όλη της τη δύναμη το πόμολο. Εκείνο στράφηκε αριστερά κι η πόρτα άνοιξε αργά. Ένιωσε ένα ρεύμα αέρα που της ανακάτεψε τα μαλλιά. Κοίταξε στο εσωτερικό του δωματίου και το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια απέραντη πρασινάδα, που φωτιζόταν από κιτρινόχρυσο φως. Κίτρινος ήλιος; αναρωτήθηκε. Ύστερα πρόσεξε την τζαμαρία που κάλυπτε το κατάφυτο μέρος. Γύρω της υπήρχαν δέντρα με χαμηλά κλαδιά και άφθονα φυτά μέσα σε γλάστρες. Είδε μιμόζες, ανθισμένες κυδωνιές, πλενισέντα, τουλίπες απ' το Τουπάλι, ακάρ-σο... τριαντάφυλλα... Ακόμη και τριαντάφυλλα! Έσκυψε και μύρισε ένα ανθισμένο λουλούδι. Ύστερα κοίταξε πάλι γύρω της. Άκουσε ένα ρυθμικό ήχο. Παραμέρισε μερικά φύλλα που κρέμονταν μπροστά της και κοίταξε στο κέντρο του δωματίου. Είδε ένα συντριβάνι και διαπίστωσε ότι ο ρυθμικός θόρυβος που άκουγε προερχόταν απ' την πτώση του νερού στη μεταλλική βάση του συντριβανιού. Η Τζέσικα άρχισε να εξετάζει μεθοδικά το εσωτερικό της αίθουσας. Ήταν ένα τετράγωνο με πλευρά δέκα μέτρων. Από ορισμένες μικρολεπτομέρειες στην κατασκευή της αντιλήφθηκε ότι ήταν ένα πρόσθετο κτίσμα που είχε γίνει πολύ μετά από το αρχικό κτίριο. Στάθηκε κοντά στο νότιο μέρος του, μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία και κοίταξε γύρω της. Όλος ο χώρος ήταν γεμάτος με εξωτικά υδρόβια φυτά. Τότε άκουσε ένα θόρυβο ανάμεσα στα φύλλα. Λίγο τρομαγμένη, συγκέντρωσε την προσοχή της και είδε ένα μηχανικό σέρβοκ που ψέκαζε κάποιο δεντράκι: ήταν μια φτέρη. Όλο το δωμάτιο φαινόταν πλημμυρισμένο στο νερό ― πάνω σ' ένα πλανήτη όπου το νερό ήταν το πιο πολύτιμο υγρό για τη διατήρηση της ζωής. Κι όμως, το υγρό αυτό σπαταλιόταν με τρόπο που τη συγκλόνισε. Κοίταξε τον ήλιο, πίσω απ' την τζαμαρία. Βρισκόταν χαμηλά στον ορίζοντα, πάνω απ' τους βράχους που σχημάτιζαν τον τεράστιο ορεινό όγκο του Προστατευτικού Τείχους. Τζαμαρία, είπε μέσα της. Τζαμαρία για να μετατρέπει το λευκό φως σε κάτι πιο απαλό. Ποιος να έφτιαξε, άραγε, αυτό το μέρος; Ο Λέτο; Του αρέσει να μου κάνει εκπλ ή-ξεις, αυτή τη φορά όμως δεν είχε χρόνο ― κι εξάλλου, είναι απασχολημένος με πολύ σοβαρότερα προβλήματα. Θυμήθηκε την αναφορά που έλεγε ότι πολλά αρακινά σπίτια ήταν κλεισμένα με αεροστεγείς πόρτες και παράθυρα, για να διατηρούν και να ξαναχρησιμοποιούν την εσωτερική υγρασία. Ο Λέτο της είχε πει ότι αγνοούσε αυτά τα μέτρα για το δικό του σπίτι, ως σκόπιμη απόδειξη του πλούτου και της δύναμης του. Αυτό το δωμάτιο όμως έδειχνε κάτι ακόμη πιο σημαντικό από μια απλή αδιαφορία για την έλλειψη νερού. Η Τζέσικα υπολόγισε ότι το νερό που χρησιμοποιούνταν εκεί μέσα θα μπορούσε να συντηρήσει χίλια άτομα πάνω στον Αράκις ― ίσως και περισσότερα. Πλησίασε στο παράθυρο, εξακολουθώντας να περιεργάζεται την αίθουσα. Κοντά του διέκρινε μια μεταλλική επιφάνεια που χρησίμευε σαν τραπεζάκι∙ πάνω του υπήρχε ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι, μισοκρυμμένα πίσω από ένα τεράστιο φύλλο. Είδε το έμβλημα του Χαβάτ και διάβασε το σημείωμα που ήταν γραμμένο στο χαρτί: ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΑΙΔΗ ΤΖΕΣΙΚΑ Εύχομαι αυτό το μέρος να σου δώσει την ίδια ευχαρίστηση που έδωσε και σε μένα. Σε παρακαλώ, θυμήσου ένα μάθημα που διδαχτήκαμε απ' τους ίδιους δασκάλους: η παρουσία κάποιου επιθυμητού πράγματος μπορεί να σε κάνει να ξεχαστείς. Κι αυτό κρύβει κινδύνους.
Με τις καλύτερες ευχές μου ΛΑΙΔΗ ΜΑΡΓΚΟ ΦΕΝΡΙΝ Η Τζέσικα κούνησε το κεφάλι της καθώς θυμήθηκε ότι ο Λέτο είχε αναφέρει ότι ο προηγούμενος αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα στον Αράκις ήταν ο λόρδος Φένριν. Το κρυφό μήνυμα όμως του σημειώματος απαιτούσε άμεση προτεραιότητα από μέρους της, αφού είχε γραφεί από μια άλλη Μπένε Γκεσερίτ. Ταυτόχρονα αισθάνθηκε ένα φευγαλέο αίσθημα ζήλιας: ο λόρδος είχε παντρευτεί τη Map-γκό. Πριν αποτελειώσει τη σκέψη της, άρχισε να ψάχνει για το κρυφό μήνυμα. Έπρεπε να βρίσκεται κάπου εκεί κοντά. Η φράση «αυτό κρύβει κινδύνους» ήταν χαρακτηριστική ανάμεσα στα μέλη της σχολής Μπένε Γκεσερίτ. Πασπάτεψε το πίσω μέρος του σημειωματάριου, ψάχνοντας για κωδικοποιημένα στίγματα. Τίποτα. Έκανε το ίδιο με όλες τις σελίδες. Τίποτα. Το άφησε στη θέση του με νευρικότητα που γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Μήπως δείχνει τίποτα η Θέση του; αναρωτήθηκε. Ίσως, βέβαια, να το είχε μετακινήσει ο Χαβάτ. Κοίταξε το φύλλο που κρεμόταν πάνω απ' το σημειωματάριο. Το φύλλο! Πέρασε το χέρι της στην κάτω επιφάνεια του. Ναι, ήταν εκεί! Τα δάχτυλα της «διάβασαν» τα κρυπτογραφημένα σημάδια: «Ο δούκας και ο γιος σου βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο. Ένα απ' τα δωμάτια έχει σχεδιαστεί με τρόπο που να φανεί ωραίο στο γιο σου. Ο Χ. το έχει γεμίσει με παγίδες που είναι εύκολο ν' ανακαλυφθούν όλες ― εκτός από μία». Η Τζέσικα προσπάθησε να καταπνίξει την επιθυμία της να τρέξει αμέσως στο δωμάτιο του Πολ∙ έπρεπε να διαβάσει όλο το σημείωμα. Τα δάχτυλα της συνέχισαν το έργο τους: «Δεν ξέρω ποια είναι η απειλή ακριβώς, έχει όμως σχέση μ' ένα κρεβάτι. Η απειλή για το δούκα προέρχεται από την προδοσία κάποιου έμπιστου συντρόφου ή αξιωματικού του. Ο Χ. σκοπεύει να σου κάνει δώρο κάποιον ευνοούμενο του. Απ' όσο ξέρω, αυτό το θερμοκήπιο είναι απόλυτα ασφαλές. Συγνώμη που δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Οι πηγές μου είναι περιορισμένες, αφού ο Κόμης δεν είναι πια στην υπηρεσία του Χ. Καλή επιτυχία, Μ.Φ.» Η Τζέσικα άφησε το φύλλο κι έκανε μεταβολή, έτοιμη να τρέξει στον Πολ. Την ίδια στιγμή η πόρτα άνοιξε m απότομα κι ο γιος της όρμησε μέσα κρατώντας κάτι στο χέρι του. Έκλεισε την πόρτα μ∙ ένα δυνατό σπρώξιμο, κοίταξε γύρω του και, βλέποντας τη μητέρα του, χύθηκε προς το μέρος της παραμερίζοντας τα φυτά που βρίσκονταν στο δρόμο του. Όταν έφτασε στο συντριβάνι, άπλωσε το χέρι του κι έβαλε το αντικείμενο που κρατούσε κάτω απ' το νερό που έτρεχε. «Πολ!» Τον άρπαξε απ'∙ το μπράτσο, με το βλέμμα της στο χέρι του. «Τι είναι αυτό;» Εκείνος προσπάθησε να φανεί αδιάφορος, χωρίς μεγάλη επιτυχία. « Ένας ανιχνευτής-κυνηγός. Τον έπιασα στο δωμάτιο μου και του 'σπασα τη μύτη, θέλω όμως να βεβαιωθώ ότι αχρηστεύτηκε. Το νερό θα τον αποδιοργανώσει». «Βύθισε τον μέσα στο συντριβάνι!» Ο Πολ υπάκουσε. «Βγάλε τώρα το χέρι σου», είπε μετά από λίγο η Τζέσικα. «Άσε όμως το όπλο μέσα στο νερό». Υπάκουσε ξανά τινάζοντας τα νερά απ' το χέρι του κι ύστερα κοίταξε το αντικείμενο που είχε μείνει στον πάτο του συντριβανιού. Η Τζέσικα έκοψε ένα κλαδί κι άρχισε να το σκαλίζει. Καμιά αντίδραση. Πέταξε το κλαδί στο νερό και κοίταξε το γιο της. Εκείνος περιεργαζόταν το δωμάτιο με το γνωστό τρόπο του Μπένε Γκεσερίτ. «Εδώ μέσα μπορούν να κρύβονται πολλά», της είπε. «Ναι. Κι έχω λόγους να πιστεύω ότι είναι ασφαλές». «Το ίδιο υποτίθεται ότι είναι και το δωμάτιο μου». «Ο Χαβάτ είπε ότι...» «Αυτό το αντικείμενο ήταν ένας ανιχνευτής-κυνηγός», της υπενθύμισε. «Πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος το χειριζόταν μέσα στο σπίτι, αφού η ακτίνα δράσης του είναι περιορισμένη. Ίσως να το έβαλαν εδώ μετά την επιθεώρηση που έκανε ο Χαβάτ». Η Τζέσικα θυμήθηκε το μήνυμα πάνω στο φύλλο: «...από την προδοσία κάποιον έμπιστου συντρόφου ή αξιωματικού». Όχι ο Χαβάτ. Σίγουρα ο Χαβάτ. «Οι άντρες του ψάχνουν όλο το σπίτι αυτή τη στιγμή», συνέχισε ο Πολ. «Ο ανιχνευτής-κυνηγός παραλίγο να χτυπήσει τη γυναίκα που έστειλες να με ξυπνήσει». «Τη σαντούτ Μέιπς», έκανε η Τζέσικα. «Ναι. Γιατί όμως νομίζεις ότι αυτή η αίθουσα είναι ασφαλής;»
Του έδειξε το σημείωμα κι εκείνος φάνηκε να ηρεμεί. Η Τζέσικα όμως εξακολούθησε να νιώθει ένα σφίξιμο μέσα της Ανιχνευτής-κννηγός! Μεγάλη Μητέρα! Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την εκπαίδευση που είχε υποστεί για να μπορέσει να συγκρατήσει το υστερικό τρέμουλο που την είχε πιάσει. «Φυσικά, πίσω απ' όλα αυτά βρίσκονται οι Χαρκόνεν», είπε ο Πολ με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Πρέπει να ξεμπερδέψουμε μαζί τους». Ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα. Ήταν το συνθηματικό χτύπημα που χρησιμοποιούσαν οι άντρες του Χαβάτ. «Εμπρός», έκανε ο Πολ. Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ένας ψηλός άντρας με τη στολή των Ατρειδών και τα εμβλήματα του Χαβάτ στο πηλίκιό του. «Α, εδώ είστε, σερ», είπε. «Καλά μου είπε η υπηρέτρια». Κοίταξε το χώρο γύρω του. «Τσακώσαμε κάποιον στο κελάρι μ' ένα τηλεχειριστήριο για ανιχνευ-τές-κυνηγούς». «Θέλω να είμαι κι εγώ στην ανάκριση», είπε η Τζέσικα. «Λυπάμαι, κυρία, αλλά πέθανε απ' το ξύλο που του δώσαμε». «Ήταν Αρακινός;» ρώτησε ο Πολ. «Ναι, έτσι έδειχνε. Είχε τρυπώσει στο κελάρι πριν από ένα μήνα και περίμενε την άφιξη μας. Όταν επιθεωρήσαμε τους τοίχους, δεν διαπιστώσαμε καμιά τρύπα. Στο λόγο μου». «Δεν αμφισβητεί κανείς τις ενέργειες σου», είπε η Τζέσικα. «Εγώ όμως τα βάζω με τον εαυτό μου. Έπρεπε να είχαμε χρησιμοποιήσει ηχητικά συστήματα ελέγχου εκεί κάτω». «Υποθέτω ότι το κάνετε τώρα», είπε ο Πολ. «Ακριβώς, σερ». «Ειδοποιήστε τον πατέρα μου ότι θα καθυστερήσουμε λιγάκι». «Αμέσως, σερ». Ο άντρας κοίταξε την Τζέσικα. «Οι εντολές του Χαβάτ είναι να φροντίζουμε για την ασφάλεια σας». Το βλέμμα του σάρωσε και πάλι το χώρο γύρω του. «Τι λέτε γι' αυτό το μέρος;» «Έχω λόγους να πιστεύω ότι είναι απόλυτα ασφαλές», είπε η Τζέσικα. «Το επιθεώρησα μαζί με τον Χαβάτ». «Τότε, θα βάλω ένα φρουρό έξω απ' την πόρτα, Κυρία». Έκανε μια υπόκλιση προς το μέρος της, γύρισε προς τον Πολ με το χέρι στο πηλίκιο και μετά βγήκε έξω κλείνοντας πίσω του την πόρτα." Ο Πολ στράφηκε στη μητέρα του. «Τι θα 'λεγες να ψάχναμε αργότερα το σπίτι οι δυο μας; Τα μάτια σου μπορούν να δουν πράγματα που διαφεύγουν απ' τους άλλους». «Αυτή η πτέρυγα ήταν το μόνο μέρος που δεν είχα επιθεωρήσει», είπε η γυναίκα. «Την άφησα τελευταία, γιατί...» «Γιατί το είχε ψάξει ο ίδιος ο Χαβάτ», συμπλήρωσε ο Πολ. Του έριξε μια γρήγορη ματιά. «Έχεις αμφιβολίες γι' αυτόν;» ρώτησε. «Όχι, αλλά έχει πια αρχίσει να γερνάει... κι έχει πα-ρακουραστεί. Ίσως θα 'πρεπε να τον απαλλάξουμε από ορισμένα καθήκοντα του». «Κάτι τέτοιο θα τον ντρόπιαζε και θα τον μείωνε στα μάτια των άλλων», απάντησε η Τζέσικα. «Μόλις μάθει τι έγινε εδώ, δεν θα μπορεί πια να περάσει ούτε κουνούπι. Θα ντραπεί τόσο πολύ που...» «Πρέπει να πάρουμε μέτρα μόνοι μας», την έκοψε ο Πολ. «Ο Χαβάτ έχει υπηρετήσει με εντιμότητα τρεις γενιές Ατρειδών. Αξίζει όλο το σεβασμό και την εμπιστοσύνη μας». «Όταν ο πατέρας μου ενοχλείται από κάποια ενέργεια σου, λέει την έκφραση "Μπένε Γκεσερίτ V σαν να είναι βρισιά». «Και τι είναι αυτό που ενοχλεί τον πατέρα σου;» «Όταν διαφωνείς μαζί του». «Εσύ δεν είσαι ο πατέρας σου, Πολ». Θα τη στενοχωρήσω, πρέπει όμως να της πω ότι εκείνηη γυναίκα, η Μέιπς, μου μίλησε για κάποιον προδότη ανάμεσα μας.
«Τι σε απασχολεί;» τον ρώτησε. «Δεν σε αναγνωρίζω σήμερα». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και της επανέλαβε τη συζήτηση του με τη Μέιπς. Ξαφνικά, η Τζέσικα πήρε την απόφαση να του πει όσα ήξερε. Του έδειξε το φύλλο και του μίλησε για το μήνυμα που ήταν γραμμένο πάνω του. «Αυτό πρέπει να το μάθει ο πατέρας μου το ταχύτερο», είπε ο Πολ. «Θα του στείλω τα νέα με κώδικα». «Όχι», τον έκοψε η Τζέσικα. «Να περιμένεις μέχρι να συναντηθείτε. Όσο πιο λίγοι το ξέρουν, τόσο καλύτερα είναι». «Εννοείς ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε κανέναν;» «Υπάρχει και μια ακόμη πιθανότητα», είπε η μητέρα του. «Ισως αυτό το μήνυμα να έχει κάποιον άλλο σκοπό. Αυτοί που το 'γραψαν σίγουρα το θεωρούν ειλικρινές, μπορεί όμως να έφτασε στ' αφτιά τους σκόπιμα, ξέροντας ότι θα μας το μεταβίβαζαν». Η έκφραση του Πολ έγινε απότομα σοβαρή. «Για να γίνουμε δύσπιστοι και καχύποπτοι μεταξύ μας, εννοείς». «Αυτή τη σκέψη πρέπει να την αναφέρεις ο ίδιος στον πατέρα σου». «Κατάλαβα». Η Τζέσικα γύρισε και κοίταξε έξω απ' το τζάμι, προς το μέρος που έδυε ο ήλιος του Αράκις ― μια κιτρινωπή σφαίρα λίγο πάνω απ' τις βουνοκορφές. Ο Πολ τη μιμήθηκε. «Δεν νομίζω, πάντως, ότι ο Χαβάτ είναι ο προδότης. Ίσως ο Γιούε». «Δεν είναι όμως ούτε σύντροφος ούτε αξιωματικός», παρατήρησε εκείνη. «Κι ακόμα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι μισεί τους Χαρκόνεν όσο κι εμείς». Ο Πολ κοίταξε τα βουνά σκεφτικός. Ούτε ο Γκέρνι μπορεί να είναι... ούτε ο Ντάνκαν. Μήπως κανένας απ' τους υπολοχαγούς, τότε; Αδύνατο. Όλοι προέρχονται από οικογένειες που μας ήταν πιστές επί ολόκληρους αιώνες. Η Τζέσικα έτριψε το μέτωπο της προσπαθώντας να διώξει την κούραση που αισθανόταν. Κοίταξε κι αυτή έξω, παρατηρώντας το τοπίο. Πέρα απ' την περιοχή του δούκα υπήρχε μια μακριά σειρά από σιλό για την εξόρυξη του καρυκεύματος. Οι αποθήκες; που στηρίζονταν πάνω σε τεράστια ξύλινα υποστυλώματα, έμοιαζαν με γιγαντιαίες αράχνες. Υπήρχαν τουλάχιστον είκοσι σειρές από σιλό, που εκτείνονταν μέχρι τους βράχους του Προστατευτικού Τείχους και γέμιζαν ολόκληρη την κοιλάδα. Αργά αργά, ο ήλιος βούτηξε κάτω απ' τον ορίζοντα κι εμφανίστηκαν τα πρώτα άστρα. Η Τζέσικα είδε ένα λαμπερό αστέρι τόσο χαμηλά που έμοιαζε να πάλλεται σε σταθερό ρυθμό. Ο Πολ έκανε μια κίνηση δίπλα της, εκείνη όμως δεν έδωσε σημασία. Η προσοχή της ήταν συγκεντρωμένη στο άστρο που έλαμπε έντονα, χαμηλά ―πολύ χαμηλά― στον ορίζοντα. Πρέπει να βρισκόταν λίγο πάνω απ' τα βράχια του Προστατευτικού Τείχους. Ξαφνικά κατάλαβε τι συνέβαινε: Κάποιος έστελνε σήματα. Προσπάθησε να διαβάσει το μήνυμα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο κώδικας του της ήταν άγνωστος. Κάτω απ' τους βράχους φάνηκαν κι άλλα φώτα σαν μικρά κίτρινα σημάδια, πάνω στο σκούρο μπλε του ουρανού. Ένα απ' αυτά, στ' αριστερά τους, άρχισε να μεγαλώνει και ν' αναβοσβήνει γρήγορα, στέλνοντας την απάντηση. Ύστερα έσβησε απότομα. Το «άστρο» πάνω απ' τους βράχους έκανε το ίδιο. Σήματα... Σήματα που της έφεραν άσχημες προαισθή-σεις. Γιατί χρησιμοποιήθηκε αυτός ο τρόπος; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν συνεννοήθηκαν με το επικοινωνιακό σύστημα; Η απάντηση ήταν φανερή: πιθανόν οι άνθρωποι του Λέτο να παρακολουθούσαν τις επικοινωνίες. Και μόνο οι εχθροί των Ατρειδών ―οι πράκτορες των Χαρκόνεν― ήταν. αναγκασμένοι να καταφύγουν σε οπτικά σήματα. Ένα χτύπημα στην πόρτα πίσω τους την έβγαλε απ' τις σκέψεις της. Ήταν πάλι ο άνθρωπος του Χαβάτ. «Όλα εντάξει», τους πληροφόρησε. «Ώρα να οδηγήσουμε το νεαρό κύριο στον πατέρα του». Λέγεται ότι ο δούκας Λέτο ττήγε σαν τυφλός στους κινδύνους του Αράκις κι έπεσε απρόσεκτα στην παγίδα. Θα ήταν όμως πιο σωστό να πούμε ότι είχε ζήσει τόσο πολύ μέσα στον κίνδυνο που δεν υπολόγισε καλά το μέγεθος του. Ή μήπως θυσιάστηκε σκόπιμα για να ζήσει καλύτερα ο γιος του; Όλες οι ενδείξεις πείθουν ότι ο δούκας δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να εξαπατηθεί εύκολα. Από το «Μουαντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. Ο δούκας Λέτο Ατρείδης ακούμπησε στο παραπέτο του πύργου ελέγχου των προσγειώσεων έξω απ' το Αρακίν. Το πρώτο φεγγάρι της νύχτας, ένα σαν κάπως ελλειψοειδές ασημένιο νόμισμα, στεκόταν πάνω απ' τον ορίζοντα
στο Νότο. Πιο χαμηλά, οι απότομοι βράχοι του Προστατευτικού Τείχους γυάλιζαν μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης. Στ' αριστερά του, τα φώτα του Αρακίν έλαμπαν ― κίτρινα... άσπρα... μπλε. Σκέφτηκε τα μηνύματα με την υπογραφή του που είχαν σταλεί στις πιο πολυάνθρωπες περιοχές του πλανήτη: «Ο μεγαλειότατος αυτοκράτορας παντισάχ με διέταξε να έρθω σ' αυτό τον πλανήτη και να θέσω τέρμα σε όλες τις διενέξεις». Η τελετουργική τυπικότητα των μηνυμάτων τον έκανε να νιώσει κάποιο κενό. Ποιον κορόιδευαν μ ' αυτούς τους ανόητους νομικισμούς; Όχι, βέβαια, τους Φρέμεν. Ούτε τους μικρότερους οίκους που έλεγχαν το ντόπιο εμπόριο... Μια άλλη σκέψη πέρασε απ' το μυαλό του. Προσπάθησαν να σκοτώσουν το γιο μου! Ένιωσε την οργή του να φουντώνει. Είδε τα φώτα κάποιου οχήματος που ερχόταν απ' το Αρακίν. Ευχήθηκε να ήταν οι άνθρωποι που είχε στείλει να φέρουν τον Πολ. Η καθυστέρηση ήταν εκνευριστική, έστω κι αν ήξερε ότι οφειλόταν στις προφυλάξεις που έπαιρνε ο αξιωματικός του Χαβάτ. Προσπάθησαν να σκοτώσουν το γιο μου! Κούνησε το κεφάλι του για να διώξει το συναίσθημα οργής που τον κατείχε και κοίταξε στο χώρο προσγείωσης, όπου στέκονταν πέντε απ' τις φρεγάτες του σαν ογκώδεις φρουροί της περιοχής. Καλύτερα λίγη αργοπορία, παρά... Ο αξιωματικός είναι έξυπνος άνθρωπος, μονολόγησε. Δραστήριος και απόλυτα πιστός. Ο μεγαλειότατος αυτοκράτορας παντισάχ... Αν οι κάτοικοι αυτής της μικρής πόλης μπορούσαν ποτέ να δουν το σημείωμα του αυτοκράτορα προς τον «ευγενικό δούκα» του! «...αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς από βαρβάρους που το μοναδικό τους όνειρο είναι να ξεφύγουν από τα πλαίσια του νόμου;» Ο δούκας ένιωσε εκείνη τη στιγμή ότι μοναδικό του όνειρο ήταν να τερματίσει όλες τις ταξικές διαφορές και να μην ξανασκεφτεί το νόμο ποτέ στη ζωή του. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τ' αστέρια μέσα απ' τη σκόνη. Ο Καλαντάν, σκέφτηκε, περιστρέφεται γύρω από κάποιο απ' αυτά τα μικρά φώτα... αλλά δεν θα ξαναδώ ποτέ την πατρίδα μου. Η νοσταλγία του έφερε πόνο στην καρδιά. Δεν μπορούσε να θεωρήσει πατρίδα του αυτή την άνυδρη ερημιά του Αράκις, ούτε πίστευε ότι θ' άλλαζε ποτέ γνώμη. Πρέπει να κρύψω τα συναισθήματα μου, σκέφτηκε. Για το καλό του παιδιού. Λυτός ο τόπος θα γίνει πατρίδα του. Εγώ μπορώ να θεωρώ τον Αράκις σαν μια πραγματική κόλαση, ο Πολ όμως πρέπει να βρει εδώ κάτι που θα του δώσει κουράγιο. Σίγουρα πρέπει να υπάρχει κάτι. Τον διαπέρασε ένα στιγμιαίο ―ευτυχώς― συναίσθημα λύπης για τον εαυτό του κι ύστερα του ήρθαν στο μυαλό δυο στίχοι από κάποιο ποίημα που έλεγε συχνά ο Γκέρνι Χάλεκ: Τα πνευμόνια μου είναι γεμάτα απ' τον αέρα του χρόνου που φυσάει πάνω από σύννεφα άμμου...» Ο Γκέρνι θα βρει άφθονη άμμο σ' αυτό το μέρος, σκέφτηκε ο δούκας. Όλη η περιοχή πίσω από κείνα τα παγωμένα βράχια ήταν μια απέραντη έρημος γεμάτη πέτρες, αμμόλοφους και σύννεφα σκόνης. Εδώ κι εκεί, σκορπισμένες στη περίμετρο της ―ίσως όμως και στο εσωτερικό― υπήρχαν ομάδες Φρέμεν. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να εξασφαλίσουν το μέλλον των Ατρειδών πάνω στον Αράκις, αρκεί να μην είχαν διαβρωθεί απ' τις σατανικές σκευωρίες των Χαρκόνεν. Προσπάθησαν να σκοτώσουν το γιο μου! Στ' αφτιά του έφτασε ένας βαρύς μεταλλικός θόρυβος και το παραπέτο άρχισε να τρέμει κάτω απ' το χέρι του. Μπροστά του κατέβηκαν συμπαγή παραθυρόφυλλα που του έκοψαν τη θέα. Ώρα να κατεβώ κάτω και να πιάσω δουλειά, σκέφτηκε. Πήγε στη σκάλα που βρισκόταν πίσω του και κατέβηκε σε μια μεγάλη αίθουσα συμβουλίων, προσπαθώντας να κρατηθεί ήρεμος, για να μπορέσει ν' αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατάσταση. Προσπάθησαν να σκοτώσουν το γιο μου!
'Οταν έφτασε στην κίτρινη θολωτή αίθουσα οι άντρες ήταν κιόλας συγκεντρωμένοι και συζητούσαν μεγαλόφωνα, σαν τους μαθητές που έχουν γυρίσει απ' τις διακοπές τους. Μόλις τον είδαν, όλες οι κουβέντες σταμάτησαν απότομα. Ο Γκέρνι Χάλεκ ξεχώρισε μέσα απ' τους υπόλοιπους άντρες. Είχε στον έναν ώμο το διαστημικό του σάκο, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε το εννιάχορδο μπάλισετ. Τα δάχτυλα του ήταν μακριά και οι αντίχειρες του τεράστιοι, κατάλληλοι για να χειρίζονται με επιδεξιότητα το μουσικό όργανο που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Ο δούκας τον κοίταξε με θαυμασμό. Πώς τον είχε χαράκτη ρίσει ο Πολ; «Ο γενναίος Γκέρνι». Στο σχεδόν φαλακρό κεφάλι του υπήρχαν μερικές τούφες από ανοιχτό-ξανθα μαλλιά, ενώ το μεγάλο στόμα του ήταν μόνιμα συσπασμένο σ' έναν ειρωνικό μορφασμό. Η ουλή στο σαγόνι του έμοιαζε με κάτι ζωντανό. Πλησίασε και υποκλίθηκε μπροστά στο δούκα. «Γκέρνι», έκανε ο Λέτο. «Κύριε μου». Ο Χάλεκ έδειξε με το μπάλισετ τους άντρες που βρίσκονταν στην αίθουσα. «Είναι οι τελευταίοι. Θα προτιμούσα να είχα έρθει με τους πρώτους, αλλά...» «Υπάρχουν αρκετοί Χαρκόνεν και για σένα», του είπε ο δούκας. «Έλα μαζί μου, Γκέρνι∙ θέλω να μιλήσουμε». «Στις διαταγές σου». Πήγαν σ' ένα μικρό θάλαμο που χωριζόταν με μια αψίδα απ' τη μεγάλη αίθουσα και στάθηκαν κοντά σ' ένα μηχάνημα νερού με κερματοδέκτη, ενώ οι άντρες τους κοίταζαν με κάποια ανησυχία. Ο Γκέρνι έριξε το σάκο του σε μια γωνιά, κράτησε όμως το μπάλισετ. «Πόσους άντρες μπορείς ν' αφήσεις στον Χαβάτ;» ρώτησε ο δούκας. «Έχει προβλήματα, σερ;» «Έχασε μόνο δυο άντρες, αλλά οι ανιχνευτές του μας έδωσαν μια έξοχη περιγραφή για όλες τις εγκαταστάσεις των Χαρκόνεν. Αν κινηθούμε γρήγορα, θα κερδίσουμε το ζωτικό χώρο που μας χρειάζεται. Θέλει να του διαθέσεις όσο πιο πολλούς άντρες μπορείς ― άντρες που δεν φοβούνται ν' αντιμετωπίσουν μαχαίρια». «Θα του δώσω τριακόσιους ― τους καλύτερους», είπε ο Χάλεκ. «Πού πρέπει να πάνε;» «Στην κύρια είσοδο. Τους περιμένει εκεί ένας άνθρωπος του Χαβάτ». «Τους στέλνω αμέσως». «Μια στιγμή, Γκέρνι. Υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα. Ο διοικητής του κοσμοδρομίου θα καθυστερήσει εδώ το διαστημόπλοιο μέχρι αύριο το πρωί με κάποια δικαιολογία. Το χαϊλάινερ του Γκιλντ που μας έφερε θα συνεχίσει το δρόμο του, ενώ το διαστημόπλοιο θα συναντηθεί με κάποιο φορτηγό, που θα φέρει ένα μεγάλο φορτίο με καρύκευμα». «Το δικό μας καρύκευμα, σερ;» «Το δικό μας. Το διαστημόπλοιο όμως θα πάρει μαζί του και ορισμένους εργάτες καρυκεύματος. Αποφάσισαν να φύγουν και ο κριτής της Μεταβίβασης τους έδωσε την άδεια. Αυτοί οι εργάτες, Γκέρνι ―περίπου οχτακόσιοι― είναι πολύτιμοι. Πριν φύγει το διαστημόπλοιο, πρέπει να πείσεις μερικούς να μείνουν μαζί μας». «Τι μέσα να χρησιμοποιήσω γι' αυτό το σκοπό, σερ;» «Θέλω να συνεργαστούν σαν φίλοι, Γκέρνι. Έχουν εμπειρίες που μας είναι απόλυτα αναγκαίες. Το γεγονός ότι φεύγουν, δείχνει ότι δεν είναι άνθρωποι των Χαρκόνεν. Βέβαια, ο Χαβάτ πιστεύει ότι ανάμεσα τους υπάρχουν και ορισμένοι πράκτορες, αλλά αυτός βλέπει παντού δολοφόνους». «Ο Τουφίρ έχει ανακαλύψει πολλούς, σερ». «Κι αρκετοί, όμως, του ' χουν ξεφύγει». «Ίσως. Πού είναι αυτοί οι άνθρωποι;» «Στον κάτω όροφο, σε μια αίθουσα αναμονής. Θα σου συνιστούσα να πας εκεί, να παίξεις ένα δυο τραγούδια στο μπάλισετ για να τους γλυκάνεις και μετά ν' αρχίσεις τις πιέσεις. Μπορείς να προσφέρεις θέσεις προϊσταμένων σ' όσους έχουν τα προσόντα και είκοσι στα εκατό μεγαλύτερα μεροκάματα από κείνα που τους έδιναν οι Χαρκόνεν». «Φοβάμαι πως αυτά δεν είναι αρκετά, σερ. Ξέρω ότι οι Χαρκόνεν έδιναν τακτικές αυξήσεις ― και οι άντρες έχουν τώρα γεμάτες τις τσέπες τους, έτοιμοι ν' αναχωρήσουν... Είκοσι στα εκατό αύξηση δεν είναι αρκετή για να τους κάνει να μείνουν». «Τότε χειρίσου ορισμένες περιπτώσεις όπως νομίζεις εσύ», είπε με κάποια ανυπομονησία ο Λέτο. «Να θυμάσαι μόνο ότι τα κεφάλαια μας δεν είναι απεριόριστα. Κρατήσου στο είκοσι στα εκατό, κατά το δυνατόν. Χρειαζόμαστε κυρίως οδηγούς, μετεωρολόγους και εργάτες με πείρα».
«Κατάλαβα». «Ωραία. Να παραδώσεις τους άντρες σου σ' έναν ανθυπολοχαγό. Πες του να τους πει μερικά πράγματα για τους περιορισμούς στην κατανάλωση νερού και να τους τακτοποιήσει στους στρατώνες για τη νύχτα. Και μην ξεχάσεις τους άντρες που θέλει ο Χαβάτ». «Τριακόσιους απ' τους καλύτερους. Εντάξει». Πήρε το σάκο του. «Πού θα κάνω την αναφορά μου όταν τελειώσω;» «Έχω ετοιμάσει μια αίθουσα συμβουλίων. Θα συναντηθούμε εκεί. Θέλω να φτιάξουμε ένα ένοπλο σώμα για την τήρηση της τάξης, το ταχύτερο δυνατό». Ο Χάλεκ κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. «Πιστεύεις ότι θα έχουμε φασαρίες;» «Θα χυθεί πολύ αίμα μέχρι να ξεμπερδέψουμε», είπε ο Λέτο. Ο Γκέρνι έκανε ένα μορφασμό που τόνισε την ουλή του σαγονιού του. «Πολύ καλά, σερ». Έκανε μεταβολή, πλησίασε τους συγκεντρωμένους άντρες στη συνεχόμενη αίθουσα, έδωσε οδηγίες και κατόπιν έφυγε. Ο Λέτο τον κοίταξε κουνώντας το κεφάλι του. Ο Χάλεκ ήταν μια διαρκής έκπληξη ― ποιητής, τραγουδιστής, ρομαντικός... αλλά και αμείλικτος φονιάς όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με τους Χαρκόνεν. Ύστερα ξεκίνησε για το ασανσέρ, ανταποδίδοντας με ένα κούνημα του χεριού τους χαιρετισμούς των αντρών γύρω του. Προσπάθησαν να σκοτώσουν το γιο μου! Πάνω απ' την έξοδο τον αρακινού κοσμοδρομίου υπήρχε μια κακοφτιαγμένη επιγραφή, που ο Μουαντίμπ θα επαναλάμβανε πολλές φορές. Την είδε το πρώτο βράδυ που πήγε εκεί για να πάρει μέρος στην πρώτη σύσκεψη που είχε ορίσει ο πατέρας του. Τα λόγια της επιγραφής ήταν μια παράκληση προς εκείνους που έφευγαν απ' τον Αράκις, κι έκαναν βαθιά εντύπωση στο νεαρό που μόλις πριν από λίγο είχε γλιτώσει από μια θανάσιμη απειλή κατά της ζωής του. Η επιγραφή έλεγε: «Εσείς που ξέρετε τι υποφέρουμε εδώ, μη μας ξεχνάτε στις προσευχές σας». Από το «Εγχειρίδιο τον Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. «Όλη η θεωρία περί πολέμου βασίζεται πάνω σε υπολογισμούς», είπε ο δούκας, «όταν όμως κινδυνεύει η οικογένεια σου, το στοιχείο του υπολογισμού υποχωρεί μπροστά σε... σε άλλα πράγματα». Πηγαινοερχόταν παράλληλα στο μακρύ τραπέζι, μη μπορώντας να συγκρατήσει την οργή του. . . Ήταν μόνος με τον Πολ στην αίθουσα συσκέψεων του πεδίου προσγείωσης. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα μακρόστενο τραπέζι με παλιομοδίτικες καρέκλες γύρω του, ένας πίνακας και μια μηχανή προβολής. Ο Πολ ήταν καθισμένος κοντά στον πίνακα. Είχε μιλήσει στον πατέρα του για τον κυνηγό-ανιχνευτή και για τον προδότη που υπήρχε ανάμεσα τους, σύμφωνα με τις αναφορές. Ο δούκας σταμάτησε απέναντι απ' τον Πολ και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. «Ο Χαβάτ όμως με διαβεβαίωσε ότι το σπίτι είναι ασφαλές!» Ο Πολ δίστασε λίγο. «Στην αρχή θύμωσα κι εγώ... και τα ' βαλα με τον Χαβάτ. Η απειλή όμως προερχόταν απέξω. Ήταν ένα απλό κι έξυπνο σχέδιο. Θα πετύχαινε ― αν δεν είχα εκπαιδευτεί καλά τόσο από σένα όσο κι από αρκετούς άλλους, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο Χαβάτ». «Τον υπερασπίζεσαι;» φώναξε ο Λέτο. «Ναι». «Έχει αρχίσει να γερνάει ― αυτό είναι όλο. Θα 'πρεπε να...» «Είναι προσεκτικός κι έχει μεγάλη πείρα», απάντησε ο Πολ. «Πόσα λάθη του μπορείς να θυμηθείς;» «Κανονικά, εγώ θα 'πρεπε να τον υπερασπίζομαι κι όχι εσύ», έκανε ο δούκας. Ο Πολ χαμογέλασε. Ο Λέτο κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού κι έβαλε το χέρι του πάνω στο χέρι του γιου του. «Τώρα τελευταία, νομίζω ότι... ωρίμασες, Πολ». Τράβηξε το χέρι του. «Αυτό μ' ευχαριστεί». Χαμογέλασε κι αυτός. «Ο Χαβάτ θα τιμωρήσει τον εαυτό του, θυμώνοντας μαζί του πιο πολύ απ' όσο εμείς οι δυο μ' αυτόν». Ο Πολ κοίταξε στο σκοτάδι που είχε απλωθεί έξω απ' τα παράθυρα. Κάτω από την αμυδρή λάμψη των φώτων είδε τη σιλουέτα ενός σκοπού με τη στολή των Ατρειδών. Κατόπιν το βλέμμα του στράφηκε στον άσπρο τοίχο πίσω απ' τον πατέρα του και στη γυαλιστερή επιφάνεια του τραπεζιού. Οι γροθιές του σφίχτηκαν. Η πόρτα απέναντι απ' τον Λέτο άνοιξε απότομα κι εμφανίστηκε ο Τουφίρ Χαβάτ. Φαινόταν πιο γερασμένος απ' οποιαδήποτε άλλη φορά. Βάδισε παράλληλα στο μακρύ τραπέζι και σταμάτησε μπροστά στο δούκα.
«Πριν από λίγο έμαθα ότι απέτυχα στα καθήκοντα μου», είπε κοιτάζοντας σ' ένα σημείο του τοίχου λίγο ψηλότερα απ' το κεφάλι του Λέτο. «Νομίζω ότι πρέπει να υποβάλω την παραίτ...» «Κάθισε κάτω και σταμάτα τις ανοησίες», είπε ο δούκας δείχνοντας μια απ' τις καρέκλες. «Αν έκανες κάποιο λάθος, αυτό έγινε γιατί υπερεκτίμησες τους Χαρκόνεν. Τα απλοϊκά μυαλά τους κατέφυγαν σε απλοϊκές ενέργειες. Δεν μας απασχολούν αυτά. Ο γιος μου κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να με πείσει ότι γλίτωσε χάρη στην εξαιρετική εκπαίδευση που του έχεις δώσει. Δεν απέτυχες!» Χτύπησε τη ράχη της άδειας καρέκλας. «Κάθισε, σου είπα!» Ο Χαβάτ υπάκουσε. «Όμως...» «Δεν θέλω ν' ακούσω τίποτα περισσότερο», τον έκοψε ο δούκας. «Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Έχουμε πιο σοβαρά θέματα μπροστά μας. Πού είναι οι άλλοι;» «Τους είπα να περιμένουν έξω όση ώρα...» «Φώναξε τους». Ο Χαβάτ κοίταξε τον Λέτο καταπρόσωπο. «Σερ, εγώ...» «Ξέρω ποιοι είναι οι αληθινοί μου φίλοι, Τουφίρ», τον σταμάτησε ο δούκας. «Φώναξε τους». Ο Χαβάτ ξεροκατάπιε. «Αμέσως, σερ». Στριφογύρισε στην καρέκλα του και φώναξε προς το μέρος της πόρτας: «Γκέρνι, φέρ' τους μέσα». Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε ο Χάλεκ οδηγώντας μια ομάδα αξιωματικών με τους υπασπιστές και τους συμβούλους τους. Καθώς έπαιρναν τις θέσεις τους, μια αμυδρή μυρωδιά ρασάγκ απλώθηκε μέσα στην αίθουσα. «Υπάρχει καφές, αν θέλετε», τους πληροφόρησε ο δούκας. Περίμενε μέχρι να σερβιριστούν απ' το διπλανό δωμάτιο και μετά πήρε υπηρεσιακό ύφος, σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε το δάχτυλο του στο τραπέζι για να τραβήξει την προσοχή τους. «Λοιπόν,-κύριοι», είπε, «φαίνεται πως ο πολιτισμός μας έχει συνηθίσει τόσο πολύ στην ιδέα της εισβολής, που δεν μπορούμε να υπακούσουμε ούτε στην παραμικρή διαταγή της αυτοκρατορίας, χωρίς να θυμηθούμε τις παλιές μας συνήθειες». Γύρω στο τραπέζι ακούστηκαν μερικά γέλια κι ο Πολ κατάλαβε ότι ο πατέρας του είχε πει τα κατάλληλα λόγια με τον κατάλληλο τρόπο για να σπάσει τον πάγο. «Νομίζω ότι πρώτα πρώτα θα πρέπει να μάθουμε αν ο Τουφίρ έχει να προσθέσει τίποτα στην αναφορά του σχετικά με τους Φρέμεν», συνέχισε ο δούκας. «Τουφίρ;» Ο Χαβάτ σήκωσε το βλέμμα. «Θα αναπτύξω μερικά οικονομικά θέματα μετά την αναφορά μου, σερ, μπορώ όμως να πω από τώρα ότι οι Φρέμεν δείχνουν όλο και περισσότερο ότι είναι οι σύμμαχοι που χρειαζόμαστε. Κρατούν στάση αναμονής για να βεβαιωθούν ότι μπορούν να μας εμπιστευθούν, η συμπεριφορά τους όμως φαίνεται ειλικρινής. Μας έστειλαν μερικά δώρα ― στολές που φτιάχνουν οι ίδιοι και χάρτες περιοχών της ερήμου όπου υπάρχουν οι οπισθοφυλακές των Χαρκόνεν...» Κοίταξε το τραπέζι. «Οι σχετικές αναφορές τους φαίνονται αξιόπιστες και μας βοήθησαν πολύ στις διαπραγματεύσεις με τον κριτή της Μεταβίβασης. Έχουν στείλει επίσης και ορισμένα μικροπράγματα ― κοσμήματα για τη λαίδη Τζέσικα, λικέρ από καρύκευμα, ζαχαρωτά και φάρμακα. Οι άνθρωποι μου τα εξέτασαν σχολαστικά. Δεν δείχνουν ύποπτα». «Σ' αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι, Τουφίρ;» ρώτησε κάποιος απ' την άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο Χαβάτ γύρισε προς το μέρος του. «Ο Ντάνκαν 'Αι-νταχο λέει πως είναι αξιοθαύμαστοι». Ο Πολ κοίταξε πρώτα τον πατέρα του και μετά τον Τουφίρ. «Έχεις καμιά νεότερη πληροφορία σχετικά με τον αριθμό τους;» «Από διάφορες μαρτυρίες, ο 'Αινταχο υπολογίζει ότι το μέρος που επισκέφτηκε είχε κάπου δέκα χιλιάδες άτομα. Πιστεύουμε βάσιμα ότι υπάρχουν πολλές τέτοιες κοινότητες κι όλες δείχνουν να κυβερνιούνται από κάποιον Λιτ». «Αυτό είναι καινούργιο στοιχείο», είπε ο Λέτο. «Ίσως να κάνω λάθος, σερ, αλλά φαίνεται ότι αυτός ο Λιτ είναι κάποια τοπική θεότητα». Κάποιος άλλος στην άλλη άκρη του τραπεζιού ξερόβηξε. «Είναι βέβαιο ότι έχουν συναλλαγές με τους λαθρεμπόρους;» «Ένα καραβάνι λαθρεμπόρων αναχώρησε από κείνη την κοινότητα όταν ο 'Αινταχο βρισκόταν εκεί, μ' ένα μεγάλο φορτίο καρυκεύματος. Χρησιμοποιούσαν ζώα για τη μεταφορά του κι ακούστηκε κάτι για ταξίδι δεκαοκτώ ημερών». «Φαίνεται», παρατήρησε ο δούκας, «ότι οι λαθρέμποροι ενεργοποιήθηκαν δραστήρια τώρα τελευταία. Το πράγμα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Δεν πρέπει ν' ανησυχούμε ιδιαίτερα για το λαθρεμπόριο ― πάντα γινόταν αυτό∙ είναι ανάγκη όμως να τους παρακολουθούμε συνεχώς».
«Έχεις κανένα σχέδιο;» ρώτησε ο Χαβάτ. Ο δούκας κοίταξε τον Χάλεκ. «Γκέρνι, θέλω να ηγηθείς μιας αποστολής ―πρεσβείας, αν το θες― και να 'ρθεις σ' επαφή μ' αυτούς τους... επιχειρηματίες. Πες τους ότι δεν θα τους ενοχλήσω, αρκεί να καταβάλουν το δέκα στα εκατό. Ο Χαβάτ υπολογίζει ότι το λάδωμα και οι πολεμιστές που χρειάζονται για τις επιχειρήσεις τους κοστίζουν τουλάχιστον τετραπλάσια». «Κι αν το μάθει ο αυτοκράτορας;» ρώτησε ο Χάλεκ. «Ενδιαφέρεται πολύ για τα κέρδη της CHOAM». Ο Λέτο χαμογέλασε. «Θα καταθέσουμε όλο το ποσοστό στο όνομα του Σαντάμ και θα το εκπέσουμε νόμιμα απ' τη φορολογία μας. Να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι Χαρκόνεν! Και θα χτυπήσουμε αλύπητα όσους πλούτισαν κάτω απ' τη διακυβέρνηση τους. Λαδώματα: τέλος!» Ένας μορφασμός φάνηκε στο πρόσωπο του Χάλεκ. «Γερό χτύπημα», έκανε ικανοποιημένος. «Πολύ θα ήθελα να δω τα μούτρα του βαρόνου όταν το μάθει». Ο δούκας στράφηκε στον Χαβάτ. «Τουφίρ, πήρες τα λογιστικά βιβλία που είπες ότι μπορούσες ν' αγοράσεις;» «Βεβαίως. Οι άνθρωποι μου τα εξετάζουν με προσοχή. Τους έριξα, πάντως, μια ματιά και μπορώ να πω μερικά συμπεράσματα κατά προσέγγιση». «Σ' ακούμε». «Κάθε χρόνο οι Χαρκόνεν έπαιρναν από δω δέκα δισεκατομμύρια σολάρις». Ένας πνιχτός ήχος έκπληξης βγήκε απ' όλους τους συγκεντρωμένους. Ακόμη και οι νεότεροι υπασπιστές, που είχαν αρχίσει να πλήττουν, ανακάθισαν στις καρέκλες τους με βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον. «Ακούτε, κύριοι;» έκανε ο Λέτο. «Υπάρχει ανάμεσα σας κάποιος τόσο αφελής που να πιστεύει ότι οι Χαρκόνεν τα μάζεψαν κι έφυγαν ήσυχα, απλά και μόνο επειδή έτσι αποφάσισε ο αυτοκράτορας;» Τα λόγια του έγιναν δεκτά με επιδοκιμαστικά κουνήματα κεφαλιών και μουρμουρητά επιδοκιμασίας. «Μας περιμένει σκληρός αγώνας», συνέχισε ο δούκας. Ύστερα στράφηκε στον Χαβάτ. «Πόσα οχήματα, εκσκαφείς, εγκαταστάσεις και υλικό έχουν αφήσει πίσω οι Χαρκόνεν;» «Σχεδόν τα πάντα, σύμφωνα με την απογραφή που έχει στα χέρια του ο Κριτής της Μεταβίβασης», απάντησε εκείνος. Έκανε ένα νεύμα σ' έναν υπασπιστή, που του έδωσε ένα ντοσιέ. Ο Χαβάτ το άνοιξε μπροστά στον Λέτο. «Ξέχασαν, βέβαια, να αναφέρουν ότι τα μισά οχήματα δεν λειτουργούν, ότι το ένα τρίτο δεν έχει πτερύγια κι ότι όλα όσα μας άφησαν οι Χαρκόνεν είναι έτοιμα να διαλυθούν. Θα είμαστε τυχεροί αν λειτουργήσουν τα μισά μηχανήματα κι ακόμη πιο τυχεροί αν το ένα τέταρτο απ ■ αυτά θα λειτουργεί και μετά από έξι μήνες». «Όπως το φοβόμασταν», σχολίασε ο Λέτο. «Τι μεταφορικά μέσα υπάρχουν;» Ο Χαβάτ έριξε μια ματιά στο ντοσιέ. «Περίπου εννιακόσιοι τριάντα εκσκαφείς που μπορούν να σταλούν στα ορυχεία μέσα σε λίγες μέρες. Υπάρχουν επίσης περίπου εξίμισι χιλιάδες ορνιθόπτερα για επιθεωρήσεις, ανιχνεύσεις και μετεωρολογικές παρατηρήσεις... ενώ έχουμε κάπου χίλια ιπτάμενα φορτηγά». «Δεν θα ήταν οικονομικότερο να ξαναρχίζαμε διαπραγματεύσεις με το Γκιλντ για την τοποθέτηση ενός μετεωρολογικού δορυφόρου;» ρώτησε ο Χάλεκ. Ο δούκας κοίταξε τον Χαβάτ. «Δεν έχουμε νεότερα πάνω σ' αυτό, έτσι δεν είναι, Τουφίρ;» «Προς το παρόν, πρέπει να ψάξουμε για άλλες λύσεις», απάντησε εκείνος. «Ο πράκτορας του Γκιλντ δεν διαπραγματεύτηκε καθόλου. Ξεκαθάρισε μόνο ―σαν μεντάτ προς μεντάτ― ότι η τιμή δεν τους ενδιαφέρει κι ότι δεν πρόκειται να πετύχουμε τίποτα όσο κι αν προσπαθήσουμε. Επομένως, πρέπει ν' ανακαλύψουμε ποια είναι η αιτία πριν τον ξαναπλησιάσουμε». «Αυτό δεν είναι δίκαιο!» φώναξε κάποιος απ' τους υπασπιστές. «Δίκαιο;» Ο Λέτο τον κοίταξε κατάματα. «Ποιος μιλάει για δίκαιο; Εμείς μονοί μας θα επιβάλουμε δικαιοσύνη πάνω στον Αράκις ― με κάθε θυσία. Μήπως μετάνιωσες που ήρθες με το μέρος μας;» Ο άλλος κοίταξε για λίγο το δούκα αμίλητος. «Όχι, σερ», είπε τελικά. «Δεν απορρίπτει κανείς εύκολα τη μεγαλύτερη πηγή πλούτου σ' ολόκληρο το σύμπαν... Συγνώμη για το ξέσπασμα μου, αλλά...» Κούνησε τους ώμους. «Καμιά φορά, όλοι νιώθουμε κάποια πίκρα». «Καταλαβαίνω», είπε ο Λέτο. «Ας μη συζητάμε όμως για δικαιοσύνη όσο έχουμε όπλα και την ικανότητα να τα χρησιμοποιούμε. Έχει κάποιος άλλος από σας παρόμοιες πικρίες; Μιλήστε ελεύθερα. Η συγκέντρωση μας είναι φιλική και ο καθένας μπορεί να πει τη γνώμη του». «Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχουν εθελοντές απ' τους άλλους μεγάλους οίκους. Σε λένε "Λέτο, ο δίκαιος" και υπόσχονται αιώνια φιλία, αρκεί αυτό να μην τους επιβαρύνει σε τίποτα».
«Δεν ξέρουν ακόμα ποιος θα βγει νικητής απ' αυτή την αντιπαράθεση», είπε ο δούκας. «Δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε γι' αυτό ― μόνο να τους περιφρονήσουμε που αποφεύγουν τους κινδύνους». Γύρισε στον Χαβάτ. «Μιλούσαμε για τον εξοπλισμό μας. Μπορείς να αναφέρεις μερικά παραδείγματα για να εξοικειωθούν όλοι με τις μηχανές αυτές;» Ο Χαβάτ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά κι έκανε μια χειρονομία προς το μέρος ενός υπασπιστή που χειριζόταν το μηχάνημα προβολής. Πάνω στο τραπέζι, κοντά στο μέρος που καθόταν ο δούκας, εμφανίστηκε μια τρισδιάστατη εικόνα. Μερικοί άντρες που κάθονταν κοντά στην άλλη άκρη του τραπεζιού έσκυψαν για να δουν καλύτερα. Ο Πολ τους μιμήθηκε. Σε σύγκριση με τις ανθρώπινες σιλουέτες που διακρίνονταν γύρω του. το αντικείμενο που είδε είχε μήκος περίπου εκατόν είκοσι μέτρα και πλάτος σαράντα. Έμοιαζε με μακρόστενο έντομο που προχωρούσε πάνω σ' ένα φαρδύ μονοπάτι. «Είναι ένα μηχάνημα συγκομιδής», είπε ο Χαβάτ. «Διαλέξαμε κάποιο που βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Ήταν απ' τα πρώτα που ήρθαν εδώ μαζί με την ομάδα των αυτοκρατορικών οικολόγων, αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί... αν και δεν ξέρω πώς ή γιατί». «Αν είναι αυτό που ονομάζεται "γριά Μαρία", τότε η θέση του είναι σ' ένα μουσείο», είπε κάποιος απ' τους άντρες. «Νομίζω ότι οι Χαρκόνεν το χρησιμοποιούσαν σαν απειλή για τους εργάτες τους. Να είστε καλοί, διαφορετικά θα πάτε να δουλέψετε με τη "γριά Μαρία"». Γύρω στο τραπέζι αντήχησαν χαχανητά. Ο Πολ έμεινε σοβαρός∙ η σκέψη του ήταν συγκεντρωμένη στο μηχάνημα και σε μια ερώτηση που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό του. Έδειξε την εικόνα πάνω στο τραπέζι. «Τουφίρ», ρώτησε, «υπάρχουν τόσο μεγάλα αμμοσκούληκα που να μπορούν να το καταπιούν ολόκληρο;» Γύρω στο τραπέζι έπεσε ξαφνικά σιωπή. Ο δούκας βλα-στήμησε μέσα του, αμέσως όμως άλλαξε γνώμη. Όχι καλύτερα να ξέρουν την πραγματικότητα από τώρα. «Βαθιά στην έρημο υπάρχουν σκουλήκια που μπορούν», απάντησε ο Χαβάτ. «Εδώ, κοντά στο Προστατευτικό Τείχος που βγαίνει το περισσότερο καρύκευμα, ζουν αμμοσκούληκα που μπορούν να κομματιάσουν αυτό το μηχάνημα ― εργοστάσιο και μετά να το καταβροχθίσουν με την ησυχία τους λίγο λίγο». «Γιατί δεν τα θωρακίζουμε λοιπόν όλα;» ρώτησε ο Πολ. «Σύμφωνα με την αναφορά του 'Αινταχο, οι ασπίδες είναι επικίνδυνες στην έρημο. Τραβούν την προσοχή των σκουληκιών από εκατοντάδες μέτρα μακριά και τα γεμίζουν με δολοφονικές διαθέσεις. Το ίδιο λένε και οι Φρέμεν ― και δεν έχουμε κανένα λόγο νs αμφιβάλλουμε για την αξιοπιστία τους. Άλλωστε, ο 'Αινταχο δεν είδε ίχνος ασπίδας στην κοινότητα που επισκέφθηκε». «Καθόλου;» ρώτησε ο Πολ. «Καθόλου. Είχε το ελεύθερο να πάει σε όποιο μέρος της κοινότητας ήθελε. Δεν είδε ασπίδες ή, έστω, ενδείξεις για τη χρήση τους». «Παράξενο», παρατήρησε ο δούκας. «Οι Χαρκόνεν όμως χρησιμοποιούσαν πολλές ασπίδες», είπε ο Χαβάτ. «Είχαν συνεργεία επισκευής σε όλες τις πόλεις και τα λογιστικά τους βιβλία δείχνουν μεγάλα κονδύλια για ανταλλακτικά ασπίδων». «Υπάρχει περίπτωση να έχουν βρει οι Φρέμεν τρόπο για να τις εξουδετερώνουν;» ρώτησε ο Πολ. «Απίθανο. Φυσικά, είναι δυνατό θεωρητικά ―αν χρησιμοποιηθεί μια τεράστια αντι-στατική φόρτιση― αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν φαίνεται να το έχει επιχειρήσει». «Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα είχε μαθευτεί», πρόσθεσε ο Χάλεκ. «Οι λαθρέμποροι έχουν στενές επαφές με τους Φρέμεν και θα είχαν προμηθευτεί αυτές τις συσκευές, αν υπήρχαν. Θα τις είχαν, μάλιστα, χρησιμοποιήσει και σε άλλους πλανήτες». «Δεν μ' αρέσει να μένουν αναπάντητα τόσο σημαντικά ερωτήματα», είπε ο Λέτο. «Τουφίρ, θέλω να δώσεις απόλυτη προτεραιότητα στη λύση αυτού του προβλήματος». «Έχουμε ήδη αρχίσει έρευνες, σερ», απάντησε ο Χαβάτ. Ύστερα ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Ο Άινταχο, πάντως, τόνισε ότι οι Φρέμεν φάνηκαν παραξενεμένοι όταν είδαν τις ασπίδες μας. Είναι βέβαιο, είπε, ότι δεν είχαν ξαναδεί τέτοιες συσκευές». Ο δούκας συνοφρυώθηκε για λίγο κι ύστερα άλλαξε θέμα. «Ας δούμε τώρα τον υπόλοιπο εξοπλισμό». Ο Χαβάτ έκανε νόημα στο χειριστή της μηχανής προβολής.
Η εικόνα του μηχανήματος συγκομιδής αντικαταστάθηκε από ένα αντικείμενο με πτερύγια, που δίπλα του οι ανθρώπινες σιλουέτες έμοιαζαν με νάνους. «Είναι ιπτάμενο φορτηγό», είπε ο Χαβάτ. «Κατά βάση πρόκειται για ένα τεράστιο ορνιθόπτερο, που έργο του είναι να μεταφέρει το εργοστάσιο-εκσκαφέα που είδαμε πιο πριν σε περιοχές πλούσιες από καρύκευμα και να το απομακρύνει γρήγορα όταν εμφανιστεί κάποιο αμμοσκούληκο». Στην εικόνα φάνηκε ένα ορνιθόπτερο. «Πρόκειται για παραδοσιακό είδος», εξήγησε ο Χαβάτ. «Με ορισμένες τροποποιήσεις, έχει αποκτήσει τεράστια ακτίνα δράσης. Επίσης, έχει ληφθεί φροντίδα για την προστασία μερικών ζωτικών οργάνων του από την άμμο και τη σκόνη. Περίπου το ένα τριακοστό του είναι θωρακισμένο». «Δεν μ' αρέσει αυτή η υποτίμηση της σημασίας των ασπίδων», μουρμούρισε ο Λέτο. Μήπως είναι αυτό το μυστικό των Χαρκόνεν, σκέφτηκε. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε με θωρακισμένες φρεγάτες αν όλα πάνε στραβά για μας; Κούνησε το κεφάλι του με δύναμη για να διώξει αυτές τις σκέψεις απ' το μυαλό του. «Ας ασχοληθούμε τώρα με τη δουλειά μας. Ποιο θα είναι το κέρδος μας;» Ο Χαβάτ γύρισε δυο σελίδες στο σημειωματάριο του. «Αφού εξετάσαμε τις επισκευές και τη συντήρηση που πρέπει να γίνουν, καταλήξαμε σε έναν πρώτο υπολογισμό του λειτουργικού κόστους. Φυσικά, είναι εκφρασμένο σε υποτιμημένες αξίες, ώστε να υπάρχει κάποιο περιθώριο ασφαλείας». Έκλεισε τα μάτια με το χαρακτηριστικό τρόπο ενός μεντάτ. «Οι Χαρκόνεν κρατούσαν τους μισθούς και τα έξοδα συντήρησης στο δεκατέσσερα στα εκατό. Εμείς θα είμαστε τυχεροί αν φτάσουμε, στην αρχή, κοντά στο τριάντα στα εκατό. Με τις αναγκαίες επενδύσεις και τα διάφορα έξοδα, στα οποία περιλαμβάνονται το ποσοστό της CHOAM και οι στρατιωτικές δαπάνες, το καθαρό μας κέρδος θα μειωθεί στο έξι ή επτά στα εκατό, μέχρι να καταφέρουμε να αντικαταστήσουμε το παλιό υλικό μας. Ύστερα θα μπορέσουμε να το ανεβάσουμε στα δώδεκα με δεκαπέντε στα εκατό, που είναι το φυσιολογικό». Άνοιξε τα μάτια του. «Εκτός κι αν ο δούκας προτιμάει να υιοθετήσουμε τις μεθόδους των Χαρκόνεν». «Σκοπός μας είναι να δημιουργήσουμε μια μόνιμη και σταθερή πλανητική βάση», είπε ο Λέτο. «Πρέπει να είναι ευχαριστημένος ο κόσμος ―και προπάντων οι Φρέμεν». «Προπάντων οι Φρέμεν», επανέλαβε ο Χαβάτ. «Η κυριαρχία μας στον Καλαντάν», συνέχισε ο δούκας, «βασιζόταν στη δύναμη μας στον αέρα και στη θάλασσα. Εδώ πρέπει να πετύχουμε κάτι που ονομάζω κυριαρχία στην έρημο. Μπορεί να περιλαμβάνει υπεροχή και στον αέρα, μπορεί όμως και όχι. Σας υπενθυμίζω την έλλειψη ασπίδων στα ορνιθόπτερα». Κούνησε το κεφάλι του. «Οι Χαρκόνεν βασίζονταν σε εισπράξεις που είχαν έξω απ' τον Αράκις για ορισμένο απ' το κύριο προσωπικό τους. Εμείς δεν θα επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο». «Τότε όμως θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με πολύ λιγότερο κέρδος και μειωμένη παραγωγή καρυκεύματος», είπε ο Χαβάτ. «Τα δυο πρώτα χρόνια θα έχουμε πετύχει μόλις το ένα τρίτο του μέσου όρου των Χαρκόνεν». «Είναι όπως ακριβώς τα υπολόγιζα», απάντησε ο Λέτο. «Γι∙ αυτό πρέπει να κάνουμε γρήγορα με τους Φρέμεν. Χρειάζομαι πέντε τάγματα από Φρέμεν πριν η CHOAM ζητήσει να κάνει τον πρώτο της έλεγχο». «Δεν έχουμε πολύ χρόνο, σερ», είπε ο Χαβάτ. «Το ξέρω, Τουφίρ. Θα έρθουν εδώ με τους Σαρνταουκάρ μεταμφιεσμένους σε Χαρκόνεν, με την πρώτη ευκαιρία. Πόσοι λες ότι θα είναι συνολικά;» «Τέσσερα ή πέντε τάγματα∙ όχι περισσότεροι. Η μεταφορά με το Γκιλντ κοστίζει πανάκριβα». «Πέντε τάγματα Φρέμεν συν τις δικές μας δυνάμεις είναι ό,τι πρέπει. Τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ διαφορετικά όταν βάλουμε μερικούς αιχμάλωτους Σαρνταουκάρ να παρελάσουν μπροστά στο Συμβούλιο του Λάντ-σραντ ― άσχετα από κέρδη». «Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε». Ο Πολ κοίταξε πρώτα τον πατέρα του και μετά τον Χαβάτ. Αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι ο μεντάτ είχε γεράσει, υπηρετώντας τρεις γενιές Ατρειδών. Είχε γεράσει. Φαινόταν μέσα στα καστανά του μάτια, στο καμπούριασμα των ώμων και στα λιπόσαρκα χείλη του. Πολλά όμως εξαρτώνται απ' αυτό τον ηλικιωμένο άνθρωπο, σκέφτηκε. «Βρισκόμαστε λοιπόν σε πόλεμο με δολοφόνους», είπε ο δούκας, «ακόμη όμως δε φτάσαμε σε κρίσιμο σημείο. Τουφίρ, ποια είναι η κατάσταση της οργάνωσης των Χαρκόνεν εδώ;» «Έχουμε ανακαλύψει διακόσια πενήντα εννέα στελέχη τους. Μένουν ακόμα τρεις μόνο εστίες, που τις έχουμε όμως εντοπίσει ― όχι πάνω από εκατό άτομα συνολικά». «Αυτοί που ανακαλύφθηκαν είχαν περιουσίες;» ρώτησε ο δούκας.
«Οι περισσότεροι ήταν εύποροι επιχειρηματίες, σερ». «Θέλω να φτιάξεις πλαστές βεβαιώσεις υποταγής πάνω απ' τις υπογραφές τους», είπε ο Λέτο, «και να τις διαβιβάσεις στον Κριτή της Μεταβίβασης. Ύστερα θα τους κάνουμε αγωγή για ψευδή δήλωση. Θα δημεύσουμε τις περιουσίες τους, θα τους πάρουμε τα πάντα και θα τους απογυμνώσουμε εντελώς. Φρόντισε μόνο να πάρει ο αυτοκράτορας το δέκα στα εκατό που δικαιούται. Τα πάντα πρέπει να γίνουν νόμιμα». Ο Τουφίρ χαμογέλασε. «Υπέροχη σκέψη, σερ. Ντρέπομαι που δεν την έκανα εγώ πρώτος». Ο Χάλεκ σκυθρώπιασε, κάνοντας τον Πολ να συνοφρυωθεί. Οι άλλοι χαμογέλασαν, κουνώντας με ικανοποίηση το κεφάλι τους. Λυτό είναι λάθος, σκέφτηκε ο Πολ. Θ ' αναγκάσει τους υπόλοιπους να παλέψουν με όλη τους τη δύναμη, αφού δεν θα κερδίσουν τίποτα αν παραδοθούν. Ήξερε, βέβαια, τους σκληρούς νόμους του Κάνλι, αυτή η ενέργεια όμως μπορούσε να τους καταστρέψει με την ίδια ευκολία που θα τους προσέφερε έναν αληθινό θρίαμβο. «Είμαι ξένος σε ξένη χώρα», απάγγειλε ο Χάλεκ. Ο Πολ τον κοίταξε παραξενεμένος, αναγνωρίζοντας το χωρίο της Πορτοκαλόχρωμης Βίβλου. Μήπως θέλει κι ο Γκέρνι, αναρωτήθηκε, να τεθεί ένα τέλος σ' αυτές τις σκευωρίες; Ο δούκας κοίταξε στο σκοτάδι έξω απ' την αίθουσα και μετά το βλέμμα του καρφώθηκε στον Χάλεκ. «Γκέρνι, πόσους εργάτες έπεισες να μείνουν μαζί μας;» «Διακόσιους ογδόντα έξι συνολικά. Νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί ανήκουν όλοι σε χρήσιμες ειδικότητες». «Μόνο τόσοι;» έκανε ο Λέτο. «Τέλος πάντων, ειδοποίησε να...» Ένας θόρυβος στην πόρτα τον ανάγκασε να μην ολοκληρώσει τη φράση του. Εμφανίστηκε ο Ντάνκαν 'Αινταχο, που προσπέρασε βιαστικά τους φρουρούς, ήρθε τρέχοντας κοντά στο δούκα και του ψιθύρισε κάτι στ' αφτί. Ο Λέτο τον απομάκρυνε με μια χειρονομία. «Μίλα δυνατά, Ντάνκαν. Εδώ είναι το στρατηγικό επιτελείο μου». Ο Πολ κοίταξε τον 'Αινταχο, μελετώντας τις αιλουροειδής κινήσεις του και την ταχύτητα αντίδρασης που τον είχε κάνει ασυναγώνιστο οπλοδιδάσκαλο. Το σκούρο πρόσωπο του Ντάνκαν στράφηκε προς το νεαρό, τίποτα όμως στην έκφραση του δεν έδειξε ότι τον είχε αναγνωρίσει. Παρ' όλα αυτά, ο Πολ ήξερε ότι κάτω απ' τη μάσκα της ηρεμίας κρυβόταν μια έντονη ανησυχία. «Μάθαμε ότι ένα σώμα μισθοφόρων Χαρκόνεν έχει μεταμφιεστεί σε Φρέμεν. Οι ίδιοι οι Φρέμεν μας έστειλαν έναν αγγελιαφόρο για να μας ειδοποιήσει σχετικά. Οι Χαρκόνεν όμως του έστησαν ενέδρα και τον τραυμάτισαν σοβαρά. Τον φέραμε εδώ για να τον φροντίσουμε, αλλά δυστυχώς πέθανε πριν προλάβουμε να κάνουμε τίποτα. Πριν ξεψυχήσει, προσπάθησε να ξεφορτωθεί κάτι, κατάφερα όμως να του το πάρω». Ο 'Αινταχο κοίταξε τον Λέτο. «Είναι ένα μαχαίρι, σερ ― ένα μαχαίρι που όμοιο του δεν έχεις ξαναδεί». «Κράισναϊφ;» ρώτησε κάποιος. «Αναμφίβολα», έκανε ο 'Αινταχο. «Είναι γαλακτόχρω-μο και λάμπει με μια εσωτερική λάμψη». Έχωσε το χέρι στο χιτώνιο του κι έβγαλε μια θήκη μαχαιριού απ' την οποία εξείχε μια μαύρη λαβή. «Μη βγάλεις το μαχαίρι απ' τη θήκη!» Η φωνή ―έντονη και διαπεραστική― ακούστηκε απ' την ανοιχτή πόρτα στο βάθος της αίθουσας. Όλοι γύρισαν προς τα κει. Στο άνοιγμα της στεκόταν μια ψηλή σιλουέτα με μακριά καφέ ρόμπα, που την εμπόδιζαν να μπει τα χιασμένα σπαθιά των φρουρών. Τα μάτια του άντρα είχαν καταγάλανο χρώμα ― χωρίς καθόλου ασπράδι. «'Ασ' τον να μπει», ψιθύρισε ο 'Αινταχο. «Αφήστε τον», είπε ο δούκας. Οι φρουροί δίστασαν για λίγο, τελικά όμως χαμήλωσαν τα σπαθιά τους. Ο άντρας προχώρησε μέσα στην αίθουσα και στάθηκε μπροστά στο δούκα. «Είναι ο Στίλγκαρ, αρχηγός της κοινότητας που επισκέφτηκα και ηγέτης των ανθρώπων που μας ειδοποίησαν για τους μεταμφιεσμένους Χαρκόνεν», είπε ο 'Αινταχο. «Καλώς ήρθατε, σερ», είπε ο Λέτο. «Γιατί δεν πρέπει να βγάλουμε το μαχαίρι απ' τη θήκη;» Ο Στίλγκαρ κοίταξε τον Ντάνκαν. «Ξέρετε τα έθιμα εντιμότητας και ειλικρίνειας ανάμεσα μας. Θα σας επιτρέψω να δείτε τη λεπίδα του ανθρώπου που προσπαθήσατε να σώσετε». Σταμάτησε και κοίτ,αξε γύρω του. «Δεν γνωρίζω όμως τους άλλους. Θα τους αφήσετε να μολύνουν ένα τιμημένο όπλο;» «Είμαι ο δούκας Λέτο», συστήθηκε ο δούκας. «Θα μου επιτρέψετε να δω το μαχαίρι;»
«Θα σας δώσω το δικαίωμα να το βγάλετε απ' τη θήκη του», είπε ο ψηλός άντρας. Ύστερα, ακούγοντας ένα μουρμουρητό διαμαρτυρίας γύρω στο τραπέζι, σήκωσε το λεπτό σκούρο χέρι του. «Σας υπενθυμίζω ότι είναι το όπλο ενός ανθρώπου που θέλετε να σας προφυλάξει από κάποιο κίνδυνο». Μέσα στη σιωπή που υποδέχτηκε τα λόγια του, ο Πολ παρατήρησε τον Στίλγκαρ με προσοχή, νιώθοντας τη δύναμη που ακτινοβολούσε το κορμί του. Ναι, ήταν ένας ηγέτης ― ένας ηγέτης Φρέμεν. «Ποιος είναι αυτός που θα μας πει τι δικαιώματα έχουμε πάνω στον Αράκις;» μουρμούρισε ένας άντρας κοντά στο κέντρο του τραπεζιού. «Λέγεται ότι ο δούκας Λέτο Ατρείδης κυβερνάει με τη συγκατάθεση των υπηκόων του», απάντησε ο ξένος. «IV αυτό, πρέπει να σας πω το εξής: όσοι βλέπουν ένα κράι-σναϊφ αναλαμβάνουν κάποια ευθύνη». Κοίταξε τον 'Αινταχο με σκοτεινό βλέμμα. «Γίνονται δικοί μας ― και δεν μπορούν πια να φύγουν απ' τον Αράκις χωρίς τη συγκατάθεση μας». Ο Χάλεκ και μερικοί άλλοι έκαναν να σηκωθούν με άγρια έκφραση στα πρόσωπα τους. «Ο δούκας Λέτο αποφασίζει πότε...» άρχισε να λέει ο Γκέρνι. «Μια στιγμή, παρακαλώ», τον έκοψε ο Λέτο με ήπιο τόνο φωνής. Δεν πρέπει να χάσουμε αυτή την ευκαιρία, σκέφτηκε. Στράφηκε στον Φρέμεν. «Σερ, εκτιμώ και σέβομαι την αξιοπρέπεια όσων σέβονται τη δική μου αξιοπρέπεια. Σας είμαι ειλικρινά υποχρεωμένος ― και πληρώνω πάντα τα χρέη μου. Αν το έθιμο σας επιβάλλει να μη βγει το μαχαίρι απ' τη θήκη του, θα γίνει έτσι όπως θέλετε. Κι αν υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος τρόπος για να τιμήσουμε τον άνθρωπο που πέθανε για μας, δεν έχετε παρά να μας τον υποδείξετε». Ο Φρέμεν κοίταξε για λίγο το δούκα και μετά παραμέρισε αργά το πέπλο που του σκέπαζε το πρόσωπο, αποκαλύπτοντας μια λεπτή μύτη κι ένα στόμα με σαρκώδη χείλη πάνω απ' τη μαύρη του γενειάδα. Ύστερα έσκυψε πάνω απ' το τραπέζι κι έφτυσε στη γυαλισμένη του επιφάνεια. Οι άντρες γύρω του έκαναν να πεταχτούν πάνω αγριεμένοι, τους συγκράτησε όμως η φωνή του 'Αινταχο: «Σταθείτε!» Οι άλλοι έμειναν στις θέσεις τους, μέσα σε δυσοίωνη σιωπή. «Σ' ευχαριστούμε, Στίλγκαρ», συνέχισε ο Ντάνκαν, «για την πολύτιμη υγρασία του κορμιού σου. Είναι ένα ευπρόσδεκτο δώρο, που θέλω να στο ανταποδώσω ως ένδειξη καλής θέλησης». Έφτυσε κι αυτός με τη σειρά του πάνω στο τραπέζι. Ύστερα ψιθύρισε στο δούκα: «Θυμήσου πόσο πολύτιμο είναι το νερό εδώ. Πρόκειται για ένδειξη σεβασμού». Ο Λέτο χώθηκε πιο βαθιά στην καρέκλα του, παρατηρώντας την ανακούφιση των ανθρώπων του, που κατάλαβαν το νόημα της ενέργειας του Φρέμεν. Ο Στίλγκαρ κοίταξε τον Ντάνκαν. «Η κοινότητα μου σ' έχει εκτιμήσει πολύ, Ντάνκαν Άινταχο. Έχεις υποχρέωση στο δούκα σου;» «Μου ζητάει να πάω με το μέρος του, σερ», εξήγησε εκείνος. «Δέχεται ν' ανήκεις και στους δυο μας;» ρώτησε ο Λέτο. «Θέλεις να γίνω άνθρωπος του;» «Θέλω να το σκεφτείς και ν ∙ αποφασίσεις μόνος σου». Η φωνή του δούκα δεν είχε τώρα τη γνώριμη σταθερότητα της. Ο Ντάνκαν κοίταξε τον Στίλγκαρ. «Με δέχεσαι μ' αυτούς τους όρους; Θα υπάρξουν όμως φορές που θα είμαι υποχρεωμένος να επιστρέψω για να υπηρετήσω το δούκα μου». «Είσαι καλός μαχητής και πολέμησες γενναία για το φίλο μας», είπε ο Στίλγκαρ. Ύστερα κοίταξε τον Λέτο. «Λοιπόν, ο Άινταχο θα κρατήσει το κράισναϊφ ως σημάδι συμμαχίας μαζί μας. Φυσικά, πρέπει να περάσει από κάθαρση και να τηρηθούν όλες οι τελετουργίες. Θα είναι Φρέμεν και στρατιώτης των Ατρειδών ταυτόχρονα. Υπάρχει, άλλωστε, προηγούμενο: ο Λιτ υπηρετούσε δύο κυρίους». «Ντάνκαν;» έκανε ο Λέτο. «Εντάξει, σερ», είπε ο Άινταχο. «Τότε το θέμα τακτοποιήθηκε», είπε ο δούκας. «Το νερό σου είναι δικό μας, Ντάνκαν Άινταχο», είπε ο Στίλγκαρ. «Το σώμα του φίλου μας θα μείνει εδώ∙ το νερό του ανήκει στους Ατρείδες. Πρόκειται για συμφωνία μεταξύ μας». Ο Λέτο άφησε ένα στεναγμό και κοίταξε τον Χαβάτ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του ευχαριστημένος. «Θα περιμένω κάτω», συνέχισε ο Στίλγκαρ, «μέχρι ν' αποχαιρετίσει ο Άινταχο τους φίλους του. Τ' όνομα του νεκρού μας φίλου ήταν Τούροκ. Θυμηθείτε το όταν έρθει η ώρα ν' απελευθερώσετε το πνεύμα του».
Κατόπιν έκανε να φύγει. «Δεν θα μείνετε λίγο;» ρώτησε ο Λέτο. Ο Φρέμεν στράφηκε προς το μέρος του, τακτοποιώντας συγχρόνως το πέπλο μπροστά στο πρόσωπο του. Ο Πολ είδε κάτι που έμοιαζε με λεπτό σωλήνα, λίγο προτού το ύφασμα πάρει τη θέση του. «Υπάρχει λόγος να μείνω;» ρώτησε ο Στίλγκαρ. «Θέλουμε να κάνουμε κάτι προς τιμήν σας», είπε ο δούκας. «Η τιμή απαιτεί να πάω σύντομα κάπου αλλού», απάντησε ο Φρέμεν. Έριξε μια τελευταία ματιά στον Άινταχο, έκανε μεταβολή και βγήκε με γρήγορο βήμα απ' την αίθουσα. «Αν του μοιάζουν οι υπόλοιποι Φρέμεν, θα τα πάμε καλά μαζί τους», παρατήρησε ο δούκας. «Είναι αντιπροσωπευτικός τύπος, σερ», είπε ο Άινταχο σε ξερό τόνο. «Καταλαβαίνεις τι πρέπει να κάνεις, Ντάνκαν;» «Είμαι ο πρεσβευτής σου στους Φρέμεν, σερ». «Από σένα εξαρτώνται πολλά. Θα χρειαστούμε τουλάχιστον πέντε τάγματα απ' αυτούς τους ανθρώπους πριν μας ριχτούν οι Σαρνταουκάρ». «Δεν είναι εύκολη δουλειά. Οι Φρέμεν είναι ανεξάρτητος λαός». Ο Άινταχο φάνηκε λίγο διστακτικός. «Υπάρχει ακόμη κάτι, σερ. Ένας απ' τους μισθοφόρους που πιάσαμε προσπάθησε να πάρει αυτή τη λεπίδα απ' τον νεκρό Φρέμεν. Είπε ότι οι Χαρκόνεν δίνουν αμοιβή ένα εκατομμύριο σολάρις σε όποιον τους πάει ένα κράισ-ναϊφ». Τα χείλη του Λέτο σφίχτηκαν από έκπληξη. «Για ποιο λόγο θέλουν τόσο πολύ αυτές τις λεπίδες;» «Φτιάχνονται από δόντια αμμοσκούληκου κι είναι το σήμα κατατεθέν των Φρέμεν. Όποιος έχει ένα κράισναϊφ και καταγάλανα μάτια, μπορεί να μπαίνει ελεύθερα σε όλες τις κοινότητες. Εγώ .δεν θα μπορώ να κάνω το ίδιο παρά μόνο αν με γνωρίζει κάποιος ― δεν μοιάζω καθόλου με Φρέμεν. Όμως...» «Ο Λάιτερ ντε Βριντ», είπε ο δούκας. «Διαβολικός άνθρωπος», είπε ο Χαβάτ. Ο Άινταχο έκρυψε το μαχαίρι στο χιτώνιο του. «Να προσέχεις αυτό το όπλο, Ντάνκαν», συμβούλεψε ο Λέτο. «Μείνε ήσυχος, σερ». Πασπάτεψε τη συσκευή επικοινωνίας που ήταν περασμένη στη ζώνη του. «Θα έρθουμε σ' επαφή το ταχύτερο. Ο Τουφίρ έχει τον κωδικό μου». Χαιρέτησε, έκανε μεταβολή κι έτρεξε να συναντήσει τον Στίλγκαρ. Τα βήματα του ακούστηκαν έξω στο διάδρομο. Ο Λέτο και ο Χαβάτ κοιτάχτηκαν χαμογελώντας. «Έχουμε πολλά να κάνουμε, σερ», είπε ο Χάλεκ. «Ναι∙ κι εγώ σε απασχολώ απ' τη δουλειά σου». «Έχω την αναφορά για τις προκεχωρημένες βάσεις. Να τα πούμε τώρα;» «Θα πάρει πολύ;» «Όχι. Λέγεται μεταξύ των Φρέμεν ότι φτιάχτηκαν πάνω από διακόσιες τέτοιες βάσεις την εποχή του Πειραματικού Γεωπονικού Σταθμού της Ερήμου. Υποτίθεται ότι έχουν εγκαταλειφθεί όλες, οι αναφορές όμως λένε ότι έχουν σφραγιστεί». «Δηλαδή έχει μείνει εξοπλισμός μέσα στις βάσεις;» «Ναι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ντάνκαν». «Πού βρίσκονται;» ρώτησε ο Λέτο. «Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση», είπε ο Χαβάτ, «είναι πάντα η ίδια: ο Λιτ είναι ο μόνος που το ξέρει». «Ο Θεός το ξέρει», μουρμούρισε ο δούκας. «Ίσως όχι, σερ. Άκουσες τον Στίλγκαρ να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα. Αναφερόταν σε υπαρκτό πρόσωπο;» «Υπηρετούσε δύο κυρίους», έκανε ο Χάλεκ. «Μοιάζει να έχει σχέση με τη θρησκεία». «Κι επομένως, εσύ θα 'πρεπε να ξέρεις», παρατήρησε ο Λέτο. Ο Χάλεκ χαμογέλασε. «Ο Κριτής της Μεταβίβασης», μουρμούρισε ο δούκας, 146 «ο αυτοκρατορικός οικολόγος ― ο Κάινς... δεν ξέρει
πού βρίσκονται οι βάσεις;» «Αυτός ο Κάινς», είπε ο Χαβάτ, «είναι άνθρωπος του αυτοκράτορα...» «Ναι, αλλά βρίσκεται πολύ μακριά του», απάντησε ο Λέτο. «Χρειάζομαι τις βάσεις. Θα είναι γεμάτες υλικό που μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για την επισκευή των μηχανημάτων μας». «Σερ!» φώναξε ο Χαβάτ. «Αυτές οι βάσεις ανήκουν ακόμη στον αυτοκράτορα». «Σύμφωνοι. Οι καιρικές συνθήκες όμως εδώ είναι πολύ άσχημες και μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα», είπε διφορούμενα ο δούκας. «Βρες αυτόν τον Κάινς και μάθε τουλάχιστον αν υπάρχουν οι βάσεις». «Ο Ντάνκαν ήταν σαφής σ' ένα πράγμα», είπε ο Χαβάτ. «Οι βάσεις αυτές έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία για τους Φρέμεν. Μπορεί να οργιστούν αν τις πάρουμε». Ο Πολ κοίταξε τα πρόσωπα των αντρών γύρω στο τραπέζι και παρατήρησε με πόση ένταση παρακολουθούσαν τη συζήτηση. Έδειχναν ενοχλημένοι απ' τη στάση του πατέρα του. - «Άκουσε τι σου λέει, πατέρα», είπε χαμηλόφωνα. «Μιλάει ειλικρινά». «Σερ», συνέχισε ο Χαβάτ, «ίσως αυτές οι βάσεις να μας προσφέρουν αρκετό υλικό για να επισκευάσουμε όλα τα μηχανήματα που παραλάβαμε, βρίσκονται όμως πολύ μακριά ώστε να χρησιμοποιηθούν για στρατηγικούς σκοπούς. Θα ήταν βιαστικό να ενεργήσουμε χωρίς να έχουμε ενημερωθεί κατάλληλα. Αυτός ο Κάινς έχει οριστεί διαιτητής από την αυτοκρατορία, ας μην το ξεχνάμε. Και οι Φρέμεν σέβονται τη γνώμη του». «Τότε, προσπάθησε να χειριστείς το θέμα με λεπτότητα», είπε ο δούκας. «Θέλω μόνο να μάθω αν υπάρχουν οι βάσεις». «Σύμφωνοι», απάντησε ο Χαβάτ και κάθισε στη θέση του. «Εντάξει, λοιπόν», έκανε ο δούκας. «Ξέρουμε τι έχουμε μπροστά μας: δουλειά. Είμαστε εκπαιδευμένοι και έμπειροι. Ξέρουμε τις αμοιβές και τις εναλλακτικές λύσεις». Κοίταξε τον Χάλεκ. «Γκέρνι, ν' ασχοληθείς κατά προτεραιότητα με το θέμα των λαθρεμπόρων». Κατόπιν γύρισε στον Χαβάτ, «Να ετοιμάσεις άλλη μια ομάδα για την ασφάλεια και τις επικοινωνίες αυτού του ορόφου, Τουφίρ. Όταν τελειώσεις, θέλω να σε δω». Ο Χαβάτ σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε τους άλλους σαν να ζητούσε τη βοήθεια τους. Ύστερα βγήκε απ' την αίθουσα. Οι άντρες τον ακολούθησαν βιαστικά, γεμάτοι απορία. Η κατάσταση δεν ξεκαθάρισε, σκέφτηκε ο Πολ παρατηρώντας τους καθώς έφευγαν. Για πρώτη φορά πέρασε απ' το μυαλό του η σκέψη της αποτυχίας ― όχι από φόβο ή από τις προειδοποιήσεις της Σεβασμιότατης Μητέρας, αλλά από την εκτίμηση της κατάστασης όπως την είχε κάνει ο ίδιος. Ο πατέρας μου βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση, σκέφτηκε. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά για μας. Ακόμα κι ο Χαβάτ, συλλογίστηκε ο Πολ, είχε δείξει σημάδια δισταγμού κι ανησυχίας. Ήταν φανερό ότι κάτι τον ενοχλούσε. «Καλύτερα να μείνεις εδώ για τη νύχτα, γιε μου», είπε ο δούκας. «Άλλωστε, θα ξημερώσει γρήγορα. Θα ειδοποιήσω τη μητέρα σου για να μην ανησυχεί». Σηκώθηκε αργά, με δυσκολία. «Βάλε μερικές καρέκλες κοντά κοντά και ξάπλωσε να ξεκουραστείς». «Δεν είμαι πολύ κουρασμένος, σερ». «Όπως θέλεις, τότε». Ο δούκας ένωσε τα χέρια πίσω στη μέση του κι άρχισε να πηγαινοέρχεται δίπλα στο τραπέζι. Σαν θηρίο στο κλουβί, σκέφτηκε ο Πολ. «Θα συζητήσεις το θέμα του προδότη με τον Χαβάτ;» ρώτησε. Ο Λέτο σταμάτησε απέναντι απ' το γιο του. «Το κάναμε αρκετές φορές», είπε. «Η ηλικιωμένη γυναίκα φαινόταν απόλυτα σίγουρη», έκανε ο Πολ. «Και το μήνυμα που η μητέρα...» «Έχουμε πάρει τις προφυλάξεις μας», απάντησε ο δούκας. Ύστερα κοίταξε γύρω του κι ο Πολ παρατήρησε το ανήσυχο βλέμμα του. «Μείνε εδώ. Υπάρχουν μερικά πράγματα που θέλω να συζητήσω με τον Τουφίρ σχετικά με την ομάδα ασφαλείας». Έκανε μεταβολή και βγήκε απ' την αίθουσα, ανταποδίδοντας το χαιρετισμό των φρουρών μ' ένα κούνημα του κεφαλιού. Ο Πολ τον κοίταξε που έφευγε και στη σκέψη του ήρθε η προειδοποίηση της ηλικιωμένης γυναίκας: «... για τον πατέρα, τίποτα». Την πρώτη μέρα πον βγήκε ο Μοναντίμπ στονς δρόμονς τον Λρακίν μαζί με την οικογένεια τον, μερικοί πον τον σννάντησαν θνμήθηκαν τονς θρύλονς και την προφητεία. Φώναξαν «Μάχντι!» αλλά ο τόνος τονς ήταν περισσότερο
ερωτηματικός παρά καταφατικός, γιατί είχαν μόνο την ελπίδα ότι ήταν εκείνος πον ονομαζόταν Λιζάν αλ Γκάιμπ, η φωνή απ' τον Εξωτερικό Κόσμο. Η προσοχή τονς, επίσης, στράφηκε στη μητέρα τον, γιατί είχαν ακούσει ότι ήταν μια Μπένε Γκεσερίτ και η ομοιότητα της με τον Λιζάν αλ Γκάιμπ ήταν ολοφάνερη. Από το «Εγχειρίδιο τον Μοναντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Ο δούκας βρήκε τον Τουφίρ Χαβάτ στο γωνιακό δωμάτιο, όπου τον οδήγησε ένας φρουρός. Στη διπλανή αίθουσα ακουγόταν ο θόρυβος των αντρών που ετοίμαζαν το σύστημα των επικοινωνιών, αλλά δεν ήταν ενοχλητικός. Ο δούκας περιεργάστηκε το χώρο γύρω του, ενώ ο Χαβάτ σηκώθηκε απ' το γραφείο που καθόταν. Οι τοίχοι της αίθουσας ήταν πράσινοι κι ο Λέτο πρόσεξε ότι το διακοσμητικό «Χ» των Χαρκόνεν, που είχε αφαιρεθεί βιαστικά απ' τις τρεις κουνιστές καρέκλες, διακρινόταν αρκετά καθαρά κάτω απ' το νέο τους βάψιμο. «Πού είναι ο Πολ, σερ;» ρώτησε ο Χαβάτ. «Τον άφησα στην αίθουσα συμβουλίων. Ελπίζω να ξεκουραστεί λιγάκι, χωρίς να τον ενοχλήσει κανένας». Ο Χαβάτ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι ύστερα πήγε στην πόρτα που οδηγούσε στο διπλανό δωμάτιο και την έκλεισε, για να μην τους ενοχλεί ο ανεπαίσθητος θόρυβος της ομάδας των επικοινωνιών. «Τουφίρ», είπε ο δούκας, «με απασχολούν τα αποθέματα του καρυκεύματος του αυτοκράτορα και των Χαρκόνεν». «Τι ακριβώς εννοείς;» Ο Λέτο σούφρωσε τα χείλη του. «Οι αποθήκες μπορεί να καταστραφούν». Σήκωσε το χέρι του, σταματώντας τον Χαβάτ που ήταν έτοιμος να φέρει αντιρρήσεις. «Ξέχνα το θησαυρό του αυτοκράτορα. Αν οι Χαρκόνεν βρεθούν σε μπελάδες, θα νιώσει ικανοποίηση στο βάθος της καρδιάς του. Όσο για το βαρόνο, δεν θα μπορέσει να πει τίποτα αν καταστραφεί κάτι που δεν έχει παραδεχτεί καθαρά ότι είναι δικό του». Ο Χαβάτ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν έχουμε πολλούς άντρες, σερ». «Να χρησιμοποιήσεις μερικούς ανθρώπους του 'Αινταχο. Ίσως μάλιστα και μερικοί Φρέμεν να θέλουν ένα διαπλανητικό ταξιδάκι. Μια επιδρομή στον Γκιέντι Πράιμ θα είναι πραγματική διασκέδαση, Τουφίρ». «Όπως θέλεις, σερ». Ο Χαβάτ γύρισε να φύγει και ο δούκας διαπίστωσε ότι ο γερο-φίλος του ήταν ταραγμένος. Ίσως νομίζει ότι δεν τον εμπιστεύομαι, σκέφτηκε. Θα έχει μάθει ότι πήρα αναφορές που μιλάνε για προδότες. Πρέπει να διασκεδάσω αμέσως τους φόβους του. «Τουφίρ», είπε, «μια και είσαι ένας απ ∙ τους ελάχιστους που εμπιστεύομαι απόλυτα, θέλω να συζητήσουμε κάποιο θέμα ακόμη. Ξέρουμε και οι δύο πόσο μεγάλες προσπάθειες πρέπει να καταβάλουμε για να εμποδίσουμε τη διείσδυση προδοτών στις τάξεις μας... Έχω λάβει δυο νέες αναφορές». Ο Χαβάτ γύρισε και τον κοίταξε καταπρόσωπο. Ο Λέτο επανέλαβε αυτά που του είχε πει ο Πολ. Αντί όμως να δει τη γνωστή αυτοσυγκέντρωση του μεντάτ, πρόσεξε ότι ο εκνευρισμός του Χαβάτ έγινε μεγαλύτερος. Παρατήρησε το γερο-φίλο του με προσοχή. «Κάτι μου κρύβεις, παλιόφιλε», είπε τελικά. «Το αντιλήφθηκα όταν σε είδα τόσο νευρικό την ώρα του συμβουλίου. Τι είναι αυτό που δεν θέλησες ν' αποκαλύψεις σε όλους τους άλλους;» Τα κόκκινα χείλη του Χαβάτ σφίχτηκαν σε μια λεπτή γραμμή. «Σερ», είπε, «δεν ξέρω πώς να το πω». «Τουφίρ, εμείς οι δυο έχουμε υποφέρει πολλά ο ένας για τον άλλο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς Va μου το πεις ελεύθερα». Ο Χαβάτ συνέχισε να τον κοιτάζει αμίλητος. Αυτός ο έντιμος άνθρωπος αξίζει την πίστη και την αφοσίωση μου, σκέφτηκε. Γιατί να τον πληγώσω; «Λοιπόν;» ρώτησε ο Λέτο. Ο Χαβάτ ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι ένα κομμάτι από κάποιο σημείωμα που πήραμε από ένα Χαρκόνεν ταχυδρόμο. Το σημείωμα απευθυνόταν σε κάποιον πράκτορα με τ' όνομα Παρντί. Έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι αυτός ο Παρντί ήταν επικεφαλής του υπόκοσμου των Χαρκόνεν σ' αυτό το μέρος. Το σημείωμα μπορεί να έχει μεγάλη σημασία, ίσως όμως να είναι και άχρηστο. Εξαρτάται από την ερμηνεία του». «Ποιο είναι το περιεχόμενο του;» «Όπως σου είπα, είναι ένα μικρό κομμάτι από κάποιο σημείωμα, γραμμένο σε μικροφίλμ. Ήταν προσαρμοσμένο στη γνωστή κάψουλα αυτοκαταστροφής. Σταματήσαμε το οξύ λίγο πριν το καταστρέψει ολοκληρωτικά. Έμεινε μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι, που όμως είναι πολύ αποκαλυπτικό». «Δηλαδή;»
Ο Χαβάτ σάλιωσε τα χείλη του. «Γράφει: "...έτο δε θα το υποψιαστεί ποτέ∙ κι όταν δεχτεί το χτύπημα από ένα τόσο φιλικό χέρι, μόνο το σοκ θα είναι αρκετό για να τον καταστρέψει". Το σημείωμα είχε τη σφραγίδα του βαρόνου∙ εξακρίβωσα τη γνησιότητα της». «Οι υποψίες σου είναι βάσιμες», είπε ο δούκας με ψυχρή φωνή. «Καλύτερα να μου κοπούν τα χέρια παρά να σε βλάψω», είπε ο Χαβάτ. «Σερ, αν νομίζεις ότι...» «Δεν μπορούσες να μάθεις τι ακριβώς συμβαίνει, απ' αυτόν τον Παρντί;» ρώτησε ο δούκας νιώθοντας να τον κυριεύει η οργή. «Δυστυχώς δεν βρισκόταν ανάμεσα στους ζωντανούς όταν βρήκαμε το σημείωμα. Είμαι βέβαιος ότι ο ταχυδρόμος δεν ήξερε τι ήταν αυτό που μετέφερε». «Κατάλαβα». Κούνησε το κεφάλι του. Παλιοδουλειά, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να είναι η Τζέσικα. Ξέρω πολύ καλά τη γυναίκα μου. «Σερ, αν...» «Όχι!» φώναξε ο δούκας. «Υπάρχει κάποιο λάθος εδώ, που...» «Δεν μπορούμε όμως να το αγνοήσουμε». «Η Τζέσικα βρίσκεται κοντά μου δεκαέξι ολόκληρα χρόνια! Είχε άπειρες ευκαιρίες να... Μην ξεχνάς, εσύ ο ίδιος είχες ερευνήσει τη σχολή της και τον χαρακτήρα της!» «Μου ξεφεύγουν όμως αρκετά», είπε με κάποια πίκρα ο Χαβάτ. «Είναι αδύνατον, σου λέω! Οι Χαρκόνεν θέλουν να καταστρέψουν όλη τη γενιά των Ατρειδών― και τον Πολ, δηλαδή. Έκαναν ήδη μια προσπάθεια. Μπορεί ποτέ μια γυναίκα να στραφεί εναντίον του γιου της;» «Ίσως να μη συνομωτεί κατά του Πολ και η χτεσινή απόπειρα να είναι ένα έξυπνο τέχνασμα». «Δεν συμφωνώ». «Σερ, υποτίθεται ότι αγνοεί την καταγωγή της. Αν όμως την ξέρει; Αν έχει μάθει, ας πούμε, ότι οι Ατρείδες σκότωσαν τους γονείς της;» «Τότε, θα είχε κάνει κάτι εδώ και πολύ καιρό. Λίγο δηλητήριο στο ποτό μου... ένα στιλέτο τη νύχτα. Είχε ένα σωρό θαυμάσιες ευκαιρίες». «Οι Χαρκόνεν σκοπεύουν να σ' εξουδετερώσουν, κύριε μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να σε σκοτώσουν. Το Κάνλι έχει αρκετές εναλλακτικές λύσεις». Ο δούκας ένιωσε ξαφνικά πολύ κουρασμένος. Έκλεισε τα μάτια του. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Αυτή η γυναίκα μου έχει ανοίξει την καρδιά της. «Τι καλύτερο τρόπο θα έβρισκαν για να μ" εξουδετερώσουν απ' το να με κάνουν να υποψιαστώ τη γυναίκα που αγαπώ;» ρώτησε. «Κι εγώ το σκέφτηκα αυτό», απάντησε ο Χαβάτ. «Όμως...» Ο δούκας άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε κατάματα. Καλά κάνει και είναι καχύποπτος, σκέφτηκε. Αυτή είναι η δουλειά του. Αν δείξω ότι τον πιστεύω, ίσως γίνει απρόσεκτος. «Τι προτείνεις, λοιπόν;» ψιθύρισε. «Προς το παρόν, συνεχή επαγρύπνηση. Πρέπει να την παρακολουθούμε διαρκώς. Νομίζω ότι ο Άινταχο είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτή τη δουλειά κι ίσως μπορέσουμε να τον φέρουμε πίσω σε καμιά βδομάδα. Στη θέση του θα στείλουμε κάποιον άλλο». «Πρόσεξε να μη χαλάσουν οι σχέσεις μας με τους Φρέμεν». «Φυσικά, σερ». «Και σχετικά με τον Πολ;» «Ίσως πρέπει να ενημερώσουμε τον Γιούε». Ο Λέτο γύρισε την πλάτη του στον Χαβάτ. «Το αφήνω σε σένα». «Θα ενεργήσω με διακριτικότητα, σερ». Τουλάχιστον μπορώ να βασιστώ σ' αυτό, σκέφτηκε ο δούκας. «Θα κάνω μια βόλτα εδώ γύρω. Αν με χρειαστείς, ο φρουρός...» «Πριν φύγεις, θέλω να σου δώσω ένα φιλμ-κλιπ που πρέπει να διαβάσεις. Είναι μια πρόχειρη ανάλυση της θρησκείας των Φρέμεν. Αν θυμάσαι, μου το είχες ζητήσει πριν από καιρό».
Ο δούκας μίλησε χωρίς να στραφεί. «Δεν μπορεί να περιμένει;» «Φυσικά. Με ρώτησες όμως τι φώναζαν όταν μας είδαν την πρώτη φορά. Απευθύνονταν στο γιο σου και τον αποκαλούσαν "Μαχντί". Όταν...» «Στον Πολ;» «Ακριβώς. Υπάρχει εδώ ένας θρύλος ότι θα 'ρθει κάποιος ηγέτης, παιδί μιας Μπένε Γκεσερίτ, που θα τους οδηγήσει στην πραγματική ελευθερία». «Πιστεύουν ότι ο Πολ είναι αυτός... αυτός...» «Απλά, το ελπίζουν, σερ». Ο Χαβάτ του έδωσε το φιλμ-κλιπ. Ο δούκας το πήρε και το έβαλε στην τσέπη του. «Θα το κοιτάξω αργότερα». «Εντάξει». «Προς το παρόν, χρειάζομαι χρόνο για να... για να σκεφτώ». Ο δούκας πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε απ' το δωμάτιο. Έστριψε στο διάδρομο δεξιά κι άρχισε να βαδίζει με τα χέρια στην πλάτη, χωρίς να προσέχει πού βρισκόταν. Όσοι τον συναντούσαν, τον χαιρετούσαν με σεβασμό κι έκαναν στην άκρη για να περάσει. Τελικά έφτασε στην αίθουσα συμβουλίων. Ο Πολ κοιμόταν πάνω στο τραπέζι, σκεπασμένος με το χιτώνα ενός φρουρού. Ο Λέτο διέσχισε το δωμάτιο και βγήκε στη βεράντα που έβλεπε στο κοσμοδρόμιο. Ένας σκοπός που στεκόταν στην άκρη της τον αναγνώρισε και στάθηκε προσοχή. «Ανάπαυση», μουρμούρισε ο δούκας κι ακούμπησε πάνω στο ψυχρό κιγκλίδωμα. Σήκωσε το βλέμμα και είδε το φεγγάρι που κόντευε να δύσει. Ήταν οργισμένος. Είναι η τελευταία φορά που με κυνηγάνε οι Χαρκόνεν, σκέφτηκε. Θα οχυρωθώ εδώ και δεν θα τους αφήσω να με κουνήσουν. Πρέπει να κυβερνάω με μάτια και νύχια γερα-κιού, συλλογίστηκε με κάποια θλίψη. Το χέρι του πασπάτεψε το έμβλημα πάνω στο χιτώνιο του. Ο ουρανός είχε αρχίσει να ροδίζει στην ανατολή, παρουσιάζοντας ένα θέαμα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Πέρα απ' το πεδίο προσγείωσης, ο κόκκινος ορίζοντας με τους ωχροκίτρινους βράχους σχημάτιζαν μια σκηνή εκπληκτικής ομορφιάς. «Όμορφο πρωινό, σερ», είπε ο φρουρός. «Ναι, πολύ όμορφο». Ίσως αυτός ο πλανήτης, σκέφτηκε, να γίνει ένα θαυμάσιο σπίτι για το γιο μου. Κατόπιν όμως είδε μερικές σιλουέτες που πηγαινοέρχο-νταν σκυφτές μέσα στους αγρούς∙ ήταν οι συλλέκτες της πρωινής δροσιάς. Το νερό ήταν τόσο πολύτιμο στον Αράκις, που μάζευαν ακόμα και την πάχνη. Ίσως όμως ν' αποδειχτεί πραγματική κόλαση, ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Δεν υπάρχει, ίσως, χειρότερη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου από κείνη πον καταλαβαίνει κανείς ότι ο πατέρας τον είναι ανθρώπινο ο ν ― με σάρκα και οστά. Από το «Μοναντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. «Πολ, κάνω κάτι πολύ άσχημο», είπε ο δούκας, «αλλά είμαι υποχρεωμένος». Στεκόταν δίπλα στο φορητό ανιχνευτή δηλητηρίων που είχε μεταφερθεί στην αίθουσα συμβουλίων για τον έλεγχο του προγεύματος τους. Η προσοχή του δούκα ήταν στραμμένη στο πεδίο προσγείωσης, που φαινόταν έξω απ' το παράθυρο. Ο Πολ είχε μπροστά του έναν μεγεθυντή και παρατηρούσε ένα φιλμ-κλιπ σχετικό με τις θρησκευτικές συνήθειες των Φρέμεν. Το είχαν ετοιμάσει οι άνθρωποι του Χαβάτ, αλλά ο Πολ ένιωθε ενοχλημένος με τις αναφορές που γίνονταν στο άτομο του. Μαχντί! Λιζάν αλ Γκάιμπ! Έκλεισε για λίγο τα μάτια και θυμήθηκε τις φωνές του πλήθους. Ώστε αυτό ελπίζουν, σκέφτηκε. Ύστερα του ήρθαν στο μυαλό τα λόγια της Σεβασμιότατης Μητέρας: «Κβισάτς Χαντεράς». «Κάτι πολύ άσχημο», επανέλαβε ο δούκας. ∙ «Τι εννοείς, πατέρα;»
Ο Λέτο γύρισε και κοίταξε το γιο του. «Ότι οι Χαρκόνεν κατάφεραν να με κάνουν να υποπτευθώ τη μητέρα σου. Δεν ξέρουν όμως ότι θα προτιμούσα να υποπτευθώ τον εαυτό μου κι όχι εκείνη». «Δεν καταλαβαίνω». Ο δούκας κοίταξε πάλι έξω απ' το παράθυρο. Ο άσπρος ήλιος είχε ανέβει για τα καλά πάνω απ' τον ορίζοντα. Αργά, μιλώντας με σιγανή φωνή για να μην αφήσει το θυμό του να ξεσπάσει, εξήγησε στον Πολ το περιεχόμενο του μυστηριώδους μηνύματος. «Θα μπορούσες επίσης να υποψιαστείς κι εμένα», είπε ο γιος του. «Πρέπει να τους κάνουμε να πιστέψουν ότι τα κατάφεραν. Πρέπει να βεβαιωθούν ότι είμαι ανόητος. Αλλά δεν θέλω να το μάθει η μητέρα σου». «Μα, γιατί;» «Γιατί μπορεί να αντιδράσει με έργα. Και είναι ικανή να κάνει σημαντικά πράγματα... Πολλά λοιπόν θα εξαρτηθούν απ' αυτό. Ελπίζω να ξετρυπώσω τον προδότη∙ πρέπει όμως να προσποιηθώ τον ανίδεο». «Γιατί τα λες όλα σε μένα, πατέρα; Ίσως να τα μαρτυρήσω». «Όχι. Ξέρω ότι θα κρατήσεις το μυστικό. Πρέπει να το κρατήσεις». Πλησίασε στο παράθυρο και συνέχισε να μιλάει κοιτάζοντας έξω. «Μ' αυτό τον τρόπο, αν πάθω κάτι, θα της πεις την αλήθεια ― ότι ποτέ δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για τη μητέρα σου. Θέλω να το μάθει αυτό». Ο Πολ διέκρινε έναν τόνο βαθιάς απογοήτευσης στη φωνή του πατέρα του. «Δεν θα πάθεις τίποτα», είπε βιαστικά. «Εγώ...» «Σώπασε, γιε μου». Ο Πολ κοίταξε προς το μέρος του πατέρα του κι αντιλήφθηκε την κούραση που βάραινε πάνω στους ώμους του. «Πατέρα, είσαι κουρασμένος». «Ναι, πραγματικά», συμφώνησε ο δούκας. «Είμαι ηθικά κουρασμένος. Ίσως να μ' έχει επηρεάσει, τελικά, η σοβαρή κατάπτωση των μεγάλων οίκων και να σκεφτείς ότι κάποτε ήμασταν πολύ ισχυρός λαός». «Ο δικός μας οίκος δεν έχει εκφυλιστεί», φώναξε οργισμένος ο Πολ. Ο δούκας γύρισε προς το μέρος του γιου του μ' ένα κυνικό χαμόγελο στο στόμα. «Θα μπορούσα να έχω παντρευτεί τη μητέρα σου... να την κάνω δούκισσα.-Όμως... το γεγονός ότι είμαι τυπικά ελεύθερος, δίνει την ελπίδα σε ορισμένους οίκους ότι μπορούν να συμμαχήσουν μαζί μου, αν παντρευτώ κάποια δική τους γυναίκα». Ανασήκωσε τους ώμους. «Γι' αυτό κι εγώ...» «Η μητέρα μου τα έχει εξηγήσει όλα». «Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό για έναν ηγέτη από έναν αέρα αβεβαιότητας γύρω απ' τις προθέσεις του», είπε ο δούκας. «Γι' αυτό ακριβώς κι εγώ καλλιεργώ μια τέτοια εντύπωση». «Φέρεσαι πολύ καλά», διαμαρτυρήθηκε ο Πολ. «Κυβερνάς καλά. Οι άνθρωποι σου σ' ακολουθούν με ευχαρίστηση και σ' αγαπούν». «Ναι, έχω φτιάξει μια απ' τις καλύτερες υπηρεσίες προπαγάνδας», απάντησε ο Λέτο. Στράφηκε πάλι προς τα έξω. «Υπάρχουν πολύ καλύτερες προοπτικές για μας πάνω στον Αράκις απ' όσο μπορεί να φανταστεί η αυτοκρατορία. Κι όμως, μερικές φορές νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να τα παρατήσουμε, να χαθούμε κι εμείς μέσα στην ανωνυμία του πλήθους και να...» «Πατέρα!» «Ναι, είμαι κουρασμένος», επανέλαβε ο δούκας. «Ήξερες ότι χρησιμοποιούμε τα υπολείμματα του καρυκεύματος ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ζελατίνας;» «Πώς;» «Δεν πρέπει να ξεμείνουμε από φιλμ. Διαφορετικά δεν θα μπορούμε να επικοινωνούμε με τον κόσμο για να του λέμε πόσο καλοί κυβερνήτες είμαστε, Πώς θα το μάθουν αν δεν τους το πούμε;» «Χρειάζεσαι ανάπαυση», πρότεινε ο Πολ. Για μια ακόμη φορά ο δούκας στράφηκε προς το μέρος του. «Ο Αράκις έχει ένα ακόμη πλεονέκτημα που ξέχασα να το αναφέρω. Εδώ το καρύκευμα είναι το παν. Το αναπνέουμε και το τρώμε συνεχώς. Το γεγονός αυτό προσφέρει κάποια φυσική ανοσία για ορισμένα απ' τα πιο κοινά δηλητήρια που αναφέρονται στο Εγχειρίδιο του Δολοφόνου. Κι ακόμα, το γεγονός ότι παρακολουθούμε μέχρι και την τελευταία σταγόνα νερού, σημαίνει ότι ολόκληρη η γεωργική μας παραγωγή ―η καλλιέργεια ενζύμων, η υ-δροπονική, τα πάντα― βρίσκονται κάτω από αυστηρή επιτήρηση. Δεν μπορούμε, επομένως, να αφανίσουμε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού με δηλητηρίαση, αλλά ούτε κι εμείς κινδυνεύουμε από κάτι τέτοιο. Ο Αράκις μας έχει κάνει πιο ηθικούς και πιο
πολιτισμένους». Ο Πολ έκανε να πει κάτι, αλλά ο δούκας δεν τον άφησε. «Χρειάζομαι κάποιον για να του λέω αυτά τα πράγματα, γιε μου». Άφησε ένα στεναγμό και κοίταξε πάλι το ξερό τοπίο. «Στον Καλαντάν κυβερνούσαμε με τις θαλάσσιες και εναέριες δυνάμεις μας. Εδώ πρέπει να βασιστούμε στην έρημο. Αυτή είναι η κληρονομιά σου, Πολ. Τι θα γίνεις αν μου συμβεί κάτι; Δεν θα θεωρηθείς αποστάτης, αλλά αντάρτης». Ο Πολ θέλησε να πει κάτι, αλλά δεν μπόρεσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Ποτέ δεν είχε δει τον πατέρα του τόσο απελπισμένο. «Για να κρατήσει κάποιος τον Αράκις», συνέχισε ο Λέτο, «πρέπει να πάρει αποφάσεις που μπορεί να στοιχίσουν τον αυτοσεβασμό του». Έδειξε έξω απ' το παράθυρο τη μαυροπράσινη σημαία των Ατρειδών που κρεμόταν σ' ένα κοντάρι, στην άκρη του πεδίου προσγείωσης. «Αυτή η σημαία ―σύμβολο εντιμότητας― μπορεί αύριο να εκπροσωπεί το μεγαλύτερο κακό». Ο Πολ ξεροκατάπιε. Το στόμα του ήταν στεγνό. Τα λόγια του πατέρα του έκρυβαν τόση απαισιοδοξία, που αισθάνθηκε έναν πόνο στο στήθος. Ο δούκας έβγαλε ένα δισκίο κατά της κόπωσης απ' την τσέπη του και το κατάπιε, χωρίς τη βοήθεια νερού. «Δύναμη και φόβος», είπε. «Αυτά είναι τα εργαλεία της πολιτικής. Πρέπει να εντείνουμε την εκπαίδευση σου στον ανταρτοπόλεμο, για κάθε ενδεχόμενο». Ο Πολ παρατήρησε τον πατέρα του και τον είδε πιο ζωηρό. Το δισκίο είχε αρχίσει κιόλας να του αλλάζει τη διάθεση. «Πού είναι εκείνος ο οικολόγος;» ρώτησε ο Λέτο. «Είπα στον Τουφίρ να τον φέρει νωρίς». Ο πατέρας μου, ο αυτοκράτορας παντισάχ, με πήρε μια μέρα απ' το χέρι και κατάλαβα, απ' όσα με είχε διδάξει η μητέρα μου, ότι ήταν ταραγμένος. Με οδήγησε στο Διάδρομο των Πορτρέτων και μου έδειξε την εικόνα τον δούκα Λέτο Ατρείδη. Παρατήρησα τη μεγάλη ομοιότητα τους ― του πατέρα μου και του άντρα στο πορτρέτο. Είχαν και οι δύο λεπτά, ευγενικά πρόσωπα με έτονα χαρακτηριστικά και ψυχρά μάτια. «Παιδίμου», είπε ο πατέρας μου, «θα ήθελα να ήσουν μεγαλύτερη τότε που ήρθε η ώρα να διαλέξει μια γυναίκα αυτός ο άντρας». Ο πατέρας μου ήταν τότε 71 ετών, αλλά δεν φαινόταν μεγαλύτερος απ' τον άντρα τον πορτρέτου. Εγώ ήμουν μόλις 14, θνμάμαι όμως ότι αντιλήφθηκα πως ο αντοκράτορας ενχόταν μέσα τον να είχε το δούκα γιο τον, κι ότι απεχθανόταν τις πολιτικές σκοπιμότητες πον τονς ανάγκαζαν να είναι αντίπαλοι. Από το «Στο Σπίτι τον Πατέρα μου» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Η πρώτη συνάντηση με τους ανθρώπους που είχε διαταχθεί να προδώσει, άφησε το δόκτορα Κάινς πολύ ταραγμένο. Υπερηφανευόταν ότι ήταν ένας επιστήμονας που δεν πίστευε στους θρύλους και στις δεισιδαιμονίες των απλών ανθρώπων. Το αγόρι όμως ταίριαζε απόλυτα με την περιγραφή της αρχαίας προφητείας. Είχε τα «ερευνητικά μάτια» και την «αξιοπρεπή ειλικρίνεια». Φυσικά, η προφητεία δεν ξεκαθάριζε αν η Μητέρα Θεά θα έφερνε μαζί της το Μεσία ή αν θα τον γεννούσε εκεί. Υπήρχε όμως αυτή η παράξενη αντιστοιχία ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα. Συναντήθηκαν το πρωί έξω απ' το κτίριο του αρακινού διαστημοδρομίου. Ένα ορνιθόπτερο χωρίς διακριτικά περίμενε λίγο πιο πέρα με αναμμένη μηχανή∙ ο χαμηλός ρόχθος του θύμιζε νυσταλέο έντομο. Ένας Ατρείδης φρουρός στεκόταν δίπλα του με γυμνό ξίφος κι ενεργοποιημένη ασπίδα. Ο Κάινς κοίταξε την ασπίδα με κοροϊδευτικό ύφος. Ο Αράκις τους επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις, σκέφτηκε. Σήκωσε το χέρι του κι έκανε νόημα στο Φρέμεν φρουρό του να μείνει πίσω. Ύστερα προχώρησε προς την είσοδο του κτιρίου ― μια μαύρη τρύπα σ' ένα βράχο επικαλυμμένο με πλαστικό. Έμοιαζε χειρότερο κι από σπηλιά. Φτάνοντας εκεί, σταμάτησε για λίγο για να τακτοποιήσει το μανδύα που φορούσε και τη στολή που είχε περασμένη στον ώμο του. Η πόρτα της εισόδου άνοιξε κι εμφανίστηκαν μερικοί φρουροί, όλοι βαριά οπλισμένοι. Τους ακολουθούσε ένας ψηλός άντρας με αετήσια χαρακτηριστικά, σκούρη επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά. Φορούσε ένα μανδύα τζούμπα με το έμβλημα των Ατρειδών στο στήθος, ήταν όμως φανερό ότι δεν ήταν εξοικειωμένος μ' αυτό το ντύσιμο. Δίπλα του βάδιζε ένας νεαρός με τα ίδια μαύρα μαλλιά, το πρόσωπο του όμως ήταν πιο στρογγυλό. Έδειχνε μικρότερος απ' τα δεκαπέντε χρόνια της ηλικίας του, είχε όμως επιβλητικότητα κι αυτοπεποίθηση, σαν να έβλεπε και ήξερε πράγματα που δεν μπορούσαν να διακρίνουν οι άλλοι. Φορούσε τον ίδιο μανδύα με τον πατέρα
του, αλλά με μια άνεση που έδειχνε ότι χρησιμοποιούσε αυτά τα ρούχα πολύ καιρό. «Ο Μαχντίμπορεί ν' αντιλαμβάνεται πράγματα που δε βλέπουν οι άλλοι», έλεγε" η προφητεία. Ο Κάινς κούνησε δύσπιστα το κεφάλι του. Ο κόσμος είναι αφελής, σκέφτηκε. Τους δυο πρώτους ακολουθούσε ένας τρίτος άντρας, όμοια ντυμένος, που ο Κάινς αναγνώρισε αμέσως ― ήταν ο Γκέρνι Χάλεκ. Ο Κάινς πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συγκρατήσει την απέχθεια του κατά του Χάλεκ, ο οποίος τον είχε ενημερώσει για το πώς έπρεπε να απευθύνεται στο δούκα και το γιο του. «Να αποκαλείς το δούκα "κύριεμου", ή "σερ". ΜποΤ ρείς, ακόμη, να χρησιμοποιείς την έκφραση∙ "ευγενέστατε", αλλά κυρίως σε πιο επίσημες περιπτώσεις. Το γιο του μπορείς να τον αποκαλείς "κύριε μου". Ο δούκας είναι ευγενικός άνθρωπος, καλό είναι όμως να αποφεύγονται οι οικειότητες». Ο Κάινς χαμογέλασε ειρωνικά βλέποντας την ομάδα που πλησίαζε. Θα μάθουν σύντομα ποιος είναι αφεντικό στον Αράκις, σκέφτηκε. Έβαλαν τον μεντάτ να με ανακρίνει όλη τη νύχτα, ε; Θέλουν να τους πάω να επιθεωρήσουν την εξόρυξη του καρυκεύματος, ε; Πολύ καλά.. Δεν του είχε διαφύγει η σημασία των ερωτήσεων του Χαβάτ. Ήθελαν τις αυτοκρατορικές βάσεις και ήταν προφανές ότι είχαν μάθει γι' αυτές απ' τον Άινταχο. Θα βάλω τον Στίλγκαρ να στείλει το κεφάλι του Αινταχο στο δούκα, μονολόγησε. Η ομάδα ήρθε πιο κοντά. Ο Κάινς υποκλίθηκε. «Κύριε μου». Καθώς πλησίαζαν, ο Λέτο παρατήρησε με προσοχή τη σιλουέτα που περίμενε κοντά στο ορνιθόπτερο. Ήταν ένας ψηλόλιγνος άντρας, με την κουκούλα του ριγμένη πίσω και το πέπλο τραβηγμένο στο πλάι. Είχε ξανθά μαλλιά και αραιή γενειάδα. Τα μάτια του ήταν καταγάλανα, με πυκνά φρύδια. «Είσαι ο οικολόγος», έκανε ο Λέτο. «Εδώ προτιμάμε τον παλιό τίτλο, σερ. Πλανητολόγος». «Όπως θέλεις», απάντησε ο δούκας. Ύστερα κοίταξε το γιο του. «Πολ, αυτός είναι ο Κριτής της Μεταβίβασης, ο διαιτητής κάθε διένεξης, ο άνθρωπος που ήρθε εδώ για να διαπιστώσει την τήρηση των κανονισμών κατά την ανάληψη των καθηκόντων μας σ' αυτό τον πλανήτη». Γύρισε στον Κάινς. «Κι αυτός είναι ο γιος μου». Ο Κάινς χαιρέτησε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού. «Είσαι Φρέμεν;» ρώτησε ο Πολ. Ο άλλος χαμογέλασε. «Είμαι αποδεκτός τόσο στις πόλεις όσο και στις κοινότητες. Βρίσκομαι όμως στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας ― είμαι ο αυτοκρατορικός πλάνη τολόγος». Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του, εντυπωσιασμένος απ' τη δύναμη που φαινόταν να διαθέτει αυτός ο άνθρωπος. Του τον είχε δείξει πριν από λίγο ο Χάλεκ από ένα παράθυρο του κτιρίου. «Είναι ο άντρας που τον συνοδεύουν οι Φρέμεν, εκείνος που πλησιάζει τώρα το ορνιθόπτερο». Ο Πολ τον είχε παρατηρήσει λίγο με τα κιάλια, ενώ ο Χάλεκ του ψιθύριζε στ' αφτί: «Παράξενος άνθρωπος∙ και μιλάει επίσης παράξενα». Πίσω τους, ο δούκας είχε προσθέσει: «Δείχνει τύπος επιστήμονα». Και τώρα, λίγα μέτρα μπροστά του, ο Πολ αισθανόταν άμεσα την επιβλητικότητα του Κάινς και τη δύναμη της προσωπικότητας του∙ έμοιαζε σαν να ήταν από βασιλική γενιά, μαθημένος να διατάζει. «Νομίζω ότι πρέπει να σ' ευχαριστήσουμε για τις στολές της ερήμου και τους μανδύες», είπε ο Λέτο. «Ελπίζω να σας κάνουν», απάντησε ο Κάινς. «Τα έφτιαξαν οι Φρέμεν σύμφωνα με τα μέτρα που μου έδωσε ο άνθρωπος σας, ο Χάλεκ». «Θυμάμαι που είπες ότι δεν θα μπορέσεις να μας πας στην έρημο παρά μόνο αν θα φορέσουμε αυτά τα ρούχα», είπε ο δούκας. «Μπορούμε όμως να πάρουμε μαζί μας όσο νερό θέλουμε. Άλλωστε, δεν θα μείνουμε πολύ και θα. έχουμε κάλυψη από αέρα». Ο Κάινς τον κοίταξε κατάματα. «Μη μιλάτε για πιθανότητες στον Αράκις», είπε με ψυχρό τόνο, «αλλά μόνο για δυνατότητες». Ο Χάλεκ συνοφρυώθηκε. «Πρέπει να απευθύνεσαι στο δούκα με τις λέξεις "σερ" ή "κύριε μου"». Ο Λέτο του έκανε κρυφά νόημα να μη συνεχίσει. «Είμαστε καινούργιοι εδώ, Γκέρνι. Ας μη γινόμαστε τόσο απαιτητικοί». «Εντάξει, σερ».
«Σας είμαστε υποχρεωμένοι, δόκτορ Κάινς», συνέχισε ο δούκας. «Οι στολές και οι προσπάθειες σας για την ασφάλεια μας λαμβάνονται υπό σημείωση». Αυθόρμητα, ο Πολ θυμήθηκε μια περικοπή απ' την Πορτοκαλόχρωμη Καθολική Βίβλο. «Το δώρο είναι η ευλογία του δότη», είπε. Οι λέξεις αντήχησαν δυνατά στην ήσυχη ατμόσφαιρα. Οι Φρέμεν της ακολουθίας του Κάινς, που ήταν καθισμένοι στη σκιά του κτιρίου, πετάχτηκαν πάνω τρομαγμένοι. «Λιζάν αλ Γκαΐμπ!» φώναξε κάποιος. Ο Κάινς στράφηκε απότομα κι έκανε μια κοφτή χειρονομία. Οι Φρέμεν οπισθοχώρησαν μουρμουρίζοντας και εξαφανίστηκαν πίσω απ' το κτίριο. ^ «Πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Λέτο. Ο Κάινς κοίταξε έντονα το δούκα και τον Πολ. «Οι πιο πολλοί ιθαγενείς της ερήμου είναι προληπτικοί" μην τους δίνετε σημασία. Είναι άκακοι, άλλωστε». Στο μυαλό του όμως ήρθαν τα λόγια του θρύλου: «Θα σε υποδεχτούν με θεϊκές εκφράσεις και τα δώρα σου θα είναι ευλογία». ∙ Η γνώμη του Λέτο για τον Κάινς ―βασισμένη και στη σύντομη προφορική ενημέρωση που του είχε κάνει ο Χαβάτ― αποκρυσταλλώθηκε απότομα: αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας Φρέμεν. Είχε έρθει με συνοδεία, πράγμα που σήμαινε ότι οι Φρέμεν δοκίμαζαν την ελευθερία που τους είχε δοθεί να μπαίνουν σε αστικές περιοχές ― έμοιαζε όμως με τιμητική φρουρά. Από τους τρόπους του, ο Κάινς φαινόταν υπερήφανος άνθρωπος, συνηθισμένος να ζει ελεύθερος. «Πάμε, σερ;» ρώτησε ο Χάλεκ. Ο δούκας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Θα οδηγήσω εγώ το ορνιθόπτερο», είπε, «με τον Κάινς δίπλα μου για να μου δείχνει τη διαδρομή. Εσύ με τον Πολ θα καθίσετε πίσω». «Μια στιγμή, παρακαλώ», έκανε ο Κάινς. «Με την άδεια σου, σερ, θέλω να ελέγξω την ασφάλεια των στολών σας». Ο δούκας έκανε να πει κάτι, ο άλλος όμως συνέχισε. «Ενδιαφέρομαι τόσο για τον εαυτό μου όσο και για σας... Ξέρω καλά τίνος το κεφάλι θα κοπεί, αν συμβεί κάτι σε σας τους δυο όσο έχω τη φροντίδα σας». Ο δούκας συνοφρυώθηκε. Η κατάσταση είναι πολύ λεπτή, σκέφτηκε. Αν αρνηθώ, μπορεί να τον προσβάλω ― και μου είναι πολύτιμος αυτή τη στιγμή. Όμως... μπορώ να τον αφήσω να περάσει την ασπίδα μου και να μ ' αγγίξει, ενώ ξέρω τόσο λίγα γι' αυτόν; Πήρε αστραπιαία τις αποφάσεις του. «Είμαστε στη διάθεση σου», είπε. Έκανε μερικά βήματα μπροστά και άνοιξε το μανδύα του. Είδε τον Χάλεκ να σφίγγεται, έτοιμος να ορμήσει, αλλά χωρίς να κουνηθεί απ' τη θέση του. «Αν έχεις την καλοσύνη», συνέχισε ο Λέτο, «θα ήθελα να μου εξηγήσεις τη λειτουργία της στολής, μια κι έχεις μάθει να ζεις τόσο καιρό μαζί της». «Βεβαίως», απάντησε ο Κάινς. Πασπάτεψε τις σφραγίδες των ώμων και συγχρόνως άρχισε να περιγράφει την κατασκευή και τη λειτουργία της στολής. «Στην ουσία πρόκειται για ένα μικρο-σάντουιτς∙ Είναι ένα φίλτρο μεγάλης αποτελεσματικότητας, με σύστημα εναλλακτικής θερμότητας». Έσφιξε λίγο τις σφραγίδες. «Το στρώμα που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το δέρμα είναι πορώδες. Ο ιδρώτας το περνάει δροσίζοντας το σώμα... Τα δυο επόμενα στρώματα...» Ο Κάινς έσφιξε την πόρπη του στήθους. «...περιλαμβάνουν καλωδίωση εναλλαγής θερμοκρασίας και διαλυτές αλάτων. Τα άλατα ανακυκλώνονται». Ο δούκας έκανε μια χειρονομία. «Πολύ έξυπνο». «Πάρε μια βαθιά ανάσα, κύριε μου», είπε ο Κάινς. Ο Λέτο υπάκουσε. Ο άλλος εξέτασε τις σφραγίδες των πλευρών. «Οι κινήσεις του σώματος», εξήγησε, «και προπάντων η αναπνοή, ενεργούν σαν υδραυλικό σύστημα». Χαλάρωσε λίγο μια πόρπη. «Το ανακυκλωμένο νερό καταλήγει σε ειδικούς θύλακες, απ' τους οποίους μπορεί να αντληθεί μέσα απ' αυτό το σωληνάκι κοντά στο λαιμό». Ο δούκας έκανε μια προσπάθεια να δει την άκρη του σωλήνα. «Άνετο και αποτελεσματικό», είπε. «Πολύ μελετημένη κατασκευή». Ο Κάινς γονάτισε για να εξετάσει τις σφραγίδες των ποδιών. «Ούρα και περιττώματα συγκεντρώνονται σε μηριαία δοχεία». Σηκώθηκε, πασπάτεψε τους συνδέσμους του σβέρκου κι ανασήκωσε ένα πτερύγιο. «Στην έρημο, το πρόσωπο καλύπτεται μ' αυτό το πέπλο-φίλτρο. Τα σωληνάκια του στερεώνονται μέσα στα ρουθούνια. Η εισπνοή γίνεται μέσα απ' το φίλτρο του στόματος κι η εκπνοή απ' τα σωληνάκια της μύτης. Με μια στολή ερήμου σε καλή κατάσταση δεν χάνεται ούτε ένα κυβικό εκατοστό νερού την ημέρα ― έστω κι αν αποκλειστεί κανείς στη Θάλασσα της Άμμου». «Ένα κυβικό εκατοστό την ημέρα», θαύμασε ο δούκας. Ο Κάινς πίεσε λίγο το κάλυμμα του μετώπου. «Αν σ' ενοχλεί πολύ, να μου το πεις για να το σφίξω περισσότερο». «Ευχαριστώ», απάντησε ο Λέτο. Κούνησε λίγο τους ώμους του κι ένιωσε ότι η στολή εφάρμοζε καλύτερα πάνω
του μετά την επέμβαση του Κάινς. Εκείνος γύρισε στον Πολ. «Για να ρίξουμε μια ματιά και στη δική σου, νεαρέ». Καλός άνθρωπος, αλλά πρέπει να μάθει να μας προσφωνεί σωστά, σκέφτηκε ο δούκας. Ο Πολ στάθηκε ακίνητος καθώς ο Κάινς εξέταζε τη στολή του. Εκείνος τον κοίταξε τελικά με μια έκφραση δυσπιστίας. «Έχεις ξαναφορέσει στολή της ερήμου;» ρώτησε. «Είναι η πρώτη φορά». «Φρόντισε κανένας να τη βάλεις σωστά;» «Όχι». «Οι μπότες σου είναι δεμένες με τον κλασικό τρόπο των Φρέμεν. Ποιος σου το 'μαθε αυτό;» «Κανένας. Μου... μου φάνηκε πιο σωστό έτσι». «Και είναι πιο σωστό». Ο Κάινς έτριψε με αμηχανία το σαγόνι του. «Θα ξέρει τις συνήθειες σας σαν να τις έχει διδαχτεί από μικρός», έλεγε ο θρύλος. «Χάνουμε χρόνο», έκανε ο δούκας. Έδειξε το ορνιθόπτερο και ξεκίνησε προς τα κει, χαιρετώντας το φρουρό μ' ένα κούνημα του κεφαλιού. Μπήκε μέσα, έδεσε τη ζώνη ασφαλείας κι έκανε έλεγχο στα όργανα του σκάφους. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Ο Κάινς έδεσε τη ζώνη του και κοίταξε γύρω του τις μαλακές πράσινες ταπετσαρίες και τα όργανα ελέγχου. Μόλις έκλεισαν οι πόρτες, μπήκε σε λειτουργία το σύστημα φιλτραρίσματος και ανανέωσης του αέρα. Είναι υπέροχα! σκέφτηκε. «Όλα εντάξει, σερ», είπε ο Χάλεκ. Ο Λέτο έβαλε μπρος τη μηχανή και σε λίγο βρέθηκαν στον αέρα. «Πάμε νοτιοανατολικά προς το Προστατευτικό Τείχος», είπε ο Κάινς. «Είπα στον προϊστάμενο της εξόρυξης να μας περιμένει εκει». «Εντάξει». Ο δούκας έδωσε στο ορνιθόπτερο νοτιοανατολική πορεία. «Ο σχεδιασμός αυτών των στολών φανερώνει μεγάλη φαντασία και πείρα», είπε. «Κάποια μέρα ελπίζω να σας δείξω ένα απ' τα εργοστάσια όπου τις φτιάχνουμε», απάντησε ο Κάινς. «θα είναι πολύ ενδιαφέρον. Νομίζω όμως ότι ορισμένες κατασκευάζονται και στις πόλεις». «Ναι, αλλά είναι κατώτερες ποιοτικά. Κάθε άνθρωπος του Ντιουν, που σέβεται τον εαυτό του, φοράει στολή των Φρέμεν». «Και δεν χάνουν πάνω από ένα κυβικό εκατοστό νερού την ημέρα;» «Αν τη φορέσεις σωστά και κλείσεις τις σφραγίδες όπως πρέπει, χάνεται μόνο η υγρασία των χεριών», είπε ο Κάινς. «Φυσικά, όποιος δεν κάνει δουλειά γραφείου φοράει τα ειδικά γάντια της στολής. Πολλοί Φρέμεν που βρίσκονται στην έρημο τρίβουν τις παλάμες τους με χυμό από φύλλα θάμνων για να εμποδίζεται η εφίδρωση». Ο δούκας κοίταξε αριστερά κάτω∙ είδε το τραχύ τοπίο του Προστατευτικού Τείχους με τα απότομα βράχια και τη σκουροκίτρινη άμμο. Του έδωσε την εντύπωση ότι κάποιος πέταξε αυτή την περιοχή από ψηλά και την παράτησε εκεί μισοκατεστραμμένη. Πέρασαν μια ρηχή λεκάνη με γκριζωπή άμμο. Ένα απότομο φαράγγι οδηγούσε νότια. Ο Κάινς ανακάθισε στη θέση του σκεφτικός. Αυτοί οι άνθρωποι που ταξίδευε μαζί τους ήταν τελείως διαφορετικοί απ' τους Χαρκόνεν. Το κορμί τους ήταν γεμάτο νερό κάτω απ' τη στολή της ερήμου. Φορούσαν ενεργειακές ασπίδες και ήταν οπλισμένοι με εκτοξευτές σφαιριδίων με δηλητήριο ή υπνωτικό. Ακόμη, ο δούκας και ο γιος του είχαν μαχαίρια σε ειδικές θήκες των μπράτσων τους. Του έδιναν την εντύπωση ενός παράξενου συνδυασμού ευγένειας και δύναμης. «Όταν θα κάνεις την αναφορά σου στον αυτοκράτορα για την αλλαγή που έγινε εδώ, θα του πεις ότι τηρήσαμε τους κανονισμούς;» ρώτησε ο Λέτο. Του έριξε μια πλάγια ματιά και μετά συνέχισε να οδηγεί το ορνιθόπτερο. «Έφυγαν οι Χαρκόνεν κι ήρθατε εσείς», απάντησε ο Κάινς. «Κι έγιναν όλα όπως έπρεπε να γίνουν;» Ένας μυς φάνηκε να σφίγγεται για μια στιγμή στο πρόσωπο του Κάινς. «Ως πλανητολόγος και Κριτής της
Μεταβίβασης, είμαι άμεσα υπεύθυνος απέναντι στον αυτοκράτορα, σερ». Ο δούκας χαμογέλασε με σοβαρό ύφος. «Ξέρουμε όμως και οι δύο ποια είναι η πραγματικότητα». «Υπενθυμίζω ότι ο μεγαλειότατος εκτιμά τη δουλειά μου». «Αλήθεια; Και ποια είναι η δουλειά σου;» Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Πιέζει πολύ τον Κάινς, σκέφτηκε ο Πολ. Έριξε μια ματιά στον Χάλεκ, αλλά ο ραψωδός-πολεμιστής κοίταζε έξω στο έρημο τοπίο. «Αναφέρεσαι, φυσικά, στα καθήκοντα μου ως πλανητο-λόγου, κύριε μου», έκανε ξερά ο Κάινς. «Φυσικά». «Πρόκειται βασικά για βιολογία και φυτολογία άγονων περιοχών... ένα είδος γεωλογίας με τεστ και πειράματα. Η μελέτη ενός ολόκληρου πλανήτη δεν τελειώνει ποτέ». «Ερευνάς επίσης και το καρύκευμα;» Ο Κάινς στράφηκε προς το μέρος του Λέτο, και ο Πολ παρατήρησε ότι τα χαρακτηριστικά του ήταν σφιγμένα. «Παράξενη ερώτηση, σερ». «Πρέπει να θυμάσαι πάντα, Κάινς, ότι εγώ είμαι πλέον κυβερνήτης αυτού του τόπου. Οι μέθοδοι μου διαφέρουν από κείνες των Χαρκόνεν. Δεν με νοιάζει αν μελετάς το καρύκευμα, αρκεί να μοιραζόμαστε ό,τι ανακαλύπτεις». Έριξε πάλι μια ματιά στον πλανητολόγο. «Οι Χαρκόνεν δεν ευνοούσαν τη μελέτη του καρυκεύματος, έτσι δεν είναι;» Ο Κάινς του ανταπέδωσε το βλέμμα χωρίς να μιλήσει. «Πες ελεύθερα ό,τι θέλεις», τον παρότρυνε ο δούκας, «χωρίς κανένα φόβο». «Σωστά. Το αυτοκρατορικό δικαστήριο βρίσκεται πολύ μακριά», μουρμούρισε εκείνος. Τι περιμένει από μένα αυτός ο νερουλός άνθρωπος; συλλογίστηκε. Με θεωρεί τόσο βλάκα, ώστε να πάω με το μέρος του; Ο δούκας κάγχασε, με το βλέμμα προσηλωμένο στην οδήγηση. «Παρατηρώ κάποια πίκρα στη φωνή σου», είπε. «Ήρθαμε εδώ με τα στρατεύματα μας κι έχουμε την απαίτηση να καταλάβεις αμέσως ότι είμαστε διαφορετικοί απ' τους Χαρκόνεν;» «Διάβασα το προπαγανδιστικό υλικό με το οποίο πλημμυρίσατε πόλεις και κοινότητες», είπε ο Κάινς. «"Αγαπάτε τον καλό μας δούκα!" Οι στρατιώτες...» «Κόφ' το!» γάβγισε ο Χάλεκ κοιτάζοντας τον άλλο με άγριο βλέμμα. Ο Πολ ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο του άλλου. «Γκέρνι!» έκανε ο δούκας ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά πίσω του. «Αυτός ο άνθρωπος έχει ζήσει πολύ καιρό με τους Χαρκόνεν». Ο Χάλεκ μαζεύτηκε. «Εντάξει». «Ο άνθρωπος σας, ο Χαβάτ, είναι πανέξυπνος», έκανε ο Κάινς, «αλλά ο αντικειμενικός του σκοπός είναι φανερός». «Θα μας ανοίξεις, λοιπόν, τις βάσεις;» ρώτησε ο Λέτο. «Είναι περιουσία της Αυτού Μεγαλειότητας», είπε ο Κάινς απότομα. «Μα, δεν χρησιμοποιούνται». «Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν». «Συμφωνεί μ' αυτό ο αυτοκράτορας;» Ο Κάινς κοίταξε το δούκα κατάματα. «Ο Αράκις μπορεί να γίνει παράδεισος, αν και οι κυβερνήτες του ενδιαφερθούν γι' αυτόν αντί να σκάβουν για το καρύκευμα!» Δεν μου έδωσε απάντηση, σκέφτηκε ο δούκας. «Πώς μπορεί να γίνει παράδεισος ένας πλανήτης χωρίς λεφτά;» ρώτησε. «Και τι είναι τα λεφτά αν δεν μπορούν να σου προσφέρουν τις υπηρεσίες που χρειάζεσαι;» Πάλι υπεκφυγές, σκέφτηκε ο Λέτο. «Θα το συζητήσουμε άλλη φορά, με την ησυχία μας. Προς το παρόν, πλησιάζουμε στο Προστατευτικό Τείχος. Να κρατήσω την ίδια πορεία;» «Ναι, την ίδια», μουρμούρισε ο Κάινς. Ο Πολ κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Κάτω χαμηλά, η έρημος είχε αρχίσει
να γίνεται βραχώδης. Στο βάθος του ορίζοντα διακρίνονταν μερικοί αμμόλοφοι κι ανάμεσα τους κάποιες σκούρες κηλίδες, που σίγουρα δεν ήταν άμμος. Ίσως βράχοι που προεξείχαν πάνω απ' το έδαφος∙ δεν μπορούσε να είναι βέβαιος. «Υπάρχουν καθόλου φυτά εκεί κάτω;» ρώτησε. «Μερικά», απάντησε ο Κάινς. «Σ ∙ αυτό το γεωγραφικό πλάτος υπάρχουν κυρίως φυτά που ονομάζονται μικροαναρροφητές υγρασίας. Πολεμούν μεταξύ τους ποιο θα μπορέσει να καταβροχθήσει την ελάχιστη πάχνη που δημιουργείται τις πρωινές ώρες. Μερικά σημεία της ερήμου βρίθουν από ζωή, που έχει συνηθίσει όμως να διατηρείται κάτω απ' αυτές τις σκληρές συνθήκες. Αν αναγκαστείς να μείνεις σ' αυτό το μέρος, πρέπει να προσαρμοστείς ― διαφορετικά θα πεθάνεις». «Εννοείς ότι το ένα κλέβει το νερό του άλλου;» ρώτησε ο Πολ. Αυτή η σκέψη τον έκανε έξω φρενών. «Κάτι τέτοιο», απάντησε ο Κάινς, «αν και η έκφραση αυτή δεν αποδίδει πιστά το νόημα των λόγων μου. Βλέπεις, το κλίμα μας απαιτεί ειδική φροντίδα για το νερό. Τίποτα που περιέχει υγρασία δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένο». «Το κλίμα μας!...» επανέλαβε μέσα του ο δούκας. «Στρίψε δυο μοίρες νοτιότερα, κύριε μου», είπε ο Κάινς. «Βλέπω ένα σύννεφο σκόνης στα δυτικά». Ο δούκας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Είχε δει κι ο ίδιος ένα μεγάλο καφεκίτρινο σύννεφο να μένει μετέωρο στην ατμόσφαιρα. Έστριψε το ορνιθόπτερο για ν' αποφύγει την επαφή μαζί του. «Έχω ακούσει ότι είναι επικίνδυνη αυτή η άμμος», είπε ο Πολ. «Είναι αλήθεια ότι μπορεί να καταστρέψει και το σκληρότερο μέταλλο;» «Σ1 αυτό το γεωγραφικό πλάτος δεν πρόκειται για άμμο, αλλά για σκόνη», είπε ο Κάινς. «Ο κίνδυνος είναι έλλειψη ορατότητας, τραντάγματα και απόφραξη σωλήνων». «Θα παρακολουθήσουμε εξόρυξη καρυκεύματος σήμερα;» «Πολύ πιθανό». Ο Πολ ανακάθισε. Είχε κάνει όλες αυτές τις ερωτήσεις ακολουθώντας μια τακτική που του είχε διδάξει η μητέρα του. Έτσι, μπόρεσε να «αναλύσει» τον Κάινς από τον τόνο της φωνής, την έκφραση και τις χειρονομίες του. Είδε ένα αφύσικο φούσκωμα στο αριστερό του μανίκι, πράγμα που φανέρωνε την ύπαρξη ενός μαχαιριού σε ειδική θήκη. Το ίδιο αφύσικα φούσκωνε και η ζώνη του. Ο Πολ είχε ακούσει ότι οι άνθρωποι της ερήμου φορούσαν ζώνη με ειδική θήκη για τα μικροπράγματα τους. Ίσως αυτό να συνέβαινε και τώρα ― δεν έδειχνε για ζώνηασπίδα. Ο Χάλεκ στριφογύρισε στη θέση του δίπλα στον Πολ, άπλωσε το χέρι του πίσω κι έπιασε το μπάλισετ. Ύστερα άρχισε να το κουρντίζει, ενώ ο Κάινς τον κοίταζε παραξενεμένος. «Τι θα ήθελες ν' ακούσεις, νεαρέ μου κύριε;» ρώτησε ο Χάλεκ. «Ότι θέλεις εσύ, Γκέρνι». Ο Χάλεκ έσκυψε το αφτί του κοντά στις χορδές. Κι άρχισε να τραγουδάει με χαμηλή φωνή. «Οι γονείς μας έτρωγαν μάνα στην έρημο, στο μέρος με τις καυτές αμμοθύελλες. Σώσε μας, Κύριε, απ' αυτό το φρικτό τόπο! Σώσε μας... ω, σώσε μας απ' την ξερή και διψασμένη γη». Ο Κάινς κοίταξε τον δούκα. «Ταξιδεύεις με αρκετούς συνοδούς, κύριε μου. Είναι όλοι προικισμένοι με τέτοια ταλέντα;» Ο Λέτο έβαλε τα γέλια. «Λες για τον Γκέρνι; Τον αγαπώ, γιατί είναι τα μάτια μου ― και δεν του ξεφεύγει τίποτα». Ο πλανητολόγος συνοφρυώθηκε. Χωρίς ν' αλλάξει σκοπό, ο Χάλεκ αυτοσχεδίασε: «Είμαι σαν την κουκουβάγια της ερήμου! Ναι! Είμαι σαν την κουκουβάγια της ερήμου». Ο δούκας έπιασε το μικρόφωνο από τον πίνακα οργάνων και πάτησε το κουμπί. «Προς Έσκορτ Τζέμα», είπε. «Ιπτάμενο αντικείμενο στον τομέα Β. Το έχετε προσδιορίσει;» «Είναι ένα πουλί», είπε ο Κάινς. «Έχεις πολύ γερή όραση, κύριε μου», πρόσθεσε. Η απάντηση ήρθε γρήγορα. «Εδώ Έσκορτ Τζέμα! Το αντικείμενο προσδιορίστηκε πλήρως. Είναι ένα μεγάλο πουλί». Ο Πολ κοίταξε έξω και εντόπισε το σημείο που είχε αναφερθεί. Ήταν κάτι σαν κουκίδα σε ακανόνιστη πτήση. Θαύμασε τις αντιδράσεις του πατέρα του∙ όλες οι αισθήσεις του βρίσκονταν σ' επιφυλακή. «Δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν τόσο μεγάλα πουλιά μέσα στην έρημο», είπε ο δούκας.
«Μοιάζει με αετό», παρατήρησε ο Κάινς. «Πολλά όντα έχουν προσαρμοστεί σ' αυτό το περιβάλλον». Το ορνιθόπτερο πέρασε πάνω από μια βραχώδη περιοχή, πετώντας σε ύψος δύο χιλιομέτρων. Ο Πολ κοίταξε κάτω και είδε τη σκιά του, ακολουθούμενη απ' τη σκιά του σκάφους συνοδείας. Το έδαφος φαινόταν επίπεδο, οι σκιές όμως που άλλαζαν συνεχώς σχήμα βεβαίωναν για το αντίθετο. «Έχει διασχίσει ποτέ κάποιος την έρημο;» ρώτησε ο δούκας. Η μουσική σταμάτησε και ο Χάλεκ έσκυψε μπροστά για ν' ακούσει την απάντηση. «Όχι μέχρι τα βάθη της», απάντησε ο Κάινς. «Ορισμένοι έχουν φτάσει μέχρι τη δεύτερη ζώνη. Επέζησαν, γιατί διέσχισαν τις βραχώδεις περιοχές, όπου σπάνια πλησιάζουν τα αμμοσκούληκα». Ο τόνος της φωνής του απέσπασε την προσοχή του Πολ. Οι αισθήσεις του τεντώθηκαν. «Τα αμμοσκούληκα, όλο τα αμμοσκούληκα», έκανε ο δούκας. «Πρέπει να δούμε κάποιο, επιτέλους». «Ίσως και σήμερα», είπε ο πλανητολόγος. «Όπου υπάρχει καρύκευμα, υπάρχουν και σκουλήκια». «Πάντα;» ρώτησε ο Χάλεκ. «Πάντα». «Υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα τους;» ρώτησε ο δούκας. Ο Κάινς γύρισε προς το μέρος του κι ο Πολ παρατήρησε ότι μιλούσε με σφιγμένα χείλη. «Υπερασπίζονται την άμμο με το καρύκευμα. Κάθε αμμοσκούληκο έχει μια... μια δική του περιοχή. Όσο για το καρύκευμα... ποιος ξέρει; Τα είδη που έχουμε εξετάσει μας κάνουν να υποψιαζόμαστε περίπλοκες χημικές μεταβολές στον οργανισμό τους. Βρήκαμε ίχνη υδροχλωρικού οξέος στους αγωγούς κι ακόμα πιο σύνθετα οξέα σε άλλα σημεία. Θα σας δώσω την έκθεση που έχω ετοιμάσει σχετικά». «Η ασπίδα δεν προσφέρει καμιά προστασία;» ρώτησε ο Λέτο. «Η ασπίδα!» Ο Κάινς έκανε ένα μορφασμό. «Αν ενεργοποιήσετε μια ασπίδα στη περιοχή του σκουληκιού, υπογράφετε την καταδίκη σας. Τα αμμοσκούληκα αγνοούν τα όρια της περιοχής τους και έρχονται να επιτεθούν από μεγάλες αποστάσεις. Κανένας δεν επέζησε μετά από μια τέτοια επίθεση». «Και τότε, πώς πιάνετε τα σκουλήκια;» «Ο μόνος γνωστός τρόπος για να τα ακινητοποιήσουμε είναι να διοχετεύσουμε ρεύμα υψηλής τάσης σε κάθε δακτύλιο τους. Φυσικά, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε εκρηκτικά, αλλά κάθε δακτύλιος έχει δική του ζωή. Εκτός απ' τις ατομικές βόμβες, δεν ξέρω άλλο είδος εκρηκτικής ύλης που είναι ικανή να καταστρέψει ολοκληρωτικά ένα αμμοσκούληκο. Είναι απίστευτα ανθεκτικό». «Γιατί δεν κάνετε καμιά προσπάθεια να τα αφανίσετε;» ρώτησε ο Πολ. «Μεγάλο κόστος και τεράστια η περιοχή που πρέπει να ερευνηθεί», απάντησε ο πλάνητολόγος. Ο Πολ χώθηκε πιο βαθιά στην καρέκλα του. Οι εξασκημένες του αισθήσεις τον διαβεβαίωναν ότι ο Κάινς δεν έλεγε ολόκληρη την αλήθεια. Αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στο καρύκευμα και στα σκουλήκια, σκέφτηκε, η καταστροφή τους θα έχει ως συνέπεια την έλλειψη καρυκεύματος. Φ 1 «Κανένας δεν θα κινδυνεύει μετά από λίγο στην έρημο», είπε ο δούκας. «Θα έχουν όλοι περασμένο στο λαιμό τους αυτό τον πομπό», ―έδειξε ένα μικρό αντικείμενο που κρεμόταν στο στήθος του― «και η σωτηρία θα φτάνει αμέσως. Θα εφοδιάσουμε όλους τους εργάτες. Ήδη έχουμε αρχίσει να οργανώνουμε την υπηρεσία διάσωσης». «Καλή ιδέα», είπε ο Κάινς. «Ο τόνος σου όμως δεν δείχνει να συμφωνείς», παρατήρησε ο Λέτο. «Και βέβαια συμφωνώ, αλλά δεν θα πετύχετε και πολλά πράγματα. Ο στατικός ηλεκτρισμός απ' τις αμμοθύελλες παραμορφώνει πολλά σήματα και νεκρώνει τους πομπούς. Τα έχουμε ξαναδοκιμάσει, ξέρετε. Ο Αράκις είναι σκληρός πλανήτης κι όταν σε κυνηγάει ένα αμμοσκούληκο δεν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεση σου. Είναι ζήτημα αν διαθέτεις δεκαπέντε με είκοσι λεπτά». «Τι θα πρότεινες;» ρώτησε ο δούκας. «Ζητάς τη γνώμη μου;» «Ως πλανητολόγου, ναι». «Θα την αποδεχτείς, κύριε μου;» «Αν είναι λογική».
«Πολύ ωραία, σερ. Λοιπόν, ποτέ να μην ταξιδεύεις μόνος». Ο δούκας γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένος. «Αυτό είναι όλο;» «Αυτό είναι όλο. Ποτέ να μην ταξιδεύεις μόνος». «Κι αν αποκοπείς από κάποια θύελλα και βρεθείς μόνος στην έρημο;» ρώτησε ο Χάλεκ. «Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις;» «Αυτό το κάτι είναι πολύ ασαφές». «Τι θα έκανες εσύ;» ρώτησε ο Πολ. Ο Κάινς γύρισε και κοίταξε το αγόρι, ύστερα όμως στράφηκε πάλι στο δούκα. «Θα φρόντιζα να διατηρήσω άθικτη τη στολή μου. Αν ήμουν έξω απ' την περιοχή των σκουληκιών ή σε βράχους, θα περίμενα κοντά στο σκάφος μου. Αν βρισκόμουν στην ανοιχτή έρημο, θα απομακρυνόμουν απ' το σκάφος το ταχύτερο ―τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο― και θα χωνόμουν ακίνητος κάτω απ' το μανδύα μου. Το αμμοσκούληκο μπορεί να μη με αντιλαμβανόταν». «Και μετά;» ρώτησε ο Χάλεκ. Ο Κάινς ανασήκωσε τους ώμους του. «Κατόπιν θα περίμενα να φύγει το σκουλήκι». «Αυτό είναι όλο;» ρώτησε ο Πολ. «Όταν φύγει το σκουλήκι, μπορείς να προσπαθήσεις ν' απομακρυνθείς από κείνο το μέρος. Πρέπει όμως να περπατάς με προσοχή και ν' αποφεύγεις τους κραδασμούς και τις λεκάνες παλιρροϊκής σκόνης. Αντικειμενικός στόχος θα είναι μια βραχώδης περιοχή ― και υπάρχουν πολλές μέσα στην έρημο. Ίσως έτσι να καταφέρεις να γλιτώσεις». «Τι κραδασμούς, είπες;» ρώτησε ο Χάλεκ. «Υπάρχουν ορισμένα τμήματα της ερήμου που αντηχούν υπόκωφα με το παραμικρό βαρύ περπάτημα. Τότε τα σκουλήκια επιτίθενται αμέσως». «Και οι λεκάνες παλιρροιακής σκόνης;» ρώτησε ο δούκας. «Είναι μερικά κοιλώματα γεμάτα με σκόνη αιώνων. Μερικά είναι τόσο μεγάλα που δημιουργούν παλίρροιες. Όλες όμως καταπίνουν τον άτυχο που θα βρεθεί εκεί». Ο Χάλεκ ξαναχώθηκε πιο βαθιά στο κάθισμα του κι έπιασε το μπάλισετ. «Άγρια θηρία στην έρημο λουφάζουν για ν' αρπάξουν τους αθώους περαστικούς. Μην προκαλείτε τους θεούς της ερήμου, εκτός κι αν σας αρέσει ο κίνδυνος. Κι ο κίνδυνος της...» Σταμάτησε απότομα κι έσκυψε προς το μέρος του δούκα. «Ένα σύννεφο σκόνης μπροστά μας, σερ». «Το βλέπω, Γκέρνι». «Είναι αυτό που αναζητούσαμε», είπε ο Κάινς. Ο Πολ τεντώθηκε στο κάθισμα του και είδε ένα κίτρινο σύννεφο λίγο πάνω απ' την επιφάνεια της ερήμου, περίπου τριάντα χιλιόμετρα μπροστά τους. «Είναι ένας από τους εκσκαφείς σας», συνέχισε ο πλα-νητολόγος. «Βρίσκεται στην επιφάνεια, πράγμα που σημαίνει ότι έχει εντοπίσει το καρύκευμα. Το σύννεφο δημιουργείται από άμμο που τινάζεται μακριά, καθώς αφαιρείται το καρύκευμα με τη μέθοδο της κεντρόφυγου δύναμης. Κανένα άλλο σύννεφο δεν μοιάζει μ' αυτό». «Υπάρχουν κάποια αεροσκάφη από πάνω του», έκανε ο δούκας. «Ναι, βλέπω τρία... τέσσερα αναγνωριστικά», συμφώνησε ο Κάινς. «Ερευνούν τον ορίζοντα για σκουληκοσήμαδα». «Σκουληκοσήμαδα;» απόρησε ο Λέτο. «Ναι, ένα κύμα άμμου που έρπει προς τον εκσκαφέα. Σίγουρα θα υπάρχουν και σεισμογράφοι στο έδαφος. Μερικές φορές τα σκουλήκια μετακινούνται σε μεγάλα βάθη και δεν δημιουργούν κύματα άμμου». «Έρχεται πάντα κάποιο αμμοσκούληκο;» ρώτησε ο Χάλεκ. : «Πάντα». Ο Πολ έσκυψε μπροστά» κι άγγιξε τον Κάινς στον ώμο. «Πόσο μεγάλη είναι η περιοχή που μπορεί να βρεθεί κάτω απ' την επίθεση ενός σκουληκιού;»
Ο πλανητολόγος συνοφρυώθηκε. Ο νεαρός έκανε πολύ ώριμες ερωτήσεις. «Εξαρτάται απ' το μέγεθος του σκουληκιού». «Δηλαδή;» μπήκε στη μέση ο δούκας. «Τα μεγάλα μπορούν να ελέγξουν τρία με τέσσερα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τα μικρά...» Κόπηκε, καθώς ο δούκας πάτησε απότομα το φρένο. Το σκάφος τραντάχτηκε κι αμέσως άνοιξαν τα φτερά ανάσχεσης, γεμίζοντας αέρα. Ο δούκας κράτησε το ορνιθόπτερο μετέωρο. «Τι είναι αυτό εκεί κάτω;» ρώτησε δείχνοντας με το αριστερό χέρι στ' ανατολικά του εκσκαφέα. «Σκουληκοσήμαδο;» Ο Κάινς έσκυψε κοντά του για να μπορέσει να δει. Ο Πολ κι ο Χάλεκ γύρισαν τα κεφάλια τους προς το μέρος που έδειχνε ο Λέτο. Το σκάφος συνοδείας τους είχε προσπεράσει και τώρα έκανε μανούβρα για να πλησιάσει πάλι κοντά τους, ενώ ο εκσκαφέας διακρινόταν στο βάθος, περίπου τρία χιλιόμετρα πιο μακριά. Στο σημείο που είχε δείξει ο δούκας, η άμμος φαινόταν ν' ανακατεύεται και να κινείται προς το μέρος του εκσκαφέα, δημιουργώντας κάτι σαν οροσειρά. «Ναι», είπε ο Κάινς. «Είναι αμμοσκούληκο ― και μάλιστα μεγάλο». Τραβήχτηκε πίσω, πήρε το μικρόφωνο και το συντόνισε σε μια νέα συχνότητα. Ύστερα μίλησε βιαστικά με το βλέμμα στους χάρτες που βρίσκονταν τοποθετημένοι στην οροφή του ορνιθόπτερου, πάνω απ' τα κεφάλια τους. «Καλώ τον εκσκαφέα του Δέλτα Άγιαξ. Αμμοσκούληκο εν όψει. Δέλτα Άγιαξ, επαναλαμβάνω: αμμοσκούληκο εν όψει. Παρακαλώ, γνωρίστε λήψη». Ο στατικός ηλεκτρισμός έδωσε ζωή στον πίνακα ελέγχου. «Ποιος καλεί Δέλτα Άγιαξ; Όβερ». «Δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί τους», είπε ο Χάλεκ. «Είμαστε σε αεροσκάφος, τρία περίπου χιλιόμετρα βορειανατολικά σας. Το σκουληκοσήμαδο προχωρεί κατευθείαν επάνω σας∙ υπολογίζω ότι θα φτάσει στον εκσκαφέα σε είκοσι πέντε λεπτά». Απ' το μικρόφωνο ακούστηκε μια νέα φωνή. «Είμαι ο ελεγκτής αναγνώρισης. Επιχειρώ εντοπισμό». Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής. «Η επαφή θα πραγματοποιηθεί σε είκοσι έξι λεπτά. Ποιοι είστε στο σκάφος; Όβερ». Ο Χάλεκ στράφηκε στον Κάινς. «Αυτή είναι η συνηθισμένη συχνότητα επαφής;» «Ναι, γιατί;» «Ποιοι μας ακούνε;» «Οι άντρες που εργάζονται στην περιοχή. Κανένας άλλος». Ο στατικός ηλεκτρισμός του πίνακα δούλεψε πάλι. «Εδώ Δέλτα 'Αγιαξ. Ποιος θα πάρει το μπόνους της αναγνώρισης του αμμοσκούληκου; Όβερ». Ο Χάλεκ έριξε μια ματιά στο δούκα. «Υπάρχει μια αμοιβή», είπε ο Κάινς, «ανάλογα με την ποσότητα του καρυκεύματος, για όποιον εντοπίσει πρώτος κάποιο αμμοσκούληκο. Θέλουν να μάθουν...» «Πες τους ποιος το είδε πρώτος», έκανε ο Χάλεκ. Ο δούκας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ο Κάινς φάνηκε να διστάζει για λίγο, ύστερα όμως έπιασε το μικρόφωνο. «Η αμοιβή ανήκει στο δούκα Λέτο Ατρείδη. Επαναλαμβάνω, στο δούκα Λέτο Ατρείδη. Όβερ». «Ελήφθη, ευχαριστώ». Η φωνή ήταν κάπως παραμορφωμένη εξαιτίας του στατικού ηλεκτρισμού. «Πες τους τώρα να μοιραστούν το μπόνους μεταξύ τους», είπε ο Χάλεκ. «Πες τους ότι αυτή είναι η επιθυμία του δούκα». Ο Κάινς πήρε μια βαθιά ανάσα. «Επιθυμία του δούκα είναι να μοιραστείτε την αμοιβή. Καταλάβατε; Όβερ». «Ελήφθη, ευχαριστώ». «Ξέχασα ν' αναφέρω», είπε ο Λέτο, «ότι ο Γκέρνι έχει μεγάλο ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις». Ο Κάινς κοίταξε τον Χάλεκ με έκπληκτο ύφος. «Αυτό θα τους κάνει να καταλάβουν ότι ο δούκας ενδιαφέρεται για την ασφάλεια τους», είπε ο Χάλεκ. «Θα κυκλοφορήσει παντού και θα δείξει τη διαφορά μας απ' τους Χαρκόνεν». Ο δούκας έφερε το ορνιθόπτερο κοντά στο σύννεφο σκόνης που έβγαινε απ' το ορυχείο. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Κάπου εδώ κοντά υπάρχει ένα ιπτάμενο φορτηγό, σερ», είπε ο Κάινς. «Θα έρθει να πάρει τον εκσκαφέα». «Κι αν πάθει βλάβη και δεν έρθει;» ρώτησε ο Χάλεκ. «Τότε θα χάσουμε κάποια μηχανήματα», απάντησε ο πλανητολόγος. Ύστερα στράφηκε στον Λέτο. «Πάμε πιο κοντά στον εκσκαφέα, κύριε μου. Έχει αρκετό ενδιαφέρον». Ο δούκας συνοφρυώθηκε, αλλά υπάκουσε και το σκάφος βρέθηκε στον αέρα πάνω απ' το τεράστιο μηχάνημα. Ο Πολ κοίταξε κάτω και είδε την άμμο να τινάζεται από το πλαστικό τέρας που εργαζόταν για την εξόρυξη του καρυκεύματος. Έμοιαζε μ' ένα τεράστιο μπλε σκαθάρι, που είχε χώσει την προβοσκίδα του στην άμμο μπροστά του. «Από το χρώμα της άμμου φαίνεται ότι το κοίτασμα περιέχει άφθονο καρύκευμα», παρατήρησε ο Κάινς. «Θα συνεχίσουν να δουλεύουν μέχρι το τελευταίο λεπτό». Ο δούκας δυνάμωσε την ισχύ των μηχανών κι άρχισε να κατεβαίνει κυκλικά γύρω απ' τον εκσκαφέα. Ο Πολ παρατήρησε το κίτρινο σύννεφο της σκόνης που έβγαινε απ' τους αγωγούς κι ύστερα κοίταξε το μέρος απ' όπου πλησίαζε το αμμοσκούληκο. «Δεν τους άκουσα να ειδοποιούν το ιπτάμενο φορτηγό», είπε ο Χάλεκ. «Συνήθως χρησιμοποιούν διαφορετική συχνότητα», απάντησε ο Κάινς. «Δεν θα 'ταν καλύτερα να υπάρχουν δυο φορτηγά για κάθε εκσκαφέα;» ρώτησε ο δούκας. «Πρέπει να βρίσκονται είκοσι έξι άντρες εκεί κάτω, για να μην αναφέρω τα μηχανήματα». «Δεν έχουμε αρκετά...» άρχισε ο Κάινς, αλλά τον έκοψε μια οργισμένη φωνή απ' τον ασύρματο. «Είδε κανείς το φορτηγό; Γιατί δεν απαντάει;» Ακολούθησε κάποια φασαρία από πολλές φωνές, που τελικά σώπασαν. «Παρακαλώ, αναφέρατε κατά αριθμητική σειρά. Όβερ», είπε πάλι η πρώτη φωνή. «Εδώ ελεγκτής ανιχνευτών. Την τελευταία φορά που το είδα βρισκόταν αρκετά ψηλά κι έστριβε βορειοδυτικά. Τώρα όμως δεν το βλέπω'πια. Όβερ». «Ανιχνευτής Ένα. Αρνητικό. Όβερ». «Ανιχνευτής Δύο. Αρνητικό. Όβερ». «Ανιχνευτής Τρία. Αρνητικό. Όβερ». Ακολούθησε σιωπή. Ο δούκας κοίταξε κάτω. Η σκιά του ορνιθόπτερου περνούσε πάνω απ' τον εκσκαφέα. «Υπάρχουν μόνο τέσσερις ανιχνευτές, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Σωστά». «Γιατί δεν χρησιμοποιούν δυο φορτηγά για κάθε εκσκαφέα;» «Δεν υπάρχει πλεόνασμα μηχανημάτων, σερ». «Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να φυλάξουμε αυτά που έχουμε». «Πού μπορεί να έχει πάει το ιπτάμενο φορτηγό;» ρώτησε ο Χάλεκ. «Ίσως να χρειάστηκε να προσγειωθεί σε κάποιο σημείο που δεν φαίνεται από δω». Ο δούκας άρπαξε το μικρόφωνο, αλλά φάνηκε κάπως διστακτικός. «Πώς μπορεί να έχασαν οπτική επαφή με το φορτηγό;» ρώτησε. «Κοίταζαν όλοι το έδαφος, ψάχνοντας για κανένα σκουληκοσήμαδο», είπε ο Κάινς. Ο Λέτο πάτησε το κουμπί του ασύρματου. «Εδώ δούκας Λέτο. Κατεβαίνουμε για να πάρουμε το πλήρωμα του Δέλτα Αγιαξ. Όλοι οι ανιχνευτές να προσγειωθούν στο ανατολικό μέρος. Εμείς είμαστε δυτικά. Όβερ». Ύστερα έπιασε τη συχνότητα του σκάφους συνοδείας, επανέλαβε τις εντολές κι έδωσε το μικρόφωνο στον Κάινς. Εκείνος γύρισε στη συχνότητα του συνεργείου εξόρυξης κι αμέσως μια δυνατή φωνή ακούστηκε στην καμπίνα του ορνιθόπτερου: «...σχεδόν ένα ολόκληρο φορτίο καρυκεύματος! Δεν μπορούμε να το παρατήσουμε, που να πάρει η οργή! Όβερ». «Ξεχάστε το καρύκευμα!» γάβγισε ο δούκας αρπάζοντας πάλι το μικρόφωνο. «Έχουμε καιρό γι' αυτό. Μπορούμε να σας πάρουμε όλους στα σκάφη, εκτός από τρεις. Αποφασίστε ή ρίξτε κλήρο ποιοι θα είναι αυτοί. Ετοιμαστείτε για άμεση αναχώρηση∙ είναι διαταγή!» Πέταξε το μικρόφωνο στα χέρια του Κάινς κι εκείνο τον χτύπησε στο δάχτυλο. «Συγνώμη», μουρμούρισε ο Λέτο;.
«Πόση ώρα μας μένει;» ρώτησε ο Πολ. «Εννέα λεπτά», απάντησε ο πλανητολόγος. «Το σκάφος μας είναι πιο δυνατό απ∙ τα υπόλοιπα», είπε ο δούκας. «Αν ξεκινήσουμε φουλάροντας τις μηχανές με απλωμένα φτερά κατά τα τρία τέταρτα, θα μπορέσουμε να πάρουμε μαζί μας ένα άτομο ακόμα». «Η άμμος είναι πολύ μαλακή», αντέτεινε ο Κάινς. «Με τόσο φορτίο, σερ, μπορεί να σπάσουν τα φτερά», συμπλήρωσε ο Χάλεκ. «Όχι, είναι πολύ γερό σκάφος», είπε ο δούκας. Έκανε μερικούς χειρισμούς και το ορνιθόπτερο γλίστρησε δίπλα στον εκσκαφέα. Ύστερα φρενάρισε, είκοσι περίπου με-τρα κοντά στο ορυχείο. Ο εκσκαφέας είχε σταματήσει να δουλεύει. Ακουγόταν μόνο ένας ελαφρός βόμβος, που έγινε λίγο πιο δυνατός μόλις ο Λέτο άνοιξε την πόρτα του ορνιθόπτερου. Αμέσως έφτασε στα ρουθούνια τους μια μυρωδιά κανέλας ― βαριά και διαπεραστική. Μετά από μερικές στιγμές, το ένα ανιχνευτικό προσγειώθηκε απ' την άλλη πλευρά του εκσκαφέα κι ακολούθησε το σκάφος συνοδείας τορ δούκα. Σε λίγο όλα τα ο ρ-νιθόπτερα ήταν παραταγμένα δίπλα στο ορυχείο; , «Γκέρνι; Πολ, βγάλτε το πίσω κάθισμα και πετάξτε το έξω», είπε ο Λέτο. Έφερε τα φτερά του; σκάφους σε στάση τριών τέτάρτωνρτα σταθεροποίησε κι έκανε έλεγχο στα όργανα. «Γιατί στην ευχή δεν έρχονται;» είπε φωναχτά. «Ίσως περιμένουν να φανεί το φορτηγό», είπε ο πλανητολόγος. «Μένουν μερικά λεπτά ακόμα». Κοίταξε κατά το ανατολικό μέρος του ορίζοντα. Αμέσως, όλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του∙ Δεν είδαν τίποτα. Ο Λέτο άρπαξε πάλι το μικρόφωνο. «Δύο απόι σας», είπε, «να ενώσετε τα πεδία των ασπίδων σας∙ έτσι θα καλυφθούν τρία άτομα. Δεν θ' αφήσουμε κανέναν άντρα εκτεθειμένο σ' αυτό το τέρας». Ύστερα έπιασε τη συχνότητα του συνεργείου εξόρυξης. «Λοιπόν, Δέλτα Άγιαξ», φώναξε. «Όλοι έξω! Αμέσως! Διαταγή του δούκα! Διαφορετικά θα κάνω κομμάτια τον εκσκαφέα!» Σχεδόν την ίδια στιγμή άνοιξαν τρεις θυρίδες ― μια στο εμπρός, μια στο πίσω και μια στο πάνω μέρος του εκσκαφέα. Απ' τα ανοίγματα τους ξεπρόβαλαν οι εργάτες, που άρχισαν να πηδάνε κάτω, στο έδαφος. Τελευταίος εμφανίστηκε ένας ψηλός άντρας με φόρμα εργασίας. Ο δούκας άφησε το μικρόφωνο και γύρισε προς το μέρος τους. «Από τρεις άντρες σε κάθε ανιχνευτικό», φώναΟ ψηλός άντρας άρχισε να δίνει οδηγίες στους εργάτες, σπρώχνοντας τους ταυτόχρονα προς τα σκάφη που περίμεναν. «Τέσσερις να έρθουν εδώ!» φώναξε ο Λέτο. «Κι άλλοι τέσσερις σ' εκείνο το σκάφος!» Έδειξε το ορνιθόπτερο συνοδείας που βρισκόταν λίγο πιο πίσω. «Στα υπόλοιπα να μπουν από τρεις! Γρήγορα!» Ο ψηλός άντρας μοίρασε ανάλογα τους ανθρώπους του, τους έστειλε στα διάφορα σκάφη που περίμεναν και μετά, ακολουθούμενος από άλλους τρεις, πλησίασε στο σκάφος του δούκα. «Ακούω το αμμοσκούληκο, αλλά δεν μπορώ να το δω», είπε ο Κάινς. Την ίδια στιγμή το άκουσαν όλοι. Ήταν ένας απόμακρος συριστικός ήχος που δυνάμωνε συνεχώς. «Βρομοδουλειά», μουρμούρισε ο Λέτο. Τα ορνιθόπτερα είχαν αρχίσει να απογειώνονται γύρω τους. Οι εργάτες που ακολουθούσαν τον ψηλό άντρα έφτασαν πλάι στο σκάφος κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Ο Χάλεκ βοηθούσε τραβώντας τους. «Γρήγορα, παιδιά!» φώναξε. «Χωθείτε μέσα!» Οπως βρέθηκε στριμωγμένος ανάμεσα στους ιδρωμένους εργάτες, ο Πολ ένιωσε τη μυρωδιά του φόβου. Υστερα πρόσεξε ότι οι στολές τους δεν είχαν τις κατάλληλες πόρπες. Κράτησε αμέσως μια νοερή σημείωση, για να ενημερώσει αργότερα; τον δούκα. Ο πατέρας του έπρεπε να παραγγείλει νέες, πιο ανθεκτικές στολές ερήμου. Ο τελευταίος άντρας μπήκε στο σκάφος ασθμαίνοντας. «Το σκουλήκι!» φώναξε. «Όπου να 'ναι θα μας ριχτεί! Πάμε να φύγουμε!» «Έχουμε τρία λεπτά ακόμα», είπε ο δούκας συνοφρυωμένος. «Έτσι δεν είναι, Κάινς;» Έκλεισε την πόρτα του ορνιθόπτερου. «Ακριβώς, κύριε μου». Πολύ ψύχραιμος τύπος ο δούκας, σκέφτηκε. «Όλα εντάξει, σερ», είπε ο Χάλεκ.
Ο Λέτο κούνησε το κεφάλι του, παρατηρώντας το τελευταίο σκάφος ν' απογειώνεται. Έβαλε μπρος τη μηχανή, έριξε μια ματιά ακόμα στα φτερά και ξεκίνησε. Η πίεση της ανύψωσης τους καθήλωσε στις θέσεις τους. Ο Κάινς πρόσεξε τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν ο δούκας τα όργανα του σκάφους ― ήρεμα και με αυτοπεποίθηση. «Έχουμε πολύ βάρος, σερ», είπε ο Χάλεκ. «Είμαστε, πάντως, μέσα στα όρια», απάντησε ο Λέτο. «Δεν φαντάζομαι να πίστεψες ότι θα μπορούσα να εγκαταλείψω αυτούς τους ανθρώπους, Γκέρνι!» «Ούτε σκέψη», απάντησε ο Χάλεκ μορφάζοντας. Ο δούκας έβαλε το σκάφος σε ημικυκλική πορεία πάνω απ' τον εκσκαφέα. Ο Πολ κοίταξε κάτω, μέσα απ' το παράθυρο. Το σκου-ληκοσήμαδο διακρινόταν τώρα κάπου τετρακόσια μέτρα πιο πέρα απ' το ορυχείο. Η άμμος τρανταζόταν βίαια. «Το αμμοσκούληκο βρίσκεται κάτω απ' τον εκσκαφέα», είπε ο Κάινς. «θα παρακολουθήσετε κάτι που ελάχιστοι έχουν δει μέχρι σήμερα». Γύρω απ' το τεράστιο μηχάνημα είχε ήδη αρχίσει να σηκώνεται ένα σύννεφο σκόνης. Ο εκσκαφέας έγειρε λίγο δεξιά, ενώ μια δίνη φάνηκε να σχηματίζεται δίπλα του. Ο αέρας γέμισε άμμο και σκόνη σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων μέτρων. Και τότε το είδαν! Στην άμμο ξεπρόβαλλε μια τεράστια τρύπα με άσπρες γυαλιστερές ακτίνες στο εσωτερικό της. Η διάμετρος της ήταν τουλάχιστον διπλάσια απ' το μήκος του εκσκαφέα. Ο Πολ είδε εμβρόντητος το μηχάνημα να γλιστράει μέσα στην τρύπα, κι εκείνη να ξανασκεπάζεται απ' την άμμο μέσα σ' ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. «Θεέ μου, τι τέρας είναι αυτό!» τραύλισε ένας άντρας δίπλα του. «Πάει το καρύκευμα μας!» κλαψούρισε κάποιος άλλος. «Οι υπεύθυνοι θα δώσουν λόγο γι' αυτό», μούγκρισε ο δούκας. «Το υπόσχομαι». Απ' τον τόνο της φωνής του, ο Πολ αντιλήφθηκε τη βαθιά οργή του πατέρα του. Το ίδιο όμως αισθανόταν κι αυτός. Ο Κάινς έσπασε τη σιωπή που ακολούθησε. «Ευλογητός ο Κύριος και το ύδωρ του», μουρμούρισε ο πλανητολόγος. «Ευλογημένη η άφιξη και η αναχώρηση του. Είθε το πέρασμα του να καθαρίσει τον κόσμο». «Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε ο δούκας. Ο Κάινς δεν απάντησε. Ο Πολ έριξε μια ματιά στους άντρες γύρω του. Κοίταζαν όλοι φοβισμένοι το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Λιτ», ψιθύρισε κάποιος. Ο πλανητολόγος γύρισε και τον κοίταξε επιτιμητικά. Ο άνθρωπος φάνηκε να ζαρώνει στη θέση του. Ένας απ' τους συντρόφους του καταλήφθηκε από έναν άγριο ξερόβηχα. «Να πάρει η οργή!» μούγκρισε μόλις κατάφερε να βρει λιγάκι την ανάσα του. «Προσπάθησε να ηρεμήσεις, Κος», είπε ο ψηλός άντρας που είχε βγει τελευταίος απ' τον εκσκαφέα. «Θα γδάρεις το λαιμό σου». Ύστερα γύρισε στο δούκα. «Απ' ο,τι βλέπω, πρέπει να είσαι ο δούκας Λέτο», είπε. «Πρέπει να σ' ευχαριστήσουμε που μας έσωσες. Είχαμε πιστέψει οτι η ζωή μας θα τελείωνε μέσα στο ορυχείο». «Ηρέμησε, φίλε, κι άσε το δούκα να οδηγήσει», μουρμούρισε ο Χάλεκ. Ο Πολ τον κοίταξε εξεταστικά. Είχε κι αυτός δει, σίγουρα, το θυμό να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του δούκα. Ο Λέτο είχε αρχίσει ήδη να φέρνει το σκάφος σε ευθύγραμμη πορεία, όταν αντιλήφθηκε κάποια κίνηση πάνω στην άμμο. Το σκουλήκι είχε εξαφανιστεί και τώρα φαίνονταν δυο σιλουέτες στο σημείο που βρισκόταν πριν απο λίγο ο εκσκαφέας. Έμοιαζαν να γλιστράνε στην άμμο. «Ποιοι είναι αυτοί;» φώναξε ο δούκας. «Δυο άντρες που είχαν έρθει για βόλτα», εξήγησε ο Αρακινός. «Γιατί δεν μου είπατε τίποτα;» «Είχαν αναλάβει οι ίδιοι την ευθύνη, σερ».
«Κύριε μου», μπήκε στη μέση ο Κάινς, «αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα για όποιον παγιδευτεί στην έρημο, κοντά σε περιοχή αμ-μοσκούληκων». «Θα στείλουμε κάποιο σκάφος απ' τη βάση για να τους πάρει!» φώναξε ο Λέτο. «Όπως θέλεις, κύριε μου», έκανε ο Κάινς. «Το πιθανότερο όμως είναι πως, όταν φτάσει εδώ το σκάφος, δε θα βρει τίποτα». «Θα στείλουμε κάποιο σκάφος!» επανέλαβε ο δούκας. «Βρίσκονται ακριβώς στο σημείο που εμφανίστηκε το σκουλήκι», είπε ο Πολ. «Πώς γλίτωσαν;» «Στις άκρες της τρύπας υπάρχουν μεγάλα κενά», εξήγησε ο πλανητολόγος. «Καταναλώνουμε άσκοπα τα καύσιμα μας εδώ, σερ», μπήκε στη μέση ο Χάλεκ. «Έχεις δίκιο, Γκέρνι». Ο δούκας γύρισε το ορνιθόπτερο κατευθείαν προς το Προστατευτικό Τείχος. Τα υπόλοιπα σκάφη τον μιμήθηκαν. Ο Πολ άρχισε να σκέφτεται όσα είχε πει ο Κάινς και ο ψηλός Αρακινός. Ένιωθε ότι τα λόγια τους δεν ήταν απόλυτα αληθινά. Οι άντρες που είχαν δει κάτω περπατούσαν με σιγουριά και προσοχή, έτσι ώστε να μην ερε θίσουν το αμμοσκούληκο και το κάνουν να επιστρέψει Φρέμεν! σκέφτηκε. Ποιος άλλος θα μπορούσε να δει χνει τόση βεβαιότητα πάνω στην άμμο; Ποιος άλλος θα μπορούσε ν' αντιμετωπιστεί με τόση αδιαφορία απ' το συντρόφους του; Οι Φρέμεν ήξεραν πώς να επιζήσουν σ εκείνο το μέρος ξεγελώντας τα αμμοσκούληκα! «Τι έκαναν οι Φρέμεν πάνω στον εκσκαφέα;» ρώτησε. Ο Κάινς στριφογύρισε απότομα πάνω στη θέση του. Ο ψηλός Αρακινός κοίταξε έκπληκτος τον Πολ∙ τα μάτια του ήταν καταγάλανα. «Ποιος είναι αυτός ο νεαρός;» ρώτησε. Ο Χάλεκ προσπάθησε να χωθεί ανάμεσα τους. «Είναι ο Πολ Ατρείδης, διάδοχος του δούκα». «Γιατί λέει ότι υπήρχαν Φρέμεν στο όχημα μας;» «Γιατί ταιριάζουν με τις περιγραφές», απάντησε ο Πολ. Ο Κάινς πήρε ειρωνικό ύφος. «Οι Φρέμεν δεν ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά!» Γύρισε στον Αρακινό. «Ποιοι ήταν αυτοί οι άντρες;» ρώτησε. «Φίλοι των εργατών», απάντησε ο ψηλός άντρας. «Φίλοι από μια πόλη, που ήθελαν να δουν το ορυχείο». «Φρέμεν!» έκανε ο Κάινς. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε τα λόγια του θρύλου: «Ο Λιζάν αλ Γκαίμπμπορεί ν' αντιλαμβάνεται τις υπεκφυγές». «Σίγουρα είναι νεκροί τώρα πια, νεαρέ σερ», είπε ο άνθρωπος του Ντιουν. «Δεν κάνει να μιλάμε άσχημα γι' αυτούς». Ο Πολ όμως είχε ήδη αντιληφθεί ότι δεν έλεγαν όλη την αλήθεια κι ένιωσε την απειλή που είχε κάνει τον Χάλεκ να πάρει, από ένστικτο, αμυντική στάση. «Φρικτό μέρος για να πεθάνουν», είπε ξερά. «Όταν ο Θεός θέλει κάποιο απ' τα πλάσματα του να πεθάνει σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος», παρατήρησε ο Κάινς χωρίς να στραφεί, «το στέλνει σ' εκείνο το μέρος». Ο Λέτο τον κοίταξε καταπρόσωπο. Ο πλανητολόγος του ανταπέδωσε το βλέμμα, ένιωσε όμως μέσα του μια βαθιά ανησυχία. Αυτός ο δούκας, συλλογίστηκε, ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ανθρώπους παρά για το καρύκευμα. Διακινδύνεψε ο ίδιος και ο γιος του για να σώσουν τους εργάτες, αδιαφορώντας για ένα ολόκληρο φορτίο με καρύκευμα. Έγινε έξω φρενών όταν διαπίστωσε ότι κινδύνευαν ανθρώπινες ζωές. Ένας τέτοιος ηγέτης αποκτά φανατικούς οπαδούς κι είναι πολύ δύσκολο να ηττηθεί. Χωρίς να το θέλει και παρά τις προηγούμενες προκαταλήψεις του, είπε μέσα του: Μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Η μεγαλοσύνη είναι κάτι παροδικό. Ποτέ δεν διαρκεί πολύ. Εξαρτάται από τη μυθοπλαστική ικανότητα της ανθρωπότητας. Το άτομο που αποκτά τη μεγαλοσύνη πρέπει να αισθάνεται το μύθο που τον περιβάλλει και ν ∙ αντανακλά αυτό που πραγματοποιείται πάνω τον. Ακόμη, πρέπει να έχει ισχνρή αίσθηση ειρωνείας. Αντό είναι πον τον απελενθερώνει από την πίστη στις υπερφνσικές τον ικανότητες. Ο αντοσαρκασμός είναι εκείνο πον τον επιτρέπει να κινείται μέσα στα όριά τον. Χωρίς αντή την ιδιότητα, ακόμη και μια πρόσκαιρη μεγαλοσύνη μπορεί να καταστρέψει έναν άνθρωπο. Από το «Μοναντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Στην τραπεζαρία του μεγάλου αρακινού σπιτιού, τα φώτα είχαν ανάψει νωρίς. Οι αχτίδες τους έπεφταν πάνω στο κεφάλι του ταύρου με τα τεράστια κέρατα και στο γυαλιστερό πορτρέτο του γερο-δούκα. Κάτω απ' αυτά τα δυο αντικείμενα έλαμπαν τα λευκά τραπεζομάντιλα και τα ασημένια σερβίτσια των Ατρειδών
που ήταν τακτοποιημένα πάνω στο μεγάλο τραπέζι ― από ένα σετ μπροστά σε καθεμιά απ' τις βαριές ξύλινες καρέκλες, που βρίσκονταν γύρω του. Ο κεντρικός πολυέλαιος ήταν ακόμη σβηστός και η αλυσίδα του χανόταν στις σκιές της οροφής, όπου ήταν κρυμμένος ο ανιχνευτής δηλητηρίων. Σταματώντας για λίγο στην είσοδο για να επιθεωρήσει την αίθουσα, ο δούκας σκέφτηκε πόσο μεγάλη ήταν η σημασία αυτού του ανιχνευτή σ' εκείνη την κοινωνία. Θα προσπαθήσει άραγε κάποιος, σκέφτηκε, να μας δηλητηριάσει απόψε; Κούνησε το κεφάλι του. Δίπλα σε κάθε πιάτο πάνω στο μακρύ τραπέζι υπήρχε μια καράφα με νερό. Το περιεχόμενο τους, υπολόγισε ο δούκας, ήταν αρκετό για τις ανάγκες μιας φτωχής αρακι-νής οικογένειας επί ένα χρόνο. Δεξιά κι αριστερά στην πόρτα υπήρχαν δυο λεκάνες από σκαλιστή, πρασινοκίτρινη πορσελάνη και μια σειρά πετσέτες. Σύμφωνα με το έθιμο, οι προσκαλεσμένοι έβαζαν τα χέρια τους τελετουργικά στη μια απ' τις λεκάνες, έριχναν δυο τρεις χούφτες νερό στο πάτωμα, σκουπίζονταν με μια πετσέτα και μετά την έριχναν πάνω στο χυμένο νερό. Μετά το δείπνο επιτρεπόταν στους ζητιάνους να μπουν και να πάρουν τις πετσέτες, που τις έστιβαν για να βγάλουν το βρόμικο νερό. Χαρακτηριστικό των Χαρκόνεν, σκέφτηκε ο Λέτο. Πνευματική κατάπτωση. Πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας το στομάχι του να σφίγγεται. «Τέρμα το έθιμο!» μουρμούρισε. Ύστερα είδε μια απ' τις υπηρέτριες να στέκεται στην πόρτα της κουζίνας απέναντι του και της έκανε νόημα με το χέρι να πλησιάσει. Εκείνη υπάκουσε. Το πρόσωπο της ήταν στεγνό και τα μάτια της καταγάλανα. «Κύριε μου;» ρώτησε με το κεφάλι σκυφτό. Ο δούκας έκανε μια χειρονομία. «Πάρε από δω τις λεκάνες και τις πετσέτες». «Μα...» Σήκωσε το κεφάλι της έκπληκτη. «Ξέρω το έθιμο!» της φώναξε. «Πάρ' τα από δω. Σ' όποιο ζητιάνο εμφανιστεί όσο θα τρώμε, θα του δώσεις ενα ποτήρι γεμάτο νερό. Κατάλαβες;» Στο στεγνό της πρόσωπο φάνηκε οργή και απέχθεια. Ο Λέτο αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι η γυναίκα σκόπευε να πουλήσει τις πετσέτες με τα απόνερα, για να κερδίσει μερικές πενταροδεκάρες∙ ίσως κι αυτό να ήταν κάποιο έθιμο. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. «Θα στείλω ένα φρουρό για να μάθω αν οι εντολές μου τηρήθηκαν κατά γράμμα», γρύλισε. ! Ύστερα έκανε μεταβολή και ξεκίνησε για το μεγάλο 1 χολ με το μυαλό του γεμάτο σκέψεις. Θυμήθηκε τα νερά και τα κύματα της θάλασσας ― μέρες με γρασίδι αντί άμμο, που είχαν περάσει όπως τα φύλλα που τα παρασύρει ο άνεμος. Όλα είχαν χαθεί πια. Άρχισα να γερνάω, σκέφτηκε. Νιώθω το κρύο χέρι του θανάτου να με αγγίζει. Στο μεγάλο χολ, η λαίδη Τζέσικα βρισκόταν στο κέντρο μιας ετερόκλητης ομάδας μπροστά στο τζάκι. Η δυνατή φωτιά που έκαιγε εκεί, έριχνε κιτρινωπές λάμψεις πάνω στα κοσμήματα, τις δαντέλες και τα ακριβά ρούχα των προσκεκλημένων. Ο δούκας αναγνώρισε ένα βιομήχανο στολών ερήμου απ' την Καρτάγκ, έναν εισαγωγέα ηλεκτρονικού εξοπλισμού, ένα μεταφορέα νερού που η εξοχική του κατοικία βρισκόταν κοντά στο εργοστάσιο του στον ένα πόλο του Ντιουν, έναν αντιπρόσωπο της τράπεζας Γκιλντ, έναν εισαγωγέα ανταλλακτικών για μηχανές εξαγωγής καρυκεύματος και μια λεπτή γυναίκα με σκληρό πρόσωπο που, κάτω από μια βιτρίνα τουριστικών επιχειρήσεων, έκρυβε παράνομες επιχειρήσεις λαθρεμπορίου, κατασκοπείας και εκβιασμών. Όλες οι γυναίκες αυτής της ομάδας φαίνονταν ν' ανήκουν στον ίδιο τύπο ― έμοιαζαν διακοσμητικές, άψυχες και χωρίς δική τους προσωπικότητα. Ακόμη κι αν δεν ήταν οικοδέσποινα η Τζέσικα, σκέφτηκε ο Λέτο, θα ξεχώριζε αμέσως απ' τις υπόλοιπες. Δεν φορούσε κοσμήματα και τα χρώματα των ρούχων της δεν ήταν χτυπητά. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα με μια απλή κορδέλα, στο χρώμα της άμμου. Κατάλαβε αμέσως ότι είχε ντυθεί έτσι για να τον ευχαριστήσει. Ήξερε ότι δεν του άρεσε το εξεζητημένο ντύσιμο. Λίγο πιο πέρα στεκόταν ο Ντάνκαν 'Αινταχο, φορώντας μια γυαλιστερή στολή. Το βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο. Είχε γυρίσει απ' τους Φρέμεν κι είχε πάρει εντολές απ' τον Χαβάτ ― «Με πρόσχημα ότι την προστατεύεις, θα έχεις τη λαίδη Τζέσικα κάτω από συνεχή επιτήρηση».
Ο δούκας περιεργάστηκε την αίθουσα. Σε μια γωνιά βρισκόταν ο Πολ, τριγυρισμένος από μια ομάδα που αποτελούσε την αφρόκρεμα της αρακινής αριστοκρατίας. Ο Λέτο πρόσεξε ιδιαίτερα τις κοπέλες. Στο πρόσωπο του γιου του έβλεπαν τον πιο περιζήτητο γαμπρό. Ο Πολ όμως δεν έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε καμιά∙ φερόταν σε όλες με την ίδια τυπική ευγένεια. Θα φανεί άξιος του τίτλου του, σκέφτηκε ο δούκας κι αμέσως αντιλήφθηκε με κάποια ανατριχίλα ότι είχε κάνει μια ακόμα μακάβρια σκέψη για τον εαυτό του. Ο Πολ τον είδε, αλλά απέφυγε το βλέμμα του. Κοίταξε γύρω του, παρατηρώντας τους προσκαλεσμένους που κρατούσαν όλοι από ένα ποτό στο χέρι. Βλέποντας τα πρόσωπα τους ένιωσε μια ξαφνική απέχθεια. Είμαι κακόκεφος, σκέφτηκε. Αναρωτήθηκε τι θα 'λεγε γι' αυτό ο Γκέρνι. Ήξερε, όμως, την αιτία της κακοκεφιάς του. Δεν ήθελε να παραστεί σ' αυτή τη δεξίωση, αλλά ο πατέρας του επέμενε. «Έχεις μια θέση με υποχρεώσεις. Είσαι αρκετά μεγάλος πια ― σχεδόν άντρας― και πρέπει να κάνεις τέτοιες εμφανίσεις». Είδε τον πατέρα του να πλησιάζει την ομάδα της Τζέσικα. Λίγο πριν φτάσει εκεί, ο Λέτο άκουσε τον μεταφορέα νερού να ρωτάει: «Είναι αλήθεια ότι ο δούκας θα εγκαταστήσει συστήματα ελέγχου του καιρού;» «Δεν το έχουμε συζητήσει αυτό ακόμα», απάντησε ο Λέτο πίσω του. Ο άλλος γύρισε ξαφνιασμένος. Το πρόσωπο του ήταν στρογγυλό και σκούρο. «Α, ο δούκας», έκανε. «Σας χάσαμε». Ο Λέτο κοίταξε την Τζέσικα. «Είναι, πάντως, κάτι που έχουμε υπόψη μας». Ύστερα γύρισε πάλι στον άντρα κι εξήγησε τι είχε αποφασίσει σχετικά με τις λεκάνες του νερού. «Αυτό το έθιμο θα σταματήσει πια», πρόσθεσε. «Είναι διαταγή, κύριε μου;» ρώτησε εκείνος. «Το αφήνω στη... στη συνείδηση σας», απάντησε. Υστερα είδε τον Κάινς που ερχόταν προς το μέρος τους. «Είναι πολύ γενναιόδωρη χειρονομία να...» άρχισε να λέει μια απ' τις γυναίκες, αλλά κάποιος της έκανε νόημα να σωπάσει. Ο δούκας παρατήρησε ότι ο Κάινς φορούσε μια καφέ σκούρα στολή, με τις επωμίδες του αυτοκρατορικού δημόσιου υπαλλήλου και το λεπτό χρυσό σήμα του βαθμού του στο πέτο. «Δηλαδή, σερ, επικρίνετε το έθιμο μας;» ρώτησε ο μεταφορέας του νερού με οργισμένη φωνή. «Το έθιμο θ' αλλάξει», απάντησε ο Λέτο. Υποδέχτηκε τον πλανητολόγο μ' ένα κούνημα του κεφαλιού, ενώ συγχρόνως αντιλήφθηκε ένα συνοφρύωμα στο πρόσωπο της Τζέσικα. Αυτό, σκέφτηκε, θ' αυξήσει τις φήμες ότι υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα μας. «Με την άδεια σας», είπε ο μεταφορέας νερού, «θα ήθελα ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τα έθιμα μας». Ο Λέτο πρόσεξε ότι η φωνή του άντρα ήταν τώρα γλυκερή και προσποιητά ήρεμη. Στη σιωπή που ακολούθησε όλα σχεδόν τα κεφάλια μέσα στην αίθουσα, γύρισαν προς το μέρος τους. «Ώρα για φαγητό», μπήκε στη μέση η Τζέσικα. «Ο καλεσμένος μας όμως έχει κάποιες απορίες», είπε ο Λέτο. Κοίταξε το στρογγυλό πρόσωπο του άντρα με τα μεγάλα μάτια και τα σαρκώδη χείλη, ενώ στο μυαλό του ήρθαν τα λόγια του Χαβάτ: «...αυτός ο άνθρωπος θέλει προσοχή. Λέγεται Λίνγκαρ Μπιουτ. Οι Χαρκόνεν τον χρησιμοποιούσαν, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να τον θέσουν κάτω απ' τον απόλυτο έλεγχο τους». «Τα έθιμα σχετικά με το νερό έχουν μεγάλο, ενδιαφέρον», είπε ο Μπιουτ μ' ένα χαμόγελο. «Είμαι περίεργος να μάθω τι σκοπεύετε να κάνετε με τις αποθήκες νερού αυτού του σπιτιού. Θα συνεχίσετε να σνομπάρετε όλους γύρω σας πάνω σ' αυτό το θέμα... κύριε μου;» Ο δούκας συγκράτησε το θυμό του και κοίταξε τον άλλο κατάματα. Στο μυαλό του οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη ασταμάτητα. Χρειαζόταν μεγάλο θάρρος για να τον προκαλέσει κανείς μέσα στο ίδιο του το σπίτι, προπάντων μάλιστα τώρα που ο Μπιουτ είχε υπογράψει συμβόλαιο πίστης μαζί του. Φυσικά, το νερό ήταν μια τεράστια δύναμη πάνω στον Ντιουν. Αν, λογουχάρη, όλα τα αποθέματα υπονομεύονταν, έτοιμα να καταστραφούν μ' ένα σήμα... Κι αυτός ο άνθρωπος φαινόταν ικανός για κάτι τέτοιο. Η καταστροφή των αποθεμάτων νερού σήμαινε καταστροφή ολόκληρου του Αράκις. Ίσως αυτή να ήταν η Δαμόκλειος Σπάθη που κράδαινε ο Μπιουτ πάνω απ' το κεφάλι των Χαρκόνεν. «Τόσο ο δούκας όσο κι εγώ έχουμε άλλα σχέδια για τα αποθέματα μας», μπήκε στη μέση η Τζέσικα μ' ένα χαμόγελο. «Φυσικά, σκοπεύουμε να τα διατηρήσουμε, αλλά για το καλό των κατοίκων του Αράκις. Τ' όνειρο μας είναι ν' αλλάξει κάποια μέρα το κλίμα αυτού του πλανήτη, έτσι ώστε να μπορούν να ευδοκιμήσουν φυτά
παντού». Μπράβο, καλή μου! σκέφτηκε ο Λέτο. Ασ' τον τώρα να πάει να κουρεύεται. «Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον σου για το νερό και τον έλεγχο του καιρού», είπε ο δούκας στον Μπιουτ. «Σε συμβουλεύω όμως να ενδιαφερθείς και για άλλες επιχειρήσεις. Κάποια μέρα το νερό δεν θα είναι πλέον πολύτιμο στον Αράκις». Ταυτόχρονα σκεφτόταν: Ο Χαβάτ πρέπει να διπλασιάσει τις προσπάθειες του για διάβρωση της οργάνωσης αυτού του ανθρώπου. Και πρέπει να βάλει αμέσως σκοπιές στα αποθέματα νερού. Δεν θ' αφήσω κανέναν να κραδαίνει μια Δαμόκλειο Σπάθη πάνω απ' το κεφάλι μου. Ο Μπιουτ κούνησε το κεφάλι του, πάντα χαμογελαστός. «Αυτό το όνειρο είναι συζητήσιμο, σερ». Η έκφραση στο πρόσωπο του Κάινς τράβηξε την προσοχή του Λέτο. Το βλέμμα του πλανητολόγου ήταν προσηλωμένο στην Τζέσικα. Έμοιαζε σαν ερωτευμένος μαζί της... ή σαν να βρισκόταν σε θρησκευτική έκσταση. Την ίδια στιγμή ο Κάινς σκεφτόταν τα τελευταία λόγια της προφητείας: «Θα μοιραστούν μαζί σου τα καλύτερα σου όνειρα». Στράφηκε στην Τζέσικα. «Φέρνεις τη μείωση του δρόμου;» «Δόκτορ Κάινς!» τον καλωσόρισε ο Μπιουτ. «Ήρθες εδώ αφήνοντας τους Φρέμεν; Πολύ ευγενικό από μέρους σου». Ο πλανητολόγος τον κοίταξε με ανεξιχνίαστο ύφος. «Στην έρημο λέγεται ότι η κατοχή μεγάλης ποσότητας νερού μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον απροσεξία που ίσως αποβεί μοιραία». «Πολλά παράξενα λέγονται στην έρημο», αντιγύρισε ο Μπιουτ, η φωνή του όμως πρόδινε κάποια ανησυχία. Η Τζέσικα πλησίασε τον Λέτο και πέρασε το χέρι της κάτω απ' το μπράτσο του. «... τη μείωση του δρόμου». Στην παλιά διάλεκτο, η έκφραση αυτή μεταφραζόταν σαν «Κβισάτς Χαντεράς». Η παράξενη φράση του πλανητολό-γου φάνηκε να περνάει απαρατήρητη απ' τους άλλους κι ο Κάινς είχε ήδη πιάσει κουβέντα με μια απ' τις κοπέλες της παρέας. ^ Κβισάτς Χαντεράς, σκέφτηκε η Τζέσικα. Αραγε η Μι-σιονάρια Προτεκτίβα είχε φέρει κι εδώ αυτό το θρύλο; Η σκέψη αναζωπύρωσε τις ελπίδες της για τον Πολ. Ίσως να είναι πραγματικά ο Κβισάτς Χαντεράς. Ίσως... Η φωνή του Μπιουτ, που είχε πιάσει κουβέντα με τον αντιπρόσωπο της τράπεζας Γκιλντ, ακούστηκε δυνατά: «Πολλοί έχουν θελήσει ν' αλλάξουν τον Αράκις». Ο δούκας πρόσεξε ότι τα λόγια αυτά έκαναν τον Κάινς να τιναχτεί όρθιος, παρατώντας την κουβέντα που είχε αρχίσει με την κοπέλα. Την κατάσταση έσωσε ένας απ' τους άντρες της συνοδείας του Λέτο. «Το δείπνο είναι έτοιμο, κύριε μου», φώναξε μέσα στην ξαφνική σιωπή που είχε απλωθεί στην αίθουσα. Ο δούκας κοίταξε ερωτηματικά την Τζέσικα. «Το έθιμο εδώ είναι ν' ακολουθούν οι οικοδεσπότες τους καλεσμένους τους», είπε εκείνη χαμογελώντας. «Θα το αλλάξουμε κι αυτό, κύριε μου;» «Μου φαίνεται σωστό», απάντησε ο Λέτο με ψυχρή φωνή. «Δεν νομίζω ότι πρέπει ν' αλλάξει». ' Η πεποίθηση ότι την υποψιάζομαι για προδοσία πρέπει να διατηρηθεί, σκέφτηκε. Κοίταξε τους καλεσμένους που περνούσαν δίπλα του. Ποιος από σας, άραγε, πιστεύει αυτό το ψέμα; Η Τζέσικα αντιλήφθηκε την ψυχική του διάθεση, όπως τόσες άλλες φορές στο παρελθόν. Φέρεται σαν άνθρωπος που παλεύει με τον εαυτό του, σκέφτηκε. Μήπως επειδή έκανα τόσο γρήγορα αυτή τη δεξίωση; Κι όμως, ξέρει πόσο σημαντικό είναι να γνωριστούν οι άνθρωποι μας με τους ντόπιους. Ο Πολ προσπέρασε τον πατέρα του συνοδεύοντας μια κοπέλα μισό κεφάλι ψηλότερη του. Κοίταξε τον Λέτο με ξινισμένο βλέμμα. «Ο πατέρας της είναι βιομήχανος στολών ερήμου», είπε η Τζέσικα. «Μου είπαν όμως ότι μόνο ένας ηλίθιος θα πήγαινε στην έρημο φορώντας μια δική του στολή». «Ποιος είναι εκείνος με το σημάδι στο κεφάλι, μπροστά απ' τον Πολ;» ρώτησε ο δούκας. «Δεν τον ξέρω». «Μπήκε στον κατάλογο των προσκεκλημένων την τελευταία στιγμή», ψιθύρισε η γυναίκα. «Το κανόνισε ο Γκέρνι. Γνωστός μεγαλολαθρέμπορος». «Ο Γκέρνι, είπες;» «Του το ζήτησα εγώ, αφού πρώτα συμβουλεύτηκα τον Χαβάτ. Λέγεται Τούεκ, Έσμαρ Τούεκ. Είναι πανίσχυρος στον κύκλο του και τον ξέρουν όλοι εδώ. Τον προσκαλούν κάθε τόσο στα σπίτια τους». «Για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ;»
«Το ίδιο αναρωτιούνται όλοι. Η παρουσία του και μόνο προκαλεί αμφιβολία και υποψίες. Ακόμη, θα δημιουργήσει την εντύπωση ότι είσαι έτοιμος να υποστηρίξεις τις δωροδοκίες που μεταχειρίζονται οι λαθρέμποροι. Αυτός ήταν άλλωστε ο σκοπός του Χαβάτ». «Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτό», μουρμούρισε ο Λέτο. Μπροστά τους είχαν απομείνει πια ελάχιστοι καλεσμένοι. «Γιατί δεν προσκάλεσες μερικούς Φρέμεν;» «Ήρθε ο Κάινς». «Ναι, ο Κάινς», συμφώνησε εκείνος. «Μου έχεις ετοιμάσει κι άλλες εκπλήξεις;» Προχώρησαν μαζί προς την αίθουσα. «Είναι επουσιώδεις». Αγάπη μου, σκέφτηκε η Τζέσικα, δεν καταλαβαίνεις ότι αυτός ο άνθρωπος διαθέτει γρήγορα διαστημόπλοια κι ότι μπορεί να δωροδοκηθεί; Πρέπει να έχουμε ένα μέσο για να φύγουμε απ' τον Αράκις αν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Μπήκαν στην τραπεζαρία και κάθισε στη θέση της, ενώ ο Λέτο πήγε στην κορυφή του τραπεζιού. Ένας υπηρέτης του κράτησε την καρέκλα, ο δούκας όμως έμεινε °ρθιος. Με μια χειρονομία του, οι στρατιώτες που βρίσκονταν γύρω απ' το τραπέζι έκαναν ένα βήμα πίσω και στάθηκαν προσοχή. Στην αίθουσα επικράτησε σιωπή. Απ' τη θέση της, η Τζέσικα παρατήρησε ένα τρέμισμα στις άκρες των χειλιών του Λέτο∙ ο δούκας ήταν οργισμένος. Τι τον εκνεύρισε; αναρωτήθηκε. Ασφαλώς όχι η πρόσκληση μου προς τον λαθρέμπορο. «Ορισμένοι κριτικάρησαν την απόφαση μου να καταργήσω τις λεκάνες με το νερό», είπε ο Λέτο. «Αυτός είναι ο τρόπος που χρησιμοποίησα για να σας πω ότι θ' αλλάξουν πολλά έθιμα». Οι άλλοι άρχισαν να ρίχνουν ταραγμένες ματιές μεταξύ τους. Τον νομίζουν μεθυσμένο, σκέφτηκε η Τζέσικα. Ο Λέτο σήκωσε την κανάτα με το νερό. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του. «Ως ιππότης της αυτοκρατορίας, θέλω να κάνω μια πρόποση», είπε. Οι άλλοι σήκωσαν ψηλά τις κανάτες τους. «Ήρθα και θα μείνω!» φώναξε ο Λέτο. Οι κανάτες κινήθηκαν προς τα χείλη των καλεσμένων, αλλά η κίνηση δεν ολοκληρώθηκε. Το χέρι του δούκα εξακολουθούσε να είναι υψωμένο. «Η πρόποση μου είναι ένα γνωστό απόφθεγμα: "Η δουλειά φέρνει την πρόοδο! Η επιτυχία πάει παντού"!» Ήπιε το νερό. Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν, χωρίς όμως να πάψουν να ρίχνουν ερωτηματικές ματιές μεταξύ τους. «Γκέρνι!» φώναξε ο δούκας. Η φωνή του Χάλεκ ακούστηκε.από ένα μικρό χώρο πίσω απ' τον Λέτο. «Παρών, κύριε μου». «Παίξε μας κάτι, Γκέρνι». Μια λεπτή μελωδία άρχισε ν' ακούγεται απ' το μπάλισετ του Χάλεκ, ενώ οι υπηρέτες έφερναν πιατέλες με φαγητά στο τραπέζι. Ανάμεσα τους υπήρχε καφές με μελάνζ (που η μυρωδιά του πλημμύρισε την αίθουσα) και κρασί απ' τον Καλαντάν. Ο δούκας όμως εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος. Καθώς οι επισκέπτες του τον κοίταζαν απορημένοι μέσα στο κροτάλισμα των μαχαιροπίρουνων, ο Λέτο είπε: «Τον παλιό καιρό, ήταν καθήκον του οικοδεσπότη να διασκεδάζει τους καλεσμένους με τα ταλέντα του». Έσφιξε με δύναμη την καράφα που κρατούσε. «Δυστυχώς, δεν τραγουδάω καλά, μπορώ όμως να σας απαγγείλω τους στίχους του τραγουδιού που παίζει ο Γκέρνι. Ας το θεωρήσουμε κι αυτό μια πρόποση ― μια πρόποση για όλους όσους σκοτώθηκαν για να έρθουμε εδώ». Μερικοί κινήθηκαν ανήσυχα γύρω στο τραπέζι. Η Τζέσικα κοίταξε εκείνους που κάθονταν κοντά της. Ήταν ο στρογγυλοπρόσωπος μεταφορέας νερού, η γυναίκα του (μια ωχρή, αυστηρή αντιπρόσωπος της τράπεζας Γκιλντ, που έμοιαζε με σκιάχτρο) και ο σημαδεμένος Τούεκ, με το βλέμμα χαμηλωμένο. Ο Λέτο άρχισε να απαγγέλλει με σοβαρή φωνή. Όταν τελείωσε, ήπιε άφθονο νερό απ' την κανάτα του και μετά την ακούμπησε με δύναμη στο τραπέζι, κάνοντας να χυθεί λίγο απ' το περιεχόμενο της πάνω στο τραπεζομάντιλο. Οι υπόλοιποι ήπιαν σιωπηλοί. Ο δούκας ξανασήκωσε την καράφα. Αυτή τη φορά άδειασε το υπόλοιπο νερό στο πάτωμα, ξέροντας ότι κι οι
άλλοι έπρεπε να κάνουν το ίδιο. Πρώτη ακολούθησε το παράδειγμα του η Τζέσικα. Ακολούθησε μια στιγμή παγωμένης σιωπής και μετά οι προσκαλεσμένοι άρχισαν να χύνουν το νερό της κανάτας τους στο πάτωμα. Η Τζέσικα πρόσεξε τον τρόπο με τον οποίο ο Πολ, καθισμένος κοντά στον πατέρα του, παρατηρούσε τις αντιδράσεις γύρω του. Έκανε κι εκείνη το ίδιο, προσέχοντας κυρίως τις γυναίκες. Άδειαζαν όλες το πόσιμο νερό διστακτικά, με χέρια που έτρεμαν, με νευρικά χαμόγελα... υπακούοντας κατ' ανάγκη στο παράδειγμα του δούκα. Ξαφνικά, είδε τον Κάινς ν' αδειάζει γρήγορα την κανάτα του σ' ένα δοχείο που ήταν κρυμμένο κάτω απ' το σακάκι του. Ο πλανητολόγος την αντιλήφθηκε, της έστειλε ένα χαμόγελο και σήκωσε την άδεια κανάτα προς το μέρος της σε μια σιωπηλή πρόποση. Φαινόταν εντελώς ατάραχος για την πράξη του. Η μουσική του Χάλεκ είχε τώρα αλλάξει ρυθμό κι είχε γίνει πιο ζωηρή, σε μια προσπάθεια να φτιάξει το κέφι των συνδαιτη μόνων. «Ας αρχίσει το δείπνο», είπε ο Λέτο και κάθισε στην καρέκλα του. Είναι οργισμένος και αβέβαιος, σκέφτηκε η Τζέσικα. Η απώλεια τον εκσκαφέα τον πείραξε πάρα πολύ. Ίσως όμως να συμβαίνει και κάτι άλλο, πιο σοβαρό. Δείχνει απελπισμένος. Αργά στην αρχή, αλλά όλο και πιο γρήγορα στη συνέχεια, το τραπέζι άρχισε να ζωντανεύει. Ο βιομήχανος στολών ερήμου συγχάρηκε την Τζέσικα για το μάγειρα και το κρασί της. «Είναι και οι δύο απ' τον Καλαντάν», τον πληροφόρησε εκείνη. «Υπέροχο!» αναφώνησε ο βιομήχανος, δοκιμάζοντας έναν εκλεκτό μεζέ. «Δεν έχει καθόλου μελάνζ. Βαρέθηκα πια τη γεύση του καρυκεύματος». Ο εκπρόσωπος της τράπεζας Γκιλντ κοίταξε τον Κάινς. «Πληροφορήθηκα, δόκτωρ», είπε, «ότι ένας ακόμα εκσκαφέας καταστράφηκε σε επίθεση αμμοσκούληκου». «Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα», παρατήρησε ο δούκας που τον άκουσε. «Ώστε είναι αλήθεια;» ρώτησε ο τραπεζικός. «Φυσικά, είναι αλήθεια!» φώναξε ο Λέτο. «Το ιπτάμενο φορτηγό εξαφανίστηκε. Είναι αδιανόητο, αλλά έτσι ακριβώς έγινε». «Όταν παρουσιάστηκε το σκουλήκι, τίποτα πια δεν μπορούσε να σώσει τον εκσκαφέα», είπε ο Κάινς. «Είναι αδιανόητο!» επανέλαβε ο δούκας. «Δεν είδε κανένας το φορτηγό να φεύγει;» ρώτησε ο τραπεζικός. «Οι ανιχνευτές συνήθως προσέχουν την άμμο για σκου-ληκοσήμαδα», είπε ο Κάινς. «Αυτή είναι η βασική τους ασχολία.-Το πλήρωμα ενός τέτοιου σκάφους αποτελείται από τέσσερα άτομα ― δυο πιλότους και δυο βοηθούς. Αν ένας ή δυο είχαν δωροδοκηθεί από εχθρούς του δούκα...» «Α, κατάλαβα», έκανε ο τραπεζικός. «Κι εσείς τι γνώμη έχετε ως Κριτής της Μεταβίβασης;» «θα σκεφτώ τα γεγονότα πολύ προσεκτικά», τον πληροφόρησε ο Κάινς. «Ένα τέτοιο θέμα όμως δεν μπορεί να συζητηθεί αυτή τη στιγμή». Το κάθαρμα!σκέφτηκε. Ξέρει ότι αυτό είναι κάτι που έχω διαταχθεί να αγνοήσω. Ο τραπεζικός χαμογέλασε και συνέχισε το φαγητό του. Η Τζέσικα θυμήθηκε μια διάλεξη από την εποχή που ήταν στο σχολείο της Μπένε Γκεσερίτ. Το θέμα ήταν κατασκοπεία και αντικατασκοπεία. Ομιλήτρια ήταν μια στρουμπουλή, χαρωπή Σεβασμιότατη Μητέρα, που η φωνή της αντηχούσε ακόμα στ' αφτιά της. Το βασικό χαρακτηριστικό όλων των σχολών κατασκοπείας ή και αντικατασκοπείας είναι ο ίδιος τρόπος αντίδρασης όλων των αποφοίτων τους. Η διδασκαλία αποτυπώνει τη σφραγίδα της πάνω στους μαθητές. Αυτός ο τρόπος υπόκειται σε ανάλυση και πρόβλεψη. Τα σχηματικά χαρακτηριστικά είναι όμοια σε όλους τους πράκτορες. Υπάρχουν, δηλαδή, ορισμένοι τύποι κινήτρων που μοιάζουν, παρά τις διαφορετικές σχολές ή τους ποικίλους αντικειμενικούς σκοπούς. Θα μάθετε πρώτα να ξεχωρίζετε αυτά τα στοιχεία για την ανάλυση σας, χρησιμοποιώντας μεθόδους που αποκαλύπτουν τις εσωτερικές προθέσεις ενός πράκτορα. Ύστερα, με προσεκτική παρατήρηση των γλωσσικών του εκφράσεων, θα διαπιστώσετε τι είναι εκείνο στο οποίο αποβλέπει. Όπως καθόταν τώρα στο τραπέζι με τον δούκα, το γιο της και τους υπόλοιπους καλεσμένους, ακούγοντας τον εκπρόσωπο της τράπεζας Γκιλντ, η Τζέσικα αισθάνθηκε μια ξαφνική ανατριχίλα: αυτός ο άνθρωπος ήταν πράκτορας των Χαρκόνεν. Η ομιλία του είχε τα χαρακτηριστικά του Γκιέντι Πράιμ ― καλυμμένα βέβαια, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να ξεφύγουν απ' το εκπαιδευμένο αφτί της. Αραγε αυτό σημαίνει ότι το Γκιλντ τάχθηκε εναντίον του οίκου των Ατρειδών; αναρωτήθηκε. Η σκέψη της έφερε ταραχή,
την οποία προσπάθησε να κρύψει παραγγέλλοντας λίγο φαγητό ακόμα, ενώ ταυτόχρονα πρόσεχε κάθε λέξη του τραπεζικού ώστε ν' αντιληφθεί ποιος ήταν ο αντικειμενικός του σκοπός. Θα αλλάξει τη συζήτηση με κάποιο λιγότερο οδυνηρό θέμα, σκέφτηκε. Είναι το χαρακτηριστικό του. Ο τραπεζικός συνέχισε το φαγητό του, ήπιε λίγο κρασί και χαμογέλασε ακούγοντας κάτι που του είπε η γυναίκα στα δεξιά του. Κατόπιν φάνηκε να προσέχει κάποιον στην άλλη άκρη του τραπεζιού, που εξηγούσε στο δούκα οτι τα φυτά του Αράκις δεν είχαν αγκάθια. «Μ' αρέσει να βλέπω το πέταγμα των πουλιών», είπε απευθυνόμενος στην Τζέσικα. «Φυσικά, όλα τρώνε πτώματα και ορισμένα ζουν χωρίς νερό, αφού συντηρούνται με αίμα». Η κόρη του βιομηχάνου, που καθόταν ανάμεσα στον Πολ και στον πατέρα του στην άλλη άκρη του τραπεζιού, έκανε ένα μορφασμό. «Ω, Σου-Σου, όλο αηδιαστικά πράγματα αναφέρεις». Ο τραπεζικός χαμογέλασε. «Με λένε Σου-Σου, γιατί είμαι οικονομικός σύμβουλος στην ' Ένωση Πωλητών Ύδατος». Η Τζέσικα τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Οι πωλητές νερού φωνάζουν "Σου-Σου-σουκ"!» της εξήγησε, μιμούμενος την κραυγή με τέτοια επιτυχία που πολλοί έβαλαν τα γέλια. Η Τζέσικα αντιλήφθηκε ότι η κοπέλα είχε προσφέρει στον τραπεζικό μια πολύ καλή ευκαιρία για να πει αυτά που είπε. Κοίταξε τον Λίνγκαρ Μπιουτ. Ο μεγιστάνας του νερού ήταν αφοσιωμένος στο φαγητό του, εκείνη όμως κατάλαβε ότι το πραγματικό νόημα των λόγων του ήταν: Έχω κάτω απ' τον έλεγχο μου τη μεγαλύτερη πηγή δύναμης πάνω στον Αράκις ― το νερό. Ο Πολ, που είχε προσέξει τα επιτηδευμένα λόγια του Μπιουτ, παρατήρησε ότι η μητέρα του συνέχιζε τη συζήτηση με τη μέθοδο του Μπένε Γκεσερίτ. Αποφάσισε λοιπόν να μπει κι αυτός στο παιχνίδι και στράφηκε στον τραπεζικό. «Εννοείτε δηλαδή, σερ, ότι αυτά τα πουλιά είναι κανίβαλοι;» «Παράξενη ερώτηση, κύριε μου», απάντησε εκείνος. «Είπα απλώς ότι συντηρούνται με αίμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τρώγονται μεταξύ τους». «Δεν ήταν παράξενη ερώτηση», είπε ο Πολ. Η Τζέσικα πρόσεξε τη λεπτή απόχρωση αμφισβήτησης στη φωνή του, κάτι που του είχε διδάξει η ίδια. « Όσοι ασχολούνται μ' αυτά τα θέματα ξέρουν ότι ο ισχυρότερος ανταγωνισμός στη φύση, γίνεται ανάμεσα στα συγγενικά είδη». Κάρφωσε σκόπιμα με το πιρούνι του ένα μεζέ απ' το πιάτο του συνομιλητή του και τον έφαγε αργά. «Τρώνε απ' το ίδιο πιάτο κι έχουν τις ίδιες βασικές ανάγκες». Ο τραπεζικός κοίταξε συνοφρυωμένος τον δούκα. «Μην κάνετε το λάθος να θεωρείτε το γιο μου παιδί», είπε ο Λέτο χαμογελώντας. Η Τζέσικα κοίταξε γύρω της. Ο Μπιουτ φαινόταν ευχαριστημένος, ενώ ο Κάινς και ο Τούεκ ήταν συνοφρυωμένοι. Ο τραπεζικός άφησε κάτω το πιρούνι του και μίλησε σε οργισμένο τόνο. «Λέγεται ότι οι Φρέμεν πίνουν το αίμα των νεκρών». Ο Κάινς κούνησε το κεφάλι του. «Όχι το αίμα, σερ», είπε με επιτιμητικό ύφος. «Όλα τα υγρά του σώματος του, τα οποία ανήκουν στη φυλή. Αυτό είναι αναγκαίο για όσους ζουν στην έρημο. Το νερό είναι πολύτιμο εκεί και, όπως ξέρουμε, το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά εβδομήντα στα εκατό από νερό. Ένας νεκρός δεν χρειάζεται, φυσικά, αυτό το νερό». Ο τραπεζικός ακούμπησε τις παλάμες του στο τραπέζι και, για μια στιγμή, η Τζέσικα πίστεψε ότι ήταν έτοιμος να σιτρώξει πίσω την καρέκλα του και να πεταχτεί όρθιος. Ο Κάινς την κοίταξε. «Συγνώμη, λαίδη, που άνοιξα μια τέτοια συζήτηση στο τραπέζι, αλλά σας είχαν δώσει λάθος πληροφορίες και το θέμα έπρεπε να ξεκαθαριστεί». «Συναναστρέφεστε τόσο πολύ τους Φρέμεν, που χάσατε κάθε ίχνος λεπτότητας», φώναξε ο τραπεζικός. Ο Κάινς τον ατένισε ήρεμα, παρατηρώντας το οργισμένο του πρόσωπο. «Με προκαλείτε, σερ;» Ο άλλος πάγωσε. Ξεροκατάπιε μια δυο φορές και προσπάθησε να σώσει τα προσχήματα. «Όχι, φυσικά. Δεν θα προσέβαλα τους οικοδεσπότες μας». Η Τζέσικα άκουσε το φόβο στη φωνή του, τον διέκρινε στο πρόσωπο και στην ανάσα του. Ο άνθρωπος είχε τρομοκρατηθεί! «Οι οικοδεσπότες μας είναι ικανοί ν' αποφασίζουν για λογαριασμό τους πότε προσβάλλονται», είπε ο Κάινς.
«Είναι γενναίοι και ξέρουν να υπερασπίζονται την τιμή τους. Το θάρρος τους πιστοποιείται απ' το γεγονός ότι βρίσκονται τώρα εδώ... στον Αράκις». Η Τζέσικα παρατήρησε ότι ο Λέτο το απολάμβανε ― όχι όμως και οι περισσότεροι απ' τους υπολοίπους. Οι δυο σημαντικότερες εξαιρέσεις ήταν ο Μπιουτ, που χαμογελούσε για το πάθημα του τραπεζικού, και ο λαθρέμπορος, ο Τούεκ, που κοίταζε τον Κάινς σαν να περίμενε κάτι. Ο Πολ ατένιζε τον πλανητολόγο με θαυμασμό. «Λοιπόν;» έκανε ο Κάινς. «Δεν ήθελα να σας προσβάλω», τραύλισε ο τραπεζικός. «Αν το 'κανα άθελα μου, ζητώ συγνώμη». «Εντάξει, λοιπόν», απάντησε εκείνος. Χαμογέλασε στην Τζέσικα και συνέχισε το φαγητό του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η γυναίκα παρατήρησε ότι και ο λαθρέμπορος φαινόταν ανακουφισμένος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε έτοιμος να πεταχτεί πάνω για να βοηθήσει τον Κάινς. Σίγουρα υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ τους. Ο Λέτο είχε αρχίσει να παίζει μ' ένα πιρούνι, κοιτάζοντας εξεταστικά τον Κάινς. Οι τρόποι του πλανητολόγου έδειχναν κάποια αλλαγή στη στάση του προς τον οίκο των Ατρειδών. Στη διάρκεια του ταξιδιού τους στην έρημο ήταν πολύ πιο ψυχρός. Η Τζέσικα έκανε νόημα στους υπηρέτες να σερβίρουν κι άλλο φαγητό κι εκείνοι υπάκουσαν χωρίς καθυστέρηση. Σιγά σιγά ξανάρχισε η συζήτηση, ο εκνευρισμός όμως, δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς. Ο τραπεζικός έτρωγε σκυθρωπός. Ο Κάινς θα τον σκότωνε χωρίς δισταγμό, σκέφτηκε η Τζέσικα. Ήταν έμπειρος, όπως όλοι οι Φρέμεν. Στράφηκε στο βιομήχανο που καθόταν στ' αριστερά της. «Με εκπλήσσει το πόσο σημαντικό είναι το νερό στον Αράκις», είπε. «Ναι, είναι πολύ σημαντικό», συμφώνησε εκείνος. «Τι φαγητό είναι αυτό; Πολύ νόστιμο». «Γλώσσες αγριοκούνελων με ειδική σάλτσα. Είναι μια παλιά συνταγή». «Πρέπει να μου τη δώσετε». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Θα το φροντίσω». Ο Κάινς στράφηκε προς το μέρος της. «Οι νεοφερμένοι στον Αράκις συχνά υποτιμούν την αξία του νερού». Διέκρινε πάλι εκείνο το συγκεκριμένο τόνο στη φωνή του. «Η ανάπτυξη», παρατήρησε, «βασίζεται στην ανάγκη μιας ελάχιστης ποσότητας, που αποτελεί το κρίσιμο σημείο». «Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς μέλη των μεγάλων οίκων που να καταλαβαίνουν τα πλανητολογικά προβλήματα», απάντησε ο Κάινς. «Το νερό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της ζωής στον Αράκις. Θυμηθείτε όμως ότι η ίδια η ανάπτυξη μπορεί να δημιουργήσει δυσμενείς συνθήκες, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα». Η Τζέσικα διαισθάνθηκε κάποιο κρυφό μήνυμα στα λόγια του Κάινς, δεν μπόρεσε όμως να το εντοπίσει. «Η ανάπτυξη», είπε. «Εννοείτε ότι ο Αράκις μπορεί ν' αποκτήσει αρκετό νερό, ώστε να γίνει πιο εύκολη η ανθρώπινη ζωή;» «Αδύνατον!» γάβγισε ο μεταφορέας νερού. Η Τζέσικα έστρεψε την προσοχή της στον Μπιουτ. «Αδύνατον;» «Αδύνατον για τον Αράκις. Μη δίνετε σημασία σ' αυτό τον ονειροπαρμένο. Όλες οι μαρτυρίες πιστοποιούν το αντίθετο». Ο Κάινς κοίταξε τον Μπιουτ. Όλες οι άλλες συζητήσεις γύρω στο τραπέζι σταμάτησαν και η προσοχή των συνδαιτημόνων, προσηλώθηκε στη νέα διαμάχη. «Οι εργαστηριακές μαρτυρίες τείνουν να μας κάνουν τυφλούς σ' ένα πολύ απλό γεγονός», είπε ο πλανητολό-γος. «Το γεγονός ότι ασχολούμαστε με θέματα που δημιουργήθηκαν και υφίστανται στην ύπαιθρο, εκεί που ζουν φυσιολογικά τα φυτά και τα ζώα». «Φυσιολογικά;» ειρωνεύτηκε ο Μπιουτ. «Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό στον Αράκις». «Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο», τον διέκοψε ο Κάινς. «Πολλά πράγματα μπορούν ν' αναπτυχθούν αρμονικά, αρκεί ν' αντιληφθούμε τις δυνατότητες του πλανήτη μας». «Αυτό δεν θα γίνει ποτέ», είπε ο Μπιουτ. Την ίδια στιγμή ο δούκας συνειδητοποίησε ότι η αλλαγή στη στάση του Κάινς είχε συντελεστεί μόλις μίλησε η Τζέσικα για τα φυτά του θερμοκηπίου. «Χρειάζεται για να μπει σε λειτουργία ένα αυτοσυντηρούμενο σύστημα, δόκτορ Κάινς;» ρώτησε ο Λέτο. «Αν καταφέρουμε να πάρουμε τρία στα εκατό από το φυτικό κόσμο του Αράκις που μετέχει στη διαδικασία
παραγωγής σύνθετου άνθρακα ως τροφή, τότε θ' αρχίσει μια ανακύκλωση που θα βάλει το σύστημα σε λειτουργία», απάντησε ο Κάινς. «Το νερό είναι το μοναδικό πρόβλημα;» ρώτησε πάλι ο δούκας. Ένιωθε ότι μοιραζόταν και ο ίδιος την έξαψη που είχε κυριέψει τον πλανητολόγο. «Όχι. Είναι όμως εκείνο που επισκιάζει όλα τα άλλα. Αυτός ο πλανήτης έχει πολύ οξυγόνο, χωρίς τα-συνηθισμένα του επακόλουθα ― αναπτυγμένη φυτική ζωή και μεγάλες πηγές έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα από φυσικές πηγές, όπως είναι τα ηφαίστεια. Αντίθετα, υπάρχουν πολλές ασυνήθιστες χημικές μεταβολές σε μεγάλες εκτάσεις της επιφάνειας του». , «Δεν οργανώσατε δοκιμαστικά προγράμματα;» «Ασχοληθήκαμε πολύ καιρό μέχρι να κατασκευάσουμε μικρές πειραματικές μονάδες, απ' τις οποίες θα μπορέσουμε να βγάλουμε σιγά σιγά ορισμένα συμπεράσματα», απάντησε ο πλανητολόγος. «Δεν υπάρχει αρκετό νερό», είπε ο Μπιουτ. «Ο κύριος Μπιουτ έχει μεγάλη εμπειρία», έκανε ο Κάινς. «Δεν υπάρχει αρκετό νερό». Ο δούκας έκανε μια κοφτή χειρονομία. «Όχι!» φώναξε. «Θέλω μια σαφή απάντηση! Υπάρχει αρκετό νερό, κύριε Κάινς;» Εκείνος κοίταξε το πιάτο του. Η Τζέσικα παρατήρησε τα συναισθήματα που καθρεφτίζονταν στο πρόσωπο του. Προσπαθεί να κρυφτεί, σκέφτηκε. Έχει μετανιώσει γι' αυτά που είπε. «Υπάρχει αρκετό νερό;» ξαναρώτησε ο δούκας. «Ίσως... να υπάρξει», είπε ο Κάινς. Υποκρίνεται ότι δεν είναι βέβαιος, σκέφτηκε η Τζέσικα. Με τη βαθιά διαίσθηση του, ο Πολ κατάλαβε τις υπεκφυγές του πλανητολόγου και χρησιμοποίησε όλη την εκπαίδευση που είχε υποστεί για να κρύψει την έξαψη του. Υπάρχει μπόλικο νερό! Ο Κάινς όμως δε θέλει να γίνει γνωστό αυτό. «Ο πλανητολόγος μας έχει πολλά ωραία όνειρα», είπε ο Μπιουτ. «Ονειρεύεται προφητείες και Μεσίες, μαζί με τους Φρέμεν». Γύρω στο τραπέζι ακούστηκαν γέλια. Απόψε υπάρχει μεγάλη ένταση, σκέφτηκε η Τζέσικα. Συμβαίνουν πολλά που δεν καταλαβαίνω. Πρέπει να βρω νέες πηγές πληροφοριών. Ο δούκας κοίταξε διαδοχικά τον Κάινς, τον Μπιουτ και την Τζέσικα. Αισθανόταν παράξενα, σαν να του είχε συμβεί κάτι σημαντικό. «Ίσως», μουρμούρισε. «Νομίζω ότι αυτό πρέπει να το συζητήσουμε κάποια άλλη φορά, κύριε μου», είπε βιαστικά ο πλανητολόγος. «Υπάρχουν πολλά...» Σταμάτησε ξαφνικά καθώς ένας στρατιώτης των Ατρειδών μπήκε βιαστικά από την πόρτα υπηρεσίας και, οδηγούμενος απ' το φρουρό, έφτασε μπροστά στον δούκα. Εκεί, έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στ' αφτί του Λέτο. Η Τζέσικα αναγνώρισε τα διακριτικά του σώματος του Χαβάτ πάνω στη στολή του και αισθάνθηκε κάποια ανησυχία. Γύρισε στη συνοδό του βιομηχάνου στολών, μια μικροσκοπική γυναίκα με μαύρα μαλλιά και κουκλίστικο πρόσωπο. f «Ούτε καν δοκιμάσατε το φαγητό σας, αγαπητή μου», ειπε. «Να σας παραγγείλω κάτι άλλο;» Εκείνη κοίταξε το βιομήχανο πριν απαντήσει. «Δεν πεινάω πολύ». Ο δούκας σηκώθηκε απότομα απ' τη θέση του/«Παρα-καλώ, συνεχίστε το φαγητό σας», είπε με κοφτή φχονή. «Ζητώ συγνώμη, αλλά προέκυψε κάποιο θέμα που πρέπει να το φροντίσω προσωπικά. Πολ, θα φροντίσεις εσύ τους καλεσμένους μας». Ο γιος του σηκώθηκε. Ήθελε να μάθει για ποιο λόγο έπρεπε να φύγει ο Λέτο, ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να τον ρωτήσει εκείνη τη στιγμή. Έκανε το γύρο του τραπεζιού και κάθισε στην καρέκλα του πατέρα του. Ο δούκας στράφηκε στον προθάλαμο όπου βρισκόταν ο Χάλεκ. «Γκέρνι, πάρε σε παρακαλώ τη θέση του Πολ στο»τρα-πέζι. Όταν τελειώσει το δείπνο, ίσως χρειαστεί να έρθετε μαζί στο στρατόπεδο. Να περιμένεις να σας καλέσω». Ο Χάλεκ ξεπρόβαλε απ' το μέρος όπου καθόταν. Το άσχημο πρόσωπο του αποτελούσε παραφωνία μέσα στο πολυτελές και καλόγουστο περιβάλλον της τραπεζαρίας. Ακούμπησε το μπάλισετ στον τοίχο και κάθισε στη θέση του Πολ.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας», συνέχισε ο δούκας, «παρακαλώ όμως να μη βγει κανείς απ' το σπίτι μέχρι να διαπιστώσουν οι φρουροί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Όσο βρίσκεστε εδώ είστε απόλυτα ασφαλής. Το θέμα θα ξεκαθαρίσει γρήγορα». Ο Πολ έπιασε αμέσως τις λέξεις-κλειδιά στα λόγια του πατέρα του: φρουροί―ασφαλής― γρήγορα. Το πρόβλημα λοιπόν ήταν η ασφάλεια∙ δεν είχε συμβεί κανένα βίαιο γεγονός. Είδε ότι και η μητέρα του είχε συλλάβει το μήνυμα και φαινόταν ήρεμη. Ο δούκας χαιρέτισε τους άλλους μ' ένα γρήγορο κούνημα του κεφαλιού και βγήκε απ' την αίθουσα ακολου-, θούμενος απ' το στρατιώτη. «Παρακαλώ, ας συνεχίσουμε το δείπνο μας», είπε ο Πολ. «Νομίζω ότι ο δόκτορ Κάινς έλεγε κάτι για το νερό». «Μπορούμε να το συζητήσουμε κάποια άλλη φορά;» παρακάλεσε ο πλανητολόγος. «Ασφαλώς», απάντησε ο Πολ: Η Τζέσικα παρατήρησε με ικανοποίηση την υπερήφανη στάση και την ωριμότητα του γιου της. Ο τραπεζικός σήκωσε την καράφα με το νερό του κι έκανε μια χειρονομία προς το μέρος του Μπιουτ. «Κανένας δεν μπορεί να παραβγεί με τον κύριο Λίνγκαρ Μπιουτ σε ωραίες εκφράσεις. Έλα, λοιπόν, φίλτατε. Κάνε μια πρόποση για το αγόρι που πρέπει να το μεταχειρίζονται σαν άντρα». Η Τζέσικα έσφιξε τις γροθιές της κάτω απ' το τραπέζι. Είδε τον Χάλεκ να κάνει κάποιο αδιόρατο σήμα στον Άινταχο και στη συνέχεια, παρατήρησε ότι οι στρατιώτες τοποθετήθηκαν σε πιο επίσημες θέσεις κοντά στον Πολ, προσπαθώντας να μη γίνουν αντιληπτές οι προθέσεις τους απ' τους υπόλοιπους συνδαιτημόνες. Ο Μπιουτ έριξε μια φαρμακερή ματιά στον τραπεζικό. Ο Πολ κοίταξε τον Χάλεκ και αντιλήφθηκε τη μετατόπιση των φρουρών του. Ύστερα κάρφωσε με το βλέμμα τον τραπεζικό και περίμενε μέχρι που εκείνος κατέβασε την καράφα. «Κάποτε, στον Καλαντάν», είπε, «είδα το κορμί ενός ψαρά που είχε πνιγεί. Ήταν...» «Είχε πεθάνει;» ρώτησε η κόρη του βιομηχάνου στολών. Ο Πολ δίστασε για λίγο. «Ναι. Βυθίστηκε στο νερό μέχρι που πέθανε. Πνίγηκε». «Ενδιαφέρων τρόπος θανάτου», μουρμούρισε η κοπέλα. Ο Πολ στράφηκε στον τραπεζικό χαμογελώντας. «Το ενδιαφέρον σ' αυτή την ιστορία ήταν τα τραύματα που είχε στους ώμους. Ο ψαράς ήταν μαζί με άλλους σε μια βάρκα ―ένα σκάφος που μπορεί και ταξιδεύει στο νερό― η οποία βούλιαξε. Εκείνος που βρήκε το πτώμα είπε ότι είχε ξαναδεί παρόμοια σημάδια πολλές φορές στο παρελθόν. Έδειχναν ότι κάποιος άλλος που πνιγόταν επίσης, είχε προσπαθήσει να σταθεί στους ώμους του πνιγμένου, προσπαθώντας να φτάσει ο ίδιος στην επιφάνεια ― στον αέρα». «Και γιατί είναι ενδιαφέρον αυτό;» ρώτησε ο τραπεζικός. «Εκείνη την εποχή ο πατέρας μου έκανε μια παρατήρηση. Είπε ότι η στάση του πνιγμένου που σκαρφαλώνει στους ώμους σου για να σωθεί ο ίδιος, είναι κατανοητή... εκτός κι αν αυτό συμβεί μέσα σ' ένα σαλόνι». Ο Πολ σταμάτησε λίγο για ν' αντιληφθεί ο τραπεζικός τι θ' ακολουθούσε. «Και, θα 'πρεπε να προσθέσω, αν το δει κανείς στο τραπέζι του φαγητού». , Μια ξαφνική σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Πολύ τολμηρό, σκέφτηκε ξαφνιασμένη η Τζέσικα. Αν είναι ευέξαπτος, μπορεί να του επιτεθεί Πρόσεξε ότι ο 'Αινταχο και οι στρατιώτες είχαν ετοιμαστεί για δράση. Ο Γκέρνι Χάλεκ παρακολουθούσε με προσοχή τις αντιδράσεις των υπολοίπων. «Χα-χα-χα-α-α!» ακούστηκε ξαφνικά. Ήταν ο Τούεκ, που είχε ρίξει πίσω το κεφάλι και γελούσε με την καρδιά του. Πολλοί χαμογέλασαν νευρικά. Ο Μπιουτ μόρφασε έντονα. Ο τραπεζικός είχε σπρώξει πίσω την καρέκλα του κι αναμετρούσε τον Πολ με το βλέμμα. «Όποιος προκαλεί τους Ατρείδες, αναλαμβάνει τις ευθύνες του», παρατήρησε ο Κάινς. «Είναι συνήθεια των Ατρειδών να προσβάλλουν τους καλεσμένους τους;» φώναξε ο τραπεζικός. Πριν προλάβει να μιλήσει ο Πολ, η Τζέσικα έσκυψε μπροστά. «Σερ!» είπε. Πρέπει να μάθουμε το παιχνίδι αυτού του πράκτορα των Χαρκόνεν, σκεφτόταν ταυτόχρονα. Ήρθε για να προκαλέσει τον Πολ; Έχει βοηθούς; «Ο γιος μου έκανε μια περιγραφή κι εσείς παραδέχεστε ότι σας ταιριάζει απόλυτα; Πολύ συναρπαστική αποκάλυψη». Το χέρι της γλίστρησε κάτω απ' το τραπέζι, κοντά στη θήκη του κράισναϊφ που είχε στερεώσει στο πόδι της.
Ο τραπεζικός γύρισε προς το μέρος της. Ταυτόχρονα ο Πολ τραβιόταν μακριά απ' το τραπέζι, έτοιμος για δράση. Είχε αντιληφθεί την κωδική λέξη περιγραφή, που σήμαινε «ετοιμάσου για αγώνα». Ο Κάινς έριξε μια εξεταστική ματιά στην Τζέσικα κι έκανε μια αδιόρατη χειρονομία προς το μέρος του Τούεκ. Ο λαθρέμπορος πετάχτηκε πάνω και σήκωσε την κανάτα του. «Θα κάνω μια πρόποση», είπε. «Στον νεαρό Πολ Ατρείδη, που έχει εμφάνιση μικρού, αλλά συμπεριφορά άντρα». Γιατί μπαίνουν στη μέση; αναρωτήθηκε η Τζέσικα. Ο τραπεζικός κοίταξε τον Κάινς και στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε ο τρόμος. Όλοι υποχωρούν μπροστά στον Κάινς, συλλογίστηκε πάλι η Τζέσικα. Ποιο είναι το μυστικό της δύναμης του; Σίγουρα όχι επειδή είναι Κριτής της Μεταβίβασης ― αυτό είναι προσωρινό. Ούτε όμως επειδή είναι δημόσιος υπάλληλος. Τράβηξε το χέρι της απ' το μαχαίρι και ύψωσε την κανάτα της προς το μέρος του πλανητολόγου, που τη μιμήθηκε ευγενικά. Μόνο ο Πολ και ο τραπεζικός (Άκου, Σου-σου! Τι αστείο παρατσούκλι, σκέφτηκε η γυναίκα) δεν είχαν πάρει τις καράφες στα χέρια τους. Η προσοχή του τραπεζικού εξακολουθούσε να είναι στραμμένη στον Κάινς, ενώ ο γιος της κοίταζε το πιάτο του. Το χειριζόμουν σωστά, σκέφτηκε ο Πολ. Γιατί ανακατεύτηκαν; Κοίταξε λοξά τους διπλανούς του. Ετοιμάσου για αγώνα; Ποιος θα επιχειρούσε κάτι; Σίγουρα όχι ο εκπρόσωπος της τράπεζας. Ο Χάλεκ ανακάθισε στη θέση του και μίλησε χωρίς να απευθύνεται συγκεκριμένα σε κάποιον. «Στην κοινωνία μας, κανείς δεν πρέπει να προσβάλλεται τόσο εύκολα. Είναι καθαρή αυτοκτονία». Κοίταξε την κόρη του βιομηχάνου που καθόταν δίπλα του. «Δεν νομίζετε, δεσποινίς;» «Ναι, ναι. Πραγματικά. Υπάρχει μεγάλη βία. Πολλές φορές δεν υπάρχει πρόθεση προσβολής, αρκετοί όμως πεθαίνουν άδικα. Είναι εντελώς παράλογο». «Συμφωνώ απόλυτα», απάντησε ο Χάλεκ. Η Τζέσικα παρατήρησε τις αντιδράσεις της κοπέλας. Αυτό το κουφιοκέφαλο θηλυκό δεν είναι και τόσο κουφιοκέφαλο όσο δείχνει, σκέφτηκε. Είχε αρχίσει τώρα ν' αντιλαμβάνεται την απειλή και διαπίστωνε ότι και ο Χάλεκ την είχε πάρει είδηση. Σκόπευαν να παρασύρουν τον Πολ με το σεξ. Αισθάνθηκε ανακούφιση. Ο γιος της το είχε αντιληφθεί σίγουρα. Ο Κάινς στράφηκε στον τραπεζικό. «Νομίζω ότι θα χρειαστεί κι άλλη αίτηση συγνώμης», είπε. Ο άλλος γύρισε στην Τζέσικα μ' ένα μορφασμό. «Φοβάμαι ότι ήπια αρκετά απ' το ωραίο κρασί σας. Είναι ομως δυνατό κι εγώ είμαι αμάθητος». Εκείνη αντιλήφθηκε το φαρμάκι που έσταζε η φωνή του και του απάντησε ήρεμα: «Όταν ανταμώνουν ξένοι, πρέπει να ανέχεται ο ένας τα διαφορετικά έθιμα του άλλου». «Ευχαριστώ, λαίδη», απάντησε ο άντρας. Η συνοδός του βιομηχάνου έσκυψε προς το μέρος της οικοδέσποινας. «Ο δούκας είπε ότι εδώ είμαστε ασφαλείς. Ελπίζω ότι δεν θα έχουμε φασαρίες». Της έχουν πει να στρέψει εκεί τη συζήτηση, σκέφτηκε η Τζέσικα. «Ίσως αυτό να αποδειχτεί χωρίς σημασία», είπε. «Όσο συνεχίζεται η έχθρα ανάμεσα στους Ατρείδες και στους Χαρκόνεν, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τίποτα. Ο δούκας πάντως έχει κηρύξει κάνλι. Δεν θ' αφήσει, φυσικά, ζωντανό κανέναν πράκτορα των Χαρκόνεν πάνω στον Αράκις». Κοίταξε τον εκπρόσωπο της τράπεζας Γκιλντ. «Οι συνελεύσεις βρίσκονται στο πλευρό του». Ύστερα γύρισε στον πλανητολόγο. «Έτσι δεν είναι, δόκτορ Κάινς;» «Ακριβώς», απάντησε εκείνος. Η συνοδός του βιομηχάνου ζήτησε ένα πιάτο με αρα-κινά πτηνά. Η Τζέσικα την άκουσε, έκανε νόημα σ' έναν υπηρέτη και μετά γύρισε στον τραπεζικό. «Μιλήσατε προηγουμένως για τα πτηνά και τις συνήθειες τους. Υπάρχουν ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα, βλέπω, στον Αράκις. Πέστε μου, πού υπάρχει το καρύκευμα; Πρέπει να πάει κανείς πολύ βαθιά στην έρημο για να το βρει;» «Όχι, όχι, λαίδη», της απάντησε εκείνος. «Ξέρουμε πολύ λίγα για το εσωτερικό της ερήμου και σχεδόν τίποτα για τις νότιες περιοχές». «Μερικοί τολμηροί συλλέκτες καρυκεύματος», μπήκε στη μέση ο Κάινς, «προχωρούν αρκετά βαθιά στην κεντρική ζώνη, αυτό όμως είναι πολύ επικίνδυνο, γιατί ξεσπάνε φοβερές θύελλες. Οι απώλειες αυξάνουν σημαντικά όσο απομακρυνόμαστε απ' το Προστατευτικό Τείχος. Δεν μπορούμε λοιπόν να προχωρήσουμε πολύ νότια. Ίσως, αν είχαμε μετεωρολογικούς δορυφόρους...» Ο Μπιουτ σήκωσε το βλέμμα και μίλησε με το στόμα γεμάτο: «Λέγεται ότι οι Φρέμεν ταξιδεύουν σ' ολόκληρη
την έρημο κι ότι έχουν ανοίξει πηγάδια ακόμη και στο νοτιότερο πλάτος του Αράκις». «Πηγάδια;» απόρησε η Τζέσικα. «Διαδόσεις, λαίδη», είπε βιαστικά ο Κάινς. «Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα πάνω σ' αυτό τον πλανήτη...» Λέει ψέματα, σκέφτηκε η γυναίκα. Γιατί δε λέει αλήθεια; αναρωτήθηκε ο Πολ. «Πολύ ενδιαφέρον», έκανε η Τζέσικα. «Ξέρω ότι έχετε ένα ρητό», είπε ο Πολ. «Η καλλιέργεια προέρχεται απ' τις πόλεις και η σοφία απ' την έρημο». «Υπάρχουν πολλά ρητά στον Αράκις», είπε ο Κάινς. Πριν προλάβει η Τζέσικα να κάνει μια νέα ερώτηση, ένας υπηρέτης πλησίασε κι έσκυψε κοντά της μ' ένα σημείωμα. Εκείνη το πήρε, το ξεδίπλωσε, αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του Λέτο και το διάβασε γρήγορα. «Ίσως θα θέλατε να μάθετε», είπε στους υπόλοιπους, «ότι ο δούκας τακτοποίησε το θέμα που τον ανάγκασε να φύγει απ' το τραπέζι. Το χαμένο αναγνωριστικό βρέθηκε. Ένας πράκτορας των Χαρκόνεν ανάμεσα στο πλήρωμα ανάγκασε τον πιλότο να το προσγειώσει σε μια βάση λαθρεμπόρων, ελπίζοντας να το πουλήσει εκεί. Ευτυχώς, τόσο το σκάφος όσο και οι δυο άντρες γύρισαν σώοι». Κούνησε το κεφάλι της με νόημα προς το μέρος του. Εκείνος της ανταπέδωσε το νεύμα. Η Τζέσικα δίπλωσε το σημείωμα και το έκρυψε στο μανίκι της. «Χαίρομαι που το θέμα δεν κατέληξε σε σύγκρουση», είπε ο τραπεζικός. «Ο κόσμος ελπίζει ότι οι Ατρείδες θα φέρουν ειρήνη και ευημερία στον τόπο». «Προπάντων ευημερία», πλειοδότησε ο Μπιουτ. «Μπορούμε τώρα να πάρουμε το επιδόρπιο μας;» ρώτησε η Τζέσικα. «Είπα στον σεφ να φτιάξει ένα γλυκό του Καλαντάν». «Πολύ ωραία», είπε ο βιομήχανος στολών. «Θα μας δώσετε τη συνταγή;» «Όποια συνταγή θέλετε», του απάντησε. Κράτησε μια νοερή σημείωση να μιλήσει σχετικά στον Χαβάτ. Ο βι°μήχανος έδειχνε άνθρωπος που μπορούσε να εξαγοράζει. Ύστερα ξανασκέφτηκε το κωδικοποιημένο μέρος χου μηνύματος που της είχε στείλει ο Λέτο. Οι Χαρκόνεν προσπάθησαν ν' αρπάξουν ένα φορτίο με όπλα ακτινών λέιζερ, αλλά τους συλλάβαμε. Αυτό ίσως να σημαίνει ότι δεν τα κατάφερναν. Λάβε τα κατάλληλα μέτρα. Η Τζέσικα συλλογίστηκε για λίγο τα όπλα. Η λευκό-πυρη ακτίνα τους μπορούσε να διαπεράσει οποιαδήποτε γνωστή ύλη, αρκεί να μην ήταν καλυμμένη με ασπίδα ενεργειακού πεδίου. Το γεγονός ότι η ενέργεια της ασπίδας θα προκαλούσε την έκρηξη τόσο της ίδιας όσο και του όπλου με τις ακτίνες λέιζερ, δεν φαινόταν ν' απασχολεί τους Χαρκόνεν. Γιατί, άραγε; Μια τέτοια έκρηξη ήταν πολύ επικίνδυνη∙ μπορούσε να σκοτώσει τον κάτοχο του όπλου καθώς και το στόχο του ― παρά την ασπίδα που θα τον κάλυπτε. Το ερώτημα αυτό της έφερνε ανησυχία. «Εγώ δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή ότι θα βρίσκαμε το αναγνωριστικό», είπε ο Πολ. «Όταν ο πατέρας μου, ασχολείται με κάποιο πρόβλημα, βρίσκει πάντα τη λύση. Αυτό θα το διαπιστώσουν πολύ σύντομα οι Χαρκόνεν». Νιώθει έπαρση, σκέφτηκε η Τζέσικα, και δεν θα 'πρε-πε. Κανένας απ' όσους θα κοιμηθούν απόψε κάτω απ' την επιφάνεια του εδάφους για προφύλαξη από τις ακτίνες λέιζερ δεν Θα 'πρεπε να νιώθει έπαρση. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής ― πληρώνουμε όλοι τη βία των προγόνων μας. Από το «Μουαντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Η Τζέσικα άκουσε τη φασαρία στο μεγάλο χολ κι άναψε τη λάμπα δίπλα στο κρεβάτι της. Το ρολόι δεν είχε ρυθμιστεί στην τοπική ώρα και χρειάστηκε να αφαιρέσει είκοσι ένα λεπτά, για να βεβαιωθεί ότι ήταν δύο περίπου τα χαράματα. Η φασαρία ήταν δυνατή και συνεχής. Πρόκειται για επίθεση των Χαρκόνεν; αναρωτήθηκε. Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε τις οθόνες ενδο-παρατήρήσης για να δει πού βρισκόταν η οικογένεια της. Είδε τον Πολ να κοιμάται στο βαθύ κελάρι που είχε μετατραπεί βιαστικά σε υπνοδωμάτιο. Σίγουρα ο θόρυβος δεν έφτανε ως εκεί. Το δωμάτιο του δούκα ήταν άδειο και το κρεβάτι άθικτο. Βρισκόταν ακόμη στο στρατόπεδο; Στάθηκε για λίγο όρθια, προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί. Άκουσε μια δυνατή, διαπεραστική φωνή. Κάποιος φώναζε το όνομα του Γιούε. Η Τζέσικα βρήκε μια ρόμπα, την έριξε στους ώμους της, φόρεσε ένα ζευγάρι παντόφλες και στερέωσε στη γάμπα της τη θήκη με το κράισναϊφ. Ακούστηκε πάλι εκείνος που φώναζε τον Γιούε. Έσφιξε τη ζώνη της ρόμπας της και βγήκε στο διάδρομο. Κι αν έχει πάθει τίποτα ο Λέτο; σκέφτηκε ξαφνικά. Ο διάδρομος της φάνηκε ατέλειωτος. Έφτασε στην άκρη του, έστριψε, πέρασε την τραπεζαρία και βρέθηκε στο τεράστιο σαλόνι∙ όλα τα φώτα του ήταν αναμμένα.
Δεξιά της, κοντά στην είσοδο, είδε δυο φρουρούς να κρατάνε ανάμεσα τους τον Ντάνκαν 'Αινταχο. Το κεφάλι του ήταν πεσμένο μπροστά. «Βλέπεις τι έκανες;» του είπε ο ένας. «Ξύπνησες τη λαίδη Τζέσικα». Πίσω τους οι κουρτίνες ανέμισαν, σημάδι ότι η εξώπορτα εξακολουθούσε να είναι ανοιχτή. Ο Λέτο και ο Γιούε δεν φαίνονταν πουθενά. Σε μια άκρη στεκόταν η Μέιπς, που ατένιζε τον Ντάνκαν με ύφος ψυχρό. Φορούσε μια μακριά καφέ ρόμπα, με σχέδια στο στρίφωμα και μπότες ερήμου με λυμένα κορδόνια. «Ώστε ξύπνησα τη λαίδη Τζέσικα», τραύλισε>ο 'Αινταχο. Σήκωσε το κεφάλι του. «Πρώτα όμως έβαψα το σπαθί μου στο αίμα των ανθρώπων του Γκρούμαν!» Θεέ μου! Είναι μεθυσμένος! σκέφτηκε η Τζέσικα. Στο σκούρο, στρογγυλό πρόσωπο του 'Αινταχο είχε ζωγραφιστεί ένας μορφασμός. Τα μαλλιά του ήταν γεμάτα χώματα. Ένα σκίσιμο στο χιτώνιο του έδειχνε ότι από κάτω φορούσε ακόμη το πουκάμισο που είχε βάλει για να έρθει στη δεξίωση. Η Τζέσικα πήγε κοντά του. Ένας απ' τους φρουρούς κούνησε το κεφάλι του προς το μέρος της, χωρίς ν' αφήσει τον 'Αινταχο. «Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, λαίδη. Έκανε φασαρία έξω απ' το σπίτι και δεν ήθελε να μπει μέσα. Φοβηθήκαμε ότι θα γινόταν θέαμα στους ντόπιους κι αυτό θα μας έβγαζε πολύ κακό όνομα». «Πού είχε πάει;» «Συνόδεψε μια κοπέλα στο σπίτι της μετά τη δεξίωση, σύμφωνα με εντολή του Χαβάτ». «Ποια ήταν αυτή η κοπέλα;» «Μια υπηρέτρια. Καταλαβαίνετε, κυρία;» Έριξε μι∙ λοξή ματιά στη Μέιπς και χαμήλωσε τον τόνο της φωνή του. «Όλο τον 'Αινταχο αγγαρεύουν σε τέτοια θέματα» Ώστε έτσι, συλλογίστηκε η Τζέσικα. Γιατί όμως είνα μεθυσμένος; Στράφηκε στη Μέιπς συνοφρυωμένη. «Φέρε κάτι για ν< συνέλθει. Νομίζω ότι υπάρχει λίγος καφές με καρύκευμα». Η γυναίκα κούνησε τους ώμους και ξεκίνησε για την κουζίνα. Οι μπότες της αντηχούσαν πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Ο Άινταχο κούνησε το κεφάλι του κι άρχισε να τραυ-λίζει ακατάληπτες φράσεις. Ένας ήχος από μια μικρή πόρτα του χολ τράβηξε την προσοχή της Τζέσικα. Στράφηκε κι είδε τον Γιούε να πλησιάζει κρατώντας την ιατρική του τσάντα στο αριστερό χέρι. Έδειχνε χλομός κι εξαντλημένος∙ στο μέτωπο του ξεχώριζε το ρομβοειδές τατουάζ. «Βρε, καλώς το γιατρό!» φώναξε ο Άινταχο. «Τι χαμπάρια, γιατρέ;» Ύστερα γύρισε στην Τζέσικα και συνέχισε τραυλίζοντας: «Γίνομαι γελοίος, ε;» Εκείνη έκανε ένα μορφασμό κι έμεινε σιωπηλή. Γιατί μέθυσε; «Κατέβασα πολλή μπίρα», είπε ο Ντάνκαν, λες και αντιλήφθηκε την απορία της. Έκανε μια προσπάθεια να κρατήσει το κορμί του ίσιο. Η Μέιπς εμφανίστηκε μ' ένα φλιτζάνι που άχνιζε και σταμάτησε πίσω απ ∙ τον Γιούε μη ξέροντας τι έπρεπε να κάνει. Κοίταξε την Τζέσικα, εκείνη όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο Γιούε άφησε την τσάντα του στο πάτωμα. «Πολλή μπίρα, ε;» είπε. «Ήταν υπέροχη», τραύλισε ο Άινταχο. «Το καλύτερο ποτό που έχω πιει στη ζωή μου. Πρώτα όμως έβαψα το σπαθί μου στο αίμα των ανθρώπων του Γκρούμαν! Σκότωσα ένα Χαρκό... Χαρκό...» Ο Γιούε γύρισε και είδε τη Μέιπς με το φλιτζάνι στο χερι. «Τι είναι αυτό;» «Καφές», είπε η Τζέσικα. Ο Γιούε πήρε το φλιτζάνι και το πρότεινε στον Ντάνκαν. «Πιες το». «Δεν θέλω άλλο ποτό». «Πιες το, είπα!» Ο Ντάνκαν προσπάθησε να κάνει ένα βήμα μπροστά, παρασύροντας μαζί του και τους φρουρούς που συνέχιζαν να τον κρατάνε. «Δεν θέλω άλλο ποτό, γιατρέ». «Θα το πιεις. Είναι καφές. Θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα». \ «Δεν θέλω να νιώσω καλύτερα». «Δεν μπορούμε να τσακωνόμαστε μαζί του όλη τη νύχτα, δόκτορ Γιούε», είπε η Τζέσικα.
«Θα έλεγα να γυρίσετε στο δωμάτιο σας, κυρία», είπε εκείνος. «Θα τον φροντίσω εγώ». Η Τζέσικα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Έκανε δυο βήματα μπροστά και χαστούκισε τον Ντάνκαν με δύναμη. Εκείνος έπεσε προς τα πίσω, αλλά συγκρατήθηκε απ' τους φρουρούς. «Δεν είναι συμπεριφορά αυτή μέσα στο σπίτι του δούκα», φώναξε η γυναίκα. Άρπαξε το φλιτζάνι απ' τα χέρια του Γιούε κάνοντας να χυθεί λίγο απ' το περιεχόμενο του και το πρότεινε στον Ντάνκαν. «Πιες το αμέσως! Είναι διαταγή!» Εκείνος τίναξε το κεφάλι του και την κοίταξε περιφρο-νητικά. Ύστερα μίλησε αργά, τονίζοντας τις λέξεις του. «Δεν παίρνω διαταγές από έναν κατάσκοπο των Χαρκόνεν». Παγωμένος, ο Γιούε γύρισε προς το μέρος της Τζέσικα. Το πρόσωπο της ήταν ωχρό. Κούνησε το κεφάλι της με συλλογισμένο ύφος. Τώρα τα καταλάβαινε όλα∙ τα μισόλογα και οι βιαστικές κινήσεις γύρω της τον τελευταίο καιρό αποχτούσαν νόημα. Ένιωσε να κυριεύεται από μια τόσο τρομερή οργή, που μόνο η εκπαίδευση της στο Μπένε Γκεσερίτ φάνηκε ικανή να την κάνει να συγκρατηθεί. Ακόμα κι έτσι όμως, το κορμί της έτρεμε. Όλο τον Αινταχο αγγαρευονν σε τέτοια θέματα! Έριξε μια ματιά στον Γιούε. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα. «Το ήξερες αυτό;» ρώτησε. «Είχα... είχα ακούσει φήμες, λαίδη. Δεν ήθελα όμως να πω τίποτα για να μη σε στενοχωρήσω». «Τον Χαβάτ!» φώναξε. «Θέλω αμέσως τον Τουφίρ Χα βάτ!» «Μα...» «Αμέσως!» Πρέπει να είναι αυτός, σκέφτηκε. Μια τέτοια υποψί απ' οποιονδήποτε άλλο, θα είχε απορριφθεί χωρίς συζήτηση. Ο Άινταχο μουρμούρισε κάτι κουνώντας το κεφάλι του. Η Τζέσικα κοίταξε το φλιτζάνι που κρατούσε και ξαφνικά πέταξε το περιεχόμενο του στο πρόσωπο του Ντάνκαν. «Κλειδώστε τον σ' ένα δωμάτιο της ανατολικής πτέρυγας κι αφήστε τον να κοιμηθεί εκεί μέχρι να συνέλθει», διέταξε. Οι δυο φρουροί την κοίταξαν διστάζοντας. «Ίσως θα 'πρεπε να τον πάμε κάπου αλλού», αποτόλμησε ο ένας. «Μπορούμε να...» «Θα μείνω εδώ!» φώναξε η Τζέσικα. Η φωνή της ήταν γεμάτη πίκρα. «Ξέρει να παρακολουθεί τις γυναίκες». Οι φρουροί ξεροκατάπιαν. «Ξέρετε πού είναι ο δούκας;» τους ρώτησε. «Στο στρατόπεδο, κυρία». «Είναι μαζί του ο Χαβάτ;» «Όχι, είναι στην πόλη». «Να μου τον φέρετε αμέσως», είπε η Τζέσικα. «Θα περιμένω στο σαλόνι». «Αλλά, κυρία...» «Αν δεν υπακούσετε, θα καλέσω το δούκα. Ελπίζω να μην αναγκαστώ να το κάνω∙ δεν θέλω να τον ενοχλήσω για ένα τέτοιο θέμα». «Όπως διατάζετε». Έχωσε το άδειο φλιτζάνι στα χέρια της Μέιπς και πρόσεξε το ερωτηματικό βλέμμα στα μάτια της. «Μπορείς να γυρίσεις στο κρεβάτι σου, Μέιπς». «Είστε σίγουρη ότι δεν με χρειάζεστε άλλο;» Η Τζέσικα χαμογέλασε με θλίψη. «Είμαι σίγουρη». «Θα μπορούσαμε ίσως να το αναβάλλουμε για αύριο», ειπε ο Γιούε. «Θα σας δώσω ένα ηρεμιστικό και...» «Θα πάτε στο δωμάτιο σας και θα μ' αφήσετε να χειριστώ την υπόθεση με το δικό μου τρόπο». Τον χτύπησε ελαφρά στο μπράτσο για να μειώσει κάπως το έντονο υψος με το οποίο είχε δώσει τη διαταγή. «Δεν μπορεί να Υίνει αλλιώς». Υστερα ξεκίνησε για το εσωτερικό του σπιτιού. Ψυ-ΧΡοί τοίχοι... διάδρομοι... και μια γνωστή πόρτα. Την άνοιξε, μπήκε και την έκλεισε πίσω της με δύναμη. Κοίταξε γύρω της και πρόσεξε τα θωρακισμένα παράθυρα του
σαλονιού της. Ο Χαβάτ! Μήπως τον είχαν εξαγοράσει οι Χαρκόνεν; Θα δούμε. ∙ ∙ Πλησίασε στην παλιά, βαθιά πολυθρόνα με.το κεντητό κάλυμμα και την τοποθέτησε απέναντι απ∙ την πόρτα. Ύστερα έβγαλε τη θήκη με το κράισναϊφ απ' το πόδι της και τη στερέωσε στο αριστερό της μπράτσο. Ξανακοίταξε γύρω της, προσπαθώντας ν' απομνημονεύσει τη θέση όλων των αντικειμένων για την περίπτωση που κάτι δεν θα πήγαινε καλά. Οι λάμπες έριχναν ένα χλομό φως. Κατέβασε αρκετά την ένταση τους, χώθηκε στη βαθιά πολυθρόνα και περίμενε υπομονετικά. Και τώρα, ας έρθει, σκέφτηκε. Προετοίμασε τον εαυτό της σύμφωνα με τον τρόπο του Μπένε Γκεσερίτ, συγκεντρώνοντας την υπομονή και τις δυνάμεις της. Πολύ νωρίτερα απ' όσο υπολόγιζε, άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα κι εμφανίστηκε ο Χαβάτ. Τον παρατήρησε χωρίς να κινηθεί απ' τη θέση της και πρόσεξε ότι φαινόταν κουρασμένος. Τα μάτια του όμως έλαμπαν και η επιδερμίδα του έδειχνε ανοιχτοκίτρινη κάτω απ' το φως του δωματίου. Στο μανίκι του χεριού που έκρυβε το μαχαίρι του διακρινόταν μια μεγάλη υγρή κηλίδα, ι Η Τζέσικα οσμίστηκε το αίμα. Έκανε μια χειρονομία. «Πάρε μια απ' τις καρέκλες και κάθισε απέναντι μου». Ο Χαβάτ υπάκουσε με μια υπόκλιση. Το μεθυσμένο κάθαρμα, σκέφτηκε, έχοντας στο μυαλό του τον Ντάνκαν. Παρατήρησε το πρόσωπο της Τζέσικα κι αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να σώσει την κατάσταση. «Νομίζω πως είναι καιρός να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα μεταξύ μας», είπε η γυναίκα. «Τι πρόβλημα έχετε, λαίδη;» Κάθισε κι ακούμπησε τις παλάμες του στα γόνατα. «Μην παριστάνεις το χαζό!» του έβαλε τις φωνές. «Αν δεν σου είπε ο Γιούε για ποιο λόγο σε κάλεσα εδώ, σίγουρα θα σου το είπε κάποιος απ' τους σπιούνους σου. Ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς μεταξύ μας». «Όπως θέλετε». «Πρώτα πρώτα, θα απαντήσεις σε μια ερώτηση», του είπε. «Είσαι πράκτορας των Χαρκόνεν;» Ο Χαβάτ μισοσηκώθηκε στην καρέκλα του με το πρόσωπο γεμάτο οργή. «Τολμάτε να με προσβάλλετε τόσο άσχημα;» «Κάθισε κάτω. Κι εσύ με πρόσβαλες εξίσου». Ο Χαβάτ βούλιαξε αργά στη θέση του. Βλέποντας στο πρόσωπο του τα σημάδια που ήξερε πολύ καλά, η Τζέσικα συλλογίστηκε με βαθιά ανακούφιση: Δεν είναι αυτός. «Ξέρω ότι είσαι πιστός στο δούκα», του είπε. «Γι' αυτό το λόγο είμαι έτοιμη να συγχωρήσω την προσβολή που μου έκανες». «Δεν υπάρχει καμιά προσβολή». Η γυναίκα συνοφρυώθηκε. Να χρησιμοποιήσω το ατού μου; αναρωτήθηκε. Να του μιλήσω για την κόρη του δούκα που έχω μέσα μου τον τελευταίο καιρό; Όχι... αφού δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος ο Λέτο. Ίσως αυτό να δυσκόλευε τα πράγματα και να του αποσπούσε την προσοχή τώρα που πρέπει να φροντίσουμε για την επιβίωση μας. Όχι, υπάρχει χρόνος γι' αυτό. «Ένας ελεγκτής αλήθειας θα έλυνε το πρόβλημα», είπε, «αλλά δυστυχώς δεν έχουμε κανέναν εγκεκριμένο απ' το ανώτατο συμβούλιο». «Δυστυχώς», έκανε και ο Χαβάτ. «Υπάρχει κάποιος προδότης ανάμεσα μας», είπε η Τζέσικα. «Έχω μελετήσει όλους τους ανθρώπους μας με προ-σοΧή∙ Ποιος μπορεί να είναι; Μήτε ο Γκέρνι μήτε ο Ντάνκαν. Δεν είσαι εσύ, Τουφίρ. Ούτε ο Πολ μπορεί να είναι. Ξέρω ότι δεν είμαι εγώ. Τότε λοιπόν... ο δόκτορ Γιούε; Να τον καλέσω και να τον υποβάλω σε τεστ;» «ξέρετε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει», είπε ο Χαβάτ. «Είναι εκπρόσωπος του αυτοκράτορα». «Για να μην αναφέρουμε ότι η γυναίκα του σκοτώθηκε απ τους Χαρκόνεν», συμπλήρωσε η Τζέσικα. «Έτσι λένε». «Δεν έχεις ακούσει το μίσος στη φωνή του όταν ανα-ψερει το όνομα των Χαρκόνεν;» «Δεν έχω τη δική σας εκπαίδευση», απάντησε ο Χαβάτ. «Τι μ' έκανε λοιπόν να σε υποπτευθώ;» Ο άντρας συνοφρυώθηκε. «Η κυρία βάζει τον υπηρέτη της σε πολύ δύσκολη θέση. Πάνω απ' όλα, είμαι πιστός στο δούκα». «Είμαι έτοιμη να συγχωρήσω πολλά για χάρη αυτής της πίστης». «Κι εγώ πρέπει να επαναλάβω: δεν υπάρχει καμιά προσβολή». Ι «Πάτσι, λοιπόν;» ∙ Ανασήκωσε τους ώμους του.
«Ας συζητήσουμε τότε κάτι άλλο», είπε η Τζέσικα, «σχετικά με τον Ντάνκαν Άινταχο, το γενναίο πολεμιστή, που όλοι θαυμάζουν τις ικανότητες του. Απόψε ήπιε πολλή μπίρα. Παίρνω αναφορές ότι κι άλλοι άνθρωποι μας κάνουν το ίδιο. Είναι αλήθεια;» «Αφού το λένε οι αναφορές σας, πρέπει να είναι αλήθεια». «Ωραία. Το θεωρείς συμπτωματικό αυτό, Τουφίρ;» «Μιλάτε με γρίφους, κυρία». «Να χρησιμοποιήσεις τις ικανότητες σου ως μεντάτ», του φώναξε. «Τι συμβαίνει με τον Ντάνκαν και τους υπολοίπους; Μπορώ να στο πω με δυο λόγια: δεν έχουν πατρίδα». Ο Χαβάτ έδειξε το έδαφος. «Ο Αράκις είναι πατρίδα τους». «Ο Αράκις είναι κάτι νέο. Πατρίδα τους είναι ο Καλαντάν κι εμείς τους ξεριζώσαμε από κει. Δεν έχουν τώρα πατρίδα». Τον είδε να σφίγγεται. «Αν κάποιος απ' τους άντρες μου έλεγε τέτοιες κουβέντες...» «Σταμάτα, Τουφίρ. Είναι ηττοπάθεια ή προδοσία όταν ο γιατρός κάνει σωστή διάγνωση μιας αρρώστιας; Μοναδικός σκοπός μου είναι να θεραπεύσω την αρρώστια». «Μόνο ο δούκας μπορεί να το πει αυτό». «Καταλαβαίνεις όμως ότι μ1 ενδιαφέρει η εξέλιξη της αρρώστιας. Και ξέρεις σίγουρα ότι έχω ορισμένες ικανότητες». Να τον τρομάξω κι άλλο; αναρωτήθηκε. Το χρειάζεται ― για να ξεφύγει απ' τη ρουτίνα. «Στο ενδιαφέρον σας θα μπορούσαν να δοθούν διάφορες εξηγήσεις», είπε ο Χαβάτ ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δηλαδή, μ' έχεις ήδη καταδικάσει;» «Όχι, φυσικά, λαίδη. Δεν μπορώ όμως, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, να ρισκάρω τίποτα». «Μέσα σ' αυτό το σπίτι εκτοξεύτηκε κάποια απειλή κατά του γιου μου», είπε η Τζέσικα. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. «Υπέβαλα την παραίτηση μου στο δούκα». «Όχι όμως και σε μένα... ή στον Πολ». Ο Χαβάτ φάνηκε ξαφνικά να οργίζεται. Η ανάσα του έγινε γρήγορη, τα ρουθούνια του άνοιξαν και μια φλέβα στον κρόταφο του άρχισε να φουσκώνει και να χάνεται ρυθμικά. «Είμαι άνθρωπος του δούκα», είπε, σαν να έφτυνε τις λέξεις μία μία. «Ώστε, δεν υπάρχει προδότης», είπε η Τζέσικα. «Η απειλή προέρχεται από κάπου αλλού. Ίσως έχει σχέση με τα όπλα ακτίνων. Ίσως επιχειρήσουν να κρύψουν μερικά εκρηκτικά με ωρολογιακό μηχανισμό και να τα κάνουν να εκραγούν από μακριά. Ίσως να...» «Και ποιος θα πει μετά ότι η έκρηξη δεν ήταν ατομική; Όχι, λαίδη. Δεν πρόκειται να ρισκάρουν κάτι τόσο χτυπητό. Οι ακτινοβολίες παραμένουν. Όχι∙ θα τηρήσουν τους τύπους. Πρέπει να υπάρχει κάποιος προδότης». «Είσαι άνθρωπος του δούκα», τον ειρωνεύτηκε. «Θα τον κατέστρεφες στην προσπάθεια σου να τον σώσεις;» Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αν είστε αθώα, σας ζητώ ταπεινά συγνώμη». «Άκουσε, Τουφίρ», του είπε. «Κάθε άνθρωπος ζει καλύτερα στη θέση που του ανήκει, αρκεί να το ξέρει αυτό. Αν καταστρέψεις τη θέση, καταστρέφεις και τον άνθρωπο. Εμείς οι δυο, ανάμεσα σ' όλους τους ανθρώπους του δούκα, είμαστε οι πιο ιδανικοί για να καταστρέψουμε ο ένας τη θέση του άλλου. Δεν θα μπορούσα, λες, να ψιθυρίσω τις υποψίες μου στο αφτί του τη νύχτα; Εκείνες τις στιγμές είναι πολύ ευάλωτος. Θέλεις μήπως να γίνω πιο σαφής;» «Με απειλείτε;» γρύλισε. «Όχι, βέβαια. Απλώς προσπαθώ να σου δείξω ότι κάποιος προσπαθεί να σπείρει υποψίες μεταξύ μας. Το σχεδιό του είναι έξυπνο, διαβολικό θα 'λεγα. Προτείνω να εξουδετερώσουμε την επίθεση του οργανώνοντας τη ζωή μας με τρόπο που να μην παρουσιάζει ρήγματα». «Με κατηγορείτε ότι διαδίδω ανυπόστατος φήμες;» «Μα, η ζωή σου είναι γεμάτη φήμες, Τουφίρ». «Τότε, αμφισβητείτε τις ικανότητες μου;» Εκείνη άφησε ένα στεναγμό. «Τουφίρ, θέλω να εξετάσεις τη συναισθηματική σου ανάμειξη σ' αυτή την υπόθεση. Είσαι η ενσάρκωση της λογικής ― ένας μεντάτ. Κι όμως, οι λύσεις που σκέφτεσαι σχεδιάζονται από άλλους». «Προσπαθείτε τώρα να μου μάθετε τη δουλειά μου;» ρώτησε, χωρίς να κρύβει τη δυσαρέσκεια που ένιωθε. «Οτιδήποτε δεν μας αφορά ατομικά, μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία και λογική», είπε "η
Τζέσικα. «Όταν όμως έχουμε προσωπικά προβλήματα, είναι πολύ δύσκολο να τα βάλουμε κάτω απ' το μικροσκόπιο και να τα ερευνήσουμε προσεκτικά. Τα κοιτάζουμε χωρίς να τολμάμε να μπούμε στην ουσία τους». «Επιδιώκετε σκόπιμα να μειώσετε την πίστη στις ικανότητες μου ως μεντάτ», φώναξε ο Χαβάτ. «Αν έπιανα κάποιον απ' τους ανθρώπους μας να κάνει σαμποτάζ στο οπλοστάσιο μας δεν θα δίσταζα να τον εκτελέσω επί τόπου». «Οι σωστοί μεντάτ υπολογίζουν πάντα την περίπτωση λάθους στους υπολογισμούς τους», του απάντησε. «Δεν είπα το αντίθετο!» «Τότε λοιπόν, σκέψου λιγάκι τις συμπτώσεις που προσέξαμε και οι δύο: οι άνθρωποι μας πίνουν πολύ, τσακώνονται, κουτσομπολεύουν και διαδίδουν παράξενες φήμες σχετικά με τον Αράκις. Αγνοούν το πιο απλό...» «Φτάνει», τη διέκοψε. «Μην προσπαθείτε να στρέψετε αλλού την προσοχή μου, κάνοντας ένα απλό πράγμα να φανεί μυστηριώδες». Τον κοίταξε ερευνητικά. «Γιατί δεν χρησιμοποίησες ποτέ όλες μου τις ικανότητες για το καλό του δούκα;» ρώτησε. «Φοβάσαι ότι μπορεί να επιχειρήσω να σου πάρω τη θέση;» Την κοίταξε με βλέμμα που έβγαζε φωτιές. «Ξέρω την εκπαίδευση που παίρνετε εσείς οι Μπένε Γκεσερίτ...» Σταμάτησε απότομα. «Έλα, πες το. Οι Μπένε Γκεσερίτ σκύλες». «Ξέρω την πραγματική εκπαίδευση που σας κάνουν την είδα στον Πολ. Και δεν ξεγελιέμαι απ' αυτά που διαδίδει η σχολή σας, ότι ζείτε για να υπηρετείτε τους άλλους». Τοσοκ πρέπει να είναι δυνατό, σκέφτηκε η Τζέσικα. Νομίζω πως ήρθε η στιγμή. «Στα συμβούλια με ακούς προσεκτικά», είπε, «αλλά σπάνια προσέχεις τις συμβουλές μου. Γιατί;» «Δεν εμπιστεύομαι τα κίνητρα μιας Μπένε Γκεσερίτ», απάντησε ο Χαβάτ. «Ίσως νομίζετε ότι ξέρετε καλά τους άντρες∙ ίσως νομίζετε ότι μπορείτε να βάλετε έναν άντρα να κάνει αυτό που...» «Τουφίρ, είσαι βλάκας!» του φώναξε. «Άσχετα με τις φήμες που έχεις ακούσει για τη σχολή μας, σε πληροφορώ ότι η αλήθεια είναι πολύ μεγαλύτερη. Αν ήθελα να βλάψω το δούκα ή εσένα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κανένας δεν θα μπορούσε να μ' εμποδίσει». Γιατί μιλάω έτσι; σκεφτόταν ταυτόχρονα. Λυτός δεν είναι ο τρόπος που έχω διδαχτεί και δεν πρόκειται να τον τρομάξω. Ο Χαβάτ γλίστρησε το χέρι του κάτω απ' το χιτώνιο του, εκεί που έκρυβε μερικά μικροσκοπικά δηλητηριασμένα βέλη. Δεν φοράει ασπίδα, σκέφτηκε. Θα μπορούσα να την καθαρίσω μέσα σε μια στιγμή... αλλά οι συνέπειες θα είναι φοβερές αν έχω κάνει λάθος. Η Τζέσικα αντιλήφθηκε τη χειρονομία. «Ας ευχηθούμε να μην υπάρξει ποτέ βία μεταξύ μας», είπε. «Πολύ σωστή ευχή», απάντησε ο άντρας. «Πρέπει όμως να σε ξαναρωτήσω: δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι Χαρκόνεν προσπαθούν να μας στρέψουν τον έναν εναντίον στον άλλον;» « Ετσι ξαναγυρίζουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε», παρατήρησε ο Χαβάτ. Η Τζέσικα άφησε ένα στεναγμό. Είναι σχεδόν έτοιμος, σκέφτηκε. «Ο δούκας κι εγώ είμαστε σαν γονείς για τους ανθρώπους μας», είπε. «Η θέση...» «Θέλετε όμως να παντρευτεί», είπε ο Χαβάτ. Π γυναίκα προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Πετυχημένο χτύπημα, παραδέχτηκε μέσα της. «Ναι, αλλά δεν πρόκειται να παντρευτεί και καμιά άλλη, τουλάχιστον όσο ζω εγώ. Η διάλυση αυτής1 της σχέσης, η σύγχυση και οι καβγάδες ― τι άλλο θα μπορούσε να εξυπηρετήσει καλύτερα τα σχέδια των Χαρκόνεν;» Εκείνος αντιλήφθηκε πού ήθελε να καταλήξει η Τζέσικα κι έκανε ένα μορφασμό. «Συμφωνώ», είπε η Τζέσικα, «ότι ο δούκας είναι πολύ ελκυστικός στόχος, κανένας όμως ―αν εξαιρέσουμε τον Πολ― δεν φρουρείται καλύτερα. Εγώ σίγουρα προκαλώ το ενδιαφέρον τους, ξέρουν όμως ότι μια Μπένε Γκεσερίτ είναι πολύ δύσκολος στόχος. Έτσι, τους μένει κάποιος άλλος ― κάποιος που έχει βασίσει ολόκλη ρη τη ζωή του σε μυστήρια και υπαινιγμούς». Τον κάρφωσε με to δείχτη του δεξιού της χεριού. «Εσύ!» Ο Χαβάτ έκανε να πεταχτεί όρθιος. «Δεν σου έδωσα την άδεια να φύγεις, Τουφίρ!» του φώναξε. Ο μεντάτ βούλιαξε πάλι στην πολυθρόνα του. Η γυναίκα χαμογέλασε χωρίς κακία. «Τώρα ξέρεις κάτι απ' την πραγματική εκπαίδευση που μας δίνουν», του είπε.
Ο Χαβάτ προσπάθησε να καταπιεί, αλλά ο λαιμός του ήταν στεγνός. Η διαταγή της είχε δοθεί με αρχοντική αποφασιστικότητα, έτσι που εκείνος δεν κατάφερε να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Το σώμα του υπάκουσε πριν προλάβει καν να σκεφτεί. «Είπα προηγουμένως ότι πρέπει να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο. Στην πραγματικότητα εννοούσα ότι εσύ έπρεπε να καταλάβεις εμένα. Εγώ σε καταλαβαίνω απόλυτα. Και πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι η πίστη σου στο δούκα είναι αυτό που εγγυάται την ασφάλεια σου από μένα». Την κοίταξε σαλιώνοντας- τα χείλη του. «Αν ήθελα να έχω το δούκα υποχείριο μου, θα τον έβαζα να με παντρευτεί», συνέχισε η Τζέσικα. «Θα πίστευε μάλιστα ότι το 'κανε με δική του πρωτοβουλία». Ο Χαβάτ χαμήλωσε το κεφάλι και την κοίταξε κλεφτά μέσα από τα πυκνά του βλέφαρα. Ήταν έτοιμος να καλέσει τους φρουρούς, αλλά πίεσε τον εαυτό του να συγκρατηθεί... Άλλωστε, είχε πια την υποψία ότι αυτή Ή γυναίκα είχε τη δύναμη να μην του το επιτρέψει. Ανατρίχιασε με τη σκέψη πόσο εύκολα είχε υποταχτεί στη θέληση της. Μπορούσε να τον είχε σκοτώσει με όλη της την άνεση. Έχουν όλοι οι άνθρωποι, λοιπόν, το ασθενικό τους σημείο; σκέφτηκε. Μπορεί κάποιος να μας βάλει να κάνουμε κάτι που δεν το θέλουμε; Αυτή η ιδέα τον τρόμαξε. Ποιος θα μπορούσε να εμποδίσει ένα άτομο με τέτοια δύναμη; «Αντιλήφθηκες τη γροθιά που κρύβεται κάτω απ' το γάντι του Μπένε Γκεσερίτ», του είπε. «Πολύ λίγοι μένουν ζωντανοί μετά απ' αυτό. Ήταν όμως κάτι πολύ απλό για μένα. Δεν έχεις δει ολόκληρο το οπλοστάσιο μου». «Γιατί λοιπόν δεν εξοντώνεις τους εχθρούς του δούκα;» «Γιατί να το κάνω; Για να τον μετατρέψω σ' ένα αδύναμο ανθρωπάκι που θα είναι αναγκασμένο να βασίζεται αιωνίως πάνω μου;» «Αλλά με τέτοια δύναμη...» «Η δύναμη είναι ένα σπαθί με δύο κόψεις, Τουφίρ», του είπε. «Σκέψου ότι είναι εύκολο να ξεπαστρέψω έναν εχθρό, τι θα πετύχω όμως μ' αυτό; Αν το ' καναν μερικές από μας, όλες οι Μπένε Γκεσερίτ θα γίνονταν αυτόματα ύποπτες ― κι αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε. Δεν έχουμε καμιά διάθεση να καταστραφούμε». Κούνησε το κεφάλι της. «Μην ξεχνάς ότι ζούμε για να υπηρετούμε τους άλλους». «Δεν μπορώ να πω τίποτα», έκανε ο Χαβάτ. «Το ξέρετε ότι δεν μπορώ να πω τίποτα». «Δεν θα πεις σε κανέναν τι έγινε εδώ, Τουφίρ», είπε η Τζέσικα. «Σε ξέρω καλά, Τουφίρ». «Κυρία...» Προσπάθησε πάλι να καταπιεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο λαιμός του εξακολουθούσε να είναι στεγνός. Εχει τεράστια δύναμη, σκέφτηκε. Μήπως όμως αυτό είναι που την κάνει ένα τρομερό εργαλείο στα χέρια των Χαρκόνεν; «Ο δούκας θα μπορούσε να καταστραφεί εξίσου γρήγορα από τους φίλους του όσο κι απ' τους εχθρούς του», είπε η γυναίκα. «Πιστεύω ότι τώρα θα απορρίψεις τις υποψίες που έχεις». «Αν αποδειχτούν αβάσιμες». «.Αν», σάρκασε η Τζέσικα. «Αν», επανέλαβε ο Χαβάτ. «Είσαι πεισματάρης, βλέπω». «Προσεκτικός», τη διόρθωσε. «Υπάρχει πάντα η περίπτωση λάθους». «Τότε θα σου κάνω μια άλλη ερώτηση: τι σημαίνει για σένα να βρεθείς άοπλος κι αβοήθητος μπροστά σε κάποιον που έχει βάλει ένα μαχαίρι στο λαιμό σου ― κι όμως, αντί να σε σκοτώσει, σου δίνει το μαχαίρι για να το χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις;» Σηκώθηκε όρθια και του γύρισε την πλάτη. «Μπορείς να φύγεις τώρα, Τουφίρ». Ο γερο-μεντάτ σηκώθηκε, δίστασε λίγο και μετά έχωσε το χέρι του στο μέρος με τα δηλητηριώδη βέλη. Θυμήθηκε μια σκηνή στην κορίντα, πολλά χρόνια πριν. 0 άγριος ταύρος στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Μπροστά του, ο πατέρας του δούκα (ένας γενναίος άντρας, παρά τα λάθη που είχε κάνει) του είχε γυρίσει την πλάτη αγέρωχα, έχοντας ρίξει τη μπέρτα του ανέμελα πάνω στο ένα του μπράτσο, ενώ τα χειροκροτήματα δονούσαν τις κερκίδες της αρένας. Είμαι ο ταύρος κι αυτή είναι ο ματαντόρ, σκέφτηκε. Αποτράβηξε το χέρι του κι είδε τον ιδρώτα να γυαλίζει μέσα στην άδεια του παλάμη. Ήξερε πια πως, ό,τι κι αν γινόταν στο τέλος, δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτή τη σκηνή και τον απέραντο θαυμασμό που είχε νιώσει για τη λαίδη Τζέσικα. Έκανε ήρεμα μεταβολή και βγήκε απ' το δωμάτιο. Η Τζέσικα σταμάτησε να παρατηρεί την αντανάκλαση των τζαμιών απέναντι της, γύρισε και κοίταξε την κλειστή πόρτα.
«Τώρα θα δούμε και λίγη δράση», ψιθύρισε. Παλεύεις με τα όνειρα; Μάχεσαι τις σκιές; Βαδίζεις σαν υπνωτισμένος; Ο χρόνος φεύγει. Η ζωή σου χάνεται. Χάνεις καιρό με μικροπράγματα, Θύμα της αφροσύνης σου. Ελεγείο από το «Τα Τραγούδια τον Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Ο Λέτο μπήκε στο χολ του σπιτιού του διαβάζοντας ένα σημείωμα κάτω απ' το φως τη λάμπας. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη κι αισθανόταν πολύ κουρασμένος. Το σημείωμα του είχε δοθεί απ' το φρουρό καθώς γύριζε απ' το στρατόπεδο, με τη διευκρίνιση ότι το είχε φέρει ένας αγγελιαφόρος των Φρέμεν. «Μια στήλη καπνού την ημέρα, μια γλώσσα φωτιάς τη νύχτα», έγραφε το χαρτί. Δεν υπήρχε καμιά υπογραφή. Τι σημαίνει αυτό; αναρωτήθηκε. Ο αγγελιαφόρος είχε φύγει αμέσως, χωρίς να περιμένει απάντηση. Είχε χαθεί μέσα στη νύχτα σαν σκιά. Ο Λέτο έχωσε το σημείωμα στην τσέπη του, για να το δείξει αργότερα στον Χαβάτ, Τα χάπια κατά της κόπωσης είχαν αρχίσει να εξασθενούν, αφού είχαν ήδη περάσει δυο μέρες απ' τη δεξίωση και ο δούκας ήταν άυπνος πολύ περισσότερο. Και, πάνω απ' όλα τα άλλα προβλήματα, υπήρχε η αναφορά του Χαβάτ σχετικά με τη συζήτηση που είχε με την Τζέσικα. Ι Να την ξυπνήσω; αναρωτήθηκε. Δεν υπάρχει λόγος νο το κρατήσω πια μυστικό. _ Να πάρει ο διάβολος τον Ντάνκαν Άινταχο! Κούνησε το κεφάλι του. Όχι, δεν φταίει ο Ντάνκαν. Ήταν δικό μου λάθος που δεν εμπιστεύτηκα την Τζέσικα απ' την αρχή. Πρέπει να το κάνω λοιπόν τώρα, πριν το κακό γίνει χειρότερο. Η απόφαση που πήρε τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Έτρεξε γρήγορα στο μεγάλο χολ και πήρε το διάδρομο που οδηγούσε στο διαμέρισμα της. | Σε μια στροφή σταμάτησε απότομα. Ένας παράξενος κλαυθμηρισμός ακουγόταν απ' το διάδρομο του υπηρετικού προσωπικού, που φωτιζόταν πολύ αμυδρά. Το μέρος ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Ξαφνικά διέκρινε κάτι σαν σκούρο όγκο απλωμένο πάνω στο πάτωμα. j Δίστασε για μια στιγμή, σκέφτηκε να ενεργοποιήσει την ασπίδα του αλλά προτίμησε να μην το κάνει. Αυτό θα δυσχέραινε τις κινήσεις και την ακοή του, ενώ παράλληλα το φορτίο με τα όπλα ακτίνων λέιζερ που είχε απαχθεί, τον έβαζε σε σκέψεις. Ι Πλησίασε αθόρυβα τη σκιά και διαπίστωσε ότι ήταν ένας άντρας με το πρόσωπο στο πάτωμα. Τον αναποδογύρισε με το πόδι του κι έσκυψε να δει ποιος είναι, κρατώντας το μαχαίρι του σ' ετοιμότητα. Αναγνώρισε τον λαθρέμπορο, τον Τούεκ∙ πάνω στο στήθος του φαινόταν μια υγρή κηλίδα. Το βλέμμα του ήταν άδειο. Ο Λέτο άγγιξε την κηλίδα ― ήταν ακόμα ζεστή. Πώς είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε. Ποιος τον σκότωσε; Το κλαψούρισμα ξανακούστηκε. Ερχόταν απ' το διάδρομο που οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα, όπου είχε εγκατασταθεί η γεννήτρια ενεργειακού πεδίου του σπιτιού. Με το κίντγιαλ στο χέρι, ο δούκας δρασκέλισε το πτώμα, προχώρησε στο διάδρομο και κρυφοκοίταξε απ' τη γωνία. Είδε μια δεύτερη σιλουέτα ξαπλωμένη στο πάτωμα λίγα μέτρα πιο πέρα, κοντά στην είσοδο της αίθουσας. Σερνόταν αργά προς το μέρος του με αγωνιώδεις προσπάθειες, βγάζοντας το παράξενο κλαψούρισμα που είχε τραβήξει την προσοχή του. Ο δούκας παραμέρισε όλες τις επιφυλάξεις του, έτρεξε γρήγορα και γονάτισε πλάι στον πεσμένο. Αναγνώρισε αμέσως τη Μέιπς. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και τα ρούχα της σε κακό χάλι. Μια πλατιά σκούρα κηλίδα, απλωνόταν απ' την πλάτη της μέχρι το ένα της πλευρό. Την έπιασε απ' τον ώμο και τη βοήθησε να ανασηκωθεί στον αγκώνα της. Η γυναίκα αγωνίστηκε να τον διακρίνει, αλλά το βλέμμα της ήταν θολό.
«Σκότωσαν... φρουρό...» τραύλισε με κόπο. «Ήθελε... Τούεκ... η λαίδη... εσείς... εσείς... εδώ... όχι...» Έπεσε μπροστά και το κεφάλι της χτύπησε στο πάτωμα. Ο Λέτο έψαξε για το σφυγμό της. Τίποτα. Κοίταξε πάλι τη γυναίκα∙ είχε μαχαιρωθεί στην πλάτη. Από ποιον; Το μυαλό του άρχισε να τρέχει. Μήπως ήθελε να του πει ότι κάποιος είχε σκοτώσει το φρουρό; Και γιατί η Τζέσικα να θέλει τον Τούεκ; Έκανε να σηκωθεί όρθιος, αλλά δεν πρόλαβε. Μια έκτη αίσθηση τον προειδοποίησε για κάποιο κίνδυνο. Άπλωσε το χέρι στο διακόπτη της ασπίδας του∙ πολύ αργά. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε το μπράτσο του και το έκανε να πέσει παράλυτο στο πλευρό του. Είδε την άκρη ενός βέλους να εξέχει απ' το μανίκι του και, σχεδόν αμέσως, αισθάνθηκε να παραλύει ολόκληρο το κορμί του. Με μια αγωνιώδη προσπάθεια ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε στο βάθος του διαδρόμου. Στο άνοιγμα της πόρτας της αίθουσας με τις γεννήτριες στεκόταν ο Γιούε. Το πρόσωπο του, κάτω απ' την αντανάκλαση της μοναδικής λάμπας που υπήρχε στην οροφή, φαινόταν αφύσικα κίτρινο. Από την αίθουσα πίσω του δεν ακουγόταν ούτε ο παραμικρός ήχος∙ οι γεννήτριες ήταν βουβές. Ο Γιούε! σκέφτηκε ο Λέτο. Έκανε σαμποτάζ! Εκείνος βάδισε προς το μέρος του δούκα, βάζοντας στην τσέπη του ένα βέλος. Ο Λέτο αντιλήφθηκε, με αρκετή έκπληξη, ότι μπορούσε ακόμα να μιλήσει. «Γιούε!» φώναξε. «Πώς...» Ύστερα η λιποθυμιά του λύγισε τα πόδια και τον έκανε να σωριαστεί στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο. Ο Γιούε έσκυψε και τον άγγιξε στο μέτωπο, με μια έκφραση θλίψης στο πρόσωπο. Ο δούκας ένιωσε την επαφή, ήταν όμως τόσο απόμακρη... σχεδόν ανεπαίσθητη. «Πρόκειται για μια ειδική ουσία», είπε ο Γιούε. «Μπο-∙ ρείς να μιλάς, θα σε συμβούλευα όμως να το αποφύγεις». Έριξε μια ματιά στο βάθος του διαδρόμου κι ύστερα έσκυψε, τράβηξε το βέλος απ' το χέρι του Λέτο και το πέταξε κάτω. Ο ήχος που έκανε πάνω στο πέτρινο δάπεδο, αντήχησε ξεψυχισμένα στ' αφτιά του δούκα. Δεν μπορεί να είναι ο Γιούε, σκέφτηκε εκείνος. «Συγνώμη, αγαπητέ μου δούκα, αλλά έχουμε κι άλλη δουλειά μπροστά μας». Άγγιξε το ρομβοειδές τατουάζ στο μέτωπο του. «Το βρίσκω πολύ παράξενο ακόμα κι εγώ ο ίδιος, αλλά θέλω να σκοτώσω κάποιον. Ναι, μιλάω σοβαρά ― και δεν πρόκειται να με σταματήσει τίποτα». Ξανακοίταξε τον Λέτο. «Όχι εσένα, αγαπητέ μου δούκα. Τον βαρόνο Χαρκόνεν. Θέλω να σκοτώσω τον βαρόνο». «Τον... τον βαρόνο... Χαρ...» «Ηρέμησε, σε παρακαλώ, αγαπητέ μου δούκα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Θυμάσαι εκείνο το ψεύτικο δόντι που σου έβαλα όταν έπεσες και χτύπησες πριν από χρόνια; Θα σε ναρκώσω και θα το αλλάξω». Άνοιξε το χέρι του και κοίταξε κάτι που κρατούσε. «Είναι απόλυτα όμοιο με το προηγούμενο, τόσο που δεν μπορεί να το εντοπίσει κανένας ανιχνευτής. Αν όμως δαγκώσεις με δύναμη, θα σπάσει. Ύστερα, αν φυσήξεις γερά, η ατμόσφαιρα γύρω σου θα γεμίσει μ' ένα θανατηφόρο αέριο». Ο Λέτο κοίταξε τον Γιούε. Το πρόσωπο του ήταν πλημμυρισμένο στον ιδρώτα, ενώ το βλέμμα του έλαμπε πυρετικά. .| «Έτσι κι αλλιώς θα πέθαινες, αγαπητέ μου δούκα. Πριν όμως γίνει αυτό, θα πας κοντά στον βαρόνο. Θα πιστέψει ότι είσαι τόσο πολύ επηρεασμένος απ' τα ναρκωτικά ώστε δεν μπορείς να του κάνεις κακό. Και πραγματικά, θα είσαι ναρκωμένος ― και δεμένος. Μια επίθεση όμως μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους∙ εσύ θα θυμάσαι το δόντι. Το δόντι, δούκα Λέτο Ατρείδη. Θα θυμάσαι το δόντι». Έσκυψε κοντά στον δούκα, ώσπου το πρόσωπο του βρέθηκε σε απόσταση ελάχιστων εκατοστών απ' το δικό του. «Το δόντι», μουρμούρισε πάλι. «Γιατί;» ψιθύρισε ο Λέτο. Ο Γιούε γονάτισε δίπλα του. «Έκανα μια συμφωνία με τον βαρόνο και θέλω να βεβαιωθώ ότι τήρησε το μέρος που τον αφορά. Όταν τον δω, θα το διαπιστώσω. Όταν τον κοιτάξω, θα το ξέρω. Εσύ είσαι το αντίτιμο, φτωχέ μου δούκα. Θα το ξέρω όταν τον δω. Η καημένη η Γουόνα μου με δίδαξε πολλά πράγματα ― κι ένα απ' αυτά είναι να βλέπω την αλήθεια. Δεν τα καταφέρνω πάντα, αν όμως δω τον βαρόνο θα το ξέρω». Ο Λέτο προσπάθησε να δει το δόντι που κρατούσε ο Γιούε. Ένιωθε πως βρισκόταν σ' έναν εφιάλτη. Ο άλλος έκανε ένα μορφασμό. «Δεν θα πλησιάσω κοντά στον βαρόνο ούτε θα το κάνω ο ίδιος. Όχι∙ θα κρατηθώ σε απόσταση ασφαλείας. Εσύ όμως... εσύ ωραίο μου όπλο! Θα θελήσει να σ' εξετάσει από κοντά, να καυχηθεί λιγάκι για την επιτυχία του». Έσκυψε περισσότερο. «Κι εσύ, καλέ μου δούκα, αγαπητέ μου δούκα, πρέπει να θυμάσαι αυτό το δόντι». Το σήκωσε ψηλά κρατώντας το με το δείκτη και τον αντίχειρα. Τα χείλη του Λέτο κινήθηκαν με κόπο. «Αρνούμαι». «Α, όχι! Δεν μπορείς ν' αρνηθείς, γιατί σε αντάλλαγμα, θα σου προσφέρω κάποια μικρή υπηρεσία. Θα σώσω τη
γυναίκα και το γιο σου. Κανένας άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Θα πάνε σε κάποιο μέρος όπου δε θα μπορούν να τους βρουν οι Χαρκόνεν». «Πώς... θα τους... θα τους σώσεις;» ψιθύρισε ο Λέτο. «Κάνοντας όλο τον κόσμο να πιστέψει ότι είναι νεκροί. Θα τους κρύψω ανάμεσα σε ανθρώπους που ακούνε Χαρκόνεν και τραβάνε μαχαίρι, που τους μισούν τόσο πολύ ώστε χαίρονται ακόμα κι αν κάψουν την καρέκλα που πάνω της κάθισε ένας Χαρκόνεν». Άγγιξε το σαγόνι του Λέτο. «Νιώθεις τίποτα εδώ;» Ο δούκας διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει. Αισθανόταν ότι ταξίδευε μακριά, διέκρινε όμως μέσα στην ομίχλη που τον τύλιγε το χέρι του Γιούε να έρχεται προς το μέρος του. «Σε λίγο θα μείνεις αναίσθητος. Αντίο, φτωχέ μου δούκα. Την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε δεν θα έχουμε χρόνο για συζήτηση». ∙ Στο πρόσωπο του Λέτο απλώθηκε παγωνιά. Το μισοσκότεινο χολ φάνηκε να τον τυλίγει σαν πέπλο, με τα κόκκινα χείλη του Γιούε στο κέντρο του. «Θυμήσου το δόντι!» σφύριξε ο Γιούε. «Το δόντι!» Το να δυσαρεστείς κάποιον θα 'πρεπε να 'χε αναχθεί σε επιστήμη. Οι άνθρωποι χρειάζονται δυσκολίες και καταπίεση για να μπορέσουν να βελτιώσουν το σύστημα αντίδρασης της ψυχής τους. Από το «Μοναντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Η Τζέσικα ξύπνησε μέσα στο σκοτάδι νιώθοντας μια άσχημη προαίσθηση. Δεν καταλάβαινε γιατί αισθανόταν τόση πνευματική και σωματική κατάπτωση. Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα. Σκέφτηκε να σηκωθεί και ν' ανάψει το φως, αλλά κάτι τη συγκράτησε. Ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ! Ήταν ένας βαρύς ήχος, που δεν μπορούσε να εντοπίσει την πηγή του. Ερχόταν από κάπου μέσα στο σκοτάδι. Πέρασαν μερικές στιγμές χωρίς να γίνει τίποτα. Έκανε να ψαχτεί και τότε διαπίστωσε ότι ήταν δεμένη χειροπόδαρα, μ' ένα πανί στο στόμα. Ήταν ξαπλωμένη στο ένα πλευρό και τα χέρια της ήταν δεμένα στην πλάτη της. Δοκίμασε την αντοχή των δεσμών και αντιλήφθηκε ότι ήταν από σκοινί κρίμσκελ. Όσο προσπαθούσε να λυθεί τόσο σφιχτότεροι θα γίνονταν οι κόμποι. Και τότε θυμήθηκε. Είχε αντιληφθεί κάποιες κινήσεις μέσα στην κρεβατοκάμαρα της και μετά ένιωσε κάτι υγρό να κολλάει στο στόμα της, ενώ μερικά χέρια την ακινητοποιούσαν την ίδια στιγμή. Προσπάθησε ν' ανασάνει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να εισπνεύσει όλο το ναρκωτικό. Οι αισθήσεις της την εγκατέλειψαν και βυθίστηκε μέσα σ' ένα φρικτό σκοτάδι. » Να που έγινε, σκέφτηκε. Ποσό απλό ήταν να παγιδευτεί μια Μπένε Γκεσερίτ! Το μόνο που χρειαζόταν 'ήταν προδοσία. Ο Χαβάτ είχε δίκιο. Πίεσε τον εαυτό της να μην κοντράρει το σκοινί. Δεν είμαι στο δωμάτιο μου, σκέφτηκε. Μ' έχουν μεταφέρει αλλού. ∙ ' Σιγά σιγά κατάφερε να βρει την εσωτερική της ηρεμία. Αντιλήφθηκε όμως ότι ο ιδρώτας της ανέδιδε την οσμή του φόβου. Πού είναι ο Πολ; αναρωτήθηκε. Τι έκαναν στο γιο μου; Ηρεμία- χρειάζεται ηρεμία. Πίεσε τον εαυτό της να φανεί ψύχραιμη, χρησιμοποιώντας τις παλιές γνωστές τεχνικές. Ο φόβος όμως δεν έφευγε. Λέτο. Πού είσαι, Λέτο; Τα μάτια της άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Είδε μια λευκή γραμμή∙ φως κάτω από μια πόρτα. Είμαι στο πάτωμα. Αντιλήφθηκε ότι κάποιοι πηγαινοέρχονταν πίσω απ' την πόρτα. Προσπάθησε πάλι να καταπνίξει το φόβο της. Πρέπει να μείνω ήρεμη και να είμαι έτοιμη για οτιδήποτε. Ίσως να μου δοθεί μόνο μία ευκαιρία. Χρησιμοποίησε πάλι την τεχνική της εσωτερικής ψυχραιμίας. Το ακανόνιστο χτύπημα της καρδιάς της έγινε σιγά σιγά πιο ρυθμικό. Άρχισε να κάνει νοερούς υπολογισμούς. Έμεινα αναίσθητη περίπου μια ώρα. Ύστερα προσήλωσε την προσοχή της στα βήματα που ακούγονταν απέξω. Είναι τέσσερα άτομα. Το κατάλαβε απ' το διαφορετικό τους βηματισμό. Πρέπει να υποκριθώ ότι είμαι ακόμα αναίσθητη. Χαλάρωσε το κορμί της πάνω στο ψυχρό πάτωμα, αλλά ξαφνικά αντιλήφθηκε ότι η πόρτα άνοιξε και κάποιο φως είχε πέσει στα κλειστά της βλέφαρα.
Άκουσε βήματα που πλησίαζαν κάποιος στεκόταν πάνω της. «Είσαι ξύπνια», είπε μια βαθιά φωνή. «Μην υποκρίνεσαι». Η Τζέσικα άνοιξε τα μάτια της. Είδε μπροστά της τον βαρόνο Βλαντιμίρ Χαρκόνεν.. Βρισκόταν μέσα στο κελάρι όπου είχε κοιμηθεί ο Πολ. Το κρεβάτι του ήταν άδειο. Στο χολ έξω απ' την πόρτα υπήρχε τόσο έντονο φως που έκανε τα μάτια της να πονάνε. Κοίταξε πάλι τον βαρόνο. Φορούσε μια κίτρινη κάπα που ερχόταν σε αντίθεση με τα μικρά μαύρα του μάτια. «Είχαμε κανονίσει τη δόση του αναισθητικού και ξέραμε πότε ακριβώς θα συνερχόσουν», της είπε. Πώς είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε η Τζέσικα. Έπρεπε να ξέρουν το βάρος μου με ακρίβεια, τον μεταβολισμό μου, το... ο Γιούε! «Είναι κρίμα που πρέπει να μείνεις φιμωμένη», συνέχισε ο βαρόνος. «Θα είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση». Ο Γιούε είναι ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Πώς όμως; Ο βαρόνος έριξε μια ματιά στην πόρτα πίσω του. «Έλα, Πάιτερ». Η Τζέσικα δεν είχε ξαναδεί τον άνθρωπο που μπήκε και στάθηκε κοντά στον βαρόνο, το πρόσωπο του όμως της ήταν γνωστό. Απ' τ' όνομα του κατάλαβε ότι ήταν ο Πάιτερ ντε Βριντ, ο μεντάτ-εκτελεστής. Τον κοίταξε με προσοχή. Είχε γερακίσια χαρακτηριστικά και γαλανά μάτια που έδειχναν ότι ήταν Αρακινός, οι κινήσεις και η στάση του όμως την έπειθαν για το αντίθετο. Εξάλλου, η επιδερμίδα του δεν ήταν στεγνή. Ήταν ψηλόλιγνος, με κάποια θηλυπρέπεια. «Κρίμα που δεν μπορούμε να συζητήσουμε, αγαπητή μου λαίδη», επανέλαβε ο βαρόνος. «Ξέρω, πάντως, τις ικανότητες σου». Έριξε μια ματιά στον μεντάτ. «Έτσι δεν είναι, Πάιτερ;» «Ακριβώς, βαρόνε», απάντησε ο άλλος. Η φωνή του ήταν ψιλή, η απόχρωση της όμως έκανε τη γυναίκα να νιώσει ένα ρίγος στη σπονδυλική της στήλη. Ποτέ της δεν είχαν ξανακούσει τ' αφτιά της τόσο ψυχρό και θαμπό μέταλλο. Σε κάποιον που είχε υποστεί την εκπαίδευση του Μπένε Γκεσερίτ, αυτό σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: Δολοφόνος. «Έχω μια έκπληξη για τον Πάιτερ», συνέχισε ο βαρόνος. «Νομίζει ότι τον έφερα εδώ για να πάρει την αμοιβή του ― εσένα, λαίδη Τζέσικα. Θέλω όμως να ξεκαθαρίσω∙ ένα πράγμα: ότι, στην πραγματικότητα, δεν θέλει εσένα». «Παίζεις μαζί μου, βαρόνε;» ρώτησε ο Πάιτερ χαμογελαστός. Βλέποντας αυτό το χαμόγελο, η Τζέσικα αναρωτήθηκε, γιατί ο βαρόνος δεν προσπαθούσε να προστατευθεί απ' τον Πάιτερ. Ύστερα όμως διόρθωσε τη σκέψη της. Ο βαρόνος δεν είχε υποστεί τη δική της εκπαίδευση. «Σε αρκετές περιπτώσεις ο Πάιτερ γίνεται πολύ αφελής», είπε ο Χαρκόνεν. «Δεν εννοεί να δεχτεί ότι είσαι επικίνδυνο πλάσμα, λαίδη μου». Χαμογέλασε προς το μέ- ∙ ρος του άλλου, που περίμενε υπομονετικά. «Ξέρω τι θέλεις, Πάιτερ. Δύναμη». «Μου υποσχέθηκες αυτή τη γυναίκα», απάντησε ο άλλος. Η ψιλή φωνή του είχε χάσει λίγη απ' την ψυχραιμία της. Ακούγοντας τον, η Τζέσικα ένιωσε να τη διαπερνάει ένα σύγκρυο. Πώς μπορεί ένας μεντάτ να μεταβληθεί σε ζώο; αναρωτήθηκε. «Θα σου κάνω μια πρόταση, Πάιτερ», είπε ο βαρόνος. «Τι πρόταση;» Ο βαρόνος κροτάλισε τα παχιά του δάχτυλα. «Αυτή τη γυναίκα και εξορία απ' την αυτοκρατορία ή το δουκάτο των Ατρειδών στον Αράκις που θα το κυβερνάς εξ ονόματος μου». Η Τζέσικα είδε τα μικρά μάτια του βαρόνου να κοιτάζουν ερευνητικά τον Πάιτερ. Πέθανε, λοιπόν, ο Λέτο μου; συλλογίστηκε η γυναίκα κι άρχισε ένα νοερό κλάμα στα βάθη του μυαλού της. Ο βαρόνος συνέχισε να κοιτάζει τον μεντάτ. «Σκέψου το λιγάκι, Πάιτερ. Τη θέλεις επειδή ήταν γυναίκα του δούκα, σύμβολο της δύναμης του ― όμορφη, χρήσιμη και καλά εκπαιδευμένη για το ρόλο της. Ένα ολόκληρο δουκάτο όμως, Πάιτερ; Αυτό είναι περισσότερο από σύμβολο∙ είναι η πραγματικότητα. Με το δουκάτο μπορείς να έχεις πολλές γυναίκες... κι ένα σωρό άλλα πράγματα». «Μην παίζεις μαζί μου!»
Ο βαρόνος τον κοίταξε κατάματα. «Παίζω; Εγώ; Θυμήσου ότι έβγαλα απ' τη μέση το αγόρι. Άκουσες τι είπε ο άνθρωπος μας για την εκπαίδευση που είχε πάρει∙ επικίνδυνος σαν τη μάνα του». Χαμογέλασε. «Τώρα πρέπει να φύγω. Θα σου στείλω ένα φρουρό, ειδικό γι' αυτές τις περιπτώσεις. Είναι θεόκουφος κι έχει διαταγές να σε συνοδέψει στο πρώτο τμήμα του ταξιδιού σου προς την εξορία. Θα φροντίσει να εξουδετερώσει αυτή τη γυναίκα σε περίπτωση που θα προσπαθήσει να κάνει κάποιο απ' τα κόλπα της και δεν θα σ' αφήσει να της βγάλεις το πανί απ' το στόμα, μέχρι να φύγετε απ' τον Αράκις. Αν αποφασίσεις να μείνεις... έχει διαφορετικές εντολές». «Στάσου», τον πρόλαβε ο Πάιτερ. «Αποφάσισα». «Μπα;» χαχάνισε ο βαρόνος. «Μια τέτοια γρήγορη εκλογή μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα». «Θα πάρω το δουκάτο», είπε ο Πάιτερ. Δεν καταλαβαίνει ότι ο βαρόνος λέει ψέματα; σκέφτηκε η Τζέσικα. Αλλά πώς να το καταλάβει; Είναι ένας διεστραμμένος μεντάτ. Ο βαρόνος κοίταξε τη γυναίκα. «Δεν είναι υπέροχο που ξέρω τον Πάιτερ τόσο καλά; Έβαλα στοίχημα με τον αρχηγό του στρατού μου ότι θα έπαιρνε αυτή την απόφαση. Λοιπόν, φεύγω τώρα. Έτσι τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Καταλαβαίνεις, λαίδη Τζέσικα, ότι δεν το κάνω από κακία εναντίον σου. Απλά, είναι ανάγκη. Πολύ καλύτερα, λοιπόν. Βλέπεις, δεν έχω διατάξει να σε σκοτώσουν. Αν με ρωτήσουν τι σου συνέβη, θα απαντήσω με ειλικρίνεια ότι δεν ξέρω τίποτα». «Δηλαδή το αφήνεις σε μένα;» ρώτησε ο Πάιτερ. «Ο φρουρός που σου στέλνω θα υπακούσει στις διαταγές σου», είπε ο βαρόνος. «Ό,τι γίνει, θα γίνει από σένα». Κοίταξε τον άλλο κατάματα. «Ναι, δεν θα βάψω τα χέρια μου με αίμα. Δική σου η απόφαση. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Θα περιμένεις να φύγω πριν κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις. Λοιπόν... φεύγω. Πολύ ωραία». Φοβάται μήπως τον ανακρίνουν με ανιχνευτή αλήθειας σκέφτηκε η Τζέσικα. Ποιος όμως; Α, ναι, η Σεβάσμιο-τάτη Μητέρα Γκάιους Χέλεν, φυσικά. Αν λοιπόν ο βαρόνος ξέρει ότι πρόκειται να υποστεί ανάκριση, αυτό σημαίνει ότι είναι ανακατεμένος και ο αυτοκράτορας. Αχ, φτωχέ μου Λέτο. Ο βαρόνος της έριξε μια τελευταία ματιά και μετά βγήκε απ' το δωμάτιο. Εκείνη τον ακολούθησε με το βλέμμα. Είναι όπως ακριβώς με προειδοποίησε η Σεβασμιότατη Μητέρα, σκέφτηκε. Ισχυρός και εχθρικός. Την επόμενη στιγμή μπήκαν δυο στρατιώτες Χαρκόνεν. Ένας τρίτος, με χαρακωμένο πρόσωπο, στάθηκε στην πόρτα κρατώντας ένα πιστόλι ακτίνων στο .χέρι. Λυτός είναι ο κουφός, σκέφτηκε η Τζέσικα. Ο βαρόνος ξέρει ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη Φωνή για να επιβληθώ σε οποιονδήποτε. Ο Σημαδεμένος κοίταξε τον Πάιτερ. «Έχουμε έξω το αγόρι σ' ένα φορείο. Ποιες είναι οι διαταγές σου;» Ο Πάιτερ στράφηκε στην Τζέσικα. «Είχα σκεφτεί να σε κρατήσω υποχείρια με απειλές κατά της ζωής του γιου σου, βλέπω όμως ότι αυτό δεν πιάνει. Άφησα το συναίσθημα να κυριαρχήσει σε βάρος της λογικής. Πολύ κακός χειρισμός από έναν μεντάτ». Κοίταξε τους στρατιώτες με τρόπο που να μπορεί ο Σημαδεμένος να διαβάσει τα χείλη του. «Πάρτε τους στην έρημο, όπως είχε προτείνει ο άνθρωπος μας. Είναι καλό σχέδιο. Τα σκουλήκια θα εξαφανίσουν όλες τις αποδείξεις και τα πτώματα δε θα βρεθούν ποτέ». «Δεν θέλεις να τους στείλεις εσύ ο ίδιος;» ρώτησε ο Σημαδεμένος. Διαβάζει τα χείλη, βεβαιώθηκε η Τζέσικα. «Ακολουθώ το παράδειγμα του βαρόνου», απάντησε ο Πάιτερ. «Πάρτε τους». Η Τζέσικα αντιλήφθηκε ότι ο τόνος της φωνής του ήταν κάπως διαφορετικός. Φοβάται κι αυτός τον ανιχνευτή αλήθειας. Ο Πάιτερ έκανε μεταβολή, πήγε στην πόρτα και κοντοστάθηκε. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους και βγήκε απ' το δωμάτιο. «Δεν θα ήθελα ν' αντιμετωπίσω τον ανιχνευτή αλήθειας μετά απ' όσα έγιναν απόψε», είπε ο Σημαδεμένος. «Δεν βγαίνει τίποτα να κάθεσαι και να κοιτάζεις», απάντησε ο ένας απ' τους άλλους δυο στρατιώτες. «Πιάσε τη γυναίκα απ' τα πόδια και...» «Γιατί δεν τους σκοτώνουμε εδώ;» «Θα γίνει φασαρία», είπε ο πρώτος στρατιώτης. «Εκτός κι αν προτιμάς να τους στραγγαλίσεις. Εγώ προτιμώ κάτι πιο απλό: να τους πάμε στην έρημο ―όπως πρότεινε ο άνθρωπος μας― και να τους παρατήσουμε στα σκουλήκια. Δεν θα μείνει ούτε ίχνος». «Ναι... νομίζω ότι έχεις δίκιο», είπε ο Σημαδεμένος. Η Τζέσικα τους άκουγε μη μπορώντας να κάνει τίποτα. Το φίμωτρο την εμπόδιζε να χρησιμοποιήσει τη Φωνή.
Ακόμα όμως κι αν κατάφερνε να μιλήσει, δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τον κουφό. Ο Σημαδεμένος έβαλε το όπλο στη θήκη του. Ύστερα έπιασαν τη γυναίκα, την κουβάλησαν έξω και την έβαλαν πάνω σ' ένα φορείο όπου υπήρχε ένα ακόμη άτομο, δεμένο κι αυτό. Η Τζέσικα κοίταξε το πρόσωπο του ― ο Πολ! Δεν τον είχαν φιμώσει, τα μάτια του όμως ήταν κλειστά και ανάσαινε ήρεμα. Τον έχουν ναρκώσει; αναρωτήθηκε. Καθώς οι στρατιώτες σήκωναν το φορείο, ο Πολ άνοιξε τα βλέφαρα του ένα χιλιοστό ―σαν μια αδιόρατη σχισμή― και την κοίταξε. Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει τη Φωνή, σκέφτηκε η Τζέσικα. Ο κουφός δεν θα επηρεαστεί. Τα μάτια του Πολ έκλεισαν. Η μέθοδος της πνευματικής ηρεμίας που τον είχε διδάξει η μητέρα του τον κρατούσε σε ετοιμότητα και περίμενε να εκμεταλλευτεί την παραμικρή ευκαιρία που θα του παρουσιαζόταν. Ύστερα από λίγο ξανάνοιξε τα μάτια και κοίταξε με προσοχή το πρόσωπο της Τζέσικα. Ήταν φιμωμένη, αλλά φαινόταν αβλαβής. Αναρωτήθηκε ποιος να την είχε πιάσει. Ο ίδιος ξύπνησε στο κρεβάτι του και διαπίστωσε ότι ήταν δεμένος. Η λογική έλεγε ότι ο προδότης ήταν ο Γιούε, έπρεπε όμως πρώτα να βεβαιωθεί γι' αυτό. Του φαινόταν απίστευτο. ∙ Οι στρατιώτες κουβάλησαν το φορείο έξω, στην α-στροφώτιστη νύχτα, πλησίασαν σένα σταματημένο ορνιθόπτερο και σταμάτησαν δίπλα του. Ακούμπησαν το φορείο στο έδαφος. Τα μάτια του Πολ άρχισαν να συνηθίζουν στο αμυδρό φως της νύχτας και ξεχώρισε τον κουφό στρατιώτη που πήγε κι άνοιξε την πόρτα του ορνιθόπτερου. «Αυτό θα χρησιμοποιήσουμε;» ρώτησε ο Σημαδεμένος και γύρισε για να παρακολουθήσει τα χείλη του συναδέλφου του. «Είναι αυτό που, όπως είπε ο άνθρωπος μας, χρησιμοποιείται στην έρημο», απάντησε ο άλλος. Ο Σημαδεμένος κούνησε το κεφάλι του. «Είναι όμως πολύ μικρό. Δεν υπάρχει χώρος για περισσότερα από τέσσερα άτομα». «Εντάξει», είπε ο σύντροφος του. «Δε χρειάζεται να έρθεις μαζί μας άλλο, Κάινετ». «Ο βαρόνος μου είπε να βεβαιωθώ ότι εκτελέστηκαν οι εντολές του», απάντησε ο Σημαδεμένος. «Γιατί σκας;» ρώτησε ο στρατιώτης που στεκόταν δίπλα στον άλλο. «Είναι μια Μπένε Γκεσερίτ σκύλα», είπε ο κουφός. «Έχει μεγάλη δύναμη». «Α, έτσι;» έκανε ο πρώτος στρατιώτης δείχνοντας με το χέρι του το αφτί του Σημαδεμένου. «Τώρα κατάλαβα, γιατί ο βαρόνος θέλει να πας εσύ». Ο συνάδελφος του άφησε ένα μουγκρητό. «Σε λίγο θα γίνουν τροφή για τα σκουλήκια. Αυτά δεν μπορεί να τα νικήσει ούτε μια Μπένε Γκεσερίτ, έτσι δεν είναι, Τσίγκο;» «Σίγουρα», έκανε ο πρώτος. Έσκυψε στο φορείο κι έπιασε την Τζέσικα απ' τους ώμους. «Έλα, Κάινετ. Μπορείς να έρθεις μαζί μου, αν θέλεις, για να βεβαιωθείς». «Σ' ευχαριστώ, Τσίγκο», είπε ο Σημαδεμένος. Η Τζέσικα αισθάνθηκε να την ανασηκώνουν και να τη βάζουν μέσα στο ορνιθόπτερο. Δίπλα της τοποθέτησαν τον Πολ που, όπως πρόσεξε η γυναίκα, ήταν δεμένος με απλό σκοινί. Ο Κάινετ, ο κουφός, κάθισε στο πηδάλιο και ο Τσίγκο πήρε θέση δίπλα του. Ο Σημαδεμένος έκλεισε την πόρτα και ασχολήθηκε με τα όργανα ελέγχου του σκάφους. Το ορνιθόπτερο απογειώθηκε και κατευθύνθηκε νότια, προς το Προστατευτικό Τείχος. Ο Τσίγκο σκούντησε το σύντροφο του στον ώμο. «Δεν γυρίζεις προς τα πίσω να τους προσέχεις;» «Ξέρεις το δρόμο που πρέπει ν' ακολουθήσεις;» «Άκουσα τον άνθρωπο μας όταν μιλούσατε μαζί». Ο Κάινετ έστριψε το κάθισμα του. Η Τζέσικα είδε τη λάμψη των άστρων πάνω στο πιστόλι ακτίνων που κρατούσε στο χέρι του. Δοκίμασε τη ζώνη του καθίσματος της και διαπίστωσε ότι ήταν χαλαρή. Τέντωσε λίγο το αριστερό της μπράτσο και κατάλαβε ότι το σκοινί ήταν φαγωμένο, έτοιμο να κοπεί μ ενα γερο τίναγμα. Θέλει άραγε κάποιος να μας βοηθήσει; αναρωτήθηκε. Ποιος;
«Είναι κρίμα να πάει χαμένη μια όμορφη γυναίκα σαν αυτή», είπε ο Σημαδεμένος. «Είχες ποτέ σου καμιά γαλαζοαίματη;» Γύρισε και κοίταξε τον πιλότο. «Δεν είναι γαλαζοαίματες όλες οι Μπένε Γκεσερίτ». «Φαίνονται όμως αριστοκρατικές». Θα με αντιληφθεί, σκέφτηκε γεμάτη ανησυχία η Τζέσικα. Μάζεψε αργά τα πόδια της πάνω στο κάθισμα κι έκανε το κορμί της μια μπάλα, κοιτάζοντας συνεχώς το Σημαδεμένο. «Είναι όμορφη», συνέχισε ο Κάινετ. Έγλειψε τα χείλη του. «Είναι πραγματικά κρίμα». Γύρισε και κοίταξε τον Τσίγκο. «Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι ότι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο πιλότος. «Ποιος ξέρει;» Κούνησε τους ώμους του. «Ποτέ μου δεν είχα μια γαλαζοαίματη και δεν υπάρχει άλλη περίπτωση να πετύχω κάποια». «Αν απλώσεις χέρι στη μητέρα μου...» μούγκρισε ο Πολ κοιτάζοντας απειλητικά τον Σημαδεμένο. «Χα!» έκανε ο πιλότος. «Το σκυλάκι γαβγίζει, έστω κι αν δεν μπορεί να δαγκώσει». Ο Πολ σήκωσε πολύ τη φωνή τον, σκέφτηκε η Τζέσικα. Μέσα στο σκάφος επικράτησε σιωπή. Τους φουκαράδες, σκέφτηκε πάλι η γυναίκα καθώς θυμήθηκε τα λόγια του βαρόνου. Θα πεθάνουν μόλις αναφέρουν ότι εκτέλεσαν την αποστολή τους. Ο βαρόνος δεν θέλει μάρτυρες. Το ορνιθόπτερο πέρασε πάνω απ' το Προστατευτικό Τείχος και φάνηκε από κάτω η τεράστια έρημη έκταση, λουσμένη στο φεγγαρόφωτο. «Νομίζω ότι εδώ είναι καλά», είπε ο πιλότος. «Ο άνθρωπος μας είπε να τους παρατήσουμε στην άμμο κοντά στο Τείχος». Άρχισε να κατεβάζει προσεχτικά το σκάφος κοντά σ' έναν αμμόλοφο. Η Τζέσικα παρατήρησε ότι ο Πολ είχε αρχίσει τις ρυθμικές αναπνοές της άσκησης ηρεμίας, ανοιγοκλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια του. Τον κοίταξε ανήμπορη να τον βοηθήσει. Δεν είναι ακόμη εξοικειωμένος με τη Φωνή, σκέφτηκε. Αν αποτύχει... Το ορνιθόπτερο ακούμπησε στο έδαφος απαλά. Η Τζέσικα έριξε μια ματιά προς το Προστατευτικό Τείχος και το μάτι της πήρε τη σκιά φτερών που αστραπιαία εξαφανίστηκαν απ' το οπτικό της πεδίο. Κάποιος μας ακολουθεί! σκέφτηκε. Ποιος; Ίσως αυτοί που έστειλε ο βαρόνος για να παρακολουθούν εμάς. Και, φυσικά, κάποιοι άλλοι θα τους παρακολουθούν κι αυτούς. Ο Τσίγκο έσβησε τη μηχανή και στο σκάφος απλώθηκε σιωπή. Η Τζέσικα γύρισε το κεφάλι της. Ο Πολ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Εντάξει, Κάινετ;» ρώτησε ο πιλότος. «Δεν ξέρω, Τσίγκο». «Βγάλ' της το φίμωτρο», διέταξε ο Πολ χρησιμοποιώντας τη Φωνή όσο καλύτερα μπορούσε. Η Τζέσικα τον θαύμασε μέσα της. Ο τόνος και η χροιά της φωνής του ήταν έξοχα ― κοφτά και επιτακτικά. Ίσως θα 'πρεπε μόνο να ήταν λίγο χαμηλότερα. Ο Τσίγκο έφερε το χέρι του στο στόμα της γυναίκας κι έπιασε στον κόμπο. «Σταμάτα!» φώναξε ο Κάινετ. «Κόφ' το, φίλε», είπε ο Τσίγκο. «Τα χέρια της είναι δεμένα». Έλυσε τον κόμπο και το φίμωτρο έπεσε. Ύστερα παρατήρησε την Τζέσικα με θαυμασμό. Ο Κάινετ έπιασε τον πιλότο απ' το μπράτσο. «Κοίταξε, Τσίγκο, δε χρειάζεται να...» Η Τζέσικα γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος των δυο αντρών και μίλησε με χαμηλή, πειστική φωνή. «Κύριοι! Δεν χρειάζεται να καβγαδίζετε για μένα». Ταυτόχρονα κοίταζε τον Κάινετ προκλητικά. Τους είδε να αλληλοκοιτάζονται και βεβαιώθηκε την ίδια στιγμή ότι τους είχε υποβάλει την ιδέα ν' αρπαχτούν για χατίρι της. Είχαν ήδη αρχίσει να τσακώνονται νοερά.
Σήκωσε όσο μπορούσε το κεφάλι της, ώστε να μη χάσει ο Κάινετ ούτε λέξη απ' όσα ήθελε να τους πει. «Δεν πρέπει να καβγαδίζετε», επανέλαβε. «Αξίζει να τσακώνεστε για μια γυναίκα;» Με τον υποβλητικό τόνο που μιλούσε, τους έκανε να πειστούν ότι άξιζε πραγματικά να μαλώσουν γι' αυτήν. Ο Πολ έσφιξε τα χείλη του για να μη μιλήσει άλλο. Είχε χρησιμοποιήσει μια φορά τη Φωνή και τα είχε καταφέρει. Τώρα τα πάντα κρέμονται στην εμπειρία της μητέρας του. «Ναι», έκανε ο Σημαδεμένος. «Δεν υπάρχει λόγος να τσακωνόμαστε...» Το χέρι του τινάχτηκε στο λαιμό του πιλότου, η κίνηση του όμως ανακόπηκε από μια μεταλλική λάμψη. Το μαχαίρι του Τσίγκο χώθηκε βαθιά στο στήθος του Κάινετ. Ο Σημαδεμένος έβγαλε ένα μουγκρητό και σωριάστηκε πάνω στην πόρτα του σκάφους. «Με πέρασε για κορόιδο», έκανε ο Τσίγκο. «Και τώρα ο νεαρός». Έσκυψε πάνω απ' τον Πολ. «Δεν χρειάζετε να το κάνεις αυτό», μουρμούρισε η Τζέσικα. Ο άντρας φάνηκε να διστάζει. «Δεν προτιμάς να φανώ φιλική και συνεργάσιμη μαζί σου;» τον ρώτησε. «Δώσ' του μια ευκαιρία. Οι πιθανότητες να επιζήσει εκεί έξω στην άμμο είναι ελάχιστες. Δώσ ■■ του όμως την ευκαιρία κι εγώ θα...» Χαμογέλασε με νόημα. «Θα σε ανταμείψω πολύ καλά». Ο Τσίγκο κοίταξε δεξιά αριστερά και μετά παρατήρησε πάλι την Τζέσικα. «Έχω ακούσει τι μπορεί να πάθει κάποιος στην έρημο. Ίσως το μαχαίρι να τον απαλλάξει πιο εύκολα». «Είναι πολύ αυτό που ζητάω;» «Πας να με μπερδέψεις», έκανε ο Τσίγκο. «Δεν θα μ' άρεσε να δω το γιο μου να πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου», είπε η Τζέσικα. «Είναι παράλογο αυτό που λέω;» Ο άντρας έκανε λίγο πίσω κι έσπρωξε την πόρτα με. τον αγκώνα του. Ύστερα έπιασε τον Πολ, τον μισοτράβηξε έξω απ' το σκάφος και του μίλησε με το μαχαίρι ανασηκωμένο. «Τι θα κάνεις, φίλε, αν σου κόψω τα σκοινιά;» ρώτησε. «Θα φύγει αμέσως από δω. Θα πάει στους βράχους εκεί κάτω», είπε η Τζέσικα. «Είναι έτσι, φίλε;» ρώτησε ο Τσίγκο. » «Έτσι», απάντησε ο Πολ με κοφτή φωνή. Το μαχαίρι χαμήλωσε κι έκοψε τα σκοινιά των ποδιών του. Ύστερα ο Πολ ένιωσε το χέρι που τον κρατούσε να τον σπρώχνει έξω απ' το σκάφος. Έκανε ότι παραπάτησε, έγειρε προς το μέρος της πόρτας, γύρισε λίγο προσποιούμενος ότι ήθελε να κρατηθεί και μετά τίναξε το δεξί του πόδι με δύναμη. Η μακρόχρονη εκπαίδευση του τον βοήθησε να βρει το στόχο του με ακρίβεια. Το πόδι του πέτυχε τον Τσίγκο στο στομάχι, λίγο πιο κάτω απ' το στέρνο, λιώνοντας του το συκώτι, το διάφραγμα και τον δεξιό κόλπο της καρδιάς. Μ' ένα φρικιαστικό μουγκρητό, ο στρατιώτης έπεσε πάνω στα καθίσματα του ορνιθόπτερου. Με τα χέρια δεμένα, ο Πολ τινάχτηκε έξω απ' το σκάφος, πήρε μια τούμπα και βρέθηκε πάλι όρθιος στα πόδια του. Γύρισε αμέσως στην καμπίνα, βρήκε το μαχαίρι, το κράτησε με τα δόντια κι άρχισε να πριονίζει τα σκοινιά που κρατούσαν δεμένη τη μητέρα του. Ύστερα η Τζέσικα έκοψε και τα δικά του σκοινιά. «Θα τον τακτοποιήσω εγώ», του είπε. «Για να κάνει οτιδήποτε, ήταν αναγκασμένος να μου κόψει τα σκοινιά. Ριψοκινδύνεψες χωρίς λόγο». «Βρήκα την ευκαιρία και δεν μπορούσα να την αφήσω». Η φωνή του ήταν τραχιά. «Στην οροφή της καμπίνας υπάρχει το σήμα του Γιούε», είπε η Τζέσικα. «Πάμε έξω απ' το σκάφος. Κάτω απ' τη θέση του πιλότου βρίσκεται ένα δέμα. Ακούμπησα πάνω του όταν μπήκαμε μέσα». «Βόμβα;» «Δεν νομίζω. Εδώ συμβαίνει κάτι παράξενο». Ο Πολ πήδησε έξω κι η Τζέσικα τον ακολούθησε. Η γυναίκα έπιασε το δέμα κάτω απ' τα πόδια του Τσίγκο. Ήταν υγρό. Κοιτάζοντας το διαπίστωσε ότι ήταν βουτηγμένο στο αίμα του πιλότου. Σπατάλη υγρασίας, σκέφτηκε. Ο Πολ κοίταξε γύρω τους και είδε λίγο πιο πέρα μια σειρά από βράχια που υψώνονταν πάνω απ' την άμμο όπως ένα νησί μέσα στη θάλασσα. Η Τζέσικα πήρε το δέμα στα χέρια της κι αμέσως γύρισε το βλέμμα προς το
Προστατευτικό Τείχος. Ο Πολ προσπάθησε να δει τι ήταν εκείνο που είχε τραβήξει την προσοχή της και διαπίστωσε ότι ένα δεύτερο ορνιθόπτερο ερχόταν προς το μέρος τους. Αμέσως αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε χρόνος να πετάξουν έξω τα πτώματα και να χρησιμοποιήσουν το σκάφος για να ξεφύγουν. «Τρέξε, Πολ!» φώναξε η Τζέσικα. «Είναι Χαρκόνεν!» Ο Αράκις διδάσκει το νόμο τον μαχαιριού ― κόβεις ότι είναι ατελές και δηλώνεις: «Τώρα είναι τέλειο, γιατί σταματάει σ' αντό το σημείο». Από το «Μουαντίμπ ― Παρατηρήσεις και Σχόλια» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. Ένας άντρας με στολή Χαρκόνεν σταμάτησε στην άκρη του χολ, κοίταξε τον Γιούε κι ύστερα πρόσεξε τα ακίνητα κορμιά της Μέιπς και του δούκα. Στο χέρι του κρατούσε ένα όπλο ακτίνων. Η στάση του έδειχνε μια τραχύτητα που άγγιζε τα όρια της κτηνωδίας, πράγμα που έφερε ρίγος στον Γιούε. Είναι Σαρνταονκάρ, σκέφτηκε. Ίσως μπασάρ, πον έστειλε εδώ ο αντοκράτορας για να δει τι γίνεται. Δεν με ξεγελάει η στολή πον φοράει. «Είσαι ο Γιούε», είπε ο άντρας. Κοίταξε πρώτα τον κρίκο της σχολής Σουκ στα μαλλιά του, μετά περιεργάστηκε το ρομβοειδές τατουάζ και τέλος το βλέμμα του καρφώθηκε ίσια στα μάτια του Γιούε. «Ναι, εγώ είμαι». «Ηρέμησε, Γιούε», συνέχισε ο οπλοφόρος. «Μπήκαμε μόλις αδρανοποίησες την ενεργειακή ασπίδα του σπιτιού. Όλα τώρα βρίσκονται κάτω απ' τον έλεγχο μας. Αυτός εδώ είναι ο δούκας;» «Ναι». «Νεκρός;» «Αναίσθητος. Καλύτερα να τον δέσεις». «Και οι άλλοι;» Έριξε μια ματιά στη Μέιπς. «Το ίδιο», μουρμούρισε ο Γιούε. Ο άντρας προχώρησε λίγο και κοίταξε τον Λέτο. «Ώστε αυτός είναι λοιπόν ο μεγάλος Κόκκινος Δούκας». Τώρα πια δεν έχω καμιά αμφιβολία, σκέφτηκε ο Γιούε. Μόνο ο αυτοκράτορας αποκαλεί Κόκκινους Δούκες τους Α τρείδες. Ο Σαρανταουκάρ έσκυψε κι έκοψε το κόκκινο γεράκι απ' τη στολή του Λέτο. «Αναμνηστικό», εξήγησε. «Πού είναι το δαχτυλίδι με τη σφραγίδα;» «Δεν το έχει μαζί του», είπε ο Γιούε. «Θέλω να το διαπιστώσω», έκανε κοφτά ο άλλος. Ο Γιούε πάγωσε και ξεροκατάπιε. Αν με πιέσουν ή φέρουν έναν ανιχνευτή αλήθειας, θα μάθουν για το δαχτυλίδι και το ορνιθόπτερο που έχω ετοιμάσει ― και τότε θα τελειώσουν όλα. «Μερικές φορές ο δούκας στέλνει το δαχτυλίδι με κάποιον απεσταλμένο του ως επιβεβαίωση ότι η διαταγή προέρχεται κατευθείαν απ' τον ίδιο», εξήγησε. «Ωραίοι απεσταλμένοι», σάρκασε ο Σαρνταουκάρ. «Δεν θα τον δέσεις;» «Πόσο θα μείνει αναίσθητος;» «Περίπου δυο ώρες. Δεν ήμουν πολύ ακριβής με τη δόση του, όπως με τη γυναίκα και το παιδί». Ο Σαρνταουκάρ έσπρωξε τον δούκα με το πόδι του. «Δεν τον φοβηθήκαμε ούτε όταν είχε τις αισθήσεις του», δήλωσε. «Πότε θα συνέλθει η γυναίκα και το παιδί;» . «Σε δέκα λεπτά». «Τόσο γρήγορα;» «Μου είπαν ότι ο βαρόνος θα 'ρχόταν αμέσως μετά τους άντρες του». «Σωστά. Τώρα θα πας έξω και θα περιμένεις, Γιούε». Του έριξε μια σκληρή ματιά. «Τώρα!» Ο Γιούε κοίταξε τον Λέτο. «Τι θα...» «Θα τον στείλουμε εκεί που πρέπει πακεταρισμένο». Ο Σαρνταουκάρ ξανακοίταξε το ρομβοειδές τατουάζ στο μέτωπο του Γιούε. «Όλοι σε ξέρουν στο χολ θα είσαι ασφαλής. Δεν έχουμε χρόνο για ψιλοκουβέντες, προδότη. Ακούω τους άλλους που έρχονται».
Προδότης, συλλογίστηκε ο Γιούε. Κατέβασε τα μάτια και προσπέρασε τον Σαρνταουκάρ, ξέροντας πια ότι θα έμενε στην ιστορία με το όνομα Γιούε, ο προδότης. Πηγαίνοντας προς την κεντρική είσοδο συνάντησε κι άλλα σώματα πεσμένα στους διαδρόμους∙ τα κοίταξε, γεμάτος φόβο ότι ανάμεσα τους θα " βλέπε τον Πολ ή την Τζέσικα. Ευτυχώς, όλοι ήταν φύλακες του σπιτιού ή στρατιώτες Χαρκόνεν. Βγαίνοντας έξω, είδε ότι είχαν βάλει φωτιά στους φοίνικες του δρόμου για να φωτίζεται η πρόσοψτ> του σπιτιού. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη φλόγες και καπνούς. «Είναι ο προδότης», άκουσε τη φωνή ενός στρατιώτη. «Ο βαρόνος θα σε δει σύντομα», του είπε κάποιος άλλος. Πρέπει να πάω στο ορνιθόπτερο, σκέφτηκε ο Γιούε. Πρέπει να βάλω τα διακριτικά του δούκα σε σημείο που θα τα βρει ο Πολ. Ύστερα καταλήφθηκε από φόβο. Αν ανησυχήσει ο Αινταχο ή με υποψιαστεί ―αν δεν περιμένει και πάει κατευθείαν εκεί που του είπα― η Τζέσικα κι ο Πολ δεν θα γλιτώσουν τη σφαγή. Λεν θα έχω κανένα ελαφρυντικό για την πράξη μου. Ο ένας φρουρός στράφηκε προς το μέρος του. «Περίμενε εκεί, στην άκρη του δρόμου», είπε. Απότομα, ο Γιούε συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει ένας απόβλητος σ' εκείνο τον τόπο της καταστροφής. Κανένας δεν τον υπολόγιζε. Δεν πρέπει ν' αποτύχει ο Αινταχο. «Ε, εσύ! Φύγε απ' τη μέση!» φώναξε κάποιος άλλος στρατιώτης. Αν και τους βοήθησα, με περιφρονούν, σκέφτηκε. Τέντωσε το κορμί του, λες κι έτσι θα ανακτούσε λίγη απ' τη χαμένη του αξιοπρέπεια. «Περίμενε το βαρόνο!» φώναξε ο αξιωματικός των Χαρκόνεν. Ο Γιούε κούνησε καταφατικά το κεφάλι του προχωρώντας αργά στο μήκος της πρόσοψης του σπιτιού και μετά έστριψε στη γωνία, για να χαθεί μέσα στις σκιές μακριά απ' τη λάμψη των φλεγόμενων φοινικόδεντρων. Κατόπιν βάδισε πιο γρήγορα στο πίσω μέρος, εκεί που βρισκόταν το ορνιθόπτερο ― έτοιμο να παραλάβει τον Πολ και τη μητέρα του. Στην πίσω πόρτα του σπιτιού στεκόταν ένας φρουρός 246 με την προσοχή στραμμένη στο φωτισμένο χολ. ενώ μερικοί άντρες έψαχναν τα δωμάτια ένα ένα. Πόσο σίγουροι ήταν! Ο Γιούε ακολούθησε τις σκιές, πλησίασε στο ορνιθόπτερο και άνοιξε την πόρτα που βρισκόταν στην αθέατη για το φρουρό πλευρά. Έψαξε κάτω απ' τα καθίσματα, βρήκε το κουτί με τις πρώτες βοήθειες κι έριξε μέσα το δουκικό δαχτυλίδι. Ύστερα πασπάτεψε το σημείωμα που είχε γράψει και τελικά έκλεισε το κουτί. Έμενε κάτι πολύ πιο δύσκολο: το κλείσιμο της πόρτας του ορνιθόπτερου. Το 'κανε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και μετά γύρισε πάλι με ανέμελο βήμα στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Τα κατάφερα, σκέφτηκε. Βγήκε αδιάφορα στο σημείο που καίγονταν τα δέντρα. Τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο μανδύα του και κάθισε να παρακολουθήσει το θέαμα. Σε λίγο θα ξέρω. Σε λίγο θα συναντήσω το βαρόνο και θα ξέρω. Κι εκείνος θα αντιμετωπίσει ένα μικρό δόντι. Ένας μύθος λέει ότι τη στιγμή πον πέθανε ο δούκας Λέτο Ατρείδης ένας μετεωρίτης έσκισε τον ονρανό πάνω απ' το πατρογονικό τον παλάτι στον Καλαντάν. Από την «Παιδική Ηλικία τον Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρουλάν. Ο βαρόνος Βλαντιμίρ Χαρκόνεν στεκόταν όρθιος μέσα στο σκάφος που χρησιμοποιούσε ως αρχηγείο. Στο βάθος μπροστά του διακρινόταν η λάμψη απ' τις φλόγες που φώτιζε την αρακινή νύχτα. Η προσοχή του συγκεντρώθηκε στο Προστατευτικό Τείχος στο βάθος του ορίζοντα, όπου βρίσκονταν οι δυνάμεις του. Άκουσε τις ομοβροντίες των κανονιών του, που έριχναν στους άντρες του δούκα που αμύνονταν ακόμη. Όμως οι Ατρείδες ήταν πια καταδικασμένοι ― κι η καταδίκη τους υπογραμμιζόταν απ' τις πορτοκαλιές λάμψεις και τα σύννεφα σκόνης που γέμιζαν την ατμόσφαιρα μετά από κάθε βολή. Ποιος το πίστενε ότι θα ξαναζούσε το πνροβολικό στην εποχή μας; συλλογίστηκε. Ηταν όμως το μόνο μέσο για ν' αναγκάσουμε τονς άντρες του δούκα να υποχωρήσουν και να καταφύγουν στις σπηλιές. Ο αυτοκράτορας σίγουρα θα χαρεί που κατάφερα να γλιτώσω τη ζωή των αντρών μας. Τακτοποίησε λίγο έναν απ' τους μικρούς μετεωρητές που εξουδετέρωναν το βάρος του τεράστιου κορμιού του, ενώ στα χείλη του σχηματιζόταν ένα χαμόγελο. Κρίμα όμως να χάνονται έτσι τέτοιοι πολεμιστές, όπως οι άντρες τον δούκα, σκέφτηκε. Το χαμόγελο του έγινε πλατύτερο. Απαγορεύεται ο οίκτος! Κούνησε το κεφάλι του. Το ίδιο και η αποτνχία. Όλος ο κόσμος βρισκόταν εκεί
μπροστά του, έτοιμος να υποταχτεί στον άνθρωπο που θα έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις. Τα κουνέλια έπρεπε ν' αναγκαστούν να χωθούν στις τρύπες τους. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσε κανείς να τα προσέχει και να τα ταίζει; Φαντάστηκε τους άντρες του σαν μέλισσες που κατεύθυναν τα κουνέλια. Η μέρα είναι πολύ γλυκιά, σκέφτηκε, όταν έχεις αρκετές μέλισσες να δονλεύονν για σένα. Μια πόρτα άνοιξε πίσω του. Ο βαρόνος γύρισε αργά. Ήταν ο Πάιτερ ντε Βριντ που τον ακολουθούσε ο Ου-μάν Κουντού, αρχηγός της προσωπικής φρουράς του βαρόνου. Έξω απ' την πόρτα φάνηκαν οι σιλουέτες μερικών σωματοφυλάκων του. Ο Πάιτερ χαιρέτησε με τη γνωστή κοροϊδευτική του χειρονομία. «Καλά νέα, βαρόνε. Οι Σαρνταουκάρ έφεραν τον δούκα». ' «Έξοχα», φώναξε ο Χαρκόνεν. Κοίταξε το σοβαρό και κάπως θηλυπρεπές πρόσωπο του Πάιτερ. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές γεμάτες με γαλάζιο χρώμα. Πρέπει να τον ξεφορτωθώ σύντομα, σκέφτηκε. Έπαψε πια να μον είναι χρήσιμος- ίσως μάλιστα ν' αρχίσει να γίνεται επικίνδννος. Πάντως, πρώτα πρέπει να τον μισήσουν οι Αρακινοί Έτσι, θα θεωρήσουν τον αγαπημένο μου Φέιντ-Ράουτα ως σωτήρα τους. Ο βαρόνος γύρισε στον αρχηγό της φρουράς του, τον Ουμάν Κουντού. Είχε μυτερό σαγόνι και πρόσωπο γεμάτο μυς. Του είχε εμπιστοσύνη, γιατί ήξερε τις αδυναμίες του και φρόντιζε να τις ικανοποιεί. «Πρώτα πρώτα, πού είναι ο προδότης που μου έφερε τον δούκα;» ρώτησε ο βαρόνος. «Πρέπει να του δώσω την αμοιβή του». Ο Πάιτερ γύρισε κι έκανε νόημα στο φρουρό που στεκόταν απέξω. Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε ο δόκτορ Γιούε. Οι κινήσεις του ήταν σφιγμένες και το μουστάκι του κρεμόταν σαν άψυχο πάνω απ' τα κατακόκκινα χείλη του. Μόνο τα μάτια του φαίνονταν ζωντανά. Έκανε δυο τρία βήματα και μετά, υπακούοντας σ' ένα νεύμα του Πάιτερ, σταμάτησε σε κάποια απόσταση απ' τον βαρόνο. «Α, ο δόκτορ Γιούε». «Στις διαταγές σου, κύριε μου». «Έμαθα ότι μας έφερες τον δούκα». «Εκπλήρωσα την υποχρέωση μου, βαρόνε». Εκείνος κοίταξε τον Πάιτερ, που κούνησε το κεφάλι του. Ο βαρόνος γύρισε πάλι στον Γιούε. «Την υποχρέωση σου, ε; Κι εγώ...» Πήρε περιφρονητικό ύφος. «Κι εγώ τι πρέπει να κάνω από δικής μου πλευράς;» «Θυμάσαι πολύ καλά, βαρόνε». Ταυτόχρονα κάποιο φως άναψε στο βάθος της μνήμης του Γιούε∙ στο μυαλό του ήρθαν οι αμέτρητες περιπτώσεις που ο βαρόνος είχε αθετήσει τις υποσχέσεις του. Η Γου-όνα ήταν σίγουρα νεκρή ― είχε ξεφύγει πια απ' τη θανατηφόρο λαβή των Χαρκόνεν. Έτσι όμως δεν μπορούσαν να κρατάνε υποχείριο τους τον ίδιο τον Γιούε. Αυτό φαινόταν καθαρά στους τρόπους του βαρόνου. «Θυμάμαι, λες;» «Υποσχέθηκες να τερματίσεις την αγωνία της Γουόνα μου». Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Α, ναι. Τώρα θυμάμαι. Το 'χω κάνει ήδη∙ εκπλήρωσα την υπόσχεση μου. Δεν θ' άντεχες να δεις την Μπένε Γκεσερίτ σκύλα σου να υποφέρει μέσα στις συσκευές πόνου που χρησιμοποιεί ο Πάιτερ. Λοιπόν, ο βαρόνος Βλαντιμίρ Χαρκόνεν πάντα κρατάει τις υποσχέσεις του. Σου είπα ότι θα τερμάτιζα την αγωνία της και θα σου επέτρεπα να πας κοντά της. Ας γίνει, λοιπόν». Έκανε μια χειρονομία προς το μέρος του Πάιτερ. Στο βλέμμα του ντε Βριντ σχηματίστηκε μια παράξενη έκφραση και η κίνηση του είχε την ταχύτητα ενός αιλουροειδούς. Το μαχαίρι που κρατούσε γυάλισε σαν ένα τεράστιο νύχι τη στιγμή που χωνόταν στην πλάτη του Γιούε. Το κορμί του δόκτορα φάνηκε να σκληραίνει, το βλέμμα του όμως δεν έφυγε απ' το πρόσωπο του βαρόνου. «Πήγαινε κοντά της, λοιπόν!» είπε ο Χαρκόνεν, φτύνοντας σχεδόν τα λόγια του στο πρόσωπο του άλλου. Ο Γιούε παραπάτησε και τα χείλη του κινήθηκαν με κόπο. Η φωνή του ακούστηκε ασθενική. «Νο... νομίζεις... ότι με... με νίκησες. Νομίζεις... ότι δεν... δεν ήξερα... τι θα κάνεις... στη... Γουόνα μου». Ύστερα έπεσε αλύγιστος∙ ήταν σαν να γκρεμίστηκε ένα δέντρο.
«Πήγαινε κοντά της, λοιπόν», επανέλαβε ο βαρόνος, αλλά τα λόγια του έμοιαζαν με ασθενικό αντίλαλο. Οι τελευταίες λέξεις του Γιούε του είχαν φέρει άσχημα προαισθήματα. Γύρισε στον Πάιτερ και τον είδε να σκουπίζει τη λεπίδα σ' ένα κομμάτι πανί, με μια έκφραση απέραντης ικανοποίησης στα μάτια. Ώστε σκοτώνει εντελώς ψυχρά, σκέφτηκε ο βαρόνος. Είναι καλό που το διαπίστωσα. «Μας έφερε πραγματικά τον δούκα;» ρώτησε. «Πραγματικά, βαρόνε», είπε ο Πάιτερ. «Τότε, φέρ' τον εδώ!» Ο Πάιτερ έριξε μια ματιά στον αξιωματικό της φρουράς, που έτρεξε να εκτελέσει τη διαταγή. Ο βαρόνος κοίταξε τον Γιούε. «Ποτέ δεν θα εμπιστευόμουν έναν προδότη», είπε. «Έστω κι αν τον είχα δημιουργήσει εγώ». Έριξε πάλι μια ματιά έξω. Οι λάμψεις είχαν σταματήσει και το πυροβολικό δεν σφυροκοπούσε πια τις σπηλιές κοντά στο Προστατευτικό Τείχος∙ οι τρύπες των κουνελιών είχαν σφραγιστεί. Εντελώς ξαφνικά, ο βαρόνος ένιωσε να πλημμυρίζει από ευτυχία με το σκοτάδι που ατένιζε μπροστά του. Κατά βάθος όμως αισθανόταν μια απροσδιόριστη ανησυχία. Τι εννοούσε άραγε αυτός ο ηλίθιος, ο Γιούε; Φυσικά, είχε αντιληφθεί τι τον περίμενε τελικά. Τι ήθελε όμως να πει με την έκφραση «νομίζεις ότι με νίκησες;» ..Τι νόημα έκρυβαν τα λόγια του; Στην πόρτα εμφανίστηκε ο δούκας Λέτο Ατρείδης. Τα χέρια του ήταν δεμένα με αλυσίδες, το πρόσωπο του βρόμικο και η στολή του σκισμένη στο σημείο που υπήρχαν τα διακριτικά του οίκου του. Η ζώνη του είχε κομματιαστεί απ' το απότομο τράβηγμα της ενεργειακής του ασπίδας. Στο πρόσωπο του στραφτάλιζε μια λάμψη παραφροσυνης. «Λοιπόν;» έκανε ο βαρόνος. Δίστασε για λίγο και. μετά πήρε μια βαθιά ανάσα καταλαβαίνοντας ότι είχε μιλήσει πολύ δυνατά. Να πάρει ο διάβολος τον Γιούε! «Νομίζω ότι ο δούκας είναι ναρκωμένος», είπε ο Πάιτερ. «Έτσι μόνο μπορούσε να τον πιάσει ο Γιούε». Στράφηκε στον Λέτο. «Έχεις πάρει ναρκωτικά, αγαπητέ μου δούκα;» Η φωνή ερχόταν από μακριά. Ο Λέτο αισθανόταν τις αλυσίδες, τον πόνο στους μυώνες, τα σκασμένα του χείλη, τους κροτάφους του που χτυπούσαν βίαια και τη δίψα που τον βασάνιζε αλύπητα. Όλοι οι ήχοι όμως ήταν συγκεχυμένοι, λες και τους κάλυπτε κάποια βαριά κουβέντα. Το ίδιο και τα αντικείμενα∙ φαίνονταν θολά. «Η γυναίκα και το παιδί, Πάιτερ;» ρώτησε ο βαρόνος. «Τι νέα έχουμε;» Ο Πάιτερ έγλειψε τα χείλη του. «Κάτι ξέρεις!» φώναξε ο βαρόνος. «Τι;» Το βλέμμα του Πάιτερ ταξίδεψε στο πρόσωπο του αρχηγού της φρουράς και μετά γύρισε πάλι στον Χαρκόνεν. «Οι άνθρωποι που στείλαμε για να εκτελέσουν την εντολή σου... να... βρέθηκαν, βαρόνε». «Η αναφορά τους είναι ικανοποιητική;» «Είναι νεκροί, βαρόνε». «Φυσικά! Αυτό που θέλω να μάθω είναι...» «Βρέθηκαν νεκροί, βαρόνε». Το πρόσωπο του Χαρκόνεν έγινε κατακίτρινο. «Η γυναίκα και το παιδί;» «Κανένα ίχνος τους. Εμφανίστηκε όμως ένα τεράστιο αμμοσκούληκο όταν κάναμε έρευνες. Ίσως όλα να έγιναν όπως θέλαμε. Πιθανόν ένα ατύχημα...» «Δεν βασιζόμαστε σε πιθανότητες, Πάιτερ. Τι έγινε το χαμένο ορνιθόπτερο;» «Ένας απ' τους άντρες του δούκα το άρπαξε, σκότωσε τον πιλότο μας και δραπέτευσε». «Ποιος ήταν;» «Ήταν ένας επαγγελματικός φόνος, βαρόνε. Ίσως ο Χαβάτ ή ο Χάλεκ. Μπορεί κι ο Άινταχο ― ή οποιοσδήποτε αξιωματικός». «Πιθανότητες», μουρμούρισε ο Χαρκόνεν. Κοίταξε πάλι τον δούκα. «Ελέγχουμε, πάντως, την κατάσταση», συνέχισε ο Πάιτερ. «Κάνεις λάθος! Πού είναι εκείνος ο ανόητος πλανητολόγος ― ο Κάινς;»
«Έστειλα να τον βρουν και να τον φέρουν». «Δεν μ' αρέσει ο τρόπος που μας βοηθάει ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος», γρύλισε ο βαρόνος. Οι περισσότερες κουβέντες έφταναν ακατάληπτες στ' αφτιά του Λέτο, ορισμένες όμως αντηχούσαν στο μυαλό του σαν καμπάνες. Γυναίκα και παιδί ― κανένας ίχνος. Ο Πολ και η Τζέσικα είχαν γλιτώσει, ενώ ήταν άγνωστη η τύχη του Χαβάτ, του Χάλεκ και του 'Αινταχο. Οι ελπίδες δεν είχαν χαθεί. «Πού είναι το δουκικό δαχτυλίδι;» ρώτησε ο βαρόνος. «Τα δάχτυλα του είναι γυμνά». «Ο Σαρνταουκάρ είπε ότι δεν το φορούσε όταν τον έπιασε», διευκρίνισε ο αρχηγός της φρουράς. «Σκότωσες τον Γιούε πολύ γρήγορα», είπε ο βαρόνος. «Αυτό ήταν λάθος σου. Έπρεπε να με είχες ειδοποιήσει, Πάιτερ. Βάζεις σε κίνδυνο ολόκληρη την επιχείρηση μας». Συνοφρυώθηκε. «Πιθανότητες!» Η σκέψη εξακολούθησε να αιωρείται στο μυαλό του Λέτο. Ο Πολ και η Τζέσικα είχαν γλιτώσει!Ύπήρχε όμως και κάτι άλλο στη μνήμη του: μια παγίδα. Ναι, τη θυμόταν τώρα. Το δόντι! Ύστερα θυμήθηκε κάτι ακόμα: μέσα σ' ένα ψεύτικο δόντι υπήρχε δηλητηριώδες αέριο. Κάποιος του είχε πει να μην ξεχάσει το δόντι∙ κι αυτό βρισκόταν στο στόμα του. Το αισθανόταν με τη γλώσσα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το δαγκώσει με δύναμη. Όχι ακόμα! Αυτός ο κάποιος του είχε πει να περιμένει μέχρι να βρεθεί κοντά στον βαρόνο. Ποιος όμως ήταν; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. «Πόση ώρα θα μείνει ναρκωμένος ακόμα;» ρώτησε ο βαρόνος. «Ίσως μια ώρα». «Ίσως», μουρμούρισε ο Χαρκόνεν. Κοίταξε πάλι-στη σκοτεινή νύχτα έξω απ' το παράθυρο. «Πεινάω». Αυτή η σκούρα σιλουέτα εκεί πέρα πρέπει να είναι ό βαρόνος, σκέφτηκε ο Λέτο. Η σιλουέτα πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο, που γινόταν άλλοτε απελπιστικά μικρό κι άλλοτε τεράστιο. Μερικές φορές φωτιζόταν περισσότερο, ενώ κάποιες στιγμές γινόταν σκοτεινό. "∙ Ο χρόνος είχε αρχίσει να χάνει τη σημασία του για τον δούκα. Πρέπει να περιμένω. Είδε αρκετά καθαρά ένα τραπέζι. Στο απέναντι μέρος του καθόταν ένας χοντρός άντρας με τα αποφάγια μπροστά του. Ο Λέτο ένιωσε ότι καθόταν και ο ίδιος κοντά στο τραπέζι, δεμένος με αλυσίδες στην καρέκλα του. Καταλάβαινε ότι είχε περάσει αρκετή ώρα, δεν ήξερε όμως πόση. «Νομίζω ότι συνέρχεται, βαρόνε». Γνωστή αυτή η φωνή∙ του Πάιτερ. «Ναι, το βλέπω». Βαθιά φωνή∙ ο βαρόνος. Ο Λέτο άρχισε σιγά σιγά να διακρίνει τι υπήρχε γύρω του. Έβλεπε τώρα καθαρά τον βαρόνο, που αποτελείωνε το φαγητό του, το πιάτο, τη λαβή ενός κουταλιού και μερικά δάχτυλα που άδραχναν ένα ποτήρι. «Μπορείς να με ακούσεις, δούκα», είπε ο βαρόνος. «Ξέρω ότι μπορείς να με ακούσεις. Θέλουμε να μάθουμε πού βρίσκεται η παλλακίδα σου με το παιδί». Τα λόγια αυτά ηρέμησαν οριστικά τον Λέτο. Είναι αλήθεια, λοιπόν ο Πολ και η Τζέσικα ξέφυγαν. «Δεν αστειευόμαστε», μούγκρισε ο βαρόνος. «Να το έχεις υπόψη σου αυτό». Έσκυψε κοντά στο δούκα και τον περιεργάστηκε. Τι κρίμα που δεν μπορούσαν να τακτοποιήσουν το θέμα οι δυο τους. Αυτά τα πράγματα δεν έπρεπε να τα βλέπουν οι άλλοι. Ο Λέτο ένιωσε τις δυνάμεις του να επανέρχονται και η θύμηση του ψεύτικου δοντιού ξεχώριζε στη μνήμη του, όπως ένα καμπαναριό μέσα σ' έναν τεράστιο επίπεδο κάμπο. Ύστερα κατάφερε να θυμηθεί και ποιος ήταν εκείνος που είχε βάλει το δηλητήριο. Ο Γιούε. Ξαναείδε αμυδρά ένα άψυχο κορμί που το 'σερναν έξω απ' αυτή την αίθουσα. Ήξερε πως ήταν το πτώμα του Γιούε.
«Ακούς κάποιο θόρυβο, δούκα;» ρώτησε ο βαρόνος. Ο Λέτο άκουσε κάτι που έμοιαζε με το κρώξιμο βατράχου. Ήταν μια μακρόσυρτη κραυγή αγωνίας. «Πιάσαμε κάποιον απ' τους ανθρώπους σου, που είχε μεταμφιεστεί σε Φρέμεν», συνέχισε ο άλλος. «Τον καταλάβαμε αμέσως απ' το χρώμα των ματιών. Ισχυρίζεται ότι τον στείλατε στους Φρέμεν για κατασκοπεία, αλλά εγώ δεν είμαι χτεσινός πάνω σ' αυτόν τον πλανήτη, αγαπητέ μου ξάδερφε. Κανένας δεν χρειάζεται να κατασκοπεύσει αυτούς τους κουρελήδες της ερήμου. Πες μου, ζήτησες τη βοήθεια τους; Έστειλες εκεί τη γυναίκα και το γιο σου;» Το στήθος του Λέτο σφίχτηκε από φόβο. Αν ο Γιούε τους έστειλε στην έρημο... δεν θα σταματήσουν τις έρευνες μέχρι να τους βρουν. «Έλα, έλα», τον παρότρυνε ο βαρόνος. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο και ο πόνος είναι ανυπόφορος. Μη μας αναγκάζεις να γινόμαστε σκληροί, αγαπητέ μου δούκα». Κοίταξε τον Πάιτερ που στεκόταν δίπλα στον Λέτο. «Ο Πάιτερ δεν έχει εδώ όλα του τα εργαλεία, αλλά είμαι βέβαιος ότι κάτι θα σκεφτεί». «Καμιά φορά είναι καλύτερα έτσι, βαρόνε». Η γνωστή, κάπως γυναικωτή φωνή ακούστηκε κοντά στο αφτί του Λέτο. «Είχες ετοιμάσει κάποιο σχέδιο ανάγκης», συνέχισε ο βαρόνος. «Πού έστειλες τη γυναίκα και το παιδί;» Κοίταξε το χέρι του δούκα. «Δεν έχεις το δαχτυλίδι σου. Το πήρε το παιδί;» Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον Λέτο κατάματα. «Γιατί δεν απαντάς; Θα με αναγκάσεις να κάνω κάτι που δεν θέλω. Ο Πάιτερ χρησιμοποιεί απλές, αλλά αποτελεσματικές μεθόδους. Συμφωνώ ότι δεν είναι πάντα οι καλύτερες, δεν θα 'θελα όμως να τις εφαρμόσει πάνω σου». «Καφτό σίδερο στην πλάτη, ίσως και στα βλέφαρα», είπε ο Πάιτερ. «Μπορεί και σε μερικά άλλα μέρη του σώματος. Πολύ καλή μέθοδος, προπάντων όταν δεν ξέρεις πού θα σου 'ρθει την επόμενη φορά. Ξέρεις τι άσχημες πληγές αφήνει;» «Υπέροχες», συμπλήρωσε ο βαρόνος με στυφή φωνή. Τα δάχτυλα του! Ο Λέτο κοίταξε τα παχιά χέρια με τα δαχτυλίδια που γυάλιζαν. Ο γεμάτος αγωνία ήχος που ερχόταν πίσω απ' την πόρτα είχε αρχίσει να επηρεάζει τα νεύρα του. Ποιον έχουν πιάσει; αναρωτήθηκε. Μήπως είναι ο Άινταχο; «Πίστεψε με, αγαπητέ μου ξάδερφε», είπε ο βαρόνος, «δεν θα ήθελα να πάθεις τα ίδια». ^ «Δεν πρόκειται ν' αντέξεις», συμπλήρωσε ο Πάιτερ. «Η δουλειά μου είναι καλλιτεχνική, ξέρεις». «Ναι, είμαστε ασυναγώνιστοι καλλιτέχνες», γρύλισε ο βαρόνος. «Χάνουμε χρόνο», υπενθύμισε ο Πάιτερ. «Ίσως». Ο βαρόνος κούνησε το κεφάλι του. «Ξέρει∙ς, αγαπητέ μου Λέτο, στο τέλος θα μας πεις πού βρίσκονται. Υπάρχει κάποιο σημείο στον πόνο που δεν θα μπορέσεις να το ξεπεράσεις». Έχει δίκιο, σκέφτηκε ο δούκας. Εκτός απ' το γεγονός ότι υπάρχει το ψεύτικο δόντι... και το ότι πραγματικά δεν ξέρω πού είναι. Ο βαρόνος πιρούνισε ένα μεζέ, τον έφερε στο στόμα του κι άρχισε να μασάει αργά. Πρέπει να δοκιμάσουμε μια άλλη τακτική, σκέφτηκε. «Κοίταξε τον ανόητο που νομίζει ότι μπορεί να μας αντισταθεί, Πάιτερ», είπε. «Κοίταξε τον». Ναι, σκέφτηκε πάλι. Κοίταξε τον άνθρωπο που νομίζει ότι μπορεί να μας αψηφίσει. Δες πώς έχει καταντήσει! Είναι ανίσχυρος σαν μερμήγκι. Τι σημασία έχει ο τρόπος του θανάτου του; Ο απαίσιος ήχος έπαψε ν' ακούγεται στο διπλανό δωμάτιο. Ο βαρόνος είδε τον Ουμάν Κουντού να εμφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας και να κάνει μια αρνητική κίνηση με το κεφάλι του. Ο κρατούμενος δεν είχε ανοίξει το στόμα του. Άλλη μια αποτυχία. Ώρα λοιπόν να μπει στο χορό και ο δούκας, αυτό το ανόητο πλάσμα που δεν καταλάβαινε ότι βρισκόταν στον προθάλαμο της κόλασης. Αυτή η σκέψη ηρέμησε το βαρόνο, που αισθανόταν κάποια απροθυμία να υποβάλει σε βασανιστήρια ένα άτομο από βασιλική γενιά. Είδε τον εαυτό του σαν χειρουργό, που ήταν υποχρεωμένος να κόψει μερικά κομμάτια σάρκας για να σώσει τον ασθενή. Τρομαγμένα κουνέλια! Τρομαγμένα κουνέλια που έτρεχαν να χωθούν στις τρύπες τους μόλις έβλεπαν το μεγάλο σαρκοβόρο! Ο Λέτο κοίταξε στο απέναντι μέρος του τραπεζιού κι αναρωτήθηκε τι περίμενε ακόμα. Το δόντι θα έδινε ένα γρήγορο τέλος σε όλη αυτή την υπόθεση. Όμως... η περισσότερη ζωή του είχε περάσει όμορφα... Θυμήθηκε ένα
χαρταετό που πετούσε ψηλά στον Καλαντάν, ενώ ο Πολ γελούσε γεμάτος χαρά βλέποντας τον. Θυμήθηκε ακόμη την ανατολή του ήλιου εδώ στον Αράκις και το Προστατευτικό Τείχος, τυλιγμένο σε σύννεφα σκόνης. «Κρίμα», μουρμούρισε ο βαρόνος. Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, σηκώθηκε με τη βοήθεια των μετεωρητών του και μετά κοντοστάθηκε, βλέποντας μια αλλαγή στην έκφραση του δούκα. Πρόσεξε ότι ο Λέτο πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε τα σαγόνια κι έκλεισε το στόμα του. Πόσο με φοβάται! συλλογίστηκε ο βαρόνος. Τρομαγμένος απ' τη σκέψη ότι μπορεί να του ξέφευγε ο Χαρκόνεν, ο δούκας δάγκωσε με δύναμη το ψεύτικο δόντι κι ένιωσε την κάψουλα να σπάζει. Άνοιξε το στόμα του και φύσηξε, σπρώχνοντας έξω το δηλητηριώδες αέριο. Η σιλουέτα του βαρόνου μίκρυνε, λες κι εξαφανιζόταν στο βάθος ενός τούνελ. Ο Λέτο άκουσε μια λαχανιαστή κραυγή δίπλα στο αφτί του: ο Πάιτερ. Τον πέτυχα κι αυτόν! «Πάιτερ! Τι τρέχει;» Η φωνή ερχόταν από πολύ μακριά. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν στη σκέψη του δούκα. Το δωμάτιο, το τραπέζι, ο βαρόνος, δυο έντρομα μάτια ― γαλάζια σαν τις απέραντες θάλασσες της πατρίδας του― άρχισαν να στριφογυρίζουν σαν ξεχαρβαλωμένο ελατήριο. Αντιλήφθηκε ότι ένας άντρας με μυτερό σαγόνι και στραβή μύτη έπεσε κάτω ― άκουσε το θόρυβο της πτώσης κάπου στ' αριστερά του. Δεν ήξερε όμως αν είχε πετύχει τον αντικειμενικό του στόχο. Στην αίθουσα απλώθηκε σιωπή. Ο βαρόνος ακούμπησε με την πλάτη στη μικρή πόρτα του δωματίου του. Είχε τρυπώσει μέσα πανικόβλητος, κλείνοντας πίσω του την αίθουσα που ήταν τώρα γεμάτη πτώματα. Το ανέπνενσα; αναρωτήθηκε. Άκουσε μερικούς θορύβους... κι άρχισε να θυμάται. Στ' αφτιά του έφτασαν κάποιες μεγαλόφωνες διαταγές ― αντιασφυξιογόνες μάσκες... η πόρτα να μείνει κλειστή... βάλτε μπρος τους ανεμιστήρες... Οι άλλοι έπεσαν αμέσως, σκέφτηκε. Εγώ είμαι όρθιος και αναπνέω. Γλίτωσα παρά τρίχα! Το μυαλό του άρχισε να δουλεύει. Ευτυχώς που η ασπίδα του ήταν ενεργοποιημένη, έστω και χαμηλά∙ έτσι, εμπόδισε τα αργοκίνητα μόρια του αερίου να φτάσουν στο αναπνευστικό του σύστημα. Ακόμα, ήταν τυχερός που εκείνη τη στιγμή σηκωνόταν απ' το τραπέζι... Αντίθετα, ο αξιωματικός της φρουράς και ο Πάιτερ ήταν καταδικαΓ σμένοι. Η τύχη και η κραυγή του ντε Βριντ είχαν σώσει τον βαρόνο. Δεν αισθανόταν όμως καμιά ευγνωμοσύνη για τον Πάιτερ. Ο βλάκας, είχε σχεδόν αυτοκτονήσει. Κι εκείνος ο ηλίθιος αξιωματικός! Είχε πει ότι είχε ελέγξει τα πάντα. Πώς, λοιπόν, τα κατάφερε ο δούκας; Ο ανιχνευτής δηλητηρίων δεν παρουσίασε καμιά ένδειξη. Γιατί; Εντάξει, όλα αυτά δεν έχουν πια καμιά σημασία, σκέφτηκε. Ο επόμενος αξιωματικός φρουρός ας ψάξει να βρει τις απαντήσεις. Αντιλήφθηκε κάποια αυξημένη κίνηση κάτω στο χολ, κοντά στην κύρια είσοδο της αίθουσας του θανάτου. Άνοιξε τη δική του, μικρή πόρτα και κοίταξε τους υπηρέτες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Περίμεναν τις αντιδράσεις του βαρόνου σιωπηλοί. Ήταν θυμωμένος; Ο Χαρκόνεν αντιλήφθηκε ότι είχαν περάσει ελάχιστα δευτερόλεπτα απ' τη στιγμή που είχε βγει απ' το δωμάτιο. Ένας άντρας εμφανίστηκε στη γωνιά, με μια ασφυξιογόνο μάσκα περασμένη στο λαιμό του και το βλέμμα καρφωμένο στους ανιχνευτές δηλητηρίων, που κρέμονταν στο διάδρομο. Είχε ξανθά μαλλιά, πράσινα μάτια και γύρω απ' τα σαρκώδη χείλη του ξεχώριζαν βαθιές ζάρες. Ο βαρόνος τον κοίταξε. Λεγόταν Νεφούντ∙ Ιακίν Νεφούντ. Ήταν δεκανέας της φρουράς, συνηθισμένος στη σεμούτα, το συνδυασμό ναρκωτικών και μουσικής που πρόσφερε ύψιστη απόλαυση. Χρήσιμη αυτή η πληροφορία. Ο δεκανέας σταμάτησε μπροστά στον βαρόνο και χαιρέτησε στρατιωτικά. «Ο διάδρομος είναι ασφαλής, σερ. Ήμουν έξω και διαπίστωσα ότι πρόκειται για δηλητηριώδες αέριο. Οι εξαεριστήρες του δωματίου σας το έμπαζαν μέσα». Κοίταξε τον ανιχνευτή πάνω απ' το κεφάλι του Χαρκόνεν. «Αυτή τη στιγμή το καθαρίζουμε. Περιμένω τις διαταγές σας». Ο βαρόνος αναγνώρισε τη φωνή ― ήταν εκείνη που είχε ακούσει να δίνει διαταγές. Δραστήριος ο δεκανέας, σκέφτηκε. «Είναι όλοι νεκροί;» ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε». Καλά, θα το τακτοποιήσουμε, σκέφτηκε ο Χαρκόνεν. «Πρώτα πρώτα, πρέπει να σε συγχαρώ, Νεφούντ», είπε. «Απ' αυτή τη στιγμή είσαι ο αξιωματικός της φρουράς μου. Ελπίζω να διδάχτηκες πολλά απ' τη μοίρα του προκατόχου σου». Τον κοίταξε εξεταστικά. Ο Νεφούντ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ο κύριος μου ας είναι βέβαιος ότι θα αφοσιωθώ στην ασφάλεια του με όλες τις δυνάμεις μου». «Ωραία. Και τώρα, δουλειά. Υποψιάζομαι ότι ο δούκας είχε κάτι στο στόμα του. Θέλω να βρεις τι ήταν αυτό, πώς χρησιμοποιήθηκε και ποιος τον βοήθησε να το βάλει εκεί. Θα πάρεις όλες τις προφυλάξεις...» Σταμάτησε απότομα; ενοχλημένος από κάποια φασαρία στο διάδρομο πίσω του. Οι φρουροί της πόρτας του ασανσέρ που ανέβαινε ως εκεί απ' το κάτω μέρος του τεράστιου σκάφους, προσπαθούσαν να εμποδίσουν έναν μπασάρ που μόλις είχε βγει απ' το ασανσέρ. Ο βαρόνος παρατήρησε το πρόσωπο του στρατιωτικού. Ήταν λεπτό, με στενό στόμα και μάτια σαν δυο μικρές κηλίδες μελάνι. «Κάτω τα χέρια σας, βρομιάρηδες!» φώναξε ο μπασάρ, παραμερίζοντας οργισμένος τους φρουρούς. Α, είναι ένας Σαρνταουκάρ, σκέφτηκε ο βαρόνος. Ο μπασάρ πλησίασε τον Χαρκόνεν, που τα μάτια του έγιναν σαν δυο μικρές σχισμές. Πάντα οι αξιωματικοί Σαρνταουκάρ τον γέμιζαν φόβο. Του φαίνονταν σαν συγγενείς του δούκα... του μακαρίτη δούκα. Είχαν κάτι τρόπους!... Ο μπασάρ σταμάτησε μισό βήμα μπροστά στον βαρόνο με τα χέρια στη μέση. Ο Νεφούντ στάθηκε πίσω του, μη ξέροντας τι να κάνει. Ο βαρόνος πρόσεξε την απουσία χαιρετισμού και την αυθάδη στάση του Σαρνταουκάρ, γεγονός που αύξησε την ανησυχία του. Υπήρχε μόνο μια λεγεώνα από δαύτους ― δέκα μεραρχίες― κοντά στις δυνάμεις του βαρόνου, αυτός όμως δεν ξεγελούσε τον εαυτό του. Ήξερε πολύ καλά ότι οι Σαρνταουκάρ μπορούσαν ν' αποδιοργανώσουν και να συντρίψουν ολόκληρο το στρατό του. «Πες στους άντρες σου να μην ξανατολμήσουν να μ' εμποδίσουν όταν θέλω να σε δω, βαρόνε», γρύλισε ο μπασάρ. «Οι άντρες μου σου έφεραν τον δούκα πριν αποφασιστεί η τύχη του. Αυτό θα το συζητήσουμε τώρα». Λεν πρέπει να φανώ ότι υποκύπτω μπροστά στους άντρες μου, σκέφτηκε ο Χαρκόνεν. «Λοιπόν;» Η φωνή του ήταν ψυχρή και γεμάτη περηφάνια. «Ο αυτοκράτορας με επιφόρτισε να βεβαιωθώ ότι ο βασιλικός του ξάδερφος πέθανε χωρίς αγωνία», είπε ο μπασάρ. «Τις ίδιες διαταγές έδωσε και σε μένα», είπε ψέματα ο βαρόνος. «Λες να παράκουσα;» «Πρέπει να δω με τα μάτια μου αυτά που θα αναφέρω στον αυτοκράτορα», απάντησε ο Σαρνταουκάρ. «Ο δούκας είναι ήδη νεκρός», φώναξε ο Χαρκόνεν κάνοντας μια χειρονομία στον μπασάρ να φύγει από μπροστά του. Εκείνος όμως έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας τον κατάματα. Το βλέμμα του ήταν άφοβο. «Πώς;» γρύλισε. Ε, λοιπόν, αυτό πάει πολύ, σκέφτηκε ο βαρόνος. «Με το ίδιο του το χέρι, αφού επιμένεις», είπε. «Δηλητηριάστηκε». «Θέλω να δω το πτώμα του», απαίτησε ο μπασάρ. Ο βαρόνος σήκωσε το βλέμμα στο ταβάνι με μια ψεύτικη έκφραση απελπισίας, ενώ οι σκέψεις κάλπαζαν στο μυαλό του. Να πάρει η οργή! Αυτός ο παρατηρητικός Σαρνταουκάρ θα δει το δωμάτιο πριν προλάβουμε να το τακτοποιήσουμε! «Θέλω να το δω τώρα», γρύλισε ο άλλος. Ο βαρόνος αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει. Ο Σαρνταουκάρ θα τα ' βλέπε όλα. Θα καταλάβαινε ότι ο δούκας είχε σκοτώσει μερικούς άντρες του κι ότι ο ίδιος ο Χαρκόνεν είχε γλιτώσει παρά τρίχα. Το τραπέζι ήταν ακόμη στρωμένο, με τα αποφάγια στα πιάτα και ο νεκρός δούκας βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να ξεφύγει. «Μη με καθυστερείς», φώναξε ο μπασάρ. «Δεν σε καθυστερώ», είπε ο Χαρκόνεν κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. «Δεν κρύβω τίποτα απ' τον αυτοκράτορα
μου». Έκανε νόημα στον Νεφούντ. «Φρόντισε να δει τα πάντα ο μπασάρ. Ξεκινήστε απ' την πόρτα όπου στεκόσουν, Νεφούντ». «Από δω, σερ». Αργά και με ύφος, ο Σαρνταουκάρ πέρασε πλάι απ' το βαρόνο, ακολουθώντας τον Νεφούντ. Καταστροφή, σκέφτηκε ο Χαρκόνεν. Τώρα ο αυτοκράτορας θα μάθει ότι ίσα ίσα που γλίτωσα και θα το θεωρήσει ως σημάδι αδυναμίας μου. Δάγκωσε απελπισμένος τα χείλη του και προσπάθησε να παρηγορηθεί με τη σκέψη ότι, τουλάχιστον, ο αυτοκράτορας δεν είχε μάθει την επιδρομή των Ατρειδών στον Γκιέντι Πράιμ και την καταστροφή των αποθεμάτων του καρυκεύματος των Χαρκόνεν. Να πάρει ο διάβολος τον δούκα! Κοίταξε τους δυο άντρες που απομακρύνονταν ― τον αλαζονικό Σαρνταουκάρ και το δραστήριο Νεφούντ. Πρέπει να ενεργήσω με προσοχή, σκέφτηκε ο βαρόνος. Θα χρειαστεί να ξαναφέρω τον Ράμπαν σ' αυτό τον πλανήτη ― χωρίς καθυστέρηση. Να πάρει ο διάβολος τον Πάιτερ! Σκοτώθηκε πριν τελειώσω το έργο μου. Άφησε ένα βαθύ στεναγμό. Πρέπει να ειδοποιήσω αμέσως στο Τλέιλαξ να μου στείλουν ένα νέο μεντάτ. Σίγουρα θα έχουν κάποιον διαθέσιμο. Ένας φρουρός ξερόβηξε δίπλα του. Ο βαρόνος γύρισε και τον κοίταξε. «Πεινάω», του είπε. «Αμέσως, κύριε». «Μετά, όσο θα τακτοποιείτε αυτό το δωμάτιο, θα ήθελα λίγη διασκέδαση», συνέχισε ο βαρόνος. Ο φρουρός χαμήλωσε το βλέμμα. «Τι είδους διασκέδαση επιθυμεί ο βαρόνος;» «Θα είμαι στην κρεβατοκάμαρα μου. Φέρε μου τογ. νεαρό που αγοράσαμε στον Γκάμοντ, εκείνον με τα όμορφα μάτια. Δώσ' του κάμποσο ναρκωτικό∙ δεν θέλω ν' αρχίσουμε να παλεύουμε». «Μάλιστα, σερ». Ο βαρόνος έκανε μεταβολή και ξεκίνησε να φύγει με τη βοήθεια των μετεωρητών του. Ναι, σκέφτηκε. Εκείνον με τα όμορφα μάτια, τον νεαρό που μοιάζει με τον Πολ Ατρείδη. Ω, θάλασσες του Καλαντάν, ω, άνθρωποι του δούκα― το κάστρο του Λέτο έπεσε, έπεσε για πάντα... Από τα «Τραγούδια του Μουαντίμπ» της πριγκίπισσας Ιρονλάν. Ο Πολ είχε την εντύπωση ότι όλες οι εμπειρίες του πριν από εκείνη τη νύχτα έμοιαζαν με την άμμο που πηγαινοέρχεται μέσα σε μια κλεψύδρα. Καθόταν κοντά στη μητέρα του με τα χέρια γύρω στα γόνατα του∙ ήταν και οι δύο μέσα σε μια στίλτεντ, μια μικρή σκηνή από πλαστικό και αδιάβροχο ύφασμα, που είχαν βρει μέσα στο ορνιθόΔεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ποιος είχε βάλει εκεί το κουτί των πρώτων βοηθειών και ποιος είχε καθορίσει την πορεία του σκάφους. Ο Γιούε. Ο προδότης τους είχε στείλει κατευθείαν στα χέρια του Ντάνκαν Άινταχο. Κοίταξε έξω απ' το διάφανο τμήμα της στίλτεντ. Το μέρος όπου τους είχε κρύψει ο Άινταχο περιβαλλόταν από τεράστιους βράχους. Κρύβομαι σαν μωρό, ενώ είμαι τώρα ο δούκας, σκέφτηκε μ' ένα κέντρισμα πόνου στην ψυχή. Εκείνο το βράδυ είχε σημειωθεί μια σημαντική μεταβολή στον τρόπο της σκέψης του. Αντιλήφθηκε με εκπληκτική σαφήνεια όλα όσα είχαν συμβεί γύρω του, έστω κι αν δεν κατάφερε να εμποδίσει την εξέλιξη των γεγονότων. Για να γίνει αυτό χρειαζόταν να διαθέτει κάτι περισσότερο απ' τις ικανότητες ενός μεντάτ. « Θυμήθηκε^πόσο αδύναμος είχε νιώσει όταν αντιλήφθηκε το ορνιθόπτερο να κρέμεται από πάνω τους μέσα στη νύχτα, σαν ένα τεράστιο αρπακτικό, να χαμηλώνει αργά και τελικά να στέκεται στον αέρα λίγο πίσω τους, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με τη μυρωδιά καμένου θείου και με σύννεφα άμμου. Η μητέρα του είχε γυρίσει, περιμένοντας να δει κάποιον Χαρκόνεν μ' ένα όπλο ακτίνων στο χέρι, αντί γι' αυτό όμως αναγνώρισε τον Ντάνκαν 'Αινταχο που είχε σκύψει απ' την ανοιχτή πόρτα του σκάφους και φώναζε: «Γρήγορα! Βλέπω κάποιο σκουληκοσήμαδο στα νότια!» Ο Πολ αντιλήφθηκε αμέσως ποιος οδηγούσε το ορνιθόπτερο. Οι μικρολεπτομέρειες στον τρόπο της κίνησης του,
τον έκαναν να καταλάβει ποιος ακριβώς βρισκόταν στο πηδάλιο. Η Τζέσικα αναδεύτηκε στη θέση της. «Μόνο μια εξήγηση υπάρχει: να κρατούσαν τη γυναίκα του Γιούε οι Χαρκόνεν. Τους μισούσε! Είμαι βέβαιη ότι δεν πέφτω έξω. Διάβασες, νομίζω, το σημείωμα του. Γιατί όμως μας γλίτωσε απ' τη σφαγή;» Τώρα αρχίζει να το καταλαβαίνει ― και μάλιστα όχι πολύ καθαρά, σκέφτηκε ο Πολ. Ένιωσε κάποια έκπληξη. Ο ίδιος είχε αντιληφθεί τα πάντα τη στιγμή που διάβασε το σημείωμα που βρήκαν μαζί με το δουκικό δαχτυλίδι. «Μην προσπαθήσετε να με καταλάβετε», είχε γράψει ο Γιούε. «Δεν θέλω τη συγνώμη σας. Έχω αρκετά βάρη. Ό,τι έκανα το 'κανα χωρίς κακία ή ελπίδα ότι θα με καταλάβουν οι άλλοι. Σας αφήνω το δαχτυλίδι των Ατρειδών σαν απόδειξη ότι μιλάω σοβαρά. Όταν θα διαβάζετε αυτό το σημείωμα, ο δούκας Λέτο θα είναι νεκρός. Σας διαβεβαιώνω, πάντως, ότι δεν πέθανε μόνος∙ πήρε μαζί του και κάποιον που μισούμε όλοι». Δεν είχε υπογραφή ούτε απευθυνόταν σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο, δεν υπήρχε όμως ούτε η παραμικρή αμφιβολία ότι ο γραφικός χαρακτήρας ήταν του Γιούε. Καθώς θυμήθηκε το γράμμα, ο Πολ ένιωσε πάλι την τραγικότητα των στιγμών που περνούσαν το γεγονός αυτό όμως φαινόταν να συμβαίνει πέρα απ' τη νέα διανοητική ανάταση στην οποία είχε φτάσει η σκέψη του. Είχε διαβάσει ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός και ήξερε ότι ήταν αλήθεια, αισθανόταν όμως ότι αυτό δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα στοιχείο ακόμη που είχε καταχωρηθεί στο μυαλό του, για να χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. Αγαπούσα τον πατέρα μου, σκέφτηκε, ξέροντας πως αυτό ήταν απόλυτα αληθινό. Θα 'πρεπε να είμαι στενοχωρημένος. Θα 'πρεπε να αισθάνομαι κάποια λύπη. Κι όμως, δεν ένιωθε κανένα συναίσθημα τέτοιου είδους, παρά μόνο ότι: πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Ένα γεγονός όπως τόσα άλλα. Και το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Θυμήθηκε τα λόγια του Χάλεκ: Έχουμε όρεξη να φάμε ή να κάνουμε έρωτα. Πολεμάς όμως όταν χρειαστεί κι όχι όταν έχεις όρεξη. Ίσως να 'χει δίκιο, σκέφτηκε ο Πολ. Θα πενθήσω αργότερα τον πατέρα μου... όταν υπάρξει χρόνος. Δεν αισθανόταν, πάντως, καμιά απότομη αλλαγή στον οργανισμό του. Καταλάβαινε ότι αυτή η νέα του ικανότητα είχε μόλις αρχίσει κι ότι αναπτυσσόταν σταθερά. Η ανάμνηση της τρομακτικής εμπειρίας απ' το μαρτύριο που είχε υποστεί απ' τη Σεβασμιότατη Μητέρα Γκάιους Χέλεν Μοχάιαμ ήταν τώρα πολύ έντονη. Το δεξί του χέρι ―αυτό που είχε υποστεί το διανοητικό πόνο― καιγόταν και έσφυζε. Αυτό είναι άραγε το Κβισάτς Χαντεράς; αναρωτήθηκε. «Για μια στιγμή νόμισα ότι ο Χαβατά είχε αποτύχει πάλι», είπε η Τζέσικα. «Σκέφτηκα ότι ο Γιούε δεν ήταν γιατρός Σουκ». «Ήταν όλα όσα πιστεύαμε γι' αυτόν... κι ακόμα περισσότερα», απάντησε ο Πολ. Γιατί δυσκολεύεται τόσο ν' αντιληφθεί την κατάσταση η μητέρα μου; σκέφτηκε. «Αν ο 'Αινταχο δεν βρει τον Κάινς, θα...» «Δεν είναι αυτή η μόνη μας ελπίδα». «Δεν είπα αυτό», απάντησε ο Πολ. Αντιλήφθηκε τη φωνή του σκληρή κι επιτακτική. Τον κοίταξε μέσα στο μισοσκόταδο της στίλτεντ. «Σίγουρα θα 'χουν γλιτώσει αρκετοί άντρες του πατέρα σου», είπε. «Πρέπει να τους συγκεντρώσουμε και να β ρου-με...» «Θα στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις», την έκοψε. «Η πρώτη μας δουλειά είναι να βρούμε τους στενούς μας συγγενείς πριν τους ανακαλύψουν οι Χαρκόνεν». «Είναι πολύ απίθανο να τους εντοπίσουν», είπε η Τζέσικα, «έτσι όπως έχουν κρυφτεί». «Δεν πρέπει, πάντως, να το αφήσουμε στην τύχη». Τα λόγια της μητέρας του έφεραν μια νέα σκέψη στο μυαλό του Πολ ― ότι ως νέος δούκας έπρεπε να ενδιαφερθεί για τους ανθρώπους του που είχαν χαθεί εκείνο το βράδυ. Η πραγματική δύναμη ενός μεγάλου οίκου είναι οι άνθρωποι του, σκέφτηκε. «Χρησιμοποιούν τους Σαρνταουκάρ», είπε η Τζέσικα. «Πρέπει να περιμένουμε μέχρι να φύγουν». «Οι Χαρκόνεν πιστεύουν ότι μας έχουν εγκλωβίσει ανάμεσα στην έρημο και τους Σαρνταουκάρ», παρατήρησε ο Πολ. «Θέλουν να μην αφήσουν κανένα Ατρείδη ζωντανό ― ολοκληρωτική εξόντωση. Μην υπολογίζεις ότι μπορεί να γλιτώσει κάποιος απ' τους ανθρώπους μας». «Ναι, αλλά είναι αδύνατο να ριψοκινδυνεύουν συνεχώς να εκθέσουν τον αυτοκράτορα». «Γιατί όχι;»
«Γιατί μπορεί να ξεφύγουν μερικοί δικοί μας». «Το πιστεύεις αυτό;» Η Τζέσικα γύρισε το κεφάλι της αλλού, τρομαγμένη απ' την πίκρα στη φωνή του γιου της. Αισθανόταν ότι το μυαλό του είχε προχωρήσει πολύ πιο μπροστά απ' το δικό της κι ότι έβλεπε πράγματα που η ίδια αδυνατούσε να αντιληφθεί. Είχε φροντίσει και η ίδια ν' αναπτύξει τις διανοητικές ικανότητες του γιου της, τώρα όμως ένιωθε κάποιο φόβο γι' αυτό. Η σκέψη της γύρισε στο νεκρό δούκα και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Έτσι ήταν γραφτό να γίνει, Λέτο, σκέφτηκε. Η αγάπη και η θλίψη εναλλάσσονται. Ακούμπησε το χέρι στην κοιλιά της, συγκεντρώνοντας την προσοχή της στο έμβρυο που βρισκόταν εκεί. Έχω την κόρη των Ατρειδών που με διέταξαν να φέρω στον κόσμο, αλλά η Σεβασμιότατη Μητέρα έκανε λάθος: η κόρη μου δεν μπόρεσε να σώσει τον δούκα. «Για δοκίμασε πάλι τον ασύρματο», είπε ο Πολ. Το μυαλό εξακολουθεί να δουλεύει, άσχετα αν προσπαθούμε να το συγκρατήσουμε, σκέφτηκε η Τζέσικα. Βρήκε το μικροσκοπικό δέκτη που τους είχε αφήσει ο 'Αινταχο και πάτησε το κουμπί. Μόλις άναψε ένα πράσινο φως, ακούστηκε μια φωνή που έδινε διαταγές στη γλώσσα των Ατρειδών. Η γυναίκα χαμήλωσε την ένταση. «... πίσω και ανασυνταχθείτε στην κορυφογραμμή. Ο Φέντορ αναφέρει ότι δεν υπάρχουν επιζώντες στην Καρτάγκ κι ότι ληστεύτηκε η τράπεζα Γκιλντ». Καρτάγκ, σκέφτηκε η Τζέσικα. Η σφηκοφωλιά των Χαρκόνεν. «Και να προσέχετε τους Σαρνταουκάρ με στολή Ατρειδών», συνέχισε η φωνή. «Είναι...» Απ' το ακουστικό βγήκε ένας δυνατός θόρυβος και μετά ακολούθησε σιωπή. «Ψάξε τις άλλες συχνότητες», είπε ο Πολ. «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Τζέσικα. «Το περίμενα. Προσπαθούν να κάνουν το Γκιλντ να μας κατηγορήσει ότι καταστρέψαμε την τράπεζα του. Με το Γκιλντ εναντίον μας, θα παγιδευτούμε στον Αράκις. Ψάξε τις άλλες συχνότητες». Ξανασκέφτηκε τα λόγια του: «Το περίμενα». Τι συμβαίνει με τον Πολ; Αργά, η Τζέσικα ασχολήθηκε πάλι με τον ασύρματο. Μέσα από έναν ορυμαγδό από παράσιτα, άκουσαν αποσπασματικά διαταγές στη γλώσσα των Ατρειδών: «... υποχωρήστε...» «... προσπαθήστε να ανασυγκροτηθείτε στο...» «παγιδευμένοι σε μια σπηλιά στο...» Στις υπόλοιπες συχνότητες κυριαρχούσαν οι θριαμβευτικές κραυγές των Χαρκόνεν, ανάμικτες με κοφτές διαταγές και αναφορές μάχης. Οι αντίπαλοι τους είχαν πετύχει μια μεγάλη νίκη. Ο Πολ πασπάτεψε το δέμα που είχε δίπλα του κι άκουσε το γουργούρισμα του νερού μέσα στις δυο μπουκάλες που υπήρχαν εκεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε έξω απ' το διαφανές άκρο της σκηνής. «Σύντομα θα ξημερώσει», είπε. «Μπορούμε να περιμένουμε τον 'Αινταχο όλη μέρα, όχι όμως και τη νύχτα. Στην έρημο πρέπει να εκμεταλλευόμαστε τη νυχτερινή δροσιά για να περπατάμε και τη μέρα να ξεκουραζόμαστε σε κάποια σκιά». Στο μυαλό της Τζέσικα ξαναγύρισαν ξεχασμένες γνώσεις. Χωρίς στολή, όποιος μείνει στη σκιά στην έρημο χρειάζεται πέντε κιλά νερό την ημέρα για να συντηρηθεί. Χάιδεψε τη στολή της μ' ευγνωμοσύνη, ξέροντας ότι η ζωή της βασιζόταν σ' αυτή. «Αν φύγουμε από δω, δεν θα μπορέσει να μας βρει ο 'Αινταχο», είπε. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις κάποιον να μιλήσει», απάντησε ο Πολ. «Αν ο 'Αινταχο δεν γυρίσει μέχρι το πρωί, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη την πιθανότητα, να έχει συλληφθεί αιχμάλωτος. Πόσο νομίζεις ότι θ' αντέξει;» Η μητέρα του έμεινε αμίλητη. Ο Πολ έψαξε στο σάκο και βρήκε ένα μικρο-εγχειρίδιο μ' ένα μεγεθυντικό φακό. Διάβασε για λίγη ώρα τις οδηγίες κι άρχισε να ζαλίζεται. Τόσα πράγματα για να επιζήσει κανένας στην έρημο! Άφησε κάτω το εγχειρίδιο. «Πού θα μπορούσαμε να πάμε;» «Ο πατέρας μου είχε αναφερθεί στη δύναμη της ερήμου», είπε ο Πολ. «Οι Χαρκόνεν δεν μπορούν να κυβερνήσουν τον πλανήτη χωρίς αυτή. Ποτέ δεν κυριάρχησαν στον Αράκις κι ούτε τώρα θα το πετύχουν, έστω και με δέκα λεγεώνες Σαρνταουκάρ». «Πολ, δεν φαντάζομαι να...» «Έχουμε όλες τις αποδείξεις στα χέρια μας», απάντησε εκείνος. «Εδώ, μέσα σ' αυτή την τέντα ― το σάκο με το περιεχόμενο του, τις στολές ερήμου και την ίδια τη στίλ-τεντ. Ξέρουμε ότι το Γκιλντ ζητάει τεράστιες ―απαγορευτικές, στην ουσία― τιμές για τους μετεωρολογικούς δορυφόρους. Ξέρουμε επίσης ότι...»
«Τι σχέση έχουν οι μετεωρολογικοί δορυφόροι; Δεν μπορούν...» Η Τζέσικα σταμάτησε απότομα. Ο Πολ αισθάνθηκε ότι η υπερ-επαγρύπνηση του μυαλού του είχε καταγράψει τις αντιδράσεις της κι ότι τώρα επεξεργαζόταν τις λεπτομέρειες. «Το κατάλαβες», απάντησε. «Οι δορυφόροι παρακολουθούν ολόκληρη την επιφάνεια του πλανήτη. Υπάρχουν πράγματα στο βάθος της ερήμου που δεν μπορούν να ελέγχονται κάθε τόσο». «Εννοείς ότι το Γκιλντ έχει τον Αράκις κάτω απ' τον έλεγχο του;» Πόσο αργά έμπαινε στο νόημα. «Όχι!» απάντησε. «Οι Φρέμεν! Πληρώνουν το Γκιλντ για να τους αφήνει ήσυχους∙ και το πληρώνουν μ' ένα νόμισμα που βρίσκει δωρεάν κι εύκολα όποιος έχει τη δύναμη της ερήμου ― με καρύκευμα». «Πολ», είπε η Τζέσικα, «δεν είσαι ακόμη μεντάτ∙ δεν μπορείς να το ξέρεις σίγουρα...» «Ποτέ δεν θα γίνω μεντάτ», της αποκρίθηκε. «Εγώ είμαι κάτι διαφορετικό... ένα έκτρωμα». «Πολ! Πώς μπορείς να λες τέτοια...» «Άσε με ήσυχο!» Γύρισε αλλού το πρόσωπο του και κοίταξε έξω στο σκοτάδι. Γιατί δεν μπορώ να νιώσω λύπη; σκέφτηκε. Αισθανόταν πως κάθε ίνα του κορμιού του, λαχταρούσε μια τέτοια χαλάρωση. Η Τζέσικα δεν είχε ακούσει ποτέ τόση απελπισία στη φωνή του γιου της. Ήθελε ν' απλώσει το χέρι της, να τον χαϊδέψει, να τον παρηγορήσει και να τον βοηθήσει ― καταλάβαινε όμως, ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Έπρεπε να λύσει το πρόβλημα μόνος του. Ο τίτλος του εγχειριδίου των Φρέμεν πάνω στο δάπεδο τράβηξε την προσοχή της. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε: «Εγχειρίδιο της "Φιλικής Ερήμου", ενός μέρους γεμάτου ζωή. Εδώ είναι το αγιάτ και το μπουράν της Ζωής. Πίστεψε ― και ποτέ δεν θα σε κάψει το Αλάτ». Μοιάζει με τα βιβλία πον μελετούσαμε στη σχολή, σκέφτηκε η Τζέσικα. Να υπήρξε άραγε ποτέ κάποιος Ιδρυτής Θρησκειών στον Αράκις; Ο Πολ πήρε την πυξίδα απ' το σάκο, την περιεργάστηκε λίγο και μετά την έβαλε πάλι στη θέση της. «Σκέψου όλα αυτά τα ειδικά εξαρτήματα που υπάρχουν στις μηχανές των Φρέμεν. Είναι εκπληκτικά λεπτοδουλεμένα. Πρέπει να παραδεχτείς ότι ο πολιτισμός που τα ' φτιάξε, είναι περισσότερο ανεπτυγμένος απ' όσο πιστεύαμε». Με κάποιο δισταγμό, ενοχλημένη ακόμη απ' τη σκληράδα στη φωνή του, η Τζέσικα πήρε το βιβλίο και κοίταξε έναν αστερισμό του αρακινού ουρανού: «Μουαντίμπ ― το Ποντίκι». Η ουρά του αστερισμού ήταν γυρισμένη προς το Βορρά. Ο Πολ αναδεύτηκε μέσα στο σκοτάδι, λίγο πιο πέρα απ' τη μικροσκοπική λυχνία του βιβλίου που περίεργα-∙ ζόταν η μητέρα του. Ήρθε η ώρα να εκτελέσω το θέλημα τον πατέρα μου, σκέφτηκε. Πρέπει να της δώσω το μηνυ-μά τον τώρα που έχει το χρόνο να τον θρηνήσει. Αργότερα, η θλίψη θ' αποτελεί μειονέκτημα για μας. Αισθάνθηκε σοκαρισμένος που μπορούσε και σκεφτόταν τόσο ήρεμα. «Μητέρα», είπε. «Ναι;» Ένιωσε τη φωνή του αλλαγμένη κι αισθάνθηκε να παγώνει. Ποτέ πιο πριν δεν τον είχε ακούσει να μιλάει έτσι. «Ο πατέρας μου είναι νεκρός», είπε ο Πολ. Κούνησε το κεφάλι της, ανίκανη ν' αρθρώσει λέξη. «Κάποτε ο πατέρας μου μου ζήτησε να σου δώσω ένα μήνυμα του αν πάθαινε τίποτα. Φοβόταν ότι πίστευες πως δεν σ' εμπιστευόταν». Ανόητες υποψίες, σκέφτηκε η Τζέσικα. «Ήθελε να μάθεις ότι δεν σε υποψιάστηκε ποτέ», είπε ο Πολ. «Ήθελε να μάθεις ότι πάντα σ' εμπιστευόταν απόλυτα, ότι πάντα σ' αγαπούσε και σε σεβόταν. Μου είπε ότι στενοχωριόταν για ένα πράγμα μόνο: που δεν σ' έκανε ποτέ δούκισσα». Εκείνη σκούπισε τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλάνε στα μάγουλα της. Τι άσκοπη σπατάλη νγρών, σκέφτηκε. Ήξερε όμως ότι η σκέψη αυτή ήταν μια προσπάθεια για να μετατρέψει τη λύπη της σε οργή. Λέτο, Λέτο μον, συλλογίστηκε. Τι φρικτά πράγματα κάνονμε σ' αντούς πον αγαπάμε! Έσβησε απότομα τη λυχνία του μικρού εγχειριδίου κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Ο Πολ την άκουσε κι ένιωσε το κενό που υπήρχε μέσα του. Λεν νιώθω λύπη, σκέφτηκε. Γιατί; Γιατί; Το μυαλό του
γύρισε πάλι στην εκπληκτική ακρίβεια που είχε αποκτήσει μετά τα τελευταία γεγονότα κι είδε τις τεράστιες λεωφόρους του πλανήτη που ανοίγονταν μπροστά του. Ένιωσε ότι είχε ανεβεί σ' ένα ψηλότερο επίπεδο, με κάπως ασταθή βάση, και περιεργαζόταν αυτά που υπήρχαν γύρω του. Θυμήθηκε κάποιο μαντίλι που είχε δει ν' ανεμίζει στον αέρα και φαντάστηκε ότι κάπως έτσι έμοιαζε το μέλλον. Είδε κόσμο. Ένιωσε τη θερμότητα και την ψύχρα των πιθανοτήτων. Ήξερε ονόματα και τόπους, θυμήθηκε αναρίθμητα συναισθήματα, υπολόγισε στοιχεία αμέτρητων ρωγμών. Είχε χρόνο να κάνει ελέγχους, αλλά όχι και για να βγάλει συμπεράσματα. Υπήρχε ένα καλειδοσκόπιο πιθανοτήτων ― απ' το πιο απόμακρο παρελθόν, μέχρι το απώτατο μέλλον. Είδε τον θάνατο του με αμέτρητους τρόπους, αντιλήφθηκε νέους πλανήτες και νέους πολιτισμούς. Κόσμος. Κόσμος. Τους είδε σε ομάδες που ήταν αδύνατο να μετρήσει, το μυαλό του όμως τους ταξινόμησε χωρίς δυσκολία. Ακόμη και τους ανθρώπους του Γκιλντ. Το Γκιλντ, σκέφτηκε. Κάποια διέξοδος πρέπει να υπάρχει και για μας, αφού οι παράξενες ιδιότητες που έχω αποκτήσει θεωρούνται ως κάτι πολύ σημαντικό ― κι ας μη μιλήσουμε για τα αποθέματα του καρυκεύματος. Η σκέψη αυτή τον τρόμαζε πάντως. Έχω κάποιο διαφορετικό είδος ενόρασης. Βλέπω όλα τα διαθέσιμα μονοπάτια. Απότομα, φάνηκε να συνέρχεται απ' το ονειροπόλημά του και αντιλήφθηκε ότι το διάστημα που είχε περάσει, δεν ήταν περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Κοίταξε γύρω του. Η νύχτα εξακολουθούσε να σκεπάζει τη στίλτεντ και η μητέρα του συνέχιζε να κλαίει σιωπηλά. Ο ίδιος όμως αισθανόταν ότι δεν τον κατείχε κανενός είδους λύπη... μόνο ένας τεράστιος αριθμός από στοιχεία που στροβιλίζονταν μέσα του. Κατάλαβε ξαφνικά ότι ελάχιστα μυαλά στο παρελθόν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν τέτοιο πλούτο στοιχείων, αυτό όμως δεν φαινόταν ικανό ν' αναπληρώσει το κενό λύπης που υπήρχε μέσα του. Ήταν κάτι ανυπόφορο. Είμαι ένα τέρας! σκέφτηκε. Ένα έκτρωμα! «Όχι», φώναξε. «ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΧΙ!» Αντιλήφθηκε ότι είχε αρχίσει να χτυπάει το δάπεδο της τέντας με τις γροθιές του. «Πολ!» Η μητέρα του τον έπιασε απ' το χέρι και τον κοίταξε με έντρομο βλέμμα. «Πολ, τι συμβαίνει;» «Εσύ!» «Πολ, είμαι κοντά σου. Όλα είναι εντάξει». «Τι μου έχεις κάνει;» τη ρώτησε επιτακτικά. Φάνηκε να καταλαβαίνει το νόημα της ερώτησης του. «Σε γέννησα»; απάντησε απλά. Από ένστικτο ήξερε ότι αυτά τα λόγια θα τον ηρεμούσαν. Εκείνος όμως αισθάνθηκε ενοχλημένος απ' το χέρι της. «Άφησε με», της είπε. Η φωνή του ήταν σκληρή. «Θέλεις να μου πεις τι συμβαίνει, Πολ;» Α «Ήξερες τι έκανες όταν με εκπαίδευες;» τη ρώτησε. Ο τόνος της φωνής του έπαψε πια να είναι παιδικός, σκέφτηκε η Τζέσικα. «Περίμενα αυτό που ελπίζουν όλοι οι γονείς ― ότι θα γινόσουν... διαφορετικός, ανώτερος». «Διαφορετικός;» Ένιωσε την πίκρα στη φωνή του. «Πολ, εγώ...» «Δεν ήθελες γιο!» της φώναξε. «Ήθελες τον Κβισάτς Χαντεράς! Ήθελες έναν αρσενικό Μπένε Γκεσερίτ!» Εκείνη φάνηκε να τρομάζει απ' τα λόγια του. «Μα, Πολ...» «Συμβουλεύτηκες ποτέ τον πατέρα μου πάνω σ' αυτό το θέμα;» Του απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Κληρονόμησες τα χαρακτηριστικά σου τόσο από μένα όσο κι απ' τον πατέρα σου, Πολ».
«Όχι όμως και την εκπαίδευση. Όχι εκείνα τα πράγματα που... που ξύπνησαν... τον κοιμισμένο». «Τον κοιμισμένο;» «Ναι, εδώ». Έφερε το χέρι του πρώτα στο κεφάλι και μετά στο στήθος του. «Μέσα μου». «Πολ!» «Άκουσε με», της είπε. «Δεν ήθελες ν' ακούσει τα όνειρα μου η Σεβασμιότατη Μητέρα; Θα τ' ακούσεις λοιπόν εσύ. Είδα ένα πολύ αποκαλυπτικό όνειρο. Ξέρεις γιατί;» «Ηρέμησε», του είπε η Τζέσικα. «Αν υπάρχει...» «Το καρύκευμα∙ υπάρχει παντού εδώ ― στον αέρα, στο έδαφος, στο φαγητό. Το γηριατρικό καρύκευμα. Μοιάζει με το ναρκωτικό της Αλήθειας: είναι δηλητήριο». Η Τζέσικα πάγωσε. Η φωνή του Πολ έγινε πιο χαμηλή. «Δηλητήριο», επανέλαβε. «Λεπτό, ύπουλο... δραστικό. Δεν σε σκοτώνει, όμως, παρά μόνο αν σταματήσεις να το χρησιμοποιείς. Δεν μπορούμε να φύγουμε απ' τον Αράκις αν δεν πάρουμε μαζί μας ένα κομμάτι του πλανήτη». Η τρομακτική σιγουριά στον τόνο της φωνής του δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Εσύ και το καρύκευμα», συνέχισε ο Πολ. «Το καρύκευμα αλλάζει αυτόν που το χρησιμοποιεί, αλλά χάρη σε σένα, η δική μου αλλαγή έγινε συνειδητά. Το βλέπω». «Πολ, εσύ...» «Το βλέπω!» επανέλαβε εκείνος. Η Τζέσικα δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει σ' αυτά τα λόγια του. Εκείνος δεν της έδωσε χρόνο να σκεφτεί. «Είμαστε παγιδευμένοι εδώ», είπε. Είμαστε παγιδευμένοι εδώ, συμφώνησε και η γυναίκα. Αποδεχόταν την αλήθεια των λόγων του χωρίς επιφυλάξεις. Ούτε οι πιέσεις του Μπένε Γκεσερίτ, ούτε κανένα άλλο τέχνασμα μπορούσε να τους ελευθερώσει απ' τον Αράκις. Το καρύκευμα τους κρατούσε αιχμαλώτους της επιρροής του. Το σώμα της το είχε παραδεχτεί πολύ πριν το αντιληφθεί το μυαλό της. Η ζωή μας θα τελειώσει, λοιπόν, σ' αυτό το δια-βολοπλανήτη, σκέφτηκε η Τζέσικα, ακόμα κι αν νικήσουμε τους Χαρκόνεν. «Θα σου πω το όνειρο που μ' έκανε ν' αντιληφθώ τι συμβαίνει», είπε ο Πολ με άγρια φωνή. «Για να βεβαιωθείς ότι μιλάω σοβαρά, θα σου πω πρώτα ότι πρόκειται να γεννήσεις ένα κορίτσι, την αδερφή μου, εδώ στον Αράκις». Η Τζέσικα ακούμπησε τα χέρια της στο δάπεδο της σκηνής κι ανασηκώθηκε πανικόβλητη με την πλάτη στο μαλακό πλαστικό τοίχο. Η εγκυμοσύνη της δεν είχε γίνει ακόμη φανερή και μόνο η εκπαίδευση Μπένε Γκεσερίτ, την είχε καταστήσει ικανή ν' αντιληφθεί τα πρώτα αδύναμα σήματα που της έστελνε το νεοσχηματισμένο έμβρυο. «Υπάρχουμε μόνο για να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας», ψιθύρισε. Ήταν το παλιό ρητό του Μπένε Γκεσερίτ. «Θα βρούμε καταφύγιο ανάμεσα στους Φρέμεν», είπε ο Πολ, «εκεί που η Μισιονάρια Προτεκτίβα έχει φροντίσει για τη διαμονή μας». Ναι, έχουν ετοιμάσει κάποιο μέρος στην έρημο για μας, σκέφτηκε η Τζέσικα. Πώς ξέρει όμως για τη Μισιονάρια Προτεκτίβα; Ο φόβος της για τις παράξενες ικανότητες του γιου της, γινόταν όλο και μεγαλύτερος. Εκείνος αντιλήφθηκε τα συναισθήματα της, λες και τα διάβαζε σ' ανοιχτό βιβλίο. Ένιωσε να τον κυριεύει μια ανείπωτη συμπόνια. «Δεν μπορώ να σου πω τα πράγματα πού θα συμβούν εδώ», άρχισε ο Πολ. «Αυτά δεν μπορώ να τα πω ούτε στον εαυτό μου, κι ας τα έχω δει. Έχω την αίσθηση ―κι όχι τον έλεγχο― του μέλλοντος. Βλέπω στο κοντινό μέλλον ―ας πούμε, σ' ένα χρόνο― και κάτι σαν... σαν δρόμο, πλατύ όπως η Κεντρική Λεωφόρος του Καλαντάν. Ορισμένα τμήματα του δεν φαίνονται... είναι σκοτεινά... σαν να κρύβονται πίσω από κάποιο λόφο» (είχε πάλι την αίσθηση του μαντιλιού που κυμάτιζε) «... και υπάρχουν μερικές πάροδοι...» Σώπασε, συνεπαρμένος απ' την ενόραση που είχε αποκαλυφθεί στα μάτια του. Καμιά απ' τις εμπειρίες της ζωής του δεν τον είχαν προετοιμάσει κατάλληλα για τον ξαφνικό τρόπο με τον οποίο τραβήχτηκε από μπροστά του το πέπλο που του αποκάλυπτε το γυμνό χρόνο. Η Τζέσικα πάτησε το κουμπί του φωτισμού της σκηνής. Το απαλό πράσινο φως, που απομάκρυνε τις σκιές, καταπράυνε τους φόβους της. Κοίταξε το πρόσωπο του Πολ∙ η έκφραση του θύμιζε παιδιά που υπέφεραν από ασιτία. Τα μάτια του έμοιαζαν με τρύπες, το στόμα ήταν μια λεπτή γραμμή και τα μάγουλα του είχαν τραβηχτεί προς τα μέσα. Έχει την έκφραση της γνώσης, σκέφτηκε. Μοιάζει με κάποιον πον ανακάλνψε ξαφνικά ότι είναι θνητός.
Ο Πολ δεν ήταν πια παιδί. Μπορούσε κι έβλεπε μπροστά και καταλάβαινε πώς θα κατάφερναν να γλιτώσουν. «Υπάρχει κάποιος τρόπος να χτυπήσουμε τους Χαρκόνεν», του είπε η Τζέσικα. «Τους Χαρκόνεν! Βγάλε αυτούς τους υπάνθρωπους απ' το μυαλό σου». Κοίταξε τη μητέρα του και περιεργάστηκε τα χαρακτηριστικά της κάτω απ' το ασθενικό φως της σκηνής. «Δεν πρέπει να κατηγορείς κανέναν για υπάνθρωπο χωρίς...» «Μην είσαι τόσο σίγουρη ότι ξέρεις τη διαχωριστική γραμμή», απάντησε ο Πολ. «Έχουμε όλοι το παρελθόν μας. Και σε πληροφορώ, αγαπητή μου μητέρα, ότι υπάρχει κάτι που δεν το ξέρεις ― αν και θα 'πρεπε: είμαστε Χαρκόνεν». Το μυαλό της προσπάθησε ν' αντιδράσει σ' αυτή τη φρικτή πληροφορία, η φωνή όμως του Πολ συνέχισε να φτάνει αδυσώπητη στ' αφτιά της. «Όταν βρεις έναν καθρέφτη, κοίταξε με προσοχή το πρόσωπο σου. Πρόσεξε το δικό μου αυτή τη στιγμή. Τα σημάδια είναι ολοφάνερα ― αρκεί να θέλεις να τα δεις. Παρατήρησε τα χέρια μου και την κατασκευή του σώματος μου. Αν δεν σε πείθουν όλα αυτά, τότε δέξου τα λόγια μου. Έχω περπατήσει στο μέλλον, έχω ερευνήσει αρχεία, έχω δει τόπους, έχω συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία. Είμαστε Χαρκόνεν». «Ένα... ένα παρακλάδι, εννοείς; Κάποιος συγγενής που...» «Είσαι κόρη του βαρόνου», της απάντησε. Η Τζέσικα έφερε τα χέρια στο στόμα της, γεμάτη τρόμο. «Ο βαρόνος», συνέχισε ο Πολ, «είχε πολλές περιπέτειες όταν ήταν νέος, αλλά όλα έγιναν για το Μπένε Γκεσερίτ». Τα λόγια του την τράνταζαν σαν να είχε δεχτεί χαστούκι, το μυαλό της όμως άρχισε να φωτίζεται. Τώρα καταλάβαινε πολλά ανεξήγητα γεγονότα απ' το παρελθόν της. Ηταν η κοπέλα που ήθελε το Μπένε Γκεσερίτ όχι για να τερματίσει την παλιά διαμάχη Ατρειδών και Χαρκόνεν, αλλά για να δημιουργήσει κάποιο κοινό γενετικό παράγοντα ανάμεσα στους δυο λαούς. Τι ακριβώς, όμως; Δεν μπορούσε να βρει την απάντηση. «Σκέφτηκαν ότι έτσι θα έφταναν σε μένα», εξήγησε ο Πολ, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της. «Δεν είμαι όμως αυτό που περίμεναν, κι εξάλλου εμφανίστηκα ίπολύ πρόωρα. Το πιο σημαντικό, πάντως, είναι ότι δεν to ξέρουν ακόμα». Η Τζέσικα πίεσε πιο σφιχτά το στόμα της με τα χέρια. Μεγάλη Μητέρα! Είναι ο Κβισάτς Χαντεράς! Ένιωσε γυμνή κι ανήμπορη μπροστά του∙ το βλέμμα του ήταν τόσο διεισδυτικό, που δεν μπορούσε να του κρύψει τίποτα. Κι αυτό ακριβώς ήταν η βάση του φόβου της. «Πιστεύεις ότι είμαι ο Κβισάτς Χαντεράς», είπε ο Πολ. «Βγάλτο απ' το μυαλό σου. Είμαι κάτι απροσδόκητο». Πρέπει να ειδοποιήσω κάποια απ' τις σχολές, σκέφτηκε η Τζέσικα. Ίσως τα αρχεία ν' αποκαλύψουν τι έχει συμβεί». «Θα μάθουν τι συμβαίνει με μένα όταν πια θα είναι πολύ αργά», είπε ο Πολ. Η μητέρα του προσπάθησε ν' αλλάξει θέμα. «Θα μπορέσουμε να βρούμε καταφύγιο στους Φρέμεν;» ρώτησε κατεβάζοντας τα χέρια της. «Οι Φρέμεν έχουν ένα ρητό που το αποδίδουν στον Σάι-χάλαντ, τον Αιώνιο Πατέρα. Λένε: "Να εκτιμάς αυτό που βρίσκεις"». Ναι, μητέρα, σκέφτηκε. Θα γνωριστείς με τους γαλανομάτηδες και θ ∙ αποκτήσεις μια όμορφη κόρη... την αδερφή μου, την Άλια. «Αν δεν είσαι ο Κβισάτς Χαντεράς», έκανε η Τζέσικα, «τότε...» «Ίσως να μην μπορέσεις να το καταλάβεις», της απάντησε. «Όταν το δεις, δεν θα το πιστεύεις». Είμαι ο σπόρος, σκέφτηκε. Αντιλήφθηκε ξαφνικά πόσο εύφορο ήταν το έδαφος πάνω στο οποίο είχε πέσει κι αμέσως όλη η ύπαρξη, πλημμύρισε με την τεράστια ευθύνη του σκοπού που είχε να ολοκληρώσει. Έβλεπε μπροστά του δυο δρόμους. Αν έπαιρνε τον πρώτο, θ' αντιμετώπιζε ένα διεφθαρμένο γερο-βαρόνο, λέγοντας του «γεια σου, παππού». Στη σκέψη αυτού του μονοπατιού αναστατωνότανε. Ο δεύτερος δρόμος ήταν γεμάτος με μεγαλύτερες γκρίζες κηλίδες και ορισμένα σημεία όπου κυριαρχούσε η βία. Έβλεπε εκεί μια φωτιά που απλωνόταν σ' ολόκληρο το σύμπαν, με τη μαυροπράσινη σημαία των Ατρειδών μπροστά από στρατιές φανατικών λεγεωνών, που είχαν μεθύσει με ποτό φτιαγμένο απ' το καρύκευμα. Ανάμεσα τους διέκρινε τον Γκέρνι Χάλεκ και μερικούς ακόμη απ' τους άντρες του πατέρα του ―δυστυχώς, πολύ λίγους― με το σήμα των Ατρειδών στο στήθος.
«Δεν μπορώ να πάρω αυτό το δρόμο», μουρμούρισε. «Αυτό είναι που θέλουν εκείνες οι γριές καρακάξες της σχολής σου». «Δεν σε καταλαβαίνω, Πολ», είπε η Τζέσικα. Εκείνος έμεινε σιωπηλός, βυθισμένος σε σκέψεις. Ένιωσε ότι δεν μπορούσε πια να μισήσει το Μπένε Γκεσερίτ ή τον Αυτοκράτορα ή ακόμα και τους Χαρκόνεν. Σίγουρα δεν μπορώ να πάρω αυτό το δρόμο, σκέφτηκε. Είδε όμως πάλι με τη φαντασία του τα δουκικά σύμβολα και τη μαυροπράσινη σημαία να κυματίζει. Η Τζέσικα ξερόβηξε, τρομαγμένη απ' τη σιωπή του. «Τότε λοιπόν... θα μας προσφέρουν καταφύγιο οι Φρέμεν;» ρώτησε. Ο Πολ σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε καταπρόσωπο, μέσα στο πρασινωπό φως της στίλτεντ. «Ναι», απάντησε. «Είναι ο ένας απ' τους δρόμους». Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. «Ναι. Θα με ονομάσουν... Μουαντίμπ ― Εκείνος που δείχνει το Δρόμο. Ναι... έτσι θα με ονομάσουν». Έκλεισε τα μάτια του συλλογισμένος. Τώρα μπορώ να σε πενθήσω, πατέρα! Και τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα του.